annas j eisagosi-stin-politeia-tou-platona-ch-9-h-theoria-ton-ideon

31
JULIA ANNAS ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ Μετάφραση ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ Επιμέλεια ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΡΙΣ ΜΠΟΥΡΛΑΚΗΣ ΚΑΛΕΝΤΗΣ ΑΘΗΝΑ 2οο6

Upload: lizelotte-karatzi

Post on 12-Aug-2015

66 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

JULIA ANNAS

ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ

ΠΟΛΙΤΕΙΑ

ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Μετάφραση

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΓΡΑΜΜΕΝΟΥ

Επιμέλεια

ΧΡΗΣΤΟΣ ΖΑΦΕΙΡΟΠΟΥΛΟΣ

ΠΑΡΙΣ ΜΠΟΥΡΛΑΚΗΣ

ΚΑΛΕΝΤΗΣ Α Θ Η Ν Α 2 ο ο 6

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

Πρόλογος στην ελληνική έκδοση i

Πρόλογος 7

Κεφάλαιο 1 - Εισαγωγή 9

Κεφάλαιο 2 - Βιβλίο 1 27

Κέφαλος και Πολέμαρχος: ηθικός εφησυχασμός 29

Θρασύμαχος 50

Κεφάλαιο 3 - Η μορφή του πλατωνικού επιχειρήματος 79

Κεφάλαιο 4 - Η δίκαιη κοινωνία 95

Η πρώτη πόλις 96

Παιδεία και φιλοσοφία της εκπαίδευσης 104

Σκιαγράφηση του ιδεώδους κράτους 131

Κεφάλαιο 5 - Τα μέρη και οι αρετές του κράτους και της ψυχής 141

Σοφία (428b-429a) 145

Ανδρεία (429a-430c) 146

Σωφροσύνη (430d-432b) 148

Δικαιοσύνη (432b-434d) 152

Τα μέρη της ψυχής: ι. Λογιστικόν ι6ι

Τα μέρη της ψυχής: 2. Θυμοειδές 162

Τα μέρη της ψυχής: 3· Έπιθυμητικόν 165

Κεφάλαιο 6 - Η υπεράσπιση της δικαιοσύνης 197

Κεφάλαιο 7 - Το πλατωνικό κράτος 219

Ισότητα και δικαιώματα 221

Αδελφότητα και ενότητα 229

464 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Η θέση των γυναικών 233

Είναι εφικτό το ιδεώδες κράτος; 237

Κεφάλαιο 8 - Δόξα, γνώση και κατανόηση 245

Γνώση και ον (476d-478e) 252

Οι Ιδέες και το ον (478e-48oa) 261

Κεφάλαιο 9 - Η «θεωρία» των Ιδεών 277

Κεφάλαιο 10 - Η κατανόηση και το αγαθό:

ο Ήλιος, η Γραμμή και το Σπήλαιο 305

Κεφάλαιο ιι - Φιλοσοφία και μαθηματικά 341

Οι προπαιδευτικές μελέτες (521C-532d) , 341

Διαλεκτική (532d-535) 346

Κεφάλαιο 12 - Τα οφέλη της δικαιοσύνης 367

Οι τύποι άδικου κράτους και άδικου ατόμου (543-580) 367

Η δικαιοσύνη και η ευδαιμονία στο όίτομο (580592) 3δι

Κεφάλαιο 13 - Οι ηθικές θεωρίες του Πλάτωνα 399

Κεφάλαιο 14 - Το δέκατο βιβλίο 415

Ποίηση 416

Το τέλος της Πολιτείας 426

Επιλεγμένη Βιβλιογραφία 439

Ευρετήριο Ονομάτων και Όρων 449

Πίνακας'Εργων και Χωρίων 453

Επίμετρο 46ι

Περιεχόμενα 463

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο 9

Η «θεωρία» των Ιδεών

H γνώση, λοιπόν, έχει ως αντικείμενα Ιδέες, αν και τίποτε μέχρι εδώ δεν

υπονοεί ότι η γνώση μόνον Ιδέες αφορά. Στα δύο επόμενα κεφάλαια θα

εξετάσουμε το είδος της κατανόησης το οποίο προϋποθέτει η γνώση, αλλά

πρώτα πρέπει να εξετάσουμε πώς εισάγονται οι Ιδέες. Αυτό είναι ιδιαίτερα

αναγκαίο, αφού η ύπαρξη των Ιδεών δεν υποστηρίζεται με επιχειρήματα στο

πλαίσιο της κύριας επιχειρηματολογίας της Πολιτείας. Η άποψη ότι υπάρ­

χουν Ιδέες εισήχθη δίχως να έχει προκύψει από την συζήτηση - πρόκειται

για περίεργη τακτική, που ξαφνικά μετατρέπει τον Γλαύκωνα σε έμπειρο

φιλόσοφο. Πρέπει να εξετάσουμε τις Ιδέες σε όλον τον διάλογο, καθώς και

τον ρόλο που διαδραματίζουν, ώστε να δούμε πόσο εξαρτάται το κύριο επι­

χείρημα της Πολιτείας από τον ισχυρισμό ότι υπάρχουν Ιδέες, αλλά και για

να κατανοήσουμε τον ισχυρισμό που διατυπώνεται συχνά, ότι η Πολιτεία

περιέχει την πλατωνική «θεωρία των Ιδεών».

Τα έργα για τον Πλάτωνα συχνά αναφέρονται στην «θεωρία των Ιδεών»,

αλλά αυτό πρέπει να το χειριστούμε προσεκτικά. Ο Πλάτων όχι μόνο δεν

έχει κάποια λέξη για την δική μας λέξη «θεωρία», αλλά και πουθενά στους

διάλογους δεν έχει κάποια εκτεταμένη πραγμάτευση των Ιδεών, στην οποία

να συνυφαίνει τα διάφορα νήματα σκέψης γύρω από αυτές και να προσπαθεί

να εξακριβώσει ποιες ανάγκες ικανοποιούν οι Ιδέες και αν όντως κατορθώ­

νουν να τις ικανοποιήσουν. Η Πολιτεία συχνά θεωρείται βασική πηγή για την

«θεωρία των Ιδεών», αλλά ούτε καν εκεί δεν διερευνάται ανοικτά το ζήτημα

σε τι συμβάλλουν αυτές στην επιχειρηματολογία. Η ρητή πραγμάτευση τους

δεν έχει και πολύ περίοπτη θέση: την βρίσκουμε μόνο σε τρία χωρία, αν και

προφανώς τα εκτενή αλληγορικά χωρία του Ήλιου, της Γραμμής και του

Σπηλαίου, καθώς και κάποιες λιγότερο σημαντικές αναφορές, λαμβάνουν

υπ' όψιν τις Ιδέες.

278 * ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

Έχουμε ήδη εξετάσει ένα από αυτά τα τρία χωρία - το χωρίο του πέμπτου

βιβλίου, όπου οι Ιδέες εισάγονται ως κατάλληλα αντικείμενα της γνώσης,

επειδή είναι παραδείγματα του όντος: μόνο η Ιδέα φέρει το κατηγόρημα της

χωρίς περιορισμούς, αντίθετα απ ό,τι οι επί μέρους περιπτώσεις, οι οποίες

είναι όχι μόνο Ε αλλά και μη F. Τούτο ισχύει μόνο για όρους που έχουν αντί­

θετα και ο Πλάτων ασχολείται μόνο με δύο ομάδες τους, τους ηθικούς όρους,

όπως το «δίκαιο», και τους σχετικούς όρους, όπως το «διπλό».

Στο χωρίο 521-525 του έβδομου βιβλίου, ο Σωκράτης εξετάζει εκτενώς

ποιο είδος μελετών είναι κατάλληλο για την ανώτερη εκπαίδευση των

Φυλάκων. Υπάρχουν προβλήματα σχετικά με το αν αυτό το χωρίο στηρίζει

επαρκώς αυτό το οποίο ισχυρίζεται ότι στηρίζει (βλ. παρακάτω, σσ. 342-3),

αλλά αυτό που μας ενδιαφέρει εδώ είναι η επιχειρηματολογία στο χωρίο

523a-525b. Κάποια από τα πράγματα που αντιλαμβανόμαστε με τις αισθή­

σεις, λέει ο Σωκράτης, δεν κεντρίζουν την νόηση να σκεφτεί, γιατί η ίδια η

αίσθηση τα κρίνει κατά τρόπον ικανοποιητικό· όμως, κάποια την κεντρίζουν,

επειδή η αίσθηση μπορεί να μας ξεγελάσει (523b). Ο Γλαυκών νομίζει ότι

ο Σωκράτης αναφέρεται στις ψευδαισθήσεις, αλλά εκείνος επιβεβαιώνει

ότι μιλά για στερεότυπες περιπτώσεις. Αυτό το διευκρινίζει με ένα απλό,

καθημερινό παράδειγμα. Εάν κοιτάξουμε ένα από τα χέρια μας, μπορούμε

χωρίς δυσκολία να διακρίνουμε με την όραση το μικρό, τον παράμεσο και

το μεσαίο δάχτυλο· το καθένα από αυτά είναι δάχτυλο, όπως μπορούμε να

διακρίνουμε κοιτάζοντας το. Από την όραση δεν απορρέει ποτέ κάτι που

να μας κάνει να πούμε ότι οποιοδήποτε από τα δάχτυλα δεν είναι δάχτυλο.

Δεν ισχύει όμως το ίδιο και για ορισμένες ιδιότητες του δαχτύλου, λ.χ. το

μέγεθος του· εδώ έχουμε «αντιφάσεις εντός της αντίληψης». Αυτό που

βλέπουμε μας επιτρέπει να πούμε ότι αυτό το δάχτυλο είναι μεγάλο, αλλά

συνάμα να πούμε ότι είναι και μικρό. Αρα, σε αυτές τις περιπτώσεις ο νους

αναγκάζεται να αναστοχαστεί [«έπισκοπείν», 524b4] και να έλθει να επιλύσει

το πρόβλημα. Ο Πλάτων επικαλείται το ίδιο σκεπτικό, όπως και στο πέμπτο

βιβλίο: ό,τι είναι μεγάλο (σε σύγκριση με ένα πράγμα) μπορεί εξ ίσου ορθά

να αποκληθεί μικρό (σε σύγκριση με κάτι άλλο, από διαφορετική σκοπιά,

κ.ο.κ.). Εδώ αυτή η αντίφαση επιρρίπτεται στις αισθήσεις, επειδή όταν έρ­

χεται ο νους να διευθετήσει τα πράγματα (524b), δηλώνει ότι η αντίφαση

δεν είναι παρά φαινομενική: το «μεγάλο» και το «μικρό» δεν είναι δυνατόν

να ισχύουν όντα>ς για το ίδιο πράγμα, εφ' όσον το πραγματικά μεγάλο είναι

ANNAS J. · 279

διακριτό από το πραγματικά μικρό (524c). Ωθούμαστε, λοιπόν, στο να ρωτή­

σουμε τι λογής πράγμα μπορεί να είναι αυτό που είναι πραγματικά μεγάλο

ή μικρό και να συλλάβουμε ότι δεν γίνεται να είναι το ίδιο με το μεγάλο ή

το μικρό όπως τα αντιλαμβανόμαστε αβίαστα, λόγου χάριν σε ένα δάχτυλο.

Απεναντίας, πρόκειται για κάτι «νοητό», κάτι που πρέπει να το κατανοήσει

και να το συλλάβει ο νους· θα κατορθώσουμε να αντιληφθούμε ότι υπάρχει

κάτι τέτοιο, εάν στοχαστούμε γύρω από το ζήτημα, αντί να αρκούμαστε

σε ό,τι αισθανόμαστε χωρίς να καταβάλλουμε ιδιαίτερη προσπάθεια. Εδώ

βλέπουμε μιαν ιδέα που θα αναπτυχθεί περαιτέρω, συγκεκριμένα ότι όταν

σκεφτόμαστε, κάτι κάνουμε, αντιδρούμε ενεργητικά σε κάποιο φαινόμενο,

ενώ όταν αντιλαμβανόμαστε κάτι, απλώς το προσλαμβάνουμε παθητικά.

Η λέξη «Ιδέα» δεν χρησιμοποιείται μεν σε αυτό το επιχείρημα, αλλά τα

αντικείμενα της σκέψης, τα οποία διακρίνονται από ό,τι αντιλαμβανόμαστε,

πρέπει να είναι Ιδέες: πέρα από τον ρόλο τους στο όλο επιχείρημα και τις

ομοιότητες με το χωρίο του πέμπτου βιβλίου, στο 524c λέγεται ότι ο νους

εξωθείται να ρωτήσει τι είναι πραγματικά μεγάλο και τι πραγματικά μικρό,

αυτοί δε οι όροι χρησιμοποιούνται και για τις Ιδέες ως παραδείγματα του

«όντος». Ωστόσο, εκτός από τις ομοιότητες με το πέμπτο βιβλίο υπάρχουν

δύο καίριες διαφορές.

Κατά πρώτον, το επιχείρημα δεν αφορά την γνώση και την δόξαν κατά

το νεωτερικό ιδίωμα, αφορά την οντολογία και όχι την επιστημολογία. Εν

τούτοις, αυτή η διαφορά δεν έχει μεγάλη βαρύτητα. Στο πέμπτο βιβλίο ο

Πλάτων δεν υποστήριξε ότι η γνώση εκ φύσεως προϋποθέτει ως αντικείμενα

τις Ιδέες: υποστήριξε ότι η γνώση αφορά το «ον» και εισήγαγε τις Ιδέες ως

παραδείγματα του «όντος». Στο έβδομο βιβλίο εμφανίζονται μεν οι Ιδέες ως

παραδείγματα του «όντος», αλλά ο Πλάτων δεν κάνει την παραπέρα κίνηση

σχετικά με την γνώση. Το έβδομο βιβλίο αντιδιαστέλλει την νόηση από τις

αισθήσεις και τούτο δεν πρέπει να εξομοιώνεται με την αντιδιαστολή της

γνώσης από την δόξαν δεν απορρέει από. το χωρίο του έβδομου βιβλίου,

όπως ούτε από το πέμπτο βιβλίο, ότι όλα όσα αντιλαμβανόμαστε διά των

αισθήσεων μπορούν να είναι μόνο αντικείμενα δόξης.

Κατά δεύτερον, στο έβδομο βιβλίο φαίνεται να υποστηρίζεται ένα πιο πε­

ριορισμένο φάσμα Ιδεών, εφ' όσον γίνεται λόγος για ό,τι μαθαίνουμε από τις

αισθήσεις, ενώ στο πέμπτο βιβλίο συμπεριλαμβάνονταν οι ηθικές αλλά και

οι μαθηματικές ιδιότητες, όπως το να είναι κάτι διπλό. Ωστόσο, η διαφορά

280 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

είναι μικρότερη απ' όσο φαίνεται με μια πρώτη ματιά. Η επίκληση των «αι­

σθήσεων» δεν περιορίζει αυτό το επιχείρημα στις αυστηρά παρατηρήσιμες,

αισθητές ιδιότητες. Ομολογουμένως, το παράδειγμα του δαχτύλου αφορά

την παρατήρηση. Παρ' όλα αυτά, είναι ουσιώδες για αυτό το επιχείρημα, στα

συμφραζόμενά του, ότι μία από τις προβληματικές έννοιες που κεντρίζουν

τον νου είναι το έν: το ίδιο πράγμα μπορεί να είναι συνάμα ένα και πολλά

-δηλαδή, ένα δάχτυλο και πολλές αρθρώσεις, κ.ο.κ.- άρα το έν, δηλαδή η ενό­

τητα, πρέπει να είναι μια από τις ιδιότητες οι οποίες, παράγοντας αντιφάσεις

στην αντίληψη, μας δείχνουν εμφανώς ότι ένα μόνο πράγμα υπάρχει, που έχει

αυτήν την ιδιότητα χωρίς περιορισμούς και είναι διακριτό από κάθε δείγμα

αυτής της ιδιότητας στην εμπειρία μας. Όμως η πλατωνική πραγμάτευση

του ενός είναι λανθασμένη (για λόγους υπερβολικά σύνθετους για να τους

αναπτύξουμε διεξοδικά εδώ). Εν τούτοις, ούτως ή άλλως αυτή η ανάλυση

τον δεσμεύει στο να θεωρεί το έ'ν ως κάτι που ενδέχεται να αντιμετωπίσουν

οι αισθήσεις· διαφορετικά, το επιχείρημα δεν θα αποδείκνυε αυτό που ο

Πλάτων θέλει να αποδείξει. Εάν, όμως, το έ'ν μπορεί να γίνει αντιληπτό κατ'

αυτόν τον τρόπο, τότε γιατί όχι και το διπλό, από τον κατάλογο του πέμπτου

βιβλίου; Άρα, το χωρίο του έβδομου βιβλίου δεν περιορίζει και πολύ, αν περι­

ορίζει καν, τον κατάλογο του πέμπτου βιβλίου - μολονότι, ομολογουμένως,

η θέση [status] των ηθικών ιδιοτήτων παραμένει ασαφής στο έβδομο βιβλίο.

Ο Πλάτων δεν έχει κατά νου έναν στενά βιολογικό ορισμό των αισθήσεων,

αλλά μάλλον την ευρύτερη έννοια του να συναντάμε κάτι στην εμπειρία

μας, μάλλον σχετιζόμενοι παθητικά με τον κόσμο, παρά παρωθούμενοι

να σκεφτούμε και να θέσουμε ερωτήματα γύρω από αυτόν. (Η «εμπειρία»,

όπως την χρησιμοποιώ εδώ κατά την εξέταση αυτών των χωρίων, καλύπτει

όχι μόνο την κατ' αίσθησιν αντίληψη αλλά και την πιο καθημερινή έννοια

της εμπειρίας, κατά την οποία ο έμπειρος άνθρωπος έχει αποκτήσει πολλές

πεποιθήσεις σχετικά με το δίκαιο και το ωραίο, καθώς και σχετικά με το

μεγάλο και το μικρό. Για τον Πλάτωνα, η σημαντική διαφορά είναι ανάμεσα

στην αστόχαστη αποδοχή των αντιληπτικών ή ηθικών εντυπώσεων και στην

κριτική σκέψη γύρω από αυτές τις εντυπώσεις).

Η εστίαση στις αισθήσεις όχι μόνο περιορίζει σημαντικά την εμβέλεια

αυτού που αποδεικνύεται από το εν λόγω επιχείρημα, αλλά παρεισάγει και

άσκοπη σύγχυση. Ο Πλάτων κάνει λόγο για «αυτά που μας λένε οι αισθήσεις»

και για «αυτά που μας λέει ο νους», σαν νά πρόκειται για δύο ανεξάρτητες

ANNAS J. · 281

αλλήλων πηγές πληροφοριών' επί πλέον, στο τέλος θέτει μιαν αντίστοιχα

αυστηρή διάκριση ανάμεσα στο νοητό, το αντικείμενο του νου, και στο

ορατό, το αντικείμενο των αισθήσεων. Τούτο υπονοεί ότι οι αισθήσεις από

μόνες τους είναι αρμόδιες να αποφαίνονται για κάθε τι παρατηρήσιμο,

ενώ το έργο του νου αρχίζει όταν πρόκειται για αντικείμενα που δεν είναι

παρατηρήσιμα. Όμως, η βασική διάκριση σε αυτό το επιχείρημα δεν είναι η

διάκριση ανάμεσα σε παρατηρήσιμες ιδιότητες που γνωστοποιούνται από

τις αισθήσεις και μη παρατηρήσιμες ιδιότητες που γνωστοποιούνται από τον

νου. Απεναντίας, είναι η διάκριση ανάμεσα σε δύο είδη εννοιών: αφ' ενός

αυτές, όπως το «δάχτυλο», που μπορούν να αποδίδονται σε κάτι με βάση την

εμπειρία, αφ' ετέρου αυτές, όπως το «μεγάλο», που η απόδοσή τους σε κάτι

είναι προβληματική και δημιουργεί αινίγματα ανεπίλυτα, εάν περιοριζόμαστε

στην εμπειρία, οπότε πρέπει να τα λύσουμε βασισμένοι στον νου. Αυτό που

καθιστά αμφισβητήσιμες αυτές τις έννοιες είναι ότι προκαλούν «αντιφάσεις

στην αντίληψη» -κάνουν τον νοήμονα άνθρωπο να αντιληφθεί ότι σε μια

κατάσταση πραγμάτων, την οποία αποδέχονται ευχαρίστως οι περισσότεροι

άνθρωποι, υπάρχει κάτι απαράδεκτο για τον λόγο- και όχι ότι οι αισθήσεις,

καθό αισθήσεις, είναι που μας γνωρίζουν αυτές τις έννοιες. Άρα, εδώ η

γλώσσα του Πλάτωνα, που κάνει τις αισθήσεις και τον νου να φαίνονται σαν

δύο ανεξάρτητοι παράγοντες, είναι επικίνδυνα παραπλανητική. Συσκοτίζει

την διαφορά που είναι σημαντική για το επιχείρημα και τείνει να μας κάνει

να παραβλέψουμε το γεγονός ότι και οι αισθήσεις και ο νους υπεισέρχονται

όταν αποδίδουμε οποιοδήποτε από τα δύο είδη εννοιών. Χρειάζονται τόσο

οι αισθήσεις όσο και ο νους για να αποδώσουμε σωστά και το «μεγάλο»,

αλλά και το «δάχτυλο». Η διαφορά έγκειται στο ότι στην μία περίπτωση το

ζήτημα τελειώνει εδώ, ενώ στην άλλη οι νοήμονες άνθρωποι διαισθάνονται

ότι υπάρχει κάποιο πρόβλημα, άρα το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Αργότερα,

στον Θεαίτητο, ο Πλάτων σε ένα χωρίο για τον νου και τις αισθήσεις (184-

6) βελτιώνει σιωπηρά την εκδοχή που δίνει εδώ. Εκεί, αποσαφηνίζει ότι στις

κρίσεις για τον παρατηρήσιμο κόσμο υπεισέρχονται τόσο ο νους όσο και

οι αισθήσεις, εργάζονται δε σε αλληλεξάρτηση και όχι σαν δύο χωριστές

δυνάμεις που λειτουργούν εική και ως έτυχεν στον ίδιο άνθρωπο.

Επομένως, ανάμεσα στο πέμπτο και στο έκτο βιβλίο οι μεν ανομοιότητες

δεν είναι τόσο μεγάλες όσο ενδεχομένως φαίνεται αρχικά, οι δε ομοιότητες

είναι εντυπωσιακές. Και στα δύο χωρία οι Ιδέες εμφανίζονται ως «όντα»

282 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

- δηλαδή ως χωρίς περιορισμούς φορείς κατηγορημάτων, τα οποία, όταν

χρησιμοποιούνται σε επί μέρους περιπτώσεις, ισχύουν μόνον υπό όρους. Η

Ιδέα του F είναι αυτό που είναι F πραγματικά, πλήρως και χωρίς περιορισμούς,

ενώ τα καθ' έκαστα κατορθώνουν να είναι F μόνον υπό όρους. Ωστόσο, η

πιο εντυπωσιακή ομοιότητα έγκειται στο ότι και τα δύο χωρία στηρίζονται

στην αντίθεση στο πλαίσιο των κρίσεών μας· ακριβώς επειδή η αντιληπτική

εμπειρία εμφανίζει «αντίθετα» (523c, 524d), φθάνουμε να αντιληφθούμε ότι

υπάρχουν Ιδέες, οι οποίες είναι ό,τι είναι χωρίς περιορισμούς ή χωρίς το εν­

δεχόμενο να ισχύει γι' αυτές ο αντίθετος όρος. Και στα δύο χωρία βρίσκουμε

το ίδιο νήμα σκέψης, δηλαδή το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων.

Παρ' όλα αυτά, το έβδομο βιβλίο καθιστά σαφέστερο, απ' όσο το πέμπτο

βιβλίο, ότι είναι ουσιώδες για το επιχείρημα να παράγει ένα περιορισμένο

φάσμα Ιδεών. Κι αυτό γιατί μπορούμε να αναγνωρίσουμε ότι είναι ανεπαρκείς

οι αναφορές των αισθήσεων για το μέγεθος και τα παρόμοια, μόνο αντιπα­

ραβάλλοντάς τες με την επαρκή εφαρμογή εννοιών, όπως του «δαχτύλου»,

στην εμπειρία μας. Αυτό που μας κεντρίζει να στοχαστούμε είναι μόνο η

συναίσθηση ότι η εμπειρία έχει τα όριά της και ενδέχεται να προκαλεί δυ­

σφορία. Εάν μεν κάθε έννοια ήταν σαν την έννοια δάχτυλο, τέτοια ώστε να

μπορεί να χρησιμοποιηθεί χωρίς περιορισμούς στα της εμπειρίας μας, χωρίς

να είναι δυνατόν να χρησιμοποιηθεί το αντίθετό της, τότε δεν θα νιώθαμε

ποτέ αυτήν την διανοητική δυσφορία που μας οδηγεί στο να αναγνωρίσουμε

ότι υπάρχουν Ιδέες. Εάν δε κάθε έννοια ήταν σαν την έννοια μεγάλο, ώστε

η εφαρμογή της στην εμπειρία να οδηγεί πάντοτε στο να αποδίδουμε στο

ίδιο πράγμα συνάμα αυτήν και την αντίθετη της, σε διαφορετικά πλαίσια

αναφοράς, τότε και πάλι δεν θα νιώθαμε καμία διανοητική δυσφορία, επειδή

δεν θα υπήρχε τίποτε με το οποίο να αντιπαραβάλουμε την ανεπαρκή μας

επίδοση, κανένας λόγος για να σκεφθούμε ότι είναι καν δυνατή η εφαρμογή

οποιασδήποτε έννοιας χωρίς περιορισμούς. Ως έχει το πράγμα, το επιχείρημα

του Πλάτωνα απαιτεί να έχουμε την ικανότητα να χαρακτηρίζουμε επαρκώς

κάποια πράγματα στον κόσμο, ώστε να πάρουμε είδηση ποια είναι τα προ­

βλήματα που μας κάνουν να συνεχίζουμε, και να βρίσκουμε άλλα πράγματα,

επιδεκτικά επαρκούς χαρακτηρισμού, τα οποία, προς έκπληξιν των αστόχα­

στων, δεν βρίσκονται στην εμπειρία και μπορούμε να τα συλλάβουμε μόνο

με την σκέψη.

Ενδέχεται κάποιοι να αντιτείνουν ότι το πλατωνικό επιχείρημα εδώ δεν

ANNAS J. · 283

απαιτεί να υπάρχει περιορισμένο φάσμα Ιδεών. Το μόνο που χρειάζεται είναι

να διίστανται, εντός της εμπειρίας μας, οι τρόποι κατά τους οποίους ισχύουν

δύο είδη όρων, η δε διάσταση να είναι αρκετά έντονη ώστε να αντιληφθούμε

πρώτα πρώτα ότι υπάρχουν Ιδέες. Απαξ και έχουμε αντιληφθεί ότι κάποιους

όρους, όπως το «μεγάλο», δεν γίνεται να τους μεταχειριζόμαστε με επάρκεια

για ό,τι συναντάμε στην εμπειρία, αλλά γίνεται να τους μεταχειριζόμαστε με

επάρκεια μόνο για στοιχεία των οποίων δεν μπορούμε να έχουμε εμπειρία,

τότε έχουμε αντιληφθεί ότι υπάρχουν Ιδέες· όμως, δεν είναι αναγκαίο οι Ιδέες

να περιορίζονται στο φάσμα όρων που μας έκανε να το αντιληφθούμε αυτό.

Παρ' όλα όσα έχει υποστηρίξει ο Πλάτων, ενδέχεται να υπάρχει από μία Ιδέα

για κάθε όρο, οι δε όροι που έχουν αντίθετα ενδέχεται να είναι τα πιο προφανή

παραδείγματα, άρα και τα παραδείγματα από τα οποία ξεκινάμε.

Τούτο, λοιπόν, είναι ασφαλώς δυνατόν· τίποτε από όσα έχει πει ο Πλάτων

δεν απαιτεί ρητά οι Ιδέες να περιορίζονται στο φάσμα των όρων που έχουν

αντίθετα. Από την άλλη πλευρά, ούτε κάτι απ' όσα έχει πει μας παρακινεί να

σκεφτούμε ότι αυτό το επιχείρημα μπορεί να γενικευθεί. Σε ό,τι αφορά το

προκείμενο χωρίο, είναι πιο εύλογο εκείνος να έχει υπ' όψιν ένα περιορισμένο

φάσμα Ιδεών. Τούτο διότι, όπως έχουμε δει, το επιχείρημα δεν επιδέχεται

γενίκευση: εξαρτάται από την διάσταση μεταξύ των όρων που έχουν ικα­

νοποιητική εφαρμογή στην εμπειρία μας και των όρων που δεν έχουν. Άρα,

εάν ο Πλάτων δεν έχει υπ' όψιν κάποιο περιορισμένο φάσμα Ιδεών, τότε ή

θέλει εμείς να γενικεύσουμε το επιχείρημα, παρ' ό,τι αυτή η γενίκευση δεν

ευσταθεί, ή πάλι θεωρεί ότι το ερώτημα ποιες Ιδέες υπάρχουν είναι εντελώς

ανεξάρτητο από το ερώτημα ποιες Ιδέες είναι ο ανθρώπινος νους ικανός να

αναγνωρίσει. Η δεύτερη άποψη δεν αποκλείεται, πλην όμως είναι υπερβο­

λικά δαιδαλώδης για να την αποδώσουμε στον Πλάτωνα, απλώς και μόνο

επειδή το μεν επιχείρημα αφορά ένα περιορισμένο φάσμα Ιδεών, πολλοί δε

ερμηνευτές θέλουν τον Πλάτωνα να ζητά να αποδείξει περισσότερα.

Ωστόσο, το ζήτημα δεν τελειώνει εδώ. Τούτο διότι, ενώ το Επιχείρημα εκ

των Αντιθέτων, που είναι ο άξονας των δύο εκτενέστερων και πιο καλοζυ­

γισμένων χωρίων σχετικά με τις Ιδέες, παράγει Ιδέες μόνο για ένα περιορι­

σμένο φάσμα όρων, τους όρους με αντίθετα, εν τούτοις ο Πλάτων ποτέ δεν

το λέει ρητά αυτό και κάποια από τα πράγματα που λέει αλλού φαίνονται

να αντιβαίνουν προς αυτό. Εδώ υπάρχουν τρεις πηγές δυσκολίας. Η πρώτη

είναι ότι τα χωρία της επιχειρηματολογίας που αφορούν τις Ιδέες σε μεγάλο

284 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

βαθμό δεν καθορίζουν τελεσίδικα ποια «θεωρία των Ιδεών» πρέπει να απο­

δώσουμε στον Πλάτωνα. Σε λίγο θα επανέλθω, και διεξοδικότερα, σε αυτό.

Το δεύτερο είναι ότι, με εξαίρεση όσα λέει στα χωρία της επιχειρηματολογίας,

ο Πλάτων συχνά αναφέρεται στις Ιδέες με τρόπους που δεν έχουν προφανή

σχέση με το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων. Στα μεσαία βιβλία, καθώς και

στην συνέχεια, ενίοτε κάνει λόγο για τα αντικείμενα της γνώσης του φι­

λοσόφου, σάμπως αυτό που τα χαρακτηρίζει ουσιωδώς να είναι πως αυτά

είναι σταθερά και αμετάβλητα, σε αντιδιαστολή από τα αντικείμενα λιγότερο

ικανοποιητικών γνωστικών καταστάσεων, που υπόκεινται στην μεταβολή

(πρβλ. 484b, 485a-b, 508d, 52Id, 527b, 534a, 585a-586b - ιδίως 585c-d).

Έτσι οι Ιδέες, όπως παράγονται από το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων, θα

είναι αμετάβλητες: αυτό που είναι τόσο ωραίο ώστε να μην είναι επ' ουδενί

άσχημο, κατά μείζονα λόγον δεν θα γίνει ποτέ άσχημο μέσω της μεταβολής.

Μπορεί, όμως, κάποιος να αντιπαραθέσει τα αντικείμενα της γνώσης, που

δεν μεταβάλλονται ποτέ, σε άλλα αντικείμενα, που όντως μεταβάλλονται,

χωρίς να αναφερθεί σε αντίθετα. Επίσης, αν και ένας τρόπος με τον οποίον

αντίθετα μπορούν να κατηγορηθούν στα καθ' έκαστα είναι η μεταβολή, ο

τρόπος αυτός δεν είναι ο μόνος· στην περίπτωση των περισσοτέρων από τα

παραδείγματα του Πλάτωνα, είναι πιο εύλογο να θεωρήσουμε το πράγμα

όχι μεταβαλλόμενο, αλλά επιδεκτικό διαφορετικών χαρακτηρισμών ταυτό­

χρονα, από διαφορετικές σκοπιές ή σε διαφορετικά πλαίσια. Η μετατόπιση

του Πλάτωνα, από την χρήση του Επιχειρήματος εκ των Αντιθέτων στον

λόγο περί Ιδεών ως αμετάβλητων, θα είχε καλύτερο έρεισμα εάν ίσχυε ότι

κατά την γνώμη του όλα τα καθ' έκαστα μεταβάλλονται· τούτο διότι εάν

ένα αντικείμενο πάντοτε μεταβάλλεται, αυτό αποτελεί λόγο για να πούμε

ότι, ως προς όλες ή τις περισσότερες ιδιότητες του, σε κάποιο σημείο της

μεταβολής του έχει όχι μόνον αυτές, αλλά και τις αντίθετες τους. Ωστόσο,

ο Πλάτων πουθενά στην Πολιτεία δεν τάσσεται υπέρ της άποψης ότι τα καθ'

έκαστα μεταβάλλονται αέναα (αν και σε κάποιους άλλους διάλογους δείχνει

να ενδιαφέρεται για ορισμένες «θεωρίες της ροής», που ισχυρίζονται ότι δεν

υπάρχει τίποτε το σταθερό στον κόσμο της εμπειρίας μας). Ούτως ή άλλως,

ακόμη κι αν ο Πλάτων είχε στηριχθεί στην εκ προοιμίου παραδοχή ότι τα επί

μέρους πράγματα βρίσκονται σε αέναη ροή, τούτο δεν θα του αρκούσε για

να δείξει γιατί όλα τα καθ' έκαστα πρέπει να θεωρούνται μεταβαλλόμενα,

σε αντιδιαστολή από τις αμετάβλητες Ιδέες. Κι αυτό γιατί, όσο ασχολείται με

ANNAS J. · 285

τα επί μέρους πράγματα, άλλο τόσο ασχολείται και με τις επί μέρους πράξεις

και, ενώ του ήταν γνωστές οι θεωρίες κατά τις οποίες όλα τα επί μέρους

αντικείμενα είναι σε ροή, δεν έχει κανένα νόημα να θεωρήσουμε ότι λ.χ. μια

επί μέρους δίκαιη πράξη τελεί σε ρευστή κατάσταση. Ώστε δεν απομένει

καμία προφανής σχέση ανάμεσα στην χρησιμοποίηση του Επιχειρήματος εκ

των Αντιθέτων από τον Πλάτωνα και στην τάση του να αντιδιαστέλλει τις

αμετάβλητες Ιδέες από την ρευστότητα του κόσμου των καθ' έκαστα, του

οποίου εμείς έχουμε εμπειρία.

Η τρίτη πηγή δυσκολιών είναι ότι ούτε καν στα ίδια τα χωρία της επιχει­

ρηματολογίας δεν μπορούμε να αποφανθούμε με ασφάλεια ποιο θα είναι

το φάσμα των Ιδεών. Είναι σαφές πως ο Πλάτων προχωρούσε έχοντας μια

αόριστη ιδέα ως προς το για ποιους όρους ήθελε να υπάρχουν Ιδέες και

μεταξύ αυτών περιλαμβάνονται οι σχετικοί όροι, οι μαθηματικοί όροι και οι

ηθικοί όροι. Όμως, ποτέ δεν μας λέει απερίφραστα ποιο πρόκειται να είναι

το φάσμα των όρων για τους οποίους υπάρχουν Ιδέες· τα παραδείγματα του

δεν ξεκαθαρίζουν τα πράγματα, αφού άλλωστε είναι διαφορετικά στα δύο

χωρία· θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί αν υπάρχουν παραδείγματα για

το είδος του όρου που ο Πλάτων έχει κατά νου, τα οποία να ταιριάζουν με

το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων, και αντιστρόφως· επί πλέον, η μέθοδος του

εγείρει κάποια προβλήματα, των οποίων εκείνος δεν έχει επίγνωση, αλλά αυτά

καθιστούν πολύ δύσκολο να πούμε με βεβαιότητα σε ποια ακριβώς πράγματα

θεωρεί ότι ισχύει αυτό το επιχείρημα. Δύο από αυτά τα προβλήματα είναι

σπουδαιότατα. Το ένα είναι πως δεν είναι σαφές αν οι Ιδέες αντιδιαστέλλο­

νται από επί μέρους περιπτώσεις ή από τύπους περιπτώσεων. Το επιχείρημα

του έβδομου βιβλίου αντιπαραθέτει τις Ιδέες προς ένα επί μέρους πράγμα,

ένα δάχτυλο και το μέγεθος του. Και το επιχείρημα του πέμπτου βιβλίου

γίνεται ευνόητο εάν το εκλάβουμε κατ' αυτόν τον τρόπο. Ωστόσο, όπως προ­

αναφέραμε (παραπάνω, σσ. 250-1), ο εραστής των Ιδεών αντιδιαστέλλεται

από τους «φιλοθεάμονες», οι οποίοι φαίνονται να είναι άνθρωποι που δεν

εξετάζουν απλώς περιπτώσεις του ωραίου και της δικαιοσύνης, αλλά έχουν

και απόψεις ως προς το τι λογής πράγμα είναι το ωραίο. Σε κάποιο σημείο,

μάλιστα, λέγεται ότι αυτό που κυλιέται ανάμεσα στο να είναι πλήρως και στο

να μην είναι καν, είναι οι γνώμες των πολλών για το ωραίο και τα παρόμοια

(479d). Τούτο υπονοεί ότι η γνώση μιας Ιδέας αντιτίθεται εδώ όχι στην ανα­

γνώριση μιας επί μέρους περίπτωσης, αλλά στο να δίνουμε μια περιγραφή,

286 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

φέρ' ειπείν του ωραίου· όποιος επιμένει δε ότι υπάρχουν πολλά «ωραία» και

όχι μόνο η μία Ιδέα, επιμένει όχι ότι το ωραίο έχει πολλά δείγματα, αλλά ότι

υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη ωραίου, πολλοί διαφορετικοί τρόποι να

είναι κάτι ωραίο. Εάν ισχύει αυτό, τότε ο Πλάτων θεωρεί την Ιδέα του ωραίου

σε αντιδιαστολή όχι από κάποιο επί μέρους ωραίο πράγμα (όπως συμβαίνει

κατά την εν λόγω ερμηνεία), αλλά από έναν τύπο ή είδος ωραίων πραγμάτων.

Έτσι, αφ' ενός είναι δύσκολο να εξηγήσουμε αυτές τις ενδείξεις στο πέμπτο

βιβλίο, ότι ο Πλάτων έχει κατά νου τύπους και όχι δείγματα του ωραίου. Αφ'

ετέρου το έβδομο βιβλίο, που χρησιμοποιεί το ίδιο επιχείρημα, είναι σαφές

ότι αφορά τα καθ' έκαστα, το δε Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων αντλεί την

όποια ευλογοφάνειά του από την εφαρμογή του στα καθ' έκαστα· δεν είναι

διόλου πειστικό να ισχυριστούμε ότι τα αντίθετα ισχύουν πάντοτε για κάθε

τύπο ωραίων πραγμάτων. Αυτές οι σύντομες παρατηρήσεις δεν εξαντλούν

το εν λόγω ζήτημα· αν μη τι άλλο, ο ισχυρισμός για τα αντίθετα μπορεί να

ερμηνευθεί με διαφορετικούς τρόπους όταν εφαρμόζεται σε τύπους. Όμως,

οπωσδήποτε είναι σαφές ότι ο Πλάτων δεν αντιμετωπίζει, ούτε διευκρινίζει

την διαφορά ανάμεσα στα είδη των επί μέρους περιπτώσεων και στις ίδιες

τις περιπτώσεις, στο μέτρο που αυτή αφορά τα επιχειρήματα του υπέρ της

ύπαρξης των Ιδεών.

Η άλλη δυσκολία ανακύπτει από το γεγονός ότι ο Πλάτων συμφύρει αφ'

ενός σχετικούς και μαθηματικούς όρους, αφ' ετέρου ηθικούς όρους. Όταν

μεταχειριζόμαστε όρους όπως «μεγάλο», «ένα», «μισό» ή «μαλακό», είναι χα­

ρακτηριστικό ότι το κάνουμε για επί μέρους πράγματα, για υλικά αντικείμενα.

Όμως οι ηθικοί όροι, όπως «δίκαιο», «όσιο», «ωραίο» και τα παρόμοια, εφαρ­

μόζονται σε πράξεις. (Φυσικά, εφαρμόζονται και σε ανθρώπους - μάλιστα, εάν

κρίνουμε με γνώμονα τα λεγόμενα του Πλάτωνα περί δικαιοσύνης, αυτή είναι

η κύρια χρήση τους. Ωστόσο, τα προβλήματα τα σχετικά με τον σωκρατικό

ορισμό, από όπου και προκύπτουν τα μελήματα του Πλάτωνα, προέρχονται

από το ότι είμαστε σε θέση να πούμε ότι το ίδιο είδος πράξης μπορεί να είναι

συνάμα δίκαιο και άδικο κ.ο.κ.). Αφού ο Πλάτων πραγματεύεται θέτοντας σε

ίση μοίρα όλα τα είδη όρων που μνημονεύει, εμείς φυσικά υποθέτουμε πως

κατά την γνώμη του οι πράξεις είναι καθ' έκαστα, παρόμοια με αντικείμενα

όπως τα δάχτυλα, στα οποία εφαρμόζουμε όρους όπως «μεγάλο» κ.ο.κ. Το

ερώτημα εάν οι πράξεις είναι καθ' έκαστα, όπως τα υλικά αντικείμενα, είναι

βαθύ και περίπλοκο ζήτημα, ως προς το οποίο υπάρχει έντονη αντιγνωμία

ANNAS J. · 287

μεταξύ των φιλοσόφων. Ο Πλάτων, ωστόσο, δεν δείχνει να έχει καν επίγνωση

του ότι υπάρχει πρόβλημα όταν πραγματευόμαστε αντικείμενα και πράξεις

θέτοντας τα σε ίση μοίρα. Όπως· ακριβώς βάζει στον ίδιο σωρό το «μεγά­

λο» και το «δίκαιο», χωρίς παραπέρα εξήγηση, έτσι βάζει στον ίδιο σωρό

τα πολλά μεγάλα πράγματα και τα πολλά δίκαια «πράγματα», χωρίς άλλα

λόγια. Όμως, αυτές οι περιπτώσεις δεν είναι διόλου όμοιες. Κατά πρώτον, τα

επί μέρους αντικείμενα μεταβάλλονται συν τω χρόνω και είναι δυνατόν να

θεωρηθούν ασταθή, άρα και επιδεκτικά αντίθετων χαρακτηρισμών ωστόσο,

είναι παράδοξο να θεωρούμε ότι οι επί μέρους πράξεις μεταβάλλονται συν

τω χρόνω (αυτός είναι ένας λόγος για τον οποίο πολλοί εναντιώνονται στην

εξομοίωση των πράξεων με τα επί μέρους αντικείμενα). Ένα παιδί ενδέχεται

να είναι μικρό τώρα και να γίνει μεγάλο αργότερα, αλλά μια επί μέρους

πράξη δεν είναι δυνατόν να είναι δίκαιη τώρα και να γίνει άδικη αργότερα

(τουλάχιστον, εάν κάποιος διατείνεται ότι είναι δυνατόν, είναι δυνατόν για

θεωρητικούς λόγους, που κανέναν τους δεν δείχνει να έχει καν προσέξει ο

Πλάτων). Ο Πλάτων φαίνεται να ασχολείται μάλλον με το θέμα ότι μια επί

μέρους πράξη μπορεί να είναι συνάμα δίκαιη και άδικη, από διαφορετικές

σκοπιές.

Αυτές οι δύο δυσκολίες διασταυρώνονται, οπότε εάν ρωτήσουμε από τι

αντιδιαστέλλεται η Ιδεατού ωραίου σε μιαν ορισμένη περίσταση, θα μπορού­

σαν να δοθούν τέσσερεις απαντήσεις: από ένα επί μέρους ωραίο αντικείμενο,

από ένα είδος ωραίου αντικειμένου, από μια επί μέρους ωραία πράξη, από

ένα είδος ωραίας πράξης. Μόνο δύο ενδεχόμενα υπάρχουν ως προς τους

όρους που ισχύουν μόνο για αντικείμενα ή μόνο για πράξεις. Όμως, δεν είναι

ποτέ ξεκάθαρο τι ακριβώς έχει ο Πλάτων κατά νου. Σε αυτά τα επιχειρήματα

σχηματίζουμε την εντύπωση ότι οι Ιδέες αντιδιαστέλλονται αφ' ενός από επί

μέρους αντικείμενα (όπως το δάχτυλο), αφ' ετέρου από είδη πράξης (όταν

οι άνθρωποι έχουν γνώμη για τα «πολλά δίκαια», ασφαλώς τα διαφορετικά

είδη πράξης είναι αυτά που θα μπορούσαν να είναι δίκαια).

Άρα, ενώ σε αυτές τις παραγράφους είναι σαφές ότι ο Πλάτων θέλει ένα

περιορισμένο φάσμα Ιδεών, δεν μας διευκολύνει ώστε να πούμε ποιο είναι

αυτό το φάσμα. Το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων δεν γενικεύεται, ούτε

όμως είναι και πασιφανές ποιο ακριβώς είναι το περιορισμένο φάσμα όρων

για το οποίο πρέπει να ισχύει. Το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων, μολονότι

παρουσιάζεται σαν να ήταν μια απλή και ευκρινής συλλογιστική, ουσιαστικά

288 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

εμπεριέχει διαφορετικά νήματα σκέψης, που δημιουργούν διαφορετικά προ­

βλήματα το καθένα. Ο Πλάτων ενίοτε ακολουθεί ένα νήμα σκέψης, λόγου

χάριν την μεταβλητότητα των επί μέρους αντικειμένων, που δεν είναι διόλου

προφανές ότι ισχύει για τα άλλα νήματα σκέψης, λόγου χάριν για το ζήτημα

να αποφανθούμε ποια είδη πράξης είναι δίκαια. Παραείναι εντυπωσιασμένος

από την τόλμη του επιχειρήματος του· δεν διαβλέπει ότι συναιρεί μερικά πολύ

διαφορετικά ζητήματα. Αργότερα, όταν τον βρίσκουμε, κατά τα φαινόμενα,

να σκέφτεται τις Ιδέες με τρόπους που δεν συμπίπτουν ακριβώς με το Επι­

χείρημα εκ των Αντιθέτων, πιθανόν δεν προσπαθεί ρητά να γενικεύσει τα

συμπεράσματα ενός περιορισμένου επιχειρήματος (το οποίο ούτως ή άλλως

δεν επιδέχεται γενίκευση). Το πιθανότερο είναι ότι ακολουθεί ασυναίσθητα

ένα νήμα σκέψης και μάλιστα πιο πέρα απ' όσο μπορεί να προχωρήσει με

συνέπεια.

Οι Ιδέες εξετάζονται και σε ένα τρίτο χωρίο της Πολιτείας, στο 596a-597e

του δέκατου βιβλίου. Αυτό το χωρίο είναι σύντομο και προβληματικό και

μάλιστα αντιβαίνει, με πολλούς αινιγματικούς τρόπους, προς την πραγ-

μάτευση των Ιδεών που υπάρχει στο κύριο σώμα της Πολιτείας (δεν είναι

μόνο από αυτήν την άποψη παράταιρο το δέκατο βιβλίο, σε σχέση με το

όλο έργο: βλέπε το κεφάλαιο 14). Τα συμφραζόμενα του χωρίου είναι ο

ισχυρισμός του Πλάτωνα πως η τέχνη είναι κάτι το ευτελές και δίχως αξία.

Αρχικά ισχυρίζεται ότι οι ζωγράφοι δεν γνωρίζουν αυτά που ζωγραφίζουν

και προσπαθεί να το αποδείξει υποβαθμίζοντας την υπόσταση των έργων

τους. Γι' αυτόν τον σκοπό εισάγονται οι Ιδέες, μάλλον απροσδόκητα. Στο

596a ο Σωκράτης λέει τα εξής: «Συμφωνείς τότε να αρχίσουμε από εδώ την

έρευνά μας ακολουθώντας την συνηθισμένη μέθοδο; Συνήθως, δηλαδή,

δεχόμαστε ότι υπάρχει μια ορισμένη Ιδέα -μία σε κάθε περίπτωση- για κάθε

σύνολο επί μέρους πραγμάτων για τα οποία χρησιμοποιούμε το αυτό όνομα»

(Σκουτερόπουλος)75. Καθώς, λέει, υπάρχουν πολλά κρεβάτια και τραπέζια,

δηλαδή πολλά επί μέρους αντικείμενα, τα οποία αποκαλούμε «κρεβάτι»

και «τραπέζι», πρέπει να υπάρχει μία και μοναδική Ιδέα του κρεβατιού,

καθώς και μία και μοναδική Ιδέα του τραπεζιού. Η Ιδέα είναι αυτό προς το

75· «Βούλει ούν ενθένδε αρξώμεθα επισκοπούντες, έκ της ειωθυίας μεθόδου; είδος γάρ πού τι εν έκαστον ειώθαμεν τίθεσθαι περί έκαστα τά πολλά, οίς ταυτόν όνομα επιφέρομεν.», 596a5-7.

ANNAS J. · 289

οποίο «έχει στραμμένο το βλέμμα» ο τεχνίτης και το οποίο προσπαθεί να

υλοποιήσει στο έργο του, όταν κατασκευάζει κρεβάτια, ενώ ο ζωγράφος,

πιο επιπόλαιος, απλώς μιμείται την όψη που εμφανίζουν τα επί μέρους κρε­

βάτια. Επομένως, το προϊόν του ζωγράφου είναι υποδεέστερο, «στην τρίτη

κατά σειρά θέση από την αληθινή φύση» (Σκουτερόπουλος)76. Το κρεβάτι

του τεχνίτη, που έγινε με το βλέμμα στραμμένο στην Ιδέα του κρεβατιού,

είναι ανώτερο, παρ' ότι υποδεέστερο σε σύγκριση με την Ιδέα. Η Ιδέα του

κρεβατιού έχει κατασκευαστεί από τον Θεό και είναι μία και μοναδική

(597c). Ο Θεός μία μόνον Ιδέα κατασκεύασε, είτε επειδή αυτό ήθελε είτε

επειδή ήταν αναγκασμένος. Δεν γίνεται να υπάρχει πάνω από μία Ιδέα του

κρεβατιού· εάν υπήρχαν δύο, τότε αυτές θα είχαν την ίδια μορφή, οπότε θα

υπήρχε (πράγμα αδύνατον) μία περαιτέρω Ιδέα του κρεβατιού, στην οποία

θα μετείχαν και οι δύο προηγούμενες.

Μόνο αυτά λέγονται για τις Ιδέες σε τούτο το σύντομο χωρίο, στο οποίο

εισάγονται εν παρόδω· όμως, η εισαγωγή τους δημιουργεί πρόβλημα από

πολλές απόψεις, εάν αναλογιστούμε τα μεσαία βιβλία.

Πρώτον, ο ισχυρισμός του 596a είναι ότι υπάρχει από μία Ιδέα για κάθε

γενικό όρο εφαρμόσιμο σε πολλά πράγματα. Είναι το μόνο χωρίο όπου ο

Πλάτων το ισχυρίζεται αυτό, αν και οι φράσεις «συνηθισμένη μέθοδος»

και «συνήθως» υπονοούν κάποιο υπόβαθρο για το οποίο δεν γνωρίζουμε

τίποτε άλλο (έχει αμφισβητηθεί κατά πόσον στο 596a υπάρχει όντως αυτός

ο ισχυρισμός ή το χωρίο επιδέχεται και ηπιότερη ερμηνεία, ώστε να είναι

συμβατό με τα άλλα περί Ιδεών χωρία. Θα αποδεχθώ την βαρύτερη ερμη­

νεία [ό,τι, δηλαδή, ο ισχυρισμός υπάρχει] καθώς όχι μόνον είναι γενικότερα

παραδεκτός, αλλά και εναρμονίζεται καλύτερα με τις άλλες ιδιορρυθμίες

του δέκατου βιβλίου).

Αυτό το χωρίο είναι το αγαπημένο όσων νομίζουν ότι η «θεωρία των Ιδεών»

είναι θεωρία περί των καθόλου όντων. Τούτο διότι το χωρίο 596a φαίνεται σαν

υπαινιγμός στο «πρόβλημα των καθόλου». Πώς γίνεται να μεταχειριζόμαστε

την ίδια λέξη σε έναν αριθμό διαφορετικών μεταξύ τους πραγμάτων και να

τα αποκαλούμε όλα κρεβάτια ή τραπέζια; Το κάνουμε, και επιτυχημένα, αλλά

βάσει ποιας δικαιολογίας; Ίσως να μην υπάρχει παραπέρα δικαιολόγηση (η

«νομιναλιστική» απάντηση)· ίσως πραγματικά να χρησιμοποιούμε την ίδια

76. «τον του τρίτου άρα γεννήματος από της φύσεως μιμητήν καλείς;», 597e3-4.

290 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

λέξη για έναν αριθμό επί μέρους πραγμάτων, αλλά να μην υπάρχει τίποτε Ι

άλλο που να δικαιολογεί αυτό το αρμάθιασμα, πέραν του γεγονότος ότι 1

όντως έχουμε αυτήν την συνήθεια.Ίσως, εν τούτοις, να υπάρχει κάποιος πα-

ραπέρα λόγος γι' αυτό (η «ρεαλιστική» απάντηση): όχι μόνον αποφασίζουμε

εμείς να χρησιμοποιούμε έτσι την λέξη, αλλά και αυτή όντως ονομάζει, ή

αντιστοιχεί προς, ή επιλέγει κάτι στην φύση των πραγμάτων, κάτι πραγμα­

τικό και διακριτό από τα επί μέρους πράγματα, ένα καθόλου. Το χωρίο 596a

μοιάζει πολύ με «ρεαλιστικό» ισχυρισμό: τα κρεβάτια τα αποκαλούμε όλα

κρεβάτια, επειδή η λέξη «κρεβάτι» κατονομάζει την Ιδέα του κρεβατιού και

τα επί μέρους κρεβάτια αποκαλούνται έτσι λόγω της σχέσης τους με την Ιδέα

του κρεβατιού· η ύπαρξη της Ιδέας του κρεβατιού είναι που δικαιολογεί την'

συνήθεια μας να αποκαλούμε όλα τα κρεβάτια, κρεβάτια.

Όμως, και πέρα από τα προτερήματα αυτής της συλλογιστικής, είναι

παράδοξο να βρίσκουμε τον Πλάτωνα να επιχειρηματολογεί με αυτόν τον

τρόπο. Όχι πως δεν ενδιαφέρεται, αλλού, για τα προβλήματα γύρω από το

πώς χρησιμοποιούμε τους γενικούς όρους - ενδιαφέρεται, λόγου χάριν στον

Μένωνα 72-74. Επίσης, ενίοτε ισχυρίζεται ότι τα καθ' έκαστα «παίρνουν το

όνομα τους» από τις Ιδέες (παραδείγματος χάριν, Φαίδων 78e, Τίμαιος 52a,

Παρμενίδης 130e, 133d). Επί πλέον, στο 435b της Πολιτείας έδειξε να έχει

επίγνωση του ζητήματος που προκύπτει όταν αποκαλούμε πολύ διαφορετι­

κών ειδών πράγματα με την ίδια λέξη. Εν τούτοις, και με δεδομένο αυτό το

ενδιαφέρον, υπάρχουν προβλήματα με αυτό το χωρίο του δέκατου βιβλίου.

Κατά πρώτον, ο Πλάτων εμφανίζεται κατά τα φαινόμενα κατηγορηματικός

στο ότι η Ιδέα είναι ένα καθόλου, διακριτό από τα καθ' έκαστα, ενώ αλλού

δεν είναι τόσο κατηγορηματικός αν τα καθ' έκαστα, ή αντίθετα οι τύποι των

καθ' έκαστα, είναι που υπολείπονται σε σύγκριση με την Ιδέα (πρβλ. σσ.

285-6). Και το σπουδαιότερο, τα προηγούμενα χωρία μιλούσαν υπέρ ενός

περιορισμένου φάσματος Ιδεών, ενώ, σύμφωνα με το περί ου ο λόγος χωρίο,

φαίνεται να ξεφυτρώνει και από μία Ιδέα για κάθε γενικό όρο, χωρίς κανέναν

περιορισμό. Το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων δεν μπορεί να γενικευθεί ώστε

να καλύπτει κάθε γενικό όρο· ωστόσο, το επιχείρημα του δέκατου βιβλίου,

το οποίο, ακολουθώντας τον Αριστοτέλη, μπορούμε να αποκαλέσουμε

επιχείρημα «Εν κατά πολλών», ισχύει χωρίς κανέναν εγγενή περιορισμό για

όλους τους όρους. Τούτο, όμως, δημιουργεί μια σοβαρή δυσκολία. Δεν είναι

μόνο ότι το Εν κατά πολλών δημιουργεί, τελικά, περισσότερες Ιδέες απ' όσες

ANNAS J. · 291

αναμέναμε. Είναι ότι τις δημιουργεί με τέτοιον τρόπο, ώστε να αλλάζει τον

ρόλο τους. Τούτο συμβαίνει διότι, εάν αναλογισθούμε το Επιχείρημα εκ των

Αντιθέτων, οι Ιδέες παράγονται με εμβριθή σκέψη γύρω από κάποιες έννοιες

και μπορούν να τις συλλάβουν μόνον όσοι βλέπουν τα διανοητικά ψεγάδια

που έχει η αστόχαστη επανάπαυση στην εμπειρία, σε όλες τις περιπτώσεις.

Συλλαμβάνουμε την ύπαρξη των Ιδεών καθώς αναγόμαστε ως την γνώση,

αυτή δε η αναγωγή είναι δύσκολη και δεν είναι εφικτή για όλους· επί πλέον,

όσοι αποτυγχάνουν, μολονότι υστερούν σε κατανόηση, τελούν σε κατά­

σταση που είναι επαρκής από την σκοπιά της γνώσης, μέχρις ενός σημείου.

Εάν όμως αναλογιστούμε το Εν κατά πολλών, τότε φαίνεται λες και τα καθ'

έκαστα να είναι όλα ατελή, απλώς και μόνο επειδή είναι καθ' έκαστα· λες

και τις Ιδέες τις συλλαμβάνουμε όχι με εμβριθή σκέψη γύρω από προβλη­

ματικές έννοιες, αλλά με μονότονη εφαρμογή του Ενός κατά πολλών, στην

κάθε περίπτωση χωριστά· φαίνεται, επίσης, σάμπως η σύλληψη της ύπαρξης

των Ιδεών να μην είναι επίτευξη κατανόησης σε μερικές περιπτώσεις, αλλά

απλή αναγνώριση αυτού που κάνουν οι πάντες αδιάκοπα, δηλαδή του ότι

μεταχειρίζονται γενικούς όρους.

Ο Πλάτων δεν φαίνεται να έχει συναίσθηση αυτού του πράγματος, αλλά

δεν μπορούμε απλώς να συνδυάσουμε το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων με

το Εν κατά πολλών το δεύτερο παράγει Ιδέες κατά διαφορετικό τρόπο, που

δεν τους επιτρέπει να παίξουν τον ρόλο τους στην επίτευξη της κατανόησης,

η οποία αναπτύσσεται με την αναγνώριση ότι κάποια προβλήματα πρέπει να

τα σκεφτούμε διεξοδικά, διότι δεν τα επιλύει η εμπειρία.

Δεύτερον, είναι παράταιρο (και μοναδικό στο είδος του, στον Πλάτωνα)

ο Θεός να δημιουργεί την Ιδέα· οι Ιδέες είναι αιώνιες και αδημιούργητες.

Μπορεί κανείς να πεί ότι δεν πρέπει να κάνουμε κι ολόκληρο ζήτημα για τα

λεγόμενα περί δημιουργίας των Ιδεών από τον Θεό: αυτές εισάγονται προ­

κειμένου να υπάρχει παραλληλισμός με τον τεχνίτη και τον ζωγράφο, ώστε

να έχουμε τον Θεό να δημιουργεί την Ιδέα του κρεβατιού, τον τεχνίτη να

δημιουργεί το κρεβάτι, και τον ζωγράφο να δημιουργεί την απεικόνιση του

κρεβατιού. Δηλαδή, η γλώσσα εδώ απορρέει από την φύση του παραδείγ­

ματος, που είναι τεχνούργημα. Έτσι, όμως, προκύπτει μια ακόμη δυσκολία:

κατά πρώτον, το χωρίο δεν στηρίζεται εξ ολοκλήρου σε τεχνουργήματα,

αφού στο 598b-c διαβάζουμε ότι ο ζωγράφος ζωγραφίζει ένα τσαγκάρη και

άλλους τεχνίτες, άρα προφανώς ο ίδιος ειρμός σκέψης θα παρήγαγε την Ιδέα

292 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

ενός τσαγκάρη, αν και η προφανής ατοπία αυτού του πράγματος μας κάνει

να σκεφτούμε μήπως ο Πλάτων δεν είχε διαβλέψει αυτό το επακόλουθο.

Κατά δεύτερον, ακόμη και αν περιορισθούμε στα τεχνουργήματα, έχουμε

δυσκολία να κρίνουμε αν υπάρχουν καν Ιδέες τεχνουργημάτων, εφ' όσον οι

Ιδέες πρέπει να είναι χωριστές από τα επί μέρους πράγματα που μετέχουν

σε αυτές, όπως απαιτείται από τα επιχειρήματα του πέμπτου και του έβδο­

μου βιβλίου. Είναι μέρος της συλλογιστικής αυτών των χωρίων ότι τελικά

καταλαβαίνουμε πως ό,τι μπορούμε να συλλάβουμε μόνο καταβάλλοντας

νοητική προσπάθεια δεν είναι το ίδιο με την ιδιότητα που μπορούμε να την

αναγνωρίσουμε απλώς κοιτάζοντας κάτι. Πώς, όμως, είναι δυνατόν να ισχύει

αυτό για κρεβάτια; Όταν ο τεχνίτης κατασκευάζει κρεβάτια «έχοντας το

βλέμμα στραμμένο στην Ιδέα» (596b) (Σκουτερόπουλος)77, αυτό μπορούμε

να το καταλάβουμε χωρίς μεγάλη δυσκολία: το να κατασκευάζω ένα κρεβάτι

δεν είναι το να απομιμούμαι οποιοδήποτε επί μέρους κρεβάτι (διότι αυτό θα

μπορούσα να το κάνω χωρίς να κατανοώ τι είναι τα κρεβάτια και ποιος ο

σκοπός τους), αλλά, αντίθετα, είναι το να κάνω τα επί μέρους κομμάτια ξύλο

να εκφράσουν ορισμένες γενικές αρχές ως προς την άνεση, την χρήση και

ούτω καθ' εξής, οι οποίες αποτελούν το έργο του κρεβατιού. Η ίδια εκδοχή

για την κατασκευή τεχνουργημάτων δίνεται και στον Κρατύλο 388 κ.ε., όπου

ο Σωκράτης λέει ότι ο ξυλουργός που κατασκευάζει μια σαΐτα αργαλειού δεν

απομιμείται την παλιά, σπασμένη σαΐτα, αλλά, αντίθετα, λαμβάνει υπ' όψιν

ποιος ακριβώς τύπος σαΐτας απαιτείται, αναρωτιέται ποιος ακριβώς είναι ο

σκοπός του κάθε τύπου και, κατόπιν, κάνει το συγκεκριμένο κομμάτι ξύλο

να εκφράζει τις λειτουργικές αρχές που απαιτούνται για να επιτύχει αυτόν

τον σκοπό. Ο Αριστοτέλης υιοθετεί αυτήν την περιγραφή της κατασκευής

πραγμάτων: το να κατασκευάζεις ένα τεχνούργημα είναι το να δίνεις μορφή

σε κάποιο υλικό. Ωστόσο, ο Αριστοτέλης επίσης (στα Ηθικά Νικομάχεια 1.6)

χλευάζει τον Πλάτωνα επειδή υποστηρίζει αυτό το πράγμα, την στιγμή που

οι Ιδέες του είναι τόσο χωριστές από τα καθ' έκαστα. Πώς μπορεί κάποιος να

βοηθηθεί για να κατασκευάσει ένα κρεβάτι, αν έχει «το βλέμμα στραμμένο»

στην Ιδέα, η οποία είναι ολότελα διακριτή από τα χαρακτηριστικά που βρί­

σκονται στα πραγματικά κρεβάτια; Ο Αριστοτέλης δεν δυσκολεύεται να πει

ότι η μορφή του κρεβατιού είναι κάτι που όλοι το βλέπουμε στα επί μέρους

77- «προς την ιδέαν βλέπων», 596b7.

ANNAS J. · 293

κρεβάτια· δεν είναι παρά ο τρόπος με τον οποίον οργανώνεται το εκάστοτε

υλικό. Ωστόσο, ο Πλάτων δεν μπορεί να το πει αυτό.

Τρίτον, όχι μόνον ο ρόλος των Ιδεών στο δέκατο βιβλίο είναι ανακόλουθος

προς τον ρόλο τους στο πέμπτο και στο έβδομο βιβλίο, αλλά παρεισάγει και

το ενδεχόμενο μιας εις άπειρον εκπτώσεως.

Η Ιδέα του F είναι αυτό που είναι F χωρίς περιορισμούς, και για τούτο

πρέπει αυτή να είναι F υπό την έννοια κατά την οποία τα καθ' έκαστα είναι

μόνον υπό όρους F Τα καθ' έκαστα δεν είναι F υπό διαφορετική έννοια από

την έννοια κατά την οποία η Ιδέα είναι F' ούτε πάλι αυτά είναι F υπό άρδην

ατελή ή υποδεέστερη έννοια. Τα επιχειρήματα που έχουν εκτεθεί θα ήταν

σαθρά, εάν η Ιδέα δεν ήταν F με την ίδια έννοια που είναι και τα καθ' έκαστα

F' η διαφορά είναι, απεναντίας, ότι η Ιδέα είναι F χωρίς περιορισμούς, ενώ

αυτά δεν είναι. Ώστε η Ιδέα της Δικαιοσύνης θα είναι δίκαιη, η Ιδέα του Ωραί­

ου θα είναι ωραία, και ούτω καθ' εξής. Αυτό το γνώρισμα των Ιδεών συχνά

αποκαλείται «αυτοκατηγόρηση». (Αυτή η ονομασία έχει καθιερωθεί πια, αλλά

είναι ίσως ατυχής, επειδή υπονοεί ότι όπως ακριβώς πρώτα επισημαίνουμε

κάποιο αντικείμενο, φέρ' ειπείν την Ελένη, και κατόπιν λέμε ότι είναι ωραία,

έτσι πρώτα επισημαίνουμε την Ιδέα του Ωραίου και κατόπιν λέμε, όλως πα­

ραδόξως, ότι αυτή είναι ωραία. Στην πραγματικότητα, η Ιδέα του Ωραίου δεν

επισημαίνεται ανεξάρτητα του ότι πρόκειται γι' αυτό που είναι ωραίο: αυτή

είναι ο μόνος χωρίς περιορισμούς φορέας του κατηγορήματος «ωραίο», όχι

ένα ακόμη αντικείμενο, που θα μπορούσε ή όχι να είναι ωραίο).

Εάν, ωστόσο, οι Ιδέες είναι καθόλου όντα, όπως στο δέκατο βιβλίο, τότε

η Ιδέα F είναι που κάνει τα καθ' έκαστα να είναι F, με την έννοια ότι είναι

το πράγμα το μη ταυτισμένο με κανένα από εκείνα, που νομιμοποιεί το να

τα αποκαλούμε όλα F. Τούτο καλείται συχνά υπόθεση της «μη ταυτότητας»·

η Ιδέα του F δεν είναι δυνατόν να είναι ταυτισμένη με κανένα επί μέρους F

πράγμα, ειδεμή δεν θα ήταν δυνατόν αυτή να καθιστά ορθό να τα αποκα­

λούμε όλα F.

Όμως, έτσι ανακύπτει το ενδεχόμενο εκβολής εις άπειρον. Τούτο γιατί,

αν η Ιδέα είναι F υπό την ίδια έννοια που είναι και τα καθ' έκαστα (κατά την

αυτοκατηγόρηση), τότε (κατά την μη ταυτότητα) δεν θα είναι παρά άλλο

ένα F πράγμα, που πρέπει να προστεθεί στα F πράγματα. Μήπως, λοιπόν,

πρέπει να υπάρχει άλλη μια Ιδέα, ας την πούμε F', η οποία είναι αυτό που

κάνει την Ιδέα και τα καθ' έκαστα να είναι όλα F; Και τότε μπορούμε να

294 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

κάνουμε την ίδια κίνηση για αυτήν την νέα Ιδέα, την F': εάν αυτή είναι F

υπό την ίδια έννοια όπως και τα άλλα F πράγματα, η Ιδέα και τα καθ' έκα­

στα, και δεν είναι ταυτόσημη με κανένα από αυτά, τότε ανακύπτουν τα ίδια

ερωτήματα. Αυτή η εκβολή είναι φαύλη, διότι έτσι δεν μπορούμε να έχουμε

ούτε μία Ιδέα χωρίς ταυτόχρονα να έχουμε απειράριθμες Ιδέες.

Εν τούτοις, στο δέκατο βιβλίο, στο 597c, ο Πλάτων φαίνεται να το αρνεί­

ται αυτό. Υπάρχει μόνο μία Ιδέα κρεβατιού, λέει, διότι εάν υπήρχαν έστω και

δύο, τότε θα έπρεπε να υπάρχει κι άλλη μία στην οποία θα μετείχαν αυτές οι

δύο, και εκείνη θα ήταν η Ιδέα του κρεβατιού. Το πρόβλημα που διαβλέπει ο

Πλάτων είναι αυτό ακριβώς που μόλις σκιαγραφήσαμε: η Ιδέα του κρεβατιού

είναι διακριτή από τα επί μέρους κρεβάτια, αλλά είναι κρεβάτι υπό την ίδια

έννοια που είναι κι εκείνα (597b), και τούτο δημιουργεί το ενδεχόμενο του

Τρίτου κρεβατιού, πέρα και πάνω από την Ιδέα και τα καθ' έκαστα. Ο Πλάτων

το αρνείται κατηγορηματικά: το αποκλείει η μοναδικότητα της Ιδέας. Είναι,

όμως, επαρκής αυτή η απάντηση; Γνωρίζουμε ότι υπάρχει η πρόθεση η Ιδέα

να είναι μοναδική: ωστόσο, η επαπειλούμενη εκβολή στο άπειρο δείχνει ότι

η Ιδέα δεν γίνεται να είναι μοναδική.

Ο Πλάτων ασχολείται διεξοδικότερα με το θέμα στο πρώτο μέρος του

Παρμενίδη (κυρίως στο 132a-b). Οι μελετητές είναι έντονα διχασμένοι στο

ζήτημα ποιο ακριβώς ήταν το πρόβλημα που αντιλήφθηκε ο Πλάτων και

αν όντως θεωρούσε ότι μπορεί να είναι απάντηση ο ελιγμός που κάνει για

να το εμποδίσει, στο δέκατο βιβλίο της Πολιτείας. Το ζήτημα δεν μπορεί να

απαντηθεί με βεβαιότητα, ούτε να εξεταστεί σε τόσο περιορισμένο χώρο

(όπως δεν μπορεί ούτε το ενδιαφέρον ζήτημα, γιατί οι Ιδέες που παράγονται

από το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων δεν αντιμετωπίζουν αυτήν την δυσκο­

λία). Ωστόσο, ένα είναι σαφές: ο ρόλος των Ιδεών στο δέκατο βιβλίο όντως

εμπλέκει σε δυσκολίες τον Πλάτωνα, είτε ο ίδιος το αναγνωρίζει είτε όχι.

Μάλιστα, τούτη δεν είναι παρά η σοβαρότερη, ανάμεσα σε πολλές δυσκολίες

που δημιουργούνται από τις Ιδέες του δέκατου βιβλίου. Χωρίς το δέκατο βι­

βλίο, οι Ιδέες θα είχαν κατανοητό και σημαντικό ρόλο ως αντικείμενα αυτού

του είδους γνώσης το οποίο απαιτεί εμβριθή σκέψη, άρα βρίσκεται μόνο σε

όσους έχουν την φιλέρευνη νοημοσύνη την οποίαν απαιτεί ο Πλάτων από

τους Φυλακές του· οι Ιδέες είναι σημαντικές κυρίως για τις ηθικές και μαθη­

ματικές μελέτες, που αρμόζουν στην εκπαίδευση των σοφών αρχόντων (θα

επανέλθουμε σε αυτόν τον ρόλο των μαθηματικών). Αν το ξανασκεφτούμε, το

ANNAS J. · 295

δέκατο βιβλίο ενσπείρει σύγχυση και αμφιλογία ως προς ένα θέμα που φαι­

νόταν σχετικά σαφές. Είναι σημαντικό ότι στο πρώτο μέρος του Παρμενίδη,

ο Πλάτων βάζει τον Σωκράτη να πει πως είναι βέβαιος ότι υπάρχουν Ιδέες,

όσον αφορά τις ηθικές και τις μαθηματικές Ιδέες, λιγότερο βέβαιος, όσον

αφορά Ιδέες για τον «άνθρωπο» και άλλους όρους για φυσικά είδη, και άκρως

απρόθυμος να παραδεχθεί Ιδέες για την τρίχα, την λάσπη και την σκόνη. Ο

Πλάτων δεν κάνει καμία μνεία στα αντίθετα, αλλά στην πραγματικότητα

είναι ευχαριστημένος από αυτού του είδους την εφαρμογή του εκ των Αντι­

θέτων Επιχειρήματος, την οποία έχουμε δει, και δυσαρεστημένος από τους

όρους χωρίς αντίθετα. Βλέπουμε ίσως εδώ μία ένδειξη ότι ο Πλάτων δεν είναι

ευχαριστημένος από την γενίκευση του εκ των Αντιθέτων Επιχειρήματος,

αλλά δεν αντιλαμβάνεται σε τι έγκειται το σφάλμα. Είναι απορίας άξιον το

ότι δεν είναι περισσότερο διστακτικός στα θέματα του δέκατου βιβλίου. Ο

ρόλος των Ιδεών εκεί συγκρούεται με τα συμπεράσματα, αλλά και με τον

ρόλο του εκ των Αντιθέτων Επιχειρήματος: είναι δύσκολο να καταλάβουμε

πώς, τέλος πάντων, σχετίζονται οι Ιδέες που παράγονται από αυτό, με την

κατανόηση, η οποία διακρίνει τους σοφούς και τους δίκαιους.

Αυτό το πρόβλημα ως προς την εναρμόνιση διαφορετικών χωρίων θέτει

το εξής ζήτημα: υπό ποίαν έννοια στην Πολιτεία ο Πλάτων έχει μια συνολική

«θεωρία» των Ιδεών; Έχουν γραφτεί πλείστα όσα σχετικά με τις Ιδέες και

καλό θα ήταν ο αναγνώστης να σχηματίσει δική του γνώμη για τις ποικίλες

αντιτιθέμενες απόψεις· αυτό εδώ το κείμενο δεν αποτελεί υποκατάστατο·

ο αναγνώστης καλό είναι να διαβάσει όλες τις πλευρές και να κρίνει για

λογαριασμό του ποιος δίνει την καλύτερη ερμηνεία. Ό,τι ακολουθεί δεν

είναι παρά μία άποψη μεταξύ πολλών. Δεν ισχυρίζομαι πως πραγματεύομαι

τις Ιδέες γενικά, αλλά μόνο όπως αυτές εμφανίζονται στην Πολιτεία, την

οποίαν αντιμετωπίζω ως ολοκληρωμένο και αυτοτελές έργο* παρ' ότι μπο­

ρούμε να πάρουμε χρήσιμη βοήθεια από χωρία άλλων διαλόγων, ώστε να

κατανοήσουμε τις Ιδέες, δεν νομίζω ότι ο λόγος περί του ρόλου των Ιδεών

σε έναν διάλογο πρέπει να εξαρτάται κατά κύριο λόγο από χωρία που δεν

προέρχονται από αυτόν τον διάλογο.

Δεν αμφιβάλλουμε ότι ο Πλάτων πιστεύει πως υπάρχουν Ιδέες. Γιατί,

όμως, να υπάρχει θεωρία των Ιδεών; Συχνά τούτο εννοείται ως εξής: ο Πλά­

των είχε μία πλήρη, επεξεργασμένη και γενική θεωρία, που εισάγει τις Ιδέες

ως οντότητες οι οποίες επιλύουν προβλήματα που απασχολούσαν τους

296 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

ανθρώπους, αλλά δεν τους είχε δοθεί επαρκής λύση. Ώστε οι Ιδέες είναι

θεωρητικές οντότητες που εισάγονται ένεκα της εξηγητικής αξίας τους.

Πολλοί μελετητές του Πλάτωνα έχουν ρητά ή σιωπηρά εκλάβει κατ' αυτόν

τον τρόπο την «θεωρία» ως ανάλογη μιας επιστημονικής θεωρίας, που εξηγεί

τα φαινόμενα έτσι ώστε να απομακρύνει τα αινίγματα τα σχετικά με αυτά.

Έχουν εγκωμιάσει τον Πλάτωνα για την οικονομία της θεωρίας του, επειδή

αυτή θεωρείται πως λύνει τόσα πολλά προβλήματα. Νομίζεται πως ο Πλά­

των προχώρησε περίπου ως εξής: τον απασχολούσαν ορισμένα προβλήματα,

όπως η διάλυση της ηθικής συναίνεσης και η κυριαρχία της μεταβολής στον

κόσμο, και ταρασσόταν από τα συμπεράσματα που έτειναν οι άνθρωποι να

αντλούν από αυτά τα προβλήματα. Η «θεωρία των Ιδεών» εισάγει οντότη­

τες, οι οποίες αιτιολογούν τα φαινόμενα που φέρνουν στον νου αυτά τα

ανησυχητικά συμπεράσματα, τα αιτιολογούν δε κατά τρόπον ώστε αυτά τα

συμπεράσματα φαίνονται να μην είναι Δικαιολογημένα. Για παράδειγμα, άπαξ

και βεβαιωθούμε για την ύπαρξη της Ιδέας της δικαιοσύνης, καθώς και των

επί μέρους δίκαιων πράξεων, και συλλάβουμε ότι η Ιδέα δεν υπόκειται στις

ατέλειες που υπόκεινται οι επί μέρους πράξεις, βλέπουμε ότι δεν πρέπει να

μας προβληματίζουν αυτές οι ατέλειες, ούτε να παρασυρόμαστε από αυτές

και να γινόμαστε σχετικιστές ή σκεπτικοί.

Εάν αυτό όντως κάνει ο Πλάτων, τότε εύλογα προσδοκούμε να κάνει τρία

πράγματα: ένα είναι να συνηγορήσει υπέρ των Ιδεών με βάση τα φαινόμενα,

που η επαρκής εξήγηση τους υποτίθεται ότι απαιτεί τις Ιδέες. Ένα άλλο είναι

να δείξει ότι οι εξηγητικοί ρόλοι που αυτές εκπληρώνουν σε διαφορετικά

πλαίσια, είναι όλοι συνεπείς μεταξύ τους.Ένα τρίτο είναι να δείξει ότι οι Ιδέες

προσφέρουν καλές εξηγήσεις, ότι δεν είναι απλώς μια κάποια απάντηση σε

ορισμένους προβληματισμούς, αλλά μία απάντηση καλύτερη, με μεγαλύτερη

εξηγητική αξία, από κάθε εναλλακτική λύση.

Τίποτε από αυτά δεν κάνει ο Πλάτων. Ο λόγος δεν είναι η έλλειψη εξε­

λιγμένων προτύπων ως προς τις θεωρίες και την εξήγηση· ο Πλάτων δεν

κάνει καν κάτι που να μπορεί να θεωρηθεί έστω ένα πρώτο βήμα για την

εκπλήρωση των τριών παραπάνω προσδοκιών. Τούτο είναι σαφέστερο στην

περίπτωση των δύο τελευταίων προϋποθέσεων, παρά στην περίπτωση της

πρώτης. Ο Πλάτων ποτέ δεν υποστηρίζει πως μπορεί να αποδειχθεί ξεχωριστά

ότι οι Ιδέες έχουν εξηγητική αξία, ούτε πως μπορεί να αποδειχθεί ξεχωριστά

ότι οι Ιδέες παρέχουν καλύτερες απαντήσεις απ' ό,τι άλλα είδη εξήγησης.

A N N A S J. · 297

Γι' αυτό και πολλοί έχουν επικρίνει την θεωρία, λέγοντας ότι είναι κενή και

δεν προσφέρει καμιά πραγματική εξήγηση. Ούτε πάλι ο Πλάτων προσπαθεί

ποτέ να δείξει ότι οι ρόλοι των Ιδεών είναι συνεπείς. Στην Πολιτεία βρίσκουμε

αυτό το ανεξήγητο χάσμα ανάμεσα στο δέκατο βιβλίο και στα άλλα περί των

Ιδεών χωρία, χάσμα που δεν γίνεται να γεφυρωθεί και δεν εξηγείται ούτε στο

ελάχιστο. Επί πλέον, βρίσκουμε ότι αν και το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων

παρουσιάζεται με μορφή που δεν γίνεται να γενικευθεί, παρά ταύτα ο Πλάτων

όντως ενίοτε κάνει λόγο για τις Ιδέες, σάμπως η μία ή η άλλη από τις σκέψεις

στις οποίες εδράζεται το επιχείρημα, να ίσχυε γενικά - όπως, για παράδειγμα,

όταν αντιδιαστέλλει τις Ιδέες, ως σταθερές, από τα καθ' έκαστα, ως υποκεί­

μενα σε μεταβολή. Ο Πλάτων μιλά πολύ πρόχειρα για τα χαρακτηριστικά

των Ιδεών που τονίζει σε δεδομένα συμφραζόμενα (αυτό ασφαλώς αληθεύει

για την Πολιτεία· ωστόσο, οι παραπάνω ισχυρισμοί χρειάζονται μεγαλύτερη

τεκμηρίωση, στο μέτρο που άπτονται άλλων διαλόγων).

Μεγαλύτερη έκπληξη προκαλεί το γεγονός ότι ο Πλάτων ποτέ δεν προ­

βάλλει κάποιο επιχείρημα υπέρ των Ιδεών που να τις εδραιώνει ως οντότητες

κατάλληλες για μια θεωρία, του είδους που έχουμε υπ' όψιν. Στο πέμπτο και

στο δέκατο βιβλίο είναι σαφέστατο ότι οι Ιδέες εισάγονται σαν να είναι ήδη

αποδεκτές από όλους τους συνομιλητές, μολονότι είναι κάτι νέο για τον

αναγνώστη. Το ίδιο συμβαίνει και στο χωρίο 505a, σε ό,τι αφορά την Ιδέα

του Αγαθού. Επί πλέον, κανένα από τα δύο εκτενή χωρία του πέμπτου και του

έβδομου βιβλίου δεν επιχειρεί να επιχειρηματολογήσει υπέρ της ύπαρξης των

Ιδεών, ούτως ώστε να πεισθεί και όποιος δεν παραδέχεται ήδη την ύπαρξη

τους. Το χωρίο του πέμπτου βιβλίου αποδεικνύει κάποια συμπεράσματα για

την γνώση και την δόξαν και έπειτα εφαρμόζει σε αυτά κάποιους ισχυρισμούς

για τις Ιδέες. Το χωρίο του έβδομου βιβλίου επιχειρεί να δείξει ότι υπάρχουν

ορισμένες σπουδές κατάλληλες να κάνουν τους ανθρώπους να στοχάζονται

θεωρητικά, και οι Ιδέες εισάγονται για αυτόν ακριβώς τον σκοπό. Ούτε το

ένα ούτε το άλλο χωρίο στοχεύει να αποδείξει ότι υπάρχουν Ιδέες.

Αυτός ο ισχυρισμός μπορεί να φαίνεται πέραν πάσης λογικής. Κι αυτό γιατί

αν ο Πλάτων δεν προσπαθεί σε αυτά τα χωρία να μας αποδείξει ότι υπάρχουν

Ιδέες, τότε στην πραγματικότητα πουθενά δεν προσπαθεί να μας αποδείξει

ότι υπάρχουν Ιδέες. Τούτο διότι τα εν λόγω χωρία είναι μεταξύ αυτών που

ανέκαθεν θεωρούνται η καρδιά του πλατωνικού στοχασμού γύρω από τις

Ιδέες. Έτσι, θα ήταν πέραν πάσης λογικής να πούμε ότι κατά καμίαν έννοια

298 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

αυτά τα χωρία δεν «επιχειρηματολογούν υπέρ της ύπαρξης των Ιδεών», όπως

ακριβώς θα ήταν πέραν πάσης λογικής να πούμε ότι ο Πλάτων κατά καμί-

αν έννοια της λέξης «θεωρία» δεν είχε μια «θεωρία περί Ιδεών». Ασφαλώς,

αυτά τα χωρία αποβλέπουν στο να επηρεάσουν κάπως τον τρόπο με τον

οποίο πρέπει να σκεφτόμαστε για τις Ιδέες. Παρ' όλα αυτά, το σημαντικό

εδώ είναι ότι, αν και πρόκειται για χωρία με επιχειρήματα και για χωρία που

εισάγουν τις Ιδέες δεν επιχειρηματολογούν υπέρ της ύπαρξης των Ιδεών με

βάση προκείμενες που θα ήταν αναμενόμενο πως ήδη τις αποδεχόμαστε.

Ο Πλάτων δεν επιχειρηματολογεί με αφετηρία τα φαινόμενα (όπως είναι

βέβαιο πως κάνει ο Αριστοτέλης). Δεν δείχνει πως υπάρχουν αινίγματα που

όλοι τα αναγνωρίζουμε, ούτε πως υπάρχουν αλήθειες που όλοι πρόθυμα τις

δεχόμαστε, προκειμένου να προσπαθήσει έπειτα να δείξει ότι η ανάγκη να

δώσουμε επαρκή εξήγηση μας αναγκάζει να δεχτούμε τις Ιδέες. Δεν του είναι,

όμως, άγνωστο ένα τέτοιο επιχείρημα. Σε ένα σύγγραμμα του Αριστοτέλη,

το Περί ιδεών, επαναλαμβάνονται καταλεπτώς ορισμένα επιχειρήματα υπέρ

της ύπαρξης των Ιδεών, τα οποία προέβαλλε ο Πλάτων στην Ακαδημία (κατά

την γνώμη μου, είναι δυνατόν να δείξουμε, μολονότι όχι εδώ, ότι υπάρχουν

βάσιμοι λόγοι για να αποδώσουμε στον Πλάτωνα, κι όχι απλώς σε «πλατω­

νικούς», αυτά τα επιχειρήματα). Αυτά τα επιχειρήματα όντως τεκμαίρονται

τις Ιδέες εκ των φαινομένων. Σε αυτά υποστηρίζεται ότι εάν δεχόμαστε πως

υπάρχουν σαφώς προσδιορισμένοι γνωστικοί κλάδοι, ή πως υπάρχει σκέψη

για πράγματα που έχουν αφανιστεί ή πως υπάρχει μνήμη, ή πως υπάρχει

κατηγόρηση γενικών όρων σε πράγματα, τούτο μας δεσμεύει στην άποψη

πώς υπάρχουν Ιδέες. Ωστόσο, στους διάλογους του ο Πλάτων ποτέ δεν επι­

χειρηματολογεί με αυτόν τον τρόπο. Τα επιχειρήματα του πάντοτε ενέχουν

Ιδέες, χωρίς να τεκμαίρονται τις Ιδέες από τα φαινόμενα. Οι διάλογοι δεν

περιέχουν κανένα πειστικό επιχείρημα για να το προβάλλουμε σε όποιον

δεν αποδέχεται ήδη ότι υπάρχουν Ιδέες, αλλά βρίσκεται σε αμηχανία λόγω

ορισμένων υπαρκτών αποριών, ή δέχεται ορισμένες προφανείς αλήθειες. Δεν

υπάρχει κανένα επιχείρημα που να μας οδηγεί, από προκείμενες τις οποίες

δεχόμαστε, στο συμπέρασμα ότι υπάρχουν Ιδέες.

Τίποτε από τα παραπάνω δεν σημαίνει ότι ο Πλάτων δεν είχε καμία «θεω­

ρία» περί Ιδεών. Για τις Ιδέες έχει οπωσδήποτε πεποιθήσεις, που δεν είναι

μεμονωμένες, αλλά αλληλοσυνδέονται, σχηματίζοντας ένα κάποιο όλον (αν

και, όπως έχουμε δει, ο βαθμός και το είδος αυτής της αλληλοσύνδεσης δεν

A N N A S J. · 299

είναι και πολύ προφανή). Όμως αυτή η «θεωρία» δεν γίνεται να θεωρηθεί καν

παρόμοια με θεωρία που παρέχει εξηγήσεις τις οποίες προσδοκούσαμε, ούτε

είναι αναμενόμενο να την βρούμε πειστική, αν προηγουμένως δεν έχουμε

ταχθεί υπέρ των Ιδεών. Δεν πρόκειται για θεωρία που λύνει τα προβλήματα

μας ή μας εξηγεί τα φαινόμενα κατά τρόπον που όλοι θα βρουν πειστικό,

είτε ήδη πιστεύουν ότι υπάρχουν Ιδέες είτε όχι. Δεν είναι οικονομική, όσον

αφορά την εξηγητική ισχύ της, διότι ο Πλάτων δεν προσπαθεί επ' ουδενί να

συσσωρεύσει εξηγητικά μέσα.

Γιατί προχωρεί έτσι ο Πλάτων; Στην Πολιτεία η απάντηση (εάν και εφ' όσον

μπορούμε να βρούμε μιαν απάντηση) είναι λιγότερο σαφής στα περί Ιδεών

χωρία, απ' όσο στο έκτο βιβλίο και στην εκεί πραγμάτευση της φιλοσοφικής

φύσης και του πώς αυτή διαφθείρεται μέσα στον κόσμο, όπως αυτός έχει τώρα.

Κατά τον Πλάτωνα, ο κόσμος, και κυρίως ο πολιτικός κόσμος, δεν τα πηγαίνει

καθόλου καλά, αλλά όχι επειδή οι άνθρωποι είναι βλάκες· υπάρχουν πολλοί

που είναι και παραείναι έξυπνοι, αλλά το άσχημο είναι πως η εξυπνάδα τους

είναι διεφθαρμένη, οπότε αυτοί έχουν ταπεινούς και ανέντιμους σκοπούς

και περηφανεύονται μάλιστα για την δεξιοσύνη τους στο να πετυχαίνουν

στόχους τιποτένιους κι αχαρακτήριστους (518d-519b: ένα καλό σύγχρονο

ανάλογο των όσων έχει κατά νου είναι το Γουωτεργκέιτ). Υπάρχει πληθώρα

ανθρώπων αρκετά εύστροφων ώστε να επιχειρηματολογούν καλά. Αυτό που

λείπει, και που κατά τον Πλάτωνα απαιτεί ανατροπή των αξιών της κοινωνίας

ώστε να άρχουν οι φιλόσοφοι, μπορούμε να το περιγράψουμε μόνο με πολύ

γενικούς όρους, ως συναίσθηση των αληθινών αξιών. Κατά την γνώμη του, οι

περισσότεροι άνθρωποι δεν έχουν περί πολλού, ούτε καν κατανοούν ό,τι είναι

αληθινά άξιο, επειδή η εμπειρία τους αμβλύνει την όραση τους και επικεντρώ­

νει τις σκέψεις τους στην ιδιοτέλεια και στις βραχυπρόθεσμες ευχαριστήσεις.

0 αληθινά δίκαιος, από την άλλη, είναι ο ικανός να γίνει φιλόσοφος και να

υπερβεί την μερική σκοπιά της κατάστασης του, ώστε να εκτιμήσει αλήθειες

που δεν περιορίζονται από την σχέση με επί μέρους συμφέροντα ή οπτικές

γωνίες και να ζήσει σύμφωνα με αυτές. Η κατανόηση την οποία αποκτά ο

σοφός και δίκαιος άνθρωπος (για την οποία, φυσικά, μένει να πούμε πολλά

ακόμη) ενέχει Ιδέες: το πρώτο βήμα είναι να δούμε ότι η γνώση απλώνεται

και πέρα από αυτά που απλώς δίνονται εντός της εμπειρίας και να συνειδη­

τοποιήσουμε ότι υπάρχουν έννοιες που μπορούμε να τις καταλάβουμε μόνο

με εμβριθή σκέψη. Η αναγνώριση του ότι υπάρχουν οι Ιδέες είναι, λοιπόν,

300 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

το πρώτο βήμα προς αυτού του είδους την κατανόηση, κατανόηση η οποία

διακρίνει τον σοφό από τον αστόχαστο άνθρωπο.

Οι Ιδέες δεν παρουσιάζονται σαν κάτι που πρέπει να συναχθεί από προ­

κείμενες τις οποίες όλοι δεχόμαστε ή να εξηγήσει τα φαινόμενα που όλοι

κατανοούμε, διότι εν τοιαύτη περιπτώσει η ικανότητα να ανάγεσαι συλ­

λογιστικά έως αυτές τις οντότητες δεν θα διέκρινε τους σοφούς από τους

απλώς εύστροφους, που ενδέχεται να κάνουν και κακή χρήση του νου τους.

Ο Πλάτων συνδέει πάντοτε τις Ιδέες με το να αναγνωρίζεις και να έχεις

περί πολλού ό,τι είναι αγαθό και όχι απλώς με το να έχεις την ικανότητα να

παρακολουθήσεις ένα επιχείρημα.

Οι Ιδέες, λοιπόν, είναι παραπάνω από θεωρητικές οντότητες εντός μιας

θεωρίας που εξηγεί τα φαινόμενα· η γνώση τους είναι μέρος της κατανόησης

που αποκτά ο αγαθός. Ο Πλάτων μερικές φορές (αν και όχι στην Πολιτεία)

μιλά για την αναγωγή έως τις Ιδέες ως εμφορούμενη από έρωτα και πόθο,

σάμπως οι Ιδέες να είχαν ελκυστικότητα. Όμως αυτό δεν πρέπει να παρα­

νοηθεί: οι Ιδέες δεν είναι εξ ίσου ελκυστικές για τον φιλόσοφο και για τον

εύστροφο, στυγνό εκμεταλλευτή. Απεναντίας, κατά τον Πλάτωνα, όση κι

αν είναι η νοημοσύνη του ανθρώπου, δεν θα συλλάβει τις Ιδέες, εάν είναι

προσανατολισμένη σε στόχους ιδιοτελείς και χωρίς ευρύτητα.

Συνεπώς, μάλλον μεταστροφή, παρά ακόνισμα του μυαλού είναι αυτό που

χρειάζεται προκειμένου να γίνει συνείδηση σε κάποιον ότι υπάρχουν Ιδέες.

Φυσικά, μπορεί κανείς να τις πραγματεύεται, όπως κάνει ο Πλάτων, αλλά το

πρώτο βήμα δεν είναι καθαρά διανοητικό (αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο

ο Πλάτων είναι τόσο απαισιόδοξος για το ενδεχόμενο να προκύψει κάποιος

φιλόσοφος άρχων στον κόσμο, ως έχει σήμερα· αυτός θα έπρεπε να διαθέτει

όχι μόνο εξυπνάδα, αλλά και αυτό το είδος δίκαιου ήθους που είναι απίθανο

να υπάρξει σε όποιον δεν έχει ανατραφεί σε μια δίκαιη κοινωνία). Ώστε ο

Πλάτων δεν εμφανίζει την αποδοχή των Ιδεών σαν να εξαρτάται όλως δι'

όλου από την αποδοχή ορισμένων επιχειρημάτων. Τούτο γιατί κάλλιστα θα

μπορούσαμε να διεξέλθουμε την απόδειξη και παρά ταύτα να αδυνατούμε

να συλλάβουμε το ουσιώδες. Αυτό το πράγμα είναι πολύ σημαντικό για τον

Πλάτωνα και θα πρέπει να το θυμόμαστε, επειδή ως προς αυτό διαφέρει από

τους νεώτερους φιλοσόφους. Θα πρέπει να προσέξουμε να μην σπεύσουμε

στο άλλο άκρο, συγχέοντας την μέθοδο του Πλάτωνα με μίαν αφελή αντι-

νοησιαρχία, κατά την οποία οι μεν βαθιές αλήθειες συλλαμβάνονται μόνο

ANNAS J. .· 301

από το άμεσο όραμα ή την ενόραση, ο δε λογισμός από μόνος του είναι ανή­

μπορος. Κανείς δεν σέβεται περισσότερο από τον Πλάτωνα τον λογισμό και

την επιχειρηματολογία. Είναι, όμως, πεπεισμένος ότι ο λογισμός από μόνος

του δεν παράγει φιλοσόφους. Μολονότι αυτό του δημιουργεί δυσκολίες,

ο Πλάτων επιμένει ότι ο φιλόσοφος είναι ο δίκαιος και ότι η σύλληψη των

Ιδεών είναι μέρος της ηθικής κατανόησης του κόσμου. Σε αντίθεση με την

νεώτερη φιλοσοφία, ο Πλάτων υποστηρίζει ότι τα ηθικά ζητήματα είναι που

καθορίζουν τι λογίζεται ως γνώση και όχι απλώς η ευστροφία και η σοφι­

στεία. Ώστε οι Ιδέες (στην Πολιτεία· δεν το ισχυρίζομαι γενικά, για όλους

τους διάλογους) αποτελούν την βάση της κατανόησης που αποκτά ο αγαθός

και όχι μέρος μιας χωριστής «μεταφυσικής» του Πλάτωνα. Αυτός είναι ένας

λόγος για τον οποίον ο ρόλος τους στο δέκατο βιβλίο είναι εμβόλιμος· εκεί

οι Ιδέες φαίνονται ασύνδετες με την κατανόηση, η οποία είναι ευνοήτως

μέρος της αρετής.

Έχει συχνά τονιστεί πως ο Πλάτων ενίοτε εκδηλώνει προς τις Ιδέες μία στά­

ση που κάλλιστα θα χαρακτηριζόταν «μυστικιστική», καθώς στα μεσαία βιβλία

της Πολιτείας κάνει λόγο για τις Ιδέες χρησιμοποιώντας την γλώσσα της

θρησκευτικής πίστης και της μεταστροφής. Την δε γνώση των Ιδεών συχνά

την περιγράφει με αντιληπτικές μεταφορές - τις Ιδέες τις «συλλαμβάνουμε»

ή τις «βλέπουμε», σαν να χρησιμοποιούσαμε την όραση. Αυτά τα ζητήματα

είναι διακριτά, αλλά έχουν προφανή σχέση μεταξύ τους· οι αντιληπτικές με­

ταφορές κάνουν φυσικό να σκεφτόμαστε τις Ιδέες σαν να αποκαλύπτονται

σε μια ενόραση, η οποία κατά κάποιον τρόπο υπερβαίνει ή αντικαθιστά την

σκέψη. Αυτοί οι τρόποι του λέγειν περί Ιδεών έχουν περίοπτη θέση, τόσο

περίοπτη, ώστε δεν γίνεται να τους παραβλέψουμε θεωρώντας τους «απλώς»

μεταφορά· είναι μάλιστα δικαιολογημένοι, αν θυμηθούμε ότι οι Ιδέες δεν είναι

απλώς εξηγητικές οντότητες τέτοιου είδους ώστε οποιοσδήποτε, ακόμη κι

ένας εύστροφος σοφιστής, θα μπορούσε να τις συλλάβει και να τις κατανο­

ήσει. Παρ' όλα αυτά, υπάρχουν όρια στην χρησιμότητα του τονισμού των

αντιληπτικών μεταφορών και της θεώρησης ότι η γνώση είναι ενόραση και

πίστη, ή μοιάζει με αυτές. Ομολογουμένως, η συνειδητοποίηση ότι υπάρχουν

Ιδέες περιγράφεται έτσι, ώστε να φαίνεται περισσότερο σαν μεταστροφή παρά

σαν εύρεση μιας απόδειξης (521c - είναι η στροφή [περιαγωγή] της ψυχής

από το σκοτάδι στο φως). Ωστόσο, όπως προκύπτει, αυτή είναι η απαρχή

μιας αυστηρής διανοητικής εκπαίδευσης, βασισμένης στα μαθηματικά, πολύ

302 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

διαφορετικής από κάθε λογής πίστη. Η υπερβολική έμφαση στην ιδέα της

όρασης και της ενόρασης κινδυνεύει να υπονοεί κάποια παθητική αποδοχή,

που υποβαθμίζει την άκρα διανοητική προσπάθεια και την επίπονη εργασία,

οι οποίες απαιτούνται προκειμένου να αναχθούμε έως την πλατωνική κα­

τανόηση. Είναι, μάλιστα, λάθος να τονίζουμε υπερβολικά την γλώσσα της

όρασης σε ό,τι αφορά την κάθε Ιδέα χωριστά. Κάποιοι μελετητές γράφουν

σάμπως κατά τον Πλάτωνα να στρεφόμαστε από την αμηχανία για τα ψεγάδια

των επί μέρους δίκαιων πράξεων, σε μια ολότελα ικανοποιητική θέαση της

Ιδέας της Δικαιοσύνης και το ζήτημα, ή τουλάχιστον το περί δικαιοσύνης

ζήτημα, να τελειώνει εδώ. Τούτο, όμως, υπονοεί ότι ο ρόλος των Ιδεών είναι

πως αυτές αποτελούν ικανοποιητικές εξηγητικές οντότητες, που επιλύουν

τα υπάρχοντα προβλήματα και πείθουν τους επιφυλακτικούς· όμως, έχουμε

δει ότι αυτή η περιγραφή των Ιδεών δεν επαρκεί. Αυτή η ερμηνεία υπονοεί,

επίσης, ότι η γνώση των Ιδεών παρέχει βεβαιότητα. Όμως, όπως έχουμε δει,

κατά τον Πλάτωνα το ότι έχω γνώση δεν σημαίνει ότι είμαι ασφαλής από

την αμφιβολία για το αν οι πεποιθήσεις [δόξαι] μου είναι αληθείς· αντίθετα,

σημαίνει ότι κατανοώ την σημασία των αληθειών που κατέχω. Είναι καλύτερο

να εφαρμόζουμε την μεταφορά της όρασης στην όλη θέση ότι υπάρχουν Ιδέες,

παρά σε οποιοδήποτε ζήτημα σχετικό με μεμονωμένες Ιδέες. Ο ισχυρισμός

ότι υπάρχουν Ιδέες μοιάζει μάλλον με τον ισχυρισμό ότι υπάρχουν αντικει­

μενικές ηθικές αξίες. Ενδέχεται να υπάρξει έντονη αντιλογία για αυτόν τον

ισχυρισμό, αλλά το αν κανείς τον δέχεται ή όχι δεν φαίνεται να εξαρτάται από

την πειστικότητα των επί μέρους επιχειρημάτων. Το πιθανότερο είναι πως η

πεποίθηση σε αυτόν τον ισχυρισμό θα εδραιώνεται σιγά σιγά, καθώς θα αρ­

χίζει κανείς να καταλαβαίνει τα επιχειρήματα, την χρήση ορισμένων καίριων

εννοιών, την ανάδειξη ορισμένων απόψεων από όσους υποστηρίζουν αυτήν

την θέση και όσους την αρνούνται. Εάν φθάσει κάποιος να πεισθεί ότι αυτή

η θέση είναι αληθής, τότε θα πει μάλλον «τώρα έπιασα το νόημα» ή «τώρα

βλέπω σωστά τα πράγματα», παρά «τώρα κατάλαβα, επί τέλους». Παρόμοια,

εάν κάποιος αδυνατεί να συλλάβει ότι υπάρχουν Ιδέες, αυτή η αποτυχία δεν

πρέπει να εξομοιώνεται με την καθαρή βλακεία, την ανικανότητα να διεξέλθει

μιαν απόδειξη. Αδυνατεί να δει ότι η γνώση δεν περιορίζεται από την καθη­

μερινή εμπειρία και τα καθημερινά ενδιαφέροντα μας (ενδέχεται μάλιστα η

γνώση να καταλήγει στο να αναθεωρήσουμε κάποιες από τις γνώμες που

είχαμε προηγουμένως), αλλά απαιτεί από την πλευρά μας να σκεφτούμε και

ANNAS J. · 303

να διεξέλθουμε έννοιες, οι οποίες δεν συλλαμβάνονται επαρκώς με βάση την

εμπειρία μας και μόνο.

Κάποιοι θα μπορούσαν να αρνηθούν ότι υπάρχουν Ιδέες κι αυτό για δύο

ειδών λόγους. Μπορεί να μην είχαν ποτέ πριν σκεφτεί αυτό το ζήτημα και

απλώς να βρίσκουν αυτήν την άποψη παράξενη και περιττή. Ή, πάλι, μπο­

ρεί να αρνούνται αυτήν την θέση, για διάφορους φιλοσοφικούς λόγους.

Θα μπορούσαν, λόγου χάριν, να ισχυριστούν ότι το Επιχείρημα εκ των

Αντιθέτων δεν αποδεικνύει ότι υπάρχουν χωρίς περιορισμούς φορείς των

σχετικών όρων, αλλά απεναντίας απλώς δείχνει πως δεν γίνεται να υπάρχει

χωρίς περιορισμούς εφαρμογή του «δίκαιος», του «μεγάλος» και ούτω καθ'

εξής. Ο Πλάτων δεν αποπειράται να αντιμετωπίσει αυτήν την ένσταση ενός

τόσο επιτήδειου σχετικιστή. Όπως έχουμε δει, δεν υπάρχουν «επιχειρήματα

υπέρ των Ιδεών» για να μας πείσουν πως οι ισχυρισμοί του Πλάτωνα είναι

πειστικότεροι από αυτούς κάποιου αντιπάλου. Παρά την παρουσία του

Θρασύμαχου στο πρώτο βιβλίο, το κύριο μέλημα του Πλάτωνα στα μεσαία

βιβλία δεν είναι ο εχθρικός σκεπτικιστής ή σχετικιστής αντίπαλος, αλλά οι

απαθείς και αδιάφοροι πολλοί. Για να επιτύχουμε ακόμη και τις απαρχές της

κατανόησης απαιτείται προσπάθεια, αλλά οι περισσότεροι άνθρωποι, κατά

τον Πλάτωνα, είναι υπερβολικά βυθισμένοι στις μέριμνες τους, ώστε να κα-

ταβάλουν αυτήν την προσπάθεια. Ακόμη κι αν είχαν την νοητική ικανότητα,

δεν θα τους περνούσε από τον νου να διανοηθούν ο,τιδήποτε ευρύτερο από

την σταδιοδρομία, την οικογένεια ή τις προσωπικές τους σχέσεις. Άρα, οι

άνθρωποι που δεν συνειδητοποιούν ότι υπάρχουν Ιδέες, δεν πιστεύουν κατ'

ανάγκην κάτι ψευδές, αλλά τους διαφεύγει κάτι. Είναι φυσική η μεταφορά

σύμφωνα με την οποία εκείνοι είναι «τυφλοί» ως προς τα πραγματικά σπου­

δαία πράγματα. Ο Πλάτων χρησιμοποιεί αυτόν τον τρόπο του λέγειν (πρβλ.

484d-e), αλλά η μεταφορά την οποία προτιμά είναι αυτή του ονείρου: οι

περισσότεροι άνθρωποι (476c-d) κοιμούνται κι ονειρεύονται, ενώ ο φιλό­

σοφος «έχει ξυπνήσει» και βλέπει τις Ιδέες. Δεν έχει σημασία ποια μεταφορά

χρησιμοποιούμε, εφ' όσον έχουμε συναίσθηση του ότι οι Ιδέες δεν είναι το

τέρμα ενός ταξιδιού πίστης, που ακτινοβολεί βεβαιότητα και ασφάλεια σε

ενα παθητικό ακροατήριο. Είναι η έναρξη μιας διανοητικής αναζήτησης, που

επιστρατεύει όλες μας τις δυνάμεις στην έρευνα για την αλήθεια, ένα ταξίδι

που ο Πλάτων στον μύθο του Σπηλαίου θα το περιγράψει σαν διαφυγή από

την παθητική συμμόρφωση κι ερχομό στην απελευθέρωση του νου.

304 · ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΕΙΑ ΤΟΥ ΠΛΑΤΩΝΑ

1

ΓΙΑ ΠΕΡΑΙΤΕΡΩ ΜΕΛΕΤΗ

Ι Έχουν γραφεί πάμπολλα για την «θεωρία των Ιδεών»· τα ακόλουθα δεν είναι

παρά μια επιλογή.

Την παραδοσιακή άποψη για αυτήν την «θεωρία» εκθέτει με ενάργεια ο

Cherniss, «The Philosophical Economy of the Theory of Ideas», στον Allen

(επιμ.), Studies in Platos Metaphysics και στον Vlastos (επιμ.), Plato Ι. Μια άλλη

συνολική θεώρηση, βάσει αποσπασμάτων που έχουν συλλέγει από διαφορε­

τικούς διάλογους, βρίσκεται στον Α. Wedberg, «The Theory of Ideas», κεφ.

3 του Platos Philosophy of Mathematics και στο Plato Ι. Μια βαθυστόχαστη

και πολύ λιγότερο «μονιστική» θεώρηση υπάρχει στο κείμενο του Moravcsik,

«Recollecting the Theory of Forms», στο Facets of Platos Philosophy, Phronesis

Supplement 2 (1976).

Ιδιαίτερα σημαντικά για το Επιχείρημα εκ των Αντιθέτων είναι τα εξής:

Kirwan, «Plato and Relativity», Phronesis 19/'4· Nehamas, «Plato on the

Imperfection of the Sensible World», American Philosophical Quarterly 1975·

Irwin, «Platos Heracleiteanism», Philosophical Quarterly 1977.

Ο ισχυρισμός ότι οι Ιδέες είναι F υπό διαφορετική έννοια απ' ό,τι εί­

ναι τα καθ' έκαστα υποστηρίζεται με σαφήνεια στο κείμενο του R. Allen,

«Participation and Predication in Plato's Middle Dialogues», στον Allen

(επιμ.), Studies in Platos Metaphysics και στον Vlastos (επιμ.), Plato Ι, και

δέχεται δραστική κριτική από τον R. C. White, «Plato's Middle Dialogues and

the Independence of Particulars», Philosophical Quarterly 1977.0 White, στο

«The Phaedo and Republic V on Essences», Journal of Hellenic Studies 1978,

πραγματεύεται με σαφήνεια τα διαφορετικά επακόλουθα των διαφορετικών

επιχειρημάτων για τις Ιδέες,

Για την επαπειλούμενη εις άπειρον έκπτωσιν, βλέπε τα εξής (από την άφθο­

νη βιβλιογραφία): Vlastos, «The Third Man Argument in the Parmenides»>

Philosophical Review 1954 και στον Allen (επιμ.)· Vlastos, «Plato's Third Man

Argument: Text and Logic» [«To επιχείρημα του «Τρίτου ανθρώπου» στον

Πλάτωνα: Κείμενο και λογική», Πλατωνικές μελέτες] και Strang, «Plato

and the Third Man», Proceedings of the Aristotelian Society Supplementary

Volume 1963, καθώς και στον Vlastos (επιμ.), Plato Ι. Για το δέκατο βιβλίο

βλέπε επίσης τις σελίδες 360-374 στο κείμενο του Cherniss, «The Relation

of the Timaeus to Platos Later Dialogues», στον Allen (επίμ.).