anne rice - Πανδώρα.pdf

397

Upload: nicolas-vlachopoulos

Post on 25-Dec-2015

346 views

Category:

Documents


10 download

TRANSCRIPT

Page 1: Anne Rice - Πανδώρα.pdf
Page 2: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΑΝ ΡΑΪΣ

Π Α Ν Δ Ω Ρ Α

Νέες ιστορίες των βαμπίρ

Μετάφραση από χα αγγλικά: ΛΙΛΗ ΙΩΑΝΝΙΔΟΥ

«ΝΕΑ ΣΥΝΟΡΑ» ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΑΙΒΑΝΗ

ΑΘΗΝΑ 1999

Page 3: Anne Rice - Πανδώρα.pdf
Page 4: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αφιερωμένο στον Σταν, στον Κρίστοφερ και στη Μισέλ Ράις στη Σουζάνα Σκοτ Κουίροζ και στη Βικτόρια Ουίλσον, στη μνήμη του Τζον Πρεστον στους Ιρλανδούς της Νέας Ορλεάνης, που τη δεκαετία του 1850 έχτισαν στην οδό Κόνστανς το μεγάλο ναό του Αγίου Αλφόνσου και μας κληροδότησαν με την πίστη, την αρχιτεκτονική και την τέχνη τους ένα υπέροχο μνημείο στη «Δόξα της Ελλάδας και στο Μεγαλείο της Ρώμης».

J

Page 5: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Για την κυρία Μουρ και την ηχώ των σπηλαίων του Μαραμπάρ: ...όμως η ηχώ άρχισε με κάποιο απροσδιόριστο τρόπο να υπονο-μεύει την αντίληψη της για τη ζωή. Ή ρ θ ε σε μια στιγμή που εκείνη έτυχε να είναι εξασθενημε'νη και κατάφερε να μουρμουρίσει «Πά-θος, ευλάβεια, γενναιότητα - υπάρχουν, αλλά είναι ταυτόσημα, το ί-διο και η διαφθορά. Ό λ α υπάρχουν, τίποτε δεν έχει αξία».

Ε. Μ. ΦΟΡΣΤΕΡ, Πέρασμα στην Ινδία

Καθολική Επιστολή Ιακώβου, κεφ. Β, εδ. 19

Τι γελοιότητα, πόσο ανίδεος είναι εκείνος που εκπλήσσεται με οτι-δήποτε συμβαίνει στη ζωή.

ΜΑΡΚΟς ΑΥΡΗΛΙΟς Εις Εαυτόν

Ένα άλλο κομμάτι της ίδιας πίστης μας είναι ότι πολλά πλάσματα θα καταδικαστούν- για παράδειγμα, οι άγγελοι που έπεσαν από τον ουρανό εξαιτίας της υπεροψίας τους και τώρα είναι δαίμονες· και εκείνοι οι άνθρωποι επί της γης που πεθαίνουν μακριά από την Πί-στη της Αγίας Εκκλησίας, δηλαδή οι ειδωλολάτρες· κι εκείνοι, επί-σης, που έχουν βαφτιστεί, αλλά δε διάγουν χριστιανικό βίο κι έτσι

Page 6: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πεθαίνουν αποκλεισμένοι από το Θείο Έρωτα - όλοι αυτοί θα κα-ταδικαστούν στην αιώνια κόλαση, όπως μας έχει διδάξει να πιστεύ-ουμε η Αγία Εκκλησία. Αφού έτσι έχουν τα πράγματα, πίστευα ότι είναι εντελώς αδύνατο να έχουν όλα αίσια κατάληξη, όπως μου υ-ποδηλώνει τώρα ο Κύριος μας. Αλλά δεν έλαβα άλλη απάντηση σ' αυτή την αποκάλυψη, παρά μόνο αυτή: «Αυτό που είναι αδύνατο για σένα δεν είναι αδύνατο για μένα. Θα τιμήσω το λόγο μου από κάθε άποψη και θα φροντίσω ώστε όλα να έχουν αίσια κατάληξη». Αυτό με δίδαξε η Θεία Χάρη...

ΙΟΥΛΙΑΝΗ ΤΟΥ ΝΟΡΓΟΥΙΤΣ Αποκαλύψεις Θείον Έρωτος

Page 7: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΟΥΤΕ ΕΙΚΟΣΙ ΛΕΠΤΑ δεν πέρασαν από τότε που έφυγες και με άφησες εδώ στο καφενείο, από τότε που απέρριψα το αί-τημα σου, που είπα ότι δε θα έγραφα ποτέ για χάρη σου την ιστορία της θνητής μου ζωής, πώς έγινα βαμπίρ - πώς συ-νάντησα τον Μάριο μόνο λίγα χρόνια αφού είχε χάσει την ανθρώπινη ζωή του.

Και τώρα να με με το σημειωματάριο σου ανοιχτό, να χρησιμοποιώ μία από τις μυτερές πένες αιώνιου μελανιού που μου άφησες, ενθουσιασμένη με το αισθησιακό ίχνος του μαύρου μελανιού πάνω στο ακριβό και άσπιλο άσπρο χαρτί.

Ήταν φυσικό, Ντέιβιντ, να μου αφήσεις κάτι κομψό, μια σελίδα που να δελεάζει. Αυτό το σημειωματάριο δε-μένο σε σκούρο, γυαλιστερό δέρμα είναι, νομίζω, με το πε-ρίτεχνα χαραγμένο σχέδιο από τριαντάφυλλα με πλούσια φύλλα αλλά χωρίς αγκάθια, ένα σχέδιο που, στο κάτω κά-τω, προδίδει απλώς καλό σχεδιασμό, κι όμως υπαινίσσεται κάποιο κύρος. Αυτό που θα είναι γραμμένο κάτω από αυ--

Page 8: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τό το βαρύ και όμορφο εξώφυλλο μετράει, αυτό λέει το ε-ξώφυλλο.

Οι βαριές σελίδες έχουν αχνογάλαζες ευθείες γραμμές - είσαι πρακτικός και τόσο προνοητικός, θα πρέπει να ξέ-ρεις ότι δεν αγγίζω ποτέ μου μολύβι για να γράψω κάτι σε χαρτί.

Ακόμα και ο ήχος της πένας έχει τη γοητεία του, το οξύ γρατσούνισμα που θυμίζει κάπως τις εκλεκτότερες γραφί-δες στην αρχαία Ρώμη, όταν τις ακουμπούσα στην περγα-μηνή για να γράψω τα γράμματά μου στον πατέρα μου, ό-ταν έγραφα σ' ένα ημερολόγιο τα βάσανά μου... αχ, αυτός ο ήχος. Το μόνο πράγμα που λείπει τώρα είναι η μυρωδιά του μελανιού· αλλά έχουμε τη λεπτή πλαστική πένα που δεν τελειώνει ποτέ, όσους τόμους κι αν γράψει, και αφήνει ένα μαύρο ίχνος όσο λεπτό κι όσο βαθύ επιλέξω.

Γράφω όσα σκέφτομαι για την παράκλησή σου. Θα δεις ότι κάτι θα πάρεις από μένα. Νιώθω να υποκύπτω σ' αυτή σχεδόν με τον τρόπο που υποκύπτουν σε μας τα ανθρώπι-να θύματά μας, ανακαλύπτοντας ίσως, καθώς η βροχή έξω εξακολουθεί να πέφτει, καθώς στο καφενείο συνεχίζεται η βοή από τις φλυαρίες των θαμώνων, μια νέα σκέψη, πως η διαδικασία δε θα είναι τόσο αγωνιώδης όσο υπέθετα -να γυ-ρίσω δύο χιλιάδες χρόνια πίσω-, αλλά θα είναι σχεδόν α-πολαυστική, όπως το να πίνεις αίμα.

Τώρα κυνηγάω ένα θύμα που δε μου είναι εύκολο να υ-ποτάξω: το ίδιο μου το παρελθόν. Τσως αυτό το θύμα να μου ξεφύγει με μια ταχύτητα ανάλογη με τη δική μου. Όπως και να ναι, ψάχνω τώρα για ένα θύμα που δεν έχω ποτέ αντι--

Page 9: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κρίσει. Και αναγνωρίζω την έξαψη του κυνηγού μέσα σ' αυ-τό που ο σύγχρονος κόσμος αποκαλεί έρευνα.

Αλλιώς, γιατί να βλέπω αυτούς τους καιρούς τόσο ζω-ντανά τώρα; Δεν είχες κάποιο μαγικό φίλτρο να μου δώσεις για να χαλαρώσει ο νους μου. Δεν υπάρχει παρά μόνο ένα φίλτρο για μας, κι αυτό είναι το αίμα.

Είπες κάποια στιγμή καθώς περπατούσαμε προς το κα-φενείο: «Θα θυμηθείς τα πάντα».

Εσύ, που είσαι τόσο νέος στις τάξεις μας κι όμως υπήρ-ξες τόσο γέρος ως θνητός και τόσο πολυμαθής. Ίσως να εί-ναι φυσικό που προσπαθείς με τόση παλικαριά να συγκε-ντρώσεις τις ιστορίες μας.

Αλλά γιατί να αναζητώ να εξηγήσω εδώ μια περιέργεια όπως τη δική σου, αυτή τη γενναιότητα μπροστά στην αι-ματοβαμμένη αλήθεια;

Πώς κατάφερες να ξυπνήσεις μέσα μου αυτή τη λαχτά-ρα να γυρίσω πίσω -δύο χιλιάδες χρόνια σχεδόν- για να μι-λήσω για τις θνητές μου μέρες πάνω στη γη, στη Ρώμη, και πώς συναντήθηκα με τον Μάριο και πώς δεν είχε καμία τύ-χη μπροστά στη Μοίρα.

Πώς γίνεται ρίζες τόσο βαθιά θαμμένες και για τόσο πο-λύ καιρό αποκηρυγμένες να με καλούν ξαφνικά; Μια πόρ-τα ανοίγει απότομα. Ένα φως διακρίνεται. Μπες μέσα.

Τώρα κάθομαι στο καφενείο. Γράφω, αλλά σταματώ κάθε τόσο και κοιτάζω γύρω μου

αυτούς τους ανθρώπους ο' αυτό το καφενείο του Παρισιού. Βλέπω τα μουντά υφάσματα που φοράνε άντρες και γυ-ναίκες αδιακρίτως, τη νεαρή Αμερικανίδα με τα χακί στρα--

Page 10: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τιωτικό της ρούχα και όλα της τα υπάρχοντα φορτωμένα στον ώμο μέσα σ' ένα σακίδιο· βλέπω το γέρο Γάλλο που έρχεται εδώ χρόνια ολόκληρα μόνο και μόνο για να χα-ζεύει τα γυμνά πόδια και χέρια των νέων, για να τρέφεται από τις χειρονομίες τους σαν να ήταν βαμπίρ, να περιμέ-νει την εξαιρετική εκείνη στιγμή που κάποια γυναίκα θα ρίξει πίσω το κορμί της γελώντας, με το τσιγάρο στο χέρι, και το ύφασμα της συνθετικής της μπλούζας θα κολλήσει πάνω στο στήθος της και για μια στιγμή θα διαφανούν οι θηλές.

Αχ, αυτός ο γέρος. Είναι γκριζομάλλης και φοράει α-κριβό παλτό. Δεν απειλεί κανέναν. Ζει αποκλειστικά μέσα στα οράματά του. Απόψε θα γυρίσει πίσω σ' ένα φτωχικό αλλά κομψό διαμέρισμα που διατηρεί από το Δεύτερο Πα-γκόσμιο πόλεμο και θα δει κάποιο έργο με τη νεαρή καλ-λονή Μπριζίτ Μπαρντό. Ζει μέσα από τα μάτια του. Δέκα χρόνια έχει να αγγίξει γυναίκα.

Δεν αλλάζω θέμα, Ντέιβιντ. Εδώ θα ρίξω άγκυρα. Γιατί δε σκοπεύω ν' αφήσω την ιστορία μου να ξεχυθεί ανεξέλε-γκτη σαν να βγαίνει από κάποιο μεθυσμένο ιεροφάντη.

Κοιτάζω αυτούς τους θνητούς πιο προσεκτικά. Είναι τό-σο φρέσκοι, τόσο εξωτικοί κι όμως τόσο απολαυστικοί για μένα αυτοί οι θνητοί- τους κοιτάζω όπως θα πρέπει να κοι-τούσα τα τροπικά πουλιά όταν ήμουν μικρή- τόσο γεμάτα από δονούμενη, επαναστατημένη ζωή, που ήθελα να τα πιά-σω για να την αρπάξω, να τα κάνω να φτερουγίσουν μέσα στα χέρια μου, να αρπάξω την πτήση για να την κυριεύσω, να την κοινωνήσω. Αχ, αυτή η τρομερή στιγμή της παιδικής

Page 11: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ηλικίας, όταν άθελα σου τσακίζεις μέσα στα χέρια σου τη ζωή ενός κατακόκκινου πουλιού.

Κι όμως, φαντάζουν μακάβριοι με τα σκούρα τους ρού-χα μερικοί από αυτούς τους θνητούς: ο αναπόφευκτος έ-μπορος κοκαΐνης -και υπάρχουν παντού, είναι το καλύτε-ρο μας θήραμα-, που περιμένει το σύνδεσμο του στην α-πέναντι γωνία, με το μακρύ δερμάτινο παλτό του με την υ-πογραφή κάποιου διάσημου Ιταλού σχεδιαστή, τα μαλλιά του ξυρισμένα γουλί στο πλάι και φουντωτά στην κορυφή για να δείχνει ξεχωριστός, όπως και γίνεται, αν και δεν υ-πάρχει λόγος, μόλις δει κανείς τα πελώρια μαύρα του μά-τια και τη σκληρότητα ενός στόματος που η φύση το είχε σχεδιάσει γενναιόδωρο. Κάνει αυτές τις γρήγορες, ανυπό-μονες χειρονομίες με τον αναπτήρα του πάνω στο μικρό μαρμάρινο τραπέζι, σημάδι εξάρτησης· στριφογυρίζει νευ-ρικά, δεν μπορεί να βολευτεί. Δεν ξέρει ότι ποτέ δε θα ξα-νανιώσει βολικά στη ζωή του. Θέλει να φύγει για να σνι-φάρει την κοκαΐνη, για την οποία καίγεται, κι όμως πρέπει να περιμένει το βαποράκι. Τα παπούτσια του' είναι υπερ-βολικά γυαλιστερά και τα μακριά, λεπτά του χέρια δε θα γε-ράσουν ποτέ.

Νομίζω ότι θα πεθάνει απόψε αυτός ο άντρας. Νιώθω μια αργή, εντεινόμενη επιθυμία να τον σκοτώσω εγώ η ίδια. Έχει ταΐσει τόσο δηλητήριο σε τόσους πολλούς. Να τον κα-ταδιώξω, να τον τυλίξω στα μπράτσα μου- δε θα χρειαζό-ταν ούτε καν να τον λιβανίσω με οράματα. Θα του έδινα να καταλάβει ότι ο θάνατος ήρθε με τη μορφή μιας γυναίκας υπερβολικά λευκής για να είναι ανθρώπινη, υπερβολικά

Page 12: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λειασμένης από τους αιώνες για να είναι οτιδήποτε άλλο πα-ρά ένα άγαλμα που ζωντάνεψε. Αλλά εκείνοι τους οποίους περιμένει συνωμοτούν για να τον σκοτώσουν. Και ποιος ο λό-γος να παρέμβω εγώ;

Πώς να με βλέπουν άραγε αυτοί οι άνθρωποι; Μια γυ-ναίκα με μακριά, κυματιστά, καθαρά καστανά μαλλιά που τη σκεπάζουν σχεδόν σαν μανδύας καλόγριας, ένα πρόσω-πο τόσο λευκό, που το χρώμα του μοιάζει πολύ πουδραρι-σμένο, και μάτια αφύσικα λαμπερά, ακόμα και πίσω από χρυσά γυαλιά.

Αχ, πόσο πρέπει να ευγνωμονούμε τα πολλά είδη γυα-λιών που κυκλοφορούν αυτή την εποχή - γιατί έτσι και έ-βγαζα αυτά που φοράω θα έπρεπε να κρατάω το κεφάλι μου διαρκώς σκυμμένο, για να μην ξαφνιάζω τους ανθρώ-πους με το παιχνίδισμα και μόνο του κίτρινου και του κα-στανού και του χρυσού στα μάτια μου, που όσο περνάνε οι αιώνες θυμίζουν ολοένα και περισσότερο πολύτιμα πετρά-δια, σε σημείο ώστε να θυμίζω κάποια τυφλή που της έβα-λαν τοπάζια στη θέση των ματιών ή μάλλον καλοφτιαγμέ-να σφαιρίδια από τοπάζι, ζαφείρι ή και ακουαμαρίνα.

Δες, γέμισα τόσες σελίδες και το μόνο που έχω αναφέ-ρει μέχρι τώρα είναι ότι ναι, θα σου πω πώς ξεκίνησαν όλα στην περίπτωσή μου.

Ναι, θα σου πω την ιστορία της θνητής ζωής μου στην αρχαία Ρώμη, πώς αγάπησα τον Μάριο και πώς έτυχε να συ-ναντηθούμε και μετά να χωρίσουμε.

Τι μεταμόρφωση για μένα αυτή η απόφαση. Πόσο ισχυρή νιώθω έτσι όπως κρατάω αυτή την πένα

Page 13: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

και πόσο πρόθυμη να μας δω με καθαρή και αντικειμενι-κή ματιά πριν αρχίσω να εκπληρώνω το αίτημά σου.

Βρισκόμαστε στο Παρίσι, σε εποχή ειρήνης. Βρέχει. Ψηλά μεγαλόπρεπα γκρίζα κτίρια με τα διπλά τους παρά-θυρα και τα σιδερένια τους μπαλκόνια ορθώνονται στις δυο πλευρές αυτής της λεωφόρου. Θορυβώδη, μικροσκοπικά, ε-πικίνδυνα αυτοκίνητα τρέχουν στους δρόμους. Καφενεία, ό-πως αυτό, ξεχειλίζουν από τουρίστες όλων των εθνικοτή-των. Αρχαίες εκκλησίες πνίγονται μέσα στις πολυκατοικίες, παλάτια έχουν μετατραπεί σε μουσεία, που στις αίθουσές τους χαζεύω ώρες ολόκληρες, παρατηρώντας αντικείμενα από την Αίγυπτο ή τη Σουμερία, που τα βαραίνουν περισ-σότερα χρόνια κι από μένα. Η ρωμαϊκή αρχιτεκτονική α-φθονεί παντού, τέλεια αντίγραφα των ναών του καιρού μου που σήμερα στεγάζουν τράπεζες. Οι λέξεις της μητρικής λατινικής μου γλώσσας κατακλύζουν την αγγλική γλώσσα. Ο Οβίδιος, ο αγαπημένος μου Οβίδιος, ο ποιητής που πρό-βλεψε ότι η ποίησή ίου θα ζούσε περισσότερο από τη Ρω-μαϊκή Αυτοκρατορία, δικαιώθηκε σ' αυτή του την πρόβλε-ψη.

Μπες σε οποιοδήποτε βιβλιοπωλείο και θα τον βρεις σε απλούς, μικρούς χαρτόδετους τόμους, φτιαγμένους για να προσελκύουν φοιτητές.

Η ρωμαϊκή επιρροή διασπείρεται και ξεπετάει δυνατές βαλανιδιές μέσα στο σύγχρονο δάσος των ηλεκτρονικών υ-πολογιστών, των ψηφιακών δίσκων, των μικροϊών και των διαστημικών δορυφόρων.

Σ' αυτό το περιβάλλον είναι εύκολο -όπως πάντα- να

Page 14: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

βρεις κάποιο κακό να αγκαλιάσεις, κάποια απόγνωση που αξίζει να εκπληρωθεί τρυφερά.

Και στην περίπτωση μου πρέπει πάντα να υπάρχει κά-ποιος έρωτας για το θύμα, κάποιος οίκτος, κάποια ψευ-δαίσθηση ότι ο θάνατος που φέρνω δε διαταράσσει το με-γάλο σάβανο του αναπόφευκτου που υφαίνουν τα δέντρα και η γη και τα αστέρια και τα ανθρώπινα συμβάντα, το οποίο αιωρείται πάντα ολόγυρά μας έτοιμο να σκεπάσει οτιδή-ποτε έχει δημιουργηθεί, οτιδήποτε γνωρίζουμε.

Χτες το βράδυ, όταν με βρήκες, πώς σου φάνηκε; Ή-μουν μόνη στη γέφυρα πάνω από τον Σηκουάνα, περπατώ-ντας στο τελευταίο επικίνδυνο σκοτάδι πριν από το ξημέ-ρωμα.

Με είδες πριν καταλάβω ότι ήσουν εκεί. Η κουκούλα μου ήταν κατεβασμένη και άφησα τα μάτια μου στο αχνό φως της γέφυρας να ζήσουν τη σύντομη στιγμή της δόξας τους. Το θύμα μου στεκόταν στο κιγκλίδωμα, παιδί σχεδόν, αλλά χτυπημένο και λεηλατημένο από εκατό άντρες. Ήθε-λε να πεθάνει στο νερό. Δεν ξέρω αν ο Σηκουάνας είναι αρ-κετά βαθύς για να πνιγεί κάποιος σ' αυτό το σημείο. Τόσο κοντά στο νησί Σεν-Λουί. Τόοο κοντά στην Παναγία των Παρισίων. Μπορεί και να είναι, αν καταφέρει κανείς να α-ντισταθεί σε μια έσχατη πάλη για τη ζωή.

Αλλά ένιωσα την ψυχή αυτού του θύματος σαν ένα σω-ρό από στάχτες, λες και το πνεύμα της είχε αποτεφρωθεί και απέμενε μόνο το σώμα, ένα φθαρμένο, άρρωστο κέλυφος. Την αγκάλιασα και, όταν διέκρινα το φόβο στα μικρά, μαύ-ρα μάτια της, όταν είδα την ερώτηση να έρχεται, την τύλι--

Page 15: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ξα σε οράματα. Η καπνιά που σκέπαζε το δέρμα μου δεν ήταν αρκετή για να μ' εμποδίσει να θυμίζω την Παρθένο Μαρία, και το κορίτσι βυθίστηκε στους ύμνους και στις προ-σευχές, ακόμα και τα πέπλα μου τα είδε να έχουν τα χρώ-ματα που θυμόταν από τις εκκλησιές των παιδικών της χρό-νων, καθώς αφέθηκε σε μένα, κι εγώ -ξέροντας ότι δεν εί-χα ανάγκη να πιω, αλλά διψώντας για εκείνη, διψώντας για την αγωνία που θα μου χάριζε στην τελευταία της ανάσα, διψώντας για το νόστιμο κόκκινο αίμα που θα γέμιζε το στόμα μου και θα με έκανε να νιώσω ανθρώπινη για μια στιγμή μέσα στην τερατομορφία μου- ενέδωσα στα ορά-ματά της, της λύγισα το λαιμό, χάιδεψα με τα ακροδάχτυ-λά μου το πονεμένο, τρυφερό της δέρμα και τότε ήταν που βύθισα τα δόντια μου μέσα της, που την ήπια - τότε ήταν που κατάλαβα ότι ήσουν εκεί. Παρακολουθούσες.

Το κατάλαβα και το ένιωσα και είδα την εικόνα που πα-ρουσιάζαμε στα μάτια σου, αφηρημένη, καθώς η απόλαυ-ση με πλημμύρισε έτσι κι αλλιώς, κάνοντάς με να πιστεύω ότι ήμουν ζωντανή, ενωμένη με κάποιο τρόπο με λιβάδια σπαρμένα με τριφύλλι ή με δέντρα με ρίζες βαθύτερες μέ-σα στη γη απ' ό,τι τα κλαδιά που ορθώνουν προς το στερέ-ωμα.

Στην αρχή σε μίσησα. Με είδες την ώρα της ευωχίας μου. Με είδες την ώρα που ενέδιδα. Δεν είχες ιδέα για τους μήνες της ασιτίας, του περιορισμού, της περιπλάνησης. Εί-δες μόνο την ξαφνική έκλυση του ακάθαρτου πόθου μου να ρουφήξω την ίδια της την ψυχή από μέσα της, να κάνω την καρδιά της να φουσκώσει μέσα στις σάρκες της, να αντλή--

Page 16: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σω από τις φλέβες της κάθε πολύτιμο μόριο του εαυτού της που ήθελε ακόμα να επιζήσει.

Και ήθελε να επιζήσει. Περιβαλλόμενη από τους αγί-ους, ονειρεύτηκε ξαφνικά τα στήθη που τη θήλασαν και πά-λευε με το νεανικό της κορμί να ρουφήξει το κορμί μου, ε-κείνη τόσο απαλή κι εγώ σκληρή σαν άγαλμα· μα οι άγο-νες, μαρμάρινες θηλές μου δεν της έδιναν παρηγοριά. Ας δει, λοιπόν, τη μητέρα της, νεκρή, απούσα, να την περιμέ-νει. Ας διακρίνω κι εγώ μέσα στα ετοιμοθάνατα μάτια της το φως μέσα από το οποίο οδεύει γοργά προς αυτή τη βέ-βαιη σωτηρία.

Μετά ξέχασα την παρουσία σου. Δεν υπήρχε περίπτω-ση να στερηθώ τη συνέχεια. Άρχισα να ρουφάω πιο αργά, την άφησα να αναστενάξει, άφησα τα πνευμόνια της να γε-μίσουν κρύο, ποταμίσιο αέρα, με τη μητέρα της να πλη-σιάζει ολοένα, τόσο που ο θάνατος ήταν πια γι' αυτή α-σφαλής όσο και η μήτρα. Πήρα από μέσα της και την τε-λευταία σταλιά που είχε να δώσει.

Νεκρή πια, κρεμάστηκε πάνω μου, σαν να ήταν κάποια γυναίκα που είχα σώσει, κάποια που γλίτωσα από τη γέφυ-ρα, κάποιο αδύναμο, ασθενικό, μεθυσμένο κορίτσι. Γλί-στρησα το χέρι μου μέσα στο κορμί της, σκίζοντας τη σάρ-κα πανεύκολα, ακόμα και γι' αυτά τα ντελικάτα χέρια, και έκλεισα τα δάχτυλα μου γύρω από την καρδιά της· την έ-φερα στα χείλια μου και την πιπίλισα, με το κεφάλι μου χω-μένο δίπλα στο πρόσωπο της· πιπίλισα την καρδιά σαν φρούτο, ώσπου δεν απέμεινε στάλα αίμα σε κανέναν κόλ-πο, σε καμία κοιλία και σε κανέναν ιστό, και μετά αργά

Page 17: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

-ίσως για δική σου χάρη- σήκωσα το σώμα της και την ά-φησα να πέσει μέσα στο νερό, όπως είχε ποθήσει.

Τώρα δε θα υπήρχε ίχνος πάλης την ώρα που τα πνευ-μόνια της θα γέμιζαν με το ποτάμι. Τώρα δε θα υπήρχε α-πελπισμένη προσπάθεια της τελευταίας στιγμής. Έφαγα λίγο ακόμα από την καρδιά, για να ρουφήξω μέχρι και το χρώμα του αίματος από μέσα της, και μετά την έστειλα ξο-πίσω της -πατημένο σταφύλι-, καημένο παιδί, παιδί των ε-κατό αντρών.

Μετά σε είδα, σου έδωσα να καταλάβεις ότι ήξερα πως με παρακολουθούσες από την προκυμαία. Οργισμένη σου έδωσα να καταλάβεις πόσο αδύναμος ήσουν, ότι όλο το αί-μα που σου έδωσε ο Λεστά δε θα σου έφτανε έτσι και απο-φάσιζα να σε διαμέλισα), να σου ορμήσω με θανατηφόρα έ-ξαψη και να σε σφαγιάσω ή απλώς και μόνο να σε τιμωρήσω με μια βαθιά ουλή - μόνο και μόνο γιατί με κατασκόπευες.

Στην πραγματικότητα, δεν έχω κάνει ποτέ κάτι τέτοιο ο' έναν νεότερο. Νιώθω οίκτο γι' αυτούς όταν βλέπουν εμάς, τους αρχαίους, και τρέμουν από φόβο. Αλλά θα έπρεπε, απ' όσο γνωρίζω τον εαυτό μου, να έχω φύγει τόσο γρήγορα, ώ-στε να μην είχες καταφέρει να με ακολουθήσεις μέσα στη νύχτα.

Κάτι στο φέρσιμο σου με γοήτευσε, ο τρόπος με τον ο-ποίο με πλησίασες πάνω στη γέφυρα, το νεαρό αγγλοϊνδι-κό μελαψό κορμί που η αληθινή, θνητή σου ηλικία το είχε προικίσει με τόση γοητεία και χάρη. Η ίδια η στάση του σώ-ματος σου έμοιαζε να με ρωτάει, χωρίς ίχνος ταπεινότητας:

«Πανδώρα, μπορούμε να μιλήσουμε;»

Page 18: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

To μυαλό μου ήταν αλλού. Μπορεί και να το ήξερες. Δε θυμάμαι αν σε έκλεισα έξω από τις σκέψεις μου και ξέρω ότι οι τηλεπαθητικές σου ικανότητες δεν είναι και πολύ ι-σχυρές. Το μυαλό μου αφαιρέθηκε ξαφνικά, ίσως από μό-νο του, ίσως επειδή το κέντρισες. Σκέφτηκα όλα τα πράγ-ματα που θα μπορούσα να σου πω, που είναι τόσο διαφο-ρετικά από τις ιστορίες του Λεστά κι από εκείνες του Μά-ριου που είχε αφηγηθεί ο Λεστά, και ήθελα να σε προειδο-ποιήσω, να σε προειδοποιήσω για τα αρχαία βαμπίρ της Ά-πω Ανατολής, που θα σε σκότωναν αν παραβίαζες το ζωτι-κό τους χώρο, απλώς και μόνο επειδή βρισκόσουν εκεί.

Ήθελα να βεβαιωθώ ότι καταλαβαίνεις τι είμαστε όλοι αναγκασμένοι να αποδεχτούμε - η Πηγή της αθάνατης πεί-νας του βαμπίρ κατοικοεδρεύει σε δύο όντα, στη Μεκάρε και στη Μαχαρέτ, τόσο αρχαία, που τώρα πια είναι μάλλον φρικτά στην όψη παρά όμορφα. Και αν αυτοκαταστρα-φούν, θα πεθάνουμε όλοι μαζί τους.

Ήθελα να σου μιλήσω για άλλους που δε μας γνώρισαν ποτέ ως είδος ούτε γνώρισαν την ιστορία μας, που επέζη-σαν μετά την τρομερή φωτιά που εξαπέλυσε η Μητέρα Ακάσα

εναντίον των τέκνων της. Ήθελα να σου πω ότι υ-πάρχουν πράγματα που βαδίζουν στο πρόσωπο της γης που μας μοιάζουν, αλλά δεν ανήκουν στη ράτσα μας ούτε όμως και στην ανθρώπινη. Και λαχτάρησα ξαφνικά να σε πάρω υπό την προστασία μου.

Θα πρέπει να έφταιξε το κέντρισμά σου. Στεκόσουν ε-κεί, γνήσιος Άγγλος τζέντλεμαν, με μια ευγένεια που έφερες με μεγαλύτερη ελαφρότητα και φυσικότητα από οποιον--

Page 19: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

δήποτε άντρα είδα ποτέ. Θαύμασα τα κομψά σου ρούχα, το γεγονός ότι είχες επιτρέψει στον εαυτό σου την πολυτέλεια ενός ελαφριού μαύρου μανδύα από μάλλινο πενιέ, ότι είχες υποχωρήσει ακόμα και στη γοητεία ενός λαμπερού κόκκι-νου μεταξωτού μαντιλιού - που τόσο δε θα σου ταίριαζε ό-ταν πρωτοδημιουργήθηκες.

Κατάλαβε με, δεν αντιλήφθηκα το παραμικρό τη νύχτα που ο Λεστά σε μεταμόρφωσε σε βαμπίρ. Δεν ένιωσα εκεί-νη τη στιγμή.

Όλος ο υπερφυσικός κόσμος λαμπύριζε βδομάδες πριν, ωστόσο, με τη γνώση ότι ένας θνητός είχε μεταπηδήσει στο σώμα ενός άλλου θνητού - τα ξέρουμε αυτά τα πράγματα, λες και μας τα αποκαλύπτουν τα αστέρια. Κάποιος υπερφυσι-κός νους αντιλαμβάνεται τους κυματισμούς που δημιουργεί αυτή η βαθιά τομή στον ιστό της πραγματικότητας και με-τά ένας άλλος νους γίνεται δέκτης της εικόνας κι έτσι με-ταφέρεται πιο πέρα.

Ο Ντέιβιντ Τάλμποτ, το όνομα που όλοι γνωρίζαμε από το αρχαίο τάγμα των πνευματιστικών ερευνητών, την Τα-λαμάσκα, είχε καταφέρει να μεταφέρει όλη την ψυχή και το αιθερικό του σώμα μέσα στο σώμα ενός άλλου άντρα. Το σώμα αυτό βρισκόταν στην κατοχή ενός Κλέφτη Σωμά-των, τον οποίο εκδίωξες από μέσα του. Και όταν αγκυρο-βόλησες στο νεαρό σώμα, εσύ, με όλους τους ηθικούς εν-δοιασμούς και τις αξίες σου, με όλη τη γνώση των εβδομή-ντα τεσσάρων χρόνων σου, παρέμεινες αγκυροβολημένος στα νεαρά κύτταρα.

Κι έτσι ήταν ο Ντέιβιντ ο ξαναγεννημένος, ο Ντέιβιντ

Page 20: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

με την αστραφτερή ινδική ομορφιά, που ο Λεστά μετα-μόρφωσε σε βαμπίρ, προσηλυτίζοντας και το κορμί και την ψυχή, συνδυάζοντας το θαύμα με το Σκοτεινό Τέχνασμα, ε-πιτυγχάνοντας για άλλη μια φορά ένα αμάρτημα που θα κατέπλησσε τους συγχρόνους του και τους πρεσβυτέρους του.

Κι αυτό, αυτό σου το έκανε ο καλύτερος σου φίλος! Καλώς όρισες στο σκοτάδι, Ντέιβιντ. Καλώς όρισες στην

επικράτεια του «άστατου φεγγαριού» του Σαίξπηρ.* Ανηφόρισες γενναία τη γέφυρα προς το μέρος μου. «Συγχώρεσέ με, Πανδώρα», είπες τόσο απαλά. Άψογη,

αριστοκρατική βρετανική προφορά και ο γνώριμος μαγευ-τικός αγγλικός ρυθμός που είναι τόσο γοητευτικός, ώστε μοιάζει να λέει ότι «εμείς θα σώσουμε τον κόσμο».

Κράτησες ευγενική απόσιαση ανάμεσά μας, σαν να ή-μουν κάποια παρθένα του περασμένου αιώνα και δεν ήθε-λες να τρομάξεις τις τρυφερές μου ευαισθησίες. Χαμογέ-λασα.

Τότε ενέδωσα. Σε παρατήρησα προσεκτικά, αυτό το ξε-πεταρούδι που είχε τολμήσει να δημιουργήσει ο Λεστά πα-ρά τις εντολές του Μάριου. Είδα τα στοιχεία που συνέθεταν τον άντρα που είσαι: μια πελώρια ανθρώπινη ψυχή, ατρό-μητη, κι όμως σχεδόν ερωτευμένη με την απόγνωση, κι έ-να κορμί που ο Λεστά είχε κοντέψει να βλάψει τον εαυτό του

* «Όχι, μην παίρνεις όρκο στο φεγγάρι, χο άστατο, που με τον μήνα αλλάζει, κάνοντας το γύρο του, μήπως κι η αγάπη σου αλλάξει σαν κι αυτό». Ρωμαίος και Ιονλιετα, πράξη 2, σκηνή 2, μτφ. Β. Ρώτα, εκδ. «Ίκαρος», 1958. Σε όλα τα αποσπάσματα ακολουθήθηκε η ορθογραφία του πρωτοτύπου. (Σ.τ.Ε.)

Page 21: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

για να το καταστήσει ισχυρό. Σου είχε δώσει περισσότερο αίμα απ' όσο μπορούσε να παραχωρήσει για τη μεταμόρ-φωσή σου. Είχε προσπαθήσει να σου δώσει την τόλμη του, την ευφυία του, την πανουργία του- είχε προσπαθήσει να με-ταφέρει μια πανοπλία για σένα μέσω του αίματος.

Είχε κάνει καλή δουλειά. Η δύναμή σου ήταν σύνθετη και εμφανής. Το αίμα της Βασίλισσας Μητέρας μας Ακά-σα είχε ανακατευτεί με το αίμα του Λεστά. Ο Μάριος, ο αρ-χαίος μου εραστής, του είχε δώσει κι εκείνος αίμα. Ο Λε-στά -τι είναι αυτά που λένε- λένε ότι μπορεί να έχει πιει α-κόμα και το αίμα του Χριστού.

Αυτό ήταν το πρώτο θέμα που συζήτησα μαζί σου, επει-δή με κυρίευσε η περιέργειά μου, αν και ξέρω ότι η ανα-ζήτηση της γνώσης στον κόσμο συνεπάγεται συχνά το ξε-σκάλισμα τόσης τραγωδίας, που την απεχθάνομαι.

«Πες μου την αλήθεια», είπα. «Αυτή η ιστορία του Μέ-μνοχ του Διαβόλου... Ο Λεστά ισχυρίζεται ότι έχει περάσει από τον Παράδεισο κι από την Κόλαση. Έφερε πίσω μαζί τον το Μανδήλιο της Αγίας Βερονίκης. Πάνω του βρισκό-ταν αποτυπωμένο το πρόσωπο του Χριστού! Αυτό προση-λύτισε χιλιάδες κόσμο στο χριστιανισμό, θεράπευσε παρά-φρονες και συνέτρεξε πικραμένους. Οδήγησε άλλα Τέκνα του Σκότους να πετάξουν τα άρματά τους στο θανατηφόρο φως του πρωινού, λες και ο ήλιος ήταν στην πραγματικότητα η φλόγα του Θεού».

«Ναι, όλα συνέβησαν όπως τα περιέγραψα», είπες, χα-μηλώνοντας το κεφάλι με ευγενική αλλά εξεζητημένη τα-πεινοφροσύνη. «Και ξέρεις, μερικοί... από εμάς χάθηκαν

Page 22: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μέσα σ' αυτή τη φλόγα, ενώ1 εφημερίδες και επιστήμονες συνέλεξαν τις στάχτες μας για εξέταση».

Θαύμασα την ήρεμη στάση σου. Σωφροσύνη αντάξια του εικοστού αιώνα. Μυαλό κυριευμένο από ανυπολόγιστο πλούτο πληροφοριών και εύστροφο, με μια διάνοια αφιε-ρωμένη στη σβελτάδα, στη σύνθεση, στις πιθανότητες, κι ό-λα αυτά πάνω στο υπόβαθρο φρικτών εμπειριών, πολέμων, σφαγών, ίσως των χειρότερων που έχει δει ποτέ ο κόσμος.

«Όλα συνέβησαν», είπες. «Και συναντήθηκα πράγματι με τη Μεκάρε και τη Μαχαρέτ, τις αρχαίες, και δε χρειά-ζεται να φοβάσαι ότι δεν ξέρω πόσο εύθραυστες είναι οι ρίζες μας. Καλοσύνη σου που με αντιμετωπίζεις τόσο προ-στατευτικά».

Γοητεύτηκα χωρίς να το δείξω. «Τι πιστεύεις εσύ γι' αυτό το Άγιο Μανδήλιο;» ρώτησα. «Η Παναγία της Φάτιμα», είπες απαλά. «Η Ιερά Σινδό-

νη του Τορίνο, ένας ανάπηρος που βγαίνει περπατώντας α-πό τα Θαυματουργά Νερά της Λούρδης! Τι παρηγοριά θα πρέπει να είναι να αποδέχεται κανείς τόσο εύκολα κάτι τέ-τοιο».

«Εσύ δεν το αποδέχεσαι;» Κούνησες το κεφάλι. «Ούτε κι ο Λεστά, κατά βάθος. Το

θνητό κορίτσι, η Ντόρα, ήταν εκείνη που του έκλεψε το Μανδήλιο, που το παρέδωσε στον κόσμο. Αλλά ήταν ένα μοναδικό, εξαιρετικά καλοφτιαγμένο αντικείμενο, ομολο-γώ, πιο άξιο ίσως να χαρακτηριστεί "ιερό κειμήλιο" από ο-τιδήποτε άλλο έχω δει ποτέ».

Ξαφνικά ακούστηκες μελαγχολικός.

Page 23: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Η κατασκευή του φανερώνει ισχυρή προσήλωση», εί-πες.

«Και το βαμπίρ Αρμάν, ο εύθραυστος Αρμάν που θυμί-ζει μικρό αγόρι, το πίστεψε;» ρώτησα. «Ο Αρμάν το αντί-κρισε και είδε το πρόσωπο του Χριστού», είπα, αναζητώντας την επιβεβαίωσή σου.

«Τόσο ώστε να πεθάνει γι' αυτό», είπες σοβαρά. «Τόσο ώστε να ανοίξει την αγκαλιά του στον πρωινό ήλιο».

Απέστρεψες το βλέμμα και έκλεισες τα μάτια. Ήταν μια απλή, ανεπιτήδευτη παράκληση προς εμένα να μη σε υπο-χρεώσω να μιλήσεις για τον Αρμάν και πώς είχε βαδίσει στην πρωινή φλόγα.

Αναστέναξα - έκπληκτη και γοητευμένη που σε έβρισκα τόσο γλαφυρό και σκεπτικιστή, κι όμως τόσο έντονα και ει-λικρινά δεμένο με τους άλλους.

Είπες με τρεμάμενη φωνή: «Ο Αρμάν». Κι ακόμα, χωρίς να με κοιτάζεις: «Τι θρήνος. Να έχει μάθει τώρα άραγε αν ο Μέμνοχ ήταν αληθινός, αν ο Ενσαρκωμένος Θεός που έ-βαλε τον Λεστά σε πειρασμό ήταν πραγματικά ο Υιός του Παντοδύναμου Θεού; Το ξέρει κανείς;»

Με κέρδισε η ειλικρίνειά σου, το πάθος σου. Δεν ήσουν βαριεστημένος ούτε κυνικός. Υπήρχε μια αμεσότητα στα συναισθήματά σου γι' αυτά τα γεγονότα, αυτά τα πλάσμα-τα, αυτά τα ερωτήματα που έθετες.

«Το Μανδήλιο το κλείδωσαν, ξέρεις», είπες. «Βρίσκεται στο Βατικανό. Περάσαμε δύο βδομάδες φρενίτιδας στην Πέμπτη Λεωφόρο, στον Καθεδρικό Ναό του Αγίου Πατρι-κίου, που ο κόσμος ερχόταν για να κοιτάξει τον Κύριο στα

Page 24: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μάτια- μετά το απέσυραν, εξαφανίστηκε, καταχωνιάστηκε στα θησαυροφυλάκιά τους. Αμφιβάλλω αν υπάρχει κάποιο έθνος πάνω στη γη τώρα πια που να έχει τη δύναμη να του ρίξει ακόμα και μια ματιά».

«Και ο Λεστά», είπα. «Πού είναι τώρα;» «Παράλυτος, βουβός», αποκρίθηκες. «Ο Λεστά κείτεται

στο δάπεδο ενός παρεκκλησιού στη Νέα Ορλεάνη. Δεν κι-νείται. Δε λέει κουβέντα. Έχει έρθει η μητέρα του κοντά του. Τη γνώρισες, η Γαβριέλα- εκείνος τη μεταμόρφωσε σε βαμπίρ».

«Ναι, τη θυμάμαι». «Ούτε κι εκείνη κατάφερε να τον κάνει να αντιδράσει.

Ό,τι και να είδε στο ταξίδι του στον Παράδεισο και στην Κόλαση, έτσι κι αλλιώς δεν ξέρει πόση αλήθεια περιέχει -προσπάθησε να το πει αυτό στην Ντόρα! Και, τελικά, αφού είχα καταγράψει όλη την ιστορία για λογαριασμό του, σε με-ρικές νύχτες βρέθηκε σ' αυτή την κατάσταση.

»Τα μάτια του είναι απλανή και το κορμί του ευλύγιστο. Σχημάτιζαν μια παράδοξη Πιετά, εκείνος και η Γαβριέλα, α' αυτό το εγκαταλειμμένο μοναστήρι και το παρεκκλήσι του. Το μυαλό του είναι σφαλισμένο ή, ακόμα χειρότερα, άδειο».

Συνειδητοποίησα ότι μου άρεσε πολύ ο τρόπος που μι-λούσες. Στην πραγματικότητα, είχα βρεθεί απροετοίμαστη.

«Άφησα τον Λεστά επειδή δεν μπορούσα πια ούτε να τον βοηθήσω ούτε να τον προσεγγίσω», είπες. «Και πρέπει να ξέρω αν υπάρχουν αρχαίοι που να θέλουν να με τελειώσουν-

πρέπει να κάνω τα προσκυνήματα και τις περιοδείες μου για

Page 25: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να μάθω τους κινδύνους του κόσμου τούτου στον οποίο βρέ-θηκα».

«Είσαι τόσο ευθύς. Δεν έχεις καμία πονηριά». «Αντίθετα. Σου έχω κρύψει τα πιο ισχυρά μου ατού».

Μου χάρισες ένα αργό, ευγενικό χαμόγελο. «Η ομορφιά σου μάλλον με ξαφνιάζει. Είσαι συνηθισμένη σ' αυτό;»

«Αρκετά», είπα. «Και μου φαίνεται πληκτικό. Προσπέ-ρασέ το. Πρέπει όμως να σε προειδοποιήσω ότι υπάρχουν κάποιοι αρχαίοι που κανείς δε γνωρίζει και κανείς δεν μπο-ρεί να εξηγήσει. Κυκλοφορεί η φήμη ότι συνάντησες τη Μαχαρέτ και τη Μεκάρε, που τώρα είναι οι Γηραιότερες και η Πηγή απ' όπου εκπορευόμαστε όλοι. Φαίνεται ότι έχουν αποτραβηχτεί από μας, από όλο τον κόσμο, σε κάποιο μυ-στικό μέρος και δεν τους λέει τίποτε πια η εξουσία».

«Έχεις απόλυτο δίκιο», είπες, «και η ακρόαση που μου παραχώρησαν ήταν όμορφη αλλά σύντομη. Δε θέλουν να κυβερνάνε κανέναν ούτε και πρόκειται η Μαχαρέτ, για ό-σο καιρό διαρκέσει η ιστορία του κόσμου και οι φυσικοί της απόγονοι ζουν σ' αυτόν -οι χιλιάδες δικοί της ανθρώ-πινοι απόγονοι από μια εποχή τόσο παλιά, που δεν υπάρ-χει ημερομηνία να την προσδιορίσει-, η Μαχαρέτ δεν πρό-κειται ποτέ να καταστρέψει τον εαυτό της και την αδερφή της, καταστρέφοντας μ' αυτό τον τρόπο όλους μας».

«Ναι», είπα, «πιστεύει σ' αυτό, στη Μεγάλη Οικογένεια, στις γενιές που έχει παρακολουθήσει επί χιλιάδες χρόνια. Την είδα όταν μαζευτήκαμε όλοι. Δε μας θεωρεί εκπροσώ-πους του κακού -εσένα ή εμένα ή τον Λεστά-, πιστεύει ότι είμαστε κομμάτι της φύσης, όπως τα ηφαίστεια ή οι πυρ--

Page 26: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

καγιές των δασών ή οι κεραυνοί που σκοτώνουν ανθρώ-πους».

«Ακριβώς», είπες. «Δεν υπάρχει πια Βασίλισσα των Κα-ταραμένων. Φοβάμαι μόνο έναν άλλο αθάνατο, κι αυτός εί-ναι ο εραστής σου, ο Μάριος. Γιατί ο Μάριος ήταν που έ-θεσε τον αυστηρό όρο, πριν αφήσει τους υπόλοιπους, ότι δεν μπορούν πια να δημιουργηθούν άλλοι αιμοπότες. Στα μά-τια του Μάριου είμαι ένας παρακατιανός. Δηλαδή, αν ήταν Άγγλος, έτσι θα με χαρακτήριζε».

Κούνησα το κεφάλι. «Δεν μπορώ να πιστέψω ότι θα σου έκανε κακό. Δεν πήγε στον Λεστά; Δεν είχε την ευκαιρία να δει το Μανδήλιο με τα ίδια του τα μάτια;»

Απάντησες αρνητικά και στις δύο ερωτήσεις. «Θα σου δώσω μια συμβουλή: όποτε νιώσεις την πα-

ρουσία του, μίλησέ του. Μίλησε του όπως μίλησες σε μένα. Ξεκίνησε μια συζήτηση σιην οποία δε θα έχει το θάρρος να δώσει τέλος».

Χαμογέλασες ξανά. «Πολύ έξυπνα το έθεσες», είπες. «Αλλά δε νομίζω ότι θα πρέπει να τον φοβάσαι», συνέ-

χισα. «Αν ήθελε να εξαφανιστείς από προσώπου γης, θα εί-χες εξαφανιστεί. Αυτά που πρέπει να φοβόμαστε είναι αυ-τά ακριβώς που φοβούνται και οι άνθρωποι - ότι υπάρχουν άλλοι όμοιοι με μας, με ποικίλες δυνάμεις και πεποιθήσεις, και δεν είμαστε ποτέ απόλυτα βέβαιοι τι είναι ή τι κάνουν. Αυτή είναι η συμβουλή μου».

«Είσαι πολύ ευγενική που μου αφιέρωσες τόσο χρόνο». Θα μπορούσα να βάλω τα κλάματα. «Αντίθετα. Δεν έ-

χεις ιδέα σε τι σιωπή και μοναξιά περιπλανιέμαι και προ--

Page 27: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σεύχομαι να μην τις γνωρίσεις ποτέ· κι ε συ μου έδωσες θέρ-μη χωρίς θάνατο, μου έδωσες τροφή χωρίς αίμα. Χαίρο-μαι που ήρθες».

Σε είδα να κοιτάζεις ψηλά στον ουρανό, συνήθεια των νε-ότερων.

«Ξέρω, τώρα πρέπει να χωρίσουμε». Γύρισες ξαφνικά προς το μέρος μου. «Έλα να με βρεις

αύριο βράδυ», είπες ικετευτικά. «Ας συνεχιστεί αυτή η α-νταλλαγή! Θα έρθω να σε βρω στο καφενείο όπου κάθεσαι κάθε νύχτα και συλλογίζεσαι... Θα σε βρω. Ας μιλήσουμε λί-γο ακόμα».

«Μ' έχεις δει εκεί, λοιπόν». «Πολύ συχνά», είπες. «Ναι». Κοίταξες και πάλι αλλού. Εί-

δα ότι το έκανες για να κρύψεις τα συναισθήματά σου. Έ-πειτα τα σκούρα μάτια σου ξαναστράφηκαν προς το μέρος μου.

«Πανδώρα, ο κόσμος είναι δικός μας, έτσι δεν είναι;» ψιθύρισες.

«Δεν ξέρω, Ντέιβιντ. Αλλά θά ρθω να σε βρω αύριο βρά-δυ. Γιατί δεν προτίμησες να με πλησιάσεις εκεί, που είναι ζεστά και φωτεινά;»

«Μου φάνηκε πιο προσβλητική αδιακρισία να σε δια-κόψω στην ιερή απομόνωση ενός πολυσύχναστου καφενεί-ου. Ο κόσμος πάει εκεί για να είναι μόνος, έτσι δεν είναι; Αυτό μου φάνηκε κάπως πιο σωστό. Και δεν είχα ηδονο-βλεπτικές προθέσεις. Όπως πολλοί νεότεροι, είμαι ανα-γκασμένος να αναζητάω τροφή κάθε βράδυ. Είναι τυχαίο το γεγονός ότι συναντηθήκαμε αυτή ακριβώς τη στιγμή».

Page 28: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πολύ γοητευτικό, Ντέιβιντ», είπα. «Πάει πολύς καιρός που δε με έχει γοητεύσει κανείς. Θα σε δω εκεί... αύριο βρά-δυ».

Και μετά με κυρίευσε κακία. Ήρθα προς το μέρος σου και σε αγκάλιασα, ξέροντας ότι η σκληρότητα και η παγω-νιά του αρχαίου κορμιού μου θα άγγιζαν μέσα σου τη βα-θύτερη χορδή φρίκης, έτσι νεογέννητος που ήσουν, έτσι εύ-κολα που μπορούσες να περάσεις για θνητός.

Αλλά δεν αποτραβήχτηκες. Και όταν φίλησα το μάγου-λο σου, φίλησες κι εσύ το δικό μου.

Αναρωτιέμαι τώρα, καθώς κάθομαι στο καφενείο, γρά-φοντας... προσπαθώντας να σου δώσω περισσότερα μ' αυ-τές τις λέξεις κι από όσα ίσως ζήτησες... τι θα είχα κάνει αν δε με είχες φιλήσει, αν είχες ζαρώσει από το φόβο, που εί-ναι τόσο συνηθισμένος μεταξύ των νεότερων.

Ντέιβιντ, αλήθεια είσαι ένας γρίφος. Βλέπεις ότι δεν άρχισα το χρονικό από τη ζωή μου εδώ,

αλλά από αυτά που διαδραματίστηκαν ανάμεσα μας αυτές τις δύο νύχτες.

Επίτρεψέ το μου αυτό, Ντέιβιντ. Επίτρεψέ μου να μιλή-σω για σένα και για μένα και μετά ίσως καταφέρω να ανα-κτήσω τη χαμένη μου ζωή.

Όταν μπήκες απόψε στο καφενείο, δεν έδωσα ιδιαίτερη σημασία σ αυτά τα σημειωματάρια. Είχες δύο. Ήταν χοντρά.

Το δέρμα τους μύριζε ωραία και έμοιαζε παλιό' όταν τα ακούμπησες στο τραπέζι, τότε μόνο διέκρινα μια ένδειξη α-πό το πειθαρχημένο και συγκρατημένο σου μυαλό ότι είχαν σχέση με μένα.

Page 29: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Είχα διαλέξει αυτό το τραπέζι στο πολυσύχναστο κέντρο της αίθουσας, λες και ήθελα να βρίσκομαι στη μέση μιας δίνης από θνητές μυρωδιές και δραστηριότητα. Έδειχνες ευχαριστημένος, άφοβος, εντελώς άνετος.

Φορούσες άλλο ένα θαυμάσιο μοντέρνο κοστούμι, με μια πλούσια κάπα από μαλλί πενιέ, πολύ καλόγουστη, αν και ευρωπαϊκού στιλ, και με το χρυσαφένιο δέρμα σου και τα λαμπερά σου μάτια έκανες όλες τις γυναίκες στην αί-θουσα να γυρίσουν το κεφάλι, ακόμα και μερικούς άντρες.

Χαμογέλασες. Θα πρέπει να σου θύμισα σαλιγκάρι, ό-πως ήμουν κρυμμένη κάτω από το μανδύα και την κου-κούλα μου, με μεγάλα χρυσά γυαλιά να καλύπτουν το πρό-σωπο μου και με μια ιδέα συνηθισμένου κραγιόν στα χεί-λια, σ' ένα απαλό ανοιχτό μαβί που μου είχε θυμίσει μελα-νιά. Στον καθρέφτη του καταστήματος μου είχε φανεί πο-λύ γοητευτικό και χάρηκα που το στόμα μου δεν ήταν κάτι που έπρεπε να κρύβω. Τα χείλια μου τώρα πια είναι σχε-δόν άχρωμα. Μ' αυτό το κραγιόν θα μπορούσα να χαμογε-λάω.

Φορούσα εκείνα τα γάντια μου από μαύρη δαντέλα με τα ακροδάχτυλα κομμένα, για να μπορώ να έχω την αί-σθηση της αφής, και είχα σκουρύνει τα νύχια μου με φού-μο για να μη λαμπυρίζουν σαν κρύσταλλα μέσα στο καφε-νείο. Και σου έδωσα το χέρι κι εσύ το φίλησες.

Πάλι αυτός ο συνδυασμός τολμηρότητας και ευπρέπειας. Και μετά μου χάρισες το πιο ζεστό σου χαμόγελο, ένα χα-μόγελο στο οποίο νομίζω ότι θα πρέπει να κυριαρχούσε η προηγούμενή σου φύση, γιατί έδειχνες υπερβολικά σοφός

Page 30: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

για κάποιον τόσο νέο και γεροδεμένο. Θαύμασα την τέλεια εικόνα που είχες κατασκευάσει για τον εαυτό σου.

«Δεν ξέρεις πόσο χαίρομαι», είπες, «που ήρθες, που μου επέτρεψες να καθίσω μαζί σου σ' αυτό εδώ το τραπέζι».

«Μ' έκανες να το θελήσω», είπα, σηκώνοντας τα χέρια και βλέποντας ότι τα μάτια σου είχαν θαμπωθεί από τα κρυ-στάλλινα νύχια μου, παρά το φούμο που τα σκέπαζε.

Σε πλησίασα, πιστεύοντας ότι θα αποτραβιόσουν, αλλά εμπιστεύτηκες το ζεστό, μελαψό σου χέρι στα παγωμένα, ά-σπρα μου δάχτυλα.

«Με θεωρείς ζωντανό πλάσμα;» σε ρώτησα. «Μα ναι, φυσικά, ένα εκθαμβωτικά, απόλυτα ζωντανό

πλάσμα». Παραγγείλαμε τον καφέ μας, όπως περίμεναν από εμάς

οι θνητοί, αντλώντας περισσότερη ευχαρίστηση από τη ζέ-στη και το άρωμα απ' όσο θα μπορούσαν ποτέ να φαντα-στούν, Και μάλιστα τον ανακατέψαμε με τα μικρά κουτα-λάκια μας. Είχα μπροστά μου ένα κόκκινο επιδόρπιο. Το επιδόρπιο, φυσικά, βρίσκεται ακόμα εδώ. Το παράγγειλα μόνο και μόνο επειδή ήταν κόκκινο -φράουλες με σιρόπι, με μια έντονη, γλυκιά μυρωδιά που θα άρεσε στις μέλισσες.

Χαμογέλασα με τις κολακείες σου. Μου άρεσαν. Τις κορόιδεψα περιπαικτικά. Άφησα την κουκούλα μου

να πέσει πίσω και τίναξα τα μαλλιά μου, για να λάμψουν στο φως ο πλούσιος όγκος και το σκούρο καστανό τους χρώμα.

Φυσικά, δεν αποτελούν προειδοποιητικό σημάδι για τους θνητούς, όπως τα ξανθά μαλλιά του Μάριου ή του Λεστά. Αλλά μ' αρέσουν τα μαλλιά μου, μ' αρέσει το πέπλο που

Page 31: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σχηματίζουν όταν είναι λυτά πάνω στους ώμους μου και μου άρεσε αυτό που διέκρινα στα μάτια σου.

«Κάπου βαθιά μέσα μου βρίσκεται μια γυναίκα», είπα. Με το που το γράφω τώρα -σ' αυτό το σημειωματάριο

καθώς κάθομαι εδώ μόνη μου-, δίνω βαρύτητα σε μια φευ-γαλέα στιγμή και η ομολογία φαντάζει φριχτή.

Ντέιβιντ, όσο πιο πολύ γράφω τόσο περισσότερο με εν-θουσιάζει η έννοια της αφήγησης, τόσο περισσότερο πι-στεύω στη βαρύτητα μιας συνοχής που είναι εφικτή πάνω στις σελίδες, ενώ δεν είναι εφικτή στη ζωή.

Αλλά, πάλι, δεν ήξερα καν ότι σκόπευα να αγγίξω αυτή την πένα που μου χάρισες. Μιλούσαμε:

«Πανδώρα, αν κάποιος δεν καταλαβαίνει ότι είσαι γυ-ναίκα, είναι ανόητος», είπες.

«Πόσο θα θύμωνε μαζί μου ο Μάριος που με ευχαριστεί να το ακούω αυτό», είπα. «Α, όχι. Μάλλον θα το χρησιμο-ποιούσε ως ισχυρό επιχείρημα για τις απόψεις του. Τον ά-φησα, τον άφησα χωρίς ούτε μία κουβέντα, την τελευταία φορά που βρεθήκαμε μαζί -αυτό έγινε πριν ο Λεστά αρχί-σει τη μικρή του ζαβολιά, να τριγυρίζει μέσα σ' ένα αν-θρώπινο σώμα, και πολύ πριν συναντήσει τον Μέμνοχ το Διάβολο-, άφησα τον Μάριο και ξαφνικά εύχομαι να μπο-ρούσα να τον βρω! Εύχομαι να μπορούσα να του μιλήσω, όπως μιλάμε τώρα εγώ κι εσύ».

Μου φάνηκες πολύ προβληματισμένος και είχες το λό-γο σου. Σε κάποιο επίπεδο, θα πρέπει να ήξερες ότι είχα να δείξω τόσο ενθουσιασμό εδώ και πολλά απαίσια χρό-νια.

Page 32: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Θα γράψεις την ιστορία σου για μένα, Πανδώρα;» ρώ-τησες ξαφνικά.

Αιφνιδιάστηκα εντελώς. «Θα τη γράψεις σ' αυτά τα σημειωματάρια;» με πίεσες.

«Γράψε για την εποχή που ήσουν ζωντανή, για την εποχή που γνωριστήκατε με τον Μάριο, γράψε ό,τι θέλεις για τον Μάριο. Αλλά η δική σου ιστορία είναι αυτό που θέλω κυ-ρίως».

Έμεινα έκπληκτη. «Για ποιο λόγο το θέλεις αυτό από μένα;» Δεν απάντησες. «Ντέιβιντ, είσαι βέβαιος ότι δεν έχεις επιστρέψει σ ε-

κείνο το τάγμα των θνητών, την Ταλαμάσκα; Ξέρουν ήδη πολλά».

Σήκωσες το χέρι. «Όχι, και δε θα το κάνω ποτέ- και αν υπήρξε κάποια

αμφιβολία γι' αυτό, έμαθα το μάθημά μου μια και καλή στα αρχεία που κρατάει η Μαχαρέτ».

«Σου επέτρεψε να δεις τα αρχεία της, τα βιβλία που διέ-σωσε στο πέρασμα του χρόνου;»

«Ναι, ήταν αξιοσημείωτο, ξέρεις... μια αποθήκη γεμά-τη πλάκες, πάπυρους, περγαμηνές - βιβλία και ποιήματα από πολιτισμούς για τους οποίους νομίζω ότι ο κόσμος δεν έχει ιδέα. Βιβλία χαμένα από το χρόνο. Φυσικά, μου απα-γόρεψε να αποκαλύψω οτιδήποτε βρήκα ή να μιλήσω με λε-πτομέρειες για τη συνάντησή μας. Είπε ότι θα ήταν μεγά-λη απερισκεψία να πειραματίζεται κανείς μ' αυτά τα πράγ-ματα και επιβεβαίωσε το φόβο σου ότι υπήρχε περίπτωση

Page 33: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να ξαναγυρίσω στην Ταλαμάσκα - τους παλιούς, θνητούς πνευματιστές φίλους μου. Δεν το έκανα. Δε θα το κάνω. Αλ-λά δε μου είναι καθόλου δύσκολο να κρατήσω αυτή την υ-πόσχεση».

«Γιατί έτσι;» «Πανδώρα, όταν είδα όλα αυτά τα αρχαία κείμενα, κα-

τάλαβα ότι δεν ανήκω πια στους ανθρώπους. Ήξερα ότι η ιστορία που βρισκόταν εκεί και περίμενε να τη συλλέξουν δεν ήταν πια η δική μου! Δεν είμαι ένας από αυτούς!» Τα μάτια σου σάρωσαν την αίθουσα. «Αντιλαμβάνομαι ότι αυ-τό θα το έχεις ακούσεις χιλιάδες φορές από φρέσκα βα-μπίρ! Βλέπεις, όμως, εγώ είχα μια βαθιά πεποίθηση ότι η φιλοσοφία και η λογική θα έφτιαχναν μια γέφυρα για μέ-να μέσω της οποίας θα μπορούσα να πηγαινοέρχομαι και στους δύο κόσμους. Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει τέτοια γέφυρα. Έχει χαθεί».

Η θλίψη τρεμόφεγγε ολόγυρά σου, αστράφτοντας στα νε-ανικά σου μάτια και στην απαλότητα της καινούριας σου σάρκας.

«Ώστε το ξέρεις αυτό», είπα. Δεν είχα προγραμματίσει τα λόγια μου. Αλλά βγήκαν. «Ξέρεις». Γέλασα απαλά, πι-κρά.

«Φυσικά και το ξέρω. Το ήξερα όταν κράτησα στα χέρια μου κείμενα από την εποχή σου, τόσο πολλά κείμενα της ε-ποχής σου, της αυτοκρατορικής Ρώμης, κι άλλα φαγωμένα κομμάτια χαραγμένης πέτρας που δεν ήλπιζα καν να τοπο-θετήσω χρονικά. Ήξερα. Δε μ' ενδιέφεραν, Πανδώρα! Μ' εν-διαφέρει αυτό που είμαστε, αυτό που είμαστε τώρα».

Page 34: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πολύ ασυνήθιστο», είπα. «Δεν ξέρεις πόσο σε θαυμά-ζω και πόσο ελκυστική μου φαίνεται η ιδιοσυγκρασία σου».

«Χαίρομαι πολύ που το ακούω», είπες. Μετά έσκυψες προς το μέρος μου: «Δε λέω ότι δεν κουβαλάμε την ανθρώ-πινη ψυχή μας, την ιστορία μας· φυσικά και το κάνουμε.

»Θυμάμαι ότι κάποτε, πριν από πολλά χρόνια, ο Αρμάν μου είπε ότι είχε ρωτήσει τον Λεστά: "Πώς θα καταφέρω πο-τέ να καταλάβω την ανθρώπινη φύση;" και ο Λεστά είπε: "Διάβασε ή δες όλα τα έργα του Σαίξπηρ και θα μάθεις ό-λα όσα θα χρειαστεί ποτέ να ξέρεις για το ανθρώπινο είδος". Ο Αρμάν το έκανε. Καταβρόχθισε τα ποιήματα, κάθισε και είδε όλα τα έργα, είδε τις εξαίσιες καινούριες ταινίες με τον Λόρενς Φίσμπερν και τον Κένεθ Μπράνα και τον Λεονάρ-ντο ντι Κάπριο. Και όταν ο Αρμάν κι εγώ μιλήσαμε μαζί για τελευταία φορά, άκου τι μου είπε για την παιδεία του:

»"0 Λεστά είχε δίκιο. Δε μου έδωσε βιβλία, αλλά μου έ-δειξε το δρόμο προς την κατανόηση. Αυτός ο άνθρωπος, ο Σαίξπηρ, γράφει - κι εδώ επαναλαμβάνω τόσο τον Αρμάν όσο και τον Σαίξπηρ όπως μου τον μετέφερε ο Αρμάν και όπως θα ο' τον μεταφέρω κι εγώ-, σαν να βγαίνει μέσα α-πό την ψυχή μου:

»"Το αύριο- και το αύριο· και το αύριο· και το αύριο-Αύριο: μικρό, φοβισμένο βήμα-σέρνεται το ένα πίσω από το άλλο · μέρα με την ημέρα· μέχρι την τελευταία συλλαβή του χρόνου-Κι εμείς- όλα τα χθες.

Page 35: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Είμαστε τα χθες όλων αυτών που πέθαναν. Ζούμε πάντα χθες. Σβήσε. Σβήσε· είσαι πολύ λίγο, φως. Δεν φθάνεις· είσαι λίγο-σβήσε! Δεν χρειάζεσαι-τίποτε δεν φωτίζεις. Μονάχα με σκιές γεμίζεις την ζωή. Την ζωή! αυτήν την ασήμαντη · στην τύχη, ευκαιρία για έναν άγνωστο άνεργο ηθοποιό- που μέσα σε δέκα λέξεις-μέσα σε δέκα λέξεις, που είναι όλος κι όλος, ο ρόλος τον και μόνο για μία! για μία παράσταση-μέσα σε δέκα ανοησίες στριμώχνει • ξεπουλάει όλη του την ψυχή-κι αυτό ήταν: τέλειωσε. και ο ρόλος και η ψυχή. Και μένει η ζωή. Και την ζωή την ζει ένας γεννημένος ηλίθιος που χτυπιέται και ουρλιάζει

. από θυμό χωρίς να ξέρει με τι -γιατί· θύμωσε".*

»"Αυτός ο άνθρωπος τα γράφει αυτά", μου είπε ο Αρμάν, "και όλοι ξέρουμε ότι είναι η απόλυτη αλήθεια, και κάθε α-ποκάλυψη, αργά ή γρήγορα, κατέρρευσε μπροστά σ' αυτά τα λόγια, κι όμως θέλουμε να αγαπάμε τον τρόπο με τον οποίο

* Μάκβεθ, πράξη 5, σκηνή 5, μτφ. Γ. Χειμωνά, εκδ. «Κε'δρος», 1996. (Σ.τ.Μ.)

Page 36: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τα είπε, θέλουμε να τα ξανακούσουμε! Θέλουμε να τα θυμό-μαστε! Θέλουμε να μην ξεχάσουμε ποτέ ούτε μία λέξη"».

Μείναμε κι οι δύο σιωπηλοί για μια στιγμή. Κοίταξες κάτω, ακούμπησες το πιγούνι σου στις γροθιές σου. Ήξε-ρα ότι όλο το βάρος της πορείας του Αρμάν προς τον ήλιο είχε πέσει πάνω σου και είχα απολαύσει αφάνταστα την α-παγγελία αυτών των λέξεων και τις ίδιες τις λέξεις.

Τελικά, είπα: «Κι αυτό μου δίνει ευχαρίστηση. Σκέψου το, ευχαρίστηση. Το ότι μου αφηγείσαι αυτά τα λόγια τώρα».

Χαμογέλασες. «Θέλω να ξέρω τώρα τι μπορούμε να μάθουμε», είπες.

«Θέλω να ξέρω τι μπορούμε να δούμε! Γι' αυτό ήρθα σε σέ-να, ένα Τέκνο των Χιλιετιών, ένα βαμπίρ που έχει πιει από την ίδια τη Βασίλισσα Ακάσα, που έχει επιζήσει δύο χιλιά-δες χρόνια. Και σου ζητώ, Πανδώρα, σε παρακαλώ, γράψε για χάρη μου, γράψε την ιστορία σου, γράψε ό,τι θέλεις».

Άργησα να σου απαντήσω. Μετά είπα απότομα ότι δεν μπορώ. Αλλά κάτι είχε σκιρ-

τήσει μέσα μου. Είδα και άκουσα προαιώνιες συζητήσεις και καβγάδες, είδα το εξυψωτικό φως του ποιητή να φωτί-ζει εποχές που είχα γνωρίσει καλά γιατί ένιωθα αγάπη. Άλ-λες εποχές δεν τις είχα γνωρίσει ποτέ, περιπλανώμενη, α-δαής, ένα φάντασμα.

Ναι, υπήρχε μια ιστορία για γράψιμο. Υπήρχε. Αλλά ε-κείνη τη στιγμή δεν ήθελα να το παραδεχτώ.

Ήσουν δυστυχισμένος, επειδή έφερες στο μυαλό σου τον Αρμάν, επειδή θυμήθηκες πώς περπάτησε στο πρωινό φως. Πενθούσες τον Αρμάν.

Page 37: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Υπήρχε κάποιος δεσμός μεταξύ σας;» ρώτησες. «Συγ-χώρεσε το θράσος μου, αλλά υπήρχε κάποιος δεσμός ανά-μεσα σε σένα και στον Αρμάν όταν συναντηθήκατε, επειδή ο Μάριος είχε δώσει και στους δυο σας το Σκοτεινό Χάρι-σμα; Ξέρω ότι δεν υπάρχει ζήλια που να μπορώ να νιώσω. Δε θα ανέφερα καν το όνομα του Αρμάν αν είχα παρατη-ρήσει ότι θλίβεσαι, αλλά όλα τα άλλα είναι μια απουσία, μια σιωπή. Δεν υπήρχε κάποιος δεσμός;»

«Ο μόνος δεσμός είναι η θλίψη. Περπάτησε στον ήλιο. Και η θλίψη είναι πάντα ο απλούστερος και ασφαλέστερος δεσμός».

Γέλασες αχνά. «Τι μπορώ να κάνω για να σκεφτείς την πρότασή μου;

Λυπήσου με, μεγαλόψυχη κυρία, εμπιστέψου μου το τρα-γούδι σου».

Χαμογέλασα με επιείκεια, αλλά ήταν αδύνατο· έτσι πί-στευα.

«Παραείναι κακόφωνο, αγαπητέ μου», είπα. «Παραεί-ναι...»

Έκλεισα τα μάτια. Ήθελα να πω ότι το τραγούδι μου παραείναι οδυνηρό

για να τραγουδηθεί. Ξαφνικά, κοίταξες ψηλά. Η έκφρασή σου άλλαξε. Ήταν

σχεδόν σαν να προσπαθούσες επίτηδες να παραστήσεις ό-τι έπεφτες σε έκσταση. Έστρεψες το κεφάλι σου αργά. Έ-δειξες κάπου- το χέρι σου παρέμενε κοντά στο τραπέζι και μετά το άφησες να χαλαρώσει.

«Τι τρέχει, Ντέιβιντ;» είπα. «Τι βλέπεις;»

Page 38: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Στοιχειά, Πανδώρα, φαντάσματα». Άρχισες να τρέμεις σύγκορμος, λες και μ' αυτό τον τρό-

πο θα ξεκαθάριζαν οι σκέψεις σου. «Μα αυτό είναι ανήκουστο», είπα. Κι όμως ήξερα ότι έ-

λεγε την αλήθεια. «Το Σκοτεινό Χάρισμα αφαιρεί αυτή τη δύναμη. Ακόμα και οι αρχαίες μάγισσες, η Μαχαρέτ και η Μεκάρε, μας το είπαν αυτό, πως μόλις μπήκε μέσα τους το αίμα της Ακάσα και έγιναν βαμπίρ ποτέ δεν ξανάκουσαν και δεν ξαναείδαν τα στοιχειά. Ήσουν πρόσφατα μαζί τους. Τους μίλησες γι' αυτή σου τη δύναμη;»

Κούνησε το κεφάλι καταφατικά. Προφανώς, κάποια αί-σθηση σεβασμού τον δέσμευε να μην πει ότι εκείνες δεν την είχαν. Εγώ όμως ήξερα ότι δεν την έχουν. Το είδα στο μυαλό του και το ήξερα και η ίδια όταν είχα συναντήσει τις αρχαίες δίδυμες, τις δίδυμες που είχαν ανατρέψει τη Βα-σίλισσα των Καταραμένων.

«Μπορώ και βλέπω τα στοιχειά, Πανδώρα», είπες με πολύ ανήσυχη έκφραση. «Μπορώ να τα δω οπουδήποτε, αν προσπαθήσω, και σε μερικά πολύ ειδικά μέρη, αν το α-ποφασίσω. Ο Λεστά είδε το φάντασμα του Ρότζερ, του θύ-ματος του στην περιπέτειά του με τον Μέμνοχ το Διάβο-λο».

«Όμως αυτή ήταν η εξαίρεση, μια αγάπη που ξεχείλισε στην ψυχή του άντρα και αψήφησε με κάποιο τρόπο το θά-νατο ή καθυστέρησε τον τερματισμό της ψυχής - κάτι που δεν μπορούμε να κατανοήσουμε».

«Βλέπω πνεύματα, αλλά δεν ήρθα για να σε φορτώσω μ' αυτά ούτε να σε τρομάξω».

Page 39: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πρέπει να μου μιλήσεις κι άλλο γι' αυτό», είπα. «Τι εί-δες πριν από λίγο;»

«Ένα αδύναμο πνεύμα. Δεν μπορούσε να βλάψει κανέ-ναν. Είναι ένας από εκείνους τους θλιμμένους ανθρώπους που δε γνωρίζει ότι έχει πεθάνει. Είναι γεγονός ότι δημι-ουργούν ένα είδος ατμόσφαιρας γύρω από τον πλανήτη. Τους ονομάζουν "Εγκόσμιους". Όμως, Πανδώρα, έχω μέ-σα μου πολύ περισσότερα που θέλουν διερεύνηση».

Συνέχισες: «Προφανώς, ο κάθε αιώνας δημιουργεί ένα νέο είδος

βαμπίρ ή ας πούμε ότι ο ρυθμός της ανάπτυξής μας δεν εί-χε ρυθμιστεί από την αρχή, όπως άλλωστε συμβαίνει και με τα ανθρώπινα όντα. Κάποια νύχτα μπορεί να σου πω ό-λα όσα βλέπω -αυτά τα πνεύματα που δε μου ήταν ποτέ ξε-κάθαρα όσο ήμουν θνητός-, θα σου πω κάτι που μου εμπι-στεύτηκε ο Αρμάν για τα χρώματα που είδε όταν πήρε μια ζωή, πώς η ψυχή άφησε το σώμα σε κύματα ακτινοβόλου φωτός!»

«Ποτέ μου δεν έχω ακούσει κάτι παρόμοιο!» «Κι εγώ το βλέπω αυτό», είπες. Έβλεπα ότι σε πλήγωνε υπερβολικά να μιλάς για τον

Αρμάν. «Τι τον έπιασε όμως τον Αρμάν να πιστέψει στο Μανδή-

λιο;» ρώτησα, έκπληκτη ξαφνικά από το ίδιο μου το πάθος. «Γιατί περπάτησε στον ήλιο; Πώς μπορεί ένα τέτοιο γεγονός να σκότωσε τη λογική και τη βούληση του Λεστά; Βερονίκη. Ήξεραν ότι το ίδιο της το όνομα, vera icon, σημαίνει αληθι-νή εικόνα, ότι ποτέ δεν υπήρξε ένα τέτοιο πρόσωπο, ότι δε

Page 40: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

θα την έβρισκε κανείς αν γύριζε πίσω στο χρόνο, στην αρ-χαία Ιερουσαλήμ, τη μέρα που ο Χριστός κουβάλησε το σταυρό του· ήταν μια επινόηση των ιερέων. Δεν το ήξεραν;»

Νομίζω ότι είχα πάρει στα χέρια μου τα δύο σημειωμα-τάρια, γιατί κοίταξα κάτω και είδα ότι πραγματικά τα κρα-τούσα. Πράγματι, τα έσφιξα και τα δύο στο στήθος μου και εξέτασα μία από τις πένες.

«Λογική», ψιθύρισα. «Αχ, πολύτιμη λογική! Και συνεί-δηση μέσα στο κενό». Κούνησα το κεφάλι μου, χαμογελώ-ντας ευγενικά προς το μέρος σου. «Και βαμπίρ που τώρα πια μιλάνε με τα πνεύματα! Άνθρωποι που μπορούν και ταξι-δεύουν από κορμί σε κορμί».

Συνέχισα με εντελώς ασυνήθιστη ζέση. «Μια ζωντανή, μοντέρνα, σύγχρονη λατρεία των αγγέ-

λων η ευλάβεια βασιλεύει παντού. Και υπάρχουν άνθρωποι που σηκώνονται από το χειρουργικό τραπέζι και μιλάνε για τη μετά θάνατον ζωή, για μια σήραγγα, μια αγάπη που τους αγκαλιάζει! Ίσως να δημιουργήθηκες σε ελπιδοφόρους και-ρούς! Δεν μπορώ να βγάλω άκρη».

Προφανώς, εντυπωσιάστηκες αρκετά από αυτά τα λόγια ή μάλλον από το ότι είχα χάσει τον μπούσουλα. Κι εγώ το ίδιο.

«Μόλις άρχισα», είπες, «και σκοπεύω να συγχρωτιστώ τόσο με τα λαμπερά Τέκνα των Χιλιετιών όσο και με τις πλανόδιες χαρτορίχτρες που διαβάζουν τα ταρό. Είμαι πρό-θυμος να κοιτάξω μέσα σε κρυστάλλινες σφαίρες και σε σκοτεινούς καθρέφτες. Θα ψάξω τώρα ανάμεσα σ' εκείνους που οι άλλοι απορρίπτουν ως παράφρονες ή ανάμεσα σε

Page 41: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μας - ανάμεσα σε πλάσματα όπως εσύ, που έχουν δει πράγ-ματα τα οποία δεν πιστεύουν ότι θα έπρεπε να μοιραστούν! Αυτό δεν είναι; Εγώ όμως σου ζητώ να τα μοιραστείς. Έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου με τη συνηθισμένη ανθρώ-πινη ψυχή. Έχω κλείσει τους λογαριασμούς μου με την ε-πιστήμη και την ψυχολογία, με τα μικροσκόπια, ίσως ακό-μα και με τα τηλεσκόπια που στοχεύουν τα αστέρια».

Με είχες συναρπάσει. Πόσο ακλόνητες ήταν οι πεποι-θήσεις σου! Ένιωθα το πρόσωπο μου να καίει από συμπά-θεια για σένα καθώς σε κοιτούσα. Νομίζω ότι το στόμα μου είχε μισανοίξει από θαυμασμό.

«Είμαι ένα θαύμα για τον εαυτό μου», είπες. «Είμαι α-θάνατος και θέλω να μάθω για μας! Έχεις μια ιστορία να πεις, είσαι αρχαία, και βαθιά συντετριμμένη. Νιώθω αγά-πη για σένα και χαίρομαι που είναι αυτό που είναι και τί-ποτε παραπάνω».

«Τι παράξενο αυτό που είπες!» «Αγάπη». Ανασήκωσες τους ώμους. Κοίταξες ψηλά και

μετά με ξανακοίταξες για να δώσεις έμφαση στα λόγια σου. «Και έβρεχε ασταμάτητα χιλιάδες χρόνια και τα ηφαίστεια έβραζαν και οι ωκεανοί πάγωσαν και μετά γεννήθηκε η α-γάπη;» Ανασήκωσες τους ώμους για να κοροϊδέψεις τον πα-ραλογισμό.

Δεν μπόρεσα να μη γελάσω με το αστειάκι σου. Υπερ-βολική τελειότητα, σκέφτηκα. Αλλά, ξάφνου, ένιωσα βαθύ δίλημμα.

«Αυτό είναι πολύ αναπάντεχο», είπα. «Γιατί ακόμα κι αν έχω μια ιστορία, μια πολύ μικρή ιστορία...»

Page 42: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ναι;» «Να, η ιστορία μου -αν υποτεθεί ότι έχω- είναι πολύ ε-

πίκαιρη. Έχει σχέση ακριβώς με τα επιχειρήματα που α-νέπτυξες».

Ξαφνικά, κάτι με κυρίευσε. Ξαναγέλασα απαλά. «Σε καταλαβαίνω!» είπα. «Όχι το ότι μπορείς και βλέπεις

πνεύματα, γιατί αυτό από μόνο του είναι ένα πολύ μεγάλο ζήτημα.

»Αλλά βλέπω τώρα την πηγή της δύναμής σου. Έχεις ζή-σει μια ολόκληρη ανθρώπινη ζωή. Σε αντίθεση με τον Μά-ριο, σε αντίθεση με μένα, δεν κόπηκες πάνω στον ανθό της ηλικίας σου. Σε πήραν τη στιγμή περίπου του φυσικού σου θανάτου και δεν ικανοποιείσαι με τις περιπέτειες και τα σφάλματα των Εγκόσμιων! Είσαι αποφασισμένος να προ-χωρήσεις μπροστά, με το θάρρος κάποιου που πέθανε από τα γηρατειά και μετά ανακαλύπτει ότι αναστήθηκε εκ νε-κρών. Παραμέρισες τα νεκρώσιμα στεφάνια. Είσαι έτοιμος για τον Όλυμπο, δεν είναι έτσι;»

«Ή για τον Όσιρη στα βάθη του σκότους», είπες. «Ή για τις σκιές του Άδη. Σίγουρα είμαι έτοιμος για τα πνεύ-ματα, για τα βαμπίρ, για εκείνους που βλέπουν το μέλλον και ισχυρίζονται ότι έχουν ζήσει προηγούμενες ζωές, για σένα που διαθέτεις μια εκπληκτική ευφυΐα σε ωραία συ-σκευασία, αφού άντεξε τόσα χρόνια, μια ευφυΐα που ίσως κόντεψε να καταστρέψει την καρδιά σου».

Μου κόπηκε η ανάσα. «Συγχώρεσέ με. Δεν έπρεπε να το πω αυτό», είπες. «Όχι, εξήγησε τι θέλεις να πεις».

Page 43: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Συνηθίζεις πάντα να παίρνεις τις καρδιές των θυμάτων σου, έτσι δεν είναι; Θέλεις την καρδιά».

«Ίσως. Μην περιμένεις από μένα σοφία σαν κι αυτή που θα σου πρόσφερε ο Μάριος ή οι αρχαίες δίδυμες».

«Εσύ όμως με ελκύεις». «Γιατί;» «Γιατί έχεις πραγματικά μια ιστορία μέσα σου- υπάρχει

αρθρωμένη και περιμένει να γραφτεί - πέρα από τη σιωπή και τον πόνο σου».

«Είσαι πολύ ρομαντικός, φίλε μου», είπα. Περίμενες υπομονετικά. Νομίζω ότι μπορούσες να νιώ-

σεις τον αναβρασμό μέσα μου, την ανατριχίλα της ψυχής μου μπροστά σε τόσες πολλές καινούριες συγκινήσεις.

«Είναι τόσο μικρή ιστορία», είπα. Είδα εικόνες, μνήμες, στιγμές, το υλικό που μπορεί να υποκινήσει μια ψυχή στη δράση και στη δημιουργία. Είδα την αχνότερη πιθανότητα πίστης.

Νομίζω ότι ήξερες ήδη την απάντηση. Ήξερες τι θα έκανα προτού να το ξέρω εγώ. Χαμογέλασες διακριτικά, αλλά ήσουν πρόθυμος και πε-

ρίμενες. Σε κοίταξα και σκέφτηκα να προσπαθήσω να τα γρά-

ψω, να τα γράψω όλα, χαρτί και καλαμάρι... «Τώρα θέλεις να φύγω, έτσι δεν είναι;» είπες. Σηκώθη-

κες, πήρες το πιτσιλισμένο από τη βροχή παλτό σου και έ-σκυψες ευγενικά να μου φιλήσεις το χέρι.

Κρατούσα σφιχτά τα σημειωματάρια. «Όχι», είπα. «Δεν μπορώ να το κάνω».

Page 44: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Δε σχολίασες αμέσως. «Ξαναγύρισε μετά από δυο βράδια», είπα. «Σου υπό-

σχομαι ότι θα σου δώσω τα δυο σημειωματάριά σου, ακό-μα κι αν είναι εντελώς άδεια ή αν περιέχουν απλώς μια κα-λύτερη εξήγηση του γιατί δεν μπορώ να ανακτήσω τη χα-μένη μου ζωή. Δε θα σε απογοητεύσω. Αλλά μην περιμένεις τίποτε, παρά μόνο ότι θα έρθω και θα σου τα παραδώσω».

«Σε δύο βράδια», είπες, «θα ξαναβρεθούμε εδώ». Σε παρακολούθησα σιωπηλή να βγαίνεις από το καφε-

νείο. Και τώρα βλέπεις ότι άρχισα, Ντέιβιντ. Και τώρα βλέπεις, Ντέιβιντ, ότι μετέτρεψα τη συνάντη-

σή μας σε εισαγωγή για την ιστορία που μου ζήτησες να α-φηγηθώ.

Page 45: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

2

Η ιστορία της Πανδώρας

ΓΕΝΝΗΘΗΚΑ ΣΤΗ ΡΩΜΗ, κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Καίσαρα Αυγούστου, τη χρονιά που εσείς σήμερα υπολο-γίζετε ότι ήταν το 15 π.Χ. ή δεκαπέντε χρόνια «προ Χριστού».

Όλη η ρωμαϊκή ιστορία και τα ρωμαϊκά ονόματα που μνημονεύω εδώ είναι ακριβή. Δεν τα παράλλαξα ούτε και έφτιαξα ιστορίες από το μυαλό μου ή επινόησα ψεύτικα πολιτικά γεγονότα. Όλα σχετίζονται με την τελική μου μοί-ρα και τη μοίρα του Μάριου. Τίποτε δε συμπεριλαμβάνε-ται από αγάπη για το παρελθόν.

Έχω παραλείψει το πατρικό μου όνομα. Αυτό το έκανα επειδή η οικογένειά μου έχει κάποια ιστορία και δεν μπο-ρώ να επιτρέψω στον εαυτό μου να συνδέσει την αρχαία τους φήμη, τα ανδραγαθήματά τους και τους επιταφίους τους με αυτή την ιστορία. Ούτε και ο Μάριος, όταν αφη-γήθηκε την ιστορία του στον Λεστά, αποκάλυψε το πλήρες όνομα της ρωμαϊκής του οικογένειας. Κι αυτό το σέβομαι και δεν το αποκαλύπτω ούτε εγώ.

Page 46: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο Αύγουστος ήταν αυτοκράτορας πάνω από δέκα χρό-νια και ήταν θαυμάσια εποχή για να είσαι μορφωμένη γυ-ναίκα στη Ρώμη- οι γυναίκες απολάμβαναν απέραντη ε-λευθερία κι εγώ είχα πατέρα συγκλητικό, πέντε επιφανείς αδερφούς και μεγάλωσα ορφανή από μητέρα, με φρόντιζαν όμως Έλληνες δάσκαλοι και τροφοί που μου έδιναν όλα ό-σα επιθυμούσα.

Αν ήθελα να σου δυσκολέψω τη ζωή, Ντέιβιντ, θα τα έ-γραφα όλα αυτά στα λατινικά. Αλλά δε θα το κάνω. Και πρέπει να σου πω ότι, αντίθετα με σένα, έμαθα τα αγγλικά τυχαία και ασφαλώς όχι από τα έργα του Σαίξπηρ.

Πέρασα από πολλά στάδια της αγγλικής γλώσσας στις περιπλανήσεις μου και στα διαβάσματά μου, αλλά στο με-γαλύτερο της μέρος η γνωριμία μου με αυτή τη γλώσσα έ-γινε σε τούτο τον αιώνα και γι' αυτό σου γράφω στην κα-θομιλουμένη αγγλική.

Υπάρχει άλλος ένας λόγος γι' αυτό, που είμαι βέβαιη ό-τι θα τον καταλάβεις αν έχεις διαβάσει το Σατυρικόν του Πε-τροίνιου σε σύγχρονη μετάφραση ή τις σάτιρες του Ιουβε-νάλη. Τα σημερινά αγγλικά είναι ένα καλό ισοδύναμο των λατινικών της εποχής μου.

Οι επίσημες επιστολές της αυτοκρατορικής Ρώμης δε θα σου το πουν αυτό. Αλλά τα χαράγματα στους τοίχους της Πομπηίας θα το καταστήσουν σαφές. Διαθέταμε επιτηδευ-μένη γλώσσα, αμέτρητες έξυπνες φραστικές συντμήσεις και κοινές εκφράσεις.

Θα γράψω, λοιπόν, στα αγγλικά, που τα νιώθω ισοδύ-ναμα και μου έρχονται φυσικά.

Page 47: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Να σου πω εδώ εν συντομία -ενώ η δράση δεν έχει αρ-χίσει ακόμα να ξετυλίγεται- ότι ποτέ δεν υπήρξα, όπως έ-λεγε ο Μάριος, Ελληνίδα εταίρα. Ζούσα παίζοντας αυτό το ρόλο όταν ο Μάριος μου έδωσε το Σκοτεινό Χάρισμα και ίσως από σεβασμό στα παλιά, θνητά μυστικά με περιέγρα-ψε μ' αυτό τον τρόπο. Ή μπορεί να το έκανε για να με υ-ποβιβάσει. Δεν ξέρω.

Αλλά ο Μάριος ήξερε τα πάντα για τη ρωμαϊκή μου οι-κογένεια, ότι ήταν μια οικογένεια συγκλητικών, εξίσου κα-θαρά αριστοκρατική και προνομιούχα με τη δική του θνη-τή οικογένεια, και ότι πρόγονοι μου ζούσαν ήδη την εποχή του Ρωμύλου και του Ρώμου, όπως και η θνητή γενιά του Μάριου. Ο Μάριος δεν υπέκυψε σε μένα επειδή είχα «ό-μορφα χέρια», όπως είπε στον Λεστά. Αυτός ο ευτελισμός μπορεί να είχε χαρακτήρα πρόκλησης.

Δεν κρατώ κακία σε κανέναν από τους δυο τους, στον Μάριο ή στον Λεστά. Δεν ξέρω ποιος έκανε λάθος σ αυτό το σημείο.

Τα αισθήματά μου για τον πατέρα μου είναι τόσο βαθιά μέχρι και σήμερα που κάθομαι στο καφενείο και γράφω για σένα, Ντέιβιντ, που εκπλήσσομαι με τη δύναμη της γρα-φής - βάζω τις λέξεις στο χαρτί και φέρνω ολοζώντανο μπροστά μου το αγαπημένο πρόσωπο του πατέρα μου.

Ο πατέρας μου ήταν γραφτό να βρει τραγικό τέλος. Δεν του άξιζε αυτό που έπαθε. Αλλά κάποιοι από τους συγγενείς μας επιβίωσαν και ξανάστησαν την οικογένειά μας σε με-ταγενέστερες εποχές.

Ο πατέρας μου ήταν εύπορος, ένας από τους αληθινούς

Page 48: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κροΐσους της εποχής εκείνης, και είχε επενδύσει σοφά το κε-φάλαιο του. Συμμετείχε στις στρατιωτικές επιχειρήσεις πιο συχνά απ' ό,τι ήταν υποχρεωμένος, ήταν συγκλητικός, ένας στοχαστικός και πράος άντρας από τη φύση του. Και μετά τη φρίκη του εμφύλιου πολέμου ήταν φανατικός υποστη-ρικτής του Καίσαρα Αυγούστου και είχε την εύνοια του αυ-τοκράτορα.

Φυσικά, ονειρευόταν την επάνοδο της Ρωμαϊκής Δημο-κρατίας· όλοι το ονειρευόμασταν. Αλλά ο Αύγουστος είχε φέρει ενότητα και ειρήνη στην αυτοκρατορία.

Συνάντησα τον Αύγουστο πολλές φορές όταν ήμουν μι-κρή- τον συναντούσα πάντα σε κάποια πολύβουη κοινωνι-κή εκδήλωση και η γνωριμία μας δεν είχε συνέχεια. Έμοια-ζε με τις προσωπογραφίες του- αδύνατος άντρας με μακριά, λεπτή μύτη, κοντά μαλλιά, συνηθισμένο πρόσωπο- ήταν μάλλον ορθολογιστής και πραγματιστής από τη φύση του και δε φερόταν με αφύσικη σκληρότητα. Δεν είχε προσω-πική ματαιοδοξία.

Είναι ευχής έργον που ο δυστυχής δεν μπορούσε να δει το μέλλον - που δεν είχε ιδέα για τη φρίκη και την τρέλα που θα ξεκινούσε με τον Τιβέριο, το διάδοχο του, και θα συ-νεχιζόταν τόσο καιρό υπό την κυριαρχία άλλων μελών της οικογένειάς του.

Σε μεταγενέστερες εποχές κατάλαβα σε όλο της το εύρος την πρωτοτυπία και το επίτευγμα της μακράς κυριαρχίας του Αυγούστου. Σαράντα τέσσερα, νομίζω, χρόνια ειρήνης σε όλες τις πόλεις της αυτοκρατορίας.

Δυστυχώς, το να γεννηθείς σε μια τέτοια εποχή σήμαινε

Page 49: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ότι ερχόσουν στον κόσμο σε χρόνια δημιουργικότητας και ευημερίας, όταν η Ρώμη ήταν caput mundi, πρωτεύουσα του κόσμου. Και τώρα που το ξανασκέφτομαι συνειδητοποιώ πόσο ισχυρός συνδυασμός είναι να διαθέτεις ταυτόχρονα οι-κογενειακή παράδοση και αμύθητα πλούτη- να διαθέτεις παλιές αξίες και νέα εξουσία.

Η οικογενειακή μας ζωή ήταν συντηρητική, ίσως και λί-γο συμβατική. Κι όμως, είχαμε κάθε πολυτέλεια. Ο πατέρας μου γινόταν όλο και πιο σιωπηλός και πιο συντηρητικός με τα χρόνια. Λάτρευε τα εγγόνια του, που γεννήθηκαν ενώ ή-ταν ακόμα ακμαίος και δραστήριος.

Αν και είχε πολεμήσει κυρίως στις βόρειες εκστρατείες κατά μήκος του Ρήνου, για ένα διάστημα είχε στρατοπε-δεύσει στη Συρία. Είχε σπουδάσει στην Αθήνα. Είχε υπη-ρετήσει την πατρίδα τόσο πολύ και τόσο καλά, που του ε-πιτράπηκε να αποσυρθεί πρόωρα ενώ ήμουν ακόμα κορι-τσάκι και να αποτραβηχτεί και από την παραζάλη της κοι-νωνικής ζωής γύρω από το παλάτι του αυτοκράτορα, αν και εκείνη την εποχή δεν το είχα συνειδητοποιήσει.

Οι πέντε αδερφοί μου ήρθαν πριν από μένα. Γι' αυτό δεν υπήρχε το τελετουργικό ρωμαϊκό πένθος όταν γεννή-θηκα, για το οποίο θα έχεις ακούσει να λένε πως ίσχυε στις ρωμαϊκές οικογένειες όταν ερχόταν στον κόσμο ένα κορί-τσι. Κάθε άλλο.

Πέντε φορές ο πατέρας μου είχε σταθεί στο αίθριο -την κύρια εσωτερική αυλή ή περιστύλιο του σπιτιού μας με τους κίονες και τις σκάλες και τα περίφημα μαρμάρινα γλυπτά-, πέντε φορές είχε σταθεί εκεί μπροστά στη συγκεντρωμένη

Page 50: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

οικογένεια και είχε κρατήσει στα χέρια του ένα νεογέννη-το γιο, τον είχε εξετάσει και είχε ανακοινώσει ότι ήταν τέ-λειος και κατάλληλος να μεγαλώσει ως παιδί του, όπως εί-χε το προνόμιο να κάνει. Καταλαβαίνεις τώρα ότι είχε ε-ξουσία ζωής και θανάτου πάνω στους γιους του από εκείνη τη στιγμή.

Αν ο πατέρας μου δεν είχε θελήσει αυτά τα αγόρια για οποιονδήποτε λόγο, θα μπορούσε να τα έχει «εκθέσει» για να πεθάνουν από πείνα. Ήταν παράνομο να κλέψεις ένα τέ-τοιο παιδί και να το πουλήσεις για δούλο.

Δεδομένου ότι είχε ήδη πέντε γιους, κάποιοι περίμεναν πως ο πατέρας μου θα με ξεφορτωνόταν αμέσως. Τι να το κάνει ένα κορίτσι; Αλλά ο πατέρας μου ποτέ δεν «εξέθεσε» ούτε απέρριψε κανένα από τα παιδιά της μητέρας μου.

Και την ώρα που γεννήθηκα, απ' ό,τι μου είπαν, έκλα-ψε από χαρά.

«Ευχαριστώ τους θεούς! Μια μικρή αγαπημένη». Έχω α-κούσει την ιστορία επανειλημμένα από τους αδερφούς μου, οι οποίοι κάθε φορά που φερόμουν ιδιότροπα -έκανα κά-τι ανάρμοστο, μια σκανδαλιά ή μια αταξία- έλεγαν κοροϊ-δευτικά: «Ευχαριστώ τους θεούς! Μια μικρή αγαπημένη». Είχε καταντήσει γοητευτικό πείραγμα.

Η μητέρα μου πέθανε όταν ήμουν δύο χρόνων και το μόνο που θυμάμαι από εκείνη είναι η ευγένεια και η γλυκύτητά

της. Είχε χάσει τόσα παιδιά όσα είχε γεννήσει και ο πρόωρος θάνατος ήταν αρκετά συνηθισμένη υπόθεση. Ο πατέρας μου της έγραψε έναν υπέροχο επιτύμβιο και η μνήμη της τιμήθηκε σε όλη τη διάρκεια της ζωής μου. Ο πα--

Page 51: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τέρας μου δεν έμπασε ποτέ άλλη γυναίκα στο σπίτι. Κοι-μήθηκε με μερικές από τις δούλες, αλλά αυτό δεν ήταν κά-τι το ασυνήθιστο. Και τα αδέρφια μου το ίδιο έκαναν. Συνέβαι-

νε συχνά στα ρωμαϊκά σπιτικά. Ο πατέρας μου δεν έ-φερε καμία γυναίκα από άλλη οικογένεια για να με εξου-σιάσει.

Δε νιώθω θλίψη για τη μητέρα μου, γιατί απλά ήμουν πο-λύ μικρή γι' αυτό, και αν έκλαψα όταν η μητέρα μου δεν ξα-ναγύρισε δεν το θυμάμαι.

Αυτό που θυμάμαι είναι ότι είχα τη διαχείριση ενός με-γάλου, παλιού, επιβλητικού ρωμαϊκού σπιτιού, με πολλά ορθογώνια δωμάτια που έβλεπαν στην εσωτερική αυλή, το ένα μακριά από το άλλο, και το σύνολο φώλιαζε σ' έναν πε-λώριο κήπο ψηλά στον Παλατινό Λόφο. Ήταν ένα σπίτι με μαρμάρινα δάπεδα και πλούσια ζωγραφισμένους τοίχους και ο κήπος κύκλωνε το κάθε του δωμάτιο.

Ήμουν ανεκτίμητη για τον πατέρα μου και θυμάμαι ό-τι περνούσα θαυμάσια παρακολουθώντας τους αδερφούς μου να γυμνάζονται στο ύπαιθρο με τα μικρά ξίφη τους ή να ακούν τις οδηγίες των εκπαιδευτών τους. Η ίδια, αργό-τερα, είχα θαυμάσιους δασκάλους, που με δίδαξαν να δια-βάζω όλη την Αινειάδα του Βιργιλίου πριν κλείσω τα πέντε.

Μου άρεσαν οι λέξεις. Μου άρεσε να τις τραγουδάω και να τις αρθρώνω και ακόμα και τώρα, το παραδέχομαι, δεν μπορώ να αντισταθώ στη χαρά που νιώθω όταν τις γράφω. Αυτό δε θα μπορούσα να σ' το είχα πει πριν από μερικές νύ-χτες, Ντέιβιντ. Με βοήθησες να ξαναβρώ κάτι, πρέπει να το παραδεχτώ. Και δεν πρέπει να γράφω πολύ γρήγορα σ' αυ--

Page 52: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τό το καφενείο των θνητών, για να μη με πάρουν είδηση οι άνθρωποι!

Λοιπόν, συνεχίζουμε. Ο πατέρας μου το έβρισκε πολύ αστείο που μπορούσα

να απαγγέλλω στίχους του Βιργιλίου σε τόσο μικρή ηλικία και του άρεσε ιδιαίτερα να με επιδεικνύει σε συμπόσια ό-που υποδεχόταν τους συντηρητικούς και κάπως παλαιών αρχών συγκλητικούς φίλους του και μερικές φορές τον ίδιο τον Καίσαρα Αύγουστο. Ο Καίσαρας Αύγουστος ήταν ευ-χάριστος άνθρωπος. Ωστόσο, δε νομίζω πως ο πατέρας μου τον ήθελε πραγματικά ποτέ στο σπίτι μας. Αλλά κάθε τόσο, υποθέτω, ήταν υποχρέωσή του να τον τραπεζώνει.

Έμπαινα, λοιπόν, μέσα με την τροφό μου, έδινα ένα συ-ναρπαστικό ρεσιτάλ και μετά με ξαπόστελναν για να μη δω τους περήφανους συγκλητικούς της Ρώμης να χλαπακιά-ζουν μυαλά παγονιού και γάρο. Ασφαλώς θα ξέρεις τι είναι ο γάρος. Είναι εκείνη η απαίσια σάλτσα ψαριού που έριχναν οι Ρωμαίοι σε όλα τους τα φαγητά, όπως περίπου γίνεται σή-μερα με το κέτσαπ. Σίγουρα αναιρούσε τη σκοπιμότητα της ύπαρξης χελιών και καλαμαριών στο πιάτο σου ή μυαλών στρουθοκαμήλου ή εμβρύων προβάτου ή όποιου άλλου πα-ράλογου μεζέ κουβαλούσαν με τις πιατέλες.

Το θέμα είναι, όπως ξέρεις, ότι οι Ρωμαίοι ήταν φανερά επιρρεπείς στη λαιμαργία και τα συμπόσια είχαν αναπό-φευκτα επονείδιστη κατάληξη. Οι καλεσμένοι αποσύρονταν στο vomitorium, στον ειδικό χώρο του σπιτιού, για να βγά-λουν τα πέντε πρώτα πιάτα του δείπνου, ώστε να μπορέσουν στη συνέχεια να κατεβάσουν τα υπόλοιπα. Κι εγώ ήμουν ξα--

Page 53: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πλωμένη στον πάνω όροφο και χασκογελούσα στο κρεβάτι μου, ακούγοντας όλα αυτά τα χάχανα και τα ξερατά.

Μετά ακολουθούσε ο βιασμός όλου του υπηρετικού προ-σωπικού που είχε σερβίρει, είτε ήταν αγόρια είτε κορίτσια είτε συνδυασμός των δύο.

Τα οικογενειακά γεύματα ήταν εντελώς διαφορετική ι-στορία. Τότε ήμασταν παραδοσιακοί Ρωμαίοι. Όλοι κά-θονταν στο τραπέζι- ο πατέρας μου ήταν ο αδιαμφισβήτη-τος κύριος του οίκου του και δεν ανεχόταν την παραμικρή κριτική κατά του Καίσαρα Αυγούστου, ο οποίος, όπως γνω-ρίζεις, ήταν ανιψιός του Ιούλιου Καίσαρα και δεν είχε στε-φθεί νομότυπα αυτοκράτορας.

«Όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή, θα παραιτηθεί», έ-λεγε ο πατέρας μου. «Το ξέρει ότι δεν μπορεί να παραιτη-θεί τώρα. Είναι πολύ πιο κουρασμένος και σοφός απ' όσο ήταν ποτέ φιλόδοξος. Ποιος θέλει άλλο έναν εμφύλιο πό-λεμο;»

Εκείνη την εποχή ζούσαμε πραγματικά σε τόση ευημε-ρία, που δεν είχε νόημα να στασιάσει η άρχουσα τάξη.

Ο Αύγουστος διατηρούσε την ειρήνη. Έτρεφε βαθύ σε-βασμό προς τη ρωμαϊκή Σύγκλητο. Αναστήλωνε αρχαίους ναούς επειδή πίστευε ότι ο κόσμος είχε ανάγκη την ευσέβεια που είχα γνωρίσει την εποχή της Δημοκρατίας.

Έδινε τσάμπα σιτάρι από την Αίγυπτο στους φτωχούς. Κανείς δεν πεινούσε στη Ρώμη. Υποστήριζε οικονομικά α-νυπολόγιστο αριθμό από παλιές γιορτές, αγώνες και θεά-ματα - αρκετά για να βαρεθεί κανείς, τελικά. Συχνά όμως, ως Ρωμαίοι πατριώτες, οφείλαμε να παραβρισκόμαστε.

Page 54: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Φυσικά, υπήρχε μεγάλη σκληρότητα στην αρένα. Α-πάνθρωπες εκτελέσεις. Η πανταχού παρούσα σκληρότητα της δουλείας.

Αλλά αυτό που δεν καταλαβαίνει ο κόσμος σήμερα είναι ότι μαζί με όλα αυτά υπήρχε μια αίσθηση ατομικής ελευ-θερίας ακόμα και στον πιο φτωχό άνθρωπο.

Τα δικαστήρια δεν έσπευδαν να κρίνουν. Συμβουλεύο-νταν τους παλιούς νόμους. Ακολουθούσαν τη λογική και τους κώδικες. Οι άνθρωποι μπορούσαν να διατυπώνουν με αρκετή ελευθερία τις απόψεις τους.

Αυτό το σημειώνω, γιατί είναι το κλειδί γι' αυτή την ι-στορία: τόσο ο Μάριος όσο κι εγώ είχαμε γεννηθεί σε μια εποχή που ο ρωμαϊκός νόμος ήταν, όπως θα το έθετε ο Μά-ριος, βασισμένος στη λογική και όχι στη θεία αποκάλυψη.

Είμαστε εντελώς διαφορετικοί από εκείνους τους αιμο-πότες που οδηγήθηκαν στο Σκοτάδι σε χώρες Μαγείας και Μυστηρίου.

Όχι μόνο εμπιστευόμασταν τον Αύγουστο όσο ζούσαμε, αλλά πιστεύαμε και στην απτή εξουσία της ρωμαϊκής Συ-γκλήτου. Πιστεύαμε στη δημόσια αρετή και στην υπόλη-ψη· εμμέναμε σ' έναν τρόπο ζωής όπου δεν είχαν θέση τε-λετουργίες, προσευχές, μαγεία, παρά μόνο επιφανειακά. Η αρετή ήταν αναπόσπαστο κομμάτι του ανθρώπινου χαρα-κτήρα. Αυτή ήταν η παράδοση της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας, την οποία μοιραζόμασταν εγώ κι ο Μάριος.

Φυσικά, το σπίτι μας ήταν γεμάτο δούλους. Υπήρχαν πανέξυπνοι Έλληνες και σκυθρωποί εργάτες και ένα σμά-ρι γυναικών που έτρεχαν δεξιά κι αριστερά και γυάλιζαν

Page 55: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

προτομές και αμφορείς, και η ίδια η πόλη ήταν γεμάτη α-πό πρώην δούλους -απελεύθερους-, μερικοί από τους ο-ποίους ήταν πολύ πλούσιοι.

Ήταν όλοι δικοί μας άνθρωποι, δικοί μας δούλοι. Ο πατέρας μου κι εγώ ξενυχτίσαμε όλο το βράδυ όταν

πέθαινε ο Έλληνας δάσκαλος μου. Του κρατούσαμε το χέ-ρι μέχρι που κρύωσε το σώμα του. Κανείς δε μαστιγωνόταν στο κτήμα μας στη Ρώμη, εκτός κι αν έδινε ο ίδιος ο πατέ-ρας μου την εντολή. Οι δούλοι που είχαμε στους αγρούς χά-ζευαν κάτω από τα οπωροφόρα δέντρα. Οι επιστάτες μας ήταν πλούσιοι και επιδείκνυαν τον πλούτο τους, στο ντύσι-μο τους.

Θυμάμαι μια εποχή που υπήρχαν τόσο πολλοί Έλληνες δούλοι στον κήπο, που μπορούσα να κάθομαι μέρες να τους ακούω να επιχειρηματολογούν. Δεν είχαν τίποτε άλλο να κάνουν. Έμαθα πολλά από αυτό.

Μεγάλωσα ευτυχισμένη και με το παραπάνω. Αν νομί-ζεις ότι υπερβάλλω ως προς την ευρύτητα της μόρφωσής μου, ανάτρεξε στις επιστολές του Πλίνιου ή σε άλλα απο-μνημονεύματα και στην αλληλογραφία της εποχής. Τα κο-ρίτσια της καλής κοινωνίας ήταν πολύ μορφωμένα- οι σύγ-χρονες Ρωμαίες κινούνταν κατά κανόνα ανενόχλητες από ό-ποια αντρική παρέμβαση. Συμμετείχαμε στη ζωή ισότιμα με τους άντρες.

Για παράδειγμα, πριν κλείσω καν τα οχτώ με πήγαν για πρώτη φορά στην αρένα με μερικές από τις συζύγους των αδερφών μου για να έχω την αμφίβολη ευχαρίστηση να πα-ρακολουθήσω εξωτικά πλάσματα, όπως καμηλοπαρδάλεις,

Page 56: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να τρέχουν φρενιασμένα ολόγυρα μέχρι να τις χτυπήσουν με βέλη· αυτή την επίδειξη ακολουθούσε μια μικρή ομάδα μονομάχων, οι οποίοι σφαγίαζαν άλλους μονομάχους, και μετά ακολουθούσε το τσούρμο των κακοποιών που ρίχνο-νταν βορά στα λιοντάρια.

Ντέιβιντ, έχω ακόμα ζωντανό στα αφτιά μου το βρυ-χηθμό αυτών των λιονταριών. Τίποτε δε με χωρίζει από τη στιγμή που καθόμουν στις ξύλινες εξέδρες, στη δεύτερη σει-ρά ίσως -στις θέσεις των επισήμων- , και παρακολουθούσα αυτά τα θηρία να καταβροχθίζουν ζωντανά πλάσματα, όπως έπρεπε να κάνω, με μια ευχαρίστηση που υποτίθεται ότι α-ποδείκνυε δύναμη ψυχής, έλλειψη φόβου ενώπιον του θα-νάτου και όχι απλή και απόλυτη κτηνωδία.

Το φιλοθεάμον κοινό ούρλιαζε και γελούσε καθώς οι ά-ντρες και οι γυναίκες έτρεχαν για να ξεφύγουν από τα θη-ρία. Μερικά θύματα δεν έδιναν αυτή την ικανοποίηση στο πλήθος. Απλώς στέκονταν ήσυχα την ώρα της επίθεσης του πεινασμένου λιονταριού- εκείνοι που κατασπαράζονταν ζω-ντανοί σχεδόν πάντα βρίσκονταν σε κατάσταση χαύνωσης, λες και η ψυχή τους είχε ήδη αποχωρήσει, αν και το λιοντάρι δεν είχε αρπάξει ακόμα το λαιμό τους.

Θυμάμαι τη μυρωδιά. Αλλά πιο πολύ απ' όλα θυμάμαι τη βοή του πλήθους.

Πέρασα τη δοκιμασία του χαρακτήρα, μπορούσα να τα βλέπω όλα αυτά. Μπορούσα να βλέπω τον πρωταθλητή μο-νομάχο να συναντά το θάνατο τελικά, ξαπλωμένος γεμάτος αιμάτα στην άμμο, ενώ το σπαθί διαπερνούσε το στήθος του.

Αλλά μπορώ με βεβαιότητα να θυμηθώ τον πατέρα μου

Page 57: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να δηλώνει ψιθυριστά ότι η όλη υπόθεση ήταν αηδιαστική. Κατά βάθος, όλοι όσους γνώριζα έβρισκαν το θέαμα αη-διαστικό. Ο πατέρας μου πίστευε, όπως και άλλοι, ότι ο α-πλός άνθρωπος είχε ανάγκη όλο αυτό το αίμα. Εμείς οι ευ-γενείς ήμασταν υποχρεωμένοι να προεδρεύουμε σ' αυτές τις εκδηλώσεις για χάρη των απλών ανθρώπων. Όλη αυτή η θεαματική κακία εμπεριείχε κάτι το θρησκευτικό.

Η διοργάνωση παρόμοιων φρικιαστικών θεαμάτων θε-ωρούνταν ένα είδος κοινωνικής υποχρέωσης.

Αλλά και η ρωμαϊκή ζωή διαδραματιζόταν κατά ένα με-γάλο μέρος εκτός σπιτιού· έπρεπε να συμμετέχεις σε διά-φορα γεγονότα, να παρίστασαι σε τελετές και θεάματα, να σε βλέπουν, να δείχνεις ενδιαφέρον, να συναντάς κόσμο.

Συναντούσες όλους τους άλλους ευγενείς και τους λαϊ-κούς της πόλης και σχηματίζατε μια μάζα για να παρακο-λουθήσετε μια θριαμβευτική παρέλαση, μια μεγάλη σπον-δή στο βωμό του Αυγούστου, μια αρχαία τελετή, κάποιο α-γώνα, μια αρματοδρομία.

Στον εικοστό αιώνα, όταν παρακολουθώ τις ατελείωτες ίντριγκες και τις σφαγές στα κινηματογραφικά έργα και στην τηλεόραση σε όλο το δυτικό κόσμο, αναρωτιέμαι μή-πως πραγματικά οι άνθρωποι το έχουν ανάγκη, έχουν ανά-γκη να βλέπουν φόνους, σφαγές, το θάνατο σε κάθε μορφή. Η τηλεόραση μερικές φορές θυμίζει μια αδιάκοπη σειρά α-πό αγώνες μονομάχων ή σφαγές. Και δες πόση πέραση έ-χουν οι βιντεοσκοπήσεις πραγματικών πολέμων.

Τα πολεμικά αρχεία έχουν καταντήσει τέχνη και δια-σκέδαση.

Page 58: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο αφηγητής μιλάει απαλά, ενώ η κάμερα περνάει πά-νω από τους σωρούς των πτωμάτων ή τα σκελετωμένα παι-διά που κλαίνε με τις λιμοκτονούσες μητέρες τους. Αλλά εί-ναι συναρπαστικό. Μπορείς να απολαμβάνεις όλες αυτές τις εικόνες θανάτου κουνώντας το κεφάλι. Οι τηλεοπτικές νύχτες είναι αφιερωμένες σε παλιές ταινίες με άντρες που πεθαίνουν με τα όπλα στα χέρια.

Νομίζω ότι κοιτάμε επειδή φοβόμαστε. Αλλά στη Ρώμη έπρεπε να κοιτάς για να γίνεις σκληρός, και αυτό ίσχυε τό-σο για τους άντρες όσο και για τις γυναίκες.

Αλλά θέλω να καταλήξω στο ότι δεν ήμουν έγκλειστη, ό-πως θα μπορούσε να είναι μια Ελληνίδα σε κάποιο παλιό ελληνιστικό σπιτικό. Δεν ήμουν αναγκασμένη να υποστώ τα παλιά ήθη της Ρωμαϊκής Δημοκρατίας.

Θυμάμαι έντονα πόσο όμορφη ήταν εκείνη η εποχή και με πόσο γνήσιο πάθος ο πατέρας μου διακήρυσσε ότι ο Αύ-γουστος ήταν θεός και ότι η Ρώμη ποτέ δεν είχε προσφέρει τόση ικανοποίηση στους θεούς της.

Τώρα θα ήθελα να σου αφηγηθώ μια πολύ σημαντική α-νάμνηση. Μια στιγμή, να ξαναφέρω τη σκηνή στο μυαλό μου. Ας δούμε πρώτα το θέμα του Βιργιλίου και του έπους που έγραψε, της Αινειάδας, που μεγαλοποιούσε και δόξαζε μέχρι υπερβολής τις περιπέτειες του ήρωα Αινεία, ενός Τρώα που επέζησε από τη φρίκη της ήττας από τους Έλ-ληνες, οι οποίοι βγήκαν από τον περίφημο Δούρειο Ίππο και μακέλεψαν την πόλη της Ελένης, την Τροία.

Είναι μια γοητευτική ιστορία. Πάντα μου άρεσε. Ο Αι-νείας αφήνει την Τροία που πεθαίνει, φέρνει ηρωικά σε πέ--

Page 59: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ρας το μακρινό ταξίδι μέχρι την όμορφη Ιταλία κι εκεί ι-δρύει το έθνος μας.

Αλλά το θέμα είναι ότι ο Αύγουστος αγαπούσε και υπο-στήριζε τον Βιργίλιο ενόσω εκείνος ζούσε και ο Βιργίλιος ήταν ένας ποιητής που όλοι τον σέβονταν, ένας ποιητής υ-πέροχος και κατάλληλος για να απαγγέλλεται, ένας έγκρι-τος, πατριώτης ποιητής. Ήταν απόλυτα αποδεκτό να σου αρέσει ο Βιργίλιος.

Ο Βιργίλιος πέθανε πριν γεννηθώ εγώ. Αλλά μέχρι να κλείσω τα δέκα είχα διαβάσει όλα όσα είχε γράψει και εί-χα διαβάσει, επίσης, και Οράτιο και Λουκρήτιο και αρκε-τό Κικέρωνα και όλα τα ελληνικά χειρόγραφα που είχαμε στην κατοχή μας - και είχαμε πολλά.

Ο πατέρας μου δεν είχε δημιουργήσει τη βιβλιοθήκη του για επίδειξη. Ήταν ένα μέρος όπου τα μέλη της οικο-γένειας περνούσαν πολλές ώρες. Εκεί ήταν, επίσης, όπου κα-θόταν και έγραφε τις επιστολές του -κι αυτό έμοιαζε να κά-νει όλη την ώρα-, επιστολές εκ μέρους της Συγκλήτου, του αυτοκράτορα, των δικαστηρίων, των φίλων του και άλλες.

Ας ξαναγυρίσουμε, όμως, στον Βιργίλιο. Είχα διαβάσει κι άλλον ένα Ρωμαίο ποιητή, ο οποίος ζούσε ακόμα και εί-χε πέσει στη βαθιά δυσμένεια του Αυγούστου, του θεού. Ή-ταν ο ποιητής Οβίδιος, ο συγγραφέας των Μεταμορφώσεων και δεκάδων άλλων γήινων, διασκεδαστικών και άσεμνων έργων.

Όταν ήμουν, λοιπόν, πολύ μικρή για να το θυμάμαι, ο Αύγουστος στράφηκε εναντίον του Οβίδιου, τον οποίο κά-ποτε αγαπούσε, και τον εξόρισε σε κάποιο απαίσιο τόπο

Page 60: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στη Μαύρη Θάλασσα. Μπορεί να μην ήταν και τόσο απαί-σιος. Αλλά ήταν από εκείνα τα μέρη όπου οι καλλιεργημέ-νοι Ρωμαίοι ανέμεναν ότι θα είναι απαίσια - πολύ μακριά από την πρωτεύουσα και γεμάτα βαρβάρους.

Ο Οβίδιος έζησε εκεί πολύ καιρό και τα βιβλία του α-παγορεύτηκαν σε όλη τη Ρώμη. Δεν μπορούσες να τα βρεις στα βιβλιοπωλεία ή στις δημόσιες βιβλιοθήκες. Ούτε στους πάγκους όπου πουλιούνταν βιβλία στην Αγορά.

Ξέρεις ότι εκείνη την εποχή το κοινό διάβαζε πολύ· υ-πήρχαν βιβλία παντού -και σε τυλιγμένο πάπυρο αλλά και σε δεμένες, χειρόγραφες σελίδες- και πολλοί βιβλιοπώλες είχαν στρατιές ολόκληρες Ελλήνων δούλων που αντέγρα-φαν ολημερίς βιβλία για λαϊκή κατανάλωση.

Για να συνεχίσω αυτό που έλεγα, ο Οβίδιος είχε πέσει στη δυσμένεια του Αυγούστου και είχε απαγορευτεί, αλλά άνθρωποι όπως ο πατέρας μου δεν είχαν καμία πρόθεση να κάψουν τα αντίτυπα των Μεταμορφώσεων που διέθεταν ή ο-ποιοδήποτε άλλο έργο του Οβίδιου και ο μόνος λόγος που δεν ικέτευαν να απονεμηθεί χάρη στον Οβίδιο ήταν ο φόβος.

Το όλο σκάνδαλο είχε κάποια σχέση με την κόρη του Αυγούστου, την Ιουλία, η οποία ήταν γνωστή πόρνη, από κά-θε άποψη. Το πώς ο Οβίδιος ανακατεύτηκε με τις ερωτο-δουλειές της Ιουλίας δεν ξέρω. Ίσως τα πρώιμα αισθησια-κά του ποιήματα, οι Έρωτες, να θεωρήθηκαν κακή επιρροή. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Αυγούστου υ-πήρχε, επίσης, κι ένα πνεύμα «ανασυγκρότησης», γινόταν πολλή κουβέντα για τις παλιές αξίες.

Δε νομίζω ότι ξέρει κανείς τι ακριβώς συνέβη μεταξύ του

Page 61: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Καίσαρα Αυγούστου και του Οβίδιου, αλλά ο Οβίδιος εξο-ρίστηκε για την υπόλοιπη ζωή του από την αυτοκρατορική Ρώμη.

Εγώ, όμως, είχα διαβάσει τους Έρωτες και τις Μεταμορ-φώσεις σε πολυδιαβασμένα αντίγραφα την εποχή αυτού του επεισοδίου που θα σου αφηγηθώ. Και πολλοί από τους φί-λους του πατέρα μου ανησυχούσαν διαρκώς για τον Οβίδιο.

Ας αναφερθώ τώρα στη συγκεκριμένη ανάμνηση. Ή-μουν δέκα χρόνων και γύριζα από παιχνίδι, γεμάτη σκόνη από την κορυφή μέχρι τα νύχια, με τα μαλλιά λυτά και το φόρεμα σκισμένο, και μπουκάρισα στο μεγάλο"δωμάτιο υ-ποδοχής του πατέρα μου - σωριάστηκα στα πόδια του α-νακλίντρου του για να ακούσω τη συζήτηση, εκεί που τε-μπέλιαζε με όλη την αρμόζουσα ρωμαϊκή αξιοπρέπεια, κου-βεντιάζοντας με διάφορους άλλους άντρες που είχαν έρθει να τον επισκεφτούν και τεμπέλιαζαν μαζί του.

Ήξερα όλους τους άντρες εκτός από έναν, κι αυτός ο έ-νας ήταν ξανθός, γαλανομάτης και πολύ ψηλός και γύρισε στη διάρκεια της συζήτησης -που ήταν όλο ψιθύρους και νοήματα- και μου έκλεισε το μάτι.

Αυτός ήταν ο Μάριος, με το δέρμα ελαφρά μαυρισμένο από τα ταξίδια του και με μια απαστράπτουσα ομορφιά στα μάτια του. Είχε τρία ονόματα, όπως όλοι οι άλλοι. Και πάλι, όμως, δε θα αποκαλύψω το όνομα της οικογένειάς του. Αλλά το ήξερα. Ήξερα ότι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, το «κακό παιδί», θεωρητικά μιλώντας, ο «ποιητής» και ο «αργόσχολος». Αλλά κανείς δε μου είχε πει πως ήταν ω-ραίος.

Page 62: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αυτά συνέβησαν όταν ο Μάριος ήταν ακόμα ζωντανός, γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πριν μεταμορφωθεί σε βαμπίρ. Υπολογίζω ότι ήταν μόνο είκοσι πέντε χρόνων. Αλλά δεν εί-μαι σίγουρη.

Για να συνεχίσω, οι άντρες δε μου έδιναν την παραμικρή σημασία και με το πάντα περίεργο μυαλουδάκι μου κατά-λαβα ότι θα πρέπει να έλεγαν στον πατέρα μου νέα από τον Οβίδιο, ότι ο ψηλός ξανθός άντρας με τα αξιοπερίεργα γα-λάζια μάτια, εκείνος που τον φώναζαν Μάριο, είχε μόλις γυρίσει από τις ακτές της Βαλτικής και είχε φέρει στον πα-τέρα μου αρκετά δώρα, που ήταν καλοφτιαγμένα αντίγρα-φα των έργων του Οβίδιου, των παλιών και των καινούριων.

Οι άντρες διαβεβαίωσαν τον πατέρα μου ότι ήταν ακό-μα πολύ επικίνδυνο να πάει να παρακαλέσει κανείς τον Καί-σαρα Αύγουστο για τον Οβίδιο και ο πατέρας μου το δέ-χτηκε αυτό. Αλλά, αν δεν απατώμαι, εμπιστεύτηκε μερικά χρήματα για τον Οβίδιο στον Μάριο, τον ξανθό άντρα.

Όταν οι άντρες σηκώθηκαν όλοι να φύγουν, είδα τον Μάριο στο αίθριο και συνειδητοποίησα το ύψος του, που ή-ταν πολύ ασυνήθιστο για Ρωμαίο, και άφησα να μου ξεφύ-γει ένα κοριτσίστικο επιφώνημα και μετά ένα αυθόρμητο γέλιο. Μου ξανάκλεισε το μάτι.

Ο Μάριος είχε τα μαλλιά του κοντά εκείνη την εποχή, κουρεμένα όπως οι Ρωμαίοι στρατιώτες, με λίγες διακριτι-κές μπούκλες στο μέτωπο· τα μαλλιά του ήταν μακριά αρ-γότερα, όταν μεταμορφώθηκε σε βαμπίρ, και τα έχει μακριά και σήμερα, αλλά τότε είχαν το τυπικό, αδιάφορο, ρωμαϊ-κό στρατιωτικό κούρεμα. Αλλά ήταν ολόξανθα και τα έ-

Page 63: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λούζε ο ήλιος στο αίθριο και μου φάνηκε ο πιο λαμπερός και σημαντικός άντρας που είχαν δει ποτέ τα μάτια μου. Ήταν όλος ευγένεια όταν με κοίταξε.

«Γιατί είσαι τόσο ψηλός;» τον ρώτησα. Ο πατέρας μου βρήκε το σχόλιο διασκεδαστικό, φυσικά, και δεν τον ένοια-ζε τι σκέφτονταν οι άλλοι για τη μικρή, σκονισμένη του θυ-γατέρα που κρεμόταν στην αγκαλιά του και μιλούσε στην αξιότιμη παρέα του.

«Καλή μου», είπε ο Μάριος, «είμαι ψηλός επειδή είμαι βάρβαρος!» Γέλασε και έδειχνε να με φλερτάρει μ' αυτό το γέλιο, δείχνοντάς μου προσοχή σαν να ήμουν μια μικρή κυ-ρία. Σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Ξαφνικά, λύγισε τα δάχτυλά του σαν νύχια αρπαχτικού και έτρεξε καταπάνω μου σαν αρκούδα.

Τον ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα! «Όχι, πες μου αλήθεια», είπα. «Δεν μπορεί να είσαι βάρ-

βαρος. Ξέρω τον πατέρα σου και όλες σου τις αδερφές· ζουν λίγο κάτω από το λόφο. Η οικογένεια πάντα μιλάει για σέ-να στο τραπέζι, λέγοντας όλο καλά λόγια, φυσικά».

«Είμαι βέβαιος γι' αυτό», είπε ξεσπώντας σε γέλια. Κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε αρχίσει να ανησυχεί. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι ένα δεκάχρονο κορίτσι μπο-

ρούσε να αρραβωνιαστεί. Ο Μάριος σηκώθηκε όρθιος και είπε με την ευγενική,

πολύ εκλεπτυσμένη του φωνή, που ήταν εκπαιδευμένη για δημόσια ρητορική αλλά και για ερωτικά λόγια: «Κατάγομαι μέσω της μητέρας μου από τους Κέλτες, ομορφιά μου, μι-κρή μου μούσα. Προέρχομαι από τους ψηλούς, ξανθούς

Page 64: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αυτά συνέβησαν όταν ο Μάριος ήταν ακόμα ζωντανός, γύρω στα δεκαπέντε χρόνια πριν μεταμορφωθεί σε βαμπίρ. Υπολογίζω ότι ήταν μόνο είκοσι πέντε χρόνων. Αλλά δεν εί-μαι σίγουρη.

Για να συνεχίσω, οι άντρες δε μου έδιναν την παραμικρή σημασία και με το πάντα περίεργο μυαλουδάκι μου κατά-λαβα ότι θα πρέπει να έλεγαν στον πατέρα μου νέα από τον Οβίδιο, ότι ο ψηλός ξανθός άντρας με τα αξιοπερίεργα γα-λάζια μάτια, εκείνος που τον φώναζαν Μάριο, είχε μόλις γυρίσει από τις ακτές της Βαλτικής και είχε φέρει στον πα-τέρα μου αρκετά δώρα, που ήταν καλοφτιαγμένα αντίγρα-φα των έργων του Οβίδιου, των παλιών και των καινούριων.

Οι άντρες διαβεβαίωσαν τον πατέρα μου ότι ήταν ακό-μα πολύ επικίνδυνο να πάει να παρακαλέσει κανείς τον Καί-σαρα Αύγουστο για τον Οβίδιο και ο πατέρας μου το δέ-χτηκε αυτό. Αλλά, αν δεν απατώμαι, εμπιστεύτηκε μερικά χρήματα για τον Οβίδιο στον Μάριο, τον ξανθό άντρα.

Όταν οι άντρες σηκώθηκαν όλοι να φύγουν, είδα τον Μάριο στο αίθριο και συνειδητοποίησα το ύψος του, που ή-ταν πολύ ασυνήθιστο για Ρωμαίο, και άφησα να μου ξεφύ-γει ένα κοριτσίστικο επιφώνημα και μετά ένα αυθόρμητο γέλιο. Μου ξανάκλεισε το μάτι.

Ο Μάριος είχε τα μαλλιά του κοντά εκείνη την εποχή, κουρεμένα όπως οι Ρωμαίοι στρατιώτες, με λίγες διακριτι-κές μπούκλες στο μέτωπο· τα μαλλιά του ήταν μακριά αρ-γότερα, όταν μεταμορφώθηκε σε βαμπίρ, και τα έχει μακριά και σήμερα, αλλά τότε είχαν το τυπικό, αδιάφορο, ρωμαϊ-κό στρατιωτικό κούρεμα. Αλλά ήταν ολόξανθα και τα έ-

Page 65: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λούζε ο ήλιος στο αίθριο και μου φάνηκε ο πιο λαμπερός και σημαντικός άντρας που είχαν δει ποτέ τα μάτια μου. Ήταν όλος ευγένεια όταν με κοίταξε.

«Γιατί είσαι τόσο ψηλός;» τον ρώτησα. Ο πατέρας μου βρήκε το σχόλιο διασκεδαστικό, φυσικά, και δεν τον ένοια-ζε τι σκέφτονταν οι άλλοι για τη μικρή, σκονισμένη του θυ-γατέρα που κρεμόταν στην αγκαλιά του και μιλούσε στην αξιότιμη παρέα του.

«Καλή μου», είπε ο Μάριος, «είμαι ψηλός επειδή είμαι βάρβαρος!» Γέλασε και έδειχνε να με φλερτάρει μ' αυτό το γέλιο, δείχνοντάς μου προσοχή σαν να ήμουν μια μικρή κυ-ρία. Σπάνια συνέβαινε κάτι τέτοιο.

Ξαφνικά, λύγισε τα δάχτυλά του σαν νύχια αρπαχτικού και έτρεξε καταπάνω μου σαν αρκούδα.

Τον ερωτεύτηκα κεραυνοβόλα! «Όχι, πες μου αλήθεια», είπα. «Δεν μπορεί να είσαι βάρ-

βαρος. Ξέρω τον πατέρα σου και όλες σου τις αδερφές· ζουν λίγο κάτω από το λόφο. Η οικογένεια πάντα μιλάει για σέ-να στο τραπέζι, λέγοντας όλο καλά λόγια, φυσικά».

«Είμαι βέβαιος γι' αυτό», είπε ξεσπώντας σε γέλια. Κατάλαβα ότι ο πατέρας μου είχε αρχίσει να ανησυχεί. Αυτό που δεν ήξερα ήταν ότι ένα δεκάχρονο κορίτσι μπο-

ρούσε να αρραβωνιαστεί. Ο Μάριος σηκώθηκε όρθιος και είπε με την ευγενική,

πολύ εκλεπτυσμένη του φωνή, που ήταν εκπαιδευμένη για δημόσια ρητορική αλλά και για ερωτικά λόγια: «Κατάγομαι μέσω της μητέρας μου από τους Κέλτες, ομορφιά μου, μι-κρή μου μούσα. Προέρχομαι από τους ψηλούς, ξανθούς

Page 66: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ανθρώπους του Βορρά, τους κατοίκους της Γαλατίας. Η μη-τέρα μου ήταν πριγκίπισσα εκεί ή έτσι μου λένε, τουλάχι-στον. Ξέρεις ποιοι είναι αυτοί;»

Είπα ότι φυσικά και ήξερα και άρχισα να απαγγέλλω στίχους από την αφήγηση του Ιουλίου Καίσαρα για την κα-τάκτηση της Γαλατίας, της χώρας των Κελτών: «Η Γαλατία αποτελείται από τρία μέρη...»

Ο Μάριος εντυπωσιάστηκε πραγματικά. Το ίδιο και οι υπόλοιποι. Έτσι κι εγώ συνέχισα: «Οι Κέλτες χωρίζονται α-πό τους Ακουιτανούς από τον ποταμό Γαρούνα... και από τη φυλή των Βέλγων από τους ποταμούς Μάρνη και Σηκουά-να...»

Ο πατέρας μου, ελαφρά αμήχανος πια, με την κόρη του να τραβάει την προσοχή της ομήγυρης, έλαβε το λόγο για να διαβεβαιώσει τους πάντες ότι ήμουν το καμάρι του και με άφηνε να κάνω ό,τι θέλω και να τους παρακαλέσει να μη με παρεξηγήσουν.

Κι εγώ είπα, επειδή ήμουν άφοβη και γεννημένη ταρα-ξίας: «Να δώσεις την αγάπη μου στο μεγάλο Οβίδιο! Γιατί κι εγώ θα ήθελα να μπορούσε να γυρίσει στη Ρώμη».

Μετά απάγγειλα βιαστικά αρκετά πονηρά στιχάκια από τους Έρωτες:

Γέλασε και μου έδωσε τα πιο θερμά φιλιά της Τον κεραυνό θα πέταγαν από του Αία τα χέρια Τι κρίμα που τα πιο καλά τα έκλεψε ο μπαγάσας! Μακάρι να μην είχανε την ίδια νοστιμάδα!

Page 67: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όλοι γέλασαν, εκτός από τον πατέρα μου, και ο Μάριος ξετρελάθηκε εντελώς και άρχισε τα χειροκροτήματα. Δεν ή-θελα περισσότερη ενθάρρυνση για να τρέξω τώρα εγώ κα-ταπάνω του παριστάνοντας την αρκούδα, όπως είχε τρέξει εκείνος πριν προς το μέρος μου, και να συνεχίσω να τρα-γουδάω τις καυτές λέξεις του Οβίδιου:

Όμως εκείνα τα φιλιά είχαν μεγάλη πείρα Και γνώση που, αλίμονο, δεν πήρε από μένα Ήταν πολύ παθιάρικα - αχ, τι κακό σημάδι!

Πως συμμετείχε η γλωσσά της - φιλούσε κι η δική μου.

Ο πατέρας μου με βούτηξε από το μπράτσο και είπε: «Φτάνει, Λυδία, τελείωνε!»

Και οι άντρες γέλασαν ακόμα περισσότερο, συμπάσχο-ντας και αγκαλιάζοντάς τον και μετά γελώντας ξανά.

Εγώ, όμως, έπρεπε να καταγάγω την τελική μου νίκη ε-ναντίον αυτής της ομάδας ενηλίκων.

«Σε παρακαλώ, πατέρα», είπε, «άσε με να ολοκληρώσω με μερικά σοφά και πατριωτικά λόγια που είπε ο Οβίδιος: Συγ-χαίρω τον εαυτό μου που δεν ήρθα στον κόσμο πριν από αυτή την επο-χή. Αυτή η εποχή ταιριάζει με τα γούστα μου».

Αυτό φάνηκε μάλλον να εκπλήσσει τον Μάριο παρά να τον διασκεδάζει. Αλλά ο πατέρας μου με κράτησε κοντά του και είπε πολύ καθαρά:

«Λυδία, ο Οβίδιος δε θα έλεγε το ίδιο σήμερα, και τώρα εσύ, που είσαι τόσο... πολυμαθής και φιλοσοφημένη ταυ-τόχρονα, πρέπει να διαβεβαιώσεις τους αγαπητούς φίλους

Page 68: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

του πατέρα σου ότι γνωρίζεις καλά πως ο Οβίδιος δικαίως εξορίστηκε από τη Ρώμη από τον Αύγουστο και δεν μπορεί ποτέ να ξαναγυρίσει πίσω στην πατρίδα».

Με άλλα λόγια έλεγε: «Κόφ' το πια με τον Οβίδιο». Αλλά ο Μάριος, ανενόχλητος, γονάτισε μπροστά μου,

λεπτός και όμορφος, με γοητευτικά γαλάζια μάτια, και πή-ρε το χέρι μου και το φίλησε και είπε: «Θα μεταφέρω στον Οβίδιο την αγάπη σου, μικρή μου Λυδία. Αλλά ο πατέρας σου έχει δίκιο. Πρέπει όλοι να συμφωνήσουμε με τη δυ-σμένεια του αυτοκράτορα. Στο κάτω κάτω, είμαστε Ρω-μαίοι». Μετά, πράγμα πολύ περίεργο, μου μίλησε καθαρά σαν να ήμουν ενήλικη. «Ο Αύγουσιος Καίσαρας έχει δώσει πολύ περισσότερα πράγματα στη Ρώμη, νομίζω, απ' όσα ελπίζαμε. Και είναι και ο ίδιος ποιητής. Έγραψε ένα ποί-ημα με τίτλο Αίας και το έκαψε με τα ίδια του τα χέρια, ε-πειδή είπε ότι δεν ήταν καλό».

Διασκέδαζα αφάνταστα. Θα μπορούσα να το είχα σκά-σει με τον Μάριο επιτόπου, χωρίς δεύτερη κουβέντα!

Αλλά το μόνο που μπορούσα να κάνω ήταν να χοροπηδάω γύρω του καθώς βγήκε από τον προθάλαμο και την είσοδο.

Του κούνησα το χέρι. Κοντοστάθηκε. «Αντίο, μικρή Λυδία», είπε. Μετά ψιθύ-

ρισε κάτι στον πατέρα μου και άκουσα εκείνον να λέει: «Δεν είσαι με τα καλά σου!» Ο πατέρας μου γύρισε την πλάτη στον Μάριο, που μου

χάρισε ένα λυπημένο χαμόγελο και εξαφανίστηκε. «Τι είπε; Τι συνέβη;» ρώτησα τον πατέρα μου. «Τι τρέ-

χει;»

Page 69: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Άκου, Λυδία», είπε ο πατέρας μου. «Με'σα στα διαβά-σματα σου έχεις συναντήσει ποτέ τη λέξη "μνηστευμένη";»

«Ναι, πατέρα, φυσικά». «Ε, λοιπόν, αυτός ο περιπλανώμενος ονειροπόλος πολύ

θα ήθελε να μνηστευτεί ένα μικρό δεκάχρονο κορίτσι, για-τί αυτό σημαίνει πως η μνηστή του δεν είναι ακόμα σε ηλι-κία γάμου κι έτσι θα έχει μπροστά του χρόνια ελευθερίας, χωρίς τη δυσμένεια του αυτοκράτορα. Συμβαίνει συνεχώς».

«Όχι, όχι, πατέρα», είπα. «Δε θα τον ξεχάσω ποτέ». Νομίζω ότι τον ξέχασα την άλλη μέρα κιόλας. Έκανα πέντε χρόνια να ξαναδώ τον Μάριο. Το θυμάμαι γιατί ήμουν δεκαπέντε χρόνων και θα έ-

πρεπε να είχα παντρευτεί, ενώ δεν ήθελα καθόλου να πα-ντρευτώ. Το απέφευγα χρόνο με το χρόνο, παριστάνοντας την άρρωστη, την τρελή, με εντελώς ασυγκράτητες κρίσεις. Αλλά τα χρονικά περιθώρια στένευαν. Ήμουν σε ηλικία γά-μου από τα δώδεκα ήδη.

Εκείνη τη φορά στεκόμασταν όλοι συγκεντρωμένοι στους πρόποδες του Παλατινού Λόφου, παρακολουθώντας μια ιε-ρότατη τελετή -τα Λουπερκάλια-, μία από τις τόσες πολλές γιορτές και τα τόσα πανηγύρια που ήταν αναπόσπαστο κομ-μάτι της ρωμαϊκής ζωής.

Τα Λουπερκάλια ήταν πολύ σημαντικά για μας, αν και δεν μπορεί να συγκριθεί η βαρύτητά τους με την αντίληψη που έχει ένας χριστιανός για τη θρησκεία. Θεωρούνταν έν-δειξη ευλάβειας το να παρακολουθείς μια τέτοια τελετή, το να συμμετέχεις ως πολίτης και ως ενάρετος Ρωμαίος.

Άλλωστε, ήταν και πολύ ευχάριστο.

Page 70: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Στεκόμουν, λοιπόν, κι εγώ όχι πολύ μακριά από το σπή-λαιο Λούπερκαλ και παρακολουθούσα μαζί με άλλες νεα-ρές γυναίκες τους δύο επιλεγμένους για εκείνη τη χρονιά άντρες να αλείφονται με αίμα από θυσιασμένες κατσίκες και μετά να τους τυλίγουν με τα ματωμένα δέρματα των θυ-σιασμένων ζώων. Όλα αυτά δεν τα διέκρινα πολύ καλά, αλ-λά τα είχα δει πολλές φορές και, όταν πριν από χρόνια δύο από τους αδερφούς μου είχαν τρέξει ο' αυτή την τελετή, εί-χα παραγκωνίσει τον κόσμο για να βρεθώ μπροστά και να παρακολουθήσω από κοντά.

Σ' αυτή την περίσταση έβλεπα αρκετά καλά, όταν ο κα-θένας από τους δύο νεαρούς πήρε τη δική του συντροφιά και άρχισε να τρέχει γύρω από τα ριζά του Παλατινού Λό-φου. Προχώρησα μπροστά, γιατί αυτό περίμεναν από μέ-να. Οι νεαροί χτυπούσαν ελαφρά το μπράτσο κάθε νεαρής κοπέλας με μια λουρίδα από δέρμα κατσίκας, πράγμα που υποτίθεται ότι μας εξάγνιζε. Μας έκανε γόνιμες.

Προχώρησα μπροστά και δέχτηκα το τελετουργικό ρά-πισμα και μετά οπισθοχώρησα ξανά, ευχόμενη να ήμουν ά-ντρας και να μπορούσα να τρέχω γύρω από το λόφο με τους άλλους άντρες, σκέψη αρκετά συνηθισμένη για μένα σε ό-λες τις φάσεις της θνητής μου ζωής.

Έκανα μερικές σαρκαστικές σκέψεις σχετικά με τον «ε-ξαγνισμό» μου, αλλά ο αυτή την ηλικία πια η δημόσια συ-μπεριφορά μου ήταν κόσμια και για κανένα λόγο δεν υ-πήρχε περίπτωση να ντροπιάσω τον πατέρα και τα αδέρ-φια μου.

Αυτές οι λουρίδες από δέρμα κατσίκας, όπως ξέρεις,

Page 71: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ντέιβιντ, λέγονταν februa, μέσο εξαγνισμού, και ο Φεβρου-άριος βγαίνει από αυτή τη λέξη. Αλλά αρκετά για τη γλώσ-σα και τη μαγεία που κουβαλάει άθελά της. Σίγουρα τα Λου-περκάλια είχαν κάποια σχέση με τον Ρώμο και τον Ρωμύ-λο· μπορεί ακόμα και να απηχούσαν κάποια αρχαία αν-θρωποθυσία. Στο κάτω κάτω, τα κεφάλια των νεαρών λε-ρώνονταν με αίμα κατσίκας. Με κάνει να ανατριχιάζω, για-τί την εποχή των Ετρούσκων, πολύ πριν γεννηθώ, αυτή η τε-λετή μπορεί να ήταν πολύ σκληρότερη.

Ίσως αυτή να ήταν η περίσταση στην οποία είδε ο Μά-ριος τα μπράτσα μου. Γιατί τα είχα εκθέσει σ' αυτό το τε-λετουργικό ράπισμα και ήμουν ήδη, όπως βλέπεις, μάλλον τύπος της επίδειξης γενικότερα και γελούσα με τις άλλες, καθώς το ασκέρι των αντρών συνέχιζε να τρέχει.

Μέσα στο πλήθος διέκρινα τον Μάριο. Με κοίταξε και μετά ξαναέστρεψε τα μάτια στο βιβλίο του. Τι περίεργο. Τον είδα να κάθεται στηριγμένος στον κορμό ενός δέντρου και να γράφει. Κανείς δεν το έκανε αυτό - να στέκεται α-κουμπισμένος στον κορμό ενός δέντρου και στο ένα χέρι να κρατάει ένα βιβλίο και με το άλλο να γράφει. Ο δούλος στεκόταν δίπλα του με ένα μπουκάλι μελάνι.

Τα μαλλιά του Μάριου ήταν μακριά και πολύ όμορφα. Πολύ ατίθασα.

Είπα στον πατέρα μου: «Κοίτα, ο βάρβαρος φίλος μας ο Μάριος, ο ψηλός, στέκεται εκεί πέρα και γράφει».

Ο πατέρας μου χαμογέλασε και είπε: «Ο Μάριος πάντα γράφει. Ο Μάριος είναι καλός στο γράψιμο, αν μη τι άλλο. Γύρνα προς τα εδώ, Λυδία. Κάθισε ήσυχη».

Page 72: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Μα με κοίταξε, πατέρα. Θέλω να του μιλήσω». «Αποκλείεται, Λυδία. Ούτε ένα μικρό χαμόγελο να μην

του χαρίσεις». Στο δρόμο της επιστροφής προς το σπίτι ρώτησα τον

πατέρα μου: «Αν πρόκειται να με παντρέψεις με κάποιον -αν δεν υπάρχει άλλος τρόπος εκτός από την αυτοκτονία να αποφύγω αυτή την αηδιαστική εξέλιξη-, γιατί δε με πα-ντρεύεις με τον Μάριο; Δεν καταλαβαίνω. Πλούσιος είναι. Ξέρω ότι η μητέρα του ήταν μια άγρια πριγκίπισσα των Κελτών, αλλά ο πατέρας του τον υιοθέτησε».

Ο πατέρας μου είπε περιφρονητικά: «Και πού τα έμα-θες εσύ όλα αυτά;» Έμεινε ακίνητος, μια αντίδραση που ή-ταν πάντα δυσοίωνη. Το πλήθος διαχωρίστηκε και τον προ-σπέρασε.

«Δεν ξέρω· είναι γνωστό γενικότερα». Γύρισα. Είδα τον Μάριο να τριγυρίζει και να με κοιτάζει. «Πατέρα», είπα, «σε παρακαλώ, άσε με να του μιλήσω!»

Ο πατέρας μου γονάτισε κάτω. Το μεγαλύτερο μέρος του πλήθους είχε προχωρήσει. «Λυδία, το ξέρω ότι αυτό εί-ναι τρομερό για σένα. Έχω υποχωρήσει σε όλες τις αντιρ-ρήσεις που είχες να διατυπώσεις εναντίον των υποψήφιων μνηστήρων σου. Αλλά, πίστεψέ με, ο ίδιος ο αυτοκράτορας δε θα ενέκρινε να παντρευτείς έναν τρελό περιπλανώμενο ιστορικό όπως τον Μάριο! Ποτέ του δεν υπηρέτησε στο στρατό, δεν μπορεί να γίνει δεκτός στη Σύγκλητο, είναι ε-ντελώς αδύνατο. Όταν παντρευτείς, θα κάνεις καλό γάμο».

Καθώς απομακρυνθήκαμε περπατώντας, ξαναγύρισα, θέλοντας μόνο να ξεχωρίσω τον Μάριο από τους υπόλοι--

Page 73: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πους, αλλά προς μεγάλη μου έκπληξη ήταν εντελώς ακίνη-τος και με κοιτούσε. Με τα κυματιστά του μαλλιά θύμιζε πολύ το βαμπίρ Λεστά. Είναι πιο ψηλός από τον Λεστά, αλ-λά έχει την ίδια λυγερή κορμοστασιά, τα ίδια έντονα γαλά-ζια μάτια και μια μυϊκή δύναμη κι ένα τετράγωνο πρόσω-πο που είναι σχεδόν όμορφο.

Τραβήχτηκα από τον πατέρα μου και έτρεξα προς το μέρος του.

«Ε, λοιπόν, εγώ ήθελα να σε παντρευτώ», είπα, «αλλά ο πατέρας μου είπε όχι».

Ποτέ μου δε θα ξεχάσω την έκφραση στο πρόσωπο του. Αλλά πριν προλάβει να μιλήσει, ο πατέρας μου με είχε μα-ζέψει και είχε ξεκινήσει μια αδιάφορη, ουδέτερη συζήτη-ση:

«Λοιπόν, Μάριε, πώς τα πάει ο αδερφός σου στο στρα-τό; Και εσύ πώς τα πας με την ιστορία σου; Μαθαίνω ότι έ-χεις ήδη συγγράψει δεκατρείς τόμους».

Ο πατέρας μου υποχωρούσε βήμα βήμα, κυριολεκτικά κουβαλώντας με για να με απομακρύνει.

Ο Μάριος ούτε κουνήθηκε ούτε απάντησε. Σύντομα βρε-θήκαμε μαζί με τους άλλους που ανηφόριζαν το λόφο.

Όλη η πορεία της ζωής μας είχε αλλάξει εκείνη τη στιγ-μή. Αλλά δεν υπήρχε τρόπος να το καταλάβουμε ούτε ο Μά-ριος ούτε εγώ.

Είκοσι χρόνια θα περνούσαν πριν ξανασυναντηθούμε. Τότε ήμουν τριάντα πέντε χρόνων. Μπορώ να πω ότι συ-

ναντηθήκαμε σ' ένα σκοτεινό βασίλειο, από πολλές απόψεις. Προς το παρόν, ας καλύψω το μεσοδιάστημα.

Page 74: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Παντρεύτηκα δυο φορές, λόγω των πιέσεων του αυτο-κρατορικού περιβάλλοντος. Ο Αύγουστος ήθελε να κάνου-με όλες παιδιά. Εγώ δεν έκανα κανένα. Οι άντρες μου α-πέκτησαν μπόλικα, πάντως, με δούλες. Οπότε με χώρισαν με το νόμο και με ελευθέρωσαν δύο φορές και μετά απο-φάσισα να αποσυρθώ από την κοινωνική ζωή, ώστε ο αυ-τοκράτορας Τιβέριος, που είχε αναρριχηθεί στον αυτο-κρατορικό θρόνο σε ηλικία πενήντα ετών, να μην μπορεί να παρέμβει στην περίπτωσή μου, γιατί δημόσια ήταν πιο που-ριτανός και δικτατορικός από τον Αύγουστο. Αν έμενα στο σπίτι, αν δεν έβγαινα έξω σε συμπόσια και συγκεντρώσεις και δεν έκανα παρέα με την αυτοκράτειρα Λιβία, γυναίκα του Αυγούστου και μητέρα του Τιβέριου, ίσως να μη με πίε-ζαν να γίνω μητριά! Θα έμενα στο σπίτι. Έπρεπε να φρο-ντίσω τον πατέρα μου. Του άξιζε. Παρόλο που ήταν απο-λύτως υγιής, ήταν ωστόσο ηλικιωμένος!

Με όλο το σεβασμό προς τους συζύγους που μνημόνευ-σα, που τα ονόματά τους είναι κάτι περισσότερο από υπο-σημειώσεις στα συνηθισμένα βιβλία ρωμαϊκής ιστορίας, ή-μουν άθλια σύζυγος.

Είχα πολλά δικά μου χρήματα από τον πατέρα μου, δεν άκουγα τίποτε και αφηνόμουν στο σαρκικό έρωτα μόνο με τους δικούς μου όρους, τους οποίους πάντοτε επέβαλλα, α-φού ήμουν προικισμένη με αρκετή ομορφιά για να κάνω τους άντρες να υποφέρουν αληθινά.

Έγινα μέλος της λατρείας της Ίσιδας μόνο και μόνο για να πεισμώσω αυτούς τους συζύγους και να ξεφεύγω από αυ-τούς, για να μπορώ να χαζολογάω στο Ναό της Ίσιδας, ό--

Page 75: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

που περνούσα ατελείωτες ώρες με άλλες ενδιαφέρουσες γυ-ναίκες, μερικές πολύ πιο ριψοκίνδυνες και αντισυμβατικές απ' όσο τολμούσα να είμαι εγώ. Με προσέλκυαν οι πόρνες. Θεωρούσα ότι οι λαμπερές, ελευθέριες αυτές γυναίκες εί-χαν καταρρίψει εμπόδια που εγώ, η αγαπημένη κόρη του πατέρα μου, ποτέ δε θα προσπερνούσα.

Έγινα τακτική επισκέπτρια του ναού. Μυήθηκα τελικά σε μια μυστική τελετή και ακολουθούσα όλες τις πομπές της Ίσιδας στη Ρώμη.

Οι σύζυγοι μου το απεχθάνονταν. Ίσως γι' αυτό, αφού επέστρεψα στο σπίτι του πατέρα μου, εγκατέλειψα τη λα-τρεία. Όπως και να 'χει, μπορεί και να ήταν καλύτερα. Αλ-λά η μοίρα δεν ήταν δυνατό να διαμορφωθεί τόσο εύκολα από οποιαδήποτε δική μου απόφαση.

Η Ίσιδα ήταν σημαντική θεά, από την Αίγυπτο φυσικά, και οι παλιοί Ρωμαίοι ήταν τόσο καχύποπτοι απέναντι της όσο και απέναντι στην τρομερή Κυβέλη, τη Μεγάλη Μητέ-ρα από την Άπω Ανατολή, που έπειθε τους αρσενικούς της πιστούς να ευνουχίζονται μόνοι τους. Όλη η πόλη ήταν γε-μάτη από αυτές τις «ανατολικές λατρείες» και ο συντηρητι-κός πληθυσμός τις έβρισκε αποτρόπαιες.

Αυτές οι λατρείες δεν ήταν ορθολογικές· ήταν εκστατι-κές ή ευφορικές. Πρόσφεραν πλήρη αναγέννηση μέσω της κατανόησης.

Ο τυπικός συντηρητικός Ρωμαίος παραήταν πρακτικός για όλα αυτά. Αν μέχρι τα πέντε σου δεν ήξερες ότι οι θεοί ήταν κατασκευασμένα πλάσματα και οι μύθοι φανταστικές ιστορίες, ήσουν ανόητος.

Page 76: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

θούσα ιδιαίτερα· ήταν πάντα κάπως αγχώδης, μπεκρόπινε και κατά τα φαινόμενα είχε αδυναμία και στον τζόγο, γε-γονός που ενοχλούσε ιδιαίτερα τη γυναίκα του.

Εκείνη την αγαπούσα, όπως και όλες τις άλλες νύφες μου και τα ανίψια μου. Μου άρεσε όταν έρχονταν στο σπί-τι, όλο αυτό το τσούρμο των παιδιών που τσίριζαν και έ-τρεχαν ασυγκράτητα με «την ευλογία της θείας Λυδίας», ό-πως ποτέ δεν τους επιτρεπόταν να κάνουν στα σπίτια τους.

Ο μεγαλύτερος από τους αδερφούς μου, ο Αντώνιος, εί-χε στόφα μεγάλου άντρα. Η Μοίρα τού στέρησε το μεγα-λείο. Αλλά ήταν έτοιμος γι' αυτό, καλά μορφωμένος, εκ-παιδευμένος και πολύ σοφός.

Η μόνη ανοησία που είδα ποτέ να κάνει ο Αντώνιος ή-ταν να μου πει μια φορά ξεκάθαρα ότι η Λιβία, η σύζυγος του Αυγούστου, τον είχε δηλητηριάσει προκειμένου να α-νέβει στο θρόνο ο γιος της, ο Τιβέριος. Ο πατέρας μου, το μόνο άλλο πρόσωπο στο δωμάτιο, του είπε αυστηρά:

«Αντώνιε, ποτέ να μην το ξαναπείς αυτό! Ούτε εδώ μέ-σα ούτε πουθενά αλλού!» Ο πατέρας μου σηκώθηκε όρθιος και, χωρίς να το θέλει, μου κατέστησε απόλυτα σαφή τον τρόπο που ζούσαμε κι εκείνος κι εγώ. «Κρατήσου μακριά από το αυτοκρατορικό παλάτι, κρατήσου μακριά από τις αυ-τοκρατορικές οικογένειες- να βρίσκεσαι πάντα στην πρώ-τη σειρά των αγώνων και να συμμετέχεις πάντα στη Σύ-γκλητο, αλλά μην μπερδεύεσαι με τους καβγάδες και τις ί-ντριγκες τους!»

Ο Αντώνιος ήταν πολύ θυμωμένος, αλλά ο θυμός του δεν είχε σχέση με τον πατέρα μου. «Το είπα στα δύο μοναδικά

Page 77: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

άτομα που θα μπορούσα να το πω, σε σένα και στη Λυδία. Απεχθάνομαι να με καλεί σε δείπνο μια γυναίκα που δη-λητηρίασε το σύζυγο της! Ο Αύγουστος θα μπορούσε να εί-χε αποκαταστήσει τη Δημοκρατία. Ήξερε πότε πλησίαζε ο θάνατος του».

«Ναι, και ήξερε ότι δε θα μπορούσε να αποκαταστήσει τη Δημοκρατία. Ήταν εντελώς αδύνατο. Η αυτοκρατορία έχει απλωθεί μέχρι τη Βρετανία βόρεια, πέρα από την Παρ-θία ανατολικά· καλύπτει τη Βόρεια Αφρική. Αν θέλεις να εί-σαι καλός Ρωμαίος, Αντώνιε, τότε όρθωσε το ανάστημά σου και μίλα κατά συνείδηση στη Σύγκλητο. Ο Τιβέριος το εν-θαρρύνει αυτό».

«Αχ, πατέρα, κάνεις μεγάλο λάθος», είπε ο Αντώνιος. Ο πατέρας μου έθεσε τέλος στη συζήτηση αυτή. Αλλά κι εκείνος και εγώ ζούσαμε ακριβώς τη ζωή που εί-

χε περιγράψει. Ο Τιβέριος έγινε αμέσως αντιπαθής στα πολύβουα ρω-

μαϊκά πλήθη. Παραήταν γέρος και στεγνός, δεν είχε καμία αίσθηση του χιούμορ, ήταν πουριτανός και τυραννικός ταυ-τόχρονα.

Αλλά είχε κάτι που τον έσωζε. Εκτός από τη μεγάλη α-γάπη και γνώση που είχε για τη φιλοσοφία, υπήρξε πολύ κα-λός στρατιώτης. Και αυτό ήταν το πιο σημαντικό χαρα-κτηριστικό που διέθετε ο αυτοκράτορας.

Τα στρατεύματα τον τιμούσαν. Ενίσχυσε την πραιτοριανή φρουρά γύρω από το παλά-

τι, προσέλαβε έναν άντρα ονόματι Σηιανό για να διαχειρί-ζεται τις υποθέσεις για λογαριασμό του. Αλλά δεν έφερε τις

Page 78: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λεγεώνες μέσα στη Ρώμη και είχε πολύ καλές απόψεις για τα ατομικά δικαιώματα και την ελευθερία, αν κατάφερνες να μην αποκοιμηθείς την ώρα που μιλούσε. Εγώ τον θεω-ρούσα μελαγχολικό άτομο.

Η Σύγκλητος τρελαινόταν από την ανυπομονησία όπο-τε αρνιόταν να πάρει απόφαση. Δεν ήθελαν να παίρνουν ε-κείνοι τις αποφάσεις! Όλα αυτά όμως έμοιαζαν σχετικά α-κίνδυνα.

Έπειτα, ένα φοβερό περιστατικό συνέβη, που με έκανε να μισήσω με όλη μου την καρδιά τον αυτοκράτορα και να χάσω κάθε πίστη στον άντρα αυτό και στην ικανότητά του να κυβερνάει.

Αυτό το περιστατικό είχε σχέση με το Ναό της Ίσιδας. Κάποιος έξυπνος, κακός άνθρωπος, που ισχυριζόταν ότι ή-ταν η μετενσάρκωση του Αιγύπτιου θεού Άνουβη, ξελόγια-σε μια ευγενικής καταγωγής πιστή της Ίσιδας, αφοσιωμέ-νη στο ναό, και κοιμήθηκε μαζί της, ξεγελώντας την εντε-λώς, αν και πώς στην ευχή τα κατάφερε δεν μπορώ να το φανταστώ.

Μέχρι σήμερα τη θυμάμαι ως την πιο ανόητη γυναίκα στη Ρώμη. Αλλά ίσως υπήρχε κάτι άλλο πίσω από αυτή την ιστορία.

Πάντως, όλα είχαν συμβεί στο ναό. Και μετά αυτός ο άντρας, αυτός ο ψευτο-Άνουβης, εμ-

φανίστηκε μπροστά στην ενάρετη, ευγενική γυναίκα και της είπε κατάφατσα ότι είχαν κάνει έρωτα! Εκείνη πήγε ουρλιάζοντας στον άντρα της. Ήταν ένα σκάνδαλο άνευ προηγουμένου.

Page 79: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Είχαν περάσει χρόνια από τότε που ήμουν στο ναό, γε-γονός για το οποίο ένιωθα πολύ ευτυχής.

Αλλά αυτό που ακολούθησε από τον αυτοκράτορα ήταν πιο φοβερό απ' όσο μπορούσα να διανοηθώ ποτέ.

Ολόκληρος ο ναός ισοπεδώθηκε. Όλοι οι πιστοί εξορί-στηκαν από τη Ροδμη και μερικοί εκτελέστηκαν. Οι ιερείς και οι ιέρειες μας σταυρώθηκαν και τα κορμιά τους κρε-μάστηκαν από ένα δέντρο, όπως έλεγαν στην αρχαία Ρώμη, για να πεθάνουν αργά και να σαπίσουν στην κοινή θέα.

Ο πατέρας μου ήρθε στο υπνοδωμάτιο μου. Πήγε στο μι-κρό βωμό της Ίσιδας. Πήρε το άγαλμα και το συνέτριψε στο μαρμάρινο δάπεδο. Μετά μάζεψε τα μεγαλύτερα κομμάτια και τα τσάκισε κι αυτά. Την έκανε σκόνη.

Κούνησα το κεφάλι μου. Περίμενα να με καταδικάσει για τις παλιές μου συνή-

θειες. Είχα πλημμυρίσει από λύπη και θυμό για όσα είχαν συμβεί. Κι άλλες ανατολικές λατρείες διώκονταν. Ο αυτο-κράτορας κινούνταν προς την κατεύθυνση της αφαίρεσης του δικαιώματος της ιερής ασυλίας από διάφορους ναούς σε ολόκληρη την αυτοκρατορία.

«Ο άνθρωπος δε θέλει να είναι αυτοκράτορας της Ρώ-μης», είπε ο πατέρας μου. «Τον λύγισαν η σκληρότητα και οι απώλειες. Είναι άκαμπτος, βαρετός και τρομοκρατημέ-νος για τη ζωή του! Ένας άντρας που δε θέλει να είναι αυ-τοκράτορας δε θα έπρεπε να είναι αυτοκράτορας. Όχι αυ-τή την εποχή, τουλάχιστον».

«Μπορεί να παραιτηθεί», είπα λυπημένη. «Υιοθέτησε το νεαρό στρατηγό Γερμανικό Ιούλιο Καίσαρα. Αυτό σημαί--

Page 80: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νει ότι ο Γερμανικός θα είναι ο διάδοχος του, έτσι δεν εί-ναι;»

«Και σε τι ωφέλησε τους προηγουμένους διαδόχους του Αυγούστου η υιοθεσία τους;» ρώτησε ο πατέρας μου.

«Τι εννοείς;» τον ρώτησα. «Σκέψου καλύτερα», είπε ο πατέρας μου. «Δεν μπορού-

με να συνεχίσουμε να παριστάνουμε ότι είμαστε Δημοκρα-τία. Πρέπει να ορίσουμε το αξίωμα αυτού του αυτοκράτο-ρα και τα όρια της εξουσίας του! Πρέπει να καθορίσουμε μια μορφή διαδοχής άλλη από το φόνο!»

Προσπάθησα να τον ηρεμήσω. «Πατέρα, ας φύγουμε από τη Ρώμη. Ας πάμε στο σπίτι

μας στην Τοσκάνη. Είναι πάντα όμορφα εκεί, πατέρα». «Αυτό είναι το ζήτημα, Λυδία, δεν μπορούμε», μου είπε.

«Πρέπει να μείνω εδώ. Πρέπει να είμαι πιστός στον αυτο-κράτορά μου. Πρέπει να το κάνω για χάρη όλης μου της οι-κογένειας. Πρέπει να παραβρίσκομαι στη Σύγκλητο».

Μέσα σε μερικούς μήνες ο Τιβέριος έστειλε το νεαρό και όμορφο ανιψιό του Γερμανικό Ιούλιο Καίσαρα στην Ανατολή μόνο και μόνο για να τον απομακρύνει από τις κο-λακείες του ρωμαϊκού λαού. Όπως είπα, ο κόσμος έλεγε τη γνώμη του ανοιχτά.

Ο Γερμανικός ήταν, υποτίθεται, διάδοχος του Τιβέριου! Αλλά ο Τιβέριος ζήλευε υπερβολικά τις ενθουσιώδεις εκ-δηλώσεις του πλήθους για τον Γερμανικό και τις νίκες του στις μάχες. Ήθελε να κρατήσει τον άντρα μακριά από τη Ρώμη.

Κι έτσι, αυτός ο μάλλον γοητευτικός και ελκυστικός νεα--

Page 81: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ρός στρατηγός πήγε στην Ανατολή, στη Συρία- χάθηκε από τα λατρευτικά μάτια του ρωμαϊκού λαού, από τον πυρήνα της αυτοκρατορίας, όπου ένα συγκεντρωμένο πλήθος μέσα στην πόλη μπορούσε να καθορίσει τη μοίρα του κόσμου όλου.

Αργά ή γρήγορα, θα ξεκινούσε καινούρια εκστρατεία προς Βορρά, έτσι υποθέταμε όλοι. Ο Γερμανικός είχε κα-ταφέρει σκληρό χτύπημα κατά των γερμανικών φυλών στην τελευταία του εκστρατεία.

Οι αδερφοί μου μου τα περιέγραψαν με ζωηρά χρώμα-τα στο τραπέζι του δείπνου.

Είπαν πώς είχαν ξαναγυρίσει για να εκδικηθούν την α-ποτρόπαιη σφαγή του στρατηγού Βάρου και των στρατευ-μάτων του στο δάσος του Τευτοβούργιου. Θα αποτελείωναν τη δουλειά, αν τους ξανακαλούσαν, και τα αδέρφια μου θα πήγαιναν κι αυτά. Ήταν ακριβώς από εκείνους τους πα-λαιών αρχών πατρικίους που θα πήγαιναν!

Στο μεταξύ, είχαν κυκλοφορήσει φήμες ότι οι delatores, οι περιώνυμοι καταδότες της πραιτοριανής φρουράς, τσέπω-ναν το ένα τρίτο της περιουσίας εκείνων τους οποίους κατέ-διδαν. Το θεώρησα φοβερό. Ο πατέρας μου κούνησε το κε-φάλι και είπε: «Αυτό ξεκίνησε την εποχή του Αυγούστου».

«Ναι, πατέρα», είπα, «αλλά τότε η προδοσία κρινόταν α-πό τις πράξεις του καθενός, όχι από τα λόγια του».

«Ένας λόγος παραπάνω για να μη λέει κανείς τίποτε». Ξάπλωσε στο ανάκλιντρο του κουρασμένος. «Λυδία, τρα-γούδησέ μου. Πάρε τη λύρα σου. Σκάρωσε ένα από τα κω-μικά σου έπη. Πάει πολύς καιρός».

«Παραγέρασα γι' αυτό», είπα και αναλογίστηκα τις α--

Page 82: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νόητες, πιπεράτες σάτιρες του Ομήρου που συνήθιζα να σκαρώνω τόσο γρήγορα και με τόση ελευθεριότητα, που ό-λοι θαύμαζαν. Αλλά η ιδέα μου έφερε αποστροφή. Θυμά-μαι εκείνη τη νύχτα τόσο έντονα, που δεν μπορώ να μη γρά-ψω σήμερα αυτή την ιστορία, αν και ξέρω πόσο πόνο πρέ-πει να εξομολογηθώ και να εξερευνήσω.

Τι σημαίνει να γράφει κανείς; Ντέιβιντ, θα δεις αυτή την ερώτηση να επαναλαμβάνεται, γιατί με κάθε σελίδα κα-ταλαβαίνω όλο και περισσότερα - βλέπω εικόνες που μου διέφευγαν μέχρι σήμερα και με είχαν οδηγήσει στο να ο-νειρεύομαι μάλλον παρά να ζω.

Εκείνη τη νύχτα, τελικά, έφτιαξα ένα πολύ αστείο έπος. Ο πατέρας μου ξεκαρδίστηκε στα γέλια. Στο τέλος απο-κοιμήθηκε στο ανάκλιντρο του. Και μετά, σαν να βρισκό-ταν σε κατάσταση έκστασης, μίλησε: «Λυδία, μην ξοδεύεις όλη σου τη ζωή για χάρη μου. Παντρέψου από έρωτα! Δεν πρέπει να παραιτηθείς!»

Μέχρι να γυρίσω να κοιτάξω είχε αποκοιμηθεί και πά-λι βαθιά.

Δύο βδομάδες αργότερα, ίσως και ένα μήνα, η ζωή μας άλλαξε εντελώς.

Γύρισα στο σπίτι μια μέρα και το βρήκα εντελώς άδειο, εκτός από δύο τρομοκρατημένους γέρους δούλους, οι ο-ποίοι ανήκαν στο σπιτικό του αδερφού μου, του Αντώνιου. Μου άνοιξαν την πόρτα και την ξανακλείδωσαν βιαστικά.

Διέσχισα το μακρύ προθάλαμο και μετά μπήκα στο πε-ριστύλιο και στην τραπεζαρία. Αυτό που είδα ήταν εκπλη-κτικό.

Page 83: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο πατέρας μου ήταν ντυμένος με πλήρη στολή μάχης, οπλισμένος με σπαθί και εγχειρίδιο, του έλειπε μόνο η α-σπίδα του. Φορούσε ακόμα και τον πορφυρό του μανδύα. Ο θώρακας της πανοπλίας του ήταν γυαλισμένος και ά-στραφτε.

Κοιτούσε στο πάτωμα, και όχι χωρίς λόγο. Είχε ανα-σκαφτεί. Η παλιά εστία, που χρονολογούνταν από πολλές γενιές πριν, είχε ανασκαφτεί. Αυτό ήταν το πρώτο δωμάτιο εκείνου του σπιτιού από τις αρχαίες μέρες της Ρώμης και γύρω από αυτή την εστία μαζευόταν πάντα η οικογένεια για να δειπνήσει, για να προσευχηθεί.

Δεν την είχα ποτέ δει καν με τα μάτια μου. Είχαμε τους οικογενειακούς μας βωμούς, αλλά αυτό, ο πελώριος κύκλος από καμένες πέτρες! Υπήρχαν ακόμα και στάχτες εκεί, εί-χαν ξεσκεπαστεί. Πόσο δυσοίωνο και ιερό μου φάνηκε!

«Στο όνομα των θεών, τι συμβαίνει εδώ πέρα;» είπα. «Πού πήγαν όλοι;»

«Έφυγαν», είπε. «Ελευθέρωσα τους δούλους, τους ξα-πόστειλα όλους. Εσένα περίμενα. Πρέπει να φύγεις αμέ-σως από εδώ!»

«Όχι χωρίς εσένα!» «Λυδία, θα με υπακούσεις!» Δεν είχα ξαναδεί ποτέ μια

τόσο ικετευτική και συνάμα ευγενική έκφραση στο πρόσω-πο του. «Υπάρχει μια άμαξα στο πίσω μέρος του σπιτιού έ-τοιμη να σε οδηγήσει στην ακτή κι ένας Εβραίος έμπορος, που είναι ο πιο έμπιστος μου φίλος, θα σε πάρει με το πλοίο μακριά από την Ιταλία! Θέλω να φύγεις! Τα χρήματά σου φορτώθηκαν ήδη στο πλοίο. Τα ρούχα σου. Τα πάντα. Εί--

Page 84: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ναι άνθρωποι που εμπιστεύομαι απόλυτα. Ωστόσο, πάρε μαζί σου για καλό και για κακό αυτό το ξιφίδιο».

Πήρε ένα ξιφίδιο από το διπλανό τραπέζι και μου το έ-δωσε. «Έχεις παρακολουθήσει τους αδερφούς σου, ξέρεις πώς να το χρησιμοποιήσεις», είπε. «Πάρε κι αυτό». Μου έ-δωσε ένα σάκο. «Είναι χρυσάφι, το νόμισμα που δέχονται σ' όλο τον κόσμο. Πάρ' το και φύγε».

Πάντα κουβαλούσα ένα ξιφίδιο, το οποίο βρισκόταν σ' έναν αορτήρα στο μπράτσο μου, αλλά δεν μπορούσα να τον σοκάρω μ' αυτή την αποκάλυψη εκείνη τη στιγμή- έτσι, έ-βαλα το ξιφίδιο στο ζωστήρα μου και πήρα το πουγκί.

«Πατέρα, δε φοβάμαι να σταθώ στο πλάι σου! Ποιος στράφηκε εναντίον μας; Πατέρα, είσαι Ρωμαίος συγκλητι-κός. Για όποιο αδίκημα κι αν σε κατηγορούν, έχεις δικαί-ωμα να δικαστείς ενώπιον της Συγκλήτου».

«Αχ, ακριβή μου, ετοιμόλογη κόρη! Νομίζεις ότι ο κα-κός Σηιανός και οι καταδότες του διατυπώνουν κατηγορίες ανοιχτά; Οι σπεκουλάτορες, οι κατάσκοποι του, αιφνιδία-σαν ήδη τους αδερφούς σου και τις γυναίκες και τα παιδιά τους. Αυτοί εδώ είναι δούλοι του Αντώνιου. Τους έστειλε να μας προειδοποιήσουν ενώ εκείνος πάλευε, την ώρα που πέ-θαινε. Είδε το γιο του να τον χτυπάνε στον τοίχο. Φύγε, Λυ-δία».

Φυσικά και γνώριζε ότι έτσι ήταν το ρωμαϊκό έθιμο - να δολοφονείται όλη η οικογένεια, να σκοτώνονται η γυναίκα και τα παιδιά του καταδικασμένου. Μέχρι και ο νόμος το προέβλεπε. Και σε τέτοια ζητήματα, όταν κυκλοφορούσε η φήμη ότι ο αυτοκράτορας είχε αποκηρύξει κάποιο άντρα,

Page 85: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

οποιοσδήποτε εχθρός του μπορούσε να προηγηθεί των δο-λοφόνων.

«Θα έρθεις μαζί μου», είπα. «Γιατί μένεις εδώ;» «Θα πεθάνω ως Ρωμαίος, μέσα στο σπίτι μου», είπε. «Φύ-

γε τώρα, αν με αγαπάς, τραγουδίστριά μου, διανοούμενη μου. Λυδία μου. Φύγε! Δεν ανέχομαι την ανυπακοή. Διέθε-σα την τελευταία ώρα της ζωής μου οργανώνοντας τη δική σου σωτηρία! Φίλησέ με και υπάκουσέ με».

Έτρεξα προς το μέρος του, τον φίλησα στα χείλια και α-μέσως οι δούλοι με οδήγησαν μέσα από τον κήπο στην πί-σω έξοδο.

Ήξερα καλά τον πατέρα μου. Δεν μπορούσα να επανα-στατήσω εναντίον του στην τελευταία του επιθυμία. Ήξε-ρα ότι, με τον παλιό ρωμαϊκό τρόπο, κατά πάσα πιθανότητα θα αυτοκτονούσε μόλις έσπαγαν την μπροστινή πόρτα οι σπεκουλάτορες.

Όταν έφτασα στην πύλη, όταν είδα τους Εβραίους ε-μπόρους και την άμαξά τους, δεν μπορούσα να φύγω.

Να τι είδα. Ο πατέρας μου είχε κόψει τις φλέβες και στους δύο του

καρπούς και περπατούσε γύρω από την οικογενειακή εστία σε κύκλο, αφήνοντας το αίμα να κυλάει πάνω στο δάπεδο. Είχε κόψει βαθιά τους καρπούς του. Όσο περπατούσε το πρόσωπο του άσπριζε. Στα μάτια του υπήρχε μια έκφραση που θα την καταλάβαινα πολύ αργότερα.

Ακούστηκε ένας δυνατός πάταγος. Έσπαγαν την μπρο-στινή πόρτα. Ο πατέρας μου έμεινε ακίνητος. Και δύο ά-ντρες τής πραιτοριανής φρουράς ήρθαν καταπάνω του, ε--

Page 86: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νώ ο ένας έκανε σαρκαστικά σχόλια: «Γιατί δεν αποτελειώ-νεις τον εαυτό σου, Μάξιμε, να μας γλιτώσεις από τη φα-σαρία; Εμπρός, λοιπόν».

«Τι περήφανοι που είστε για τον εαυτό σας!» είπε ο πα-τέρας μου. «Δειλοί. Σας αρέσει να σκοτώνετε οικογένειες ο-λόκληρες; Πόσα χρήματα παίρνετε γι' αυτό; Έχετε πολε-μήσει ποτέ σε αληθινή μάχη; Εμπρός, λοιπόν, πολεμήστε μαζί μου!»

Γυρνώντας τους την πλάτη, έστριψε απότομα με το σπα-θί και το εγχειρίδιο στα χέρια και τους έριξε κάτω και τους δύο, την ώρα που όρμησαν καταπάνω του, με χτυπήματα που δεν κατάφεραν να προβλέψουν. Τους μαχαίρωσε πολ-λές φορές.

Ο πατέρας μου τρέκλιζε σαν να επρόκειτο να λιποθυ-μήσει. Ήταν κάτασπρος. Το αίμα κυλούσε συνεχώς από τους καρπούς του. Τα μάτια του γύρισαν προς τα πάνω.

Τρελά σχέδια μου πέρασαν από το μυαλό. Πρέπει να τον βάλουμε στην άμαξα. Αλλά ένας Ρωμαίος σαν τον πα-τέρα μου δε θα συμφωνούσε ποτέ.

Ξαφνικά, οι Εβραίοι, ένας νεαρός και ένας ηλικιωμένος, με άρπαξαν από τα μπράτσα και με τράβηξαν έξω από το σπίτι.

«Ορκίστηκα ότι θα σε σώσω», είπε ο γέρος άντρας. «Και δε θα με βγάλεις ψεύτη στον παλιό μου φίλο».

«Άσε με να φύγω!» ψιθύρισα. «Θέλω να είμαι μαζί του μέ-χρι το τέλος!»

Απωθίόντας τους εύκολα, χάρη στη συνεσταλμένη τους ατολμία, γύρισα και είδα από μεγάλη απόσταση το σώμα

Page 87: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

του πατέρα μου πάνω στην εστία. Είχε αποτελειώσει τον ε-αυτό του με το ίδιο του το εγχειρίδιο.

Με έριξαν μέσα στην άμαξα, με τα μάτια μου κλειστά και τα χέρια μου να φράζουν το στόμα μου. Έπεσα μέσα σ' ένα σωρό από μαλακά μαξιλάρια, τόπια υφάσματος και κου-τρουβάλησα καθώς η άμαξα άρχισε να κυλάει πολύ αργά στον κατηφορικό, όλο στροφές δρόμο του Παλατινού Λόφου.

Στρατιώτες μάς ούρλιαζαν να βγούμε από τη μέση. Ο γηραιός Εβραίος είπε: «Είμαι σχεδόν κουφός, κύριε,

τι είπες;» Το κόλπο έπιασε στην εντέλεια. Μας προσπέρασαν. Ο Εβραίος ήξερε καλά τι έκανε. Καθώς τα πλήθη μάς

προσπερνούσαν, εκείνος διατήρησε τον αργό του ρυθμό. Ο νεαρός ήρθε στο πίσω μέρος της άμαξας. «Το όνομά

μου είναι Ιακώβ», είπε. «Να, φόρεσε όλους αυτούς τους λευ-κούς μανδύες. Τώρα θυμίζεις γυναίκα της Ανατολής. Αν σε ρωτήσουν στην πύλη, κράτα σηκωμένο το πέπλο σου και κάνε πως δεν καταλαβαίνεις».

Περάσαμε από τις Πύλες της Ρώμης με εκπληκτική ευ-κολία. Το μόνο που είπαν ήταν: «Ε, Δαβίδ και Ιακώβ, ήταν καλό το ταξίδι σας;»

Με βοήθησαν να ανέβω σ' ένα μεγάλο εμπορικό πλοίο με σκλάβους κωπηλάτες και πανιά, τίποτε το ασυνήθιστο, και μετά σ' ένα μικρό, γυμνό, ξύλινο δωμάτιο.

«Αυτό είναι το μόνο που έχουμε για σένα», είπε ο Ιακώβ. «Αλλά σαλπάρουμε αμέσως». Είχε μακριά, κυματιστά κα-στανά μαλλιά και γενειάδα. Φορούσε ριγωτό μανδύα μακρύ ως το πάτωμα.

Page 88: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Μέσα στη νύχτα;» ρώτησα. «Θα σαλπάρουμε στο σκο-τάδι;»

Αυτό δεν ήταν συνηθισμένο. Αλλά καθώς απομακρυνόμασταν, καθώς τα κουπιά άρ-

χισαν να βυθίζονται και το πλοίο απέκτησε κατάλληλη α-πόσταση από το λιμάνι και πήρε νότια πορεία, είδα τι κά-ναμε.

Όλη η όμορφη νοτιοανατολική ακτή της Ιταλίας ήταν κατάφωτη από τις εκατοντάδες μεγαλόπρεπες επαύλεις. Φάροι ορθώνονταν στα βράχια.

«Δε θα ξαναδούμε ποτέ τη Δημοκρατία», είπε ο Ιακώβ κουρασμένος, σαν να ήταν Ρωμαίος πολίτης, που νομίζω ό-τι πράγματι ήταν. «Αλλά η τελευταία επιθυμία του πατέρα σου πραγματοποιήθηκε. Είμαστε ασφαλείς τώρα».

Ο γέρος άντρας με πλησίασε. Μου είπε ότι το όνομά του ήταν Δαβίδ.

Ο γέρος άντρας απολογήθηκε συντετριμμένος που δεν υπήρχαν δούλες για μένα. Ήμουν η μόνη γυναίκα πάνω στο πλοίο.

«Σε παρακαλώ, διώξε αυτές τις σκέψεις από το μυαλό σου! Γιατί διέτρεξες όλο αυτό τον κίνδυνο;»

«Χρόνια ολόκληρα συναλλασσόμασταν με τον πατέρα σου», είπε ο Δαβίδ. «Πριν από χρόνια, όταν οι πειρατές βύ-θισαν τα πλοία μας, ο πατέρας σου ξεπλήρωσε το χρέος. Μας εμπιστεύτηκε ξανά και τον ξεπληρώσαμε στο πεντα-πλάσιο. Έχει μαζέψει πλούτη για σένα. Είναι όλα αποθη-κευμένα ανάμεσα στο φορτίο που κουβαλάμε, σαν να μην είναι τίποτε σημαντικό».

Page 89: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πήγα μέσα στην καμπίνα και σωριάστηκα πάνω στο μι-κρό κρεβάτι. Ο γέρος, αποστρέφοντας το βλέμμα, μου έ-φερε ένα σκέπασμα.

Σιγά σιγά συνειδητοποίησα κάτι. Ήμουν εντελώς βέβαιη ότι θα με πρόδιδαν.

Οι λέξεις είχαν φύγει από το νου μου. Δεν υπήρχαν πια χειρονομίες και συναισθήματα μέσα μου. Γύρισα το κεφά-λι μου προς τον τοίχο. «Κοιμήσου, κυρά μου», είπε.

Είδα έναν εφιάλτη, ένα όνειρο που δεν είχα ξαναδεί πο-τέ στη ζωή μου. Βρισκόμουν δίπλα σ' ένα ποτάμι. Ήθελα να πιω αίμα. Παραμόνευα μέσα στο ψηλό χορτάρι για να πιάσω κάποιον από τους χωρικούς και, όταν πέτυχα αυτό το φτωχό άντρα, τον έπιασα από τους ώμους και έμπηξα δύο κυνόδοντες στο λαιμό του. Το στόμα μου πλημμύρισε με α-πολαυστικό αίμα. Ήταν τόσο γλυκό και τόσο μεθυστικό, που δεν μπορώ να το περιγράψω, και ακόμα και μέσα στο όνειρο το ήξερα. Αλλά έπρεπε να συνεχίσω την πορεία μου. Ο άντρας ήταν μισοπεθαμένος. Τον άφησα να πέσει. Άλλοι, πιο επικίνδυνοι, με κυνηγούσαν. Και υπήρχε άλλη μια τρο-μερή απειλή για τη ζωή μου.

Έφτασα στα ερείπια ενός ναού, μακριά από το βάλτο. Εδώ ήταν ερημιά - σε μια στιγμή, είχα περάσει από το βάλ-το στην άμμο της ερήμου. Φοβόμουν. Ξημέρωνε. Έπρεπε να κρυφτώ. Άλλωστε, με κυνηγούσαν κι από πάνω. Χώνεψα το υπέροχο αίμα και μπήκα στο ναό. Δεν υπήρχε μέρος να κρυφτώ! Ακούμπησα όλο μου το κορμί πάνω στους κρύους τοίχους! Είχαν σκαλισμένες παραστάσεις. Αλλά δεν υπήρ-χε κάποιο μικρό δωμάτιο, δεν υπήρχε κρυψώνα για μένα.

Page 90: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Έπρεπε να φτάσω μέχρι τους λόφους πριν από το ξη-μέρωμα, αλλά ήταν αδύνατο. Προχωρούσα καταπάνω στον ήλιο!

Ξαφνικά, πάνω από τους λόφους ανέτειλε ένα λαμπερό, θανατηφόρο φως. Τα μάτια μου πονούσαν ανυπόφορα. Εί-χαν πάρει φωτιά. «Τα μάτια μου», φώναξα και άπλωσα τα χέρια να τα σκεπάσω. Φωτιά με σκέπασε. Ούρλιαξα. «Άμ-μωνα Ρα, καταραμένος να σαι!»

Φώναξα άλλο ένα όνομα. Ήξερα ότι σήμαινε Ίσιδα, αλ-λά δεν ήταν αυτό το όνομα, ήταν ένας άλλος τίτλος της που βγήκε από τα χείλια μου.

Ξύπνησα. Ανακάθισα απότομα, τρέμοντας σύγκορμη. Το όνειρο ήταν ζωντανό σαν όραμα. Είχε ξυπνήσει μέ-

σα μου μια βαθιά αντήχηση της μνήμης. Μήπως είχα ξα-ναζήσει;

Βγήκα στο κατάστρωμα του πλοίου. Όλα πήγαιναν σχε-τικά καλά. Βλέπαμε ακόμα καθαρά τις ακτές και τους φά-ρους και το πλοίο συνέχιζε την πορεία του. Κοίταξα τη θά-λασσα και λαχταρούσα αίμα.

«Δεν είναι δυνατό. Πρόκειται για κάποιο κακό οιωνό, κάποια διαστρεβλωμένη θλίψη», είπα. Ένιωθα τη φωτιά. Δεν μπορούσα να ξεχάσω τη γεύση του αίματος, πόσο φυ-σικό μού είχε φανεί, πόσο όμορφο, πόσο τέλειο για τη δί-ψα μου. Είδα το κουλουριασμένο κορμί του χωρικού ξανά μέσα στους βάλτους.

Ήταν φοβερό- δεν υπήρχε διαφυγή από αυτό που είχα δει πρόσφατα. Ήμουν εξαγριωμένη και είχα πυρετό.

Ο Ιακώβ, ο ψηλός νεαρός, ήρθε προς το μέρος μου. Εί--

Page 91: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χε μαζί του ένα νεαρό Ρωμαίο. Ο νέος άντρας είχε ξυρίσει τα πρώτα του γένια, αλλά κατά τα άλλα έμοιαζε με ξαναμ-μένο, αστραφτερό παιδί.

Αναρωτήθηκα κουρασμένη μήπως στα τριάντα πέντε μου είχα γεράσει τόσο, που όλοι οι νεαροί έμοιαζαν όμορ-φοι στα μάτια μου.

Φώναξε: «Και η δική μου οικογένεια προδόθηκε. Η μη-τέρα μου με ανάγκασε να φύγω!»

«Σε ποιον οφείλουμε αυτή την κοινή καταστροφή;» ρώ-τησα. Ακούμπησα τα χέρια μου στα υγρά του μάγουλα. Εί-χε μωρουδίστικο στόμα, αλλά η ξυρισμένη του γενειάδα ή-ταν σκληρή. Είχε φαρδιούς, δυνατούς ώμους και φορούσε μόνο έναν απλό, ελαφρύ χιτώνα. Πώς και δεν κρύωνε εκεί, δίπλα στο νερό; Ίσως και να κρύωνε.

Κούνησε το κεφάλι του. Ήταν ακόμα γλυκός, αργότερα θα γινόταν όμορφος. Τα σκούρα μαλλιά του κατσάρωναν χαριτωμένα. Δε φοβόταν τα δάκρυά του ούτε και απολογή-θηκε γι' αυτά.

«Η μητέρα μου έμεινε ζωντανή για να με ειδοποιήσει. Δεν άφησε την τελευταία της πνοή πριν έρθω. Όταν οι κα-ταδότες είπαν ότι ο πατέρας μου είχε συνωμοτήσει εναντίον του αυτοκράτορα, εκείνος είχε βάλει τα γέλια. Μάλιστα, τα γέλια. Τον κατηγόρησαν ότι συνωμότησε με τον Γερμανι-κό! Η μητέρα μου δεν επέτρεπε στον εαυτό της να πεθάνει μέχρι να μου τα πει. Είπε ότι το μόνο για το οποίο είχε κα-τηγορηθεί ο πατέρας μου ήταν ότι είχε μιλήσει με άλλους άντρες για το πώς θα υπηρετούσε ξανά υπό τις διαταγές του Γερμανικού έτσι και τους έστελναν στον Βορρά».

Page 92: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κούνησα το κεφάλι κουρασμένη. «Καταλαβαίνω. Και τα αδέρφια μου κατά πάσα πιθανότητα θα είπαν κάτι ανάλο-γο. Και ο Γερμανικός είναι διάδοχος του αυτοκράτορα και ανώτατος άρχοντας της Ανατολής. Κι όμως, αυτό θεωρείται προδοσία, να λες ότι θα υπηρετήσεις τη Ρώμη υπό τις ε-ντολές ενός ωραίου στρατηγού».

Γύρισα να φύγω. Η κατανόηση δεν προσφέρει παρηγο-ριά.

«Σας πηγαίνουμε σε διαφορετικές πόλεις», είπε ο Ιακώβ, «σε διαφορετικούς φίλους. Καλύτερα να μη σας το πούμε».

«Μη με αφήσεις», είπε το αγόρι. «Τουλάχιστον όχι απόψε». «Σύμφωνοι», είπα. Τον πήρα στην καμπίνα μου και έ-

κλεισα την πόρτα μ' ένα ευγενικό νεύμα στον Ιακώβ, που πα-ρακολουθούσε τη σκηνή με συνείδηση κηδεμόνα.

«Τι θέλεις;» ρώτησα. Το αγόρι με κοίταξε. Κούνησε το κεφάλι. Άπλωσε τα χέ-

ρια. Γύρισε και με πλησίασε και με φίλησε. Αρχίσαμε να φι-λιόμαστε ασυγκράτητα.

Έβγαλα το φόρεμά μου και έπεσα στο κρεβάτι μαζί του. Ήταν μια χαρά άντρας, παρ' όλο το τρυφερό του πρόσωπο.

Και όταν έφτασα στη στιγμή της έκστασης, που μου ήρ-θε αρκετά εύκολα χάρη στην εξαιρετική του αντοχή, ένιω-σα τη γεύση του αίματος. Έγινα ο αιμοπότης του ονείρου μου. Παρέλυσα, αλλά δεν είχε σημασία. Είχε πάρει όλα ό-σα του χρειάζονταν για να ολοκληρώσει την τελετουργία ι-κανοποιητικά για εκείνον.

Ανασηκώθηκε. «Είσαι θεά», είπε. «Όχι», ψιθύρισα. Το όνειρο ζωντάνευε ολοένα. Άκουγα

Page 93: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τον άνεμο πάνω στην άμμο. Μύριζα το ποτάμι. «Είμαι ένας θεός... Ένας θεός που πίνει αίμα».

Εκτελέσαμε ξανά τις τελετουργίες του έρωτα μέχρι που δεν αντέχαμε άλλο.

«Να είσαι επιφυλακτικός και πολύ καθωσπρέπει με τους Εβραίους οικοδεσπότες μας», είπα. «Ποτέ δε θα καταλά-βαιναν κάτι τέτοιο».

Κούνησε το κεφάλι. «Σε λατρεύω». «Δεν είναι απαραίτητο. Πώς σε λένε;» «Μάρκελλο». «Ωραία, Μάρκελλε, και τώρα πήγαινε να κοιμηθείς». Ο Μάρκελλος κι εγώ βρισκόμασταν μ' αυτό τον τρόπο

κάθε βράδυ μέχρι που είδαμε τελικά τον περίφημο Φάρο και καταλάβαμε ότι είχαμε φτάσει στην Αίγυπτο.

Ήταν προφανές ότι θα αφήναμε τον Μάρκελλο στην Α-λεξάνδρεια. Μου εξήγησε ότι η Ελληνίδα γιαγιά του από τη μεριά της μητέρας του ζούσε ακόμα, όπως και όλο της το σόι.

«Μη μου λες τόσα πολλά, φύγε», του είπα. «Και να είσαι συνετός και ασφαλής».

Με ικέτεψε να πάω μαζί του. Είπε ότι με είχε ερωτευτεί. Θα με παντρευόταν. Δεν τον ενδιέφερε που δεν έκανα παι-διά. Δεν τον ενδιέφερε που ήμουν τριάντα πέντε χρόνων. Γέλασα απαλά, με επιείκεια.

Ο Ιακώβ τα παρακολουθούσε όλα αυτά με χαμηλωμένα μάτια. Και ο Δαβίδ κοιτούσε αλλού.

Μπόλικα μπαούλα ακολούθησαν τον Μάρκελλο στην Α-λεξάνδρεια.

«Και τώρα», είπα στον Ιακώβ, «θα μου πείτε πού με πη--

Page 94: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

γαίνετε; Μπορεί και να έχω κάποιες απόψεις επί του θέ-ματος, αν και αμφιβάλλω αν θα μπορούσα να βελτιώσω το σχέδιο του πατέρα μου».

Αναρωτιόμουν ακόμα. Θα μου φέρονταν τίμια; Και τώ-ρα που με είχαν δει να παριστάνω την πόρνη με το αγόρι; Ήταν τόσο θρησκευόμενοι άνθρωποι.

«Προορισμός σου είναι μια μεγάλη πόλη», είπε ο Ιακώβ. «Δε θα μπορούσε να είναι ωραιότερο μέρος. Ο πατέρας σου έχει Έλληνες φίλους εκεί!»

«Πώς θα μπορούσε να είναι ωραιότερα από την Αλε-ξάνδρεια;» είπα.

«Α, είναι πολύ ωραιότερα», είπε ο Ιακ(όβ. «Πρέπει να μιλήσω πρώτα με τον πατέρα μου πριν σου πω περισσότε-ρα».

Είχαμε ανοιχτεί στη θάλασσα. Η στεριά απομακρυνόταν. Η Αίγυπτος. Νύχτωνε.

«Μη φοβάσαι», είπε ο Ιακώβ. «Μοιάζεις τρομοκρατη-μένη».

«Δε φοβάμαι», είπα. «Φταίει μόνο που πρέπει να ξα-πλώσω στο κρεβάτι και να σκέφτομαι και να θυμάμαι και να ονειρεύομαι». Τον κοίταξα, ενώ εκείνος απομάκρυνε το βλέμμα ντροπαλά. «Κρατούσα το αγόρι σιην αγκαλιά μου σαν μητέρα πάνω μου κάθε νύχτα».

Αυτό θα πρέπει να ήταν το μεγαλύτερο ψέμα που είπα ποτέ στη ζωή μου.

«Ήταν ένα παιδί στην αγκαλιά μου». Και τι παιδί! «Και τώρα φοβάμαι τους εφιάλτες. Πρέπει να μου πεις: ποιος είναι ο προορισμός μας; Ποια είναι η μοίρα μας;»

Page 95: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

« Η ΑΝΤΙΟΧΕΙΑ», ΕΙΠΕ Ο ΙΑΚΩΒ. «Η Αντιόχεια στον Ορόντη. Έλληνες φίλοι του πατέρα σου σε περιμένουν. Και είναι φί-λοι του Γερμανικού. Ίσως με τον καιρό... αλλά θα είναι πι-στοί σε σένα. Θα σε παντρέψουν με κάποιο εύπορο Έλλη-να καλής ανατροφής».

Θα με παντρέψουν! Με Έλληνα, με Έλληνα των αποι-κιών; Ασιάτη Έλληνα! Έπνιξα τα γέλια και τα δάκρυά μου. Αυτό δεν επρόκειτο να μου συμβεί. Τον καημένο τον άντρα! Αν ήταν πραγματικά Έλληνας των αποικιών, θα ξαναζού-σε την εμπειρία της κατάκτησης της Ρώμης από την αρχή.

Συνεχίσαμε να ταξιδεύουμε από λιμάνι σε λιμάνι. Τα κλωθογύριζα όλα αυτά στο μυαλό μου.

Αυτά τα τετριμμένα, ενοχλητικά πράγματα ήταν, ωστό-σο, που με προστάτευαν από την απόλυτη και αναπόδρα-στη θλίψη μου και το σοκ για όσα είχαν συμβεί. Να ανη-συχείς αν έχεις δέσει σωστά το ζωνάρι στο φουστάνι σου. Κι έτσι δε θα βλέπεις τον πατέρα σου να κείτεται νεκρός με το ίδιο του το εγχειρίδιο καρφωμένο στο στήθος.

Page 96: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όσο για την Αντιόχεια, ήμουν τόσο απορροφημένη με τη ζωή της Ρώμης, που ούτε ήξερα ούτε είχα ακούσει πολ-λά γι' αυτή την πόλη. Αν ο Τιβέριος είχε ξαποστείλει το «διάδοχο» του, τον Γερμανικό, εκεί για να τον απομακρύ-νει από τους Ρωμαίους, καθώς η δημοτικότητά του αυξα-νόταν συνεχώς, τότε σκέφτηκα: η Αντιόχεια θα πρέπει να εί-ναι το τέλος του πολιτισμένου κόσμου.

Γιατί, στο όνομα των θεών, δεν το είχα σκάσει στην Α-λεξάνδρεια; σκέφτηκα. Η Αλεξάνδρεια ήταν η μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας, μετά τη Ρώμη. Ήταν νέα πόλη, χτισμένη από τον Αλέξανδρο, προς τιμήν του οποίου είχε πάρει το όνομά του, αλλά ήταν θαυμάσιο λιμάνι. Κανείς δε θα τολμούσε ποτέ να καταστρέψει το Ναό της Ίσιδας στην Αλεξάνδρεια. Η Ίσιδα ήταν Αιγύπτια θεά, γυναίκα του ι-σχυρού Όσιρη.

Αλλά τι σχέση είχε αυτό; Θα πρέπει να συνωμοτούσα ή-δη στο βάθος του μυαλού μου, αλλά δεν επέτρεπα το συ-νειδητό μου σχέδιο να βγει στην επιφάνεια και να κηλιδώ-σει τον ευγενή, ρωμαϊκό, ηθικό μου χαρακτήρα.

Ευχαρίστησα σιωπηλά τους Εβραίους φύλακές μου γι' αυτή τους την προνοητικότητα, να το κρύψουν ακόμα και από το νεαρό Ρωμαίο Μάρκελλο, τον άλλο άντρα που είχαν σώσει από τους δολοφόνους του αυτοκράτορα, και ζήτησα ειλικρινείς απαντήσεις σχετικά με τα αδέρφια μου.

«Όλοι πιάστηκαν στον ύπνο», είπε ο Ιακώβ. «Οι κατα-δότες της πραιτοριανής φρουράς είναι πολύ γρήγοροι. Και ο πατέρας σου είχε πολλούς γιους. Οι δούλοι του μεγαλύ-τερου αδερφού σου ήταν που πήδησαν τη μάντρα μετά α--

Page 97: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πό διαταγή του αφέντη τους και έτρεξαν να ειδοποιήσουν τον πατέρα σου».

Αντώνιε. Μακάρι να έχυσες το αίμα τους. Ξέρω ότι πά-λεψες μέχρι την τελευταία σου πνοή. Και η ανιψιά μου, η μικρή μου ανιψιά η Φλώρα, να έτρεξε άραγε ουρλιάζοντας μακριά τους ή να τη σκότωσαν με ευσπλαχνία; Η πραιτο-ριανή φρουρά και να κάνει οτιδήποτε με ευσπλαχνία! Με-γάλη ανοησία μου ακόμα και να το διανοηθώ.

Δεν είπα τίποτε. Μόνο αναστέναξα. Στο κάτω κάτω, όταν με κοιτούσαν αυτοί οι δύο Εβραί-

οι έμποροι έβλεπαν το σώμα και το πρόσωπο μιας γυναί-κας· φυσικό ήταν οι προστάτες μου να νομίζουν ότι μέσα μου βρίσκεται μια γυναίκα. Αυτή η αναντιστοιχία μεταξύ ε-ξωτερικής εμφάνισης και εσωτερικής διάθεσης με είχε τα-λαιπωρήσει σε όλη μου τη ζωή. Γιατί να ανησυχήσω τον Ια-κώβ και τον Δαβίδ; Ας πάμε στην Αντιόχεια.

Αλλά δεν είχα καμία πρόθεση να ζήσω με την παλαιών αρχών ελληνική μου οικογένεια, αν υπήρχε ακόμα κάτι τέ-τοιο στην ελληνική πόλη της Αντιόχειας, μια οικογένεια στην οποία οι γυναίκες ζούσαν χωριστά από τους άντρες και ύφαιναν μαλλί όλη μέρα, χωρίς ποτέ να βγαίνουν έξω, χωρίς να δικαιούνται να συμμετέχουν με κανέναν τρόπο στη ζωή του κόσμου.

Οι τροφοί μου με είχαν διδάξει όλες τις ενάρετες γυναι-κείες τέχνες· μπορούσα να κάνω με νήμα και κλωστή οτι-δήποτε έκαναν και οι άλλες γυναίκες, αλλά ήξερα καλά πώς ήταν τα «παλιά ελληνικά ήθη» και θυμόμουν αχνά τη μη-τέρα του πατέρα μου, που είχε πεθάνει όταν ήμουν πολύ

Page 98: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μικρή - μια ενάρετη Ρωμαία δέσποινα που μια ζωή έγνεθε μαλλί. Αυτό είχαν γράψει για εκείνη στην επιτύμβια πλάκα της, το ίδιο, άλλωστε, έγραψαν και στης μητέρας μου: «Φρό-ντιζε το σπίτι. Έγνεθε μαλλί».

Το ίδιο είχαν πει και για τη μητέρα μου! Τις ίδιες ακρι-βώς πληκτικές λέξεις.

Ε, λοιπόν, κανείς δεν επρόκειτο να γράψει κάτι τέτοιο στο δικό μου τάφο.

(Τι ειρωνεία να κάνω αυτές τις σκέψεις τώρα, χιλιάδες χρόνια αργότερα, χωρίς να έχω αξιωθεί να αποκτήσω επι-τύμβια πλάκα!)

Αυτό που δεν καταλάβαινα μέσα στη μελαγχολία μου ή-ταν ότι ο ρωμαϊκός κόσμος ήταν πελώριος και το ανατολι-κό του κομμάτι διέφερε δραματικά από τις βάρβαρες χώ-ρες του Βορρά, όπου είχαν πολεμήσει τα αδέρφια μου.

Ολόκληρη η Μικρά Ασία, προς την οποία ταξιδεύαμε, είχε κατακτηθεί από τον Αλέξανδρο τον Μακεδόνα εκατο-ντάδες χρόνια πριν. Όπως ξέρεις, ο Αλέξανδρος ήταν μα-θητής του Αριστοτέλη. Ο Αλέξανδρος είχε θελήσει να με-ταλαμπαδεύσει παντού τον ελληνικό πολιτισμό. Και στη Μικρά Ασία οι ελληνικές ιδέες και οι ελληνικές τεχνοτρο-πίες δε βρήκαν απλές επαρχιακές πόλεις ή αγρότες, αλλά αρχαίους πολιτισμούς, όπως την αυτοκρατορία της Συρίας, πρόθυμους να δεχτούν τις νέες ιδέες, τη χάρη και την ο-μορφιά του ελληνικού διαφωτισμού και πρόθυμους να ε-ναρμονίσουν με αυτές τη δική τους παράδοση εκατοντά-δων χρόνων λογοτεχνίας, θρησκείας, τρόπου ζωής και εν-δυμασίας.

Page 99: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Η Αντιόχεια είχε χτιστεί από ένα στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, ο οποίος προσπάθησε το δημιούργημά του να συναγωνιστεί την ομορφιά των άλλων ελληνιστικών πόλεων, με λάμπρους ναούς, διοικητικά κτίρια και βιβλιοθήκες γε-μάτες βιβλία στην ελληνική γλώσσα και με σχολεία όπου δι-δασκόταν η ελληνική φιλοσοφία. Διορίστηκε ελληνιστική κυβέρνηση - αρκετά φωτισμένη σε σύγκριση με την αρχαία ανατολική τυραννία, κι όμως πίσω από όλα αυτά υπέβο-σκαν η γνώση και τα έθιμα, ίσως και η σοφία της μυστη-ριώδους Ανατολής.

Οι Ρωμαίοι είχαν κατακτήσει την Αντιόχεια νωρίς, για-τί ήταν τεράστιο εμπορικό κέντρο. Ήταν μοναδική από αυ-τή την άποψη, όπως μου έδειξε ο Ιακώβ, σχεδιάζοντας έ-ναν πρόχειρο χάρτη με το υγρό του δάχτυλο πάνω στο ξύ-λινο τραπέζι. Η Αντιόχεια ήταν ένα λιμάνι της μεγάλης Με-σογείου, γιατί βρισκόταν μόνο είκοσι χιλιόμετρα άναντα των εκβολών του μεγάλου ποταμού Ορόντη.

Ωστόσο, στην ανατολική πλευρά ήταν ανοιχτή προς την έρημο: όλοι οι παλιοί δρόμοι των καραβανιών έφταναν στην Αντιόχεια, όλοι οι έμποροι με τις καμήλες που έφερναν κα-ταπληκτικά εμπορεύματα από μυθικές χώρες -χώρες που τώρα ξέρουμε ότι ήταν η Ινδία και η Κίνα-, μετάξι, χαλιά και κοσμήματα που ποτέ δεν έφταναν μέχρι τις αγορές της Ρώμης.

Αναρίθμητοι άλλοι έμποροι πηγαινοέρχονταν στην Α-ντιόχεια. Ευκολοδιάβατοι δρόμοι τη συνέδεαν ανατολικά με τον ποταμό Ευφράτη και την αυτοκρατορία των Πάρθων προς τον Νότο μπορούσες να πας στη Δαμασκό και στην

Page 100: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ιουδαία και προς τον Βορρά, φυσικά, υπήρχαν όλες οι πό-λεις που είχε δημιουργήσει ο Αλέξανδρος, οι οποίες είχαν ανθήσει υπό χη ρωμαϊκή κυριαρχία.

Οι Ρωμαίοι στρατιώτες αγαπούσαν την περιοχή. Η ζωή ήταν εύκολη και ενδιαφέρουσα. Και η Αντιόχεια αγαπούσε τους Ρωμαίους, επειδή οι Ρωμαίοι προστάτευαν τους ε-μπορικούς δρόμους και τα καραβάνια και τηρούσαν την τάξη στο λιμάνι.

«Θα βρεις ανοιχτές πλατείες, στοές, ναούς, όλα όσα ψά-χνεις και αγορές που δε θα πιστεύεις στα μάτια σου. Υ-πάρχουν Ρωμαίοι παντού. Ελπίζω στον Ύψιστο ότι δε θα σε αναγνωρίσει κανείς από το δικό σου περιβάλλον! Αυτός εί-ναι ο μόνος κίνδυνος για τον οποίο ο πατέρας σου δεν είχε καιρό να λάβει μέτρα».

Το παρέκαμψα με ένα νεύμα. «Έχει δασκάλους και αγορές βιβλίων;» «Από παντού. Θα βρεις βιβλία που κανείς δεν μπορεί να

διαβάσει. Και τα ελληνικά μιλιούνται από όλους. Πρέπει να βγεις στην ύπαιθρο για να βρεις κάποιο φτωχό αγρότη που δεν καταλαβαίνει ελληνικά. Τα λατινικά τώρα πια είναι πο-λύ συνηθισμένα.

»Οι φιλόσοφοι δε σταματούν ποτέ" μιλάνε για τον Πλά-τωνα και τον Πυθαγόρα, ονόματα που προσωπικά δε μου λένε πολλά- μιλάνε για τη μαγεία των Χαλδαίων από τη Βα-βυλώνα. Φυσικά, υπάρχουν ναοί για όποιο θεό μπορείς να φανταστείς».

Συνέχισε, συλλογιζόμενος φωναχτά: «Οι Εβραίοι; Πιστεύω ότι παραείναι κοσμικοί - θέλουν

Page 101: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να κυκλοφορούν με κοντούς χιτώνες μαζί με τους Έλληνες και να πηγαίνουν στα δημόσια λουτρά. Ενδιαφέρονται υ-περβολικά για την ελληνική φιλοσοφία. Διεισδύει στα πά-ντα αυτός ο τρόπος σκέψης των Ελλήνων. Δεν είναι καλό αυ-τό. Αλλά μια ελληνική πόλη είναι ένας ελκυστικός κόσμος».

Σήκωσε τα μάτια. Ο πατέρας του μας παρακολουθούσε και είχαμε πλησιάσει πολύ ο ένας τον άλλο σ' αυτό το τρα-πέζι πάνω στο κατάστρωμα.

Έσπευσε να με ενημερώσει για άλλα δεδομένα: Ο Γερμανικός Ιούλιος Καίσαρας, διάδοχος του αυτο-

κρατορικού θρόνου, επίσημα υιοθετημένος γιος του Τιβέριου, είχε χριστεί ανώτατος άρχοντας της Αντιόχειας. Δη-

λαδή, έλεγχε όλη την επικράτειά της. Και ο Γνάιος Καλ-πούρνιος Πείσωνας ήταν διοικητής της Συρίας.

Τον διαβεβαίωσα ότι δε θα ήθελαν να έχουν καμιά σχέ-ση με μένα, την παλαιών αρχών οικογένειά μου και το ή-συχο, παλιό μας σπίτι στον Παλατινό Λόφο, που ήταν στρι-μωγμένο ανάμεσα σε τόσο πολλές άλλες καινούριες, εντυ-πωσιακές επαύλεις.

«Όλα τα σπίτια είναι ρωμαϊκού στιλ», υποστήριξε ο Ια-κώβ. «Θα το δεις. Και έρχεσαι με πολλά λεφτά! Και, συγ-χώρεσε' με, αλλά είσαι ακόμα ωραία για την ηλικία σου· έ-χεις φρέσκο δέρμα και κουνάς τα μέλη σου σαν κορίτσι».

Αναστέναξα και ευχαρίστησα τον Ιακώβ με ένα νεύμα. Ήταν καιρός να πηγαίνει, αν δεν ήθελε να παρέμβει ο πα-τέρας του.

Κοίταξα τα γαλάζια κύματα που κυλούσαν ασταμάτητα. Μέσα μου μακάριζα που η οικογένειά μας είχε απο--

Page 102: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

συρθεί από τις κοσμικές συγκεντρώσεις και τα συμπόσια στο αυτοκρατορικό παλάτι, αλλά μετά κατηγόρησα τον ε-αυτό μου γι' αυτό, ξέροντας ότι η απομόνωση μας θα πρέ-πει να ήταν αυτή που προετοίμασε την πτώση μας.

Είχα δει τον Γερμανικό στη θριαμβευτική του πομπή μέ-σα στη Ρώμη, έναν υπέροχο νέο άντρα, περίπου σαν τον Α-λέξανδρο, και ήξερα από τον πατέρα μου και τα αδέρφια μου ότι ο Τιβέριος, φοβούμενος τη δημοτικότητα του ορι-σμένου διαδόχου του, τον είχε ξαποσιείλει στην Ανατολή για να τον απομακρύνει από τα πλήθη των Ρωμαίων.

Ο διοικητής Πείσωνας; Ποτέ μου δεν τον είχα δει. Οι φή-μες έλεγαν ότι τον είχαν στείλει στην Ανατολή για να ενοχλή-σουν τον Γερμανικό. Αχ, τι σπατάλη ταλέντου και σκέψης.

Ο Ιακώβ ξαναγύρισε σε μένα. «Πάντως, θα κυκλοφορείς ανώνυμη και άγνωστη σ' αυτή

τη μεγάλη πόλη», είπε ο Ιακώβ. «Και έχεις προστάτες με υ-ψηλό φρόνημα, που τους εκτιμάει ο Γερμανικός. Είναι νέος και έχει δώσει έναν τόνο ζωντάνιας και χαράς στην πόλη».

«Και ο Πείσωνας;» ρώτησα. «Όλοι τον μισούν. Ειδικά οι στρατιώτες, και ξέρεις τι

σημαίνει αυτό σε μια ρωμαϊκή επαρχία». Τη θάλασσα που κυματίζει και αφρίζει μπορείς να την

κοιτάς από την κουπαστή ενός πλοίου ή για πάντα ή μόνο για πολύ λίγο.

Εκείνη τη νύχτα είδα το δεύτερο αιματοβαμμένο μου ό-νειρο. Είχε πολλές ομοιότητες με το πρώτο. Διψούσα για αίμα. Και με κυνηγούσαν εχθροί, εχθροί που ήξεραν ότι ή-μουν δαίμονας και έπρεπε να καταστραφώ. Έτρεχα. Οι δι--

Page 103: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κοί μου με είχαν .εγκαταλείψει, με είχαν πετάξει έξω έρ-μαιο των προλήψεων των ανθρώπων. Μετά είδα την έρημο και ήξερα ότι θα πέθαινα· ξύπνησα, ανακάθισα και έβγα-λα μια κραυγή, αλλά έκλεισα το στόμα μου τόσο γρήγορα, που δεν την άκουσε κανείς.

Αυτό που με τάραξε τόσο πολύ ήταν η δίψα για αίμα. Δεν μπορούσα ούτε να διανοηθώ κάτι τέτοιο όταν ήμουν ξύ-πνια, αλλά σ' αυτά τα όνειρα ήμουν το τέρας που οι Ρωμαί-οι αποκαλούν Λάμια. Ή έτσι μου φαινόταν. Το αίμα ήταν γλυκό, το αίμα ήταν τα πάντα. Μήπως είχε δίκιο ο αρχαίος Έλληνας, ο Πυθαγόρας; Μήπως πράγματι μεταναστεύουν οι ψυχές από σώμα σε σώμα; Αλλά η ψυχή μου σ' εκείνη την προηγούμενη ζωή μου ήταν η ψυχή ενός τέρατος.

Στη διάρκεια της μέρας έκλεινα τα μάτια μου κάθε τό-σο και βρισκόμουν επικίνδυνα κοντά στις παρυφές του ο-νείρου, σαν να ήταν μια παγίδα στο μυαλό μου που περί-μενε να καταπιεί τη συνείδησή μου. Αλλά τη νύχτα... τότε ήταν που οι εικόνες έρχονταν με μεγαλύτερη δύναμη. Με υ-πηρέτησες στο παρελθόν! Τι μπορεί να σήμαινε αυτό; Έλα σε μένα.

Δίψα για αίμα. Έκλεισα τα μάτια, κουλουριασμένη στο κρεβάτι, και προσευχήθηκα: «Μητέρα Ίσιδα, καθάρισε το μυαλό μου από αυτή την τρέλα για αίμα».

Μετά κατέφυγα στον παλιό, καλό, συνηθισμένο ερωτι-σμό. Να ρίξω τον Ιακώβ στο κρεβάτι! Πού τέτοια τύχη. Δεν ήξερα ότι οι Εβραίοι ήταν, και θα ήταν διά παντός, οι πιο δύσκολοι στην αποπλάνηση άντρες!

Μου το κατέστησε σαφές με μεγάλη χάρη και ευγένεια.

Page 104: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Σκέφτηκα τους σκλάβους. Ούτε συζήτηση. Κατ' αρχάς, ήταν σκλάβοι σε γαλέρα και ανάμεσά τους δεν ήταν αλυ-σοδεμένος κανένας μεγάλος «Μπεν Χουρ», που με περίμε-νε για να τον σώσω. Ήταν απλώς τα αποβράσματα των φτω-χών εγκληματιών, δεμένοι με το ρωμαϊκό τρόπο, για να πνί-γουν αν βυθιζόταν το πλοίο, και πέθαιναν, όπως όλοι οι σκλάβοι σε γαλέρες, από τη μονοτονία και το μαστίγωμα. Δεν ήταν ευχάριστο θέαμα να κατεβαίνεις στο αμπάρι μιας γαλέρας και να βλέπεις αυτούς τους άντρες να τσακίζονται στο κουπί.

Αλλά τα μάτια μου ήταν ψυχρά όσο κι ενός Αμερικάνου που βλέπει στην τηλεόραση έγχρωμες εικόνες από παιδιά που λιμοκτονούν στην Αφρική, μικρούς μαύρους σκελετούς με μεγάλα κεφάλια που ουρλιάζουν για νερό. Ειδήσεις, διαφημιστικό διάλειμμα, μουσικό διάλειμμα και τώρα το CNN μάς μεταφέρει στην Παλαιστίνη: πετιούνται πέτρες και λαστιχένιες σφαίρες. Τηλεοπτικό αίμα.

Οι υπόλοιποι πάνω στο πλοίο ήταν βαρετοί ναύτες και δύο γέροι θρήσκοι Εβραίοι έμποροι που με κοίταζαν σαν να ήμουν πόρνη ή ακόμα χειρότερη και γυρνούσαν το κεφάλι κάθε φορά που έβγαινα στο κατάστρωμα με το μακρύ χιτώνα μου και τα μακριά μαλλιά μου να ανεμίζουν ελεύθερα.

Πόσο αισχρή θα πρέπει να φάνταζα! Αλλά τι ανόητη που ήμουν τότε, αλήθεια, να ζω μουδιασμένη και πόσο ευ-χάριστο ήταν εκείνο το ταξίδι - αφού η αληθινή θλίψη και η οργή δε με είχαν κυριεύσει ακόμα. Τα πράγματα δια-δραματίζονταν πολύ γρήγορα.

Περηφανευόμουν για την τελευταία εικόνα που είχα α--

Page 105: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πό τον πατέρα μου: να σκοτώνει εκείνους χους στρατιώτες του Τιβέριου, εκείνους τους φτηνούς δολοφόνους που είχε στείλει ένας δειλός, αναποφάσιστος αυτοκράτορας. Και τα υπόλοιπα τα έδιωχνα από το μυαλό μου, παριστάνοντας τη σκληροτράχηλη Ρωμαία.

Ένας σύγχρονος Ιρλανδός ποιητής, ο Γέιτς, χαρακτηρί-ζει με τον καλύτερο τρόπο την επίσημη ρωμαϊκή στάση α-πέναντι στην αποτυχία και στην τραγωδία.

Ρίξε ένα βλέμμα ψυχρό στη ζωή, στο θάνατο. Προσηέρνα, καβαλάρη!*

Δε γεννήθηκε Ρωμαίος που δε θα είχε συμφωνήσει με αυ-τό.

Αυτή ήταν η κατάστασή μου - μόνη επιζώσα από μια μεγάλη οικογένεια, που διατάχτηκε από τον πατέρα της να «ζήσει». Δεν τολμούσα να σκεφτώ ποια ήταν η μοίρα των α-δερφών μου, των όμορφων συζύγων τους, των μικρών τους παιδιών. Δεν μπορούσα να διανοηθώ τη σφαγή των παι-διών - αγοράκια να τα τρυπάνε σπάθες ή μωρά να τα τσα-κίζουν στον τοίχο. Αχ, Ρώμη, εσύ και η αιματοβαμμένη αρ-χαία σοφία σου. Μην αμελήσετε να σκοτώσετε τους απο-γόνους. Σβήστε όλη την οικογένεια από το χάρτη!

Έτσι όπως ξάπλωσα μόνη μου το βράδυ, βρέθηκα μέσα σε νέα, τρομακτικά αιματοβαμμένα όνειρα. Έμοιαζαν κομ-

* Αυτό το επίγραμμα, γραμμένο από τον ίδιο, έχει χαραχτεί στον τάφο του. (Σ.χ.Μ.)

Page 106: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μάτια από κάποια χαμένη ζωή, κάποια χαμένη χώρα. Βα-θιοί, παλλόμενοι, επαναλαμβανόμενοι μουσικοί ήχοι κυ-ριαρχούσαν στα όνειρα, λες και κάποιος χτυπούσε ένα γκονγκ και άλλοι δίπλα του χτυπούσαν με επισημότητα βα-θύφωνα τύμπανα με μαλακή μεμβράνη. Έβλεπα μέσα σε μια αχλή έναν κόσμο γεμάτο επίπεδες, ψυχρές ξένες τοιχο-γραφίες. Βαμμένα μάτια ολόγυρα μου. Έπινα αίμα! Έπινα αίμα από ένα μικρό ανθρώπινο πλάσμα που έτρεμε σύγκορμο γονατισμένο μπροστά μου σαν να ήμουν η Μητέρα Ίσιδα.

Ξύπνησα και πήρα τη μεγάλη κανάτα με το νερό που ή-ταν δίπλα στο κρεβάτι μου και το ήπια όλο. Ήπια νερό για να αψηφήσω και να ικανοποιήσω αυτή τη δίψα του ονείρου. Κόντεψα να κάνω εμετό από το πολύ νερό.

Έστυψα το μυαλό μου. Είχα δει ποτέ τέτοια όνειρα όταν ήμουν μικρή;

Όχι . Και τώρα αυτά τα όνειρα είχαν την ένταση ανα-μνήσεων! Μύησης στον καταραμένο Ναό της Ίσιδας, όταν ήταν ακόμα της μόδας. Ήμουν μεθυσμένη και μουσκεμέ-νη στο αίμα ενός ταύρου και χόρευα μανιασμένα σε κύ-κλους. Το κεφάλι μου ήταν γεμάτο με τις λιτανείες της Ί-σιδας. Μας είχαν υποσχεθεί τη μετενσάρκωση! «Μη μιλή-σεις ποτέ, μη μιλήσεις ποτέ, μη μιλήσεις ποτέ...» Πώς θα μπορούσε ένας μυημένος να αποκαλύψει το παραμικρό για τις τελετές, όταν ήταν τόσο μεθυσμένος που, έτσι κι αλλιώς, ελάχιστα θυμόταν μετά;

Η Ίσιδα μου έφερε τώρα αναμνήσεις όμορφης μουσι-κής από λύρες, αυλούς, τύμπανα, τον ψιλό, μαγικό ήχο των μεταλλικών χορδών του σείστρου, που η ίδια η Μητέρα κρα-

Page 107: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χούσε στα χέρια της. Ήταν μόνο φευγαλέες αναμνήσεις ε-κείνου του γυμνού, ματωμένου χορού, εκείνης της νύχτας που ανέβηκα στα αστέρια, που είδα τον προορισμό της ζω-ής με τους κύκλους της, που αποδέχτηκα απόλυτα μόνο για λίγη ώρα ότι το φεγγάρι θα άλλαζε πάντα φάσεις και ότι ο ήλιος θα ανέτελλε και θα έδυε πάντα. Αγκαλιάσματα με άλ-λες γυναίκες. Απαλά μάγουλα και φιλιά και σώματα που λι-κνίζονταν ενωμένα. «Η ζωή, ο θάνατος, η μετενσάρκωση δεν είναι μια σειρά από θαύματα», είπε η ιέρεια. «Να την καταλάβεις και να τη δεχτείς, αυτό είναι το θαύμα. Το θαύ-μα συντελείται μέσα σου».

Σίγουρα δεν είχαμε πιει αίμα! Και ο ταύρος - ήταν μια θυσία μόνο για τη μύηση. Δεν οδηγούσαμε αβοήθητα ζώα στους ανθοστόλιστους βωμούς της, όχι, η Ευλογημένη Μη-τέρα δε ζητούσε κάτι τέτοιο από μας.

Τώρα στη θάλασσα, μόνη, ξάπλωνα άγρυπνη προσπα-θώντας να αποφύγω αυτά τα αιματοβαμμένα όνειρα.

Όταν η εξάντληση με νίκησε, ένα όνειρο ήρθε με τον ύ-πνο, λες και περίμενε πώς και πώς να κλείσουν τα μάτια μου.

Ήμουν ξαπλωμένη σε μια χρυσή κάμαρα. Έπινα αίμα, αίμα από το λαιμό ενός θεού, ή έτσι μου φάνηκε, και χο-ρωδίες τραγουδούσαν ή έψελναν - ήταν ένας μονότονος, ε-παναλαμβανόμενος ήχος που δεν άξιζε να αποκαλείται μου-σική και, όταν είχα χορτάσει από αίμα, αυτός ο θεός, ή ό-τι άλλο ήταν αυτό το περήφανο πράγμα με το μεταξωτό δέρμα, με σήκωσε και με ακούμπησε πάνω σ' ένα βωμό.

Ένιωθα έντονη την αίσθηση του ψυχρού μαρμάρου α-πό κάτω μου. Συνειδητοποίησα ότι δε φορούσα καθόλου

Page 108: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ρούχα. Δεν ένιωθα ντροπή. Κάπου μακριά, αντηχώντας μέ-σα σε αυτές τις μεγάλες αίθουσες, ερχόταν το κλάμα μιας γυναίκας. Ήμουν γεμάτη αίματα. Εκείνοι που έψελναν πλη-σίασαν με μικρά πήλινα λυχνάρια. Τα πρόσωπα γύρω μου ήταν σκούρα, αρκετά σκούρα ώστε να κατάγονται από τη μακρινή Αιθιοπία ή την Ινδία. Ή την Αίγυπτο. Για δες. Βαμ-μένα μάτια! Κοίταξα τους καρπούς, τους βραχίονες και τα μπράτσα μου. Ήταν σκούρα. Αλλά ήμουν εκείνο το πρό-σωπο που ήταν πεσμένο στο βωμό, και λέω τώρα πρόσωπο γιατί μου είχε γίνει σαφές, χωρίς να με ταράξει καθόλου, στη διάρκεια του ονείρου, ότι ήμουν άντρας και κειτόμουν ε-κεί. Ένιωσα πόνο. Ο θεός είπε: «Αυτό είναι μόνο το πέρα-σμα. Τώρα θα πιεις λίγο αίμα από όλους μας».

Μόνο όταν ξύπνησα η σύντομη μετάβαση στο αντρικό φύλο με άφησε έκπληκτη, όπως και όλα τα άλλα. Ήμουν πο-τισμένη με μια αίσθηση αιγυπτιακής τέχνης, αιγυπτιακού μυστηρίου - όπως το είχα δει σε χρυσά αγάλματα που που-λιούνται στην Αγορά ή όταν οι Αιγύπτιες χορεύτριες έδιναν παράσταση σε κάποιο συμπόσιο, σαν περιφερόμενα αγάλ-ματα με τα βαμμένα μαύρα μάτια τους και τις μαύρες πε-ρούκες με τις κοτσίδες, ψιθυρίζοντας σε αυτή τη μυστη-ριακή γλώσσα. Γιατί τη δική μας Ίσιδα την είχαν φαντα-στεί ντυμένη με ρωμαϊκό ένδυμα;

Ένα μυστήριο με ενοχλούσε- κάτι προσέβαλλε τη λογι-κή μου. Αυτό που φοβούνταν τόσο πολύ οι Ρωμαίοι αυτο-κράτορες στις αιγυπτιακές και στις ανατολικές λατρείες με κατέκλυσε: μυστήριο και συγκίνηση που διεκδικούν την υ-περοχή έναντι της λογικής και του νόμου.

Page 109: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Η Ίσιδά μου στην πραγματικότητα ήταν μια Ρωμαία θεά, μια παγκόσμια θεά, η Μητέρα όλων μας, και η λα-τρεία της είχε εξαπλωθεί σ' ένα ρωμαϊκό και ελληνικό κό-σμο πολύ πριν φτάσει στην ίδια τη Ρώμη. Οι ιερείς μας ή-ταν Έλληνες και Ρωμαίοι, φτωχοί άνθρωποι. Εμείς, οι πι-στοί, ήμασταν όλοι Έλληνες και Ρωμαίοι.

Κάτι με έτρωγε μέσα μου. Μου έλεγε: «Θυμήσου». Ή-ταν μια μικρή, απελπισμένη φωνούλα μέσα στο μυαλό μου που με παρότρυνε να «θυμηθώ», για το δικό μου καλό.

Αλλά η μνήμη οδήγησε μόνο σε μπερδεμένες και συγ-χυσμένες σκέψεις. Ξαφνικά, ένα πέπλο θα έπεφτε ανάμε-σα στην πραγματικότητα της καμπίνας μου στο πλοίο και στον παφλασμό της θάλασσας - ανάμεσα σ' αυτόν και σε κά-ποιο αχνό και τρομακτικό κόσμο, με ναούς γεμάτους λέξεις που δημιουργούσαν μαγικά! Μακριά, στενά, όμορφα μαυ-ρισμένα πρόσωπα. Μια φωνή ψιθύρισε: «Φυλάξου από τους ιερείς του Ρα· λένε ψέματα!»

Ανατρίχιασα. Έκλεισα τα μάτια μου. Η Βασίλισσα Μη-τέρα ήταν δεμένη με αλυσίδες στο θρόνο της! Έκλαιγε! Δι-κό της ήταν το κλάμα που άκουγα. Αδιανόητο. «Βλέπεις, ό-μως, έχει ξεχάσει πώς να κυβερνάει. Κάνε όπως λέμε».

Τινάχτηκα και ξύπνησα. Ήθελα να ξέρω και δεν ήθελα να ξέρω. Η βασίλισσα έκλαιγε κάτω από τα τερατώδη δε-σμά της. Δεν μπορούσα να τη διακρίνω καθαρά. Όλα βρί-σκονταν σε εξέλιξη. Σε μια ακατάπαυστη δραστηριότητα. «Ο βασιλιάς είναι ο Όσιρης, βλέπεις. Βλέπεις πώς κοιτάζει· ο καθένας που πίνεις το αίμα του δίνεται στον Όσιρη· ο καθένας γίνεται Όσιρης».

Page 110: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Τότε γιατί ούρλιαξε η βασίλισσα;» Όχι, αυτό ήταν τρέλα. Δεν μπορούσα να αφήσω αυτή

τη σύγχυση να με καταβάλει. Δεν μπορούσα με τη θέλησή μου να εγκαταλείψω τη λογική γι' αυτές τις φαντασιώσεις ή τις αναμνήσεις που υποτίθεται ότι είχαν κάποια ρίζα στην αλήθεια.

Έπρεπε να είναι ανοησίες, παραμορφωμένες εικόνες θλίψης και ενοχές, ενοχές που δεν είχα ορμήσει προς την εστία και δεν είχα μπήξει το εγχειρίδιο στο στήθος μου.

Προσπάθησα να θυμηθώ την καθησυχαστική φωνή του πατέρα μου που εξηγούσε κάποτε πώς το αίμα των μονο-μάχων ικανοποιούσε τις ψυχές των νεκρών, τις manes. *

«Κάποιοι λένε ότι οι νεκροί πίνουν αίμα», μίλησε ο πα-τέρας μου από κάποια περασμένη συζήτηση στη διάρκεια του δείπνου. «Γι' αυτό όλοι φοβόμαστε εκείνες τις άτυχες μέ-ρες στις οποίες υποτίθεται ότι οι νεκροί μπορούν και περ-πατάνε πάνω στη γη. Προσωπικά όλα αυτά τα βρίσκω α-νοησίες. Πρέπει να τιμάμε τους προγόνους μας...»

«Πού είναι οι νεκροί, πατέρα;» ρώτησε ο αδερφός μου ο Λούκιος.

Ποιος είχε πεταχτεί από την άλλη άκρη του τραπεζιού, για να απαγγείλει Λουκρήτιο με μια λυπημένη, ψιλή θηλυ-κή φωνή που, ωστόσο, επέβαλε τη σιωπή σε όλους εκείνους τους άντρες; Η Λυδία:

* Οι ψυχές των νεκρών που οι Ρωμαίοι θεοποιούσαν για να τις εξευμενίσουν. (Σ.τ.Μ.)

Page 111: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κι ομοίως ξανάρχεται στη γης ό,τι aπ΄ τη γης εβγήκε, Κι ό,τι στη γης aπ' τα ψηλά τον αιθέρα είναι πεσμένο

Σηκώνεται και τ' ουρανού το δέχονται τα κράτη. Και τόσο αλήθεια ο θάνατος τα τιράματα δε φτείρει, Ώστε τελείως να χαλαστούν τα σώματα της ύλης, Αλλά την ένωση διαλυεί...*

«Όχι», μου είχε απαντήσει ο πατέρας μου πολύ ευγε-νικά. «Καλύτερα να απαγγείλεις Οβίδιο: Τα φαντάσματα δε ζητούν πολλά, αξιολογούν την ευλάβεια περισσότερο κι από το πιο ακριβό δώρο». Ή π ι ε το κρασί του. «Τα φαντάσματα βρί-σκονται στον Κάτω Κόσμο και δεν μπορούν να μας βλά-ψουν».

Ο μεγαλύτερος αδερφός μου, ο Αντώνιος, είχε πει: «Οι νεκροί δε βρίσκονται πουθενά και δεν είναι τίποτε».

Ο πατέρας μου είχε υψώσει το κύπελλο του. «Στη Ρώμη», είπε, και αυτή τη φορά απάγγειλε Λουκρήτιο:

Έργα συχνά παράνομα και ανεύλαβα στον κόσμο Απ'τη θρησκεία γεννήθηκαν...**

Ακούστηκαν αναστεναγμοί ολόγυρα. Η ρωμαϊκή αντί-ληψη. Ακόμα και οι ιερείς και οι ιέρειες της Ίσιδας θα συμ-φωνούσαν με τον Λουκρήτιο όταν έγραφε:

* Τίτου Λουκρήτιου Κάρου, Περί Φύσεως (De Rerum Natura), βιβλίο δεύτερο, οχ. 1119-1204, μτφ. Κωνσταντίνου Θεοτόκη, εκδ. «Νεφε'λη», 1990. (Σ.τ.Ε.) ** Τίτου Λουκρήτιου Κάρου, βιβλίο πρώτο, στ. 92-93, ό.π. (Σ.τ.Ε.)

Page 112: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Γιατί όπως τρέμουν τα παιδιά και στ' άφεγγο σκοτάδι Φοβούνται απ' όλα, έτσι και μας κάποτε μας ξαφνίζονν Στο φως αυτά που φοβερά δεν είνε ηλιο από κείνα Που τα παιδιά τα σκιάζονται και λεν πως θεν να γένουν. Πρέπει λοιπόν τη σκιάξη αυτήν κ' εκείνο το σκοτάδι, Όχι του ηλιού η φεγγοβολή κ' οι αχτίδες της ημέρας, Αλλά της φύσης η θωριά κι ο λογισμός να διώξουν.*

Μεθυσμένη; Ναρκωμένη; Αίμα ταύρου; Ενατένιση; Ε, λοιπόν, όλα κατέληγαν στο ίδιο συμπέρασμα. Μάθε! Ερ-μήνευσε την ποίηση όπως σε βολεύει. Και ο φαλλός του Ό-,σιρη ζει αιώνια μέσα στον Νείλο και το νερό του Νείλου γονιμοποιεί τη Μητέρα Αίγυπτο αιώνια και ο θάνατος γεν-νάει τη ζωή με τις ευλογίες της Μητέρας Ίσιδας.

Πρόκειται απλώς για μια ειδική τάξη πραγμάτων και έ-να είδος ήρεμης ενατένισης.

Το πλοίο εξακολουθούσε να αρμενίζει. Υπέφερα άλλες οχτώ περίπου μέρες αυτό το μαρτύριο,

συχνά μένοντας ξύπνια στο σκοτάδι, προσπαθώντας να κοι-μάμαι μόνο τη μέρα για να αποφεύγω τα όνειρα.

Ξαφνικά, νωρίς το πρωί, ο Ιακώβ χτύπησε την πόρτα μου.

Ήμασταν στη μέση της διαδρομής από τις εκβολές του Ορόντη προς την πόλη.

Είκοσι μίλια έμεναν μέχρι την Αντιόχεια. Έφτιαξα τα μαλλιά μου όσο μπορούσα καλύτερα (ποτέ δεν τα είχα φτιά--

* Τίτου Λουκρήτιου Κάρου, βιβλίο δεύτερο, στ. 65-71, ό.π. (Σ.τ.Ε.)

Page 113: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ξει μόνη μου, χωρίς τη βοήθεια κάποιας δούλας) ο' έναν κό-τσο στο πίσω μέρος του κεφαλιού και μετά σκέπασα τα ρω-μαϊκά μου ιμάτια με ένα μεγάλο μαύρο μανδύα και ετοιμά-στηκα να αποβιβαστώ - μια γυναίκα από την Ανατολή, με το κεφάλι σκεπασμένο, προστατευμένη από Εβραίους.

Όταν φάνηκε η πόλη στον ορίζοντα, όταν το πελώριο λιμάνι μάς χαιρέτησε και μετά μας αγκάλιασε με όλα τα κατάρτια και τη φασαρία και τις μυρωδιές και τις φωνές του, έτρεξα στο κατάστρωμα του πλοίου και ατένισα την πόλη. Ήταν υπέροχη.

«Βλέπεις», είπε ο Ιακώβ. Με πήραν με κλειστό φορείο από το πλοίο και άρχισαν

να με μεταφέρουν βιαστικά μέσα από απέραντα παραλια-κά παζάρια και μετά σε μια μεγάλη ανοιχτή πλατεία γεμά-τη κόσμο. Έβλεπα παντού ναούς, προπύλαια, βιβλιοπώλες, ακόμα και τους ψηλούς τοίχους ενός αμφιθεάτρου - όλα ό-σα θα μπορούσα να περιμένω από τη Ρώμη. Όχι, αυτή δεν ήταν μια μικρή πολιτειούλα.

Οι νέοι άντρες συνωστίζονταν στα κουρεία έτοιμοι να υ-ποστούν το υποχρεωτικό τους ξύρισμα και τις αναπόφευ-κτες φανταχτερές μπουκλίτσες στο μέτωπο, που είχε φέρει στη μόδα ο Τιβέριος με το δικό του χτένισμα. Υπήρχαν παντού κρασοπουλειά. Τα δουλοπάζαρα ήταν γεμάτα. Εί-δα φευγαλέα τους δρόμους που ήταν αφιερωμένοι στους τε-χνίτες - το δρόμο των τεντοποιών, το δρόμο των αργυρο-χόων.

Και εκεί, στο κέντρο ακριβώς της Αντιόχειας, σε όλο του το μεγαλείο ορθωνόταν ο Ναός της Ίσιδας!

Page 114: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Η θεά μου, η 'Ισιδα, με τους πιστούς της που πηγαινο-έρχονταν ανενόχλητοι σε μεγάλο πλήθος. Μερικοί ιερείς, που έδειχναν πεντακάθαροι, ντυμένοι στα λινά, στέκονταν στις πόρτες. Ο ναός ήταν γεμάτος.

Σκέφτηκα ότι μποροό να ξεφεύγω από οποιονδήποτε σύ-ζυγο και να έρχομαι σ' αυτό εδώ το μέρος!

Σταδιακά συνειδητοποίησα ότι είχε ξεσηκωθεί μεγάλο σούσουρο στην Αγορά, στο κέντρο της πόλης. Άκουσα τον Ιακώβ να διατάζει τους άντρες να σπεύσουν να απομα-κρυνθούν από τον κεντρικό δρόμο της Αγοράς και να μπουν στα σοκάκια. Αυτοί που κουβαλούσαν το φορείο μου έτρε-χαν. Οι κουρτίνες έκλεισαν από το χέρι του Ιακώβ με τρό-πο που να μην μπορώ να δω έξω.

Ο κόσμος φώναζε τα νέα στα λατινικά, στα ελληνικά, στη γλώσσα των Χαλδαίων: φόνος, φόνος, δηλητήριο, προ-δοσία.

Έριξα μια ματιά μέσα από την κουρτίνα. Ο κόσμος έκλαιγε και καταριόταν τον Ρωμαίο Γνάιο

Καλπούρνιο Πείσωνα, καταριόταν εκείνον και τη γυναίκα του, την Πλασίνα. Γιατί; Δε συμπαθούσα ιδιαίτερα κανέ-ναν από τους δυο τους, αλλά τι σήμαιναν όλα αυτά;

Ο Ιακώβ ξαναφώναξε στους βαστάζους να τρέξουν. Μας πέρασαν βιαστικά μέσα από τις πύλες στον προ-

θάλαμο ενός μεγάλου σπιτιού ανάλογου σε σχέδιο και χρώ-μα με το δικό μου σπίτι στη Ρώμη, μόνο πολύ μικρότερου.

Διέκρινα τις ίδιες διακοσμήσεις, το μακρινό περιστύλιο, πλήθη δούλων που έκλαιγαν.

Το φορείο ακούμπησε κάτω γρήγορα και βγήκα έξω,

Page 115: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

βαθιά ενοχλημένη που δε σταμάτησαν στην πόρτα για να πλύνω τα πόδια μου, όπως ήταν το πρέπον. Και τα μαλλιά μου είχαν λυθεί και κυμάτιζαν στους ώμους μου.

Αλλά κανείς δε με πρόσεξε. Στράφηκα ολόγυρα, έκπλη-κτη από τις ανατολίτικες κουρτίνες και τα κρόσσια που κρέ-μονταν πάνω από τις πόρτες, τα πουλιά στα κλουβιά πα-ντού που κελαηδούσαν μέσα στις μικρές τους φυλακές. Τα υφαντά χαλιά σκέπαζαν από άκρη ο' άκρη τα πατώματα, το ένα πάνω στο άλλο.

Δύο γυναίκες, προφανώς οι κυρίες του σπιτιού, ήρθαν προς το μέρος μου.

«Τι συμβαίνει;» ρώτησα. Ήταν το ίδιο μοντέρνες με οποιαδήποτε πλούσια γυ-

ναίκα στη Ρώμη, φορτωμένες βραχιόλια, ντυμένες με χρυ-σοκέντητα φορέματα.

«Σε ικετεύω», είπε μία από τις γυναίκες, «για το καλό σου, φύγε! Ξαναμπές στο φορείο!»

Προσπάθησαν να με σπρώξουν μέσα στο κελί με τις κουρτίνες. Δεν ήθελα να μπω. Ήμουν έξαλλη.

«Δεν ξέρω πού βρίσκομαι», είπα. «Και δεν ξέρω ποιες εί-στε εσείς! Σταματήστε να με σπρώχνετε!»

Ο κύριος του σπιτιού, ή κάποιος που φαινόταν να είναι αυτός, ήρθε βιαστικά προς το μέρος μου, με δάκρυα να κυ-λάνε στα μάγουλά του και τα κοντά, γκρίζα μαλλιά του α-νακατεμένα - σαν να τα τραβούσε πενθώντας. Είχε σκίσει το μακρύ του χιτώνα. Είχε τρίψει χώμα στο πρόσωπο του! Ήταν γέρος, με κουμπουριασμένη πλάτη και χοντρό κε-φάλι με παχύ, ζαρωμένο δέρμα.

Page 116: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ο πατέρας σου ήταν φίλος μου από παλιά», μου είπε στα λατινικά. Με άρπαξε από τα μπράτσα. «Έτρωγα στο σπίτι σας όταν ήσουν μωρό. Σε έχω δει να μπουσουλάς».

«Πολύ τρυφερό», είπα απότομα. «Ο πατέρας σου κι εγώ σπουδάσαμε μαζί στην Αθήνα,

κοιμόμασταν κάτω από την ίδια στέγη». Οι γυναίκες στέκονταν πανικόβλητες με τα χέρια στο

στόμα τους. «Ο πατέρας σου κι εγώ πολεμήσαμε με τον Τιβέριο στην

πρώτη του εκστρατεία. Πολεμήσαμε αυτούς τους τρομε-ρούς βαρβάρους».

«Πολύ γενναίο», είπα. Ο μαύρος εξωτερικός μου μανδύας έπεσε, αποκαλύ-

πτοντας τα αφρόντιστα, μακριά μου μαλλιά και το απλό μου ρούχο. Κανείς δεν έδωσε σημασία.

«Ο Γερμανικός έτρωγε σ' αυτό εδώ το σπίτι, επειδή του είχε μιλήσει ο πατέρας σου για μένα!»

«Α, μάλιστα», είπα. Μία από τις γυναίκες μού έκανε νόημα να μπω στο φο-

ρείο. Πού ήταν ο Ιακώβ; Ο γέρος δεν έλεγε να με αφήσει στην ησυχία μου.

«Στεκόμουν στο πλευρό του πατέρα σου και του Αυγού-στου όταν έφτασαν νέα για τη σφαγή των λεγεώνων μας στο δάσος του Τευτοβούργιου, ότι ο στρατηγός Βάρος και όλοι οι άντρες του είχαν σφαγιαστεί. Οι γιοι μου πολέμησαν με τους αδερφούς σου στις λεγεώνες του Γερμανικού όταν τι-μώρησε εκείνες τις βόρειες φυλές! Ω Θεέ μου!»

«Τρομερό, πράγματι», είπα σοβαρά.

Page 117: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ξαναμπές στο φορείο και φύγε», είπε η μία από τις γυ-ναίκες.

Ο γε'ρος με κρατούσε σφιχτά. «Πολεμήσαμε τον τρελό βασιλιά Αρμίνιο!» είπε ο γέρος.

«Θα μπορούσαμε να είχαμε νικήσει! Ο αδερφός σου ο Α-ντώνιος δεν ήταν από εκείνους που θα τα παρατούσαν και θα γυρνούσαν πίσω, σωστά;»

«Εγώ... δεν...» «Διώξε την από εδώ!» ούρλιαξε ένας νεαρός πατρίκιος,

που έκλαιγε κι εκείνος. Προχώρησε μπροστά και με έ-σπρωξε στο φορείο.

«Κάνε πίσω, ηλίθιε!» του είπα. Τον χαστούκισα. Όλη αυτή την ώρα ο Ιακώβ μιλούσε με τους δούλους

και μάθαινε τα νέα. Ο Ιακώβ εμφανίστηκε δίπλα μου, καθώς ο γκριζο-

μάλλης γέρος μυξόκλαιγε και με φιλούσε στα μάγου-λα.

Ο Ιακώβ ανέλαβε να με οδηγήσει στο φορείο. «Μόλις δολοφονήθηκε ο Γερμανικός», μου είπε στο αφτί

ο Ιακώβ. «Όσοι του είναι πιστοί πιστεύουν ότι ο αυτοκρά-τορας Τιβέριος έβαλε τον Ρωμαίο διοικητή Πείσωνα να τον δολοφονήσει. Έγινε με δηλητήριο. Τα νέα εξαπλώνονται στην πόλη σαν πυρκαγιά».

«Τιβέριε, ανόητε!» ψιθύρισα, γουρλώνοντας τα μάτια. «Το ένα δειλό βήμα μετά το άλλο!»

Ξαναβυθίστηκα στο σκοτάδι. Το φορείο σηκώθηκε. Ο Ιακώβ συνέχισε: «Ο Γνάιος Καλπούρνιος Πείσωνας

έχει συμμάχους εδώ, φυσικά. Όλοι πολεμάνε με όλους. Ξε-

Page 118: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

καθαρίζουν τους λογαριασμούς τους. Καταστροφή! Αυτή η ελληνική οικογένεια ταξίδεψε με τον Γερμανικό στην Αί-γυπτο. Αρχισαν ήδη ταραχές. Φεύγουμε!»

«Αντίο, φίλε», φώναξα στο γέρο Έλληνα, καθώς με με-τέφεραν μακριά από το σπίτι. Αλλά δε νομίζω να με άκου-σε. Είχε πέσει γονατιστός. Καταριόταν τον Τιβέριο. Ούρ-λιαζε ότι θα σκοτωθεί και εκλιπαρούσε να του δώσουν το εγ-χειρίδιο του.

Ξαναβρεθήκαμε έξω, διασχίζοντας το δρόμο βιαστικά. Ήμουν ξαπλωμένη με το πλάι στο φορείο και σκεφτό-

μουν νωθρά μέσα στο σκοτάδι. Ο Γερμανικός νεκρός. Δη-λητηριασμένος από τον Τιβέριο!

Ήξερα ότι αυτό το πρόσφατο ταξίδι του Γερμανικού στην Αίγυπτο είχε θυμώσει τρομερά τον Τιβέριο. Η Αίγυπτος δεν ήταν όπως οι άλλες ρωμαϊκές επαρχίες. Η Ρώμη ήταν τόσο εξαρτημένη από αυτή για το σιτάρι της, που ήταν απαγο-ρευμένο ακόμα και για τους συγκλητικούς να ταξιδεύουν ε-κεί. Αλλά ο Γερμανικός είχε πάει «μόνο για να δει τα αρ-χαία ερείπια», έλεγαν οι φίλοι του στους δρόμους της Ρώμης.

«Απλή πρόφαση!» σκέφτηκα απελπισμένη. «Πού είναι η δίκη; Η καταδίκη; Δηλητήριο;»

Οι βαστάζοι μου έτρεχαν. Ο κόσμος ούρλιαζε και έ-κλαιγε ολόγυρά μας. «Γερμανικέ! Γερμανικέ! Δώστε μας πί-σω τον όμορφο Γερμανικό μας!»

Η Αντιόχεια είχε τρελαθεί. Τελικά, βρεθήκαμε, κατά τα φαινόμενα, σε ένα μικρό,

στενό δρομάκι που ήταν λίγο μεγαλύτερο από σοκάκι - ξέ-ρεις το είδος αυτών των δρόμων, αφού ένα περίπλοκο δίκτυο

Page 119: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

από παρόμοιους δρόμους αποκαλύφθηκε στα ερείπια χης Πομπηίας στην Ιταλία. Μπορούσες να μυρίσεις τα αντρι-κά ούρα που συλλέγονταν σε κανάτες στις γωνίες. Μπο-ρούσες από τις ψηλές καμινάδες να μυρίσεις τα φαγητά που μαγειρεύονταν. Οι βαστάζοι μου έτρεχαν και σκόντα-φταν πάνω στα τραχιά βότσαλα του λιθόστρωτου.

Μια φορά πέσαμε όλοι στο πλάι, καθώς ένα άρμα πέ-ρασε αστραπιαία από το στενό δρομάκι, ενώ οι ρόδες του έβρισκαν με σιγουριά τα αυλάκια πάνω στις πέτρες που προορίζονταν γι' αυτές.

Το κεφάλι μου είχε χτυπήσει cna τοιχώματα. Ήμουν θυ-μωμένη και τρομαγμένη. Αλλά ο Ιακώβ είπε: «Λυδία, εί-μαστε εδώ».

Σκεπάστηκα ξανά με το μανδύα, έτσι που μόνο το ένα μάτι μου επέτρεπε να βλέπω τις φωτεινές ραφές ανάμεσα στις κουρτίνες κι από τις δύο πλευρές μου. Είχα το χέρι μου στο ξιφίδιο μου.

Το φορείο ακούμπησε κάτω. Ήταν ένας κρύος εσωτε-ρικός χώρος. Άκουσα τον πατέρα του Ιακώβ, τον Δαβίδ, να τσακώνεται. Δεν ήξερα εβραϊκά. Και δεν ήμουν καν βέβαιη ότι μιλούσε εβραϊκά.

Τελικά, ο Ιακώβ συνέχισε στα ελληνικά και συνειδητο-ποίησα ότι αγόραζαν ένα κατάλληλο σπίτι για μένα, το ο-ποίο ήταν εξοπλισμένο με όλα τα απαραίτητα, καθώς και με μερικά καλά έπιπλα, που το είχε αφήσει μια πλούσια χήρα, η οποία ζούσε εκεί μόνη της· δυστυχώς, οι δούλοι εί-χαν πουληθεί. Δεν υπήρχαν δούλοι. Η συμφωνία έκλεισε στα γρήγορα, σε μετρητά.

Page 120: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Τελικά, άκουσα τον Ιακώβ να λέει στα ελληνικά: «Καλά θα κάνετε να μου λέτε την αλήθεια». Καθώς σηκώθηκε το φορείο, του έκανα νόημα. «Σου

χρωστάω τη ζωή μου δυο φορές μέχρι τώρα. Τι έγινε με ε-κείνη την ελληνική οικογένεια που επρόκειτο να μου προ-σφέρει καταφύγιο; Στ' αλήθεια κινδυνεύουν;»

«Φυσικά», είπε. «Όταν αρχίζει μια ανταρσία, ποιος εν-διαφέρεται; Πήγαν με τον Γερμανικό στην Αίγυπτο! Οι ά-ντρες του Πείσω να το ξέρουν αυτό! Οποιοσδήποτε με την παραμικρή αφορμή μπορεί να επιτεθεί, να δολοφονήσει και να λεηλατήσει κάποιον άλλο. Κοίτα, φωτιά». Είπε στους άντρες να βιαστούν.

«Εντάξει», είπα. «Μην ξαναπείτε ποτέ το αληθινό μου όνομα. Από εδώ και στο εξής θα λέτε αυτό το όνομα: Παν-δώρα. Είμαι Ελληνίδα από τη Ρώμη. Σας πλήρωσα για να με φέρετε εδώ».

«Σύμφωνοι, αγαπητή Πανδώρα», απάντησε. «Είσαι πο-λύ δυνατή γυναίκα. Η συναλλαγή για το καινούριο σου σπί-τι έγινε ο ένα άλλο ψεύτικο όνομα, πολύ λιγότερο γοητευ-τικό. Αλλά η συναλλαγή πιστοποιεί ότι είσαι χήρα, απε-λεύθερη και Ρωμαία πολίτης. Θα πάρουμε τα συμβόλαια μόλις πληρώσουμε το χρυσάφι, πράγμα που δεν μπορεί να γίνει πριν πάμε στο σπίτι. Και αν ο άντρας δε μου δώσει αυ-τά τα συμβόλαια με όλα γραμμένα με το νι και με το σίγμα για να είσαι προστατευμένη, θα τον στραγγαλίσω!»

«Είσαι πολύ έξυπνος, Ιακώβ», είπα κουρασμένη. Αυτό το σκοτεινό, ταραχώδες ταξίδι με το φορείο συνε-

χίστηκε μέχρι που τελικά σταματήσαμε. Άκουσα το μεταλ-

Page 121: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λικό κλειδί να γυρίζει στην κλειδαριά της πύλης κι έπειτα μεταφερθήκαμε στο μεγάλο προθάλαμο του ίδιου του σπι-τιού.

Θα έπρεπε να περιμένω έξω από λεπτότητα προς τους φυλακές μου, αλλά βγήκα σαν τρελή από αυτή τη θλιβερή μικρή φυλακή, πετώντας το μανδύα και παίρνοντας βαθιές ανάσες.

Βρισκόμασταν στον προθάλαμο ενός όμορφου σπιτιού που ήταν πολύ χαριτωμένο και είχε πρωτότυπο διάκοσμο.

Με τις σκέψεις σκόρπιες, είδα την κρήνη με την κεφα-λή ενός λιονταριού δίπλα στην πύλη μέσα από την οποία εί-χαμε μόλις μπει και έπλυνα τα πόδια μου στο δροσερό νε-ρό.

Η αίθουσα υποδοχής, το αίθριο, ήταν πελώριο και πέ-ρα από αυτό διέκρινα τα πολυτελή ανάκλιντρα της τραπε-ζαρίας στην άλλη άκρη μιας μάλλον μεγάλης εσωτερικής αυλής - του περιστυλίου.

Δεν ήταν το επιβλητικό, παλιό, πολυτελές μου σπίτι στον Παλατινό Λόφο, το οποίο είχε γεμίσει καινούριους δια-δρόμους και δωμάτια με το πέρασμα των γενιών, που δι-είσδυαν στους απέραντους κήπους του.

Ήταν κάπως υπερβολικά φανταχτερό. Αλλά ήταν μεγα-λοπρεπές. Όλοι οι τοίχοι ήταν βαμμένοι πρόσφατα με μια κάπως πιο ανατολίτικη τάση, νομίζω - περισσότερες κα-μπύλες και έλικες. Πώς μπορούσα να κρίνω; Θα μπορού-σα να λιποθυμήσω από ανακούφιση. Θα με άφηναν πραγ-ματικά μόνη μου εδώ πέρα;

Το γραφείο βρισκόταν στο αίθριο και δίπλα του ήταν

Page 122: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στοίβες τα βιβλία! Κατά μήκος των κιονοστοιχιών που πε-ριέβαλλαν τον κήπο είδα πολλές πόρτες· κοίταξα ψηλά και είδα τα παράθυρα του ορόφου κλειστά στις βεράντες. Πο-λυτέλεια. Ασφάλεια.

Τα μωσαϊκά δάπεδα ήταν παλιά- ήξερα το στιλ, τις γιορ-ταστικές αναπαραστάσεις της πομπής των Σατουρνάλιων. Θα πρέπει να τα είχαν φέρει εδώ από την Ιταλία.

Λίγο αληθινό μάρμαρο, κίονες σοβατισμένοι, αλλά πολ-λές καλλιτεχνικές τοιχογραφίες γεμάτες με τις απαραίτητες ευτυχισμένες νύμφες.

Βγήκα έξω στο απαλό υγρό γρασίδι του περιστυλίου και σήκωσα τα μάτια ψηλά στο γαλάζιο ουρανό.

Ήθελα μόνο να ανασάνω, αλλά τώρα ήρθε η στιγμή της αλήθειας σχετικά με τα υπάρχοντά μου. Ήμουν τόσο πα-ραζαλισμένη, που δε μου πέρασε από το μυαλό να ρωτήσω τι μου ανήκει. Και όπως αποδείχτηκε, δεν ήταν αναγκαίο.

Ο Ιακώβ και ο Δαβίδ πρώτα έγραψαν έναν πλήρη κα-τάλογο της επίπλωσης του σπιτιού που αγόρασαν για λο-γαριασμό μου, καθώς εγώ καθόμουν εκεί και τους κοιτού-σα, μην μπορώντας να πιστέψω την υπομονή τους με τις λεπτομέρειες.

Και όταν βρήκαν το κάθε δωμάτιο σε καλή κατάσταση και μια κρεβατοκάμαρα στο τέλος του διαδρόμου δεξιά και ένα μικρό ανοιχτό κηπάκι κάπου αριστερά, πίσω από την κουζίνα, πήγαν στον πάνω όροφο, βρήκαν τα πράγματα κα-τάλληλα και μετά ξεφόρτωσαν τα υπάρχοντά μου. Μπαού-λο το μπαούλο.

Μετά, προς μεγάλη μου έκπληξη, ο πατέρας του Ιακώβ,

Page 123: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ο Δαβίδ, έβγαλε ένα ρολό από πάπυρο και άρχισε να δια-βάζει έναν πλήρη κατάλογο των πραγμάτων που μου ανή-καν, από φουρκέτες μέχρι μελάνι και χρυσάφι.

Τον Ιακώβ, στο μεταξύ, τον έστειλε σε μια δουλειά. Μπορούσα να δω τη βιαστική γραφή του πατέρα μου

πάνω σ' αυτό τον κατάλογο που ο Δαβίδ διάβαζε μέσα από τα δόντια του.

«Αντικείμενα προσωπικής υγιεινής», είπε ο Δαβίδ κλεί-νοντας το πρώτο κομμάτι της εξέτασής του. «Ρούχα, ένα, δύο, τρία μπαούλα - να πάνε στη μεγαλύτερη κρεβατοκά-μαρα! Πιατικά στην κουζίνα. Τα βιβλία εδώ;»

«Ναι, παρακαλώ». Ήμουν τόσο σοκαρισμένη με την τι-μιότητα και τη λεπτολογία του, που δεν μπορούσα να μι-λήσω.

«Αχ, τόσα βιβλία!» «Ωραία, μην τα μετράς!» είπα. «Δεν μπορώ, βλέπεις, αυτά τα ευαίσθητα...» «Ναι, ξέρω. Συνέχισε». «Θέλεις να στήσουμε τα ράφια σου από ελεφαντόδοντο

και έβενο στο μπροστινό δωμάτιο;» «Υπέροχα». Κατέρρευσα στο δάπεδο, αλλά με σήκωσαν αμέσως δύο

εξυπηρετικοί Ασιάτες δούλοι και με ακούμπησαν σε ένα εκ-πληκτικά μαλακό ρωμαϊκό Κάθισμα με σταυρωτά πόδια. Μου έδωσαν ένα κύπελλο καθαρό νερό που μύριζε ωραία. Το ήπια όλο και σκέφτηκα αίμα. Έκλεισα τα μάτια.

«Μελάνι, γραφική ύλη στο γραφείο;» ρώτησε ο γέρος. «Αν θέλεις», αναστέναξα.

Page 124: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Και τώρα βγείτε όλοι έξω», είπε ο γέρος, μοιράζοντας νομίσματα γρήγορα και γενναιόδωρα στους Ασιάτες δού-λους, που έκαναν βαθιά υπόκλιση και βγήκαν από το δω-μάτιο σχεδόν κουτρουβαλώντας ο ένας πάνω στον άλλο.

Ήμουν έτοιμη να προφέρω κάποια ευγενικά λόγια ευ-γνωμοσύνης, όταν μια καινούρια φουρνιά δούλων έσπευσε μέσα -σχεδόν πέφτοντας πάνω σ' εκείνους που έφευγαν-κουβαλώντας καλάθια με όλα τα φαγώσιμα που μπορού-σαν να βρεθούν σε μια αγορά, μεταξύ των οποίων τουλάχι-στον εννιά είδη ψωμιού, κανάτες με λάδι, πεπόνια, πράσι-να λαχανικά και πολλά καπνιστά τρόφιμα που θα κρατού-σαν πολλές μέρες - ψάρια, βοδινό και εξωτικά θαλασσινά πλάσματα που είχαν ξεραθεί και θύμιζαν περγαμηνή.

Πήγαν κατευθείαν στην κουζίνα, εκτός από ένα πιάτο με ελιές και ψωμί που σερβιρίστηκε αμέσως για την κυρία σ' εκείνο το τραπεζάκι δίπλα στα πόδια της. Πιάστε το κρα-σί της κυρίας, που το είχε στείλει ο πατέρας της.

Αχ, τι απίστευτο. Το κρασί του πατέρα μου. Μετά όλοι διατάχτηκαν και πάλι να βγουν έξω, αφού

μοιράστηκαν πολλά νομίσματα, και ο γέρος άντρας αμέ-σως ξαναγύρισε στον κατάλογο του.

«Ιακώβ, έλα εδώ, μέτρα μου αυτό το χρυσάφι ενώ θα σου διαβάζω τον κατάλογο! Πλάκες, νομίσματα, κι άλλα νομίσματα, ακριβά κοσμήματα; Νομίσματα, ράβδοι χρυ-σού. Ναι...»

Πού έκρυβε ο πατέρας μου όλο αυτό το χρυσάφι; Δεν μπορούσα να το διανοηθώ.

Τι θα το έκανα; Θα με άφηναν πραγματικά να το κρα--

Page 125: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τήσω όλο; Ήταν έντιμοι άνθρωποι, αλλά μιλάμε για ολό-κληρη περιουσία.

«Πρέπει να περιμένεις να φύγουν όλοι», είπε ο Δαβίδ, «και μετά να κρύψεις αυτό το χρυσάφι μόνη σου σε διάφο-ρα σημεία του σπιτιού. Θα βρεις τέτοια σημεία. Δεν μπο-ρούμε να το κάνουμε για λογαριασμό σου, γιατί μετά θα ξέρουμε πού είναι. Τα κοσμηματά σου; Μερικά τα έχω ε-δώ για να τα κρύψεις, γιατί παραείναι ακριβά για να τα πε-ριφέρεις δημόσια τις πρώτες μέρες». Άνοιξε ένα κουτί με πε-τράδια. «Βλέπεις αυτό το ρουμπίνι; Είναι υπέροχο. Δες το μέγεθος του. Αυτό θα μπορούσε να σε τρέφει την υπόλοιπη ζωή σου, αν το πουλήσεις σε έντιμο άνθρωπο στη μισή τι-μή απ' όσο αξίζει. Κάθε πετράδι εδώ μέσα είναι εξαιρετι-κό. Ξέρω από πετράδια. Αυτά εδώ είναι διαλεγμένα ένα έ-να. Βλέπεις αυτά τα μαργαριτάρια; Τελειότητα». Επέστρε-ψε το ρουμπίνι και τα μαργαριτάρια στο κουτί και έκλεισε το καπάκι.

«Ναι», είπα αδύναμα. «Μαργαριτάρια, κι άλλο χρυσάφι, ασήμι, πλάκες...»

μουρμούρισε. «Όλα είναι εδώ! Θα έπρεπε να τα φροντί-σουμε περισσότερο, αλλά...»

«Α, όχι, κάνατε θαύματα!» δήλωσα. Κοίταξα το ψωμί και το κρασί στο κύπελλο. Το μπουκάλι

με το κρασί του πατέρα μου. Οι αμφορείς του πατέρα μου ολόγυρα στο δωμάτιο.

«Πανδώρα», είπε ο Ιακώβ, απευθύνοντάς μου το λόγο με μεγάλη σοβαρότητα. «Στα χέρια μου κρατώ τα συμβό-λαια γι' αυτό το σπίτι. Και ένα άλλο χαρτί που περιγράφει

Page 126: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

την επίσημη είσσδό σου στο λιμάνι με το νέο ψεύτικο όνο-μά σου, Ιουλία, μπλα, μπλα, μπλα και λοιπά. Πανδώρα, πρέπει να φύγουμε και να σε αφήσουμε».

Ο γέρος κούνησε το κεφάλι και δάγκωσε τα χείλια του. «Πρέπει να σαλπάρουμε για την Έφεσο, παιδί μου», εί-

πε. «Ντρέπομαι που πρέπει να σε αφήσω, αλλά το λιμάνι σύντομα θα αποκλειστεί!»

«Υπάρχουν σπίτια που καίγονται ήδη στο λιμάνι», είπε ο Ιακώβ μέσα από τα δόντια του. «Γκρέμισαν το άγαλμα του Τιβέριου από την Αγορά».

«Η συναλλαγή έχει κλείσει», μου είπε ο γέρος. «Ο άν-θρωπος που πούλησε το σπίτι ποτέ του δε σε είδε και δεν ξέ-ρει το αληθινό σου όνομα και δεν έχει μείνει κανένα ίχνος του εδώ. Δεν ήταν δικοί του οι δούλοι που φέραμε μέχρι εδώ».

«Κάνατε τόσα για χάρη μου», είπα. «Τώρα είσαι μόνη σου, όμορφη Ρωμαία αρχόντισσά

μου», είπε ο Ιακώβ, πλησιάζοντάς με, όσο κοντά μπορού-σε, σαν να σκόπευε να καταπατήσει όλους τους κανόνες και να με φιλήσει στο μάγουλο. «Υπάρχουν αρκετές λεγεώνες εδώ για να καταπνίξουν την εξέγερση, αλλά θα την αφήσουν να διαλυθεί μόνη της, για να μη χρειαστεί να σφαγιάσουν Ρωμαίους πολίτες. Και ξέχνα εκείνους τους Έλληνες φί-λους. Το σπίτι τους έχει ήδη μεταβληθεί σε πύρινη κόλαση».

Έκαναν να φύγουν! «Πληρωθήκατε για όλα αυτά;» ρώτησα. «Αν όχι, πάρτε

τώρα από το χρυσάφι μου, ελεύθερα. Επιμένω!» «Ούτε που να το σκέφτεσαι», είπε ο γέρος. «Αλλά για να

έχεις τη συνείδησή σου ήσυχη, μάθε αυτό: ο πατέρας σου

Page 127: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

εγγυήθηκε για μένα δύο φορές όταν τα πλοία μου τα άρ-παξαν πειρατές στην Αδριατική. Ο πατέρας σου έβαλε τα λεφτά του μαζί με τα δικά μου και έβγαλα κέρδη και για τους δυο μας. Οι Έλληνες χρωστούσαν λεφτά στον πατέρα σου. Μην ανησυχείς άλλο γι' αυτά τα θέματα. Αλλά εμείς πρέπει να φύγουμε!»

«Ο Θεός μαζί σου, Πανδώρα!» είπε ο Ιακώβ. Πετράδια. Πού ήταν τα πετράδια; Τινάχτηκα όρθια και

άνοιξα το κουτί. Υπήρχαν εκατοντάδες από δαύτα, άψογα, πε-ντακάθαρα και καλογυαλισμένα. Είδα την αξία τους, την κα-θαρότητά τους και πόσο προσεκτικά ήταν γυαλισμένα. Πή-ρα το μεγάλο ωοειδές ρουμπίνι που μου είχε δείξει ο Δαβίδ και μετά ένα άλλο ολόιδιο και τα πέταξα στους δύο άντρες.

Σήκωσαν τα χέρια για να αρνηθούν. «Μα πρέπει!» είπα. «Σεβαστείτε τη θέλησή μου. Επιβε-

βαιώστε μου ότι είμαι ελεύθερη Ρωμαία πολίτης και θα ζή-σω όπως με διέταξε ο πατέρας μου! Θα μου δώσει κουρά-γιο! Πάρτε αυτό το δώρο από τα χέρια μου!»

Ο Δαβίδ κούνησε το κεφάλι σοβαρά, αλλά ο Ιακώβ πή-ρε το ρουμπίνι.

«Πανδώρα, να, πάρε τα κλειδιά. Ακολούθησέ μας και κλείδωσε την πύλη στο δρόμο και μετά τις πόρτες του προ-θαλάμου αυτού. Μη φοβάσαι. Υπάρχουν λύχνοι παντού. Και πολύ λάδι...»

«Φύγετε!» είπα καθώς περνούσαν το κατώφλι. Κλείδω-σα την πύλη και πιάστηκα από τα κάγκελα, κοιτώντας τους. «Αν δεν μπορέσετε να φύγετε, αν με χρειαστείτε, ξαναγυ-ρίστε εδώ», είπα.

Page 128: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Έχουμε δικούς μας ανθρώπους εδώ», είπε ο Ιακώβ κα-θησυχαστικά. «Σ' ευχαριστώ από τα βάθη της καρδιάς μου για το όμορφο ρουμπίνι, Πανδώρα. Θα τα καταφέρεις. Γύρ-να μέσα, κλείδωσε τις πόρτες».

Πήγα μέχρι το κάθισμα, αλλά δεν κάθισα. Μάλλον κα-τέρρευσα και προσευχήθηκα: «Οικιακοί Λάρητες...* πνεύ-ματα του σπιτιού, πρέπει να βρω το βωμό σας. Καλωσορί-στε με, παρακαλώ, δε θέλω το κακό κανενός. Θα γεμίσω το βωμό σας με λουλούδια και θα ανάψω την ιερή φλόγα σας. Δώστε μου υπομονή. Αφήστε με να... ξεκουραστώ».

Κι όμως, δεν έκανα τίποτε, αλλά καθόμουν σοκαρισμέ-νη κατάχαμα, με τα χέρια παράλυτα, ώρες ολόκληρες, ενώ το φως του ήλιου έσβηνε. Και το παράξενο μικρό σπίτι σκο-τείνιασε.

Άρχισε ένα αιματοβαμμένο όνειρο, αλλά δεν το άντεχα. Όχι αυτός ο ξένος ναός. Όχι ο βωμός, όχι! Όχι το αίμα. Τα έδιωξα και φαντάστηκα ότι ήμουν στο σπίτι μου.

Ήμουν μικρό κορίτσι. Ονειρέψου αυτό, είπα στον εαυτό μου, ονειρέψου ότι ακούς το μεγάλο σου αδερφό, τον Αντώνιο, να μιλάει για τους πολέμους του Βορρά, πώς ξαπόστειλε τους Γερμανούς έντρομους μέχρι τη θάλασσα! Είχε αγαπήσει τό-σο πολύ τον Γερμανικό. Το ίδιο και τα άλλα μου αδέρφια. Ο Λούκιος, ο νεότερος, ήταν τόσο αδύναμος χαρακτήρας από τη φύση του. Μου σπάραζε την καρδιά να τον σκέφτομαι να εκλιπαρεί για έλεος την ώρα που τον έσφαζαν οι στρατιώτες.

* Θεότητες της ρωμαϊκής θρησκείας, προστάτες της οικογενείας. Κάθε σπί-τι διε'θετε ε'να Λάρητα, κέντρο της οικογενειακής λατρείας. (Σ.τ.Μ.)

Page 129: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Η αυτοκρατορία ήταν ο κόσμος όλος. Έξω από αυτή υ-πήρχαν μόνο χάος και δυστυχία και αγώνας και κόπος. Ή-μουν στρατιώτης. Μπορούσα να πολεμήσω. Ονειρεύτηκα ό-τι φορούσα τη στολή μου. Ο αδερφός μου είπε: «Ανακου-φίζομαι τρομερά που μαθαίνω ότι είσαι άντρας, πάντα αυ-τό πίστευα, άλλωστε».

Δεν ξύπνησα παρά το άλλο πρωί. Και μετά ήταν που γνώρισα τον πόνο και τη θλίψη όσο

ποτέ πριν. Σημείωσε' το αυτό. Γιατί γνώρισα τον παραλογισμό της

Μοίρας και της Τύχης και της Φύσης πιο πολύ απ' όσο α-ντέχει να τον γνωρίσει οποιοσδήποτε θνητός. Και ίσως η περιγραφή αυτή, όσο σύντομη κι αν είναι, να δώσει παρη-γοριά σε κάποιον άλλο. Τα χειρότερα αργούν να έρθουν, αρ-γούν και να φύγουν.

Η αλήθεια είναι ότι δεν μπορείς να προετοιμάσεις κα-νέναν γι' αυτό, δεν μπορείς να μεταφέρεις την παραμικρή κατανόηση μέσω της γλώσσας. Πρέπει να το γνωρίσεις. Κι αυτό δε θα το ευχόμουν σε κανέναν στον κόσμο.

Ήμουν μόνη. Πήγα από δωμάτιο σε δωμάτιο αυτού του μικρού σπιτιού, χτυπώντας πάνω στους τοίχους με τις γρο-θιές μου και κλαίγοντας με σφιγμένα δόντια και στριφο-γυρνώντας. Δεν υπήρχε Μητέρα Ίσιδα.

Δεν υπήρχαν θεοί. Οι φιλόσοφοι ήταν ανόητοι! Οι ποι-ητές έλεγαν ψέματα.

Έκλαιγα και τραβούσα τα μαλλιά μου- έσκισα το φόρε-μά μου με τόση φυσικότητα, σαν να ήταν κάποιο καινούριο έθιμο. Σκόνταφτα σε καρέκλες και τραπέζια.

Page 130: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μερικές φορές ένιωθα μεγάλη ανακούφιση, μια ελευ-θερία από όλες τις ψευτιές και τις συμβάσεις, όλα τα μέσα με τα οποία μια ψυχή ή ένα σώμα μπορεί να συλληφθεί ό-μηρος!

Και μετά η φριχτή φύση αυτής της ελευθερίας ξαπλώ-θηκε ολόγυρά μου, λες και το σπίτι δεν υπήρχε, λες και το σκοτάδι δε γνώριζε τοίχους.

Τρία μερόνυχτα πέρασα σ' αυτή την αγωνία. Ξέχασα να φάω τροφή. Ξέχασα να πιω νερό. Δεν άναψα ούτε ένα λύχνο. Το φεγγάρι, που πλησίαζε

στη γέμισή του, έδινε αρκετό φως σ' αυτό τον ανόητο λα-βύρινθο από μικρά ζωγραφισμένα καμαράκια.

Ο ύπνος με είχε εγκαταλείψει για πάντα. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά. Το κορμί μου σφιγγό-

ταν και μετά χαλάρωνε για να σφιχτεί ξανά. Μερικές φορές κειτόμουν στην υγρή καλή γη της αυλής,

για χάρη του πατέρα μου, γιατί κανείς δεν είχε αποθέσει το σώμα του πάνω στην υγρή καλή γη, όπως θα έπρεπε να γί-νει, αμέσως μετά το θάνατο του και πριν από την οποια-δήποτε κηδεία.

Ήξερα ξαφνικά γιατί αυτή η ατίμωση ήταν απαραίτη-τη, να μην τοποθετηθεί το πληγωμένο του κορμί πάνω στη γη. Ήξερα τη σοβαρότητα αυτής της παράλειψης όσο λί-γοι γνώρισαν ποτέ το νόημα οποιασδήποτε πράξης. Ήταν εξαιρετικά σημαντικό, γιατί δεν είχε καμία απολύτως ση-μασία!

Ζήσε, Λυδία. Κοίταξα τα μικρά φουντωτά δεντράκια του κήπου. Έ--

Page 131: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νιωσα μια παράξενη ευγνωμοσύνη που είχα ανοίξει μάτια ανθρώπου σ' αυτό το σκοτάδι πάνω στη γη για αρκετό χρό-νο ώστε να προλάβω να δω αυτά τα πράγματα.

Απάγγειλα Λουκρήτιο:

Και προς τα απάνου τα άμορφα γεννήματα ανεβαίνουν...*

Τρέλα! Δυστυχώς, όπως είπα, περιπλανιόμουν, σερνόμουν κα-

ταγής, έκλαιγα και φώναζα για τρία μερόνυχτα.

* Τίτου Λουκρήτιου Κάρου, βιβλίο δεύτερο, στ. 225, ό.π. (Σ.τ.Ε.)

Page 132: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΤΕΛΙΚΆ, ΕΝΑ ΠΡΩΙΝΌ, όταν ο ήλιος ξεχύθηκε μέσα από την ανοιχτή οροφή, κοίταξα τα αντικείμενα στο δωμάτιο και συνειδητοποίησα ότι δεν ήξερα τι ήταν ή για ποιο λόγο εί-χαν κατασκευαστεί. Δεν ήξερα τα κοινά τους ονόματα. Α-γνοούσα τους ορισμούς τους. Δεν είχα ιδέα τι ήταν αυτό το μέρος.

Ανακάθισα και συνειδητοποίησα ότι κοιτούσα το lararium, το ιεροφυλάκιο των θεοτήτων του σπιτιού.

Ήταν η τραπεζαρία, φυσικά, και εκείνα ήταν τα ανά-κλιντρα και πιο πέρα το μεγαλοπρεπές συζυγικό κρεβάτι!

To lararium ήταν ένα ψηλό τριγωνικό ιεροφυλάκιο, ένας μικρός ναΐσκος με τρία αετώματα και μέσα στέκονταν α-ναπαραστάσεις παλιών θεοτήτων του σπιτιού. Κανείς σ' αυ-τή την ανίερη πόλη δεν τους είχε απομακρύνει για να θα-φτούν μαζί με τη νεκρή γυναίκα.

Τα λουλούδια ήταν μαραμένα. Η ιερή φλόγα είχε σβή-σει μόνη της. Κανείς δεν την είχε σβήσει με κρασί, όπως έ-πρεπε να είχε γίνει.

Page 133: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Σύρθηκα με τα τέσσερα, με το σκισμένο μου φουστάνι, γύρω από τον κήπο του περιστυλίου, μαζεύοντας λουλούδια γι' αυτούς τους θεούς. Βρήκα ξύλα και άναψα την ιερή τους φλόγα.

Τους κοίταξα. Κοιτούσα επί ώρες. Μου φάνηκε ότι δε θα ξανακουνιόμουν ποτέ πια.

Έπεσε η νύχτα. «Μην κοιμηθείς», ψιθύρισα. «Να πα-ραφυλάς τη νύχτα! Σε περιμένουν στο σκοτάδι αυτοί οι Αι-γύπτιοι! Το φεγγάρι, δες, κοντεύει να γεμίσει, σε μια δυο νύ-χτες θα έχει πανσέληνο».

Αλλά το χειρότερο μέρος της αγωνίας μου είχε περάσει και ήμουν εξουθενωμένη και ο ύπνος με αγκάλιασε. Με α-γκάλιασε σαν να έλεγε: «Μη σε νοιάζει πια».

Το όνειρο ήρθε. Είδα άντρες με χρυσοποίκιλτους μανδύες. «Τώρα θα ο-

δηγηθείς στο ιερό». Αλλά τι βρισκόταν εκεί; Δεν ήθελα να δω. «Η Μητέρα μας, η αγαπημένη μας Μητέρα των Θλί-ψεων», είπε ο ιερέας. Οι τοιχογραφίες έδειχναν σειρές επί σειρών Αιγυπτίων σε προφίλ και λέξεις φτιαγμένες από ει-κόνες. Σ' αυτό το μέρος έκαιγαν σμύρνα.

«Έλα», είπαν εκείνοι που με κρατούσαν. «Όλες οι α-μαρτίες σου έχουν εξαγνιστεί τώρα και θα πιεις από την ιε-ρή Πηγή».

Άκουγα μια γυναίκα να κλαίει και να βογκάει. Έριξα μια ματιά στη μεγάλη αίθουσα πριν μπω μέσα. Βρίσκονταν εκεί, ο βασιλιάς και η βασίλισσα στους θρόνους τους, ο βα-σιλιάς ακίνητος, σαν να κοιτάζει το τελευταίο του όνειρο, και η βασίλισσα να παλεύει με τα χρυσά δεσμά της. Φορούσε

Page 134: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

το στέμμα της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου. Και πλισέ λινό. Τα μαλλιά της δεν ήταν περούκα, αλλά αληθινε'ς κοτσίδες. Έκλαιγε και τα άσπρα της μάγουλα ήταν λεκιασμένα με κόκκινο. Κόκκινο λέκιαζε και το περιδέραιο και τα στήθη της. Έδειχνε λερωμένη και ατιμασμένη.

«Μητέρα μου, θεά μου», είπα. «Τι φρίκη είναι αυτή». Υποχρέωσα τον εαυτό μου να ξυπνήσει. Ανακάθισα και ακούμπησα το χέρι μου στο lararium και

κοίταξα τους ιστούς των αραχνών στα δέντρα του κήπου, που άστραφταν στο φως του ήλιου που ανέτελλε.

Νόμισα ότι άκουσα ανθρώπους να ψιθυρίζουν στην αρ-χαία αιγυπτιακή γλώσσα.

Δε θα το επέτρεπα αυτό! Δε σκόπευα να τρελαθώ. Αρκετά! Ο μόνος άντρας που αγάπησα ποτέ, ο πατέρας

μου, είχε πει: «Ζήσε». Ήταν καιρός για δράση. Να σηκωθώ και να ξεκινήσω.

Ξαφνικά, γέμισα ενέργεια και στόχους. Οι ατελείωτες νύχτες του πένθους και του θρήνου μου εί-

χαν παίξει ρόλο μύησής μου στο ναό- ο θάνατος ήταν το μεθυστικό ποτό- η κατανόηση με είχε μεταμορφώσει.

Όλα είχαν τελειώσει τώρα και ο ανόητος κόσμος ήταν ανεκτός και δεν είχε ανάγκη ερμηνείας. Ποτέ του δε θα εί-χε και ήμουν πολύ ανόητη που κάποτε είχα πιστέψει το α-ντίθετο.

Η κατάντια μου με ωθούσε να δράσω. Σερβίρισα ένα κύπελλο κρασί και το πήρα μαζί μου στην

μπροστινή πύλη. Η πόλη έμοιαζε ήσυχη. Άνθρωποι περπατούσαν πέρα

Page 135: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

δώθε, αποστρέφοντας το βλέμμα από μια μισοντυμένη, ά-θλια γυναίκα στον προθάλαμο του σπιτιού της.

Τελικά, πέρασε ένας εργάτης· το κορμί του είχε γείρει κάτω από ένα φορτίο τούβλα.

Του πρότεινα το κρασί. «Ήμουν τρεις μέρες άρρωστη», του είπα. «Τι έγινε με το θάνατο του Γερμανικού; Πώς πά-νε τα πράγματα στην πόλη;»

Ο άντρας ένιωσε μεγάλη ευγνωμοσύνη για το κρασί. Η χειρωνακτική δουλειά τον είχε γεράσει πρόωρα. Τα μπρά-τσα του ήταν αδύνατα. Τα χέρια του έτρεμαν.

«Κυρά μου, ο' ευχαριστώ», είπε. Άδειασε το κύπελλο, σαν να μην μπορούσε να κρατηθεί. «Ο Γερμανικός μας ε-κτέθηκε στη δημόσια πλατεία για να τον δούμε όλοι. Πόσο όμορφος ήταν! Μερικοί τον σύγκριναν με τον Μέγα Αλέ-ξανδρο. Ο κόσμος δεν μπορούσε να καταλάβει αν είχε δη-λητηριαστεί ή όχι. Μερικοί είπαν ναι, μερικοί είπαν όχι.

»Οι στρατιώτες του τον αγαπούσαν. Ο διοικητής Πεί-σωνας, δόξα στους θεούς, δεν είναι εδώ και δεν τολμάει να ξαναγυρίσει. Η γυναίκα του Γερμανικού, η χαριτωμένη Α-γριππίνα, έχει τις στάχτες του Γερμανικού σε μια τεφροδό-χο που την κουβαλάει στο στήθος της. Σαλπάρισε για τη Ρώμη για να ζητήσει να αποδοθεί δικαιοσύνη στον Τιβέριο».

Μου έδωσε το κύπελλο. «Σ' ευχαριστώ πολύ». «Η πόλη έχει ξαναβρεί την ηρεμία της». «Α, ναι, τι θα μπορούσε να σταματήσει τη ζωή σ' αυτή

την ένδοξη Αγορά;» δήλωσε. «Οι δουλειές τρέχουν όπως συ-νήθως. Οι πιστοί στρατιώτες του Γερμανικού τηρούν την τάξη, περιμένοντας την απόδοση της δικαιοσύνης. Δε θα

Page 136: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

αφήσουν το δολοφόνο Πείσωνα να επιστρέψει και ο Σέ-ντισς μαζεύει εδώ όλους όσοι υπηρέτησαν υπό τις διαταγές του Γερμανικού. Η πόλη είναι ευτυχισμένη. Η φλόγα καίει ακόμα για τον Γερμανικό. Αν γίνει πόλεμος, δε θα γίνει ε-δώ. Μην ανησυχείς».

«Σ' ευχαριστώ, με βοήθησες πάρα πολύ» Πήρα το κύπελλο, κλείδωσα την πύλη, έκλεισα την πόρ-

τα και δραστηριοποιήθηκα. Μασουλώντας λίγο ψωμί για να πάρω δυνάμεις και μουρ-

μουρίζοντας στίχους που περιέκλειαν την κοινή λογική του Λουκρήτιου, επιθεώρησα το σπίτι. Είχε ένα μεγάλο πολυ-τελές λουτρό στη δεξιά πλευρά της αυλής, γεμάτο φως. Νε-ρό κυλούσε σταθερά από τα κοχύλια που κρατούσαν οι νύμ-φες μέσα στο σοβατισμένο λουτήρα και το νερό ήταν υπέ-ροχο. Δε χρειαζόταν να ανάψω φωτιά για να το ζεστάνω.

Στην κρεβατοκάμαρα βρίσκονταν όλα μου τα ρούχα. Τα ρωμαϊκά ρούχα ήταν απλά, όπως ξέρεις, απλά μα-

κριά φορέματα ή χιτώνες, που τους φορούσαμε δυο ή τρεις μαζί, και ένας εξωτερικός χιτώνας, η στόλα, και από πάνω η πάλα, ένας μανδύας, που κρεμόταν μέχρι τους αστραγά-λους και έδενε κάτω από το στήθος.

Διάλεξα τους πιο όμορφους χιτώνες και σχημάτισα τρεις στρώσεις από αραχνούφαντο μετάξι και μετά μια κατα-κόκκινη πάλα που με σκέπαζε από το κεφάλι μέχρι τα νύ-χια.

Σε όλη μου τη ζωή δεν είχα ποτέ μου αναγκαστεί να δέ-σω μόνη μου τα σανδάλια μου. Ήταν τρομερά αστείο και ενοχλητικό!

Page 137: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όλα τα αντικείμενα της προσωπικής μου υγιεινής είχαν απλωθεί σε τραπέζια με γυαλισμένους καθρέφτες. Τι ανα-κατωσούρα!

Κάθισα σε ένα από τα πολλά επιχρυσωμένα καθίσματα, έσπρωξα κοντά μου το γυαλισμένο μεταλλικό καθρέφτη και προσπάθησα να δουλέψω με τα χρώματα όπως έκαναν πά-ντα οι δούλες μου.

Κατάφερα να σκουρύνω τα φρύδια, αλλά ο φόβος μου για τα βαμμένα αιγυπτιακά μάτια με σταμάτησε. Έβαλα κοκκινάδι στα χείλια, λίγη άσπρη πούδρα στο πρόσωπο μου, αλλά αυτό ήταν όλο. Δεν μπορούσα να επιχειρήσω να πουδράρω τα μπράτσα μου, όπως θα είχαν κάνει οι δούλες μου για μένα στη Ρώμη.

Δεν έχω ιδέα πώς έδειχνα. Τώρα έπρεπε να πλέξω αυτά τα καταραμένα μαλλιά, και τα κατάφερα- στερέωσα τις κο-τσίδες σε μια μακριά κουλούρα στο πίσω μέρος του κεφα-λιού μου. Χρησιμοποίησα τόσες φουρκέτες, που θα έφτα-ναν για είκοσι γυναίκες. Τραβώντας κάτω τις μπούκλες που είχαν περισσέψει γύρω από το πρόσωπο μου, το μέτωπο και τα μάγουλα, είδα σιον καθρέφτη μια Ρωμαία γυναίκα, ταπεινή αλλά ανεκτή, σκέφτηκα, με τα καστανά της μαλλιά χωρισμένα στη μέση, τα φρύδια της μαύρα και τα χείλια της κατακόκκινα.

Η μεγαλύτερη ενόχληση ήταν να μαζέψω γύρω μου όλα αυτά τα υφάσματα. Προσπάθησα να τα ταιριάξω στο μή-κος. Προσπάθησα να ισιώσω τη μεταξωτή στόλα και μετά να τη δέσω σφιχτά κάτω από το στήθος μου. Τι μπελάς ό-λο αυτό το τύλιγμα, το μάζεμα και το δέσιμο. Πάντα με πε--

Page 138: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ριτριγύριζαν δούλες. Τελικά, με δύο χιτώνες από κάτω και μια μακριά, λεπτή, κόκκινη στόλα, διάλεξα μια μεταξωτή πάλα, πολύ μεγάλη, με τρέσες και χρυσά κεντίδια.

Φόρεσα δαχτυλίδια, βραχιόλια. Αλλά σκόπευα να κρύ-ψω κάτω από αυτό το μανδύα όσο περισσότερα μπορούσα. Θυμήθηκα τον πατέρα μου που καταριόταν κάθε μέρα που ήταν αναγκασμένος να φοράει την τήβεννο, το επίσημο ε-ξωτερικό ένδυμα του ευγενούς Ρωμαίου. Ε, λοιπόν, μόνο οι πόρνες φορούσαν τήβεννο. Τουλάχιστον δεν είχα να το α-ντιμετωπίσω και αυτό.

Πήγα κατευθείαν στο δουλοπάζαρο. Ο Ιακώβ είχε δίκιο για τον πληθυσμό εδώ. Η πόλη ήταν

γεμάτη από άντρες και γυναίκες όλων των εθνικοτήτων. Πολλές γυναίκες περπατούσαν ανά δύο, πιασμένες χέρι με χέρι.

Οι χαλαροί ελληνικοί μανδύες ήταν απόλυτα αποδεκτοί εδώ, όπως και οι μακριές εξωτικές φοινικικές ή βαβυλω-νιακές ρόμπες τόσο για τους άντρες όσο και για τις γυναί-κες. Τα μακριά μαλλιά ήταν συνηθισμένα στους άντρες, ό-πως και οι πυκνές γενειάδες. Μερικές γυναίκες κυκλοφο-ρούσαν με κοντούς αντρικούς χιτώνες. Άλλες ήταν εντελώς καλυμμένες, αποκαλύπτοντας μόνο τα μάτια τους, καθώς περπατούσαν συνοδευόμενες από φρουρούς και υπηρέτες.

Οι δρόμοι ήταν πιο καθαροί απ' όσο θα ήταν στη Ρώμη και τα λύματα διοχετεύονταν σε πλατύτερους ανοιχτούς α-γωγούς στο κέντρο των δρόμων κι από εκεί κυλούσαν γορ-γά προς τον προορισμό τους.

Πολύ πριν φτάσω στην Αγορά ή στην κεντρική πλατεία,

Page 139: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

είχα περάσει από τρεις διαφορετικές πόρτες, στις οποίες πλούσιοι ευγενείς στέκονταν και λογομαχούσαν σαρκαστι-κά για την τιμή υγιών νεαρών Ελλήνων και Ρωμαίων.

Ο ένας είπε σ' έναν όμορφο νεαρό: «Με θέλεις στο κρε-βάτι σου; Ούτε στα όνειρά σου. Όπως σου είπα, μπορείς να έχεις οποιοδήποτε από τα κορίτσια. Αν θέλεις εμένα, γύρι-σε στο σπίτι και πούλησε όσα έχεις και δεν έχεις!»

Πλούσιοι Ρωμαίοι με πολυτελείς τηβέννους στέκονταν στα γωνιακά κρασοπουλειά και ανταποκρίνονταν στο φευ-γαλέο βλέμμα μου με ένα απλό νεύμα την ώρα που περ-νούσα από μπροστά.

Ας μη με αναγνώριζε κανείς! Δεν ήταν πιθανό, οπωσδή-ποτε- ήμασταν πολύ μακριά από τη Ρώμη και είχα ζήσει πολύ καιρό στο σπίτι του πατέρα μου, ο οποίος, ευτυχώς, με είχε απαλλάξει από το βάρος των συμποσίων και των δεί-πνων, ακόμα και των τελετουργικών συγκεντρώσεων.

Η Αγορά ήταν πολύ μεγαλύτερη απ' όσο θυμόμουν από τη σύντομη ματιά που της είχα ρίξει. Όταν έφτασα στην ά-κρη της και είδα την πελώρια πλατεία, πλημμυρισμένη στον ήλιο, πλαισιωμένη από όλες τις πλευρές από περιστύλια ή ναούς ή αυτοκρατορικές επαύλεις, έμεινα έκθαμβη.

Στις στεγασμένες αγορές όλα ήταν για πούλημα, οι αρ-γυροχόοι συγκεντρωμένοι όλοι μαζί, οι υφαντές στις δικές τους θέσεις, οι έμποροι μεταξιού σε μια σειρά και μπο-ρούσα να δω κατά μήκος της πλευρικής οδού που ερχόταν από δεξιά μου ότι ήταν αφιερωμένη στην πώληση δούλων - των καλύτερων δούλων, ίσως, που θα αναγκάζονταν ποτέ να βγουν σε πλειστηριασμό.

Page 140: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Στο βάθος διέκρινα τα ψηλά κατάρτια των πλοίων. Μύ-ριζα το ποτάμι. Εκεί βρισκόταν και ο Ναός του Αυγούστου, με τις φωτιές του να καίνε, με τους ένστολους λεγεωνάριους σε τεμπέλικη ετοιμότητα.

Ζεσταινόμουν και ένιωθα ανυπομονησία, γιατί ο μαν-δύας μου γλιστρούσε συνεχώς -για την ακρίβεια, όλο αυτό το μετάξι έμοιαζε να γλιστράει και να πέφτει- και υπήρχαν πολλοί ανοιχτοί κήποι όπου σερβιριζόταν κρασί για γυναί-κες που ήταν μαζεμένες σε παρέες και φλυαρούσαν. Θα μπορούσα να βρω ένα μέρος κοντά σε κάποιον για να πιω λίγο κρασί.

Αλλά έπρεπε να στήσω το σπιτικό μου. Έπρεπε να βρω υπάκουους δούλους.

Στη Ρώμη, φυσικά, δεν είχα πάει ποτέ μου σε δουλοπά-ζαρο. Δε θα ήμουν ποτέ αναγκασμένη να κάνω κάτι τέτοιο. Άλλωστε, είχαμε τόσο πολλές οικογένειες δούλων στα κτή-ματά μας στην Τοσκάνη και στη Ρώμη, που πολύ σπάνια α-γοράζαμε καινούριο δούλο. Αντίθετα, ο πατέρας μου είχε τη συνήθεια να κληρονομεί τους υπέργηρους και σοφούς δού-λους από τους φίλους του και συχνά τον πειράζαμε για την Ακαδημία, την ομάδα των δούλων που δεν έκαναν τίποτε άλ-λο από το να περιφέρονται στον κήπο και να συζητάνε για ιστορικά ζητήματα.

Τώρα, όμως, έπρεπε να παραστήσω την κοσμογυρισμέ-νη γυναίκα. Επιθεώρησα κάθε καλό οικιακό δούλο από αυ-τούς που προσφέρονταν για πούλημα και αποφάσισα γρή-γορα να αγοράσω δύο αδερφές, πολύ νέες και πολύ τρο-μαγμένες, που θα έβγαιναν σε πλειστηριασμό το μεσημέρι

Page 141: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

για να πάνε σε κάποιο πορνείο. Παράγγειλα να μας φέρουν σκαμνιά και καθίσαμε μαζί.

Συζητήσαμε. Προέρχονταν από ένα μικρό σπιτικό στην Τύρο· είχαν

γεννηθεί δούλες. Ήξεραν καλά ελληνικά και λατινικά. Μι-λούσαν αραμαϊκά. Ήταν αγγελικές στη γλυκύτητά τους.

Είχαν άσπιλα χέρια. Διέθεταν κάθε δεξιότητα που α-παιτούσα. Ήξεραν να χτενίζουν, να βάφουν ένα πρόσωπο, να μαγειρεύουν. Απάγγελλαν γρήγορα συνταγές για ανατο-λίτικα φαγητά που δεν είχα ποτέ μου ξανακούσει- ανέφεραν διάφορες πομάδες και κοκκινάδια. Η μία τους κοκκίνισε α-πό φόβο και είπε: «Κυρά μου, μπορώ να σου βάψω το πρό-σωπο πολύ γρήγορα και στην εντέλεια!»

Κατάλαβα ότι ήθελε να πει πως δεν τα είχα καταφέρει καλά σ' αυτή τη δουλειά.

Ήξερα, επίσης, ότι αφού προέρχονταν από μικρό σπι-τικό θα ήταν πολύ πιο επιτήδειες σε διάφορες εργασίες α-πό τους δούλους που είχαμε στο σπίτι.

Τις αγόρασα και τις δύο, απαντώντας στις προσευχές τους- ζήτησα καθαρούς χιτώνες σε ένα λογικό μήκος και για τις δυο τους, αγόρασα τους χιτώνες και μετά βρήκα έναν πλανόδιο έμπορο που πουλούσε πάλες. Αγόρασα από έναν μπλε μανδύα για κάθε αδερφή. Ήταν τόσο ευτυχισμένες. Ήταν σιωπηλές και ήθελαν να καλύψουν τα κεφάλια τους.

Δεν είχα τον παραμικρό ενδοιασμό γι' αυτές. Θα πέθαι-ναν για χάρη μου.

Δε μου πέρασε από το μυαλό ότι πέθαιναν της πείνας μέχρι που, ενώ έψαχνα για άλλους δούλους, άκουσα έναν κα-

Page 142: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κό δουλέμπορο να θυμίζει ο' ένα θρασύ μορφωμένο Έλλη-να ότι δε θα έτρωγε μέχρι να πουληθεί.

«Φρίκη», είπα. «Κι εσείς, κορίτσια, μάλλον θα πεινάτε. Πηγαίνετε στο μαγειρείο στην Αγορά. Κοιτάξτε στο τέλος του δρόμου. Βλέπετε εκεί τα απλωμένα τραπέζια και τους πάγκους;»

«Μόνες;» είπαν απελπισμένες. «Ακούστε, κορίτσια. Δεν έχω καιρό να σας ταΐσω σαν τα

πουλάκια από το χέρι μου. Μην κοιτάξετε κανέναν άντρα στα μάτια- φάτε και πιείτε ό,τι θέλετε». Τους έδωσα ένα φαινομενικά υπερβολικά μεγάλο ποσό. «Και μη φύγετε α-πό το μαγειρείο αν δεν έρθω να σας πάρω. Αν σας πλησιά-σει κανένας άντρας, να παραστήσετε τις τρομοκρατημένες, σκύψτε τα κεφάλια και διαμαρτυρηθείτε όσο μπορείτε κα-λύτερα ότι δε μιλάτε τη γλώσσα του. Αν συμβεί το χειρότε-ρο, πηγαίνετε στο Ναό της Ίσιδας».

Έτρεξαν μαζί στο στενό δρομάκι προς το μακρινό μα-γειρείο και οι μανδύες τους άστραφταν σ' ένα υπέροχο μπλε χρώμα έτσι όπως φούσκωναν στο αεράκι, που νομίζω ότι το βλέπω ακόμα, το χρώμα του ουρανού μέσα στα πυκνά ι-δρωμένα πλήθη κάτω από τον κυκεώνα από στέγαστρα. Η Μία και η Αία. Δεν ήταν δύσκολο να τα θυμηθώ, αλλά δεν μπορούσα να τις ξεχωρίσω.

Ένα χαμηλόφωνο, κοροϊδευτικό γέλιο με ξάφνιασε. Ή-ταν ο Έλληνας δούλος που μόλις τον είχε απειλήσει ο κύ-ριος του με λιμοκτονία.

Είπε στον κύριό του: «Εντάξει, άσε με να πεθάνω από την πείνα. Και μετά τι

Page 143: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

θα έχεις να πουλήσεις; Έναν αδύναμο και ετοιμοθάνατο ά-ντρα, αντί για έναν ασυνήθιστα μορφωμένο άνθρωπο».

Ασυνήθιστα μορφωμένο άνθρωπο! Γύρισα και κοίταξα τον άντρα. Καθόταν ο ένα σκαμνί

και δε σηκώθηκε για χάρη μου. Φορούσε μόνο ένα βρόμι-κο πανί στα σκέλια του, πράγμα εντελώς ανόητο εκ μέρους του πωλητή, αλλά αυτή η αμέλεια πρόδιδε χωρίς αμφι-σβήτηση ότι ο δούλος αυτός ήταν ένας πολύ όμορφος ά-ντρας, με ωραίο πρόσωπο, απαλά καστανά μαλλιά, μεγά-λα αμυγδαλωτά πράσινα μάτια και σαρκαστική έκφραση στο όμορφο στόμα του. Ήταν γύρω στα τριάντα, ίσως λίγο νεότερος. Ήταν σε καλή κατάσταση για την ηλικία του, ό-πως ήταν συνήθως οι Έλληνες, με δεμένους μυς.

Τα καστανά μαλλιά του ήταν βρόμικα, είχαν κοπεί κο-ντά και γύρω από το λαιμό του κρεμόταν η πιο άθλια μικρή επιγραφή που είχα δει ποτέ, με πυκνογραμμένα λατινικά γραμματάκια.

Τραβώντας ξανά το μανδύα, που μου έπεφτε, πλησίασα πολύ κοντά σ' αυτό το υπέροχο στέρνο, λίγο ξαφνιασμένη από το θρασύ του βλέμμα, και προσπάθησα να τα διαβά-σω όλα αυτά.

Φαινόταν ότι μπορούσε να διδάξει φιλοσοφία, γλώσσες, μαθηματικά, τραγουδούσε τα πάντα, ήξερε όλους τους ποιη-τές, μπορούσε να ετοιμάσει συμπόσια ολόκληρα, ήταν υπο-μονετικός με τα παιδιά, είχε υπηρετήσει στο στρατό με τον Ρωμαίο του κύριο στη χερσόνησο του Αίμου, μπορούσε να υ-πηρετήσει ως ένοπλος φρουρός, ήταν υπάκουος και ενάρετος και είχε ζήσει όλη του τη ζωή στην Αθήνα σ' ένα σπιτικό.

Page 144: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όλα αυτά τα διάβασα κοροϊδευτικά. Με κοίταξε με θρά-σος όταν είδε το χλευασμό στα μάτια μου. Θρασύτατα δί-πλωσε τα χέρια λίγο κάτω από αυτή τη μικρή επιγραφή. Α-κούμπησε στον τοίχο.

Ξαφνικά, είδα γιατί ο έμπορος, που στεκόταν δίπλα, δεν υποχρέωσε τον Έλληνα να σηκωθεί. Ο Έλληνας είχε μόνο ένα καλό πόδι. Το αριστερό πόδι κάτω από το γόνατο ήταν φτιαγμένο από περίτεχνα σκαλισμένο ελεφαντόδοντο, με προσεκτικά σχηματισμένο πόδι και σανδάλι. Τέλεια δά-χτυλα. Φυσικά, είχαν συνδεθεί μεταξύ τους αυτή η τέλεια γά-μπα και το πόδι, αλλά σε τρία αναλογικά κομμάτια, το κα-θένα στολισμένο με διακοσμητικά στοιχεία και χωριστά κομμάτια για το πόδι, με τα νύχια σχηματισμένα και τα λουριά του σανδαλιού υπέροχα σκαλισμένα.

Ποτέ μου δεν είχα ξαναδεί τέτοιο τεχνητό μέλος, τόση σπατάλη τέχνης αντί για μια άγαρμπη προσπάθεια μίμησης της φύσης.

«Πώς έχασες το πόδι σου;» τον ρώτησα στα ελληνικά. Καμία απάντηση. Έδειξα το πόδι. Καμία απάντηση.

Ρώτησα στα λατινικά. Και πάλι καμία απάντηση. Ο δουλέμπορος σηκωνόταν στις μύτες των ποδιών του α-

πό την ανησυχία και έσφιγγε τα χέρια του. «Κυρά μου, ξέρει να κρατάει καταλόγους, να κάνει ο-

ποιαδήποτε δουλειά- είναι τέλειος καλλιγράφος και προ-σεκτικός με τους αριθμούς».

Χμμ. Ούτε λέξη για διδασκαλία παιδιών; Δε θύμιζα σύ-ζυγο και μητέρα. Αυτό δεν ήταν καλό.

Ο Έλληνας κάγχασε και απέστρεψε το βλέμμα. Είπε α--

Page 145: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χνά μέσα από τα δόντια του σε κοφτά λατινικά ότι, αν ξό-δευα λεφτά γι' αυτόν, θα τα ξόδευα για έναν πεθαμένο άν-θρωπο. Η φωνή του ήταν απαλή και όμορφη, αν και κου-ρασμένη και γεμάτη περιφρόνηση, και η προφορά του α-βίαστη και εκλεπτυσμένη.

Η υπομονή μου εξαντλήθηκε. Μίλησα γρήγορα στα ελ-ληνικά.

«Μάθε από μένα, υπερφίαλε, ηλίθιε Αθηναίε!» είπα κα-τακόκκινη στο πρόσωπο και έξαλλη που με είχαν κρίνει τό-σο άσχημα και ο δούλος και ο κύριος του. «Αν ξέρεις να γράφεις ελληνικά και λατινικά στο ελάχιστο, αν έχεις πράγ-ματι μελετήσει Αριστοτέλη και Ευκλείδη, που τα ονόματά τους μάλιστα τα έγραψες ανορθόγραφα, αν έχεις σπουδά-σει στην Αθήνα και έχεις πολεμήσει στη χερσόνησο του Αί-μου, αν έστω και το μισό από αυτό το μεγάλο έπος αλη-θεύει, γιατί να μη θέλεις να ανήκεις σε μία από τις πιο έ-ξυπνες γυναίκες που θα γνωρίσεις ποτέ σου, που θα σου φερθεί με αξιοπρέπεια και σεβασμό σε αντάλλαγμα για την αφοσίωσή σου; Τι ξέρεις εσύ για τον Αριστοτέλη και τον Πλάτωνα που δεν το ξέρω εγώ; Ποτέ μου δεν έχω χτυπήσει δούλο στη ζωή μου. Προσπερνάς τη μόνη ιδιοκτήτρια από την οποία η πίστη σου θ' ανταμειβόταν με τον καλύτερο τρόπο που μπορείς ποτέ να ονειρευτείς. Αυτή η επιγραφή γράφει ένα σωρό ψέματα, έτσι δεν είναι;»

Ο δούλος έμεινε έκπληκτος, αλλά δε θύμωσε. Έσκυψε μπροστά, προσπαθώντας να με αξιολογήσει περισσότερο, χωρίς να γίνει αντιληπτός. Ο έμπορος έκανε απεγνωσμένες χειρονομίες προς το δούλο για να σηκωθεί όρθιος και ο

Page 146: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

δούλος το έκανε και ορθώθηκε πολύ πιο ψηλά από μένα. Τα πόδια του ήταν γερά και δυνατά μέχρι το φιλντισένιο μέλος.

«Δε μου λες ειλικρινά τι μπορείς πραγματικά να κάνεις;» είπα στα λατινικά αυτή τη φορά.

Γύρισα στο δουλέμπορο. «Φέρε μου μια πένα για να διορθώσω αυτό εδώ, την ορθογραφία αυτών των ονομάτων. Αν αυτός ο άντρας θέλει να ελπίζει να γίνει δάσκαλος, αυ-τές οι ανορθογραφίες τού καταστρέφουν κάθε ελπίδα. Φα-ντάζει ανόητος που τις έγραψε».

«Δεν έφτανε ο χώρος για να γράψω!» δήλωσε ο δούλος ξαφνικά, ψιθυρίζοντας εκνευρισμένος σε τέλεια λατινικά. Έσκυψε προς το μέρος μου, σαν να έπρεπε να καταλάβω.

«Κοίτα αυτή τη μικρή επιγραφή, αν είσαι τόσο έξυπνη όσο λες! Συνειδητοποιείς πόσο αδαής είναι αυτός εδώ ο έ-μπορος. Δεν έχει κουκούτσι μυαλό για να καταλάβει τι δια-μάντι έχει στα χέρια του και νομίζει ότι είναι ένα κομμάτι γυαλί! Είναι φριχτό. Στρίμωξα σ' αυτή την επιγραφή όσες γενικότητες μπορούσα».

Γέλασα. Γοητεύτηκα και ενθουσιάστηκα. Δεν μπορού-σα να συγκρατήσω τα γέλια μου. Ήταν τόσο αστεία όλα αυτά! Ο έμπορος είχε μπερδευτεί. Να τιμωρήσει το δούλο και να μειώσει την τιμή του; Ή να αφήσει αυτούς τους δυο να τα βρουν μεταξύ τους;

«Τι να έκανα;» ρώτησε με την ίδια εμπιστευτική, ψιθυ-ριστή φωνή, αλλά αυτή τη φορά στα ελληνικά. «Να φωνά-ζω σε κάθε περαστικό: "Εδώ, κύριοι, βλέπετε ένα μεγάλο δά-σκαλο, ένα φιλόσοφο;"» Ηρέμησε κάπως και είδα ότι είχε αρχίσει να ελπίζει, να ελπίζει ότι θα ήμουν καλή ιδιοκτή-

Page 147: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τρία γι' αυτόν. Αλλά δεν ήθελε να επιτρέψει στον εαυτό του να το πιστέψει.

Ο έμπορος περίμενε την ελάχιστη ένδειξη από μέρους μου για το τι θα έπρεπε να κάνει. Ήταν φανερό ότι παρα-κολουθούσε τη συζήτησή μας.

«Κοίτα, θρασύτατε μονοπόδαρε δούλε», είπα. «Αν πί-στευα ότι θα μπορούσες έστω να μου διαβάζεις Οβίδιο τα βράδια, θα σε αγόραζα στη στιγμή. Αλλά αυτή η επιγραφή σε εμφανίζει δοξασμένο Σωκράτη και Μεγαλέξανδρο μα-ζί. Σε ποιο πόλεμο της χερσονήσου του Αίμου πολέμησες; Γιατί ξέπεσες στα χέρια αυτού του άθλιου εμπόρου αντί να σε πάρουν αμέσως σε κάποιο καλό σπίτι; Πώς θα μπορού-σε οποιοσδήποτε να τα πιστέψει όλα αυτά; Αν ο τυφλός Ό-μηρος είχε τραγουδήσει έναν τόσο εξωφρενικό μύθο, οι άν-θρωποι θα είχαν σηκωθεί και θα είχαν φύγει από την τα-βέρνα».

Θύμωσε, αναστατώθηκε. Ο έμπορος σήκωσε τα χέρια προειδοποιητικά, σαν να ή-

θελε να συγκρατήσει τον άντρα. «Τι διάβολο συνέβη στο πόδι σου;» ρώτησα. «Πώς το έ-

χασες; Ποιος σου έφτιαξε αυτό το θαυμάσιο υποκατάστατο;» Χαμηλώνοντας τη φωνή σε ένα θυμωμένο αλλά εύγλωτ-

το ψίθυρο, ο δούλος δήλωσε αργά και υπομονετικά: «Το έχασα σ' ένα κυνήγι αγριογούρουνου με τον Ρωμαίο

κύριό μου. Μου έσωσε τη ζωή. Κυνηγούσαμε συχνά. Ήταν στο Πεντελικό, το όρος...»

«Ξέρω πού είναι το Πεντελικό, ευχαριστώ πολύ», του εί-πα.

Page 148: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Οι εκφράσεις του προσώπου του ήταν εκλεπτυσμένες. Ήταν εντελώς μπερδεμένος. Έγλειψε τα ξεραμένα χείλια του και είπε:

«Πες σ' αυτό τον έμπορο να φέρει περγαμηνή και με-λάνι». Μιλούσε λατινικά τόσο όμορφα, με την τέχνη ενός η-θοποιού ή ενός ρήτορα, κι όμως εντελώς αβίαστα. «Θα σου γράψω τους Έρωτες του Οβίδιου από μνήμης», είπε, ικετεύ-οντας μέσα από σφιγμένα δόντια, διόλου εύκολη δουλειά. «Και μετά θα σου γράψω όλη την ιστορία των Περσών α-πό τον Ξενοφώντα, αν έχω ώρα, στα ελληνικά, φυσικά! Ο κύριος μου μου φερόταν σαν παιδί του· πολέμησα μαζί του, σπούδασα μαζί του, έμαθα μαζί του. Του έγραφα τα γράμ-ματα. Η εκπαίδευσή του ήταν και δική μου, γιατί έτσι το θέ-λησε».

«Α», είπα ανακουφισμένη και περήφανη. Έμοιαζε με τέλειο κύριο τώρα, θυμωμένος, σε άθλια κα-

τάσταση κι όμως αξιοπρεπής και επιχειρηματολογώντας με όση ένταση είχε ανάγκη για να δυναμώσει την ίδια του την ψυχή.

«Και στο κρεβάτι; Μπορείς να το κάνεις στο κρεβάτι;» ρώτησα. Δεν μπορώ να περιγράψω τι θυμό και τι απόγνω-ση προκάλεσε αυτή η ερώτηση.

Είχε σοκαριστεί εντελώς. Καλό σημάδι. Τα μάτια του γούρλωσαν. Συνοφρυώθηκε.

Στο μεταξύ, ο δουλέμπορος κατέφθασε με τραπεζάκι, σκαμνί, περγαμηνή και μελάνι και τα ακούμπησε στα καυ-τά χαλίκια.

«Ορίστε, γράψε», είπε στο δούλο. «Φτιάξε γράμματα γι'

Page 149: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

αυτή τη γυναίκα. Πρόσθεσε αριθμούς. Αλλιώς θα σε σκο-τώσω και θα πουλήσω το πόδι σου».

Ξανάβαλα τα γέλια αυθόρμητα. Κοίταξα το δούλο, που ακόμα στεκόταν παραζαλισμένος. Απομάκρυνε το βλέμμα του από πάνω μου για να κοιτάξει τον έμπορο με περιφρό-νηση.

«Είσαι ακίνδυνος με τις δούλες;» είπα αυταρχικά. «Αγα-πάς τα αγοράκια;»

«Είμαι εντελώς έμπιστος!» είπε ο δούλος. «Δεν είμαι ι-κανός για κανένα κρίμα εναντίον οποιουδήποτε κυρίου».

«Και τι θα γίνει έτσι και σε θέλω στο δικό μου κρεβάτι; Είμαι η κυρία του σπιτιού, δύο φορές χήρα και μόνη, και είμαι Ρωμαία».

Το πρόσωπο του σκοτείνιασε. Δεν μπορώ να κατονομά-σω τα συναισθήματα που φάνηκαν να περνάνε από την έκ-φρασή του, τη θλίψη, την αναποφασιστικότητα, τη σύγχυ-ση και την απόλυτη αμηχανία που τον παραμόρφωναν.

«Λοιπόν;» ρώτησα. «Να το θέσω ως εξής, κυρά μου. Θα μείνεις πολύ πιο ικα-

νοποιημένη από την απαγγελία του Οβίδιου, παρά από ο-ποιαδήποτε προσπάθειά μου να υλοποιήσω τους στίχους του».

«Σου αρέσουν τα αγόρια», είπα με ένα νεύμα. «Γεννήθηκα δούλος, κυρά μου. Έμαθα με τα αγόρια.

Δεν ξέρω τίποτε άλλο. Και δε χρειάζομαι κανένα από τα δύο». Το πρόσωπο του τώρα ήταν κατακόκκινο και είχε χα-μηλώσει τα μάτια.

Υπέροχη αθηναϊκή σεμνότητα. Του έκανα νόημα να καθίσει.

Page 150: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

To έκανε με εκπληκτική απλότητα και χάρη, αν λάβεις υπόψη τις περιστάσεις: ζέστη, βρόμα, πλήθη, ετοιμόρροπο σκαμνί και τραπεζάκι που κουνιόταν.

Σήκωσε την πένα και έγραψε γρήγορα σε άψογα ελλη-νικά. «Μήπως πρόσβαλα ανόητα αυτή τη σπουδαία κυρία με τις πολλές γνώσεις και την αξιοθαύμαστη υπομονή; Μή-πως προκάλεσα με την απερισκεψία μου την καταστροφή μου;» Συνέχισε να γράφει στα λατινικά: «Ο Λουκρήτιος να μας λέει άραγε την αλήθεια όταν ισχυρίζεται ότι δεν πρέ-πει να φοβόμαστε το θάνατο;» Σκέφτηκε για μια στιγμή και μετά ξανάγραψε στα ελληνικά: «Ο Βιργίλιος και ο Οράτιος είναι άραγε ισάξιοι με τους μεγάλους μας ποιητές; Το πι-στεύουν πραγματικά οι Ρωμαίοι αυτό ή απλώς ελπίζουν να αληθεύει, ξέροντας ότι τα επιτεύγματά τους είναι λαμπρό-τερα σε άλλες τέχνες;»

Όλα αυτά τα διάβασα πολύ σκεφτική, χαμογελώντας ευ-χαριστημένη. Τον είχα ερωτευτεί. Κοίταξα τη λεπτή του μύτη, το πιγούνι του με το λακκάκι και βαθιά μέσα στα πρά-σινα μάτια που σηκώθηκαν να με αντικρίσουν.

«Πο5ς κατάντησες εδώ;» είπα. «Στα χέρια ενός δουλε-μπόρου της Αντιόχειας; Έχεις αθηναϊκή ανατροφή, όπως είπες».

Προσπάθησε να σηκωθεί για να απαντήσει. Τον έ-σπρωξα για να καθίσει κάτω.

«Δεν μπορώ να σου πω τίποτε γι' αυτό», είπε. «Μόνο ότι ο κύριος μου με αγαπούσε πολύ, ότι ο κύριος μου πέθανε στο κρεβάτι του με όλη την οικογένειά του δίπλα του. Και ιδού εγώ».

Page 151: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Γιατί δε σε απελευθέρωσε με τη διαθήκη του;» «Το έκανε, κυρά μου, και πλουσιοπάροχα». «Τι συνέβη;» «Δεν μπορώ να σου πω τίποτε άλλο». «Γιατί όχι; Ποιος σε πούλησε, γιατί;» «Κυρά μου», είπε, «σε παρακαλώ να εκτιμήσεις την α-

φοσίωσή μου σ' ένα σπιτικό που υπηρέτησα όλη μου τη ζωή. Δεν μπορώ να πω περισσότερα. Αν γίνω υπηρέτης σου, θα δείξω την ίδια αφοσίωση και σε σένα. Το σπίτι σου θα γίνει σπίτι μου και θα είναι ιερό για μένα. Αυτό που θα συμ-βαίνει μέσα στους τοίχους του σπιτιού σου θα μείνει μέσα στους τοίχους του σπιτιού σου. Μιλάω με αρετή και καλο-σύνη για τον κύριό μου, γιατί έτσι είναι το σωστό. Επίτρε-ψέ μου να μην πω περισσότερα».

Το μεγαλείο της αρχαίας ελληνικής ηθικής. «Γράψε κι άλλα, βιάσου!» είπε ο δουλέμπορος. «Ησύχασε», του είπα. «Έχει γράψει ήδη αρκετά». Ο όμορφος καστανομάλλης δούλος, αυτός ο γοητευτικά

όμορφος μονοπόδαρος άντρας, είχε πέσει σε βαθιά περι-συλλογή και κοιτούσε προς τη μακρινή Αγορά, τις σιλουέ-τες που πηγαινοέρχονταν στην αρχή του δρόμου.

«Τι θα έκανα ως απελεύθερος;» μου είπε, κοιτώντας με με απόλυτη, παραιτημένη μοναξιά. «Θα αντέγραφα όλη μέ-ρα για ένα κομμάτι ψωμί για τους βιβλιοπώλες; Θα έγρα-φα επιστολές με αντάλλαγμα νομίσματα; Ο κύριος μου ρι-σκάρισε τη ζωή του την ίδια για να με σώσει από το αγριο-γούρουνο. Στη μάχη υπηρέτησα υπό τις διαταγές του Τιβέ-ριου στο Ιλλυρικό, όπου με δεκαπέντε περίπου λεγεώνες

Page 152: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κατέπνιξε όλες τις εξεγέρσεις. Έκοψα το κεφάλι ενός ά-ντρα για να σώσω τον κύριο μου. Και τώρα τι είμαι;»

Πλημμύρισα από θλίψη. «Και τώρα τι είμαι;» επανέλαβε την ερώτηση. «Αν ήμουν απελεύθερος, θα ζούσα πολύ φτωχικά και ό-

ταν θα κοιμόμουν σε κάποιο βρομερό κατάλυμα θα μου έ-κοβαν και θα μου έκλεβαν το φιλντισένιο πόδι μου!»

Μου κόπηκε η ανάσα και έβαλα το χέρι στα χείλια μου. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα καθώς με κοίταξε και η

φωνή του έγινε ακόμα πιο απαλή, αλλά η άρθρωσή του πα-ρέμεινε άψογη:

«Ε, θα μπορούσα να διδάσκω φιλοσοφία κάτω από τις κιονοστοιχίες εκεί πέρα, ξέρεις, να φλυαρώ για τον Διογένη και να παριστάνω ότι μου αρέσει να φοράω κουρέλια, όπως κάνουν οι οπαδοί τον στις μέρες μας. Τους έχεις δει αυτούς τους γελοίους που κυκλοφορούν; Σε όλη μου τη ζωή ποτέ μου δεν έχω δει τόσο πολλούς φιλοσόφους μαζεμένους όσους σ' αυτή την πόλη! Ρίξε μια ματιά την ώρα που θα γυρίζεις. Ξέ-ρεις τι χρειάζεται για να διδάξεις φιλοσοφία εδώ; Πρέπει να λες ψέματα. Πρέπει να εξακοντίζεις λέξεις χωρίς νόημα όσο πιο γρήγορα μπορείς ενώπιον των νέων ανθρώπων και να καμώνεσαι πως βρίσκεσαι σε βαθιά περισυλλογή όποτε δεν μπορείς να απαντήσεις και να βγάζεις ανοησίες από το μυα-λό σου και να τις αποδίδεις στους παλιούς Στωικούς».

Σταμάτησε και προσπάθησε να αυτοσυγκρατηθεί. Έτσι όπως τον κοίταζα μου ήρθε να βάλω τα κλάματα. «Βλέπεις, όμως, δεν είμαι καλός στα ψέματα», είπε. «Αυ-

τό ήταν η καταστροφή μου μαζί σου, σπουδαία μου κυρία».

Page 153: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μέσα μου ένιωσα να ραγίζω και οι πληγές μου άνοιξαν σιωπηλά. Η δύναμη που με είχε οδηγήσει από τον περιο-ρισμό μου εξανεμιζόταν. Σίγουρα όμως είδε τα δάκρυά μου.

Ξανακοίταξε προς την πλευρά της Αγοράς. «Ονειρεύομαι έναν έντιμο κύριο ή κυρία, ένα τιμημένο

σπίτι. Μπορεί ένας δούλος να αποκτήσει τιμή ζώντας σε τι-μημένο περιβάλλον; Ο νόμος λέει όχι. Έτσι, λοιπόν, όποιος δούλος κληθεί να καταθέσει σε δίκη πρέπει να βασανιστεί, γιατί δεν έχει προσωπική τιμή! Αλλά η λογική λέει το αντί-θετο. Έχω διδαχτεί και μπορώ να διδάξω και τη γενναιό-τητα και την εντιμότητα. Και ναι, όλα όσα λέει αυτή η επι-γραφή είναι αλήθεια. Δεν είχα ούτε το χρόνο ούτε την ευ-καιρία να μετριάσω το υπερφίαλο ύφος της».

Έσκυψε το κεφάλι και ξανακοίταξε προς το μέρος της Αγοράς, σαν να κοιτούσε κάποιο χαμένο κόσμο. Ανασηκώ-θηκε στο κάθισμά του, για να δείξει γενναιότητα. Ξανα-προσπάθησε να σηκωθεί.

«Όχι, κάθισε», είπα. «Κυρία», είπε, «αν θέλεις τις υπηρεσίες μου για κάποιο

κακόφημο οίκο, θα σου τα πω από τώρα... Αν πρόκειται να βασανίζεις και να εξαναγκάζεις νέα κορίτσια, όπως αυτά που μόλις αγόρασες, αν με διατάξεις να στέκω στην πόρτα για να διαλαλώ τα κάλλη τους, δε θα το κάνω. Για μένα εί-ναι το ίδιο ανέντιμο με το να κλέψω ή να πω ψέματα. Για-τί με θέλεις;»

Τα δάκρυα είχαν σταματήσει και αιωρούνταν ανάμεσα σ' εκείνον και στο όραμα που είχε για τον κόσμο που τον πε-ριέβαλλε. Το πρόσωπο του ήταν γαλήνιο.

Page 154: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Μοιάζω με πόρνη, λοιπόν;» τον ρώτησα σοκαρισμένη. «Μα τους θεούς, φόρεσα τα καλύτερά μου ρούχα. Κάνω ό,τι μπορώ για να δείχνω εξαιρετικά αξιοσέβαστη με όλα αυτά τα πολύτιμα μεταξωτά! Διακρίνεις σκληρότητα στα μάτια μου; Δεν μπορείς να πιστέψεις ότι ίσως πρέπει να διαθέτεις σκληρό χαρακτήρα για να αντέχεις τις θλίψεις; Δεν είναι ανάγκη να έχει πολεμήσει κανείς σε πεδίο μάχης για να διαθέτει θάρρος».

«Όχι, κυρά μου, όχι!» είπε. Λυπόταν τόσο πολύ. «Τότε γιατί με προσβάλλεις μ' αυτό τον τρόπο;» του εί-

πα πληγωμένη. «Και όχι, συμφωνώ μαζί σου σ' αυτό που έ-γραψες, οι Ρωμαίοι ποιητές μας δεν είναι ισάξιοι με τους Έλληνες. Δεν ξέρω ποιο είναι το πεπρωμένο της αυτοκρα-τορίας μας, κι αυτό βαραίνει τους ώμους μου όσο βάραινε ανέκαθεν τους ώμους του πατέρα μου και του δικού του πα-τέρα! Γιατί; Δεν ξέρω!» Γύρισα σαν να ήθελα να φύγω, αλ-λά δεν είχα καμιά τέτοια πρόθεση! Απλώς οι προσβολές του είχαν προχωρήσει πολύ μακριά.

Έσκυψε προς το μέρος μου πάνω από το τραπέζι. «Κυρά μου», είπε σκύβοντας ακόμα πιο χαμηλά και με

μεγαλύτερη ανησυχία. «Συγχώρεσε' με για τις βαριές κου-βέντες. Το πρόσωπο σου είναι εκκεντρικά βαμμένο και νο-μίζω ότι το κοκκινάδι στα χείλια δεν έχει στρωθεί σωστά. Έχεις κοκκινάδι στα δόντια σου. Δεν έχεις πουδράρει τα μπράτσα σου. Φοράς τρία μεταξωτά φορέματα και βλέπω μέσα και από τα τρία! Τα μαλλιά σου είναι χωρισμένα σε δύο κοτσίδες που πέφτουν στους ώμους σου όπως συνηθί-ζουν οι βάρβαροι και σκορπάς παντού χρυσές και ασημέ--

Page 155: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νιες φουρκέτες. Κοίτα αυτές τισ φουρκετούλες που πέφτουν. Κυρά μου, θα σε τρυπήσουν όλες αυτές οι φουρκέτες. Ο μανδύας σου, που είναι πιο κατάλληλος για βράδυ, έχει πέ-σει στο έδαφος. Το στρίφωμά σου σέρνεται στο χώμα».

Χωρίς να χάσει το ρυθμό της ομιλίας του, έσκυψε κάτω επιδέξια, μάζεψε την πάλα και σηκώθηκε αμέσως όρθιος για να μου τη δώσει, κάνοντας το γύρο του τραπεζιού, πα-τώντας βαριά στο ψεύτικο πόδι του για να μου περάσει το μανδύα στους ώμους.

«Μιλάς με θαυμαστή ταχύτητα και εντυπωσιακό χλευα-σμό», συνέχισε, «κι όμως κουβαλάς ένα πελώριο ξιφίδιο στο ζωνάρι σου. Θα έπρεπε να είναι κρυμμένο στο μπράτσο σου κάτω από το μανδύα. Και το πουγκί σου. Έβγαλες χρυ-σάφι από μέσα του για να πληρώσεις για τα κορίτσια. Εί-ναι πελώριο και απερίσκεπτα εμφανές. Και τα χέρια σου, τα χέρια σου είναι όμορφα, εκλεπτυσμένα όσο και τα λατι-νικά και τα ελληνικά σου, αλλά είναι λεκιασμένα από χώ-μα σαν να έσκαβες με τα νύχια τη γη την ίδια».

Χαμογέλασα. Τα δάκρυά μου είχαν στεγνώσει. «Είσαι πολύ παρατηρητικός», είπα εύθυμα. Είχα γοη-

τευτεί. «Γιατί να αναγκαστώ να σε πληγώσω τόσο βαθιά για να βρω την ψυχή σου; Γιατί να μην μπορούμε έτσι α-πλά να αποκαλύπτουμε τον εαυτό μας ο ένας στον άλλο; Χρειάζομαι ένα δυνατό προσωπικό ακόλουθο και επιστά-τη, που να μπορεί να οπλοφορεί, να διαχειρίζεται τα οι-κονομικά του σπιτιού μου και να το προστατεύει, γιατί εί-μαι μόνη. Μπορείς πραγματικά να δεις μέσα από όλο αυ-τό το μετάξι;»

Page 156: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κούνησε το κεφάλι. «Ε, τώρα, βέβαια, ο μανδύας είναι στους ώμους σου και σκεπάζει το... το ξιφίδιο και το ζωνά-ρι...» κοκκίνισε. Μετά, όταν του χαμογέλασα, προσπαθώ-ντας να ξαναβρώ την ηρεμία μου, προσπαθώντας να πολε-μήσω το σκοτάδι που απειλούσε να με καταπιεί και να μου αφαιρέσει όλη την αυτοπεποίθηση, όλη την πίστη στο κα-θήκον μου, συνέχισε.

«Κυρά μου, μαθαίνουμε να κρύβουμε την ψυχή μας για-τί οι άλλοι μας προδίδουν. Αλλά σε σένα θα εμπιστευόμουν την ψυχή μου! Το ξέρω, αν αλλάξεις γνώμη! Μπορώ να σε προστατέψω, μπορώ να διαχειριστώ το σπίτι σου. Δε θα α-τιμάσω τα μικρά κορίτσια σου. Σημείωσε, όμως, ότι παρά τον τόσο καιρό που πολέμησα στο Ιλλυρικό έχω μόνο ένα πόδι. Γύρισα στην πατρίδα μετά από τρία χρόνια διαρκούς, ματωμένης μάχης και το έχασα από ένα αγριογούρουνο, ε-πειδή ένα κακοφτιαγμένο ακόντιο έσπασε την ώρα που το εκτόξευα εναντίον του».

«Πώς είναι το όνομά σου;» ρώτησα. «Φλάβιος», απάντησε. Το όνομα ήταν ρωμαϊκό. «Φλάβιος», είπα. «Κυρά μου, η πάλα γλιστράει ξανά από το κεφάλι σου.

Κι αυτές οι φουρκετούλες είναι αιχμηρές, έχουν πάει παντού και θα σε τρυπήσουν».

«Αυτό μη σε πειράζει», είπα, αν και τον άφησα να με ξα-νατυλίξει σωστά σαν να ήταν ο Πυγμαλίωνας κι εγώ η Γα-λάτειά του. Χρησιμοποίησε τα ακροδάχτυλά του. Αλλά ο μανδύας ήταν ήδη λερωμένος.

«Εκείνα τα κορίτσια», του είπα, «που είδες για λίγο, αυ--

Page 157: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τά είναι το σπιτικό μου εδώ και μισή ώρα. Θα πρέπει να εί-σαι ο στοργικός τους αφέντης. Αλλά αν πρόκειται να ξα-πλώσεις στο κρεβάτι οποιασδήποτε γυναίκας κάτω από τη στέγη μου, το κρεβάτι αυτό καλά θα κάνει να είναι το δικό μου. Είμαι από σάρκα και οστά!»

Κούνησε το κεφάλι, μη βρίσκοντας λέξη να πει. Άνοιξα το πουγκί μου και έβγαλα αυτά που σκόπευα να

πληρώσω, μια λογική τιμή για τα δεδομένα της Ρώμης, έ-τσι νόμιζα, όπου οι δούλοι πάντα περηφανεύονταν για το πό-σο είχαν κοσιίσει. Έβαλα κάτω το χρυσάφι, μην προσέχο-ντας τις παραστάσεις πάνω στα νομίσματα, αλλά μόνο υ-πολογίζοντας χοντρικά την αξία τους.

Ο δούλος με κοίταξε με όλο και μεγαλύτερο θαυμασμό και μετά τα μάτια του μαστίγωσαν τον έμπορο.

Ο γλοιώδης, ανελέητος, πονηρός δουλέμπορος φού-σκωσε σαν βατράχι και μου είπε ότι αυτός ο ανεκτίμητος Έλληνας διανοούμενος θα πουλιόταν στον πλειστηριασμό σε μεγαλύτερη τιμή. Αρκετοί πλούσιοι άντρες είχαν εκ-φράσει ενδιαφέρον. Μια ολόκληρη σχολική τάξη επρόκει-το να του θέσει ερωτήσεις την επόμενη ώρα. Ρωμαίοι α-ξιωματούχοι είχαν στείλει τους επιστάτες τους για να τον ε-πιθεωρήσουν.

«Δεν έχω άλλη αντοχή γι' αυτό», είπα και ξανάβαλα το χέρι στο πουγκί μου.

Αμέσως ο καινούριος μου δούλος Φλάβιος άπλωσε ευ-γενικά το χέρι για να με εμποδίσει.

Κοίταξε άγρια τον έμπορο με μεγάλο κύρος και άφοβη περιφρόνηση.

Page 158: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Για έναν άντρα με ένα πόδι!» είπε ο Φλάβιος μέσα α-πό τα δόντια του. «Κλέφτη! Χρεώνεις τόσο ακριβά την κυ-ρά μου, εδώ στην Αντιόχεια, όπου οι δούλοι είναι τόσο ά-φθονοι, που τα πλοία τούς παίρνουν στη Ρώμη, γιατί είναι ο μόνος τρόπος να τους ξεφορτωθούν!»

Εντυπωσιάστηκα αρκετά. Τα πάντα είχαν πάει τόσο κα-λά. Το σκοτάδι απομακρύνθηκε ξανά από πάνω μου και για μια στιγμή η ζέστη του ήλιου απέκτησε θείο νόημα.

«Κλέβεις την κυρά μου και το ξέρεις! Είσαι απόβρασμα της κοινωνίας!» συνέχισε. «Κυρά μου, θα ξαναγοράσουμε ποτέ από αυτό τον απατεώνα; Εγώ θα σε συμβούλευα το α-ντίθετο!»

Ο δουλέμπορος χαμογέλασε ανόητα, μια απαίσια γκρι-μάτσα δειλίας και ηλιθιότητας, έσκυψε και μου έδωσε πί-σω το ένα τρίτο των χρημάτων που του είχα δώσει.

Κοίταξα το χρυσάφι που μου επιστράφηκε, το μάζεψα, το έδωσα στον Φλάβιο και φύγαμε.

Όταν μπερδευτήκαμε μέσα στο πυκνό πλήθος στο κέ-ντρο της Αγοράς, ξέσπασα σε γέλια για την όλη ιστορία.

«Ε, λοιπόν, Φλάβιε, με προστατεύεις ήδη, μου κάνεις οι-κονομία, μου δίνεις άριστες συμβουλές. Αν υπήρχαν κι άλ-λοι σαν και σένα στη Ρώμη, ο κόσμος μπορεί και να ήταν καλύτερος».

Είχε πνιγεί από τη συγκίνηση. Δεν μπορούσε να μιλήσει. Με κόπο ψιθύρισε:

«Κυρά μου, σου εμπιστεύομαι το κορμί και την ψυχή μου για πάντα».

Σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου και τον φίλησα

Page 159: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στο μάγουλο. Συνειδητοποίησα ότι η γύμνια του, η βρόμα του πανιού που φορούσε, όλα αυτά ήταν ένας εξευτελισμός που τον υπέμενε χωρίς ίχνος διαμαρτυρίας.

«Ορίστε», του είπα δίνοντάς του λίγα χρήματα. «Πάρε τα κορίτσια στο σπίτι, στρώσε τα στη δουλειά και μετά πή-γαινε στα λουτρά. Καθαρίσου. Καθαρίσου σαν Ρωμαίος. Πήγαινε με κανένα αγοράκι αν θες. Πήγαινε και με δύο. Μετά αγόρασε ωραία ρούχα για τον εαυτό σου, όχι ρούχα δούλου, αλλά ρούχα που θα αγόραζες για έναν πλούσιο Ρω-μαίο κύριο!»

«Κυρά μου, σε παρακαλώ κρύψε αυτό το πουγκί!» είπε ενώ έπαιρνε τα νομίσματα. «Και ποιο είναι το όνομα της κυ-ράς μου; Σε ποια θα λέω ότι ανήκω, αν ρωτηθώ;»

«Στην Πανδώρα την Αθηναία», είπα. «Αν και θα πρέπει να με ενημερώσεις για τη σημερινή κατάσταση της γενέ-τειράς μου, γιατί στην πραγματικότητα δεν έχω πάει ποτέ εκεί. Αλλά ένα ελληνικό όνομα με βολεύει πολύ. Φύγε τώ-ρα. Δες, τα κορίτσια μάς παρακολουθούν!»

Πολύς κόσμος παρακολουθούσε. Αχ, αυτό το κόκκινο μετάξι! Και ο Φλάβιος ήταν υπέροχη αρσενική μορφή.

Τον ξαναφίλησα και ψιθύρισα στο αφτί του, υπολογι-στικά, τέτοιος δαίμονας είμαι: «Φλάβιε, σε χρειάζομαι».

Με κοίταξε εμβρόντητος. «Είμαι δικός σου για πάντα, κυρά μου», ψιθύρισε. «Είσαι βέβαιος ότι δεν μπορείς να με ανεχτείς στο κρε-

βάτι;» «Αχ, πίστεψέ με, έχω δοκιμάσει!» ομολόγησε κοκκινίζο-

ντας ξανά.

Page 160: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Έκανα το χέρι μου γροθιά και χτύπησα το μυώδες μπρά-τσο του.

«Πολύ καλά», είπα. Οι κοπελίτσες είχαν ήδη σηκωθεί μετά από δικό μου

νεύμα. Ήξεραν ότι τους τον έστελνα. Του έδωσα το κλειδί μου, τις οδηγίες για να πάει στο

σπίτι μου, περιέγραψα την μπροστινή του πύλη και την πα-λιά μπρούντζινη κρήνη με την κεφαλή λιονταριού ακριβώς μέσα από την πύλη.

«Κι εσύ, κυρά μου;» ρώτησε. «Θα ανακατευτείς με το πλήθος ασυνόδευτη; Κυρά μου, το πουγκί είναι πελώριο! Και είναι γεμάτο χρυσάφι!»

«Μην ανησυχείς για μένα», του είπα. «Θεώρησε τον ε-αυτό σου το μόνο άνθρωπο που μπορεί να ανοίγει σεντού-κια και μετά να τα κρύβει σε προφανή σημεία. Αντικατά-στησε όλα τα έπιπλα που διέλυσα μέσα στη... στη μοναξιά μου. Υπάρχουν πολλά σεντούκια αποθηκευμένα στα δω-μάτια του πάνω ορόφου».

«Χρυσάφι στο σπίτι!» ήταν τρομοκρατημένος. «Σεντού-κια με χρυσάφι!»

«Μην ανησυχείς για μένα», είπα. «Ξέρω πού να αναζη-τήσω βοήθεια τώρα. Και αν με προδώσεις, αν κλέψεις την κληρονομιά μου και βρω το σπίτι μου καταστραμμένο όταν επιστρέψω, υποθέτω ότι θα μου αξίζει. Σκέπασε με χαλιά τα σεντούκια με το χρυσάφι. Το σπίτι έχει σωρούς από μι-κρά περσικά χαλάκια. Κοίτα στον πάνω όροφο. Και φρό-ντισε το ιεροφυλάκιο!»

«Θα κάνω όσα μου ζήτησες και πολύ περισσότερα».

Page 161: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Έτσι φαντάστηκα. Ένας άντρας που δεν μπορεί να πει ψέματα δεν μπορεί και να κλέψει. Ο ήλιος έχει γίνει αφό-ρητος εδώ πέρα. Πήγαινε στα κορίτσια. Περιμένουν».

Έκανα μεταβολή. Μου έκοψε το δρόμο μπαίνοντας μπροστά μου. «Κυρά μου, υπάρχει κάτι που πρέπει να σου πω». «Τι!» είπα με σκοτεινή έκφραση στο πρόσωπο. «Μη μου

πεις ότι είσαι ευνούχος», είπα. «Οι ευνούχοι δεν έχουν τέ-τοιους μυς στα μπράτσα και στα πόδια τους».

«Όχι», είπε. Μετά το πρόσωπο του σοβάρεψε ξαφνικά. «Ο Οβίδιος, μίλησες για τον Οβίδιο. Ο Οβίδιος είναι νε-κρός. Ο Οβίδιος πέθανε πριν από δύο χρόνια στην άθλια πόλη Τόμι* στις βόρειες ακτές της Μαύρης Θάλασσας. Ή-ταν κακή η επιλογή τόπου εξορίας, ήταν ένα προπύργιο των βαρβάρων».

«Κανείς δε μου το είπε αυτό. Τι απαράδεκτη αποσιώ-πηση». Σκέπασα το πρόσωπο μου με τα χέρια μου. Ο μαν-δύας έπεσε ξανά. Τον σήκωσε. Δεν έδωσα σημασία. «Είχα προσευχηθεί τόσο να άφηνε ο Τιβέριος τον Οβίδιο να επι-στρέψει στη Ρώμη!» Είπα στον εαυτό μου ότι δεν είχα και-ρό γι' αυτά. «Ο Οβίδιος. Δεν έχω χρόνο να τον κλάψω τώ-ρα...»

«Τα βιβλία του σίγουρα κυκλοφορούν σε αφθονία εδώ», είπε ο Φλάβιος. «Στην Αθήνα τα βρίσκει κανείς πολύ εύκο-λα».

«Ωραία, ίσως να έχεις καιρό να μου βρεις μερικά. Φεύ--

* Η σημερινή Κωνστάντζα της Ρουμανίας. (Σ.τ.Μ.)

Page 162: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

γω χώρα' δεν έχουν σημασία οι φουρκέτες και οι κοχσίδες και ο μανδύας που μου γλισχράει, δε με νοιάζει. Και μη δεί-χνεις χόσο ανήσυχος. Όχαν φύγεις από χο σπίτι, κλείδωσε απλώς χα κορίτσια και χο χρυσάφι».

Όχαν γύρισα χελικά, χον είδα να προχωρεί με αρκεχή χάρη προς χα κορίχσια. Ο ήλιος παιχνίδιζε όμορφα χη μυώ-δη πλάχη χου. Τα μαλλιά του ήχαν κατσαρά και κασχανά, έμοιαζαν αρκεχά με χα δικά μου. Σχαμάχησε για ένα λεπτό όταν ένας πωλητής τού επιτέθηκε με μια χούφτα φτηνούς χιτώνες, μανδύες και άλλα, που θύμιζαν περισσότερο κλεμ-μένα εμπορεύματα, βαμμένα με μπογιές που θα έφευγαν με την πρώτη βροχή, αλλά ποιος ξέρει; Αγόρασε βιαστικά ένα χιτώνα και τον πέρασε πάνω από το κεφάλι του και πήρε ένα κόκκινο ζωνάρι και το έδεσε γύρω από τη μέση του.

Τι μεταμόρφωση. Ο χιτώνας τού έφτανε ως τη μέση του μηρού. Θα πρέπει να ήταν μεγάλη ανακούφιση γι' αυτόν να φοράει κάτι καθαρό. Θα έπρεπε να το είχα σκεφτεί πριν τον αφήσω. Ανοησία μου.

Τον θαύμασα. Γυμνός ή ντυμένος, δεν μπορείς να έχεις τόση ομορφιά και αξιοπρέπεια αν δε σε έχουν αγαπήσει. Φορούσε πάνω του την τρυφερότητα που του είχαν χαρίσει, που την πρόδιδε η τέχνη του σκαλισμένου ποδιού του από ελεφαντόδοντο.

Στη σύντομη συνάντησή μας είχε σφυρηλατηθεί ένας αι-ώνιος δεσμός.

Χαιρέτησε τα κορίτσια. Αγκαλιάζοντάς τες προστατευ-τικά από τους ώμους τις οδήγησε μακριά από το πλήθος.

Page 163: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πήγα κατευθείαν στο Ναό της Ίσιδας κι έτσι, χωρίς να το καταλαβαίνω, έκανα το πρώτο βήμα προς μια κλεμμένη αθανασία, μια άδοξη υπερφυσική συνέχεια που δεν την κέρδισα, μια αέναη και εντελώς άχρηστη καταδίκη.

Page 164: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΜΟΛΙΣ ΜΠΗΚΑ ΣΤΟΝ ΠΕΡΊΒΟΛΟ του ναού, με υποδέχτηκαν αρκετές πλούσιες Ρωμαίες, που με καλωσόρισαν γενναιό-δωρα.

Ήταν όλες τους ευπρεπώς βαμμένες, με πούδρα στα μπράτσα και στα πρόσωπά τους, καλοσχεδιασμένα φρύ-δια, κοκκινάδι στα χείλια - όλες τις λεπτομέρειες στις ο-ποίες εγώ τα είχα κάνει θάλασσα εκείνο το πρωί.

Τους εξήγησα ότι, αν και ήμουν εύπορη, ήμουν μόνη μου. Προθυμοποιήθηκαν να με βοηθήσουν με κάθε τρόπο. Όταν άκουσαν ότι είχα μυηθεί στη Ρώμη, με κοίταξαν με δέος.

«Να ευχαρισιείς τη Μητέρα Τσιδα που δε σε ανακάλυψαν, γιατί θα σε είχαν εκτελέσει», είπε μία από τις Ρωμαίες.

«Μπες μέσα να δεις την ιέρεια», είπαν. Πολλές από αυ-τές δεν είχαν ακόμα υποβληθεί στις μυστικές τελετουργίες και περίμεναν να τις καλέσει η θεά γι' αυτό το βαρυσήμα-ντο γεγονός.

Υπήρχαν πολλές γυναίκες εκεί, μερικές Αιγύπτιες, ίσως

Page 165: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

και μερικές Βαβυλώνιες. Μόνο να μαντέψω μπορούσα. Τα κοσμήματα και τα μετάξια ήταν σε ημερήσια διάταξη. Πο-λύπλοκα ζωγραφισμένες χρυσές μπορντούρες στόλιζαν τους μανδύες τους· μερικές φορούσαν απλά φορέματα.

Αλλά μου φάνηκε ότι όλες τους μιλούσαν ελληνικά. Δίσταζα να μπω στο ναό. Σήκωσα το βλέμμα και είδα με

τα μάτια της φαντασίας τους σταυρωμένους ιερείς μας στη Ρώμη.

«Ευτυχώς που δε σε αναγνώρισαν», είπε η μία. «Αρκετός κόσμος κατέφυγε στην Αλεξάνδρεια», είπε μια

άλλη. «Δεν έφερα καμία αντίδραση», είπα μελαγχολικά. Όλες εξέφρασαν τη συμπάθειά τους. «Πώς θα μπορού-

σες να το κάνεις με τον Τιβέριο αυτοκράτορα; Πίστεψέ με, όσοι μπορούσαν δραπέτευσαν».

«Μη νιώθεις δυστυχισμένη», είπε μια νεαρή γαλανομά-τα Ελληνίδα πολύ αξιοπρεπώς ντυμένη.

«Είχα απομακρυνθεί από τη λατρεία», είπα. Πάλι οι απαλές φωνές προσπάθησαν να με παρηγορή-

σουν. «Μπες μέσα τώρα», είπε μια γυναίκα, «και ζήτησε να

προσευχηθείς στο ίδιο το ιερό της Μητέρας μας. Είσαι μυη-μένη. Οι περισσότερες από εμάς δεν είμαστε».

Συμφώνησα μ' ένα νεύμα. Ανέβηκα τα σκαλιά του ναού και μπήκα μέσα. Στάθηκα για να αποτινάξω από το μανδύα μου τα εγκό-

σμια, δηλαδή όλες τις κοινοτοπίες που είχα συζητήσει. Το μυαλό μου ήταν εστιασμένο στη θεά και ήθελα απεγνω--

Page 166: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σμένα να την πιστέψω. Σιχαινόμουν την υποκρισία μου, που χρησιμοποιούσα αυτό το ναό και αυτή τη λατρεία, αλλά με-τά δε μου φάνηκε σημαντικό. Η απελπισία μου από εκεί-νες τις τρεις νύχτες με είχε διαποτίσει πολύ βαθιά.

Τι έκπληξη με περίμενε μόλις βρέθηκα μέσα. Ο ναός ήταν πολύ πιο αρχαίος από το δικό μας στη Ρώ-

μη και αιγυπτιακές τοιχογραφίες κάλυπταν τους τοίχους του. Με διαπέρασε αμέσως ένα ρίγος. Οι κίονες ήταν αιγυ-πτιακού ρυθμού, όχι ραβδωτοί, αλλά λείοι και στρογγυλοί, βαμμένοι σε έντονο πορτοκαλί, και κατέληγαν σε πελώρια φύλλα λωτού στα κιονόκρανα. Η μυρωδιά του λιβανιού ή-ταν μεθυστική και άκουγα μουσική να βγαίνει από το ιερό. Άκουγα τις λεπτές νότες της λύρας και του σείστρου· άκου-γα να ψάλλεται μια λειτουργία.

Αλλά αυτό εδώ ήταν ένα βαθιά αιγυπτιακό μέρος, που με αγκάλιασε τόσο σφιχτά όσο και στα αιματοβαμμένα όνει-ρα μου. Κόντεψα να λιποθυμήσω.

Τα όνειρα ξαναγύρισαν - η βαθιά παραλυτική αίσθηση ότι ήμουν σε κάποιο μυστικό ιερό στην Αίγυπτο και η ψυ-χή μου βρισκόταν μέσα σε ένα άλλο σώμα!

Η ιέρεια ήρθε προς το μέρος μου. Κι αυτό ήταν ένα σοκ. Στη Ρώμη το φόρεμά της θα ήταν καθαρά ρωμαϊκό· το

πολύ πολύ να φορούσε ένα μικρό εξωτικό κεφαλόδεσμο, ί-σως και μια μικρή κάπα στους ώμους.

Αλλά αυτή εδώ η γυναίκα φορούσε αιγυπτιακά ρούχα α-πό πλισαρισμένο λινό, στο παλιό στιλ, και έναν υπέροχο αι-γυπτιακό κεφαλόδεσμο και περούκα και η πυκνή μάζα των μακριών μαύρων κοτσίδων έπεφτε άκαμπτα πάνω στους ώ--

Page 167: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μους της. Έδειχνε τόσο εξεζητημένη όσο θα μπορούσε να δείχνει η Κλεοπάτρα, απ' όσο ήξερα.

Είχα ακούσει μόνο ιστορίες για τον έρωτα του Ιούλιου Καίσαρα για την Κλεοπάτρα, μετά για το δεσμό της με τον Μάρκο Αντώνιο και το θάνατο της. Όλα αυτά είχαν συμβεί πριν γεννηθώ.

Αλλά ήξερα ότι η θριαμβευτική είσοδος της Κλεοπάτρας στη Ρώμη είχε θίξει τρομερά την παλιά ρωμαϊκή αίσθηση πε-ρί ηθικής. Πάντα ήξερα ότι οι παλιές ρωμαϊκές οικογένειες φοβούνταν την αιγυπτιακή μαγεία. Στην πρόσφατη αντεκδι-κητική ρωμαϊκή σφαγή που περιέγραψα είχαν ήδη ακουστεί πολλές διαμαρτυρίες για ακολασία και λαγνεία· αλλά πίσω από αυτές βρισκόταν ο ανείπωτος φόβος για το μυστήριο και την εξουσία που κρύβονταν πίσω από τις πύλες του ναού.

Και τώρα, καθώς κοιτούσα αυτή την ιέρεια, τα βαμμέ-να της μάτια, ένιωσα εκείνο το φόβο στην ψυχή μου. Το ή-ξερα. Φυσικά, τούτη η γυναίκα έμοιαζε να έχει βγει από τα όνειρά μου, αλλά δεν ήταν αυτό που με εντυπωσίασε τόσο, γιατί, στο κάτω κάτω, τι είναι τα όνειρα; Τούτη εδώ ήταν μια Αιγύπτια - εντελώς ξένη και ανεξερεύνητη για μένα.

Η δική μου Ίσιδα ήταν Ελληνορωμαία. Ακόμα και το ά-γαλμά της στο ρωμαϊκό ιερό ήταν ντυμένο με έναν υπέρο-χα πτυχωμένο ελληνικό μανδύα και τα μαλλιά της ήταν χτε-νισμένα απαλά στο παλιό ελληνικό στιλ, με μπούκλες γύρω από το πρόσωπο της. Κρατούσε το σείστρο της και μια λή-κυθο. Ήταν μια εκρωμαϊσμένη θεά.

Τσως το ίδιο να είχε συμβεί με τη θεά Κυβέλη στη Ρώ-μη. Η Ρώμη κατάπινε πράγματα και τα έκανε ρωμαϊκά.

Page 168: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Σε πολύ λίγους αιώνες, αν και δεν το είχα σκεφτεί τότε -πώς θα μπορούσα-, η Ρώμη θα κατάπινε και θα διαμόρ-φωνε τους πιστούς του Ιησού της Ναζαρέτ και θα έφτιαχνε με τους χριστιανούς του τη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Υποθέτω ότι γνωρίζεις τη σύγχρονη έκφραση «Όταν βρί-σκεσαι στη Ρώμη, πρέπει να συμπεριφέρεσαι σαν Ρωμαίος».

Αλλά εδώ, σ' αυτό το κοκκινωπό σκοτάδι, ανάμεσα σε φώτα που τρεμόπαιζαν και στο πιο έντονο άρωμα μόσχου που είχα μυρίσει ποτέ, έφερα βαρέως τη δειλία μου σιω-πώντας. Μετά κατέβηκαν τα όνειρα, σαν πολλά πέπλα που χαμηλώνουν ένα ένα για να με καλύψουν. Σε μια αστραπή είδα την όμορφη βασίλισσα να κλαίει. Όχι . Ούρλιαζε. Φώ-ναζε βοήθεια.

«Φύγετε μακριά μου», ψιθύρισα στον αέρα γύρω μου. «Πετάξτε μακριά μου, ακάθαρτα και κακά πνεύματα. Α-πομακρυνθείτε από μένα την ώρα που μπαίνω στον οίκο της Ευλογημένης μου Μητέρας».

Η ιέρεια με πήρε από το χέρι. Άκουσα φωνές από το ό-νειρο μου να διαπληκτίζονται έντονα. Προσπάθησα να κα-θαρίσω το όραμά μου, να δω τους πιστούς να έρχονται και να κατευθύνονται προς το ιερό για να διαλογιστούν, να θυ-σιάσουν ή να ζητήσουν κάποια χάρη. Προσπάθησα να συ-νειδητοποιήσω ότι ήταν ένα μεγάλο, πολύβουο πλήθος, ε-λάχιστα διαφορετικό από της Ρώμης.

Αλλά το άγγιγμα της ιέρειας με εξασθένισε. Τα βαμμέ-να μάτια της μου δημιουργούσαν τρόμο. Το φαρδύ της πε-ριδέραιο με έκανε να ανοιγοκλείσω τα μάτια. Σειρές ατε-λείωτες από επίπεδες πέτρες.

Page 169: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Με πήγε σ' ένα ιδιαίτερο διαμέρισμα του ναού, μου έ-δειξε ένα πολυτελές ανάκλιντρο για να καθίσω. Ξάπλωσα εξαντλημένη. «Πετάξτε μακριά μου, κακά πνεύματα», ψι-θύρισα, «και όνειρα».

Η ιέρεια κάθισε δίπλα μου και με τύλιξε στα μεταξένια της μπράτσα. Κοίταξα ψηλά και είδα μια μάσκα!

«Μίλησέ μου, δυστυχισμένη», είπε στα λατινικά με βα-ριά προφορά. «Πες όλα όσα πρέπει να ειπωθούν».

Ξαφνικά -ανεξέλεγκτα- άρχισα να αφηγούμαι όλο το οικογενειακό μου ιστορικό, το ξεκλήρισμα της οικογένειάς μου, τις ενοχές μου, τα βάσανά μου.

«Κι αν εγώ προκάλεσα την καταστροφή της οικογένει-άς μου - με τη λατρεία στο Ναό της Ίσιδας; Κι αν ο Τιβέ-ριος το θυμόταν αυτό; Τι έκανα; Οι ιερείς σταυρώθηκαν κι εγώ δεν αντέδρασα. Τι θέλει από μένα η Μητέρα Ίσιδα; Θέ-λω να πεθάνω».

«Αυτό δεν το θέλει από σένα», είπε η ιέρεια, κοιτώντας με. Τα μάτια της ήταν πελώρια ή μήπως έφταιγε η μπογιά; Ό-χι, διέκρινα το ασπράδι των ματιών της, γυαλιστερό και πε-ντακάθαρο. Το βαμμένο της στόμα ελευθέρωνε τις λέξεις μονότονα σαν ελαφριά αύρα.

Πολύ γρήγορα έμπαινα σε παραλήρημα και παραλογιζό-μουν εντελώς. Μουρμούρισα ό,τι μπορούσα για τη μύησή μου, είπα όσες λεπτομέρειες θα μπορούσα να πω σε μια ιέρεια, για-τί όλα αυτά τα πράγματα ήταν εντελώς μυστικά, ξέρεις, αλ-λά της επιβεβαίωσα ότι είχα αναγεννηθεί με τις τελετές.

Όλη η συσσωρευμένη αδυναμία μέσα μου ελευθερώθη-κε σαν ποτάμι.

Page 170: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μετά της εξομολογήθηκα όλες μου τις ενοχές. Ομολό-γησα ότι νωρίτερα είχα εγκαταλείψει τη λατρεία της Ίσι-δας, ότι τα τελευταία χρόνια δε συμμετείχα στις δημόσιες πομπές προς τη θάλασσα, όταν μετέφεραν τη θεά στην α-κτή για να ευλογήσει τα πλοία. Η Ίσιδα, η θεά της ναυσι-πλοΐας. Δεν είχα ζήσει ευλαβική ζωή.

Δεν είχα κάνει τίποτε όταν σταυρώθηκαν οι ιερείς της Ί-σιδας, εκτός από το να μιλήσω με διάφορους άλλους πίσω από την πλάτη του αυτοκράτορα. Υπήρχε αλληλεγγύη α-νάμεσα σε μένα και σ' εκείνους τους Ρωμαίους που πίστευ-αν ότι ο Τιβέριος ήταν ένα τέρας, αλλά δεν είχαμε υψώσει τη φωνή μας για να υπερασπιστούμε την Ίσιδα. Ο πατέρας μου με είχε προτρέψει να μη μιλήσω. Ο ίδιος αυτός πατέ-ρας με είχε διατάξει να ζήσω.

Γύρισα πλευρό και γλίστρησα από το ανάκλιντρο στο πλακόστρωτο δάπεδο. Μου άρεσε η κρύα αίσθηση στο μά-γουλο μου. Ήμουν σε κατάσταση παραφροσύνης, αλλά ό-χι ανεξέλεγκτης. Κειτόμουν και κοίταζα.

Ήξερα ένα πράγμα. Ήθελα να βγω από αυτό το ναό! Δε μου άρεσε. Όχι , ήταν πολύ κακή ιδέα.

Άνοιξα τα μάτια. Η ιέρεια έσκυψε από πάνω μου. Είδα την κλαίουσα βασίλισσα του εφιάλτη μου. Γύρισα το κεφά-λι και έκλεισα τα μάτια.

«Ησύχασε», είπε με τη μετρημένη και προσεγμένη της φωνή. «Δεν έκανες κανένα κακό», είπε η ιέρεια.

Μου φάνηκε αδιανόητο μια τέτοια φωνή να βγαίνει α-πό ένα τέτοιο βαμμένο πρόσωπο, από μια τέτοια μορφή, αλ-λά η φωνή ήταν σαφής.

Page 171: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πρώτα», είπε η ιέρεια, «πρέπει να καταλάβεις ότι η Μητέρα Ίσιδα συγχωρεί τα πάντα. Είναι η Μητέρα του Ε-λέους». Μετά είπε: «Απ' όσα περιέγραψες, έχεις μυηθεί πο-λύ πληρέστερα από τους περισσότερους πιστούς εδώ ή ο-πουδήποτε. Έχεις νηστέψει πολύ. Έχεις πλυθεί με το ιερό αίμα του ταύρου. Πρέπει να ήπιες το ιερό ποτό. Ονειρεύ-τηκες και είδες ότι ξαναγεννιέσαι».

«Ναι», είπα, προσπαθώντας να ξαναζήσω την παλιά έκ-σταση, το ανεκτίμητο δώρο της πίστης σε κάτι. «Ναι. Είδα τα αστέρια και μεγάλους αγρούς με λουλούδια, αγρούς...»

Δεν είχε νόημα. Φοβόμουν αυτή τη γυναίκα και ήθελα να φύγω από εκεί. Θα πήγαινα στο σπίτι και θα τα έλεγα ό-λα αυτά στον Φλάβιο και θα τον υποχρέωνα να με αφήσει να κλάψω στον ώμο του.

«Δεν είμαι ευσεβής από τη φύση μου», ομολόγησα. «Ή-μουν νέα. Αγαπούσα τις ελεύθερες γυναίκες που πήγαιναν εκεί, τις γυναίκες που κοιμούνταν με όποιον ήθελαν, τις πόρνες της Ρώμης, τις ιδιοκτήτριες των οίκων της ηδονής, μου άρεσαν οι γυναίκες που σκέφτονταν για λογαριασμό τους και ακολουθούσαν τις εξελίξεις της αυτοκρατορίας».

«Κι εδώ μπορείς να απολαύσεις ανάλογη συντροφιά», είπε η ιέρεια ατάραχη. «Και μη φοβάσαι ότι οι παλιοί δε-σμοί σου με το ναό ήταν αυτοί που προκάλεσαν την οικο-γενειακή καταστροφή σου στη Ρώμη. Έχουμε πολλές πλη-ροφορίες που μας λένε ότι οι ευγενείς δεν καταδιώχθηκαν από τον Τιβέριο όταν κατέστρεψε το ναό. Είναι πάντα οι φτωχοί που υποφέρουν: η πόρνη του δρόμου και ο απλός υφαντής, η κομμώτρια, ο χτίστης. Καμία ευγενική οικογέ--

Page 172: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νεια δεν καταδιώχθηκε στο όνομα της Ίσιδας. Το ξέρεις αυτό. Μερικές γυναίκες δραπέτευσαν για την Αλεξάνδρεια, γιατί δεν ήθελαν να εγκαταλείψουν τη λατρεία, αλλά ποτέ τους δεν κινδύνεψαν».

Τα όνειρα πλησίασαν. «Αχ, Μητέρα του Θεού», ψιθύρισα. Η ιέρεια συνέχισε να μιλάει. «Κι εσύ, όπως η Μητέρα Ίσιδα, ήσουν θύμα μιας τρα-

γωδίας. Κι εσύ, όπως η Μητέρα Ίσιδα, πρέπει να κάνεις κουράγιο και να περπατήσεις μόνη, όπως έκανε η Ίσιδα όταν δολοφονήθηκε ο σύζυγος της ο Όσιρης. Ποιος τη βοή-θησε όταν έψαχνε α όλη την Αίγυπτο για το σώμα του δο-λοφονημένου της άντρα, του Όσιρη; Περπάτησε μόνη. Εί-ναι η μεγαλύτερη απ' όλες τις θεές. Όταν βρήκε το πτώμα του συζύγου της, του Όσιρη, και δεν έβρισκε πάνω του όρ-γανο αναπαραγωγής με το οποίο θα μπορούσε να γονιμο-ποιηθεί, άντλησε το σπέρμα απευθείας από το πνεύμα του. Έτσι γεννήθηκε ο θεός Ώρος από μια γυναίκα κι ένα θεό. Ήταν η δύναμη της Ίσιδας που άντλησε το πνεύμα από το νεκρό άντρα. Είναι η Ίσιδα που ξεγέλασε το θεό Ρα και τον έκανε να αποκαλύψει το όνομά του».

Αυτός ήταν πραγματικά ο αρχαίος μύθος. Απομάκρυνα το βλέμμα από την ιέρεια. Μου ήταν αδύ-

νατο να κοιτάξω το καταστόλιστο πρόσωπο της! Σίγουρα έ-νιωσε την απέχθειά μου. Δεν έπρεπε να την πληγώσω. Είχε κα-λές προθέσεις. Δεν ήταν δικό της σφάλμα που στα μάτια μου φάνταζε σαν τέρας. Τι στην ευχή ήθελα και ήρθα εδώ πέρα!

Κειτόμουν παραζαλισμένη. Το δωμάτιο είχε ένα απαλό χρυσαφένιο φως που ερχόταν κυρίως μέσα από τις τρεις

Page 173: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

του πόρτες -αυτές οι πόρτες, που είχαν αιγυπτιακό στιλ, πιο φαρδιές στη βάση απ' ό,τι στην κορυφή- και άφησα αυτό το φως να θαμπώσει το όραμά μου. Το ζήτησα από το φως να το κάνει αυτό.

Ένιωσα το χέρι της ιέρειας. Τι μεταξένια ζέστη. Τι ό-μορφο το άγγιγμά της, η γλυκύτητά της.

«Τα πιστεύεις όλα αυτά;» ψιθύρισα ξαφνικά. Αγνόησε εντελώς αυτή την ερώτηση. Η βαμμένη της μά-

σκα πρόδιδε την πίστη της. «Πρέπει να είσαι σαν τη Μητέρα Ίσιδα. Να μην εξαρ-

τάσαι από κανέναν. Δε σε βαραίνει η αναζήτηση για κά-ποιο χαμένο σύζυγο ή πατέρα. Είσαι ελεύθερη. Δέξου στο σπίτι σου άντρες με αγάπη, συμφωνά με τα γούστα σου. Δεν ανήκεις σε κανέναν εκτός από τη Μητέρα Ίσιδα. Θυμή-σου, η Ίσιδα είναι η θεά που αγαπάει, η θεά που συγχωρεί, η θεά της άπειρης κατανόησης, επειδή και η ίδια έχει υ-ποφέρει!»

«Υποφέρει!» φώναξα. Αναστέναξα, πολύ ασυνήθιστο για μένα σ' όλη μου τη ζωή. Αλλά είδα την κλαίουσα βασίλισ-σα των φριχτών ονείρων μου δεμένη στο θρόνο της.

«Άκου», είπα, «τα όνειρα που θα σου αφηγηθώ και μετά πες μου γιατί έρχονται». Ήξερα ότι η φωνή μου ακουγόταν θυμωμένη. Λυπόμουν γι' αυτό. «Αυτά τα όνειρα δεν έρχονται από κρασί ή άλλες ουσίες ή ύστερα από μακριά περίοδο ε-γρήγορσης που αδυνατίζει το μυαλό».

Μετά ξεκίνησα άλλη μια εντελώς απροσχεδίαστη εξο-μολόγηση.

Μίλησα σ' αυτή τη γυναίκα για τα αιματοβαμμένα μου ό--

Page 174: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νειρα, τα όνειρα της αρχαίας Αιγύπτου στα οποία είχα πιει αίμα - το βωμό, το ναό, την έρημο, τον ήλιο που ανέτελλε.

«Άμμωνα Ρα!» είπα. Αυτό ήταν το αιγυπτιακό όνομα για το θεό του ήλιου, αλλά απ' όσο ήξερα ποτέ μου δεν το είχα προφέρει ξανά. Το είπα τώρα. «Ναι, η Ίσιδα τον ξεγέλασε και της αποκάλυψε το όνομά του, αλλά με σκότωσε, κι εγώ ήμουν ο αιμοπότης της, με ακούς, ένας διψασμένος θεός!»

«Όχι!» είπε η ιέρεια. Ήταν εντελώς ακίνητη. Σκέφτηκε πολλή ώρα. Την είχα φοβίσει και τώρα αυτό

το γεγονός με ξαναφόβιζε όλο και περισσότερο. «Μπορείς να διαβάζεις την αρχαία ιερογλυφική γραφή

της Αιγύπτου;» ρώτησε. «Όχι», είπα. Μετά είπε με πιο χαλαρό και ευάλωτο ύφος: «Μιλάς για πολύ παλιούς θρύλους, θρύλους που είναι

θαμμένοι στην ιστορία της λατρείας μας για την Ίσιδα και τον Όσιρη· ότι κάποτε έπιναν το αίμα των θυμάτων τους σε θυσίες. Υπάρχουν πάπυροι που μιλάνε γι' αυτό. Αλλά κανείς δεν μπορεί πραγματικά να τους αποκρυπτογραφήσει, εκτός από έναν...»

Η φωνή της έσβησε. «Ποιος είναι αυτός ο ένας;» ρώτησα. Ανακάθισα στους

αγκώνες μου. Συνειδητοποίησα ότι οι κοτσίδες των μαλλιών μου είχαν λυθεί. Ωραία. Ένιωθα ωραία, γιατί τώρα όλα ή-ταν ελεύθερα και ξεκάθαρα. Χτένισα τα μαλλιά μου και με τα δυο μου χέρια.

Πώς να είναι άραγε να είσαι θαμμένη μέσα σε μπογιές και περούκες όπως αυτή η ιέρεια;

Page 175: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πες μου», είπα, «ποιος είναι αυτός που μπορεί να δια-βάζει αυτούς τους θρύλους. Πες μου!»

«Είναι κακοί θρύλοι» είπε, «ότι η ίδια η Ίσιδα και ο Ό-σιρης εξακολουθούν να ζουν, κάπου, σε υλική μορφή, και πίνουν αίμα ακόμα και τώρα». Το πρόσωπο της πήρε έκ-φραση άρνησης και απέχθειας. «Αλλά δεν είναι αυτή η λα-τρεία μας! Εδώ δε θυσιάζουμε ανθρώπους! Η Αίγυπτος ή-ταν αρχαία και σοφή πριν γεννηθεί η Ρώμη!»

Ποιον προσπαθούσε να πείσει; Εμένα; «Ποτέ μου δεν είδα τέτοια όνειρα, σε μια σειρά σαν κι

αυτή, με το ίδιο θέμα». Αναστατώθηκε πολύ με τις δηλώσεις της. «Η Μητέρα μας η Ίσιδα δεν αρέσκεται στο αίμα. Έχει

νικήσει το θάνατο και έστεψε το σύζυγο της, τον Όσιρη, βασιλιά των νεκρών, αλλά για εμάς είναι η ίδια η ζωή. Δεν είναι αυτή που σου έστειλε τα όνειρα».

«Ίσως όχι! Συμφωνώ μαζί σου. Αλλά τότε ποιος τα έ-στειλε; Από πού έρχονται; Γιατί με καταδιώκουν ακόμα και στη θάλασσα; Ποιος είναι αυτός που μπορεί να διαβάσει την παλιά γραφή;»

Ήταν ταραγμένη. Με είχε αφήσει και κοιτούσε αλλού και τα μάτια της είχαν πάρει μια παραπλανητική αγριότη-τα εξαιτίας του μαύρου περιγράμματος.

«Ίσως κάπου στην παιδική σου ηλικία να άκουσες έναν παλιό θρύλο, ίσως σου τον αφηγήθηκε κάποιος γέρος Αι-γύπτιος ιερέας. Τον ξέχασες και τώρα συνδαυλίστηκε στο βασανισμένο σου μυαλό. Τρέφεται από φωτιές που δε δι-καιούται - από το θάνατο του πατέρα σου».

Page 176: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ναι, καλά, σίγουρα το ελπίζω, αλλά ποτέ μου δε γνώ-ρισα κανένα γέρο Αιγύπτιο. Στο ναό οι ιερείς ήταν Ρωμαί-οι. Άλλωστε, αν πάρουμε τα όνειρα και τα αναλύσουμε, ποιο είναι το μοτίβο τους; Γιατί κλαίει η βασίλισσα; Γιατί με σκο-τώνει ο ήλιος; Η βασίλισσα είναι αλυσοδεμένη. Η βασίλισ-σα είναι φυλακισμένη. Η βασίλισσα υποφέρει!»

«Σταμάτα!» Η ιέρεια ανατρίχιασε. Μετά με αγκάλιασε, σαν να ήταν εκείνη που με είχε ανάγκη. Ένιωσα το σκλη-ρό λινό και τα πυκνά μαλλιά της περούκας της και από κά-τω τους γρήγορους χτύπους της καρδιάς της. «Όχι», είπε. «Είσαι κυριευμένη από κάποιο δαίμονα και εμείς μπορού-με να τον βγάλουμε αυτό το δαίμονα από μέσα σου! Μπο-ρεί να άνοιξε ο δρόμος γι' αυτό τον άθλιο δαίμονα όταν ε-πιτέθηκαν στον πατέρα σου μέσα στην ίδια του την εστία».

«Πιστεύεις πραγματικά ότι είναι πιθανό;» ρώτησα. «Άκου», είπε τώρα με ύφος τόσο ανεπιτήδευτο όσο και

οποιασδήποτε από τις γυναίκες που βρίσκονταν απέξω. «Θέλω να κάνεις ένα μπάνιο, να βάλεις καθαρά ρούχα. Α-πό αυτά τα λεφτά τι μερίδιο μπορείς να μου δώσεις; Αν δεν μπορείς, θα φροντίσουμε εμείς για σένα. Είμαστε πλούσιες εδώ».

«Πάρε όσα θέλεις. Δε με νοιάζει». Έλυσα το πουγκί α-πό το ζωνάρι μου.

«Θα φροντίσω να γίνουν όλα για σένα. Καινούρια ρού-χα. Αυτό το μετάξι παραείναι ευαίσθητο».

«Εμένα μου λες!» είπα. «Και ο μανδύας είναι σκισμένος. Τα μαλλιά σου αχτένι-

στα».

Page 177: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Έβγαλα καμιά δεκαριά χρυσά νομίσματα, περισσότε-ρα απ' όσα είχα πληρώσει για τον Φλάβιο.

Τη σοκάρισε το θέαμα, αλλά κάλυψε την έκπληξη της πολύ γρήγορα. Ξαφνικά, με κοίταξε και η βαμμένη της μά-σκα κατάφερε να πάρει κάποια έκφραση, ένα συνοφρύω-μα. Νόμισα ότι θα ράγιζε.

Πίστεψα για μια στιγμή ότι θα έκλαιγε. Είχα γίνει ειδι-κή στο να κάνω τους ανθρώπους να κλαίνε. Η Μία και η Λία είχαν κλάψει. Ο Φλάβιος είχε κλάψει. Τώρα κι αυτή ήταν έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Η βασίλισσα στον ύπνο μου έκλαιγε!

Γέλασα παρανοϊκά, ρίχνοντας πίσω το κεφάλι, αλλά με-τά είδα τη βασίλισσα! Την είδα σαν απόμακρη παραπαί-ουσα ανάμνηση και ένιωσα τόση θλίψη, που θα μπορούσα κι εγώ να κλάψω. Η κοροϊδία μου ήταν βλάσφημη. Έλεγα ψέματα στον ίδιο μου τον εαυτό.

«Πάρε το χρυσάφι για το ναό», είπα. «Πάρ' το για και-νούρια ρούχα, για όλα όσα χρειάζομαι. Αλλά η προσφορά μου στη θεά θέλω να είναι λουλούδια και ψωμί ζεστό από το φούρνο, μια μικρή φραντζόλα».

«Πολύ καλά», είπε με ένα πρόθυμο νεύμα. «Αυτό είναι που θέλει η Ίσιδα. Δε θέλει αίμα. Όχι! Όχι αίμα!»

Πήγε να με βοηθήσει να σηκωθώ. Κοντοστάθηκα. «Στο όνειρο καταλαβαίνεις ότι κλαίει.

Δε χαίρεται μ' αυτούς τους αιμοπότες, διαμαρτύρεται, α-ντιδρά. Δεν είνρι εκείνη που πίνει αίμα».

Η ιέρεια αναστατώθηκε και μετά κούνησε το κεφάλι. «Ναι, είναι προφανές, έτσι δεν είναι;»

Page 178: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Κι εγώ διαμαρτύρομαι και υποφέρω», είπα. «Ναι, έλα», μου είπε και με οδήγησε μέσα από μια βα-

ριά, ψηλή πόρτα. Με άφησε στα χέρια των δούλων του να-ού. Ανακουφίστηκα. Ήμουν κουρασμένη.

Με πήγαν στο τελετουργικό λουτρό, με καθάρισαν και με ξανάντυσαν προσεκτικά οι παρθένες του ναού.

Τι ευχαρίστηση να γίνονται όλα σωστά. Για λίγο αναρωτήθηκα ανήμπορη αν θα με φυλάκιζαν σε

άσπρες πιέτες και μαύρες κοτσίδες, αλλά χρησιμοποίησαν τη ρωμαϊκή μόδα.

Τα μαλλιά μου χτενίστηκαν όπως έπρεπε από αυτά τα κορίτσια σε ένα σωστό στρογγυλό κότσο, καλά στερεωμέ-νο, που άφηνε μια πλούσια φράντζα από μπουκλίτσες γύ-ρω από το πρόσωπο.

Τα ρούχα που μου έδωσαν ήταν καινούρια και φτιαγ-μένα από λεπτό λινό. Λουλούδια ήταν κεντημένα στο στρί-φωμα. Αυτή η λεπτοδουλειά, τόσο ακριβής, τόσο λεπτομε-ρειακή, έμοιαζε πιο πολύτιμη κι από χρυσάφι.

Σίγουρα σου έδινε περισσότερη χαρά από το χρυσάφι. Ένιωθα τόσο κουρασμένη! Ένιωθα μεγάλη ευγνωμοσύ-

νη. Έπειτα τα κορίτσια έβαψαν το πρόσωπο μου με μεγα-

λύτερη επιδεξιότητα απ' όσο θα μπορούσα να το κάνω εγώ και κάπως πιο έντονα, κατά την αιγυπτιακή μόδα, και α-νατρίχιασα όταν είδα τον εαυτό μου στον καθρέφτη. Ανα-τρίχιασα. Δεν ήταν το πολύπλοκο μπογιάτισμα της ιέρειας, αλλά τα μάτια μου είχαν παχύ μαύρο περίγραμμα.

«Πώς μπορώ να παραπονεθώ;» ψιθύρισα.

Page 179: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κατέβασα τον καθρέφτη. Ευτυχώς που κανείς δεν είναι υποχρεωμένος να βλέπει τον εαυτό του.

Βγήκα στη μεγάλη αίθουσα του ναού, σωστή Ρωμαία, με το υπερβολικό βάψιμο του προσώπου της Ανατολής. Κοι-νό θέαμα στην Αντιόχεια.

Βρήκα την ιέρεια με δύο άλλες, το ίδιο επίσημα ντυμέ-νες με εκείνη, και έναν ιερέα που φορούσε τον ίδιο παλιο-μοδίτικο αιγυπτιακό κεφαλόδεσμο, αλλά χωρίς περούκα, μόνο με μια ριγωτή κουκούλα. Ο μανδύας του ήταν κοντός, με πιέτες. Γύρισε και με κοίταξε έντονα καθώς προχωρού-σα προς το μέρος τους.

Φόβος. Συντριπτικός φόβος. Φύγε από αυτό το μέρος! Ξε-χνά την προσφορά ή πες τους να την κάνουν για λογαριασμό σου. Πήγαινε στο σπίτι. Ο Φλάβιος περιμένει. Βγες έξω!

Είχα μείνει άφωνη. Άφησα τον ιερέα να με πάρει πα-ράμερα.

«Πρόσεξε», μου είπε ευγενικά. «Τώρα θα σε οδηγήσω στον ιερό τόπο. Θα σου επιτρέψω να μιλήσεις με τη Μητέ-ρα. Αλλά μόλις βγεις, πρέπει να έρθεις σε μένα! Μη φύγεις χωρίς να έρθεις σε μένα. Πρέπει να μου υποσχεθείς ότι θα έρχεσαι κάθε μέρα και, αν βλέπεις κι άλλα από εκείνα τα όνειρα, θα μας τα αφηγείσαι. Υπάρχει ένας στον οποίο θα πρέπει να ειπωθούν, δηλαδή, εκτός κι αν η θεά τα διώξει από το μυαλό σου».

«Φυσικά θα τα πω σε όποιον μπορεί να βοηθήσει», εί-πα. «Μισώ αυτά τα όνειρα. Αλλά γιατί δείχνεις τόσο ανή-συχος; Με φοβάσαι;»

Κούνησε το κεφάλι. «Δε σε φοβάμαι, αλλά υπάρχει κά--

Page 180: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τι που πρέπει να σου εκμυστηρευτώ. Πρέπει να σου μιλή-σω είτε σήμερα είτε αύριο. Πρέπει να σου μιλήσω. Πήγαι-νε τώρα στη Μητέρα και μετά έλα σε μένα».

Οι άλλες με οδήγησαν στην αίθουσα του ιερού- υπήρχαν άσπρες λινές κουρτίνες μπροστά στο βωμό. Είδα την προ-σφορά μου εκεί, μια μεγάλη γιρλάντα από άσπρα λουλού-δια που ευωδίαζαν γλυκά και το ζεστό φραντζολάκι του ψω-μιού. Γονάτισα. Οι κουρτίνες είχαν τραβήξει πίσω από α-θέατα χέρια και βρέθηκα μόνη στην αίθουσα, γονατιστή μπροστά στη Regina Caeli, τη Βασίλισσα των Ουρανών.

Κι άλλο σοκ. Επρόκειτο για ένα αρχαίο αιγυπτιακό άγαλμα της Ίσι-

δάς μας σκαλισμένο από μαύρο βασάλτη. Ο κεφαλόδεσμος της ήταν μακρύς, στενός, τραβηγμένος πίσω από τα αφτιά. Στο κεφάλι της φορούσε ένα μεγάλο δίσκο ανάμεσα σε κέ-ρατα. Τα στήθη της ήταν γυμνά. Στην αγκαλιά της καθόταν ο ενήλικος φαραώ, ο γιος της ο Ώρος. Κρατούσε το δεξί της στήθος για να του προσφέρει το γάλα της.

Απελπίστηκα! Αυτή η εικόνα δε σήμαινε τίποτε για μέ-να! Προσπάθησα να βρω την ουσία της Ίσιδας μέσα σ αυ-τή την εικόνα.

«Εσύ μου έστειλες τα όνειρα, Μητέρα;» ψιθύρισα. Άπλωσα τα λουλούδια. Έκοψα το ψωμί. Δεν άκουσα τίποτε μέσα στη σιωπή που εκπορευόταν α-

πό το γαλήνιο αρχαίο άγαλμα. Έπεσα στο πάτωμα, απλώνοντας τα μπράτσα μου. Και

από τα βάθη της ψυχής μου πάλεψα να πω δέχομαι, πι-στεύω, είμαι δική σου, σε χρειάζομαι, σε χρειάζομαι!

Page 181: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αλλά έκλαψα. Όλα είχαν χαθεί για μένα. Όχ ι μόνο η Ρώμη και η οικογένειά μου, ακόμα και η Ίσιδά μου. Αυτή η θεά ήταν ενσάρκωση της πίστης ενός άλλου έθνους, ενός άλλου λαού.

Πολύ αργά με κυρίευσε γαλήνη. Έτσι είναι, σκέφτηκα. Η λατρεία της Μητέρας μου βρί-

σκεται παντού, στον Βορρά και στον Νότο και στην Ανατολή και στη Δύση. Είναι το πνεύμα αυτής της λατρείας που της δίνει δύναμη. Δε χρειάζεται να φιλήσω κυριολεκτικά τα πό-δια αυτού του αγάλματος. Δεν είναι εκεί το θέμα.

Σήκωσα το κεφάλι μου αργά και μετά κάθισα πάνω στις φτέρνες. Μου παρουσιάστηκε μια αληθινή αποκάλυψη. Δεν μπορώ να την καταγράψω πλήρως. Το κατάλαβα σε όλη του την έκταση σε μια στιγμή.

Το κατάλαβα ότι όλα τα πράγματα συμβολίζουν άλλα πράγματα! Το ήξερα ότι όλες οι τελετουργίες συμβόλιζαν άλλες πράξεις! Κατάλαβα ότι με το πρακτικό ανθρώπινο μυαλό μας εφεύραμε αυτά τα πράγματα με μια απεραντο-σύνη της ψυχής που δεν επέτρεπε στον κόσμο να είναι κε-νός από νόημα.

Και αυτό το άγαλμα αναπαρίστανε την αγάπη. Την α-γάπη υπεράνω της αδικίας. Την αγάπη υπεράνω της μονα-ξιάς και της καταδίκης.

Αυτή ήταν που είχε σημασία, αυτή και μόνο. Κοίταξα το πρόσωπο της θεάς και την ήξερα! Κοίταξα το μικρό φαραώ,

το στήθος που προσφερόταν. «Είμαι δική σου», είπα ψυχρά. Τα έντονα αιγυπτιακά της χαρακτηριστικά δεν εμπόδι-

Page 182: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ζαν την καρδιά μου· κοίταξα το δεξί χέρι που κρατούσε το στήθος.

Αγάπη. Αυτή είναι που απαιτεί δύναμη από μέρους μας· αυτή είναι που απαιτεί αντοχή· αυτή απαιτεί αποδοχή του αγνώστου.

«Πάρε τα όνειρα μακριά μου, Ουράνια Μητέρα», είπα. «Ή αποκάλυψε το σκοπό τους. Και το μονοπάτι που πρέ-πει να ακολουθήσω. Σε παρακαλώ».

Μετά στα λατινικά είπα έναν παλιό ψαλμό:

Εσύ είσαι εκείνη που χώρισε τους Ουρανούς από τη Γη. Εσύ είσαι το λαμπρό αστέρι του Μεγάλου Κυνός. Εσύ είσαι που δίνεις δύναμη στους δίκαιους. Εσύ είσαι που κάνεις τα παιδιά να αγαπάνε τους γονείς τους. Εσύ είσαι που δίνεις συγχώρεση σε όσους τη ζητάνε.

Πίστευα αυτές τις λέξεις, αλλά με εντελώς ανόσιο τρό-πο. Τις πίστευα, επειδή θεωρούσα ότι η λατρεία της είχε συλλέξει από το μυαλό των ανθρώπων τις καλύτερες ιδέες για τις οποίες είναι ικανό. Αυτός ήταν ο λόγος ύπαρξης της θεάς· αυτό ήταν το πνεύμα από το οποίο αντλούσε τη ζωντάνια της.

Ο χαμένος φαλλός του Όσιρη βρίσκεται στον Νείλο. Και ο Νείλος γονιμοποιεί τους αγρούς. Αχ, τι ωραίο που ήταν.

Το θέμα δεν ήταν να το απορρίψει κανείς, όπως θα πρό-τεινε ίσως ο Λουκρήτιος, αλλά να συνειδητοποιήσει τι σή-μαινε η εικόνα του. Να βγάλει από αυτή την εικόνα ό,τι κα-λύτερο υπήρχε μέσα στην ψυχή του.

Page 183: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Και όταν κοίταξα κάτω τα όμορφα άσπρα λουλούδια, σκέφτηκα: «Στη σοφία σου οφείλουν, Μητέρα, την άνθιση τους». Και το μόνο που εννοούσα με αυτό ήταν ότι ο ίδιος ο κόσμος είναι γεμάτος με τόσο πολλά πράγματα τα οποία αξίζουν να αγαπηθούν, να διατηρηθούν, να τιμηθούν, που η ίδια η ηδονή ήταν μεγαλειώδης - κι εκείνη, η Ίσιδα, εν-σωμάτωνε τούτες τις διανοητικές συλλήψεις που ήταν τόσο βαθιές, ώστε να τις αποκαλούμε ιδέες.

Την αγαπούσα - αυτή την έκφραση της καλοσύνης που ήταν η Ίσιδα.

Όσο πιο πολύ κοιτούσα το πέτρινο της πρόσωπο τόσο μου φαινόταν ότι με έβλεπε. Παλιό κόλπο. Όσο πιο πολύ ήμουν εκεί γονατισμένη τόσο πιο πολύ μου φαινόταν ότι μου μιλούσε. Επέτρεψα να συμβεί αυτό, έχοντας πλήρη ε-πίγνωση ότι δε σήμαινε τίποτε. Τα όνειρα ήταν μακρινά. Έ-μοιαζαν ένας γρίφος που θα έβρισκε την ηλίθια λύση του.

Μετά, με αληθινή ζέση, σύρθηκα προς το μέρος της και της φίλησα τα πόδια.

Η λατρεία μου είχε τελειώσει. Βγήκα έξω αναζωογονημένη, περιχαρής. Δεν επρόκειτο να ξαναδώ αυτά τα όνειρα ποτέ. Ήταν

ακόμα μέρα. Ήμουν ευτυχισμένη. Βρήκα πολλές φίλες στον περίβολο του ναού και κάθι-

σα μαζί τους κάτω από τις ελιές και άντλησα από αυτές ό-λες τις πληροφορίες που χρειαζόμουν για την καθημερινή ζωή, πώς να βρω προμηθευτές, κομμωτές, όλα αυτά. Πού να αγοράσω το ένα και το άλλο.

Με άλλα λόγια, οι πλούσιες φίλες μου με εξόπλισαν πλή--

Page 184: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ρως για να συντηρήσω ένα τέλειο σπιτικό χωρίς να το γε-μίσω με δούλους που δεν ήθελα. Θα μου αρκούσαν ο Φλά-βιος και τα δύο κορίτσια. Υπέροχα. Οτιδήποτε άλλο μπο-ρούσε να νοικιαστεί ή να αγοραστεί.

Τελικά, πολύ κουρασμένη, με το κεφάλι γεμάτο με ονό-ματα και οδηγίες που έπρεπε να θυμηθώ και πολύ εύθυμη από τα αστεία και τις ιστορίες εκείνων των γυναικών, εν-θουσιασμένη με την άνεση με την οποία μιλούσαν ελληνι-κά -που πάντα τα λάτρευα-, σκέφτηκα ότι μπορούσα πια να γυρίσω στο σπίτι.

Μπορούσα να ξεκινήσω. Ο ναός ήταν ακόμα γεμάτος. Κοίταξα τις πόρτες. Πού

ήταν ο ιερέας; Καλά, θα ξαναγύριζα αύριο. Δεν ήθελα να ξαναζήσω τώρα αυτά τα όνειρα, αυτό ήταν βέβαιο. Πολύς κόσμος πηγαινοερχόταν με λουλούδια και ψωμί και μερι-κοί με πουλιά που θα ελευθέρωναν για χάρη της θεάς, που-λιά που θα πετούσαν από το ψηλό παράθυρο του ιερού της.

Πόσο ζεστά ήταν εδώ. Πόσα λουλούδια σκέπαζαν τον τοίχο! Ποτέ μου δεν είχα φανταστεί ότι θα υπήρχε μέρος τό-σο όμορφο όσο η Τοσκάνη, αλλά ίσως κι αυτό εδώ το μέ-ρος να ήταν εξίσου όμορφο.

Βγήκα έξω από την αυλή, στα σκαλιά, και μετά στην Α-γορά.

Πλησίασα έναν άντρα κάτω από τις αψίδες, που δίδα-σκε σε μια ομάδα από αγοράκια αυτά που πρέσβευε ο Διο-γένης, ότι πρέπει να εγκαταλείψουμε τη σάρκα και όλες τις απολαύσεις της, να ζούμε αγνή ζωή αρνούμενοι τις αισθή-σεις.

Page 185: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ήταν ακριβώς όπως το είχε περιγράψει ο Φλάβιος. Αλ-λά ο άντρας εννοούσε αυτά που έλεγε και μιλούσε ωραία. Μιλούσε για μια απελευθερωτική παραίτηση. Κέντρισε τη φαντασία μου. Γιατί αυτό ήταν που νομίζω ότι μου είχε συμ-βεί στο ναό, μια απελευθερωτική παραίτηση.

Τα αγόρια που άκουγαν παραήταν νέα για να το ξέρουν αυτό. Αλλά εγώ το ήξερα. Μου άρεσε αυτός ο άντρας. Είχε γκρίζα μαλλιά και φορούσε έναν απλό μακρύ χιτώνα. Δεν ήταν επιδεικτικά ντυμένος με κουρέλια.

Διέκοψα αμέσως. Με ένα ταπεινό χαμόγελο πρόσφερα τη συμβουλή του Επίκουρου, ότι οι αισθήσεις δε θα μας εί-χαν δοθεί αν δεν ήταν καλές. Έτσι δεν είναι; «Πρέπει, λοι-πόν, να αρνιόμαστε τους εαυτούς μας; Κοιτάξτε πίσω στο περίβολο του Ναού της Ίσιδας, κοιτάξτε τα λουλούδια που σκεπάζουν την κορυφή του τοίχου! Δεν είναι αυτό κάτι που πρέπει να απολαμβάνουμε; Κοιτάξτε το εκτυφλωτικό κόκ-κινο όλων αυτών των λουλουδιών! Αυτά τα λουλούδια είναι από μόνα τους αρκετά για να βγάλουν κάποιον από τη θλί-ψη. Ποιος μας λέει ότι τα μάτια είναι πιο σοφά από τα χέ-ρια ή τα χείλια;»

Τα νεαρά αγόρια γύρισαν προς το μέρος μου. Αρχισα να συζητάω με αρκετά από αυτά. Πόσο δροσερά και όμορφα ήταν. Υπήρχαν μακρυμάλληδες από τη Βαβυλώνα, ακόμα και Εβραίοι ευγενικής καταγωγής, όλοι με πολύ τριχωτά μπράτσα και στήθος, και πολλοί Ρωμαίοι των αποικιών που θαμπώθηκαν από τα επιχειρήματά μου, ότι στη σάρκα και στο κρασί βρίσκουμε την αλήθεια της ζωής.

«Τα λουλούδια, τα αστέρια, το κρασί, τα φιλιά του ερα--

Page 186: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στη, όλα είναι σίγουρα κομμάτι της Φύσης», είπα. Βέβαια, είχα πάρει φωτιά, γιατί είχα μόλις βγει από το ναό, είχα μόλις απαλλαγεί από όλους τους φόβους και είχα ξεδιαλύ-νει όλες τις αμφιβολίες μου. Για την ώρα ήμουν ανίκητη. Ο κόσμος ήταν καινούριος.

Ο δάσκαλος, που το όνομά του ήταν Μάρκελλος, ήρθε κάτω από την αψίδα για να με χαιρετήσει.

«Α, χαριτωμένη κυρία, με εκπλήσσεις», είπε. «Από ποι-ον έμαθες, όμως, αλήθεια αυτά που πιστεύεις; Ήταν ο Λου-κρήτιος; Ή είναι εκ πείρας; Συνειδητοποιείς, βέβαια, ότι δεν πρέπει ποτέ να ενθαρρύνουμε τους ανθρώπους να εγκατα-λείπονται στο έλεος των αισθήσεων!»

«Μίλησα εγώ για εγκατάλειψη;» ρώτησα. «Το να υπο-χωρεί κανείς δε σημαίνει ότι εγκαταλείπεται. Σημαίνει ότι τιμά. Μιλάω για μια φρόνιμη ζωή· πρεσβεύω ότι πρέπει να αφουγκραζόμαστε τη σοφία του κορμιού μας. Μιλάω για την απώτατη ευφυΐα της ευγένειας και της χαράς. Και αν θέ-λεις να ξέρεις, ο Λουκρήτιος δε με δίδαξε τόσο πολύ όσο θα μπορούσε να νομίσει κανείς. Ήταν πάντα υπερβολικά στε-γνός για τα γούστα μου, ξέρεις. Έμαθα να αγκαλιάζω το μεγαλείο της ζωής από ποιητές όπως ο Οβίδιος».

Το πλήθος των αγοριών ζητωκραύγασε. «Έμαθα από τον Οβίδιο», ακουγόταν η μία φωνή μετά

την άλλη. «Αυτό είναι πολύ καλό, αλλά να θυμάστε και τους τρό-

πους σας και τα μαθήματά σας», είπα σταθερά. Κι άλλες επευφημίες. Μετά οι νέοι άντρες άρχισαν να πε-

τάνε στην τύχη στίχους από τις Μεταμορφώσεις του Οβίδιου.

Page 187: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Υπέροχα», είπα. «Πόσοι είστε εδώ; Δεκαπέντε. Γιατί δεν έρχεστε στο σπίτι μου για δείπνο;» ρώτησα. «Πέντε βρά-δια από σήμερα, όλοι σας. Χρειάζομαι χρόνο για να προε-τοιμαστώ. Έχω πολλά βιβλία που θέλω να σας δείξω. Σας υπόσχομαι ότι θα σας δείξω τι μπορεί να κάνει για την ψυ-χή ένα υπέροχο συμπόσιο!»

Η πρόσκληση μου έγινε δεκτή με ευθυμία και γέλια. Α-ποκάλυψα πού ακριβώς ήταν το σπίτι μου.

«Είμαι χήρα. Το όνομά μου είναι Πανδώρα. Σας καλώ όλους με κάθε επισημότητα και το συμπόσιο σας περιμέ-νει. Μην περιμένετε χορευτές και χορεύτριες, γιατί δε θα τους βρείτε κάτω από τη δική μου στέγη. Να περιμένετε υ-πέροχο φαγητό. Να περιμένετε ποίηση. Ποιος από εσάς μπορεί να απαγγείλει στίχους του Ομήρου; Αληθινά να τους τραγουδήσει; Ποιος από εσάς τους τραγουδά από μνήμης για τη διασκέδασή του;»

Γέλια, ευθυμία. Νίκη. Φάνηκε ότι όλοι μπορούσαν να το κάνουν και ανυπομονούσαν να τους δοθεί η ευκαιρία. Κάποιος ανέφερε χαμηλόφωνα μια άλλη Ρωμαία που θα ζήλευε πάρα πολύ όταν θα μάθαινε ότι είχε συναγωνίστρια στην Αντιόχεια.

«Ανοησίες», είπε ένας άλλος. «Το τραπέζι της έχει πολύ συνωστισμό. Κυρά μου, να σου φιλήσω το χέρι;»

«Πρέπει να μου πείτε ποια είναι», είπα. «Θα την καλω-σορίσω. Θέλω να τη γνωρίσω και να δω τι μπορώ να μάθω από αυτή».

Ο δάσκαλος χαμογελούσε. Του έβαλα λίγα χρήματα στο χέρι.

Page 188: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Σκοτείνιαζε. Αναστέναξα. Τα αστέρια έβγαιναν στο χρω-ματισμένο δειλινό που προηγείται της νύχτας.

Δέχτηκα τα αγνά φιλιά των αγοριών και επιβεβαίωσα το ραντεβού μας.

Αλλά κάτι είχε αλλάξει. Σε ένα ανοιγόκλεισμα του ματιού. Αχ, βαμμένα μάτια, όχι.

Τσως να ήταν μόνο η απαίσια παλέτα του δειλινού. Ένιωσα μια ανατριχίλα. Εγώ είμαι που σε κάλεσα. Ποιος

είπε αυτά τα λόγια; Πρόσεχε, γιατί θα σε κλέψουν από μένα και δε θα το ανεχτώ.

Έμεινα άφωνη. Κράτησα ζεστά το χέρι του δασκάλου. Μιλούσε για τη μετριοπάθεια στη ζωή. «Κοίτα τον απλό χι-τώνα μου», είπε. «Αυτά τα αγόρια έχουν τόσα πολλά λεφτά, που μπορούν να καταστρέψουν τον εαυτό τους».

Τα αγόρια διαμαρτυρήθηκαν. Αλλά όλα αυτά ήταν αχνά για μένα. Προσπάθησα να α-

κούσω. Τα μάτια μου περιπλανήθηκαν. Από πού ερχόταν αυτή η φωνή; Ποιος έλεγε αυτά τα λόγια; Ποιος με κάλεσε και ποιος ήταν εκείνος που θα επιχειρούσε να με κλέψει;

Μετά, προς μεγάλη μου έκπληξη, είδα έναν άντρα, με το κεφάλι του καλυμμένο από την τήβεννο του, να με κοιτάζει. Τον γνώρισα αμέσως από το μέτωπο και τα μάτια του. Α-ναγνώρισα τώρα το βάδισμά του, καθώς απομακρύνθηκε σταθερά.

Ήταν ο αδερφός μου, ο νεότερος από όλους, ο Λούκιος, εκείνος που περιφρονούσα. Έπρεπε να είναι εκείνος. Και δες με τι πονηρό τρόπο έφυγε μέσα στο σκοτάδι για να μην τον αναγνωρίσω.

Page 189: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Δεν μπορούσα να κουνηθώ και σκοτείνιαζε. Όλοι οι έ-μποροι που ανοίγουν μόνο τη μέρα είχαν φύγει. Οι ταβέρ-νες κρεμούσαν έξω τα φανάρια η τους δαυλούς τους. Ένα βιβλιοπωλείο παρέμενε ανοιχτό, εκθέτοντας τα βιβλία του κάτω από τους λύχνους που κρέμονταν από ψηλά.

Ο Λούκιος -ο απεχθέστατος νεότερος αδερφός μου- να μην έρθει να με καλωσορίσει με δάκρυα στα μάτια, αλλά να γλιστρήσει στο σκοτάδι των αψίδων; Γιατί;

Φοβήθηκα την αλήθεια. Στο μεταξύ, τα αγόρια με παρακαλούσαν να πάω στο

γειτονικό κρασοπουλειό μαζί τους σ' έναν ωραίο κήπο. Τσα-κώνονταν για το ποιος θα πρωτοπλήρωνε το λογαριασμό μου εκεί.

Σκέψου, Πανδώρα. Αυτή η γλυκιά μικρή πρόσκληση έ-χει στόχο να δοκιμαστεί το θάρρος και η ελευθερία μου. Και δε θα έπρεπε να πάω σ' ένα κοινό κρασοπουλειό με τα αγόρια! Αλλά μέσα σε λίγα λεπτά θα είχα μείνει μόνη.

Η Αγορά είχε ησυχάσει. Οι άσβεστες φλόγες λαμπύρι-ζαν μπροστά στους ναούς. Αλλά υπήρχαν μεγάλες περιο-χές αφώτιστες. Ο άντρας με την τήβεννο περίμενε.

«Όχι, πρέπει να φύγω τώρα», είπα. Απελπισμένη σκέ-φτηκα: Πού θα βρω κάποιο δαυλοφόρο; Να τολμήσω να ζη-τήσω από αυτούς τους νεαρούς να με συνοδέψουν ως το σπίτι; Έβλεπα τους δούλους τους να περιμένουν ολόγυρα και μερικοί άναβαν ήδη τα φανάρια ή τους δαυλούς τους.

Ψαλμοί ακούστηκαν από το Ναό της Ίσιδας. Εγώ είμαι που σε κάλεσα. Πρόσεχε... εμένα και τους σκοπούς μου! «Αυτό είναι τρέλα», μουρμούρισα, καληνυχτίζοντας ε--

Page 190: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κείνους που έφευγαν δυο δυο και τρεις τρεις. Πίεσα τον ε-αυτό μου να πω δυο ευγενικές κουβέντες.

Κοίταξα τη μακρινή φιγούρα του Λούκιου, που τώρα ή-ταν σκυμμένη στην άλλη άκρη της αψίδας μπροστά από πόρτες που είχαν κλείσει για τη νύχτα. Η ίδια η στάση του ήταν ύπουλη και δειλή.

Εντελώς ξαφνικά ένιωσα ένα χέρι στον ώμο μου. Το έ-σπρωξα αμέσως, θέλοντας να διαμαρτυρηθώ γι' αυτή την οι-κειότητα, και μετά συνειδητοποίησα ότι ένας άντρας ψιθύ-ριζε στο αφτί μου:

«Ο ιερέας του ναού σε ικετεύει να ξαναγυρίσεις, κυρά μου. Πρέπει να σου μιλήσει. Δεν ήθελε να φύγεις πριν μι-λήσετε».

Γύρισα και είδα εκεί δίπλα μου έναν ιερέα, με τον επί-σημο αιγυπτιακό κεφαλόδεσμο, ντυμένο με ένδυμα από ά-ψογο άσπρο λινό, που φορούσε ένα περιλαίμιο με τη μορ-φή της θεάς.

Αχ, ευχαριστώ τους Ουρανούς. Αλλά πριν προλάβω να συνέλθω ή να απαντήσω, ένας

άλλος άντρας είχε πλησιάσει με θράσος, ακουμπώντας βα-ριά στο πόδι του από ελεφαντόδοντο. Δύο δαυλοφόροι τον συνόδευαν. Μας αγκάλιασε ζεστό φως.

«Η κυρά μου επιθυμεί να μιλήσει με αυτό τον ιερέα;» ρώτησε.

Ήταν ο Φλάβιος. Είχε ακολουθήσει τις εντολές μου. Ή-ταν υπέροχα ντυμένος σαν Ρωμαίος ευγενής με το μακρύ χι-τώνα κι ένα χαλαρό μανδύα. Ως δούλος δεν μπορούσε να φορέσει τήβεννο. Τα μαλλιά του ήταν καθαρά και κομμέ--

Page 191: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να και έδειχναν τόσο εντυπωσιακά όσο οποιουδήποτε ε-λεύθερου άντρα. Άστραφτε από καθαριότητα και έμοιαζε γεμάτος αυτοπεποίθηση.

Ο Μάρκελλος, ο φιλόσοφος-δάσκαλος, δίστασε. «Κυρά Πανδώρα, είσαι πολύ χαριτωμένη και άσε με να σε διαβε-βαιώσω ότι η ταβέρνα όπου συχνάζουν αυτά τα αγόρια μπο-ρεί να γεννήσει ένα νέο Αριστοτέλη ή Πλάτωνα, αλλά δεν είναι κατάλληλο μέρος για σένα».

«Αυτό το ξέρω», είπα. «Μην ανησυχείς». Ο δάσκαλος κοίταξε κουρασμένος τον ιερέα και τον ό-

μορφο Φλάβιο. Γλίστρησα το χέρι μου γύρω από τη μέση του Φλάβιου. «Αυτός είναι ο προσωπικός μου ακόλουθος και επιστάτης, που θα σας καλωσορίσει το βράδυ που θα έρθετε στο σπίτι μου. Σ' ευχαριστώ που μου επέτρεψες να διακόψω τη διδασκαλία σου. Είσαι ευγενικός άντρας».

Το πρόσωπο του δασκάλου σκλήρυνε. Μετά έσκυψε πιο κοντά. «Υπάρχει ένας άντρας κάτω από την αψίδα· μην τον κοιτάξεις τώρα, αλλά χρειάζεσαι κι άλλους δούλους για προ-στασία. Η πόλη αυτή είναι μοιρασμένη στα δύο, επικίνδυνη».

«Α, ώστε τον είδες κι εσύ», είπα. «Και τη λαμπρή του τή-βεννο, σημάδι της ευγενικής του γενιάς!»

«Βραδιάζει», είπε ο Φλάβιος. «Αέω να νοικιάσω κι άλλους δαυλοφόρους κι ένα φορείο. Από εκεί πέρα».

Ευχαρίστησε το δάσκαλο, που απομακρύνθηκε απρό-θυμα.

Ο ιερέας. Περίμενε ακόμα. Ο Φλάβιος έκανε νόημα για δύο ακόμα δαυλοφόρους και ήρθαν τρέχοντας προς το μέ-ρος μας. Τώρα είχαμε άπλετο φως.

Page 192: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Γύρισα προς τον ιερέα. «Θα έρθω απευθείας στο ναό, αλλά πρώτα πρέπει να μιλήσω σ' εκείνο τον άντρα! Τον ά-ντρα στη σκιά», έδειξα αρκετά προκλητικά. Στεκόμουν μέ-σα σε μια πλημμύρα από φως. Σαν να βρισκόμουν πάνω σε σκηνή θεάτρου.

Είδα τη μακρινή φιγούρα να ζαρώνει και να προσπαθεί να χαθεί στον τοίχο.

«Γιατί;» ρώτησε ο Φλάβιος, με την ίδια περίπου ταπει-νότητα που θα επιδείκνυε κι ένας Ρωμαίος συγκλητικός. «Κάτι δεν πάει καθόλου καλά μ' αυτό τον άνθρωπο. Περι-φέρεται άσκοπα. Ο δάσκαλος είχε δίκιο».

«Το ξέρω», απάντησα. Άκουσα το αχνό, βαθύ γέλιο μιας γυναίκας! Ω θεοί, έπρεπε να κρατήσω ακόμα τα λογικά μου μέχρι να γυρίσω στο σπίτι! Κοίταξα τον Φλάβιο. Δεν είχε α-κούσει το γέλιο.

Υπήρχε μόνο ένας σίγουρος τρόπος για να το κάνω αυ-τό. «Δαυλοφόροι, όλοι σας, ελάτε μαζί μου», είπα στους τέσ-σερις τους. «Φλάβιε, εσύ μείνε εδώ με τον ιερέα να παρα-κολουθείς καθώς θα χαιρετάω αυτό τον άντρα. Τον γνωρί-ζω. Έλα μόνο αν σε φωνάξω».

«Δε μου αρέσει καθόλου αυτό», είπε ο Φλάβιος. «Ούτε και μένα», είπε ο ιερέας. «Σε θέλουν στο ναό, κυ-

ρά μου, και έχουμε πολλούς φρουρούς που μπορούν να σας συνοδέψουν μέχρι το σπίτι».

«Δε θα σας απογοητεύσω», είπα, αλλά περπάτησα κα-τευθείαν προς τη φιγούρα με την τήβεννο, δρασκελίζο-ντας τα τετράγωνα του πλακόστρωτου, με τους δαυλούς να φέγγουν γύρω μου.

Page 193: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο άντρας με την τήβεννο αιφνιδιάστηκε, όλο του το κορ-μί τινά)(τηκε και απομακρύνθηκε λίγα βήματα από τον τοίχο.

Σταμάτησα, ακόμα ήμουν στην πλατεία. Έπρεπε να έρθει πιο κοντά. Εγώ δεν επρόκειτο να το

κουνήσω. Οι τέσσερις δαυλοί τρεμόπαιζαν και φούντωναν στο αεράκι. Οποιοσδήποτε εκεί κοντά θα μπορούσε να μας δει. Ήμασταν οι πιο φωτεινές παρουσίες στην Αγορά.

Ο άντρας πλησίασε. Περπάτησε αργά, μετά πιο γρήγο-ρα. Το φως έπεσε στο πρόσωπο του. Ήταν έξαλλος από οργή.

«Λούκιε», ψιθύρισα. «Σε βλέπω, αλλά δεν πιστεύω στα μάτια μου».

«Ούτε κι εγώ», είπε. «Τι στο δαίμονα γυρεύεις εδώ πέρα;» μου είπε.

«Τι;» έμεινα άναυδη και δεν μπορούσα να απαντήσω. «Η οικογένειά μας έπεσε σε δυσμένεια στη Ρώμη κι εσύ

γίνεσαι θέαμα στη μέση της Αντιόχειας! Έχεις δει τη μού-ρη σου; Βαμμένη και παρφουμαρισμένη και με τα μαλλιά σου πασαλειμμένα! Είσαι μια πόρνη».

«Λούκιε!» φώναξα. «Για τ' όνομα των θεών, τι σου περ-νάει από το μυαλό; Ο πατέρας μας πέθανε! Τα ίδια σου τα αδέρφια μπορεί να έχουν πεθάνει. Πώς δραπέτευσες; Για-τί δε χαίρεσαι που με βλέπεις; Γιατί δε με καλείς στο σπίτι σου;»

«Να χαίρομαι που σε βλέπω!» σφύριξε. «Εδώ βρισκό-μαστε σε πλήρη μυστικότητα, σκύλα!»

«Πόσοι είστε; Ποιοι; Τι απέγινε ο Αντώνιος; Τι απέγινε η Φλώρα;»

Page 194: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κάγχασε ανυπόμονα. «Δολοφονήθηκαν, Λυδία, και αν δε χωθείς σε καμιά α-

σφαλή γωνιά, όπου να μην μπορεί να σε βρει κανένας πε-ριπλανώμενος Ρωμαίος πολίτης, θα πεθάνεις κι εσύ. Για κοίτα εκεί, να εμφανιστεί εδώ, φλυαρώντας για φιλοσοφία! Σε είδα το μεσημέρι, ανόητο, ενοχλητικό πλάσμα. Κατα-ραμένη να σαι, Λυδία!»

Μιλάμε για καθαρό ασίγαστο μίσος. Ξανά άκουσα αυτό το απόμακρο βαθύ γέλιο. Φυσικά, ε-

κείνος δεν το άκουσε. Μόνο εγώ μπορούσα να το ακούω. «Η γυναίκα σου πού είναι; Θέλω να τη δω! Θα με πας σ'

αυτή». «Όχι». «Λούκιε, είμαι αδερφή σου. Θέλω να δω τη γυναίκα σου.

Έχεις δίκιο. Ήμουν ανόητη. Δε σκέφτομαι σωστά μερικές φορές. Τόσα μίλια θάλασσα μας χωρίζουν από τη Ρώμη. Ποτέ δε σκέφτηκα...»

«Αυτό είναι το πρόβλημα, Λυδία, ποτέ δε σκέφτεσαι κά-τι λογικό ή πρακτικό. Ποτέ σου δεν το έκανες. Είσαι ασυμ-βίβαστη ονειροπόλα και ηλίθια από πάνω».

«Λούκιε, τι μπορώ να κάνω;» Γύρισε δεξιά κι αριστερά, εξετάζοντας τους δαυλοφό-

ρους. Τα μάτια του στένεψαν. Ένιωθα το μίσος του. Αχ, πα-

τέρα, μην το δεις αυτό από τους Ουρανούς ή από τον Κά-τω Κόσμο. Ο αδερφός μου θέλει το θάνατο μου!

«Ναι», είπα, «τέσσερις δαυλοφόροι κι εγώ βρισκόμαστε στη μέση της Αγοράς. Και μην ξεχνάς τον άντρα με το πό--

Page 195: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

δι από ελεφαντόδοντο εκεί πέρα και τον ιερέα», είπα α-παλά. «Και λάβε υπόψη σου τους στρατιώτες έξω από το ναό του αυτοκράτορα. Έχε τους στο νου σου. Τι κάνει η γυ-ναίκα σου; Πρέπει να τη δω. Θα έρθω κρυφά. Θα χαρεί που είμαι ζωντανή, σίγουρα, γιατί την αγαπώ σαν αδερφή μου. Ποτέ δε θα σου μιλήσω δημόσια. Έκανα ένα σοβαρό σφάλμα».

«Έλα, κόφ' το τώρα», είπε. «Είναι νεκρή!» Ξανακοίταξε δεξιά κι αριστερά. «Τους έσφαξαν όλους. Δεν καταλαβαί-νεις; Φύγε από κοντά μου». Έκανε μερικά βήματα προς τα πίσω, αλλά εγώ κινήθηκα προς τα μπρος, ξαναφέρνοντας το φως γύρω του.

«Τότε ποιος είναι μαζί σου; Ποιος δραπέτευσε μαζί σου; Ποιος άλλος έζησε;»

«Η Πρισίλα», είπε, «και είμαστε πολύ τυχεροί που προ-λάβαμε να φύγουμε».

«Τι; Η ερωμένη σου; Ήρθες εδώ με την ερωμένη σου; Και τα παιδιά; Πέθαναν όλα;»

«Ναι, φυσικά, θα πρέπει να πέθαναν. Πώς θα μπορού-σαν να δραπετεύσουν; Κοίτα, Λυδία, σου δίνω διορία μία νύχτα να φύγεις από αυτή την πόλη και από μένα. Είμαι ε-δώ καλά εγκαταστημένος και δε θα ανεχτώ την παρουσία σου. Φύγε από την Αντιόχεια. Φύγε διά ξηράς ή διά θα-λάσσης, δε με νοιάζει, αλλά φύγε!»

«Άφησες τη γυναίκα και τα παιδιά σου να πεθάνουν; Και ήρθες εδώ με την Πρισίλα;»

«Και πώς στο δαίμονα ξέφυγες εσύ, ύπουλη ξαναμμένη σκύλα, δε μου λες; Φυσικά, δεν είχες παιδιά, η μεγάλη, διά--

Page 196: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σημη άγονη μήτρα της οικογένειάς μας!» Κοίταξε τους δαυ-λοφόρους. «Φύγετε από εδώ!» ούρλιαξε.

«Να μείνέΐε εκεί που είστε». Ακούμπησα το χέρι μου στο ξιφίδιο. Κούνησα το μανδύα

για να δει τη.λάμψη του μετάλλου. Φάνηκε να εκπλήσσεται πραγματικά και μετά χαμογέ-

λασε ψεύτικα, αισχρά. Τι αποκρουστικό! «Λυδία, δε θα σε πείραζα για τίποτε στον κόσμο!» είπε

σαν να τον πρόσβαλα. «Μόνο ανησυχώ για όλους μας. Έ-φεραν τα νέα από το σπίτι. Τους σκότωσαν όλους. Τι ήθε-λες να κάνω, να γυρίσω πίσω και να σκοτωθώ χωρίς λόγο;»

«Λες ψέματα. Και μη με ξαναπείς εμένα ξαναμμένη σκύ-λα, εκτός κι αν θες να σε ευνουχίσω. Ξέρω ότι λες ψέματα. Κάποιος σου το σφύριξε και έφυγες! Ή μπορεί να ήσουν ε-σύ που μας πρόδωσες όλους».

Αχ, τι κρίμα γι' αυτόν που δεν ήταν πιο έξυπνος, πιο γρή-γορος. Δεν αγανάκτησε με αυτές τις φοβερές κατηγορίες, ό-πως θα ήταν φυσικό. Απλώς έγειρε το κεφάλι και είπε:

«Όχι, δεν είναι αλήθεια. Κοίτα, έλα μαζί μου τώρα. Διώ-ξε αυτούς τους άντρες, ξεφορτώσου και το δούλο σου και θα σε βοηθήσω εγώ. Η Πρισίλα σε λατρεύει».

«Είναι ψεύτρα και πόρνη! Και πολύ ήρεμα αντέδρασες στις υποψίες μου. Δεν εκνευρίστηκες όσο είχες οργιστεί ό-ταν με είδες! Μόλις σε κατηγόρησα ότι πρόδωσες την οι-κογένειά μας στους καταδότες. Σε κατηγόρησα ότι εγκατέ-λειψες τη γυναίκα σου και τα παιδιά σου στην πραιτορια-νή φρουρά. Τα άκουσες όλα αυτά;»

«Είναι ανοησίες, ποτέ μου δε θα έκανα κάτι τέτοιο».

Page 197: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Βρομάς ενοχή. Τι θέαμα! Θα μπορούσα ακόμα και να σε σκοτώσω!»

Έκανε πίσω. «Φύγε από την Αντιόχεια!»* είπε. «Δε με νοιάζει τι γνώμη έχεις για μένα ή τι αναγκάστηκα να κάνω για να σώσω τον εαυτό μου και την Πρισίλα. Φύγε από την Αντιόχεια!»

Δεν υπήρχαν λέξεις για την ετυμηγορία μου. Ήταν πιο βαρύ απ' όσο μπορούσε να αντέξει η ψυχή μου.

Έκανε πίσω και μετά έφυγε τρέχοντας στο σκοτάδι και εξαφανίστηκε πριν φτάσει στην αψίδα. Άκουσα τα βήματά του να απομακρύνονται στο δρόμο.

«Ουρανοί!» ψιθύρισα. Ήμουν έτοιμη να βάλω τα κλά-ματα. Το χέρι μου, ωστόσο, βρισκόταν ακόμα πάνω στο ξι-φίδιο.

Γύρισα. Ο ιερέας και ο Φλάβιος στέκονταν πιο κοντά απ' ό,τι τους είχα διατάξει. Ήμουν πραγματικά εντελώς εμ-βρόντητη.

Δεν ήξερα τι να κάνω. «Έλα αμέσως στο ναό», είπε ο ιερέας. «Εντάξει», είπα. «Φλάβιε, έλα μαζί μου, φύλαξε σκοπιά

με τους τέσσερις δαυλοφόρους, σε θέλω δίπλα ακριβώς στους φρουρούς του ναού- και πρόσεχε μήπως ξαναπάρει το μάτι σου αυτό τον άντρα».

«Ποιος είναι, κυρά μου;» ψιθύρισε ο Φλάβιος, καθώς ε-γώ προχωρούσα προς το ναό, οδηγώντας τους δύο άντρες.

Πόσο μεγαλοπρεπής έδειχνε. Είχε το παρουσιαστικό ε-λεύθερου άντρα. Και ο χιτώνας του ήταν από ωραίο λεπτό μαλλί, με χρυσές ρίγες, δεμένος με χρυσή ζώνη και εφάρ-

Page 198: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μοζε ωραία στο στήθος του. Ακόμα και το πόδι του από ε-λεφαντόδοντο ήταν γυαλισμένο. Ήμουν πολύ ικανοποιη-μένη. Ήταν όμως οπλισμένος;

Κάτω από το πράο ύφος του ένιωθε βαθιά προστατευτι-κός απέναντι μου.

Μέσα στη δυστυχία μου δεν μπόρεσα να βρω τις λέξεις για να του απαντήσω.

Αρκετά φορεία διέσχιζαν τώρα την πλατεία και τα με-τέφεραν βιαστικά δούλοι, ενώ άλλοι δούλοι κρατούσαν τους δαυλούς δίπλα τους. Ένα είδος απαλής λάμψης γεννήθηκε από την κίνηση. Ο κόσμος πήγαινε σε δείπνα και ιδιωτικές γιορτές. Κάτι συνέβαινε στο ναό.

Γύρισα προς τον ιερέα. «Θα προσέχεις το δούλο μου και τους δαυλοφόρους;»

«Ναι, κυρά μου», είπε. Ήταν νύχτα. Το αεράκι ήταν γλυκό. Λίγα φανάρια είχαν

αναφτεί κάτω από τις μακριές στοές. Πλησιάσαμε τους πυ-ραύνους της θεάς.

«Τώρα πρέπει να σε αφήσω», είπα. «Έχεις την άδειά μου να προστατεύεις την περιουσία μου, όπως τόσο κομψά το έθεσες προηγουμένως, μέχρι θανάτου. Μην κουνηθείς από αυτές τις πύλες. Δε θα φύγω από εδώ χωρίς εσένα. Δε θα μείνω πολύ. Δε θέλω. Έχεις όμως εγχειρίδιο μαζί σου;»

«Ναι, κυρά μου, αλλά δεν ξέρω πώς κόβει. Ήταν ανά-μεσα στα υπάρχοντά σου και όταν δεν ερχόσουν στο σπίτι και σκοτείνιασε...»

«Μη μου λες την ιστορία της ζωής σου», είπα. «Καλά έ-κανες. Μάλλον πάντα καλά θα κάνεις».

Page 199: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Γύρισα την πλάτη μου προς την πλατεία και είπα: «Δώ-σε μου να το δω. Θα καταλάβω αν είναι διακοσμητικό ή κοφτερό».

Όταν το τράβηξε από τη θήκη του βραχίονα του, το άγγι-ξα με το δάχτυλο και βγήκε αίμα από το κόψιμο. Του το ε-πέστρεψα. Αυτό ανήκε κάποτε στον πατέρα μου. Ώστε ο πατέρας μου είχε γεμίσει το μπαούλο μου με τα όπλα του όσο και με την περιουσία του, για να ζήσω!

Ο Φλάβιος κι εγώ ανταλλάξαμε ένα τελευταίο βλέμμα που κράτησε πολύ.

Ο ιερέας είχε αρχίσει να αδημονεί. «Κυρά μου, σε πα-ρακαλώ, έλα μέσα», είπε.

Με έσπρωξαν μέσα από τις ψηλές πύλες του ναού και βρέθηκα με τις ιέρειες και τον ιερέα που είχα συναντήσει νωρίτερα το απόγευμα.

«Θέλετε κάτι από μένα;» ρώτησα. Ήμουν ξέπνοη. Ή-μουν στα πρόθυρα της λιποθυμίας. «Έχω πολλά στο μυα-λό μου, πράγματα που πρέπει να γίνουν. Δεν μπορεί να πε-ριμένει;»

«Όχι, κυρά μου, δεν μπορεί!» είπε ο ιερέας. Ένιωσα μια τρεμούλα στα πόδια σαν να με παρακο-

λουθούσε κάποιος. Οι ψηλές σκιές του ναού έκρυβαν πολ-λά.

«Εντάξει», είπα. «Έχει σχέση μ' αυτά τα απαίσια όνει-ρα, έτσι δεν είναι;»

«Ναι», είπε ο ιερέας. «Και με άλλα πολλά».

Page 200: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μ Α ς ΠΗΓΑΝ ΣΕ ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΑΊΘΟΥΣΑ και αυτή είχε μόνο ένα α-χνό φως.

Δεν μπορούσα να δω καλά στο φως της φλόγας που τρε-μόπαιζε και συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να δια-κρίνω τα πρόσωπα του άλλου ιερέα και της ιέρειας. Ένα α-νατολίτικο προπέτασμα από σκαλισμένο έβενο χώριζε την απέναντι άκρη του δωματίου· ένιωσα ότι κάποιος βρισκό-ταν από πίσω του.

Αλλά δεν αισθάνθηκα τίποτε άλλο από ευγένεια να α-ποπνέεται από όλους τους συγκεντρωμένους. Κοίταξα ο-λόγυρα. Ήμουν πολύ δυστυχισμένη για τον αδερφό μου και τόσο ανυπόμονη, που δεν μπορούσα να βρω ευγενικά λόγια.

«Παρακαλώ να με συγχωρέσετε», είπα. «Ένα τρομερό ζήτημα με κάνει να βιάζομαι». Είχα αρχίσει να φοβάμαι για την ασφάλεια του Φλάβιου. «Στείλτε φρουρούς να ενι-σχύσουν το δούλο μου που περιμένει απέξω, τώρα».

«Θα γίνει, κυρά μου», είπε ο ιερέας, εκείνος που γνώρι--

Page 201: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ζα. «Σε ικετεύω να μείνεις και να μας αφηγηθείς την ιστο-ρία σου ξανά».

«Ποιος είναι εκεί;» διαμαρτυρήθηκα. «Πίσω από αυτό το προπέτασμα. Γιατί κρύβεται αυτό το πρόσωπο;» Ήταν πο-λύ αγενές και ασεβές από μέρους μου, αλλά ήμουν εντελώς τρομοκρατημένη.

«Είναι ένας από τους πιο ένθερμους υποστηρικτές μας», είπε ο ιερέας που με είχε συνοδέψει στο ιερό της Ίσιδας νω-ρίτερα. «Αυτός έρχεται συχνά τη νύχτα και προσεύχεται στο ιερό και έχει δώσει πολλά χρήματα στο ναό. Το μόνο που θέλει είναι να ακούσει αυτά που θα πούμε».

«Εγώ δεν είμαι σίγουρη γι' αυτό. Να του πεις να βγει έ-ξω!» είπα. «Άλλωστε, τι περιμένει να πούμε ακριβώς;»

Ξαφνικά, είχα θυμώσει πολύ που ήταν έτοιμοι να προ-δώσουν την εμπιστοσύνη μου. Δεν τους είχα πει το αληθι-νό ρωμαϊκό μου όνομα, τους είχα μιλήσει μόνο για την τρα-γωδία μου, αλλά ο ναός ήταν ιερός.

Όλοι τους ήταν τόσο ευγενικοί, που αναστατώθηκαν. Η σιλουέτα, τυλιγμένη σε τήβεννο, πολύ πιο ψηλή από

τον αδερφό μου, για την ακρίβεια αξιοπρόσεκτα ψηλή, βγή-κε από πίσω από το προπέτασμα. Η τήβεννος ήταν σκού-ρα, αλλά κλασική. Το πρόσωπο του κρυβόταν από την τή-βεννο. Έβλεπα μόνο τα χείλια του.

Ψιθύρισε: «Μη φοβάσαι. Μίλησες στον ιερέα και στην ιέρεια σή-

μερα το απόγευμα για αιματοβαμμένα όνειρα». «Το είπα εμπιστευτικά!» είπα αγανακτισμένη. Ήμουν

πολύ καχύποπτη, γιατί είχα πει πολύ περισσότερα σ' αυ--

Page 202: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τους τους ανθρώπους, όχι μόνο για τα αιματοβαμμένα ό-νειρα.

Προσπάθησα να διακρίνω καλύτερα τη σιλουέτα. Υ-πήρχε κάτι το πολύ οικείο σ' αυτή - η φωνή, ακόμα και σε ψίθυρο... κάτι ακόμα.

«Κυρά Πανδώρα», είπε η ιέρεια που με είχε παρηγορήσει τόσο πολύ προηγουμένως. «Μου μίλησες για μια παλιά, θρυ-λική λατρεία, λατρεία στην οποία είμαστε αντίθετοι και την καταδικάζουμε. Μια λατρεία της Αγαπημένης μας Μητέρας που κάποτε περιλάμβανε ανθρωποθυσίες. Σου είπα ότι απε-χθανόμαστε αυτές τις πράξεις. Και έτσι ακριβώς είναι».

«Ωστόσο», είπε ο ιερέας, «κυκλοφορεί κάτι στην Αντιό-χεια που πίνει το αίμα των ανθρώπων και τους απομυζά μέ-χρι που πεθαίνουν. Μετά πετάει τα πτώματα πριν από την αυγή στα σκαλιά μας. Στα ίδια τα σκαλιά του ναού μας». Α-ναστέναξε. «Κυρά Πανδώρα, σου εμπιστεύομαι μια τρομε-ρή εξομολόγηση».

Όλες οι σκέψεις για τον κακό μου αδερφό με εγκατέ-λειψαν. Ο διώκτης των ονείρων μου με πλησίαζε και ένιω-θα την καυτή του ανάσα. Προσπάθησα να ηρεμήσω. Σκέ-φτηκα ξανά τη φωνή που είχα ακούσει στο κεφάλι μου: Εγώ είμαι που σε κάλεσα. Το γυναικείο γέλιο.

«Όχι, ήταν γυναικείο το γέλιο», μουρμούρισα. «Κυρά Πανδώρα;» «Μου λέτε ότι κάποιος κυκλοφορεί στην Αντιόχεια που

πίνει αίμα». «Τις νύχτες. Δεν μπορεί να κυκλοφορήσει τη μέρα», εί-

πε ο ιερέας.

Page 203: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Είδα το όνειρο, τον ήλιο που ανέτελλε, την επίγνωση ό-τι εγώ ο αιμοπότης θα πέθαινα με τις ακτίνες του ήλιου.

«Μου λέτε ότι αυτοί οι αιμοπότες που είδα στον ύπνο μου υπάρχουν;» ρώτησα. «Ότι ένας από αυτούς βρίσκεται εδώ;»

«Κάποιος θέλει να μας πείσει γι' αυτό», είπε ο ιερέας, «ό-τι οι παλιοί θρύλοι αληθεύουν, αλλά δεν ξέρουμε ποιος εί-ναι. Και υποψιαζόμαστε τις ρωμαϊκές Αρχές. Ξέρεις τι συ-νέβη στη Ρώμη. Ήρθες και μας μίλησες για όνειρα στα ο-ποία ο ήλιος σε σκότωνε, στα οποία ήσουν αιμοπότης. Κυ-ρά μου, δεν έχω την πρόθεση να προδώσω την εμπιστοσύ-νη σου. Αυτός εκεί...» έδειξε τον ψηλό άντρα, «αυτός είναι που διαβάζει την αρχαία γραφή. Έχει διαβάσει τους θρύ-λους. Τα όνειρά σου απηχούν τους θρύλους».

«Ζαλίζομαι», είπα. «Χρειάζομαι μια καρέκλα. Έχω ε-χθρούς που πρέπει να σκεφτώ».

«Θα σε προστατέψω από τους εχθρούς σου», είπε ο μυ-στηριώδης ψηλός άντρας με την τήβεννο.

«Πώς μπορείς; Δεν ξέρεις καν ποιοι είναι». Έφτασε στο μυαλό μου η σιωπηλή φωνή του ψηλού ά-

ντρα με την τήβεννο: Ο αδερφός σου ο Λούκιος πρόδωσε όλη την οικογένεια. Το έκανε

από ζήλια για τον αδερφό σον τον Αντώνιο. Πούλησε τονς πάντες στους καταδότες για ένα εγγνημένο μερίδιο, το ένα τρίτο της οικογενειακής

περιουσίας, και έφυγε πριν αρχίσουν οι σκοτωμοί. Είχε τη συνεργασία του Σηιανού της πραιτοριανής φρουράς. Θέλει να σε σκοτώσει.

Σοκαρίστηκα, αλλά δεν είχα την πρόθεση να αφήσω αυ-τό τον άνθρωπο να με καταβάλει.

Page 204: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μιλάς ακριβώς όπως εκείνη η γυναίκα, είπα σιωπηλά. Μιλάς κατευθείαν στις σκέψεις μου. Μιλάς σαν τη γυναίκα που είπε μέσα στο κεφάλι μου: «Εγώ είμαι που σε κάλεσα».

Ένιωσα ότι σοκαρίστηκε με αυτή την πληροφορία. Αλ-λά κι εγώ κατέρρευσα σαν να είχα δεχτεί θανάσιμο χτύπη-μα. Ώστε, λοιπόν, αυτό το πλάσμα ήξερε τα πάντα για τους αδερφούς μου, και ο Λούκιος μας είχε προδώσει. Και αυτό το πλάσμα το ήξερε.

Τι είσαι; είπα στον τηλεπαθητικό συνομιλητή μου, τον ψηλό. Είσαι μάγος;

Καμία απάντηση. Ο ιερέας και η ιέρεια, ανίκανοι να ακούσουν αυτή τη

σιωπηλή συζήτηση, συνέχισαν αυτά που έλεγαν. «Αυτός ο αιμοπότης, κυρά Πανδώρα, αφήνει ανθρώπι-

να θύματα στα σκαλιά του ναού πριν από την αυγή. Γράφει ένα αρχαίο όνομα στα αιγυπτιακά πάνω στα θύματά του με το αίμα τους. Αν το ανακαλύψουν αυτό οι Αρχές, μπορεί να θεωρηθεί υπεύθυνος ο ναός μας. Δεν είναι αυτή η λατρεία μας.

»Θα μας αφηγηθείς ξανά -για χάρη του φίλου μας από εδώ-τα όνειρά σου; Πρέπει να προστατέψουμε τη λατρεία της Ίσιδας. Δεν πιστεύαμε αυτούς τους αρχαίους θρύλους... μέχρι που εμφανίστηκε αυτό το πλάσμα και άρχισε τους σκοτωμούς και ύστερα έρχεται από τη θάλασσα μια όμορ-φη Ρωμαία που μιλάει για παρόμοια πλάσματα που την ε-πισκέπτονται στα όνειρά της».

«Τι όνομα γράφει πάνω στα θύματά του αυτός ο αιμο-πότης;» ρώτησα. «Μήπως της Ίσιδας;»

Page 205: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Δεν έχει νόημα, είναι απαγορευμένο, είναι στα αρχαία αιγυπτιακά. Είναι ένα από τα ονόματα με τα οποία απο-καλούσαν κάποτε την Ίσιδα, ποτέ όμως εμείς».

«Τι είναι;» Κανείς τους, συμπεριλαμβανομένου του σιωπηλού ά-

ντρα, δε μου απάντησε. Μέσα στη σιωπή σκέφτηκα τον Λούκιο και παραλίγο να

βάλω τα κλάματα. Μετά με πλημμύρισε μίσοςΐ βαθύ μίσος, όπως είχε συμβεί στην Αγορά όταν μίλησα μαζί του και διέ-κρινα τη δειλή του οργή. Πρόδωσε όλη την οικογένεια. Εί-ναι επικίνδυνο πράγμα να είναι κανείς αδύναμος. Ο Αντώ-νιος και ο πατέρας μου ήταν τόσο ισχυροί άντρες!

«Κυρά Πανδώρα», είπε ο ιερέας. «Πες μας τι μπορεί να ξέρεις γι αυτό το πλάσμα στην Αντιόχεια. Τον ονειρεύτηκες;»

Σκέφτηκα τα όνειρα. Προσπάθησα να ανταποκριθώ ό-σο καλύτερα μπορούσα σ' αυτά που μου έλεγαν αυτοί οι άν-θρωποι σ' εκείνο το ναό.

Ο ψηλός απόμακρος Ρωμαίος μίλησε: «Η κυρά Πανδώρα δεν ξέρει τίποτε γι' αυτό τον αιμο-

πότη. Σας λέει την αλήθεια. Ξέρει μόνο τα όνειρα και στα όνειρά της δε μνημονεύθηκαν ονόματα. Στα όνειρά της βλέ-πει μια παλιότερη εποχή της Αιγύπτου».

«Σ' ευχαριστώ, Ύψιστε Κύριε!» είπα έξαλλη. «Και πώς έφτασες σ' αυτό το συμπέρασμα;»

«Διαβάζοντας τις σκέψεις σου!» είπε ο Ρωμαίος εντελώς ατάραχος. «Όπως και έμαθα όσα ξέρω για εκείνους που θα έθεταν τη ζωή σου σε κίνδυνο όσο βρίσκεσαι εδώ. Θα σε προστατέψω από τον αδερφό σου».

Page 206: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Αλήθεια. Καλύτερα αυτό να το αφήσεις σε μένα. Εγώ είμαι που θα ξεκαθαρίσω τους λογαριασμούς μου μαζί του. Τώρα ας αφήσουμε το θέμα της προσωπικής μου δυστυ-χίας. Και να μου εξηγήσεις, εξυπνότατε, γιατί βλέπω αυτά τα όνειρα! Ξεσκάλισε κάποιο χρήσιμο κόλπο από τις τηλε-παθητικές σου δυνάμεις. Ξέρεις, ένας άντρας με τα χαρί-σματά σου θα πρέπει να διοριστεί στο δικαστήριο να δι-κάζει τις υποθέσεις αντί για τους δικαστές, αφού μπορείς και διαβάζεις σκέψεις. Γιατί δεν πας στη Ρώμη να γίνεις σύμ-βουλος του αυτοκράτορα Τιβέριου;»

Αισθάνθηκα, στην κυριολεξία, την αναταραχή στην καρ-διά του απόμακρου κρυμμένου Ρωμαίου. Ξανά μου δημι-ουργήθηκε αυτή η αίσθηση ότι είχε κάτι το οικείο αυτό το πλάσμα. Φυσικά, γνώριζα ότι υπάρχουν νεκρομάντες, α-στρολόγοι και ιεροφάντες. Αλλά αυτός ο άντρας είχε ανα-φέρει συγκεκριμένα ονόματα - Αντώνιος, Λούκιος. Ήταν καταπληκτικός.

«Πες μου, μυστηριώδη άνθρωπε», είπα. «Πόσο κοντά πλησιάζουν τα όνειρά μου σ' αυτό που έχεις διαβάσει στις αρχαίες γραφές; Και αυτός ο αιμοπότης που περιπλανιέται στην Αντιόχεια είναι θνητός άνθρωπος;»

Σιωπή. Προσπάθησα να δω τον Ρωμαίο πιο καθαρά, αλλά δεν

μπορούσα. Μάλιστα, είχε υποχωρήσει κάπως προς το σκο-τάδι. Τα νεύρα μου ήταν έτοιμα να σπάσουν. Ήθελα να σκοτώσο) τον Λούκιο· για την ακρίβεια, δεν είχα άλλη επι-λογή.

Ο Ρωμαίος είπε απαλά: «Δεν ξέρει τίποτε γι' αυτό τον αι-

Page 207: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μοπότη στην Αντιόχεια. Πείτε της τι γνωρίζετε γι' αυτόν -γιατί ίσως να είναι εκείνος, ο αιμοπότης, που της στέλνει τα όνειρα».

Μπερδεύτηκα. Η γυναικεία φωνή ήταν τόσο καθαρή στο κεφάλι μου νωρίτερα: Εγά είμαι που σε κάλεσα.

Αυτό προκαλούσε σύγχυση και στον Ρωμαίο- το ένιωθα σαν μια ελαφριά ανατάραξη στον αέρα.

«Τον έχουμε δει», είπε ο ιερέας. «Φυλάμε σκοπιές για να μαζεύουμε αυτά τα φτωχά, αποστραγγισμένα πτώματα πριν τα βρει κάποιος άλλος και κατηγορήσει εμάς για την πρά-ξη. Είναι καμένος, καμένος σ' όλο του το σώμα, μαυρισμέ-νος. Δεν μπορεί να είναι άνθρωπος. Είναι ένας αρχαίος θε-ός, καμένος, κατάμαυρος, λες και βγήκε από το κολαστή-ριο».

«Ο Αμμωνας Ρα», είπα. «Αλλά γιατί δεν πέθανε; Στα ό-νειρά μου εγώ πεθαίνω».

«Αχ, είναι φριχτό θέαμα», είπε η ιέρεια ξαφνικά, σαν να μην μπορούσε να συγκρατηθεί άλλο. «Αυτό δεν μπορεί να είναι ανθρώπινο πλάσμα. Τα κόκαλά του διακρίνονται μέ-σα από το μαυρισμένο του δέρμα. Αλλά είναι αδύναμο και τα θύματά του είναι αδύναμα. Μόλις που στέκεται στα πό-δια του, κι όμως μπορεί να πιει όλο το αίμα από τις φτω-χές, σακατεμένες ψυχές από τις οποίες τρέφεται. Απομα-κρύνεται σερνόμενο το πρωί, σαν να μην έχει δύναμη να βα-δίσει».

Ο ιερέας έδειχνε ανυπόμονος. «Αλλά είναι ζωντανός», είπε ο ιερέας. «Ζει, θεός ή δαί-

μονας ή άνθρωπος, ζει. Και κάθε φορά που πίνει αίμα από

Page 208: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ένα από αυτά τα εξασθενημένα πλάσματα δυναμώνει λιγά-κι. Και έρχεται απευθείας από τους παλιούς θρύλους και ε-σύ τους ονειρεύτηκες. Έχει τα μαλλιά του μακριά όπως οι αρχαίοι Αιγύπτιοι. Πονάει φοβερά από τα εγκαύματά του. Εξαπολύει κατάρες εναντίον του ναού».

«Τι είδους κατάρες;» Η ιέρεια παρενέβη αμέσως. «Μοιάζει να σκέφτεται ότι

η βασίλισσα Ίσιδα τον έχει προδώσει. Μιλάει στα αρχαία αιγυπτιακά. Μόλις που τον καταλαβαίνουμε. Ο Ρωμαίος φί-λος μας εδώ πέρα, ο ευεργέτης μας, έχει μεταφράσει τα λό-για για μας».

«Σταμάτα!» απαίτησα. «Το κεφάλι μου γυρίζει. Μη λες άλλα. Ο άντρας εκεί απέναντι λέει την αλήθεια. Δεν έχω ι-δέα γι' αυτό το αιματοβαμμένο, καμένο πλάσμα. Δεν ξέρω γιατί βλέπω αυτά τα όνειρα. Νομίζω ότι μια γυναίκα μού στέλνει αυτά τα όνειρα. Μπορεί να είναι η βασίλισσα που σας περιέγραψα, η βασίλισσα πάνω στο θρόνο, η αλυσο-δεμένη, η κλαίουσα, χωρίς να ξέρω το λόγο!»

«Δεν έχεις δει ποτέ σου αυτό τον άντρα;» ρώτησε ο ιερέας. Ο Ρωμαίος απάντησε για λογαριασμό μου: «Όχι». «Να το πάλι το ταλέντο να μιλάς για λογαριασμό των

άλλων», είπα στον Ρωμαίο. «Πόσο με ενθουσιάζει! Γιατί κρύβεσαι πίσω από την τήβεννο σου; Γιατί στέκεσαι εκεί πέρα τόσο μακριά που να μην μπορώ να σε δω; Έχεις δει εδώ αυτό τον αιμοπότη;»

«Να είσαι υπομονετική μαζί μου», είπε. Μίλησε τόσο γοητευτικά, που δεν μπόρεσα να θυμώσω μαζί του. Στρά-φηκα στον ιερέα και στην ιέρεια.

Page 209: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Γιατί δεν παραφυλάτε αυτό το μαύρο, καμένο πράγ-μα», είπα, «αυτό το αδύναμο πλάσμα; Ακούω φωνές στο κε-φάλι μου. Αλλά είναι λόγια μιας γυναίκας που έρχονται σε μένα και με προειδοποιούν ότι κινδυνεύω. Είναι μια γυναί-κα που γελάει. Τώρα θέλω να φύγω. Θέλω να γυρίσω στο σπίτι. Έχω κάτι που πρέπει να κάνω και πρέπει να το κά-νω με έξυπνο τρόπο. Πρέπει να φύγω».

«Θα σε προστατέψω από τον εχθρό σου», είπε ο Ρωμαίος. «Πολύ γοητευτικό», είπα. «Αν μπορείς να με προστατέ-

ψεις, αν ξέρεις ποιος είναι ο εχθρός μου, τότε γιατί δεν μπο-ρείς να στήσεις καρτέρι σ' αυτό τον αιμοπότη; Πιάσε τον με ένα δίχτυ μονομάχου. Βύθισε μέσα του πέντε τρίαινες. Πέ-ντε από σας μπορείτε να τον ακινητοποιήσετε. Το μόνο που έχετε να κάνετε είναι να τον κρατήσετε μέχρι να βγει ο ή-λιος και οι ακτίνες του Άμμωνα Ρα θα τον σκοτώσουν. Θα καεί όπως κάηκα εγώ στο όνειρο. Κι εσύ, που διαβάζεις τις σκέψεις των ανθρώπων, γιατί δε βοηθάς;»

Σταμάτησα, σοκαρισμένη και παραζαλισμένη. Γιατί ή-μουν τόσο σίγουρη για όλα αυτά; Γιατί χρησιμοποιούσα το όνομα του Άμμωνα Ρα τόσο άνετα, σαν να πίστευα σ' αυτό το θεό; Μόλις που ήξερα τους μύθους του.

«Το πλάσμα ξέρει πότε παραφυλάμε γι' αυτό», είπαν ο ιερέας και η ιέρεια. «Ξέρει πότε είναι εδώ ο ψηλός μας φί-λος και δεν έρχεται. Είμαστε σε εγρήγορση, έχουμε υπο-μονή, πιστεύουμε ότι δε θα ξανακούσουμε γι' αυτόν και με-τά ξανάρχεται. Και τώρα ήρθες εσύ με τα όνειρά σου».

Μια ζωντανή, αποτρόπαιη λάμψη του ονείρου ξαναγύ-ρισε. Ήμουν άντρας. Τσακωνόμουν και καταριόμουν. Αρ--

Page 210: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νιόμουν να κάνω κάτι που είχα διαταχτεί να κάνω. Μια γυ-ναίκα έκλαιγε. Απέδιωξα όσους προσπάθησαν να με στα-ματήσουν. Αλλά δεν είχα προβλέψει ότι, όπως έφευγα, θα ερχόμουν σε ένα έρημο μέρος όπου δε θα μπορούσα να βρω καταφύγιο.

Αν μίλησαν οι άλλοι, εγώ δεν το πρόσεξα. Άκουσα τη γυ-ναίκα του ονείρου να κλαίει, την αλυσοδεμένη βασίλισσα, και η γυναίκα ήταν κι εκείνη αιμοπότης. «Πρέπει να πιεις από την Πηγή», είπε ο άντρας στο όνειρο μου. Και δεν ή-ταν άντρας. Δεν ήταν άντρας. Ήμασταν θεοί. Ήμασταν αι-μοπότες. Γι' αυτό με κατέστρεφε ο ήλιος. Ήταν η ισχύς ε-νός δυνατότερου θεού. Ολόκληρα τμήματα του ονείρου κρύ-βονταν κάτω από αυτό το ραφιναρισμένο κομματάκι ανά-μνησης.

Ξαναβρήκα τις αισθήσεις μου ή απέκτησα ξανά συνεί-δηση της ύπαρξης των άλλων όταν κάποιος μου έβαλε ένα κύπελλο κρασί στο χέρι. Το ήπια. Ήταν υπέροχο κρασί, α-πό την Ιταλία, και ένιωσα αναζωογονημένη, αν και κουρα-σμένη ταυτόχρονα. Αν έπινα περισσότερο, ο δρόμος προς το σπίτι θα ήταν πολύ κουραστικός. Χρειαζόμουν τις δυ-νάμεις μου.

«Πάρτε το από εδώ», είπα. Κοίταξα την ιέρεια. «Στο ό-νειρο σου είπα ότι ήμουν ένας από αυτούς. Ήθελαν να πιω από τη βασίλισσα. Την αποκαλούσαν "η Πηγή". Έλεγαν ό-τι δεν ήξερε να διοικήσει. Σας είπα».

Η ιέρεια ξέσπασε σε λυγμούς και γύρισε την πλάτη της, καμπουριάζοντας τους σιενούς της ώμους.

«Ήμουν ένας από τους αιμοπότες!» είπα. «Διψούσα για

Page 211: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

αίμα. Ακουστέ, δεν υποστηρίζω τις θυσίες αίματος. Τι ξέ-ρετε εσείς εδώ; Η βασίλισσα Ίσιδα υπάρχει κάπου, μέσα σ' αυτό το ναό, αλυσοδεμένη...»

«Όχι!» φώναξε ο ιερέας. Η ιέρεια γύρισε προς το μέρος μου και επανέλαβε την ίδια τρομοκρατημένη άρνηση.

«Εντάξει, λοιπόν, αλλά είπατε ότι υπήρχαν θρύλοι πως υπάρχει πράγματι κάπου, σε υλική μορφή. Τώρα τι νομί-ζετε ότι συμβαίνει; Με κάλεσε εδώ για να βοηθήσω αυτόν, αυτό το αδύναμο καμένο πλάσμα; Γιατί εμένα; Πώς μπο-ρώ να το κάνω; Είμαι θνητή γυναίκα. Το ότι θυμάμαι όνει-ρα μιας περασμένης ζωής δεν ενισχύει τη δύναμή μου. Α-κούστε! Ήταν γυναικεία φωνή, σας το είπα, που μίλησε στο κεφάλι μου ούτε μία ώρα πριν, έξω στην Αγορά, και είπε: "Εγώ είμαι που σε κάλεσα". Το άκουσα αυτό και ορκίστη-κε ότι δε θα άφηνε να με κλέψουν από κοντά της. Μετά πλησίασε εκείνος ο θνητός άντρας που αποτελεί πολύ ση-μαντικότερη απειλή για μένα απ' ό,τι άλλο με προβλημα-τίζει. Η φωνή στο κεφάλι μου με είχε προειδοποιήσει γι' αυτόν! Δε θέλω καμιά σχέση με την αιγυπτιακή σας θρη-σκεία. Αρνούμαι να τρελαθώ. Εσείς είστε, όλοι σας -ειδικά αυτός ο ταλαντούχος που μπορεί να διαβάζει τη σκέψη-, που πρέπει να βρείτε αυτό το πλάσμα πριν δημιουργήσει κι άλλες φασαρίες. Επιτρέψτε μου να φύγω».

Σηκώθηκα και άρχισα να προχωράω προς την έξοδο για να βγω από την αίθουσα.

Ο Ρωμαίος μίλησε από πίσω μου πολύ ευγενικά: «Σκο-πεύεις πράγματι να βγεις μόνη έξω στη νύχτα, ξέροντας κα-λά τι σε περιμένει - ότι έχεις έναν εχθρό που θέλει να σε

Page 212: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σκοτώσει και ότι έχεις μέσα στα όνειρά σου γνώσεις που μπορεί να προσελκύσουν τον αιμοπότη;»

Επρόκειτο για τόσο μεγάλη αλλαγή πλεύσης για το ψη-λό πλάσμα με τις τηλεπαθητικές ικανότητες αυτό το πέρα-σμα στη σαρκαστική καθομιλουμένη γλώσσα, που παραλί-γο να βάλω τα γέλια.

«Τώρα πάω στο σπίτι!» είπα σταθερά. Ικέτεψαν όλοι, με διάφορους τρόπους και τόνους. «Μεί-

νε στο ναό». «Αποκλείεται», είπα. «Αν ξαναγυρίσουν τα όνειρα, θα τα

καταγράψω για χάρη σας». «Πώς μπορείς να είσαι τόσο ανόητη!» είπε ο Ρωμαίος

με ευγενική ανυπομονησία. Φερόταν σαν να ήταν εκείνος αδερφός μου!

«Αυτό είναι ασυγχώρητο θράσος», είπα. «Οι μάγοι και όσοι διαβάζουν τη σκέψη δε δεσμεύονται από τους κανό-νες των καλών τρόπων;» κοίταξα τον ιερέα και την ιέρεια. «Ποιος είναι αυτός ο άντρας;»

Βγήκα έξω και με ακολούθησαν. Έσπευσα προς την πόρτα.

Μέσα στο φως είδα το πρόσωπο της ιέρειας. «Ξέρουμε μόνο ότι είναι φίλος μας. Σε παρακαλώ να ακολουθήσεις τις συμβουλές του. Ποτέ δεν έχει κάνει τίποτε άλλο παρά μό-νο καλό στο ναό. Έρχεται για να διαβάσει τα αιγυπτιακά βιβλία που έχουμε εδώ. Τα αγοράζει από τα μαγαζιά μόλις μας τα φέρουν τα πλοία. Είναι σοφός. Διαβάζει τις σκέψεις, όπως είδες».

«Μου υποσχεθήκατε μια συνοδεία από φρουρούς», είπα.

Page 213: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κι εγώ θα είμαι μαζί σου. Η φωνή ήρθε από τον Ρωμαίο, αν και τώρα δεν είχα ιδέα πού βρισκόταν. Δεν ήταν στη με-γάλη αίθουσα.

«Έλα να ζήσεις στο Ναό της Ίσιδας και τίποτε δεν μπο-ρεί να σε βλάψει», είπε ο ιερέας.

«Δεν είμαι το είδος της γυναίκας που θα μπορούσε να ζή-σει στους χώρους του ναού», είπα, προσπαθώντας να α-κουστώ όσο πιο ταπεινή και ευγνώμων μπορούσα. «Θα σας τρέλαινα σε μία βδομάδα. Ανοίξτε μου την πόρτα, σας πα-ρακαλώ».

Γλίστρησα έξω. Ένιωθα σαν να είχα δραπετεύσει από έ-να σκοτεινό διάδρομο με αράχνες και να είχα βγει ξανά στη ρωμαϊκή νύχτα, ανάμεσα σε ρωμαϊκούς κίονες και ρω-μαϊκούς ναούς.

Βρήκα τον Φλάβιο ακουμπισμένο στον κίονα δίπλα μου, να κοιτάζει κάτω τα σκαλιά. Οι τέσσερις δαυλοφόροι μας ήταν μαζεμένοι δίπλα μας, πολύ τρομαγμένοι.

Υπήρχαν άντρες που ήταν, προφανώς, φρουροί του ναού, αλλά στέκονταν κολλημένοι στις πύλες, όπως και ο Φλάβιος.

«Κυρά μου, ξαναγύρισε μέσα!» ψιθύρισε ο Φλάβιος. Στη βάση της σκάλας στεκόταν μια ομάδα Ρωμαίων

στρατιωτών με περικεφαλαίες και πλήρη πολεμική περι-βολή, με γυαλιστερούς θώρακες και κοντούς κόκκινους χι-τώνες και μανδύες. Κρατούσαν τα θανατηφόρα όπλα τους σαν να πήγαιναν σε μάχη. Οι μπρούντζινες περικεφαλαίες τους άστραφταν στο φως των δαυλών του ναού.

Πολεμική περιβολή μέσα στην πόλη. Τα πάντα εκτός α-πό ασπίδες. Και ποιος ήταν ο αρχηγός;

Page 214: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο Λούκιος, ο αδερφός μου, στεκόταν δίπλα στον αρχη-γό. Ο Λούκιος φορούσε τον κόκκινο πολεμικό του χιτώνα, αλλά δεν είχε ούτε θώρακα ούτε σπαθί. Η τήβεννος του ή-ταν διπλωμένη και ξαναδιπλωμένη πάνω στο αριστερό του μπράτσο. Ήταν καθαρός, τα μαλλιά του έλαμπαν και έ-μοιαζε καλά αποκαταστημένος. Ένα εγχειρίδιο με πολύτι-μα πετράδια βρισκόταν στο μπράτσο του- ένα άλλο κρεμό-ταν στη μέση του.

Τρέμοντας, με έδειξε με το δάχτυλο. «Να τη», είπε ο Αούκιος. «Από ολόκληρη την οικογένεια

μόνο αυτή δραπέτευσε και γλίτωσε από την εντολή του Ση-ιανού. Προσπάθησαν να σκοτώσουν τον Τιβέριο και αυτή με κάποιο τρόπο κατάφερε να δωροδοκήσει δεξιά κι αρι-στερά και να φύγει από τη Ρώμη!»

Έριξα μια ματιά στους στρατιώτες, εκτιμώντας την κα-τάσταση. Υπήρχαν δύο νέοι Ασιάτες, αλλά οι άλλοι ήταν γέροι και Ρωμαίοι- έξι τον αριθμό. Μα τους θεούς, θα πρέ-πει να νόμισαν ότι ήμουν η Κίρκη!

«Ξαναγύρνα μέσα», είπε ο αγαπημένος και πιστός μου Φλάβιος, «ζήτα άσυλο».

«Μείνε ακίνητος», είπα. «Υπάρχει πάντα χρόνος γι' αυ-τό».

Ο αρχηγός, αυτός ήταν το κλειδί- είδα ότι ήταν ένας με-γάλος άντρας, μεγαλύτερος κι από τον αδερφό μου τον Α-ντώνιο, αλλά όχι τόσο μεγάλος όσο ο πατέρας μου. Είχε πυ-κνά γκρίζα φρύδια και ήταν άψογα ξυρισμένος.

Είχε περήφανες ουλές που απέκτησε σιη μάχη, μία στο μάγουλο του και άλλη μία στο μηρό. Ήταν εξαντλημένος.

Page 215: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Τα μάτια του ήταν κόκκινα και κουνούσε το κεφάλι σαν να ήθελε να καθαρίσει τη θολή του όραση.

Τα χέρια αυτού του άντρα ήταν πολύ μαυρισμένα, κι ό-μως είχε πολύ δυνατούς μυς. Αυτό σήμαινε ότι ήξερε από πόλεμο - από σκληρό, ανελέητο πόλεμο.

Ο Λούκιος δήλωσε: «Όλη η οικογένεια είναι καταδικα-σμένη. Πρέπει να την εκτελέσετε επιτόπου!»

Αποφάσισα τη στρατηγική μου σαν να ήμουν ο ίδιος ο Καίσαρας. Μίλησα αμέσως, κατεβαίνοντας δύο σκαλιά προς το μέρος τους:

«Εσύ είσαι ο λεγάτος, έτσι δεν είναι; Πόσο κουρασμένος θα πρέπει να είσαι!» Πήρα το χέρι του μέσα στα δυο δικά μου. «Υπηρέτησες υπό τις διαταγές του Γερμανικού;»

Έγνεψε καταφατικά. Το πρώτο χτύπημα! «Τα αδέρφια μου πολέμησαν με τον Γερμανικό στον

Βορρά», είπα. «Και ο Αντώνιος, ο μεγαλύτερος, μετά τη θριαμβική πορεία στη Ρώμη, έζησε αρκετά ώστε να μας πει για τα κόκαλα που βρέθηκαν στο δάσος του Τευτο-βούργιου».

«Αχ, κυρά μου, τι θέαμα, αυτή η πεδιάδα με τα κόκαλα, ένας ολόκληρος στρατός να πέσει σε ενέδρα και τα πτώ-ματα να αφεθούν εκεί να σαπίσουν!»

«Δύο από τα αδέρφια μου σκοτώθηκαν σε εκείνη τη μά-χη. Ήταν σε μια καταιγίδα στη Βόρεια Θάλασσα».

«Κυρά μου, δεν έχεις ποτέ σου δει τέτοια καταστροφή, αλλά νομίζεις ότι ο βάρβαρος θεός Θορ θα μπορούσε πο-τέ να τρομάξει τον Γερμανικό μας;»

Page 216: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ποτέ. Και ήρθες εδώ με το στρατηγό;» «Πήγαινα παντού μαζί του, από τις όχθες του Έλβα στον

Βορρά μέχρι το νότιο άκρο του ποταμού Νείλου». «Τι υπέροχο, και είσαι τόσο κουρασμένος, χιλίαρχε, δες

τα χάλια σου, χρειάζεσαι ύπνο. Πού είναι ο περίφημος δι-οικητής Γνάιος Καλπούρνιος Πείσωνας; Γιατί του πήρε τό-σο χρόνο να ηρεμήσει την πόλη;»

«Γιατί δε βρίσκεται εδώ, κυρά μου, και δεν τολμάει να γυρίσει πίσω. Μερικοί λένε ότι οργανώνει ανταρσία στην Ελ-λάδα, άλλοι ότι έφυγε για να σωθεί».

«Μην την ακούτε!» φώναξε ο Λούκιος. «Ούτε στη Ρώμη ήταν ιδιαίτερα αγαπητός», είπα. «Ο

Γερμανικός ήταν εκείνος που αγαπούσαν τα αδέρφια μου και επαινούσε ο πατέρας μου».

«Πραγματικά, αν μας είχε δοθεί άλλος ένας χρόνος -άλ-λος ένας χρόνος, κυρά μου-, θα μπορούσαμε να είχαμε σβή-σει τη φωτιά από εκείνη την αιματοβαμμένη εξέγερση με ηγέτη τον Αρμίνιο για πάντα! Ούτε ένας χρόνος δεν ήταν α-παραίτητος! Μίλησες για τη Βόρεια Θάλασσα. Πολεμήσα-με σε όλα τα εδάφη».

«Φυσικά, στα πυκνά δάση, και πες μου αυτό: ήσουν ε-κεί, κύριε, όταν βρήκαν το χαμένο λάβαρο των λεγεώνων του στρατηγού Βάρου; Αληθεύει η ιστορία;»

«Αχ, κυρά μου, όταν ο χρυσαετός υψώθηκε, δεν έχεις ξα-νακούσει φωνές σαν κι εκείνες που έβαλαν οι στρατιώτες!»

«Η γυναίκα είναι ψεύτρα και προδότρια», φώναξε ο Λού-κιος.

Γύρισα προς το μέρος του. «Μη με εξωθείς! Έχεις εξα--

Page 217: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ντλήσει την υπομονή μου πλέον. Ξέρεις έστω τον αριθμό των λεγεώνων του στρατηγού Βάρου που έπεσαν σε ενέδρα στο δάσος του Τευτοβούργιου; Φυσικά όχι. Ήταν η έβδο-μη, η όγδοη και η ένατη».

«Σωστά, σωστά», είπε ο λεγάτος. «Και θα μπορούσαμε να είχαμε εξολοθρεύσει εντελώς αυτές τις φυλές. Η αυτο-κρατορία θα είχε φτάσει μέχρι τον Έλβα! Αλλά για κάποιο λόγο, και εγώ δεν έχω δικαίωμα να τον αμφισβητώ, ο αυ-τοκράτοράς μας ο Τιβέριος μας κάλεσε πίσω».

«Χμμ, και μετά καταδικάζει τον αγαπημένο σας αρχη-γό επειδή πήγε στην Αίγυπτο».

«Κυρά μου, δεν ήταν ένα ταξίδι με στόχο την υφαρπα-γή της εξουσίας το ταξίδι του Γερμανικού στην Αίγυπτο. Ήταν εξαιτίας ενός λιμού».

«Ναι, και ο Γερμανικός είχε ανακηρυχτεί ανώτατος άρ-χοντας όλων των ανατολικών επαρχιών», είπα.

«Και υπήρχαν τόσες ταραχές!» είπε ο λεγάτος. «Δεν μπο-ρείς να φανταστείς το ηθικό, τις συνήθειες των στρατιωτών εκεί, αλλά ο στρατηγός μας δεν κοιμόταν ποτέ! Πήγε εκεί κατευθείαν όταν άκουσε για το λιμό».

«Κι εσύ μαζί του;» «Όλοι μας, οι συνοδοί του. Στην Αίγυπτο απόλαυσε τη

θέα των αρχαίων μνημείων. Το ίδιο και εγώ». «Α, πόσο υπέροχο για εκείνον. Πρέπει να μου πεις για

την Αίγυπτο! Ξέρεις ότι εγώ, ως κόρη συγκλητικού, δεν μπο-ρώ να πάω στην Αίγυπτο, όπως δεν μπορεί να πάει κι ένας συγκλητικός. Θα ήθελα πολύ...»

«Γιατί, κυρά μου;» ρώτησε ο λεγάτος.

Page 218: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Σου λέει ψέματα!» ούρλιαξε ο Αούκιος. «Όλη ι ης η οι-κογένεια δολοφονήθηκε».

«Για έναν πολύ απλό λόγο, χιλίαρχε», είπα στο λεγάτο. «Δεν είναι κρατικό μυστικό. Η Ρώμη εξαρτάται τόσο από την Αίγυπτο για το σιτάρι, που ο αυτοκράτορας θέλει να α-ποτρέψει την περίπτωση να βρεθεί η χώρα υπό τον έλεγχο ενός ισχυρού προδότη. Σίγουρα κι εσύ, όπως κι εγώ, μεγά-λωσες με το φόβο ενός ακόμα εμφύλιου πολέμου».

«Πίστεψα στους στρατηγούς μας», είπε ο λεγάτος. «Πολύ σωστά έπραξες. Και από τον Γερμανικό δεν είδες

τίποτε περισσότερο από πίστη, σωστά;» «Απόλυτα. Αχ, η Αίγυπτος. Είδαμε τόσους ναούς και α-

γάλματα!» «Τα αγάλματα που τραγουδάνε», ρώτησα, «τα είδατε,

τον κολοσσιαίο άντρα και τη γυναίκα που θρηνούν την α-νατολή του ήλιου;»

«Ναι, τα άκουσα, κυρά μου», είπε κουνώντας το κεφάλι με έμφαση. «Άκουσα αυτό τον ήχο! Είναι μαγικός. Η Αίγυ-πτος είναι γεμάτη μαγεία».

«Χμμ», με διέτρεξε ένα ρίγος. Το αποτίναξα. Σε μια α-ναλαμπή είδα δύο μπερδεμένες εικόνες: την εικόνα του ψη-λού Ρωμαίου με την τήβεννο και εκείνη ενός καμένου και πανούργου πλάσματος! Σκέψου καθαρά, Πανδώρα!

«Και στο Ναό του Ραμσή του Μεγάλου», είπε ο λεγάτος, «ένας από τους ιερείς διάβασε τη γραφή στους τοίχους. Ό-λα για τη νίκη; Όλα για τη μάχη; Γελάσαμε, γιατί τίποτε δεν αλλάζει πραγματικά, κυρά μου».

«Και για το διοικητή Πείσωνα πιστεύεις αυτές τις φήμες;

Page 219: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Δεν μπορούμε να μιλάμε με ασφάλεια γι' αυτόν και για τις φήμες σαν να μην είναι οι φήμες γεγονότα;»

«Όλοι εδώ τον απεχθάνονται!» είπε ο λεγάτος. «Ήταν κακός στρατιώτης, καθαρά και ξάστερα! Και η Αγριππίνα η Πρεσβύτερη, η αγαπημένη γυναίκα του Γερμανικού, κα-τευθύνεται την ώρα που μιλάμε προς τη Ρώμη κουβαλώ-ντας τις στάχτες του στρατηγού. Θα κατηγορήσει επίσημα το διοικητή ενώπιον της Συγκλήτου!»

«Ναι, πόσο γενναίο από μέρους της, και έτσι ακριβώς θα έπρεπε να γίνει. Αν οι οικογένειες κρίνονται χωρίς δίκη, τό-τε θα έχουμε εκφυλιστεί σε τυραννία, έτσι δεν είναι; Κι ε-σύ, εξυπηρετικέ μας παράφρονα, δε συμφωνείς με αυτό;»

Ο Λούκιος είχε μείνει άφωνος. Κοκκίνισε. «Και στο δάσος του Τευτοβούργιου», είπα τρυφερά, «αυ-

τό το σκοτεινό θέατρο της καταστροφής μας, είδες όλα τα κόκαλα των χαμένων μας λεγεώνων σκορπισμένα ολόγυρα;»

«Τα έθαψα, κυρά μου, με αυτά τα χέρια που βλέπεις!» Ο λεγάτος σήκωσε τις ρυτιδιασμένες, σκληρές παλάμες του. «Γιατί ποιος μπορούσε να πει ποια κόκαλα ήταν δικά μας και ποια δικά τους; Και, κυρά μου, η εξέδρα εκείνου του δει-λού, ύπουλου αυτοκράτορα ήταν ακόμα όρθια, εκεί από ό-που ο σιχαμένος μακρυμάλλης αγροίκος διέταξε τη θυσία των αντρών μας στους βάρβαρους θεούς του».

Νοήματα και ευγενικά μουρμουρητά από τους υπόλοι-πους στρατιώτες.

«Ήμουν μικρό παιδί», είπα, «όταν έφτασαν τα νέα για την ενέδρα του στρατηγού Βάρου. Αλλά θυμάμαι το θείο αυτοκράτορά μας τον Αύγουστο - πώς άφησε τα μαλλιά του

Page 220: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να μακρύνουν σε ένδειξη πένθους και πώς χτυπούσε το κε-φάλι του στους τοίχους φωνάζοντας: "Βάρε, φέρε μου πίσω τις λεγεώνες μου"».

«Τον είδες πραγματικά σ' αυτή την κατάσταση;» «Α, πολλές φορές, και ήμουν εκεί ένα βράδυ όταν εξω-

τερίκευε τις σκέψεις του που ανέφερε συχνά - ότι η αυτο-κρατορία δεν πρέπει να προσπαθήσει να επεκταθεί. Μάλ-λον θα πρέπει να διαχειριστεί καλύτερα τα κράτη που πε-ριλαμβάνει σήμερα».

«Τότε ο Καίσαρας Αύγουστος το είπε πραγματικά αυ-τό!» είπε ο λεγάτος εντυπωσιασμένος.

«Νοιαζόταν για σας», είπα στο λεγάτο. «Πόσα χρόνια έ-χεις περάσει στα πεδία των μαχών; Έχεις γυναίκα;»

«Αχ, πόσο νοσταλγώ να γυρίσω στην πατρίδα», είπε ο λεγάτος. «Και τώρα που πέθανε ο στρατηγός μου... Η γυ-ναίκα μου έχει γκρίζα μαλλιά, όπως κι εγώ. Τη βλέπω όποτε πηγαίνουμε στη Ρώμη για να παρελάσουμε».

«Ναι, και η υποχρεωτική θητεία ήταν μόνο έξι χρόνια την εποχή της Δημοκρατίας, ενώ τώρα πόσα χρόνια πρέπει να πολεμάτε; Δώδεκα; Είκοσι; Αλλά ποια είμαι εγώ να κρι-τικάρω τον Αύγουστο, που τον αγαπούσα όσο αγαπούσα τον πατέρα μου και όλα τα νεκρά μου αδέρφια;»

Ο Λούκιος έβλεπε τι συνέβαινε. Τα λόγια του έσταζαν χο-λή:

«Χιλίαρχε, διάβασε την εντολή ασφαλούς διέλευσής μου! Διάβασέ τη!»

Ο λεγάτος φάνηκε να ενοχλείται. Ο αδερφός μου έκανε ό,τι μπορούσε με τη ρητορική του,

Page 221: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

που δεν ήταν και σπουδαία. «Λέει ψέματα. Είναι καταδι-κασμένη. Η οικογένεια της δεν υπάρχει πια. Υποχρεώθη-κα να καταθέσω στον Σηιανό, γιατί απειλούσαν να σκοτώ-σουν τον ίδιο τον Τιβέριο!»

«Πρόδωσες την ίδια σου την οικογένεια;» ρώτησε ο στρα-τιώτης.

«Αχ, μην κουράζεσαι μ' αυτόν», είπα. «Αυτός ο άντρας με ενοχλεί από το πρωί. Ανακάλυψε ότι είμαι μια γυναίκα μό-νη, κληρονόμος, και νομίζει ότι βρισκόμαστε σε κάποιο α-πολίτιστο ακριτικό σημείο της αυτοκρατορίας όπου μπο-ρεί να κατηγορήσει την κόρη ενός συγκλητικού χωρίς απο-δείξεις. Αγαπητέ μου παράφρονα, πρόσεξε' με. Ο Ιούλιος Καίσαρας έδωσε στην Αντιόχεια δική της αυτοδιοίκηση ε-δώ και εκατό χρόνια το πολύ. Υπάρχουν λεγεώνες που στρα-τοπεδεύουν εδώ, έτσι δεν είναι;»

Κοίταξα το λεγάτο. Ο λεγάτος γύρισε και αγριοκοίταξε τον αδερφό μου, που

έτρεμε σύγκορμος. «Τι είναι αυτή η εντολή ασφαλούς διέλευσης;» ρώτησα.

«Αυτή φέρει το όνομα Τιβέριος». Ο λεγάτος την άρπαξε από τον Λούκιο πριν προλάβει ο

Λούκιος να απαντήσει και μου έδωσε την περγαμηνή. Α-ναγκάστηκα να απομακρύνω το χέρι μου από το ξιφίδιό του για να την ξετυλίξω.

«Α, ο Σηιανός της πραιτοριανής φρουράς! Το ήξερα. Και ο αυτοκράτορας πιθανότατα δεν έχει ιδέα γι' αυτό. Χι-λίαρχε, ξέρεις ότι αυτοί οι φύλακες του παλατιού βγάζουν μιάμιση φορά περισσότερα από ένα λεγεωνάριο; Και τώ--

Page 222: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ρα έχουν αυτούς τους καταδότες, που τους δόθηκε κίνητρο να κατηγορούν άλλους για διάφορα αδικήματα με αντα-μοιβή το ένα τρίτο της περιουσίας του καταδικασμένου;»

Ο λεγάτος τώρα κοιτούσε καλά καλά τον αδερφό μου και κάθε ελάττωμα του Λούκιου πρόβαλλε στο φως· η δει-λή του στάση, τα χέρια του που έτρεμαν, το βλέμμα του που απέφευγε να κοιτάξει σταθερά, η αυξανόμενη απόγνωσή του με το σφιχτό κλείσιμο των χειλιών.

Γύρισα στον Λούκιο. «Συνειδητοποιείς, τρελέ, όποιος κι αν είσαι, τι ζητάς α-

πό αυτό τον έμπειρο και σοφό Ρωμαίο αξιωματικό; Κι αν πίστευε τα τρελά σου ψέματα; Ποια θα ήταν η τύχη του ό-ταν θα έφτανε το γράμμα από τη Ρώμη και θα ρωτούσε πού βρίσκομαι και τι απέγινε η περιουσία μου;»

«Κύριε, αυτή η γυναίκα είναι προδότρια!» ούρλιαξε ο Λούκιος. «Στην τιμή μου ορκίζομαι...»

«Ποια τιμή εννοείς;» ρώτησε ο στρατιώτης μέσα από τα δόντια του. Τα μάτια του καρφώθηκαν στον Λούκιο.

«Αν η Ρώμη ήταν τέτοια», είπα, «ώστε οικογένειες παλιές όσο η δική μου να καταδικάζονται τόσο εύκολα όσο αυτός εδώ ο άντρας σού ζητάει να πράξεις τώρα με μένα, τότε γιατί η χήρα του Γερμανικού να τολμήσει να ζητήσει δίκη από τη Σύγκλητο;»

«Εκτελέστηκαν όλοι», είπε ο αδερφός μου, που ήταν σε κακή κατάσταση και μιλούσε με στόμφο και έμοιαζε να μη συνειδητοποιεί την εντύπωση που προκαλούσαν τα λόγια του, «όλοι τους, επειδή συμμετείχαν σε μια συνωμοσία για τη δολοφονία του Τιβέριου και μένα μου δόθηκε εντολή α-

Page 223: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

αφαλούς διέλευσης και άδεια να φύγω επειδή χους ανέφε-ρα, όπως ήταν καθήκον μου, στους καταδότες και στον Ση-ιανό, με τον οποίο μίλησα προσωπικά!»

Οι πιθανότητες σιγά σιγά άρχισαν να αποκαλύπτονται στο λεγάτο.

«Κύριε», είπα στον Λούκιο, «έχεις κάτι άλλο πάνω σου που να πιστοποιεί την ταυτότητά σου;»

«Δε χρειάζομαι τίποτε άλλο!» είπε ο Λούκιος. «Ή μοίρα σου είναι ο θάνατος».

«Όπως συνέβη και με τον πατέρα σου;» ρώτησε ο λεγά-τος, «και με τη γυναίκα σου; Και με τα παιδιά σου;»

«Ρίξτε τη στη φυλακή απόψε και γράψτε στη Ρώμη!» δή-λωσε ό Λούκιος. «Θα δείτε ότι λέω την αλήθεια!»

«Και πού θα βρίσκεσαι εσύ, όποιος κι αν είσαι, όσο θα είμαι εγώ στη φυλακή; Θα λεηλατείς το σπίτι μου;»

«Πόρνη!» ούρλιαξε ο Λούκιος. «Δε βλέπετε ότι όλα αυ-τά είναι γυναικείες πονηριές και αντιπερισπασμοί για δη-μιουργία εντυπώσεων;»

Οι στρατιώτες είχαν σοκαριστεί και το πρόσωπο του λε-γάτου πρόδιδε αποστροφή. Ο Φλάβιος με πλησίασε.

«Αξιωματικέ», ρώτησε ο Φλάβιος με συγκρατημένη α-ξιοπρέπεια, «τι μου επιτρέπεις να κάνω εκ μέρους της κυ-ράς μου εναντίον αυτού του παράφρονα;»

«Αν χρησιμοποιήσεις ξανά τέτοιες λέξεις, κύριε», είπα σταθερά στον Λούκιο, «θα χάσω την υπομονή μου».

Ο λεγάτος έπιασε τον Λούκιο από το μπράτσο. Το δεξί χέρι του Λούκιου πήγε στο εγχειρίδιο του.

«Ποιος ακριβώς είσαι εσύ;» ρώτησε επιτακτικά ο λεγά-

Page 224: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τος. «Είσαι ένας από χους καχαδόχες; Λες όχι στράφηκες ε-ναντίον όλης σου της οικογένειας;»

«Χιλίαρχε», είπα, ακουμπώντας χον απαλά στο μπρά-τσο. «Οι ρίζες του πατέρα μου φτάνουν μέχρι την εποχή του Ρωμύλου και του Ρώμου. Δεν έχουμε προγόνους έξω α-πό τη Ρώμη. Το ίδιο και από τη μεριά της μητέρας μου, που ήταν και εκείνη κόρη συγκλητικού. Αυτός ο άντρας λέ-ει... τρομερά πράγματα».

«Έτσι φαίνεται», είπε ο λεγάτος και τα μάτια του μισό-κλεισαν, καθώς κοιτούσε τον Λούκιο. «Πού είναι οι φίλοι σου εδώ, οι σύντροφοι σου; Πού μένεις;»

«Δεν μπορείς να μου κάνεις τίποτε!» είπε ο Λούκιος. Ο λεγάτος αγριοκοίταξε το χέρι του Λούκιου που έσφιγγε

το εγχειρίδιο. «Ετοιμαζόσουν να το τραβήξεις εναντίον μου!» Ο Λούκιος έδειξε αμηχανία. «Γιατί ήρθες στην Αντιόχεια;» ρώτησα τον Λούκιο. «Εσύ

ήσουν που έφερες το δηλητήριο που σκότωσε τον Γερμανι-κό;»

«Συλλάβετέ τη!» φώναξε ο Λούκιος. «Όχι, δεν πιστεύω ούτε κι εγώ την κατηγορία που εξα-

πέλυσα. Ούτε κι ο Σηιανός δε θα εμπιστευόταν τόσο σημα-ντική προδοσία σ' ένα μικροαπατεώνα όπως εσύ! Έλα τώ-ρα, τι άλλο έχεις πάνω σου που να σε συνδέει μ' αυτή την οικογένεια, μ' αυτή την εντολή ασφαλούς διέλευσης που ι-σχυρίζεσαι ότι γράφτηκε με το χέρι του Σηιανού;»

Ο Λούκιος έδειχνε εντελώς μπερδεμένος. «Γιατί εγώ σίγουρα δεν έχω τίποτε πάνω μου που να με

Page 225: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

συνδέει με τις άγριες αιματοβαμμένες ιστορίες και τους μύ-θους σου», είπα.

Ο λεγάτος με διέκοψε. «Δεν έχεις τίποτε που να σε συν-δέει μ' αυτό το όνομα;» Πήρε την εντολή ασφαλούς διέ-λευσης από το χέρι μου.

«Απολύτως τίποτε», είπα, «τίποτε, εκτός από αυτόν εδώ τον τρελό που διηγιέται διάφορες φρικαλεότητες και θα έ-κανε τον κόσμο να πιστέψει ότι ο αυτοκράτοράς μας έχει χάσει τα μυαλά του. Μόνο αυτός με συνδέει μ' αυτή τη συ-νωμοσία του αίματος χωρίς μάρτυρες ούτε στοιχεία και εκ-σφενδονίζει ύβρεις εναντίον μου».

Ο λεγάτος ξανατύλιξε την εντολή ασφαλούς διέλευσης. «Και ποιος είναι ο σκοπός της παρουσίας σου εδώ, κυρά μου;» ρώτησε ψιθυριστά.

«Να ζήσω ήσυχα και ειρηνικά», είπα απαλά. «Να ζήσω ασφαλής στο αληθινό καταφύγιο της ρωμαϊκής διοίκησης».

Τώρα ήξερα ότι η μάχη είχε κερδηθεί. Αλλά χρειαζό-ταν κάτι ακόμα για να σφραγίσει τη νίκη. Πήρα άλλο ένα ρίσκο.

Αργά έπιασα το ξιφίδιό μου και το έβγαλα από τη θήκη του.

Ο Λούκιος πήδησε αμέσως προς τα πίσω. Τράβηξε το εγ-χειρίδιο του και όρμηξε καταπάνω μου. Αμέσως τον μα-χαίρωσε ο λεγάτος και τουλάχιστον δύο ακόμα στρατιώτες.

Κρεμόταν εκεί ματωμένος από τα όπλα τους, κοιτώντας αριστερά δεξιά και μετά μίλησε, αλλά το στόμα του ήταν γεμάτο αίμα. Τα μάτια του γούρλωσαν φάνηκε ξανά σαν να πήγαινε να μιλήσει. Μετά, καθώς οι στρατιώτες μάζεψαν

Page 226: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τα εγχειρίδια τους, το σώμα του διπλώθηκε πάνω στις πέ-τρες του πλακόστρωτου στη βάση της σκάλας.

Ο αδερφός μου ο Λούκιος είχε πεθάνει, ευτυχώς. Τον κοίταξα και κούνησα το κεφάλι. Ο λεγάτος με κοίταξε. Αυτή η στιγμή ήταν καθοριστική,

και το ήξερε. «Τι είναι αυτό, χιλίαρχε», ρώτησα, «που μας ξεχωρίζει

από τους μακρυμάλληδες βαρβάρους του Βορρά; Δεν είναι ο νόμος; Ο γραπτός νόμος; Το εθιμικό δίκαιο; Δεν είναι η δικαιοσύνη; Το ότι οι άνθρωποι καλούνται να απολογηθούν για τις πράξεις τους;»

«Ναι, κυρά μου», είπε. «Ξέρεις», συνέχισα ταπεινά, κοιτώντας αυτό το σωρό α-

πό αίμα και ρούχα και σάρκα που κείτονταν στις πέτρες. «Είδα το μεγάλο μας αυτοκράτορα Καίσαρα Αύγουστο τη μέρα του θανάτου του».

«Τον είδες; Αλήθεια;» Κούνησα το κεφάλι. «Όταν ήμασταν βέβαιοι ότι επρό-

κειτο να πεθάνει, σπεύσαμε κοντά του με λίγους ακόμα στε-νούς φίλους. Ήλπιζε να καταστείλει τις φήμες στην πρω-τεύουσα που θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε αναταραχή. Ζήτησε έναν καθρέφτη για να χτενίσει τα μαλλιά του. Ή-ταν ανακαθισμένος στα μαξιλάρια του. Και μας ρώτησε, καθώς μπαίναμε στο δωμάτιο, αν νομίζαμε ότι είχε παίξει καλά το ρόλο του στην κωμωδία της ζωής.

»Σκέφτηκα: Τι θάρρος! Και μετά έκανε άλλο ένα αστείο, την παλιά θεατρική ατάκα που λέγεται συνήθως μετά την παράσταση:

Page 227: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αν σας έκανα ευτυχισμένους, παρακαλώ εκφράστε την εκτίμηση σας μ' ένα θερμό αντίο.

»Θα μπορούσα να σου πω κι άλλα, αλλά...» «Αχ, πες μου, σε παρακαλώ», είπε ο λεγάιος. «Και γιατί όχι;» είπα. «Μου είπαν ότι ο αυτοκράτορας εί-

πε για τον Τιβέριο, τον επιλεγμένο του διάδοχο: «"Καημένη Ρώμη, θα φαγωθείς σιγά σιγά από αυτά χα νωθρά σαγόνια!"»

Ο λεγάτος χαμογέλασε. «Αλλά δεν υπήρχε κανείς άλλος», είπε μέσα από τα δόντια του.

«Σ' ευχαριστώ, χιλίαρχε, για τη βοήθειά σου. Θα μου ε-πιτρέψεις να βγάλω από το πουγκί μου κάποια χρήματα για να κεράσω εσένα και τους στρατιώτες σου ένα καλό δεί-πνο...»

«Όχι, κυρά μου, δε θέλω να ειπωθεί είτε για μένα είτε για οποιονδήποτε από τους άντρες μου ότι χρηματίστηκα. Όσο γι' αυτό τον νεκρό... Ξέρεις τίποτε περισσότερο γι' αυτόν;»

«Μόνο αυτό, αξιωματικέ, ότι το σώμα του κατά πάσα πι-θανότητα θα πρέπει να αποδοθεί στο ποτάμι».

Οι στρατιώτες γέλασαν όλοι μεταξύ τους. «Καληνύχτα, χαριτωμένη κυρία», είπε ο στρατιώτης. Κι έτσι έφυγα, πατώντας βαριά μέσα στο σκοτάδι της Α-

γοράς, με τον αγαπημένο μου μονοπόδαρο Φλάβιο στο πλευρό μου και τους δαυλοφόρους ολόγυρά μας.

Όταν είχαμε βυθιστεί εντελώς στο πυκνό σκοτάδι μιας μικρής παρόδου, είπα: «Φλάβιε, διώξε αυτούς τους δαυ-λοφόρους. Δεν υπάρχει λόγος να μάθουν κατά πού πηγαί-νουμε».

Page 228: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Κυρά μου, δεν έχω φανάρι μαζί μου». «Η νύχτα είναι αστροφώτιστη και το φεγγάρι σχεδόν γε-

μάτο. Κοίτα! Άλλωστε, υπάρχουν κι άλλοι από το ναό που μας ακολουθούν».

«Αλήθεια;» ρώτησε. Πλήρωσε τους δαυλοφόρους και ε-κείνοι έτρεξαν πίσω προς την αρχή της παρόδου.

«Ναι. Υπάρχει ένας που παρακολουθεί. Εξάλλου, βλέ-πουμε καλά από το φως των παραθύρων και του ουρανού, δε νομίζεις; Είμαι κουρασμένη, τόσο κουρασμένη».

Συνέχισα να βαδίζω, θυμίζοντας στον εαυτό μου ξανά και ξανά ότι ο Φλάβιος δεν μπορούσε να ακολουθήσει το ταχύ μου βήμα. Άρχισα να κλαίω.

«Πες μου κάτι με τη μεγάλη φιλοσοφική σου γνώση», εί-πα καθώς περπατούσα, αποφασισμένη να σταματήσω τα δάκρυα. «Πες μου γιατί οι κακοί άνθρωποι είναι τόσο α-νόητοι; Γιατί πολλοί από αυτούς είναι απλώς ηλίθιοι;»

«Κυρά μου, νομίζω ότι υπάρχουν κάποιοι κακοί άνθρω-ποι που είναι αρκετά έξυπνοι», είπε. «Αλλά δεν έχω δει πο-τέ μου τόσο επιδέξια ρητορική από κανέναν είτε κακό είτε καλό όσο αποκάλυψαν τα ταλέντα σου μόλις τώρα».

«Χαίρομαι που ξέρεις ότι αυτό ήταν μόνο», είπα. «Ρη-τορική. Και να σκεφτεί κανείς ότι είχε τους ίδιους δασκά-λους με μένα, την ίδια βιβλιοθήκη, τον ίδιο πατέρα...» η φωνή μου έσπασε.

Έβαλε το χέρι του δειλά γύρω από τον ώμο μου και αυ-τή τη φορά δεν του είπα να απομακρυνθεί. Τον άφησα να με στηρίζει. Περπατούσαμε πιο γρήγορα σαν ζευγάρι.

«Όχι», είπα, «Φλάβιε, οι περισσότεροι κακοί είναι α--

Page 229: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πλώς ανόητοι, το έχω δει σε όλη μου τη ζωή. Το αληθινά κα-κό άτομο είναι σπάνιο. Οι γκάφες είναι που προκαλούν την περισσότερη δυστυχία σ' αυτό τον κόσμο, οι ανόητες γκά-φες. Είναι η υποτίμηση του συνανθρώπου! Κοίτα τι συμ-βαίνει με τον Τιβέριο. Τον Τιβέριο Καίσαρα και τη φρου-ρά. Δες τι συνέβη σ' αυτό τον καταραμένο τον Σηιανό. Μπο-ρείς να σπέρνεις τους σπόρους της δυσπιστίας παντού και να χάσεις τον εαυτό σου μέσα στα αγριόχορτα που θα φυ-τρώσουν».

«Φτάσαμε, κυρά μου», είπε. «Ευχαριστώ τον Θεό που το ξέρεις. Ποτέ δε θα μπο-

ρούσα να σου πω ότι αυτό είναι το σπίτι». Μέσα σε λίγα λεπτά σταμάτησε και γύρισε το κλειδί σε

μια κλειδαριά. Η οσμή των ούρων παντού ήταν αποπνικτι-κή, όπως πάντα συνέβαινε στα μικρά δρομάκια των αρχαί-ων πόλεων. Ένας λύχνος έριχνε αχνό φως στην ξύλινη πύ-λη μας. Το φως χόρεψε σ' έναν πίδακα νερού που έπεφτε από το στόμα του λιονταριού στην κρήνη.

Ο Φλάβιος χτύπησε μερικές φορές. Μου φάνηκε ότι οι γυναίκες που άνοιξαν την πύλη έκλαιγαν.

«Ω θεοί, τι συμβαίνει τώρα;» είπα. «Νυστάζω υπερβολι-κά. Ό,τι και να συμβαίνει, φρόντισε' το».

«Κυρά μου», τσίριξε το ένα από τα κορίτσια. Δεν μπο-ρούσα να θυμηθώ το όνομά της. «Δεν τον άφησα να μπει. Ορκίζομαι ότι ποτέ δεν ξεκλείδωσα την πόρτα. Δεν έχω κλειδί για την πύλη. Είχαμε αυτό το σπίτι, όλο, έτοιμο για σένα!» Έβαλε τα κλάματα.

«Τι στην ευχή μού λες;» ρώτησα.

Page 230: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αλλά ήξερα. Είχα δει με τη γωνιά του ματιού μου. Ή-ξερα. Γύρισα και είδα έναν πολύ ψηλό Ρωμαίο καθισμένο στο πρόσφατα ανακαινισμένο μου καθιστικό. Καθόταν α-ναπαυτικά σε μια ξύλινη επιχρυσωμένη καρέκλα με τον α-στράγαλο ν' ακουμπά στο γόνατο.

«Εντάξει, Φλάβιε», είπα. «Τον γνωρίζω». Και τον ήξερα. Γιατί ήταν ο Μάριος. Ο Μάριος, ο ψη-

λός Κέλτης. Ο Μάριος, που με είχε γοητεύσει στα παιδικά μου χρόνια. Ο Μάριος, που τον είχα σχεδόν αναγνωρίσει στις σκιές του ναού.

Σηκώθηκε αμέσως. Ήρθε προς το μέρος μου, εκεί όπου στεκόμουν στο σκο-

τάδι στις άκρες του αίθριου, και ψιθύρισε: «Όμορφή μου Πανδώρα!»

Page 231: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΣΤΑΜΑΤΗΣΕ λίγο πριν με αγγίξει. «Ω, ναι, σε παρακαλώ», του είπα. Έκανα να τον φιλή-

σω, αλλά απομακρύνθηκε. Το φως διαχεόταν στο δωμάτιο από διασκορπισμένους λύχνους. Εκείνος έπαιζε με τις σκιές.

«Ο Μάριος, φυσικά, ο Μάριος! Και δε μοιάζεις ούτε μία μέρα μεγαλύτερος από τότε που σε είδα, όταν ήμουν κορι-τσάκι. Το πρόσωπο σου λάμπει και τα μάτια σου... πόσο ό-μορφα είναι τα μάτια σου. Αν μπορούσα, θα τραγουδούσα αυτούς τους ύμνους με τη συνοδεία λύρας».

Ο Φλάβιος είχε απομακρυνθεί αργά, παίρνοντας μαζί του τα αναστατωμένα κορίτσια. Δεν έβγαλε άχνα.

«Πανδώρα», είπε ο Μάριος, «μακάρι να μπορούσα να σε πάρω στην αγκαλιά μου, όμως υπάρχουν λόγοι για τους ο-ποίους δεν μπορώ και δεν πρέπει να με αγγίξεις ούτε εσύ, παρότι θα το ήθελα πάρα πολύ, αλλά δεν είμαι αυτό που νο-μίζεις. Δεν είναι απόδειξη νεότητας αυτό που διακρίνεις πάνω μου- είναι κάτι τόσο απομακρυσμένο από τις υπο-

Page 232: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σχέσεις της νιότης, που μόνο τώρα άρχισα να καταλαβαί-νω την αγωνία του».

Ξαφνικά απομάκρυνε το βλέμμα. Σήκωσε το χέρι του για να σωπάσω και να κάνω υπομονή.

«Αυτό το πράγμα κυκλοφορεί ελεύθερο», είπα. «Ο κα-μένος αιμοπότης».

«Μη σκέφτεσαι τα όνειρά σου αυτή τη στιγμή», μου εί-πε αμέσως. «Σκέψου τα νιάτα μας. Σε αγάπησα όταν ήσουν δέκα χρόνων κοριτσάκι. Όταν ήσουν δεκαπέντε, ζήτησα α-πό τον πατέρα σου το χέρι σου».

«Αλήθεια; Κανείς δε μου το είπε αυτό». Ξανακοίταξε αλλού. Μετά κούνησε το κεφάλι. «Ο καμένος», είπα. «Αυτό το φοβόμουν», καταράστηκε τον εαυτό του. «Σε

ακολούθησε από το ναό! Αχ, Μάριε! Τι ανόητος που είσαι! Έπεσες στα χέρια του. Αλλά δεν είναι τόσο έξυπνος όσο νο-μίζει».

«Μάριε, εσύ ήσουν που μου έστειλες αυτά τα όνειρα;» «Όχι, ποτέ! Θα έκανα ό,τι περνάει από το χέρι μου για

να σε προστατέψω από μένα». «Και από τους παλιούς θρύλους;» «Μην κάνεις την έξυπνη, Πανδο>ρα. Ξέρω ότι η απέρα-

ντη ευφυΐα σου σου χρησίμεψε πολύ με το σιχαμένο αδερ-φό σου τον Λούκιο και τον ευγενικό λεγάτο. Αλλά μη σκέ-φτεσαι πολύ... τα όνειρα. Τα όνειρα δεν είναι τίποτε και τα όνειρα περνάνε».

«Δηλαδή τα όνειρα ήρθαν από εκείνον, εκείνο τον απο-τρόπαιο καμένο δολοφόνο;»

Page 233: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Δεν μπορώ να καταλάβω!» είπε. «Αλλά μη σκέφτεσαι τις εικόνες του ονείρου. Μην τον τρέφεις με τις σκέψεις σου».

«Διαβάζει τις σκέψεις», είπα, «όπως κι εσύ». «Ναι. Αλλά μπορείς να συγκαλύψεις τις σκέψεις σου. Εί-

ναι ένα διανοητικό κόλπο. Μπορείς να το μάθεις. Μπορείς να περπατάς με την ψυχή σου κλειδωμένη σ ένα μικρό με-ταλλικό κουτί μέσα στο κεφάλι σου».

Συνειδητοποίησα ότι πονούσε πολύ. Ανέδιδε μια απέ-ραντη μελαγχολία. «Αυτό δεν μπορώ να επιτρέψω να συμ-βεί!» επέμεινε.

«Τι εννοείς, Μάριε; Μιλάς για τη φωνή της γυναίκας...» «Όχι, σώπα». «Δε θα σωπάσω! Θέλω να βγάλω άκρη από όλα αυτά!» «Πρέπει να ακολουθήσεις τη συμβουλή μου!» Προχώ-

ρησε προς το μέρος μου και έκανε ξανά να με αγγίξει, να μου πιάσει τα χέρια, όπως θα έκανε ο πατέρας μου, αλλά μετά μετάνιωσε.

«Όχι, έσύ είσαι που πρέπει να μου πεις τα πάντα», είπα. Μου έκανε εντύπωση η λευκότητα του δέρματος του, η

απόλυτη, αψεγάδιαστη τελειότητά του. Και για μία ακόμα φορά η λάμψη των ματιών του έμοιαζε σχεδόν απίστευτη. Εξωανθρώπινη.

Μόνο τότε είδα τα μακριά του μαλλιά σε όλη τους τη με-γαλοπρέπεια. Έμοιαζε πραγματικά με τους Κέλτες προγό-νους του. Τα μαλλιά του έφταναν στους ώμους. Είχαν ένα α-στραφτερό χρυσό χρώμα, υπερβολικά λαμπερό, κίτρινο σαν το καλαμπόκι και σχημάτιζαν παντού απαλές μπούκλες.

Page 234: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Τι όψη είναι αυτή!» ψιθύρισα. «Δεν είσαι ζωντανός!» «Όχι, δες με για τελευταία φορά, γιατί φεύγεις από εδώ!» «Τι;» είπα. «Τελευταία φορά;» επανέλαβα τα λόγια του.

«Τι είναι αυτά που λες! Μόλις έφτασα, έκανα τα σχέδιά μου, ξεφορτώθηκα τον αδερφό μου! Δε φεύγω από εδώ. Θέλεις να πεις ότι με εγκαταλείπεις;»

Υπήρχε τρομερή ανησυχία στο πρόσωπο του, μια γεν-ναία παράκληση που δεν είχα δει ποτέ σε κανέναν ούτε καν στον πατέρα μου, που είχε δουλέψει πυρετωδώς τις τε-λευταίες, μοιραίες στιγμές του στο σπίτι, σαν να είχε α-πλώς την πρόθεση να με στείλει σ' ένα σημαντικό ραντε-βού.

Τα μάτια του Μάριου ήταν σκεπασμένα από μια λεπτή μεμβράνη αίματος. Έκλαιγε και τα μάτια του πονούσαν α-πό τα δάκρυα! Όχι! Αυτά τα δάκρυα ήταν σαν τα δάκρυα της υπέροχης βασίλισσας στο όνειρο που, αλυσοδεμένη στο θρόνο της, έκλαιγε και λέκιαζε τα μάγουλα της και το λαι-μό και το λινό της ρούχο.

Ήθελε να το αρνηθεί. Κούνησε το κεφάλι, αλλά ήξερε ότι είχα πειστεί εντελώς.

«Πανδώρα, όταν είδα ότι ήσουν εσύ», είπε, «όταν ήρθες στο ναό και κατάλαβα ότι εσύ ήσουν εκείνη που είχε δει αυ-τά τα αιματοβαμμένα όνειρα, ήμουν εκτός εαυτού. Πρέπει να σε απομακρύνω από όλα αυτά, να σε απομακρύνω από κάθε κίνδυνο».

Προσπάθησα να αποστασιοποιηθώ από τα μάγια του, α-πό την αύρα της ομορφιάς του. Τον κοίταξα με ψυχρό βλέμμα και άκουσα αυτά που συνέχισε να λέει, παρατηρώ--

Page 235: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ντας τα πάντα πάνω του, από τη λάμψη των ματιών του μέ-χρι τον τρόπο που χειρονομούσε.

«Πρέπει να φύγεις αμέσως από την Αντιόχεια», είπε. «Θα μείνω τη νύχτα εδώ μαζί σου. Μετά, τη μέρα, θα ξυ-πνήσεις τον πιστό σου Φλάβιο και τα δυο κορίτσια σου, εί-ναι τίμιοι, και θα τους πάρεις μαζί σου. Όλη τη μέρα θα α-πομακρύνεσαι όσο περισσότερο γίνεται από αυτό το μέρος και αυτό το πράγμα δε θα μπορεί να σε ακολουθήσει! Μη μου πεις τώρα πού σκοπεύεις να πας. Μπορείς να τα συζη-τήσεις όλα αυτά το πρωί στην αποβάθρα. Έχεις άφθονα χρήματα».

«Εσύ είσαι εκείνος που ονειρεύεται τώρα, Μάριε- δεν πάω πουθενά. Από ποιον ακριβώς θέλεις να δραπετεύσω; Από την κλαίουσα βασίλισσα στο θρόνο της; Ή από τον κα-μένο που παραμονεύει; Η πρώτη μπορεί να με φτάσει α-κόμα και αν μας χωρίζουν μίλια θάλασσας, με τις επικλή-σεις της. Τον άλλο μπορώ να τον ξεφορτωθώ εύκολα. Δεν τον φοβάμαι. Ξέρω από τα όνειρα τι είναι και ξέρω πώς τον έχει πληγώσει ο ήλιος και θα τον καρφώσω μόνη μου στον τοίχο κάτω από το φως του ήλιου».

Έμεινε σιωπηλός, δαγκώνοντας το χείλι του. «Θα το κάνω για χάρη της. Για τη βασίλισσα των ονεί-

ρων μου, για να πάρω εκδίκηση για λογαριασμό της». «Πανδώρα, σε ικετεύω». «Μάταια», είπα. «Νομίζεις ότι έκανα τόσο δρόμο μόνο

και μόνο για να ξαναφύγω σαν κυνηγημένη; Και η γυναι-κεία φωνή...»

«Πώς ξέρεις ότι ήταν αυτή η βασίλισσα που ονειρεύτη--

Page 236: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κες; Μπορεί να υπάρχουν κι άλλοι αιμοπότες σ' αυτή την πό-λη. Άντρες, γυναίκες. Όλοι θέλουν το ίδιο πράγμα».

«Και τους φοβάσαι;» «Τους απεχθάνομαι! Και πρέπει να μένω μακριά τους.

Να μην τους δίνω αυτό που θέλουν! Να μην τους δίνω πο-τέ αυτό που θέλουν!»

«Α, τώρα καταλαβαίνω», είπα. «Δεν καταλαβαίνεις!» είπε κοιτώντας με άγρια. Τόσο βί-

αιος, τόσο τέλειος. «Είσαι ένας από αυτούς, Μάριε. Είσαι ολόκληρος. Δεν έ-

χεις καεί. Θέλουν το αίμα σου για να θεραπευτούν». «Πώς σου πέρασε από το μυαλό κάτι τέτοιο;» «Στα όνειρά μου αποκαλούσαν τη βασίλισσα "η Πηγή"». Έτρεξα προς το μέρος του και τον αιχμαλώτισα στην α-

γκαλιά μου! Ήταν πολύ δυνατός, στέρεος σαν δέντρο! Πο-τέ μου δεν είχα αισθανθεί τόση δύναμη στους μυς ενός ά-ντρα. Ακούμπησα το κεφάλι μου σιον ώμο του και το μά-γουλο του στην κορυφή του κεφαλιού μου ήταν παγωμένο!

Αλλά με τύλιξε απαλά και με τα δυο του μπράτσα, χαϊ-δεύοντας τα μαλλιά μου, τραβώντας τα για να φύγουν όλες οι φουρκέτες και αφήνοντάς τα να κυλήσουν ελεύθερα στην πλάτη μου. Ένιωσα ένα μυρμήγκιασμα στην επιδερμίδα μου.

Σκληρός, τόσο σκληρός, κι όμως χωρίς παλμό ζωής. Χω-ρίς τη θέρμη του ανθρώπινου αίματος στις απαλές, γλυκές του χειρονομίες.

«Αγάπη μου», είπε, «δεν ξέρω ποια είναι η πηγή των ο-νείρων σου, αλλά ξέρω αυτό: θα σε προστατέψω κι από μέ--

Page 237: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να κι από εκείνους. Δε θα γίνεις ποτέ κομμάτι αυτού του παλιού θρύλου που συνεχίζει στίχο στίχο, όσο κι αν αλλά-ζει ο κόσμος! Δε θα το επιτρέψω».

«Εξήγησε μου αυτά τα πράγματα. Δε θα συνεργαστώ μα-ζί σου μέχρι να μου εξηγήσεις τα πάντα. Γνωρίζεις την α-γωνία της βασίλισσας του ονείρου; Τα δάκρυά της είναι σαν τα δικά σου. Κοίτα. Αίμα. Λέκιασες το μανδύα σου! Είναι εδώ αυτή η βασίλισσα; Αυτή με κάλεσε;»

«Και αν σε κάλεσε πραγματικά και θέλει να σε τιμωρή-σει γι' αυτή την προηγούμενη ζωή που ονειρεύτηκες, στην οποία οι κακοί θεοί την κρατούσαν αιχμάλωτη; Κι αν είναι έτσι;»

«Όχι», είπα. «Δεν είναι αυτή η πρόθεσή της. Άλλωστε, δε θα έκανα αυτό που είπαν οι σκοτεινοί θεοί στο όνειρο. Δε θα έπινα από την Πηγή. Έτρεξα και γι' αυτό πέθανα στην έρημο».

«Α!» Σήκωσε ψηλά τα χέρια! Και απομακρύνθηκε. Κοί-ταξε μακριά το σκοτεινό περιστύλιο. Μόνο τα αστέρια φώ-τιζαν τα δέντρα εκεί. Είδα μια αχνή λάμψη να βγαίνει από τη μακρινή τραπεζαρία στην άλλη άκρη του σπιτιού.

Τον κοίταξα, θαύμασα το ύψος και την ίσια του πλάτη και τον τρόπο που τα πόδια του πατούσαν τόσο στερεά στο μωσαϊκό. Οι λύχνοι έκαναν τα μαλλιά του να αστράφτουν.

Τον άκουσα, αν και ψιθύρισε με την πλάτη γυρισμένη προς το μέρος μου.

«Πώς μπορεί να έγινε αυτή η ηλιθιότητα;» «Ποια ηλιθιότητα!» απαίτησα να μάθω. Τον πλησίασα.

«Εννοείς το ότι βρίσκομαι εδώ, στην Αντιόχεια. Θα σου πω

Page 238: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πώς. Ο πατέρας μου κανόνισε τη δραπέτευση μου, έτσι...» «Όχι, όχι, δεν εννοώ αυτό. Θέλω να είσαι ασφαλής, ζω-

ντανή, μακριά από κάθε κίνδυνο, προστατευμένη, για να ανθίσεις όπως σου το έχει γράψει η Μοίρα. Τα πέταλά σου δεν είναι καν μαραμένα στις άκριες, κοίταξε πώς είσαι, και το θάρρος σου αναδεικνύει την ομορφιά σου! Ο αδερφός σου δεν είχε καμία πιθανότητα μπροστά στις γνώσεις και στη ρητορική σου. Κι όμως γοήτευσες τους στρατιώτες και τους σκλάβωσες με την ανωτερότητά σου, χωρίς να τους θί-ξεις ούτε μια φορά. Έχεις χρόνια ζωής μπροστά σου! Αλ-λά πρέπει να σκεφτώ κάποιο τρόπο να σε προφυλάξω. Κοί-τα. Αυτή είναι η ουσία του θέματος. Πρέπει να φύγεις από την Αντιόχεια στη διάρκεια της μέρας».

«"Φίλος του ναού", έτσι δε σε αποκάλεσε η ιέρεια; Είπαν ότι μπορείς να διαβάζεις την παλιά γραφή. Είπαν ότι αγο-ράζεις όλα τα αιγυπτιακά βιβλία μόλις φτάσουν στο λιμά-νι. Γιατί; Αν την ψάχνεις, τη βασίλισσα, τότε ψάξε τη μέσα από μένα, γιατί εκείνη είναι που είπε ότι με κάλεσε».

«Δε μίλησε εκείνη στα όνειρα! Δεν ξέρεις ποιος είπε τις λέξεις! Κι αν τα όνειρα έχουν πραγματικά τη ρίζα τους στην αποδημητική σου ψυχή; Κι αν έχεις πράγματι ξανα-ζήσει; Και τώρα έρχεσαι στο ναό και έχει βγει ένας από αυ-τούς τους μισητούς αρχαίους θεούς στο κυνήγι, αναζητά τη λεία του και κινδυνεύεις. Πρέπει να φύγεις από εδώ, α-πό μένα, από αυτό τον πληγωμένο κυνηγό που θα τον ξε-τρυπώσω».

«Δε μου λες όλα όσα ξέρεις! Τι σου συνέβη, Μάριε; Τι συ-νέβη; Ποιος σου το έκανε αυτό; Αυτό το θαύμα της λάμψης

Page 239: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σου; Αυτός δεν είναι μανδύας· το φως βγαίνει από μέσα!» «Κατάρα, Πανδώρα, νομίζεις ότι ήθελα να συντομευτεί

η ζωή μου και η μοίρα μου να επεκταθεί στους αιώνες;» Υ-πέφερε. Με κοίταξε, χωρίς να θέλει να μιλήσει, και ένιωσα τόσο πόνο να βγαίνει από μέσα του, τόση μοναξιά, που για μια στιγμή ήταν αφόρητο.

Ένιωσα ένα κύμα της ίδιας μου της αγωνίας από τη μα-κριά νύχτα που προηγήθηκε, όταν η απόλυτη κενότητα ό-λων των θρησκειών και των δογμάτων με είχε χτυπήσει βα-ριά και η απλή προσπάθεια για μια καλή ζωή έμοιαζε πα-γίδα για ανόητους και τίποτε περισσότερο.

Ξαφνικά, με έκλεισε στην αγκαλιά του, αιφνιδιάζοντάς με, και με κράτησε σταθερά και έτριψε το μάγουλο του α-παλά στα μαλλιά μου και φίλησε το κεφάλι μου. Μεταξέ-νιος, φίνος, ευγενικός πέρα από κάθε περιγραφή. «Παν-δώρα, Πανδώρα, Πανδώρα», είπε. «Το όμορφο κοριτσάκι που μεγάλωσε και έγινε μια θαυμάσια γυναίκα».

Κρατούσα αυτό το σκληρό ειδώλιο του πιο εντυπωσια-κού και ξεχωριστού άντρα που είχα ποτέ μου γνωρίσει ή δει· το κρατούσα, και αυτή τη φορά άκουσα το χτύπο της καρδιάς του, το χαρακτηριστικό της ρυθμό. Ακούμπησα το αφτί μου στο στήθος του.

«Αχ, Μάριε, μακάρι να μπορούσα να γείρω το κεφάλι μου δίπλα στο δικό σου. Μακάρι να μπορούσα να αφεθώ στην προστασία σου. Αλλά εσύ με διώχνεις! Δε μου υπό-σχεσαι προστασία, με καταδικάζεις στη φυγή, στην περι-πλάνηση και στους εφιάλτες, στο μυστήριο και στην από-γνωση. Όχι. Δεν μπορώ».

Page 240: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Απέφυγα τα χάδια του. Ένιωθα τα φιλιά του στα μαλλιά μου.

«Μη μου πεις ότι δε θα σε ξαναδώ ποτέ. Μη νομίζεις ό-τι μπορώ να το αντέξω αυτό μαζί με όλα τα υπόλοιπα που συμβαίνουν. Δεν έχω κανέναν εδώ και μετά έρχεται ο μό-νος άντρας που σημάδεψε την κοριτσίστικη καρδιά μου με ίχνη που οι λεπτομέρειές τους είναι βαθιές σαν του πιο λε-πτοδουλεμένου νομίσματος. Και λες ότι δε θα με ξαναδείς ποτέ, ότι πρέπει να φύγω».

Γύρισα και τον κοίταξα. Είδα τον πόθο να λάμπει στα μάτια του. Αλλά το έλεγ-

ξε. Με απαλή φωνή ομολόγησε με ένα μικρό χαμόγελο: «Ω, πόσο θαύμασα το κόλπο που έκανες με το λεγάτο.

Νόμισα για μια στιγμή ότι οι δυο σας θα εκπονούσετε ολό-κληρο το στρατηγικό σχέδιο για την κατάκτηση των γερ-μανικών φυλών από μόνοι σας». Αναστέναξε. «Πρέπει να βρεις μια καλή ζωή, μια πλούσια ζωή, μια ζωή η οποία να τρέφει και την ψυχή και το σώμα σου». Το χρώμα άστρα-ψε στα μάγουλά του. Με κοίταξε, τα στήθη μου, τους γοφούς μου και μετά το πρόσωπο μου. Ντροπιασμένος και προ-σπαθώντας να το κρύψει. Πόθος.

«Είσαι ακόμα άντρας;» ρώτησα. Δε μου απάντησε. Αλλά η έκφρασή του πάγωσε. «Δε θα μάθεις ποτέ τι είμαι σε όλη του την έκταση!» είπε. «Α, αλλά όχι άντρας!» είπα. «Δίκιο δεν έχω; Όχι άντρας». «Πανδώρα, με προκαλείς συνειδητά. Γιατί; Γιατί το κά-

νεις αυτό;» «Αυτή η μεταμόρφωση, αυτή η ένταξή σου στους αιμο-

Page 241: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πότες· δεν πρόσθεσε πόντους στο μπόι σου. Μήπως πρό-σθεσε πόντους πουθενά αλλού;»

«Σε παρακαλώ, σταμάτα», είπε. «Θέλω να με θέλεις, Μάριε. Ομολόγησε ότι με θέλεις. Το

βλέπω. Επιβεβαίωσέ το με λόγια. Τι θα σου κοστίσει;» «Είσαι εκνευριστική!» είπε. Το πρόσωπο του χρωματί-

στηκε βαθιά από το θυμό του και έσφιξε τα χείλια του τό-σο, που άσπρισαν. «Ευχαριστώ τους θεούς που δε σε θέλω! Δε σε θέλω αρκετά ώστε να προδώσω την αγάπη για μια σύντομη αιματοβαμμένη έκσταση!»

«Οι άνθρωποι του ναού δεν ξέρουν τι είσαι στην πραγ-ματικότητα, έτσι δεν είναι;»

«Όχι!» είπε. «Και δε θέλεις να ανοίξεις την καρδιά σου σε μένα». «Ποτέ. Θα με ξεχάσεις και τα όνειρα αυτά θα ξεθωριά-

σουν. Υπόσχομαι ότι μπορώ να τα κάνω να ξεθωριάσουν, εγώ ο ίδιος, προσευχόμενος για σένα. Θα το κάνω».

«Πολύ ευσεβής ελιγμός», είπα. «Τι σου εγγυάται τόση ευμένεια από μέρους της αρχαίας Ίσιδας, που έπινε αίμα και ήταν η Πηγή;»

«Μη λες αυτά τα λόγια- είναι όλα ψέματα, όλα. Δεν ξέ-ρεις αν αυτή η βασίλισσα που είδες είναι η Ίσιδα. Τι έμα-θες από αυτούς τους εφιάλτες; Σκέψου. Έμαθες ότι αυτή η βασίλισσα ήταν αιχμάλωτη εκείνων που έπιναν αίμα και ε-κείνη τους καταδίκαζε! Ήταν κακοί. Σκέψου. Ξαναγύρνα μέσα στο όνειρο. Σκέψου. Τους θεωρούσες κακούς τότε, τους θεωρείς κακούς και τώρα. Στο ναό ένιωσες το άρωμα του κακού. Το ξέρω ότι το ένιωσες. Σε παρακολουθούσα».

Page 242: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ναι. Αλλά εσύ δεν είσαι κακός, Μάριε, δεν μπορείς να με πείσεις γι' αυτό! Έχεις ένα κορμί σαν να είναι από μάρ-μαρο, είσαι αιμοπότης, αλλά σαν θεός, όχι κακός!»

Ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί, όταν σταμάτησε ξανά. Κοίταξε έξω με την άκρη του ματιού του. Και μετά αργά γύ-ρισε το κεφάλι και άφησε το βλέμμα του να πλανηθεί μέσα από τη στέγη του περιστυλίου.

«Έρχεται η αυγή», ρώτησα, «οι ακτίνες του Άμμωνα Ρα;» «Είσαι το πιο εξοργιστικό ανθρώπινο πλάσμα που γνώ-

ρισα ποτέ μου!» είπε. «Αν σε είχα παντρευτεί, θα με είχες στείλει μια ώρα νωρίτερα στον τάφο. Θα είχα γλιτώσει α-πό όλα αυτά!»

«Όλα ποια;» Φώναξε τον Φλάβιο, που ήταν κοντά όλη εκείνη την ώ-

ρα και άκουγε τα πάντα. «Φλάβιε, φεύγω τώρα», είπε. «Πρέπει να φύγω. Αλλά

πρόσεχε τη. Όταν πέσει η νύχτα, θα είμαι ξανά εδώ, όσο πιο γρήγορα μπορώ. Αν τυχόν έρθει κάτι πριν από μένα, κά-ποιος τρομερός εχθρός, γεμάτος ουλές, στόχευσε το κεφά-λι του με το σπαθί σου. Το κεφάλι, θυμήσου! Και, φυσικά, η κυρά σου από εδώ σίγουρα θα είναι αρκετά ικανή να βά-λει ένα χεράκι και να προστατευτεί».

«Μάλιστα, κύριε. Πρέπει να φύγουμε από την Αντιόχεια;» «Πρόσεχε τα λόγια σου, πιστέ μου Έλληνα», είπα. «Εγώ

είμαι η κυρία του σπιτιού. Δε φεύγουμε από την Αντιόχεια». «Προσπάθησε να την πείσεις να ετοιμαστεί», είπε ο

Μάριος. Με κοίταξε.

Page 243: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Έπεσε σιωπή ανάμεσα μας. Ήξερα όχι διάβαζε τις σκέ-ψεις μου. Είδα χα μάχια του να αστράφτουν. Κάτι φευγα-λέο άλλαξε την έκφρασή του. Αποτίναξα το όνειρο, γεμάτη τρόμο. Δεν μπορώ να φιλοξενώ μέσα μου τον τρόμο.

«Είναι όλα αλληλένδετα», ψιθύρισα, «τα όνειρα, ο ναός, η παρουσία σου εδώ, το ότι σε κάλεσαν για βοήθεια. Τι εί-σαι, κάποιος άσπρος θεός που ήρθε στη γη για να κυνηγή-σει τους σκοτεινούς αιμοπότες; Ζει η βασίλισσα;»

«Αχ, μακάρι να ήμουν ένας τέτοιος θεός!» είπε. «Πολύ θα ήθελα να ήμουν, αν γινόταν! Για το ότι δε θα δημιουργηθούν άλλοι αιμοπότες, γι' αυτό είμαι βέβαιος. Άσε τους να απο-θέτουν λουλούδια σ' ένα βωμό μπροστά σ' ένα άγαλμα από βασάλτη!»

Ένιωσα τόση αγάπη για εκείνον, που έτρεξα προς το μέ-ρος του ξαφνικά. «Πάρε με μαζί σου τώρα, όπου κι αν πη-γαίνεις».

«Δεν μπορώ!» είπε. Ανοιγόκλεισε τα μάτια σαν να τον ε-τσουζαν. Δεν μπορούσε να σηκώσει καλά καλά το κεφάλι.

«Είναι το φως που έρχεται, έτσι δεν είναι; Είσαι ένας α-πό αυτούς».

«Πανδώρα, όταν έρθω κοντά σου, να είσαι έτοιμη να φύ-γεις από αυτό το μέρος!» είπε.

Και εξαφανίστηκε. Εξαφανίστηκε έτσι ξαφνικά. Έτσι ξαφνικά χάθηκε από

την αγκαλιά μου και από το καθιστικό μου και από το σπί-τι μου.

Απομακρύνθηκα και περπάτησα αργά μέσα στις σκιές του καθιστικού. Κοίταξα τις τοιχογραφίες στους τοίχους- τις

Page 244: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ευτυχισμένες φιγούρες που χόρευαν με τις δάφνες τους και τα στεφάνια από φύλλα - ο Βάκχος και οι νύμφες του τόσο σεμνά καλυμμένες για μια τόσο αχαλίνωτη συντροφιά!

Ο Φλάβιος μίλησε. «Κυρά μου, ένα σπαθί που βρήκα α-νάμεσα στα υπάρχοντά σου μπορώ να το έχω εύκαιρο;»

«Ναι, και πολλά εγχειρίδια και φωτιά, μην ξεχνάς τη φωτιά. Θα θελήσει να ξεφύγει από τη φωτιά». Αναστέναξα. Πώς το ήξερα αυτό; Τέλος πάντων. «Αλλά, Φλάβιε», γύρι-σα. «Δε θα ξαναγυρίσει πριν σκοτεινιάσει. Μας μένει ακό-μα ένα πολύ μικρό μέρος της νύχτας. Μπορούμε και οι δύο να κοιμηθούμε μόλις δούμε τον ουρανό να γίνεται μαβής». Έτριψα το μέτωπο μου. «Προσπαθώ να θυμηθώ...»

«Τι, κυρά μου;» είπε ο Φλάβιος. Δεν είχε μειωθεί καθόλου η μεγαλοπρέπεια της κορμοστασιάς του μπροστά στο θαύμα του Μάριου, απλώς ήταν ένας άντρας διαφορετικών αναλο-γιών, αλλά εξίσου υπέροχος και με ζεστό ανθρώπινο δέρμα.

«Αν τα όνειρα έχουν έρθει ποτέ στη διάρκεια της μέρας. Ήταν πάντα νύχτα; Αχ, νυστάζω και με καλούν. Φλάβιε, βάλε ένα φως στο λουτρό μου. Αλλά θα πάω για ύπνο. Νυ-στάζω. Μπορείς να φυλάξεις σκοπιά;»

«Ναι, κυρά μου». «Κοίτα, τα αστέρια έχουν σχεδόν ξεθωριάσει. Πώς να

είναι άραγε να γίνει κανείς ένα από αυτά, Φλάβιε, να το θαυμάζουν μόνο στο σκοτάδι, όταν οι άνθρωποι ζουν με κε-ριά και λύχνους. Να είσαι γνωστός και να μπορούν να σε πε-ριγράψουν μόνο μέσα στη βαθιά νύχτα, όταν όλες οι δου-λειές της μέρας έχουν τελειώσει!»

«Είσαι πραγματικά η πιο ευρηματική γυναίκα που έχω

Page 245: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

γνωρίσει ποτέ», είπε. «Πώς απέδωσες δικαιοσύνη στον άν-θρωπο που σε κατηγόρησε!» Με πήρε απ' το χέρι και κινη-θήκαμε προς την κρεβατοκάμαρα όπου είχα ντυθεί το πρωί.

Τον αγαπούσα. Μια ολόκληρη ζωή γεμάτη δοκιμασίες δε θα είχε καταφέρει να δυναμώσει περισσότερο αυτή την αγάπη.

«Δε θα κοιμηθείς στο μεγάλο κρεβάτι του σπιτιού, στην τραπεζαρία;»

«Όχι», είπα. «Αυτό είναι για γαμήλια επίδειξη κι εγώ δε θα ξαναγνωρίσω γάμο. Θέλω να πλυθώ, αλλά νυστάζω υ-περβολικά».

«Μπορώ να ξυπνήσω τα κορίτσια». «Όχι, πήγαινε για ύπνο. Έχεις ετοιμάσει δωμάτιο για

σένα;» «Ναι», είπε και με οδήγησε. Ήταν ακόμα αρκετά σκο-

τεινά. Νόμισα ότι άκουσα ένα θρόισμα. Κατάλαβα ότι δεν ήταν τίποτε.

Και εκεί βρισκόταν το κρεβάτι με το μικρό του λύχνο και πάνω στο κρεβάτι τόσα μαξιλάρια σε ανατολίτικο στιλ, που έφτιαχναν μια απαλή απαλή φωλιά στην οποία ανα-παύτηκα, σαν Περσίδα.

Αμέσως ήρθε το όνειρο: Εμείς οι αιμοπότες βρισκόμασταν σ' ένα μεγάλο ναό. Υ-

ποτίθεται ότι ήταν σκοτάδι. Αυτό το σκοτάδι το βλέπαμε, ό-πως μερικά ζώα μπορούν να διακρίνουν στο σκοτάδι. Εί-χαμε όλοι σκούρο δέρμα ή μαυρισμένο ή χρυσαφένιο. Ή-μασταν όλοι άντρες.

Στο δάπεδο κείτονταν η βασίλισσα και ούρλιαζε. Το δέρ--

Page 246: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μα της ήταν άσπρο. Κατάλευκο. Τα μακριά της μαλλιά ή-ταν μαύρα. Το στέμμα της είχε κέρατα και τον ήλιο! Το στέμμα της Ίσιδας. Ήταν η θεά! Πέντε αιμοπότες από κά-θε πλευρά μετά βίας κατάφερναν να τη συγκρατούν. Τίνα-ζε το κεφάλι της δεξιά και αριστερά και τα μάτια της έ-μοιαζαν να σπιθίζουν με θείο φως.

«Είμαι η βασίλισσά σας! Δεν μπορείτε να μου το κάνετε αυτό!» Πόσο κατάλευκη ήταν και τα ουρλιαχτά της γίνο-νταν όλο και πιο απελπισμένα και ικετευτικά. «Μεγάλε Ό-σιρη, σώσε με από αυτή τη δοκιμασία! Σώσε με από αυτούς τους βλάσφημους! Σώσε με από τη βεβήλωση!»

Ο ιερέας δίπλα μου κάγχασε. Ο βασιλιάς καθόταν ακίνητος στο θρόνο. Αλλά δεν ήταν

αυτός ο βασιλιάς στον οποίο προσευχόταν. Προσευχόταν ψηλά, στον Όσιρη.

«Κρατήστε την πιο σφιχτά». Δύο άλλοι ήρθαν για να δέσουν τους αστραγάλους της. «Πιες!» μου είπε ο ιερέας. «Γονάτισε κάτω και πιες από

το αίμα της. Το αίμα της είναι πιο δυνατό από οποιοδήπο-τε αίμα που υπάρχει στον κόσμο όλο. Πιες».

Εκείνη έκλαιγε σιγανά. «Τέρατα, σπορά δαιμόνων!» κλαψούρισε. «Δε θα το κάνω», είπα. «Κάν' το! Πρέπει να πιεις από το αίμα της!» «Όχι, όχι ενάντια στη θέλησή της. Όχι μ' αυτό τον τρό-

πο! Είναι η Μητέρα μας η Ίσιδα!» «Είναι η Πηγή μας και αιχμάλωτή μας». «Όχι», είπα.

Page 247: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο ιερέας με έσπρωξε μπροστά. Τον έριξα κάτω στο πά-τωμα. Την κοίταξα.

Με κοίταξε αδιάφορα, όπως κοιτούσε και τους υπόλοι-πους. Το πρόσωπο της ήταν λεπτό και εξαίσια βαμμένο, ο θυμός της δεν παραμόρφωνε τα χαρακτηριστικά της. Η φωνή της ήταν χαμηλή και γεμάτη μίσος.

«Θα σας καταστρέψω όλους», είπε. «Κάποιο πρωί θα δραπετεύσω και θα περπατήσω στο φως του ήλιου και όλοι σας θα καείτε! Όλοι σας θα καείτε! Όπως καίγομαι εγώ! Ε-πειδή είμαι η Πηγή! Και το κακό μέσα μου θα καεί και θα εξαφανιστεί από μέσα σας για πάντα. Έλα, δυστυχισμένε νεοφώτιστε», μου είπε. «Κάνε αυτό που λένε. Πιες και πε-ρίμενε κι εσύ την εκδίκησή μου.

»0 θεός Άμμωνας Ρα θα υψωθεί από την Ανατολή και ε-γώ θα περπατήσω προς το μέρος του και οι θανατηφόρες ακτίνες του θα με σκοτώσουν. Θα γίνω θυσία στη φωτιά, για να καταστραφεί και ο τελευταίος από εσάς που γεννη-θήκατε από μένα, μεταμορφωμένοι από το αίμα μου! Ά-πληστοι, κακόβουλοι θεοί, που σκοπεύατε να χρησιμοποι-ήσετε τη δύναμη που κατέχουμε για κέρδος!»

Έπειτα μια φριχτή μεταμόρφωση αλλοίωσε όλο το όνει-ρο. Η θεά σηκώθηκε όρθια. Ήταν αγνή και φρεσκοστολι-σμένη. Δαυλοί φούντωναν ολόγυρά της, ένας και δύο και τρεις, και μετά πολλοί κι ακόμα περισσότεροι, λάμποντας σαν να είχαν μόλις ανάψει, μέχρι που περικυκλώθηκε από τις φλόγες. Οι θεοί είχαν φύγει. Χαμογέλασε και μου έκανε νόημα. Χαμήλωσε το κεφάλι- το ασπράδι των ματιών της ά-στραψε καθώς με κοίταξε. Χαμογέλασε. Ήταν πονηρή.

Page 248: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Βρισκόμουν στο κρεβάτι μου. Στην Αντιόχεια. Ο Αύχνος έκαιγε. Ο Φλάβιος με κρατούσε. Είδα το φως να αντανα-κλάται στο φιλντισένιο του πόδι καθώς τεντωνόμουν. Είδα το φως να αντανακλάται πάνω στα σκαλισμένα δάχτυλα.

«Κράτα με σφιχτά, κράτα με!» είπα. «Μητέρα Ίσιδα! Κράτα με!

»Πόση ώρα κοιμόμουν;» «Λίγα λεπτά μόνο», είπε. «Όχι». «Ο ήλιος μόλις ανέτειλε. Θέλεις να βγεις έξω μήπως, να

ξαπλώσεις στο ζεστό ήλιο;» «Όχι!» ούρλιαξα. Έσφιξε τη ζεστή, απεγνωσμένη παρηγορητική του λα-

βή. «Ήταν μόνο ένα κακό όνειρο, όμορφη κυρά μου», εί-πε. «Κλείσε τα μάτια σου. Θα κοιμηθώ στο πλευρό σου, με το εγχειρίδιο μου δίπλα».

«Αχ, ναι, σε παρακαλώ, σε παρακαλώ, Φλάβιε. Μη μ' α-φήνεις. Κράτα με», φώναξα.

Ξάπλωσα κι εκείνος κουλουριάστηκε δίπλα μου, με τα γόνατά του πίσω από τα δικά μου και το μπράτσο του να με σκεπάζει.

Τα μάτια μου άνοιξαν. Άκουσα πάλι τη φωνή του Μά-ριου:

«Ευχαριστώ τους θεούς που δε σε θέλω! Δε σε θέλω αρ-κετά ώστε να προδώσω την αγάπη για μια σύντομη αιμα-τοβαμμένη έκσταση!»

«Αχ, Φλάβιε!» είπα. «Το δέρμα μου! Το δέρμα μου καί-γεται!» έκανα να σηκωθώ. «Σβήσε το φως. Σβήσε τον ήλιο!»

Page 249: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Όχι, κυρά μου, το δέρμα σου είναι όμορφο όπως ήταν πάντα. Ξάπλωσε. Άσε με να σου τραγουδήσω».

«Ναι, τραγούδησε μου...» είπα. Παρακολούθησα το τραγούδι του, ήταν στίχοι του Ομή-

ρου, για τον Αχιλλέα και τον Έκτορα, και αγαπούσα τον τρόπο που το τραγουδούσε, τις παύσεις στο τραγούδι του, φαντάστηκα αυτούς τους ήρωες και τα ψηλά τείχη της κα-ταδικασμένης Τροίας και τα μάτια μου βάρυναν. Με έ-παιρνε ο ύπνος. Χαλάρωσα.

Έβαλε το χέρι του πάνω στο κεφάλι μου, λες και ήθελε να κρατήσει τα όνειρα απέξω, λες και ήταν ένας ανθρώπι-νος άρπαγας ονείρων. Και αναστέναξα καθώς μου χάιδευε τα μαλλιά.

Φαντάστηκα τον Μάριο, τη λάμψη του δέρματος του. Ήταν ολόιδιο με της βασίλισσας και τον άκουσα να λέει: «Κατάρα, Πανδώρα, νομίζεις ότι ήθελα να συντομευτεί η ζωή μου και η μοίρα μου να επεκταθεί στους αιώνες;»

Και τότε ακολούθησε, λίγο πριν αποκοιμηθώ, η απόλυ-τη απόγνωση, η αίσθηση ότι κάθε αγώνας είναι μάταιος. Καλύτερα έτσι παρά να είμαστε χειρότεροι από τα θηρία, χειρότεροι από τα λιοντάρια en ην αρένα.

Page 250: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΞΥΠΝΗΣΑ. ΑΚΟΥΓΑ τα πουλιά. Δεν ήμουν βέβαιη. Υπολόγι-σα ότι ήταν ακόμα πρωί, αργά το πρωί.

Πήγα ξυπόλυτη στο διπλανό δωμάτιο και μέσα από αυ-τό βγήκα στο περιστύλιο. Περπάτησα στο πλακόστρωτο δί-πλα στη γη και κοίταξα ψηλά το γαλάζιο ουρανό. Ο ήλιος δεν είχε ακόμα ανέβει τόσο ώστε να βρίσκεται στο μεσου-ράνημά του.

Ξεκλείδωσα την πόρτα και πήγα μέχρι την πύλη. Στον πρώ-το άνθρωπο που είδα, έναν άντρα της ερήμου, ο οποίος φο-ρούσε μια μακριά κελεμπία που του κάλυπτε το κεφάλι, είπα:

«Τι ώρα είναι; Μεσημέρι;» «Α, όχι, κυρά μου», είπε. «Ούτε καν κοντεύει να μεση-

μεριάσει. Παρακοιμήθηκες; Τυχερή είσαι». Κούνησε το κε-φάλι και απομακρύνθηκε.

Ένας λύχνος έκαιγε στο σαλόνι. Μπήκα και είδα ότι ο λύχνος στεκόταν στο γραφείο που είχαν ετοιμάσει για μέ-να οι υπηρέτες μου. Το μελάνι ήταν εκεί, το ίδιο και οι πέ-νες και καθαρά φύλλα περγαμηνής.

Page 251: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κάθισα και έγραψα ό,τι μπορούσα να θυμηθώ από τα όνειρα, ενώ τα μάτια μου πάλευαν να δουν στο φως του μι-κρού λύχνου μέσα στη σκιά, πολύ μακριά από το φως που πλημμύριζε το δροσερό κήπο του περιστυλίου.

Το χέρι μου πόνεσε τελικά από την ταχύτητα με την ο-ποία έγραφα στην περγαμηνή. Περιέγραψα με λεπτομέ-ρειες το τελευταίο όνειρο, τους δαυλούς, το χαμόγελο της βα-σίλισσας, το κάλεσμά της σε μένα.

Ήμουν έτοιμη. Όλη αυτή την ώρα ακουμπούσα τα φύλ-λα ολόγυρα στο πάτωμα για να στεγνώνουν. Δεν υπήρχε ού-τε αεράκι ούτε άνεμος που θα τα απειλούσε. Τα μάζεψα.

Πήγα στην άκρη του κήπου συνειδητά για να κοιτάξω το γαλάζιο ουρανό με αυτό το πακέτο από περγαμηνές κοντά στο στήθος μου. Γαλάζιος και καθαρός.

«Και σκεπάζεις αυτό τον κόσμο», είπα. «Και δεν αλλά-ζεις, εκτός από ένα φως που ανατέλλει και δύει», είπα στον ουρανό. «Μετά έρχεται η νύχτα με παραπλανητικά, γοη-τευτικά σχέδια!»

«Κυρά μου!» Ήταν ο Φλάβιος από πίσω μου, πολύ νυ-σταγμένος. «Ίσα που κοιμήθηκες. Χρειάζεσαι ξεκούραση. Ξαναγύρισε στο κρεβάτι».

«Πήγαινε να μου φέρεις τα σανδάλια μου· τώρα, βιά-σου», είπα.

Και εξαφανίστηκε, το ίδιο κι εγώ βγήκα από την μπρο-στινή πύλη του σπιτιού, περπατώντας όσο πιο γρήγορα μπο-ρούσα.

Ήμουν στη μέση της διαδρομής προς το Ναό της Ίσιδας, όταν συνειδητοποίησα πόσο άβολο ήταν να περπατάω

Page 252: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σ' αυτό το βρόμικο δρόμο με γυμνά πόδια. Συνειδητοποίη-σα ότι φορούσα το τσαλακωμένο λινό φόρεμα με το οποίο είχα κοιμηθεί. Τα μαλλιά μου ήταν λυτά. Δε χαλάρωσα το βήμα μου.

Ήμουν συνεπαρμένη. Δεν ήμουν αβοήθητη, όπως όταν είχα φύγει από το σπίτι του πατέρα μου. Δεν ήμουν ευέξα-πτη και σε μεγάλο κίνδυνο, όπως όταν ο Λούκιος με είχε δείξει στους Ρωμαίους στρατιώτες το προηγούμενο βράδυ.

Δεν ήμουν αιχμάλωτη του φόβου, όπως όταν η βασίλισ-σα μου είχε χαμογελάσει στο όνειρο. Ούτε και έτρεμα, ό-πως όταν είχα μόλις ξυπνήσει.

Συνέχισα να περπατάω. Ζούσα ένα μεγάλο δράμα. Θα το έβλεπα να ξετυλίγεται μέχρι την τελευταία πράξη.

Κόσμος περνούσε - πρωινοί εργάτες, ένας γέρος με ένα στραβό μπαστούνι. Ούτε που τους πρόσεξα αυτούς τους αν-θρώπους.

Άντλησα μια μικρή, ψυχρή ευχαρίστηση από το γεγο-νός ότι πρόσεχαν τα λυτά, ελεύθερα μαλλιά μου και το ζα-ρωμένο μου φόρεμα. Αναρωτήθηκα πώς θα ήταν να απο-μονωθεί κανείς από τον πολιτισμό και να μην ανησυχήσει ποτέ ξανά για τη θέση ενός κουμπώματος ή μιας φουρκέ-τας, να κοιμάται στο γρασίδι, να μη φοβάται τίποτε!

Να μη φοβάται τίποτε! Α, πόσο όμορφο θα ήταν αυτό για μένα!

Έφτασα στην Αγορά. Τα μαγαζιά ήταν πολυάσχολα· οι ζητιάνοι είχαν βγει στη γύρα. Φορεία με κουρτίνες μεταφέ-ρονταν προς κάθε κατεύθυνση. Οι φιλόσοφοι δίδασκαν κά-τω από τα στέγαστρα. Άκουγα εκείνους τους εκκωφαντικούς,

Page 253: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

περίεργους θορύβους που πάντα πλημμυρίζουν τα λιμάνια - τ ο φορτίο που ξεφορτώνεται, ίσως, δεν ήξερα. Μύρισα τον Ορόντη. Ήλπιζα το πτώμα του Λούκιου να έπλεε μέσα του.

Ανέβηκα τα σκαλιά και μπήκα στο Ναό της Ίσιδας. «Τον αρχιερέα και την ιέρεια», είπα. «Πρέπει να τους

δω». Προσπέρασα μια σαστισμένη νεαρή κοπέλα που έ-μοιαζε παρθένα και μπήκα στην παράπλευρη αίθουσα ό-που μου είχαν πρωτομιλήσει. Δεν υπήρχε τραπέζι. Μόνο το ανάκλιντρο. Πήγα σε μια άλλη αίθουσα του ναού. Ένα τρα-πέζι. Πάπυροι.

Άκουσα βιαστικά βήματα να πλησιάζουν. Η ιέρεια ήρ-θε σε μένα. Είχε ήδη βαφτεί για τη μέρα και η περούκα και τα στολίδια της ήταν στη θέση τους. Δεν ένιωσα καμία τα-ραχή όταν την κοίταξα.

«Κοίτα», είπα. «Είχα άλλο ένα όνειρο». Έδειξα τις περ-γαμηνές που είχα στοιβάξει τακτικά στο τραπέζι. «Κατέ-γραψα τα πάντα για σένα».

Ο ιερέας κατέφθασε. Πλησίασε στο τραπέζι και κοίτα-ξε τις περγαμηνές.

«Διάβασε τα όλα, λέξη προς λέξη! Διάβασέ τα τώρα. Να έχω κάποιο μάρτυρα έτσι και μου συμβεί κάτι!»

Ο ιερέας και η ιέρεια στάθηκαν απέναντι' μου και ο ιε-ρέας σήκωσε προσεκτικά μία μία τις σελίδες και μελέτησε την καθεμιά, χωρίς να αναποδογυρίσει τη στοίβα.

«Η ψυχή μου είναι αποδημητική», είπα. «Εκείνη θέλει να ξεκαθαρίσει κάποιους λογαριασμούς μαζί μου ή να μου ζη-τήσει κάποια χάρη, δεν ξέρω τι από τα δύο, αλλά ζει! Δεν είναι απλό άγαλμα».

Page 254: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Με κοίταξαν. «Λοιπόν; Μιλήστε. Όλοι σε σας έρχονται για καθοδή-

γηση». «Μα, κυρά μου», είπε ο ιερέας, «δεν μπορούμε να δια-

βάσουμε τίποτε από όλα αυτά». «Τι;» «Είναι γραμμένα στην πιο αρχαία και πολύπλοκη μορ-

φή της παλιάς ιερογλυφικής γραφής». «Τι!» Κοίταξα τις σελίδες. Είδα μόνο τα ίδια μου τα λόγια ό-

πως είχαν κυλήσει σαν ρυάκι από το μυαλό μου, μέσα από το χέρι μου, μέσα από την πένα μου. Δεν μπορούσα να κά-νω τα μάτια μου να εστιάσουν στη μορφή των γραμμάτων.

Σήκωσα την τελευταία σελίδα και διάβασα δυνατά: «Το χαμόγελο της ήταν πονηρό. Με γέμισε με τρόμο». Τους πρότεινα τη σελίδα.

Κούνησαν το κεφάλι αρνούμενοι πεισματικά. Ξαφνικά, έγινε μια μικρή φασαρία και ο Φλάβιος, ξέ-

πνοος σχεδόν και αναψοκοκκινισμένος, μπήκε στο δωμά-τιο. Είχε τα σανδάλια μου. Μου έριξε μια ματιά και ακού-μπησε στον τοίχο με μεγάλη, φανερή ανακούφιση.

«Έλα εδώ», είπα. Υπάκουσε. «Κοίτα αυτές τις περγαμηνές, διάβασέ τες, δεν είναι

γραμμένες στα λατινικά;» Δύο δούλες ήρθαν διστακτικά, μου έπλυναν βιαστικά τα

πόδια και μου έδεσαν τα σανδάλια. Από πάνω μου ο Φλά-βιος κοιτούσε τις περγαμηνές.

Page 255: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Αυτή είναι αρχαία αιγυπτιακή γραφή», είπε ο Φλάβιος. «Η πιο παλιά μορφή της που έχω δει. Στην Αθήνα αυτό θα κόστιζε μια περιουσία!»

«Μόλις το έγραψα!» είπα. Κοίταξα τον ιερέα, μετά την ιέρεια. «Καλέστε τον ψηλό ξανθό σας φίλο», είπα. «Φέρτε τον εδώ. Αυτόν που διαβάζει σκέψεις, αυτόν που διαβάζει την αρχαία γραφή».

«Δεν μπορούμε, κυρά μου». Ο ιερέας κοίταξε ανήμπο-ρος την ιέρεια.

«Γιατί όχι; Πού είναι; Έρχεται μόνο τα βράδια, σωστά;» Συμφώνησαν και οι δύο. «Και όταν αγοράζει βιβλία, όλα τα βιβλία για την Αίγυ-

πτο, το κάνει κι αυτό στο φως των δαυλών;» ρώτησα. Ήξε-ρα ήδη την απάντηση.

Κοιτάχτηκαν ανήμποροι να πουν οτιδήποτε. «Πού μένει;» «Κυρά μου, δεν το ξέρουμε. Παρακαλώ, μην προσπαθή-

σεις να τον βρεις. Θα βρίσκεται εδώ μόλις δύσει ο ήλιος. Μας προειδοποίησε χτες το βράδυ ότι είσαι πολύτιμη γι' αυτόν».

«Δεν ξέρετε πού μένει». Σηκώθηκα. «Εντάξει», είπα και πήρα τη στοίβα με τις περγαμηνές

μου, τη θεαματική αρχαία γραφή μου. «Ο καμένος σας», είπα καθώς έβγαινα από το δωμάτιο,

«ο δολοφονικός σας αιμοπότης, ήρθε χτες βράδυ; Σας ά-φησε κάποια προσφορά;»

«Ναι», είπε ο ιερέας. Έδειχνε ταπεινωμένος. «Κυρά Παν-δώρα, ξεκουράσου και φάε κάτι».

Page 256: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ναι», είπε ο πιστός μου Φλάβιος. «Πρέπει να φας και να ξεκουραστείς».

«Σε καμία περίπτωση», είπα. Αρπάζοντας τις σελίδες, διέσχισα τη μεγάλη αίθουσα προς την μπροστινή πύλη. Με ικέτεψαν. Τους αγνόησα.

Βγήκα έξω στη ζέστη της μέρας. Ο Φλάβιος ακολούθη-σε. Ο ιερέας και η ιέρεια μας παρακαλούσαν να μείνουμε.

Έψαξα το απέραντο παζάρι. Οι καλοί βιβλιοπώλες ήταν όλοι μαζεμένοι στην απέναντι αριστερή άκρη της Αγοράς. Διέσχισα την πλατεία.

Ο Φλάβιος αγωνιζόταν να με ακολουθήσει. «Κυρά μου, σε παρακαλώ, τι σκοπεύεις να κάνεις; Έχεις χάσει το μυα-λό σου».

«Κάνεις λάθος και το ξέρεις», του είπα. «Τον είδες χτες το βράδυ!»

«Κυρά μου, περίμενέ τον στο ναό, όπως ζήτησε», είπε ο Φλάβιος.

«Γιατί; Γιατί να το κάνω αυτό;» ρώτησα. Τα βιβλιοπωλεία ήταν πολλά και είχαν χειρόγραφα σε

όλες τις γλώσσες. «Αίγυπτος, Αίγυπτος!» φώναξα και στα λατινικά και στα ελληνικά. Είχε πολύ θόρυβο, πολλούς πω-λητές και αγοραστές. Έβρισκες παντού Πλάτωνα και Αρι-στοτέλη. Υπήρχε ολόκληρη στοίβα από το βιβλίο του Καί-σαρα Αυγούστου για τη ζωή του, που το είχε ολοκληρώσει πριν από το θάνατο του.

«Αίγυπτος!» φώναξα. Έμποροι έδειξαν παλιές περγα-μηνές. Κομμάτια.

Τα προπετάσματα ανέμιζαν στο αεράκι. Κοίταξα το έ--

Page 257: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να δωμάτιο μετά το άλλο, σειρές δούλων που αντέγραφαν βιαστικά, δούλοι που βουτούσαν τις πένες τους, που δεν τολ-μούσαν να σηκώσουν το βλέμμα από τη δουλειά τους.

Υπήρχαν δούλοι απέξω, καθισμένοι στη σκιά, οι οποίοι έγραφαν επιστολές που υπαγόρευαν ταπεινοί άνθρωποι. Ήταν όλοι πολυάσχολοι.

Μπαούλα μεταφέρονταν σ' ένα μαγαζί. Ο ιδιοκτήτης, έ-νας γέρος άντρας, προχώρησε προς το μέρος μου.

«Μάριος», είπα. «Έρχομαι για λογαριασμό του Μάρι-ου, του ψηλού ξανθού που έρχεται στο μαγαζί σου μόνο τη νύχτα».

Ο άντρας δεν είπε τίποτε. Μπήκα στο επόμενο μαγαζί. Όλα ήταν αιγυπτιακά, όχι

μόνο οι περγαμηνές που είχαν ξετυλιχτεί για επίδειξη, αλ-λά και τα κομμάτια των διακοσμήσεων στους τοίχους, τα κομμάτια του σοβά που είχαν ακόμα το προφίλ ενός βασι-λιά ή μιας βασίλισσας, σειρές από μικρά βαζάκια, αγαλ-ματίδια από κάποιο από καιρό συλημένο τάφο. Πώς άρε-σε στους Αιγυπτίους να κατασκευάζουν αυτές τις μικρο-σκοπικές ξύλινες μορφές.

Και εκεί είδα ακριβώς το είδος του ανθρώπου που έψα-χνα, τον αληθινό αρχαιοπώλη. Διστακτικά σήκωσε το βλέμ-μα από το βιβλίο του, ένας γκριζομάλλης άντρας, και το βι-βλίο ήταν ένας κώδικας στα σύγχρονα αιγυπτιακά.

«Δεν υπάρχει κάτι που θα ενδιέφερε τον Μάριο;» ρώτη-σα μπαίνοντας στο μαγαζί. Μπαούλα και κουτιά μού έ-κλειναν το δρόμο σε κάθε στροφή. «Ξέρεις, τον ψηλό Ρω-μαίο, τον Μάριο, που μελετάει τα αρχαία χειρόγραφα και

Page 258: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

αγοράζει τα πιο πολύτιμα από αυτά; Ξέρεις ποιον άντρα εννοώ. Πολύ έντονα γαλάζια μάτια. Ξανθά μαλλιά. Έρχε-ται τις νύχτες· μένεις ανοιχτός για χάρη του».

Ο άντρας κούνησε το κεφάλι. Κοίταξε τον Φλάβιο και εί-πε ανασηκώνοντας τα φρύδια: «Ωραίο το φιλντισένιο πόδι σου». Καλά ελληνικά. Υπέροχα. «Έλληνας, Ανατολίτης και εντελώς χλομός».

«Έρχομαι για λογαριασμό του Μάριου», είπα. «Κρατάω τα πάντα γι' αυτόν, όπως μου έχει ζητήσει», εί-

πε ο άντρας ανασηκώνοντας ελαφρά τους ώμους. «Δεν που-λάω τίποτε χωρίς να το προσφέρω πρώτα στον Μάριο».

«Είμαι βέβαιη γι' αυτό. Έρχομαι για λογαριασμό του». Κοίταξα ολόγυρα. «Μπορώ να καθίσω;»

«Παρακαλώ, παρακαλώ, συγχώρεσέ με», είπε ο άντρας. Έδειξε ένα γερό μπαούλο. Ο άντρας ξανακάθισε στο ακα-τάστατο τραπέζι τον.

«Μακάρι να είχα ένα κανονικό τραπέζι. Πού είναι ο δού-λος μου; Ξέρω ότι έχω λίγο κρασί κάπου εδώ γύρω. Μόλις... διάβαζα σ' αυτό το κείμενο την πιο απίστευτη ιστορία!»

«Αλήθεια», είπα. «Ε, λοιπόν, ρίξε μια ματιά σ' αυτό!» του πέταξα τις περγαμηνές στα χέρια.

«Θεέ μου, τι όμορφη αντιγραφή», είπε, «και τόσο πρό-σφατη!» Ψιθύρισε κάτι μέσα από τα δόντια του. Μπορού-σε να καταλάβει αρκετές από τις λέξεις. «Ο Μάριος θα εν-διαφερθεί πολύ γι' αυτό! Μιλάει για τους μύθους της Τσι-δας κι αυτό είναι ακριβώς που μελετάει ο Μάριος».

Ξαναπήρα ευγενικά τα χαρτιά. «Τα έγραψα εγώ για χά-ρη του!»

Page 259: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Εσύ τα έγραψες;» «Ναι, αλλά, βλέπεις, θέλω να του κάνω έκπληξη με κά-

τι, ένα δώρο! Κάτι που να έχει μόλις φτάσει, κάτι που να μην έχει δει ακόμα».

«Ε, υπάρχουν πολλά». «Φλάβιε, χρήματα». «Κυρά μου, δεν έχω μαζί μου». «Δεν είναι αλήθεια, Φλάβιε- δε θα έφευγες από το σπίτι

χωρίς τα κλειδιά και μερικά λεφτά. Φέρ' τα μου». «Α, κάνω και πίστωση αν πρόκειται για τον Μάριο», είπε

ο γέρος. «Χμμ, ξέρεις, αρκετά πράγματα έφτασαν στην Α-γορά αυτή τη βδομάδα. Είναι λόγω του λιμού στην Αίγυπτο. Ο κόσμος αναγκάζεται να πουλήσει, υποθέτω. Ποτέ δεν ξέ-ρεις από πού έρχεται ένα αιγυπτιακό χειρόγραφο. Αλλά ε-δώ...» άπλωσε το χέρι και πήρε έναν εύθραυστο πάπυρο α-πό τη θέση του στο σκονισμένο πλέγμα από ξύλινα ράφια.

Τον ακούμπησε κάτω με προσοχή και τον άνοιξε πολύ απαλά. Ο πάπυρος ήταν καλά συντηρημένος, αλλά σιις ά-κρες ξεφλούδιζε. Μπορεί να διαλυόταν αν δεν τον έπιανες με προσοχή.

Σηκώθηκα για να τον κοιτάξω πάνω από τον ώμο του. Με έπιασε ζαλάδα. Είδα την έρημο και μια πόλη με καλύβια-

οι στέγες τους ήταν από κλαδιά φοίνικα. Προσπάθησα να ανοίξω τα μάτια μου.

«Αυτό είναι», είπε ο γέρος, «σίγουρα το πιο παλιό αιγυ-πτιακό χειρόγραφο που έχω δει ποτέ μου! Ορίστε, διάβα-σε μόνη σου, αγαπητή μου. Ακούμπησε στον ώμο μου. Να σου δώσω το σκαμνί μου».

Page 260: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Όχι, δεν είναι απαραίτητο», είπα κοιτώντας τα γράμ-ματα. Διάβασα δυνατά: «Στον Κύριο μου, τον Μήνη, βασι-λιά της Άνω και της Κάτω Αιγύπτου, ποιοι είναι αυτοί οι ε-χθροί μου που λένε ότι δε βαδίζω στο δρόμο του δικαίου; Πότε η μεγαλειότητά σου με βρήκε να μη φέρομαι δίκαια; Πάντα προσπαθώ να κάνω περισσότερα από όσα αναμέ-νονται ή απαιτούνται από μένα... Πότε δεν άκουσα την κά-θε λέξη του κατηγορουμένου, ώστε να δικαστεί δίκαια, ό-πως θα ήθελε η μεγαλειότητά σου;..»

Σταμάτησα. Το κεφάλι μου γύριζε. Μια σύντομη ανά-μνηση. Ήμουν παιδί και πηγαίναμε όλοι στα βουνά πάνω από την έρημο για να ζητήσουμε από το θεό Όσιρη, το θεό του αίματος, να κοιτάξει στην καρδιά του αμαρτωλού. «Κοί-τα», είπαν εκείνοι που με περιέβαλλαν. Ο θεός ήταν ένας τέλειος άντρας, με σκούρο δέρμα και στεκόταν κάτω από το φεγγάρι' πήρε τον καταδικασμένο και αργά του ρούφη-ξε το αίμα. Δίπλα μου μια γυναίκα ψιθύρισε ότι ο θεός εί-χε εκφράσει την ετυμηγορία του και είχε αποδώσει δικαι-οσύνη και το κακό αίμα θα ξαναγύριζε πίσω τώρα, για να καθαριστεί και να ξαναγεννηθεί σ' έναν άλλο που δε θα κά-νει κακό.

Προσπάθησα να διώξω αυτό το όραμα, αυτή την αί-σθηση της ανάμνησης που με έσφιγγε. Ο Φλάβιος είχε α-νησυχήσει πολύ και με κρατούσε από τους ώμους.

Στεκόμουν μετέωρη ανάμεσα σε δύο κόσμους. Κοίταξα έξω το λαμπερό ήλιο που έλουζε αλύπητα τις πέτρες της Α-γοράς και ζούσα κάπου αλλού, ένας νέος άντρας που ανέ-βαινε τρέχοντας ένα βουνό, δηλώνοντας την αθωότητά του.

Page 261: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Καλέστε τον αρχαίο θεό του αίματος! Θα κοιτάξει στην καρδιά του άντρα μου και θα δει ότι ο άντρας λέει ψέμα-τα. Ποτέ δεν κοιμήθηκα με άλλον». Ω γλυκό σκοτάδι, έλα, το χρειαζόμουν για να σαβανώσω τα βουνά, επειδή ο θεός του αίματος κοιμόταν τη μέρα, κρυμμένος, μήπως και ο Ρα, ο θεός του ήλιου, τον βρει και τον καταστρέψει από ζήλια.

«Επειδή εκείνη τους είχε νικήσει όλους», ψιθύρισα. Εν-νοούσα τη βασίλισσα Ίσιδα. «Φλάβιε, κράτα με».

«Σε κρατώ, κυρά μου». «Ορίστε», είπε ο γέρος άντρας, που είχε σηκωθεί και με

έσπρωξε κάτω στο σκαμνί του. Η νύχτα πάνω από την Αίγυπτο γέμισε αστέρια. Την εί-

δα τόσο καθαρά όσο έβλεπα κι αυτό το μαγαζί γύρω μου στην Αντιόχεια μέρα μεσημέρι. Είδα τα αστέρια και ήξερα ότι είχα νικήσει. Ο θεός θα βασίλευε. «Αχ, βγες, σε παρα-καλώ, από αυτό το βουνό, αγαπημένε μας Όσιρη, και δες την καρδιά του άντρα μου και τη δική μου και, αν με βρεις να σφάλλω, τότε το αίμα μου είναι δικό σου, σου το προ-σφέρω». Ερχόταν! Να τον, όπως τον είχα δει στα παιδικά μου χρόνια πριν οι ιερείς του Ρα απαγορέψουν την παλιά λατρεία. «Δικαιοσύνη, δικαιοσύνη, δικαιοσύνη!» έψελνε το πλήθος. Ο άντρας που ήταν σύζυγος μου έσκυψε, καθώς ο θεός τον έδειξε με το δάχτυλο ενοχοποιώντας τον. «Δώσε μου αυτό το κακό αίμα και θα το καταβροχθίσω», είπε ο θεός. «Μετά φέρτε μου πίσω τα αναθήματά μου. Μη δει-λιάζετε μπροστά στο πλούσιο ιερατείο. Στέκεστε μπροστά σ' ένα θεό». Έδειξε τον καθένα από τους χωρικούς και πρό--

Page 262: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

φερε το όνομά του ή το όνομα της. Ήξερε τα επαγγέλμα-τα. Μπορούσε να διαβάζει τις σκέψεις τους! Άνοιξε τα χεί-λια και έδειξε τους κυνόδοντές του. Το όραμα διαλύθηκε. Κοιτούσα τα κοινά αντικείμενα γύρω μου σαν να είχαν ζωή και δηλητήριο.

«Ω θεοί», είπα σε βαθιά απελπισία. «Πρέπει να βρω τον Μάριο. Πρέπει να τον βρω τώρα!» Όταν άκουγε αυτά τα πράγματα, ο Μάριος θα με έπαιρνε μαζί του στην αλήθεια. Έπρεπε να το κάνει.

«Νοίκιασε ένα φορείο για την κυρά σου», είπε ο γέρος βιβλιοπώλης στον Φλάβιο. «Είναι πολύ κουρασμένη και εί-ναι μακριά η ανηφόρα μέχρι εκείνο το λόφο!»

«Λόφο;» σήκωσα το κεφάλι απότομα. Αυτός ο άντρας ή-ξερε πού ζούσε ο Μάριος! Γρήγορα ξανάνιωσα αδυναμία, έσκυψα το κεφάλι και με μια πολύ κουρασμένη χειρονομία είπα: «Σε παρακαλώ, ηλικιωμένε μου κύριε, πες στον προ-σωπικό μου ακόλουθο ακριβώς πώς να πάει στο σπίτι».

«Φυσικά. Ξέρω δύο τρόπους να κόψεις δρόμο, ο ένας λί-γο πιο δύσκολος από τον άλλο. Παραδίδουμε συνεχώς βι-βλία στον Μάριο».

Ο Φλάβιος κοιτούσε με ανοιχτό το στόμα. Προσπάθησα να κρύψω το χαμόγελο μου. Τα πράγμα-

τα εξελίσσονταν πολύ καλύτερα απ' ό,τι είχα ελπίσει. Αλλά ήμουν διχασμένη και πληγωμένη από τα οράματα της Αι-γύπτου. Μισούσα την όψη της ερήμου, τα βουνά, τη σκέψη των θεών του αίματος.

Σηκώθηκα να φύγω. «Είναι μια ροδόχρωμη έπαυλη στην άκρη της πόλης», εί-

Page 263: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πε ο γέρος. «Βρίσκεται στα όρια του τείχους, με θέα το πο-τάμι, το τελευταίο σπίτι. Κάποτε ήταν ένα αγροτόσπιτο έ-ξω από τα τείχη. Είναι χτισμένο σ' ένα βουνό από πέτρες. Αλλά κανείς δε θα σου ανοίξει την πύλη του Μάριου τη μέ-ρα. Όλοι ξέρουν ότι θέλει να κοιμάται όλη μέρα και να με-λετάει όλη νύχτα, όπως συνηθίζει. Αφήνουμε τα βιβλία μας στα αγόρια που τον υπηρετούν».

«Εμένα θα με καλωσορίσει», είπα. «Αν το έγραψες αυτό, κατά πάσα πιθανότητα θα το κά-

νει», είπε ο γέρος άντρας. Μετά φύγαμε. Ο ήλιος είχε μεσουρανήσει. Η πλατεία

ήταν γεμάτη αγοραστές. Γυναίκες κουβαλούσαν καλάθια στο κεφάλι τους. Οι ναοί ευημερούσαν. Ήταν πολύ εύκολο να διασχίσουμε σαν αστραπή το πλήθος προς τη μία κα-τεύθυνση και μετά προς την άλλη.

«Έλα, Φλάβιε», είπα. Ήταν μαρτυρικό να συγκρατώ το βήμα μου στην αργή

ταχύτητα του Φλάβιου όσο ανεβαίναμε το λόφο στροφή στροφή, πλησιάζοντας συνεχώς.

«Ξέρεις ότι αυτό είναι τρέλα!» είπε ο Φλάβιος. «Δεν μπο-ρεί να είναι ξύπνιος στο φως της μέρας· το απέδειξες και σε μένα και στον εαυτό σου! Εγώ, ο άπιστος Αθηναίος, κι εσύ, η κυνική Ρωμαία. Τι κάνουμε;»

Ανεβαίναμε όλο και ψηλότερα, περνώντας το ένα πολυ-τελές σπίτι μετά το άλλο. Κλειδωμένες πύλες. Γάβγισμα σκυλιών-φυλάκων.

«Βιάσου. Είναι ανάγκη να ακούω συνεχώς αυτό το λο-γύδριο; Α, μάλιστα, δες, αγαπημένε μου Φλάβιε! Το ροδό-

Page 264: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χρωμο σπίτι, το τελευταίο σπίτι. Ο Μάριος ζει πολυτελώς. Κοίτα τους τοίχους και τις πύλες».

Επιτέλους, ακούμπησα τα χέρια μου στα σιδερένια κά-γκελα. Ο Φλάβιος κατέρρευσε στο γρασίδι απέναντι από το μικρό δρομάκι. Ήταν ψόφιος από την κούραση.

Τράβηξα το σκοινί της πύλης που έκανε ένα κουδούνι να αντηχήσει.

Δέντρα έριχναν βαριά κλαδιά πάνω από την κορυφή των τοίχων. Μέσα από ένα δίχτυ από φύλλα διέκρινα μια φι-γούρα να βγαίνει από την ψηλή αψίδα του δεύτερου ορό-φου.

«Δεν επιτρέπεται η είσοδος!» φώναξε. «Πρέπει να δω τον Μάριο», είπα. «Με περιμένει!» Έ-

κανα χωνί τις παλάμες μου και φώναξα. «Θέλει να έρθω. Μου είπε να έρθω».

Ο Φλάβιος είπε μια σύντομη προσευχή μέσα από τα δό-ντια του. «Αχ, κυρά μου, ελπίζω να ξέρεις αυτό τον άντρα καλύτερα απ' όσο ήξερες τον ίδιο σου τον αδερφό».

Γέλασα. «Δεν υπάρχει σύγκριση», είπα. «Πάψε να πα-ραπονιέσαι ».

Η φιγούρα είχε εξαφανιστεί. Άκουσα πόδια να τρέχουν. Τελικά, δύο αγόρια με σκούρα μαλλιά εμφανίστηκαν

μπροστά μου, λίγο μεγαλύτερα από παιδιά, αμούστακα, με μαύρες μακριές μπούκλες και όμορφα ντυμένα με χιτώνες με χρυσό στρίφωμα. Έμοιαζαν Χαλδαίοι.

«Ανοίξτε την πύλη, γρήγορα!» είπα. «Κυρά μου, δεν μπορούμε να σε δεχτούμε», είπε ο εκ-

πρόσωπος των δύο. «Δεν μπορώ να μπάσω κανέναν σ' αυ--

Page 265: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τό το σπίτι μέχρι να έρθει ο ίδιος ο Μάριος. Αυτές είναι οι διαταγές του».

«Να έρθει από πού;» ρώτησα. «Κυρά μου, εμφανίζεται όποτε θέλει και τότε δέχεται ό-

ποιον θέλει. Κυρά μου, σε παρακαλώ, πες μου το όνομά σου και θα του πω ότι τον ζήτησες».

«Ανοίξτε την πόρτα, αλλιώς θα σκαρφαλώσω στον τοίχο», είπα.

Τα παιδιά τρομοκρατήθηκαν. «Όχι, κυρά μου, δεν μπο-ρείς να το κάνεις αυτό!»

«Λοιπόν; Δε θα φωνάξετε βοήθεια;» ρώτησα. Οι δύο δούλοι με κοίταξαν έκπληκτοι. Ήταν τόσο ό-

μορφοι. Ο ένας ήταν ελαφρώς ψηλότερος από τον άλλο. Και οι δύο φορούσαν εξαίσια βραχιόλια.

«Όπως το φανιάστηκα», είπα. «Δεν υπάρχει κανείς άλλος εδώ εκτός από εσάς». Γύρισα και δοκίμασα την πυκνή κλη-ματαριά που ανέβαινε πάνω από τα σοβατισμένα τούβλα. Πήδησα και σφήνωσα το δεξί μου πόδι όσο πιο ψηλά μπο-ρούσα στο πυκνό δίχτυ από κλαδιά και με έναν ακόμα πή-δο πέρασα τα χέρια μου πάνω από την κορυφή του τοίχου.

Ο Φλάβιος σηκώθηκε από το γρασίδι και έτρεξε προς το μέρος μου.

«Κυρά μου, σε ικετεύω να μην το κάνεις αυτό», είπε ο Φλάβιος. «Κυρά μου, αυτό είναι κακό, πολύ κακό! Δεν επι-τρέπεται να σκαρφαλώνεις μ' αυτό τον τρόπο στον τοίχο του ανθρώπου».

Οι υπηρέτες μέσα συζητούσαν αναστατωμένοι μεταξύ τους. Νομίζω ότι μιλούσαν στη γλώσσα των Χαλδαίων.

Page 266: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Κυρά μου, φοβάμαι για σένα!» φώναξε ο Φλάβιος. «Πώς μπορώ να σε προστατέψω από έναν άντρα όπως αυτός ο Μάριος; Κυρά μου, ο άνθρωπος θα θυμο)σει μαζί σου!»

Ξάπλωσα στην κορυφή του μαντρότοιχου μπρούμυτα, για να πάρω ανάσα. Ο κήπος μέσα ήταν μεγάλος και ό-μορφος. Αχ, τι μαρμάρινες κρήνες. Οι δύο δούλοι είχαν υ-ποχωρήσει και με κοιτούσαν σαν να ήμουν ένα δυνατό τέ-ρας.

«Έλεος, έλεος!» με ικέτευαν και τα δύο αγόρια μαζί. «Θα μας εκδικηθεί με φοβερό τρόπο! Δεν τον ξέρεις. Έλεος, κυ-ρά μου, περίμενε!»

«Δώσε μου τις περγαμηνές, Φλάβιε, βιάσου. Δεν έχω και-ρό για ανυπακοή!»

Ο Φλάβιος υπάκουσε. «Αχ, είναι λάθος, λάθος, λάθος!» είπε. «Πουθενά δεν μπορεί να βγάλει αυτό παρά μόνο σε τρομακτικές παρεξηγήσεις».

Μετά γλίστρησα στον τοίχο από την πίσω μεριά, ενώ με γαργαλούσε παντού το πυκνό στρώμα από σκληρά, γυαλι-στερά φύλλα, και ακούμπησα το κεφάλι μου στις πλεγμέ-νες κληματσίδες και στα λουλούδια. Δε φοβόμουν τις μέ-λισσες. Ποτέ μου δεν τις φοβόμουν. Ξεκουράστηκα. Κρα-τούσα σφιχτά τις γραμμένες περγαμηνές μου. Μετά πήγα προς την πύλη για να μπορώ να δω τον Φλάβιο.

«Άσε τον Μάριο σε μένα», του είπα. «Σίγουρα δε θα έ-φυγες χωρίς το εγχειρίδιο σου».

«Όχι», είπε, σηκώνοντας το μανδύα του για να το απο-καλύψει, «και με την άδειά σου θα ήθελα να το βυθίσω στην καρδιά μου τώρα, για να είμαι με σιγουριά πεθαμένος πριν

Page 267: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

γυρίσει στο σπίτι ο κύριος αυτού του σπιτιού και σε βρει να τρέχεις αμολημένη στον κήπο του!»

«Δεν την έχεις», του είπα. «Μην τολμήσεις. Δεν άκουσες όλα όσα ειπώθηκαν; Δεν είναι ο Μάριος αυτός για τον οποίο θα πρέπει να παραφυλάς, αλλά ένας ζαρωμένος, κουτσός δαίμονας με καμένη σάρκα. Θα έρθει το βράδυ! Κι αν έρ-θει πριν από τον Μάριο;»

«Ω θεοί, βοηθήστε με!» τα χέρια του σκέπασαν το πρό-σωπο του.

«Φλάβιε, ίσια την πλάτη. Είσαι άντρας! Θα πρέπει, λοι-πόν, να σ' το θυμίζω όλη την ώρα; Παραφυλάς γι' αυτό το φοβερό καμένο σακί με κόκαλα, και είναι αδύναμος. Θυ-μήσου τι είπε ο Μάριος. Χτύπα το στο κεφάλι. Κάρφωσέτο στα μάτια, κάρφωνε όσο μπορείς και φώναξε με και εγώ θα έρθω. Τώρα πήγαινε να κοιμηθείς μέχρι να σκοτεινιάσει. Δεν μπορεί να έρθει πριν σκοτεινιάσει, αν ξέρει καν να έρ-θει μέχρι εδώ! Άλλωστε, πιστεύω ότι ο Μάριος θα έρθει πρώτος».

Γύρισα και περπάτησα προς τις ανοιχτές πόρτες της έ-παυλης. Τα όμορφα αγόρια με τα μακριά μαλλιά ήταν δα-κρυσμένα.

Για μια στιγμή η ηρεμία και ο υγρός, δροσερός αέρας του κήπου έσβησαν κάθε φόβο μέσα μου και ένιωσα ασφαλής ανάμεσα σε εικόνες που μου ήταν οικείες, πολύ μακριά α-πό σκοτεινούς ναούς, ασφαλής στην Τοσκάνη, στους κήπους της οικογένειάς μου εκεί, που ήταν πλούσιοι όπως αυτός.

«Άσε με να σε παρακαλέσω για τελευταία φορά να βγεις από τον κήπο αυτού του ανθρώπου!» φώναξε ο Φλάβιος.

Page 268: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Τον αγνόησα. Όλες οι πόρτες αυτής της όμορφα σοβατισμένης έπαυ-

λης ήταν ανοιχτές στις πάνω βεράντες ή προς τον κήπο κά-τω. Οι κρήνες κυλούσαν γλυκά. Υπήρχαν λεμονιές και πολ-λά μαρμάρινα αγάλματα τεμπέλικων, αισθησιακών θεών γύρω από τα οποία φύτρωναν λουλούδια με φωτεινό μαβί και γαλάζιο χρώμα. Η Άρτεμη κυνηγός ορθωνόταν μέσα α-πό ένα παρτέρι με πορτοκαλιά λουλούδια και το μάρμαρο ήταν παλιό και διαβρωμένο. Κι εκεί, ένας τεμπέλης Γανυ-μήδης, μισοσκεπασμένος από πράσινα βρύα, σημάδευε κά-ποιο μονοπάτι που είχε καλυφτεί από βλάστηση. Πέρα μα-κριά διέκρινα τη γυμνή Αφροδίτη σκυμμένη στο λουτρό της στην άκρη μιας λιμνούλας. Νερό κυλούσε μέσα στη λι-μνούλα. Είδα κρήνες ολόγυρά μου.

Τα μικρά συνηθισμένα άσπρα κρινάκια φύτρωναν ανε-ξέλεγκτα παντού και υπήρχαν γέρικες ελιές με υπέροχα στρεβλωμένους κορμούς, τόσο υπέροχους για σκαρφάλωμα όταν είσαι παιδί.

Μια βουκολική γλυκύτητα κάλυπτε τα πάντα, κι όμως η φύση είχε κρατηθεί μακριά. Ο σοβάς στους τοίχους είχε βαφτεί πρόσφατα, το ίδιο και τα ξύλινα παντζούρια, που ήταν ορθάνοιχτα.

Τα δύο αγόρια έκλαιγαν. «Κυρά μου, θα θυμώσει πάρα πολύ».

«Πάντως, όχι με σας», είπα, καθώς έμπαινα στο σπίτι. Εί-χα περπατήσει ώρα πάνω στο γρασίδι κι όμως δεν άφηνα κανένα ίχνος πατημασιάς στο μαρμάρινο δάπεδο.

«Αγόρια, πάψτε να κλαψουρίζετε! Δε χρειάζεται καν να

Page 269: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τον ικετέψετε να σας πιστέψει. Δεν είναι αλήθεια; Θα δια-βάσει την αλήθεια στις σκέψεις σας».

Αυτό τους παραξένεψε, τον καθένα με το δικό του τρό-πο. Με κοίταξαν κουρασμένα.

Σταμάτησα μόλις πέρασα το κατώφλι. Κάτι έβγαινε α-πό το σπίτι, όχι τόσο δυνατό ώστε να το αποκαλέσεις ήχο, αλλά πολύ ανάλογο με το ρυθμικό προανάκρουσμα ενός ή-χου. Κάπου είχα ξανακούσει αυτό τον άηχο ρυθμό. Πότε ή-ταν; Στο ναό; Όταν πρωτομπήκα στο δωμάτιο όπου ο Μά-ριος κρυβόταν πίσω από το προπέτασμα;

Περπάτησα σε μαρμάρινα δάπεδα από δωμάτιο σε δω-μάτιο. Αύρες έπαιζαν παντού με τους κρεμασμένους λύ-χνους. Υπήρχαν πολλοί λύχνοι. Και κεριά. Πόσο πολλά κε-ριά. Και λύχνοι σε βάσεις. Ε, λοιπόν, όταν αυτό το μέρος ή-ταν φωτισμένο, θα πρέπει να ήταν φωτεινό σαν να ήταν μέ-ρα μεσημέρι!

Και σταδιακά συνειδητοποίησα ότι όλος ο κάτω όροφος ήταν βιβλιοθήκη, εκτός από το αναπόφευκτο πολυτελές ρω-μαϊκό λουτρό και μια πελώρια ιματιοθήκη γεμάτη ρούχα.

Κάθε άλλο δωμάτιο ήταν γεμάτο βιβλία. Τίποτε άλλο ε-κτός από βιβλία. Φυσικά, υπήρχαν ανάκλιντρα για να ξα-πλώνεις και να διαβάζεις και γραφεία για γράψιμο, αλλά ο κάθε τοίχος είχε τεράστιες στοίβες από παπύρους σε ρολά ή ράφια με δεμένα βιβλία.

Υπήρχαν, επίσης, και παράξενες πόρτες. Έμοιαζαν να οδηγούν σε κρυμμένες σκάλες. Αλλά δεν είχαν κλειδαριές και έμοιαζαν να είναι φτιαγμένες από γυαλισμένο γρανίτη. Βρήκα τουλάχιστον δύο από δαύτες! Και μία αίθουσα στον

Page 270: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πρώτο όροφο ήταν εντελώς κλεισμένη με πέτρες και κλει-δωμένη με τον ίδιο τρόπο, με αδιαπέραστες πόρτες.

Καθώς οι δούλοι έτρεμαν και κλαψούριζαν, εγώ βγήκα έξω και ανέβηκα τις σκάλες για το δεύτερο όροφο. Άδειος. Όλα τα δωμάτια ήταν εντελώς άδεια, εκτός από το δωμά-τιο που προφανώς ανήκε στα αγόρια! Υπήρχαν τα κρεβά-τια τους και οι μικροί περσικοί βωμοί και οι θεοί τους και πλούσια χαλάκια και μαξιλάρια με φούντες και τα συνηθι-σμένα πολύπλοκα ανατολίτικα σχέδια.

Κατέβηκα κάτω. Τα αγόρια κάθονταν στην κύρια είσοδο, σαν να ήταν

μαρμάρινα αγάλματα, το καθένα με τα γόνατα σηκωμένα, το κεφάλι κατεβασμένο, κλαίγοντας απαλά, ίσως κάπως κουρασμένα.

«Πού βρίσκονται τα υπνοδωμάτια σ' αυτό το σπίτι; Πού είναι το δωμάτιο του Μάριου; Πού είναι η κουζίνα; Πού εί-ναι το ιεροφυλάκιο του σπιτιού;»

Το ένα από τα αγόρια έβγαλε μια πνιχτή, απαλή κραυ-γή. «Δεν υπάρχουν υπνοδωμάτια».

«Φυσικά», είπα. «Την τροφή μας τη φέρνουν απέξω», θρήνησε το άλλο.

«Μαγειρεμένη και πολύ νόστιμη. Αλλά φοβάμαι ότι, χωρίς να το θέλουμε, μόλις απολαύσαμε το τελευταίο μας γεύμα».

«Ω, ηρεμήστε πια. Πώς μπορεί να ρίξει την ευθύνη σε σας για κάτι που έκανα εγώ; Είστε σχεδόν παιδιά και ο Μά-ριος είναι ευγενικό πλάσμα, δεν είναι; Ορίστε, βάλτε αυτές τις περγαμηνές στο γραφείο του και πατήστε τις με κάτι βαρύ για να μην τις πάρει ο αέρας».

Page 271: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ναι, είναι πολύ ευγενικός», είπε το αγόρι. «Αλλά πολύ αποφασιστικός στους τρόπους».

Έκλεισα τα μάτια. Ένιωσα ξανά τον ήχο, το διεισδυτι-κό, υπόκωφο ήχο. Ήθελε να ακουστεί; Δεν καταλάβαινα. Έ-μοιαζε απρόσωπος, σαν το χτύπο μιας καρδιάς που κοιμά-ται ή το νερό που κυλάει στις πήγες.

Πλησίασα ένα μεγάλο, όμορφο ανάκλιντρο ντυμένο με λεπτό μετάξι διακοσμημένο με περσικά σχέδια. Ήταν πο-λύ πλατύ και έμοιαζε να διακρίνεται, παρά το επιμελές ί-σιωμα, το ίχνος της σιλουέτας ενός άντρα. Υπήρχε ένα μα-ξιλάρι εκεί, φουσκωμένο και καθαρό, κι όμως έβλεπα ακό-μα το αποτύπωμα του κεφαλιού, εκεί όπου είχε ξαπλώσει ο άντρας.

«Εδώ ξαπλώνει;» Τα αγόρια πήδησαν όρθια, οι μπούκλες τους αναδεύτη-

καν. «Ναι, κυρά μου, αυτό είναι το ανάκλιντρο του», είπε το

ομιλητικότερο από τα δύο. «Παρακαλώ, παρακαλώ, μην το αγγίζεις. Ξαπλώνει εκεί ώρες ολόκληρες και διαβάζει. Κυ-ρά μου, σε παρακαλώ! Επιμένει πάρα πολύ να μην ξαπλώ-νουμε εκεί, ειδικά όσο λείπει, παρόλο που κατά τα άλλα μας αφήνει εντελώς ελεύθερους».

«Θα το καταλάβει ακόμα κι αν το αγγίξεις απλώς και μόνο!» είπε το άλλο αγόρι, μιλώντας για πρώτη φορά.

«Θα κοιμηθώ πάνω του», είπα. Ξάπλωσα και έκλεισα τα μάτια. Γύρισα πλευρό και κουλουριάστηκα. «Είμαι κουρα-σμένη. Θέλω μόνο να κοιμηθώ. Νιώθω ασφαλής για πρώ-τη φορά εδώ και πολύ καιρό».

Page 272: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Αλήθεια;» ρώτησε το ένα από τα αγόρια. «Αχ, ελάτε εδώ και ξαπλώστε δίπλα μου. Φέρτε μαξιλά-

ρια για τα κεφάλια σας, για να δει εμένα πριν δει εσάς. Με ξέρει καλά. Οι περγαμηνές που έφερα, πού είναι, ναι, πά-νω στο γραφείο, ωραία, θα του εξηγήσουν το λόγο της επί-σκεψής μου. Όλα έχουν αλλάξει τώρα. Κάτι μου ζητούν. Δεν έχω επιλογή. Δεν υπάρχει δρόμος επιστροφής. Ο Μά-ριος θα καταλάβει. Τον πλησίασα όσο πιο πολύ γινόταν για να προστατευτώ».

Ξάπλωσα στο ίδιο μαξιλάρι όπου ξάπλωνε εκείνος. Πή-ρα μια βαθιά, παρατεταμένη ανάσα. «Το αεράκι είναι σαν μουσική εδώ», ψιθύρισα, «το ακούτε;»

Κοιμήθηκα το βαθύ, εξουθενωμένο ύπνο που είχα απω-θήσει εδώ και τόσο πολλές ώρες, νύχτα και μέρα.

Πρέπει να πέρασαν ώρες. Ξύπνησα ξαφνιασμένη. Ο ουρανός ήταν μαβής. Οι δού-

λοι ήταν ζαρωμένοι δίπλα στο ανάκλιντρο, ακριβώς από κάτω μου, σαν μικρά τρομοκρατημένα ζώα.

Άκουσα ξανά το θόρυβο, τον ξεκάθαρο ήχο ενός σφυγ-μού. Περιέργως μου πέρασε από το μυαλό κάτι που συνή-θιζα να κάνω όταν ήμουν παιδί. Ήταν αυτό: έβαζα το αφτί μου στο στήθος του πατέρα μου. Και όταν άκουγα την καρ-διά του, μετά το φιλούσα. Πάντα τον έκανε ευτυχισμένο.

Σηκώθηκα, συνειδητοποιώντας ότι δεν ήμουν εντελώς ξύπνια, αλλά βέβαιη ότι δεν επρόκειτο για όνειρο. Βρισκό-μουν στην όμορφη έπαυλη του Μάριου στην Αντιόχεια. Οι πόρτες των μαρμάρινων δωματίων άνοιγαν η μία μετά την άλλη.

Page 273: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πήγα στο τελευταίο δωμάτιο, το δωμάτιο που ήταν κλει-σμένο ολόγυρα με πέτρα. Οι πόρτες ήταν απίστευτα βα-ριές. Αλλά, ξαφνικά, σιωπηλά, άνοιξαν σαν να σπρώχτη-καν από μέσα.

Μπήκα σε ένα επιβλητικό δωμάτιο. Άλλες δυο πόρτες βρίσκονταν μπροστά μου. Κι εκείνες ήταν φτιαγμένες α-πό πέτρα. Έπρεπε να οδηγούν σε κάποια σκάλα προς το υπόγειο, γιατί το σπίτι τελείωνε ακριβώς εκεί από πίσω τους.

Κι αυτές οι πόρτες άνοιξαν ξαφνικά, σαν να τις ελευθέ-ρωσε κάποιο ελατήριο!

Φως από κάτω. Μια σκάλα κατέβαινε από το κατώφλι της πόρτας. Ή-

ταν από άσπρο μάρμαρο και πρόσφατα κατασκευασμένη, χωρίς ίχνη φθοράς των ποδιών πάνω της. Τόσο λεία, η κά-θε της πλάκα, τόσο καθαρή.

Μια απαλή σειρά από φλόγες έκαιγαν κάτω, στέλνοντας τις αστείες σκιές τους ψηλά στη σκάλα.

Ο ήχος τώρα έγινε πιο δυνατός. Έκλεισα τα μάτια μου. Αχ, μακάρι ο κόσμος όλος να ήταν αυτές οι αστραφτερές αί-θουσες και όλα όσα υπάρχουν σ αυτόν να μπορούσαν να ε-ξηγηθούν εδώ μέσα.

Ξαφνικά, άκουσα μια δυνατή φωνή. «Κυρά Πανδώρα!» Γύρισα. «Πανδώρα, ανέβηκε το μαντρότοιχο!» Τα αγόρια έτρεχαν ουρλιάζοντας στο σπίτι, αντηχώντας

την κραυγή του Φλάβιου: «Κυρά Πανδώρα!»

Page 274: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πυκνό σκοτάδι συγκεντρώθηκε μπροστά στα μάτια μου και μετά με σκέπασε, ρίχνοντας κάτω τα ανήμπορα αγό-ρια που εκλιπαρούσαν. Κόντεψα να πέσω από τη σκάλα.

Μετά συνειδητοποίησα ότι με είχε αρπάξει το καμένο πράγμα. Κοίταξα χαμηλά και είδα το μαύρο ζαρωμένο μπρά-τσο, σαν παλιό πετσί, που με κρατούσε. Έντονα αρώματα γέ-μισαν τα ρουθούνια μου. Καθαρά ρούχα σκέπαζαν το φρι-καλέα αδύνατο πόδι που έβλεπα, την αφυδατωμένη πατούσα.

«Αγόρια, φέρτε τους λύχνους, βάλτε του φωτιά!» φώνα-ξα. Πάλευα απεγνωσμένα, απομακρύνοντας και τους δυο μας από τον κάθετο άξονα της σκάλας, αλλά δεν μπορού-σα να ξεφύγω από τις αρπάγες του πλάσματος. «Αγόρια, φέρτε κάτω τους λύχνους!»

Τα αγόρια είχαν αγκαλιαστεί σφιχτά. «Σ' έπιασα!» είπε αυτό το πλάσμα τρυφερά στο αφτί μου. «Κάνεις λάθος!» είπα και του έδωσα ένα γενναίο χτύπη-

μα με το δεξιό μου αγκώνα. Το έκανε να χάσει την ισορ-ροπία του. Παραλίγο να πέσει κάτω. Αλλά δε με άφησε. Το άσπρο χρώμα του μανδύα του φεγγοβολούσε στις σκιές, κα-θώς μου έπιασε άλλη μια φορά τα μπράτσα και σχεδόν με εξουδετέρωσε.

«Αγόρια, κάτω, λύχνους γεμάτους λάδι!» είπα. «Φλάβιε!» Το πλάσμα με αγκάλιαζε σαν να ήταν ένα γιγάντιο φί-

δι. Μετά βίας ανάσαινα. «Δεν μπορούμε να κατέβουμε κάτω!» φώναξε ένα από

τα αγόρια. «Δε μας επιτρέπεται», είπε το άλλο. Το πλάσμα γέλασε μέσα στο αφτί μου, ένα πλούσιο, βα--

Page 275: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

θύ γέλιο. «Δεν είναι όλοι τόσο φανατικά εξεγερμένοι όσο ε-σύ, όμορφη γυναίκα, που την έφερες στον αδερφό σου στα σκαλιά του ναού».

Με σοκάρισε που άκουσα αυτή την καθαρή, ευκρινή φω-νή να βγαίνει από ένα σώμα που έμοιαζε καμένο πέρα από κάθε ελπίδα ζωής. Κοίταξα τα μαυρισμένα δάχτυλα να κι-νούνται πάνω από τα δικά μου. Ένιωσα το άγγιγμα από κά-τι κρύο στο λαιμό μου. Μετά ένιωσα το τρύπημα. Τους κυ-νόδοντες.

«Όχι!» φώναξα. Τινάχτηκα μπρος πίσω μέσα στη σφι-χτή λαβή του, μετά έριξα όλο μου το βάρος πάνω του, έτσι που για μία ακόμα φορά παραλίγο να χάσει την ισορροπία του, αλλά δεν έπεσε.

«Σταμάτα, σκύλα, αλλιώς θα σε σκοτώσω τώρα αμέσως». «Γιατί δεν το κάνεις;» ρώτησα. Έστριψα για να δω το πρόσωπο του. Θύμιζε το πρόσω-

πο πτώματος σε προχωρημένη σήψη, που έχει αφυδατω-θεί στην έρημο, κατάμαυρο, με ένα κόκαλο για μύτη και κα-μπυλωμένα χείλια που έμοιαζαν ανίκανα να κλείσουν πά-νω από τα λευκά δόντια και τους δύο κυνόδοντες που γύ-μνωσε τη στιγμή που με κοιτούσε.

Τα μάτια του ήταν γεμάτα αίμα, όπως ήταν και τα μά-τια του Μάριου. Τα μαλλιά του ήταν μια όμορφη μαύρη τούφα, πολύ πυκνή, φρέσκια και καθαρή, σαν να είχε φυ-τρώσει από το σώμα του και να ανανεωνόταν με μαγικό τρόπο.

«Ναι», είπε με σιγουριά. «Αυτό ακριβώς συνέβη. Και πο-λύ σύντομα θα έχω το αίμα που χρειάζομαι για να ανανεω--

Page 276: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

θώ ολόκληρος! Δε θα είμαι πια αυτό το φοβερό τέρας που βλέπεις. Θα είμαι αυτό που ήμουν πριν την εκθέσουν στον ήλιο εκείνοι οι ανόητοι Αιγύπτιοι!»

«Χμμ, ώστε κράτησε την υπόσχεσή της», είπα. «Περπά-τησε στις ακτίνες του Άμμωνα Ρα για να καείτε όλοι».

«Τι ξέρεις εσύ γι' αυτό; Δεν έχει κινηθεί ούτε έχει μιλή-σει εδώ και χίλια χρόνια. Τόσων χρόνων ήμουν εγώ όταν έ-βγαλαν τις πέτρες που την έκλειναν. Δεν μπορεί να περπά-τησε από μόνη της στον ήλιο. Είναι μια μεγάλη, ιερή φιά-λη αίμα, μια ενθρονισμένη πηγή δύναμης, αυτό είναι όλο, και εγώ θα πάρω αυτό το αίμα, που ο Μάριος σου το έκλε-ψε από την Αίγυπτο».

Σκέφτηκα, αναζητώντας απεγνωσμένα ένα μέσο για να ελευθερωθώ.

«Ήρθες σε μένα σαν ένα δώρο», είπε ο καμένος. «Ήσουν αυτό που χρειαζόμουν για να έχω στο χέρι τον Μάριο! Φο-ράει την αγάπη και την αδυναμία του για σένα σαν ζωηρό-χρωμα μεταξωτά ρούχα, για να τα δω πεντακάθαρα!»

«Κατάλαβα», είπα. «Όχι, δεν κατάλαβες!» είπε. Τράβηξε προς τα πίσω το

κεφάλι μου αρπάζοντάς με από τα μαλλιά. Ούρλιαξα ενοχλημένη.

Τα μυτερά του δόντια μπήκαν στο λαιμό μου. Καυτά σύρματα διαπέρασαν το σώμα μου.

Λιποθύμησα. Μια έκσταση με ακινητοποίησε. Προ-σπάθησα να αντισταθώ, αλλά είδα οράματα. Τον είδα σε πλήρη δόξα, ένα χρυσό άντρα της γης της Ανατολής, σ' έ-να ναό με κρανία. Ήταν ντυμένος με φωτεινό πράσινο με-

Page 277: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ταξωτό παντελόνι και μια διακοσμητική κορδέλα γύρω α-πό το μέτωπο του. Πρόσωπο με λεπτή μύτη και χείλια. Με-τά τον είδα, εντελώς ξαφνικά, να παίρνει φωτιά και τους δούλους του να ουρλιάζουν. Συστρεφόταν και στριφογύρι-ζε μέσα σ' εκείνες τις φλόγες, χωρίς να πεθαίνει, αλλά υ-ποφέροντας έντονα.

Το κεφάλι μου έπλεε και εξασθενούσα. Το αίμα μου κυ-λούσε από όλα τα μέρη του σώματος μου προς την αξιο-θρήνητη μορφή του. Σκέφτηκα τον πατέρα μου, τον πατέ-ρα μου να λέει: «Ζήσε, Λυδία!» Τράβηξα απότομα το λαιμό μου και γύρισα, σπρώχνοντάς τον δυνατά με τον ώμο μου, και μετά τον έσπρωξα και με τα δύο χέρια και γλίστρησε προς τα πίσω στο πάτωμα. Σήκωσα το γόνατο μου για να τον σπρώξω κι άλλο. Τίποτε δεν τον ξεκολλούσε από πάνω μου!

Προσπάθησα να πιάσω το ξιφίδιό μου, αλλά ήμουν πο-λύ ζαλισμένη και, άλλωστε, δεν το είχα μαζί μου. Η μονα-δική μου ελπίδα ήταν το λάδι που έκαιγε στους λύχνους στη βάση της σκάλας. Γύρισα παραπατώντας και το τέρας με άρπαξε πάλι και με τα δύο χέρια από τα μακριά μαλλιά μου. Με τράβηξε ξανά πίσω.

«Δαίμονα!» είπα. Η δύναμή του με είχε εξαντλήσει. Σι-γά σιγά δυνάμωνε τη λαβή του. Ήξερα ότι σύντομα τα χέ-ρια μου θα έσπαγαν.

«Α», είπε και ελευθερώθηκε από τη λαβή μου, κρατώ-ντας με πάντα σφιχτά. «Ο σκοπός μου επιτελέστηκε».

Ένα πιο δυνατό φως πλημμύρισε ξαφνικά τη σκάλα. Ένας δαυλός τοποθετήθηκε στη βάση της. Μετά εμφα-

νίστηκε ο Μάριος.

Page 278: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Έδειχνε εντελώς ήρεμος και έμοιαζε να κοιτάζει πέρα από μένα, στα μάτια του δεσμώτη μου.

«Και τι θα κάνεις τώρα, Άκμπαρ;» ρώτησε ο Μάριος. «Αν την πληγώσεις, αν τη βεβηλώσεις άλλη μια φορά, θα σε σκοτώσω. Αν τη σκοτώσεις, θα πεθάνεις σε φριχτή αγωνία. Άσε την ήσυχη και μπορείς να φύγεις».

Ανέβαινε τα σκαλιά ένα ένα. «Με υποτιμάς», είπε το καμένο πράγμα, «υπερφίαλε Ρω-

μαίε φαφλατά, νομίζεις ότι δεν ξέρω πως κρατάς τη βασί-λισσα και το βασιλιά, ότι τους έκλεψες από την Αίγυπτο; Εί-ναι γνωστό. Τα νέα μαθεύτηκαν σ' όλο τον κόσμο, στα βό-ρεια δάση, στις άγριες ερημιές, στις χώρες που δεν έχεις α-κούσει ποτέ σου. Σκότωσες τον Πρεσβύτερο που φυλούσε το βασιλιά και τη βασίλισσα και τους έκλεψες! Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν κινήθηκαν ούτε μίλησαν τα τελευταία χίλια χρόνια. Πήρες τη βασίλισσά μας από την Αίγυπτο. Νομίζεις ότι είσαι Ρωμαίος αυτοκράτορας; Νομίζεις ότι εκείνη είναι μια βασίλισσα που μπορείς να κρατάς αιχμάλωτη, σαν την Κλεοπάτρα; Η Κλεοπάτρα ήταν Ελληνίδα πόρνη. Αυτή εί-ναι η Ίσιδά μας, η Ακάσα μας! Βλάσφημε ανόητε. Τώρα πήγαινέ με να δω την Ακάσα. Αν με εμποδίσεις, αυτή η γυ-ναίκα, η μόνη θνητή που αγαπάς πραγματικά, θα πεθάνει».

Ο Μάριος μας πλησίαζε σκαλί σκαλί. «Άκμπαρ, σου είπαν οι πληροφοριοδότες σου ότι ήταν ο

Πρεσβύτερος στην Αίγυπτο, ο ίδιος της ο φύλακας, που ε-γκατέλειψε το βασιλικό ζεύγος και περπάτησε στον ήλιο;» ρώτησε ο Μάριος. Έκανε άλλο ένα βήμα προς τα πάνω. «Σου είπαν ότι ήταν ο Πρεσβύτερος που φρόντισε να τους

Page 279: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χτυπήσει ο ήλιος, που προκάλεσε τη φωτιά η οποία κατέ-στρεψε εκατοντάδες από μας και γλίτωσαν μόνο οι αρχαι-ότεροι, για να ζουν σε φριχτή αγωνία όπως εσύ;»

Ο Μάριος έκανε μια απότομη χειρονομία. Ένιωθα τους κυνόδοντες βαθιά στο λαιμό μου. Δεν μπορούσα να ξεφύ-γω. Ξανά είδα αυτό το πλάσμα στα περασμένα του μεγαλεία, να με προκαλεί με την ομορφιά του, με τα στολισμένα του πόδια καθώς χόρευε, περικυκλωμένος από βαμμένες γυ-ναίκες.

Άκουγα τον Μάριο ακριβώς δίπλα μου, αλλά δεν μπο-ρούσα να καταλάβω τις λέξεις.

Ο παραλογισμός της όλης κατάστασης πέρασε από το μυαλό μου. Είχα οδηγήσει αυτό το πλάσμα στον Μάριο, αλ-λά αυτό ήταν που ήθελε η Μητέρα; Ακάσα, αυτό ήταν το αρ-χαίο όνομα που ήταν γραμμένο πάνω στα πτώματα που εί-χαν πεταχτεί στα σκαλιά του ναού. Ήξερα το όνομά της. Το ήξερα από τα όνειρα. Έχανα τις αισθήσεις μου. «Μάριε», φώναξα με όλη μου τη δύναμη.

Το κεφάλι μου έγειρε μπροστά, ελευθερωμένο από τους κυνόδοντες. Πάλεψα να απαλλαγώ από αυτή την ολοκλη-ρωτική, γοητευτική αδυναμία. Συνειδητά έφερα στο μυαλό μου τον αυτοκράτορα Αύγουστο να μας δέχεται δίπλα στο νεκροκρέβατό του. «Δε θα δω το τέλος αυτής της κωμω-δίας», ψιθύρισα.

«Ω, ναι, θα το δεις». Ήταν η ήρεμη φωνή του Μάριου δίπλα μας. Άνοιξα τα μάτια. «Άκμπαρ, μην το διακινδυ-νεύσεις ξανά, έδειξες πόσο αποφασισμένος είσαι».

«Μη στραφείς ξανά εναντίον μου, Μάριε», είπε το κα--

Page 280: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μένο πλάσμα. «Τα δόντια μου χαϊδεύουν το λαιμό της. Αλ-λά με μία ακόμα σταγόνα η καρδιά της θα σταματήσει».

Το πηχτό σκοτάδι της νύχτας έκανε το φως του δαυλού στη βάση της σκάλας να ζωηρέψει. Αυτό ήταν το μόνο που έβλεπα. Το δαυλό. «Ακάσα», ψιθύρισα.

Το καμένο πράγμα πήρε μια βαθιά ανάσα και το στή-θος του φούσκωσε πάνο> στο σώμα μου. «Το αίμα της είναι όμορφο», είπε. Μου φίλησε το μάγουλο με τα ξερά, καμέ-να χείλια. Έκλεισα τα μάτια. Μου ήταν όλο και πιο δύσκο-λο να ανασάνω. Δεν μπορούσα να ανοίξω τα μάτια μου.

Συνέχισε να μιλάει. «Βλέπεις, δε φοβάμαι να την πάρω μαζί μου στο θάνα-

το, Μάριε- γιατί, αν πρέπει να πεθάνω στα χέρια σου, για-τί να μην την πάρω κι αυτή μαζί μου;»

Αυτές οι λέξεις ακούστηκαν σαν μακρινή αντήχηση. «Πάρε τη στην αγκαλιά σου», είπε ο Μάριος. Ήταν πο-

λύ κοντά μας. «Και κουβάλησε' την απαλά, σαν να ήταν το μονάκριβο σου παιδί, και έλα κάτω μαζί μου στο βωμό. Έ-λα να δεις τη Μητέρα. Γονάτισε μπροστά στην Ακάσα και δες τι θα επιτρέψει αυτή!»

Λιποθύμησα ξανά, αλλά άκουσα το πλάσμα να γελάει. Με σήκωσε τώρα, πέρασε το χέρι κάτω από τα γόνατά μου και το κεφάλι μου έπεσε πίσω. Κατεβήκαμε τα σκαλιά.

«Μάριε», είπα, «είναι αδύναμος. Μπορείς να τον σκο-τώσεις». Το πρόσωπο μου έπεσε πάνω στο στήθος του κα-μένου καθώς κατεβαίναμε. Ένιωθα τα κόκαλα στο στέρνο του. «Αλήθεια, πολύ αδύναμος», είπα, στα πρόθυρα της λι-ποθυμίας. Ακάσα, ναι, το αληθινό της όνομα.

Page 281: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Προσεκτικά, φίλε μου», είπε ο Μάριος. «Αν πεθάνει, θα σε καταστρέψω. Με κάθε δύσκολη ανάσα που παίρνει λιγοστεύουν οι πιθανότητες σου. Πανδώρα, σε παρακαλώ, μείνε σιωπηλή. Ο Άκμπαρ είναι μεγάλος αιμοπότης, μεγά-λος θεός».

Ένιωσα ένα κρύο, σταθερό χέρι να πιάνει το δικό μου. Είχαμε φτάσει στον κάτω όροφο. Προσπάθησα να ανα-

σηκώσω το κεφάλι μου. Είδα σειρές από λύχνους, υπέροχες τοιχογραφίες σφυρηλατημένες με χρυσό, ένα ταβάνι επεν-δυμένο με χρυσάφι.

Δύο μεγάλες πέτρινες πόρτες ήταν ανοιχτές. Ένα παρεκ-κλήσι υπήρχε μέσα, ένα παρεκκλήσι γεμάτο με πυκνό, αστα-θές λατρευτικό φως και τη μεθυστική μυρωδιά των κρίνων.

Ο αιμοπότης πού με κρατούσε άφησε μια φωνή. «Μη-τέρα Ίσιδα», είπε αξιολύπητα. «Ω Ακάσα!»

Με άφησε, ακουμπώντας με έτσι ώστε να σταθώ στα πό-δια μου, καθώς ο Μάριος με ξανάπιασε και ο φουσκαλιασμένος

και καταστραμμένος έτρεξε προς το βωμό. Κοίταξα έκπληκτη. Αλλά πέθαινα. Δεν μπορούσα να α-

νασάνω. Έπεφτα στο πάτωμα. Προσπάθησα να εισπνεύσω αέρα, αλλά δεν μπορούσα. Δεν μπορούσα να σταθώ χωρίς τον Μάριο.

Αλλά τι ωραία αίσθηση να εγκαταλείπεις τη γη και όλη της τη δυστυχία με ένα τέτοιο όραμα:

Κάθονταν εκεί, η μεγάλη θεά Ίσιδα και ο βασιλιάς Όσιρης, ή έτσι μου φάνηκε, η επιδερμίδα τους ήταν μπρού-

ντζινη, δεν ήταν κάτασπροι σαν τη φτωχή αιχμάλωτη βα-σίλισσα στα όνειρά μου, αλλά ντυμένοι στην εντέλεια με

Page 282: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ρούχα υφασμένα από χρυσάφι, ραμμένα και πτυχωμένα στο παραδοσιακό αιγυπτιακό στιλ. Τα μαύρα τους μαλλιά ήταν μακριά, αληθινά, πλεγμένα σε κοτσίδες. Η μπογιά στο πρόσωπο τους ήταν φρέσκια, το σκούρο περίγραμμα και η βαφή των βλεφαρίδων, τα κόκκινα χείλια.

Εκείνη δε φορούσε το στέμμα με τα κέρατα και το δίσκο του ήλιου. Το περιδέραιο της από χρυσό και πολύτιμες πέ-τρες ήταν υπέροχο, άστραφτε και ζωντάνευε στα μάτια μου.

«Πρέπει να βρω το στέμμα, να επιστρέψω το στέμμα!» είπα δυνατά, ακούγοντας αυτή τη φωνή να βγαίνει από μέ-σα μου σαν να είχε γεννηθεί κάπου αλλού για να μου δώσει οδηγίες. Τα μάτια μου έκλεισαν.

Το μαύρο πράγμα γονάτισε μπροστά στη βασίλισσα. Δεν μπορούσα να δω καθαρά. Ένιωσα τα χέρια του Μά-

ριου και μετά ζεστό, ορμητικό αίμα να χύνεται στο στόμα μου. «Όχι, Μάριε, προστάτεψέ τη!» Προσπάθησα να μι-λήσω. Τα λόγια μου ξεπλύθηκαν σε αυτή τη ροή του αίμα-τος. «Προστάτεψε τη Μητέρα!» Ήρθε πάλι και γέμισε το στόμα μου κι αναγκάστηκα να καταπιώ. Αμέσως ένιωσα τη δύναμη, την ισχύ αυτού του αίματος, που ήταν πολύ δυνα-τότερη από τη λαβή του Άκμπαρ. Το αίμα κύλησε, όπως τόσα ποτάμια στη θάλασσα, μέσα από το σώμα μου. Δεν έ-λεγε να σταματήσει. Ακολούθησε άλλο ένα κύμα, λες και κάποια γιγαντιαία καταιγίδα είχε οδηγήσει το ποτάμι ακό-μα πιο γρήγορα στο δέλτα του και τα σπασμένα και τυχαία του ρεύματα έψαχναν κάθε κομματάκι σάρκας.

Ένας ευρύς, υπέροχος κόσμος άνοιξε και θα με είχε κα-λωσορίσει, λιακάδα μέσα σε πυκνό δάσος, αλλά δεν ήθελα

Page 283: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να τον δω. Τραβήχτηκα να ελευθερωθώ. «Η βασίλισσα, σώ-σε την από εκείνον!» ψιθύρισα. Έσταξε το αίμα από τα χεί-λια μου; Όχι, είχε κυλήσει όλο μέσα μου.

Ο Μάριος δεν έλεγε να με ακούσει. Ξανά μια ματωμέ-νη πληγή πιέστηκε στο στόμα μου και το αίμα κύλησε α-κόμα πιο γρήγορα. Ένιωσα τον αέρα να γεμίζει τα πνευ-μόνια μου. Ένιωθα το μήκος του ίδιου μου του σώματος, σταθερό, να στέκεται μόνο του. Το αίμα άστραψε μέσα μου σαν φως, σαν να είχε πάρει φωτιά η καρδιά μου. Άνοιξα τα μάτια. Ήμουν ένας στύλος. Είδα το πρόσωπο του Μάριου, τις χρυσές του βλεφαρίδες, τα βαθιά γαλάζια του μάτια. Τα μακριά του μαλλιά, χωρισμένα στη μέση, έπεφταν στους ώμους του. Ήταν διαχρονικός, ένας θεός.

«Προστάτεψέ τη!» φώναξα. Γύρισα και έδειξα. Σηκώθηκε ένα πέπλο που σε όλη μου τη ζωή κρεμόταν α-

νάμεσα σε μένα και σε όλα τα πράγματα· τώρα, στο αληθι-νό τους χρώμα και σχήμα, αποκάλυπταν το συνειδητό τους σκοπό: η βασίλισσα κοιτούσε μπροστά, ακίνητη όσο κι ο βα-σιλιάς. Η ζωή δε θα μπορούσε να είχε μιμηθεί τόση ηρεμία, τόση απόλυτη παράλυση. Άκουγα νερό να στάζει από τα λου-λούδια. Τις μικροσκοπικές σταγόνες που χτυπούσαν το μαρ-μάρινο πάτωμα, αυτό το μικροσκοπικό φύλλο. Άκουσα την αύρα να κινείται κάτω από το χρυσό θολωτό ταβάνι. Και οι λύχνοι είχαν γλώσσες από φωτιά για να τραγουδάνε.

Ο κόσμος ήταν ένα υφαντό τραγούδι, ένας τάπητας από τραγούδια. Τα πολύχρωμα μωσαϊκά άστραφταν, μετά έ-χαναν κάθε μορφή, μετά ακόμα και το σχέδιο τους. Οι τοί-χοι διαλύθηκαν σε ένα σύννεφο χρωματιστής ομίχλης που

Page 284: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μας υποδέχτηκε, μέσα στο οποίο θα μπορούσαμε να περι-πλανιόμαστε για πάντα.

Κι εκεί καθόταν εκείνη, η Βασίλισσα των Ουρανών, δε-σπόζοντας πάνω από όλα σε υπέροχη, ατάραχη ακινησία.

Όλη η λαχτάρα της παιδικής μου καρδιάς εκπληριοθη-κε. «Ζει, είναι αληθινή, βασιλεύει σε Γη και Ουρανό».

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα. Δεν κουνιούνταν. Τα μάτια τους δεν έκρυβαν τίποτε. Δε μας κοιτούσαν. Δεν κοιτούσαν το καμένο πράγμα καθώς πλησίαζε όλο και περισσότερο το θρόνο τους.

Τα χέρια του βασιλικού ζεύγους ήταν καλυμμένα από πολλά χαραγμένα, περίπλοκα βραχιόλια. Οι παλάμες τους αναπαύονταν στους μηρούς τους. Συνηθισμένη στάση για πολλά αιγυπτιακά αγάλματα. Αλλά ποτέ δεν υπήρξε άγαλ-μα αντάξιο κανενός τους.

«Το στέμμα, θα έπρεπε να φοράει το στέμμα της», είπα. Με εκπληκτικό σφρίγος προχώρησα μπροστά, προς το μέ-ρος της.

Ο Μάριος μου πήρε το χέρι. Παρακολουθούσε με εν-διαφέρον την πορεία του καμένου.

«Υπήρχε πριν από όλα τα στέμματα», είπε ο Μάριος, «δε σημαίνουν τίποτε γι' αυτή».

Η ίδια η σκέψη έλιωσε με τη γλυκύτητα μιας ρώγας στα-φυλιού στη γλώσσα μου. Φυσικά και προϋπήρχε. Στα όνει-ρά μου δε φορούσε στέμμα. Ήταν ασφαλής. Ο Μάριος φρόντιζε για την ασφάλειά της.

«Βασίλισσά μου», είπε ο Μάριος από πίσω μου. «Έχεις έναν ικέτη. Είναι ο Άκμπαρ από την Ανατολή. Θέλει να

Page 285: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πιει από το βασιλικό αίμα. Ποια είναι η θέλησή σου, Μη-τέρα;»

Η φωνή του ήταν τόσο ήρεμη! Δεν ένιωθε ίχνος φόβου. «Μητέρα Ίσιδα, άσε με να πιω!» φώναξε αυτό το καμέ-

νο πλάσμα. Σηκώθηκε όρθιος, άπλωσε τα χέρια και δημι-ούργησε άλλη μια χορευτική οπτασία του προηγούμενου ε-αυτού του. Φορούσε ανθρώπινα κρανία κρεμασμένα από τη ζώνη του. Φορούσε ένα περιδέραιο από μαυρισμένα αν-θρώπινα δάχτυλα! Άλλο ένα από μαυρισμένα ανθρώπινα α-φτιά! Ήταν αποτρόπαιο και απεχθές, κι όμως έμοιαζε να το θεωρεί γοητευτικό και επιβλητικό. Η εικόνα τον εγκα-τέλειψε αμέσως. Ο θεός από τη μακρινή γη έπεσε στα γό-νατα.

«Είμαι υπηρέτης σου και πάντα ήμουν! Σκότωνα μόνο τους κακούς, όπως διέταξες. Ποτέ δεν εγκατέλειψα την α-ληθινή σου λατρεία».

Πόσο εύθραυστος και ασήμαντος φαινόταν αυτός ο ι-κέτης, πόσο αποκρουστικός, πόσο εύκολο έμοιαζε να αφα-νιστεί από μπροστά της. Κοίταξα το βασιλιά Όσιρη, που ή-ταν το ίδιο απόμακρος και αδιάφορος με τη βασίλισσα.

«Μάριε», είπα, «το σιτάρι του Όσιρη· δε θέλει το σιτά-ρι; Είναι θεός του σιταριού». Ήμουν γεμάτη οράματα των πομπών μας στη Ρώμη, ανθρώπων που τραγουδούσαν και κουβαλούσαν τα αναθήματα.

«Όχι, δε θέλει το σιτάρι», είπε ο Μάριος. Ακούμπησε το χέρι του στον ώμο μου.

«Είναι αληθινοί, είναι πραγματικοί!» φώναξα. «Όλα εί-ναι αληθινά. Όλα έχουν αλλάξει. Όλα λυτρώθηκαν!»

Page 286: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

To καμένο πράγμα γύρισε και με κοίταξε αυστηρά. Αλ-λά εγώ είχα ξεπεράσει κάθε λογικό όριο. Ξαναγύρισε προς τη βασίλισσα και άπλωσε το χέρι προς το πόδι της.

Πώς άστραφταν τα νύχια των ποδιών της στο φως, με τη χρυσή σάρκα δίπλα τους. Αλλά ήταν ακίνητη σαν πέτρα, ό-πως και ο βασιλιάς χωρίς το στέμμα, χωρίς καμιά εμφανή κρίση ή εξουσία.

Το πλάσμα ξαφνικά τινάχτηκε και προσπάθησε να πιά-σει τη βασίλισσα από το λαιμό!

Ούρλιαξα. «Ξεδιάντροπε, τιποτένιε!» Γρήγορα το παγωμένο δεξί χέρι της βασίλισσας υψώ-

θηκε, έκλεισε μέσα του το κρανίο του καμένου πράγματος και το συνέθλιψε, ενώ το αίμα τινάχτηκε πάνω της, καθώς το τέρας έβγαλε την τελευταία σπασμωδική του κραυγή για έλεος. Εκείνη έπιασε το κορμί του την ώρα που έπεφτε πά-νω στη μέση της. Το τίναξε στον αέρα κι εκείνο διαμελί-στηκε και έπεσε στο πάτωμα σαν σωρός από ξύλα.

Μια ριπή αέρα σήκωσε τα απομεινάρια και τα συγκέ-ντρωσε όλα σε ένα σωρό, καθώς ένας λύχνος έπεσε από τον τρίποδά του και έχυσε το λάδι του πάνω τους.

«Η καρδιά, κοίτα», είπα. «Βλέπω την καρδιά. Η καρδιά χτυπάει».

Αλλά η φωτιά σύντομα κατασπάραξε την καρδιά, κατα-σπάραξε τα δάχτυλα των χεριών που ανοιγόκλειναν και τα δάχτυλα των ποδιών που συστρέφονταν. Έγινε μεγάλη α-ναταραχή, ένας χορός μέσα στη φωτιά με τα κόκαλα, κό-καλα που στριφογύριζαν στις φλόγες, και μετά τα κόκαλα

Page 287: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μαύρισαν, λέπτυναν, έγιναν κομμάτια, θρύψαλα- όλο αυτό το πράγμα τελικά κατάντησε στάχτη που κάπνιζε, ξεροψη-νόταν και σερνόταν στο πάτωμα.

Μετά ξαναφύσηξε η αύρα, γεμάτη από την πνοή του κή-που και σήκωσε αυτές τις στάχτες και τις απομάκρυνε, σαν πολλά εύθραυστα μικροσκοπικά μαύρα έντομα, στις σκιές του προθαλάμου.

Ήμουν γοητευμένη. Η βασίλισσα ήταν όπως πριν, με το χέρι στην παλιά του

θέση. Εκείνη και ο βασιλιάς κοιτούσαν το κενό, σαν να μην είχε συμβεί το παραμικρό. Μόνο η άθλια κηλίδα πάνω στο φόρεμά της μαρτυρούσε τι είχε συμβεί.

Τα μάτια τους δεν έβλεπαν ούτε τον Μάριο ούτε μένα. Μετά βασίλεψε απόλυτη ησυχία στο παρεκκλήσι. Μόνο

γλυκιά, αρωματισμένη ησυχία. Χρυσό φως. Ανάσανα βα-θιά. Άκουγα το λάδι στους λύχνους να μετατρέπεται σε φλό-γα. Τα πανέμορφα ψηφιδωτά αναπαρίσταναν πλήθη πι-στών. Έβλεπα το αργό, μικροσκοπικό ξεκίνημα της φθοράς πάνω στα διάφορα λουλούδια και έμοιαζε άλλος ένας στί-χος από το ίδιο τραγούδι που υμνούσε την άνθισή τους και οι καστανές τους άκριες δεν ήταν παρά ένα ακόμα χρώμα που δεν ερχόταν σε αντίθεση με τα ζωηρά τους χρώματα.

«Συγχώρεσε' με, Ακάσα», είπε απαλά ο Μάριος, «που τον άφησα να έρθει τόσο κοντά σου. Δεν ήταν συνετό».

Έκλαψα. Ποτάμι τα δάκρυα ανάβλυσαν από μέσα μου. «Εσύ με κάλεσες», είπα στη βασίλισσα μέσα από τα δά-

κρυά μου. «Εσύ με κάλεσες εδώ! Θα κάνω ό,τι θελήσεις». Αργά σηκώθηκε το δεξί της χέρι- σηκώθηκε από το μηρό

Page 288: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

της και απλώθηκε και η παλάμη της καμπύλωσε πολύ απα-λά στη χειρονομία επίκλησης του ονείρου μου, αλλά δεν υ-πήρχε χαμόγελο, καμία αλλαγή στο παγωμένο της πρόσωπο.

Ένιωσα κάτι αθέατο και ακατανίκητο να τυλίγεται γύ-ρω μου. Ερχόταν από το απλωμένο, φιλόξενο της χέρι. Ή-ταν γλυκό και απαλό και χαϊδευτικό. Έκανε όλα τα μέλη μου και το πρόσωπο μου να κοκκινίσουν από ευχαρίστηση.

Κινήθηκα μπροστά, τυλιγμένη στη βούληση του. «Σε ικετεύω, Ακάσα!» είπε απαλά ο Μάριος. «Σε ικετεύω

στο όνομα της Ινάννα, στο όνομα της Ίσιδας, στο όνομα ό-λων των θεών, μην τη βλάψεις!»

Ο Μάριος δεν καταλάβαινε! Ο Μάριος δεν είχε γνωρί-σει ποτέ τη λατρεία της! Εγώ ήξερα. Ήξερα ότι οι αιμοπό-τες, χα τέκνα της, ήθελαν να είναι κριτές των αμαρτωλών και να πίνουν μόνο από τους καταδικασμένους, σύμφωνα με τους νόμους της. Είδα το θεό της σκοτεινής σπηλιάς, που τον είχα δει στο όραμά μου. Τα κατάλαβα όλα.

Ήθελα να τα πω στον Μάριο. Αλλά δεν μπορούσα. Όχι τώρα. Ο κόσμος είχε ξαναγεννηθεί, όλα τα συστήματα που είχαν χτιστεί πάνο) στο σκεπτικισμό ή στον εγωισμό ήταν εύ-θραυστα σαν ιστοί αράχνης και θα απομακρύνονταν. Οι στιγ-μές της δικής μου απελπισίας δεν ήταν τίποτε παραπάνω α-πό λοξοδρομήσεις σε ένα ανίερο και εγωκεντρικό σκοτάδι.

«Η Βασίλισσα των Ουρανών», ψιθύρισα. Ήξερα ότι μι-λούσα την αρχαία γλώσσα. Μια προσευχή ανέβηκε στα χεί-λια μου.

«Και ο Άμμωνας Ρα, ο θεός του ήλιου, παρά τη δύναμή του, δε θα νικήσει ποτέ το βασιλιά των νεκρών ή τη γυναί--

Page 289: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κα του, γιατί εκείνη είναι που κυβερνάει τον έναστρο ου-ρανό, το φεγγάρι, όλους εκείνους που θα μπορούσαν να θυ-σιάσουν τους αμαρτωλούς. Κατάρα σ' εκείνους που κάνουν κακή χρήση αυτής της μαγείας. Κατάρα ο' εκείνους που προσπαθούν να την κλέψουν!»

Ένιωσα ο εαυτός μου, μια θνητή που συγκρατείται στη ζωή από τις πολύπλοκες κλωστές του αίματος που μου είχε δώσει ο Μάριος. Ένιωσα το σχέδιο της υποστήριξής του. Το σώμα μου δεν είχε βάρος.

Ανυψώθηκα προς το μέρος της. Το χέρι της με τύλιξε και απομάκρυνε τα μαλλιά μου από το πρόσο^πό μου. Ά-πλωσα τα χέρια για να αγκαλιάσω το λαιμό της, επειδή δεν μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο. Ήμασταν πολύ κοντά για οποιαδήποτε διαφορετική ένδειξη αγάπης.

Ένιωσα το απαλό μετάξι από τις αληθινές κοτσίδες των μαλλιών της και το κρύο και τη σκληρότητα των ώμων της, του μπράτσου της. Κι όμως, δε με κοιτούσε. Ήταν ένα πε-τρωμένο πράγμα. Μπορούσε να με κοιτάξει; Ήταν επιλο-γή της να παραμένει σιωπηλή και να κοιτάζει μπροστά; Μήπιος κάποιο κακό ξόρκι την κρατούσε αβοήθητη, ένα ξόρκι από το οποίο χίλιοι ύμνοι μπορεί να την ξυπνούσαν;

Μέσα στο παραλήρημά μου είδα τις λέξεις που ήταν σκα-λισμένες σε χρυσό ανάμεσα στα κοσμήματα του περιδέραι-ου της: «Φέρτε μου τον αμαρτωλό και θα πιω το αίμα του».

Μου φάνηκε ότι ήμουν στην έρημο και το περιδέραιο κυ-λούσε στην άμμο, στον αέρα, περίπου με τον τρόπο που εί-χε κυλήσει το σώμα του καμένου. Πεσμένο, καταστραμμέ-νο, για να ξαναφτιαχτεί.

Page 290: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ένιωσα το κεφάλι μου να τραβιέται προς το λαιμό της. Είχε ανοίξει τα δάχτυλά της πάνω στα μαλλιά μου. Το κα-θοδηγούσε, για να νιώσουν τα χείλια μου το δέρμα της.

«Αυτό είναι που θέλεις;» ρώτησα. Αλλά τα λόγια μου έ-μοιαζαν απόμακρα, μια αξιοθρήνητη έκφραση της πληρό-τητας της ψυχής μου. «Να γίνω θυγατέρα σου!»

Έγειρε το κεφάλι της ελαφρά, μακριά από μένα, για να δω το λαιμό της. Είδα τη φλέβα να φουσκώνει, τη φλέβα α-πό την οποία ήθελε να πιω.

Το δάχτυλο της σηκώθηκε απαλά μέσα από τα μαλλιά μου, χωρίς να τα τραβήξει ή να τα πονέσει, απλώς αγκα-λιάζοντας το κεφάλι μου, γεμίζοντάς με με ασυγκράτητη η-δονή και σπρώχνοντας το κεφάλι μου ελαφρά προς τα κά-τω, έτσι ώστε τα χείλια μου να μην μπορούν πια να απο-φύγουν το λαμπερό της δέρμα.

«Αχ, λατρεμένη μου βασίλισσα», ψιθύρισα. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει τόση βεβαιότητα, τόση έκσταση χωρίς ό-ρια ή εγκόσμιο λόγο. Ποτέ μου δεν είχα γνωρίσει τόση υ-πέρμετρη, θριαμβευτική πίστη όση ήταν η πίστη μου σ' ε-κείνη.

Άνοιξα το στόμα μου. Τίποτε το ανθρώπινο δε θα μπο-ρούσε να δαγκώσει αυτή τη σκληρή σάρκα! Κι όμως υπο-χώρησε, σαν να ήταν από χαρτί, και το αίμα μπήκε μέσα μου- η Πηγή. Άκουσα την καρδιά της να το στέλνει, μια εκ-κωφαντική δύναμη που αντηχούσε στα τύμπανα των αφτιών μου. Αυτό δεν ήταν αίμα. Αυτό ήταν νέκταρ. Αυτό ήταν ό,τι θα μπορούσε να επιθυμήσει ποτέ οποιοδήποτε πλάσμα.

Page 291: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μ Ό Λ Ι ς ΤΟ ΝΕΚΤΑΡ ΚΥΛΗΣΕ μέσα μσυ, εμφανίστηκε ένας νέ-ος κόσμος. Το καμπανιστό της γέλιο γέμισε το διάδρομο' έτρεχε μπροστά μου, κοριτσίστικη, γατίσια, ανεμπόδιστη α-πό το μεγαλείο της. Με καλούσε να την ακολουθήσω. Έξω, κάτο) από τα αστέρια, ο Μάριος καθόταν μόνος του στον α-παλό, άμορφο κήπο του. Μου τον έδειξε. Είδα τον Μάριο να σηκώνεται και να με παίρνει αγκαλιά. Τα μακριά του μαλλιά

ήταν ένα υπέροχο στολίδι. Είδα τι ήθελε εκείνη α-πό μένα. Ο Μάριος ήταν που φιλούσα ο' εκείνο το όραμα, όταν έπινα από εκείνη- ο Μάριος ήταν εκείνος με τον οποίο χόρευα.

Μια βροχή από πέταλα λουλουδιών έπεσε πάνω μας σαν να ήμασταν ζεύγος νεόνυμφων στη Ρώμη και ο Μάριος μου κρατούσε το μπράτσο σαν να είχαμε μόλις παντρευτεί- και ολόγυρά μας τραγουδούσαν διάφοροι άνθρωποι. Υπήρχε μια αψεγάδιαστη ευτυχία, μια ευτυχία τόσο έντονη, που μπορεί να γεννηθούν πολλοί άνθρωποι χωρίς την ικανότη-τα να τη ζήσουν ποτέ.

Page 292: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Στεκόταν πάνω σ' έναν πλατύ μαύρο βωμό από διορίτη. Ήταν βράδυ. Βρισκόμουν σ' έναν κλειστό χώρο, γεμά-

το κόσμο, αλλά ήταν σκοτεινά και δροσερά με τον άνεμο που σήκωνε άμμο από την κοιλάδα, κι εκείνη κοίταξε χα-μηλά εκείνον που της πρόσφεραν. Ήταν ένας άντρας με τα μάτια κλειστά και τα χέρια του δεμένα. Δεν πάλευε.

Έδειξε τα δόντια της· οι πιστοί που συνωστίζονταν κρά-τησαν την ανάσα τους και μετά εκείνη έπιασε τον άντρα α-πό το λαιμό και ήπιε το αίμα του. Όταν είχε τελειώσει, τον άφησε να πέσει και σήκωσε τα χέρια της ψηλά.

«Όλα εξαγνίζονται μέσα μου!» φώναξε. Και πάλι έπεσαν πέταλα, πέταλα κάθε χρώματος· και φτερά παγονιού πε-τούσαν από πάνω μας και κλαδιά φοίνικα. Ακούγονταν τρα-γούδια σε δυνατές ριπές και ο ήχος ενός αχαλίνωτου τυ-μπάνου κι εκείνη χαμογέλασε κοιτώντας χαμηλά από εκεί όπου στεκόταν, με το πρόσωπο της περίεργα αναψοκοκκι-νισμένο και εκφραστικό και ανθρώπινο και τα βαμμένα μαύρα της μάτια να σαρώνουν τους πιστούς της.

Όλοι άρχισαν να χορεύουν, εκτός από εκείνη, που πα-ρακολουθούσε- μετά, τα μάτια της σηκώθηκαν αργά, κα-θώς κοιτούσε πάνω από τα κεφάλια τους, μέσα από τα ψη-λά, ορθογώνια παράθυρα αυτού του μέρους, το στερέωμα που τρεμόπαιζε. Αυλοί έπαιζαν. Ο χορός είχε γίνει διονυ-σιακός.

Κουρασμένο και εσωστρεφές σκοτάδι τρύπωσε στο πρό-σωπο της, ένας αντιπερισπασμός, λες και η ψυχή της είχε βγει έξω και ταξίδευε προς τον ουρανό, και μετά κοίταξε κά-τω λυπημένη. Έμοιαζε χαμένη. Την κατέλαβε θυμός.

Page 293: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μετά φώναξε με εκκωφαντική φωνή: «Το κάθαρμα τον αιμοπότη!» Το πλήθος σώπασε. «Φέρτε τον σε μένα».

Το πλήθος χωρίστηκε για να επιτρέψει ο αυτό τον έ-ξαλλο θεό να οδηγηθεί με τη βία στο βωμό της.

«Τολμάς να με κρίνεις!» φώναξε εκείνος. Ήταν Βαβυ-λώνιος, με μακριές, πυκνές μπούκλες και γενειάδα και μου-στάκι. Δέκα θνητοί μετά βίας τον συγκρατούσαν.

«Οδηγήστε τον στο μέρος που καίει, στα βουνά, στον ή-λιο, δεμένο με τα πιο δυνατά δεσμά!» φώναξε. Τον έσυραν μακριά.

Εκείνη ξανακοίταξε ψηλά. Τα αστέρια μεγάλωσαν και τα αρχαία σχέδια διαγράφηκαν καθαρά. Πλέαμε κάτω α-πό τα αστέρια.

Ένα αγόρι σε μια λεπτή επιχρυσωμένη καρέκλα τσα-κωνόταν με αυτούς που τον τριγύριζαν. Οι άντρες ήταν γέ-ροι, σχεδόν αόρατοι μέσα στο σκοτάδι. Ο λύχνος φώτιζε το πρόσωπο του αγοριού. Εμείς στεκόμασταν στην πόρτα. Το αγόρι ήταν λεπτό, τα μικρά του μέλη θύμιζαν κλαδάκια.

«Και λέτε», έλεγε το αγόρι σαν να μην πίστευε στ' αφτιά του, «ότι αυτούς τους αιμοπότες τούς λατρεύουν στους λό-φους!»

Κατάλαβα ότι ήταν ο φαραώ, από την ιερή τούφα των μαλλιών που φύτρωνε από το φαλακρό του κεφάλι κι από το σεβασμό που του έδειχναν οι άλλοι. Κοίταξε ψηλά με τρόμο τη θεά που πλησίασε. Οι φύλακες του το έβαλαν στα πόδια.

«Ναι», είπε εκείνη. «Κι εσύ δε θα κάνεις τίποτε για να το σταματήσεις!»

Page 294: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Τον σήκωσε, αυτό το μικρό αδύναμο αγόρι, και έσκισε το λαιμό του όπως θα έκανε ένα θηρίο, αφήνοντας το αίμα να κυλήσει από τη θανάσιμη πληγή. «Μικρός βασιλιάς», εί-πε. «Μικρό βασίλειο».

Το όραμα έσβησε. Το κρύο άσπρο της δέρμα είχε κλειστεί ανάμεσα στα

χείλια μου. Τώρα τη φιλούσα. Δεν έπινα πια. Ένιωσα την ίδια μου τη μορφή, ένιωσα να πέφτω πίσω,

πάνω στο μπράτσο της, ένιωσα να γλιστράω μακριά από το αγκάλιασμά της.

Στην αχνή λάμψη το προφίλ της παρέμενε ίδιο κι απα-ράλλαχτο, σιωπηλό και ανέκφραστο. Σοβαρό, ένα πρόσω-πο χωρίς ούτε ένα ψεγάδι ή μία ρυτίδα. Ξαναβυθίστηκα στην αγκαλιά του Μάριου. Το χέρι της ξαναγύρισε στην προηγούμενη, άκαμπτη θέση του.

Όλα ήταν πεντακάθαρα, ο ακίνητος βασιλιάς και η βα-σίλισσα, οι έντεχνες μορφές σκαλισμένες σε λαζουρίτη στα χρυσά μωσαϊκά.

Ένιωσα έναν οξύ πόνο μέσα μου, στην καρδιά, στη μή-τρα, σαν να με είχε μαχαιρώσει κάποιος. «Μάριε!» φώναξα.

Με σήκωσε και με κουβάλησε μακριά από την αίθουσα. «Όχι, θέλω να γονατίσω στα πόδια της», είπα. Ο πόνος

μού έκοψε την ανάσα. Προσπάθησα να μην ουρλιάξω από αυτό τον πόνο. Αχ, ο κόσμος είχε μόλις ξαναγεννηθεί. Και τώρα αυτή η αγωνία.

Με ακούμπησε κάτω στο ψηλό γρασίδι, αφήνοντάς το να τσακιστεί από το βάρος μου. Μια πλημμύρα από ξινό αν-θρώπινο υγρό βγήκε από τη μήτρα μου, ακόμα και από το

Page 295: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στόμα μου. Είδα λουλούδια δίπλα μου. Είδα το φιλικό ου-ρανό, ζωντανό όπως και στο όραμα μου. Ο πόνος ήταν α-περίγραπτος.

Ήξερα γιατί με είχε πάρει από το βωμό. Σκούπισα το μάγουλο μου. Δεν μπορούσα να αντέξω αυ-

τή τη βρομιά. Ο πόνος με κατασπάραζε. Πάλεψα να ξανα-δώ αυτά που μου είχε αποκαλύψει εκείνη, να θυμηθώ τι εί-χε πει, αλλά αυτός ο πόνος με εμπόδιζε πολύ.

«Μάριε!» φώναξα. Με σκέπασε και μου φίλησε το μάγουλο. «Πιες από μέ-

να», είπε, «πιες μέχρι να φύγει ο πόνος. Είναι μόνο το σώ-μα σου που πεθαίνει, πιες. Πανδώρα, είσαι αθάνατη».

«Γέμισέ με, πάρε με», είπα. Ψαχούλεψα ανάμεσα σια πόδια του.

«Δεν έχει σημασία πια». Αλλά ήταν σκληρό αυτό το όργανο που αναζήτησα, το

όργανο που είχε χάσει για πάντα ο θεός Όσιρης. Το οδή-γησα, σκληρό και κρύο όπως ήταν, μέσα στο σώμα μου. Μετά ήπια και ήπια και, όταν ένιωσα τα δόντια του στο λαι-μό μου, όταν άρχισε να αντλεί από μένα το νέο μείγμα που γέμιζε τις φλέβες μου, ήταν γλυκός θηλασμός, και τον ήξε-ρα και τον αγαπούσα και έμαθα όλα τα μυστικά του μέσα σε μια αστραπή και τίποτε δεν είχε σημασία.

Είχε δίκιο. Τα κατώτερα όργανα δε σημαίνουν τίποτε. Τρεφόταν από μένα. Τρεφόμουν από εκείνον. Αυτός ήταν ο γάμος μας. Ολόγυρά μας το γρασίδι λικνιζόταν απαλά στο αεράκι, ένα μεγαλόπρεπο νυφικό κρεβάτι, και η μυ-ρίοδιάτης πρασινάδας με πλημμύρισε.

Page 296: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο πόνος είχε φύγει. Άπλωσα το χέρι μου και ένιωσα την απαλότητα των λουλουδιών.

Μου έσκισε το λερωμένο μου φόρεμα και με σήκωσε. Με κουβάλησε στη λιμνούλα όπου η μαρμάρινη Αφροδίτη στεκόταν αιώνια με την πλάτη λυγισμένη και το ένα πόδι α-νασηκωμένο πάνω από το δροσερό νερό.

«Πανδώρα!» ψιθύρισε. Τα αγόρια στάθηκαν δίπλα του και του πρόσφεραν κα-

νάτια. Βούτηξε ένα κανάτι και έριξε το νερό πάνω μου. Ένιω-

σα κάτω από τα πόδια μου τα πλακάκια στον πυθμένα της λιμνούλας, καθώς το νερό κυλούσε στο δέρμα μου. Ποτέ μου δεν είχα νιώσει έτσι! Άλλο ένα κανάτι άδειασε πάνω μου, υπέροχα. Φοβήθηκα για μια στιγμή ότι ο πόνος θα ξα-ναγυρνούσε, αλλά όχι, είχε φύγει.

«Σ' αγαπώ με όλη μου την καρδιά», είπα. «Όλη μου η α-γάπη ανήκει σ' αυτούς και σε σένα, Μάριε. Μάριε, βλέπω στο σκοτάδι, βλέπω στο βαθύ σκοτάδι κάτω από τα δέντρα».

Ο Μάριος με αγκάλιασε. Τα αγόρια αργά μας έπλυναν και τους δύο, βουτώντας τα κανάτια τους και χύνοντας το α-σημένιο νερό πάνω μας.

«Αχ, τι καλά να σ' έχω κοντά μου», είπε ο Μάριος, «να σε έχω εδώ- να μην είμαι μόνος, αλλά να είμαι μαζί σου, ο-μορφιά μου, με σένα ειδικά! Εσένα». Έκανε ένα βήμα πί-σω και τον θαύμασα, έτσι όπως ήμουν μουσκεμένη· άπλω-σα το χέρι να αγγίξω τα μακριά άγρια εξωτικά μαλλιά του. Λαμποκοπούσε ολόκληρος από τις σταγόνες.

«Ναι», είπα. «Αυτό ακριβώς ήταν που ήθελε εκείνη».

Page 297: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Το πρόσωπο του σκλήρυνε. Συνοφρυώθηκε. Με κοίταξε. Κάτι είχε αλλάξει εντελώς, προς το χειρότερο. Το ένιωθα.

«Τι;» ρώτησε. «Αυτό ήταν που ήθελε εκείνη. Μου το είχε καταστήσει

σαφές στα οράματα. Ήθελε να είμαι μαζί σου, για να μην είσαι μόνος».

Έκανε ένα βήμα πίσω. Θυμός ήταν αυτός; «Μάριε, τι σου συμβαίνει; Δε βλέπεις τι έκανε;» Έκανε ακόμα ένα βήμα μακριά από μένα. «Δεν είχες συνειδητοποιήσει ότι αυτό ήταν που συνέ-

βαινε;» ρώτησα. Τα αγόρια μάς πρότειναν πετσέτες. Ο Μάριος πήρε μία

και σκούπισε το πρόσωπο του και τα μαλλιά του. Έκανα κι εγώ το ίδιο. Ήταν έξαλλος. Έτρεμε από θυμό. Ήταν μια στιγμή ανεξήγητης ομορφιάς και φρίκης - το

άσπρο του κορμί εκεί, η γυαλιστερή λίμνη, τα φώτα που έ-πεφταν όμορφα από τις ανοιχτές πόρτες του σπιτιού και α-πό πάνω τα αστέρια, τα αστέρια της. Και ο Μάριος οργι-σμένος και εξαγριωμένος, με τα μάτια γεμάτα θυμό.

Τον κοίταξα. «Είμαι ιέρεια της τώρα», είπα. «Πρέπει να αποκατα-

στήσω τη λατρεία της. Αυτό είναι που θέλει. Αλλά με έφε-ρε και σε σένα, επειδή ήσουν μόνος», είπα. «Μάριε, τα εί-δα όλα αυτά. Είδα το γάμο μας στη Ρώμη, σαν να ήταν οι παλιές μέρες και οι οικογένειες μας να ήταν μαζί μας. Εί-δα τους πιστούς της».

Ήταν τρομοκρατημένος.

Page 298: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Δεν ήθελα να το βλέπω αυτό. Σίγουρα τον είχα παρεξη-γήσει.

Βγήκα στο γρασίδι. Άφησα τα αγόρια να στεγνώσουν το σώμα μου. Κοίταξα ψηλά τα αστέρια. Το σπίτι με όλους τους ζεστούς του λύχνους έμοιαζε αδρό και εύθραυστο, μια απλοϊκή προσπάθεια να μπουν σε τάξη τα πράγματα, που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τη δημιουργία ακόμα κι ε-νός μικρού λουλουδιού.

«Ω, πόσο θεαματική είναι η απλή νύχτα», είπα. «Μοιά-ζει προσβολή προς τη νύχτα να μιλά κανείς για πρόθεση και σκοπό, όταν αυτή η κοινή στιγμή είναι τόσο γεμάτη από ευλογημένα σχέδια και ηρεμία. Όλα τα πράγματα ακο-λουθούν το δρόμο τους».

Έκανα ένα βήμα πίσω και άρχισα να στριφογυρίζω, α-φήνοντας το νερό να φύγει από πάνω μου. Ήμουν τόσο δυ-νατή. Όταν σταμάτησα να στροβιλίζομαι, δε με έπιασε ζα-λάδα. Είχα μια αίσθηση απέραντης δύναμης.

Ένα από τα αγόρια μού πρότεινε ένα χιτώνα. Ήταν α-ντρικός, αλλά, όπως είπα αρκετές φορές προηγουμένως, τα ρωμαϊκά ρούχα είναι πολύ απλά. Ήταν απλώς ένας κοντός χιτώνας. Τον φόρεσα και άφησα το αγόρι να δέσει το ζω-νάρι γύρω στη μέση μου. Του χαμογέλασα. Ανατρίχιασε και έκανε ένα βήμα πίσω.

«Στέγνωσε τα μαλλιά μου», του είπα. Αχ, τι αίσθηση ή-ταν αυτή.

Αργά σήκωσα το βλέμμα. Κι ο Μάριος είχε στεγνώσει και είχε ντυθεί. Με κοιτούσε ακόμα με βίαιη διαμαρτυρία και καθαρή αγανάκτηση.

Page 299: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Κάποιος πρέπει να μπει μέσα», είπα, «για να αλλάξει το χρυσό της φόρεμα. Αυτός ο βλάσφημος την άφησε μα-τωμένη».

«Θα το κάνω εγώ αυτό!» είπε ο Μάριος θυμωμένος. «Α, έτσι, λοιπόν», είπα. Κοίταξα ολόγυρά μου, γοητευ-

μένη τόσο από την ομορφιά ολόγυρα, ώστε να ξεχνάω τη δι-κή του, για να ξαναγυρίσω σ' εκείνον κάποια άλλη ώρα, αρ-γότερα, αφού θα είχα περιπλανηθεί κάτω από τις ελιές και θα είχα εναρμονιστεί με τους αστερισμούς.

Αλλά ο θυμός του με πλήγωνε. Η ενόχληση ήταν παρά-ξενη και βαθιά, χωρίς τα διάφορα στάδια του πόνου που α-φορούν τη θνητή σάρκα και το μυαλό.

«Μα δεν είναι υπέροχα!» είπα. «Μαθαίνω ότι η θεά βασι-λεύει, ότι είναι αληθινή, ότι εκείνη έχει δημιουργήσει τα πά-ντα! Ότι ο κόσμος δεν είναι απλώς ένα πελώριο νεκροταφείο! Αλλά αυτό το μαθαίνω αφού βρέθηκα σ ένα συμφωνημένο γά-μο! Και ορίστε ο γαμπρός! Πώς έχει κατσουφιάσει!»

Ο Μάριος αναστέναξε και έσκυψε το κεφάλι. Θα τον έ-βλεπα άραγε ξανά να κλαίει, αυτό τον αψεγάδιαστο, οικείο και αγαπημένο θεό ανάμεσα στα πατημένα λουλούδια;

Σήκωσε τα μάτια. «Πανδώρα», είπε. «Δεν είναι θεά. Δε δημιούργησε τον κόσμο».

«Πώς τολμάς να το λες αυτό!» «Πρέπει να το πω! Θα πέθαινα ευχαρίστως για την α-

λήθεια όσο ήμουν ζωντανός, και θα πέθαινα γι' αυτή ακό-μα και τώρα. Αλλά εκείνη δε θα το αφήσει να συμβεί. Με χρειάζεται και χρειάζεται και σένα για να με κάνεις ευτυ-χισμένο!»

Page 300: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πολύ καλά, λοιπόν», είπα. «Θα χαρώ πολύ να το κάνω. Και θα αποκαταστήσουμε τη λατρεία της».

«Όχι, δε θα το κάνουμε!» είπε. «Πώς μπορεί ακόμα και να σου περνάει από το μυαλό κάτι τέτοιο;»

«Μάριε, θέλω να το τραγουδήσω από τις κορυφές των βουνών θέλω να πω σε όλο τον κόσμο ότι αυτό το θαύμα υ-πάρχει. Θέλω να τρέξω στους δρόμους τραγουδώντας. Θα την αποκαταστήσουμε στο θρόνο της ο' ένα μεγάλο ναό στο κέντρο της Αντιόχειας!»

«Λες ανοησίες!» φώναξε. Τα αγόρια το είχαν βάλει στα πόδια. «Μάριε, έκλεισες, λοιπόν, τα αφτιά σου στις εντολές της;

Πρέπει να κυνηγήσουμε και να σκοτώσουμε τους αποστά-τες θεούς της και να φροντίσουμε να γεννηθούν καινούριοι θεοί από αυτή, θεοί που θα βλέπουν τις ψυχές, θεοί που θα επιδιώκουν τη δικαιοσύνη, όχι τα ψέματα, θεοί που δε θα είναι φανταστικοί, λάγνοι ανόητοι ή τα μεθυσμένα, ιδιό-τροπα πλάσματα του βόρειου ουρανού που πετάνε κεραυ-νούς. Η λατρεία της στηρίζεται στο καλό, στο αγνό!»

«Όχι, όχι, όχι», είπε. Έκανε ένα βήμα πίσω σαν να ήθελε να δώσει έμφαση. «Λες ανοησίες», είπε. «Ηλιθιότητες, σκαν-δαλώδεις προλήψεις!»

«Δεν το πιστεύω ότι είπες αυτά τα λόγια!» φώναξα. «Εί-σαι ένα τέρας!» είπα. «Της αξίζει ο θρόνος της! Το ίδιο και σιο βασιλιά που κάθεται δίπλα της. Αξίζουν να έχουν τους πιστούς τους να τους φέρνουν λουλούδια. Τι νόμισες, ότι έ-χεις τη δύναμη να διαβάζεις τις σκέψεις των ανθρώπων χω-ρίς λόγο;» Προχώρησα προς το μέρος του. «Θυμάσαι όταν

Page 301: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σε κορόιδεψα για πρώτη φορά στο ναό; Όταν είπα ότι έ-πρεπε να εγκατασταθείς στα δικαστήρια και να διαβάζεις τις σκέψεις των κατηγορουμένων; Είχα πετύχει διάνα στο σαρκασμό μου!»

«Όχι», ούρλιαξε. «Δεν έχεις καθόλου δίκιο», είπε. Μου γύρισε την πλάτη και μπήκε βιαστικά στο σπίτι. Τον ακολούθησα. Κατέβηκε τρέχοντας τη σκάλα και μπήκε στο βωμό της,

σταματώντας μπροστά της. Εκείνη και ο βασιλιάς της κά-θονταν όπως πριν. Ούτε βλέφαρο δεν κουνιόταν. Μόνο τα λουλούδια ζούσαν ακόμα μέσα στον αρωματισμένο αέρα.

Κοίταξα τα χέρια μου, τόσο άσπρα! Μπορούσα να πε-θάνω τώρα; Ή θα ζούσα αιώνες, όπως ο καμένος;

Μελέτησα τα πλασματικά θεία τους πρόσωπα. Δε χα-μογελούσαν. Δεν ονειρεύονταν. Κοιτούσαν και τίποτε πε-ρισσότερο.

Έπεσα στα γόνατα. «Ακάσα», ψιθύρισα. «Μπορώ να σε αποκαλώ με αυτό το

όνομα; Πες μου τι θέλεις». Δεν είδα καμιά αλλαγή πάνω της. Καμία απολύτως. «Μίλησε, λοιπόν, Μητέρα», δήλωσε ο Μάριος και η φω-

νή του ήταν πνιγμένη από τη θλίψη. «Μίλα! Αυτό ήταν που ήθελες πάντα;»

Ξαφνικά, όρμηξε μπροστά, ανέβηκε τα δύο σκαλιά του βάθρου της και άρχισε να τη χτυπάει στο στήθος με τις γρο-θιές του.

Τρομοκρατήθηκα. Εκείνη δε σάλεψε, δεν ανοιγόκλεισε τα μάτια. Η γροθιά

Page 302: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

του χτύπησε σε μια σκληρότητα αμετακίνητη. Μόνο τα μαλ-λιά της, χτυπημένα από το μπράτσο του, κουνήθηκαν λίγο.

Έτρεξα κοντά του και προσπάθησα να τον τραβήξω. «Σταμάτα, Μάριε, θα σε καταστρέψει!» Ένιωσα έκπληξη με τη δύναμή μου. Σίγουρα ήταν ανά-

λογη με τη δική τον. Αλλά μου επέτρεψε να τον τραβήξω πί-σω και το πρόσωπο του ήταν πλημμυρισμένο από δάκρυα.

«Αχ, τι έκανα», είπε κοιτώντας τη. «Αχ, Πανδώρα, Παν-δώρα! Τι έκανα! Δημιούργησα άλλο έναν αιμοπότη, ενώ εί-χα ορκιστεί να μην ξαναγίνει ποτέ κανείς άλλος, τουλάχι-στον όσο ζούσα!»

«Έλα πάνω», είπα ήρεμα. Κοίταξα το βασιλιά και τη βα-σίλισσα. Κανένα σημείο αντίδρασης ή αναγνώρισης. «Δεν είναι σωστό, Μάριε, να τσακωνόμαστε μέσα στο βωμό. Έ-λα πάνω».

Κούνησε το κεφάλι. Με άφησε να τον οδηγήσω αργά έξω από το δωμάτιο. Το

κεφάλι του ήταν σκυμμένο. «Τα μακριά βάρβαρα μαλλιά σου είναι πολύ όμορφα»,

είπα. «Και τώρα έχω μάτια που σε βλέπουν όπως ποτέ πριν. Το αίμα μας έχει ενωθεί όπως θα συνέβαινε με ένα παιδί γεννημένο από εμάς».

Σκούπισε τη μύτη του και δε με κοίταξε. Μπήκαμε στη μεγάλη βιβλιοθήκη. «Μάριε, δεν υπάρχει κάτι σε μένα που να σε ηρεμεί, κά-

τι που να βρίσκεις όμορφο;» «Ω, ναι, αγάπη μου, τα πάντα!» είπε. «Αλλά για τ' όνομα

του ουρανού, έλα στα συγκαλά σου! Δε βλέπεις; Έχασες τη

Page 303: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ζωή σου όχι για κάποια ιερή αλήθεια, αλλά για ένα άθλιο μυ-στήριο! Το διάβασμα των σκέψεων δε με κάνει πιο σοφό α-πό οποιονδήποτε άνθρωπο! Σκοτώνω για να ζήσω! Όπως έ-κανε κάποτε εκείνη, πριν από χιλιάδες χρόνια! Και ήξερε ό-τι έπρεπε να το κάνει αυτό. Ήξερε ότι είχε έρθει η ώρα».

«Ποια ώρα; Τι ήξερε;» Τον κοίταξα. Σταδιακά συνειδητοποιούσα ότι δεν μπο-

ρούσα πια να διαβάζω τις σκέψεις του και σίγουρα κι εκεί-νος δεν μπορούσε να διαβάζει τις δικές μου. Αλλά τα αγο-ράκια που περιφέρονταν ήταν ανοιχτά βιβλία μέσα στο φό-βο τους, έτσι όπως πίστευαν πως βρίσκονταν στη δούλεψη καλόκαρδων αλλά πολύ φωνακλάδων δαιμόνων.

Ο Μάριος αναστέναξε. «Το έκανε επειδή είχα σχεδόν βρει το κουράγιο να κάνω αυτό που έπρεπε να κάνω: να εκ-θέσω και αυτούς και μένα στον ήλιο και να αποτελειώσω μια και καλή αυτό που είχε προσπαθήσει να κάνει ο Αιγύπτιος Πρεσβύτερος - να απαλλάξω τον κόσμο από το βασιλιά και τη βασίλισσα και όλους τους άντρες και τις γυναίκες με τους κοφτερούς κυνόδοντες που τρέφονται από το θάνατο! Αχ, είναι τόσο έξυπνη!»

«Αλήθεια σχεδίαζες να το κάνεις αυτό;» ρώτησα. «Να θυσιάσεις κι εκείνους και τον εαυτό σου;»

Έβγαλε ένα μικρό, σαρκαστικό ήχο. «Ναι, φυσικά, το σχεδίαζα. Την άλλη βδομάδα, την άλλη δεκαετία, μετά α-πό εκατό χρόνια, μπορεί μετά από διακόσια, ίσως αφού θα είχα διαβάσει όλα τα βιβλία στον κόσμο και θα είχα δει ό-λα τα μέρη, ίσως σε πεντακόσια χρόνια, ίσως... ίσως σύ-ντομα, μέσα στη μοναξιά μου».

Page 304: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Στην αρχή είχα νιώσει τέτοια κατάπληξη, που δεν μπο-ρούσα να μιλήσω.

Μου χαμογέλασε σοφά και θλιμμένα. «Μα εγώ κλαίω σαν παιδί», είπε απαλά.

«Από πού αντλείς τη βεβαιότητα», ρώτησα, «ότι μπορείς να διακόψεις τόσο βίαια αυτή την τόσο εμφανή και σύνθε-τη απόδειξη θείας μαγείας;»

«Μαγείας!» καταράστηκε. «Θα προτιμούσα να μην το κάνεις αυτό», είπα. «Δεν εν-

νοώ τα κλάματα, εννοώ το κάψιμο της Μητέρας και του Πατέρα και...»

«Είμαι σίγουρος ότι αυτό θα έλεγες!» απάντησε. «Και νο-μίζεις ότι θα άντεχα να το κάνω παρά τη θέλησή σου, να σε υποβάλω στο μαρτύριο της φωτιάς; Αθώα, απεγνωσμένη, α-νόητη γυναίκα! Να αποκαταστήσεις τους βωμούς της! Αχ! Να αποκαταστήσεις τη λατρεία της! Αχ! Είσαι τρελή!»

«Ανόητε! Τολμάς να με προσβάλλεις! Νομίζεις ότι έφε-ρες μια δούλα στο σπιτικό σου; Ούτε γυναίκα δεν έφερες».

Ναι. Τα μυαλά μας ήταν τώρα δεμένα μεταξύ τους και αργότερα θα ανακάλυπτα ότι αυτό συνέβαινε λόγω της με-γάλης ανταλλαγής αίματος. Αλλά το μόνο που ήξερα τότε ήταν ότι έπρεπε να αρκούμαστε στις λέξεις, όπως οι θνητοί άνθρωποι.

«Δεν ήθελα να χρησιμοποιήσω ασήμαντες προσβολές!» είπε. Είχε θιχτεί.

«Ε, λοιπόν, τότε όξυνε την αρσενική σου λογική και τη μεγαλόπνευστη, κομψή εκφραστική τέχνη του πατρικίου!» είπα.

Page 305: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Κοιταχτήκαμε άγρια. «Ναι!» είπε. «Λογική», είπε. Σήκωσε το δάχτυλο του. «Εί-

σαι η πιο έξυπνη γυναίκα που έχω γνωρίσει ποτέ. Και ακούς τη φωνή της λογικής. Θα σου εξηγήσω και θα καταλάβεις. Αυτό είναι που πρέπει να γίνει».

«Ναι, και εσύ είσαι θερμοκέφαλος και συναισθηματικός και παραδίνεσαι στα δάκρυα ξανά και ξανά - και χτυπάς τη βασίλισσα την ίδια, σαν παιδί που πετάει το σείστρο του!»

Το πρόσωπο του έγινε κόκκινο με ξαφνικό θυμό, που σφράγισε τα χείλια του και δεν άφησε τις λέξεις να βγουν.

Έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε. «Με κλείνεις απέξω;» είπα. «Θέλεις να φύγω;» φώναξα.

«Αυτό το σπίτι είναι δικό σου. Πες μου τώρα αν θέλεις να φύγω. Θα φύγω τώρα!»

Στάθηκε. «Όχι», είπε. Γύρισε και με κοίταξε ταραγμένος και αιφνιδιασμένος.

Με βραχνή φωνή είπε: «Μη φύγεις, Πανδώρα! Μη φύγεις». Και μετά άφησε να βγει ένας τελευταίος ψίθυρος. «Έχου-με ο ένας τον άλλο».

«Και πού πηγαίνεις τώρα, να φύγεις μακριά από μένα;» «Πάω να αλλάξω το φόρεμά της», είπε με ένα θλιμμένο,

πικρό χαμόγελο. «Να καθαρίσω και να ξαναντύσω "αυτή την τόσο εμφανή και σύνθετη απόδειξη θείας μαγείας"».

Εξαφανίστηκε. Γύρισα στο βιολετί ύπαιθρο. Στα σύννεφα που ανακάτευε

σε.ένα καζάνι το φεγγάρι, για να γεννήσει το σκοτάδι. Στα

Page 306: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μεγάλα γέρικα δέντρα που έλεγαν: «Ανέβα στα κλαδιά μας, θα σε αγκαλιάσουμε!» Στα διάσπαρτα λουλούδια που έλε-γαν: «Εμείς είμασιε το κρεβάτι σου. Ξάπλωσε μαζί μας».

Κι έτσι ξεκίνησε ο καβγάς που θα διαρκούσε διακόσια χρόνια.

Και δεν τελείωσε ποτέ πραγματικά.

Page 307: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μ Ε ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΑΚΟΜΑ ΚΛΕΙΣΤΑ, άκουσα φωνές από την πό-λη, φωνές από κοντινά σπίτια· άκουσα άντρες να μιλάνε καθώς περνούσαν απέξω από το δρόμο. Άκουσα μουσική να έρχεται από κάπου και το γέλιο γυναικών και παιδιών. Ό-ταν συγκεντρώθηκα, καταλάβαινα τι έλεγαν. Προτίμησα να μην το κάνω και οι φωνές τους ενώθηκαν με το αεράκι.

Ξαφνικά, η κατάσταση έμοιαζε ανυπόφορη. Ήταν σαν να μην υπήρχε τίποτε να κάνω εκτός από το να σπεύσω πί-σω στο παρεκκλήσι κι εκεί να γονατίσω και να προσκυνή-σω! Αυτές οι αισθήσεις που μου είχαν δοθεί δεν έμοιαζαν κατάλληλες για τίποτε άλλο. Αν αυτή ήταν η μοίρα μου, τό-τε τι θα απογινόμουν;

Μέσα σε όλα αυτά άκουσα μια ψυχή να κλαίει με αγω-νία· ήταν μια ηχώ της δικής μου, μια ψυχή που την είχαν βγάλει από μια πορεία μεγάλης ελπίδας, που δεν μπορού-σε να πιστέψει ότι κάτι που έχει αρχίσει τόσο καλά μπορεί να τελειώσει μέσα στη φρίκη!

Ήταν ο Φλάβιος.

Page 308: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πήδησα στη γέρικη, ροζιασμένη ελιά. Μου ήταν το ίδιο εύκολο όσο το να κάνω ένα βήμα. Στάθηκα ανάμεσα στα κλαδιά και μετά πήδησα στο επόμενο κλαδί και στη συνέ-χεια στην κορυφή του τοίχου, που ήταν σκεπασμένος από την κληματαριά. Περπάτησα κατά μήκος του τοίχου προς την πύλη.

Στεκόταν εκεί, πιέζοντας το μέτωπο του στα κάγκελα και σφίγγοντας και με τα δυο του χέρια το σίδερο. Αιμορρα-γούσε από αρκετά κοψίματα στο μάγουλο του. Έσφιγγε τα δόντια.

«Φλάβιε!» είπα. Κοίταξε ψηλά ξαφνιασμένος. «Κυρά Πανδώρα!» Σίγουρα με το φως του φεγγαριού θα είδε το θαύμα που

μου είχε συμβεί, όποια κι αν ήταν η αιτία του. Γιατί κι εγώ διέκρινα τη θνητότητα μέσα του, τις βαθιές ρυτίδες του δέρ-ματος του, το οδυνηρό τρεμόπαιγμα του βλέμματος του, έ-να λεπτό στρώμα χώματος που τον κάλυπτε ολόκληρο μέ-σα στη φυσική υγρασία του θνητού του δέρματος.

«Πρέπει να γυρίσεις στο σπίτι», είπα, σκαρφαλώνοντας για να καθίσω πάνω στον τοίχο με τα πόδια κρεμασμένα α-πέξω. Έσκυψα για να μπορεί να με ακούσει. Δεν έκανε πί-σω, αλλά τα μάτια του γούρλωσαν από έκπληξη. «Πήγαινε να δεις τα κορίτσια και κοιμήσου και φρόντισε αυτές τις πληγές σου. Ο δαίμονας πέθανε, δε χρειάζεται να ανησυ-χείς πια γι' αυτόν. Ξαναγύρνα αύριο βράδυ με τη δύση του ήλιου».

Κούνησε το κεφάλι. Προσπάθησε να μιλήσει, αλλά δεν μπορούσε. Προσπάθησε να κάνει κάποιο νεύμα, αλλά δεν

Page 309: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μπορούσε. Η καρδιά του χτυπούσε δυνατά στο στήθος του. Κοίταξε πίσω, πέρα στο δρόμο, στα μακρινά φώτα της Α-ντιόχειας. Με κοίταξε. Άκουγα την καρδιά του να χτυπάει τρελά. Ένιωσα την ταραχή του και το φόβο του, και ήταν φόβος για μένα, όχι για εκείνον. Φόβος ότι με είχε βρει κά-ποιο φοβερό κακό. Άπλωσε τα χέρια προς την πύλη και σφί-χτηκε στα κάγκελα, με το δεξί μπράτσο τυλιγμένο γύρω τους και το αριστερό χέρι να τα κρατάει σαν να μην ήθελε να κουνήσει ρούπι.

Είδα τον εαυτό μου όπως με έβλεπε στο μυαλό του - με έναν κοντό αγορίοτικο χιτώνα σφιγμένο στη μέση, με τα μαλλιά άγρια και ελεύθερα, καθισμένη πάνω στον τοίχο, λες και το σώμα μου ήταν νεανικό και ευλύγιστο. Όλα τα ί-χνη του χρόνου είχαν εξαφανιστεί από πάνω μου. Έβλεπε ένα πρόσωπο σε μένα που κανείς δε θα μπορούσε ποτέ να ζωγραφίσει.

Αλλά το ζήτημα ήταν το εξής: ο άνθρωπος είχε φτάσει στα όριά του. Δεν μπορούσε να πάει πιο πέρα. Και κατά-λαβα πλήρως πόσο τον αγαπούσα.

«Εντάξει», είπα. Σηκώθηκα και έσκυψα και με τα δυο μου χέρια. «Εμπρός, θα σε ανεβάσω στον τοίχο αν μπορώ».

Σήκωσε τα χέρια με δυσπιστία και τα μάτια του ακόμα ρουφούσαν την κάθε λεπτομέρεια της μεταμόρφωσής μου.

Ήταν πανάλαφρος. Τον σήκωσα ψηλά και τον ακού-μπησα στα πόδια του μέσα από την πύλη. Πήδησα κι εγώ στο γρασίδι δίπλα του και τον αγκάλιασα από τους ώμους. Πόσο τρομοκρατημένος ήταν! Και πόσο γενναίος!

«Ησύχασε την καρδιά σου», είπα. Τον οδήγησα προς το

Page 310: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σπίτι, καθώς με κοιτούσε, και το στήθος του ανεβοκατέ-βαινε σαν να ήταν λαχανιασμένος, ενώ ήταν απλώς σοκα-ρισμένος. «Θα σε φροντίσω».

«Το είχα πιάσει αυτό το πλάσμα», είπε, «το είχα πιάσει από το μπράτσο!» Πόσο αχνή ακουγόταν η φωνή του, πό-σο γεμάτη ζωτικά υγρά και προσπάθεια. «Βύθισα το εγχει-ρίδιο μέσα του ξανά και ξανά, αλλά απλώς μου γρατσούνι-σε το πρόσωπο και έφυγε πάνω από τον τοίχο σαν ένα σμά-ρι από σκνίπες, σκέτο σκοτάδι, άυλο σκοτάδι!»

«Φλάβιε, είναι νεκρό, έγινε στάχτη!» «Αν δεν είχα ακούσει τη φωνή σου, αχ, θα τρελαινόμουν!

Άκουσα τα αγόρια να κλαίνε. Δεν μπορούσα να σκαρφα-λώσω τον τοίχο μ' αυτό το καταραμένο πόδι. Μετά άκουσα τη φωνή σου και ήξερα, ήξερα ότι ήσουν ζωντανή!» Ήταν πανευτυχής. «Ήσουν με τον Μάριό σου». Η ευκολία με την οποία ένιωθα την αγάπη του ήταν γλυκιά και μου ενέπνεε δέος.

Μια ξαφνική αίσθηση του βωμού ξαναγύρισε στο μυα-λό μου, το νέκταρ της βασίλισσας και η βροχή από πέταλα λουλουδιών. Αλλά έπρεπε να διατηρήσω την ισορροπία μου σε αυτή τη νέα κατάσταση. Ο Φλάβιος ήταν κι εκείνος ε-ντελώς απορημένος.

Τον φίλησα στα χείλια, θερμά, θνητά χείλια και μετά γρήγορα, σαν επιδέξια γάτα, έγλειψα όλο το αίμα από τις γρατσουνιές στα μάγουλά του, νιώθοντας ένα ρίγος να με διαπερνά.

Τον πήγα στη βιβλιοθήκη, που σ' αυτό το σπίτι ήταν το κυρίως δωμάτιο. Τα αγόρια κάπου χάζευαν. Είχαν ανάψει

Page 311: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λύχνους παντού και τώρα κρύβονταν. Μύριζα το αίμα τους και τη νεανική ανθρώπινη σάρκα τους.

«Θα μείνεις με μένα, Φλάβιε. Αγόρια, μπορείτε να τα-κτοποιήσετε ένα δωμάτιο για τον προσωπικό ακόλουθο μου σ' αυτό τον όροφο; Έχετε φρούτα και ψωμί, δεν έχετε; Τα μυρίζω. Έχετε αρκετά έπιπλα για να του φτιάξετε ένα ευ-χάριστο μέρος να μείνει τέρμα δεξιά, ώστε να μην είναι μέ-σα στα πόδια μας;»

Βγήκαν τρέχοντας από τις κρυψώνες τους και μου έκα-ναν κι εκείνα ζωηρή εντύπωση, πόσο ανθρώπινα ήταν. Και το πιο μικρό φυσιολογικό χαρακτηριστικό πάνω τους έμοια-ζε πολύτιμο, τα πυκνά μαύρα φρύδια τους, τα στρογγυλά τους στοματάκια, τα λεία τους μάγουλα.

«Ναι, κυρά μου, ναι!» φώναξαν σχεδόν με μια φωνή. Έ-τρεξαν μπροστά.

«Από εδώ ο Φλάβιος, ο προσωπικός μου ακόλουθος και επιστάτης. Θα μείνει μαζί μας. Προς το παρόν, πηγαίνετέ τον στο λουτρό, ζεστάνετε το νερό και φροντίστε τον. Δώ-στε του λίγο κρασί».

Πήραν τον Φλάβιο από το χέρι αμέσως. Εκείνος όμως κοντοστάθηκε.

«Μη με εγκαταλείπεις, κυρά μου», είπε ξαφνικά με τη με-γαλύτερη σοβαρότητα και περισυλλογή. «Είμαι καθ' όλα α-φοσιωμένος».

«Το ξέρω», είπα. «Αχ, καταλαβαίνω απόλυτα. Δε φα-ντάζεσαι πόσο».

Μετά έφυγε προς το λουτρό με τα αγόρια από τη Βαβυ-λώνα, που φάνηκαν ενθουσιασμένα που είχαν κάτι να κάνουν.

Page 312: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Βρήκα τις πελώριες ιματιοθήκες του Μάριου. Είχε αρ-κετά ρούχα για να ντύσει τους βασιλείς της Παρθίας και της Αρμενίας, τη μητέρα του αυτοκράτορα, τη Αίβια, τη νε-κρή Κλεοπάτρα και κάποιον επιδεικτικό πατρίκιο που δεν ε'δινε σημασία στους ανόητους νόμους του Τιβέριου κατά της σπατάλης.

Φόρεσα έναν πολύ πιο λεπτό, μακρύ χιτώνα υφασμένο από μετάξι και λινό και διάλεξα μια χρυσή ζώνη. Και με τις χτένες και τις βούρτσες του Μάριου έφτιαξα έναν καθαρό, χαλαρό μανδύα από τα μαλλιά μου, ελεύθερα από κάθε κορδέλα και φτιασίδι, κυματιστά και απαλά, όπως ήταν ό-ταν ήμουν κοριτσάκι.

Είχε πολλούς καθρέφτες που, όπως ξέρεις, εκείνη την ε-ποχή ήταν φτιαγμένοι μόνο από γυαλισμένο μέταλλο. Και με είχε μελαγχολήσει και συγχύσει το γεγονός ότι ήμουν και πάλι νέα· οι θηλές μου ήταν ροδαλές, όπως είπα· οι γραμμές της ηλικίας δεν αλλοίωναν πια την ομορφιά που είχε χαρίσει η Φύση στο πρόσωπο και στα μπράτσα μου. Ί-σως να είναι ακριβέστερο να πω ότι ήμουν άχρονη. Άχρο-νη αλλά ενήλικη. Και κάθε στέρεο αντικείμενο έμοιαζε να με εξυπηρετεί στη νέα μου δύναμη.

Κοίταξα κάτω τα κομμάτια από μαρμάρινη πλάκα που αποτελούσαν το δάπεδο και είδα μέσα τους ένα βάθος, μια απόδειξη κάποιας διεργασίας θαυμαστής και ελάχιστα κα-τανοητής.

ΊΊΘελα να ξαναβγώ έξω, να μιλήσω στα λουλούδια, να τα μαζέψω με τις χούφτες. Ήθελα να μιλήσω επειγόντως με τα αστέρια. Δεν τολμούσα να αναζητήσω το βωμό, επειδή

Page 313: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

φοβόμουν τον Μάριο, αλλά αν δεν ήταν εκεί γύρω θα είχα κατέβει και θα είχα γονατίσει μπροστά στη Μητέρα και θα την είχα κοιτάξει απλώς, θα την είχα κοιτάξει σιωπηλά, θα είχα αφουγκραστεί για το πιο ανεπαίσθητο ψιθύρισμά της, αν και ήξερα με μεγάλη σιγουριά, αφού είχα δει τη συμπε-ριφορά του Μάριου, ότι δε θα έλεγε το παραμικρό.

Είχε κουνήσει το δεξί της χέρι χωρίς να μοιάζει να συμ-μετέχει το υπόλοιπο σοψα της. Το είχε κουνήσει για να σκο-τώσει και μετά για να προσκαλέσει.

Πήγα στη βιβλιοθήκη, κάθισα στο γραφείο, όπου βρί-σκονταν όσα είχα γράψει, και περίμενα.

Τελικά, όταν ήρθε ο Μάριος, ήταν φρεσκοντυμένος, τα μαλλιά του ήταν χωρισμένα στη μέση και καλοχτενισμένα. Κάθισε σε μια καρέκλα δίπλα μου. Ήταν από έβενο, σκα-λισμένη και στολισμένη με χρυσάφι και, όταν τον κοίταξα, συνειδητοποίησα πόσο πολύ έμοιαζε με την καρέκλα - μια μεγάλη, συντηρημένη επέκταση όλων των προοτων υλών που είχαν χρησιμοποιηθεί γι' αυτή. Η Φύση είχε κάνει το σκά-λισμα και τη διακόσμηση και μετά το σύνολο είχε βερνι-κωθεί.

Ήθελα να κλάψω στην αγκαλιά του, αλλά κατάπια τη μοναξιά μου. Η νύχτα δε θα με εγκατέλειπε ποτέ, θα πα-ραφυλούσε πιστά σε κάθε ανοιχτή πόρτα με το γρασίδι α-πέξω· τα στραβά κλαδιά από τις ελιές ορθώνονταν για να αιχμαλωτίσουν το φως του φεγγαριού.

«Ευλογημένη εκείνη που δημιούργησε έναν αιμοπότη», είπα, «τώρα που το φεγγάρι είναι γεμάτο και τα σύννεφα υ-ψώνονται σαν βουνά στη διάφανη νύχτα».

Page 314: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πιθανόν», είπε εκείνος. Κούνησε το λύχνο που βρισκόταν στο τραπέζι ανάμεσα

μας, για να μη χτυπά το <ρως του στα μάτια μου. «Εγκατέστησα εδώ τον προσωπικό μου ακόλουθο», εί-

πα. «Του πρόσφερα λουτρό, κρεβάτι και ρούχα. Θα με συγ-χωρέσεις γι' αυτό; Τον αγαπώ και δε θέλω να τον χάσω. Εί-ναι πολύ αργά τώρα για να ξαναγυρίσει στον κόσμο».

«Είναι σπάνιος άνθρωπος», είπε ο Μάριος, «και είναι πολύ ευπρόσδεκτος εδώ. Αύριο ίσως μπορέσει να φέρει και τα κορίτσια σου. Έτσι τα αγόρια θα έχουν παρέα και τη μέρα θα επικρατεί κάποια τάξη. Ο Φλάβιος, μεταξύ άλλων, ξέρει και από βιβλία».

«Είσαι πολύ ευγενικός. Φοβόμουν ότι θα θύμωνες. Για-τί υποφέρεις τόσο; Δεν μπορώ να διαβάσω τις σκέψεις σου· δεν απέκτησα αυτό το χάρισμα». Όχι, αυτό δεν ήταν σωστό. Μπορούσα να διαβάσω τις σκέψεις του Φλαβίου. Ήξερα ό-τι τα αγόρια αυτή τη στιγμή είχαν ανακουφιστεί πολύ από την παρουσία του Φλάβιου, καθώς τον βοηθούσαν να γδυ-θεί για να πέσει για ύπνο.

«Μας συνδέει πολύ στενά το αίμα», είπε. «Ούτε κι εγώ θα ξαναμπορέσω ποτέ να διαβάσω τις δικές σου σκέψεις. Πρέ-πει να αρκεστούμε ξανά στις λέξεις, όπως οι θνητοί, μόνο που οι αισθήσεις μας είναι πολύ πιο οξυμένες και η από-σταση που θα νιώθουμε μερικές φορές θα είναι κρύα όσο κι ο πάγος του Βορρά· και άλλες φορές τα αισθήματα θα μας πυρπολούν, θα μας παρασύρουν σε κύματα φλεγόμε-νης θάλασσας».

«Χμμ», είπα.

Page 315: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Με περιφρονείς», είπε απαλά, συντετριμμένος, «επειδή μετρίασα την έκστασή σου, σου στέρησα τη χαρά, τις πε-ποιθήσεις σου». Έδειχνε πραγματικά δυστυχής. «Κι αυτό σου το έκανα στην ευτυχέστερη στιγμή της μετάλλαξής σου».

«Μην είσαι τόσο βέβαιος ότι μου τη στέρησες. Μπορεί ακόμα να κατασκευάσω το ναό της και να κηρύξω τη λα-τρεία της. Είμαι νεοφώτιστη. Μόλις άρχισα».

«Δε θα αναβιώσεις τη λατρεία της!» είπε εκείνος. «Γι' αυ-τό σε βεβαιώνω: δε θα μιλήσεις σε κανέναν γι' αυτή, τι εί-ναι και πού φυλάσσεται και δε θα δημιουργήσεις ποτέ σου άλλον αιμοπότη».

«Ποπό! Μακάρι ο Τιβέριος να ήταν τόσο απόλυτα πει-στικός όταν απευθυνόταν στη Σύγκλητο!» είπα.

«Το μόνο που ήθελε ποτέ ο Τιβέριος ήταν να μελετάει στο γυμνάσιο στη Ρόδο, να πηγαίνει εκεί κάθε μέρα με ελ-ληνικό μανδύα και σανδάλια και να συζητάει για φιλοσο-φία. Κι έτσι η κλίση προς τη δράση ανθεί σε άντρες με μι-κρότερη τόλμη, που χρησιμοποιούν την ανέραστη μοναχικότη-

τά του». «Μου κάνεις διάλεξη για τη βελτίωση μου; Νομίζεις ότι

δεν το ξέρω αυτό; Αυτό που δεν ξέρεις είναι ότι η Σύγκλη-τος δε θέλει να βοηθήσει τον Τιβέριο να κυβερνήσει. Η Ρώ-μη θέλει έναν αυτοκράτορα τώρα να τον λατρεύει και να τον συμπαθεί. Ήταν η δική σου γενιά, υπό τον Αύγουστο, που μας συνήθισε σε σαράντα χρόνια αυτοκρατορικής διακυ-βέρνησης. Μη μου μιλάς για πολιτική σαν να ήμουν ανόη-τη».

«Θα έπρεπε να είχα συνειδητοποιήσει ότι τα καταλα--

Page 316: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

βαίνεις όλα», είπε. «Σε θυμάμαι όταν ήσουν μικρό κορίτσι. Κανείς δε σ' έφτανε στην εξυπνάδα. Η πίστη σου στον Οβί-διο και στα ερωτικά του έργα πρόδιδε σπάνια κουλτούρα, κατανόηση της σάτιρας και της ειρωνείας. Ένα καλοθρεμ-μένο ρωμαϊκό μυαλό».

Τον κοίταξα. Και στο δικό του πρόσωπο είχε εξαφανι-στεί κάθε ίχνος ηλικίας. Είχα τώρα τον καιρό να το απο-λαύσω, τους τετράγωνους ώμους του, τον ίσιο και στέρεο λαιμό του, την έντονη έκφραση των ματιών του και τα κα-λοσχηματισμένα φρύδια του. Είχαμε μετατραπεί σε μαρ-μάρινες προτομές του εαυτού μας σκαλισμένες από κάποιο μεγάλο γλύπτη.

«Ξέρεις», είπα, «ακόμα και μέσα σ' αυτό το συντριπτικό και ενοχλητικό καταιγισμό ορισμών και δηλώσεων που μου κάνεις, είναι σαν να ικετεύω την έγκριση σου, νιώθω αγά-πη για σένα και ξέρω πολύ καλά ότι είμαστε μόνοι μας σ' αυτή την ιστορία και παντρεμένοι μεταξύ μας και δε νιώ-θω δυστυχής».

Έδειξε να ξαφνιάζεται, αλλά δεν είπε τίποτε. «Είμαι εξυψωμένη και πληγωμένη στην καρδιά», είπα,

«μια σκληραγωγημένη οδοιπόρος. Αλλά θα προτιμούσα να μη μου μιλάς λες και η πλήρης κατήχηση και η επιμόρφω-σή μου ήταν το πρώτο σου μέλημα!»

«Πρέπει να μιλάω μ' αυτό τον τρόπο!» είπε γλυκά. Η φω-νή του, παρ' όλη την έντασή της, ήταν γεμάτη ευγένεια. «Εί-ναι το πρώτο μου μέλημα!» είπε. «Αν μπορείς να καταλα-βαίνεις τι έγινε στην άλλη άκρη της Ρωμαϊκής Αυτοκρατο-ρίας, αν μπορείς να καταλαβαίνεις τον Λουκρήτιο και τους

Page 317: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Στωικούς, τότε μπορείς να καταλάβεις τι είμαστε εμείς. Πρέπει να το κάνεις αυτό!»

«Θα αφήσω αυτή την προσβολή αναπάντητη», είπα. «Δεν έχω διάθεση να σου απαριθμήσω τον κάθε φιλόσοφο ή ποι-ητή που έχω μελετήσει. Τουλάχιστον όχι για να ανεβάσω το επίπεδο της συζήτησης στο βραδινό μας τραπέζι».

«Πανδώρα, δεν ήθελα να σε προσβάλω! Αλλά η Ακάσα δεν είναι θεά! Θυμήσου τα όνειρά σου. Είναι ένα φιαλίδιο πολύτιμης δύναμης. Τα όνειρά σου σου είπαν ότι μπορεί να χρησιμοποιηθεί, ότι οποιοσδήποτε ασυνείδητος αιμοπότης μπορεί να περάσει το αίμα σε κάποιον άλλο, ότι η Ακάσα είναι ένα είδος δαίμονα, που περικλείει τη δύναμη που μοι-ραζόμαστε κι εμείς».

«Σε ακούει!» ψιθύρισα οργισμένη. «Φυσικά και με ακούει. Δεκαπέντε χρόνια είμαι ο φρου-

ρός της. Διώχνω όλους αυτούς τους αποστάτες από την Α-νατολή. Και άλλους συνωμότες από την ενδοχώρα της Α-φρικής. Ξέρει τι είναι».

Κανείς δε θα μπορούσε να μαντέψει την ηλικία του, πα-ρά μόνο από τη σοβαρότητα της έκφρασής του. Ένας ά-ντρας σε τέλεια φυσική κατάσταση, που ήταν αυτό που έ-δειχνε. Προσπάθησα να μην τον αφήσω να με θαμπώσει ού-τε αυτός ούτε η αστραφτερή νύχτα πίσω του, κι όμως ήθε-λα πολύ να παρασυρθώ. «Ωραίο γαμήλιο γλέντι», είπα. «Θέ-λω να πω κάποια πράγματα στα δέντρα».

«Θα βρίσκονται εδώ και αύριο το βράδυ», είπε. Η τελευταία εικόνα της πέρασε ξανά μπροστά από τα

μάτια μου, χρωματισμένη από την έκσταση· έπαιρνε το νε--

Page 318: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

αρό φαραώ από την καρέκλα του και τον έκανε κομματά-κια. Την είδα πριν από αυτή την αποκάλυψη, ενώ βρισκό-μουν στα πρόθυρα της λιποθυμίας, να τρέχει στο διάδρο-μο γελαστή.

Σιγά σιγά με κατέλαβε φόβος. «Τι συμβαίνει;» είπε ο Μάριος. «Μπορείς να με εμπι-

στευτείς». «Όταν ήπια από εκείνη, την είδα κορίτσι γελαστό». Α-

φηγήθηκα το γάμο, την πλημμύρα από πέταλα λουλουδιών και μετά τον παράξενο αιγυπτιακό ναό της, γεμάτο από πι-στούς σε κατάσταση φρενίτιδας. Τελικά, του είπα πώς είχε μπει στο δωμάτιο του μικρού βασιλιά, που οι σύμβουλοι του τον προειδοποίησαν να φυλάγεται από τους θεούς της.

«Τον έσπασε σαν να ήταν ξύλινη κούκλα. Είπε: "Μικρός βασιλιάς, μικρό βασίλειο"».

Σήκωσα τις περγαμηνές που είχα νωρίτερα ακουμπήσει στο γραφείο του. Περιέγραψα το τελευταίο όνειρο στο οποίο την είχα δει, όταν απειλούσε, ουρλιάζοντας, να περπατήσει στον ήλιο και να καταστρέψει τα ανυπάκουα τέκνα της. Πε-ριέγραψα όλα όσα είχα δει - τις πολλές περιπλανήσεις της ψυχής μου.

Η καρδιά μου πονούσε πολύ. Την ώρα που εξηγούσα έ-βλεπα πόσο ευάλωτη ήταν, έβλεπα τον κίνδυνο που κλει-νόταν μέσα της. Εξήγησα, τελικά, πώς είχα γράψει όλα αυ-τά στα αιγυπτιακά.

Ήμουν κουρασμένη και ευχόμουν πραγματικά να μην είχα ανοίξει ποτέ τα μάτια μου σ' αυτή τη ζωή! Νιώθω ξα-νά τη γνήσια και απόλυτη απόγνωση που είχα αισθανθεί ε--

Page 319: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κείνες τις νύχτες που έκλαιγα στο μικρό σπιτάκι μου στην Αντιόχεια και χτυπούσα τους τοίχους και ε'μπηγα το ξιφίδιό μου στο χώμα. Αν δεν είχε τρέξει εκείνη γελαστή σ' εκείνο το διάδρομο! Τι σήμαινε η εικόνα; Και το μικρό αγόρι-βα-σιλιάς να γίνεται κομμάτια έτσι αβοήθητο!

Τα συνόψισα όλα αυτά με αρκετή ευκολία. Περίμενα τις μειωτικές παρατηρήσεις του Μάριου. Εκείνη τη στιγμή δεν είχα αρκετή υπομονή για να τον ανεχτώ.

«Πώς το ερμηνεύεις;» ρώτησε ευγενικά. Προσπάθησε να μου πιάσει το χέρι, αλλά εγώ το τράβηξα.

«Είναι αποσπάσματα από τις δικές της αναμνήσεις», εί-πα. Ήμουν πολύ στενοχωρημένη. «Είναι αυτά που θυμάται εκείνη. Μέσα ο όλα αυτά μόνο ένας υπαινιγμός γίνεται για το μέλλον», είπα. «Ο γάμος μας, ότι θα είμαστε μαζί». Η φω-νή μου ήταν γεμάτη θλίψη, κι όμως τον ρώτησα.

«Γιατί κλαις πάλι, Μάριε;» ρώτησα. «Θα πρέπει να μα-ζεύει αναμνήσεις σαν λουλούδια που τα κόβει κανείς τυ-χαία από τον κήπο του κόσμου, σαν φύλλα που πέφτουν στα χέρια της, και από αυτές τις αναμνήσεις μού έπλεξε έ-να στεφάνι! Ένα γαμήλιο στεφάνι! Μια παγίδα. Η ψυχή μου δεν έχει μεταναστεύσει από αλλού. Δε νομίζω. Αν είχα αποδημητική ψυχή, τότε γιατί αυτή και μόνο, ένα πλάσμα τόσο αρχαίο, αβοήθητο, άσχετο με τον ίδιο τον κόσμο, τό-σο παρωχημένο και αδύναμο, να είναι η μόνη που το γνω-ρίζει; Που το γνωστοποιεί και σε μένα; Η μόνη που ξέρει;»

Τον κοίταξα. Με άκουγε προσεκτικά, αλλά έκλαιγε. Δεν έδειχνε να ντρέπεται γι' αυτό και, προφανώς, δε σκόπευε να απολογηθεί.

Page 320: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πώς το διατύπωσες προηγουμένως;» ρώτησα. «"Το διά-βασμα των σκέψεων δε με κάνει πιο σοφό από οποιονδή-ποτε άνθρωπο;"» χαμογέλασα. «Αυτό είναι το κλειδί. Ποδς γελούσε όταν με οδήγησε σε σένα. Πώς ήθελε να σε δω στη μοναξιά σου».

Κούνησε το κεφάλι. «Αναρωτιέμαι πώς ήξερε να ρίξει το δίχτυ της τόσο μα-

κριά», είπα, «και να με βρει στην άλλη άκρη της μανια-σμένης θάλασσας».

«Από τον Λούκιο, έτσι ήξερε. Ακούει φωνές από πολλές χώρες. Βλέπει αυτά που θέλει να δει. Μια νύχτα εδώ ξάφ-νιασα άσχημα ένα Ρωμαίο, που φάνηκε να με αναγνωρίζει και μετά έγινε καπνός σαν να αποτελούσα κίνδυνο γι' αυ-τόν. Τον κυνήγησα, γιατί σκέφτηκα ότι κάτι κρυβόταν πί-σω από τον υπερβολικό του φόβο.

»Σύντομα κατάλαβα ότι ένα μεγάλο βάρος παραμόρ-φωνε τη συνείδησή του και στρέβλωνε την κάθε του σκέψη και κίνηση. Είχε τρομοκρατηθεί που τον αναγνώρισε κά-ποιος από την πρωτεύουσα. Ήθελε να φύγει.

»Πήγε στο σπίτι ενός Έλληνα εμπόρου και χτυπούσε την πόρτα αργά, στο φως ενός δαυλού, και ζήτησε να του πλη-ρώσει ένα χρέος που χρωστούσε στον πατέρα σου. Ο Έλ-ληνας του είπε αυτό που του είχε ξαναπεί, ότι τα χρήματα θα τα πλήρωνε μόνο στον ίδιο σου τον πατέρα.

»Μετά αναζήτησα ξανά τον Λούκιο. Αυτή τη φορά ο Έλ-ληνας του επιφύλασσε μια έκπληξη. Είχε φτάσει μόλις μια επιστολή του πατέρα σου με στρατιωτικό πλοίο. Αυτά εί-χαν γίνει τέσσερις μέρες περίπου πριν φτάσεις εσύ. Η επι--

Page 321: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στολή έλεγε καθαρά ότι ο πατέρας σου ζητούσε μια χάρη από τον Έλληνα στο όνομα της φιλοξενίας και της τιμής. Αν του γινόταν αυτή η χάρη, όλα τα χρέη θα ξεπληρώνονταν. Θα τα εξηγούσε όλα μια επόμενη επιστολή που θα συνόδευε ένα φορτίο με προορισμό την Αντιόχεια. Το φορτίο θα αρ-γούσε κάπως, καθώς το πλοίο έπρεπε να κάνει πολλές στά-σεις. Η χάρη ήταν αποφασιστικής σημασίας.

»Όταν ο αδερφός σου είδε την ημερομηνία αυτής της ε-πιστολής, έμεινε άναυδος. Ο Έλληνας, που είχε πια απαυ-δήσει με τον Λούκιο, του έκλεισε την πόρτα στα μούτρα.

«Πλεύρισα τον Λούκιο λίγα βήματα πιο εκεί. Φυσικά, με θυμόταν, τον εκκεντρικό Μάριο των παιδικών του χρό-νων. Καμώθηκα ότι ένιωσα έκπληξη που τον είδα εδώ και ρώτησα για σένα. Ήταν πανικόβλητος και σκαρφίστηκε κάποια ιστορία ότι παντρεύτηκες και ζούσες στην Τοσκά-νη και είπε ότι ο ίδιος ετοιμαζόταν να φύγει από την πόλη. Έσπευσε να απομακρυνθεί. Αλλά αυτή η σύντομη επαφή ή-ταν αρκετή για να καταλάβω ότι είχε καταθέσει στην πραι-τοριανή φρουρά εναντίον της οικογένειας του -όλα ψέμα-τα- και να φανταστώ τι είχε επακολουθήσει.

»Την επόμενη φορά, όταν ξύπνησα, δεν μπορούσα να τον βρω. Φύλαξα καρτέρι στο σπίτι των Ελλήνων. Σκέφτη-κα για μια στιγμή να επισκεφτώ το γέρο άντρα, τον Έλλη-να έμπορο, με κάποιο τρόπο να εγκαθιδρύσω μια φιλία α-νάμεσά μας. Σκέφτηκα εσένα. Σε οραματίστηκα. Σε θυμή-θηκα. Έφτιαξα ένα ποίημα στο μυαλό μου για σένα. Ούτε ξαναείδα ούτε ξανάκουσα τον αδερφό σου. Υπέθεσα ότι εί-χε φύγει από την Αντιόχεια.

Page 322: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

»Μετά, μια νύχτα ξύπνησα και ανέβηκα πάνω και κοί-ταξα έξω και είδα να καίνε σκόρπιες φωτιές στην πόλη.

»0 Γερμανικός είχε πεθάνει, χωρίς να αποσύρει τις κα-τηγορίες του ότι ο ΙΊείσωνας τον είχε δηλητηριάσει.

»Όταν έφτασα στο σπίτι του Έλληνα εμπόρου, βρήκα μόνο αποκαΐδια. Ξανά ούτε φωνή ούτε ακρόαση από τον α-δερφό σου. Απ' όσο ήξερα είχαν πεθάνει όλοι, ο αδερφός σου και η οικογένεια του Έλληνα εμπόρου.

»Όλες τις επόμενες νύχτες έψαχνα για κάποιο ίχνος του Αούκιου. Δεν είχα ιδέα ότι βρισκόσουν εδώ, αλλά ένιωθα μια έντονη νοσταλγία για σένα. Προσπάθησα να θυμίσω στον εαυτό μου ότι, αν ήταν να πενθώ για κάθε θνητό δε-σμό που είχα όσο ήμουν ζωντανός, θα τρελαινόμουν πολύ πριν μάθω οτιδήποτε για τα χαρίσματά μας από το βασι-λιά και τη βασίλισσά μας.

»Έπειτα, βρισκόμουν στο βιβλιοπωλείο και ήταν νωρίς το βράδυ και ο ιερέας ήρθε και με βρήκε. Σε έδειξε σε μέ-να. Στεκόσουν στην Αγορά και ο φιλόσοφος και οι μαθητές σου σε αποχαιρετούσαν. Ήμουν τόσο κοντά!

»Με πλημμύρισε τόσο ο έρωτας, που δεν άκουσα καν τι μου έλεγε ο ιερέας, μέχρι που συνειδητοποίησα ότι μιλού-σε για παράξενα όνειρα και έδειχνε εσένα. Έλεγε ότι μόνο εγώ μπορούσα να τα συνδυάσω όλα αυτά. Είχε να κάνει με τον αιμοπότη που είχε έρθει πρόσφατα στην Αντιόχεια, γε-γονός που δεν ήταν διόλου σπάνιο. Έχω σκοτώσει στο πα-ρελθόν κι άλλους αιμοπότες. Αυτόν ορκίστηκα να τον πιά-σω.

»'Υστερα, είδα τον Λούκιο. Σας είδα που συναντηθήκα--

Page 323: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τε. Η οργή και η ένοχη του κόντευαν να με τυφλώσουν, μα-ζί με το όραμα εκείνου του αιμοπότη. Άκουσα τα λόγια σου χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια από μεγάλη απόσταση, αλλά δεν έλεγα να κουνήσω μέχρι να σε δω να απομακρύνεσαι ασφαλής από κοντά του.

»Ήθελα να τον σκοτώσω τότε, αλλά η πιο σοφή επιλο-γή έμοιαζε να είναι να μείνω μαζί σου, να μπω στο ναό και να μείνω δίπλα σου. Δεν ήμουν βέβαιος αν είχα δικαίωμα να σκοτώσω τον αδερφό σου για λογαριασμό σου, δεν ήμουν βέβαιος ότι αυτό ήταν που ήθελες. Δε θα το ήξερα μέχρι να σου μιλήσω για την ενοχή του. Μετά κατάλαβα πόσο το ή-θελες κι εσύ.

»Φυσικά, δεν είχα ιδέα πόσο έξυπνη είχες γίνει, ότι όλο εκείνο το ταλέντο για τη λογική και το λόγο που είχα αγα-πήσει σε σένα όταν ήσουν κοριτσάκι υπήρχε ακόμα ακέ-ραιο. Ξαφνικά, βρέθηκες μέσα στο ναό και σκεφτόσουν τρεις φορές πιο γρήγορα από όλους τους υπόλοιπους θνη-τούς που ήταν παρόντες, ζυγίζοντας κάθε εκδοχή της μοί-ρας που σε περίμενε, πιάνοντας τους πάντες στον ύπνο. Και μετά ακολούθησε η θεαματική αντιπαράθεση με τον α-δερφό σου, στην οποία τον έπιασες στο πιο έξυπνο δίχτυ α-πό αλήθειες κι έτσι τον ξεφορτώθηκες, χωρίς ούτε καν να τον αγγίξεις, αλλά, αντίθετα, καταφέρνοντας να συμπρά-ξουν τρεις στρατιωτικοί μάρτυρες στο θάνατο του».

Σταμάτησε για λίγο και μετά είπε: «Στη Ρώμη, πριν από χρόνια, σε ακολούθησα. Ήσουν δεκαέξι χρόνων. Θυμάμαι τον πρώτο σου γάμο. Ο πατέρας σου με πήρε παράμερα, ή-ταν τόσο ευγενικός. "Μάριε, είναι γραφτό σου να γίνεις έ--

Page 324: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

νας περιπλανώμενος ιστορικός", είπε. Δεν τόλμησα να του πω την πραγματική μου γνώμη για το σύζυγο σου.

»Και τώρα έρχεσαι στην Αντιόχεια και σκέφτομαι, εντε-λώς εγωιστικά, όπως θα διαπιστώσεις: "Αν ποτέ μια γυναίκα γεννήθηκε για μένα, είναι αυτή η γυναίκα". Και ξέρω ότι μό-λις σε αφήσω το πρωί θα πρέπει με κάποιο τρόπο να φυγα-δέψω τη Μητέρα και τον Πατέρα από την Αντιόχεια, να τους απομακρύνω, αλλά μετά αυτός ο αιμοπότης πρέπει να κα-ταστραφεί και τότε και μόνο μπορώ να σε αφήσω ασφαλή».

«Να με εγκαταλείψεις ασφαλή», είπα. «Με κατηγορείς;» ρώτησε. Η ερώτηση με βρήκε απροετοίμαστη. Τον κοίταξα για

μια στιγμή που μου φάνηκε αιώνας, επιτρέποντας στην ο-μορφιά του να πλημμυρίσει τα μάτια μου και νιώθοντας με αβάσταχτη ένταση τη θλίψη και την απόγνωσή του. Αχ, πό-σο με χρειαζόταν! Πόσο απεγνωσμένα χρειαζόταν όχι απλώς οποιαδήποτε θνητή ψυχή για να εμπιστευτεί, αλλά εμένα.

«Αλήθεια ήθελες να με προστατέψεις, έτσι δεν είναι;» ρώτησα. «Και όλες, οι εξηγήσεις σου είναι τόσο λογικές· έ-χουν την κομψότητα των μαθηματικών. Δεν έχουμε ανάγκη τη μετενσάρκωση ή τη Μοίρα ή οποιαδήποτε παραχώρη-ση προς το μεταφυσικό για όλα όσα συνέβησαν».

«Αυτό πιστεύω εγώ», είπε κοφτά. Το πρόσωπο του έγινε ανέκφραστο και μετά αυστηρό. «Ποτέ δε θα σου έλεγα κά-τι λιγότερο από την αλήθεια ολόκληρη. Είσαι μήπως γυ-ναίκα που θέλει να πηγαίνουν με τα νερά της;»

«Μη γίνεσαι τόσο φανατικός στην προσήλωσή σου στη λογική», είπα.

Page 325: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αυτά τα λόγια τον τάραξαν και τον πρόσβαλαν. «Να μην είσαι προσηλωμένος στη λογική σ' έναν κόσμο

με τόσες πολλές φριχτές αντιφάσεις!» Σο5πασε. «Αν εμμένεις στη λογική», είπα, «τότε στο πέρασμα του

χρόνου η λογική μπορεί να σε προδώσει και όταν συμβεί αυ-τό μπορεί να βρεθείς να αναζητάς καταφύγιο στην τρέλα».

«Τι στην ευχή εννοείς;» «Έχεις αναγάγει τη λογική σε θρησκεία. Είναι, προφα-

νώς, ο μόνος τρόπος για να αντέξεις αυτό που σου συνέβη, ότι έγινες αιμοπότης και φύλακας αυτών των εξόριστων και ξεχασμένων θεοτήτων».

«Δεν είναι θεότητες!» θύμωσε. «Χιλιάδες χρόνια πριν, δημιουργήθηκαν μέσω κάποιου συνδυασμού πνεύματος και σάρκας που τους κατέστησε αθάνατους. Προφανώς, βρήκαν το δικό τους καταφύγιο στη λήθη. Μέσα στην καλοσύνη σου το χαρακτηρίζεις έναν κήπο από τον οποίο η Μητέρα μά-ζεψε λουλούδια και φύλλα για να σου φτιάξει ένα στεφάνι, μια παγίδα, όπως είπες. Αλλά αυτή είναι η γλυκιά κοριτσί-στικη ποιητική ματιά σου. Δεν ξέρουμε αν μπορούν να βά-λουν δυο λέξεις στη σειρά».

«Δεν είμαι γλυκό κοριτσάκι», είπα. «Η ποίηση ανήκει σε όλους. Μίλησέ μου!» είπα. «Και ξέχνα αυτές τις λέξεις, "κο-ρίτσι" και "γυναίκα". Μη με φοβάσαι τόσο πολύ».

«Δε σε φοβάμαι», είπε θυμωμένος. «Με φοβάσαι! Την ώρα που αυτό το καινούριο αίμα τρέ-

χει ακόμα μέσα μου, με κατατρώει και με μεταμορφώνει, εγώ δεν καταφεύγω ούτε στη λογική ούτε στη μεταφυσική

Page 326: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

για την ασφάλεια μου. Μπορώ να περπατήσω μέσα από έ-να μύθο και να ξαναβγώ! Με φοβάσαι, γιατί δεν ξέρεις τι είμαι. Μοιάζω με γυναίκα, ακούγομαι σαν άντρας και η λο-γική σου σου λέει ότι ο συνδυασμός αυτός είναι αδύνατο να υπάρχει!»

Σηκώθηκε από το τραπέζι. Το πρόσωπο του απέκτησε μια λάμψη σαν ιδρώτα, αλλά πολύ πιο αστραφτερή.

«Άσε με να σου πω τι συνέβη σε μένα!» είπε αποφασι-στικά.

«Ωραία, πες μου», είπα. «Χωρίς περιστροφές». Αυτό το άφησε ασχολίαστο. Μιλούσα ερήμην της καρ-

διάς μου. Το μόνο που ήθελα ήταν να τον αγαπάω. Ήξερα τις επιφυλάξεις του. Αλλά, παρά τη μεγάλη σοφία του, επι-δείκνυε τρομακτική θέληση, αντρική θέληση, και έπρεπε να μάθω την πηγή της. Έκρυψα την αγάπη μου.

«Πώς σε ξεγέλασαν;» «Δε με ξεγέλασαν», είπε ήρεμα. «Με συνέλαβαν Κέλτες

στη Γαλατία, στην πόλη της Μασσαλίας. Με έφεραν στον Βορρά, άφησαν τα μαλλιά μου να μακρύνουν και με έκλει-σαν μαζί με βαρβάρους στην κουφάλα ενός πελώριου δέ-ντρου στη Γαλατία. Ένας καμένος αιμοπότης με μεταμόρ-φωσε σε "καινούριο θεό" και μου είπε να δραπετεύσω από τους ιερείς της περιοχής, να πάω νότια στην Αίγυπτο και να ανακαλύψω το λόγο για τον οποίο είχαν καεί όλοι οι αιμο-πότες, με συνέπεια όλοι οι νέοι να πεθαίνουν και όλοι οι παλιοί να υποφέρουν ακατάπαυστα. Πήγα για δικούς μου λόγους! Ήθελα να μάθω τι ήμουν!»

«Το καταλαβαίνω», είπα.

Page 327: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Τότε όμως είδα τη λατρεία του αίματος σε όλη τη φρι-κιαστική και απερίγραπτη μορφή της - ήμουν ο θεός, σημεί-ωσε, ο Μάριος, που σε ακολούθησε με λατρεία στη Ρώμη και ήμουν αυτός στον οποίο προσφέρονταν όλοι αυτοί οι άντρες».

«Το διάβασα στην ιστορία του Καίσαρα». «Το διάβασες, αλλά δεν το είδες. Πώς τολμάς να μου

κοκορεύεσαι μ' αυτό τον τρόπο!» «Συγχώρεσε' με, ξέχασα το παιδικό σου πείσμα». Αναστέναξε. «Συγχώρεσε με. Ξέχασα το πρακτικό και

εκ φύσεως ανυπόμονο πνεύμα σου». «Λυπάμαι. Μετανιώνω για τα λόγια μου. Ήμουν ανα-

γκασμένη να παραστώ σε εκτελέσεις στη Ρώμη. Ήταν κα-θήκον μου. Και αυτό γινόταν στο όνομα του νόμου. Ποιος υποφέρει περισσότερο ή λιγότερο; Τα θύματα της θυσίας ή τα θύματα του νόμου;»

«Πολύ καλά. Δραπέτευσα από αυτούς τους Κέλτες και πήγα στην Αίγυπτο και εκεί βρήκα τον Πρεσβύτερο, που ή-ταν φύλακας της Μητέρας και του Πατέρα, της βασίλισσας και του βασιλιά, που ήταν οι πρώτοι αιμοπότες που δημι-ουργήθηκαν ποτέ, από τους οποίους εκπορεύεται αυτός ο εμπλουτισμός του αίματος μας. Ο Πρεσβύτερος μου είπε ι-στορίες που ήταν αόριστες αλλά γοητευτικές. Το βασιλικό ζεύγος κάποτε ήταν άνθρωποι, όχι πια. Κάποιο πνεύμα ή δαίμονας κατέλαβε τον έναν ή και τους δύο και εγκατα-στάθηκε τόσο γερά, που κανένας εξορκισμός δεν κατάφε-ρε να το διώξει. Το βασιλικό ζεύγος μπορούσε να μετα-μορφώνει άλλους δίνοντας αίμα. Προσπάθησαν να ιδρύ-σουν μια θρησκεία. Ανατράπηκε. Ξανά και ξανά ανατρά--

Page 328: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πηκε. Όποιος κατέχει το αίμα μπορεί να δημιουργήσει έ-ναν άλλο! Φυσικά, αυτός ο Πρεσβύτερος ισχυρίστηκε ότι α-γνοούσε το λόγο για τον οποίο είχαν καεί τόσο πολλοί. Αλ-λά ήταν εκείνος που είχε σύρει το ιερό και βασιλικό του φορτίο στον ήλιο μετά από αιώνες ανόητης φύλαξης! Η Αί-γυπτος ήταν νεκρή, μου είπε. "Η σιταποθήκη της Ρώμης", την έλεγε. Είπε ότι το βασιλικό ζεύγος δεν είχε κινηθεί επί χίλια χρόνια».

Αυτό με γέμισε με την πιο αξιοσημείωτη και ποιητική αί-σθηση τρόμου.

«Ε, λοιπόν, το ζεστό φως μίας και μόνης μέρας δεν ήταν πια αρκετό για να καταστρέψει τους αρχαίους γονείς, αλ-λά σε ολόκληρο τον κόσμο τα τέκνα τους υπέφεραν. Κι αυ-τός ο δειλός Πρεσβύτερος, που μόνο οδύνη εισέπραξε σε α-νταμοιβή για τους κόπους του, καμένο δέρμα, έχασε το κου-ράγιο που χρειαζόταν για να συνεχίσει την έκθεση του βα-σιλικού ζεύγους. Δεν είχε κανένα λόγο.

»Η Ακάσα μού μίλησε. Μου μίλησε όσο καλύτερα μπο-ρούσε. Με εικόνες, εικόνες από όσα είχαν συμβεί από την αρχή, πώς αυτή η φυλή από θεούς και θεές είχε ξεπηδήσει από μέσα της και είχαν γίνει εξεγέρσεις και πόση ιστορία είχε χαθεί και οι στόχοι είχαν χαθεί και, όταν χρειάστηκε να αρθρώσει λόγο, η Ακάσα το μόνο που μπορούσε ήταν να σχηματίσει μερικές μικρές σιωπηλές φράσεις: "Μάριε, πά-ρε μας μακριά από την Αίγυπτο!"» Ο Μάριος έκανε μια παύση. «"Πάρε μας μακριά από την Αίγυπτο, Μάριε. Ο Πρεσβύτερος σκοπεύει να μας καταστρέψει. Γίνε εσύ ο φύ-λακάς μας, αλλιώς θα πεθάνουμε εδώ"».

Page 329: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πήρε μια ανάσα- ήταν πιο ήρεμος τώρα, όχι τόσο θυ-μωμένος, αλλά πολύ ταραγμένος, και μέσα στη βαμπιρική μου όραση, που αυξανόταν συνεχώς, ήξερα περισσότερα γι' αυτόν, πόσο πολύ γενναίος ήταν, πόσο πολύ αποφασι-σμένος να επιμείνει στις αρχές που πίστευε, παρά τη μαγεία που τον είχε καταπιεί ολόκληρο πριν βρει το χρόνο ακόμα και να την αμφισβητήσει. Η ζωή του ήταν μια απόπειρα να ζήσει με αξιοπρέπεια, παρ' όλα όσα είχαν συμβεί.

«Η μοίρα μου», είπε, «ήταν άμεσα συνδεδεμένη με τη δι-κή της, με αυτούς! Αν τους άφηνα, ο Πρεσβύτερος αργά ή γρήγορα θα τους εξέθετε ξανά στον ήλιο και εγώ, που δεν είχα αίμα αιώνων μέσα μου, θα καιγόμουν σαν το κερί! Η ζωή μου, που είχε ήδη αλλάξει, θα τελείωνε. Αλλά ο Πρε-σβύτερος δε μου ζήτησε να στήσω καινούριο ιερατείο. Η Α-κάσα δε μου ζήτησε να ιδρύσω καινούρια θρησκεία! Δε μί-λησε για βωμούς και λατρείες. Μόνο ο παλιός καμένος θε-ός στο δάσος του Βορρά μέσα στους βαρβάρους μού είχε ζητήσει να κάνω κάτι τέτοιο όταν με έστειλε στον Νότο, στην Αίγυπτο, τη γενέτειρα όλων των μυστηρίων».

«Πόσο καιρό τούς φυλάς;» «Πάνω από δεκαπέντε χρόνια. Έχω χάσει το λογαρια-

σμό. Ποτέ δεν κουνιούνται και δε μιλάνε. Οι πληγωμένοι, εκείνοι που κάηκαν τόσο πολύ εκείνη την εποχή, που θα τους πάρει αιώνες για να θεραπευτούν, μαθαίνουν ότι βρί-σκομαι εδώ. Έρχονται. Προσπαθώ να τους εξολοθρεύω πριν ο νους τους προλάβει να στείλει κάποια επιβεβαιωτι-κή εικόνα στο νου άλλων που βρίσκονται μακριά. Δεν ο-δηγεί εκείνη αυτά τα καμένα τέκνα της στο μέρος όπου

Page 330: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

βρίσκεται, όπως είχε οδηγήσει κάποτε εμένα! Αν, όμως, με ξεγελάσουν ή με νικήσουν, κινείται μόνο με τον τρόπο που είδες, για να συντρίψει τον αιμοπότη. Αλλά κάλεσε εσένα, Πανδώρα, σε αναζήτησε. Και ξέρουμε για ποιο λόγο α-κριβώς το έκανε. Και εγώ υπήρξα σκληρός μαζί σου. Αδέ-ξιος».

Γύρισε προς το μέρος μου. Η φωνή του έγινε τρυφερή. «Πες μου, Πανδώρα», ρώτησε, «στο όραμα που είδες, όταν παντρευτήκαμε, ήσουν νέα ή γριά; Ήσουν το δεκαπεντά-χρονο κορίτσι που είχα αναζητήσει, ίσως πολύ νωρίς, ή ή-σουν το πλάσμα αυτό στην πλήρη άνθιση που είσαι τώρα; Οι οικογένειες ήταν ευτυχισμένες; Εμείς ήμασταν ωραίοι;»

Με συγκίνησε βαθιά η ειλικρίνεια το)ν λόγων του. Η α-γωνία και η ικεσία που έκρυβαν.

«Ήμασταν όπως είμαστε τώρα», είπα, ανταποδίδοντας επιφυλακτικά το χαμόγελο του με ένα δικό μου. «Ήσουν έ-νας άντρας αιώνια καθηλωμένος στη χρυσή σου ωριμότη-τα κι εγώ όπως είμαι αυτή τη στιγμή».

«Πίστεψέ με», είπε με γλυκιά φωνή, «δε θα είχα μιλήσει τόσο σκληρά, αυτή ειδικά τη νύχτα, αλλά τώρα έχεις μπρο-στά σου πολλές άλλες νύχτες. Τίποτε δεν μπορεί να σε σκο-τώσει τώρα, παρά μόνο ο ήλιος και η φωτιά. Τίποτε μέσα σου δε θα φθαρεί. Έχεις μπροστά σου να ανακαλύψεις χι-λιάδες εμπειρίες».

«Και τι σημαίνει αυτή η έκσταση που ένιωσα όταν έπι-να από εκείνη;» ρώτησα. «Ποια ήταν η απαρχή της και τα δικά της βάσανα; Δεν έχει καμία σχέση με κάτι το ιερό;»

«Τι σημαίνει ιερό;» ρώτησε, ανασηκώνοντας τους ώμους.

Page 331: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Πες μου. Τι σημαίνει ιερό; Ιερότητα ήταν αυτό που είδες στα όνειρά της;»

Έσκυψα το κεφάλι. Δεν μπορούσα να απαντήσω. «Σίγουρα δεν είναι ιερή η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία», εί-

πε. «Ούτε οι ναοί του Αυγούστου Καίσαρα. Ούτε η λατρεία της Κυβέλης! Ούτε η λατρεία εκείνων που προσκυνούν τη φωτιά στην Περσία. Μήπως το όνομα Ίσιδα είναι πια ιερό ή μήπως ήταν ποτέ; Ο Πρεσβύτερος στην Αίγυπτο, ο πρώ-τος και μοναδικός μου δάσκαλος σε όλα αυτά, έλεγε ότι η Ακάσα είχε εφεύρει τις ιστορίες με την Ίσιδα και τον Όσι-ρη για τους δικούς της σκοπούς, για να χαρίσει ποίηση στη λατρεία της. Ο δαίμονας μέσα σ' αυτούς τους δύο δυναμώ-νει με κάθε αιμοπότη που δημιουργείται. Έτσι πρέπει να γίνεται».

«Μα, για ποιο λόγο;» «Τσως για να μαθαίνει περισσότερα», είπε. «Για να βλέ-

πει περισσότερα, να νιώθει περισσότερα μέσα από τον κα-θένα από εμάς που κουβαλάει το αίμα του. Μπορεί να εί-ναι τέτοιο είδος πλάσματος και ο καθένας μας να είναι ένα μικρό μέρος του· μπορεί να κουβαλάμε όλες τις αισθήσεις και τις ικανότητες του πλάσματος και να του επιστρέφου-με όλες τις δικές μας εμπειρίες. Μέσα από εμάς μαθαίνει τον κόσμο!

»Μπορώ να σου πω το εξής», είπε. Έκανε μια παύση και ακούμπησε τα χέρια του στο τραπέζι. «Αυτό που καίει μέ-σα μου δεν ενδιαφέρεται αν το θύμα είναι αθώο ή ένοχο για κάποιο αδίκημα. Διψάει. Όχι κάθε νύχτα, αλλά συχνά! Δε λέει τίποτε! Δε μου μιλάει μέσα μου για βωμούς! Με ο-

Page 332: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

δηγεΐ σαν να είμαι το πολεμικό του άτι και να είναι αυτός ο στρατηγός που το έχει καβαλήσει! Ο Μάριος είναι που ξε-χωρίζει το καλό από το κακό, συμφωνά με την παλιά συ-νήθεια, για λόγους που μπορείς να κατανοήσεις, αλλά όχι αυτή η λυσσαλέα δίψα· αυτή η δίψα γνωρίζει τη φύση, αλ-λά αγνοεί την ηθική».

«Σ' αγαπώ, Μάριε», είπα. «Εσύ και ο πατέρας μου είστε οι μόνοι άντρες που έχω αγαπήσει ποτέ μου αληθινά. Αλλά τώρα πρέπει να βγω έξω μόνη».

«Τι είπες!» έμεινε εμβρόντητος. «Είναι περασμένα με-σάνυχτα».

«Ήσουν πολύ υπομονετικός, αλλά τώρα πρέπει να περ-πατήσω μόνη».

«Θα έρθω μαζί σου». «Όχι, δε θα έρθεις», είπα. «Μα δεν μπορείς να τριγυρνάς στην Αντιόχεια μόνη σου,

ασυνόδευτη». «Γιατί όχι; Τώρα πια, αν θέλω, μπορώ να διαβάζω τις

σκέψεις των θνητών. Μόλις πέρασε ένα φορείο. Οι δούλοι είναι τόσο μεθυσμένοι, που είναι θαύμα που δεν έχουν ρί-ξει κάτω αυτό το πράγμα και δεν έχει πέσει στο δρόμο ο κύ-ριος τους, και ο ίδιος κοιμάται βαθιά. Θέλω να περπατήσω μόνη, εκεί έξω, στην πόλη, στα σκοτεινά σημεία και στα ε-πικίνδυνα σημεία και στα κακά σημεία και στα σημεία ό-που... όπου ακόμα κι ένας θεός δε θα πήγαινε».

«Αυτή είναι η εκδίκησή σου απέναντι μου», είπε. Προ-χώρησα προς την πύλη και με ακολούθησε. «Πανδώρα, ό-χι μόνη σου».

Page 333: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Μάριε, αγάπη μου», είπα γυρνώντας και πιάνοντάς του το χέρι. «Δεν είναι εκδίκηση. Τα Λόγια που είπες νωρίτερα, "κορίτσι" και "γυναίκα", πάντα περιόριζαν τη ζωή μου. Το μόνο που θέλω τώρα είναι να περπατήσω άφοβα με τα μπράτσα γυμνά και τα μαλλιά λυτά, σε όποια σπηλιά ή κίν-δυνο διαλέξω. Είμαι ακόμα μεθυσμένη από αυτό το αίμα, από το δικό σου αίμα! Τα πράγματα που έπρεπε να λά-μπουν τρεμοπαίζουν και αχνοφέγγουν. Πρέπει να μείνω μόνη για να συλλογιστώ όλα όσα μου είπες».

«Αλλά πρέπει να επιστρέψεις πριν από την αυγή, πολύ πριν. Πρέπει να έρθεις μαζί μου στην υπόγεια κρύπτη. Δεν μπορείς απλώς να ξαπλώσεις σε κάποιο δωμάτιο. Το θα-νατηφόρο φως θα διεισδύσει...»

Ήταν τόσο προστατευτικός, τόσο λαμπερός, τόσο θυ-μωμένος.

«Θα ξαναγυρίσω», είπα, «και μάλιστα πολύ πριν από την αυγή και η καρδιά μου θα σπάσει αν δεν είμαστε, από αυ-τή τη στιγμή, αιώνια ενωμένοι».

«Είμαστε ενωμένοι», είπε. «Πανδώρα, είσαι ικανή να με τρελάνεις».

Σταμάτησε στα κάγκελα της πύλης. «Μην έρθεις πιο πέρα», είπα καθώς έφευγα. Κατηφόρισα προς την Αντιόχεια. Τα πόδια μου είχαν

τόση δύναμη και ορμή και η σκόνη και τα χαλίκια στο δρό-μο δεν πλήγωναν τις πατούσες μου και τα μάτια μου δια-περνούσαν τη νύχτα και έβλεπαν τις κουκουβάγιες να συ-νωμοτούν με τα μικρά τρωκτικά που κρύβονταν στα δέντρα, κοιτώντας με και μετά φεύγοντας μακριά, λες και οι φυσι--

Page 334: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

κές τους αισθήσεις τους προειδοποιούσαν εναντίον μου. Έφτασα σύντομα στην ίδια την πόλη. Νομίζω ότι η α-

ποφασιστικότητα με την οποία πήγαινα από δρομάκι σε δρομάκι έφτανε από μόνη της για να τρομάξει οποιονδή-ποτε μπορεί να είχε σκεφτεί να με πειράξει. Άκουγα μόνο δειλές και ερωτικές κατάρες από το σκοτάδι, αυτές τις μπερ-δεμένες κατάρες που οι άντρες εξαπολύουν εναντίον των γυναικών που επιθυμούν - μισή απειλή, μισή απόρριψη.

Ένιωθα τους ανθρώπους στα σπίτια τους να κοιμούνται βαθιά και άκουγα τους φρουρούς που είχαν σκοπιά να μι-λάνε στο στρατόπεδο τους πίσω από την Αγορά.

Έκανα όλα όσα κάνουν πάντα οι νέοι αιμοπότες. Άγγι-ζα τις επιφάνειες των τοίχων και κοιτούσα γοητευμένη έναν κοινό δαυλό και τις πεταλουδίτσες που εγκαταλείπονταν στη φλόγα. Ένιωθα πάνω στα γυμνά μου μπράτσα και στο λεπτό μου χιτώνα τα όνειρα όλης της Αντιόχειας να με κυ-κλώνουν.

Αρουραίοι έτρεχαν πάνω κάτω στους αγωγούς των λυ-μάτων και στους δρόμους. Το ποτάμι έκανε τους δικούς του θορύβους και ερχόταν μια υπόκωφη αντήχηση από τα α-γκυροβολημένα πλοία, ακόμα και με την πιο ανάλαφρη κί-νηση του νερού.

Η Αγορά, λαμπερή με τα φώτα της που έκαιγαν συνεχώς, έπιανε το φεγγάρι σαν να ήταν μια γιγάντια ανθρώπινη πα-γίδα στημένη ειδικά γι' αυτό, το ακριβές αντίθετο ενός γή-ινου κρατήρα, ένα σχέδιο φτιαγμένο από τον άνθρωπο, το οποίο μπορούσαν να δουν και να ευλογήσουν οι αδιάλλα-κτοι ουρανοί.

Page 335: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όταν έφτασα στο σπίτι μου, ανακάλυψα ότι μπορούσα πολύ εύκολα να σκαρφαλώσω στο πιο ψηλό του σημείο και κάθισα εκεί πάνω στα κεραμίδια, τόσο χαλαρή και ασφα-λής και ελεύθερη, κοιτώντας κάτω στην αυλή, στο περι-στύλιο, όπου είχα μάθει πραγματικά -μόνη εκείνες τις τρεις νύχτες- τις αλήθειες που το αίμα της Ακάσα ετοίμαζε για μένα.

Ήρεμη, χωρίς πόνο, τα ξανασκέφτηκα όλα - σαν να χρωστούσα αυτή την αναπόληση στη γυναίκα που ήμουν πριν, τη γυναίκα που είχε αναζητήσει καταφύγιο στο ναό. Ο Μάριος είχε δίκιο. Η βασίλισσα και ο βασιλιάς είχαν κα-ταληφθεί από κάποιο δαίμονα που εξαπλωνόταν μέσω του αίματος, τρεφόταν από αυτό και μεγάλωνε, όπως τον ένιω-θα να κάνει τώρα μέσα μου.

Ο βασιλιάς και η βασίλισσα δεν εφεύραν τη δικαιοσύ-νη! Η βασίλισσα, που έκανε κομματάκια αυτό το μικρό φα-ραώ, δεν εφεύρε το νόμο και το δίκαιο!

Και τα ρωμαϊκά δικαστήρια, που προχωρούσαν φλυα-ρώντας αφόρητα προς κάθε απόφασή τους, ζυγίζοντας όλες τις πλευρές, αρνούμενα οποιοδήποτε μαγικό ή θρησκευτι-κό τέχνασμα, ακόμα και ο' εκείνους τους φριχτούς καιρούς, πάλευαν για τη δικαιοσύνη. Ήταν ένα σύστημα βασισμένο όχι στη θεία αποκάλυψη, αλλά στη λογική.

Όμως δεν μπορούσα να μετανιώσω για τη στιγμή της μέθης, όταν έπινα το αίμα της και πίστευα σ' αυτή και έ-βλεπα τα λουλούδια να μας ραίνουν. Δεν μπορούσα να με-τανιώσω που κάποιος νους είχε καταφέρει να συλλάβει αυ-τή την τέλεια υπερβατικότητα.

Page 336: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ήταν η Μητέρα μου, η βασίλισσα μου, η θεά μου, το παν για μένα. Το είχα καταλάβει όπως υποτίθεται ότι έ-πρεπε να το καταλαβαίνουμε όταν πίνουμε τα φίλτρα στο ναό, όταν τραγουδάμε, όταν λικνιζόμαστε στο εκστατικό τραγούδι. Και μέσα στην αγκαλιά της το είχα καταλάβει. Το είχα καταλάβει και στην αγκαλιά του Μάριου και με πιο ασφαλή τρόπο και το μόνο που ήθελα τώρα ήταν να εί-μαι μαζί του.

Πόσο αποτρόπαιη φάνταζε η λατρεία της. Ατελής και αδαής και να της δίνεται τόση εξουσία! Και πόσο αποκα-λυπτικό που φάνηκε ξαφνικά το γεγονός ότι στην καρδιά των μυστηρίων βρισκόταν μια τόσο ευτελής εξήγηση. Χυ-μένο αίμα στο χρυσό της μανδύα!

Όλες οι εικόνες και τα σημαντικά οράματα σε διδά-σκουν βαθύτερα πράγματα, σκέφτηκα ξανά, όπως είχα κά-νει στο ναό, όταν είχα συμβιβαστεί με την παρηγοριά που πρόσφερε ένα άγαλμα από βασάλτη.

Είμαι εγώ και μόνο εγώ που πρέπει να μετατρέψω τη ζωή μου σε επικό αφήγημα.

Ήμουν πολύ ευτυχισμένη με τον Μάριο που έβρισκε τό-ση παρηγοριά στη λογική. Αλλά και η λογική ήταν απλώς ένα κατασκεύασμα, που είχε επιβληθεί στον κόσμο με την πίστη, και τα αστέρια δεν υπόσχονται το παραμικρό σε κα-νέναν.

Είχα δει κάτι βαθύτερο σε εκείνες τις σκοτεινές νύχτες που κρυβόμουν σε αυτό το σπίτι στην Αντιόχεια, πενθώ-ντας τον πατέρα μου. Είχα δει ότι στην καρδιά της Δημι-ουργίας μπορεί κάλλιστα να κρυβόταν κάτι τόσο ανεξέλε--

Page 337: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

γκτο και ακατανόητο όσο και ένα ηφαίστειο που εκρήγνυ-ται.

Η λάβα του μπορεί εξίσου να καταστρέψει και δέντρα και ποιητές.

Πάρε, λοιπόν, αυτό το δώρο, Πανδώρα, είπα μέσα μου. Πήγαινε στο σπίτι, ευγνώμων που είσαι και πάλι παντρε-μένη, γιατί ποτέ σου δεν είχες πετύχει καλύτερο ταίρι ούτε και σε περίμενε πιο ενδιαφέρουσα μοίρα.

Όταν ξαναγύρισα -και η επιστροφή μου ήταν πολύ γρή-γορη, γεμάτη από καινούρια μαθήματα για το πώς μπο-ρούσα να προσπερνάω εύκολα τις στέγες, χωρίς καν να τις αγγίζω, και τους τοίχους-, όταν ξαναγύρισα, τον βρήκα ε-κεί όπου τον είχα αφήσει, αλλά πολύ πιο θλιμμένο. Καθό-ταν στον κήπο, όπως τον είχα δει στο όραμα που μου είχε στείλει η Ακάσα.

Θα πρέπει να ήταν ένα σημείο που αγαπούσε, πίσω α-πό την έπαυλη με τις πολλές τις πόρτες, σ' έναν πάγκο που έβλεπε ένα δασάκι και ένα φυσικό ρυάκι που κυλούσε α-φρίζοντας πάνω από τα βράχια και χυνόταν σε ένα μεγα-λύτερο ρεύμα μέσα από το ψηλό γρασίδι.

Σηκώθηκε αμέσως. Τον πήρα στην αγκαλιά μου. «Μάριε, συγχώρεσέ με», είπα. «Μην το λες αυτό, εγώ φταίω για όλα. Και δεν κατάφε-

ρα να σε προστατέψω». Ήμασταν αγκαλιασμένοι. Ήθελα να πιέσω τα δόντια

μου μέσα του, να πιω το αίμα του, και μετά το έκανα και τον ένιωσα να παίρνει αίμα από μένα. Αυτή η ένωση ήταν

Page 338: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πολύ πιο ισχυρή από οποιαδήποτε είχα ποτέ γνωρίσει σε νυ-φική παστάδα και αφέθηκα σ' αυτή όπως ποτέ στη ζωή μου δεν είχα αφεθεί σε κανέναν.

Ένιωσα ξαφνικά να με καταλαμβάνει εξάντληση. Διέ-κοψα το φιλί μου και το δάγκωμα.

«Έλα τώρα», είπε. «Ο δούλος σου κοιμάται. Και στη διάρκεια της μέρας, ενώ εμείς πρέπει να κοιμηθούμε, θα φέ-ρει εδώ όλα σου τα υπάρχοντα και τα κορίτσια σου, αν θέ-λεις να τα κρατήσεις».

Κατεβήκαμε μαζί τις σκάλες και μπήκαμε σε ένα άλλο δωμάτιο. Χρειάστηκε όλη η δύναμη του Μάριου για να α-νοίξει η πόρτα, πράγμα που σήμαινε ότι κανένας θνητός δε θα μπορούσε να το κάνει.

Εκεί βρισκόταν μια σαρκοφάγος, απλή, από γρανίτη. «Μπορείς να σηκώσεις το καπάκι της σαρκοφάγου;» ρώ-

τησε ο Μάριος. «Νιώθω αδύναμη!» «Είναι ο ήλιος που ανατέλλει' προσπάθησε να σηκώσεις

το καπάκι. Κύλησέ το προς τη μία πλευρά». Το έκανα και μέσα βρήκα ένα λίκνο από σπασμένα κρι-

νάκια και ροδοπέταλα, από μεταξωτά μαξιλάρια και κομ-μάτια από ξεραμένα λουλούδια που ανέδιδαν άρωμα.

Μπήκα μέσα, γύρισα, κάθισα και ξάπλωσα σ' αυτή την πέτρινη φυλακή. Αμέσως πήρε θέση μέσα στο μνήμα δί-πλα μου και έσπρωξε το καπάκι πίσω στη θέση του και ό-λο το φως του κόσμου, σε οποιαδήποτε μορφή, κλείστηκε απέξω, λες και οι νεκροί το προτιμούν έτσι.

«Νυστάζω. Μετά βίας μπορώ να μιλήσω».

Page 339: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Τι ευλογία», είπε εκείνος. «Δεν ήταν ανάγκη να με προσβάλεις», μουρμούρισα, «αλ-

λά σε συγχωρώ». «Πανδώρα, σ' αγαπώ!» ψέλλισε αδύναμα. «Βάλ' το μέσα μου», είπα, ψαχουλεύοντας ανάμεσα στα

πόδια του. «Γέμισέ με και κράτα με». «Αυτό είναι ανόητο και προληπτικό!» «Τίποτε από τα δύο», είπα. «Είναι συμβολικό και παρη-

γορητικό». Υπάκουσε. Τα σώματά μας έγιναν ένα, συνδεδεμένα α-

πό αυτό το στείρο όργανο που τώρα πια δε σήμαινε γι' αυ-τόν τίποτε περισσότερο από το μπράτσο του, αλλά πώς λά-τρευα το μπράτσο που με τύλιξε και τα χείλια που ακού-μπησαν το μέτωπο μου.

«Σ' αγαπώ, Μάριε, παράξενε, ψηλέ και όμορφε' μου Μά-ριε».

«Δε σε πιστεύω», είπε και η φωνή του ήταν χαμηλότερη από ψίθυρο.

«Τι εννοείς;» «Θα με σιχαθείς σύντομα γι' αυτό που σου έκανα». «Αποκλείεται, λογικέ μου άντρα. Δεν είμαι τόσο πρόθυ-

μη να γεράσω, να φθαρώ και να πεθάνω όσο μπορεί να νό-μιζες. Θα ήθελα να έχω την ευκαιρία να μάθω περισσότε-ρα, να δω περισσότερα...»

Ένιωσα τα χείλια του στο μέτωπο μου. «Αλήθεια προσπάθησες να με παντρευτείς όταν ήμουν

δεκαπέντε;» «Αχ, βασανιστικές μνήμες! Οι προσβολές του πατέρα

Page 340: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σου πληγώνουν ακόμα τα αφτιά μου! Μόνο που δε με πέ-ταξε με τις κλοτσιές από το σπίτι σας!»

«Σ' αγαπώ με όλη μου την καρδιά», ψιθύρισα. «Και κέρ-δισες τελικά. Τοόρα με έχεις σύζυγο σου».

«Σε έχω κάτι, αλλά δε νομίζω ότι "σύζυγος" είναι η κα-ταλληλότερη λέξη γι' αυτό. Μου κάνει εντύπωση πώς ξέχα-σες κιόλας τις έντονες αντιρρήσεις που είχες διατυπώσει προηγουμένως γι' αυτό τον όρο».

«Μαζί», είπα, μόλις ικανή να μιλήσω από τα φιλιά του. Ήμουν νυσταγμένη και αγαπούσα την αίσθηση των χειλιών του, την ξαφνική προθυμία τους για αγνή τρυφερότητα. «Θα σκεφτούμε μια άλλη λέξη πιο εξυψωτική από το "σύ-ζυγος"».

Ξαφνικά έκανα πίσω. Δεν μπορούσα να τον διακρίνω μέσα στο σκοτάδι.

«Μήπως με φιλάς για να μη μιλάω;» «Ναι, ακριβώς αυτό κάνω», είπε. Του γύρισα την πλάτη. «Ξαναγύρνα προς τα εδώ, σε παρακαλώ», είπε. «Όχι», είπα. Έμεινα ακίνητη, συνειδητοποιώντας αχνά ότι το σώμα

του τώρα πια το ένιωθα αρκετά φυσιολογικό, επειδή και το δικό μου είχε γίνει τόσο σκληρό όσο και το δικό του, το ί-διο δυνατό ίσως. Τι θείο πλεονέκτημα. Ω, πόσο τον αγα-πούσα. Τον αγαπούσα! Άσε τον, λοιπόν, να φιλάει το σβέρ-κο σου! Δεν μπορούσε να με αναγκάσει να γυρίσω προς το μέρος του!

Ο ήλιος θα πρέπει να είχε ανατείλει.

Page 341: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Γιατί έπεσε πάνω μου μια σιωπή, που ήταν λες και όλο το σύμπαν, με όλα του τα ηφαίστεια και τις πλημμύρες -και όλους τους αυτοκράτορες, τους βασιλείς, τους δικαστές, τους συγκλητικούς, τους φιλοσόφους και τους ιερείς-, είχε σβή-σει από το χάρτη.

Page 342: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ΟΡΊΣΤΕ, ΛΟΙΠΟΝ, Ντέιβιντ. Θα μπορούσα να συνεχίσω για σελίδες ολόκληρες την κω-

μωδία στο ύφος του Πλαύτου ή του Τερέντιου. Θα μπορού-σα να συναγωνιστώ το Πολύ Κακό για το Τίηοτε του Σαίξπηρ.

Αλλά αυτή είναι η βασική ιστορία. Αυτά κρύβονταν πί-σω από την επιπόλαιη συντετμημένη εκδοχή που περιλαμ-βανόταν στο Βαμτιίρ Λεστά, που είχε γραφτεί στην τελική του μορφή από τον Μάριο ή από τον Λεστά, ποιος να ξέρει.

Άσε με να σε οδηγήσω διαμέσου εκείνων των σημείων που είναι ιερά και καίνε ακόμα μέσα στην καρδιά μου, ό-σο εύκολα κι αν τα απαρνήθηκε κάποιος άλλος.

Και η ιστορία του χωρισμού μας δεν είναι μια απλή πα-ραφωνία, αλλά μπορεί να περικλείει κάποιο δίδαγμα.

Ο Μάριος με έμαθε να κυνηγάω, να πιάνω μόνο τους κακοποιούς και να σκοτώνω ανώδυνα, τυλίγοντας την ψυ-χή του θύματος μου με γλυκά οράματα ή επιτρέποντας στην ψυχή να φωτίσει τον ίδιο της το θάνατο με έναν καταιγισμό από φαντασιώσεις τις οποίες δεν έπρεπε να κρίνω, απλώς

Page 343: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

να καταπίνω, όπως και το αίμα. Όλα αυτό δε χρειάζονται αναλυτική καταγραφή.

Ήμασταν ίσοι σε δύναμη. Όποτε κάποιος καμένος και αστόχαστα φιλόδοξος αιμοπότης έβρισκε το δρόμο του στην Αντιόχεια, πράγμα που συνέβη μερικές φορές και μετά στα-μάτησε, εκτελούσαμε τον ικέτη μαζί. Επρόκειτο για τερα-τώδη πνεύματα, που είχαν σφυρηλατηθεί σε εποχές που δεν μπορούσαμε καλά καλά να καταλάβουμε και αναζητούσαν τη βασίλισσα όπως τα τσακάλια αναζητάνε τα πτώματα των ανθρώπων.

Δεν υπήρξε διαφωνία ανάμεσά μας για κανέναν από αυ-τούς.

Συχνά διαβάζαμε μεγαλόφωνα ο ένας για τον άλλο και γελούσαμε μαζί με το Σατνρικόν του Πετρώνιου και αργότε-ρα μοιραζόμασταν και τα γέλια και τα δάκρυα καθώς δια-βάζαμε τις πικρές σάτιρες του Ιουβενάλη. Οι καινούριες σάτιρες και ιστορίες που κατέφθαναν από τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια δεν είχαν τελειωμό.

Αλλά κάτι χώρισε για πάντα τον Μάριο από μένα. Η αγάπη μεγάλωνε, το ίδιο όμως και οι διαρκείς δια-

φωνίες, και οι διαφωνίες γίνονταν όλο και περισσότερο ε-πικίνδυνος συνδετικός ιστός του δεσμού μας.

Με τα χρόνια ο Μάριος περιφρουρούσε την πολύτιμη λογική του όπως μια Εστιάδα την ιερή φλόγα. Όποτε με καταλάμβανε κάποιο εκστατικό συναίσθημα, εκείνος έ-σπευδε να με ταρακουνήσει από τους ώμους και να μου πει απερίφραστα ότι ήταν παραλογισμός. Παραλογισμός, πα-ραλογισμός, παραλογισμός!

Page 344: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όταν χτύπησε την Αντιόχεια ο τρομερός σεισμός του δεύτερου αιώνα και εμείς δεν πάθαμε το παραμικρό, τόλ-μησα να χαρακτηρίσω αυτό το γεγονός θεία ευλογία. Αυτό έκανε έξαλλο τον Μάριο, που έσπευσε να δηλώσει ότι η ί-δια θεία παρέμβαση είχε προστατέψει και τον Ρωμαίο αυ-τοκράτορα Τραϊανό, που βρισκόταν στην πόλη εκείνη την εποχή. Τι έπρεπε να συμπεράνω από αυτό το σχόλιο;

Για την ιστορία, η Αντιόχεια γρήγορα ξαναχτίστηκε, οι αγορές άκμασαν ξανά κι άλλοι δούλοι συνέρρευσαν τίπο-τε δεν μπορούσε να σταματήσει τα καραβάνια που έρχονταν για τα καράβια και τα καράβια που έρχονταν για τα καρα-βάνια.

Αλλά πολύ πριν από εκείνο το σεισμό, κάθε βράδυ μό-νο ξύλο που δεν παίζαμε.

Έτσι και καθυστερούσα ώρες στο δωμάτιο της Μητέ-ρας και του Πατέρα, ο Μάριος ερχόταν πάντα να με μαζέ-ψει και να με φέρει στα λογικά μου. Δεν μπορούσε να δια-βάσει με ηρεμία όταν εγώ βρισκόμουν σ' αυτή την κατά-σταση, έτσι δήλωνε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί όταν ήξερε ότι εγώ ήμουν κάτω και προκαλούσα συνειδητά την παρα-φροσύνη.

Γιατί, ρώτησα, θα έπρεπε η κυριαρχία του να επεκτεί-νεται σε κάθε γωνία όλου του σπιτιού μας και του κήπου; Και πώς γινόταν να είμαι ίση μ' εκείνον σε δύναμη όποτε κάποιος αιμοπότης έβρισκε το δρόμο του προς την Αντιό-χεια και μαθαίναμε για τους φόνους του και έπρεπε να τον ξεπαστρέψουμε;

«Δεν έχουμε εφάμιλλη ευφυΐα;» ρώτησα.

Page 345: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Μόνο εσύ θα μπορούσες να κάνεις αυτή την ερώτηση!» ήταν η απάντησή του.

Φυσικά, η Μητέρα και ο Πατέρας ποτέ δεν ξανακουνή-θηκαν ούτε ξαναμίλησαν. Ούτε αιματοβαμμένα όνειρα ού-τε θείες εντολές μού δόθηκαν ξανά. Μόνο κάθε τόσο μου το ξαναθύμιζε ο Μάριος. Και μετά από πολύ καιρό μού επέ-τρεψε να φροντίσω το βωμό μαζί του, για να δω καλά μέ-χρι πού έφτανε η σιωπηλή και φαινομενικά αδιάφορη υ-πακοή τους. Έμοιαζαν εντελώς απρόσιτοι- η συνεργασία τους ήταν νωθρή και τρομερή στη θέα.

Όταν ο Φλάβιος αρρώστησε, στα σαράντα του, ο Μάριος κι εγώ είχαμε τον πρώτο από τους πραγματικά μεγάλους καβγάδες μας. Αυτό συνέβη νωρίς, πολύ πριν από το σεισμό.

Μια και το φέρνει η κουβέντα, επρόκειτο για υπέροχη περίοδο, γιατί ο κακός γερο-Τιβέριος γέμιζε την Αντιόχεια με καινούρια, υπέροχα κτίρια. Ήταν η αντίζηλος της Ρώ-μης. Αλλά ο Φλάβιος είχε αρρωστήσει.

Ο Μάριος δεν μπορούσε να το αντέξει. Είχε αγαπήσει πο-λύ τον Φλάβιο - μιλούσαν συνεχώς για τον Αριστοτέλη και ο Φλάβιος είχε αποδειχτεί ένας από εκείνους τους άντρες που μπορούν να κάνουν τα πάντα για σένα, από το να διαχειρί-ζονται το σπιτικό μέχρι να αντιγράφουν τα πλέον εσωτερικά και αποσπασματικά κείμενα με απόλυτη ακρίβεια.

Ο Φλάβιος ποτέ δε μας είχε κάνει ούτε μία ερώτηση για το τι ήμασταν. Στο μυαλό του, όπως είχα δει, η αφοσίωση και η αποδοχή υπερείχαν σημαντικά σε σχέση με την πε-ριέργεια ή το φόβο.

Ελπίζαμε ο Φλάβιος να πάσχει από μια ελαφριά αρρώ--

Page 346: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

στια. Αλλά, τελικά, καθώς ο πυρετός του ανέβαινε, απέ-στρεφε το κεφάλι από τον Μάριο κάθε φορά που εκείνος τον επισκεπτόταν. Αλλά πάντα μου κρατούσε το χέρι όποτε του το πρόσφερα. Συχνά ξάπλωνα δίπλα του ώρες ολόκληρες, όπως κάποτε είχε ξαπλώσει εκείνος δίπλα μου.

Ύστερα, μια νύχτα ο Μάριος με οδήγησε στην πύλη και είπε: «Θα έχει πεθάνει μέχρι να γυρίσω. Μπορείς να το πε-ράσεις μόνη σου αυτό;»

«Προσπαθείς να το αποφύγεις;» ρώτησα. «Όχι», είπε. «Αλλά δε με θέλει να τον δω να πεθαίνει- δε

με θέλει να τον δω να βογκάει από τον πόνο». Κούνησα το κεφάλι. Ο Μάριος έφυγε. Ο Μάριος είχε από καιρό θέσει τον κανόνα ότι δεν έ-

πρεπε να δημιουργηθεί ποτέ πια άλλος αιμοπότης. Δεν έ-κανα τον κόπο να τον ρωτήσω γι' αυτό.

Μόλις έφυγε, μετέτρεψα τον Φλάβιο σε βαμπίρ. Το έ-κανα με τον ίδιο τρόπο που ο καμένος, ο Μάριος και η Α-κάσα το έκαναν στην περίπτωσή μου, γιατί ο Μάριος κι ε-γώ είχαμε συζητήσει αναλυτικά τις μεθόδους - αντλείς όσο περισσότερο αίμα μπορείς και μετά το ξαναδίνεις πίσω μέ-χρι να κοντέψεις να λιποθυμήσεις.

Λιποθύμησα, πράγματι, και είδα αυτό το θαυμάσιο Έλ-ληνα να στέκεται από πάνω μου, χαμογελώντας αχνά, και κάθε ίχνος αρρώστιας είχε φύγει από τη μορφή του. Έ-σκυψε και μου έδωσε το χέρι του για να σηκωθώ.

Ο Μάριος μπήκε μέσα, κοίταξε τον ξαναγεννημένο Φλά-βιο έκπληκτος και είπε: «Φύγε, φύγε από αυτό το σπίτι, α--

Page 347: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πό αυτή την πόλη, από αυτή την επαρχία, από αυτή την αυ-τοκρατορία».

Οι τελευταίες λέξεις του Φλαβίου προς εμένα ήταν: «Σ' ευχαριστώ γι' αυτό το Σκοτεινό Χάρισμα». Αυτή ήταν

η πρώτη φορά που άκουσα εκείνη ειδικά τη φράση, που εμφανίζεται τόσο συχνά στα γραπτά του Λεστά. Πόσο κα-λά την καταλάβαινε αυτός ο μορφωμένος Αθηναίος.

Επί ώρες ολόκληρες απέφευγα τον Μάριο. Δε θα με συγ-χωρούσε ποτέ! Μετά βγήκα έξω στον κήπο. Ανακάλυψα ό-τι ο Μάριος πενθούσε και, όταν σήκωσε τα μάτια, κατάλα-βα ότι ήταν απόλυτα πεπεισμένος ότι σκόπευα να το σκά-σω με τον Φλάβιο. Όταν το είδα αυτό, τον πήρα αγκαλιά. Ήταν όλο ανακούφιση και αγάπη· με συγχώρεσε αμέσως για την «τρομερή απερισκεψία μου».

«Δεν καταλαβαίνεις», είπα, παίρνοντάς του το χέρι, «ότι σε λατρεύω; Αλλά δεν μπορείς να με κυβερνάς! Δεν μπορείς να σκεφτείς με το λογικό σου τρόπο ότι το μεγαλύτερο μέ-ρος του χαρίσματος μας σου διαφεύγει - είναι η ελευθερία από τις δεσμεύσεις του φύλου!»

«Δεν μπορείς να με πείσεις», είπε, «ούτε για μία στιγμή ότι δε νιώθεις, δε σκέφτεσαι και δεν ενεργείς με τον τρόπο μιας γυναίκας. Και οι δύο αγαπούσαμε τον Φλάβιο. Αλλά γιατί ένας ακόμα αιμοπότης;»

«Το μόνο που ξέρω είναι ότι ο Φλάβιος το ήθελε, ο Φλά-βιος ήξερε τα πάντα για τα μυστικά μας, υπήρχε μια... κα-τανόηση ανάμεσα σε μένα και στον Φλάβιο! Υπήρξε πιστός στις πιο ζοφερές ώρες της θνητής ζωής μου. Ω, δεν μπορώ να το εξηγήσω».

Page 348: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Γυναικεία συναισθήματα, αυτό ακριβώς εννοούσα. Και καταδίκασες αυτό το πλάσμα στην αιωνιότητα».

«Θα συμμετέχει στις αναζητήσεις μας», απάντησα. Γύρω στα μέσα του αιώνα, όταν η πόλη ήταν πολύ πλού-

σια κι η αυτοκρατορία είχε μπει στην πιο ειρηνική φάση που θα περνούσε τουλάχιστον για τα επόμενα διακόσια χρό-νια, ο χριστιανός Παύλος ήρθε στην Αντιόχεια.

Πήγα να τον ακούσω να μιλάει μια νύχτα και γύρισα στο σπίτι λέγοντας, χωρίς ιδιαίτερη έμφαση, ότι αυτός ο άν-θρωπος θα μπορούσε να αλλαξοπιστήσει και πέτρες ακό-μα, τόσο μεγάλη ήταν η προσωπική του δύναμη.

«Πώς μπορείς και χάνεις το χρόνο σου με τέτοια πράγ-ματα;» ρώτησε ο Μάριος. «Χριστιανοί. Δεν είναι καν κανο-νική λατρεία! Μερικοί λατρεύουν τον Ιωάννη, άλλοι τον Ιη-σού. Παλεύουν μεταξύ τους! Δε βλέπεις τι έχει κάνει αυτός ο άνθρωπος, ο Παύλος;»

«Όχι, τι;» είπα. «Δεν είπα ότι σκοπεύω να προσχωρήσω στο δόγμα του. Το μόνο που είπα ήταν ότι στάθηκα και τον άκουσα. Ποιον έθιξα μ' αυτό;»

«Εσένα, το μυαλό σου, την ισορροπία σου, την κοινή σου λογική. Κινδυνεύει με όλα αυτά τα ανόητα πράγματα για τα οποία δείχνεις ενδιαφέρον και ειλικρινά θίγεται ακόμα και η ίδια η αλήθεια». Κι αυτό ήταν μόνο η αρχή.

«Να σου πω εγώ γι' αυτό τον Παύλο», είπε ο Μάριος. «Ποτέ του δε γνώρισε ούτε τον Ιωάννη τον Βαπτιστή ούτε τον Ιησού της Γαλιλαίας. Οι Εβραίοι τον πέταξαν έξω από την ομάδα. Ο Ιησούς και ο Ιωάννης ήταν και οι δύο Ε-βραίοι! Κι έτσι ο Παύλος τώρα στράφηκε σε όλους τους υ--

Page 349: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πόλοιπους, και στους Εβραίους και στους χριστιανούς και στους Ρωμαίους και στους Έλληνες, και είπε: Δε χρειάζε-ται να ακολουθείτε τον εβραϊκό νόμο. Ξεχάστε τις γιορτές στην Ιερουσαλήμ. Ξεχάστε την περιτομή. Γίνετε χριστια-νοί».

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια», είπα. «Είναι πολύ εύκολο να ασπαστείς αυτή τη θρησκεία», εί-

πε. «Δε ζητάει τίποτε. Πρέπει να πιστέψεις ότι αυτός ο άν-θρωπος αναστήθηκε εκ νεκρών. Και με την ευκαιρία, εγώ χτένισα όλα τα σχετικά κείμενα που κυκλοφορούν στην α-γορά. Εσύ το έκανες;»

«Όχι. Εκπλήσσομαι που θεώρησες ότι γι' αυτή την έ-ρευνα άξιζε να αφιερώσεις τόσο χρόνο».

«Δε βρήκα πουθενά στα γραπτά εκείνων που γνώρισαν τον Ιωάννη και τον Ιησού να μνημονεύεται ότι είπαν πως κάποιος απ' αυτούς ότι θα αναστηθεί εκ νεκρών ή ότι όλοι που πιστεύουν σ' αυτούς θα κερδίσουν τη μετά θάνατον ζωή. Ο Παύλος τα πρόσθεσε όλα αυτά. Τι γοητευτική υπόσχεση! Και πρέπει να ακούσεις το φίλο σου τον Παύλο να μιλάει για το θέμα της Κόλασης! Τι σκληρό όραμα - ότι οι θνητοί που έσφαλαν μπορεί να αμάρτησαν τόσο σ' αυτή τη ζωή, ώ-στε να τους αξίζει να καίγονται αιώνια».

«Δεν είναι φίλος μου. Δίνεις τρομερή βαρύτητα στα αθώα μου σχόλια. Γιατί αντιδράς τόσο έντονα;»

«Σου είπα, με ενδιαφέρει τι είναι αληθινό και τι είναι λογικό!»

«Ε, λοιπόν, κάτι σου διαφεύγει στην περίπτωση αυτής της ομάδας των χριστιανών: ο τρόπος με τον οποίο όταν

Page 350: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

βρίσκονται μαζί μοιράζονται ένα είδος αγάπης που τους προκαλεί ευφορία και πιστεύουν στη μεγάλη γενναιοδω-ρία...»

«Αχ, όχι πάλι! Και θέλεις να μου πεις ότι αυτό είναι κα-λό;»

Δεν απάντησα. Ξαναγύριζε στη δουλειά του όταν μίλησα. «Με φοβάσαι», του είπα. «Φοβάσαι ότι θα με γοητεύσει

κάποιος που πιστεύει βαθιά και θα σε εγκαταλείψω. Όχι. Όχι , δεν είναι αυτό. Φοβάσαι ότι θα γοητευτείς εσύ και θα παρασυρθείς. Ότι ο κόσμος με κάποιο τρόπο θα σε πείσει να ξαναζήσεις μέσα του κι έτσι δε θα συνεχίσεις πια να ζεις εδώ μαζί μου, παριστάνοντας τον ανώτερο Ρωμαίο ερημί-τη, που παρατηρεί χωρίς να συμμετέχει, αλλά θα γυρίσεις πίσω, αναζητώντας τη θνητή παρηγοριά της συντροφικό-τητας και της εγγύτητας με τους άλλους, της φιλίας με θνη-τούς, της αναγνώρισής σου ως ένας από αυτούς, ενώ δεν εί-σαι ένας από αυτούς!»

«Πανδώρα, λες ανοησίες». «Κράτα τα περήφανα μυστικά σου», είπα. «Αλλά οφεί-

λω να ομολογήσω ότι φοβάμαι για σένα». «Φοβάσαι για μένα; Και γιατί, παρακαλώ;» ρώτησε. «Επειδή δεν καταλαβαίνεις ότι τα πάντα φθείρονται, τα

πάντα είναι κατασκευάσματα! Ότι ακόμα και η λογική και τα μαθηματικά και η δικαιοσύνη δεν έχουν υπέρτατο νόημα!»

«Αυτό δεν είναι αλήθεια», είπε. «Και βέβαια είναι. Θα έρθει κάποια νύχτα που θα δεις

αυτό που είδα εγώ, όταν πρωτοήρθα στην Αντιόχεια, πριν

Page 351: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

με βρεις, πριν από αυτή τη μεταμόρφωση που θα έπρεπε να έχει παρασύρει τα πάντα στο διάβα της.

»Θα δεις μια σκοτεινιά», συνέχισα, «μια σκοτεινιά τόσο απόλυτη, που η Φύση δεν την έχει γνωρίσει ποτέ και που-θενά πάνω στη γη! Μόνο η ανθρώπινη ψυχή μπορεί να τη γνωρίσει. Και συνεχίζεται για πάντα. Και προσεύχομαι, ό-ταν δε θα μπορείς να δραπετεύεις πια από αυτή, όταν θα καταλάβεις ότι σε περιτειχίζει, η λογική σου να σου δώσει κάποια δύναμη για να της αντισταθείς».

Με κοίταξε με μεγάλο σεβασμό. Αλλά δε μίλησε. Συνέ-χισα.

«Η παραίτηση δε θα σε ωφελήσει», είπα, «όταν θα έρ-θει εκείνη η ώρα. Η παραίτηση χρειάζεται ισχυρή θέληση και η θέληση χρειάζεται αποφασιστικότητα και η αποφα-σιστικότητα χρειάζεται πεποίθηση και η πεποίθηση προϋ-ποθέτει να υπάρχει κάτι στο οποίο να πιστεύεις! Και κάθε πράξη ή αποδοχή απαιτεί την παρουσία κάποιου μάρτυ-ρα. Ε, λοιπόν, δεν υπάρχει τίποτε και δεν υπάρχουν μάρ-τυρες! Δεν το ξέρεις ακόμα αυτό, εγώ όμως το ξέρω. Ελπί-ζω, όταν θα το ανακαλύψεις, κάποιος να μπορέσει να σε παρηγορήσει καθώς θα ντύνεις και θα στολίζεις αυτά τα τε-ρατώδη απομεινάρια κάτω από τα αστέρια! Καθώς θα τους φέρνεις λουλούδια!» Ήμουν πολύ θυμωμένη. Συνέχισα:

«Θυμήσου με όταν θα έρθει εκείνη η ώρα - αν όχι για συγχώρεση, θυμήσου με ως πρότυπο. Γιατί αυτά τα έχω δει και έχω επιζήσει. Και δεν έχει καμία σημασία αν κοντο-στάθηκα ν' ακούσω τον Παύλο να κηρύσσει για τον Χριστό ή ότι πλέκω στεφάνια με λουλούδια για τη βασίλισσα ή ότι

Page 352: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χορεύω σαν ανόητη κάτω από το φως του φεγγαριού σιον κήπο πριν ξημερώσει ή ότι... ότι σ' αγαπάω. Γιατί δεν υ-πάρχει τίποτε. Και κανείς για να δει. Κανείς!» Αναστέναξα. Είχε έρθει η ώρα να τελειώσω.

«Ξαναγύρισε στην ιστορία σου, σ' αυτό το μάτσο ψέμα-τα που προσπαθεί να συνδέσει το κάθε γεγονός με τη σχέ-ση αιτίας και αιτιατού, αυτή την εξωφρενική πίστη που πρε-σβεύει ότι κάθε πράγμα είναι συνέπεια κάποιου άλλου πράγ-ματος. Σου το λέω ότι δεν είναι έτσι. Αλλά είναι πολύ ρω-μαϊκό από μέρους σου να το πιστεύεις».

Κάθισε σιωπηλός και με κοίταζε. Δεν μπορούσα να κα-ταλάβω τι σκεφτόταν ή τι ένιωθε. Μετά με ρώτησε:

«Τι θα προτιμούσες να κάνω;» Ποτέ του δεν τον είχα δει πιο αθώο.

Γέλασα πικρά. Μήπως δε μιλούσαμε την ίδια γλώσσα; Δεν είχε ακούσει ούτε μία λέξη απ' όσα είχα πει. Κι όμως δε μου έδωσε καμία απάντηση, μόνο μια απλή ερώτηση.

«Καλά», είπα. «Θα σου πω τι θέλω. Αγάπα με, Μάριε, α-γάπα με, αλλά άσε με στην ησυχία μου!» φώναξα. Δεν είχα καν προλάβει να σκεφτώ. Οι λέξεις είχαν βγει αυθόρμητα. «Άσε με στην ησυχία μου, για να αναζητώ τη δική μου πα-ρηγοριά, το δικό μου τρόπο να παραμένω ζωντανή, όσο α-νόητη ή ασήμαντη κι αν σου φαίνεται αυτή η παρηγοριά. Άσε με ήσυχη!»

Πληγώθηκε, δεν καταλάβαινε, έδειχνε ακόμα τόσο α-θώος.

Είχαμε πολλές ανάλογες διαφωνίες όσο περνούσαν οι δεκαετίες.

Page 353: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μερικές φορές ερχόταν σε μένα μετά- ξεκινούσε μα-κριές, στοχαστικές συζητήσεις για το τι ένιωθε ότι συνέ-βαινε στην αυτοκρατορία, πώς οι αυτοκράτορες παραφρο-νούσαν και η Σύγκλητος δεν είχε καμία εξουσία, πώς η ίδια η πρόοδος του ανθρώπου ήταν μοναδική στη Φύση, κάτι που έπρεπε να μελετηθεί. Πώς λαχταρούσε για ζωή, σκε-φτόταν, μέχρι να μην υπάρχει πια ζωή στον πλανήτη.

«Ακόμα κι αν δεν έχει μείνει τίποτε εκτός από έρημο και χαλάσματα», είπε, «θα ήθελα να βρίσκομαι εκεί, να βλέπω τους αμμόλοφους να μετακινούνται», συνέχισε. «Αν έμενε μόνο ένα λυχνάρι σ' ολόκληρο τον κόσμο, θα ήθελα να κοι-τάω τη φλόγα του. Το ίδιο και εσύ».

Αλλά οι όροι της μάχης και η ένταση της ποτέ δεν άλ-λαξαν πραγματικά.

Κατά βάθος, πίστευε ότι τον μισούσα που ήταν τόσο σκληρός μαζί μου τη νύχτα που μου δόθηκε το Σκοτεινό Αί-μα. Του είπα ότι αυτό ήταν παιδιάστικο. Δεν μπορούσα να τον πείσω ότι η ψυχή μου και η διάνοιά μου είναι απέρα-ντες για να χωρέσουν μια τέτοια ασήμαντη μνησικακία και ότι δεν του χρωστούσα καμία εξήγηση για τις σκέψεις μου, τις λέξεις μου και τις πράξεις μου.

Επί διακόσια χρόνια ζούσαμε μαζί και αγαπιόμασταν. Κάθε μέρα τον έβλεπα και πιο όμορφο.

Όσο κατέφθαναν στην πόλη όλο και περισσότεροι βάρ-βαροι και από τον Βορρά και από την Ανατολή, δεν ένιω-θε πια την ανάγκη να ντύνεται ως Ρωμαίος και συχνά φο-ρούσε τα πολυποίκιλτα ρούχα των αντρών της Ανατολής. Τα μαλλιά του έμοιαζαν να γίνονται όλο και πιο λεπτά, πιο

Page 354: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ανοιχτόχρωμα. Σπάνια τα έκοβε, πράγμα ποι) φυσικά θα έ-πρεπε να κάνει κάθε νύχτα, αν ήθελε να τα διατηρήσει κο-ντά. Ήταν εκθαμβωτικά πάνω στους ώμους του.

Καθώς το πρόσωπο του γινόταν όλο και πιο λείο, έφυ-γαν και οι λιγοστές γραμμές που θα μπορούσαν τόσο εύκολα να χαράζουν το θυμό στην έκφρασή του. Όπως σου είπα πριν, μοιάζει πολύ με τον Λεστά. Μόνο που είναι πιο δεμέ-νος στο κορμί και η ηλικία είχε σκληρύνει λίγο περισσότε-ρο το πιγούνι του πριν από το Σκοτεινό Χάρισμα. Αλλά οι ανεπιθύμητες ρυτίδες χάνονταν κάτω από τα μάτια του σι-γά σιγά.

Μερικές φορές, για συνεχείς νύχτες, φοβούμενοι μήπως καβγαδίσουμε, δε μιλούσαμε καθόλου. Υπήρχε πάντα με-ταξύ μας σωματική τρυφερότητα - αγκαλιές, φιλιά, μερικές φορές το απλό, σιωπηλό σφίξιμο των χεριών μας.

Αλλά ξέραμε ότι τώρα είχαμε ζήσει πολύ περισσότερο α-πό τη φυσιολογική διάρκεια μιας ανθρώπινης ζωής.

Δε χρειάζεται να σου αφηγηθώ λεπτομερώς εκείνη την αξιοσημείωτη εποχή. Είναι πολύ γνωστή. Μόνο άσε με να σημειώσω εδώ μερικές υπενθυμίσεις. Άσε με να σου περι-γράψω πως έβλεπα τις αλλαγές που συνέβαιναν σε ολό-κληρη την αυτοκρατορία.

Η Αντιόχεια, ως ευημερούσα πόλη, δεν καταστράφηκε από κανέναν. Οι αυτοκράτορες άρχισαν να την ευνοούν και να την επισκέπτονται. Κι άλλοι ναοί αφιερώνονταν στις α-νατολικές θρησκείες. Και μετά, χριστιανοί κάθε λογής συ-νέρρευσαν στην πόλη.

Είναι γεγονός ότι οι χριστιανοί της Αντιόχειας αποτε--

Page 355: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λούσαν, αν μη χι άλλο, ένα τεράστιο και ενδιαφέρον πλή-θος ανθρώπων που διαφωνούσαν μεταξύ χους.

Η Ρώμη κήρυξε τον πόλεμο στους Εβραίους, συντρίβο-ντας εντελώς την Ιερουσαλήμ και καταστρέφοντας τον Ιε-ρό Ναό τους. Πολλοί λαμπροί Εβραίοι διανοητές ήρθαν στην Αντιόχεια, καθώς και στην Αλεξάνδρεια.

Δυο, ίσως τρεις φορές οι ρωμαϊκές λεγεώνες μάς προ-σπέρασαν από τον Βορρά, προς την Παρθία' μία φορά εί-χαμε μια μικρή εξέγερση και στην πόλη μας, αλλά η Ρώμη πάντα φρόντιζε να εξασφαλίζει την κυριαρχία της στην πό-λη της Αντιόχειας. Το μόνο που συνέβη ήταν να κλείσει η Αγορά για μία μέρα! Το εμπόριο συνεχίστηκε, ο μεγάλος πόθος των καραβανιών για τα πλοία και των πλοίων για τα καραβάνια, και η Αντιόχεια ήταν το κρεβάτι στο οποίο τε-λούνταν ο γάμος τους.

Ελάχιστη καινούρια ποίηση δημοσιευόταν. Η σάτιρα έ-μοιαζε η μόνη ασφαλής και έντιμη έκφραση της ρωμαϊκής διάνοιας εκείνη την εποχή, έτσι είχαμε τη σπαρταριστή ι-στορία Ο Χρυσός Γάιδαρος του Απουλήιου, που έμοιαζε να κοροϊδεύει όλες τις θρησκείες. Αλλά στον ποιητή Μαρτιάλη

διέκρινες μια πικρία. Και εκείνες οι επιστολές του Πλί-νιου που έφτασαν μέχρι τα χέρια μου ήταν γεμάτες αυστη-ρές κρίσεις για το ηθικό χάος της Ρώμης.

Ως βαμπίρ άρχισα να τρέφομαι αποκλειστικά με στρα-τιώτες. Μου άρεσαν, μου άρεσε η όψη τους, η δύναμή τους. Τρεφόμουν τόσο πολύ από αυτούς, που από την απερισκε-ψία μου έγινα μύθος ανάμεσά τους. «Η Ελληνίδα Θάνα-τος». Κι αυτό εξαιτίας της αμφίεσής μου, που τους φαινό--

Page 356: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ταν αρχαϊκή. Χτυπούσα στην τύχη στους σκοτεινούς δρό-μους. Δεν υπήρχε περίπτωση να με περικυκλώσουν ποτέ ή να με σταματήσουν, τόσο ισχυρές ήταν η ικανότητα μου, η δύναμή μου και η δίψα μου.

Αλλά έβλεπα πράγματα στους εξεγερμένους τους θανά-τους, τη λάμψη μιας μάχης σώμα με σώμα σε μια προέλα-ση, κάποια μοναχική πάλη σ' ένα απότομο βουνό. Τους σκότωνα ευγενικά στο τέλος, πίνοντας από το αίμα τους μέ-χρι να χορτάσω, και μερικές φορές μού φαινόταν, σαν μέ-σα από ένα πέπλο, ότι έβλεπα τις ψυχές εκείνων που είχε σκοτώσει ο καθένας από αυτούς.

Όταν το είπα στον Μάριο αυτό, είπε ότι ήταν ακριβώς το είδος της μυστικιστικής ανοησίας που περίμενε από μένα.

Δεν επέμεινα. Παρακολουθούσε με έντονο ενδιαφέρον τις εξελίξεις

στη Ρώμη. Σε μένα φαίνονταν απλώς παράξενες. Μελετούσε εντατικά τις ιστορίες του Δίωνα Κάσσιου και

του Πλούταρχου και του Τάκιτου και χτυπούσε τη γροθιά του όταν μάθαινε για τις ατελείωτες αψιμαχίες στον Ρήνο ποταμό και την προέλαση βόρεια προς τη Βρετανία και το χτίσιμο του τείχους του Αδριανού, για να κρατήσει για πά-ντα μακριά τους Σκοτσέζους, που, όπως οι Γερμανοί, δεν υ-ποτάσσονταν σε κανέναν.

«Δεν κάνουν περιπολίες, δε διατηρούν, δε συγκρατούν πια κάποια αυτοκρατορία», είπε. «Διαφύλαξη ενός τρόπου ζωής! Εδώ πρόκειται απλά για πόλεμο και εμπόριο!»

Δεν μπορούσα να διαφωνήσω. Στην πραγματικότητα, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρό--

Page 357: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τερη απ' όσο πίστευε. Αν κυκλοφορούσε έξω τόσο συχνά ό-σο εγώ κι αν άκουγε τους φιλοσόφους στην Αγορά, θα τρό-μαζε.

Μάγοι κατέκλυζαν τους δρόμους, ισχυριζόμενοι ότι μπο-ρούν να πετούν, να βλέπουν οράματα, να γιατρεύουν τους αρρώστους αγγίζοντάς τους απλά με το χέρι τους! Ενεπλά-κησαν σε μάχες με τους χριστιανούς και τους Εβραίους. Δε νομίζω ότι ο ρωμαϊκός στρατός τούς έδωσε καμιά σημα-σία.

Η ιατρική όπως τη γνώριζα από τη θνητή ζωή μου είχε πια κατακλυστεί από χείμαρρους μυστικών συνταγών της Ανατολής, φυλαχτά, τελετουργικά και μικρά προστατευτι-κά ειδώλια.

Οι μισοί συγκλητικοί -και παραπάνω- δεν είχαν πια ι-ταλική καταγωγή. Αυτό σήμαινε ότι η Ρώμη δεν ήταν πια η Ρώμη που ξέραμε. Και ο τίτλος του αυτοκράτορα κατάντη-σε αστείο. Με τόσες δολοφονίες, δολοπλοκίες και λογομα-χίες, με τόσους κίβδηλους αυτοκράτορες και πραξικοπή-ματα έγινε σύντομα σαφές ότι κυβερνούσε ο στρατός. Ο στρατός επέλεγε τον αυτοκράτορα. Ο στρατός τον υποστή-ριζε.

Οι χριστιανοί είχαν χωριστεί σε φατρίες που πολεμού-σαν μεταξύ τους. Ήταν πραγματικά εκπληκτικό. Η θρη-σκεία δε διαλύθηκε από τις διαφωνίες. Δυνάμο)νε με τη δι-αίρεση. Περιστασιακές μανιώδεις διώξεις -στις οποίες ο κόσμος εκτελούνταν επειδή δεν προσκυνούσε στους ρω-μαϊκούς βωμούς- κατάφερναν μόνο να δυναμώσουν τη συ-μπάθεια του πληθυσμού προς αυτή την καινούρια λατρεία.

Page 358: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Και η νέα λατρεία ήταν βυθισμένη σε διαφωνίες για ό-λα τα δόγματα που σχετίζονταν με τους Εβραίους, τον Θεό και τον Ιησού.

Το πιο παράξενο πράγμα είχε συμβεί με αυτή τη θρη-σκεία. Αφού εξαπλώθηκε απίστευτα χάρη στα γρήγορα πλοία, στους καλούς δρόμους και στις καλά διατηρημένες εμπορικές διαδρομές, ξαφνικά βρέθηκε σε περίεργη θέση. Δεν έφτασε η συντέλεια του κόσμου, όπως είχαν προβλέψει ο Ιησούς και ο Παύλος.

Και όσοι είχαν ποτέ γνωρίσει ή δει τον Ιησού είχαν ήδη πεθάνει. Τελικά, πέθαναν και όλοι όσοι είχαν γνωρίσει τον Παύλο.

Εμφανίστηκαν χριστιανοί φιλόσοφοι, που σταχυολο-γούσαν και επέλεγαν κατά την κρίση τους από τις παλιές ελ-ληνικές ιδέες και από την αρχαία εβραϊκή παράδοση.

Ο Ιουστίνος έγραψε ότι ο Χριστός ήταν ο Λόγος· μπο-ρούσες να είσαι άθεος και παρά ταύτα να σωθείς εν Χριστώ αν πίστευες στη λογική.

Έπρεπε να το πω αυτό στον Μάριο. Πίστευα ότι σίγουρα θα τον κινητοποιούσε, και η νύχτα

ήταν πληκτική, αλλά αντέδρασε με χυδαία αποσπάσματα των Γνωστικών.

«Κάποιος ονόματι Σατουρνίνος ή Σατορνείλος εμφανί-στηκε στην Αγορά σήμερα», είπε. «Μπορεί να τον έχεις α-κουστά. Κηρύσσει μια περίεργη παραλλαγή αυτής της χρι-στιανικής πίστης που βρίσκεις τόσο διασκεδαστική, στην ο-ποία ο Θεός των Εβραίων είναι στην πραγματικότητα ο Διά-βολος και ο Ιησούς ο νέος Θεός. Αυτή δεν ήταν η πρώτη του

Page 359: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

εμφάνιση. Αυτός και σι πιστοί του, χάρη στον τοπικό χρι-στιανό επίσκοπο Ιγνάτιο, κατευθύνονται προς την Αλεξάν-δρεια».

«Υπάρχουν ήδη εδώ κάποια βιβλία μ' αυτές τις ιδέες», εί-πα, «που έφτασαν από την Αλεξάνδρεια. Για μένα είναι α-κατανόητα. Ίσως να μην είναι για σένα. Μιλάνε για τη Σο-φία, μια θηλυκή θεότητα της γνώσης, που προηγήθηκε της Δημιουργίας. Οι Εβραίοι και οι χριστιανοί θέλουν με κάποιο τρόπο να περιλάβουν αυτή την αντίληψη περί Σοφίας στην πίστη τους. Μου θυμίζει πολύ την αγαπημένη μας Ίσιδα».

«Την αγαπημένη σον Ίσιδα!» είπε. «Φαίνεται ότι υπάρχουν στοχαστές που θέλουν να τα υ-

φάνουν όλα μαζί, όλους τους μύθους ή την ουσία τους, για να φτιάξουν ένα λαμπρό τάπητα».

«Πανδώρα, θα με αρρωστήσεις πάλι», με προειδοποίη-σε. «Να σου πω εγώ τι κάνουν οι χριστιανοί σου. Οργανώ-νονται γερά. Αυτό τον επίσκοπο τον Ιγνάτιο θα τον διαδε-χτεί κάποιος άλλος και οι επίσκοποι θέλουν τώρα να μας πείσουν ότι η περίοδος της ατομικής αποκάλυψης έχει τε-λειώσει· θέλουν να απαλλαγούν από όλα τα τρελά βιβλία που κυκλοφορούν στην αγορά και να φτιάξουν έναν κανό-να που να πιστεύουν όλοι οι χριστιανοί».

«Ποτέ μου δεν πίστεψα ότι θα μπορούσε να συμβεί κά-τι τέτοιο», είπα. «Συμφωνούσα μαζί σου πιο πολύ απ' όσο φαντάστηκες όταν τους καταδίκαζες».

«Πετυχαίνουν επειδή απομακρύνονται από τη συναι-σθηματική ηθική», είπε. «Οργανώνονται όπως οι Ρωμαίοι. Ο επίσκοπος Ιγνάτιος είναι πολύ αυστηρός. Μεταβιβάζει

Page 360: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

εξουσίες. Έχει αποφανθεί επί της ορθότητας πολλών χει-ρογράφων. Πρόσεξες ότι όλοι οι προφήτες εκδιώκονται α-πό την Αντιόχεια;»

«Ναι, έχεις δίκιο», είπα. «Τι πιστεύεις; Είναι καλό ή κα-κό αυτό;»

«Θέλω τον κόσμο να γίνει καλύτερος», είπε. «Καλύτερος για τους ανθρώπους. Καλύτερος. Μόνο ένα πράγμα είναι σαφές: οι παλιοί αιμοπότες τώρα πια έχουν πεθάνει και δεν υπάρχει κάτι που να μπορούμε να κάνουμε εγώ, εσύ ή η βασίλισσα κι ο βασιλιάς για να παρέμβουμε στη ροή των ανθρώπινων γεγονότων. Πιστεύω ότι οι άνθρωποι πρέπει να προσπαθήσουν πιο σκληρά. Προσπαθώ να καταλάβω το κακό ακόμα πιο βαθιά με κάθε θύμα που σκοτώνω.

«Οποιαδήποτε θρησκεία εγείρει φανατικές απαιτήσεις στο όνομα της θέλησης κάποιου θεού με τρομάζει».

«Γνήσιος οπαδός του Αυγούστου», είπα. «Συμφωνώ μα-ζί σου, αλλά έχει πλάκα να διαβάζεις αυτούς τους τρελούς, τους Γνωστικούς. Τον Μαρκίωνα και τον Βαλεντίνο».

«Μπορεί να έχει πλάκα για σένα. Εγώ βλέπω κίνδυνο πα-ντού. Αυτός ο νέος χριστιανισμός δεν εξαπλώνεται μόνο, αλ-λάζει κιόλας σε κάθε μέρος όπου εξαπλώνεται- είναι σαν κά-ποιο ζώο που κατατρώει την τοπική χλωρίδα και πανίδα και μετά αποκτά κάποια ιδιαίτερη δύναμη από την τροφή αυτή».

Δεν μπορούσα να διαφωνήσω μαζί του. Στο τέλος του δεύτερου αιώνα η Αντιόχεια ήταν μια έ-

ντονα χριστιανική πόλη. Και μου φαινόταν, καθώς διάβα-ζα τα έργα των νέων επισκόπων και των φιλοσόφων, ότι θα μπορούσαν να μας είχαν συμβεί και χειρότερα πράγματα.

Page 361: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Πρέπει να συνειδητοποιήσεις, ωστόσο, Ντέιβιντ, ότι η Α-ντιόχεια δεν καλυπτόταν από κάποιο σύννεφο παρακμής-

δεν υπήρχε στην ατμόσφαιρα καμιά αίσθηση ότι επίκειται το τέλος της αυτοκρατορίας. Αν μη τι άλλο, υπήρχε οργιώδης δραστηριότητα παντού. Το εμπόριο έχει την τάση να σου δημιουργεί αυτή την αίσθηση, αυτή τη λανθασμένη αίσθη-ση ότι υπάρχει ανάπτυξη και δημιουργικότητα ακόμα κι ό-ταν δεν υπάρχουν. Μπορεί να ανταλλάσσονται τα πράγμα-τα, αυτό όμως δε σημαίνει απαραίτητα και ότι βελτιώνονται.

Έπειτα ακολούθησε η σκοτεινή περίοδος για μας. Δυο δυνάμεις συνασπίστηκαν εναντίον του Μάριου και του ε-ξάντλησαν το κουράγιο. Η Αντιόχεια ήταν πιο ενδιαφέ-ρουσα παρά ποτέ.

Η Μητέρα και ο Πατέρας δεν είχαν κουνήσει βλέφαρο από την πρώτη νύχτα της έλευσής μου!

Να σου περιγράψω την πρώτη καταστροφή, επειδή για μένα δεν ήταν τόσο δύσκολο να την αντέξω και ένιωθα μό-νο συμπόνια για τον Μάριο.

Όπως σου είπα, το θέμα τού ποιος ήταν ο αυτοκράτο-ρας είχε καταντήσει αστείο. Αλλά πραγματικά τα γεγονότα στις αρχές του δεύτερου αιώνα ήταν άνω ποταμών.

Αυτοκράτορας την εποχή εκείνη ήταν ο Καρακάλλας, έ-νας κανονικός δολοφόνος. Σε ένα προσκύνημα στην Αλε-ξάνδρεια, για να δει τον τάφο του Μεγάλου Αλεξάνδρου, είχε -για λόγους που κανείς δε γνωρίζει ακόμα και σήμερα-μαζέψει χιλιάδες νεαρούς Αλεξανδρινούς και είχε διατάξει να θανατωθούν. Η Αλεξάνδρεια ποτέ δεν είχε γνωρίσει τέ-τοια σφαγή.

Page 362: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο Μάριος ήταν σε απόγνωση. Όλος ο κόσμος ήταν σε απόγνωση.

Ο Μάριος σκεφτόταν την περίπτωση να φύγει από την Αντιόχεια, να φύγει μακριά από τα ερείπια της αυτοκρα-τορίας. Είχα αρχίσει να συμφωνώ μαζί του.

Μετά αυτός ο απαράδεκτος αυτοκράτορας, ο Καρα-κάλλας, κατευθύνθηκε προς την περιοχή μας με την πρό-θεση να πολεμήσει την Παρθία βόρεια και ανατολικά από εμάς. Τίποτε το ασυνήθιστο για την Αντιόχεια!

Η μητέρα του -και δεν είναι ανάγκη να θυμάσαι αυτά τα ονόματα-, η Ιουλία Δόμνα, εγκαταστάθηκε στην Αντιό-χεια. Πέθαινε από καρκίνο του μαστού. Και να προσθέσω εδώ ότι αυτή η γυναίκα μαζί με το γιο της, τον Καρακάλλα, είχε βοηθήσει στη δολοφονία του άλλου της γιου, του Γέτα, επειδή τα δυο αδέρφια μοιράζονταν την αυτοκρατορική ε-ξουσία και απειλούσαν να κηρύξουν εμφύλιο πόλεμο.

Να συνεχίσω, λοιπόν, και σημειώνω ξανά ότι δεν είναι ανάγκη να θυμηθείς κανένα από αυτά τα ονόματα.

Συγκεντρώθηκαν στρατεύματα γι' αυτό τον πόλεμο ενα-ντίον δύο βασιλέων της Ανατολής, του Βολόγεσου Ε' και του Αρτάβανου Ε'. Ο Καρακάλλας κήρυξε πράγματι τον πόλε-μο, νίκησε και επέστρεψε θριαμβευτής. Μετά, λίγα μίλια έ-ξω από την Αντιόχεια, δολοφονήθηκε από τους ίδιους του τους στρατιώτες ενώ προσπαθούσε να ουρήσει!

Όλα αυτά έφεραν τον Μάριο σε απελπισία. Ώρες ολό-κληρες καθόταν στο βωμό και κοιτούσε τη Μητέρα και τον Πατέρα. Ένιωθα πως ήξερα τι σκεφτόταν, ότι θα έπρεπε να θυσιάσουμε και τους εαυτούς μας και εκείνους, αλλά δεν

Page 363: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μπορούσα να αντέξω αυτί] τη σκέψη. Δεν ήθελα να χάσω τη ζωή μου. Δεν ήθελα να χάσω τον Μάριο.

Δε με ενδιέφερε ιδιαίτερα η μοίρα της Ρώμης. Η ζωή α-πλωνόταν ακόμα μπροστά μου, όλο υποσχέσεις για θαύ-ματα.

Ξαναγυρίζουμε στην κωμωδία. Ο στρατός αμέσως έ-στεψε αυτοκράτορα έναν άντρα από τις επαρχίες που ονο-μαζόταν Μακρινός, που ήταν Μαυριτανός και φορούσε σκουλαρίκι στο αφτί.

Εκείνος αμέσως τσακώθηκε με τη μητέρα του νεκρού αυτοκράτορα, την Ιουλία Δόμνα, επειδή δεν της επέτρεπε να φύγει από την Αντιόχεια για να πεθάνει αλλού. Εκείνη αρνήθηκε το φαγητό και πέθανε από ασιτία.

Όλα αυτά γίνονταν πολύ κοντά σε μας! Αυτοί οι παρά-φρονες βρίσκονταν στην πόλη μας, όχι πολύ μακριά, σε μια πρωτεύουσα που πενθούσαμε.

Μετά ξέσπασε ξανά πόλεμος, επειδή οι βασιλείς της Ανατολής, που είχαν πιαστεί στον ύπνο προηγουμένως από τον Καρακάλλα, τώρα ήταν έτοιμοι και ο Μακρινός ανα-γκάστηκε να οδηγήσει τις λεγεώνες στη μάχη.

Όπως σου είπα, οι λεγεώνες τώρα έλεγχαν τα πάντα. Κά-ποιος θα έπρεπε να είχε μιλήσει στον Μακρίνο. Αντί να πο-λεμήσει, εξαγόρασε τους εχθρούς. Τα στρατεύματα δεν έ-νιωθαν ιδιαίτερη περηφάνια για το γεγονός. Και μετά τα έ-βαλε μαζί τους, στερώντας τους κάποια από τα προνόμιά τους.

Δεν έμοιαζε να καταλαβαίνει ότι για να επιβιώσει έπρε-πε να διατηρεί την εύνοιά τους. Αν και, φυσικά, αυτό δεν εί-χε ωφελήσει ιδιαίτερα τον Καρακάλλα, τον οποίο αγαπούσαν.

Page 364: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Όπως και να χει το πράγμα, η αδερφή της Ιουλίας Δό-μνας, ονόματι Ιουλία Μαίσα, που ήταν συριακής καταγω-γής και από μια οικογένεια αφιερωμένη στον Σύρο θεό του ήλιου, εκμεταλλεύτηκε αυτή την κακή στιγμή για το ηθικό των άπληστων λεγεώνων, για να αναγορεύσει αυτοκράτορα τον εγγονό που της είχε χαρίσει η Ιουλία Σοαιμιάδα! Ήταν ένα απαράδεκτο σχέδιο, για πολλούς λόγους. Πρώτα απ' ό-λα, και οι τρεις Ιουλίες ήταν Σύρες. Το αγόρι το ίδιο ήταν δεκατεσσάρων χρόνων και με κληρονομικό δικαίωμα ιερέ-ας του Σύρου θεού του ήλιου.

Αλλά με τον έναν ή τον άλλο τρόπο η Ιουλία Μαίσα και ο εραστής της κόρης της, ο Γάνυς, κατάφεραν να πείσουν μια χούφτα στρατιώτες σ' ένα αντίσκηνο ότι αυτό το δεκα-τετράχρονο αγόρι συριακής καταγωγής θα έπρεπε να γίνει αυτοκράτορας της Ρώμης.

Ο στρατός έπαψε να στηρίζει τον Μακρίνο και εκείνος και ο γιος του κυνηγήθηκαν και σκοτώθηκαν.

Έτσι, οι περήφανοι στρατιώτες παρέλασαν με εκείνο το δεκατετράχρονο αγόρι στους ώμους τους! Εκείνο, όμως, δεν ήθελε να το αποκαλούν με το ρωμαϊκό του όνομα. Ήθελε να το φωνάζουν με το όνομα του θεού που λάτρευε, του Η-λιογάβαλου. Η παρουσία του και μόνο στην Αντιόχεια έ-σπασε τα νεύρα όλων των πολιτών. Τελικά, αυτός και οι τρεις Ιουλίες που είχαν απομείνει -η θεία του, η μητέρα του και η γιαγιά του, όλες Σύρες ιέρειες- έφυγαν από την Αντιόχεια.

Στη Νικομήδεια, που ήταν πολύ κοντά μας, ο Ηλιογά-βαλος δολοφόνησε τον εραστή της μητέρας του. Ποιος είχε

Page 365: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

απομείνει, λοιπόν; Επίσης, πήρε μια πελώρια ιερή μαύρη πέ-τρα και την έφερε μαζί του στη Ρώμη, λέγοντας ότι αυτή η πέτρα τώρα ήταν αφιερωμένη στον Σύρο θεό του ήλιου, που όλοι έπρεπε πλέον να προσκυνάνε.

Είχε ξεκινήσει το ταξίδι του διά θαλάσσης, αλλά μερι-κές φορές δε χρειαζόταν περισσότερο από έντεκα μέρες για να φτάσει ένα γράμμα από τη Ρώμη στην Αντιόχεια και σύντομα ξεσηκώθηκε πλήθος από φήμες. Ποιος θα μάθει ποτέ την αλήθεια γι' αυτόν;

Ηλιογάβαλος. Έχτισε ένα ναό για την πέτρα στον Πα-λατινό Λόφο. Υποχρέωνε τους Ρωμαίους να στέκουν ολό-γυρα με φοινικικούς χιτώνες, ενώ έσφαζε βόδια και πρό-βατα για να τα θυσιάσει.

Παρακάλεσε τους γιατρούς να προσπαθήσουν να τον μεταμορφώσουν σε γυναίκα, δημιουργώντας το κατάλλη-λο άνοιγμα ανάμεσα στα πόδια του. Οι Ρωμαίοι έφριξαν με αυτό.

Τη νύχτα ντυνόταν γυναίκα, φορώντας ακόμα και πε-ρούκα, και τριγυρνούσε στις ταβέρνες.

Σε όλη την αυτοκρατορία ο στρατός άρχισε να στασιάζει. Ακόμα και οι τρεις Ιουλίες, η γιαγιά Ιουλία Μαίσα, η

θεία του Ιουλία Δόμνα και η ίδια του η μητέρα Ιουλία Σο-αιμιάδα άρχισαν να αγανακτούν μαζί του. Μετά από τέσ-σερα χρόνια -τέσσερα χρόνια, φαντάσου- κυριαρχίας αυ-τού του μανιακού, οι στρατιώτες τον σκότωσαν και πέτα-ξαν το πτώμα του στον Τίβερη.

Ο Μάριος πίστευε ότι δεν είχε απομείνει τίποτε από τον κόσμο που κάποτε αποκαλούσαμε Ρώμη. Και είχε σιχαθεί

Page 366: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

και χους χριστιανούς οχην Αντιόχεια, χους καβγάδες χους για δογμαχικά ζητήματα. Τώρα πια θεωρούσε όλες τισ μυστη-ριακές θρησκείες επικίνδυνες. Έφερνε αυχό χον παράφρο-να αυχοκράχορα παράδειγμα του φανατισμού που κέρδιζε έδαφος εκείνη την εποχή.

Και είχε δίκιο. Είχε δίκιο. Μόλις που κατάφερνα να τον συγκρατήσω από την α-

πόγνωση. Στην πραγματικότητα, δεν είχε ακόμα αντιμετω-πίσει αυτό το φοβερό σκοτάδι για το οποίο του είχα μιλή-σει κάποτε· ήταν πολύ ταραγμένος, πολύ ενοχλημένος και εριστικός.

Αλλά εγώ φοβόμουν πολύ γι' αυτόν και πονούσα γι' αυ-τόν και δεν ήθελα να βλέπει τόσο μαύρα τα πράγματα όσο εγώ, τον ήθελα σε μεγαλύτερη εγρήγορση, να μην περιμέ-νει τίποτε και σχεδόν να χαμογελάει με την κατάρρευση της αυτοκρατορίας μας.

Μετά συνέβη το χειρότερο, κάτι που και οι δύο είχαμε φοβηθεί με τη μία ή την άλλη μορφή. Αλλά μας συνέβη με το χειρότερο τρόπο.

Μια νύχτα εμφανίστηκαν στις πάντα ανοιχτές μας πόρ-τες πέντε αιμοπότες.

Κανείς μας δεν τους είχε ακούσει να πλησιάζουν. Ξα-πλωμένοι με τα βιβλία μας, σηκώσαμε τα μάτια και είδαμε αυτούς τους πέντε, τρεις γυναίκες, έναν άντρα κι ένα αγόρι, και συνειδητοποιήσαμε ότι φορούσαν όλοι μαύρα ρούχα. Ήταν ντυμένοι σαν χριστιανοί ερημίτες και ασκητές που α-παρνιούνται τη σάρκα και λιμοκτονούν. Η Αντιόχεια είχε ά-φθονους από δαύτους στην έρημο που την περιέβαλλε.

Page 367: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αυτοί, όμως, ήταν αιμοπότες. Με οκούρα μαλλιά και μάτια και σκούρο δέρμα στέκο-

νταν μπροστά μας με σταυρωμένα χέρια. Σκούρο δέρμα, σκέφτηκα γρήγορα. Είναι νέοι. Έγιναν

μετά τη μεγάλη φωτιά. Τι κι αν ήταν πέντε; Γενικά, είχαν μάλλον ελκυστικά πρόσωπα, καλοσχημα-

τισμένα χαρακτηριστικά και φροντισμένα φρύδια και βα-θιά, σκούρα μάτια και πάνω τους διέκρινες σημάδια από τα ζωντανά τους σώματα - μικροσκοπικές ρυτίδες δίπλα στα μάτια τους, ζάρες στις αρθρώσεις των χεριών τους.

Φάνηκαν το ίδιο ξαφνιασμένοι που μας είδαν όσο κι ε-μείς που είδαμε αυτούς. Κοίταξαν την έντονα φωτισμένη βιβλιοθήκη· κοίταξαν τα πολυτελή μας ρούχα, που έρχο-νταν σε έντονη αντίθεση με τους δικούς τους ασκητικούς χιτώνες.

«Λοιπόν», είπε ο Μάριος, «ποιοι είστε;» Κρύβοντας τις σκέψεις μου, προσπάθησα να σκαλίσω

τις δικές τους. Τα μυαλά τους ήταν κλειδωμένα. Ήταν α-φοσιωμένοι σε κάτι. Μύριζε φανατισμό. Ένιωσα ένα κακό προαίσθημα.

Αρχισαν να μπαίνουν δειλά από την ανοιχτή πόρτα. «Όχι, σταματήστε, παρακαλώ», τους είπε ο Μάριος στα

ελληνικά. «Αυτό είναι το σπίτι μου. Πείτε μου ποιοι είστε και μετά ίσως σας καλέσω να διαβείτε το κατώφλι μου».

«Είστε χριστιανοί, έτσι δεν είναι;» είπα. «Είστε ζηλωτές». «Είμαστε!» είπε ο ένας τους στα ελληνικά. Ήταν ο ά-

ντρας. «Είμαστε η μάστιγα της ανθρωπότητας, στο όνομα του

Page 368: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Θεού και του Υιού του, του Χρίστου. Είμαστε τα Τέκνα του Σκότους».

«Ποιος σας δημιούργησε;» ρώτησε ο Μάριος. «Δημιουργηθήκαμε σε μια ιερή σπηλιά και στο ναό μας»,

είπε ένας άλλος, μια γυναίκα, μιλώντας κι εκείνη ελληνικά. «Ξέρουμε την αλήθεια για τον Όφι και τα δόντια του είναι και δικά μας δόντια».

Σηκώθηκα και πλησίασα τον Μάριο. «Νομίζαμε ότι θα ήσασταν στη Ρώμη», είπε ο νεαρός. Εί-

χε κοντά μαύρα μαλλιά και πολύ στρογγυλά αθώα μάτια. «Ε-πειδή ο χριστιανός επίσκοπος της Ρώμης είναι τώρα ο α-νώτερος μεταξύ των χριστιανών και η θεολογία της Αντιό-χειας δεν έχει πια μεγάλη βαρύτητα».

«Γιατί να είμαστε στη Ρώμη;» ρώτησε ο Μάριος. «Τι εί-ναι για μας ο Ρωμαίος επίσκοπος;»

Η γυναίκα πήρε το λόγο. Τα μαλλιά της ήταν χωρισμέ-να αυστηρά στη μέση, αλλά το πρόσωπο της ήταν αριστο-κρατικό και αρμονικό. Είχε ιδιαίτερα όμορφα, γραμμένα χείλια.

«Γιατί κρύβεστε από μας; Ακούμε να μιλάνε για σας χρό-νια ολόκληρα! Ξέρουμε ότι γνωρίζετε πράγματα - για μας και για την προέλευση του Σκοτεινού Χαρίσματος, ότι ξέ-ρετε πώς το έστειλε ο Θεός στον κόσμο και ότι σώσατε το είδος μας από την εξαφάνιση».

Ο Μάριος ήταν τρομοκρατημένος, αλλά δεν το έδειχνε. «Δεν έχω τίποτε να σας πω», είπε, ίσως υπερβολικά βια-

στικά. «Παρά μόνο ότι δεν πιστεύω στον Θεό σας ή στον Χριστό σας και δεν πιστεύω ότι ο Θεός έστειλε αυτό το Σκο--

Page 369: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

τεινό Χάρισμα, όπως το αποκαλείτε, στον κόσμο. Κάνατε ένα τρομερό λάθος».

Έδειχναν πολύ δύσπιστοι και εντελώς αποφασισμένοι. «Κοντέψατε να πετύχετε τη σωτηρία», είπε ένας άλλος,

το αγόρι στην άκρη της γραμμής, που τα μαλλιά του ήταν ακούρευτα και έπεφταν στους ώμους του. Είχε αντρική φω-νή, αλλά τα μέλη του ήταν μικρά. «Φτάσατε σχεδόν στο ση-μείο να είστε τόσο ισχυροί και τόσο αγνοί, που να μη χρει-άζεστε να πίνετε!»

«Μακάρι να ήταν αλήθεια αυτό, αλλά δεν είναι», είπε ο Μάριος.

«Γιατί δε μας καλωσορίζετε;» ρώτησε το αγόρι. «Γιατί δε μας οδηγείτε και δε μας διδάσκετε για να μπορέσουμε να ε-ξαπλώσουμε καλύτερα το Σκοτεινό Αίμα και να τιμωρήσου-με τους θνητούς για τις αμαρτίες τους; Είμαστε αγνοί στην καρδιά. Είμαστε εκλεκτοί. Ο καθένας μας μπήκε στη σπη-λιά με γενναιότητα και εκεί ο δαίμονας που πέθαινε, ένα δια-λυμένο πλάσμα από αίμα και κόκαλα, εξόρισε τον Ουρανό σε μια κόλαση φωτιάς· μας μετέφερε τη διδασκαλία του».

«Ποια ήταν αυτή;» ρώτησε ο Μάριος. «Κάντε τους να υποφέρουν», είπε η γυναίκα. «Φέρτε το

θάνατο. Να απέχετε από όλα τα εγκόσμια, όπως έκαναν οι Στωικοί και οι ερημίτες της Αιγύπτου, αλλά φέρτε το θάνατο. Τιμωρήστε τους».

Η γυναίκα έγινε πιο εχθρική. «Αυτός ο άντρας δεν πρό-κειται να μας βοηθήσει», είπε μέσα από τα δόντια της. «Αυ-τός ο άντρας είναι βέβηλος. Αυτός ο άντρας είναι αιρετι-κός».

Page 370: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Αλλά πρέπει να μας δεχτείς», είπε ο νεαρός άντρας που είχε μιλήσει πρώτος. «Σας αναζητούσαμε πολύ καιρό και πολύ μακριά και ερχόμαστε ταπεινά μπροστά σας. Αν θέ-λετε να ζείτε σε παλάτι, ίσως αυτό να είναι δικαίωμά σας, το έχετε κερδίσει, αλλά εμείς όχι. Ζούμε στο σκοτάδι, δεν έχουμε άλλη απόλαυση εκτός από το αίμα, τρεφόμαστε α-διακρίτως από τους αδύναμους και τους αρρώστους και τους αθώους. Υλοποιούμε τη θέληση του Χριστού όπως ο Ό-φις υλοποίησε τη θέληση του Θεού στην Εδέμ όταν έβαλε την Εύα σε πειρασμό».

«Ελάτε στο ναό μας», είπε ένας από τους άλλους, «και δεί-τε το ιερό δέντρο με τον ιερό Όφι τυλιγμένο γύρω του. Έ-χουμε τα δόντια του. Ο Θεός τον έπλασε, όπως ο Θεός έ-πλασε και τον Ιούδα Ισκαριώτη ή τον Κάιν ή τους κακούς αυτοκράτορες της Ρώμης».

«Α», είπα. «Κατάλαβα. Πριν συναντήσετε τον Θεό στη σπηλιά, ήσασταν λάτρεις του Όφεως. Είστε οφίτες, σεθια-νοί, νασηνοί».

«Αυτή ήταν η πρώτη μας επιταγή», είπε το αγόρι. «Τώ-ρα όμως ανήκουμε στα Τέκνα του Σκότους, αφιερωμένα στη θυσία και στο φόνο, αφιερωμένα στο να κάνουμε τους ανθρώπους να υποφέρουν».

«Ω Μαρκίωνα και Βαλεντίνε», είπε ο Μάριος ψιθυρι-στά. «Δεν ξέρετε τα ονόματα, έτσι δεν είναι; Είναι οι ποιη-τικοί Γνωστικοί που εφεύραν το βόρβορο της φιλοσοφίας σας πριν από εκατό χρόνια. Δυϊσμός - ότι σ' ένα χριστιανι-κό κόσμο το κακό θα μπορούσε να είναι εξίσου ισχυρό με το καλό».

Page 371: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Ναι, το ξέρουμε αυτό», μίλησαν πολλοί μαζί. «Δεν ξέ-ρουμε αυτά τα ανόσια ονόματα. Αλλά ξέρουμε τον Όφι και ξέρουμε τι θέλει ο Θεός από μας».

«Ο Μωυσής ύψωσε τον Όφι στην έρημο, ψηλά, πάνω α-πό το κεφάλι του», είπε το αγόρι. «Ακόμα και η βασίλισσα της Αιγύπτου γνώριζε τον Όφι και τον φορούσε στο στέμ-μα της».

«Η ιστορία του μεγάλου Λεβιάθαν ξεριζώθηκε στη Ρώ-μη», είπε η γυναίκα. «Την έβγαλαν από τα ιερά βιβλία. Ε-μείς όμως τη γνωρίζουμε!»

«Όλα αυτά τα μάθατε, λοιπόν, από Αρμένιους χριστια-νούς. Ή μήπως ήταν Σύροι;»

Ένας άντρας, κοντός στο ανάστημα, με γκρίζα μάτια δεν είχε μιλήσει όλη αυτή την ώρα, τώρα όμως προχώρησε μπρο-στά και απευθύνθηκε στον Μάριο με φωνή γεμάτη κύρος.

«Έχεις στα χέρια σου αρχαίες αλήθειες», είπε, «και τις χρησιμοποιείς με βέβηλο τρόπο. Όλοι σε γνωρίζουν. Τα ξανθά Τέκνα του Σκότους στα δάση του Βορρά σε γνωρί-ζουν και ξέρουν ότι έκλεψες ένα σημαντικό μυστικό από την Αίγυπτο πριν από τη γέννηση του Χριστού. Πολλοί έ-χουν έρθει εδώ, είδαν εσένα και τη γυναίκα και έφυγαν φο-βισμένοι».

«Πολύ σοφά», είπε ο Μάριος. «Τι βρήκες στην Αίγυπτο;» ρώτησε η γυναίκα. «Χρι-

στιανοί καλόγεροι ζουν τώρα σ' εκείνες τις παλιές αίθουσες που κάποτε ανήκαν σε μια παλιά γενιά αιμοποτών. Οι κα-λόγεροι δεν ξέρουν για μας, εμείς όμως ξέρουμε τα πάντα για εκείνους και για σένα. Υπήρχαν γραφές εκεί, υπήρχαν

Page 372: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

μυστικά, υπήρχε κάτι που η θεία θέληση τώρα επιτάσσει να βρεθεί στα χέρια μας».

«Όχι, δεν υπήρχε τίποτε», είπε ο Μάριος. Η γυναίκα ξαναμίλησε: «Όταν οι Εβραίοι έφυγαν από

την Αίγυπτο, όταν ο Μωυσής χώρισε την Ερυθρά Θάλασσα, μήπως άφησαν τίποτε πίσω τους οι Εβραίοι; Γιατί ο Μωυσής ύψωσε το φίδι στην έρημο; Ξέρετε πόσοι πολλοί είμαστε; Σχεδόν εκατό. Ταξιδεύουμε σιο μακρινό Βορρά, στον Νότο, ακόμα και στην Ανατολή, σε χώρες που δε θα πιστεύατε».

Αντιλήφθηκα ότι ο Μάριος ήταν αναστατωμένος. «Πολύ καλά», είπα, «καταλαβαίνουμε τι θέλετε και για-

τί οδηγηθήκατε στο συμπέρασμα ότι εμείς μπορούμε να σας ικανοποιήσουμε. Σας ζητώ, σας παρακαλώ, να βγείτε έξω στον κήπο και να μας αφήσετε να συζητήσουμε. Σεβα-στείτε το σπίτι μας. Μην πειράξετε τους δούλους μας».

«Δε θα μπορούσαμε να το διανοηθούμε». «Και θα επιστρέψουμε σύντομα». Άρπαξα το χέρι του Μάριου και τον τράβηξα κάτω στις

σκάλες. «Πού πηγαίνεις;» ψιθύρισε. «Διώξε όλες τις εικόνες από

το μυαλό σου! Δεν πρέπει να δουν τίποτε». «Δε θα βλέπουν», είπα. «Και από τη θέση που θα κάθο-

μαι όταν θα σου μιλάω ούτε και θα ακούνε». Φάνηκε να καταλαβαίνει τι ήθελα να πω. Τον οδήγησα

στο ιερό της Μητέρας και του Πατέρα, που παρέμεναν α-μετάβλητοι, κλείνοντας τις πέτρινες πόρτες πίσω μου.

Τράβηξα τον Μάριο πίσω από τον καθιστό βασιλιά και τη βασίλισσα.

Page 373: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Κατά πάσα πιθανότητα μπορούν να ακούνε τις καρδιές του ζεύγους», ψιθύρισα με τον πιο αχνό τρόπο που μπο-ρούσε να ακουστεί. «Αλλά μπορεί να μην ακούνε εμάς, ε-ξαιτίας αυτού του ήχου. Πρέπει να τους σκοτώσουμε, να τους καταστρέψουμε τελείως».

Ο Μάριος έμεινε εμβρόντητος. «Κοίτα, το ξέρεις ότι πρέπει να το κάνουμε αυτό!» είπα.

«Πρέπει να σκοτώσεις και αυτούς και οποιονδήποτε άλλο σαν κι αυτούς που θα μας πλησιάσει ποτέ. Γιατί σοκάρε-σαι τόσο πολύ; Ετοιμάσου. Ο πιο απλός τρόπος είναι να τους κόψουμε πρώτα κομματάκια και μετά να τους κά-ψουμε».

«Αχ, Πανδώρα», αναστέναξε. «Μάριε, γιατί δειλιάζεις;» «Δε δειλιάζω, Πανδώρα», είπε. «Βλέπω ότι εγώ θα αλ-

λάξω αμετάκλητα από μια τέτοια πράξη. Το να σκοτώνω ό-ταν διψάω, για να συντηρούμαι και να συντηρώ αυτούς ε-δώ που από κάποιον πρέπει να συντηρηθούν, αυτό το έκα-να πολύ καιρό. Αλλά να μετατραπώ σε δήμιο; Να γίνω σαν τους αυτοκράτορες που καίνε χριστιανούς; Να κηρύξω πό-λεμο εναντίον αυτού του είδους, αυτής της τάξης, αυτής της λατρείας, ότι κι αν είναι, να πάρω μια τέτοια θέση!»

«Δεν έχεις επιλογή, έλα, λοιπόν. Υπάρχουν πολλά διακο-σμητικά σπαθιά στο δωμάτιο όπου κοιμόμαστε. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσουμε τα μεγάλα γιαταγάνια. Και το δαυλό. Πρέπει να πάμε και να τους πούμε ότι λυπόμαστε πολύ γι' αυτό που πρέπει να κάνουμε και μετά να το κάνουμε!»

Δεν απάντησε.

Page 374: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Μάριε, θα χους αφήσεις να φύγουν κι έτσι να έρθουν και άλλοι σχο καχόπι μας; Η μόνη πιθανόχηχα να είμαστε α-σφαλείς είναι να καταστρέφουμε οποιονδήποτε αιμοπότη ανακαλύπτει το βασιλιά και τη βασίλισσα».

Απομακρύνθηκε από το μέρος μου και στάθηκε μπρο-στά στη Μητέρα. Την κοίταξε στα μάτια. Ήξερα ότι της μι-λούσε σιωπηλά. Και ήξερα ότι εκείνη δεν απαντούσε.

«Υπάρχει και μια άλλη πιθανότητα», είπα, «και είναι αρ-κετά ρεαλιστική». Του έκανα νόημα να ξαναγυρίσει, από πί-σω τους, εκεί όπου αισθανόμουν πιο άνετα να συνωμοτώ.

«Τι τρέχει;» ρώτησε. «Δώσε τους το βασιλιά και τη βασίλισσα. Και τότε εσύ κι

εγώ θα είμαστε ελεύθεροι. Θα φροντίσουν αυτοί το βασιλιά και τη βασίλισσα με θρησκευτική ευλάβεια! Τσως ο βασιλιάς και η βασίλισσα να τους επιτρέψουν ακόμα και να πιουν...»

«Αυτό είναι αδιανόητο!» είπε. «Ακριβώς το ίδιο αισθάνομαι κι εγώ. Δε θα ξέρουμε πο-

τέ αν θα είμαστε ασφαλείς. Κι εκείνοι θα τριγυρίζουν ασυ-γκράτητοι σ' όλο τον κόσμο σαν υπερφυσικά τρωκτικά. Μή-πως έχεις κανένα τρίτο σχέδιο;»

«Όχι, αλλά είμαι έτοιμος. Θα χρησιμοποιήσουμε τη φω-τιά και τα σπαθιά μαζί. Μπορείς εσύ να πεις τα ψέματα που θα τους δελεάσουν όσο θα πλησιάζουμε οπλισμένοι με σπαθιά και δαυλούς;»

«Μα ναι, φυσικά», είπα. Πήγαμε στην αίθουσα και πήραμε τα μεγάλα καμπύλα

σπαθιά που ήταν πολύ κοφτερά και έρχονταν από τον κό-σμο της ερήμου των Αράβων. Ανάψαμε άλλο ένα δαυλό α-

Page 375: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

πό εκείνον που βρισκόταν στη βάση της σκάλας και ανε-βήκαμε μαζί.

«Ελάτε εδώ, Τέκνα μου», είπα με δυνατή φωνή καθώς μπήκα στο δωμάτιο, «ελάτε, γιατί αυτό που έχω να σας α-ποκαλύψω χρειάζεται το φως αυτού του δαυλού και θα μά-θετε σύντομα τον ιερό σκοπό αυτού του σπαθιού. Πόσο ευ-σεβείς είστε».

Σταθήκαμε μπροστά τους. «Πόσο νέοι είστε!» είπα. Ξαφνικά, τους κατέλαβε φόβος και ζάρωσαν όλοι μαζί.

Μας απλούστευσαν τόσο τη δουλειά έτσι όπως είχαν μα-ζευτεί ο ένας δίπλα στον άλλο, που τελειώσαμε σε λίγα λε-πτά, βάζοντας φωτιά στα ρούχα τους, κόβοντας τα μέλη τους, αγνοώντας τις αξιολύπητες κραυγές τους.

Ποτέ δεν είχα χρησιμοποιήσει όλη μου τη δύναμη και την ταχύτητα ούτε ολόκληρη τη θέλησή μου, όπως το έ-πραξα εναντίον τους. Ήταν αναζωογονητικό να τους κομ-ματιάζω, να τους λαμπαδιάζω με το δαυλό, να τους πετσο-κόβω μέχρι να καταρρεύσουν, μέχρι να χάσουν κάθε ίχνος ζωής. Και δεν ήθελα να υποφέρουν.

Επειδή ήταν τόσο νέοι, τόσο νεοφώτιστοι αιμοπότες, μας πήρε αρκετή ώρα για να κάψουμε τα οστά, να βεβαιωθού-με ότι είχαν μετατραπεί όλα σε σκόνη.

Αλλά τελικά έγινε και σταθήκαμε μαζί -ο Μάριος κι ε-γώ- στον κήπο, με τα ρούχα μας λερωμένα με καπνιά, να κοιτάμε κάτω το γρασίδι που κυμάτιζε, να βεβαιωνόμαστε με τα ίδια μας τα μάτια ότι οι στάχτες θα σκορπίζονταν σε όλες τις κατευθύνσεις.

Page 376: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ο Μάριος έκανε ξαφνικά μεταβολή, έφυγε βιαστικά από κοντά μου και κατέβηκε τις σκάλες προς το ιερό της Μητέρας.

Έσπευσα ξοπίσω του πανικόβλητη. Στεκόταν κρατώντας το δαυλό και το αιματοβαμμένο σπαθί -αχ, πώς είχαν αι-μορραγήσει- και κοίταξε την Ακάσα στα μάτια.

«Αχ, άκαρδη Μητέρα!» ψιθύρισε. Το πρόσωπο του ήταν λερωμένο με αίμα και σκόνη. Κοίταξε τον αναμμένο δαυ-λό και σήκωσε το βλέμμα προς τη βασίλισσα.

Η Ακάσα και ο Ενκίλ δεν έδειξαν σημάδια ότι είχαν πά-ρει είδηση τη σφαγή που είχε γίνει πάνω. Δεν έδειχναν ού-τε έγκριση ούτε ευγνωμοσύνη ούτε καμιά μορφή συναί-σθησης. Δεν έδειχναν να αντιλαμβάνονται το δαυλό στα χέ-ρια του ή τις σκέψεις του, όποιες κι αν ήταν αυτές.

Αυτό ήταν το τέλος του Μάριου, το τέλος του Μάριου που γνώριζα και αγαπούσα εκείνη την εποχή.

Επέλεξε να μη φύγει από την Αντιόχεια, ενώ εγώ υπο-στήριζα να φύγουμε και να τους πάρουμε μαζί μας σε μα-κρινές περιπέτειες, για να δούμε τα θαύματα του κόσμου.

Εκείνος όμως αρνήθηκε. Είχε μόνο μία υποχρέωση. Και αυτή ήταν να μείνει περιμένοντας κι άλλους να έρθουν, μέ-χρι να σκοτώσει και τον τελευταίο.

Βδομάδες ολόκληρες ούτε μιλούσε ούτε κουνιόταν, ε-κτός κι αν τον ταρακουνούσα εγώ, και μετά με ικέτευε να τον αφήσω ήσυχο. Σηκωνόταν από το μνήμα μόνο για να κάθεται σε αναμονή με το δαυλό και το σπαθί.

Η κατάσταση μου έγινε αφόρητη. Πέρασαν μήνες. Εί-πα: «Σιγά σιγά τρελαίνεσαι. Θα έπρεπε να τους πάρουμε α-πό εδώ!»

Page 377: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μετά, μια νύχτα, πολύ θυμωμένη και μόνη, φώναξα α-νόητα: «Μακάρι να ελευθερωνόμουν κι από εκείνους κι α-πό σένα!» Και φεύγοντας από το σπίτι δεν ξαναγύρισα για τρεις νύχτες.

Κοιμόμουν σε σκοτεινά, ασφαλή μέρη που δημιουρ-γούσα για μένα με ευκολία. Κάθε φορά που τον έφερνα στο νου μου τον σκεφτόμουν να κάθεται εκεί ακίνητος, τόσο ί-διος μ' εκείνους, και φοβόμουν.

Αν ήξερε μόνο τι σημαίνει αληθινή απόγνωση· αν είχε αντιμετωπίσει αυτό που τώρα αποκαλούμε «παράλογο». Αν είχε αντιμετωπίσει το τίποτε! Τότε αυτή η σφαγή δε θα του είχε τσακίσει το ηθικό.

Τελικά, κάποιο πρωί, λίγο πριν από την ανατολή, όταν είχα κρυφτεί με ασφάλεια, μια περίεργη σιωπή σκέπασε την Αντιόχεια. Ο ρυθμός που άκουγα όσο καιρό έμενα εκεί χάθηκε. Προσπαθούσα να σκεφτώ τι μπορεί να σημαίνει αυτό. Αλλά υπήρχε χρόνος να μάθω.

Είχα κάνει έναν απαράδεκτα εσφαλμένο συλλογισμό. Η έπαυλη ήταν άδεια. Είχε κανονίσει τη μετακόμιση να γίνει στη διάρκεια της μέρας. Δεν είχα ιδέα πού είχε πάει! Όλα όσα του ανήκαν είχαν μεταφερθεί και όλα όσα ανήκαν σε μένα είχαν αφεθεί στη θέση τους με σχολαστικότητα.

Τον είχα προδώσει όταν με είχε χρειαστεί περισσότερο παρά ποτέ. Περπατούσα κάνοντας κύκλους γύρω από τον άδειο βωμό. Ούρλιαζα και άφηνα τις κραυγές να αντηχούν στους τοίχους.

Δεν ξαναγύρισε ποτέ στην Αντιόχεια. Καμία επιστολή του δεν έφτασε ποτέ.

Page 378: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μετά από έξι ακόμα μήνες παραιτήθηκα και έφυγα. Φυσικά, ξέρεις ότι τα θρήσκα και αφοσιωμένα στο χρι-

στιανισμό βαμπίρ τελικά δεν εξαλείφθηκαν, μέχρι που εμ-φανίστηκε ο Λεστά, ντυμένος με κόκκινο βελούδο και γού-να, και τους θάμπωσε και σάρκασε τις πεποιθήσεις τους. Αυ-τά έγιναν την Εποχή της Λογικής. Τότε ήταν που ο Μάριος δέχτηκε τον Λεστά. Ποιος να ξέρει πόσα άλλα δόγματα βα-μπίρ να υπάρχουν;

Όσο για μένα, είχα χάσει τον Μάριο ξανά μέχρι τότε. Τον είχα δει μόνο για μία μοναδική πολύτιμη νύχτα ε-

κατό χρόνια νωρίτερα και, φυσικά, χιλιάδες χρόνια μετά την κατάρρευση αυτού που αποκαλούμε «αρχαίο κόσμο».

Τον είδα! Ήταν στη φανταχτερή, εύθραυστη εποχή του Λουδοβίκου ΙΔ', του Βασιλιά Ήλιου. Βρισκόμασταν σ' ένα χορό της Αυλής στη Δρέσδη. Έπαιζε μουσική -η δοκιμα-στική μείξη κλαβίχορδου, λαούτου και βιολιού- δημιουρ-γώντας εκείνους τους περίτεχνους χορούς που δε θύμιζαν τί-ποτε περισσότερο από υποκλίσεις και περιστροφές.

Στην άλλη άκρη του δωματίου είδα τον Μάριο! Με κοιτούσε πολλή ώρα και μετά μου χάρισε το πιο τρα-

γικό χαμόγελο αγάπης. Φορούσε μια μεγάλη, εντυπωσιακή κατσαρή περούκα, βαμμένη στο ίδιο χρώμα με τα φυσικά μαλλιά, εβαζέ βελούδινο παλτό και στρώματα από δαντέλα, που τόσο την αγαπούσαν οι Γάλλοι. Το δέρμα του ήταν χρυ-σαφένιο. Αυτό σήμαινε φωτιά. Κατάλαβα αμέσως ότι είχε περάσει κάποια τρομερή δοκιμασία. Θριαμβευτικός έρω-τας γέμιζε τα γαλάζια του μάτια και χωρίς να αλλάξει την άνετη στάση του -ακουμπούσε τον αγκώνα του στην άκρη

Page 379: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

του κλαβίχορδου- μου έστειλε ένα φιλί με τα δάχτυλα του. Πραγματικά, δεν πίστευα στα μάτια μου. Ήταν αλήθεια

εκεί; Ήμουν εγώ αλήθεια καθισμένη εκεί, φορώντας το σκληρό, χαμηλό κορσάζ και εκείνες τις πελώριες φούστες, που η καθεμιά ήταν τραβηγμένη προς τα πίσω σε περίτε-χνες πτυχές για να αποκαλύπτει την άλλη; Το δέρμα μου ε-κείνη την εποχή έμοιαζε με αποτέλεσμα τεχνητής παρέμ-βασης. Τα μαλλιά μου είχαν μαζευτεί επαγγελματικά και ή-ταν σηκωμένα σ' έναν περίτεχνο κότσο.

Δεν είχα δώσει σημασία στα ανθρώπινα χέρια που με είχαν φυλακίσει σ' αυτό το ρόλο. Εκείνη την εποχή είχα α-φεθεί να οδηγούμαι μέσα στο χρόνο από ένα βίαιο βαμπίρ της Ασίας, για το οποίο δεν ένιωθα το παραμικρό. Είχα πέ-σει σιην προαιώνια παγίδα που πέφτουν οι γυναίκες: είχα γίνει το διφορούμενο, φανταχτερό διακοσμητικό εξάρτη-μα μιας αρσενικής προσωπικότητας που, παρά την κουρα-στική λεκτική της σκληρότητα, διέθετε αρκετή εξουσία, ώ-στε να εξασφαλίζει την ύπαρξη και των δύο μας.

Ο Ασιάτης είχε αποσυρθεί διακριτικά, οδηγώντας το προσεκτικά επιλεγμένο θύμα του σ' ένα υπνοδωμάτιο του πάνω ορόφου.

Ο Μάριος ήρθε προς το μέρος μου, με αγκάλιασε και με φίλησε. Έκλεισα τα μάτια. «Είναι ο Μάριος!» ψιθύρισα. «Είναι αλήθεια ο Μάριος».

«Πανδώρα!» είπε εκείνος και τραβήχτηκε πίσω για να με κοιτάξει. «Πανδώρα μου!»

Το δέρμα του είχε καεί. Αχνές ουλές. Αλλά είχε σχεδόν επουλωθεί.

Page 380: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Με οδήγησε στην πίστα του χορού! Ήταν η τέλεια εν-σάρκωση ενός ανθρώπινου πλάσματος. Με οδήγησε στα βήματα του χορού. Μετά βίας κατάφερνα να πάρω ανάσα. Ακολουθώντας τα βήματά του, σοκαρισμε'νη σε κάθε έντε-χνη πιρουέτα από την αγαλλίαση που μου δημιουργούσε το πρόσωπο του, δεν μπορούσα να μετρήσω τους αιώνες ή α-κόμα και τις χιλιετίες που είχαν περάσει. Ξαφνικά, ήθελα να μάθω τα πάντα - πού ήταν όλο αυτό τον καιρό, τι του εί-χε συμβεί. Η περηφάνια και η ντροπή που ένιωθα δεν μπο-ρούσαν να με συγκρατήσουν. Μπορούσε να διακρίνει άρα-γε ότι δεν ήμουν παρά το φάντασμα της γυναίκας που είχε γνωρίσει; «Είσαι η ελπίδα της ψυχής μου!» ψιθύρισα.

Γρήγορα με πήρε παράμερα. Πήγαμε με μια άμαξα στο παλάτι του. Με έπνιξε στα φιλιά. Τον αγκάλιαζα σφιχτά.

«Εσύ», είπε, «το όνειρο μου, ένας θησαυρός που πέταξα με τόση απρονοησία, είσαι εδώ, επέμεινες με καρτερικότητα».

«Υπάρχω επειδή με βλέπεις», είπα με πικρία. «Επειδή κρατάς εσύ το κερί, μπορώ να διακρίνω αμυδρά τη δύνα-μή μου στον καθρέφτη».

Ξαφνικά, άκουσα ένα θόρυβο, έναν αρχαίο και φριχτό ήχο. Ήταν ο χτύπος της καρδιάς της Ακάσα, ο χτύπος της καρδιάς του Ενκίλ.

Η άμαξα είχε σταματήσει. Σιδερένιες πύλες. Υπηρέτες. Το παλάτι ήταν ευρύχωρο, περίτεχνο, η φανταχτερή κα-

τοικία ενός πλούσιου ευγενούς. «Βρίσκονται εδώ μέσα η Μητέρα και ο Πατέρας;» ρώ-

τησα. «Ω, ναι, αναλλοίωτοι. Απόλυτα αξιόπιστοι στην αιώνια

Page 381: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

σιωπή τους». Η φωνή του έμοιαζε να αψηφά τη φρίκη της δήλωσής του.

Δεν μπορούσα να το αντέξω. Έπρεπε να δραπετεύσω μακριά από τον ήχο της καρδιάς της. Μια εικόνα του πε-τρωμένου βασιλικού ζεύγους σχηματίστηκε μπροστά στα μάτια μου.

«Όχι! Πάρε με μακριά από εδώ. Δεν μπορώ να μπω μέ-σα. Μάριε, δεν μπορώ να τους κοιτάξω!»

«Πανδώρα, είναι κρυμμένοι κάτω από το παλάτι. Δεν εί-ναι ανάγκη να τους δεις. Δε θα το μάθουν. Πανδώρα, είναι οι ίδιοι».

Αχ! Οι ίδιοι! Το μυαλό μου έτρεξε πίσω, σε επικίνδυνα εδάφη, στις πρώτες μου νύχτες, μόνη και θνητή στην Α-ντιόχεια, στις νίκες και στις ήττες που ακολούθησαν αυτή την περίοδο. Αχ! Η Ακάσα ήταν η ίδια! Φοβήθηκα ότι θα άρχιζα να ουρλιάζω και ότι θα ήμουν ανίκανη να το ελέγ-ξω.

«Πολύ καλά», είπε ο Μάριος, «θα πάμε όπου θέλεις». Έδωσα στον αμαξά τη διεύθυνση της κρυψώνας μου. Δεν μπορούσα να κοιτάξω τον Μάριο. Εκείνος κρατού-

σε θαρραλέα τα προσχήματα μιας ευτυχισμένης συνεύρε-σης. Μιλήσαμε για επιστήμη και λογοτεχνία, για τον Σαίξ-πηρ, τον Ντράιντεν, τον Νέο Κόσμο που ήταν γεμάτος ζού-γκλες και ποτάμια. Αλλά πίσω από τη φωνή του διέκρινα τη χαρά να στερεύει από μέσα του.

Βύθισα το πρόσωπο μου πάνω του. Όταν σταμάτησε η άμαξα, πήδησα έξω και έτρεξα προς την πόρτα του μικρού μου σπιτιού. Κοίταξα πίσω. Στεκόταν στο δρόμο.

Page 382: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Ήταν θλιμμένος και κουρασμένος και αργά μου έκανε νόημα και μια χειρονομία αποδοχής. «Μπορώ να περιμέ-νω έξω;» ρώτησε. «Υπάρχει ελπίδα να αλλάξεις γνώμη; Θα περιμένω εδώ αιώνια!»

«Δεν είμαι εγώ που αποφασίζω!» είπα. «Φεύγω απόψε από αυτή την πόλη. Ξέχασέ με. Ξέχασε ότι με είδες ποτέ!»

«Αγάπη μου», είπε απαλά. «Μοναδική μου αγάπη». Έτρεξα μέσα και έκλεισα την πόρτα. Άκουσα την άμα-

ξα να απομακρύνεται. Έπαθα κρίση, όπως δε μου είχε συμ-βεί από την εποχή που ήμουν θνητή, χτυπούσα τους τοί-χους με τις γροθιές μου, προσπαθούσα να περιορίσω την πε-λώρια δύναμή μου και να μην αφήσω να βγουν τα ουρλια-χτά και οι κραυγές που ήθελαν να ελευθερωθούν από το στήθος μου.

Τελικά, κοίταξα το ρολόι. Έμεναν τρεις ώρες ακόμα μέ-χρι να ξημερώσει.

Κάθισα σ' ένα γραφείο και του έγραψα:

Μάριε, Την αυγή θα μας μεταφέρουν στη Μόσχα. Το ίδιο το

φέρετρο μέσα στο οποίο αναπαύομαι θα με μεταφέρει πολ-λά μίλια την πρώτη μέρα. Μάριε, είμαι παραζαλισμένη. Δεν μπορώ να αναζητήσω καταφύγιο στο σπίτι σου, κάτω από την ίδια στέγη με τους αρχαίους. Σε παρακαλώ, Μά-ριε, έλα στη Μόσχα. Βοήθησε με να ελευθερωθώ από αυ-τή την κατάντια. Αργότερα μπορείς να με κρίνεις και να με καταδικάσεις. Σε χρειάζομαι. Μάριε, θα βρίσκομαι στην περιοχή του παλατιού του τσάρου και του μεγάλου καθε--

Page 383: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

δρικού ναού μέχρι να έρθεις. Μάριε, το ξέρω ότι σου ζητώ να κάνεις ένα πολύ μεγάλο ταξίδι, αλλά σε παρακαλώ έλα. Είμαι σκλάβα στη θέληση αυτού του αιμοπότη.

Σ' αγαπώ, Πανδώρα

Ξαναβγήκα τρέχοντας στο δρόμο και έσπευσα προς το σπίτι του, προσπαθώντας να πάρω τη διαδρομή που είχα α-γνοήσει τόσο απερίσκεπτα.

Αλλά τι γινόταν με το χτύπο της καρδιάς; Τον άκουγα αυ-τό τον καταραμένο ήχο! Έπρεπε να τρέξω πέρα από αυτόν, να τρέξω μέσα από αυτόν, αρκετή ώρα ώστε να δώσω στον Μά-ριο αυτό το γράμμα και ίσως να τον αφήσω να με πιάσει από τους καρπούς των χεριών και να με υποχρεώσει να τον ακο-λουθήσω σε κάποιο ασφαλές μέρος και να απομακρύνει πριν από την αυγή το βαμπίρ από την Ασία που με συντηρούσε.

Μετά εμφανίστηκε η ίδια η άμαξα που μετέφερε το σύ-ντροφο αιμοπότη μου από το χορό.

Σταμάτησε αμέσως για μένα. Πήρα παράμερα τον οδηγό. «Θυμάσαι τον άντρα που με

έφερε στο σπίτι», είπα. «Πήγαμε στο σπίτι του, σ' ένα πε-λώριο παλάτι».

«Ναι, ο κόμης Μάριος», είπε ο οδηγός. «Μόλις τον πή-γα στο δικό του σπίτι».

«Πρέπει να του πας αυτό το γράμμα. Βιάσου! Πρέπει να πας στο σπίτι του και να το παραδώσεις στα ίδια του τα χέρια. Θα σε πληρώσει. Πες του ότι το γράμμα είναι από την Πανδώρα. Πρέπει να τον βρεις!»

Page 384: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

«Για ποιον μιλάτε;» ρώτησε επιτακτικά ο Ασιάτης σύ-ντροφος μου.

Έκανα νόημα στον οδηγό να φύγει! «Φύγε!» Φυσικά, ο συ-νοδός μου έγινε έξαλλος. Αλλά η άμαξα είχε ήδη ξεκινήσει.

Πέρασαν διακόσια χρόνια πριν μάθω την πολύ απλή α-λήθεια: ο Μάριος ποτέ δεν έλαβε αυτό το γράμμα!

Είχε ξαναγυρίσει στο σπίτι του, είχε μαζέψει τα υπάρ-χοντά του και την άλλη νύχτα είχε φύγει θλιμμένος από τη Δρέσδη, βρίσκοντας το γράμμα μόνο πολύ αργότερα, όπως περιέγραψε τη σκηνή στο βαμπίρ Λεστά, «ένα λεπτό κομ-ματάκι γραμμένο χαρτί», όπως το αποκάλεσε, «που είχε πέ-σει στον πάτο μιας παραγεμισμένης βαλίτσας».

Πότε τον ξαναείδα; Σ' αυτό το σύγχρονο κόσμο. Όταν η αρχαία βασίλισσα

σηκώθηκε από το θρόνο της και έδειξε τα όρια της σοφίας, της θέλησης και της ισχύος της.

Δύο χιλιάδες χρόνια μετά, στον εικοστό αιώνα μας, που είναι ακόμα γεμάτος από αρχαίους ρωμαϊκούς κίονες και αγάλματα και αετώματα και περιστύλια, που βρίθει από η-λεκτρονικούς υπολογιστές και τηλεοράσεις, με τον Κικέ-ρωνα και τον Οβίδιο σε όλες τις δημόσιες βιβλιοθήκες, η βα-σίλισσά μας, η Ακάσα, αφυπνίστηκε από την εικόνα του Λε-στά σε μια οθόνη τηλεόρασης, στον πιο σύγχρονο και α-σφαλή αυτό βωμό, και προσπάθησε να βασιλέψει ως θεά ό-χι μόνο σε μας τους αιμοπότες, αλλά σε ολόκληρο το αν-θρώπινο είδος.

Την πιο επικίνδυνη ώρα, όταν απειλούσε να μας κατα-στρέψει όλους αν δεν ακολουθούσαμε τις εντολές της -και εί-

Page 385: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

χε ήδη δολοφονήσει πολλούς-, ήταν ο Μάριος με τη λογική του, την αισιοδοξία του, τη φιλοσοφία του, που της μίλησε, που προσπάθησε να την ηρεμήσει και να της αποσπάσει την προσοχή, που καθυστέρησε την καταστροφική της πρόθεση μέχρι που ένας αρχαίος εχθρός ήρθε να εκπληρώσει μια αρ-χαία κατάρα και την εξόντωσε με αρχαία απλότητα.

Ντέιβιντ, τι μου έκανες έτσι που με εξώθησες να γράψω αυτή την αφήγηση!

Με έκανες να ντρέπομαι για τα χαμένα χρόνια. Με έ-κανες να παραδεχτώ ότι κανένα σκοτάδι ποτέ δε στάθηκε αρκετά βαθύ, ώστε να σβήσει την προσωπική μου γνώση για την αγάπη, την αγάπη από τους θνητούς που με έφεραν στον κόσμο, την αγάπη για πέτρινες θεές, την αγάπη για τον Μάριο.

Πάνω απ' όλα, δεν μπορώ να αρνηθώ την αναζωπύρω-ση του έρωτά μου για τον Μάριο.

Και ολόγυρά μου σ' αυτό τον κόσμο βλέπω αποδείξεις α-γάπης· πίσω από την εικόνα της Ευλογημένης Παρθένου και του μικρού Ιησού, πίσω από τη θύμηση του αγάλματος από βασάλτη της Ίσιδας. Βλέπω αγάπη. Τη βλέπω στον ανθρώπινο αγώνα. Βλέπω την αναντίρρητη διείσδυσή της σε όλα όσα πέτυχαν ποτέ οι άνθρωποι στην ποίησή τους, στη ζωγραφική τους, στη μουσική τους, στην αγάπη του ενός για τον άλλο και στην άρνηση να αποδεχτούν ότι είναι η μοίρα τους να βασανίζονται.

Πάνω απ' όλα, ωστόσο, τη βλέπω στην ίδια τη μορφή του κόσμου, που υπερβαίνει κάθε τέχνη και δεν μπορεί να συσ-σώρευσε τόση ομορφιά με τυχαίο τρόπο.

Page 386: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Αγάπη. Αλλά από που έρχεται αυτή η αγάπη; Γιατί φυ-λάει τόσο πεισματικά το μυστικό της προέλευσης της αυτή η αγάπη που φτιάχνει τη βροχή και τα δέντρα και έχει σκορ-πίσει τα αστέρια από πάνω μας, όπως παλιά ισχυρίζονταν ότι το έκαναν οι θεοί;

Έτσι, λοιπόν, ο Λεστά, το μικρό πριγκιπόπουλο, ξύπνη-σε τη βασίλισσα· και επιζήσαμε από την καταστροφή της. Έτσι, λοιπόν, ο Λεστά, το μικρό πριγκιπόπουλο, πήγε στον Παράδεισο και στην Κόλαση και έφερε πίσω τη δυσπιστία, τη φρίκη και το Μανδήλιο της Βερονίκης! Η Βερονίκη, έ-να κατασκευασμένο χριστιανικό όνομα που σημαίνει vera icon, αληθινή εικόνα. Ο Λεστά βρέθηκε στην Παλαιστίνη τα χρόνια που ζούσα εγώ και εκεί είδε κάτι που διέλυσε την ικανότητα των ανθρώπων που λατρεύουμε τόσο πολύ: την πίστη, τη λογική.

Πρέπει να πάω στον Λεσιά, να κοιτάξω μέσα στα μάτια του. Πρέπει να δω αυτά που είδε!

Άσε τους νέους να τραγουδάνε τραγούδια του θανάτου. Είναι ανόητοι.

Το πιο όμορφο πράγμα κάτω από τον ήλιο και το φεγγά-ρι είναι η ανθρώπινη ψυχή. Θαυμάζω τα μικρά θαύματα της καλοσύνης που ανταλλάσσονται μεταξύ των ανθρώπων, θαυ-μάζω το σχηματισμό της συνείδησης, την επιμονή της λο-γικής σε πείσμα κάθε πρόληψης ή απόγνωσης. Θαυμάζω την ανθρώπινη αντοχή.

Έχω να σου πω μία ακόμα ιστορία. Δεν ξέρω γιατί θέ-λω να την καταγράψω εδώ. Αλλά θέλω. Ίσως είναι επειδή αισθάνομαι ότι εσύ -ένα βαμπίρ που βλέπει πνεύματα- θα

Page 387: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

το καταλάβεις αυτό και θα αντιληφθείς ίσως γιατί έμεινα τό-σο ασυγκίνητη από αυτό.

Μια φορά, τον έκτο αιώνα -δηλαδή πεντακόσια χρόνια μετά τη γέννηση του Χρίστου και τριακόσια χρόνια από τό-τε που είχα εγκαταλείψει τον Μάριο-, πήγα και περιπλα-νήθηκα στη βαρβαρική Ιταλία. Οι Οστρογότθοι είχαν εδώ και καιρό καταλάβει τη χερσόνησο. Μετά άλλες φυλές ήρ-θαν από τον Βορρά εναντίον τους, λεηλατώντας, καίγοντας, αφαιρώντας πέτρες από παλιούς ναούς.

Το να πάω εκεί ήταν για μένα σαν να περπατάω σε α-ναμμένα κάρβουνα.

Αλλά η Ρώμη πάλεψε με κάποια επίγνωση του εαυτού της, των αρχών της, προσπαθώντας να συνδυάσει το ειδω-λολατρικό και το χριστιανικό και να βρει κάποια ανακού-φιση από τις βαρβαρικές επιδρομές. Η ρωμαϊκή Σύγκλητος υπήρχε ακόμα. Είχε επιζήσει αυτή από όλους τους θεσμούς.

Και ένας διανοούμενος που είχε βγει από την ίδια γενιά με τη δική μου, ο Βοήθιος, ένας πολύ διαβασμένος άνθρωπος που μελετούσε τους αρχαίους και τους αγίους, είχε πρόσφατα κα-ταδικαστεί σε θάνατο, όχι όμως πριν μας χαρίσει ένα μεγά-λο έργο. Σήμερα μπορείς να το βρεις σε οποιαδήποτε βι-βλιοθήκη. Είναι, φυσικά, το Περί Παραμυθίας της Φιλοσοψίας.

Έπρεπε να δω την καταστραμμένη Αγορά με τα ίδια μου τα μάτια, τους καμένους και άγονους λόφους της Ρώ-μης, τους χοίρους και τις γίδες που σουλατσάρανε εκεί ό-που κάποτε ο Κικέρωνας απευθυνόταν στα πλήθη. Έπρε-πε να δω τους εγκαταλειμμένους φτωχούς να ζουν απελπι-σμένοι στις όχθες του Τίβερη.

Page 388: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Έπρεπε να δω τον παρακμασμένο κλασικό κόσμο. Έ-πρεπε να δω τους χριστιανικούς ναούς και τους βωμούς.

Έπρεπε να δω ειδικά ένα διανοούμενο. Όπως και ο Βοή-θιος, προερχόταν από παλιές ρωμαϊκές ρίζες και, όπως ο Βοήθιος, είχε διαβάσει τους κλασικούς και τους αγίους. Ή-ταν ένας άντρας που έγραφε επιστολές οι οποίες έκαναν το γύρο του κόσμου, φτάνοντας ακόμα και μέχρι το λόγιο Βέ-δα τον Αιδέσιμο στην Αγγλία.

Και είχε χτίσει ένα μοναστήρι εκεί, ένα μεγάλο κέντρο δημιουργικότητας και αισιοδοξίας, παρά τα χαλάσματα και τον πόλεμο.

Αυτός ο άντρας ήταν, φυσικά, ο λόγιος Κασσιόδωρος και το μοναστήρι του βρισκόταν στην κάτω άκρη της μπό-τας της Ιταλίας, στην παραδεισένια περιοχή της πράσινης Καλαβρίας.

Έφτασα εκεί νωρίς ένα βράδυ, όπως είχα προγραμμα-τίσει, όταν το μοναστήρι του θύμιζε μια μεγάλη, υπέροχη, κατάφωτη μικρή πολιτεία.

Οι μοναχοί του αντέγραφαν πυρετωδώς στα σκριπτόρια. Και εκεί στο κελί του, ορθάνοιχτο στη νύχτα, καθ^αν ό

ίδιος ο Κασσιόδωρος, σκυμμένος στα γραπτά του, ε », ά-ντρας που είχε περάσει τα ενενήντα.

Είχε επιζήσει από τις βάρβαρες πολιτικές έριδες που εί-χαν καταδικάσει το φίλο του τον Βοήθιο, αφού είχε υπηρε-τήσει τον Οστρογότθο βασιλιά Θεοδώριχο και είχε καταφέ-ρει να επιζήσει ώστε να συνταξιοδοτηθεί από την πολιτεία -είχε επιζήσει για να χτίσει αυτό το μοναστήρι, το όνειρο του, και να αλληλογραφήσει με μοναχούς σε ολόκληρο τον κόσμο,

Page 389: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

για να μοιραστεί μαζί τους όσα ήξερε για τους αρχαίους, ώ-στε να διατηρήσει τη σοφία των Ελλήνων και των Ρωμαίων.

Να ήταν αληθινά ο τελευταίος άντρας του αρχαίου κό-σμου, όπως είπαν κάποιοι; Ο τελευταίος άντρας που μπο-ρούσε να διαβάσει και λατινικά και ελληνικά; Ο τελευταί-ος άντρας που μπορούσε να εκτιμήσει και τον Αριστοτέλη και το δόγμα του πάπα της Ρώμης; Και τον Πλάτωνα και τον Άγιο Παύλο;

Δεν ήξερα τότε ότι θα αποκτούσε τόση φήμη. Και δεν ή-ξερα ότι θα ξεχνιόταν τόσο γρήγορα!

Το Βιβάριο του Κασσιόδωρου, σκαρφαλωμένο στις πλα-γιές, ήταν ένας αρχιτεκτονικός θρίαμβος. Είχε αστραφτερές λιμνούλες όπου έπιαναν και διατηρούσαν ψάρια - το χα-ρακτηριστικό που έδωσε το όνομά της στην περιοχή. Είχε τη χριστιανική του εκκλησία με τον αναπόφευκτο σταυρό, τους κοιτώνες του, τα δωμάτιά του για τη φιλοξενία του κου-ρασμένου ταξιδιώτη. Η βιβλιοθήκη του ήταν γεμάτη από ό-λους τους κλασικούς της εποχής μου, αλλά και από ευαγγέ-λια που έχουν σήμερα πια χαθεί. Το μοναστήρι διέθετε σε αφθονία όλους τους καρπούς του αγρού, όλη τη σοδειά που είναι απαραίτητη για τη διατροφή, δέντρα φορτωμένα με φρούτα, χωράφια με σιτάρι.

Οι μοναχοί τα φρόντιζαν όλα αυτά και ήταν αφοσιωμέ-νοι στο να αντιγράφουν βιβλία ολημερίς κι ολονυχτίς στα μακρόστενα σκριπτόρια.

Υπήρχαν μελίσσια εκεί, σ' αυτή την ήπια φεγγαρόλου-στη ακτή, εκατοντάδες μελίσσια από τα οποία οι μοναχοί μάζευαν μέλι για να φάνε και κερί για τα ιερά τους κεριά

Page 390: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

και βασιλικό πολτό για αλοιφές. Οι κυψέλες κάλυπταν ένα λόφο μεγάλο όσο και ο οπωρώνας ή τα χωράφια με τα δη-μητριακά στο Βιβάριο.

Κατασκόπευσα τον Κασσιόδωρο. Περπατούσα ανάμεσα στις κυψέλες και θαύμαζα, όπως πάντα το συνηθίζω, την α-νεξήγητη οργάνωση των μελισσών, γιατί τα μυστήρια των μελισσών, ο χορός τους, το κυνήγι της γύρης και η αναπα-ραγωγή τους μου ήταν όλα γνωστά πολύ πριν τα καταλάβει ο κόσμος των ανθρώπων.

Καθώς άφησα τα μελίσσια, καθώς κινήθηκα προς το μα-κρινό φάρο του λύχνου του Κασσιόδωρου, κοίταξα πίσω. Πρόσεξα κάτι.

Κάτι βγήκε από τις κυψέλες, κάτι πελώριο, αθέατο και επιβλητικό, που μπορούσα να το νιώσω και να το ακούσω. Δε με κατέλαβε τρόμος, απλώς άστραψε μέσα μου μια προ-σωρινή ελπίδα ότι κάποιο Καινούριο Πράγμα είχε έρθει στον κόσμο. Γιατί δεν είμαι συνηθισμένη να βλέπω φαντά-σματα, ποτέ μου δεν ήμουν.

Αυτή η δύναμη είχε υψωθεί από τις ίδιες τις μέλισσες, α-πό την πολύπλοκη γνώση τους και τα αμέτρητα θεσπέσια σχέ-διά τους, λες και κατά κάποιο τρόπο το είχαν δημιουργήσει τυχαία ή το είχαν προικίσει με συνείδηση μέσω της ατελείω-της δημιουργικότητας, σχολαστικότητας και αντοχής τους.

Ήταν σαν κάποιο αρχαίο ρωμαϊκό πνεύμα των δασών. Είδα αυτή τη δύναμη να πετάει χαλαρά πάνω από τους

αγρούς. Την είδα να μπαίνει στο σώμα ενός αχυρένιου αν-θρώπου που στεκόταν στους αγρούς, ενός σκιάχτρου που οι καλόγεροι είχαν δημιουργήσει με ένα όμορφο στρογγυ-

Page 391: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

λό ξύλινο κεφάλι, ζωγραφισμένα μάτια, αδρή μύτη και χα-μογελαστό στόμα - ένα πλάσμα ολόκληρο και πλήρες που μπορούσε να μετακινηθεί από καιρό σε καιρό, ντυμένο με κουκούλα και ράσο καλόγερου.

Είδα αυτό το σκιάχτρο, αυτό τον άντρα από άχυρο και ξύ-λο να στροβιλίζεται και να χορεύει μέσα στους αγρούς και στα αμπέλια μέχρι που έφτασε στο κελί του Κασσιόδωρου.

Το ακολούθησα! Μετά άκουσα ένα σιωπηλό θρήνο να βγαίνει από το πλά-

σμα. Άκουσα το θρήνο και είδα το σκιάχτρο σ' ένα σκυφτό, λυγισμένο χορό θλίψης, με τα δεμένα του χέρια να σκεπά-ζουν τα αφτιά που δεν είχε. Είχε λυγίσει από τη θλίψη.

Ο Κασσιόδωρος ήταν νεκρός. Είχε πεθάνει ήσυχα μέσα στο αχνοφώτιστο από το λύχνο κελί του, με την πόρτα α-νοιχτή, στο γραφείο του. Κείτονταν, γκριζομάλλης, αρχαί-ος, ήσυχος πάνω στο χειρόγραφο του. Είχε ζήσει πάνω α-πό ενενήντα χρόνια. Και ήταν νεκρός. Αυτό το πλάσμα, αυ-τό το σκιάχτρο, ήταν τρελό από αγωνία και θλίψη, ταλα-ντευόταν και βογκούσε, αν και ο ήχος που έβγαζε δεν ήταν αντιληπτός από κανένα ανθρώπινο πλάσμα.

Εγώ που δεν είχα δει ποτέ μου πνεύματα το κοίταζα με θαυμασμό. Μετά συνειδητοποίησε ότι βρισκόμουν εκεί. Γύ-ρισε. Άπλωσε τα χέρια του -η φτωχική του περιβολή και το αχυρένιο σώμα του παρέπεμπαν σε άντρα- προς το μέρος μου. Το άχυρο χύθηκε από τα μανίκια του. Το ξύλινο κε-φάλι του ταλαντευόταν στην τρύπα που ήταν η σπονδυλική του στήλη. Με εκλιπαρούσε· με ικέτευε να του απαντήσω στις μεγαλύτερες απορίες που έχουν ποτέ διατυπώσει θνη-

Page 392: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

ιοί και αθάνατοι. Με κοίταζε αναζητώντας τις απαντήσεις! Μετά, αφού έριξε μια τελευταία ματιά στο νεκρό Κασ-

σιόδωρο, έτρεξε προς το μέρος μου, διασχίζοντας τη σκεπα-σμένη από γρασίδι πλαγιά, και η ανάγκη ανάβλυζε από μέ-σα του, από τα χέρια του όπως τα άπλωνε ενώ με κοίταζε. Δε θα μπορούσα να εξηγήσω; Δε θα μπορούσα να περιλάβω σε κάποια θεία πρόθεση το μυστήριο της απώλειας του Κασ-σιόδωρου; Του Κασσιόδωρου, που με το Βιβάριό του είχε συ-ναγωνιστεί τις κυψέλες των μελισσών σε κομψότητα και με-γαλείο; Το Βιβάριο ήταν που είχε δημιουργήσει αυτή την ο-ντότητα από τη συλλογική συνείδηση των μελισσών! Όμως δεν μπορούσα να ελαφρώσω τον πόνο αυτού του πλάσματος!.

«Υπάρχει φρίκη σ' αυτό τον κόσμο», ψιθύρισα. «Είναι φτιαγμένος από μυστήριο και εξαρτάται από το μυστήριο. Αν θέλεις να έχεις την ησυχία σου, ξαναγύρισε στις μέλισ-σες· απόβαλε το ανθρώπινο σου σχήμα και κατέβα ξανά, τε-μαχισμένος στην άλογη ζωή των ευτυχισμένων μελισσών α-πό τις οποίες εκπορεύτηκες».

Με άκουγε καθηλωμένο. «Αν προτιμάς τη ζωή της σάρκας, την ανθρώπινη ζωή, τη

σκληρή ζωή που δεν μπορείς να μετακινήσεις στο χρόνο και στο χώρο, τότε πάλεψε γι' αυτό. Αν θέλεις να γνωρίσεις την αν-θρώπινη φιλοσοφία, τότε πάλεψε να γίνεις σοφός, ώστε να μην μπορεί ποτέ πια να σε πληγώσει τίποτε. Η σοφία είναι δύ-ναμη. Συγκεντρώσου, ό,τι κι αν είσαι, απόκτησε ένα στόχο.

»Αλλά μάθε αυτό: τα πάντα σ' αυτό τον κόσμο είναι ει-κασίες. Όλοι οι μύθοι, όλες οι θρησκείες, όλη η φιλοσοφία, όλη η ιστορία - είναι όλα ψέματα».

Page 393: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Το πράγμα, είτε ήταν αρσενικό είτε θηλυκό, μάζεψε τα δεμένα του αχυρένια χέρια σαν να ήθελε να καλύψει το στό-μα του. Του γύρισα την πλάτη. Απομακρύνθηκα περπατώ-ντας αργά μέσα στα αμπέλια. Σε λίγο οι μοναχοί θα ανακά-λυπταν ότι ο ηγούμενος τους, η μεγαλοφυία τους, ο άγιός τους, είχε πεθάνει την ώρα της δουλειάς. Κοίταξα πίσω και είδα έκπληκτη ότι η φιγούρα από άχυρο παρέμενε, συ-γκροτημένη, σε στάση όρθιου πλάσματος, και με κοιτούσε.

«Δε θα πιστέψω σε σένα!» φώναξα προς τον αχυράν-θρωπο. «Δε θα ψάξω μαζί σου για τις απαντήσεις! Αλλά μά-θε αυτό: αν γίνεις ένα συγκροτημένο πλάσμα σαν αυτό που βλέπεις σε μένα, να αγαπάς όλη την ανθρωπότητα, τους ά-ντρες, τις γυναίκες και τα παιδιά χους. Μην αντλήσεις τη δύ-ναμή σου από το αίμα! Μην τραφείς ποτέ από τον πόνο των άλλων. Μην υψωθείς σαν θεός πάνω από πλήθη που θα ψέλνουν με δέος. Μην πεις ψέματα!»

Άκουγε. Παρακολουθούσε. Έμενε ακίνητο. Έτρεξα. Έτρεξα σε όλες τις ανηφορικές πλαγιές και μέ-

σα από τα δάση της Καλαβρίας, μέχρι που απομακρύνθη-κα πολύ από αυτό. Κάτω από το φεγγάρι είδα τη μεγαλό-πρεπη έκταση του Βιβάριου, με τα περιστύλιά του και τις λοξές στέγες καθώς περιέβαλλε τις όχθες του αστραφτερού κολπίσκου που το συνέδεε με τη θάλασσα.

Ποτέ μου δεν ξαναείδα αυτό το αχυρένιο πλάσμα. Δεν ξέ-ρω τι ήταν. Δε θέλω να μου κάνεις καμία ερώτηση γι' αυτό.

Μου λες ότι τα πνεύματα και τα φαντάσματα περπατάνε. Ξέρουμε ότι υπάρχουν τέτοιου είδους πλάσματα. Αλλά αυτή ήταν η τελευταία φορά που είδα εγώ ένα τέτοιο πλάσμα.

Page 394: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Και όταν μετά περιπλανήθηκα σε όλη την Ιταλία, το Βι-βάριο είχε καταστραφεί προ πολλού. Οι σεισμοί είχαν ρί-ξει και τον τελευταίο του τοίχο. Μήπως είχε καταληφθεί προηγουμένως από το επόμενο κύμα των αγροίκων γιγά-ντων από τη Βόρεια Ευρώπη, των Βανδάλων; Ή ο σεισμός ήταν αυτός που το κατέστρεψε;

Κανείς δεν ξέρει. Το μόνο που μένει είναι οι επιστολές που είχε στείλει ο Κασσιόδωρος σε άλλους.

Μετά από κάποια χρόνια οι κλασικοί αποκηρύχτηκαν ως βλάσφημοι. Ο πάπας Γρηγόριος έγραψε ιστορίες μαγείας και θαυμάτων, επειδή αυτός ήταν ο μόνος τρόπος για να προσηλυτίσει χωρίς κατήχηση χιλιάδες προληπτικούς Βό-ρειους ιθαγενείς στο χριστιανισμό σε μαζικές βαφτίσεις.

Κατέκτησε τους πολεμιστές που δε θα μπορούσε ποτέ να κατακτήσει η Ρώμη.

Η ιστορία της Ιταλίας για εκατό χρόνια βυθίζεται σε α-πόλυτο σκοτάδι μετά τον Κασσιόδωρο. Πώς το θέτουν τα βι-βλία; Επί έναν αιώνα δεν ακούγεται τίποτε από την Ιταλία.

Αχ, τι σιωπή! Τώρα, Ντέιβιντ, καθώς φτάνεις σ' αυτές τις τελευταίες σε-

λίδες, πρέπει να ομολογήσω ότι σε έχω εγκαταλείψει. Τα χα-μόγελα με τα οποία σου έδωσα αυτά τα σημειωματάρια ή-ταν παραπλανητικά. Γυναικεία καμώματα θα τα χαρακτή-ριζε ο Μάριος. Η υπόσχεσή μου να σε συναντήσω αύριο βράδυ εδώ στο Παρίσι ήταν ένα ψέμα. Θα έχω εγκαταλεί-ψει το Παρίσι την ώρα που θα φτάσεις σ' αυτές τις σειρές. Πηγαίνω στη Νέα Ορλεάνη.

Είναι δική σου δουλειά, Ντέιβιντ. Με μεταμόρφωσες.

Page 395: Anne Rice - Πανδώρα.pdf

Μου έδωσες μια απεγνωσμένη πίστη ότι υπάρχει κάποιο ί-χνος νοήματος σε μια αφήγηση. Τώρα γνώρισα μια νέα κι-νητήρια δύναμη. Με εκπαίδευσες μέσω των απαιτήσεων που έθεσες στη γλώσσα και στη μνήμη μου στο να ξαναζήσω, να πιστέψω ξανά ότι κάποιο καλό υπάρχει ο αυτό τον κόσμο. Θέλω να βρω τον Μάριο. Οι σκέψεις των άλλων θνητών γε-μίζουν τον αέρα. Φωνές, ικεσίες, περίεργα μηνύματα...

Κάποιος που πιστεύαμε ότι μας είχε εγκαταλείψει φαί-νεται, προφανούς, ότι επέζησε. Έχω ισχυρούς λόγους να πι-στεύω ότι ο Μάριος πήγε στη Νέα Ορλεάνη και πρέπει να ξαναβρεθώ μαζί του. Πρέπει να αναζητήσω τον Λεστά, για να δω αυτό το έκπτωτο πριγκιπόπουλο πεσμένο στο δάπε-δο του παρεκκλησιού, ανίκανο να μιλήσει ή να κινηθεί.

Έλα να με βρεις, Ντέιβιντ. Μη φοβάσαι τον Μάριο! Ξέρω ότι θα έρθει να βοηθήσει τον Λεστά. Κι εγώ το ίδιο θα κάνω.

Γύρνα πίσω στη Νέα Ορλεάνη. Ακόμα κι αν ο Μάριος δεν είναι εκεί, θέλω να δω τον Λε-

σιά. Θέλω να ξαναδώ τους άλλους. Τι έκανες, Ντέιβιντ; Γεν-νήθηκε μέσα μου ξανά -με αυτή τη νέα περιέργεια, αυτή τη φλογερή ικανότητα να αγαπήσω για άλλη μια φορά, αυτή την ξαναγεννημένη ικανότητα να τραγουδήσω-, γεννήθηκε μέσα μου ξανά η τρομερή ικανότητα να θέλω και να αγαπώ.

Γι' αυτό, αν όχι για οτιδήποτε άλλο, και υπάρχουν πολλά ακόμα, θα σε ευχαριστώ για πάντα. Όσο κι αν χρειαστεί να υποφέρω ξανά, με ζωντάνεψες. Και ό,τι κι αν κάνεις, ό,τι κι αν πεις, δεν πρόκειται να μειώσει την αγάπη μου για σένα.

Page 396: Anne Rice - Πανδώρα.pdf
Page 397: Anne Rice - Πανδώρα.pdf