Δικαιολόγηση και κριτική της αρχής της πλειοψηφίας...

463
Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών Τμήμα Νομικής Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης Διατριβή επί διδακτορία Δικαιολόγηση και κριτική της αρχής της πλειοψηφίας στη θεωρία της δημοκρατίας Νικόλαος Φ. Γαρυπίδης Θεσσαλονίκη 2012

Upload: khangminh22

Post on 04-Mar-2023

0 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Σχολή Νομικών Οικονομικών και Πολιτικών

Επιστημών

Τμήμα Νομικής

Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης

Διατριβή επί διδακτορία

Δικαιολόγηση και κριτική της

αρχής της πλειοψηφίας στη θεωρία

της δημοκρατίας

Νικόλαος Φ. Γαρυπίδης

Θεσσαλονίκη 2012

Περιεχόμενα

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ.- Ατομικά συμφέροντα και αρχή της πλειοψηφίας: Θεμελίωση και κριτική

του πλειοψηφικού κανόνα στη θεωρία της Δημόσιας Επιλογής

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΠΡΩΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Κεφάλαιο πρώτο.- Η παραμορφωτική επίδραση των οργανωμένων συμφερόντων στη

δημοκρατική διαδικασία: Αναφορές στον κλασικό στοχασμό

1. Ο φόβος της διαφθοράς και το αίτημα για συναρμογή δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος

2. Ο φόβος του φατριασμού και η δικαιολόγηση της αρχής της αντιπροσώπευσης στη

«διευρυμένη» δημοκρατία

3. Ανορθολογικές πλειοψηφίες και ιθύνουσες ομάδες: Η λαϊκή θέληση ως προϊόν της

δημοκρατικής διαδικασίας

4. Η συρρίκνωση του πλειοψηφικού χώρου και η τεχνοκρατική διαχείριση της πολιτικής

Κεφάλαιο δεύτερο.- Τα υποδείγματα οικονομικής ορθολογικότητας ως κοινωνιολογία των

θεσμών της πλειοψηφικής δημοκρατίας

1. Πολιτική ισορροπία και κομματικά συστήματα στις κοινωνίες του ορθολογικού εγωισμού

2. Οικονομική ορθολογικότητα, πολιτική συμμετοχή και αποχή

3. Οι υπολογισμοί κόστους και το πολιτικό στοιχείο

4. Η ήπια εκδοχή του οικονομικά έλλογου υποκειμένου και το ανυπέρβλητο θετικιστικό δίλημμα

στις παραδοχές της Δημόσιας Επιλογής

Κεφάλαιο τρίτο.- Ομάδες συμφερόντων και εκμεταλλευτικές πλειοψηφίες: Η κριτική της

Δημόσιας Επιλογής στην αρχή της πλειοψηφίας

1. Ατομικά κίνητρα και συλλογική οργάνωση στο δημοκρατικό χώρο

2. Οργανωμένες ομάδες εναντίον πλειοψηφιών: Η αναμέτρηση του πανίσχυρου Δαυίδ και του

αδύναμου Γολιάθ

3. Η δράση των ομάδων ως φαλκίδευση της πολιτικής ισότητας

4. Οικονομική ανάλυση της δημοκρατίας και σύγχρονη θεωρία του κοινωνικού συμβολαίου

4.1. Η ατομική συναίνεση και το κόστος των πλειοψηφικών αποφάσεων

4.2. Η οικονομική θεωρία τυραννίας της πλειοψηφίας

5. Προσοδοθηρία και κριτήρια αποδοτικότητας: Η πολιτική δημοκρατία ως σπατάλη

6. Ομαδική δράση, διάχυση της εξουσίας και δημοκρατικές διαβουλεύσεις

6.1. Η ισορροπία μεταξύ πλειοψηφιών και μειοψηφιών στο δημοκρατικό χώρο

6.2. Ομαδικά συμφέροντα και δημοκρατική διαβούλευση

7. Κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, εξειδικευμένη γνώση-πληροφορία και πολιτική

ισότητα

8. Δημοκρατική αρχή, προσοδοθηρία και διαφθορά

9. Ομάδες συμφερόντων και νομοθέτηση

Κεφάλαιο τέταρτο.- Το πολιτικό σχέδιο της «συνταγματικής επανάστασης»

1. Ο κανόνας της αυξημένης πλειοψηφίας και η πολιτική θωράκιση του status quo

2. Το σύστημα αποκάλυψης της ζήτησης και η απορρόφηση της δημοκρατίας στην αγορά

3. Οι ουτοπικές πολιτικές προϋποθέσεις της «συνταγματικής επανάστασης»

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ.- Τα διαδικαστικά χαρακτηριστικά της αρχής της πλειοψηφίας: Λογική

παραδοξότητα και δυνατότητα χειραγώγησης των ψηφοφοριών

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΔΕΥΤΕΡΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Κεφάλαιο πρώτο.- Οι ιστορικές ρίζες της Κοινωνικής Επιλογής

1. Από το θεώρημα των ενόρκων στο παράδοξο της ψηφοφορίας

2. Η οικονομική θεωρία της ταξινόμησης και ο πλειοψηφικός κανόνας

Κεφάλαιο δεύτερο.- Η δημοκρατική διαδικασία με δύο υποψήφιες επιλογές

1. Τα λογικά-μαθηματικά χαρακτηριστικά του κανόνα της απλής πλειοψηφίας

2. Είναι δυνατή μια μαθηματική σύλληψη της πολιτικής ισότητας;

3. Η απλή πλειοψηφία με δύο υποψήφιες επιλογές και η δημοκρατική ουσία του δίπολου

κυβέρνηση/αντιπολίτευση

Κεφάλαιο τρίτο.- Η δημοκρατική διαδικασία με τρεις υποψήφιες επιλογές και το πρόβλημα

της πολυμορφίας των συστημάτων απόφασης

1. Το φαινόμενο της πολυμορφίας των κανόνων απόφασης και η ακαθοριστία της πλειοψηφικής

αρχής

2. Ο ισχυρισμός περί ακαθοριστίας ως εστία σκεπτικισμού απέναντι στη δημοκρατική διαδικασία

3. Η μάταιη αναζήτηση μιας αυθεντικής δημοκρατικής διαδικασίας απόφασης: Τα παραδείγματα

της ομοφωνίας και της αναλογικής εκπροσώπησης

3.1. Είναι η ομοφωνία το ουτοπικό ιδεώδες της δημοκρατίας;

3.2. Αποτελεί το σύστημα της απλής αναλογικής αυθεντικό εκφραστή της πολιτικής ισότητας;

3.3. Η αποτυχία του εγχειρήματος για προσδιορισμό της «γνήσιας» δημοκρατικής διαδικασίας

και το σκεπτικιστικό επιχείρημα

4. Η εμπειρική διάσταση της υπόθεσης περί ανακριβούς απεικόνισης της λαϊκής θέλησης

5. Η μαθηματική «τυπικότητα» των πλειοψηφικών διαδικασιών

Κεφάλαιο τέταρτο.- Κυκλικότητα και χειραγώγηση σε διαδικασίες με τρεις υποψήφιες

επιλογές

1. Το θεώρημα της δυνατότητας

2. Οι συνέπειες του θεωρήματος στην πολιτική πραγματικότητα

3. Μορφές χειραγώγησης των διαδικασιών εξαιτίας της εμφάνισης περιπτώσεων κυκλικότητας

3.1. Η στρατηγική ψήφος

3.2. Ο χειρισμός της ημερήσιας διάταξης

3.3. Η εμπειρική επιβεβαίωση και η θεωρητική αξιολόγηση της υπόθεσης περί τακτικού

χειρισμού της ημερήσιας διάταξης

3.4. Το πολυδιάστατο χάος

Κεφάλαιο πέμπτο.- Κοινωνική Επιλογή και δημοκρατία

1. Η Κοινωνική Επιλογή και η θεωρία των κυρίαρχων πολιτικών ομάδων (elites)

2. Η Κοινωνική Επιλογή και το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα

3. Η μαθηματική παραδοξότητα των πλειοψηφικών διαδικασιών ως επίθεση ενάντια στο δόγμα

της λαϊκής κυριαρχίας

4. Τα πορίσματα των θεωρημάτων παραδοξότητας ως ερμηνεία της λειτουργίας των

δημοκρατικών θεσμών στα φιλελεύθερα συστήματα

5. Η συνεισφορά της Κοινωνικής Επιλογής στην κατανόηση της δημοκρατικής διαδικασίας

6. Πολιτική ελευθερία, ατομικές επιλογές και συλλογικές αποφάσεις

7. Δημοκρατική αρχή και χειραγώγηση

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ.- Το υποκείμενο της πλειοψηφικής διαδικασίας: Λαός και δημοκρατική

νομιμοποίηση

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΤΡΙΤΟΥ ΜΕΡΟΥΣ

Κεφάλαιο πρώτο.- Λαός και ιδιότητα του πολίτη

1. Η πολυδιάστατη κατηγορία «λαός» στη συνταγματική θεωρία

2. Η πολυσημία της κατηγορίας «λαός» στην πολιτική

3. Το αντικείμενο της ιδιότητας του πολίτη

4. Το υποκείμενο της ιδιότητας του πολίτη

5. Η «κλειστή» πολιτική κοινότητα και το μεταναστευτικό ζήτημα

6. Από τον «λαό» στο «πλήθος»;

7. Ο λαός μεταξύ διαλογικής και συμμετοχικής νομιμοποίησης

8. Το αίτημα για δικαιολόγηση του αποκλεισμού των «άλλων»

9. Διαπερατά σύνορα και δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη

10. Θεσμοί πολιτικής συμπερίληψης και δημοκρατική νομιμοποίηση

Κεφάλαιο δεύτερο.- Δημοκρατική αρχή και κοινωνική ομοιογένεια

1. Δημοκρατία και εθνική ταυτότητα στην κλασική θεωρία

2. Ο σύγχρονος δημοκρατικός εθνικισμός

3. Η διάκριση «καλού» και «κακού» εθνικισμού

4. Μεταεθνικές πολιτικές ταυτότητες: Συνταγματικός πατριωτισμός

5. Αντιρρήσεις ως προς τη δυνατότητα και την αξία ενός μεταεθνικού πολιτικού πολιτισμού

Κεφάλαιο τρίτο.- Αρχές οριοθέτησης της κρίσιμης πολιτικής μονάδας: Η συμπερίληψη των

ενδιαφερομένων στις δημοκρατικές αποφάσεις

1. Το ζήτημα της πολιτικής κοινότητας

2. Η αρχή της συμπερίληψης «όσων υπόκεινται στην εξουσία»

3. Η αρχή της συμπερίληψης «όσων επηρεάζονται από τις αποφάσεις»

4. Δημοκρατική συμπερίληψη και αυτονομία: Μια σύνθεση των δύο αρχών

Κεφάλαιο τέταρτο.- Η συμπερίληψη των ενδιαφερομένων στον χώρο και τον χρόνο

1. Παγκοσμιοποίηση, κράτος, δημοκρατία

2. Η υφή της παγκόσμιας κοινωνίας

3. Τα διαφορετικά πλαίσια του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού

4. Δημοκρατικός αυτοκαθορισμός στον υπερεθνικό χώρο: Σκεπτικιστικά επιχειρήματα

5. Υπερεθνικά εξουσιαστικά δίκτυα και παγκόσμια κοινωνία πολιτών

6. Λαοί και πλειοψηφικές διαδικασίες στον υπερεθνικό χώρο

7. Το ζήτημα της συμπερίληψης των ενδιαφερομένων στον χρόνο: Το δημοκρατικό ζήτημα και οι

μελλοντικές γενεές

8. Δημοκρατική διαβούλευση και σύγχρονα πεδία διακινδύνευσης

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΕΛΛΗΝΙΚΗ)

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΑΛΛΟΔΑΠΗ)

ΓΕΝΙΚΗ ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Η δημοκρατία, ως υπαρκτός τύπος πολιτικής διακυβέρνησης, εμφανίζει μια

ποικιλία ιστορικών προηγουμένων. Το σημερινό αντιπροσωπευτικό πρότυπο αναδύθηκε

μέσω μιας σειράς πολιτικών κρίσεων, συγκρούσεων και ριζικών κοινωνικών αλλαγών,

που έλαβαν χώρα στη διάρκεια του 18ου

και 19ου

αιώνα σε Ευρώπη και Βόρεια Αμερική1.

Ωστόσο, μόνο μετά την πτώση της αποικιοκρατίας και τα μεταπολεμικά κύματα

εκδημοκρατισμού είναι δυνατό να γίνει λόγος για σταδιακή αποδοχή του ιδεώδους της

πολιτικής αυτοκυβέρνησης σε παγκόσμια κλίμακα. Ιδιαίτερα μετά την πτώση των

καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και των δικτατοριών στη Λατινική Αμερική, για

τα σύγχρονα πολιτικά συστήματα η διεκδίκηση του τίτλου «δημοκρατία» συνιστά

βασικό όρο νομιμοποίησης.

Ασφαλώς τα παραπάνω δεν συγχωρούν θριαμβολογία. Οι δημοκρατικοί θεσμοί

παραμένουν εξαίρεση στον κανόνα, που συνεχίζει να είναι ο ανοιχτός ή

συγκαλυπτόμενος αυταρχισμός. Προσέτι, ο φιλελεύθερος τύπος δημοκρατίας επικρίνεται

ότι συμβιβάζεται εμπράκτως με ολιγαρχικές τάσεις, ενώ συνάμα η πολιτική κρίση των

θεσμών του είναι βαθύτατη. Όπως παραδέχονται σοβαροί εκπρόσωποι του

φιλελευθερισμού, οι κατακτήσεις της ίσης ελευθερίας απειλούνται στα σύγχρονα

συστήματα2, ενώ στην ημερήσια διάταξη των θεσμών του διεθνούς συστήματος δεν

τίθεται καν στα σοβαρά θέμα αυτοκυβέρνησης. Επομένως, η ρητορική μιας γραμμικής

1

Colin Mooers, The making of bourgeois Europe: Absolutism, revolution, and the rise of capitalism in

England, France, and Germany, Verso London/New York, Verso 1991 και Colin Bonwick, The American

revolution, Macmillan, London 1991. 2 Ronald Dworkin, Is democracy possible here? Principles for a new political debate, Princeton University

Press, Princeton/Oxford 2006.

ιστορικής εξέλιξης, που οδηγεί σε έναν δικαιότερο κόσμο μέσω επάλληλων κυμάτων

εκδημοκρατισμού, αποτελεί μια υπερβαλλόντως αισιόδοξη αφήγηση3.

Από την άλλη πλευρά, είναι αναμφισβήτητο ότι η δημοκρατική ιδέα εμπνέει,

σήμερα όπως και παλαιότερα, ποικίλους αγώνες χειραφέτησης. Στην πραγματικότητα, η

ελευθερία τείνει να συνταυτιστεί με τη δημοκρατία. Για τους Κινέζους φοιτητές που

διαδήλωναν στην πλατεία Tiananmen το Μάιο του 1989 η ταύτιση ήταν περίπου

αυτονόητη. Η «Θεά της Δημοκρατίας», μια χάρτινη κατασκευή που στήθηκε στο κέντρο

της πλατείας, ομοίαζε εξόφθαλμα με το Άγαλμα της ελευθερίας4. Ακόμη κι ο Μεγάλος

Αγιατολάχ Ali al-Sistani κατέφυγε στην ορολογία της λαϊκής κυριαρχίας, για να αξιώσει

μεγαλύτερη επιρροή των Σιιτών μουσουλμάνων στο νέο καθεστώς του Ιράκ5.

Παρά τη φανερή απήχησή της στους λαούς, μεγάλο μέρος του θεωρητικού

στοχασμού αντιμετωπίζει με επιφυλάξεις τη δημοκρατική αυτοκυβέρνηση. Αυτή η

στάση παρουσιάσθηκε ήδη στον αρχαίο κόσμο, κατ’ εξοχήν στο έργο του Πλάτωνα, και

εκπροσωπείται από μια μεγάλη γραμμή θεωρητικών προσεγγίσεων στη νεωτερική

φιλοσοφία. «Στην πραγματικότητα, αφότου εμφανίστηκε η αντιπροσωπευτική

δημοκρατία διατυπώθηκαν κιόλας ενδοιασμοί…ιδίως από την πλευρά των διανοουμένων

σε ολόκληρο το πολιτικό φάσμα»6. Μολονότι οι πιο δυσοίωνες προβλέψεις αυτής της

κριτικής δεν δικαιώθηκαν ιστορικά7, ο σκεπτικισμός συνεχίζει να ενοικεί στην πολιτική

σκέψη. Όπως θα φανεί στις αναλύσεις που θα ακολουθήσουν, φιλοσοφικό και πολιτικό

3 Για παράδειγμα, Kenan Engin, «Die fünfte Welle der Demokratisierung im islamisch-arabischen Raum?»,

Migrapolis, 27-4-2011, (http://www.migrapolis-deutschland.de/index.php?id=1994). 4 Cristian Rostbøll, Deliberative freedom: Deliberative democracy as critical theory, State University of

New York, New York 2008, σ. 1. 5 Andrew Arato, «Sistani v. Bush: Constitutional politics in Iraq», Constellations, τ. 11, 2004, 174-192.

6 John Plamenatz, «Introduction», σε του ίδιου, Democracy and illusion, Longman, London 1973.

7 Βλ. Joseph Femia, Against the masses: Varieties of anti-democratic thought since the French Revolution,

Oxford University Press, Oxford 2001, σ. 2-4.

επίκεντρο της αμφισβήτησης του δημοκρατικού πολιτεύματος στο σημερινό ακαδημαϊκό

προβληματισμό αποτελεί η αρχή της πλειοψηφίας.

Στο αρχαίο ελληνικό πρότυπο δημοκρατίας, οι ψηφοφορίες και οι κληρώσεις

συλλειτουργούσαν ως συστήματα πολιτικής επιλογής. Αντιθέτως, στους σύγχρονους

θεσμούς οι κληρώσεις εφαρμόστηκαν σε ελάχιστες περιπτώσεις και παραμερίστηκαν

σχεδόν άμεσα8. Παρά την πλήρη επικράτησή της, η αρχή της πλειοψηφίας υπήρξε

πάντοτε θέμα στο οποίο η δημοκρατική θεωρία επανερχόταν σπάνια9. Ως κανόνας λήψης

αποφάσεων, θεωρείτο πάντοτε «το κύριο εργαλείο κάθε πολιτικής δράσης»10

, που είναι

απολύτως αναμενόμενο να υιοθετηθεί από κάθε διαβουλευόμενο συλλογικό όργανο μιας

αυτοκυβερνώμενης πολιτείας.

Εδώ όμως και αρκετές δεκαετίας, οι ψηφοφορίες έχουν καταστεί συστηματικά

αντικείμενο μελέτης στην πολιτική επιστήμη. Αυτό καθόλου δεν είναι από μόνο του

αξιόμεμπτο. Τουναντίον, ο θεωρητικός προβληματισμός οφείλει να διαταράσσει τις

βεβαιότητες, μετατρέποντας το φαινομενικά αυτονόητο σε προς εξέταση ζήτημα.

Μολαταύτα, το ένθερμο αυτό ενδιαφέρον υπαγορεύεται ως επί τω πλείστον από μια

πρόθεση ριζικής αμφισβήτησης των πλειοψηφικών θεσμών, η οποία με τη σειρά της

φαίνεται να εκφράζει μια καχυποψία έναντι της συμμετοχής του λαού στην πολιτική. Στο

πρώτο και το δεύτερο μέρος του παρόντος δοκιμίου, θα συνάψουμε αυτόν τον

σκεπτικισμό με ρεύματα που συγκροτούν τη Σχολή της Ορθολογικής Επιλογής (Rational

8 Otto von Gierke, «Über die Geschichte des Majoritätsprinzips», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An

den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, Westdeutscher Verlag, Opladen 1984, σ. 8-21, (8-9). 9 Wolfgang Jäger, «Mehrheit, Minderheit, Majorität, Minorität» σε Otto Brunner (επιμ.), Geschichtliche

Grundbegriffe, Historisches Lexikon zur politisch-sozialen Sprache in Deutschland, Bd. 3, Klett-Cotta,

Stuttgart 1982, σ. 1021-1062, (1022). 10

Bernard Bosanquet, The philosophical theory of the state, Batoche Books, Kitchener/Ontario 2001,

[1899], σ. 20.

Choice), μιας ακαδημαϊκής κίνησης με πλήθος οπαδούς στην κοινωνική θεωρία, κατά

κύριο λόγο στον αγγλοσαξονικό χώρο. Ηπιότερες, όμως, εκδοχές της εν λόγω

επιφυλακτικής στάσης βρίσκουν εύφορο έδαφος σε μεγάλο μέρος της φιλελεύθερης

σκέψης.

Ο John Rawls, επί παραδείγματι, θέτει εντός παρενθέσεως όλους τους θεσμούς

άμεσης και έμμεσης πολιτικής συμμετοχής, που γέννησαν οι δημοκρατικοί αγώνες στις

Η.Π.Α., αναγορεύοντας το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο σε «φάρο του

Δημόσιου Λόγου» στη συνταγματική πολιτεία11

. Ο Ronald Dworkin, υπερασπιζόμενος

το θεσμό του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, παρατηρεί: «Καμιά

δημοκρατία δεν προσφέρει αυθεντική ισότητα στην κατανομή της πολιτικής δύναμης…Η

οικονομική δύναμη των μεγάλων επιχειρήσεων εγγυάται ιδιαίτερη πολιτική ισχύ για τους

διευθυντές τους. Οι ομάδες πίεσης, όπως τα συνδικάτα και οι επαγγελματικές

οργανώσεις, εκλέγουν αξιωματούχους που διαθέτουν τεράστια εξουσία. Τα μέλη των

περιθωριοποιημένων μειονοτήτων έχουν, ως άτομα, ακόμη λιγότερη δύναμη από τα μέλη

άλλων ομάδων, που είναι ισχυρότερες». Για να καταλήξει με ευκρίνεια στο συμπέρασμα,

ότι «αυτές οι ελλείψεις στον εξισωτικό χαρακτήρα της δημοκρατίας είναι γνωστές και

ίσως εν μέρει αθεράπευτες»12

.

Ακόμη ευθύτερα, στην παράδοση του νεορεπουμπλικανισμού, ο φιλόσοφος

Philip Pettit αντιτίθεται στην κατ’ εκείνον «λαϊκιστική» (populist) ιδέα της συμμετοχικής

σύλληψης της δημοκρατίας, υποστηρίζοντας ότι «…ένα τέτοιο συμμετοχικό

δημοκρατικό ιδεώδες δεν θα ήταν πραγματώσιμο στο σύγχρονο κόσμο, αλλά, ούτως ή

11

John Rawls, Πολιτικός φιλελευθερισμός, Σ. Μαρκέτος (μετ.), Μεταίχμιο, Αθήνα 2004, [1993], σ. 176-

186. 12

Ronald Dworkin, A matter of principle, Harvard University Press, Cambridge/Mass. 1985, σ. 27.

άλλως, η προοπτική ο καθένας να υπόκειται στη θέληση όλων δεν είναι καν

ελκυστική»13

. Δεν αποτελεί συνεπώς παραδοξότητα, ότι αρκετοί συγγραφείς αποδίδουν

στη φιλελεύθερη πολιτική και νομική θεωρία μια διάχυτη «δυσφορία με τη δημοκρατία»,

που τείνει «στην ακατάπαυστη ταύτιση της ευθύνης του δικαστή με τα όρια της αρχής

της πλειοψηφίας» και αποσκοπεί στη συγκάλυψη της «επελαύνουσας υπερτροφίας των

αντιπλειοψηφικών (countermajoritarian) πρακτικών και διευθετήσεων…»14

.

Οι επιφυλάξεις έναντι της δημοκρατικής διαδικασίας δεν είναι παντελώς

αβάσιμες. Ο φόβος «τυραννίας της πλειοψηφίας» δεν αποτελεί απλώς μια διαχρονική

φιλελεύθερη εμμονή. Η επικράτηση της βούλησης των «πολλών» αποδείχθηκε

επανειλημμένα καταχρηστική και επιζήμια για τις ατομικές και συλλογικές ελευθερίες15

.

Στο σημείο αυτό προσήκει να διακριθούν δύο διαφορετικά επίπεδα σημασιών του όρου

«αρχή της πλειοψηφίας»16

. Πρόκειται για διάκριση στην οποία ο Alexis de Tocqueville

αναφέρθηκε εύστοχα, αναλύοντας το πρόβλημα της δημοκρατικής τυραννίας: «θεωρώ

ως ασεβή και αποκρουστική την αρχή τούτη, ότι στα ζητήματα της διακυβέρνησης η

πλειοψηφία ενός λαού έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι θέλει και μολαταύτα θέτω στις

βουλήσεις της πλειοψηφίας την πηγή όλων των εξουσιών» 17

.

13

Philip Pettit, Republicanism: A theory of freedom and government, Oxford University Press, Oxford

1997, σ. 81. 14

Roberto Mangabeira Unger, What should legal analysis become? Verso, London 1996, σ. 72-73. Για την

επέκταση διεθνώς των μηχανισμών περιορισμού της πλειοψηφίας στα συστήματα του «νέου

συνταγματισμού», βλ. Ran Hirschl, Towards juristocracy: The origins and consequences of the new

constitutionalism, Harvard University Press, Cambridge/London 2004. 15

Thomas Hüglin, Tyrannei der Mehrheit: Eine ideengeschichtliche Studie, Paul Haupt, Bern/Stuttgart

1977. 16

Giovanni Sartori, The theory of democracy revisited: Part I, Chatham House, Chatham/New Jersey 1987,

σ. 131 και Willmoore Kendall, John Locke and the doctrine of majority-rule, Kessinger Publishing,

Kila/Montana 2007, [1959], σ. 24-26. 17

Η δημοκρατία στην Αμερική, Μ. Λυκούδης (μετ.), Στοχαστής, Αθήνα χχ, σ. 260.

Έτσι, από τη μία πλευρά, ο κανόνας της πλειοψηφίας αποτελεί μορφή

διαδικαστικής ρύθμισης, σύμφωνα με την οποία κριτήριο για τη λήψη αποφάσεων είναι

η εκπεφρασμένη προτίμηση της πλειονότητας των συμμετεχόντων. Αλλά οι θεσμοί ενός

δημοκρατικού κράτους δικαίου δεν είναι δυνατό να ρυθμίζονται αποκλειστικά σύμφωνα

με κανόνες αυτού του είδους. Μη-πλειοψηφικές και αντιπλειοψηφικές διαρθρώσεις,

όπως ο έλεγχος της συνταγματικότητας των νόμων, η ουδετερότητα της διοίκησης ή το

δικαίωμα αντίστασης, επιβάλλεται να οριοθετούν και να εξισορροπούν τις αρμοδιότητες,

που επωμίζονται οι θεσμοί αντιπροσώπευσης και άμεσης συμμετοχής18

. Οι μειοψηφίες

είναι δυνατό να αποδεχθούν τις τελικές αποφάσεις, μόνον όταν οι διαδικασίες σέβονται

τους πολίτες ως ισότιμα μέλη της πολιτείας και ταυτόχρονα δεν θέτουν κάποια αγαθά

«θεμελιώδους σημασίας υπό σοβαρή διακινδύνευση»19

.

Από την άλλη πλευρά, η αρχή της πλειοψηφίας αναφέρεται σε έναν συνολικό

τύπο πολιτειακού συστήματος, όπου η εξουσία ανήκει στους «πολλούς», δίχως όμως

αυτό να συνεπάγεται ότι οι αρμοδιότητες των πλειοψηφικά νομιμοποιημένων οργάνων

είναι απεριόριστες. Με αυτήν ακριβώς την έννοια, τα σύγχρονα δημοκρατικά

πολιτεύματα θα πρέπει όντως να χαρακτηρίζονται «πλειοψηφικά», τουλάχιστον κατ’

αρχήν20

. Στην κλασική θεωρία, το πλειοψηφικό στοιχείο της δημοκρατίας αναγόταν σε

18

Jon Elster, «Majority rule, and individual rights», σε S. Shute/S. Hurley (επιμ.), On human rights, Basic

Books, New York 1993, σ. 191-203. 19

Charles Beitz, Political equality: An essay in democratic theory, Princeton University Press, Princeton

1989, σ. 110 και Peter Graft Kielmansegg, «An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie?», σε του ίδιου, Das

Experiment der Freiheit: Zur gegenwärtigen Lage des demokratischen Verfassungstaates, Klett-Cotta,

Stuttgart 1988, σ. 97-131, (104). 20

Για συνάλληλα νοήματα προς την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, όπως ο «λαός» ή η «αντιπροσώπευση»,

που, παρά τον «συμβολικό» τους χαρακτήρα, επιδρούν στη συμπεριφορά των υποκειμένων, συμβάλλοντας

στον περιορισμό και τον έλεγχο της ασκούμενης εξουσίας, βλ. Edmund Morgan, Inventing the people: The

rise of popular sovereignty in England and America, Norton & Company, New York/London 1989, σ. 13-

15.

θεσμικές ρυθμίσεις που στοχεύουν στην ανάδειξη της «βούλησης του λαού»21

. Κατά μία

άποψη, η θέληση αυτή είναι πραγματική, όχι υποθετική ή εικαζόμενη, και προέρχεται

από τη βάση του πολιτικού σώματος. Απεναντίας, σύμφωνα με μια «πατερναλιστική»

εκδοχή, η θέληση αυτή είναι υποθετική και αποκαλείται «λαϊκή», μονάχα διότι φέρεται

να αποτυπώνει τα αρθρωμένα συμφέροντα της κοινωνικής πλειονότητας.

Χωρίς να εγκαταλειφθεί συνολικά η σύλληψη της «θέλησης» της πολιτικής

κοινότητας, στις αναλύσεις του παρόντος δοκιμίου θα υποστηρίξουμε ότι αυτή δεν

αποτελεί την πεμπτουσία της δημοκρατικής ιδέας. Ο προσδιορισμός του δημοκρατικού

πολιτεύματος ως πλειοψηφικού αποβλέπει στην προβολή κρίσιμων κανονιστικών

στοιχείων της δημοκρατικής αρχής. Παραπέμπει δηλαδή σε εξισωτικές θεσμικές

διαρθρώσεις, οι οποίες επιτρέπουν στο πολιτικό σώμα να διευθετεί υπεύθυνα σημαντικό

μέρος των πολιτικών ζητημάτων που του τίθενται, μέσω της απαρεμπόδιστης συμμετοχής

των μελών του.

Στη σύγχρονη θεωρία, η διένεξη για τη δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας

διεξάγεται μεταξύ της αθροιστικής (aggregative) και της διαβουλευτικής (deliberative)

αντίληψης22

. Χονδρικά για την πρώτη, οι δημοκρατικοί θεσμοί αποτελούν διαρρυθμίσεις

για ίση κατανομή της πολιτικής εξουσίας23

, που μετουσιώνουν δίκαια ατομικές

προτιμήσεις σε δεσμευτικές συλλογικές επιλογές. Η δεύτερη σύλληψη θεμελιώνει την

21

Gerald Gaus, Contemporary theories of liberalism: Public Reason as a Post-Enlightenment project,

Sage, London 2003, σ. 150-157. 22

Mattias Risse, «Arguing for majority rule», Journal of Political Philosophy, τ. 12, 2004, σ. 41–64. 23

Κατ’ ακριβολογία, η εξουσία δεν είναι δυνατό να διανεμηθεί, μπορούν όμως να κατανεμηθούν τα

ερείσματα επιρροής σ’ αυτήν, βλ. Jane Mansbridge, «Using power-fighting power: The polity», σε S.

Benhabib (επιμ.), Democracy and difference: Contesting the boundaries of the political, Princeton

University Press, New Jersey 1996, σ. 46-66, (47).

προσφυγή στις πλειοψηφικές διαδικασίες, εμπνευσμένη από το διαβουλευτικό ιδεώδες24

.

Σε ιδανικό επίπεδο, αξιώνει την εξάλειψη της βίας και των εξουσιαστικών συσχετισμών

από τις διαδικασίες άσκησης της λαϊκής κυριαρχίας. Αντιλαμβάνεται την αυτοκυβέρνηση

ως συνεργατική αναζήτηση των ορθότερων αποφάσεων για τα συμφέροντα όλων, στις

οποίες η δημοκρατική αρχή καταλήγει, υπό τον όρο ότι οι πολιτικοί ανταγωνισμοί

κρίνονται τελικά από την ισχύ του βέλτιστου επιχειρήματος. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η

επικοινωνιακή (communicative)25

προσέγγιση του θέματος εξαίρει σωστά τη σημασία

της ανταλλαγής επιχειρημάτων για τη νομιμοποίηση των συλλογικών επιλογών,

διακρίνοντας ορθά στις τελευταίες μια επιστημική (epistemic) διάσταση, μια δυνατότητα

δηλαδή να αξιολογηθούν από την πλευρά της ορθότητάς τους σε σχέση με το κοινό

καλό26

.

Στην παρούσα μελέτη θα αντιπαραβάλουμε τη διαλογική θεμελίωση της αρχής

της πλειοψηφίας προς θεωρίες που αντιλαμβάνονται τη δημοκρατία ως μέθοδο απλής

σύνθεσης ατομικών συμφερόντων ή θελήσεων. Ωστόσο, θα αποφύγουμε μια μετωπική

24

Ως ιδεώδες ορίζεται το δίκτυο κανονιστικών αρχών, το οποίο, μολονότι δεν μπορεί να υλοποιηθεί

πλήρως στην πραγματικότητα, μπορεί να αποτελέσει κριτήριο αξιολόγησής της. Στη φιλοσοφία του Kant

οι «κανονιστικές αρχές» κατέστησαν αντικείμενο συστηματικής επεξεργασίας ως ιδανικό υπόδειγμα, «με

το οποίο μπορούμε να συγκρίνουμε, να κρίνουμε και με αυτόν τον τρόπο να βελτιώσουμε τον εαυτό μας,

καίτοι είναι αδύνατο να φθάσουμε σε αυτό το πρότυπο», Immanuel Kant, Critique of pure reason, P.

Gruyer and A.W. Wood (μετ.), Cambridge University Press, New York 1998, [1781], σ. 551, A569/B597. 25

Οι όροι «επικοινωνιακή» και «διαβουλευτική» δημοκρατία θα χρησιμοποιηθούν εναλλακτικά, χωρίς να

λαμβάνονται υπόψη οι διακρίσεις στη χρήση των όρων, οι οποίες έχουν επιχειρηθεί στη βιβλιογραφία. Βλ.

για παράδειγμα, Adela Cortina, «Communicative democracy: A version of deliberative democracy», Archiv

für Rechts- und Sozialphilosphie, τ. 90, 2010, σ. 133-155. 26

Μια ολοκληρωμένη δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας με βάση αυτές τις προκείμενες έχει

αρθρώσει στην ελληνική βιβλιογραφία ο Παύλος Σούρλας, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η

θεμελίωση των νομικών κρίσεων, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1989, κεφ. 4ο.

αντιδιαστολή των αθροιστικών και διαβουλευτικών υποδειγμάτων δημοκρατίας, που

ενίοτε εκδηλώνεται σε πρόσφατες θεωρητικές αναλύσεις27

.

Υπό το πρίσμα αυτής της διάκρισης, δεν είναι δυνατό να γίνει κατά κυριολεξία

λόγος για εξουσία της πλειοψηφίας στο δημοκρατικό πολίτευμα. Κατά την άποψη αυτή,

πιο ορθό θα ήταν να μιλάμε για μια, ενόψει του συνεχιζόμενου διαλόγου, προσωρινή

υπερίσχυση της γνώμης «των πολλών». Φρονούμε ότι η ανωτέρω θεώρηση μάλλον

υποτιμά την αξία των πλειοψηφικών διαδικασιών, παραγνωρίζοντας το συγκρουσιακό

στοιχείο στη δημοκρατική πολιτική28

.

Δεν χωρεί αμφιβολία ότι οι ψηφοφορίες διαθέτουν κάποιες μειονεκτικές όψεις.

Σε αντίστιξη με τις συζητήσεις, στις ψηφοφορίες οι επιλογές των συμμετεχόντων είναι

αυστηρά προσδιορισμένες από την ημερήσια διάταξη, πράγμα που ευνοεί τη στρατηγική,

εργαλειακά προσανατολισμένη στην επιτυχία, δράση29

. Ιδιαίτερα η μυστική ψήφος

ενθαρρύνει την προώθηση ιδιωτικών συμφερόντων, καθώς απαλλάσσει τους πολίτες από

το καθήκον της δημόσιας θεμελίωσης των απόψεών τους. Μολαταύτα, η πλειοψηφική

διαδικασία παρουσιάζει ένα τουλάχιστον στοιχείο, που την καθιστά πιο συμπεριληπτική

εν συγκρίσει με τις διαβουλεύσεις. Σε οποιαδήποτε δομή στοιχειωδώς μαζικής

συμμετοχής είναι αδύνατο να δοθεί βήμα σε όλα τα υποκείμενα αδιακρίτως. Οπότε

27

Ενδεικτικά, Jack Knight/James Johnson, «Aggregation and deliberation: on the possibility of democratic

legitimacy», Political Theory, τ. 22, 1994, σ. 277–96 και José Louis Martí, «The epistemic conception of

deliberative democracy defended», σε S. Besson/J. L. Martí (επιμ.), Deliberative democracy and its

discontents, Ashgate, Aldershot 2006, σ. 27-56. 28

Jane Mansbridge et al., «The place of self-interest and the role of power in deliberative democracy», The

Journal of Political Philosophy, τ. 18, 2010, σ. 64–100, (85). Την επίκριση περί απόκρυψης της

ανταγωνιστικής φύσης του δημοκρατικού χώρου διατυπώνει η Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο,

Α. Κιούπκιολης (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2004, [2000]. 29

Simone Chambers, «Constitutional referendums and democratic deliberation», σε M. Mendelson/A.

Parkin (επιμ.), Referendum democracy: Citizens, elites, and deliberation referendum campaigns, Palgrave,

Basingstoke 2001, σ. 231-255, (241).

απομένει μόνον η διαδικασία ψηφοφορίας, ώστε οι συμμετέχοντες εν συνόλω να

εκδηλώσουν τη γνώμη τους για το υπό ψήφιση ζήτημα.

Η νομιμοποιητική επενέργεια των δημοκρατικών συζητήσεων δεν μπορεί,

άλλωστε, να εξετάζεται μονάχα με γνώμονα τις ιδανικές συνθήκες, τις οποίες αιτείται το

διαβουλευτικό ιδεώδες. Στις πλουραλιστικές κοινωνίες η πιθανότητα διαφωνίας για τα

θέματα δημοσίου ενδιαφέροντος συνιστά ανεξάλειπτη περίσταση της πολιτικής. Η

λειτουργία των θεσμών δεν μπορεί, συνεπώς, να εξαρτάται από το (τυχαίο) ενδεχόμενο

ομόφωνων συναινέσεων, που θα καθιστούσε περιττή την ψηφοφορία. Ούτε θα ήταν

δυνατό να αναμένεται ότι οι μειοψηφίες θα συνομολογούν το εσφαλμένο της γνώμης

τους μετά τη λήψη κάθε απόφασης, όπως ήλπιζε εις μάτην ο Rousseau30

. Το πολύ που

μπορούμε να προσδοκούμε από τους εκάστοτε ηττημένους στον δημοκρατικό

ανταγωνισμό είναι να αποδέχονται πως δεν κατάφεραν να καταπείσουν επί του παρόντος

τους άλλους για την ορθότητα των επιχειρημάτων τους31

.

Δεν είναι συνετό επίσης να θεωρείται περίπου ως ανθρωπολογικά δεδομένη η

ετοιμότητα των πολιτών να εμπλακούν σε συνεργατικές δράσεις αναζήτησης του κοινού

καλού. Εξουσιαστικές επιδιώξεις και ιδιοτελείς στάσεις θα εμφιλοχωρούν πάντοτε

παραμορφωτικά στην πρακτική της δημοκρατικής επικοινωνίας. Η εκτίμηση αυτή

αληθεύει πολύ περισσότερο στις κοινωνίες του κεφαλαιοκρατικού καταμερισμού της

εργασίας, καθώς σε αυτές τα μέρη κάθε διαδικασίας τείνουν να μετασχηματίσουν σε

πολιτική υπεροχή τις άνισες θέσεις κοινωνικής και οικονομικής ισχύος που διαθέτουν.

30

J.J. Rousseau, Το Κοινωνικό Συμβόλαιο, Β. Γρηγοροπούλου/Α. Σταϊνχάουερ (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2004,

[1762], σ. 175. 31

Cristina Lafont, «Is the ideal of a deliberative democracy coherent?», σε S. Besson/J. L. Martí (επιμ.),

Deliberative democracy and its discontents, ό.π., σ. 3-26, (17-18).

Κατά συνέπεια, το θέμα της ισότιμης κατανομής της πολιτικής ισχύος δεν είναι

εξωτερικό των διαβουλευτικών διεργασιών σε μια δημοκρατία. Η δίκαιη σύνθεση

ατομικών επιλογών σε συλλογικές αποφάσεις και η ανταλλαγή επιχειρημάτων αποτελούν

δύο αντικριστές όψεις των δημοκρατικών διαδικασιών. Εφόσον οι σχέσεις εξουσίας

παρεμβάλλονται, έστω εκ πλαγίου, στην παραγωγή των αποφάσεων, αντί να καταφεύγει σε

εξιδανικεύσεις, η θεωρία οφείλει να θέτει με ειλικρίνεια και επιτακτικά το πρόβλημα της

δίκαιης διανομής των πόρων άσκησης πολιτικής επιρροής.

Η οπτική αυτή προσδίδει μια κριτική τροπή στον προβληματισμό του διαλογικού

υποδείγματος σχετικά με το δημοκρατικό ζήτημα. Σε αντίθεση με ό,τι του καταλογίζεται,

το υπόδειγμα αυτό δεν αποτελεί απλή ηθικολογική έκκληση προς τα υποκείμενα να

επικοινωνούν δημόσια32

. Δεν αντιλαμβάνεται τη λαϊκή κυριαρχία ως «ατμόλουτρο

ατέρμονων συζητήσεων»33

. Το διαβουλευτικό πρότυπο της δημοκρατίας αφορά

περισσότερο στην ανίχνευση των κοινωνικοοικονομικών και θεσμικών δομών που

παρακωλύουν της ισοελεύθερη διαβούλευση μεταξύ των πολιτών. Εξυπονοεί δηλαδή μια

θεωρία «διαβουλευτικής δημοκρατικής δικαιοσύνης», η οποία αναστοχάζεται πάνω στις

κανονιστικές προϋποθέσεις, κοινωνικές και πολιτικές, ως προς την άσκηση της λαϊκής

κυριαρχίας34

.

32

Lyn Sanders, «Against deliberation», Political Theory, τ. 25, 1997, σ. 347–76 και Ian Shapiro, «Enough

of deliberation: Politics is about interests and power», σε S. Macedo (επιμ.), Deliberative politics: Essays

on Democracy and Disagreement. Oxford University Press, New York 1999, σ. 28-38. Οι κριτικές αυτές

εντοπίζουν, πάντως, μια αυτοκατανόηση, από την οποία πράγματι εμφορείται το κύριο ρεύμα των

διαβουλευτικών δημοκρατικών θεωριών. 33

Για να παραφράσουμε τον Ralf Dahrendorf, Reflections on the revolution in Europe, Chatto & Windus,

London 1990, σ. 10. 34

Για τέτοιου είδους προσεγγίσεις βλ. James Marsh, Unjust legality, Rowman & Littlefield, New

York/Oxford 2001, κεφ. 6ο και 7

ο , Constantin Stamatis, «On the idea of deliberative democracy: A critical

appraisal», Ratio Juris, τ. 14, 2001, σ. 390-405, Rostbøll, Deliberative freedom, ό.π., στο ίδιο και James

Bohman, Public deliberation: Pluralism, complexity, and democracy, MIT Press, Cambridge Mass. 1998.

Με βάση τη μέριμνα αυτή, στην παρούσα μελέτη θα αντικρούσουμε τις κριτικές,

που δέχεται η πλειοψηφική δημοκρατία στη σύγχρονη θεωρία. Αρχικά θα καταπιαστούμε

με θεωρίες «απαξίωσης» του πλειοψηφικού κανόνα. Αυτές οι προσεγγίσεις εκπηγάζουν

από μια αρνητική σύλληψη της ελευθερίας, όπως έχει προβληθεί στο σύγχρονο

φιλελευθερισμό ιδίως από τον Isaiah Berlin. Απηχούν όχι μόνο τη νεοφιλελεύθερη

κριτική στο κοινωνικό κράτος, αλλά και την προσπάθεια ενός κύκλου στοχαστών κατά

τη διάρκεια του Μεσοπολέμου (Mosca, Pareto, Michels) να υποσκάψουν τη δημοκρατική

αρχή, κατανοώντας την ως προθήκη που συγκαλύπτει την κυριαρχία διευθυντικών

τάξεων.

Στο πρώτο μέρος θα διερευνηθούν οι αντιλήψεις της Σχολής της Δημόσιας

Επιλογής, η οποία υποβιβάζει τη δημοκρατική αρχή σε σωρευτική ικανοποίηση

ατομικών συμφερόντων. Μέμφεται τους πλειοψηφικούς θεσμούς, με τον ισχυρισμό ότι

από τη δομή τους εμφανίζουν ενδογενή ροπή στη διαφθορά και την εκμεταλλευτική

αναδιανομή του πλούτου ιδιαίτερα υπέρ των κοινωνικά αδυνάτων. Απόληξη αυτών των

αιτιάσεων είναι μια γενική πρόταση για εγκατάλειψη του κανόνα της πλειοψηφίας, χάριν

διαφορετικών συστημάτων απόφασης.

Στο δεύτερο μέρος θα εκτεθούν βασικά στοιχεία της Κοινωνικής Επιλογής, μιας

προσέγγισης που θα μπορούσε ενδεχομένως να συγκαταλεχθεί στην κατηγορία των

θεωριών λαϊκής βούλησης. Η Κοινωνική Επιλογή εκλαμβάνει ως ουσία της

πλειοψηφικής αρχής τη συναίρεση ατομικών προτιμήσεων σε αποφάσεις που

αποτυπώνουν μια συλλογική βούληση. Στόχος της κριτικής των υποστηρικτών αυτού του

ρεύματος είναι να καταδείξουν ότι η πλειοψηφική διαδικασία αδυνατεί να επιτύχει

δίκαια και έλλογα αυτή τη σύνθεση. Οι ψηφοφορίες, κατά την εν λόγω άποψη, είναι

μαθηματικά παράδοξες, τα αποτελέσματά τους αποδεικνύονται λογικώς αντιφατικά και

χαοτικά. Έτσι, συγκεκριμένες ηγετικές ομάδες δύνανται να καθοδηγούν τους

δημοκρατικούς ανταγωνισμούς στις επιθυμητές για τις ίδιες εκβάσεις. Αυτή η

προσέγγιση δεν επιδιώκει τον παραγκωνισμό των πλειοψηφικών θεσμών. Κατατείνει

όμως στη μείωση των κανονιστικών προσδοκιών σε σχέση με τη δημοκρατική αρχή,

υποβαθμίζοντας το αίτημα της λαϊκής κυριαρχίας, στην κατεύθυνση ενός μινιμαλιστικού

υποδείγματος δημοκρατίας, με άξονα έναν αναιμικό έλεγχο της εξουσίας από το

εκλογικό σώμα.

Παρά την κριτική που θα απευθύνουμε στις θεμελιακές παραδοχές των ανωτέρω

υποδειγμάτων, δεν θα ήταν ορθό να παρακάμψουμε εν όλω τα πορίσματά τους. Το

αίτημα για εξισορρόπηση των συμφερόντων, καθώς και η ανησυχία για τη χειραγώγηση

των δημοκρατικών διαδικασιών από κέντρα κοινωνικής εξουσίας, συνιστούν πράγματι

απαράβλεπτες όψεις του προβλήματος της πολιτικής ισότητας. Ωστόσο, οι αιτίες αυτών

των παθολογιών δεν είναι αποδοτέες στη διάρθρωση των κανόνων πλειοψηφίας, όπως

προτείνει η θεωρητική οικογένεια της Ορθολογικής Επιλογής. Φρονούμε ότι ανατρέχουν

στη στρεβλωτική επίδραση των σχέσεων κατεξουσίασης και εκμετάλλευσης, που

εμφωλεύουν στα δομικά θεμέλια των σύγχρονων συστημάτων. Στην κατεύθυνση αυτή,

θα ελέγξουμε ως βεβιασμένη την προσπάθεια μέρους της διαβουλευτικής θεωρίας να

εξοβελίσει από τον κανονιστικό πυρήνα της δημοκρατικής αρχής την έννοια της λαϊκής

θέλησης. Πιστεύουμε αντιθέτως ότι αυτή από μια σύγχρονη οπτική μπορεί να

μεθερμηνευτεί κατά τρόπο, ώστε να συνάπτεται στενά με σημαντικά εξισωτικά

γνωρίσματα της δημοκρατικής αρχής.

Στο τρίτο μέρος θα μας απασχολήσει το ζήτημα της σύστασης και της φύσης του

υποκειμένου της δημοκρατικής εξουσίας. Η διερεύνηση αυτού του θέματος θα φέρει την

ανάλυση αντιμέτωπη με θεωρητικές συλλήψεις που δεν απορρίπτουν μεν την αρχή της

πλειοψηφίας, στενεύουν όμως το πεδίο εφαρμογής της, αμφισβητώντας την ισχύ της

νομιμοποιητικής της επενέργειας. Ο σκεπτικισμός αυτός ανακύπτει είτε με την εξάρτηση

της δυνατότητας του πολιτικού αυτοκαθορισμού από κοινωνικά, μη πολιτικά στοιχεία,

όπως η πολιτιστική ομοιότητα, είτε από βαθιά ριζωμένες αμφιβολίες σχετικά με την

ικανότητα του δημοκρατικού πολιτεύματος να θεσμοθετήσει συμπεριληπτικές

διαδικασίες, ώστε να τηρήσει τις καθολικές και κοσμοπολιτικές αρχές που ευαγγελίζεται.

Έτσι, μεγάλο μέρος του πολιτικού στοχασμού δείχνει να αντιλαμβάνεται το

υποκείμενο της λαϊκής κυριαρχίας ως περίκλειστο και ομοιογενές. Ιδίως η όψιμη

προβληματική του δημοκρατικού εθνικισμού ανακινεί το θέμα των κοινωνικών

προϋποθέσεων του συλλογικού αυτοκαθορισμού, προσδιορίζοντας με αυστηρότητα την

ανάγκη για ομοιότητα μεταξύ των υποκειμένων. Οι απόψεις αυτές οπωσδήποτε

περιστέλλουν δραστικά τις νομιμοποιητικές επιδόσεις του πλειοψηφικού κανόνα στις

κοινωνίες της ύστερης νεωτερικότητας.

Η προσφυγή στα εργαλεία της διαβουλευτικής θεώρησης θα επιτρέψει ένα

εγχείρημα διατύπωσης έλλογων αρχών συμπερίληψης κατηγοριών προσώπων στις

πλειοψηφικές διαδικασίες, ώστε να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην ικανότητα της

δημοκρατικής ιδιότητας του πολίτη να συσσωματώσει υποκείμενα με βάση

καθολικεύσιμες αρχές. Ταυτόχρονα, θα συζητήσουμε την πολιτική δυνατότητα

συγκρότησης νέων μεταεθνικών συλλογικών ταυτοτήτων, που ανταποκρίνονται

καλύτερα στις προκλήσεις των ανομοιογενών, πολυφωνικών κοινωνιών του καιρού μας.

Ωστόσο, ακόμη και στο εσωτερικό του διαλογικού υποδείγματος θα ανιχνευθεί μια τάση

απόκρυψης των πλειοψηφικών χαρακτηριστικών του πολιτεύματος στο όνομα μιας

«διαβουλευτικής διάχυσης» της λαϊκής κυριαρχίας, με σοβαρές επιπτώσεις στο ζήτημα

της δημοκρατικής εξουσίας.

Πιο συγκεκριμένα, η μελέτη της λειτουργίας του δημόσιου χώρου, καθώς και το

ενδιαφέρον για τη δυνατότητα της κοινωνίας πολιτών να συμβάλει ουσιαστικά στον

εκδημοκρατισμό των σύγχρονων κοινωνιών, έχουν εξωθήσει τους εκπροσώπους της

διαβουλευτικής θεωρίας στη μετατόπιση του ζητήματος της αυτοκυβέρνησης από τους

θεσμούς στον εξωθεσμικό χώρο. Σε αυτό το πλαίσιο, η δημοκρατική εξουσία συνδέεται

με ένα αποκεντρωμένο δίκτυο από αλληλένδετα, θεσμικά και μη θεσμικά, fora

συζήτησης, λήψης αποφάσεων και άσκησης επιρροής, στα οποία αναδύεται μια «χωρίς

υποκείμενο» δημόσια γνώμη. Δεν πρέπει λοιπόν να ξενίζει ότι ένα μέρος της

διαβουλευτικής θεωρίας, το οποίο καταγίνεται με το θέμα της παγκοσμιοποίησης,

προσβλέπει στον εκδημοκρατισμό του διεθνούς συστήματος, μέσω της συγκρότησης και

κινητοποίησης μιας «παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών» και δίχως δομικές μεταβολές στους

σημερινούς θεσμούς του υπερεθνικού χώρου.

Μολονότι δεν θα απαρνηθούμε την κρισιμότητα της κοινωνίας πολιτών για τη

νομιμοποίηση μιας σύγχρονης αυτοκυβερνώμενης πολιτείας, δεν θα αποδεχτούμε όμως

και τη σκέψη να εξοβελιστεί η έννοια του συλλογικού υποκειμένου της εξουσίας από τη

θεωρία της δημοκρατίας. Ασφαλώς, οι αποφάσεις μιας εύτακτης δημοκρατίας δεν

εκφράζουν την απλή επιβολή της πλειοψηφίας επί της μειοψηφίας. Χωρίς όμως ένα

πολιτικό σώμα, εντός του οποίου να σχηματίζονται θεσμικές πλειοψηφίες, παύουν να

υφίστανται πολίτες και δημόσιοι αξιωματούχοι υπεύθυνοι για τις αποφάσεις που

ελήφθησαν. Δεν είναι επιτρεπτό μαζί με τη λαϊκή κυριαρχία να διασπείρεται σε μια

απρόσωπη διαδικασία διαλόγου και η πολιτική ευθύνη για τις πράξεις της πολιτείας.

Θα εξετάσουμε προσέτι κριτικά την άποψη, ότι το πρόταγμα της αυτοκυβέρνησης

μπορεί να επεκταθεί απ’ ευθείας υπερεθνικά, χωρίς να υπάρξουν και σε αυτό το πεδίο

διαρθρώσεις λήψης απόφασης, στις οποίες τα υποκείμενα να εκπροσωπούνται ως

συμπολίτες, συμμεριζόμενοι μια κοσμοπολιτική ιθαγένεια. Κοντολογίς, θα

υποστηρίξουμε ότι το μέλλον του εγχειρήματος εκδημοκρατισμού της παγκόσμιας

κοινωνίας θα εξαρτηθεί, ίσως, από τη δυνατότητα διεξαγωγής πλειοψηφικών πολιτικών

διαδικασιών με παγκόσμια εμβέλεια.

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Ατομικά συμφέροντα και αρχή της πλειοψηφίας:

Θεμελίωση και κριτική του πλειοψηφικού κανόνα

στη θεωρία της Δημόσιας Επιλογής

Εισαγωγή Πρώτου Μέρους

A. Στη βορειοαμερικανική πολιτική επιστήμη επικράτησε τις δεκαετίες του

πενήντα και εξήντα μια θεώρηση της πλειοψηφικής διαδικασίας, εμπνευσμένη από τις

αρχές του κλασικού πλουραλισμού, μιας θεωρίας προσανατολισμένης στην εμπειρική

μελέτη των κοινωνικών φαινομένων. Σύμφωνα με τα διδάγματά της, η πολιτική

διαδικασία στα σύγχρονα συστήματα εκτυλίσσεται ως ανταγωνισμός μεταξύ ποικίλων

ομάδων κοινωνικών συμφερόντων35

. Γνώρισμα των φιλελεύθερων συστημάτων αποτελεί

η ευρεία διάχυση της κοινωνικής ισχύος, κυρίως μέσω του καταμερισμού της κοινωνικής

εργασίας. Αυτή η διασπορά αντανακλάται στις διαδικασίες του πολιτικού συστήματος,

στο οποίο η αποκέντρωση της εξουσίας παρεμποδίζει οποιαδήποτε από τις επιμέρους

ομάδες να επικρατήσει αποκλειστικά και σταθερά36

.

Σύμφωνα με τους θεωρητικούς του πλουραλισμού, σε μια πολύπλοκη, μαζική

δημοκρατική κοινωνία η άσκηση της εξουσίας είναι δυνατή μόνο μέσω ευρύτερων

συνασπισμών μειοψηφικών ομάδων συμφερόντων, που εξωθούνται αυτόματα σε

αμοιβαίες παραχωρήσεις και συμβιβασμούς εξαιτίας των συσχετισμών ισχύος. Η

εκάστοτε κυβερνώσα πλειοψηφία συνιστά «ένα ρευστό σύμπλεγμα δικτυωμένων

35

David Truman, The governmental process, Knopf, New York 1951, Earl Latham, «The group basis of

politics: Notes for a theory», American Political Science Review, τ. 46, 1952, σ. 376-97 και Robert Dahl,

Dilemmas of pluralist democracy: Autonomy vs. control, Yale University Press, New Haven 1982, κεφ. 3.

36 Η διάχυση της κοινωνικής εξουσίας σημαίνει ότι «τα άτομα που έχουν προνομιακή πρόσβαση σε ένα

μέσο πολιτικής επιρροής μειονεκτούν σε κάποιο άλλο…Σχεδόν κανείς και σίγουρα όχι μια ομάδα

μεγαλύτερη από λίγα άτομα δεν εμφανίζει παντελή έλλειψη σε κάποιο είδος επιρροής», Robert Dahl,

Who governs?Democracy and power in the American city, Yale University Press, New Haven 1961, σ. 228.

σχέσεων, οι οποίες μεταβάλλονται σε ισχύ και κατεύθυνση σύμφωνα με αλλαγές στη

δύναμη και τη θέση των κοινωνικών συμφερόντων»37

. Στην αντίληψη των

πλουραλιστών, ο όρος «πλειοψηφία» αναφέρεται σε έναν καθαρά αριθμητικό

προσδιορισμό. Τα φιλελεύθερα δημοκρατικά συστήματα είναι δυνατό να

χαρακτηριστούν «πλειοψηφικά» με μια πολύ ειδική έννοια. Σε αντίθεση με τις

δικτατορίες, που κυβερνώνται εξορισμού από μια μειοψηφία, στις φιλελεύθερες

δημοκρατίες (πολυαρχίες στην ορολογία του Robert Dahl38

) η διακυβέρνηση ασκείται

από ένα άθροισμα ευκαιριακά συνασπισμένων ομάδων39

.

Η παραπάνω σύλληψη της δημοκρατικής αρχής αποδίδει τη νομιμοποίηση των

πλειοψηφικών αποφάσεων στη δυνατότητά τους να αποτυπώνουν τις κορυφαίες στιγμές

μιας διεργασίας σύνθεσης, συμβιβασμού κι εξισορρόπησης αντιτιθέμενων ομαδικών

δυνάμεων και συμφερόντων40

. Η ρευστότητα και η πλειοψηφική δομή των

ανταγωνισμών διαθλούν μακροπρόθεσμα ορισμένη «ικανοποίηση» από την πολιτική41

.

Ακόμη κι όταν μια ομάδα μειοψηφεί, έχει κάθε λόγο να αποδεχθεί την τελική απόφαση,

αφού «σε μια κοινωνία όπου υφίσταται πλήθος ομάδων και οι μεταξύ τους σχέσεις είναι

37

David Truman, The governmental process, ό.π., σ. 508.

38 Για την έννοια της πολυαρχίας, Robert Dahl, A preface to democratic theory, Chicago University Press,

Chicago 1956, κεφ. 3.

39 Στο ίδιο, σ. 132-146.

40«Ό,τι έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε δημόσια πολιτική αποτελεί στην πραγματικότητα την

ισορροπία στην οποία καταλήγει ο ανταγωνισμός μεταξύ των ομάδων κάθε δεδομένη στιγμή», Latham,

«The group basis of politics», ό.π., σ. 390.

41 Για την έννοια της ικανοποίησης από την πολιτική, Robert Dahl, Σύγχρονη πολιτική ανάλυση, Μ.

Βλάχος/Π. Καλογεράτος (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1979, [1976], σ. 189-193.

μεταβλητές… η αρχή της πλειοψηφίας παρέχει σε καθεμιά τη δυνατότητα να ανήκει

στην υπερισχύουσα πλειοψηφία σε περισσότερες από τις μισές περιπτώσεις»42

.

Η πλουραλιστική αντίληψη εξοικείωσε τη φιλελεύθερη θεωρία δημοκρατίας με

την ιδέα των περιορισμών επί της ιδιοκτησίας43

. Κατά τ’ άλλα, οι πλουραλιστές δεν

έθεσαν υπό αμφισβήτηση το θεμελιακό για τη φιλελεύθερη σκέψη δόγμα περί σχέσης

εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ του δημοκρατικού πολιτεύματος και του

κεφαλαιοκρατικού τρόπου παραγωγής. Αναπροσδιόρισαν απλά αυτή τη σχέση ως μορφή

ανταγωνιστικής, «συζυγικής συμβίωσης», που οδηγείται κατά καιρούς σε εντάσεις44

.

Ενάντια στην τάση που επικράτησε στον κλασικό φιλελευθερισμό, ο

πλουραλισμός δεν εστίασε τη συζήτηση για τη δημοκρατική αρχή στον φόβο τυραννίας

της πλειοψηφίας και στους δικαιοκρατικούς περιορισμούς που πρέπει να τεθούν στη

λαϊκή κυριαρχία. Η εμπειρική μελέτη των πολιτικών ανταγωνισμών στις κοινωνίες της

(μεταπολεμικής) σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης ενθάρρυνε την «πλουραλιστική

αισιοδοξία»45

σχετικά με τη δυνατότητα οι πλειοψηφικές διαδικασίες, ωσάν

καθοδηγούμενες από ένα αόρατο χέρι, να συναιρούν τα ποικίλα συμφέροντα σε

42

Brian Barry, «Is democracy special?», σε P. Laslett/J. Fishkin (επιμ.), Philosophy, politics and society, Yale

University Press, New Haven 1979, σ. 155-195, (179). Μια πλουραλιστική δικαιολόγηση της αρχής της

πλειοψηφίας με βάση τα διαδικαστικά της γνωρίσματα, που επιτρέπουν την ανάκληση των αποφάσεων

ανάλογα με τις μεταβολές στους συσχετισμούς μεταξύ των ανταγωνιζόμενων ομάδων, προβάλλει ο

Christoph Gusy, «Das Mehrheitsprinzip im demokratischen Staat», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An

den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 61-82.

43 Την ανάγκη να τίθενται περιορισμοί στην ιδιοκτησία χάριν της πολιτικής ισότητας υποστηρίζει ένθερμα

ο Robert Dahl, A preface to economic democracy, University of California Press, Berkeley 1985, ιδίως σ.

52-85.

44 Robert Dahl, Περί δημοκρατίας, Β. Κόρκας (μετ.), Ψυχογιός, Αθήνα 2001, [200], κεφ. 13 και 14.

45 Ο όρος από τους Daniel Farber/Philip Frickey, Law and Public Choice: A critical introduction, Chicago

1991, σ. 8.

ανθεκτικές πολιτικές ισορροπίες, εκτονώνοντας τις κοινωνικές συγκρούσεις. «Όταν ο

αναπόφευκτος πλουραλισμός των ενώσεων συνοδεύεται από πολυφωνία στα θέματα των

συγκρούσεων, καμιά από αυτές δεν μπορεί να λάβει την ένταση της μαρξιστικού τύπου

ταξικής πάλης» 46

.

Ο πλουραλισμός επέσυρε πάντως έντονη κριτική. Αφενός επικρίθηκε ως εγγενώς

συντηρητικός εξαιτίας του καθαρά εμπειρικού του προσανατολισμού47

, αφετέρου ως

περιγραφικά ανεπαρκής, καθώς αγνόησε την ταξική υφή των σύγχρονων πολιτικών

ανταγωνισμών48

. Σειρά μελετών κατέδειξαν τεράστιες ασυμμετρίες στην κατανομή της

ισχύος μεταξύ των ομάδων, υπονομεύοντας έτσι την εξωραϊστική εικόνα μιας

υποτιθέμενης δημοκρατίας αυτόματων ισορροπιών49

. Εντός των πλαισίων του

φιλελεύθερου παραδείγματος θεωρίας της δημοκρατίας, η ακαδημαϊκή κίνηση της

Δημόσιας Επιλογής (Public Choice) επιχείρησε την πιο συνολική κριτική στον κλασικό

πλουραλισμό.

Β. Η Δημόσια Επιλογή συνιστά στη μεθοδολογία της εγχείρημα «οικονομικής»

ερμηνείας των πολιτικών θεσμών. Στη φιλοσοφική παράδοση του κλασικού ωφελισμού,

δικαιολογεί τη δημοκρατία ως σύστημα που προάγει ατομικά και συλλογικά

συμφέροντα. Οι αναλύσεις των ιδαλγών της Δημόσιας Επιλογής διαπνέονται από την

46

Ralf Darendorf, Class and class conflict in industrial society, Stanford University Press, Stanford 1959, σ.

215 και Nicolas Miller, «Pluralism and social choice», American Political Science Review, τ. 77, 1983, σ.

734-747.

47 David Held, Μοντέλα δημοκρατίας, Μ. Τζιαντζή (μετ.), Στάχυ, Αθήνα 1995, [1985], σ. 196-198.

48 John Manley, «Neo-pluralism: A class analysis of pluralism I and pluralism II», American Political Science

Review, τ. 77, 1983, σ. 368-383.

49 E.E. Schatteschneider, The semisovereign people: A realist’s view of democracy in America, Dryden

Press, Hinsdale 1975 και Melissa Williams, Voice, trust and memory: Marginalised groups and the failings

of liberal representation, Princeton University Press, Princeton 1988, ιδίως κεφ. 2ο .

αξιωματική θέση περί δομικής ομοιότητας ανάμεσα σε ελεύθερη ανταγωνιστική αγορά

και δημοκρατικό πολίτευμα.

Μερίδα υποστηρικτών του ρεύματος εκλαμβάνει αυτή τη συνταύτιση ως

περιγραφική/αναλυτική παραδοχή. Οι θεωρητικοί αυτοί επιχειρούν να προβλέψουν και

να ερμηνεύσουν τη συμπεριφορά των υποκειμένων και των θεσμών στα φιλελεύθερα

καθεστώτα, με βάση αναλυτικά υποδείγματα εγωιστικής ατομικής δράσης, που αντλούν

από τη νεοκλασική οικονομική θεωρία. Για μια άλλη ομάδα του ρεύματος, όμως, η

δομική ομοιότητα έχει κατεξοχήν κανονιστική αξία, αφού το ιδεώδες της ελεύθερης

συναλλαγής εγκλείει τη βαθύτερη ουσία του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού. Η

τελευταία θεώρηση λαμβάνει την πιο κριτική στάση έναντι της πλειοψηφικής

δημοκρατίας, την οποία μέμφεται για μια ενδογενή τάση να προκαλεί μη αποδοτικές,

εκμεταλλευτικές για τις μειοψηφίες συλλογικές αποφάσεις.

Τα παραπάνω διήγειραν μια εκ βάθρων αμφισβήτηση της πλουραλιστικής

αισιοδοξίας, κάνοντας λόγο για συνολική αδυναμία των πλειοψηφικών θεσμών να

συνθέσουν δίκαια και ισόρροπα τα ποικίλα ιδιωτικά συμφέροντα. Η εν λόγω κριτική

επικέντρωσε στις ιδιαίτερες οργανωτικές δυνατότητες, που απολαμβάνουν ορισμένες

ομάδες συμφερόντων (πλειοψηφικές ή μειοψηφικές) στο πεδίο των δημοκρατικών

ανταγωνισμών, και υποστήριξε ότι τα προνόμια αυτά αποτελούν αιτία μόνιμης

στρέβλωσης των διαδικασιών σχηματισμού της πολιτικής βούλησης.

Ο αστερισμός ιδεών της Δημόσιας Επιλογής κέρδισε ευρεία ακτινοβολία,

ιδιαίτερα στην αγγλοσαξονική θεωρία, αποτελώντας μια από τις πιο δημοφιλείς οπτικές

ανάλυσης του προβλήματος της διαφθοράς. Επιπλέον, η επιρροή του γίνεται πασιφανής

στη γενική εικόνα του πολιτικού και του δημοσιογραφικού κόσμου για το δημοκρατικό

πολίτευμα.

Γ. Στην ανάλυση που θα ακολουθήσει στο αμέσως επόμενο μέρος, οι θέσεις της

Δημόσιας Επιλογής για την αρχή της πλειοψηφίας θα εξεταστούν κριτικά. Αρχικά θα

διερευνηθεί η προσέγγιση του ζητήματος των ομάδων και της σχέσης ιδιωτικών

συμφερόντων και πολιτικών διαδικασιών στην κλασική θεωρία. Ιδιαίτερη βαρύτητα θα

δοθεί στις αναλύσεις του Joseph Schumpeter, του οποίου τα κείμενα υπήρξαν

καθοριστικής σημασίας για την ανάπτυξη της σύγχρονης οικονομικής ανάλυσης των

πολιτικών θεσμών (κεφ. 1ο).

Κατόπιν θα ασχοληθούμε με την πολιτική κοινωνιολογία της Δημόσιας Επιλογής.

Θα διαπιστώσουμε σε αυτά τα υποδείγματα ανάλυσης σειρά ερμηνευτικών αδυναμιών,

οι οποίες καθιστούν τη λειτουργία της δημοκρατίας ένα μυστήριο για την οικονομική

προσέγγιση της μελέτης των θεσμών. Παράλληλα θα εξεταστούν ορισμένα

επιστημολογικά προβλήματα, που αντιμετωπίζει η μελέτη των δημοκρατικών θεσμών με

βάση το πρότυπο του οικονομικού ανθρώπου (κεφ. 2ο).

Στη συνέχεια θα εισέλθουμε στην κριτική που δέχεται η πλειοψηφική δημοκρατία

από διαφορετικά ρεύματα της Δημόσιας Επιλογής. Αρχικά θα διερευνήσουμε τα

πορίσματα της κοινωνιολογίας των ομάδων, που επικρίνουν το δημοκρατικό πολίτευμα

ως χώρο κυριαρχίας των «λίγων», δηλαδή των καλά οργανωμένων ομάδων. Θα

εξετάσουμε επίσης τις βασικές θέσεις του ρεύματος των θεωρητικών της Δημόσιας

Επιλογής, που προσεγγίζουν τη δημοκρατία με τα μέσα της παράδοσης του κοινωνικού

συμβολαίου. Όπως θα διαπιστωθεί, η αντίληψη αυτή μέμφεται τα σημερινά πολιτικά

συστήματα ως δομές συστηματικής «τυραννίας της πλειοψηφίας».

Η κριτική στις προσεγγίσεις αυτές θα μας επιτρέψει να προβληματιστούμε

σχετικά με την οικονομική θεώρηση του ζητήματος της ισότητας. Ιδιαίτερο στόχο της

κριτικής μας θα αποτελέσει το αξιολογικό θεμέλιο του σκεπτικισμού ενάντια στην αρχή

της πλειοψηφίας, το οποίο λανθάνει στη σύγκριση της πολιτικής δημοκρατίας με μια

εικόνα ιδανικής αγοράς. Μια θεωρητική επιλογή που παραπέμπει ευθέως σε βαθιά

καχυποψία έναντι της αναδιανεμητικής πολιτικής στα κοινωνικά και παρεμβατικά κράτη

(κεφ. 3ο).

Τέλος, θα επικριθεί το σχέδιο της συνταγματικής επανάστασης που εκπονούν οι

ιδαλγοί της Δημόσιας Επιλογής, με σκοπό την αναδιάταξη των δημοκρατικών

διαρθρώσεων σε μη πλειοψηφική βάση, καθώς δρομολογεί την ιδιωτικοποίηση της

πολιτικής σφαίρας και την πλήρη υποταγή της στην τυφλή κανονικότητα του νόμου της

προσφοράς και ζήτησης (κεφ 4ο).

Κεφάλαιο πρώτο

Η παραμορφωτική επίδραση των οργανωμένων συμφερόντων

στη δημοκρατική διαδικασία: Αναφορές στον κλασικό

στοχασμό

1. Ο φόβος της διαφθοράς και το αίτημα για συναρμογή δημόσιου και ιδιωτικού

συμφέροντος

Ο Hobbes, εκκινώντας από την ανθρωπολογική παραδοχή σχετικά με την

εγωιστική φύση των υποκειμένων, υποστήριξε στο «Λεβιάθαν» πως κάθε σύγκρουση

δημόσιου και ιδιωτικού συμφέροντος θα καταλήγει πάντοτε υπέρ του δεύτερου50

.

Τοιουτοτρόπως, ο Άγγλος στοχαστής θέλησε να εξαλείψει πιθανή ένταση μεταξύ των

δύο: «…το δημόσιο συμφέρον προάγεται τόσο περισσότερο, όσο στενότερα συνδέεται

με το ιδιωτικό συμφέρον»51

. Πρόκειται για λύση που συνιστά ακόμη και σήμερα τμήμα

του πολιτικού προβληματισμού ιδίως σχετικά με το ζήτημα της διαφθοράς.

Η παραπάνω προαπόφαση ενίσχυσε την αντιδημοκρατική προδιάθεση του

χομπσιανού υποδείγματος. Καθώς το προσωπικό συμφέρον των μελών μιας εκλεγμένης,

πολυπρόσωπης συνέλευσης δεν ταυτίζεται με τη συλλογική ευημερία της κοινωνίας, η

50

«Όταν μάλιστα το δημόσιο συμφέρον τύχει να έρθει σε αντίθεση με το ιδιωτικό, τις περισσότερες

φορές προτιμά [ο κυρίαρχος] το δεύτερο, επειδή τα πάθη των ανθρώπων είναι συνήθως ισχυρότερα του

Λόγου τους», Thomas Hobbes, Λεβιάθαν, Γ. Πασχαλίδης/Αι. Μεταξόπουλος (μετ.), Γνώση, Αθήνα 1989,

[1651], σ. 257.

51 Στο ίδιο.

ικανότητα ενός κοινοβουλευτικού σώματος να προωθεί το κοινό συμφέρον αποβαίνει

αμφίβολη. Ακόμη χειρότερα οι θεσμοί ρέπουν εμμενώς στη διαφθορά. Στην απόλυτη

μοναρχία, τουναντίον, ο κυρίαρχος είναι ένα και μοναδικό πρόσωπο. Οπότε, «τα πλούτη,

η ισχύς και η τιμή ενός μονάρχη απορρέουν μόνον από τα πλούτη, τη δύναμη και την

υπόληψη των υπηκόων του»52

. Στη σκέψη του Hobbes, αυτή η συμμετρία αναδεικνύει τη

μοναρχία σε πολίτευμα πιο ελκυστικό από το αντιπροσωπευτικό. Όπως θα φανεί

παρακάτω, εκδοχές αυτού του επιχειρήματος συνεχίζουν να προβάλλουν στις σύγχρονες

θεωρητικές συζητήσεις.

2. Ο φόβος του φατριασμού και η δικαιολόγηση της αρχής της αντιπροσώπευσης

στη «διευρυμένη» δημοκρατία

Α. Η ανησυχία για τις παραμορφωτικές συνέπειες της δράσης των

συνασπισμένων συμφερόντων έχει υπαγορεύσει συγκεκριμένες αντιλήψεις για τη δέουσα

δομή των θεσμών στην κλασική θεωρία της αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Εύγλωττο

δείγμα τέτοιας συζήτησης θεωρείται η 10η θέση των «Ομοσπονδιακών Κειμένων».

52

Στο ίδιο. Μια παρόμοια θεωρία κράτους διατυπώνει στην ελληνική βιβλιογραφία με την παραβολή

των «εγκατεστημένων κλεφτών» ο Πάνος Καζάκος: «Οι εγκατεστημένοι κλέφτες αποκτούν ένα προνόμιο

(μονοπώλιο) στην κλεψιά! Στην περιοχή που επικρατούν επιτρέπεται μόνο αυτοί να κλέβουν, ας πούμε

με την μορφή των φόρων. Οι φόροι προϋποθέτουν με την σειρά τους παραγωγή. Συνεπώς, οι

εγκατεστημένοι κλέφτες βαθμιαία εξορθολογίζουν τη συμπεριφορά τους: Εισπράττουν αρκετά, αλλά

αφήνουν κίνητρα στην παραγωγή. Υπηρετούν τότε με άλλα λόγια το ‘γενικό συμφέρον’…Το συμφέρον

τους ‘συμπίπτει’ με το γενικό», «Οι κυβερνήσεις ως ‘εγκατεστημένοι κλέφτες’: Μία παραβολή με πολλές

προεκτάσεις για το μέλλον», σε του ίδιου, Πολιτική και Ιδεολογία, Σιδέρης, Αθήνα 2003, σ. 43-56, (44-

45), (η υπογράμμιση έχει προστεθεί). Υποτίθεται ότι η παραβολή στοχεύει στο να αποδείξει ότι «…οι

δημοκρατίες είναι καλύτερες από τις δικτατορίες…» (σ. 43). Αποδεικνύεται, όμως, κατάλληλη και για το

αντίστροφο.

Από την εποχή της κυριαρχίας του Βρετανικού Στέμματος, η υποτυπώδης

πολιτική διάρθρωση στις αποικίες της Βόρειας Αμερικής οικοδομήθηκε σε αναφορά με

το στοιχείο της τοπικότητας. Η Επανάσταση κινητοποιήθηκε από το σύνθημα «καμιά

φορολογία χωρίς αντιπροσώπευση», που εξέφραζε ρητά την άρνηση των εποίκων να

αναγνωρίσουν τη νομιμοποίηση της βρετανικής νομοθεσίας, ενόσω οι Πολιτείες δεν

εκπροσωπούνταν στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς. Το Στέμμα αντέτεινε την ιδέα μιας

υποθετικής, δυνητικής αντιπροσώπευσης (virtual representation), υπενθυμίζοντας ότι τα

μέλη του Κοινοβουλίου υπηρετούν το κοινό καλό ανεξάρτητα από το εκλογικό σώμα

που τα ανέδειξε. Η απόρριψη του αντεπιχειρήματος κατέστησε ορατή στους επαναστάτες

την άρρηκτη σχέση μεταξύ δικαιώματος ψήφου και πολιτικής εκπροσώπησης.

Το πρόβλημα της υλοποίησης της πιο πάνω διασύνδεσης στους θεσμούς οδήγησε

σε πολιτικές διενέξεις ήδη κατά την Επανάσταση. Οι Αμερικανοί δεν ήταν πλέον «..τόσο

‘επαρχιώτες’, ώστε να πιστεύουν ότι ο αντιπρόσωπος μιας πόλης ή περιφέρειας, που

ήταν στενά συνδεδεμένος με τους εκλογείς του, διέθετε τα προσόντα για να ψηφίζει τους

νόμους και την πολιτική μιας ευρύτερης κοινωνίας, της οποίας η πόλη ή περιφέρειά του

αποτελούσε μόνον ένα μικρό μέρος»53

. Οι ευρείες εκλογικές περιφέρειες ήταν το πρώτο

αντίδοτο που προτάθηκε, ώστε να επιτευχθεί η απαγκίστρωση των αντιπροσώπων από τα

τοπικά συμφέροντα.

Ο James Madison αξιοποίησε στο έπακρο τον παραπάνω προβληματισμό κατά τη

διατύπωση του 10ου

Άρθρου των Κειμένων. Επιδίωξη του Αμερικανού πολιτικού ήταν να

προβληθούν οι δημοκρατικές αρετές του ομοσπονδιακού συστήματος θεσμών. Στο

στοχασμό του Διαφωτισμού, η πληθυσμιακά περιορισμένη και ομοιογενής πολιτική

53

Edmund Morgan, Inventing the people: The rise of popular sovereignty in England and America, Norton

& Company, New York/London 1989, σ. 245.

κοινότητα θεωρείτο η πλέον πρόσφορη για την πραγμάτωση της συλλογικής

αυτοκυβέρνησης54

. Επομένως, ο Madison είχε κάθε λόγο να ανατρέξει στον David

Hume, ο οποίος υποστήριζε το αντίθετο55

. Το επιχείρημα υπέρ της «ευρείας Πολιτείας»

(extended Republic) στο 10ο

Άρθρο εδραιώθηκε στην υπόθεση ότι η τοπικά οργανωμένη

δημοκρατία είναι ευεπίφορη στη στρεβλωτική επίδραση διακριτών πολιτικών ομάδων56

.

Ο Madison όρισε ως μερίδες (fractions) μια πλειοψηφία ή μειοψηφία πολιτών

που «…ενοποιούνται και κινητοποιούνται από μια κοινή ορμή πάθους ή συμφέροντος

ενάντια στα δικαιώματα των άλλων πολιτών ή στα μόνιμα και παγιωμένα συμφέροντα

της κοινότητας»57

. Κατά τον Madison, στην ομαδικά οργανωμένη δράση παρωθούν

αιτίες σύμφυτες της νεωτερικής ελευθερίας, με βασικότερες την ανισοκατανομή του

πλούτου, την ποικιλία των συμφερόντων που προκαλεί ο καταμερισμός της εργασίας και

την πολυφωνία στις πολιτικές γνώμες ή τα συστήματα πίστης58

. Με αυτό το υπόβαθρο

54

«Είναι στη φύση της αβασίλευτης δημοκρατίας να μην έχει παρά μικρή μόνο εδαφική έκταση∙

διαφορετικά δεν μπορεί να υπάρξει», Montesquieu, Το πνεύμα τον νόμων, Π. Κονδύλης/Κ. Παπαγιώργης

(μετ.), Γνώση 2006, [1748], σ. 245. Βλ. επίσης J.J. Rousseau, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ό.π., σ. 124.

55 Για την επιρροή του Hume στον Madison, βλ. Melissa Williams, Voice trust and memory, ό.π., σ. 38-39.

56 Η πρωτοτυπία του επιχειρήματος του 10

ου άρθρου συνίστατο στην προσπάθεια να αναδειχθεί η

αντιπροσωπευτική μορφή του δημοκρατικού πολιτεύματος ως ανώτερη σε σχέση με την άμεση και όχι

ως απλή «λύση ανάγκης», την οποία επιβάλλουν τα μεγάλα μεγέθη μιας μαζικής κοινωνίας ή η λογική

του καταμερισμού της εργασίας, Έλεν Μέισκινς Γουντ, Η δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό, Α.

Οικονόμου (μετ.), Στάχυ, Αθήνα 1998, [1995], σ. 211-212

57 Publius, The federalist Papers, C. Rossiter (επιμ.), Signet Classics, New York 2003, [1887], Άρθρο 10,

(Madison), σ. 72. Τα Κείμενα συντάχθηκαν από τους James Madison, Alexander Hamilton και John Jay, οι

οποίοι τα υπέγραψαν με το ψευδώνυμο Puplius. Στις παραπομπές θα αναφέρεται ο αριθμός του άρθρου

και, σε παρένθεση, το όνομα του συντάκτη πριν από τον αριθμό της σελίδας.

58 Στο ίδιο, σ. 73-74. Για τον Madison, μολονότι οι διαιρετικές τομές στο κοινωνικό σώμα αφορούν σε

ποικίλες αιτίες, όπως η θρησκεία, η κατανομή της ιδιοκτησίας ασφαλώς προέχει σε βαρύτητα. Βλ. τη

σχετική συζήτηση σε Jennifer Nedelsky, Private property and the limits of American constitutionalism,

εύλογα διατείνεται ότι «…οι αιτίες που προκαλούν φατριασμό δεν μπορούν να

εξαλειφθούν, η θεραπεία μπορεί να βρεθεί μόνο στα μέσα ελέγχου των αποτελεσμάτων

τους»59

.

Μια «αμιγής δημοκρατία» (pure democracy), όπως αποκαλεί ο Madison το

αμεσοδημοκρατικό σύστημα αρχαιοελληνικού τύπου, υποτάσσεται αναπόδραστα στις

ισχυρότερες ομάδες. Στους θεσμούς της, οι πλειοψηφίες συνέχονται από κοινά πάθη ή

συμφέροντα, με μοιραίο επακόλουθο τη θυσία των μειοψηφικών συμφερόντων ή των

ατομικών δικαιωμάτων. Οι συνθήκες διαφέρουν ουσιωδώς μόνο σε σύστημα

αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης. Όταν οι αντιπρόσωποι εκλέγονται σε εθνικό επίπεδο

μέσα από διαδικασίες ευρείας συμμετοχής, ο έλεγχος από τη βάση δεν μεταπίπτει σε

εξάρτηση από ειδικά ή τοπικά συμφέροντα. Έτσι, επιτυγχάνεται η «επεξεργασία και

διεύρυνση των δημόσιων γνωμών, μέσω ενός σώματος εκλεγμένων πολιτών, των οποίων

η σοφία θα επιτρέψει να διακρίνουν τα πραγματικά συμφέροντα της χώρας και ο

πατριωτισμός τους, καθώς και η αγάπη τους για τη δικαιοσύνη, θα καταστήσουν

λιγότερο πιθανή τη θυσία των συμφερόντων αυτών σε στιγμιαίες ή μεροληπτικές

θεωρήσεις»60

.

Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, η διάρθρωση της «ευρείας Πολιτείας»

παρακωλύει τη διείσδυση των ομάδων στους θεσμούς, αφού στο πολιτικό της σώμα

παρουσιάζονται πολυσχιδή συμφέροντα που αλληλοεξουδετερώνονται. Επιπρόσθετα, η

επιδίωξη οποιουδήποτε επιμέρους συμφέροντος στον γεωγραφικά εκτεταμένο

University of Chicago Press, Chicago 1990, σ. 186-192, Charles Beard, An economic interpretation of the

Constitution of the United States, Macmillan, New York 1936, σ. 324, και George Carey, In defense of the

Constitution, Liberty Press, Indianapolis 1995, σ. 39-42.

59 Publius, The federalist Papers, ό.π., σ. 75.

60 Στο ίδιο, σ. 76.

δημοκρατικό χώρο αποδεικνύεται δυσχερής. Προσκόμματα στη συνεργασία και την

επικοινωνία θα αποθαρρύνουν κάθε προσπάθεια των ενδιαφερόμενων πολιτών να

«…ανακαλύψουν τη δύναμή τους και να δράσουν σε συμφωνία με άλλους»61

.

Β. Δικαιούμαστε να σχολιάσουμε ότι το μαδισονιακό υπόδειγμα υποχρεώνεται

από την ίδια τη δομή του να εναποθέτει την ανάδειξη και προαγωγή του κοινού καλού

αποκλειστικά στη σοφία και τον πατριωτισμό των αντιπροσώπων. Οι «διεφθαρμένες»

πλειοψηφίες είναι στην καλύτερη περίπτωση ικανές να επιλέξουν μια αιρετή πολιτική

αριστοκρατία. Κατά τα άλλα, όμως, το πολιτικό σώμα μετατρέπεται σε ένα είδος

φαντάσματος. Νομιμοποιεί μεν τις αποφάσεις ψηφίζοντας, αλλά οι προϋποθέσεις της

επικοινωνιακής διάδρασης των πολιτών έχουν σκόπιμα εκλείψει στην εκτεταμένη και

ανομοιογενή δημοκρατική σφαίρα62

. Η πολιτική συνεργασία αποτελεί αρετή των

ιθυνόντων και συναντάται μόνο στις αντιπροσωπευτικές συνελεύσεις.

Ωστόσο, η υποτιθέμενη πλήρης διάζευξη της αυθόρμητης κίνησης του λαού από

το κοινό καλό τρέπει το τελευταίο σε μια προβληματική, προπολιτική κατασκευή. Οι

συλλογικές προσπάθειες δεν το διαμορφώνουν κατ’ ουσίαν. Απεναντίας, κρίνεται ότι η

σοφία των δημόσιων αξιωματούχων δύναται να το συλλαμβάνει, υπό τον όρο ότι οι

θεσμοί θα ανακόπτουν κάθε δράση που προέρχεται από τη βάση63

. Οι

ουδετεροποιημένες πολιτικές ομάδες (του 10ου

Άρθρου) δεν συγκρούονται, αλλά

ταυτόχρονα δεν είναι και σε θέση να ανταγωνίζονται η μία την άλλη. Ο λαός δεν μπορεί

61

Στο ίδιο, σ. 78.

62 Joshua Miller, «The ghostly body politic: The Federalist Papers and popular sovereignty», Political

Theory, τ. 16, 1988, σ. 99-119.

63 Williams, Voice trust and memory, ό.π., σ. 41-42.

να παράγει εμπρόθετα κάποια κοινωνική αρμονία, ούτε αναπτύσσει κάποια αίσθηση

κοινού σκοπού64

.

Η ανησυχία για το ρόλο των αλληλοσυγκρουόμενων μερίδων και την πολιτική

επιρροή των ιδιαίτερων συμφερόντων στη δημοκρατική πολιτική έχει επανακάμψει στον

20ο αιώνα. Το υπόδειγμα του λεγόμενου δημοκρατικού ελιτισμού (democratic elitism)

του Joseph Schumpeter αποτελεί μια από τις πιο επιφανείς προσπάθειες να καλλιεργηθεί

αντιπάθεια στην ενεργό πολιτική συμμετοχή των μαζών, με τον προσχηματικό φόβο των

διεφθαρμένων ή ανορθολογικών πλειοψηφιών.

3. Ανορθολογικές πλειοψηφίες και ιθύνουσες ομάδες: Η λαϊκή θέληση ως προϊόν της

δημοκρατικής διαδικασίας

Η μεθοδολογική μεταστροφή στην κατανόηση των πολιτικών φαινομένων, που

εισηγήθηκε ο Schumpeter, επέδρασε διαμορφωτικά στη σύγχρονη πολιτική θεωρία. Στο

21ο κεφάλαιο του έργου του «Καπιταλισμός, σοσιαλισμός και δημοκρατία»

65 εξαπέλυσε

σφοδρή κριτική στις παραδοχές της κλασικής αντίληψης για τη λαϊκή κυριαρχία. Στην

ανάλυσή του, ένας οφθαλμοφανής, βεμπεριανών καταβολών, αξιολογικός σχετικισμός

αποκλείει τον προσανατολισμό της δημοκρατικής πολιτικής σε συλλήψεις κοινού καλού

ή γενικού συμφέροντος66

. Συνάμα, η ποικιλομορφία των συμφερόντων και η πολυφωνία

64

Nedelsky, Private property and the limits of American constitutionalism, ό.π., σ. 159.

65Joseph Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, Routledge, London/New York 2003, [1942].

66 Στο ίδιο, σ. 250-252.

των αξιακών συστημάτων οράται ως πρόσκομμα για την επίτευξη συναινέσεων σε

πολιτικά θέματα67

.

Η οξύαιχμη σουμπετεριανή κριτική εισχωρεί ακόμη βαθύτερα, πλήττοντας το

αίτημα του πολιτικού ανθρώπου, δηλαδή του υποκειμένου που εμπλέκεται στο δημόσιο

χώρο, με σκοπό τη θεραπεία του συλλογικού συμφέροντος. Συνεπώς, ακόμη κι εάν

υποτεθεί ότι κάποιο κοινό καλό μπορεί να νοηθεί, ο ανορθολογισμός του πολιτικού

σώματος δεν θα επέτρεπε την ανάδυσή του. Επιπλέον, μια εμφανώς απαισιόδοξη

πολιτική ανθρωπολογία, με πρόδηλες οφειλές στην ψυχολογία των μαζών68

, ωθεί τον

Schumpeter να περιγράφει τους πολίτες ως σύμφυρμα εγωιστικών υποκειμένων,

παραδομένων στα προσωπικά τους συμφέροντα69

. Αυτή η λαϊκή μάζα εμφορείται συχνά

από παράλογα πάθη, που οδηγούν σε σπασμωδικά ξεσπάσματα. Καθώς η κριτική στο

αίτημα του homo politicus άγεται στα έσχατα όριά της, υποτίθεται ότι το ανορθολογικό

στοιχείο υπερισχύει στα πολιτικά υποκείμενα. Έτσι, ο πολίτης ως πρόσωπο με αληθινές

επιλογές ή εύλογες ανάγκες εκλείπει, συμπαρασύροντας σε απαξία την ίδια την έννοια

της συλλογικής βούλησης ως κινητήριας δύναμης των δημοκρατικών θεσμών70

.

Η απολάκτιση των εννοιών της συλλογικής θέλησης και του κοινού καλού εξωθεί

τον Schumpeter σε διαδικαστική σύλληψη της δημοκρατίας, η οποία προβάλλεται ως

67

Για τις οφειλές της θεωρίας του Schumpeter στη θέση του Schmitt, ότι η μαζικοποίηση των

δημοκρατιών έχει εκκενώσει συνολικά τον κοινοβουλευτισμό από διαλογικά στοιχεία και τον μετέτρεψε

σε απλή αναμέτρηση συμφερόντων, βλ. William Scheuerman, Carl Schmitt and the end of law, Rowman &

Littlefield, New York/Oxford 1999, κεφ. 7ο.

68 Η επιρροή της αναδυόμενης τότε ψυχολογίας των μαζών στο έργο του Schumpeter αναλύεται από τον

David Ricci, «Democracy attenuated: Schumpeter, process theory, and American democratic thought»,

Journal of Politics, τ. 32, 1970, σ. 239-267, (246-261).

69 Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 259-261.

70 Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, Πόλις, Αθήνα 1997, σ. 506.

«ύστατη λύση» για την έλλογη ανασυγκρότηση της πλειοψηφικής αρχής. Εφόσον οι

πολιτικές αποφάσεις στερούνται καθεαυτές νοήματος και είναι ανίκανες να

συγκροτήσουν κάποιο συνεκτικό κορμό, η νομιμοποίησή τους πρέπει να αναζητηθεί

στην ορθολογικότητα των διαδικασιών που τις παράγουν71

. «Εφόσον», γράφει ο

Schumpeter, «η βούληση αυτή παύει να συγκλίνει με κάποιο ‘καλό’, προκειμένου να

αξιώσει ηθικό κύρος υπέρ του αποτελέσματος, δέον να στηριχθεί στην ανεπιφύλακτη

εμπιστοσύνη προς τους δημοκρατικούς τύπους διακυβέρνησης»72

.

Η αποκάθαρση της θεωρίας από τα ουτοπικά, κανονιστικά στοιχεία του

παραδοσιακού στοχασμού προτρέπει τον Schumpeter σε μια αναδιατύπωση του ορισμού

της δημοκρατικής πολιτικής: «Η δημοκρατική μέθοδος είναι αυτή η θεσμική

εξουσιαστική διάρθρωση, εντός της οποίας τα άτομα αποκτούν την εξουσία λήψης

πολιτικών αποφάσεων, μέσω μιας ανταγωνιστικής πάλης προς εξασφάλιση της ψήφου

του λαού»73

. Τη διαδικαστική στροφή του υπαγορεύουν δύο λόγοι. Αφενός, μια

θετικιστική επιστημολογία, που αξιώνει γνωστικές αποφάνσεις ακριβείς, σαφείς και

αξιολογικά ουδέτερες κατά τα πρότυπα των φυσικών επιστημών74

. Αφετέρου, η

71

«…η απουσία λογικής ενότητας, σημαίνει ότι, αν και από τη σκοπιά του αναλυτή, η δημοκρατική

διαδικασία δεν είναι τόσο χαώδης –για τον αναλυτή δεν είναι χαώδες οτιδήποτε μπορεί να οδηγηθεί

εντός της εμβέλειας ερμηνευτικών αρχών– τα αποτελέσματα όμως δεν θα έχουν καθεαυτά νόημα παρά

μόνον από σύμπτωση…», Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 253.

72 Στο ίδιο.

73 Στο ίδιο, σ. 269-270. Με τον ορισμό αυτό o Schumpeter αντικαθιστά αυτόν που αποδίδει στην

παραδοσιακή θεωρία: «…δημοκρατική μέθοδος είναι το θεσμικό σύστημα λήψης πολιτικών αποφάσεων

που πραγματώνει το κοινό καλό, καθιστώντας το λαό αρμόδιο να ρυθμίσει ο ίδιος τα διάφορα θέματα,

μέσω της εκλογής ατόμων, οι οποίοι εκτελούν ως σώμα τη βούλησή του», (σ. 250).

74 O Schumpeter αναζητά ένα μεθοδολογικό πλαίσιο που να συλλαμβάνει τη δημοκρατία ως «…απλή

μέθοδο, που μπορεί να εξετασθεί ορθολογικά, όπως μια ατμομηχανή ή ένα αποστειρωτικό φάρμακο»,

στο ίδιο, σ. 254.

ελαχιστοκρατική, εστιασμένη στις διαδικασίες, σύλληψη του δημοκρατικού

πολιτεύματος καθίσταται αναγκαία για τη δυνατότητα εφαρμογής της δημοκρατικής

αρχής σε έναν κόσμο εγωισμού και περιορισμένης ορθολογικότητας75

.

Προσήκει λοιπόν να διαχωριστεί η σουμπετεριανή θεώρηση από αντίστοιχες

φιλελεύθερες διαδικαστικές συλλήψεις της δημοκρατίας. Οι τελευταίες προσβλέπουν σε

εξισωτικές διεργασίες λήψης απόφασης, επειδή ακριβώς αφορμώνται από σεβασμό στις

ατομικές γνώμες των πολιτών, οι οποίες πρέπει να διατηρούν τη βαρύτητά τους στις

συλλογικές αποφάσεις76

. Αντίθετα, η «δημοκρατική μέθοδος» του Schumpeter σωρεύει

επιλογές «τυφλά», κατά τρόπο παρόμοιο με την αγορά. Κατατείνει στη σύνθεση και

ικανοποίηση προτιμήσεων, που θεωρείται ότι αξίζουν, απλώς και μόνο διότι εκφράζουν

επιθυμίες77

.

Στο κείμενο μιας υποσημείωσης, ο Αυστριακός οικονομολόγος εισάγει τη λογική

της διοίκησης επιχειρήσεων στην ανάλυση των κρατικών θεσμών: «Ο όρος

‘εκτελεστική’ [εξουσία] (executive) είναι ανακριβής και παραπλανητικός. Αλλά παύει να

έχει αυτά τα μειονεκτήματα, εάν χρησιμοποιηθεί με την έννοια την οποία αποδίδουμε

75

Μια τέτοια σύλληψη υπερασπίζεται στη νεότερη θεωρία ο Adam Przeworski, «Minimalist conception

of democracy: A defense», I. Shapiro/C. Hacker-Cordón (επιμ.), Democracy’s value, Cambridge University

Press, Cambridge 1999, σ. 23-55.

76 Βλ. για παράδειγμα Hans Kelsen, Περί της ουσίας και της αξίας της δημοκρατίας & Το πρόβλημα του

κοινοβουλευτισμού, Μ. Κυπραίος (μετ.), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1998, [1920] και Jeremy Waldron,

Law and disagreement, Oxford University Press, New York 1999.

77 Εκφράζοντας την πιο πιστά σουμπετεριανή σύλληψη στην πρόσφατη βιβλιογραφία, ο δικαστής

Richard Posner διεκδικεί μια «…δημοκρατία των συμφερόντων και συνεπώς της ανταπόκρισης στην

κοινή γνώμη. Δηλαδή τι ο λαός επιθυμεί ανεξάρτητα από αυτό που οι θεωρητικοί πιστεύουν ότι θα

επέτρεπε να επιθυμεί ή υπό διαφορετικές (καλύτερες;) συνθήκες θα έπρεπε να επιθυμεί». Το πρότυπο

αυτό υποτίθεται πως «σέβεται το λαό όπως ακριβώς είναι», Law, pragmatism, and democracy, Harvard

University Press, Cambridge Mass./London 2003, σ. 165-166.

στον όρο, όταν ομιλούμε περί διευθυντών (executives) μιας εταιρίας. Αυτοί οι διευθυντές

πράττουν ασφαλώς πολύ περισσότερα από το να εκτελούν (execute) απλώς τις θελήσεις

των μετόχων»78

. Στις γραμμές αυτές προαναγγέλλεται ο (δήθεν) νόμος της δομικής

ομοιότητας μεταξύ ανταγωνιστικής αγοράς και πολιτικής δημοκρατίας, ο οποίος θα

χρησιμεύσει ως υπόβαθρο της Δημόσιας Επιλογής.

Σύμφωνα με τον Schumpeter, η συμπεριφορά των πολιτικών προσδιορίζεται από

ψηφοθηρικές στρατηγικές, που ομοιάζουν με την κερδοσκοπία στο σύστημα της αγοράς.

Η παράσταση ενός μηχανισμού αόρατου χεριού συμπληρώνει την οικονομική θεώρηση

του κράτους. Όπως ακριβώς στην κλασική πολιτική οικονομία, η παραγωγή είναι το

απροσχεδίαστο αποτέλεσμα της προσπάθειας των υποκειμένων να αποκομίσουν ατομικά

οφέλη, έτσι και η εκπλήρωση των κοινωνικών σκοπών του κράτους είναι παράπλευρη

συνέπεια της ψηφοθηρικής τάσης των δημόσιων αξιωματούχων79

.

Η επιμονή του Schumpeter στη συγκρουσιακή φύση της δημοκρατικής πολιτικής

προσημειώνει την κριτική που, όπως ειπώθηκε στην εισαγωγή αυτού του μέρους,

ασκούν οι θεωρητικοί της Δημόσιας Επιλογής στην πλουραλιστική ιδέα περί αυθόρμητης

εναρμόνισης των κοινωνικών συμφερόντων στις πλειοψηφικές διαδικασίες80

. Παρέχει

επίσης στον Schumpeter τα απαραίτητα εργαλεία για τη μελέτη των «ατελειών» της

πλειοψηφικής μεθόδου, οι οποίες διερμηνεύονται ως αιτίες απονομιμοποίησης του

δημοκρατικού πολιτεύματος.

78

Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 269.

79 Στο ίδιο, σ. 280-282.

80 Ο Schumpeter αμφισβητεί ρητά την ιδέα ότι το νόημα της δημοκρατικής διαδικασίας μπορεί να

συνδεθεί με διεργασίες συμβιβασμών: «Ούτε είναι δυνατό να ειπωθεί ότι, και αν ακόμη το άτομο δεν

λάβει [από τις πολιτικές διαδικασίες] αυτό ακριβώς που επιθυμεί, θα υπάρξει τουλάχιστον κάποιος

‘δίκαιος συμβιβασμός’…», στο ίδιο, σ. 254.

Κατ’ αρχάς επιστρατεύεται μια θεωρία πλειοψηφικής τυραννίας, προκειμένου να

απαξιώσει τη λαϊκή συμμετοχή στη διαμόρφωση της πολιτειακής βούλησης. Η εκλογική

πάλη εικονογραφείται ως θέαμα, στο οποίο πρωταγωνιστούν λαοπλάνοι και το οποίο

διεξάγεται ενώπιον ενός κοινού αποξενωμένου από τα πολιτικά ζητήματα. Η

εξιδανικευμένη εικόνα της ελεύθερης αγοράς συγκροτεί το πρίσμα, υπό το οποίο

διαβάλλεται η δημόσια ζωή. Για παράδειγμα, η επίδραση της εμπορικής διαφήμισης

στους καταναλωτές θεωρείται αμελητέα σε σύγκριση με τη δυνατότητα της πολιτικής

προπαγάνδας να χειραγωγεί τις μάζες81

.

Υποτίθεται ότι οι επιτυχημένοι ρήτορες καταφέρνουν στο διηνεκές να

υπερφαλαγγίζουν τους ικανούς διαχειριστές στους πολιτικούς στίβους, οπότε οι

αντιπροσωπευτικοί θεσμοί τείνουν στην επιλογή των πιο ανάξιων μελών των κυρίαρχων

πολιτικών τάξεων82

. Επιπλέον, σε περιόδους όξυνσης των ανταγωνισμών, ακόμη και οι

ικανοί αξιωματούχοι ωθούνται να εγκαταλείψουν το πολιτικό τους έργο, για να

αφιερωθούν στο πρόβλημα της πολιτικής τους επιβίωσης, με επακόλουθο την έτι

περαιτέρω υποβάθμιση της αποδοτικότητας του συστήματος.

Ο Schumpeter αρύεται πορίσματα από την τότε αναπτυσσόμενη θεωρία ομάδων,

ώστε να υποσκάψει το «ιδεολόγημα» της λαϊκής θέλησης. Στη θεώρησή του, τα

συλλογικά αιτήματα, π.χ. των ανέργων για επιδόματα, αποτελούν την «πρώτη ύλη» της

αντιπολιτευτικής δράσης. «Ο πολιτικός ηγέτης (ή για λογαριασμό του οι πράκτορές του)

επιτυγχάνει μέσω της οργανώσεως των θελήσεών τους και της υποκίνησής τους, έως

81

«Η εικόνα της ωραιότερης κοπέλας που έχει υπάρξει θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμα ανήμπορη να

διατηρήσει τον υψηλό αριθμό πωλήσεων ενός κακού τσιγάρου. Αλλά δεν υπάρχουν το ίδιο

αποτελεσματικές εγγυήσεις, όταν πρόκειται για πολιτικές αποφάσεις», στο ίδιο, σ. 263.

82 Στο ίδιο, σ. 275-276.

ότου περιλάβει εν τέλει τα κατάλληλα σημεία στο αντιπολιτευόμενο εκλογικό

πρόγραμμά του»83

. Ωστόσο, αυτή η πρώτη ύλη δεν εκπηγάζει από το κοινωνικό σώμα.

Τίκτεται από την ίδια την πολιτική, καθώς οι ηγεσίες υποβάλλουν επιθυμίες στην

παθητικοποιημένη «μάζα» κατά τη διάπλαση της πολιτειακής «βούλησης». Έτσι,

εμφανίζονται πάντα επαγγελματίες δημαγωγοί, εκπρόσωποι κομματικών και

οικονομικών συμφερόντων, που οργανώνουν συλλογικές ενώσεις ικανές «…να

διαμορφώσουν και να δημιουργήσουν “θέληση του λαού’’»84

.

Η παραπάνω κοινωνιολογούσα ανάλυση απεικονίζει τη δημοκρατία ως πολίτευμα

που κυριολεκτικά πάσχει από την «ασθένεια» της λαϊκής συμμετοχής. Παράλληλα,

δοκιμάζει μια πρωτότυπη αντιστροφή. Η λαϊκή θέληση παύει να είναι το ζητούμενο της

πλειοψηφικής μεθόδου και κατανοείται πλέον ως προϊόν της85

. Οι κυρίαρχες τάξεις

διαθέτουν τέτοια ισχύ, ώστε η δημοκρατία παραβάλλεται εν τέλει με τις ολιγοπωλιακές

αγορές86

, αφού φέρεται να κατασκευάζει τη γενική βούληση, ούσα η ίδια αδέσμευτη από

πραγματικές κοινωνικές ανάγκες87

.

Εν τη απουσία, όμως, κάθε έννοιας του κοινού καλού, η συζήτηση για τις

απονομιμοποιήσεις της δημοκρατικής αρχής περιπίπτει σε ασυνέπειες. Δεν υφίστανται

διαδικαστικά κριτήρια ούτε για την αξιολόγηση της ποιότητας των ηγετών ούτε για τον

προσδιορισμό των αρνητικών παρεπομένων της λαϊκής συμμετοχής. Τέτοιου είδους

83

Στο ίδιο, σ. 360.

84 Στο ίδιο, σ. 263.

85 «Η θέληση του λαού δεν αποτελεί την κινητήριο δύναμη, αλλά το προϊόν της πολιτικής διαδικασίας»,

στο ίδιο.

86 David Miller, «The competitive model of democracy», στο G. Duncan (επιμ.), Democratic theory and

practice, Cambridge University Press, Cambridge 1983, σ. 133-155.

87 Ψυχοπαίδης, Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, ό.π., σ. 508-509.

κρίσεις υποκρύπτουν μια κανονιστική σύλληψη του κοινού καλού88

, αυτό δηλαδή που ο

Schumpeter αρνείται εξαρχής.

Στον Schumpeter, η κριτική της λαϊκής συμμετοχής δεν οδηγεί σε αποδοκιμασία

της αρχής της πλειοψηφίας. Οι επιφυλάξεις του, όπως και εκείνες του Madison,

αποσκοπούν στην εκκένωση των πλειοψηφικών αποφάσεων από οποιοδήποτε κοινωνικό

ή ουσιαστικό περιεχόμενο. Οπότε υπ’ αυτή τη διόπτρα, οι πλειοψηφικές αποφάσεις δεν

μπορούν να εγείρουν αξιώσεις ορθότητας, ούτε και να κατανοηθούν ως αποτυπώσεις

κρίσιμων συσχετισμών εξουσίας: «Η θέληση της πλειοψηφίας είναι η θέληση της

πλειοψηφίας και όχι του λαού. Ο δεύτερος είναι ένα μωσαϊκό, το οποίο η πρώτη

αδυνατεί απολύτως να ‘αντιπροσωπεύσει’»89

.

4. Η συρρίκνωση του πλειοψηφικού χώρου και η τεχνοκρατική διαχείριση της

πολιτικής

Ο Schumpeter δεν έτρεφε αμφιβολίες, όπως και ο Marx, ως προς την

αυτοκαταστροφική δυναμική των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών90

. Μολαταύτα, η

σουμπετεριανή ανάλυση δεν αντιμετώπιζε την πολιτική ως «εποικοδόμημα». Οι

πολιτικές επιλογές μπορεί να αποδειχθούν ολέθριες ή αντιθέτως να άγουν σε

εκσυγχρονιστικό μετασχηματισμό. Στο πλαίσιο αυτό, το πολιτικό σχέδιο του Schumpeter

για έναν τεχνοκρατικό μηχανισμό, ήπια ελεγχόμενο από τη λαϊκή βάση, παρουσιάζει

88

Thomas Christiano, The rule of the many: Fundamental issues in democratic theory, Westview Press,

Colorado 1996, σ. 36 και Femia, Against the masses, ό.π., σ. 83-84.

89 Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 272.

90 George Catephores, «The imperious Austrian: Schumpeter as a bourgeois Marxist», New Left Review, τ.

42, 1994, σ. 3-27

κάποιο ενδιαφέρον. Μολονότι ήταν πεπεισμένος ότι τα κεφαλαιοκρατικά συστήματα θα

μεταλλαχθούν κάποτε σε καθεστώτα σοσιαλισμού της αγοράς, που θα διευθύνονται από

επαΐοντες, οι προτάσεις του φαίνεται να αντανακλούν καίριες πτυχές των θεσμικών

εξελίξεων στις φιλελεύθερες δημοκρατίες του μεταπολεμικού κόσμου.

Η βασική πρόταση του Schumpeter αφορά στην περιστολή των ρυθμιστικών

αρμοδιοτήτων που διαθέτουν τα κοινοβούλια, υπό την προοπτική ενίσχυσης των

κυβερνητικών εξουσιών. Εντούτοις, το μεταρρυθμιστικό του σχέδιο επιδιώκει περαιτέρω

την απεξάρτηση των γραφειοκρατιών από τους κεντρικούς κρατικούς θεσμούς. Ο

σουμπετεριανός σκεπτικισμός έναντι της πλειοψηφίας αποτέλεσε ίσως την πρώτη

συστηματική δικαιολόγηση για θεσμούς ανεξάρτητης, μη ιεραρχικής διοίκησης. Στις

αναλύσεις του, ο Schumpeter τοποθετήθηκε θετικά για τις δύο αυτοτελείς διοικητικές

αρχές που γνώριζε, δηλαδή την Εθνική Τράπεζα της Αγγλίας και την Αμερικανική

Διαπολιτειακή Επιτροπή Εμπορίου. Εξέφρασε μάλιστα την ελπίδα ότι η ροή

αρμοδιοτήτων σε τέτοιου είδους μη πλειοψηφικές διαρθρώσεις θα βελτιώσει την

ποιότητα των λαμβανομένων αποφάσεων91

.

Η διαδικαστική σύλληψη της δημοκρατικής αρχής δεν καταλείπει αμφιβολία ότι

οι προτάσεις για αυτονόμηση της γραφειοκρατίας ουδόλως κατατείνουν σε

εκδημοκρατισμό των κοινωνιών92

. Συνιστούν περιορισμό της λαϊκής κυριαρχίας στα

91

Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 287.

92 Για τη σουμπετεριανή αντίληψη η δημοκρατική αρχή δεν αποτελεί μέθοδο νομιμοποίησης, αλλά

μάλλον μηχανισμό υποταγής των μαζών (Massenloyalität), διαδικασία δηλαδή διασφάλισης της

«κρίσιμης σε λειτουργικό επίπεδο ετοιμότητας παθητικής αποδοχής από την κοινωνία των

αρμοδιοτήτων του πολιτικού συστήματος», Claus Offe, «Politische Herrschaft und Klassenstrukturen: Zur

analyse spätkapitalistischer Gesellschaftsysteme», σε G. Kress/D. Senghaas, Politikwissenschaft: Eine

Einführung in ihre Probleme, Fischer, Frankfurt/a.M. 1969, σ. 155-189, (181). Άρα ο Schumpeter ήταν ίσως

πλαίσια μιας σύλληψης της πολιτικής ως τεχνοκρατικής διαχείρισης93

. Η αυξημένη

λειτουργική αυτοτέλεια του διευθυντικού μηχανισμού, εκφράζει τη θέληση του

Schumpeter για διείσδυση του κράτους στην κοινωνική και οικονομική σφαίρα,

«…χωρίς αυτό να αποτελέσει μέρος του υλικού της ανταγωνιστικής πάλης για την

πολιτική ηγεσία…»94

. Το σουμπετεριανό τεχνοκρατικό όραμα να οριοθετηθεί ο

ελεγκτικός ρόλος των πλειοψηφιών, ενόψει της δήθεν αδυναμίας τους να διαχειριστούν

αποδοτικά ζωτικούς τομείς της κοινωνίας, αποτελεί ακόμη και σήμερα προσφιλή

δικαιολόγηση για την ανεξάρτητη διοίκηση σε εθνικό95

και υπερεθνικό επίπεδο96

.

περισσότερο δεκτικός στην υιοθέτηση «αυταρχικών φιλελεύθερων» λύσεων από όσο υποθέτει ο Posner,

Law, pragmatism, and democracy, ό.π., σ. 182-183.

93 «Η δημοκρατία δεν απαιτεί να υπόκειται κάθε λειτουργία του κράτους στην πολιτική της μέθοδο»,

Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 289. Για το δικαιολογητικό έλλειμμα του

διαδικαστικού υποδείγματος του Schumpeter ως προς τους θεσμούς των σύγχρονων συνταγματικών

δημοκρατιών, βλ. Paulo Pereira, «From Schumpeterian democracy to constitutional democracy»,

Constitutional Political Economy, τ. 11, 2000, σ. 99-116.

94 Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 293.

95 Έτσι, ο εισηγητής της πλειοψηφίας της τελευταίας συνταγματικής αναθεώρησης στην Ελλάδα αποδίδει

την αύξηση των ανεξάρτητων αρχών στην «…αμηχανία των πολιτικών οργάνων του κράτους

(κυβερνήσεων και κοινοβουλίων) να διαχειριστούν μία σειρά από κρίσιμα ζητήματα που συχνά αφορούν

τον πιο σκληρό πυρήνα της πολιτικής (όπως είναι η σχέση μεταξύ αγοράς και οικονομικών λειτουργιών

του κράτους)…», Ευάγγελος Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο: Το συνταγματικό φαινόμενο στον

21ο αιώνα και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 2002, σ. 219. Βλ. και

την ανάλυση του Πάνου Καζάκου, Αναθεώρηση του Συντάγματος και οικονομία: Δοκίμιο οικονομικής

ανάλυσης των συνταγματικών θεσμών, Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σ. 122-135. Ασφαλώς, η διαδικασία

ενσωμάτωσης της ανεξάρτητης, μη ιεραρχικής διοίκησης στη συνταγματική έννομη τάξη προϋποθέτει

πράγματι κάποια «απομυθοποίηση της αρχής της πλειοψηφίας», Καλλιόπη Σπανού, «Ανεξάρτητες αρχές:

Κρίση, μετεξέλιξη ή αναβάθμιση του πολιτικού συστήματος;», σε Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος (επιμ.),

Κρίση του ελληνικού πολιτικού συστήματος;, Παπαζήσης, Αθήνα 2008, σ. 216-256, (237). Παραμένει,

ωστόσο, ένα κρίσιμο ζήτημα, μήπως η λογική και η σημερινή δυναμική αυτής της διαδικασίας

Ο Schumpeter είχε επίγνωση ότι η αναδιάταξη των θεσμών δεν θα εξασφαλίσει

την απαιτούμενη σταθερότητα για την απρόσκοπτη δράση των διευθυντικών ομάδων.

Αξιώνει λοιπόν κάτι δραστικότερο. Προαπαιτούμενο για την ισορροπία του

αντιπροσωπευτικού συστήματος αποτελεί ο δημοκρατικός «αυτοέλεγχος του λαού»,

δηλαδή η εθελούσια απόσυρσή του από τον δημόσιο χώρο97

. Αυτή η θέση ενέπνευσε μια

επανεκτίμηση του φαινομένου της πολιτικής απάθειας από τη συντηρητική

κοινωνιολογία, η οποία μεθερμήνευσε την αποχή των πολιτών από τα κοινά ως όρο

καλής λειτουργίας του πολιτεύματος98

. Κάπως έτσι θα πρέπει να σκεπτόταν και ο Silvio

Berlusconi, όταν αντέτεινε στη διάθεση των Ιταλών να ασκήσουν ενεργή αντιπολίτευση

κατά τη διάρκεια της θητείας του: «Αφού με εκλέξατε σε ελεύθερες εκλογές, οφείλετε να

σωπάσετε και να μ’ αφήσετε να κάνω τη δουλειά μου»99

.

κυοφορούν ένα στοιχείο απαξίωσης της πλειοψηφικής δημοκρατίας, που εδράζεται σε έναν

σουμπετεριανού τύπου σκεπτικισμό έναντι των θεσμών πολιτικής συμμετοχής.

96 Για μια δικαιολόγηση της ανεξαρτησίας των ευρωπαϊκών γραφειοκρατιών με ομολογημένες οφειλές

στον σουμπετεριανό σκεπτικισμό έναντι των πλειοψηφιών, βλ. Giandomenico Majone, «Temporal

consistency and temporal credibility: Why democracies need non-majoritarian institutions?», European

University Institute, Working Paper 96/57, 1996, ιδίως σ. 1-2. Από την πλευρά αυτή, κάθε συζήτηση για

έλλειμμα δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση αποτελεί μάλλον «ακαδημαϊκή ιδιοτροπία», εφόσον η

μερική αυτονόμηση των γραφειοκρατιών αναγορεύεται σε ουσία του ενωσιακού εγχειρήματος.

Παρομοίως Xenophon Giataganas, «Delegation of regulatory power in the European Union: The relevance

of the American model of regulatory agencies», Jean Monnet, Working Paper 30/01, 2001 και Niels

Petersen, «Europäische Verfassung und europäische Legitimität», Zeitschrift für ausländisches öffentliches

Recht und Völkerrecht, τ. 64, 2004, σ. 426-466, ο οποίος έχει σαφείς αναφορές στους Schumpeter και

Madison.

97 Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 294-295.

98 Jeffrey Green, «Apathy: The democratic disease», Philosophy & Social Criticism, τ. 30, 2004, σ. 745-768.

99 Παρατίθεται στο Nadia Urbinati, Representative democracy: Principles and genealogy, University of

Chicago Press, Chicago 2006, σ. 27, (υποσ. 36).

Η ζοφερή εικόνα πολιτικής δημοκρατίας, που προέβαλε ο Schumpeter, υπέθαλψε

και την κριτική των πλειοψηφιών από την οπτική της ελεύθερης αγοράς. Ο ίδιος

τοποθετούσε τη μετάβαση στο σοσιαλισμό σε απροσδιόριστο χρονικό ορίζοντα, πράγμα

που του έδινε την άνεση να συντάσσεται με avant la lettre νεοφιλελεύθερες απόψεις100

.

Δεν πρέπει άλλωστε να ξαφνιάζει ότι οι πρωτεργάτες των θεωριών απορρύθμισης της

αγοράς πορίστηκαν πλήθος επιχειρημάτων από το σουμπετεριανό υπόδειγμα101

.

Ο Schumpeter προσέφυγε στα σχήματα ανάλυσης της νεοκλασικής οικονομικής

επιστήμης, για να διερευνήσει τα πολιτικά φαινόμενα και τους θεσμούς. Ωστόσο, θα

ήταν παρακινδυνευμένο να θεωρηθεί ως πρώιμος ιδρυτής της Σχολής της Δημόσιας

Επιλογής102

. Ουδέποτε απέδωσε στους πολίτες την ιδιότητα του οικονομικά ορθολογικού

κοινού. Υπέθετε αντιθέτως ότι ο δημοκρατικός χώρος λειτουργεί ολιγοπωλιακά,

παρέχοντας στις ιθύνουσες ομάδες πλήθος ευκαιριών επιβολής επί της κοινωνίας.

100

Βλ. Scheuerman, Carl Schmitt and the end of law, ό.π., σ. 191, υπ. 28, καθώς και τη «θετική»

αποτίμηση της συνεισφοράς του Hayek στη σύγχρονη θεωρία δημοκρατίας από τον ίδιο τον Joseph

Schumpeter, «Review of Hayek: The road to serfdom», Journal of Political Economy, τ. 56, 1946, σ. 269-

271.

101 Για μια τέτοια αντίληψη, «είναι ίσως καλύτερα να μη ρυθμίζουμε τα οικονομικά μονοπώλια παρά τις

αρνητικές τους συνέπειες, από το να τα ρυθμίζουμε και να υποφέρουμε τις συνέπειες των ατελειών της

πολιτικής», Gary Becker, «Competition and democracy», Journal of Law and Economics, τ. 1, 1958, σ. 105-

109, (109).

102 Για την περιορισμένη συνεισφορά του Schumpeter στη θεωρία της Δημόσιας Επιλογής, William

Mitchell, «Schumpeter and Public Choice part Ι: Precursor of Public Choice?», Public Choice, τ. 42, 1984, σ.

73-88 και Manfred Prisching, «The limited rationality of democracy: Schumpeter’s irrational choice

theory», Critical Review, τ. 9, 2008, σ. 301-324. Για τη σχέση της σουμπετεριανής θεώρησης με τη

γενικευμένη αντιπάθεια έναντι της πολιτικής δημοκρατίας, που χαρακτηρίζει τους οπαδούς της

Δημόσιας Επιλογής, Emily Hauptmann, Putting choice before democracy: A critique of rational choice

theory, New York University Press, Albany 1996, σ. 9-13.

Τοιουτοτρόπως, η θεωρία του Schumpeter αναπτέρωσε τη συντηρητική

επιχειρηματολογία στον μεταπολεμικό στοχασμό περί δημοκρατίας. Απέκρουσε την

άποψη ότι τα σύγχρονα συστήματα αποτελούν ή μπορούν να μετατραπούν σε

θεσμοποιήσεις της λαϊκής κυριαρχίας ή κάποιου είδους συλλογική ελευθερία. Κατ’

εκείνον η αξία τους πρέπει να εκτιμηθεί ως έχουν, δίχως εξωραϊσμό ή ιδεολογικές

εμμονές.

Ο Schumpeter ίσως διέβλεπε κατά βάθος ότι η μεταφορά των εξιδανικεύσεων της

οικονομικής θεωρίας στην πολιτική επιστήμη δεν μπορεί να γίνει με πληρότητα, αφού

κάτι τέτοιο θα προξενήσει ερμηνευτικές αδυναμίες ή και αμφιβολίες σχετικά με τη

βιωσιμότητα των σύγχρονων πολιτικών συστημάτων103

. Κοντολογίς, έδειχνε να

διαισθάνεται τα προβλήματα, που, όπως θα φανεί στο αμέσως επόμενο κεφάλαιο,

ταλανίζουν την πολιτική κοινωνιολογία των θεωρητικών της Δημόσιας Επιλογής.

103

Στην κατεύθυνση αυτή και η ανάγνωση του Posner για το έργο του Schumpeter, βλ. Posner, Law,

pragmatism, and democracy, ό.π., σ. 188-199.

Κεφάλαιο δεύτερο

Τα υποδείγματα οικονομικής ορθολογικότητας ως

κοινωνιολογία των θεσμών της πλειοψηφικής δημοκρατίας

1. Πολιτική ισορροπία και κομματικά συστήματα στις κοινωνίες του υπολογιστικού

εγωισμού

Το υπόδειγμα του Anthony Downs εγκαινίασε την οικονομική θεώρηση της

μελέτης των θεσμών ως συστηματικό κλάδο της πολιτικής επιστήμης. Ο ίδιος

αξιοποίησε αυτή τη μεθοδολογία σε εξηγητική κατεύθυνση, αποσκοπώντας σε

προβλέψεις σχετικά με την κανονική λειτουργία των πλειοψηφικών θεσμών. Τέτοιες

προβλέψεις αφορούν στις κοινωνικές και λειτουργικές προϋποθέσεις, που εξασφαλίζουν

την ισορροπία και τη βιωσιμότητα ενός πολυφωνικού χώρου αντιπροσωπευτικών

διαδικασιών.

Ο Downs δρομολογεί την υποκατάσταση του πολιτικού ανθρώπου από τον

οικονομικό άνθρωπο (homo economicus), δηλαδή το υποκείμενο που αναπτύσσει

στρατηγικές επιλογές, για να επιτύχει μέσω υπολογισμών κόστους τη μεγιστοποίηση της

ατομικής του ωφέλειας104

. Οι σκοποί της ατομικής δράσης είναι οικονομικοί και

πολιτικοί και δη ιδιοτελώς προσανατολισμένοι. Ο Downs υποθέτει ότι τα παθητικά

πολιτικά υποκείμενα (πολίτες) προσπορίζονται οικονομικά οφέλη από την πολιτική, ενώ

τα ενεργά (πολιτικοί) κινητοποιούνται από την επιδίωξη για κατάκτηση και διατήρηση

104

Anthony Downs, Η οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, Θ. Αθανασίου/Ν. Σταματάκη (μετ.),

Παπαζήσης, Αθήνα 1990, [1957], σ. 18-25.

της εξουσίας. Κάθε άλλο κίνητρο πολιτικής συμπεριφοράς θεωρείται στατιστικά

αδιάφορο με βάση την αναλυτική κατασκευή του «μέσου ανθρώπου», ο οποίος

προβιβάζεται άνευ ετέρου σε «ορθολογικό πολίτη»105

.

Το αξίωμα της ομοιότητας αγοράς και δημοκρατίας επεκτείνεται και στους

κομματικούς μηχανισμούς. Στο υπόδειγμα του Downs τα πολιτικά κόμματα, ως κάτι

ανάλογο προς επιχειρήσεις, επιζητούν την κατάληψη και διατήρηση της εξουσίας,

ανταλλάσσοντας προγράμματα που συμπυκνώνουν οικονομικές ή οικονομικά

αποτιμήσιμες υποσχέσεις. Οι πολίτες ως οιονεί καταναλωτές αποφασίζουν ποιο κόμμα

θα ψηφίσουν, συγκρίνοντας το εισόδημα χρησιμότητας, δηλαδή τα οφέλη που

αποκόμισαν από την κρατική δραστηριότητα, ενόσω το κυβερνών κόμμα διαχειριζόταν

τα δημόσια οικονομικά, με το αντίστοιχο εισόδημα, το οποίο υποθέτουν ότι θα

αποκτούσαν, εάν κυβερνούσε κάποιο από τα υπόλοιπα κόμματα106

.

Τόσο όμως οι ψηφοθηρικές στρατηγικές των κομμάτων όσο και οι αναδρομικοί

υπολογισμοί των ψηφοφόρων δυσχεραίνονται στον πραγματικό κόσμο από έναν

παράγοντα αβεβαιότητας. Κάθε πολιτικό υποκείμενο χρειάζεται να σχεδιάσει την

ιδιωφελή δράση του, μέσα σε άγνοια ως προς τις προθέσεις και τα αποτελέσματα δράσης

των υπολοίπων. Έτσι όμως, ο πολιτικός στίβος παραμένει ρευστός, ενώ συνάμα οι

πολίτες διαχωρίζονται σε ομάδες με ποικίλα, μη ταυτόσημα, συμφέροντα.

Η ρευστότητα αυτή αποτελεί για τον Downs το αίτιο ανάδυσης των πολιτικών

ιδεολογιών. Πρόκειται για περισσότερο ή λιγότερο συνεκτικές κοσμοεικόνες, που

οικοδομούνται με βάση μια ιδέα καλής κοινωνίας, στην οποία οι πολίτες τοποθετούν τον

εαυτό τους, για να διαμορφώσουν κομματική προτίμηση, απαλλαγμένοι από το βάρος

105

Στο ίδιο, σ. 23-24.

106 Στο ίδιο, σ. 63-74.

σύνθετων και δυσχερών αναδρομικών υπολογισμών107

. Εντούτοις, όλα αυτά δεν

καταλήγουν σε παντελή άρση της αβεβαιότητας. Οι ψηφοθηρικοί μηχανισμοί διατηρούν

τις ιδεολογίες τους ανολοκλήρωτες και κατά περίπτωση θολές, ώστε να γίνονται ανεκτοί

διάφοροι στρατηγικοί ελιγμοί στα πλαίσια της πολιτικής διαμάχης.

Ο Downs επιχειρεί μια ανάλυση της λειτουργίας των εκλογών και της

διαμόρφωσης του κομματικού συστήματος, αξιοποιώντας τις μελέτες του οικονομολόγου

Harold Hotelling για τον ανταγωνισμό σε συνθήκες δυοπωλείου108

. Σύμφωνα με την

πρώτη πρόβλεψή του, εάν η μεσαία κοινωνική τάξη είναι πολυπληθής, τότε το σύστημα

που θα προκύψει θα είναι δικομματικό και σταθερό109

. Τα κόμματα θα διατηρούν κάποια

επίφαση ιδεολογικής διαφοράς και τα πολιτικά τους προγράμματα θα συγκλίνουν στο

κέντρο, δηλαδή στη μεγάλη δεξαμενή των ψηφοφόρων110

. Η κοινωνική αποδοχή του

107

Στο ίδιο, σ. 144-146. Για τη συμβολή του Downs στην οικονομική ανάλυση των ιδεολογιών, βλ. Morris

Fiorina, «Voting behavior», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice: A Handbook, Cambridge

University Press, Cambridge 1997, σ. 391-414, (404-406).

108 Ο νόμος του Hotelling προβλέπει την τάση δύο επιχειρήσεων να τοποθετούνται στο χώρο με τέτοιο

τρόπο, ώστε να μοιράζονται τη ζήτηση στην αγορά. Είναι αναμενόμενο, για παράδειγμα, ότι τα δύο

καταστήματα μιας μικρής πόλης θα εγκατασταθούν τελικά σε κοντινό σημείο στο κέντρο της. Βλ. Harold

Hotelling, «Stability in competition», Economic Journal, τ. 33, 1929, σ. 41-57. Για τη συνεισφορά της

οικονομικής θεωρίας του Hotteling στην ανάλυση του δικομματικού συστήματος, βλ. Albert Hirschman,

Αποχώρηση, διαφωνία και αφοσίωση: Αντιδράσεις στην παρακμή των επιχειρήσεων, οργανώσεων και

κρατών, Τ. Πλυτά (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 2002, [1970], κεφ. 6.

109 Downs, Η οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, ό.π., σ. 165-206.

110 Bernard Gorfman, «Downs and the two-party convergence», Annual Review of Political Science, τ. 7,

2004, σ. 25-46. Μια εύλογη αμφισβήτηση του ρεαλισμού παραδοχών του Downs στο θέμα της

κομματικής σύγκλισης διατυπώνει ο Norman Schofield, «Multiparty electoral politics», σε D. Mueller

(επιμ.), Perspectives on Public Choice, ό.π., σ. 271-295.

συστήματος θα είναι ευρεία, καθόσον η εφαρμοζόμενη πολιτική θα τείνει στην

ικανοποίηση των περισσότερων πολιτών, ανεξάρτητα από το ποιος κυβερνά 111

.

Σε κοινωνίες με ταξική πόλωση, η τάση του συστήματος θα είναι και πάλι

δικομματική, αλλά η ακολουθούμενη πολιτική θα προκαλεί δυσαρέσκεια σε μεγάλο

μέρος του πολιτικού σώματος. Οι πολιτικές ιδεολογίες θα είναι διακριτές, ευεπίφορες σε

σύγκρουση και ανατροπή, καθώς οι κομματικοί μηχανισμοί θα υφίστανται πιέσεις από τα

κοινωνικά άκρα112

. Τέλος, εάν η ταξική δομή υπαγορεύει στους ψηφοφόρους

προτιμήσεις που κατανέμονται ακανόνιστα στον άξονα Δεξιά/Αριστερά, θα προκύψει

ένα πολυκομματικό σύστημα με ροπή σε κυβερνητική αστάθεια. Στα πολυκομματικά

συστήματα πάλι, οι ιδεολογικές διακηρύξεις θα είναι ευκρινείς, καθώς οι μηχανισμοί

απευθύνονται σε μερίδα ψηφοφόρων με αποσαφηνισμένη ιδεολογική θέση στο πολιτικό

φάσμα. Επειδή όμως η νίκη ενός κόμματος είναι απίθανη, η αοριστία θα μετατίθεται από

τις ιδεολογικές διακηρύξεις στο επίπεδο των προθέσεων για μετεκλογικές συνεργασίες.

Σε αντίθεση με τις αναλύσεις του Schumpeter, στο υπόδειγμα του Downs οι

πολίτες δεν άγονται και φέρονται από την κορυφή του πολιτικού συστήματος113

. Οι

δομές υλοποιούν κάποια «λαϊκή εξουσία», που προσομοιάζει με την κυριαρχία του

καταναλωτή (consumer sovereignty) στην ανοιχτή ανταγωνιστική αγορά. Οι ανάγκες των

111

Το κομματικό σύστημα των Η.Π.Α. θεωρείται η πιο απτή εμπειρική επιβεβαίωση της πρόβλεψης.

112 Όπως συνέβη σε πολλές δημοκρατίες του Μεσοπολέμου.

113 Διαφορετική στο σημείο αυτό η ανάγνωση του Iring Fetscher, για τον οποίο τα δύο υποδείγματα

συνιστούν εκφάνσεις της θεωρίας των διευθυντικών ομάδων, «Wieviel Konsens gerhört zur

Demokratie?», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 196-

206, (198-200).

πολιτών εισέρχονται στην κομματική διαμάχη ως εξωγενώς διαμορφωμένες εισροές114

,

οι οποίες καθορίζουν την τελική έκβαση της πολιτικής πάλης, υπό τον όρο ότι τα

υποκείμενα θα αξιοποιήσουν τις διαθέσιμες πληροφορίες. Τα πολιτικά καθεστώτα

επιτυγχάνουν αδιασάλευτες ισορροπίες, εξασφαλίζοντας υψηλά επίπεδα νομιμοποίησης,

όταν οι πλειοψηφικές διαδικασίες ιχνηλατούν και ικανοποιούν τις επιλογές του «μέσου

ψηφοφόρου».

Ο Downs διαπιστώνει δύο περιπτώσεις φθοροποιού επίδρασης των επιμέρους

συμφερόντων στη διαδικασία ανάδειξης της θέλησης του μέσου πολίτη. Από τη μια

πλευρά, παραμορφωτικά επενεργεί η ανισοκατομή των πληροφοριών στο οικονομικό

πεδίο λόγω του καταμερισμού της εργασίας. Οι πλειοψηφικές αποφάσεις μεροληπτούν

υπέρ των παραγωγών και σε βάρος των καταναλωτών, εφόσον οι πρώτοι διαθέτουν

εποπτεία του τομέα τους, την οποία αξιοποιούν για εκ του πλαγίου παρεμβάσεις στα

νομοθετικά όργανα115

. Από την άλλη πλευρά, η ισότητα της ψήφου επιφέρει

συγκεντρώσεις εξουσίας στους «πολλούς», δηλαδή στους πολίτες χαμηλών

εισοδημάτων. Αυτή η ασυμμετρία ισχύος εξηγεί, για τον Downs, τη λειτουργία των

κρατικών διαρθρώσεων για αναδιανομή εισοδήματος στις μαζικές δημοκρατίες116

.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις δεν εμποιούν στην ανάλυση του Downs κάποια

δυσπιστία έναντι της πλειοψηφικής αρχής. Είναι ιστορικά δεδομένο, ότι στις

φιλελεύθερες δημοκρατίες οι «πολλοί» δεν έχουν διοχετεύσει την ισχύ της ψήφου

ενάντια στα ιδιοκτησιακά δικαιώματα. Η διερώτηση σχετικά με το ζήτημα παρωθεί τον

114

Αυτή η μεθοδολογική μετατόπιση του Downs σε σχέση με τον Schumpeter έχει επικρατήσει στις

αναλύσεις των οπαδών της οικονομικής θεωρίας της δημοκρατίας, Hauptmann, Putting choice before

democracy, ό.π., σ. 37-41.

115 Downs, Η οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, ό.π., σ. 343-358.

116 Στο ίδιο, σ. 270-279.

Downs σε μια αναπάντεχη επίγνωση των ταξικών χαρακτηριστικών της πολιτικής πάλης

στα φιλελεύθερα συστήματα: «συνήθως οι ψηφοφόροι με το υψηλότερο εισόδημα έχουν

επίσης την περισσότερη πολιτική δύναμη, αφού σε έναν κόσμο αβεβαιότητας μπορούν

να χρησιμοποιήσουν πόρους, για να δημιουργήσουν επιρροή για τον εαυτό τους»117

.

Ωστόσο, γι’ αυτό το πλεόνασμα ισχύος ο Downs κάνει λόγο μόνο στην κατάληξη των

σκέψεων του. Στη συζήτηση για τη διαμόρφωση της σχέσης κοινωνικών δομών και

κομματικού συστήματος αγνοεί παντελώς τη συγκεκριμένη παράμετρο. Είναι λοιπόν

προφανές ότι, εάν η ασύμμετρη ταξική επιρροή στις αποφάσεις ληφθεί υπόψη με

συνέπεια, τότε οι ισορροπίες γύρω από τις επιλογές του «μέσου ψηφοφόρου»

καθίστανται απολύτως προβληματική θεωρητική υπόθεση.

2. Οικονομική ορθολογικότητα, πολιτική συμμετοχή και αποχή

Η επιλογή της αποδοτικότερης ψήφου εξαρτάται, για τον Downs, από τη γνώση

των πραγματικών προθέσεων κάθε κόμματος. Το συμπέρασμα της μελέτης του για τη

ροή πληροφοριών στο δημόσιο χώρο φαίνεται να εκβάλλει σε μια θεωρία «ορθολογικής

αποχής». Το κόστος ενημέρωσης σχετικά με την πιο συμφέρουσα ψήφο στις κοινωνίες

καταμερισμού της εργασίας καθιστά τη συμμετοχή στις εκλογές ασύμφορη, ιδιαίτερα

ενόψει του γεγονότος ότι στις μαζικές δημοκρατίες η ατομική ψήφος ελάχιστα μπορεί να

επηρεάσει το τελικό αποτέλεσμα. Έτσι, ο ψηφοφόρος έρχεται αντιμέτωπος με ένα

δίλημμα. Γνωρίζει βέβαια ότι η δική του ενασχόληση με την πολιτική τον επιβαρύνει

117

Στο ίδιο, σ. 279.

οικονομικά. Αντιλαμβάνεται όμως συνάμα ότι τυχόν αποχή όλων θα οδηγήσει σε

κατάρρευση του πολιτεύματος.

Η ένταση που εμφανίζεται μεταξύ στενού και μακροχρόνιου συμφέροντος αίρεται

στο σχήμα του Downs με μια πανηγυρική εγκατάλειψη του πρώτου ως αποκλειστικής

αναλυτικής κατηγορίας. «Η δημοκρατία είναι με κάποια έννοια η ανταμοιβή για τη

συμμετοχή στην ψηφοφορία. Μπορούμε λοιπόν να ονομάσουμε το μέρος της ανταμοιβής

που δέχεται ο πολίτης, κάθε φορά που γίνονται εκλογές, ως μακροχρόνια αξία

συμμετοχής του στις εκλογές»118

.

Η οικονομική αξία της δημοκρατίας όμως δεν αναλύεται πουθενά. Είναι

εντυπωσιακό ότι ο Downs, καίτοι επιζητεί μια οικονομική ανάλυση των πολιτικών

ιδεολογιών, αδυνατεί να θεμελιώσει στο ατομικό συμφέρον την ίδια τη δημοκρατική

ιδεολογία. Κανένας υπολογισμός κόστους/οφέλους δεν μπορεί να εξηγήσει την υπόθεση

που εισάγεται στην ανάλυσή του τελείως αιφνιδιαστικά: «Ένα πράγμα που έχουν κοινό

όλοι οι άνθρωποι στο υπόδειγμα μας είναι η επιθυμία να δουν τη δημοκρατία να

λειτουργεί αποδοτικά» 119

.

Η σύντηξη ιδιοτελών και ιδεολογικών κινήτρων στα υποδείγματα ανάλυσης της

πολιτικής συμπεριφοράς προξενεί γνωσιολογικές δυσχέρειες, που θα θιγούν παρακάτω.

Ωστόσο, ακόμη και με την ανωτέρω προσθήκη οι «υπολογιστές δημοκράτες» δεν έχουν

σοβαρό κίνητρο συμμετοχής. Η ορθολογικότητα προστάζει να απέχουν, ελπίζοντας

απλώς ότι οι υπόλοιποι δεν θα το πράξουν. Η καθολίκευση τέτοιου τύπου (ιδιοτελούς)

ορθολογικότητας οδηγεί σε γενικευμένη ανορθολογικότητα. Οι πολίτες έχουν δηλαδή

κάθε λόγο να επιβιβαστούν λαθραία στη συλλογική δράση, ευελπιστώντας ότι το

118

Στο ίδιο, σ. 374.

119 Στο ίδιο, σ. 371.

δημοκρατικό πολίτευμα θα διατηρηθεί μακροπρόθεσμα, χωρίς όμως οι ίδιοι να

καταβάλουν το τίμημα σε πολιτικοποίηση120

. Τοιουτοτρόπως, ο επί αιώνες συνωστισμός

των πολιτών στα εκλογικά κέντρα αποτελεί ανεξήγητο μυστήριο για την εργαλειακή

λογική του κερδόφρονος οικονομικού ανθρώπου.

Ο Downs δύναται να ερμηνεύσει τη λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος,

ακριβώς λόγω της ετοιμότητάς του να εγκαταλείψει τις καταστατικές προκείμενες των

σχημάτων πολιτικής συμπεριφοράς, τις οποίες εντούτοις ο ίδιος προτείνει. Μόνο μια μη

στρατηγική στάση, ένα συλλογικό αίσθημα ευθύνης, που εκρέει από ένα πολιτικό σώμα

στοιχειωδώς προσηλωμένο στο κοινό καλό, είναι πραγματικά σε θέση να προσφέρει

ερμηνεία του φαινομένου της μαζικής πολιτικής συμμετοχής στις σύγχρονες δημοκρατίες.

Ακόμη και για την οικονομική θεώρηση της πολιτικής, «οι ορθολογικοί πολίτες μιας

δημοκρατίας κινητοποιούνται σε κάποιο βαθμό από μια αίσθηση κοινωνικής ευθύνης, η

οποία είναι ανεξάρτητη από το δικό τους βραχυχρόνιο όφελος και κόστος»121

.

Οι πιο πάνω εξηγητικές αδυναμίες πυροδότησαν εκτενή συζήτηση σχετικά με τα

κίνητρα συμμετοχής σε διαδικασίες όπου η επίδραση της ατομικής ψήφου είναι

αμελητέα122

. Πρόκειται για ένα ενδιαφέρον με ιστορικές καταβολές στην προσπάθεια

120

Για τη στρατηγική του λαθρεπιβάτη βλ. το επόμενο κεφάλαιο.

121 Downs, Η οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, ό.π., σ. 371. Για τις μεθοδολογικές αντιφάσεις στις

οποίες υποπίπτει η ανάλυση του Downs, βλ. Ψυχοπαίδη, Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, ό.π., σ.

514.

122 Για μία κριτική παρουσίαση της συζήτησης, βλ. Donald Green/Ian Shapiro, Pathologies of Rational

Choice theory, Yale University Press, New Haven 1994, σ. 47-71 και Alvin Goldman, «A casual

responsibility approach to voting», σε D. Estlund (επιμ.), Democracy, Blackwell, Oxford 2002, σ. 267-285.

Στα ελληνικά Brian Barry, Οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και δημοκρατία, Η. Νικολούδης (μετ.),

Παπαζήσης, Αθήνα 1993, [1970], σ. 21-37 και Ευάγγελος Τσακαλώτος, «Περί αποτελεσματικότητας»,

Ισοπολιτεία, τ. 3, 1999, σ. 98-115, (104-105).

του Benjamin Constant να διαχωρίσει τη νεωτερική από την αρχαία σύλληψη της

ελευθερίας: «[Η] πολιτική σημασία που αποδίδεται σε κάθε άτομο μειώνεται ανάλογα με

την έκταση της χώρας. Και ο τελευταίος πολίτης στη Ρώμη και στη Σπάρτη διέθετε

κάποια δύναμη. Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον απλό πολίτη της Μεγάλης Βρετανίας ή των

Ηνωμένων Πολιτειών. Η προσωπική του επιρροή αποτελεί ένα ανεπαίσθητο τμήμα της

κοινωνικής βούλησης που κατευθύνει την κυβέρνηση»123

. Στη σύγχρονη θεωρία,

ωστόσο, το συμπέρασμα αυτό αξιοποιήθηκε προς επίρρωση της «ρεαλιστικής» θέσης,

ότι ο λαός δεν «κυριαρχεί». Στην καλύτερη περίπτωση, ο ρόλος του εξαντλείται στην

επιλογή των βέλτιστων διαχειριστών της κρατικής εξουσίας124

.

Μέρος των υποστηρικτών της Δημόσιας Επιλογής ψέγει τον Downs, για τον

λόγο ότι στο ζήτημα των πολικών κινήτρων παραπέμπει στον «…μυστηριώδη και

ανεξήγητο κόσμο του ανορθολογικού…»125

. Όσοι διατυπώνουν αυτή την κριτική

αντιπροτείνουν συνήθως διαφορετικές παραμέτρους, όπως η «νομιμοφροσύνη έναντι του

πολιτικού συστήματος», η επιθυμία του πολίτη να «εκφράσει κομματική προτίμηση» ή

να νιώθει ότι η γνώμη του διατηρεί «βαρύτητα στο πολιτικό σύστημα»126

. Σε όλες τις

εκδοχές της, αυτή η «εκφρασιακή» (expressivist) προσέγγιση αναζητά μια εσωτερική

123

Benjamin Constant, Περί ελευθερίας και ελευθεριών, Ε. Κόλλια/Τ. Δαρβέρης (μετ.), Ζήτρος,

Θεσσαλονίκη 2000, [1816], σ. 41. Στον αρχαίο κόσμο, πάντως, η αποστέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων

δεν γινόταν αντιληπτή ως απώλεια εξουσίας, αλλά ως ηθική προσβολή του προσώπου. Βλ. Αριστοτέλης,

Πολιτικά, βιβλ. ΙΙΙ, Κεφ.10, χωρ. 29-32.

124 Peter Graf Kielmansegg, Volkssouveränität: Eine Untersuchung der Bendingungen demokratischer

Legitimität, Klett-Cotta, Stuttgart 1997, σ. 261-263.

125 William Riker/Peter Ordershook, «A theory of the calculus of voting», American Political Science

Review, τ. 62, 1968, σ. 25-42, (25).

126 Στο ίδιο, σ. 28

ανάγκη των πολιτών, που μπορεί να ικανοποιηθεί μόνο με την πολιτική ενεργοποίηση127

.

Κατά μια έννοια, η ίδια η πολιτική γίνεται αντιληπτή ως αγαθό προς κατανάλωση και η

πολιτικοποίηση ως προσπάθεια των ατόμων να ικανοποιήσουν μια ιδιαίτερη επιθυμία128

.

Παρά ταύτα η παραπάνω αντίληψη δεν θα έπειθε τα ίδια τα πολιτικά υποκείμενα.

Φρονούμε ότι οι πολίτες δραστηριοποιούνται εντός του δημοσίου χώρου, στο βαθμό που

πείθονται ότι αυτό έχει κάποια ουσιαστική αξία για τη ζωή των ίδιων και της κοινότητάς

τους. Νιώθουν πως η ενημέρωση για τα κοινωνικά ζητήματα ή η παρουσία στις εκλογές

διαφέρουν από τις επισκέψεις στις υπεραγορές. Τυχόν διάψευση αυτής της διαίσθησης

θα σημάνει το τέλος κάθε μαζικής επιθυμίας για συμμετοχή στα κοινά129

.

Πιο ευφάνταστες λύσεις εισηγούνται βελτιωμένους υπολογισμούς κόστους στο

ζήτημα. Θα μπορούσε, για παράδειγμα, να ισχυριστεί κάποιος πως ένα ατομικό μερίδιο

κέρδους των 2.000 $ δεν παρακινεί μεν σε πολιτικοποίηση, αλλά η επίγνωση ότι η

ωφέλεια αφορά εκατομμύρια ανθρώπους αλλάζει τα δεδομένα130

. Ωστόσο, κάθε νέα

πρόταση αυτού του είδους απλώς επιβεβαιώνει την ερμηνευτική ανεπάρκεια των

προτύπων οικονομικής ορθολογικότητας, εφόσον παραπέμπει μοιραία σε κάποιο «κοινό

καλό».

127

Οι Geoffrey Brennan και Loren Lomansky καταφεύγουν στην αναλογία της ψήφου με την ευχετήρια

κάρτα προς κάποιον ασθενή. Δεν χρειάζεται κάποιος να πλανάται σχετικά με τις θεραπευτικές ιδιότητες

των ευχών, για να νιώθει υποχρεωμένος να τις απευθύνει, «Towards a democratic morality», σε

Democracy, ό.π., σ. 237-266, (260).

128 John Aldrich, «When is it rational to vote», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice, ό.π., σ.

373-390 και S.M. Amadae, Rationalizing capitalist democracy: The cold war origins of rational choice

liberalism, University of Chicago Press, Chicago 2003, σ. 187-188.

129 Hauptmann, Putting choice before democracy, ό.π., σ. 4-5.

130 Τις σκέψεις αυτές διατυπώνει ο Derek Parfit, Reasons and persons, Clarendon Press, Oxford 1983, σ.

73-75.

Συνεπώς και ο στοιχειωδώς κατατοπισμένος πολίτης είναι ένα τρόπον τινά

«καντιανό» υποκείμενο. Καθίσταται ενεργό μέλος της κοινότητας από αίσθηση καθήκοντος

και πράττει αυτό που οφείλουν να πράξουν οι υπόλοιποι131

. Στα μάτια των πολιτών μια

μαζική συμμετοχική διαδικασία σημαίνει ότι «…εκατομμύρια ψηφοφόροι δρουν από

κοινού, για να πετύχουν κάτι σημαντικό γι’ αυτούς. Ένα αγαθό που το πολιτικό σύστημα

δεν μπορεί να εξασφαλίσει, χωρίς τη δράση όλων σε μεγάλους αριθμούς»132

. Τα

παραπάνω συνιστούν ασφαλώς σοβαρούς λόγους, για να συνταχθεί κανείς με την κριτική

που ο Marx απηύθυνε στην ατομιστική ερμηνεία των πολιτικών δικαιωμάτων,

καταδεικνύοντας πως η άσκησή τους από τα πρόσωπα είναι νοητή μόνο σε κοινωνία με

άλλους133

.

3. Οι υπολογισμοί κόστους και το πολιτικό στοιχείο

Ασφαλώς, η ηθικοπολιτική υστέρηση του ορθολογισμού της ιδιοτέλειας διατρέχει

το σύνολο της εμπειρικής διερεύνησης των πολιτικών φαινομένων από την οικονομική

θεωρία της δημοκρατίας. Εφόσον οι πολίτες συνειδητοποιήσουν την αδυναμία τους να

προωθήσουν μέσω της ψήφου ιδιαίτερους σκοπούς, τούτο ενδέχεται να απελευθερώσει

την ηθική τους υπόσταση134

. Δεκτικά επιδίωξης στις διαδικασίες μαζικής συμμετοχής

είναι μόνο συμφέροντα που υπερβαίνουν τον στενό ατομικό κλοιό καθενός χωριστά. Οι

131

Paul Meehl, «The selfish voter paradox and the throw-away vote argument», American Political

Science Review, τ. 71, 1977, σ. 11-30, (13).

132 Waldron, Law and disagreement, ό.π., σ. 241.

133 Karl Marx, Το εβραϊκό ζήτημα, Γ. Κρητικός (μετ.), Οδυσσέας, Αθήνα 1999, [1844], σ. 89.

134 Robert Goodin/K.W.S. Roberts, «The ethical voter», American Political Science Review, τ. 69, 1975, σ.

926-929.

συλλογικές διαδικασίες συμμετοχής πραγματώνουν, κατά μια έννοια, αυτό που υπέθετε ο

Kant για τη σχέση της αρχής του καθήκοντος και της ιδιοτέλειας: «…αλλά στην κρίση

και αυτού ακόμη του κοινότατου ανθρώπινου Λόγου, όταν αυτός φέρεται προς την

έννοια του καθήκοντος, με αποχωρισμό και μάλιστα με αντίθεση προς τα άλλα κίνητρα

μέσα στη θέληση του ανθρώπου, είναι [η έννοια του καθήκοντος] πολύ περισσότερο

δυνατή, εισδυτική και υπόσχεται πολύ περισσότερες επιτυχίες από όλους τους

παρακινητικούς λόγους που παίρνονται από τη δεύτερη, την αρχή της ιδιοτέλειας» 135

.

Η καθυπόταξη της πολιτικής στα ιδιαίτερα συμφέροντα υπήρξε πάντοτε μια

δημοφιλής και ταυτόχρονα κυνική οπτική κατανόησης της δημοκρατίας. Απόρροια αυτής

της αντίληψης είναι απώθηση των ηθικών δυνάμεων που καθιστούν δυνατή τη

λειτουργία των φιλελεύθερων θεσμών. Ήδη ο Tocqueville επέπληττε τους Αμερικανούς,

διότι «…βλέπουμε πολλές φορές στις Ηνωμένες Πολιτείες, όπως και αλλού, τους πολίτες

να αφήνονται στα ανιδιοτελή και απερίσκεπτα τινάγματα που είναι φυσιολογικά σε κάθε

άνθρωπο∙ όμως οι Αμερικανοί δεν ομολογούν ποτέ ότι υποκύπτουν σ’ αυτού του είδους

τις κινήσεις∙ τους αρέσει πιο πολύ να τιμούν και να γεραίρουν τη φιλοσοφία τους παρά

τους ίδιους τους εαυτούς τους» 136

. Ανεξάρτητα, επομένως, από τη συνεισφορά των

υποδειγμάτων ιδιωφέλειας στην πρόβλεψη της συμπεριφοράς των υποκειμένων στο

οικονομικό πεδίο137

, η λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος θα παραμένει γι’ αυτά

ανεξήγητη138

.

135

Immanuel Kant, «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: Τούτο είναι ορθό στη θεωρία, αλλά για την πράξη δεν

ισχύει», σε του ίδιου, Δοκίμια, Ε. Παπανούτσος (μετ.), Δωδώνη, Αθήνα, 1971, [1973], σ. 111-159, (125).

136 Alexis de Tocqueville, Η δημοκρατία στην Αμερική, ό.π., σ. 347, βλ. επίσης Amartya Sen, «Rationality

and Social Choice», American Economic Review, τ. 85, 1995, σ. 1-25, (15).

137 Και σ’ αυτό το πεδίο είναι αμφίβολο ότι ερμηνεύουν πειστικά τις συμπεριφορές, καθώς αδυνατούν να

συλλάβουν μορφές δράσης κινητοποιημένες από αίσθηση κοινωνικής δέσμευσης. Είναι, ας πούμε,

Οι υπολογισμοί κόστους/οφέλους δεν αδυνατούν απλώς να εξαντλήσουν την

πολύπτυχη ουσία του πολιτικού στοιχείου. Στην πραγματικότητα, δεν μπορούν να

νοηθούν ούτε καν ως αυτοτελής πτυχή του. Η προσπάθεια του Downs να θεμελιώσει την

πολιτική συμμετοχή στη θυσία του άμεσου συμφέροντος χάριν του μακροπρόθεσμου

συνιστά εύγλωττη περίπτωση. Κάθε στάθμιση κόστους/οφέλους προαπαιτεί προβλέψεις

σχετικά με το ύψος των κερδοζημιών. Αλλά μια τέτοια δήθεν τεχνική πρόγνωση

εξαρτάται πάντοτε από τον προσδιορισμό του κρίσιμου χρονικού ορίζοντα, έναν

καθορισμό δηλαδή γνησίως πολιτικό, που οι «μηχανικού»139

τύπου υπολογισμοί δεν

είναι σε θέση να προσφέρουν.

Οι προηγούμενες κριτικές παρατηρήσεις δεν κατατείνουν ασφαλώς σε πλήρη

απαξίωση της οικονομικής ανάλυσης. Το συμφέρον είναι και δεν θα πάψει ποτέ να

αποτελεί σημαίνουσα όψη της ατομικής και συλλογικής ζωής. Στις σύγχρονες

δημοκρατίες οι θεωρητικοί της Δημόσιας Επιλογής έχουν να επιδείξουν κάποια επιτυχία

σε επίπεδο πρόβλεψης της συμπεριφοράς των πολιτών και των αντιπροσώπων τους.

Εμπειρικές μελέτες ζητημάτων, όπως η επιρροή των ιδιαίτερων συμφερόντων στις

αδύνατο να κατανοήσουν την αλληλεγγύη που εμφανίζεται στις σχέσεις μεταξύ των εργαζομένων στο

χώρο της εργασίας, βλ. Amartya Sen, «Rational fools: A critique of the behavioral foundations of

economic theory», σε του ίδιου, Choice, welfare and measurement, Harvard University Press, Cambridge

Mass. 1982, σ. 84-91, (88).

138 Jürgen Habermas, Το Πραγματικό και το ισχύον: Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και του

δημοκρατικού κράτους δικαίου, Θ. Λουμπασάκης (μετ.), Νέα Σύνορα, Αθήνα 1996, 440-441 και Fetscher,

«Wieviel Konsens gehört zur Demokratie», ό.π., σ. 199-201. Για μια συνολική κριτική ενάντια στην

επικεντρωμένη στα ατομικά συμφέροντα πολιτική κοινωνιολογία, Donald Kinder/Kieweit Roderick,

«Sociotropic politics: The American case», British Journal of Political Science, τ. 11, 1981, σ. 129-161.

139 Κατά την έκφραση του Amartya Sen, Για την ηθική και την οικονομία, Α. Φιλιππάτος (μετ.),

Καστανιώτης, Αθήνα 2000, σ. 37.

διαδικασίες λήψης αποφάσεων140

ή η δέσμευση των αντιπροσώπων από τα οικονομικά

αιτήματα των εκλογέων τους141

, οφείλουν πολλά στις μεθόδους που μεταφυτεύτηκαν

στην πολιτική επιστήμη από την οικονομική θεωρία.

Η καταξίωση της οικονομικής ανάλυσης της δημοκρατίας στην εμπειρική έρευνα

οφείλεται και σε έναν επιπλέον λόγο. Στη μεθοδολογία της κατοπτρίζεται η προϊούσα

τάση των πολιτών στα σύγχρονα συστήματα να αναπτύσσουν εγωιστικές μορφές δράσης,

προτιμώντας τον πλουτισμό από την κοινότητα142

. Οι ερμηνευτικές όμως αδυναμίες της

Δημόσιας Επιλογής συνιστούν απτή απόδειξη, ότι η στάση αυτή αποτελεί αιτία κρίσης

του δημοκρατικού πολιτεύματος και σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να γίνεται δεκτή ως

ουσία του συλλογικού αυτοκαθορισμού. Οι φιλελεύθερες δημοκρατίες δεν επιβιώνουν,

διατηρώντας έστω κάποια χειραφετικά στοιχεία, επειδή «ο μέσος πολίτης» σκέπτεται και

δρα όπως υποστηρίζει ο Downs, αλλά ακριβώς επειδή μέρος των κοινωνών αντιστέκεται

σε αυτή τη νοοτροπία143

.

Η παραπάνω οριακή, αλλά, όπως είπαμε, ποιοτικά καθοριστική συλλογική

επιλογή μέρους των κοινωνών, απορρίπτεται ως «στατιστικά» αμελητέα από τους

οπαδούς της Δημόσιας Επιλογής, των οποίων η επιστημονική σκέψη είναι θετικιστικά

140

Από τις πιο κλασικές εμπειρικές μελέτες αυτού του τύπου, Key Schlozman/John Tierney, Organized

interests and American society, Harper & Row, New York 1986. Βλ. και τη νεότερη έρευνα του John

Wright, Interest groups and Congress: Lobbying, contributions and influence, Columbia University Press,

New York 1996.

141 Βλ. την κλασική στο θέμα μελέτη του John Ferejohn, Pork barrel politics, Stanford University Press,

Stanford 1974 και Timothy Besley/Stephen Coate, «Lobbying and welfare in a representative democracy»,

Review of Economic Studies, τ. 68, 2001, σ. 67–82.

142 C. Β. Macpherson, Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, Ε. Κασίμη (μετ.), Γνώση, Αθήνα

1986, σ. 124

143 Κορνήλιος Καστοριάδης, «Το πρόβλημα της δημοκρατίας σήμερα», σε του ίδιου, Οι ομιλίες στην

Ελλάδα, Ύψιλον, Αθήνα 1990, σ. 106-121, (113-114).

προσανατολισμένη. Οι αναλύσεις τους επιδιώκουν συνειδητά αξιολογική ουδετερότητα,

επιλέγοντας να συζητούν «γι’ αυτό που συμβαίνει» και «όχι γι’ αυτό που δέον να

συμβεί». Η πολιτική θεωρία, ωστόσο, δεν μπορεί να τοποθετηθεί εκτός του αντικειμένου

της. Οι γνωστικές της αποφάνσεις εμπλέκονται αναπόφευκτα σε ζητήματα ορθοπραξίας.

Έτσι, πασχίζοντας να προσεγγίσουν τα πολιτικά φαινόμενα από τη σκοπιά του εγωισμού,

οι οπαδοί της Δημόσιας Επιλογής, ηθελημένα ή αθέλητα, πλειοδοτούν στις πολιτικές

συμπεριφορές που βυθίζουν σταδιακά το σύστημα σε κρίση. Αυτό είναι το τίμημα που

καταβάλλει η κοινωνική θεωρία, όταν αποφεύγει τον «…αναστοχασμό πάνω στις

κοινωνικές, δομικές και ιστορικές προϋποθέσεις του κοινωνικού πράττειν και πάνω

στους δεσμευτικούς όρους σύστασης των ίδιων των τοποθετήσεών της…»144

.

4. Η ήπια εκδοχή του οικονομικά έλλογου υποκειμένου και το ανυπέρβλητο

θετικιστικό δίλημμα στις παραδοχές της Δημόσιας Επιλογής

Μερίδα των θιασωτών της Δημόσιας Επιλογής προβαίνει σε μεθοδολογικές

μετατοπίσεις, αποσκοπώντας σε ίαση των ερμηνευτικών ατελειών. Υπ’ αυτό το πρίσμα,

οι παραδοχές του Downs αλλοιώνονται, προκειμένου να δοθεί ένα ευρύτερο φάσμα

κινήτρων πολιτικής συμπεριφοράς. Αυτή η ήπια εκδοχή οικονομικού ανθρώπου

υποστηρίζει ότι είναι δυνατό να διευρυνθεί η έννοια του οικονομικού συμφέροντος, ώστε

να περιλάβει και μη υλικά αγαθά, όπως η αλληλεγγύη ή το κοινωνικό status, από την

ανάλωση των οποίων τα υποκείμενα αντλούν ικανοποίηση145

. Έτσι, ως λύση στο ζήτημα

του παραδόξου της πολιτικής συμμετοχής ένας Φιλανδός καθηγητής ισχυρίζεται: «Η

144

Κοσμάς Ψυχοπαίδης, Ιστορία και μέθοδος, Σμίλη, Αθήνα 1994, σ. 361.

145 Καζάκος, Αναθεώρηση του Συντάγματος και οικονομία, ό.π., σ. 31-32.

ατομική ορθολογικότητα είναι απολύτως συμβατή με τον αλτρουισμό. Ένα ζήτημα είναι

η αύξηση της ατομικής ωφέλειας και εντελώς διαφορετικό ο καθορισμός του είδους της

ατομικής ωφέλειας»146

.

Στόχος αυτού του μεθοδολογικού ελιγμού είναι να προκύψει ένα ευλύγιστο

αναλυτικό παράδειγμα, πιο πλούσιο σε ψυχολογικά και κοινωνιολογικά στοιχεία147

. Σε

ό,τι αφορά την αντιστοιχία με την εμπειρία η νέα κατασκευή δείχνει όντως

ανθεκτικότερη από το παραδοσιακό «καθαρό» υπόδειγμα148

. Αυτό όμως δεν την καθιστά

αυτομάτως και πιο ελκυστική. Οι παραδοχές της προσκρούουν σε ανυπέρβλητες

γνωσιοθεωρητικές δυσχέρειες, που οφείλονται στο θετικιστικό επιστημολογικό

υπόστρωμα της Δημόσιας Επιλογής.

Όπως ειπώθηκε, διακηρυγμένος σκοπός της οικονομικής ανάλυσης των θεσμών

είναι η αξιοποίηση ενός επαρκώς αφαιρετικού συστήματος παραδοχών σε σχέση με τη

συμπεριφορά των υποκειμένων, βάσει του οποίου επιχειρούνται συγκεκριμένες

146

Hannu Nurmi, Voting paradoxes and how to deal with them, Springer, Heidelberg 1999, σ. 45.

147 Στην κατεύθυνση αυτή ο Dwight Lee, «Politics, ideology and the power of Public Choice», Virginia Law

Review, τ. 74, 1988, σ. 191-198. Κριτικά εκθέτει αυτές τις θεωρήσεις ο Edward Rubin, «Beyond Public

Choice: Comprehensive rationality in the writing and understanding of statutes», New York University Law

Review, τ. 66, 1991, σ. 14-48, (24-30).

148 Διαψεύσεις που συνήθως ομολογούνται ρητά από τους οπαδούς των «καθαρών» υποδειγμάτων:

«Όλα τα παραπάνω δεν αποτελούν απόρριψη της νέο-ρεπουμπλικανικής περιγραφής της πολιτικής

διαδικασίας. Πώς άλλωστε μπορεί να εξηγήσει κανείς την ψήφο ενός πολίτη σε μια χώρα με

εκατομμύρια ψηφοφόρους και μη υποχρεωτική ψηφοφορία (δεδομένου ότι η θεωρία της Δημόσιας

Επιλογής αδυνατεί να δώσει μια ικανοποιητική εξήγηση); Πώς μπορεί να ερμηνευτεί η ιδεολογική ψήφος

ή η ανάμιξη στα κοινά, όταν δεν υπηρετεί το ατομικό συμφέρον, αλλά οδηγεί σε διώξεις και άλλες

δυσάρεστες συνέπειες;», Αριστείδης Χατζής, «Η αναβίωση της ρεπουμπλικανικής θεωρίας του δικαίου:

Μια κριτική προσέγγιση», Επιστήμη και Κοινωνία, τ. 4, 2000, σ. 79-116, (101-102).

προβλέψεις στον πραγματικό κόσμο149

. Έτσι, η ήπια εκδοχή του οικονομικού ανθρώπου

ίσως επαληθεύεται εν τινί μέτρω, πλην όμως το κόστος που καταβάλλεται στο επίπεδο

της γενικότητας των προκειμένων της είναι βαρύ. Ο Karl Popper έθιξε το ζήτημα με

επιμέλεια: «…κριτήριο οριοθέτησης είναι η διαψευσιμότητα και όχι η επαληθευσιμότητα

ενός συστήματος…θα αξίωνα να μπορεί να διακριθεί με εμπειρικές δοκιμές αρνητικά: να

είναι εφικτή η άρνηση του επιστημονικού συστήματος από την εμπειρία»150

.

Επομένως η πρόταση ότι «αύριο στη Θεσσαλονίκη θα βρέξει ή δεν θα βρέξει»

προφανώς θα επαληθευθεί, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι αποτελεί και μετεωρολογική

πρόβλεψη. Κατά τον ίδιο τρόπο, η πρόταση «τα υποκείμενα δρουν με γνώμονα το

οικονομικό τους συμφέρον ή τον αλτρουισμό» δεν συνιστά επιστημονική κρίση. Με

αυτήν απλώς επισημαίνεται το αυτονόητο, δηλαδή ότι η πολιτική συμπεριφορά ανάγεται

σε σκοπούς και δεν αποτελεί προϊόν καθαρής τύχης ή του παραληρήματος των

υποκειμένων151

.

Το δίλημμα «γενικές προτάσεις ή αποφυγή διαψεύσεων» εξελίσσεται στα

μεθοδολογικά σχήματα των ιδαλγών της Δημόσιας Επιλογής σε εστία εσωτερικής

ένστασης, που δεν μπορεί να εξομαλυνθεί χωρίς ουσιώδεις παραχωρήσεις στο ένα από τα

δύο επίπεδα152

. Για τον Thomas Kuhn, τέτοιου είδους «ομολογημένες αδυναμίες στη

149

«…το μοντέλο της Rational Choice εκκινεί μεθοδολογικά από μια γενική θεωρία συμπεριφοράς, η

οποία χρησιμοποιεί το λογικό/αποφασιοκρατικό εργαλείο της σύγχρονης οικονομικής θεωρίας,

προκειμένου να εξηγήσει και να προβλέψει πολιτικές διαδικασίες», Rudolph Wildenmann, Η εκλογική

έρευνα, Β. Γεωργιάδου (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1998, σ. 102-103. Βλ. και Patrick Dunleavy/Brendan

O’Leary, Theories of the state: The politics of liberal democracy, Macmillan Press, London 1987, σ. 87-88.

150 Karl Popper, The logic of scientific discovery, Routledge, London/New York 2005, [1935], σ. 18.

151 D. Green/I. Shapiro, Pathologies of Rational Choice theory, ό.π, σ. 17-19.

152 Έχοντας αίσθηση της έντασης, ο Χατζής καταλήγει: «Η νόθευση της Δημόσιας Επιλογής από εξωγενή

στοιχεία, προερχόμενα από μια καθαρώς πολιτική θεωρία, με σκοπό να καλυφθούν τα κενά της, οδηγεί

φυσιολογική διαδικασία επίλυσης προβλημάτων»153

, που οδηγούν τους υπερασπιστές

κάποιου παραδείγματος να «μηχανευθούν αναδιαρθρώσεις και ad hoc μετασχηματισμούς

της θεωρίας τους, προκειμένου να αποφύγουν μορφές αντίφασης»154

, αποτελεί

ενδεικτικό σύμπτωμα της κρίσης ενός επιστημονικού παραδείγματος.

Η αντινομία μεταξύ της οικονομικής θεώρησης της πολιτικής και της πίστης στη

δυνατότητα των δημοκρατικών ανταγωνισμών να καταλήγουν σε ισορροπίες δεν

διατρέχει το άπαν του οικοδομήματος της Δημόσιας Επιλογής. Μεγάλο μέρος αυτού του

ρεύματος επικρίνει την άποψη του Downs ως «παραδοσιακή», καταδεικνύοντας την

ενδογενή αδυναμία των πλειοψηφικών διαδικασιών να συνθέσουν τα ανταγωνιζόμενα

συμφέροντα υπό συνθήκες περίπλοκου καταμερισμού εργασίας και κοινωνικής

διαφοροποίησης155

. Για όσους προσχωρούν στην εν λόγω αντίληψη, η απονομιμοποίηση

που προκαλεί η δράση των ειδικών συμφερόντων, καθώς και η επιβολή των

εκμεταλλευτικών πλειοψηφιών στους αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, συνιστούν

σοβαρούς λόγους «απομυθοποίησης» της αρχής της πλειοψηφίας.

σε φαλκίδευσή της, που δεν συνοδεύεται από ανάλογα ωφελήματα», «Η αναβίωση της

ρεπουμπλικανικής θεωρίας του δικαίου», ό.π., σ. 102.

153 Thomas Kuhn, The structure of scientific revolution: Vol. ΙΙ, Chicago University Press, Chicago 1970, σ.

74.

154 Στο ίδιο, σ. 78

155 Εύγλωττος ο διάλογος μεταξύ των Anthony Downs, «In defense of majority voting» και Gordon

Tullock, «Reply to traditionalists», Journal of Political Economy, τ. 69, 1981, σ. 196-198 και 199-202

αντίστοιχα.

Κεφάλαιο τρίτο

Ομάδες συμφερόντων και εκμεταλλευτικές πλειοψηφίες: Η

κριτική της Δημόσιας Επιλογής στην αρχή της πλειοψηφίας

1. Ατομικά κίνητρα και συλλογική οργάνωση στο δημοκρατικό χώρο

Ήδη στο έργο του Downs θίγεται το ζήτημα των επιπτώσεων του καταμερισμού

της κοινωνικής εργασίας στη δημοκρατική αρχή. Η ανισοτέλεια επιρροής μεταξύ

παραγωγικών ενώσεων και καταναλωτών άγει σε σκεπτικισμό έναντι του δημοκρατικού

αιτήματος της ισότητας, η οποία στην «τέλεια» μορφή της θεωρείται ουτοπική και

«ανορθολογική»156

. Η κοινωνιολογία του Mancur Olson αναβίβασε αυτή την αντίληψη

σε γενική μομφή ενάντια στην πλειοψηφική δημοκρατία.

Εναρκτήριο σημείο της ανάλυσης του Olson157

αποτελεί η ανασκευή της

παραδοσιακής οπτικής, ότι τα υποκείμενα συσπειρώνονται στο δημοκρατικό χώρο,

επιζητώντας κοινούς σκοπούς. Οι ενώσεις στοχεύουν στην παροχή αδιαίρετων αγαθών,

των οποίων η χρήση από ένα μέλος της ομάδας δεν αποκλείει τους υπολοίπους (π.χ. η

καθαρή θάλασσα ή η ευνοϊκή για έναν επαγγελματικό κλάδο νομοθεσία)158

.

Κάθε συλλογικό εγχείρημα αυτού του είδους απειλείται από τη ροπή των

προσώπων στη στρατηγική λαθραίας επιβίβασης (free-riding), δηλαδή στην πρόθεσή τους

156

Downs, Η Οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, ό.π., σ. 358.

157 Mancur Olson, Η λογική της συλλογικής δράσης: Δημόσια αγαθά και η θεωρία των ομάδων, Δ.

Γράβαρης (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1991, [1965].

158 Στο ίδιο, σ. 28.

να απολαύσουν το αγαθό, χωρίς να μετέχουν στην προσπάθεια απόκτησής του. Συνεπώς

η επιτυχία των ομάδων συνάπτεται με την ανάπτυξη από μέρους τους μιας δομής,

κατασταλτικής του φαινομένου της λαθραίας επιβίβασης159

.

Με βάση το ανωτέρω κριτήριο, ο Olson ταξινομεί τις ομάδες συναρτώντας τη

σταθερότητα της οργανωτικής δομής εξαναγκασμού των μελών με το μέγεθος των

συσσωματώσεων και την έκταση του ατομικού ενδιαφέροντος για πορισμό των

αδιαίρετων παροχών160

. Οι ομάδες είναι:

α) προνομιούχες, όταν το ατομικό όφελος ενός τουλάχιστον μέλους από την

αδιαίρετη συλλογική παροχή υπερβαίνει το συνολικό κόστος της. Στην περίπτωση αυτή

η επιτυχία της κοινής προσπάθειας είναι βέβαιη, αφού θα μπορούσε να είναι και προϊόν

καθαρά εξατομικευμένης δράσης.

β) Στις ενδιάμεσες ομάδες τα ατομικά συμφέροντα υπολείπονται του συνολικού

κόστους. Το μικρό όμως μέγεθος των ομάδων αυτών κάνει άμεσα αισθητή στα μέλη

κάθε προσπάθεια μεμονωμένων δρώντων για αποφυγή της συνεισφοράς στο κοινό

εγχείρημα. Σε αυτές τις περιπτώσεις κάποιο είδος οργάνωσης θα καταστήσει πιθανόν

εφικτή την απόκτηση του αγαθού.

γ) Λανθάνουσες είναι οι μεγάλες ομάδες, των οποίων τα μέλη δεν έχουν κίνητρο

δράσης, παρά το ενδεχομένως σοβαρό ενδιαφέρον τους για τη συλλογική παροχή. Οι

μαζικοί αριθμοί ευνοούν τη λαθρεπιβίβαση. Μια λανθάνουσα ομάδα μπορεί να

παρακινηθεί σε οργάνωση μέσω επιλεκτικών κινήτρων. Τα κίνητρα αυτά συντρέχουν,

όταν συγκεκριμένες ρυθμίσεις ανταμείβουν τη συμμετοχή (π.χ. τα μέλη ενός

159

Στο ίδιο, σ. 50-51.

160 Στο ίδιο, σ. 85-87

επαγγελματικού σωματείου έχουν καλύτερη κοινωνική ασφάλιση) ή τιμωρούν την αποχή

(π.χ. η ρήτρα υποχρεωτικής εγγραφής στα επαγγελματικά σωματεία).

Για τον Olson, οτιδήποτε έχουμε συνηθίσει να ονομάζουμε συλλογικότητα στο

δημοκρατικό χώρο είναι στην πραγματικότητα αποτέλεσμα οργανωμένου εξαναγκασμού.

«Το lobby είναι παραπροϊόν της όποιας λειτουργίας επιτελεί αυτή η οργάνωση και η

οποία του δίνει τη δυνατότητα να έχει υποχρεωτική συμμετοχή»161

. O Olson θεωρεί κάθε

αναφορά στην ηθικοπολιτική αξία των κοινών σκοπών παραπειστική162

. Η λειτουργία

των συσσωματώσεων στη δημοκρατία είναι αποκλειστικά ζήτημα ευνοϊκών όρων

οργάνωσης.

Ασφαλώς, η ανάλυση αυτή προκαλεί απορία σε οποιονδήποτε αναλογιστεί π.χ. τις

ενώσεις της «παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών». Δεν υφίσταται κανένα προφανές

συμφέρον ούτε κάποιο επιλεκτικό κίνητρο, που επιτρέπει σε μια οργάνωση, όπως η

Greenpeace ή η Διεθνής Αμνηστία, να διατηρούν ένα ευρύ, διεθνές δίκτυο συνδρομητών

και εθελοντών συνεργατών163

.

Στα πρότυπα της ήπιας μεθοδολογικής κατασκευής του οικονομικού ανθρώπου, ο

Olson δοκιμάζει να διευρύνει την έννοια του συμφέροντος. Τα επιλεκτικά κίνητρα δεν

είναι πάντοτε υλικά, μπορεί να είναι κοινωνικά, ηθικά ή ψυχολογικά. Με την έννοια

161

Στο ίδιο, σ. 223.

162 «Οσοδήποτε σημαντική κι εάν είναι μια λειτουργία, δεν υπάρχει εύλογη υπόθεση η οποία θα ήταν

δυνατό να υποστηρίξει ότι μία λανθάνουσα ομάδα θα είναι σε θέση να οργανωθεί και να πράξει,

προκειμένου να επιτελέσει αυτή τη λειτουργία», στο ίδιο, σ. 100.

163 Barry, Οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και δημοκρατία, ό.π, σ. 100.

αυτή, μια θέση στον Παράδεισο θα μπορεί να θεωρείται ως επιλεκτικό κίνητρο για

συμμετοχή σε μια θρησκευτική φιλανθρωπική οργάνωση164

.

Αλλά αυτή η μεθοδολογική διευκρίνιση περιορίζει και πάλι την οικονομική

ανάλυση στην προβολή του αυτονόητου. Ο Olson καταλήγει απλώς να υποστηρίζει ότι η

συμμετοχή στις ομάδες προϋποθέτει κάποια ταύτιση του μέλους με τους σκοπούς της.

Αυτό όμως διαβρώνει το όριο ανάμεσα στο επιλεκτικό και στο απλό κίνητρο, στη

διαφοροποίηση των οποίων η ανάλυσή του έχει επενδύσει μεγάλο μέρος της δύναμής

της165

.

2. Οργανωμένες ομάδες εναντίον πλειοψηφιών: Η αναμέτρηση του

πανίσχυρου Δαυίδ και του αδύναμου Γολιάθ

Α. Η γενίκευση των παραδοχών του Olson σχετικά με την ομαδική δράση à la

limite κλονίζει συθέμελα την πίστη στις νομιμοποιητικές επιδόσεις της δημοκρατικής

αρχής. Στον πλειοψηφικό χώρο μικροί συνασπισμοί συμφερόντων εκμεταλλεύονται τα

οργανωτικά τους πλεονεκτήματα, για να κερδοσκοπήσουν, αποσπώντας δημόσιες

164

Olson, Η λογική της συλλογικής δράσης, ό.π., σ. 265-266 και Andrew McFarland, «Interest groups and

the policymaking process: Sources of countervailing power in America», σε M. Petracca (επιμ.), The

Politics of interests: Interest groups transformed, Westview Press, Boulder 1992, σ. 69-83, (75).

165 Richard Kimber, «Interest groups and the fallacy of the liberal fallacy», σε J. Richardson (επιμ.), Interest

groups, Oxford University Press, New York 1994, σ. 38-48, (47-8). Η διαφοροποίηση στηρίζεται στη

θεμελιακή για την οικονομική θεωρία ομάδων υπόθεση, ότι τα συμφέροντα είναι στην ουσία

«προπολιτικά» δεδομένα, ως προς την εξυπηρέτηση των οποίων το συλλογικό πράττειν λειτουργεί

εργαλειακά. Αλλά η θέση αυτή παραβλέπει τη σημασία των ομάδων ως χώρων επεξεργασίας των

συμφερόντων και μετατροπής τους σε συλλογικές πολιτικές ταυτότητες. Βλ. Patrick Dunleavy, «Group

identities and individual influence: Reconstructing the theory of interest groups», British Journal of

Political Science, τ. 18, 1988, σ. 21-49.

παροχές, των οποίων το κόστος επιρρίπτεται στην απαθή πλειοψηφία. Εμφανείς ή

παρασκηνιακές πιέσεις στα νομοθετικά και κυβερνητικά όργανα επιφέρουν στρεβλώσεις

στην τελική έκφραση της λαϊκής βούλησης, με αποτέλεσμα την εύνοια υπέρ των

προνομιούχων ή των (μέσω επιλεκτικών κινήτρων) συνασπισμένων δρώντων. Η

μεροληψία αποτυπώνεται σε ένα δίκτυο νομοθετικών ρυθμίσεων, όπως οι δασμοί και οι

φοροαπαλλαγές, που υπηρετούν επιμέρους συμφέροντα «…εις βάρος εκατομμυρίων

καταναλωτών και φορολογουμένων, παρά τη φαινομενική αρχή της πλειοψηφίας»166

.

Επιπλέον, στα πλαίσια των οργανώσεων όσοι αναμένουν μεγάλη ωφέλεια από τα

δημόσια αγαθά είναι πάντοτε πιο πρόθυμοι να συνδράμουν στην απόκτησή τους. Από

την πλευρά τους, οι λιγότερο ενδιαφερόμενοι διαθέτουν κάθε λόγο να

«αισχροκερδίσουν», επιδιδόμενοι σε τακτική λαθρεπιβάτη. Έτσι, η δημοκρατική

διαδικασία εγκαλείται για «…μια συστηματική τάση ‘εκμετάλλευσης’ των μεγάλων από

τους μικρούς…»167

.

Για τον Olson, ο δημοκρατικός χώρος κρίνεται ως τόπος καταπίεσης των πολλών.

Οι μεγάλες λανθάνουσες ομάδες καταδυναστεύονται, καθώς επωμίζονται το βάρος των

κερδών καλά οργανωμένων ομάδων. Πρόκειται για μια παράδοξη μορφή εκμετάλλευσης.

Όσοι την υφίστανται μπορούν ίσως να την αντιληφθούν, αλλά γνωρίζουν συνάμα ότι δεν

είναι σε θέση να την ανατρέψουν. Κάθε συλλογική προσπάθεια στην κατεύθυνση αυτή

είναι καταδικασμένη να αποτύχει, λόγω της ροπής των υποκειμένων που θα την

166

Olson, Η λογική της συλλογικής δράσης, ό.π., σ. 240.

167Στο ίδιο, σ. 53.

αναλάβουν στην κοντόφθαλμη φιλοκέρδεια. Θα μπορούσε κανείς να κάνει λόγο για μια

μορφή «ορθολογικά» επιβεβλημένης εθελοδουλείας168

.

Β. Αξίζει να παρατηρήσουμε ότι η έλλειψη αξιολογικών κριτηρίων στο ζήτημα

των σκοπών της συλλογικής δράσης καταλείπει τη συζήτηση περί «καταπίεσης των

πολλών» μετέωρη. Ο ίδιος ο Olson προσφεύγει συνεχώς σε ένα ηθικά φορτισμένο

λεξιλόγιο, χρησιμοποιώντας όρους όχι κυριολεκτικά, όπως η «εκμετάλλευση» των

μεγάλων από τους μικρούς ή η κερδοσκοπία «εις βάρος» εκατομμυρίων καταναλωτών.

Σε μια υποσημείωση αποπειράται με μια λιτή τοποθέτηση να αποκρύψει τα

ηθικοπολιτικά συμφραζόμενα της υποτιθέμενης «καθαρής» ανάλυσής του. «Οι ηθικές

αποχρώσεις του όρου ‘εκμετάλλευση’ είναι ατυχείς∙ δεν είναι δυνατόν να συναχθούν

γενικά συμπεράσματα από μια καθαρή ανάλυση. Ωστόσο, δεδομένου ότι ο όρος

‘εκμετάλλευση’ χρησιμοποιείται για την περιγραφή καταστάσεων, όπου υπάρχει

δυσαναλογία ανάμεσα στα οφέλη και στις θυσίες διαφορετικών ανθρώπων, θα ήταν

σχολαστικό να αναζητηθεί ένας διαφορετικός όρος εδώ»169

.

168

Hauptman, Putting rational choice before democracy, ό.π., σ. 273-276. «Προκύπτει αμέσως από τα

παραπάνω», γράφουν οι Θοδωρής Πελαγίδης και Μιχάλης Μητσόπουλος, «ότι μια κυβέρνηση θα

προήγε το δημόσιο καλό και το ευρύτερο γενικό συμφέρον εξασφαλίζοντας την όσο το δυνατόν

συμμετρική ισχύ των επιμέρους ομάδων, ώστε να μην υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός στην ‘πολιτική

αγορά’, ο οποίος, εκ των πραγμάτων, πλήττει τις μη προνομιούχες, απληροφόρητες και ανίσχυρες

ομάδες του πληθυσμού, όσους δεν διαθέτουν πόρους για ισχυρή πολιτική εκπροσώπηση, περιορίζοντας

έτσι δραστικά τη δυσανάλογη πολιτική επιρροή υπέρ των ισχυρών», Η ανάλυση της ελληνικής

οικονομίας: Η προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, Παπαζήσης, Αθήνα 2006, σ. 31. Εάν όμως, σύμφωνα

με όσα διδάσκει η Δημόσια Επιλογή, η πολιτική υποεκπροσώπηση είναι αποκλειστικά ζήτημα των

οικονομικών όρων της συλλογικής οργάνωσης, τότε οι αδύναμοι της πολιτικής αγοράς στερούνται της

δυνατότητας να πιέσουν την κυβέρνηση στην κατεύθυνση που αιτούνται οι δύο συγγραφείς.

169 Olson, Η λογική της συλλογικής δράσης, ό.π., σ. 53. (υποσ. 47).

Είναι αναμενόμενο μια «καθαρή» κοινωνιολογική ανάλυση να νιώθει παγιδευμένη

στη γλώσσα της ελευθερίας και της δικαιοσύνης, την οποία έχει κληροδοτήσει η

παραδοσιακή πολιτική σκέψη. Ωστόσο, η διευκρίνιση του Olson δεν επιλύει το ζήτημα,

απλώς το μεταθέτει στο επίπεδο της νοηματοδότησης της έκφρασης «δυσαναλογία

ανάμεσα σε κέρδη και θυσίες». Σημειωτέον ότι ο ισχυρισμός περί αναντιστοιχίας

κέρδους και θυσίας υπονοεί υποχρεωτικά κάποια θεωρία διανεμητικής δικαιοσύνης, στην

οποία ωστόσο ο Olson έχει «επιβιβαστεί λαθραία», αφού στις σελίδες της «Λογικής της

συλλογικής δράσης» η παραμικρή νύξη δεν γίνεται σ’ αυτή.

Σε μεταγενέστερο έργο του, πάντως, ο Olson αγγίζει κάπως την ουσία του

θέματος. Οι «αναδιανεμητικές συμμαχίες», όπως ονομάζει πλέον τις ομάδες,

ενδιαφέρονται για την αύξηση του μεριδίου τους στο εθνικό προϊόν και όχι για την

αύξηση του ίδιου του προϊόντος170

. Αρνητική επίπτωση αυτών των πρακτικών είναι η

αποθάρρυνση της παραγωγικής διαδικασίας, που εξωθεί τον κρατικό μηχανισμό σε

αντιαναπτυξιακή παρεμβατική πολιτική.

Εδώ όμως γίνεται απολύτως εμφανής η ηθική υφή της δήθεν «καθαρής» ανάλυσης

του Olson. Το υπόβαθρό της συνίσταται στη θέση ότι οποιαδήποτε πολιτική αναδιανομής

πλούτου στερείται νομιμοποίησης, όταν δεν υπακούει στα κελεύσματα της αρχής της

αποδοτικότητας και αναφέρεται σε αξίες, όπως η κοινωνική αλληλεγγύη, η προστασία

των αδυνάμων ή η ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Εάν όμως κάποιος δεν ασπάζεται την αξία

αυτής της μάλλον αμφισβητούμενης ηθικοπολιτικής προκείμενης, τότε η επίθεση του

Olson ενάντια στην πλειοψηφική δημοκρατία αποβαίνει άστοχη ή αδιάφορη.

170

Την αύξηση του μεριδίου τους από «την πίττα και όχι την αύξηση της πίττας», σύμφωνα με την απλή

διατύπωση του Γιώργου Μαυρογορδάτου, Ομάδες πίεσης και δημοκρατία, Πατάκης, Αθήνα 2002, σ. 249-

248, όπου και παραπομπές στον Olson.

Αυτή η θεωρούμενη ως «ορθολογική» και «ηθικά αποφορτισμένη» επεξεργασία

του ζητήματος φιλοδοξεί να εντάξει αδιαφοροποίητα στην ίδια κατηγορία τόσο τα

συσσίτια των αστέγων όσο και τα κέρδη που αποσπούν οι επιχειρηματικές ενώσεις από

επιδοτήσεις ή φοροαπαλλαγές. Διατείνεται απερίφραστα πως, παρά την οφθαλμαπάτη

που προκαλεί η ηθική τους αξιολόγηση, πολιτικά και κοινωνικά δεν διαφέρουν σε

τίποτα171

. Αποτελούν μη αποδοτικές αναδιανομές, χάριν οργανωμένων ομάδων και εις

βάρος της πλειοψηφίας, της οποίας τα συμφέροντα παραμένουν ασυντόνιστα.

Εν τέλει η ανάλυση του Olson υποθάλπει συστηματικά τη νεοφιλελεύθερη

αντίληψη, πως κάθε πολιτική αναδιανομή πλούτου είναι εξορισμού άδικη.

Εξοβελίζοντας την ηθικοπολιτική ουσία του ζητήματος, ο Olson δρομολογεί μια

«διαδικαστικοκρατική» αποδοκιμασία της πλειοψηφικής δημοκρατίας. Ισχυρίζεται ότι η

πολιτική ισότητα ναρκοθετείται στα φιλελεύθερα συστήματα, εξαιτίας της ανισότιμης

κατανομής των ευκαιριών συλλογικού συντονισμού.

Η προσφυγή στο διαδικαστικό τέχνασμα εκ μέρους του δεν αποτελεί απλό

επακόλουθο μεθοδολογικού σφάλματος. Εξυπηρετεί έναν ευδιάκριτο στόχο, που

αναφαίνεται περιφανώς στην πραγμάτευση του κλασικού θέματος της άνισης πολιτικής

επιρροής των εργατικών και αγροτικών συμφερόντων σε σχέση με τα επιχειρηματικά.

Έτσι, για τον Olson η δραστικότητα των τελευταίων δεν συνδέεται με τα ταξικά

171

Αυτή η σκοπιά νομιμοποιεί, για παράδειγμα, μια ανάλυση του τύπου «…οι εκάστοτε κυβερνήσεις

στην Ελλάδα και οι πολιτικές δυνάμεις γενικότερα…πιέζονται αφόρητα είτε από προνομιούχους

‘προσοδοθήρες’ είτε και από χαμηλόμισθους ή και κάθε φύσης αποκλεισμένους πολίτες, να επινοήσουν

και να εφαρμόσουν δημόσιες πολιτικές που να εξυπηρετούν επιμέρους επιδιώξεις», Πελαγίδης/

Μητσόπουλος, Η ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, ό.π., σ. 26. Από αναλυτικής πλευράς «…δεν έχει

δηλαδή καμιά σημασία αν κάποιος εγκρίνει ή όχι τους σκοπούς αυτούς…», Μαυρογορδάτος, Ομάδες

πίεσης και δημοκρατία, ό.π., σ. 267.

γνωρίσματα του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας, αλλά με τον περιορισμένο

αριθμό των επιχειρηματιών, την ομοιογένεια και την πυκνή συγκέντρωση των

συμφερόντων τους.

Κρίνει ότι τα ολιγοπώλια δεν οφείλουν την ισχύ τους στην κατοχή από τα μέλη

τους των μέσων παραγωγής. Κυριαρχούν, διότι είναι ολιγομελή και εκπροσωπούν

συμφέροντα επιδεκτικά εναρμόνισης: «Ο υψηλός βαθμός οργάνωσης των

επιχειρηματικών συμφερόντων, αλλά και η εξουσία που ασκείται από τα τελευταία,

οφείλεται κατά μεγάλο ποσοστό στο γεγονός ότι η κοινότητα των επιχειρηματιών είναι

διαιρεμένη σε μια σειρά (εν γένει ολιγοπωλιακών) ‘κλάδων’, καθένας από τους οποίους

περιλαμβάνει μόνο ένα μικρό αριθμό επιχειρήσεων» 172

.

Με τον τρόπο αυτό, η συζήτηση περί πολιτικής ανισότητας αποκαθαίρεται από τα

ταξικά της συμφραζόμενα. Εφόσον η συσσωρευμένη δύναμη των επιχειρηματιών είναι

απλώς «κλαδική», διαψεύδεται ο μαρξιστικός ισχυρισμός αναφορικά με τη δυνατότητα

του κεφαλαίου να ποδηγετεί την οικονομική πολιτική στα φιλελεύθερα συστήματα173

.

Επιπλέον, το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα εμπλουτίζεται, καθώς είναι σε θέση να αποδίδει

την ίδια ηθικοπολιτική απαξία στις «αναδιανεμητικές επιτυχίες» είτε των

επιχειρηματικών είτε των εργατικών ενώσεων. Με απλά λόγια, μπορεί να καταγγέλλει τα

εργατικά δικαιώματα ως προνόμια, ανάλογα των επιχειρηματικών κλαδικών

κατακτήσεων.

Η στροφή που προκάλεσε η οικονομική ανάλυση στη μελέτη της συλλογικής

δράσης έχει προσελκύσει το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης των σύγχρονων

172

Olson, Η λογική της συλλογικής δράσης, ό.π., σ. 239.

173 Βλ. αντιθέτως Adam Przeworski/Michael Wallerstein, «The structural dependence of the state from

capital», American Political Science Review, τ. 82, 1988, σ. 11-29.

δημοκρατιών. Μεγάλο μέρος πολιτικών και δημοσιογράφων δείχνουν πεπεισμένοι ότι η

σύγχρονη κρίση της δημοκρατικής αρχής οφείλεται στο φαινόμενο του

υπερπλουραλισμού (Hyperpluralism), δηλαδή στην παρείσδυση ενός πλήθους

κοινωνικών συμφερόντων στις νομοθετικές και διοικητικές διεργασίες174

. Συνακόλουθα,

το φαινόμενο της διαφθοράς είτε αφορά στη σχέση της κορυφής του πολιτικού

συστήματος με τα ισχυρά συμφέροντα, είτε στις πελατειακές επαφές των απλών πολιτών

με τα κατώτερα κλιμάκια της γραφειοκρατίας, κατανοείται ως προς τις αιτίες και τα

παρεπόμενά της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο175

.

Παράλληλα, η διαδικαστική ανάλυση των ομαδικών κινήτρων εμπνέει μια επίφαση

«αντικειμενικότητας» στην αξιολόγηση των μέσων δράσης. Το Αμερικανικό Ανώτατο

Δικαστήριο, για παράδειγμα, προέβαλε συνταγματικά προσκόμματα στο νομοθετικό

έλεγχο των εκλογικών χρηματοδοτήσεων, τις οποίες ενέταξε στον σκληρό πυρήνα της

ελευθερίας της έκφρασης176

. Αυτή η μη ορθή νομολογιακή θέση αφορμάται από την

εξομοίωση του δημόσιου λόγου, της εθελοντικής πολιτικής στράτευσης με τη ροή του

174

Χαρακτηριστική η πολυδιαβασμένη ανάλυση του δημοσιογράφου Joseph Rauch, Government’s end:

Why Washington stopped working, Public Affairs, Washington 1999.

175 Για μια σύλληψη της «διαπλοκής» στο σύστημα των «δέκα εκατομμυρίων διεφθαρμένων Ελλήνων»,

βλ. Αναστάσης Παπαληγούρας, Περί διαφθοράς: Η χαμένη τιμή της πολιτικής, Κάκτος, Αθήνα 2001.

Προφανώς όμως, «το γεγονός ότι οι πελατειακές διαστάσεις των κοινωνικο-πολιτικών σχέσεων ενδέχεται

να αποτελούν κρίσιμο παράγοντα για την εξήγηση εκβάσεων στο επίπεδο της τοπικής πολιτικής στην

Κορώνη, δεν συνεπάγεται απαραίτητα ότι οι ίδιοι αυτοί παράγοντες είναι σημαντικοί για την ερμηνεία

των αλληλεπιδράσεων μεταξύ ΣΕΒ και υπουργείων στην Αθήνα», Κώστας Λάβδας, Συμφέροντα και

πολιτική: Οργάνωση συμφερόντων και πρότυπα διακυβέρνησης, Παπαζήσης, Αθήνα 2004, σ. 137.

176 Απαρχή αυτής της νομολογίας είναι η απόφαση Buckley v. Valeo, 424 U.S. 1 (1976).

πολιτικού χρήματος177

. Τοιουτοτρόπως, οι διάφορες μορφές δημόσιας διαμαρτυρίας, με

τις οποίες οι μάζες διεκδικούν παραδοσιακά τα αιτήματά τους στο δημοκρατικό δημόσιο

χώρο, αποδοκιμάζονται εξ αρχής ως βίαιες και εκβιαστικές178

. Δεν θα ήταν υπερβολικός

ο ισχυρισμός, ότι οι θεωρητικοί των ομάδων καταγγέλλουν πρόθυμα τις εκτροπές που

εμφανίζονται στα κινήματα διαμαρτυρίας, ενώ δείχνουν «…να αποσιωπούν την εξαγορά

δυσανάλογης πολιτικής επιρροής από τα ‘μεγάλα βαλάντια’»179

.

3. Η δράση των ομάδων ως φαλκίδευση της πολιτικής ισότητας

Η επιφυλακτικότητα της οικονομικής θεώρησης έναντι των ομάδων εδράζεται σε

μια «αυστηρή» ερμηνεία της πολιτικής ισότητας, κατά την οποία το περιεχόμενο της

αρχής επιτάσσει όλοι οι πολίτες να ασκούν όμοια επιρροή στις συλλογικές αποφάσεις.

Κρίνεται ότι μοναδική αυθεντική υλοποίηση της αρχής αποτελεί η «μαθηματικά»

ακριβής κατανομή της πολιτικής δύναμης μέσω του δικαιώματος ψήφου. Αντίθετα, όταν

177

Mark Warren, «Democracy and corruption: Premodern, modern, postmodern», παρουσιάστηκε στο

ετήσιο συνέδριο της American Political Science Association, San Francisco, 2 Σεπ. 2001, σ. 9, (www.

Convention1.allacademic.com/one/apsa/apsa01/).

178 «Την πιο ακραία και αθέμιτη μορφή εκβιασμού εκ μέρους των ομάδων πίεσης συνιστά ασφαλώς η

άσκηση υλικής βίας, με διατάραξη ή διακοπή της συγκοινωνίας, καταλήψεις, επιθέσεις εναντίον

προσώπων και πραγμάτων κ.ο.κ», Μαυρογορδάτος, Ομάδες πίεσης και δημοκρατία, ό.π., σ. 192, ενώ η

απεργία των δημοσίων υπαλλήλων τοποθετείται στα «όρια του θεμιτού» εκβιασμού (σ. 189-191).

Ωστόσο, ούτε οι καπνεργάτες της Θεσσαλονίκης ούτε οι ακτήμονες του Θεσσαλικού κάμπου υπήρξαν οι

μεγαλύτεροι εκβιαστές στην ιστορία της ελληνικής δημοκρατίας. Αναμφίβολα, η χρήση της ορολογίας

του ποινικού δικαίου είναι απρόσφορη για την αξιολόγηση της πολιτικής σύγκρουσης σε ένα καθεστώς

λαϊκής κυριαρχίας. Βλ. John Morreall, «The justifiability of violent civil disobedience», σε H.A. Bedau, Civil

disobedience in focus, Routledge, London 1991, σ. 130-143.

179 Robert Kuttner, Everything for sale: The virtues and limits of markets, Chicago University Press, Chicago

1996, σ. 347.

στις διαδικασίες παρεισφρέουν εξωθεσμικές δράσεις, θεωρείται ότι ο κανόνας της

πλειοψηφίας δεν αναπτύσσει νομιμοποιητική λειτουργία, καθώς «ο εγγενής στο αξίωμα

‘ένας άνθρωπος, μία ψήφος’ εξισωτισμός διαστρέφεται, εφόσον οι ομάδες συμφέροντος

λειτουργούν ως διαμεσολαβητές μεταξύ υποψηφίων και πολιτών»180

.

Ωστόσο, η ιδιόρρυθμη αυτή αντίληψη περί ισότητας μετατρέπει την τελευταία

σε χίμαιρα, παρά σε ελκυστικό πολιτικό ιδεώδες. Δεν μπορούμε να φανταστούμε

κανενός είδους θεσμικές μεταβολές, όπου «οι πολίτες και ο Ross Perot»181

θα καταστούν

ίσοι κατ’ ακριβολογία σε πολιτική επιροοή. Κατά την άποψή μας, η πολιτική στράτευση

και κινητοποίηση θα αποτελούν πάντοτε θεμιτά μέσα επίδρασης στην κοινή γνώμη, που

πιθανώς θα αντανακλάται στις συλλογικές επιλογές. Θα ήταν άραγε αξιοκατάκριτο ένα

180

Dennis Mueller, Public Choice II, Cambridge University Press, New York 1989, σ. 205. «Τελικά, τίποτα

δε φαίνεται ικανό να υποκαταστήσει την καθολική ψηφοφορία και τους δοκιμασμένους θεσμούς που

πηγάζουν από αυτήν…δεν νομιμοποιούνται λοιπόν οι ομάδες πίεσης, όπως κι αν ονομάζονται (μη

κυβερνητικές οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα, κινήσεις πολιτών ή και κοινωνία των πολιτών) να

παρουσιάζονται σαν υποκατάστατο ή έστω σαν εναλλακτικό (δηλ. ισοδύναμο) πρότυπο»,

Μαυρογορδάτος, Ομάδες πίεσης και δημοκρατία, ό.π., σ. 271. Εκδηλώνοντας έναν παρόμοιο

σκεπτικισμό έναντι των ομάδων της κοινωνίας πολιτών, ο Ευάγγελος Βενιζέλος παρατηρεί: «Ο καθένας

συνεπώς διεκδικεί και κερδίζει καθημερινά και στην πράξη τον ρόλο του, αρκεί το πλαίσιο μέσα στο

οποίο συμβαίνουν αυτά να είναι σαφές και διαφανές και να τελεί υπό τον ‘μετρήσιμο’ έλεγχο των

πολιτών. Και στη δημοκρατία το μόνο μετρήσιμο μέγεθος είναι η ψήφος», Το ‘ανοιχτό’ κόμμα: Τα

συλλογικά υποκείμενα της μεταβιομηχανικής εποχής, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 68-69.

Σε παράλληλη τροχιά σκέψης, ο Χατζής εισάγει ένα «πλειοψηφικό» κριτήριο δημοκρατικής

νομιμοποίησης των αναδιανομών υπέρ συγκεκριμένων ομάδων: «Με άλλα λόγια, η οικονομική

αποτελεσματικότητα αξίζει να θυσιαστεί μόνο όταν το επιλέγουν και το αποδέχονται αυτοί που θα

αναλάβουν και το κόστος, δηλαδή οι πολίτες. Όταν όμως η νομοθεσία απλά αναδιανέμει το εισόδημα

από το σύνολο των πολιτών σε μία ομάδα, η οποία για διάφορους λόγους έχει αποκτήσει δύναμη στο

νομοθετικό σώμα ώστε να προωθεί τους νόμους που την ωφελούν, οι τελευταίοι είναι τουλάχιστον

αντισυνταγματικοί», Χατζής, «Η αναβίωση της ρεπουμπλικανικής θεωρίας δικαίου», ό.π., σ. 100.

181 Ronald Dworkin, Freedom’s law: The moral reading of the American Constitution, Harvard University

Press, Cambridge Mass. 1996, σ. 27.

lobby πολιτών στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης, εάν ως ενεργή μειονότητα κατάφερνε να

αποτρέψει την κραταίωση του ναζισμού και τη θηριωδία του ολοκαυτώματος182

; Το

κρίσιμο είναι μάλλον να διαχωριστούν οι αποδεκτές από τις παθολογικές μορφές μη

θεσμικής επιρροής στις συλλογικές αποφάσεις και αυτό προϋποθέτει φυσικά αξιολογική

οπτική ουσίας, την οποία στερείται η εστιασμένη στη «μετρίσιμη» διάσταση αντίληψη

της πολιτικής ισότητας.

Εν πάση περιπτώσει, η οικονομική θεωρία των ομάδων διαφωτίζει ορισμένα

υπαρκτά θέματα της δημοκρατικής πολιτικής. Η ομαδική δράση συνιστά όντως εν

δυνάμει αιτία εμφάνισης συσχετισμών εξουσίας, που θέτουν υπό διακινδύνευση την

ποιότητα των πλειοψηφικών αποφάσεων. Αλλά το μονόπλευρο ενδιαφέρον για την ίση

θεσμική επιρροή αποδεικνύεται αλυσιτελής αναλυτική οπτική. Η υπερίσχυση των

«λίγων» σε μια πλειοψηφική δημοκρατία δεν σημαίνει eo ipso έλλειμμα νομιμοποίησης.

Σύμφωνα με τη διδαχή του Rousseau183

, μια σύλληψη του κοινού καλού, δηλαδή

μια ουσιαστική θεώρηση του ζητήματος της ορθότητας των πλειοψηφικών αποφάσεων,

συνιστά προαπαιτούμενο κάθε σκέψης αναφορικά με τις εστίες κοινωνικής εξουσίας που

παρακωλύουν την άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Απεναντίας, μια «καθαρή»,

«αξιολογικά ουδέτερη» ή «διαδικαστική» προσέγγιση καθόλου δεν ανταποκρίνεται σε

ουσιώδεις όψεις του θέματος.

182

Για ανάλογα παραδείγματα, Einer Elhauge, «Does interest group theory justify more intrusive judicial

review?», Yale Law Journal, τ. 101, 1992, σ. 31-98, (49-52).

183 «Όταν όμως δημιουργούνται φατρίες, επιμέρους ενώσεις σε βάρος όλης της κοινωνίας, η βούληση

καθεμιάς γίνεται γενική σε σχέση με τα μέλη της και επιμέρους σε σχέση με το κράτος…Τέλος, όταν

κάποια από αυτές [τις φατρίες] μεγαλώσει τόσο, ώστε να υπερισχύει όλων των άλλων…δεν υπάρχει πια

γενική βούληση και η γνώμη που επικρατεί είναι μια επιμέρους γνώμη», J.J. Rousseau, Το Κοινωνικό

Συμβόλαιο, ό.π., σ. 78.

Η διάτρηση των κρατικών θεσμών από τη δράση των ομάδων αποτελεί μόνο μία

πλευρά της κριτικής που απευθύνει η Δημόσια Επιλογή στη δημοκρατία. Η οικονομική

θεώρηση του προβλήματος τυραννίας της πλειοψηφίας συμπληρώνει την εικόνα λαϊκής

κυριαρχίας, ως συστήματος ωμής επιβολής των επιμέρους συμφερόντων.

4. Οικονομική ανάλυση της δημοκρατίας και σύγχρονη θεωρία του κοινωνικού

συμβολαίου

4.1. Η ατομική συναίνεση και το κόστος των πλειοψηφικών αποφάσεων

Ο Olson αδυνατεί να φανταστεί κάποια ίαση της «ασθένειας» των ομάδων

πίεσης. Στο ώριμο έργο του απεφάνθη ότι οι ενώσεις θα αποτελέσουν αιτία κατάρρευσης

του δημοκρατικού πολιτεύματος184

. Μέρος των οπαδών της Δημόσιας Επιλογής δεν

συμμερίζονται αυτή την εν πολλοίς ανεδαφική απαισιοδοξία. Επιχειρούν να προσδώσουν

κανονιστική τροπή στα ευρήματα της οικονομικής θεωρίας της δημοκρατίας, στην

παράδοση του Madison, ευελπιστώντας ότι η ριζική αναδιάταξη των θεσμών θα

αποκαταστήσει όρους πραγματικής «ελευθερίας» στο σύγχρονο κόσμο. Το έργο «Ο

λογισμός της συναίνεσης»185

, γραμμένο από τον νομπελίστα James Buchanan και τον

Gordon Tullock, αποτελεί αναμφίβολα τον θεμέλιο λίθο αυτής της προσπάθειας.

Η θεωρία των Buchanan και Tullock φιλοδοξεί να συνταιριάσει την παράδοση

της φιλοσοφίας του κοινωνικού συμβολαίου με την πολιτική ανθρωπολογία της

οικονομικής ανάλυσης. Ωστόσο, είναι ολοφάνερο ότι ο ακραιφνής μεθοδολογικός

184

Mancur Olson, The rise and the decline of nations, Yale University Press, New Haven 1982, σ. 77.

185 James Buchanan/Gordon Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης: Τα λογικά θεμέλια της συνταγματικής

δημοκρατίας, Ι. Παπαδόπουλος (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1999, [1962].

ατομισμός των συγγραφέων εκριζώνει από τον στοχασμό τους κάθε νόημα συλλογικής

ελευθερίας186

. Συνακόλουθα, το κράτος εννοιολογείται ως τεχνητός μηχανισμός με

αποκλειστικό σκοπό τη συναίρεση ατομικών επιδιώξεων σε συντονισμένη πολιτική

δράση. Κάθε σύνδεση των κρατικών λειτουργιών με αναφορά στο κοινό καλό

καταλογίζεται ως «εγελορουσωική πλάνη». Γι’ αυτούς, αντιθέτως, το άτομο εξυψώνεται

σε μοναδικό εκφραστή αξιών και επιθυμιών εντός τόσο του ιδιωτικού όσο και του

δημόσιου χώρου187

. Άλλωστε ο τελευταίος φαίνεται να γίνεται αντιληπτός από εκείνους

ως απλή προέκταση του πρώτου.

Με το παραπάνω υπόβαθρο, οι δύο συγγραφείς επιχειρούν μια νέα σύλληψη της

πολιτικής ως ανταλλαγής, διαμέσου της οποίας η αμοιβαίως επικερδής συνεργασία

μεταξύ των υποκειμένων αναγορεύεται σε πρότυπο της κοινής συνύπαρξης. Η υπόθεση

της λειτουργικής εξομοίωσης αγοράς και δημοκρατίας μεθίσταται πλέον σε κανονιστικό

αίτημα. Ως πολιτική εξουσία ορίζεται η δυνατότητα του υποκειμένου να επιβάλλει

οικονομικά κόστη στα υπόλοιπα, ενώ η δημοκρατική πολιτική αναλύεται ως απλό

ζήτημα θεσμικής διαρρύθμισης αυτής της δύναμης188

.

186

Στο ίδιο, σ. 63-68.

187 Στο ίδιο, σ. 71-73. Από τη σκοπιά της σκληρά ατομιστικής μεθοδολογίας θα μπορούσαν να ελεγχθούν

ως πατερναλιστικές ακόμη και θέσεις του τύπου: «Η ατομική συμπεριφορά αδυνατεί πολλές φορές να

αποφασίσει ακόμη και για το ίδιο το καλό της μακροπρόθεσμα. Γιατί τόσοι άνθρωποι καταστρέφουν

καθημερινά την υγεία τους καπνίζοντας, πίνοντας αλκοόλ ή τρώγοντας ακατάλληλα και βλαβερά για την

υγεία τους φαγητά; Πόσοι από τους νέους έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν τις δυσκολίες που θα

έρθουν στην ‘τρίτη ηλικία’ και να αποταμιεύσουν ανάλογα; Πόσοι είναι δυνατόν να καταλάβουν την

ανάγκη της ‘αλληλέγγυας κοινωνίας’, αν δεν βρεθούν πρώτα οι ίδιοι σε κατάσταση ανάγκης και

βοήθειας», Πελαγίδης/Μητσόπουλος,, Η ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, ό.π., σ. 26.

188 Στο ίδιο, σ. 74-75.

Μια κατασκευή κοινωνικού συμβολαίου διερευνά κατ’ αυτούς τις δίκαιες

προϋποθέσεις για συγκρότηση της ελεύθερης κοινότητας. Ζητούμενο αποτελούν οι όροι

που θα αποσπάσουν τη συναίνεση των ατομιστικά σκεπτομένων υποκειμένων189

. Η

πολιτική διαδικασία διαχωρίζεται σε δύο φάσεις, στη συνταγματική (Constitutional), τη

στιγμή δηλαδή της κατάρτισης του συμβολαίου και τη λειτουργική (Operational), ως

μετασυνταγματική διαδικασία θέσπισης της κοινής νομοθεσίας190

. Στην πρώτη, τα

υποκείμενα εξετάζουν την πιθανότητα και τις προϋποθέσεις συμμετοχής τους στην

πολιτική συνεργασία, αγνοώντας το κοινωνικό τους status, περιορισμός που ανακαλεί

κάπως το πέπλο άγνοιας στην αντίστοιχη κατασκευή του Rawls. Τα πρόσωπα έχουν κάθε

λόγο με βάση την εγωιστική τους σκοπιά, να επιδιώξουν την ένταξή τους στην

κοινότητα, καθώς αυτή συνιστά ενδιαφέρουσα «αγορά» για επωφελείς συναλλαγές. Η

κοινωνική συνεργασία προφυλάσσει τον ιδιωτικά αποκτηθέντα πλούτο (π.χ. προστασία

από κλοπές), ενώ ταυτόχρονα παρέχει πρόσθετους αναβαθμούς ωφέλειας από δημόσια

αγαθά, των οποίων η προμήθεια είναι ασύμφορη στην ιδιωτική πρωτοβουλία (π.χ.

πυροπροστασία) 191

.

Μέσω του κοινωνικού συντονισμού διανοίγονται για τα άτομα προοπτικές

πλουτισμού, αλλά προκύπτουν επίσης κίνδυνοι ανάληψης δαπανών. Ως εκ τούτου, η

189

Συνοψίζοντας τη λογική της κατασκευής του συμβολαίου, ο Buchanan γράφει: «Εάν η πολιτική με την

ευρεία έννοια, που περιλαμβάνει ολόκληρη τη δομή του κράτους, μετατραπεί στο υπόδειγμα μιας

συνεργατικής προσπάθειας των ατόμων να προωθήσουν τα δικά τους συμφέροντα και αξίες, όπως τα

ίδια ως άτομα καθορίζουν, είναι προφανές ότι πρέπει όλα ως πρόσωπα να φτάσουν σε συμφωνία»,

James Buchanan, «Contractarian presuppositions», σε G. Brennan/L. Lomasky (επιμ.), Politics and process:

New essays in democratic thought, Cambridge University Press, New York/Melbourne 1989, σ. 174-182,

(179).

190 Buchanan/Tullock, Λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 218.

191 Στο ίδιο, σ. 110.

έκταση και οι διαδικασίες του δημόσιου χώρου θα προσδιοριστούν από τον υπολογισμό

του συνολικού κόστους αλληλεξάρτησης ανάμεσά τους192

. Πρόκειται για το άθροισμα δύο

μεγεθών. Πρώτον του εξωτερικού κόστους, που αναλαμβάνει το υποκείμενο συνεπεία της

δράσης ή των προτιμήσεων που θα διαμορφώσουν οι υπόλοιποι στον συμβολαιικά

ρυθμισμένο πολιτικό χώρο (π.χ. πιθανότητα επιβολής φόρων). Και δεύτερον του κόστους

λήψης αποφάσεων, δηλαδή των πόρων που καλείται να επενδύσει το άτομο (π.χ. χρόνος),

ώστε να συμμετέχει αποτελεσματικά για τα συμφέροντά του στις διαδικασίες

νομοθέτησης της μετασυνταγματικής φάσης.

Το πιο πάνω πολιτικοοικονομικό μέγεθος αποτελεί κριτήριο χάραξης του ορίου

μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού. Το κράτος θα προτιμηθεί μόνον, εάν η δραστηριότητά

του κοστίζει λιγότερο από την εθελοντική συνεργασία, η οποία σταθεροποιείται σε

συλλογικό επίπεδο μέσω πολυμερών συμβάσεων. Σε διαφορετική περίπτωση η

δραστηριότητα δέον να εναπόκειται στην ελεύθερη αγορά193

. Το αναλυτικό αυτό σχήμα

επιτρέπει στους Buchanan και Tullock να συναρτήσουν το θέμα του εύρους του

δημόσιου πεδίου με το κόστος των αποφάσεων. Λόγου χάρη, ο χαρακτήρας του αγαθού

της εκπαίδευσης δεν θα κριθεί από μια απλή σύγκριση της δημόσιας και της ιδιωτικής

δαπάνης λειτουργίας σχολείων. Για να υπολογιστεί το συνολικό κόστος της εκπαίδευσης

ως δημόσιου αγαθού, θα πρέπει στο ύψος της σχετικής δαπάνης να συνυπολογιστεί και

το κόστος αλληλεξάρτησης, δηλαδή η έκθεση των πολιτών σε κίνδυνο ανάληψης βαρών,

εξαιτίας της εμπλοκής τους στις πολιτικές διαδικασίες ίδρυσης και λειτουργίας

192

Στο ίδιο, σ. 112-114.

193 Στο ίδιο, σ. 118-136.

δημόσιων σχολείων194

. Αρμόζει να αναγνωρισθεί ότι η ένταξη του ζητήματος του

κόστους της κρατικής οργάνωσης στο εν γένει πρόβλημα της αποδοτικότητας του

δημόσιου τομέα συνιστά ισχυρό στοιχείο της θεωρίας των δύο συγγραφέων, κομβικό για

τη σύνδεση της Δημόσιας Επιλογής με τον νεοφιλελευθερισμό195

.

4.2. Η οικονομική θεωρία τυραννίας της πλειοψηφίας

Σύμφωνα με το ανωτέρω αναλυτικό σχήμα, το κόστος των πολιτικών διαδικασιών

σχετίζεται με το ποσοστό των μελών της κοινότητας που πρέπει να συναινέσουν για να

ληφθεί μια απόφαση. Ο κανόνας της ομοφωνίας εκμηδενίζει το εξωτερικό κόστος, αφού

η αρνησικυρία θωρακίζει τους συμμετέχοντες έναντι της πιθανότητας ήττας. Η

συγκέντρωση, όμως, ομόφωνων συναινέσεων απαιτεί εξαντλητικές διαπραγματεύσεις,

στις οποίες πρέπει να επενδυθεί χρόνος, να αποκτηθούν πληροφορίες κλπ.

Κατά συνέπεια, το κόστος λήψης απόφασης αυτού του κανόνα είναι υψηλότατο

και τα ορθολογικά υποκείμενα θα επιλέξουν μέσω του συμβολαίου μετασυνταγματικές

διαδικαστικές ρυθμίσεις λιγότερο περιεκτικές σε συναίνεση, αποδεχόμενα την

πιθανότητα να αναλάβουν οικονομικά βάρη από τις αποφάσεις. Αλλά αυτό δεν οδηγεί

στην υιοθέτηση της απλής ή της απόλυτης πλειοψηφίας. Δομές αυτού του τύπου δεν

παρουσιάζουν ελκυστικά γνωρίσματα από την άποψη του κόστους αλληλεξάρτησης. Η

194

Βλ. Thomas Peterson, Individuelle Freiheit und allgemeiner Wille: Buchanans politishe Ökonomie und

die politische Philosophie, Mohr, Tübigen 1996, σ. 97-98.

195 Cunningham, Theories of democracy, ό.π., σ. 111-112.

εφαρμογή τους στις εκλογές και τα νομοθετικά σώματα των δυτικών δημοκρατιών

ισοδυναμεί, για τους δύο συγγραφείς, με παράλογο δημοκρατικό δογματισμό196

.

Η λειτουργία των κανόνων που θα διέπουν τη συνεργασία εξετάζεται στη

μετασυνταγματική φάση, αφού πρώτα τα υποκείμενα απομακρύνουν το πέπλο άγνοιας

και αποκτήσουν επίγνωση της κοινωνικής τους θέσης197

. Αυτό τα επιτρέπει να

επιδίδονται σε προσοδοθηρικές (rent-seeking) τακτικές. Πρόκειται για μορφές ατομικής

στρατηγικής, που οδηγούν μέσω συναλλαγών στη δημιουργία συνασπισμών, οι οποίοι

προσβλέπουν στο μεγαλύτερο δυνατό όφελος από την πολιτική διαδικασία. Έτσι, εάν,

σύμφωνα με τη θεωρία ομάδων, η λαθραία επιβίβαση καθιστά την αρχή της πλειοψηφίας

μια αυταπάτη, ένα ιδανικό που δεν μπορεί να πραγματωθεί, τότε, κατά το σχήμα του

συμβολαίου, η επιδίωξη προσόδων τη μετατρέπει σε όπλο κατά της ελευθερίας.

Σύμφωνα με τους συγγραφείς, όποιος κανόνας διαφορετικός της ομοφωνίας κι εάν

υιοθετηθεί, το αναμενόμενο είναι ότι τα υποκείμενα θα σχηματίζουν τους μικρότερους

δυνατούς νικητήριους συνασπισμούς, που θα ανακατανέμουν οφέλη σε βάρος των

ηττημένων μέσω αποφάσεων198

. Η αρχή της πλειοψηφίας θα ευνοήσει την

προσοδοθηρία. Με την εφαρμογή της, η δημοκρατική διαδικασία δεν θα παράγει

196

Στην καλύτερη περίπτωση μπορεί να αποδοθεί σε επιστημονικά σφάλματα: «Μια εξήγηση για την

επικράτηση του κανόνα της πλειοψηφίας στις σύγχρονες δημοκρατίες μπορεί να ανευρεθεί, εάν

λάβουμε υπόψη μας ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της θεωρίας αναπτύχθηκε με μη οικονομικούς, μη

ατομικιστικούς και μη θετικιστικούς όρους», Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 164.

197 Η διχοτόμηση της πολιτικής διαδικασίας οδηγεί στην απόκρυψη του συγκρουσιακού στοιχείου στη

συνταγματική φάση, ενώ υποτιμά την ορθολογικότητα του δικαίου που παράγει η μετασυνταγματική

πολιτική διαδικασία. Βλ. Γιάννης Βούλγαρης, Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός και κοινωνικό κράτος

1973-1990, Θεμέλιο, Αθήνα 1994, σ. 107.

198 Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 242-258

αποτελέσματα που προσεγγίζουν το άριστο κατά Pareto199

, καθώς οι αποφάσεις θα

προκαλούν αναδιανομές υπέρ των νικητών. Παρομοίως, ο κανόνας της πλειοψηφίας θα

καταλήγει σε παίγνια μηδενικού αθροίσματος, των οποίων οι νικητές θα λαμβάνουν

καθαρή ωφέλεια ίση με το σύνολο της οικονομικής απώλειας των ηττημένων200

.

Τα παραπάνω τυποκρατικά υποδείγματα ανάλυσης της λειτουργίας των

διαδικασιών απόφασης επιτρέπουν στους Buchanan και Tullock να επεξεργαστούν μια

οικονομική θεώρηση του προβλήματος τυραννίας της πλειοψηφίας, που εξελίσσεται σε

ερμηνεία, αλλά επίσης και «διαδικαστική οπτική» για υπονόμευση του σύγχρονου

κοινωνικού κράτους. Κατά τους δύο συγγραφείς, ο Λεβιάθαν της πλειοψηφίας, ένας

μηχανισμός άδικων και εκμεταλλευτικών οικονομικών αναδιανομών, είναι η ιστορική

αιτία κάθε κοινωνικής πολιτικής στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Η λειτουργία του

εξωθεί ακατάπαυστα σε υπέρμετρη δέσμευση πόρων στο δημόσιο τομέα και στη

συσσώρευση δημοσιονομικών χρεών201

. Με την οικονομική θεωρία τυραννίας της

πλειοψηφίας, αναθερμαίνεται ο κλασικός φιλελεύθερος φόβος, αναφορικά με την

πιθανότητα η ίση καθολική ψήφος να θέσει σε κίνδυνο τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα και

τους συνταγματικούς μηχανισμούς προστασίας τους.

5. Προσοδοθηρία και κριτήρια αποδοτικότητας: Η πολιτική δημοκρατία ως

σπατάλη

199

Δε θα οδηγείται δηλαδή σε δράσεις που ωφελούν ένα μέλος της κοινότητας, χωρίς να βλάπτουν

κανένα άλλο.

200 Στο ίδιο, σ. 263-282.

201 Βλ. James Buchanan/Richard Wagner, Democracy in deficit: The political legacy of Lord Keynes,

Academic Press, San Diego 1977.

Α. Η μετακίνηση πλούτου, την οποία προκαλεί η δράση των οργανωμένων

ομάδων και των πλειοψηφικών συνασπισμών, προσφέρει τη σκοπιά για κατόπτευση των

θεσμών και της πολιτικής του σύγχρονου κράτους από τους υποστηρικτές της Δημόσιας

Επιλογής202

. Σημειωτέον ότι μια αρκετά σύγχρονη θεωρία προσοδοθηρίας είχε αναπτύξει

ήδη ο Vilfredo Pareto. Στην αντίληψή του, φαινόμενα αυτού του τύπου παρουσιάζονται,

όταν κυριαρχούν στα πολιτικά συστήματα χειραγωγικές ομάδες πολιτικών (αλεπούδες).

Οι ομάδες αυτές συνάπτουν συμμαχίες με μέλη της πλουτοκρατίας που είναι

προσανατολισμένα στο άμεσο συμφέρον (speculators) και μέσω δημαγωγίας,

εξαπάτησης και ικανοποίησης των επιμέρους συμφερόντων προκαλούν συνεχώς

αναδιανομές του κοινωνικού πλούτου. Αιτία φυσικής παρακμής των συστημάτων αυτών,

που αντικαθίστανται στον ιστορικό κύκλο από πολιτικές ολιγαρχίες συντηρητικών

(λεόντων), αποτελεί η τάση τους να καταστρέφουν τις προϋποθέσεις της οικονομικής

ανάπτυξης, «να σκοτώνουν», στην έκφραση του Pareto, «τη χήνα που γεννά τα χρυσά

αυγά»203

.

Σύμφωνα με νεότερες θεωρήσεις, τα υποκείμενα αρύονται προσόδους,

επενδύοντας πόρους (π.χ. χρόνο, χρήματα) στην ενασχόληση με την πολιτική και την

εκπροσώπηση των συμφερόντων τους. Πρόκειται στην ουσία για ένα είδος «εξαγοράς»

202

Για τον διοικητικό μηχανισμό, βλ. George Stigler, «Free riders and collective action: An appendix to

theories of economic regulation», Bell Journal of Economics and Management Science, τ. 5, 1974, σ. 359-

365 και John Bhagwati, «Directly unproductive profit-seeking (DUP) activities», Journal of Political

Economy, τ. 90, 1982, σ. 988-1002. Περισσότερο σε σχέση με τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών

θεσμών, βλ. Anne Krueger, «The political economy of rent-seeking society», American Economic Review,

τ. 64, 1974, σ. 291-303 και Robert Tollison, «Rent seeking: A survey», Kyklos, τ. 35, 1982, σ. 575-589.

203 Vilfredo Pareto, Les systèmes socialistes, Paris 1902. Η παραπομπή από τα αποσπάσματα του βιβλίου

στη συλλογή κειμένων, Vilfredo Pareto: Sociological writings, D. Mirfin (μετ.), Praeger, New York 1966, σ.

59-63

επικερδών διοικητικών και νομοθετικών μέτρων. Από την πλευρά τους, οι πιο εύποροι

εξωθούνται επίσης σε δαπάνες για να αποφύγουν εις βάρος τους αναδιανομές (rent

extraction)204

. Προσοδοθηρική συμπεριφορά αναπτύσσεται επίσης, όταν τα υποκείμενα

προσανατολίζουν τα βιοτικά τους σχέδια σε ωφέλεια από υφιστάμενες αναδιανεμητικές

ρυθμίσεις του κράτους205

. Έτσι, ο πολιτικός στίβος ενός κοινωνικού και παρεμβατικού

κράτους παρομοιάζεται με κατάσταση πολέμου «όλων εναντίον όλων», με μια «άγρια

δύση» απεριόριστης κερδοσκοπίας206

.

Οι θεωρίες προσοδοθηρίας επιδιώκουν την αντιστροφή της κλασικής

φιλελεύθερης αντίληψης για τη σχέση κοινωνίας των ιδιωτών και της δημόσιας/κρατικής

βαθμίδας της κοινωνίας. Η πρώτη εγκωμιάζεται ως πεδίο ελεύθερης συνεργασίας και

προώθησης της κοινής ευημερίας207

. Αντίθετα, οι δομές της πολιτικής δημοκρατίας

αμαυρώνονται ως μορφή θεσμοποίησης της ιδιοτέλειας, όπου προάγεται η επιδίωξη

ιδιαίτερων συμφερόντων και επιβραβεύεται η στενά «…εγωιστική συμπεριφορά, τελικά

προς ζημίαν όλων…»208

.

204

F. McChesney, «Rent extraction and rent creation in the economic theory of regulation», Journal of

Legal Studies, τ. 16, 1986, σ. 101-111.

205 «Εάν δοθούν επιδόματα στις μητέρες με εξαρτημένα παιδιά, μπορούμε να προβλέψουμε ότι σύντομα

θα υπάρχουν περισσότερες τέτοιες μητέρες», James Buchanan, Constitutional Economics, Edward Elgar,

London 1991, σ. 39.

206 «Πράγματι, κάθε μειονότητα που περιέχει κάποιους ψηφοφόρους μπορεί να κερδίσει κάτι από την

κρατική δραστηριότητα. Λόγω της ανάγκης τους για μελλοντικούς πιστούς ψηφοφόρους, οι νομοθέτες

είναι αφοσιωμένοι σε έναν αγώνα αναζήτησης πελατών προς εξυπηρέτηση....Ακόμη και η μικρότερη

μειονότητα (οι μελισσουργοί ή οι κουρείς) μπορούν να εξασφαλίσουν ωφελήματα», William Riker,

«Democracy and representation», Supreme Court Economic Review, τ. 1, 1981, σ. 39-68, (57).

207 James Buchanan, The limits of liberty between anarchy and Leviathan, University of Chicago Press,

Chicago 1975, σ. 35-52.

208 Φαίδων Κοζύρης, «Η ηθική της οικονομίας», Ισοπολιτεία, τ. 3, 1999, σ. 246-252, (248).

Στην παράδοση της Δημόσιας Επιλογής τα κριτήρια αποδοτικότητας αποτελούν

εργαλείο αξιολόγησης των πλειοψηφικών αποφάσεων. Με αυτά καθίσταται εφικτή η

διάκριση «δίκαιων κερδών» και «αθέμιτου εισοδήματος» από την πολιτική. «Στην πρώτη

περίπτωση έχουμε έναν συνεχή και ατελείωτο ανταγωνισμό στις αγορές για την

πρόσκτηση σπάνιων πόρων έναντι ανταγωνιστών, για παραγωγικές όμως

δραστηριότητες, ενώ στη δεύτερη έχουμε τεχνητά δημιουργούμενο (artificially

contrived) ανταγωνισμό, με σκοπό ο νικητής να απολαύσει μονοπωλιακή ή

ολιγοπωλιακή θέση στην αγορά και γενικά κάθε είδους αποκλειστική πρόσβαση,

περιορίζοντας ή εξαφανίζοντας στη συνέχεια τον ανταγωνισμό»209

. Η θεωρητική οπτική

της προσοδοθηρίας πασχίζει να καταδείξει ότι η πλειοψηφική δημοκρατία αποτελεί

πολιτική δομή σπατάλης210

, μια «προβληματική επιχείρηση» που πρέπει να κλείσει211

.

Με βάση τα κριτήρια αποδοτικότητας, οι επιδόσεις των πολιτικών θεσμών

εξετάζονται σε σύγκριση με τη «βέλτιστη» κατανομή των αγαθών, στην οποία θα

οδηγούσε η τέλεια αγορά. Σύμφωνα με την αρχή του Pareto, η κρατική δράση είναι

209

Πελαγίδης/Μητσόπουλος, Η ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, ό.π., σ. 19.

210 «Η κυριαρχία της κυβέρνησης από συνασπισμούς οργανωμένων συμφερόντων» οδηγεί σε έναν

«τεράστιο και σταδιακά όλο και πιο σπάταλο μηχανισμό ‘παρακυβέρνησης’…που προέκυψε

αποκλειστικά ως απάντηση σε ή εν μέρει ως άμυνα έναντι μιας πανίσχυρης κυβέρνησης, η οποία

διατηρεί την πλειοψηφία, αγοράζοντας την υποστήριξη μικρών ομάδων», Friedrich Hayek, Law,

legislation and liberty: The political order of a free people: Vol. ΙΙ, Routledge, London 1982, τ. 3, σ. 13.

211 Διατυπώνοντας μια θέση του τύπου «το ότι μια κυβέρνηση μπορεί να είναι κακή με την έννοια ότι

εξυπηρετεί ενδεχομένως ιδιαίτερα συμφέροντα, δεν αρκεί για να επιχειρηματολογήσει κανείς για

σοβαρό περιορισμό της κυβέρνησης ή και περίπου εξοβελισμό της στο ρόλο της απλής εγγύησης των

δικαιωμάτων ιδιοκτησίας», οι Πελαγίδης και Μητσόπουλος (Η ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, ό.π.,

σ. 33) παρεκκλίνουν από τις αρχές της Δημόσιας Επιλογής. Στη λογική της πολιτικής ως ανταλλαγής, το

εύρος του κρατικού τομέα καθορίζεται αποκλειστικά με γνώμονα τη συμπεριφορά των κανόνων

απόφασης σε συνθήκες γενικευμένου εγωισμού.

αποδοτική, όταν βελτιώνει τη θέση ενός προσώπου, χωρίς να βλάπτει κάποιο άλλο. Η

κατανομή των αγαθών οδηγείται σε «άριστη κατά Pareto» ισορροπία, όταν καμία

αποδοτική μεταβολή δεν είναι πλέον δυνατή. Κάποιες θεωρήσεις καταφεύγουν σε

παραλλαγές της αρχής, που καταλείπουν περισσότερο έδαφος για αναδιανομή

πλούτου212

. Σε κάθε περίπτωση, το σύνολο των αναλύσεων εδράζεται στην ιδέα πως η

τέλεια ανταγωνιστική αγορά, δηλαδή ένα σύστημα ελεύθερων και χωρίς κόστος

συναλλαγών, οδηγεί στην αποδοτικότερη κατανομή των αγαθών. Θεωρείται μάλιστα πως

ο οικονομολόγος Ronald Coase απέδειξε πως υπ’ αυτές τις ιδανικές συνθήκες η τέλεια

ισορροπία θα αναδυθεί ανεξάρτητα από την αρχική διανομή των αγαθών μέσω του

νομικού καθορισμού των δικαιωμάτων213

.

Η χρήση των ανωτέρω υποδειγμάτων έχει προκαλέσει ευφορία στους θετικιστές

κοινωνικούς επιστήμονες. Από τη δική τους πλευρά, έχουν κάθε λόγο να πιστεύουν ότι

αυτή η «ουδέτερη» κατασκευή επιτρέπει ακριβείς αποφάνσεις σχετικά με την ποιότητα

των θεσμών και της δημόσιας πολιτικής.

Β. Προφανώς, η ιδανική αγορά δεν παρουσιάζεται στον πραγματικό κόσμο. Για

τους ιδαλγούς της Δημόσιας Επιλογής, ωστόσο σε αυτό ακριβώς το γνώρισμα έγκειται η

αναλυτική δύναμη αυτής της έννοιας. Συχνά μάλιστα επιχειρείται η αντιστοίχηση του

ιδεατού παραδείγματος ανταλλαγών με το πρότυπο μελέτης των φυσικών φαινομένων

από την κλασική μηχανική. Ο οικονομικός αναλυτής του δικαίου Richard Posner

212

Για μια γενική επισκόπηση των κριτηρίων αποδοτικότητας βλ. Eberhard Wesche, Tauschprinzip-

Mehrheitsprinzip-Gesamtinteresse, Klett-Cotta, Stuttgart 1979, σ. 85-95, Jules Coleman, «Efficiency, utility

and wealth maximization», Hofsta Law Review, τ. 8, 1980, σ. 512-531, και Winter, «Von Nutzen der

Effizienz im öffentlichen Recht», ό.π., σ. 300-308.

213 Ronald Coase, «The problem of social cost», Journal of Law and Economics, τ. 3, 1960, σ. 1-44.

υπεραμύνεται των απλουστεύσεων της υποθετικής αγοράς,214

σημειώνοντας: «Ο νόμος

του Νεύτωνα για την πτώση των σωμάτων, λόγου χάρη, είναι μη ρεαλιστικός στη βασική

του παραδοχή, ότι τα σώματα κινούνται στο κενό, παρά ταύτα όμως συνεχίζει να είναι

μια χρηστική κατασκευή, αφού προβλέπει με επαρκή, αν και όχι απόλυτη, ακρίβεια τη

συμπεριφορά μιας ευρείας ποικιλίας σωμάτων, που πέφτουν στον πραγματικό κόσμο»215

.

Η παραπάνω αναλογία φέρνει στην επιφάνεια κρίσιμες επιστημολογικές

ανεπάρκειες του ιδεοτύπου ισορροπίας, στην οποία οδηγεί ένα υποθετικό σύστημα

ιδανικών, δηλαδή χωρίς κόστος, συναλλαγών. Ο Νεύτων μελέτησε την πτώση των

σωμάτων σε ιδανικές συνθήκες, οι οποίες, μολαταύτα, δεν εξαλείφουν τα υπό

παρατήρηση μεγέθη. Στο κενό υφίσταται και χωροχρόνος και κίνηση. Αντίθετα, οι

εξιδανικεύσεις των υποδειγμάτων της τέλειας αγοράς αναιρούν ίδιο το πρόβλημα, επί του

οποίου επιζητούν να θεμελιώσουν επιστημονικές κρίσεις. Ανέξοδες συναλλαγές μπορούν

να νοηθούν, μόνον όπου οι διαπραγματεύσεις μεταξύ των συμβαλλομένων διεξάγονται

αυτοματικά, χωρίς να διανυθούν αποστάσεις, να αναλωθεί χρόνος ή να ανακύψει κάποια

214

Richard Posner, The economics of justice, Harvard University Press, Cambridge Mass. 1981, σ. 60-65.

Μια κριτική της αποδοτικότητας ως αρχής ανασυγκρότησης των θεσμών του κράτους δικαίου, βλ. Ronald

Dworkin, «Is wealth a value?», The Journal of Legal Studies, τ. 9, 1980, σ. 191-222.

215 Richard Posner, The economic analysis of law, Little Brown, Boston 1977, σ. 13. «Δεν υπάρχει τίποτα

κακό με τις απλοποιητικές υποθέσεις καθ’ εαυτές. Χωρίς τέτοιες υποθέσεις, δεν θα μπορούσε να

προκύψει μεγάλη πρόοδος στην επιστήμη. Ο πραγματικός κόσμος είναι τόσο περίπλοκος, με τόσο

πολλούς παράγοντες που πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, ώστε χωρίς απλοποιητικές υποθέσεις θα ήταν

δύσκολο να φτάσουμε σε οποιαδήποτε συμπεράσματα. Τα απλοποιημένα υποδείγματα του κόσμου

είναι τυπικά και όχι μόνο στις κοινωνικές επιστήμες (π.χ. τα πειράματα της φυσικής συχνά

προϋποθέτουν έναν κόσμο χωρίς τριβή)». Από την πλευρά αυτή, το μόνο θέμα με τα ιδανικά

υποδείγματα της τέλειας αγοράς είναι «να υπολογίσουμε πώς τα συμπεράσματά μας μπορεί να

διαφέρουν στον πραγματικό κόσμο, όπου δεν ισχύουν οι απλοποιημένες υποθέσεις», Brian Bix,

Φιλοσοφία του δικαίου: Θεωρία και ερμηνευτικό πλαίσιο, Α. Καραστάθη (μετ.), Κριτική, Αθήνα 2007,

[1996], σ. 287-288.

διαφωνία. Επιπλέον, οι συναλλασσόμενοι πρέπει να διαθέτουν έναν εντελώς διάφανο

επικοινωνιακό κώδικα και οι επιθυμίες τους να είναι απολύτως διαυγείς, δηλαδή

ανεπηρέαστες από υποσυνείδητες ενορμήσεις.

Είναι όμως πρόδηλο ότι τα παραπάνω στοιχεία δεν αποτελούν συστατικά ενός

ιδανικού, αλλά ενός μη ανθρώπινου κόσμου216

. Είναι άγνωστο αν τα υποκείμενα αυτής

της πλασματικής κατασκευής έχουν ανάγκες ή κάποιο συγκεκριμένο λόγο να προβούν σε

οποιεσδήποτε συναλλαγές. Το πρόβλημα συνεπώς με την ιδανική αγορά δεν είναι ότι

απλώς στερείται ρεαλισμού. Αυτό που την καθιστά απολύτως ακατάλληλη ως μέτρο για

τη ρύθμιση των θεσμών είναι η παντελής έλλειψη κοινωνικής αναφοράς.

Οι αρχές αποδοτικότητας προτάσσονται από τη Δημόσια Επιλογή ως ιδεολογικώς

άσπιλες. Εκθειάζονται επίσης ως ηθικώς αβαθείς, καθώς αποκλείουν τις διαπροσωπικές

συγκρίσεις ωφέλειας και είναι συμβατές με τη μεθοδολογία του ατομισμού217

. Στην

πραγματικότητα ως υπέρεισμά τους χρησιμεύει η πλούσια σε πολιτικές συνδηλώσεις

αντίληψη, ότι η μεγιστοποίηση της ευημερίας ενός εκάστου συνιστά αποκλειστικό σκοπό

της ανθρώπινης δράσης218

.

Η ενσωμάτωση των κριτηρίων απόδοσης στην κοινωνική θεωρία περιστέλλει τον

ορίζοντα ηθικοπολιτικής αξιολόγησης της κρατικής πολιτικής, καθώς ο έντονος

ατομισμός, επί του οποίου θεμελιώνονται δεν αφήνει περιθώριο ούτε για την ιεράρχηση

216

Το ακριβές σύστοιχο στη φυσική θα ήταν η μελέτη της κίνησης σε συνθήκες έλλειψης χωροχρόνου,

δηλαδή σε συνθήκες πριν από τη «μεγάλη έκρηξη». Βλ. Jean Schroeder, «The end of the market: A

psychoanalysis of Law and Economics», Harvard Law Review, τ. 112, 1998, σ. 483-548, ιδίως 517-520.

217 Posner, The economics of justice, ό.π., σ. 51-54 και Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π.,

σ. 66-67.

218 Για μια κριτική αυτών των παραδοχών βλ. Sen, Για την ηθική και την οικονομία, ό.π., σ. 71-80 και

Dworkin, «Is wealth a value?», ό.π., σ. 191-222.

των ανθρώπινων αναγκών219

. Τα κριτήρια θεωρούνται επίσης ως κοινωνικώς

αμερόληπτα, καθόσον κατευθύνουν στην αύξηση και όχι στην αναδιανομή του πλούτου.

Με αυτόν τον τρόπο, υποτίθεται ότι εγγυώνται πως ο πολίτης, ανεξάρτητα από την

ταξική του θέση, δε θα βλάπτεται από τις συλλογικές αποφάσεις. Καθόλου ουδέτερη,

όμως, δεν είναι η άποψη, πως είναι δυνατό να υπάρξει δίκαιη διανομή, χωρίς να

βλαφθούν οι μερικές χιλιάδες ανθρώπων που κατέχουν τόσο πλούτο όσο δισεκατομμύρια

άλλοι220

.

6. Ομαδική δράση, διάχυση της εξουσίας και δημοκρατικές διαβουλεύσεις

6.1. Η ισορροπία μεταξύ πλειοψηφιών και μειοψηφιών στο δημοκρατικά χώρο

Τα ευρήματα της Δημόσιας Επιλογής στο ζήτημα της εισχώρησης των

συμφερόντων στη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών αφορούν, όπως ειπώθηκε, σε

δύο θεματικές ενότητες. Από τη μια πλευρά, στηλιτεύεται η υπερίσχυση ομάδων, ενώ

από την άλλη βάλλεται η υποτιθέμενη ανέλεγκτη πολιτική ισχύς «των πολλών».

Ασφαλώς, τέτοιου είδους ανησυχίες για την έκβαση των δημοκρατικών ανταγωνισμών

δεν είναι αθέμιτες. Εξ άλλου έχουν αποτελέσει αντικείμενο προβληματισμού ήδη από

τον αρχαίο στοχασμό221

. Ωστόσο, τα δύο φαινόμενα δεν συνιστούν από μόνα τους

219

Amartya Sen, «The possibility of Social Choice», American Economic Review, τ. 89, 1999, σ. 349-378,

ιδιαίτερα 358, και Robert Cooter/Peter Rappoport, «Were ordinalists wrong about welfare economics?»,

Journal of Economic Literature, τ. 22, 1984, σ. 507-530.

220 Ζιλ Σατλέ, Να ζούμε και να σκεφτόμαστε σαν τα γουρούνια.: Για το φθόνο και την ανία στις

δημοκρατίες της αγοράς, Α. Φιλιππάτος (μετ.), Καστανιώτης, Αθήνα 1998, σ. 185.

221 Ακόμη και ο Θουκυδίδης κατέφυγε σε μια θεωρία ομάδων, για να περιγράψει την παρακμή του

πολιτεύματος στην Αθήνα. «Αιτία όλων αυτών ήταν η φιλαρχία που έχει ρίζα την πλεονεξία και τη

παθολογίες. Εάν συνεξεταστούν σε ενιαίο πλαίσιο, η συνύφανσή τους παραπέμπει σε

σημαίνουσες όψεις της νομιμοποιητικής επενέργειας των διαρθρώσεων άσκησης της

λαϊκής κυριαρχίας.

Ο Tocqueville, που ασχολήθηκε επισταμένως με το ζήτημα της εν δυνάμει

εκτροπής των δημοκρατικών δομών σε τυραννία, έχει διακρίνει τη λειτουργία των

ενώσεων, ως αντίβαρων της πλειοψηφικής ισχύος: «Στην εποχή μας η ελευθερία της

συνένωσης έχει γίνει μια αναγκαία εγγύηση εναντίον της τυραννίας της πλειοψηφίας.

Στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν ένα κόμμα αποκτήσει την εξουσία, όλη η δημόσια ισχύς

περνά στα χέρια του…πρέπει [συνεπώς] η μειοψηφία να αντιτάξει όλη την ηθική της

δύναμη στην υλική ισχύ που την καταπιέζει»222

. Η σύγχρονη εμπειρική έρευνα δείχνει

μάλιστα να συνηγορεί υπέρ των υποθέσεων που έχουν διατυπωθεί στην κλασική

σκέψη223

.

Κρίσιμη δεν είναι μόνον η αμυντική λειτουργία των ομάδων έναντι της θεσμικά

κατοχυρωμένης πλειοψηφίας. Η διασπορά δύναμης μεταξύ πλειοψηφιών και μη

θεσμικών συλλογικών υποκειμένων διαπλατύνει το πεδίο των δημοκρατικών

συζητήσεων. Ακόμη κι όταν μια γνώμη δείχνει να έχει επικρατήσει στις θεσμικές

φιλοδοξία που έσπρωχναν τις φατρίες ν’ αγωνίζονται με λύσσα», Θουκυδίδης, Ιστορικά, ΙΙΙ 82, χωρ. 8, Α.

Βλάχος (μετ.), Ηριδανός, Αθήνα 1977.

222 Tocqueville, Η δημοκρατία στην Αμερική, ό.π., σ. 207. Βλ. και το κλασικό στην ελληνική βιβλιογραφία

έργο του Αλέξανδρου Σβώλου, «Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», σε του ίδιου,

Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, Θ. Θεοδώρου (επιμ.), Στοχαστής, Αθήνα 1972, σ. 123-128.

223 «Οι δραστηριότητες των οργανωμένων συμφερόντων εντός του αμερικανικού πολιτικού συστήματος

οικοδομούν ένα μειοψηφικό αντίβαρο στις πιο πλειοψηφικές του ροπές», Schlozman/Tierney, Organized

interests and American society, ό.π., σ. 403.

διαδικασίες, οι διαβουλεύσεις και οι αμφισβητήσεις δεν παύουν υποχρεωτικά224

. «Ο

‘ανώνυμος δημόσιος’ διάλογος, εκπηγάζει από αυτό ακριβώς το πολυποίκιλο πλέγμα

θεσμών, ενώσεων, δικτύων και οργανώσεων»225

.

Η επιδίωξη των οργανωμένων ομάδων να προωθούν με επιτυχία τις απόψεις τους

ενεργοποιεί ποικίλα μέσα πολιτικής έκφρασης πέρα από την ψήφο, η οποία αφ’ εαυτής

συνιστά εν μέρει παθητικό τρόπο έκφρασης της πολιτικής γνώμης226

. Στις πολυφωνικές

κοινωνίες, στις οποίες το ενδιαφέρον, η πληροφορία και η γνώση διαχέονται

ανομοιογενώς, η διάνοιξη διόδων επικοινωνίας και πίεσης αναβαθμίζει την ποιότητα των

διεργασιών σχηματισμού της πολιτικής βούλησης227

. «Οι ‘θερμές’ συζητήσεις μεταξύ

προσώπων, των οποίων τα συμφέροντα διακυβεύονται, είναι πάντοτε καλύτερες. Τα

μέρη αφιερώνουν μεγαλύτερη φυσική ενέργεια και πόρους, προκειμένου να τις

καταστήσουν ενδελεχείς και δημιουργικές»228

. Μολονότι πλειοψηφικές, οι διαρθρώσεις

224

Όπως ανησυχούσε ο Tocqueville: «…όσο η πλειοψηφία είναι αμφίβολη μιλούν∙ αφότου όμως έχει

αμετάκλητα καθοριστεί, οι συζητήσεις παύουν και εχθροί και φίλοι προσδένονται ομόθυμα στο άρμα

της», ό.π., σ. 263.

225 Seyla Benhabib, «Towards a deliberative model of democratic legitimacy», της ίδιας (επιμ.),

Democracy and difference: Contesting the boundaries of the political, Princeton University Press,

Princeton 1996, σ. 67-94, (74).

226 «…ο ισχυρισμός ότι μια μικρή άοπλη μειοψηφία έχει καταφέρει με βίαια μέσα -κραυγάζοντας,

προκαλώντας επεισόδια κτλ.- να διακόψει το μάθημα σε τάξεις με μεγάλο αριθμό φοιτητών, η

συντριπτική πλειοψηφία των οποίων είχε ψηφίσει υπέρ της ομαλής εκπαιδευτικής διαδικασίας, είναι

εντελώς παραπλανητικός…Αυτό που συμβαίνει, στην πραγματικότητα, σε τέτοιες περιπτώσεις είναι κάτι

πιο σοβαρό: η πλειοψηφία αρνείται σαφώς να χρησιμοποιήσει τη δύναμή της…κανένας δεν είναι

πρόθυμος να κάνει κάτι περισσότερο για το status quo από το να υψώσει το χέρι του στις ψηφοφορίες»,

Hannah Arendt, Περί βίας, Β. Νικολαϊδου-Κυριανίδου (μετ.), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, (1969), σ. 102.

227 Mark Warren, Democracy and association, Princeton University Press, Princeton 2001, σ. 77-84.

228 Archon Fung, «Recipes for public spheres: Eight institutional design choices and their consequences»,

Journal of Political Philosophy, τ. 11, 2003, σ. 338–67.

ενός δημοκρατικού συστήματος κατατείνουν σε θεσμοποίηση της εξουσίας των

δραστήριων πολιτών και όχι των απαθών ψηφοφόρων.

Όπως παρατηρούσε ο Carl Schmitt: «δεν είναι διόλου δημοκρατικό και θα

αποτελούσε αξιοπερίεργη πολιτική αρχή, εάν αυτοί που δεν έχουν καμιά πολιτική

βούληση αποφάσιζαν αντί γι’ αυτούς που διαθέτουν τέτοια»229

. Σε παρόμοια περίπτωση,

ο δημοκρατικός πολιτικός στίβος θα περιέπιπτε σε αυτό ακριβώς για το οποίο

κατηγορείται. Θα αποτελούσε πεδίο «…‘υπερίσχυσης’ των αδιάφορων,

παραπληροφορημένων ή ‘αδαών’ πλειοψηφιών, που τις περισσότερες φορές

υποτάσσονται, ενδιαφερόμενοι για τα βραχυπρόθεσμα συμφέροντά τους…»230

. Δεν

αποτελεί, επομένως, παθολογία, αλλά στοιχείο της εύρυθμης λειτουργίας των

δημοκρατικών θεσμών, η διαμόρφωση ισορροπιών ανάμεσα σε θεσμικά ισχυρές, λόγω του

δικαιώματος ψήφου, πλειοψηφίες και τις θεσμικά ανίσχυρες, αλλά οργανωτικά

αποτελεσματικές, μειοψηφικές συσσωματώσεις.

6.2 Ομαδικά συμφέροντα και δημοκρατική διαβούλευση

229

Carl Schmitt, Verfassungslehre, Duncker & Humblot, München/Leipzig, 1928, σ. 279. Τη σύνδεση της

ποιοτικής πλειοψηφίας και του πολιτικού ενδιαφέροντος έθεσε με έξοχο τρόπο ο Anatole France σε ένα

μυθιστόρημα για τη Γαλλική Επανάσταση:

«- Αυτό που μας χαντακώνει -είπε ο Ντυπόν ο πρεσβύτερος- είναι η αδιαφορία. Απόνα διαμέρισμα πόλης

που περιλαμβάνει εννιακόσιους πολίτες με δικαίωμα ψήφου μόνο πενήντα έρχονται στις συνεδριάσεις.

Χτες ήμαστε εικοσιοχτώ.

- Τότε πρέπει να υποχρεωθούν με ποινή προστίμου να έρχονται οι πολίτες -είπε ο Γκαμελέν.

- Ε!ε! -έκανε ο μαραγκός σουφρώνοντας τα φρύδια, - αν ερχόταν όλοι, οι πατριώτες θάταν η

μειοψηφία...», Οι θεοί διψούν, Τ. Μπάρλας (μετ.), Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ., [1912], σ. 6-7, (η υπογράμμιση

δική μας).

230 Bernd Guggenberger, «An den Grenzen den Mehrheitsdemokratie», σε B. Guggenberger/C. Offe

(επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 207-223, (211).

Εντούτοις, μέρος της θεωρίας αντιτίθεται στη συλλογική εξωθεσμική οργάνωση,

διότι, όπως υποστηρίζει, αυτή εγκλωβίζει τη δημοκρατική πολιτική στο «επιμέρους», σε

βάρος του κοινού καλού231

. Έτσι, η Hannah Arendt στην ανάλυσή της για τη δημόσια

σφαίρα διαφοροποιεί πλήρως τα ιδιωτικά συμφέροντα από την πολιτική γνώμη232

. Ενώ

τα πρώτα προσκτώνται πολιτικός κύρος μόνον ως συλλογικά, «απεναντίας, η γνώμη δεν

είναι ποτέ ομαδική, αλλά προσωπική…»233

.

Με αφετηρία αυτόν τον διαχωρισμό, τα πορίσματα της Arendt δείχνουν εν μέρει

ομόλογα προς εκείνα των οπαδών της Δημόσιας Επιλογής. Υποτίθεται ότι οι ενώσεις

ασκούν πιέσεις στους δημόσιους αξιωματούχους, αποζητώντας την υπερίσχυση της δικής

τους βούλησης ενάντια στις επιθυμίες και τα συμφέροντα της κοινότητας234

. Τέτοιες

στάσεις κρίνονται ως «εκβιασμός» και αντιδιαστέλλονται προς τη γνήσια πολιτική

δύναμη, που «…αναδύεται μέσα από την κοινή δράση και συζήτηση»235

. Παρομοίως, για

τον Benjamin Barber η δημοκρατική διαβούλευση διεξάγεται μεταξύ υποκειμένων που

έχουν μεταθέσει την οπτική τους από το «εγώ επιθυμώ το ψ» στο «το ψ είναι καλό για

εμάς»236

.

231

Ασφαλώς η κριτική ξενίζει, καθώς αυτός ο τύπος οργάνωσης έχει χρησιμεύει ως όχημα για

κατακτήσεις στις μαζικές δημοκρατίες. «Η δυνατότητα συνεργασίας για έναν κοινό σκοπό, μέχρι τώρα

προνόμιο των ισχυρών, είναι πλέον σεβαστό και στα χέρια των αδύναμων», J.S. Mill, «Tocqueville on

democracy in America», σε του ίδιου, Essays on democracy and culture, G. Himmelfarb (επιμ.),

Doubleday, New York 1962, [1835], σ. 171-213, (177).

232 Hannah Arendt, On revolution, Penguin Books, London 1990, (1963), σ. 227.

233 Στο ίδιο.

234 Στο ίδιο, σ. 269.

235 Στο ίδιο.

236 Benjamin Barber, Strong democracy: Participatory politics for a new age, University of California Press,

Berkeley 1984, σ. 200.

Ωστόσο, η πορεία της συνεργατικής αναζήτησης του κοινού καλού δεν είναι τόσο

ευθύγραμμη κι απροβλημάτιστη όσο δέχεται η πιο πάνω θεώρηση. Χωρίς επαρκή

συνείδηση των συμφερόντων τους, οι πολίτες αδυνατούν να εκτιμήσουν καν την

ποιότητα της επικοινωνίας τους237

. Δεν μπορούν να διαβλέπουν μήπως αυτή

κατευθύνεται σε ένα παραποιημένο κοινό καλό, που στην πραγματικότητα τους

αποκλείει. Στις ταξικές κοινωνίες, όμως, οι επικρατούσες απόψεις περί γενικού

συμφέροντος προκύπτουν πολύ συχνά ως αποτέλεσμα υποβολής ή ποδηγέτησης από

εστίες κοινωνικής ισχύος238

. Οι ενώσεις διαρθρώνουν ιδιαίτερες δομές επικοινωνίας,

όπου οι κυρίαρχες αντιλήψεις εξετάζονται κριτικά από άτομα και ομάδες, που έχουν την

ευκαιρία να σχηματίσουν αγωνιστικές ταυτότητες, προωθώντας αιτήματα ενώπιον του

ευρύτερου κοινού239

. Με αυτή την έννοια, τα προσωπικά και συλλογικά συμφέροντα

αποτελούν καταστατικής σημασίας στοιχεία των πολιτικών ταυτοτήτων, καθώς

διαμεσολαβούν τη σχέση της κοινότητας με τα μέλη της240

.

Αλλά και η διχοτομική διάκριση ατομικής γνώμης και συλλογικών συμφερόντων

δείχνει άκαμπτη. Σε μια μαζική πολιτική κοινότητα οι συζητήσεις δεν διεξάγονται μόνον,

ούτε καν κυρίως, μεταξύ ατόμων. Η ιστορία των συστημάτων καθολικής συμμετοχής

237

Jane Mansbridge et al., «The place of self-interest and the role of power in deliberative democracy»,

The Journal of Political Philosophy, τ. 18, 2010, σ. 64–100, (67-71).

238 Jane Mansbridge, «Feminism and democracy», The American Prospect, τ. 1, 1990, σ. 120-132, (127)

και Adam Przeworski, «Deliberation and ideological domination», σε J. Elster (επιμ.), Deliberative

democracy, Cambridge University Press, Cambridge Mass. 1998, 140-160.

239 Paul Hirst, «Can secondary associations enhance democratic governance?», J. Cohen/J. Rogers (επιμ.),

Associations and democracy, Verso, New York/London, σ. 101-113.

240 Jane Mansbridge, «Using power-fighting power: The polity», ό.π., σ. 47-51, επίσης της ίδιας, «Self-

interest in political life», Political Theory, τ. 18, 1990, σ. 132-153.

μαρτυρεί ότι «η συνένωση πάντοτε προηγείται της δημόσιας γνώμης»241

. Θα μπορούσε

να πει κανείς ότι σε μια σύγχρονη πολιτική σφαίρα οι συζητήσεις λαμβάνουν τη μορφή

μιας «ανταγωνιστικής διαβούλευσης» μεταξύ ομάδων242

. Ακόμη κι από πρακτική άποψη,

σε μια πολυπρόσωπη κοινωνία πολυφωνίας και εξειδίκευσης, οι πολιτικοί θεσμοί δεν θα

μπορούσαν να εκπληρώσουν το έργο τους χωρίς τον όγκο πληροφορίας και αιτημάτων,

που οι ομάδες παροχετεύουν στις πολιτικές διαβουλεύσεις. Σε άλλη περίπτωση, η ίδια η

ημερήσια διάταξη της πολιτικής συζήτηση θα ήταν αδιάφορη για τους πολίτες243

.

Η εναρμόνιση συμφερόντων δεν λαμβάνει χώρα κατά τρόπο αυτόματο, όπως

εσφαλμένα διατείνεται η θεωρία του κλασικού πλουραλισμού. Εντούτοις η αποκέντρωση

της πολιτικής ισχύος μεταξύ πλειοψηφιών, μειοψηφιών και εξωθεσμικών δρώντων,

παρέχει το κατάλληλο πολιτικό υπόστρωμα για διεξαγωγή διαλόγων. Κατά τ’ άλλα, η

δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων εξαρτάται από την επικράτηση του

πειστικότερου επιχειρήματος. Μόνον αυτό κρίνει «ότι τα κοινά συμφέροντα που

προτείνονται (και αφορούν σε αγαθά, ρυθμιστικές, διανεμητικές και αναδιανεμητικές

δημόσιες πολιτικές, κανόνες) μπορούν να υποστηριχθούν δημόσια ως προς το έλλογο του

αιτήματος και ως προς τη συλλογική διάσταση της ανάγκης στην οποία

ανταποκρίνονται»244

.

241

Nancy Rosenblum, Membership and morals: The personal uses of pluralism in America, Princeton

University Press, Princeton 1998, σ. 205.

242 Για την ιδέα μιας «competitive deliberation» μεταξύ ομάδων βλ. Jane Mansbridge, «A deliberative

theory of interest representation», σε M. Petracca (επιμ.), The politics of interests, ό.π., σ. 32-58.

243 Λάβδας, Συμφέροντα και πολιτική, ό.π., σ. 284.

244 Στο ίδιο, σ. 293 και Κώστας Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2003,

σ. 252. Πάντως, η αναφορά του συγγραφέα σε μια κριτική γνώμη, ελεγκτική των επιμέρους αιτημάτων,

λογικά απαιτεί μια κατηγορία κοινού καλού, ηθικά πιο περιεκτική από αυτή που ο ίδιος προτείνει. Η

δημοσιότητα δύναται να σταθμίσει δίκαια τις αξιώσεις των ομάδων και τις επιλογές της πλειοψηφίας

Θα ήταν σφάλμα να θεωρείται αυτονόητα δεδομένη η συνδρομή των ομάδων στην

επιτυχημένη διενέργεια των δημοκρατικών διαβουλεύσεων. Πολύ συχνά, οι συνενώσεις

εμβάλλουν στα μέλη τους «μια βαθύτατα αντιπολιτική παιδεία», καθώς «διδάσκουν ως

πρώτιστο καθήκον την επιδίωξη των συμφερόντων της ομάδας και παρουσιάζουν την

πολιτική ως πάλη για προνόμια»245

. Επιπλέον, η συλλογική δράση καρποφορεί μόνο υπό

τις συνθήκες μιας στοιχειωδώς εξισωτικής κοινωνίας. Όπως καταδεικνύει η άνοδος των

σοβινιστικών και φυλετιστικών κινημάτων κατά τον Μεσοπόλεμο, η περιθωριοποίηση ή

η οικονομική εξαθλίωση διαμορφώνουν ένα ζοφερό περιβάλλον, στο οποίο οι

συνενώσεις αποδεικνύονται εν τέλει προσκόμματα και όχι αρωγοί στην άσκηση της

λαϊκής κυριαρχίας246

.

Για μια επικοινωνιακή σύλληψη της δημοκρατικής αρχής, αποτελεί καίριο

διακύβευμα να φανταστούμε πολιτικές διαμάχες που δεν συνιστούν απλές

αντανακλάσεις συσχετισμών δύναμης. Μόνον εάν μπορούν να υπάρξουν ομάδες ικανές

να εκπροσωπήσουν κάτι πιο καθολικεύσιμο από τα ιδιαίτερα συμφέροντά τους, είναι

δυνατό η ιδέα της ελευθερίας να διαδραματίσει κρίσιμο ρόλο στις αποφασιστικές στιγμές

της πολιτικής διαπάλης247

.

υπό το πρίσμα ενός κοινού καλού. Τούτο όμως δεν ανάγεται αποκλειστικά σε κριτήρια

«…συμφεροντολογικά, δηλαδή στην πολιτική και κοινωνική τοποθέτηση του παρατηρητή», στο ίδιο, σ.

230.

245 Sheldon Wolin, «What revolutionary action means today», σε C. Mouffe (επιμ.), Dimensions of radical

democracy, Verso, New York /London 1992, σ. 240-253, (244).

246 Chambers Simone/Jeffrey Kopstein, «Bad Civil Society», Political Theory, τ. 29, 2001, σ. 837-865 και

Margaret Levi, «Social and unsocial capital: A review essay of Robert Putnam's ‘Making democracy

work’», Politics and Society, τ. 24, 1996, σ. 45-55.

247 Franz Neumann, «Approaches to the study of political power», σε του ίδιου, The democratic and the

authoritarian state, Free Press, New York 1966, [1950], σ. 1-21, (18).

7. Κοινωνικός καταμερισμός της εργασίας, εξειδικευμένη γνώση/πληροφορία και

πολιτική ισότητα

Ο κυνισμός της παράδοσης που εγκαινίασε ο Schumpeter δεν συγχωρεί, πάντως,

την κατάφαση στην πλουραλιστική αντίληψη για τη δημοκρατική αρχή. Εάν αξιοποιηθεί

ορθά η θεώρηση της πολιτικής που εστιάζει στον ανταγωνισμό, μπορεί να φέρει στην

επιφάνεια ζητήματα πολιτικών ανισοτήτων και απονομιμοποίησης, τα οποία όμως

υποβαθμίζει η πλουραλιστική εμπιστοσύνη στην επιτηδειότητα των φιλελεύθερων

συστημάτων να ενσωματώνουν τα διαφορετικά συμφέροντα, απορροφώντας τις

κοινωνικές εντάσεις248

.

Η οικονομική θεωρία της δημοκρατίας αποδίδει τη διαβρωτική επίδραση των

ομάδων στον κοινωνικό καταμερισμό της εργασίας, καθώς και στις ασυμμετρίες δύναμης

που γεννά η οργανωτική ευελιξία των πολυσχιδών συμφερόντων. Στη θέση αυτή γίνεται

ευδιάκριτη η πεποίθηση τύπου Madison, ότι οι αιτίες κλυδωνισμού των

αντιπροσωπευτικών δημοκρατιών είναι συμφυείς με τις συνθήκες της σύγχρονης

ελευθερίας. Κάποιοι θεωρητικοί του διαβουλευτικού υποδείγματος δημοκρατίας φαίνεται

να στοιχίζονται με μια τέτοια αντίληψη.

Ο Habermas, λόγου χάρη, αναγιγνώσκει τα παραπάνω χαρακτηριστικά των

νεωτερικών κοινωνιών ως το πιο βασικό εμπόδιο για την κοινωνιολογική διάσταση της

248

«Στο πλαίσιο της πλουραλιστικής δημοκρατίας η εξουσία διαχέεται σε διάφορες ομάδες και θεσμούς,

χωρίς, ασφαλώς, αυτό να σημαίνει ότι η διασπορά συνεπάγεται και ισότητα, αφού η πλουραλιστική

άσκηση της εξουσίας κατ’ ουσίαν συγκαλύπτει την κυριαρχία επιμέρους ομάδων ή συμφερόντων»,

Ξενοφών Κοντιάδης, Η αναθεώρηση του Συντάγματος: Μεθοδολογικά θεμέλια, Σάκκουλας

Αθήνα/Κομοτηνή 2000, σ. 229-230.

επικοινωνιακής πολιτικής. Κατά την άποψή του, «καμιά πολύπλοκη κοινωνία δε θα

μπορέσει ποτέ, ακόμη και υπό τους πλέον ευνοϊκούς όρους, να ανταποκριθεί στο

πρότυπο της αμιγούς επικοινωνιακής κοινωνικοποίησης». Διότι σε συνθήκες

πολυπλοκότητας «οι δομές της δημοσιότητας κατοπτρίζουν αναπόφευκτα ασυμμετρίες

στον έλεγχο των πληροφοριών, δηλαδή άνισες ευκαιρίες ανάμιξης στην παραγωγή,

αξιολόγηση, προώθηση και παρουσίαση μηνυμάτων»249

.

Η ανομοιομερής συσσώρευση εξειδικευμένης γνώσης και πληροφορίας συνιστούν

πράγματι μόνιμες εστίες διακινδύνευσης των όρων της πολιτικής ισότητας στις

σύγχρονες κοινωνικές δομές. Οι δημοκρατικοί θεσμοί οφείλουν να επαγρυπνούν έναντι

της πιθανότητας τέτοιου είδους ασυμμετρίες να μετουσιωθούν σε πολιτική ισχύ250

.

Εφόσον, όμως, ο δημόσιος χώρος διατηρεί κρίσιμα εξισωτικά γνωρίσματα, τέτοιου

τύπου δυσχέρειες δεν είναι αξεπέραστες. Όταν εξασφαλίζεται καθολική πρόσβαση σε

ένα επαρκές σύστημα εκπαίδευσης, καθώς και αξιοπρεπείς συνθήκες εργασίας, οι

πολίτες διαθέτουν αρκετό χρόνο και μορφωτικά προαπαιτούμενα για ενασχόληση με την

πολιτική, ώστε η γνώση αναδεικνύεται ως ο κατεξοχήν προσιτός συντελεστής πολιτικής

δράσης και επιρροής251

. Ακόμη και η πιο εξειδικευμένη γνώση μπορεί να εκλαϊκευθεί,

249

Σε όλα αυτά προστίθενται περιορισμοί που ανάγονται σε ατομικές επιλογές ή σε εξατομικευμένους

περιορισμούς, όπως ο διαθέσιμος χρόνος, η προθυμία και η ικανότητα συμβολής στις δημόσιες

διαβουλεύσεις, Habermas, Το πραγματικό και το ισχύον, ό.π., σ. 435-436.

250 Βλ. Mark Warren, «Democracy and authority», American Political Science Review, τ. 90, 1996, σ. 46-60.

251 James Bohman, «Deliberative democracy and effective social freedom: Capabilities, resources, and

opportunities», σε J. Bohman/W. Rehg (επι.), Deliberative democracy, MIT Press, Cambridge

Mass./London 1997, σ. 321-348, ιδίως 341-342.

προκειμένου να χρησιμεύει ως εργαλείο για το μη εξειδικευμένο κοινό, παρότι αυτό δεν

είναι σε θέση να ελέγξει την ισχύ της με αυστηρά επιστημονικό τρόπο252

.

Τα στοιχεία που καθιστούν προβληματική, αν όχι ουτοπική, την κοινωνιολογική

μετακένωση της διαβουλευτικής πολιτικής στις σύγχρονες κοινωνίες, προσήκει μάλλον

να αναζητηθούν στις ιεραρχικές σχέσεις που διαπλάθει ο κεφαλαιοκρατικός

καταμερισμός της εργασίας και η γραφειοκρατικοποίηση της πολιτικής στις

φιλελεύθερες δημοκρατίες253

. Οι δομές της δημοσιότητας διαθλούν ανυπέρβλητες

ασυμμετρίες εξουσίας, όταν κοινωνικά ισχυρές επιχειρηματικές ομάδες είναι σε θέση να

προωθούν πολιτικές επιλογές ενάντια σε κάθε αντίσταση ή όταν οι πολίτες αποκλείονται

από τους χώρους όπου οι κομματικές γραφειοκρατίες λαμβάνουν κρίσιμες για την

κοινωνία αποφάσεις.

Έτσι, μια θετική στάση έναντι της συλλογικής δράσης στη δημοκρατική άσκηση

της εξουσίας εξυπονοεί αναπόδραστα και μια σειρά αιτημάτων μετασχηματισμού των

σύγχρονων κοινωνικοπολιτικών δομών. Η εγκατάλειψη της κριτικής θεώρησης του

δημοκρατικού ζητήματος δεν επιτρέπει αισιοδοξία σχετικά με την προοπτική τυχόν

πύκνωση του δικτύου εθελοντικών συνενώσεων να αντισταθμίσει την υποχώρηση της

αναδιανεμητικής πολιτικής στην ύστερη κεφαλαιοκρατία, όπως διατείνεται αντιθέτως η

συνεταιρική (associative) αντίληψη της δημοκρατίας254

. Όπως έχει καταδείξει ο

252

James Bohman, «Democracy as inquiry, inquiry as democratic: Pragmatism, social science and the

cognitive division of labor», American Journal of Political Science, τ. 43, 1999, σ. 590-607.

253 Offe, «Politische Herrschaft und Klassenstrukturen», ό.π., σ. 181.

254 Βλ., για παράδειγμα, Joshua Cohen/Joel Rogers, «Secondary associations and democratic

governance», σε των ίδιων (επιμ.), Associations and democracy, ό.π., σ. 7-100. Σύμφωνα με τον

θεμελιωτή της συνεταιρικής αντίληψης για τη δημοκρατική αρχή Paul Hirst, «η αντιπροσωπευτική

δημοκρατία έχει καταστεί αδιαφιλονίκητη και ανυπέρβλητη», επομένως η θεωρία πρέπει να «αποδεχθεί

Μανώλης Αγγελίδης, η εν λόγω θεώρηση αυτοπροτείνεται μεν ως ολοκληρωμένη

απάντηση στην κρίση του κοινωνικού κράτους, χωρίς όμως να θεματοποιεί τις αιτίες της

τελευταίας. Δίχως να διερευνά δηλαδή την αντινομική σχέση ανάμεσα στην εξασφάλιση

των όρων συσσώρευσης του κεφαλαίου και στην υλοποίηση της κοινωνικής αρχής στα

συστήματα του καπιταλιστικού καταμερισμού της εργασίας255

. Ωστόσο, οι ίδιοι

κοινωνικοί διαχωρισμοί, που εξωθούν τις δομές του παρεμβατικού και αναδιανεμητικού

κράτους σε κρίση, καθιστούν αδύνατη και την αποκατάσταση των όρων για ίση και

ελεύθερη διαβούλευση μεταξύ των ομάδων256

.

8. Δημοκρατική αρχή, προσοδοθηρία και διαφθορά

Είναι δυνατό να υποστηριχθεί ότι οι θεωρίες προσοδοθηρίας συνιστούν ένα νέο

αναλυτικό πλαίσιο συζήτησης του δημοκρατικού προβλήματος με εστιακό κέντρο το

φαινόμενο της διαφθοράς257

. Τέτοια επανεξέταση θα ήταν πράγματι χρήσιμη. Θα

το γεγονός ότι οι ριζοσπαστικές κριτικές ενάντια στην αντιπροσωπευτική δημοκρατίας, όπως ο

μαρξισμός, έχουν πλέον εξαντλήσει τις δυνατότητές τους», Representative democracy and its limits,

Polity Press, Oxford 1990, σ. 1-2.

255 Μανώλης Αγγελίδης, Κοινωνική απορρύθμιση και δημοκρατία, Εξάντας, Αθήνα, 2000, ιδιαίτερα μέρος

4ο .

256 Για την αδυναμία της δημοκρατίας των ενώσεων να προσδιορίσει τους κανονιστικούς όρους για

ουσιαστική πραγμάτωση του διαβουλευτικού ιδεώδους στις σύγχρονες κοινωνίες βλ. Constantin

Stamatis, «On the idea of deliberative democracy: A critical appraisal», Ratio Juris, τ. 14, 2001, σ. 390-405,

ιδίως 399-403.

257 Έτσι και Πελαγίδης/Μητσόπουλος, Ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, ό.π., σ. 331-357. Για τη

συνεισφορά της Δημόσιας Επιλογής στο ζήτημα της πολιτικής διαφθοράς βλ. Susan Rose-Ackerman,

«Corruption», σε C. Rowley/F. Schneider (επιμ.), Encyclopedia of Public Choice, Kluwer Academic

Publishers, New York/Dordrecht 2004, σ. 67-76.

διεύρυνε τον ορίζοντα της θεωρίας της δημοκρατίας, που υπό την επίδραση της κλασικής

φιλελεύθερης αντίληψης φωτίζει τους κινδύνους για την αυτοκυβέρνηση κυρίως από την

πλευρά της κρατικής αυθαιρεσίας. Μολαταύτα, εξαιτίας της «…συνεχούς διαστολής του

ιδιωτικού χώρου…ο κίνδυνος της διαφθοράς και της στρέβλωσης είναι πιο πιθανό να

προέρχεται από τα ιδιωτικά συμφέροντα παρά από τη δημόσια εξουσία»258

.

Η διερεύνηση του φαινομένου της διαφθοράς επιτρέπει επιπλέον παρατηρήσεις

γόνιμες και κατατοπιστικές για την αντινομική σχέση μεταξύ της κοινωνικοπολιτικής

δομής και του αξιακού υποβάθρου των κεφαλαιοκρατικών κοινωνιών. Για την ανάδειξη

της ουσίας των σύγχρονων συστημάτων έχει μεγάλη σημασία να διαπιστώνεται η

συνεχής παραβίαση των κανόνων που τα συνέχουν από τις ίδιες τις κυρίαρχες τάξεις259

.

Με τα λόγια του Max Horkheimer, «εάν λάβουμε στα σοβαρά τις ιδέες με τις οποίες οι

αστοί ερμηνεύουν τη δομή της κοινωνίας τους –ελεύθερη ανταλλαγή, ελεύθερος

ανταγωνισμός, αρμονία των συμφερόντων κλπ.– και τις ακολουθήσουμε στις έσχατες

συνέπειές τους, εκδηλώνουν αμέσως την εγγενή αντιφατικότητά τους και μαζί με αυτή

την πραγματική αντίθεσή τους στην αστική κοινωνία»260

.

Τόσο στον αρχαίο κόσμο όσο και στο κύριο ρεύμα της θεωρίας του Διαφωτισμού,

η αδυναμία των δημοκρατικών διαδικασιών να θεραπεύσουν το κοινό συμφέρον

διερευνήθηκε σε αναφορά με το πρότυπο του ενάρετου πολίτη, ο οποίος εκτίθεται στη

258

Arendt, On revolution, ό.π., σ. 252.

259 Για τη διαφθορά ως εξάλειψη του ορίου μεταξύ «αστικής τάξης» και «λούμπεν προλεταριάτου», βλ.

Rosa Luxemburg, Ρωσική επανάσταση, Α. Στίνας (μετ.), Ύψιλον, Αθήνα 1980, σ. 73-75.

260 Max Horkheimer, «Traditional and critical theory», σε του ίδιου, Critical theory: Selected essays, S.

Aronowitz (μετ.), Continuum, New York 2002, [1937], σ. 188-243, (215).

δημόσια σφαίρα παραμερίζοντας εν ανάγκη τη δική του ωφέλεια261

. Η συζήτηση του

Madison υπήρξε ρηξικέλευθη από την άποψη αυτή. Στο 10ο Άρθρο των Ομοσπονδιακών

Κειμένων η οπτική εξέτασης του προβλήματος μετατέθηκε από την ατομική αρετή των

υποκειμένων στη χρηστή διαρρύθμιση των θεσμών.

Η Δημόσια Επιλογή ακολουθεί κι αυτή παρόμοια διαδρομή. Με δεδομένα τα

πρότυπα συμπεριφοράς που ενστερνίζεται η οικονομική ανάλυση, κατ’ ακριβολογία δεν

υφίσταται «προσοδοθηρική κοινωνία». Η χωρίς όρια επιδίωξη του κέρδους αποτελεί σε

αυτά τα υποδείγματα «φυσικό» γνώρισμα των σύγχρονων ανθρώπων. Απεναντίας η

διαφθορά θεωρείται ως αποτέλεσμα ρωγμών που παρουσιάζουν οι συνταγματικές

διευθετήσεις της πολιτείας, πρωτίστως η αρχή της πλειοψηφίας και το κοινωνικό

κράτος262

.

Η Δημόσια Επιλογή διατυπώνει τελικά μια θεώρηση του παραπάνω προβλήματος

επίσης εστιασμένη στην κρατική αυθαιρεσία263

. Ως βασικό συμπέρασμα της «πολιτικής

οικονομίας της διαφθοράς» προβάλλει η νεοφιλελεύθερη θέση, ότι το φαινόμενο θα

υποχωρήσει, μόνον εφόσον η κρατική παρέμβαση και οι αναδιανομές κοινωνικού

261

Βλ. Warren, «Democracy and corruption: Premodern, modern, postmodern», ό.π., και Mark Philp,

«Access, accountability and authority: Corruption and the democratic process», Crime, Law and Social

Change, τ. 36, 2001, σ. 357-377.

262 Ο Hayek γνώριζε ότι μια τέτοια ανάλυση δεν αποτελεί στην ουσία συζήτηση περί διαφθοράς, αφού

αναφέρεται στο «…αναπόφευκτο αποτέλεσμα μιας κυβερνητικής δομής που διαθέτει απεριόριστη

εξουσία στην ανάληψη οποιουδήποτε μέτρου απαιτείται για την ικανοποίηση αυτών που τη στηρίζουν»,

The political order of a free people, ό.π., σ. 15.

263 «Η διαφθορά είναι ζήτημα μιας πολιτικής εξουσίας που διαθέτει διακριτική ευχέρεια» ισχυρίζονται με

αρκετή ευκολία οι Bruce Benson/John Baden, «The political economy of governmental corruption: The

logic of underground government», Journal of Legal Studies, τ. 14, 1985, σ. 391-410, (394).

εισοδήματος περισταλούν δραστικά. Ενόσω δηλαδή το κράτος εμπλέκεται στο

οικονομικό και κοινωνικό πεδίο, θα ασκείται μη αποδοτική δημόσια πολιτική264

.

Η άποψη αυτή βρίσκει μεγάλη απήχηση στην πολιτική πράξη265

, αλλά παραμένει

αμφιλεγόμενη τόσο στην εμπειρική της ευστάθεια266

, όσο και στα αξιακά της

περιεχόμενα267

. Ως πλαίσιο ανάλυσης, παρορά τη δομική σχέση μεταξύ αγοράς και

δημοκρατίας, η οποία επιτρέπει στους οικονομικούς ανταγωνισμούς να παρεισδύουν

στρεβλωτικά στις πολιτικές διεργασίες, τίκτοντας ταυτόχρονα ένα πλέγμα στάσεων

κερδοσκοπίας και συλλογικής δυσπιστίας268

.

Ασφαλώς, με τη μετεξέλιξη του κράτους σε κοινωνικό εμφανίζονται νέες μορφές

έκνομης ιδιοτελούς συμπεριφοράς. Η νεοφιλελεύθερη κριτική αγγίζει πράγματι ένα

διακριτό τύπο πιθανής απονομιμοποίησης της πλειοψηφικής δημοκρατίας, που

εκδηλώνεται στον 20ο αιώνα λόγω της εισόδου του πολιτικού στοιχείου σε χώρους

264

Βλ. τις συνεισφορές στον τόμο A. Jain (επιμ.), The political economy of corruption, Routledge, London

1996, ιδίως την κριτική του Michael Johnston, «The definition debate: Old conflicts in new guises», στο

ίδιο, σ. 11-31.

265 Βλ. Ed Brown/Jonathan Cloke, «Neoliberal reform, governance and corruption in the South: Assessing

the international anti-corruption crusade», Antipode, τ. 1, 2004, σ. 272-294.

266 John Gerring/Strom Thacker, «Do neoliberal policies deter political corruption?», International

Organization, τ. 59, 2005, σ. 233-254.

267 Τη θέση, ότι για οποιαδήποτε πολιτική καταπολέμησης της διαφθοράς, θα πρέπει να θεωρείται

δεδομένος ο παρεμβατικός χαρακτήρας του κράτους και η παροχική λειτουργία της διοίκησης

υποστηρίζει ευλόγως ο Δημήτριος Ράικος, Δημόσια διοίκηση και διαφθορά, Σάκκουλας,

Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2006, σ. 72-84.

268 Donatella della Porta/Alberto Vannucci, Corrupt exchanges: Actors, resources and mechanisms of

political corruption, Walter de Gruyter, New York 1999, σ. 7-10. Για τη διαφθορά ως αποτέλεσμα της

διαρκούς «διαπλοκής» μεταξύ πολιτικού συστήματος, ιδιωτικών συμφερόντων και κεφαλαίου, βλ.

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς/Τάκης Καφετζής, «Περί πολιτικής διαφθοράς», Ελληνική Επιθεώρηση

Πολιτικής Επιστήμης, τ. 31, 2008, σ. 5-45.

άβατους για τη δραστηριότητα του «κράτους νυκτοφύλακα». Με την αναχάραξη του

ορίου μεταξύ δημοσίου και ιδιωτικού, οι κοινωνικές σχέσεις ισχύος των πολιτών

ενεργοποιήθηκαν πολιτικά και η άμεση επίδρασή τους φανερώθηκε σε πλήθος

αποφάσεων269

.

Υπ’ αυτές τις συνθήκες, οι σαφείς ή υπονοούμενες απειλές, καθώς επίσης και οι

κρυφές συναλλαγές, όντως έχουν μετατραπεί σε μέσα άσκησης επιρροής για τους φορείς

κοινωνικής δύναμης. Το φαινόμενο αυτό, όμως, δε σχετίζεται ευθέως με τους θεσμούς

και την παρέμβασή τους στην οικονομική σφαίρα. Η ενδημική παρουσία διαφθοράς στα

φιλελεύθερα αντιπροσωπευτικά συστήματα αποτελεί μέρος των εντάσεων που

ανακύπτουν αναπόφευκτα στο εσωτερικό του πολιτεύματος αυτοκυβέρνησης σε αστικές

κοινωνίες ανισότητας. Μολαταύτα, το αίτημα για επάνοδο σε ένα αυστηρά οριοθετημένο

και αυτοπεριοριζόμενο κράτος δεν τείνει σε υπέρβαση αυτών των αντιφάσεων. Απλώς

τις συγκαλύπτει σιωπηρά, απαλείφοντας τα ίχνη τους στην κρατική λειτουργία270

.

Η αποδοτικότητα δεν μπορεί να αποτελέσει το κριτήριο για την προσέγγιση του

προβλήματος της διαφθοράς. Όπως είπαμε παραπάνω, ο προσδιορισμός της

κοινωνικοοικονομικά αποδοτικότερης πολιτικής συνιστά ζητούμενο και όχι δεδομένο για

την πλειοψηφική διαδικασία. Σε μια δημοκρατία η διαφθορά συνιστά μορφή «έμμεσου»

αποκλεισμού των πολιτών από τις διεργασίες. Τούτο οφείλεται στη στρατηγική των

269

Claus Offe, «Politische Legitimation durch Mehrheitsentscheidung?», σε T. Meyer et al. (επιμ.),

Widerstandsrecht in der Demokratie: Pro und Contra, L΄ 80 Verlagsgesellschaft, Köln 1984, σ. 101-119,

(115-118) και Udo Bembach, «Thesen zum Zusammenhang von Wertwandel: Alter versus neuer Politik

und politischen Institutionen», σε A. Randelzhofer/W. Süss (επιμ.), Consens und Konflikt: 35 jahre

Grundgesetz, Duncker & Humblot, Berlin/New York 1986, σ. 441-454, ιδίως 451-452.

270Urs Müller Plantenberg, «Demokratie und Markt: Zur Kritik neoliberaler Demokratietheorien», Prokla,

τ. 61, 1985 σ. 41-48.

κρατικών αξιωματούχων να επικαλούνται μεν δημόσια το κοινό καλό, ενώ στις αποφάσεις

τους υπηρετούν εσκεμμένα ιδιωτικά συμφέροντα ή εξουσιαστικές επιδιώξεις271

. Αυτή η

διπροσωπία αποτελεί παράγοντα διάβρωσης της δημοκρατικής δημοσιότητας, που

παρεμποδίζει τη λειτουργία της ως χώρου απόδοσης πολιτικής ευθύνης.

Εξυπακούεται ότι το ζήτημα του θεσμικού πλαισίου διόλου δεν πρέπει να

υποτιμάται. Η οργάνωση των διαδικασιών δεν μπορεί να στηρίζεται στην υπόθεση ενός

«ενάρετου» λαού272

. Η ηθικότητα και η διαλογική διάθεση των υποκειμένων δέον να

αντιμετωπίζονται ως αρετές εν ανεπαρκεία, ως πολιτικές στάσεις που μπορούν

καλλιεργηθούν μόνο μέσω της επικοινωνιακής διάδρασης των πολιτών στο δημόσιο

σχολείο της δημοκρατίας. Αλλά γίνεται φανερό ότι το διατυπανιζόμενο πρότυπο του

ιδιοτελούς υποκειμένου ουδόλως συμβάλλει σε αυτή την κατεύθυνση. Θέλοντας να

αποφύγουν ρομαντικές εξιδανικεύσεις273

, οι υποστηρικτές της Δημόσιας Επιλογής

υποσκάπτουν την εμπιστοσύνη στη δυνατότητα των κοινωνιών να αυτοκυβερνηθούν274

.

271

Mark Warren, «What does corruption mean in a democracy», American Journal of Political Science, τ.

48, 2004, σ. 328-343 και του ίδιου, «Democracy and deceit: Regulating appearances of corruption»,

American Journal of Political Science, τ. 50, 2006, σ. 160-174.

272 Βλ. και Γιώργος Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία: Δημοκρατία και αντιπροσώπευση,

Πατάκης, Αθήνα 2007, σ. 746-747.

273 «Περιγράφουμε τον άνθρωπο ως άτομο που μεγιστοποιεί τον πλούτο, όχι επειδή αυτό το πρότυπο

αποτελεί αναγκαστικά την πιο ακριβή εμπειρική περιγραφή, αλλά διότι αναζητούμε ένα υπόδειγμα

κανόνων που θα λειτουργεί καλά, πέρα από τις εισαγόμενες σε αυτό συμπεριφορές», James

Buchanan/Geoffrey Brennan, «Is Public Choice immoral? The case of a noble lie», Virginia Law Review, τ.

79, 1988, σ. 179-189, (188).

274 «Η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής δεν αφορά στην αποτυχία των δημοκρατικών θεσμών να τηρήσουν

τις υποσχέσεις τους Αυτή η κατάσταση θα μπορούσε ενδεχομένως να μεταβληθεί. Αποτελεί αντίθετα μια

προσπάθεια να αποδειχθεί ότι…η δημοκρατική σφαίρα είναι ένας χώρος αρπαγής. Μια καταστροφική

κατάσταση που δεν μετριάζεται, αλλά μπορεί να γίνει ανεκτή μόνον εάν συρρικνωθεί και περιοριστεί»,

Mark Kelman, «On democracy-bashing: A skeptical look at the theoretical and the empirical practice of

Έτσι, «ούτε η δέσμευση, ούτε η διάθεση να φτάσουμε σε διαλογικές αποφάσεις μπορεί

να θεωρείται δεδομένη χωρίς ορθή διάταξη των θεσμών. Συνάμα δεν μπορούμε, όμως, να

αναμένουμε αποτελέσματα που προωθούν το κοινό καλό, παρά μόνον εάν οι πολίτες τα

αναζητούν», συνειδητά τουλάχιστον μέχρι κάποιο βαθμό275

.

9. Ομάδες συμφερόντων και νομοθέτηση

Με βάση τα πορίσματα της θεωρίας ομάδων η Σχολή της Οικονομικής Ανάλυσης

του Δικαίου φιλοδοξεί να διαυγάσει πληρέστερα τη νομοθετική διαδικασία στα

σύγχρονα συνταγματικά κράτη. Κεντρικός άξονας του αναλυτικού αυτού πλαισίου είναι

να εντοπιστούν τα «στίγματα» που εντυπώνει στο γραπτό δίκαιο η διαπλοκή των

νομοθετικών οργάνων με τα ομαδικά συμφέροντα. Η εν λόγω θεώρηση κατοπτεύει τη

νομοθεσία στο κοινωνικό κράτος δικαίου ως μόνιμα «ανοιχτό» κατάλογο από

ευκαιριακές αναδιανεμητικές ρυθμίσεις, τις οποίες πετυχαίνουν τα συσπειρωμένα

συμφέροντα σε βάρος του γενικού καλού276

. Πρόκειται για προσπάθεια να επιρριφθεί

ενάντια στην κοινωνική πολιτική ένας ψόγος, που ο Adam Smith είχε διατυπώσει κατά

the Public Choice movement», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 199-273, (202) και Uhrs Müller-

Plantenberg, «Das Mehrheitsprinzip zwischen Macht und Markt: Formen der Abwertung

Mehrheitsprinzips», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π.,

σ. 292-307, (299).

275 Joshua Cohen, «Deliberation and democratic legitimacy», σε J. Bohman/W. Rehg (επιμ.), Deliberative

Democracy, ό.π., σ. 67-91, (79).

276 Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 469-473. Πρβλ. «ας αναλογισθούμε,

διαβάζοντας την ισχύουσα νομοθεσία –οποιοδήποτε μάλιστα τμήμα της– ποιες διατάξεις είναι

αναγκαίες και ποιες κατά το συμβεβηκός, που προκλήθηκαν από πιέσεις ‘φορέων’, ‘ενδιαφερομένων’,

‘συντεχνιών’, ‘ομάδων πίεσης’ κ.λ.π.», Φίλιππος Σπυρόπουλος, «Ειδικές εκφάνσεις της οικονομικής

ελευθερίας», Το Σύνταγμα, 2000, τευχ. 6, σ. 1146-1149, (1149).

του μερκαντιλισμού. Στόχος είναι να καταδειχθεί η ουσία της κρατικής παρέμβασης στην

οικονομία, ως νομοθεσίας που διακινεί και κατοχυρώνει τα συμφέροντα ισχυρών

κοινωνικών ομάδων277

.

Ένα ρεύμα της Οικονομικής Ανάλυσης του Δικαίου προτείνει μεθόδους

ερμηνείας του γραπτού δικαίου με ιδιαίτερο γνώρισμα τη «μεροληψία» σε βάρος των

αναδιανεμητικών επιτυχιών των ομάδων, καλώντας τις δικαστικές κρίσεις να τις

εξουδετερώνουν278

. Επιπροσθέτως, όμως, ο Richard Posner, ο πιο επιφανής

εκπρόσωπος της Σχολής, χρησιμοποιεί την παραπάνω νομοθετική θεωρία, για να

επικρίνει το γραπτό δίκαιο, αξιώνοντας την παλινόρθωση του κλασικού

αγγλοσαξονικού συστήματος νομολογιακού δικαίου279

. Το αίτημα εδράζεται στην

προαντίληψη, ότι η δικαστική διαδικασία είναι λιγότερο ευένδοτη στις πιέσεις των

συμφερόντων σε σχέση με τα νομοθετικά σώματα280

.

Οι αναλύσεις του Posner για τη νομοθετική διαδικασία είναι δηλωτικές της

απουσίας του στοιχείου της δημοκρατικής δημοσιότητας στην Οικονομική Ανάλυση.

Ασπαζόμενος μια αρκετά παραδοσιακή αντίληψη για τη φύση και την ερμηνεία του

δικαίου281

, ο Posner ισχυρίζεται ότι οι επιτυχίες των οργανωμένων ομάδων μπορούν

277

Μανώλης Αγγελίδης, Φιλελευθερισμός κλασικός και νέος, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1993, σ.

132 και Cohen/Rogers, «Secondary associations and democratic governance», ό.π., σ. 15-16.

278 Βλ. για παράδειγμα, William Eskridge, «Politics without romance: Implications of Public Choice theory

for statutory interpretation», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 311-352.

279 Θάνος Παπαϊωάννου, «Η οικονομική ανάλυση του δικαίου: Μια ενδιαφέρουσα αλλά και επικίνδυνη

θεωρία», Αισυμνήτης, τ. 4, 1991, σ. 52-66, (59).

280 Posner, The economic analysis of law, ό.π., κεφ.13

ο.

281 Η οποία αντιλαμβάνεται τον νόμο ως «εντολή» του νομοθέτη προς τα κρατικά όργανα. Βλ. Richard

Posner, «Legal Formalism, Legal Realism, and the interpretation of statutes and the Constitution», Case

Western Reserve Law Review, τ. 37, 1987, σ. 171-196, (189-190).

να χαρακτηριστούν ανήθικες, αλλά σε καμία περίπτωση αντισυνταγματικές. Ο

δικαστής δεν έχει εξουσία να ακυρώνει, ούτε και να συρρικνώνει ερμηνευτικά τις

νομοθετικές αναδιανομές κοινωνικού πλούτου. Η δικανική κρίση οφείλει να

παραμένει πιστή στο σκοπό του νομοθέτη, χωρίς να αξιολογεί κριτικά τα κίνητρα που

έχουν οδηγήσει στη θέσπιση των εφαρμοζόμενων ρυθμίσεων282

.

Η δικαστική δικαιοδοσία μπορεί ωστόσο να περιορίσει την εφαρμογή των

αναδιανεμητικών διατάξεων ακούσια. «Εφόσον οι νομοθέτες χρησιμοποιούν αισώπεια

γλώσσα για να ‘εξαπατήσουν’ πιθανούς εχθρούς των ομάδων, οι οποίες

υποκρύπτονται πίσω από τη σχετική διάταξη, μπορούν επίσης [οι νομοθέτες] να

ξεγελάσουν και τα δικαστήρια, περιορίζοντας τη δύναμη των ιδιαίτερων

συμφερόντων»283

.

Ωστόσο, φρονούμε ότι αυτή η αισώπεια γλώσσα, που, σύμφωνα με τον Posner,

μεταμφιέζει τις προσοδοθηρικές επιδιώξεις των ομάδων σε ρυθμίσεις υπέρ του

δημοσίου συμφέροντος, δεν προκύπτει συμπτωματικά. Σε αυτήν εντοπίζεται η

ωφέλεια σε ελλογιμότητα, την οποία προσπορίζεται το κράτος δικαίου, εφόσον η

νομοθεσία τίθεται και μεταβάλλεται στα πλαίσια μιας δημόσιας διαδικασίας

διαβούλευσης. Αυτό που ο Posner εννοεί ως «εξαπάτηση» των αποδεκτών του δικαίου

από τον νομοθέτη, αναφέρεται στην, κατά την έκφραση του Jon Elster, «εκπολιτιστική

δύναμη της υποκρισίας»284

. Στην πραγματικότητα, το νομοθετικό όργανο έχει

υποκύψει στην επικοινωνιακή ισχύ, η οποία αναδύεται από το κοινό μιας πολιτικής

282

Richard Posner, «Economics, politics, and the reading of statutes and the Constitution», University of

Chicago Law Review, τ. 49, 1982, σ. 261-288, (272).

283 Στο ίδιο, σ. 273.

284Jon Elster, «Introduction», σε J. Elster (επιμ.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 1-18, (12).

δημοσιότητας, όταν, παρά τις ανομολόγητες επιδιώξεις των πολιτικών δυνάμεων που

επικράτησαν στη διαδικασία, αυτές νιώθουν υποχρεωμένες να παριστάνουν πως

κήδονται του δημοσίου συμφέροντος. Ίσως, κάτι τέτοιο είχε κατά νου η Arendt, όταν

διέβλεπε ότι στη δημόσια σφαίρα οι ιδιωτικές στοχεύσεις εξουδετερώνονται, καθώς το

«φαίνεσθαι» επιδρά διαμορφωτικά επί του «όντος»285

.

Δεν αποτελεί συνεπώς στοιχείο πολιτικού αυταρχισμού στην παράδοση του

δημοκρατικού ρεπουμπλικανισμού «η, ως εκ θαύματος, υποταγή των ιδιωτικών

συμφερόντων στο δημόσιο συμφέρον και στο κοινό καλό (που προκύπτει από το

διάλογο) και μάλιστα με τη θέληση των πολιτών, των οποίων οι προτιμήσεις

διαμορφώνονται καταλλήλως στη διάρκεια του διαλόγου»286

. Οι πολίτες μπορούν

προσανατολίζονται στο δημόσιο συμφέρον εξαιτίας ηθικοπολιτικών δεσμεύσεων, που

εξυφαίνει η επικοινωνιακή τους αλληλόδραση.

Τουναντίον, αυτή ακριβώς η προσπάθεια διαβολής της νομοθετικής διαδικασίας,

μέσω της έκθεσης των ανομολόγητων ιδιωτικών επιθυμιών που την κινητοποιούν,

οδηγεί σε διασταύρωση της θεωρίας των ομάδων με αυταρχικές πολιτικές αντιλήψεις.

Ας μη λησμονείται ότι κοινή ουσία της πολιτικής του τρόμου, τόσο στη ροβεσπιερική

όσο και στη σταλινική της εκδοχή, στάθηκε ακριβώς η απαξίωση της δημόσιας δράσης

μέσω της συστηματικής «…αποκάλυψης του απόκρυφου, [της] αφαίρεσης της

μεταμφίεσης, [της] έκθεσης της διπροσωπίας και της ψευδολογίας»287

.

Η καθολική κριτική στην αρχή της πλειοψηφίας δεν θα μπορούσε να παραμείνει

χωρίς συγκεκριμένα πολιτικά επακόλουθα στις αναλύσεις των θεωρητικών της

285

Arendt, On revolution, ό.π., σ. 102-109

286 Όπως πιστεύει ο Χατζής, «Η αναβίωση της ρεπουμπλικανικής θεωρίας του δικαίου», ό.π., σ. 101.

287 Arendt, On revolution, ό.π., σ. 100.

Δημόσιας Επιλογής. Ο θεωρητικός σκεπτικισμός έχει αντίθετα εμφυσήσει σε μερίδα

του ρεύματος αυτού την ιδέα για συνολική αναδιάρθρωση των θεσμών λήψης

απόφασης στα σύγχρονα κράτη.

Κεφάλαιο τέταρτο

Το πολιτικό σχέδιο της «συνταγματικής επανάστασης»

1. Ο κανόνας της αυξημένης πλειοψηφίας και η πολιτική θωράκιση του status quo

Το αίτημα της άρσης των «εκμεταλλευτικών» οικονομικών αναδιανομών έχει

εμπνεύσει σε μέρος των θιασωτών της Δημόσιας Επιλογής ένα μεταρρυθμιστικό σχέδιο

«συνταγματικής επανάστασης», με στόχο την οχύρωση των θεσμών έναντι της ισχύος

των οργανωμένων συμφερόντων. Για τους Buchanan και Tullock, οι ατέλειες της

πλειοψηφικής δημοκρατίας αμβλύνονται κατά τη λειτουργία των αντιπροσωπευτικών

σωμάτων λόγω των συναλλαγών ψήφου (logrolling). Πρόκειται για συνήθη πρακτική στις

κομματικώς απείθαρχες συνελεύσεις των Η.Π.Α., όπου ένας βουλευτής παρέχει ψήφο σε

ένα αδιάφορο για τον ίδιο ζήτημα, με αντάλλαγμα την υποστήριξη σε κάποιο άλλο, που

θα τεθεί στη διαδικασία μελλοντικά ή ταυτόχρονα με τη μορφή νομοθετικού πακέτου. Το

σύστημα αυτό προκαλεί διασπορά των ωφελημάτων από τη νομοθετική διαδικασία και

μείωση του κύκλου των ηττημένων, πράγμα που ωθεί σε αποδοτικότερες κατά Pareto

λύσεις. Οι Buchanan και Tullock δείχνουν να αντιλαμβάνονται την διάδοσή του ως

«αντίσταση» των υποκειμένων στις άκαμπτες και τυραννικές θεσμικές ρυθμίσεις της

πλειοψηφικής δημοκρατίας, με βάση τη θεώρηση της πολιτικής ως ανταλλαγής288

.

Αυτό όμως που θα μπορούσε να επιτρέψει ακόμη ευρύτερη διασπορά των κερδών

είναι η ανοιχτή αγοραπωλησία ψήφων. Παρόμοια ρύθμιση δεν θα έπληττε την αρχή της

ισότητας, κατά τους Buchanan και Tullock, εφόσον οι πολίτες συνεχίζουν να διαθέτουν

288

Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 251.

μία ψήφο και όλοι έχουν αντίστοιχα την ίδια δυνατότητα να πλουτίσουν πουλώντας την

ή αγοράζοντας τις ψήφους των άλλων289

. Επιπλέον, από τους άμεσους στόχους της

«επανάστασης» είναι η πρόταση που ανασύρεται από το έργο του Σουηδού

οικονομολόγου Knut Wicksell, για υιοθέτηση κανόνων αυξημένης πλειοψηφίας στις

νομοθετικές συνελεύσεις, όταν οι αποφάσεις αφορούν σε οικονομικά θέματα290

.

Αυξάνοντας την περιεκτικότητα του κανόνα σε συναίνεση, οι συγγραφείς ευελπιστούν

ότι η επιζήτηση της αναδιανεμητικής νομοθεσίας θα πάψει να παρουσιάζει οικονομικό

ενδιαφέρον για τις ομάδες συμφερόντων. Το κόστος σχηματισμού ενός διευρυμένου

πλειοψηφικού συνασπισμού, αλλά και η διάχυση του οφέλους θα επιδρούν ανασταλτικά

για οποιονδήποτε επιθυμεί να «κερδοσκοπήσει» μέσω της νομοθεσίας.

Εύκολα αντιλαμβάνεται κανείς ότι, με την εισαγωγή κανόνων αυξημένης

πλειοψηφίας, η δημοκρατική διαδικασία αποστερείται ενός ζωτικού της γνωρίσματος,

δηλαδή της αμεροληψίας. Οι προς ψήφιση προτάσεις δεν έχουν πλέον ίση τυπική

δυνατότητα να είναι αυτές που θα επιλεγούν. Ο κανόνας της αυξημένης πλειοψηφίας

μεροληπτεί αντιθέτως υπέρ του status quo, επιτρέποντας σε μια μειοψηφία έμφραξης

(blocking minority) να παρακωλύει κάθε ανεπιθύμητη για την ίδια μεταβολή291

.

Εντούτοις, αυτό δεν αποτελεί για τους Buchanan και Tullock μεταφορά εξουσίας προς

τις μειοψηφίες, εφόσον πολιτική ισχύς, κατά τη γνώμη τους, είναι η δυνατότητα επιβολής

289

Στο ίδιο, σ. 441.

290 Στο ίδιο, σ. 164-167. Ρυθμίσεις αυτού τους τύπου δεν είναι άγνωστες στα πολιτειακά συντάγματα των

Η.Π.Α., βλ. Mandy Rafool, «State tax and expenditure limitations», National Conference on State

Legislators, Legislative Finance Papers, no 104, 1996 (www./programms/fiscal/ltp104.htm). Στην ελληνική

βιβλιογραφία, παραπλήσια θέση εισηγούνται οι Πελαγίδης και Μητσόπουλος, Η ανάλυση της ελληνικής

οικονομίας, ό.π., σ. 360-362.

291 William Samuelson/Richard Zeckhauser, «Status Quo bias in decision making», Journal of Risk and

Uncertainty, τ. 1, 1988, σ. 7-59.

εξωτερικού κόστους στους πολίτες, ενώ οι κανόνες αυξημένης πλειοψηφίας λειτουργούν

μόνο αποτρεπτικά292

.

Ωστόσο, ήδη στην κλασική θεωρία η παράλυση της συλλογικής δράσης γινόταν

αντιληπτή ως επιλήψιμη εξουσιαστική επιβολή. Ο Madison, λόγου χάρη, αντέκρουσε την

πρόταση να υιοθετηθούν τέτοιοι κανόνες υποστηρίζοντας: «σε όλες τις περιπτώσεις, στις

οποίες η δικαιοσύνη ή το κοινό καλό θα απαιτεί την ψήφιση νέων νόμων οι θεμελιακές

αρχές της ελεύθερης κυβέρνησης θα αντιστραφούν. Δεν θα είναι πλέον η πλειοψηφία

που κυβερνά, αλλά η εξουσία θα έχει μεταφερθεί στα χέρια της μειοψηφίας»293

.

Αλλά ακόμη κι από την οπτική των Buchanan και Tullock –κατά εσωτερική

κριτική της σκέψης τους–, η εφαρμογή κανόνων πυκνότερων σε συναίνεση οδηγεί σε

ανεπιθύμητα αποτελέσματα. Τέτοιου είδους ρυθμίσεις δυσχεραίνουν τη συλλογική

δράση γενικά, άρα και τη θέσπιση νομοθεσίας που απαλλάσσει τους πολίτες από

εξωτερικό κόστος294

. Επιπλέον, οι αναδιανεμητικές επιτυχίες των επιμέρους

συμφερόντων εμφανίζονται περισσότερο σταθερές, πράγμα που τις καθιστά ενδεχομένως

πιο ελκυστικές ως επενδύσεις295

. Αυτό που διασφαλίζει τις μειοψηφίες είναι ότι η

292

Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 424.

293 The Federalist Papers, ό.π., άρθρο 58, σ. 359. Σχολιάζοντας μια αποτυχημένη προσπάθεια

συνταγματικής αναθεώρησης, όπου ίσχυε ο κανόνας της αυξημένης πλειοψηφίας, ο Marx έγραφε: «Η

πλειοψηφία λάμβανε θέση κατά του Συντάγματος, αλλά το Σύνταγμα λάμβανε θέση υπέρ της

μειοψηφίας και θεωρούσε την απόφασή της δεσμευτική», Karl Marx, Die achtzehnte Brumaire des Louis

Bonaparte, Duncker & Humblot, Berlin 1966, σ. 84.

294 Amartya Sen, Collective choice and social welfare, Holden-Day, San Francisco 1979, σ. 300.

295 Ο Γιώργος Κοντογιώργης τίθεται υπέρ των κανόνων ευρύτερης συναίνεσης με το επιχείρημα, ότι «η

μεταβολή της στιγμιαίας πλειοψηφίας σε γεγονός με χρονικό ορίζοντα…μετατρέπει την εκλογική

μειοψηφία σε πολιτική μειονότητα», «Κράτος και αυτοδιοίκηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», σε

Α. Μακρυδημήτρης (επιμ.), Αυτοδιοίκηση και κράτος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, Σάκκουλας,

διαδικασία ανάκλησης των αποφάσεων παραμένει κατά το δυνατόν ανοιχτή στην

πιθανότητα να σχηματιστούν νέες πλειοψηφίες296

. Συνεπώς, ακόμη κι από την οπτική του

ορθολογικού υποκειμένου, ανακύπτουν σοβαροί λόγοι να προτιμηθεί ο κανόνας της

απλής πλειοψηφίας (50% συν 1 ψήφοι), καθώς εξασφαλίζει ότι είναι πιθανότερο οι

συμμετέχοντες να βρεθούν συχνότερα στη θέση του νικητή παρά του ηττημένου297

.

Τούτο δεν οδηγεί eo ipso στην απόρριψη των κανόνων αυξημένης πλειοψηφίας

ως αντίθετων στη δημοκρατική ελευθερία. Υπό συγκεκριμένες συνθήκες, μπορούν να

συνεισφέρουν στη βελτίωση της ποιότητας των δημοκρατικών διαβουλεύσεων ή να

εγγυηθούν την πολιτική θέση των μειοψηφιών. Σε θέματα ιδιαίτερης βαρύτητας, όπως η

αναθεώρηση του συντάγματος, οι αυξημένες συναινέσεις εξασφαλίζουν ευλόγως αργές

και διαλογικές διαδικασίες. Μπορούν επίσης να αναπτύξουν προστατευτική λειτουργία

στην περίπτωση δομικών μειονοτήτων, δηλαδή για ομάδες που διακρίνονται λόγω

κάποιου συγκεκριμένου κοινωνικού χαρακτηριστικού, με αποτέλεσμα να καθίστανται

ευάλωτες στον πολιτικό ανταγωνισμό. Φυσικά η προστασία αυτή προϋποθέτει ότι το

status quo παρέχει ειλικρινώς προστασία στα μέλη της μειονότητας.

Ωστόσο, οι Buchanan και Tullock δείχνουν να θεωρούν το ζήτημα της αρχικής

κατανομής των αγαθών ως αδιάφορο για την κατασκευή του κοινωνικού συμβολαίου

Αθήνα/Κομοτηνή 2003, σ. 68. Κατά την άποψή μας, οι κανόνες αυξημένης πλειοψηφίας ευνοούν ως επί

τω πολύ την μακροβιότητα των στιγμιαίων αποφάσεων.

296 Βλ. A.G.McGann, «The tyranny of supermajority: How can majority rule protect minorities», Journal of

Theoretical Politics, τ. 16, 2004, σ. 53-77.

297 Όπως δείχνει ο Douglas Rae και δη με βάση μια κατασκευή συμβολαίου όμοια με των Buchanan και

Tullock, «Decision rules and individual values in constitutional choice», American Political Science Review,

τ. 63, 1969, σ. 40-56.

τους298

. Μια από τις λίγες αναφορές τους στην υφή της κοινότητας, στην οποία θα

μπορούσε να εφαρμοστεί το προτασσόμενο θεσμικό σύστημα, διευκρινίζει: «…η

ανάλυσή μας σχετικά με τη διαδικασία διαμόρφωσης του Συντάγματος έχει μικρή μόνο

σχέση κι εφαρμογή σε κοινωνία που χαρακτηρίζεται από οξεία διαφοροποίηση του

πληθυσμού σε διακριτές κοινωνικές τάξεις ή χωριστές φυλετικές, θρησκευτικές ή εθνικές

ομαδοποιήσεις, οι οποίες αρκούν για να ενθαρρύνουν τη διαμόρφωση προβλέψιμων

πολιτικών συνασπισμών και στις οποίες ένας από τους συνασπισμούς αυτούς έχει μια

σαφώς πλεονεκτική θέση κατά το συνταγματικό στάδιο»299

. Όπως φάνηκε παραπάνω,

όσο περισσότερο ισχύουν αυτοί οι όροι ομοιογένειας, τόσο περισσότερο καθίσταται άνευ

αντικειμένου η προστατευτική λειτουργία της αυξημένης πλειοψηφίας. Σε έναν ρευστό

πολιτικά χώρο οι μειοψηφίες έχουν συμφέρον από την εφαρμογή της αρχής της απλής

πλειοψηφίας.

Ωστόσο, καθώς η πρόταση των Buchanan και Tullock αποβλέπει σε παρεμπόδιση

των αναδιανομών και αποθάρρυνση της προσοδοθηρικής συμπεριφοράς, είναι θεμιτό να

εικάσουμε τις βαθύτερες επιδιώξεις της προτεινόμενης συναινεσιακής στροφής στις

διαδικασίες. Παρά την προσπάθειά της να εμφανιστεί ως κοινωνικά αμερόληπτη, η

προτεινόμενη «συνταγματική επανάσταση» δείχνει να στοχεύει –ή σε κάθε περίπτωση

298

Πράγμα που μαρτυρεί, βεβαίως, ουσιαστικές οφειλές του συμβολαίου τους στον Hobbes, καθώς

εκλαμβάνουν ως δυνατή τη δίκαιη ρύθμιση των πολιτικών θεσμών βάσει υποθετικών συναινέσεων

προσώπων, που εκκινούν από άνισες θέσεις σε μια φυσική κατάσταση, Wolfgang Kersting, Die politische

Philosophie des Gesellschaftsvetrags, Primus Verlag, Darmstadt 1996, σ. 342-346.

299 Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 167. Η θέση εγκλείει μια προφανώς

απλουστευτική αντίληψη των όρων ανάδυσης φαινομένων τυραννίας στις σύγχρονες δημοκρατίες και

καθιστά μη ρεαλιστικό το σύνολο του σχεδίου της «συνταγματικής επανάστασης», το οποίο οι δύο

συγγραφείς ευαγγελίζονται, James Hyland, Democratic theory: The philosophical foundations,

Manchester University Press, Manchester 1995, σ. 90.

απολήγει– σε υπερβάλλουσα προστασία της «δομικής μειονότητας» των λίγων,

ευνοημένων από την υφιστάμενη κατανομή του κοινωνικού πλούτου.

Οι παραπάνω κριτικές παρατηρήσεις σχετικά με τη λανθάνουσα ταξική φύση του

αιτήματος για αυξημένες πλειοψηφίες φανερώνουν περαιτέρω κρίσιμες όψεις του

συστήματος θεσμοποίησης της λαϊκής κυριαρχίας στις σύγχρονες κοινωνίες. Οι

θεωρητικοί της Δημόσιας Επιλογής αντιλαμβάνονται, όχι αδίκως, ότι με την αναγνώριση

του καθολικού δικαιώματος ψήφου οι δημοκρατικές διαδικασίες απόφασης έπαψαν να

εκφράζουν πλέον μια κοινωνικά αμερόληπτη τεχνική λήψης αποφάσεων. Η ρύθμιση των

θεσμών της πολιτικής δημοκρατίας σύμφωνα με την αρχή της πλειοψηφίας ευνόησε,

αναμφίβολα σε μικρό, αλλά πάντως αξιόλογο βαθμό, τους κοινωνικά ασθενέστερους.

Ιστορικά αυτό έχει συμβάλει ουσιαστικά σε πολιτική αναδιανομών και κρατικής

παρέμβασης, ώστε το ζητούμενο της αυτονομίας να αποκτήσει κάποιο απτό περιεχόμενο

για τις πολυπληθείς υπεξούσιες κοινωνικές τάξεις.

Παρά ταύτα, στη νεοφιλελεύθερη αντίληψη των οπαδών της Δημόσιας Επιλογής,

η ανωτέρω διαπίστωση προσλαμβάνει καθαρά αμυντική χροιά έναντι της πλειοψηφικής

δημοκρατίας. Από διαφορετική ωστόσο πολιτική σκοπιά, υπάρχει σπουδαίος λόγος για

τη σύνδεση της δημοκρατικής με την πλειοψηφική. Ο πλειοψηφικός χαρακτήρας της

δημοκρατίας ενέχει την αξίωση για διαδικασίες απόφασης κοινωνικά διακριτικές.

Δηλαδή για πολιτικές διαρθρώσεις που επιτρέπουν ανακατανομή πολιτικής ισχύος

μεταξύ των κοινωνικών ομάδων, αποσκοπώντας σε σμίκρυνση των ασυμμετριών ισχύος

στο επίπεδο κοινωνικής εξουσίας. Η κυριαρχία των «πολλών» ως πραγματικό και

συμβολικό μέγεθος σημαίνει πολιτική ενδυνάμωση των ασθενεστέρων, οι οποίοι αποκτούν

τη δυνατότητα να επιδράσουν πάνω στις δομές που γεννούν κοινωνικές αδικίες εις βάρος

τους.

Τα πλειοψηφικά στοιχεία του πολιτεύματος αναφέρονται συνεπώς σε ουσιώδη

εξισωτικά χαρακτηριστικά της δημοκρατικής αρχής, όπως αυτή διαμορφώθηκε στα

συστήματα μαζικής πολιτικής συμμετοχής. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ, η λαϊκή

κυριαρχία φαλκιδεύεται από διευρυνόμενες κοινωνικές ανισότητες, οπότε κατά μείζονα

λόγο η αρχή της πλειοψηφίας δεν μπορεί να εγκαταλειφθεί. Αντιθέτως, η θεωρία της

δημοκρατίας οφείλει να την προασπίσει έναντι των επιθέσεων που δέχεται,

αναδεικνύοντας το αξιακό της υπόβαθρο και τις κανονιστικές της συνεπαγωγές.

Η υπόθεση που διατυπώθηκε παραπάνω, σχετικά με την εύνοια των διαδικασιών

αυξημένης πλειοψηφίας στο status quo και σε όσους επωφελούνται από αυτό, θα

μπορούσε να χρεωθεί ως ασυνεπής ανασυγκρότηση των επιδιώξεων της Δημόσιας

Επιλογής, με δεδομένη την εκπεφρασμένη εκ μέρους της αντιπάθεια στις υπάρχουσες

διαρθρώσεις. Αυτή η αντινομία, εντούτοις, έχει απασχολήσει και τους ίδιους τους

θεωρητικούς της.

Σε μια επιστολή του ο Buchanan αποπειράθηκε να εξομαλύνει την αντίφαση:

«Δεν μου αρέσει η υπεράσπιση του status quo, στην οποία με πιέζει η μεθοδολογία μου,

αλλά προς τα πού να κινηθώ;…Στην αντίληψή μου, το status quo έχει μοναδική θέση για

τον απλό λόγο ότι υπάρχει και συνεπώς προσφέρει το αφετηριακό σημείο για κάθε

ειρηνική, συναινετική μεταβολή…Το status quo δεν έχει καμία απολύτως ιδιότητα εκτός

από την ύπαρξή του και είναι το μόνο που υπάρχει πραγματικά»300

.

300

James Buchanan, Επιστολή στον W. Samuels, 8 Αυγούστου 1973, παρατίθεται από τον Amadae,

Rationalizing capitalist democracy, ό.π., σ. 152. Σε μια πιο πρόσφατη ανάλυση, ο Buchanan υποστηρίζει

ότι η εύνοια στο status quo συνδέεται με τη δημοκρατική αξία των συναινέσεων: «…αυτό το

Αυτή η θετικιστική τοποθέτηση –πίσω από τη δήθεν αξιολογική ουδετερότητά

της– καταδεικνύει την εκλεκτική συνάφεια του πολιτικού αιτήματος για αυξημένες

πλειοψηφίες με το συντηρητικό επιχείρημα, το οποίο αποδίδει εγγενή αξία στην

καθεστηκυία τάξη301

. Έτσι, η πολιτική θεωρία και οι πολιτικές δυνάμεις που έλκονται

από το status quo μπορούν να νιώθουν κατ’ αρχήν απαλλαγμένες από το καθήκον να

επιχειρηματολογήσουν υπέρ αυτού. Οι ίδιοι οι θιασώτες της Δημόσιας Επιλογής έχουν

εξασφαλίσει για τον εαυτό τους την πολυτέλεια να επικρίνουν το υπάρχον σύστημα ως

άδικο, εκμεταλλευτικό και ανορθολογικό, ενώ την ίδια στιγμή αντιμετωπίζουν με

σκεπτικισμό τους θεσμούς που καθιστούν ευχερή οποιαδήποτε πολιτική μεταβολή.

2. Το σύστημα αποκάλυψης της ζήτησης και η απορρόφηση της δημοκρατίας στην

αγορά

Α. Η εισαγωγή κανόνων αυξημένης πλειοψηφίας συνιστά αναμφίβολα την πιο

γνωστή από τις προτάσεις αναδιάταξης των δημοκρατικών θεσμών, που εισηγούνται οι

ιδαλγοί της Δημόσιας Επιλογής. Μια αρκετά εκτεταμένη μερίδα τους, ωστόσο,

συγκεκριμένο προνόμιο δεν προκύπτει για το λόγο ότι το status quo διαθέτει κάποια αξία, αλλά μάλλον

επειδή δεν υπάρχει άλλος τρόπος από την συμφωνία, για να καθορίσουμε αν μια πρόταση

απομάκρυνσης από το status quo προτιμάται ή όχι από τους συμμετέχοντες», James Buchanan, «The

status of the status quo», Constitutional Political Economy, τ. 15, 2004, σ. 133-144, (134). Για μια

παρόμοια δικαιολόγηση, βλ. Victor Vanberg, «The status quo in contractarian/constitutionalist

perspective», Constitutional Political Economy, τ. 15, 2004, σ. 153-170. Η θέση αυτή πάντως δεν απαντά

στην κριτική αναφορικά με τη συντηρητική ροπή της προσανατολισμένης στις ευρείες συναινέσεις

διαδικασία.

301 Ο Jules Coleman επισημειώνει εύλογα ότι «Πρόκειται για μια φανατική πίστη. Διότι ο ισχυρισμός της,

εάν είναι ορθός, είναι ορθός ανεξάρτητα από την ηθικότητα της διανομής των αγαθών», «Constitutional

contractarianism», Constitutional Political Economy, τ. 2, 1990, σ. 135-148, (146).

επιδίδεται συστηματικά σε προσπάθεια ανανέωσης του θεσμικού πλαισίου λειτουργίας

της πολιτικής δημοκρατίας, με πηγή έμπνευσης τα συστήματα απόφασης που

χρησιμοποιούνται στις κεφαλαιουχικές εταιρίες302

. Οι Gordon Tullock και Nikolaus

Tideman έχουν εκπονήσει μια από τις πιο χαρακτηριστικές κατασκευές αυτού του

είδους. Γνωρίζοντας ότι ακόμη και η αυξημένη πλειοψηφία επιτρέπει κάποιες

αναδιανεμητικές «εκτροπές», έστω κι αν τέτοιες ζητούνται από ευρύτερους πολιτικούς

συνασπισμούς, έχουν διατυπώσει τις βασικές αρχές λειτουργίας ενός νέου, «ανώτερου»

συστήματος λήψης αποφάσεων, που αποκαλούν «Σύστημα αποκάλυψης της ζήτησης»303

.

Σε γενικές γραμμές το σύστημα προβλέπει ότι, εάν υπάρχουν τρεις υποψήφιες

προτάσεις σε ένα θέμα που αφορά στην παροχή ενός δημόσιου αγαθού και τρεις

συμμετέχοντες, ο καθένας από αυτούς θα καλείται να ψηφίσει, εκδηλώνοντας

παράλληλα την ένταση της ατομικής του προτίμησης, με κατάθεση υπέρ κάποιας ή

κάποιων από τις προτάσεις ενός ποσού χρηματικών μονάδων. Έστω ότι οι 1, 2, 3

συμμετέχοντες καταθέτουν υπέρ των Α, Β, Γ προτάσεων τα παρακάτω ποσά304

:

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ Α Β Γ

1 50 20 0

2 0 60 20

3 40 0 50

302

Mueller, Public Choice II, ό.π., σ. 123-148.

303 Nikolaus Tideman/Gordon Tullock, «A new and superior process for making social choices», Journal of

Political Economy, τ. 84, 1976, σ. 1145-1157.

304 Για τα διαγράμματα που ακολουθούν, στο ίδιο, σ. 1151.

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ Α Β Γ

ΑΘΡΟΙΣΜΑ 90 80 70

Το σύστημα αναδεικνύει ως νικήτρια την επιλογή Α, που συγκέντρωσε το μεγαλύτερο

ποσό. Κρίσιμο για τη λειτουργία του συστήματος είναι να υπολογιστεί ο βαθμός

επιρροής καθενός ψηφοφόρου στη διαδικασία, ώστε να του επιβληθεί ανάλογος φόρος.

Στην κατεύθυνση αυτή, αφαιρούνται από το τελικό ποσό που συγκέντρωσε η κάθε

επιλογή τα ποσά που έχει καταβάλει ο κάθε πολίτης ξεχωριστά υπέρ αυτής. Έτσι, εάν οι

ψηφίσαντες απείχαν της διαδικασίας, τα αποτελέσματα θα ήταν:

ΕΠΙΛΟΓΕΣ

ΣΥΜΜΕΤΕΧΟΝΤΕΣ Α Β Γ

1 40 60 70

2 90 20 50

3 50 80 20

Κατόπιν υπολογίζεται η διαφορά της επιλογής που θα υπερίσχυε, με το ύψος του

ποσού που θα είχε λάβει η τελική επιλογή, εάν ο ψηφοφόρος απείχε της διαδικασίας. Εάν

δεν συμμετείχε ο 1, θα εγκρινόταν η υποψήφια επιλογή Γ με 70 χρηματικές μονάδες, ενώ

η δεύτερη συλλογική επιλογή Α θα συγκέντρωνε 40. Ο φόρος που θα πλήρωνε ο 1 θα

ήταν το ποσό των 30 μονάδων (70-40), ενώ ο ψηφοφόρος 3 θα πλήρωνε επίσης 30

μονάδες (80-50). Για τον ψηφοφόρο 2 δεν προβλέπεται φόρος, αφού η «ψήφος» του δεν

επηρέασε το τελικό αποτέλεσμα. Το συνολικό ποσό του εκλογικού φόρου θα διανέμεται

σε όσους απέχουν της διαδικασίας, ώστε να δοθεί κίνητρο αποχής από τη διαδικασία σε

όσους δεν ενδιαφέρονται πραγματικά για την παροχή του αγαθού.

Β. Για την παρούσα ανάλυση, δεν έχει κρίσιμη σημασία η λειτουργία του

συστήματος για περισσότερες επιλογές ή ψηφοφόρους, ούτε χρειάζεται να εξετασθούν

από τεχνικής απόψεως οι αρετές και τα μειονεκτήματά του305

. Δεν είναι απαραίτητο να

διερευνηθούν επίσης ενστάσεις που αφορούν στη δυνατότητα εφαρμογής του στην

πράξη. Το σύστημα αποκάλυψης της ζήτησης δικαιολογημένα παρουσιάζεται συνήθως

στις αναλύσεις ως μια ακραία και μη εφαρμόσιμη πρόταση, καθώς αντιβαίνει εμφανώς

στην αρχή της πολιτικής ισότητας306

. Εντούτοις η σύλληψή του είναι πολύ διαφωτιστική

για την ενδεχόμενη κατάληξη κάθε φιλοσοφικού εγχειρήματος να θεμελιωθεί η

συλλογική αυτοκυβέρνηση στην ιδέα της προώθησης συμφερόντων. Αποδεικνύεται ότι

με μια τέτοια θεωρητική εκκίνηση «…στην υποθετική περίπτωση που κάποιος αποδείξει

ότι ένα άλλο σύστημα προωθεί καλύτερα τα συμφέροντα, δεν υπάρχει πλέον λόγος να

υποστηρίζουμε τη δημοκρατία»307

.

Επιπλέον, στο βαθμό που το σύστημα αποκάλυψης της ζήτησης προβάλλεται ως

πλήρως συνεπής εφαρμογή των αρχών της Δημόσιας Επιλογής, τις οποίες απλώς ωθεί

στις τελικές τους συνεπαγωγές, η ευθεία σύγκρουσή του με τα στοιχειώδη εξισωτικά

περιεχόμενα των σύγχρονων δημοκρατικών συστημάτων αποτυπώνει ανάγλυφα την

πολιτική ουσία της υποτιθέμενης «συνταγματικής επανάστασης». Πρόκειται κατά βάθος

305

Βλ. William Riker, «Is “The new and superior process” really superior?», Journal of Political Economy, τ.

87, 1979, σ. 875-888.

306 Mueller, Public Choice II, ό.π., σ. 147.

307 Keith Graham, The battle for democracy: Conflict, consensus and the individual, Wheatsheaf Books,

Sussex 1986, σ. 24.

για προσπάθεια σταδιακής επαναφοράς του κλασικού φιλελεύθερου συστήματος της

τιμοκρατικής ψήφου.

Ωστόσο, η κλασική φιλελεύθερη πολιτική και συνταγματική θεωρία έχει θέσει

περιορισμούς στο δικαίωμα της ψήφου, προκειμένου να διακρίνει υπέρ όσων θεωρούσε

καταλληλότερους να υπηρετήσουν το κοινό καλό. Ανεξάρτητα από την πολιτική τους

κατάληξη, οι κλασικές δικαιολογήσεις των πολιτικών αποκλεισμών δεν έτειναν ανοιχτά

στο συμπέρασμα ότι ο πλούτος συνιστά το καθοριστικό κριτήριο για την ιδιότητα του

πολίτη. Αντίθετα, η αποκαλούμενη «συνταγματική επανάσταση» δείχνει να αποζητά τη

συλλήβδην απορρόφηση της δημοκρατίας στην αγορά308

. Υπηρετώντας το αίτημα του

Hobbes για ταύτιση των ατομικών συμφερόντων του κυρίαρχου (sovereign) με το γενικό

συμφέρον, ευνοεί την αποκατάσταση της «απόλυτης μοναρχίας» του νόμου της

προσφοράς και της ζήτησης, ο οποίος πλέον καλείται να ρυθμίζει ως υπέρτατη αρχή

κάθε μορφή κοινωνικής και πολιτικής συνεργασίας.

3. Οι ουτοπικές πολιτικές προϋποθέσεις της «συνταγματικής επανάστασης»

Α. Παρά τη συντηρητική τάση της θεωρίας της Δημόσιας Επιλογής, η ορολογία

της επανάστασης δεν έχει παρεισδύσει στο λεξιλόγιο των θιασωτών της αποκλειστικά

για λόγους ρητορικούς. Η έκκληση για εκ βάθρων θεσμικές αλλαγές ανακύπτει λόγω της

έντασης μεταξύ των προτύπων πολιτικής συμπεριφοράς της Δημόσιας Επιλογής και του

εύρους των θεσμικών μεταρρυθμίσεων που η ίδια αιτείται. Μολονότι τα υποκείμενα

είναι πιθανόν σε θέση να συνειδητοποιήσουν τα αρνητικά επακόλουθα των

308

Müller-Plantenberg, «Das Mehrheitsprinzip zwischen Macht und Markt», ό.π., σ. 292-307.

προσοδοθηρικών πρακτικών, δεν μπορούν να επενδύσουν πόρους πολιτικής επιρροής σε

ριζικές αναδιατάξεις. Κάτι τέτοιο θα προϋπέθετε μια αρκετά σταθερή προσήλωση

μεγάλου μέρους της κοινωνίας σε συνεργατικό πράττειν.

Η ανωτέρω αντινομία εξωθεί τους οπαδούς της Δημόσιας Επιλογής να δίνουν

έμφαση στη διαδικασία της θέσπισης των θεμελιακών κανόνων της πολιτείας,

ακολουθώντας το παράδειγμα της δυϊστικής (dualist) σύλληψης του συνταγματισμού.

Στην αντίληψη αυτή, η υπεροχή των συνταγματικών κανόνων έναντι του κοινού δικαίου

ανάγεται στην ιδιαίτερη πολιτική ποιότητα των διαδικασιών θέσπισης και αναθεώρησης

του Συντάγματος, το οποίο πρέπει να θεωρείται όχι απλώς ως κορυφαία, αλλά και ως η

μόνη αυθεντική έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας309

.

Καταφεύγοντας στο δυϊσμό, η Δημόσια Επιλογή επιχειρεί να προσδιορίσει τους

όρους υπέρβασης της προσοδοθηρικής κοινωνίας, χωρίς να παραιτείται από τις

παραδοχές της σχετικά με τη συμπεριφορά των δρώντων. Έτσι, είναι δυνατό να

υποστηριχθεί ότι, παρόλο που τα υποκείμενα έχουν κάθε λόγο να εμπλέκονται σε

προσοδοθηρικές στρατηγικές, οι ιδιαίτερες συνθήκες της συντακτικής διαδικασίας

309

Στη ρεπουμπλικανική της εκδοχή, η δυϊστική αντίληψη για τον συνταγματισμό, της οποίας η πρώτη

διατύπωση ανάγεται στα Federalist Papers, εκπροσωπείται από τον συνταγματολόγο Bruce Ackerman,

We the people: Foundations, Harvard University Press, Cambridge Mass. 1991. Το σύνολο της θεώρησης

του συγγραφέα αυτού στηρίζεται σε μια έντονη αντιπαραβολή «κανονικής» (normal) και

«συνταγματικής» πολιτικής. Η τελευταία ασκείται, όταν ο λαός, κινητοποιούμενος από την πίεση

ιδιαίτερων συνθηκών (π.χ. κοινωνικοοικονομικής κρίσης), παρουσιάζεται στο προσκήνιο της ιστορίας και

θέτει τα θεμέλια ενός νέου συνταγματικού καθεστώτος. Η παρακαταθήκη νομικών κανόνων και αρχών,

την οποία δημιουργούν οι εν λόγω «συντακτικές στιγμές», εγγυάται την ελλογιμότητα της «κανονικής»

πολιτικής, της φάσης, δηλαδή, κατά την οποία ο λαός αποσύρεται και αναλαμβάνουν την άσκηση της

εξουσίας οι εκλεγμένοι αντιπρόσωποί του.

επιτρέπουν τον στιγμιαίο προσανατολισμό τους στη συνεργασία με στόχο το

μακροπρόθεσμο συμφέρον όλων310

.

Έχει διατυπωθεί ποικιλία εκδοχών ως προς την κοινωνιολογική διερμηνεία της

παραπάνω υπόθεσης. Κατά μια άποψη, η αυξημένη ελλογιμότητα των συνταγματικών

διαδικασιών συνδέεται με το «πέπλο άγνοιας», που υφαίνει στη συντακτική φάση η

μακρά χρονική απόσταση μεταξύ θέσπισης και εφαρμογής των κανόνων. Σε αυτές τις

συνθήκες, τα μελλοντικά οφέλη από την προσοδοθηρία είναι αδιόρατα για τα ατομικά

και συλλογικά υποκείμενα, τα οποία, ενόψει της αβεβαιότητας, έχουν λόγους να

συναινέσουν σε αμοιβαία επωφελείς κανόνες311

. Εύφορο πολιτικό περιβάλλον για τα

γενικεύσιμα συμφέροντα δημιουργείται επίσης κατά τη «συντακτική στιγμή», καθώς η

επιλογή μιας συνολικής έννομης τάξης καθιστά την αποχώρηση των πολιτών από το

προσοδοθηρικό status quo μια επιλογή χαμηλού κόστους, σε σύγκριση τουλάχιστον με

τις επιμέρους μεταβολές στους θεσμούς, που αφοπλίζουν μόνον συγκεκριμένες

ομάδες312

. Ασφαλώς, τα θεσμικά χαρακτηριστικά της συντακτικής εξουσίας δεν

310

«Ενώ δε θα είναι ποτέ προς το συμφέρον του ατόμου να μην υιοθετήσει κάποια μεγιστοποιητική

συμπεριφορά, με δεδομένους τους κανόνες όπως αυτοί έχουν διατυπωθεί, μπορεί να είναι υπέρ του

μακροπρόθεσμου συμφέροντός του να υποστηρίξει μια αλλαγή σε αυτούς καθαυτούς τους κανόνες, οι

οποίοι, εξ ορισμού, θα είναι γενικά εφαρμόσιμοι», Buchanan/Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ.

253.

311 Jonathan Macey, «Promoting public-regarding legislation through statutory interpretation: An interest

group model», Columbia Law Review, τ. 86, 1986, σ. 223-268 και του ίδιου, «Economic views of the

constitution», George Washington Law Review, τ. 56, 1987, σ. 50-80.

312 Douglas North, «A framework for analyzing the state in economic history», Explorations in Economic

History, τ. 16, 1979, σ. 249-259 και Jonathan Macey, «Transaction costs and the normative elements of

Public Choice: An application to constitutional theory», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 471-518, ιδίως

480-485. Για την έννοια της αποχώρησης, βλ. Hirschman, Αποχώρηση, διαφωνία και αφοσίωση, ό.π., κεφ.

2ο .

εξαρκούν. Το ξέσπασμα της συνταγματικής επανάστασης προϋποθέτει μια κατάσταση

πολιτικής κρίσης, που θα εξωθήσει τα υποκείμενα σε συλλογικό αναστοχασμό και

συνειδητοποίηση313

.

Β. Ο προβληματισμός σχετικά με την προοπτική ανασύνταξης των πολιτειών

διανοίγει και πάλι το ζήτημα της αμφιταλάντευσης των αναλύσεων της οικονομικής

θεωρίας της δημοκρατίας μεταξύ προτύπων στρατηγικής και συνεργατικής δράσης.

Καθώς επεξεργάζονται το πολιτικό σχέδιο μιας συνταγματικής επανάστασης, οι ιδαλγοί

της Δημόσιας Επιλογής αναζητούν επίμονα μια «γενική θέληση», ένα κοινό καλό που

συμπεριλαμβάνει τα ιδιαίτερα συμφέροντα όλων, χωρίς τούτο να ανάγεται σε μια απλή

άθροισή τους314

.

Σε κάθε περίπτωση, η έντονη αντιδιαστολή των συνθηκών της κοινής πολιτικής

και αυτών της συντακτικής φάσης, μέσω της οποίας καθίσταται νοητή η υπέρβαση του

επικρατούντος συνταγματικού καθεστώτος, στηρίζεται επί μιας απλουστευτικής

θεώρησης ως προς τη συνδρομή συνθηκών ευνοϊκών για συνταγματική ανατροπή. Οι

ριζικές αλλαγές δεν γεννιούνται εκ του μηδενός. «Η μετάβαση από την προηγούμενη στη

μεταγενέστερη συνταγματική πρακτική ομοιάζει μάλλον με κίνηση από το περιθώριο

προς το κέντρο –με ένα είδος μετάθεσης της προσοχής»315

. Προτού ραγδαίες αλλαγές

313

Πελαγίδης/Μητσόπουλος, Η ανάλυση της ελληνικής οικονομίας, ό.π., σ. 25.

314 Peterson, Individuelle Freiheit und allgemeiner Wille, ό.π., σ. 150-156. Η προσπάθεια των James

Buchanan και Geoffrey Brennan, (The reason of rules, Cambridge University Press, Cambridge 1985, σ.

134-150), να εκπονήσουν ένα σύστημα αποζημίωσης, για όσους θα πληγούν από τις μεταβολές, δεν

καθιστά πιο ρεαλιστική την προοπτική της συνταγματικής επανάστασης, Καταδεικνύει όμως τη ζωτική

σημασία της έννοιας του κοινού καλού για κάθε θεωρία δημοκρατίας.

315 Frank Michelman, «Law’s republic», Yale Law Journal, τ. 97, 1988, σ. 1493-1536, (1523).

βρεθούν στο επίκεντρο της πολιτικής διαμάχης, ένα έστω και μικρό μέρος του πολιτικού

σώματος τις αξιώνει επιτακτικά316

.

Η δράση της παραπάνω «περιθωριακής» ομάδας εμφανίζει στοιχεία που την

καθιστούν ανορθολογική από την πλευρά των υποδειγμάτων εγωισμού. Το ύψος των

υλικών κερδών που υπόσχεται η προώθηση του κοινού καλού για το κάθε μεμονωμένο

υποκείμενο, καθώς και η αβεβαιότητα ως προς την προθυμία της υπόλοιπης κοινωνίας να

στέρξει το κίνημα της συνταγματικής επανάστασης, λειτουργούν απαγορευτικά για την

ανάληψη μιας τέτοιας μεταρρυθμιστικής δράσης. Με απλά λόγια, η συνταγματική

επανάσταση καθίσταται αναπόδραστα ένα ουτοπικό πολιτικό σχέδιο στον κόσμο των

ιδιοτελών υποκειμένων317

. Αποτελεί σχεδόν μια ειρωνεία, αλλά οι μεταβολές που

προωθεί η προσανατολισμένη στις ευρύτερες κοινωνικές συναινέσεις θεωρία της

Δημόσιας Επιλογής, δεν μπορούν να τύχουν εφαρμογής, παρά μόνον εάν επιβληθούν

αυταρχικά από μια εστία πολιτικής και κοινωνικής ισχύος.

Η κριτική των θεωρητικών της Δημόσιας Επιλογής εστιάζεται, όπως δείξαμε, στη

δήθεν αδυναμία της πλειοψηφικής δημοκρατίας να προωθήσει το κοινό καλό,

συνθέτοντας τα ιδιαίτερα συμφέροντα των υποκειμένων σε οικονομικά αποδοτικές

πολιτικές αποφάσεις. Ωστόσο, ο έτερος κλάδος της οικονομικής θεωρίας της

δημοκρατίας (η «Κοινωνική Επιλογή») στρέφει, αντίθετα, τα βέλη της κριτικής του

ενάντια στην ιδέα ότι το πολιτικό σώμα μπορεί να σχηματίσει συλλογική θέληση με

κάποιο πολιτικό περιεχόμενο. Αμφισβητεί, με άλλα λόγια, την ίδια τη δυνατότητα

316

Federick Schauer, «Amending the presuppositions of a Constitution», σε Sanford Levinson (επιμ.),

Responding to imperfections: The theory and practice of constitutional amendment, Princeton University

Press, Princeton 1995, σ. 145-162.

317 Γ. Βούλγαρης, Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός και κοινωνικό κράτος 1973-1990, ό.π., σ. 104-106.

σύνθεσης συμφερόντων ή βουλήσεων σε πολιτικές αποφάσεις. Σ’ αυτό θα στρέψουμε

την προσοχή μας στο επόμενο μέρος του δοκιμίου.

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Τα διαδικαστικά χαρακτηριστικά της αρχής της

πλειοψηφίας: Λογική παραδοξότητα και

δυνατότητα χειραγώγησης των ψηφοφοριών

Εισαγωγή Δεύτερου Μέρους

Το ποσοτικό-μαθηματικό στοιχείο είναι αναμφισβήτητα κεντρικό στη δομή των

πλειοψηφικών διαδικασιών. Για τις κλασικές θεωρήσεις, η αρχή της πλειοψηφίας

ρυθμίζει θεσμικά τις διαδικασίες απόφασης κατά τέτοιο τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η

ουδετερότητά τους έναντι των συμμετεχόντων και των υποψήφιων προτάσεων. Βασική

«αρετή των αριθμών»318

, σε αυτό το πλαίσιο, είναι η δυνατότητά τους να διερμηνεύσουν

με ποσοτικούς όρους το πρόβλημα της κατανομής της εξουσίας, εξασφαλίζοντας ισότητα

μεταξύ των συμμετεχόντων πέρα από κάθε αμφιβολία και υποκειμενική αξιολόγηση319

.

Συγχρόνως η αριθμητική απόδοση του ζητήματος αποτελεί και μια τεχνική απλοποίησης.

Καθιστά τους συσχετισμούς εξουσίας υπολογίσιμους και ευδιάκριτους320

.

Παρά ταύτα, η εν λόγω ποσοτική σύλληψη του δημοκρατικού ζητήματος έδωσε

λαβή για συστηματική κριτική. «Μόνο όποιος ασκεί», έγραφε ο Carl Scmitt, «την

κρατική εξουσία χωρίς την πλειοψηφία του 50% συν ένα με το μέρος του, είναι

παράνομος και ‘τύραννος’. Όποιος έχει την πλειοψηφία δεν αδικεί πλέον, αλλά ό,τι κάνει

318

Κατά την έκφραση της Elaine Spitz, «Majority rule: The virtue of the numbers», Ethics, τ. 89, 1978, σ.

111-114.

319 Εφόσον, κατά την άποψη αυτή, στη δημοκρατία το μόνο μετρήσιμο μέγεθος είναι η ψήφος,

Ευάγγελος Βενιζέλος, Το ανοιχτό κόμμα: Τα συλλογικά υποκείμενα της μεταβιομηχανικής εποχής,

Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001, σ. 69.

320 Για την αρχή της σταθερότητας της συνάρθρωσης των πολιτικών δυνάμεων στην αρχή της

πλειοψηφίας, βλ. Niklas Luhmann, Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας, Κ. Βαθιώτης (μετ.), Κριτική, Αθήνα

1995, [1969], σ. 265-267.

μετατρέπεται σε δικαιοσύνη και νομιμότητα»321

. Το σαρκαστικό σχόλιο στρέφεται

ενάντια σε μια διαδικαστική σύλληψη της δημοκρατίας, υπονοώντας ξεκάθαρα ότι στην

αφαιρετική-μαθηματική σύλληψή της η πλειοψηφική διαδικασία «…αντικαθιστά την

ποιοτική διαφορά με την καθαρά ποσοτική, την οποία δεν αξιολογεί, αλλά απλώς τη

μετρά»322

.

Οδηγούμενη στα ακραία όριά της η κριτική αυτή μπορεί να καταλήξει σε

συνολική απαξίωση της δημοκρατικής νομιμότητας. Έτσι σε μια απολογία του μεταξικού

καθεστώτος στην ελληνική βιβλιογραφία διαβάζουμε: «Η δύναμις του αριθμού δεν έχει

ηθικήν και νομικήν αξίαν απλώς και μόνον ως αριθμητική δύναμις, διότι κατ’ αυτόν τον

τρόπον θα καταλήξωμεν εις την μεταβολήν του γυμνού πραγματικού γεγονότος εις

Δίκαιον. Ο απλούς αριθμητικός υπολογισμός της πλειοψηφίας δεν δύναται να

δημιουργήσει Δίκαιον». Πράγμα που σημαίνει ότι την πραγματική εθνική θέληση

«…δύναται να εκφράση και η μειοψηφία του λαού, και μάλιστα εν δεδομένη στιγμή την

εθνικήν θέλησιν δύναται να εκφράζει και εν μόνον πρόσωπον»323

.

Είτε πάντως αποκύημα της σοφίας των αριθμών είτε της ανοησίας των αριθμών,

για την κλασική θεωρία η αρχή της πλειοψηφίας επιτελεί όντως μια μαθηματική

λειτουργία. Το ποσοτικό στοιχείο στη δομή των κανόνων πλειοψηφίας κατέστη

αντικείμενο ενδελεχούς εξέτασης κυρίως εντός της παράδοσης των δημοκρατικών

321

Carl Schmitt, Legality and legitimacy, J. Seitzer (μετ.), Duke University Press, Durham/London 2004,

[1932], σ. 29-30.

322 Ernst von Hippel, «Zur Problematik der Grundbegriffe des öffentlichen Rechts», σε O. Bachof (επιμ.),

Gedächtnisschrift für Walter Jellinek, Isar, München 1955, σ. 18-31, (23).

323 Ν.Δ. Κουμάρου/Γ.Α. Μαντζούφα, «Αι θεμελιώδεις αρχαί του νέου κράτους», Αρχείον Ελληνικού

Δικαίου και Πολιτικής Επιστήμης, 1938, σ. 49-64 και σ. 143-184. Παρατίθεται στο Γιάννης Δρόσος,

Δοκίμιο ελληνικής συνταγματικής θεωρίας, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1996, σ. 401.

θεωριών λαϊκής θέλησης. Από τη θεμελίωσή της στο «Κοινωνικό συμβόλαιο» του

Rousseau324

, η παράδοση αυτή συνδέει την εκτύλιξη της δημοκρατικής διαδικασίας με το

σχηματισμό μιας ιδιαίτερης, εκπεφρασμένης πολιτειακής θέλησης, που μπορεί να

αποδοθεί στο αυτόνομο νομικό πρόσωπο του κράτους325

. Η σύνδεση εκλαμβάνει ως

δεδομένη σε κάθε διαφορετική στιγμή μια βούληση ενυπάρχουσα στον κόσμο των

επιλογών του πολιτικού σώματος, την οποία η πλειοψηφική διαδικασία απλώς φέρνει

στην επιφάνεια.

Είναι εμφανές ότι, από την πλευρά της αρχής της πλειοψηφίας, η μετάβαση από

τις επιμέρους επιλογές των υποκειμένων της διαδικασίας στη συνηρημένη θέληση του

συλλογικού υποκειμένου εγείρει κομβικό φιλοσοφικό ζήτημα. Οι κλασικές θεωρήσεις

επέδειξαν καταφανή αμηχανία στο θέμα. Για παράδειγμα, ο Rousseau γράφει επί του

ζητήματος μερικά από τα πιο δυσερμήνευτα χωρία του έργου του326

. Ενώ ο Erich

Kaufman, που επιχείρησε συστηματικά την προσαρμογής της διδασκαλίας περί λαϊκής

βούλησης στην μαζική αντιπροσωπευτική δημοκρατία, ομολογεί ότι η σύνθεση δεν

324

Αυτό πάντως είναι μόνο ένα από τα δύο πρόσωπα της θεώρησης του Rousseau για τη δημοκρατική

αρχή. Οι αναλύσεις του αποδίδουν στις πλειοψηφικές αποφάσεις τόσο βουλητικά, όσο και επιστημικά

χαρακτηριστικά, Charles Beitz, Political equality, ό.π., σ. 50-58

325 Η απόλυτη κυριαρχία της θεωρίας της λαϊκής θέλησης στην πολιτική πρακτική είναι εμφανής στον

τρόπο με τον οποίο υιοθετείται από την Οικουμενική Διακήρυξη των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου: «Η

λαϊκή θέληση είναι θεμέλιο της κρατικής εξουσίας∙ η θέληση αυτή πρέπει να εκφράζεται με γνήσιες

εκλογές, οι οποίες δέον να διεξάγονται περιοδικά, με καθολική, ίση και μυστική ψηφοφορία, ή με

αντίστοιχη διαδικασία που να εξασφαλίζει την ελευθερία της εκλογής», άρθρο 21 § 3.

326 «[Α]ν αφαιρέσετε από τις επιμέρους βουλήσεις τα συν και τα πλην που αλληλοεξουδετερώνονται, θα

απομείνει ως υπόλοιπο η γενική βούληση» ή «από τον μεγάλο αριθμό των μικρών διαφορών θα

προκύπτει πάντα η γενική βούληση», Κοινωνικό συμβόλαιο, Β. Γρηγοροπούλου/Α. Σταϊνχαουερ (μετ.),

Πόλις, Αθήνα 2006, σ. 78. Μερικοί χαρακτηρίζουν τις διατυπώσεις απλώς ακατάληπτες ή ως λήψη του

ζητουμένου, βλ. Hilail Gildin, Rousseau’s social contract: The design of the argument, University of

Chicago Press, Chicago 1983, σ. 55.

μπορεί να γίνει βάσει κάποιου «έλλογου τύπου». Οπότε, κατά τη γνώμη του, μοιραία ο

σχηματισμός της λαϊκής θέλησης εξαρτάται από το ιδιαίτερο χάρισμα των αντιπροσώπων

του λαού327

.

Ήδη όμως από τον 18ο αιώνα οι αναγνώστες του Rousseau συνέδεσαν με τα

μαθηματικά το πρόβλημα της συναρμογής των ατομικών βουλήσεων σε συλλογική. Η

ερευνητική αυτή στροφή θεμελιώθηκε στην υπόθεση ότι η λαϊκή θέληση μπορεί να

αναδειχθεί, όταν οι επιμέρους θελήσεις αθροίζονται σύμφωνα με δημοκρατικές αρχές

που μετακενώνονται διαδικαστικά στη μαθηματικά έλλογη δομή του συστήματος

απόφασης.

Στα γραπτά του Condorcet η απόπειρα αυτή παρουσιάζεται ως διασταύρωση της

θεωρίας της γενικής βούλησης με τα καρτεσιανά μαθηματικά. Στην εκδοχή αυτή η λαϊκή

θέληση σχηματίζεται, καθώς η εκροή των διαδικασιών σε αποφάσεις είναι δυνατό να

αντιστοιχηθεί με σταθερό και δίκαιο τρόπο στη συγκεκριμένη μορφή που λαμβάνουν οι

εισροές ατομικών επιλογών328

. Μεταπολεμικά οι παραπάνω ερευνητικοί

προσανατολισμοί συγκρότησαν τον φιλοσοφικό πυρήνα της «Κοινωνικής Επιλογής», της

πιο διαδεδομένης ίσως μεθοδολογίας προσέγγισης της δημοκρατικής αρχής στη

βορειοαμερικανική πολιτική επιστήμη σήμερα.

327

Στο υπόδειγμά του η λαϊκή θέληση αποκαλύπτεται, όταν οι αντιπρόσωποι, «…ως μέλη του συνόλου

του λαού, έχουν την ικανότητα να διαμορφώνουν την προηγουμένως ασχημάτιστη θέληση του λαού

μέσα τους, με τέτοιο τρόπο ώστε ο λαός τη νιώθει και την αποδέχεται ως έκφραση της δικής του

βούλησης». Κατά την άποψή του, η επιτυχία της διαδικασίας αυτής εξαρτάται εν τέλει αποκλειστικά από

το χάρισμα ή την αρετή της πολιτικής ηγεσίας, «Zur Problematik des Volkswillens», A. H. van

Scherpenberg (επιμ.), Gesammelte Schriften III, Otto Schwartz, Göttingen 1960, σ. 272-284, (277).

328 Με αυτή την έννοια ορθά ο Fritz Scharpf κάνει λόγο για δημοκρατικές θεωρίες εισροής (input theories

of democracy), Governing Europe: Effective and democratic? Oxford University Press, New York 1999, σ.

12-14.

Η θεωρία της Κοινωνικής Επιλογής αποτελεί κλάδο της ευρύτερης ακαδημαϊκής

κίνησης της Ορθολογικής Επιλογής, η μεθοδολογία της οποίας προσανατολίζεται στην

εφαρμογή των παραδοχών της νεοκλασικής οικονομικής θεωρίας στα πολιτικά

φαινόμενα. Σε αντίθεση με το έτερο μέρος του κινήματος, τη Δημόσια Επιλογή, που

διερευνά τη σύνθεση ατομικών συμφερόντων σε αποδοτικές αποφάσεις, οι οπαδοί της

Κοινωνικής Επιλογής αναζητούν μεθόδους δίκαιης σύνθεσης ατομικών προτιμήσεων σε

συλλογικές.

Ένα τμήμα της Κοινωνικής Επιλογής εφαρμόζει λογικά-μαθηματικά

υποδείγματα στις δημοκρατικές διαδικασίες, ώστε να αποφανθεί για τη «συμπεριφορά»

των κανόνων απόφασης και να συνεισφέρει στη λειτουργική τους βελτίωση. Ήδη όμως

από τον 18ο αιώνα, προς έκπληξη και των ίδιων των ερευνητών, οι μαθηματικοποιημένες

αναλύσεις προσέκρουσαν σε διόλου αμελητέες δυσκολίες. Οι πλειοψηφικές διαδικασίες,

που στην καθημερινή πολιτική εμπειρία εκλαμβάνονται ως λειτουργικά απλές και

εύληπτες, εμφάνισαν μορφές λογικής παραδοξότητας.

Τα παράδοξα είναι μια ευρεία χορεία προβλημάτων στην τυπική λογική και τα

μαθηματικά. Όσα από αυτά οδηγούν σε αντιφατικά αποτελέσματα χαρακτηρίζονται

συνήθως ως γνήσια. Ένα κλασικό γνήσιο παράδοξο στην τυπική λογική είναι το

πρόβλημα της απόδοσης τιμής αλήθειας στην πρόταση: «Αυτή η πρόταση είναι ψευδής».

Εάν η πρόταση υποτεθεί αληθής, τότε πρέπει λόγω του περιεχομένου της να

χαρακτηριστεί ψευδής, όπως και αντίστροφα329

. Τα παράδοξα της ψηφοφορίας δεν είναι

αυτού του τύπου. Πρόκειται για προβλήματα που οι μαθηματικοί χαρακτηρίζουν

329

James Kiersky/Nicholas Caste, Thinking critically: Techniques of logical reasoning, West Publishing

Company, Minneapolis/New York 1995, σ. 329-331.

συνήθως «ψευδοπαράδοξα»330

. Από μαθηματική σκοπιά τα αποτελέσματα των

ψευδοπαραδόξων είναι απολύτως κατανοητά. Η παραδοξότητά τους συνίσταται στο ότι,

με βάση τα δεδομένα, το αποτέλεσμα εκπλήσσει όποιον προσεγγίζει το πρόβλημα

διαισθητικά.

Το πιο παλαιό παράδειγμα τέτοιου παραδόξου αποδίδεται στον αρχαίο περσικό

μύθο για την αμοιβή του εφευρέτη του σκακιού. Το παιχνίδι ενθουσίασε τόσο πολύ τον

βασιλιά, ώστε υποσχέθηκε στον εφευρέτη κάθε εύλογη αμοιβή που θα του ζητούσε. Ο

εφευρέτης του ζήτησε ένα κόκκο σιταριού για το πρώτο τετράγωνο του άβακα, δύο για

το δεύτερο, τέσσερις για το τρίτο, δεκαέξι για το τέταρτο κ.ο.κ., μέχρι το εξηκοστό

τέταρτο τετράγωνο. Ο βασιλιάς δέχθηκε αμέσως, θεωρώντας την αμοιβή πενιχρή. Όταν

οι αυλικοί έκαναν τους σχετικούς υπολογισμούς, ανακάλυψαν ότι ο βασιλιάς είχε

υποσχεθεί έναν αστρονομικό αριθμό κόκκων, που περιλάμβανε το σύνολο της

παραγωγής της Μεσοποταμίας σε σιτάρι για δεκαετίες! Εάν ληφθεί υπόψη η μορφή που

λαμβάνει η εκθετική αύξηση του αριθμού των κόκκων στα τελευταία τετράγωνα του

άβακα, τότε το αποτέλεσμα είναι μαθηματικά απολύτως αναμενόμενο. Παράδοξο

φαίνεται μόνον σε όποιον προσεγγίζει το ζήτημα διαισθητικά.

Η Σχολή του Rochester, ο σκληρός πυρήνας του κινήματος της Κοινωνικής

Επιλογής στην πολιτική θεωρία, αξιοποιεί τα παράδοξα, για να κατακεραυνώσει την

πλειοψηφική δημοκρατία, καθώς και το ίδιο το πρόταγμα του συλλογικού

αυτοκαθορισμού. Με αιχμή τα κείμενα του θεμελιωτή της William Riker, καθηγητή στην

έδρα πολιτικών επιστημών του Πανεπιστημίου του Rochester, η αρχή της πλειοψηφίας

στιγματίζεται ως σύστημα παράλογο, αντιφατικό και επιρρεπές σε αστάθεια. Οι

330

Haskell Curry, Foundations of mathematical logic, Dover, New York 1977, σ. 5.

πλειοψηφικές αποφάσεις εγκαλούνται ως άσχετες με τις επιλογές των πολιτών, ως προϊόν

αυθαιρεσίας ή συνήθως χειραγώγησης, από όσους είναι σε θέση να καθορίζουν τους

διαδικαστικούς όρους διεξαγωγής των πολιτικών ανταγωνισμών.

Η επίθεση στην αρχή της πλειοψηφίας ακουμπά σε δύο βασικούς άξονες. Ο πιο

οικείος στην πολιτική εμπειρία αφορά στη δυνατότητα δύο διαφορετικών διαδικασιών

(εκ των οποίων καμιά δεν μπορεί κατ’ αρχήν να θεωρηθεί ασύμβατη με το αίτημα «ένας

άνθρωπος, μια ψήφος») να οδηγήσουν με βάση τις ίδιες επιλογές των ψηφοφόρων σε

ριζικώς διαφορετικά αποτελέσματα. Ο δεύτερος σχετίζεται με το φαινόμενο η ίδια

διαδικασία, πάλι με βάση τις ίδιες ατομικές επιλογές, να καταλήγει σε τελείως

διαφορετικές αποφάσεις, αναλόγως του τρόπου με τον οποίο οι συμμετέχοντες

αποκαλύπτουν την προτίμησή τους ή ανάλογα με τη σειρά παρουσίασης των υποψήφιων

επιλογών στην ψηφοφορία.

Η παρακάτω ανάλυσή μας θα είναι μια κριτική εισαγωγή στους προβληματισμούς

της Κοινωνικής Επιλογής, προσανατολισμένη σε προάσπιση της αρχής της πλειοψηφίας.

Θα επιχειρήσει να δείξει ότι τα πορίσματα των θεωρημάτων παραδοξότητας είναι

μηδενιστικά, αφού παρασιτούν φιλοσοφικά στη σχετικιστική αντίληψη για το πολιτικό

πράττειν. Ρητά ή υπόρρητα συμπλέουν με το νεοφιλελεύθερο αίτημα για συρρίκνωση της

πολιτικής παρέμβασης στην οικονομία, επαναφέροντας επιχειρήματα από τη φαρέτρα

κλασικών εκπροσώπων του αυταρχικού πολιτικού στοχασμού, όπως ο Thomas Hobbes

και ο Carl Schmitt. Τα πορίσματα των θεωρημάτων παραδοξότητας θα ελεγχθούν ως

αδικαιολογήτως επικριτικά, καθώς η λειτουργία των θεσμών στον πραγματικό κόσμο

φαίνεται να διαψεύδει τις προβλέψεις τους.

Προσήκει να διασαφηνιστεί εξαρχής ότι η κριτική αυτή αναφέρεται στην

εφαρμογή των υποδειγμάτων της Κοινωνικής Επιλογής στον πολιτικό βίο. Δεν

προδικάζει την αξία τους ή μη στην ανάλυση των οικονομικών φαινομένων. Θα

υποστηρίξουμε αντίθετα ότι κορυφαίοι οικονομολόγοι, που μετέρχονται τέτοια εργαλεία

ανάλυσης, δεν θα ήταν πρόθυμοι να υιοθετήσουν ανεπιφύλακτα τα δυσοίωνα για τη

δημοκρατία συμπεράσματα του κύκλου της Σχολής του Rochester.

Οι θιασώτες της Κοινωνικής Επιλογής χρησιμοποιούν εξεζητημένα υποδείγματα

μαθηματικής ανάλυσης, συχνά απροσπέλαστα στη συντριπτική πλειονότητα των

κοινωνικών επιστημόνων. Στις πιο απλές εκδοχές χρησιμοποιούν ένα σύστημα

συμβολισμού, που αναπαριστά μια σειρά ψηφοφόρων να εκφράζει προτιμήσεις ανάμεσα

σε δεδομένο κύκλο επιλογών. Οι διατάξεις των ατομικών επιλογών παριστάνονται σε

πίνακες, προσφέροντας ένα χρηστικό εργαλείο στην κατανόηση της συμπεριφοράς των

κανόνων απόφασης. Με βάση τους πίνακες γίνονται συνήθως απολύτως προφανή τα

αποτελέσματα που παρέχει ο κάθε κανόνας βάσει ενός δεδομένου φάσματος ατομικών

επιλογών. Για τις ανάγκες του κεφαλαίου αυτού δεν θα καταφύγουμε στην κατασκευή

πινάκων. Θα συμβολίζουμε απλά ως Α(ζ,η,θ) το δεδομένο ότι ο ψηφοφόρος Α προτιμά

την επιλογή (ζ) της (η) και την επιλογή (η) της (θ). Συνεπώς εάν Α(ζ,η,θ) και Β(η,θ,ζ), θα

γνωρίζουμε ότι σε περίπτωση που οι Α και Β κληθούν να επιλέξουν μεταξύ της (ζ) και

(η) λύσης, ο Α θα ψηφίσει τη (ζ) και ο Β την (η). Εάν κληθούν να επιλέξουν ανάμεσα

στην (ζ) και την (θ) λύσης, ο Α θα επιλέξει τη (ζ) και ο Β τη (θ).

Εν πρώτοις, θα διερευνήσουμε εν συντομία τις απώτερες ιστορικές ρίζες της

Κοινωνικής Επιλογής στο Διαφωτισμό, εφιστώντας όμως την προσοχή στο γεγονός ότι

την εποχή εκείνη τα φαινόμενα παραδοξότητας δεν χρησιμοποιήθηκαν στην κατεύθυνση

που επέλεξε αργότερα η πολιτική θεωρία των (σύγχρονων) προμάχων της. Χρήσιμη θα

είναι επίσης μια ιστορική αναδρομή στις εξελίξεις στην οικονομική θεωρία, που έχουν

στρέψει το ενδιαφέρον των οικονομολόγων σε ζητήματα ψηφοφορίας (κεφ. 1ο ).

Ακολούθως, θα μελετηθούν τα λογικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφικής

διαδικασίας, όταν οι υποψήφιες επιλογές είναι δύο, και θα αξιολογηθεί η απόπειρα να

χρησιμοποιηθούν τα χαρακτηριστικά αυτά ως βάση για τη φιλοσοφική δικαιολόγηση της

αρχής της πλειοψηφίας από τμήμα της σύγχρονης διαδικαστικής θεωρίας της

δημοκρατίας (κεφ. 2ο).

Κατόπιν θα εξετάσουμε την προσπάθεια των εκφραστών της Κοινωνικής

Επιλογής να αξιοποιήσουν το φαινόμενο των ποικίλων μορφών που λαμβάνουν τα

συστήματα απόφασης στην πολιτική πρακτική, προκειμένου να αποδείξουν τον δήθεν

ανορθολογικό χαρακτήρα της. Θα καταδειχθούν οι φιλοσοφικές οφειλές του

επιχειρήματος αυτού στο σχετικισμό, καθώς και οι μεθοδολογικές του αφετηρίες στα

εγχειρήματα προσδιορισμού μιας μοναδικής, αυθεντικά δημοκρατικής διαδικασίας λήψης

αποφάσεων. Θα υποστηρίξουμε ότι η ματαίωση της προσπάθειας να προσδιοριστούν τα

λογικά χαρακτηριστικά της ιδεώδους δημοκρατικής διαδικασίας απογυμνώνει την εν

λόγω θεωρία από την κανονιστική της βάση, επειδή η αξιολόγηση των συστημάτων

απόφασης μπορεί και πρέπει να γίνεται δυνάμει κριτηρίων ηθικοπολιτικής υφής (κεφ.

3ο).

Εν συνεχεία θα εκθέσουμε τα βασικά στοιχεία του θεωρήματος των

Condorcet/Arrow. Θα διαπιστώσουμε την αναντιστοιχία των φαινομένων παραδοξότητας

των ψηφοφοριών –που προβλέπει το εν λόγω θεώρημα– με την εμπειρική

πραγματικότητα των δημοκρατικών θεσμών. Θα παρουσιαστούν επίσης οι επιμέρους

εφαρμογές του θεωρήματος σε διαφορετικά στάδια της δημοκρατικής διαδικασίας, όπως

είναι η κατάρτιση της ημερήσιας διάταξης. Τοιουτοτρόπως, θα αποσαφηνιστεί στην

ουσία της εμμονή για πολιτική χειραγώγηση την οποία αποπνέουν τα θεωρήματα

παραδοξότητας. Πρόκειται για μια σύλληψη του ζητήματος καθαρά διαδικαστική,

εφόσον εδράζεται στην υπόθεση ότι οι δημοκρατικές ηγεσίες αναδεικνύονται και

αποκτούν ισχύ, επιδρώντας πάνω στις διεργασίες σχηματισμού της λαϊκής θέλησης (κεφ.

4ο).

Τέλος θα εκτεθεί η σχέση της θεωρίας δημοκρατίας της Κοινωνικής Επιλογής με

τα υποδείγματα διακυβέρνησης των ιθυνουσών τάξεων. Θα ανασκευαστεί η κριτική περί

παραδοξότητας που ασκείται στην αρχή της πλειοψηφίας, με βάση την οπτική της

διαβουλευτικής θεώρησης των δημοκρατικών διαδικασιών. Σε αυτό το πλαίσιο, το

ζήτημα της πολιτικής χειραγώγησης θα εντοπιστεί πρωτίστως στη δυνατότητα των

διευθυντικών ομάδων να διαμορφώνουν τα συστήματα πίστης των πολιτών και όχι στη

δυνατότητα των ηγεσιών να καθορίζουν εκ των άνω τους διαδικαστικούς όρους της

δημοκρατικής πολιτικής πάλης. Ένα παράδειγμα από τη συζήτηση για την αρμοδιότητα

της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως διαχειριστή της ημερήσιας διάταξης στη νομοθετική

διαδικασία εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης θα διαφωτίσει τους περιορισμούς της

διαδικαστικής προσέγγισης σχετικά με το ζήτημα της χειραγώγησης και θα υπογραμμίσει

η κριτική αξία της μελέτης των φαινομένων ιδεολογικής επιβολής των κυρίαρχων

ομάδων (κεφ. 5ο).

Κεφάλαιο Πρώτο

Οι ιστορικές ρίζες της Κοινωνικής Επιλογής

1. Από το θεώρημα των ενόρκων στο παράδοξο της ψηφοφορίας

Στο «Κοινωνικό συμβόλαιο» ο Rousseau πρεσβεύει ότι, όταν οι συμμετέχοντες

στη δημοκρατική διαδικασία ψηφίζουν με γνώμονα το κοινό συμφέρον, η επιλογή που

θα συγκεντρώσει τις περισσότερες ψήφους θα συμπυκνώνει τη γενική θέληση. Είκοσι

περίπου χρόνια αργότερα ο Condorcet επιχείρησε να επαληθεύσει μαθηματικά την

υπόθεση του Rousseau331

. Σε ένα κλασικό δοκίμιο332

υποστήριξε ότι, εάν η πιθανότητα

για τους συμμετέχοντες σε ένα αποφασιστικό σώμα να ψηφίσουν υπέρ της ορθής άποψης

είναι κατά μέσο όρο ελάχιστα μεγαλύτερη του 50%, τότε η πιθανότητα για την

πλειοψηφία του σώματος να καταλήξει σε σωστή απόφαση αυξάνει, όσο διευρύνεται ο

κύκλος των συμμετεχόντων. Η εφαρμογή του θεωρήματος είναι αρκετά προφανής σε μια

331

Για την επιρροή του Rousseau στον Condorcet βλ. Bernard Grofman/Scott L. Feld, «Rousseau's general

will: A condorcetian perspective», σε D. Estlund (επιμ.), Democracy, Blackwell, Oxford 2002, σ. 308-319.

Στο άρθρο υποστηρίζεται επίσης ότι και ο Rousseau είχε επηρεαστεί από τον Condorcet. Βεβαίως, το

1750, όταν ο Rousseau επεξεργαζόταν το Κοινωνικό Συμβόλαιο, τα πορίσματα του Condorcet ήταν

αδημοσίευτα και η ίδια η θεωρία των πιθανοτήτων δεν είχε αναπτυχθεί αρκετά. Σύμφωνα όμως με τους

συγγραφείς, είναι δυνατό να υποθέσουμε ότι ο Rousseau γνώριζε από τους κύκλους της

Εγκυκλοπαίδειας τους προβληματισμούς των μαθηματικών σχετικά με τη δημοκρατική αρχή. Με βάση

την υπόθεση αυτή, στο άρθρο επιχειρείται μια πολύ ενδιαφέρουσα ανασυγκρότηση του νοήματος της

γενικής θέλησης του Rousseau.

332 Marie Jean Antoine Nicolas de Caritat (ή Marquis de Condorcet), «Essay on the application of

mathematics to the theory of decision making», σε Condorcet: Selected writings, K. Baker (μετ.), Edward

Elgar, Aldershot 1976, [1785], σ. 33-48.

διαδικαστική δομή, όπου οι συμμετέχοντες καλούνται να αποφασίσουν απαντώντας

καταφατικά ή αποφατικά σε συγκεκριμένο ερώτημα. Καθώς αυτή η δομή ομοιάζει με την

ετυμηγορία των ενόρκων στα ποινικά δικαστήρια, η εν λόγω εκτίμηση αποκλήθηκε

«θεώρημα των ενόρκων» (jury theorem)333

.

Στο πλαίσιο της ανάλυσής του για τη θεωρία των πιθανοτήτων, ο Condorcet

προσέκρουσε σε κρίσιμα ζητήματα σχετικά με τη μαθηματική ανάλυση της

δημοκρατικής αρχής. Εάν οι υποψήφιες επιλογές είναι μόνο δύο, το θεώρημα των

ενόρκων αποδεικνύει ότι το σύστημα της πλειοψηφίας όντως εγγυάται την ορθότητα των

αποφάσεων. Όταν όμως οι υποψήφιες επιλογές είναι περισσότερες από δύο, τότε ο

κανόνας της απόλυτης πλειοψηφίας δεν παρέχει πάντοτε απόφαση και η λύση της

σχετικής πλειοψηφίας μπορεί να οδηγήσει σε τελική επιλογή που προτιμάται μόνον από

μια μειοψηφία του σώματος.

Ένα χρόνο πριν από τη δημοσίευση του δοκιμίου του Condorcet, ο επίσης

Γάλλος μαθηματικός Borda, προσμετρώντας την παραπάνω δυσχέρεια, εισηγήθηκε ένα

σύστημα απόφασης που σήμερα ονομάζεται μέτρηση Borda ή διαβαθμισμένη ψήφος334

.

Η μέτρηση Borda δίνει τη δυνατότητα σε καθένα συμμετέχοντα να κατατάξει σε

κατάλογο όλες τις υποψήφιες λύσεις σύμφωνα με τη σειρά της προτίμησής του. Κατόπιν

το σύστημα δίνει μια συγκεκριμένη τιμή στον κάθε υποψήφιο ανάλογα με τη θέση του

333

Στην πραγματικότητα, οι αρχές ρύθμισης της σύνθεσης των ορκωτών δικαστηρίων, που διατύπωσε ο

Cesare Beccaria, On crimes and punishments, D. Young (μετ.), Hacket, Indianapolis 1986, σ. 24-25, με

στόχο την εξασφάλιση ορθών αποφάσεων, υπήρξε πηγή έμπνευσης για τον Condorcet, που μετέφερε

τον προβληματισμό στις δημοκρατικές διαδικασίες. Για τη θεωρία ψηφοφορίας του Condorcet βλ.

Peyton Young, «Condorcet's theory of voting», American Political Science Review, τ. 82, 1988, σ. 1231-

1248.

334 Βλ. Θανάσης Διαμαντόπουλος, Εκλογικά συστήματα: Θεωρία και πρακτικές εφαρμογές, Πατάκης,

Αθήνα 2004, σ. 270-271.

στον κατάλογο. Η τιμή φθίνει, καθώς ξεκινάμε από την κορυφή του καταλόγου προς τα

κάτω, οπότε ο υποψήφιος που συγκεντρώνει το μεγαλύτερο άθροισμα διαβαθμισμένων

προτιμήσεων αναδεικνύεται νικητής335

.

Για λόγους που ανάγονται στο θεώρημα των ενόρκων, ο Condorcet πίστευε ότι η

μέτρηση Borda παραβιάζει μια βασική λογική αρχή, που κατόπιν ονομάστηκε

ανεξαρτησία των μη σχετικών επιλογών. Υποστήριξε δηλαδή ότι το σύστημα της

ψηφοφορίας πρέπει να κατατάσσει δύο επιλογές, λαμβάνοντας υπόψη μόνο τις

προτιμήσεις των ψηφοφόρων σχετικά με αυτές τις συγκεκριμένες επιλογές. Στη μέθοδο

του Borda, αντίθετα, το κατά πόσο μια επιλογή προτιμάται μιας άλλης είναι δυνατό να

καθορίζεται από την κατάταξη μιας τρίτης εναλλακτικής επιλογής (βλ. και παρακάτω πιο

αναλυτικά). Για τον Condorcet γνήσιος νικητής μιας αυθεντικά πλειοψηφικής

διαδικασίας είναι ο υποψήφιος που επικρατεί κάθε άλλου σε ξεχωριστή, ζευγαρωτή

αναμέτρηση. Η δυνατότητα ανάδειξης ενός τέτοιου νικητή μπορούσε, κατά την άποψή

του, να αποτελέσει κριτήριο αξιολόγησης για κάθε εφαρμοζόμενο στην πράξη σύστημα

λήψης απόφασης336

.

Στο δοκίμιο που αναφέρθηκε παραπάνω, ο Condorcet διαπίστωσε επίσης ότι είναι

δυνατό η διαδικασία να οδηγηθεί σε παράδοξα αποτελέσματα, εάν εμφανιστεί ένας

συγκεκριμένος τύπος κατανομής των επιλογών μεταξύ των ψηφοφόρων. Πρόκειται για

335

Για τους προβληματισμούς Borda και τη δομή του συστήματος ψηφοφορίας που επινόησε, βλ. Young,

«Condorcet's theory of voting», ό.π., σ. 1236-1241 και Dennis Mueller, Public Choice II, ό.π., σ. 117-120.

Για μια συγκριτική παρουσίαση των προβληματισμών των Borda και Condorcet, βλ. Hannu Nurmi, Voting

paradoxes and how to deal with them, ό.π., σ. 11-30.

336 Συστήματα εκλογής ανάλογα των Borda και Condorcet εμφανίζονται ήδη στον μεσαιωνικό στοχασμό.

Στις συζητήσεις των διαφωτιστών τίθεται πάντως για πρώτη φορά το πρόβλημα της λογικής υπεροχής

κάποιας από αυτές της διαδικασίες ψηφοφορίας, Ian McLean/John London, «The Borda and the

Condorcet principles: Three medieval applications», Social Choice and Welfare, τ. 7, 1990, σ. 99-108.

αλγεβρική δυσκολία που αργότερα οι μαθηματικοί απέδωσαν με τον όρο κυκλικότητα337

.

Για μια εκσυγχρονισμένη και απλοποιημένη απόδειξη του παραδόξου, διαφορετική από

αυτήν που διατύπωσε ο Condorcet, έστω Α(ζ,η,θ) και Β(θ,ζ,η) και Γ(η,θ,ζ). Εάν τεθεί σε

ψηφοφορία το ζεύγος (ζ) και (η), τότε θα υπερισχύσει το (ζ), εφόσον θα ψηφιστεί από

τους Α και Β. Όταν κατόπιν η νικήτρια επιλογή αναμετρηθεί με την (θ), τότε θα

υπερισχύσει η τελευταία, αφού θα την ψηφίσουν ο Β και ο Γ. Εάν όμως τεθεί σε

ψηφοφορία πρώτα το ζεύγος (ζ) και (θ), θα επικρατήσει η (θ), η οποία θα ηττηθεί στην

αναμέτρηση της με την (η). Είναι αυτονόητο ότι, εάν η ψηφοφορία ξεκινήσει με το

ζεύγος (η) και (θ), θα πλειοψηφήσει η (ζ).

Ο Condorcet θεωρούσε τη δυνατότητα εμφάνισης κυκλικότητας στη σύνθεση των

ατομικών επιλογών των ψηφοφόρων ως ανεξάλειπτη. Αλλά σε αντίθεση με τους

«επιγόνους» του στον εικοστό αιώνα, δεν επεκτάθηκε σε αμφισβήτηση της

ορθολογικότητας των πλειοψηφικών διαδικασιών. Στο Διαφωτισμό το σύνολο του

προβληματισμού σχετικά με τη μαθηματική δομή των πλειοψηφικών διαδικασιών

κατανοήθηκε ως μεταφορά της θεωρίας των πιθανοτήτων στον περί δημοκρατίας

στοχασμό, κατά τα πρότυπα του θεωρήματος των ενόρκων. Το κεφαλαιώδες ζητούμενο

ήταν η καλύτερη δυνατή ανταπόκριση των διαδικασιών στις ατομικές επιλογές,

προκειμένου, με δεδομένη την πίστη στην ορθολογικότητα των υποκειμένων, να

βελτιωθεί και η πιθανότητα λήψης ορθής συλλογικής απόφασης338

.

337

Ο ίδιος ο Condorcet χαρακτήρισε τα αποτελέσματα αυτά αντιφατικά, Condorcet, «Essay on the

application of mathematics to the theory of decision making», ό.π.,σ. 42.

338 Sven Berg, «Condorcet’s jury theorem: Dependency among jurors», Social Choice and Welfare, τ. 10,

1993, σ. 87-95.

Κατά μια άποψη, η αδυναμία του Condorcet να αξιοποιήσει τη θεωρητική φλέβα

χρυσού που ανέσκαψε η ερευνητική του σκαπάνη οφείλεται στην εμμονή του στην ισχύ

του θεωρήματος των ενόρκων και στην ελλιπή ανάπτυξη των μαθηματικών της εποχής

του339

. Εντούτοις, πιθανότερο φαίνεται ότι ο Condorcet ενεφορείτο απλώς από

διαφορετική αντίληψη για τη δημοκρατία σε σύγκριση με τους σύγχρονους «μαθητές»

του. Γι’ αυτό άλλωστε το παράδοξο τούτο δεν έκαμψε το δημοκρατικό του φρόνημα340

.

Μετά τη διατύπωση του παραδόξου μάλιστα οι πολιτικές εξελίξεις ώθησαν τον

Condorcet σε ριζοσπαστικότερες πολιτικές θέσεις, αφού απομακρύνθηκε από το πρότυπο

της συνταγματικής μοναρχίας και κάποια στιγμή τάχθηκε ανοιχτά υπέρ της αβασίλευτης

δημοκρατίας. Υπήρξε μία από τις σπάνιες περιπτώσεις διαφωτιστή, που υποστήριξε

ρηξικέλευθα την ίση, καθολική και για αμφότερα τα φύλα ψήφο341

. Ο Condorcet

αντιστάθηκε μέχρι τέλους στον πειρασμό, στηριζόμενος στο θεώρημα τούτο, να

χρωματίσει τη δημοκρατία ως πολίτευμα αντιφατικό ή ασταθές342

. Η ειρωνεία είναι ότι ο

ίδιος στην πολιτική του πορεία υπέστη την ασταθή και αντιφατική διελκυστίνδα της

339

Για παράδειγμα, Walter Popp, «Soziale Mathematik der Mehrheitsentscheidung», σε A. Podlech

(επιμ.), Rechnen und Entscheiden: Mathematische Modelle juristischen Argumentierens, Duncker &

Humblot, Berlin 1977, σ. 25-58, (44-48). Έτσι περίπου και ο Gordon Tullock, για τον οποίο η «θρησκευτική

πίστη» του Condorcet στη δημοκρατία απέτρεψε την αξιοποίηση των παραδόξων εις βάρος της, βλ.

«Θεωρητικοί πρόδρομοι», σε James Buchanan/Gordon Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης, ό.π., σ. 521-

551, (529)

340 Άλλωστε η ενασχόληση του με τα μαθηματικά της πλειοψηφίας υπήρξε μόνο πρόσκαιρο ενδιαφέρον,

που εγκαταλείφθηκε στο ώριμο έργο του, βλ. Nadia Urbinati, «Condorcet’s democratic theory of

representative government», European Journal of Political Theory, τ. 3, 2004, σ. 53-75.

341 Marie Jean Antoine Nicolas de Caritat, On the admission of women to the rights of citizenship, Alice

Drysdale Vickery (μετ.), Garden City Press, Letchworth 1912, (αναδημοσιευμένο σε http://oll.Libertyfund

.org/?option=com_staticxt&staticfile=show.php%3Ftitle=1013& chapter=81939&layout=html&Itemid=27)

342 Βλ. Cheryl Block, «Truth and probability: Ironies in the evolution of Social Choice theory», Washington

University Law Quarterly, τ. 76, 1998, σ. 976-1037.

δημοκρατικής πολιτικής. Μετά τη θητεία του ως πρόεδρος της Γαλλικής

Εθνοσυνέλευσης και το ξέσπασμα της τρομοκρατίας, από ισχυρό πρόσωπο της

επανάστασης βρέθηκε στην παρανομία και τελικά εκτελέστηκε, όταν κάποιος φέρεται να

τον αναγνώρισε τυχαία σε ένα πανδοχείο, όπου ζητιάνευε φαγητό.

2. Η οικονομική θεωρία της ταξινόμησης και ο πλειοψηφικός κανόνας

Η μαθηματική ανάλυση των διαδικασιών απόφασης όσο και η ανησυχία για τα

φαινόμενα κυκλικότητας επανεμφανίστηκαν σε κάποιες αναλύσεις των μαθηματικών

κατά τον 19ο αιώνα, χωρίς όμως να εξαχθούν προς τη δημοκρατική θεωρία. Στο μεταξύ

στην οικονομική θεωρία κυριαρχούσε ο ωφελιμισμός. Φιλοσοφικά ο ωφελιμισμός δεν

ασχολήθηκε ιδιαίτερα με τη δικαιολόγηση της πλειοψηφικής αρχής343

.

Ο Bentham, για παράδειγμα, θεωρούσε μάλλον αυτόδηλη τη χρήση της

πλειοψηφικής διαδικασίας, ως την πιο αξιόπιστη μορφή έκφρασης της θέλησης του

συνόλου344

. Προτιμούσε μάλιστα τη σχετική πλειοψηφία και τα πλειοψηφικά εκλογικά

συστήματα που την εκφράζουν, κάτι αρκετά ευεξήγητο, εάν ληφθεί υπόψη η διάδοσή

τους εκείνη την περίοδο. Μάλιστα η κάπως αυτόματη κατάφαση προς τον πλειοψηφικό

κανόνα προκάλεσε τη φιλελεύθερη κριτική, ότι ο Bentham δεν διέβλεψε το ζητήματα

τυραννίας της πλειοψηφίας. Στο έργο του, ωστόσο, φάνηκε να ενδιαφέρεται για

343

Για την αρχή της ωφελιμότητας και τις διαδικασίες λήψης απόφασης, βλ. Will Kymlicka, Η πολιτική

φιλοσοφία της εποχής μας, Γ. Μολύβας (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2005, [2002], σ. 106-140. Για τη συνεισφορά

του ωφελιμισμού στη φιλελεύθερη θεωρία της δημοκρατίας, βλ. εν συντομία Norberto Bobbio,

Liberalism and democracy, M. Ryle/K. Soper (μετ.), Verso, London/New York 1990, [1985], κεφ. 12.

344 Βλ. Michael James, «Public interest and majority rule in Bentham’s democratic theory», Political

Theory, τ. 9, 1981, σ. 49-64.

ζητήματα προστασίας των μειοψηφιών, όσο και για την παραμορφωτική επίδραση των

επίφοβων συμφερόντων (sinister interests) στη δημοκρατική διαδικασία345

. Οι

διαπροσωπικές συγκρίσεις ωφέλειας, βασικό αναλυτικό εργαλείο της ωφελιμιστικής

ανάλυσης, παρείχαν μια αρκετά πειστική δικαιολόγηση για κοινωνική πολιτική μετά τα

μέσα του 19ου

αιώνα. Τούτο ανέκοψε τη διατύπωση τυχόν αιτιάσεων ενάντια στην

αναδιανεμητική λειτουργία της πολιτικής κατ’ εφαρμογή των κανόνων της

πλειοψηφικής δημοκρατίας.

Η κατάσταση μεταβλήθηκε άρδην με την εμφάνηση της θεωρίας της ταξινόμησης

(ordinalism) τη δεκαετία του 1930 στα οικονομικά, οπότε οι ωφελιμιστικές προκείμενες

επέσυραν σφοδρή κριτική και εγκαταλείφθηκαν346

. Η οικονομική της ταξινόμησης

επιχείρησε να αποκαθάρει τη θεωρία της οικονομικής αξίας από τις ψυχολογικές

υποθέσεις ή τις αξιολογικές κρίσεις, που στήριζαν τις διαπροσωπικές συγκρίσεις

ωφέλειας. Έκτοτε κατέστη αδύνατος ο ισχυρισμός ότι ο Α προτιμά το θέατρο δύο φορές

περισσότερο από τον κινηματογράφο ή ότι προτιμά τα θέατρο περισσότερο από ό,τι ο Β

τον κινηματογράφο. Αυτό που μπορούμε να γνωρίζουμε, για να διερευνήσουμε το

ζήτημα της συλλογικής ευημερίας, ήταν μόνον η ατομική ιεράρχηση των προτιμήσεων

των υποκειμένων σε σχέση με τα αγαθά. Μπορούμε, φερ’ ειπείν, να γνωρίζουμε απλώς

ότι ο Α προτιμά το θέατρο περισσότερο από τον κινηματογράφο, ενώ ο Β το αντίστροφο.

345

Στο ίδιο, σ. 59-61. Βλ. και Federic Rosen, «Majorities and minorities a classical utilitarian view», σε J.

Chapman/A.Wertheimer (επιμ.), Majorities and Minorities: Nomos XXXII, New York University Press, New

York/London 1990, σ. 24-43.

346 Για μια κριτική επισκόπηση των βασικών θέσεων της ορντιναλιστικής καινοτομίας βλ. Robert

Cooter/Peter Rappoport, «Were ordinalists wrong about welfare economics?», Journal of Economic

Literature, τ. 22, 1984, σ. 507-530 και John Harsanyi, «Cardinal welfare, individualistic ethics, and

interpersonal comparisons of utility», Journal of Political Economy, τ. 63, 1995, σ. 309-321.

Αυτή η επιστημολογική στροφή προκάλεσε και έντονο γνωστικό ενδιαφέρον των

οικονομολόγων για τις δημοκρατικές ψηφοφορίες. Τα συνήθη στις δυτικές δημοκρατίες

συστήματα ψηφοφοριών εμφανίζουν ομοιότητες με τα αναλυτικά υποδείγματα που

χρησιμοποιούν οι θεωρίες της ταξινόμησης, για να προσδιορίσουν τη συλλογική

ωφέλεια. Κάθε πολίτης καλείται να εκδηλώσει προτιμήσεις, συνήθως μάλιστα την

κορυφαία, και κατόπιν ο κανόνας απόφασης αθροίζει τις ατομικές επιλογές, χωρίς να

λαμβάνει υπόψη χαρακτηριστικά των ατομικών επιλογών, όπως η ένταση τους, που θα

τις καθιστούσαν συγκρίσιμες. Στη βορειοαμερικανική πολιτική επιστήμη αυτή η κίνηση

γνωστικού ιμπεριαλισμού από την πλευρά της οικονομικής επιστήμης έγινε δεκτή μετά

τη δεκαετία του 1960 με καλπάζοντα ενθουσιασμό. Σήμερα η Κοινωνική Επιλογή, ως

θεωρία που ασχολείται με το πρόβλημα της σύνθεσης ατομικών επιλογών σε συλλογικές

αποφάσεις, είναι από τις πιο διαδεδομένες μεθοδολογικές αφετηρίες στην έρευνα της

δημοκρατικής διαδικασίας.

Στο παραπάνω πλαίσιο ήταν φυσικό η συζήτηση του Borda και του Condorcet να

επανέλθουν μεν στην επικαιρότητα, αλλά σε κατεύθυνση που εκείνοι δεν θα

επιθυμούσαν. Ο διάλογος μεταξύ των δύο μαθηματικών εγκλείει in nuce τις δύο

κεντρικές προκλήσεις που θέτει η Κοινωνική Επιλογή στη δημοκρατική θεωρία. Η

πρώτη αφορά στην επιλογή του βέλτιστου συστήματος απόφασης και η δεύτερη στις

συνέπειες των φαινομένων κυκλικότητας για τη λειτουργία της πλειοψηφικής αρχής.

Προτού όμως καταπιαστούμε με τα ζητήματα αυτά, θα ήταν πρόσφορο να ασχοληθούμε

επ’ ολίγον με τη συμβολή των μαθηματικών αναλύσεων στη σύνδεση της δημοκρατικής

αρχής με τον κανόνα της απλής πλειοψηφίας και την προτίμηση στα δικομματικά

πολιτικά συστήματα.

Κεφάλαιο δεύτερο

Η δημοκρατική διαδικασία με δύο υποψήφιες επιλογές

1. Τα λογικά-μαθηματικά χαρακτηριστικά του κανόνα της απλής πλειοψηφίας

Ο μαθηματικός και οικονομολόγος Kenneth May347

, σε ένα κλασικό άρθρο των

αρχών της δεκαετίας του 1950, διερεύνησε τα λογικά χαρακτηριστικά της πλειοψηφικής

διαδικασίας με δύο υποψήφιες επιλογές. Το θεώρημά του αποδεικνύει ότι με αυτά τα

δεδομένα η διαδικασία της απλής πλειοψηφίας εμφανίζεται ως λύση «μοναδική». Η

μοναδικότητά της συνίσταται στη δυνατότητα να ικανοποιεί ταυτόχρονα μια σειρά

λογικών αιτημάτων, πράγμα αδύνατο υπό άλλες συνθήκες (για παράδειγμα με τρεις

υποψήφιες επιλογές) ή με άλλους κανόνες απόφασης (όπως οι διαδικασίες αυξημένης

πλειοψηφίας). Τα ευρήματα του May εντυπωσίασαν αρκετούς θεωρητικούς της

δημοκρατίας, με αποτέλεσμα την ενσωμάτωση του θεωρήματος στις πολιτικές

αναλύσεις. Ο ενθουσιασμός οφείλεται προφανώς στην αίσθηση ότι τα λογικά

χαρακτηριστικά που εντόπισε το θεώρημα διερμηνεύουν με βάση τα μαθηματικά τη

διαδικαστική πτυχή της δημοκρατικής ισότητας.

Σύμφωνα με τη ανάλυση του May, η εφαρμογή της απλής πλειοψηφίας στη

διαδικασία με δύο εναλλακτικές λύσεις επιτρέπει στη διαδικασία να είναι πάντοτε α)

αποφασιστική (always decisive), παρέχει δηλαδή πάντοτε μια συγκεκριμένη και μοναδική

απόφαση για κάθε σύνολο ατομικών επιλογών που εμφανίζεται κάθε φορά. Ο May δεν

347

Kenneth May, «A set of independent, necessary and sufficient conditions for simple majority voting»,

Econometrica, τ. 20, 1952, σ. 680-684.

ασχολείται με την περίπτωση της ισοψηφίας μεταξύ των δύο επιλογών, την οποία

μάλλον θεωρεί χωρίς πρακτική σημασία.

Παρουσιάζει επίσης β) το χαρακτηριστικό της ανωνυμίας (anonymity). Τούτο

σημαίνει ότι οποιοδήποτε τυχαίο ζευγάρι συμμετεχόντων μπορεί να ανταλλάξει τις ήδη

καταμετρημένες επιλογές του, χωρίς το αποτέλεσμα να μεταβληθεί. Πρόκειται για

γνώρισμα όλων των τύπων πλειοψηφικής διαδικασίας. Από μαθηματική άποψη αποτελεί

την πιο αυτονόητη μορφή ικανοποίησης του αιτήματος για ισότητα της ψήφου.

Ανωνυμία συντρέχει, όταν η ταυτότητα του ψηφοφόρου είναι αδιάφορη για το βάρος της

ψήφου, καθώς και όταν όλες οι ψήφοι διαδραματίζουν τον ίδιο ρόλο στη διαδικασία.

Όταν, για παράδειγμα, ένα από τα υποκείμενα της διαδικασίας είναι εξοπλισμένο με

αναβλητική αρνησικυρία, η ανωνυμία εκλείπει πλέον.

Ταυτόχρονα, η διαδικασία χαρακτηρίζεται από γ) ουδετερότητα (neutrality) έναντι

των υποψήφιων επιλογών, διότι θεωρητικά εξασφαλίζει ίση δυνατότητα επιψήφισης

καθεμιάς από αυτές. Πρακτικά, πάντοτε φυσικά με την εξαίρεση της περίπτωσης

ισοψηφίας, στα συστήματα πολιτικής απόφασης η ουδετερότητα εμφανίζεται μόνο στις

διαδικασίες απλής πλειοψηφίας με δύο εναλλακτικές επιλογές. Απεναντίας, με κανόνες

πιο περιεκτικούς σε συναίνεση, όπως η απόλυτη ή η αυξημένη πλειοψηφία, το status quo

ευνοείται, καθώς οι αντίθετες σε αυτό υποψήφιες επιλογές απορρίπτονται, ακόμη και

όταν έχουν εξασφαλίσει την σχετική πλειοψηφία.

Τέλος, η δ) θετική ανταπόκριση (positive responsiveness) στοιχειοθετείται, όποτε

η μεταβολή της προτίμησης κάποιου ψηφοφόρου υπέρ μιας επιλογής καθιστά την

τελευταία περισσότερο ελκυστική σε επίπεδο συλλογικής επιλογής, Στην κλασική

θεωρία των εκλογών αναφέρεται ως «αξίωμα της συμμετοχής». Με άλλα λόγια, από την

πλευρά της ισότητας είναι παράλογο ένα σύστημα ψηφοφορίας να παρουσιάζει τέτοια

δομή, ώστε η προτίμηση ενός ψηφοφόρου να ευνοείται εκλογικά, όταν αυτός απέχει της

διαδικασίας348

. Αργότερα το χαρακτηριστικό αυτό αποδόθηκε με τον αλγεβρικό όρο

μονοτονία και διαχωρίστηκε η σκληρή και η ήπια εκδοχή της (strong και soft

monotonicity)349

. Στην πρώτη εκδοχή, ήπια μονοσήμαντη είναι η λύση, όταν η ισοψηφία

που ανακύπτει σε ένα αποφασιστικό σώμα, με n συμμετέχοντες και n-1 καταμετρημένες

ψήφους, επιτρέπει στη μη καταμετρημένη ψήφο να είναι αποφασιστική. Αυστηρά

μονοσήμαντη είναι μόνο η διαδικασία της απλής πλειοψηφίας με δύο υποψήφιες λύσεις.

Οι πιο περιεκτικοί σε συναίνεση κανόνες είναι ήπια μονοτονικοί, αφού η μεταβολή μιας

ψήφου υπέρ κάποιας επιλογής δεν βελτιώνει άμεσα τη θέση της στην τελική κατάταξη.

Η ουσία του αποδεικτικού ισχυρισμού του θεωρήματος συνίσταται στο ότι τα

παραπάνω γνωρίσματα δεν μπορούν να ικανοποιηθούν ταυτόχρονα παρά μόνον από τη

διαδικασία της απλής πλειοψηφίας με δύο υποψήφιες επιλογές350

. Ο May κατάφερε με

μια «απλή κίνηση», περιορίζοντας δηλαδή την ημερήσια διάταξη της διαδικασίας σε δύο

υποψήφιες επιλογές, να επιλύσει το γρίφο της μαθηματικά αυθεντικής πλειοψηφίας, που

βασάνιζε τους Borda και Condorcet. Ο ίδιος πάντως προέβη σε μια καθαρά μαθηματική

παρατήρηση. Δεν ισχυρίστηκε ποτέ ότι τα χαρακτηριστικά που εντόπισε καθιστούν την

πλειοψηφική διαδικασία ηθικοπολιτικά ελκυστική και λειτουργικά πρόσφορη.

348

Hannu Nurmi, «Monotonicity and its cognates in the theory of voting», Public Choice, τ. 121, 2004, σ.

25-49.

349 Στο ίδιο, σ. 27-28.

350 Για μια πιο ευσύνοπτη απόδειξη του θεωρήματος, βλ. Amartya Sen, Collective choice and social

welfare, ό.π., σ. 300.

2. Είναι δυνατή μια μαθηματική σύλληψη της πολιτικής ισότητας;

Εκ πρώτης όψεως, οι παραπάνω τέσσερις ιδιότητες ανταποκρίνονται κατά βάση

στους λόγους που έχουν οδηγήσει στην εφαρμογή της πλειοψηφικής αρχής στις

σύγχρονες δημοκρατίες. Το αίτημα «ένας άνθρωπος μια ψήφος» δείχνει να διασφαλίζει

πράγματι ανωνυμία και θετική ανταπόκριση. Ένα βασικό πλεονέκτημα της εφαρμογής

της πλειοψηφικής διαδικασίας θεωρείται η δυνατότητά της να καταλήγει πάντοτε σε

απόφαση, παρέχοντας άμεση απάντηση στα πιεστικά ζητήματα του συλλογικού

πράττειν351

. Επιβάλλει επίσης «…το κατ’ αρχήν ισοδύναμο των προτεινόμενων

επιλογών, όσο και την ισοτιμία γνωμών και ψήφων κατά το στάδιο διαμορφώσεως της

απόφασης»352

. Η αποφασιστικότητα και η ουδετερότητα φαίνεται να ικανοποιούν τα δύο

αυτά αιτούμενα. Θα μπορούσε συνεπώς να ισχυριστεί κάποιος ότι η σκιαγράφηση των

χαρακτηριστικών της διαδικασίας από τον May επιτυγχάνει την πιο σαφή μαθηματική

απεικόνιση της πλειοψηφικής αρχής, ως διαδικασίας ουδέτερης και «αδιάφορης»

απέναντι στα ιδιαίτερα κοινωνικά χαρακτηριστικά των υποκειμένων ή στο ουσιαστικό

περιεχόμενο των αποφάσεων.

Την εποχή της διατύπωσης του θεωρήματος, στην πολιτική επιστήμη των Η.Π.Α.

κυριαρχούσε μια δυναμική αναμέτρηση μεταξύ του Συνταγματικού Δικαστηρίου και των

351

Για την αποφασιστική λειτουργία (Entscheidungsfunktion) της πλειοψηφικής διαδικασίας, Werner

Heun, Das Mehrheitprinzip in der Demokratie: Grundlagen – Struktur – Begrenzungen, Duncker &

Humblot, Berlin 1983, σ. 262.

352 Παύλος Σούρλας, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων,

Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1989, σ. 162. Το στοιχείο της ουδετερότητας ή αλλιώς αδιαφορίας της

διαδικασίας απέναντι στις υποψήφιες επιλογές υπογραμμίζει και η ενημερωμένη στην Κοινωνική

Επιλογή ανάλυση του Wolfgang Fach, «Demokratie und Mehrheitsprinzip», Archiv für Rechts- und

Sozialphilosophie, τ. 61, 1975, σ. 201-221, (220).

δυνάμεων του New Deal. Το εγχείρημα του Δικαστηρίου να αναγορεύσει, στο όνομα της

προστασίας των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων, τον εαυτό του σε de facto κυρίαρχο της

συνταγματικής τάξης, ματαιώνοντας πεισματικά τις πολιτικές κρατικής παρέμβασης,

δημιούργησε έντονο σκεπτικισμό απέναντι στο σύστημα των ελέγχων και

εξισορροπήσεων (checks and balances) του πολιτεύματος των Η.Π.Α. Ταυτόχρονα,

έστρεψε το ενδιαφέρον των πολιτικών επιστημόνων στις αρετές του βρετανικού

δικομματικού συστήματος κυριαρχίας του Κοινοβουλίου. Η εξέλιξη αυτή επενδύθηκε

φιλοσοφικά με ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για τη λοκιανή προσπάθεια να θεμελιωθεί η

αρχή της πλειοψηφίας ως αποκλειστική θεσμική έκφραση του αιτήματος για

δημοκρατική αυτοκυβέρνηση353

.

Δεν είναι περίεργο ότι υπό την επίδραση αυτών των εξελίξεων η πολιτική

επιστήμη χαιρέτισε τα πορίσματα του May και θέλησε να εντρυφήσει στην κανονιστική

τους συμπαραδήλωση. Πράγματι, όλες οι σύγχρονες διαδικαστικές θεωρήσεις, που

εξισώνουν τη δημοκρατική αρχή με την εφαρμογή της αρχής της πλειοψηφίας, είτε

εκδηλώνουν άμεσο ενδιαφέρον για το προειρημένο θεώρημα, είτε συμμερίζονται

προβληματισμούς εμπνευσμένους από τη λογική του.

Από την πλευρά της διαδικαστικής προσέγγισης το θεώρημα μετατρέπει τη

δικαιολόγηση της αρχής της πλειοψηφίας σε «εύκολη περίπτωση»354

. Η συμμετοχή σε

μια ουδέτερη, «μονοτονική» και ανώνυμη διαδικασία εξασφαλίζει ότι η γνώμη κάθε

πολίτη θεωρείται κατ’ αρχήν «…τουλάχιστον τόσο καλή, όσο και κάθε άλλου…»,

353

Με το θέμα θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα σε επόμενα κεφάλαια, ιδιαίτερα στο έκτο. Για μια

σύντομη ανάλυση των εξελίξεων αυτών, βλ. Jürgen Gebhardt, «Mehrheitsprinzip, Minderheitenrechte

und ziviler Ungehorsam in der Bürgerkultur der USA», σε H. Oberreuter (επιμ.), Warheit statt Mehrheit?

Olzog Verlag, München 1986, σ. 193-208, (195-197).

354 Bruce Ackerman, Justice in the liberal state, Yale University Press, New Haven 1981, σ. 279.

επομένως κανείς δεν χαρακτηρίζεται εκ των προτέρων ως πολιτικά υπέρτερος ή

υποδεέστερος355

.

Ως μοναδική δικαιολογητική αδυναμία του σχήματος εμφανίζεται η δυσχέρεια

αποκλεισμού της διαδικασίας κλήρωσης. Είναι προφανές ότι η ουδετερότητα και η

ανωνυμία ικανοποιούνται εξίσου καλά, εάν αντί της καταμέτρησης των ψηφοδελτίων η

κάλπη ανοίξει και κληρωθεί ένα εξ αυτών στην τύχη. Η κλήρωση θα ικανοποιούσε και

το αίτημα για «μονοτονία». Εν αντιθέσει, όμως, με την καταμέτρηση, που το ικανοποιεί

στη «σωρευτική» (cumulative) εκδοχή του, η κλήρωση εμφανίζει μια πιθανολογική

(probabilistic) μονοτονία356

. Η ψήφος στο σύστημα της κλήρωσης δεν βελτιώνει μεν την

ελκυστικότητα της επιλογής, μεγεθύνει όμως την πιθανότητα να είναι αυτή που τελικά

θα αναδειχθεί νικήτρια.

Η κλήρωση ως σύστημα λήψης απόφασης δημιουργεί εύλογα αμηχανία σε όσους

επιχειρούν να δικαιολογήσουν την αρχή της πλειοψηφίας αποκλειστικά στη βάση του

αιτήματος για ισότιμη συμμετοχή. Δεν είναι αβάσιμο να ισχυριστεί κανείς ότι η πιο

προφανής λύση θα ήταν η κλήρωση, εφόσον το δημοκρατικό αίσθημα οδηγεί στην

υιοθέτηση μιας ταχείας, απλής, εξισωτικής και ουδέτερης διαδικασίας357

. Δεν είναι

τυχαίο ότι το θεμελιωτικό εγχείρημα του Jeremy Waldron, που επίσης εμπνέεται από το

θεώρημα του May, έχει ανατάμει συστηματικά το ζήτημα. Κατά την άποψή του, η αρχή

355

Στο ίδιο. Ο Jeremy Waldron φαίνεται να πιστεύει ότι το πολιτικό περιεχόμενο των γνωρισμάτων της

πλειοψηφικής διαδικασίας, όπως ορίζονται από το θεώρημα, αναφέρεται στην αξία των προσώπων και

τη μεταξύ τους ισότητα, «Deliberation, disagreement and voting», σε H. Kohn/R. Slye (επιμ.), Deliberative

democracy and human rights, Yale University Press, New Haven 1999, σ. 210-226.

356 Ackerman, Justice in the liberal state, ό.π., σ. 282-283.

357 David Estlund, «Beyond fairness and deliberation: The epistemic dimensions of democratic authority»,

σε J. Bohman/W. Rehg (επιμ.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 173-204, (176).

της ισότητας είναι σε θέση να αποκλείει το σύστημα της κλήρωσης, εάν ερμηνευθεί με

προσοχή. Η καταμέτρηση είναι η μόνη διαδικασία που εγγυάται με τον ασφαλέστερο

τρόπο την επιρροή της ατομικής επιλογής στην τελική απόφαση. Είναι συνεπώς σε θέση

να εγγυηθεί τη μέγιστη δυνατή ικανοποίηση του αιτήματος σε πολιτική ισότητα, παρέχει

δηλαδή πληρέστερη ισότητα358

.

Την απαίτηση για πληρέστερη δυνατή ικανοποίηση της ισότιμης συμμετοχής ο

Waldron αντλεί από ένα άρθρο του Gregory Vlastos. Αλλά η ακριβής διατύπωση του

Vlastos έχει ως εξής: «…με δεδομένα δύο επίπεδα παραγωγής ενός αγαθού που είναι

γνωστό ότι μπορούν να υπάρξουν σε συγκεκριμένες συνθήκες, τότε, εφόσον οτιδήποτε

άλλο παραμένει όμοιο, το μεγαλύτερο [επίπεδο] πρέπει να προτιμηθεί για λόγους

δικαιοσύνης»359

. Ωστόσο, η προϋπόθεση «οτιδήποτε άλλο να παραμένει το ίδιο»

οπωσδήποτε περιπλέκει το ζήτημα. Η αρχή της πλειοψηφίας διασφαλίζει αναμφίβολα

«περισσότερη» ισότητα σε επίπεδο παθητικής συμμετοχής στη διαδικασία, με την έννοια

που εννοεί ο Waldron.

Από την άλλη πλευρά όμως, το σύστημα της κλήρωσης, ιδιαίτερα στις

διαδικασίες εκλογής, προάγει ενδεχομένως περισσότερη ισότητα στο επίπεδο της

ενεργητικής συμμετοχής. Εάν κάποιος εμφορείται από μια αρχαιοελληνική αντίληψη για

την ταύτιση κυβερνώντων και κυβερνωμένων, ως εναλλαγή των πολιτών στις θέσεις του

358

Jeremy Waldron, Law and disagreement, ό.π., σ. 114. Μια παρόμοια αντίληψη περί μεγιστοποίησης

της ισότητας από την πλειοψηφική διαδικασία, με την έννοια ότι η τελευταία καθιστά δυνατή την

«…πραγμάτωση της μεγαλύτερης δυνατής συμφωνίας μεταξύ ατομικών [θελήσεων] και γενικής

θέλησης», υποστηρίζει στη γερμανική θεωρία ο Gerhard Leibholz, Strukturprobleme der modernen

Demokratie, Müller, Karlsruhe 1967, σ. 151.

359 Gregory Vlastos, «Justice and equality», σε J. Waldron (επιμ.), Theories of rights, Oxford University

Press, New York 1984, σ. 41-76, (66).

άρχειν και του άρχεσθαι, η κλήρωση εμφανίζεται μάλλον προτιμότερη. Αυτό εξηγεί

οπωσδήποτε την προτίμηση των αμεσοδημοκρατικών υποδειγμάτων στα αρχαιοελληνικά

συστήματα επιλογής προσώπων στα δημόσια αξιώματα360

. Η διαφοροποίηση μεταξύ του

Waldron και των υποστηρικτών της κλήρωσης δεν έγκειται στο «πόσο πολύ» πρέπει το

σύστημα της συλλογικής επιλογής να ικανοποιεί το αίτημα για ισότητα, αλλά σε μια

ριζικά διαφορετική σύλληψη της ίδιας της αρχής της ισότητας, που φυσικά άπτεται του

προβλήματος της λαϊκής κυριαρχίας.

Αλλά, ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι η δημοκρατική διαδικασία δέον να είναι με

οιονεί μαθηματικό τρόπο ανώνυμη, ουδέτερη, αποφασιστική, μονοσήμαντη και να

εξασφαλίζει την άμεση επιρροή της ψήφου στο αποτέλεσμα, πάλι δεν οδηγούμαστε

υποχρεωτικά στην αρχή της πλειοψηφίας. Σύμφωνα με τους ορισμούς του θεωρήματος,

σε μια σειρά τριών ψηφοφοριών, όπου μειοψηφεί συνεχώς συγκεκριμένη ομάδα που

αριθμεί το ένα τρίτο της πολιτικής κοινότητας, πρέπει η γνώμη της πλειοψηφίας των δύο

τρίτων να υπερισχύει πάντοτε. Είναι μολαταύτα δυνατός και ο ισχυρισμός ότι η γνώμη

της μειοψηφίας πρέπει να καθορίσει τουλάχιστον τη μία από τις τρεις αποφάσεις,

ειδάλλως το σύστημα δεν μπορεί να θεωρείται δίκαιο361

. Ένα τέτοιο μη πλειοψηφικό

σύστημα «δίκαιης κατανομής» (fair-division procedure)362

δεν φέρει τα χαρακτηριστικά

του θεωρήματος του May. Ανεξάρτητα όμως από την κριτική που είναι δυνατό να

ασκηθεί σε αυτή τη διαδικασία λήψης απόφασης στο επίπεδο της εφαρμογής στην

360

Βλ. για παράδειγμα, Douglas Lumnis, Radical democracy, Cornell University Press, Ithaca/London 1996,

σ. 37-38.

361 Βλ. Peter Jones, «Intense preferences, strong beliefs and democratic decision-making», Political

Studies, τ. 36, 1988, σ. 7-29, (12).

362 Βλ. Mathias Risse, «Arguing for majority rule», ό.π., σ. 41-64, (49-50).

πράξη, είναι δύσκολο να αρνηθεί κανείς ότι υπό ορισμένες συνθήκες η δομή της μοιάζει

περισσότερο δίκαιη από εκείνη της πλειοψηφίας.

Η εξέταση της κλήρωσης και της δίκαιης κατανομής, ως συστημάτων

εναλλακτικών της πλειοψηφικής αρχής, καθιστά αρκετά σαφές ότι η τελευταία δε μπορεί

να δικαιολογηθεί με βάση συγκεκριμένα διαδικαστικά της χαρακτηριστικά, όπως η

εξασφάλιση ίσης συμμετοχής363

. Η αρχή της πολιτικής ισότητας αποτελεί βασικό στοιχείο

της πλειοψηφικής διαδικασίας, αλλά δεν «επιβάλλει» αναπόφευκτα την κατίσχυσή της364

.

Πέρα από τις φιλοσοφικές δυσχέρειες, το εγχείρημα μαθηματικής σύλληψης της

πολιτικής ισότητας προκαλεί αμηχανία, όταν χρησιμοποιείται ως κριτήριο ερμηνείας και

ρύθμισης των θεσμικών δομών λήψης αποφάσεων στην πράξη. Στα σύγχρονα

συστήματα εμφανίζεται ένα πλήθος διαδικασιών που απέχουν πολύ από το να

συγκεντρώνουν τα χαρακτηριστικά του θεωρήματος του May365

. Μια σύλληψη στην

παράδοση του Condorcet θα μπορούσε ασφαλώς να επιμείνει στη δυνατότητα του

θεωρήματος να προσδιορίσει μια σειρά ιδιοτήτων του συστήματος απόφασης,

συγκροτώντας ένα είδος κανονιστικής μήτρας για τη ρύθμιση και αξιολόγηση κάθε

πρακτικής διαδικασίας. Η θέση αυτή σημαίνει με απλά λόγια ότι λίγο-πολύ το σύνολο

363

Ο Waldron σε μεταγενέστερη τοποθέτηση για το θέμα δείχνει κάπως πιο διστακτικός απέναντι στην

άποψη ότι η αρχή της ισότητας επιβάλλει την εφαρμογή της πλειοψηφικής διαδικασίας: «Δεν είμαι σε

θέση να αποδείξω ότι αυτές οι δύο παραδοχές –η αξία του προσώπου και η ισότητα μεταξύ τους– είναι

από μόνες τους σε θέση να αναδείξουν την επιλογή του πλειοψηφικού κανόνα ως μοναδικής

αρμόζουσας διαδικαστικής αρχής», Jeremy Waldron, «Deliberation, disagreement and voting», ό.π., σ.

224.

364 Beitz, Political equality, ό.π., σ. 62.

365 Έτσι περίπου Amy Gutmann, «Deliberative democracy and majority rule», σε H. Kohn/R. Slye (επιμ.),

Deliberative democracy and human rights, ό.π., σ. 227-234, (233) και Jules Coleman, «Rationality and the

justification of democracy», σε G.Brennan/L.Lomansky (επιμ.), Politics and process, ό.π., σ. 194-206, (202-

204).

των εκλογικών συστημάτων που εφαρμόζονται ενέχει κάποια «υποχώρηση» από την

αυστηρά νοούμενη αρχή της ισότητας. Πιο εύλογο είναι να παραδεχτούμε ότι η αρχή της

ισότητας διαθέτει ένα εξαιρετικά σύνθετο ηθικοπολιτικό περιεχόμενο, που είναι αδύνατο

να τιθασευτεί συνολικά από οποιονδήποτε αριθμητικό τύπο υπολογισμού.

Οι ίδιοι οι υποστηρικτές της αξιοποίησης του θεωρήματος του May στη

δημοκρατική θεωρία όχι σπανίως προβαίνουν ανοιχτά σε σχετικοποίηση των παραδοχών

τους, προκειμένου αυτές να καταστούν πρακτικά εφαρμόσιμες. Από την πλευρά ενός

φιλελεύθερου πολιτικού ενδιαφέροντος για την πιθανότητα τυραννικής έκβασης των

πλειοψηφικών διαδικασιών σε βάρος των μειοψηφιών, ο Bruce Ackerman φρονεί ότι το

«απλό επιχείρημα» υπέρ της πλειοψηφικής διαδικασίας ισχύει μόνον εφόσον

αποσυρθούν εξ αρχής από την πολιτική ημερήσια διάταξη οι προφανώς ανορθολογικές

εναλλακτικές επιλογές366

. Ο ισχυρισμός του καταδεικνύει ευνόητα πόσο παραπειστική

μπορεί να είναι η προσπάθεια να ανευρεθεί μαθηματικό ισοδύναμο της διαδικαστικής

ισότητας. Ακόμη κι εάν είναι πραγματικά δυνατή η περιγραφή των πλειοψηφικών

διαδικασιών ως μαθηματικά ουδέτερων έναντι των υποψήφιων επιλογών, διόλου δεν

έπεται ότι αυτές αποβαίνουν αδιάφορες ως προς την ουσιαστική ποιότητα των

λαμβανόμενων αποφάσεων.

366

Ackerman, Justice in the liberal state, ό.π., σ. 280. Στην ανάλυση του Ackerman παραμένουν

απροσδιόριστες οι συνέπειες του ισχυρισμού αυτού για το θεσμικό σύστημα της φιλελεύθερης

δημοκρατίας, πράγμα που υποβαθμίζει το βαθμό επιρροής του αιτήματος για ορθές αποφάσεις στη

δομή των πλειοψηφικών διαδικασιών.

3. Η απλή πλειοψηφία με δύο υποψήφιες επιλογές και η δημοκρατική ουσία του

δίπολου κυβέρνηση/αντιπολίτευση

Η αξιοποίηση του θεωρήματος του May στη θεωρία της δημοκρατίας δεν

αναστέλλεται μόνον από τις δικαιολογητικές και ερμηνευτικές αδυναμίες που εκτέθηκαν

παραπάνω. Οι προκείμενες επί των οποίων στηρίζεται το θεώρημα είναι επίσης

προβληματικές στα πολιτικά τους συνεπαγόμενα. Όπως ειπώθηκε, το θεώρημα

περιορίζει τις υποψήφιες επιλογές μόνο σε δύο και δεικνύει ότι, υπό αυτούς τους όρους,

η απλή πλειοψηφία είναι μοναδική στα λογικά της χαρακτηριστικά. Οι περιοριστικοί

όμως όροι, που τίθενται από το θεώρημα, θα έπρεπε κανονικά να δημιουργούν

σκεπτικισμό και όχι ευφορία στη θεωρία της δημοκρατίας, τουλάχιστον σε όσους

καταφάσκουν στο σύστημα της πλειοψηφίας.

Η επικράτηση των πορισμάτων του May στην πολιτική επιστήμη δεν αποτελεί

μυστήριο. Συνδέεται προφανώς με τη σπουδαιότητα που αποδόθηκε στις μαζικές

δημοκρατίες στο δίπολο κυβέρνηση/αντιπολίτευση. Κάποιες θεωρίες έχουν αναγορεύσει

ρητά το δίπολο σε πεμπτουσία της σύγχρονης δημοκρατικής πολιτικής. Η συστημική

προσέγγιση του ώριμου Niklas Luhmann αποτελεί μια από τις πιο χαρακτηριστικές

περιπτώσεις.

Στη θεωρία του, η σύγχρονη δημοκρατία μπορεί να κατανοηθεί συνολικά ως

διακλάδωση της κορυφής του πολιτικού συστήματος, με βάση τη διάκριση

κυβέρνηση/αντιπολίτευση367

. Η διακλάδωση παρέχει στα σύγχρονα πολιτικά συστήματα

έναν υψηλό βαθμό διαφοροποίησης σε σύγκριση με τα απλούστερα της πρώιμης

νεωτερικότητας, των οποίων η δομή καθοριζόταν αποκλειστικά από τη διάκριση μεταξύ

κυβερνώντων και κυβερνωμένων368

. Με την ορολογία της θεωρίας των συστημάτων,

αυτό σημαίνει ότι το πολιτικό σύστημα κατά κάποιο τρόπο κωδικοποιείται πλέον με

βάση τη διάκριση κυβέρνηση/αντιπολίτευση. Προσανατολίζει δηλαδή τη δράση του,

αποδίδοντας ένα θετικό (κυβέρνηση) ή αρνητικό (αντιπολίτευση) πρόσημο σε

οποιαδήποτε πληροφορία ή γεγονός μπορεί να καταστεί «πολιτικό»369

.

Υποτίθεται ότι η διπολική δομή του εν λόγω «κώδικα» επιτρέπει αξιοσημείωτη

διεύρυνση των δυνατοτήτων δράσης του συστήματος. Για κάθε λογής δράση που

αναλαμβάνει η κυβέρνηση συγκροτείται αμέσως μια εναλλακτική πρόταση, με

αποτέλεσμα η δυνατότητα «τα πράγματα να έχουν αλλιώς» να παραμένει πάντοτε

ανοιχτή. Ωστόσο, ότι αυτό διατηρεί το σύστημα σε μεγάλο βαθμό ανοιχτό σε νέα

γεγονότα και πληροφορίες δεν πρέπει να ξεγελά. Όπως παραδέχεται ο ίδιος ο Luhmann,

ο κώδικας αποτελεί στη βασική του λειτουργία δομή περιοριστική.

Εφόσον, προκειμένου να καταστεί κάτι «πολιτικό», πρέπει να μεταφραστεί με

τους όρους του διπολικού κώδικα, «…οι προσδοκίες και οι πρακτικές καθίστανται

δεδομένες. Καθετί που προκύπτει πρέπει να συμμορφώνεται στη δομή ή να προσπαθεί να

367

Niklas Luhmann, Political theory in the welfare state, J. Bednarz (μετ.), De Gruyter, Berlin/New York,

1990, [1981], σ. 232.

368 Στο ίδιο, σ. 166-175.

369 Όπως ακριβώς το σύστημα της επιστήμης προσανατολίζεται αποδίδοντας αξίες αλήθειας (θετικές)-

ψεύδους (αρνητικές), η οικονομία αξίες πληρωμής-μη πληρωμής μιας τιμής κλπ. Για τη λειτουργία της

κωδικοποίησης στο πολιτικό σύστημα, βλ. Michael King/Chris Thornhill, Niklas Luhmann’s theory of

politics and law, Palgrave Macmillan, New York 2003, σ. 70-72.

την αλλάξει με συγκεκριμένο τρόπο…»370

. Κάθε είδους κοινωνικό αίτημα ή πολιτική

δράση μη επιδεκτική μετάφρασης στο διπολικό κώδικα δυνητικά συνιστά απειλή για την

ευστάθεια του συστήματος. Κρίνεται, λόγου χάρη, ότι διαγράφει απειλή η προσπάθεια

των γερμανικών κοινωνικών κινημάτων να συστήσουν έναν πόλο εξωκοινοβουλευτικής

αντιπολίτευσης, εφόσον έτσι αναβιώνει η παραδοσιακή διάκριση

κυβερνώντων/κυβερνωμένων, με αποτέλεσμα την ελάττωση της εσωτερικής

διαφοροποίησης του πολιτικού συστήματος371

.

Βεβαίως η συστημική θεωρία δεν θα μπορούσε να θέσει την περιοριστική

λειτουργία των πολιτικών δομών σε αμφισβήτηση από την αξιολογική σκοπιά της

δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης, εφόσον η ίδια δεν προτίθεται να αξιολογήσει τη

δημοκρατική διαδικασία ως μηχανισμό έκφρασης της λαϊκής θέλησης ή ως μέσο

αυτοκυβέρνησης. Αλλά ένα αρκετά μεγάλο μέρος της σύγχρονης θεωρίας θα εκτιμούσε

αυτή την περιοριστική λειτουργία των θεσμών ως εγγενώς δημοκρατική.

Ιδιαίτερα για τα υποδείγματα δημοκρατίας που έλκονται από το δικομματισμό, η

δυνατότητα των θεσμών να λειτουργούν περιοριστικά κρίνεται ως βασική προϋπόθεση

για τη δημοκρατική έκφραση της λαϊκής θέλησης. Θεωρείται δηλαδή ότι, μόνον εάν η

πολιτική «αγορά» περιορίσει την προσφορά στις λιγότερες δυνατές επιλογές, είναι

δυνατό τα πολιτικά προγράμματα, ως συνολικές απόψεις σχετικά με τη διακυβέρνηση,

να προσληφθούν και να συγκριθούν μεταξύ τους από τους πολίτες. Σε διαφορετική

370

Luhmann, Political theory in the welfare state, ό.π., σ. 235.

371 Στο ίδιο, σ. 176-178.

περίπτωση η έκφραση μιας υπεύθυνης και συνειδητής λαϊκής θέλησης καθίσταται τάχα

πρακτικά αδύνατη372

.

Σε μια προσέγγιση που δείχνει να έλκεται από τα δικομματικά χαρακτηριστικά

του συστήματος της Τρίτης Ελληνικής Δημοκρατίας, ο Ευάγγελος Βενιζέλος διερωτάται

σχετικά με τη θέση των πολιτικών κομμάτων στη μεταβιομηχανική εποχή. Ως

μεταβιομηχανική ορίζει την κοινωνία που «…δεν είναι μία ‘αδρή’, με μεγάλες μαζικές

ομαδοποιήσεις, αλλά μία κοινωνία των αποχρώσεων, των αντιφάσεων, των εγκάρσιων

τομών, με πολλά και διάφορα κριτήρια»373

.

Στη βιομηχανική κοινωνία η κοινωνική θέση ήταν το βασικό στοιχείο

προσδιορισμού της εκλογικής συμπεριφοράς. Αντίθετα στη μεταβιομηχανική, κατά την

άποψή του, οι πολίτες προσανατολίζονται πολιτικά με βάση την «αίσθηση κοινωνικής

ασφάλειας», την οποία βιώνουν σε ποικίλες εντάσεις. Οι παραδοχές αυτές επιτρέπουν

την υπόθεση ότι «η μεγάλη πλειοψηφία των ψηφοφόρων τοποθετείται στο μέσον του

ιδεολογικού άξονα ‘Δεξιά – Αριστερά’…»374

. Οπότε ανάλογα με το συγκυριακό αίσθημα

ασφάλειας ή ανασφάλειας που νιώθουν, ρέπουν στιγμιαία σε συντηρητικότερες ή

ριζοσπαστικότερες προσεγγίσεις. Οι δύο μεγάλοι κομματικοί σχηματισμοί καλούνται να

συνθέσουν τα διαφορετικά συμφέροντα, τις ποικίλες προσεγγίσεις και προσδοκίες σε

372

Για μια προτίμηση σε ένα ισχυρό δικομματικό σύστημα σε αυτή τη βάση, βλ. E.E. Schattschneider, The

semi-sovereign people: A realist’s view of democracy in America, Rinehart & Winston, New York 1960, σ.

82-84. Βλ. και την έκθεση της Επιτροπής για τα Πολιτικά Κόμματα της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικής

Επιστήμης, δημοσιευμένη σε παράρτημα της American Political Science Review, τ. 44, 1950. Για μια

σύντομη επισκόπηση των δημοκρατικών θεωριών του δικομματισμού, βλ. Albert Weale, Democracy:

Issues in political theory, Macmillan Press, London 1999, σ. 130-131.

373 Βενιζέλος, Το ανοιχτό κόμμα, ό.π., σ. 30.

374 Στο ίδιο, σ. 58.

συνολικά και υπεύθυνα πολιτικά σχέδια, συγκροτώντας μια συνεκτική αντίληψη για την

άσκηση της πολιτικής εξουσίας.

Από την πλευρά των δημοκρατικών θεωριών της λαϊκής θέλησης, όσο και του

σύγχρονου πλουραλισμού, θα μπορούσε κανείς να διακρίνει εντάσεις στην ανάλυση του

Βενιζέλου. Ο προσδιορισμός της πολιτικής συμπεριφοράς αποκλειστικά με βάση τη

διάσταση της κοινωνικής ασφάλειας στην κοινωνία «των αποχρώσεων, των αντιφάσεων

και των εγκάρσιων τομών» δημιουργεί μείζονα ερωτηματικά. Όπως ακριβώς και η πίστη

στη δυνατότητα των προγραμμάτων που καταστρώνουν τα δύο μεγάλα –και ωστόσο

παραπλήσια– κόμματα εξουσίας, να εκφράσουν τα ετερόκλητα συμφέροντα, τις

προσδοκίες και τις επιλογές μιας τόσο περίπλοκης κοινωνίας375

. Από την οπτική αυτή, ο

Carl Schmitt εύλογα μπορούσε να διερωτάται μήπως στο δημοκρατικό σύστημα

αποφασίζουν οι ελίτ που δημιουργούν και ελέγχουν τα πολιτικά προγράμματα και όχι οι

πλειοψηφίες376

.

Η παραπάνω ανάλυσή μας δεν ενέχει σκεπτικισμό σχετικά με τη σπουδαιότητα

του δίπολου κυβέρνηση/αντιπολίτευση στις σύγχρονες δημοκρατίες ή αναφορικά με τη

δημοκρατικότητα του πολιτικού αιτήματος για συνολικά, σαφή και συγκρίσιμα

προγράμματα κρατικής δράσης. Επιθυμεί απλώς να καταδείξει ότι η περιοριστική

λειτουργία των πολιτικών δομών δεν μπορεί να εκλαμβάνεται ως αυτονόητα

δημοκρατική.

375

Δεν ξενίζει ότι μεταγενέστερες αναλύσεις του ίδιου του Βενιζέλου διαπιστώνουν φαινόμενα ριζικού

πολιτικού αποκλεισμού ομάδων, των οποίων οι πολιτικές επιλογές και τα συμφέροντα εκφεύγουν του

«κέντρου» του πολιτικού φάσματος, Ευάγγελος Βενιζέλος, Προς μια μεταντιπροσωπευτική δημοκρατία:

Οι θεσμικές προϋποθέσεις μιας άλλης πολιτικής, Πόλις, Αθήνα 2008, σ. 69-73.

376 Schmitt, Verfassungslehre, ό.π., σ. 276-277.

Δεν είναι αδικαιολόγητη η ανησυχία μήπως οι θεσμοί (για παράδειγμα τα

κόμματα) εν μέρει χειραγωγούν πολιτικά την κοινωνία. Δημιουργούν μια προκρούστεια

κλίνη, επί της οποίας οι επιλογές των πολιτών τίθενται, προκειμένου να

ακρωτηριαστούν, ώστε να συμπιεστούν στο θεσμικά δεδομένο πλαίσιο377

. Στην

κατεύθυνση αυτή τα μαθηματικά παράδοξα που ανακύπτουν, όταν στο σύστημα

απόφασης εισέρχεται τρίτη υποψήφια επιλογή, δίνουν έναυσμα για γόνιμο

προβληματισμό πάνω στο πρόβλημα της δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης.

377

William Riker, Liberalism against populism: A confrontation between the theory of democracy and the

theory of social choice, Waveland Press, Prospect Heights 1982, σ. 60-64.

Κεφάλαιο τρίτο

Η δημοκρατική διαδικασία με τρεις υποψήφιες επιλογές και το

πρόβλημα της πολυμορφίας των συστημάτων απόφασης

1. Το φαινόμενο της πολυμορφίας των κανόνων απόφασης και η ακαθοριστία της

πλειοψηφικής αρχής

Το θεώρημα του May θεμελιώνεται στην ακρογωνιαία παραδοχή, ότι οι

υποψήφιες επιλογές είναι δύο. Η τυχόν εισαγωγή τρίτης υποψηφιότητας δεν επιτρέπει

στο σύστημα να ανταποκριθεί ταυτόχρονα στα τέσσερα ζητούμενα του θεωρήματος. Μια

πρώτη επίπτωση αυτού του φαινομένου είναι ότι στην πράξη τα συστήματα απόφασης

παρουσιάζουν ένα βαθμό ακαθοριστίας378

, εάν ως τέτοια οριστεί η αδυναμία περιγραφής

των δομών τους με βάση μια συγκεκριμένη δέσμη μαθηματικών αρχών. Πρακτικά η

παρατήρηση σημαίνει ότι με το ίδιο φάσμα επιλογών των συμμετεχόντων διαφορετικά

συστήματα απόφασης οδηγούν σε διαφορετικά αποτελέσματα. Στο φαινόμενο αυτό

στέκεται ο πρώτος τύπος της κριτικής που ασκεί η Σχολή του Rochester στην

πλειοψηφική δημοκρατία.

Ήδη διαισθητικά η σχετικότητα των πλειοψηφικών δομών αποτελεί για τον

Riker, τον πρωτεργάτη της Κοινωνικής Επιλογής, φαινόμενο καθοριστικής πρακτικής

αξίας. Σχεδόν οποιοδήποτε εκλογικό αποτέλεσμα στις σύγχρονες δημοκρατίες θα ήταν

διαφορετικό, εάν το εφαρμοζόμενο σύστημα ήταν αλλιώτικο. Η επιβεβαίωση της

378

Ανακρίβειας (inaccuracy), σύμφωνα με την ορολογία του Gerry Mackie, Democracy defended,

Cambridge University Press, Cambridge 2003, σ. 44.

υποψίας αυτής ισοδυναμεί για τον Riker με ουσιαστικό πλήγμα στην ιδέα της

δημοκρατικής ελευθερίας. Αποδεικνύοντας ότι σημαντικές για τις σύγχρονες κοινωνίες

εκλογικές αναμετρήσεις κατά καιρούς προκαθορίστηκαν από τη δομή της διαδικασίας

ψηφοφορίας και όχι από προτιμήσεις ουσίας των ψηφοφόρων, οδηγείται να θέσει εν

αμφιβόλω τη θεμελιακή για τη δημοκρατία υπόθεση μιας λαϊκής θέλησης που καθορίζει

και νομιμοποιεί τις πολιτικές αποφάσεις.

Προκειμένου να πετύχει τη θεωρητική αποσαφήνιση του φαινόμενου, ο Riker

συγκρίνει τα αποτελέσματα που παρέχουν οι συνήθεις (στις δημοκρατίες διαδικασίες)

μέθοδοι απόφασης. Στην κατάταξή του οι οικογένειες μεθόδων είναι τρεις: οι

πλειοψηφικές (majoritarian), οι μέθοδοι θέσεως (positional) και οι ωφελιμιστικές

(utilitarian).

α) Οι πλειοψηφικές μέθοδοι καθορίζουν το νικητή μέσω ζευγαρωτών συγκρίσεων

μεταξύ των συμμετεχόντων, αναζητώντας νικητή με το κριτήριο του Condorcet379

. Τα

πιο γνωστά συστήματα αυτού του είδους είναι η απόλυτη ή αυξημένη πλειοψηφία, που

δεν αναδεικνύουν νικητή, εάν δεν συγκεντρωθεί η απαραίτητη συναίνεση, και η

διαδικασία αναθεώρησης (amendment procedure), η οποία σε περίπτωση μη εμφάνισης

της απαιτούμενης συναίνεσης ευνοεί το status quo. Μικτό σύστημα με χαρακτηριστικά

πλειοψηφικής μεθόδου και μεθόδου θέσεως συνιστά η πλειοψηφική διαδικασία με

επαναληπτική διαδικασία (runoff election).

β) Οι μέθοδοι θέσεως συγκρίνουν την κάθε επιλογή με όλες τις υπόλοιπες

ταυτόχρονα. Εξάγουν το νικητή προσμετρώντας επιπλέον και το στοιχείο της ιεράρχησης

379

Για μια ανάλυση τέτοιων συστημάτων, ιδιαίτερα σε αναφορά με τη δυνατότητά τους να επιλέξουν τον

κατά Condorcet νικητή, βλ. Donald Saari, «Mathematical structure of voting paradoxes: I. Pairwise votes»,

Economic Theory, τ. 15, 2001, σ. 1-53.

των προτιμήσεων στον ατομικό «κατάλογο» καθενός ψηφοφόρου380

. Στη μέθοδο της

σχετικής πλειοψηφίας (plurality method) λαμβάνεται υπόψη μόνο η κορυφαία επιλογή

του κάθε ψηφοφόρου. Η διαδικασία έγκρισης (approval voting) επιτρέπει στον

ψηφοφόρο να εκδηλώσει προτίμηση σε οποιαδήποτε από όλες τις υποψήφιες επιλογές

επιθυμεί ή ακόμη και σε όλες. Γνωστή στο είδος αυτό είναι η μέτρηση Borda ή αλλιώς

διαβαθμισμένη ψήφος, που έχει ήδη αναλυθεί πρωτύτερα.

γ) Για τις ωφελιμιστικές μεθόδους κρίσιμη δεν είναι η μαθηματική σύγκριση της

αξίας που αποδίδει η διαδικασία σε καθεμία επιλογή βάσει ενός προκαθορισμένου

κανόνα. Σκοπός τους είναι να αποκαλύψουν την ένταση της ατομικής επιλογής καθενός

συγκεκριμένου ψηφοφόρου ξεχωριστά. Τα πιο γνωστά συστήματα αυτού του τύπου

είναι: α) η σωρευτική ψήφος (cumulative voting), στην οποία κάθε συμμετέχων μπορεί

να κατανείμει προκαθορισμένο αριθμό ψήφων σε κάθε επιλογή ανάλογα με την

προτίμησή του, χωρίς να αποκλείεται η δυνατότητα παροχής όλων των ψήφων σε μια

επιλογή381

. β) Το σύστημα αποκάλυψης της ζήτησης (demand revealing), που επιτρέπει

εκδήλωση προτίμησης με κατάθεση χρηματικών μονάδων382

.

Χωρίς ιδιαίτερο κόπο είναι δυνατό να διαπιστωθεί ότι οι τρεις κατηγορίες

συστημάτων παράγουν όντως διαφορετικά αποτελέσματα με την ίδια δέσμη επιλογών

των ψηφοφόρων. Τα διαφορετικά συστήματα κάθε κατηγορίας μπορούν επίσης να

καταλήξουν σε εντυπωσιακές αποκλίσεις. Για τον Riker τούτο επιβεβαιώνει την υποψία,

ότι η λαϊκή θέληση αποτελεί απλό παράγωγο των συστημάτων απόφασης. Σύμφωνα με

380

Για τις μεθόδους αυτές, βλ. Donald Saari, «Mathematical structure of voting paradoxes: II Positional

voting», Economic Theory, τ. 15, 2001, σ. 55-105.

381 Στο ίδιο, σ. 267-269.

382 Το σύστημα αυτό έχει ήδη αναλυθεί στο πρώτο μέρος του δοκιμίου.

το παραστατικό του σχήμα, «…ακόμα κι αν υπήρχε ένας παντογνώστης παρατηρητής, ας

τον πούμε Δία, ο οποίος θα γνώριζε όλες τις επιλογές των ψηφοφόρων, θα ήταν αδύνατο

να προβλέψει την κοινωνική επιλογή ή το προϊόν της άθροισης των επιλογών, παρά μόνο

εάν γνώριζε και τη μέθοδο της άθροισης»383

.

2. Ο ισχυρισμός περί ακαθοριστίας ως εστία σκεπτικισμού απέναντι στη

δημοκρατική διαδικασία

Ο Riker αντιλαμβάνεται ότι η διαπίστωση του φαινόμενου από μόνη της δεν

δικαιολογεί συνολική δυσπιστία απέναντι στη δημοκρατική διαδικασία. Παραμένει

ανοιχτή η δυνατότητα συγκρότησης μιας κανονιστικής ηθικοπολιτικής θεωρίας, βάσει

της οποίας να δικαιολογούνται προτιμήσεις ή ιεραρχήσεις μεταξύ των συστημάτων. Στη

διερεύνηση του θέματος ο Riker εκκινεί από την περιοριστική προϋπόθεση, ότι

οποιαδήποτε αξιολογική θεώρηση θα πρέπει να αναδεικνύει ένα συγκεκριμένο σύστημα

ως εμφανώς και καθολικά δικαιότερο σε σχέση με τα υπόλοιπα384

. Ως προς τη δομή της η

επιχειρηματολογία του δείχνει να αντλεί πολλά από το οπλοστάσιο του δημοκρατικού

σχετικισμού.

Κατά τη γνώμη του, ένας τρόπος απεμπλοκής από το πρόβλημα της ακαθοριστίας

είναι να προσδιοριστεί ο «σκοπός» του εκλογικού συστήματος. Δηλαδή, με γνωστές τις

δομές επιλογών των συμμετεχόντων, αρμόζει πρώτα να καθοριστεί η πολιτική απόφαση

383

Riker, Liberalism against populism, ό.π. σ. 31.

384 «Η μόνη διέξοδος από αυτό το σχετικιστικό, ίσως μηδενιστικό, συμπέρασμα είναι να κριθεί ότι η μια

μέθοδος είναι αυθεντικά δικαιότερη και συνεπώς ξεκάθαρα ανώτερη σε σχέση με τις υπόλοιπες βάσει

ηθικών δικαιολογήσεων», στο ίδιο, σ. 59.

που τις συναιρεί με τον δικαιότερο τρόπο και κατόπιν να αναζητηθεί το σύστημα που

αναδεικνύει την απόφαση αυτή. Ασφαλώς, το ζήτημα παραμένει ανοιχτό στη θεωρία της

δημοκρατίας, ήδη από το διάλογο μεταξύ Borda και Condorcet. Κατά την άποψή του

Riker, όμως, εφόσον συναίνεση στο ζήτημα δεν συντρέχει, τα συστήματα απόφασης

πρέπει να θεωρούνται ως ανεπίδεκτα αξιολόγησης σε σχέση με τα αποτελέσματα που

παράγουν385

. Στο σημείο αυτό ξεπροβάλλει η πρώτη ένδειξη του πολιτικού σχετικισμού

του Riker. Ξεκινώντας από την έλλειψη συναίνεσης σχετικά με την απάντηση σε ένα

δυσχερές ηθικοπολιτικό ζήτημα, ο συγγραφέας καταλήγει ότι το ίδιο το ζήτημα τυγχάνει

ανεπίδεκτο εύλογης αντιμετώπισης.

Δεύτερος τρόπος απεμπλοκής θα μπορούσε να είναι η αξιολόγηση των

διαδικαστικών χαρακτηριστικών των εν χρήσει μεθόδων. Κριτήριο της αξιολόγησης

αποτελεί κατά τον Riker η δυνατότητά τους να πληρούν τα γνωρίσματα της απλής

πλειοψηφίας, όπως τα καθόρισε ο May, σε διαδικασία μεταξύ τριών ή περισσότερων

προτεινόμενων λύσεων. Οι λεπτομέρειες των αποδείξεων δεν έχουν εδώ ιδιαίτερη

σημασία. Και πάλι ευχερώς, ο Riker είναι σε θέση να δείξει ότι όλα τα συστήματα

παραβιάζουν έστω και μία από τις προϋποθέσεις αυτές.

Το συμπέρασμα της ανάλυσής του προκύπτει σχεδόν αβίαστα. Η δημοκρατική

θεωρία και πρακτική μοιράζεται την αμηχανία του εξ υποθέσεως παντογνώστη Δία.

Ακόμη κι αν είναι γνωστές οι επιλογές των υποκειμένων, δεν είναι δυνατό να υποτεθεί

οτιδήποτε σε σχέση με το περιεχόμενο της συλλογικής επιλογής, παρά μόνον εάν

προκριθεί αυθαίρετα κάποια από τις διαφορετικές μεθόδους απόφασης. Επομένως, καμία

μέθοδος ψηφοφορίας δεν μπορεί να συγκεράσει με ακρίβεια, «…δίκαια και

385

Στο ίδιο, σ. 31.

αληθινά…»386

τις επιλογές των ψηφοφόρων. Το γεγονός και μόνο ότι αποφασίζουμε

χρησιμοποιώντας μια διαδικασία και όχι κάποια άλλη εισάγει ένα στοιχείο επισφάλειας

στη δημοκρατική διαδικασία, την οποία η θεωρία δε είναι σε θέση να άρει, στην

καλύτερη περίπτωση μπορεί απλώς να την παραδεχτεί387

.

Μεθοδολογικά η συζήτηση του Riker για το φαινόμενο της ποικιλομορφίας των

μεθόδων και η κατάληξη στον ισχυρισμό περί ανακριβούς αποτύπωσης της λαϊκής

θέλησης εδράζεται σε δύο παραδοχές. Στη δεσμευτηκότατα των χαρακτηριστικών του

θεωρήματος του May και στη σχετική, μη θεμελιώσιμη αντικειμενική ισχύ των κρίσεων

σχετικά με την αξιολόγηση των διαδικασιών λήψης απόφασης. Η κρισιμότητα του

θεωρήματος του May γίνεται δεκτή από τον Riker άνευ ετέρου και χωρίς την παραμικρή

ηθικοπολιτική αξιολόγηση388

. Το πιο πιθανό είναι ότι η επιστημονική αίγλη του

θεωρήματος, στα μάτια του Riker, οφείλεται απλώς στη δυνατότητά των προϋποθέσεων

και του συμπεράσματός του να παρασταθούν στην «αξιολογικά ουδέτερη» γλώσσα της

άλγεβρας389

. Στην πραγματικότητα, όμως, αυτό που εκτιμά ο συγγραφέας ως λόγο για

απονομιμοποίηση της δημοκρατικής αρχής σε διαδικασίες τριών υποψηφίων προδίδει

απλώς μια «μαθηματική» ατέλεια των συστημάτων απόφασης, της οποίας οι πολιτικές

συνέπειες δεν είναι καθόλου προφανείς.

386

Στο ίδιο, σ. 111.

387 Έτσι David van Mill, Deliberation, Social Choice and absolutist democracy, Routledge, New York 2006,

σ. 63.

388 Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 58-59.

389 Σε μια ομιλία του το 1959 επαίνεσε τη θεωρία του ως φορμαλιστική διότι «… εκφράζεται με

αλγεβρικά και όχι με λεκτικά σύμβολα», μεταφέρεται από τον S. M. Amadae, Rationalizing capitalist

democracy: The cold war origins of rational choice liberalism, University of Chicago Press, Chicago 2003, σ.

163.

Είναι εντυπωσιακό ότι και ο ίδιος ο Riker δεν διστάζει κατόπιν να προχωρήσει σε

ηθικοπολιτική αξιολόγηση των συστημάτων ψηφοφορίας, ισχυριζόμενος ορθά ότι

διαφορετικές μέθοδοι θα άρμοζαν ανάλογα με την υφή του θέματος της ψηφοφορίας. Ο

ίδιος φαίνεται να προκρίνει τη μέθοδο Borda για το νομοθετικό σώμα, τη σχετική

πλειοψηφία για τις γενικές εκλογές, για το λόγο ότι εγγυάται την κυβερνητική

σταθερότητα, την εγκριτική ψήφο για τις εσωκομματικές εκλογές και τέλος το σύστημα

αποκάλυψης της ζήτησης στον οικονομικό σχεδιασμό.

Εντούτοις, με έναν αφορισμό δηλωτικό του ηθικού του σχετικισμού, ο Riker

ματαιώνει συνολικά την αξία της ανάλυσης αυτής, χαρακτηρίζοντάς την ως απολύτως

υποκειμενική. Είναι απλώς «…του γούστου μου…»390

, ομολογεί ευθαρσώς. Ο ελιγμός

είναι φυσικά ενδεικτικός της βαθύτατης αποστροφής του προς την κανονιστικότητα στην

κοινωνική θεωρία, αλλά και της σχετικιστικής του αντίληψης για την ισχύ των

ηθικοπολιτικών κρίσεων391

.

Η υπόθεση της ανακρίβειας δεν αποτελεί πρωτοτυπία των μαθηματικοποιημένων

επεξεργασιών του πλειοψηφικού κανόνα από τη Σχολή του Rochester. Στην

πραγματικότητα λειτουργούσε πάντοτε εν είδει κερκόπορτας, από την οποία εισχωρούσε

σκεπτικισμός στη θεωρία της δημοκρατίας σχετικά με την ορθολογικότητα των

πλειοψηφικών διαδικασιών και τη δυνατότητά τους να συμβάλλουν στην ουσιαστική

νομιμοποίηση των αποφάσεων. Για παράδειγμα, ένα από τα βασικά συμπεράσματα του

προβληματισμού του Georg Jellinek σχετικά με την ποικιλομορφία των πλειοψηφικών

390

Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 112.

391 Στην ομιλία του το 1959 υποστήριξε ότι η θεωρία του είναι τάχα «θετική» για το λόγο ότι «…εκφέρει

περιγραφικές και όχι κανονιστικές προτάσεις…», Amadae, Rationalizing capitalist democracy, ό.π., στο

ίδιο.

διαδικασιών392

ήταν ότι σε μεγάλο βαθμό οι δομές τους δεν καθορίζονται από

δημοκρατικές αρχές. Αποτελούν ιστορικά διαμορφωμένες συμβάσεις και ενέχουν ένα

στοιχείο αυθαιρεσίας393

.

Ένα επιχείρημα διαφορετικό στη δομή, αλλά αξιοπρόσεκτα όμοιο στη

φιλοσοφική υφή με αυτό του Riker, προβάλλει στις αναλύσεις του Carl Schmitt. Το

ζήτημα απασχόλησε τον Schmitt επ’ ευκαιρία του ευρύτερου εγχειρήματός του να

καταδείξει την περιορισμένη δυνατότητα της δημοκρατικής νομιμότητας να συμβάλλει

στην υπόθεση της πολιτικής νομιμοποίησης. Για τον Schmitt η επικέντρωση της

πλειοψηφικής αρχής στο αριθμητικό στοιχείο διασφαλίζει μια διαδικασία «…αδιάφορη

και ουδέτερη…»394

απέναντι στα υποκείμενα της διαδικασίας ή στο ηθικό περιεχόμενο

των λαμβανόμενων αποφάσεων. Η ουδετερότητα πραγματώνει την ηθική-δημοκρατική

αρχή της «ίσης δυνατότητας» όλων των γνωμών, τάσεων και κινήσεων να μετατραπούν

σε πλειοψηφία, παριστώντας κεντρικό στοιχείο της δημοκρατικής νομιμότητας.

Βεβαίως η πολυμορφία των δημοκρατικών διαδικασιών είναι αναπότρεπτη,

καθώς η αρχή της ίσης δυνατότητας αποτελεί αόριστη έννοια. Αυτό για τον Schmitt

σημαίνει ότι προσλαμβάνει το περιεχόμενό της στιγμιαία, κατά την εφαρμογή της σε

κάθε συγκεκριμένη περίπτωση. Οπότε η εξειδίκευσή της καθίσταται κυριαρχική

αρμοδιότητα του κατόχου της εξουσίας. Έτσι, λόγου χάρη, νομιμοποιείται η δυνατότητα

της εκάστοτε πλειοψηφίας να προσδιορίζει τους κανόνες της προσεχούς αναμέτρησης

και με τον τρόπο αυτό είναι πάντοτε σε θέση να περιορίζει τις δυνατότητες επιτυχίας των

392

Για την επίμονη εμφάνιση του ζητήματος στο έργο του Jellinek, βλ. Jens Kersten, «Mehrheit und

Minderheit im Minoritätenstaat», Der Staat, τ. 46, 2007, σ. 395-419, (326).

393 Georg Jellinek, Das Recht der Minoritäten, Alfred Hölder, Wien 1898, σ. 23.

394 Schmitt, Legality and legitimacy, ό.π, σ. 28.

εσωτερικών πολιτικών της αντιπάλων395

. Εφόσον η ίδια η νομιμότητα μπορεί να

κατανοηθεί ούτως ή άλλως ως προϊόν αυθαίρετης εξουσιαστικής επιβολής, η δυνατότητά

της να νομιμοποιήσει την άσκηση της εξουσίας, για τον Schmitt, αποβαίνει αναιμική. Σε

κάθε κρίσιμη στιγμή του πολιτικού ανταγωνισμού, η νομιμότητα μοιραία

περιθωριοποιείται και το ζήτημα που εγείρεται είναι «…ποιος κρατά τα σκήπτρα της

εξουσίας…»396

. Είναι λοιπόν κατάδηλο ότι το επιχείρημα της απροσδιοριστίας των

κανόνων λήψης απόφασης άγει, λίγο-πολύ αναπόδραστα, σε μια αποφασιοκρατική

(dicisionist) πρόσληψη της δημοκρατικής πολιτικής με ολέθρια συνεπαγόμενα για την

αξία της συνταγματικής νομιμότητας.

3. Η μάταιη αναζήτηση μιας αυθεντικής δημοκρατικής διαδικασίας απόφασης: Τα

παραδείγματα της ομοφωνίας και της αναλογικής εκπροσώπησης

3.1. Είναι η ομοφωνία το ουτοπικό ιδεώδες της δημοκρατίας;

Ο σκεπτικισμός που έχει εξάψει το φαινόμενο της πολυμορφίας των

πλειοψηφικών διαδικασιών δεν ξεπήδησε εκ του μηδενός στη θεωρία της δημοκρατίας.

395

Στο ίδιο, σ. 35. Οι συνέπειες που εξάγει ο Schmitt από την πολυμορφία των πλειοψηφικών

διαδικασιών οφείλονται στην αδυναμία της θεωρίας του να αναμετρηθεί με το ζήτημα της

απροσδιοριστίας του δικαίου. Η αδυναμία καταλήγει σε μια περιοριστική σύλληψη των δικαιοκρατικών

περιορισμών που θέτει η συνταγματική μορφή του σύγχρονου κράτους στη διεξαγωγή των πολιτικών

ανταγωνισμών.

Μια παρόμοια κριτική αποτίμηση της θεωρίας δικαίου του Schmitt, βλ. William Scheuerman,

Carl Schmitt and the end of law, ό.π., ιδιαίτερα κεφ. 3ο. Για μια ανάλυση των κανονιστικών και θεσμικών

περιορισμών που διέπουν τις διαδικασίες προσδιορισμού των κανόνων διεξαγωγής των εκλογών σε μια

δημοκρατική συνταγματική τάξη, βλ. Κώστας Χρυσόγονος, Εκλογικά συστήματα και Σύνταγμα,

Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1996.

396 Schmitt, Legality and legitimacy, ό.π., σ. 36.

Η πολυμορφία εμφανίζεται ως μορφή παραδοξότητας σε μια ευρύτατα διαδεδομένη

αντίληψη, ότι είναι δυνατός ο προσδιορισμός μιας αυθεντικά δημοκρατικής διαδικασίας

απόφασης, με συγκεκριμένες ιδιότητες και δομή. Η αντίληψη αυτή δεν απαρνείται μεν

την πολυμορφία. Φιλοδοξεί όμως να σκιαγραφήσει ένα ιδεατό διαδικαστικό πρότυπο, σε

σχέση με το οποίο τα χρησιμοποιούμενα στην πράξη συστήματα δικαιολογούνται με

όρους «συμβιβασμού», υπό το βάρος ιδιαίτερων πρακτικών αναγκών.

Μεθοδολογικά το εγχείρημα αυτό έλκεται από μια πλατωνική γνωσιοθεωρητική

προδιάθεση. Αποπειράται να συλλάβει ουσιολογικά και τη δομή των συστημάτων λήψης

αποφάσεων σε ένα εντελώς αφαιρετικό επίπεδο, πέρα και πριν από κάθε ιστορική

συνθήκη ή κοινωνική σύμβαση397

. Η Κοινωνική Επιλογή διερμηνεύει αυτόν τον

«αφαιρετικό ορθολογισμό» στη σκληρή, αλγεβρική του εκδοχή. Αναζητά ένα μοναδικό

δημοκρατικό σύστημα απόφασης, με συγκεκριμένα λογικά χαρακτηριστικά. Αυτή η

μεθοδολογία συνιστά προέκταση της απόπειρας Condorcet να συντήξει τα καρτεσιανά

μαθηματικά με τη ρουσσωική γενική θέληση398

.

Η προσπάθεια να συνδεθεί η δημοκρατική αρχή με τον κανόνα της ομοφωνίας

υπήρξε ιστορικά μια από τις πρώτες εφαρμογές της μεθοδολογίας του αφαιρετικού

ορθολογισμού στην ανάλυση των διαδικασιών απόφασης. Λίκνο της απόπειρας να

αναγορευθεί η ομοφωνία σε κανονιστικό διαδικαστικό πρότυπο υπήρξαν οι θεωρίες

397

Richard Pildes/Elizabeth Anderson, «Slinging arrows at democracy: Social Choice theory, value

pluralism and democratic politics», Columbia Law Review, τ. 90, 1990, σ. 2121-2214, (2188-2191).

398 Urbinati, «Condorcet’s democratic theory of representative government», ό.π., σ. 70-71.

κοινωνικού συμβολαίου. Πρόκειται πάντως για θέση που επανέρχεται σε σύγχρονες

φιλελεύθερες θεωρήσεις399

.

Στο φιλοσοφικό της υπόστρωμα υποβόσκει μια ατομιστική σύλληψη του

υποκειμένου και της ελευθερίας του. Για παράδειγμα, η σύνδεση ομοφωνίας και

δημοκρατίας στον Emmanuel Sieyès εκκινεί από τη θέση ότι «…μόνο σχέσεις που

βασίζονται στην ελεύθερη βούληση καθενός ατόμου μπορούν να εγκατασταθούν μεταξύ

των ατόμων αυτών»400

. Παρόμοια αντίληψη για την ελευθερία ασπάζονται και οι

αντιεξουσιαστές: «Αυτοκαθορισμός (ή αυτονομία) είναι η αναρχική αξίωση κανένας

άνθρωπος να μην πρέπει να υποταχθεί στη θέληση κάποιου άλλου»401

. Ωστόσο, η

σύνδεση δημοκρατίας και ομοφωνίας δεν αποτρέπει την υιοθέτηση της αρχής της

πλειοψηφίας. Εφόσον σε μια πολυάνθρωπη κοινωνία η ομοφωνία αποβαίνει πρακτικά

ανέφικτος στόχος, η αρχή της πλειοψηφίας δικαιολογείται ως η προσφορότερη δυνατή

399

Για παράδειγμα, Joshua Cohen, «Deliberation and democratic legitimacy», σε J. Bohman/W. Rehg

(επιμ.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 67-91, (75). Στην ελληνική θεωρία, Γιώργος Κασιμάτης,

Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ: Οι λειτουργίες του κράτους, Τεύχος α΄, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1980, σ. 52.

Η σύνδεση δημοκρατίας και ομοφωνίας εμφανίζεται και στην αναρχική σκέψη, βλ. για παράδειγμα, Ralf

Burnicki, Anarchismus und Konsens: Gegen Repräsentation und Mehrheitsprinzip, Verlag Edition AV,

Frankfurrt/a.M. 2003.

400 Vues sur les Moyens d’ Exécution dont les Représentants de la France Pourront Disposer en 1789, Paris

1789, σ. 15. Συνεπώς η πολιτική ένωση εκπροσωπεί τα επιτεύγματα της ομόφωνης θέλησης των μελών

της, Préliminaire de la Constitution Française, Paris 1791, σ. 38 (Τα παραπάνω παραθέματα στον Sieyès,

καθώς και αυτό που ακολουθεί, γίνεται σύμφωνα με τον Ulrich Thiele, «Volkssouveranität,

Menschenrecht, Gewaltenteilung in Denken von Seyiès», Archiv für Rechts- und Sozialphilosophie, τ. 86,

2000, σ. 548-572, [559-560]). Ομοίως: «Η δημοκρατία ως σύστημα που δεν ανέχεται τέτοια διάκριση των

ανθρώπων όπου οι μεν να επιβάλλουν τη θέληση του στους δε, λογικά έχει αφετηρία την ομοφωνία…»,

Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, ό.π., σ. 52.

401 Jan Stehn, «Anarchismus und Recht: Nach welchen Prinzipien löst die anarchistische Gesellschaft ihre

Konflikte», Graswurzelrevolution, τ. 216, 1997, σ. 28-41, (32).

λύση. Όπως εύλογα παρατηρεί ο Seyiès, «…η ομοφωνία είναι στόχος δυσεπίτευκτος

ακόμη και σε μια μικρή ομάδα ανθρώπων, γίνεται δε αδύνατη σε ολόκληρη κοινωνία.

Εφόσον η πολιτική έχει συγκεκριμένους σκοπούς, για να πραγματοποιηθούν, πρέπει να

επιστρατευθούν έλλογα μέσα. Πρέπει να είμαστε ικανοποιημένοι με την πλειοψηφία.

Υφίστανται καλοί λόγοι για να αντικαταστήσει η πλειοψηφία την ομοφωνία»402

.

Παρόμοια δικαιολόγηση αδυνατίζει καταφανώς τη συσχέτιση πλειοψηφικής

διαδικασίας και δημοκρατικής νομιμοποίησης, αφού η πρώτη υποβιβάζεται σε λύση

ανάγκης, σε βολική πολιτική σύμβαση403

. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η πλειοψηφική απόφαση

οράται ως απλό «υπόλειμμα» του πρακτικά ανέφικτου ιδανικού της ομοφωνίας: «Όσο

περισσότερο επικρατεί αρμονία στις συνελεύσεις», γράφει ο Rousseau, «δηλαδή όσο

περισσότερο οι απόψεις προσεγγίζουν την ομοφωνία, τόσο περισσότερο η γενική

βούληση επικρατεί»404

.

Η σύνδεση της ελευθερίας με την αρχή της συναίνεσης δεν είναι άμοιρη

διλημμάτων από την πλευρά του συλλογικού αυτοκαθορισμού. Λόγου χάρη, συνδέεται

σε μεγάλο βαθμό με την υπερτροφία των θεωριών τυραννίας της πλειοψηφίας στην

κλασική φιλελεύθερη παράδοση, η οποία πιθανόν υποκρύπτει ορισμένη δυσπιστία

απέναντι στην ίδια τη δημοκρατική αρχή405

. Ακόμη κι από την πλευρά της ατομιστικής

σύλληψης της αυτονομίας, αποτελεί ένα ανοιχτό ζήτημα μήπως ο κανόνας της

402

Préliminaire de la Constitution Française, στο ίδιο. Στο σημείο αυτό, η αντιεξουσιαστική σκέψη

διαχωρίζεται από τον φιλελευθερισμό, εφόσον η πρώτη θεωρεί την ομοφωνία ως πρακτικά εφικτή λύση.

403 Bernard Manin, «On legitimacy and political deliberation», Political Theory, τ. 15, σ. 338-368, (342-

343).

404 J. J. Rousseau, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ό.π., σ. 173.

405 Γιώργος Πάσχος, Πολιτική δημοκρατία και κοινωνική εξουσία: Δημοκρατική αρχή και πολιτική

νομιμοποίηση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1979, σ. 66-76

ομοφωνίας μπορεί να θεωρείται ως αυθεντικά δημοκρατική λύση. Η ομοφωνιακή

διαδικασία εξοπλίζει κάθε συμμετέχοντα με εξουσία αρνησικυρίας, οπότε του επιτρέπει

να αναστέλλει ή και να παραλύει το συλλογικό πράττειν, αναπτύσσοντας μορφές

στρατηγικής δράσης. Σε τελική ανάλυση του επιτρέπει να εκβιάζει την πολιτική

κοινότητα και να της επιβάλλει τη θέλησή του406

.

Ενίοτε η ομοφωνία προβάλλεται ως διαδικασία που εγγυάται την ελευθερία των

διαφωνούντων. Ωστόσο η εφαρμογή της στην πολιτική πρακτική έχει οδηγήσει σε

νόθευση του αιτήματος για πολυφωνία και ελεύθερη εκδήλωση της διαφωνίας. Για

όσους συμμετέχουν καλόπιστα στη διαδικασία, η προϋπόθεση της συναίνεσης όλων

οδηγεί όντως σε ένα εκβιαστικό δίλημμα. Εάν η ψήφος τους εκφράζει διαφωνία, άμεσο

επακόλουθο θα είναι η παράλυση της πολιτικής δράσης. Ενόψει αυτού του ενδεχομένου

είναι πιθανό αρκετοί να σιωπήσουν, παριστάνοντας ότι συμφωνούν με την τάση που

έτυχε να επικρατήσει στο αποφασιστικό σώμα407

. Οι παρατηρήσεις αυτές δεν στοχεύουν

στο να αποσυνδέσουν πλήρως δημοκρατία και ομοφωνία408

. Καταδεικνύουν όμως ότι ο

κανόνας της ομοφωνίας δεν αποτελεί απλώς μια ουτοπική λύση, αλλά διαδικασία που

καταλήγει συχνά σε συνέπειες αντιδημοκρατικές.

406

Μια συστηματική αποσύνδεση του κανόνα της ομοφωνίας από τη δημοκρατική αρχή βλ. Georg

Simmel, «Exkurs über die Übereinstimmung», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der

Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 39-48, (41-42). Για την άποψη ότι η ομοφωνία αποτελεί οιονεί δικτατορία

του κάθε συμμετέχοντος στη διαδικασία, Sen, Collective choice and social welfare, ό.π., σ. 201.

407 Murray Bookchin, «Τι είναι ο Κομμουναλισμός: Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού»,

Δημοκρατία και Φύση, Ν. Βούλγαρης (μετ.), τ. 1, 1996, σ. 40-56, (46-47).

408 Σε ολιγομελείς επιτροπές, όπου η συνεργατική διάθεση και ο ανοιχτός διάλογος μπορούν να

θεωρούνται δεδομένα, η ομοφωνία είναι δυνατό να λειτουργεί δημοκρατικά, βλ. Giovanni Sartori,

«Selbstzerstörung der Demokratie? Mehrheitsendscheidungen und Entscheidungen von Gremien», σε B.

Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 83-107.

3.2 Αποτελεί το σύστημα της απλής αναλογικής αυθεντικό εκφραστή της πολιτικής

ισότητας;

Μια επίσης διαδεδομένη άποψη, με ιστορικές καταβολές στις απαρχές των

μαζικών δημοκρατιών και την εμφάνιση του κομματικού φαινόμενου, είναι η αυθεντική

σύνδεση της αναλογικής εκπροσώπησης με την αρχή της πολιτικής ισότητας409

. Συχνά η

αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος αναγορεύεται σε «συνταγματικό ιδεώδες»410

,

που προσφέρει βάση για την αξιολόγηση όλων των εν χρήσει συστημάτων411

. Σε

αντίθεση βεβαίως με τα πλειοψηφικά, τα αναλογικά συστήματα υπόσχονται όχι μόνο την

ίση βαρύτητα της ατομικής ψήφου στην εκκίνηση της διαδικασίας, αλλά και «…την κατ’

409

Για τις ιστορικές καταβολές της προτίμησης στην αναλογική εκπροσώπηση, Διαμαντόπουλος,

Εκλογικά συστήματα, ό.π., σ. 121-131. Για τη διάδοση της άποψης στη σύγχρονη θεωρία, βλ. Beitz,

Political equality, ό.π., σ. 123-125. Η πρώτη συστηματική υπεράσπιση της αναλογικής εκπροσώπησης στη

δημοκρατική θεωρία αποδίδεται στον John Stuart Mill, «Considerations on representative government»,

σε του ίδιου, On liberty and other essays, Oxford University Press, New York 1991, σ. 205-471, (302-325).

Βλ. και Duff Spafford, «Mill’s majority principle», Canadian Journal of Political Science, τ.18, 1985, σ. 599-

608. Για μια σύγχρονη προσέγγιση του ζητήματος, βλ. Douglas Amy, Real choices/New voices: The case

for proportional representation elections, Columbia University Press, New York 1993.

410 Χρυσόγονος, Εκλογικά συστήματα και Σύνταγμα, ό.π., σ. 199. «…η ‘πολιτική δικαιοσύνη’…αποτελεί το

κοινό δηλούμενο ‘φιλοσοφικό υπόβαθρο’ των κάθε λογής αναλογικών συστημάτων…», Διαμαντόπουλος,

Εκλογικά συστήματα, σ. 130.

411 Την άποψη αυτή εκφράζει για παράδειγμα ο John Low-Beer, «The constitutional imperative of

proportional representation», Yale Law Journal, τ. 94, 1984, σ. 163-188. Παρόμοια θέση συνάγει από τη

νομολογία του Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου ο Ekkehart Stein, Staatsrecht, Mohr-Siebeck,

Tübingen 1982, σ. 88-89.

αποτέλεσμα ισότητα της ψήφου…»412

. Παρέχουν δηλαδή ίση δυνατότητα σε κάθε

συμμετέχοντα να επηρεάσει το αποτέλεσμα ανεξάρτητα από την κατανομή των

προτιμήσεων του συνόλου.

Το γνώρισμα αυτό καθιστά την αναλογικότητα του εκλογικού συστήματος ένα

αξιόλογο εργαλείο στον αγώνα για δίκαιη και πλουραλιστική εκπροσώπηση στις

συνθήκες των σύγχρονων κοινωνιών. Είναι όμως αμφίβολο αν θεμελιώνει μια καθολικά

ισχύουσα δημοκρατική προτίμηση υπέρ της αναλογικότητας. Κάτι τέτοιο θα συνέβαινε,

εάν ήταν δυνατό να χαρακτηριστεί ένα σύστημα ως ελλειμματικά αντιπροσωπευτικό,

αποκλειστικά με βάση το δεδομένο της μη αναλογικής υφής του.

Τα επιχειρήματα υπέρ της απλής αναλογικής θα ήταν δυνατό να καταταγούν σε

δύο βασικούς τύπους. Ο πρώτος συνδέεται με τις θεωρίες λαϊκής θέλησης και μεριμνά

για την αντιστοιχία εισροής ατομικών επιλογών και εκροής αποφάσεων στη δημοκρατική

διαδικασία. Κεντρικό στοιχείο του ισχυρισμού αυτού αποτελεί η δυνατότητα της

αναλογικής εκπροσώπησης να επιτρέπει να ακούγονται όλα τα εμπλεκόμενα κοινωνικά

συμφέροντα και γνώμες στη διαδικασία413

.

Ωστόσο, τουλάχιστον στο βασικό του κορμό το επιχείρημα έχει σχετική αξία.

Αρμόζει να μην λησμονούμε ότι στις αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες η επιρροή του

εκλογικού σώματος δεν εκφράζεται πρωτίστως στο αποτέλεσμα των εκάστοτε εκλογών.

412

Χρυσόγονος, Εκλογικά Συστήματα και Σύνταγμα, ό.π., σ. 199. Για τη διάκριση μεταξύ ίσης αριθμητικής

αξίας της ψήφου (Zählwert) και ισότητας στο αποτέλεσμα (Erfolgswert), βλ. αντί άλλων Stein,

Staatsrecht, ό.π., σ. 87-88. Για τις ποικίλες μορφές που μπορεί να λάβει το αίτημα σε ίση ψήφο, βλ.

Jonathan Still, «Political equality and election systems», Ethics, τ. 91, 1981, σ. 375-394.

413 Maurice Duverger, «Which is the best electoral system», σε A. Lijphart/B. Grofman (επιμ.), Choosing an

electoral system: Issues and alternatives, Praeger, New York 1984, σ. 29-40, (33-35). Η θέση αυτή

διατυπωμένη ήδη στον Mill, «Considerations on representative government», ό.π., σ. 304.

Η απόδοση της πολιτικής ευθύνης γίνεται πάντοτε ενόψει της επόμενης αναμέτρησης και

στηρίζεται στην υπόθεση ότι όλοι οι αιρετοί άρχοντες επιθυμούν την επανεκλογή τους.

Εάν το βασικό πρόβλημα στις αντιπροσωπευτικές διαδικασίες δεν είναι πώς τα

κοινωνικά συμφέροντα επηρέασαν συντελεσμένη εκλογή, αλλά πώς μπορούν να την

επηρεάσουν στο μέλλον, τότε τα πλειοψηφικά συστήματα δεν προκαλούν τις

ασυμμετρίες που υποθέτουμε συνήθως414

.

Ο δεύτερος τύπος επιχειρημάτων εμφανίζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τη

διαβουλευτική σύλληψη της δημοκρατίας, καθότι δεν επικεντρώνει στην επιρροή των

συμφερόντων, αλλά σε επακριβή εκπροσώπηση των διάφορων γνωμών. Κατά την άποψη

αυτή, η αναλογική εκπροσώπηση δημιουργεί πλουραλιστικά σώματα απόφασης, εφόσον

σε αυτά εκπροσωπούνται όλες οι γνώμες, ακόμη και περιθωριακές415

.

Το επιχείρημα είναι αξιοπρόσεκτο, ιδιαίτερα σε εποχή υποβάθμισης των

κοινοβουλίων ως χώρων πολιτικού διαλόγου. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν φαίνεται

ανεπέρειστη η άποψη, ότι τα αναλογικά συστήματα ευνοούν ορισμένο κατακερματισμό

στα κομματικά συστήματα, προκαλώντας έτσι τη σύνθεση των γνωμών στη φάση των

εκλογών ή μετά από αυτές. Ιδιαίτερα σε κοινωνίες όπου οι πολιτικές ταυτότητες

λειτουργούν πολωτικά, η εκπροσώπηση κάποιων μειονοτήτων στο νομοθετικό σώμα

μπορεί να αποβεί αλυσιτελής ή ακόμη να οδηγήσει σε μορφές αποκλεισμού. Σε τέτοιες

συνθήκες θα μπορούσε η ενσωμάτωσή τους μέσω μεγαλύτερων κομματικών

414

Εφόσον φυσικά αποδίδουν στους συμμετέχοντες ψήφους ίσης βαρύτητας, Beitz, Political equality,

ό.π., σ. 133-134.

415 Η θέση αυτή αποτελεί τη βάση της επιχειρηματολογίας του Amy, Real choices/New voices, ό.π.,

ιδιαίτερα κεφ. 2.

σχηματισμών, η οποία αναμφίβολα ευνοείται από τα πλειοψηφικά συστήματα, να

προάγει περισσότερο την πολυπόθητη πολιτική πολυμέρεια416

.

Η κριτική επισκόπηση των επιχειρημάτων υπέρ της αναλογικής εκπροσώπησης

δεν επιδιώκει την αμφισβήτηση της αξίας της ως χαρακτηριστικού ενός δίκαιου

εκλογικού συστήματος υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Αποσαφηνίζει απλώς ότι μια

καθολικά ισχύουσα προτίμηση υπέρ της αναλογικής εκπροσώπησης δεν μπορεί να

θεμελιωθεί. Ως εκ τούτου είναι μάλλον αναμενόμενο, ότι «[ο]ι διαμάχες μεταξύ αυτών

που υποστηρίζουν το πλειοψηφικό σύστημα και αυτών που είναι προσκολλημένοι στην

απλή αναλογική δεν θα τελειώσουν ποτέ»417

.

3.3 Η αποτυχία του εγχειρήματος για προσδιορισμό της «γνήσιας» δημοκρατικής

διαδικασίας και το σκεπτικιστικό επιχείρημα

Η σχετικιστική αντίληψη ως προς το πρόβλημα της πολυμορφίας των

συστημάτων λήψης απόφασης τρέφεται από τη συστηματική ματαίωση των

εγχειρημάτων αφαιρετικού προσδιορισμού της δομής των δημοκρατικών διαδικασιών,

όπως εκτιμήσαμε στην περίπτωση της ομοφωνίας και της απλής αναλογικής. Η ανησυχία

περί ανακρίβειας των ψηφοφοριών στηρίζεται στη φιλοσοφική παραδοχή ότι, εάν δεν

είμαστε σε θέση να προσδιορίσουμε μια αυθεντική, καθολικά ισχύουσα δημοκρατική

διαδικασία λήψης αποφάσεων, τότε μοιραίως ορθώνεται ενώπιον μας το απόλυτο λογικό

χάος. Στην πραγματικότητα, ο φόβος της ακαθοριστίας πλήττει την ορθολογικότητα της

416

Βλ. για παράδειγμα το επιχείρημα του David Ryden, Representation in crisis: The constitution, interest

groups, and political parties, State University of New York Press, New York 1996, σ. 182-184.

417 Dieter Nohlen, Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, Μ. Σίσκου (μετ.), Επίκεντρο, Αθήνα 2007,

σ. 190.

δημοκρατικής διαδικασίας με βάση μια υπερφορτωμένη σε αξιώσεις οπτική, ενώ το

συμπέρασμά της προσκρούει ευθέως στις πολιτικές μας διαισθήσεις. Η πολιτική

συζήτηση σχετικά με τους κανόνες απόφασης δεν δείχνει, ωστόσο, να επιβεβαιώνει αυτή

την απαισιοδοξία.

Η αδυναμία προσδιορισμού μιας αυθεντικά δημοκρατικής διαδικασίας δεν έχει

ανακόψει την προσπάθεια για βελτίωση των συστημάτων λήψης απόφασης. Άνοιξε

μάλλον, παρά ανέστειλε τη συζήτηση σχετικά με τον προσδιορισμό δίκαιων όρων

διεξαγωγής των πολιτικών ανταγωνισμών. Ένα πρόσωπο-σύμβολο του αγώνα για δίκαιες

διαδικασίες αντιπροσώπευσης και νομοθέτησης ξεκινά την ανάλυσή της δηλώνοντας εξ

αρχής: «Δεν υποστηρίζω κανένα διαδικαστικό κανόνα ως πανάκεια στο ζήτημα της

δίκαιης αντιπροσώπευσης»418

. Αλλά η τοποθέτηση αυτή καθόλου δεν οδηγεί στη

μηδενιστική συνεπαγωγή που αντλούν οι θιασώτες της ακαθοριστίας των πλειοψηφικών

διαδικασιών. Απλώς εισηγείται πολιτικά κρίσιμους περιορισμούς στο πεδίο ισχύος των

αξιολογικών κρίσεων σχετικά με τις διαδικασίες, χωρίς ωστόσο να τις καθιστά

εξολοκλήρου σχετικές ή αθεμελίωτες.

Στα ζητήματα των διαδικαστικών κανόνων μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ανέτως:

«Προτείνω αυτές τις προσεγγίσεις ως πολιτικές λύσεις, εφόσον, σε αναφορά πάντα με το

ιδιαίτερο πλαίσιο, υπηρετούν καλύτερα τους σκοπούς τού δημοκρατικά δίκαιου

παιχνιδιού»419

. Η πεποίθηση ότι οι κρίσεις σχετικά με τις δημοκρατικές διαδικασίες

ισχύουν εντός συγκεκριμένου πλαισίου δεν εγκλείει απαραίτητα σχετικιστικό υπαινιγμό.

Καθιστά απλώς σαφές ότι μια διαδικασία δεν μπορεί να χαρακτηρίζεται δημοκρατική

418

Lani Guinier, The tyranny of the majority: Fundamental fairness in representative democracy, Free

Press, New York/London 1994, σ. 14.

419 Στο ίδιο.

αποκλειστικά και μόνο διότι ανταποκρίνεται σε μια συγκεκριμένη μαθηματική αξίωση. Το

κρίσιμο ζήτημα αφορά στο κατά πόσο η διαδικαστική αυτή δομή είναι σε θέση, κάτω από

ιδιαίτερες κοινωνικοπολιτικές περιστάσεις, να ικανοποιεί ισόρροπα και με τον βέλτιστο

δυνατό τρόπο, μια σειρά αιτημάτων που εκπηγάζουν από τη λαϊκή κυριαρχία.

Στη μελέτη των εκλογικών συστημάτων αποτελεί μάλλον κοινό τόπο η

διαπίστωση, ότι τα τυπικά γνωρίσματά τους δεν μπορούν να αποτελέσουν αυτοτελή

βάση για την πολιτική αξιολόγησή τους420

. Η τελευταία είναι δυνατή μόνο με αναφορά

σε ηθικοπολιτικές προκείμενες, σε μια δέσμη δηλαδή δημοκρατικών αρχών (όπως η

ισοελεύθερη συμμετοχή, η αντιπροσωπευτικότητα κ.λ.π.), που άπτονται ακόμη και

καθαρά πρακτικών ζητημάτων (π.χ. η απλή δομή και εφαρμοσιμότητα του συστήματος

στην πράξη)421

.

Κατά τα άλλα η αξιολόγηση των συστημάτων απόφασης χρωματίζεται από έναν

βαθμό «πραγματισμού». Οφείλει να προσμετρά συγκεκριμένες κοινωνικές και πολιτικές

συνθήκες, όπως ο συσχετισμός των κοινωνικών συμφερόντων ή η παγίωση των

ανταγωνιζόμενων ομάδων. Οι επιδόσεις των συστημάτων αποτιμούνται πάντοτε

συγκριτικά, δηλαδή σε αναφορά με άλλα συστήματα, που μπορούν να προκριθούν υπό

420

Βλ. John Wahlke, «Logic and politics in electoral engineering», σε B. Grofman et al. (επιμ.),

Representation and redistricting issues, Lexington Books, Lexington 1982, σ. 158-179. Δεν υπάρχει, φερ’

ειπείν, τίποτα το παράδοξο στη διαπίστωση ότι «…από το 1969 μέχρι το 1993, το Υπουργείο

Δικαιοσύνης…απέρριψε ως διακριτικά περισσότερα από εκατό συστήματα κανόνων

ψηφοφορίας…Κανένα από αυτά δεν ήταν άδικο σε αφαιρετικό επίπεδο, αλλά στην πράξη

δημιουργούσαν όλα αποκλεισμούς», Guinier, The tyranny of the majority, ό.π., σ. 9.

421 Βλ. Nohlen, Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ό.π., σ. 202-211.

ανάλογες συνθήκες. Οπωσδήποτε όμως η εφαρμογή στην πράξη αποτελεί τον «έσχατο

κριτή» για τη δημοκρατικότητα των διαδικαστικών δομών422

.

Οι παραπάνω σκέψεις επιτρέπουν μια θεμελιακή αμφισβήτηση του αφαιρετικού

ορθολογισμού ως μεθόδου ανάλυσης της δημοκρατικής αρχής. Γίνεται φανερό ότι δεν

μπορούμε να μεταχειριζόμαστε την πολιτική νομιμοποίηση ως αφαιρετική ιδέα, που είναι

δυνατό να «μετρηθεί» σε αναφορά με κάποιες ιδανικές, αλλά μη πραγματώσιμες

διαδικασίες423

. Εξ αυτού, ωστόσο, δεν παρέπεται αναπότρεπτα καχυποψία απέναντι στη

δημοκρατική αρχή. Οι δημοκρατικές αρχές μπορεί να μην υπαγορεύουν μονοσήμαντα μια

συγκεκριμένη διαδικασία απόφασης, συνυφαίνουν όμως ένα επαρκές πλαίσιο για

αξιολόγηση των επιμέρους συστημάτων συλλογικής επιλογής που εμφανίζονται ιστορικά.

Εάν κάποιος δεν πιστεύει στη σχετική ισχύ των αρχών αυτών ή στη ριζική

ακαθοριστία τους, δεν υπάρχει κανένας λόγος να τρέφει αμφιβολίες για τη δυνατότητα

δημοκρατικού αυτοπροσδιορισμού ενός σώματος λήψης αποφάσεων. Καίτοι δεν είμαστε

σε θέση να αποφανθούμε τελεσίδικα και με μαθηματική εντέλεια στο ερώτημα «τι είναι η

πλειοψηφία», μπορούμε αναμφίβολα να αποφανθούμε σχετικά με το «τι σημαίνει αρχή της

πλειοψηφίας», ποιο είναι δηλαδή το κανονιστικά κρίσιμο πολιτικό της νόημα424

.

4. Η εμπειρική διάσταση της υπόθεσης περί ανακριβούς απεικόνισης της λαϊκής

θέλησης

422

Στο ίδιο, σ. 68-74.

423 Pildes/Anderson, «Slinging arrows at democracy», ό.π., σ. 2196.

424 Heinz Joseph Varain, «Die Bedeutung des Mehrheitsprinzips im Rahmen unserer politischen Ordnung»,

σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 48-60, (53).

Μέχρι τούδε δώσαμε έμφαση στον αξιολογικό χαρακτήρα κάθε κρίσης σχετικά

με την ποιότητα των πλειοψηφικών διαδικασιών, δίχως πάντως να παραγνωρίζουμε τη

σπουδαιότητα της αριθμητικής απόδοσής τους. Δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι οι

πλειοψηφικές διαδικασίες, καίτοι δεν μπορούν να κατανοηθούν ως καθαρά λογικές

κατασκευές, δεν παύουν να είναι και να λειτουργούν ως μηχανισμοί άθροισης ατομικών

επιλογών. Εάν, επί παραδείγματι, οριακές μεταβολές στη δομή της διαδικασίας λήψης

απόφασης οδηγούν σε εξόφθαλμες διαφορές στα αποτελέσματα, τούτο χρήζει

διορθωτικής αντιμετώπισης.

Για τη συζήτηση του προβλήματος θα πρέπει να διακρίνουμε τη θεωρητική από

την εμπειρική διάσταση του φαινόμενου της ακαθοριστίας. Η πρώτη αναφέρεται στη

δυνατότητα εκδήλωσης πολιτικά κρίσιμων διαφορών στη συμπεριφορά των ποικίλων

κανόνων απόφασης. Η δυνατότητα αυτή υπολογίζεται στη βάση θεωρητικών, συνήθως

εξωπραγματικών, υποθέσεων σχετικά με το φάσμα των επιλογών του σώματος των

συμμετεχόντων.

Πράγματι, τα αναλυτικά σχήματα του Riker δείχνουν ότι είναι δυνατό να

προκύψουν ολοφάνερες διαφορές στα αποτελέσματα των μεθόδων απόφασης. Από την

άποψη της πολιτικής πρακτικής, ωστόσο, κρίσιμο είναι και το πόσο πιθανό είναι κάτι

τέτοιο να συμβαίνει συχνά στις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας των θεσμών. Σε

εξομοίωση υπολογιστή η μελέτη των συστημάτων απόφασης έδειξε ότι η αύξηση των

ψηφοφόρων μεγεθύνει και την πιθανότητα ασυμμετριών στα αποτελέσματα μεταξύ των

συστημάτων απόφασης. Το φαινόμενο επιτείνεται, καθώς πληθαίνουν οι υποψήφιες

επιλογές. Πάντως μέχρι και την εισαγωγή της πέμπτης επιλογής και με μεγάλο αριθμό

ψηφοφόρων, τα αποτελέσματα που αποδίδουν τα συστήματα, δεν παρουσιάζουν μείζονες

διαφοροποιήσεις425

.

Οι παρατηρήσεις αυτές αφορούν σε έναν αμερόληπτο πολιτικό πολιτισμό

(impartial culture), στηρίζονται δηλαδή στην υπόθεση της τυχαίας κατανομής των

προτιμήσεων στις ατομικές ιεραρχήσεις των συμμετεχόντων426

. Έστω και αμυδρή

μετατόπιση από την προκείμενη της αμεροληψίας αλλάζει ουσιαστικά τις πιθανότητες

ασυμμετριών στα αποτελέσματα. Εάν, ας πούμε, εμφανιστεί ένα ποσοστό ψηφοφόρων

μεταξύ του 5% και 10% με ταυτόσημες πολιτικές προτιμήσεις, υπόθεση απολύτως

ρεαλιστική, τα συστήματα οδηγούν σε παρόμοια αποτελέσματα μέχρι και την εισαγωγή

της δέκατης πέμπτης επιλογής427

.

Οποιαδήποτε απομάκρυνση από την προϋπόθεση της αμερόληπτης πολιτικής

στάσης περιορίζει δραστικά τις διαφοροποιήσεις στα αποτελέσματα. Εάν κατά τα

πρότυπα του θεωρήματος των ενόρκων γίνει αποδεκτό ότι η δυνατότητα του μέσου

ψηφοφόρου να καταλήξει σε ορθή επιλογή υπερβαίνει έστω και λίγο το 50%, τότε οι

425

Hannu Nurmi, «An assessment of voting system simulations», Public Choice, τ. 73, 1992, σ. 459-487 και

Peter Fishburn/William Gehrlein, «Majority efficiency for simple voting procedures: Summary and

interpretation», Theory and Decision, τ. 14, 1982, σ. 141-153. Οι διαπιστώσεις αυτές ισχύουν και όταν η

εκλογή αναδεικνύει ομάδα νικητών, βλ. Samuel Merill, «A comparison of efficiency of multicandidate

electoral systems», American Journal of Political Science, τ. 28, 1984, σ. 23-48.

426 Nurmi, «An assessment of voting system simulations», ό.π., σ. 461. Οι εξωπραγματικές παραδοχές

σχετικά με την κατανομή των προτιμήσεων στο εκλογικό σώμα αποτελούν έναν από τους πιο βασικούς

λόγους που καθιστούν αναξιόπιστα τα πορίσματα των μελετών με εξομοίωση σε υπολογιστή, βλ. Robert

Bordley, «A pragmatic approach to evaluating elections schemes through simulation», American Political

Science Review, τ. 17, 1983, σ. 123-139.

427 Nurmi, «An assessment of voting system simulations», ό.π., σ. 485.

διαφοροποιήσεις είναι λίαν περιορισμένες428

. Επομένως, εφόσον διατηρούμε στοιχειώδη

εμπιστοσύνη στην επίδοση της δημοκρατικής διαδικασίας, ως προς την επιλογή της

μεθόδου απόφασης έχουμε την πολυτέλεια να επιδεικνύουμε ελαστικότητα429

.

Σε πραγματικές συνθήκες η ανάλυση των εκλογών σε ιδιωτικές οργανώσεις στη

Βρετανία έδειξε να διαψεύδει εξακολουθητικά την απαισιοδοξία στις μαθηματικές

αναλύσεις της ακαθοριστίας430

. Σε τριάντα έξι αναμετρήσεις, που περιλάμβαναν τρεις

μέχρι είκοσι εννιά υποψηφίους και εννιά μέχρι περίπου τρεις χιλιάδες πεντακοσίους

ψηφοφόρους, όλες οι περιπτώσεις περιλάμβαναν νικητή κατά Condorcet, ενώ στις

τριάντα τέσσερεις ο νικητής με όρους Condorcet και Borda συνέπιπτε.

Επίσης σε πραγματικές συνθήκες, η εξέταση των συστημάτων απόφασης με βάση

δεδομένα σφυγμομετρήσεων της κοινής γνώμης στη Δανία απέδειξε συστηματικά την

απουσία ασυμμετριών στα αποτελέσματα431

. Ο κανόνας της σχετικής πλειοψηφίας

απέδωσε φυσικά τα αποτελέσματα με τη μεγαλύτερη απόκλιση432

. Το γεγονός εξηγεί την

έντονη πολιτική διαμάχη σχετικά με την αναλογικότητα ή την πλειοψηφικότητα του

428

Christian List/Robert Goodin, «Epistemic democracy: Generalizing the Condorcet jury theorem»,

Journal of Political Philosophy, τ. 9, 2001, σ. 277-306.

429Στο ίδιο, σ. 294.

430 Scott Feldman/Bernard Grofman, «Who’s afraid of the big bad cycle? Evidence from 36 elections»,

Journal of Theoretical Politics, τ. 4, 1992, σ. 231-237, για μια συνοπτική παράθεση των αποτελεσμάτων

της μελέτης, βλ. Bernard Grofman, «Public choice, civic republicanism, and American politics: Perspectives

of a “Reasonable Choice” modeler», Texas Law Review, τ. 71, 1993, σ. 1541-1581, (1562). Στην ίδια

κατεύθυνση και τα πορίσματα των Dan Fesenthal et al., «An empirical assessment of six voting

procedures: Do they really make any difference?», British Journal of Political Science, τ. 13, 1993, σ. 1-27.

431 Peter Kurrild-Klitgaard, «The equivocal “will of the people”: Voting paradoxes and arbitrariness in

simulated versions of seven Danish elections», Syddansk Universitet, Political Science Publications No

4/2005, (http://static.sdu.dk/mediafiles/Files/Om_SDU/Institutter/Statskundskab/Skriftserie/05PKK4%20

pdf.pdf)

432 Dan Fesenthal et al., «An empirical assessment of six voting procedures», ό.π., σ. 25.

εκλογικού συστήματος. Είναι πάντως αξιοσημείωτο ότι, όπου οι διαφορές στα

αποτελέσματα είναι έκδηλες, διαφαίνονται ξεκάθαρα και οι διαφορές στις ηθικοπολιτικές

προκείμενες, που θεμελιώνουν την προτίμηση υπέρ του ενός ή του άλλου συστήματος.

Σε μια εκτενή βιβλιογραφική εξέταση του ζητήματος, ο Gerry Mackie ανευρίσκει

ένα χάσμα μεταξύ θεωρητικής και εμπειρικής διάστασης του φαινομένου της

ανακρίβειας των ψηφοφοριών. Κατά την άποψή του, τούτο είναι δυνατό «…να εξηγηθεί

μόνον από το γεγονός ότι κάθε πραγματική κατάσταση διέπεται από περιορισμούς, τους

οποίους η θεωρία αγνοεί» 433

.

5. Η μαθηματική «τυπικότητα» των πλειοψηφικών διαδικασιών

Ήδη από την ανάλυση του φαινομένου της πολυειδείας των συστημάτων

απόφασης στην εμπειρική του διάσταση συνάγεται ότι η αδυναμία σύλληψης των

«αυθεντικών» μαθηματικών χαρακτηριστικών του πλειοψηφικού κανόνα δεν

καταδικάζει την αξιολογική προσέγγιση των ποικίλων εκδοχών του στο απόλυτο χάος.

Στην πράξη οι κατανομές των επιλογών των ψηφοφόρων δεν οδηγούν τα συνήθως

χρησιμοποιούμενα συστήματα απόφασης σε ανοικονόμητες αποκλίσεις. Αλλά ακόμη και

η ανάλυση σε μαθηματικό επίπεδο δεν δημιουργεί την αίσθηση λογικής αταξίας, την

οποία διατυμπανίζει η Σχολή του Rochester.

Ο Riker διερευνά ένα περιεκτικό σύνολο συνηθισμένων στη δημοκρατική

πρακτική συστημάτων απόφασης, σε διάφορες παραλλαγές τους. Φρονεί ότι

παραβιάζουν ένα ή δύο από τα (αρκετά εξεζητημένα) μαθηματικά κριτήρια που ο ίδιος

433

Mackie, Democracy defended, ό.π., σ. 52.

υπολαμβάνει ως σημαντικά. Στην ανάλυσή του δεν εμφανίζεται πουθενά μια εκλογική

μέθοδος που να παραβιάζει όλα τα κριτήρια ταυτόχρονα. Μια αναμφισβήτητη αίσθηση

λογικής τάξης επιτρέπει στο Riker να συγκρίνει μεταξύ τους τις μεθόδους «θέσεως» με

τις πλειοψηφικές και τις ωφελιμιστικές, ενώ ταυτόχρονα τον αποτρέπει από το να

προβαίνει σε τέτοια σύγκριση με ένα προφανώς παράλογο σύστημα του τύπου «ο

τελευταίος σε ψήφους υποψήφιος ανακηρύσσεται νικητής».

Ωστόσο, το ότι η ίδια η ανάλυση του Riker εμφανίζει στοιχεία τάξης (order)

αποδεικνύει το αντίθετο από αυτό στο οποίο ο ίδιος κατατείνει. Φανερώνει δηλαδή ότι η

ηθικοπολιτική θεμελίωση των μεθόδων απόφασης λαμβάνει χώρα εντός ενός ανοιχτού,

αλλά οπωσδήποτε εύλογου πλαισίου μαθηματικής λογικότητας434

. Μπορεί τα συστήματα

απόφασης να μην καθίστανται απολύτως πρόσφορα λόγω της μαθηματικής τους αναφοράς,

αλλά η δομή τους ποτέ δεν είναι μαθηματικά ακατάληπτη ή προφανώς παράλογη. Οι

δημοκρατικές διαδικασίες εμφανίζουν συνεπώς έναν ρευστό, αλλά πάντως αναμφισβήτητο

πυρήνα μαθηματικής λογικότητας.

Η πολυμορφία των συστημάτων λήψης αποφάσεων ενθαρρύνει κάποιον

σκεπτικισμό έναντι της δυνατότητας σχηματισμού λαϊκής θέλησης στην πολιτική

εμπειρία. Ωστόσο, η εισαγωγή μιας τρίτης υποψήφιας επιλογής στις διαδικασίες

δημιουργεί ιδιαίτερες μορφές παραδοξοτήτων, λιγότερο προφανείς σε όποιον αγνοεί τη

μαθηματική διάσταση του κανόνα της πλειοψηφίας. Για τους προσήλυτους της

Κοινωνικής Επιλογής, αυτές οι μαθηματικές ατέλειες των διαδικασιών διανοίγουν ένα

ευρύ και ταυτοχρόνως απόκρυφο πεδίο χειρισμού των πολιτικών αναμετρήσεων από τις

ανταγωνιζόμενες δυνάμεις στο δημοκρατικό χώρο.

434

Βλ. στην κατεύθυνση αυτή τις παρατηρήσεις του Mackie, στο ίδιο, σ. 69-70.

Κεφάλαιο τέταρτο

Κυκλικότητα και χειραγώγηση σε διαδικασίες με τρεις

υποψήφιες επιλογές

1. Το θεώρημα της δυνατότητας

Το 1948 η εταιρεία αμυντικών μελετών RAND ανέθεσε στον Kenneth Arrow,

έναν άσημο τότε οικονομολόγο με εκπαίδευση στη στατιστική, το έργο να τοποθετήσει

γεωγραφικά τη διάταξη των αμερικανικών υποβρυχίων με τέτοιον τρόπο, ώστε ο στόλος

να είναι σε θέση να πλήξει με τη μεγαλύτερη δυνατή επιτυχία στόχους σοβιετικών

συμφερόντων435

. Η εργασία απέτυχε, καθώς ο Arrow θεώρησε αδύνατη την ακριβή

σύνθεση των επιμέρους συμφερόντων των ανατολικοευρωπαϊκών κοινωνιών σε ένα

ενιαίο «σοβιετικό συμφέρον». Οι αναλύσεις κατέληξαν το 1951 στο έργο «Social Choice

and individual values»436

, όπου διατυπώθηκε το περίφημο «θεώρημα της δυνατότητας»,

χάρη στο οποίο ο συγγραφέας μοιράστηκε το 1972 με τον John Hicks το βραβείο

Νομπέλ οικονομικής επιστήμης.

Το θεώρημα του Arrow αποδεικνύει ότι, εάν δεν προστρέξουμε σε

διαπροσωπικές συγκρίσεις ωφέλειας, καμιά επαγωγική γενίκευση δεν μπορεί να

συνθέσει σε μια μοναδική κοινωνική επιλογή τις ατομικές προτιμήσεις των υποκειμένων.

435

Για την εργασία του Arrow στην RAND Corporation βλ. Amadae, Rationalizing capitalist democracy,

ό.π., σ. 86-92. Για την καθοριστική σημασία τις RAND καθώς και το ρίζωμα της Κοινωνικής Επιλογής στις

ψυχροπολεμικές ανάγκες των Η.Π.Α. για απάντηση στη Σοβιετική στρατιωτική και ιδεολογική πρόκληση,

βλ. στο ίδιο, σ. 27-80.

436 Kenneth Arrow, Social choice and individual values, Yale University Press, New Haven 1963, [1951].

Η εφαρμογή του θεωρήματος στη δημοκρατική θεωρία παρέσχε το θεμέλιο για μια

δριμεία επίθεση εναντίον της αρχής της πλειοψηφίας στο σύγχρονο στοχασμό. Το σημείο

κρούσης εστιάστηκε στην αίσθηση της λογικής παραδοξότητας, ότι με το ίδιο σύστημα

απόφασης και το ίδιο φάσμα ατομικών επιλογών των συμμετεχόντων, διαδοχικές

ψηφοφορίες είναι δυνατό να οδηγηθούν σε ριζικά διαφορετικό αποτέλεσμα.

Ακολουθώντας τη σύνοψη του Riker437

, μπορούμε να πούμε ότι oι παραδοχές του

θεωρήματος αφορούν σε ένα σώμα απόφασης με τουλάχιστον τρία μέλη, που καλούνται

να επιλέξουν μεταξύ τουλάχιστον τριών επιλογών. Ο κάθε συμμετέχων κατατάσσει τις

επιλογές του μεταβατικά. Δηλαδή, εάν προτιμά την επιλογή (η) της επιλογής (θ) και την

(θ) της επιλογής (ζ), τότε προτιμά και την (η) της (ζ).

Οι προϋποθέσεις μιας δίκαιης απόφασης είναι κατά τον Arrow οι εξής:

1. Η καθολική αποδοχή των ατομικών προτιμήσεων ή αλλιώς καθολικός χώρος

(universal domain), που παριστάνεται ως U και σημαίνει ότι κάθε δυνατή μορφή

ατομικής κατάταξης των προτιμήσεων είναι αποδεκτή.

2. Η μονοτονία του συστήματος, την οποία ο Arrow αποδέχεται σε ήπια εκδοχή.

3. Η κυριαρχία των πολιτών, που αποκλείει τη δυνατότητα μια επιλογή να είναι

νικήτρια ανεξάρτητα από την κατάταξή της στις προτιμήσεις των συμμετεχόντων, διότι

στην περίπτωση αυτή η κοινωνική επιλογή θα απέβαινε άσχετη προς τη θέληση του

σώματος.

4. Η ομοφωνία ή κατά Pareto βέλτιστη λύση (unanimity ή Pareto Optimality), που

συμβολίζεται με P. Η προϋπόθεση ορίζει ότι, εάν στον ατομικό κατάλογο καθενός

437

Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 115-119.

συμμετέχοντος μια επιλογή προτιμάται κάποιας άλλης, τότε αυτό πρέπει να συμβαίνει

και στην κοινωνική επιλογή.

5. Η μη δικτατορική απόφαση (non dictatorship), συμβολιζόμενη ως D. Αυτό

σημαίνει ότι, εάν ένας των συμμετεχόντων προτιμά την επιλογή (θ) της (η), δεν είναι

δυνατό η κοινωνική επιλογή να είναι πάντοτε (θ), ανεξάρτητα από τις προτιμήσεις των

άλλων ψηφοφόρων. Στην περίπτωση αυτή θα επρόκειτο για δικτατορική επιλογή.

6. Και τέλος η ανεξαρτησία των μη σχετικών επιλογών, με συμβολισμό I.

Πρόκειται για την πιο δυσνόητη προϋπόθεση. Σύμφωνα με μια μη τυποποιημένη

απόδοσή της από τον ίδιο τον Arrow, η προϋπόθεση σημαίνει ότι «…η κοινωνική

επιλογή, που γίνεται από κάθε σύνολο διαθέσιμων επιλογών, πρέπει να εξαρτάται μόνο

από τις ατομικές κατατάξεις σε αναφορά με τις επιλογές αυτές»438

. Ο περιορισμός αυτός

αποκλείει τη δυνατότητα εμφάνισης ενός στοιχείου με επίδραση στη συλλογική επιλογή,

το οποίο να μην αφορά το φάσμα των επιλογών των συμμετεχόντων. Αυτό θα συνέβαινε,

εάν, λόγου χάρη, ο κανόνας απόφασης ήταν η κλήρωση. Η προϋπόθεση αυτή σημαίνει

προσέτι ότι η κατάταξη δύο επιλογών στην κοινωνική επιλογή πρέπει να εξαρτάται μόνο

από πληροφορίες που αναφέρονται στη σχέση των δύο συγκεκριμένων επιλογών και όχι

στη σχέση τους με επιλογές τρίτες ως προς το εν λόγω ζεύγος.

Έστω για παράδειγμα, ότι Α (η,θ,ζ,ι,κ) και Β (θ,η,ζ,ι,κ). Για την κατάταξη των (η)

και (θ) ο κανόνας πρέπει να λαμβάνει υπόψη του μόνο ότι ο συμμετέχων Α προτιμά την

(η) περισσότερο της (θ) και ο Β αντίστροφα. Θα πρέπει δηλαδή να καταλήγει σε

ισοψηφία μεταξύ των δύο. Εάν τώρα ο Β αλλάξει την κατάταξή του σε (θ,ζ,ι,κ,η), ο

438

Kenneth Arrow, «Formal theories of social welfare», σε του ίδιου, Social choice and justice: Collected

papers of Kenneth Arrow, Basil Blackwell, Oxford 1984, σ. 115-133, (118).

κανόνας πρέπει και πάλι να κατατάσσει τις δύο επιλογές ανάλογα με τη μεταξύ τους

θέση, πρέπει δηλαδή να ισοψηφούν. Το ότι ο Β στη δεύτερη περίπτωση δείχνει

εμφανώς να απεχθάνεται την (η) δεν πρέπει να επηρεάζει τη σχέση μεταξύ (η) και (θ)

στην κοινωνική επιλογή 439.

Το θεώρημα αποδεικνύει ότι δεν υπάρχει κανένας κανόνας που να μπορεί να

συνθέτει πάντοτε αυτές τις επιλογές, χωρίς να παραβιαστεί έστω και μία από τις

παραπάνω προϋποθέσεις. Όπως και στο παράδοξο της ψηφοφορίας του Condorcet, που

αποτελεί μήτρα του θεωρήματος της δυνατότητας, η αδυναμία προκύπτει μόνο για

συγκεκριμένες ατομικές κατατάξεις των επιλογών. Εάν, ας πούμε, η προϋπόθεση U

χαλαρώσει και επιτραπούν μόνο συγκεκριμένες κατατάξεις στις ατομικές επιλογές των

ψηφοφόρων, τότε η σύνθεση καθίσταται λογικά δυνατή από διάφορα συστήματα

απόφασης.

Μια ευσύνοπτη απόδειξη του θεωρήματος προσφέρει ο Amartya Sen440

.

Περιγραφικά είναι δυνατό να ειπωθεί ότι η προϋπόθεση U επιτρέπει την εμφάνιση

κυκλικών κατανομών στις επιλογές του σώματος απόφασης, αποκλείοντας τη χρήση του

κανόνα Condorcet. Η προϋπόθεση I απαγορεύει πληροφορίες άσχετες με κάθε

κατατασσόμενο ζεύγος επιλογών, αποκλείοντας τον κανόνα Borda, την κλήρωση και τις

ωφελιμιστικές μεθόδους, οι οποίες λαμβάνουν υπόψη την ένταση της προτίμησης του

439

Mackie, Democracy defended, ό.π., σ. 81-82.

440 Sen, Collective choice and social welfare, ό.π., σ. 41-46.

ψηφοφόρου σε κάθε επιλογή. Τέλος η προϋπόθεση D αποκλείει την απόφαση

δικτατορικού χαρακτήρα441

.

2. Οι συνέπειες του θεωρήματος στην πολιτική πραγματικότητα

Η αδυναμία σύνθεσης των ατομικών προτιμήσεων εμφανίζεται, όπως είπαμε σε

προηγούμενα σημεία, μόνο για συγκεκριμένου τύπου ιεραρχήσεις σε κάθε σύστημα

λήψης απόφασης. Συνεπώς το ζήτημα της απόστασης μεταξύ της λογικής ισχύος και

εμπειρικής διάστασης του θεωρήματος επανέρχεται μοιραία και στην περίπτωση αυτού

του παραδόξου. Συχνά προβάλλεται η άποψη ότι το θεώρημα του Arrow συνιστά μια

ακραιφνώς λογική κατασκευή, χωρίς εμπειρική αναφορά442

. Στην ανάγνωση αυτή η

Κοινωνική Επιλογή συζητά «τι είναι δυνατό» και όχι «τι είναι πιθανό» να συμβεί στις

διαδικασίες απόφασης443

.

Ο ίδιος ο Arrow δεν εξάγει άμεσα συνέπειες σε σχέση με την εφαρμογή του

θεωρήματος στους δημοκρατικούς θεσμούς. Αυτό δεν θεμελιώνει από μόνο του την

περιοριστική ανάγνωση του θεωρήματος ως καθαρά λογικής κατασκευής. Η ευρύτερη

επιστημολογική τοποθέτηση του Arrow για τη σχέση οικονομικής θεωρίας και

εμπειρικής πραγματικότητας δεν καταλείπει χώρο για ιδιαίτερες αμφιβολίες. Κατά την

441

Για μια παρουσίαση του τρόπου με τον οποίο οι παραδοχές του θεωρήματος αποκλείουν τα

εφαρμοζόμενα στην πράξη συστήματα πολιτικών εκλογών, Grant Hayden, «Some implications of Arrow’s

theorem for voting rights», Stanford Law Review, τ. 47, 1995, σ. 295-317, (299-304).

442 Julia Nida-Rümelin, «Zur Philosophie der Demokratie: Arrow Theorem, Liberalität und strukturelle

Normen», Analyse und Kritik, τ. 13, 1991, 184-203, (189). Στην ίδια άποψη φαίνεται να καταλήγει ήδη ο

Eberhard Wesche, Mehrheitsprinzip, Tauschprinzip und Gesamtinteresse, Klett-Cotta, Stutgard 1979, σ.

168.

443 Grofman, «Public choice, civic republicanism, and American politics», ό.π., σ. 1562.

άποψή του τα οικονομικά αποτελούν «…ένα εγχείρημα αποκάλυψης κανονικοτήτων σε

κάποιο μέρος της πραγματικότητας και όχι συναγωγή λογικών συμπερασμάτων

ανεξάρτητων από τη σχέση τους με την πραγματικότητα. Η απλοποιημένη θεωρητική

παραγωγή είναι αναγκαιότητα για την εμπειρική ανάλυση, αλλά είναι μέσο, όχι

σκοπός»444

.

Μαθηματικά η πιθανότητα να εμφανιστεί κύκλος στο απλό πρότυπο των τριών

επιλογών και τριών συμμετεχόντων είναι 5,56%. Η πιθανότητα διευρύνεται με την

αύξηση του αριθμού των συμμετεχόντων, αλλά δεν ξεπερνά το 9%, ακόμη και με μεγάλο

αριθμό συμμετεχόντων. Με την αύξηση των επιλογών η πιθανότητα ανέρχεται

αλματωδώς, ξεπερνώντας το 80%, όταν οι υποψήφιες επιλογές είναι σαράντα445

. Αλλά,

όπως ακριβώς και στο ζήτημα της ακαθοριστίας των ψηφοφοριών, οι μαθηματικοί

υπολογισμοί που αφορούν στην πιθανότητα εμφάνισης κυκλικότητας στηρίζονται στην

υπόθεση του «αμερόληπτου πολιτικού πολιτισμού». Εάν, κατά την έκφραση του Sen, οι

ατομικές προτιμήσεις δεν καθορίζονται όπως η κατάληξη της μπίλιας της ρουλέτας, αλλά

επηρεάζονται από συνολικές κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές καταστάσεις, τότε η

πιθανότητα εμφάνισης κυκλικών φασμάτων επιλογής καθίσταται απειροελάχιστη446

.

Ήδη σε μαθηματικό επίπεδο, η απομάκρυνση από την αμερόληπτη πολιτική

στάση μειώνει θεαματικά τις πιθανότητες εμφάνισης κυκλικότητας447

. Εξ άλλου

444

Arrow, Social choice and individual values, ό.π., σ. 21.

445 Sen, Collective choice and social welfare, ό.π., σ. 164. Για πιο αναλυτικούς υπολογισμούς David Klahr,

«A computer stimulation of the paradox of voting», American Political Science Review, τ. 60, 1966, σ. 384-

390.

446 Sen, Collective choice and social welfare, ό.π., σ. 164.

447 Dominique Lepelley/Fabrice Vallognes, «Voting rules, manipulability and social homogeneity», Public

Choice, τ. 116, 2003, σ. 165-184.

εμπειρική έρευνα δείχνει ότι σε σειρά αναμετρήσεων, όπου η θεωρητική πιθανότητα να

εμφανιστεί κύκλος προσέγγιζε το 50%, δεν σημειώθηκε κυκλικότητα, ούτε καν σε

υποψηφίους που κατατάχθηκαν σε μη εκλόγιμες θέσεις448

. Με βάση τέτοιου είδους

πορίσματα οι έρευνες φαίνεται να καταλήγουν στο ότι ακόμη και σε διαδικασίες μαζικής

συμμετοχής στις σύγχρονες πλουραλιστικές κοινωνίες, η πιθανότητα εμφάνισης

φαινομένων κυκλικότητας είναι αμελητέα449

.

Αρκετά εκτεταμένη συζήτηση έχει λάβει χώρα, ιδιαίτερα στα περιοδικά πολιτικής

επιστήμης των Η.Π.Α., για περιπτώσεις εμφάνισης κυκλικότητας σε πραγματικές

διαδικασίες. Αλλά οι παρατηρήσεις είναι αμφιλεγόμενες και πάντως αρκετά

μεμονωμένες, ώστε δεν γεννούν ευρύτερες ανησυχίες για πολιτική απονομιμοποίηση.

Επιπλέον, προσήκει να είμαστε επιφυλακτικοί απέναντι σε τέτοιου τύπου εμπειρικές

έρευνες. Όπως υπογραμμίζει ο πολιτικός επιστήμονας Bernard Gorfman, ένας από τους

πιο εξειδικευμένους μελετητές της εμπειρικής διάστασης της Κοινωνικής Επιλογής, η

αναζήτηση του κύκλου ομοιάζει με θήρα φαντασμάτων450

. Ο κυνηγός

προκαταλαμβάνεται μοιραία από την πρόθεσή του να προκαλέσει έκπληξη στο κοινό,

αποδεικνύοντας την ύπαρξη κάποιου φαινομένου, που λίγο-πολύ όλοι έχουν κάθε λόγο

να θεωρούν ανύπαρκτο.

Οι πρώτες συστηματοποιημένες δοκιμές ενσωμάτωσης του θεωρήματος στη

δημοκρατική θεωρία εξέλαβαν τις παρατηρήσεις του Arrow ως άμεσα σχετικές με την

εμπειρία. Υποτέθηκε έτσι ότι κυκλικές κατανομές προτιμήσεων μπορούν να

448

Φαινόμενο που ονομάζεται «κατώτερος κύκλος»

449 Anadranik Tangian, «Unlikelihood of Condorcet’s paradox in a large society», Social Choice and

Welfare, τ. 17, 2000, σ. 337-365.

450 Bernard Grofman, «Public choice, civic republicanism, and American politics», ό.π., σ. 1551-1558, όπου

και αναλυτική αναφορά στη σχετική με την εμφάνιση κυκλικότητας αρθρογραφία.

εμφανιστούν, όταν στον δημοκρατικό πολιτικό χώρο ανταγωνίζονται τρεις ή

περισσότερες ισοδύναμες ομάδες. Κατά κάποιο τρόπο η κυκλικότητα νοήθηκε ως οιονεί

ισοψηφία, που καθιστά την αρχή της πλειοψηφίας ένα μέσο απρόσφορο για την έκβαση

εξουσιαστικών ανταγωνισμών451

. Σε κανονιστικό επίπεδο μια τέτοια πρόσληψη του

ζητήματος καταλήγει συνήθως να αξιώνει μεταπλειοψηφικές θεσμικές διαρρυθμίσεις στο

δημοκρατικό κράτος δικαίου, ώστε ακόμη και σε οριακές στιγμές πόλωσης να μπορούν

να λαμβάνονται αποφάσεις αποδεκτές από τα μέρη της πολιτικής διαμάχης. Ο θεσμός

του ελέγχου της συνταγματικότητας των νόμων, επειδή ακριβώς δεν αντλεί τη

νομιμοποίησή του από πλειοψηφικές θεσμικές διευθετήσεις, συνιστά προδήλως δείγμα

τέτοιας ρύθμισης.

Με την εξέλιξη της Κοινωνικής Επιλογής έχει πλέον εμπεδωθεί η ιδέα, ότι τα

πορίσματα του θεωρήματος παραπέμπουν στις τεράστιες δυνατότητες διαδικαστικής

χειραγώγησης της δημοκρατικής πολιτικής. Η πιο προφανής μορφή χειραγώγησης, ορατή

ήδη από την απλή διατύπωση του θεωρήματος στην πρώιμη εκδοχή του Condorcet, είναι

ο καθορισμός του αποτελέσματος μέσω επιτήδειου χειρισμού της ημερήσιας διάταξης452

.

Οι παραδοσιακές προσεγγίσεις συνήθως προτείνουν ως τρόπο απεμπλοκής από τις

καταλυτικές συνέπειες του θεωρήματος την καθιέρωση διαδικασιών κατάρτισης της

451

Αυτό που ο Robert Dahl συνήγε αρχικά από το θεώρημα ήταν ότι «..όσο πιο πολύ μια ομάδα

πλησιάζει σε μια ίση κατανομή [των προτιμήσεων], τόσο λιγότερο έγκυρη γίνεται η αρχή της

πλειοψηφίας», A preface to democratic theory, University of Chicago Press, Chicago 1956, σ. 41. Όπως θα

φανεί παρακάτω, όμως, για το κύριο ρεύμα της Κοινωνικής Επιλογής το θεώρημα δεν σχετίζεται με το

φαινόμενο της ισοψηφίας. Μελέτες δείχνουν ότι ούτε και σε μαθηματικό επίπεδο η κυκλικότητα είναι

πάντα πρόβλημα ισοψηφίας, βλ. Charles Plott, «Axiomatic social choice theory: An overview and

interpretation», American Political Science Review, τ. 20, 1976, σ. 511-596, (514-516).

452 Αυτή τη συνέπεια του θεωρήματος για τη θεωρία της δημοκρατίας συνάγει και ο Robert Dahl αρκετές

δεκαετίες αργότερα, βλ. Democracy and its critics, Yale University Press, New Haven 1989, σ. 48.

ημερήσιας διάταξης συνταγματικά ρυθμισμένων, ώστε η δυνατότητα χειρισμού να

μειώνεται. Για τη Σχολή του Rochester η πρόταση αυτή δεν αποτελεί λύση, αλλά απλή

μετάθεση του προβλήματος σε άλλο επίπεδο, αφού οι διαδικασίες θέσπισης του

Συντάγματος εμφανίζονται το ίδιο ευπαθείς στα πορίσματα του θεωρήματος, όπως και

κάθε άλλη διαδικασία λήψης αποφάσεων453

.

Ο κεντρικός πυρήνας της Σχολής του Rochester δεν εμμένει στην εμπειρική

παρατήρηση κύκλων. Έχει επίγνωση ότι τέτοιου είδους περιπτώσεις θα είναι μάλλον

σπάνιες ενόψει της ομοιογένειας των ατομικών προτιμήσεων454

. Ωστόσο, στη θεώρηση

της Σχολής παραμένει κρίσιμο ότι κυκλικότητα μπορεί κάλλιστα να εμφανιστεί. Ακόμη

και ως απλή δυνατότητα, η εμφάνισή της σημαίνει ότι τα αποτελέσματα των

δημοκρατικών διαδικασιών είναι στην καλύτερη περίπτωση τυχαία, οπότε δεν ανακύπτει

ευκρινής θέληση των υποκειμένων, την οποία οι δημοκρατικές διαδικασίες να

αναδεικνύουν προσηκόντως. Αυτό που συμβαίνει –σύμφωνα με αυτή την τοποθέτηση–

είναι ότι μάλλον οι διαδικασίες καθορίζουν τις αποφάσεις, παρά οι προτιμήσεις των

συμμετεχόντων. Πιο σημαντική επίπτωση της κυκλικότητας είναι η δυνατότητα

χειραγώγησης των διαδικασιών. Εάν η συνδρομή συγκεκριμένων συνθηκών επιτρέπει

στις ίδιες διαδικασίες να παράγουν διαφορετικά αποτελέσματα, τότε η εσκεμμένη

453

Peter Aranson, «The democratic order and public choice», σε G.Brennan/L.Lomansky (επιμ.), Politics

and process, ό.π., σ. 97-148, (119).

454 Ο Riker εξηγεί την απουσία άμεσης αίσθησης της κυκλικότητας στην πολιτική εμπειρία ισχυριζόμενος:

«Σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση, κάποιες κατατάξεις επιλογών [στο σώμα απόφασης] είναι πιο πιθανό

να επιλεγούν σε σχέση με άλλες…επιπλέον, υπάρχουν σημαντικοί λόγοι να πιστεύουμε ότι η διαμάχη και

η συζήτηση οδηγούν σε τέτοιου είδους θεμελιακές ομοιότητες στις κρίσεις», Riker, Liberalism against

populism, ό.π., σ. 122-123.

επέμβαση ορισμένων στην έκβαση των διαδικασιών θα πρέπει να θεωρείται ως κάτι το

αναμενόμενο.

Για τους θεωρητικούς της Κοινωνικής Επιλογής η κυκλικότητα, παρ’ ότι δεν

αποτελεί καθημερινή πολιτική εμπειρία, συγκροτεί ένα θεωρητικό πλαίσιο κατανόησης

των πολιτικών ανταγωνισμών στα σύγχρονα συστήματα. Από την πλευρά της θεωρίας

της δημοκρατίας και του ενδιαφέροντος για ισότιμη πολιτική συμμετοχή, η δυνατότητα

εμφάνισης κύκλου η οποία ενδεχομένως επιδρά παραμορφωτικά με τρεις βασικούς

τρόπους, καθώς επιτρέπει: α) τη χρήση της στρατηγικής ψήφου από τους ψηφοφόρους,

β) το χειρισμό της θεματολογίας από τους υπεύθυνους για την κατάρτισή της και γ) την

αναδιάταξη των ισορροπιών του πολιτικού ανταγωνισμού, με τη δημιουργία νέων

συνασπισμών μέσω του καθορισμού των διαστάσεων του πολιτικού αγώνα. Σε αυτά τα

ζητήματα στρέφουμε την προσοχή αμέσως κατωτέρω:

3. Μορφές χειραγώγησης των διαδικασιών εξαιτίας της εμφάνισης περιπτώσεων

κυκλικότητας

3.1. Η στρατηγική ψήφος

Α. Η στρατηγική ψήφος αποτελεί μέθοδο υπερφαλάγγισης της διαδικασίας από

τους ψηφοφόρους. Το σύστημα απόφασης δημιουργεί δυνατότητες στρατηγικού ελιγμού

στους ψηφοφόρους, όταν υπό συγκεκριμένες περιστάσεις η διάρθρωση της διαδικασίας

τούς παρέχει κίνητρο να εκδηλώσουν διαφορετική επιλογή από την κορυφαία,

προκειμένου να επιτύχουν το επιθυμητό αποτέλεσμα. Σε ένα απλό παράδειγμα, έστω

A(η,θ,ζ), B (θ,η,ζ) και Γ (ζ,η,θ). Η επιλογή (η) είναι αναμφισβήτητα ο κατά Condorcet

νικητής, εφόσον, όποια ζευγάρια και με οποιαδήποτε σειρά τεθούν σε ψηφοφορία, η (η)

υπερισχύει. Εάν μολαταύτα η ψηφοφορία ξεκινήσει με την αναμέτρηση (η) και (ζ), ο B

μπορεί, ψηφίζοντας το (ζ) αντί του (θ), να προκαλέσει την ήττα του (η), προβλέποντας

εύστοχα ότι στην αναμέτρηση (ζ) και (θ) θα υπερψηφιστεί το (θ), δηλαδή η κορυφαία

επιλογή του. Οι Allan Gibbard και Mark Satterthwaite455

, επεκτείνοντας το θεώρημα του

Arrow απέδειξαν ότι οποιοδήποτε σχήμα απόφασης είναι δεκτικό χειραγώγησης από την

πλευρά των συμμετεχόντων με τον παραπάνω τρόπο. Ενδέχεται βέβαια να υπάρξουν

συστήματα απόφασης που ανθίστανται στην πιθανότητα στρατηγικής ρυμούλκησης

(strategy proof). Η κλήρωση αποτελεί την απλούστερη περίπτωση. Τέτοιου τύπου

συστήματα, όμως, παραβιάζουν πάντοτε κάποιες από τις προϋποθέσεις που έχουν τεθεί

από τον Arrow.

Από εμπειρική πλευρά προϋπόθεση ισχύος του θεωρήματος Gibbard-

Satterthwaite είναι και πάλι η κουλτούρα πολιτικής αμεροληψίας. Όποτε οι κατανομές

των προτιμήσεων των συμμετεχόντων εμφανίσουν στοιχειώδη ομοιογένεια η δυνατότητα

για στρατηγική ψήφο φθίνει456

. Επιπλέον πρακτικό προαπαιτούμενο είναι η ύπαρξη ενός

εκμεταλλεύσιμου πλούτου πληροφορίας από την πλευρά κάποιων συμμετεχόντων, οι

οποίοι γνωρίζουν τις επιλογές των άλλων, χωρίς όμως να συμβαίνει και το αντίστροφο.

Ειδ’ άλλως οι στρατηγικές ψήφοι είναι δυνατό να αλληλοεξουδετερωθούν, καθιστώντας

την τακτική αυτή χωρίς νόημα457

.

455

Για μια σύνοψη του θεωρήματος, βλ. Peter Gaerdenfors, «A concise proof of a theorem on

manipulation of social choice functions», Public Choice, τ. 33, 1977, σ. 137-142.

456 John Dryzek/Christian List, «Social choice theory and deliberative democracy: A reconciliation», British

Journal of Political Science, τ. 33, 2003, σ. 1-28, (8).

457 David Austen-Smith, «Sophisticated sincerity: Voting over endogenous agendas», American Political

Science Review, τ. 81, 1987, σ. 1323-1330.

Β. Στη δημοκρατική πρακτική η στρατηγική ψήφος προσλαμβάνει δύο βασικές

μορφές, εκ των οποίων η μία αφορά στις διεργασίες ανάδειξης αντιπροσώπων, ενώ η

άλλη στη νομοθέτηση εντός των αντιπροσωπευτικών οργάνων.

α) Στις εκλογικές διαδικασίες το στρατηγικά ενεργούν υποκείμενο «…ψηφίζει

ένα κόμμα, πιστεύοντας ότι είναι πιο πιθανό να νικήσει από ό,τι το κόμμα της

πραγματικής του προτίμησης, προκειμένου να επηρεάσει καλύτερα το θέμα ποιος θα

είναι ο τελικός νικητής»458

. Κατά μία άποψη η θεωρία της στρατηγικής ψήφου συνιστά

τη λογική αποτύπωση του γνώριμου στην πολιτική εμπειρία «νόμου του Duverger»,

σχετικά με την εύνοια των πλειοψηφικών εκλογικών συστημάτων στο δικομματικό

σύστημα και τη λογική της χαμένης ψήφου προς τα μικρά κόμματα459

.

Γνώμη μας είναι ότι τα θεωρήματα δεν αποκαλύπτουν απαραίτητα στο σημείο

αυτό κάποια πολιτικά κρίσιμη παραδοξότητα. Το να ψηφίζει κανείς μια λιγότερο

επιθυμητή επιλογή αντί της κορυφαίας δεν αποτελεί κατ’ ανάγκη ανειλικρινή

συμπεριφορά ή έκφανση χειραγώγησης της διαδικασίας. Σημαίνει απλώς ότι ο

ψηφοφόρος επιλέγει να συμβιβαστεί με πιο ρεαλιστικές επιλογές υπό τις δεδομένες

συνθήκες και τούτο είναι συμπεριφορά χωρίς ηθική απαξία στη δημοκρατική πολιτική.

Θα αποτελούσε υπέρμετρη συρρίκνωση της δύναμης που παρέχει η ψήφος στους

πολίτες, εάν αυτοί δεν είχαν τη δυνατότητα να την καταστήσουν πιο δραστική

συμμαχώντας, ακόμη και ευκαιριακά, με άλλους. Ο σκεπτικισμός απέναντι στη

458

Stephen Fisher, «Definition and measurement of tactical vote: Τhe role of rational choice», British

Journal of Political Science, τ. 34, 2004, σ. 152-189, (156).

459 William Riker, «The two party system and Duverger’s law: An essay on the history of political

science», American Political Science Review, τ. 76, 1982, σ. 753-766 και Mark Fey, «Stability and

coordination in Duverger’s law: Α formal model of preelection polls and strategic voting», American

Political Science Review, τ. 91, 1997, σ. 135–147.

στρατηγική ψήφο καθίσταται μάλλον ακατανόητος, όταν συνειδητοποιείται η λειτουργία

της ψήφου ως διαδικαστικού πόρου πολιτικής ισχύος, που αξιοποιείται ελεύθερα στα

πλαίσια της διαδικασίας εντός της οποίας εκδηλώνεται460

.

Ο επίμονος προβληματισμός σχετικά με την υποτιθέμενη δημοκρατική απαξία

της στρατηγικής ψήφου προσιδιάζει στην οικονομιστική αντίληψη για τη δημοκρατική

πολιτική, συγχέοντας τη λαϊκή κυριαρχία με την κυριαρχία του καταναλωτή. Αλλά η

ψήφος δεν συνιστά απλώς τρόπο έκφρασης μιας ατομικής επιθυμίας, ούτε η ψηφοφορία

αθροίζει τέτοιες επιθυμίες. Όταν κάποιος επιλέγει ή έστω πιέζεται από τις καταστάσεις

να ψηφίσει άλλη επιλογή αντί της κορυφαίας του, δεν μπορεί να γίνεται λόγος για κάποιο

είδος «αποτυχίας» της πολιτικής αγοράς, όπως συμβαίνει, όταν κάποιος δεν βρίσκει

αγαθά σε μια υπεραγορά προϊόντων. Η ψήφος είναι το μέσο με τον οποίο οι

συμμετέχοντες ως σύνολο επιδρούν πάνω στην έκβαση της διαδικασίας, δηλαδή σε

αποφάσεις που τους αφορούν ως συλλογικότητα. Με αυτή την έννοια, η δυνατότητά τους

να τη χρησιμοποιήσουν δραστικά αποτελεί πλεονέκτημα, όχι πρόβλημα.

β) Η δεύτερη μορφή εκδήλωσης της στρατηγικής ψήφου εμφανίζεται με τη

μορφή ανταλλαγών ψήφου (Logrolling ή Vote trading) εντός των νομοθετικών σωμάτων.

Οι ανταλλαγές ψήφων είναι μορφές «παζαρέματος» και λαμβάνουν χώρα, όταν ποικίλα

θέματα, που ενδιαφέρουν μια συμμαχία βουλευτών, τίθενται σε ψηφοφορία με μορφή

νομοθετικού «πακέτου» ή όταν μια ομάδα παρέχει μεν υποστήριξη σε ένα αδιάφορο για

την ίδια θέμα, εξασφαλίζοντας όμως υποστήριξη σε ένα άλλο, το οποίο τίθεται σε

460

Thomas Christiano, «Political equality», σε J. Chapman/A.Wertheimer (επιμ.), Majorities and

minorities, ό.π., σ. 151-183, (174-175).

διαδοχική ψηφοφορία461

. Το ζήτημα αποκτά ασφαλώς ιδιαίτερη σημασία για τη μελέτη

της νομοθετικής διαδικασίας στα κοινοβουλευτικά όργανα των Η.Π.Α. Ειδικά στο

Κογκρέσο, η προεδρική μορφή του πολιτεύματος και το σχετικά χαλαρό σε κομματική

πειθαρχία σύστημα επιτρέπουν ουσιαστικές δυνατότητες για ατομικούς ελιγμούς ή

συμμαχίες μεταξύ των βουλευτών των δύο διαφορετικών πολιτικών σχηματισμών.

Οι αιτιάσεις ενάντια στα συστήματα ανταλλαγής ψήφων αφορούν είτε στην

ποιότητα του νομοθετικού έργου είτε στο ζήτημα της τήρησης της πολιτικής ισότητας.

Όπως είδαμε στο πρώτο κεφάλαιο, η θεωρία της Δημόσιας Επιλογής διάκειται ευμενώς

προς τις διαδικασίες ανταλλαγής ψήφου, διότι εν τίνι μέτρω εισάγουν στάσεις ελεύθερης

αγοράς στη νομοθετική διαδικασία. Ο Riker όμως δείχνει ότι τέτοιου είδους νομοθετικά

παζάρια μπορούν να οδηγήσουν σε αποφάσεις που αντιτίθενται στο συλλογικό

συμφέρον. Θεωρεί ως απολύτως βέβαιο ότι σε οικονομικά ζητήματα οι σχηματισμένες

από διαπραγματεύσεις, ευκαιριακές συμπλεύσεις μεταξύ των μελών των νομοθετικών

σωμάτων αποσπούν συχνά προσόδους μέσω της νομοθεσίας, επιρρίπτοντας βάρη στον

προϋπολογισμό462

.

Ασφαλώς αυτό είναι σε κάποιο βαθμό αληθές, συνάμα όμως και αναμενόμενο.

Για τη θεωρία της νομοθέτησης η διαπίστωση μειονεκτημάτων στη λειτουργία των

θεσμικών διαδικασιών, όπως η εξυπηρέτηση επιμέρους συμφερόντων, συνιστά

461

Για τις συναλλαγές αυτές και για τους κανόνες που τις ευνοούν, βλ. Peter Bernholz, «Logrolling, Arrow

Paradox and decision rules: A generalization», Kyklos, τ. 27, 1974, σ. 49-61, (51).

462 Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 161. Για τη «συνάντηση» των θεωριών κυκλικότητας και

προσοδοθηρίας, Saul Levmore, «Voting paradoxes and interest groups», Journal of Legal Studies, τ. 28,

1999, σ. 259-281. Για έναν ευρύτερο συνδυασμό των δύο προσεγγίσεων βλ. Aranson, «The democratic

order and public choice», ό.π., σ. 121-123.

κοινοτοπία463

. Το φαινόμενο παρουσιάζεται ως αποτέλεσμα εγωιστικής στρατηγικής των

υποκειμένων της νομοθετικής διαδικασίας και από κανονιστική σκοπιά δέον να μην

αποδίδεται πάντοτε στη διαδικασία καθαυτή.

Ο ίδιος ο Riker είναι αμφίθυμος σχετικά με το κατά πόσο το σύστημα

ανταλλαγής ψήφων είναι πραγματικά επιβλαβές. Τελικά αναγνωρίζει ότι μπορεί και να

βελτιώνει την ποιότητα των αποφάσεων464

. Η αδυναμία της θεωρίας του να εγείρει

δεσμευτικές αξιώσεις για διαδικασίες ανταλλαγών με θετικά αποτελέσματα μαρτυρεί

απλώς τη συνολική έλλειψη κανονιστικότητας που τη χαρακτηρίζει. Επιπλέον μέρος της

εμπειρικής έρευνας αποδεικνύει ότι στην πραγματικότητα το φαινόμενο δεν εμφανίζει τη

διάσταση που υποθέτουν τα τυποκρατικά υποδείγματα ανάλυσης της δημοκρατικής

διαδικασίας. Σε αντίθεση με όσα τα υποδείγματα αυτά πρεσβεύουν, οι ιδεολογικές

δεσμεύσεις δείχνουν να διαδραματίζουν αρκετά καθοριστικό ρόλο στη συμπεριφορά των

βουλευτών465

.

Σε κανονιστικό επίπεδο η κριτική της θεωρίας στις ανταλλαγές ψήφου

διαπιστώνει εντάσεις μεταξύ των διαδικασιών αυτών και των εξισωτικών

463

Robert Axelrod, «Building a strong legislature: The western experience», American Political Science

Review, τ. 24, 1991, σ. 474-480, (476). Για την εις βάρος του κοινού συμφέροντος λειτουργία των

νομοθετικών συναλλαγών, βλ. David Baron/John Ferejohn, «Bargaining in legislatures», American Political

Science Review, τ. 86, 1989, σ. 1181-1206.

464 «…στις συνήθεις διαδικασίες η ανταλλαγή ψήφων βελτιώνει τα αποτελέσματα…», Riker, Liberalism

against populism, ό.π., σ. 160. Για τις θετικές και αρνητικές πλευρές της διαδικασίας ανταλλαγής ψήφων,

βλ. Thomas Stratmann, «Logrolling», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice, ό.π., σ. 322-341.

465 Στην πραγματικότητα, όλα τα υποδείγματα ανάλυσης των συναλλαγών είναι καθαρώς θεωρητικά και

η εμπειρική τους διερεύνηση προσκρούει σε δυσκολίες. Στο βαθμό πάντως που αυτή μπορεί να

θεωρηθεί αξιόπιστη, αποκαλύπτει μια λιγότερο απαισιόδοξη εικόνα σε σχέση με όσα υποστηρίζει η

αναλυτική, μαθηματική προσέγγιση, βλ. Thomas Stratmann, «The effects of logrolling on congressional

voting», The American Economic Review, τ. 82, 1992, σ. 1162-1176.

χαρακτηριστικών του πλειοψηφικού κανόνα. Στην κατεύθυνση αυτή υποστηρίζεται ότι

«… η ανταλλαγή ψήφων υποβαθμίζει την ιδέα της ίσης επιρροής που εμπνέει τη

δέσμευση στον δημοκρατικό έλεγχο της κατανομής των αγαθών και των πόρων, διότι

συνεπάγεται να δίδονται σε κάποια άτομα περισσότερες ψήφοι σε σχέση με άλλους σε

κάποιο θέμα και λιγότερες σε κάποιο άλλο»466

.

Η θέση αυτή εκκινεί από μια απλούστευση. Στις πολύπλοκες κοινωνίες η

δημοκρατική ισότητα δεν είναι δυνατό να μεταφράζεται ως αίτημα για ίση ψήφο σε

όλους στο κάθε θέμα ξεχωριστά. Σημαίνει μάλλον ίση δυνατότητα επιρροής στην

πολιτική γενικά. Είναι εύλογο οι συμμετέχοντες να μην επιδεικνύουν το ίδιο ενδιαφέρον

για όλα τα ζητήματα και η διαδικασία συμπεφωνημένης ψηφοφορίας επιτρέπει να

εκφράσουν καλύτερα τις επιδιώξεις ή τη γνώμη τους, ενδιαφερόμενοι περισσότερο για

ζητήματα που ασκούν κρίσιμη επίδραση στη ζωή τους467

.

3.2. Ο χειρισμός της ημερήσιας διάταξης

Α. Στην παραδοσιακή δημοκρατική θεωρία η συγκρότηση της θεματολογίας της

πολιτικής διαδικασίας δεν έτυχε συστηματικής μελέτης. Τουλάχιστον μέχρι και τις

θεωρίες του κλασικού πλουραλισμού το πρόβλημα της κατοχής και άσκησης της

δημοκρατικής εξουσίας συνδεόταν αποκλειστικά με τη δυνατότητα κυριαρχίας των

πολιτικών δυνάμεων στις διαδικασίες λήψης απόφασης. Θεωρείτο λίγο-πολύ δεδομένο

ότι θεματολογία δύναται να περιλαμβάνει όλα τα κρίσιμα ζητήματα.

Ωστόσο, η θεωρητική κριτική στην αντίληψη του κλασικού πλουραλισμού για

την εξουσία έστρεψε το ενδιαφέρον στον τρόπο ανάδυσης της ίδιας θεματολογίας. Στο

466

Allen Buchanan, Ethics, efficiency and the market, Rowman & Allanheld, New Jersey 1985, σ. 31.

467 Axelrot, «Building a strong legislature», ό.π., σ. 475.

πλαίσιο αυτό συνδέθηκε στενά με το δημοκρατικό ζήτημα το θεωρητικό υπόδειγμα της

«μη απόφασης», δηλαδή των εξουσιαστικών σχέσεων που εμπεδώνονται, καθώς μια

πολιτική ελίτ διαθέτει τη δυνατότητα να αποκλείει από την πολιτική συζήτηση και

διαμάχη θέματα οχληρά για την ίδια468

.

Στην πολιτική ρητορική επιχειρείται γενικώς να διασκεδαστεί αυτή η δυσάρεστη

πτυχή, με την πρόφαση ότι οι αποκλεισμένες από την θεματολογία επιλογές είναι στην

πραγματικότητα μη δημοφιλείς. Επιστρατεύονται μάλιστα μετρήσεις της κοινής γνώμης,

προκειμένου να τεκμηριωθεί εμπειρικά η άποψη αυτή469

. Αλλά το ζήτημα δε μπορεί να

τίθεται εκποδών τόσο απλά. Όπως έχει διδάξει ήδη ο Αίσωπος στο μύθο της αλεπούς με

τα ξινά σταφύλια, οι άνθρωποι εξωθούνται να αναπροσαρμόζουν τις ανάγκες τους

υποχρεωτικά μέσα στο υφιστάμενο πλαίσιο των δυνατών επιλογών, οπότε το πλαίσιο

τούτο προσδιορίζει τις δημοφιλείς επιλογές και όχι το αντίστροφο470

.

Δε μπορεί πλέον να θεωρείται υπερβολή η άποψη, ότι «αυτός που καθορίζει το

αντικείμενο της πολιτικής διοικεί τη χώρα…»471

. Στη θεωρία της δημοκρατίας η

δυνατότητα απώθησης συγκεκριμένων ζητημάτων λογαριάζεται σωστά ως προφανής

παραμόρφωση του εξισωτικού χαρακτήρα των διαδικασιών, διότι αποστερεί «…από τις

468

Peter Bachrach/Nelson Baratz, «The two faces of power», American Political Science Review, τ. 56,

1962, σ. 947-952. Για μια προσέγγιση περισσότερο προσανατολισμένη στον τρόπο απώθησης των

λανθανουσών πολιτικών συγκρούσεων, βλ. Steven Lukes, Εξουσία: Μια ριζοσπαστική θεώρηση, Σ.

Καϊτατζή – Γουίτλοκ (μετ.), Σαββάλας, Αθήνα 2007, [1974] και τη συνολική επισκόπηση του ζητήματος

στην εισαγωγή της Σοφίας Καϊτατζή – Γουίτλοκ, «Η δύναμη της άγνοιας και η υποταγή: Προσεγγίζοντας

το έργο του Steven Lukes», στο ίδιο, σ. 9-67.

469 Κριτική σ’ αυτή τη συντηρητική προσέγγιση ασκεί ο Beitz, Political equality, ό.π., σ. 166-167.

470 Jon Elster, «Sour grapes: Utilitarianism and the genesis of wants», σε A. Sen/B. Williams (επιμ.),

Utilitarianism and beyond, Cambridge University Press, New York 1982, σ. 219-238.

471 Schattschneider, The semi-sovereign people, ό.π., σ. 64.

μειοψηφίες τη δυνατότητα να εξελιχθούν σε πλειοψηφίες»472

. Συνεπώς βαρύνουσα

κανονιστική προϋπόθεση για αποτελεσματική δημοκρατική συμμετοχή αποτελούν «…οι

επαρκείς και ίσες ευκαιρίες όλων να θέτουν ζητήματα…»473

.

Ο προσδιορισμός αυτού του κανονιστικού όρου ανέδειξε τη σπουδαιότητα της

διερεύνησης του τρόπου, με τον οποίο πολιτικοί θεσμοί, όπως τα κόμματα474

ή οι θεσμοί

της ευρύτερης δημόσιας σφαίρας475

, επηρεάζουν τη θεματολογία, προοικονομώντας τις

προτιμήσεις των πολιτών. Φυσικά το πρόβλημα του ορισμού της πολιτικής θεματολογίας

συνδέεται άμεσα με το θεσμικό ζήτημα της κατάρτισης της ημερήσιας διάταξης στους

θεσμούς λήψης απόφασης. Αναμφίβολα η ένθεση ή μη ενός ζητήματος στην πρώτη

επιδρά αναπότρεπτα στη μορφή που είναι δυνατό να λάβει η δεύτερη.

Οι θεωρίες κυκλικότητας επιχειρούν μια ανατρεπτική προσέγγιση στο ζήτημα,

φιλοδοξώντας να τροποποιήσουν ριζικά το πλαίσιο της κλασικής ανάλυσης. Θεωρητικά,

η εμφάνιση κύκλου στις διαδικασίες απόφασης διανοίγει ένα πεδίο στρατηγικού

χειρισμού της ημερήσιας διάταξης, πολύ διαφορετικό σε σχέση με όσα έχουν εξενεχθεί

από το κύριο ρεύμα της δημοκρατικής θεωρίας. Με δεδομένη τη θεματολογία και τις

472

Matthew Crenson, The un-politics of air pollution: A study of non-decisionmaking in the cities, John

Hopkins Press, Baltimore 1971, σ. 181.

473 Dahl, Democracy and its critics, ό.π., σ. 109.

474 Beitz, Political equality, ό.π., σ. 168-190.

475 Για μια εμπειρική διερεύνηση της υπόθεσης ότι τα Μ.Μ.Ε. μπορεί μεν να μην επηρεάζουν άμεσα τις

πολιτικές επιλογές, αλλά πάντως επιδρούν καθοριστικά στην πολιτική agenda, βλ. Maxwell

McCombs/Donald Saw, «The agenda setting function of he Mass Media», Public Opinion Quarterly, τ. 36,

1972, σ. 176-187.

επιλογές των ψηφοφόρων, η ίδια η διάταξη του τρόπου με τον οποίο θα τεθούν σε

ψηφοφορία οι εναλλακτικές επιλογές μπορεί να επιδράσει καίρια στο αποτέλεσμα476

.

Στο κλασικό παράδειγμα του Riker477

, ο Πλίνιος ο νεότερος προσπάθησε να

πετύχει την αθώωση ενός κατηγορουμένου στη Ρωμαϊκή Σύγκλητο, στο σώμα της οποίας

οι επιλογές κατανέμονταν σε τρεις ισοδύναμες περίπου ομάδες, τους οπαδούς της

αθώωσης, της απλής καταδίκης και της θανατικής καταδίκης. Η στρατηγική του Πλινίου

συνίστατο στο να θέσει τις τρεις εναλλακτικές επιλογές σε ταυτόχρονη ψηφοφορία, αντί

της παραδοσιακής ημερήσιας διάταξης, δηλαδή πρώτα ψηφοφορία με αντικείμενο την

αθώωση ή καταδίκη και κατόπιν απόφαση επί της ποινής. Το εγχείρημα πάντως απέτυχε,

καθώς οι οπαδοί της θανατικής ποινής ψήφισαν στρατηγικά υπέρ της απλής καταδίκης.

Μαθηματικά, πάντοτε με βάση τις παραδοχές του Arrow, όλα τα συστήματα

απόφασης είναι ευεπίφορα σε παρόμοια τακτική για προαποφασισμένη ρυμούλκηση της

όλης διαδικασίας478

. Συνεπώς η διαδικαστική χειραγώγηση της ψηφοφορίας μέσω της

ημερήσιας διάταξης προβάλλει ως εγγενές και καθολικό φαινόμενο της δημοκρατικής

διαδικασίας. Ήδη όμως το παράδειγμα του Πλίνιου υποδηλώνει ουσιώδεις περιορισμούς

στην πραγματική δυνατότητα χειραγώγησης της διαδικασίας με αυτόν τον τρόπο. Αυτή

476

Από την οπτική αυτή καθίσταται μάλλον άνευ σημασίας η συμπερίληψη ή όχι ενός ενοχλητικού για τις

πολιτικές ελίτ ζητήματος στη διαδικασία. Η εξουσία τους συνίσταται κυρίως στη δυνατότητα να

χειριστούν τη διαδικασία ψηφοφορίας και να εξασφαλίσουν ότι αυτό δεν θα επιλεγεί ποτέ. Η ημερήσια

διάταξη προαπαιτεί ένα αποσαφηνισμένο «…σύνολο κανόνων που προσδιορίζει ποια υποψήφια επιλογή

θα αντιμετωπίσει κάθε άλλη σε αναμέτρηση, ενόψει της δυνατότητας πολλαπλών αναμετρήσεων»,

James Enelow, «Cycling and majority rule», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice, ό.π., σ.

149-162, (153).

477 Riker, Liberalism against populism, ό.π, σ. 173-178.

478 Για την εξουσία αυτού που καταρτίζει την ημερήσια διάταξη σε αναφορά με διάφορους κανόνες

ρύθμισης της διαδικασίας νομοθέτησης, βλ. Michael Levine/Charles Plott, «Agenda influence and its

implications», Virginia Law Review, τ. 63, 1977, σ. 561-596.

καθίσταται δυνατή, μόνον εάν ο χειριστής διαθέτει επαρκείς πληροφορίες για τις

επιλογές των μελών του σώματος απόφασης, ενώ τα υπόλοιπα μέλη τελούν σε άγνοια. Σε

διαφορετική περίπτωση το σώμα μπορεί πάντα να εξουδετερώνει τις απόπειρες

χειραγώγησης, ψηφίζοντας στρατηγικά

Στο σημείο αυτό επιβεβαιώνεται η κριτική που διατυπώθηκε πιο πάνω σε σχέση

με τον σκεπτικισμό απέναντι στη στρατηγική χρήση της ψήφου. Είναι φανερό ότι η

στρατηγική ευελιξία κατά την εκδήλωση της ατομικής επιλογής καθιστά εφικτή την

«από τα κάτω» εξουδετέρωση των δοκιμών χειραγώγησης της διαδικασίας. Βεβαίως ο

κανόνας κλεισίματος (closed rule), δηλαδή η απαγόρευση το αποφασιστικό σώμα να

υιοθετήσει τη νομοθετική πρόταση αναθεωρημένη και ο περιορισμός του στην απλή

αποδοχή ή απόρριψη, διανοίγει για όποιον καταρτίζει τη θεματολογία επιπλέον

δυνατότητες ελιγμών, οι οποίες είναι δυσκολότερο να εξουδετερωθούν από τη βάση479

.

3.3. Η εμπειρική επιβεβαίωση και η θεωρητική αξιολόγηση της υπόθεσης περί

τακτικού χειρισμού της ημερήσιας διάταξης

Στην κλασική πολιτική θεωρία το ζήτημα της δημοκρατικής κατάρτισης της

νομοθετικής ημερήσιας διάταξης δεν συνδέθηκε συστηματικά με την πολιτική ισότητα

και τη λαϊκή κυριαρχία480

. Αξίζει βέβαια να σημειωθεί ότι ο θεσμός της «γραφής

479

Βλ. Peter Ordeshook/Thomas Schwartz, «Agenda and the control of political outcomes», American

Political Science Review, τ. 81, 1987, σ. 179-200. Παρόμοια διάθεση χειρισμού, για να αναφερθούμε στην

πρόσφατη επικαιρότητα, αποκαλύπτει η πρόθεση της ελληνικής Κυβέρνησης να θέσει προς ψήφιση στη

Βουλή με τον τύπο ενός μόνον άρθρου το συνολικό πακέτο των μέτρων λιτότητας, Το Έθνος, αρ. φύλ.

9298, 15 Σεπτεμβρίου 2012, σ. 1και 6-8.

480 Βλ. για μια προσέγγιση του ζητήματος από την οπτική αυτή, Melissa Schwartzberg, «Athenian

democracy and legal change», American Political Science Review, τ. 98, 2004, σ. 311-325, (313). Μια

παρανόμων» στην αρχαία Αθήνα, που επέτρεπε τη δίωξη και τιμωρία όποιου κατέθετε

πρόταση ψηφίσματος αντίθετη με τις αρχές του πολιτεύματος, μαρτυρεί ίσως μια

επίγνωση στην πολιτική του αρχαίου κόσμου ως προς τη δυνατότητα χειραγώγησης μιας

συνέλευσης. Ο Rousseau, όμως, ο οποίος θεωρείται γενικά πρωτεργάτης της σύγχρονης

συμμετοχικής αντίληψης για τη δημοκρατία, αναθέτει την κατάρτιση της ημερήσιας

διάταξης στη μυστηριακή μορφή κάποιου σοφού νομοθέτη, ενός τρίτου προς τη

διαδικασία προσώπου, περιορίζοντας το λαό στη en bloc αποδοχή ή απόρριψη του

εκάστοτε προτεινόμενου νόμου481

. Η επιλογή αυτή θεωρείται δείγμα μιας

πατερναλιστικής σύλληψης της δημοκρατικής συμμετοχής, από την πλευρά του

Rousseau, η οποία αντλεί περισσότερο από την παράδοση της σπαρτιατικής Απέλλας482

.

Πριν ακόμη από τη μετάβαση στις μαζικές δημοκρατίες –τομή που συνήθως

συνδέεται με την έναρξη της διαδικασίας υποβάθμισης των Κοινοβουλίων ως

νομοθετικών οργάνων–, ο J.S. Mill αντιλαμβανόταν το Κοινοβούλιο ως θεσμό

ακατάλληλο για την προετοιμασία της νομοθεσίας. Η προπαρασκευή των νόμων θα

άρμοζε να είναι αρμοδιότητα μιας επιτροπής τεχνοκρατών διορισμένων από το Στέμμα,

ανάλογη ρύθμιση μέγιστης αυστηρότητας, που ακολουθείτο στη νομοθετική διαδικασία της πολιτείας

των Λοκρών, επαινεί ο Δημοσθένης στο δικανικό λόγο Κατά Τιμοκράτους, Mogens Hansen, The Athenian

democracy in the age of Demosthenes, Blackwell, Oxford 1991, σ. 174.

481 Για το Νομοθέτη στο Rousseau, βλ. Το κοινωνικό συμβόλαιο, ό.π., κεφ. 7

ο .

482 Ethan Putterman, «Rousseau on agenda-setting and majority rule», American Political Science Review,

τ. 97, 2003, σ. 459-469. Δεν αποκλείεται πάντως η αρμοδιότητα του νομοθέτη να μην εξέφραζε απλώς μια

τάση του Rousseau να περιορίσει τη λαϊκή συμμετοχή. Η κυριαρχική ρύθμιση της ημερήσιας διάταξης από

ορισμένο πρόσωπο εξυπηρετούσε ίσως ένα δικαιοκρατικό μέλημα του Rousseau για σταθερή, λιτή και

συνεκτική νομοθεσία, προσημειώνοντας τη ναπολεόντεια πρακτική των κωδικοποιήσεων. Για τις θέσεις

που διατυπώνει σε σχέση με το πρόβλημα της μεταβολής και της μορφολογίας του δικαιικού συστήματος,

βλ. J.J. Rousseau, Στοχασμοί για τη διακυβέρνηση της Πολωνίας και τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση, Κ. Κέη

(μετ.), Πολύτροπον, Αθήνα 2006, [1772], σ. 180 και 220-221.

οπότε το Κοινοβούλιο απλώς θα περιοριζόταν στην αποδοχή ή απόρριψη των

προτάσεων, χωρίς να είναι σε θέση να επιδράσει άμεσα σε αυτές483

.

Στο επίπεδο της εμπειρικής πολιτικής επιστήμης ο συμφυρμός της ποδηγέτησης

της ημερήσιας διάταξης με βάση φαινόμενα κυκλικότητας έχει προκαλέσει ευρεία

συζήτηση σε αναφορά με τα νομοθετικά σώματα των Η.Π.Α., όπου η προεδρική και

ομοσπονδιακή δομή καθιστά εφικτή την ανάληψη ουσιώδους νομοθετικής πρωτοβουλίας

από τις δύο αντιπροσωπευτικές Συνελεύσεις484

. Ήταν επόμενο το ισχυρό και ρευστό από

πλευράς συμμαχιών σώμα του Κογκρέσου να βρεθεί στο επίκεντρο κριτικής στις Η.Π.Α.

Η συνειδητοποίηση της κυκλικότητας παρέσχε έναυσμα για ερμηνεία της ισχύος των

επιτροπών του Κογκρέσου, οι οποίες διαθέτουν καθοριστικές αρμοδιότητες στην

προπαρασκευή των νόμων485

. Παρόλα αυτά η σύνδεση φαινομένων κυκλικότητας και

πολιτικής ισχύος όσων καταρτίζουν την ημερήσια διάταξη εδράζεται περισσότερο σε

θεωρητικές ή σε πειραματικές υποθέσεις, παρά σε απτά εμπειρικά ευρήματα.

Τα πορίσματα των πειραμάτων είναι πράγματι ελάχιστα πειστικά σε ό,τι αφορά

την ανωτέρω συσχέτιση. Δείχνουν τουναντίον να επιβεβαιώνουν επιμόνως αυτό που

είπαμε και παραπάνω, ότι δηλαδή η κυκλικότητα είναι εκμεταλλεύσιμη για το χειριστή

483

J.S. Mill, «Considerations on representative government», σε του ίδιου, On liberty and other essays,

Oxford Classics, New York 1991, σ. 205-470, (279-80).

484 Αντίθετα στα ηπειρωτικά συστήματα, όπου η κατάρτιση της νομοθετικής ημερήσιας διάταξης ανήκει

κατεξοχήν στην κυβερνητική εξουσία, τα πορίσματα των μελετών είναι μάλλον αναιμικά, βλ. Bjom Erik

Rasch, «Parliamentary floor voting procedure and agenda setting in Europe», Legislative Studies

Quarterly, τ. 25, 2000, σ. 3-23.

485 Kenneth Shepsle/Barry Weingast, «Positive theories of congressional institutions», Legislative Studies

Quarterly, τ. 19, 1992, σ. 145-171, των ίδιων «The institutional foundations of committee power»,

American Political Science Review, τ. 81, 1987, σ. 85-104, και John Blydenburg, «The closed rule and the

paradox of voting», Journal of Politics, τ. 33, 1971, σ. 57-71.

της ημερήσιας διάταξης, μόνο όταν ο ίδιος διαγιγνώσκει τις επιλογές των κομματικών

πτερύγων του κρίσιμου σώματος, χωρίς αυτό να συμβαίνει και με τα μέλη τους486

.

Γενικά η δημοσιότητα των νομοθετικών διαδικασιών περιορίζει δραστικά το πεδίο των

εφικτών στρατηγικών ελιγμών, καθιστώντας πολιτικά υπεύθυνους τους παράγοντες της

διαδικασίας. Αρκετά συχνά η συνάρτηση κυκλικότητας και προσδιορισμού της

θεματολογίας προκύπτει αυθαίρετα. «Εφόσον γνωρίζουμε», ισχυρίζεται για παράδειγμα

ο Riker, «από μεγάλο όγκο συμβατικής ανάλυσης των πολιτικών θεσμών ότι η μείζων

πολιτική διαμάχη αφορά στον έλεγχο (και συνεπώς στη χειραγώγηση) της ημερήσιας

διάταξης, μπορούμε να είμαστε σχετικά βέβαιοι ότι αυτό το είδος χειραγώγησης [μέσω

της κυκλικότητας] είναι απολύτως σύνηθες»487

.

Μολαταύτα, παρατηρούμε ότι ανάμεσα στην προκείμενη και το συμπέρασμα

αυτής της άποψης δεν υφίσταται προφανής ακολουθία. Η εν λόγω γνώμη καταδεικνύει

ότι τα τυποποιημένα υποδείγματα ανάλυσης παρασύρουν ενίοτε τους πολιτικούς

επιστήμονες σε αβασάνιστη και προκατειλημμένη ερμηνεία του εμπειρικού υλικού488

.

Σε έναν κόσμο όπου ο χρόνος συνιστά κατά κάποιο τρόπο σπανίζον αγαθό και με

δεδομένο ότι στις δημοκρατίες οι αποφάσεις είναι προϊόν της διαλογικής διαμάχης ενός

μεγάλου αριθμού υποκειμένων στα θεσμικά και μη θεσμικά fora, η κατάρτιση της

ημερήσιας διάταξης δεν μπορεί παρά να επιτελεί κομβικής σημασίας λειτουργία489

.

486

Michael Levine/Charles Plott, «A model of agenda influence on committee decisions», American

Economic Review, τ. 68, 1978, σ. 146-160.

487 Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 237.

488 D. Green/I. Shapiro, Pathologies of Rational Choice Theory, ό.π., σ. 173.

489 Για την ανάλυση του ζητήματος της ημερήσιας διάταξης από την πλευρά του χρόνου και της

διαβούλευσης, βλ. Robert Dahl/Edward Tuft, Size and democracy, Stanford University Press, Stanford

1973, σ. 71-73.

Ωστόσο, δε χρειάζεται να ανασύρουμε από τη σκιά των θεσμών φαινόμενα

κυκλικότητας, προκειμένου να κατανοήσουμε τη βαρύτητά της.

3.4. Το πολυδιάστατο χάος

Α. Τρίτος τύπος χειραγώγησης των διαδικασιών είναι το αποκαλούμενο

φαινόμενο του πολυδιάστατου χάους. Ήδη ένας κλασικός της θεωρίας της Κοινωνικής

Επιλογής, ο Duncan Black, έδειξε ότι, όταν οι επιλογές των ψηφοφόρων είναι

μονοκόρυφες (single-peaked), η εμφάνιση κύκλου στο σύστημα απόφασης είναι

πρακτικά αδύνατη490

. Μονοκόρυφες είναι οι επιλογές που μπορούν να τακτοποιηθούν

κατά τέτοιο τρόπο σε μια ευθεία, ώστε να αναπαριστούν τις προτιμήσεις των

συμμετεχόντων από την πιο ισχυρή έως την πιο αδύνατη491

. Ο ιδεολογικός

προσανατολισμός των πολιτών στο φάσμα Δεξιά-Αριστερά συγκροτεί ένα σύνολο

μονοκόρυφων επιλογών, πράγμα που αίρει την πιθανότητα φαινομένων κυκλικότητας

στις θεσμικές διαδικασίες των φιλελεύθερων συστημάτων. Ωστόσο, εάν οι επιλογές των

ψηφοφόρων πάψουν να είναι μονοκόρυφες, η ισορροπία διασαλεύεται και εμφανίζονται

κυκλικές δέσμες προτιμήσεων492

.

490

Duncan Black, The theory of committees and elections, Cambridge University Press, New York 2010,

[1958], σ. 142-150 και Sen, Collective Choice and Social Welfare, ό.π., σ. 166-172.

491 Ένα σύνολο μονοκόρυφων επιλογών καθίσταται ακυκλικό λόγω της εμφάνισης μιας συγκεκριμένης

τάξης στις δυνατές δέσμες επιλογών των συμμετεχόντων, πράγμα που αποκλείει κάποιες κατατάξεις.

Αυτό σημαίνει φυσικά ότι η προϋπόθεση U του θεωρήματος του Arrow χαλαρώνει.

492 Ακόμη και σε ένα σχετικά απαισιόδοξο αναλυτικό υπόδειγμα υπολογίζεται ότι το κομματικά

απείθαρχο και «ιδεολογικά ασυνεπές» Κογκρέσο εμφανίζει 25 έως 50% μονοκόρυφες επιλογές, Kenneth

Koford, «Dimensions in congressional voting», American Political Science Review, τ. 83, 1989, σ. 949-966,

(954-955).

Ένα απλό παράδειγμα από την ελληνική βιβλιογραφία είναι εξαιρετικά

διαφωτιστικό493

. Εάν η (ζ), (η) και (θ) επιλογές αντιστοιχούν σε πολιτικές μεγάλου,

μεσαίου και μικρού προϋπολογισμού και ο Α εμφανίζεται ως ψηφοφόρος σοσιαλιστικής

ιδεολογίας με κατάταξη (ζ,η,θ), ο Β κεντρώος με κατάταξη (η,θ,ζ), τότε κυκλικότητα

μπορεί να προκαλέσει ο Γ, εάν η κατάταξή του είναι (θ,ζ,η). Το ζήτημα είναι ότι η

κατάταξη του Γ παρουσιάζει ιδεολογική ακαταστασία σε αναφορά με το φάσμα Δεξιά-

Αριστερά, εφόσον, υπό την διόπτρα αυτή, είναι ανορθολογικό κάποιος να εμφανίζει ως

κορυφαία επιλογή τον μεγάλο προϋπολογισμό και τον μεσαίο ως έσχατη494

.

Β. Η ιδέα του πολυδιάστατου χάους στηρίζεται στην εκτίμηση ότι η εισαγωγή

μιας νέας διάστασης στην πολιτική διαμάχη αποδιαρθρώνει τη μονοκόρυφη κατάταξη

των επιλογών των ψηφοφόρων, θίγοντας συνολικά κάθε δεδομένη πολιτική ισορροπία495

.

Στην παραδοσιακή ανάλυση, για παράδειγμα, ο εμφύλιος πόλεμος στις Η.Π.Α.

αποδόθηκε δικαιολογημένα σε κοινωνικές και ιδεολογικές συγκρούσεις, ιδίως σε

αναφορά με το πρόβλημα της δουλείας.

493

Ψυχοπαίδης, Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, ό.π., σ. 515-516.

494 Οι παρατηρήσεις αυτές καθιστούν αρκετά ευδιάκριτους τους λόγους που προσανατολίζουν την

κυκλοθηρεία στην ανάλυση της οικονομικής πολιτικής. Η πιθανότητα εμφάνισης κύκλου αυξάνει, όταν το

ζητούμενο είναι απόφαση σχετικά με θέματα κατανομής του παραγόμενου προϊόντος, καθώς σε αυτά οι

ιδεολογικές δεσμεύσεις θεωρούνται λιγότερο καθοριστικές, Andrew Caplin/Barry Nelebuff, «On 64%

majority rule», Econometrica, τ. 56, 1988, σ. 787-814.

495 Βλ. Gerald Krammer, «On a class of equilibrium conditions for majority rule», Econometrica, τ. 41,

1973, σ. 285-297 και για μια λιγότερο μαθηματικοποιημένη απόδειξη, Richard McKelvey, «Covering,

dominance and institution-free properties of social choice», American Political Science Review, τ. 24,

1986, σ. 68-96, (70-73).

Ωστόσο, σε μια εναλλακτική ερμηνεία ο Riker διατείνεται496

ότι η δουλεία

υπήρξε απλώς ένα θέμα που έτυχε να καταστεί επίμαχο σε επίκαιρη στιγμή,

προκειμένου να συντριβούν οι υπάρχουσες ισορροπίες στην βορειοαμερικανική πολιτική

και να αναδυθούν νέοι πολιτικοί συνασπισμοί. Μέχρι τις αρχές του 19ου

αιώνα η

πολιτική πάλη διεξάχθηκε γύρω από το δίπολο ενός συνασπισμού αγροτικών κυρίως

συμφερόντων και ενός άλλου, που προωθούσε την ανάπτυξη του εμπορίου. Η άνοδος

του Προέδρου Jackson επέσπευσε μια συνολική νίκη εναντίον του εμπορικού

συνασπισμού, τον οποίο εκπροσωπούσε το κόμμα των φεντεραλιστών, σφυρηλατώντας

μια ισχυρή πολιτική σύμπραξη δουλοκτητών καλλιεργητών γης και ελεύθερων

παραγωγών.

Οι εναντιούμενοι σε αυτήν την πολιτική κατάσταση επιδίωξαν συστηματικά και

εν τέλει πέτυχαν να εισαγάγουν τη δουλεία ως επίδικο ζήτημα στην πολιτική ημερήσια

διάταξη, διεμβολίζοντας τον κυρίαρχο συνασπισμό. Η εμφάνιση επιλογών κυκλικού

τύπου στο εκλογικό σώμα προκάλεσε λοιπόν αναδιάταξη στο πολιτικό σκηνικό. Το πιο

εντυπωσιακό είναι ότι οι κυρίαρχες ισορροπίες ανατράπηκαν, χωρίς όμως αυτό να

αντανακλά βαθύτερες μεταβολές στις δομές των κοινωνικών συμφερόντων και αξιών.

Τα θεωρήματα του πολυδιάστατου χάους ανασύρουν στην επιφάνεια την

υποτιθέμενη επίφοβη και ανεξάλειπτη ρευστότητα, που διέπει τη δημοκρατική

διαδικασία, δείχνοντας ότι «μια έστω και μικρή μεταβολή στην κατάσταση –με την

εισαγωγή μιας εναλλακτικής επιλογής– ανοίγει ένα νέο πεδίο πολιτικών

496

Για την ανάλυση του Riker σχετικά με τις αιτίες του αμερικανικού Εμφυλίου βλ. Liberalism against

populism, ό.π., σ. 201-207.

δυνατοτήτων»497

. Αστάθεια προκαλείται, καθώς ο κύκλος δεν παριστά απλώς μια

δυνατότητα. Πρόκειται για κατάσταση, που μπορεί να επιδιωχθεί υποβολιμαίως από

όσους καταστρώνουν τη θεματολογία της τρέχουσας πολιτικής.

Εφόσον στην πλειοψηφική δημοκρατία υπάρχουν πάντοτε ηττημένοι, υφίστανται

μονίμως κίνητρα από την πλευρά των υποψήφιων πολιτικών ηγετών να υποσκάψουν τα

θεμέλια τυχόν εύθραυστων ισορροπιών. Οι πλειοψηφικές διαδικασίες νοούνται υπό αυτή

την οπτική γωνία ως είδος εκκρεμούς που ταλαντώνεται σε συνθήκες έλλειψης τριβής,

ακολουθώντας ακατάπαυστα μεταβαλλόμενες τροχιές και κύκλους498

. Πιο απλά η

δημοκρατική διαδικασία είναι κατά κάποιον τρόπο καταδικασμένη να «περιπλανιέται

στο οπουδήποτε»499

.

Εκτιμούμε επομένως ότι οι ιδέες της Κοινωνικής Επιλογής, εκτός των άλλων,

προσκρούουν στην εμπειρικά επικυρωμένη σταθερότητα των σύγχρονων πολιτικών

συστημάτων500

. Πρόκειται όμως, σύμφωνα με τον Riker, για μια κίβδηλη και άδικη

σταθερότητα. Αυτό που, κατά την άποψή του, προσλαμβάνεται ως ισορροπία στις

δημοκρατικές διαδικασίες οφείλεται απλώς στην προκρούστεια λειτουργία των

νομοθετικών διαδικασιών και των κομματικών μηχανισμών. Αυτοί ακριβώς οι θεσμοί

και όσοι επικρατούν σε αυτούς προκαθορίζουν εν γένει τις επιλογές των ψηφοφόρων,

καθώς τις παροχετεύουν σε ένα μονοδιάστατο σχήμα.

497

Στο ίδιο, σ. 192. Για το υψηλό επίπεδο ρευστότητας που εμφανίζουν οι δημοκρατικές διαδικασίες, βλ.

Krammer, «On a class of equilibrium conditions for majority rule», ό.π., στο ίδιο.

498 Norman Schofield, «Democratic stability», σε J. Knight/I. Sened (επιμ.), Explaining social institutions,

University of Michigan Press, Ann Arbor 1995, σ. 108-124, (114).

499 Kenneth Shepsle, «Prospects of formal models of legislatures», Legislative Studies Quarterly, τ. 5, 1985,

σ. 5-22, (10).

500 Στο ίδιο, σ. 11-13.

Στην αντίληψη αυτή, οι πολιτικές ισορροπίες διαμορφώνονται από τις δομές των

θεσμών (structurally-induced equilibria)501

, οι οποίες λειτουργούν κατά τέτοιο τρόπο,

ώστε να επιβάλλουν τάξη πάνω στο χάος. Η θεωρία των «δομικά παραγόμενων

ισορροπιών» έχει αναπτυχθεί, προκειμένου να διερμηνευτεί η απουσία φαινομένων

αστάθειας στη λειτουργία των θεσμών, όπως αυτά προβλέπονται από τα τυποκρατικά

υποδείγματα ανάλυσης των διαδικασιών. Αντικείμενο της θεωρίας αυτής αποτελεί ο

προσδιορισμός των όρων που επιτρέπουν στους θεσμούς να περιορίζουν τις ατομικές

επιλογές των πολιτικών υποκειμένων και να λειτουργούν ως «σημεία τριβής»,

ανακόπτοντας την ατελεύτητη και απρόβλεπτη ταλάντωση του «εκκρεμούς» της

δημοκρατικής διαδικασίας.

Η τάξη αυτή κατ’ ουσίαν δεν είναι δημοκρατική. «Επιβάλλεται από τους θεσμούς

και δεν είναι προϊόν των επιλογών και των αξιών [των ψηφοφόρων]. Εάν λάβουμε υπόψη

μόνο τις αξίες, τότε η αστάθεια είναι εγγενής στην αρχή της πλειοψηφίας. Οτιδήποτε

μπορεί να συμβεί, ριζική μεταβολή ή επανάσταση»502

. Για τη θεώρηση της Κοινωνικής

Επιλογής αυτό που στην καθημερινή πολιτική εμπειρία γίνεται αντιληπτό ως

σταθερότητα αποτελεί οφθαλμαπάτη, που συντηρείται από τη γενικευμένη άγνοια της

μαθηματικής παραδοξότητας των ψηφοφοριών. Μόνον, όμως, ένα είδος απόκρυφης,

501

Για τέτοιου τύπου αναλύσεις, Kenneth Shepsle/Barry Weingast, «Uncovered sets and sophisticated

voting outcomes with implications for agenda institutions», American Political Science Review, τ. 28, 1984,

σ. 49-70. Για τα νομοθετικά σώματα ειδικότερα, βλ. των ίδιων, «Structure-induced equilibrium and

legislative choice», Public Choice, τ. 37, 1981, σ. 503-519.

502 Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 191-192.

θεσμικά επιβεβλημένης βίας είναι δυνατό να εξηγήσει τις ισορροπίες εντός του

δημοκρατικού πολιτικού συστήματος503

.

Τοιουτοτρόπως, η Σχολή της Κοινωνικής Επιλογής θέτει υπό αμφισβήτηση την

κλασική διάκριση ολιγαρχίας και δημοκρατίας. Δημοκρατία, κατά την αντίληψη αυτή,

είναι το σύστημα στο οποίο κυριαρχούν όσοι έχουν κατορθώσει να διαισθανθούν και να

εκμεταλλευτούν την παραδοξότητα των πλειοψηφικών διαδικασιών, ώστε να επιβληθούν

πολιτικά. Η μοναδική πρακτική διαφοροποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τα

αυταρχικά συνίσταται στη δυνατότητα των ηγετικών ομάδων να παρουσιάζουν την

κατίσχυσή τους ως επιλογή του λαού. Κατά τα άλλα, για τους θεωρητικούς της

Κοινωνικής Επιλογής, η μελέτη της λογικής δομής των διαδικασιών ψηφοφορίας δεν

καταλείπει αμφιβολία. Στη δημοκρατική διαδικασία δεν είναι δυνατόν παρά να έχουν

περιοριστεί τα όρια της ελεύθερα διαμορφωμένης λαϊκής θέλησης, ειδάλλως στους

πολιτικούς ανταγωνισμούς θα έπρεπε επικρατεί το «όλα μπορούν να συμβούν»504

.

Δεν πρέπει λοιπόν να προκαλεί απορία ότι τα αναλυτικά εργαλεία, που έχουν

προκύψει από τη μελέτη της μαθηματικής παραδοξότητας των πλειοψηφικών

διαδικασιών, αξιοποιούνται συστηματικά, για να πλήξουν το αίτημα της λαϊκής

κυριαρχίας, είτε επιβεβαιώνοντας τις διαισθήσεις της πολιτικής θεωρίας των ελίτ, είτε

ενισχύοντας το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα.

503

Όπως υποστηρίζει ο David van Mill, «The possibility of rational outcome for democratic discourse and

procedure», Journal of Politics, τ. 58, 1996, σ. 734-752, (741-742).

504 van Mill, Deliberation, Social Choice and absolutist democracy, ό.π., σ. 23.

Κεφάλαιο πέμπτο

Κοινωνική Επιλογή και δημοκρατία

1.Κοινωνική Επιλογή και θεωρία των κυρίαρχων πολιτικών ομάδων (elites)

Οι αναλύσεις του πολυδιάστατου χάους επιτρέπουν στον Riker να δώσει νέα

τροπή στην κριτική του δημοκρατικού συστήματος, η οποία εμπνέεται από τις θεωρίες

των διευθυντικών τάξεων, θέτοντας εν αμφιβόλω τη διαδεδομένη σε θεωρία και

πρακτική αίσθηση σχετικά με τη λειτουργική σταθερότητα των δημοκρατικών θεσμών.

Κατά την παραδοσιακή αντίληψη τις ισορροπίες εξασφαλίζει η δυνατότητα των

πλειοψηφικών διαδικασιών να συνθέτουν επιμέρους επιλογές σε αποφάσεις, παράγοντας

μια αναγνωρίσιμη λαϊκή θέληση. Όπως και να κατανοηθεί φιλοσοφικά η λαϊκή θέληση,

το κρίσιμο είναι ότι, εφόσον οι διαδικασίες λειτουργούν δίκαια, οι αποφάσεις που την

ενσωματώνουν αποτυπώνουν εκάστοτε έναν κοινωνικό κόσμο εύλογων συμφερόντων

και αξιακών προτιμήσεων.

Η αρχή της προσωρινότητας προσδίδει στη λαϊκή θέληση μια ποιότητα δυναμική.

Στη δημοκρατία κατ’ αρχήν όλα μπορούν να αλλάξουν και σχεδόν κάθε απόφαση μπορεί

να ανακληθεί. Με την έννοια αυτή, η πολιτική ισορροπία εκφράζει μια διαδικαστικά

καθορισμένη δυναμική505

. Το ρυθμιστικό διαδικαστικό πλαίσιο εγγυάται μια αντιστοιχία

505

Αρκετά συχνά η κατασκευή της λαϊκής θέλησης βάλλεται ως στατική. Όπως όμως έδειξε ήδη ο Erich

Kaufmann, πρόκειται περισσότερο «…για οντότητα με χρονικότητα, αφού διαθέτει όλα τα στοιχεία που

συνθέτουν τη φύση της χρονικότητας. Για το λόγο αυτό δεν συνιστά μια πνευματική ουσία που

λαμβανομένων αποφάσεων με την κατάσταση των πολιτικών ανταγωνισμών, οι οποίοι

με τη σειρά τους αντανακλούν επιλογές του κοινωνικού σώματος. Σε όποιο επίπεδο κι αν

προσδιορίσει μια θεωρία δημοκρατίας την ισχύ των κυρίαρχων πολιτικών ομάδων, δεν

είναι δυνατό να διασπαστεί πλήρως η συνοχή της αλληλουχίας. Κάτι τέτοιο θα έπληττε

τη δημοκρατία ακόμη και στον πυρήνα της. Θα ακύρωνε συνολικά κάθε δυνατότητα της

κοινωνίας να επιδρά, έστω στοιχειωδώς, μέσω των πολιτικών διαδικασιών στον τρόπο

ρύθμισης των σχέσεων που τη συγκροτούν.

Για το σκληρό πυρήνα της Σχολής του Rochester η σχετικότητα και η

παραδοξότητα των πλειοψηφικών διαδικασιών οδηγούν σε τελείως διαφορετική εικόνα.

Η δημοκρατία δεν είναι πλέον διαπάλη εντός της διαδικασίας, αλλά περί της διαδικασίας.

Με δεδομένες τις προτιμήσεις των ψηφοφόρων και αφού στη διαδικασία «οτιδήποτε

μπορεί να συμβεί», ως πολιτικά κρίσιμη αναδεικνύεται η διάρθρωση της ψηφοφορίας, η

σειρά συζήτησης και τελικά ψήφισης των θεμάτων της ημερήσιας διάταξης.

Σε αντίθεση με την κλασική θεώρηση, οι ιθύνουσες ομάδες δεν επιζητούν την

ψήφο του λαού στη βάση της προώθησης διαφορετικών λύσεων ως προς ποικίλα

προβλήματα ή αιτήματα που αναδύονται από το κοινωνικό σώμα. Οι ηγέτιδες ομάδες

καθορίζουν την ψήφο του λαού, μετερχόμενες τα πιο κατάλληλα για το σκοπό αυτό

θέματα506

. Κινητήρια δύναμη του πολιτικού παιγνίου δεν είναι η λαϊκή θέληση, δηλαδή

αναλώνεται στο χρόνο, αλλά μάλλον αποκαλύπτει, ξεδιπλώνει και πραγματώνει τον εαυτό της μέσα σ’

αυτόν», «Zur Problematik des Volkswillens», ό.π., σ. 273. Βλ. και Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ, ό.π.,

σ. 43.

506 Η σταθεροποίηση των ηγετικών ομάδων στο δημοκρατικό χώρο μέσω γραφειοκρατικών δομών

επιβολής έχει τύχει συστηματικής επεξεργασίας στην παραδοσιακή θεωρία από τον Robert Michels,

Political Parties: A sociological study of the oligarchical tendencies of modern democracy, Eden & Cedar

Paul (μετ.), Heart’s International Library Co, New York 1915, [1911].

οι προτιμήσεις των ψηφοφόρων, αλλά «…οι ικανότητες, η ενέργεια και η

δυναμική…»507

των ηγετικών ομάδων508

. Το προέχον χαρακτηριστικό μιας ηγετικής

πολιτικής ομάδας συνίσταται στη δυνατότητά να διαλέγει από την πλειάδα των

κοινωνικών ζητημάτων εκείνα που μπορούν να αναδομήσουν την καθεστηκυία πολιτική

ισορροπία, μέσω διάρρηξης των κυρίαρχων συνασπισμών. Αυτή ακριβώς η στρατηγική

ικανότητα, που αποτελεί μια «εκδημοκρατισμένη» εκδοχή του ρωμαϊκού δόγματος

κυριαρχίας «διαίρει και βασίλευε», συνιστά την ιδιαίτερη πνευματική ποιότητα της

φυσιογνωμίας των ηγετών σε μια δημοκρατική πολιτεία509

.

Αυτή η παντελώς ελλειμματική σε λαϊκή κυριαρχία σύλληψη της δημοκρατικής

αρχής θεάται τους πολιτικούς ανταγωνισμούς ως στοιχείο που διατηρεί ένα υψηλό και

ιδιότυπο επίπεδο αυτονομίας από την κοινωνία. Οπότε ακόμη και σε ένα δημοκρατικό

σύστημα η πολιτική πάλη διεξάγεται εν πολλοίς ανεξάρτητα από συσχετισμούς

συμφερόντων, μεταβολές στις αξίες ή λαϊκές πιέσεις από συγκεκριμένα συλλογικά

507

Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 200.

508 Αυτό σύμφωνα με τα λόγια του πιο επώνυμου θιασώτη της θεωρίας των κυρίαρχων ομάδων σημαίνει

φυσικά ότι «…το φαινόμενο των νέων ηγετικών ομάδων, που αναδύονται από το χαμηλότερο κοινωνικό

στρώμα, ανέρχονται στο ανώτερο, ακμάζουν και κατόπιν περιπίπτουν σε παρακμή, για να εξοντωθούν ή

να εξαφανιστούν…,αποτελεί κινητήρια δύναμη της ιστορίας», Vilfredo Pareto, Les systèms socialistes,

Paris 1902, το παράθεμα από τα αποσπάσματα του κειμένου στο, Vilfredo Pareto: Sociological writings,

ό.π., σ. 54. Βλ. Joseph Femia, Pareto and political theory, Routledge, New York 2006, κεφ. 5ο.

509 Συνεπώς, ακολουθώντας την παραβολή του Machiavelli (James Burnham, The suicide of the West,

John Day Company, New York 1964, σ. 248-250), οι ηγέτες φέρουν τα χαρακτηριστικά της αλεπούς και όχι

του λιονταριού, εφόσον η πολιτική τους επιτυχία εξαρτάται από την ανάπτυξη στρατηγικών γραμμών,

παρά από την ετοιμότητά τους να καταφύγουν σε μέσα βίας. Βλ. αντίθετα την αντίληψη του Vilfredo

Pareto, που θεωρούσε τη διαδοχή των «δημαγωγικών ολιγαρχιών» και των «στρατιωτικών ολιγαρχιών»

ως ανυπέρβλητο και συνάμα αδιάσπαστο ιστορικό κύκλο, The transformation of democracy, R. Girola

(μετ.), Transaction Books, New Jersey 1984, [1921], 58-61.

προβλήματα. Η κοινωνία διευθύνεται εκ των άνω, από ένα πολιτικό σύστημα που δεν

δέχεται άμεση επιρροή από αυτήν.

2. Η Κοινωνική Επιλογή και το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα

Ως λογική κατασκευή το θεώρημα του Arrow έχει θέλξει ιδιαίτερα

νεοφιλελεύθερους συγγραφείς. Σε ένα αναρχοκαπιταλιστικό μανιφέστο στην ελληνική

βιβλιογραφία, επί παραδείγματι, γίνεται απερίφραστα λόγος για «…μαθηματική

απομυθοποίηση της δημοκρατίας.»510

. Ο Riker ισχυρίζεται ευθέως ότι τα πορίσματα της

Κοινωνικής Επιλογής θεμελιώνουν την αξίωση για απολύτως αρρύθμιστη αγορά,

επιβάλλοντας ταυτόχρονα τη λειτουργία ενός έντονα ενεργού συνταγματικού

δικαστηρίου, ως θεσμικού εγγυητή των ιδιοκτησιακών δικαιωμάτων έναντι των δήθεν

αυθαίρετων και απρόβλεπτων επεμβάσεων της δημοκρατικής διαδικασίας511

.

510

Νικόλαος Λάος/Χριστίνα Φλώρου, Ορθολογική αναρχία και ανθρωπιστική πολιτική, Δίαυλος, Αθήνα

2000, σ. 72. Το θεώρημα του Arrow προτάσσεται ως επιβεβαίωση της βασικής τους θέσης, ότι η

δημοκρατία δεν πρέπει να χρησιμοποιείται ως «…νομιμοποιητικός μηχανισμός επέκτασης του

ετεροκαθοριστικού ρόλου της πολιτικής εξουσίας σε βάρος του ατομικού αυτοκαθορισμού» (σ. 31). Σε

αντίθεση όμως με αυτά που πιστεύουν, ο Arrow δεν απέδειξε μόνο ότι «…δεν υπάρχει κανόνας

πλειοψηφίας που να εγγυάται αποτελεσματικότητα και να σέβεται τις ατομικές προτιμήσεις» (σ. 72),

αλλά και ότι οποιαδήποτε σύνθεση ατομικών προτιμήσεων δεν μπορεί να γίνει δίκαια και αποδοτικά,

τόσο μέσω δημοκρατικών, όσο και μέσω αγοραίων διαδικασιών.

511 William Riker/Barry Weingast, «Constitutional regulation of legislative choice: The political

consequences of judicial deference to legislatures», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 373-402. Για τη

θέση ότι τα φαινόμενα κυκλικότητας αποδεικνύουν την υπεροχή του συστήματος της αγοράς έναντι της

δημοκρατικής διαδικασίας από την άποψη της αποδοτικότητας, βλ. Charles Easterbrook, «Ways of

criticizing the Court», Harvard Law Review, τ. 95, 1992, σ. 802-841, (823).

Είναι πολύ αμφίβολο όμως ότι ο Arrow θα συμφωνούσε με παρόμοιο

συμπέρασμα512

. Κεντρική επιστημολογική του επιλογή ήταν να προσφέρει ορισμένη

τυποκρατική θεωρητική ανάλυση, δεκτική εφαρμογής κάτω από οποιεσδήποτε

κοινωνικοπολιτικές συνθήκες. Συνεπώς, όποια κριτική κι εάν ασκηθεί στη δημοκρατία

με βάση τα πορίσματα του Arrow, δεν είναι δυνατό να εξενεχθεί αυτή από τη σκοπιά της

αγοράς.

«Το θεώρημά του ισχύει εξίσου στην αγορά, στη δημοκρατική ψηφοφορία και

την οικονομική θεωρία της κοινωνικής ευημερίας. Είναι σχετικό τόσο με τις

καπιταλιστικές όσο και τις σοσιαλιστικές κοινωνίες, όταν επιχειρούν να λάβουν

συλλογικές αποφάσεις που αντανακλούν ατομικές επιλογές….»513

. Εάν η δημοκρατική

διαδικασία δεν μπορεί να συγκεράσει δίκαια και αποδοτικά ατομικές επιλογές σε

συλλογικές αποφάσεις για λόγους που ανάγονται στις προκείμενες του θεωρήματος του

Arrow, τότε δεν υπάρχει άλλο σύστημα ικανό να το πετύχει514

. Διόλου τυχαία, ο ίδιος ο

Arrow επέμενε ότι τα φαινόμενα κυκλικότητας «…μπορούν να θεμελιώσουν μόνο

περιορισμένη κριτική στις δημοκρατικές διαδικασίες…»515

.

512

Οι πολιτικές του προτιμήσεις άλλωστε τοποθετούνταν στη σοσιαλδημοκρατία, βλ. Joe Oppenheimer,

«Democracy and justice», Social Justice Research, τ. 18, 2005, σ. 83-98, (96), ενώ σε ζητήματα θεωρίας

δικαιοσύνης δείχνει να έλκεται από το υπόδειγμα του Rawls. Σαφής η κατάφαση στη δεύτερη αρχή

δικαιοσύνης του Rawls, βλ. Kenneth Arrow, «Extended sympathy and the possibility of Social Choice», σε

Collected Writings, ό.π., σ. 147-161.

513 Amadae, Rationalizing capitalist democracy, ό.π., σ. 106, όπου και παραπομπές στις αναλύσεις του

ίδιου του Arrow.

514 Herbert Hovenkamp, «Arrow’s Theorem: Ordinalism and republican government», Iowa Law Review, τ.

75, 1990, σ. 946-973, (970-972).

515 Kenneth Arrow, «The function of Social Choice», σε A. Sen et al. (επιμ.), Social Choice reexamined, Vol.

Ι, St. Martin Press, New York 1997, σ. 2-28, (4).

Ασφαλώς ο Riker γνωρίζει ότι τα απαισιόδοξα συμπεράσματα του θεωρήματος

μπορούν να παράσχουν έρεισμα για κριτική και του συστήματος της αγοράς. Εμμένει,

παρόλα αυτά, ότι «…οι άνθρωποι δεν ενοχλούνται από τις ασυνέπειες και τις αντιφάσεις

των αποτελεσμάτων της αγοράς…», αφού «…οι αγορές παράγουν αυτές τις ασυνέχειες

για αιώνες, χωρίς να μας οδηγούν στο να τις εγκαταλείψουμε ως χρήσιμα εργαλεία»516

.

Ωστόσο η στάση αυτή αφίσταται καταφανώς από την πεποίθηση του κλασικού

οικονομικού φιλελευθερισμού σχετικά με τη δυνατότητα της ανταγωνιστικής αγοράς να

ωθεί σε κοινωνική ευημερία. Αλλά το τίμημα αυτό φαντάζει μάλλον ανίσχυρο στα μάτια

των νεοφιλελεύθερων ιδαλγών της Κοινωνικής Επιλογής, διότι, κατά τη γνώμη τους, οι

θεωρίες κυκλικότητας επιτρέπουν την άμεση απομυθοποίηση της ιδέας ότι η συλλογική

δράση, με όποια μορφή και να εκδηλώνεται, κινητοποιείται από κοινούς στόχους ή

συλλογικά συμφέροντα517

.

516

William Riker/Peter Ordershook, An introduction to positive political theory, Englewood, New Jersey

1973, σ. 114, η παραπομπή του Mackie, Democracy defended, ό.π., σ. 435.

517 Το νεοφιλελεύθερο επιχείρημα στερεώνει σταθερά την επίθεσή του εναντίον της ιδέας των

συλλογικών στοχοθεσιών επί του ισχυρισμού ότι οι ατομικές επιλογές δεν μπορούν να αθροιστούν. Ένα

κλασικό παράθεμα από τον Hayek μπορεί από μόνο του να καταστήσει ευδιάκριτη την αποδεικτική

σημασία των θεωρημάτων παραδοξότητας στην κατεύθυνση αυτή: «Ο ‘κοινωνικός στόχος’ ή ‘κοινός

σκοπός’, για τον οποίο η κοινωνία οργανώνεται, συνήθως περιγράφεται μάλλον ακαθόριστα ως ‘κοινό

καλό’ ή ‘γενική ευημερία’. Δε χρειάζεται πολλή σκέψη ότι τέτοιου είδους όροι δεν διαθέτουν αναλυτικά

σαφές νόημα, ώστε να καθορίσουν μια ιδιαίτερη πορεία δράσης. Η ευημερία εκατομμυρίων δεν μπορεί

να μετρηθεί σε μια απλή κλίμακα του ‘πολύ ή λίγο’. Η ευημερία των ανθρώπων εξαρτάται από πολλά

πράγματα, που μπορούν να εξασφαλιστούν σε μια ατέλειωτη ποικιλία συνδυασμών. Δε μπορεί να

εκφραστεί ως ένας απλός σκοπός, αλλά ως μια ιεραρχία σκοπών, μια περιεκτική κλίμακα αξιών, στην

οποία κάθε ανάγκη, κάθε ξεχωριστού προσώπου, λαμβάνει τη δέουσα θέση…Το βασικό σημείο για μας

είναι ότι ένας τέτοιος συνολικός ηθικός κώδικας δεν μπορεί να υπάρξει», Friedrich Hayek, The road to

serfdom, Routledge, New York/London, 2004, [1942], σ. 60-61.

3. Η μαθηματική παραδοξότητα των πλειοψηφικών διαδικασιών ως επίθεση

ενάντια στο δόγμα της λαϊκής κυριαρχίας

Στα γραπτά του William Riker τα πορίσματα των θεωριών παραδοξότητας έχουν

λάβει την πιο απαξιωτική τους απόχρωση για την υπόθεση του δημοκρατικού

αυτοκαθορισμού. Στην εκδοχή αυτή, η σύμπλευση της Κοινωνικής Επιλογής με το

ελιτιστικό θεωρητικό εγχείρημα υπονόμευσης του κλασικού δόγματος της λαϊκής

κυριαρχίας518

λαμβάνει την πιο διαυγή μορφή της. Ο Riker αποδίδει συνολικά το δόγμα

της λαϊκής κυριαρχίας στις κατασκευές της ρεπουμπλικανικής δημοκρατικής παράδοσης,

την οποία αποκαλεί συλλήβδην και αφ’ υψηλού λαϊκιστική (populist).

Η αποκαλούμενη «λαϊκιστική» θεώρηση χρεώνεται με μια βουλησιαρχική

σύλληψη της δημοκρατικής αρχής, που ορίζει –αυθαίρετα όμως– ως άσκηση της λαϊκής

κυριαρχίας την εφαρμογή της θέλησης του λαού χωρίς διαδικαστικές προϋποθέσεις και

ουσιαστικούς περιορισμούς. Στο θεμελιωτή της Rousseau αποδίδεται η ιδέα ότι «[α]υτό

που ο λαός επιθυμεί, μιλώντας για το κοινό συμφέρον, νομιμοποιείται [ως πολιτειακή

θέληση], αφού το επιθυμεί ο κυρίαρχος και αφού σ’ αυτό έγκειται τελικά η ελευθερία

του»519

.

Ωστόσο, η διάκριση του Rousseau μεταξύ της «γενικής θέλησης» και της

«θέλησης όλων» υποδηλώνει ότι αυτός κάθε άλλο παρά πίστευε στην ιδέα πως «η

πλειοψηφία έχει πάντα δίκιο», με τον τρόπο που του το αποδίδει ο Riker. Πρόκειται

518

Για τα χαρακτηριστικά του εγχειρήματος αυτού, βλ. Carol Pateman, Participation and democratic

theory, Cambridge University Press, Cambridge 1970, σ. 17-21.

519 Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 12.

λοιπόν για μια καταφανώς απλουστευτική520

, αν όχι παραμορφωτική, θεώρηση του

ζητήματος της λαϊκής κυριαρχίας στη ρεπουμπλικανική παράδοση, την οποία οι θεωρίες

παραδοξότητας νομίζουν ότι μπορούν να κατατροπώσουν περιφανώς. Αξίζει όμως να

σημειωθεί ότι ακόμη και ο ίδιος ο Riker στο νεανικό του έργο ισχυριζόταν ορθότερα: «Η

θέληση της πλειοψηφίας είναι ο καλύτερος οδηγός για τους δημοκράτες στη διάκριση

μεταξύ πολιτικά ορθού και εσφαλμένου. Εν τέλει είναι ο μοναδικός τους οδηγός. Αλλά

αυτό δεν σημαίνει ότι οι πλειοψηφίες είναι αλάνθαστες ή ότι χρόνος δεν θα τις αποδείξει

εσφαλμένες» 521

.

Για τα «λαϊκιστικά» πρότυπα, κατά τον Riker, η ιδέα της λαϊκής θέλησης

αποτελεί στοιχείο βαρύτιμο. Υπολαμβάνει πως οτιδήποτε οι πολίτες επιθυμούν ως

συλλογικότητα αξίζει να μετατρέπεται σε νόμο και κρατική πολιτική, ειδάλλως η

δημοκρατική ελευθερία δεν μπορεί να πραγματωθεί. Ο «λαϊκισμός» είναι υποχρεωμένος

να αναζητά πάντοτε μια θεμελιακή βούληση, η οποία αποτελεί «πρόταση με

συγκεκριμένο περιεχόμενο»522

. Αλλά τα πορίσματα της Κοινωνικής Επιλογής

κατορθώνουν, υποτίθεται, να «τελειώνουμε» για πάντα με τα ουτοπικά οράματα της

ρεπουμπλικανικής δημοκρατικής θεώρησης.

Εφόσον κατά τα μέλη της Σχολής του Rochester οποιαδήποτε διαδικασία

ψηφοφορίας επιλέγεται τυχαία ή τα αποτελέσματά της αποτελούν απόρροια επιτήδειας

520

Βλ. Hauptmann, Putting choice before democracy, ό.π., 1996, σ. 60. Στην πραγματικότητα η

ρεπουμπλικανική θεωρία αναζήτησε εξαρχής ουσιαστικά κριτήρια ορθότητας του πολιτικού πράττειν και

δεν εγκλωβίστηκε ποτέ στο λαϊκισμό που της καταλογίζεται.

521 William Riker, Democracy in the United States, Macmillan, New York 1953, σ. 156. Για μια ανάλυση των

θεωρητικών μετατοπίσεων στο έργο του Riker, βλ. Albert Weale, «Social Choice versus Populism? An

interpretation of Riker’s political theory», British Journal of Political Science, τ. 14, 1984, σ. 369-385.

522 Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 298.

τακτικής από την πλευρά των συμμετεχόντων, οι πλειοψηφικές σχηματιζόμενες

αποφάσεις εμφανίζονται ως «μη επιδεκτικές ερμηνείας και συνεπώς στερούνται

νοήματος»523

. Επιπλέον η λαϊκή θέληση είναι καθορίσιμη, μόνο στο βαθμό που οι

επιλογές των ψηφοφόρων παραμένουν κατά βάση μονοκόρυφες. Όταν όμως η δέσμη

επιλογών μεγεθύνεται, τότε οι αποφάσεις καταντούν τυχαίες (random) και η λαϊκή

ετυμηγορία αναποφάσιστη (irresolute)524

.

Ο μηδενισμός αυτός επιδρά αναπόδραστα και στην ανάλυση του δικαιικού

συστήματος. Μια αντίληψη επηρεασμένη από το θεωρητικό πλαίσιο της Κοινωνικής

Επιλογής αμφισβητεί τη δυνατότητα έλλογης ανασυγκρότησης του συστήματος του

δικαίου στη βάση αρχών δικαιοσύνης. Τούτο συμβαίνει διότι η ακατανίκητη αταξία των

διαδικασιών δεν μας επιτρέπει να εκλαμβάνουμε τον πλειοψηφικό νομοθέτη ως

στοιχειωδώς έλλογο. Στο βαθμό προσέτι που οι δικαστικές διαδικασίες διέπονται από την

αρχή της πλειοψηφίας, το αίτημα για ένα συνεκτικό νομολογιακό δόγμα (stare decisis)

αποδεικνύεται απλό ιδεολόγημα525

Αντίθετα η φιλελεύθερη αντίληψη, που συνδέεται ιστορικά με τον Madison,

δείχνει να αντέχει στην αμφισβήτηση της πλειοψηφικής δημοκρατίας. Ακολουθώντας

τον Isaiah Berlin, ο Riker ορίζει αρνητικά την ελευθερία, δεχόμενος ως ουσία της

δημοκρατικής αρχής απλώς και μόνο την αποτροπή της καταπίεσης. Ατυχώς όμως το

αντίτιμο είναι ασήκωτο: οι πολίτες καλούνται να αποποιηθούν οποιαδήποτε αξίωση για

ουσιαστική επιρροή στην πολιτική του κράτους. Η εκλογική διαδικασία στην οποία

523

Στο ίδιο, σ. 237.

524 Στο ίδιο, σ. 241.

525 Charles Easterbrook, «Statutes' domain», University of Chicago Law Review, 1983, τ. 50, σ. 533-561, βλ.

και την ανάλυση του Otfried Höffe, «Endscheidungstheoretische Dengfiguren und die Begründung»,

Archive für Rects- und Sozialphilosophie, τ. 14, 1980, σ. 21-58.

εμπλέκονται «…επιτρέπει απλώς την απόρριψη των υποψηφίων ή των αξιωματούχων

που έχουν θίξει τόσο πολλούς ψηφοφόρους, ώστε είναι αδύνατο πλέον να κερδίσουν τις

εκλογές»526

. Η φερόμενη ως δημοκρατική διαδικασία στην εκδοχή του Riker δεν

εκπληρώνει καν τη στοιχειώδη λειτουργία που της αποδίδουν οι κλασικοί ελιτιστές,

δηλαδή ως μηχανισμός επιλογής της καλύτερης δυνατής ηγεσίας. Τα δικαιώματα

πολιτικής συμμετοχής ορώνται μάλλον ως απλές προεκτάσεις των ατομικών

δικαιωμάτων. Ως μηχανισμοί εγγυητικοί της προστασίας του ατομικού αυτοκαθορισμού

από αυθαίρετη κρατική παρέμβαση.

Κατά μία άποψη, το σχήμα πάσχει, αφού οι διαδικασίες επιλογής των

αξιωματούχων βαρύνονται με όλα τα προβλήματα που παράγει η πιθανή εμφάνιση

κυκλικότητας. Εν τοιαύτη περιπτώσει για τους ίδιους λόγους που ο λαός δεν μπορεί να

«θέλει» κάτι ως συλλογικότητα, δε μπορεί και να επιλέξει τους ηγέτες του 527

. Η ανάλυση

του Riker προκαταλαμβάνει τη διαφαινόμενη ένσταση. Η κατανόηση της πολιτικής

συμμετοχής ως αρνητικής ελευθερίας δεν αξιώνει η αντικατάσταση των καταπιεστικών

αξιωματούχων να είναι έστω αναμενόμενη, αρκεί απλώς να είναι δυνατή. Έτσι,

υποτίθεται ότι η δημοκρατική αρχή αποκτά ένα ελάχιστο και γι’ αυτό βιώσιμο νόημα,

που ανταποκρίνεται στην πραγματική κατάσταση των σύγχρονων αντιπροσωπευτικών

συστημάτων, χωρίς εκπτώσεις στο επίπεδο του πολιτικού ρεαλισμού.

Για τον θιασώτη της εν λόγω άποψης δεν αποτελεί πρόβλημα να αναγνωρίσει ότι

«…οι εκλογές δεν αποκαλύπτουν αναγκαία ούτε καν συνήθως τη λαϊκή θέληση. Το μόνο

που κάνουν ή πρέπει να κάνουν είναι να επιτρέψουν στο λαό να ξεφορτωθεί τους

526

Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 242.

527 Σύμφωνα με την παρατήρηση Jules Coleman/John Ferejohn, «Democracy and Social Choice», Ethics, τ.

97, 1986, σ. 6-25, (20-22).

ηγήτορές του»528

. Η κυνική παραίτηση από οποιαδήποτε ιδέα λαϊκής κυριαρχίας

μεταστοιχειώνει τις συμμετοχικές διαδικασίες σε μια «…περιοδική, τυχαία και ίσως

στρεβλή, λαϊκή αρνησικυρία»529

.

Εσωτερική κριτική αυτής της θεωρίας δείχνει ότι η αχίλλειος πτέρνα της «τυχαίας

αρνησικυρίας» είναι πως δε μπορεί καν να λειτουργήσει αποτρεπτικά υπέρ της

ελευθερίας των ατόμων530

. Η αναγνώριση μιας τυχαία ενεργοποιούμενης αρνησικυρίας

στο δημοκρατικό κόσμο του «οτιδήποτε μπορεί να συμβεί» διόλου δεν κωλύει τους

κυβερνώντες να λειτουργούν καταπιεστικά. Όπως κι αν δράσουν αυτοί, το πολύ-πολύ να

αντικατασταθούν από μια νέα ηγεσία, η οποία θα εκμεταλλευτεί την παράδοξη δομή των

δημοκρατικών διαδικασιών και μέσω μιας νέας θεματολογίας θα προκαλέσει πολιτική

αστάθεια. Συνεπώς ακόμη κι εάν ο Riker έχει πραγματικά «…αποδείξει ότι η θεωρία του

Rousseau είναι κενή», διόλου δεν έπεται από τις δικές του παραδοχές «ότι αυτή του

Madison έχει κάποιο περιεχόμενο»531

.

4. Τα πορίσματα των θεωρημάτων παραδοξότητας ως ερμηνεία της λειτουργίας των

δημοκρατικών θεσμών στα φιλελεύθερα συστήματα

Α. Βεβαίως, η τυχόν απορρόφηση προβληματισμών της Κοινωνικής Επιλογής

από τη δημοκρατική θεωρία δεν οδηγεί πάντοτε στα ίδια μηδενιστικά επακόλουθα. Έχει

εμπνεύσει ωστόσο ποικίλες μορφές απολογίας για τη δημοκρατικά λειψή λειτουργία των

528

Riker, Liberalism against populism, ό.π., σ. 244.

529 Στο ίδιο.

530 Βλ. Joshua Cohen, «An epistemic conception of democracy», Ethics, τ. 97, 1986, σ. 26-38, (30).

531 Όπως φρονεί ο Ian McLean, «William Riker and the invention of Heresthetics», British Journal of

Political Science, τ. 32, 2002, σ. 535-558, (547).

θεσμών στα σύγχρονα συστήματα. Οι υπερασπιστές του υποδείγματος της «δημοκρατίας

των κομμάτων», για παράδειγμα, υπό την επήρεια του θεωρήματος του Arrow

εισηγούνται να μειωθούν οι υποψήφιες επιλογές της πλειοψηφικής διαδικασίας, ει

δυνατόν, σε δύο532

. Η θέση αυτή φιλοδοξεί να αποκριθεί εποικοδομητικά στην κριτική

που δέχονται οι σύγχρονοι κομματικοί θεσμοί σχετικά με την ελιτίστικη δομή και

λειτουργία τους.

Πράγματι, από την πλευρά των θεωρημάτων παραδοξότητας είναι μάλλον θεμιτή

η υπόθεση, ότι οι ολιγαρχικές τάσεις των κομμάτων δεν πρέπει να κατανοούνται ως

βλαπτικές για τη δημοκρατία. Κρίνεται ότι η λειτουργία τους ως μηχανισμών που

περιορίζουν τη θεματολογία της συζήτησης και τον κύκλο των υποψηφίων στις εκλογές

αποτελεί στην πραγματικότητα οργανωτική προϋπόθεση κάθε έλλογης διαδικασίας

απόφασης. Όπως παρατηρεί ο Bernard Manin από την πλευρά μιας φιλελεύθερης

θεώρησης της δημοκρατικής αρχής, «είναι ήδη γνωστό από τον Michels ότι τα πολιτικά

κόμματα είναι, τουλάχιστον εν μέρει, ολιγαρχικά. Αλλά δεν πρέπει κανείς να υποθέτει

ότι για τον λόγο αυτό είναι βλαπτικά για τη δημοκρατία. Η θεμελιώδης συνεισφορά τους

συνίσταται στο γεγονός ότι επιτρέπουν τη συζήτηση με τη συμμετοχή όλων σε θέματα

που είναι ήδη σχετικά καθορισμένα»533

.

Στην ίδια κατεύθυνση, θα πρέπει να θεωρείται μάλλον ως άνευ αντικειμένου η

ανησυχία σχετικά με τη διαλογική αφυδάτωση των προεκλογικών διαδικασιών και την

κατακυρίευσή τους από προσωποκεντρικά στοιχεία. Όπως κάθε διαδικασία μαζικής

συμμετοχής, έτσι και η προεκλογική διεργασία καλείται να παραμένει βουβή, αφού εκ

των προτέρων δεν μπορεί να δημιουργεί ουσιαστικές δεσμεύσεις για τις επιλογές των

532

Heun, Das Mehrheitprinzip in der Demokratie, ό.π., σ. 141-145.

533 Manin, «On legitimacy and political deliberation», ό.π., σ. 357.

αντιπροσώπων534

. Σε διαφορετική περίπτωση μια χαοτική πολλαπλότητα αξιών και

συμφερόντων από την πλευρά του εκλογικού σώματος απειλεί την τάξη στις διαδικασίες

λήψης αποφάσεων535

.

Επίσης χαρακτηριστική είναι η προσπάθεια μερίδας οπαδών της συμμετοχικής

δημοκρατίας να αξιοποιήσουν τα θεωρήματα παραδοξότητας, προκειμένου να

αποδείξουν τη σημασία της δημοκρατικής συμμετοχής περίπου ως «αυτοσκοπό». Εάν

στην παράδοση του J.S. Mill, για παράδειγμα, οι θετικές συνέπειες της λαϊκής

συμμετοχής συνδεθούν με την παιδευτική της λειτουργία, τότε «…τα οφέλη της

πολιτικής συμμετοχής προκύπτουν, ακόμη κι όταν τα αποτελέσματα της διαδικασίας δεν

είναι αυθεντικά προσδιορισμένα από την έκφραση των προτιμήσεων»536

. Ωστόσο, αυτός

ο μεθοδολογικός ελιγμός δεν ακυρώνει μόνο την αξίωση για ορθές πλειοψηφικές

αποφάσεις, κάτι που ασφαλώς είναι ήδη πολύ ανησυχητικό. Καθώς οι πολίτες

στερούνται δυνατοτήτων να προσδιορίσουν το περιεχόμενο των αποφάσεων, εκλείπει το

βασικό κίνητρο για πολιτική συμμετοχή και ενεργοποίηση των πνευματικών τους

δυνάμεων.

Β. Τα θεωρήματα παραδοξότητας παρουσιάζονται ως μια μεθοδολογικά

ρηξικέλευθη και αντισυμβατική μορφή ανάλυσης της πολιτικής. Τα πρίσματά τους

φαντάζουν καινοφανή, εντύπωση που τα τυποποιημένα υποδείγματα ανάλυσης

534

Μια κριτική έκθεση της αντίληψης αυτής για τις εκλογές, βλ. Adreas Funke, «Wahlrecht, Republik,

politiche Freiheit», Der Staat, τ. 46, 2007, σ. 395-419, ιδίως 402-406.

535 Η θέση αυτή εκφράζει με διαφορετικό τρόπο αυτό που ο Erich Kaufmann όρισε ως νόμο περί

σχηματισμού της λαϊκής θέλησης: «Όσο περισσότερο άμεσα ο λαός στην πολλαπλότητά του επιθυμεί να

μιλήσει, τόσο μικρότερη θα είναι η επιρροή του στην ουσία αυτού που θα συμβεί», «Zur Problematik des

Volkswillens», ό.π., σ. 277.

536 Benjamin Radcliff/Ed Wingenbach, «Preference aggregation, functional pathologies and democracy: A

Social Choice defense of participatory democracy», Journal of Politics, τ. 62, 2000, σ. 977-998, (988).

ενδυναμώνουν. Στην πραγματικότητα προβαίνουν μάλλον σε αναπαλαίωση ενός

κλασικού σκεπτικιστικού επιχειρήματος απέναντι στη δημοκρατική αρχή. Όπως είπαμε

πιο πάνω, η ενσωμάτωση των θεωρημάτων παραδοξότητας στην πολιτική ανάλυση

ολισθαίνει σε μια σύλληψη της δημοκρατικής διαδικασίας ως εξουσιαστικού

ανταγωνισμού αυτονομημένου από το κοινωνικό στοιχείο. Στην πεποίθηση αυτή βασίζεται

και η υπόθεση περί εγγενούς αστάθειας των πλειοψηφικών διαδικασιών537

.

Οι θέσεις αυτές είναι ήδη κατατεθειμένες με πρωτόλειο τρόπο στα γραπτά του

Hobbes. Στο De Cive υποστήριζε με σαφήνεια ότι οι νόμοι που παράγει μια

αντιπροσωπευτική συνέλευση «…πρέπει υποχρεωτικά να είναι ασυνεχείς και αλλάζουν,

όχι σύμφωνα με τις μεταβολές στις καταστάσεις των πραγμάτων, ούτε με τις αλλαγές στα

μυαλά των ανθρώπων, αλλά σύμφωνα με τη δυνατότητα συσπείρωσης της μιας ή της

άλλης ομάδας….»538

. Στη γενίκευσή της πρόκειται για μια εικόνα της δημοκρατίας ως

συστήματος εγγενώς ασταθούς, ευμετάβλητου και απρόβλεπτου, όπου «…οι νόμοι

πλέουν εδώ κι εκεί σα να κυλούν στην επιφάνεια του νερού»539

. Διόλου συμπτωματικά,

537

Βλ. για παράδειγμα την προσπάθεια του Nicolas Miller, «Pluralism and Social Choice», ό.π., σ. 68-96,

να ενσωματώσει τα πορίσματα των θεωρημάτων σε μια πλουραλιστική αντίληψη για τη δημοκρατική

εξουσία ως στοιχείο ανοιχτό και διαπραγματεύσιμο, ακόμη και σε συνθήκες όπου τα κοινωνικά

συμφέροντα ή οι προτιμήσεις του πολιτικού σώματος παραμένουν αμετάβλητα.

538 Thomas Hobbes, De Cive: The English version, H. Warrender (επιμ.), Clarendon Press, Oxford 1983,

[1642], σ. 138. Στο πλαίσιο του εγχειρήματος να αποδειχθεί ότι η αντιπροσωπευτική μορφή

πολιτεύματος συγκρατεί στοιχεία φυσικής κατάστασης, στο Λεβιάθαν γίνεται εκ νέου επεξεργασία της

εικόνας μιας συστηματικά παλίμβουλης πλειοψηφίας: «Διότι η απουσία λίγων από όσους επέμειναν σε

μια παρμένη απόφαση, λόγω φόβου για την προσωπική τους ασφάλεια, αμέλειας ή προσωπικών

κωλυμάτων, ή η μελετημένη εμφάνιση λίγων έστω, που εκφράζουν την αντίθετη άποψη, μπορεί να

ανατρέψει σήμερα ό,τι είχε συμφωνηθεί χθες», Thomas Hobbes, Λεβιάθαν, Γ. Πασχαλίδης/Αι.

Μεταξόπουλος (μετ.), Γνώση, Αθήνα 1989, [1651], σ. 258.

539 Hobbes, De Cive, ό.π., σ. 138.

νεοχομπσιανές προσεγγίσεις εμπνευσμένες από τις φυσικές επιστήμες, που μελετούν τα

πολιτικά φαινόμενα με τα εργαλεία της θεωρίας του χάους, επιβεβαιώνουν τη φυσική,

υποτίθεται, ροπή των δημοκρατικών συστημάτων σε αταξία και ανισορροπία, μέσω των

συμπερασμάτων που προκύπτουν από τα θεωρήματα παραδοξότητας540

.

5. Η συνεισφορά της Κοινωνικής Επιλογής στην κατανόηση της δημοκρατικής

διαδικασίας

Σε μια αρκετά νηφάλια προσέγγιση της συνεισφοράς της Κοινωνικής Επιλογής

στη θεωρητική κατανόηση των δημοκρατικών διαδικασιών, η μαθηματική παραδοξότητα

αξιοποιείται ως κατάδειξη της ανάγκης να απαγκιστρωθούν οι πολίτες από τις αντιλήψεις

περί δημοκρατικής «καθαρότητας» (democratic purity). Η τελευταία αναφέρεται σε μια

εξιδανικευμένη εικόνα των πλειοψηφικών διαδικασιών, ως θεσμικών πραγματώσεων

μιας πλήρως ισοελεύθερης συμμετοχής των πολιτών, στις πολιτικές σχέσεις των οποίων

έχει συνολικά απαλειφθεί κάθε μορφή ιεραρχίας ή εξουσιαστικής επιβολής541

.

Η ενδιαφέρουσα αυτή προσέγγιση επιτρέπει να αξιοποιηθούν τα πορίσματα της

Κοινωνικής Επιλογής, προκειμένου να αναφανεί ο ιστορικά ανοιχτός χαρακτήρας της

δημοκρατικής αρχής ως εγχειρήματος άρσης του διαχωρισμού κυβερνώντων και

κυβερνωμένων. Ενόψει των φαινομένων παραδοξότητας κανένα συγκεκριμένο θεσμικό

σύστημα, υπαρκτό ή μελλοντικό, δε μπορεί να διεκδικεί τον τίτλο της εντελούς

540

Diana Richards, «From individuals to groups: The aggregation of votes and chaotic dynamics», D.

Kiel/E. Elliot (επιμ.), Chaos theory and social sciences: Foundations and applications, University of

Michigan Press, Michigan 2004, σ. 89-118.

541 van Mill, Deliberation, Social Choice and absolutist democracy, ό.π., σ. 49-75.

πραγμάτωσης του αιτήματος για δημοκρατικό αυτοκαθορισμό. Διαδικασίες απαλλαγμένες

από κάθε μορφή πολιτικού αποκλεισμού δεν είναι νοητές, ούτε καν στο επίπεδο της

λογικής αφαίρεσης. Φυσικά στο επίπεδο του σχεδιασμού των θεσμών, τα τυποκρατικά

υποδείγματα ανάλυσης καθίστανται κανονιστικώς κρίσιμα, μόνον εφόσον είναι

πραγματικά σε θέση να ανιχνεύσουν εκφάνσεις πολιτικών αποκλεισμών, που εισπηδούν

στους πλειοψηφικούς θεσμούς μέσω υποβολιμαίων χειρισμών των ελίτ542

.

Άλλη ουσιώδης συνεισφορά της Κοινωνικής Επιλογής στη δημοκρατική

διαδικασία αναφέρεται στη δυνατότητα των πορισμάτων να στηρίξουν κριτική σε κάθε

διαδικαστική σύλληψη της δημοκρατικής αρχής από την πλευρά μιας διαβουλευτικής

θεώρησης. Η λογική παραδοξότητα των διαδικασιών απόφασης καθιστά σχεδόν από

μόνη της φανερό ότι η αρχή της πλειοψηφίας δεν μπορεί να νοηθεί αποκλειστικά ως

μαθηματική διαδικασία άθροισης των ατομικών επιλογών543

.

542

Ο van Mill κατανοεί πάντως τη σημασία των διαπιστώσεών του σε απολύτως αντίθετη φορά.

Αντιλαμβάνεται την παραδοξότητα ως φιλοσοφική οπτική, που μας επιτρέπει να ψηλαφήσουμε τα

λογικώς απτά όρια της διαδικασίας εκδημοκρατισμού των κοινωνιών, καταλήγοντας στη μάλλον απλοϊκή

θέση, ότι από την τέλεια δημοκρατική διαδικασία μας χωρίζουν τα εγγενή μαθηματικά ελαττώματα των

πλειοψηφικών θεσμών. Αντίθετα ωστόσο με ό,τι πιστεύει, φρονούμε ότι το βαθύτερο φιλοσοφικό

πρόβλημα με τη δημοκρατία δεν συνίσταται «…στο να δικαιολογήσουμε μια διαδικασία, που πάντοτε θα

ευνοεί κάποιους σε σχέση με κάποιους άλλους», (στο ίδιο, σ. 43). Συνίσταται μάλλον στο να επιχειρούμε

βελτιώσεις, σε ένα σύστημα που κατά τα άλλα θα παραμένει κατά το μάλλον και ήττον δημοκρατικά

ατελές. Ο ίδιος δείχνει να διαισθάνεται την κρισιμότητα της διαφοράς, όταν ισχυρίζεται: «Αποστολή μας

είναι να αναζητήσουμε κανόνες συμμετοχής που, αν και παραβιάζουν την προϋπόθεση του

οικουμενικού πεδίου, μας παρέχουν μια βιώσιμη δημοκρατική διαδικασία», (σ. 49). Δυστυχώς όμως δεν

επιχειρεί να ανιχνεύσει τα φιλοσοφικά και πολιτικά επακόλουθα του ισχυρισμού αυτού.

543 Η ιδέα διατυπώνεται διαυγώς από τους Daniel Farber/Philip Frickey: «Άρα η θεμελιακή υπόθεση είναι

‘δημοκρατία = αρχή της πλειοψηφίας’. Εάν παραμείνουμε σε αυτή τη σύλληψη της δημοκρατίας, τότε τα

αποτελέσματα Arrow είναι απογοητευτικά…Η εναλλακτική λύση είναι να εμβαθύνουμε στην κατανόηση

της δημοκρατίας», Law and Public Choice, ό.π., σ. 61. Βλ. επίσης, Julian Nida-Rümelin, «Was ist

Στην υπεράσπιση της διαδικαστικής αντίληψης για τη δημοκρατία στη σύγχρονη

θεωρία, όπως έχει επιχειρηθεί από τον Jeremy Waldron, γίνεται εμφανής η αμηχανία που

προκαλούν τα πορίσματα των θεωρημάτων παραδοξότητας. Ο Waldron επιτίθεται στις

διαβουλευτικές θεωρήσεις της δημοκρατικής αρχής, επιμένοντας ότι η πεμπτουσία της

έγκειται σε μια εξισωτική διαδικασία λήψης αποφάσεων στην οποία συμμετέχουν όλοι.

Επικρίνει τον συναινεσιακό και συνεργατικό προσανατολισμό των διαβουλευτικών

προσεγγίσεων ως αντιπλουραλιστικό, ενώ ταυτόχρονα επικροτεί έντονα το στοιχείο της

ριζικής διαφωνίας στη δημοκρατική πολιτική πάλη. Σε αυτή τη συνάφεια, η εφαρμογή

της αρχής της πλειοψηφίας επιβάλλεται από τις «συνθήκες της πολιτικής», μια

κατάσταση στην οποία τα υποκείμενα νιώθουν την ανάγκη «…ενός κοινού πλαισίου

απόφασης ή δράσης σε ένα θέμα, ακόμη και ενόψει διαφωνίας σχετικά με το ποιο πρέπει

να είναι το πλαίσιο, η απόφαση ή η δράση»544

.

Στις συνθήκες της ανεκρίζωτης διαφωνίας η διάθεση για επικοινωνία και

συνεργασία δεν πρέπει, για τον Waldron, να θεωρούνται ως αναγκαίες προϋποθέσεις των

συλλογικών αποφάσεων. Η δημοκρατικότητα των αποφάσεων εξαρτάται αποκλειστικά

από τα τυπικά χαρακτηριστικά των διαδικασιών σύνθεσης των επιλογών, που

σχηματίζουν οι συμμετέχοντες. Από την οπτική αυτή, όπως παραδέχεται ο Waldron, τα

φαινόμενα παραδοξότητας θα έπρεπε να συνιστούν πρόβλημα. Ωστόσο, κατά την άποψή

του, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας, εφόσον στις εμπειρικά παρατηρούμενες πολιτικές

διεργασίες οι ατομικές επιλογές των ψηφοφόρων παρουσιάζουν τάξη και, ως επί τω

Staatsabürgerschaft ?», σε K. Bayertz (επιμ.), Politik und Ethik, Reclam, Stuttgart 1996, σ. 362-386, (370-

371), καθώς και John Dryzek, Deliberative democracy and beyond: Liberals, critics, contestations, Oxford

University Press, New York 2000, σ. 36.

544 Waldron, Law and disagreement, ό.π., σ. 102.

πλείστον, η διάταξή τους είναι μονοκόρυφη. Η παραδοξότητα δεν πλήττει, συνεπώς, την

ορθολογικότητα των διαδικασιών, στο βαθμό που αυτές «…αποδεικνύονται και οι

συνήθεις συνθήκες της δημοκρατικής και συνταγματικής πολιτικής»545

.

Η ανακολουθία της ανάλυσης είναι αρκετά έκδηλη. Εάν η δυνατότητα διαφωνίας

εκληφθεί ως προέχον στοιχείο της δημοκρατικής διαδικασίας, η τάξη στις δομές των

επιλογών των συμμετεχόντων παραμένει αινιγματική. Παρά ταύτα η δημοκρατική αρχή

εμφανίζει ένα καθόλου ευκαταφρόνητο υπόλοιπο, το οποίο η διαδικαστική της σύλληψη

όντως αδυνατεί να ερμηνεύσει ή να αξιώσει κανονιστικά. Μόνο εάν η πολιτική διαμάχη

συνέχεται από μορφές συνεργασίας και συνεννόησης, είναι δυνατό να αναζητηθούν

κοινοί προσανατολισμοί στις ατομικές επιλογές. Απωθώντας, όμως, το επικοινωνιακό

υπόβαθρο της δημοκρατικής διαδικασίας, αυτό που απομένει είναι η τετριμμένη

διαπίστωση ότι τα υποκείμενα απλώς διαφωνούν.

6. Πολιτική ελευθερία, ατομικές επιλογές και συλλογικές αποφάσεις

Α. Οι δυσχέρειες που εμφανίζονται για τα διαδικαστικά υποδείγματα

δημοκρατίας λόγω των θεωρημάτων παραδοξότητας δεν μπορούν να αφήσουν αδιάφορες

τις διαβουλευτικές θεωρήσεις της δημοκρατικής αρχής. Το δεδομένο ότι οι υπερασπιστές

τους αναγνωρίζουν την κρισιμότητα της δημόσιας διαβούλευσης δεν σημαίνει ότι οι

αθροιστικές πτυχές των διαδικασιών μπορούν να αγνοηθούν. Ο διάλογος δεν εξαλείφει

τη διαφωνία και άρα ούτε την ανάγκη για ψηφοφορίες546

. Αφού λοιπόν «…οι ψήφοι

545

Στο ίδιο, σ. 89.

546 Αντί άλλων, Joshua Cohen, «Deliberation and democratic legitimacy», ό.π., σ. 75.

πρέπει στο τέλος να μετρηθούν…κανένα επαρκές δημοκρατικό υπόδειγμα δεν μπορεί να

μην είναι ‘αθροιστικό’».547

Η ορθή αυτή διαπίστωση επιτρέπει σε αρκετούς θεωρητικούς να αντιμετωπίζουν

τη διαλογική και την αθροιστική πτυχή της δημοκρατικής διαδικασίας ως διακριτά

επίπεδα548

. Την άποψη αυτή υποθάλπει μια επιστημολογική τάση να κατανοούνται οι

οικονομιστικές και οι διαβουλευτικές θεωρήσεις της δημοκρατίας ως συμπληρωματικές,

με ταυτόχρονη εφαρμογή τους στην ανάλυση της δημοκρατικής αρχής. Υποτίθεται ότι

μόνο αυτή η συνδυαστική θεώρηση είναι σε θέση να διαφωτίσει επαρκώς τη φύση και τη

λειτουργία των δύο διακριτών επιπέδων, δηλαδή της συζήτησης και της διαδικασίας

επιλογής της τελικής απόφασης549

.

Τέτοιου τύπου αναζητήσεις φρονούν ότι ακόμη και οι διαβουλευτικές θεωρήσεις

της δημοκρατίας οφείλουν να αποδεχτούν τις πεσιμιστικές συνέπειες των παραδόξων,

εφόσον οι προϋποθέσεις των θεωρημάτων παραδοξότητας μπορούν να αντιστοιχιστούν

με τις αξιώσεις των οπαδών της διαβουλευτικής δημοκρατίας για ανοιχτό και ελεύθερο

διάλογο. Κατά την αντίληψη αυτή, το καθολικό πεδίο στο θεώρημα Arrow και η

δυνατότητα των συμμετεχόντων να εισάγουν νέες διαστάσεις στην πολιτική διαμάχη

εκφράζουν (υποτίθεται) την κανονιστική αξίωση για ισοελεύθερη συμμετοχή όλων στις

δημόσιες συζητήσεις και της ψηφοφορίες550

.

547

Michael Saward, The terms of democracy, Polity Press, Cambridge 1998, σ. 64.

548 Για παράδειγμα, Jack Knight/James Johnson, «Aggregation and deliberation», ό.π., σ. 279-320.

549 Για μια προσπάθεια συγχώνευσης των προβληματισμών της διαβουλευτικής θεώρησης και της

Ορθολογικής Επιλογής, βλ. Anne van Aaken, «Deliberative institutional economics, or Does Homo

Eoconomicus argue?», Philosophy and Social Criticism, τ. 28, 2002, σ. 361-394.

550 Έτσι ο van Mill, Deliberation, Social Choice and absolutist democracy, ό.π., σ. 37-49.

Η αντιστοίχιση αυτή θεωρείται ως δεδομένη κυρίως για όσους εννοούν την

πολιτική ελευθερία, τόσο στη θεσμική όσο και στην ηθικοπολιτική της διάσταση, ως

ρητή απαγόρευση κάθε αξιολόγησης των ατομικών επιλογών των συμμετεχόντων551

.

Είναι αληθές ότι τέτοια πρόσληψη της αρχής της διαβουλευτικής ελευθερίας ακυρώνει

κάθε προσδοκία για δομές τάξης στις επιλογές των συμμετεχόντων, καθιστώντας

ταυτόχρονα δυνατή μια θέση του τύπου: «Εφόσον το επιχείρημα του Arrow είναι λογικά

έγκυρο, όποιος, όπως ο Habermas, αποδέχεται τις προϋποθέσεις που θέτει για τη

δημοκρατία, δεσμεύεται να συμφωνήσει με τα συμπεράσματά του, αλλιώς διαπράττει

ένα καταφανές λογικό σφάλμα»552

.

Εκτιμούμε ότι η παραπάνω ανάλυση εκκινεί από μια παρανόηση. Στα θεωρήματα

παραδοξότητας οι ατομικές επιλογές των συμμετεχόντων εκλαμβάνονται ως δεδομένες,

απορριπτομένης εξαρχής κάθε δυνατότητας για ορθολογική αξιολόγησή τους. Όπως

θέτει το ζήτημα ο Arrow, μόνο «…εφόσον δεν γίνει καμιά προηγούμενη υπόθεση σχετικά

με τη φύση των ατομικών ιεραρχήσεων, δεν υπάρχει καμιά μέθοδος ψηφοφορίας που να

απαλείφει το παράδοξο»553

. Σε αυτό ο Habermas θα αντέτεινε ευλόγως την κανονιστική

551

Jack Knight/James Johnson, «What sort of equality does deliberative democracy require?», σε J.

Bohman/W. Rehg (επι.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 279-321, κυρίως 279-302.

552 van Mill, Deliberation, Social Choice and absolutist democracy, ό.π., σ. 49.

553 Arrow, Social choice and individual values, ό.π., σ. 59, (η υπογράμμιση δική μας). Στο σύνολό της η

αντίληψη αυτή υπονοεί μια σύλληψη της δημοκρατικής ελευθερίας παρόμοια με αυτήν που επέκρινε ο

Πλάτων, για τον οποίο ο πολίτης σε μια δημοκρατία, «… περνάει τη ζωή του καθημερινά κάνοντας το

χατίρι της μιας η της άλλης επιθυμίας, άλλοτε μεθώντας με κρασί και με τους ήχους αυλών, άλλοτε

πίνοντας μόνο νερό και προσπαθώντας να αδυνατίσει, άλλοτε γυμνάζοντας το σώμα του και άλλοτε

αδρανοποιημένος και αδιαφορώντας για όλα και άλλοτε παριστάνοντας ότι ασχολείται με τη φιλοσοφία.

Πολλές φορές χώνεται στα πολιτικά θέματα, πετάγεται επάνω και λέει και κάνει ό,τι του έρθει∙ αν νιώσει

θαυμασμό για κάποιους στρατιωτικούς, στρέφεται κατά κεί, αν για κάποιους εμπόρους, προς τη δική

του οπτική: «Οι διαλογικά αποκτημένοι κανόνες ή τα γενικεύσιμα συμφέροντα

εμφανίζουν έναν μη συμβατικό πυρήνα. Δεν αποτελούν εμπειρικά δεδομένα ή απλές

επιβεβαιωτικές κρίσεις. Συγκροτούνται και ανακαλύπτονται κατά μη τυχαίο τρόπο»554

.

Όπως έχει δείξει ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, χρησιμοποιώντας το παράδειγμα της

επιλογής ανάμεσα σε υπαλλακτικές λύσεις οικονομικής πολιτικής, που έχει εκτεθεί

παραπάνω555

, η αιτία του κύκλου πρέπει να εντοπιστεί στην ατομική ιεράρχηση του

ψηφοφόρου Γ. Ο Γ δεν αποτελεί περίπτωση συμμετέχοντος (ή ένα μέρος του πολιτικού

σώματος) με ρηξικέλευθες ή ιδιαίτερες επιλογές. Ανεξάρτητα από το ζήτημα της τυπικής

συνταγματικής δυνατότητας του Γ να επιλέγει με τον τρόπο αυτό, οι ίδιες οι επιλογές του

δεν είναι ηθικοπολιτικά ευπρόσδεκτες στη δημοκρατική πολιτική, όσο πλουραλιστικά κι

εάν αυτή νοηθεί. Η προτίμησή του υπέρ του μικρού προϋπολογισμού ως κορυφαία

επιλογή και του μεγάλου ως δεύτερη, αποδίδεται είτε σε επιπόλαιη κρίση είτε σε

ανευθυνότητα και εγωισμό. Ο Γ επιθυμεί μικρό προϋπολογισμό, προκειμένου ο ίδιος να

μην υποβληθεί σε υψηλότερη φορολόγηση. Εάν όμως αυτό δεν καταστεί εφικτό, προτιμά

μεγάλο προϋπολογισμό, ώστε να μην πληρώσει σε ιδιωτικές επιχειρήσεις το κόστος της

εξασφάλισης των δημόσιων αγαθών.

Εν προκειμένω ο ψηφοφόρος διεκδικεί την «πολυτέλεια» να συμπεριφέρεται

αποκλειστικά με γνώμονα το ατομικό του συμφέρον και να επιχειρηματολογεί ανεύθυνα,

μετατοπιζόμενος ευκαιριακά από τη θέση του ιδιώτη σε αυτήν του πολίτη, ανάλογα με τη

τους πλευρά. Δεν έχει ούτε τάξη ούτε συνοχή μέσα του…», Πολιτεία: Τόμος Β΄, Θ. Μαυρόπουλος (μετ.),

Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006, σ. 1237.

554 Jürgen Habermas, «Postscript to knowledge and human interests», Philosophy of the Social Sciences, τ.

3, 1975, σ. 157-189, (175).

555 Βλ. παραπάνω, κεφ. 4

ο , παρ. 3.4.

καμπύλη του κόστους556

. Εν τέλει στη φιλοσοφική της ουσία η κυκλικότητα αφορά στην

εκτίμηση ότι το εγωιστικά προσανατολισμένο, αντιφατικό και ασταθές ατομικό πράττειν

διαβρώνει μοιραία και την ορθολογικότητα της συλλογικής δράσης557

.

7. Δημοκρατική διαβούλευση και προσανατολισμός του συλλογικού πράττειν

Η επικοινωνιακή σύλληψη της δημοκρατικής διαδικασίας θέτει όρους για

ουσιαστική νομιμοποίηση των αποφάσεων, που υπονοούν αντίστοιχο προσανατολισμό

του πολιτικού πράττειν. Ο προσανατολισμός εκδηλώνεται αναπόδραστα ως ορισμένη

τάξη των ατομικών επιλογών των συμμετεχόντων, αποκλείοντας φαινόμενα

κυκλικότητας. Οι ατομικές προτιμήσεις σε μια διαβουλευτική δημοκρατία δεν μπορούν

να θεωρούνται προδεδομένες, ούτε ορθολογικά ανέλεγκτες. Ο ενεργός πολίτης οφείλει να

θεμελιώνει τις επιλογές του, επιχειρηματολογώντας από τη σκοπιά γενικεύσιμων

συμφερόντων και με βάση δικαιολογητικούς λόγους που μπορούν να γίνουν κατανοητοί

και συμμεριστοί από τους υπόλοιπους.

556

«Πρόκειται», γράφει ο Ψυχοπαίδης, «για τη δυνατότητα ενός δρώντος να συμπεριφέρεται απέναντι

στους όρους αναπαραγωγής της κοινωνικής ζωής πότε ως όρους που αφορούν όλη την κοινωνία και θα

πρέπει να εξασφαλιστούν από και για όλους…και πότε ως όρους εξασφάλισης της ζωής των άλλων

δρώντων…άρα ως κόστος γι’ αυτόν τον ίδιο, το οποίο και θέλει να αποφύγει», Κοσμάς Ψυχοπαίδης.

Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, ό.π., σ. 516-517.

557 Ο ίδιος ο Arrow φαίνεται να κατανοεί ότι στη βάση της κυκλικότητας υπονοούνται πρότυπα

συμπεριφοράς προσανατολισμένα στο εγωιστικό-στρατηγικό πράττειν. «Εάν οι ψηφοφόροι», γράφει,

«δρούσαν ως καντιανοί κριτές, πάλι θα διέφεραν, αλλά η πιθανότητα να οδηγηθούν σε συμφωνία μέσω

της πλειοψηφικής απόφασης θα ήταν πολύ μεγαλύτερη από ό,τι εάν οι ψηφοφόροι κατέφευγαν στις

εγωιστικές τους αξίες», Kenneth Arrow, «Tullock and an existence theorem», σε του ίδιου, Collected

Papers, ό.π., σ. 78-91, (81).

Ως εκ τούτων το ότι οι πλειοψηφικές διαδικασίες αθροίζουν είναι αναμφίβολο.

Αυτό ωστόσο δεν τις καθιστά απλή μαθηματική κατασκευή, διότι αυτό που αθροίζουν είναι

ποιοτικά αξιολογήσιμες γνώμες, όχι απλώς και μόνο υποκειμενικές προτιμήσεις558

. Στο

βαθμό συνεπώς που η προηγούμενη της ψηφοφορίας διαλογική διαδικασία καρποφορεί,

τα πορίσματα της Κοινωνικής Επιλογής καταλήγουν σε μια θεωρητικά περιθωριακή και

πρακτικά αδιάφορη παραδοξολογία.

Οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν αμφισβητούν τον πλουραλιστικό χαρακτήρα του

δημοκρατικού δημόσιου χώρου, ούτε –πολύ λιγότερο– νομιμοποιούν τυχόν ολιγαρχική

επιβολή συγκεκριμένων θεσμών, όπως τα κόμματα, στην κοινωνία. Δεν παραπέμπουν σε

κάποιας μορφής αυταρχική «παιδαγωγική» παρέμβαση του κράτους στις επιλογές των

πολιτών559

. Ανεξάρτητα από την πραγματική κατάσταση των θεσμών στα σημερινά

558

Για τη διάκριση, βλ. Amartya Sen, «Social Choice theory: A re-examination», σε του ίδιου, Choice

welfare and measurement, ό.π., σ. 158-202, (162).

559 Φόβο που συχνά διατυπώνουν τα οικονομιστικά υποδείγματα δημοκρατίας. Για παράδειγμα ο

Αριστείδης Χατζής διατείνεται: «Το πρόβλημα είναι πως οι υπόλοιποι πολίτες θα πρέπει απαραιτήτως να

καταλήξουν στο ίδιο συμπέρασμα, με όσο το δυνατόν περισσότερο συναινετικές διαδικασίες αλλά και

με τη βοήθεια του κράτους παιδαγωγού, εάν χρειαστεί!», «Η Αναβίωση της ρεπουμπλικανικής θεωρίας

του δικαίου», ό.π., σ. 79-116, (101). Η αναγκαιότητα όμως του στοιχείου της πατερναλιστικής επιβολής

υπαγορεύεται στα υποδείγματα αυτά μόνο και μόνο εξαιτίας της ατομιστικής ανθρωπολογίας τους,

μονόπλευρα προσανατολισμένης στο στρατηγικό πράττειν. Πράγματι, οι ίδιοι οι οικονομιστές, στο

βαθμό που συνειδητοποιούν τη σημασία της έλλογης επεξεργασίας των ατομικών επιλογών, είναι εκ των

πραγμάτων υποχρεωμένοι να καταφεύγουν σε πατερναλιστικές συλλήψεις. Ο ώριμος James Buchanan

διατυπώνει χαρακτηριστικά: «Σε ένα δεύτερο, ‘συνταγματικό’ επίπεδο της διαβούλευσης, πρέπει τα

υπάρχοντα σύνολα επιλογών να μη θεωρούνται αποδεκτά ως δεδομένα και σκοπός αυτής της

διαβούλευσης είναι η έμπρακτη κριτική αυτών των επιλογών, οι οποίες πρέπει βελτιωθούν μέσω των

αναγκαίων θεσμικών μεταβολών. Οι προτιμήσεις για κακοτεχνία δεν είναι τόσο καλές στο επίπεδο αυτό,

όσο οι προτιμήσεις για δημιουργία. Ένα από τα θεμελιακά προβλήματα των κοινωνικών φιλοσόφων και

των οικονομολόγων είναι η διαμόρφωση μιας θεσμικής-συνταγματικής δομής, που επιδιώκει την

παραγωγή ‘καλύτερων’ επιλογών (για παράδειγμα της ποίησης)», James Buchanan, «Kommentar», σε P.

συστήματα αντιπροσωπευτικής διακυβέρνησης, η διαβουλευτική θεώρηση είναι σε θέση

να εγείρει κανονιστικές αξιώσεις για κάποια ευταξία στο φάσμα επιλογών του πολιτικού

σώματος, η οποία να μην προκύπτει ως αποτέλεσμα ιεραρχικής επιβολής560

.

Η τάξη αυτή μπορεί και πρέπει να παρουσιάζεται μέσω οριζόντιας, έλλογης

επικοινωνιακής αλληλεπίδρασης μεταξύ των πολιτών. Το παραπάνω αίτημα καθόλου δεν

αντιβαίνει στην επιθυμητή πολυφωνία γνωμών και τοποθετήσεων σε κοινωνία ίσων κι

ελεύθερων πολιτών. Ούτε υπαινίσσεται κάποια προπολιτική ομοιογένεια του πολιτικού

σώματος, ούτε θέτει την εξάλειψη της διαφωνίας ως προϋπόθεση για τη νομιμοποίηση

των αποφάσεων. Αξιώνει απλώς ως συγκροτησιακό όρο του δημοκρατικού δημόσιου

χώρου τη δυνατότητα και τη διάθεση των υποκειμένων να δρουν πολιτικά, επιδιώκοντας

συνεννόηση προσανατολισμένη σε συνεργασία. Με απλά λόγια, υποθέτει ότι σε μια

δημοκρατικά οργανωμένη δημόσια σφαίρα «…παρά τις διαφορές θέσεως και παρά την

ποικιλία όψεων που προκύπτει, όλοι ενδιαφέρονται για το ίδιο αντικείμενο»561

.

Ενόψει των προβληματισμών αυτών η διαβουλευτική θεωρία της δημοκρατίας

δέον να αποσαφηνίσει πληρέστερα τη σχέση λειτουργικής ενσωμάτωσης των

διαδικασιών ανταλλαγής επιχειρημάτων στα δημοκρατικά fora συζήτησης με τη στιγμή

Koslowski (επιμ.), Ethik des Kapitalismus, του ίδιου (μετ.), Siebeck/Mohr, Tübingen 1986, σ. 81-92, (89).

Σε έναν κόσμο εγωιστικών υποκειμένων, είναι ένα ερώτημα αν οι θεσμοί μπορούν πράγματι να

διευκολύνουν ή πρέπει μοιραία να επιβάλλουν τη μετάβαση στις «καλύτερες επιλογές».

560 «Σε μια διαβουλευτική δημοκρατία θα επιζητούσαμε να αλλάξουμε τη συμπεριφορά των ανθρώπων

μόνο μέσω ελεύθερης συζήτησης των αξιώσεων τους και όχι μέσω χειραγώγησης, κατήχησης,

προπαγάνδας, εξαπάτησης ή απειλών», Kymlicka, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, ό.π., σ. 410. Για

τον μη πατερναλιστικό χαρακτήρα της σχέσης ατομικών επιλογών και διαβούλευσης, βλ. Christian

Rostbøll, «Preferences and paternalism: On freedom and deliberative democracy», Political Theory, τ. 33,

2005, σ. 370-396.

561 Hannah Arendt, Η ανθρώπινη κατάσταση, Σ. Ροζάνη/Γ. Λυκιαρδόπουλου (μετ.), Γνώση, Αθήνα 1986,

[1958] σ. 85.

της ψηφοφορίας. Η τελευταία δεν μπορεί να οδηγηθεί σε νομιμοποιημένα αποτελέσματα,

ενόσω η προκύπτουσα εισροή ατομικών προτιμήσεων δεν έχει υποστεί προηγουμένως

επαρκή διαλογική διήθηση κι επεξεργασία562

. Ο διάλογος δέον να εντοπίσει εγωιστικές ή

ασυνεπείς επιλογές, ώστε αυτές να παραμεριστούν563

.

Η αποστολή της δημόσιας διαβούλευσης στο επίπεδο αυτό είναι διττή. Από τη

μια πλευρά πρέπει να αναγνωριστεί ως δύναμη μετασχηματισμού των ατομικών οπτικών

των συμμετεχόντων, όσο και του κοινωνικού πλαισίου εντός του οποίου τούτο λαμβάνει

χώρα564

. Από την άλλη όμως λειτουργεί και ως μηχανισμός συντονισμού της συλλογικής

δράσης565

. Εφόσον δεν είναι η άθροιση των ατομικών επιλογών, αλλά η ποιότητα και η

δυνατότητα του διαλογικού μετασχηματισμού τους που νομιμοποιεί τα αποτελέσματα των

ψηφοφοριών, ο σχηματισμός της λαϊκής θέλησης καθίσταται στην καλύτερη περίπτωση μια

πτυχή και όχι αποκλειστικός σκοπός της πλειοψηφικής διαδικασίας566

.

562

David Miller, «Deliberative democracy and Social Choice», σε D. Etslund (επιμ.), Democracy, ό.π., σ.

289-307, (296).

563 Όπως εμφανίζονται, όταν κάποιος για παράδειγμα τίθεται υπέρ της δραστικής μείωσης της

φορολογίας και συγχρόνως υπέρ της αύξησης στις παροχές των δημόσιων αγαθών, βλ. Mackie,

Democracy defended, ό.π., σ. 382-393. Για εμπειρικές μελέτες σχετικά με τη δυνατότητα της

διαβούλευσης να λειτουργήσει με αυτόν τον τρόπο, βλ. Ian McLean, et al. «Can deliberation induce

greater preference structuration? Evidence from opinion polls», εργασία που παρουσιάστηκε στο

συνέδριο Deliberating about deliberative democracy, Austin Texas 2-6 Φεβ. 2000, Texas University,

(http://cdd.stanford.edu/ research/papers/2000/structuration.pdf).

564 Maeve Cooke, «Argumentation and transformation», Argumentation, τ. 16, 2002, σ. 79-108.

565 Η λειτουργία αυτή αναδεικνύει τη σπουδαιότητα στοιχείων που ενεργούν ως μηχανισμοί

συντονισμού και συνοχής στο επίπεδο της συλλογικής πολιτικής δράσης. Οι πολιτικές ιδεολογίες

αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα, Andrew Heywood, Πολιτικές ιδεολογίες, Ν. Μαραντζίδης (μετ.),

Επίκεντρο, Αθήνα, 2005.

566 Τέτοια οριοθετημένη εμβέλεια αναγνωρίζει ο Henry Richardson, «Democratic intentions», σε J.

Bohman/W. Rehg (επιμ.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 349-382.

Στο μέτρο που η συναρμογή διαβούλευσης και πλειοψηφικών διαδικασιών

γίνεται ευδιάκριτη, οι τελευταίες δεν μπορεί πλέον να νοούνται ως απλή «λύση

ανάγκης». Η ψηφοφορία δεν επιβάλλεται απλώς και μόνον ενόψει πιθανής αποτυχίας της

συζήτησης να οδηγήσει σε ευρύτερες συναινέσεις567

. Τέτοια σκέψη υποβαθμίζει τη

συνεισφορά των ψηφοφοριών στη δημοκρατική νομιμοποίηση των αποφάσεων και

ταυτόχρονα αποκρύπτει το βαθμό στον οποίο η διαλογική διαδικασία πρέπει να

«ωριμάσει» αρκούντως, προκειμένου να αθροιστούν οι ατομικές επιλογές των

συμμετεχόντων. Η διεξαγωγή ψηφοφορίας είναι δυνατό να οδηγήσει σε έλλογα και

ουσιαστικώς νομιμοποιημένα αποτελέσματα, μόνον εφόσον η διαδικασία ανταλλαγής

επιχειρημάτων έχει εξαντλήσει, έστω προσωρινά, τον διαθέσιμο υπό τις εκάστοτε

δεδομένες πραγματικές συνθήκες (χώρος, χρόνος, διαθέσιμες πληροφορίες κλπ.) πολιτικό

πόρο της δημόσιας διαβούλευσης.

Με βάση τις παραπάνω παρατηρήσεις γίνεται δυνατό να επέλθει μια τροποποίηση

στον κλασικό ορισμό της αρχής της πλειοψηφίας από τον Habermas. Φρονούμε ότι το

αποτέλεσμα μιας ψηφοφορίας δεν εκφράζει απλώς το «…πλημμελές αποτέλεσμα μιας

προσωρινά διακοπείσας, υπό την πίεση της απόφασης, συζήτησης…»568

. Κατ’

ακριβολογία οι πλειοψηφικές αποφάσεις συνιστούν ένα τέρμα σε συζητήσεις που έχουν

προσωρινά ολοκληρωθεί. Η διατύπωση αυτή καθιστά καλύτερα κατανοητό ότι οι

ψηφοφορίες δεν προκύπτουν απότομα. Αλλά νομιμοποιούνται, μόνον εφόσον έχει δοθεί

567

Για την προσκόλληση αρκετών διαβουλευτικών θεωρήσεων της δημοκρατικής αρχής σε παρόμοιες

αντιλήψεις, βλ. την ανάλυση της Judith Squires, «Deliberation and decision-making: Discontinuity in the

two-track model», σε M. P. D’Entrèves (επιμ.), Democracy as public deliberation: New perspectives,

Manchester University Press, Manchester 2002, σ. 133-156.

568 Jürgen Habermas, «Η λαϊκή κυριαρχία ως διαδικασία», σε του ίδιου, Το πραγματικό και το ισχύον,

ό.π., σ. 645-676, (658).

επαρκής χώρος και χρόνος στις διαβουλεύσεις, οι οποίες έχουν πλέον διέλθει ορισμένο

κατώφλι ωρίμανσης.

7. Δημοκρατική αρχή και χειραγώγηση

Α. Η συστηματική χειραγώγηση που υφίσταται η διαδικασία συνεπεία

εξουσιαστικών ανταγωνισμών στα συστήματα της έμμεσης αντιπροσωπευτικής

δημοκρατίας, ορθώνει ένα κεφαλαιώδες ζήτημα για τη σύγχρονη πολιτική θεωρία569

. Τα

θεωρήματα παραδοξότητας συγκροτούν όψη μιας ευρύτερης παράδοσης, η οποία

επιχειρεί να αναλύσει τα φαινόμενα χειραγώγησης στο επίπεδο των θεσμικών

διαδικασιών570

. Η μελέτη των εκλογικών συστημάτων και της σχέσης τους με το

κομματικό σύστημα συνιστά κλασική θεματική αυτής της ερευνητικής παράδοσης571

,

που διερωτάται κυρίως σχετικά με τη δυνατότητα συγκεκριμένων πολιτικών δυνάμεων

να εξασφαλίζουν επιθυμητά αποτελέσματα, επικαθορίζοντας εσκεμμένως τις

διαδικασίες.

Χωρίς να υποτιμούμε την προσέγγιση αυτή, προσήκει να επισημάνουμε τη

μονομέρειά της. Η άποψη ότι η χειραγώγηση στα δημοκρατικά συστήματα συνάπτεται

569

Η χειραγώγηση αποτελεί μορφή άσκησης πολιτικής εξουσίας, που μπορεί να οριστεί ως η ικανότητα

του Α να ελέγχει τον Β, επιδρώντας με λανθάνοντα τρόπο στο περιβάλλον επιλογής του και καθιστώντας

με τον τρόπο αυτό πιθανότερη την προτίμησή του υπέρ κάποιων από τις δυνατές εναλλακτικές επιλογές,

Alan Ware, «The concept of manipulation: Its relation to democracy and power», British Journal of

Political Science, τ. 11, 1981, σ. 163-181, ιδίως 179.

570 Για μια λίαν θετική αποτίμηση της δυνατότητας της Κοινωνικής Επιλογής να συμβάλει ανανεωτικά

στην παράδοση αυτή, βλ. Johnny Goldfinger, «The value of Social Choice theory for normative political

theorists», The Good Society, τ. 11, 2002, σ. 32-38.

571 Βλ. Nohlen, Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, ό.π., σ. 62-66.

με τη δυνατότητα των ελίτ να επιδρούν στις δομές και την έμπρακτη λειτουργία των

θεσμών συσκοτίζει το πιο ουσιώδες στοιχείο στην υπόθεση των φαινομένων

χειραγώγησης. Αποσιωπά την προνομιακή δυνατότητα των ελίτ να επιδρούν διαπλαστικά

στις ίδιες τις επιλογές των πολιτών. Όπως έχει ειπωθεί προηγουμένως, τμήμα της

σύγχρονης πολιτικής επιστήμης, διερευνώντας το ζήτημα της κατάστρωσης της

πολιτικής θεματολογίας, έχει προσανατολιστεί ερευνητικά σε αυτήν ακριβώς την

κατεύθυνση. Ωστόσο, η διαφορετική οπτική που προκρίνουμε διαυγάζει καλύτερα το

ζήτημα, καταδεικνύοντας το βαθμό στον οποίο τα φαινόμενα χειραγώγησης

αντικατοπτρίζουν θεμελιακές ασυμμετρίες στις σχέσεις κοινωνικής δύναμης.

Πράγματι στις φιλελεύθερες δημοκρατίες εκδηλώνονται ποικίλες κατ’ είδος και

κατ’ ένταση περιπτώσεις χειραγώγησης. Η συρρίκνωση της δημοκρατικής δημοσιότητας,

για παράδειγμα, αφήνει χώρο στην κυβερνητική και τη διοικητική εξουσία, που

διαθέτουν έναν πελώριο όγκο μυστικής πληροφορίας, ώστε να υποβάλλουν συστηματικά

στην κοινή γνώμη συγκεκριμένες απόψεις σε ζητήματα άσκησης οικονομικής, αλλά και

εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής. Συνάμα, η διάβρωση της δημοκρατικής

δημοσιότητας σε συνθήκες εμπορευματοποίησης του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου

παρέχει πρωτόγνωρες δυνατότητες πολιτικής χειραγώγησης σε όσους ελέγχουν τη

λειτουργία των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης572

.

Οι κομματικές ελίτ από την άλλη πλευρά είναι σε θέση να πείθουν για την

υποτιθέμενη ευρύτερη αποδοχή δυσάρεστων για τον λαό πολιτικών επιλογών, που

τίθενται σε εφαρμογή, αφού πρώτα εκμαιευτεί στιγμιαίως λαϊκή εντολή συνήθως με

572

Στα παραπάνω φαινόμενα κυρίως είναι προσανατολισμένη η μελέτη του Robert Goodin,

Manipulatory politics, Yale University Press, New Haven/London 1980.

βάση γενικόλογες υποσχέσεις573

. Όπου η απόκλιση μεταξύ υποσχέσεων και

εφαρμοζόμενης πολιτικής είναι οφθαλμοφανής, μια συνθηματολογία που αντλεί αφειδώς

από το παραδοσιακό πολιτικό λεξιλόγιο της κατάστασης έκτακτης ανάγκης574

πείθει για

την «αναγκαιότητα» ακόμη και άκρως αντιλαϊκών λύσεων575

. Ιδιαίτερα στον τομέα των

οικονομικής πολιτικής, όλα αυτά βρίσκουν έρεισμα στην ευρύτερη δυνατότητα του

συσσωρευμένου μεγάλου κεφαλαίου να πιέζει ποικιλότροπα το πολιτικό σύστημα.

Διαθέτοντας ένα επίφοβο οπλοστάσιο επιβολής, που ξεκινά από ορισμένο δίκτυο

προπαγάνδας και εκτείνεται μέχρι σε υπονοούμενες απειλές σχετικά με την εξέλιξη της

οικονομίας, έχει αναγορεύσει τις ευνοϊκές συνθήκες επένδυσης και κερδοφορίας του

κεφαλαίου σε αυτονόητη και υπερέχουσα στόχευση κάθε οικονομικής πολιτικής, από

όποιον πολιτικό χώρο κι εάν προέρχεται576

.

573

José Maria Maravall, «Accountability and manipulation», σε A. Przeworski et al. (επιμ.), Democracy,

accountability and representation, Cambridge University Press, Cambridge 1999, σ. 154-196.

574 Για το θέμα, βλ. William Scheuerman, Liberal democracy and the social acceleration of time, John

Hopkins University Press, Baltimore/London 2004, κεφ. 4o.

575 Για τη λειτουργία της συνθηματολογίας του τύπου «φως στο τέλος του τούνελ», βλ. Maravall,

«Accountability and manipulation», ό.π., σ. 182. Έχει μεγάλη σημασία ότι σε τέτοιου είδους ζητήματα

εγκύπτει και η θεώρηση ενός πεπειραμένου πολιτικού, όπως ο Κώστας Σημίτης, Η δημοκρατία σε κρίση,

Πόλις, Αθήνα 2007. Ο ίδιος τονίζει πάντως περισσότερο τη συντηρητική λειτουργία της χειραγωγικής

ισχύος των αντιπροσωπευτικών ελίτ: «Η ελεγχόμενη ανάδειξη θεμάτων, οι αποσιωπήσεις και αναβολές

αμφιλεγόμενων λύσεων προλαμβάνουν κοινωνικές εκρήξεις και θεαματικές στροφές των πολιτών προς

άλλες, ιδίως νέες, κατευθύνσεις. Συντελούν στο να διατηρούνται αναλλοίωτες οι παράμετροι της

πολιτικής αναμέτρησης μεταξύ των κατεστημένων δυνάμεων, παρά τις οικονομικές και κοινωνικές

μεταβολές», (σ. 13-4). Η ανάλυση αυτή μπορεί να ελεγχθεί ως μάλλον στενή, ιδίως εάν ληφθεί υπόψη ο

τρόπος επιβολής της νεοφιλελεύθερης αντιμεταρρύθμισης σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.

576 Οι κάτοχοι του κεφαλαίου είναι σε θέση να επιβάλλουν αυτές τις επιλογές, χωρίς καν να

καταφεύγουν σε χειραγώγηση μέσω «μη αποφάσεων», βλ. Przeworski/M. Wallerstein, «Structural

dependence of the state on capital», ό.π., σ. 12-29.

Σε ακόμη βαθύτερο επίπεδο, ο James Bohman έχει δείξει επίμονα577

ότι οι

δυνατότητες χειραγώγησης ριζώνουν πρωτίστως στους ίδιους τους όρους διεξαγωγής της

πολιτικής επικοινωνίας στις φιλελεύθερες δημοκρατίες. Στην παράδοση της μαρξιστικής

κριτικής των ιδεολογιών578

, εστιάζει στο θέμα πώς διαδεδομένες στις σύγχρονες

κοινωνίες παραστάσεις και προαντιλήψεις επικαθορίζουν αδιόρατα, αλλά καθοριστικά,

το ρυθμιστικό βεληνεκές κάθε δημοκρατικής διαδικασίας συζήτησης και απόφασης. Οι

παραστάσεις αυτές, όπως π.χ. η τεχνοκρατική ιδεολογία, όχι μόνο προκαλούν, αλλά

επιπλέον οι ίδιες αντανακλούν μορφές παραμόρφωσης της ισότητας στον θεσμικό και

κοινωνικό γονότυπο των συστημάτων της αντιπροσωπευτική δημοκρατίας. Υπ’ αυτές τις

συνθήκες, οι διαβουλεύσεις προοιωνίζονται συχνά χειραγωγημένες, σχεδόν προτού καν

να ξεκινήσουν και οι συναινέσεις στις οποίες καταλήγουν είναι συστηματικά

πεποιημένες και δημοκρατικά διαβλητές579

.

Β. Η συζήτηση στη θεωρία των ευρωπαϊκών θεσμών σχετικά με την ισχύ της

Ευρωπαϊκής Επιτροπής ως «θεματολόγου» της Ε.Ε. είναι πολύ διαφωτιστική σχετικά με

την έκλειψη του ζητήματος της χειραγώγησης από μια διαδικαστική του πρόσληψη.

Άλλη μια φορά καταφαίνεται ότι τα καθηλωμένα στα ευρήματα των θεωριών

παραδοξότητας υποδείγματα αδυνατούν να ανιχνεύσουν τις δομικές αιτίες των

φαινομένων χειραγώγησης.

577

James Bohman, «Communication, ideology and democratic theory», American Political Science Review,

τ. 84, 1990, σ. 94-109 και του ίδιου, «Distorted communication: Formal pragmatics as critical theory», σε

Lewis Edwin Hahn (επιμ.), Perspectives on Habermas, Open Court, Chicago 2000, σ. 3-20.

578 Στο θέμα αυτό η συνεισφορά της ανάλυσης του Marcuse για τη μονοδιάστατη κοινωνία στάθηκε

πρωτοπόρα στη μεταπολεμική σκέψη, Herbert Marcuse, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Μ. Λυκούδης

(μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1971, [1964].

579 Allan Gross, «Systematically distorted communication: An impediment to social and political change»,

Informal Logic, τ. 30, 2010, σ. 335-360.

Σύμφωνα με τα πορίσματα ευρύτερα αποδεκτής μελέτης, που ρητά ομολογεί την

επιρροή της από την Κοινωνική Επιλογή580

, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δεσμεύεται από

δεδομένες επιλογές των κυβερνήσεων των κρατών-μελών, επιδρώντας στη διαδικασία

σύνθεσής τους. Γενικά η ισχύς της εντοπίζεται στη αρμοδιότητα καθορισμού του τρόπου

και της τάξης με την οποία θα τεθούν τα ζητήματα σε ψηφοφορία. Έτσι, η επίδραση της

Επιτροπής στη θεματολογία πρέπει πρωτίστως να αποδοθεί στη δυνατότητά της να

καθοδηγεί τις διαπραγματεύσεις στο συγκεκριμένο σημείο, που η ίδια προτιμά. Το

σημείο τούτο κατά κανόνα εμπίπτει εντός του ευρύτερου χώρου της δυνατής συμφωνίας,

όπως οριοθετείται από την κατανομή των προτιμήσεων των μελών σχετικά με το status

quo ή τις προτεινόμενες πολιτικές επιλογές κι από τον ισχύοντα κανόνα απόφασης στο

Συμβούλιο Υπουργών. Η ουσιαστική δυνατότητα επιρροής της Επιτροπής διατηρείται

ακόμη κι όταν ο κανόνας απόφασης στο Συμβούλιο είναι η ομοφωνία.

Το φαινόμενο αυτό, κατά τη διαδικαστική προσέγγιση, μπορεί να εξηγηθεί από

την τοποθέτηση της Επιτροπής στο «κέντρο» του θεσμικού οικοδομήματος της Ένωσης

και από τη φύση της ως καθοδηγητικού υπερεθνικού θεσμού. Ως τέτοιο κέντρο, η

Επιτροπή είναι σε θέση να ευνοείται από τις ασυμμετρίες στη διάχυση της πληροφορίας

σχετικά με τις προτιμήσεις των εταίρων και των υπόλοιπων παραγόντων της διαδικασίας

συναπόφασης.

Ωστόσο, η ανωτέρω προσέγγιση χάνει από το οπτικό της πεδίο τις διαστάσεις ή

την αιτία του φαινομένου. Είναι ανήμπορη ή απρόθυμη να το εντάξει στο ευρύτερο

πλαίσιο του ζητήματος της δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αδυνατεί να συλλάβει

ότι «…το περιθώριο [της Επιτροπής] για ελιγμούς καθόλου δεν περιορίζεται στη σκιά

580

Mark Polack, «Delegation, agency and agenda setting in the European Community», International

Organization, τ. 51, (1997), σ. 99-134.

της πλειοψηφικής διαδικασίας [στο Συμβούλιο]»581

. Η ισχύς της ως «θεματολόγου» της

Ευρώπης δεν είναι πρωτίστως ζήτημα κανόνων παραγωγής της ημερήσιας διάταξης.

Απεναντίας, συνδέεται με τη δυνατότητά της να πείθει τους παράγοντες της

συναπόφασης στην ουσία της, προσφέροντας τις νομοθετικές της προτάσεις

περιτυλιγμένες με τεχνοκρατικά επιχειρήματα, των οποίων φυσικά θεωρείται ο πιο

αυθεντικός εκφραστής582

. Συνεπώς, η Επιτροπή δεν διαχειρίζεται απλώς ένα φάσμα

δεδομένων επιλογών των κρατών. Αλλά επιδρά καθοριστικά στον ίδιο τον σχηματισμό

τους, δείγμα της συστηματικής παραμόρφωσης που υφίστανται οι εντός της Ένωσης

διαδικασίες απόφασης από την πλήρη κυριαρχία της τεχνοκρατικής ιδεολογίας και της

«εκτελεστικής» εξουσίας στους κόλπους της Ε.Ε.583

.

Η παραπάνω περίπτωση είναι φυσικά απολύτως ενδεικτική. Το βέβαιο είναι ότι η

χειραγωγική ισχύς των λίγων στις σύγχρονες δημοκρατίες δεν είναι δυνατό να αποδοθεί

συνολικά, αλλά ούτε καν κυρίως, στη διαχείριση των διαδικασιών. Συνίσταται μάλλον

στη συντριπτική δυνατότητα να επιδρούν συνολικά στο ίδιο το σύστημα πίστης των

κυβερνώμενων και αυτό αντικατοπτρίζεται στην πολιτική και οικονομική ουσία των

αποφάσεων που λαμβάνονται προς όφελος των κοινωνικοπολιτικά ισχυρών.

Εάν λοιπόν, σε αντίθεση με ό,τι διατείνεται η θεώρηση της Κοινωνικής Επιλογής,

αξίζει να γίνεται λόγος για δημοκρατική βούληση του λαού, τότε το ζήτημα της

581

Christian Joerges/Jürgen Neyer, «From intergovernmental bargaining to deliberative political

processes: The constitutionalisation of comitology», European Law Journal, τ. 3, 1997, σ. 273-302, (279).

582 Αυτή ακριβώς η τεχνοκρατική αντίληψη δίνει τη δυνατότητα στην Επιτροπή να επικαλείται επιλεκτικά

«…την αυθεντία και αμεροληψία των επιστημονικά θεμελιωμένων επιχειρημάτων, όταν είναι αναγκαίο

να ξεπεράσει πιθανές πολιτικές αντιδράσεις», στο ίδιο, σ. 281.

583 Για μια σύλληψη του ελλείμματος δημοκρατίας από τη σκοπιά αυτή, βλ. για παράδειγμα, Paul

Marquardt, «Deficit reduction: Democracy, technocracy and constitutionalism in the European Union»,

Duke Journal of Comparative and International Law, τ. 4, 1994, σ. 265-289.

σύνθεσης του πολιτικού σώματος, καθώς και του δικαιώματος συμμετοχής σε αυτό,

αποκτούν ιδιαίτερη πολιτική αξία.

Μέρος Τρίτο

Το υποκείμενο της πλειοψηφικής διαδικασίας:

Λαός και δημοκρατική νομιμοποίηση

Εισαγωγή Τρίτου Μέρους

Συνιστά κοινό τόπο στη θεωρία της δημοκρατίας, ότι η πλειοψηφική διαδικασία

δεν αποτελεί μια «αυτονόητα και απεριόριστα εφαρμόσιμη αρχή άσκησης της

εξουσίας»584

. Η νομιμοποιητική της ενέργεια αναπτύσσεται αντίθετα μόνο στα πλαίσια

μιας νομικά ρυθμισμένης διεργασίας αποφάσεων, κάτι που προαπαιτεί ακριβή

προσδιορισμό του κύκλου των συμμετεχόντων585

. Με δεδομένη στο δημοκρατικό

πολίτευμα τη σύνδεση των πλειοψηφικών αποφάσεων με τη λαϊκή κυριαρχία,

υποκείμενο της πλειοψηφικής απόφασης δεν μπορεί να είναι άλλο από τον λαό. Ο λαός

περιλαμβάνει το σύνολο των προσώπων που πρέπει να διαθέτουν δικαίωμα ίσης και

ελεύθερης συμμετοχής στη διαδικασία, ούτως ώστε αυτή να λειτουργεί ως έδρα

διαμόρφωσης εξουσιαστικής βούλησης δημοκρατικά δεσμευτικής.

Η συγκρότηση αυτού του συλλογικού σώματος στάθηκε πρωταρχικό ζήτημα της

σύγχρονης δημοκρατικής θεωρίας. Η νεωτερική δημοκρατία ξεπρόβαλε μέσα από την

κατάρρευση της ιεραρχικής πολιτικής τάξης των φεουδαρχικών κοινωνιών, ως διάβημα

οικοδόμησης μιας νέας, οριζόντιας πολιτικής δομής. Συμπυκνωμένο στο τρίπτυχο

«ελευθερία, ισότητα, αδελφοσύνη», το κύριο αίτημα του κινήματος του Διαφωτισμού

ήταν η απελευθέρωση από τα δεσμά του φεουδαρχικού κόσμου, η κατάργηση των

προνομίων και η αντικατάσταση της αφοσίωσης στην «πατρική» εξουσία του βασιλιά

από μια μορφή αλληλεγγύης μεταξύ ίσων πολιτών. Στο φεουδαλικό σύστημα, η κοινωνία 584

Horst Dreier, «Das Majoritätsprinzip im demokratischen Verfassungsstaat», Zeitschrift für Politik, 1986,

τ. 17, σ. 94-118, (110).

585 Hasso Hofman/Horst Dreier, «Repräsentation, Mehrheitsprinzip und Minderheitenschutz», σε H.P.

Schneider/W. Zeh (επιμ.), Parlamentsrecht und Parlamentspraxis in der Bundesrepublik Deutschland: Ein

Handbuch, Walter de Gruyter, Berlin 1989, σ. 165-197, (190).

συνεχόταν από προσωπικές εξουσιαστικές σχέσεις πίστης, που καθιστούσαν τις επαφές

μεταξύ προσώπων πιο σημαντικές από τη συνύπαρξη σε συγκεκριμένο τόπο. Τα όρια των

εξουσιαστικών μορφωμάτων ήταν ρευστά και μπορούσαν να μεταβληθούν π.χ. μέσω

ενός βασιλικού γάμου586

. Το σύγχρονο κράτος αντίθετα προϋποθέτει σταθερά

προσδιορισμένη επικράτεια και πληθυσμό, επί του οποίου να είναι δυνατή η άσκηση

κυριαρχίας.

Οι αντίπαλοι της αυτοκυβέρνησης ήγειραν εξαρχής σοβαρές αντιρρήσεις ως προς

τη δυνατότητα του λαού ως συλλογικού υποκειμένου να συγκροτηθεί σε ενότητα, ώστε

να παράγει πολιτική βούληση, ικανή να παρέχει νομιμοποίηση στην ασκούμενη εξουσία.

Έτσι, για τον μοναρχικό Robert Filmer, «ο λαός, για να μιλήσουμε ειλικρινά και ορθά,

είναι κάτι σε συνεχή κίνηση και μεταβολή. Ούτε λεπτό δεν είναι ο ίδιος. Αποτελείται από

ανομοιόμορφα μέρη, όπου διάφοροι συνεχώς φθίνουν και χάνονται, ενώ άλλοι, νέοι

έρχονται στη θέση εκείνων»587

. Η φιλελεύθερη σκέψη απέκρουσε την παραπάνω κριτική

λαμβάνοντάς την πάντως σοβαρά υπόψη. Διόλου τυχαία, η ιδέα ότι, «προκειμένου να

υπάρξει συλλογική θέληση, η ενότητα είναι αναγκαία»588

, αποδείχθηκε ακρογωνιαία στη

θεωρία της δημοκρατίας.

Καθώς οι νεωτερικοί θεσμοί του κράτους-έθνους αντικατέστησαν τους

μεσαιωνικούς, η εθνική ενότητα αναδύθηκε ως κοινωνικός δεσμός ικανός να συνδέσει

586

Benedict Anderson, Φαντασιακές κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του

εθνικισμού, Π. Χαντζαρούλα (μετ.), Νεφέλη, Αθήνα 1997, [1983], σ. 42-45.

587 Robert Filmer, «Observations upon Aristotle’s Politiques», London 1652, παρατίθεται σε Simone

Chambers, «Democracy, popular sovereignty, and constitutional legitimacy», Constellations, τ. 11, 2004,

σ. 153-173, (154).

588 Lord Acton, «Nationality», σε G. Balakrishnan (επιμ.), Mapping the nation, Verso, London 1996, [1862],

σ. 17-38, (29).

ανθρώπους «αγνώστους» μεταξύ τους, δηλαδή υποκείμενα χωρίς άμεση κοινωνική

επαφή ανάμεσά τους. Συνακόλουθα, στην εξέλιξη των φιλελεύθερων συστημάτων,

βασικές κατηγορίες της δημοκρατικής πολιτικής, όπως ο λαός, η ιδιότητα του πολίτη, η

κυριαρχία και ο δημόσιος χώρος, επικαθορίστηκαν άμεσα ή έμμεσα από το θεσμικό

πλαίσιο της επικράτειας κι από την υπόθεση ενός κοινωνικά ομοιογενούς πολιτικού

σώματος με μέλη τυπικώς ισότιμα.

Στην ύστερη νεωτερικότητα, το φαινόμενο της παγκοσμιοποίησης δείχνει να

επιφέρει ριζικές μεταβολές στην «κοινωνική βάση» του δημοκρατικού συστήματος589

.

Στην πέραν της Ειρήνης της Βεστφαλίας εποχή590

, οι κοινωνικοοικονομικές σχέσεις και

η ρύθμισή τους υπερφαλαγγίζουν τα θεσμικά όρια του κράτους-έθνους, ενώ,

ταυτόχρονα, μια άνευ προηγουμένου κινητοποίηση στη μετακίνηση πληθυσμών καθιστά

τις πολιτικές κοινότητες όλο και πιο ανομοιογενείς. Στις συνθήκες αυτές, νέα αιτήματα

εκδημοκρατισμού εισέρχονται στην ημερήσια διάταξη των δημοκρατικών θεσμών. Οι

μετανάστες διαρκείας αξιώνουν ισότιμη ένταξη στα πολιτικά σώματα, ενώ κοινωνικά

κινήματα ζητούν διεύρυνση και εκδημοκρατισμό του υπερεθνικού συστήματος

διοίκησης. Συνάμα, οι παραδοσιακές κατηγορίες, μέσω των οποίων προσδιορίζονταν το

υποκείμενο και η φύση της λαϊκής κυριαρχίας, αποδεικνύονται ανεπαρκείς ή, για

κάποιους, ακόμη και παρωχημένες.

589

Μια κριτική προσέγγιση αυτού του «μεθοδολογικού εθνικισμού» στη σύγχρονη κοινωνική και

πολιτική επιχειρεί ο Ulrich Beck, Τι είναι παγκοσμιοποίηση: Λανθασμένες απαντήσεις και αντιλήψεις, Γ.

Παυλόπουλος (μετ.), Καστανιώτης, Αθήνα 2000, [1997], σ. 94-101.

590 Με τον όρο «βεστφαλιανός» αποδίδεται γενικά μια κοσμοεικόνα που χαρτογραφεί την παγκόσμια

κοινωνία ως σύστημα επιμερισμένο σε πλήθος αυτόνομων εξουσιαστικών κρατικών οντοτήτων. Για τις

ποικίλες χρήσεις του όρου βλ. Richard Falk, «Revisiting Westphalia, discovering Post-Westphalia», Journal

of Ethics, τ. 6, 2002, σ. 311-352.

Στα κεφάλαια του μέρους που ακολουθεί, θα θίξουμε κριτικά τη θεωρητική

σύνδεση της δημοκρατικής νομιμοποίησης με την ιδέα ενός κλειστού συλλογικού

υποκειμένου κυριαρχίας. Στην κατεύθυνση αυτή θα επανεξεταστούν ορισμένα βασικά

στοιχεία της φιλοσοφίας και των θεσμών της ιδιότητας του πολίτη (κεφ. 1). Ταυτόχρονα,

θα ερευνηθεί η συσχέτιση ανάμεσα στην αρχή της πλειοψηφίας και την κοινωνική

ομοιογένεια, με έμφαση στη διαμάχη μεταξύ οπαδών του σύγχρονου δημοκρατικού

εθνικισμού και όσων πιστεύουν στη δυνατότητα μιας μεταεθνικής δημοκρατικής

ταυτότητας συνταγματικού πατριωτισμού (κεφ. 2).

Στα πλαίσια μιας κανονιστικής προσέγγισης, θα διατυπώσουμε κατ’ αρχάς

αξιολογικά κριτήρια αναφορικά με την αξίωση των υποκειμένων για συμμετοχή στις

διαδικασίες δημοκρατικού αυτοκαθορισμού (κεφ. 3). Αυτή η κανονιστική προεργασία θα

επιτρέψει κατόπιν συζήτηση της εδαφικής διάστασης στη συμπερίληψη των

ενδιαφερομένων στις πλειοψηφικές διαδικασίες, όπως αυτή προβάλλει ενόψει της

παγκοσμιοποίησης των κοινωνιών. Η ανάλυση θα επεκταθεί ακολούθως και στα

προβλήματα νομιμοποίησης των πλειοψηφικών διαδικασιών λόγω της διαχρονικής

φύσης του λαϊκού υποκειμένου, με επίκεντρο τους περιορισμούς υπέρ των μελλοντικών

γενεών, τους οποίους υπαγορεύει η αρχή της συλλογικής αυτονομίας, σε σχέση με τη

λήψη μη αναστρέψιμων αποφάσεων (κεφ. 4).

Κεφάλαιο πρώτο

Λαός και ιδιότητα του πολίτη

1. Η πολυδιάστατη κατηγορία «λαός» στη συνταγματική θεωρία

Ο όρος «λαός» χρησιμοποιήθηκε με ποικίλα νοήματα στην ιστορία της πολιτικής

δημοκρατίας. Η πιο κλασική χρήση του όρου παραπέμπει σε ένα ιδιαίτερο συλλογικό

υποκείμενο, που καταλαμβάνει το σύνολο της κοινωνίας, ενοποιημένο σε πολιτικό σώμα.

Στα απολυταρχικά πολιτικά συστήματα, ο μονάρχης επιτελούσε τη λειτουργία

κέντρου της κοινωνίας. Καθώς το θεμέλιο της εξουσίας του ήταν εξ υποθέσεως ιερό, η

φυσική του παρουσία προσέδιδε στην εξουσία συγκεκριμένη υλική υπόσταση. Μέσω της

κατασκευής αυτής προσδιορίζονταν οι έσχατοι σκοποί του εξουσιαστικού μηχανισμού

και παρεχόταν νομιμοποίηση στα πρόσωπα που ο μονάρχης τοποθετούσε σε

συγκεκριμένα δημόσια αξιώματα591

. Στη φάση εκείνη η κοινωνία δεν είχε εξισωτικά

χαρακτηριστικά, «…αποτελείτο από προπολιτικές κοινότητες, που μετατρέπονταν σε

σώμα υπό τον μονάρχη. Η ενότητα δεν πήγαζε από το έθνος, αλλά επιβαλλόταν άνωθεν

και διετηρείτο στο πρόσωπο του κυρίαρχου»592

.

Κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων αυτή η υπερφυσικά επικυρωμένη,

αγκιστρωμένη σε οργανικό σύνολο, κυριαρχία μεταλλάσσεται. Ο λαός δεν διαθέτει

συγκεκριμένο, απτό ή ορατό σώμα. Αποτελείται από πλειάδα πολιτικά ίσων

591

Claude Lefort, Democracy and political theory, D. Macey (μετ.), University of Minnesota Press,

Minneapolis 1988, σ. 15-16.

592 Urbinati, Representative democracy, ό.π., σ. 67.

υποκειμένων, με διαφορετικά συμφέροντα και γνώμες. Αφότου η πολιτική νομιμοποίηση

εδράζεται σε κοσμικά θεμέλια, το λαϊκό υποκείμενο δείχνει εκ πρώτης όψεως αβέβαιο

και θολό. Το ακέφαλο πολιτικό σώμα κατακερματίζεται και η όποια συνοχή του

διατρέχεται από ανταγωνισμούς για πολιτική κατίσχυση και διαμόρφωση των θεσμών593

.

Παρά ταύτα η ενοποιητική δύναμη των διαδικασιών αυτών ανάγεται στην αναγνώριση

των πολιτών ως ίσων και ελεύθερων από την ιδρυτική πράξη σύνταξης της πολιτείας, της

οποίας το περιεχόμενο ανανεώνεται υπό την συνεχή επίδραση της συγκρουσιακής

επικοινωνίας των υποκειμένων εντός του αγωνιστικού δημοκρατικού χώρου594

.

Στη συνταγματική θεωρία η έννοια του λαού παρουσιάζει ποικίλες διαστάσεις. Η

πολυδιάστατη φύση της μπορεί να κατανοηθεί μόνο σε αναφορά με το ζητούμενο του

δημοκρατικού κράτους δικαίου για νομιμοποίηση. Από την οπτική της επικοινωνιακής

σύλληψης της δημοκρατίας είναι επάναγκες να διακριθεί η συμμετοχική/λαϊκή από τη

διαλογική νομιμοποίηση. Η πρώτη από αυτές άπτεται της ενεργού συμμετοχής του λαού

στις θεσμικές διαδικασίες λήψης απόφασης, ενώ η δεύτερη μπορεί να αναλυθεί

περαιτέρω σε δύο στοιχεία. Η διαλογική νομιμοποίηση αφενός αναφέρεται στην

επιστημική ποιότητα των λαμβανόμενων αποφάσεων, στη σχέση τους δηλαδή με το

κοινό καλό και την τήρηση των δημοκρατικών αρχών, οπότε θα μπορούσε να αποκλειθεί

κανονιστική διαλογική νομιμοποίηση595

. Αφετέρου αφορά και στην ποιότητα των

διαβουλευτικών διαδικασιών, τη συμπεριληπτικότητά τους, καθώς και το βαθμό

593

Ulrich Rödel et al., Die demokratische Frage, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1989, σ. 108.

594 Στο ίδιο, σ. 59.

595 Richard Fallon, «Legitimacy and the Constitution», Harvard Law Review, τ. 118, 2005, σ. 1787-1853,

(1792).

διάνοιξής τους στην πολυφωνία των κοινωνικών συμφερόντων, τη διάσταση δηλαδή που

μπορεί να αποδοθεί ως διαδικαστική διαλογική νομιμοποίηση596

.

Υπό το πρίσμα των ανωτέρω διακρίσεων ο λαός, με τη στενή έννοια, συνιστά το

υποκείμενο της πολιτικής συμμετοχής, συγκροτώντας ένα «θεσμικά ενεργό

υποκείμενο»597

. Επέχει θέση κορυφαίου οργάνου της συντεταγμένης πολιτείας,

συγκαταλέγοντας όλους όσοι διαθέτουν δικαίωμα ψήφου στις εκλογικές ή

δημοψηφισματικές διαδικασίες598

. Υπό ευρεία έννοια, ο λαός αποτελεί και το υποκείμενο

της δημοκρατικής δικαιοσύνης, καθώς οι λαμβανόμενες αποφάσεις πρέπει να υπηρετούν

τα (καλώς εννοούμενα) συμφέροντά του. Η διάσταση αυτή αναδεικνύει το λαϊκό

υποκείμενο σε συμβολική, αφαιρετική οντότητα, ως κεντρικό σημείο αναφοράς για τον

προσδιορισμό του κοινού καλού στις δημοκρατικές διαβουλεύσεις. Θεσμικά ο λαός

συναποτελείται τυπικά από όλα τα υποκείμενα που διαθέτουν ιδιότητα του πολίτη,

ανεξάρτητα από την έμπρακτη συμμετοχή τους στο εκλογικό σώμα599

.

Οι θεσμικές διαδικασίες λαϊκής συμμετοχής, καθώς και η ουσιαστική ποιότητα

των αποφάσεων μπορούν να αναπτύξουν τη νομιμοποιητική τους επενέργεια μόνο στο

πλαίσιο μιας πολιτείας θεμελιωμένης σε λαϊκή κυριαρχία. Η δυνατότητα δημοκρατικής

θεμελίωσης αποκαλύπτει μια βαθύτερη πτυχή του λαού, ως υποκειμένου που

596

Για μια ανάλυση των όρων νομιμοποίησης από την πλευρά του διαβουλευτικού υποδείγματος

δημοκρατίας βλ. John Parkinson, Deliberating in the real world: Problems of legitimacy in deliberative

democracy, Oxford University Press, Oxford/New York 2006, κεφ. 2ο και James Bohman, Democracy

across borders: From dêmos to dêmoi, MIT Press, Cambridge Mass./London 2007, σ. 138-140.

597 Friedrich Müller, Wer ist das Volk? Duncker & Humblot, Berlin 1997, σ. 22.

598 Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό δίκαιο, Τόμος Β΄, Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1992, σ. 60.

599 Στο ίδιο, σ. 61 και Müller, Wer ist das Volk?, ό.π., σ. 29.

«προηγείται του Συντάγματος, το οποίο και υπερβαίνει»600

. Ήδη στη θεωρία του

δικαιώματος αντίστασης, ο λαός κατανοήθηκε ως δημοκρατική εφεδρεία601

, δυνάμενη να

ενεργοποιηθεί ανά πάσα στιγμή για την προστασία της συνταγματικής τάξης από

επιβουλές ή από χονδροειδείς παραβιάσεις των θεμελιακών της αρχών. Τα στοιχεία αυτά

παραμένουν ζωτικά και στη σύγχρονη θεωρία του δικαιώματος αντίστασης. «Ο

συντακτικός νομοθέτης», παρατηρεί ο Αντώνης Μανιτάκης, «εμπιστεύτηκε την

υπεράσπιση του [πολιτεύματος] στο λαό συνολικά, ως ολότητα…», ενώ η «προστασία

του [Συντάγματος] επαφίεται, ως θεμελιώδης συνταγματική αξία, στην πατριωτική

συνείδηση των πολιτών και εξαρτάται κυρίως από τη δημοκρατική τους εγρήγορση»602

.

Δεν θα ήταν ίσως υπερβολή ο ισχυρισμός, ότι στα θεμέλιά της η συνταγματική

θεωρία στις Η.Π.Α. μετά την Επανάσταση μπορεί να κατοπτευθεί ως συστηματική

ανάπτυξη της διδασκαλίας του σύγχρονου δικαιώματος αντίστασης. Σε αντίστιξη με την

Ένδοξη Επανάσταση, όπου θεωρήθηκε δεδομένη η αρμοδιότητα του Κοινοβουλίου να

εκπροσωπεί αυθεντικά τον λαό για κάθε πρακτικά σημαίνοντα σκοπό603

, οι Αμερικανοί

600

Schmitt, Verfassungslehre, ό.π., σ. 238.

601 Margaret Canovan, The people, Polity Press, Cambridge 2005, σ. 16-19. Για το δικαίωμα αντίστασης

στη θεολογική σκέψη βλ. Quentin Skinner, Τα θεμέλια της νεότερη πολιτικής σκέψης, Μ. Σαρηγιάννης

(μετ.), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2005, [1977], σ. 627-676.

602 Αντώνης Μανιτάκης, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο: Τόμος Ι, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2004, σ.

480 και 470 αντίστοιχα. Πρβλ. «οι πράξεις ανυποταξίας υποστασιοποιούν το λαό ως δρών υποκείμενο

της εν γένει πολιτικής διαδικασίας», Ξενοφών Γιαταγάνας, Δικαίωμα αντίστασης και πολιτική ανυπακοή:

Νομιμοποίηση κατά νομιμότητας, Κριτική, Αθήνα 2010, σ. 268.

603 Edmund Morgan, Inventing the people, ό.π., σ. 112-113. Σχετικά με την κριτική των Ισοπεδωτών

(Levelers) στο δόγμα, καθώς και την επιρροή τους στην αμερικανική αντίληψη για την λαϊκή κυριαρχία

βλ. Martin Loughlin, «Constituent power subverted: From English constitutional argument to British

constitutional practice», σε M. Loughlin/N. Walker (επιμ.), The paradox of constitutionalism: Constituent

power and constitutional form, Oxford University Press, New York 2007, σ. 27-48.

διεκδίκησαν με τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας τη δυνατότητά τους να ασκήσουν

κυριαρχία έναντι του δεσποτικού Στέμματος. Πριν ακόμη υιοθετηθεί το Ομοσπονδιακό

Σύνταγμα, το ήδη κινητοποιημένο υποκείμενο του λαού άσκησε κιόλας πανηγυρικά

συντακτική εξουσία, εγκαθιστώντας αντιπροσωπευτικές θεσμικές διευθετήσεις σε

πολιτειακό επίπεδο604

.

Τόσο η επανάσταση όσο και η συντακτική διαδικασία που επακολούθησε

στηρίχθηκαν στην επιτελεστική υπόθεση, ότι υφίσταται κάποιο λαϊκό υποκείμενο ικανό

να δρα συλλογικά605

. Οι εξελίξεις αυτές κατέστησαν εφικτή μια σύλληψη του λαού στη

συνταγματική θεωρία ως οντότητα διακριτή από το κράτος, «…που διαθέτει μια δική της

ιδεατή υποκειμενικότητα, χάρη στην οποία μπορεί να δρα αυτόνομα και να

αντιμετωπίζεται ξεχωριστά και σε αντιπαράθεση με την κρατική εξουσία, ως η ενεργός

δύναμη και η χειροπιαστή νομιμοποίηση του κράτους»606

.

Παρεκτός όμως από δημιουργός και θεματοφύλακας της συνταγματικής τάξης, ο

κινητοποιημένος λαός λειτουργεί και ως «παραπληρωματική» δύναμη των

αντιπροσωπευτικών θεσμών. Στη συνταγματική θεωρία, ο Carl Schmitt υπογράμμισε

μετ’ επιτάσεως τη σχέση του λαού με το δημόσιο χώρο. «Ο λαός», υποστήριζε, «είναι

μια σύλληψη που αποκαλύπτεται μόνο στη δημόσια σφαίρα. Ο λαός εμφανίζεται μόνο

604

Morgan, Inventing the people, ό.π., σ. 122.

605 Στο ίδιο, σ. 267. «Η βάση του πολιτεύματός μας», διακήρυττε ο George Washington, «είναι το

δικαίωμα του λαού να δημιουργεί και να μεταβάλλει το σύνταγμα του κράτους». Παρατίθεται στο Randy

Barnett, Restoring the lost constitution: The presumption of liberty, Princeton University Press,

Princeton/Oxford 2004, σ. 13.

606 Μανιτάκης, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, ό.π., σ. 193.

στη δημοσιότητα και είναι αυτός που το πρώτον τη δημιουργεί γενικά. Ο λαός και η

δημόσια σφαίρα συνυπάρχουν…»607

.

Πιο πρόσφατα, η διαλογική σύλληψη της δημοκρατικής αρχής πάσχισε να

αναδείξει τη νομιμοποιητική επενέργεια της κινητοποίησης των πολιτών στην πλατιά

σφαίρα της δημοσιότητας. Οι συνταγματικές διαδικασίες σχηματισμού της πολιτικής

βούλησης πράγματι διευρύνουν τη δημοκρατική τους βάση, όταν μια κριτική γνώμη

αναδύεται μέσα από δίκτυα ελεύθερης επικοινωνίας. Αρκεί η γνώμη αυτή να επιδρά ή

καλύτερα να εισχωρεί μέσω των διαδικασιών συμμετοχής στο πολιτικό σύστημα και να

εμπλουτίζει την ημερήσια διάταξη των θεσμών, αναθεωρώντας ειλημμένες αποφάσεις

και προδεδομένες δομές608

.

Είναι λοιπόν φανερό ότι στο δημοκρατικό πολίτευμα ο λαός συνιστά ταυτοχρόνως

το υποκείμενο της συμμετοχής, της δικαιοσύνης και του διαλόγου, υπηρετώντας τις

πρισματικές ανάγκες της δημοκρατικής πολιτείας για πολιτική νομιμοποίηση. Αυτή

ακριβώς η πρωτεύουσα λειτουργία του ωθεί τη συνταγματική θεωρία να τον αναγορεύει

σε «έσχατη και συνάμα καθολική βαθμίδα καταλογισμού της δημοκρατικής

νομιμοποίησης»609

. Σε αυτό το θεωρητικό σχήμα, η δημοκρατική φύση της εξουσίας

συνίσταται αποκλειστικά στο ότι εκπηγάζει από το λαό και ασκείται υπέρ αυτού.

Μολαταύτα, η μονόπλευρη έμφαση στη νομιμοποιητική δύναμη του λαϊκού

υποκειμένου παρορά και κατ’ επέκταση απωθεί από τη συντεταγμένη πολιτεία το ζήτημα

607

«Κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και δημόσιων εορτών», υποστήριζε, «στα θέατρα, στους αθλητικούς

στίβους και τα στάδια, αυτός ο λαός που βοά είναι παρών και, τουλάχιστον δυνητικά, αποτελεί πολιτική

οντότητα», Schmitt, Verfassungslehre, ό.π., σ. 243.

608 Habermas, Το πραγματικό και το ισχύον, ό.π., κεφ. 8.

609 F. Müller, Wer ist das Volk?, ό.π., σ. 27-28.

της νομιμοποίησης του ίδιου του λαού610

. Συγκεκριμένες αρχές σχετικά με τις

δημοκρατικές προϋποθέσεις για συγκρότηση του συλλογικού δημοκρατικού υποκειμένου

δεν διατυπώνονται στη θεωρία. Ο λαός εκλαμβάνεται ως κάτι απροσδιόριστα δεδομένο,

ενώ τα κανονιστικά θεμέλια της πολιτικής του σύστασης αναζητούνται στις επιλογές της

συντακτικής εξουσίας611

. Η επικράτηση αυτής της μεθοδολογικής επιλογής στη

σύγχρονη δημοκρατική θεωρία δεν είναι τυχαία. Συνάδει με την ευρύτερη τάση ο λαός

να κατανοείται ως προπολιτική κατασκευή, της οποίας η συγκρότηση ανήκει στην

«προϊστορία» του δημοκρατικού συστήματος612

.

2. Η πολυσημία της κατηγορίας «λαός» στην πολιτική

Στους πολιτικούς αγώνες από την άλλη πλευρά, ο προσδιορισμός του

υποκειμένου της κυριαρχίας στάθηκε πάντοτε ζήτημα τριβής. Ήδη στην επαναστατική

γαλλική συνέλευση, που καταγωγικά θεωρείται ως η κοιτίδα της εθνικής κυριαρχίας,

επήλθε διχοστασία σχετικά με το υποκείμενο της δημοκρατικής εξουσίας. Με

επικεφαλής τον Robespierre, οι Ιακωβίνοι επέμειναν στην απόδοση της κυριαρχίας στην

ανθρωπότητα, αντί του λαού ή του έθνους. Στο κείμενο Συντάγματος που πρότεινε ο

ομοϊδεάτης τους Saint-Juste, αυτή η ρήτρα κυριαρχίας εξειδικεύτηκε με σαφείς νομικές

610

Sofia Näsström, «The legitimacy of the people», Political Theory, 2009, τ. 24, σ. 624-658.

611 Είναι χαρακτηριστική για τις αναφορές της στη «θέληση του συντακτικού νομοθέτη» η συζήτηση

σχετικά με την εθνική ή μη φύση του υποκειμένου της δημοκρατικής εξουσίας στην ελληνική θεωρία. Βλ.

Δ. Τσάτσος, Συνταγματικό δίκαιο, ό.π., σ. 58-63 και Γιώργος Κασιμάτης, Συνταγματικό δίκαιο ΙΙ: Οι

λειτουργίες του κράτους, Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1980, σ. 88-93.

612 Robert Dahl, After the revolution? Authority in a good society, Yale University Press, New Haven 1990,

σ. 60-61.

συνέπειες, όπως το καθήκον της Πολιτείας να υποδέχεται και να παρέχει άσυλο σε

οποιονδήποτε το ζητά ή η απόλυτη απαγόρευση της επιθετικής χρήσης βίας στις διεθνείς

σχέσεις613

.

Αλλά και μετά τη σταδιακή επικράτηση του όρου «λαός», η έννοια παρέμεινε

ανοιχτή σε αποκλίνουσες αποχρώσεις. Τα λαϊκά (populist) κινήματα του προσέδωσαν

ποικίλες σημασίες, προωθώντας πολιτικά αντίστοιχες επιδιώξεις. Έτσι, με την άνοδο

εθνικιστικών ιδεολογιών, ο όρος προσέλαβε το νόημα μιας κοινότητας πολιτισμού,

αίματος ή κοινής καταγωγής. Αντιθέτως, τα ριζοσπαστικά ρεύματα τον συνέδεσαν με τις

κατώτερες κοινωνικές τάξεις, που ως λαϊκό σώμα διαχωρίζονται από την κοινωνικά και

πολιτικά ιθύνουσα τάξη614

. Στη σοσιαλιστική παράδοση, άλλωστε, ο λαός ταυτίστηκε με

τις δυνάμεις της μισθωτής εργασίας και το δημοκρατικό ζήτημα διαπλέχθηκε με την

ιστορική διαδικασία ανάπτυξης της κοινωνικής του χειραφέτησης615

.

Ο «λαός» εξελίχθηκε λοιπόν σε πολύσημο όρο στο λεξιλόγιο της πολιτικής,

υποδηλώνοντας μια δέσμη συλλογικών ταυτοτήτων που ούτε όμοιες, ούτε

συμπληρωματικές είναι. Εν μέρει μάλιστα θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως

συγκρουσιακές. Ο λαός σηματοδότησε το «σύνολο» της πολιτικής κοινότητας, αλλά

ταυτόχρονα κι ένα «μέρος» της πολιτείας. Κατανοήθηκε ως ανομοιογενές άθροισμα

613

Istvan Hont, «The permanent crisis of a divided mankind: “Contemporary crisis of the Nation State” in

historical perspective», Political Studies, 1994, τ. 42, σ. 166-231, (206-209).

614 Yves Mény/Yves Surel, «The constitutive ambiguity of populism», σε των ίδιων (επιμ.), Democracies

and the populist challenge, Pelgrave, Basingstoke 2002, σ. 1-24, (6-7). Πολύσημοι ήταν επίσης οι όροι

«δήμος» και «populus», όπως χρησιμοποιούνταν στον αρχαίο κόσμο, καθώς παρέπεμπαν τόσο στο λαό

ως σύνολο, όσο και στην τάξη των απλών ανθρώπων, Moses Finley, Η πολιτική στον αρχαίο κόσμο, Σ.

Βουτσάκη (μετ.), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο 1999, σ. 2.

615 Μια σύνοψη της κλασικής σοσιαλιστικής θεωρίας στο ζήτημα επιχειρεί ο Hanns Kurz,

Volkssouveränität und Volksrepräsentation, Carl Heymanns Verlag, Köln, 1965, σ. 155-158.

ατόμων και κοινωνικών ομάδων, αλλά και ως συλλογικότητα ομογενοποιημένη με βάση

συγκεκριμένα κοινωνικά ή πολιτιστικά χαρακτηριστικά. Αυτή η πολυσχιδής

νοηματοδότηση του λαού καταδεικνύει την αναμφίβολα πολιτική σημασία της έννοιας,

ανοιχτή σε διαφορετικά αιτήματα πρόσβασης στην οριοθέτηση και άσκηση της

δημοκρατικής εξουσίας616

.

Η παραπάνω θέση ενσπείρει ωστόσο αρκετή αμηχανία στη συνταγματική θεωρία.

Κάποιες προσεγγίσεις, απηχώντας ίσως μια θετικιστική προαντίληψη για τη σχέση

δικαίου και πολιτικής, επιχειρούν να απομονώσουν τον νομικό από τον

πολιτικό/κοινωνιολογικό προσδιορισμό της έννοιας617

. Συνάμα έχει διατυπωθεί ακόμη

και η άποψη ότι, λόγω της εγγενούς ακαθοριστίας του υποκειμένου της, η ίδια η αρχή

της λαϊκής κυριαρχίας είναι ακατάλληλη για την ανασυγκρότηση της δημοκρατικής

αρχής στο συνταγματικό κράτος618

.

Στις συνθήκες της νέας εξουσιαστικής τάξης που διαμορφώνει η

παγκοσμιοποίηση, η απώθηση του θέματος της νομιμοποίησης του λαού καθίσταται

εξόχως επώδυνη, εφόσον οι σύγχρονες πολιτικές κοινότητες καλούνται να απαντήσουν

σε πληθώρα αιτημάτων συμπερίληψης νέων κοινωνικών ομάδων. Το πρόβλημα λοιπόν

616

Canovan, The people, ό.π., σ. 31.

617 Στην κατεύθυνση αυτή δείχνει να κινείται η ανάλυση του Ευάγγελου Βενιζέλου, Μαθήματα

συνταγματικού δικαίου, Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 2008, σ. 313-316.

618 Christopher Morris, «The very idea of popular sovereignty: “We the people” reconsidered», Social

Philosophy and Policy, 2000, τ. 17, σ. 1-26 και από νεοχομπσιανή φιλοσοφική οπτική Γιώργος

Καραβοκύρης, «Κυριαρχία κι ερμηνεία: αναζητώντας τον “κυρίαρχο λαό”», προσβάσιμο σε

(http://www.constitutionalism.gr/html/ent/184/ent. 2184.asp).

του «δημοκρατικού πλαισίου»619

έχει προφανώς παροξυνθεί σε καυτό θέμα της

σύγχρονης πολιτικής συζήτησης.

Στην ανάλυση που έπεται, θα υποστηρίξουμε ότι το υποκείμενο της

δημοκρατικής εξουσίας δεν πρέπει να νοείται ούτε ως οντότητα προπολιτική, σχεδόν

φυσική, αλλά ούτε και ως συνταγματικά πλασμένη. Όταν το Σύνταγμα αποδίδει την

κυριαρχία στο λαό, προβαίνει αναμφίβολα σε έναν πρώτο καθορισμό του. Την ίδια

στιγμή, όμως, ελευθερώνει ένα χώρο πολιτικής διαμάχης και ερμηνευτικής ανασύνθεσης.

Αυτή η διαλεκτική κίνηση κάθε άλλο παρά αποτελεί εμπόδιο για τον συλλογικό

αυτοκαθορισμό. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι εκπηγάζει άμεσα από το αξιακό

υπόβαθρο της δημοκρατικής νομιμοποίησης, αφού σε σύστημα αυτοκυβέρνησης το

υποκείμενο της κυριαρχίας πρέπει πάντοτε να θεωρείται ως προσωρινό και επιδεκτικό

ανακαθορισμού προσεχώς. Η διερεύνηση αυτού του ζητήματος δεν μπορεί παρά να

εκκινήσει με ανάλυση της ιδιότητας του πολίτη.

3. Το αντικείμενο της ιδιότητας του πολίτη

Η ιδιότητα του πολίτη συνιστά την έδρα καθορισμού του λαού, καθώς μέσω

αυτής ορίζονται οι προϋποθέσεις ένταξης των προσώπων στη δημοκρατική πολιτική

κοινότητα και διαχωρίζονται τα μέλη από τα μη μέλη620

. Πριν ωστόσο εκτεθεί η

619

Κατά την έκφραση της Nancy Fraser, Scales of justice: Reimagining political space in a globalizing

world, Polity Press, Cambridge 2008, κεφ. 2ο.

620 Βλ. Michel Rosenfeld, The identity of the constitutional subject: Selfhood, citizenship, culture, and

community, Routledge, New York/London 2010, κεφ. 7ο. Καίτοι το ζήτημα προϋποθέτει ευρύτερη

συζήτηση, είναι πάντως δυνατό να υποστηριχθεί ότι η πολιτειότητα δεν πρέπει να συνταυτίζεται με το

status της νομικής ιθαγένειας. Οι μόνιμοι κάτοικοι της επικράτειας που δεν διαθέτουν τυπικά την

κατανόηση αυτής της οριοθετικής λειτουργίας, προσήκει να διευκρινιστούν κάποια

στοιχεία του περιεχομένου της πολιτειότητας (ιδιότητας του πολίτη).

Ως προς το περιεχόμενο της ιδιότητας αυτής, έχουν σχηματιστεί δύο βασικές

θεωρήσεις ήδη από τον αρχαίο κόσμο621

. Στην αρχαιοελληνική αντίληψη, της οποίας το

υπόδειγμα του Αριστοτέλη αποτελεί κορυφαία περίπτωση622

, ο πολίτης προσδιορίστηκε

με έρμα το ζήτημα της συμμετοχής στην πρακτική της αυτοκυβέρνησης. Ακολουθώντας

αλλιώτικη διαδρομή, η πρώιμη Ρωμαϊκή σκέψη προσέγγισε την πολιτειότητα βασικά ως

νομικό status που προστατεύει το πρόσωπο623

.

Κατά κάποιον τρόπο, η αρχαία διαίρεση των υποδειγμάτων έχει επανακάμψει

στο σύγχρονο στοχασμό. Στην παράδοση του κλασικού και σύγχρονου

ρεπουμπλικανισμού, διανοητές όπως ο Rousseau έχουν ανανεώσει το επικεντρωμένο

στον ενεργό πολίτη αριστοτελικό πρότυπο. Συνέλαβαν την πολιτειότητα ως «συμμετοχή

ιδιότητα μπορούν να θεωρούνται πάντως ως «υπό ένταξη πολίτες». Τέτοια προσέγγιση είναι σε θέση να

παράσχει, για παράδειγμα, μια σαφή δικαιολόγηση της δυνατότητάς τους να μετέχουν σε εκλογικές

διαδικασίες. Βλ. Νίκος Γαρυπίδης, «Έθνος, λαϊκή κυριαρχία και μετανάστευση», Εφημερίδα Δημοσίου

Δικαίου, τ. 1, 2011, τευχ. 1, σ. 85-91, (89-90).

621 J. G. A. Pocock, «The ideal of citizenship since classical times», σε R. Beiner (επιμ.), Theorizing

citizenship, State University of New York, Albany/New York, 1995, σ. 29-52.

622 Susan Collins, Aristotle and the rediscovery of citizenship, Cambridge University Press, New York, 2006,

ιδιαίτερα κεφ. 1ο και Δημήτρη Παπάδη, «Η έννοια του πολίτη στον Αριστοτέλη», σε E. Moutsopoulos/M.

Protopapas-Marneli (επιμ.), The notion of citizenship in ancient Greek philosophy, Academy of Athens,

Athens 2009, σ. 179-202.

623 «Μια κρίσιμη αλλά συμβατική ταυτότητα, ένα νομικό status παρά μια πραγματική κατάσταση της

καθημερινότητας του πολίτη», Michael Walzer, «Polity and group difference: A critique of the ideal of

universal citizenship», T. Ball et al. (επιμ.), Political innovation and conceptual change, Princeton

University Press, Princeton 1989, 211-220, (215).

σε ένα πλαίσιο δημόσιας και πολιτικής δράσης» και την ανήγαγαν σε όρο της

«δυνατότητάς μας να είμαστε άνθρωποι»624

.

Στη θεωρία του Διαφωτισμού μια παρενέργεια της ανωτέρω οπτικής υπήρξε η

υποβάθμιση σε πολίτες «παθητικούς» των οικονομικά αδύναμων μελών του κοινωνικού

σώματος που δεν διέθεταν δικαιώματα συμμετοχής, καταλαμβάνοντας θέση υποδεέστερη

εντός της πολιτικής κοινότητας625

. Κάποια κατάλοιπα ενός τέτοιου διαχωρισμού θα

μπορούσαν ίσως να ανιχνευθούν και σε πιο σύγχρονες αναδιατυπώσεις της

αρχαιοελληνικής αντίληψης626

. Μεταπολεμικά πάντως, η νεοαριστοτελική οπτική

συνεισέφερε οπωσδήποτε σε αναζωογόνηση του ενδιαφέροντος για την ηθικοπολιτική

πτυχή της ιθαγένειας. Υπογράμμισε τα κρίσιμα και για τη διαβουλευτική σύλληψη της

δημοκρατικής αρχής, στοιχεία του ενεργού πολίτη, του προσώπου δηλαδή που είναι

πραγματικά πρόθυμο να εκπληρώσει τα καθήκοντά του έναντι των δίκαιων θεσμών της

πολιτείας627

.

624

Pocock, «The ideal of citizenship since classical times», ό.π., σ. 34

625 «…είναι απλώς μέλη της πολιτείας και όχι ενεργοί, ανεξάρτητοι πολίτες της», Immanuel Kant, The

metaphysics of morals, M. Gregor (μετ.), Cambridge University Press, New York, 1997, [1796], σ. 126, §46.

626 Μια παρόμοια διάκριση αντανακλά, κατά μία έννοια, στην ελληνική βιβλιογραφία η νεοαριστοτελική

τυπολογία της ιδιότητας του πολίτη από τον Γεώργιο Κοντογιώργη, με την οποία διακρίνεται η «άτυπη»

από τις «γνήσιες» μορφές πολιτειότητας. Στην πρώτη κατηγορία «υπάγονται, κατά περίπτωση, διάφορες

κοινωνικές ομάδες, όπως οι γυναίκες, οι ανήλικοι, οι μέτοικοι ή ξένοι, τα κατώτερα κοινωνικά

στρώματα», που στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων και απολαμβάνουν μόνο «ένα συγκεκριμένο

καθεστώς ατομικής ελευθερίας, νομικής προστασίας και ενδεχομένως, κοινωνικής αυτονομίας». Οι

άτυποι πολίτες δεν αποτελούν, κατά τον Κοντογιώργη, αυθεντικά μέλη της πολιτείας, αλλά «την

κοινωνική δεξαμενή από την οποία η πολιτεία αντλεί τα συστατικά της μέλη», Πολίτης και πόλις: Έννοια

και τυπολογία της πολιτειότητας, Παπαζήσης, Αθήνα 2003, σ. 75-76.

627 Will Kymlicka/Norman Wayne, «Return of the citizen: A survey of recent work on citizenship theory»,

σε Theorizing citizenship, ό.π., σ. 283-322.

Στη ρεμπουμπλικανική θεώρηση θα μπορούσε να αντιταχθεί ότι ο δημοκρατικός

χαρακτήρας μιας σύγχρονης πολιτείας δεν πρέπει να κρίνεται αποκλειστικά με βάση τη

θεσμική συμμετοχή του λαού. Η επενέργεια της ασκούμενης εξουσίας σε όσους δεν

μετέχουν στη λήψη των αποφάσεων αποτελεί επίσης σημαντική παράμετρο του

ζητήματος. Επιπλέον, το δίκτυο θεσμών ατομικής και κοινωνικής προστασίας δεν πρέπει

να υποτιμάται ως προς τη δημοκρατική του αξία, εφόσον επιτελεί καίρια λειτουργία για

τη νομιμοποίηση των θεσμών συλλογικού αυτοκαθορισμού, ιδιαίτερα επειδή οι

συνταγματικοί και πολιτικοί περιορισμοί στη συμμετοχή δεν είναι πάντοτε δημοκρατικά

δικαιολογημένοι.

Από αυτή την πλευρά, η ιδιότητα του πολίτη δεν περιλαμβάνει μόνο δυνατότητες

πολιτικής συμμετοχής με τη στενή έννοια, αλλά και το λεγόμενο «δικαίωμα στα

δικαιώματα»628

. Συνυφαίνει δηλαδή ένα σύνολο νομικών διαρθρώσεων και πολιτικής

πρακτικής, που επιτρέπουν στα υποκείμενα να εκδηλώνουν διαβουλευτικά ενεργήματα,

να απευθύνουν στην πολιτική κοινότητα κανονιστικές αξιώσεις και να αναδεικνύουν στη

θεματολογία των θεσμών περιπτώσεις άδικης πολιτικής περιθωριοποίησης. Η ιστορία

πιστοποιεί ότι η ενεργοποίηση αυτού του βαθύτερα συμμετοχικού επιπέδου στάθηκε η

κινητήρια δύναμη κατά τη μετάβαση από τα κλασικά φιλελεύθερα συστήματα του 19ου

αιώνα στις μαζικές δημοκρατίες.

Το ότι «…αυτή καθ’ εαυτήν η ατομική ελευθερία προδικάζει την ανάδειξη του

προτάγματος της πολιτειότητας στην προμετωπίδα των επιλογών των κοινωνικών

στρωμάτων που αποκλείονται από αυτήν» 629

, δεν αποτελεί απλώς μια ιστορική

628

Richard Bellamy, Citizenship: A very short introduction, Oxford University Press, New York 2008, κεφ. 4,

στην ανάλυση του οποίου είναι ασφαλώς προφανής η επίδραση της Hannah Arendt.

629 Κοντογιώργης, Πολίτης και πόλις, ό.π., σ. 66-67.

διαπίστωση, αλλά αναπόσπαστο στοιχείο του κανονιστικού περιεχομένου της ιδιότητας

του πολίτη. Ως εκ τούτου, η δυνατότητα κάθε οριοθετημένου σώματος απόφασης να

παράγει πλειοψηφικά νομιμοποιημένη βούληση, εξαρτάται ουσιωδώς από τη θεσμοποίηση

των προϋποθέσεων διεκδίκησης της δυνατότητας ένταξης σε αυτό όσων αποκλείονται

άδικα.

Στον αντίποδα της παραπάνω θεώρησης, η φιλελεύθερη σκοπιά προσέγγισε την

ιδιότητα του πολίτη ως νομικό καθεστώς προστασίας, που τα μέλη της κοινότητας πρέπει

να απολαμβάνουν, τουλάχιστον καταρχήν, ισοτελώς. Στην κλασική μελέτη του, ο

κοινωνιολόγος T.H. Marshall εννοιολόγησε την ιδιότητα του πολίτη ως σύνολο

δικαιικών ρυθμίσεων και θεσμών, που εμπλουτίστηκαν ιστορικά από επάλληλα

στρώματα ατομικών, πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Σύμφωνα με την σύλληψη

αυτή, ένα υποκείμενο χαρακτηρίζεται ως πολίτης, όταν δικαιούται μια σειρά βασικών

ελευθεριών, αγαθών, ευκαιριών και συγκεκριμένων μορφών εξασφάλισης,

προστατευμένων με τη μορφή συνταγματικών δικαιωμάτων.

Οι δημοκρατικοί αγώνες εντός των φιλελεύθερων συστημάτων αποτελούν, κατά

την άποψη αυτή, διαμάχες σχετικά με το ποια δικαιώματα πρέπει να εισαχθούν στο status

του πολίτη και ποιες ομάδες ανθρώπων αρμόζει να συναριθμούνται σε αυτό. Τα

φιλελεύθερα συστήματα χαρακτηρίζονται συνεπώς από εξελικτική δυναμική, καθώς

«…οι κοινωνίες όπου η πολιτειότητα είναι ένας αναπτυσσόμενος θεσμός προάγουν ένα

μέτρο πληρέστερης ισότητας, προς επαύξηση του περιεχομένου που απαρτίζει το status

του πολίτη και για διεύρυνση της χορείας όσων αποκτούν αυτή την ιδιότητα»630

.

630

T. H. Marshall, «Citizenship and social class», σε του ίδιου, Citizenship and social class, and other

essays, Cambridge University Press, London 1950, σ. 1-81, (68).

Το φιλελεύθερο υπόδειγμα πολίτη έχει δώσει λαβή για έντονη κριτική σχετικά με

την εικόνα του παθητικού και ιδιοτελούς υποκειμένου που υποκρύπτει. Η πολιτειότητα

του Marshall γενικεύει πρωτίστως ατομικά συμφέροντα και αιτήματα,

μετασχηματισμένα σε δικαιώματα. Ωστόσο, η σύλληψη αυτή παραβλέπει ότι μια

συμμετοχικά ενεργοποιημένη πολιτική κοινότητα συνιστά όχι μόνο κοινωνιολογική, αλλά

ταυτόχρονα και κανονιστική προϋπόθεση για την ανάδυση και τη νομιμοποίηση ενός

δυναμικά αναπτυσσόμενου συστήματος αλληλένδετων δικαιωμάτων631

.

Στη σύγχρονη θεωρία έχει εδραιωθεί η αντίληψη ότι το νομικό και το

ηθικοπολιτικό στοιχείο αποτελούν δύο διακριτά, μη επιδεκτικά ιεράρχησης συστατικά του

περιεχομένου της ιδιότητας του πολίτη632

, η οποία προάγει τη «συνένωση του ατόμου και

του πολίτη στο πρόσωπο»633

. Παρά τη συστηματική τους διαφοροποίηση, τα δύο επίπεδα

αλληλεπιδρούν. Συνιστά κρίσιμο ζήτημα, λόγου χάριν, ο βαθμός κινητοποίησης που

επιτρέπεται να αξιώνει μια πολιτεία από τα μέλη της, χωρίς να παραβιάζονται οι αρχές

της ελεύθερης ατομικής επιλογής634

. Η παραπάνω συνθετική σύλληψη του περιεχομένου

της πολιτειότητας αξιοποιεί, πάντως, εποικοδομητικά την ιδέα ότι η λαϊκή κυριαρχία και

631

Μανώλης Αγγελίδης, Δικαιώματα και κανόνες στην πολιτική, Στοχαστής, Αθήνα 2008, σ. 17-24. Βλ. και

τον προβληματισμό που αναπτύσσει ο Χαράλαμπος Ανθόπουλος σχετικά με το ελληνικό σύστημα

προστασίας των δικαιωμάτων, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών δικαιωμάτων:

Εν όψει του άρθρου 25§§2, 3 και 4 του Συντάγματος, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 114-126.

632 Clarissa Rile Hayward, «Binding problems, boundary problems: The trouble with “democratic

citizenship”», σε S. Benhabib et al. (επιμ.), Identities, affiliations, and allegiances, Cambridge University

Press, New York 2007, σ. 181-205, (182-187).

633 Ingerborg Maus, Zur Aufklärung der Demokratietheorie: Rechts- und demokratietheoretische

Überlegungen im Anschluß an Kant, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1992, σ. 216.

634Kymlicka, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, ό.π., κεφ. 7

ο.

το σύστημα των δικαιωμάτων παρουσιάζουν κοινή καταβολή και αναγκαίο συγκερασμό

στον πυρήνα του προτάγματος της αυτονομίας635

.

4. Το υποκείμενο της ιδιότητας του πολίτη

Ενώ ως προς το περιεχόμενο της ιδιότητας του πολίτη η θεωρία και η πρακτική

έχουν εξεύρει ορισμένη ισορροπία ανάμεσα στις καθολικές αρχές των ανθρώπινων

δικαιωμάτων και την ιδιαίτερη αφοσίωση σε ένα συγκεκριμένο σύστημα δημοκρατικών

θεσμών, μεταξύ δηλαδή του «ατόμου» και «πολίτη», δεν συμβαίνει το ίδιο ως προς το

ζήτημα του υποκειμένου της πολιτειότητας. Για το μεγαλύτερο μέρος του σύγχρονου

προβληματισμού, μολονότι η ιδιότητα του πολίτη παρέχει στους φορείς της δικαιώματα

συμμετοχής στο συλλογικό αυτοκαθορισμό, ένα καθολικό ανθρώπινο δικαίωμα στην ίδια

την πολιτειότητα δεν μπορεί να νοηθεί. Κατά την αντίληψη αυτή, ο κόσμος της

δημοκρατικής πράξης περιλαμβάνει εκ των πραγμάτων ένα πλήθος συλλογικών

σωμάτων, συγκροτημένων «ως ιδιαίτερες πολιτικές μονάδες, ικανές να οργανώσουν το

σύνολο των ανθρώπων που ενσωματώνουν και οι οποίες διακρίνονται ευκρινώς μεταξύ

τους»636

.

635

Jürgen Habermas, «Über den internen Zusammenhang von Rechtstaat und Demokratie», σε του ίδιου,

Die Einbeziehung des anderen, Suhrkamp, Frankfuhrt/a. M. 1997, σ. 293-308.

636 Ernst-Wolfgang Böckenförde, «Demokratie als Verfassungsprinzip», σε J. Isensee/P. Kirchhof (επιμ.),

Handbuch des Staatsrechts, Bd. 1, Müller, Heidelberg 1987, σ. 887-953, (904).

Στην ανωτέρω αντίληψη, η ομάδα υποκειμένων που αναλαμβάνει τη

δημοκρατική αυτοκυβέρνηση προσήκει να αποστερήσει εξαρχής κάθε άλλο υποκείμενο

από τη δυνατότητα συμμετοχής σε αυτό, εφόσον ο δημοκρατικός αυτοκαθορισμός

αποτελεί αγαθό, του οποίου η απόλαυση από κάποιους προϋποθέτει εξ ορισμού τον

αποκλεισμό «των άλλων». Η κατανόηση της ιδιότητας του πολίτη ως πανανθρώπινου

δικαιώματος θα ήταν εφικτή, για τους οπαδούς της άποψης αυτής, «μόνο εάν η

ανθρώπινη συνύπαρξη λάμβανε χώρα σε μια παγκόσμια κοινωνία, στην οποία θα

αντιστοιχούσε ένα επίσης παγκόσμιο κράτος»637

. Στο βαθμό που κάτι τέτοιο δεν

συντρέχει, η περιχαράκωση συνιστά υπαρξιακό όρο για το συλλογικό δημοκρατικό

υποκείμενο και οι θεσμοί της πολιτειότητας λειτουργούν μοιραία ως μηχανισμός

πολιτικής και «κοινωνικής περίκλεισης»638

.

Πράγματι, ενώ η σύγχρονη πολιτειότητα έχει επιφέρει τη σύντηξη των

δικαιωμάτων και της ιδιότητας του μέλους της κοινωνίας, αναγορεύοντας τους υποτελείς

της μοναρχικής εξουσίας σε ίσους πολίτες, ταυτόχρονα έχει γίνει πρόξενος μιας νέας

τάξης ανισότητας. Τούτη τη φορά, μέσω του αποκλεισμού των αλλοδαπών. Έτσι, στην

προεπαναστατική Γαλλία, οι υποχρεώσεις και τα προνόμια κατανέμονταν ανάλογα με τη

θέση των προσώπων στις νομοκατεστημένες τάξεις (ètats). Ο αποκλεισμός ωστόσο των

ξένων από τα προνόμια δεν ήταν καθόλου αυτονόητος.

Μετά την Επανάσταση, ο πολίτης δεν οριζόταν μόνο διά της αντιπαραβολής του

με τον υπήκοο, αλλά και μέσω της διαφοροποίησής του από τους «άλλους» της

κοινότητας, για τους οποίους η έλλειψη της ιδιότητας του πολίτη επέβαλλε ανισότιμη

637

Στο ίδιο.

638 Rogers Brubaker, Citizenship and nationhood in France and Germany, Harvard University Press,

Cambridge Mass. 1992, σ. 31.

μεταχείριση από το Κράτος639

. Όσοι ανάγουν αυτό το κοινωνικό πλαίσιο σε ουσία της

σύγχρονης ιδιότητας του πολίτη μάς καλούν να αποφύγουμε τη σύλληψη της πολιτικής

ισότητας ως «καθαρά άυλης αφαίρεσης», ώστε να διακρίνουμε «το συγκεκριμένο

ιστορικό της ρίζωμα στην αποκήρυξη του φεουδαλισμού»640

. Η ιδέα λοιπόν πως η

δημοκρατία «στηρίζεται στην αρχή ότι όχι μόνον οι ίσοι είναι ίσοι, αλλά και ότι οι μη

ίσοι δεν θα τύχουν ισότιμης μεταχείρισης» 641

, μπορεί χωρίς υπερβολή να χαρακτηριστεί

ως κοινός τόπος στη σημερινή θεωρία.

Με δεδομένη την ευρεία απήχηση των παραπάνω απόψεων και την αντίστοιχη

θεσμική πρακτική στο κράτος-έθνος, δεν είναι παράδοξο ότι υποστηρικτές αντιτιθέμενων

ρευμάτων στοχασμού δείχνουν να συγκλίνουν στην εικόνα μιας δημοκρατικής κοινωνίας

περιχαρακωμένης χάρη σε μέσα κρατικού καταναγκασμού και ερμητικά κλειστής. Έτσι,

για την Jean Cohen, ο δημοκρατικός αυτοκαθορισμός «…δεν μπορεί να “αποκλείσει

τους αποκλεισμούς”, επειδή το πολιτικό σώμα στο οποίο αυτός θεσμοποιείται είναι

συγκεκριμένο (ένα μεταξύ διαφόρων) και επειδή ο δήμος πρέπει να είναι καθορισμένος

και περιορισμένος»642

.

Παρομοίως η Chantal Mouffe ισχυρίζεται: «…η λογική της δημοκρατίας

συνεπάγεται πάντα τη χάραξη μιας διαχωριστικής γραμμής-συνόρου ανάμεσα σε “εμάς”

και “αυτούς”, σε όσους ανήκουν στο “δήμο” και σε όσους βρίσκονται εκτός αυτού. Αυτό

639

Στο ίδιο.

640 Rosenfeld, The identity of the constitutional subject, ό.π., σ. 214.

641 Carl Schmitt, The crisis of parliamentary democracy, E. Kennendy (μετ.), MIT Press, Cambridge Mass.

1985, [1923], σ. 9.

642 «Changing paradigms of citizenship and the exclusiveness of the demos», International Sociology,

1999, τ. 14, σ. 245-268, (254-255).

αποτελεί προϋπόθεση για την ίδια την άσκηση των δημοκρατικών δικαιωμάτων»643

.

Ακόμη και οι Michael Hardt και Antonio Negri καταφέρονται εναντίον του λαού ως

δημοκρατικού υποκειμένου, θεωρώντας ότι «τείνει προς την εσωτερική ταυτότητα και

ομοιογένεια, ενώ ταυτόχρονα τονίζει τη διαφορά του από ό,τι παραμένει έξω από αυτόν

και το αποκλείει»644

.

Αυτή η φιλοσοφική οπτική δείχνει να ενδυναμώνεται από κοινωνιολογικές

θεωρήσεις που υπολαμβάνουν τη διακριτική οριοθέτηση του ομοιογενούς «εμείς» έναντι

των διαφορετικών «άλλων» ως συγκροτησιακό όρο κάθε συλλογικής ταυτότητας645

.

Πορίσματα της μαζικής ψυχολογίας έρχονται να επιβεβαιώσουν, υποτίθεται, την

ακρίβεια του ισχυρισμού646

. Για πολλούς αυτή η δήθεν εγγενής τάση των ομάδων για

διαφοροποίηση εξηγεί τη συγκρουσιακή φύση της δημοκρατικής πολιτικής647

. Οι

ισχυρισμοί αυτοί, πάντως, εκπηγάζουν, ως επί το πλείστον, από μια μεθοδολογικά

643

Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Α. Κιούπκιολης (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2004, [2000], σ. 71.

644 Michael Hardt/Antonio Negri, Αυτοκρατορία, Ν. Καλαϊτζής (μετ.), Scripta, Αθήνα 2002, [2000], σ. 147.

645 Πρόκειται για αντίληψη εξαιρετικά προσφιλή στους υπερασπιστές του σύγχρονου δημοκρατικού

εθνικισμού: «…οι κοινότητες είναι πάντοτε επιμεριστικές. Βλέποντας τον εαυτό μου ως μέρος μιας

κοινότητας τον κατανοώ ως συμμέτοχο σε μια διαφορετική μορφή ζωής, που διακρίνεται από τις άλλες

λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της», David Miller, «In what sense must socialism be

communitarian», Social Philosophy & Policy, τ. 6, 1989, 51-73, (66). Βλ. και Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η

εξουσία ως λαός και ως έθνος: Περιπέτειες σημασιών, Θεμέλιο, Αθήνα 1999, σ. 466.

646 Για την ψυχολογική τάση της ομάδας να ορίζει τους «άλλους» ως διαφορετικούς και κατώτερους,

Νέλλη Ψαρρού, Εθνική ταυτότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Gutenberg, Αθήνα 2005, σ. 69-71.

Ωστόσο, αργότερα στην ίδια μελέτη, ο εθνικισμός χαρακτηρίζεται παραδόξως ως ουσιαστική συνιστώσα

«ενός εποικοδομητικού κοσμοπολιτισμού και της ανάδειξης της παγκοσμιοποίησης του πολίτη» (σ. 306).

647 «Κάθε οργανωμένη κοινωνία και στο εσωτερικό της κάθε κοινωνική ομάδα ορίζονται σε σχέση με τον

άλλο, με τον διαφορετικό, με τον ξένο. Κατά συνέπεια, η διαφωνία και η διαμάχη συνόδευσαν και θα

συνοδεύουν για πάντα τον κοινωνικό βίο», Γιαταγάνας, Δικαίωμα αντίστασης και πολιτική ανυπακοή,

ό.π., σ. 244.

αυθαίρετη προβολή των όρων συγκρότησης του ατομικού εαυτού στο επίπεδο των

συλλογικών ταυτοτήτων648

.

Ωστόσο, το συγκρουσιακό στοιχείο στη δημοκρατική πολιτική δεν αναδύεται λόγω

αποστροφής των ομάδων προς το διαφορετικό, το «άλλο». Οφείλεται στον ενδοφυώς

κριτικό χαρακτήρα του δημοκρατικού εγχειρήματος: στην ουδόλως «φυσικά» ή

«ψυχολογικά» δεδομένη δέσμευση των υποκειμένων να αμφισβητούν κάθε πολιτική και

κοινωνική δομή αδικίας ή εξουσιαστικής αυθαιρεσίας. Από μια προοπτική βάθους λοιπόν,

ακόμη και οι δριμύτερες δημοκρατικές διαμάχες ενέχουν μια επικοινωνιακή και εν

δυνάμει συνεργατική διάσταση. Μπορούν να κατευθύνονται στην κοινή ελευθερία, χωρίς

να ξεπέφτουν σε «παίγνια μηδενικού αθροίσματος» μεταξύ απλώς διαφορετικών

συλλογικοτήτων.

Στο φιλοσοφικό της κρηπίδωμα, η ιδέα της περίκλειστης δημοκρατικής

κοινότητας μπορεί να αναχθεί σε δύο βασικές διαισθήσεις. Από τη μια πλευρά, υπάρχει η

διαίσθηση για καταστατική, δήθεν απαράκαμπτη, αντινομία ανάμεσα στις καθολικές

αρχές του φιλελευθερισμού και της λαϊκής κυριαρχίας, στην οποία ο Carl Scmitt στήριξε

τη θεωρία του για τη δημοκρατία. Στη δική του ανάλυση, η δημοκρατική ισότητα

διατηρεί τον πολιτικό της χαρακτήρα μόνον, όταν παραμένει «ουσιαστική»,

υποβαστάζεται δηλαδή από ένα επίπεδο ομοιογένειας. Διότι «στη σφαίρα του πολιτικού,

οι άνθρωποι δεν αλληλοαντικρύζονται ως αφαιρέσεις, αλλά ως πολιτικώς ενδιαφερόμενα

και πολιτικώς προσδιορισμένα πρόσωπα, ως πολίτες, κυβερνώντες ή κυβερνώμενοι,

σύμμαχοι ή εχθροί…»649

. Με αυτή τη φιλοσοφική αφετηρία μπορεί κανείς να διατείνεται

648

Arash Abizadeh, «Does collective identity presuppose an ‘other’? On the alleged incoherence of global

solidarity», American Political Science Review, 2005, τ. 99, σ. 45-60.

649 Schmitt, The crisis of parliamentary democracy, ό.π., σ. 11.

με άνεση ότι ο φιλελευθερισμός γενικώς «είναι καθολικευτικός και συμπεριληπτικός,

αλλά απολιτικός και ατομιστικός», ενώ η δημοκρατία είναι μεν «πολιτική, εσωτερικά

εξισωτική και με τάση στην ομοιογένεια, εξωτερικά όμως τίκτει αποκλεισμούς και

διαχωρισμούς»650

.

Από την άλλη πλευρά, η ιδέα της κλειστής δημοκρατικής κοινότητας

υπολαμβάνει μια συγκεκριμένη θεώρηση του ζητήματος της δημοκρατικής

νομιμοποίησης, με εμφανείς οφειλές στην παράδοση των θεωριών λαϊκής βούλησης. Εάν

πράγματι, όπως υποθέτουν πολλοί, ο λαός αποτελεί την «έσχατη» και «καθολική»

βαθμίδα καταλογισμού της δημοκρατικής νομιμοποίησης, τότε η συλλογική θέληση

αυτού του υποκειμένου συνιστά και την κύρια, εάν όχι τη μοναδική, πηγή θεσμικής

κανονιστικής ισχύος σε δημοκρατική πολιτεία. Μόνο από παρόμοια αφετηρία είναι

δυνατό να χαρακτηρίζεται ως «διαχρονικά ανθεκτικός και κοινά αποδεκτός» ορισμός του

νοηματικού πυρήνα της δημοκρατίας η «αναγωγή της πολιτειακής βούλησης και

απόφασης στο δήμο, ο οποίος έτσι καθίσταται πηγή νομιμοποίησης της πολιτειακής

εξουσίας»651

.

Η λαϊκή θέληση είναι φυσικά αδιανόητη χωρίς ένα ευδιάκριτα οριοθετημένο

υποκείμενο. Οπότε, σύμφωνα με την πιο πάνω οπτική, το ζήτημα της δημοκρατικής

νομιμοποίησης έπεται λογικά της πολιτικής συνένωσης. Ένα οριοθετημένο και πολιτικά

650

Jean Cohen, «Changing paradigms of citizenship», ό.π., σ. 250. Βλ. και Mouffe, Το δημοκρατικό

παράδοξο, ό.π., κεφ. 2.

651 Δημήτρης Τσάτσος, Πολιτεία, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009, σ. 354. Μολονότι στο ώριμο έργο του ο

Τσάτσος εκδήλωσε ένα ενδιαφέρον για τη διαβουλευτική στροφή στη θεωρία της δημοκρατίας (βλ.

Σπύρος Μακρής, Για μια ριζοσπαστική δημοκρατία: Συνταγματισμός, πολιτεία και πολιτική στο έργο του

Δημήτρη Τσάτσου, Παπαζήσης, Αθήνα 2009, σ. 219-226), οι βασικές του θέσεις παρέμειναν καταφανώς

αγκυρωμένες στη ρουσσωική οικογένεια των θεωριών κυριαρχικής βούλησης.

ισχυρό «εμείς» είναι προαπαιτούμενο για οτιδήποτε το δεσμευτικό στη δημοκρατική

πολιτεία, άρα η ιδέα της νομιμοποίησης του «εμείς», πάντοτε κατά την άποψη αυτή,

οδηγείται αναπόδραστα σε κυκλική δικαιολόγηση652

. Αυτή η εκκίνηση μας επιτρέπει να

κατανοήσουμε και το βαθύτερο λόγο, για τον οποίο, όπως ειπώθηκε πιο πάνω, η

συνταγματική θεωρία θεματοποιεί τη δημοκρατική νομιμοποίηση ως πρόβλημα άσκησης

της εξουσίας «από το λαό και για το λαό», εξοβελίζοντας το ζήτημα της νομιμοποίησης

του ίδιου του λαού.

Η αποστασιοποίηση από αυτό το πρόβλημα καθίσταται μεθοδολογικά

αναπόδραστη, όταν θεωρείται ως λίγο-πολύ δεδομένο πως η φιλελεύθερη «γραμματική

της ισότητας» μπορεί να αποκτήσει δημοκρατικό νόημα μόνο μετά «την πολιτική στιγμή

της διάκρισης ανάμεσα σε “εμάς” και “αυτούς”»653

.

5. Η «κλειστή» πολιτική κοινότητα και το μεταναστευτικό ζήτημα

Οι πολιτικές συμπαραδηλώσεις των παραπάνω προσεγγίσεων αναφαίνονται

ιδιαίτερα ως προς τη δυνατότητα των δημοκρατικών κοινοτήτων να ελέγχουν κυριαρχικά

τους όρους εισόδου αλλοδαπών στην πολιτεία μέσω ρυθμίσεων του δικαίου της

ιθαγένειας. Με τη μονομερή αυτή αρμοδιότητα συμπλέει και η ευχέρεια ελέγχου των

συνόρων της επικράτειας. Εφόσον το επιλέγει, μια δημοκρατική κοινωνία μπορεί, έως

ένα σημείο μάλιστα υποχρεούται, να είναι μεθοριακά κλειστή. Στο ζήτημα αυτό

652

Αυτή είναι η βασική θέση της ανάλυσης του Winfried Thaa, «“Lean citizenship”: The fading away of

the political in transnational democracy», European Journal of International Relations, 2001, τ. 7, σ. 503-

523.

653 Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, ό.π., σ. 119.

παρατηρείται μια αρκετά ασυνήθης σύμπνοια στη στάση ηγετικών μορφών στα αντίθετα

στρατόπεδα της διαμάχης κοινοτισμού και φιλελευθερισμού.

Από την πλευρά του κοινοτισμού (communitarianism), ο Michael Walzer

προάσπισε τη θέση ότι το πρόβλημα της δικαιοσύνης αναδύεται στα πλαίσια δεδομένης

πολιτικής κοινότητας, δηλαδή του «περιορισμένου κόσμου» μιας ομάδας ανθρώπων που

μπορούν να νιώθουν δεσμευμένοι από ένα κοινό σχήμα διανομής κοινωνικών αγαθών654

.

Η ιδιότητα του μέλους είναι το βασικότερο από τα αγαθά που πρέπει να διανεμηθούν και

αυτό διενεργείται μέσω των κανόνων εισδοχής νέων μελών. Ρυθμίζοντας τους εν λόγω

κανόνες, τα μέλη περιφρουρούν τα συστατικά στοιχεία της κοινότητάς τους, δηλαδή τον

κόσμο των «κοινών σημασιών» και «τρόπων ζωής» που τους/τις συνέχει655

. Για την

κοινοτιστική κατανόηση, λοιπόν, η δυνατότητα ελέγχου των κανόνων υποδοχής ή

αποκλεισμού δεν συνιστά απλώς στοιχείο της λαϊκής κυριαρχίας, αλλά περίπου το

«…βαθύτερο νόημα της αυτοκυβέρνησης»656

.

Μάλλον εκπλήσσει, τουλάχιστον με την πρώτη ματιά, το γεγονός ότι ακόμη και

στα θεμέλια μιας φιλελεύθερης θεωρίας δικαιοσύνης, όπως του John Rawls, πλανιέται το

φάντασμα της κλειστής κοινωνίας, στην οποία «τα μέλη εντάσσονται μόνο με τη

γέννηση και την εγκαταλείπουν μόνο με το θάνατό τους. Έτσι, μπορούμε να πούμε ότι

γεννιούνται σε μια κοινωνία όπου πρόκειται να ζήσουν ολόκληρη τη ζωή τους»657

. Με

654

Michael Walzer, Spheres of justice: A defense of pluralism and equality, Basic Books, New York 1983, σ.

31.

655 Στο ίδιο, σ. 39.

656 Στο ίδιο, σ. 61.

657 Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, ό.π., σ. 37. Ασφαλώς για τον Rawls η υπόθεση της κλειστής κοινωνίας

συνιστά μια αναλυτική εξιδανίκευση. Ακόμη όμως και ως τέτοια είναι τρωτή. Ερωτάται, φερ’ ειπείν, κατά

αυτή τη φιλοσοφική αφετηρία, στα σύντομα σχόλια του για το θέμα της μετανάστευσης,

ο Rawls θεωρεί ότι ως εκπρόσωπος του λαού η κυβέρνηση οφείλει να φροντίζει

υπεύθυνα για «…την επικράτεια, την περιβαλλοντική ακεραιότητα, όπως επίσης και το

μέγεθος του πληθυσμού»658

. Παραπέμποντας ευθέως στην ανάλυση του Walzer, κάνει

λόγο για μια, έστω περιορισμένη, αρμοδιότητα κάθε λαού να εμποδίζει την είσοδο στην

επικράτειά του, χάριν κυρίως της προστασίας των κοινωνικών προϋποθέσεων του

«πολιτικού του πολιτισμού» και των «συνταγματικών του αρχών»659

.

Όπως γίνεται φανερό στη ρωλσιανή ανάλυση, αυτός ο βαθμός κοινωνικής

κλειστότητας μπορεί να θεωρηθεί δίκαιος, υπό τον όρο μιας «ήπιας» αναδιανομής του

πλούτου σε διεθνές επίπεδο, που θα εξασφαλίσει στοιχειώδεις δυνατότητες

αυτοανάπτυξης σε όλους τους λαούς του κόσμου660

. Αναμφίβολα ο Rawls έχει δίκιο ότι

η άμβλυνση των ανισοτήτων στο παγκόσμιο σύστημα θα καταστήσει λιγότερο τραγικές

τις συνθήκες των μεταναστευτικών ροών. Ωστόσο, η θέση του πολιτικού

φιλελευθερισμού παραμένει επ’ αυτού δύσκαμπτη: εάν το θέμα ιδωθεί αντίστροφα, τότε,

εφόσον η στοιχειώδης αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου λάβει κάποτε χώρα, όποιος

γεννηθεί εκτός των Ηνωμένων Πολιτειών δεν θα μπορεί να ευελπιστεί ότι θα διδάξει

πολιτική φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο του Harvard.

Σύμφωνα με το ρωλσιανό επιχείρημα, η μετακίνηση των προσώπων προς άλλες

κοινότητες δεν αποτελεί δικαίωμα του ανθρώπου, αφού μάλιστα μια «πτώση των τειχών»

πόσο αυτή η ιδέα κλειστότητας προσιδιάζει περισσότερο στα ιστορικώς γνωστά φιλελεύθερα συστήματα

ή μήπως σε κοινωνίες αυταρχικές, ναζιστικού ή σταλινικού τύπου.

658 John Rawls, «The law of peoples», σε του ίδιου, “The law of peoples” with “The idea of public reason

revisited”, Harvard University Press, Cambridge Mass. 1999, σ. 1-128, (38-39).

659 Στο ίδιο, σ. 39, υπ. 48.

660 Για τα χαρακτηριστικά αυτού του σχεδίου βλ. παρακάτω.

θα εξαπολύσει παγκόσμια αποχαλίνωση του κεφαλαιοκρατικού συστήματος661

.

Μολαταύτα, διερωτάται κανείς αν, κατά τον Rawls, αυτό ισχύει με την ίδια αυστηρότητα

και για τα προϊόντα ή τα κεφάλαια. Διότι ο ίδιος, κατά τα λοιπά, δεν παραλείπει να

εκθειάσει την ειρηνευτική για το παγκόσμιο σύστημα λειτουργία της αλληλεξάρτησης

που προκαλεί τα διεθνές εμπόριο. «Είμαστε», γράφει μάλλον με υπερβάλλουσα

αισιοδοξία, «σε θέση να εικάζουμε ότι οι λαοί που εμπλέκονται σε εμπόριο δεν θα έχουν

ευκαιρίες να οδηγηθούν σε μεταξύ τους πολέμους»662

.

6. Από τον «λαό» στο «πλήθος»;

Η φιλοσοφική σύλληψη του λαού ως κλειστού υποκειμένου καθίσταται

εξαιρετικά ευάλωτη σε κριτική, όπως αυτή των Michael Hardt και Antonio Negri. Οι δύο

συγγραφείς αντιλαμβάνονται ορθά ότι η ανάγκη για κάποιο προπολιτικά προσδιορισμένο

υποκείμενο ανακύπτει εξαιτίας της τάσης της παραδοσιακής θεωρίας να «θέτει τον

κυρίαρχο πάνω από κάθε άλλη μορφή εξουσίας, ως μόνη δυνατή πηγή

νομιμοποίησης»663

. Υπ’ αυτό το πρίσμα, όμως, οδηγούνται να προσάψουν στο νόημα του

λαού την κατηγορία ότι έχει εκπέσει σε νεκρό ιστό του σώματος των σύγχρονων αγώνων

για χειραφέτηση. Μολαταύτα, η εναλλακτική κατηγορία του «πλήθους», την οποία

εισηγούνται, απηχεί ατυχώς ορισμένα ανορθολογικά στοιχεία.

661

Rawls, «The law of peoples», ό.π., σ. 39.

662 Στο ίδιο, σ. 46.

663 Michael Hardt/Antonio Negri, Το πλήθος: Πόλεμος και δημοκρατία στην εποχή της αυτοκρατορίας, Γ.

Καράμπελας (μετ.), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2010, [2004], σ. 348.

Σε αυτή την προσέγγιση, το «πλήθος» αναδύεται στα πλαίσια ταξικών σχέσεων

που ανασχηματίζονται εξαιτίας μεταλλαγών στο σύστημα της εργασίας κατά τη φάση

της παγκοσμιοποίησης του κεφαλαιοκρατικού συστήματος. Σε αυτή τη βάση

συναρθρώνεται ένα καινούργιο, αποκεντρωμένο σύστημα εκμετάλλευσης και

διακυβέρνησης μιας άτυπης «αυτοκρατορίας». Η δημοκρατική φύση του πλήθους

αναλύεται από του Hard και Negri σε αντιπαραβολή με τη λαϊκή συλλογικότητα664

.

Κατ’ εκείνους πρόκειται για ένα ανομοιογενές, πληθυντικό υποκείμενο,

αποτελούμενο από συμπλέγματα συλλογικών μοναδικοτήτων, που ανθίστανται στους

νέους τύπους εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Δεν αποτελεί όμως απλό άθροισμα

διάχυτων αντιδράσεων ενάντια στις λογιζόμενες «αυτοκρατορικές» δομές. Το πλήθος

δρα και αποφασίζει, δημιουργώντας «…κοινές πρακτικές, γλώσσες, διαγωγή, συνήθειες,

μορφές ζωής κι επιθυμίες για ένα καλύτερο μέλλον»665

.

Στην ίδια γραμμή σκέψης κρίνεται ότι τα κοινά αυτά στοιχεία ξεπηδούν μέσα από

ένα μη ιεραρχημένο, δικτυακό γίγνεσθαι παγκόσμιας επικοινωνίας: «Κάθε τοπικός

αγώνας λειτουργεί ως σύναψη που επικοινωνεί με όλες τις άλλες συνάψεις χωρίς κόμβο

ή κέντρο ευφυΐας. Κάθε αγώνας παραμένει μοναδικός και προσδεμένος στις τοπικές

συνθήκες του, ταυτόχρονα όμως εμπλέκεται στον κοινό ιστό»666

. Η πιο γλαφυρή εικόνα

που παρέχουν οι δύο συγγραφείς για τη δράση του πλήθους ως δρώντος υποκειμένου

είναι η προσομοίωση με τη λειτουργία του νευρικού συστήματος. Το πλήθος αποφασίζει,

όπως ακριβώς και η ανθρώπινη σκέψη παράγεται μέσω δικτυακού συντονισμού

664

Με την ξεκάθαρη διατύπωση του Paolo Virno, «εάν υπάρχουν λαοί, δεν υπάρχει πλήθος και, εάν

υπάρχει πλήθος, δεν υπάρχουν λαοί», A grammar of the multitude: For an analysis of contemporary

forms of life, E. Bertoletti (μετ.), Semiotext, New York 2004, σ. 21.

665 Hardt/Negri, Το πλήθος, ό.π., σ. 234.

666 Στο ίδιο, σ. 235.

δισεκατομμυρίων νευρώνων που επικοινωνούν με το σώμα ως ολότητα και με το

περιβάλλον του, χωρίς κάποιος από αυτούς να υπερέχει ή να καθορίζει το τελικό

αποτέλεσμα667

.

Εύλογα κανείς διερωτάται αν όλα αυτά παραπέμπουν πράγματι σε μια

δημοκρατική θεωρία λήψης αποφάσεων ή μήπως απλώς καταγράφουν ορισμένη

κοινωνική δυναμική. Εν προκειμένω δεν τίθεται κανένα ζήτημα όρων δημοκρατικής

νομιμοποίησης κατά την παραγωγή «κοινών πρακτικών», «γλωσσών», «συνηθειών» ή

«μορφών ζωής κι επιθυμιών για ένα καλύτερο μέλλον». Διόλου τυχαία, εν μέσω αυτών

των αναλύσεων, η δημοκρατία αναπροσδιορίζεται ως κατάσταση (fact) στην οποία «όλοι

μας, μέσω της βιοπολιτικής παραγωγής μας, δημιουργούμε και διατηρούμε συνεργατικά

την κοινωνία»668

. Είναι όμως μάλλον πρόδηλο, ότι εξαιτίας της έλλειψης ενότητας του εν

λόγω υποκειμένου, ο συντονισμός των δρώντων διαλύεται εν τέλει σε αφαιρετικές

αναπαραστάσεις απροσχεδίαστης συνεργασίας, δηλαδή σε κατασκευές αόρατου χεριού,

σύμφωνα με μια αυθορμησιακή αντίληψη παραπλήσια της εξιδανικευμένης αυθορμησίας

της αγοράς σε κλασικές φιλελεύθερες και νεοφιλελεύθερες θεωρήσεις669

.

Σε κάθε περίπτωση, το υπόδειγμα της δημοκρατίας του «πλήθους» φαίνεται

μάλλον να παρακάμπτει, παρά να απαντά καινοτόμα στο ζήτημα που θέτει η

667

Στο ίδιο, σ. 356-358.

668 Στο ίδιο, σ. 368.

669 «Οι κυβερνήσεις που έχουμε δει μέχρι σήμερα σπάνια ανάγονται σε σχήματα σχεδιασμένης

πολιτικής. Σε κάθε κατάσταση της ανθρώπινης κοινωνίας που έχει υπάρξει, το πλήθος έδρασε γενικά με

την άμεση ορμή του πάθους ή υπό την πίεση των επιθυμιών και αναγκών του. Συνεπώς αυτό που

ονομάζουμε συνήθως πολιτειακή τάξη συνιστά σε μεγάλο βαθμό αποκύημα παθών και επιθυμιών του

ανθρώπου, που συνδυάζονται με τις συνθήκες της κατάστασής του», έγραφε ο Dugald Stewart

συνεργάτης του Adam Smith. Παρατίθεται στο Malcolm Bull, «The limits of multitude», New Left Review,

τ. 35, 2005, σ. 19-39, (36).

παραδοσιακή θεωρία της κυριαρχίας σε σχέση με την υποχρεωτικότητα των αποφάσεων.

Στο μοναδικό ίσως σημείο που οι Hardt και Negri αγγίζουν το θέμα, ισχυρίζονται απλώς

ότι «…δεν υπάρχει ποτέ επί της αρχής υποχρέωση [υπακοής] στην εξουσία. Απεναντίας,

στο πλήθος το δικαίωμα στην ανυπακοή και το δικαίωμα στη διαφορά είναι

θεμελιώδη…Η υποχρέωση εμφανίζεται στο πλήθος μόνο κατά τη διαδικασία λήψης

αποφάσεων, ως αποτέλεσμα της ενεργού πολιτικής του βούλησης, και διαρκεί όσο

συνεχίζεται αυτή η πολιτική βούληση»670

.

Κατακυριευμένοι λοιπόν από μια μονοδιάστατη έγνοια για την αυθορμησία του

πλήθους, οι δύο συγγραφείς δεν επιδεικνύουν τη δέουσα προσοχή στις θεσμικές

προϋποθέσεις της δημοκρατικής πρακτικής671

. Με επίπτωση ότι όλα τα κρίσιμα ζητήματα

ως προς τη νομιμοποίηση των συλλογικών αποφάσεων μετεωρίζονται σε βαθιά

κανονιστική απροσδιοριστία. Ποιοι άραγε νομιμοποιούνται να λαμβάνουν αποφάσεις από

κοινού; Σε ποιο αντικείμενο; Με ποια μέθοδο και, πάνω απ’ όλα, δυνάμει ποιών όρων οι

αποφάσεις του πλήθους δεσμεύουν τα υποκείμενα της διαδικασίας παραγωγής και

διανομής των αγαθών, ενόψει της προστασίας της ετερότητας και του θεμελιώδους

δικαιώματός τους σε ανυπακοή;

7. Ο λαός μεταξύ διαλογικής και συμμετοχικής νομιμοποίησης

Τα εργαλεία του διαβουλευτικού (deliberative) υποδείγματος δημοκρατίας

επιτρέπουν πολύ καλύτερη ανατοποθέτηση των παραπάνω ζητημάτων. Καταρχάς

670

Hardt/Negri, Το πλήθος, ό.π., σ. 357.

671 Andreas Kalyvas, «Feet of clay? Reflections on Hard’s and Negri’s Empire», Constellations, 2003, τ. 10,

σ. 264-279.

αρμόζει να γίνει αντιληπτό ότι η συγκρότηση ενός λαού συνιστά πράξη εξαναγκασμού,

που επιβάλλεται τόσο στα μέλη όσο και στα μη μέλη της κοινότητας, εφόσον τα

τελευταία επιθυμούν να εισέλθουν σε αυτήν672

. Η δημοκρατική εξουσία είναι κατ’ αρχήν

«εγγενώς απεριόριστη»673

. Δεν μπορεί εκ των πραγμάτων να οριοθετηθεί διά παντός στο

εσωτερικό μιας ιδιαίτερης πολιτικής κοινότητας.

Παρέπεται, ωστόσο, ότι, προκειμένου να μην εκτραπεί σε αυθαίρετη μορφή

κατεξουσίασης, ο εξαναγκασμός αυτός πρέπει να θεμελιωθεί έλλογα. Δέον να

εξασφαλίσει τη νομιμοποίησή του μέσω δικαιολογητικών λόγων, στηριγμένων στις

αρχές της γενικευσιμότητας και της αμοιβαιότητας674

. Δεν επαρκούν κανόνες που θα

προκύψουν με συναίνεση, εκφράζοντας τα συμφέροντα όσων εντάσσονται ήδη στο

πολιτικό σώμα. Η δικαιολόγηση δέον σε κάποιο βαθμό να περιλαμβάνει επίσης ή έστω

να προσμετρά και όσους αποκλείονται από αυτό.

Ταυτόχρονα, η διαλογική πρόσληψη της δημοκρατικής αρχής τηρεί ορισμένη

απόσταση από τις θεωρίες λαϊκής βούλησης στο ζήτημα της νομιμοποίησης. Στη

συντεταγμένη πολιτεία, η θέληση του λαού ως ωμό γεγονός δεν αποτελεί κιόλας πηγή

νομιμοποίησης. Οι συλλογικές επιλογές του πολιτικού σώματος, καθώς και οι

εξισωτικές, συνταγματικά διευθετημένες διαδικασίες σχηματισμού πολιτικής θέλησης

672

Από κάπως διαφορετική φιλοσοφική σκοπιά, ο Kant γνώριζε ήδη ότι «η συνένωση του άτακτου

πλήθους» σε λαό, είναι δυνατή μόνο μέσω «της εξουσίας, στον εξαναγκασμό της οποίας θα θεμελιωθεί

αργότερα το δημόσιο δίκαιο», Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη, Κ. Σαργέντης (μετ.), Πόλις, Αθήνα

2006, [1795], σ. 111. Για το θέμα βλ. και Σταμάτης, Κριτική θεωρία δικαιοσύνης, ό.π., σ. 66-67.

673 Arash Abizadeh, «Democratic theory and border coercion: No right to unilaterally control your own

borders», Political Theory, 2008, τ. 36, σ. 37-65.

674 Seyla Benhabib, The rights of others: Aliens, residents and citizens, Cambridge University Press, New

York, 2004, σ. 129-134.

δεν είναι από μόνες τους σε θέση να νομιμοποιήσουν καμία απόφαση, διότι πριν απ’ όλα

οι ίδιες έχουν ανάγκη νομιμοποίησης σε αναφορά με αρχές ίσης ελευθερίας.

Το διαβουλευτικό υπόδειγμα αξιώνει η βία και ο εξαναγκασμός να

αντικατασταθούν με διαδικασίες έλλογης συζήτησης και απόφασης. Η δημοκρατική

αρχή δεν μπορεί να νοείται ως απλή μέθοδος σχηματισμού κυρίαρχης θέλησης, διότι,

ούτως η άλλως, η δημοκρατική ισχύς και δεσμευτικότητα της τελευταίας ανάγεται στους

διαλογικούς όρους σχηματισμού της. Η βούληση του κυρίαρχου, όπως φανερώνεται από

τις θεσμικές διαδικασίες πολιτικής συμμετοχής, μπορεί να προσκτάται νομιμοποίηση,

μόνον όταν αλληλεπιδρά με (συντεταγμένα ή μη) fora συνεργατικά προσανατολισμένης,

διυποκειμενικής επικοινωνίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι η δημοκρατική εξουσία

πηγάζει μεν από το λαό, εν τέλει όμως λογοδοτεί στο ισχυρότερο επιχείρημα675

.

Ο Habermas έχει υποστηρίξει πολύ πειστικά ότι, με βάση τις παραπάνω

παραδοχές και εις πείσμα των θέσεων που έχουν εμπεδωθεί στη ρεπουμπλικανική και

φιλελεύθερη σκέψη, ένα προπολιτικά συγκροτημένο ή συνταγματικά προκαθορισμένο

συλλογικό υποκείμενο, το οποίο εμφανίζεται ως φορέας «αυθεντικής» πολιτικής θέλησης,

είναι μάλλον περιττό για τη νομιμοποίηση της δημοκρατικής πολιτείας676

. Κατά τα άλλα,

δεν είναι ίσως ακριβής η θέση του, πως «το “εγώ” της αυτοοργανωτικής δικαιικής

κοινότητας εξαφανίζεται στις χωρίς υποκείμενο επικοινωνιακές μορφές που

ρυθμίζουν…τη ροή της διαλογικής διαμόρφωσης γνώμης και βούλησης…»677

.

675

Με τα λόγια του Habermas: «Η ιδέα της λαϊκής κυριαρχίας,…παραπέμπει σε όρους κοινωνικών

πλαισίων που επιτρέπουν την αυτοοργάνωση μιας δικαιικής κοινότητας, δεν τελούν όμως οπωσδήποτε

στη διάθεση της βούλησης των πολιτών», Το πραγματικό και το ισχύον, ό.π., σ. 402.

676 Στο ίδιο, σ. 396-403.

677 Στο ίδιο, σ. 402.

Η γνώμη αυτή δεν οριοθετεί απλώς τη σχέση μεταξύ συμμετοχικής και

διαλογικής νομιμοποίησης στο δημοκρατικό κράτος δικαίου. Υποτιμά εμφανώς την αξία

της πρώτης. Ωστόσο, η δημοκρατική πολιτεία έχει ανάγκη ενός θεσμικά

προσδιορισμένου συλλογικού υποκειμένου, εντός του οποίου να διαμορφώνονται

πλειοψηφίες, πολιτικά υπεύθυνες για την ποιότητα των αποφάσεων678

. Η δημοκρατική

διαδικασία και επικοινωνία δεν μπορούν να νοηθούν «χωρίς υποκείμενο». Προϋποθέτουν

ενεργοποιημένους, υπεύθυνους και δικαιικά καθορισμένους συλλογικούς δρώντες, που

επιδιώκουν να λαμβάνουν αποφάσεις με συνέργειά τους, διαπλάθοντας δημοκρατικά

δεσμευτική συλλογική βούληση.

Μολαταύτα, το προσδιορισμένο λαϊκό υποκείμενο δεν είναι «κλειστό». Δεν είναι

ούτε πολιτικά, ούτε συνταγματικά προκαθορισμένο εσαεί. Η σύνθεσή του είναι πάντοτε

προσωρινή, ανοιχτή σε ανακαθορισμό ενόψει μεταβαλλόμενων κοινωνικών συνθηκών.

Μπορούμε να συμφωνήσουμε με τον κοινωνιολόγο Claude Lefort ότι η θέση του

κυρίαρχου στη δημοκρατική κοινωνία παραμένει διηνεκώς «κενός χώρος», εφόσον

«…καμιά ομάδα ανθρώπων δεν μπορεί να καταστεί ομοούσια»679

με την κυριαρχία.

Κανένας ιστορικά προσδιορισμένος λαός δεν μπορεί να αυτοχριστεί τελεσίδικα

κυρίαρχος, υποθέτοντας ότι είναι δυνατό να εξαντλήσει το δημοκρατικό εγχείρημα σε

ολόκληρο το κανονιστικό βεληνεκές του680

. Στη δημοκρατική πολιτική, «το λαϊκό

678

James Bohman, «Pluralism, complexity and the constitutional state: On the relation of law and

democracy», Law and Society Review, τ. 28, 1994, σ. 801-834, (829).

679 Lefort, Democracy and political theory, ό.π., σ. 17. Για τις ομοιότητες της θεώρησης των Habermas και

Lefort σχετικά με το ζήτημα του υποκειμένου της κυριαρχίας βλ. Stefan Rummens, «Deliberation

interrupted: Confronting Jürgen Habermas with Claude Lefort», Philosophy and Social Criticism, 2008,

τ.34, σ. 383-408.

680 Rödel et al., Die demokratische Frage, ό.π., σ. 207-215.

υποκείμενο είναι πάντοτε μια δυναμική και ποτέ μια στατική πραγματικότητα»681

.

Συνεπώς ούτε και στις συνθήκες της συντεταγμένης πολιτείας είναι δυνατό να αποσυρθεί

το ζήτημα της σύστασης του πολιτικού σώματος από το πλαίσιο του συλλογικού

αυτοκαθορισμού.

8. Το αίτημα για δικαιολόγηση του αποκλεισμού των «άλλων»

Η θέση που λάβαμε προηγουμένως δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε αδιακρίτως

πρόσωπο μπορεί να ενταχθεί σε οποιοδήποτε πολιτικό σώμα, απλώς και μόνον επειδή το

επιθυμεί. Λόγοι αναγόμενοι στο ίδιο το κανονιστικό περιεχόμενο της συλλογικής και

ατομικής αυτονομίας καθιστούν μια τέτοια ευχέρεια ανεπιθύμητη. Η κατάσταση που θα

διαμορφωνόταν από τη δυνατότητα των προσώπων να δραστηριοποιούνται απολύτως

ελεύθερα στον πολιτικό χώρο θα δημιουργούσε συνθήκες ρευστότητας, απαγορευτικές

για κάθε εγχείρημα συλλογικής αυτοκυβέρνησης. Όπως τεκμηριώνει η ιστορική εμπειρία

μετά τη συνθήκη της Βεστφαλίας, βάση για τη λυσιτελή απόλαυση των πολιτικών και

των ατομικών δικαιωμάτων αποτελεί «η εξασφαλισμένη και ισότιμη συμμετοχή σε μια

πολιτική κοινότητα», καθώς «μόνο σε μια εδαφικά προσδιορισμένη οντότητα…η

ιθαγένεια και το δικαίωμα πολιτικής συμμετοχής μπορούν να αποκτήσουν

αποσαφηνισμένη μορφή»682

.

681

Benhabib, The rights of others, ό.π., σ. 212 και Ciaran Cronin, «Democracy and collective identity»,

European Journal of Philosophy, 2003, τ.11, σ. 1-28, (14-15).

682 Michael Saward, «A critique of Held», σε B. Holden (επιμ.), Global democracy: Key debates, Routledge,

London/New York 2000, σ. 32-46, (38).

Προς τούτοις, περιορισμοί τίθενται και από τα ίδια τα πρακτικά όρια της

δημοκρατικής διαβούλευσης, ιδίως τα χωρικά. Ακόμη κι εάν αυτό διερμήνευε σε

αφηρημένο επίπεδο κάποια σύλληψη οικουμενικής δημοκρατικής δικαιοσύνης, δεν θα

ήταν επιθυμητό ένα παγκόσμιο πολιτικό σώμα, εντός του οποίου όλοι θα καθίσταντο

υπεύθυνοι για όλα. Με δεδομένα τα ανθρώπινα όρια της ατομικής δράσης, κανένας δεν

θα μπορούσε να έχει ούτε καν γνώση των πολιτικών ζητημάτων που αναβλύζουν

ακατάπαυστα σε όλα τα σημεία του πλανήτη.

Η διακηρυκτική αναγνώριση καθενός ανθρώπου ως πολίτη του κόσμου δεν θα

του παρείχε ουσιαστικές δυνατότητες συμμετοχής σε δημοκρατικό αυτοκαθορισμό

παγκόσμιας κλίμακας. Θα τον επιβάρυνε απλώς συμβολικά με «ένα ασήκωτο φορτίο

ηθικής ενοχής»683

και ανεδαφικής πολιτικής ευθύνης. Είναι λοιπόν βέβαιο ότι η

δημιουργία τουλάχιστον κάποιων πεπερασμένων πολιτειακών οντοτήτων «είναι

αναπόφευκτη, με δεδομένα τα υλικά όρια των επικοινωνιακών διαδικασιών θέσπισης κι

εξαναγκαστικής εφαρμογής των νόμων»684

. Χωρίς αμφιβολία, για την άσκηση της

λαϊκής κυριαρχίας και την προστασία των δικαιωμάτων τα πληθυσμιακά και γεωγραφικά

μεγέθη αποτελούν απροσπέραστη παράμετρο.

Οι παραπάνω παραδοχές, ωστόσο, ουδόλως υπονοούν κάποιο προπολιτικά

προσδιορισμένο δημοκρατικό σώμα, έναντι του οποίου οι «άλλοι» θα χαρακτηρίζονταν

εξ ορισμού ως άνισοι. Ομιλούμε για γενικεύσιμους όρους, που καθιστούν εφικτή την

έλλογη και ελέγξιμη θεμελίωση κάθε αποκλεισμού. Συνακόλουθα, οι «άλλοι» της

πολιτικής κοινότητας εν μέρει τυγχάνουν όντως ανόμοιας μεταχείρισης, εφόσον

στερούνται τμήματος των δυνατοτήτων που παρέχει ο πλήρης κατάλογος των

683

Σταμάτης, Κριτική θεωρία δικαιοσύνης, ό.π., σ. 378.

684 Cheneval, «The people in deliberative democracy», ό.π., σ. 171.

δικαιωμάτων της κοινότητας αυτής, κατ’ εξοχήν των ελευθεριών συμμετοχής στις

διαδικασίες λήψης κοινών αποφάσεων.

Δεν ορίζονται εντούτοις ως καθ’ όλα άνισοι, καθώς απολαμβάνουν της προστασίας

που παρέχει ο οικουμενικά προσανατολισμένος κανονιστικός πυρήνας του συστήματος των

δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αντιμετωπίζονται ως φορείς ίσης ανθρώπινης αξίας, ως

αυθύπαρκτοι φορείς κανονιστικών αξιώσεων. Είναι σε θέση να ζητήσουν και να λάβουν

έλλογη δικαιολόγηση για κάθε μορφή εξαναγκασμού, όταν αυτός επιδρά στην ελεύθερη κι

αυτόγνωμη άσκηση της αυτονομίας τους685

.

9. Διαπερατά σύνορα και δημοκρατική ιδιότητα του πολίτη

Οι παραπάνω παραδοχές επιβάλλουν προφανώς και ανασύνταξη των

φιλοσοφικών θεμελίων της σημερινής συζήτησης για το θέμα της μετανάστευσης. Από

θέσεως αρχής η ευχέρεια των υποκειμένων να μετακινούνται και να εντάσσονται σε

οποιαδήποτε δημοκρατική κοινότητα επιθυμούν αποτελεί κατ’ αρχήν ελευθερία. Κατά τη

διαυγή διατύπωση του Κωνσταντίνου Παπαγεωργίου «το άτομο έχει ως φορέας

πρωτογενούς αξίας μια προτεραιότητα και, επειδή ακριβώς έχει αυτή την προτεραιότητα,

πρέπει να έχει και τη δυνατότητα να επιλέξει την πολιτική κοινότητα της οποίας αποτελεί

685

Μια ανασυγκρότηση του συστήματος των δικαιωμάτων βάσει του «δικαιώματος στη δικαιολόγηση»

επιχειρεί ο Reiner Forst, Das Recht auf Rechtfertigung: Elemente einer konstruktivistischen Theorie der

Gerechtigkeit, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2007, σ. 291-327.

μέρος»686

. Κάθε περιορισμός σε αυτή την ευχέρεια πρέπει να δικαιολογείται έλλογα και,

κατά κάποιον τρόπο, το βάρος της δικαιολόγησης φέρει το εξουσιαστικό κέντρο που τον

επιβάλλει687

.

Στις απαρχές του σύγχρονου κοσμοπολιτισμού, ο Immanuel Kant αντιμετώπιζε

με αυτό το πνεύμα ευμένειας το ζήτημα της μετακίνησης688

. Ο Πρώσος φιλόσοφος

διέκρινε το εγχώριο και το διεθνές δίκαιο –που διέπουν τις σχέσεις μεταξύ του κράτους

και των πολιτών του και μεταξύ Κρατών αντίστοιχα– από το κοσμοπολιτικό δίκαιο, το

οποίο ρυθμίζει τις σχέσεις Κρατών με αλλοδαπούς πολίτες689

. Το τελευταίο υποχρεώνει

κάθε πολιτική κοινότητα να παρέχει φιλοξενία σε οποιονδήποτε ξένο την επισκέπτεται.

Η ελεύθερη επικοινωνία είναι σύμφωνα με ρητή διευκρίνιση του Kant δικαίωμα

του ανθρώπου και όχι φιλανθρωπία. Περιλαμβάνει την υποχρέωση υποδοχής όσων η

τυχόν εκδίωξη πιθανώς θα έχει ως αποτέλεσμα την εξόντωσή τους σε άλλη χώρα690

,

καθώς και το καθήκον φιλικής αντιμετώπισης κάθε μη εχθρικού επισκέπτη691

. Η

φιλοξενία ξεπροβάλλει στη μεθόριο μεταξύ πολιτικής κοινότητας και ανθρωπότητας,

οριοθετώντας συνάμα το χώρο της κάθε πολιτείας. Αφορά στις υποχρεώσεις των μελών του

686

Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Πόλεμος και δικαιοσύνη: Πολιτική φιλοσοφία για τον κόσμο, Πόλις,

Αθήνα 2008, σ. 101.

687 Arash Abizadeh, «Border rights and democratic legitimation», σε D. Hollenbach (επιμ), Driven from

home: Human Rights and the new realities of forced migration, Georgetown University Press, Washington

D.C. 2010, σ. 147-166.

688 Βλ. Benhabib, The rights of others, ό.π., κεφ. 2

ο και Muthu Sankar, «Justice and foreigners: Kant’s

cosmopolitan right», Constellations, τ. 7, 1999, σ. 23-45.

689 Kant, The metaphysics of morals, ό.π., σ. 123, §43.

690 Η εκδίωξη ενός ξένου γίνεται ανεκτή ρητά, υπό τον όρο ότι κάτι τέτοιο «δεν θα έχει ως αποτέλεσμα

την εξόντωσή του», Kant, Προς την αιώνια ειρήνη, ό.π., σ. 81.

691 Στο ίδιο.

πολιτικού σώματος προς τα μη μέλη, γεφυρώνοντας την απόσταση μεταξύ των

δικαιωμάτων του ανθρώπου και των δικαιωμάτων του πολίτη.

Η έκταση του κοσμοπολιτικού δικαιώματος παραμένει βέβαια στενά

περιορισμένη για τα σύγχρονα μέτρα. Η καντιανή ανάλυση δεν εντάσσει σε αυτό μια

δυνατότητα μόνιμης διαμονής, η οποία προϋποθέτει κάποια συμφωνία μεταξύ του

αλλοδαπού και της πολιτείας. Μολαταύτα, τόσο η σχετική με το θέμα πολιτική ανάλυση

των συγκαιρινών ζητημάτων της εποχής του, όσο και η φιλοσοφική θεμελίωση του

δικαιώματος από τον Kant φανερώνουν ότι η περιοριστική διάθεση οφείλεται στη

συνειδητή πρόθεσή του να μη δικαιολογηθεί η αποικιοκρατική εξάπλωση σε άλλες

ηπείρους με προκάλυμμα την ελεύθερη κυκλοφορία προσώπων στην υδρόγειο692

.

Το δικαίωμα «ελεύθερης κοινωνίας» ανάγεται στην αρχή της «κοινής κατοχής»

της επιφάνειας της γης από τους ανθρώπους, οι οποίοι «δεν μπορούν να διασκορπίζονται

επ’ άπειρον, καθώς η γη είναι σφαίρα»693

. Κατά τα άλλα όμως, τα δικαιώματα

«ιδιοκτησίας» που δημιουργούν οι λαοί επί της «κοινής γης» δέον να γίνονται σεβαστά:

«όλα τα έθνη κατέχουν αρχικά τη γη από κοινού, δεν έχουν όμως μια δικαιική

συνιδιοκτησία (communion), ούτε συνεπώς [κοινή] χρήση ή κυριότητα της γης, αλλά

μόνο μια δυνατότητα φυσικής συναναστροφής (commercium) μέσω αυτής»694

. Με αυτή

τη δικαιολόγηση, παρακάμπτεται συνειδητά η κατάληξη του Locke, ο οποίος με

παρόμοια αφετηρία695

είχε θεμελιώσει την ιδιοποίηση σε ένα δικαίωμα ιδιοκτησίας696

.

692

Στο ίδιο, σ. 82-86.

693 Στο ίδιο, σ. 81.

694 Kant, The metaphysics of morals, ό.π., σ. 158, §62.

695 «Ο Θεός…έχει παραδώσει τη γη στους ανθρώπους από κοινού», John Locke, Δεύτερη πραγματεία περί

κυβερνήσεως, Π. Κιτρομηλίδης (μετ.), Γνώση, Αθήνα 1990, [1690], σ. 103.

Πρόκειται για επιλογή κρίσιμη, εφόσον η λοκιανή σύλληψη απολογήθηκε για τη

νομιμότητα της πρακτικής των αποικιοκρατών να αποσπούν την «παραμελημένη» από

τους νομαδικούς λαούς γη697

.

Επομένως η καντιανή συρρίκνωση του δικαιώματος της φιλοξενίας στρέφεται

κατά της επεκτατικής πρακτικής της εποχής και όχι ενάντια στην ελευθερία της

μετανάστευσης. Το «ιδιοκτησιακό» δικαίωμα των λαών επί του εδάφους «δεν κατατείνει

στην προστασία της ακεραιότητας της επικράτειας per se, αλλά των προϋποθέσεων της

ελευθερίας και της αυτοδιάθεσης των κατοίκων της»698

. Εν αντιθέσει με ό,τι πρεσβεύει η

σύγχρονη δικαιική θεώρηση του κράτους από τον Georg Jellinek και κατόπιν699

, στην

καντιανή σύλληψη η επικράτεια δεν συνιστά στοιχείο του νεωτερικού ρεπουμπλικανικού

κράτους δικαίου, με την ίδια έννοια που αποτελεί και ο λαός. Η εδαφικότητα λειτουργεί

απλώς ως «υλική έδρα» για την πραγμάτωση της ελευθερίας του λαού.

Η αντιμετώπιση του ζητήματος της δυνατότητας μετακίνησης των προσώπων υπό

το πρίσμα της διεύρυνσης του λαϊκού υποκειμένου προϋποθέτει ασφαλώς την αξιολογική

επεξεργασία ενός μεγάλου όγκου εμπειρικού υλικού. Είναι μάλλον απίθανο ότι η

696

«Οτιδήποτε αποσπά ο άνθρωπος από τη φυσική κατάσταση, αναμειγνύοντας με αυτό το μόχθο του

και συνδέοντάς το έτσι με κάτι δικό του, το καθιστά με την ενέργεια αυτή ιδιοκτησία του», ό.π., σ. 182.

Βλ. και Muthu Sankar, «Enlightenment and anti-imperialism, Social Research, τ. 66, 2000, σ. 959-1007.

697 Αντίθετα για τον Kant, «στην περίπτωση νομαδικών λαών ή φυλών από ποιμένες ή κυνηγούς,…των

οποίων η επιβίωσή στηρίζεται σε ευρείες έρημες εκτάσεις, μια τέτοια εποίκιση είναι αδύνατη με τη βία

αλλά μπορεί να γίνει μόνο με συμφωνία…», The metaphysics of morals, ό.π., σ. 158.

698 Ingeborg Maus, «Vom Nationalstaat zum Globalstaat: Der Niedergang der Diemokratie», σε M. Lutz-

Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?: Für und wider die Idee einer Weltrepublik,

Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2002, σ. 226-259, (241).

699 Allgemeine Staatslehre, O. Häring Verlag, Berlin 1914, [1900], σ. 394-427.

διεύρυνση αυτή θα επέτασσε «ανοικτά» σύνορα700

. Φαίνεται ωστόσο να υπαγορεύει

πολιτικές επιλογές που καθιστούν τα σύνορα πορώδη, ώστε η άσκηση του δικαιώματος

μετακίνησης κατά το δυνατόν να εξασφαλίζεται701

.

Οπωσδήποτε όμως είναι ατυχής η αυτοκατανόηση των δυτικών κοινωνιών, όπως

τη δέχεται ο Walzer, ως «εύπορων και ελεύθερων», που, κατά παρόμοιο τρόπο με τα

«κορυφαία πανεπιστήμια, πολιορκούνται από αιτούντες είσοδο»702

, οπότε καλούνται να

αποφασίσουν μονομερώς αν και ποιους θα δεχτούν. Αυτή η κοσμοεικόνα είναι

ανελεύθερη. Δεν απέχει πολύ από το να μεταχειρίζεται τους «άλλους» ως

ηθικοπολιτικώς αμελητέα πρόσωπα, ως απλά μέσα για την επίτευξη των «δικών μας»

σκοπών. Σε αντίθεση όμως με τα αυταρχικά καθεστώτα, οι δημοκρατικές πολιτείες δεν

διαθέτουν κλειστά σύνορα, δηλαδή γραμμές που περιχαρακώνουν το γεωγραφικό χώρο

επιβολής της κυριαρχικής ισχύος τους. Ανακύπτουν πολιτικά και κοινωνικά όρια,

επιβαλλόμενα από τις πραγματικές ανάγκες της αυτοκυβέρνησης και τις υλικές

προϋποθέσεις της δημοκρατικής νομιμοποίησης703

.

Η αρχή της παροδικότητας του λαϊκού σώματος, στην οποία αναφερθήκαμε,

επιδρά προφανώς και στην ίδια τη σύλληψη της ιδιότητας του πολίτη, ως προς την οποία

οι θεσμοί δεν λειτουργούν αποκλειστικά ως μηχανισμοί κοινωνικής και πολιτικής

περίκλεισης. Είναι ταυτόχρονα και όχημα ανασύνταξης της κοινότητας. Μια κριτική

αξιολόγηση των υφιστάμενων δικαιικών συστημάτων ως προς την απόδοση της

700

Βλ. για παράδειγμα Joe Carens, «Aliens and citizens: The case for open borders», σε Theorizing

citizenship, ό.π., σ. 229-255.

701 Onora O’ Neil, Bounds of justice, Cambridge University Press, New York 2000, σ. 200-202.

702 Walzer, Spheres of justice, ό.π., σ. 32.

703 Benhabib, The rights of others, ό.π., σ. 219. 2005 και Veit Bader, «The ethics of immigration»,

Constellations, τ. 12, 2005, σ. 331-361.

ιθαγένειας μπορεί να καταδείξει ότι η εξάρτηση της πολιτειότητας από τη γέννηση τόσο

στην εκδοχή του jus soli, πολύ δε περισσότερο σε αυτή του jus sanguinis, οδηγεί σε

παράδοξα αποτελέσματα από την πλευρά των αρχών της δημοκρατίας704

.

Ένας συνολικός αναπροσανατολισμός στο στοιχείο της κατοικίας θα ήταν

πιθανότατα ευκταίος και προτιμότερος. Αναμφίβολα, οι κοινότητες θα οφείλουν και σ’

αυτή την περίπτωση να θέσουν κριτήρια ένταξης, διότι, αν μη τι άλλο, το στοιχείο της

μόνιμης κατοικίας πρέπει επίσης να προσδιορίζεται ευκρινώς. Εν πάση περιπτώσει μια

τάση προς μείωση των περιορισμών, σε σχέση με ό,τι κελεύουν τα σημερινά συστήματα,

δείχνει περισσότερο συμβατή με την ιδέα της αυτονομίας του προσώπου και εν τέλει με

το ηθικό πρόσωπο της ανθρωπότητας705

.

10. Θεσμοί πολιτικής συμπερίληψης και δημοκρατική νομιμοποίηση

Η υποχρέωση δικαιολόγησης των αποκλεισμών δεν αποτελεί απλή ηθική

προσταγή, άμοιρη θεσμικών συνεπειών. Σύμφωνα με μια άποψη, μεταφράζεται σε ένα

καθήκον των δημοκρατικών κοινοτήτων να προβαίνουν σε αυτό που η Seyla Benhabib

704

Ayelet Shachar, «Against birthright privilege: Redefining citizenship as property», σε Identities,

affiliations, and allegiances, ό.π., σ. 257-284 και Linda Bosniak, The citizen and the alien: Dilemmas of

contemporary membership, Princeton University Press, Princeton 2006, ιδιαίτερα κεφ. 6. Πιο θετική έναντι

του στοιχείου της γέννησης η ανάλυση του Rainer Bauböck, «Stakeholder citizenship and transnational

political participation: A normative evaluation of external voting», Fordham Law Review, τ. 75, 2007, σ.

2393-447.

705 Dora Kostakopoulou, The future governance of citizenship, Cambridge University Press,

Cambridge/London 2008.

ονομάζει «δημοκρατικές επαναλήψεις» (democratic iterations), σε πολύπλοκες δηλαδή

διαδικασίες διαβούλευσης και συνδιαλλαγής με στόχο την αξιολόγηση αιτημάτων

ένταξης. Διαμέσου των επαναλήψεων η δημοκρατική κοινότητα οφείλει να αναχαράζει

τα όριά της, αίροντας όσους αποκλεισμούς θα κρίνονται εκάστοτε ως άδικοι.

Τα μη μέλη της κοινότητας, κατά την άποψη αυτή, έχουν τη δυνατότητα να

προωθούν και να στηρίζουν τις αξιώσεις τους, δρώντας στα πλαίσια της εθνικής και της

υπερεθνικής κοινωνίας πολιτών. Η σταδιακή αναμόρφωση των συστημάτων της

ιθαγένειας στα φιλελεύθερα συστήματα, η ανάσυρση από την ιστορία της δημοκρατίας

των Η.Π.Α. μορφών αποσύνδεσης της πολιτικής συμμετοχής από την τυπική κατοχή της

πολιτειότητας (π.χ. δικαίωμα ψήφου των αλλοδαπών στις τοπικές εκλογές)706

, καθώς και

οι θεσμοί της ευρωπαϊκής ιδιότητας του πολίτη, συνιστούν στιγμές τέτοιου είδους

επαναλήψεων στα φιλελεύθερα συστήματα707

.

Ωστόσο στις σύγχρονες συνθήκες εντατικοποίησης των ροών μετακίνησης, η πιο

πάνω λύση καθιστά το δικαίωμα στη δικαιολόγηση εξαιρετικά παθητικό. Ας μην

λησμονούμε ότι οι αποκλεισμένοι των σύγχρονων συστημάτων είναι συνήθως κοινωνικά

περιθωριοποιημένοι άνθρωποι και οι δυνατότητές τους να δρουν εξωθεσμικά είναι

απολύτως ισχνές. Από την άλλη πλευρά, οι θεσμικές μεταβολές που προβάλλονται ως

δείγματα εκσυγχρονισμού στα σημερινά συστήματα είναι διστακτικές. Συνήθως το

κοσμοπολιτικό νόημά τους προσκρούει σε αντίρροπες πολιτικές πρακτικές και τις

επικρατούσες κοινωνικές αντιλήψεις. Η ευρωπαϊκή ιδιότητα του πολίτη, για παράδειγμα,

είναι αμφίβολο αν οδηγεί στη διάνοιξη των κοινωνιών. Σε μεγάλο βαθμό, λειτουργεί ως

706

Alexander Keysar, The right to vote: The contested history of democracy in the United States, Basic

Books, New York 2000, κεφ. 2.

707 Benhabib, The rights of others, ό.π., κεφ. 5.

φίλτρο διήθησης, με στόχο τούτη τη φορά την αποπομπή ή την αποθάρρυνση των μη

Ευρωπαίων708

.

Τέτοιες αντιφάσεις δεν πρέπει να κατανοούνται ως απλές δυσχέρειες

προσαρμογής στα μεταβαλλόμενα δεδομένα. Δεν οφείλονται μόνο στο ότι η μετά τη

Βεστφαλία διεθνής έννομη τάξη υποχρεώνει να «…πλέουμε σε άγνωστα ύδατα με τη

βοήθεια απαρχαιωμένων χαρτών, που σχεδιάστηκαν σε άλλη εποχή και σε απάντηση

αλλοτινών αναγκών»709

. Η κατάσταση των μεταναστευτικών πληθυσμών δεν μπορεί να

αποδοθεί σε απλές προκαταλήψεις ή πολιτικές εμμονές. Αντανακλά μάλλον δομικές

μορφές εξουσίασης και εκμετάλλευσης. Υπ’ αυτή τη διόπτρα, είναι αφελές να

αναμένουμε ότι το καλύτερο επιχείρημα μπορεί να αναπτύξει αποτελεσματικά ισχύ πειθούς,

εάν δεν συντρέχει μια στοιχειωδώς δίκαιη κατανομή κοινωνικής και πολιτικής ισχύος

μεταξύ των διαβουλευόμενων μερών, ημεδαπών και αλλοδαπών.

Δεν ξενίζει λοιπόν ότι για ένα τμήμα του σύγχρονου προβληματισμού η

προστασία της ελευθερίας μετακίνησης θέτει προδήλως ένα ακανθώδες ζήτημα

υπερεθνικής δημοκρατικής θέσμισης. Μόνο κοσμοπολιτικού επιπέδου διαρρυθμίσεις,

που καθιστούν εφικτή τη συμμετοχή όλων των ενδιαφερομένων, είναι δυνατό να

παραγάγουν υπό τις περιστάσεις της παγκοσμιοποίησης ένα δίκαιο και νομιμοποιημένο

σύστημα συμπερίληψης των υποκειμένων στις δημοκρατικές πολιτικές μονάδες710

.

Η συζήτηση που θα ακολουθήσει σχετικά με τους μετασχηματισμούς των

πλειοψηφικών θεσμών και των συλλογικών δημοκρατικών υποκειμένων στην

708

Étienne Balibar, We, the people of Europe: Reflections on transnational citizenship, J. Swenson (μετ.),

Princeton University Press, Princeton/Oxford 2004, [2001], σ. 30-45.

709 Benhabib, The rights of others, ό.π., σ. 6.

710 Abizadeh, «Democratic theory and border coercion», ό.π. και Fraser, Scales of justice, ό.π., σ. 68-71.

παγκοσμιοποίηση θα διασαφηνίσει καλύτερα τη θεωρητική βάση και την πολιτική ουσία

αυτής της διαμάχης. Πριν όμως υπεισέλθουμε στο ζήτημα αυτό, προσήκει να εξεταστεί

το τρίτο επίπεδο της ιδιότητας του πολίτη. Πέρα δηλαδή από τη νομική και πολιτική της

διάσταση, αξίζει να διερευνηθεί και η κοινωνική της πτυχή, η οποία αναφέρεται στο

ζήτημα της υφής του λαϊκού υποκειμένου.

Κεφάλαιο δεύτερο

Δημοκρατική αρχή και κοινωνική ομοιογένεια

1. Δημοκρατία και εθνική ταυτότητα στην κλασική θεωρία

Πέρα από το νομικό, τυπικό status της ιθαγένειας, καθώς και το ηθικό-πολιτικό

επίπεδο της ενεργού συμμετοχής στην πρακτική της αυτοκυβέρνησης, η πολιτειότητα

ενέχει και μια κοινωνιολογική διάσταση συλλογικής ταυτότητας711

. Από την άποψη

αυτή, οι φορείς της ιδιότητας του πολίτη μοιράζονται μια βιωματική εμπειρία

συνανήκειν στην κοινότητα, με την οποία καλό είναι να αισθάνονται ότι ταυτίζονται.

Σύμφωνα με την αντίληψη που έχει κυριαρχήσει σε μεγάλο μέρος της δημοκρατικής

θεωρίας και πρακτικής, η κοινωνιολογική πτυχή της πολιτειότητας θέτει αντικειμενικά,

μη πολιτικά όρια σε κάθε προσπάθεια διάνοιξης των ορίων του λαού. Προκειμένου να

αυτοκυβερνηθούν τα υποκείμενα, προαπαιτείται να μοιράζονται μια κοινωνική ουσία,

«μια αίσθηση κοινότητας, βασισμένη στην πίστη σε έναν πολιτισμό που γίνεται

αντιληπτός ως κοινό κτήμα»712

.

Χωρίς αμφιβολία, ο συλλογικός αυτοκαθορισμός, δεν εμφανίζεται in vacuum.

Συντελείται όπου οι πολίτες έχουν σοβαρούς λόγους να νιώθουν ότι συνδέονται με

δεσμούς αλληλεγγύης μεταξύ τους και ευθύνης έναντι της πολιτείας. Μολαταύτα, η

φύση, η ουσία και τα κοινωνιολογικά γνωρίσματα αυτής της ενότητας έχουν καταστεί

αντικείμενο σκληρής διαμάχης στη θεωρία, κυρίως ανάμεσα στους ακολούθους αφ’ ενός

711

Κατά την ορολογία του Rosenfeld, The identity of the constitutional subject, ό.π., σ. 223-233.

712 Marshall, «Citizenship and social class», ό.π., σ. 40-41.

της εθνικής συνείδησης και αφ’ ετέρου των μεταεθνικών ταυτοτήτων. Οι δεύτεροι

εκπροσωπούνται, ως επί το πλείστον, από όσους πιστεύουν στη δυνατότητα ανάδυσης

ενός «συνταγματικού πατριωτισμού».

Από τις αρχές του 16ου

αιώνα οι όροι έθνος και λαός άρχισαν να

χρησιμοποιούνται σταδιακά ως συνώνυμοι, σηματοδοτώντας το νέο υποκείμενο

κυριαρχίας713

. Στη θεωρία και την πολιτική ρητορική των επαναστατικών κινημάτων του

Διαφωτισμού επικράτησε πάντως ένας «συνταγματικός» εθνικισμός, που δεν

περιλάμβανε πολιτισμικά στοιχεία. Αυτό που κινητοποίησε τις μάζες ενάντια στις

μοναρχικές εξουσίες ήταν μια πρόσληψη του λαού ως συμβολαιικά συγκροτημένης

πολιτικής μονάδας. Το έθνος στην επαναστατική ορολογία ήταν συνένωση ίσων και

ελεύθερων πολιτών, που συναποφασίζουν να ζήσουν ως τέτοιοι στην ίδια χώρα714

. Έτσι,

σύμφωνα με τον κλασικό ορισμό του Emmanuel Joseph Sieyiès, έθνος είναι «το σώμα

των κοινωνών που ζουν σύμφωνα με κοινούς νόμους και εκπροσωπούνται από την ίδια

νομοθετική συνέλευση»715

. Κατά τη διάρκεια των αστικών επαναστάσεων όμως,

ιδιαίτερα της γαλλικής, το νόημα του έθνους προσέλαβε και έντονη πολιτιστικά χροιά716

.

Η μεταστροφή αυτή διαφαίνεται στην περί δημοκρατίας θεωρία του 19ου

αιώνα.

713

Liah Greenfeld, Nationalism: Five roads to modernity, Harvard University Press, Cambridge Mass. 1992,

σ. 6.

714 Ingeborg Maus, «Volk und Nation im Denken der Aufklärung», Blätter für deutsche und internationale

Politik, τ. 5, 1994, σ. 602-621.

715 What is the third estate? M. Blondel (μετ.), Praeger, New York 1964, [1789]. Βλ. και την ανάλυση του

Ulrich Preuß, «Constitutional powermaking for the new polity: Some deliberations on the relations

between constituent power and the constitution», Cardozo Law Review, τ. 13, 1993, σ. 639-651, (645).

716 Brian Singer, «Cultural versus contractual nations: Rethinking their opposition», History and Theory, τ.

35, 1993, σ. 309-337.

Ο ώριμος κλασικός φιλελευθερισμός υπερασπίστηκε μια μορφή καθαρά

δημοκρατικού εθνικισμού. Ο Ernest Renan, ένας από τους πιο σημαντικούς

εκπροσώπους στην παράδοση αυτή, απέρριπτε μεν ρητά μια φυλετική σύλληψη του

Έθνους717

, διατηρώντας όμως μια αίσθηση της ιδιαίτερης ιστορικότητάς του718

. Θέλησε

να δικαιολογήσει την εθνική ταυτότητα ως δημοκρατική επιλογή, ως απαύγασμα ενός

«καθημερινού δημοψηφίσματος», αποτυπωμένου στην «εκφρασμένη επιθυμία για

συνέχιση της κοινής ζωής»719

.

Με βάση μια κάπως εργαλειακή σύλληψη της σχέσης πολιτιστικής κοινότητας

και αυτοκυβέρνησης720

, που επέδρασε καθοριστικά στη σύγχρονη θεωρία, ο J.S. Mill

υποστήριξε ότι η εθνική ομοιογένεια συνιστά κοινωνικό όρο για την ανάπτυξη της

διαβουλευτικής δημοκρατίας. Η ανάλυσή του επικέντρωσε στην πρακτική σπουδαιότητα

της κοινής γλώσσας για τη λειτουργία της πολιτικής δημοσιότητας και του

συναισθηματικού δεσμού μεταξύ των πολιτών («κοινές συμπάθειες» στην ορολογία του),

ως προαπαιτούμενο για ευδοκίμηση αμοιβαίας εμπιστοσύνης721

.

Στον αντίποδα των εργαλειακών προσεγγίσεων, η ρομαντική φιλοσοφία γέννησε

την ιδέα του «εθνολαού» (Volksnation), βάσει της οποίας η εθνική κοινότητα έγινε

αντιληπτή όχι απλά ως προπολιτική, αλλά επιπλέον και ως φυσική ή προαιώνια. Με τα

717

Ernest Renan, «Τι είναι έθνος», σε του ίδιου, “Τι είναι έθνος” και “Προσευχή κάτω από την

Ακρόπολη”, Γ. Λάμψας/Η. Νικολούδης (μετ.), Ροές, Αθήνα 2009, [1882], σ. 33.

718 «Τα έθνη δε βαστάνε αιώνια. Κάποτε άρχισαν, κάποτε τελειώνουν…Σήμερα, η ύπαρξη των εθνών

είναι καλή, ίσως μάλιστα και αναγκαία», ό.π., σ. 51.

719 Στο ίδιο, σ. 50.

720 Για τη διάκριση εργαλειακών και μη εργαλεικών νομιμοποιήσεων της εθνικής ταυτότητας βλ.

Παπαγεωργίου, Πόλεμος και δικαιοσύνη, ό.π., σ. 33.

721 J.S. Mill, «Considerations on representative government», σε του ίδιου, On liberty and other essays, J.

Grey (επιμ.), Oxford University Press, New York 1991, κεφ. 16ο.

λόγια του Fichte, «τα πρώτα, αναμφίβολα τα ουσιώδη και όντως φυσικά όρια των

κρατών είναι τα εσωτερικά. Αυτοί που μιλούν την ίδια γλώσσα, προτού υπάρξει καν

οποιαδήποτε ανθρώπινη τέχνη, συνέχονται ήδη από τη γυμνή φύση μέσω ενός πλήθους

αόρατων δεσμών…Συνιστούν εκ των πραγμάτων ένα αδιάσπαστο σύνολο»722

.

Κατά την άνοδο των μαζικών δημοκρατικών συστημάτων, η φυσικοποιημένη

σύλληψη του έθνους έτυχε μεγαλύτερης ανταπόκρισης στις πολιτικές ιδεολογίες παρά

στη θεωρία της δημοκρατίας. Ωστόσο, η συναρμογή κοινωνικής ομοιογένειας και

δημοκρατικής πολιτικής θεωρήθηκε πλέον αυτονόητη σε ένα ευρύτατο φάσμα

στοχασμού. Μάλλον εξαίρεση αποτέλεσε, ας πούμε, η θεωρία του αυστριακού

μαρξισμού, η οποία αφορμήθηκε από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον για εκδημοκρατισμό της

πολυπολιτισμικής κοινωνίας που άφησε πίσω της η πτώση της αυστροουγγρικής

αυτοκρατορίας723

. Στη διένεξη για την ερμηνεία της δημοκρατικής αρχής στο Σύνταγμα

της Βαϊμάρης, αντίθετα, η παραπάνω σύνδεση αποτέλεσε έρεισμα που κυριολεκτικά

ενταφίασε τη διαβουλευτική θεώρηση του σύγχρονου κοινοβουλευτισμού.

Από την άποψη αυτή, η ανάλυση του Carl Schmitt προσφέρει ένα εύγλωττο

δείγμα. Για τον Schmitt, στα ταξικώς διαφοροποιημένα πολιτικά σώματα που προέκυψαν

από την καθολίκευση του δικαιώματος ψήφου, η ένταση των πολιτικών ανταγωνισμών,

καθώς και η μαζικοποίηση των κομμάτων κατέστησαν αδύνατη κάθε έλλογη συναίνεση,

με επακόλουθο την ιστορική παρακμή των διαλογικών ηθών του κοινοβουλευτισμού724

.

722

Johann Gottlieb Fichte, Addresses to the German nation, R. Jones/G. Turnbull (μετ.), Greenwood Press,

Westport 1922, [1808], σ. 223-224.

723 Ephraim Nimni, «National multiculturalism in late imperial Austria as a critique of contemporary

liberalism: The case of Bauer and Renner», Journal of Political Ideologies, τ. 4, 1999, σ. 289-314 και Otto

Bauer, «The nation», σε Mapping the nation, ό.π., [1924], σ. 39-77.

724 Schmitt, The crisis of parliamentary democracy, ό.π. σ. 22-33.

Στα μαζικά συστήματα, κατά την άποψή του, μόνον η εθνική ταυτότητα παρέχει πλέον

τη συγκολλητική ουσία, στην οποία μετέχοντας τα υποκείμενα μπορούν να

αναγνωριστούν ως ίσα και να καταστούν ικανά για αυτοπροσδιορισμό725

.

Μολαταύτα η κριτική νομική θεωρία του γερμανικού Μεσοπολέμου δεν

αντιτάχθηκε σθεναρά στη φιλοσοφική αφετηρία αυτών των συμπερασμάτων. Στην πιο

εξειδικευμένη ίσως πραγματεία του Μεσοπολέμου για το ζήτημα δημοκρατίας και

ομοιογένειας, ο Herman Heller επεξεργάστηκε μια συνολική απάντηση στους σμιτιανούς

ισχυρισμούς. Ωστόσο, η από μέρους του υπεράσπιση των κοινοβουλευτικών θεσμών

απέληξε σε αποδυνάμωση του έλλογου πυρήνα τους. Υποστήριξε ότι η αδυναμία της

κριτικής του Schmitt συνίσταται στην αναπαραγωγή της «φιλελεύθερης πλάνης»,

σχετικά με την αναγωγή των ιστορικών και πνευματικών θεμελίων του

κοινοβουλευτισμού στην ιδέα της έλλογης διαβούλευσης. Κατά την άποψη του Heller,

απεναντίας, η νομιμοποιητική ενέργεια της κοινοβουλευτικής διαδικασίας πρέπει να

εντοπιστεί στην κοινωνικά διαμορφωμένη ενότητα του συλλογικού σώματος, διότι αυτή

ακριβώς επιτρέπει την ανάδυση συναινέσεων και πρακτικής «δίκαιου παιγνίου».

«Η βάση», γράφει, «του κοινοβουλευτισμού δεν είναι η πίστη στη δημόσια

συζήτηση ως τέτοια, αλλά η ύπαρξη ενός κοινού θεμελίου διαλόγου και συνεπώς της

δυνατότητας του fair play για τους εσωτερικούς πολιτικούς αντιπάλους, σε μια σχέση

όπου κανείς μπορεί να αποκλείει τη γυμνή βία και να οδηγείται σε συμφωνία. Μόνον

όταν η συνείδηση της ομοιογένειας εκλείψει, μια ομάδα, που μέχρις εκείνη τη στιγμή

725

«Ένα δημοκρατικό κράτος, που αναζητεί στην εθνική ομοιότητα των πολιτών του τις προϋποθέσεις

της δημοκρατίας, αντιστοιχεί στην ονομαζόμενη αρχή της εθνικότητας, κατά την οποία ένα έθνος

κατασκευάζει το κράτος και ένα κράτος το έθνος», Schmitt, Verfassungslehre, ό.π., σ. 231.

ήταν ένα από τα μέρη της συζήτησης, μετατρέπεται σε υποκείμενο επιβολής» 726

. Με

απλά λόγια, οι κοινοβουλευτικές συναινέσεις είναι, για τον Γερμανό σοσιαλδημοκράτη

στοχαστή, ένα είδος κοινωνικά ριζωμένης ομοθυμίας. Η δημόσια συζήτηση απλώς τις

αποκαλύπτει, δεν τις παράγει. Πρόκειται για συναινέσεις «με την καρδιά, παρά με τα

επιχειρήματα»727

.

Είναι αξιοσημείωτο ότι στη σύγχρονη υπεράσπιση της εθνικής ενότητας ως

κοινωνικού όρου για τη διεξαγωγή δημοκρατικών ανταγωνισμών, απόψεις παρόμοιες με

εκείνες του Heller υιοθετούνται ευρύτατα. Έτσι, κατά τον Will Kymlicka, στις εθνικές

δημοκρατίες «ο δεσμός δεν θραύεται ακόμη και σε περιπτώσεις ακραίας κανονιστικής

διαφωνίας. Εφόσον οι ρίζες της ενότητας στις εθνικές κοινωνίες κείτονται εκτός της

κανονιστικής σφαίρας, μπορούν να φιλοξενήσουν την κανονιστική διαφορετικότητα και

με αυτή την έννοια [οι εθνικές κοινωνίες] είναι πιο πολυφωνικές από όσες στηρίζονται

σε κοινές αρχές»728

.

Με βάση το ανωτέρω πλαίσιο προβληματισμού, η κριτική θεώρηση του Heller

δεν μπορούσε παρά να περιοριστεί σε μια πρόσθεση του σοσιαλιστικού αιτήματος για

άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στο αντίστοιχο φιλελεύθερο για πολιτιστική

ομοιογένεια. «Δεν θα ήθελα», υποστήριξε, «να κατηγορηθώ ότι υποτιμώ την ικανότητα

της πολιτιστικής εθνικής κοινότητας να δημιουργήσει ένα Κράτος. Αλλά οφείλω να

υπογραμμίσω ότι είναι αδύνατο να υπάρξει πολιτιστική κοινότητα χωρίς ένα βαθμό

κοινωνικής ομοιογένειας. Η αστική ελπίδα, ότι η συμμετοχή των εργατών στον εθνικό

726

Hermann Heller, «Politische Demokratie und Soziale Homogenität», σε του ίδιου, Gesammelte

Schriften, II: Recht, Staat, Macht, C. Müller (επιμ), Mohr, Tübingen 1992, [1928], σ. 421–433, (424).

727 Jürgen Habermas, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, Λ. Αναγνώστου (μετ.), Νήσος, Αθήνα 1997, [1962],

σ. 167.

728 Will Kymlicka, Multicultural citizenship, Clarendon Press, Oxford 1995, σ. 93.

πολιτισμό θα αποδειχθεί επαρκής, ώστε να συγκρατήσει την τάξη των μη ιδιοκτητών

εντός της διαδικασίας διαμόρφωσης της δημοκρατικής ενότητας, αποτελεί εν μέρει μια

αφελή αυταπάτη»729

.

2. Ο σύγχρονος δημοκρατικός εθνικισμός

Ο σύγχρονος δημοκρατικός εθνικισμός αναβιώνει θέσεις που είχαν διατυπωθεί

από φιλελεύθερη σκοπιά τον 19ο αιώνα

730. Αφετηριακό του σημείο συνιστά η –εγελιανή

στην καταβολή της731

– κριτική στον ατομισμό των συμβολαιικών συλλήψεων του

δημοκρατικού κράτους732

. Η θέση αυτή επιτρέπει την αντιπαραβολή του «ορθολογικού»

λαού, δηλαδή ενός απλού αθροίσματος στρατηγικά δρώντων υποκειμένων, προς την

κοινωνικά ενσωματωμένη εθνική κοινότητα733

. Σε κάποιους θεωρητικούς κλιμακώνεται

μάλιστα σε γενικευμένη κριτική του Διαφωτισμού, ο οποίος δεν κατάφερε, υποτίθεται,

729

Στο ίδιο, σ. 431.

730 Κρίσιμες διαφορές μεταξύ κλασικών και σύγχρονων αντιλήψεων ανιχνεύει η ανάλυση του Georgios

Varouxakis, Mill on nationality, Routledge, London/New York 2002, κυρίως κεφ. 2ο.

731 Για την άποψη του Hegel ότι η ένωση των ατόμων σε Κράτος δεν μπορεί να αναχθεί στην

«αυθαιρεσία, τη γνώμη και την προαιρετική, ρητή τους συγκατάθεση», Βασικές κατευθύνσεις της

φιλοσοφίας του δικαίου, Σ. Γιακουμής (μετ.), Δωδώνη, Αθήνα/Ιωάννινα 2004, [1821], σ. 253, §258.

732 Margaret Canovan, Nationhood and political theory, E. Elgar, Cheltenham 1996, σ. 41.

733 «Ενώ στο πλαίσιο του “λαού” όλοι οι ελεύθεροι πολίτες λειτουργούν και δικαιούνται να λειτουργούν

ως δυνάμει αδιάφοροι, ιδιοτελείς και ορθολογικοί μεγιστοποιούντες «τζαμπατζήδες» (free riders)…για

τη φυσική συμβολική ομάδα του έθνους τέτοιοι μετέχοντες-μη μετέχοντες δε μπορεί καν να νοηθούν»,

Τσουκαλάς, Η εξουσία ως λαός και ως έθνος, ό.π., σ. 444-445.

«…να διαμορφώσει σχετικά με την ελευθερία καμιά δεσμευτική, θετική ιδέα κοινωνικής

οργάνωσης»734

.

H παραπάνω άποψη δεν είναι πρωτάκουστη. Στον κλασικό φιλελευθερισμό έχει

εκφραστεί ανησυχία σχετικά με τον κοινωνικό ατομισμό που υποθάλπει ο δημοκρατικός

πολιτισμός. Ο Tocqueville έθεσε το πρόβλημα επιμελώς, υποστηρίζοντας ότι η ισότητα

περιορίζει τον πολίτη «στον εαυτό του και μόνο απειλεί να τον περιχαρακώσει τελικά

ολάκερο μέσα στη μοναξιά της δικής του μόνο καρδιάς»735

. Ο Γάλλος διανοητής έδειχνε

ωστόσο να μην αποδίδει το φαινόμενο στις ίδιες τις αρχές της ελευθερίας,

διαισθανόμενος πιθανότατα ότι τούτο όντως σχετίζεται περισσότερο με τη στρεβλή

πραγμάτωσή τους στις κοινωνίες της αγοράς. Για το λόγο αυτό, μπορούσε να προσβλέπει

σε μια λύση για «περισσότερη» δημοκρατία στο ζήτημα. Κατά την άποψή του, μόνο εάν

«πολλαπλασιαστούν στο άπειρο για τους πολίτες οι ευκαιρίες κοινής δράσης», θα

μπορούν αυτοί πραγματικά «να αισθάνονται καθημερινά ότι βρίσκονται σε αμοιβαία

αλληλεξάρτηση»736

.

Στην εκτεταμένη θεωρητική συζήτηση που έχει διαμειφθεί, η διασύνδεση εθνικής

ταυτότητας και δημοκρατικού αυτοκαθορισμού στοιχειοθετήθηκε χάρη σε τέσσερα

βασικά επιχειρήματα:

α) Κατά μια άποψη, μέσω της κοινωνικοποίησης στον εθνικό πολιτισμό το άτομο

εσωτερικεύει «…τις απαιτήσεις, δέχεται τις κοινές αξίες και υιοθετεί τους κανόνες

734

Ernst-Wolfgang Böckenförde, «Fundamente der Freiheit», σε E. Teufel (επιμ.), Was hält die monderne

Gesellschaft zusammen? Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1996, σ. 89-99, (90). Κριτική στην άποψη αυτή ασκεί ο

Παύλος Σούρλας, «Έθνος και δικαιοσύνη», ομιλία στο Επιστημονικό Συμπόσιο, Έθνος, κράτος,

εθνικισμός, Εταιρία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1994, σ. 209-230.

735 Alexis de Toqueville, Η δημοκρατία στην Αμερική, ό.π., σ. 518.

736 Στο ίδιο, σ. 521.

συμπεριφοράς, μέσω των οποίων διατηρείται η συλλογικότητα»737

. Μόνον υπ’ αυτούς

τους όρους είναι, υποτίθεται, δυνατό να αναπτυχθούν μαζικά προσωπικές ταυτότητες

ενσωματωμένες στην κοινοτική ζωή738

. Κάτι τέτοιο δεν ακυρώνει τις προϋποθέσεις της

σύγχρονης ελευθερίας. Για την αντίληψη αυτή, κάθε πολυφωνική δημοκρατική τάξη

χρήζει ενός κοινωνικού θεμελίου κοινών αξιών και πεποιθήσεων, ειδάλλως καραδοκεί το

φάσμα της αποσταθεροποίησής της739

.

Φρονούμε πάντως ότι ακόμη κι εάν ο εκκοινωνισμός του υποκειμένου σε ένα

συγκεκριμένο πολιτιστικό πλέγμα επιτελεί πράγματι τις λειτουργίες που του αποδίδονται,

δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι δημοκρατικοί θεσμοί στηρίζονται σε κοινές αξίες ή

πεποιθήσεις. Οι πλειοψηφικές διαδικασίες, λόγου χάριν, είναι διαρθρωμένες κατά τέτοιο

τρόπο, ώστε να επιτρέπουν σε μια κοινότητα διαφωνούντων να οδηγείται παρά ταύτα σε

αποφάσεις. Ζήτημα ακλυδώνιστης γενικής συναίνεσης σε σχέση με το κοινό καλό δεν

τίθεται.

Οι μειοψηφίες δεν υπακούουν για τον λόγο ότι αποδέχονται ως ορθή κάθε

επιμέρους απόφαση. Αρκεί να εμφορούνται από μια πίστη στην εν γένει δυνατότητα των

διαδικασιών –καθώς και των συζητήσεων που τις κινητοποιούν– να συναιρέσουν τις

διαφορετικές οπτικές γωνίες, να υπερβούν ιδιοτελή συμφέροντα και να προωθήσουν

γενικεύσιμα αγαθά. Το κοινωνικό υπόστρωμα της δημοκρατικής τάξης είναι πολύ

διαφορετικό από αυτό που ασπάζεται ο εθνικισμός. Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς

737

Dominique Schnapper, Η κοινωνία των πολιτών, Δ. Παπαδοπούλου (μετ.), Gutenberg, Αθήνα 2000,

[1994], σ. 72.

738 Στο ίδιο, σ. 73.

739 Βλ. ενδεικτικά Wolfgang Schäuble, «Bürgertugend und Gemeinsinn in der liberalen Gesselschaft», σε

Was hält die monderne Gesellschaft zusammen? ό.π., σ. 63-79.

ανέτως πως ιδιάζουσα ποιότητα του δημόσιου χώρου είναι η ιδιαιτερότητα, καθώς «οι

οπτικές που τον συγκροτούν δεν μπορούν να αναχθούν σε έναν κοινό παρανομαστή»740

.

β) Ομόρροπο είναι και το επιχείρημα σχετικά με τη δυνατότητα της πολιτιστικής

ομοιογένειας να πλάθει δεσμούς εμπιστοσύνης, τόσο σε οριζόντιο επίπεδο μεταξύ των

πολιτών, όσο και σε κάθετο, ανάμεσα δηλαδή σε κυβερνώντες και κυβερνώμενους. Εάν

οι πολίτες δεν μετέχουν μιας κοινής κοινωνικής ταυτότητας, ο συντονισμός και η

προβλεψιμότητα των κοινών δράσεων καταντούν χίμαιρα στις πολιτειακές δομές των

μαζικών κοινωνιών, όπου τα υποκείμενα δεν εφάπτονται προσωπικά741

.

Παρά την ευλογοφάνεια του ισχυρισμού, εκτιμούμε ότι μακροπρόθεσμα η

εμπιστοσύνη δεν είναι απλώς συναίσθημα που δημιουργείται και συντηρείται από κάποια

θεμελιακή ομοιότητα. Αμοιβαίες σχέσεις εμπιστοσύνης συνάπτονται και εμπεδώνονται,

όπου τα υποκείμενα παρατηρούν τους άλλους να δρουν με συνέπεια ως προς τις

συλλογικές δεσμεύσεις και τους κοινής ισχύος κανόνες742

. Την ανάπτυξη τέτοιου είδους

φρονήματος δεν μπορεί να εγγυηθεί η ομοιότητα, αλλά ούτε καν η ατομική ηθικότητα.

Τα υποκείμενα οδηγούνται σε σχέσεις αμοιβαιότητας υπό την ενεργητική πίεση της

δημόσιας κριτικής. Σε μεγάλο βαθμό, επομένως, η συνέπεια είναι το αποτέλεσμα της

καλής λειτουργίας της δημοκρατικής δημοσιότητας και όχι προϋπόθεσή της. Κατά τα άλλα,

η κοινωνική ομοιότητα μπορεί το πολύ να καταστήσει τη συλλογική δράση προβλέψιμη.

Από μόνη της, όμως, αδυνατεί να εγγυηθεί την καλή της ποιότητα.

740

Lisa Dish, Hannah Arendt and the limits of philosophy, Cornell University Press, Ithaca 1994, σ. 80.

741 David Miller, On nationality, Oxford University Press, Oxford 1999, σ. 92.

742 Arash Abisadeh, «Does liberal democracy presuppose a cultural nation?», American Political Science

Review, τ. 96, 2001, σ. 495-508, (500-502).

γ) Το πιο αποφασιστικό ίσως επιχείρημα αναφέρεται στην κατανόηση της

πολιτιστικής ομοιογένειας ως λειτουργικού όρου του δημοκρατικού δημόσιου χώρου. Δεν

είναι φυσικά τυχαίο ότι η οπτική αυτή εμμένει στη σημασία της κοινής γλώσσας.

Σύμφωνα με την απερίφραστη διατύπωση του Brian Barry, «προκειμένου να

λειτουργήσει η δημοκρατική πολιτική, οι πολίτες πρέπει να μιλούν την ίδια γλώσσα και

να έχουν πρόσβαση στα ίδια fora συζήτησης»743

. Δεν θα ήταν υπερβολή, κατά την

αντίληψη αυτή, η δημοκρατία να χαρακτηριστεί ως «πολιτική στην καθομιλούμενη»744

.

Παραδόξως, ακόμη και στη θεωρία των γυναικείων σπουδών, που συνήθως προβάλλει

μαχητικά την αξία της ετερότητας, παρουσιάζονται ανάλογες τοποθετήσεις. «Στο βαθμό

που οι πολίτες διαχωρίζονται από φυλετικές, ή άλλες “παγιωμένες ταυτότητες”»,

υποστηρίζει μία από τις εκπροσώπους τους, «η δημοκρατία εξασθενεί. Κάθε δυνατότητα

διαλόγου, δημοκρατικής επικοινωνίας και κοινότητας εξαφανίζεται»745

.

Είναι αληθές ότι η γλωσσική και πολιτιστική ομοιογένεια διευκολύνει πρακτικά

την πολιτική επικοινωνία. Από αυτή την εμπειρική διαπίστωση, εν τούτοις, μεσολαβεί

ένα λογικό άλμα μέχρι την αναγόρευση της ετερότητας και της πολυγλωσσίας σε φυσικό

όριο του συλλογικού αυτοκαθορισμού. Στα θεμέλια της θεώρησης αυτής είναι δυνατό να

ψηλαφηθούν δύο αφανείς προκείμενες. Αφενός, μια απαρχαιωμένη, ουσιολογική

σύλληψη των διαφορετικών πολιτισμών ως κλειστών και σφαιρικών μορφών ζωής,

743

Brian Barry, Democracy and power: Essays in political theory, Clarendon Press, Oxford 1991, σ. 171.

Ομοίως και Schnapper, Η κοινωνία των πολιτών, ό.π., σ. 124.

744 Κατά την έκφραση του Will Kymlicka, Politics in the vernacular: Nationalism, multiculturalism, and

citizenship, Oxford University Press, Oxford 2001.

745 Jean Bethke Elshtain, Democracy on trial, New York, Basic Books 1995, σ. 74.

αδιαπέραστων από τη δημοκρατική επικοινωνία746

. Αφετέρου, η προερχόμενη από την

κλασική αμεσοδημοκρατική παράδοση αντίληψη, ότι η αυτοκυβέρνηση εδράζεται

αποκλειστικά στη διαπροσωπική επικοινωνία, όπως λαμβάνει χώρα σε ενιαίο δημόσιο

χώρο, από τον οποίο «δι’ ενός στόματος» εκφέρεται γενική βούληση ομοιότροπη.

Παρά ταύτα η παρατήρηση των μαζικών συστημάτων καταδεικνύει ότι ο

δημοκρατικός χώρος δεν μπορεί να κατανοείται ως ενιαίος και αρραγής. Συναπαρτίζεται

από διαπλεκόμενες στοιβάδες δημοσιότητας, που με τη σειρά τους συγκροτούνται από

διαφορετικά κοινά, εντός και εκτός θεσμών747

. Σε αυτά τα κοινά, η συμμετοχή όλων των

πολιτών δεν είναι ούτε αναγκαία, αλλά ούτε και εφικτή. Με δεδομένη την εξατομίκευση

του νεωτερικού κοινωνικού σώματος, δεν είναι φυσικά δυνατό να γίνει λόγος για

ομοιογενή κοινή βούληση. Στο πολύπλοκο αυτό θεσμικό σχήμα, η πολιτική θέληση

διαπλάθεται μέσω ενός πολυεπίπεδου πλέγματος διαδικασιών απόφασης, που

αλληλεπιδρούν μέσα από αποκεντρωμένα δίκτυα κριτικών συζητήσεων.

Εφοδιασμένοι με τις παραπάνω εκτιμήσεις, καλούμαστε να επανεκτιμήσουμε τη

σχέση της δημοκρατίας με την πολυπολιτισμικότητα και την πολυγλωσσία. Παρά τις

πρακτικές δυσχέρειες που προξενούν, οι συνιστώσες αυτές δεν πρέπει να θεωρούνται ως

προσκόμματα, αλλά μάλλον ως μορφές εμπλουτισμού της πολιτικής επικοινωνίας748

.

746

Για κριτικές συζητήσεις αυτής της προσέγγισης στην ανθρωπολογία των πολιτισμών βλ. Seyla

Benhabib, The claims of culture: Equality and diversity in the global era, Princeton University Press,

Princeton 2002, κεφ. 1ο και Andrew Mason, «Liberalism, multiculturalism, and the problem of internal

minorities», σε A. S. Laden/D. Owen (επιμ.), Multiculturalism and political theory, Cambridge University

Press, New York 2007, σ. 221-243.

747 Nancy Fraser, «Rethinking the public sphere: A contribution to the critique of actually existing

democracy», σε C. Calhoun (επιμ.), Habermas and the public sphere, MIT Press, Cambridge Mass. 1991, σ.

109-142.

748 Iris Marion Young, Inclusion and democracy, Oxford University Press, New York 2001, κεφ. 3

ο.

Στηριζόμενα σε διαφορετικές εμπειρίες πολιτισμού και μετερχόμενα ένα ευρύτερο

φάσμα εκφραστικών μέσων, τα υποκείμενα διευρύνουν τη δυνατότητά τους να

επερωτούν τις απόψεις περί κοινού καλού που ηγεμονεύουν στην κοινότητα, φέρνοντας

στις συζητήσεις και τους θεσμούς θύλακες κοινωνικής υστέρησης ή πολιτικής

περιθωριοποίησης. «Εάν η γλώσσα είναι, όπως υποστηρίζεται, καταστατικής σημασίας

για την πολιτική ταυτότητα, η πολυγλωσσική επικοινωνία θα πρέπει να είναι πιο

περιεκτική σε ευρείες ποικιλίες οπτικών εν συγκρίσει με τη διαβούλευση που διεξάγεται

σε συγκεκριμένη γλωσσική κοινότητα»749

. Επιπλέον, ερχόμενοι αντιμέτωποι με

επιχειρήματα που αναφέρονται σε αντιπαλεύοντα συμφέροντα και ετερόκλητα

πολιτιστικά νοήματα, οι πολίτες έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν επίγνωση της

περιορισμένης εμβέλειας της δικής τους προοπτικής και να συνειδητοποιήσουν την αξία

της διαλογικής διαπλάτυνσής της750

.

δ) Σημαντικό επιχείρημα υπέρ της σπουδαιότητας της εθνικής ταυτότητας

αποτελεί, τέλος, και η άποψη ότι η αλληλεγγύη που πηγάζει από αυτή συνιστά το

κοινωνικό κρηπίδωμα για θεσμούς αναδιανομής κοινωνικού εισοδήματος. Η θεωρία του

πολιτειακού εθνικισμού κατανοεί το εθνικό κράτος ως καθολική απελευθερωτική

κατάκτηση, στο βαθμό που η ανάδυσή του επέτρεψε την επέκταση των πολιτικών

υποχρεώσεων πέρα από τους τοπικούς θεσμούς και τις διαπροσωπικές σχέσεις, προς μια

ευρύτερη κοινότητα ιστορίας και πολιτισμού751

. Κατά τη αντίληψη αυτή, η εθνότητα

749

William Scheuerman, «Globalization and democratic theory», Polity, τ. 33, 2000, σ. 331-342, (339).

750 James Bohman, Public deliberation: Pluralism, complexity, and democracy, MIT Press, Cambridge Mass.

1998, σ. 102-103.

751 Σε αυτή τη θέση βασίζεται η ανάλυση της Canovan, Nationhood and political theory, ό.π., στο ίδιο.

συνιστά ταυτοχρόνως και την έδρα της ηθικής υποχρέωσης αλληλεγγύης752

ή, σε κάθε

περίπτωση, το κοινωνικό υπόβαθρο που την καθιστά πολιτικά εφαρμόσιμη753

, καθώς

σμιλεύει μια «πολιτική κοινότητα πεπρωμένου» (politische Schiksalsgemeinschaft) κατά

την έκφραση του Ομοσπονδιακού Γερμανικού Συνταγματικού Δικαστηρίου754

. Η θέση

αυτή ενδυναμώνεται με ιστορικές αναφορές που υπογραμμίζουν τον διαχρονικά εθνικό

χαρακτήρα των προνοιακών θεσμών. Περαιτέρω εκφράζεται ο φόβος ότι η υποβάθμιση

των πολιτιστικών δεσμών υπό συνθήκες παγκοσμιοποίησης της οικονομίας καθιστά το

κοινωνικό κράτος ευπαθές στη νεοφιλελεύθερη αντιμεταρρύθμιση755

.

Παρά το ζωηρό ενδιαφέρον της για την ανάπτυξη και προάσπιση του προνοιακού

κράτους, η επιχειρηματολογία αυτή καθιστά τις ηθικές υποχρεώσεις για υποστήριξη των

ασθενέστερων μελών της κοινωνίας μάλλον επισφαλείς, εξαρτώντας τις από ιστορικά

συμπτωματικούς παράγοντες, όπως η αίσθηση ομοιότητας756

. Αλλά και σε πολιτικό

επίπεδο, δεν είναι καθόλου αυτονόητο ότι η αναδιανομή ακουμπά απαραίτητα στην

εθνική αλληλεγγύη. Αυτό εξαρτάται άμεσα από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της

752

Yael Tamir, Liberal nationalism, Princeton University Press, Princeton 1993, σ. 120-123.

753 Στην κατεύθυνση αυτή δείχνει να κινείται η επιχειρηματολογία του D. Miller, On nationality, ό.π., σ.

72-79.

754 Την οποία το Δικαστήριο εντοπίζει στην αλληλεγγύη που δημιουργεί η «ενσωμάτωση (Verstrickung)

[των υποκειμένων] στη μοίρα της πατρίδας τους, από την οποία δεν μπορούν να ξεφύγουν», BvG, τομ.

83, ΙΙ, αρ. 3, σ. 37-59, (40).

755 «Ο εθνικισμός», καταλήγει ο Graig Calhoun, «καθίδρυσε τους κοινωνικούς θεσμούς, όπως η δημόσια

εκπαίδευση, η δημόσια υγεία και οι υπόλοιπες διαστάσεις του κοινωνικού κράτους, που ξεπρόβαλαν στη

διάρκεια ιστορικών αγώνων. Μπορεί επίσης να στηρίξει τις προσπάθειες υπεράσπισης αυτών των

θεσμών –και την ίδια την ιδέα του κοινού καλού– έναντι της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης»,

Nations matter: Culture, history, and the cosmopolitan dream, Routledge, London/New York 2007, σ. 166-

167.

756 Young, Inclusion and democracy, ό.π., σ. 238-246.

τελευταίας. Η κυριαρχία μιας ατομιστικής πολιτιστικής παράδοσης οπωσδήποτε δεν

συμβάλλει στη σταθεροποίηση πολιτικής οικονομικών αναδιανομών757

.

Σε τέτοια περίπτωση, οι ιδαλγοί του πολιτειακού εθνικισμού φέρουν το βάρος να

τεκμηριώσουν πώς είναι δυνατό να σφυρηλατηθεί ένας νέος, διαφορετικός κοινωνικός

δεσμός μεταξύ των υποκειμένων. Οι προνοιακοί θεσμοί χρήζουν φυσικά κοινωνικής

στήριξης. Η θεμελίωσή της όμως αναζητείται σε αρχές κοινωνικής δικαιοσύνης σε καλή

πολιτεία, όχι στο κοινό πολιτιστικό πλαίσιο, που συνέχει τους κοινωνούς.

Σε αναφορά με τον ισχυρισμό σχετικά με τους κοινωνικούς αγώνες, αρμόζει να

αντιλεχθεί ότι στα κινήματα που διεκδίκησαν αναδιανεμητικούς θεσμούς η εθνική

ιδεολογία είχε πενιχρή συμβολή. Η ρητορική της υιοθετήθηκε από τις ιθύνουσες τάξεις,

που κρίνεται ότι «παραχώρησαν» τις σχετικές κατακτήσεις, επιζητώντας να εκτονώσουν

τη ριζοσπαστική δυναμική των λαϊκών αιτημάτων. Άλλωστε, εάν ο εθνικισμός και η

πολιτική αποσάθρωσης του κοινωνικού κράτους ήταν αλληλοαναιρούμενα στοιχεία, τότε

είναι απορίας άξιο ότι η αντινομία αυτή δεν έγινε κοθόλου αντιληπτή από κορυφαίες

πολιτικές μορφές του σύγχρονου νεοφιλελευθερισμού. Όπως είναι γνωστό, ο πολιτικός

λόγος της Margaret Thatcher και του Ronald Reagan συναιρούσε ανέτως τους δύο

αυτούς άξονες.

Περαιτέρω, η σύνδεση του ζητήματος της ανάπτυξης ή έστω της βιωσιμότητας

των αναδιανεμητικών δομών με την εθνική πτυχή της ιδιότητας του πολίτη εμπνέει

757

Margaret Moore, «Normative justifications for liberal nationalism: Justice, democracy, and national

identity», Nations and Nationalism, τ. 7, 2001, σ. 1-20 και Jan-Werner Müller, Constitutional patriotism,

Princeton University Press, Princeton 2007, σ. 73-74.

επιπροσθέτως ξενοφοβικά αισθήματα758

. Αυτό δεν αποτελεί βεβαίως παραδοξότητα.

Παρόμοιους αποκλεισμούς στην απονομή της ιδιότητας του πολίτη έχει προκαλέσει η

σύνδεσή της με την κοινοτική πρόνοια ήδη στα πρώιμα στάδια ανάπτυξης του σύγχρονου

κοινωνικού κράτους759

.

3. Η διάκριση «καλού» και «κακού» εθνικισμού

Α. Οι παραπάνω σκέψεις δεν εννοούν να αμφισβητήσουν την αρχή των

εθνοτήτων ως συστατικό στη γενεαλογία της σύγχρονης δημοκρατίας. Το εθνικό κράτος

στάθηκε αναντίρρητα θεσμικός υποδοχέας του σύγχρονου εγχειρήματος

αυτοκυβέρνησης. Απλώς αυτή η ιστορική συνάντηση δεν παραπέμπει υποχρεωτικά και

σε μια άρρηκτη σχέση μεταξύ τους.

Ιδιαίτερα κατά τον 20ο αιώνα, η εθνική ιδεολογία ενέπνευσε εκφάνσεις

επεκτατισμού και σωβινισμού, συγκρουόμενες ευθέως με τις αρχές της ελευθερίας και

της ανθρώπινης αξιοπρέπειας των άλλων. Αποσείοντας την κατηγορία ότι ο εθνικισμός

758

Για το «νέο προοδευτικό δίλημμα» επιλογής ανάμεσα στο σεβασμό της ετερότητας και την

υποστήριξη των κοινωνικών υποδομών του κράτους βλ. Nick Pearce, «Diversity vrs solidarity: The new

progressive dilemma», Renewal: A Journal of Labor Politics, τ. 12, 2004, σ. 79-87.

759 Τα φαινόμενο παρατηρήθηκε έντονα στις απαρχές του Βισμαρκικού προνοιακού συστήματος βλ.

Brubaker, Citizenship and nationhood in France and Germany, ό.π., σ. 62-74.

αποτελεί το «ζοφερό πρόσωπο» της σύγχρονης δημοκρατίας760

, στη θεωρία διακρίνεται η

πολιτειακή (civic) από την εθνοτική (ethnic) ιδεολογική αντίληψη για το έθνος761

.

Η πολιτειακή αντίληψη περί έθνους, διότι κατευθύνεται αποκλειστικά στα

πολιτικά στοιχεία που είναι απαραίτητα για τον δημοκρατικό αυτοκαθορισμό μιας

κοινότητας. Υπερασπίζεται «το έθνος ως πολιτικό σώμα και όχι ως έκφραση ιστορικής

ιδιαιτερότητας»762

. Ως εκ τούτου, προωθεί την ενότητα πέρα από εκδηλώσεις τοπικισμού

ή φυλετισμού και σέβεται τα δικαιώματα ετερότητας, διατηρώντας αρκετά σαφή

επίγνωση ότι η εθνική ταυτότητα δεν αποτελεί το μοναδικό επίπεδο προσδιορισμού του

σύγχρονου ανθρώπου. Ιδίως όσοι πιστεύουν ότι ο εθνικός πολιτισμός βασίζεται στην

καθομιλούμενη κοινή γλώσσα, εξαίρουν τις δυνατότητές του να ενσωματώνει αλλογενείς

αδιακρίτως763

. «Η γλώσσα», κατά την άποψη αυτή, «δεν αποτελεί εργαλείο

αποκλεισμού: θεωρητικά, ο καθένας μπορεί να μάθει οποιαδήποτε γλώσσα. Αντιθέτως,

μπορεί κατά βάση να συμπεριλάβει τους πάντες. Οι περιορισμοί τίθενται μόνο από το

μοιραίο της Βαβέλ: κανένας δε ζει τόσο ώστε να μάθει όλες τις γλώσσες»764

.

Η εθνοτική ιδεολογική αντίληψη, από την άλλη πλευρά, φυσικοποιεί τον εθνικό

δεσμό, προτάσσοντάς τον έναντι κάθε άλλης μορφής συλλογικής ταύτισης, ενώ συνήθως

760

Κατά την έκφραση του Michael Mann, The dark side of democracy: Explaining ethnic cleansing,

Cambridge University Press, Cambridge 2005. Κλασική από την οπτική αυτή παραμένει η ανάλυση του

Elie Kedourie, Ο εθνικισμός, Α. Μαρκέτος (μετ.), Κατάρτι 1999, [1960].

761 Για την άποψη ότι οι δύο κατηγορίες αποτελούν εκδοχές του «πολιτιστικού εθνικισμού», Kai Nielsen,

«Cultural nationalism: Neither ethnic nor civic», Philosophical Forum, τ. 27, 1997, σ. 42-52.

762 Σύμφωνα με τον Pierre Manent, Democracy without nations? The fate of self-government in Europe, Ε.

Seaton (μετ.), ISI Books, Wilmington 2007, σ. 85.

763 Η διάκριση διαποτίζει τις αναλύσεις του Kymlicka, Politics in the vernacular, ό.π., σ. 11.

764 Anderson, Φαντασιακές κοινότητες, ό.π., σ. 194.

συσχετίζει τη δυνατότητα κτήσης της ιδιότητας του μέλους της πολιτικής κοινότητας με

σχέσεις συγγένειας.

Σε ό,τι αφορά τη σύσταση του λαϊκού υποκειμένου της κρατικής εξουσίας, η

παραπάνω διάκριση δεν είναι αβάσιμη765

. Υπό την ιστορική επίδραση αρκετά

διαφοροποιημένων κοινωνικοπολιτικών διαδικασιών εθνογένεσης, στην πολιτική

πρακτική επικράτησαν ποικίλα πρότυπα αντιλήψεων ως προς τις προϋποθέσεις και τα

χαρακτηριστικά της ενότητας του λαού. Στη Γερμανία, η πολιτιστική ομογενοποίηση

προηγήθηκε και έπειτα έθεσε σε κίνηση τη διαδικασία ίδρυσης σύγχρονου κράτους. Το

αποτέλεσμα ήταν μια σύλληψη του λαϊκού υποκειμένου με εθνοτικά χαρακτηριστικά,

στο οποίο η ένταξη προσδέθηκε σε δεσμούς αίματος.

Αντίθετα στη Γαλλία οι επαναστάτες κληρονόμησαν έναν συγκροτημένο κρατικό

μηχανισμό από την απόλυτη μοναρχία, ενώ κατά την ίδρυση της Πολιτείας η κοινωνία

ήταν εξαιρετικά ετερογενής και κυρίως πολύγλωσση. Όλα αυτά συνέτειναν στη

δημιουργία μιας παράδοσης που κατανοούσε το έθνος ως κέλυφος πολιτισμού, στο οποίο

τα μέλη του δημοκρατικού λαού θα άρμοζε να συμβιώσουν, ανεξάρτητα από φυλετικά ή

άλλα χαρακτηριστικά766

. Τέλος στις Η.Π.Α., η σύγχρονη κρατική μορφή, ο

εκδημοκρατισμός και η σφυρηλάτηση ενός αμερικανικού τρόπου ζωής έλαβαν χώρα

765

Κριτικές προσεγγίσεις στην αναλυτική αξία της διάκρισης βλ. Roger Brubaker, «The Manichean myth:

Rethinking the distinction between “civic” and “ethnic” nationalism», σε H. Kriesi et al. (επιμ.), Nation and

national identity, Verlag Rüegger, Zürich 1999, σ. 55-72 και David Brown, «Are there good or bad

nationalisms?», Nation and Nationalism, τ. 5, 1999, σ. 281-302.

766 Μια συστηματική αντιπαραβολή των δύο ταυτοτήτων καθώς και της επίδρασή τους στο δίκαιο της

ιθαγένειας επιχειρεί ο Brubaker, Citizenship and nationhood in France and Germany, ό.π.

ταυτόχρονα. Η εξέλιξη αυτή κατέληξε σε μια εύκαμπτη εθνική ταυτότητα, η οποία

παραμένει ανοιχτή, συντήκοντας ποικίλα πολιτιστικά πρότυπα (melting pot)767

.

Παρά την πολυμορφία τους και τις διαφορές τους σε ό,τι αφορά το ζήτημα της

ενσωμάτωσης νέων μελών, οι εθνικές δημοκρατικές ταυτότητες παρουσιάζουν

συγκεκριμένα λειτουργικά χαρακτηριστικά, που καθιστούν εξακολουθητικά εγγενώς

προβληματική τη συνάρθρωσή τους με τη δημοκρατική αρχή. Η ίδια η θεωρία του

εθνικισμού κατά τον 19ο αιώνα άγγιξε τουλάχιστον δύο καίρια σημεία, που αφορούν στη

σχέση της εθνικής αφήγησης με την ιστορική αλήθεια, καθώς και στην περιοριστική για

το δημοκρατικό σύνδεση της πολιτικής με την πολιτιστική ενσωμάτωση των

υποκειμένων.

Β. Σε ό,τι αφορά το πρώτο από τα παραπάνω στοιχεία, ο Renan ανέδειξε πρώτος

και με αρκετή ακρίβεια ως άσβεστο στοιχείο της εθνικής αφήγησης την αναπόφευκτη

σύγκρουσή της με την ιστορική πραγματικότητα. Κατά την άποψή του, πέρα από τα

στοιχεία μέθεξης στην εθνική ολότητα, τα μέλη του έθνους οφείλουν επίσης «να έχουν

όλοι ξεχάσει μερικά πράγματα»768

. Η ενότητα της γαλλικής κοινωνίας, επί παραδείγματι,

τίθεται υπό μόνιμη απειλή, εάν η Νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου δεν καταχωνιαστεί

στην ιστορική λήθη. Κάτι τέτοιο δεν αντιβαίνει, σύμφωνα με τον Renan, στη φύση της

767

Rosenfeld, The identity of the constitutional subject, ό.π., σ. 158-63. Δεν θα πρέπει πάντως να

εξιδανικεύεται η «αμεροληψία» του υποδείγματος του δοχείου συντήξεως έναντι τον διαφορετικών

εθνοτήτων. Στις προϋποθέσεις κτήσεως της ιδιότητας του πολίτη, για παράδειγμα, διακρίνονται

ρυθμίσεις που ευνοούν το πολιτιστικό πρότυπο του λευκού, χριστιανού, ευρωπαίου, βλ. Yafa Zilbershats,

«Reconsidering the concept of citizenship», Texas International Law Journal, τ. 36, 2001, σ. 689-734.

768 Renan, «Τι είναι έθνος», ό.π., σ. 24.

εθνικής ταυτότητας ως δημοκρατικής επιλογής, εφόσον κάθε είδους πολιτική ενότητα

«επιτυγχάνεται με απότομο τρόπο»769

.

«Η λησμοσύνη», αλλά ακόμη και το «ιστορικό σφάλμα», αποτελούν, κατά

συνέπεια, κρίσιμο όρο για τον σχηματισμό εθνικής συνείδησης και την ίδρυση ενός

έθνους. Ο όρος όμως αυτός διακυβεύεται από την ανέλεγκτη επιστημονική ανάπτυξη των

ιστορικών μελετών770

. Ακόμη λοιπόν και για την κλασική θεωρία, η ιστορική αλήθεια

και το εθνικό αίσθημα συνιστούν διακριτά συμφέροντα, που εν δυνάμει ίσως

αλληλοαποκλείονται. Από αυτή τη σκοπιά, ο Eric Hobsbawm έχει προφανώς δίκιο, όταν

ισχυρίζεται ότι «κανένας σοβαρός ιστορικός των εθνών και του εθνικισμού δεν μπορεί

να είναι πολιτικά ενταγμένος εθνικιστής»771

.

Η σύγχρονη αντίληψη αποδέχεται την επιλεκτικότητα και τα μυθοπλαστικά

συστατικά της εθνικής αφήγησης. Εντούτοις, επιμένει ότι αυτά δεν ακυρώνουν κατ’

ανάγκη το δημοκρατικό χαρακτήρα της. Δεν καθιστούν την εθνική ταυτότητα λιγότερο

«αληθή» σε σχέση με άλλες, τις οποίες τα υποκείμενα διεκδικούν ή αναπαράγουν στις

κοινωνικές τους σχέσεις772

. Όπως παρατηρεί ο Benedict Anderson, «κάθε κοινότητα που

είναι μεγαλύτερη από ένα χωριό, όπου οι άνθρωποι έχουν προσωπική επαφή (ίσως

ακόμη και σε αυτή την περίπτωση), είναι φαντασιακή. Οι κοινότητες δεν διακρίνονται

μεταξύ τους από την πλαστότητα/γνησιότητά τους, αλλά από τον τρόπο με τον οποίο

συλλαμβάνονται με τη φαντασία»773

. Για πολλούς, η εθνική μυθοπλασία εκπληρώνει

769

Στο ίδιο, σ. 22.

770 Στο ίδιο.

771 E.J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα: Πρόγραμμα, μύθος, πραγματικότητα,

Χ. Νάντρης (μετ.), Καρδαμήτσας, Αθήνα 1994, [1990], σ. 26.

772 Calhoun, Nations matter, ό.π., σ. 84-87.

773 Anderson, Φαντασιακές κοινότητες, ό.π., σ. 26.

καίριες λειτουργίες νομιμοποίησης. Αν μη τι άλλο, μια συλλογική «ψευδαίσθηση»

σύνταξης της πολιτείας από τις προηγούμενες γενεές ενός προπολιτικού υποκειμένου,

καθώς και η ιδέα της μεταβίβασής της στις μελλοντικές, δημιουργούν συνθήκες που

επιτρέπουν την ανάληψη μακροχρόνιων δεσμεύσεων σε ένα σύγχρονο κράτος774

.

Σε σχέση με το ζήτημα του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού, οι παραπάνω θέσεις

εγκλείουν μια δόση αλήθειας. Όλες οι βασικές του κατηγορίες (λαός, κυριαρχία,

αντιπροσώπευση) ενέχουν πράγματι μια συμβολική πτυχή και η αυστηρή αντιστοίχησή

τους στο πραγματικό μοιραία τις αδικεί775

. Αυτό πάντως δεν επάγεται ότι δεν μπορούν να

εγερθούν αξιώσεις ορθότητας σε αναφορά με αυτές.

Τα συμβολικά στοιχεία ριζώνουν στην πραγματικότητα των κοινωνικών

σχέσεων, στην οποία και επενεργούν υπηρετώντας ορισμένους σκοπούς. Η μορφή που

λαμβάνει αυτή η επίδραση παρέχει κριτήρια διαχωρισμού των απελευθερωτικών

αναπαραστάσεων και των περιπτώσεων ψευδούς συνείδησης. Ιδιαίτερα σε σχέση με τη

δημοκρατική αρχή, η κανονιστική αξία των συμβολικών κατασκευών και των πολιτικών

ταυτοτήτων κρίνεται από τη δυνατότητά τους να συνεισφέρουν στον έλεγχο και τον

περιορισμό της ασκούμενης εξουσίας776

.

Κατά τον σύγχρονο φιλελεύθερο εθνικισμό, η ιστορική αφήγηση που

υποβαστάζει την πολιτική ταυτότητα μπορεί να αξιολογηθεί μόνο με βάση τη

774

Bernard Yack, «Popular sovereignty and nationalism», Political Theory, τ. 29, 2001, σ. 517-536.

Σύμφωνα με το ελληνικό ΣτΕ, για παράδειγμα, «το έθνος αναφέρεται τόσο στις παρελθούσες όσο και

στις μέλλουσες γενεές, τα συμφέροντα των οποίων πρέπει να υπηρετεί η κρατική πολιτική (αρχή

βιωσιμότητος άρθρο 24 Συντάγματος)», 350/2011, Τμ. Δ.

775 Jean Cohen, «The self-institution of society and representative democracy: Can the cycle be squared?»,

Thesis Eleven, τ. 80, 2005, σ. 9-37, (11-12).

776 Morgan, Inventing the people, ό.π., σ. 13-15.

δυνατότητά της να εξασφαλίσει την ενότητα του συλλογικού υποκειμένου. «Από τη

στιγμή που θα διαπιστώσουμε», σύμφωνα με τον David Miller, «ότι η εθνική ταυτότητα

εμπεριέχει στοιχεία μύθου, πρέπει να διερωτηθούμε ποιος είναι ο ρόλος αυτού του μύθου

στην οικοδόμηση και επιβίωση των εθνών»777

. Η θέση αυτή δεν απέχει παρασάγγας από

την εργαλειακή αντίληψη για την αξία της εθνικής αφήγησης, που έχει εκφέρει σε ομιλία

του ο Benito Mussolini: «Εμείς έχουμε δημιουργήσει τον μύθο μας. Ο μύθος μας είναι

πίστη, είναι πάθος. Δεν είναι καθόλου αναγκαία μια αλήθεια. Είναι μια αλήθεια, διότι

είναι κάτι καλό, μια ελπίδα, μια πίστη, μια ενθάρρυνση. Ο μύθος μας είναι το έθνος, ο

μύθος μας είναι το μεγαλείο του έθνους»778

.

Μολαταύτα, στην πραγματικότητα, η απομάκρυνση της εθνικής αφήγησης από την

ιστορική αλήθεια διανοίγει ένα μη ελέγξιμο δημοκρατικά πεδίο ανάπτυξης εξουσιαστικών

επιδιώξεων και πρακτικής αποκλεισμού779

. Η βία της εθνικής ενότητας δεν περιορίζεται

σε μια στιγμή του παρελθόντος, απώτερη ή εγγύτερη, όπως πίστευε ο Renan.

Διαμορφώνει διηνεκώς σχέσεις συμπερίληψης ή περιθωριοποίησης. Ως συμβατική

κατασκευή, η εθνική συνείδηση γίνεται ευεπίφορη σε χειραγώγηση από αποτελεσματικές

αξιώσεις ισχύος, που συχνά παγιώνουν διαχρονικές σχέσεις ανισότητας ή επιβολής780

.

777

D. Miller, On nationality, ό.π., σ. 35.

778 Franklin Le Van Baumer, Main currents of western thought, Yale University Press, New Haven 1978, σ.

748.

779 Παντελής Λέκκας, Το παιχνίδι με το χρόνο: Εθνικισμός και νεωτερικότητα, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα

2001, σ. 138-140.

780 Jürgen Habermas, «Der europäische Nationalstaat: Zu Vergangenheit und Zukunft von Souveränität

und Staatsbürgerschaft», σε του ίδιου, Die Einbeziehung des anderen, ό.π., σ. 128-153, (140).

Εάν μείνουν στο απυρόβλητο, οι εθνικές αφηγήσεις υποκρύπτουν κι

αναπαράγουν αθέμιτες ταξικές, φυλετικές κι ανδροκρατικές διακρίσεις781

. Είναι λόγου

χάριν προφανές, ότι σήμερα ισχυρές δυνάμεις επιδιώκουν το σχηματισμό μιας

ευρωπαϊκής πολιτικής ταυτότητας με αναφορές στο κοινό χριστιανικό παρελθόν,

επιζητώντας να υψώσουν φράγμα στην ισότιμη ενσωμάτωση ιδίως μουσουλμανικών

πληθυσμών στο ενωσιακό σύστημα782

.

Γίνεται φανερό ότι η επιλεκτικότητα της εθνικής μνήμης αντιτίθεται προδήλως σε

θεμελιακές κανονιστικές αρχές της δημοκρατίας, όπως η δημοσιότητα και το καθήκον

έλλογης δικαιολόγησης των πολιτικών απόψεων σε συνθήκες ελευθερίας της γνώμης. Η

λήθη που αποβλέπει σε πάση θυσία διαφύλαξη της ενότητας και της κοινοτικής

υπερηφάνειας εμποδίζει τα υποκείμενα να προβούν σε «δημόσια χρήση της ιστορίας»,

προκειμένου να θέσουν υπό κριτικό έλεγχο το παρελθόν τους και να προβληματιστούν

επί των ανελεύθερων πτυχών του πολιτιστικού τους πλαισίου783

.

Έτσι, στις Η.Π.Α., η επίσημη ιστοριογραφία προώθησε συστηματικά μια

κατανόηση της δουλείας ως απλής, χρονικά και τοπικά περιορισμένης, παρέκκλισης από

τις αρχές της δημοκρατίας, την οποία η θριαμβευτική πορεία του έθνους προς την

ελευθερία εξάλειψε συνολικά. Αυτή η πολιτική στάση αποσιωπά τις ιστορικές ρίζες της

περιθωριοποίησης των έγχρωμων πολιτών στην κοινωνία των Η.Π.Α., συμβάλλοντας

781

Bryan Turner, «National identities and cosmopolitan virtues: Citizenship in a global age», σε Fred

Dallmayr/José Rosales, Beyond nationalism? Sovereignty and citizenship, Lexington Books, Oxford/ New

York 2001, σ. 199-220, (199-201).

782 Sonja Puntscher-Riekmann, «The myth of European unity», σε G. Hosking/G. Schöpflin (επιμ.), Myths

and nationhood, Routledge, New York 1997, σ. 60-71.

783 Jürgen Habermas, «Για τη δημόσια χρήση της ιστορίας», σε του ίδιου, Ο μεταεθνικός αστερισμός, Λ.

Αναγνώστου (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2003, σ. 54-68.

στην καλλιέργεια του ιδεολογήματος ότι η τωρινή υστέρηση των αφροαμερικανών

οφείλεται αποκλειστικά σε δική τους ολιγωρία784

.

Γ. Επιπρόσθετα, όπως είχε διείδει ο J.S. Mill785

, η πρόσμιξη πολιτιστικών

στοιχείων στη δημοκρατική πολιτειότητα συμπορεύεται με ένα ζητούμενο όχι απλώς για

πολιτική ενσωμάτωση (integration), αλλά ταυτόχρονα και για κοινωνική αφομοίωση

(assimilation) των μειονοτήτων στο πρότυπο ήθους της πλειονότητας. Η πολιτική αυτή

αποπνέει συνήθως μια αίσθηση ανωτερότητας του κυρίαρχου υποδείγματος ή ανάγεται

στην πεποίθηση ότι η ομοιογένεια συνιστά προαπαιτούμενο για απρόσκοπτη και σταθερή

λειτουργία των θεσμών ελευθερίας786

.

Στα νεωτερικά συστήματα, η εθνική οικοδόμηση επανειλημμένως έχει καταφύγει

σε μορφές βίαιου εξαναγκασμού. Ωστόσο, ακόμη και στις μη βίαιες εκδοχές της, η

πολιτική αφομοίωσης οδηγεί σε απαξίωση των μειονοτικών προτύπων, εξωθώντας τα

υποκείμενα που τα ασπάζονται στην εσωτερίκευση ενός αισθήματος κατωτερότητας,

πιθανώς ανάμεικτου με φθόνο. Υπό αυτές τις συνθήκες, βεβαίως, ο κοινωνικός διάλογος

και η πολιτική συνεννόηση μεταξύ πολιτιστικά ανομοιογενών πλευρών, στοιχείο ζωτικής

σημασίας για τις σύγχρονες πολυφωνικές κοινωνίες, απομειώνεται ή εκλείπει787

.

4. Μεταεθνικές πολιτικές ταυτότητες: Συνταγματικός πατριωτισμός

784

Thomas MaCarthy, «Vergangenheitsbewältigung in the USA: On the politics of the memory of slavery»,

Political Theory, τ. 30, 2002, σ. 623-648.

785 «Considerations on representative government», ό.π., σ. 430-434.

786 Anthony Birsh, Nationalism and national integration, Routledge, London/New York 1989, σ. 36-46.

787 Andrew Mason, «Political community, liberal nationalism, and the ethics of assimilation», Ethics, τ.

109, 1999, σ. 261-286.

Η Hannah Arendt έχει ψηλαφίσει στη θεωρία της για το δημόσιο χώρο το ζήτημα

της απόζευξης ανάμεσα σε πολιτιστική ομοιότητα και πολιτικό αυτοκαθορισμό. Κατά

την άποψή της, βασική λειτουργία του πολιτικού δεσμού είναι η δημιουργία ενός

κοινωνικού κόσμου, ο οποίος, «όπως κάθε τι που βρίσκεται “μεταξύ”, συνδέει και

συγχρόνως χωρίζει τους ανθρώπους»788

. Ο δημόσιος χώρος συσχετίζει τα υποκείμενα,

χωρίς να αναιρεί την ετερότητά τους. Δεν συγκροτεί μια οργανικά ενοποιημένη

συλλογικότητα. Συνιστά έναν κόσμο κοινό για όλους, επιτρέποντας την προσέγγιση

πολιτών που διαφέρουν ως προς τις εμπειρίες, τις ανάγκες και τις οπτικές τους. Εντός

αυτού, οι άνθρωποι κινητοποιούνται πολιτικά, καθώς από τις διαφορετικές κοινωνικές

θέσεις τους μπορούν να δρουν μιλώντας και ακούγοντας ο ένας τον άλλον. «Κάτω από

τις συνθήκες ενός κοινού κόσμου», υποστήριζε η Arendt, «την πραγματικότητα δεν την

εγγυάται κατά κύριο λόγο η “κοινή φύση” των ανθρώπων που τη συνιστούν, αλλά

μάλλον το γεγονός ότι, παρά τις διαφορές θέσεως και παρά την ποικιλία απόψεων που

προκύπτουν, όλοι ενδιαφέρονται για το ίδιο αντικείμενο»789

.

Στις συζητήσεις για τις μεταεθνικές πολιτικές ταυτότητες, ο εθνικισμός και ο

πατριωτισμός διακρίνονται ως μορφές πολιτικής προσήλωσης. Ο πρώτος «αναφέρεται

στην πίστη σε ένα έθνος. Ενώ όμως το έθνος μπορεί να συμπίπτει με πολιτικούς

θεσμούς, το αντικείμενο της αφοσίωσης στην περίπτωση αυτή είναι ένα σύμπλεγμα

ανθρώπων εσωτερικά συνεκτικό και διακριτό από τις κρατικές δομές. Ο πατριωτισμός,

788

Hannah Arendt, Η ανθρώπινη κατάσταση, ό.π., σ. 78.

789 Στο ίδιο, σ. 85.

από την άλλη πλευρά, αναφέρεται ρητά στην πίστη σε μια πολιτεία και καθίσταται

συνώνυμος του εθνικισμού μόνον, όποτε το κράτος και το έθνος ταυτίζονται»790

.

Η ιδέα ενός συνταγματικού πατριωτισμού γεννήθηκε μεταπολεμικά στην

Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας, που έπρεπε να αποκοπεί από το

εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν και ταυτόχρονα να διαφοροποιηθεί από την Λαϊκή

Δημοκρατία της (ανατολικής) Γερμανίας. Εντούτοις, στο αμείλικτο περιβάλλον του

Ψυχρού Πολέμου, συνδέθηκε με τη λεγόμενη «στρατευμένη δημοκρατία», αποτελώντας

την ιδεολογική προμετωπίδα της αντίδρασης κατά των «εχθρών του Συντάγματος», στο

εσωτερικό της χώρας, που την εποχή εκείνη εκπροσωπούσαν ένοπλες ομάδες της άκρας

αριστεράς. Ωστόσο, το ιστορικό πεδίο εμφάνισης του μεταεθνικού πατριωτισμού δεν

προδικάζει eo ipso και τις δημοκρατικές του δυνατότητες791

.

Για τους εκφραστές του συνταγματικού πατριωτισμού, ο «κοινός κόσμος» που

επιχειρούσε να συλλάβει η Arendt συγκροτείται από αρχές δημοκρατίας, ελευθερίας κι

αλληλεγγύης. Σε μια μεταπαραδοσιακή κοινωνία, αυτά ακριβώς τα καθολικά, γνησίως

πολιτικά προτάγματα αναλαμβάνουν λειτουργία ενσωμάτωσης των υποκειμένων. Κατά

την αντίληψη αυτή, οι πολίτες δεν κινητοποιούνται από αίσθηση συνανήκειν σε ίδια

κοινότητα πολιτισμού. Αντιλαμβάνονται τον εαυτό τους ως υπεύθυνα μέλη μιας

πολιτείας δικαίου, που τελεί υπό την αιγίδα αρχών ίσης ελευθερίας

790

Chiméne Keitner, «The “false promise” of civic nationalism», Millennium, τ. 28, 1999, σ. 341-351, (347).

Μια κριτική στη διάκριση ως απαρχαιωμένη μετά την άνοδο του κράτους-έθνους ασκεί ο Νίκος

Δεμερτζής, Ο Λόγος του εθνικισμού: Αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις, Α. Σάκκουλας,

Αθήνα/Κομοτηνή 1999, σ. 209.

791 Müller, Constitutional patriotism, ό.π., κεφ. 1

ο και Karol Edward Soltan, «Constitutional patriotism and

militant moderation», International Journal of Constitutional Law, τ. 6, 2008, σ. 96-115.

Στις συνθήκες της σύγχρονης πολυφωνίας είναι πράγματι επιτακτικό η συνοχή

της πολιτικής κοινότητας να αναζητηθεί στη δεσμευτική ισχύ του δημοκρατικού κράτους

δικαίου, υπερβαίνοντας τις πολιτιστικές διαφοροποιήσεις των κοινωνικών ομάδων. Κάτι

τέτοιο καθίσταται εφικτό, όταν οι πολίτες συνειδητοποιούν ότι τα δικαιώματά τους δεν

εξασφαλίζονται εκ μόνης της συνύπαρξης με τους ομοίους τους.

Αυτό που προϋποτίθεται είναι, με καντιανή ορολογία, οι πολίτες «ως λαός,

δηλαδή ως πλήθος ανθρώπων ή πλήθος λαών που αλληλεπιδρούν», να συμπήξουν μια

«δικαιική τάξη υπό μια ενοποιητική βούληση, ένα σύνταγμα (constitutio), ώστε να

μπορούν να απολαύσουν ό,τι έχει τεθεί ως δικαίωμα»792

. Σε έννομη τάξη δημοκρατικού

κράτους δικαίου δεσμοί αλληλεγγύης δεν φύονται απαραίτητα λόγω της υποτιθέμενης

ομοιογένειας ανάμεσα στα υποκείμενα. Σχέσεις αλληλεγγύης είναι δυνατό να υφαίνονται

εμπρόθετα από τους πολίτες, αποβλέποντας σε εμπέδωση των όρων ελεύθερης

κοινωνικής συμβίωσης793

.

Θα πρέπει λοιπόν να διακρίνεται η πολιτιστική ή αξιακή βάση της κοινωνικής

ενότητας, που επιτυγχάνεται χάρη στην επικράτηση μιας ιδιαίτερης συλλογικής

ταυτότητας, από τα συνταγματικά χαρακτηριστικά του πολιτεύματος. Το τελευταίο

οφείλει να διεκδικεί ισχύ, έναντι υποκειμένων που ασπάζονται διαφορετικά αξιακά

συστήματα και πολιτιστικά υποδείγματα794

, με το να συγκροτεί έναν «δήμο» διακριτό ως

792

Kant, The metaphysics of morals, ό.π., σ. 123, §43. Βλ. επίσης Pauline Kleingeld, «Kantian patriotism»,

Philosophy and Public Affairs, τ. 29, 2000, σ. 313-341.

793 Omid Payrow Shabani, «Who's afraid of constitutional patriotism? The binding source of citizenship in

constitutional states», Social Theory and Practice, τ. 28, 2002, σ. 419-443.

794 Thomas McCarthy, «On reconciling cosmopolitan unity and national diversity», σε P. De Greiff/ C.

Cronin (επιμ.), Global justice and transnational politics, MIT Press, Cambridge/London 2002, σ. 235-274.

προς το «έθνος»795

. Συνεπώς, η αλληλεγγύη και η εμπιστοσύνη «μεταξύ αγνώστων» δεν

μπορούν να θεωρούνται ως προπολιτικά δεδομένες στις σύγχρονες δημοκρατίες. Τα ίδια

τα υποκείμενα επιφορτίζονται με το καθήκον να τις προάγουν στην κοινωνική

πρακτική796

.

Ασφαλώς, η αφοσίωση στις αρχές της ελευθερίας λαμβάνει υπόσταση μέσα σε

ιστορικά προσδιορισμένο πλέγμα κοινωνικών σχέσεων. Ωστόσο, δεν είναι ακριβής ο

ισχυρισμός των υπερασπιστών της μεταεθνικής ταυτότητας του πολιτειακού

ρεπουμπλικανισμού (civic republicanism), ότι οι πολίτες δεν έχουν καμιά «άμεση»

πρόσβαση στις αρχές της ελευθερίας. Ότι δηλαδή είναι σε θέση να υιοθετούν αρχές,

μονάχα στο μέτρο που κοινωνικοποιούνται σε μορφές ζωής που τις ενσωματώνουν.

Σύμφωνα με αυτές τις –συχνά νεοαριστοτελικές– θεωρήσεις, «οι πολιτικές αξίες της

δημοκρατικής ιθαγένειας, που μοιράζονται οι άνθρωποι, δεν είναι αφηρημένες

κατασκευές ενός απρόσωπου Λόγου, αλλά συλλαμβάνονται και βιώνονται ως

πολιτιστικές αξίες. Οι πολίτες δεν προσδένονται σε μια αφηρημένη ελευθερία ή μια

αφηρημένη δικαιοσύνη, αλλά προσχωρούν μάλλον σε μια μορφή ζωής που εμπεριέχει

αυτές τις αρχές»797

.

795

Mario Rainer Lipsius, «“Ethnos” oder “Demos”», σε του ίδιου, Interessen, Ideen und Institutionen,

Westdeutscher Verlag, Opladen 1990, σ. 41-60.

796 Helmut Dubiel, «Von welchen Ressourcen leben wir? Erfolge und Grenzen der Aufklärung», σε Was

hält die monderne Gesellschaft zusammen? ό.π., σ. 79-88.

797 Maurizio Viroli, For love of country: An essay on patriotism and nationalism, Clarendon Press, Oxford

1995, σ. 175 και Cécile Laborde, «From constitutional to civic patriotism», British Journal of Political

Science, τ. 32, 2002, σ. 591-612. Στην κατεύθυνση αυτή δείχνει να αντιλαμβάνεται τη φύση του

συνταγματικού πολιτισμού ο Πέτρος Παραράς, Συνταγματικός πολιτισμός και δικαιώματα του

ανθρώπου, Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 2011.

Στην τοποθέτηση αυτή υπόκειται μια κοινοτιστική προαντίληψη, κατά την οποία η

μορφή και το περιεχόμενο των υποχρεώσεων του προσώπου σχετίζονται με το ζήτημα

«πού και από ποιον» διδάσκεται η ηθική, καθώς η τελευταία εκμαθαίνεται «από, εντός

και διαμέσου του τρόπου ζωής μιας συγκεκριμένης κοινότητας»798

. Σ’ αυτή τη γνώμη,

κατ’ αρχάς καμία διάκριση δεν γίνεται ανάμεσα στην κοινωνική ηθικότητα (Sittlichkeit)

και στο πεδίο της αυτόνομης Ηθικής (Moralität). Αλλά, σε κάθε περίπτωση, το εμπειρικό

πρόβλημα των κοινωνικών διαδικασιών διαμόρφωσης της ηθικής συνείδησης δεν πρέπει

να συγχέεται με το γνήσια κανονιστικό ζήτημα του περιεχομένου των ηθικών

υποχρεώσεων.

Απεναντίας, για τους υπερμάχους του συνταγματικού πατριωτισμού οι πολίτες

κατευθύνουν την αφοσίωσή τους σε ένα ιστορικά ανοιχτό συλλογικό εγχείρημα

πραγμάτωσης αρχών ελευθερίας, το οποίο εξελίσσεται στα πλαίσια συγκεκριμένης

συνταγματικής παράδοσης799

. Τοιουτοτρόπως, δεν προτάσσεται η πίστη σε δεδομένο

σύστημα πολιτειακών θεσμών, ούτε στις συγκεκριμένες ρυθμίσεις ενός Συντάγματος,

όπως ίσως θα υπονοούσε μια θετικιστική ερμηνεία. Ανάμεσα στα ιστορικά και τα

θεσμικά πλαίσια ανάπτυξης πατριωτικού πνεύματος και αφηρημένων αρχών δικαιοσύνης

μεσολαβεί πάντα μια ιδιαίτερη νομική και πολιτική κουλτούρα, ένα σύνολο δηλαδή

στάσεων, αντιλήψεων και διαθέσεων που προαπαιτείται, προκειμένου τα υποκείμενα να

είναι σε θέση να διατηρήσουν πρακτικές αρχές ως πολίτες και υποκείμενα δικαίου. Σε

δημοκρατική κοινωνία, αυτός ο συνταγματικός πολιτισμός δεν είναι στατικός,

798

Alasdair MacIntyre, «Ist Patriotismus eine Tugend?», A. Honneth (επιμ.), Kommunitarismus: Eine

Debatte über die moralischen Grundlagen moderner Gesellschaften, A. Burri (μετ.), Campus Verlag,

Frankfurt/a.M. 1995, σ. 84-102, (90).

799 Attracta Ingram, «Constitutional patriotism», Philosophy and Social Criticism, τ. 22, 1996, σ. 1-18.

αποπερατωμένος. Επικαιροποιείται κι ανανεώνεται ακατάπαυστα, υπό την πίεση νέων

συλλογικών αγώνων αναγνώρισης και κριτικής προς τις υφιστάμενες συνταγματικές

διαρθρώσεις800

.

Η διαδικασία πολιτικής ενσωμάτωσης των υποκειμένων δεν μπορεί βέβαια να

στεγανοποιηθεί από τα ενύπαρκτα σε κάθε κοινωνία πολιτιστικά υποδείγματα. Κάποια

στοιχεία τους διεισδύουν αναπότρεπτα στο σώμα της συλλογικής συνταγματικής

ταυτότητας801

. Οι δημοκρατικές διαβουλεύσεις, μολαταύτα, διηθίζουν τα μη φιλελεύθερα

γνωρίσματα αυτών των προτύπων, εξασφαλίζοντας ότι στον προσδιορισμό των κανόνων

συνύπαρξης θα μετέχουν εκείνες οι πτυχές των συλλογικών ταυτοτήτων και της κοινής

παράδοση που είναι συμβατές με τις αρχές της δημοκρατικής νομιμοποίησης και των

θεμελιωδών δικαιωμάτων802

.

Ο συνταγματικός πατριωτισμός παρέχει συνεπώς και έναν κώδικα αμφισβήτησης

των αποφάσεων από την πλευρά των μειοψηφιών, όταν αυτές έχουν σοβαρούς λόγους να

νιώθουν πως αντιμετωπίζονται άδικα από την κρατική εξουσία. «Οι μειονότητες, για

παράδειγμα, μπορούν να διεκδικήσουν διεύρυνση των κύκλων συμπερίληψης και,

αναφερόμενες στην πατριωτική μέριμνα για σταθερή προσήλωση στα συνταγματικώς

θεμελιώδη, να αξιώνουν την καλύτερη εφαρμογή τους»803

.

800

George Fletscher, «Constitutional identity», Cardozo Law Review, τ. 14, 1993, σ. 737-746 και

Μανιτάκης, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο, ό.π., σ. 474-476.

801 Andrea Baumeister, «Diversity and unity: The problem with ‘constitutional patriotism’», European

Journal of Political Theory, τ. 6, 2007, σ. 483-503.

802 Jean Cohen/Andrew Arato, Civil society and political theory, Cambridge University Press, Cambridge

1992, σ. 369.

803 Müller, Constitutional patriotism, ό.π., σ. 56.

Ο πολιτισμός του μεταεθνικού πατριωτισμού σταθεροποιεί ακόμη τις πολιτικές

προϋποθέσεις και την πρακτική διεξαγωγή διαλόγων, όπου μπορούν να εγερθούν νέα

αιτήματα ένταξης. Αυτό συμβαίνει, διότι το αντικείμενο της κοινής αφοσίωσης

συμπροσδιορίζεται από γενικές ηθικονομικές αρχές δημοκρατίας και δικαιωμάτων, όπως

διαχέονται στους κανόνες και τις πολιτικές στάσεις που προϋποθέτει η συνεχής

ανασύνταξη ενός δημοκρατικού πολιτικού πολιτισμού804

. Επομένως μέσω της λεπτής

ισορροπίας μεταξύ καθολικού και ιδιαίτερου, εδραιώνεται ένας νομικός πολιτισμός

ανοιχτός σε κριτική και σε δικαιική διευθέτηση, με ζητούμενο την πολιτιστική και

πολιτική ενσωμάτωση διαφορετικών κοινωνικών ομάδων, συνάμα όμως και πρόσφορος

να «δημιουργεί το σταθερό χωροχρονικό συγκείμενο για κοινή συμμετοχή των

υποκειμένων»805

.

5. Αντιρρήσεις ως προς τη δυνατότητα και την αξία ενός μεταεθνικού πολιτικού

πολιτισμού

Η περισσότερο βαρύνουσα κριτική, την οποία επισύρει η ιδέα του συνταγματικού

πατριωτισμού, ιδίως από την πλευρά των υπερμάχων του δημοκρατικού εθνικισμού,

αφορά στη φύση των αρχών. Υποτίθεται ότι αυτές εξαιτίας της αφαιρετικότητάς τους

αδυνατούν να εμφυσήσουν πίστη σε συγκεκριμένο σύστημα θεσμών αυτοκυβέρνησης. Η

εν λόγω άποψη εκτιμά πως «η διανοητική συμμετοχή σε αόριστες αρχές –δικαιώματα

804

Habermas, «Der europäische Nationalstaat», ό.π., 142-145 και Frank Michelman, «Morality, identity

and “constitutional patriotism”», Ratio Juris, τ. 14, 2001, σ. 253-271.

805 Reiner Forst, Kontexte der Gerechtigkeit: Politische Philosophie jenseits von Liberalismus und

Communitarismus, Suhrkamp, Frankfuhrt/a.M. 1994, σ. 186-187.

του ανθρώπου, σεβασμός του κράτους δικαίου– δεν μπορούν να αντικαταστήσουν,

τουλάχιστον στο προβλεπτό μέλλον, την πολιτική και συναισθηματική κινητικότητα, την

οποία επιτάσσει η εσωτερίκευση της εθνικής παράδοσης»806

.

Ο πατριωτισμός δεν εξαρκεί, καθόσον αφεαυτού αδυνατεί να διεγείρει στα

υποκείμενα μια αίσθηση οικειότητας με τους θεσμούς. Δηλαδή κάποια εύλογη

αυθόρμητη πίστη, ότι το κράτος «είναι δικό τους», ένα κοινό κτήμα, στο οποίο αξίζει να

αφιερώσουν την πολιτική τους ενέργεια807

. Μόνον η ιδέα του έθνους, σύμφωνα με την

αντίληψη αυτή, παρέχει ένα σταθερό κοινωνικό περιβάλλον, μια χειροπιαστή «σάρκα»

στις δημοκρατικές αφαιρέσεις της λαϊκής κυριαρχίας και της γενικής θέλησης808

.

Ωστόσο, αυτό που οι θεωρητικοί του ρομαντικού εθνικισμού εκλαμβάνουν

περίπου ως αδύνατο, ένας όχι τυχαίος πολιτικός, όπως ο Abraham Lincoln, ήταν σε θέση

να το αξιώνει ως αυτονόητο. «Εκτός από τους ανθρώπους που κατάγονται με σχέσεις

αίματος από τους προγόνους μας, υπάρχουν κι άλλοι μεταξύ μας, ο μισός λαός μας ίσως,

οι οποίοι δεν προέρχονται από αυτούς,…αλλά είναι ίσοι από κάθε άποψη. Εάν κοιτάξουν

στο βάθος της ιστορίας, για να ανιχνεύσουν τη συνάφεια με εκείνες τις ημέρες δεν θα

διαπιστώσουν καμία…αλλά, όταν διατρέξουν τη Διακήρυξη της Ανεξαρτησίας,…θα

νιώσουν ότι αποτελεί τη μητέρα κάθε ηθικής αρχής μέσα τους και ότι μπορούν να τη

διεκδικούν, ωσάν να ήταν αίμα από το αίμα ή σάρκα από τη σάρκα των ανθρώπων που

την έγραψαν»809

.

806

Schnapper, Η κοινωνία των πολιτών, ό.π., σ. 125.

807 Margaret Canovan, «Patriotism is not enough», British Journal of Political Science, τ. 30, 2000, σ. 413-

432.

808 Manent, Democracy without nations? ό.π., σ. 74.

809 Από ομιλία του Lincoln τη 10

η Ιουλίου 1958. Παρατίθεται στο Viroli, For love of country, ό.π., σ. 180.

Εν αντιθέσει με όσα υπολαμβάνουν οι παραπάνω αντιρρήσεις, το έθνος δεν είναι

κάτι το απτό κατ’ ακριβολογία. Δεν αποτελεί ενσώματη οντότητα αντιληπτή από τις

φυσικές αισθήσεις ή από κάποια κοινή συναίσθηση. Είναι μια φαντασιακή κοινότητα,

ένας κοινωνικός δεσμός χωρίς ευθεία αναφορά σε διακριτά υλικά στοιχεία. «Είτε ο όρος

“αφηρημένος” σημαίνει μια “ιδέα” του ανθρώπινου μυαλού, μια “κοινωνική

κατασκευή”, είτε κάτι που “ξεπερνά κάθε διαπροσωπική επαφή”, το έθνος δεν είναι

λιγότερο αφηρημένο σε σύγκριση με την “ανθρωπότητα” ή τις “αρχές”»810

. Αυτή

άλλωστε η ιδιότητα της εθνικής ιδέας επιτρέπει τον διαχωρισμό της από τις φυλετιστικές

αντιλήψεις, που επικεντρώνονται σε συγκεκριμένα ανθρώπινα και δη εξωτερικά

χαρακτηριστικά811

.

Αβάσιμος είναι επίσης ο ισχυρισμός σχετικά με την αδυναμία των πολιτών να

έχουν γνωστική πρόσβαση στο αφηρημένο κανονιστικό περιεχόμενο των αρχών812

. Όπως

διδάσκει η θεωρία του δικαίου, οι ηθικονομικές αρχές συνιστούν κεφαλαιώδους

σημασίας «μέτρα προσανατολισμού στον έννομο διακανονισμό της κοινωνικής

συνύπαρξης»813

, τόσο για τα κρατικά όργανα όσο και για τους πολίτες. Εφόσον η

δημοκρατική πολιτεία προσβλέπει σε ουσιαστική συμμετοχή των πολιτών στις

διαδικασίες θέσπισης, ερμηνείας κι εφαρμογής των νόμων, οφείλει επίσης να υποθέτει

και την ικανότητά τους να συλλαμβάνουν και να εξειδικεύουν το περιεχόμενο των

αρχών.

810

Arash Abizadeh, «Liberal nationalist versus postnational social integration: Οn the nation's ethno-

cultural particularity and ‘concreteness’», Nations and Nationalism, τ. 10, 2004, σ. 231-250, (240).

811 George Mosse, «Racism and nationalism», Nations and Nationalism, τ. 1, 1995, σ. 163-174.

812 Viroli, For love of country, ό.π., σ. 14.

813 Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων: Εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου, Σάκκουλας,

Αθήνα/Θεσσαλονίκη, 2003, [1991], σ. 381.

Ενστάσεις σχετικά με την ελκυστικότητα ενός πατριωτικού δημοκρατικού

πολιτισμού εκτοξεύονται και από την πλευρά της μεταδομιστικής θεωρίας, η οποία του

χρεώνει φαινόμενα «δημοκρατικού ή φιλελεύθερου φονταμενταλισμού»814

, δηλαδή

μορφών ερμηνευτικά άκαμπτης και ταυτόχρονα επιθετικής υπεράσπισης των αξιών της

λαϊκής κυριαρχίας ή των δικαιωμάτων. Ο συνταγματικός πατριωτισμός εγκαλείται για το

λόγο ότι ενδέχεται να καταστεί αντικείμενο χειραγώγησης από κυρίαρχες πολιτικές

δυνάμεις, που επιθυμούν να εξωθήσουν τους κοινωνούς σε «κυνήγι μαγισσών». Η

κριτική κερδίζει σε πειστικότητα, επικαλούμενη το γεγονός ότι η νεοσυντηρητική

ρητορική του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» βρίθει υποκριτικών καλεσμάτων για

υπεράσπιση του δημοκρατικού ιδεώδους και των συνταγματικών αξιών815

.

Αντί όμως του προσανατολισμού σε αρχές ελευθερίας, η θεώρηση αυτή

αυτοακρωτηριάζεται, με το να αρκείται απλώς σε μια κριτική στάση που αποδομεί

διαρκώς τις υφιστάμενες πολιτικές ταυτότητες και πολιτικές αρχές. «Η πολιτική θεωρία,

κατά την άποψη αυτή, δεν πρέπει να αποφαίνεται για το καλύτερο περιεχόμενο του

πολιτικού “εμείς”: να υποστηρίζει ότι πρέπει να το προσδιορίσουμε σε αναφορά με

δημοκρατικές αρχές, αντί, ας πούμε, της φυλής. Ο ρόλος της είναι να διαταράσσει την

ίδια την αίσθηση ότι έχουμε πετύχει τη συγκρότηση ορισμένης ταυτότητας, να

αμφισβητεί τους όρους καθορισμού του “εμείς”»816

.

814

Ο όρος από τους Risto Kunelius/Elizabeth Eide, «The Mohammed cartoons, journalism, free speech

and globalization», σε R. Kunelius et al. (επιμ.), Reading the Mohammed cartoons controversy,

Bochum/Freiburg 2007, σ. 9-23, (17).

815 Clarissa Rile Hayward, «Democracy’s identity problem: Is constitutional patriotism the answer?»,

Constellations, τ. 14, 2007, σ. 182-196.

816 Hayward, «Binding problems, boundary problems», ό.π., σ. 203-204.

Ωστόσο, η πιο πάνω προσέγγιση δείχνει αυτοαναιρούμενη: θέλει μεν να ασκεί

κριτική, αποποιούμενη όμως των κριτηρίων που θα την καθιστούσαν δυνατή. Από

οποιαδήποτε θεωρητική οπτική κι εάν διατυπωθεί, η καταγγελία της κατισχύουσας θέσης

συγκεκριμένων δυνάμεων, καθώς και της δυνατότητάς τους να εξαπατούν το λαϊκό

αίσθημα, δεν μπορεί παρά να εξελίσσεται σε εγχείρημα ερμηνείας των αρχών της

δημοκρατικής ελευθερίας εντός ενός συγκεκριμένου πλέγματος κοινωνικοπολιτικών

σχέσεων. Αλλά χωρίς αναφορά σε κανονιστικές προκείμενες, δεν θα μπορούσαν να

ελεγχθούν κριτικά οι παγιωμένες πολιτικές ιεραρχίες και οι απατηλές συλλογικές

εικόνες. Από ποιο αρχιμήδειο σημείο, άραγε, θα ήταν δυνατό να αφορμάται η

αμφισβήτηση των όρων «καθορισμού του “εμείς”»;

Προφανώς οι αρχές καθίστανται αντικείμενο προσήλωσης από τους πολίτες, μόνο

στο βαθμό που ενσωματώνονται σε ιστορικά προσδιορισμένες θεσμικές διευθετήσεις και

αντίστοιχη πρακτική. Μολαταύτα, η μερική πραγμάτωση τους δεν εξαντλεί βεβαίως την

κανονιστική εμβέλεια των αρχών. Αυτές εμπεριέχουν ένα προεμπειρικά κανονιστικό

σημείο κατόπτευσης του οικοδομήματος του δημοκρατικού κράτους, επιτάσσοντας μια

στάση ατέρμονου κριτικού αναστοχασμού από την πλευρά των υποκειμένων. Ο

συνταγματικός πατριωτισμός υπαγορεύει συνεπώς έναν εύπλαστο και ανοικτό πολιτικό

πολιτισμό, «μια ταυτότητα» που ανθίσταται σε κάθε απόλυτη ή τελική «ταύτιση»817

.

817

Patchen Markell, «Making affect safe for democracy: On “constitutional patriotism”», Political Theory,

τ. 28, 2000, σ. 38-63, (57).

Κεφάλαιο τρίτο

Αρχές οριοθέτησης της κρίσιμης πολιτικής μονάδας:

Η συμπερίληψη των ενδιαφερομένων στις

δημοκρατικές αποφάσεις

1. Το ζήτημα της πολιτικής κοινότητας

Η συγκρότηση του λαϊκού υποκειμένου κάτω από όρους δημοκρατικής

νομιμοποίησης τίκτει μια σειρά αποριών αναφορικά με τις προϋποθέσεις εγκυρότητας

των πλειοψηφικών αποφάσεων. Στη σύγχρονη θεωρία η δέσμη των ειδικών αυτών

ερωτημάτων κωδικοποιείται συνήθως με τον όρο «πρόβλημα των δημοκρατικών ορίων»

ή «της κρίσιμης πολιτικής μονάδας». Από την πλευρά της κανονιστικής πολιτικής

θεωρίας, το εν λόγω πρόβλημα επιβάλλει μια επιπρόσθετη ερμηνευτική επεξεργασία των

δημοκρατικών αρχών, ώστε σε κάθε διαδικασία να γίνονται προσδιορίσιμα τα πρόσωπα

των ενδιαφερόμενων, δηλαδή όσων δικαιούνται ισότιμης συμμετοχής κατά τον

σχηματισμό της συλλογικής βούλησης.

Όπως αναφέραμε στο πρώτο κεφάλαιο αυτού του μέρους, στην κλασική θεωρία

τα πιο πάνω ερωτήματα υποσκελίστηκαν. Η στάση αυτή, όμως, υποκρύπτει εν μέρει μια

αγνωστικιστική μεθοδολογική ενόραση, που, διόλου τυχαία, καθίσταται εναργής στις

αναλύσεις των υποστηρικτών του ηθικού σχετικισμού. Σε μια από τις πρώτες

συστηματικές αναπτύξεις του ζητήματος, μια τέτοια θεωρητική «ορθοδοξία»

αποτυπώνεται με πλήρη σαφήνεια818

.

Η συγκρότηση του λαού, κατά την άποψη αυτή, είναι ένα πρόβλημα ανεπίλυτο

στο πλαίσιο της δημοκρατικής θεωρίας και πολιτικής. Η αρχή της ισότητας μπορεί να

ενεργοποιηθεί, μόνον αφού με κάποιον τρόπο έχει γίνει αποδεκτή, ίσως ακόμη και διά

της βίας, μια ορισμένη λύση στο ζήτημα της οριοθέτησης της πολιτικής κοινότητας.

Υποτίθεται ότι δυστυχώς, ως προς τον προσδιορισμό του συλλογικού υποκειμένου, δεν

υπάρχει διέξοδος από το να υποταχθούμε «στα κελεύσματα της ιστορίας και του

πολέμου»819

, να δεχτούμε ότι τα όρια της δημοκρατικής πολιτείας είναι απλώς προϊόν

ιστορικής συντυχίας.

Καθώς το ζήτημα της συγκρότησης έλλογων κριτηρίων καθορισμού της

πολιτικής μονάδας προκαλεί ιδιαίτερες φιλοσοφικές δυσχέρειες, όπως θα φανεί

παρακάτω, αυτή η οιονεί φυσιοκρατική σύλληψη του λαού820

ενδέχεται να προβάλλει

αρκετά γοητευτική. Ωστόσο, οι παραδοχές της οδηγούν τη θεωρία της δημοκρατίας σε

ακραία αξιολογική ένδεια αναφορικά με ορισμένα ζωτικά προβλήματα. Μεταξύ άλλων, ο

Joseph Schumpeter διαισθάνθηκε ότι, εάν εμμείνουμε στα συμβεβηκότα γέννησης της

πολιτείας, τότε καθίσταται θεωρητικά μετέωρη κάθε κριτική σε φυλετικούς,

θρησκευτικούς ή σεξιστικούς πολιτικούς αποκλεισμούς. Συζητώντας το παράδειγμα της

δουλείας στις Η.Π.Α., έδειχνε μεν να κατανοεί την έντονη πολιτική δυσφορία που ένα

τέτοιο συμπέρασμα εξάπτει σε οποιονδήποτε φίλο της δημοκρατίας. Πλην όμως πίστευε

818

Federik Whelan, «Prologue: Democratic theory and the boundary problem», σε R. Pennock/R.

Chapman (επιμ.), Liberal democracy: Nomos XXV, New York University Press, New York/London, 1983, σ.

13-47.

819 Στο ίδιο, σ. 40.

820 Κατά την έκφραση του Habermas, «Der europäische Nationalstaat», ό.π., σ. 139-140.

ότι αυτό είναι το αναπόφευκτο τίμημα μιας διαδικαστικής σύλληψης της δημοκρατικής

αρχής821

.

Για όσους ασπάζονται μια τέτοια επιστημολογική θέαση στο ζήτημα της

πολιτικής μονάδας, η αρχή της πολιτικής ισότητας καταντά να έχει σχετική, άρα αβέβαιη,

ισχύ. Το κανονιστικό της διαμέτρημα οριοθετείται απλώς από την κυριαρχική πράξη, με

την οποία ο λαός αποφασίζει να συνταχθεί σε πολιτικό σώμα. Αυτό δεν σημαίνει, κατ’

ακριβολογία, ότι η αποστροφή προς τους αδικαιολόγητους περιορισμούς στη συμμετοχή

είναι παράλογη. Η άποψη που υπονοείται είναι μάλλον ότι η δυσαρέσκεια αυτή μπορεί

να αποδοθεί σε ηθικές έγνοιες ή κατανοήσεις του ζητήματος της δικαιοσύνης, άσχετες με

το κανονιστικό περιεχόμενο των εξισωτικών αρχών της δημοκρατίας.

Οι παραπάνω παραδοχές, ωστόσο, δεν προκαλούν απλώς απορία. Περισφίγγουν

υπέρμετρα το αξιολογικό βεληνεκές του δημοκρατικού ζητήματος. Υπό το πρίσμα αυτού

του αγνωστικισμού καθίσταται αμφίβολο ακόμη και το κατά πόσο είναι δυνατή η

διάκριση του δημοκρατικού πολιτεύματος από τα υπόλοιπα. «Ας υποθέσουμε»,

αντιτείνει ορθά ο Robert Dahl, «ότι στον αμερικανικό Νότο οι έγχρωμοι ήταν η

συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού, όπως συμβαίνει στη Ροδεσία ή στη Νότια

Αφρική. Θα επέμενε και πάλι ο Schumpeter ότι οι Νότιες πολιτείες αποτελούν

δημοκρατία;…Εάν σε έναν πληθυσμό 100 εκατομμυρίων οι κυρίαρχοι είναι 100 άτομα,

θα τους αποκαλούσε άραγε κυρίαρχο λαό και το σύστημά τους δημοκρατία;» 822

.

821

Joseph Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, ό.π., σ. 244-247.

822 Robert Dahl, Democracy and its critics, Yale University Press, New Haven/London 1991, σ. 121. Η Brigit

Palzer-Rollingen, για παράδειγμα, ακολουθώντας έναν «συστηματικά αυστηρό» ορισμό της

αυτοκυβέρνησης, διατείνεται ανακριβώς ότι η αθηναϊκή πολιτεία, το νοτιοαφρικανικό καθεστώς του

φυλετικού διαχωρισμού και τα σύγχρονα αντιπροσωπευτικά συστήματα αξίζουν στον ίδιο βαθμό τον

τίτλο της «δημοκρατίας», Zur Legitimität von Mehrheitsentscheidungen: Die Legitimitätsproblematik von

Ίσως οι παραπάνω αδυναμίες να μη δείχνουν ιδιαίτερα κλονιστικές για έναν

κορυφαίο εκπρόσωπο της θεωρίας των διευθυντικών τάξεων, όπως ο Schumpeter. Είναι

όμως εντυπωσιακό, ότι ακόμη κι ένας στοχαστής όπως ο Κορνήλιος Καστοριάδης, με

πολιτικές καταβολές στη διεθνιστική παράδοση του δημοκρατικού σοσιαλισμού,

αντιμετώπιζε το, κατά την έκφρασή του, «πρόβλημα της συστατικής θέσης της πολιτικής

κοινότητας» με ανάλογο, αυθορμησιακό τρόπο. «Όταν λέμε ότι όλοι πρέπει να είναι ίσοι

όσον αφορά τη συμμετοχή στην εξουσία, δεν έχουμε πει ούτε ποιοι είναι αυτοί οι όλοι,

ούτε τι είναι. Το πολιτικό σώμα, τέτοιο που είναι κάθε φορά, αυτοορίζεται πάνω σε μια

βάση για την οποία πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι είναι εκ των πραγμάτων και ότι, υπό

μια ορισμένη έννοια, στηρίζεται στη δύναμη»823

. Ο ίδιος επιδίωκε βέβαια να προσδώσει

κριτική τροπή στην τοποθέτησή του, υπενθυμίζοντας στα υποκείμενα ότι αυτή η, κατά

βάθος αυθαίρετη, κυριαρχική πράξη είναι δική τους επιλογή, για την οποία πρέπει να

θεωρούν τον εαυτό τους υπεύθυνο. «Είναι κάτι που δεν μπορούμε να αποφύγουμε να

κάνουμε. Αλλά δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι εμείς το κάνουμε»824

.

Παρά ταύτα δεν έχει άδικο ένας σύγχρονος υπέρμαχος του εθνικού κράτους

αντιλέγοντας: «Ζούμε ακόμη σε έναν κόσμο εθνών, που σημαίνει κάτι παραπάνω από το

προφανές γεγονός ότι ζούμε σε έναν κόσμο ανεξάρτητων κρατών. Σημαίνει πως

υπάρχουν εθνικές κοινότητες συγκροτημένες από ανθρώπους, των οποίων η τοποθέτηση

στον κόσμο προσδιορίζεται από κοινές εθνικές ταυτότητες»825

. Όπως μάλιστα

διαφαίνεται από τη ρητορική του παρατιθέμενου επιχειρήματος, ελλείψει δεσμευτικών

Mehrheitsendscheidungen angeschichts zukunftsgefährdender politische Beschlüsse, Nomos

Verlagsgesellschaft, Baden-Baden 1995, σ. 114-115.

823 Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, Ζ. Σαρίκας (μετ.), Ύψιλον, Αθήνα 1995, σ. 228.

824Στο ίδιου, στο ίδιο.

825 David Miller, National responsibility and global justice, Oxford University Press, New York 2007, σ. 264.

ηθικοπολιτικών αρχών, η αναγωγή του κόσμου των εθνών σε επιλογή των ίδιων των

υποκειμένων δεν λειτουργεί από μόνη της κριτικά, αλλά μάλλον νομιμοποιητικά για τα

«πράγματα ως έχουν». Η εμπειρική διαπίστωση, ότι τα όρια των πολιτικών κοινοτήτων

ανατρέχουν σε επιλογές των υποκειμένων, δεν υποκινεί αυτόματα σε αναστοχασμό. Την

κριτική στάση ενεργοποιεί αντίθετα η πίστη στη δυνατότητα αξιολογικού ελέγχου των

υφιστάμενων θεσμικών διαρρυθμίσεων με βάση αρχές δικαιοσύνης.

Επιπρόσθετα, στην πολιτική επικοινωνία και δράση η φυσιοκρατική σύλληψη

του λαού μπορεί να αποτελέσει όχημα συγκάλυψης συμφερόντων και υπολογιστικών

πολιτικών μεθοδεύσεων. Η άρνηση να τεθούν υπό έλλογο έλεγχο οι προϋποθέσεις

συγκρότησης του πολιτικού σώματος διερμηνεύει κατ’ εξοχήν τη θέση των ομάδων που

νιώθουν ασφαλείς μέσα στα ήδη τεθειμένα όρια των μονάδων αυτοκυβέρνησης826

.

Δεν ευσταθεί συνεπώς η αιτίαση, πως η διερεύνηση του προβλήματος της

συμπερίληψης με σκοπό τη διατύπωση κριτηρίων αντικειμενικής ισχύος παριστά τάχα

σύμπτωμα μιας ευρύτερης προσπάθειας για ηθικοποίηση των δημοκρατικών

ανταγωνισμών και για απεμπόληση του βαθύτατα πολιτικού τους χαρακτήρα827

. Διότι,

αντιθέτως, από την πλευρά όσων αδικούνται από συγκαιρινές διευθετήσεις, το

διακύβευμα δεν είναι απλώς να παραμείνει το ζήτημα των ορίων «γνήσια πολιτικό»,

αλλά πρέπει παράλληλα να καταστεί και αντικείμενο μιας έλλογα κριτικής διερώτησης.

2. Η αρχή της συμπερίληψης «όσων υπόκεινται στην εξουσία»

826

Yack, «Popular sovereignty and nationalism», ό.π., σ. 529.

827 Όπως τουναντίον υποστηρίζει ο Chris Brown, «The borders of (international) political theory», σε N.

O΄Sullivan (επιμ.), Political theory in transition, Routledge, London 2000, σ. 190-208. Παρόμοια και ο

Böckenförde, «Demokratie als Verfassungsprinzip», ό.π., σ. 904.

Μολονότι μέχρι πρόσφατα δεν είχε διατυπωθεί με θεωρητική ευκρίνεια, η

ηθικοπολιτική αφετηρία που λείανε τη σύγχρονη κανονιστική επεξεργασία του

προβλήματος των ορίων και συγχρόνως ενέπνευσε τους αγώνες για καθολίκευση του

δικαιώματος ψήφου ήταν το αίτημα για συμπερίληψη όλων όσοι υπόκεινται στην εξουσία.

Κύριο πεδίο προβληματισμού για τους εκφραστές του υπήρξε η εξελικτική πορεία

ανόδου και εκδημοκρατισμού των εξουσιαστικών μορφωμάτων της νεωτερικότητας.

Το σύστημα εξουσίας της αρχαίας ελληνικής Πόλης-Κράτους δεν ήταν ακριβώς

εδαφικό. Τα όριά του προσδιορίζονταν από λαό ελεύθερων πολιτών και όχι από «τα

τείχη» της πόλης828

. Αυτό εξηγεί γιατί δεν τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι ευρύτατοι

πολιτικοί περιορισμοί στο αρχαιοελληνικό πρότυπο829

. Τα σύγχρονα κράτη, τουναντίον,

μορφοποιηθήκαν σε εδαφική βάση ήδη στη φάση της απόλυτης μοναρχίας. Το γνώρισμα

τούτο δημιούργησε ακολούθως μια «αντικειμενική» συνθήκη για δημοκρατικές

διεκδικήσεις, που κατέληξαν σταδιακά σε είσοδο των μαζών στην πολιτική.

Η αντίληψη για πρόταξη της συμμετοχής των εξουσιαζομένων ανάγει αυτές τις

ιστορικά ιδιάζουσες περιστάσεις σε κοινωνικούς και ταυτόχρονα κανονιστικούς όρους

κάθε εγχειρήματος αυτοκυβέρνησης. Δεν αρνείται την εν πολλοίς αυθαίρετη ανάδυση

του νεωτερικού Κράτους ως συμβεβηκός, πλην όμως τονίζει ότι ο εκδημοκρατισμός

έπεται αναγκαστικά της καθίδρυσης του κράτους. «Πριν οι Γάλλοι θεωρήσουν τον εαυτό

τους ως έθνος και διεκδικήσουν την κυριαρχία για τον εαυτό τους το 1789, “σαράντα

828

Morgens Hermans Hansen, The Athenian democracy in the age of Demosthenes: Structures, principles,

and ideology, J. Crook (μετ.), University of Oklahoma Press, London 1999, σ, 57-64 και Giovanni Sartori,

The theory of democracy revisited, ό.π., σ. 278-279.

829 Francesca Filippi, «The conception of citizenship in Greek antiquity as civic pfilia among equals», σε The

notion of citizenship in ancient Greek philosophy, ό.π., σ. 201-221.

βασιλείς” έφτιαξαν τη Γαλλία μέσω γάμων και πολέμων»830

. Αλλά αφότου εμφανιστεί

δυναμικά στο ιστορικό προσκήνιο ένας κρατικός μηχανισμός εξουσίασης, η μορφή και

το διαμέτρημα της επιβολής του προσδιορίζουν και τον κύκλο των προσώπων που

δικαιούνται να μετέχουν ισότιμα στη διακυβέρνηση. Με απλά λόγια, το αίτημα

συμπερίληψης των εξουσιαζομένων σημαίνει ότι κάθε πρόσωπο που διαμένει μόνιμα

στην επικράτεια ενός συγκροτημένου κρατικού μηχανισμού, άρα υπόκειται σταθερά στην

εξουσία και τους νόμους του, πρέπει να διαθέτει, τουλάχιστον καταρχήν, πλήρες δικαίωμα

συμμετοχής στο λαό831

.

Η πολιτική αφετηρία του αιτήματος μπορεί ίσως να ανευρεθεί στο σύνθημα της

Βορειοαμερικανικής Επανάστασης «καμιά φορολόγηση χωρίς αντιπροσώπευση».

Βεβαίως, στους θεσμούς των κλασικών φιλελεύθερων συστημάτων η εφαρμογή της

αρχής δεν υπήρξε συνεπής. Ωστόσο, η επίγνωση αυτού του δεδομένου δημιούργησε

εξαρχής αμηχανία. Είναι πολύ ενδεικτικό ότι στις Η.Π.Α. οι θεμελιωτές του Συντάγματος

διαισθάνονταν τη βαθειά αντινομία μεταξύ της καθολικότητας των διακηρύξεών τους και

της θεσμικής πρακτικής, και, παρά την επιμονή τους να ομιλούν εξ ονόματος του λαού,

απέφευγαν συστηματικά να προβούν σε κάποιον γενικό καθορισμό του832

. Ακόμη και

σήμερα, ενόψει του μεταναστευτικού ζητήματος, το ανωτέρω αίτημα αντιτάσσεται

830

Manent, Democracy without nations? ό.π., σ. 76. Πρβλ. «Πριν λοιπόν να τεθεί το κανονιστικό ζήτημα

της “συλλογικής ελευθερίας”,…πρέπει να συντρέχουν οι όροι μιας ιστορικά προσδιοριζόμενης,

εικαζόμενης, “συλλογικής βιωσιμότητας”», Τσουκαλάς, Η εξουσία ως λαός και ως έθνος, ό.π., σ. 451.

831 Dahl, Democracy and its critics, ό.π., σ. 124.

832 Bruce Ackerman, «The citizenship agenda», σε J. Balkin/R. Siegel (επιμ.), The Constitution in 2020,

Oxford University Press, New York 2009, σ. 109-119, (109).

συστηματικά στην εθνοτική σύλληψη του λαού, στεγάζοντας αξιώσεις για ενσωμάτωση

όλων των μόνιμων κατοίκων της επικράτειας833

.

Η αρχή της συμμετοχής των εξουσιαζομένων παρέχει όντως ένα κριτήριο

δημοκρατικής συμπερίληψης διαυγές και απλό στην εφαρμογή του, κάτι που εξηγεί την,

έστω διαισθητική, επίκλησή του από τα κινήματα εκδημοκρατισμού. Η ευκρίνεια

μαρτυρεί ένα ειλικρινές ενδιαφέρον για τους ιστορικά διαμορφωμένους κρατικούς

θεσμούς. Εντούτοις το προτέρημα μεταπίπτει σε μειονέκτημα, καθώς το αίτημα τούτο

δείχνει να παγιδεύεται στη βεστφαλιανή διαρρύθμιση των εξουσιαστικών δομών, οπότε

αποδεικνύεται ανήμπορο να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της ύστερης νεωτερικότητας.

Την εν λόγω αρχή φαίνεται τελικά να υποστυλώνει η εξιδανικευμένη εικόνα ενός

επικρατειακά κυρίαρχου κέντρου εξουσίας, το οποίο εγγυάται ολόκληρο το φάσμα των

ελευθεριών του προσώπου, καθώς οι ενδοπολιτειακή θεσμοί θεωρούνται ως το μόνο

αποτελεσματικό εχέγγυο για τέτοιου είδους αξιώσεις834

. Ατυχώς όμως, «όπως πολύ καλά

γνωρίζουμε, ο σημερινός κόσμος είναι μια κακόγουστη παρωδία αυτής της αισιόδοξης

αφήγησης»835

.

833

Βλ. Carol Could, «Self-determination beyond sovereignty: Relating transnational democracy to local

autonomy», Journal of Social Philosophy, τ. 37, 2006, σ. 44-60.

834 «Το κράτος είναι η μόνη οντότητα ικανή να θέσει σε εφαρμογή με τρόπο αξιόπιστο και αμερόληπτα

τα δικαιώματα του προσώπου», Thomas Christiano, «A democratic theory of territory and some puzzles

about global democracy», Journal of Social Philosophy, τ. 87, 2006, σ. 81-107, (92).

835 O’Neil, Bounds of justice, ό.π., 180.

3. Η αρχή της συμπερίληψης «όσων επηρεάζονται από τις αποφάσεις»

Α. Υπό την επιρροή της κοσμοπολιτικής και της διαβουλευτικής στροφής στη

δημοκρατική σκέψη, έχει εξαφθεί έντονο θεωρητικό ενδιαφέρον για την αρχή της

συμπερίληψης όσων επηρεάζονται από τις αποφάσεις836

. Ιστορικά η πρώτη διατύπωσή της

ως νομικού αξιώματος ανάγεται στο ρωμαϊκό δίκαιο (quod omnibus tangit, ab omnibus

tractari et approbari debet) και, τουλάχιστον κατά μια άποψη, φαίνεται να έγινε

συστηματική επίκλησή του στην πρώιμη ιστορική φάση των κοινοβουλευτικών θεσμών,

θεμελιώνοντας διεκδικήσεις αντιπροσώπευσης στις μέχρι τότε αριστοκρατικές

συνελεύσεις837

. Σύμφωνα με το αίτημα αυτό, η δημοκρατική νομιμοποίηση εξασφαλίζεται,

όταν στις διαδικασίες λήψης απόφασης μετέχουν τα πρόσωπα επί των οποίων οι

λαμβανόμενες αποφάσεις επιδρούν.

Το αίτημα αυτό παρουσιάζεται στον πολιτικό προβληματισμό ως ένα από τα πιο

στιβαρά κανονιστικά ερείσματα για πολιτική κριτική. Σειρά στοχαστών αποδίδει την

κρίση της δημοκρατικής νομιμοποίησης, στην εποχή της παγκοσμιοποίησης σε μια

«ασυμμετρία μεταξύ του συνόλου όσων επηρεάζονται από μια πολιτική απόφαση και του

σώματος που μετέχει στη λήψη της»838

. Ίδια επιχειρηματολογία φαίνεται να υιοθετούν

836

Dennis Thomson, «Democratic theory and global society», The Journal of Political Philosophy, τ. 7,

1999, σ. 111-125 και John Dryzek, «Legitimacy and economy in deliberative democracy», Political Theory,

τ. 29, 2001, σ. 651-669.

837 Gaines Post, Medieval legal thought: Public law and state, 1100-1322, Lawbook Exchange Ltd, New

Jersey 2006, κεφ. 4.

838 David Held, Democracy and the global order, Polity Press, Cambridge 1995, σ. ix. Βλ. Επίσης Jürgen

Habermas, «The European nation-state and the pressures of globalization», σε Global justice and

transnational politics, ό.π., σ. 217-234, (220-221) και Michael Zürn, «Global Governance in der

αρκετοί και στο ζήτημα της ενσωμάτωσης των μεταναστευτικών πληθυσμών839

. Ήδη

μάλιστα κατά την κορύφωση των εντάσεων του Ψυχρού Πολέμου, ο Πάπας Ιωάννης ΚΓ΄

επικαλέστηκε ρητώς αυτή την αρχή, προκειμένου να θεμελιώσει πολιτικά και

φιλοσοφικά την αξίωση για μια παγκόσμια δημόσια εξουσία840

.

Το εμφανές πλεονέκτημα του αιτήματος για συμπερίληψη «αυτών που

επηρεάζονται» σε σύγκριση με εκείνο «όσων υπόκεινται» στις αποφάσεις συνίσταται

οπωσδήποτε στη δυνατότητά του να υπερβαίνει τα εκάστοτε δεδομένα σχήματα

πολιτικής συσσωμάτωσης. Το αίτημα για αυτοκυβέρνηση αναπροσαρμόζεται στην

ιδιαίτερη φύση της τρέχουσας πολιτικής θεματολογίας, εφόσον «το δικαίωμα ψήφου

κρίνεται κατά περίπτωση, ανάλογα με το είδος κάθε ξεχωριστής δραστηριότητας και

απόφασης»841

. Τοιουτοτρόπως, οι καθιδρυμένες πολιτικές δομές καθίστανται δεκτικές

κριτικής αναφορικά με τη δυνατότητά τους να αποτελέσουν εστίες άσκησης της

συλλογικής αυτονομίας.

Συνάμα η δημοκρατική αρχή εισχωρεί σε μη ρυθμισμένα από τα κράτη

περιβάλλοντα, προκειμένου να θεμελιωθούν αξιώσεις πολιτικής νομιμοποίησης ακόμη

Legitimationskrise?», σε C. Offe, Demokratisierung der Demokratie: Diagnose und Reformvorschläge,

Campus Verlag, Frankfurt/a.M. 2003, σ. 232-256, (232-233).

839Dora Kostakopoulou, The future governance of citizenship, ό.π., σ. 87 και 104-105. Για πολιτικά

επιχειρήματα υπέρ των πολιτικών δικαιωμάτων των μεταναστών που ανάγονται στην ιδέα της

συμμετοχής των επηρεαζομένων βλ. Ronald Hayduk, «Democracy for all: Restoring immigrant voting

rights in the U.S.», New Political Science, τ. 26, 2004, σ. 499-523, (508-510).

840 Στην περίφημη εγκύκλιο «Pacem in Terris» του 1963 διακήρυξε: «Το κοινό καλό των εθνών

περιλαμβάνει προβλήματα με επιρροή σε όλους τους ανθρώπους του κόσμου. Προβλήματα που

μπορούν να λυθούν μόνο μέσω μιας δημόσιας εξουσίας,…της οποίας η αρμοδιότητα θα απλώνεται σε

ολόκληρη τη γήινη σφαίρα», Παρατίθεται στο Derek Heater, World citizenship and gοvernment,

Macmillan Press, London 1996, σ. 163.

841 Ian Shapiro, Democratic justice, Yale University Press, New Haven/London 1999, σ. 235.

και σε πλαίσια οιονεί «φυσικής κατάστασης», όπως η παγκόσμια κοινωνία. Η αρχή quod

omnibus tangit παρέχει πράγματι μια νέα έδρα δημοκρατικού προβληματισμού στον

ορίζοντα κοινωνιών στις οποίες η εγκατάσταση, ας πούμε, ενός πυρηνικού εργοστασίου

δυνητικά εγκυμονεί σπουδαίες επιπτώσεις, σε γεωγραφικές και πληθυσμιακές διαστάσεις

που υπερπηδούν τα σύνορα κάθε κρατικά οργανωμένης πολιτικής κοινότητας842

.

Β. Μολαταύτα, οι θετικές αυτές όψεις της αρχής αντισταθμίζονται από ορισμένες

όχι αμελητέες αδυναμίες. Με αποκλειστικό κριτήριο την επίδραση των αποφάσεων στα

πρόσωπα, ο κανόνας quod omnibus tangit εκφράζει πιθανώς έναν φιλελεύθερο ατομισμό,

που αποκόπτεται από τις διαμορφωμένες, ή απλώς επιθυμητές σχέσεις πολιτικής

συνεργασίας. Διόλου συμπτωματικά, εκδηλώνεται σκεπτικισμός ως προς την

εφαρμοσιμότητά της, κυρίως διότι, με δεδομένη την πολυπλοκότητα των σύγχρονων

κοινωνιών, φαίνεται να παραπέμπει σε σύνθετα, πολυεπίπεδα και ρευστά δίκτυα

διαδικασιών απόφασης. «Η λογική του δημοκρατικού διαλόγου», γράφει γλαφυρά ο

Albrecht Wellmer, «συμπεριλαμβάνει το ότι θα πρέπει να ακουστεί σ’ αυτόν τον διάλογο

η φωνή εκείνων που θίγονται από βασικές πολιτικές αποφάσεις», αλλά στη φάση της

παγκοσμιοποίησης «αρκεί να το εκστομίσει κανείς αυτό, για να τον πιάσει ελαφρύς

ίλιγγος»843

.

Το ζήτημα περιπλέκεται έτι περισσότερο, καθώς το υπό συζήτηση αίτημα

επιτάσσει τη συμμετοχή στις διαδικασίες όχι μόνο των άμεσα επηρεαζόμενων, αλλά και

όσων είναι δυνατό να υποστούν εξ αντανακλάσεως και δευτερογενώς επίδραση από τις

842

Sofia Näsström, «The challenge of the all-affected principle», Political Studies, τ. 59, 2011, σ. 116 -134.

843 Albrecht Wellmer, Η ελευθερία στο δημοκρατικό κόσμο: Για μια ερμηνευτική του δημοκρατικού

πολιτισμού, Κ. Καβουλάκος (μετ.), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001, σ. 123 και Michael Saward, The terms of

democracy, Polity Press, Cambridge 1998, σ. 124-126.

αποφάσεις. Η δυσκολία καταντά αξεπέραστη, όταν συνειδητοποιείται ότι στον

προσδιορισμό των επιπτώσεων εμφανίζεται και μια μορφή κυκλικότητας. Διότι το θέμα

ποια απόφαση θα ληφθεί κάθε φορά και ποιους είναι δυνατό να επηρεάσει εξαρτάται

πάντα από τον κύκλο των συμμετεχόντων και το εύρος των εναλλακτικών επιλογών844

. Η

αρχή οδηγείται σε άτοπα αποτελέσματα, εάν συνυπολογιστεί η παράμετρος των μη

αποφάσεων (non-decision), των επενεργειών δηλαδή που υφίστανται τα πρόσωπα από

την αδράνεια των διαδικασιών845

. Στην ακραία της λογική συνέπεια, η διεύρυνση της

βάσης του συλλογικού υποκειμένου κάθε σημαντικής απόφασης θα μπορούσε να φθάσει

σε τέτοιο βαθμό, ώστε να αξιώνεται η συμμετοχή «όλων σε όλα, σχεδόν παντού στον

κόσμο»846

.

Ενόψει των ανωτέρω, δεν παρέχει μάλλον διέξοδο η προσπάθεια να κατανοηθεί η

αρχή quod omnibus tangit ως ρυθμιστικός κανόνας, ώστε, παρά την ουτοπική του φύση,

να επιτρέπει την αξιολόγηση των καθιερωμένων δημοκρατικών διαδικασιών847

. Η

ενσωμάτωσή της στον πυρήνα της λαϊκής κυριαρχίας θα καταστήσει καταρχήν

δικαιολογημένο σχεδόν κάθε νοητό αίτημα συμμετοχής σε θεσμούς απόφασης, με

κίνδυνο να αποβεί μόνιμη εστία ριζικής αμφιβολίας και πολιτικής παραλυσίας848

. Πέρα

από τα μη ελέγξιμα ρυθμιστικά επακόλουθα, ο κανόνας της συμμετοχής όσων οι

844

Robert Goodin, Innovating democracy: Democratic theory after the deliberative turn, Oxford University

Press, New York 2008, κεφ. 7Ο.

845 Johan Karlsson, Democrats without borders: A critique of transnational democracy, διδακτορική

διατριβή, University of Gothenburg, Gothenburg 2008, σ. 63-64.

846 Goodin, Innovating democracy, ό.π., σ. 141-142.

847 Βλ. την ερμηνεία του Gustav Arrhenius, «The boundary problem in democratic theory», σε F. Tersman

(επιμ.), Democracy unbound: Basic explorations I, Filosofiska institutionen, Stockholms Universitet,

Stockholm 2005, σ. 14-29.

848 Ruth Rubio-Marin, «National limits to democratic citizenship», Ratio Juris, τ. 11, 1999, σ. 51-66, (56).

αποφάσεις τούς αγγίζουν δείχνει να εξαρτά τη θεμελίωση του αιτήματος για

δημοκρατικό αυτοκαθορισμό από το αβέβαιο πραγματικό γεγονός της ύπαρξης κάποιου

είδους κοινωνικής επαφής, χωρίς περαιτέρω αξιολογικές προφυλάξεις849

.

Προκειμένου να θεραπεύσει τις αδυναμίες αυτές, ο David Held δοκίμασε να

εξειδικεύσει την αρχή με κριτήριο τη βαρύτητα των εμπλεκόμενων συμφερόντων. Κατά

την άποψή του, η επίδραση των αποφάσεων πρέπει να θεωρείται ουσιώδης και μπορεί να

στηρίξει αξίωση για συμμετοχή, όταν αφορά σε ζωτικές ανάγκες (τροφή, στέγη, υγεία)

των υποκειμένων ή στη δυνατότητά τους να μετέχουν στην οικονομική, κοινωνική και

πολιτική ζωή της κοινότητάς τους. Απεναντίας δεν είναι κρίσιμη, όποτε πλήττονται

απλώς στοιχεία των τρόπων ζωής ή κάποιες από τις διαθέσιμες καταναλωτικές επιλογές

των προσώπων850

.

Η επανερμηνεία αυτή, όμως, δεν οδηγεί σε πειστικές ή πρακτικά εφικτές λύσεις.

Οι οικονομικές συναλλαγές στο διαδίκτυο εμπλέκουν οπωσδήποτε ζωτικά συμφέροντα

για μέγιστο αριθμό ανθρώπων. Μολαταύτα αυτό δεν συνεπάγεται eo ipso ότι συνιστούν

κι ένα πεδίο όπου ο συλλογικός αυτοκαθορισμός καθίσταται επιτακτικός. Επιπλέον ο

προσανατολισμός στα συμφέροντα αποκαλύπτει κι ένα ωφελιμιστικό γνωστικό

ενδιαφέρον, με τάση για υποβάθμιση της δημοκρατικής συμμετοχής σε μέσο

ικανοποίησης ατομικών και συλλογικών ωφελειών851

. Θα μπορούσε μάλιστα να

849

Cheneval, «The people in deliberative democracy», ό.π., σ. 164.

850 David Held, «Democratic accountability and political effectiveness from a cosmopolitan perspective»,

Government and Opposition, τ. 39, 2004, σ. 364-391 και του ίδιου, Για ένα παγκόσμιο κοινωνικό

συμβόλαιο: Η σοσιαλδημοκρατική απάντηση στη «συναίνεση» των Η.Π.Α., Χ. Κούτρης (μετ.), Επίκεντρο,

Αθήνα 2008, [2004], σ. 182-185.

851 Την ωφελιμιστική χροιά εντοπίζει ήδη ο Whelan, «Prologue», ό.π., σ. 18-22. Βλ. και τις παρατηρήσεις

της Sofia Näsström, «Democracy counts: Problems of equality in transnational democracy», C. Jönsson/J.

υποστηριχθεί ότι, στερούμενη αναφοράς σε βαθύτερους ηθικούς λόγους, η προσπάθεια

αξιολόγησης των εφαπτόμενων συμφερόντων καταλείπει μια γεύση διαπροσωπικών

συγκρίσεων ωφέλειας. Ο ίδιος ο Held θα ενέτασσε πιθανόν τέτοιου είδους φιλοσοφικές

επιλογές στην κατηγορία των προστατευτικών υποδειγμάτων δημοκρατίας852

.

4. Δημοκρατική συμπερίληψη και αυτονομία: Μια σύνθεση των δύο αρχών

Όπως υπονοήσαμε στην αμέσως προηγούμενη παράγραφο, μια από τις πιο

κρουστικές ιδιότητες του αιτήματος quod omnibus tangit είναι η δυνατότητά του να

θέτει, σε προέκταση της παράδοσης του κοινωνικού συμβολαίου, ζήτημα δημιουργίας

δημοκρατικών θεσμών σε συνθήκες που προσομοιάζουν σε «φυσική κατάσταση». Οι

κλασικές θεωρίες, ωστόσο, καθόλου δεν επιζήτησαν μια αίσθηση αξιολογικής

ουδετερότητας, σταματώντας στην απλή παρατήρηση μορφών αλλελεπίδρασης στον μη

θεσμοποιημένο κοινωνικό χώρο. Εξοπλισμένες με φυσικοδικαιικές αρχές δικαιοσύνης,

προέτρεψαν σε συλλογικό αυτοκαθορισμό, καταδεικνύοντας τον ανορθολογισμό και την

εκμεταλλευτική φύση των μη ρυθμισμένων πολιτικά σχέσεων.

Μια σκεπτικιστική έναντι του αιτήματος quod omnibus tangit θεώρηση δείχνει να

ακολουθεί παρόμοια γραμμή. Προτείνει ορθά την αντιμετώπιση του προβλήματος των

ορίων της πολιτικής κοινότητας με βάση αξιολογικές προκείμενες εσωτερικές στο

δημοκρατικό πρόταγμα. Βάσει αυτών είναι πράγματι εφικτό να κρίνουμε ότι «κάποιες

Tallberg (επιμ.), Transnational actors in global governance: Patterns, explanation and implications,

McMillan, Basingstoke 2010, σ. 348-383.

852 Για την κριτική του στις εργαλειακές συλλήψεις της δημοκρατικής πολιτικής στον κλασικό

φιλελευθερισμό βλ. David Held, Μοντέλα δημοκρατίας, ό.π., σ. 113-119.

επιλογές ορίων και απόδοσης αρμοδιοτήτων τείνουν να καταπιέζουν και κάποιες να

ενισχύουν την αυτονομία των προσώπων, σεβόμενες τα δικαιώματα, τις διαβουλευτικές

και έλλογες ικανότητές τους»853

. Συνεπώς οι διευθετήσεις των πολιτικών κοινοτήτων θα

πρέπει, κατ’ αυτή την έννοια, να βελτιστοποιούν τους όρους άσκησης της ελευθερίας των

υποκειμένων854

.

Η Nancy Fraser επιδιώκει να εξειδικεύσει την αξιακά φορτισμένη σύλληψη του

ζητήματος στην ιδιαίτερη ιστορική κατάσταση των εξουσιαστικών σχέσεων της

παγκοσμιοποιημένης νεωτερικότητας855

. Συνθέτοντας στοιχεία και από τις δύο κλασικές

αρχές συμπερίληψης, υποστηρίζει εμπεριστατωμένα ότι σε ένα πρώτο επίπεδο τα

πολιτικά όρια πρέπει να ρυθμίζονται σύμφωνα με το κριτήριο της εδαφικότητας, διότι η

απόκτηση της ιδιότητας του μέλους μιας χωρικά προσδιορισμένης κοινότητας συνιστά

αναμφίβολα το πρόκριμα για συμμετοχή στις διαδικασίες συλλογικού αυτοκαθορισμού.

Παράλληλα όμως, στις σημερινές συνθήκες ένας αραιός, πλην όμως ανθεκτικός,

θεσμικός ιστός υπερεθνικών –ιδίως οικονομικών– οργανώσεων παρακωλύει την άσκηση

της πολιτικής ελευθερίας των υποκειμένων, ιδίως των μη προνομιούχων κοινωνικών

τάξεων, θέτοντας δομικούς περιορισμούς στις δυνατότητές τους να δρουν, όπως

προαιρούνται. Αυτή η διακυβερνητική διάρθρωση (governance) εκφεύγει συστηματικά

κάθε άμεσου ή έμμεσου λαϊκού ελέγχου, καθυποτάσσοντας πληθυσμούς πολύ

853

Susan Hurley, «Rationality, democracy and leaky boundaries: Vertical vrs. horizontal modularity», σε I.

Shapiro/C. Hacker Gordón (επιμ.), Democracy’s edges, Cambridge University Press, Cambridge 1999, σ.

273-294, (274).

854 Hans Agné, «A dogma of democratic theory and globalization: Why politics need not include everyone

it affects», European Journal of International Relations, τ. 12, 2006, σ. 433-458.

855 Fraser, Scales of justice, ό.π., κεφ. 4

ο.

ευρύτερους των εθνικών σχηματισμών856

. Το εγχείρημα της αυτοκυβέρνησης δεν μπορεί

παρά να εισδύσει σε αυτόν τον χώρο, πράγμα που τα παγκόσμια κοινωνικά κινήματα

διεκδικούν άλλωστε ζωηρά857

. Εν προκειμένω, η αξίωση για συμμετοχή δεν θεμελιώνεται

είτε σε μια δεδομένη πολιτειότητα ή εθνικότητα, είτε αφηρημένα στην ιδιότητα του

προσώπου ή στο απλό γεγονός της αλληλεξάρτησης, αλλά στην από κοινού υπαγωγή σε μια

δομή διακυβέρνησης που θέτει βασικούς κανόνες διάδρασης των υποκειμένων858

.

Η προσέγγιση αυτή υπερβαίνει τον κρατισμό της πρώτης αρχής, καθιστώντας

ορατές της ανεπάρκειες του πλαισίου αυτοκυβέρνησης των εξουσιαστικών συστημάτων

τύπου Ειρήνης της Βεστφαλίας. Αποστασιοποιείται όμως κι από τον υποδόριο

εμπειρισμό της δεύτερης, προσδιορίζοντας με αξιολογικά κριτήρια τις μορφές

κοινωνικοπολιτικής επαφής, οι οποίες καθιστούν αναγκαίες τις διαδικασίες σχηματισμού

κοινής συλλογικής βούλησης. Σε έναν κόσμο όπου τα πρόσωπα υπόκεινται σε μια

ποικιλία δομών διακυβέρνησης από το τοπικό μέχρι το παγκόσμιο επίπεδο, μόνο μια

τέτοια συνθετική λύση επιτρέπει, όπως θα φανεί παρακάτω, τον ακριβή καθορισμό

διακριτών και αυτοτελών κλιμάκων αυτοκυβέρνησης υπό τις συνθήκες της

παγκοσμιοποίησης. Είναι δηλαδή σε θέση να προσδιορίσει τα ποικίλα κοινωνικοπολιτικά

πλαίσια, εντός των οποίων η άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας πρέπει να επιχειρηθεί

ταυτόχρονα.

856

Benedict Kingsburyet et al., «The emergence of global administrative law», Law and Contemporary

Problems, τ. 68, 2005, σ. 15-61.

857 «Είναι πλέον καιρός οι προβολείς να φωτίσουν αυτούς τους θεσμούς (Ε.Ε., Π.Ο.Ε, Δ.Ν.Τ., Ο.Ο.Σ.Α.), για

να καταστήσουμε πολιτικά υπεύθυνους τους μηχανισμούς που προφανώς αποφασίζουν στο όνομά

μας», ATTAC Frankreich, «Mit ATTAC die Zukunft zurück erobern: Manifest 2002», Blätter für deutsche

und internationale Politik, τ. 47, 2002, σ. 347-362, (349).

858 Fraser, Scales of justice, ό.π., σ. 65.

Κεφάλαιο τέταρτο

Η συμπερίληψη των ενδιαφερομένων στον χώρο και τον χρόνο

1. Παγκοσμιοποίηση, κράτος, δημοκρατία

Α. Δεν υπάρχει ένας κοινά αποδεκτός ορισμός της παγκοσμιοποίησης. Πρόκειται

για έναν περιεκτικό όρο, που αναφέρεται σε μια πολυδύναμη, μη γραμμική και

αντινομική διαδικασία επέκτασης διαφορετικών μορφών οικονομικής, πολιτικής και

πολιτιστικής δραστηριότητας πέρα από τα εθνικά σύνορα859

. Κινητήριο μοχλό της

αποτελεί η συμπύκνωση του χωροχρόνου, εξαιτίας εξελίξεων στην παραγωγή και την

τεχνολογία, που διευρύνουν τις χωρίς συγκεκριμένο εδαφικό προσδιορισμό οικονομικές

συναλλαγές και κοινωνικές επαφές.

Στην πολιτική επιστήμη το δημοκρατικό ζήτημα σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης

τίθεται σε συνάφεια με την εξαλλαγή της κρατικής εξουσίας. Επακόλουθο αυτής της

μεθοδολογικής μετατόπισης είναι μια στρατηγική θεμελίωσης που συσχετίζει την ισχύ

του αιτήματος για εκδημοκρατισμό του παγκόσμιου συστήματος με την κατάσταση της

κρατικής κυριαρχίας. Κατά κάποιο τρόπο, η κανονιστική δημοκρατική θεωρία τείνει να

λάβει μια θέση εξάρτησης από την κοινωνικοπολιτική μελέτη του κράτους.

Σε ό,τι αφορά στην τελευταία φαίνεται μάλλον να επικρατεί η διένεξη μεταξύ

σκεπτικιστών και υποστηρικτών της θεώρησης του μετασχηματισμού, της οποίας το κύριο

αντικείμενο αφορά στη δυνατότητα των εθνικών εξουσιαστικών δομών να επιβληθούν

859

David Held/Antony MacGrew, Παγκοσμιοποίηση/Αντιπαγκοσμιοποίηση, Κ. Κιτίδη (μετ.), Πολύτροπον,

Αθήνα 2004, [2002], σ. 17-20.

ρυθμιστικά στην οικονομία και την κοινωνία860

. Για τους σκεπτικιστές οι

κοινωνικοοικονομικές μεταβολές που συντελούνται στην ύστερη νεωτερικότητα δεν

παραπέμπουν σε ριζικές, ίσως μάλιστα ούτε καν ουσιώδεις, μεταλλάξεις στα δομικά

χαρακτηριστικά των κρατικών δομών. Ο όρος παγκοσμιοποίηση σηματοδοτεί

οπωσδήποτε μια πύκνωση των διεθνών συναλλαγών και συνακόλουθα της

αλληλοσύνδεσης μεταξύ των οικονομιών. Το φαινόμενο προκύπτει από την

απελευθέρωση των αγορών και την άρση της πολιτικής προστατευτισμού.

Ωστόσο, σύμφωνα με τους σκεπτικιστές οι μεταβολές αυτές δεν συνεπάγονται

και εξαλλαγή της βαθύτερης εξουσιαστικής υποδομής στις κοινωνίες. Ο βαθμός

σύγκλισης των οικονομιών που σημειώνεται στα τέλη του 20ου

αιώνα δεν είναι

πρωτοφανής. Προσομοιάζει μάλιστα τον αντίστοιχο της περιόδου 1870-1914. Πρόκειται

συνεπώς για μια αναστρέψιμη διαδικασία, καθώς τα κράτη διαθέτουν ακόμη αρκετή

διακριτική ευχέρεια κατά τη διαχείριση των οικονομικών και κοινωνικών υποθέσεων861

.

Με απλά λόγια, η αλληλοσύνδεση αποτελεί επιλογή κυρίαρχων κρατών, η οποία μπορεί

να ανατραπεί στα πλαίσια νέων μεταξύ τους συσχετισμών και συμμαχιών. Το ζήτημα

εκδημοκρατισμού της παγκόσμιας κοινωνίας δεν τίθεται πιεστικά σε αυτή την

κοινωνιολογική ανάγνωση της παγκοσμιοποίησης. Αυτό που προέχει πολιτικά είναι

860

Μια διδακτική ανάλυση των ευρύτερων συζητήσεων στο θέμα επιχειρείται στο David Marsh et al.,

«Globalization and the state», σε C. Hay et al. (επιμ.), The state: Theories and issues, McMillan, New York

2006, σ. 172-189.

861 Paul Hirst/Graham Thompson, Η παγκοσμιοποίηση σε αμφισβήτηση, Θ. Πελαγίδης (μετ.), Παπαζήσης,

Αθήνα 2000, [1996].

μάλλον η απομυθοποίηση του «λόγου περί παγκοσμιοποίησης» και η συνειδητοποίηση

των δυνατοτήτων για χάραξη κεϋνσιανής πολιτικής που διατηρούν εισέτι τα κράτη862

.

Η ανωτέρω σκεπτικιστική θέση επικρίνεται για μια στατική αντίληψη, που δεν

συλλαμβάνει τη δυναμική της διαδικασίας διεθνοποίησης των οικονομιών863

. Όσοι

προσχωρούν στη θεώρηση του μετασχηματισμού της κρατικής εξουσίας ανταπαντούν

στη σκεπτικιστική θέση ότι στο οικονομικό πεδίο η παγκοσμιοποίηση δεν αφορά μόνο

στην εντατικοποίηση των διακρατικών συναλλαγών, αλλά και σε μια χωρίς προηγούμενο

υπερεθνική κινητικότητα στην επένδυση του κεφαλαίου.

Κατά την αντίληψη αυτή, στην ύστερη νεωτερικότητα δεν λαμβάνει χώρα μια

απλή διασυνοριακή σύνδεση των πολιτικοοικονομικών θεσμών. Αυτό που τη διέπει είναι

η σχετικοποίηση της λειτουργικής σπουδαιότητας των συνόρων και των εδαφικών

επικρατειών864

, καθώς «μια σειρά από διαδικασίες μεταθέτουν τη χωρικά

προσδιορισμένη μορφή οργάνωσης των ανθρώπων σε διηπειρωτικά και διαπεριφερειακά

πρότυπα δραστηριότητας, διάδρασης και άσκησης της εξουσίας»865

.

Σύμφωνα με την αντίληψη των θεωρητικών του μετασχηματισμού, η μετάλλαξη

του χωροχρονικού ορίζοντα της ανθρώπινης συνύπαρξης οδηγεί στην εμφάνιση δομών

προϊούσας υπερεθνικής αλληλεξάρτησης, στο περιβάλλον της οποίας το σύγχρονο κράτος

862

Βλ. για παράδειγμα Pierre Bourdieu, «Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και το ευρωπαϊκό κοινωνικό

κράτος», σε του ίδιου Νόστιμον ήμαρ, Κ. Διαμαντάκου (μετ), Καρδαμίτσας, Αθήνα 1999, σ. 105-119.

863 Jonathan Perraton, «Hirst and Thompson’s “Global myth and national policies”», σε Global democracy,

ό.π., σ. 60-72.

864 Stanley Brunn/Thomas Lainbach, «Introduction» σε των ίδιων, Collapsing space and time:

Geographical aspects of communication and information, Cambridge University Press, Cambridge, 1991,

xv-xxvi.

865 David Held, «The transformation of political community: Rethinking democracy in the context of

globalization», σε I. Shapiro/C. Hacker Gordón (επιμ.), Democracy’s edges, ό.π., σ. 84-111, (92).

εξασθενεί, χωρίς αυτό πάντως να οδηγεί αναπότρεπτα στην παρακμή του866

. Η πύκνωση

των παγκόσμιων διαδράσεων έχει θολώσει το παραδοσιακό όριο μεταξύ εσωτερικής και

εξωτερικής πολιτικής. Για αυτόν το λόγο ατονούν οι κλασικές κατηγορίες διερεύνησης

του προβλήματος της κρατικής ισχύος, δηλαδή η εσωτερική και η εξωτερική κυριαρχία.

Αντί αυτών, η μελέτη του κρατικού φαινομένου στην παγκοσμιοποίηση διακρίνει

την τυπική αρμοδιότητα των κρατών να παράγουν κανόνες εξοπλισμένους με

κανονιστική ισχύ στην επικράτειά τους (νομική ή τυπική κυριαρχία) από την ουσιαστική

αυτονομία, η οποία αφορά στην πραγματική δυνατότητα της εξουσίας να ρυθμίζει τις

οικονομικές και κοινωνικές σχέσεις της αντίστοιχης κοινωνίας867

. Με δεδομένο ότι

ακόμη και για τα κράτη υψηλού βαθμού δικαιικής σύγκλισης, όπως τα μέλη της Ε.Ε., η

τυπική κυριαρχία παραμένει σχεδόν ανέπαφη, η θεωρία του μετασχηματισμού στρέφεται

κατεξοχήν προς τους εν εξελίξει δομικούς περιορισμούς της αυτονομίας των κρατικών

μορφωμάτων868

.

Τα πλούσια πράγματι εμπειρικά ευρήματα σχετικά με την αποψίλωση της

ουσιαστικής κυριαρχίας άγουν τους υποστηρικτές της παραπάνω θεώρησης στην

ευλογοφανή εκτίμηση, ότι εφόσον στον τύπο του φιλελεύθερου αντιπροσωπευτικού

866

David Held, «Die Globalisierung regulieren? Die Neuerfindung von Politik» και Peter Malanczuk,

«Globalisierung und die zukünftige Rolle souveräner Staaten», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.),

Weltstaat oder Staatenwelt?, ό.π, σ. 104-124 και 172-200 αντίστοιχα, S. Weindlich και U. Johannsen

(μετ.) αντίστοιχα. Βλ. επίσης Ulrich Beck/Edgar Grande, Das kosmopolitische Europa: Gesellschaft und

Politik in der Zweiten Moderne, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2004, σ. 114-122.

867 David Held, Democracy and the global order: From the modern state to cosmopolitan governance,

Stanford University Press, Stanford 1999, σ. 100-101. Beck/Grande, Das kosmopolitische Europa, ό.π., σ.

123 και 178.

868 Georg Sørensen, «The transformation of the state», σε The state, ό.π., σ. 190-208 και αναλυτικότερα

Νίκος Κοτζιάς, Το ενεργητικό κράτος: Εθνικό κράτος και παγκοσμιοποίηση, Κατσανιώτης, Αθήνα 2004.

συστήματος η λαϊκή κυριαρχία εγκιβωτίστηκε στους θεσμούς της κυρίαρχης εδαφικής

εξουσίας, έπεται ότι οι περιορισμοί σε αυτή παράγουν αυτομάτως ελλείμματα και στο

επίπεδο του πολιτικού αυτοκαθορισμού869

.

Η ανάλυση αυτή εντοπίζει δύο βασικές παραμέτρους στο θέμα. Αφενός η κρίση

προκαλείται, καθώς τα κράτη «χάνουν τον έλεγχο» στις συνθήκες πύκνωσης των

υπερεθνικών σχέσεων. Είτε διότι ως μεμονωμένοι δρώντες αδυνατούν να διαχειριστούν

τα προβλήματα, είτε επειδή οι αποφασιστικές αρμοδιότητες και η πολιτική ισχύς έχουν

υφαρπαγεί από υπερκρατικούς ή μη κρατικούς διεθνείς θεσμούς. Αφετέρου σε

απονομιμοποίηση του πολιτικού συστήματος οδηγεί και το φαινόμενο οι συνέπειες των

λαμβανόμενων σε εθνικό επίπεδο αποφάσεων να διαχέονται πέραν των εθνικών

συνόρων870

.

Β. Η εν λόγω επανατοποθέτηση του δημοκρατικού ζητήματος σε συνθήκες

παγκοσμιοποίησης διαπερνάται ωστόσο από μια εσωτερική ασυνέπεια. «Από όλες τις

υποτιθέμενες επιπτώσεις της παγκοσμιοποίησης στη δημοκρατία καμία δεν αφορά άμεσα

σε αυτή. Πρόκειται στην πραγματικότητα για ισχυρισμούς σχετικά με το πώς η

παγκοσμιοποίηση επιδρά στο κράτος»871

. Είναι φανερό ότι υπό τον φακό της ανωτέρω

προσέγγισης το αίτημα για υπεράσπιση και διεύρυνση της δημοκρατίας αφορμάται από

παρατηρήσεις της κοινωνικής θεωρίας και της κοινωνιολογίας του κράτους. Ωστόσο, στη

869

Uwe Volkmann, «Setzt Demokratie den Staat voraus?», Archiv des öffentlichen Rechts, τ. 127, 2002, σ.

575- 611, (577-582).

870 Held, Μοντέλα δημοκρατίας, ό.π., σ. 397-402 και Beck/Grande, Das kosmopolitische Europa, ό.π., σ.

192-196.

871 Michael Goodhart, Democracy as human rights: Freedom and equality in the age of globalization,

Routledge, New York 2005, σ. 14.

συζήτηση περί κρίσης της δημοκρατικής αρχής στη διεθνοποιημένη κοινωνία

παρεμβάλλονται αξιολογικές θέσεις που παραμένουν άδηλες.

Η ανησυχία, επί παραδείγματι, σχετικά με τον περιορισμό της επίδρασης του

κράτους στην οικονομία δεν αγγίζει ούτε απασχολεί ερευνητικά τους θιασώτες των

απορυθμισμένων αγορών, αλλά μόνον όσους ενδιαφέρονται για τη διατήρηση της

αναδιανεμητικής πολιτικής του κοινωνικού κράτους. Παρομοίως, η προκαλούμενη από

τις νέες τεχνολογίες αδυναμία ελέγχου της ροής των πληροφοριών στον εθνικό δημόσιο

χώρο δεν επάγεται αυτομάτως πλήγμα για την ποιότητα των δημοκρατικών

διαβουλεύσεων872

. Ότι περιορίζει την κρατική ισχύ δεν είναι υποχρεωτικά βλαπτικό για

την λαϊκή κυριαρχία. Η αναγκαιότητα της προώθησης του δημοκρατικού εγχειρήματος

στην παγκόσμια κοινωνία δεν είναι κάτι που μπορεί απλώς να «παρατηρηθεί»873

. Πρέπει

να δικαιολογηθεί μέσω μιας αξιολογικής προσέγγισης των υπερεθνικών σχέσεων βάσει

αρχών διεθνούς δικαιοσύνης.

Με τις εκτιμήσεις αυτές δεν υπονοείται πάντως ότι οι υπερασπιστές του

δημοκρατικού κοσμοπολιτισμού, όπως ο David Held, έχουν τάχα αυτομολήσει στο

στρατόπεδο της περιγραφικής πολιτικής επιστήμης. Οι μελέτες τους εκκινούν

αναμφίβολα από ένα κανονιστικό μέλημα για τις δυνατότητες του προτάγματος της

συλλογικής χειραφέτησης στην ύστερη νεωτερικότητα. Είναι όμως πολύ πιθανό ότι το

872

Για τις απόψεις που αποτιμούν θετικά τη σχέση παγκοσμιοποίησης και δημοκρατίας βλ. Armin von

Bogdandy, «Globalization and Europe: How to square democracy, globalization and international law»,

The European Journal of International Law, τ. 15, 2004, σ. 885-909, (890-895).

873 «Το “απλό” γεγονός της διευρυνόμενης αλληλεξάρτησης είναι συνεπώς ανεπαρκές για να

συλλάβουμε το ρόλο που διαδραματίζει η παγκοσμιοποίηση ως κατάσταση προβληματική για την

εμφάνιση νέων δυνατοτήτων εκδημοκρατισμού», James Bohman, «Toward a critical theory of

globalization: Democratic practice and multiperspectival inquiry», Concepts and Transformations, τ. 9,

2004, σ. 121-146, (133), και του ίδιου, Democracy across borders, ό.π., σ. 3.

σοσιαλφιλελεύθερο ιδεολογικό υπόβαθρο της θεωρίας τους περιορίζει το αξιολογικό της

διαμέτρημα, αφού η κριτική που ασκούν προσπερνά το καυτό ζήτημα των βαθύτερων

δομών του διεθνοποιημένου κεφαλαιοκρατικού συστήματος874

. Τούτο παράγει ένα κενό

στη συνηγορία υπέρ του δημοκρατικού κοσμοπολιτισμού, το οποίο έρχεται να

συγκαλύψει η «ουδέτερη» γλώσσα της αλληλεξάρτησης.

Τα πράγματα δεν είναι διαφορετικά στη διένεξη για τον κοσμοπολιτισμό εντός

της φιλελεύθερης θεωρίας δικαιοσύνης. Ως κύριος εκφραστής της προσανατολισμένης

στο κράτος-έθνος, μη κοσμοπολιτικής αντίληψης, ο John Rawls επιχείρησε να

συγκροτήσει ένα σύνολο αρχών διεθνούς δικαιοσύνης στηριζόμενος σε μια συμβολαιική

κατασκευή875

. Σε αντίθεση με το εθνικό επίπεδο, στο διεθνές συμβόλαιο δεν

συμβάλλονται άτομα αλλά συλλογικά υποκείμενα, τα οποία ο Rawls αποδίδει με τον

μάλλον ασαφή όρο «λαοί». Σε κοντινή τροχιά σκέψης προς την αμφισβητήσιμη θεωρία

περί «πολέμου των πολιτισμών» του S. Huntington, ο Rawls κατατάσσει τους λαούς σε

κατηγορίες κλειστών και εσωτερικά ομοιογενών κοινωνικοπολιτικών προτύπων. Οπότε,

με πρόθεση να γίνει σεβαστή η πολυμέρεια στην παγκόσμια κοινωνία, το συμβόλαιο

οδηγεί στην υιοθέτηση ενός συστήματος διεθνώς δεσμευτικών αρχών δικαιοσύνης, το

οποίο όμως διακρίνεται για τον ελαχιστοκρατικό (minimalist) του προσανατολισμό.

874

Ήδη στην πρώτη εκτενή ανάλυσή του για το θέμα ο David Held εκθέτει χωρίς περιστροφές την

πολιτική του αφετηρία: «Τα παραπάνω επιχειρήματα καταδεικνύουν μια σειρά από εντάσεις μεταξύ

δημοκρατίας και κεφαλαιοκρατίας. Αλλά ακόμη κι εάν όλα αυτά αθροιστούν, με κανέναν τρόπο δεν

οδηγούν σε κριτική της τελευταίας…Στην παρούσα συγκυρία δεν φαίνεται να υπάρχει σύστημα πιο

βιώσιμο από την καπιταλιστική οικονομία», Democracy and the global order, ό.π., σ. 248-249.

875 Rawls, «The law of peoples», ό.π. Για τα βασικά στοιχεία της εν λόγω ρωλσιανής κατασκευής βλ.

Catherine Audard, John Rawls, Acumen Press, London 2007, κεφ. 6ο και Λία Μελά, John Rawls: Η

προβληματική του συμβολαίου, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 2007, μέρος 3ο.

Ο Rawls είναι απρόθυμος να συμπεριλάβει στο διεθνές σύστημα αναδιανεμητικές

διευθετήσεις, κατά αναλογία προς την «αρχή της διαφοράς», η οποία επιτάσσει την

προστασία των ασθενέστερων μελών της κοινωνίας στο επίπεδο του εθνικού συμβολαίου.

Στη θέση των εξισωτικών ρυθμίσεων το ρωλσιανό σχήμα καθιερώνει μεταξύ των κρατών

ένα απλό καθήκον συνδρομής προς τους μη αναπτυγμένους, επιβαρυμένους (burdened)

λαούς, με στόχο τη διασφάλιση για όλες τις κοινωνίες των στοιχειωδών υλικών και

πνευματικών όρων που απαιτούνται, ώστε κάποτε να καταστούν εύτακτες876

.

Η απομάκρυνση του διεθνούς συμβολαίου από τις αρχές του φιλελεύθερου

εξισωτισμού ερμηνεύτηκε από τους επικριτές του Rawls ως ανακόλουθη εξέλιξη στο

έργο του877

και αποδόθηκε σε μια νεοφιλελεύθερη ιδεολογική μετατόπιση878

. Εντούτοις

οι επιλογές του Rawls στο «Δίκαιο των λαών» εμπεριέχονται εν σπέρματι σε

φιλοσοφικές θέσεις διατυπωμένες ήδη στην πρώιμη φιλοσοφία του879

.

Από τις πρώτες κιόλας σελίδες της «Θεωρίας της δικαιοσύνης», ο Rawls είχε

θέσει ως κοινωνική βάση τού εκεί διατυπωμένου συμβολαιικού σχήματος την ύπαρξη

«ενός συστήματος συνεργασίας που αποσκοπεί στην προαγωγή του καλού όσων

876

Rawls, «The law of peoples», ό.π., σ. 105-120.

877 Thomas Pogge, «Do Rawls’s two theories of justice fit together?», σε R. Martin/D. Reidy (επιμ.),

Rawls’s law of peoples: A realistic utopia?, Blackwell, Oxford 2006, σ. 206-225.

878 Thomas Pogge, «An egalitarian law of peoples», Philosophy and Public Affairs, 1994, τ. 23, σ. 195-224,

(212-213).

879 Για αναλύσεις που ανασυγκροτούν και υπερασπίζονται τη ρωλσιανή θεώρηση σε αυτή τη βάση βλ.

Leif Wenar, «Why Rawls is not a cosmopolitan egalitarian», και ιδιαίτερα Samuel Freeman, «Distributive

justice and the “Law of peoples”», σε Rawls’s law of peoples, ό.π., σ. 95-110 και 243-260 αντίστοιχα. Βλ.

επίσης Joseph Heath, «Rawls on global distributive justice: A defence», σε D. Weinstock (επιμ.), Global

justice, global institutions, University of Galgary Press, Galgary 2005, σ. 193-226.

συμμετέχουν σε αυτό»880

. Η πολιτική του διάσταση εγχαράσσεται στη βασική

διάρθρωση της κοινωνίας, στους θεσμούς δηλαδή που «διανέμουν θεμελιώδη

δικαιώματα και υποχρεώσεις, καθορίζοντας την κατανομή των πλεονεκτημάτων της

κοινωνικής συνεργασίας»881

. Οπότε, ελλείψει αυτών των κοινωνικοπολιτικών βάσεων, οι

αρχές που απορρέουν από το υποθετικό παγκόσμιο συμβόλαιο δεν μπορεί παρά να είναι

ουσιωδώς υπολειμματικές εν σχέσει προς εκείνες που ισχύουν στις εθνικές κρατικές

κοινότητες.

Κατ’ εξοχήν η συγκεκριμένη φιλοσοφική θεώρηση του Rawls υποδαυλίζει τον

σκεπτικισμό των κρατιστών έναντι της δυνατότητας εκδημοκρατισμού της παγκόσμιας

κοινωνίας. Κατά την άποψη αυτή, μόνον οι πυκνές, θεσμικά σταθεροποιημένες σχέσεις

πολιτικής συνεργασίας, που εμφανίζονται στο επίπεδο των επιμέρους κρατών, μπορούν

να θεμελιώσουν πολιτικές υποχρεώσεις μεταξύ των υποκειμένων. Με τη διαυγή

διατύπωση του Thomas Nagel «Η δικαιοσύνη είναι κάτι που οφείλουμε μέσω των κοινών

θεσμών μας προς όσους μας συνδέει ισχυρή πολιτική σχέση. Στην καθιερωμένη

ορολογία είναι μια συνενωσιακή υποχρέωση (associative obligation)»882

.

Οι εκφραστές του φιλελεύθερου κοσμοπολιτισμού, όμως, επιφυλάσσουν μια

απάντηση στον παραπάνω ισχυρισμό, μάλλον ρωλσιανή στη φιλοσοφική της ουσία.

Καταφανώς εμπνεόμενοι από την κοινωνική θεωρία της αλληλεξάρτησης, αντιτείνουν

880

John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, Φ. Βασιλόγιαννης et al. (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2001, [1971], σ. 28-

29.

881 Στο ίδιο, σ. 31. Για την έννοια της κοινωνικής συνεργασίας στον Rawls βλ. Samuel Freeman, «The law

of peoples, social cooperation, human rights and distributive justice», Social Philosophy & Policy, 2006, τ.

23, σ. 29-68, (33-45).

882 «The problem of global justice», Philosophy and Public Affairs, 2005, τ. 33, σ. 113-147, (121). Παρόμοια

Philip Pettit, «Rawls’s peoples», σε Rawls’s law of peoples, ό.π., σ. 38-56, Παπαγεωργίου, Πόλεμος και

δικαιοσύνη, ό.π., σ. 100-101 και T. Christiano, «A democratic theory of territory», ό.π., σ. 92.

μια κατανόηση του διεθνούς πλαισίου ως εκκολαπτόμενης κοινωνικής συνεργασίας, που

παρουσιάζει μια σταδιακά διευρυνόμενη βασική διάρθρωση. «Η παγκόσμια οικονομία»,

υποστηρίζει ο Charles Beitz, «έχει αναπτύξει τους δικούς της οικονομικούς και

νομισματικούς θεσμούς, που θέτουν τις συναλλαγματικές ισοτιμίες, ρυθμίζουν την

προσφορά χρήματος, επηρεάζουν τη ροή κεφαλαίου και επιβάλλουν κανόνες διεθνών

οικονομικών συναλλαγών. Το διεθνές εμπόριο διευθετείται από συμβάσεις σχετικά με το

ύψος των δασμών και των άλλων πιθανών προσκομμάτων στο εμπόριο. Σε αυτούς τους

παγκόσμιους θεσμούς πρέπει να προστεθεί και η άτυπη πολιτική οικονομικού

συντονισμού των εθνικών κυβερνήσεων, όπως αυτή του Ο.Ο.Σ.Α., που στοχεύει στη

δημιουργία εσωτερικών και εξωτερικών καθεστώτων διεθνούς λειτουργικής αξίας.

Συναθροιζόμενοι, οι θεσμοί αυτοί μπορούν να θεωρηθούν ως συνταγματική δομή της

παγκόσμιας οικονομίας, των οποίων η δραστηριότητα έχει σημαντικές διανεμητικές

συνέπειες»883

.

Οι διανεμητικές επιπτώσεις των παγκόσμιων οικονομικών διεργασιών είναι

πράγματι σπουδαιότατες και πολύ ορθά ο φιλελεύθερος κοσμοπολιτισμός εστιάζει σε

αυτές. Η προσπάθεια όμως να κατανοηθεί η παγκόσμια κοινωνία ως αναδυόμενο

συνεργατικό σχήμα οδηγεί, όπως θα φανεί παρακάτω, σε ορισμένες απλουστευτικές

εξιδανικεύσεις. Ωστόσο, τα ελλείμματα της κρατιστικής θεωρίας δεν είναι, πρώτιστα

τουλάχιστον, εμπειρικής αλλά μάλλον αξιολογικής υφής. Αφορούν στην ουσιαστική

ποιότητα και όχι στην πυκνότητα ή τη σταθερότητα των υπερεθνικών επαφών.

883

Carles Beitz, Political theory and international relations, Princeton University Press, Princeton 1979, σ.

149. Ομόρροπο το επιχείρημα του Allen Buchanan, «Rawls’s law of peoples: Rules for a vanished

westphalian world», Ethics, τ. 110, 2000, σ. 697-721, (706), Thommas Pogge, «Kosmopolitanismus und

Souveränität», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?, ό.π., σ. 125-171,

καθώς και Young, Inclusion and democracy, ό.π., σ. 242-242.

Είναι αξιοσημείωτο ότι ο Kant επέδειξε μεγαλύτερη διορατικότητα στο

παραπάνω ζήτημα εν συγκρίσει με πολλούς σύγχρονους υποστηρικτές της

κοσμοπολιτικής θεώρησης. Στην υπεράσπιση του σχεδίου ενός παγκόσμιου

συνασπισμού κρατών επιστράτευσε επιχειρήματα αφενός εμπειρικά, αφετέρου

κανονιστικά. Έτσι, ενώ διέβλεπε το φαινόμενο της αλληλεξάρτησης και της διάδρασης

μεταξύ των κοινωνιών884

, δεν θεμελίωσε το αίτημά του αποκλειστικά σε αυτό.

Κατανοούσε αντίθετα την υπερεθνική πολιτική συγκρότηση σε αναλογία με το

συμβόλαιο μετάβασης των ανθρώπων από τη φυσική στην κρατικά οργανωμένη

κατάσταση885

και, όπως είναι βέβαια γνωστό, για τον Kant η εγκατάλειψη της φυσικής

κατάστασης αποτελούσε επιταγή του πρακτικού Λόγου. Συνίσταται σε ένα καθαρά

ηθικοπολιτικό καθήκον των υποκειμένων, τα οποία αναγνωρίζονται αμοιβαία ως

ελεύθερα, όχι επειδή συνομολόγησαν τούτο σε ένα υποθετικό κοινωνικό συμβόλαιο,

αλλά επειδή το αίτημα αυτό εκπηγάζει ευθέως από τον ορθό Λόγο886

.

2. Η υφή της παγκόσμιας κοινωνίας

Μια περισσότερο περιεκτική ανάλυση εκκινεί από την κριτική κατανόηση των

σχέσεων πολιτικής και οικονομικής ισχύος στην παγκόσμια κοινωνία, των διαδράσεων

δηλαδή που καθορίζουν τη συγκεκριμένη μορφή των υπερεθνικών δομών

884

«Η (στενότερη ή ευρύτερη) κοινότητα των λαών της γης, η οποία κάποια στιγμή έλαβε μεγάλες

διαστάσεις, έχει αναπτυχθεί σε τέτοιο σημείο, ώστε η παραβίαση του δικαίου σε ένα μέρος της γης να

γίνεται σε όλα αισθητή», Kant, Προς την αιώνια ειρήνη, ό.π., σ. 186.

885 Στο ίδιο, σ. 73.

886 Kant, «Απάνω στο κοινό απόφθεγμα: Τούτο είναι ορθό στη θεωρία αλλά στην πράξη δεν ισχύει», σε

του ίδιου, Δοκίμια, ό.π., σ. 128-130.

διακυβέρνησης, παραγωγής, ανταλλαγής και διανομής των αγαθών887

. Προκειμένου,

όπως κατέδειξε ο Marx στη θεωρία για την πρωταρχική συσσώρευση του κεφαλαίου, να

αποφευχθεί ο εξωραϊσμός, απαιτείται η αποτίμηση αυτή να συμπεριλάβει και μια

προσανατολισμένη στο παρελθόν οπτική, ανατρέχοντας στις ιστορικές συνθήκες

ανάδυσης του διεθνούς καταμερισμού της εργασίας888

. Χάρη σε αυτή τη μακροσκοπική

οπτική, η θεωρία δικαιοσύνης μπορεί να εντοπίσει ταυτόχρονα την κοινωνική αδικία όσο

και τις γενεσιουργές αιτίες της.

Είναι λόγου χάριν σε θέση να διακρίνει τις περιπτώσεις όπου οι αδικίες απλώς

παρεισδύουν από αστοχίες κρίσης στις θεσμικές διαδικασίες από εκείνες που

αντανακλούν συστημικές ασυμμετρίες στην κατανομή της οικονομικής δύναμης και της

πολιτικής ισχύος. Εάν συμβαίνει το δεύτερο, η αξίωση για εκδημοκρατισμό του

υπερεθνικού κοινωνικού πλαισίου δεν μπορεί να αφορά μόνο σε περιστασιακή

σμίκρυνση των αδικιών, αλλά μακροπρόθεσμα και σε μετασχηματισμό των ίδιων των

δομών εξουσίασης που τις προκαλούν.

887

Kai Nielsen, «Global justice and the imperatives of capitalism», Journal of Philosophy, 1983, τ. 80, σ.

607-611, Young, Inclusion and democracy, ό.π., σ. 31-33, και Κώστας Σταμάτης, «Κριτική της ψιλής

πολιτικής αντίληψης της δικαιοσύνης στον ύστερο Rawls», Επίμετρο σε Μελά, John Rawls, ό.π., σ. 285-

298, (294-295).

888«Όπως είναι γνωστό, στην πραγματική ιστορία τον πρώτο ρόλο παίζουν η κατάκτηση, η υποδούλωση,

ο φόνος μετά ληστείας, με δύο λόγια η βία. Στην ήπια πολιτική οικονομία, όμως, επικρατεί ανέκαθεν το

ειδύλλιο. Το δίκαιο και η “εργασία” ήταν πάντα τα μέσα πλουτισμού, εξαιρώντας φυσικά κάθε φορά

“τον φετινό χρόνο”. Στην πραγματικότητα οι μέθοδοι της πρωταρχικής συσσώρευσης κάθε άλλο παρά

ειδυλλιακές ήταν», Karl Marx, Το κεφάλαιο, Τόμος Α΄, Π. Μαυρομάτης (μετ.), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα

2009, [1867], σ. 739. Ας παραμεριστεί εδώ το ερώτημα κατά πόσο αυτές οι πρακτικές ανήκουν στην

«προϊστορία» του καπιταλισμού ή μήπως αποτελούν διαχρονικό στοιχείο της ιστορικής γεωγραφίας των

διαδικασιών συσσώρευσης του κεφαλαίου. Βλ. David Harvey, Ο νέος ιμπεριαλισμός, Ε. Αστερίου (μετ.),

Καστανιώτης, Αθήνα 2006, [2003], κεφ. 4ο.

Με βάση μια μεθοδολογία που έχει χαρακτηριστεί ως «ερμηνευτικός

εθνικισμός» (explanatory nationalism)889

, ο Rawls και όσοι τον ακολουθούν αποδίδουν

απλοϊκά την παγκόσμια ανισοκατανομή του πλούτου στις πολιτιστικές ιδιομορφίες και

την ανόμοια εργατικότητα των λαών. Τούτο εξηγεί, κατά την άποψή τους, τη δυνατότητα

διαφόρων λαών να ακμάζουν οικονομικά παρά την έλλειψη φυσικού πλούτου στα εδάφη

τους890

.

Παραβλέπουν, ωστόσο, ότι αυτά τα εργασιακά ήθη έχουν διαπλαστεί σε έναν

ιστορικό ορίζοντα αποικιοκρατίας και άλλων τύπων κατακτητικής επέκτασης, που

παρείχαν ευκαιρίες ανάπτυξης σε λίγους λαούς εις βάρος πολλών. Επειδή η στρατηγική

αυτή έχει εκδηλωθεί επί μακρόν, έχει παγιώσει δομές ανισότητας και εκμετάλλευσης με

αντοχή στο χρόνο. Οι σύγχρονοι θεσμοί δύσκολα μπορούν να τις μεταβάλουν, διότι σε

μεγάλο βαθμό οι ίδιοι προσδιορίζονται από αυτές. Τα αντίστοιχα αδικοπραγήματα δεν

αποτελούν κατά κυριολεξία παρελθούσες αδικίες (past injustices). Η αποκατάστασή τους

δεν συντελείται χάρη σε κάποια απλή επανορθωτική αντίληψη για την κοινωνική

δικαιοσύνη, όπως νομίζεται891

. Αφορούν σε διαρκούσες αδικίες (enduring injustices) και

τα υποκείμενα βαρύνονται με το καθήκον να τις αναδομήσουν, επειδή ακριβώς

889

Thomas Pogge, «Human flourishing and universal justice», Social Philosophy and Policy, 1999, τ. 16, σ.

333-364, (334).

890 Rawls, «The law of peoples», ό.π., σ. 108-111.

891 Το υπόδειγμα της επανορθωτικής δικαιοσύνης είναι ακατάλληλο για την αντιμετώπιση κοινωνικών

αδικιών. Στην εφαρμογή της η σύλληψη αυτή δημιουργεί σειρά αξεπέραστων ηθικών και θεωρητικών

ζητημάτων, με πιο προβληματική την ιδέα μιας διαγενεακής, οιονεί νομικής ευθύνης, κατά τα πρότυπα

των θεσμών αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Βλ. Νίκος Γαρυπίδης, «Ιστορικές αδικίες και δικαιώματα

ομάδων στο δημοκρατικό κράτος δικαίου», Το Σύνταγμα, 2011, τεύχος 1, σ. 283-304.

επωφελούνται από αυτές, έστω και άθελά τους, και όχι διότι κληρονομούν μια «ιστορική

αδικοπρακτική» ευθύνη892

.

Η σημασία των εθνικών κοινωνικοπολιτικών θεσμών για το εύρος των

δυνατοτήτων ανάπτυξης και αυτοκυβέρνησης ενός λαού ασφαλώς δεν πρέπει να

υποβαθμίζεται. Ο ερμηνευτικός εθνικισμός δείχνει μολαταύτα να αγνοεί παντελώς την

αιτιώδη διασύνδεση μεταξύ εθνικού και υπερεθνικού επιπέδου. Ως επί το πλείστον, δεν

είναι ακριβές ότι οι διαρθρώσεις αυταρχισμού και διαφθοράς ξεφυτρώνουν σε

συγκεκριμένες κοινωνίες, απλώς λόγω της κυριαρχίας αντιδημοκρατικών παραδόσεων

και μη συνεργατικών συλλογικών στάσεων893

.

Ο Thomas Pogge υπογραμμίζει πειστικά τη συμβολή των υπερεθνικών

οικονομικών και στρατιωτικών σχέσεων στη διαμόρφωση εθνικών καθεστώτων.

Καταδεικνύει για παράδειγμα ότι το κρατικό προνόμιο του διεθνούς δανεισμού, που

αποτελεί τη νομική βάση του παγκόσμιου χρηματοπιστωτικού συστήματος, καθώς και η

δυνατότητα των κυβερνήσεων να μεταβιβάζουν τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα επί των

εθνικών πλουτοπαραγωγικών πηγών, παρέχουν κίνητρο για την εγκαθίδρυση μη

δημοκρατικών καθεστώτων, τα οποία κατόπιν σταθεροποιούνται μέσω της διεθνούς

χρηματοδότησης894

. Σε αντίθεση με την επικρατούσα άποψη895

, στον αναπτυσσόμενο

892

Jeff Spinner-Havel, «From historical to enduring injustices», Political Theory, 2007, τ. 35 (5), σ. 574-597.

893 «Η δημιουργία ενός αυταρχικού καθεστώτος από κάποια κοινότητα», σημειώνει ο Michael Walzer,

«δεν είναι δείγμα συλλογικής παράνοιας ή ριζικής ανικανότητας. Πράγματι, η ιστορία, ο πολιτισμός και η

θρησκεία της κοινότητας μπορεί να είναι τέτοιες, ώστε το αυταρχικό καθεστώς να εμφανίζεται φυσικά,

αντανακλώντας μια διαδεδομένη κοσμοθέαση ή έναν τρόπο ζωής», «The moral standing of states»,

Philosophy & Public Affairs, 1980, τ. 9, σ. 209-229, (224).

894 Thomas Pogge, «The influence of the global order on the prospects for genuine democracy in the

developing countries», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, Verso, London/New York, 2003, σ.

117-140.

κόσμο η δυναμική του εκδημοκρατισμού και η ευημερία των λαών δεν είναι ανάλογες,

αλλά αντιστρόφως ανάλογες των γεωγραφικών συνθηκών και της πρόσβασης καθενός

λαού σε φυσικό πλούτο896

.

Αλληλεπίδραση εθνικού και διεθνούς επιπέδου σημειώνεται οπωσδήποτε και στις

αναπτυγμένες κοινωνίες. Με τη διάνοιξη των αγορών, την οποία εξασφαλίζει η δράση

των πολυεθνικών εταιρειών και προωθούν συστηματικά τα υπερεθνικά καθεστώτα, το

κεφάλαιο έχει αποκτήσει κολοσσιαία διασυνοριακή κινητικότητα, βοηθούσης και της

ηλεκτρονικής τεχνολογίας. Επίπτωση όμως της επενδυτικής ευελιξίας του κεφαλαίου

είναι η αύξουσα αδυναμία των κρατών να θέσουν όρια στην κερδοφορία του χάριν της

προστασίας της εργασίας ή να του επιβάλουν, μέσω φορολόγησης, τη συμμετοχή στη

χρηματοδότηση προνοιακών θεσμών897

. Εξυπακούεται ότι η υποχώρηση του κοινωνικού

κράτους δεν είναι γραμμική ή ομοιογενής διαδικασία, ούτε συνδέεται αποκλειστικά με τη

διεθνοποίηση της οικονομίας898

. Εν τούτοις, στο γίγνεσθαι της παγκοσμιοποίησης μπορεί

να γίνει λόγος για βαθμιαία απομείωση της ικανότητας των κοινωνικά ασθενέστερων να

προωθούν αναδιανεμητική πολιτική μέσω δημοκρατικών διαύλων.

Ενώ το διεθνές σύστημα διοίκησης έχει συστηματικά επιτύχει την προαγωγή

συγκεκριμένων επιλογών οικονομικής πολιτικής, αποδεικνύεται συνολικά απρόθυμο να

συστήσει π.χ. ένα θεσμικό πλαίσιο προστασίας του περιβάλλοντος έναντι των δυνάμεων

της αγοράς. Αντιθέτως, στην παγκοσμιοποίηση οι εξαγωγικά προσανατολισμένες

895

Βλ. Stephen Macedo, «What do self-governing people owe to one another: Universalism, diversity and

the law of peoples», Fordham Law Review, 2004, τ. 72, σ. 1720-1738, (1726-1727).

896 Nathan Jensen/Leonard Wantchekon, «Resource wealth and political regimes in Africa», Comparative

Political Studies, τ. 37, 2004, σ. 816-841.

897 Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική δημοκρατία, Καστανιώτης, Αθήνα 1999, σ. 72-102.

898 Βλ. C. Pierson/F. Castles (επιμ.), The welfare state reader, Polity Press, 2006, μέρος 2

ο.

οικονομίες προωθούν ενεργοβόρες διαδικασίες παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών,

ενώ λόγω του διεθνούς ανταγωνισμού οι εταιρίες καλούνται να συμπιέζουν το κόστος εις

βάρος της οικολογικής ισορροπίας899

.

Στις διαδικασίες και τις πρακτικές των διεθνών οργανισμών, η επιρροή των

κρατών αντικατοπτρίζει την ιλιγγιώδη ανισομέρεια στην κατανομή της ισχύος

πλανητικά, ενώ υπερεθνικοί θεσμοί έχουν υφαρπάξει σε αυξανόμενο βαθμό τη

δυνατότητα να επιβάλλουν αποφάσεις, παρακάμπτοντας τις επιλογές των κρατών-μελών

τους900

. Η ριζοσπαστική κριτική τονίζει ότι η διεθνής νομιμότητα, αυτό δηλαδή που οι

κοσμοπολίτες φιλελεύθεροι συλλαμβάνουν ως «βασική διάρθρωση» της παγκόσμιας

κοινωνίας, λειτουργεί εν τέλει ως «φύλλο συκής» για την άσκηση πολιτικής

στρατιωτικού και οικονομικού επεκτατισμού901

. Είναι πολύ ενδεικτικό, πως, μολονότι η

κατοχή πυρηνικών οπλοστασίων αποτελεί βασικό παράγοντα παγίωσης των ανισοτήτων

στην κατανομή της πλανητικής δύναμης και συγχρόνως τη μεγαλύτερη απειλή που έχει

αντιμετωπίσει η ανθρωπότητα στην ιστορία της, το ζήτημα του πυρηνικού αφοπλισμού

έχει εκλείψει ακόμη και ως προβληματισμός από την πολιτική ημερήσια διάταξη του

μεταψυχροπολεμικού κόσμου902

.

899

Alan Hedley, Running out of control: Dilemmas of globalization, Kumarian Press, Bloomfield 2002, κεφ.

4ο.

900 James Bohman, «Internationale Regime und demokratische Governance: Gleicher Einfluß auf Globale

Institutionen», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?, ό.π., σ. 75-103 και

Adrew Hurell, «Global inequality and international institutions», Metaphilosophy, τ. 32, 2001, σ. 34-57.

901 Peter Gowan, The global gamble: Washington’s Faustian bid for world dominance, Verso, New York

1999.

902 Daniel Deudney, Bounding power: Republican peace theory from the polis to the global village,

Princeton University Press, Princeton 2006, κεφ. 9ο.

Η πολιτική απορρύθμισης των αγορών, καταστροφής του οικοσυστήματος και η

κλιμάκωση πυρηνικού εξοπλισμού συνιστούν συλλογικές επιλογές μακροπρόθεσμα

άκρως επιβλαβείς για όλους. Αυτό όμως δεν συγχωρεί μια κατανόησή τους ως

«επιστημικών σφαλμάτων», ως ολέθριων αποφάσεων, που έχουν πάντως ληφθεί από

καλοπροαίρετες πλειοψηφίες στα φιλελεύθερα συστήματα, όπως πιστεύει επί

παραδείγματι ο Ronald Dworkin903

.

Τα άμεσα επακόλουθα αυτών των επιλογών φέρνουν στην επιφάνεια υποκείμενα

ταξικά και εξουσιαστικά χαρακτηριστικά. Η νεοφιλελεύθερη οικονομική πολιτική

επιζητεί τεράστια κέρδη για κάποιους, ανασφαλείς συνθήκες διαβίωσης για πολλούς

άλλους και εξαθλίωση για τη μέγιστη πλειονότητα των κατοίκων του πλανήτη. Ομοίως,

η κατοχή πυρηνικού οπλοστασίου επιτρέπει σε κάποιους λαούς να ασκούν απόλυτη

κυριαρχία, καθυποτάσσοντας τη βούληση των υπόλοιπων. Ακόμη και το περιβαλλοντικό

κόστος της παραγωγικής διαδικασίας κατανέμεται άνισα, καθώς μετακυλίεται

συστηματικά στις χώρες του Νότου, ενώ ο Βορράς παράγει το 90% των επικίνδυνων

βιομηχανικών λημμάτων παγκοσμίως904

.

Εάν τα παραπάνω άπτονται όντως σημαντικών πτυχών της πραγματικότητας,

είναι προφανές ότι το παγκόσμιο πλαίσιο δεν αποτελεί πεδίο «κοινωνικής συνεργασίας»,

αλλά μάλλον αυτό που ο Γερμανός φιλόσοφος Rainer Forst ονομάζει κατάσταση

«αρνητικής συνεργασίας»905

. Η αμέριμνη ορολογία της αλληλεξάρτησης καταλήγει

συνεπώς να συγκαλύπτει μια δομή μονομερούς επιβολής κι εκμετάλλευσης. Μια

903

Ronald Dworkin, «Civil disobedience and nuclear protest», σε του ίδιου, A matter of principle,

Clarendon Press, Oxford 1991, [1985], σ. 104-116

904 Hedley, Running out of control, ό.π., σ. 126.

905 Forst, Das Recht auf Rechtfertigung, ό.π., σ. 364-365.

οικονομική, πολιτική και δικαιική διάρθρωση που απειλεί την αναπαραγωγή της

δημοκρατικής μορφής των πολιτευμάτων, αλλά και των ίδιων των κοινωνιών σε τοπικό,

εθνικό και πλανητικό επίπεδο. Με δυο λόγια, η υπαρκτή παγκόσμια αλληλεπίδραση

συγκροτεί κατά βάση ένα σύστημα καταναγκασμού και κατεξουσίασης.

Με την αναφορά στις συστημικές εκφάνσεις του κατεξουσιασμού δεν υπονοείται

η ύπαρξη στην παγκόσμια κοινωνία ενός πεδίου ισχύος με μόνιμους «νικητές» και

«ηττημένους». Ούτε υποτίθεται συνωμοτικά ένας εμπρόθετος σχεδιασμός από κάποιο

εξουσιαστικό κέντρο, φανερό ή αφανές906

. Η αναφορά παραπέμπει σε δομικές μορφές

κοινωνικοπολιτικής ανισότητας και αποκλεισμού, αναγόμενες σε θεμελιακούς «κανόνες

και δέσμες κοινωνικών πόρων, που εμπλέκονται σταθερά στην αναπαραγωγή των

κοινωνικών συστημάτων»907

. Τα υποκείμενα εξωθούνται να προσαρμόζουν τη δράση

τους στα εκμεταλλευτικά και κατεξουσιαστικά πρότυπα συμπεριφοράς, ειδάλλως κάθε

παρέκκλιση τιμωρείται άμεσα ή έμμεσα.

Έτσι, προκειμένου να παραμείνουν στον κύκλο των «αναπτυγμένων», οι λαοί

καλούνται να ακολουθήσουν τις οικονομικές επιλογές που υπαγορεύει ο διεθνής

περίγυρος και προωθούν ασφυκτικά οι υπερεθνικοί οργανισμοί. Σε ενάντια περίπτωση

κινδυνεύουν να βρεθούν στη θέση όσων περιορίζονται να προσφέρουν αποκλειστικά

φθηνή εργασία και φυσικό πλούτο στη διεθνή αγορά, χωρίς ανάλογη αποζημίωση και με

906

Ίχνη «συνωμοσιολογικής» προσέγγισης λανθάνουν σε αναλύσεις, όπως της ακτιβίστριας

δημοσιογράφου Naomi Klein, Το δόγμα του σοκ: Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, Α.

Φιλιππάτος (μετ.), Λιβάνης, Αθήνα 2010.

907 Antony Giddens, The constitution of society, University of California Press, Berkeley 1984, σ. 25.

τα εξωτερικά χρέη τους να παραλύουν κάθε προσπάθεια αναστροφής αυτής της

διεργασίας εκπτώχευσής τους908

.

3. Τα διαφορετικά πλαίσια του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού

Μια κριτική κάτοψη του παγκόσμιου κοινωνικού γίγνεσθαι μπορεί να θέσει

πράγματι το ζήτημα του εκδημοκρατισμού σε παγκόσμια κλίμακα. Ωστόσο, αυτός δέον

να συνεξετάζεται σε αναφορά με τις δυνατότητες των υπερεθνικών θεσμών και των

διαδικασιών δημοκρατικής συμμετοχής σε αυτό το μακροσκοπικό επίπεδο. Μέσω της

κριτικής επισκόπησης των πλανητικών σχέσεων, γίνεται εφικτό να τεκμηριωθεί ένα

κατώφλι υπερεθνικού εκδημοκρατισμού, ένα «δημοκρατικό minimum»909

κοινωνικών

και πολιτικών προϋποθέσεων, που θα επιτρέπουν στα πρόσωπα και τους λαούς να

προωθούν στην ημερήσια διάταξη των θεσμών περιπτώσεις κατεξουσίασης και

εκμετάλλευσης, αξιώνοντας την εξάλειψή τους910

.

Προσήκει εξαρχής να αποσαφηνιστεί ότι τέτοια επεξεργασία καλείται να

προσμετρά επιμελώς την ιδιαίτερη ιστορική κατάσταση των ανθρώπων και των χωρών,

908

Elmar Altvater, «The democratic order, economic globalization, and ecological restrictions: On the

relation of material and formal democracy», σε I. Shapiro/C. Hacker Gordón (επιμ.), Democracy’s edges,

ό.π., σ. 41-62.

909 Κατά την έκφραση του Bohman, Democracy across borders, ό.π., σ. 54-55.

910 William Coleman/Tony Porter, «International institutions, globalization and democracy: Assessing the

challenges», Global Society, τ. 14, 2000, σ. 377-398.

τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις τους911

. Με αυτή την έννοια, πολύ ορθά οι εμμένοντες

στο κράτος-έθνος υπογραμμίζουν τη σπουδαιότητα που ενέχουν οι υφιστάμενες

θεσμίσεις και κοινωνικές συσσωματώσεις912

. Ένα σχέδιο υπερεθνικού εκδημοκρατισμού

δέον να σέβεται το γεγονός ότι τα υποκείμενα εμπλέκονται προ πολλού σε υποστατά

λίγο-πολύ εγχειρήματα πολιτικού αυτοκαθορισμού, ζωτικής σημασίας για την άσκηση

της ατομικής και συλλογικής τους αυτονομίας. Στη βάση της, λοιπόν, η παγκόσμια

δημοκρατία δεν μπορεί παρά να είναι διεθνική (transnational), να εκλαμβάνει δηλαδή τα

εθνικά και τοπικά πλαίσια αυτοκαθορισμού ως διακριτά και αυτοτελή σε σχέση με το

πλανητικό, αλλά όχι ασύνδετα προς αυτό913

.

Δεν είναι επομένως πειστικές οι κοσμοπολιτικές θεωρήσεις του «αφηρημένου»

ανθρωπισμού, που, εκκινώντας από τη θέση ότι τα υποκείμενα συναποτελούν μέλη της

παγκόσμιας κοινωνίας ως εκ της ανθρώπινης ιδιότητάς τους, αξιώνουν άνευ ετέρου ένα

συμπεριληπτικό υπερεθνικό πλαίσιο. Το σχήμα των ομόκεντρων κύκλων της Martha

Nussbaum, όπου ο μέγιστος αγκαλιάζει την ανθρωπότητα και ο μικρότερος τις στενές

911

Seyla Benhabib, Situating the self: Gender, community and postmodernism in contemporary ethics,

Polity Press, Cambridge 1992, σ. 158-167.

912 Πιθανότατα μια τέτοια μέριμνα εκφράζει η (για κάποιους) μεθοδολογική «λαθροχειρία» των

κλασικών του φυσικού δικαίου να εισαγάγουν τέτοιου είδους στοιχεία στις συμβολαιικές τους

κατασκευές. Όπως παρατηρεί ο Rosenfeld: «μια προϋπόθεση που αφορούσε σε έναν βαθμό

γεωγραφικής εγγύτητας, αν όχι κοινής για όλους τους μελλοντικούς συμβαλλόμενους γλώσσας, έπρεπε

υποχρεωτικά να έχει εισέλθει στη σχετική μεταφορική εικόνα [του συμβολαίου]. Η ανάγνωση των

θεωρήσεων των Hobbes, Locke και Rousseau για τη μετάβαση στην πολιτική κοινωνία αποκαλύπτει ότι

αυτοί φαντάζονταν τα υποκείμενα της φυσικής κατάστασης να λειτουργούν σε έναν χώρο που δεν ήταν,

σε κάθε περίπτωση, μεγαλύτερος από ένα βασίλειο του 17ου

αιώνα», The identiy of the constitutional

subject, ό.π., σ. 218.

913 Stefan Rummers, «No justice without democracy: A deliberative approach to the global distribution of

wealth», International Journal of Philosophical Studies, τ. 17, 2009, σ. 657-680, (659).

διαπροσωπικές επαφές και το άτομο, είναι αρκούντως διαφωτιστικό σχετικά με την

ουσία αυτής της σύλληψης914

. Σε παρόμοια κατεύθυνση, στη θεωρία της δημοκρατίας

γίνεται ενίοτε λόγος για την ανάγκη συγκρότησης ενός παγκόσμιου λαού «με αναφορά

στην ευρύτερη κοινότητα όλων των ανθρώπων», εφόσον, σύμφωνα με αυτή την άποψη,

η δημοκρατία «πρέπει πρώτα να καταστεί παγκόσμια, ώστε να υπάρξει κάθε άλλη

νομιμοποιημένη μορφή διακυβέρνησης σε οποιοδήποτε άλλο επίπεδο»915

.

Σε αντίθεση με όσα πρεσβεύουν οι παραπάνω αντιλήψεις, τα ποικίλα κοινωνικά

συγκείμενα του δημοκρατικού αυτοκαθορισμού διαφοροποιούνται, καθώς ευνοούν ένα

φάσμα ηθικών καθηκόντων και πολιτικών υποχρεώσεων916

. Βεβαίως, με δεδομένη την

αλληλεπίδραση των πλαισίων αναπόφευκτα ξεπηδούν εντάσεις που χρήζουν ειδικότερης

στάθμισης. Αλλά αυτό δεν παραπέμπει αναπόδραστα σε κάποια προϋφιστάμενη

«ιεραρχία». Σημαίνει μάλλον ότι τα ηθικοπολιτικά ζητήματα που αναφύονται σε

διαφορετικά περιβάλλοντα πρέπει να τίθενται ταυτόχρονα. Έτσι, είναι πράγματι

«αδύνατο να ρυθμιστεί το εύρος των καθηκόντων δικαιοσύνης κάποιου έναντι των

συμπολιτών σε ένα κράτος-έθνος…πριν και ανεξάρτητα από τη ρύθμιση των

καθηκόντων του έναντι των μη μελών»917

. Για τον ίδιο λόγο είναι όντως πολιτικά

επιτακτικό κάθε είδους εσωτερικός και εξωτερικός εκδημοκρατισμός να συμβαδίζουν918

.

914

Martha Nussbaum, Υπέρ πατρίδος: Πατριωτισμός η κοσμοπολιτισμός; Α. Τσοτσόρου/Ε. Μύστακας

(μετ.), Scripta, Αθήνα 1999, [1996], σ. 20-21.

915 Jens Bartelson, «Globalizing democratic community», Ethics & Global Politics, τ. 1, 2008, σ. 159-174,

(171).

916 Joshua Cohen/Andrew Sabel, «Extra republicam nulla justicia?», Philosophy & Public Affairs, τ. 34 2006,

σ. 147-175, (149).

917 Henry Shue, «The burdens of justice», Journal of Philosophy, τ. 80, 1983, σ. 600-609, (603).

918 Forst, Das Recht auf Rechtfertigung, ό.π., σ. 378.

4. Δημοκρατικός αυτοκαθορισμός στον υπερεθνικό χώρο: Σκεπτικιστικά

επιχειρήματα

Μέρος της δημοκρατικής θεωρίας εγείρει ενστάσεις αναφορικά τόσο με την

πραγματική δυνατότητα όσο και με τη σκοπιμότητα να επεκταθεί η λαϊκή κυριαρχία

στον υπερεθνικό χώρο. Η φιλοσοφική διαίσθηση που διαβρέχει τις σκεπτικιστικές

προσεγγίσεις εντοπίζεται, ανεξάρτητα από τις διαφορές στις θεωρητικές τους καταβολές,

στην πεποίθηση ότι στις σημερινές συνθήκες, ακόμη κι αν βρίσκεται σε εξέλιξη

ορισμένη διεθνοποίηση πολιτικών ζητημάτων, δεν λαμβάνει χώρα ταυτόχρονα μια

υπερεθνική επέκταση της ιδιότητας του πολίτη, τουλάχιστον στη συμμετοχική της

διάσταση919

. Αυτό συνεπώς που επείγει δεν είναι τόσο η υπερεθνική διεύρυνση των

θεσμών και των πρακτικών της αυτοκυβέρνησης, όσο ο εκσυγχρονισμός των υπαρκτών

(ενδοπολιτειακών και διεθνών) δομών, προκειμένου να ανταποκριθούν σε νεοφανείς

προκλήσεις.

Βασική πηγή έμπνευσης όσων εναντιώνονται στο αίτημα ενδυνάμωσης του

υπερεθνικού συστήματος θεσμών με αρμοδιότητες αποτελεί η καντιανή ανησυχία για το

ενδεχόμενο «ολοκληρωτικής εκτροπής» σε τυχόν μελλοντικό εγχείρημα συγκρότησης

παγκόσμιου κράτους920

. Υποβολέας αυτού του σκεπτικισμού είναι η αναγόμενη στο

στοχασμό του Διαφωτισμού θέση, πως η λαϊκή αυτοδιεύθυνση είναι εφικτή μόνον εντός

των ορίων μιας πληθυσμιακά και γεωγραφικά περιορισμένης κοινότητας, ενώ η

919

Nadia Urbinati, «Can cosmopolitan democracy be democratic?», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating

cosmopolitics, ό.π., σ. 67-85, (80).

920 Στο ίδιο, σ. 81. Βλ. Επίσης και Maus, «Vom Nationalstaat zum Globalstaat», ό.π., σ. 241.

απόπειρα πραγμάτωσής της σε ευρύτερους θεσμικούς σχηματισμούς ίσως οδηγήσει σε

μια μη ελέγξιμη εξουσιαστική δομή921

.

Παρά τη διαχρονική του αντοχή, η αξία του επιχειρήματος περί της τοπικά και

πληθυσμιακά «κατάλληλης δημοκρατικής κλίμακας» δεν πρέπει να υπερεκτιμάται.

Ασφαλώς τα γεωγραφικά και πληθυσμιακά μεγέθη επιδρούν στη μορφή που μπορεί να

προσλάβει η δημοκρατική αρχή σε ένα πολιτικό σώμα. Κατά μια έννοια λοιπόν, τα

στοιχεία αυτά συνθέτουν πράγματι μέρος των αντικειμενικών περιστάσεων της

συλλογικής αυτονομίας. Μολαταύτα, η σκέψη να αναγορευθούν σε υλικά όρια της

λαϊκής κυριαρχίας είναι ανεπιτυχής.

Έτσι, το επιχείρημα του «ακατάλληλου μεγέθους» στη φάση των φιλελεύθερων

επαναστάσεων έχει στραφεί και κατά των προσπαθειών εκδημοκρατισμού στον ίδιο τον

εθνικό χώρο. Δεδομένου όμως ότι απελευθερωτικοί αγώνες στον 20ο αιώνα έχουν έστω

κι εν μέρει καρπίσει, φαίνεται εύλογο ότι η ιδέα της εκ των προτέρων ποσοτικής

(πληθυσμιακής και γεωγραφικής) οριοθέτησης των δυνατοτήτων για συλλογική

αυτοκυβέρνηση είναι μάλλον καταδικασμένη σε ιστορικές διαψεύσεις922

.

Σκεπτικιστικός προβληματισμός πηγάζει επίσης από την αρχή της προστασίας

του δικαιώματος αυτοδιάθεσης των λαών. Σύμφωνα με αυτόν, ακόμη κι εάν είμαστε σε

θέση να φανταστούμε έναν δημοκρατικό υπερεθνικό χώρο, τούτος θα πρέπει πάντως να

συναπαρτίζεται από ήδη ελεύθερους λαούς. Ειδ’ άλλως η απόπειρα να διευρυνθεί αυτό

το θεσμικό σύστημα θα σημαίνει αυτομάτως επιβολή ενός κατ’ επίφαση δημοκρατικού

921

Στο ίδιο, σ. 240-241.

922 William Scheuerman, «Der Republikanismus der Aufklärung im Zeitalter der Globaliesierung», σε O.

Eberl (επιμ.), Transnationalisierung der Volksouveränität: Radikale demokratie diesseits und jenseits des

Staates, Franz Steiner Verlag, Stuttgart 2011, σ. 251-270, (269-70).

τρόπου διακυβέρνησης σε κοινωνίες που δεν επιθυμούν ή δεν είναι έτοιμες να τον

υιοθετήσουν. Αλλά αυτό θα συνεπαχθεί παραβίαση του δικαιώματος εθνικού

αυτοκαθορισμού, πολιτική αστάθεια και πιθανόν ατέρμονες πολεμικές αναμετρήσεις

διεθνώς923

.

Άμεση συνέπεια της στρατηγικής να αποδοθεί ένα πολιτικό προσωπείο

δημοκρατίας στο σύστημα των τυπικά ίσων κυριάρχων κρατών θα είναι, κατά την άποψη

αυτή, «η περαιτέρω επιδείνωση της πολιτικής τους ανισότητας»924

. Καθώς μια τέτοια

τάση «βίαιου εκδημοκρατισμού» έχει κυριαρχήσει στην πρακτική των υπερδυνάμεων

μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, η ένσταση είναι βάσιμη και δεν μπορεί αγνοηθεί. Εάν όμως η

ανάλυση που προηγήθηκε σχετικά με την αλληλεπίδραση των διεθνών σχέσεων και των

αυταρχικών καθεστώτων ευσταθεί, τότε προφανώς οι διεργασίες εκδημοκρατισμού στα

δύο αυτά επίπεδα είναι επίσης αλληλένδετες και κάθε σχέδιο χειραφέτησης των

σύγχρονων κοινωνιών οφείλει να τις προωθεί παράλληλα925

.

Οι σκεπτικιστές θεωρητικοί δείχνουν επιπλέον να μη διαθέτουν λυσιτελή

προοπτική για την αντιμετώπιση των προβλημάτων που ταλανίζουν τη σημερινή

ανθρωπότητα. Φαίνεται να πιστεύουν πως ένα δίκτυο πολυμερών συμφωνιών σταθερής

συνεργασίας μεταξύ εθνικά κυρίαρχων οντοτήτων αρκεί για να συντονίσει ικανοποιητικά

τη διακρατική δράση, ιδρύοντας σταθερά νομικά καθεστώτα, που θα δεσμεύουν επαρκώς

923

Urbinati, «Can cosmopolitan democracy be democratic?», ό.π., σ. 73-74.

924 David Chandler, «International justice», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 27-39,

(35).

925 Norberto Bobbio, «Democracy and the international system», σε D. Archibugi/D. Held (επιμ.),

Cosmopolitan democracy: A new agenda for a new world order, Polity Press, Cambridge 1995, σ. 17-41,

(40-41).

τα ισχυρά συμφέροντα σε ζητήματα όπως η προστασία του περιβάλλοντος, η ρύθμιση

της παγκόσμιας οικονομίας ή οι εκμεταλλευτικές σχέσεις παραγωγής926

.

Αυτή η αισιόδοξη οπτική, όμως, παραγνωρίζει καθοριστικές διαρθρώσεις της

παγκόσμιας κοινωνίας, της οποίας οι κατεξουσιαστικές δομές ευνοούν πανίσχυρα

συμφέροντα, εθνικώς και υπερεθνικώς δικτυωμένα. Το υπάρχον σύστημα διακρατικών

σχέσεων δεν εμφανίζει απλώς δυσλειτουργίες συντονισμού, αλλά παντελή αδυναμία

περιορισμού της αυθαιρεσίας των ισχυρών, που είναι σε θέση να μην αναλαμβάνουν

δεσμεύσεις ή να τις παραβιάζουν χωρίς συνέπειες.

Ο δημοκρατικός εθνικισμός, από την άλλη πλευρά, εκφράζει ενδοιασμούς έναντι

κάθε σχεδίου για υπερεθνική επέκταση της λαϊκής κυριαρχίας, σε αναφορά προς την

κοινωνική κατάσταση του σύγχρονου πολιτικού υποκειμένου. Οι πολίτες, κατ’ αυτή τη

θεώρηση, σκέπτονται εθνοκεντρικά. Ενδιαφέρονται αποκλειστικά για τα θέματα της

εσωτερικής πολιτικής, ενώ η ενασχόλησή τους με τα διεθνή θέματα είναι σποραδική και

ως επί το πλείστον υπό τη διόπτρα των εθνικών συμφερόντων927

. Η κοσμοπολιτική

αντίληψη αποτελεί, σύμφωνα με την άποψη αυτή, ιδεολογική επιλογή συγκεκριμένων

κοινωνικών στρωμάτων, αδιάφορη στις λαϊκές μάζες928

.

Την ανωτέρω αντίληψη τροφοδοτεί προδήλως μια απαρχαιωμένη ή έστω

φθαρμένη στη μετά τη Βεστφαλία εποχή διάκριση εσωτερικών και εξωτερικών

πολιτικών ζητημάτων. Η πείρα από τη δράση υπερεθνικών κοινωνικών κινημάτων

926

Maus, «Vom Nationalstaat zum Globalstaat», ό.π., σ. 257-259.

927 D. Miller, National responsibility and global justice, ό.π., σ. 264. Βλ. και Robert Dahl, «Can international

institutions be democratic? A skeptics view», σε I. Shapiro/C. Hacker Gordón (επιμ.), Democracy’s edges,

ό.π., σ. 16-39, (26).

928 Craig Calhoun, «The class consciousness of frequent travellers: Towards a critique of actually existing

cosmopolitanism», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 67-85.

καταδεικνύει αντίθετα ότι, παρά τις λιγοστές πολιτικές τους επιτυχίες, αυτά έχουν

καταφέρει κατά καιρούς να ενεργοποιήσουν μεγάλο μέρος εθνικών ακροατηρίων929

.

Καθότι η βιοτική τους κατάσταση επηρεάζεται άμεσα από την πλανητική πολιτική, τα

υποκείμενα διαθέτουν πλήθος ευκαιριών να συνειδητοποιήσουν τη σημασία της. Μόνο

μια προκατειλημμένη ανάγνωση των παραπάνω εξελίξεων μπορεί επομένως να αγνοεί

την πιθανή δυναμική τους.

Μια διαφορετική σκεπτικιστική αντίληψη εκπορεύεται από τμήμα της θεωρίας

του οικονομικού φιλελευθερισμού. Αυτή αντιμετωπίζει θετικά τη διεθνοποίηση της

διοικητικής ρύθμισης στην κίνηση κεφαλαίου, εμπορευμάτων, υπηρεσιών, εκφράζοντας

συνάμα επιφυλάξεις σε σχέση όχι με τη δυνατότητα, αλλά με τη σκοπιμότητα της

υπερεθνικής επέκτασης του λαϊκού αυτοκαθορισμού. Διόλου τυχαία, η εν λόγω θέση

διατυπώνεται επ’ ευκαιρία συζητήσεων σχετικά με το θεσμικό σύστημα της Ευρωπαϊκής

Ένωσης και το σοβαρό πρόβλημα νομιμοποίησής του930

. Το βασικό της επιχείρημα

συνίσταται στην ιδέα ότι οι υπερεθνικοί οργανισμοί ασκούν αρμοδιότητες που τα κράτη-

μέλη τούς μεταβιβάζουν, προκειμένου να προωθήσουν αγαθά, όπως η ειρήνη, οι

ατομικές ελευθερίες και η οικονομική αποδοτικότητα931

. Υποτίθεται, επομένως, ότι, σε

αντίθεση με όσα καταλογίζουν οι θεωρίες περί δημοκρατικού ελλείμματος, ο μη

929

Βλ. για παράδειγμα, Brooke Ackerly/Susan Moller Okin, «Feminist social criticism and the international

movement for women’s rights as human rights», σε I. Shapiro/C. Hacker Gordón (επιμ.), Democracy’s

edges, ό.π., σ. 134-162.

930 Giandomenico Manjone, «Europe’s “democratic deficit”: The question of standards», European Law

Journal, τ. 4, 1998, σ. 5-28 και Andrew Moravcsik, «Is there a democratic deficit in world politics? A

framework of analysis», Government and Opposition, τ. 39, 2004, σ. 336-363.

931 Παρόμοια άποψη διατυπώνει και ο Dahl, «Can international institutions be democratic?», ό.π., σ. 21.

δημοκρατικός χαρακτήρας των υπερεθνικών οργανώσεων δεν αποτελεί εμπόδιο, αλλά

μάλλον μοχλό της νομιμοποίησής τους.

Με δικαιολογήσεις που θυμίζουν την υπεράσπιση των ομοσπονδιακών θεσμών εκ

μέρους του James Madison, οι οπαδοί του οικονομικού φιλελευθερισμού διατείνονται

πως η απομόνωση των υπερεθνικών θεσμών από λαϊκές πιέσεις επιτρέπει τη σταθερή,

αμερόληπτη και συνεπώς αποδοτικότερη ρύθμιση των όρων του οικονομικού

ανταγωνισμού932

, ενώ ταυτόχρονα προφυλάσσει έναντι φαινομένων τυραννίας της

πλειοψηφίας, που ενδημούν στις εθνικές δημοκρατίες933

. Με αυτή την έννοια, λοιπόν,

ενδεχόμενη προσπάθεια κάλυψης του «δημοκρατικού ελλείμματος» θα επιτείνει, παρά

θα επιλύσει προβλήματα νομιμοποίησης.

Υποστηρίζεται ακόμη ότι η νομιμοποίηση, σε ό,τι αφορά τις ανεξάρτητες

γραφειοκρατίες, είναι καθαρώς εργαλειακή/τεχνοκρατική στη φύση της. Εξασφαλίζεται,

εφόσον εξυπηρετείται πρωταρχικά η οικονομική αποδοτικότητα, μέσω της

ουδετερότητας και της διαφάνειας των διαδικασιών. Καίριο όρο για τη σταθεροποίηση

αυτής της νομιμοποίησης αποτελεί ο αυτοπεριορισμός των υπερεθνικών θεσμών ως προς

τη ρύθμιση της αγοράς και την τήρηση των δικαιωμάτων, καθώς και η μη εμπλοκή τους

σε αναδιανεμητική πολιτική, η οποία απαιτεί πλειοψηφικές διαδικασίες «εθνικού

τύπου»934

.

Παρά τη θέλησή της να προτάξει ένα προκάλυμμα ουδετερότητας, αναφερόμενη

σε «γενικώς αποδεκτές» αξίες, όπως η οικονομική αποδοτικότητα και η προστασία των

ατομικών δικαιωμάτων, η παραπάνω θεώρηση υποκρύπτει βαθειά ιδεολογική αποστροφή

932

Moravcsik, «Is there a democratic deficit in world politics», ό.π., σ. 344-347.

933 Manjone, «Europe’s “democratic deficit”», ό.π., σ. 16-18.

934 Στο ίδιο., σ. 20-28.

απέναντι στους θεσμούς του κοινωνικού κράτους. Διαφαίνεται σ’ αυτήν η υπόρρητη ελπίδα

ότι οι τελευταίοι δεν θα σταματήσουν να συρρικνώνονται, ενόσω η ρύθμιση της οικονομίας

θα διεθνοποιείται, ενώ οι ίδιοι θα παραμένουν ακραιφνώς εθνικοί.

Επιπλέον, η πιο πάνω στρατηγική πάσχει αθεράπευτα υπό το φως των αξιών του

δημοκρατικού αυτοκαθορισμού. Συναρτά τη νομιμοποίηση του συστήματος από τη

δυνατότητα των θεσμών να θεραπεύουν σκοπούς, τους οποίους όμως η θεωρία

εκλαμβάνει ως αυτόδηλα αποδεκτούς. Έτσι, εάν κάποιος εκκινεί από την πεποίθηση ότι

«οι πολίτες ως ύστατη νομιμοποιητική βάση των θεσμών δεν διεκδικούν τόσο τον

εκδημοκρατισμό τους, όσο τη δυνατότητά τους να λαμβάνουν μέτρα που αντιστοιχούν

στις προσδοκίες»935

, μπορεί όντως να συλλαμβάνει το έλλειμμα νομιμοποίησης της

Ένωσης με καθαρά λειτουργικούς όρους, τεχνοκρατικά936

. Μολαταύτα, ο προσδιορισμός

των σκοπών αποτελεί εσωτερικό στοιχείο της συλλογικής αυτονομίας. Προέχουσα

λειτουργία των δημοκρατικών διαδικασιών είναι να τους θέτουν και όχι απλώς να τους

υπηρετούν ως εξωτερική σκοπιμότητα δήθεν ανεπίδεκτη κριτικής.

Αναπαράγοντας στην ανάλυση του παγκόσμιου πλαισίου τη συναινεσιακή

σύλληψη του προβλήματος της πολιτικής νομιμοποίησης, οι οπαδοί του οικονομικού

φιλελευθερισμού συσχετίζουν τον δημοκρατικό έλεγχο των συλλογικών σκοποθεσιών με

την «ελεύθερη συναίνεση» των μελών των διεθνών καθεστώτων, που εκδηλώνεται μέσω

της πράξης προσχώρησης σε αυτά και διατηρείται με την επιφύλαξη ενός

αναπαλλοτρίωτου δικαιώματος αποχώρησης.

935

Ξενοφών Γιαταγάνας, Η μακρά πορεία συνταγματοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Από το διεθνές

δίκαιο στην ομοσπονδία, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη, 2003, σ. 45.

936 «Η ευρωπαϊκή ενοποίηση αμφισβητείται, όταν μεγαλώνει η οικονομική καχεξία και αυξάνεται η

ανεργία, όταν οι διεθνείς συρράξεις και οι εθνικισμοί ανθούν δηλητηριάζοντας το κλίμα ηρεμίας και

εμπιστοσύνης που χρειάζεται η οικονομική ανάπτυξη», ό.π., σ. 44-45.

Ωστόσο, το δικαίωμα αποχώρησης από την πολιτική κοινότητα παρέχει μια

δυνατότητα περιορισμένης δημοκρατικής αξίας937

, εφόσον δεν επιτρέπει στους πολίτες

να επιδράσουν στα συλλογικά εγχειρήματα παρά μόνο με την οριακή απειλή της

εγκατάλειψής τους938

. Στις συνθήκες μάλιστα της παγκοσμιοποίησης το δικαίωμα εξόδου

εξαερώνεται, καθώς η υπερεθνική πολιτική επικαθορίζει στενά έως ασφυκτικά τον

εθνικό πολιτικό βίο. Πιθανή άσκησή του θα επιφέρει περιθωριοποίηση του

συγκεκριμένου κράτους στην παγκόσμια οικονομία, αν όχι μια θέση παρία στη διεθνή

κοινωνία939

.

Από τη δική του πλευρά πάλι, η ανάλυση του Habermas, παρότι προτείνει αρκετά

ουσιαστικές αλλαγές στο υπερεθνικό σύστημα, παρουσιάζεται λίαν συγκρατημένη έναντι

της ιδέας μιας παγκόσμιας δημοκρατίας, ώστε θα ήταν ίσως δυνατό να καταταγεί στη

χορεία των σκεπτικιστικών θεωρητικών προσεγγίσεων. Κατά την άποψή του, λόγος για

λαϊκή κυριαρχία μπορεί να γίνει το πολύ-πολύ σε μια περιφερειακή οργάνωση, όπως η

Ευρωπαϊκή Ένωση. Στην περίπτωση της Ευρώπης, οι λαοί συνδέονται με μια αίσθηση

απώθησης της κοινής εμπειρίας αλληλοεξόντωσης, που αναδύθηκε ιδίως μετά τους δύο

937

Για τα βασικά της στοιχεία βλ. Albert Hirschman, Αποχώρηση, διαφωνία και αφοσίωση, ό.π., κεφ. 2ο.

938 Μολαταύτα, μεγάλο μέρος της πολιτικής και νομικής θεωρίας το παρουσιάζει προσχηματικά ως βάση

για τη δικαιόλογηση των διευρυνόμενων εξουσιών που ασκούν οι υπερεθνικοί οργανισμοί. Σύμφωνα με

το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, «η Συνθήκη του Maastricht…παρέχει

περαιτέρω αρμοδιότητες στα όργανα της Ένωσης –τα οποία στο επίπεδο της Συνθήκης δεν

υποστηρίζονται από μια αντίστοιχη ενίσχυση…των δημοκρατικών τους βάσεων». Κατά την ίδια όμως

απόφαση, η Συνθήκη δεν παραβιάζει εν τέλει τη δημοκρατική αρχή, εφόσον «η Γερμανία είναι ένας από

τους “Κυρίαρχους των Συνθηκών”, που μπορεί πάντοτε σε τελευταία ανάλυση…να ανακαλέσει…τη

δέσμευσή της [από αυτές]». Τα χωρία παρατίθενται σύμφωνα με τη δημοσίευση του κειμένου της

απόφαση στο Ingo Winkelman, Das Maastricht-Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 12, Oktober

1993: Dokumentation des Verfarens mit Einfürung, Dunker & Humbolt, Berlin 1994, σ. 781 και 798.

939 Harvey, Ο νέος ιμπεριαλισμός, ό.π., κεφ. 5

ο .

Παγκόσμιους Πολέμους940

. Αυτή η κληρονομιά μπορεί να αποδειχθεί αναγκαία συνθήκη

για την ανάπτυξη ενός ευρωπαϊκού «συνταγματικού πατριωτισμού». Ανάλογες όμως

ιστορικές συνθήκες δεν εμφανίζονται στο διεθνές σκηνικό. Σε αυτό το επίπεδο δεν

μπορεί να γίνει λόγος, σύμφωνα με τον Habermas, για δημοκρατία, εφόσον «η πολιτική

κουλτούρα της παγκόσμιας κοινωνίας δεν διαθέτει την κοινή ηθική-πολιτική διάσταση,

που θα ήταν απαραίτητη για τη διαμόρφωση μιας ανάλογης παγκόσμιας κοινότητας και

μιας κοινής ταυτότητας»941

.

Βεβαίως ένα παγκόσμιο θεσμικό σύστημα που θα μεριμνά για την ειρήνη, την

προστασία του περιβάλλοντος και την τήρηση των δικαιωμάτων είναι, για τον Habermas,

επιβεβλημένη. Αλλά η συγκρότηση κι η λειτουργία του δεν είναι δυνατό να βασιστούν

σε διαδικασίες υπερεθνικής άσκησης κάποιου είδους λαϊκής κυριαρχίας. Η εξουσία

αυτών των θεσμών μπορεί απλώς να περιορίζεται και να ελέγχεται διαλογικά από μια

940

Habermas, «Ο μεταεθνικός αστερισμός και το μέλλον της δημοκρατίας», σε του ίδιου, Ο μεταεθνικός

αστερισμός, ό.π., σ. 92-157, (145-146).

941 Στο ίδιο, σ. 152. Λιγότερο κατηγορηματικές εμφανίζονται πάντως οι πρόσφατες συζητήσεις του

Habermas στο ζήτημα, βλ. Jürgen Habermas, «Kommunikative Rationalität und grenzüberschreitende

Politik: Eine Replik», σε P. Niesen/B. Herboth (επιμ.), Anarchie der kommunikativen Freiheit: Jürgen

Habermas und die Theorie der internationalen Politik, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2007, σ. 406-459, (450-

459).

σταθερή δικαιοκρατική δομή942

, που θα λάβει ίσως κάποια μορφή συνταγματοποίησης

του διεθνούς δικαίου943

.

Πρόκειται για ένα αίτημα που μεθοδεύεται θεωρητικά στη βάση μιας σαφούς

διάκρισης μεταξύ συνταγματικής οργάνωσης και κρατικής εξουσιαστικής δομής: «Το

“κράτος”», γράφει ο Habermas, «είναι μια πολύπλοκη ιεραρχία οργανωμένων

αρμοδιοτήτων, πρόσφορων για την άσκηση της πολιτικής ισχύος ή για την εφαρμογή

πολιτικών προγραμμάτων. Το “σύνταγμα”, αντίθετα, προσδιορίζει την οριζόντια

συνένωση πολιτών, θέτοντας τα βασικά δικαιώματα που οι ελεύθεροι και ίσοι

θεμελιωτές της πολιτείας αναγνωρίζουν αμοιβαία στις μεταξύ τους σχέσεις»944

.

Ωστόσο, όπως είναι γνωστό, στη θεωρία της δημοκρατίας ο Habermas έχει

επενδύσει στην ιδέα ενός εσωτερικού συνδέσμου μεταξύ κράτους δικαίου και λαϊκής

κυριαρχίας, καταδεικνύοντας τη λειτουργία καθενός από αυτά τα στοιχεία ως

κανονιστικού θεμελίου για το άλλο. Ως εκ τούτου η ανάλυση σχετικά με τη διεθνή

διακυβέρνηση δείχνει να σηματοδοτεί μια ασυνεπή εξέλιξη στο ώριμο χαμπερμασιανό

942

Για εμπειρικές προσεγγίσεις που υποστηρίζουν ότι στις διεθνείς σχέσεις η δράση έχει ήδη αναπτύξει

στοιχεία επικοινωνιακού προσανατολισμού, που υπερβαίνουν τα όρια της καθαρά στρατηγικής χρήσης

του Λόγου, βλ. Nicole Dietelhoff, «Was vom Tage übrig blieb: Inzeln der Überzeugung im vermachteten

Alltagsgeschäft internationalen Regierens» και Thomas Risse, «Global governance und Kommunikatives

Handeln», σε Anarchie der kommunikativen Freiheit, ό.π., σ. 27-56 και 57-86 αντίστοιχα.

943Το σχέδιο έχει γνωρίσει μεγάλη απήχηση ιδιαίτερα μεταξύ των νομικών. Βλ. Bardo Fassbender, «“We

the Peoples of the United Nations”: Constituent Power and constitutional form in international law», σε

The paradox of constitutionalism, ό.π., σ. 269-290 και τις συνεισφορές στον τόμο J. Dunoff/J. Trachtman

(επιμ.), Ruling the world? Constitutionalism, international law and global governance, Cambridge

University Press, New York 2009.

944 Jürgen Habermas, «Does the constitutionalization of international law still have a chance?», σε του

ίδιου, The divided West, C. Cronin (μετ.), Polity Press, Cambridge 2006, [2004], σ. 115-193, (131).

έργο945

. Δεν είναι άλλωστε απαραίτητο να πιστεύει κάποιος στην αναγκαία διασταύρωση

συντάγματος και Κράτους, για να αποδέχεται συγκεκριμένες πτυχές των επικρίσεων που

έχει επισύρει το σχέδιο συνταγματοποίησης του διεθνούς συστήματος.

Αναμφίβολα, στην πληθωριστική χρήση της ορολογίας του συνταγματισμού, χωρίς

τις δέουσες προεκτάσεις στο επίπεδο της αυτοκυβέρνησης και με αποκλειστικό ζητούμενο

μια σχετικά σταθερή δομή δικαιικών κανόνων, ελλοχεύει ο κίνδυνος αφαίμαξης των

συνταγματικών κατηγοριών από το χειραφετικό περιεχόμενο που τους έχουν προσδώσει οι

δημοκρατικοί αγώνες και το δημοκρατικό ιδεώδες946

. Είναι λοιπόν ανακόλουθο η

δικαιοπολιτική θεωρία να παραχωρεί τόσο πρόθυμα σε μια τάξη δικαίου τον τίτλο της

«συνταγματικής», χωρίς αυτή να συγκροτεί ένα, έστω στοιχειώδες, σύστημα άσκησης

λαϊκής κυριαρχίας.

5. Υπερεθνικά εξουσιαστικά δίκτυα και παγκόσμια κοινωνία πολιτών

Α. Ένα ρεύμα υπερμάχων της διαβουλευτικής θεωρίας της δημοκρατίας έχει

δοκιμάσει να επεξεργαστεί σχήματα λαϊκής κυριαρχίας στο διεθνές πεδίο. Υποστηρίζεται

λοιπόν ότι το σχέδιο εκδημοκρατισμού του υπερεθνικού χώρου δεν μπορεί να

δρομολογηθεί στην κατεύθυνση οιονεί κρατικών κοσμοπολιτικών θεσμών στο διεθνές

πεδίο. Δεν μπορεί να επιδιώξει, δηλαδή, την καθίδρυση ενός ενοποιημένου συστήματος

πολιτικής οργάνωσης με δικαιικά ρυθμισμένες αρμοδιότητες. Αντί να κατανοήσουμε τον

945

Todd Hedrick, «Constitutionalization and democratization: Habermas on postnational governance»,

Social Theory & Practice, τ. 33, 2007, σ. 387-410.

946 Ingeborg Maus, «Verfassung oder Vertrag: Zur Verrechtlichung globaler Politik», σε Anarchie der

kommunikativen Freiheit, ό.π., σ. 350-382.

υπερεθνικό εκδημοκρατισμό ως ανάκτηση του «εδάφους» που έχει παραχωρηθεί στην

παγκοσμιοποίηση, λόγω της υποβάθμισης του κράτους, αυτή η γραμμή προβληματισμού

προτείνει μια πιο θετική επανεξέταση της νέας κατάστασης.

Αντλώντας από την κοινωνική θεωρία των δικτύων, συγγραφείς υποστηρίζουν

ότι το τελευταίο τέταρτο του 20ου

αιώνα η ανθρωπότητα ήρθε αντιμέτωπη με φαινόμενα

πολλαπλασιασμού των κέντρων εξουσίας, της οποίας οι πηγές δεν είναι μόνον τα κράτη,

αλλά ούτε και η μέσω συμβάσεων διακρατική συνεργασία. Συντελείται αντίθετα η

ανάπτυξη εστιών κανονιστικής ρύθμισης, οργανωτικά συγκροτημένων με τη μορφή

δικτύων, λειτουργικά εξειδικευμένων σε συγκεκριμένους τομείς δραστηριοτήτων (π.χ.

διεθνείς και υπερεθνικές οργανώσεις κρατών ή μη κρατικές με αρμοδιότητες σε θέματα

οικονομικά, δικαιωμάτων κλπ.). Οι αιτίες μετασχηματισμού της κυριαρχίας του

σύγχρονου κράτους δεν πρέπει συνεπώς να κατανοούνται ως φαινόμενα «απώλειας

ελέγχου», αλλά μάλλον ως «μετάθεση της ισορροπίας μεταξύ ιεραρχικής και δικτυακής

μορφής πολιτικής οργάνωσης»947

.

Το εν λόγω θεώρημα διεθνούς διακυβέρνησης εδράζεται σε ένα είδος

αποκεντρωμένης πολιτικής διάρθρωσης, όπου οι δρώντες συντονίζονται διαμέσου

οριζόντιας, μη ιεραρχικής, αλληλόδρασής τους. Με απλά λόγια, το δίκτυο συνίσταται

από ένα σύνολο συνδεόμενων κόμβων. Ο χαρακτήρας καθενός από αυτούς καθορίζεται

από τη συνολική κίνηση του δικτύου. Έτσι, μια τράπεζα αποτελεί κόμβο του παγκόσμιου

947

James Rosenau, «Governance in a New Global Order», σε D. Held/A. McGrew (επιμ.), Governing

globalization: Power, authority and global governance, Polity Press, London 2002, σ. 70-86, (77).

χρηματοπιστωτικού συστήματος, περίπου όπως κι ένας πυρήνας της Al-Qaeda στο

Πακιστάν διασύνδεση του διεθνούς συμπλέγματος τρομοκρατικών δράσεων948

.

Για πολλούς αυτή η ρευστή εξουσιαστική δομή επιτρέπει την ανάπτυξη ενός νέου

τύπου δημοκρατίας, με καθαρώς διαλογικά χαρακτηριστικά. Θεμελιακός όρος για την

εξέλιξη αυτή θεωρείται η διεύρυνση και πύκνωση της υπερεθνικής κοινωνίας πολιτών,

που έχει ήδη συγκροτηθεί από μια σειρά μη κρατικών δρώντων, όπως το διαδίκτυο, Μη

Κυβερνητικές Οργανώσεις, κοινωνικά κινήματα και άλλες διαδικασίες δημόσιας

διαβούλευσης, κριτικής και πίεσης. Κλειδί για τη σύσταση ενός τέτοιου πλαισίου

αυτοκαθορισμού αποτελεί, σύμφωνα με τον Αυστραλό John Dryzek, η δυνατότητα της

παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών να «διαχειριστεί τους όρους της συζήτησης και συνεπώς

τη λειτουργία του διεθνούς συστήματος διακυβέρνησης»949

.

Σε παραπλήσιο άνυσμα σκέψης, ο James Bohman επιδοκιμάζει την

αποκεντρωμένη δομή του υπερεθνικού δημόσιου χώρου, ο οποίος καθίσταται βαθμηδόν

περισσότερο πολυφωνικός, καθώς με τη χρήση των ηλεκτρονικών μέσων επικοινωνίας οι

συζητήσεις διαχέονται σε ποικίλα, μη ιεραρχημένα κέντρα950

. Σε αυτό το ανοικτό κοινό,

που συγκροτείται ως χαλαρή συνάρθρωση επιμέρους κοινών, οι νέες μορφές οριζόντιας

επαφής ωθούν τους ατομικούς και συλλογικούς δρώντες να προσλαμβάνουν την οπτική

του «άλλου». Έτσι, η κατακερματισμένη δημόσια σφαίρα διευρύνει τον ηθικό της

948

Manuel Castells, The rise of network society, Blackwell, Oxford 2000, σ. 500-503. Μια περιεκτική

εισαγωγή στη θεωρία των υπερεθνικών δικτύων επιχειρεί ο Κοτζιάς, Το ενεργητικό κράτος, ό.π., σ. 136-

144.

949 John Dryzek, «Transnational democracy», Journal of Political Philosophy, τ. 7, 1999, σ. 30-51, (48).

950 Συγκροτώντας μια διανεμητική δημοσιότητα (distributive public), η οποία διευρύνει την

επικοινωνιακή ελευθερία των σύγχρονων υποκειμένων βλ. Bohman, Democracy across borders, ό.π., σ.

92-97.

ορίζοντα. Καθίσταται αναπότρεπτα πιο ευαίσθητη στα συμφέροντα της

«ανθρωπότητας», η οποία αναδύεται πλέον ως υποκείμενο της δημοκρατικής

δικαιοσύνης στις καινοφανείς διαδικασίες της υπεράνω συνόρων διαβούλευσης951

.

Ως υπερεθνική δημοκρατία, κατά την παραπάνω οπτική, πρέπει να εννοήσουμε

τη διαλογική ενσωμάτωση κοινωνιών στο παγκόσμιο πεδίο, όπου το θεμέλιο της

εξουσίας μετατίθεται από το ενοποιημένο υποκείμενο του «λαού» στους «λαούς»

γενικώς. Τοιουτοτρόπως, πολλοί αντιλαμβάνονται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως

δημοκρατία των λαών (demoi-cracy), εφόσον «αντί για ένα μοναδικό συλλογικό

υποκείμενο, η Ένωση εμπεριέχει μια σειρά δήμων στον πυρήνα της. Αυτοί οι δήμοι,

όμως, συμπήγουν κάτι παραπάνω από απλή συμπαράταξη πολλών διαφορετικών

δημοκρατικών συστημάτων με τους δικούς τους εθνικούς λαούς, αφού πρόκειται για

δήμους που έχουν καταστεί ήδη διακριτά ευρωπαϊκοί»952

.

Β. Οι παραπάνω θέσεις παρουσιάζουν μια εξωραϊσμένη εικόνα των δυναμικών

τάσεων της παγκόσμιας κοινωνίας πολιτών. Αλλά οι εξελίξεις αυτές υπόκεινται σε

σύμφυτους περιορισμούς, που τις καθιστούν ανήμπορες να ανταποκριθούν στις

κανονιστικές προσδοκίες των δημοκρατικών κινημάτων, με επακόλουθα τόσο ως προς τη

δημοκρατική νομιμοποίηση, όσο και την πολιτική «απόδοση».

Η παγκόσμια κοινωνία πολιτών, σε άλλη κλίμακα σε σύγκριση με την

ενδοπολιτική, κυριαρχείται και αυτή από ιδιαίτερα συμφέροντα, που δραστηριοποιούνται

951

Στο ίδιο, κεφ. 3.

952 Samantha Besson, «Deliberative demoi-cracy in the European Union: Towards the deterritorialization

of democracy», σε S. Besson/J.L. Marti (επιμ.), Deliberative democracy and its discontents, ό.π., σ. 181-

214, (191), και Kalypso Nicolaϊdis, «We the peoples of Europe…», Foreign Affairs, τ. 83, 2004, 97-110. Με

παρόμοια στοιχεία στην ελληνική βιβλιογραφία και η ανάλυση του Δημήτρη Τσάτσου, Η έννοια της

δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Πόλις, Αθήνα 2007.

μέσα από αδιαφανείς και ρευστές διαδικασίες. Στα δικτυακά fora εκπροσωπούνται

κυρίως οι ισχυρότεροι ή οι πιο ευέλικτοι σε ένα χαοτικό, «άναρχο σύστημα “υπο-

πολιτικής”»953

. Οι διεθνείς Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις φυτρώνουν καταφανώς στο

ίδιο περιβάλλον και σε παρόμοιες συνθήκες με τους υπόλοιπους υπερεθνικούς θεσμούς.

Επομένως, ανισοκατανομές ισχύος που χαρακτηρίζουν τους τελευταίους αναπαράγονται

αφεύκτως και στην κοινωνία πολιτών954

. Η ψηφιοποίηση του δημόσιου χώρου από μόνη

της αδυνατεί να εξισορροπήσει αυτές τις ασυμμετρίες. Πολύ πιθανόν μάλιστα να τις

επιτείνει κιόλας. Παραδοσιακοί τύποι πολιτικού αποκλεισμού, που ανάγονται στις

οικονομικές σχέσεις, τη φυλή ή το φύλο, επανεμφανίζονται στην ηλεκτρονική

επικοινωνία, συνθέτοντας νέες δέσμες δομικών ανισοτήτων, με τη μορφή του λεγόμενου

«ψηφιακού χάσματος» (digital divide)955

.

Τα υποδείγματα της ακραιφνώς «διαλογικής» υπερεθνικής δημοκρατίας,

προωθούν μια σύλληψη που στηρίζεται σχεδόν αποκλειστικά στη δύναμη της επίδρασης

των «ήπιων» κοινών πάνω στους υπάρχοντες θεσμούς, προσπερνώντας το ζήτημα της

εξουσίας και συνακόλουθα τη συμμετοχική διάσταση της δημοκρατικής

953

Joachim Hirsch, «Τα καινούργια ρούχα του κράτους: Οι Μ.Κ.Ο. και η διεθνοποίηση των κρατών», σε Γ.

Παπαμιχαήλ (επιμ.), Μη κυβερνητικές οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, The Monthly Review Imprint,

Αθήνα 2005, σ. 74-93, (87). Roland Roth, «Transnationale Demokratie: Beiträge, Möglichkeiten und

Grenzen von NGOs», σε A. Brunnengräber et al. (επιμ.), NGOs im Prozess der Globalisierung: Mächtige

Zwerge–umstrittene Riesen, VS Verlag für Sozialwissenschaften, Wiesbaden 2005, σ. 80-128.

954 Jan Aaart Scholte, «Civil society and democratically accountable global governance», Government &

Opposition, τ. 39, 2004, σ. 211–233 και Marianne Beisheim, «NGOs und die (politische) Frage nach ihrer

Legitimation: Das Beispiel Klimapolitik», σε A. Brunnengräber et al. (επιμ.), NGOs im Prozess der

Globalisierung, ό.π., σ. 242-265.

955 Για μια ολοκληρωμένη ανάλυση των ζητημάτων της «ηλεκτρονικής υποτάξης» (digital underclass) και

της «ψηφιακής ένδειας» βλ. Anthony Wilhelm, Democracy in the digital age: Challenges to political life on

cyberspace, Routledge, London/New York 2000, ιδιαίτερα κεφ. 4ο.

αυτοκυβέρνησης956

. Οι διατυπώσεις του Dryzek είναι αποκαλυπτικές από αυτή την

άποψη. «Η διεθνική διαλογική δημοκρατία μπορεί να τεθεί σε εφαρμογή ακόμη και εν τη

απουσία κάθε τυπικά οργανωμένου διεθνούς θεσμού, αξιοποιώντας απλώς την επιρροή

στις διαδικασίες των κρατικών μηχανισμών, που διαθέτουν την εξουσία να λαμβάνουν

δεσμευτικές αποφάσεις στις επικράτειές τους έναντι των επιχειρήσεων και εντός των

ρευστών διακυβερνητικών δικτύων»957

. Κρίσιμη για τέτοιου είδους μεταβολές είναι η

διεύρυνση του ηθικού ορίζοντα των εθνικών αντιπροσωπευτικών διαδικασιών, καθώς οι

κρατικοί αξιωματούχοι «δεν θα πρέπει πλέον να αναφέρονται μόνον στο εκλογικό τους

κοινό αλλά και στο ηθικό, σε όλους αυτούς δηλαδή που επηρεάζονται από τις αποφάσεις

τους, de jure ή de facto»958

.

Είναι φανερό ότι σύμφωνα με τις παραπάνω θεωρήσεις οι κυβερνήσεις

αναλαμβάνουν εν όλω το βάρος της αντιπροσώπευσης των λαών στο διεθνές πεδίο.

Στους τοπικούς και εθνικούς αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, εντούτοις, η ουσιαστική

πραγμάτωση της λαϊκής κυριαρχίας εξαρτάται από την επιτυχημένη ενεργοποίηση μιας

αλληλουχίας διαρθρώσεων, που, κατά την έκφραση του Ernst-Wolfgang Böckenförde,

συγκροτούν μια «αδιάσπαστη αλυσίδα νομιμοποίησης»959

.

956

Adam Lupel, Globalization and popular sovereignty: Democracy’s transnational dilemma, Routledge,

London/New York 2009, σ. 123-127 και Patricia Nanz/Jens Steffek, «Global governance, participation and

the public sphere», Government & Opposition, τ. 39, 2004, σ. 314-335.

957 John Dryzek, Deliberative global politics: Discourse and democracy in a divided world, Polity Press,

Cambridge 2006, σ. 157.

958 Dennis Thomson, «Democratic theory and global society», Journal of Political Philosophy, τ. 7, 1999, σ.

111-125, (120). Πιο ευαίσθητη σε ζητήματα συμμετοχής η ανάλυση του Bohman, Democracy across

borders, ό.π., σ. 43-45.

959 Ernst-Wolfgang Böckenförde, Staat, Verfassung, Demokratie: Studien zur Verfassungstheorie und zum

Verfassungsrecht, Suhrkamp, Frankfuhrt 1991, σ. 302.

Η συνοχή της αλυσίδας αυτής εγγυάται την κινητοποίηση, τη θέση σε κίνηση και

τον έλεγχο διεργασιών σχηματισμού πολιτικής βούλησης από τη βάση. Ελλείψει, όμως,

κοσμοπολιτικών διευθετήσεων πολιτικής συμμετοχής, η αλυσίδα αυτή θα διευρύνεται

υπέρμετρα στο υπερεθνικό πεδίο. Ως εκ τούτου, τα προβλήματα αντιπροσώπευσης που

ήδη πλήττουν τις εθνικές πολιτικές διαρθρώσεις θα παροξύνονται αναπότρεπτα σε μη

θεραπεύσιμες στρεβλώσεις της δημοκρατικής αρχής στο παγκόσμιο σύστημα.

Ακόμη και υπό ιδεώδεις συνθήκες, η κοινωνία πολιτών δεν μπορεί να

αντισταθμίσει τις παραπάνω αδυναμίες, ιδίως στην κλίμακα της διεθνούς κοινωνίας. Η

κοινωνία πολιτών διατήρησε τον χαρακτήρα της ως κατηγορία της κριτικής θεωρίας του

20ου

αιώνα, επειδή ακριβώς κατανοήθηκε ως πεδίο όπου τα υποκείμενα δεν

διαβουλεύονται απλώς, αλλά διαθέτουν επίσης και τη δυνατότητα να μετασχηματίζουν

τη διαλογική τους επιρροή σε κανονιστική/νομοθετική ισχύ, συμμετέχοντας στους

θεσμούς διαμόρφωσης της πολιτικής θέλησης. Επιπλέον, η ευρύτερη δημόσια σφαίρα

συνέβαλε στην ουσιαστική νομιμοποίηση των φιλελεύθερων συστημάτων, στο βαθμό

που αντιστοιχούσε λειτουργικά σε έναν κεϋνσιανό κρατικό μηχανισμό, ικανό να

ρυθμίσει το κοινωνικό πλαίσιο, άρα και τους βασικούς όρους συνύπαρξης των μελών της

κοινότητας.

Στην εθνική κοινωνία πολιτών, συνεπώς, τα υποκείμενα δεν ανέπτυσσαν δράση ως

απλοί συνομιλητές, αλλά κατά κύριο λόγο ως συμπολίτες, ως μέλη μιας πολιτικής

κοινότητας με δυνατότητα επίδρασης επί των βασικών σχέσεων που τη συναπαρτίζουν. Εν

τη απουσία ανάλογων προϋποθέσεων στον υπερεθνικό χώρο είναι πολύ πιθανό η ιδέα της

δημόσιας σφαίρας επικοινωνίας να εκφυλιστεί από ευρύτερο πεδίο για έμπρακτη άσκηση

της ιδιότητας του πολίτη σε χώρο πολιτιστικής επαφής ή έκφρασης μιας χωρίς πολιτική

ισχύ «κοινής γνώμης»960

.

Από την παραπάνω οπτική, η 15η Φεβρουαρίου 2003 υπήρξε συμβολικής

σημασίας τόσο για τη δυναμική άνοδο, όσο και για τα όρια της παγκόσμιας κοινωνίας

πολιτών. Την ημέρα εκείνη περισσότεροι από τριάντα εκατομμύρια άνθρωποι σε

ολόκληρο τον κόσμο διαδήλωσαν ανοικτά την αντίθεσή τους στον τυχοδιωκτικό πόλεμο

κατά του Ιράκ. Για κάποιους βιαστικούς το γεγονός έφερνε στο φως μια νέα

πραγματικότητα, ότι δηλαδή «στον πλανήτη υπάρχουν δύο υπερδυνάμεις: οι Η.Π.Α. και

η παγκόσμια κοινή γνώμη»961

. Ωστόσο, εκείνη η εντυπωσιακή κίνηση δεν κατάφερε να

επηρεάσει ούτε στο ελάχιστο τις επιλογές της κυβέρνησης των Η.Π.Α. και της

«συμμαχίας των προθύμων». Παρά τη συντεταγμένη αντίδραση του πλήθους, η

στρατιωτική εισβολή ήταν προαποφασισμένη.

Αυτό που κατέδειξε εν τέλει η εμπειρία της μαζικής διαμαρτυρίας δεν ήταν η

δύναμη της διεθνούς κοινής γνώμης, αλλά η ουσιώδης έλλειψη «θεσμικών μηχανισμών

διοχέτευσης της επικοινωνιακής ισχύος που εκκρίνει η αναδυόμενη παγκόσμια κοινωνία

πολιτών»962

. Είναι επομένως επάναγκες για το εγχείρημα του υπερεθνικού

εκδημοκρατισμού να φανταστούμε κοσμοπολιτικούς θεσμούς πολιτικής συμπερίληψης και

συμμετοχής, που θα λειτουργούν, έστω εν μέρει, χωρίς τη διαμεσολάβηση των κρατών. Για

τον δημοκρατικό πολιτισμό τίθεται ίσως άμεσο ζήτημα συγκρότησης διεθνικών

υποκειμένων συλλογικής δράσης και λήψης αποφάσεων, με δύο λόγια, πλειοψηφικών

διαδικασιών υπερεθνικής εμβέλειας και ισχύος.

960

Fraser, Scales of justice, ό.π., σ. 92-99.

961 Patrick Tyler, «Threats and responses: A new power in the streets», The New York Times, 17 Feb 2003.

962 Lupel, Globalization and popular sovereignty, ό.π., σ. 128-130.

6. Λαοί και πλειοψηφικές διαδικασίες στον υπερεθνικό χώρο

Είναι δύσκολο να σκιαγραφηθεί κάποιο εύλογο περίγραμμα για ένα υπερεθνικό

σύστημα πολιτικού αυτοκαθορισμού. Διόλου συμπτωματικά, η συναφής έρευνα είναι

ακόμη πενιχρή και τα σχετικά υποδείγματα πρωτόλεια. Μια σειρά θεωρητικών, πάντως,

δείχνει να αντιλαμβάνεται την ανάγκη για αυτοτελείς διαδικασίες πολιτικής συμμετοχής

κι επικοινωνίας ως προσταγή για τη δημιουργία παγκόσμιων θεσμών με χαρακτηριστικά

σύγχρονου κυριαρχικού κράτους. Οι θέσεις αυτές εστιάζουν κυρίως στην ηθικοπολιτική

αναγκαιότητα ενός μηχανισμού που θα μονοπωλεί τους όρους επιβολής και συνεπώς θα

δρα διαμορφωτικά επί της διεθνούς κοινωνίας963

. Με έντονες επιφυλάξεις έναντι της

συνολικής συγκέντρωσης της κυριαρχίας σε παγκόσμιο επίπεδο, άλλες προσεγγίσεις

εισηγούνται την ιδέα μια παγκόσμιας ομοσπονδιακής πολιτείας με αρμοδιότητες

επικουρικής φύσης σε σχέση με τα κράτη, τα οποία αξίζει να διατηρήσουν παράλληλα τη

λειτουργική και πολιτική τους αυτοτέλεια964

.

963

Alexander Wendt, «Why a world state is inevitable?», European Journal of International Relations, τ. 9,

2003, σ. 491-510, William Scheuerman, «Postanational democracies without a postnational state?: Some

sceptical reflections», σε R. Forst/R. Schmalz-Bruns (επιμ.), Political legitimacy and democracy in

transnational perspective, ARENA Centre of European Studies, Oslo 2011, σ. 75-104 και Glyn Morgan,

«Democratic equality, transnational institutions, and the constraints of modernity», B. Morrison (επιμ.),

Transnational democracy in critical and comparative perspective: Democracy’s range reconsidered,

Ashgate, Aldershot 2003, σ. 173-190.

964 Otfried Höffe, «Globalität statt Globalismus: Über eine subsidiäre und föderale Weltrepublik» και

Mattias Lutz-Bachman, «Weltweiter Frieden durch eine Weltrepublik? Probleme internationaler

Friedenssicherung», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?, ό.π., σ. 8-31

και 32-45 αντίστοιχα.

Η πιεστικότητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η ανθρωπότητα σήμερα,

καθώς επίσης η ένταση των εμπλεκόμενων συμφερόντων, καθιστούν κάποιες όψεις των

παραπάνω θεωρήσεων αρκετά ελκυστικές. Δίχως μια δικαιοταξία πολιτικού

εξαναγκασμού, είναι μάλλον αδύνατο να φανταστούμε την εφαρμογή ουσιαστικών

λύσεων σε θέματα όπως η αναδιανομή του παγκόσμιου πλούτου, η οικολογική

προστασία, η ειρήνη και ο αφοπλισμός. Μολαταύτα, οι ανησυχίες που έχουν διατυπώσει

οι κλασικοί θεωρητικοί από τον Kant μέχρι την Arendt, αναφορικά με τους κινδύνους

μιας παγκόσμιας εξουσίας μη ελέγξιμης δημοκρατικά, δεν μπορούν να προσπεραστούν

με ευκολία965

.

Εύλογο παραμένει ότι «η ίδια η σκέψη μιας κυρίαρχης δύναμης, που θα κυβερνά

ολόκληρη τη γη, διατηρώντας το μονοπώλιο κάθε μέσου βίας, χωρίς έλεγχο και

εξισορρόπηση από άλλες κυρίαρχες δυνάμεις, δεν αποτελεί απλώς έναν απαγορευτικό

εφιάλτη τυραννίας, θα σημάνει επίσης και το τέλος της πολιτικής ζωής όπως τη

γνωρίζουμε»966

. Ακόμη κι εάν αυτό μπορεί να αποβεί κατορθωτό, το υπόδειγμα του

κυρίαρχου κράτους δεν μπορεί να αναπαραχθεί στο υπερεθνικό πεδίο, χωρίς να

κινδυνεύσουν με εξαφάνιση οι σημερινοί τύποι αυτοκεβέρνησης. Με την έννοια αυτή

αποτελεί υπερέχουσα προτεραιότητα της σύγχρονης θεωρίας να επανεξετάσει την

υπόθεση για αναγκαία σύνδεση μεταξύ κρατικής εξουσιαστικής μορφής και

δημοκρατικής πολιτικής967

.

Παρά την ευαισθησία για τα παραπάνω ζητήματα, φιλελεύθεροι κοσμοπολίτες,

όπως οι David Held, Daniele Archibugi και Richard Falk, δεν αποστασιοποιούνται

965

Kant, Προς την αιώνια ειρήνη, ό.π, σ. 100-102.

966 Hannah Arendt, Men in dark times, Harcourt Brace, New York 1968, σ. 81-82.

967 Volkmann, «Setz Demokratie den Staat voraus?», ό.π., σ. 577-78.

επαρκώς στις προτάσεις τους από την ιδέα της συγκρότησης οιονεί κρατικών

διαρθρώσεων στο διεθνές σύστημα. Διατηρώντας γνήσιο ενδιαφέρον για συμμετοχή των

πολιτών στη διεθνή διακυβέρνηση, το υπόδειγμά τους στρέφεται στη δημιουργία ενός

πολυεπίπεδου θεσμικού ιστού, ο οποίος θα κλιμακώνεται από τις τοπικές κοινότητες

μέχρι την πλανητική βαθμίδα, διαχέοντας την κυριαρχία968

.

Στη σκέψη των συγγραφέων αυτών συμμετοχική αιχμή του διεθνούς

δημοκρατικού συστήματος θα πρέπει να αποτελέσει ένα Παγκόσμιο Κοινοβούλιο

γενικών αρμοδιοτήτων969

, το οποίο με τη σειρά του δέον να ενταχθεί στις δομές ενός

πλήρως αναμορφωμένου Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών970

. Ο εν λόγω θεσμός θα

αναλάβει την εκπροσώπηση του παγκόσμιου δήμου971

, όπως αυτός θα προκύψει από την

ενεργοποίηση μιας κοσμοπολιτικής ιδιότητας του πολίτη972

.

Παρότι οι παραπάνω θεωρητικοί αποφεύγουν συνειδητά κάθε άμεση αναφορά

στα συστατικά και τις έννοιες του σύγχρονου κράτους, στις προτάσεις τους παρεισδύουν

χωρίς επεξεργασμένη αναμόρφωση, βασικές δομές του κρατικού κοινοβουλευτισμού,

ιδίως η ιδέα ενός ενιαίου υπερεθνικού δήμου. Ως εκ τούτου, «μολονότι δεν καλούν

968

Held, Democracy and the global order, ό.π., σ. 267-287.

969 Richard Falk/Andrew Strauss, «The deeper challenges of global terrorism: A democratizing response»,

σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 203-231.

970 Daniele Archibugi, «From the United Nations to cosmopolitan democracy», σε D. Archibugi/D. Held

(επιμ.), Cosmopolitan democracy, ό.π., σ. 121-164.

971 Daniele Archibugi, «Demos and cosmopolis», D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 257-

272.

972 Richard Falk, «The making of a global citizenship», σε B. van Steenbergen (επιμ.), Conditions of

citizenship, Sage, London 1994, σ. 127-139.

ανοιχτά σε υπέρβαση των κρατών εθνών, η κοσμοπολιτική τάξη που προτείνουν ομοιάζει

αρκετά με μια οιονεί κρατική κυρίαρχη εξουσία»973

.

Μια πιο κρουστική σύλληψη θα μπορούσε να προέλθει από την ιδέα για

συνάρθρωση μιας σειράς θεματολογικά εξειδικευμένων θεσμών διαβούλευσης και

απόφασης, που θα συγκροτούν ένα μη ιεραρχημένο σύστημα οριζόντιας συνεργασίας. Σε

τέτοιο θεσμικό πλέγμα, με αντίστοιχη διαφοροποίηση για τα απαιτούμενα fora

συμμετοχής, θα εκπροσωπούνται τόσο οι εθνικοί λαοί, όσο και οι πολίτες μέσω της

άμεσης συμμετοχής τους σε διαδικασίες ανάδειξης και ελέγχου αντιπροσώπων. Σε κάθε

λειτουργικά εξειδικευμένο υπερεθνικό θεσμό θα αντιστοιχεί ένας επίσης θεματικά

προσδιορισμένος δημόσιος χώρος, όπως κι ένα υπερεθνικό πολιτικό σώμα974

.

Μπορεί να συμφωνήσει κανείς τελικά με την άποψη του Bohman, ότι «στο

καθεστώς της θεσμοποιημένης διάδρασης μεταξύ επάλληλων δήμων, δεν απαιτείται η

συμμετοχή όλων στους ίδιους θεσμούς ταυτόχρονα, ούτε το να καταστούν όλοι

αποδέκτες των συνεπειών μιας ομοιογενούς πολιτικής. Προέχει μάλλον η δυνατότητα

των υποκειμένων να μετέχουν ως μέλη σε μια πολιτεία θεσμών με αρμοδιότητα να

αναπροσδιορίζει τη σχέση μεταξύ του τοπικού, του εθνικού και του υπερεθνικού

επιπέδου»975

. Συνεπώς είναι απρόσφορο να γίνει λόγος για μια πλειοψηφική υπερεθνική

δημοκρατία. Σε αυτό το πεδίο, είναι περισσότερο εποικοδομητικό να μιλά κανείς για μια –

κατ’ ανάγκη αντιπροσωπευτική– δημοκρατία διάφορων παράλληλων ψηφοφοριών με

πλειοψηφία, οι οποίες θα σχηματίζονται, καθόσον οι πολίτες θα αξιοποιούν τις

δυνατότητες μιας κοσμοπολιτικής ιθαγένειας επιμερισμένης σε ποικίλα συμμετοχικά fora.

973

Urbinati, «Can cosmopolitan democracy be democratic?», ό.π., σ. 73.

974 Fraser, Scales of justice, ό.π., σ. 156-157.

975 Bohman, Democracy across borders, ό.π., σ. 36.

Εννοείται ότι εφόσον οι εξελίξεις τελούν ακόμη σε πρώιμο στάδιο, είναι πρόωρο

να υπάρξουν συνολικές αποφάνσεις σχετικά με την υφή των πολιτικών και δικαιικών

διαρθρώσεων που θα εγκαινιάσουν την υλοποίηση της λαϊκής κυριαρχίας στη διεθνή

κοινωνία. Ωστόσο, αυτό δεν καθιστά περιττές ή βεβιασμένες συγκεκριμένες προτάσεις

επί του ζητήματος. Απεναντίας, τα εμπλεκόμενα στο εγχείρημα του υπερεθνικού

εκδημοκρατισμού υποκείμενα έρχονται αντιμέτωπα με την πρόκληση μιας θεσμικής

επινοητικότητας976

.

Η θεωρία καλείται επίσης να διαφωτίσει τις πολιτικές και κοινωνικές διαστάσεις

των προαπαιτουμένων για δημοκρατία οινουμενικής εμβέλειας. Το ξετύλιγμα της λαϊκής

κυριαρχίας στο υπερεθνικό πεδίο δεν μπορεί να περιχαρακωθεί στη θέσμιση πολιτικών

θεσμών συμπληρωματικών προς τα φιλελεύθερα συστήματα, αφήνοντας κατά τα λοιπά

ανέγγιχτες τις βάσεις του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαιοκρατικού συστήματος υπό την

ηγεμονία του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου977

. Το πρόταγμα της κοσμοπολιτικής

δημοκρατίας αποτελεί συγκρουσιακή επιλογή, που, για να ευδοκιμήσει, γίνονται

αναγκαίες εκτεταμένες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές.

976

Βλ. για παράδειγμα Young, Inclusion and democracy, ό.π., κεφ. 7ο, ενώ στην αμεσοδημοκρατική/

σοσιαλιστική παράδοση Φωτόπουλος, Περιεκτική δημοκρατία, ό.π., κεφ. 6ο και Tony Smith,

Globalisation: A systematic Marxian account, Brill Academic Publishers, Boston/Laiden 2006. Βλ. επίσης

και τις προτάσεις του Thomas Pogge για αναμόρφωση του συστήματος της Ε.Ε., «Creating supranational

institutions democratically: Reflections on the European Union’s democratic deficit», Journal of Political

Philosophy, τ. 5, 1997, σ. 163-182.

977 Μια κριτική ανάλυση στον φιλελεύθερο δημοκρατικό κοσμοπολιτισμό από αυτή την πλευρά ασκούν

οι Tony Smith, «Globalization and capitalist property relations: A critical assessment of David Held's

cosmopolitan theory», Historical Materialism, τ. 11, 2003, σ. 3-35 και Roper Brian, «Reformism on a global

scale?», Capital & Class, τ. 35, 2011, σ. 253-273.

7. Το ζήτημα της συμπερίληψης των ενδιαφερομένων στον χρόνο: Το δημοκρατικό

ζήτημα και οι μελλοντικές γενεές

Ο προβληματισμός σχετικά με το μετασχηματισμό του υποκειμένου της

δημοκρατικής εξουσίας στην εποχή της παγκοσμιοποίησης αφορά κυρίως στη διάσταση

του χώρου και τη σχέση του με τον δήμο ως συμμετοχικής οντότητας. Ωστόσο, οι

εξελίξεις στην ύστερη νεωτερικότητα αναδεικνύουν κρίσιμες πτυχές της διαχρονικής

φύσης του λαού, με επίκεντρο τους ηθικονομικούς περιορισμούς στην πλειοψηφική

δημοκρατία, που προσμετρούν εύλογες ηθικοπολιτικές προσδοκίες εκ μέρους των

μελλουσών γενεών.

Η δραστικότητα των πλειοψηφικών αποφάσεων στο χρόνο επικαθορίζεται από

το αίτημα της προσωρινότητας της λαϊκής βούλησης, όπως το έθεσε ήδη ο Rousseau. «Ο

νόμος του χθές», έγραφε, «δεν δεσμεύει το σήμερα, αλλά η υπόρρητη συγκατάθεση

προϋποτίθεται σιωπηλά κι εξυπονοείται ότι ο κυρίαρχος σταθερά επικυρώνει όσους

νόμους δεν καταργεί, έχοντας την εξουσία να το πράξει. Ό,τι δήλωσε άπαξ ότι θέλει

ισχύει πάντα, εκτός κι αν ανακαλέσει»978

. Υπό το πρίσμα του αιτήματος αυτού, η

συνεχής δυνατότητα ανάκλησης συνιστά ουσιαστικό στοιχείο νομιμοποίησης κάθε

δημοκρατικής απόφασης. Η διαχρονική δεσμευτικότητα των αποφάσεων της

συντακτικής εξουσίας σε δημοκρατικό κράτος δικαίου έχει αποτελέσει αντικείμενο

πολιτικής και θεωρητικής διαμάχης, τουλάχιστον από την Αμερικανική Επανάσταση και

εντεύθεν979

.

978

J.J. Rousseau, Το κοινωνικό συμβόλαιο, ό.π., σ. 152-153.

979 Μια ανάλυση του συνταγματισμού από την πλευρά της χρονικότητας επιχειρεί ο Jed Rubenfeld,

Freedom and time: A theory of constitutional government, Yale University Press, New Haven 2001.

Το μείζον πρόβλημα που ανακύπτει εν προκειμένω είναι ορισμένη «μεροληπτική

ροπή» όσων συμμετέχουν σε συγκαιρινές διαδικασίες απόφασης που αποβαίνουν εις

βάρος των συμφερόντων επερχόμενων γενεών980

. Η αποτυχία της μέχρι τούδε

περιβαλλοντικής πολιτικής θεωρείται η πιο τρανταχτή απόδειξη του ισχυρισμού. Για

πολλούς αυτή η «τυραννία του παρόντος» επιτείνεται ιδιαίτερα από τα φαινόμενα

συμπύκνωσης του κοινωνικού χρόνου, την οποία έχει προκαλέσει η επιταχυνόμενη

μεταφορδιστική κεφαλαιοκρατία στο τέλος του 20ου

αιώνα981

.

Τα καθήκοντα των σημερινών κοινωνιών έναντι των μελλοντικών ανθρώπων

έχουν εξάψει το ενδιαφέρον της ηθικής θεωρίας ήδη από το πρώιμο έργο του Rawls. Ως

προς το καθήκον των κοινωνιών να αποταμιεύουν, η ρωλσιανή συμβολαιική κατασκευή

εφάρμοσε εξισωτικές αρχές δικαιοσύνης μεταξύ των γενεών κατά αναλογία των σχέσεων

μεταξύ των ατόμων. Με τον τρόπο αυτό, η ζωή ενός λαού θα πρέπει να εκλαμβάνεται

«ως σχήμα συνεργασίας που αναπτύσσεται στον ιστορικό χρόνο»982

.

Μεταγενέστερες επεξεργασίες των εξισωτικών αρχών σε παρόμοια φιλοσοφική

βάση επέτρεψαν τη θεμελίωση αξιώσεων από την πλευρά των μελλουσών γενεών για

βιώσιμη ανάπτυξη983

και διατήρηση των φυσικών πόρων984

. Ανταποκρινόμενη σε αυτές

980

Dennis Thompson, «Democracy in time: Popular sovereignty and temporal representation»,

Constellations, τ. 12, 2005, σ. 245-261.

981 William Scheuerman, Liberal democracy and the social acceleration of time, John Hopkins University

Press, Baltimore/London 2004 και Bob Jessop, Κρατική εξουσία μια στρατηγική-σχεσιακή προσέγγιση, Χ.

Μπουκάλας (μετ.), εκδ. του 21ου

αιώνα, Αθήνα 2011, [2008], κεφ. 8ο.

982 Rawls, Η θεωρία της δικαιοσύνης, ό.π., σ. 344.

983 Brian Barry, Democracy, power, and justice: Essays in political theory, Clarendon Press, Oxford 1989, σ.

494-510.

τις εξελίξεις, η φιλελεύθερη θεωρία της δημοκρατίας έχει επιδείξει έντονο ενδιαφέρον

για την καθίδρυση θεσμών, των οποίων η παρέμβαση στις πλειοψηφικές αποφάσεις θα

καθιστά δυνατή την «εκπροσώπηση» των μελλοντικών ανθρώπων στις διαδικασίες

λήψης νομοθετικών, δικαστικών και διοικητικών αποφάσεων985

.

8. Δημοκρατική διαβούλευση και σύγχρονα πεδία διακινδύνευσης

Στον ορίζοντα των παραπάνω θεωρήσεων αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον το

πρόβλημα της κατανομής των κινδύνων μεταξύ των γενεών, καθώς επίσης και η

πραγμάτευση των ιδιαίτερων δυσκολιών που ορθώνονται στη διαχρονική απόλαυση της

δημοκρατικής ελευθερίας των μελλοντικών ανθρώπων. Ο προβληματισμός αυτός

στάθηκε επίδικο αντικείμενο στη συζήτηση της γερμανικής θεωρίας κατά τη δεκαετία

του 1980 σχετικά με την πλειοψηφική διαδικασία. Το θέμα τέθηκε από την πλευρά της

κριτικής δημοκρατικής θεωρίας στον πολιτικό ορίζοντα του αντιπυρηνικού κινήματος,

που είχε ήδη ξεσπάσει την προηγούμενη δεκαετία, και συνδυάστηκε με ένα ανανεωμένο

ενδιαφέρον για τη φιλοσοφική βάση και το εύρος της δυνατότητας των πολιτών να

καταφεύγουν σε μορφές ανυπακοής έναντι των κρατικών αποφάσεων.

984

Στο ίδιο, σ. 511-525, Joseph Major, «Liberal justice, future people and natural resource conservation»,

Philosophy & Public Affairs, τ. 38, 2010, σ. 380-408 και Wolfgang Kahl, «Staatsziel Nachhaltigkeit und

Generationengerechtigkeit», Die Öffentliche Verwaltung, τ. 62, 2009, σ. 2-13.

985 Ενδεικτικά, John O’Neill, «Representing people, representing nature, representing the world»,

Environment and Planning, τ. 19, 2001, σ. 483-500, Kristian Skagen Ekeli, «Giving a voice to posterity:

Deliberative democracy and representation of future people», Journal of Agricultural and Environmental

Ethics, τ. 18, 2005, σ. 429-450, Thompson, «Democracy in time», ό.π. και Μatthew Wolf, «The shadows

of future generations», Duke Law Journal, τ. 57, 2008, σ. 1897-1932.

Κατά την παραπάνω σύλληψη, καίτοι η αρχή της πλειοψηφίας αποτελεί

αναμφίβολα τη «βασιλική οδό» για τη διαδικασία σχηματισμού πολιτικής θέλησης,

ταυτοχρόνως τίθεται και ένα ζήτημα «ανακλαστικής διαχείρισης» του εν λόγω κανόνα986

.

Με αυτό εννοείται ότι «οι όροι, οι τρόποι και τα όρια της εφαρμογής της αρχής της

πλειοψηφίας»987

παραμένουν ανοιχτά στη δημοκρατική πολιτική πάλη, η οποία σε τελική

ανάλυση θέτει από μόνη της υπό δοκιμασία την ελλογιμότητα και σταθερότητά της988

.

Με βάση αυτή τη θεώρηση η παραδοσιακή, ευδιάκριτη οριοθέτηση δημοκρατικής

νομιμότητας και νομιμοποίησης σχετικοποιείται. Εάν οι κοινωνικοπολιτικές

προϋποθέσεις εγκυρότητας των πλειοψηφικών αποφάσεων μπορούν να αμφισβητηθούν

ακόμη και πέρα από όσα ορίζει το Σύνταγμα, τότε η τυπική και η ουσιαστική

νομιμοποίηση οδηγούνται σε σύγκρουση, που διανοίγει έναν χώρο δικαιολογημένης μη

συμμόρφωσης των πολιτών989

.

Σύμφωνα με την παραπάνω σύλληψη, στο παρεμβατικό φιλελεύθερο κράτος, που

άρχισε να συγκροτείται από τις αρχές του 20ου

αιώνα, η κοινωνική συνεργασία

στηριζόταν σε ένα πρόγραμμα με στόχο την κυριαρχία επί της φύσης και

986

Jürgen Habermas, «Ziviler Ungehorsam: Testfall für den demokratischen Rechtstaat: Wider den

autoritären Legalismus in der Bundesrepublik», σε P. Glotz (επιμ.), Ziviler Ungehorsam im Rechtsstaat,

Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1983, σ. 29–53, (50).

987 Στο ίδιο.

988 Claus Offe, «Politishe Legitimation durch Mehrheitsendscheidung?», σε B. Guggenberger/C. Offe

(επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 150-183, (151).

989 Bernd Guggenberger, «Die neue Macht der Minderheit», ό.π., σ. 207-251, (215) και του ίδιου, «Wo die

Macht der Mehrheiten endet», T. Meyer, et al. (επιμ.), Widerstandsrecht in der Demokratie, ό.π., σ. 120-

131.

προσανατολισμό στην διασφάλιση της υλικής ευημερίας990

. Στην ύστερη νεωτερικότητα,

οι συναινέσεις γύρω από αυτές τις θεμελιώδεις αξίες αρχίζουν να κλονίζονται από νέα

κοινωνικά κινήματα, με αποτέλεσμα το ξέσπασμα πρωτόγνωρων πολιτικών

συγκρούσεων. Οι εν λόγω κοινωνικοπολιτικές ομάδες επιδιώκουν νέες μορφές

κοινωνικής συνεργασίας, καθώς και μια μη ιεραρχικού τύπου ενσωμάτωση του

ανθρώπου και της τεχνολογίας στο φυσικό περιβάλλον991

.

Ειδικά στο ζήτημα της νομιμοποίησης των πλειοψηφικών διαδικασιών οι

πολιτικές εντάσεις αφορούν σε έναν τύπο αποφάσεων «μη αναστρέψιμων» στις υλικές

τους συνέπειες. Πρόκειται για συλλογικές αποφάσεις, που λόγω της ιδιαίτερης φύσης

τους μπορούν να ανακληθούν από την πολιτική κοινότητα μόνο τυπικά, ενώ στην ουσία

η ίδια η εφαρμογή τους παραβιάζει την αρχή προσωρινότητας της λαϊκής θέλησης. Όταν

μια πλειοψηφία επιλέξει, για παράδειγμα, να εγκαταστήσει πυρηνικούς αντιδραστήρες,

δεν μπορεί πλέον να γίνει λόγος για διαμόρφωση “νέας πλειοψηφίας” επί του θέματος992

.

Ακόμη κι εάν οι αντιδραστήρες σφραγιστούν, η ραδιενεργή μόλυνση που θα έχει

προκληθεί δεν θα είναι δυνατό να αναστραφεί.

Ο Ulrich Preuß κατέδειξε πολύ πειστικά ότι το ζήτημα καλεί σε μια νέα σύλληψη

της αρχής της αμοιβαιότητας στο δημοκρατικό κράτος δικαίου, η οποία δέον να

990

Iring Fetscher, «Ökologie und Demokratie: Ein Problem der politischen Kultur», Aus Politik und

Zeitgeschichte, τ. 32, 1982, σ. 27-34 και Bernd Guggenberger/Claus Offe, «Politik aus der Basis:

Herausforderung der parlamentarischen Mehrheitschdemokratie», σε των ίδιων, An den Grenzen der

Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 8-21, (15).

991 Iring Fetscher, «Wieviel Konsens gehört zur Demokratie?», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den

Grenzen der Mehheitsdemokratie, ό.π., σ. 196-206, (205).

992 Bernd Guggenberger, «An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie», ό.π., σ. 184-195, (190).

κατανοηθεί σε διαχρονική προοπτική993

. Εφόσον οι αστικές επαναστάσεις, που

θεμελίωσαν τις σύγχρονες δημοκρατίες, διεκδίκησαν την ελευθερία να ανασυνθέσουν

συνολικά τις κοινωνίες και τις πολιτείες, πρέπει παρόμοια δυνατότητα να αναγνωριστεί

και στις μελλοντικές γενεές994

. Ειδάλλως η πολιτική τους αυτονομία δεν θα έχει γίνει

σεβαστή.

Ο Preuß έστρεψε αυτή την επιχειρηματολογία ενάντια στην επικρατούσα

φιλελεύθερη αντίληψη, που, κατά την άποψή του, υπήρξε και το θεμέλιο της γερμανικής

συνταγματικής νομολογίας σχετικά με τους πυρηνικούς αντιδραστήρες. Υποστήριξε

ορθά ότι είναι αδύνατο να αντιμετωπιστεί το ζήτημα των συλλογικών μορφών

διακινδύνευσης βάσει του σχήματος διανομής αγαθών και πόρων. Οι μελλοντικές γενεές

δεν είναι δυνατό να επιβαρυνθούν όμοια με τις σημερινές με τους κινδύνους της τεχνικής

προόδου, επειδή θα απολαύσουν τάχα και τους καρπούς της995

. Τέτοια θέση

αντιλαμβάνεται τους μελλοντικούς ανθρώπους ως παθητικούς αποδέκτες «ωφελημάτων»

και «βαρών», δίχως να συνυπολογίζει τη διάσταση της δικής τους πολιτικής αυτονομίας.

Μολαταύτα, θεμελιώδης προσδοκία των επιγενόμενων γενεών αποτελεί η δυνατότητα να

προσδιορίσουν δημοκρατικά τους όρους της συνύπαρξής τους, αδέσμευτες από τις

συλλογικές επιλογές των προγόνων τους.

993

Ulrich Preuß, «Die Zukunft: Müllhalde der Gegenwart?», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den

Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 224-239.

994 Ulrich Preuß, «Sozialer Fortschritt oder politische Freiheit?», σε του ίδιου, Revolution, Fortschritt und

Verfassung, Fischer, Frankfurt/a.M. 1994, σ. 29-46. Μια παρόμοια αντίληψη για την αμοιβαιότητα

διατυπώνει ο Brian Barry: «Εφόσον έχουμε λάβει ωφέλεια από τους προγόνους μας, κάποια αρχή

δικαιοσύνης μας υποχρεώνει να παρέχουμε ωφέλεια στους επιγόνους μας», Democracy, power, and

justice, ό.π., σ. 483.

995 Preuß, «Die Zukunft: Müllhalde der Gegenwart?», ό.π., σ. 38.

Η ανωτέρω θεώρηση επέσυρε σκληρή κριτική, με επιχείρημα αιχμής ότι

πρακτικά όλες οι σημαντικές αποφάσεις εντός μια δημοκρατικής τάξης διαθέτουν

τουλάχιστον μια μη αναστρέψιμη πτυχή996

. Συνέπεια λοιπόν του σχετικού περιορισμού

της πλειοψηφικής διαδικασίας θα είναι η περιστολή της «στα τετριμμένα»997

, η

συντηρητική τάση διατήρησης του status quo998

ή ακόμη και μια «απαγόρευση της ίδιας

της πολιτικής»999

. Κατά το πολυσυζητημένο παράδειγμα που χρησιμοποίησε σε μια

ομιλία του ο δημοσιολόγος Josef Isensee, όταν ένα παιδί λαμβάνει δημόσια εκπαίδευση,

η γνωστική του υποδομή, αλλά ακόμη και η προσωπικότητά του διαμορφώνονται κατά

τρόπο μη αναστρέψιμο, χωρίς αυτό να είναι επιλήψιμο1000

.

Το πιο πάνω παράδειγμα δεν είναι πειστικό, καθώς μεταβαίνει αστόχαστα από το

πλαίσιο της συλλογικής σε αυτό της ατομικής αυτονομίας. Η ελευθερία επιλογής ενός

λαού και ενός προσώπου είναι προφανώς κάτι διαφορετικό. Μολαταύτα, ακόμη και στο

επίπεδο της ατομικής ελευθερίας είναι δυνατό να γίνει λόγος περί «αναστρεψιμότητας»

από δημοκρατική σκοπιά. Έτσι, σε αντίθεση με ό,τι υπέθετε ο Isensee αποστολή της

δημοκρατικής παιδείας είναι να εξοπλίσει τα υποκείμενα με τις απαραίτητες κριτικές

996

Winfried Steffany, «Mehrheitsentscheidungen und Minderheiten in der pluralistischen

Verfassungsdemokratie», Zeitschrift für Perlamentsfragen, τ. 17, 1986, σ. 568-586, (585).

997 Ernst Benda, «Konsens und Mehrheitsprinzip im Grundgesetz und in der Rechtsprechung des

Bundesverfassungsgerichts», σε H. Hattenhauer/W. Kaltefreiter (επιμ.), Mehrheitsprinzip, Konsens und

Verfassung, C.F. Müller, Heidelberg, σ. 61-77, (68).

998 Manfred Schmidt, Θεωρίες δημοκρατίας, Ε. Δεκαβάλα (μετ.), Σαββάλας, Αθήνα 2004, [2000], σ. 324-

325.

999 Heinrich Oberreuter, «Mehrheiten und Minderheiten in der parlamentarischen Demokratie», σε του

ίδιου (επιμ.), Wahrheit statt Mehrheit? ό.π., σ. 23-43.

1000 Όπως μεταφέρεται από τον Steffany, «Mehrheitsentscheidungen und Minderheiten in der

pluralistischen Verfassungsdemokratie», ό.π., σ. 585.

δυνάμεις και ικανότητες, ώστε να είναι σε θέση να αμφισβητούν την επικρατούσα γνώση

και τις κληρονομημένες μορφές ζωής1001

.

Σε κάθε περίπτωση, οι επικριτές της ανακλαστικής θεώρησης εκκινούν από μια

μάλλον στενά «συνταγματική» σύλληψη της λαϊκής κυριαρχίας, ως εξουσιαστικής

αρμοδιότητας για την παραγωγή νόμων και την άσκηση κυβερνητικής πολιτικής. Από

αυτήν την περιορισμένη οπτική, η αποφυγή των μη αναστρέψιμων αποφάσεων συνιστά

πράγματι περιορισμό της δημοκρατικής αρχής. Εάν όμως η λαϊκή εξουσία συνδεθεί με

μια βαθύτερη σύλληψη αυτοκυβέρνησης και ως δημοκρατική πολιτική κατανοηθεί «ο

τρόπος με τον οποίο η κοινωνία επιδρά επί του εαυτού της προκειμένου να διατηρήσει ή

να μεταβάλλει όλες τις μεστές νοήματος σχέσεις που τη συνέχουν»1002

, τότε η ανωτέρω

αυτοσυγκράτηση σε διαχρονική προοπτική καθόλου δεν θίγει τη συλλογική ελευθερία

των ζώντων.

Σε μια εξειδικευμένη μελέτη, η Birgit Palzer-Rollinger διερευνά το ζήτημα με τα

μέσα της κοινωνιολογίας του κινδύνου1003

. Η θεωρητική αυτή προσέγγιση αφορμάται

από την υπόθεση ότι η νεωτερικότητα διανύει τη δεύτερη, μεταβιομηχανική φάση της,

κατά την οποία τα υποκείμενα υπό την πίεση νέων τύπων συλλογικής διακινδύνευσης1004

1001

Amy Gutmann, «Civic education and social diversity», Ethics, τ. 105, 1995, σ. 557-579.

1002 Dick Howard, The specter of democracy, Columbia University Press, New York 2002, σ. 204.

1003 Palzer-Rollinger, Zur Legitimität von Mehrheitsentscheidungen, ό.π.

1004 Σε αντίθεση με τους κλασικούς κινδύνους, τους οποίους ήταν σε θέση να αντιμετωπίσει το κοινωνικό

και παρεμβατικό κράτος, οι νέοι κίνδυνοι είναι α) μη προσδιορίσιμοι χωροχρονικά (π.χ. πυρηνικά

ατυχήματα), β) δεν μπορούν να καταλογιστούν σε συγκεκριμένους δρώντες ή αιτίες (καταστροφή της

οζοντόσφαιρας), γ) είναι απρόβλεπτοι και δ) οι προκαλούμενες βλάβες δεν είναι δυνατό να

αποκατασταθούν, εάν επέλθουν. Βλ. Scott Lash/John Urry, Economies of signs and space, Sage, London

1994, σ. 30-37 και Ulrich Beck, «Living in a world risk society», Economy and Society, τ. 39, 2006, σ. 329-

345, (332-336).

εξωθούνται σε συνολική θεματοποίηση των θεμελίων της σύγχρονης κοινωνίας1005

. Σε

αυτό το πλαίσιο, η Palzer-Rollinger υποστηρίζει την άποψη ότι η αποφυγή μη

αναστρέψιμων αποφάσεων δεν αποτελεί τυπική προϋπόθεση εγκυρότητας των

λαμβανομένων αποφάσεων, ούτε περιορισμό της πλειοψηφικής αρχής. Πρόκειται μάλλον

για «απορία» του πλειοψηφικού κανόνα, δηλαδή για ενδοφυή έκφανση

απονομιμοποίησης1006

.

Προκειμένου να σταθεροποιηθούν οι δημοκρατικές επιδόσεις των συστημάτων

απόφασης, προαπαιτείται να οικοδομηθεί ένας συμπεριληπτικός/ συμμετοχικός δημόσιος

χώρος, στον οποίο επαϊοντες, πολιτικοί και κοινωνικά κινήματα θα συνεισφέρουν σε

συζητήσεις σχετικά με την πρόβλεψη, την αποτίμηση και τη «δίκαιη κατανομή» των

διακινδυνεύσεων1007

. Η πολυφωνική αυτή σφαίρα αρμόζει να διαπερνάται από μια

αντίληψη περί συλλογικής κοινωνικοπολικής ευθύνης, η οποία θα μεταβαίνει από το

παραδοσιακό πρότυπο της ατομικής ηθικότητας σε αυτό της επικοινωνιακής

αλληλόδρασης των υποκειμένων1008

.

1005

Ulrich Beck, Η επινόηση του πολιτικού: Για μια θεωρία του εκσυγχρονισμού, Κ. Καβουλάκος (μετ.),

Λιβάνης, Αθήνα 1996, [1993], σ. 114-119.

1006 Palzer-Rollinger, Zur Legitimität von Mehrheitsentscheidungen, ό.π., σ. 157-157. Η διάκριση μεταξύ

περιορισμών και αποριών από τον Norberto Bobbio, «Die Mehrheitsregel: Grenzen und Aporien», σε B.

Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 108-131.

1007 Palzer-Rollinger, Zur Legitimität von Mehrheitsentscheidungen, ό.π., σ. 175-182 και 223-223 και Beck,

Η επινόηση του πολιτικού, ό.π., σ. 230-234.

1008 Palzer-Rollinger, Zur Legitimität von Mehrheitsentscheidungen, ό.π., σ. 210-215. Βλ. για το ζήτημα την

ανάλυση του Karl-Otto Apel, «How to ground a universalistic ethics of co-responsibility for the effects of

collective action and activities?», Philosophica, τ. 52, 1999, σ. 9-29.

Ως εκ τούτου ο εμπλουτισμός των δημοκρατικών διαβουλεύσεων με διαγενεακά

ηθικά και επιστημικά στοιχεία αποτελεί σήμερα επιτακτικό χρέος1009

. Εάν ωστόσο η

Palzer-Rollinger αξιοποιούσε το επικοινωνιακό υπόδειγμα της δημοκρατίας ως

εφαλτήριο προβληματισμού επί των κοινωνικοπολιτικών προϋποθέσεων διεξαγωγής

συμπεριληπτικών συζητήσεων, η στάση της έναντι των δομών της διακινδύνευσης

διέθετε ίσως μεγαλύτερη κριτική ετοιμότητα. Καθώς παντοειδείς κίνδυνοι βιώνονται ως

ατομική και συλλογική εμπειρία που διαμορφώνει την κατάσταση του πολιτικού

υποκειμένου1010

, προτού κάποιος θέσει το ζήτημα της μορφής και της δημοκρατικής αξίας

των διαβουλεύσεων σχετικά με τους νέους κινδύνους, οφείλει πρώτα να διερωτηθεί ως

προς την έμπρακτη δυνατότητα της ελεύθερης επικοινωνίας σε συνθήκες αβεβαιότητας.

Ένας Αμερικανός πολιτικός φιλόσοφος απέδωσε γλαφυρά την αποξένωση που

βιώνουν τα υποκείμενα στις καθημερινές σχέσεις των κοινωνιών της αβεβαιότητας: «Το

να ζω στην Αμερική της προεδρίας Reagan ή Clinton κατά τη δεκαετία του ’80 και ’90,

και να είμαι εύπορος, να ευημερώ ή να είμαι μορφωμένος οδηγεί, σε συνεχή

αντιπαράθεση με τον “άλλο”, μια πρόσληψή του όχι ως θύματος ενός απάνθρωπου

συστήματος που τον περιθωριοποιεί, αλλά ως “άλλο” σε σχέση με εμένα, ως

διαφορετικό: είναι άνεργος, ενώ εγώ εργάζομαι, βρώμικος, ενώ εγώ είμαι καθαρός,

ομοφυλόφιλος, ενώ εγώ ετερόφυλος, πεινασμένος, ενώ εγώ χορτάτος, άστεγος, ενώ εγώ

1009

James Bohman, «Children and the rights of citizens: Nondomination and intergenerational justice»,

The ANNALS of the American Academy of Political and Social Sciences, Ιανουάριος 2011, σ. 128-140 και

Torbjörn Tännsjö, «Future people, the all affected principle, and the limits of aggregation model of

democracy», Papers on Ideology, Oppression and Democracy, University of Stockholm,

(http://people.su.se/~guarr/Ideologi/Ideologi.htm)

1010 Jane Franklin, «Politics and risk», σε G. Mythen/S. Walklate (επιμ.), Beyond the risk society: Critical

reflections on risk and human security, Open University Press, New York 2006, σ. 149-168, (151-52).

έχω κατοικία. Η ζωή, εν τούτοις, στην ύστερη κεφαλαιοκρατία είναι τόσο ρευστή, ώστε,

όπως γνωρίζω πολύ καλά, ανά πάσα στιγμή μπορεί να βρεθώ στην άλλη πλευρά,

άνεργος, βρώμικος, πεινασμένος, άστεγος»1011

.

Σε αυτό το κοινωνικό περιβάλλον προϊούσας ανασφάλειας, η ίδια η διαδικασία

συνεργατικής αναζήτησης της αλήθειας καθίσταται δυσεπίτευκτη ή και απατηλή. Όπως

διείδε ήδη ο «κλασικός της διακινδύνευσης» Thomas Hobbes, ενόψει της γενικευμένης

αβεβαιότητας, είναι πιθανότερο οι κοινωνίες να επιλέξουν την ευελιξία και τη

σταθερότητα μιας απολυταρχικής πολιτικής εξουσίας, παρά τις «δύσκαμπτες» και

«απρόβλεπτες» διαδικασίες της δημοκρατικής διαβούλευσης1012

. Μεταξύ των ανθρώπων

που δρουν στο πλαίσιο κοινωνικού συστήματος διαρκούς διακινδύνευσης μόνο μια

μορφή αλληλεγγύης μπορεί να αναπτυχθεί, αυτή δηλαδή που θα κατευθύνεται «στο

ξεδίπλωμα μιας συλλογικής πράξης υπέρβασης του συστήματος αυτού»1013

.

Κατά συνέπεια ούτε η δημοκρατία, ούτε το κράτος δικαίου μπορούν να ανθίσουν

επαρκώς σε εποχή γενικευμένης διακινδύνευσης. Για τα χειραφετικά εγχειρήματα δεν

τίθεται ζήτημα για δίκαιη κατανομή της διακινδύνευσης, αλλά για ουσιαστική τιθάσευσή

της. Επί ποινή ακύρωσής τους, αυτά επιβάλλεται να αποβλέπουν σε εξασφάλιση των

προϋποθέσεων καλής αναπαραγωγής των κοινωνιών και των όρων αξιοπρεπούς

διαβίωσης των ανθρώπων, σε ολόκληρο τον πλανήτη, σήμερα και στο διηνεκές.

1011

James Marsh, Critique, action, and liberation, State University of New York Press, New York 1995, σ.

181-182.

1012 Για τη λειτουργία της διακινδύνευσης ως εργαλείου εξουδετέρωσης της αντιπολίτευσης και

ενίσχυσης των κρατούντων, βλ. Deborah Lupton, Risk, Routledge, London 1999, σ. 88-89.

1013 Στο ίδιο, σ. 183.

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ

Σε ένα ιστορικό περιβάλλον, στο οποίο μέρος του πολιτικού στοχασμού θέτει υπό

αμφισβήτηση τη δυνατότητα των κοινωνιών να αυτοκυβερνηθούν, η αρχή της

πλειοψηφίας βάλλεται από ποικίλες φιλοσοφικές και πολιτικές οπτικές γωνίες. Στόχος

των αναλύσεων που προηγήθηκαν ήταν να υποστηριχθεί τόσο η νομιμοποιητική

λειτουργία του κανόνα της πλειοψηφίας, όσο και η κανονιστική αξία του χαρακτηρισμού

της δημοκρατικής αρχής ως εξουσίας της πλειοψηφίας.

Οι πιο επιθετικές κριτικές αιχμές προέρχονται από τις θεωρίες της Δημόσιας και

της Κοινωνικής Επιλογής. Σύμφωνα με την πρώτη, οι πλειοψηφικές διαδικασίες

παρουσιάζουν ενδογενή επιρρέπεια στην ικανοποίηση ιδιαίτερων συμφερόντων. Οι

εξισωτικές θεσμικές διαρθρώσεις επιτρέπουν στα υποκείμενα την ανάπτυξη στρατηγικών

επιδιώξεων, που κατατείνουν στην αναδιανομή του πλούτου σε βάρος της κοινής

ευημερίας. Η θέση αυτή αποσκοπεί πολιτικά στην ενίσχυση του νεοφιλελεύθερου

επιχειρήματος, καθώς «διαδικαστικοποιεί» την κριτική στο παρεμβατικό κράτος και την

αναδιανεμητική πολιτική, που πρέπει να ασκηθεί στα συστήματα της καθολικής

πολιτικής συμμετοχής. Συνάμα, επαναφέρει παραδοσιακές θεωρήσεις του ζητήματος της

δημοκρατικής «τυραννίας», οι οποίες εστίασαν στην τάση της δημοκρατικής αρχής να

«μεροληπτεί» υπέρ των κατώτερων κοινωνικών τάξεων.

Η παραπάνω αμφισβήτηση των θεσμών της πλειοψηφικής δημοκρατίας

αποκαλύπτει, στην πραγματικότητα, ένα σημαντικό λόγο, για να επιμένει η πολιτική

θεωρία στον χαρακτηρισμό του δημοκρατικού πολιτεύματος ως εξουσίας των «πολλών».

Το στοιχείο αυτό παραπέμπει σε θεσμούς κατανομής της πολιτικής ισχύος στην

κατεύθυνση της ενίσχυσης των κοινωνικά ασθενέστερων. Οι δημοκρατικοί θεσμοί είναι

«πλειοψηφικοί», όταν αντισταθμίζουν την άνιση κατανομή της κοινωνικής δύναμης και

επιτρέπουν στους αδύναμους να επιδράσουν επί των κοινωνικών δομών, ως ισότιμοι

πολίτες εν σχέσει προς όσους ανήκουν στις τάξεις των οικονομικά ισχυρών.

Στην παράδοση της «μαθηματικής» επεξεργασίας των δημοκρατικών θεσμών, οι

υποστηρικτές της Κοινωνικής Επιλογής αμφισβητούν την ύπαρξη κάποιου είδους

συλλογικής θέλησης, την οποία οι πλειοψηφικές αποφάσεις αποτυπώνουν. Η

συγκεκριμένη αιτίαση καταδεικνύει τη δήθεν απόλυτη αδυναμία της δημοκρατικής

διαδικασίας να συναιρέσει ατομικές επιλογές σε συλλογικές αποφάσεις, καθώς

οποιοσδήποτε κανόνας σύνθεσης θα πλήττεται από φαινόμενα κυκλικότητας. Αυτό

σημαίνει ότι, στην καλύτερη περίπτωση, τα αποτελέσματα των πολιτικών διεργασιών

είναι τυχαία, ώστε είναι αδύνατο να γίνεται λόγος για πολιτική κοινότητα που

«αποφάσισε».

Το πιο σημαντικό όμως ζήτημα, που τίθεται από την πλευρά της μελέτης των

μαθηματικών «ατελειών» της δημοκρατικής μεθόδου, αφορά στην υπόθεση της εγγενώς

χειραγωγήσιμης πολιτικής διαδικασίας. Πράγματι, εάν η τελευταία μπορεί να καταλήξει

σε ποικίλες κατευθύνσεις, δεν είναι δυνατό να αποκλειστεί η δυνατότητα των ηγετικών

ομάδων να την καθοδηγούν σε επιθυμητές για τις ίδιες εκβάσεις. Χάρη σ’ αυτή τη

διαπίστωση, οι θιασώτες της Κοινωνικής Επιλογής νομίζουν ότι είναι σε θέση να

επιβεβαιώνουν τα πορίσματα της κλασικής θεωρίας των διευθυντικών τάξεων (élites).

Ωστόσο, όπως δείξαμε, η ανωτέρω κριτική εδράζεται στην παραδοχή ενός

αμερόληπτου πολιτικού πολιτισμού, δηλαδή μιας τυχαίας κατανομής των ατομικών

επιλογών στις προτιμήσεις των υποκειμένων. Οποιαδήποτε «τακτοποίηση» αυτών των

επιλογών εξαλείφει την πιθανότητα εμφάνισης κυκλικότητας. Τούτο δεν εξηγεί μόνον

την παντελή απουσία τέτοιων φαινομένων στους πολιτικούς θεσμούς και την εμπειρία

των ίδιων των υποκειμένων. Αποδεικνύει προσέτι ότι η δημοκρατική πολιτική δεν

αποτελεί μια κοινωνικοπολιτικά ουδέτερη διαδικασία σύνθεσης ατομικών προτιμήσεων,

αδιάφορων ως προς την ουσία τους. Η πλειοψηφία συνιστά συγκερασμό πολιτικών

γνωμών, αποτυπώνοντας ισορροπίες μεταξύ κοινωνικά προσδιορισμένων συμφερόντων,

τα οποία διαπλάθονται κατά τη διεξαγωγή δημόσιων διαβουλεύσεων. Ο προβληματισμός

της Κοινωνικής Επιλογής δείχνει εν τέλει να επικυρώνει άθελά του τη διαβουλευτική

θεώρηση του δημοκρατικού ζητήματος. Η «θέληση» του λαού μπορεί να αποκτήσει

νόημα, μόνο στα πλαίσια μιας διαδικασίας ανταλλαγής επιχειρημάτων, με έντιμη

κατάστρωση της ημερήσιας διάταξης διαδικασιών, πρόσφορα για άξια λόγου πολιτική

συνεργασία.

Οι διαισθήσεις των ιδαλγών της θεωρίας των διευθυντικών ομάδων δεν είναι

βεβαίως εσφαλμένες. Πλείστες εκφάνσεις πρακτικής χειραγώγησης ενδημούν στους

θεσμούς των σύγχρονων φιλελεύθερων συστημάτων, ακυρώνοντας συστηματικά την

ουσιαστική πραγμάτωση της κυριαρχίας του λαού. Τα τυποκρατικά, όμως, υποδείγματα

ανάλυσης, τα οποία μετέρχονται θεωρητικοί της Κοινωνικής Επιλογής δεν διαφωτίζουν

τις αιτίες αυτών των προβλημάτων. Η επιτήδεια ποδηγέτηση των πολιτικών διαδικασιών

προς συγκεκριμένες κατευθύνσεις δεν οφείλεται σε «λογικές» ατέλειες των κανόνων

λήψης απόφασης, αλλά σε υποστατές κοινωνικές σχέσης εξουσίας, που παρεισδύουν

στρεβλωτικά στους πολιτικούς ανταγωνισμούς.

Η διαλογική θεώρηση της δημοκρατικής αρχής συμβάλλει ουσιαστικά στην

απαλλαγή από ορισμένες σφαλερές ιδέες γύρω από τη λαϊκή βούληση. Οι δημοκρατικές

διεργασίες δεν οφείλουν να «ανακαλύπτουν» μια από πριν δεδομένη θέληση του

πολιτικού σώματος. Ούτε οι πολιτικές αποφάσεις είναι άξιες υπακοής, απλώς και μόνον

επειδή ο λαός τις «επιθυμεί» με κάποιο τρόπο. Ωστόσο, ως δεοντολογικό μέγεθος η

κατασκευή της συλλογικής βούλησης συνεχίζει να διατηρεί το ενδιαφέρον της. Αποτελεί

στοιχείο της αξίωσης για διαδικασίες που σέβονται την αυτονομία των πολιτών. Τους

αντιμετωπίζουν ως υποκείμενα άξια να συμμετέχουν ισότιμα στη λήψη των πολιτικών

αποφάσεων, εκφράζοντας τη δική τους γνώμη από κοινού με όλους, για τη διάγνωση του

κοινού καλού.

Με αυτή την έννοια, το αίτημα για ελεύθερη και ανόθευτη εκδήλωση της λαϊκής

θέλησης στο άρθρο 52 του ελληνικού Συντάγματος δεν αποτελεί απλώς ρύθμιση που

επιτάσσει τήρηση των τυπικών προϋποθέσεων διαμόρφωσης του εκλογικού

αποτελέσματος, σύμφωνα με τις επιλογές των ψηφοφόρων. Κατά τη νομολογία των

ελληνικών δικαστηρίων, η ρυθμιστική εμβέλεια της ρήτρας περιλαμβάνει επίσης και

τους δίκαιους όρους σχηματισμού της γνώμης των πολιτών. Όταν η γνώμη αυτή είναι

αποτέλεσμα επιβολής ή χειραγώγησης, τότε προφανώς η «λαϊκή θέληση» δεν έχει

εκφραστεί κατά τους ορισμούς του Συντάγματος1014

. Με μια έννοια, η ιδέα της

ανόθευτης βούλησης του συλλογικού σώματος αιτείται την κατοχύρωση μιας καντιανής

1014

Για περιπτώσεις εξαπάτησης και αθέμιτου επηρεασμού των εκλογέων, που μπορούν να οδηγήσουν σε

ακυρότητα τις διαδικασίες, βλ. Μιχάλης Πικραμένος, Η αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της

λαϊκής θέλησης, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1993, σ. 40-41.

σύλληψης της ελευθερίας στην πολιτική της διάσταση, δηλαδή «μιας ελευθερίας από

οποιαδήποτε εξουσία εκτός από τον δικό μας Λόγο, κατά τη διαμόρφωση της θέλησής

μας»1015

.

Αναμφίλεκτα, το ενδιαφέρον των αθροιστικών υποδειγμάτων δημοκρατίας για

δίκαιη κατανομή της επιρροής στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων δέον να ενσωματωθεί

στον προβληματισμό της διαβουλευτικής θεώρησης για τη δημοκρατική αρχή. Ωστόσο,

αντί να αποτελέσει βάση αμφισβήτησης της πλειοψηφικής αρχής –όπως συμβαίνει στην

περίπτωση της Δημόσιας και της Κοινωνικής Επιλογής– αρμόζει να λειτουργήσει ως

οπτική κριτικής στις δομές των σύγχρονων κοινωνιών, που επιδρούν παραμορφωτικά

στην άσκηση της λαϊκής κυριαρχίας. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η διαβουλευτική θεώρηση της

δημοκρατίας μπορεί να εξελιχθεί σε ένα «επαναστατικό ιδεώδες», εφόσον είναι σε θέση

να διεκδικεί «ουσιωδώς περισσότερο εξισωτικές πολιτικές και οικονομικές συνθήκες, σε

σύγκριση με τις υφιστάμενες στις σημερινές κοινωνίες»1016

.

Το υποκείμενο της πλειοψηφικής διαδικασίας έχει αποτελέσει πεδίο έντονης

διαμάχης ήδη από την κλασική θεωρία. Τόσο στη φιλελεύθερη αντίληψη, όσο και στον

ρεπουμπλικανισμό, ο λαός κατανοήθηκε ως συλλογικό υποκείμενο κλειστό και

ομοιογενές, ενώ η συγκρότησή του αποδόθηκε άλλοτε σε προπολιτικές και άλλοτε σε

δεδομένες συνταγματικές διεργασίες. Για τις θεωρήσεις αυτές, δεν τίθεται ζήτημα

νομιμοποίησης κατά τη συγκρότηση του υποκειμένου της λαϊκής εξουσίας. Οι αρχές της

ίσης ελευθερίας μπορούν να ενεργοποιηθούν, μόνον αφού ο λαός προϋπάρξει πολιτικά

1015

Susan Neiman, The unity of reason: Rereading Kant, Oxford University Press, New York 1994, σ. 118

και Κώστας Σταμάτης, Κριτική θεωρία δικαιοσύνης: Θεμελίωση αρχών, Σαββάλας, Αθήνα 2011, σ. 300-

306. 1016

Archon Fung, «Deliberation before the revolution: Toward an ethics of deliberative democracy»,

Political Theory, τ. 33, 2005, σ. 397-419, (397-398).

και νομικά. Αυτή η θεωρητική στάση στάθηκε πρόξενος ποικίλων πολιτικών

αποκλεισμών στις νεωτερικές κοινωνίες.

Ωστόσο, σύγχρονες παραδόσεις σκέψεις, όπως ο μεταδομισμός, που

καταγγέλλουν τους αθέμιτους περιορισμούς στη δημοκρατική συμμετοχή, δεν

δοκιμάζουν καν να αρθρώσουν κάποια βάση για κανονιστική θεώρηση του προβλήματος

της δημοκρατικής συμπερίληψης των ανθρώπων. Υπολαμβάνουν παραδόξως ότι, από

την ίδια της τη φύση, η δημοκρατική εξουσία μπορεί να ασκηθεί, μόνον όταν κάποιοι

τίθενται εκτός του συλλογικού υποκειμένου, λίγο-πολύ αυθαίρετα. Δίχως όμως μια

θεωρία δίκαιης αξίωσης για δημοκρατική συμμετοχή των πολιτών, η καταγγελία των

αποκλεισμών στερείται νοήματος ή αυτοακυρώνεται.

Στις αναλύσεις του Τρίτου Μέρους, επιχειρήθηκε η υπέρβαση των παραπάνω

θεωρητικών αδυναμιών μέσω της κατασκευής ενός νοήματος περί λαού, του οποίου η

οριοθέτηση είναι προσωρινή, παραμένοντας ως οντότητα ανοιχτός σε

επαναπροσδιορισμό. Με αυτόν τον τρόπο, οι θεσμοί της ιδιότητας του πολίτη στο ανά

χείρας δοκίμιο εννοιολογήθηκαν ως δικαιολογημένη μηχανισμοί συμπερίληψης και όχι

αποκλεισμού. Ωστόσο, η ιδέα μιας χωρίς συλλογικό υποκείμενο δημοκρατικής

διαδικασίας, που κινητοποιείται από την ανταλλαγή επιχειρημάτων εντός ενός ανώνυμου

κοινού, απορρίφθηκε ως αλυσιτελής. Μια συλλογική οντότητα, που ασκεί υπεύθυνα την

εξουσία, σχηματίζοντας δεσμευτική πολιτική θέληση, αποτελεί όρο για την άσκηση της

δημοκρατικής αυτοκυβέρνησης.

Η αξίωση των υποκειμένων για συμμετοχή στο συλλογικό αυτοκαθορισμό δεν

εκπηγάζει άμεσα από την εμπλοκή τους σε κοινωνικές σχέσεις, ούτε περιορίζεται όμως

και στις εθνικές κρατικές δομές, όπως διατείνονται η σύγχρονη κοσμοπολιτική και η

παραδοσιακή θεωρία της δημοκρατίας αντίστοιχα. Η δημοκρατική νομιμοποίηση

επιβάλλει τη συμμετοχή των ανθρώπων σε κάθε κέντρο άσκησης πολιτικής και

κοινωνικής ισχύος, το οποίο μπορεί να αποτελέσει πηγή κατεξουσιαστικής επιβολής ή

εκμετάλλευσης. Διότι μόνον έτσι καταξιώνεται η προσωπική και συλλογική αυτονομία

ως φέρουσα αξία για αρχές δικαιοσύνης, όπως η ελευθερία, η ισότητα, η αλληλεγγύη.

Με βάση την πιο πάνω αρχή, προσήκει όντως να τεθεί ζήτημα εκδημοκρατισμού

της αναδυόμενης παγκόσμιας κοινωνίας, εφόσον οι υποστατές διαρθρώσεις της

παράγουν συστηματικά μορφές μονομερούς κατίσχυσης. Τα υποκείμενα θα πρέπει να

διαθέτουν στο διηνεκές όλες τις θεσμικές και κοινωνικές προϋποθέσεις, που θα

επιτρέπουν τη θεματοποίηση των σχέσεων κατεξουσίασης τόσο σε ενδοπολιτική όσο και

σε μια υπερεθνική δημοκρατική δομή διαβούλευσης και λήψης δεσμευτικών

αποφάσεων. Το εν λόγω κοσμοπολιτικό όραμα δεν θα ολοκληρωθεί με την ανάπτυξη

ενός υπερεθνικού χώρου επικοινωνίας, όπως πιστεύουν πολλοί ακόλουθοι του

διαλογικού υποδείγματος δημοκρατίας. Δίχως αμφιβολία, η κοινωνία πολιτών αποτελεί

συστατικό ζωτικής σημασίας για τη νομιμοποίηση μιας σύγχρονης πολιτείας.

Μολαταύτα, οι δημοκρατικές επιδόσεις της εθνικής κοινωνίας πολιτών κατέστησαν

κατορθωτές, ακριβώς διότι αυτή συνάπτεται με ένα συμμετοχικό πολιτικό μηχανισμό,

μέσω του οποίου τα υποκείμενα επανακαθορίζουν τις κοινωνικές σχέσεις που τα

συνδέουν. Μόνον μια ανάλογη διαρρύθμιση μπορεί να διαμορφώσει τους όρους του

αυτοκαθορισμού υπερεθνικά. Η κοσμοπολιτική προσέγγιση στο δημοκρατικό ζήτημα δεν

μπορεί, συνεπώς, παρά να φανταστεί παγκόσμιες δομές πλειοψηφικής λήψης

αποφάσεων, στις οποίες τα υποκείμενα θα λαμβάνουν μέρος ως οιονεί συμπολίτες.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΕΛΛΗΝΟΓΛΩΣΣΗ)

Μανώλης Αγγελίδης, Φιλελευθερισμός κλασικός και νέος, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα

1993.

Μανώλης Αγγελίδης, Κοινωνική απορρύθμιση και δημοκρατία, Εξάντας, Αθήνα 2000.

Benedict Anderson, Φαντασιακές κοινότητες: Στοχασμοί για τις απαρχές και τη διάδοση του

εθνικισμού, Π. Χαντζαρούλα (μετ.), Νεφέλη, Αθήνα 1997, [1983].

Αριστοτέλης, Πολιτικά, βιβλ. ΙΙΙ.

Χαράλαμπος Ανθόπουλος, Το πρόβλημα της λειτουργικής δέσμευσης των θεμελιωδών

δικαιωμάτων: Εν όψει του άρθρου 25§§2, 3 και 4 του Συντάγματος, Σάκκουλας, Θεσσαλονίκης

1993.

Hannah Arendt, Η ανθρώπινη κατάσταση, Σ. Ροζάνη/ Γ. Λυκιαρδόπουλου (μετ.), Γνώση, Αθήνα

1986, [1958].

Hannah Arendt, Περί βίας, Β. Νικολαϊδου-Κυριανίδου (μετ.), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2000, [1969],

σ. 102.

Simon Avenell/Herb Thompson, «Ανταγωνιστικές αγορές και περιβάλλον: Μια κριτική εξέταση

των ορθόδοξων οικονομικών», Δημοκρατία και Φύση, Α. Γιαννάκης (μετ.), τ. 2, 1996, σ. 113-

132.

Brian Barry, Οικονομολόγοι, κοινωνιολόγοι και δημοκρατία, Η. Νικολούδης (μετ.), Παπαζήσης,

Αθήνα 1993, [1970].

Φίλιππος Βασιλόγιαννης, «Αρχή της πλειοψηφίας, ηθικός σχετικισμός και δημοκρατία»,

Ισοπολιτεία, τ. 9-10, 2005-2006, σ. 92-108.

Ulrich Beck, Η επινόηση του πολιτικού: Για μια θεωρία του εκσυγχρονισμού, Κ. Καβουλάκος

(μετ.), Λιβάνης, Αθήνα 1996, [1993].

Ulrich Beck, Τι είναι παγκοσμιοποίηση: Λανθασμένες απαντήσεις και αντιλήψεις, Γ. Παυλόπουλος

(μετ.), Καστανιώτης, Αθήνα 2000, [1997].

Ευάγγελος Βενιζέλος, Μαθήματα συνταγματικού δικαίου, Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 2008.

Ευάγγελος Βενιζέλος, Το ‘ανοιχτό’ κόμμα: Τα συλλογικά υποκείμενα της μεταβιομηχανικής

εποχής, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 2001.

Ευάγγελος Βενιζέλος, Το αναθεωρητικό κεκτημένο: Το συνταγματικό φαινόμενο στον 21ο αιώνα

και η εισφορά της αναθεώρησης του 2001, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 2002.

Ευάγγελος Βενιζέλος, Προς μια μεταντιπροσωπευτική δημοκρατία: Οι θεσμικές προϋποθέσεις μιας

άλλης πολιτικής, Πόλις, Αθήνα 2008.

Brian Bix, Φιλοσοφία του δικαίου: Θεωρία και ερμηνευτικό πλαίσιο, Α. Καραστάθη (μετ.),

Κριτική, Αθήνα 2007, [1996].

Γιάννης Βούλγαρης, Φιλελευθερισμός, συντηρητισμός και κοινωνικό κράτος 1973-1990, Θεμέλιο,

Αθήνα 1994.

Pierre Bourdieu, «Ο μύθος της παγκοσμιοποίησης και το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος», σε του

ίδιου Νόστιμον ήμαρ, Κ. Διαμαντάκου (μετ), Καρδαμίτσας, Αθήνα 1999, σ. 105-119.

Murray Bookchin, «Τι είναι ο Κομμουναλισμός: Η δημοκρατική διάσταση του αναρχισμού»,

Δημοκρατία και Φύση, Ν. Βούλγαρης (μετ.), τ. 1, 1996, σ. 40-56.

James Buchanan/Gordon Tullock, Ο λογισμός της συναίνεσης: Τα λογικά θεμέλια της

συνταγματικής δημοκρατίας, Ι. Παπαδόπουλος (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1999, [1962].

Νίκος Γαρυπίδης, «Έθνος, λαϊκή κυριαρχία και μετανάστευση», Εφημερίδα Δημοσίου Δικαίου,

τευχ. 1, 2011, σ. 85-91.

Νίκος Γαρυπίδης, «Ιστορικές αδικίες και δικαιώματα ομάδων στο δημοκρατικό κράτος δικαίου»,

ToΣ, τευχ. 2, 2011, σ. 283-304.

Ξενοφών Γιαταγάνας, Η μακρά πορεία συνταγματοποίησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης: Από το

διεθνές δίκαιο στην ομοσπονδία, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη, 2003.

Ξενοφών Γιαταγάνας, Δικαίωμα αντίστασης και πολιτική ανυπακοή: Νομιμοποίηση κατά

νομιμότητας, Κριτική, Αθήνα 2010.

Έλεν Μέισκινς Γουντ, Η δημοκρατία ενάντια στον καπιταλισμό, Α. Οικονόμου (μετ.), Στάχυ,

Αθήνα 1998, [1995].

Benjamin Constant, Περί ελευθερίας και ελευθεριών, Ε. Κόλλια/Τ. Δαρβέρης (μετ.), Ζήτρος,

Θεσσαλονίκη 2000, [1816].

Robert Dahl, Σύγχρονη πολιτική ανάλυση, Μ. Βλάχος/Π. Καλογεράτος (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα

1979, [1976].

Robert Dahl, Περί δημοκρατίας, Β. Κόρκας (μετ.), Ψυχογιός, Αθήνα 2001.

Νίκος Δεμερτζής, Ο Λόγος του εθνικισμού: Αμφίσημο σημασιολογικό πεδίο και σύγχρονες τάσεις,

Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1999.

Θανάσης Διαμαντόπουλος, Εκλογικά συστήματα: Θεωρία και πρακτικές εφαρμογές, Πατάκης,

Αθήνα 2004.

Γιάννης Δρόσος, Δοκίμιο ελληνικής συνταγματικής θεωρίας, Σάκκουλας, Αθήνα/ Κομοτηνή 1996.

Anthony Downs, Η οικονομική θεωρία της δημοκρατίας, Θ. Αθανασίου/Ν. Σταματάκη (μετ.),

Παπαζήσης, Αθήνα 1990, [1957].

Jürgen Habermas, Το Πραγματικό και το ισχύον: Συμβολή στη διαλογική θεωρία του δικαίου και

του δημοκρατικού κράτους δικαίου, Θ. Λουμπασάκης (μετ.), Νέα Σύνορα, Αθήνα 1996.

Jürgen Habermas, Ο μεταεθνικός αστερισμός, Λ. Αναγνώστου (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2003, [1998].

Jürgen Habermas, Αλλαγή δομής της δημοσιότητας, Λ. Αναγνώστου (μετ.), Νήσος, Αθήνα 1997,

[1962].

Michael Hardt/Antonio Negri, Αυτοκρατορία, Ν. Καλαϊτζής (μετ.), Scripta, Αθήνα 2002, [2000].

David Harvey, Ο νέος ιμπεριαλισμός, Ε. Αστερίου (μετ.), Καστανιώτης, Αθήνα 2006, [2003].

David Held, Μοντέλα δημοκρατίας, Μ. Τζιαντζή (μετ.), Στάχυ, Αθήνα 1995, [1985].

David Held/Antony MacGrew, Παγκοσμιοποίηση/Αντιπαγκοσμιοποίηση, Κ. Κιτίδη (μετ.),

Πολύτροπον, Αθήνα 2004, [2002].

David Held, Για ένα παγκόσμιο κοινωνικό συμβόλαιο: Η σοσιαλδημοκρατική απάντηση στη

«συναίνεση» των Η.Π.Α., Χ. Κούτρης (μετ.), Επίκεντρο, Αθήνα 2008, [2004].

Andrew Heywood, Πολιτικές ιδεολογίες, Ν. Μαραντζίδης (μετ.), Επίκεντρο, Αθήνα, 2005,

[1998].

Joachim Hirsch, «Τα καινούργια ρούχα του κράτους: Οι Μ.Κ.Ο. και η διεθνοποίηση των

κρατών», σε Γ. Παπαμιχαήλ (επιμ.), Μη κυβερνητικές οργανώσεις και κυρίαρχη πολιτική, The

Monthly Review Imprint, Αθήνα 2005, σ. 74-93.

Paul Hirst/Graham Thomson, Η παγκοσμιοποίηση σε αμφισβήτηση, Θ. Πελαγίδης (μετ.),

Παπαζήσης, Αθήνα 2000, [1996].

Albert Hirschman, Αποχώρηση, διαφωνία και αφοσίωση: Αντιδράσεις στην παρακμή των

επιχειρήσεων, οργανώσεων και κρατών, Τ. Πλυτά (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 2002, [1970].

Thomas Hobbes, Λεβιάθαν, Γ. Πασχαλίδης/Αι. Μεταξόπουλος (μετ.), Γνώση, Αθήνα 1989,

[1651].

E. J. Hobsbawm, Έθνη και εθνικισμός από το 1780 μέχρι σήμερα: Πρόγραμμα, μύθος,

πραγματικότητα, Χ. Νάντρης (μετ.), Καρδαμήτσας, Αθήνα 1994, [1990].

Bob Jessop, Κρατική εξουσία μια στρατηγική-σχεσιακή προσέγγιση, Χ. Μπουκάλας (μετ.), εκδ. του

21ου

αιώνα, Αθήνα 2011, [2008].

Θουκυδίδης, Ιστορικά, βιβλίο ΙΙΙ, Α. Βλάχος (μετ.), Ηριδανός, Αθήνα 1977.

Κωνσταντίνος Καβουλάκος, «Επικοινωνιακός λόγος και δικαιώματα του ανθρώπου»,

Δικαιώματα του Ανθρώπου, Τόμος εκτός σειράς ΙΙ, 2004.

Πάνος Καζάκος, Πολιτική και Ιδεολογία, Σιδέρης, Αθήνα 2003.

Πάνος Καζάκος, Αναθεώρηση του Συντάγματος και οικονομία: Δοκίμιο οικονομικής ανάλυσης

των συνταγματικών θεσμών, Παπαζήσης, Αθήνα 2007, σ. 122-135.

Σοφία Καϊτατζή-Γουίτλοκ, «Η δύναμη της άγνοιας και η υποταγή: Προσεγγίζοντας το έργο του

Steven Lukes», Steven Lukes, Εξουσία: Μια ριζοσπαστική θεώρηση, της ίδιας (μετ.), Σαββάλας,

Αθήνα 2007 [1974].

Νίκη Καλτσόγια-Τουρναβίτη, «Η κρίση του κοινοβουλευτισμού και τα φαινόμενα διαφθοράς»,

σε Κ. Κουτσούκης/Π. Σκλιάς (επιμ.), Διαφθορά και σκάνδαλα στη δημόσια διοίκηση και πολιτική,

Σιδέρης, Αθήνα 2005, σ. 215-245.

Ιφιγένεια Καμτσίδου, Κοινοβουλευτικό σύστημα: Δημοκρατική αρχή και κυβερνητική ευθύνη,

Σαββάλας, Αθήνα 2011.

Immanuel Kant, Προς την αιώνια ειρήνη, Κ. Σαργέντης (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2006 [1795].

Immanuel Kant, Δοκίμια, Ε. Παπανούτσου (μετ.), Δωδώνη, Αθήνα 1971, [1793].

Παναγιώτης Καρκατσούλης, Η νομοθέτηση ως επιστήμη: Προλεγόμενα σε μια συστημική θεωρία

νομοθέτησης, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1999.

Γιώργος Κασιμάτης, Συνταγματικό Δίκαιο ΙΙ: Οι λειτουργίες του κράτους, Τεύχος α΄, Σάκκουλας,

Αθήνα/Κομοτηνή 1980.

Κορνήλιος Καστοριάδης, Οι ομιλίες στην Ελλάδα, Ύψιλον, Αθήνα 1990.

Κορνήλιος Καστοριάδης, Χώροι του ανθρώπου, Ζ. Σαρίκας (μετ.), Ύψιλον, Αθήνα 1995.

Γιώργος Κατρούγκαλος, Το κοινωνικό κράτος της μεταβιομηχανικής εποχής, Σάκκουλας,

Αθήνα/Κομοτηνή 1997.

Elie Kedourie, Ο εθνικισμός, Α. Μαρκέτος (μετ.), Κατάρτι 1999, [1960].

Hans Kelsen, Περί της ουσίας και της αξίας της δημοκρατίας & Το πρόβλημα του

κοινοβουλευτισμού, Μ. Κυπραίος (μετ.), Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα 1998, [1920].

Naomi Klein, Το δόγμα του σοκ: Η άνοδος του καπιταλισμού της καταστροφής, Α. Φιλιππάτος

(μετ.), Λιβάνης, Αθήνα 2010.

Φαίδων Κοζύρης, «Η ηθική της οικονομίας», Ισοπολιτεία, τ.3, 1999, σ. 246-252.

Ξενοφών Κοντιάδης, Η αναθεώρηση του Συντάγματος: Μεθοδολογικά θεμέλια, Σάκκουλας

Αθήνα/Κομοτηνή 2000.

Γιώργος Κοντογιώργης, «Κράτος και αυτοδιοίκηση στην εποχή της παγκοσμιοποίησης», σε Α.

Μακρυδημήτρης (επιμ.), Αυτοδιοίκηση και κράτος στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης,

Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 2003.

Herbert Marcuse, Ο μονοδιάστατος άνθρωπος, Μ. Λυκούδης (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1971,

[1964].

Γιώργος Κοντογιώργης, Πολίτης και πόλις: Έννοια και τυπολογία της πολιτειότητας, Παπαζήσης,

Αθήνα 2003.

Γιώργος Κοντογιώργης, Η δημοκρατία ως ελευθερία: Δημοκρατία και αντιπροσώπευση, Πατάκης,

Αθήνα 2007.

Νίκος Κοτζιάς, Το ενεργητικό κράτος: Εθνικό κράτος και παγκοσμιοποίηση, Καστανιώτης, Αθήνα

2004.

Will Kymlicka, Η πολιτική φιλοσοφία της εποχής μας, Γ. Μολύβας (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2005,

[2002].

Κώστας Λάβδας, Συμφέροντα και πολιτική: Οργάνωση συμφερόντων και πρότυπα διακυβέρνησης,

Παπαζήσης, Αθήνα 2004.

Νικόλαος Λάος/Χριστίνα Φλώρου, Ορθολογική αναρχία και ανθρωπιστική πολιτική, Δίαυλος,

Αθήνα 2000.

Παντελής Λέκκας, Το παιχνίδι με το χρόνο: Εθνικισμός και νεωτερικότητα, Ελληνικά Γράμματα,

Αθήνα 2001.

John Locke, Δεύτερη πραγματεία περί κυβερνήσεως, Π. Κιτρομηλίδης (μετ.), Γνώση, Αθήνα 1990,

[1690].

Niklas Luhmann, Νομιμοποίηση μέσω διαδικασίας, Κ. Βαθιώτης (μετ.), Κριτική, Αθήνα 1995,

[1969].

Steven Lukes, Εξουσία: Μια ριζοσπαστική θεώρηση, Σ. Καϊτατζή – Γουίτλοκ (μετ.), Σαββάλας,

Αθήνα 2007, [1974].

Rosa Luxemburg, Ρωσική επανάσταση, Α. Στίνας (μετ.), Ύψιλον, Αθήνα 1980.

C.Β. Macpherson, Η ιστορική πορεία της φιλελεύθερης δημοκρατίας, Ε. Κασίμη (μετ.), Γνώση,

Αθήνα 1986, [1977].

Σπύρος Μακρής, Για μια ριζοσπαστική δημοκρατία: Συνταγματισμός, πολιτεία και πολιτική στο

έργο του Δημήτρη Τσάτσου, Παπαζήσης, Αθήνα 2009.

Αριστόβουλος Μάνεσης, Αι εγγυήσεις τηρήσεως του Συντάγματος: Τόμος ΙΙ, Σάκκουλας,

Θεσσαλονίκη 1960.

Αντώνης Μανιτάκης, Κράτος δικαίου και δικαστικός έλεγχος της συνταγματικότητας: Τόμος Ι,

Σάκκουλας, Θεσσαλονίκη 1994.

Αντώνης Μανιτάκης, Ελληνικό συνταγματικό δίκαιο: Τόμος Ι, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη

2004.

Karl Marx, Το κεφάλαιο: Τόμος Ι, Π. Μαυρομάτης (μετ.), Σύγχρονη Εποχή, Αθήνα 2009, [1867].

Karl Marx, Το εβραϊκό ζήτημα, Γ. Κρητικός (μετ.), Οδυσσέας, Αθήνα 1999, [1844].

Γιώργος Μαυρογορδάτος, Ομάδες πίεσης και δημοκρατία, Πατάκης, Αθήνα 2002.

Κωνσταντίνος Παπαγεωργίου, Πόλεμος και δικαιοσύνη: Πολιτική φιλοσοφία για τον κόσμο,

Πόλις, Αθήνα 2008.

Λία Μελά, John Rawls: Η προβληματική του συμβολαίου, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα

2007.

Ch. Montesquieu, Το πνεύμα των νόμων, Π. Κονδύλης/Κ. Παπαγιώργης (μετ.), Γνώση 2006,

[1748].

Chantal Mouffe, Το δημοκρατικό παράδοξο, Α. Κιουπκιολής (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2004, [2000].

Dieter Nohlen, Κομματικό σύστημα και εκλογικά συστήματα, Μ. Σίσκου (μετ.), Επίκεντρο, Αθήνα

2007.

Martha Nussbaum, Υπέρ πατρίδος: Πατριωτισμός η κοσμοπολιτισμός; Α. Τσοτσόρου/Ε.

Μύστακας (μετ.), Scripta, Αθήνα 1999, [1996].

Mancur Olson, Η λογική της συλλογικής δράσης: Δημόσια αγαθά και η θεωρία των ομάδων, Δ.

Γράβαρης (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1991, [1965].

Θάνος Παπαϊωάννου, «Η οικονομική ανάλυση του δικαίου: Μια ενδιαφέρουσα αλλά και

επικίνδυνη θεωρία», Αισυμνήτης, τ. 4, 1991, σ. 52-66.

Δημήτρης Παπάδης, «Η έννοια του πολίτη στον Αριστοτέλη», σε E. Moutsopoulos/M.

Protopapas-Marneli (επιμ.), The notion of citizenship in ancient Greek philosophy, Academy of

Athens, Athens 2009, σ. 179-202.

Αναστάσης Παπαληγούρας, Περί διαφθοράς: Η χαμένη τιμή της πολιτικής, Κάκτος, Αθήνα 2001.

Πέτρος Παραράς, «Η επιστροφή του corporatisme στη Γαλλία: Η κρίση της αντιπροσωπευτικής

εντολής», σε του ίδιου (επιμ.), Η κρίση των θεσμών του κράτους: Σύμμεικτα Φ. Βεγλερή,

Σάκκουλας, Αθήνα 1988, σ. 705-738.

Πέτρος Παραράς, Συνταγματικός πολιτισμός και δικαιώματα του ανθρώπου, Α. Σάκκουλας,

Αθήνα/Κομοτηνή 2011.

Μιχαήλ Παρούσης, Διαβουλευτική δημοκρατία και επικοινωνιακή ηθική, Ίνδικτος, Αθήνα 2005.

Γιώργος Πάσχος, Πολιτική δημοκρατία και κοινωνική εξουσία: Δημοκρατική αρχή και πολιτική

νομιμοποίηση, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκης 1979.

Θοδωρής Πελαγίδης/Μιχάλης Μητσόπουλος, Η ανάλυση της ελληνικής οικονομίας: Η

προσοδοθηρία και οι μεταρρυθμίσεις, Παπαζήσης, Αθήνα 2006.

Μιχάλης Πικραμένος, Η αρχή της ελεύθερης και ανόθευτης εκδήλωσης της λαϊκής θέλησης,

Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1993.

Πλάτων, Πολιτεία: Τόμος ΙΙ, Θ. Μαυρόπουλος (μετ.), Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2006.

Δημήτριος Ράικος, Δημόσια διοίκηση και διαφθορά, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2006.

John Rawls, Θεωρία της δικαιοσύνης, Φ. Βασιλόγιαννης et al. (μετ.), Πόλις, Αθήνα 2001, [1971].

John Rawls, Ο πολιτικός φιλελευθερισμός, Σ. Μαρκέτος (μετ.), Μεταίχμιο, Αθήνα 2000, [1993].

Ernest Renan, “Τι είναι έθνος” και “Προσευχή κάτω από την Ακρόπολη”, Γ. Λάμψας/Η.

Νικολούδης (μετ.), Ροές, Αθήνα 2009, [1882].

J.J. Rousseau, Το κοινωνικό συμβόλαιο, Β. Γρηγοροπούλου/Α. Σταϊνχαουερ (μετ.), Πόλις, Αθήνα

2004, [1762].

J.J. Rousseau, Στοχασμοί για τη διακυβέρνηση της Πολωνίας και τη σχεδιαζόμενη μεταρρύθμιση,

Κ. Κέη (μετ.), Πολύτροπον, Αθήνα 2006, [1772].

Ζιλ Σατλέ, Να ζούμε και να σκεφτόμαστε σαν τα γουρούνια.: Για το φθόνο και την ανία στις

δημοκρατίες της αγοράς, Α. Φιλιππάτος (μετ.), Καστανιώτης, Αθήνα 1998.

Αλέξανδρος Σβώλος, «Προβλήματα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας», σε του ίδιου,

Προβλήματα του έθνους και της δημοκρατίας, Θ. Θεοδώρου (επιμ.), Στοχαστής, Αθήνα 1972.

Manfred Schmidt, Θεωρίες δημοκρατίας, Ε. Δεκαβάλα (μετ.), Σαββάλας, Αθήνα 2004, [2000].

Dominique Schnapper, Η κοινωνία των πολιτών, Δ. Παπαδοπούλου (μετ.), Gutenberg, Αθήνα

2000, [1994].

Amartya Sen, Για την ηθική και την οικονομία, Α. Φιλιππάτος (μετ.), Καστανιώτης, Αθήνα 2000,

[1987].

Κώστας Σημίτης, Η δημοκρατία σε κρίση, Πόλις, Αθήνα 2007.

Quentin Skinner, Τα θεμέλια της νεότερη πολιτικής σκέψης, Μ. Σαρηγιάννης (μετ.), Αλεξάνδρεια,

Αθήνα 2005, [1978].

Παύλος Σούρλας, Η διαπλοκή δικαίου και πολιτικής και η θεμελίωση των νομικών κρίσεων,

Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1989.

Παύλος Σούρλας, «Έθνος και δικαιοσύνη», ομιλία στο Επιστημονικό Συμπόσιο, Έθνος, κράτος,

εθνικισμός, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1994, σ.

209-230.

Καλλιόπη Σπανού, «Ανεξάρτητες αρχές: Κρίση, μετεξέλιξη ή αναβάθμιση του πολιτικού

συστήματος;», σε Ξ. Κοντιάδης/Χ. Ανθόπουλος (επιμ.), Κρίση του ελληνικού πολιτικού

συστήματος; Παπαζήσης, Αθήνα 2008, σ. 216-256.

Φίλιππος Σπυρόπουλος, «Ειδικές εκφάνσεις της οικονομικής ελευθερίας», Το Σύνταγμα, 2000,

τεύχ. 6, σ. 1146-1149.

Κώστας Σταμάτης, Η θεμελίωση των νομικών κρίσεων: Εισαγωγή στη μεθοδολογία του δικαίου,

Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη, 2003, [1991].

Κώστας Σταμάτης, «Κριτική της ψιλής πολιτικής αντίληψης της δικαιοσύνης στον ύστερο

Rawls», Επίμετρο σε Λία Μελά, John Rawls: Η προβληματική του συμβολαίου, Ίδρυμα Σάκη

Καράγιωργα, Αθήνα 2007, σ. 285-298.

Κώστας Σταμάτης, Κριτική θεωρία δικαιοσύνης: Θεμελίωση αρχών, Σαββάλας, Αθήνα 2011.

Alexis de Toqueville, Η δημοκρατία στην Αμερική, Μ. Λυκούδης (μετ.), Στοχαστής, Αθήνα 2001,

[1840].

Ευάγγελος Τσακαλώτος, «Περί αποτελεσματικότητας», Ισοπολιτεία, τ. 3, 1999, σ. 98-115.

Δημήτρης Τσάτσος, Συνταγματικό δίκαιο: Τόμος ΙΙ, Α. Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1992.

Δημήτρης Τσάτσος, Η έννοια της δημοκρατίας στη Ευρωπαϊκή Συμπολιτεία, Πόλις, Αθήνα 2007.

Δημήτρης Τσάτσος, Πολιτεία, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2009.

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς, Η εξουσία ως λαός και ως έθνος: Περιπέτειες σημασιών, Θεμέλιο,

Αθήνα 1999.

Κωνσταντίνος Τσουκαλάς/Τάκης Καφετζής, «Περί πολιτικής διαφθοράς», Ελληνική Επιθεώρηση

Πολιτικής Επιστήμης, τ. 31, 2008, σ. 5-45.

Anatole France, Οι θεοί διψούν, Τ. Μπάρλας (μετ.), Γκοβόστης, Αθήνα χ.χ., [1912].

Moses Finley, Η πολιτική στον αρχαίο κόσμο, Σ. Βουτσάκη (μετ.), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις

Κρήτης, Ηράκλειο 1999.

Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική δημοκρατία, Καστανιώτης, Αθήνα 1999.

Δημήτρης Χαραλάμπης, Δημοκρατία και παγκοσμιοποίηση: Η έννοια του ανθρώπου στη

νεωτερικότητα, Ίδρυμα Σάκη Καράγιωργα, Αθήνα 1998.

Αριστείδης Χατζής, «Η αναβίωση της ρεπουμπλικανικής θεωρίας του δικαίου: Μια κριτική

προσέγγιση», Επιστήμη και Κοινωνία, τ. 4, 2000, σ. 79-116.

Κώστας Χρυσόγονος, Εκλογικά συστήματα και Σύνταγμα, Σάκκουλας, Αθήνα/Κομοτηνή 1996.

Κώστας Χρυσόγονος, Συνταγματικό Δίκαιο, Σάκκουλας, Αθήνα/Θεσσαλονίκη 2003.

Νέλλη Ψαρρού, Εθνική ταυτότητα στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, Gutenberg, Αθήνα 2005.

Κοσμάς Ψυχοπαίδης, Ιστορία και μέθοδος, Σμίλη, Αθήνα 1994.

Κοσμάς Ψυχοπαίδης. Κανόνες και αντινομίες στην πολιτική, Πόλις, Αθήνα 1997.

Rudolph Wildenmann, Η εκλογική έρευνα, Β. Γεωργιάδου (μετ.), Παπαζήσης, Αθήνα 1998.

Albrecht Wellmer, Η ελευθερία στο δημοκρατικό κόσμο: Για μια ερμηνευτική του δημοκρατικού

πολιτισμού, Κ. Καβουλάκος (μετ.), Αλεξάνδρεια, Αθήνα 2001.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ (ΑΛΛΟΔΑΠΗ)

Anne van Aaken, «Deliberative institutional economics, or Does Home Eoconomicus argue? A

proposal for combining new institutional economics with discourse theory», Philosophy and

Social Criticism, τ. 28, 2002, σ. 361-394.

Arash Abisadeh, «Does liberal democracy presuppose a cultural nation?», American Political

Science Review, 2001, τ. 96, σ. 495-509.

Arash Abizadeh, «Liberal nationalist versus postnational social integration», Nations and

Nationalism, 2004, τ. 10, σ. 231-250.

Arash Abizadeh, «Does collective identity presuppose an ‘other’? On the alleged incoherence of

global solidarity», American Political Science Review, 2005, τ. 99, σ. 45-60.

Arash Abizadeh, «Democratic theory and border coercion: No right to unilaterally control your

own borders», Political Theory, 2008, τ. 36, σ. 37-65.

Arash Abizadeh, «Border rights and democratic legitimation», D. Hollenbach (επιμ), Driven from

home: Human rights and the new realities of forced migration, Georgetown University Press,

Washington D.C. 2010, σ. 147-166.

Brooke Ackerly/ Susan Moller Okin, «Feminist social criticism and the international movement

for women’s rights as human rights», σε I. Shapiro/ C. Hacker Gordon (επιμ.), Democracy’s

edges, Cambridge University Press, Cambridge 1999, σ. 134-162.

Bruce Ackerman, Justice in the liberal state, Yale University Press, New Haven 1981.

Bruce Ackerman, We the people: Foundations, Harvard University Press, Cambridge 1991.

Bruce Ackerman, «The citizenship agenda», σε J. Balkin/R. Siegel (επιμ.), The Constitution in

2020, Oxford University Press, New York 2009, σ. 109-118.

Lord Acton, «Nationality», σε G. Balakrishnan (επιμ.), Mapping the nation, Verso, London 1996,

[1862], σ. 17-38.

Hans Agnés, «A dogma of democratic theory and globalization: Why politics need not include

everyone it affects», European Journal of International Relations, τ. 12, 2006, σ. 433–458.

John Aldrich, «When is it rational to vote», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice:

A Handbook, Cambridge University Press, Cambridge 1997, 373-390.

Elmar Altvater, «The democratic order, economic globalization, and ecological restrictions: On

the relation of material and formal democracy», σε I. Shapiro/ C. Hacker Gordon (επιμ.),

Democracy’s edges, ό.π., σ. 41-62.

S.M. Amadae, Rationalizing capitalist democracy: The cold war origins of rational choice

liberalism, University of Chicago Press, Chicago 2003.

Douglas Amy, Real choices/New choices: The case for proportional representation elections,

Columbia University Press, New York 1993.

Karl-Otto Apel, Towards a transformation of philosophy, G. Adey/D. Frisby (μετ.), Routledge,

London 1980, [1973].

Karl-Otto Apel, «How to ground a universalistic ethics of co-responsibility for the effects of

collective action and activities?», Philosophica, 1993, τ. 52, σ. 9-29.

Peter Aranson et al., «Theory of legislative delegation», Cornell University Law Review, τ. 68,

1982, σ. 1-58.

Peter Aranson, «The democratic order and public choice», σε G. Brennan/L. Lomasky (επιμ.),

Politics and process: New essays in democratic thought, Cambridge University Press, New

York/Melbourne 1989, σ. 97-148.

Andrew Arato, «Sistani v. Bush: Constitutional politics in Iraq», Constellations, τ. 11, 2004, σ.

174-192.

Daniele Archibugi, «From the United Nations to cosmopolitan democracy», σε D. Archibugi/D.

Held (επιμ.), Cosmopolitan democracy: A new agenda for a new world order, Polity Press,

Cambridge 1995, σ. 121-164.

Daniele Archibugi, «Demos and cosmopolis», Debating cosmopolitics, σε D. Archibugi (επιμ.),

Debating cosmopolitics, Verso, London/New York, 2003, σ. 257-272.

Hannah Arendt, On revolution, Penguin Books, London 1990, [1963].

Hannan Arendt, Men in dark times, Harcourt Brace, New York 1968.

Richard Arneson, «The supposed right to a democratic say», σε T. Christiano/J. Christman

(επιμ.), Contemporary debates in political philosophy, Blackwell, Oxford 2009, σ. 197-212.

Gustav Arrhenius, «The boundary problem in democratic theory», σε F. Tersman (επιμ.),

Democracy unbound: Basic explorations I, Filosofiska institutionen, Stockholms Universitet,

Stockholm 2005.

Kenneth Arrow, Social choice and individual values, Yale University Press, New Haven 1963,

[1951].

Kenneth Arrow, «Formal theories of social welfare», σε του ίδιου, Social choice and justice:

Collected papers of Kenneth Arrow, Basil Blackwell, Oxford 1984, σ. 115-133.

Kenneth Arrow, «Tullock and an existence theorem», σε του ίδιου, Social choice and justice:

Collected papers of Kenneth Arrow, Basil Blackwell, Oxford 1984, σ. 81-187.

Kenneth Arrow, «Extended sympathy and the possibility of Social Choice», σε του ίδιου, Social

choice and justice: Collected papers of Kenneth Arrow, Basil Blackwell, Oxford 1984, σ. 147-

161.

Kenneth Arrow, «The function of Social Choice», σε A. Sen et al. (επιμ.), Social Choice

Reexamined, Vol. Ι, St. Martin Press, New York 1997, σ. 2-28.

Catherine Audard, John Rawls, Acumen Press, London 2007.

David Austen-Smith, «Sophisticated sincerity: Voting over endogenous agendas», American

Political Science Review, τ. 81, 1987, σ. 1323-1330.

Robert Axelrod, «Building a strong legislature: The western experience», American Political

Science Review, τ. 24, 1991, σ. 474-480.

Mattias Lutz-Bachman, «Weltweiter Frieden durch eine Weltrepublik? Probleme internationaler

Friedenssicherung», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?: Für

und wider die Idee einer Weltrepublik, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2002, σ. 32-45.

Peter Bachrach/Nelson Baratz, «The two faces of power», American Political Science Review, τ.

56, 1962, σ. 947-952.

Étienne Balibar, We, the people of Europe: Reflections on transnational citizenship, J. Swenson

(μετ.), Princeton University Press, Princeton/Oxford 2004, [2001].

Benjamin Barber, Strong democracy: Participatory politics for a new age, University of

California Press, Berkeley 1984.

Randy Barnett, Restoring the lost constitution: The presumption of liberty, Princeton University

Press, Princeton/Oxford 2004.

David Baron/John Ferejohn, «Bargaining in legislatures», American Political Science Review, τ.

86, 1989, σ. 1181-1206.

Brian Barry, «Is democracy special?», σε P. Laslett/J. Fishkin (επιμ.), Philosophy, politics and

society, Yale University Press, New Haven 1979, σ. 155-195.

Brian Barry, Democracy, power, and justice: Essays in political theory, Clarendon Press, Oxford

1989.

Jens Bartelson, «Globalizing democratic community», Ethics & Global Politics, τ. 1, 2008, σ.

159-174.

Franklin Le Van Baumer, Main currents of western thought, Yale University Press, New Haven

1978.

Otto Bauer, «The nation», σε G. Balakrishnan (επιμ.), Mapping the nation, ό.π., σ. 39-77.

Andrea Baumeister, «Diversity and unity: The problem with ‘constitutional patriotism’»,

European Journal of Political Theory, τ. 6, 2007, σ. 483-503.

Charles Beard, An economic interpretation of the Constitution of the United States, Macmillan,

New York 1936.

Ulrich Beck/Edgar Grande, Das kosmopolitische Europa: Gesellschaft und Politik in der Zweiten

Moderne, Suhrkamp, Frankfurt/a.M., 2004.

Ulrich Beck, «Living in a world risk society», Economy and Society, τ. 39, 2006, σ. 329-345.

Gary Becker, «Competition and democracy», Journal of Law and Economics, τ. 1, 1958, σ. 105-

109.

Marianne Beisheim, «NGOs und die (politische) Frage nach ihrer Legitimation: Das Beispiel

Klimapolitik», σε Brunnengräber et al. (επιμ.), NGOs im Prozess der Globalisierung: Mächtige

Zwerge – umstrittene Riesen, Wiesbaden: VS Verlag für Sozialwissenschaften, Wiesbaden 2005,

σ. 242-265.

Charles Beitz, Political theory and international relations, Princeton University Press, Princeton

1979.

Charles Beitz, Political equality: An essay in democratic theory, Princeton University Press,

Princeton 1989.

Richard Bellamy, Citizenship: A very short introduction, Oxford University Press, New York

2008.

Udo Bembach, «Thesen zum Zusammenhang von Wertwandel: Alter versus neuer Politik und

politischen Institutionen», σε A. Randelzhofer/W. Süss (επιμ.), Consens und Konflikt: 35 jahre

Grundgesetz, Duncker & Humblot, Berlin/New York 1986, σ. 441-454.

Ernst Benda, «Konsens und Mehrheitsprinzip im Grundgesetz und in der Rechtsprechung des

Bundesverfassungsgerichts», σε H. Hattenhauer/W. Kaltefreiter (επιμ.), Mehrheitsprinzip,

Konsens und Verfassung, C.F. Müller, Heidelberg, σ. 61-77.

Seyla Benhabib, Situating the self: Gender, community and postmodernism in contemporary

ethics, Polity Press, Cambridge 1992.

Seyla Benhabib, «Towards a deliberative model of democratic legitimacy», σε της ίδιας (επιμ.),

Democracy and difference: Contesting the boundaries of the political, Princeton University Press,

Princeton 1996, σ. 67-94.

Seyla Benhabib, The claims of culture: Equality and diversity in the global era, Princeton

University Press, Princeton 2002.

Seyla Benhabib, The rights of others: Aliens, residents and citizens, Cambridge University Press,

New York, 2004.

Bruce Benson/John Baden, «The political economy of governmental corruption: The logic of

underground government», Journal of Legal Studies, τ. 14, 1985, σ. 391-410.

Sven Berg, «Condorcet’s jury theorem: Dependency among jurors», Social Choice and Welfare,

τ. 10, 1993, σ. 87-95.

Peter Bernholz, «Logrolling, Arrow Paradox and decision rules: A generalization», Kyklos, τ. 27,

1974, σ. 49-61.

Samantha Besson, «Deliberative demoi-cracy in the European Union: Towards the

deterritorialization of democracy», σε S. Besson/J.L. Marti (επιμ.), Deliberative democracy and

its discontents, Ashgate, Hampshire 2006, σ. 181-214.

Timothy Besley/Stephen Coate, «Lobbying and welfare in a representative democracy», Review

of Economic Studies, τ. 68, 2001, σ. 67–82

John Bhagwati, «Directly unproductive profit-seeking (DUP) activities», Journal of Political

Economy, τ. 90, 1982, σ. 988-1002.

Anthony Birsh, Nationalism and national integration, Routledge, London/New York 1989.

Duncan Black, The theory of committees and elections, Cambridge University Press, New York

2010, [1958].

John Blydenburg, «The closed rule and the paradox of voting», Journal of Politics, τ. 33, 1971, σ.

57-71.

Norberto Bobbio, Liberalism and democracy, M. Ryle/K. Soper (μετ.), Verso, London/New York

1990, [1988].

Norberto Bobbio, «The future of democracy», Telos, τ. 61, 1981, σ. 3-16.

Norberto Bobbio, «Democracy and the international system», σε D. Archibugi/D. Held (επιμ.),

Cosmopolitan democracy, ό.π., Polity Press, Cambridge 1995, σ. 17-41.

Norberto Bobbio, «Die Mehrheitsregel: Grenzen und Aporien», σε B. Guggenberger/C. Offe

(επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, Westdeutscher Verlag, Opladen 1984, σ. 108-

131.

Ernst-Wolfgang Böckenförde, «Demokratie als Verfassungsprinzip», σε J. Isensee/ P. Kirchhof

(επιμ.), Handbuch des Staatsrecht, Bd. 1, Müller, Heidelberg 1987, σ. 887-953.

Ernst-Wolfgang Böckenförde, Staat, Verfassung, Demokratie: Studien zur Verassungstheorie und

zum Vefassungsrecht, Suhrkamp, Frankfuhrt 1991.

Ernst-Wolfgang Böckenförde, «Fundamente der Freiheit», σε E. Teufel (επιμ.), Was hält die

monderne Gesellschaft zusammen? Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1996, σ. 89-99.

Armin von Bogdandy, «Globalization and Europe: How to square democracy, globalization and

international law», The European Journal of International Law, τ. 15, 2004, σ. 885-909.

James Bohman, «Communication, ideology and democratic theory», American Political Science

Review, τ. 84, 1990, σ. 94-109.

James Bohman, «Pluralism, complexity and the constitutional state: On the relation of law and

democracy», Law and Society Review, τ. 28, 1994, σ. 801-834.

James Bohman, «Deliberative democracy and effective social freedom: Capabilities, resources,

and opportunities», σε J. Bohman/W. Rehg (επιμ.), Deliberative democracy, MIT Press,

Cambridge Mass./London 1997, σ. 321-348.

James Bohman, Public deliberation: Pluralism, complexity, and democracy, MIT Press,

Cambridge Mass. 1998.

James Bohman, «Democracy as inquiry, inquiry as democratic: Pragmatism, social science and

the cognitive division of labor», American Journal of Political Science, τ. 43, 1999, σ. 590-607.

James Bohman, «Distorted communication: Formal pragmatics as critical theory», σε L. E. Hahn

(επιμ.), Perspectives on Habermas, Open Court, Chicago 2000, σ. 3-20.

James Bohman, «Internationale Regime und demokratische Governance: Gleicher Einfluß auf

Globale Institutionen», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?:

Für und wider die Idee einer Weltrepublik, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2002, σ. 75-103.

James Bohman, «Toward a critical theory of globalization: Democratic practice and

multiperspectival inquiry», Concepts and Transformations, τ. 9, 2004, 121-146.

James Bohman, Democracy across borders: From dêmos to dêmoi, MIT Press, Cambridge

Mass./London 2007.

James Bohman, «Children and the rights of citizens: Nondomination and intergenerational

justice», The ANNALS of the American Academy of Political and Social Sciences, Ιανουάριος

2011, σ. 128-140.

Colin Bonwick, The American revolution, Macmillan, London 1991.

Bernard Bosanquet, The philosophical theory of the state, Batoche Books, Kitchener/Ontario

2001, [1899].

Linda Bosniak, The citizen and the alien: Dilemmas of contemporary membership, Princeton

University Press, Princeton 2006.

Ed Brown/Jonathan Cloke, «Neoliberal reform, governance and corruption in the South:

Assessing the international anti-corruption crusade», Antipode, τ. 1, 2004, σ. 272-294.

Goeffrey Brennan/ Loren Lomansky, «Towards a democratic morality», σε D. Estlund (επιμ.),

Democracy, Blackwell, Oxford 2002, σ. 237-264.

Roper Brian, «Reformism on a global scale?», Capital & Class, τ. 35, 2011, σ. 253-273.

Henry Brighouse, «Democracy and inequality», σε A. Carter/G. Stokes (επιμ.), Democratic

theory today: Challenges for the 21st century, Polity, Cambridge 2002, σ. 52-72.

David Brown, «Are there good or bad nationalisms», Nation and Nationalism, τ. 5, 1999, σ. 281-

302.

Chris Brown, «The borders of (international) political theory», σε N. O΄Sullivan (επιμ.), Political

theory in transition, Routledge, London 2000, σ. 190-208.

Rogers Brubaker, Citizenship and nationhood in France and Germany, Harvard University Press,

Cambridge Mass. 1992.

Roger Brubaker, «The Manichean myth: Rethinking the distinction between “civic” and “ethnic”

nationalism», σε H. Kriesi et al. (επιμ.), Nation and national identity, Verlag Rüegger, Zürich

1999.

Stanley Brunn/Thomas Lainbach, «Introduction», σε των ίδιων, Collapsing space and time:

Geographical aspects of communication and information, Cambridge University Press,

Cambridge 1991.

Allen Buchanan, Ethics, efficiency and the market, Rowman & Allanheld, New Jersey 1985.

Allen Buchanan, «Rawls’s law of peoples: Rules for a vanished westphalian world», Ethics, τ.

110, 2000, σ. 697-721.

James Buchanan, «The status of the status quo», Constitutional Political Economy, τ. 15, 2004, σ.

133-144.

James Buchanan, The limits of liberty between anarchy and Leviathan, University of Chicago

Press, Chicago 1975.

James Buchanan/Richard Wagner, Democracy in deficit: The political legacy of Lord Keynes,

Academic Press, San Diego 1977.

James Buchanan/Geoffrey Brennan, The reason of rules, Cambridge University Press, Cambridge

1985.

James Buchanan, «Kommentar», σε P. Koslowski (επιμ.), Ethik des Kapitalismus, του ίδιου

(μετ.), Siebeck-Mohr, Tübingen 1986, σ. 81-92.

James Buchanan/Geoffrey Brennan, «Is Public Choice immoral? The case of a noble lie»,

Virginia Law Review, τ. 79, 1988, σ. 179-189.

James Buchanan, «Contractarian presuppositions», σε G. Brennan/L. Lomasky (επιμ.), Politics

and process, ό.π., Cambridge University Press, New York/Melbourne 1989, σ. 174-182.

James Buchanan, Constitutional Economics, Edward Elgar, London 1991.

Malcolm Bull, «The limits of multitude», New Left Review, τ. 35, 2005, σ. 19-39.

James Burnham, The suicide of the West, John Day Company, New York 1964.

Ralf Burnicki, Anarchismus und Konsens: Gegen Repräsentation und Mehrheitsprinzip, Verlag

Edition AV, Frankfurrt/a.M. 2003.

Craig Calhoun, «The class consciousness of frequent travellers: Towards a critique of actually

existing cosmopolitanism», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 67-85.

Graig Calhoun, Nations matter: Culture, history, and the cosmopolitan dream, Routledge,

London/New York 2007.

Margaret Canovan, Nationhood and political theory, E. Elgar, Cheltenham 1996.

Margaret Canovan, «Patriotism is not enough», British Journal of Political Science, τ. 30, 2000,

σ. 413-432.

Margaret Canovan, The people, Polity Press, Cambridge 2005.

Andrew Caplin/ Barry Nelebuff, «On 64% majority rule», Econometrica, τ. 56, 1988, σ. 787-814.

Joe Carens, «Aliens and citizens: The case for open borders», σε R. Beiner (επιμ.), Theorizing

citizenship, State University of New York, Albany/New York, 1995, σ. 229-255.

George Carey, In defense of the Constitution, Liberty Press, Indianapolis 1995.

Manuel Castells, The rise of network society, Blackwell, Oxford 2000.

Geοrge Catephores, «The imperious Austrian: Schumpeter as a bourgeois Marxist», New Left

Review, τ. 42, 1994, σ. 3-27.

Simone Chambers, «Discourse and democratic practices», σε S. White (επιμ.), The Cambridge

Companion to Habermas, Cambridge University Press, Cambridge 1995, σ. 233–259.

Simone Chambers, «Democracy, popular sovereignty, and constitutional legitimacy»,

Constellations, τ. 11, 2004, σ. 153-173.

Simone Chambers, «Constitutional referendums and democratic deliberation», σε M.

Mendelson/A. Parkin (επιμ.), Referendum democracy: citizens, elites, and deliberation

referendum campaigns, Palgrave, Basingstoke 2001, σ. 231-255

David Chandler, «International justice», σε σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π.,

σ. 27-39

Thomas Christiano, The rule of the many: Fundamental issues in democratic theory, Westview

Press, Colorado 1996.

Thomas Christiano, «Political equality», σε J. Chapman/A.Wertheimer (επιμ.), Majorities and

Minorities: Nomos XXXII, New York University Press, New York/London 1990, σ. 151-183.

Thomas Christiano, «A democratic theory of territory and some puzzles about global

democracy», Journal of Social Philosophy, τ. 87, 2006, σ. 81-107.

Ronald Coase, «The problem of social cost», Journal of Law and Economics,τ. 3, 1960, σ. 1-44.

Jean Cohen, «Changing paradigms of citizenship and the exclusiveness of the demos»,

International Sociology, 1999, τ. 14, σ. 245-268.

Jean Cohen, «The self-institution of society and representative democracy: Can the cycle be

squared?», Thesis Eleven, 2005, τ. 80, σ. 9-37.

Jean Cohen/Andrew Arato, Civil society and political theory, Cambridge University Press,

Cambridge 1992.

Joshua Cohen/Joel Rogers, «Secondary associations and democratic governance», σε των ίδιων

(επιμ.), Associations and democracy, Verso, New York/London, σ. 7-100.

Joshua Cohen, «Deliberation and democratic legitimacy», σε J. Bohman/W. Rehg (επιμ.),

Deliberative democracy, ό.π., σ. 67-91.

Joshua Cohen, «An epistemic conception of democracy», Ethics, τ. 97, 1986, σ. 26-38.

Joshua Cohen, «Procedure and substance in deliberative democracy», σε S. Benhabib (επιμ.),

Democracy and difference, ό.π., σ. 95-119. Αναδημοσιευμένο σε J. Bohman/W. Rehg (επιμ.),

Deliberative democracy, MIT Press, Cambridge Mass./London 1997, σ. 407-437.

Joshua Cohen/Andrew Sabel, «Extra republicam nulla justitia?», Philosophy & Public Affairs, τ.

34 2006, σ. 147-175.

Jules Coleman, «Efficiency, utility and wealth maximization», Hofsta Law Review, τ. 8, 1980, σ.

512-531.

Jules Coleman/John Ferejohn, «Democracy and Social Choice», Ethics, τ. 97, 1986, σ. 6-25.

Jules Coleman, «Rationality and the justification of democracy», σε G.Brennan / L. Lomansky

(επιμ.), Politics and process: New essays in democratic thought, Cambridge University Press,

New York 1989, σ. 194-206.

David Collier et al., «Essentially contested concepts: Debates and applications», Journal of

Political Ideologies, τ. 12, 2006, σ. 211-246

Jules Coleman, «Constitutional contractarianism», Constitutional Political Economy, τ. 2, 1990,

σ. 135-148.

William Coleman/Tony Porter, «International institutions, globalization and democracy:

Assessing the challenges», Global Society, τ. 14, 2000, σ. 377-398.

Marie Jean Antoine Nicolas de Caritat (ή Marquis de Condorcet), Selected writings, K. Baker

(μετ.), Edward Elgar, Aldershot 1976, [1785], σ. 33-48.

Maeve Cooke, «Argumentation and transformation», Argumentation, τ. 16, 2002, σ. 79-108.

Robert Cooter/Peter Rappoport, «Were ordinalists wrong about welfare economics?», Journal of

Economic Literature, τ. 22, 1984, σ. 507-530.

Adela Cortina, «Communicative democracy: A version of deliberative democracy», Archiv für

Rechts- und Sozialphilosphie, τ. 90, 2010, σ. 133-155.

Carol Could, «Self-determination beyond sovereignty: Relating transnational democracy to local

autonomy», Journal of Social Philosophy, τ. 37, 2006, σ. 44-60.

Matthew Crenson, The un-politics of air pollution: A study of non-decisionmaking in the cities,

John Hopkins Press, Baltimore 1971.

Ciaran Cronin, «Democracy and collective identity», European Journal of Philosophy, τ. 11,

2003, σ. 1-28.

Haskell Curry, Foundations of mathematical logic, Dover, New York 1977.

Robert Dahl, A preface to democratic theory, Chicago University Press, Chicago 1956.

Robert Dahl, Who governs? Democracy and power in the American city, Yale University Press,

New Haven 1961.

Robert Dahl/Edward Tuft, Size and democracy, Stanford University Press, Stanford 1973.

Robert Dahl, Dilemmas of pluralist democracy: Autonomy vs. control, Yale University Press,

New Haven 1982.

Robert Dahl, After the revolution? Authority in a good society, Yale University Press, New

Haven 1990.

Robert Dahl, Democracy and its critics, Yale University Press, New Haven/London 1989.

Robert Dahl, «Can international institutions be democratic? A skeptics view», σε I. Shapiro/ C.

Hacker Gordon (επιμ.), Democracy’s edges, ό.π., σ. 19-36.

Ralf Darendorf, Class and class conflict in industrial society, Stanford University Press, Stanford

1959.

Ralf Dahrendorf, Reflections on the revolution in Europe, Chatto & Windus, London 1990.

Donatella della Porta/Alberto Vannucci, Corrupt exchanges: Actors, resources and mechanisms

of political corruption, Walter de Gruyter, New York 1999.

Daniel Deudney, Bounding power: Republican peace theory from the polis to the global village,

Princeton University Press, Princeton 2006.

Nicole Dietelhoff, «Was vom Tage übrig blieb: Inzeln der Überzeugung im vermachteten

Alltagsgeschäft internationalen Regierens», σε P. Niesen/B. Herboth (επιμ.), Anarchie der

kommunikativen Freiheit, ό.π., σ. 27-56.

Lisa Dish, Hannah Arendt and the limits of philosophy, Cornell University Press, Ithaca 1994.

Horst Dreier, «Das Majoritätsprinzip im demokratischen Verfassungsstaat», Zeitschrift für

Politik, τ. 17, 1986, σ. 94-118.

John Dryzek/Christian List, «Social choice theory and deliberative democracy: A reconciliation»,

British Journal of Political Science, τ. 33, 2003, σ. 1-28.

John Dryzek, «Transnational democracy», Journal of Political Philosophy, τ. 7, 1999, σ. 30-51.

John Dryzek, Deliberative democracy and beyond: Liberals, critics, contestations, Oxford

University Press, New York 2000.

John Dryzek, «Legitimacy and economy in deliberative democracy», Political Theory, τ. 29,

2001, σ. 651-669.

John Dryzek, Deliberative global politics: Discourse and democracy in a divided world, Polity

Press, Cambridge 2006.

Helmut Dubiel, «Von welchen Ressourcen leben wir? Erfolge und Grenzen der Auklärung», σε

E. Teufel (επιμ.), Was hält die monderne Gesellschaft zusammen? Suhrkamp, Frankfurt/a.M.

1996, σ. 79-88.

Ellen Carol DuBois, Woman suffrage and women’s rights, New York University Press, New

York/London 1998.

Patrick Dunleavy/Brendan O’Leary, Theories of the state: The politics of liberal democracy,

Macmillan Press, London 1987.

Patrick Dunleavy, «Group identities and individual influence: Reconstructing the theory of

interest groups», British Journal of Political Science, τ. 18, 1988, σ. 21-49.

Jeffrey Dunoff/Joel Trachtman (επιμ.), Ruling the world? Constitutionalism, international law

and global governance, Cambridge University Press, New York 2009.

Maurice Duverger, «Which is the best electoral system», σε A. Lijphart/B. Grofman, Choosing

an electoral system: Issues and alternatives, Praeger, New York 1984, σ. 29-40.

Ronald Dworkin, «Is wealth a value?», The Journal of Legal Studies, τ. 9, 1980, σ. 191-222.

Ronald Dworkin, A matter of principle, Clarendon Press, Oxford 1991, σ. 104-116.

Ronald Dworkin, Freedom’s law: The moral reading of the American Constitution, Harvard

University Press, Cambridge Mass. 1996.

Ronald Dworkin, Is democracy possible here? Principles for a new political debate, Princeton

University Press, Princeton/Oxford 2006.

Charles Easterbrook, «Statutes' domain», University of Chicago Law Review, τ. 50, 1983, σ. 533-

561.

Charles Easterbrook, «Ways of criticizing the Court», Harvard Law Review, τ. 95, 1992, σ. 802-

841.

Robyn Eckersley, The green state: Rethinking democracy and sovereignty, MIT Press,

Cambridge Mass. 2004.

Einer Elhauge, «Does interest group theory justify more intrusive judicial review?», Yale Law

Journal, τ. 101, 1992, σ. 31-98.

J. Elster/J. Roemer (επιμ.), Interpersonal comparisons of well-being, Cambridge University

Press, Cambridge 1991.

Jon Elster, «Introduction», σε του ίδιου (επιμ.), Deliberative democracy, Cambridge University

Press, New York 1998, σ. 1-18.

Jon Elster, «Sour grapes: Utilitarianism and the genesis of wants», σε A. Sen/B. Williams (επιμ.),

Utilitarianism and beyond, Cambridge University Press, New York 1982, σ. 219-238.

Jon Elster, «Majority rule, and individual rights», σε S. Shute/S. Hurley (επιμ.), On human rights,

Basic Books, New York 1993, σ. 191-203.

James Enelow, «Cycling and majority rule», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public

Choice, ό.π., σ. 149-162.

William Eskridge, «Politics without romance: Implications of Public Choice theory for statutory

interpretation», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 311-352.

David Estlund, «Beyond fairness and deliberation: The epistemic dimensions of democratic

authority», σε J. Bohman/W. Rehg (επιμ.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 173-204.

Cécile Fabre, «A philosophical argument for a Bill of Rights», British Journal of Political

Science, τ. 30, 2000, σ. 86-101.

Wolfgang Fach, «Demokratie und Mehrheitsprinzip», Archiv für Rechts- und Sozialphilosophie,

τ. 61, 1975, σ. 201-221.

Richard Falk, «The making of a global citizenship», σε B. van Steenbergen (επιμ.), Conditions of

citizenship, Sage, London 1994.

Richard Falk, «Revisiting Westphalia, discovering Post-Westphalia», Journal of Ethics, τ. 6,

2002, σ. 311-352.

Richard Falk/Andrew Strauss, «The deeper challenges of global terrorism: A democratizing

response», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 203-231.

Richard Fallon, «Legitimacy and the Constitution», Harvard Law Review, τ. 118, 2005, σ. 1787-

1853.

Joseph Femia, Against the masses: Varieties of anti-democratic thought since the French

Revolution, Oxford University Press, Oxford 2001.

Joseph Femia, Pareto and political theory, Routledge, New York 2006.

Daniel Farber/Philip Frickey, Law and Public Choice: A critical introduction, University of

Chicago Press, Chicago/London 1990.

Bardo Fassbender, «“We the Peoples of the United Nations”: Constituent Power and

constitutional form in international law», σε M. Loughlin/ N. Walker (επιμ.), The paradox of

constitutionalism: Constituent power and constitutional form, Oxford University Press, New

York 2007, σ. 269-290.

Scott Feldman/Bernard Grofman, «Who’s afraid of the big bad cycle?», Journal of Theoretical

Politics, τ. 4, 1992, σ. 231-237.

Dan Felsenthal et al., «An empirical assessment of six voting procedures: Do they really make

any difference?», British Journal of Political Science, τ. 13, 1993, σ. 1-27.

John Ferejohn, Pork barrel politics, Stanford University Press, Stanford 1974.

Iring Fetscher, «Wieviel Konsens gehört zur Demokratie», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.),

An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 196-206.

Iring Fetscher, «Zum Verhältnis von Mehrheitsprinzip und Demokratie», σε C. Broda et al.

(επιμ.), Festschrift für Rudolf Wassermann zum sechzigsten Geburtstag, Luchterhand, Darmstadt

1985, σ. 317-324.

Iring Fetscher, «Ökologie und Demokratie: Ein Problem der politische Kultur», Aus Politik und

Zeitgeschichte, τ. 32, 1982, σ. 27-34.

Johann Gottlieb Fichte, Addresses to the German nation, R. Jones/G. Turnbull (μετ.), Greenwood

Press, Westport 1922, [1808].

Francesca Filippi, «The conception of citizenship in Greek antiquity as civic pfilia among

equals», σε E. Moutsopoulos/M. Protopapas-Marneli (επιμ.), The notion of citizenship in ancient

Greek philosophy, ό.π., σ. 201-221.

Peter Fishburn/William Gehrlein, «Majority efficiency for simple voting procedures: Summary

and interpretation», Theory and Decision, τ. 14, 1982, σ. 141-153.

Morris Fiorina, «Voting behavior», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice: ό.π., σ.

391-414.

George Fletscher, «Constitutional identity», Cardozo Law Review, τ. 14, 1993, σ. 737-746.

Reiner Forst, Das Recht auf Rechtfertgung: Elemente einer konstructivistischen Theorie der

Gerechtigkeit, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2007.

Reiner Forst, Contexte den Gerechtikeit: Politische Philosophie jenseits von Liberalimsus und

Communitarismus, Suhrkamp, Frankfuhrt/a.M. 1994.

Rainer Forst, Toleranz im Konflikt: Geshichte, Gehalt und gegenwart eines umstrittenen Begriffs,

Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2003.

Jane Franklin, «Politics and risk», σε G. Mythen/S. Walklate (επιμ.), Beyond the risk society:

Critical reflections on risk and human security, Open University Press, New York 2006, σ. 149-

168.

Nancy Fraser, «Rethinking the public sphere: A contribution to the critique of actually existing

democracy», σε C. Calhoun (επιμ.), Habermas and the public sphere, MIT Press, Cambridge

Mass. 1991, σ. 109-142.

Nancy Fraser, Scales of justice: Reimagining political space in a globalizing world, Polity Press,

Cambridge 2008.

Samuel Freeman, «Distributive justice and the “Law of peoples”», σε R. Martin/D. Reidy (επιμ.),

Rawls’s law of peoples: A realist utopia?, Blackwell Publishing, Oxford 2006, σ. 243-260.

Barry Friedman, «The history of the countermajoritarian difficulty, Part III: The lesson of

Lochner», New York University Law Review, 2001, τ. 76, σ. 1383-1428.

Archon Fung, «Deliberation before the revolution: Toward an ethics of deliberative democracy»,

Political Theory, τ. 33, 2005, σ. 397-419.

Adreas Funke, «Wahlrecht, Republik, politiche Freiheit», Der Staat, τ. 46, 2007, σ. 395-419.

Peter Gaerdenfors, «A concise proof of a theorem on manipulation of social choice functions»,

Public Choice, τ. 33, 1977, σ. 137-142.

Gerald Gaus, Contemporary theories of Liberalism: Public Reason as a Post-Enlightenment

project, Sage, London 2003.

Jürgen Gebhardt, «Mehrheitsprinzip, Minderheitenrechte und ziviler Ungehorsam in der

Bürgerkultur der USA», σε H. Oberreuter (επιμ.), Warheit statt Mehrheit?, Olzog Verlag,

München 1986, σ. 193-208.

John Gerring/Strom Thacker, «Do neoliberal policies deter political corruption?», International

Organization, τ. 59, 2005, σ. 233-254.

Oliver Gersterberg, Bürgerrechte und deliberative Demokratie: Elemente einer pluralistischen

Verfassungstheorie, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1997.

Robert Geyer/Samir Rihani, «Complexity theory and the fundamental challenges of democracy in

the 21st Century», στο συνέδριο “Democracy in the 21

st Century”, British Political Science

Association, LSE, 10-13 Απρ. 2000 (http://www.Globalcomplexity.org/ Democracy.htm).

Xenophon Giataganas, «Delegation of regulatory power in the European Union: The relevance of

the American model of regulatory agencies», Jean Monnet, Working Paper 30/01, 2001.

Antony Giddens, The constitution of society, University of California Press, Berkeley 1984.

Otto von Gierke, «Über die Geschichte des Majoritätsprinzips», σε B. Guggenberger/C. Offe

(επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 8-21

Johnny Goldfinger, «The value of Social Choice theory for normative political theorists», The

Good Society, τ. 11, 2002, σ. 32-38.

Alvin Goldman, «A casual responsibility approach to voting», σε D. Estlund (επιμ.), Democracy,

Blackwell, Oxford 2002, σ. 267-285.

Michael Goodhart, Democracy as human rights: Freedom and equality in the age of

globalization, Routledge, New York 2005..

Robert Goodin/K.W.S. Roberts, «The ethical voter», American Political Science Review, τ. 69,

1975, σ. 926-929

Robert Goodin, Manipulatory politics, Yale University Press, New Haven/London 1980.

Robert Goodin, Innovating democracy: Democratic theory after the deliberative turn, Oxford

University Press, New York 2008.

Bernard Gorfman, «Downs and the two-party convergence», Annual Review of Political Science,

τ. 7, 2004, σ. 25-46.

Bernard Gorfman, «Public choice, civic republicanism, and American politics: Perspectives of a

“Reasonable Choice” modeler», Texas Law Review, τ. 71, 1993, σ. 1541-1581.

Bernard Gorfman/Scott Feld, «Rousseau's general will: A Condorcetian perspective», σε D.

Estlund (επιμ.), Democracy, Blackwell, Oxford 2002, σ. 308-319.

Peter Gowan, The global gamble: Washington’s Faustian bid for world dominance, Verso, New

York 1999.

Keith Graham, The battle for democracy: Conflict, consensus and the individual, Wheatsheaf

Books, Sussex 1986.

John Gray, «On the contestability of social and political concepts», Political Theory, τ. 5, 1977,

331-348.

Donald Green/Ian Shapiro, Pathologies of Rational Choice Τheory, Yale University Press, New

Haven 1994.

Jeffrey Green, «Apathy: The democratic disease», Philosophy & Social Criticism, τ. 30, 2004, σ.

745-768.

Liah Greenfeld, Nationalism: Five roads to modernity, Harvard University Press, Cambridge

Mass. 1992.

Allan Gross, «Systematically distorted communication: An impediment to social and political

change», Informal Logic, τ. 30, 2010, σ. 335-360

Bernd Guggenberger, «Die neue Macht der Minderheit», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An

den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 207-251.

Bernd Guggenberger, «An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie», σε B. Guggenberger/C. Offe

(επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 184-195.

Bernd Guggenberger/Claus Offe, «Politik aus der Basis: Herausforderung der parlamentarischen

Mehrheitsdemokratie», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der

Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 8-21.

Bernd Guggenberger, «Wo die Macht der Mehrheiten endet», T. Meyer et al. (επιμ.),

Widerstandsrecht in der Demokratie: Pro und Contra, L΄ 80 Verlagsgesellschaft, Köln 1984, σ.

120-131.

Lani Guinier, The tyranny of the majority: Fundamental fairness in representative democracy,

Free Press, New York/London 1994.

Frank Gunningham, Democratic theory and socialism, Cambridge University Press, Cambridge

1987.

Christoph Gusy, «Das Mehrheitprinzip im demokratischen Staat», σε B. Guggenberger/C. Offe

(επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 61-82.

Amy Gutmann/Dennis Thompson, Democracy and disagreement, Harvard University Press,

Cambridge 1996.

Amy Gutmann, «Civic Education and Social Diversity», Ethics, τ. 105, 1995, σ. 557-579.

Jürgen Habermas, «Postscript to knowledge and human interests», Philosophy of the Social

Sciences, τ. 3, 1975, σ. 157-189.

Jürgen Habermas, «Ziviler Ungehorsam: Testfall für den demokratischen Rechtstaat: Wider den

autoritären Legalismus in der Bundesrepublik», σε P. Glotz (επιμ.), Ziviler Ungehorsam im

Rechtsstaat, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1983, σ. 29–53.

Jürgen Habermas, «Further reflections on the public sphere», σε C. Calhoun (επιμ.), Habermas

and the public sphere, MIT Press, Cambridge Mass./London 1996, σ. 421-461.

Jürgen Habermas, «The European nation-state and the pressures of globalization», σε P. De

Greif/C. Cronin (επιμ.), Global justice and transnational politics: Essays on the moral and

political challenges of globalization, MIT Press, Cambridge/London 2002, σ. 217-234.

Jürgen Habermas, Die Einbeziehung des anderen, Suhrkamp, Frankfuhrt/a.M.1997.

Jürgen Habermas, The divided West, C. Cronin (μετ.), Polity Press, Cambridge 2006, [2004], σ.

115-193.

Jürgen Habermas, «Kommunikative Rationalität und grenzüberschreitende Politik: Eine Replik»,

σε P. Niesen/B. Herboth (επιμ.), Anarchie der kommunikativen Freiheit, ό.π., σ. 406-459.

Mogens Hansen, The Athenian democracy in the age of Demosthenes, Blackwell, Oxford 1999.

John Harsanyi, «Cardinal welfare, individualistic ethics, and interpersonal comparisons of

utility», Journal of Political Economy, τ. 63, 1995, σ. 309-321.

Emily Hauptmann, Putting choice before democracy. A critique of Rational Choice Theory, State

University of New York, New York, 1996.

Ronald Hayduk, «Democracy for all: Restoring immigrant voting rights in the U.S.», New

Political Science, 2004, τ. 26, σ. 499-523.

Friedrich Hayek, «Die Anschauungen der Mehrheit und die zeitgenössische Demokratie», σε του

ίδιου, Freiburger Studien, Mohr Siebeck, Tübigen 1969, σ. 56-74.

Friedrich Hayek, Law, legislation and liberty: The political order of a free people, Routledge,

London 1982, τόμοι 1-3.

Friedrich Hayek, The road to serfdom, Routledge, New York/London, 2004 [1942].

Clarissa Rile Hayward, «Binding problems, boundary problems: The trouble with “democratic

citizenship”», σε S. Benhabib et al. (επιμ.), Identities, affiliations, and allegiances, Cambridge

University Press, New York 2007, σ. 181-205.

Clarissa Rile Hayward, «Democracy’s identity problem: Is constitutional patriotism the answer?»,

Constellations, 2007, τ. 14, σ. 182-196.

Derek Heater, World citizenship and gevernment, Macmillan Press, London 1996.

Joseph Heath, «Rawls on global distributive justice a defence», σε D. Weinstock (επιμ.), Global

justice, global institutions, University of Galgary Press, Galgary 2005, σ. 193-226.

Alan Hedley, Running out of control: Dilemmas of globalization, Kumarian Press, Bloomfield

2002.

Todd Hedrick, «Constitutionalization and democratization: Habermas on postnational

governance», Social Theory & Practice, τ. 33, 2007, σ. 387-410.

David Held, «The transformation of political community: Rethinking democracy in the context of

globalization», σε I. Shapiro/ C. Hacker Gordon (επιμ.), Democracy’s edges, ό.π., σ. 84-111.

David Held, «Die Globalisierung regulieren? Die Neuerfindung von Politik», σε. Lutz-

Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?: Für und wider die Idee einer

Weltrepublik, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 2002, S. Weindlich (μετ.), σ. 104-124.

David Held, Democracy and the global order, Polity Press, Cambridge 1995.

David Held, «Democratic accountability and political effectiveness from a cosmopolitan

perspective», Government and Opposition, 2004, τ. 39, σ. 364-391.

Hermann Heller, «Politische Demokratie und Soziale Homogenität», σε του ίδιου, Gesammelte

Schriften, II: Recht, Staat, Macht, C. Müller (επιμ), Mohr, Tübingen 1992, [1928], σ. 421–433.

Morgens Hermans Hansen, The Athenian democracy in the age of Demosthenes: Structures,

principles, and ideology, J. Crook (μετ.), University of Oklahoma Press, London 1999.

Werner Heun, Das Mehrheitprinzip in der Demokratie: Grundlagen – Struktur – Begrenzungen,

Duncker & Humblot, Berlin 1983.

Ernst von Hippel, «Zur Problematik der Grundbegriffe des öffentlichen Rechts», σε O. Bachof

(επιμ.), Gedächtnisschrift für Walter Jellinek, Isar, München 1955, σ. 18-31.

Paul Hirst, «Can secondary associations enhance democratic governance?», J. Cohen/J. Rogers

(επιμ.), Associations and democracy, Verso, New York/London, σ. 101-113.

Ran Hirschl, Towards juristocracy: The origins and consequences of the new constitutionalism,

Harvard University Press, Cambridge/London 2004.

Thomas Hobbes, De Cive: The English version, H. Warrender (επιμ.), Clarendon Press, Oxford

1983, [1642].

Otfried Höffe, «Globalität statt Globalismus: Über eine subsidiäre und föderale Weltrepublik», σε

M. Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt?, ό.π., σ. 8-31.

Hasso Hofman/Horst Dreier, «Repräsentation, Mehrheitsprinzip und Minderheitenschutz», σε

H.P. Schneider/W. Zeh (επιμ.), Parlamentsrecht und Parlamentspraxis in der Bundesrepublik

Deutschland: Ein Handbuch, Walter de Gruyter, Berlin 1989, σ. 165-197.

Istvan Hont, «The permanent crisis of a divided mankind: “Contemporary crisis of the Nation

State” in historical perspective», Political Studies, 1994, τ. 42, σ. 166-231.

Harold Hotelling, «Stability in competition», Economic Journal, τ. 33, 1929, σ. 41-57.

Herbert Hovenkamp, «Arrow’s Theorem: Ordinalism and republican government», Iowa Law

Review, τ. 75, 1990, σ. 946-973.

Dick Howard, The specter of democracy, Columbia University Press, New York 2002.

Thomas Hüglin, Tyrannei der Mehrheit: Eine ideengeschichtliche Studie, Paul Haupt,

Bern/Stuttgart 1977.

Adrew Hurell, «Global inequality and international institutions», Metaphilosophy, τ. 32, 2001, σ.

34-57.

Susan Hurley, «Rationality, democracy and leaky boundaries: Vertical vrs. horizontal

modularity», σε I. Shapiro/ C. Hacker Gordon (επιμ.), Democracy’s edges, ό.π., σ. 273-294.

James Hyland, Democratic theory: The philosophical foundations, Manchester University Press,

Manchester 1995.

Attracta Ingram, «Constitutional patriotism», Philosophy and Social Criticism, τ. 22, 1966, σ. 1-

18.

Wolfgang Jäger, «Mehrheit, Minderheit, Majorität, Minorität» σε Otto Brunner (επιμ.),

Geschichtliche Grundbegriffe, Historishes Lexikon zur politisch-sozialen Sprache in

Deutschland, Bd. 3, Klett-Cotta, Stuttgart 1982, σ. 1021-1062

Michael James, «Public interest and majority rule in Bentham’s democratic theory», Political

Theory, τ. 9, 1981, σ. 49-64.

Martin Jay, «The debate over the performative contradiction: Habermas versus the

poststructuralists», σε A. Honneth, (επιμ.), Philosophical interventions in the unfinished project

of Enlightenment, MIT Press, Cambridge Mass. 1992, σ. 261–279.

Georg Jellinek, Das Recht der Minoritäten, Alfred Hölder, Wien 1898.

Georg Jellinek, Allgemeine Staatslehre, O. Häring Verlag, Berlin 1914, [1900].

Nathan Jensen/Leonard Wantchekon, «Resource wealth and political regimes in Africa»,

Comparative Political Studies, 2004, τ. 37, σ. 816-841.

Christian Joerges/Jürgen Neyer, «From intergovernmental bargaining to deliberative political

processes: The constitutionalisation of comitology», European Law Journal, τ. 3, 1997, σ. 273-

302.

Michael Johnston, «The definition debate: Old conflicts in new guises», σε A. Jain (επιμ.), The

political economy of corruption, Routledge, London 1996, σ. 11-31.

Peter Jones, «Intense preferences, strong beliefs and democratic decision-making», Political

Studies, τ. 36, 1988, σ. 7-29.

Emmanuel Joseph, What is the third estate? M. Blondel (μετ.), Praeger, New York 1964, [1789].

Wolfgang Kahl, «Staatsziel Nachhaltigkeit und Generationengerechtigkeit», Die Öffentliche

Verwaltung, τ. 62, 2009, σ. 2-13.

Andreas Kalyvas, «Feet of clay? Reflection’s on Hard’s and Negri’s Empire», Constellations,

2003, τ. 10, σ. 264-279.

Immanuel Kant, Critique of pure reason, P. Gruyer and A.W. Wood (μετ.), Cambridge

University Press, New York 1998, [1781]

Immanuel Kant, The metaphysics of morals, M. Gregor (μετ.), Cambridge University Press, New

York, 1997, [1796].

Johan Karlsson, Democrats without borders: A critique of transnational democracy, διδακτορική

διατριβή, University of Gothenburg, Gothenburg 2008.

Chimène Keitner, «The “false promise” of civic nationalism», Millennium, τ. 28, 1999, σ. 341-

51.

Mark Kelman, «On democracy-bashing: A skeptical look at the theoretical and the empirical

practice of the Public Choice movement», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 199-273.

Willmoore Kendall/George Carey, «The intensity problem and democratic theory», American

Political Science Review, τ. 62, 1968, σ. 5-24.

Willmoore Kendall, John Locke and the doctrine of majority-rule, Kessinger Publishing, Kila

Montana 2007, [1959].

Paul Kern, «Universal suffrage without democracy: Thomas Hare and J.S. Mill», Review of

Politics, τ. 34, 1972, σ. 306-322.

Jens Kersten, «Mehrheit und Minderheit im Minoritätenstaat», Der Staat, τ. 46, 2007, σ. 395-419.

Wolfgang Kersting, Die politische Philosophie des Gesellschaftvetrags, Primus Verlag,

Darmstadt 1996.

Alexander Keysar, The right to vote: The contested history of democracy in the United States,

Basic Books, New York 2000.

Peter Graft Kielmansegg, Das Experiment der Freiheit: Zur gegenwärtigen Lage des

demokratischen Verfassungstaates, Klett-Cotta, Stuttgart 1988.

Peter Graf Kielmansegg, Volkssouveränität: Eine Unterschuhung der Bendingungen

demokratischer Legitimität, Klett-Cotta, Stuttgart 1997.

James Kiersky/Nicholas Caste, Thinking critically: Techniques of logical reasoning, West

Publishing Company, Minneapolis/New York 1995.

Richard Kimber, «Interest groups and the fallacy of the liberal fallacy», σε J. Richardson (επιμ.),

Interest groups, Oxford University Press, New York 1994, σ. 38-48.

Donald Kinder/Kieweit Roderick, «Sociotropic politics: The American case», British Journal of

Political Science, τ. 11, 1981, σ. 129-161.

Michael King/Chris Thornhill, Niklas Luhmann’s theory of politics and law, Palgrave Macmillan,

New York 2003.

Benedict Kingsburyet et al., «The emergence of global administrative law», Law and

Contemporary Problems, τ. 68, 2005, σ. 15-61.

David Klahr, «A computer stimulation of the paradox of voting», American Political Science

Review, τ. 60, 1966, σ. 384-390.

Pauline Kleingeld, «Kantian patriotism», Philosophy and Public Affairs, 2000, τ. 29, σ. 313-41.

Jack Knight/James Johnson, «Aggregation and deliberation: On the possibility of democratic

legitimacy», Political Theory, τ. 22, 1994, σ. 277–296

Jack Knight/James Johnson, «What sort of equality does deliberative democracy require?», σε J.

Bohman/W. Rehg (επιμ.), Deliberative democracy, ό.π., σ. 279-321.

Kenneth Koford, «Dimensions in congressional voting», American Political Science Review, τ.

83, 1989, σ. 949-966.

Peter Koller, «Zu einige Problemen der Rechtfertigung der Demokratie», Rechtstheorie, τ. 4,

1983, σ. 319-343.

Martin Kriele, «Das Demokratische Prinzip in Grundgesetz», Veröffentlichungen der Vereinigung

der Deutschen Staatrechtlehrer, τ. 29, 1970, σ. 46-80.

Dora Kostakopoulou, The future governance of citizenship, Cambridge University Press, London

2008.

Gerald Krammer, «On a class of equilibrium conditions for majority rule», Econometrica, τ. 41,

1973, σ. 285-297.

Anne Krueger, «The political economy of rent-seeking society», American Economic Review, τ.

64, 1974, σ. 291-303.

Thomas Kuhn, The structure of scientific revolution, Chicago University Press, Chicago 1970.

Risto Kunelius/Elizabeth Eide, «The Mohammed cartoons, journalism, free speech and

globalization», σε R. Kunelius et al. (επιμ.), Reading the Mohammed cartoons controversy,

Bochum/Freiburg 2007, σ. 9-23.

Peter Kurrild-Klitgaard, «The equivocal “will of the people”: Voting paradoxes and arbitrariness

in simulated versions of seven Danish elections», Syddansk Universitet, Political Science

Publications No 4/2005, (http://static.sdu.dk/mediafiles/Files/Om_SDU/Institutter/Statskundskab

/Skriftserie/05PKK4% 20pdf.pdf).

Hanns Kurz, Volkssouveränität und Volksrepräsentation, Carl Heymanns Verlag, Köln, 1965.

Robert Kuttner, Everything for sale: The virtues and limits of markets, Chicago University Press,

Chicago 1996.

Will Kymlicka/Norman Wayne, «Return of the citizen: A survey of recent work on citizenship

theory», σε R. Beiner (επιμ.), Theorizing citizenship, ό.π., σ. 283-322.

Will Kymlicka, Multicultural citizenship, Clarendon Press, Oxford 1995.

Will Kymlicka, Politics in the vernacular: Nationalism, multiculturalism, and citizenship, Oxford

University Press, Oxford 2001.

Cécile Laborde, «From constitutional to civic patriotism», British Journal of Political Science,

2002, τ. 32, σ. 591-612.

Cristina Lafont, «Is the ideal of a deliberative democracy coherent?», σε Besson/J. L. Martí

(επιμ.), Deliberative democracy and its discontents, Ashgate, Aldershot 2006, σ. 3-26.

Scott Lash/John Urry, Economies of signs and space, Sage, London 1994.

Earl Latham, «The group basis of politics: Notes for a theory», American Political Science

Review, τ. 46, 1952, σ. 376-397.

Dwight Lee, «Politics, ideology and the power of Public Choice», Virginia Law Review, τ. 74,

1988, σ. 191-198.

Glaude Lefort, Democracy and political theory, D. Macey (μετ.), University of Minnesota Press,

Minneapolis 1988.

Gerhard Leibholz, Strukturprobleme der modernen Demokratie, Müller, Karlsruhe 1967.

Walter Leisner, «Zur Legitimität politiscen Entscheidungshandels: Vom Mehrheits- zum

Mindrheitsprinzip?», σε A. Randelzhofer/W. Süss (επιμ.), Consens und Konflikt: 35 jahre

Grundgesetz, Duncker & Humblot, Berlin/New York 1986, σ. 294-306.

Dominique Lepelley/Fabrice Vallognes, «Voting rules, manipulability and social homogeneity»,

Public Choice, τ. 116, 2003, σ. 165-184.

Michael Levine/Charles Plott, «A model of agenda influence on committee decisions», American

Economic Review, τ. 68, 1978, σ. 146-160.

Michael Levine/Charles Plott, «Agenda influence and its implications», Virginia Law Review, τ.

63, 1977, σ. 561-596.

Saul Levmore, «Voting paradoxes and interest groups», Journal of Legal Studies, τ. 28, 1999, σ.

259-281.

Charles Lindblom, «The market as prison», Journal of Politics, τ. 44, 1982, σ. 324-336.

Mario Rainer Lipsius, Interessen, Ideen und Institutionen, Westdeutscher Verlag, Opladen 1990,

σ. 41-60.

Christian List/Robert Goodin, «Epistemic democracy: Generalizing the Condorcet jury theorem»,

Journal of Political Philosophy, τ. 9, 2001, σ. 277-306.

Martin Loughlin, «Constituent power subverted: From English constitutional argument to British

constitutional practice», σε M. Loughlin/ N. Walker (επιμ.), The paradox of constitutionalism:

Constituent power and constitutional form, ό.π., σ. 27-48.

John Low-Beer, «The constitutional imperative of proportional representation», Yale Law

Journal, τ. 94, 1984, σ. 163-188.

Niklas Luhmann, Grundrechte als Institution: Ein Beitrag zur politische Soziologie, Berlin 1965.

Niklas Luhmann, Political theory in the welfare state, J. Bednarz (μετ.), De Gruyter, Berlin/New

York, 1990, [1981].

Adam Lupel, Globalization and popular sovereignty: Democracy’s translational dilemma,

Routledge, London/New York 2009.

Thomas MacCarthy, «Vergangenheitsbewältigung in the USA: On the politics of the memory of

slavery», Political Theory, τ. 30, 2002, σ. 623-648.

Fred MacChesney, «Rent extraction and rent creation in the economic theory of regulation»,

Journal of Legal Studies, τ. 16, 1986, σ. 101-111.

Stephen Macedo, «What do self-governing people owe to one another: Universalism, diversity

and the law of peoples», Fordham Law Review, 2004, τ. 72, σ. 1720-1738.

Jonathan Macey, «Economic views of the constitution», George Washington Law Review, τ. 56,

1987, σ. 50-80.

Jonathan Macey, «Transaction costs and the normative elements of Public Choice: An application

to constitutional theory», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 471-518.

Jonathan Macey, «Promoting public-regarding legislation through statutory interpretation: An

interest group model», Columbia Law Review, τ. 86, 1986, σ. 223-268.

Maxwell MacCombs/Donald Saw, «The agenda setting function of he Mass Media», Public

Opinion Quarterly, τ. 36, 1972, σ. 176-187.

Andrew MacFarland, «Interest groups and the policymaking process: Sources of countervailing

power in America», σε M. Petracca (επιμ.), The Politics of interests: Interest groups transformed,

Westview Press, Boulder 1992, σ. 69-83.

Antony MacGann, «The tyranny of supermajority: How can majority rule protect minorities»,

Journal of Theoretical Politics, τ. 16, 2004, σ. 53-77.

Alasdair MacIntyre, «Ist Patriotismus eine Tugend?», A. Honneth (επιμ.), Kommunitarismus:

Eine Debatte über die moralischen Grundlagen moderner Gesellschaften, A. Burri (μετ.),

Campus Verlag, Frankfurt/a.M. 1995, σ. 84-102.

Richard MacKelvey, «Covering, dominance and institution-free properties of social choice»,

American Political Science Review, τ. 24, 1986, σ. 68-96.

Gerry Mackie, Democracy defended, Cambridge University Press, Cambridge 2003.

Ian MacLean/John London, «The Borda and the Condorcet principles: Three medieval

applications», Social Choice and Welfare, τ. 1990, σ. 99-108.

Ian MacLean, «William Riker and the invention of Heresthetics», British Journal of Political

Science, τ. 32, 2002, σ. 535-558.

Ian MacLeanet et al., «Can deliberation induce greater preference structuration? Evidence from

opinion polls», στο συνέδριο Deliberating about deliberative democracy, Austin Texas 2-6 Φεβ.

2000, Texas University, (http://cdd.stanford.edu/research/papers/2000/ structuration.pdf).

Herbert MacClosky, «The fallacy of absolute majority rule», Journal of Politics, τ. 11, 1949, σ.

637-654.

Giandomenico Majone, «Temporal consistency and temporal credibility: Why democracies need

non-majoritarian institutions?», European University Institute, Working Paper 96/57, 1996.

Giandomenico Manjone, «Europe’s “democratic deficit”: The question of standards», European

Law Journal, τ. 4, 1998, σ. 5-28.

Joseph Major, «Liberal justice, future people and natural resource conservation», Philosophy &

Public Affairs, τ. 38, 2010, σ. 380-408.

Peter Malanczuk, «Globalisierung und die zukünftige Rolle souveräner Staaten», σε . Lutz-

Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt? ό.π., σ. 172-200.

Pierre Manent, Democracy without nations? The fate of self-government in Europe, Ε. Seaton

(μετ.), ISI Books, Wilmington 2007.

Bernard Manin, «On legitimacy and political deliberation», Political Theory, τ. 15, σ. 338-368.

Bernard Manin, The principles of representative government, Cambridge University Press,

Cambridge/New York 1997.

John Manley, «Neo-pluralism: A class analysis of pluralism I and pluralism II», American

Political Science Review, τ. 77, 1983, σ. 368-383.

Michael Mann, The dark side of democracy: Explaining ethnic cleansing, Cambridge University

Press, Cambridge 2005.

Jane Mansbridge, «Feminism and democracy», The American Prospect, τ. 1, 1990, σ. 120-132.

Jane Mansbridge, «Self interest in political life», Political Theory, τ. 18, 1990, σ. 132-153.

Jane Mansbridge, «A deliberative theory of interest representation», σε M. Petracca (μετ.), The

politics of interests, ό.π, σ. 32-58.

Jane Mansbridge, «Using power-fighting power: The polity», σε S. Benhabib (επιμ.), Democracy

and difference, ό.π., σ. 46-66.

Jane Mansbridge, «Deliberative and non-deliberative negotiations», Working Paper, Harvard

Kennedy School of Government, 2009, (web.hks.harvard.edu).

Jane Mansbridgea et al., «The place of self-interest and the role of power in deliberative

democracy», The Journal of Political Philosophy, τ. 18, 2010, σ. 64–100.

José Maria Maravall, «Accountability and manipulation», σε A. Przeworski et al. (επιμ.),

Democracy, accountability and representation, Cambridge University Press, Cambridge 1999, σ.

154-196.

Patchen Markell, «Making affect safe for democracy: On “constitutional patriotism”», Political

Theory, τ. 28, 2000, σ. 38-63.

Paul Marquardt, «Deficit reduction: Democracy, technocracy and constitutionalism in the

European Union», Duke Journal of Comparative and International Law, τ. 4, 1994, σ. 265-289.

David Marsh et al., «Globalization and the state», σε C. Hay et al. (επιμ.), The state: Theories and

issues, McMillan, New York 2006.

T. H. Marshall, Citizenship and social class, and other essays, Cambridge University Press,

London 1950, σ. 1-81.

José Louis Martí, «The epistemic conception of deliberative democracy defended», σε S.

Besson/J. L. Martí (επιμ.), Deliberative democracy and its discontents, Ashgate, Aldershot 2006,

σ. 27-56

Karl Marx, Die achtzehnte Brumaire des Louis Bonaparte, Duncker & Humblot, Berlin 1966,

[1852].

Andrew Mason, «Liberalism, multiculturalism, and the problem of internal minorities», σε A. S.

Laden/D. Owen (επιμ.), Multiculturalism and political theory, Cambridge University Press, New

York 2007, σ. 221-243.

Andrew Mason, «Political community, liberal nationalism, and the ethics of assimilation», Ethics,

τ. 109, 1999, σ. 261-286.

James Marsh, Critique, action, and liberation, State University of New York Press, New York

1995.

Ingerborg Maus, Zur Aufklärung der Demokratietheorie: Rechts- und demokratietheoretische

Überlegungen im Anschluß an Kant, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1992.

Ingeborg Maus, «Volk und Nation im Denken der Aufkrärung», Blätter für deutsche und

internationale Politik, τ. 5, 1994, σ. 602-621.

Ingeborg Maus, «Verfassung oder Vertrag: Zur Verrechtlichung globaler Politik», σε P.

Niesen/B. Herboth (επιμ.), Anarchie der kommunikativen Freiheit, ό.π., σ. 350-382.

Ingeborg Maus, «Vom Nationalstaat zum Globalstaat: Der Niedergang der Diemokratie», σε M.

Lutz-Bachman/J. Bohman (επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt? ό.π., σ. 226-259.

Kenneth May, «A set of independent, necessary and sufficient conditions for simple majority

voting», Econometrica, τ. 20, 1952, σ. 680-684.

Henry Mayo, An introduction to democratic theory, Oxford University Press, New York 1960.

Paul Meehl, «The selfish voter paradox and the throw-away vote argument», American Political

Science Review, τ. 71, 1977, σ. 11-30.

Yves Mény/Yves Surel, «The constitutive ambiguity of populism», σε των ίδιων (επιμ.),

Democracies and the populist challenge, Pelgrave, Basingstoke 2002.

Samuel Merill, «A comparison of efficiency of multicandidate electoral systems», American

Journal of Political Science, τ. 28, 1984, σ. 23-48.

Frank Michelman, «Law’s republic», Yale Law Journal, τ. 97, 1988, σ. 1493-1536.

Frank Michelman, «Morality, identity and “constitutional patriotism”», Ratio Juris, τ. 14, 2001,

σ. 253-271.

Robert Michels, Political Parties: A sociological study of the oligarchical tendencies of modern

democracy, Eden & Cedar Paul (μετ.), Heart’s International Library Co, New York 1915, [1911].

J.S. Mill, Essays on democracy and culture, G. Himmelfarb (επιμ.), Doubleday, New York 1962,

[1835], σ. 171-213.

John Stuart Mill, On liberty and other essays, Oxford University Press, New York 1991, σ. 205-

471.

David van Mill, «The possibility of rational outcome for democratic discourse and procedure»,

Journal of Politics, τ. 58, 1996, σ. 734-752.

David van Mill, Deliberation, Social Choice and absolutist democracy, Routledge, New York

2006.

David Miller, «The competitive model of democracy», σε G. Duncan (επιμ.), Democratic theory

and practice, Cambridge University Press, Cambridge 1983, σ. 133-155.

David Miller, «In what sense must socialism be communitarian», Social Philosophy & Policy, τ.

6, 1989, σ. 51-73.

David Miller, «Introduction», σε του ίδιου (επιμ.), Liberty, Oxford University Press, Oxford

1991, σ. 1-23.

David Miller, On nationality, Oxford University Press, Oxford 1999.

David Miller, «Deliberative democracy and Social Choice», σε D. Etslund (επιμ.), Democracy,

Blackwell, Oxford 2002, σ. 289-307

David Miller, National responsibility and global justice, Oxford University Press, New York

2007.

David Miller, «Why immigration controls are not coercive: A reply to Arash Abizadeh», Political

Theory, 2008, τ. 38, σ. 111-120.

Joshua Miller, «The ghostly body politic: The Federalist Papers and popular sovereignty»,

Political Theory, τ. 16, 1988, σ. 99-119.

Nicolas Miller, «Pluralism and social choice», American Political Science Review, τ. 77, 1983, σ.

734-747.

William Mitchell, «Schumpeter and Public Choice part Ι: Precursor of Public Choice?», Public

Choice, τ. 42, 1984, σ. 73-88.

Colin Mooers, The making of bourgeois Europe: Absolutism, revolution, and the rise of

capitalism in England, France, and Germany, Verso London/New York, Verso 1991.

Margaret Moore, «Normative justifications for liberal nationalism: Justice, democracy, and

national identity», Nations and Nationalism, τ. 7, 2001, σ. 1-20.

Andrew Moravcsik, «Is there a democratic deficit in world politics: A framework of analysis»,

Government and Opposition, τ. 39, 2004, σ. 336-363.

Edmund Morgan, Inventing the people: The rise of popular sovereignty in England and America,

Norton & Company, New York/London 1989.

Glyn Morgan, «Democratic equality, transnational institutions, and the constraints of modernity»,

B. Morrison (επιμ.), Transnational democracy in critical and comparative perspective:

Democracy’s range reconsidered, Ashgate, Aldershot 2003.

John Morreall, «The justifiability of violent civil disobedience», σε H.A. Bedau, Civil

disobedience in focus, Routledge, London 1991, σ. 130-43.

Christopher Morris, «The very idea of popular sovereignty: “We the people” reconsidered»,

Social Philosophy and Policy, τ. 17, 2000, σ. 1-26.

George Mosse, «Racism and nationalism», Nations and Nationalism, τ. 1, 1995, σ. 163-174.

Dennis Mueller, Public Choice II, Cambridge University Press, New York 1989.

Friedrich Müller, Wer ist das Volk? Duncker & Humblot, Berlin 1997.

Jan-Werner Müller, Constitutional patriotism, Princeton University Press, Princeton 2007.

Patricia Nanz/Jens Steffek, «Global governance, participation and the public sphere»,

Government & Opposition, τ. 39, 2004, σ. 314-335.

Sofia Näsström, «The legitimacy of the people», Political Theory, τ. 24, 2009, σ. 624-658.

Sofia Näsström, «Democracy counts: Problems of equality in transnational democracy», C.

Jönsson/J. Tallberg (επιμ.), Transnational actors in global governance: Patterns, explanation and

implications, McMillan, Basingstoke 2010, σ. 348-383.

Sofia Näsström, «The challenge of the all-affected principle», Political Studies, τ. 59, 2011, σ.

116 -134.

Jennifer Nedelsky, Private property and the limits of American constitutionalism, University of

Chicago Press, Chicago 1990.

Susan Neiman, The unity of reason: Rereading Kant, Oxford University Press, New York 1994.

Franz Neumann, The democratic and the authoritarian state, Free Press, New York 1966, [1950].

Kalypso Nicolaϊdis, «We the peoples of Europe…», Foreign Affairs, τ. 83, 2004, 97-110.

Julia Nida-Rümelin, «Zur Philosophie der Demokratie: Arrow Theorem, Liberalität und

strukturelle Normen», Analyse und Kritik, τ. 13, 1991, 184-203.

Kai Nielsen, «Cultural nationalism: Neither ethnic nor civic», Philosophical Forum, τ. 27, 1997,

σ. 42-52.

Ephraim Nimni, «National multiculturalism in late imperial Austria as a critique of contemporary

liberalism: The case of Bauer and Renner», Journal of Political Ideologies, τ. 4, 1999, σ. 289-

314.

Douglas North, «A framework for analyzing the state in economic history», Explorations in

Economic History, τ. 16, 1979, σ. 249-259.

Hannu Nurmi, «An assessment of voting system simulations», Public Choice, τ. 73, 1992, σ. 459-

487.

Hannu Nurmi, Voting paradoxes and how to deal with them, Springer, Heidelberg 1999.

Hannu Nurmi, «Monotonicity and its cognates in the theory of voting», Public Choice, τ. 121,

2004, σ. 25-49.

Heinrich Oberreuter, «Mehrheiten und Minderheiten in der parlamentarischen Demokratie», σε

του ίδιου (επιμ.), Wahrheit statt Mehrheit? An den Grenzen der parlamentarischen Demokratie,

G. Olzog, München, 1986, σ. 23-43.

Claus Offe, «Politische Herrschaft und Klassenstrukturen: Zur analyse spätkapitalisischer

Gesellschaftsysteme», σε G. Kress/D. Senghaas (επιμ.), Politikwissenschaft: Eine Einführung in

ihre Probleme, Fischer, Frankfuhrt/a.M. 1969, σ. 155-189.

Claus Offe, «Politishe Legitimation durch Μehrheitsendscheidung?», σε B. Guggenberger/C.

Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehheitsdemokratie, ό.π., σ. 150-183.

Claus Offe, «Politische Legitimation durch Mehrheitsentscheidung?», σε T. Meyer et al. (επιμ.),

Widerstandsrecht in der Demokratie, ό.π., σ. 101-119.

Kevin Olson, Reflexive democracy: political equality and the welfare state, The MIT Press,

Cambridge Mass./London 2006.

Mancur Olson, The rise and the decline of nations, Yale University Press, New Haven 1982.

John O’Neill, «Representing people, representing nature, representing the world», Environment

and Planning, τ. 19, 2001, σ. 483-500.

Onora O’ Neil, Bounds of justice, Cambridge University Press, New York 2000.

Joe Oppenheimer, «Democracy and justice», Social Justice Research, τ. 18, 2005, σ. 83-98.

Peter Ordeshook/Thomas Schwartz, «Agenda and the control of political outcomes», American

Political Science Review, τ. 81, 1987, σ. 179-200.

Brigit Palzer-Rollingen, Zur Legitimität von Mehrheitsentscheidungen: Die

Legitimitätsproblematik von Mehrheitsendscheidungen angeschichts zukunftsgefährdender

politische Beschlüsse, Nomos Verlagsgesellschaft, Baden-Baden 1995.

John Plamenatz, Democracy and illusion, Longman, London 1973.

Vilfredo Pareto, Vilfredo Pareto: Sociological writings, D. Mirfin (μετ.), Praeger, New York

1966, [1902], σ. 59-63.

Vilfredo Pareto, The transformation of democracy, R. Girola (μετ.), Transaction Books, New

Jersey 1984, [1921].

Derek Parfit, Reasons and persons, Clarendon Press, Oxford 1983.

John Parkinson, Deliberating in the real world: Problems of legitimacy in deliberative

democracy, Oxford University Press, Oxford/New York 2006.

Carol Pateman, Participation and democratic theory, Cambridge University Press, Cambridge

1970.

Nick Pearce, «Diversity vrs solidarity: The new progressive dilemma», Renewal: A Journal of

Labor Politics, τ. 12, 2004, σ. 79-87.

Paulo Pereira, «From Schumpeterian democracy to constitutional democracy», Constitutional

Political Economy, τ. 11, 2000, σ. 99-116.

Jonathan Perraton, «Hirst and Thompson’s “Global myth and national policies”», σε B. Holden

(επιμ.), Global democracy: Key debates, Routledge, London/New York 2000, σ. 60-72.

Niels Petersen, «Europäische Verfassung und europäische Legitimität», Zeitschrift für

ausländisches öffentliches Recht und Völkerrecht, τ. 64, 2004, σ. 426-466.

Thomas Peterson, Individuelle Freiheit und allgemeiner Wille: Buchanans politishe Ökonomie

und die politische Philosophie, Mohr, Tübigen 1996.

Mark Philp, «Access, accountability and authority: Corruption and the democratic process»,

Crime, Law and Social Change, τ. 36, 2001, σ. 357-377.

Chris Pierson/Francis Castles (επιμ.), The welfare state reader, Polity Press, 2006.

Richard Pildes/Elizabeth Anderson, «Slinging Arrows at democracy: Social Choice theory, value

pluralism and democratic politics», Columbia Law Review, τ. 90, 1990, σ. 2121-2214.

Charles Plott, «Axiomatic social choice theory: An overview and interpretation», American

Political Science Review, τ. 20, 1976, σ. 511-596.

G. A. Pocock, «The ideal of citizenship since classical times», σε R. Beiner (επιμ.), Theorizing

citizenship, ό.π., σ. 29-52.

Thomas Pogge, «Creating supranational institutions democratically: Reflections on the European

Union’s democratic deficit», Journal of Political Philosophy, τ. 5, 1997, σ. 163-182.

Thomas Pogge, «An egalitarian law of peoples», Philosophy and Public Affairs, τ. 23, 1994, σ.

195-224.

Thomas Pogge, «Human flourishing and universal justice», Social Philosophy and Policy, τ. 16,

1999, σ. 333-364.

Thommas Pogge, «Kosmopolitanismus und Souveränität», σε M. Lutz-Bachman/J. Bohman

(επιμ.), Weltstaat oder Staatenwelt? ό.π., σ. 125-171.

Thomas Pogge, «The influence of the global order on the prospects for genuine democracy in the

developing countries», σε D. Archibugi (επιμ.), Debating cosmopolitics, ό.π., σ. 117-140.

Thomas Pogge, «Do Rawls’s two theories of justice fit together?», σε R. Martin/D. Reidy (επιμ.),

Rawls’s law of peoples: A realistic utopia?, Blackwell, Oxford 2006.

Mark Polack, «Delegation, agency and agenda setting in the European Community»,

International Organization, τ. 51, 1997, σ. 99-134.

Walter Popp, «Soziale Mathematik der Mehrheitsentscheidung», σε A. Podlech (επιμ.), Rechnen

und Entscheiden: Mathematische Modelle juristischen Argumentierens, Duncker & Humblot,

Berlin 1977, σ. 25-58.

Karl Popper, The logic of scientific discovery, Routledge, London/New York 2005, [1935].

Richard Posner, The economic analyses of law, Little Brown, Boston 1977.

Richard Posner, The economics of justice, Harvard University Press, Cambridge Mass. 1981.

Richard Posner, «Economics, politics, and the reading of statutes and the Constitution»,

University of Chicago Law Review, τ. 49, 1982, σ. 261-288.

Richard Posner, «Legal Formalism, Legal Realism, and the interpretation of statutes and the

Constitution», Case Western Reserve Law Review, τ. 37, 1987, σ. 171-196.

Richard Posner, Law, pragmatism, and democracy, Harvard University Press, Cambridge

Mass./London 2003.

Gaines Post, Medieval legal thought: Public law and state, 1100-1322, Lawbook Exchange Ltd,

New Jersey 2006.

Ulrich Preuß, «Die Zukunft: Müllhalde der Gegenwart?», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An

den Grenzen der Mehrheitsdemocratie, ό.π., σ. 224-239.

Ulrich Preuß, «Sozialer Fortschritt oder politische Freiheit?», σε του ίδιου, Revolution,

Fortschritt und Verfassung, Fischer, Frankfurt/a.M. 1994, σ. 29-46.

Ulrich Preuß, «Constitutional powermaking for the new polity: Some deliberations on the

relations between constituent power and the constitution», Cardozo Law Review, 1993, τ. 13, σ.

639-651.

Adam Przeworski, «Deliberation and ideological domination», σε J. Elster (επιμ.), Deliberative

Democracy, ό.π., σ. 140-160.

Adam Przeworski/Michael Wallerstein, «The structural dependence of the state from capital»,

American Political Science Review, τ. 82, 1988, σ. 11-29.

Adam Przeworski, «Minimalist conception of democracy: A defense», σε I. Shapiro/C. Hacker-

Cordón (επιμ.), Democracy’s Values, Cambridge University Press, Cambridge/ U.K. 1999, σ.

163-190.

Publius, The federalist Papers, C. Rossiter (επιμ.), Signet Classics, New York 2003, [1887].

Manfred Prisching, «The limited rationality of democracy: Schumpeter’s irrational choice

theory», Critical Review, τ. 9, 2008, σ. 301-324.

Sonja Puntscher-Riekmann, «The myth of European unity», σε G. Hosking/G. Schöpflin (επιμ.),

Myths and nationhood, Routledge, New York 1997.

Ethan Putterman, «Rousseau on agenda-setting and majority rule», American Political Science

Review, τ. 97, 2003, σ. 459-469.

Benjamin Radcliff/Ed Wingenbach, «Preference aggregation, functional pathologies and

democracy: A Social Choice defense of participatory democracy», Journal of Politics, τ. 62,

2000, σ. 977-998.

Douglas Rae, «Decision rules and individual values in constitutional choice», American Political

Science Review, τ. 63, 1969, σ. 40-56.

Douglas Rae/ Michael Taylor, «Some ambiguities in the concept of intensity», Polity, τ. 1, 1969,

σ. 297-308.

Douglas Rae, «Decision Rules and Individual Values in Constitutional Choice», American

Political Science Review, τ. 63, 1969, σ. 40-56.

Mandy Rafool, «State tax and expenditure limitations», National Conference on State

Legislators, Legislative Finance Papers, no 104, 1996, (www./programms/fiscal/ltp 104.htm).

Bjom Erik Rasch, «Parliamentary floor voting procedure and agenda setting in Europe»,

Legislative Studies Quarterly, τ. 25, 2000, σ. 3-23.

John Rawls, “The law of peoples” with “The idea of public reason revisited”, Harvard University

Press, Cambridge Mass. 1999, σ. 1-128.

David Ricci, «Democracy attenuated: Schumpeter, process theory, and American democratic

thought», Journal of Politics, τ. 32, 1970, σ. 239-267.

Henry Richardson, «The stupidity of the cost-benefit standard», Journal of Legal Studies, τ. 29,

2000, σ. 971-1003.

Henry Richardson, Democratic autonomy: Public reasoning about the ends of policy, Oxford

University Press, Oxford/New York 2002.

William Riker, Democracy in the United States, Macmillan, New York 1953.

William Riker/Peter Ordershook, «A theory of the calculus of voting», American Political

Science Review, τ. 62, 1968, σ. 25-42.

William Riker/Peter Ordershook, An introduction to positive political theory, Englewood, New

Jersey 1973.

William Riker, «Is “The new and superior process” really superior?», Journal of Political

Economy, τ. 87, 1979, σ. 875-888.

William Riker, «Democracy and representation», Supreme Court Economic Review, τ. 1, 1981, σ.

39-68.

William Riker, «The two party system and Duverger’s law: An essay on the history of political

science», American Political Science Review, τ. 76, 1982, σ. 753-766.

William Riker, Liberalism against populism: A confrontation between the theory of democracy

and the theory of social choice, Waveland Press, Prospect Heights 1982.

William Riker/Barry Weingast, «Constitutional regulation of legislative choice: The political

consequences of judicial deference to legislatures», Virginia Law Review, τ. 74, 1988, σ. 373-402.

Mathias Risse, «Arguing for majority rule», Journal of Political Philosophy, τ. 12, 2004, σ. 41-

64.

Thomas Risse, «Global governance und communicatives Handeln», σε P. Niesen/B. Herboth

(επιμ.), Anarchie der kommunikativen Freiheit, ό.π., σ. 57-86.

Ulrich Rödel et al., Die demokratische Frage, Suhrkamp, Frankfurt/a.M. 1989.

Federick Rosen, «Majorities and minorities a classical utilitarian view», σε

J.Chapman/A.Wertheimer (επιμ.), Majorities and Minorities, ό.π., σ. 24-43.

James Rosenau, «Governance in a New Global Order», σε D. Held/A. McGrew (επιμ.),

Governing globalization: Power, authority and global governance, Polity Press, London 2002, σ.

70-86.

Nancy Rosenblum, Membership and morals: The personal uses of pluralism in America,

Princeton University Press, Princeton 1998.

Michel Rosenfeld, The identity of the constitutional subject: Selfhood, citizenship, culture, and

community, Routledge, New York/London 2010.

Cristian Rostbøll, Deliberative freedom: Deliberative democracy as critical theory, State

University of New York, New York 2008.

Christian Rostbøll, «Preferences and paternalism: On freedom and deliberative democracy»,

Political Theory, τ. 33, 2005, σ. 370-396.

Roland Roth, «Transnationale Demokratie: Beiträge, Möglichkeiten und Grenzen von NGOs», σε

A. Brunnengräber et al. (επιμ.), NGOs im Prozess der Globalisierung, ό.π., σ. 80-128.

Mattias Risse, «Arguing for majority rule», Journal of Political Philosophy, τ. 12, 2004, σ. 41–

64.

Jed Rubenfeld, Freedom and time: A theory of constitutional government, Yale University Press,

New Haven 2001.

Ed Rubin, «Beyond Public Choice: Comprehensive rationality in the writing and understanding

of status», New York University Law Review, τ. 66, 1991, σ. 14-48.

Ruth Rubio-Marin, «National limits to democratic citizenship», Ratio Juris, τ. 11, 1999, σ. 51-66.

Stefan Rummers, «No justice without democracy: A deliberative approach to the global

distribution of wealth», International Journal of Philosophical Studies, τ. 17, 2009, σ. 657-680.

David Ryden, Representation in crisis: The constitution, interest groups, and political parties,

State University of New York Press, New York 1996.

Donald Saari, «Mathematical structure of voting paradoxes: I. Pairwise votes», Economic Theory,

τ. 15, 2001, σ. 1-53.

Donald Saari, «Mathematical structure of voting paradoxes: II Positional voting», Economic

Theory, τ. 15, 2001, σ. 55-105.

William Samuelson/Richard Zeckhauser, «Status Quo bias in decision making», Journal of Risk

and Uncertainty, τ. 1, 1988, σ. 7-59.

Lyn Sanders, «Against deliberation», Political Theory, τ. 25, 1997, σ. 347–76.

Muthu Sankar, «Justice and foreigners: Kant’s cosmopolitan right», Constellations, τ. 7, 1999, σ.

23-45.

Muthu Sankar, «Enlightenment and anti-imperialism, Social Research, τ. 66, 2000, σ. 959-1007.

Thomas Saretzki, «Mehrheitsprinzip: Demokratisches Entscheidungsverfahren ohne Alternative»,

Gegenwartskunde, τ. 33, 1984, σ. 239-271.

Giovanni Sartori, «Selbstzerstörung der Demokratie? Mehrheitsendscheidungen und

Entscheidungen von Gremien», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der

Mehrheitsdemocratie, ό.π., σ. 83-107.

Giovanni Sartori, The theory of democracy revisited: Part I, Chatham House Publishers,

Chatham/New Jersey 1987.

Michael Saward, The terms of democracy, Polity Press, Cambridge 1998.

Michael Saward, «A critique of Held», σε B. Holden (επιμ.), Global democracy: Key debates,

Routledge, London/New York 2000, σ. 32-46.

Ayelet Shachar, «Against birthright privilege: Redefining citizenship as property», σε S.

Benhabib et al. (επιμ.), Identities, affiliations, and allegiances, ό.π., σ. 257-284.

Heinz Schäffer, «Verfassung als Tabu», Rechtheorie, τ. 4, 1983, σ. 231-240.

Ian Shapiro, Democratic justice, Yale University Press, New haven/London 1999.

Fritz Scharpf, Governing Europe: Effective and democratic? Oxford University Press, New York

1999.

E.E. Schatteschneider, The semi sovereign people: A realist’s view of democracy in America,

Dryden Press, Hinsdale 1975.

Wolfgang Schäuble, «Bürgertugend und Gemeinsinn in der liberalen Gesselschaft», σε E. Teufel

(επιμ.), Was hält die monderne Gesellschaft zusammen? ό.π.,σ. 63-79.

William Scheuerman, Carl Schmitt and the end of law, Rowman & Littlefield, New York/Oxford

1999.

William Scheuerman, Liberal democracy and the social acceleration of time, John Hopkins

University Press, Baltimore/London 2004.

William Scheuerman, «Globalization and democratic theory», Polity, 2000, τ. 33, σ. 331-342.

William Scheuerman, «Der Republicanismus der Aufklärung im Zeitalter der Globaliesierung»,

σε O. Eberl (επιμ.), Transnationalisierung der Volksouveränität: Radikale demokratie diesseits

und jenseits des Staates, Franz Steiner Verlag, Stuttgart 2011, σ. 251-270.

William Scheuerman, «Postnational democracies without a postnational state?: Some sceptical

reflections», σε R. Forst/R. Schmalz-Bruns (επιμ.), Political legitimacy and democracy in

transnational perspective, ARENA Centre of European Studies, Oslo 2011, σ. 75-104.

Key Schlozman/John Tierney, Organized interests and American society, Harper & Row, New

York 1986.

Jan Aaart Scholte, «Civil society and democratically accountable global governance»,

Government & Opposition, τ. 39, 2004, σ. 211–233.

Carl Schmitt, Verfassungslehre, Duncker & Humblot, München/Leipzig, 1928.

Carl Schmitt, The crisis of parliamentary democracy, E. Kennendy (μετ.), MIT Press, Cambridge

Mass. 1985, [1923].

Carl Schmitt, Legality and legitimacy, J. Seitzer (μετ.), Duke University Press, Durham/London

2004, [1932].

Norman Schofield, «Multiparty electoral politics», σε D. Mueller (επιμ.), Perspectives on Public

Choice, ό.π., σ. 271-295.

Norman Schofield, «Democratic stability», σε J. Knight/I. Sened (επιμ.), Explaining social

institutions, University of Michigan Press, Ann Arbor 1995, σ. 108-124.

Jean Schroeder, «The end of the market: A psychoanalysis of Law and Economics», Harvard

Law Review, τ. 112, 1998, σ. 483-548.

Joseph Schumpeter, Capitalism, socialism and democracy, Routledge, London/New York 2003,

[1942].

Melissa Schwartzberg, «Athenian democracy and legal change», American Political Science

Review, τ. 98, 2004, σ. 311-325.

Amartya Sen, Collective choice and social welfare, Holden-Day, San Francisco 1979.

Amartya Sen, Choice, welfare and measurement, Cambridge Mass. 1982, σ. 84-91.

Amartya Sen, «Rationality and Social Choice», American Economic Review, τ. 85, 1995, σ. 1-25.

Amartya Sen, «The possibility of Social Choice», American Economic Review, τ. 89, 1999, σ.

349-378.

Omid Payrow Shabani, «Who's afraid of constitutional patriotism? The binding source of

citizenship in constitutional states», Social Theory and Practice, τ. 28, 2002, σ. 419-443.

Ian Shapiro, «Enough of deliberation: Politics is about interests and power», σε S. Macedo

(επιμ.), Deliberative politics: Essays on Democracy and Disagreement. Oxford University Press,

New York 1999, σ. 28-38

Federic Shauer, «Amending the presuppositions of a Constitution», σε S. Levinson (επιμ.),

Responding to imperfections: The theory and practice of constitutional amendment, Princeton

University Press, Princeton 1995.

Kenneth Shepsle, «Prospects of formal models of legislatures», Legislative Studies Quarterly, τ.

5, 1985, σ. 5-22.

Kenneth Shepsle/Barry Weingast, «Positive theories of congressional institutions», Legislative

Studies Quarterly, τ. 19, 1992, σ. 145-171,

Kenneth Shepsle/Barry Weingast, «The institutional foundations of committee power», American

Political Science Review, τ. 81, 1987, σ. 85-104.

Henry Shue, «The burdens of justice», Journal of Philosophy, τ. 80, 1983, σ. 600-609.

Georg Simmel, «Exkurs über die Überstimmung», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den

Grenzen des Mehrheitsdemokratie, ό.π., σ. 39-48.

Brian Singer, «Cultural versus contractual nations: Rethinking their opposition», History and

Theory, 1996, τ. 35, σ. 309-337.

Kristian Skagen Ekeli, «Giving a voice to posterity: Deliberative democracy and representation of

future people», Journal of Agricultural and Environmental Ethics, τ. 18, 2005, σ. 429-450.

Tony Smith, «Globalization and capitalist property relations: A critical assessment of David

Held's cosmopolitan theory», Historical Materialism, τ. 11, 2003, σ. 3-35.

Karol Edward Soltan, «Constitutional patriotism and militant moderation», International Journal

of Constitutional Law, τ. 6, 2008, σ. 96-115.

Georg Sørensen, «The transformation of the state», σε C. Hay et al. (επιμ.), The state, ό.π., σ.

190-208.

Duff Spafford, «Mill’s majority principle», Canadian Journal of Political Science, τ.18, 1985, σ.

599-608.

Jeff Spinner-Havel, «From historical to enduring injustices», Political Theory, τ. 35, 2007, σ.

574-597.

Elaine Spitz, «Majority Rule: The Virtue of the Numbers», Ethics, τ. 89, 1978, σ. 111-114.

Roberto Mangabeira Unger, What should legal analysis become? Verso, London 1996.

Elaine Spitz, Majority rule, Chatham House, New Jersey 1984.

Winffried Steffany, «Mehrheitsendscheidungen und Minderheiten in der pluralistischen

Verfassungsdemokratie», Zeitschrift für Perlamentsfragen, 1986, τ. 17, σ. 568-586.

George Stigler, «Free riders and collective action: An appendix to theories of economic

regulation», Bell Journal of Economics and Management Science, τ. 5, 1974, σ. 359-365.

Judith Squires, «Deliberation and decision-making: Discontinuity in the two-track model», σε M.

P. D’Entrèves (επιμ.), Democracy as public deliberation: New perspectives, Manchester

University Press, Manchester 2002, σ. 133-156.

Constantin Stamatis, «On the idea of deliberative democracy: A critical appraisal», Ratio Juris, τ.

14, 2001, σ. 390-405.

Jan Stehn, «Anarchismus und Recht: Nach welchen Prinzipien löst die anarchistische

Gesellschaft ihre Konflikte», Graswurzelrevolution, τ. 216, 1997, σ. 28-41.

Ekkehart Stein, Staatsrecht, Mohr-Siebeck, Tübingen 1982.

Jonathan Still, «Political equality and election systems», Ethics, τ. 91, 1981, σ. 375-394.

Thomas Stratmann, «The effects of logrolling on congressional voting», The American Economic

Review, τ. 82, 1992, σ. 1162-1176.

Thomas Stratmann, «Logrolling», σε Dennis Mueller (επιμ.), Perspectives on Public Choice, ό.π.,

σ. 322-341.

Yael Tamir, Liberal nationalism, Princeton University Press, Princeton 1993.

Anadranik Tangian, «Unlikelihood of Condorcet’s paradox in a large society», Social Choice and

Welfare, τ. 17, 2000, σ. 337-365.

Torbjörn Tännsjö, «Future people, the all affected principle, and the limits of aggregation model

of democracy», Papers on Ideology, Oppression and Democracy, University of Stockholm,

(http://people.su.se/~guarr/Ideologi/Ideologi.htm).

Winfried Thaa, «“Lean citizenship”: The fading away of the political in transnational

democracy», European Journal of International Relations, τ. 7, 2001, σ. 503-523.

Ulrich Thiele, «Volkssouveranität, Menschenrecht, Gewaltenteilung in Denken von Sιeyès»,

Archive für Rechts- und Sozialphilosophie, τ. 86, 2000, σ. 548-572.

Dennis Thomson, «Democratic theory and global society», Journal of Political Philosophy, τ. 7,

1999, σ. 111-125.

Nikolaus Tideman/Gordon Tullock, «A new and superior process for making social choices»,

Journal of Political Economy, τ. 84, 1976, σ. 1145-1157.

Robert Tollison, «Rent seeking: A survey», Kyklos, τ. 35, 1982, σ. 575-589.

David Truman, The governmental process, Knopf, New York 1951.

George Tsembelis, «The abuse of probability in political analysis: The Robinson Crusoe fallacy»,

American Political Science Review, τ. 83, 1989, σ. 77-91.

Bryan Turner, «National identities and cosmopolitan virtues: Citizenship in a global age», Fred

Dallmayr/José Rosales, Beyond nationalism? Sovereignty and citizenship, Lexington Books,

Oxford/ New York 2001, σ. 199-220.

Nadia Urbinati, «Condorcet’s democratic theory of representative government», European

Journal of Political Theory, τ. 3, 2004, σ. 53-75.

Nadia Urbinati, «Can cosmopolitan democracy be democratic?», σε D. Archibugi (επιμ.),

Debating cosmopolitics, ό.π., 67-85.

Nadia Urbinati, Representative democracy: Principles and genealogy, University of Chigaco

Press, Chicago/London 2006.

Victor Vanberg, «The status quo in contractarian/constitutionalist perspective», Constitutional

Political Economy, τ. 15, 2004, σ. 153-170.

Heinz Joseph Varain, «Die Bedeutung des Mehrheitsprinzips im Rahmen unserer politischen

Ordnung», σε B. Guggenberger/C. Offe (επιμ.), An den Grenzen der Mehrheitsdemocratie, ό.π.,

σ. 48-60.

Georgios Varouxakis, Mill on nationality, Routledge, London/ New York 2002.

Maurizio Viroli, For love of country: An essay on patriotism and nationalism, Clarendon Press,

Oxford 1995.

Gregory Vlastos, «Justice and equality», σε J. Waldron (επιμ.), Theories of rights, Oxford

University Press, New York 1984, σ. 41-76.

Uwe Volkmann, «Setz Demokratie den Staat voraus?», Archiv des öffentlichen Rechts, 2002, τ.

127, σ. 575- 611.

John Wahlke, «Logic and politics in electoral engineering», σε B. Grofman et al. (επιμ.),

Representation and redistricting issues, Lexington Books, Lexington 1982, σ. 158-179.

Jeremy Waldron, Law and disagreement, Oxford University Press, New York 1999.

Jeremy Waldron, «Deliberation, disagreement and voting», σε H. Kohn/R. Slye (επιμ.),

Deliberative democracy and human rights, Yale University Press, New Haven 1999, σ. 210-226.

Jeremy Waldron, The dignity of legislation, Cambridge University Press, Cambridge 1999.

Jeremy Waldron, «Is the rule of law an essentially contested concept (in Florida)?», Law and

Philosophy, τ. 21, 2002

Michael Walzer, «The moral standing of states», Philosophy & Public Affairs, τ. 9, 1980, σ. 209-

229.

Michael Walzer, Spheres of justice: A defense of pluralism and equality, Basic Books, New York

1983.

Alan Ware, «The concept of manipulation: Its relation to democracy and power», British Journal

of Political Science, τ. 11, 1981, σ. 163-181.

Mark Warren, «Democracy and authority», American Political Science Review, τ. 90, 1996, σ.

46-60.

Mark Warren, «Democracy and corruption: Premodern, modern, postmodern», στο συνέδριο της

American Political Science Association, San Francisco, 2 Σεπ. 2001, (www.

Convention1.allacademic.com/one/apsa/apsa01/).

Mark Warren, Democracy and association, Princeton University Press, Princeton 2001.

Mark Warren, «What does corruption mean in a democracy», American Journal of Political

Science, τ. 48, 2004, σ. 328-343.

Mark Warren, «Democracy and deceit: Regulating appearances of corruption», American Journal

of Political Science, τ. 50, 2006, σ. 160-174.

Albert Weale, «Social Choice versus Populism? An interpretation of Riker’s political theory»,

British Journal of Political Science, τ. 14, 1984, σ. 369-385.

Albert Weale, Democracy: Issues in political theory, Macmillan Press, London 1999.

Albert Weale, «The limits of democracy», σε A. Hamlin/P. Pettit (επιμ.), The good polity:

Normative analysis of the state, Basil Blackwell, Cambridge Mass. 1989, σ. 35-49.

Leif Wenar, «Why Rawls is not a cosmopolitan egalitarian», σε R. Martin/D. Reidy (επιμ.),

Rawls’s law of peoples, ό.π., σ. 95-110.

Alexander Wendt, «Why a world state is inevitable?», European Journal of International

Relations, τ. 9, 2003, σ. 491-510.

Edhartd Wesche, Tauschprinzip-Mehrheitsprinzip-Gesamtinteresse, Klett-Cotta, Stuttgart 1979.

Federick Whelan, «Prologue: Democratic theory and the boundary problem», σε R. Pennock/R.

Chapman (επιμ.), Liberal democracy: Nomos XXV, New York University Press, New

York/London, 1983, σ. 13-47.

Anthony Wilhelm, Democracy in the digital age: Challenges to political life on cyberspace,

Routledge, London/New York 2000.

Melissa Williams, Voice, trust and memory: Marginalised groups and the failings of liberal

representation, Princeton University Press, Princeton 1988.

Ingo Winkelman, Das Maastricht-Urteil des Bundesverfassungsgerichts vom 12 Oktober 1993:

Dokumentation des Verfarens mit Einfürung, Dunker & Humbolt, Berlin 1994.

Georg Winter, «Von Nutzen der Effizienz im öffentlichen Recht», Kritische Justiz, τ. 34, 2001, σ.

304-310.

Μatthew Wolf, «The shadows of future generations», Duke Law Journal, 2008, τ. 57, σ. 1897-

1932.

Sheldon Wolin, «What revolutionary action means today», σε C. Mouffe (επιμ.), Dimensions of

radical democracy, Verso, New York/London 1992, σ. 240-53.

John Wright, Interest groups and Congress: Lobbying, contributions and influence, Columbia

University Press, New York 1996.

Bernard Yack, «Popular sovereignty and nationalism», Political Theory, τ. 29, 2001, σ. 517-536.

Iris Marion Young, Inclusion and democracy, Oxford University Press, New York 2001.

Peyton Young, «Condorcet's theory of voting», American Political Science Review, τ. 82, 1988,

σ. 1231-1248.

Yafa Zilbershats, «Reconsidering the concept of citizenship», Texas International Law Journal, τ.

36, 2001, σ. 689-734.

Reinhard Zintl, Individualistische Theorien und die Ordnung der Gesellschaft, Duncker &

Humblot, Berlin 1983.

Michael Zürn, «Global Governance in der Legitimationskrise?», σε C. Offe (επιμ.),

Demokratisierung der Demokratie: Diagnose und Reformvorschläge, Campus Verlag,

Frankfurt/a.M. 2003, σ. 232-256.