Κοζανιτολόγιο: τα κοζανίτικα κείμενα του Γιάννη...

27
Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου Κοζανιτολόγιο: τα κοζανίτικα κείμενα του Γιάννη Βανίδη ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ: 13.2.2015 ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

Upload: auth

Post on 28-Feb-2023

0 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου

Κοζανιτολόγιο: τα κοζανίτικα κείμενα του

Γιάννη Βανίδη

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΣΗ: 13.2.2015

ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ 2015

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

3

[Α] ΕΙΣΑΓΩΓΗ

[Α:1] Στην παρούσα εργασία δημοσιεύονται τρία κοζανίτικα κείμενα του Γιάννη

Βανίδη, που είναι γραμμένα στο ιδίωμα της Κοζάνης. Τα κείμενα «Η γκουρτσιά» &

«Γιατί έμαθα τ’ αγγλικά κι όχ΄ τα γιρμανικά» δημοσιεύτηκαν στο βιβλίο «Γραφές και

ζωγραφιές» (Θεσσαλονίκη 2006) μαζί με άλλα δώδεκα, ενώ το κείμενο «Η αρμιά»

είναι καινούργιο και ο συγγραφέας το εμπιστεύτηκε στο Κοζανιτολόγιο για

δημοσίευση.

[Α:2.1] Πρέπει να επισημάνουμε οτι τη μορφή που έχουν τα κείμενα στην

έκδοση του 2006 την οφείλουν εν πολλοίς στην επέμβαση του Στράτου Ηλιαδέλη

στα αρχικά κείμενα, καθώς ο Βανίδης (2006: 6) τον ευχαριστεί «για την αφιλοκερδή

φιλολογική επιμέλεια των κειμένων αλλά και για τις ουσιαστικές γλωσσολογικές και

συντακτικές του συμβουλές, χωρίς τις οποίες τα εν λόγω κείμενα δέν θα ήταν τα

ίδια» (η υπογράμμιση δική μου).

[Α:2.2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η λέξη για τον ''χειμώνα'', που στο

ιδιόλεκτο του συγγραφέα χάνει το άτονο /i/ (χ΄μώνας [çmónas]: [1:3], [2:2]), αλλά

στην έκδοση του 2006 εμφανίζεται ώς χειμώνας [çimónas], καθώς ο Ηλιαδέλης

προτίμησε το χειμώνας, που είναι όντως ο συνηθέστερος κοζανίτικος τύπος. Στην

παρούσα επεξεργασία προτιμήθηκε ο τύπος χ΄μώνας με κριτήριο το γλωσσικό

αισθητήριο του συγγραφέα1.

[Α:3] Ο συγγραφέας «υποχρεώθηκε» να αναγνώσει τα κείμενα και/ή να δώσει

διευκρινίσεις γύρω απο αυτά και στη συνεργασία του οφείλονται και άλλες

διορθώσεις επι το φωνητικότερο ή επι το ακριβέστερο φωνητικά: έτσι π.χ. το <στ’

gουρτσιά> γράφτηκε ώς <ζd’ gουρτσιά>, το <λιβινγκρούμς> ώς <λίβινgρούμς>,

1 Εξάλλου γλωσσολογικό ενδιαφέρον έχει η παραβολή του χ΄μώνας με το επίθετο

χειμουνιάτ΄κους [1:3], που διατηρεί το άτονο /i/, επειδή βρίσκεται δύο συλλαβές μακριά

απο την τονισμένη συλλαβή.

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

4

ενώ το αρχικό <κι αγγλικά> γράφτηκε ώς <κι ανgλικά> (τέσσερις συλλαβές· [2:2]),

αντί για *<κι ανgλικά> (τρείς συλλαβές).

[Α:4] Το κάθε κείμενο δίνεται σε δύο εκδοχές: μιά αντιπαραθετική, που

βρίσκεται πιό κοντά στο αρχικό κείμενο, και μιά εκλαϊκευτική, που βασίζεται μέν

στην αντιπαραθετική, αλλά διαφέρει απο εκείνη ώς προς το οτι βρίσκεται πιό κοντά

στην κοζανίτικη νόρμα και την καθιερωμένη νεοελληνική ορθογραφία.

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου (13.2.2015)

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

5

{1} Η γκουρτσιά

Του σπίτ΄ π’ γιννήθκα κι τράνιψα ήταν ανάμισα στ’ Γιτιά, τα Κατσ΄κάθκα, τα

Μπουντανάθκα κι τ’ Τζαμάρα.

Ήταν σ΄μά στου φούρνου τ’ Τάσιου τ’ Πατιά κι άντικρα π’ του σπίτ΄ τ’

Νικουλάκ΄ τ’ Μαντρέλα (ουδός Γιουργίου Τιόλ΄, αριθμός τέσσιρα). Διξά μας απ’ του

δρόμου ήταν τ’ Μπέντα, ύστιρα τ’ Νιάκ’ τ’ Ούρδα, παρακείθι τ’ Τιάλ΄, τ’ Τιόλ΄, τ’

Σύρπ’, τ’ Κουκαλιάρ΄ (κι όπους ξιαστουχήθκα τα φτάσου ίσια μι τουν Άη-

Κουσταντίνου μι φαίνιτι)... Ουπίσου ‘πτιμάς είχαμι τ’ Σάννα τ’ δασκάλα, τ’ μάνα τ’

Κουσταντούλ΄ κι ζιρβά μας του σπίτ΄ τ’ Χρήστ’ τ’ Τσιάρα, τ’ μαραγκού. Ου Τσιάρας

είχιν φύβγ΄ απου χρόνια στ’ Σαλουνίκ΄ κι του νοίκιαζιν.

Κι ιμείς στα νοικιαστά κάθουμάσταν. Του σπίτ΄ ήταν απ’ τς Λαβαν’τσιώτδις: δυό

αδέρφια κι μιά αδιρφή (ανύπαντρ΄ όλ΄). Κι έτσ΄ όπους είχιν τρείς θύρις στουν

νουβουρό, κάθουμάσταν ικεί μέσα δυό φαμπλιές κι ένας ζουντόχηρους, ου Βασίλτς

τ’ Λαβαν’τσιώτ΄, π’ δούλιβιν μιρουκάματου σιαπάν’ στ’ αμπέλια. Του Βασίλ΄ τουν

καρτιρούσαμι ιμείς, οι μκροί, στουν πάτου, άμα σώνουνταν τα γιουρτάσια, να

σ΄νάξ΄ ότ΄ είχιν απουμείν΄ στς ντραματζάνις, να μας πεί του παραμύθ΄ μι του

μπιάγκαβου του λύκου κι ύστιρα κοιμούμασταν.

* * *

Μέστουν νουβουρό μας (ακουλ΄τά μι τουν αναγκαίου) ήταν η γκουρτσιά. Τέτοιου

τρανό δέντρου δέν ήταν άλλου σ΄ όλ΄ ‘ν Κόζιαν΄ (ιξόν απ’ τα τρία στουν Άη-

Κουσταντίνου): ένας τρανός μαναχός τ’ δέ μπουρούσιν να ‘ν αγκαλιάσ΄!

Τα κλουνάρια τς απιρνούσαν τς Μπέντινας τ’ στινούρα κι έβγιναν ίσια μι ‘ν

Ούρδινα κι του γκαλντιρίμ΄. Απ’ ‘ν άλλ΄ τ’ μιρά απιρνούσαν ουπάν’ απ’ τα κιραμίδια

μας κι έριχναν γκόρτσα κι φύλλα, ώς κι στα κιραμίδια απ’ του μπακάλ΄κου τ’

Μανώλ΄ τ’ Δημουδιά.

Κάθι Αύγουστουν, ύστιρ’ απ’ τς Παναΐας, τίναζάμι τα γκόρτσα. Του τίναγμα δέν

ήταν ντίπ εύκουλ΄ δλειά. Αδουκιούμι π’ απου ιτότι που καβαλίκιψα ‘ν αυλή τς

Μπέντινας, πάτσα ουπάν’ στς παφιλαίοι απ’ τουν αναγκαίου μας κι γραπατσώθκα

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

6

ουπάν’ στ’ γκουρτσιά για πρώτ΄ φουρά, ώσπου να φτάσου ν’ ανιβαίνου σ΄ όλα τα

κλουνάρια τς για να τνάζου κι τα ψηλότιρα τα γκόρτσα, απέρασαν τόσα χρόνια όσα

έκαμα απου ‘ν πρώτ΄ απ’ του δημουτικό ώς τ’ μέσ΄ απ’ του γυμνάσιου.

Πάσα χρουνιά καθώς τράνιβα, κατάφιρνα σιγά-σιγά κι πατούσα ένα-ένα όλα τα

κλουνάρια τς γκουρτσιάς. Πρώτα τα χαμπιλά κι τα ίσια, ύστιρα τα λουξά κι στουν

πάτου τα ψηλότιρα κι τα ουρθά.

Στ’ γκουρτσιά δέν ανέβινα μούνγκι τουν Αύγουστου. Απ’ τα ιτότι π’ τα κατάφιρα

να γραπατσουθώ ουπανουθό τς για πρώτ΄ φουρά, γίνγκιν γιατιμένα κάτ΄ σάν

καταφύγιου. Πού μ’ έχανις, πού μ’ ήβρισκις: ουπάν’ στ’ γκουρτσιά!

Είχα ένα μέρους π’ τιντώνουμαν τα μισ΄μέρια. Είχα άλλου μέρους π’ κάθουμαν

κι διάβαζα. Είχα μέρους απ’ όπ’ κυνηγούσα τα σπουρλίτια μι τα ταν’τστάρια. Είχα

μέρους π’ κάθουμαν κι τηρούσα ποιός απιρνούσιν απ’ του γκαλντιρίμ΄.

Είχα ακόμα κι ένα κρυφό μέρους απ’ όπ’ τηρούσα κι δέν φαίνουμαν τ’

Φρουσίτα τ’ Κουσταντούλ΄, όντας έφκιανιν ηλιουθιραπεία μι σιόρτ, ουπάν’ σ΄ ένα

σιδιρέινου κριβάτ΄ π’ τούχιν ανιβάσ΄ ου Κουσταντούλτς ουπάν’ στ’ σκιπή απου

λαμαρίνις στ’ αχούρ΄ απούχιν η μάνα τ’ για τα γιλάδια.

Ουπάν’ στ’ γκουρτσιά ανέβινα πάλι όντας μι κυνηγούσιν η Στιριανή μι τ’ χλιάρα,

άμα έφκιανα καμιά μουζαβιριά κι δέ μπουρούσιν να μι φτάσ΄.

Ικεί ουπάν’ κρύβουμαν κι τς νύχτις, όντας έπιζάμι τζιβουτό μι του Χαριλάκ΄ τς

Τζάρινας, τουν Νίκου τς Αθηναίας, ‘ν Καίτη τς Ούρδινας κι τ’ Λέν΄ τ’ Γκατζιαρίνα.

Κάθι άνοιξ΄ η γκουρτσιά μας χιουνίζουνταν1. Μουσκουβουλούσιν ου τόπους

αλόυρα κι βούιζαν οι μιλίσσις. Ώσπου ναρθεί η Πασχαλιά, τα γκόρτσα είχαν δέσ΄ κι

είχαν γιουμώσ΄ τα κλουνάρια φύλλα στρόγγυλα.

Όπους είπαμι κι παραπάν’, ύστιρα απ’ του Δικαπινταύγουστου ‘ν τίναζάμι.

Ξικριμνούσαμι τς κουπάνις απ’ του μαϊριό, έπιρνάμι δανκά καφάσια, έκραζάμι κι τ’

γειτουνιά κι χιρνούσαμι του τίναγμα.

Ιγώ, πρώτους κι καλύτιρους ψηλά, τίναζα γιρά τα κλουνάρια κι καταής έβριχιν

γκόρτσα. Οι ζιούλις έπιφταν εύκουλα, αλλά ήταν κι καμόσα μουχόζ΄κα, π’ δέν ήταν

ακόμα καλά φτασμένα κι ήχρηζιν να τα τνάζου μι τουν κλώστ΄. Απου κάτ’ μάζουναν

κι έτρουγαν, έτρουγαν κι μάζουναν.

1 Εδώ σημαίνει ''άνθιζε'' (έβγαζε άσπρα λούδια[άνθη]).

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

7

Σι κανά-δυό ώρις είχαν γιουμώσ΄ τα καφάσια κι οι κουπάνις κι χιρνούσαμι του

μοίρασμα. Κανά-δυό καφάσια τα διάλιγάμι μι τουν Νίκου τς Αθηναίας κι τα

πλούσαμι στου Μανώλ΄ τ’ Δημουδιά: πέντι χιλιάδις του καφάσ΄ (παλιές χιλιάδις...)!

Όσα έπιφταν ουπάν’ στα κιραμίδια μας τα απαρατούσαμι κι σάπζαν ικεί,

ώσπου έρχουνταν κι τα μάζουνιν αντάμα μι τα φύλλα ου μάστιουρας π’ ξιανάσιρνιν

τα κιραμίδια ή τα κατέβαζιν καμιά γιρή σιαρσιάρου απ’ τς αστρέχις πρίν τσακώσν

τα κρύα κι τα χιόνια.

* * *

Κι έτσ΄ μιτιαυτά κι μιτικείνα απιρνούσαν τα χρόνια: έσουσα του γυμνάσιου κι χίρσα

να δλεύου στου Άζουτου. Πού κιρός ν’ ανιβώ στ’ γκουρτσιά. Όν΄ τηλ μέρα ήμαν

στου ιργουστάσιου, γυρνούσα του δειλνό ψόφιους κι αστουχούσα ώς κι τα μάτια μ’

να σ΄κώσου να ‘ν ιδώ ψίχα. Άφκι που τιλιφταία φουρά π’ ανέφκα μι κακουφάνγκιν,

γιατι τα καλούπια απ’ τς κουλώνις τ’ Τιάλ΄ είχαν ανιβεί ψηλότιρα απ’ τ’ γκουρτσιά κι

δέ φαίνουνταν του «Τζιαμί»1 στ’ Γιτιά μι τς πιλικαναίοι, νέ ου Έλυμπους σιαπέρα.

Άπ’ ‘ν άλλ΄ τ’ μιρά φαίνουνταν του Σιόπουτου. Μα απτικεί τί να ιδείς; Όλου τ΄φάνια

κι ντουρλάπια έρχουντι απ’ του Σιόπουτου...

Κι έτσια καθώς ‘ν απαράτσα, σιγά-σιγά λές κι κατάλαβιν κι αυτήν απ’ δέ

χράζουνταν παραπάν’. Ικείνου του χ΄μώνα (1962-63) τα χιόνια ήταν κι πουλλά κι

βαρά. Μιά κλουνάρα (η χαμπιλή, η ίσια), π’ απιρνούσιν ουπάν’ απ’ του

χειμουνιάτ΄κου τουν νουντά μας, τσακίσ΄κιν απ’ του βάρους πούχιν του χιόν΄ κι

τσακίζουντας κιραμίδια, γριντιές κι νταβάν΄, σέφκιν βάχτ΄-χ΄μώνα κιρό στουν

νουντά μας.

Ιέκραξάμι τς σπιτουνοικουκυραίοι να βρούν μάστιουραν να μας φκιάσ΄ του

νταβάν΄ κι αυτοί λές κι καρτιρούσαν ‘ν ιφκιρία, έστειλαν πρώτα δυό ξυλουκόπ΄ μι

πριόνια κι τσικούρια κι έκουψαν τ’ γκουρτσιά απ’ τ’ ρίζα...

Έλιουσαν τα χιόνια, ήρθιν η άνοιξ΄ κι ου νουβουρός μας ήταν σά γκόλιαβους:

νέ γκουρτσιά, νέ λούδια, νέ φύλλα, νέ ίσκιους, νέ αέρας, νέ σπουρλίτια, νέ

δικουχτούρις, νέ γκάλτσις, νέ καντίπουτας...

1 Αναφέρεται στην καμινάδα ενός παλιού μύλου, που έμοιαζε με μιναρέ.

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

8

Σ΄ ουλίγουν κιρό έφυγάμι κι ιμείς: νοίκιασάμι ένα κινούριου σπίτ΄ στουν Λάζου

τουν Καλώτα, στουν Άη-Κουσταντίνου.

* * *

Του σπίτ΄ απούχα γινθεί ρήμαξιν: ου μπαχτσές κι ου νουβουρός σκιπάσ΄καν μι

τσουκνίδις, κουλ΄τσίδις, αγκάθια κι βρουμουξυλιές. Σι καμόσα χρόνια του γκρέμσαν

κι τόφκιασαν πουλυκατοικία. Η ρίζα τς γκουρτσιάς μας τα σαπίζ΄ τώρα σιγά-σιγά

κάτ’ απ’ τα μπάζα κι τα γκιρίζια.

Όντας απιρνώ καμιάφρας απτικεί, δέν καταλαβαίνου πού είμι: δέν έχ΄ δέντρα

αλόυρα, δέν έχ΄ μπαχτσέδις! Νέ του γκαλντιρίμ΄ απόμνιν, νέ τα πιζούλια για του

χουρατά, νέ καντίπουτας. Μούνγκι πουλυκατοικίις, άσφαλτους μι τρύπις,

αυτουκίνητα πουλλά κι πλαστικές καρέκλις στα μπαλκόνια. Κι κόσμους ξένους να

πιαλάει κι να μήν τηράει ου ένας τουν άλλουν, γιατι είνι κιρός τώρα απ’ δέ

γνουρίζουντι συναμιταξύ τς.

Μι φαίνιτι απ’ τα ιτότι πόκουψαν τ’ γκουρτσιά μας χίρσαν όλ΄ αυτάια. Ή κάμου

αλάθουν, γιατι έφυγα μακρά κι τα γλέπου έτσια τώρα;

{2} Γιατί έμαθα (έμαθα;) τ’ αγγλικά κι όχ΄ τα γιρμανικά

Αδουκιέστι, ρα, ντίπ ‘ν παλιά τ’ Βιβλιουθήκ΄ πούταν παπχάτ’ ‘π του Δημαρχείου;

Τώρα τα πείτι κι σήμιρας παπχάτ’ είντην. Μούλουνέτι, ρα, μήν κρέν’τι, γιατι καμόσ΄

πουλιτικουποιημέν΄ διανουούμιν΄ τα χιρήσν ν’ αραδούν αναλουγίις κι μιταφουρές κι

συμβουλισμοί γιατί τάχατ΄ λέμι η Βιβλιουθήκ΄ παπχάτ’ ‘π του Δημαρχείου κι «Τί

ιννουείτι;» κι τέτοια. Τιλιφταία ‘ν έβαλαν σι όρουφουν (στα παλιά τα χασαπλιά), μα

μακρά. Ιά, ήταν κι είντην λέου παπχάτ’ κι μακρά μιά ζουή. Κι αν δέν βρίσκουνταν

καμόσ΄ Ντιλιαλήδις κι Σαμπανόπουλ΄, τα τς είχιν καμαρώσ΄ τς μασκαρέτις απου

νουρίς.

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

9

Σέβινις απου μιά μαύρ΄ σιδιρόπουρτα ζιρβά απ’ τς κουλόνις ‘πτου Δημαρχείου,

κατέβινις μιά μαρμαρέιν΄ σκάλα κι έπιφτις ουπάν’ στα φουκάλια κι τα στ΄λιάρια απ’

τς σκουπιδιάρδις. Διξά, άντικρα κι ίσια ήταν η πόρτα απ’ τ’ βιβλιουθήκ΄. Μέσα ου

διάδρουμους ήταν γιουμάτους μάρμαρα, κασέλις, κτιά, στς τοίχ΄ κριμασμένις

φουτουγραφίις απ’ τς πιθαμέν΄ τς δημαρχαίοι κι τς δισπουτάδις κι τς ιβιργέτις.

Μέστ’ βιβλιουθήκ΄, όπους σέβινις διξά, σκυμμένους ου Ντιλιαλής (ποιός άλλους;)

μέσα σι τούμπις απου βιβλία κι χαρτιά λουιούντουλουιού. Κάθουνταν στου ξυλέινου

του γραφείου τ’ κι όντας ακουτούσις να τουν κουντέψ σι ρουτούσιν πρώτα «Τίνους

είσι, ρα;» κι ύστιρα σ΄ έδουνιν τουν τόμου απ’ τουν «Πυρσό» π’ τουν χάλιβις. Είχιν

κι μιά αψιά μυρουδιά απου σαχνιασμένα βιβλία κι νότια χαρτιά αλόυρα…

* * *

Ικείνουν τουν κιρό είχιν φαγουθεί η μάνα μ’, η Στιριανή (θός σ΄χουρέσ΄ την), να

πααίνου να γραφτώ στ’ αγγλικά. Πώς ‘ν ακόλ΄τσιν αυτό, δέν του κατάλαβα ντίπ

ιτότι. Μούνγκι άμα τράνιψα, ύστιρα του κατάλαβα. Δέ μ’ έφτανιν π’ δούλιβα τ’

απόγιμα στου Σίμου, στ’ «Δυτική Μακιδουνία» (αντάμα μι ‘ν Αφρουδίτ΄, του

Μάρκου τουν Νταϊρούσ΄ κι τ’ Ρουσίδα ‘ν Τσιουτσιούλα («Ναστάζια» ρώσ΄κα), τ’

γυναίκα τ’ Σίμ’, που ‘ν κουβάλτσιν απ’ τ’ Γιρμανία σην Κατουχή), δέ μ’ έφτανιν

ακόμα π’ του βράδ΄ ήμαν απουθηκάριους κι σην «Πανδώρα», αυτήν ντέ κι καλά να

γραφτώ στ’ αγγλικά. Δέ ‘ν έφτανιν του γυμνάσιου μούνγκι: ήθιλιν κι αγγλικά!

Τούφιριν απτιδώ, τούφιριν απτικεί, πήραμι κι κάτ΄ δανκές κι αγύρστις παράδις απ’

τ’ θειά μ’, τ’ Ζιώλια κι πήγα κι γράφκα.

Greek American Cultural Institute κι μι ‘ν άδεια τς Αστυνουμίας. Κάτ΄ ξέρ΄ ου

Μαχιρίτσας π’ λέει για τ’ γλώσσα1. Πού ν’ ακουτήεις ιτότι ας πούμι, να φκιάεις ένα

«Ιλλινουρουσικό Ιπιμουρφουτικό Ινστιτούτου». Ένα κι ένα τα βρίσκουσαν σν

Ασφάλεια, παρακάτ’ ‘π του Κιραμαριό. Κι να σκιφτεί κάνας απ’ σιαπάν’ (σι καμόσα

χουριά) ‘κόμα καρτιρούν να κατιβεί η Αρκούδα. Ιφτυχώς χίρσαν οι Σιατσνοί να

πααίνν στ’ Ρουσία τώρα κι να πλούν τα παλτά τς ικεί κι θαρρούν τ’ αγρόσκυλα -

1 Ο συγγραφέας αναφέρεται στον στίχο Κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει... του Μ. Γκανά

στο τραγούδι «Να δεις τι σούχω για μετά», του οποίου τη μουσική έχει συνθέσει ο Λ.

Μαχαιρίτσας και ερμηνεύει μαζί με τον Β. Παπακωνσταντίνου.

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

10

πούλιγιν κι ου Μπήτιας- π’ η προυφητεία (π’ τάχατ΄ τα μας σώσ΄ η Αρκούδα)

βγήκιν απ’ ‘ν ανάπουδ΄ σουστή.

Τέλους πάντουν: ας απαρατήσουμι τ’ γκρίνια κι ας απουμείνουμι στα

γιγουνότα, όπους λέει κι ου φίλους μ’, ου Κώτσιους ου Σίμηνας (συνάδιρφους,

μέτοικους κι αυτός).

Ακουλ΄τά μι τ’ Μήλ΄ του καφινείου κι ουπάν’ απ’ τ’ Μπουχάρα του

πιλουποιείουν ήταν του Ινστιτούτου. Ανέβινις μιά στινή σκάλα, κι ήσαν τυχιρός άμα

αντάμουνις καμιάν να κατιβαίν΄: «Πιράστι… παρακαλώ!» κι τέτοια κι γένουνταν η

γνουριμία. Τί γνουριμία δηλαδή; Ιά, κάθι φουρά π’ ‘ν ήγλιπις στ’ βόλτα κνούσις ισύ

του κιφάλ΄, κνούσιν κι αυτήν του θκό τς κι σώθκιν η δλιά. Μπουρεί αυτό να

γένουνταν κι για χρόνια, μπουρεί κι δέκα, μπουρεί κι παραπάν’ (μιάν, ακόμα τ’

χιριτώ άμα ‘ν ιδώ στ’ βόλτα καμιάφρας κι ας μήν ξέρου νέ του μκρό τς τ’ όνουμα).

Πάμι παρακάτ’. Καθηγήτρια στ’ αγγλικά είχαμι τ’ γυναίκα τ’ Τσιάμ΄, τ’ δικηγόρ’.

«Λέν΄» ‘ν ήλιγαν. Απου μπαλκόνια1 κι τέτοια κι άλλα, πρώτης τάξιους η δασκάλα

μας! Τα πάινάμι κι μιά χαρά μιταξύ μας.... Τύπους κι υπουγραμμός ου θκός σ’!

Μιά μιτιαυτήν κι μιά μι τ’ Μουμουζιάινα στου Δημουτικό. Κι ουρθουγραφία, κι

βουκέμπουλέρι, κι γκράμαρ, κι απ’ όλα! Είχαμι κι ένα βιβλίου -Dawson Family

τούλιγαν. Κι ποιός δέν τ’ αδουκιέτι; Ιμείς νέ είχαμι μαλακά παπούτσια για του

χ΄μώνα για τς χιουνίστρις, νέ ήξιράμι, άμα πάμι του βράδ΄ στου σπίτ΄, άμα είχιν φαΐ,

κι ήγλιπάμι αφνούς μι τα σ΄κλιά τς, μι τς κούρσις τς, μι τα μπέντρουμς τς, μι τα

λίβιγκρούμς τς κι τα γιουμάτα τα ριφριτζιρέιτουρς τς κι μας έπιφναν τα σάλια.

Μπουρεί κι απ’ τα ιτότι να σέφκαν στου μπυαλό μας όλ’ αυτά κι αστόισαμι τα θκά

μας (μιά μισχιά κι έναν νουντά είχαμι όλου κι όλου κι κοιμούμασταν όλ΄ αντάμα) κι

χίρσαμι να πιαλούμι πίσ’ απ’ τα καρότα π’ μας κνούσαν αμπρουστά μας ιτότι κι

πιαλούμι ακόμα... Κι ακόμα να τα φτάσουμι!

Στ’ μέσ΄ απ’ τ’ χρουνιά έφυγιν η κυρα Λέν΄ να γιννήσ΄. Μας φέρνν απ’ λέτι μιάν

απ’ τ’ Σαλουνίκ΄ αντικαταστάτρια. Ήταν-δέν-ήταν είκουσ΄πέντι χρόνια... Ήταν κι

πουλύ όμουρφ΄! Σέβινιν σην τάξ΄, πού να φκιάσ΄ μάθημα: ‘ν είχαμι πάρ΄ τουν αέρα!

Ικεί απ’ λέτι απ’ γένουνταν αυτά, μας βάν΄ ένα τεστ: κλούρ΄ ου θκός σ’! Μ’

ήρθιν ντουβουρλίνγκα... Τουν έλιγχου ήχριζιν να τουν υπουγράψ΄ η Στιριανή. Πώς

1 Εννοεί ''γυναικεία μπαλκόνια''.

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

11

πααίνν όμους έλιγχουν μι κλούρ΄;; Ώς τα ιτότι όλου 19 κι 20 μ’ έβανιν η Τσιάμινα...

Τόκλουσα ‘πτιδώ, τόκλουσα πτικεί, πααίνου στ’ μάνα μ’ κι τ’ λέου:

- Μάκα, τα πααίνου να μάθου γιρμανικά.

- Τί λές, πιδάκι μ’; Σιούρτσις; Στ’ μέσ΄ απ’ τ’ χρουνιά τ’ αλλάξ γλώσσα;

- Ναί, μα, γύρσιν ου Βασιλάκ΄ς τ’ Φόρη απ’ τ’ Γιρμανία κι φκιάν΄ γιρμανικά σι

όσ΄νους θέλν στ’ Βιβλιουθήκ΄ κι τζιάμπα μάλιστας.

Πέ αυτήν, πέ ιγώ, στουν πάτου ‘ν κατάφιρα: κάτ΄ μι τς Αμιρικάν΄ π’ δέ μας

χουνέβν κι χουνέβν τς Τούρκ΄, κάτ΄ απ’ ιγώ χαλεύου να πααίνου στ’ Γιρμανία να

σπουδάσου μουσική (ακόμα πααίνου! απόμνα μι του εισιτήριου τ’ Γκαβανά κι ‘ν

άδεια τ’ Μιχαηλίδη στου χέρ΄…), μιάν κι δυό πααίνου κι γράφουμι στ’ Βιβλιουθήκ΄.

«Ίχ μπίν, ντού μπίστ, ντάζ ίστ» χιρνάει ου Φόρης να κανουναρχάει, κόκαλου

ιγώ! Είχιν γυρίσ΄ φρέσ΄κους-φρέσ΄κους απ’ του Μούνχιν κι δέν πρόφτινις νέ ν’

ακούεις τί ήλιγιν, νέ σημειώεις να κρατήεις, νέ καντίπουτα. Ξέρς τί είνι νάχς του

προυί τουν Ευαγγελίδη στ’ αρχαία «Δαρείου και Παρυσάτιδος» κι τέτοια κι του

βράδ΄ του Φόρη να σι λέει «Φαστέν ζι;» κι αλλιώτ΄κα; Είχιν χιρήσ΄ κι του τμήμα

νουρίτιρα απ’ γράφκα ιγώ, ήταν κι κάτ΄ τρανύτιαρ΄ π’ χαμπάρζαν ουλίγα γιρμανικά,

κι ιγώ απ’ τ’ δεύτιαρ΄ τ’ φουρά, χίρσα να φκιάνου πρόβα πώς τα πώ τ’ Στιριανή

απόκαμα αλάθουν, δέν άξιζαν τα γιρμανικά σάν τ’ αγγλικά κι τέτοια.

- Δέν τα πααίν’τς κάμπουθινά! βιρβέρξιν1 η Στιριανή. Να παλουκουθείς ικεί

πούσι κι μή σι ακούσου απ’ θέλτς να πααίν’τς ξανά στου Ινστιτούτου... Χάθκις!

Άιντι τώρα ισύ να σ΄ ιδώ τί φκιάν’τς... Τσακώνου του Μπήτια ένα βράδ΄ π’

γύρσιν απ’ τουν Κουτσιμάν΄ ψίχα βαριμένους κι τουν λέου:

- Μπάκα, ου Φόρης μας είπιν απούμιστι μκροί ακόμα για τα γιρμανικά, έχν

δύσκουλ΄ γραμματική κι συντακτικό κι χράζ΄ καλύτιρα να πααίνου ξανά στ’ αγγλικά.

- Γιατί; μι λέει αυτός Πότι τα σταμάτσις τ’ αγγλικά;

Άιντι τώρα ισύ να συννουηθείς! Τουν λέου ξανά τα ίδια, τουν ξαναλέου, ακούει

κι η Στιριανή του διάλουγου κι μι χιρνάει:

- Τάμαθα ιγώ, προυκουμμένι, γιατί ήθιλις να πααίν’τς στα γιρμανικά! Μι τάπιν η

Χρυσούλα για του κλούρ΄ π’ σ’ έβαλιν η κινούρια. (η Χρυσούλα ήταν φιλινάδα τς

αξαδέρφης μ’, τς Κικίτσας, κι ήταν γραμματέας στου Ινστιτούτου). Τί θάρσιτι:

1 Εδώ σημαίνει ''φώναξε'' (συνήθως έσκουξιν στα κοζανίτικα).

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

12

ιπειδής είνι μκρή, δέ μπουρεί να σας φκιάσ΄ ζάφτ΄; Καλά σ’ έκαμιν! Άμα θέλτς ξανά,

φκιάσι τουν πέτνου!

Ιμένα τί μ’ ήθιλις: είχα κατιβάσ΄ ‘ν τούντζα καταής, χίρσα να μουτσιαλνώ κι κάτ΄

απ’ τάχατ΄ ήταν άγνουστου του κείμινου, απ’ μας έβαλιν γραμματική απου

παρακάτ’ κι τέτοια. Πού να τα καταπιεί η Στιριανή αυτά… Μιά ζουή μι του μέρους

απ’ τς δασκάλ΄ ήταν.

Νάν΄ τηλ΄μέρα, πααίν΄ στου Φόρη (κάθουνταν στου στινό πίσου απ’ τ’

Βαμπακά):

- Κύρ καθηγητά, έκαμιν αλάθουν του πιδί! Να του σ΄χουρέστι: δέν ταρθεί ξανά

στου μάθημα, στα γιρμανικά...

* * *

Κι ικεί σώθκιν η ιστουρία κι ιγώ γύρσα πάλι στ’ αγγλικά. Πέντι χρόνια πάινα

αδουκιούμι κι τουν πέμτου του χρόνου γίνγκιν ένας διαγουνισμός για υπουτρουφία.

Ου πρώτους τα πάινιν ένα ταξίδ΄ τζιάμπα στου Λουνδίνου, για να μάθ΄ καλά τ’

γλώσσα, για ένα μήνα. Ήρθα δεύτιρους. Πρώτους ήρθιν ου Ρούης τ’ Γκατζόφλια,

ου ψηλός που δούλιβιν ιτότι σν Ιμπουρική Τράπιζα, τρανύτιρους απου μένα πέντι

χρόνια κι ακουλ΄τός μι του νέου τουν δάσκαλου, τουν κτσό, πούχιν αρθεί κι αυτός

απ’ τ’ Σαλουνίκ΄. Γλέπτι, στ’ αγγλικά ήμαν καλός. Δέν ήμαν καλός στς δημόσιις

σχέσεις κι ‘ν πάτσα…

{3} Η αρμιά

Του χαμπάρ΄ έπισιν σά ντουβουρλίνγκα στου τζιαντέ: δέν τανάχουμι αρμιά!

- Γιατί, ρα;

- Ιά, δέν έβαλαν πουλλά γκαρμπουλάχανα οι Βαν’τσιώτ΄δις, δέ βάν’ν αρμιά στς

πουλυκατοικίις, γιατι βρουμάει· μπιζέρσαν οι μπάμπις να γαρδαλών’ν λάχανα, να τα

βάν’ν στα καδιά κι νάρχουντι απ’ τ’ Σαλουνίκ΄ να ‘ν παίρν’ν έτοιμ΄ ‘ν αρμιά οι νύφις

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

13

κι τ’ αξαδέρφια. Κινών’ν κι γιαπράκια τώρα στς λουκάντις, χρήζ΄ να στέλν’ν

γιαπράκια κι στς φοιτητές όξου...

Πού να προυφταστούν όλ΄ ιτούτ΄; Έχουμι έλλειψ΄! Πώς κι απου πού τα βρούμι

τόσ΄ αρμιά για τόσα γιαπράκια;

* * *

Του πρόβλημα φάνγκιν ύστιρας απ’ τ’ Άη Νικουλά, όντας ου κόσμους χιρνάει ν’

αραδάει απου πού κι πώς τα βρεί αρμιά για τα γιαπράκια τ’. Αυτοί που έβαναν,

μαναχοί τς ν΄ έβαναν για τα θκά τς, ακόμα απ’ τ’ Άη-Φιλίππ’. Όσ΄ δέν είχαν θκή τς

χίρσαν να τα βρίσκν σκούρα, γιατι -ρουτιούντας απτιδώ, ρουτιούντας απτικεί- δέν

ήβρισκαν ντίπ.

Έφκιασαν μιάν επιτρουπή απ’ λέτι κι μιάν κι δυό στουν Απουστουλίδη στου

Ιπιμιλητήριου. Σύσκιψ΄ στ’ σύσκιψ΄ αραδούσαν να βρούν πώς κι απου πού τα

βρούν αρμιά.

Ένας καθηγητής, πούταν μέλους απ’ του Ιπιμιλητήριου (ήταν κι ψίχα Αούτους),

τς λέει:

- Πώς λέγουντι, ρα, στα ιλληνικά τα ''γιαπράκια'';

- Λαχανουντουλμάδις, λέει ένας γραμματζμένους.

- Έ, του ντουλμάς δέν είνι τούρκικ΄ λέξ΄; Είνι. Έ, τί καρτιράτι; Σύρτι σην Τουρκία,

να βρείτι όσ΄ αρμιά χαλέβτι.

* * *

Αυτό κι έφκιασαν τα ζαγάρια απ’ τα σούπιρ μάρκιτς. Γκούγκλ ιδώια, γκούγκλ ικείια,

βρήκαν ένα κϊαμέτ΄ αρμιά έτοιμ΄ να τς καρτιράει. Μούνγκι που οι Τούρκ΄ του

πρώτου λέτιρ-οφ-κρέντιτ πούστειλιν η συνιτιριστική τράπιζα σην Τουρκία για να

φουρτώσν ‘ν αρμιά αγλήγουρας, για να προυφτάσν, τόστειλαν ουπίσου κι χάλιβαν

ιμβάσματα μιτρητοίς πρίν διώξν τς νταλίκις για ‘ν Ιγνατία Ουδό!

Ώς κι αυτοί πήραν χαμπάρ΄ απ’ μουφλιούζιψάμι. Στουν πάτου τα βρήκαν κι

έφτασιν η αρμιά ιτότι π’ τ’ χράζουνταν κι έτσ΄, ιξόν απ’ τα μιτρητοίς ιμβάσματα π’

ζαμπάκουσαν οι Τούρκ΄, είπαν, για να προυουθηθεί η ιλληνουτουρκική αρμουφιλία,

να στέλν’ν κι πέντι τόν΄ αρμόζμουν για του βράσιμου τζιάμπα!

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

14

[1] Η γκουρτσιά

[1:1] Του σπίτ΄ b’ γιννήθκα κι τράνιψα ήταν ανάμισα στ’ Γιτιά, τα Κατσ΄κάθκα κι τα

Μπουdανάθκα1.

Ήταν σ΄μά στου φούρνου [τ’] Τάσιου τ’ Πατιά κι άνdικρα π’ του σπίτ΄ τ’

Νικουλάκ΄ τ’ Μανdρέλα (ουδός Γιουργίου Τιόλ΄, αριθμός τέσσιρα). Διξά-μας απ’ του

δρόμου ήταν d’ Μπένdα, ύστιρα τ’ Νιάκου2 τ’ Ούρδα, παρακείθι [τ’] Τιάλ΄, [τ’] Τιόλ΄,

τ’ Σύρπ’, τ’ Κουκαλιάρ΄ (κι όπους ξιαστουχήθκα τα φτάσου ίσια μι τουν Άη-

Κουστανdίνου μι φαίνιτι)... Ουπίσου ‘πτιμάς είχαμι τ’ Σάννα d’ δασκάλα, τ’ μάνα τ’

Κουστανdούλ΄ κι ζιρβά-μας του σπίτ΄ τ’ Χρήστ’ [τ’] Τσιάρα, τ’ μαρανgού. Ου

Τσιάρας είχιν φύβγ΄ απου χρόνια στ’ Σαλουνίκ΄ κι του νοίκιαζιν.

Κι ιμείς στα νοικιαστά κάθουμάσταν. Του σπίτ΄ ήταν απ’ τς Λαβαν.τσιώτδις:

δγιό αδέρφχια κι μνιά αδιρφή (ανύπανdρ΄ όλ΄). Κι έτσ΄ όπους είχιν τρείς θύρις

στου[ν] νουβουρό, κάθουμάσταν ικεί μέσα δγιό φαμbλιές κι ένας ζουνdόχηρους, ου

Βασίλτς τ’ Λαβαν.τσιώτ΄, b’ δούλιβιν μιρουκάματου σιαπάν’ στ’ αμbέλια. Του Βασίλ΄

τουν gαρτιρούσαμι ιμείς, οι μκροί, στουμ bάτου, άμα σώνουνdαν τα γιουρτάσια, να

σ΄νάξ΄ ότ΄ είχιν απουμείν΄ ζ dραματζάνις, να μας πεί του παραμύθ΄ μι του bιάgαβου

του λύκου κι ύστιρα κοιμούμασταν.

* * *

[1:2] Μέστου[ν] νουβουρό-μας (ακουλ΄τά μι τουν ανανgαίου) ήταν η gουρτσιά.

Τέτχιου τρανό δένdρου δέν ήταν άλλου σ΄ όλ΄ ‘ν Gόζιαν΄ (ιξόν απ’ τα τρία στουν

Άη-Κουστανdίνου): ένας τρανός μαναχός-τ’ δέ μbουρούσιν να ‘ν ανgαλιάσ΄!

Τα κλουνάργια-τς απιρνούσαν τζ Μπένdινας τ’ στινούρα κι έβγιναν ίσια μι ‘ν

Ούρδινα κι του gαλdιρίμ΄. Απ’ ‘ν άλλ΄ τ’ μιρά απιρνούσαν ουπάν’ απ’ τα κιραμίδγια-

1 Κατα την ανάγνωση της 20.11.2014 ο συγγραφέας άλλαξε τη διατύπωση: ...ανάμισα ζd’

Γιτιά, τα Κατσ΄κάθκα, τα Μπουdανάθκα κι [τ’] Τζαμάρα.

2 Στα κοζανίτικα: ...τ’ Νιάκ’...

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

15

μας κι έριχναν gόρτσα κι φύλλα, ώς κι στα κιραμίδγια απ’ του bακάλ΄κου τ’ Μανώλ΄

τ’ Δημουδγιά.

Κάθι Αύγουστουν, ύστιρ’ απ’ τς Παναΐας, τίναζάμι τα gόρτσα. Του τίναγμα δέν

ήταν dίπ εύκουλ΄ δλιά. Αδουκιούμι πως1 απου ιτότι που καβαλίκιψα ‘ν αυλή τζ

Μπένdινας, πάτσα ουπάν’ στς παφιλαίοι απ’ τουν ανανgαίου-μας κι γραπατσώθκα

ουπάν’ ζd’ gουρτσιά για πρώτ΄ φουρά, ώσπου να φτάσου ν’ ανιβαίνου σ΄ όλα τα

κλουνάργια-τς για να τνάζου κι τα ψηλότιρα τα gόρτσα, απέρασαν τόσα χρόνια όσα

έκαμα απου ‘μ bρώτ΄ d’ δημουτικού ώς τ’ μέσ΄ απ’ του γυμνάσιου2.

Κάθι χρόνου3 καθώς τράνιβα, κατάφιρνα σιγά-σιγά κι πατούσα ένα-ένα όλα τα

κλουνάργια τζ gουρτσιάς. Πρώτα τα χαμbιλά κι τα ίσια, ύστιρα τα λουξά κι στουμ

bάτου τα ψηλότιρα κι τα ουρθά.

Ζd’ gουρτσιά δέν ανέβινα μούνgι τουν Αύγουστου. Απ’ τα ιτότι π’ τα κατάφιρα

να γραπατσουθώ ουπανουθό-τς για πρώτ΄ φουρά, γίνgιν γιατιμένα κάτ΄ σάν

gαταφύγιου. Πού μ’ έχανις, πού μ’ ήβρισκις: ουπάν’ ζd’ gουρτσιά!

Είχα ένα μέρους π’ τινdώνουμαν τα μισ΄μέργια. Είχα άλλου μέρους π’

κάθουμαν κι δγιάβαζα. Είχα μέρους απ’ όπ’ κυνηγούσα τα σπουρλίτχια μι τα

ταν.τστάργια. Είχα μέρους π’ κάθουμαν κι τηρούσα πχιός απιρνούσιν απ’ του

gαλdιρίμ΄.

Είχα ακόμα κι ένα κρυφό μέρους απ’ όπ’ τηρούσα κι δέν φαίνουμαν τ’

Φρουσίτα τ’ Κουστανdούλ΄, όνdας έφκιανιν ηλιουθιραπεία μι σιόρτ, ουπάν’ σ΄ ένα

σιδιρέινου κριβάτ΄ π’ τούχιν ανιβάσ΄ ου Κουστανdούλτς ουπάν’ στ’ σκιπή απου

λαμαρίνις στ’ αχούρ΄ πούχιν4 η μάνα-τ’ για τα γιλάδγια.

Ουπάν’ ζd’ gουρτσιά ανέβινα πάλι όνdας μι κυνηγούσιν η Στιργιανή μι ‘ν

gουτάλα5, άμα έφκιανα καμνιά μουζαβιργιά κι δέ μbουρούσιν να μι φτάσ΄.

Ικεί ουπάν’ κρύβουμαν κι τς νύχτις, όνdας έπιζάμι τζιβουτό μι του Χαριλάκ΄ [τς]

Τζάρινας, του[ν] Νίκου τς Αθηναίας, ‘ν Gαίτη τς Ούρδινας κι τ’ Λέν΄ d’ Γκατζιαρίνα.

1 Στα κοζανίτικα: Αδουκιούμι (α)π’... (για τον ειδικό σύνδεσμο πως/απ’ δές τη σχετική

υποσημείωση στην ενότητα [3:3]).

2 Στα κοζανίτικα: ...απου ‘μ bρώτ΄ απ’ του δημουτικό ώς τ’ μέσ΄ απ’ του γυμνάσιου.

3 Στα κοζανίτικα: Πάσα χρουνιά/κάθι χρόνουν...

4 Στην ανάγνωση της 20.11.2014 απούχιν.

5 Στα κοζανίτικα: ...μι τ’ χλιάρα...

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

16

Κάθι άνοιξ΄ η gουρτσιά-μας χιουνίζουνdαν. Μουσκουβουλούσιν ου τόπους

αλόυρα κι βούιζαν οι μιλίσσις. Ώσπου ναρθεί η Πασχαλιά, τα gόρτσα είχαν δέσ΄ κι

είχαν γιουμώσ΄ τα κλουνάργια φύλλα στρόνgυλα.

Όπους είπαμι κι παραπάν’, ύστιρα απ’ του Δικαπινdαύγουστου ‘ν dίναζάμι.

Ξικριμνούσαμι τς κουπάνις απ’ του μαϊργιό, έπιρνάμι δανκά καφάσια, φώναζάμι1 κι

d’ γειτουνιά κι χιρνούσαμι του τίναγμα.

Ιγώ, πρώτους κι καλύτιρους ψηλά, τίναζα γιρά τα κλουνάργια κι καταής έβριχιν

gόρτσα. Οι ζιούλις έπιφταν εύκουλα, αλλά ήταν κι καμόσα μουχόζ΄κα, b’ δέν ήταν

ακόμα καλά φτασμένα κι ήχρηζιν να τα τνάζου μι τουν gλώστ΄. Απου κάτ’ μάζουναν

κι έτρουγαν, έτρουγαν κι μάζουναν.

Σι κανά-δγιό ώρις είχαν γιουμώσ΄ τα καφάσια κι οι κουπάνις κι χιρνούσαμι του

μοίρασμα. Κανά-δγιό καφάσια τα δγιάλιγάμι μι του[ν] Νίκου τς Αθηναίας κι τα

πλούσαμι στου Μανώλ΄ d’ Δημουδγιά: πένdι χιλιάδις του καφάσ΄ (παλιές

χιλιάδις...)!

Όσα έπιφταν ουπάν’ στα κιραμίδγια-μας τα [α]παρατούσαμι κι σάπζαν ικεί,

ώσπου έρχουνdαν κι τα μάζουνιν ανdάμα μι τα φύλλα ου μάστιουρας π’

ξιανάσιρνιν τα κιραμίδγια ή τα κατέβαζιν καμνιά γιρή σιαρσιάρου απ’ τς αστρέχις

πρίν τσακώσν τα κρύα κι τα χιόνια.

* * *

[1:3] Κι έτσ΄ μιτιαυτά κι μιτικείνα απιρνούσαν τα χρόνια: έσουσα του γυμνάσιου κι

χίρσα να δλεύου στου Άζουτου. Πού κιρός ν’ ανιβώ ζd’ gουρτσιά. Όν΄ τηλ μέρα

ήμαν στου ιργουστάσιου, γυρνούσα του δειλνό ψόφχιους κι αστουχούσα ώς κι τα

μάτχια-μ’ να σ΄κώσου να ‘ν ιδώ ψίχα. Άφκι που τιλιφταία φουρά π’ ανέφκα μι

κακουφάνgιν, γιατι τα καλούπχια απ’ τς κουλώνις [τ’] Τιάλ΄ είχαν ανιβεί ψηλότιρα

αb’ d’ gουρτσιά κι δέ φαίνουνdαν του «Τζιαμί» στ’ Γιτιά μι τς πιλικαναίοι, νέ ου

Όλυμbους2 σιαπέρα. Άπ’ ‘ν άλλ΄ τ’ μιρά φαίνουνdαν του Σιόπουτου. Μα απτικεί τί

να ιδείς; Όλου τ΄φάνια κι dουρλάπχια έρχουνdι απ’ του Σιόπουτου...

1 Στα κοζανίτικα: ...έκραζάμι/καλνούσαμι...

2 Στα κοζανίτικα: ...ου Έλυμbους...

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

17

Κι έτσια καθώς ‘ν απαράτσα, σιγά-σιγά λές κι κατάλαβιν κι αυτήν αb’ δέ

χράζουνdαν παραπάν’. Ικείνου του χ΄μώνα1 (1962-63) τα χιόνια ήταν κι πουλλά κι

βαρά. Μνιά κλουνάρα (η χαμbιλή, η ίσια), π’ απιρνούσιν ουπάν’ απ’ του

χειμουνιάτ΄κου2 του[ν] νουdά-μας, τσακίσ΄κιν απ’ του βάρους πούχιν του χιόν΄ κι

τσακίζουνdας κιραμίδγια, γρινdιές κι dαβάν΄, σέφκιν βάχτ΄-χ΄μώνα3 κιρό στου[ν]

νουdά-μας.

Φώναξάμι4 τς σπιτουνοικουκυραίοι να βρούν μάστιουραν να μας φκιάσ΄ του

dαβάν΄ κι αυτοί λές κι καρτιρούσαν ‘ν ιφκιρία, έστειλαν πρώτα δγιό ξυλουκόπ΄ μι

πριόνια κι τσικούργια κι έκουψαν d’ gουρτσιά απ’ τ’ ρίζα...

Έλιουσαν τα χιόνια, ήρθιν η άνοιξ΄ κι ου νουβουρός-μας ήταν σά gόλιαβους: νέ

gουρτσιά, νέ λούδγια, νέ φύλλα, νέ ίσκιους, νέ αέρας, νέ σπουρλίτχια, νέ

δικουχτούρις, νέ gάλτσις, νέ κανdίπουτας...

Σι λίγου κιρό5 έφυγάμι κι ιμείς: νοίκιασάμι ένα κινούργιου σπίτ΄ στου[ν] Λάζου

τουν Gαλώτα, στουν Άη-Κουστανdίνου.

* * *

[1:4] Του σπίτ΄ απούχα γινθεί ρήμαξιν: ου bαχτσές κι ου νουβουρός σκιπάσ΄καν μι

τσουκνίδις, κουλ΄τσίδις, ανgάθχια κι βρουμουξυλιές. Σι καμόσα χρόνια του gρέμσαν

κι τόφκιασαν πουλυκατοικία. Η ρίζα τζ gουρτσιάζ-μας τα σαπίζ΄ τώρα σιγά-σιγά

κάτ’ απ’ τα bάζα κι τα gιρίζια.

Όνdας απιρνώ καμνιάφρας απτικεί, δέν gαταλαβαίνου πού είμι: δέν έχ΄ δένdρα

αλόυρα, δέν έχ΄ bαχτσέδις! Νέ του gαλdιρίμ΄ απόμνιν, νέ τα πιζούλια για του

χουρατά, νέ κανdίπουτας. Μούνgι πουλυκατοικίις, άσφαλτους μι τρύπις,

αυτουκίνητα πουλλά κι πλαστικές καρέκλις στα bαλκόνια. Κι κόσμους ξένους να

πχιαλάει κι να μήν τηράει ου ένας τουν άλλουν, γιατι είνι κιρός τώρα αb’ δέ

γνουρίζουνdι συναμιταξύ-τς.

1 Για τον τύπο χ΄μώνας δές [Α:2.2].

2 Για τον τύπο χειμουνιάτ΄κους δές [Α:2.2].

3 Για τον τύπο χ΄μώνας δές [Α:2.2].

4 Στα κοζανίτικα: Ιέκραξάμι...

5 Στα κοζανίτικα: Σ΄ ουλίγουν gιρό...

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

18

Μι φαίνιτι απ’ τα ιτότι πόκουψαν d’ gουρτσιά-μας χίρσαν όλ΄ αυτάια. Ή κάμου

αλάθουν, γιατι έφυγα μακρά κι τα γλέπου έτσια τώρα;1

[2] Γιατί έμαθα (έμαθα;) τ’ αγγλικά κι όχ΄ τα γιρμανικά

[2:1] Αδουκιέστι, ρα, dίπ ‘μ bαλιά d’ Βιβλιουθήκ΄ πούταν παπχάτ’ ‘π του

Δημαρχείου; Τώρα τα πείτι κι σήμιρας παπχάτ’ είνdην. Μούλουνέτι, ρα, μήν gρέν.τι,

γιατι καμόσ΄ πουλιτικουποιημέν΄ διανουούμιν΄ τα χιρήσν ν’ αραδούν αναλουγίις κι

μιταφουρές κι συμβουλισμοί γιατί τάχατ΄ λέμι η Βιβλιουθήκ΄ παπχάτ’ ‘π του

Δημαρχείου κι «Τί ιννουείτι;» κι τέτχια. Τιλιφταία ‘ν έβαλαν σι όρουφουν (στα παλιά

τα χασαπλιά), μα μακρά. Ιά, ήταν κι είνdην λέου παπχάτ’ κι μακρά μνιά ζουή. Κι αν

δέν βρίσκουνdαν καμόσ΄ Ντιλιαλήδις κι Σαbανόπουλ΄, τα τς είχιν καμαρώσ΄ τς

μασκαρέτις απου νουρίς.

Σέβινις απου μνιά μαύρ΄ σιδιρόπουρτα ζιρβά απ’ τς κουλόνις ‘πτου

Δημαρχείου, κατέβινις μνιά μαρμαρέινια1 σκάλα κι έπιφτις ουπάν’ στα φουκάλια κι

τα στ΄λιάργια απ’ τς σκουπιδγιάρδις. Διξά, άνdικρα κι ίσια ήταν η πόρτα αb’ d’

βιβλιουθήκ΄. Μέσα ου διάδρουμους ήταν γιουμάτους μάρμαρα, κασέλις, κτχιά, στς

τοίχ΄ κριμασμένις φουτουγραφίις απ’ τς πιθαμέν΄ τζ δημαρχαίοι κι τζ δισπουτάδις κι

τς ιβιργέτις. Μέστ’ βιβλιουθήκ΄, όπους σέβινις διξά, σκυμμένους ου Ντιλιαλής

(πχιός άλλους;) μέσα σι τούμbις απου βιβλία κι χαρτχιά λουιούνdουλουιού.

Κάθουνdαν στου ξυλέινου του γραφείου-τ’ κι όνdας ακουτούσις να τουν gουνdέψ σι

ρουτούσιν πρώτα «Τίνους είσι, ρα;» κι ύστιρα σ΄ έδουνιν τουν dόμου απ’ τουμ

«bυρσό» π’ τουν χάλιβις. Είχιν κι μνιά [α]ψιά μυρουδγιά απου σαχνιασμένα βιβλία

κι νότχια χαρτχιά αλόυρα…

1 «Η γκουρτσιά» (Βανίδης 2006: 17-22) γράφτηκε τον Αύγουστο του 1984 και

πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χρόνος» τον επόμενο Σεπτέμβριο (10.9.1984).

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

19

* * *

[2:2] Ικείνουν τουν gιρό είχιν φαγουθεί η μάνα μ’, η Στιργιανή (θός σ΄χουρέσ΄-την),

να πααίνου να γραφτώ στ’ ανgλικά. Πώς ‘ν ακόλ΄τσιν αυτό, δέν dου κατάλαβα dίπ

ιτότι. Μούνgι άμα τράνιψα, ύστιρα του κατάλαβα. Δέ μ’ έφτανιν b’ δούλιβα τ’

απόγιμα στου Σίμου, στ’ «Δυτική Μακιδουνία» (ανdάμα μι ‘ν Αφρουδίτ΄, του

Μάρκου του[ν] Νταϊρούσ΄ κι τ’ Ρουσίδα ‘ν Τζιουτσιούλα2 («Ναστάζια» ρουσιστί

3), d’

γυναίκα τ’ Σίμου4, που ‘ν gουβάλτσιν αb’ d’ Γιρμανία σην Gατουχή), δέ μ’ έφτανιν

ακόμα π’ του βράδ΄ ήμαν απουθηκάριους κι σημ «bανδώρα», αυτήν dέ κι καλά να

γραφτώ στ’ ανgλικά. Δέ ‘ν έφτανιν του γυμνάσιου μούνgι: ήθιλιν κι ανgλικά!

Τούφιριν απτιδώ, τούφιριν απτικεί, πήραμι κι κάτ΄ δαν.κές κι αγύρστις παράδις απ’

τ’ θχιά-μ’, τ’ Ζιώλια κι πήγα κι γράφκα.

Greek American Cultural Institute κι μι ‘ν άδεια τς Αστυνουμίας. Κάτ΄ ξέρ΄ ου

Μαχιρίτσας π’ λέει για d’ γλώσσα. Πού ν’ ακουτήεις ιτότι ας πούμι, να φκιάεις ένα

«Ιλλινουρουσικό Ιπιμουρφουτικό Ινστιτούτου». Ένα κι ένα τα βρίσκουσαν σν

Ασφάλεια, παρακάτ’ ‘π του Κιραμαργιό. Κι να σκιφτεί κάνας πως5 σιαπάν’ (σι

καμόσα χουργιά) ‘κόμα καρτιρούν να κατιβεί η Αρκούδα. Ιφτυχώς χίρσαν οι

Σιατσνοί να πααίνν στ’ Ρουσία τώρα κι να πλούν τα παλτά-τς ικεί κι θαρρούν τ’

αγρόσκυλα -πούλιγιν κι ου Μπήτιας- πως η προυφητεία (πως τάχατ΄ τα μας σώσ΄

η Αρκούδα)6 βγήκιν απ’ ‘ν ανάπουδ΄ σουστή.

Τέλους πάνdουν: ας απαρατήσουμι d’ gρίνια κι ας απουμείνουμι στα

γιγουνότα, όπους λέει κι ου φίλους-μ’, ου Κώτσιους ου Σίμηνας (συνάδιρφους,

μέτοικους κι αυτός).

1 Στα κοζανίτικα: ...μνιά μαρμαρέιν΄...

2 Κατα τον συγγραφέα το Τσιουτσιούλα είναι σκαρκιώτικος τύπος του γνωστού κοζανίτικου

βαφτιστικού Τσιτσιούλα (χαϊδευτικό του Τσιτσιά ''Αναστασία'').

3 Στα κοζανίτικα: ...«Ναστάζια» (στα) ρώσ΄κα...

4 Στα κοζανίτικα: ...τ’ Σίμ’...

5 Στα κοζανίτικα: ...να σκιφτεί κάνας (α)π’ σιαπάν’... (για τον ειδικό σύνδεσμο πως/απ’ δές τη

σχετική υποσημείωση στην ενότητα [3:3]).

6 Στα κοζανίτικα: ...(α)π’ η προυφητεία ((α)π’ τάχατ΄ τα μας σώσ΄ η Αρκούδα)... (για τον

ειδικό σύνδεσμο πως/(α)π’ δές τη σχετική υποσημείωση στην ενότητα [3:3]).

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

20

Ακουλ΄τά μι τ’ Μήλιου1 του καφινείου κι ουπάν’ απ’ τ’ Μπουχάρα του

πιλουποιείουν ήταν του Ινστιτούτου. Ανέβινις μνιά στινή σκάλα, κι ήσαν τυχιρός

άμα ανdάμουνις καμνιάν να κατιβαίν΄: «Πιράστι… παρακαλώ!» κι τέτχια κι

γένουνdαν η γνουριμία. Τί γνουριμία δηλαδή; Ιά, κάθι φουρά π’ ‘ν ήγλιπις ζd’ βόλτα

κνούσις ισύ του κιφάλ΄, κνούσιν κι αυτήν του θκό-τς κι σώθκιν η δλιά. Μπουρεί αυτό

να γένουνdαν κι για χρόνια, μbουρεί κι δέκα, μbουρεί κι παραπάν’ (μνιάν, ακόμα τ’

χιριτώ άμα ‘ν ιδώ στ’ βόλτα καμνιάφρας κι ας μήν ξέρου νέ του μκρό-τς τ’ όνουμα).

Πάμι παρακάτ’. Καθηγήτρια στ’ ανgλικά είχαμι τ’ γυναίκα [τ’] Τσιάμ΄, τ’ δικηγόρ’.

«Λέν΄» ‘ν ήλιγαν. Απου bαλκόνια κι τέτχια κι άλλα, πρώτης τάξιους η δασκάλα-μας!

Τα πάινάμι κι μνιά χαρά μιταξύ-μας.... Τύπους κι υπουγραμμός ου θκός[-σ’]!

Μνιά μιτιαυτήν κι μνιά μι τ’ Μουμουζιάινα στου Δημουτικό. Κι ουρθουγραφία, κι

βουκέbουλέρι, κι gράμαρ, κι απ’ όλα! Είχαμι κι ένα βιβλίου -Dawson Family

τούλιγαν. Κι πχιός δέν d’ αδουκιέτι; Ιμείς νέ είχαμι μαλακά παπούτσια για του

χ΄μώνα2 για τς χιουνίστρις, νέ ήξιράμι, άμα πάμι του βράδ΄ στου σπίτ΄, άμα είχιν

φαΐ, κι ήγλιπάμι αφνούς μι τα σ΄κλιά-τς, μι τς κούρσις-τς, μι τα bέdρουμς-τς, μι τα

λίβινgρούμς-τς κι τα γιουμάτα τα ριφριτζιρέιτουρς-τς κι μας έπιφναν τα σάλια.

Μπουρεί κι απ’ τα ιτότι να σέφκαν στου μbγιαλό-μας όλ’ αυτά κι αστόισαμι τα θκά-

μας (μνιά μισχιά κι ένα[ν] νουdά είχαμι όλου κι όλου κι κοιμούμασταν όλ΄ ανdάμα)

κι χίρσαμι να πχιαλούμι πίσ’ απ’ τα καρότα π’ μας κνούσαν αμbρουστά-μας ιτότι κι

πχιαλούμι ακόμα... Κι ακόμα να τα φτάσουμι!

* * *

[2:3] Στ’ μέσ΄ απ’ τ’ χρουνιά έφυγιν η κυρα-Λέν΄ να γιννήσ΄. Μας φέρνν απ’ λέτι

μνιάν απ’ τ’ Σαλουνίκ΄ ανdικαταστάτρϊα. Ήταν-δέν-ήταν είκουσ΄πένdι χρόνια... Ήταν

κι πουλύ όμουρφ΄! Σέβινιν σην dάξ΄, πού να φκιάσ΄ μάθημα: ‘ν είχαμι πάρ΄ τουν

αέρα!

Ικεί απ’ λέτι αb’ γένουνdαν αυτά, μας βάν΄ ένα τεστ: κλούρ΄ ου θκός[-σ’]! Μ’

ήρθιν dουβουρλίνgα... Τουν έλιγχου ήχριζιν να τουν υπουγράψ΄ η Στιργιανή. Πώς

1 Στα κοζανίτικα: ...τ’ Μήλ΄...

2 Για τον τύπο χ΄μώνας δές [Α:2.2].

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

21

πααίνν όμους έλιγχουν μι κλούρ΄;; Ώς τα ιτότι όλου 19 κι 20 μ’ έβανιν η Τσιάμινα...

Τόκλουσα ‘πτιδώ, τόκλουσα πτικεί, πααίνου στ’ μάνα-μ’ κι τ’ λέου:

- Μάκα, τα πααίνου να μάθου γιρμανικά.

- Τί λές, πιδάκι-μ’; Σιούρτσις; Στ’ μέσ΄ απ’ τ’ χρουνιά τ’ αλλάξ γλώσσα;

- Ναί, μα, γύρσιν ου Βασιλάκ΄ς τ’ Φόρη απ’ τ’ Γιρμανία κι φκιάν΄ γιρμανικά σι

όσ΄νους θέλν στ’ Βιβλιουθήκ΄ κι τζιάbα μάλιστας.

Πέ αυτήν, πέ ιγώ, στουμ bάτου ‘ν gατάφιρα: κάτ΄ μι τς Αμιρικάν΄ b’ δέ μας

χουνέβν κι χουνέβν τς Τούρκ΄, κάτ΄ πως ιγώ θέλου να πααίνου1 στ’ Γιρμανία να

σπουδάσου μουσική (ακόμα πααίνου! απόμνα μι του εισιτήριου d’ Γκαβανά κι ‘ν

άδεια τ’ Μιχαηλίδη στου χέρ΄…), μνιάν κι δγιό πααίνου κι γράφουμι στ’ Βιβλιουθήκ΄.

«Ίχ bίν, dού bίστ, dάζ ίστ» χιρνάει ου Φόρης να κανουναρχάει, κόκαλου ιγώ!

Είχιν γυρίσ΄ φρέσ΄κους-φρέσ΄κους απ’ του Μούνχιν κι δέμ bρόφτινις νέ ν’ ακούεις τί

ήλιγιν, νέ σημειώεις να κρατήεις, νέ κανdίπουτα. Ξέρς τί είνι νάχς του προυί τουν

Ευανgελίδη στ’ αρχαία «Δαρείου και Παρυσάτιδος» κι τέτχια κι του βράδ΄ του Φόρη

να σι λέει «Φαστέν ζι;» κι αλλιώτ΄κα; Είχιν χιρήσ΄ κι του τμήμα νουρίτιρα αb’

γράφκα ιγώ, ήταν κι κάτ΄ τρανύτιαρ΄ π’ χαbάρζαν ουλίγα γιρμανικά, κι ιγώ αb’ d’

δεύτιαρ΄ τ’ φουρά, χίρσα να φκιάνου πρόβα πώς τα πώ τ’ Στιργιανή πως έκαμα

αλάθουν2, δέν άξιζαν τα γιρμανικά σάν d’ ανgλικά κι τέτχια.

- Δέν dα πααίν.τς κάμbουθινά! βιρβέρξιν3 η Στιργιανή. Να παλουκουθείς ικεί

πούσι κι μή σι ακούσου απ’ θέλτς να πααίν.τς ξανά στου Ινστιτούτου... Χάθκις!

Άιdι τώρα ισύ να σ΄ ιδώ τί φκιάν.τς... Τσακώνου του Μπήτια ένα βράδ΄ π’

γύρσιν απ’ τουν Gουτσιμάν΄ ψίχα βαριμένους κι τουν λέου:

- Μπάκα, ου Φόρης μας είπιν πως είμιστι μκροί4 ακόμα για τα γιρμανικά, έχν

δύσκουλ΄ γραμματική κι συνdακτικό κι χράζ΄ καλύτιρα να πααίνου ξανά στ’ ανgλικά.

- Γιατί; μι λέει αυτός Πότι τα σταμάτσις τ’ ανgλικά;

1 Στα κοζανίτικα: ...κάτ΄ απ’ ιγώ χαλεύου να πααίνου... Για τον ειδικό σύνδεσμο πως/απ’ δές

τη σχετική υποσημείωση στην ενότητα [3:3].

2 Στα κοζανίτικα: ...πώς τα πώ τ’ Στιργιανή απόκαμα αλάθουν... (για τον ειδικό σύνδεσμο

πως/απ’ δές τη σχετική υποσημείωση στην ενότητα [3:3]).

3 Εδώ σημαίνει ''φώναξε'' (συνήθως έσκουξιν στα κοζανίτικα).

4 Στα κοζανίτικα: ...μας είπιν απούμιστι μκροί... (για τον ειδικό σύνδεσμο πως/απ’ δές τη

σχετική υποσημείωση στην ενότητα [3:3]).

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

22

Άιdι τώρα ισύ να συννουηθείς! Τουν λέου ξανά τα ίδγια, τουν ξαναλέου, ακούει

κι η Στιργιανή του διάλουγου κι μι χιρνάει:

- Τάμαθα ιγώ, προυκουμμένι, γιατί ήθιλις να πααίν.τς στα γιρμανικά! Μι τάπιν η

Χρυσούλα για του κλούρ΄ π’ σ’ έβαλιν η κινούργια. (η Χρυσούλα ήταν φιλινάδα τς

αξαδέρφηζ-μ’, τς Κικίτσας, κι ήταν γραμματέας στου Ινστιτούτου). Τί θάρσιτι:

ιπειδής είνι μκρή, δέ μbουρεί να σας φκιάσ΄ ζάφτ΄; Καλά σ’ έκαμιν! Άμα θέλτς ξανά,

φκιάσι τουμ bέτνου!

Ιμένα τί μ’ ήθιλις: είχα κατιβάσ΄ ‘ν dούντζα καταής, χίρσα να μουτσιαλνώ κι κάτ΄

πως τάχατ΄ ήταν άγνουστου του κείμινου, πως μας έβαλιν γραμματική απου

παρακάτ’ κι τέτχια1. Πού να τα καταπιεί η Στιργιανή αυτά… Μνιά ζουή μι του

μέρους απ’ τς δασκάλ΄ ήταν.

Νάν΄ τηλ΄μέρα, πααίν΄ στου Φόρη (κάθουνdαν στου στινό πίσου αb’ d’

Βαμbακά):

- Κύρ-καθηγητά, έκαμιν λάθους2 του πιδί! Να του σ΄χουρέστι: δέν dαρθεί ξανά

στου μάθημα, στα γιρμανικά...

* * *

[2:4] Κι ικεί σώθκιν η ιστουρία κι ιγώ γύρσα πάλι στ’ ανgλικά. Πένdι χρόνια πάινα

αδουκιούμι κι τουμ bέμτου του χρόνου γίνgιν ένας διαγουνισμός για υπουτρουφία.

Ου πρώτους τα πάινιν ένα ταξίδ΄ τζιάbα στου Λουνδίνου, για να μάθ΄ καλά d’

γλώσσα, για ένα μήνα. Ήρθα δεύτιρους. Πρώτους ήρθιν ου Ρούης d’ Γκατζόφλια,

ου ψηλός που δούλιβιν ιτότι σν Ιμbουρική Τράπιζα, τρανύτιρους απου μένα πένdι

χρόνια κι ακουλ΄τός μι του νέου του[ν] δάσκαλου, τουν gτσό, πούχιν αρθεί κι αυτός

απ’ τ’ Σαλουνίκ΄. Γλέπτι, στ’ ανgλικά ήμαν καλός. Δέν ήμαν καλός στς δημόσιις

σχέσεις κι ‘μ bάτσα…3

1 Στα κοζανίτικα: ...απ’ τάχατ΄ ήταν άγνουστου του κείμινου, απ’ μας έβαλιν γραμματική απου

παρακάτ’ κι τέτχια. (για τον ειδικό σύνδεσμο πως/απ’ δές τη σχετική υποσημείωση στην

ενότητα [3:3]).

2 Στα κοζανίτικα: ...έκαμιν αλάθουν...

3 Το παραπάνω κείμενο (Βανίδης 2006: 91-8) γράφτηκε τον Ιανουάριο του 1996 και

πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Χρόνος» τον ίδιο μήνα (28.1.1996).

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

23

[3] Η αρμιά1

(ώς αφορμή σύσφιγξης των

ελληνοτουρκικών πολιτισμικών δεσμών και

όχι μόνον...)

[3:1] Του νέου2 έπισιν σά[ν] dουβουρλίνgα στου τζιαdέ: δέν dάχουμι αρμνιά!

3

- Γιατί, ρα;

- Ιά, δέν έβαλαν πουλλά gαρbουλάχανα οι Βαν.τσιώτ΄δις, δέ βάν[ν] αρμνιά4 στς

πουλυκατοικίις, γιατι βρουμάει· bιζέρσαν οι bάbις να γαρδαλών[ν] λάχανα, να τα

βάν[ν] στα καδγιά κι νάρχουνdι απ’ τ’ Σαλουνίκ΄ να ‘μ bαίρν[ν] έτοιμ΄ ‘ν αρμνιά5 οι

νύφις κι τ’ αξαδέρφχια. Κινών[ν] κι γιαπράκια τώρα στς λουκάνdις, χρήζ΄6 να

στέλν[ν] γιαπράκια κι στς φοιτητές όξου...

Πού να προυφταστούν όλ΄ ιτούτ΄, να χουρταστούν; Έχουμι έλλειψ΄! Πώς κι

απου πού τα βρούμι τόσ΄ αρμνιά7 για τόσα γιαπράκια;

* * *

[3:2] Του πρόβλημα φάνgιν ύστιρας απ’ τ’ Άη-Νικουλά, όνdας ου κόσμους χιρνάει

ν’ αραδάει απου πού κι πώς τα βρεί αρμνιά8 για τα γιαπράκια-τ’. Αυτοί που έβαναν,

μαναχοί-τς ν΄ έβαναν για τα θκά-τς, ακόμα απ’ τ’ Άη-Φιλίππ’. Όσ΄ δέν είχαν θκή-τς

1 Άν και ο συγγραφέας δέν αποκλείει την προφορά αρμιά, στο ιδιόλεκτό του ο τύπος είναι

αρμνιά.

2 Στα κοζανίτικα: Του χαbάρ΄...

3 Στα κοζανίτικα: Δέν dανάχουμι αρμιά!

4 Στα κοζανίτικα: ...δέ βάν[ν] αρμιά...

5 Στα κοζανίτικα: ...‘ν αρμιά...

6 Κατα τον συγγραφέα, στη συνοικία «Κιρμαργιό» (Κεραμαριό) το ''πρέπει'' λέγεται χρήζ΄

(αρχική γραφή <χρείζ΄>), ενώ ο τύπος χράζ΄ χρησιμοποιείται στη Σκΐρκα.

7 Στα κοζανίτικα: ...πού τα βρούμι τόσ΄ αρμιά...

8 Στα κοζανίτικα: ...πώς τα βρεί αρμιά...

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

24

χίρσαν να τα βρίσκν σκούρα, γιατι -ρουτχιούνdας απτιδώ, ρουτχιούνdας απτικεί-

δέν έβρισκαν dίπ.1

Έφκιασαν μνιάν επιτρουπή απ’ λέτι κι μνιάν κι δγιό στουν Απουστουλίδη στου

Ιπιμιλητήριου. Σύσκιψ΄ στ’ σύσκιψ΄ αραδούσαν να βρούν πώς κι απου πού τα

βρούν αρμνιά2.

Ένας καθηγητής, πούταν μέλους απ’ του Ιπιμιλητήριου (ήταν κι ψίχα Αούτους),

τς λέει:

- Πώς λέγουνdι, ρα, στα ιλληνικά τα ''γιαπράκια'';

- Λαχανουdουλμάδις, λέει ένας διανουούμινους.3

- Έ, του dουλμάς δέν είνι τούρκικ΄ λέξ΄; Είνι. Έ, τί καρτιράτι; Σύρτι σην Dουρκία,

να βρείτι όσ΄ αρμνιά θέλτι.4

* * *

[3:3] Αυτό κι έφκιασαν τα ζαγάργια απ’ τα σούπιρ μάρκιτς. Gούgλ ιδώια, gούgλ

ικείια5, βρήκαν ένα κιαμέτ΄ αρμνιά

6 έτοιμ΄ να τς καρτιράει. Μούνgι που οι Τούρκ΄

του πρώτου λέτιρ-οφ-κρέdιτ πούστειλιν η συνιτιριστική τράπιζα σην Dουρκία για να

φουρτώσν ‘ν αρμνιά7 αγλήγουρας, για να προυφτάσν, τόστειλαν ουπίσου κι

χάλιβαν ιμβάσματα μιτρητοίς πρίν δγιώξν τζ dαλίκις για ‘ν Ιγνατία Ουδό!

Ώς κι αυτοί πήραν χαbάρ΄ πως μουφλιούζιψάμι.8 Στουμ bάτου τα βρήκαν κι

έφτασιν η αρμιά ιτότι που τ’ χράζουνdαν1 κι έτσ΄, ιξόν απ’ τα μιτρητοίς ιμβάσματα π’

1 Στα κοζανίτικα: ... δέν ήβρισκαν dίπ.

2 Στα κοζανίτικα: ...πού τα βρούν αρμιά...

3 Στα κοζανίτικα: ...ένας γραμματζμένους.

4 Στα κοζανίτικα: ...όσ΄ αρμιά χαλέβτι.

5 Αρχική γραφή <ικεία>.

6 Στα κοζανίτικα: ...ένα κιαμέτ΄ αρμιά...

7 Στα κοζανίτικα: ...για να φουρτώσν ‘ν αρμιά...

8 Στα κοζανίτικα: ...απ’ μουφλιούζιψάμι. Στον ειδικό σύνδεσμο πως (δές επίσης [1:2], [2:2],

[2:3]) πρέπει να επισημάνουμε οτι δέν έχουμε στένωση του άτονου /o/ και συνεπώς η

παρουσία η παρουσία του σε ένα κοζανίτικο κείμενο μπορεί με βεβαιότητα να αποδοθεί

στις νεότερες και αναφομοίωτες επιδράσεις της ΚΝΕ. Φυσικά, ώς κοζανιτόφωνος, ο

Βανίδης έχει υπόψιν του και το κοζανίτικο απ’, αφού το χρησιμοποιεί στο κείμενο «Η

γκουρτσιά»: ...κατάλαβιν κι αυτήν αb’ δέν χράζουνdαν παραπάν’. [1:3].

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

25

ζαμbάκουσαν οι Τούρκ΄, είπαν, για να προυουθηθεί η ιλληνουτουρκική

αρμουφιλία2, να στέλν[ν]

3 κι πένdι τόν΄ αρμόζμουν για του βράσιμου τζιάbα!

4

1 Στα κοζανίτικα: ...ιτότι π’ τ’ χράζουνdαν...

2 Ο συγγραφέας έπλασε τον τύπο αρμνιουφιλία, όμως, άν θέλαμε να δημιουργήσουμε λέξη

με το αρμιά και το φιλία, θα έπρεπε να έχει τη μορφή αρμουφιλία: πρβλ. τον τύπο

αρμόζμους (<αρμιά + ζουμός [<ζωμός]).

3 Από το αρχικό κείμενο λείπει ένα να: ...είπαν, για να προυουθηθεί η ιλληνουτουρκική

αρμνιουφιλία, [να] στέλν[ν]...

4 Το κείμενο γράφτηκε στη Θεσσαλονίκη στις 7.1.2015. Η πληροφορία είναι του Στέλιου

Κουτσουσίμου, ενώ η προτροπή για το κείμενο του Άλκη Χαραλαμπίδη.

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

26

ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Γ. Δ. ΒΑΝΙΔΗ

Γεννήθηκα στην Κοζάνη το 1944, απο πατέρα Σιατιστινό και μάνα Κοζανίτισσα

(Σκαρκιώτσα) και είμαι απόφοιτος του Βαλταδωρείου Γυμνασίου Αρρένων Κοζάνης

(1962). Ζώ στη Θεσσαλονίκη απο το 1969 αφού πέρασα απο Πτολεμαΐδα,

Σιάτιστα, Καστοριά, Αθήνα, όπου και δούλεψα σε πέντε τράπεζες και τρείς

εταιρείες για 42 χρόνια.

Στη διάρκεια των εγκύκλιων σπουδών μου δούλεψα στοιχειοθέτης στις τοπικές

εφημερίδες «Ελληνική Μακεδονία» του Θεοδοσιάδη, «Δυτική Μακεδονία» του

Ζηκόπουλου, «Θάρρος» του Παπαστεργιάδη και «Ένωση» του Ζωγράφου και

επίσης σάν τσιράκι στον φούρνο του Βαμπακά, στο βιβλιοπωλείο του Γκαβανά,

στο λευκοσιδηρουργείο των Αφών Καραμάρκου και στο ΨΥ.ΠΑ.ΚΟ., ενώ έπαιξα

και στην «Πανδώρα».

Λογοτεχνίζων γράφω στο ιδίωμα της γενέθλιας πόλης μου, ύστερα απο

προτροπή του αείμνηστου Λεωνίδα Παπασιώπη στην φιλόξενη εφημερίδα

«Χρόνος» του φίλου Νίκου Κωσταρέλα. Διαβάζω πολύ και φωτογραφίζω ακόμα

πιό πολύ: http://vanidis.blogspot.gr.

ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Στην παρούσα δημοσίευση δίνονται τρία κείμενα του Γιάννη Βανίδη («Η

γκουρτσιά», «Γιατί έμαθα τ’ αγγλικά κι όχ΄ τα γιρμανικά» & «Η αρμιά»), ύστερα απο

ειδική γλωσσολογική επεξεργασία.

Χριστόδουλος Αστ. Χριστοδούλου, για το Κοζανιτολόγιο (13.2.2015)

Κοζανιτολόγιο Γ. Βανίδης

27

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

I. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ........................................... 3 - 4

II. ΕΚΛΑΪΚΕΥΤΙΚΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ........... 5 - 13

{1} Η γκουρτσιά ..................................... 5

{2} Αγγλογερμανικά ............................... 8

{3} Η αρμιά .......................................... 12

III. ΣΧΟΛΙΑΣΜΕΝΕΣ ΕΚΔΟΧΕΣ ........ 14 - 25

[1] Η γκουρτσιά ................................... 14

[2] Αγγλογερμανικά ............................. 18

[3] Η αρμιά .......................................... 23

IV. ΑΥΤΟΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΚΑΙ ΕΠΙΛΟΓΟΣ .. 26

V. ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ .................................... 27