Η Ιστορία των Σταυροφοριών - rene grousset

177

Click here to load reader

Upload: george-apostolou

Post on 24-Oct-2015

236 views

Category:

Documents


51 download

TRANSCRIPT

Page 1: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ι Σ ΤΟΡ ΙΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡ ΙΩΝ

Μετάφραση: Ανδρέας Πάγκαλος

Τίτλος πρωτοτύπου: The Epic of the Crusades, 1970

Page 2: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ι Ο ΠΑΠΑΣ ΠΡΟΜΑΧΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ

ΟΥΡΒΑΝΟΣ Β'

ΟTAN ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΜΕΡΕΣ ΤΟΥ 1095 Ο πάπας Ουρβανός Β' πέρασε απ' την Ιταλία στη Γαλλία για να κηρύξει την πρώτη Σταυροφορία, κανένας δεν υποπτευόταν, καθώς φαίνεται, το σκοπό του ταξιδιού του. Πριν κοινολογήσει το σχέδιο που θ' αναστάτωνε τον κόσμο, αυτός ο γόνος της Καμπανίας ήθελε να ξανάρθει σ' επαφή με τη γενέτειρά του επαρχία και ν' αυτοσυγκεντρωθεί κάτω απ' τους θόλους της μονής του Cluny, όπου είχε ονειρευτεί τα νεανικά του όνειρα. Άλλωστε οι φωνές που βγαίνανε απ' αυτή τη γη, ήταν ό,τι χρειαζόταν για να τον ενισχύσουν στην απόφασή του, αν δεν ήταν αυτές που πρώτες του είχαν εμπνεύσει την ιδέα. Μήπως απ' το Cluny δεν είχε ξεκινήσει και η μεγάλη κίνηση των προσκυνημάτων του ενδέκατου αιώνα, οι πρώτες εκστρατείες για την απελευθέρωση των χριστιανών της Ισπανίας απ' το μουσουλμανικό ζυγό;

Στα 1064, όταν ο Ουρβανός, που τότε ονομαζόταν ακόμη Εντ του Σατιγιόν, δεν ήταν παρά καμιά εικοσαριά χρονών, δεν είχε δει τον συμπατριώτη του Εμπλ του Ρουσύ να παίρνει με την ιπποσύνη της Ανατολικής Γαλλίας το δρόμο των Πυρηναίων για να διώξει τους Άραβες απ' την Αραγώνα; Πιστός σ' αυτές τις αναμνήσεις, όπως και στο παράδειγμα του προκατόχου του Γρηγορίου Ζ', ο Ουρβανός, όταν έγινε πάπας, είχε εξαπολύσει στα 1089 προς τους μεγάλους δρόμους της Ισπανίας μιαν άλλη γαλλική εκστρατεία, όπου είχαν πάρει κυρίως μέρος ιππότες της Νότιας Γαλλίας.

Η Ανακατάκτηση της Ισπανίας εκείνη την εποχή, ήταν σαν τα μεγάλα γυμνάσια της Σταυροφορίας.

Πώς αποφάσισε ο Ουρβανός να επεκτείνει στην Ανατολή τον απελευθερωτικό πόλεμο που 'χε αρχίσει στην Άπω Δύση; Για ν' απαντήσουμε σ' αυτό το ερώτημα, πρέπει να παρακολουθήσουμε τον μεγάλο Πάπα στους μοναχικούς του στοχασμούς, όταν απ' το ανάκτορό του του Λατερανού, απ' την εξορία του Σαλέρνο, ή απ' τα παράθυρα του Cluny, στα τέλη του ενδέκατου αιώνα, περιέφερε τη ματιά του στον κόσμο.

—οο0οο—

Το Ισλάμ, που 'χε ξεπηδήσει τετρακόσα χρόνια νωρίτερα απ' τους άμμους της Αραβίας, κάλυπτε τώρα, απ' τη Συρία ως την Ισπανία, τη μισή σχεδόν περιοχή της παλιάς Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, και το λίκνο του χριστιανισμού εξακολουθούσε να βρίσκεται στην εξουσία του. Για μια στιγμή —έναν αιώνα πριν— θα μπορούσε κανείς να πιστέψει πως οι Άγιοι Τόποι θ' απελευθερώνονταν, τότε που η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, με μιαν αναπάντεχη ανόρθωση και σε μια μεγάλη επίθεση αντεκδίκησης είχε απωθήσει τους Άραβες ως τη Συρία. Στα 969 η πόλη της Αντιόχειας είχε αποδοθεί έτσι στη χριστιανοσύνη. Στα 975 ο αυτοκράτορας Ιωάννης Τσιμισκής, ένας απ' τους πιο ένδοξους ηγεμόνες της Βυζαντινής Ιστορίας, είχε διασχίσει νικητής ολόκληρη τη Συρία κ' είχε στήσει την Αυλή του κάτω απ' τα τείχη της Δαμασκού. Από κει είχε εισδύσει στα ιερά χώματα της Γαλιλαίας. Τον είχαν δει, επί κεφαλής των «ρωμαϊκών» λεγεώνων του, να προσεύχεται στις όχθες της λίμνης Τιβεριάδας, ν' αφήνει ανενόχλητους, σε ανάμνηση της Παναγίας, τους κατοίκους της Ναζαρέτ, ν' ανεβαίνει προσκυνητής στο όρος της Μεταμόρφωσης, στο Θαβώρ. Λίγο έλειψε να προχωρήσει, όπως εξεδήλωνε την πρόθεση, ως την Ιερουσαλήμ, αλλά η ανάγκη να πάει να πολεμήσει ενάντια στις αραβικές φρουρές, που κρατούσαν τα λιμάνια του Λιβάνου, είχε ανακόψει την πορεία του, κι αφού βρέθηκε τόσο κοντά στο τέρμα, γύρισε να πεθάνει στην Κωνσταντινούπολη, χωρίς ν' απελευθερώσει την Αγία Πόλη. Οι διώξεις που εξαπέλυσε, λίγο αργότερα, στα 1005, ο χαλίφης του Καΐρου ενάντια στον Πανάγιο Τάφο, είχαν κάνει πιο φανερή στα μάτια της χριστιανοσύνης αυτή την αδυναμία των βυζαντινών όπλων και της Βυζαντινής Εκκλησίας. Το Βυζάντιο είχε αφήσει να του ξεφύγει οριστικά η δόξα να συνδέσει τ' όνομά του με τη Σταυροφορία.

Page 3: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Η θέση της Αυτοκρατορίας επιδεινώθηκε αργότερα με την εμφάνιση των Τούρκων. Οι Άραβες και οι Πέρσες, οι παλιοί αυθέντες του Ισλάμ της Ανατολής, είχαν χάσει από πολύν καιρό, κάτω απ' την επίδραση ενός ραφιναρισμένου πολιτισμού, την πρώτη τους μαχητικότητα. Οι Τούρκοι αντίθετα, κατ' εξοχήν στρατιωτική φυλή, σκληραγωγημένοι από αιώνες νομαδικής ζωής και αθλιότητας, στις τραχιές ερημιές της Άνω Ασίας, θα 'φερναν στον μουσουλμανικό κόσμο μια καινούργια δύναμη. Την ημέρα που, στα 1055 —αξιομνημόνευτη ημερομηνία στην ιστορία της Ασίας— ο αρχηγός μιας απ' τις τουρκικές ορδές, που βγήκε απ' τις στέπες της Κιργισίας, ο Τογκρούλ μπεγκ, ο Σελτζουκίδης, μπήκε στη Βαγδάτη κ' επιβλήθηκε στον Άραβα χαλίφη σαν εγκόσμιος τοποτηρητής και σουλτάνος, υποκαθιστώντας έτσι την Αραβική Αυτοκρατορία με μια τουρκική, όταν μ' αυτόν οι Τούρκοι έγιναν η αυτοκρατορική φυλή του μουσουλμανικού κόσμου, τότε όλα άλλαξαν. Οι μουσουλμανικές καταχτήσεις, που είχαν σταματήσει από δυο αιώνες, ξαναπήραν το δρόμο τους. Ο μελλοντικός Ουρβανός Β', καλόγερος ακόμα στο Cluny, θα 'χε ακούσει ασφαλώς προσκυνητές να διηγούνται πως οι Σελτζουκίδες Τούρκοι, ύστερ' από φοβερές καταστροφές, είχαν αποσπάσει πριν από λίγο απ' τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία τα παλιά χριστιανικά εδάφη της Αρμενίας. Αργότερα θα μάθαινε μιαν ακόμα πιο φοβερή είδηση, την καταστροφή του Μαντζικέρτ.

Ένας τελευταίος δραστήριος στρατιώτης, ο αυτοκράτορας, Ρωμανός Διογένης, είχε ανέβει πριν από λίγο στο θρόνο του Βυζαντίου. Την άνοιξη του 1071, με καμιά εκατοστή χιλιάδες άντρες, που ανάμεσά τους ήταν πολλοί Νορμανδοί μισθοφόροι, θέλησε ν' απελευθερώσει την Αρμενία απ' τους Τούρκους. Ο αρχηγός των Τούρκων, ο Αλπ Αρσλάν, το «ρωμαλέο λιοντάρι», δεύτερος σουλτάνος της δυναστείας των Σελτζουκιδών, ξεκίνησε να τον αντιμετωπίσει. Η σύγκρουση έγινε κοντά στο Μαντζικέρτ, στα βόρεια της λίμνης Βαν, στις 19 Αυγούστου 1071. Σ' αυτή την αποφασιστική μάχη, ο Ρωμανός προδόθηκε απ' τους στρατηγούς του. Όταν έμεινε μόνος, με μια χούφτα πιστούς, αμύνθηκε σαν ήρωας ως τη στιγμή που, πληγωμένος, με το άλογό του σκοτωμένο, αιχμαλωτίστηκε κι οδηγήθηκε στον Αλπ Αρσλάν· εκείνος του φέρθηκε τιμητικά. Οι Βυζαντινοί όμως, όταν απελευθερώθηκε, του εξόρυξαν τα μάτια από πολιτικό μίσος.

Η ήττα του Μαντζικέρτ, που δεν αναφέρεται όσο πρέπει στα εγχειρίδιά μας, υπήρξε μια απ' τις φοβερότερες καταστροφές της ευρωπαϊκής ιστορίας. Η μάχη αυτή, που δόθηκε στην καρδιά της Αρμενίας, είχε σαν αποτέλεσμα να καταχτήσουν οι Τούρκοι μέσα σε δέκα χρόνια, τα τρία τέταρτα της Μικράς Ασίας. Είναι αλήθεια πως οι πρόοδοι των Τούρκων βοηθήθηκαν πολύ απ' την απίστευτη έλλειψη «χριστιανικού πατριωτισμού» των βυζαντινών στρατηγών, που διαφιλονικούσαν το Θρόνο. Ένας απ' αυτούς τους μνηστήρες, στα 1078, κάλεσε ο ίδιος —τεράστιο έγκλημα ενάντια στην Ευρώπη— τους Τούρκους για συμμάχους και τους εγκατέστησε μ' αυτή την ιδιότητα στη Νίκαια, κοντά στη θάλασσα του Μαρμαρά, απέναντι στην Κωνσταντινούπολη. Τρία χρόνια αργότερα, ένας απ' τους νεότερους γιους της δυναστείας των Σελτζουκιδών έδιωχνε τους Βυζαντινούς και ίδρυε, με τη Νίκαια για πρωτεύουσα, ένα ξεχωριστό μικρασιατικό τουρκικό βασίλειο, πυρήνα της σημερινής Τουρκίας.

Στο μεταξύ, στη Συρία, άλλοι Τούρκοι αρχηγοί αποσπούσαν την Ιερουσαλήμ απ' τους Άραβες της Αιγύπτου (1071) και την Αντιόχεια απ' τους Βυζαντινούς (1085). Κάτω απ' τον τρίτο Σελτζουκίδη σουλτάνο, τον Μελίκ - Σαχ (1072—1092), η Τουρκική Αυτοκρατορία απλωνόταν απ' την Μπουχάρα ως την Αντιόχεια. Ο Μελίκ - Σαχ, αυτός ο εγγονός των νομάδων που είχαν βγει απ' τα βάθη της Κεντρικής Ασίας, ήρθε στα 1087 —περίεργη συμβολική χειρονομία— να βυθίσει το σπαθί του στα νερά της Μεσογείου.

Αυτά τα γεγονότα, που τα τελευταία ξετυλίχτηκαν την εποχή που ήταν πια πάπας ο Ουρβανός Β' (1088 — 1099), είχαν βαθιά απήχηση στην Ευρώπη. Η κατάρρευση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας μετά το Μαντζικέρτ και το ότι το Βυζάντιο δεν αντέδρασε στην κατάληψη της Μικράς Ασίας απ' την τουρκική φυλή και τον ισλαμισμό, δημιούργησαν στη Δύση την πεποίθηση πως μπροστά σε μια τέτοια κατάπτωση, τα δυτικά έθνη έπρεπε να επέμβουν για να σώσουν την Ευρώπη, που βρισκόταν

Page 4: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

κάτω από άμεση απειλή. Οι παλιοί χρονογράφοι μας δεν έκαναν λάθος. Ο Γουλιέλμος της Τύρου θα δει στην καταστροφή του Μαντζικέρτ τον πλήρη παραμερισμό των Ελλήνων σαν πρωταγωνιστών της χριστιανοσύνης, την ιστορική δικαίωση της προβολής των Φράγκων, για ν' αντικαταστήσουν αυτούς τους συντρόφους τους, που είχαν τεθεί εκτός μάχης. Πραγματικά, ήταν καιρός να σκεφτούν πως θ' αντιμετωπίσουν την κατάσταση. Το Ισλάμ, απ' τη Νίκαια όπου είχε εδραιωθεί, μπορούσε κάθε στιγμή να αιφνιδιάσει την Κωνσταντινούπολη. Η καταστροφή του 1453 μπορούσε να συμβεί απ' τα τέλη κιόλας του ενδέκατου αιώνα. Όπως επρόκειτο να το διακηρύξει ο Ουρβανός Β', αυτό υπήρξε μια απ' τις αιτίες που τον έκαναν ν' αποφασίσει, δεκατέσσερα χρόνια μετά την κατάληψη της Νίκαιας, να επιχειρήσει το κήρυγμα της πρώτης Σταυροφορίας. Δεν είναι ανάγκη, για να εξηγήσουμε μια τέτοια απόφαση, να φανταστούμε μιαν άμεση έκκληση του βυζαντινού αυτοκράτορα Αλέξιου Κομνηνού. Η αίσθηση που 'χε ο Ουρβανός για τα καθήκοντά του, σαν οδηγός και υπερασπιστής της χριστιανοσύνης, φτάνει για να φωτίσει την πολιτική του —πολιτική με πλατιούς ορίζοντες, που απ' το ύψος του παπικού θρόνου, που είχε στηθεί στο Κλερμόν-Φεράν, αγκάλιαζε τόσο την Ιερουσαλήμ, όπου οι πόλεμοι ανάμεσα σε Αιγυπτίους και Σελτζουκίδες είχαν καταλήξει σε καινούργιες σφαγές χριστιανών, όσο και το πρόβλημα των Στενών, «τα Στενά του Αγίου Γεωργίου», όπως τα έλεγαν τότε, που βρίσκονταν πάντα κάτω απ' την απειλή ενός τούρκικου πραξικοπήματος.

Στις 27 του Νοέμβρη του 1095, δέκατη μέρα της συνόδου του Κλερμόν-Φεράν, ο Ουρβανός Β' κάλεσε λοιπόν όλη τη χριστιανοσύνη σε συναγερμό, με μιαν έκκληση αληθινού ποντίφικα, για την υπεράσπιση της πίστης, που την απειλούσε η καινούργια μουσουλμανική εισβολή, μιαν έκκληση πραγματικού κληρονόμου των ρωμαίων αυτοκρατόρων για την άμυνα της Δύσης, μιαν έκκληση της υπέρτατης ευρωπαϊκής αρχής για τη σωτηρία της Ευρώπης ενάντια στους Ασιάτες καταχτητές, διαδόχους του Αττίλα και προδρόμους του Μωάμεθ Β'. Η κραυγή: «Το θέλει ο Θεός», απάντησε από παντού στην προκήρυξή του, και επαναλήφθηκε απ' τον Ουρβανό, που την έκανε γενικό σύνθημα και ζήτησε απ' τους μελλοντικούς στρατιώτες του Χριστού να φέρουν όλοι το σήμα του σταυρού. Η «Σταυροφορία», ιδέα εν πορεία που θα εξακόντιζε άρχοντες και πλήθη ως τα βάθη της Ανατολής, είχε γεννηθεί. Η σταυροφορική ιδέα της συνόδου του Κλερμόν δεν μπορεί να συγκριθεί απ' αυτή την άποψη παρά μονάχα με την πανελλήνια ιδέα του συνεδρίου της Κορίνθου, στα 336 π.Χ., που είχε εξαπολύσει τον Μέγα Αλέξανδρο κι όλη την Ελλάδα για την κατάχτηση της Ασίας.

—οο0οο—

Η έκκληση του Ουρβανού Β', η διαταγή για την ευρωπαϊκή επιστράτευση του 1095, έφτανε στην ώρα της. Αν ριχνόταν λίγα χρόνια νωρίτερα, αν οι στρατιές της Σταυροφορίας είχαν ξεπροβάλει στην Ασία, όχι όπως θα έκαναν στα 1097, αλλά εφτά ή οχτώ χρόνια νωρίτερα, όταν η μεγάλη ενωμένη αυτοκρατορία των Σελτζουκιδών στεκόταν ακόμα όρθια, η επιτυχία θα 'ταν σίγουρα πολύ λιγότερο εξασφαλισμένη. Αλλά την ώρα που ο Ουρβανός όρθωνε την Ευρώπη ενάντια στην Ασία, ο Σελτζουκίδης σουλτάνος Μελίκ-Σαχ μόλις είχε πεθάνει (15 Νοεμβρίου 1092) και η αυτοκρατορία του, όπως παλιότερα η αυτοκρατορία του Καρλομάγνου, είχε μοιραστεί, ύστερ' από εξαντλητικούς οικογενειακούς αγώνες, ανάμεσα στους γιους, στους ανιψιούς και στα ξαδέρφια του. Οι γιοι του Μεγάλου Σουλτάνου δεν είχαν διατηρήσει παρά την Περσία και θα υποχρεώνονταν για πολλά χρόνια ακόμα ν' αγωνιστούν μεταξύ τους διαφιλονικώντας τις επαρχίες της. Οι ανιψιοί του —δυο αδερφοί, εχθροί κι αυτοί— είχαν γίνει βασιλιάδες της Συρίας, ο πρώτος στο Χαλέπι, ο δεύτερος στη Δαμασκό. Η Μικρά Ασία τέλος, απ' τη Νίκαια ως το Ικόνιο, αποτελούσε, κάτω από έναν νεότερο Σελτζουκίδη, ένα τέταρτο τουρκικό βασίλειο. Όλοι αυτοί οι ηγεμόνες, μ' όλη τους τη συγγένεια, ήταν τόσο διαιρεμένοι που δεν μπορούσαν να συνασπιστούν ενάντια σ' έναν εξωτερικό κίνδυνο. Η Σταυροφορία φτάνει· την αντιμετωπίζουν καθένας χωριστά, κι αντί ν' αλληλοβοηθηθούν έγκαιρα, νικιούνται ο ένας μετά τον άλλον.

Ασφαλώς ο Ουρβανός Β' δεν ήξερε τις λεπτομέρειες όλων αυτών των καυγάδων, αλλά δεν μπορούσε, με τις πληροφορίες που έπαιρνε απ' τους προσκυνητές, ν' αγνοεί τα κυριότερα. Πάντως,

Page 5: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πρέπει να παραδεχτούμε πως για την πραγματοποίηση του μεγάλου του σχεδίου, η κατάσταση ήταν εξαιρετικά ευνοϊκή. Η Σταυροφορία, αιφνιδιάζοντας ένα Ισλάμ που βρισκόταν σε πλήρη αποδιοργάνωση, την ώρα της διάλυσης της αυτοκρατορίας, θα επωφελούνταν απ' αυτήν, όπως επωφελήθηκαν και οι εισβολές των Νορμανδών, απ' την Καρολίγγεια παρακμή.

—οο0οο—

Σε τι βοήθεια μπορούσε να υπολογίζει άμεσα ο Ουρβανός Β';

Μην μπορώντας να εγκαταλείψει τη Ρώμη για να μπει ο ίδιος επί κεφαλής της Σταυροφορίας, σκέφτηκε για οδηγό της έναν ιερωμένο, που έχοντας πάει σαν προσκυνητής στους Αγίους Τόπους, γνώριζε καλά τα πράγματα της Ανατολής, τον επίσκοπο του Πουύ, Αντεμάρ του Μοντέιγ. Λαμπρή εκλογή, γιατί, καθώς θα δούμε, η μεγάλη σοφία του Αντεμάρ επρόκειτο να διατηρήσει την απαραίτητη συνοχή ανάμεσα σε τόσους ταραχοποιούς φεουδάρχες. Τόσο οι συμβουλές του Αντεμάρ όσο και η πείρα του Cluny, οδήγησαν τον Πάπα να εκλέξει εκείνους τους Φράγκους φεουδάρχες του Νότου, που είχαν κιόλας διεξαγάγει τον ιερό πόλεμο στην Ισπανία. Ένας απ' αυτούς ήταν ο κόμης της Τουλούζης, Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ, που είχε πάρει μέρος, στα 1087, στην εκστρατεία ενάντια στην Τουντέλα· Ο Ραϋμόνδος, με την ευσέβειά του και το σεβασμό του απέναντι στις εκκλησιαστικές αρχές, ανταποκρίθηκε με ζήλο στην πρόσκληση του ποντίφικα. Μετά τη σύνοδο του Κλερμόν, ο Ουρβανός έμεινε κοντά του, στην κομητεία της Τουλούζης, απ' το Μάη ως τον Ιούλιο του 1096, και μια τελευταία σύνοδος, που έγινε τότε στη Νιμ, ολοκλήρωσε το έργο που άρχισε στο Κλερμόν. Έτσι, όπως είπαμε πιο πάνω, η Σταυροφορία συνδεόταν άμεσα με τη Reconquista (Ανακατάκτηση).

Ταυτόχρονα με τους φεουδάρχες του Νότου, που είχαν συνηθίσει στην Ισπανία ν' αγωνίζονται ενάντια στους Μαυριτανούς, ο Ουρβανός Β' μπορούσε να βασιστεί στους Νορμανδούς των Δύο Σικελιών, παλιούς του φίλους, αφού σ' αυτούς είχε καταφύγει άλλοτε στο Σαλέρνο, στη διάρκεια του αγώνα του ενάντια στη Γερμανική Αυτοκρατορία. Η ιστορία της εγκατάστασης αυτών των καταπληχτικών τυχοδιωχτών στη Νότια Ιταλία, εδώ κ' έναν αιώνα, δεν ήταν άλλωστε από πολλές απόψεις παρά μια σταυροφορία πριν απ' την ιδέα της Σταυροφορίας, μια σταυροφορία που ήταν γεμάτη κέρδη όσο και ηρωισμούς, γιατί είχαν καταχτήσει τη χώρα απ' τους Άραβες και τους Βυζαντινούς. Πρόσφατα σχετικά γεγονότα: Μόλις στα 1072 ο Νορμανδός αρχηγός Ροβέρτος Γυϊσκάρδος, είχε κατορθώσει να εκδιώξει τους τελευταίους Άραβες απ' το Παλέρμο. Οι Νορμανδοί λοιπόν αντιπροσώπευαν εδώ την πρωτοπορία της λατινοσύνης, τόσο ενάντια στον Άπιστο όσο και στον Έλληνα αιρετικό. Άλλωστε είχαν περάσει κιόλας το στενό που Οτράντο για να καταδιώξουν τον Βυζαντινό στα Βαλκάνια, πριν επιτεθούν στον Μουσουλμάνο, στην Ασία. Απ' τα 1081 ως τα 1085, ο Ροβέρτος Γυϊσκάρδος κι ο γιος του ο Βοημούνδος είχαν μεταφέρει τον πόλεμο στα βυζαντινά εδάφη, είχαν καταχτήσει ένα μέρος της Ηπείρου και της Μακεδονίας, κ' είχαν προχωρήσει απ' το Δυρράχιο ως την ενδοχώρα της Θεσσαλονίκης. Ο θάνατος του Ροβέρτου τους ανάγκασε να υποχωρήσουν, αλλά ο Ουρβανός θα 'βρισκε σ' αυτούς έτοιμους βοηθούς. Για τον Βοημούνδο, κληρονόμο του ανατολικού ονείρου του πατέρα του Ροβέρτου Γυϊσκάρδου, η Σταυροφορία, όπου θα προσχωρήσει με χαρά, δε θα 'ναι πραγματικά παρά η επανάληψη, με ευσεβή πρόφαση, της αποτυχημένης εκστρατείας του 1081.

Ο Ουρβανός Β' είχε στην Ιταλία άλλους έτοιμους υποστηριχτές: την Πίζα και τη Γένουα. Η ζωή αυτών των δυο ναυτικών πόλεων ήταν, εδώ και δυο αιώνες, ένας καθημερινός αγώνας ενάντια στους αραβικούς στόλους. Η Πίζα είχε λεηλατηθεί δυο φορές, στα 1004 και στα 1011, από Άραβες κουρσάρους. Με τη βοήθεια των Γενουήσιων, οι κάτοικοι της Πίζας είχαν αντιδράσει ενεργητικότατα. Στα 1015 είχαν διώξει τους Άραβες απ' τη Σαρδηνία. Στα 1087, μόλις τους έδωσε το σύνθημα ο πάπας Βίκτωρ Γ', προκάτοχος του Ουρβανού Β', οι στόλοι τους, ενωμένοι με τους στόλους της Γένουας, είχαν πάει να επιτεθούν ενάντια στην Τύνιδα. Οι Πιζάνοι και οι Γενουήσιοι είχαν καταλάβει τότε την πρωτεύουσα της Τύνιδας Μεχντία, όπου είχαν απελευθερώσει πλήθος

Page 6: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

χριστιανούς δεσμώτες. Θα δούμε τι αποφασιστική υποστήριξη που θα προσφέρουν οι στόλοι της Πίζας, της Γένουας και της Βενετίας στη Σταυροφορία, εφοδιάζοντας τους στρατούς της στις ακτές της Συρίας και βοηθώντας την να καταχτήσει τα λιμάνια. Ο Ουρβανός Β', που καταλάβαινε ασφαλώς τη σημασία του παράγοντα αυτού, συνοδευόταν στη σύνοδο του Κλερμόν απ' τον αρχιεπίσκοπο της Πίζας Δαϊμβέρτο, αυτόν που θα οδηγήσει, τέσσερα χρόνια αργότερα, ένα στόλο στη Συρία και θα γίνει ο πρώτος πατριάρχης της απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ.

Αυτή ήταν η βοήθεια που έπρεπε να υπολογίζει άμεσα ο Ουρβανός Β', για την πραγματοποίηση της Σταυροφορίας. Σύμφωνα με τους πρώτους υπολογισμούς του, μια ενιαία στρατιά έπρεπε να ξεκινήσει, αποτελούμενη προπάντων από ιππότες της Νότιας Γαλλίας, κάτω απ' την αρχηγία του Αντεμαρτού Μοντέιγ και του Ραϋμόνδου του Σαιν-Ζιλ. Αλλά ο συγκλονισμός που προκάλεσε το κήρυγμα της Σταυροφορίας, απλωνόταν κιόλας από τόπο σε τόπο, προπάντων στη Βόρεια Γαλλία, όπου έβλεπε κανείς να γίνονται σταυροφόροι ο κόμης του Βερμαντουά Ούγος ο Μέγας, αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Α', ο κόμης της Νορμανδίας Ροβέρτος Κουρτ - Χεζ, γιος του Γουλιέλμου του Καταχτητή, ο κόμης της Φλάνδρας Ροβέρτος Β'. Στις μελλοντικές Κάτω Χώρες, στα εδάφη της Αυτοκρατορίας, γινόταν σταυροφόρος ο δούκας της Κάτω Λωραίνης, δηλαδή της Βραβάντης, Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, και ο αδερφός του, που είχε διατηρήσει τη γαλλική υποτέλεια, ο Βαλδουίνος της Βουλώνης. Ο αριθμός των σταυροφόρων σύντομα αυξήθηκε τόσο πολύ που αναγκάστηκαν να τους αφήσουν να οργανωθούν σε τέσσερις ξέχωρες στρατιές, κατά τοπικές ομάδες. Εξάλλου, ο ενθουσιασμός των μαζών επρόκειτο να προκαλέσει ανάμεσά τους μιαν απειθάρχητη εξόρμηση, και πολύ πριν ετοιμαστούν ταχτικά στρατεύματα, να εξακοντίσει προς την Κωνσταντινούπολη μια λαϊκή σταυροφορία, που θα μείνει συνδεμένη με τ' όνομα του Πέτρου του Ερημίτη.

—οο0οο—

Αυτή η τελευταία κίνηση δεν ανταποκρινόταν καθόλου στους σκοπούς του Ουρβανού Β', που όλη η δράση του φανερώνει ένα ώριμα μελετημένο σχέδιο, μια βαθιά πολιτική ιδιοφυία και ταυτόχρονα μια γερή σκέψη, κ' ένα έμφυτο οργανωτικό πνεύμα. Αλλά δεν ξεσηκώνει κανείς την Ευρώπη, δεν αναστατώνει τον κόσμο, χωρίς να δημιουργήσει σάλο... Εκείνο που μένει στο ενεργητικό του Ουρβανού, είναι απ' τη μια η ιδέα της Σταυροφορίας, κι απ' την άλλη η επιτυχία της. Γύρω στα 1090, το τουρκικό Ισλάμ, έχοντας διώξει σχεδόν ολότελα τους Βυζαντινούς απ' την Ασία, ετοιμαζόταν να περάσει στην Ευρώπη. Δέκα χρόνια αργότερα, όχι μονάχα η Κωνσταντινούπολη θα 'χει απαλλαγεί απ' την πίεση, όχι μονάχα η μισή Μικρά Ασία θα 'χει αποδοθεί στον, Ελληνισμό, αλλά και η παραθαλάσσια Συρία και η Παλαιστίνη θα 'χουν γίνει φράγκικες αποικίες. Η καταστροφή του 1453, που επικρεμόταν απ' τα 1090 κιόλας, θα καθυστερήσει έτσι τρεισήμισι αιώνες. Κι όλα αυτά θα 'ναι το ηθελημένο και συνειδητό έργο του Ουρβανού Β'. Με μια χειρονομία του Μεγάλου Πάπα, έκλεισε ο δρόμος του ποταμού, και η φορά του πεπρωμένου σταμάτησε γυρίζοντας απότομα προς τα πίσω.

Page 7: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

II Η ΛΑΪΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ΠΕΤΡΟΣ Ο ΕΡΗΜΙΤΗΣ

ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΚΗΡΥΚΕΣ ΠΟΥ ΔΙΕΔΩΣΑΝ στις μάζες την ιδέα της Σταυροφορίας, ο πιο γνωστός σίγουρα είναι ο Πέτρος ο Ερημίτης. Όπως μας τον περιγράφουν οι χρονογράφοι, τον βλέπουμε ακόμα με το μικρό του ανάστημα, ισχνό, μαυριδερό, ντυμένο με το χοντρό τρίχινο ράσο του, να γυρίζει, πάνω στο γάιδαρό του, από πόλη σε πόλη, από χωριό σε χωριό, εξορκίζοντας τα πλήθη να γίνουν σταυροφόροι. Η φλογερή και τραχιά ευγλωττία του ξεσήκωνε τα πλήθη κ' η φυσιογνωμία του άρχιζε κιόλας να περνάει στο Θρύλο. Μήπως δε διηγούνταν ότι είχε πάει άλλοτε για προσκύνημα στον Πανάγιο Τάφο, όπου σ' ένα όνειρό του, ο Χριστός τον είχε διατάξει να πάει να βρει τον Πάπα, και να ζητήσει την απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ; Έτσι η μορφή του ταπεινού ερημίτη που, όλο ζήλο και ενθουσιασμό, αφιέρωνε όλες του τις δυνάμεις στην πραγματοποίηση του παπικού σχεδίου, υποκαθιστούσε κάπως τη μορφή του ίδιου του Ουρβανού. Ο κίνδυνος ήταν μήπως και η δράση του υποκαταστήσει τη δράση του Πάπα. Είδαμε πόσο ώριμα μελετημένες ήταν οι αποφάσεις του Ουρβανού, πόσο κάθε του ενέργεια πρόδινε ένα βαθύ πολιτικό κριτήριο. Να που τώρα όμως, στη φωνή του Πέτρου του Ερημίτη, οι λαϊκές μάζες, άντρες, γυναίκες και παιδιά, χωρίς ν' απαλλαγούν πρώτα απ' τους αμάχους, χωρίς να περιμένουν να τους οργανώσει και να τους πλαισιώσει ο Ουρβανός Β', χωρίς να περιμένουν τη στρατιά των φεουδαρχών, ξεκινούσαν προς την Κωνσταντινούπολη. Απ' το Μπερύ, όπου ο Πέτρος είχε αρχίσει το κήρυγμά του, απ' το Ορλεαναί, την Καμπανία και τη Λωραίνη, όπου το είχε συνεχίσει, η κίνηση έφτασε στο Ρήνο. Στις 12 τ' Απρίλη του 1096, δεκαπέντε περίπου χιλιάδες προσκυνητές έφτασαν μαζί του στην Κολωνία, άνθρωποι φτωχοί, που κάθε φορά που φαινόταν καμιά πολιτεία στον ορίζοντα, ρωτούσαν με αφέλεια αν αυτή ήταν η Ιερουσαλήμ. Η βιασύνη τους να δουν την Αγία Πόλη ήταν τόση που πολλοί απ' αυτούς έφυγαν σαν πρωτοπορία, κάτω απ' την αρχηγία ενός απλού ιππότη, του Γκωτιέ που 'χε το παρανόμι ο «μηδέν έχων», ως την Κωνσταντινούπολη, όπου περίμεναν την άφιξη των συντρόφων τους.

Ο Πέτρος ο Ερημίτης, με τον κύριο όγκο της Λαϊκής Σταυροφορίας, διέσχισε τη Γερμανία, την Ουγγαρία και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά στη διάρκεια αυτής της μακράς πορείας δεν μπόρεσε να επιβάλει στους συντρόφους του ούτε την πιο ελάχιστη πειθαρχία. Περισσότερο από ευσπλαχνία παρά από φρόνηση, είχε δεχτεί στο στράτευμά του πολλούς αλήτες και ύποπτα υποκείμενα, ακόμα και εγκληματίες, που ζητούσαν, παίρνοντας μέρος στη Σταυροφορία, να πετύχουν τη συχώρεση για τα κακουργήματά τους. Αυτοί οι μισομετανιωμένοι αμαρτωλοί, γρήγορα ξαναγύρισαν στα κακά τους ένστιχτα. Πλιατσικολόγοι ήταν, πλιατσικολόγοι ξανάγιναν. Έτσι λεηλάτησαν το Σεμλίνο, στην Ουγγαρία, και τη Νίσσα, στη βυζαντινή επικράτεια. Προκάλεσαν γρήγορα μια σφοδρή αντίδραση των Βυζαντινών Αρχών, που έσφαξαν πολλές χιλιάδες απ' αυτούς και πλαισίωσαν στενά τους άλλους στην κάθοδο απ' τη Νίσσα στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Πέτρος ο Ερημίτης έφτασε στην Κωνσταντινούπολη την 1η Αυγούστου 1096. Ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, που τον δέχτηκε σε ακρόαση, με πολλή φρόνηση τον συμβούλεψε να μη διασχίσει το Βόσπορο για να πάει να πολεμήσει τους Τούρκους, πριν φτάσει η Σταυροφορία των αρχόντων. Άφησε τους συντρόφους του Πέτρου να κατασκηνώσουν έξω απ' τα τείχη της Βασιλεύουσας, εξασφαλίζοντάς τους την αναγκαία τροφοδοσία. Αλλά και εδώ τα ύποπτα στοιχεία, που 'χε δεχτεί ο εύπιστος Ερημίτης, δεν μπόρεσαν να μην αρχίσουν το πλιάτσικο. Βλέποντας τις παρεκτροπές τους, ο Αλέξιος Κομνηνός, και φοβούμενος για την ασφάλεια της πρωτεύουσάς του, πέρασε όλους τους προσκυνητές στην Ασία, όπου τους όρισε για τόπο παραμονής, περιμένοντας την άφιξη των φεουδαρχών, το φρούριο της Κιβωτού, στη νότια ακτή του κόλπου της Νικομήδειας, κοντά στα ελληνοτουρκικά σύνορα. Όταν έφτασαν εκεί, δυστυχώς δεν μπόρεσαν ν' αντέξουν στον πειρασμό ν' αρχίσουν αμέσως τον ιερό πόλεμο. Ο Πέτρος ο Ερημίτης και ο Γκωτιέ ο «μηδέν έχων», που απ' την επαφή με την πραγματικότητα είχαν μάθει πολλά, δοκίμασαν να παρεμποδίσουν αυτή την τρέλα. Μα κανείς δεν τους άκουσε. Στις 21 του Οκτώβρη του 1096, οι προσκυνητές,

Page 8: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

επωφελούμενοι απ' την απουσία του Πέτρου, που 'χε φύγει για την Κωνσταντινούπολη, βάδισαν ενάντια στην τουρκική πρωτεύουσα, τη Νίκαια. Πορεία που εκτελέστηκε με τη μεγαλύτερη αταξία και που 'χε σαν επίλογο αυτό που μπορεί να φανταστεί κανείς. Τρία χιλιόμετρα απ' το Ερσέκ (Κιβωτός), οι δυστυχισμένοι προσκυνητές αιφνιδιάστηκαν και σφάχτηκαν σαν τραγιά απ' τους Τούρκους. Ανάμεσα στους νεκρούς ήταν κι ο Γκωτιέ ο «μηδέν έχων». Απ' τους 25.000 άντρες, μονάχα 3.000 κατάφεραν να γυρίσουν στο βυζαντινό έδαφος.

Παρά το θλιβερό τέλος του εγχειρήματός του, ο Πέτρος ο Ερημίτης αξίζει, για το ζήλο και την πίστη του, να μείνει σαν μια απ' τις λαοφιλείς μορφές της ιστορίας των Σταυροφοριών. Δε θα μπορούσε όμως να πει κανείς το ίδιο για τους Γερμανούς μιμητές του, τον Φόλκμαρ, τον Γκότσχαλκ και τον Έμιχ του Λάιζιγκεν. Ο Έμιχ δεν ήταν παρά ένας ληστής ιππότης, και οι τρεις είχαν έναν περίεργο τρόπο προετοιμασίας για τον ιερό πόλεμο· πριν φύγει, ο Έμιχ άρχισε να σφάζει τους Εβραίους της Ρηνανίας. Επειδή οι επίσκοποι της Ρηνανίας πήραν αυτούς τους δυστυχισμένους κάτω απ' την προστασία τους, οι συμμορίες του Έμιχ, στη Μαγεντία και στο Βορμς, επιτέθηκαν ενάντια στα επισκοπικά μέγαρα. Αυτές οι απαίσιες πράξεις είχαν την τιμωρία που τους άξιζε. Επειδή οι δήθεν προσκυνητές συνέχισαν τις λεηλασίες τους καθώς διέσχιζαν την Ουγγαρία, ο βασιλιάς της Ουγγαρίας διέταξε να εκτελέσουν πολλούς απ' αυτούς και οι υπόλοιποι σκόρπισαν.

Ας παραβλέψουμε τ' αποβράσματα, που βγήκαν έτσι στον αφρό με το κύμα των Σταυροφοριών, κι ας παρακολουθήσουμε από δω και πέρα την ίδια τη Σταυροφορία, τη μόνη που αξίζει αυτό το όνομα, τη Σταυροφορία του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν και των συμπολεμιστών του.

Page 9: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

III Η ΠΡΩΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ΓΟΔΕΦΡΕΙΔΟΣ ΤΟΥ ΜΠΟΥΓΙΟΝ, ΡΑΫΜΟΝΔΟΣ ΤΟΥ ΣΑΙΝ - ΖΙΛ ΚΑΙ ΒΟΗΜΟΥΝΔΟΣ

ΕΝΩ Η ΛΑΪΚΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ, ΞΕΣΤΡΑΤΙΣΜΕΝΗ από ανίκανους ή ανάξιους αρχηγούς, κατέληξε στην αξιοθρήνητη αυτή αποτυχία, η Σταυροφορία των φεουδαρχών, οργανωμένη σε μεγάλες ταχτικές στρατιές, ξεκινούσε για την Ιερουσαλήμ.

Αρχηγός της πρώτης ομάδας ήταν ο δούκας της Κάτω Λοθαριγγίας, δηλαδή της Βραβάντης, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν. Τη στιγμή που άρχιζε να διαγράφεται η ιστορική φυσιογνωμία της Γαλλίας και του μελλοντικού Βελγίου, ο Γοδεφρείδος μας παρουσιάζεται σαν η πρώτη ενσάρκωση της γάλλο-βελγικής φιλίας. Μήπως η μητέρα του δεν ήταν η κληρονόμος των δουκών της Βραβάντης, ενώ ο πατέρας του ήταν ο κόμης της Βουλώνης, που ανήκε στο βασίλειο της Γαλλίας; Στην εμφάνιση, ο Γοδεφρείδος ήταν χαρακτηριστικός τύπος ιππότη του Βορρά. Πολύ ψηλός, με φαρδύ στήθος και γερά μέλη, αλλά με λεπτό και σπαθάτο σώμα· είχε λεπτά χαρακτηριστικά, ανοιχτόξανθα μαλλιά και γένια. Σαν γενναίος πολεμιστής, θα σώσει την κατάσταση στη μάχη του Δορυλαίου ορμώντας επί κεφαλής 50 ιπποτών ενάντια στους Τούρκους, που νόμιζαν κιόλας πως ήταν νικητές. Σπουδαίος κυνηγός, όπως τα ξαδέρφια του στις Αρδένες, παραλίγο να σκοτωθεί στην Κιλικία από μια τεράστια αρκούδα που την αντιμετώπισε σώμα με σώμα. Η δύναμή του είναι καταπληχτική. Μια μέρα, στη Συρία, Άραβες σεΐχηδες, για να βεβαιωθούν γι αυτό, θα τον προκαλέσουν ν' αποκεφαλίσει, με μια σπαθιά, μια γκαμήλα, και την ίδια στιγμή το κεφάλι του ζώου θα κυλήσει στα πόδια τους. Η τιμιότητά του είναι παροιμιώδης. Αν κι από πολύν καιρό αδικημένος απ' τον αυθέντη του, τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Ερρίκο Δ', του έμεινε πιστός στον αγώνα του ενάντια στον αντι-Καίσαρα, που είχε δημιουργήσει η Παποσύνη. Η υπακοή αυτή θα κόστισε πολύ στον Γοδεφρείδο, γιατί η ευσέβειά του ήταν υποδειγματική. Οι κληρικοί του περιβάλλοντός του παραπονιόνταν για τις ατέλειωτες προσευχές του, που τους έκαναν να τρώνε το φαΐ κρύο. Στη διάρκεια της Σταυροφορίας θα 'ναι ένας ευσεβής προσκυνητής, γεμάτος καλή θέληση, πραότητα, ευσπλαχνία και χριστιανική ταπεινοφροσύνη. Η παράδοση, όπως θα δούμε, θα μας τον δείξει ν' αρνιέται να φορέσει το βασιλικό στέμμα σ' εκείνη την Ιερουσαλήμ, όπου ο Χριστός δε φόρεσε παρά το ακάνθινο στεφάνι. Είναι βέβαιο, όπως θα δούμε ακόμα, πως από σεβασμό στα δικαιώματα της Εκκλησίας πάνω στην Αγία Πόλη, θ' αρκεστεί μετριόφρονα στον τίτλο του Προστάτη του Παναγίου Τάφου. Αυτός ο χωρίς στέμμα βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, θα ζήσει ως το τέλος της ζωής του με θρυλική απλότητα.

Οι Άραβες σεΐχηδες, που θα 'ρθουν να τον χαιρετήσουν, θα μείνουν κατάπληχτοι βλέποντάς τον καθισμένο στη σκηνή του, κατάχαμα, χωρίς χαλιά, χωρίς μεταξωτά υφάσματα, ακουμπισμένο σ' ένα σακί με σανό. Βέβαια ο ψηλός αυτός ξανθός ιππότης, που φαίνεται να ζει μονάχα για το καθήκον, δεν παρουσιάζει στα μάτια των συγχρόνων του τη δυνατή προσωπικότητα του αδερφού του Βαλδουίνου, ή του Βοημούνδου του Τάραντα. Αλλά είναι επίσης αλήθεια πως τα μεγάλα του προτερήματα, θα του επιτρέψουν, ανάμεσα σε τόσους φεουδάρχες με τραχύτερο χαραχτήρα, να παίξει το ρόλο του συμφιλιωτή και του διαιτητή, κι αυτός ακριβώς ο ρόλος, τη στιγμή της τελικής νίκης, θα κάνει τους ομότιμούς του να τον εκλέξουν στο ανώτατο αξίωμα στην απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ.

Η μεγάλη φρόνηση του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν φάνηκε από τότε ακόμα που οι σταυροφόροι διέσχιζαν την Ουγγαρία. Οι Ούγγροι ήταν ακόμα εξοργισμένοι απ' τις λεηλασίες της Λαϊκής Σταυροφορίας. Ο Γοδεφρείδος ήρθε σ' επαφή με το βασιλιά τους και η πορεία πραγματοποιήθηκε χωρίς επεισόδια. Με τους Βυζαντινούς, ύστερα, όταν οι σταυροφόροι μπήκαν στη χώρα τους, οι σχέσεις θα γίνονταν πιο λεπτές κι όχι μονάχα εξαιτίας του δογματικού χάσματος που χώριζε την Ελληνική Εκκλησία απ' τη Ρωμαϊκή. Βέβαια ο βυζαντινός αυτοκράτορας Αλέξιος Κομνηνός, ένας απ' τους πιο ικανούς πολιτικούς εκείνης της εποχής, διέταξε να υποδεχτούν ευγενικά στα σύνορα το

Page 10: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

στρατό του Γοδεφρείδου και τον εφοδίασε, καθώς διέσχιζε την αυτοκρατορία του. Ακόμα κι όταν μερικά τμήματα, ξεφεύγοντας απ' τον έλεγχο του αρχηγού τους, λεηλάτησαν τη Σηλυβρία, στη θάλασσα του Μαρμαρά, δυτικά απ' την Κωνσταντινούπολη, ο αυτοκράτορας, χωρίς να θυμώσει, κάλεσε τον Γοδεφρείδο να κατασκηνώσει κάτω απ' τα τείχη της Βασιλεύουσας, όταν αυτός έφτασε εκεί στις 23 του Δεκέμβρη του 1096. Αλλά αν ο Αλέξιος Κομνηνός δεχόταν τόσο καλά τους σταυροφόρους, αυτό το έκανε γιατί έβλεπε σ' αυτούς πρόθυμους στρατιώτες, που έρχονταν να τον βοηθήσουν να ξαναπάρει απ' τους Τούρκους τις χαμένες του επαρχίες, απ' τη Νίκαια ως την Αντιόχεια. Τα παλιά χριστιανικά εδάφη, που πήγαιναν αυτοί οι σταυροφόροι ν' απελευθερώσουν στη Μικρά Ασία, στη Συρία και στην Παλαιστίνη, μήπως δεν ήταν, είτε σ' ένα μακρινό παρελθόν, όπως η Ιερουσαλήμ, είτε σ' ένα πρόσφατο, όπως η Αντιόχεια και η Έδεσσα, τμήματα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας; Όλη αυτή η πολιτική του Αλεξίου Κομνηνού, με τις εναλλαγές της κολακείας και των εκβιασμών απέναντι στους σταυροφόρους, δεν είχε λοιπόν άλλο σκοπό παρά να θέσει τη Σταυροφορία στην υπηρεσία του. Μ' αυτό το πνεύμα, αξίωσε αμέσως τον όρκο πίστης απ' τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν.

Ο Γοδεφρείδος αρνιόταν για πολύν καιρό. Πρίγκιπας της Αγίας Αυτοκρατορίας, που 'χε ξεκινήσει υπακούοντας στον Πάπα, μπορούσε να μπει στην υπηρεσία της βυζαντινής κυβέρνησης, σχεδόν του ελληνικού σχίσματος; Ο Αλέξιος διέκοψε τότε τον ανεφοδιασμό των σταυροφόρων και διέταξε να επιτεθούν ενάντια στο στρατόπεδό τους με μεγαλύτερες δυνάμεις. Ο Γοδεφρείδος, που δεν είχε έρθει για να πολεμήσει ενάντια σε χριστιανούς, αποφάσισε να υποχωρήσει. Όσο και να του κόστιζε, θυσιαζόταν για το συμφέρον της Σταυροφορίας. Πήγε επίσημα στα ανάκτορα των Βλαχερνών και κει, στη μεγάλη αίθουσα των ακροάσεων, μπροστά στον αυτοκράτορα, που καθόταν μεγαλόπρεπα στο θρόνο του, γονάτισε κ' έδωσε τον όρκο που του είχαν ζητήσει. Αναλάβαινε προκαταβολικά την υποχρέωση να παραδώσει στους Βυζαντινούς όλες τις περιοχές που τους ανήκαν άλλοτε και που θα μπορούσε να ξανακατακτήσει απ' το Ισλάμ. Τότε ο Αλέξιος έσκυψε, τον φίλησε και δήλωσε πως τον υιοθετούσε. Μεγαλόπρεπα δώρα, που δόθηκαν απ' τον «πατέρα» στον «γιο» —πολυτελή επίσημα ενδύματα, πολύτιμα υφάσματα, κασελίτσες γεμάτες χρυσά υπέρπυρα, άλογα αξίας— επισφράγισαν αυτή τη συμφιλίωση.

—οο0οο—

Στο μεταξύ αποβιβάστηκε στην Ήπειρο μια δεύτερη στρατιά σταυροφόρων, η στρατιά των Νορμανδών της Νότιας Ιταλίας, με αρχηγό τον Βοημούνδο του Τάραντα. Τους σταυροφόρους αυτούς, όπως ξέρουμε, ο Αλέξιος Κομνηνός τους ήξερε πολύ καλά, γιατί είχε αναγκαστεί να διεξαγάγει εναντίον τους έναν φοβερό πόλεμο απ' τα 1081 ως τα 1085. Αυτός ο Βοημούνδος ήταν ο ίδιος εκείνος που πριν από δεκαπέντε χρόνια, με τον πατέρα του Ροβέρτο Γυϊσκάρδο, είχε εισβάλει στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, είχε καταλάβει ένα μέρος της Μακεδονίας κ' είχε απειλήσει άμεσα την Κωνσταντινούπολη. Μεγάλη ήταν η συγκίνηση στη Βασιλεύουσα, όταν μαθεύτηκε πως, με την πρόφαση της Σταυροφορίας, αυτοί οι κληρονομικοί εχθροί ξαναεμφανίζονταν. Μα κ' η διαδρομή αυτή που ακολουθούσαν τώρα σαν σταυροφόροι, απ' το λιμάνι αποβίβασης της Αυλώνας ως τη Βόρεια Μακεδονία, δεν ήταν άλλη από κείνη που είχαν ακολουθήσει άλλοτε σαν εισβολείς.

Μπορούμε να καταλάβουμε την ανησυχία των Βυζαντινών, προπάντων όταν θυμηθούμε την προσωπικότητα του Βοημούνδου. Αφοσιωμένο τέκνο της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, αλλά με απεριόριστη φιλοδοξία και χωρίς κανένα ενδοιασμό, είναι σίγουρο (τα γεγονότα θα το αποδείξουν αρκετά) πως ο Νορμανδός πρίγκιπας δεν είδε στη Σταυροφορία παρά μιαν ανέλπιστη ευκαιρία να πραγματοποιήσει το ανατολικό όνειρο των προγόνων του. Γιατί ο Βοημούνδος ανήκει πραγματικά σ' αυτή τη ράτσα των Βίκινγκς, που κατέβηκαν στα τέλη του ένατου αιώνα απ' τα φιόρντ της Νορβηγίας για να εγκατασταθούν στη Νορμανδία, και που από κει, βαφτισμένοι κ' εκφραγκισμένοι, ξεκίνησαν πάλι για περιπέτειες, για να καταχτήσουν τις ευλογημένες ακτές της Νεάπολης και της Σικελίας. Και να, που μ' αυτόν η περιπέτεια θ' αναπηδήσει, πιο θαυμαστή ακόμα, ως τις ακτές της Ασίας. Και στην υπηρεσία αυτών των φιλοδοξιών, τι πλούτος ιδιοσυγκρασίας, τι συνετή εξυπνάδα!

Page 11: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Επικός στρατιώτης, που το αίμα του βράζει ακόμα απ' την ορμή των βασιλιάδων της θάλασσας και όπως αυτοί γεμάτος απίστευτη τόλμη, ο Βοημούνδος θ' αποκαλυφθεί απ' τις πρώτες μάχες ένας στρατηλάτης προικισμένος με πολλές ικανότητες, ο καλύτερος στρατηγός ολόκληρης της στρατιάς. Κι ακόμα, ο μεγαλόσωμος αυτός βόρειος είναι κιόλας διαποτισμένος από σικελική πονηριά. Με τη διπλή πανουργία του, την ιταλική και τη νορμανδική, θα νιώθει το ίδιο άνετα απέναντι στους Βυζαντινούς διπλωμάτες, όπως με το ανίκητο σπαθί του απέναντι στους Τούρκους.

Οι Βυζαντινοί, βλέποντάς τον να φτάνει στην Κωνσταντινούπολη, φοβήθηκαν μήπως είχε κανένα κακό σκοπό ενάντια στην πόλη. Αυτό έδειχνε πως δεν τον ήξεραν καλά. Βέβαια οι απώτερες φιλοδοξίες του δεν είχαν όρια, αλλά ήταν αρκετά πονηρός για να μην τις διακινδυνέψει, και μαζί μ' αυτές τις πιθανότητες που του πρόσφερε η Σταυροφορία, κάνοντας απ' την πρώτη στιγμή απερισκεψίες. Τι ζητούσαν οι Βυζαντινοί; Να ικανοποιηθούν οι τύποι, να δώσει έγγραφες διαβεβαιώσεις, όρκους πίστης; Θα τους τα 'δινε όλ' αυτά ώσπου να χορτάσουν! Και μόλις έφτασε στην Κωνσταντινούπολη, προς γενική κατάπληξη, ενώ ο τίμιος Γοδεφρείδος του Μπουγιόν είχε προβάλει τόση αντίσταση για να δηλώσει υποταγή, τον είδαν, αυτόν, τον Βοημούνδο, να καταδολιεύεται δίχως δισταγμό τους πάντες και τα πάντα, να δέχεται όλες τις διατυπώσεις και να υπόσχεται ό,τι του ζητούσαν, ν' αναλαβαίνει όλες τις υποχρεώσεις που απαιτούσαν, να γίνεται αμέσως πιο βυζαντινός απ' τους Βυζαντινούς. Τι ήταν ένας όρκος, αν μ' αυτό το τίμημα θα μπορούσε να σχηματίσει, σαν κατά τύπους υποτελής του Αυτοκράτορα, κανένα μεγάλο πριγκιπάτο στην Ασία — στην Αντιόχεια λόγου χάρη; Σ' αυτό τον αναπάντεχο ρόλο, οι Βυζαντινοί, καχύποπτοι και δύσπιστοι στην αρχή, θα τον δουν να τσακίζεται να τους εξυπηρετήσει, να ζητάει, για τον Αλέξιο Κομνηνό, δήλωση υποταγής απ' τους καινουργοφτασμένους σταυροφόρους, και μάλιστα απ' τον κόμη της Τουλούζης Ραϋμόνδο του Σαιν-Ζιλ, που μόλις είχε φτάσει απ' τη Βόρεια Ιταλία, μέσω Σερβίας και Μακεδονίας, τον Απρίλη του 1097, στο στρατόπεδο των σταυροφόρων μπροστά στην Κωνσταντινούπολη.

—οο0οο—

Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ ήταν αρκετά αντιφατική προσωπικότητα. Στη διάρκεια της Σταυροφορίας είχε κιόλας θερμούς θαυμαστές και αδυσώπητους κατήγορους. Αλλά κι αυτός ο όλος πάθος μεσημβρινός, με τον ανήσυχο, άνισο, γεμάτο νευρικότητα χαραχτήρα, μ' εναλλαγές ενθουσιασμού κι αποθάρρυνσης, ρομαντικών φιλοδοξιών και ξαφνικών παραιτήσεων, αλλαγής κεφιού και μέχρι τέλους επιμονής, δεν μπαίνει σε έτοιμα απ' τα πριν καλούπια. Σαν στρατιώτης, θα κριθεί πολύ διαφορετικά, γιατί, απ' τη μια μάχη στην άλλη, η διαγωγή του θα ποικίλλει πολύ. Ενώ θα φερθεί πολύ καλά στη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας, θα χάσει το θάρρος του στην εκστρατεία της Ανατολίας, στα 1101, και θα τραπεί σε φυγή, νύχτα, εγκαταλείποντας το στρατό του, πράγμα που σίγουρα δε θα 'κανε ούτε ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν ούτε ο Βοημούνδος. Αντίθετα, ύστερ' απ' αυτή την αδυναμία, θα φερθεί θαυμάσια στο Λίβανο «πολιορκώντας την Τρίπολη μόνος του».

Εκείνο που δε θα μπορούσε ν' αμφισβητήσει κανείς, είναι η θέρμη της πίστης του και η αφοσίωσή του στη Σταυροφορία. Φορώντας το σταυρό, κανένας δε θυσίαζε τόσα όσα αυτός. Ο Βοημούνδος κι ο Γοδεφρείδος πήγαιναν να καταχτήσουν ο καθένας κάποιο βασίλειο. Αυτός, φεύγοντας, κινδύνευε να χάσει ένα: το ωραίο βασίλειο της Νότιας Γαλλίας, που βρισκόταν τότε σε πλήρη άνθηση και που το εγκατέλειπε στις αρπαχτικές διαθέσεις των αντιπάλων του, των κομήτων του Πουατιέ. Αυτή η αφοσίωση στη χριστιανική ιδέα θα επιζήσει στον Ραϋμόνδο πέρα απ' όλες τις απογοητεύσεις του, πέρα απ' όλα τα μίση. Όταν η Ιερουσαλήμ θα 'χει απελευθερωθεί κ' ένας άλλος, στη θέση του, θα 'χει ανακηρυχθεί αρχηγός, όταν αυτός θα μπορούσε, τουλάχιστον, μια κ' είχε εκτελέσει το τάμα του, να γυρίσει ήρεμα στο Λανγκεντόκ του, θ' αρνηθεί με στωικότητα, και μ' όλο που ως εκείνη τη στιγμή έχει αποστερηθεί τους καρπούς των κόπων του, θα μείνει στη Συρία, θέλοντας, όπως και θα το πει, να μείνει σταυροφόρος ως το θάνατό του «σύμφωνα με το παράδειγμα του Χριστού, που αρνήθηκε να κατεβεί απ' το σταυρό».

Page 12: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Στο ξεκίνημα της Σταυροφορίας, είναι αλήθεια, ο θρησκευτικός του ενθουσιασμός ενισχυόταν ίσως από μεγάλες εγκόσμιες ελπίδες. Μήπως δεν ήταν ο πρώτος φεουδάρχης που ο Ουρβανός Β' του είχε εμπιστευτεί τα σχέδιά του; Μήπως δεν μπορούσε, απ' αυτό το γεγονός, να προεξοφλήσει κάτι σαν πρωτοκαθεδρία ανάμεσα στους άλλους άρχοντες; Αλλά ο Ουρβανός Β', που γνώριζε καλά τους ανθρώπους, μ' όλο που εκτιμούσε το ζήλο του, είχε χωρίς άλλο φοβηθεί πως τα πρωτεία ενός λαϊκού αρχηγού θα δυσαρεστούσαν τους άλλους φεουδάρχες. Ο Ραϋμόνδος έτσι δεν είχε πετύχει τη γενική αρχηγία που φιλοδοξούσε και η φροντίδα του συντονισμού των απόψεων των διαφόρων αρχηγών του στρατού, είχε ανατεθεί απ' τον Πάπα σ' έναν αξιωματούχο της Εκκλησίας, τον σοφό αρχιεπίσκοπο Αντεμάρ του Μοντέιγ. Ο Ραϋμόνδος είχε άλλωστε αρκετή πίστη για να μη δείξει καμιά πικρία. Αντίθετα η καθολική ιδέα εξακολούθησε να μην έχει πιο θερμό υπερασπιστή. Όταν, φτάνοντας στην Κωνσταντινούπολη, προσκλήθηκε κι αυτός να δηλώσει υποταγή και να εγκαταλείψει τις ενδεχόμενες καταχτήσεις του στον Αλέξιο Κομνηνό, αρνήθηκε κατηγορηματικά. Η καθολική του πίστη επαναστατούσε, όπως επαναστατούσε κ' η περηφάνια του σαν Γάλλου φεουδάρχη. Οι Άγιοι Τόποι, μια και θ' απελευθερώνονταν χάρη στην πρωτοβουλία του Ουρβανού Β', θα 'πρεπε ν' ανήκουν στην Παποσύνη κι όχι στον σχισματικό ηγεμόνα. Τον μόνο όρκο που μπόρεσαν ν' αποσπάσουν απ' τον Ραϋμόνδο ήταν η υπόσχεση πως θα σεβαστεί τη ζωή και τα αγαθά του αυτοκράτορα.

Άλλες ομάδες σταυροφόρων είχαν φτάσει στην Κωνσταντινούπολη απ' τη Βόρεια Γαλλία. Ο κόμης Ούγος του Βερμαντουά, αδερφός του βασιλιά της Γαλλίας Φιλίππου Α', είχε προηγηθεί απ' αυτούς. Αυτός ο μεγάλος άρχοντας, που εκτιμούσε τη μεγαλοπρέπεια της αυτοκρατορικής φιλοξενίας, επηρέασε τους συντρόφους του υπέρ της φραγκο-βυζαντινής συμφωνίας. Αλλά αφού φέρθηκε πολύ καλά μπροστά στα τείχη της Αντιόχειας, θα κουραστεί απ' την εκστρατεία και θα γυρίσει στη Γαλλία πριν απ' την κατάληψη της Ιερουσαλήμ. Ο κόμης Στέφανος του Μπλουά θα κουραστεί ακόμα πιο γρήγορα απ' τον πόλεμο, αλλά θα εξαγοράσει γρήγορα αυτή τη λιποψυχία του, γυρνώντας να πεθάνει σαν ήρωας στους Αγίους Τόπους. Αντίθετα ο κόμης της Νορμανδίας Ροβέρτος Κουρτ - Χεζ, γιος του Γουλιέλμου του Καταχτητή, κι ο κόμης Ροβέρτος Β' της Φλάνδρας θ' ακολουθήσουν την εκστρατεία ως το τέλος, δείχνοντας αδιάκοπα σε κάθε περίπτωση τα πιο σταθερά στρατιωτικά προτερήματα.

Όπως βλέπουμε, η στρατιά των Σταυροφοριών, αποτελούμενη από τμήματα απ' τη Βόρεια κι απ' τη Νότια Γαλλία, απ' το φλαμανδικό κι απ' το βαλονικό Βέλγιο, απ' την Αγία Αυτοκρατορία κι απ' το νορμανδικό βασίλειο των Δύο Σικελιών, ήταν ένας διεθνής στρατός. Για κοινή ονομασία, οι σταυροφόροι υιοθέτησαν την επωνυμία: Φράγκοι, δίνοντας στη λέξη αυτή την έννοια που 'χε την εποχή της Καρολίγγειας ενότητας, όταν η Γαλατία, η Γερμανία και η Ιταλία αποτελούσαν μιαν αυτοκρατορία κάτω απ' την αιγίδα της Ρωμαϊκής Εκκλησίας.

—οο0οο—

Αφού πέρασαν στη Μικρά Ασία, οι σταυροφόροι, σύμφωνα με τη συμφωνία που είχαν κλείσει με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό, άρχισαν τον ιερό πόλεμο κ' ήρθαν να πολιορκήσουν μαζί με τους Βυζαντινούς, το Μάη του 1097, τη Νίκαια. Ο πιο φυσικός αντικειμενικός σκοπός: η Νίκαια, που δεκάξι χρόνια νωρίτερα οι Τούρκοι την είχαν αφαιρέσει απ' τους Βυζαντινούς κ' είχε μείνει από τότε πρωτεύουσα του Σελτζουκιδικού σουλτανάτου της Ανατολίας, που η επικράτειά του εκτεινόταν από κει ως τον Ταύρο, και που έπρεπε να το διασχίσουν απ' τη μιαν άκρη ως την άλλη για να φτάσουν στη Συρία. Η συνεργασία της «φράγκικης μανίας» και των βυζαντινών πολιορκητικών μηχανών, η εμφάνιση ακόμα ενός βυζαντινού στολίσκου στα νερά της λίμνης Ασκανίας (Ισνίκ) για τον αποκλεισμό της πόλης, υποχρέωσαν τους υπερασπιστές της Νίκαιας να συνθηκολογήσουν. Τη στιγμή ακριβώς που ο φράγκικος στρατός ετοιμαζόταν για την τελική έφοδο, οι αρχηγοί των Τούρκων παράδωσαν την πόλη στους Βυζαντινούς (26 Ιουνίου 1097). Βλέποντας ξαφνικά τα βυζαντινά λάβαρα ν' ανεμίζουν στα τείχη, πολλοί σταυροφόροι, όπως ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ, έδειξαν ζωηρή απογοήτευση· τους υπέκλεπταν τη νίκη! Πρέπει όμως να παραδεχτούμε πως η

Page 13: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

παράδοση της Νίκαιας στους Βυζαντινούς ανταποκρινόταν στους όρους της συμφωνίας της Κωνσταντινούπολης.

Μετά την πτώση της Νίκαιας, οι σταυροφόροι άρχισαν να διασχίζουν τη Μικρά Ασία, ακολουθώντας μια διαγώνιο με κατεύθυνση απ' τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά, τον πιο σύντομο δρόμο για να πάνε δια ξηράς απ' τα Στενά στη Συρία (το δρόμο που ακολουθεί και σήμερα το Εξπρές - Οριάν). Πορεία δύσκολη. Το υψίπεδο της Ανατολίας, όπου μπαίνουν τώρα, είναι μια ζώνη ξερές στέπες, που καταλήγουν στο κέντρο σε μιαν αλμυρή έρημο και όπου το πρόβλημα του ανεφοδιασμού ήταν ανέκαθεν δύσκολο. Για να το αντιμετωπίσει, ο στρατός χωρίστηκε σε δυο τμήματα· το πρώτο βάδιζε με τον Βοημούνδο, τον ανιψιό του Ταγκρέδο και τον Ροβέρτο Κουρτ-Χεζ· το δεύτερο με τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν και τον Ραϋμόνδο του Σαιν-Ζιλ. Οι Τούρκοι της Μικράς Ασίας, που είχαν συγκεντρώσει όλες τις δυνάμεις τους κάτω απ' την αρχηγία του σουλτάνου τους, του Σελτζουκίδη Κιλίτζ-Αρσλάν, δοκίμασαν να επωφεληθούν απ' αυτή τη διαίρεση. Την 1η Ιουλίου, το πρωί, στο ύψος του Δορυλαίου, του σημερινού Εσκί - Σεχίρ, έπεσαν κατά μάζες ενάντια στο στρατιωτικό σώμα του Βοημούνδου. Η επίθεση ήταν τόσο κεραυνοβόλα ώστε ο Βοημούνδος, που αιφνιδιάστηκε ενώ βρισκόταν σε πορεία, μόλις πρόφτασε ν' ανασυγκροτήσει βιαστικά το στράτευμά του για ν' αντισταθεί στις επελάσεις του τουρκικού ιππικού, που τον κύκλωνε κιόλας απ' όλες τις μεριές. Σύμφωνα με την ταχτική των νομάδων προγόνων τους, οι τουρκικές ίλες πλησίαζαν σε απόσταση βολής, άδειαζαν τις φαρέτρες τους, κ' έπειτα έκαναν μεταβολή παραχωρώντας τη θέση τους σ' άλλες ομάδες καβαλάρηδων τοξοτών. Μάταια οι Φράγκοι, που αποδεκατίζονταν απ' αυτό το χαλάζι των βελών, εφορμούσαν για να 'ρθουν σ' επαφή με τον αντίπαλο. Αυτός, αποφεύγοντας την επαφή, υποχωρούσε κάθε φορά. Μονάχα όταν ο νορμανδικός στρατός άρχισε φανερά να εξαντλείται απ' το φονικό παιχνίδι, οι Τούρκοι, ξιφουλκώντας, εφόρμησαν κι αυτοί. Οι Νορμανδοί, απωθημένοι ως την εφοδιοπομπή τους, προφυλάσσονταν εκεί όπως μπορούσαν, προβάλλοντας μιαν άγρια κι αποφασιστική αντίσταση... Η Σταυροφορία θα τέλειωνε τάχα απ' την πρώτη σύγκρουση με καταστροφή;

Μα ο Βοημούνδος, πριν κυκλωθεί, είχε προφτάσει να ειδοποιήσει το άλλο φράγκικο τμήμα για τον κίνδυνο όπου βρισκόταν. Μόλις πήραν το μήνυμά του, οι αρχηγοί του τμήματος αυτού όρμησαν σε βοήθειά του. Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν έφτασε πρώτος με πενήντα μόνο ιππότες, ενώ οι υπόλοιποι Βραβαντίνοι έφτασαν αργότερα καλπάζοντας. Σχεδόν ταυτόχρονα φάνηκαν στο πεδίο της μάχης ο Ούγος του Βερμαντουά, έπειτα ο λεγάτος Αντεμάρ του Μοντέιγ και ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ. Στις δυο το μεσημέρι όλοι πήραν μέρος στη μάχη. Και μονάχα η άφιξη αυτού του φράγκικου όγκου επρόκειτο ν' αλλάξει το αποτέλεσμα της σύγκρουσης. Μα σε λίγο ο Αντεμάρ του Μοντέιγ, προχωρώντας κάτω απ' την προστασία μιας σειράς υψωμάτων, ξεπρόβαλε κι αυτός ξάφνου αριστερά, στο πλευρό των Τούρκων. Στη δεξιά πτέρυγα, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο κόμης της Φλάνδρας και ο Ούγος του Βερμαντουά μιμήθηκαν την κίνησή του κι απ' αυτή την πλευρά άρχισαν να υπερφαλαγγίζουν τον τουρκικό στρατό. Απειλούμενοι με κύκλωση, συντριβόμενοι απ' την ορμητική επέλαση του σιδερόφραχτου χριστιανικού ιππικού, οι Τούρκοι τράπηκαν σε φυγή, χωρίς να προφτάσουν ν' ασφαλίσουν ούτε τα πλούτη του στρατοπέδου τους. «Τράπηκαν σε φυγή μέσα απ' τις κλεισούρες, τα βουνά και τους κάμπους και πήραμε τις σκηνές τους με σημαντικά λάφυρα, χρυσάφι και ασήμι, κτήνη και γκαμήλες».

Η μάχη του Δορυλαίου έλυσε για περισσότερο από έναν αιώνα το πρόβλημα της ισχύος στην Εγγύς Ανατολή. Απ' τη μάχη του Μαντζικέρτ και τη σύλληψη ενός βυζαντινού αυτοκράτορα από 'ναν Τούρκο σουλτάνο, στα 1071, η τουρκική δύναμη κυριαρχούσε στην Ανατολή. Η μάχη της 1ης Ιουλίου του 1097 ανήγγειλε στον κόσμο ότι είχε γεννηθεί μια καινούργια δύναμη, η φράγκικη δύναμη, που θα κυριαρχούσε από τώρα και στο εξής. Απ' αυτή την άποψη, η μάχη του Δορυλαίου, εξουδετερώνοντας την πανωλεθρία του Μαντζικέρτ, παίρνει στην ιστορία της Ασίας μια σημασία ίση με τις μάχες του Γρανικού και των Αρβύλων. Απ' αυτή τη μάχη θα προκύψουν δυο αιώνες ευρωπαϊκής ηγεμονίας στην Ανατολή, δυο αιώνες που στη διάρκειά τους ο τουρκικός επεκτατισμός θα υποχωρήσει όχι μονάχα μπροστά στη φράγκικη κατάχτηση στη Συρία και στην Παλαιστίνη, αλλά

Page 14: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

και μπροστά στη βυζαντινή επανάκτηση της Μικράς Ασίας.

Μια ενδιαφέρουσα παρατήρηση: οι Φράγκοι και οι Τούρκοι, η στρατιωτική φυλή της Δύσης και η στρατιωτική φυλή της Ανατολής, έμαθαν απ' αυτή την πρώτη συνάντηση να εκτιμούνται αμοιβαία. Ζωντανές εντυπώσεις μας δίνει ο χρονογράφος του Gesta Francorum: «Πρέπει ν' αναγνωρίσουμε τα στρατιωτικά προτερήματα και τη γενναιότητα των Τούρκων. Νόμιζαν πως θα μας τρομάξουν με το χαλάζι των βελών τους, όπως είχαν τρομάξει τους Άραβες, τους Αρμένιους, τους Σύρους και τους Έλληνες. Αλλά με τη χάρη του Θεού, δε θα μας επιβληθούν! Αληθινά αναγνωρίζουν απ' την πλευρά τους πως κανείς, έξω απ' τους Φράγκους και αυτούς, δεν έχει το δικαίωμα να λέγεται ιππότης».

Αφού νίκησαν τους ανθρώπους, απόμενε να υπερνικήσουν την αντίσταση του εδάφους, αυτής της στέπας της Ανατολίας, που διασχιζόταν από τραχιά βουνά κι όπου δεν υπήρχαν άλλα νερά παρά μονάχα βαλτονέρια. Βρισκόμαστε στα μέσα Ιουλίου, με μέση θερμοκρασία 26 βαθμούς. Οι Τούρκοι, υποχωρώντας, είχαν ερημώσει τα πάντα. Η κυριότερη πρωτεύουσά τους, μετά την πτώση της Νίκαιας, ήταν το Ικόνιο, η σημερινή Κόνια. Οι Φράγκοι υπολόγιζαν ν' ανασυγκροτηθούν εκεί. Τη βρήκαν εκκενωμένη, χωρίς καθόλου εφόδια. Όταν πέρασαν το Εριγλή, μπήκαν τουλάχιστο σε ζώνη λιγότερο ερημική, όσο πλησίαζαν περισσότερο προς τις δασωμένες οροσειρές του Ταύρου και του Αντιταύρου. Είναι αλήθεια πως το πέρασμά του απ' τις χαράδρες ανάμεσα σ' αυτά τα «διαβολικά βουνά» παρουσίαζε άλλου είδους δυσκολίες στο στρατό. Σ' αυτό το σημείο της διαδρομής τους (βρισκόμαστε στα μέσα του Σεπτέμβρη) και για να βαδίζουν πιο άνετα, οι σταυροφόροι χωρίστηκαν. Ο Ταγκρέδος, ανιψιός του Βοημούνδου, και ο Βαλδουίνος της Βουλώνης, αδερφός του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, κατέβηκαν μ' ένα απόσπασμα στην πεδιάδα της Κιλικίας, ενώ το μεγαλύτερο μέρος της στρατιάς παρέκαμπτε τον Αντίταυρο απ' τα βορειοανατολικά μέσα απ' την ορεινή περιοχή της Καισάρειας, στην αρχαία Καππαδοκία. Άλλωστε σ' αυτές τις δυο κατευθύνσεις οι Φράγκοι έβρισκαν αναπάντεχους συμμάχους: τους Αρμένιους.

Την εποχή της κατάχτησης της Μεγάλης Αρμενίας απ' τους Τούρκους, στο τρίτο τέταρτο του ενδέκατου αιώνα, ένα μέρος του αρμενικού πληθυσμού, για να γλιτώσει απ' το μουσουλμανικό ζυγό, είχε υποχωρήσει προς την Καππαδοκία, την Κιλικία, ως την περιοχή της Έδεσσας, στο Τζεζιρέ, στα βορειοανατολικά της Συρίας. Αν στην πεδιάδα της Κιλικίας και στην Καππαδοκία η αρμενική αυτή μετανάστευση δεν είχε κατορθώσει να εμποδίσει τη χώρα να υποστεί κι αυτή την τουρκική κυριαρχία, δραστήριοι Αρμένιοι αρχηγοί είχαν εγκατασταθεί σταθερά στις αετοφωλιές του Ταύρου, όπως και στη Μελιτηνή, τη σημερινή Μαλάτια, κι ως την Έδεσσα, τη σημερινή Ούρφα, όπου, χάρη σ' ένα θαύμα ικανότητας και θάρρους, είχαν διατηρήσει, μαζί με τη χριστιανική τους πίστη, την πολιτική τους ανεξαρτησία. Η άφιξη των σταυροφόρων θα 'φερνε σ' αυτούς τους ηρωικούς χριστιανούς μιαν ανεχτίμητη βοήθεια. Απ' την άλλη μεριά, και οι σταυροφόροι θα 'βρισκαν σ' αυτούς τους Αρμένιους μιαν επίσης ανεχτίμητη βοήθεια. Όχι μονάχα γιατί αποτελούσαν γι' αυτούς φυσικούς συμμάχους ενάντια στους Τούρκους —συμμάχους που γνώριζαν τη χώρα και ήταν ικανοί να δώσουν ασφαλείς πληροφορίες στους Φράγκους— αλλά ακόμα κ' επειδή, ανάμεσα σ' όλες τις ανατολικές χριστιανοσύνες, οι Αρμένιοι ορεσίβιοι αντιπροσώπευαν το πιο γερό από στρατιωτική άποψη στοιχείο.

Ο Ταγκρέδος κι ο Βαλδουίνος, φτάνοντας στην Κιλικία, επωφελήθηκαν πρώτοι απ' αυτή τη βοήθεια. Ο αρμενικός πληθυσμός της Ταρσού ήρθε σε συνεννόηση μαζί τους ενάντια στην τουρκική φρουρά, που πανικοβλήθηκε και εκκένωσε την πόλη. Οι Αρμένιοι πάλι υποδέχτηκαν τον Ταγκρέδο στα Άδανα και του άνοιξαν τις πύλες του Μαμιστρά, του σημερινού Μισίς (Σεπτέμβριος 1097). Δυστυχώς ο Βαλδουίνος κι ο Ταγκρέδος δε συμφώνησαν για την κατοχή της Κιλικίας κ' η διχόνοιά τους εμπόδισε την ουσιαστική κατάληψη της επαρχίας. Στο μεταξύ, οι υπόλοιποι σταυροφόροι παρακάμπτανε απ' τα βορειοανατολικά τον ορεινό όγκο του Αντιταύρου ως την Καισάρεια, απ' όπου ξανακατέβηκαν προς το Μαράς ενώ το αρμενικό στοιχείο τους υποδεχόταν παντού με συγκινητικό ενθουσιασμό. Στις 16 του Οκτώβρη εγκατέλειψαν το Μαράς για να εισβάλουν στη Συρία.

Page 15: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Στις 21, ο Βοημούνδος, με τις προφυλακές, έφτανε ως την Αντιόχεια.

—οο0οο—

Η Αντιόχεια, την εποχή της άφιξης των σταυροφόρων, ανήκε στον Τούρκο εμίρη Γιαγκί Σιγιάν, που ήταν υποτελής του Σελτζουκίδη βασιλιά του Χαλεπιού Ριντβάν. Αν ο Ριντβάν είχε σπεύσει να βοηθήσει αποφασιστικά τον υποτελή του, κι αν κι αυτόν τον ίδιο τον είχαν υποστηρίξει αμέσως οι άλλοι Σελτζουκίδες ηγεμόνες, οι συγγενείς του, που βασίλευαν στη Δαμασκό και στην Περσία, το έργο των εισβολέων θα 'ταν σίγουρα πολύ δύσκολο. Η μεσαιωνική Αντιόχεια, με τους τετρακόσους πύργους ή προμαχώνες της και τον τεράστιο περίβολό της, προστατευμένη στα δυτικά απ' τον Ορόντη, στα ανατολικά απ' τον ορεινό όγκο του Σιλπίου και στα βόρεια από μια σειρά ελών, ήταν ένα απ' τα πιο απόρθητα φρούρια της Ανατολής. Η έκταση αυτού του περιβόλου ήταν τόση που οι σταυροφόροι παραιτήθηκαν απ' την προσπάθεια ν' αποκλείσουν την πόλη. Αρκέστηκαν στην αρχή να επιτηρούν το βορειοδυτικό τομέα όπου εγκατέστησαν το στρατόπεδό τους. Η φρουρά μπορούσε λοιπόν, απ' τη μεριά του βουνού, να επικοινωνεί ελεύθερα με τη μουσουλμανική Συρία κι από κει ν' ανεφοδιάζει την πόλη, ενώ το χριστιανικό στρατόπεδο άρχιζε να υποφέρει από έλλειψη τροφίμων.

Ευτυχώς για τους πολιορκητές, οι Τούρκοι είχαν παραλύσει απ' τους καυγάδες τους. Ο εμίρης της Αντιόχειας Γιαγκί-Σιγιάν εξακολουθούσε να μην έχει καλές σχέσεις με τον γείτονα και αυθέντη του, τον βασιλιά του Χαλεπιού Ριντβάν. Επιπλέον ο τελευταίος αυτός ήταν δυσαρεστημένος με τον αδερφό του, τον βασιλιά της Δαμασκού Δουκάκ. Το αποτέλεσμα ήταν οι φυσικοί προστάτες της πολιορκημένης πύλης να μην μπορούν να συνεννοηθούν για να τη βοηθήσουν. Οι Δαμασκηνοί ξεκίνησαν πρώτοι, αλλά έπεσαν πάνω σε μιαν ισχυρή χριστιανική περιπολία, που διέτρεχε την ύπαιθρο κάτω απ' τις διαταγές του Βοημούνδου και του κόμη της Φλάνδρας, και αποκρούστηκαν. ένα μήνα αργότερα, οι Χαλεπινοί δοκίμασαν κι αυτοί ν' απαλλάξουν την Αντιόχεια. Ο Βοημούνδος τους περίμενε ανάμεσα στον Ορόντη και στη λίμνη της Αντιόχειας, θέση καλοδιαλεγμένη, για να εμποδίσει τους καβαλάρηδες Τούρκους τοξότες ν' αναπτυχθούν και να επιδοθούν στο συνηθισμένο τους πηγαινέλα. Υποχρεωμένοι να δεχτούν τη μάχη εκ του συστάδην, σε μια περιορισμένη έκταση, οι Τούρκοι συντρίφτηκαν κάτω απ' το βάρος του σιδερόφραχτου φράγκικου ιππικού.

Μ' όλη αυτή την επιτυχία, η έλλειψη τροφίμων μεγάλωνε στο χριστιανικό στρατόπεδο σκορπώντας την αποθάρρυνση. Η λιποταξία κ' η αρρώστια αραίωναν τις γραμμές του. Τότε ήταν που ο Βοημούνδος επιβλήθηκε σαν ισχυρός αρχηγός, ο μόνος ικανός να χαλιναγωγήσει το στράτευμα. Έχοντας συγκεντρώσει τις βλέψεις του στην Αντιόχεια, ποθούσε περισσότερο απ' τον καθένα την κατάληψη της πόλης αυτής. Αλλά πριν δοθεί ολόκληρος σ' αυτή την προσπάθεια, ήθελε ν' αποσπάσει απ' τους άλλους φεουδάρχες μιαν επίσημη υπόσχεση σχετικά με τη μελλοντική τύχη αυτής της κατάχτησης. Στις πιο κρίσιμες μέρες της πολιορκίας, όταν ο καθένας είχε συνηθίσει να τον θεωρεί σαν την ψυχή του στρατεύματος, ο πανούργος Νορμανδός αρχηγός ανάγγειλε ξαφνικά την απόφασή του να γυρίσει στην Ευρώπη. Έβλεπε, καθώς έλεγε, να χάνονται οι άνθρωποί του και τ' άλογά του και δεν ήταν αρκετά πλούσιος για ν' αντέξει στα έξοδα μιας τόσο μεγάλης εκστρατείας. Αυτή η συγκεκαλυμμένη απειλή έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ν' αφήσουν να φύγει ένας άνθρωπος σαν τον Βοημούνδο, σ' αυτή την κρίσιμη στιγμή, ήταν για τους φεουδάρχες σα να καταδίκαζαν τη Σταυροφορία σε αποτυχία. Για να τον συγκρατήσουν, οι περισσότεροι, παρά την αντίθεση του Ραϋμόνδου του Σαιν-Ζιλ, άφησαν να εννοηθεί πως μόλις θα 'παιρναν την Αντιόχεια, θα την άφηναν σ' αυτόν. Ο Βοημούνδος αυτό ακριβώς περίμενε. Έμεινε, δείχνοντας από κείνη τη στιγμή μια τέτοια δραστηριότητα για την κατάληψη της Αντιόχειας, που θα θριάμβευε πάνω απ' όλα τα εμπόδια.

Έμενε όμως μια σκιά σ' αυτή την υπόθεση: τα δικαιώματα επικυριαρχίας της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Σύμφωνα με τους όρους της συμμαχίας της Κωνσταντινούπολης, μήπως δεν είχαν αναλάβει οι Φράγκοι την υποχρέωση να παραδώσουν την Αντιόχεια στον αυτοκράτορα, μόλις θα 'διωχναν τους Τούρκους; Η παρουσία στο στρατό της πολιορκίας ενός αυτοκρατορικού τμήματος

Page 16: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ήταν σαν μια διαρκής υπόμνηση αυτής της υπόσχεσης. Για μια φορά ακόμα, ο Βοημούνδος κατέφυγε στην πανουργία. Δηλώνοντας πως ήταν ο καλύτερος φίλος των βυζαντινών αξιωματικών, ήρθε να τους προειδοποιήσει με μεγάλη μυστικότητα για μια δήθεν συνωμοσία των Φράγκων εναντίον τους. Ο βυζαντινός διοικητής φοβήθηκε κ' ευχαριστώντας τον Βοημούνδο για την εκδούλευση, αποχώρησε βιαστικά με το στράτευμά του. Μόλις εξαφανίστηκε, ο Βοημούνδος ξεσήκωσε τον φράγκικο στρατό γι αυτή τη «λιποταξία»: Οι Βυζαντινοί είχαν «ατιμαστεί», είχαν «προδώσει τη χριστιανοσύνη», οι σταυροφόροι είχαν λυθεί απ' τον όρκο που 'χαν δώσει στην Αυτοκρατορία. Έτσι η αυτοκρατορική υποθήκη στην Αντιόχεια, έσβησε ολότελα προς μεγάλο όφελος και για μεγάλη χαρά του Νορμανδοί αρχηγού.

Ο άνθρωπος αυτός, άλλωστε, μας παρουσιάζεται με μιαν εξαιρετική ζωντάνια. Ορισμένα απ' τα πολεμικά του στρατηγήματα μοιάζουν μ' εξωφρενικά αστεία, μ' όλο που είναι κάπως χοντροκομμένα. Μουσουλμάνοι κατάσκοποι, μεταμφιεσμένοι σε Αρμένιους, λυμαίνονταν το φράγκικο στρατό. Δεν ήξεραν πως να τους ξεφορτωθούν. ένα βράδυ, την ώρα του φαγητού, παρακάλεσε τους μαγείρους του να του μαγειρέψουν μια παρτίδα Τούρκους αιχμαλώτους. «Τους κόψανε τη γλώσσα, λέει ο χρονογράφος, τους σούβλισαν κ' ετοιμάζονταν να τους ψήσουν». Σ' όσους τον ρωτούσαν για τις παράξενες αυτές προετοιμασίες, ο Βοημούνδος απαντούσε με το πιο φυσικό ύφος, πως συμπλήρωνε έτσι το μενού του Επιτελείου του σερβίροντας κατασκόπους της σούβλας. Όλο το στρατόπεδο προσέτρεξε να βεβαιωθεί για το γεγονός. Τίποτα πιο ακριβές: οι Τούρκοι, λαρδωμένοι κατάλληλα, ψήνονταν σε μεγάλες φωτιές. Την άλλη μέρα, οι κατάσκοποι, τρομοκρατημένοι, είχαν γίνει καπνός.

Έξω απ' αυτά τα αστεία ενός κάπως θηριώδους χιούμορ, οι σταυροφόροι εγκαινίαζαν μια μουσουλμανική πολιτική πολύ έξυπνη κ' ευέλικτη. Η κατάσταση ήταν πρόσφορη γι' αυτό. Το Ισλάμ ήταν τότε διαιρεμένο σε δυο θρησκευτικές παρατάξεις, σε δυο εχθρικούς «παπισμούς»: Το χαλιφάτο των Αββασιδών της Βαγδάτης και το χαλιφάτο των Φατιμιδών του Καΐρου. Το πρώτο αναγνωριζόταν απ' τους Τούρκους, κυρίαρχους, όπως είδαμε, της Πρόσω Ασίας, το δεύτερο απ' το αραβικό βασίλειο της Αιγύπτου. Αυτό το θρησκευτικό «μεγάλο σχίσμα» χειροτέρευε λοιπόν από μια βουβή αντίθεση φυλών: Άραβες ενάντια σε Τούρκους, η Μουσουλμανική Αφρική ενάντια στη Μουσουλμανική Ασία. ένα απ' τα κυριότερα σημεία της έριδας ανάμεσα στους δυο αντιπάλους ήταν η Παλαιστίνη. Η Κυβέρνηση της Αιγύπτου δε συγχωρούσε στους Τούρκους το ότι της είχαν αποσπάσει αυτή την επαρχία. Όταν τους είδε απασχολημένους με τη φράγκικη εισβολή στο μέτωπο της Αντιόχειας, έκρινε τη στιγμή κατάλληλη για να τους επιτεθεί εκ των όπισθεν, απ' την πλευρά του ισθμού του Σουέζ, και να καταλάβει ξανά την διαφιλονικούμενη ζώνη. Αυτό βέβαια ήταν μια προδοσία απέναντι στο Ισλάμ, αλλά Μεγάλος Βεζίρης στο Κάιρο κείνη την εποχή ήταν ένας Αρμένιος προσήλυτος, που ο μουσουλμανικός ζήλος του ήταν φυσικά αρκετά χλιαρός.

Αυτός ο αρνησίθρησκος δεν καλοκαταλάβαινε ούτε και τον θρησκευτικό ενθουσιασμό που έσπρωχνε τους σταυροφόρους προς την Ιερουσαλήμ. Έστειλε μια πρεσβεία στους Φράγκους μπροστά στην Αντιόχεια, και τους πρότεινε μια σιωπηρή συμμαχία για τη διανομή των τουρκικών κτήσεων της Συρίας και της Παλαιστίνης: Οι Φράγκοι θα έπαιρναν την Αντιόχεια και τη Συρία κ' οι Αιγύπτιοι, την Ιερουσαλήμ και την Παλαιστίνη.

Οι σταυροφόροι απέφυγαν ν' αποκρούσουν την πρόταση. Μ' όλο που η Ιερουσαλήμ έμενε, φυσικά, ο βασικός τους σκοπός, έκαναν μεγάλη υποδοχή στους πρέσβεις και τους ενθάρρυναν στις απόψεις τους. Το ουσιώδες ήταν να υποθάλψουν τις διαιρέσεις μέσα στους κόλπους του Ισλάμ, κι όσο δεν έπεφτε η Αντιόχεια, ν' αποθαρρύνουν τους Τούρκους μ' έναν αιγυπτιακό αντιπερισπασμό απ' την πλευρά της Ιουδαίας. Ευγενικά, οι σταυροφόροι αρχηγοί πρόσφεραν στους Αιγυπτίους πρέσβεις τρακόσα κεφάλια Τούρκων, που είχαν σφαχτεί κοντά στη λίμνη της Αντιόχειας: μικρό δώρο για την επισφράγιση της συμμαχίας. Τότε οι Αιγύπτιοι δε δίστασαν. Επιτέθηκαν ενάντια στους Τούρκους απ' την πλευρά της Παλαιστίνης και τον ίδιο χρόνο (26 Αυγούστου 1098) τους πήραν την Ιερουσαλήμ.

Page 17: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Για να τελειώσουν όμως με την Αντιόχεια, οι σταυροφόροι έπρεπε να μεταβάλουν αυτή τη χαλαρή πολιορκία σε αποτελεσματικό αποκλεισμό. Μια γενοβέζικη μοίρα, που έφερνε επιτέλους υλικό πολιορκίας, ήρθε κι άραξε στις εκβολές του Ορόντη. Ο Βοημούνδος και ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ έσπευσαν να 'ρθουν σ' επαφή μαζί της, αλλά η φρουρά της Αντιόχειας επωφελήθηκε απ' την απομάκρυνσή τους για ν' αποτολμήσει μια φονική έξοδο. Πανικός κατέλαβε τους υπερασπιστές του στρατοπέδου των πολιορκητών. Διαδόθηκε πως σκοτώθηκαν οι σύντροφοι του Βοημούνδου και του Σαιν-Ζιλ. Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν δείχτηκε σ' αυτή την περίσταση υπέροχος. «Γενναίοι άρχοντες, αν αυτές οι διαδόσεις είναι αληθινές, αν αυτά τα άπιστα σκυλιά σκότωσαν τους συντρόφους μας, δε μας μένει παρά να πεθάνουμε όπως κι αυτοί, σαν καλοί χριστιανοί και τίμιοι άνθρωποι. Ή, αν ο Χριστός θέλει να τον υπηρετήσουμε ακόμα, ας εκδικηθούμε το θάνατο αυτών των γενναίων!» Και κάνοντας πράξη τα λόγια, ρίχτηκε στους Τούρκους και τους πέταξε στο ποτάμι. Σ' αυτή τη συμπλοκή ήταν που ο Γοδεφρείδος, μας λέει ο χρονογράφος, «έκανε ένα κατόρθωμα που γι' αυτό θα μιλάνε παντοτινά». Με μια σπαθιά έκοψε έναν Τούρκο στα δυο. «Ο κορμός έπεσε χάμω, ενώ η λεκάνη και τα πόδια έμειναν κρεμασμένα στο άλογο που έφυγε καλπάζοντας».

Με την άφιξη του πολιορκητικού υλικού μπόρεσαν να φτιάξουν γύρω στην Αντιόχεια αρκετούς προμαχώνες, κ' έτσι ο αποκλεισμός έγινε αποτελεσματικός. Τότε ακριβώς ο Βοημούνδος δέχτηκε προσωπικά και με μεγάλη μυστικότητα τις προτάσεις ενός κατοίκου της Αντιόχειας, ενός Αρμένη αρνησίθρησκου, του Φιρούζ, που επειδή τον είχαν προσβάλει οι Τούρκοι, προσφερόταν να μπάσει στην πόλη τους Φράγκους. Η χαρά απ' το γεγονός αυτό δεν έκανε ωστόσο τον Βοημούνδο να ξεχάσει τις προσωπικές του φιλοδοξίες. Συγκέντρωσε όλους τους φεουδάρχες και τους ανάγγειλε ψυχρά πως είχε το μέσον να τους παραδώσει την Αντιόχεια με τον όρο όλοι, μια και καλή, να παραιτηθούν εκ των προτέρων επίσημα, υπέρ αυτού, απ' τα δικαιώματά τους στην πόλη: «Αν απορρίψετε αυτό τον όρο, βρείτε άλλον τρόπο να πάρετε την Αντιόχεια: θα παραχωρήσω πρόθυμα το μερτικό μου σ' όποιον το πετύχει».

Αυτός ο λόγος, γεμάτος πονηρή ειρωνεία, είχε ακόμα περισσότερη σημασία, γιατί οι πολιορκητές μόλις είχαν μάθει πως πλησίαζε ένας τεράστιος τουρκικός στρατός. Αν έφτανε πριν απ' την πτώση της πόλης, οι σταυροφόροι ήταν χαμένοι. Η προσφορά του Βοημούνδου αντιπροσώπευε γι' αυτούς την τελευταία ελπίδα σωτηρίας. Κ' οι πιο ανένδοτοι ακόμα δέχτηκαν.

Ο Βοημούνδος τότε, σε συμφωνία με τον μυστηριώδη Φιρούζ, κανόνισε όλες τις λεπτομέρειες του αιφνιδιασμού. Στις 2 Ιουνίου, το βράδυ, παραπλάνησαν τους πολιορκημένους κάνοντας μια ψευτοεπίθεση απ' την πλευρά του ποταμού, έπειτα ο στρατός συγκεντρώθηκε μέσα στη νύχτα μπροστά στον πύργο του όρους Σίλπιου, όπου ο Φιρούζ περίμενε τον Βοημούνδο. Λίγο πριν απ' τις 4 το πρωί, άρχισε η αναρρίχηση στον πύργο. Όλοι οι γειτονικοί πύργοι κατελήφθησαν επίσης ψηλαφητά, στο μισόφωτο πριν απ' την αυγή. Μόλις έφεξε καλά, οι Φράγκοι, κατρακυλώντας στις πλαγιές του Σίλπιου, ρίχτηκαν κατά μάζες στην πόλη κ' έγιναν δεχτοί σαν απελευθερωτές απ' το αρμενικό, το ελληνικό και το συριακό στοιχείο του πληθυσμού, που πήρε μέρος στη σφαγή των Τούρκων. Όσο για τον εμίρη Γιαγκί-Σιγιάν, όταν είδε στα τείχη να κυματίζει το πορφυρό λάβαρο του Βοημούνδου, έχασε το θάρρος του και τράπηκε σε φυγή μέσα απ' τον κάμπο, όπου έπεσε απ' το άλογο κ' έσπασε το πόδι του. Ένας Αρμένιος τον αποτέλειωσε.

Η Αντιόχεια είχε καταληφθεί πάνω στην ώρα. Την επομένη, η μεγάλη τουρκική στρατιά, σταλμένη απ' τους Σελτζουκίδες της Περσίας και με αρχηγό τον εμίρη της Μοσούλης Κερβογά, εμφανιζόταν στον Ορόντη.

Η θέση των Φράγκων ήταν τραγική. Από πολιορκητές είχαν γίνει πολιορκημένοι, ήταν τώρα αποκλεισμένοι στην Αντιόχεια απ' τους Τούρκους, που δεν άφηναν να περάσει κανένα εφόδιο. Ο λιμός στην πόλη γινόταν φριχτός. «Όποιος έβρισκε ένα ψόφιο σκυλί ή γατί, το 'τρωγε με μεγάλη απόλαυση». Το χειρότερο ήταν πως εξαντλημένοι απ' την πείνα, οι Φράγκοι παραμελούσαν τη φρούρηση των τειχών. Μονάχα ο Βοημούνδος, με μιαν άγρια τραχύτητα, έμενε ακλόνητος. Τη

Page 18: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

νύχτα, στο φως των δαυλών, περιπολούσε τους δρόμους για να αιφνιδιάσει τους λιποτάχτες και τους προδότες. Οι στρατιώτες, μην μπορώντας να σταθούν στα πόδια τους απ' την, πείνα και την κούραση, έμεναν ξαπλωμένοι στα σπίτια αντί να πηγαίνουν στα τείχη. ένα βράδυ συναγερμού, για να τους αναγκάσει να πάνε στις σκοπιές τους, ο φοβερός Νορμανδός αρχηγός δε δίστασε να βάλει φωτιά στην πόλη. Μπροστά στις απειλητικές φλόγες, οι δυστυχισμένοι υποχρεώθηκαν να βγουν κοπαδιαστά στους δρόμους. Εκεί βρήκαν τον Βοημούνδο, που με το σπαθί στο χέρι τους έσπρωχνε στις πολεμίστρες. Πολλές συνοικίες κάηκαν, αλλά η επίθεση των Τούρκων αποκρούστηκε.

Ωστόσο, για ν' αναπτερωθεί το ηθικό του στρατού, χρειαζόταν ένα θαύμα. Και το θαύμα έγινε. Ήταν η ανακάλυψη της Αγίας Λόγχης. Έπειτα από ένα όραμα, ένας προβηγκιανός προσκυνητής, ο Πιέρ Μπαρτελεμύ, την ξέθαψε στις 14 Ιουνίου κάτω απ' τις πλάκες μιας εκκλησίας της Αντιόχειας. Οι Φράγκοι, που χτες μόλις και μετά βίας μπορούσαν ν' αμύνονται πίσω απ' τα τείχη, ένιωσαν ξαφνικά να εμψυχώνονται από μια τέτοια φλόγα που πέρασαν στην αντεπίθεση. Στις 28 Ιουνίου, την αυγή, ο Βοημούνδος έβγαλε το στρατό απ' την πύλη της γέφυρας κι άρχισε να τον αναπτύσσει στην πεδιάδα. Αν ο Κερβογά είχε επιτεθεί την ώρα αυτού του ελιγμού, τα πράγματα θα 'παιρναν άσκημη τροπή. Ο Τούρκος αρχηγός όμως, στην κενοδοξία του, προτίμησε να περιμένει για ν' αντιμετωπίσει όλη τη φράγκικη στρατιά και να την καταστρέψει μεμιάς.

Ο Βοημούνδος, γεμάτος χαρά γι' αυτό το λάθος, βρήκε τον καιρό να παρατάξει μεθοδικά τις ίλες του, με το πρώτο σώμα αποτελούμενο από Γάλλους και Φλαμανδούς, με τον Ούγο του Βερμαντουά και τον κόμη Ροβέρτο, το δεύτερο απ' τους Βραβαντίνους, με τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, το τρίτο απ' τους ιππότες της Νορμανδίας, με τον Ροβέρτο Κουρτ - Χεζ, το τέταρτο απ' τους Γάλλους του Νότου, με τον Αντεμάρ του Μοντέιγ, τον πέμπτο απ' τους Νορμανδούς της Ιταλίας, με τον Ταγκρέδο και τον ίδιο τον Βοημούνδο. Ο Κερβογά, πέφτοντας από λάθος σε λάθος, αντί να καταφύγει στη συνηθισμένη τουρκική ταχτική της καταπόνησης του εχθρού με το στροβίλισμα των καβαλάρηδων τοξοτών, περίμενε τη μαζική επέλαση των σιδερόφραχτων ιπποτών που σύντριψε τα πάντα. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να σώσει την κατάσταση υπερφαλαγγίζοντας το φράγκικο στρατό. Ο Βοημούνδος, διαβλέποντας το σχέδιό του, σχημάτισε αμέσως απ' τα νορμανδικά και τα βραβαντινά στρατεύματα ένα έχτο σώμα, κι όρμησε καλπάζοντας να χτυπήσει τους Τούρκους απ' τα πλάγια. Τότε η πανωλεθρία των Τούρκων γενικεύτηκε. Ο Κερβογά το 'σκασε, όσο μπορούσε πιο γρήγορα, στο Χαλέπι κ' ύστερα ως τη Μοσούλη. Ο Βοημούνδος, για να μη δώσει την ευκαιρία στον όγκο του τουρκικού στρατού να του ξεφύγει, δεν επέτρεψε στους σταυροφόρους να λεηλατήσουν το εχθρικό στρατόπεδο και τους παρέσυρε σε μια κατά πόδας καταδίωξη των φυγάδων. Μονάχα όταν γύρισαν απ' αυτό το άγριο κυνηγητό, τους άφησε να λεηλατήσουν τις τουρκικές σκηνές. Τα λάφυρα ήταν άπειρα.

—οο0οο—

Η ήττα των Τούρκων, που επικύρωσε την οριστική κατάληψη της Αντιόχειας απ' τους Φράγκους, χρονολογείται, όπως είδαμε, απ' τις 28 Ιουνίου του 1098. Μόλις όμως στις 13 του Γενάρη του 1099 οι σταυροφόροι επανέλαβαν την πορεία τους για την Ιερουσαλήμ. Κατηγόρησαν αυτή τη μακρά απραξία. Στην πραγματικότητα, ο στρατός, κουρασμένος από τόσες δοκιμασίες, είχε ανάγκη ν' ανασυνταχτεί. Κ' έπειτα ξανάρχισαν οι έριδες για την κατοχή της Αντιόχειας. Αν οι άλλοι σταυροφόροι αρχηγοί, σύμφωνα με την υπόσχεσή τους, είχαν παραδώσει στον Βοημούνδο χωρίς δυσκολία τους διάφορους τομείς της πόλης που κατείχαν τα στρατεύματά τους, αν ο τίμιος Γοδεφρείδος έβρισκε φυσικό να γίνει πρίγκιπας της Αντιόχειας ο Νορμανδός αρχηγός μετά τις τόσες υπηρεσίες που 'χε προσφέρει, ο Ραϋμόνδος του Σαιν - Ζιλ αρνιόταν να εγκαταλείψει τη συνοικία, όπου είχαν εγκατασταθεί οι Τουλουζάνοι του. Πολλές φορές οι Τουλουζάνοι παραλίγο να 'ρθουν στα χέρια με τους Νορμανδούς.

Αυτές οι διενέξεις παρέλυαν τη Σταυροφορία. Ο στρατός είχε ξεκουραστεί από καιρό, ο χρόνος περνούσε και οι φεουδάρχες εξακολουθούσαν να καυγαδίζουν. Μετά την Αντιόχεια, επρόκειτο

Page 19: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τώρα για το Μααρέτ εν - Νομάν, άλλο οχυρό της Συρίας, που μόλις είχε καταληφθεί απ' τους σταυροφόρους και που την κατοχή του τη διαφιλονικούσαν ο Βοημούνδος και ο Σαιν - Ζιλ. Μπροστά σε μια τέτοια επίδειξη φεουδαρχικής απληστίας, η μάζα των προσκυνητών σταυροφόρων επαναστάτησε: Μα γι' αυτό λοιπόν είχαν γίνει σταυροφόροι, ύστερ' από πρόσκληση του Πάπα; Για να πλουτίσουν τους φεουδάρχες με νέα φέουδα κι όχι για ν' απελευθερώσουν τον Πανάγιο Τάφο; Στις 5 του Γενάρη του 1099, ξέσπασε στο Μααρέτ εν - Νομάν πραγματική επανάσταση. Ο χρονογράφος μας μετέδωσε, με τις ίδιες συνταραχτικές φράσεις, την αγανάχτηση αυτών των, «φτωχών», αυτών των «απλοϊκών», που μονάχα αυτοί διατηρούσαν το ιδανικό των πρώτων ημερών: «Τι γίνεται εδώ! Καυγάδες για την Αντιόχεια, καυγάδες για τη Μάρα, για κάθε οχυρό που μας παραδίνει ο Θεός, αγώνες ανάμεσα στους πρίγκιπες! Αυτή τη φορά, η Μάρα δε θα 'ναι κανενός, θα την ισοπεδώσουμε!» Κι αμέσως, παρά τις προσπάθειες των αξιωματούχων του κόμη της Τουλούζης, οι σταυροφόροι ρίχτηκαν στην πόλη και την ξεθεμελίωσαν.

Αυτή η ιερή αγανάκτηση πέτυχε το σκοπό της. Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ, ζωηρά συγκινημένος απ' αυτή την υπόμνηση του όρκου του Κλερμόν, και για να δείξει καθαρά πως επαναλάβανε το προσκύνημά του, που είχε διακοπεί, πήρε, στις 13 του Γενάρη, απ' το Μααρέτ εν-Νομάν ξυπόλητος το δρόμο του Νότου, το δρόμο της Ιερουσαλήμ. Με τον μεσημβρινό, ευμετάβλητο χαραχτήρα του, μεταπηδούσε τώρα απ' τις χειρότερες φεουδαρχικές στρεψοδικίες στον πιο φλογερό θρησκευτικό ζήλο. Έπειτα ο ρόλος του ηγέτη των μαζών, που κοινωνεί μαζί τους στο ίδιο ιδανικό, ταίριαζε στο χαραχτήρα του. Τέλος η φιλοδοξία του, απογοητευμένη απ' την Αντιόχεια, έβρισκε εδώ τη δικαίωσή της, και η φαντασία του έπαιρνε κιόλας φωτιά. Ο Βοημούνδος, με τη νορμανδική του πλεονεξία, για να μη διακινδυνεύσει την Αντιόχεια, αρνιόταν ν' ακολουθήσει τη Σταυροφορία. Ακόμα κι ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, αηδιασμένος απ' όλους αυτούς τους καυγάδες, είχε αποσυρθεί στην Έδεσσα με τον αδερφό του Βαλδουίνο και τον Ροβέρτο της Φλάνδρας. Αυτή η στάση των συναδέλφων του ευνοούσε τα σχέδια του κόμη της Τουλούζης. Έβλεπε τον εαυτό του, μόνον απ' όλους τους σταυροφόρους αρχηγούς, να μπαίνει κιόλας στην Ιερουσαλήμ και να κερδίζει αθάνατη δόξα.

Η πορεία των σταυροφόρων απ' το Μααρέτ εν - Νομάν στην Ιερουσαλήμ ήταν σχετικά εύκολη. Η χώρα ήταν μοιρασμένη σε μικρούς Άραβες εμίρηδες, που μην μπορώντας ν' αντιμετωπίσουν τον φράγκικο στρατό, προσπάθησαν ν' αποχτήσουν την εύνοιά του βοηθώντας τον στον ανεφοδιασμό του. Αυτό έγινε στο Σετζέρ και στην Τρίπολη, πράγμα που δεν εμπόδισε άλλωστε τις εχθροπραξίες να ξεσπάσουν για μερικά δευτερεύοντα οχυρά του εμιράτου της Τρίπολης. Αυτές οι συμπλοκές έφεραν ένα αναπάντεχο όφελος. Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν κι ο κόμης της Φλάνδρας, μαθαίνοντας πως γίνονταν μάχες, έσπευσαν προς τα εκεί. Έφτασαν στην πιο κατάλληλη στιγμή, γιατί ο Σαιν - Ζιλ, στην ωραία αυτή Ριβιέρα του Λιβάνου, όπου μόλις είχαν καταλάβει την Τορτόσα, ένιωθε να τον κυριεύουν ξανά οι εδαφικές του φιλοδοξίες. Με μεγάλο κόπο, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν τον απόσπασε απ' την κατάχτηση του Λιβάνου για να ξαναπάρει μαζί του, κατά μήκος της ακτής της Φοινίκης, το δρόμο για την Ιερουσαλήμ.

Μπροστά απ' τη Βηρυτό, απ' την Τύρο, απ' τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, οι τοπικοί εμίρηδες, τρομοκρατημένοι απ' το πλησίασμα των σταυροφόρων, τους προμήθευαν τα αναγκαία εφόδια χωρίς δυσκολίες. Ανάμεσα στο Αρσούφ και στη Γιάφα, εγκατέλειψαν την ακτή για να πάρουν, ανάμεσα στο αυχμηρό οροπέδιο της Ιουδαίας, το δρόμο που ανεβαίνει προς την Ιερουσαλήμ. Ο Γάστων της Βεάρνης και ο Ροβέρτος της Φλάνδρας, σταλμένοι σαν ανιχνευτές, μπήκαν πρώτοι στη Ράμλε, που 'χε εκκενωθεί απ' τους Μουσουλμάνους. Στο ύψος της Εμμαούς, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν έστειλε τον ξάδερφό του, τον Βαλδουίνο του Μπουργκ και τον Ταγκρέδο με εκατό καβαλάρηδες, για μιαν αναγνώριση προς τη Βηθλεέμ.

Αφού κάλπασε όλη τη νύχτα, η μικρή ομάδα έφτασε στη Βηθλεέμ τα χαράματα. Όταν οι ντόπιοι χριστιανοί αναγνώρισαν τους Φράγκους, ξέσπασαν σε ακράτητη χαρά. Όλοι, τόσο εκείνοι που ακολουθούσαν το ορθόδοξο δόγμα, όσο και κείνοι που ακολουθούσαν το συριακό, βγήκαν σε

Page 20: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

λιτανείες, με τους σταυρούς και τα ευαγγέλιά τους, ψάλλοντας θριαμβευτικούς ύμνους, για να υποδεχτούν αυτούς τους ελευθερωτές, που 'χαν έρθει απ' τα βάθη της Δύσης. Είχε ανατείλει λοιπόν η ανέλπιστη μέρα του θριάμβου του Σταυρού πάνω στην Ημισέληνο! Όλοι αυτοί οι δυστυχισμένοι, ύστερ' από τέσσερις και πάνω αιώνες καταπίεσης, φιλούσαν κλαίγοντας τα χέρια των τραχιών ιπποτών. Οδηγούμενοι από 'ναν λαό που πανηγύριζε, ο Ταγκρέδος και οι σύντροφοί του πήγαν στην εκκλησία της Γέννησης. «Είδαν τη φάτνη όπου είχαν εναποθέσει το γλυκό παιδί, που δημιούργησε τον ουρανό και τη γη. Οι κάτοικοι, από ευγνωμοσύνη, πήραν το λάβαρο του Ταγκρέδου και το στήσανε στην κορφή της Βασιλικής της Παρθένου».

Φεύγοντας απ' τη Βηθλεέμ, ο Ταγκρέδος συνάντησε τον Γάστωνα της Βεάρνης, που με τριάντα ιππότες είχε έρθει για αναγνώριση γύρω στην Ιερουσαλήμ. Και την Τρίτη, 7 Ιουνίου, ολόκληρος ο φράγκικος στρατός είδε τους τρούλους της Αγίας Πόλης. «Όταν άκουσαν αυτό το όνομα: Ιερουσαλήμ, δεν μπόρεσαν να κρατήσουν τα δάκρυά τους και πέφτοντας γονατιστοί, ευχαρίστησαν το Θεό που τους επέτρεψε να φτάσουν στο τέρμα του προσκυνήματός τους, στην Αγία Πόλη, όπου ο Κύριός μας ευδόκησε να σώσει τον κόσμο. Τι συγκινητικό ν' ακούς τότε τ' αναφιλητά που ανέβαιναν απ' όλο αυτό το πλήθος! Προχώρησαν ακόμα ώσπου τα τείχη και οι πύργοι της πόλης να ξεχωρίσουν περισσότερο. Ύψωναν τα χέρια προς τον ουρανό, ευχαριστώντας, και φιλούσαν ταπεινά τη γη».

Την Ιερουσαλήμ, όπως είδαμε, οι Άραβες της Αιγύπτου την είχαν αποσπάσει πριν δέκα μήνες απ' τους Τούρκους. Οι Άραβες, μαθαίνοντας πως πλησίαζαν οι σταυροφόροι, είχαν οργανώσει βιαστικά την άμυνά της με μιαν ισχυρή φρουρά, αποτελούμενη εν μέρει από Σουδανέζους. Οι σταυροφόροι αρχηγοί μοιράστηκαν τους τομείς της επίθεσης: ο Ροβέρτος της Νορμανδίας ανέλαβε το βόρειο τομέα, απέναντι στην πύλη της Δαμασκού, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας πήρε τη θέση απέναντι στη σημερινή Παναγία της Γαλλίας, ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν και ο Ταγκρέδος ανέλαβαν το δυτικό τομέα, απέναντι στην πύλη της Γιάφας και στο κάστρο, και τέλος, ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ ανέλαβε το νότιο τομέα, στο όρος της Σιών. Εξαιρετικά δύσκολη πολιορκία. Μέσα Ιουνίου. Ζέστη τρομερή. Το νερό έλειπε, το ίδιο και τα εφόδια, και πώς να επιτεθείς χωρίς πολιορκητικές μηχανές ενάντια σε μια τόσο οχυρή θέση; Τέλος έφτασε στη Γιάφα μια γενοβέζικη μοίρα, φέρνοντας τρόφιμα και πολεμικό υλικό. Ο Γουλιέλμος του Σαμπράν, με μερικές ίλες, πήγε ν' αποκαταστήσει επαφή μαζί της και μπόρεσαν να φτιάξουν τεράστιες σκάλες και ξύλινους κινητούς πύργους απ' όπου δέσποζαν πάνω απ' τα τείχη. Ο Γάστων της Βεάρνης διακρίθηκε μ' αυτή την ευκαιρία σαν μηχανικός. Τη νύχτα της 9ης Ιουλίου, ο Γοδεφρείδος, ο Ροβέρτος της Φλάνδρας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας μετέφεραν τις μηχανές τους απέναντι στο βορειοανατολικό τομέα, απ' την πύλη του Αγίου Στεφάνου (τη σημερινή πύλη της Δαμασκού) ως το χείμαρρο των Κέδρων. Στις 14 άρχισε η επίθεση, στην αρχή χωρίς αποτέλεσμα. Η αιγυπτιακή φρουρά διέθετε το φοβερό υγρό πυρ, που μ' αυτό κατάβρεχε τους κινητούς πύργους των επιτιθεμένων.

Η επίθεση ξανάρχισε μια Παρασκευή, στις 15, το πρωί. Ο Γοδεφρείδος μπόρεσε να πλησιάσει τα τείχη με τον ξύλινο πύργο του, που τον είχε σκεπάσει με φρεσκογδαρμένα τομάρια για να προστατέψει τα δοκάρια απ' τη φωτιά. Είχε πάρει θέση στο πάνω πάτωμα με τον μικρότερό του αδερφό, τον Ευστάθιο της Βουλώνης. Κατά το μεσημέρι, κατάφερε να ρίξει μια γέφυρα στο τείχος. Μαζί με τον Ευστάθιο όρμησαν και δυο ιππότες απ' το Τουρναί. Ταυτόχρονα οι σκάλες, στημένες παντού, πρόσφεραν πέρασμα σε τσαμπιά Φράγκους στρατιώτες, έτσι που το τείχος απ' αυτή την πλευρά καταλήφθηκε ολόκληρο, ενώ οι υπερασπιστές τρέπονταν σε φυγή προς το τέμενος του Ελ-Ακσά, το «Ναό του Σολομώντος», όπου οχυρώνονταν. Η κατάχτηση του τεμένους δεν πραγματοποιήθηκε παρά ύστερ' από μια καινούργια μάχη, πιο λυσσαλέα ακόμα: «Βυθιζόταν κανείς στο αίμα ως τον αστράγαλο». Ο Ταγκρέδος και ο Γάστων της Βεάρνης έτρεξαν να καταλάβουν το γειτονικό μουσουλμανικό ιερό, το Κούβετ-ες-Σάχρα ή τέμενος του Ομάρ. Εκεί είχαν καταφύγει άλλα πλήθη μουσουλμάνων, που ζητούσαν αμάν (έλεος). Ιπποτικός νικητής, ο Ταγκρέδος πήρε αυτούς τους δυστυχισμένους υπό την προστασία του, αφήνοντάς τους το ίδιο του το λάβαρο, εγγύηση προστασίας. Δυστυχώς τη νύχτα ή τ' άλλο πρωί, καινούργια κύματα επιτιθέμενων Φράγκων

Page 21: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

κατέσφαξαν αυτούς τους αιχμαλώτους. Μεγάλη ήταν η οργή του Νορμανδού αρχηγού, όταν έμαθε την προσβολή που 'χαν κάνει στο λάβαρό του, την ασέβεια που έδειξαν στο λόγο που 'χε δώσει κι ακόμα τη ζημιά που του έκανε η σφαγή αυτών των αιχμαλώτων, που απ' αυτούς περίμενε, και δίκαια, πλούσια λύτρα.

Στο νότιο τομέα, τον πιο δύσκολο είναι αλήθεια, ο κόμης της Τουλούζης είχε αντιμετωπίσει μεγαλύτερη αντίσταση. Μόλις το απόγεμα της 15ης, όταν οι υπερασπιστές του Ναού, φεύγοντας μπροστά απ' τον Γοδεφρείδο, υποχώρησαν απ' αυτή τη μεριά κάτω απ' την προστασία του κάστρου, ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ μπόρεσε κι αυτός να μπει στην πόλη. Οι Αιγύπτιοι, στριμωγμένοι ανάμεσα στις φράγκικες μάζες, που απ' τα βορειο-ανατολικά κατρακυλούσαν απ' το Ναό και σε κείνες που με τον Σαιν-Ζιλ ανέβαιναν απ' το Νότο, έτρεχαν εδώ και κει σαν χαμένοι. Ο Σαιν-Ζιλ έτρεξε στο κάστρο, «τον Πύργο του Δαυίδ», όπως τον έλεγαν, που ο διοικητής του το παρέδωσε, αφού του υποσχέθηκαν πως θα τον αφήσουν ν' αποσυρθεί με τη φρουρά. Αύτη την υπόσχεση ο Σαιν-Ζιλ την κράτησε τίμια. Έδωσε μια συνοδεία στην εμίρη για να τον προστατέψει ως την Ασκάλωνα.

Δεν ακολούθησαν όμως δυστυχώς παντού αυτό το παράδειγμα. Βέβαια μπορεί κανείς να εξηγήσει το αίμα που χύθηκε στις οδομαχίες, ακόμα και τις φοβερές σκηνές του Ναού, γιατί οι μουσουλμάνοι είχαν μεταβάλει αυτό το κτίριο σε έσχατο οχυρό αντίστασης. Αλλά κι αν ο αριθμός των μουσουλμανικών θυμάτων εξογκώθηκε πολύ, οι φυσικές σε κάθε άλωση αγριότητες παρατάθηκαν εδώ υπερβολικά. «Η πόλη παρουσίαζε μια τέτοια εικόνα σφαγής, μια τέτοια εικόνα αιματοχυσίας, που και οι ίδιοι οι νικητές ένιωσαν φρίκη και αηδία». Εκείνος που μιλάει έτσι δεν είναι άλλος απ' τον μεγάλο αρχιεπίσκοπο Γουλιέλμο της Τύρου, που του είναι αδύνατο να κρύψει την αποδοκιμασία του σαν χριστιανός, και τη μομφή του σαν πολιτικός. Γιατί, απ' την τελευταία αυτή άποψη, οι βιαιοπραγίες της 15ης Ιουλίου ήταν σοβαρό σφάλμα. Οι παραθαλάσσιες πόλεις, απ' τη Βηρυτό ως το Αρσούφ, ήταν, την παραμονή ακόμα, έτοιμες να διαπραγματευθούν την υποταγή τους. Τώρα όμως, τρομαγμένες απ' την τύχη των Μουσουλμάνων της Ιερουσαλήμ, αντιστάθηκαν λυσσαλέα.

Στο μεταξύ οι φοβεροί νικητές της 15ης Ιουλίου, συνήλθαν κι άρχισαν να φέρονται σαν χριστιανοί. Το ίδιο βράδυ αυτής της μέρας, ανέβηκαν στον Πανάγιο Τάφο. «Έπλυναν τα χέρια και τα πόδια τους, πέταξαν τα ματωμένα ρούχα τους, έβαλαν καινούργια και ξυπόλητοι πήγαν στους Αγίους Τόπους». Η ορμή της μάχης είχε σβήσει. Στους τραχείς αυτούς ανθρώπους, ύστερ' από τόσες δοκιμασίες και κινδύνους, δεν απέμενε πια παρά μια απέραντη θρησκευτική συγκίνηση. Συνωστίζονταν, χύνοντας δάκρυα, σ' όλο το μήκος του Δρόμου του Μαρτυρίου κι «ασπάζονταν κατανυχτικά τον τόπο όπου ο Σωτήρας του Κόσμου είχε αφήσει τα ίχνη των βημάτων του». Οι ντόπιοι χριστιανοί, που είχαν βγει σε λιτανεία να τους προϋπαντήσουν, τους οδήγησαν στον Πανάγιο Τάφο με δοξαστικούς ύμνους. Εκεί, όλοι έπεσαν με το πρόσωπο στη γη, με τα χέρια ανοιχτά σε σταυρό. «Ο καθένας νόμιζε πως έβλεπε ακόμα μπροστά του το σταυρωμένο σώμα του Χριστού, και τους φαινόταν πως είχαν φτάσει μπροστά στις πύλες των Ουρανών».

—οο0οο—

Ξανακατέβηκαν στη γη για να οργανώσουν την κατάχτηση. Ποιος θα γινόταν αρχηγός του καινούργιου φράγκικου κράτους; Απ' τους μεγάλους φεουδάρχες που συνεργάστηκαν στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ, ο κόμης της Φλάνδρας και ο κόμης της Νορμανδίας ήθελαν να γυρίσουν στην Ευρώπη. Δεν έμεναν λοιπόν παρά ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ και ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν.

Χωρίς αμφιβολία, ο Ραϋμόνδος ήταν, όπως θα λέγαμε σήμερα, ο πιο λαμπρός υποψήφιος. Είχε μια δική του πολιτική, που βασιζόταν (είχε αλλάξει εντελώς απ' αυτή την άποψη) στη βυζαντινή συμμαχία. Η τελική επιτυχία ήταν ως ένα μεγάλο βαθμό, έργο του, αφού αυτός, έξι μήνες νωρίτερα, μπροστά στο Μααρέτ εν - Νομάν, είχε θέσει ξανά σε κίνηση τη Σταυροφορία. Κι ασφαλώς αν αυτός, ο αυθέντης της Νότιας Γαλλίας, είχε αποχτήσει το στέμμα της Ιερουσαλήμ, θα 'χε δημιουργήσει

Page 22: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αμέσως μιαν ακλόνητη συριακή μοναρχία, μ' όλο που θα 'ταν υποτελής στους Βυζαντινούς. Χωρίς άλλο όμως, αυτό ακριβώς θα τρόμαξε τους άλλους φεουδάρχες. Ίσως να του πρόσφεραν το Θρόνο, αλλά με τέτοιους περιορισμούς, που, πείσμονας καθώς ήταν, θ' αρνήθηκε. Ξέρουμε άλλωστε πως ο Ροβέρτος της Φλάνδρας και ο Ροβέρτος της Νορμανδίας ευνόησαν τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν...

Ο Γοδεφρείδος ποθούσε πολύ λιγότερο απ' τον Ραϋμόνδο την εξουσία, κ' είναι αλήθεια πως εκλέχτηκε παρά τις αντιρρήσεις του. Αλλά όλα σ' αυτόν προσέλκυαν τους ψήφους. Η παλικαριά που έδειξε στην επίθεση ενάντια στην Ιερουσαλήμ, υπήρξε υπέροχη. Τη στιγμή που οι περισσότεροι σταυροφόροι σκέφτονταν να γυρίσουν στην Ευρώπη, ποιος άλλος καλύτερα απ' αυτόν το μεγάλο στρατιώτη, θα μπορούσε, με περιορισμένες δυνάμεις, να εξασφαλίσει τη διατήρηση της κατάχτησης; Έπειτα ήταν τόσο συμφιλιωτικός, υπομονετικός και διαλλαχτικός, όσο ο Ραϋμόνδος ήταν πεισματάρης, βίαιος κ' εκδικητικός. Εδώ ο Γουλιέλμος της Τύρου διηγείται το ωραίο ανέκδοτο που αναφέραμε πιο πάνω. Πριν αποφασίσουν οι φεουδάρχες ποιον θα ψηφίσουν, έκαναν στο περιβάλλον του Γοδεφρείδου μια μυστική έρευνα για το χαρακτήρα και τις προτιμήσεις του. Οι κληρικοί του παρεκκλησιού του, όταν ρωτήθηκαν, παραπονέθηκαν μονάχα για την υπερβολική του ευλάβεια και για τις ατέλειωτες ώρες που παρέμενε στην εκκλησία, πράγμα που τους ανάγκαζε να τρώνε το φαΐ τους κρύο ή παραψημένο; Στο στόμα των ιερέων του Δούκα, η κατηγορία αυτή ήταν ασφαλώς βαριά. Στους φεουδάρχες όμως έκανε πολύ καλή εντύπωση, κι αυτό ήταν, μας βεβαιώνει χαμογελώντας ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου, ένας απ' τους λόγους που έκριναν την εκλογή του Γοδεφρείδου. Έβγαλαν το συμπέρασμα πως σίγουρα αυτός ο εστεμμένος καλόγερος, θα 'ταν ένας άκακος βασιλιάς.

Και πραγματικά, ο νεοεκλεγμένος δεν πήρε ούτε καν τον βασιλικό τίτλο. Με υπέροχη ταπεινοσύνη, αρνήθηκε, λέει η παράδοση, να στεφθεί με χρυσό στέμμα, εκεί που ο Χριστός δεν είχε φορέσει παρά ένα ακάνθινο στεφάνι. Αρκέστηκε στο αξίωμα του Προστάτη του Παναγίου Τάφου. Γι' αυτόν τον μεγάλο Χριστιανό, ο μοναδικός βασιλιάς της Ιερουσαλήμ ήταν ο Χριστός η ο τοποτηρητής του Χριστού, ο Ρωμαίος ποντίφικας. Αυτός ήταν απλούστατα ένας αντιβασιλέας της Ιερουσαλήμ για λογαριασμό της Εκκλησίας.

Αυτός όμως ο ευλαβικός γιος της Εκκλησίας, γινόταν λιοντάρι στο πεδίο της μάχης και κείνοι που τον είχαν εκλέξει σαν τον πιο ικανό για να υπερασπίσει την Ιερουσαλήμ ενάντια στην επιθετική επάνοδο του Ισλάμ, είχαν κρίνει σωστά. Δεν είχαν περάσει είκοσι μέρες απ' την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, και μια ισχυρή αιγυπτιακή στρατιά, με αρχηγό τον ίδιο το βεζίρη, εισέβαλε στην Παλαιστίνη. Η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή για τους Φράγκους. Οι δυνάμεις τους ήταν διασκορπισμένες. Ο Ταγκρέδος πολεμούσε κοντά στο Ναπλούς. Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ, οργισμένος για τον παραγκωνισμό του, είχε αποτραβηχτεί προς το μέρος του Ιορδάνη. Τι θα συνέβαινε αν οι Αιγύπτιοι τραβούσαν κατευθείαν κατά την Αγία Πόλη; Αλλά καθυστέρησαν έξω απ' την Ασκάλωνα, ενώ ο Γοδεφρείδος ενεργούσε με ταχύτητα, συγκεντρώνοντας πάλι γύρω του όλους τους συμπολεμιστές του. Ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ δυστρόπησε στην αρχή, αλλά μπροστά στον άμεσο κίνδυνο ενώθηκε με τον χριστιανικό στρατό. Ο κοινός κίνδυνος συγκέντρωνε και πάλι τις φράγκικες δυνάμεις, δημιουργώντας την ανάγκη της μοναρχίας. Παρ' όλ' αυτά, οι Φράγκοι διέθεταν μονάχα 1200 ιππείς και 9000 πάνω -κάτω πεζούς, ενώ ο αιγυπτιακός στρατός ήταν πενταπλάσιος.

Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν όμως δε δίστασε να βαδίσει σε προϋπάντηση του εχθρού. Στις 12 Αυγούστου, τα χαράματα, βρέθηκε εν όψει του αιγυπτιακού στρατοπέδου, ανάμεσα στην Ασκάλωνα και στη θάλασσα. Πήρε αμέσως θέση μάχης. Ο ίδιος διοικούσε την αριστερή πτέρυγα προς την Ασκάλωνα. Ο Ταγκρέδος, ο Ροβέρτος της Νορμανδίας και ο κόμης της Φλάνδρας, μάχονταν στο κέντρο και ο Σαιν-Ζιλ στη δεξιά πτέρυγα απ' τη μεριά της παραλίας. Μπροστά στην ξαφνική επίθεση, οι Αιγύπτιοι αιφνιδιάστηκαν. «Ετοιμάστηκαν ν' ανέβουν στ' άλογα και να φορέσουν τις πανοπλίες τους, αλλά οι Φράγκοι δεν τους άφησαν καιρό». Ο Ροβέρτος της Νορμανδίας, βλέποντας το μπαϊράκι του βεζίρη, ρίχτηκε στον σημαιοφόρο και τον σκότωσε. Ο Ταγκρέδος εκπόρθησε το

Page 23: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αιγυπτιακό στρατόπεδο. Σε λίγα λεπτά, είχε ολοκληρωθεί η πανωλεθρία του αραβικού στρατού. ένα μέρος απ' τους φυγάδες κατέφυγε σ' ένα δάσος συκομουριές, όπου οι σταυροφόροι έβαλαν φωτιά. Οι υπόλοιποι ρίχτηκαν στη θάλασσα.

Ύστερ' από μια τέτοια νίκη, οι Φράγκοι θα μπορούσαν να καταλάβουν τις παραθαλάσσιες πόλεις. Οι καυγάδες τους όμως τους παρέλυσαν και πάλι. Οι υπερασπιστές της Ασκάλωνας ήθελαν να παραδοθούν: Προκειμένου να δει τον Γοδεφρείδο να επωφελείται απ' αυτό, ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ τους παράγγειλε ν' αντισταθούν. Αυτή η σπουδαία οχυρή θέση, το κλειδί της Παλαιστίνης απ' την αιγυπτιακή πλευρά, που οι Φράγκοι μπορούσαν να την προσαρτήσουν απ' τα 1099 χωρίς καμιά προσπάθεια, θα καταληφθεί απ' αυτούς μονάχα στα 1153, αφού θα τους προκαλέσει πολλά δεινά. Ο Γοδεφρείδος, παρ' όλο που ήταν υπομονετικός, εξερεθίστηκε τόσο πολύ που λίγο έλειψε να επιτεθεί ενάντια στο τουλουζάνικο στρατόπεδο. Ο κόμης της Φλάνδρας κατάφερε να τον γαληνέψει, μα ήταν καιρός να χωριστούν οι φεουδάρχες. Ο κόμης της Τουλούζης, γεμάτος οργή ύστερ' από τόσες και τόσες πικρίες, ανέβηκε προς τα βόρεια, απ' την ακτή του Λιβάνου ως τη Λαοδίκεια, όπου θα τον ξανασυναντήσουμε. Ο Ροβέρτος της Νορμανδίας κι ο κόμης της Φλάνδρας αποχαιρέτησαν, όχι χωρίς συγκίνηση, τον Γοδεφρείδο, που δεν επρόκειτο να τον ξαναδούν. Αυτός έμεινε μονάχος με μια φούχτα άντρες στην Ιουδαία, που δεν είχε υποταχτεί εντελώς, ανάμεσα σ' ένα πλήθος εχθρούς. Παρακάλεσε τους δυο άρχοντες να μην ξεχάσουν, γυρνώντας στη Γαλλία, να του στείλουν σύντομα ενισχύσεις.

—οο0οο—

Από τόσους φεουδάρχες, που είχαν ξεκινήσει απ' την Ευρώπη για την απελευθέρωση των Αγίων Τόπων, ο μόνος που έμεινε κοντά στον Γοδεφρείδο, για να υπερασπίσει την κατάχτησή του, ήταν ο ιταλονορμανδός πρίγκιπας Ταγκρέδος. Θυελλώδης στρατιώτης και αρχηγός θαρραλέος, όπως κι ο θείος του ο Βοημούνδος, ο Ταγκρέδος έδειχνε στο πάθος του για καταχτήσεις περισσότερη σχετικά ηθική και εντιμότητα απ' αυτόν. Πολύ πιο νέος απ' τον Γοδεφρείδο, δέχτηκε να υπηρετήσει κάτω απ' τις διαταγές του και τον υπηρέτησε πιστά. Ο Ταγκρέδος ήταν εκείνος που υπέταξε τη Γαλιλαία, αρχίζοντας απ' την πόλη της Τιβεριάδας, που ο Γοδεφρείδος του την είχε παραχωρήσει σαν φέουδο. «Κράτησε τη γη τόσο καλά και τόσο σοφά, μας λέει ο χρονογράφος, που επαινέθηκε απ' το Θεό κι απ' τους συγχρόνους του». Υιοθετώντας την ταχτική των Αράβων, έκανε στις εχθρικές περιοχές πραγματικά rezzous (έφιππες καταδρομές, επιθέσεις σε μεγάλο βάθος) και σε κάθε επίθεση έφερνε πλούσια λεία στην Τιβεριάδα και στην Ιερουσαλήμ. Έφτασε ακόμα και ανατολικά απ' τη λίμνη της Τιβεριάδας, στην επαρχία Σαβάντ, που εξαρτιόταν απ' το τουρκικό βασίλειο της Δαμασκού και της επέβαλε φόρο υποτελείας. Ανάμεσα σε δυο εκστρατείες, στόλιζε μεγαλόπρεπα τα ιερά της Ναζαρέτ. Λίγο αργότερα, θα 'παιρνε απ' τους Αιγυπτίους το λιμάνι της Χάιφας.

Όπως η προσωπικότητα του Ταγκρέδου, έτσι και η προσωπικότητα του Γοδεφρείδου φαίνεται να 'κανε εντύπωση στους Άραβες. Πρώτα-πρώτα για την απλότητά του, που τους θύμιζε τους πρώτους συντρόφους του Προφήτη. Στη διάρκεια της πολιορκίας του Αρσούφ (αναφέραμε κιόλας αυτό το επεισόδιο) πολλοί σεΐχηδες του έφεραν για φόρο υποτέλειας τα προϊόντα της γης τους, ψωμί, ελιές, σύκα, σταφίδες. Βρήκαν τον Γοδεφρείδο στη σκηνή του, καθισμένο καταγής. «Όταν τον είδαν έτσι, απόρησαν: πώς αυτός ο φοβερός πρίγκιπας, που 'χε έρθει από τόσο μακριά ν' αναστατώσει τα πάντα στη χώρα τους, που 'χε εξολοθρέψει τόσες στρατιές κ' είχε καταχτήσει τόσες χώρες, αρκούνταν σε τόσα λίγα πράγματα; ούτε χαλιά, ούτε μεταξωτά, ούτε βασιλικά ρούχα, ούτε φρουρούς;» Ο Προστάτης του Παναγίου Τάφου, που κατατοπίστηκε απ' τον διερμηνέα, έβαλε να τους απαντήσουν με το ρητό της Γραφής: «Ο άνθρωπος πρέπει να θυμάται πάντοτε πως χους ην και εις χουν απελεύσεται». Οι σεΐχηδες φύγανε, λέει το χρονικό, γεμάτοι θαυμασμό. Πρώτες επαφές, όπου ο καθολικός και ο μουσουλμανικός ασκητισμός —όπως θα το απόδειχνε μια μέρα ο πάτερ Ντε Φουκώ— ανακάλυπταν πως ήταν πολύ πιο συγγενείς απ' όσο είχαν φανταστεί.

Το ιπποτικό συναίσθημα, που ήταν τόσο ζωηρό ανάμεσα στους Άραβες σεΐχηδες, άρχιζε να τους

Page 24: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

προσεγγίζει προς τους Φράγκους.

Μιλούσαν, κάτω απ' τις μεγάλες σκηνές τους, για την υπεράνθρωπη δύναμη του Γοδεφρείδου. Ένας άρχοντας της ερήμου (αναφέραμε πιο πάνω αυτό το επεισόδιο) είχε την περιέργεια να βεβαιωθεί γι' αυτό. Ζήτησε μιαν εγγύηση πως δε θα τον πείραζαν· του την έδωσαν, κ' έγινε δεχτός απ' τον Δούκα. «Τον χαιρέτησε με υπόκλιση, σύμφωνα με την αραβική συνήθεια, και τον ρώτησε αν ήταν πραγματικά ικανός να κόψει με μια σπαθιά, όπως βεβαίωναν, το λαιμό μιας γκαμήλας». Και παρουσίασε ένα τεράστιο ζώο, που είχε φέρει γι' αυτό το σκοπό. Ο Δούκας τράβηξε το σπαθί του, χτύπησε την γκαμήλα στον τράχηλο, εκεί όπου ήταν πιο χοντρός, και τον έκοψε τόσο εύκολα, σα να έκοψε το λαιμό μιας χήνας». Ο βεδουίνος, κατάπληχτος, πρόσφερε, πριν φύγει, τα πιο πλούσια γυάλινα κοσμήματά του στον φράγκο αρχηγό.

—οο0οο—

Ενώ ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, στην Παλαιστίνη, έβαζε τις βάσεις του μελλοντικού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, ο Βοημούνδος στη Συρία ολοκλήρωνε τη θεμελίωση του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Ήταν επιτέλους δική του η ωραία πόλη του Ορόντη, που τόσο επίμονα τη λαχταρούσε, η πόλη που είχε καταλάβει, ύστερ' από σκληρούς αγώνες με τους Τούρκους, απ' όπου είχε διώξει με πανουργία τους Έλληνες και που τελικά είχε αναγκαστεί να τη διεκδικήσει απ' τον κόμη της Τουλούζης που την εποφθαλμιούσε. Η αναχώρηση των άλλων σταυροφόρων για την Ιερουσαλήμ, το Γενάρη του 1099, τον είχε αφήσει ξένοιαστο κάτοχό της. Για να ολοκληρώσει το έργο του, του χρειαζόταν τώρα ένα μεγάλο λιμάνι στη Μεσόγειο, όπως η Λαοδίκεια. Αλλά η Λαοδίκεια είχε λίγο πριν καταληφθεί απ' τον παλιό του αντίπαλο Ραϋμόνδο του Σαιν-Ζιλ, κ' είχε παραχωρηθεί απ' αυτόν στους Βυζαντινούς. Ο Βοημούνδος δε δίστασε να πάει να πολιορκήσει τη βυζαντινή φρουρά. Εκείνη ακριβώς την εποχή, μια ισχυρή ναυτική μοίρα της Πίζας βρισκόταν στη Συρία, με διοικητή τον αρχιεπίσκοπο της Πίζας, τον δραστήριο Δαϊμβέρτο. Ο Βοημούνδος πρότεινε στους Πιζάνους να επιτεθούν στη Λαοδίκεια απ' τη θάλασσα, ενώ αυτός θα την πίεζε απ' την ξηρά, πράγμα που οι Πιζάνοι, που βρίσκονταν κιόλας σε πόλεμο με το Βυζάντιο, δέχτηκαν πρόθυμα. Οι σύμμαχοι όμως είχαν λογαριάσει χωρίς τον Ραϋμόνδο του Σαιν - Ζιλ. Η πολιορκία συνεχιζόταν ως το Σεπτέμβρη του 1099, όταν εκείνος, γυρίζοντας απ' την Ιερουσαλήμ, εμφανίστηκε έξω απ' τα τείχη της Λαοδίκειας.

Ο κόμης της Τουλούζης παραλίγο να σκάσει απ' το κακό του. Έτσι λοιπόν, ενώ αυτός είχε πάει ν' απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ, ο Βοημούνδος, που δεν είχε πάρει καν μέρος στην πορεία προς την Αγία Πόλη, επωφελούνταν απ' την απουσία του για να επιτεθεί ενάντια σε μια πόλη που αυτός, ο Σαιν-Ζιλ, την είχε δώσει επίσημα στους Βυζαντινούς! Ο Ραϋμόνδος κάλεσε τον Βοημούνδο να λύσει την πολιορκία. Ο Βοημούνδος ετοιμαζόταν ν' αντισταθεί, μα οι Πιζάνοι, που δεν είχαν καμιά όρεξη ν' αρχίσουν τη Σταυροφορία τους με μια μάχη ανάμεσα σε Λατίνους, τον εγκατέλειψαν. Ο αρχιεπίσκοπος Δαϊμβέρτος, μαθαίνοντας την άφιξη αυτών των μεσημβρινών σταυροφόρων, που τόσο πολύ είχαν συντελέσει στην απελευθέρωση του Παναγίου Τάφου, έσπευσε να τους προϋπαντήσει. Το χρονικό μας τον παρουσιάζει «ν' αγκαλιάζει τους Τουλουζάνους, μικρούς και μεγάλους, χύνοντας δάκρυα χαράς». Ακολουθεί ένας εξαιρετικά εύγλωττος λόγος: «Χαιρετώ εσάς, τους γιους και τους φίλους του Ζώντος Θεού, που, εγκαταλείποντας οικογένειες και αγαθά, δε διστάσατε να διακινδυνεύσετε τη ζωή σας τόσο μακριά απ' την πατρίδα σας, ανάμεσα σε τόσους βάρβαρους λαούς, για τη δόξα του Κυρίου! Ποτέ χριστιανική στρατιά δεν επιτέλεσε τέτοιους άθλους!» Αυτός ο ωραίος λόγος έγινε δεχτός με κάποια ψυχρότητα. «Αν τα αισθήματά σας είναι τόσο χριστιανικά, απάντησε ο Σαιν-Ζιλ, πως συνεργαστήκατε στην πολιορκία μιας χριστιανικής πόλης;» Την άλλη μέρα, ενώ ο Βοημούνδος αποσυρόταν στην Αντιόχεια, ο Σαιν-Ζιλ έμπαινε στη Λαοδίκεια και το φλάμπουρο της Τουλούζης ανέμισε περήφανα πλάι στα βυζαντινά λάβαρα.

Παρ' όλα αυτά, μ' όλη τη φυγομαχία του Δαϊμβέρτου, η συμφωνία του με τον Βοημούνδο διατηρήθηκε. Μετά την αποτυχία των σχεδίων του, για τη Λαοδίκεια, οι δυο σύμμαχοι ξεκίνησαν μαζί για να προσκυνήσουν στην Ιερουσαλήμ. Στις 21 του Δεκέμβρη του 1099, έγιναν δεχτοί απ' τον

Page 25: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Γοδεφρείδο του Μπουγιόν στην Αγία Πόλη. Κι αμέσως, με πρωτοβουλία του Δαϊμβέρτου, μπήκε το ζήτημα του Πατριαρχείου.

Την επαύριον της κατάληψης της Ιερουσαλήμ, είχαν εκλέξει, λίγο-πολύ κανονικά, πατριάρχη τον ιερέα του κόμη της Νορμανδίας Αρνούλ Μαλεκόρν, κληρικό πολύ έξυπνο, με αξιόλογη ευγλωττία, αλλά μηχανορράφο πολιτικό, που η ζωή του δεν έδειχνε καμιά αγιοσύνη. Ο Δαϊμβέρτος δε βρήκε καθόλου δυσκολία να δείξει τα μειονεκτήματα μιας τέτοιας εκλογής. Πέτυχε να καθαιρεθεί ο Αρνούλ και να ονομαστεί ο ίδιος πατριάρχης. Στην πραγματικότητα, και στη μια όπως και στην άλλη περίπτωση, ήταν εξαιρετικά λυπηρό που η εκλογή για ένα τόσο σημαντικό αξίωμα είχε επιβληθεί από λόγους τοπικής πολιτικής, αντί ν' αφεθεί στην κρίση του Πάπα. Γιατί και ο Δαϊμβέρτος δεν είχε και λίγα ελαττώματα. Ήταν πολύ περισσότερο άνθρωπος της δράσης παρά της Εκκλησίας και η ισχυρή του προσωπικότητα δε γνώριζε μέτρο. Δραστήριος περισσότερο απ' όσο χρειαζόταν, πιο φιλόδοξος ακόμα κι απ' τον Αρνούλ, αυταρχικός κι απότομος, είχε κατηγορηθεί πως, στη διάρκεια μιας αποστολής στην Ισπανία, είχε καταχραστεί ένα μέρος απ' τα ποσά που προορίζονταν για τη Ρωμαϊκή Αυλή. Μόλις ονομάστηκε πατριάρχης, κάλεσε τον Γοδεφρείδο να του παραχωρήσει την Ιερουσαλήμ, κι αυτός να πάει να ζήσει, βασιλιάς χωρίς βασίλειο, σε οποιαδήποτε άλλη πόλη καταχτούσε απ' τους Μουσουλμάνους. Ο Γοδεφρείδος, κάπως έκπληκτος, υποχώρησε, τουλάχιστο κατ' αρχήν, μα εξαντλημένος από τόσες δοκιμασίες, πέθανε στην Ιερουσαλήμ στις 18 Ιουλίου 1100, χωρίς να προφτάσει να εκτελέσει την υποχρέωσή του.

Ο Δαϊμβέρτος έκρινε πως ήρθε η ώρα να μεταβάλει οριστικά την Ιουδαία σε πατριαρχική επικράτεια. Ήξερε πως μπορούσε να βασιστεί στο φίλο του Βοημούνδο της Αντιόχειας και του έγραψε μ' αυτό το πνεύμα. Αλλά να, στη θέση του συμμάχου που περίμενε, έβλεπε να ξεπετάγεται ένας ιδιαίτερα ενοχλητικός επισκέπτης, ο ίδιος ο αδερφός του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, ο Βαλδουίνος της Βουλώνης, κόμης της Έδεσσας, που απαιτούσε σαν δικαίωμά του την κατοχή της Ιερουσαλήμ.

Page 26: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

IV Ο ΙΔΡΥΤΗΣ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΤΗΣ ΙΕΡΟΥΣΑΛΗΜ

ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΩΝΗΣ

Ο ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ ΤΗΣ ΒΟΥΛΩΝΗΣ, ΑΔΕΡΦΟΣ του Γοδεφρείδου, ήταν πρότυπο φεουδάρχη. Ήταν πιο ψηλός απ' τον αδερφό του και τον παρομοίαζαν με τον Σαούλ της Γραφής που, όπως αναφέρεται στο Βιβλίο των Βασιλειών, όταν βρισκόταν μέσα στο πλήθος, τους ξεπερνούσε όλους κατά ένα κεφάλι. Με καστανά γένια και μαλλιά, αλλά με πολύ άσπρη επιδερμίδα, με αετίσια μύτη, η ενεργητική και αντρίκεια μορφή του σ' έκανε να τον προσέξεις. Η έκφρασή του, η ομιλία του, το βάδισμά του έδειχναν άλλωστε μιαν ηθελημένη σοβαρότητα. Έτσι δεν τον έβλεπε κανείς ποτέ χωρίς μανδύα στους ώμους και, καθώς λέει ο χρονογράφος, βλέποντάς τον για πρώτη φορά, θα τον έπαιρνες μάλλον για επίσκοπο παρά για ιππότη. Πραγματικά, όπως πολλοί δευτερότοκοι γιοι των ευγενών, προοριζόταν στα νιάτα του για την Εκκλησία. «Έμαθε αρκετά γράμματα, όπως αρμόζει σ' έναν νέο κληρικό, και γράφτηκε στις ιερατικές συνόδους της Ρενς, του Καμπραί και της Λιέγης». Αλλά αυτό το ιερατικό στάδιο κράτησε λίγο. Εγκατέλειψε έγκαιρα μια σταδιοδρομία που δεν ήταν φτιαγμένος γι' αυτήν και γύρισε στον κόσμο. Απ' το πέρασμά του όμως απ' την Εκκλησία, διατήρησε πάντα ορισμένες συνήθειες, την αξιοπρέπεια, την αίσθηση του μέτρου, το διπλωματικό τακτ. Έχοντας μεγάλη κλίση στις γυναίκες, επαινείται απ' τον χρονογράφο, γιατί τουλάχιστον απέφυγε το σκάνδαλο, σε σημείο που ακόμα και το άμεσο περιβάλλον του ν' αγνοεί σχεδόν πάντα τις παρεκτροπές του.

Ο Βαλδουίνος, καθώς θα δούμε, επρόκειτο να 'ναι ο περισσότερο κερδισμένος απ' τη Σταυροφορία, ο πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ. Αλλά λίγο είχε νοιαστεί για τη Σταυροφορία απ' την αρχή, τουλάχιστον από πνευματική άποψη, κ' είχε εγκαταλείψει πριν από κάθε άλλον την πορεία προς την Ιερουσαλήμ, για πιο επικερδείς επιχειρήσεις. Απ' το Σεπτέμβρη του 1097, ενώ διέσχιζαν τη Μικρά Ασία, είχε, μαζί με τον Ταγκρέδο, εγκαταλείψει το στρατό των σταυροφόρων, για να επιχειρήσει την κατάχτηση της Κιλικίας για δικό του λογαριασμό. Οι διαφωνίες του με τον Ταγκρέδο είχαν προκαλέσει την αποτυχία της απόπειρας. Ο Βαλδουίνος όμως, χωρίς καν να πάρει μέρος στην πολιορκία της Αντιόχειας, είχε αμέσως σχεδόν εγκαταλείψει πάλι τη Σταυροφορία, για να πάει ζητώντας την τύχη του προς το μέρος της Έδεσσας.

Η Έδεσσα, η σημερινή Ούρφα, ανατολικά απ' τον Ευφράτη, αποτελούσε τότε ένα μικρό αρμενικό πριγκιπάτο — νησάκι που το χτυπούσαν απ' όλες τις μεριές τα τουρκικά κύματα. Ο Τορός, ο αρμένιος αρχηγός, που 'χε κατορθώσει σαν από θαύμα να διατηρήσει αυτό το χριστιανικό προπύργιο μέσα σε μουσουλμανική περιοχή, άρχιζε ν' απελπίζεται. Γερνούσε. Η τουρκική εισβολή φαινόταν αναπόφευκτη, όταν τα νέα για τις νίκες των Φράγκων έφτασαν ως αυτόν. Ακριβώς ένας απ' τους αρχηγούς των σταυροφόρων, ο Βαλδουίνος, είχε κάνει έναν πετυχημένο αιφνιδιασμό ενάντια σε μια γειτονική τουρκική οχυρή θέση, το Τελ - μπάχερ ή Τουρμπεσέλ. Ο Τορός, χαρούμενος, είδε σ' αυτό, το σημείο της Θείας Πρόνοιας. Κάλεσε τον Βαλδουίνο στην Έδεσσα και τον υποδέχτηκε σαν σωτήρα. Είναι φανερό πως ο αρμένιος πρίγκιπας λογάριαζε να προσλάβει τον Φράγκο αρχηγό στην υπηρεσία του, σαν μισθοφόρο, με πλούσια άλλωστε αμοιβή. Ο Βαλδουίνος όμως ήθελε κάτι πολύ διαφορετικό. Μια και μπήκε στην πόλη, έθεσε τους όρους του: θα μοιραζόταν την εξουσία με τον Τορός ή θα 'φευγε αμέσως απ' την Έδεσσα, εγκαταλείποντας την πόλη στις επιθέσεις των Τούρκων. Ο Τορός αναγκάστηκε να συμμορφωθεί. Αναγνώρισε τον Βαλδουίνο σαν θετό γιο και κληρονόμο του. Σύμφωνα με την εθιμοτυπία της εποχής, ο γέρος Αρμένιος πέρασε το «γιο» του γυμνό ανάμεσα στη σάρκα και στο πουκάμισό του, τον έσφιξε στο στήθος του κ' επισφράγισε μ' έναν ασπασμό την αμοιβαία τους υπόσχεση.

Ακολουθεί μια μπερδεμένη ιστορία, που μας δείχνει τον Βαλδουίνο κάτω από 'να αρκετά δυσάρεστο φως, αν και η πολιτική του επιδεξιότητα αποκαλύπτεται αριστουργηματική. Όλες αυτές οι ανατολικές χριστιανοσύνες ήταν δηλητηριασμένες από δογματικές αντιθέσεις και οικογενειακές

Page 27: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αντιζηλίες. Ο Τορός είχε μανιώδεις εχθρούς, όχι μονάχα ανάμεσα στους Σύρους χριστιανούς αλλά και στους Αρμένιους ομοθρήσκους του. Οι εχθροί του ήρθαν σ' επαφή με τον Βαλδουίνο, προτείνοντάς του να τον κάνουν αποκλειστικό κύριο της Έδεσσας, αν τους άφηνε να ξεφορτωθούν τον Τορός. Με την προτροπή τους, ξέσπασε στις 7 του Μάρτη τού1098 μια στάση ενάντια στον γέρο Αρμένιο πρίγκιπα. Ο όχλος πολιόρκησε τον πύργο του, φωνάζοντας «θάνατος» και ζητωκραυγάζοντας ταυτόχρονα τον Βαλδουίνο. Αυτός, με μεγάλη αξιοπρέπεια, έκανε πως ήθελε να τους καθησυχάσει, πως υπερασπιζόταν το θετό του πατέρα, πως ενεργούσε σαν συμφιλιωτής. Πραγματικά πήγε στον Τορός και του πρότεινε να καθησυχάσει τους στασιαστές με μιαν άμεση διανομή χρημάτων. Ο Τορός, τρέμοντας, του παράδωσε τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου του, ζητώντας μονάχα να τον αφήσουν ν' αποσυρθεί σώος και αβλαβής. Ο Βαλδουίνος του ορκίστηκε στα άγια λείψανα, «παίρνοντας για μάρτυρες τους αρχαγγέλους, τους αγγέλους και τους προφήτες». Την άλλη μέρα όμως, καθώς ο γέροντας, δίνοντας πίστη στο λόγο που του 'χαν δώσει, ετοιμαζόταν ανύποπτος να φύγει απ' την Έδεσσα, ο όχλος, οπλισμένος με ρόπαλα και κοντάρια, ρίχτηκε πάνω του και τον κατακρεούργησε. «Αφού έδεσαν το πτώμα του μ' ένα σκοινί απ' τα πόδια, το έσυραν στους δρόμους», κ' έτσι, συμπληρώνει σκληρά ο χρονογράφος, ο Βαλδουίνος της Βουλώνης έμεινε μόνος κύριος της Έδεσσας.

Ο Βαλδουίνος δοκίμασε να νομιμοποιήσει την ανάρρησή του στα μάτια του ντόπιου πληθυσμού. Και πρώτα - πρώτα παντρεύτηκε μιαν Αρμένισσα πριγκίπισσα, την Άρντα, κόρη ενός άρχοντα του Ταύρου. Έπειτα λευτέρωσε τις γειτονικές πόλεις απ' τους Τούρκους, δηλαδή το Σαρούντζ και τα Σαμόσατα. Η «κομητεία της Έδεσσας» έγινε έτσι ένα ωραίο φέουδο, που απλωνόταν απ' τα σύνορα του πριγκιπάτου της Αντιόχειας ως το Κουρδιστάν.

Οι εκστρατείες όμως αυτές κόστιζαν ακριβά. Το σιδερόφραχτο χέρι του Φράγκου αρχηγού έπεφτε βαρύ στους ώμους των πλούσιων Αρμένιων αστών, απαιτώντας χρυσάφι, όλο και περισσότερο χρυσάφι. Πολλοί, μετανιώνοντας για τη συμπεριφορά τους απέναντι στον άτυχο Τορός, άρχιζαν να μισούν τον φοβερό προστάτη, που τον φορτώθηκαν μόνοι τους. Δώδεκα απ' τους μεγαλύτερους προύχοντες έκαναν μια συνωμοσία για να τον ξεφορτωθούν, έστω και με τη βοήθεια των Τούρκων. Αλλά ο Βαλδουίνος είχε παντού κατασκόπους. Ειδοποιημένος από 'ναν Αρμένιο, που του 'χε μείνει πιστός, χτύπησε κεραυνοβόλα κι αμείλιχτα. Έβγαλαν τα μάτια των κυριοτέρων ενόχων, όπως συνηθιζόταν τότε στο Βυζάντιο· στους απλούς συνωμότες έκοψαν μονάχα τη μύτη, τα χέρια ή τα πόδια, κ' έπειτα τους εκτόπισαν.

Αυτές ήταν οι τελευταίες στάσεις. Οι Αρμένιοι ηγέτες κατάλαβαν πως είχαν βρει το δάσκαλό τους. Πώς ν' αντισταθεί κανείς στον καταπληχτικό αυτό Φράγκο, πιο πονηρό και τόσο ανενδοίαστο όσο ένας Λεβαντίνος, πιο λεπτό και το ίδιο ερμητικό όσο ένας Άραβας, πιο βάναυσο και ταχύ στην αντίδραση από έναν Τούρκο, με τέτοια ορμή και τέτοιες στρατιωτικές ικανότητες που ξεπερνούσαν τις ικανότητες των Τούρκων; Άλλωστε τα πλεονεκτήματα της αυστηρής του διοίκησης άρχιζαν κιόλας να γίνονται αισθητά: τάξη, ασφάλεια, πλούτος, καθημερινές νίκες ενάντια στους Τούρκους — πλούτος και νίκες που απ' αυτά ωφελούνταν πολύ το αρμενικό στοιχείο. Ακόμα, οι Αρμένιοι, που 'χαν υποφέρει άλλοτε τόσο πολύ απ' την περιφρόνηση και τους θρησκευτικούς διωγμούς των Βυζαντινών, έβλεπαν τους τραχείς Φράγκους ιππότες να κρατάνε ολότελα διαφορετική στάση απέναντί τους. Ανάμεσα σε Φράγκους και Αρμένιους, καμιά φυλετική προκατάληψη, καμιά θρησκευτική εχθρότητα. Οι γάμοι ανάμεσα σε Φράγκους φεουδάρχες και Αρμένισσες αρχόντισσες, ανάμεσα σε Αρμένιους άρχοντες και Φράγκισσες πυργοδέσποινες, πολλαπλασιάζονταν. Ο Βαλδουίνος ο ίδιος είχε δώσει πρώτος το παράδειγμα, όπως άλλοτε ο Μέγας Αλέξανδρος είχε δώσει το παράδειγμα των μακεδονοϊρανικών ενώσεων.

Σ' αυτή λοιπόν την περιορισμένη σκηνή της κομητείας της Έδεσσας, ο Βαλδουίνος Α' δειχνόταν ένας ανενδοίαστος τυχοδιώχτης, αλλά κ' ένας τυχοδιώχτης μεγαλοφυής και πολιτικός μεγάλης ολκής. Το μέλλον θα μας το δείξει καλύτερα. Φαινόταν προορισμένος να προσανατολίσει τη φράγκικη

Page 28: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

επέκταση προς το Ντιαρμπεκίρ και τη Μεσοποταμία, όταν στις 12 του Σεπτέμβρη του 1100 έλαβε μιαν απροσδόκητη είδηση: ο αδερφός του Γοδεφρείδος του Μπουγιόν μόλις είχε πεθάνει και μια αντιπροσωπεία από ιππότες της Παλαιστίνης του πρόσφερε το θρόνο της Ιερουσαλήμ. Αλλά στο μεταξύ ο πατριάρχης Δαϊμβέρτος, με τη βοήθεια των Νορμανδών, ετοιμαζόταν να σφετεριστεί την εξουσία. Ο Βαλδουίνος δεν έπρεπε να χάσει ούτε λεπτό, αν δεν ήθελε να βρεθεί μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός.

Η στάση του, όταν έλαβε αυτό το μήνυμα, μας δείχνει τον άνθρωπο. Σε μια σύντομη περιγραφή, αντάξια του Τάκιτου, ο ιερέας του, ο Φουσέ της Σαρτρ, μας τον δείχνει «ευπρεπώς λυπημένο για το θάνατο του αδερφού του, μα περισσότερο χαρούμενο για την αναμενόμενη κληρονομιά». Πήρε αμέσως την απόφασή του. Ως τότε ζούσε μονάχα για την κομητεία του της Έδεσσας, που για χάρη της είχε λιποταχτήσει απ' τη Σταυροφορία. Αλλά μόλις είδε να σελαγίζει μπροστά του το στέμμα της Ιερουσαλήμ, δε δίστασε. Αυτό το στέμμα του Δαυίδ, που ο Γοδεφρείδος δεν ήξερε τι να το κάνει, που δεν ήξερε ούτε καν να το φορέσει, θα βλέπανε πως ήξερε ο Βαλδουίνος να το εκμεταλλευτεί! Αμέσως εμπιστεύτηκε την κομητεία της Έδεσσας στον ξάδερφό του, τον Βαλδουίνο του Μπουργκ, και παίρνοντας μαζί του 400 ιππότες και 1000 πεζούς, ξεκίνησε για την Ιερουσαλήμ (2 Οκτωβρίου 1100).

Η έφιππη πορεία απ' την Έδεσσα στην Ιερουσαλήμ, μ' ένα τόσο περιορισμένο στράτευμα, ήταν επικίνδυνο τόλμημα. Απ' την Ιερουσαλήμ ο Δαϊμβέρτος, όπως είδαμε, είχε γράψει στον Βοημούνδο να σταματήσει τον Βαλδουίνο, όταν αυτός θα διέσχιζε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Κι αν περνούσε το πρώτο αυτό εμπόδιο, οι Τούρκοι της Δαμασκού τον παραμόνευαν στα στενά του Λιβάνου για να τον συντρίψουν με τον όγκο τους. Η τύχη όμως ευνόησε τον θαρραλέο Βαλδουίνο. Τη στιγμή ακριβώς που πέθαινε ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ο Βοημούνδος, που πολεμούσε στην περιοχή της Μελιτηνής, πιανόταν αιχμάλωτος απ' τους Τούρκους. Τη στιγμή που ήθελαν να τον κάνουν να επέμβει στη διαδοχή της Ιερουσαλήμ, βρισκόταν αιχμάλωτος στο βάθος κάποιου φρουρίου της Μικράς Ασίας. Ο Βαλδουίνος, αντί να γίνει δεχτός σαν εχθρός στην Αντιόχεια, βρήκε αδελφική υποδοχή. Έφυγε πάλι ύστερ' από τρεις μέρες και μέσω της Λαοδίκειας και της ακτής των Αλαουϊτών, πέρασε στην απόκρημνη ακτή του Λιβάνου. Εκεί όμως οι σύντροφοί του καταλήφθηκαν από τρόμο: κάθε στιγμή, σε κάθε στροφή του δρόμου, μπορούσε να προβάλει ο τουρκικός στρατός. Οι μισοί σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν. Η σταθερή του στάση επιβλήθηκε στους άλλους: «Αν υπάρχουν δειλοί, ας γυρίσουν πίσω!» Κι όμως, φτάνοντας στην Τζεμπαΐλ, δεν του απόμεναν παρά 160 καβαλάρηδες και 500 πεζοί.

Η ανησυχία που βασίλευε στο μικρό στράτευμα ήταν δικαιολογημένη. Ο Τούρκος βασιλιάς της Δαμασκού, ενισχυμένος απ' τον Άραβα εμίρη του Χομς, είχε στήσει ενέδρα στον Βαλδουίνο ανάμεσα στην Τρίπολη και στη Βηρυτό, στο πιο επικίνδυνο σημείο, εκεί όπου ο δρόμος περνάει απ' τα φαράγγια του Ναχρ - ελ - Κελμπ, κοντά στη στενή εκβολή του ποταμού, που κυλάει ανάμεσα σε απόκρημνες πλαγιές. Η ενέδρα ήταν τόσο καλά στημένη που ο Βαλδουίνος θα 'πρεπε να υποκύψει. Χάρη σε μιαν ανέλπιστη τύχη, ειδοποιήθηκε έγκαιρα απ' τον Άραβα καδή της Τρίπολης που, όντας σε θανάσιμη έχθρα με τους Δαμασκηνούς, πρόδωσε στον Βαλδουίνο τους Μουσουλμάνους. Η θέση όμως των Φράγκων όταν έφτασαν στο στενό του Ναχρ -ελ-Κελμπ δεν ήταν λιγότερο δεινή, αφού μάλιστα, ενώ δέχονταν κατά μέτωπο την επίθεση του στρατού της Δαμασκού, είχαν στο πλευρό τους την παρενόχληση ενός αραβικού στολίσκου που 'χε βγει απ' τη Βηρυτό. Όπως γράφει δραματικά ένας χρονογράφος «απ' τη μεριά της θάλασσας τα εχθρικά πλοία, απ' την άλλη μεριά το απόκρημνο βουνό, απέναντι ολόκληρος ο τουρκικός στρατός». Η νύχτα έπεφτε, νύχτα αγωνίας που στη διάρκειά της οι Μουσουλμάνοι τοξότες δεν έπαψαν να παρενοχλούν το στρατόπεδο. Ποιες ήταν οι σκέψεις των συντρόφων του Βαλδουίνου, μας τις ομολογεί ειλικρινά ο ιερέας του, ο αγαθός Φουσέ της Σαρτρ: «Αχ! Πόσο θα προτιμούσα να βρισκόμουν στη Σαρτρ ή στην Ορλεάνη. Και δεν ήμουν ο μόνος... »

Page 29: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Το πρωί, απ' τα ξημερώματα, ο Βαλδουίνος, καταλαβαίνοντας πως είναι αδύνατο ν' ανοίξει δίοδο, έκανε πως υποχωρεί. Οι Τούρκοι ρίχτηκαν σε καταδίωξή του, αλλά, στη βιασύνη τους, κ' επειδή το πέρασμα της ακτής του Λιβάνου ήταν στενό, έριξαν μπροστά μιαν ίλη από 500 καβαλάρηδες, που τους ακολουθούσαν σε κάποια απόσταση οι πεζοί. Αυτό ακριβώς περίμενε ο Βαλδουίνος. Όταν παρέσυρε αρκετά μακριά αυτή την προφυλακή, έκανε αμέσως μεταβολή κ' επιτέθηκε. Το στενό πέρασμα δεν επέτρεπε στους Μουσουλμάνους να επωφεληθούν απ' την αριθμητική τους υπεροχή για ν' αναπτυχθούν. Καθώς κατέφθαναν λαχανιασμένοι απ' την καταδίωξή τους, σε σκόρπιες ομάδες, η φράγκικη αντεπίθεση, συγκεντρωμένη και μαζική, τους συνέτριψε. Φεύγοντας προτροπάδην στο στενό πέρασμα μετέδωσαν τον πανικό στον όγκο του στρατού της Δαμασκού, που σκόρπισε στα βουνά μ' επί κεφαλής τον μάλεκ της Δαμασκού.

Ο δρόμος ήταν ελεύθερος. Ο Βαλδουίνος όρμησε, και περνώντας το Κάρμηλο και τη Γιάφα, έφτασε στην Ιερουσαλήμ. Όταν πλησίασε στην Αγία Πόλη, είδε να 'ρχεται σε προϋπάντησή του, σε ενθουσιώδη πομπή, όλος ο χριστιανικός πληθυσμός, με τους ιερωμένους όλων των δογμάτων, ψάλλοντας ύμνους και ψαλμούς, για να δεχτούν «σαν άρχοντα και βασιλιά τους» τον αδερφό και κληρονόμο του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν. Αυθόρμητα, όλοι προσχωρούσαν σ' αυτόν, όχι μονάχα σ' ανάμνηση του καλού Δούκα, που τους είχε κυβερνήσει τόσο πατρικά, αλλά και γιατί η μικρή αυτή χριστιανική αποικία, χαμένη ανάμεσα στον μουσουλμανικό κόσμο, ένιωθε ενστικτωδώς την ανάγκη να συσπειρωθεί γύρω από 'ναν ισχυρό άντρα. Ήταν ένα δημοψήφισμα του πλήθους. Ο Δαϊμβέρτος, βλέποντας πως τα σχέδιά του διαλύονταν, αναγκάστηκε, θέλοντας και μη, να υποκύψει. Μια στιγμή μάλιστα, φοβούμενος αντίποινα, κατέφυγε στην εκκλησία τους όρους Σιών όπου, όπως λέει ο Ηρακλής, «απασχολιόταν μονάχα με τις προσευχές και τα βιβλία του». Ο Βαλδουίνος όμως ήταν αρκετά συνετός ώστε να μην εκτεθεί σε αντεκδικήσεις, πριν στερεωθεί αρκετά στο θρόνο του. Κάνοντας πως ξέχασε την οργή του, επιχείρησε αμέσως, επί κεφαλής του χριστιανικού στρατού, μια μεγάλη έφιππη εκστρατεία μέσα απ' τον ορεινό όγκο της Ιουδαίας, ως το νοτιότερο σημείο της Νεκράς Θάλασσας. Προχώρησε μάλιστα προς τα νότια, ως την κοιλάδα του Μωυσή, το σημερινό Ουαντί Μουσά, στην καρδιά της Πετραίας Αραβίας.

Αυτός ο στρατιωτικός περίπατος εδραίωσε οριστικά την εξουσία του Βαλδουίνου. Στο γυρισμό του ο πατριάρχης Δαϊμβέρτος δέχτηκε να τον χρίσει βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Η τελετή έγινε στην εκκλησία της Παρθένου, της Βηθλεέμ, τα Χριστούγεννα του 1100.

Αυτή τη βασιλεία, ο Βαλδουίνος θα την έπαιρνε πολύ στα σοβαρά, περιβάλλοντάς την σκόπιμα μ' όλη την ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια, προσδίνοντάς της ένα σχεδόν βιβλικό μεγαλείο. Θα κάθεται στο θρόνο ντυμένος μ' ένα χρυσοκέντητο μπουρνούζι, με μακρύ γένι σαν αυτοκράτορας του Βυζαντίου και προστάζοντας να κρατούν μπροστά του μια μεγάλη χρυσή ασπίδα. Σαν σουλτάνος, θα βάζει τις μουσουλμανικές αντιπροσωπείες να τον «λατρεύουν» και θα γευματίζει μπροστά τους, σταυροπόδι σ' ένα χαλί. Όχι πως είναι κενόδοξος και ξεγελιέται απ' όλες αυτές τις παράτες, αλλά γιατί στο καινούργιο περιβάλλον που κλήθηκε να ζήσει, είδε πως αυτό είναι ένας τρόπος διακυβέρνησης.

Η τελευταία αντίθεση προερχόταν απ' τον Ταγκρέδο, που έχοντας δεχτεί άλλοτε το πριγκιπάτο της Γαλιλαίος απ' τον Γοδεφρείδο, δεν μπορούσε να γίνει υποτελής του Βαλδουίνου, που μ' αυτόν είχε έρθει σε διάσταση απ' τα 1097. Ευτυχώς οι κάτοικοι της Αντιόχειας, που εξακολουθούσαν να μένουν χωρίς αρχηγό από τότε που οι Τούρκοι είχαν αιχμαλωτίσει τον Βοημούνδο, πρόσφεραν στο μεταξύ την αντιβασιλεία του πριγκιπάτου τους στον Ταγκρέδο. Η μεγάλη φράγκικη πόλη του Βορρά κέρδισε στο πρόσωπό του έναν γενναίο υπερασπιστή κι ο Βαλδουίνος έμεινε μόνος αυθέντης στο βασίλειό του του Νότου.

Ο καινούργιος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ καταπιάστηκε αμέσως με τη δουλειά. Όταν ανέβηκε στο θρόνο, η εξουσία του δεν ξεπερνούσε τον περίβολο των οχυρωμένων πόλεων, ενώ η ύπαιθρος ήταν

Page 30: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

στη διάθεση των Αράβων επιδρομέων. Ο Βαλδουίνος έστρεψε εναντίον τους την ίδια τους την ταχτική, οργανώνοντας και διευθύνοντας ο ίδιος αντικαταδρομές στις βεδουίνικες κατασκηνώσεις. Ορισμένες σελίδες του βιογράφου του μας θυμίζουν τις μετακινήσεις των καταδρομικών φαλαγγών μας στη διάρκεια της κατάχτησης της Αλγερίας και του Μαρόκου, και μοιάζουν σαν άλλη Άλωση της Σμάλα. Κάποια μέρα ο Βαλδουίνος μαθαίνει απ' τους βιγλάτορές του πως μια μεγάλη κατασκήνωση Αράβων, με τις σκηνές, τις γυναίκες, τα παιδιά, τα άλογα, τις γκαμήλες και τους γαϊδάρους τους εγκαταστάθηκε στην Υπεριορδανία. Συγκεντρώνοντας γύρω του όσους μπορεί, φεύγει ξαφνικά, περνάει τον Ιορδάνη χωρίς να γίνει αντιληπτός, ακολουθεί την κοίτη ενός ξεροπόταμου, φτάνει κοντά στον εχθρό, και περιμένει το σκοτάδι. Τα μεσάνυχτα, χιμάει στην κοιμισμένη κατασκήνωση και μέσα στον πανικό του αιφνιδιασμού, καταλαμβάνει όλη αυτή τη νομαδική πόλη. Μονάχα μερικοί απ' τους αρχηγούς των Αράβων πρόφτασαν να πηδήσουν στ' άλογα και να ξεφύγουν. Ανάμεσα στο πλήθος των αιχμαλώτων, όπως αναφέρουν στον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, υπάρχει μια νεαρή γυναίκα ευγενικής καταγωγής, σύζυγος ένας ισχυρού σεΐχη που περιμένει παιδί. Ο Βαλδουίνος τρέχει κοντά της, την κατεβάζει απ' την γκαμήλα, της διαθέτει μια σκηνή με τα πιο πλούσια μαξιλάρια που μπορούσαν να βρεθούν και βγάζοντας τον βασιλικό του μανδύα, αληθινή χειρονομία ιππότη, σκεπάζει τη νεαρή βεδουίνα. Έπειτα την αποχαιρετάει αφήνοντάς της νερό, τρόφιμα, δούλες και δυο γκαμήλες για το γάλα του παιδιού που θα γεννηθεί. Στο μεταξύ, μόλις φεύγουν οι Φράγκοι, ο Σείχης, σε θανάσιμη αγωνία, αρχίζει ν' αναζητεί τη γυναίκα του. Τη βρίσκει εκεί που την είχε αφήσει, στην πολυτελή εγκατάσταση που της είχε παραχωρήσει ο Βαλδουίνος. Από κείνη τη μέρα ορκίστηκε στον Φράγκο πρίγκιπα αιώνια ευγνωμοσύνη. Θα δούμε πως σύντομα του δόθηκε η ευκαιρία να του την εκδηλώσει.

Εκτός απ' το ξεκαθάρισμα της παλαιστινιακής ενδοχώρας, η κυριότερη φροντίδα του Βαλδουίνου Α' ήταν η κατάχτηση των λιμανιών, που τα περισσότερα είχαν μείνει ακόμα στα χέρια των αιγυπτιακών φρουρών. Κατέλαβε, το ένα μετά το άλλο, το Αρσούφ, που συνθηκολόγησε, και την Καισάρεια, που καταλήφθηκε εξ εφόδου (Απρίλης-Μάης 1101). Η κυβέρνηση του Καΐρου όμως, μην μπορώντας ν' ανεχτεί την απώλεια αυτών των βάσεων, συγκέντρωσε τον Αύγουστο έξω απ' την Ασκάλωνα ισχυρό στρατό, καμιά τριανταριά χιλιάδες άντρες. Ο Βαλδουίνος κάλεσε σε βοήθεια όλες τις φράγκικες φρουρές της χώρας, μα όταν στις 7 του Σεπτέμβρη ήρθε να καταλάβει θέσεις μπροστά στη Ράμλε, δεν είχε ν' αντιτάξει στις αραβικές και σουδανέζικες μάζες παρά 260 καβαλάρηδες και 900 πεζούς. Για να κάνει πιο ευκίνητο το μικρό του στράτευμα, το χώρισε σε πέντε κλιμάκια. Τα τρία πρώτα έπαθαν πανωλεθρία, όμως ο Βαλδουίνος, με τα δυο τελευταία, αποκατέστησε την ισορροπία της μάχης. Ο Τίμιος Σταυρός, που τον κρατούσε ο επίσκοπος Γεράρδος, βαδίζοντας μπροστά απ' τον Βαλδουίνο, του χρησίμεψε για να τονώσει το θάρρος των αντρών του. Πριν επιτεθεί, έβγαλε στους άντρες του μια σύντομη προσφώνηση, που ο Φουσέ της Σαρτρ μας διατήρησε το περιεχόμενό της: «Αν σκοτωθείτε, ο στέφανο του μαρτυρίου, αν νικήσετε, η αθάνατη δόξα. Όσο για υποχώρηση, ούτε να το σκεφθείτε: η Γαλλία είναι πολύ μακριά!». Με μια κίνηση ανάλογη με κείνη του Φιλίππου Αύγουστου στις Μπουβίν, ο βασιλιάς, γονατίζοντας μπροστά στον Τίμιο Σταυρό, εξομολογήθηκε δημόσια τ' αμαρτήματά του στον επίσκοπο Γεράρδο. Ύστερα, ιππεύοντας ένα αραβικό άλογο, που του 'χαν δώσει τ' όνομα Γαζέλα για τη γρηγοράδα του, όρμησε επί κεφαλής των στρατιωτών του. Ο Τίμιος Σταυρός, που τον κρατούσε ψηλά ο Γεράρδος, τον ακολουθούσε. Ένας απ' τους Αιγυπτίους εμίρηδες έφτασε ως το Σταυρό για να τον αρπάξει· σκοτώθηκε πριν το πετύχει. Ένας άλλος εμίρης, που όρμησε ενάντια στον Βαλδουίνο, σκοτώθηκε μαζί με τ' άλογό του, με μια μονάχα σπαθιά του βασιλιά. Μπροστά σ' αυτούς τους σιδερένιους άντρες, οι Αιγύπτιοι και οι Σουδανέζοι, λύγισαν. Όλος ο μουσουλμανικός στρατός το 'βαλε στα πόδια προς την Ασκάλωνα. Σε λίγα λεπτά, ολόκληρο το αιγυπτιακό στρατόπεδο, έπεσε στα χέρια των Φράγκων. Ο Βαλδουίνος απαγόρεψε στους στρατιώτες του, με ποινή θανάτου, να επιβραδύνουν την καταδίωξη για το πλιάτσικο. Το «κυνηγητό» δε σταμάτησε παρά μονάχα όταν έπεσε η νύχτα, μπροστά στην Ασκάλωνα. Ο Βαλδουίνος διέταξε τότε να σαλπίσουν συγκέντρωση και μοίρασε στους πολεμιστές του, επιτέλους, τα πλούτη του εχθρικού στρατοπέδου.

Σύντομη ανάπαυλα. Το Μάη του 1102 μια νέα στρατιά — 20.000 Άραβες και Σουδανέζοι— βγαίνει

Page 31: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

απ' την Αίγυπτο και προχωρεί στο δρόμο της Ιερουσαλήμ ως το ύψος της Ράμλε. Αυτή τη φορά ο Βαλδουίνος, μεθυσμένος απ' τις επιτυχίες του, δε φέρθηκε συνετά. Χωρίς να περιμένει βοήθεια απ' τις φρουρές της Γαλιλαίας, ξεκίνησε σε προϋπάντηση των εισβολέων μονάχα με τους ιππότες της Ιερουσαλήμ. Βλέποντας να ξεπροβάλει στον κάμπο της Ράμλε, στις 17 του Μάη, ο όγκος του εχθρικού στρατεύματος, κατάλαβε σε τι άβυσσο τον είχε ρίξει η αλαζονεία του. Αλλά ήταν πολύ αργά για να υποχωρήσει. «Μη ζητώντας πια παρά να πουλήσει, όσο μπορούσε πιο ακριβά, τη ζωή του», το μικρό στράτευμα επιτέθηκε. Η επίθεση ήταν τόσο σκληρή που για μια στιγμή οι Αιγύπτιοι «τα 'χασαν», νομίζοντας πως η ακολουθία του βασιλιά δεν ήταν παρά η προφυλακή. Αλλά σύντομα ο Βαλδουίνος και οι ιππότες του συντρίφτηκαν κάτω απ' τον όγκο του εχθρού. Οι περισσότεροι απ' τους συντρόφους του, σκοτώθηκαν. Με μια τελευταία δράκα πιστούς, κατέφυγε στην πολίχνη της Ράμλε, που πολιορκήθηκε αμέσως απ' τον Αιγυπτιακό στρατό. Μονάχα η νύχτα που έπεφτε εμπόδισε τους νικητές ν' ανατρέψουν αυτή την αδύνατη άμυνα, μα ήταν φανερό πως την άλλη μέρα ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ θα 'ταν χαμένος...

Τότε μεσολάβησε, σύμφωνα με τον Γουλιέλμο της Τύρου, μια μυθιστορηματική επέμβαση, που είχε σαν αποτέλεσμα τη σωτηρία. Κατά τα μεσάνυχτα, ένας Άραβας αρχηγός παρουσιάζεται μπροστά στα τείχη και ζητάει να μιλήσει προσωπικά στο βασιλιά. Μπάζουν μέσα τον μυστηριώδη επισκέπτη: ήταν ο σεΐχης, που ο Βαλδουίνος τον περασμένο χρόνο του είχε σώσει κι απελευθερώσει τη νεαρή γυναίκα στον αιφνιδιασμό της Υπεριορδανίας. Ο ιπποτικός Άραβας έρχεται να ειδοποιήσει το βασιλιά να φροντίσει να ξεφύγει πριν απ' τα χαράματα, όσο είναι ακόμα καιρός. Ο Βαλδουίνος, ύστερ' από επίμονες παρακλήσεις των δικών του, εκμεταλλεύεται αυτή την ύστατη ευκαιρία. Πάνω στ' άλογό του, τη «Γαζέλα», ορμάει μέσα στη νύχτα στον κάμπο, μέσα απ' το εχθρικό στρατόπεδο. Αμέσως αντιλαμβάνονται τη φυγή του. ένα πλήθος Άραβες καβαλάρηδες ρίχνονται σε καταδίωξή του. Όλοι σχεδόν οι υπηρέτες του σκοτώνονται ή αιχμαλωτίζονται. Μονάχα η ταχύτητα της Γαζέλας σώζει τον καβαλάρη της, που χάνεται μες στα φαράγγια.

Την άλλη μέρα, Αιγύπτιοι καβαλάρηδες παρουσιάζονται μπροστά στη Γιάφα κραδαίνοντας το κομμένο κεφάλι του Ζερμπό του Βιντίνκ, του σωσία του Βαλδουίνου. Η γυναίκα του Βαλδουίνου, η βασίλισσα Άρντα, που βρισκόταν στην πόλη, νόμιζε κι αυτή, όπως κι όλοι οι κάτοικοι, πως ο βασιλιάς είχε σκοτωθεί, όταν στις 20 του Μάη, προς γενική κατάπληξη, ένα τρεχαντήρι φάνηκε στ' ανοιχτά, που στο κατάρτι του πλατάγιζε το φλάμπουρο του Βαλδουίνου...

Αφού περιπλανήθηκε δυο μέρες στα βουνό, ο Βαλδουίνος τα κατάφερε να φτάσει στο Αρσούφ, απ' όπου ένας ριψοκίνδυνος Άγγλος κουρσάρος, κάποιος Γκοντερίκ, δέχτηκε να τον μεταφέρει δια θαλάσσης στη Γιάφα. Ο αιγυπτιακός στόλος περιπολούσε στ' ανοιχτά. Για να καθησυχάσει τους υπερασπιστές της Γιάφας, μόλις θα 'βλεπαν από μακριά το πλοίο, ο Βαλδουίνος είχε βάλει να κρεμάσουν στην κορφή του καταρτιού το βασιλικό φλάμπουρο, αλλά βλέποντάς το, η εχθρική μοίρα ρίχτηκε σε καταδίωξή του. Ευτυχώς η θάλασσα ήταν ταραγμένη, ο άνεμος φυσούσε απ' τα βόρεια, ευνοώντας τον Γκοντερίκ κι ακινητώντας τα αιγυπτιακά πλοία. Έτσι το βασιλικό τρεχαντήρι, χοροπηδώντας στη θύελλα, μπήκε αισίως στο λιμάνι.

Η άφιξη του «αναστημένου» Βαλδουίνου φάνηκε σαν θαύμα στους υπερασπιστές της Γιάφας. «Ήταν σαν τον αυγερινό, που προμηνάει το πλησίασμα της μέρας». Ταυτόχρονα οι Φράγκοι ιππότες της Γαλιλαίας έφταναν απ' την ξηρά κάτω απ' την αρχηγία του Ούγου του Σαιντ Ομέρ, αυθέντη της Τιβεριάδας. Τέλος μια χριστιανική μοίρα από διακόσα πλοία αποβίβαζε απρόσμενα στη Γιάφα μια μεγάλη ομάδα προσκυνητών με πολλούς Άγγλους, Γάλλους και Γερμανούς ιππότες. Η φράγκικη στρατιά, ανασυγκροτημένη, ήταν σύντομα σε θέση ν' αναλάβει επίθεση. Στις 27 του Μάη, ο Βαλδουίνος επιτέθηκε ξαφνικά ενάντια στον αιγυπτιακό στρατό, ανάμεσα στη Γιάφα και στην Ασκάλωνα κι αυτή τη φορά κέρδισε μια λαμπρή νίκη.

Η υπεροχή των Φράγκων απέναντι στις αιγυπτιακές δυνάμεις είχε αποκατασταθεί οριστικά. Στα

Page 32: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

1104, ο Βαλδουίνος επωφελήθηκε απ' την επίσκεψη μιας γενοβέζικης μοίρας για ν' αποσπάσει απ' τους Αιγυπτίους τη ναυτική πόλη Άγιος Ιωάννης της Άκρας, που προοριζόταν να γίνει το μεγαλύτερο χριστιανικό λιμάνι της Ανατολής (26 Μαίου 1104). Τον άλλο χρόνο, η κυβέρνηση του Καΐρου έκανε μια τελευταία προσπάθεια. Ο στρατός της προχώρησε ως τη Ράμλε, ενισχυμένος από μονάδες της Δαμασκού. Η μάχη δόθηκε μπροστά στη Ράμλε στις 27 Αύγουστου 1105. «Οι Φράγκοι ορμούσαν κραυγάζοντας: «Christus vincit, Christus regnat, Christus imperat!» («Ο Χριστός νικάει, ο Χριστός βασιλεύει, ο Χριστός προστάζει!») Στην αρχή της μάχης, το τουρκικό ιππικό της Δαμασκού τους προκάλεσε μεγάλες απώλειες, ρίχνοντάς τους βροχή τα βέλη κατά τη συνήθειά του. Ο Βαλδουίνος έχασε την υπομονή του κι αρπάζοντας απ' τα χέρια του υπασπιστή του το λευκό του λάβαρο και υψώνοντάς το ψηλά, όρμησε μ' άγριο καλπασμό ενάντια στους Τούρκους, διαλύοντάς τους. Ύστερα στράφηκε ενάντια στις αιγυπτιακές γραμμές. Το πεζικό των Αιγυπτίων, που αποτελούνταν από φελάχους και Σουδανέζους, έμεινε ακλόνητο στη θέση του και σφάχτηκε επί τόπου. Μονάχα το αραβικό ιππικό κατόρθωσε να ξεφύγει...

Η κατάληψη των ακτών της Παλαιστίνης απ' τους Φράγκους προκαλούσε τεράστια αναστάτωση στο εσωτερικό εμπόριο του μουσουλμανικού κόσμου. Τα καραβάνια, για να πάνε απ' το Κάιρο στη Δαμασκό ή στη Βαγδάτη, ήταν υποχρεωμένα να κάνουν ολόκληρο κύκλο απ' τα μονοπάτια της ερήμου, απ' την κοιλάδα της Ιδουμαίας, να περνούν νότια απ' τη Νεκρά Θάλασσα, κ' ύστερα ν' ανεβαίνουν την κοιλάδα του Ιορδάνη, απ' την όχθη της Υπεριορδανίας. Τα χρονικά της εποχής μας δείχνουν ένα απ' αυτά τα καραβάνια της Αιγύπτου να σταθμεύει κοντά στον Ιορδάνη, «στη σκιά και στη σιωπή της νύχτας». Μα ο βασιλιάς Βαλδουίνος έχει ειδοποιηθεί απ' τους βιγλάτορές του. Με εξήντα καβαλάρηδες, κατεβαίνει μες στο σκοτάδι ως το ποτάμι κ' αιφνιδιάζει το καραβάνι. Τα λάφυρα: «έντεκα γκαμήλες φορτωμένες ζάχαρη, τέσσερις φορτωμένες πιπέρι, δεκαεφτά φορτωμένες λάδι και μέλι». Λίγο αργότερα, άλλη πολύ πιο σημαντική λεία: ένα τεράστιο καραβάνι με τέσσερις χιλιάδες γκαμήλες, που γύριζε απ' την Αραβία στην Υπεριορδανία, αιχμαλωτίζεται απ' τον Αγγλονορμανδό σταυροφόρο Γουλιέλμο Κλίτον, εγγονό του Γουλιέλμου του Καταχτητή. Είναι αλήθεια πως οι Μουσουλμάνοι απαντούσαν κι αυτοί στις καταδρομές με καταδρομές. Ο αυθέντης της Τιβεριάδας Γερβάσιος της Μπαζός, που έπεσε έτσι σε ενέδρα, οδηγήθηκε αιχμάλωτος στη Δαμασκό. Ο Τούρκος αρχηγός που κυβερνούσε τη Δαμασκό, ο βάναυσος Τουχτεκίν, πρότεινε στον Βαλδουίνο, για να τον απελευθερώσει, να του παραχωρήσει την Τιβεριάδα και τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Αλλά ο Βαλδουίνος, η πολιτική σκοπιμότητα προσωποποιημένη, έμεινε ακλόνητος. «Χρήματα όσα θέλετε, πάνω από εκατό χιλιάδες υπέρπυρα, αν χρειαστεί! Αλλά κι αν αιχμαλωτίσετε όλη μου την οικογένεια, κι όλους τους άλλους Φράγκους αρχηγούς, δε θα δώσω για λύτρα ούτε την πιο ασήμαντη πόλη μας». Ύστερ' απ' αυτή την άρνηση, ο Γερβάσιος εκτελέστηκε με σαϊτιές στη μεγάλη πλατεία της Δαμασκού. Έγδαραν το κρανίο του, και το δέρμα με τ' άσπρα του μαλλιά το κρέμασαν σ' ένα κοντάρι, για να το κρατούν ψηλά, μπροστά απ' τον εμίρη· μα οι φράγκικες καταχτήσεις διατηρήθηκαν ακέραιες.

Μόλις μια χριστιανική μοίρα αγκυροβολούσε στα νερά της Ανατολής, ο Βαλδουίνος επωφελούνταν για να επιτεθεί με τη βοήθειά της στις παράκτιες πόλεις που βρίσκονταν ακόμα στην κατοχή της Αιγύπτου. Είδαμε πως στα 1104 μια γενοβέζικη επίσκεψη του επέτρεψε να πάρει τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Στις 13 του Μάη του 1110, η παρουσία γενοβέζικων και πιζανικών πλοίων, του επέτρεψε να καταλάβει τη Βηρυτό με όμοιο τρόπο και στις 4 του Δεκέμβρη, χάρη στη βοήθεια μιας σκανδιναυϊκής αρμάδας, με αρχηγό το βασιλιά της Νορβηγίας Σιγούρδο, υποχρέωσε τη Σιδώνα να συνθηκολογήσει. Εκείνη την εποχή όλη η παλαιστινιακή ακτή, εκτός απ' την Τύρο, στο βορρά, και την Ασκάλωνα, στο νότο, είχε αποσπαστεί απ' την Αίγυπτο κ' είχε προσαρτηθεί σταθερά στο φράγκικο βασίλειο.

—οο0οο—

Ενώ στα νότια ο Βαλδουίνος ίδρυε το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, μέσα στα ιστορικά του όρια, στη Βόρεια Συρία ο παλιός του αντίπαλος, ο Ταγκρέδος, που 'χε προσκληθεί ν' αναλάβει την

Page 33: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αντιβασιλεία του πριγκιπάτου της Αντιόχειας στη διάρκεια της αιχμαλωσίας του Βοημούνδου (1100-1103) «έκανε επίσης καλή δουλειά». Σταθεροποίησε προς τ' ανατολικά το νορμανδικό πριγκιπάτο με νικηφόρες εκστρατείες ενάντια στο τουρκικό βασίλειο του Χαλεπιού και στα δυτικά ολοκλήρωσε την κατάχτηση των παραλίων, παίρνοντας απ' τους Βυζαντινούς το μεγάλο λιμάνι της Λαοδίκειας (τέλη του 1102). Όσο για τον κόμη της Τουλούζης, Ραϋμόνδο του Σαιν-Ζιλ, μετά την απογοήτευση που 'χε δοκιμάσει βλέποντας να δίνονται σε άλλους η Αντιόχεια και η Ιερουσαλήμ, είχε φύγει για την Κωνσταντινούπολη, για να συνεννοηθεί με τον αυτοκράτορα Αλέξιο Κομνηνό. Εκείνος του ανέθεσε να οδηγήσει μες απ' τη Μικρά Ασία τις νέες Σταυροφορίες που κατέφθαναν απ' τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία.

Η πρώτη απ' τις «Σταυροφορίες ενίσχυσης» ή «αξιοποίησης» που, όταν μαθεύτηκε η απελευθέρωση της Ιερουσαλήμ, οργανώθηκαν στη Δύση, απαρτιζόταν από Λομβαρδούς προσκυνητές. Αφού έφτασαν απ' το δρόμο του Δούναβη σε βυζαντινή περιοχή, οι Λομβαρδοί καταυλίστηκαν κοντά στην Κωνσταντινούπολη. Ο στρατός τους, που περιλάβαινε πλήθος άμαχους, παρουσίαζε από πολλές απόψεις τα χαρακτηριστικά των Λαϊκών Σταυροφοριών του 1096 και θα επαναλάμβανε τα «κατορθώματά» τους. Παρ' όλες τις εκκλήσεις των αρχηγών τους, οι Λομβαρδοί προσκυνητές άρχισαν να λεηλατούν τα βυζαντινά εδάφη, κλέβοντας ζώα και σοδειές, φτάνοντας ως το σημείο να ληστεύουν και εκκλησίες. Επειδή επενέβαιναν οι Βυζαντινές Αρχές, οι πιο έξαλλοι δε δίστασαν να επιτεθούν ενάντια στα αυτοκρατορικά ανάκτορα των Βλαχερνών. Ο αρχιεπίσκοπος του Μιλάνου, ο κατά τύπους αρχηγός τους, κατόρθωσε να τους επαναφέρει στην τάξη. Μια νέα Σταυροφορία ενίσχυσης, γαλλική, έφτασε και συνενώθηκε με τους Λομβαρδούς, και όλοι δέχτηκαν σαν αρχηγό τον Ραϋμόνδο του Σαιν-Ζιλ, που επί κεφαλής τους πέρασε στην Ασία (Απρίλης-Μάης 1101).

Η διαδρομή που θα διάλεγαν για ν' ακολουθήσουν μες απ' τη Μικρά Ασία, δε φαίνεται ν' αποτελούσε πρόβλημα. Δεν είχαν παρά ν' ακολουθήσουν τη διαδρομή της πρώτης Σταυροφορίας, απ' τη Νίκαια, το Δορύλαιο και το Ικόνιο, που γνώριζαν όλους τους σταθμούς της και τα σημεία όπου υπήρχε νερό, για να κατεβούν, όπως στα 1097, προς την Αντιόχεια. Αλλά μια ρομαντική ιδέα, όπως εκείνες που γεννιούνται στα πλήθη, κατέλαβε τους Λομβαρδούς προσκυνητές: πριν κατέβουν στη Συρία, έπρεπε να πάνε ν' απελευθερώσουν τον Βοημούνδο. Ο Βοημούνδος όμως βρισκόταν αιχμάλωτος των Τούρκων στο κάστρο του Νίκσαρ, στα βορειοανατολικά της Μικράς Ασίας, στην άλλη άκρη της χερσονήσου, απ' τη μεριά του Καυκάσου. Για να φτάσουν ως αυτόν (αν υποτεθεί πως οι Τούρκοι δε θα τον μετέφεραν ακόμα πιο μακριά) έπρεπε να πάρουν αντίθετο δρόμο απ' τη Συρία, ν' απομακρυνθούν εντελώς απ' τον αντικειμενικό σκοπό της Σταυροφορίας, να μπλέξουν σε μια περιπέτεια χωρίς τέλος και χωρίς διέξοδο. Αυτό πρόβαλαν σαν αντίρρηση οι φεουδάρχες, και πρώτος - πρώτος ο Ραϋμόνδος του Σαιν - Ζιλ. Μα η ψυχολογία του πλήθους δεν παίρνει από λογική. Ο Ραϋμόνδος, όντας αρχηγός τους, αναγκάστηκε να τους ακολουθήσει. Κ' η τρελή ανάβαση άρχισε. Μετά την Άγκυρα, όπου έφτασαν στις 23 Ιουνίου, μπήκαν στις ορεινές ερημιές, χωρίς πόλεις και καλλιέργειες, όπου το ιππικό των Τουρκομάνων παρενοχλούσε αδιάκοπα τους σταυροφόρους, που πέθαιναν απ' την κούραση και την πείνα. Έβλεπαν να τους τοξεύουν από μακριά, χωρίς να μπορούν να δώσουν μάχη σώμα με σώμα. Η αλαζονεία τους μεταβλήθηκε σε κατάπτωση, και σύντομα σε πανικό. Λίγο πριν απ' την Αμάσεια, οι Τούρκοι, κρίνοντας πως η φράγκικη φάλαγγα είχε χάσει αρκετά το ηθικό της, της έφραξαν το δρόμο. Οι Λομβαρδοί τράπηκαν σε φυγή. Ο Ραϋμόνδος της Τουλούζης με τους Γάλλους και τους Γερμανούς, αντιστάθηκε ως τη νύχτα, έπειτα έχασε κι αυτός το θάρρος του και τράπηκε σε φυγή προς τη Μαύρη Θάλασσα μαζί με τους Βυζαντινούς οδηγούς του. Καλπάζοντας έφτασε στο πρώτο λιμάνι που βρήκε, απ' όπου μπάρκαρε για την Κωνσταντινούπολη. Όταν έγινε γνωστή η φυγή του, ο πανικός γενικεύτηκε. Απ' τους 150.000 τουλάχιστο σταυροφόρους, μονάχα μερικές χιλιάδες μπόρεσαν να φτάσουν στη Σινώπη. Οι υπόλοιποι σφάχτηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν απ' τους Τούρκους (Ιούλιος-Αύγουστος 1101).

Η πρώτη συνέπεια αυτής της καταστροφής ήταν να χάσουν οι Φράγκοι το ηθικό κέρδος των νικών του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν στη Μικρά Ασία. Οι Τούρκοι, που απ' τα 1097 είχαν την ψυχολογία του ηττημένου, ένιωσαν πάλι σαν γαζήδες (νικητές). Αυτό φάνηκε αμέσως όταν, το ίδιο καλοκαίρι

Page 34: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

του 1101, ο κόμης Γουλιέλμος της Νεβέρ με 15.000 σταυροφόρους θέλησε ν' ακολουθήσει τη διαδρομή του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν μες απ' τη Φρυγία και τη Λυκαονία. Φτάνοντας στο Ερεγλή, ανατολικά απ' το Ικόνιο, κυκλώθηκε απ' το τουρκικό ιππικό και το στράτευμά του, αποδεκατισμένο απ' τα εχθρικά βέλη, σφάχτηκε σχεδόν όλο επιτόπου ( Αύγουστος 1101). Μια ανάλογη τύχη περίμενε ένα τελευταίο προσκύνημα 60.000 ψυχών, με αρχηγούς τον Γουλιέλμο Θ' του Πουατιέ και τον Γουέλφο Δ' της Βαυαρίας. Κι αυτοί έφτασαν ως το Ικόνιο, αλλά δεν μπόρεσαν ν' ανεφοδιαστούν εκεί, γιατί οι Τούρκοι είχαν ερημώσει τα πάντα υποχωρώντας. Όταν έφτασαν στο ποτάμι του Ερεγλή, κ' ενώ οι δυστυχισμένοι, βασανισμένοι απ' τη δίψα, ορμούσαν με μεγάλη αταξία προς τις όχθες, ξαφνικά ξεπετάχτηκαν οι Τούρκοι τοξότες στην άλλη όχθη κ' έπειτα σ' όλους τους γύρω λόφους· κύκλωσαν αυτό το αξιοθρήνητο κοπάδι και κάθε βέλος τους έβρισκε στόχο. Ήταν μια απερίγραπτη σφαγή (5 Σεπτεμβρίου 1101). Μονάχα μερικοί ιππότες γλίτωσαν. Η ωραία μαργκραβίνα Ίντα της Αυστρίας, που συνόδευε έφιππη το βαυαρικό στρατό, χάθηκε: νεκρή ή αιχμάλωτη στο βάθος κάποιου χαρεμιού;

Η καταστροφή της Ανατολίας είχε πολύ σοβαρές συνέπειες για το μέλλον της λατινικής Ανατολής. Τα πλήθη που πήγαν να σφαγούν εκεί, αποτελούσαν, μετά την κατάχτηση της Ιερουσαλήμ, το δεύτερο κύμα, το «κύμα αξιοποίησης», που προοριζόταν να σταθεροποιήσει τις επιτυχίες και να μεταβάλει τα φράγκικα πριγκιπάτα της Συρίας σε πραγματικές αποικίες.

Αυτή την ενίσχυση των 200.000 ανθρώπων, αυτή τη μετανάστευση ενός ολόκληρου λαού, η φράγκικη Συρία δε θα την ξανάβλεπε ποτέ. Στο μέλλον θ' αναγκαστούν να εργασθούν λιγότερο μεγαλοφάνταστα, σ' ένα πιο περιορισμένο σχέδιο, που ν' αρκείται στις δυνατότητες της στιγμής. Ο κόμης της Τουλούζης —ένας απ' τους υπεύθυνους της καταστροφής, αφού δεν μπόρεσε ν' αντισταθεί στις τρέλες του όχλου των Λομβαρδών— θα 'ναι ο πρώτος που θα το καταλάβει. Μετά την καταστροφή του 1101, δε θα 'ναι πια ο ανήσυχος, ο μεγαλόπρεπος και κάπως υπεροπτικός πρίγκιπας που γνωρίσαμε. Αυτός ο γενικός υποψήφιος όλων των θρόνων της Ανατολής, θα πάει να ιδρύσει μια μέτρια προβηγκιανή κομητεία στις ακτές του Λιβάνου. Είναι αλήθεια πως αυτό το έργο θα 'ναι πιο λογικό και πιο στέρεο απ' τα πρώτα ιπποτικά του όνειρα.

Είναι όμως επίσης αλήθεια ότι πριν το πάρει απόφαση πως θα τέλειωνε έτσι, ο Σαιν-Ζιλ χρειάστηκε να δοκιμάσει μιαν ακόμα απογοήτευση. Μετά την καταστροφή της Ανατολίας, σκεφτόταν ακόμα να διεκδικήσει την Αντιόχεια απ' τον Ταγκρέδο, και μ' αυτή την πρόθεση αποβιβάστηκε στις εκβολές του Ορόντη, όταν πιάστηκε αιχμάλωτος από 'ναν τυχοδιώχτη, που τον παράδωσε για χρήματα στον αντίπαλό του. Ο Ταγκρέδος φάνηκε άλλωστε αγαθός ηγεμόνας κι απελευθέρωσε αρκετά εύκολα τον κόμη, αλλά αφού πέτυχε απ' αυτόν μια ρητή παραίτηση από κάθε αξίωση για την Αντιόχεια. Τότε μονάχα ο Ραϋμόνδος ξαναθυμήθηκε τις ωραίες γαίες της Τορτόσας και της Τρίπολης, που 'χε διασχίσει άλλοτε, τον καιρό της Πρώτης Σταυροφορίας. Εκεί, ανάμεσα στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ, που 'χε περάσει οριστικά στα χέρια του Βαλδουίνου της Βουλώνης, και στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας, που ανήκε οριστικά στον Βοημούνδο και στον Ταγκρέδο, υπήρχε μια προνομιακή Ριβιέρα, που θα του θύμιζε τις εσχατιές της γενέτειράς του, της Νότιας Γαλλίας. Τότε ακριβώς ένας γενοβέζικος στόλος περιπολούσε στ' ανοιχτά. Ο Ραϋμόνδος πέτυχε την υποστήριξη των Γενοβέζων καπετάνιων και με τη βοήθειά τους πήγε να επιτεθεί ενάντια στην Τορτόσα, στο αραβικό εμιράτο της Τρίπολης. Στις 21 τ' Απρίλη του 1102, κατέλαβε την πόλη, που την έκανε έδρα του, περιμένοντας να γίνει κύριος και της πρωτεύουσας της περιοχής, της Τρίπολης, που θα 'ταν στο μέλλον ο αντικειμενικός του σκοπός.

Το εμιράτο της Τρίπολης ανήκε σε μιαν οικογένεια Αράβων καδήδων, που εξαρτιόταν λίγο-πολύ τυπικά απ' την Αίγυπτο, τους Μπενού Αμάρ: έξυπνοι πολιτικοί, συνετά πνεύματα και καλλιεργημένοι (είχαν μια απ' τις ωραιότερες βιβλιοθήκες του Ισλάμ), καθόλου φανατικοί και που διατηρούσαν ως τότε σχέσεις καλής γειτονίας με τους Φράγκους. Οι Μπενού Αμάρ έλπιζαν πως έτσι θ' άφηναν να περάσει η μπόρα και θα διατηρούσαν την ανεξαρτησία τους. Έφτανε ν' ανεφοδιάζουν

Page 35: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τις χριστιανικές εφοδιοπομπές, που κυκλοφορούσαν ανάμεσα στην Αντιόχεια και στην Ιερουσαλήμ και περνούσαν απ' την Τρίπολή τους, που βρισκόταν στη χερσόνησο του Ελ-Μίνα, αυτό το «λιβανέζικο Γιβραλτάρ», το σχεδόν απόρθητο.

Η κατάσταση άλλαξε όταν ένας Φράγκος ηγεμόνας εγκαταστάθηκε μόνιμα σ' αυτή τη χώρα, με τη σταθερή απόφαση να γίνει κύριός της και να τελειώσει εκεί τη ζωή του. Βέβαια ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ είχε πολύ λίγους πολεμιστές — τετρακόσους άντρες με τους πιο ευνοϊκούς υπολογισμούς— αλλά παρά τις ασήμαντες αυτές δυνάμεις, αντί να περιοριστεί στη νέα του κτήση, στην Τορτόσα, προωθούσε τις επιθέσεις του ως κάτω απ' τα τείχη της Τρίπολης. Όπως μας ιστορεί γραφικά ο Ραούλ της Καν, «είχε την τόλμη να πολιορκήσει αυτή την πολυάνθρωπη πόλη μόνος του». Ας προσθέσουμε πως οι Μαρωνίτες χριστιανοί των ορέων του πρόσφεραν μια πολύτιμη συνδρομή. Με τη βοήθειά τους, και με τη βοήθεια μιας γενοβέζικης μοίρας, πήρε απ' τους Τριπολίτες, στις 23 Απριλίου 1104, την πόλη Τζεμπαΐλ, την αρχαία Βύβλο, το Ζιμπελέ των χρονογράφων μας. Με την Τορτόσα στα βόρεια και το Ζιμπελέ στα νότια, είχαν χαραχτεί τα πλαίσια της μελλοντικής κομητείας της Τρίπολης. Της έλειπε μονάχα, στο κέντρο, η φυσική της πρωτεύουσα, η Τρίπολη. Όπως είπαμε, η αραβική Τρίπολη του ενδέκατου αιώνα, στριμωγμένη στη βραχώδη χερσόνησο του Ελ-Μίνα, που προστατεύεται από έναν αρκετά στενό ισθμό, δεν ήταν καθόλου ευάλωτη. Επωφελούμενοι απ' όλα τα πλεονεκτήματα ενός νησιού, ανεφοδιαζόμενοι απ' τη θάλασσα με τον αιγυπτιακό στόλο κ' επικοινωνώντας έτσι μ' όλο το μουσουλμανικό κόσμο, οι Μπενού Αμάρ περίμεναν ν' αποθαρρυνθεί ο εχθρός τους. Ο Σαιν-Ζιλ όμως, για να καταδείξει την ακλόνητη απόφασή του και να εξασφαλίσει τον διαρκή αποκλεισμό της πόλης, εγκαταστάθηκε απέναντι κ' έχτισε, στη βραχώδη προεξοχή που βρίσκεται πάνω απ' το φαράγγι της Καντισά, ένα κάστρο που τ' ονόμασε Μον Πελερέν (Όρος του Προσκυνητή) και που οι Μουσουλμάνοι το βάφτισαν με τ' όνομά του, κάστρο Σαιν-Ζιλ (Καλαάτ Σαντζίλ), το σημερινό φρούριο της Τρίπολης (1103).

Εκεί πέθανε ο Σαιν - Ζιλ στις 28 του Φλεβάρη του 1105. Τι θλιβερή μοίρα γι' αυτόν τον τρανό φεουδάρχη, που αφού δήλωσε πρώτος συμμετοχή στη Σταυροφορία, αφού υπήρξε ο πρώτος έμπιστος του Ουρβανού Β', είχε δει να του ξεφεύγουν, το 'να ύστερ' απ' τ' άλλο, όλα τα οφέλη που μπορούσε να περιμένει απ' αυτήν! Άλλοι είχαν πάρει στη θέση του την ηγεσία του Μεγάλου Προσκυνήματος. Αυτός δεν είχε πάρει στη διανομή καμιά απ' τις μεγάλες πόλεις που 'χαν καταχτηθεί, ούτε την Αντιόχεια, ούτε την Ιερουσαλήμ. Η Σταυροφορία ενίσχυσης, που αυτός την είχε οδηγήσει μες απ' την Ανατολία, στα 1101, είχε αποτύχει οικτρά. Μετά το ναυάγιο αυτών των μεγάλων ελπίδων, είχε αναγκαστεί, στο τέλος της ζωής του, να περιοριστεί σε μια γωνιά της ακτής του Λιβάνου, και κει να σβήσει χωρίς να δοκιμάσει τη χαρά να μπει στη Γη της Επαγγελίας, την Τρίπολη. Αλλά ύστερ' από πολλά λάθη και πολλές λιποψυχίες, είχε την υπέρτατη παρηγοριά να μπορεί να λέει πως πέθανε αγωνιζόμενος, πιστός στο καθήκον, έχοντας αρνηθεί να εγκαταλείψει αυτούς τους Αγίους Τόπους, όπου είχε δοκιμάσει τόσες πικρίες «ακολουθώντας το παράδειγμα του Χριστού, που 'χε αρνηθεί να κατεβεί απ' το Σταυρό». Ας μην ξεχνάμε ακόμα την ανθρωπιά του απέναντι στους Μουσουλμάνους αιχμαλώτους, στην κατάληψη της Ιερουσαλήμ...

Η λιβανέζικη κληρονομιά του Ραϋμόνδου πέρασε στα χέρια του ξαδέρφου του Γουλιέλμου Ζουρνταίν, κόμη του Σερντάν (1105—1109). Απ' το Μον Πελερέν, ο Γουλιέλμος συνέχισε με την ίδια επιμονή τον αποκλεισμό της Τρίπολης. Απελπισμένος, ο αρχηγός των Μπενού Αμάρ πήγε να εκλιπαρήσει τη βοήθεια του Τούρκου αταμπέγκ της Δαμασκού, έπειτα του χαλίφη της Βαγδάτης, προσφέροντάς τους κάθε λογής πολύτιμα δώρα (1108). Αλίμονο! οι συνομιλητές του πήραν τα δώρα, αλλά δεν του έδωσαν σε αντάλλαγμα παρά μονάχα καλά λόγια. Κι όταν ο εμίρης γύρισε απογοητευμένος στη Συρία, οι κάτοικοι της Τρίπολης, κουρασμένοι να περιμένουν, είχαν πάει με το μέρος του χαλίφη της Αιγύπτου. Όσο για τον Γουλιέλμο Ζουρνταίν, αν και δεν μπόρεσε ούτε κι αυτός να πάρει την απόρθητη Τρίπολη, κατέλαβε τουλάχιστον, τον Απρίλη του 1109, παρ' όλη την επέμβαση των Δαμασκηνών, τη σημαντική οχυρή θέση της Αρκά, βορειοανατολικά απ' αυτή την πόλη, και πρόσθεσε στις καταχτήσεις του και τα κάστρα του Τζεμπέλ Άκαρ.

Page 36: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

—οο0οο—

Ενώ στο περιθώριο της μεγάλης ιστορίας, σε μια γωνιά της ακτής του Λιβάνου, ο Ραϋμόνδος του Σαιν-Ζιλ, κ' ύστερα ο Γουλιέλμος Ζουρνταίν, σχημάτιζαν υπομονετικά τη μελλοντική κομητεία της Τρίπολης, στα βόρεια, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας έβλεπε τα πιο δραματικά γεγονότα να διαδέχονται το 'να τ' άλλο.

Είδαμε πως απ' τα 1100, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας, ο Νορμανδός αρχηγός Βοημούνδος, ήταν αιχμάλωτος των Τούρκων της Μικράς Ασίας, ενώ ο ανιψιός του Ταγκρέδος κυβερνούσε στη θέση του το πριγκιπάτο του. Ο Βοημούνδος είχε απελπιστεί ότι θα ξαναποχτούσε ποτέ την ελευθερία του, όταν, στις αρχές του 1103, οι Τούρκοι αρχηγοί φιλονίκησαν μεταξύ τους σχετικά με τα ενδεχόμενα λύτρα του. Αυτά τα λύτρα, ο δεσμοφύλακάς του εμίρης του Σίβας (Σεβάστεια) Γκουμουχτεκίν, εννοούσε να τα κρατήσει μονάχα για τον εαυτό του. Ο Σελτζουκίδης σουλτάνος του Ικονίου, αυθέντης του Γκουμουχτεκίν, ήθελε κι αυτός το μερίδιό του κι άρχισε τις απειλές. Απ' τη φυλακή του, ο πονηρός Νορμανδός αντιλήφθηκε κάτι απ' τον καυγά. Φρόντισε να κάνει γνωστή τη συμπάθεια που του ενέπνεε ο Γκουμουχτεκίν, έτσι που μια ωραία πρωία ο εμίρης κατέβηκε στη φυλακή του για να συμβουλευτεί αυτό το γόνιμο σε τεχνάσματα μυαλό πως ν' αντισταθεί στους Σελτζουκίδες. Η συμφωνία κλείστηκε γρήγορα. Ο Βοημούνδος όχι μονάχα υποσχέθηκε να καταβάλει στον εμίρη ολόκληρο το ποσό της εξαγοράς του, αλλά ακόμα να 'ναι πιστός του σύμμαχος και να τον βοηθήσει να καταλάβει τη σελτζουκίδικη Ανατολία. Κι αμέσως αφέθηκε ελεύθερος (Μάιος 1103).

Ο Βοημούνδος γύρισε λοιπόν στην Αντιόχεια, όπου ο Ταγκρέδος, που 'χε τόσο καλά διοικήσει στη διάρκεια της απουσίας του, του παρέδωσε την εξουσία. Τον άλλο χρόνο, οι δυο Νορμανδοί αρχηγοί, ύστερ' από αίτηση του γείτονά τους, του κόμη της Έδεσσας Βαλδουίνου του Μπουργκ, οργάνωσαν μαζί του μια μεγάλη εκστρατεία στο μουσουλμανικό Τζεζιρέ. Ο πρώτος αντικειμενικός τους σκοπός ήταν η πόλη του Χαράν, στα νοτιοανατολικά της Έδεσσας. Αλλά μια τέτοια προώθηση προς την κατεύθυνση της Βαγδάτης δεν μπορούσε παρά να συγκινήσει τους γύρω Τούρκους εμίρηδες. Πολλοί απ' αυτούς, ο αταμπέγκ της Μοσούλης κ' οι Ορτοκίδες του Ντιαρμπεκίρ, συνενώθηκαν κ' έσπευσαν σε βοήθεια του Χαράν. Η σύγκρουση έγινε στις όχθες του Μπαλίχ, στις 7 του Μάη του 1104. Οι τουρκικές ίλες, που είχαν αντιμέτωπό τους τον κόμη της Έδεσσας, έκαναν τάχα πως τρέπονται σε φυγή. Παρέσυραν έτσι τους ιππότες της Έδεσσας μακριά απ' τους ιππότες της Αντιόχειας, κατευθείαν σε μιαν ενέδρα, όπου, πίσω από μια πτυχή του εδάφους, περίμενε ένα άλλο σώμα από 10.000 Τούρκους. Σε μια στιγμή, ο Βαλδουίνος του Μπουργκ και οι δικοί του βρέθηκαν κυκλωμένοι. Ο Βαλδουίνος πιάστηκε αιχμάλωτος, ενώ οι περισσότεροι απ' τους συντρόφους του σφάχτηκαν. Στην άλλη πτέρυγα, οι Νορμανδοί στην αρχή υπερίσχυαν, αλλά αφού έμειναν επικίνδυνα εκτεθειμένοι μετά την καταστροφή των συμμάχων τους, δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτ' άλλο παρά ν' απαγκιστρωθούν έγκαιρα με μια βιαστική υποχώρηση.

Οι Τούρκοι, ύστερ' απ' αυτή την αρκετά ανέλπιστη νίκη, έσπευσαν να πολιορκήσουν την Έδεσσα, που ήταν σχεδόν άδεια από υπερασπιστές. Ο Ταγκρέδος κλείστηκε μέσα στην πόλη, ενώ ο Βοημούνδος έσπευδε να ζητήσει βοήθεια απ' την Αντιόχεια. Περιμένοντας την άφιξη αυτών των ενισχύσεων, ο Ταγκρέδος δε διέθετε παρά μια δράκα πολεμιστές, ενώ ο κάμπος γύρω ήταν γεμάτος τουρκικές κατασκηνώσεις. Το θάρρος που έδειξε σ' αυτή την περίπτωση ήταν καταπληχτικό, βοηθούμενος άλλωστε θαυμάσια απ' τον αρμενικό πληθυσμό, που με κανέναν τρόπο δεν ήθελε να ξαναπέσει κάτω απ' τον τουρκικό ζυγό. Όμως, αν για να διατηρήσει το ηθικό των κατοίκων, έδειχνε την πιο ψύχραιμη εμπιστοσύνη, έστελνε ωστόσο κρυφά το 'να μήνυμα πάνω στ' άλλο στην Αντιόχεια, για να ειδοποιήσει τον θείο του Βοημούνδο πως η πόλη είχε φτάσει στα έσχατα. Ο Βοημούνδος, παρ' όλους τους κινδύνους που διέτρεχε ο ίδιος (οι Τούρκοι του Χαλεπιού είχαν εισβάλει στο πριγκιπάτο του της Αντιόχειας) μάζεψε 300 ιππότες και κάπου 400 πεζούς και ξεκίνησε για την Έδεσσα. Αλλά παρ' όλη του τη βιασύνη, δεν μπόρεσε να φτάσει παρά την έβδομη μέρα, και στο μεταξύ οι καθημερινές επιθέσεις των Τούρκων γίνονταν όλο και πιο σφοδρές. Ο Ταγκρέδος, που είχε απελπιστεί πως θα 'φτανε βοήθεια και περίμενε κάθε μέρα να δει τον εχθρό να επιτίθεται στα

Page 37: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τείχη, πήρε, σε συμφωνία με τον αρμενικό πληθυσμό, μιαν απελπισμένη απόφαση. Προτιμώντας να πεθάνουν πολεμώντας παρά να πουληθούν στα σκλαβοπάζαρα του Ισλάμ, οι πολιορκημένοι αποφάσισαν γενική έξοδο. Η έξοδος αυτή, κάτω απ' την ηγεσία του Ταγκρέδου, προετοιμάστηκε με τόση προσοχή όσο και μια μάχη σ' ανοιχτό πεδίο. Πριν απ' τα ξημερώματα, όλοι οι άντρες της Έδεσσας, οι ικανοί να κρατήσουν όπλα, μαζεύτηκαν αθόρυβα πίσω απ' τις πύλες. Οι Τούρκοι στρατιώτες κοιμόνταν, άλλοι κουρασμένοι απ' την επίθεση της προτεραίας, άλλοι απ' το μεθύσι. Ξαφνικά οι πύλες ανοίγουν και μ' έναν φοβερό πάταγο ασπίδων, ουρλιαχτών και σαλπίγγων, όλοι ρίχνονται πάνω στον εχθρό. Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης· το τουρκικό στρατόπεδο ανατρέπεται και κυριεύεται· ομάδες αγουροξυπνημένων στρατιωτών σφάζονται πριν προφτάσουν ν' αδράξουν τα όπλα τους. Οι υπόλοιποι, πανικόβλητοι, τρέπονται σε φυγή, που επιτείνεται απ' το ότι κείνη τη στιγμή ακριβώς ο Βοημούνδος και οι ιππότες της Αντιόχειας κατέφταναν για να ολοκληρώσουν τη νίκη.

Η Έδεσσα είχε σωθεί, αλλά οι σοβαρές συνέπειες της καταστροφής του Χαράν δεν έσβησαν. Η καταστροφή αυτή σημείωσε το σταμάτημα της φράγκικης κατάχτησης προς τη Μεσοποταμία, όπως η καταστροφή τον Κράσσου, σ' αυτή την ίδια θέση των Κάρρων, είχε άλλοτε σημειώσει το σταμάτημα της ρωμαϊκής κατάχτησης. Οι Τούρκοι του Χαλεπιού αποσπάσανε απ' τον Βοημούνδο τις περισσότερες απ' τις κτήσεις του στ' ανατολικά του Ορόντη κ' οι Βυζαντινοί επωφελήθηκαν για να του πάρουν τη Λαοδίκεια. Κάτω απ' τη διπλή αυτή αντεπίθεση, ο Βοημούνδος έβλεπε το έργο του να καταρρέει. Για να το ξαναρχίσει απ' την αρχή, αποφάσισε να πάει στη Δύση να ζητήσει βοήθεια. Ο Ραούλ της Καν μας μεταδίνει το νόημα του λόγου που έβγαλε στη Βασιλική του Αγίου Πέτρου της Αντιόχειας, στους πιστούς του: «Η θύελλα που ξεσηκώθηκε εναντίον μας είναι τέτοια που αν δεν αντιδράσουμε, είμαστε χαμένοι. Είμαστε κυκλωμένοι. Στην Ανατολή, απ' το εσωτερικό η τουρκική εισβολή. Στη Δύση, απ' τη θάλασσα η απόβαση των Ελλήνων. Δεν είμαστε παρά μια φούχτα άνθρωποι, που όσο πάει και θα λιγοστεύουμε. Χρειαζόμαστε μεγάλες ενισχύσεις απ' τη Γαλλία. Από κει θα μας έρθει η σωτηρία, από πουθενά άλλου. Αυτές τις ενισχύσεις θα πάω να φέρω». Εμπιστεύτηκε στον Ταγκρέδο τη διοίκηση της Αντιόχειας και τους τελευταίους μήνες του 1104 μπαρκάρισε για την Ιταλία.

Ο Βοημούνδος είχε φύγει λυσσώντας ενάντια στους Βυζαντινούς. Γιατί η βυζαντινή επίθεση, χτυπώντας τον πισώπλατα απ' τη μεριά της Λαοδίκειας, τον είχε παραλύσει μπροστά στους Τούρκους. Σίγουρα το Βυζάντιο ήταν ο χειρότερος εχθρός! Κι όλα τα παλιά του μίση, όλες οι νεανικές του αναμνήσεις, απ' τον καιρό που συνόδευε τον πατέρα του Ροβέρτο Γυϊσκάρδο για την κατάχτηση της Μακεδονίας, τον ξανακυρίεψαν. Γι' αυτό πήγε να κηρύξει στην Ιταλία μια σταυροφορία ενάντια στο Βυζάντιο. Απ' την Ιταλία πέρασε με τον ίδιο σκοπό στη Γαλλία, όπου έγινε δεχτός με επισημότητα απ' τον βασιλιά Φίλιππο Α' (Σεπτέμβριος 1105). Οικογενειακοί δεσμοί επισφράγισαν τη φιλία τους. Μια απ' τις κόρες του βασιλιά της Γαλλίας, η πριγκίπισσα Κονστάνς, δόθηκε σε γάμο στον Νορμανδό πρίγκιπα, μια άλλη, η Σεσίλ, στάλθηκε στον Ταγκρέδο, «που την παντρεύτηκε με πολύ μεγάλη χαρά». Ενισχυμένος έτσι ηθικά και υλικά, ο Βοημούνδος αποβιβάστηκε στην Ήπειρο, στις 9 του Οκτώβρη του 1107, και πήγε αμέσως να πολιορκήσει το Δυρράχιο, το μεγάλο βυζαντινό κάστρο της Αδριατικής. Αλλά δεν είχε αυτή τη φορά την τύχη που 'χε στα νιάτα του. Πολιορκήθηκε σύντομα ο ίδιος απ' το βυζαντινό στρατό, που ήταν άπειρα μεγαλύτερος και, το Σεπτέμβρη του 1108, υποχρεώθηκε να δεχτεί τους όρους των νικητών: αναγκάστηκε ν' αναγνωρίσει τον εαυτό του άμεσο υποτελή του αυτοκράτορα Αλεξίου Κομνηνού για το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, όπως και για άλλες ενδεχόμενες καταχτήσεις του στην Ανατολή.

Η συμφωνία αυτή, που θα σήμαινε την επικράτηση των βυζαντινών απόψεων σχετικά με τις Σταυροφορίες, δεν εκτελέστηκε ποτέ, γιατί ο Βοημούνδος, ύστερ' από μια τόσο μεγάλη ταπείνωση, δεν είχε το θάρρος να εμφανιστεί ξανά στην Ανατολή. Συντριμμένος απ' την ήττα, φυτοζώησε λίγο καιρό ακόμα στην Ιταλία και πέθανε εκεί στην αφάνεια, το Μάρτη του 1111.

—οο0οο—

Page 38: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ο Ταγκρέδος ανόρθωσε κ' ενίσχυσε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας (1104-1112). Ο Βοημούνδος, για την άτυχη Βαλκανική του επιχείρηση, είχε αδειάσει το θησαυροφυλάκιο. Ο Ταγκρέδος το γέμισε, ύστερ' από ένα σύντομο αλλά πειστικό λόγο που έβγαλε στους εκατό πιο πλούσιους Αρμένιους και Έλληνες εμπόρους της χώρας. Ύστερα, έχοντας ανασυντάξει το στρατό του, αντιμετώπισε τους Τούρκους του Χαλεπιού σε μια μεγάλη μάχη στο Τιζίν, ανατολικά του Αρτάχ, στις 20 τ' Απρίλη του 1105. Ανάμεσα στο νορμανδικό και στον τουρκικό στρατό απλωνόταν μια βραχώδης πεδιάδα, ακατάλληλη για τους ελιγμούς του ιππικού. Ο Ταγκρέδος, που το πρόσεξε αυτό, σταμάτησε λίγο πριν φτάσει εκεί. «Ακίνητος, σαν να 'χε αποκοιμηθεί», άφησε τους Τούρκους να μπουν στη βραχώδη ζώνη και να τη διασχίσουν ανενόχλητοι, αλλά μόλις την ξεπέρασαν, «σαν να ξύπνησε ξαφνικά», επιτέθηκε. Η ταχτική του ελαφρού τουρκικού ιππικού ήταν πάντα η ίδια: να μην περιμένει να 'ρθει σ' επαφή, σώμα με σώμα, με τη σιδερόφραχτη φράγκικη ιπποσύνη, αλλά να φεύγει μπροστά της, ρίχνοντάς της βροχή τα βέλη, κ' ύστερα, όταν τα σιδερόφραχτα άλογα θα 'χαν λαχανιάσει, όπως και οι καβαλάρηδές τους, να κάνουν ξαφνικά μεταβολή, να πέφτουν πάνω στους σκόρπιους κ' εξαντλημένους διώχτες τους και να τους συντρίβουν κάτω απ' τον όγκο τους. Αλλά στο έδαφος που 'χε διαλέξει ο Ταγκρέδος, δεν είχε πέραση αυτή η ταχτική. Υποχωρώντας, το τουρκικό ιππικό έπεφτε στη βραχώδη ζώνη, όπου ο καλπασμός γινόταν σχεδόν αδύνατος. Ξαφνιασμένοι απ' αυτό το εμπόδιο, οι Τούρκοι ξεπέζεψαν ή σκόρπισαν. Οι Φράγκοι ιππότες στρίμωξαν πολλούς απ' αυτούς στους βράχους και τους κατέσφαξαν. Αυτή η νίκη απέδωσε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας τις πέρα απ' τον Ορόντη, περιοχές, συμπεριλαμβανομένων του Αρτάχ και του Σερμίν. Τον άλλο χρόνο, ο Ταγκρέδος επωφελήθηκε απ' τις διενέξεις που διαιρούσαν τους Άραβες αρχηγούς της περιοχής της Απάμειας, στον Άνω Ορόντη, για να καταλάβει, με τη βοήθεια μερικών απ' αυτούς, αυτό το σημαντικό οχυρό (14 Σεπτεμβρίου 1106). Νοτιότερα απόχτησε φιλικές σχέσεις με τους ιπποτικούς εμίρηδες του Σετζέρ, της διάσημης αραβικής οικογένειας των Μπενού Μουνκίντ. Ο μουνκιδίτης εμίρης Ουσάμα, που μας άφησε μιαν αφήγηση αυτών των γεγονότων, μας παρουσιάζει τους γονείς του και τον Ταγκρέδο να συναγωνίζονται σε ευγένεια, ν' ανταλλάσσουν άλογα μεγάλης αξίας και να καλπάζουν με ευχαρίστηση πλάι-πλάι, εμίρηδες και ιππότες. Στα μέσα του 1108, ο Ταγκρέδος θα 'παιρνε τελικά απ' τους Βυζαντινούς το λιμάνι της Λαοδίκειας.

Ενώ, όπως είδαμε, ο Ταγκρέδος κυβερνούσε την Αντιόχεια για λογαριασμό του Βοημούνδου, που βρισκόταν πάντα στην Ιταλία, διοικούσε και την Έδεσσα στη θέση του Βαλδουίνου του Μπουργκ, που εξακολουθούσε να 'ναι αιχμάλωτος των Τούρκων. Είναι αλήθεια πως θα μπορούσε χωρίς πολύ κόπο ν' απελευθερώσει τον Βαλδουίνο του Μπουργκ πληρώνοντας λύτρα, αλλά εισπράττοντας τα εισοδήματα της ωραίας κομητείας της Έδεσσας, δεν έδειχνε καμιά εξαιρετική βιασύνη να κάνει κάτι τέτοιο. Ο κυριότερος υποτελής του Βαλδουίνου του Μπουργκ, ο Ζοσλέν του Κουρτεναί, αυθέντης του Τουρμπεσέλ (Τελ Μπάσερ), αιχμάλωτος των Τούρκων όπως κι ο Βαλδουίνος, αυτός ενήργησε πρώτος για την απελευθέρωσή του, αφού προηγουμένως εξαγόρασε τον εαυτό του. Ο Βαλδουίνος του Μπουργκ έκανε τα υπόλοιπα, υπογράφοντας ένα σύμφωνο στενής συμμαχίας με τον δεσμοφύλακά του, τον Τούρκο αρχηγό Τζαβαλί. Ο Τζαβαλί τον απελευθέρωσε με την υπόσχεση πως θα τον βοηθούσε στρατιωτικά για να πάρει απ' τους Τούρκους το Χαλέπι ή τη Μοσούλη. Αλλά τότε ο Βαλδουίνος του Μπουργκ δοκίμασε μια δυσάρεστη έκπληξη: Όταν κάλεσε τον Ταγκρέδο να του αποδώσει την Έδεσσα, εκείνος έκανε τον κουφό. Με μεγάλη απροθυμία αναγκάστηκε στο τέλος να συμμορφωθεί (Σεπτέμβριος 1108). Συμφιλίωση εντελώς επιφανειακή. Λίγους μήνες αργότερα, ο εμίρης Τζαβαλί, πολεμώντας ενάντια στους συμπατριώτες του, τους Τούρκους του Χαλεπιού, ζήτησε τη βοήθεια του Βαλδουίνου του Μπουργκ και του Ζοσλέν του Κουρτεναί, κι αυτοί, πιστοί στη συμφωνία τους, έσπευσαν να τον βοηθήσουν. Απ' την πλευρά του, ο Σελτζουκίδης του Χαλεπιού Ριντβάν, ζήτησε τη βοήθεια του Ταγκρέδου κι αυτός δέχτηκε. Έτσι είδαμε τούτο το παράξενο: μια φραγκοτουρκική συμμαχία να πολεμάει ενάντια σε μιαν άλλη φοαγκοτουρκική συμμαχία. Έγινε μάλιστα μια μάχη στις όχθες του Ευφράτη, κοντά στο Τουρμπεσέλ, όπου ο Ταγκρέδος, με τους Τούρκους του Χαλεπιού, πολέμησε τον Βαλδουίνο του Μπουργκ και τους Τούρκους του Τζαβαλί, μάχη όπου νίκησαν οι πρώτοι. Μια τέτοια κατάσταση, δέκα χρόνια μετά την πρώτη Σταυροφορία, αν και δεν μπορούσε παρά να σκανδαλίσει τις ψυχές των πιστών, έδειχνε ωστόσο πως ανάμεσα στους Φράγκους και στους Μουσουλμάνους φεουδάρχες τα θρησκευτικά και εθνικά μίση είχαν

Page 39: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

χάσει πολύ απ' τη βιαιότητά τους.

—οο0οο—

Ενώ ο αντιβασιλέας της Αντιόχειας και ο κόμης της Έδεσσας φιλονικούσαν στη Βόρεια Συρία, άλλοι ανταγωνισμοί ανάμεσα σε φεουδάρχες αναστάτωναν την τουλουζάνικη κομητεία του Λιβάνου.

Ο Γουλιέλμος Ζουρνταίν βασίλευε, τέσσερα χρόνια τώρα, σ' αυτό το σχηματιζόμενο κράτος, με την πεποίθηση ότι οι επιτυχίες του θα στέφονταν με την επικείμενη κατάληψη της Τρίπολης, όταν, το Φλεβάρη-Μάρτη του 1109, είδε να ξεμπαρκάρει στην Τορτόσα ένας αναπάντεχος ανταγωνιστής, ο ξάδερφός του Βερτράνδος, πρωτότοκος γιος του Ραϋμόνδου του Σαιν - Ζιλ, που 'ρχόταν ν' αξιώσει την πατρική κληρονομιά. Ο Γουλιέλμος αρνήθηκε φυσικά να παραιτηθεί από μια κτήση, που ο ίδιος την είχε υπερασπίσει και επεκτείνει. Οι δυο αντίπαλοι γύρεψαν υποστηριχτές έξω απ' την κομητεία. Ο Γουλιέλμος στράφηκε προς την Αντιόχεια, όπου ο Ταγκρέδος του υποσχέθηκε βοήθεια και προστασία. Ο Βερτράνδος πάλι έκανε έκκληση στο βασιλιά της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνο Α'. Φέρνοντας το ζήτημα μπροστά στο βασιλικό δικαστήριο, ζητούσε την επέμβαση του Βαλδουίνου, για να πάρει την κληρονομιά του, και ταυτόχρονα δήλωνε πως γι' αυτή την κληρονομιά ήταν υποτελής του Στέμματος της Ιερουσαλήμ.

Ο Βαλδουίνος, που όλη του η πολιτική έτεινε να μεταβάλει το βασίλειό του, που περιοριζόταν ως τώρα μονάχα στην Ιουδαία, σ' ένα Συροπαλαιστινιακό βασίλειο που θα περιλάμβανε το σύνολο των φράγκικων περιοχών, δεν ήταν από κείνους που θα μπορούσε να χάσει μια τέτοια ευκαιρία. Δήλωσε αμέσως στον Ταγκρέδο και στον Γουλιέλμο Ζουρνταίν πως μια κι ο Βερτράνδος είχε τεθεί κάτω απ' την προστασία του, τους απαγόρευε να επιχειρήσουν το παραμικρό εναντίον του. Έπειτα, με τον ίδιο τόνο αυθέντη που δε δέχεται αντιρρήσεις, μιλώντας «εν ονόματι όλης της Εκκλησίας της Ιερουσαλήμ», τους κάλεσε και τους δυο σε μια βασιλική κρίση μπροστά στην Τρίπολη, κατηγορώντας μ' αυτή την ευκαιρία τον Ταγκρέδο για την κακή του συμπεριφορά απέναντι στον κόμη της Έδεσσας. Και ορίζοντας τον εαυτό του δικαιωματικά διαιτητή όλων αυτών των φράγκικων διενέξεων, ο βασιλιάς ανάγγειλε τη σταθερή του απόφαση ν' αποκαταστήσει την ομόνοια ανάμεσα στους φεουδάρχες, ομόνοια που χωρίς αυτή δεν μπορούσαν να διατηρηθούν οι καταχτήσεις της Σταυροφορίας. Κάνοντας πράξη το λόγο, ο Βαλδουίνος πήγε ο ίδιος μπροστά στην Τρίπολη. Ο Γουλιέλμος Ζουρνταίν, έξαλλος, ήταν έτοιμος να καταφύγει στα όπλα, μα ο Ταγκρέδος, πιο πολιτικός και ξέροντας τι άνθρωπος ήταν ο Βαλδουίνος, καθησύχασε τον σύμμαχό του. Συμμορφούμενοι προς τη βασιλική επιτίμηση, κατέβηκαν κ' οι δυο στην Τρίπολη, όπου πήγαν κι ο Βαλδουίνος του Μπουργκ, κόμης της Έδεσσας, και ο υποτελής του, ο αυθέντης του Τουρμπεσέλ Ζοσλέν του Κουρτεναί. Οι μεγάλοι φεουδάρχες της Συρίας ήταν λοιπόν όλοι παρόντες μπροστά στην Τρίπολη, όταν ο βασιλιάς κήρυξε, στο Μον Πελερέν ίσως, την έναρξη της συνόδου του βασιλικού δικαστηρίου. Οι αντίπαλοι κλήθηκαν να εκθέσουν δημόσια τα παράπονά τους. Ο βασιλιάς τούς υποχρέωσε να συμφιλιωθούν, τον Ταγκρέδο με τον Βαλδουίνο του Μπουργκ, τον Γουλιέλμο Ζουρνταίν με τον Βερτράνδο, κ' ύστερα έβγαλε μιαν απόφαση σχετικά μ' αυτούς τους δυο τελευταίους. Η κληρονομιά του Ραϋμόνδου του Σαιν-Ζιλ μοιράστηκε. Αποφασίστηκε ο Γουλιέλμος Ζουρνταίν να διατηρήσει την Τορτόσα και την Αρκά και ο Βερτράνδος να πάρει το Ζιμπελέ, το Μον Πελερέν και την Τρίπολη, μόλις αυτή η πόλη θα συνθηκολογούσε.

Αφού πραγματοποιήθηκε η συμφωνία πάνω σ' αυτές τις βάσεις, επωφελήθηκαν απ' τη συγκέντρωση των φράγκικων δυνάμεων κι απ' την παρουσία μιας ισχυρής γενοβέζικης μοίρας από εβδομήντα πλοία, για να ξεμπερδεύουν με την αντίσταση της Τρίπολης. Η επικουρική ναυτική μοίρα, που στάλθηκε απ' την Αίγυπτο, δεν έφτασε έγκαιρα. Οι Άραβες της Τρίπολης, εγκαταλειμμένοι στις ίδιες τους τις δυνάμεις, εξαντλημένοι από 'ναν αποκλεισμό που διαρκούσε σχεδόν έξι χρόνια, πρότειναν συνθηκολόγηση, με τον όρο ή να μπορέσουν να μεταναστεύσουν ελεύθερα, ή να μείνουν, πληρώνοντας έναν ετήσιο φόρο, σαν υπήκοοι των Φράγκων. Στις 12 Ιουλίου του 1109, οι Φράγκοι μπήκαν στην πόλη. Οι όροι της συνθηκολόγησης τηρήθηκαν

Page 40: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

σχολαστικά απ' τον βασιλιά και τον κόμη Βερτράνδο. Μονάχα οι Γενοβέζοι ναυτικοί, στον τομέα τους, επιδόθηκαν στη λεηλασία και στη σφαγή. Παρ' όλα αυτά τα έκτροπα, μια και η συνδρομή τους υπήρξε αποφασιστική, έλαβαν απ' τον Βερτράνδο μεγάλα εμπορικά προνόμια, χωρίς να υπολογισθεί πως η μικρή πόλη Ζιμπελέ (Τζεμπαΐλ) δόθηκε σαν φέουδο στη γενοβέζικη οικογένεια των Εμπριάκι.

Έτσι ιδρύθηκε οριστικά η τουλουζάνικη κομητεία της Τρίπολης, που εκτεινόταν στην ακτή του Λιβάνου, ανάμεσα στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας και στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Σύμφωνα με τη διαιτησία του Βαλδουίνου Α', η κομητεία αυτή έπρεπε να μοιραστεί στον Βερτράνδο, που έδρευε στην Τρίπολη, και στον Γουλιέλμο Ζουρνταίν, που έδρευε στην Τορτόσα. Είναι φανερό πως έτσι δημιουργούνταν μια πηγή περιπλοκών για το μέλλον. Ένα «ατύχημα», που 'ρθε τόσο επίκαιρα ώστε είναι αδύνατο να μην είχε προκληθεί, έδωσε τέλος σ' αυτή τη λεπτή κατάσταση. Ένα βράδυ, που είχε ξεσπάσει ένας καυγάς ανάμεσα στους ιπποκόμους των δυο αρχόντων, ο Γουλιέλμος Ζουρνταίν έτρεξε να τους χωρίσει. Εκείνη τη στιγμή δέχτηκε ένα βέλος στο πλευρό κ' έπεσε νεκρός. «Ορισμένοι είπαν πως ο Βερτράνδος είχε διατάξει ύπουλα αυτή την πράξη, μα κανείς δεν μπόρεσε να μάθει την αλήθεια, ούτε ν' ανακαλύψει τον δολοφόνο. Πάντως —προσθέτει με φρόνηση το χρονικό— το μερίδιο του Γουλιέλμου το πήρε ο Βερτράνδος». Και ο Φουσέ της Σαρτρ συμπεραίνει φιλοσοφικά: «Άλλοι θρήνησαν κι άλλοι χάρηκαν. Ο Βερτράνδος έμεινε μόνος αφέντης της κομητείας, αυτός που 'χε δηλώσει πως ήταν υποταχτικός του βασιλιά».

—οο0οο—

Ήταν καιρός να ενωθούν οι Φράγκοι ηγεμόνες κάτω απ' τη δραστήρια πρωτοβουλία του Βαλδουίνου Α'. Για πρώτη φορά ύστερ' απ' την κατάληψη της Ιερουσαλήμ, να που ο τουρκικός κόσμος άρχιζε να κινείται για μια Αντισταυροφορία. Στα 1110, ο Σελτζουκίδης σουλτάνος της Περσίας οργάνωσε, μ' αυτό το πνεύμα, μια μεγάλη εκστρατεία βάζοντας επί κεφαλής τον υπαρχηγό του Μαουντούντ, εμίρη της Μοσούλης. Τον Απρίλη-Μάη του 1110, ο Μαουντούντ, μ' ένα μεγάλο στράτευμα, ήρθε να πολιορκήσει την Έδεσσα.

Ενώ πλησίαζαν οι Τούρκοι, ο κόμης της Έδεσσας Βαλδουίνος του Μπουργκ έστειλε βιαστικά τον Ζοσλέν του Κουρτεναί στην Παλαιστίνη να ζητήσει τη βοήθεια του βασιλιά Βαλδουίνου Α'. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο σοβαρή απ' το ότι ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ταγκρέδος, που σαν γείτονας θα μπορούσε να δώσει μια πιο γρήγορη βοήθεια, έδειχνε πάλι απροθυμία. Ο Βαλδουίνος ξεκίνησε αμέσως, μαζεύοντας στο πέρασμά του όλες τις διαθέσιμες ενισχύσεις. Σε μερικές βδομάδες, συγκέντρωσε έτσι 15.000 άντρες και παρουσιάστηκε στον κάμπο της Έδεσσας. Το χρονικό μας περιγράφει με χαρά την άφιξη αυτών των ενισχύσεων «τα λάβαρα και τα κράνη άστραφταν κάτω απ' τις ακτίνες του καλοκαιρινού ήλιου, οι σάλπιγγες ηχούσαν βροντερά, κι ακουγόταν ο ορυμαγδός αυτού του στρατού». Οι Τούρκοι δεν τον περίμεναν για να φύγουν. Είχαν κιόλας υποχωρήσει προς το Χαράν.

Η Έδεσσα είχε σωθεί, μα ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ αισθάνθηκε την ανάγκη να δώσει ένα τέλος στις φράγκικες διχόνοιες. Έπρεπε, σε περίπτωση καινούργιας επίθεσης των Τούρκων ενάντια στην Έδεσσα, να μπορεί να υπολογίζει κάνεις στη βοήθεια των ιπποτών της Αντιόχειας. Ο βασιλιάς κάλεσε λοιπόν τον Ταγκρέδο να εκθέσει τα τυχόν παράπονά του, να δώσει λόγο για τη φυγομαχία του μπροστά στους ομότιμούς του. Τόσο σφοδρή ήταν η έχθρα του Νορμανδού πρίγκιπα, που δίστασε να υπακούσει. Το αποφάσισε κάτω απ' την πίεση του περιβάλλοντός του, και μόνο και μόνο γιατί, μπροστά στην τουρκική απειλή, μια μακρότερη απουσία θα 'ταν ταυτόσημη με προδοσία. Ευγενικά, μόλις έφτασε, πήγε να χαιρετήσει τον βασιλιά, που τον υποδέχτηκε εγκάρδια. Όταν ο Βαλδουίνος του ζήτησε εξηγήσεις για τη στάση του, αυτός απάντησε ότι διεκδικεί την επικυριαρχία της Έδεσσας, μια και η πόλη ανήκε ανέκαθεν στην επικυριαρχία της Αντιόχειας.

Page 41: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ο Αλβέρτος του Αιξ μας δίνει την ουσία της απάντησης του Βαλδουίνου Α', μιας πραγματικής βασιλικής απόφασης, γεμάτης δύναμη και μεγαλείο: «Αδερφέ μου Ταγκρέδε, αυτό που ζητάς δεν είναι σωστό. Βασίζεσαι στο καθεστώς που ίσχυε στη χώρα τον καιρό της μουσουλμανικής κυριαρχίας, αλλά δεν πρέπει να ξεχνάς πως όταν ξεκινήσαμε για τον ιερό πόλεμο, συμφωνήθηκε πως καθένας θα κρατούσε μονάχα ό,τι θα 'παιρνε απ' τους άπιστους. Άλλωστε εκλέξατε ένα βασιλιά, αρχηγό, προστάτη και οδηγό, για τη διατήρηση και την επέκταση της κατάχτησης. Γι' αυτό έχω το δικαίωμα, εν ονόματι όλης της χριστιανοσύνης που αντιπροσωπεύω, ν' απαιτήσω μιαν ειλικρινή συμφιλίωσή σου με τον Βαλδουίνο του Μπουργκ. Αλλιώς, αν προτιμάς να μηχανορραφείς με τους Τούρκους, δεν μπορείς να θεωρείσαι δικός μας και θα σε πατάξουμε αμείλιχτα!» Αυτή τη φορά ο Ταγκρέδος συμμορφώθηκε οριστικά.

Δυστυχώς, μπροστά στην τουρκική αντίδραση που άρχιζε να εκδηλώνεται, οι Φράγκοι αρχηγοί αναγκάστηκαν να κάνουν μιαν οδυνηρή θυσία. Διατηρώντας, εννοείται, το σύνολο των οχυρωμένων πόλεων, εκκένωσαν απ' τους ντόπιους χριστιανούς —Αρμένιους, «Έλληνες» και Σύρους— τα ανοχύρωτα χωριά και την ύπαιθρο της κομητείας της Έδεσσας, στην ανατολική πλευρά του Ευφράτη. Αυτή η έξοδος, που επιβλήθηκε από στρατιωτικές ανάγκες κι αποφασίστηκε για το ίδιο το συμφέρον των πληθυσμών, διαταράχθηκε από μια ξαφνική επίθεση του τουρκικού ιππικού, που τη στιγμή που οι πρόσφυγες περνούσαν τον Ευφράτη, ρίχτηκε πάνω τους κ' εξόντωσε ένα πλήθος απ' αυτούς με τα βέλη, μπροστά στα μάτια των Φράγκων, που δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, και που έκλαιγαν από λύσσα. Ο Ταγκρέδος, έξαλλος απ' αυτές τις σκηνές φρίκης, εκδικήθηκε αμέσως χτυπώντας τους πιο κοντινούς του γείτονες, τους Τούρκους του Χαλεπιού. Στη διάρκεια μιας επιχείρησης αντεκδίκησης, κατέλαβε δυο οχυρά του βασιλείου του Χαλεπιού, το Αταρέμπ και το Ζερντάνα, και υποχρέωσε τον Τούρκο βασιλιά του Χαλεπιού, καθώς και τους Άραβες εμίρηδες του Σετζέρ και του Χάμα, να γίνουν φόρου υποτελείς (τέλη του 1110).

Στο μεταξύ ετοιμαζόταν μια δεύτερη Αντισταυροφορία. Στα στενοσόκακα του Χαλεπιού αγαναχτούσαν για το θράσος των Φράγκων καταδρομέων που παρενοχλούσαν το εμπόριο ανάμεσα στην ενδοχώρα και στην ακτή και καταδίκαζαν την πλούσια αυτή πόλη των καραβανιών σε μαρασμό. Μην μπορώντας να πείσουν τον Τούρκο βασιλιά τους να δράσει, πολλοί αστοί του Χαλεπιού πήγαν στη Βαγδάτη και προκάλεσαν σκάνδαλο στο Μεγάλο Τζαμί, μια Παρασκευή, μέρα προσευχής για τους Μουσουλμάνους, ζητώντας την επέμβαση του σουλτάνου και χαλίφη ενάντια στους καταραμένους Φράγκους. Οι διαδηλωτές ξεσήκωσαν τον όχλο, διέκοψαν τη λειτουργία, κομμάτιασαν το μιχράπ, έκαναν τόσα που ο χαλίφης και ο σουλτάνος, φοβισμένοι, υποσχέθηκαν να στείλουν μιαν επικουρική στρατιά στη Συρία. Κι αυτή τη φορά, επί κεφαλής των τουρκικών δυνάμεων μπήκε ο αταμπέγκ της Μοσούλης Μαουντούντ.

Την άνοιξη του 1111, η τουρκική στρατιά, πάνοπλη, επιχείρησε μια δοκιμαστική επίθεση ενάντια στα τείχη της Έδεσσας. Ενισχυμένη απ' τον περασμένο χρόνο απ' τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ, η πόλη ήταν απόρθητη. Ο Μαουντούντ κατευθύνθηκε τότε προς το Χαλέπι, που υπολόγιζε να το χρησιμοποιήσει σαν βάση για την εκστρατεία ενάντια στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Αλλά εκεί τον περίμενε μια έκπληξη: ο βασιλιάς του Χαλεπιού, ο Τούρκος Ριντβάν, βλέποντας να 'ρχεται σε βοήθειά του ένας τέτοιος φοβερός στρατός, τρομοκρατήθηκε. Οι Φράγκοι του φάνηκαν πολύ λιγότερο φοβεροί απ' όλους αυτούς τους συμπατριώτες και ομοθρήσκους του, που είχαν έρθει για να τον υπερασπίσουν από κάθε γωνιά της Σελτζουκιδικής Αυτοκρατορίας. Και αρνούμενος να διακόψει την ανακωχή που 'χε συνάψει με τον Ταγκρέδο, έκλεισε τις πύλες του Χαλεπιού μπροστά στον κατάπληχτο Μαουντούντ. Ο Μαουντούντ αναγκάστηκε λοιπόν ν' αλλάξει το σχέδιο εκστρατείας, πηγαίνοντας να πολεμήσει ενάντια στους Φράγκους απ' την πλευρά του Άνω Ορόντη, όπου τουλάχιστον ο άλλος τοπικός Τούρκος αρχηγός, ο αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν, ήρθε να συνενωθεί μαζί του.

Στο μεταξύ, οι Φράγκοι είχαν ολοκληρώσει τη συγκέντρωσή τους. Σε βοήθεια του πρίγκιπα της

Page 42: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Αντιόχειας Ταγκρέδου, που απειλούνταν άμεσα, είχαν προστρέξει ο κόμης της Έδεσσας Βαλδουίνος του Μπουργκ, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος Α' και ο κόμης της Τρίπολης Βερτράνδος, δηλαδή συνολικά 16.000 ιππότες και πεζοί. Ο χριστιανικός στρατός ήρθε να πάρει θέση κοντά στην Απάμεια, στον Μέσο Ορόντη, θέση κεντρική απ' όπου μπορούσε κανείς να επιτηρεί ταυτόχρονα τη Συρία, το Λίβανο και την Παλαιστίνη. Ο τουρκικός στρατός εγκαταστάθηκε λίγο πιο νότια, στο Σετζέρ. Για πολλές βδομάδες, οι δυο αντίπαλοι παρακολουθούσαν ο ένας τον άλλον, κάνοντας πορείες και αντιπορείες, χωρίς να τολμούν να εμπλακούν σοβαρά. Μια περιορισμένη συμπλοκή, στις 29 του Σεπτέμβρη του 1111, ήταν δίχως αποτέλεσμα. Τέλος μπροστά στις συνασπισμένες φράγκικες δυνάμεις, μπροστά στον τόσο λίγο ζήλο των Σύρων Μουσουλμάνων, ο Μαουντούντ αποθαρρύνθηκε. Η μεγάλη τουρκική στρατιά ξαναπέρασε τον Ευφράτη χωρίς καμιά επιτυχία...

Ένα τέτοιο αποτέλεσμα, πρέπει να το αναγνωρίσουμε, ήταν αποκλειστικά έργο του Βαλδουίνου Α'. Η φράγκικη Συρία, που 'χε σχηματιστεί από διάφορα τμήματα, τυχαία, χάρη σε ιδιωτικές πρωτοβουλίες, την εποχή του θανάτου του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, δεν είχε κανέναν καταστατικό χάρτη, ούτε καμιά συνοχή Ο Βαλδουίνος Α', παίρνοντας πρώτος τον τίτλο του βασιλιά, αναλαμβάνοντας ύστερα τις βασιλικές αρμοδιότητες, μ' όλες τις υποχρεώσεις που συνεπάγεται η βασιλική εξουσία, προσφέροντας αδιάκοπα στους θεωρούμενους υποταχτικούς του τις υπηρεσίες του φεουδαρχικού επικυρίαρχου, επιβάλλοντάς τους την ένωση απέναντι στον κοινό εχθρό, δημιούργησε ουσιαστικά τη φράγκικη Συρία. Η εκστρατεία του 1111 τον ανάδειξε σαν αναμφισβήτητο αρχηγό, που συνένωσε όλες τις φράγκικες δυνάμεις. Απ' αυτή τη στιγμή ως τα 1186, η φράγκικη Συρία θ' αποτελέσει, παρ' όλο τον φεουδαρχικό κατακερματισμό της, ένα ενιαίο σύνολο. Οι μοναρχικοί θεσμοί που εδραιώθηκαν απ' τη μεγαλοφυία του πρώτου Βαλδουίνου, θα εξασφαλίσουν στη χώρα ογδόντα έξι χρόνια σταθερότητας. Η φράγκικη Συρία βρήκε τους Καπετίδες της.

Μια απ' τις μεγάλες επιτυχίες του Βαλδουίνου Α' ήταν ότι κατόρθωσε, χάρη στη σταθερότητα και στην καλοσύνη του, να βάλει τέρμα στην αντίδραση του Ταγκρέδου και να κάνει αυτόν τον παλιό προσωπικό του αντίπαλο οπαδό της βασιλικής του πολιτικής. Ο Ταγκρέδος είχε γίνει θερμός θιασώτης της φράγκικης σύμπνοιας, όταν πέθανε στην Αντιόχεια, στις 12 Δεκεμβρίου του 1112.

—οο0οο—

Ο Ταγκρέδος είναι ο πραγματικός ιδρυτής του πριγκιπάτου της Αντιόχειας. Βέβαια η πρώτη ιδέα της νορμανδικής εγκατάστασης εκεί ανήκε στον θείο του Βοημούνδο. Αυτός πρώτος είχε διαλέξει γι' αυτό το σκοπό τη λεκάνη του Κάτω Ορόντη. Αλλά το τυχοδιωχτικό του πνεύμα τον εξωθούσε αδιάκοπα σε μακρινές επιχειρήσεις, όπου τελικά και υπέκυψε. Γι' αυτόν τον απόγονο των Βίκιγκς, το συριακό του δουκάτο δεν ήταν παρά ένα επεισόδιο, ένας σταθμός, ένα πρώτο σκαλοπάτι. Εκείνο που ονειρευόταν ήταν, ούτε λίγο ούτε πολύ, η Κωνσταντινούπολη, η Ανατολική Αυτοκρατορία. Ο Ταγκρέδος όμως περιορίστηκε αποκλειστικά στη Συρία. Στον Βοημούνδο υπήρχε ακόμα η ανησυχία των μεγάλων Νορμανδών τυχοδιωχτών του ενδέκατου αιώνα, όπως λ. χ. ενός Ρουσέλιου του Μπαγέλ—τη μια μέρα αφέντες απέραντων επαρχιών, την άλλη αιχμάλωτοι κι απογυμνωμένοι απ' όλα. Ο Ταγκρέδος είχε κιόλας στεριώσει σ' έναν τόπο. Με επιμονή και υπομονή, απ' τη Λαοδίκεια ως το Αταρέμπ, επεξέτεινε την κυριαρχία του. Η κακή θέληση, η κακή πίστη που δείχνει όταν υποχρεώνεται να επιστρέψει στον Βαλδουίνο του Μπουργκ την κομητεία της Έδεσσας, μαρτυρεί σ' αυτόν τον Νορμανδό μια χαρακτηριστική αγάπη για τη γη, τα χτήματα, το ρίζωμα. Όπως ο Βαλδουίνος Α' στην Παλαιστίνη, έτσι κι αυτός έθεσε στη Βόρεια Συρία τις βάσεις μιας μακρόχρονης δυναστικής παράδοσης, προσαρμοσμένης κιόλας στο περιβάλλον.

Η σειρά των νομισμάτων του Ταγκρέδου συμβολίζει το έργο του. Οι επιγραφές είναι ελληνικές, ο Νορμανδός ηγεμόνας εικονίζεται με ενδυμασία μισοβυζαντινή μισομουσουλμανική, και φοράει στο κεφάλι το φαρδύ καφίε τυλιγμένο σε σαρίκι. Σ' ένα νόμισμα διαβάζει κανείς τον αναπάντεχο τίτλο: «Μέγας Εμίρης Ταγκρέδος». Κανείς δεν αμφιβάλλει πως αυτή η μορφή του χριστιανού εμίρη

Page 43: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ανταποκρίνεται στη μορφή που μ' αυτήν ο Νορμανδός καταχτητής ήθελε να παρουσιάζεται στα μάτια των ανατολιτών υπηκόων του.

Η πολιτική της συμφιλίωσης του βασιλιά Βαλδουίνου είχε καρποφορήσει τόσο πολύ, που τα τελευταία χρόνια της ζωής του ανατέθηκε στον Ταγκρέδο να διδάξει την τέχνη των όπλων στον νεαρό Πονς, γιο του παλιού του εχθρού, του κόμη Βερτράνδου της Τρίπολης. Να 'δειξε τάχα το παιδόπουλο κρυφό θαυμασμό για τη νεαρή γυναίκα του Ταγκρέδου, την πριγκίπισσα των Καπετιδών Σεσίλ της Γαλλίας; Κι ο Ταγκρέδος να 'χε αντιληφθεί κάτι τέτοιο; Πάντως δεν άφησε να φανεί τίποτα, αλλά στην επιθανάτια κλίνη του εμπιστεύτηκε τη Σεσίλ στον Πονς, ζητώντας του, όταν αυτός δε θα υπάρχει πια, να την παντρευτεί. Σύμφωνα με την τελευταία του θέληση, η Σεσίλ ξαναπαντρεύτηκε και πήρε τον Πονς και βασίλεψε μαζί του στην κομητεία της Τρίπολης. Φαίνεται πως έφερε στον νεαρό κόμη, ανάμεσα στην προίκα της, το ξακουστό κάστρο που ονομάστηκε αργότερα Κρακ των Ιπποτών, που ο Ταγκρέδος το 'χε πάρει απ' τους Άραβες τον Ιούνιο του 1110 και που από τότε αποτέλεσε τμήμα της τουλουζάνικης κομητείας.

Ο Ταγκρέδος, πεθαίνοντας, άφησε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας σ' έναν ξάδερφό του, τον Ιταλονορμανδό πρίγκιπα Ρογήρο του Σαλέρνο. Οι χρονογράφοι υπήρξαν κάπως αυστηροί γι' αυτόν τον νεαρό, που 'χε παντρευτεί την αδερφή του Βαλδουίνου του Μπουργκ, μα που η φλογερή του ιδιοσυγκρασία δε συμβιβαζόταν καθόλου με τους νόμους του γάμου. Στη Σικελία κιόλας όλοι αυτοί οι Νορμανδοί πρίγκιπες είχαν επηρεαστεί σε μεγάλο βαθμό απ' την αραβική πολυγαμία, και φυσικά η κατάσταση χειροτέρεψε πολύ απ' το κλίμα και τα ήθη της Ανατολής. Ο Ρογήρος, σαν βέρος Νορμανδός, «αγαπούσε το κέρδος», μα ο χρονογράφος, που του αποδίδει όλα αυτά τα ελαττώματα, είναι υποχρεωμένος να ομολογήσει πως «πραγματικά ήταν ιππότης και παλικάρι». Κι αληθινά ποτέ πιο λαμπρός ιππότης δεν κυβέρνησε τη φράγκικη Συρία. Η σύντομη βασιλεία του (1112-1119) δεν είναι παρά μια επική πορεία από νίκη σε νίκη, ως την ημέρα που η αλόγιστη παλικαριά του θα τον οδηγήσει στον ηρωικό θάνατο.

Πολύ σύντομα του παρουσιάστηκε η ευκαιρία να δείξει το θάρρος του, σπεύδοντας σε βοήθεια του βασιλιά Βαλδουίνου Α'.

—οο0οο—

Ο αταμπέγκ ή ο Τούρκος κυβερνήτης της Μοσούλης Μαουντούντ, που 'χε πάρει απ' τον Σελτζουκίδη σουλτάνο της Περσίας και τον χαλίφη της Βαγδάτης εντολή για την Αντισταυροφορία, δεν ξεχνούσε την αποστολή του. Έχοντας αποτύχει στα 1110 και στα 1111, από υπαιτιότητα των Μουσουλμάνων της Συρίας, ξαναεπιτέθηκε στα 1113, κάτω από πιο ευνοϊκές συνθήκες αυτή τη φορά. Το Μάη αυτής της χρονιάς πέρασε τον Ευφράτη κ' ήρθε να συνενωθεί στον Άνω Ορόντη με τον αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν. Οι δυο Τούρκοι αρχηγοί εισέβαλαν έπειτα στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ απ' τη Γαλιλαία, που τη λεηλάτησαν άγρια. Ύστερα, καθώς πλησίαζε ο φράγκικος στρατός, εγκαταστάθηκαν στο νότιο άκρο της λίμνης της Τιβεριάδας, πίσω απ' την εκροή του Ιορδάνη.

Μαθαίνοντας την εισβολή, ο βασιλιάς Βαλδουίνος Α' έστειλε μιαν επείγουσα πρόσκληση στους άλλους Φράγκους ηγεμόνες, δηλαδή στον Ρογήρο της Αντιόχειας και στον Πονς της Τρίπολης. Δυστυχώς οι καταστροφές των Τούρκων τον είχαν κάνει έξω φρενών. Επαναλαμβάνοντας την παράτολμη ενέργεια που του 'χε κοστίσει τόσο ακριβά στα 1102, δε θέλησε να περιμένει τον Ρογήρο και τον Πονς. Με τις δυνάμεις μονάχα του βασιλείου της Ιερουσαλήμ —700 καβαλάρηδες, 4000 πεζοί— έσπευσε να συναντήσει τους Τούρκους κ' ήρθε να πάρει θέση σε μικρή απόσταση απ' αυτούς, στο Σιν-εν-Ντάμπρα, κοντά στη νοτιοδυτική όχθη της λίμνης Τιβεριάδας (20 Ιουνίου 1113). Οι Τούρκοι, βλέποντας την αυτοπεποίθησή του, τον παρέσυραν σε μια παγίδα. Απ' την ανατολική όχθη του Ιορδάνη έστειλαν στην άλλη όχθη, προς το Σιν-εν-Ντάμπρα, 2000 διαλεχτούς καβαλάρηδες. Χίλιοι πεντακόσιοι έστησαν ενέδρα μπροστά στη γέφυρα του Ιορδάνη, οι υπόλοιποι

Page 44: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

500 πήγαν να προκαλέσουν τον Βαλδουίνο στο Σιν-εν-Ντάμπρα. Απερίσκεπτα ο Βαλδουίνος όρμησε εναντίον τους κ' έπεσε στην ενέδρα. Η θέση του ήταν κιόλας πολύ δύσκολη, όταν απ' τη γέφυρα του Ιορδάνη έφτασε σαν σίφουνας η κύρια δύναμη του τουρκικού στρατού, που τον συνέθλιψε κάτω απ' τον τεράστιο όγκο της. Ο βασιλιάς, κρατώντας ψηλά το λάβαρό του, προσπαθούσε να συγκεντρώσει τους δικούς του· βρέθηκε σε τόσο δύσκολη θέση, που κι αυτή τη φορά κατάφερε να σωθεί μονάχα χάρη στην ταχύτητα του αλόγου του. Όλο το στρατόπεδο, μαζί κ' η βασιλική σκηνή, έπεσαν στα χέρια των Τούρκων. Πολλοί φυγάδες πνίγηκαν στη λίμνη. Παρ' όλα αυτά, οι περισσότεροι ιππότες μπόρεσαν να βρουν καταφύγιο στην πόλη Τιβεριάδα (28 Ιουνίου 1113).

Όπως και στις μάχες της Ράμλε, ο Βαλδουίνος έτσι και τώρα είδε σε ποια άβυσσο τον είχε ρίξει η παράφορη ορμητικότητά του. Η περιπέτεια αυτή γινόταν ακόμα πιο δυσάρεστη απ' το γεγονός ότι έφτανε να περιμένει δυο-τρεις μονάχα μέρες για να φτάσουν οι ενισχύσεις απ' την Αντιόχεια και την Τρίπολη. Πραγματικά ο Ρογήρος κι ο Πονς κατέφθαναν με τους διαλεχτούς ιππότες τους. Ο Βαλδουίνος τίμια αναγνώρισε και ομολόγησε το λάθος του, κ' έπειτα συσκέφτηκαν. Ανασυγκροτημένος και απόλυτα πια ολοκληρωμένος, ο φράγκικος στρατός αποτελούσε μιαν αξιόλογη δύναμη. Αλλά μια κ' οι Τούρκοι είχαν την αριθμητική υπεροχή, οι Φράγκοι παρέμειναν αδρανείς περιμένοντας στα υψώματα δυτικά απ' την Τιβεριάδα, ενώ οι εχθρικές προφυλακές λεηλατούσαν τους κάμπους. Το χειρότερο ήταν πως οι Άραβες φελάχοι ενώνονταν με τον εισβολέα για να πλιατσικολογούν τ' ανοχύρωτα χωριά. Ο Βαλδουίνος, που 'χε συνετιστεί απ' τη δοκιμασία, είχε τη δύναμη να μείνει ψύχραιμος για ένα μήνα σ' αυτές τις προκλήσεις. Άλλωστε πλησίαζε ο Αύγουστος. Ήταν η εποχή που οι ιταλικές ναυτικές μοίρες αποβίβαζαν στους Αγίους Τόπους τους προσκυνητές εκείνης της χρονιάς. Είχαν έρθει 16.000, σημαντική ενίσχυση, που θ' ανέτρεπε την αναλογία των δυο στρατών. Ακόμα ο τουρκικός στρατός ήταν καταπονημένος απ' τις ζέστες και δεν είχε τρόφιμα. Ο Μαουντούντ κατάλαβε πως η εκστρατεία είχε αποτύχει. Απόλυσε το μεγαλύτερο μέρος του στρατού του κι αποσύρθηκε στη Δαμασκό, κοντά στο σύμμαχό του, τον αταμπέγκ Τουχτεκίν (30 Αυγούστου 1113).

Εδώ παρουσιάζεται ένα αρκετά μυστηριώδες δράμα, που οι συνέπειές του ολοκλήρωσαν, προς όφελος των Φράγκων, τη διάλυση της ένωσης των μουσουλμανικών δυνάμεων. Την Παρασκευή, στις 2 του Οκτώβρη του 1113, στη Δαμασκό, καθώς ο Μαουντούντ έβγαινε απ' το Μεγάλο Τζαμί όπου είχε παραστεί στη δημόσια προσευχή, ένας δολοφόνος ρίχτηκε πάνω του και τον σκότωσε χτυπώντας τον πολλές φορές με το στιλέτο. Ποιος είχε οπλίσει το χέρι του δολοφόνου; Η κοινή γνώμη κατηγόρησε τον Τουχτεκίν. Είναι βέβαιο πως ο αταμπέγκ της Δαμασκού, συνηθισμένος να είναι κυρίαρχος, δε θα 'νιωθε καθόλου άνετα έχοντας πλάι του τον ανώτατο αντιπρόσωπο του σουλτάνου. Πάντως ο μουσουλμανικός κόσμος απέδωσε σ' αυτόν το έγκλημα και ο Τουχτεκίν αναγκάστηκε σύντομα να συμμαχήσει με τους Φράγκους.

Στα 1115, ο σουλτάνος της Περσίας έστειλε στη Συρία ένα καινούργιο τουρκικό στράτευμα, με αρχηγό τον εμίρη Μπουρσούκ, με τη διπλή διαταγή να κάνει την Αντισταυροφορία και να ξαναφέρει σε υπακοή τους μουσουλμάνους του Χαλεπιού και της Δαμασκού. Ο Τουχτεκίν κ' οι άλλοι απειλούμενοι εμίρηδες κατάλαβαν όλο τον κίνδυνο. Η αποκατάσταση της εξουσίας του Σουλτάνου στη μουσουλμανική Συρία δεν μπορούσε να γίνει παρά με τον παραμερισμό τους. Ενάντια στην απειλή της κεντρικής τουρκικής εξουσίας, δε δίστασαν να κηρυχτούν αλληλέγγυοι με τους Φράγκους. Και βλέπουμε έτσι τους αρχηγούς της μουσουλμανικής Συρίας και τους Φράγκους ηγεμόνες να συνενώνουν τις δυνάμεις τους για να κλείσουν το δρόμο στο στρατό του Σουλτάνου. Οι σύμμαχοι, το καλοκαίρι του 1115, συγκεντρώθηκαν στην περιοχή της Απάμειας, στον μέσο Ορόντη, καλοδιαλεγμένο κεντρικό σημείο για την ταυτόχρονη προστασία του Χαλεπιού και της Αντιόχειας, της Δαμασκού και του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Εκεί ήταν ο βασιλιάς Βαλδουίνος Α', ο πρίγκιπας Ρογήρος της Αντιόχειας, ο κόμης Πονς της Τρίπολης, οι εμίρηδες του Χαλεπιού και ο αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν. Ο χρονογράφος μας δείχνει και μας ξαναδείχνει τον Τούρκο Τουχτεκίν και τον Ρογήρο να πηγαίνουν πλάι-πλάι καβάλα «σαν καλοί και τίμιοι συμπολεμιστές».

Page 45: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ο Μπουρσούκ κατάλαβε πως δε θα μπορούσε να σπάσει αυτό το μέτωπο. Έκανε τάχα πως παραιτιόταν απ' αυτή την επιχείρηση και υποχώρησε προς το Τζεζιρέ. Οι σύμμαχοι, ανύποπτοι, γύρισαν καθένας στην περιοχή του. Αμέσως ο Μπουρσούκ επέστρεψε στη Συρία και εισέβαλε στο τμήμα του πριγκιπάτου της Αντιόχειας, στ' ανατολικά του μέσου Ορόντη.

Ο Ρογήρος της Αντιόχειας πήρε τα όπλα. Δεν υπήρχε καιρός αυτή τη φορά να ζητήσουν τη βοήθεια του βασιλιά της Ιερουσαλήμ ή του αταμπέγκ της Δαμασκού. Ο Ρογήρος αρκέστηκε να ζητήσει τη βοήθεια του κόμη της Έδεσσας Βαλδουίνου του Μπουργκ και περνώντας μαζί του τον Ορόντη, στο Ντζισρ-εχ-Σογκρ, προχώρησε ν' αντιμετωπίσει τους Τούρκους, προστατευμένος απ' τον όγκο του Φεϊλούν, που έκρυβε την πορεία του. Αφού έστειλε σε αναγνώριση έναν απ' τους καλύτερους ιππότες του, τον Θεόδωρο του Μπαρνεβίλ, στάθμευσε. Αμέσως ο Μπαρνεβίλ γύρισε καλπάζοντας, και ανάγγειλε πως οι Τούρκοι βρίσκονταν εκεί πολύ κοντά, απ' την άλλη μεριά του δάσους, κ' έστηναν τις σκηνές τους, ολότελα ανύποπτοι, στους πρόποδες του μικρού λόφου Τελ-Ντανίθ. Η διήγηση του καγκελάριου Γκωτιέ καθρεφτίζει την επική χαρά των νορμανδών ιπποτών, όταν κατάλαβαν ότι ήταν δυνατός ένας επιτυχής αιφνιδιασμός. Ο Ρογήρος έδωσε αμέσως τη διαταγή ν' ανέβουν στ' άλογα. «Στ' όνομα του Θεού μας. Ιππότες, στα όπλα». Ο Τίμιος Σταυρός παρουσιάστηκε μπροστά απ' τις ίλες που ξεκίνησαν για το Τελ-Ντανίθ. Ήταν η αυγή της 14ης Σεπτεμβρίου. Ο Ρογήρος κάλπαζε στο κέντρο, ο Βαλδουίνος του Μπουργκ, κόμης της Έδεσσας, στην αριστερά πτέρυγα, στη δεξιά το ντόπιο ιππικό των Τουρκόπουλων, αυτών των ιθαγενών ιππέων της φράγκικης Συρίας

Όταν όλο αυτό το ιππικό επέπεσε εναντίον των Τούρκων, οι Τούρκοι βάδιζαν προς το Ντανίθ, μέσα στη μεγαλύτερη αταξία. «Μπροστά απ' το στράτευμα πήγαιναν οι αποσκευές τους και τα υποζύγια, οι στρατιώτες βάδιζαν πίσω απ' τις αποσκευές, πιασμένοι χέρι-χέρι. Όλοι ένιωθαν απόλυτα ασφαλισμένοι, κι ούτε φαντάζονταν πως θα τους επιτίθεντο· ο στρατός δεν είχε φτάσει στο στρατόπεδο που είχε ετοιμαστεί απ' τα πριν, οι σκηνές ήταν στημένες κιόλας και άδειες· δεν υπήρχαν εκεί παρά μονάχα οι υπηρέτες του στρατού». Το φράγκικο ιππικό, ορμώντας σαν θύελλα, επέπεσε πρώτα στο άδειο απ' τους υπερασπιστές στρατόπεδο, που καταλήφθηκε στη στιγμή. Ρίχτηκε ύστερα στα τουρκικά τμήματα που έφταναν διαδοχικά, σκόρπια, και που αιφνιδιάστηκαν το 'να ύστερ' απ' τ' άλλο. Ο Μπουρσούκ, με 800 καβαλάρηδες, δοκίμασε ν' ανασυντάξει τους άντρες του στο λοφίσκο του Τελ-Ντανίθ, αλλά ο λοφίσκος καταλήφθηκε εξ εφόδου απ' τον Βαλδουίνο του Μπουργκ και ο Τούρκος αρχηγός αναγκάστηκε να τραπεί σε φυγή. Γυρνώντας στο Χαμαντάν, πέθανε εκεί απ' τη θλίψη του. Η λαμπρή αυτή νίκη έδωσε τεράστιο γόητρο στον πρίγκιπα της Αντιόχειας ανάμεσα στον μουσουλμανικό κόσμο. Με τ' όνομα Σιροντζάλ (Σιρ Ροζέ), επρόκειτο, όπως αργότερα ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, ν' απαθανατιστεί στην παράδοση. Αμαχητί, μονάχα χάρη στη στρατιωτική του πίεση, το Τουρκοαραβικό βασίλειο του Χαλεπιού επρόκειτο να περιέλθει κάτω απ' την κηδεμονία του.

—οο0οο—

Στο μεταξύ, στην Παλαιστίνη, ο βασιλιάς Βαλδουίνος Α' ολοκλήρωνε ένα σχέδιο που το 'χε πάντα κατά νου: την κατάληψη της Πετραίας Αραβίας. Τον Νοέμβρη - Δεκέμβρη του 1100, όπως είδαμε, είχε προωθήσει μια πρώτη αναγνώριση ως την Πέτρα. Στα 1116, «πάντα ανυπόμονος ν' ανοίξει καινούργιους δρόμους», προχώρησε περισσότερο στην κοιλάδα του Ουαντί-ελ-Αράμπα, που απ' τα νότια της Νεκράς Θάλασσας, ανοίγει το μακρουλό αυλάκι της ως τον κόλπο της Ακάμπα, στην Ερυθρά Θάλασσα. Στο Σομπέκ, σ' ένα λόφο στα βορινά της αρχαίας Πέτρας, μόλις είχε υψώσει τον οχυρωμένο πύργο του Μονρεάλ, για να δεσπόζει σ' όλη την κοιλάδα. Ξεπερνώντας το Μονρεάλ, έφτασε ως την Αϊλά, στην Ερυθρά Θάλασσα. Για μισόν αιώνα, οι Φράγκοι θα μπορούν να ελέγχουν τους δρόμους των καραβανιών ανάμεσα στην Αίγυπτο και στη μουσουλμανική Ασία, ακόμα και το δρόμο του προσκυνήματος της Μέκκας. Το Μάρτη του 1118, ο Βαλδουίνος Α' έστειλε κατά μήκος της ακτής της Φιλισταίας ένα εκστρατευτικό σώμα αναγνώρισης προς το Δέλτα του Νείλου, απ' τη μεριά του Πηλουσιανού βραχίονα και της πόλης Φαράμα, που τη βρήκαν χωρίς υπερασπιστές.

Page 46: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Όπως πριν λίγο οι χρονογράφοι μας έδειξαν τους Φράγκους να διασκεδάζουν κολυμπώντας και ψαρεύοντας στην Ερυθρά Θάλασσα, μας περιγράφουν τώρα την περηφάνια και το θαυμασμό του Βαλδουίνου βλέποντας «τον μεγάλο ποταμό της Αιγύπτου». Αλλά σ' αυτή την εξερεύνηση ο βασιλιάς πήρε την αρρώστια που έμελλε να τον καταβάλει.

—οο0οο—

Πριν τελειώσουμε με τη βασιλεία του Βαλδουίνου Α', μας μένει να θυμίσουμε σύντομα εκείνο που μπορεί να ονομαστεί εσωτερική πολιτική του. Γιατί αυτός ο καταπληχτικός πολεμιστής υπήρξε κ' ένας απ' τους πιο διορατικούς οργανωτές της εποχής του.

Ένα απ' τα προβλήματα που τον απασχολούσε περισσότερο απ' όλα ήταν ο χριστιανικός οικισμός της Παλαιστίνης. Του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση ότι τη στιγμή της τουρκικής εισβολής του 1113, ένα μέρος των φελάχων η Μουσουλμάνων αγροτών, που ήταν υπήκοοι των Φράγκων, είχαν προσχωρήσει στον εχθρό. Απ' την άλλη μεριά, ο αραβικός πληθυσμός των πόλεων είχε καταστραφεί ή είχε διωχτεί στη διάρκεια της κατάχτησης και οι παλαιστινιακές πόλεις είχαν μείνει σχεδόν άδειες. Δυστυχώς ήταν σχεδόν αδύνατο να προκαλέσει μιαν αρκετά μεγάλη λατινική μετανάστευση, γιατί οι «Σταυροφορίες οικισμού» είχαν εκμηδενιστεί στα 1101 στις έρημους της Μικράς Ασίας. Τότε ο Βαλδουίνος Α' κάλεσε στην Παλαιστίνη όλες τις ντόπιες χριστιανικές κοινότητες, τόσο τις ελληνικές όσο και τις συριακές, που ήταν σκορπισμένες στη μουσουλμανική Συρία και στην Υπεριορδανία. Τις εγκατέστησε στις πόλεις και στα χωριά, δίνοντάς τους, χωρίς καμιά επιβάρυνση, όλα τα σπίτια και τις ιδιοκτησίες που 'χε εγκαταλείψει το μουσουλμανικό στοιχείο. Έτσι δημιουργήθηκε στις πόλεις και στην ύπαιθρο ένας αραβόφωνος χριστιανικός πληθυσμός, που η πολιτική και η στρατιωτική διάρθρωση των Φράγκων βρήκαν σ' αυτόν στήριγμα. Για να εδραιωθεί γερά στη χώρα, το νέο βασίλειο έπρεπε πραγματικά να βασίζεται σε μια στενή φραγκοσυριακή συνεργασία. Η αξία του Βαλδουίνου Α' ήταν πως το κατάλαβε αυτό, παρ' όλες τις αντιζηλίες των διαφόρων δογμάτων που συντάραζαν (και συνταράζουν ακόμα και σήμερα) την ειρήνη των Αγίων Τόπων.

Ταυτόχρονα άλλωστε, εκείνοι απ' τους Φράγκους καταχτητές και προσκυνητές που 'χαν μείνει στη Συρία, προσαρμόζονταν μέρα με την ημέρα και δημιουργούσαν έναν καινούργιο λαό, και μάλιστα ένα πνεύμα αποικισμού, που η εμφάνισή του χαιρετίστηκε ρητά απ' τον ιερέα του Βαλδουίνου Α', τον χρονογράφο Φουσέ της Σαρτρ: «Δυτικοί, μεταβληθήκαμε τώρα σε κατοίκους της Ανατολής. Ο χτεσινός Ιταλός ή Γάλλος, μεταφυτευμένος εδώ, έγινε Γαλιλαίος ή Παλαιστίνιος. Ο άνθρωπος της Ρενς ή της Σαρτρ μεταβλήθηκε σε Τύριο ή σε πολίτη της Αντιόχειας. Ξεχάσαμε κιόλας τους τόπους της καταγωγής μας. Αυτός εδώ κατέχει σπίτι και υπηρέτες με τόση ασφάλεια σαν να επρόκειτο για προαιώνια κληρονομιά. Αυτός ο άλλος πήρε κιόλας για γυναίκα μια Σύρα, μιαν Αρμένισσα ή ακόμα και μια βαφτισμένη Σαρακηνή, και ζει μ' ένα ολόκληρο ντόπιο συγγενολόι της γυναίκας του. Χρησιμοποιούμε διαδοχικά τις διάφορες γλώσσες του τόπου. Ο άποικος έγινε ιθαγενής, ο μετανάστης γίνεται όμοιος με τον ντόπιο. Κάθε μέρα, συγγενείς και φίλοι έρχονται απ' τη Δύση για να μείνουν μαζί μας. Δε διστάζουν να εγκαταλείψουν εκεί κάτω ό,τι έχουν. Πραγματικά εκείνος που εκεί κάτω ήταν φτωχός, εδώ γίνεται πλούσιος, εκείνος που εκεί δεν είχε παρά μερικά δηνάρια, βρίσκεται εδώ κύριος ολόκληρης περιουσίας. Εκείνος που στην Ευρώπη δεν είχε ούτε ένα χωριό, βλέπει στην Ανατολή τον εαυτό του αφέντη ολόκληρης πολιτείας. Γιατί να γυρίσουμε στη Δύση, αφού η Ανατολή ικανοποιεί απόλυτα τους πόθους μας;»

—οο0οο—

Είδαμε πως ο Βαλδουίνος Α', με μια γενικά πολύ επιδέξια πολιτική, κατάφερε να εγκαταστήσει στέρεα στη γη της Ανατολής το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Μας μένει να υπενθυμίσουμε πως κατάφερε να εδραιώσει και στους κόλπους της λατινικής κοινωνίας τη φράγκικη βασιλεία.

Στις αρχές, καθώς είπαμε, ο Βαλδουίνος είχε να παλέψει ενάντια στον πατριάρχη Δαϊμβέρτο. Είχε

Page 47: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

καταφέρει να χριστεί βασιλιάς απ' αυτόν. Αλλά εκτός απ' την εκδικητικότητά του, ο βασιλιάς παρακινιόταν ενάντια στον Δαϊμβέρτο απ' τον παλιό καθαιρεμένο πατριάρχη, τον Αρνούλ Μαλεκόρν. Ο Βαλδουίνος, με την προτροπή του Αρνούλ, απευθύνθηκε στον πάπα Πασχάλιο Β', κατηγορώντας τον Δαϊμβέρτο πως παλιά είχε υποθάλψει τον εμφύλιο πόλεμο ανάμεσα στους Φράγκους μπροστά στον εχθρό, κατηγορία που δυστυχώς αποδείχτηκε, γιατί μια σύνοδος που συνήλθε στην Ιερουσαλήμ κάτω απ' την προεδρία ενός παπικού λεγάτου, απαγόρεψε στον Δαϊμβέρτο να τελέσει την Ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής στο Όρος των Ελαιών. Παρ' όλα αυτά, η σύνοδος κι ο βασιλιάς έκλιναν προς την επιείκεια, αλλά λίγο αργότερα, στο κρισιμότερο σημείο του πολέμου με την Αίγυπτο, ενώ ο Βαλδουίνος παρακαλούσε τον Πατριάρχη να του δώσει μια προκαταβολή για τον εξοπλισμό των στρατευμάτων, αυτός ορκιζόταν πως δεν είχε στα χέρια του παρά 200 μάρκα ασήμι. Ο βασιλιάς ήταν διατεθειμένος να τον πιστέψει, όταν ο αρχιδιάκονος Αρνούλ Μαλεκόρν κι άλλοι κληρικοί απόδειξαν πως ο Πατριάρχης έκρυβε τεράστια ποσά. Οργισμένος, ο Βαλδουίνος εισέβαλε στο πατριαρχικό μέγαρο. Εκείνο το βράδυ δινόταν μεγάλο γεύμα, τα φαγητά ήταν ιδιαίτερα εκλεχτά και τα κρασιά έτρεχαν ποτάμι. Ξάφνου ο Βαλδουίνος Α' πρόβαλε μπροστά στους συνδαιτυμόνες. Ο κεραυνοβόλος λόγος του, που το νόημά του μας το μεταδίδει ο Αλβέρτος του Αιξ, έβγαλε στα φόρα την τσιγγουνιά του κακού Ιεράρχη: «Έτσι λοιπόν, εσείς περνάτε τον καιρό σας με φαγοπότια, ενώ εμείς νύχτα και μέρα εκθέτουμε τη ζωή μας για την υπεράσπιση της Εκκλησίας. Εσείς, χωρίς να νοιάζεστε για την αγωνία των στρατιωτών μας, καταβροχθίζετε τις προσφορές των πιστών. Μα σας το ορκίζομαι, αν δεν πληρώσετε αμέσως το μισθό των στρατευμάτων, δε θα γεμίζετε για πολύν καιρό την κοιλιά σας απ' τις εισφορές της χριστιανοσύνης». Σ' αυτό ο Δαϊμβέρτος φαίνεται πως απάντησε ότι ο ιερέας έχει δικαίωμα να τρέφεται εκ του Ναού και πως η Εκκλησία δεν είναι δουλοπάροικος της βασιλείας. Αλλά ο βασιλιάς, ξαναπαίρνοντας το λόγο στον παροξυσμό της οργής του, είπε: «Οι τον Ναόν κοινωνούντες εκ του Ναού τραφήσονται είπες; Ε, λοιπόν! σ' αυτή την περίπτωση πρέπει πρώτα να ζήσουν απ' Αυτόν οι στρατιώτες μου, γιατί αυτοί τον υπηρετούν κάθε μέρα ενάντια στους Σαρακηνούς! Και δε θέλω μονάχα τις εκκλησιαστικές εισφορές για να πληρώσω το στράτευμα, μα θα πάρω κι όλο το χρυσάφι του Παναγίου Τάφου για να οπλίσω το στρατό, γιατί οι Σαρακηνοί βρίσκονται προ των πυλών! Όταν θα τους απωθήσουμε, όταν οι Άγιοι Τόποι θα βρίσκονται εκτός κινδύνου, θ' αποδώσω στο εκατονταπλάσιο στην Εκκλησία αυτά που θα 'χω δανειστεί απ' αυτήν». Ασφαλώς, όπως παρατηρεί ο Αλβέρτος του Αιξ, οι παλιές εκκλησιαστικές σπουδές του Βαλδουίνου, οι γνώσεις του του Κανονικού Δικαίου και της εκκλησιαστικής ρητορικής του χρησίμεψαν πολύ σ' αυτή τη βίαιη στιχομυθία.

Ένα ακόμα μεγαλύτερο σκάνδαλο ήρθε να βοηθήσει το βασιλιά. Ο πρίγκιπας Ρογήρος της Απουλίας είχε στείλει στο πατριαρχείο 1000 υπέρπυρα, για να μοιραστούν στους ιερείς του Παναγίου Τάφου, στο Τάγμα των Ιωαννιτών και στους Ιππότες. Ο Δαϊμβέρτος, με τη γεροντική τσιγγουνιά του, τα κράτησε όλα για τον εαυτό του. Ο βασιλιάς, που το πληροφορήθηκε, κοινολόγησε το σκάνδαλο, και ο Δαϊμβέρτος κηρύχτηκε έκπτωτος. Αλλά ο πείσμονας γέροντας δε θεώρησε ακόμα τον εαυτό του νικημένο. Αποτραβήχτηκε στην Αντιόχεια, στους παλιούς Νορμανδούς φίλους του, που κατάφερε να τους πείσει για το δίκιο του. Το φθινόπωρο του 1102, όταν ο Βαλδουίνος, απειλούμενος από μιαν αιγυπτιακή εισβολή, είχε ανάγκη απ' τη βοήθεια των Νορμανδών, ο Δαϊμβέρτος κατάφερε να επιβληθεί με τη βοήθειά τους και, χάρη στην πίεσή τους, αποκαταστάθηκε στον πατριαρχικό θρόνο. Πολιτικός όπως πάντα, ο Βαλδουίνος υποχώρησε κρύβοντας το θυμό του. Αλλά μόλις πέρασε ο αιγυπτιακός κίνδυνος, ζήτησε να φέρουν την υπόθεση στον παπικό λεγάτο, τον καρδινάλιο του Παρισιού Ροβέρτο. Ο Δαϊμβέρτος, που αποδείχτηκε οριστικά πως είχε διαπράξει το έγκλημα της σιμωνίας και της κατάχρησης εκκλησιαστικής περιουσίας, καταδικάστηκε πάλι απ' τον καρδινάλιο-λεγάτο κι απ' τη Σύνοδο. Έφυγε πια οριστικά απ' την Παλαιστίνη προς μεγάλο καλό της Εκκλησίας και του Στέμματος.

Στη θέση του εκλέξανε πατριάρχη έναν άγιο άνθρωπο, τον Εμπρεμάρ της Τερουάνης, που στα 1105 θ' αποκαλυπτόταν και παλικάρι, στη διάρκεια της μάχης της Ράμλε, πηγαίνοντας μπροστά με τον Τίμιο Σταυρό. Δε θα ιστορήσουμε εδώ πως ο Εμπρεμάρ έπεσε αργότερα θύμα των μηχανορραφιών του φιλόδοξου αρχιδιάκονου Αρνούλ Μαλεκόρν, που, έχοντας άλλοτε εκδιωχτεί γι' αναξιότητα απ'

Page 48: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

την πατριαρχική έδρα, σκεφτόταν πάντα να ξανανέβει σ' αυτήν. Προς το παρόν, κρίνοντας πως δεν είχε έρθει η ώρα του, ο Αρνούλ αρκέστηκε να πετύχει την εκλογή του αρχιεπισκόπου της Αρλ Ζιμπελέν του Σαμπράν, που έχτός απ' τη μεγάλη του αγιοσύνη, είχε το πλεονέκτημα να 'ναι πολύ ηλικιωμένος (1108). Όταν πέθανε ο Ζιμπελέν, κατόρθωσε τελικά ν' αποκατασταθεί στο πατριαρχείο (1112). Ο αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος της Τύρου, που καταδιώκει τον «Μαλεκόρν» με την εκδίκησή του, εφαρμόζει σ' αυτόν τα πιο υβριστικά αποσπάσματα απ' το Βιβλίο του Ιώβ: «Για τις αμαρτίες του λαού, ο Θεός ανέχεται το θρίαμβο του υποκριτή». Πραγματικά, αν μπορούμε ν' αναφέρουμε προς έπαινο του Αρνούλ την αφοσίωσή του στα συμφέροντα του βασιλιά και του βασιλείου, τον αναμφισβήτητο φράγκικο πατριωτισμό του, είμαστε υποχρεωμένοι ν' αναγνωρίσουμε πως, στην επιθυμία του ν' αρέσει στον Βαλδουίνο Α', εξώθησε μερικές φορές την ανεκτικότητά του ως τη συνενοχή! Αυτό συνέβη στην περίπτωση των γάμων του βασιλιά.

Όταν δεν ήταν ακόμα παρά μονάχα κόμης της Έδεσσας, ο Βαλδουίνος Α', όπως θυμόμαστε, είχε παντρευτεί την πριγκίπισσα Άρντα, κόρη ενός Αρμένιου αρχηγού του Ταύρου. Ο γάμος αυτός ήταν κατ' εξοχήν γάμος πολιτικής σκοπιμότητας κ' είχε σαν αποτέλεσμα να πάρει ο Βαλδουίνος με το μέρος του το αρμενικό στοιχείο, που κυριαρχούσε στην Έδεσσα. Όταν όμως έγινε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, όπου οι Αρμένιοι δεν έπαιζαν κανένα ρόλο, ο γάμος αυτός ήταν ένα περιττό βάρος γι' αυτόν. Με την ίδια ελευθερία που καθαίρεσε τον Πατριάρχη, έκλεισε τη γυναίκα του σε μοναστήρι. «Με το έτσι θέλω την αφιέρωσε στη θρησκεία και την έκανε καλόγρια στην εκκλησία της δέσποινας Αγίας Άννας». Είναι αλήθεια, προσθέτει το χρονικό, πως φρόντισε να πλουτίσει το μοναστήρι. Όσο για τους ακριβείς λόγους της απόφασής του, ο αγαθός Γουλιέλμος της Τύρου κάνει ένα σωρό υποθέσεις. «Άλλοι λένε πως την άφησε για να πάρει μια πιο πλούσια, γιατί αυτή δεν είχε προίκα, άλλοι πως αντιλήφθηκε ότι ήταν πολύ ελαφριά». Η βασίλισσα πάντως φάνηκε στην αρχή ενθουσιασμένη που μπήκε στο μοναστήρι· εκεί ζούσε υποδειγματικά, ύστερα πήγε σεμνά και παρακάλεσε το βασιλιά να την αφήσει να πάει στην Κωνσταντινούπολη για να δει τους γονείς της και να πετύχει απ' αυτούς μια δωρεά για το μοναστήρι. Μόλις όμως βγήκε έξω απ' τα όρια του βασιλείου, πέταξε εύθυμα τα ράσα και δόθηκε ολόκληρη στις απολαύσεις, «άφησε το κορμί της στ' αγόρια και σ' άλλους άντρες». Όσο για τον Βαλδουίνο, μας λένε πως ξαναβρήκε κι αυτός με την ίδια χαρά τη ζωή του εργένη. Αλλά η εργένικη ζωή δεν τον έκανε πλούσιο και τότε έριξε τα μάτια του στην Αδελαΐδα της Σικελίας.

Η Αδελαΐδα ήταν χήρα του Νορμανδού κόμη της Σικελίας Ρογήρου Α', που 'χε πεθάνει στα 1101. Παρά την ώριμη ηλικία της, ήταν μια απ' τις πιο περιζήτητες νύφες του αιώνα για τα πλούτη της. Ο Βαλδουίνος αποφάσισε να την πάρει. Ήταν σε τέτοια οικονομική στενοχώρια, που η πληρωμή των ιπποτών του αποτελούσε κάθε φορά πρόβλημα γι' αυτόν. Ζήτησε τη χήρα σε γάμο. Αυτή κολακεύτηκε επειδή τη διάλεξε ένας τόσο ένδοξος ιππότης και συγκινήθηκε που θα φορούσε το ιερό στέμμα της Ιερουσαλήμ. Οι αρραβώνες συμφωνήθηκαν, και στις αρχές του Αυγούστου του 1113, η Αδελαΐδα αποβιβάστηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας.

Ο Αλβέρτος του Αιξ μας ιστορεί, με το χρωματικό πλούτο ενός τάπητα, την άφιξη της σικελικής μοίρας που συνόδευε τη βασιλική μνηστή. Υπήρχαν δυο τριήρεις, που η κάθε μια έφερε πεντακόσιους διαλεχτούς πολεμιστές, κ' εφτά άλλα πλοία φορτωμένα χρυσάφι, ασήμι, πορφύρα, πολύτιμα πετράδια, υφάσματα αξίας κι αστραφτερές πανοπλίες. Στο πλοίο που μετέφερε την πριγκίπισσα, ένα κατάρτι σκεπασμένο με χρυσάφι έλαμπε στον ήλιο και οι δυο πλώρες, κοσμημένες με χρυσάφι και ασήμι, δεν ήταν λιγότερο θαυμαστές. Σ' ένα άλλο πλοίο, οι Άραβες τοξότες της σικελικής φρουράς έλαμπαν με τα κατάλευκα μπουρνούζια τους. Ο Βαλδουίνος πάλι είχε έρθει να προϋπαντήσει τη μνηστή του φορώντας τη μεγάλη του βασιλική στολή, μ' όλους τους αξιωματούχους και τους ακολούθους του ντυμένους με τις ωραιότερες στολές τους, τ' άλογα και τα μουλάρια τους στολισμένα με πορφύρα και χρυσάφι, κάτω από χαιρετιστήρια σαλπίσματα και τους ήχους μιας χαρούμενης μουσικής. Οι δρόμοι της Άκρας ήταν σκεπασμένοι με πολύχρωμους τάπητες, και πορφυρά υφάσματα ανέμιζαν στις ταράτσες. Η χαρά ήταν γενική.

Page 49: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Όταν όμως τέλειωσαν οι γιορτές, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν πως η κατάσταση όπου βρίσκονταν ήταν τουλάχιστο περίπλοκη. Η πρώτη γυναίκα του Βαλδουίνου δεν είχε πεθάνει. Ο βασιλιάς λοιπόν ήταν δίγαμος. Η Αδελαΐδα φαίνεται πως ταράχτηκε πολύ όταν το 'μαθε επίσημα, αν και φαίνεται περίεργο πως το αγνοούσε ως εκείνη τη στιγμή. Απ' την άλλη μεριά ο Βαλδουίνος, με μιαν όχι ευπρεπή βιασύνη, είχε μεταφέρει στις κασέλες του τα πλούτη που του είχε φέρει η νέα του γυναίκα. Όσο για τις τύψεις της, έβαζε τον Αρνούλ Μαλεκόρν, που δε σκοτιζόταν για τέτοια ψιλοπράματα, να τις καθησυχάζει.

Η Ρώμη όμως ανησυχούσε για τη διγαμία του βασιλιά και την προθυμία του Μαλεκόρν. Ο αυλικός πατριάρχης κλήθηκε απ' τον πάπα Πασχάλιο Β', που τον διέταξε να βάλει τέρμα στο σκάνδαλο. Γυρνώντας στην Ιερουσαλήμ, ο Αρνούλ άρχισε να πιέζει το βασιλιά γι' αυτό το ζήτημα. Ο Βαλδουίνος έκανε για λίγο καιρό τον κουφό, έπειτα, ύστερ' από μια σοβαρή αρρώστια, το Μάρτη του 1117, συμμορφώθηκε. Η Αδελαΐδα διώχτηκε. Η δυστυχισμένη έκλαψε πολύ και παραπονέθηκε πικρά πως την εξαπάτησαν. Πραγματικά, ο βασιλιάς περίμενε, για να ταχτοποιηθεί με τη συνείδησή του, να φάει ολότελα την πλούσια προίκα που είχε φέρει η Αδελαΐδα απ' τη Σικελία... Αλλά όταν πέθανε λίγο αργότερα, στο γυρισμό του απ' τα σύνορα της Αιγύπτου, στις 2 Απριλίου 1118, αποφεύχθηκε τουλάχιστο το σκάνδαλο να δουν το βασιλιά της Ιερουσαλήμ να πεθαίνει αφορισμένος.

—οο0οο—

Ο Βαλδουίνος της Βουλώνης, ο πρώτος Φράγκος βασιλιάς της απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ, δεν υπήρξε λοιπόν άγιος σαν τον αδερφό του τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν, αλλά από πολιτική άποψη υπήρξε πραγματικά ο μόνος ενδεδειγμένος, ο μόνος αντάξιος γι' αυτή την εποποιία, και με το παραπάνω, αφού, μόνος ανάμεσα σ' αυτούς τους ιππότες, μπόρεσε να «πραγματοποιήσει» αυτή την εποποιία ολοκληρωτικά για το συμφέρον του. Σ' αυτόν, ο ανενδοίαστος τυχοδιώχτης, φυσικότατα και αδιάπτωτα, παραχωρούσε τη θέση του στον πολιτικό. Βία και υπομονή, ορμή και περίσκεψη, υποκρισία ή κυνισμός, τιμιότητα, βαναυσότητα ή δόλος, εγκλήματα όπως και αρετές, αλλά εγκλήματα για την κοινή σωτηρία, αρετές ηγέτη — όλα αυτά τα στοιχεία μιας έντονης προσωπικότητας ελέγχονται σ' αυτόν, και κυριαρχούνται απ' την πολιτική σκοπιμότητα και ρυθμίζονται απ' αυτήν. Οι αρχαίοι Έλληνες, θα τον ονόμαζαν, όπως ονόμαζαν και τους ιδρυτές αυτοκρατοριών, Βαλδουίνο Ιδρυτή. Αυτό το φράγκικο κράτος της Ιερουσαλήμ, που γεννήθηκε απ' τον αιφνιδιασμό, θα το δούμε απ' τη μια μέρα στην άλλη, χάρη σ' αυτόν, τόσο εδραιωμένο που κανείς πια δε θα το διαμφισβητήσει. Σ' αυτό ακριβώς ο φοβερός τυχοδιώχτης ξεπερνάει τον τυχοδιωκτισμό. Αυτό το ακραίο φυλάκιο της χριστιανοσύνης, το έκανε ό,τι χρειαζόταν για να γίνει βιώσιμο: μια στερεή στρατιωτική μοναρχία. Το πατριαρχείο, στα χέρια του φίλου του Αρνούλ Μαλεκόρν, έγινε ο πιστός συνεταίρος αυτής της πολιτικής. Όση κι αν είναι η ελευθεριότητά του, δεν πρέπει να ξεχνάμε απ' την άλλη μεριά πως πριν γίνει στρατιωτικός, ο Βαλδουίνος ήταν άνθρωπος της Εκκλησίας, που διατηρούσε πάντα στους τρόπους του την αξιοπρέπεια του παλιού ιερέα του Καμπραί, και στο πνεύμα του την παλιά ρωμαϊκή πειθαρχία. Δημιουργεί μεγαλεία. Δημιουργεί ακόμα και νομιμότητα θείου δικαίου —την πιο ιερή στον χριστιανικό κόσμο — συνδεόμενος με τη βασιλεία του Δαυίδ και του Σολομώντος. Σε δεκαοχτώ χρόνια βασιλείας, κατορθώνει ακόμα να θεμελιώσει πάνω στο βράχο της Σιών μια μοναρχική παράδοση, σαν την παράδοση των Καπετιδών, του Αγγλονορμανδού ή του Γερμανορωμαίου αυτοκράτορα.

Κι όλη η ιστορία του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ύστερ' απ' αυτόν, θα 'ναι δικό του έργο.

Page 50: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

V ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ ΚΑΤΑΚΤΗΣΕΩΣ

ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ Β'

Η ΤΥΧΗ ΘΕΛΗΣΕ ΤΗ ΣΤΙΓΜΗ ΤΟΥ ΘΑΝΑΤΟΥ του Βαλδουίνου Α', ο ξάδερφός του Βαλδουίνος του Μπουργκ, κόμης της Έδεσσας, να ξεκινήσει για να 'ρθει στην Ιερουσαλήμ να προσκυνήσει. Έφτασε στην Αγία Πόλη την ίδια μέρα της κηδείας του βασιλιά και η υποψηφιότητα του στο Θρόνο τέθηκε αμέσως απ' τον κυριότερο απ' τους άμεσους υποτελείς του στέμματος της Παλαιστίνης, τον Ζοσλέν του Κουρτεναί, αυθέντη της Τιβεριάδας. Ο Ζοσλέν άλλοτε κάτεχε στην κομητεία της Έδεσσας την περιοχή του Τουρμπεσέλ (Τελ -Μπαχέρ), που του 'χε δοθεί σαν φέουδο απ' τον Βαλδουίνο του Μπουργκ, αλλά επειδή φιλονίκησε μαζί του, του την είχε πάρει πίσω. Ο Ζοσλέν είχε καταφύγει τότε στο βασιλιά, που του 'χε δώσει το φέουδο της Τιβεριάδας (1113). Προς γενική κατάπληξη, αντί να επωφεληθεί απ' την ευκαιρία, για να εκδηλώσει τη μνησικακία του, έγινε, με το θάνατο του Βαλδουίνου Α', ο μέγας εκλέκτορας του Βαλδουίνου του Μπουργκ. Οι άλλοι φεουδάρχες, μένοντας έκθαμβοι άπονα τέτοιο ηθικό μεγαλείο, συμφώνησαν μαζί του. Ο Βαλδουίνος του Μπουργκ ανακηρύχτηκε βασιλιάς (1118). Στην πραγματικότητα, ο Ζοσλέν είχε κάνει τη σκέψη πως ο καινούργιος ηγεμόνας, χρωστώντας του το Στέμμα, θα του εκδήλωνε την ευγνωμοσύνη του. Έτσι κ' έγινε. Ο κόμης της Έδεσσας, ανεβαίνοντας στο θρόνο της Ιερουσαλήμ, παραχώρησε την Έδεσσα στον Ζοσλέν.

Ο Βαλδουίνος του Μπουργκ, που θα τον ονομάζουμε από δω και πέρα Βαλδουίνο Β', ήταν γιος του κόμη του Ρετέλ, των Αρδενών. Ψηλός, με όμορφο πρόσωπο, με ζωηρά χρώματα, με αραιά ξανθά μαλλιά, που γρήγορα άρχισαν ν' ασπρίζουν, και με όμοια αραιά γένια, που τα διατηρούσε όμως πολύ μακριά σύμφωνα με τη μόδα της εποχής, ήταν, όπως κι ο προκάτοχός του, τέλειος ιππότης. Ο χαραχτήρας του όμως ήταν ολότελα διαφορετικός. Αντί για την τραχύτητα και τη κτηνώδη βία, που ο Βαλδουίνος Α' είχε δείξει πολύ συχνά, ο νέος ηγεμόνας προτιμούσε, αν όχι, όπως είπαν, την υποκρισία και την πανουργία, τουλάχιστο την πονηρή φινέτσα και τους έξυπνους υπολογισμούς. Σε μια σκηνή κωμωδίας, αντάξια των καλυτέρων μεσαιωνικών μύθων, ο Γουλιέλμος της Τύρου μας αφήνει να μισοδούμε αυτή την πλευρά του χαραχτήρα του:

Την εποχή εκείνη, ο Βαλδουίνος Β', που ήταν ακόμα απλός κόμης της Έδεσσας, βρισκόταν σε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες, γιατί οι μισθοί των ιπποτών του ξεπερνούσαν τις δυνατότητές του. Είχε, όμως, παντρευτεί την πριγκίπισσα Μορφία, κόρη του άρχοντα της Μαλάτιας, του Αρμένιου Γαβριήλ, και ο Γαβριήλ ήταν πολύ πλούσιος. Για να βγει απ' αυτή τη δύσκολη θέση, αφού συνεννοήθηκε με τους ιππότες του, πήγε, συνοδευόμενος απ' αυτούς, να επισκεφτεί τον πεθερό του. Ο θαυμάσιος αυτός άνθρωπος, ενθουσιασμένος που τον έβλεπε, (γιατί, αντίθετα απ' τον Βαλδουίνο Α', ο Βαλδουίνος Β' ήταν πρότυπο συζύγου) τον υποδέχτηκε στοργικά: «Τον φίλησε, τον περιποιήθηκε μεγαλόπρεπα και τον φιλοξένησε όσο μπορούσε καλύτερα. Ο Βαλδουίνος έμεινε στη Μαλάτια δεν ξέρω πόσον καιρό. Ο πεθερός και ο γαμπρός ήταν οι καλύτεροι φίλοι». Μια μέρα που κουβεντιάζανε φιλικά στο παλάτι, παρουσιάζονται ξαφνικά εν σώματι οι ιππότες του Βαλδουίνου στην πύλη κι ο αντιπρόσωπός τους (που, εννοείται, είχε συνεννοηθεί προηγουμένως για όλα με τον Βαλδουίνο) ζητάει μ' επιμονή την πληρωμή των μισθών τους ή το ενέχυρο που τους είχε υποσχεθεί. Στις ανήσυχες ερωτήσεις του Γαβριήλ, ο Βαλδουίνος ομολογεί συγχυσμένος πως υποσχέθηκε στους ιππότες του, αν δεν μπορέσει να τους πληρώσει, πως θ' αφήσει να του κόψουν τα γένια. Ακούγοντας αυτά τα λόγια, ο αγαθός Γαβριήλ κόντεψε να πέσει λιπόθυμος, «γιατί οι Αρμένιοι, όπως κ' οι Έλληνες, συνηθίζουν να διατηρούν τα γένια τους, όσο το δυνατό πιο πλούσια, και θα το θεωρούσαν ατίμωση να τους βγάλουν έστω και μια τρίχα». Ο Βαλδουίνος παρακαλεί τους ιππότες του να του παραχωρήσουν μια νέα προθεσμία. Άρνηση από μέρος τους: ή το μισθό ή τα γένια! Η σκηνή παίχτηκε τόσο καλά που ο αγαθός Αρμένιος προσφέρθηκε να καταβάλει ο ίδιος τα κάπου 30.000 υπέρπυρα, αφού έβαλε τον γαμπρό του να ορκιστεί πως ποτέ πια, μα ποτέ, δε θα βάλει τα γένια του ενέχυρο, «πράγμα που ο Βαλδουίνος το ορκίστηκε πολύ πρόθυμα», συμπληρώνει

Page 51: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ειρωνικά ο χρονογράφος.

Ένα άλλο ανέκδοτο, κι αυτό σχετικό με την εποχή που ο Βαλδουίνος ήταν ακόμα κόμης της Έδεσσας, μας τον δείχνει απ' την ίδια πλευρά, μ' όλο που εδώ η κωμωδία τελειώνει με Κορνήλιον ύφος. Η ύπαιθρος της Έδεσσας, που είχε λεηλατηθεί άγρια απ' τους Τούρκους, υπέφερε από λιμό και για μια φορά ακόμα, ο Βαλδουίνος αντιμετώπιζε μεγάλες οικονομικές δυσχέρειες. Αντίθετα, ο υποτελής του Ζοσλέν του Κουρτεναί, που το φέουδό του Τουρμπεσέλ, προστατευμένο απ' τον Ευφράτη, είχε γλιτώσει απ' την εισβολή, κολυμπούσε στα πλούτη. Μεθυσμένος απ' την ευημερία του, ο Ζοσλέν έδειξε τόσο μεγάλη έλλειψη τακτ, ώστε να ξανοιχτεί σε απερίσκεπτες κουβέντες: θα μπορούσε, λέει, αυτός, ο Ζοσλέν, ν' αγοράσει όλη τη γη της Έδεσσας απ' τον απένταρο αυθέντη του, που θα 'κανε πολύ καλύτερα, αφού δεν μπορούσε να κρατηθεί στο ύψος της θέσης του, να γυρίσει στη Γαλλία. Μαθαίνοντας αυτές τις απρέπειες, ο Βαλδουίνος έκανε πως ήταν σοβαρά άρρωστος και κάλεσε τον Ζοσλέν στο προσκέφαλό του. Λιτός, σίγουρος πως τον καλούσαν μόνο και μόνο για να κληρονομήσει, πρόστρεξε πρόθυμα. Τον εισήγαγαν· βρήκε τον Βαλδουίνο στο κρεβάτι και του ζήτησε με συντριβή νέα για την υγεία του. «Πολύ καλύτερα απ' ό,τι θα 'θελες!», κραύγασε αυτός, και παύοντας να παίζει το ρόλο του αρρώστου, φώναξε οργισμένα στον Ζοσλέν, θυμίζοντάς του όλες τις ευεργεσίες του, όπως ο Αύγουστος στον Κίνα: «Ζοσλέν, έχεις τίποτα που να μην το οφείλεις σε μένα;» —«Τίποτα, κύριε». —«Τότε πως μπορείς να μου καταμαρτυράς σαν ντροπή τη σημερινή φτώχεια μου;» Κι αφού τον περιέλουσε με βρισιές, τον έριξε σ' ένα μπουντρούμι, απ' όπου δεν τον έβγαλε παρά μονάχα αφού τον στέρησε απ' το φέουδό του. —Είδαμε άλλωστε πως αυτοί οι δυο άντρες, πονηροί τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, επωφελήθηκαν απ' τα γεγονότα του 1118 για να συμφιλιωθούν, προς μεγάλο όφελος και των δυο.

Κι άλλα χαρακτηριστικά γεγονότα, που αναφέρονται απ' τους χρονογράφους, μας δείχνουν αυτή την ελαστικότητα, τη συνδυασμένη μ' επιμονή, που ήταν το χαρακτηριστικό γνώρισμα του Βαλδουίνου Β'. Ας προσθέσουμε πως σ' αυτόν ποτέ η πονηρία δεν εκφυλίστηκε σε προδοσία, ούτε η δραστηριότητα σε βαναυσότητα, όπως στον προκάτοχό του. Η σταθερότητά του συγκεραζόταν πάντα με τη μετριοπάθεια και τελικά με την επιείκεια. Αυτό οφείλεται στο ότι ο Βαλδουίνος Β', όπως παλιότερα ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν, ήταν βαθύτατα χριστιανός. Ο Βαλδουίνος Α' είχε ζήσει στο περιθώριο της Εκκλησίας· είχε επιβάλει στους πιστούς έναν σιμωνιακό πατριάρχη κ' είχε μείνει ως τις παραμονές του θανάτου του δίγαμος. Ο Βαλδουίνος Β', αντίθετα, ήταν πολύ ευσεβής· τα χρονικά μας περιγράφουν τα γόνατά του, να 'χουν σκληρύνει απ' τις συχνές γονυκλισίες. Η επίδραση της θρησκείας έγινε ιδιαίτερα αισθητή στην υψηλή αντίληψη που 'χε για τα καθήκοντά του, και στον θαυμάσιο τρόπο που θ' ασκούσε το βασιλικό του επάγγελμα, επάγγελμα χριστιανού βασιλιά.

Στην άσκηση της εξουσίας, ο Βαλδουίνος Β' μας εμφανίζεται πραγματικά σαν επιμελής και τυπικός κυβερνήτης (τον είχαν επονομάσει Κεντρί), ένας ευσυνείδητος και μεθοδικός στρατιωτικός αρχηγός (ο τρόπος που έσωσε κι ανασυγκρότησε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, μετά την καταστροφή του 1119, ξεπερνάει κάθε έπαινο), ένας συνετός πολιτικός χωρίς τον ορμητικό χαραχτήρα του Βαλδουίνου Α' και χωρίς τις παράτολμες ενέργειές του.

Η ιδιωτική του ζωή, αντίθετα απ' του Βαλδουίνου Α', υπήρξε άψογη. Έμεινε πάντα πιστός στην Αρμένισσα σύζυγό του, την πριγκίπισσα Μορφία, κι απ' αυτήν απέκτησε τέσσερις κόρες, τη Μελισσάνθη, την Αλίκη, την Οντιέρν και την Υβέτ. Λιτός και ντυμένος φτωχικά, «χωρίς έπαρση και χωρίς περηφάνια», διέφερε και σ' αυτό απ' τον προκάτοχό του, που 'χε πάντα το πάθος της πολυτέλειας και της επίδειξης. Οικονόμος, ακόμα και λίγο τσιγκούνης στη συνηθισμένη του ζωή, ήξερε, παρ' όλα αυτά, όταν χρειαζόταν, να ξοδεύει, και να ξοδεύει μεγαλόπρεπα. Με λίγα λόγια, ήταν στην Ιερουσαλήμ, σε μεγαλύτερη κλίμακα, ό,τι υπήρξε κιόλας στην Έδεσσα: «Κυβερνούσε καλά και σθεναρά, κάνοντας τους υπηκόους του να τον αγαπούν και τους εχθρούς του να τον τρέμουν».

Page 52: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Τέσσερα χρόνια μετά την ανάρρησή του, ο Βαλδουίνος Β' υποχρεώθηκε να υπερασπίσει τη βασιλική του εξουσία ενάντια σε μιαν αρκετά αναπάντεχη ανταρσία. «Ο διάβολος, που ποτέ δεν αγάπησε την ειρήνη, σκόρπισε τη διχόνοια στη χώρα». Στα 1122, ο κόμης της Τρίπολης Πονς αρνήθηκε να δηλώσει υποτέλεια και να εκτελέσει τις φεουδαρχικές του υπηρεσίες. Αυτό σήμαινε πως ετίθετο πάλι υπό συζήτησιν όλη η μοναρχική οργάνωση της φράγκικης Συρίας, όπως την είχε επιβάλει ο προηγούμενος μονάρχης. Ο Βαλδουίνος Β', φοβερά οργισμένος, κάλεσε τους υποτελείς του για να βαδίσει ενάντια στην Τρίπολη. Το μοναρχικό αίσθημα είχε εδραιωθεί κιόλας τόσο, που φεουδάρχες και ιππότες συμμερίζονταν την αγανάχτηση του βασιλιά. Όταν ο βασιλικός στρατός, που 'χε ξεκινήσει απ' την Άκρα, πλησίαζε στο Λίβανο, οι ίδιοι οι Ιππότες της Τρίπολης έκαναν διάβημα στον Πονς για να του αποδείξουν πόσο ασύνετη ήταν η ενέργειά του. Τον έφεραν μετανιωμένο στο βασιλιά κι αυτός τον συχώρεσε.

—οο0οο—

Κάτω απ' τη βασιλεία του Βαλδουίνου Β', η δύναμη της φράγκικης Συρίας μεγάλωσε σημαντικά με τη δημιουργία του Τάγματος των Ναϊτών και τη στρατιωτικοποίηση του Τάγματος των Ιωαννιτών.

Οι Ιωαννίτες (Hospitaliers) είχαν πάρει τ' όνομά τους από 'να φιλανθρωπικό ίδρυμα, που ήταν ταυτόχρονα ξενώνας και νοσοκομείο, κ' είχε ιδρυθεί γύρω στα 1070 για τους φτωχούς προσκυνητές. Το Τάγμα μεταρρυθμίστηκε στη διάρκεια της Πρώτης Σταυροφορίας από κάποιον άγιο άνθρωπο, τον Γεράρδο, που καταγόταν απ' την πόλη Μαρτίγκ της Προβηγκίας, και που πρέπει να θεωρηθεί σαν ο πραγματικός ιδρυτής του Τάγματος των Ιωαννιτών. Όταν πέθανε ο Γεράρδος, γύρω στα 1120, τον διαδέχτηκε στην αρχηγία του Τάγματος ο Ραϋμόνδος του Πουύ. Αυτός άλλαξε ολότελα το χαραχτήρα του Τάγματος, φτιάχνοντας απ' τη φιλανθρωπική κοινότητα ένα στρατιωτικό σώμα ιπποτών-μοναχών αφιερωμένων στην άμυνα του Παναγίου Τάφου. Αντίθετα, το Τάγμα των Ναϊτών είχε απ' την αρχή στρατιωτικό χαραχτήρα. Ιδρύθηκε στα 1118 απ' τον Ούγο του Παγιάν, απ' την Καμπανία, που το εγκατέστησε στο Ναό του Σολομώντος (το σημερινό τέμενος Ελ - Ακσά), απ' όπου και πήρε τ' όνομά του. Οι δυο αυτοί θεσμοί πρόσφεραν στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ εκείνο που του έλειπε περισσότερο: ένα μόνιμο στρατό, που δεν μπορούσαν να τον αντικαταστήσουν οι φεουδαρχικές στρατεύσεις. Με την ασύγκριτη γενναιότητά τους, το πνεύμα της αυτοθυσίας και τις γνώσεις τους για τη μουσουλμανική πολεμική ταχτική, οι Ιωαννίτες κ' οι Ναΐτες πρόσφεραν ανεχτίμητες υπηρεσίες στη φράγκικη υπόθεση. Μονάχα αργότερα, όταν άρχισαν να περηφανεύονται για την αξία και για τα πλούτη τους, είχαν την τάση, ιδιαίτερα οι Ναΐτες, να εφαρμόζουν μια πολιτική δυσάρεστα ατομικιστική κ' έδειξαν συχνά απειθαρχία απέναντι στη βασιλεία και στην Εκκλησία.

—οο0οο—

Ο Βαλδουίνος Β' αναγκάστηκε να δώσει όλο το μέτρο των ικανοτήτων του, έπειτα απ' τα δραματικά γεγονότα που αναστάτωσαν το πριγκιπάτο της Αντιόχειας στα 1119.

Στις αρχές του 1119, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ρογήρος, ήταν έτοιμος να καταλάβει το Χαλέπι, τη μεγάλη αραβική πόλη. Οι Χαλεπινοί κάλεσαν σε βοήθεια έναν Τούρκο αρχηγό του Ντιαρμπεκίρ, τον Ιλ-Γαζή, της γενιάς των Ορτοκιδών, εμίρη του Μαρντίν. Στις αρχές Ιουνίου, ο Ιλ-Γαζή κατέβηκε απ' το Ντιαρμπεκίρ με ισχυρή στρατιά, εισέβαλε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας απ' την πλευρά του Ρουντζ, περιοχή που βρίσκεται στ' ανατολικά του Ορόντη, ανάμεσα στο Τζισρ-εχ-Σογκρ και στο Μααρέτ εν-Νομάν.

Μόλις έλαβε αυτή την είδηση, ο Ρογήρος της Αντιόχειας ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά Βαλδουίνου Β' και του κόμη Πονς της Τρίπολης. Ο Βαλδουίνος και ο Πονς άρχισαν αμέσως να προετοιμάζονται, επιμένοντας να τους περιμένουν πριν αρχίσουν τις επιχειρήσεις. Αλλά οι πυργοδεσπότες των περιοχών που ήταν πέρα απ' τον Ορόντη, πίεζαν τον Ρογήρο να προστρέξει δίχως καθυστέρηση,

Page 53: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

γιατί οι τουρκομανικές ορδές κατέστρεφαν τις σοδειές τους. Για να τους κάνει το χατίρι, χωρίς να περιμένει τις ενισχύσεις που θα 'φταναν απ' την Ιερουσαλήμ και την Τρίπολη, ο Ρογήρος βάδισε με τις δικές του δυνάμεις σε προϋπάντηση των Τούρκων. Κατεχόμενος από απαίσια προαισθήματα, ο πατριάρχης της Αντιόχειας, ο άγιος γέροντας Βερνάρδος της Βαλάνς, μάταια δοκίμασε σε μια παθητική σκηνή να λογικέψει τον Ρογήρο. Αυτός επέμεινε ακλόνητα στην παράφρονη απόφασή του. Ευχαρίστησε τον Πατριάρχη και του 'δωσε τη διαθήκη του. Ο Βερνάρδος, αφού ευλόγησε το στρατό, πήρε πίσω, με δάκρυα στα μάτια, το δρόμο της Αντιόχειας. Και ο Ρογήρος έφυγε «προς συνάντησιν της Μοίρας του».

Αφού πέρασε τον Ορόντη στη Σιδερένια Γέφυρα, ο Ρογήρος πήγε, στις 20 Ιουνίου, να καταλάβει θέση στα μισά του δρόμου προς το Χαλέπι, στην πεδιάδα που ήταν γνωστή σαν Αγρός του Αίματος, εκεί που βρίσκεται τώρα το χωριό Ντάνα. Στις 27 το βράδυ, έμαθε πως οι Τούρκοι είχαν επιτεθεί στο γειτονικό μικρό οχυρό Αταρέμπ. Η νύχτα της 27ης προς την 28η πέρασε ανήσυχη. Όσο πλησίαζε ο εχθρός, ο στρατός καταλάβαινε την τρέλα που 'χε διαπράξει. Ο Γκωτιέ, ο καγκελάριος, αυτόπτης μάρτυς γεμάτος αγωνία, μας περιγράφει το περίεργο επεισόδιο ενός υπνοβάτη, που αυτή την ίδια νύχτα περιέτρεξε το στρατόπεδο, προλέγοντας την καταστροφή. Ο Ρογήρος ταράχτηκε τόσο, που διέταξε τον αρχιθαλαμηπόλο του να γυρίσει στο Αρτάχ, για να βάλει σε ασφαλές μέρος τα πολύτιμα βάζα που είχαν πάρει μαζί τους στην εκστρατεία.

Την άλλη μέρα, Σάββατο 28 Ιουνίου, τα χαράματα, ο αρχιεπίσκοπος της Απάμειας, συγκέντρωσε όλο το στρατό, έκανε ένα συγκινητικό κήρυγμα, μιλώντας σαν ιερέας και σαν στρατιώτης, έπειτα τέλεσε τη λειτουργία, δέχτηκε τη δημόσια εξομολόγηση των πολεμιστών και τους έδωσε γενική άφεση αμαρτιών. Εξομολόγησε ιδιαίτερα τον Ρογήρο στη σκηνή του (η ζωή του θερμόαιμου ιππότη κάθε άλλο παρά εποικοδομητική ήταν). Αφού ταχτοποίησε τη συνείδησή του απέναντι στο Θεό, αφού μοίρασε ελεημοσύνες στους φτωχούς του στρατεύματος, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας κάλεσε τους ακολούθους του, σφύριξε στα σκυλιά του, είπε να του φέρουν τα γεράκια του, ανέβηκε στ' άλογό του, και χωρίς να σκοτιστεί για το δράμα που ετοιμαζόταν, έφυγε για κυνήγι. Αλλά ενώ έτρεχε με τ' άλογο, συνάντησε έναν ανιχνευτή που γύριζε με μεγάλο καλπασμό: τεράστιες μάζες Τουρκομάνοι έφταναν, όχι μονάχα απ' το δρόμο του Αταρέμπ, απ' όπου μπορούσε κανείς να τους περιμένει, αλλά και μ' ένα ελιγμό πίσω απ' τους λόφους, απ' τις τρεις άλλες μεριές του ορίζοντα. Ο Αγρός του Αίματος ήταν κυκλωμένος.

Ο Ρογήρος έδωσε αμέσως τις τελευταίες του οδηγίες στα στρατεύματα. Πριν καλά-καλά τελειώσει, έφτασε ένας δεύτερος ανιχνευτής, ο ιπποκόμος Ωμπρύ, με ματωμένο πρόσωπο, ο μόνος που 'χε επιζήσει από μιαν ολόκληρη περίπολο. Ταυτόχρονα, οι Τουρκομάνοι, σε αναρίθμητες ίλες, εμφανίζονταν σ' όλα τα υψώματα. Ο Ρογήρος, αφού γονάτισε για μια τελευταία φορά μπροστά στο Σταυρό, εξακοντίζει την πολεμική του κραυγή: «Στ' όνομα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού, όπως αρμόζει σε ιππότες, για την υπεράσπιση της Πίστης, εμπρός!» Αλλά απέναντι σε περισσότερους από 40.000 Τούρκους, δεν υπήρχαν παρά 700 ιππότες και 3000 πεζοί...

Παρ' όλη αυτή την τεράστια αριθμητική διαφορά, το θάρρος των Νορμανδών, στην πρώτη σύγκρουση, λίγο έλειψε ν' αναγκάσει τους εχθρούς να υποχωρήσουν· μα αυτή η υπεροχή δε βάσταξε πολύ. Σύντομα ο φράγκικος στρατός κυκλώθηκε εντελώς. Οι Τουρκομάνοι καβαλάρηδες ορμούσαν σε αλλεπάλληλα κύματα, ρίχνοντας στους Φράγκους βροχή από δόρατα και βέλη. Το απόσπασμα των Τουρκόπουλων, που αποτελούσε το αριστερό των Φράγκων, τράπηκε σε φυγή. Σαν συμπλήρωμα της ατυχίας, σηκώθηκε κείνη τη στιγμή απ' τα βόρεια ένας πραγματικός σίφουνας, που ξεσηκώνοντας μιαν αμμοθύελλα, τύφλωσε για λίγες στιγμές τους ιππότες.

Ο στρατός των Φράγκων, χωρισμένος στα δυο απ' τη φυγή των Τουρκόπουλων και συντριμμένος κάτω απ' τον όγκο του εχθρού, είχε σχεδόν εκμηδενιστεί. Ο Ρογήρος της Αντιόχειας έμενε μόνος με μια φούχτα πιστούς. Έχοντας αρνηθεί να περιμένει το βασιλιά και τον κόμη της Τρίπολης, ήξερε πως

Page 54: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ήταν προσωπικά υπεύθυνος για την καταστροφή. Έδειξε όμως πως μπορούσε να πεθάνει σαν ιππότης. «Δε θέλησε να φύγει ούτε να κοιτάξει πίσω», αλλά ρίχτηκε εκεί που οι τουρκικές ίλες ήταν πιο πυκνές. Μια σπαθιά στο πρόσωπο, στο ύψος των ματιών, του 'δωσε το θάνατο. Έπεσε στα πόδια του Σταυρού. Από τόσους ήρωες, μονάχα εκατόν σαράντα άντρες μπόρεσαν να σωθούν.

Ο Ιλ-Γαζή εγκαταστάθηκε στη σκηνή του Ρογήρου για να διευθύνει το μοίρασμα των λαφύρων· όσο για τους αιχμαλώτους, οι Τουρκομάνοι άφησαν την έμφυτη αγριότητά τους να ξεσπάσει πάνω τους. Με καμτσικιές, τους έσυραν γυμνούς, ομάδες-ομάδες διακόσους ή τρακόσους, δεμένους μαζί με σκοινιά, ως τ' αμπέλια του Σαρμεντά. Σ' αυτή τη φλογερή μέρα του Ιουνίου, οι αιχμάλωτοι πέθαιναν απ' τη δίψα. Ο Ιλ-Γαζή διέταξε να φέρουν εκεί πιθάρια με νερό. Όσοι πλησίαζαν σ' αυτά, σφάζονταν. Όλοι θα 'χαν σκοτωθεί επί τόπου, αν δεν έπρεπε να δοθεί στον όχλο του Χαλεπιού το θέαμα του θριάμβου. Ο αραβικός όχλος ενώθηκε με τους Τουρκομάνους στρατιώτες, και πολλοί απ' τους αιχμάλωτους πέθαναν μέσα σε τρομερά βασανιστήρια.

Οι τουρκικές προφυλακές έφτασαν ως την Αντιόχεια και για μια στιγμή όλοι πίστεψαν πως η πόλη θα κυριευόταν εξ εφόδου. Μα ο πατριάρχης Βερνάρδος της Βαλάνς έσωσε την κατάσταση. Συγκέντρωσε τους Λατίνους, τους οργάνωσε σε πολιτοφυλακή, αφόπλισε τους ντόπιους Χριστιανούς, ιδιαίτερα τους Έλληνες που έκλιναν προς την προδοσία. Νύχτα και μέρα, ο ηρωικός γέροντας επιθεωρούσε τα τείχη ενθαρρύνοντας τους πολεμιστές. Τέλος έφτασε ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β'.

Μόλις ο Βαλδουίνος είχε λάβει την έκκληση του πρίγκιπα της Αντιόχειας, είχε ξεκινήσει με τον αρχιεπίσκοπο της Καισάρειας Εμπρεμάρ, που κρατούσε τον Τίμιο Σταυρό. Περνώντας είχε πάρει μαζί του τον κόμη Πονς της Τρίπολης. Στο ύψος της Λαοδίκειας συγκρούστηκαν κιόλας με τις τουρκομανικές προφυλακές, που η παρουσία τους προανάγγελνε καθαρά την καταστροφή του πρίγκιπα της Αντιόχειας.

Ο Βαλδουίνος έγινε δεχτός σαν σωτήρας στην Αντιόχεια, όχι μονάχα απ' την αδερφή του, την πριγκίπισσα Οντιέρν, χήρα του Ρογήρου, κι απ' τον πατριάρχη Βερνάρδο της Βαλάνς, αλλά κι απ' όλο τον πληθυσμό. Αφού ονομάστηκε αμέσως αντιβασιλέας του πριγκιπάτου, ανασύνταξε γρήγορα τα στρατιωτικά και πολιτικά πράγματα, ύστερα με τον Πονς της Τρίπολης και τον Ζοσλέν του Κουρτεναί, κόμη της Έδεσσας, ξεκίνησε για να συναντήσει τους Τούρκους. Η σύγκρουση έγινε στο Τελ-Ντανίθ, στην περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη, στις 14 Αυγούστου. Οι Τούρκοι είχαν γι' αρχηγό τον εμίρη Ιλ-Γαζή, που 'χε έρθει να υποστηρίξει τον αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν, οι Φράγκοι τον Βαλδουίνο Β' και τον Πονς της Τρίπολης. Η μάχη άρχισε άσκημα για τούς Φράγκους, αλλά ο Βαλδουίνος ξανάφερε την ισορροπία επιτιθέμενος επί κεφαλής των ιπποτών του. «Κάλεσε τον Κύριο Ημών να βοηθήσει το λαό του, σπιρούνισε τ' άλογό του και ρίχτηκε στο πιο πυκνό σημείο της σύγκρουσης». Αυτή τη φορά οι Τούρκοι υποχώρησαν. Ο βασιλιάς δεν είχε πληγωθεί, αν και τ' άλογό του είχε χτυπηθεί. Πιο καταπληχτική ακόμα ήταν η περίπτωση του αρχιεπισκόπου Εμπρεμάρ της Καισάρειας, που χωρίς θώρακα, ντυμένος μονάχα με τ' άμφιά του και κρατώντας τον Τίμιο Σταυρό, γύρισε κι αυτός χωρίς γρατσουνιά απ' τη μάχη, όπου αναθεμάτιζε με μανία τους άπιστους.

Οι Τούρκοι εκδικήθηκαν για την ήττα τους σφάζοντας και τους τελευταίους αιχμαλώτους που 'χαν επιζήσει. Ο πυργοδεσπότης του κάστρου της Σον, Ροβέρτος, που ήταν κι αυτός ανάμεσα στους αιχμαλώτους, υπολόγιζε πως θα μπορούσε να εξαγοράσει τον εαυτό του, επειδή είχε παλιές σχέσεις με τον αταμπέγκ Τουχτεκίν. Όταν όμως ο αταμπέγκ τον είδε να φτάνει «σηκώθηκε, ανασήκωσε τις άκρες της ρόμπας του, τις πέρασε στη ζώνη του, ανέμισε το σπαθί του κ' έκοψε το κεφάλι του Φράγκου». Οι άλλοι αιχμάλωτοι, δεμένοι σε πασσάλους, χρησιμοποιήθηκαν σαν στόχος των μεθυσμένων Τουρκομάνων. Ο Ιλ-Γαζή, στο τέλος, ολότελα μεθυσμένος, όπως κ' οι άντρες του, κάλεσε όλο τον όχλο του Χαλεπιού να παραστεί στη σφαγή των σαράντα τελευταίων αιχμαλώτων. Τους έσφαξαν μπροστά στις πύλες του παλατιού, που πιτσιλίστηκαν απ' το αίμα τους. Ανώφελες

Page 55: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

φρικαλεότητες! Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ είχε επανορθώσει τις συνέπειες της καταστροφής κι όταν γύρισε στην Παλαιστίνη, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας είχε σωθεί οριστικά.

Ο Βαλδουίνος Β' αναγκάστηκε να ξανάρθει πολλές φορές απ' την Ιερουσαλήμ στην Αντιόχεια, για να υπερασπίσει το πριγκιπάτο του Βορρά από καινούργιες τουρκικές εισβολές. Στα 1120, στα 1122, τον βλέπουμε να διατρέχει έτσι την περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη, με το στρατό του σε πυκνή φάλαγγα, χωρίς να πτοείται απ' το στροβίλισμα των τουρκομανικών ιλών, ούτε να παρασύρεται σε επικίνδυνη καταδίωξη απ' τις ψεύτικες φυγές τους. Η σύνεση και η σταθερότητά του κούρασαν στο τέλος τον αντίπαλο που, χωρίς να δώσει καινούργιες μάχες, εκκένωσε την περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη.

Στο μεταξύ, νέο καθήκον έμπαινε στον Βαλδουίνο. Το Σεπτέμβρη του 1122, ο κόμης της Έδεσσας Ζοσλέν του Κουρτεναί αιχμαλωτίστηκε απ' τον Τούρκο αρχηγό Μπαλάκ, που τον φυλάκισε στο κάστρο του Χαρπούτ, στο βάθος των ορέων του Κουρδιστάν. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ αναγκάστηκε λοιπόν ν' αναλάβει την αντιβασιλεία της Έδεσσας μαζί με την αντιβασιλεία της Αντιόχειας. Ενώ είχε έρθει για να οργανώσει την άμυνα της κομητείας της Έδεσσας, του συνέβη και του ίδιου παρόμοια περιπέτεια. Στις 18 τ' Απρίλη του 1123, ενώ κυνηγούσε με γεράκι στην κοιλάδα του Άνω Ευφράτη, χωρίς να υποπτεύεται πως οι Τούρκοι ήταν κοντά, ο Μπαλάκ, που τον παραμόνευε πίσω απ' τα βουνά, έπεσε πάνω του και τον αιχμαλώτισε. Ο Βαλδουίνος πήγε να βρει τον Ζοσλέν στα μπουντρούμια του Χαρπούτ.

Η αιχμαλωσία του Βαλδουίνου Β' δημιουργούσε μιαν εξαιρετικά ανησυχαστική κατάσταση για τη Συρία. Το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας και η κομητεία της Έδεσσας, βρίσκονταν ταυτόχρονα ακέφαλα. Ένας μονάχα απ' τους τέσσερις Φράγκους ηγεμόνες, ο κόμης Πονς της Τρίπολης, βρισκόταν ακόμα επικεφαλής του κράτους του. Μια τέτοια κατάσταση, πριν λίγα χρόνια, θα προκαλούσε ασφαλώς καταστροφή, αλλά η φράγκικη κυριαρχία είχε ριζώσει τώρα αρκετά για να μπορεί ν' αντισταθεί στην καταιγίδα. Οι φεουδάρχες της Ιερουσαλήμ εμπιστεύτηκαν την αντιβασιλεία στον κοντόσταυλο Ευστάθιο Γκαρνιέ. Όταν οι Αιγύπτιοι θέλησαν να επωφεληθούν απ' αυτή την ευκαιρία για να ξαναπάρουν τη Γιάφα, ο Ευστάθιος Γκαρνιέ τους νίκησε στο Ιμπελέν (Γιέμπνα), στις 29 του Μάη του 1123. Τον ίδιο καιρό, στην Αντιόχεια, ο γέρος πατριάρχης Βερνάρδος της Βαλάνς είχε αναλάβει πάλι τη διοίκηση κι όλοι ετοιμάζονταν ν' αποκρούσουν την εισβολή. Ο Μπαλάκ, πραγματικά, είχε επιτεθεί στην περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη, όπου είχε καταλάβει την πόλη του ελ Μπάρα. Αλλά εκεί έλαβε την πιο απίστευτη είδηση: Ο Βαλδουίνος Β' κι ο Ζοσλέν, που τους είχε αφήσει στα μπουντρούμια του Χαρπούτ, είχαν γίνει κύριοι του φρουρίου!

Επεισόδιο απ' τα πιο μυθιστορηματικά αυτής της ιστορίας. Απ' το βάθος της ειρκτής τους, οι δυο αιχμάλωτοι είχαν βρει τρόπο να 'ρθουν σ' επαφή με τους ντόπιους Αρμένιους. Με τη μεσολάβησή τους, ο Ζοσλέν κατόρθωσε να στείλει ένα μήνυμα στους Αρμένιους υπηκόους του της Έδεσσας, ζητώντας να 'ρθουν να τον απελευθερώσουν. Από τότε που 'χε γίνει κόμης της Έδεσσας, ο αυθέντης του Κουρτεναί είχε καταφέρει να πάρει με το μέρος του το αρμενικό στοιχείο. Πενήντα απ' αυτούς τους πιστούς ανθρώπους, άντρες με καρδιά και πανουργία, συνέλαβαν ένα σχέδιο πρωτόφαντης τόλμης, για να τον βοηθήσουν. Μεταμφιέστηκαν άλλοι σε ζητιάνους, άλλοι σε μοναχούς, με τα όπλα κρυμμένα κάτω απ' τα ράσα τους, και ξεκίνησαν για το Κουρδιστάν. Στο Χαρπούτ, οι τουρκικές αρχές, ανύποπτες, παίρνοντάς τους για υπηκόους του Εμίρη, τους άφησαν να μπουν. Όταν μπήκαν μέσα, έπαιξαν με καταπληχτική ψυχραιμία το προσυμφωνημένο παιχνίδι. Αφού συνεννοήθηκαν με τους Αρμένιους συμπατριώτες τους, γλίστρησαν νύχτα ως τη φυλακή, έσφαξαν τους Τούρκους σκοπούς, έφτασαν στον πύργο, όπου ήταν φυλακισμένοι ο Βαλδουίνος και ο Ζοσλέν, και τους απελευθέρωσαν. Την ίδια στιγμή, ο αρμενικός πληθυσμός του Χαρπούτ, παίρνοντας τα όπλα, εξουδετέρωνε την τουρκική φρουρά και κατελάμβανε το κάστρο.

Με μιαν αναπάντεχη μεταστροφή της τύχης, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, που χτες ακόμα ήταν αιχμάλωτος στο κάστρο του Χαρπούτ, γινόταν σήμερα κύριος αυτού του φρουρίου, της

Page 56: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πρωτεύουσας του εχθρού του. Έπρεπε να κρατηθεί εκεί ή να επιχειρήσει μιαν έξοδο, γιατί οι Τούρκοι, που 'χαν συνέλθει απ' την έκπληξή τους, είχαν πολιορκήσει το φρούριο, που βρισκόταν στο σημείο όπου ενώνονται ο αρμενικός Ταύρος και τα άγρια βουνά του Κουρδιστάν, πέρα απ' το Ντιαρμπεκίρ, στο βάθος της κοιλάδας του Μουράτ - Σου. Συμφώνησαν πως ο Βαλδουίνος Β' θ' αντιστεκόταν με τους Αρμένιους εκεί, ενώ ο Ζοσλέν θα δοκίμαζε, διακινδυνεύοντας, να πάει να ζητήσει βοήθεια απ' τη Συρία.

Η οδύσσεια του Ζοσλέν του Κουρτεναί απ' το Χαρπούτ στη Συρία, αποτελεί μιαν απ' τις πιο καταπληχτικές σελίδες αυτής της ιστορίας. Βγήκε νύχτα, μονάχα με τρεις συντρόφους, τρεις Αρμένιους που ήξεραν καλά την περιοχή· στάθηκε αρκετά τυχερός ώστε να διασχίσει, χωρίς να γίνει αντιληπτός, το τουρκικό στρατόπεδο· έστειλε πίσω, καθώς είχε συμφωνηθεί, έναν απ' τους Αρμένιους στο Χαρπούτ, για να πληροφορήσει τον Βαλδουίνο πως μπόρεσε να περάσει την επικίνδυνη ζώνη, και με τους άλλους δυο, προχώρησε με το φεγγαρόφωτο μέσα στα φαράγγια του Μεζρέ. Κ' οι τρεις δεν είχαν πάρει μαζί τους παρά δυο μικρά ασκιά κρασί και λίγο αποξηραμένο κρέας. Κρύβονταν τη μέρα στα δάση και στις σπηλιές, περπατούσαν τη νύχτα τραβώντας για τον Ευφράτη. Εκεί, φυσικά, δε βρήκαν βάρκες κι ο Ζοσλέν δεν ήξερε κολύμπι. Φούσκωσε τα δυο ασκιά του, τα 'δεσε στη ζώνη του, και με τη βοήθεια των δυο Αρμενίων, που ήταν εξαιρετικοί κολυμβητές, έφτασε στη δυτική όχθη. Μα ήταν εξαντλημένος, πεθαμένος απ' την πείνα κι απ' την κούραση, με τα πόδια καταματωμένα. Σωριάστηκε στη ρίζα μιας καρυδιάς, κρυμμένος πίσω από θάμνους κι αποκοιμήθηκε.

Στο μεταξύ, είχε συστήσει σ' έναν απ' τους συντρόφους του να ψάξει για λίγο ψωμί. Εκείνος συνάντησε ένα χωριάτη, Αρμένιο κι αυτόν, που μετέφερε σύκα και σταφύλια, και τον οδήγησε στον Ζοσλέν. Ο χωριάτης όμως αναγνώρισε τον κόμη κ' έπεσε στα πόδια του φωνάζοντάς τον με τ' όνομά του. Ο Ζοσλέν τον παρακάλεσε να τον βοηθήσει να φτάσει στο Τουρμπεσέλ και του υποσχέθηκε τις πιο γενναίες αμοιβές. Ο Φουσέ της Σαρτρ μας μετέδωσε το γραφικό διάλογο. «Πες μου, ποια είναι η περιουσία σου, για να μπορέσω να τη δεκαπλασιάσω;» —«Δε σου ζητώ τίποτα για να σε σώσω, γιατί άλλοτε, θυμάμαι, μ' ελέησες. Θα σου ανταποδώσω την καλοσύνη σου. Αν όμως θέλεις να μάθεις, έχω γυναίκα, άρχοντά μου, ένα μικρό παιδί, μια γαϊδούρα και δυο βόδια, κι ακόμα ένα χοίρο. Με την οικογένεια και τα ζώα μου θα σε οδηγήσω όπου θέλεις. Αλλά θα σφάξω το χοίρο και θα τον ψήσω για σένα». — «Πρόσεξε, μη σφάξεις το χοίρο, αδερφέ, θα μας πάρουν μυρουδιά οι γείτονες. Ας φύγουμε γρήγορα!» Αμέσως η μικρή ομάδα ξεκίνησε με τον κόμη ανεβασμένο στη γαϊδούρα και κρατώντας στα χέρια, για ξεγέλασμα, το βυζανιάρικο που ούρλιαζε και κλώτσαγε.

Η γραφική συνοδεία έφτασε επιτέλους στο Τουρμπεσέλ. Ο Ζοσλέν είχε σωθεί. Ξανάδε, με δάκρυα χαράς, τη γυναίκα του, που τον νόμιζε νεκρό και τους ιππότες του και μπόρεσε ν' αμείψει τον οδηγό του, τον καλό Αρμένιο χωριάτη. Αλλά δεν ήταν στιγμή για συγκινήσεις. Αμέσως έτρεξε στην Αντιόχεια, κι από κει, με τρελό καλπασμό, ως την Ιερουσαλήμ. Αφού ανέβηκε στο Γολγοθά και πρόσφερε σαν αφιέρωμα ένα κομμάτι απ' τις αλυσίδες της φυλακής του στο Χαρπούτ, μάζεψε όλη την ιπποσύνη της Ιερουσαλήμ, της Τρίπολης, της Αντιόχειας, κ' επικεφαλής της, με τον Τίμιο Σταυρό μαζί του, ξανάφυγε με σύντονες πορείες για το Χαρπούτ. Αλλά κοντά στο Τουρμπεσέλ έμαθε πως οι προσπάθειές του ήταν μάταιες: οι Τούρκοι είχαν ξαναπάρει το κάστρο.

Να τι είχε συμβεί: Μαθαίνοντας τον αιφνιδιασμό του Χαρπούτ και πως οι Φράγκοι αρχηγοί, που χτες ακόμα ήταν αιχμάλωτοί του, διοικούσαν σαν κύριοι στο ίδιο του το Κάστρο, στην οικογενειακή του κατοικία, ο Μπαλάκ κόντεψε να σκάσει απ' το κακό του. «Ταξιδεύοντας με ταχύτητα αητού», ξαναγύρισε απ' το Χαλέπι στο Κουρδιστάν. Όταν έφτασε μπροστά στο Χαρπούτ, πρότεινε στον Βαλδουίνο Β' να τον αφήσει να γυρίσει λεύτερος στη Συρία, με αντάλλαγμα την άμεση παράδοση του κάστρου. Ο Βαλδουίνος, μην τολμώντας να δώσει πίστη στο λόγο των Τούρκων κ' ελπίζοντας πως θα 'ρχόταν έγκαιρα σε βοήθειά του ο Ζοσλέν, αρνήθηκε. Το κάστρο όμως ήταν χτισμένο σ' έναν κρητιδικό βράχο, εξαιρετικά μαλακό, όπου οι μιναδόροι του Μπαλάκ έσκαψαν τόσο βαθιούς

Page 57: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

υπονόμους, που ένας απ' τους πύργους γκρεμίστηκε. Στον Βαλδουίνο δεν έμενε πια άλλη λύση παρά να παραδοθεί (16 Σεπτεμβρίου 1123). Ο Τούρκος αρχηγός του χάρισε τη ζωή, όπως και στον ανιψιό του Γκαλεράν του Πουϊζέ, αλλά έβαλε και γκρέμισαν απ' τα τείχη όλους τους άλλους αιχμαλώτους. Οι δυστυχισμένοι Αρμένιοι, που 'χαν βοηθήσει τη φράγκικη περιπέτεια, γδάρθηκαν ζωντανοί ή δεμένοι σε πασσάλους: χρησίμεψαν σαν στόχος στους στρατιώτες.

—οο0οο—

Οι Φράγκοι όχι μονάχα δεν απογοητεύτηκαν απ' την καινούργια αιχμαλωσία του βασιλιά τους, αλλά σ' αυτό ακριβώς το διάστημα πραγματοποιούσαν μια κατάχτηση μεγάλης σημασίας: την κατάληψη της Τύρου.

Το Μάη του 1123, είχε φτάσει στα ύδατα της Ανατολής μια ισχυρή βενετσιάνικη μοίρα με αρχηγό το δόγη Ντομένικο Μικιέλι: 300 καράβια, 15.000 άντρες πλήρωμα, η ωραιότερη αρμάδα που 'χε ρίξει στη θάλασσα η μεγάλη ιταλική δημοκρατία. Την ίδια στιγμή, ο αιγυπτιακός στόλος ήταν αγκυροβολημένος στ' ανοιχτά της Ασκάλωνας. Μαθαίνοντάς το αυτό, ο δόγης χώρισε τα πλοία του σε δυο μοίρες. Η πρώτη, που ήταν πολύ πιο σημαντική και που ανέλαβε ο ίδιος την αρχηγία της, κατέβηκε κατά μήκος της ακτής με κατεύθυνση τη Γιάφα, αρκετά αργά στην αρχή κι αποφεύγοντας να προκαλέσει την προσοχή του εχθρού. Η δεύτερη, από 18 πλοία μονάχα, βγήκε στ' ανοιχτά, κι από κει τράβηξε προς την Ασκάλωνα, κάνοντας τάχα πως ήταν μια απλή νηοπομπή προσκυνητών που προσπαθούσαν να ξεμπαρκάρουν. Τα 18 πλοία έφτασαν μπροστά στην Ασκάλωνα τα ξημερώματα. Στο πρώτο αχνόφωτο της αυγής, οι Αιγύπτιοι ναύαρχοι, βλέποντας την ψευτονηοπομπή, ανοίχτηκαν στο πέλαγος χαρούμενοι πως θα την αιχμαλώτιζαν. Εξακολουθώντας το τέχνασμά τους, τα 18 πλοία έκαναν δήθεν πως φοβούνται τη μάχη, υποχώρησαν, χωρίς να τραπούν σε φυγή, κι απασχόλησαν τον εχθρό αρκετά ώστε να επιτρέψουν στο δόγη, που με το μεγάλο στόλο έφτανε τώρα πλησίστιος και μ' όλα τα κουπιά, να επέμβει. Οι Αιγύπτιοι ναύαρχοι, στριμωγμένοι τότε ανάμεσα στους δυο βενετσιάνικους στόλους, αναγκάστηκαν να δεχτούν μιαν άνιση μάχη κ' έχασαν σχεδόν όλα τους τα πλοία (30 Μαίου 1123).

Η καταστροφή του αιγυπτιακού στόλου εξασφάλιζε στους Βενετσιάνους την απόλυτη κυριαρχία της θάλασσας. Οι Φράγκοι επωφελήθηκαν απ' αυτό για να πολιορκήσουν, μαζί με το δόγη, το μεγάλο παραθαλάσσιο οχυρό της Τύρου, που είχε μείνει ως τότε στα χέρια των Μουσουλμάνων. Η υπόθεση θα διευκολυνόταν απ' τις διαμάχες ανάμεσα στο αιγυπτιακό και στο δαμασκηνό κόμμα που διεκδικούσαν την πόλη. Η κυβέρνηση του Καΐρου και ο αταμπέγκ της Δαμασκού συμφιλιώθηκαν στο τέλος κ' ένωσαν τις προσπάθειές τους για να υπερασπιστούν την Τύρο· μα ήταν πολύ αργά, οι Φράγκοι είχαν μπει κιόλας στην πόλη.

Ο φράγκικος στρατός είχε γι' αρχηγό τον κοντόσταυλο Γουλιέλμο της Μπυρ, αυθέντη της Τιβεριάδας, που 'χε ονομαστεί πριν από λίγο, μετά το θάνατο του Ευστάθιου Γκαρνιέ, αντιβασιλέας της Ιερουσαλήμ, και τον πατριάρχη Γκορμόν του Πικινύ. Κύκλωσε την πόλη απ' την ξηρά, ενώ οι Βενετσιάνοι την απόκλεισαν απ' τη θάλασσα (Φλεβάρης του 1124). Η πολιορκία υπήρξε εξαιρετικά δύσκολη. Η Τύρος, στη βραχώδη χερσόνησό της, ήταν κιόλας εξαιρετικά οχυρή θέση, και ο Τουχτεκίν είχε στείλει έγκαιρα μια γερή φρουρά από Τούρκους τοξότες. Μια πολύτιμη ενίσχυση προσφέρθηκε στους πολιορκητές απ' τον κόμη Πονς της Τρίπολης. Οι Αιγύπτιοι προσπάθησαν να κάνουν έναν αντιπερισπασμό, στέλνοντας απ' την Ασκάλωνα ένα απόσπασμα ν' απειλήσει την Ιερουσαλήμ. Καθώς απουσίαζαν οι ιππότες, που βρίσκονταν όλοι στην πολιορκία της Τύρου, οι αστοί της Ιερουσαλήμ έτρεξαν στις πύλες και κράτησαν τόσο καλά που οι εισβολείς αποσύρθηκαν. Το χρονικό Ηράκλειον περηφανεύεται δίκαια για τη στάση αυτών των μη ευγενών, που ήταν αντάξια της στάσης του λαού στις Μπουβίν. Ο αταμπέγκ της Δαμασκού Τουχτεκίν επιχείρησε έναν τελευταίο ελιγμό για να λύσει την πολιορκία της Τύρου επικεφαλής του τουρκικού ιππικού. Δεν μπόρεσε να φτάσει ως την πόλη, κ' οι υπερασπιστές της αναγκάστηκαν να συνθηκολογήσουν. Στις 7 Ιουλίου του 1124, το βασιλικό λάβαρο υψώθηκε στα τείχη και ο φράγκικος στρατός μπήκε στην πόλη. Σύμφωνα

Page 58: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

με τους όρους της παράδοσης, οι κάτοικοι μπορούσαν ν' αποσυρθούν, αν ήθελαν, μ' όλα τους τα υπάρχοντα. Το χρονικό μας δείχνει τους πρόσφυγες να συναδελφώνονται με τους νικητές τους, και να επισκέπτονται με περιέργεια το στρατόπεδο και τις πολιορκητικές τους μηχανές.

Μια τέτοια ύφεση στο τέλος μιας τόσο σκληρής πολιορκίας, αφήνει να φανούν οι πρόοδοι που 'χαν πραγματοποιηθεί στη θρησκευτική ειρήνευση ύστερ' από είκοσι πέντε χρόνια φραγκοαραβικής συμβίωσης. Έτεινε να δημιουργηθεί ένα modus vivendi, ακόμα και σ' ένα καθεστώς συνεχών εχθροπραξιών. Οι σχέσεις γίνονταν πιο ευγενικές. Ακόμα και στον πόλεμο, Φράγκοι και Μουσουλμάνοι μάθαιναν ν' αλληλοεκτιμούνται.

Η σημασία της κατάχτησης της Τύρου απ' τους Φράγκους ήταν εξαιρετική. Τους έκανε οριστικά κύριους της ακτής και τους έδινε ένα ευκολοϋπεράσπιστο ορμητήριο, γιατί ήταν σχεδόν σα νησί. Τη στιγμή της καταστροφής, στα 1187, όταν η Ιερουσαλήμ θα 'χει υποκύψει, η Τύρος θα χρησιμέψει σαν προμαχώνας της φράγκικης αντίστασης κι από κει θα ξεκινήσει η ανακατάκτηση. Όσο για τους Βενετσιάνους, που σ' αυτούς οφειλόταν κατά πολύ η επιτυχία, έλαβαν σημαντικά εμπορικά και πολιτικά προνόμια στην Τύρο: το ένα τρίτο της πόλης και την άδεια να εγκαταστήσουν εκεί μιαν ουσιαστικά ανεξάρτητη εμπορική κοινότητα.

—οο0οο—

Ενώ ο κοντόσταυλος Γουλιέλμος της Μπυρ και ο πατριάρχης Γκορμόν του Πικινύ, κατελάμβαναν εν ονόματί του την Τύρο, ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β' αποχτούσε επιτέλους την ελευθερία του. Ο δεσμοφύλακάς του, ο εμίρης του Χαλεπιού Μπαλάκ, είχε σκοτωθεί σ' έναν πόλεμο μεταξύ Μουσουλμάνων. Στις 29 Αυγούστου του 1124, ο εμίρης Τιμουρτάς, διάδοχος του Μπαλάκ, απελευθέρωσε τον αιχμάλωτό του για 80.000 δηνάρια, που απ' αυτά τα 20.000 έπρεπε να πληρωθούν προκαταβολικά, και επιπλέον του επέστρεψε ορισμένες περιοχές πέρα απ' τον Ορόντη. «Απελευθερωμένος, ο Βαλδουίνος οδηγήθηκε στη δεξίωση του Τιμουρτάς. Αφού ήπιε κ' έφαγε με τον εμίρη, δέχτηκε σαν δώρο ένα βασιλικό χιτώνα, ένα χρυσαφί σκούφο και χρυσοποίκιλτα μποτίνια. Του δώσανε πίσω ακόμα και το άλογο αξίας που ίππευε τη μέρα που αιχμαλωτίστηκε».

Επιτέλους ελεύθερος, ο Βαλδουίνος Β' πήγε πρώτα στην Αντιόχεια, αφού η υπόθεση αφορούσε αυτό το πριγκιπάτο. Μήπως δεν είχε υποχρεωθεί να υποσχεθεί ότι θα επιστρέψει στους Τούρκους ένα μέρος απ' τα κάστρα πέρα απ' τον Ορόντη; Αλλά εδώ έμπαινε ένα ζήτημα Δικαίου. Ο μόνος νόμιμος ιδιοκτήτης του πριγκιπάτου της Αντιόχειας ήταν ο νεαρός Βοημούνδος Β', γιος του Μεγάλου Βοημούνδου, που ήταν τότε έφηβος κι ανατρεφόταν στην Ιταλία. Ο Βαλδουίνος, που στην Αντιόχεια δεν ασκούσε παρά μιαν απλή αντιβασιλεία, είχε τάχα το δικαίωμα ν' απαλλοτριώσει μια κληρονομιά που δεν του ανήκε; Ο πατριάρχης Βερνάρδος της Βαλάνς του αρνήθηκε τη νομική δυνατότητα κι ο Βαλδουίνος Β', όπως τον ξέρουμε, δεν έφερε φυσικά καμιά δυσκολία για να πειστεί. Ζήτησε πολύ ευγενικά συγνώμη απ' τους Τούρκους: ο Πατριάρχης απαγόρευε την επιστροφή των πόλεων πέρα απ' τον Ορόντη κι ο Βαλδουίνος εξέφραζε τη λύπη του που δεν μπορούσε να πάει κόντρα στη θρησκευτική εξουσία. Με μιαν ουσιαστικά ανάλογη πρόφαση, ο Φραγκίσκος, όταν βγήκε απ' τις φυλακές του Καρόλου του Κουίντου, θ' αρνιόταν να εκτελέσει τους όρους της συνθήκης της Μαδρίτης, σχετικά με την παραχώρηση της Βουργουνδίας. Πιο αναιδής ακόμα ήταν ο τρόπος που ο Βαλδουίνος Β' σκέφτηκε να βρει 60.000 δηνάρια που χρωστούσε ακόμα για λύτρα στον εμίρη του Χαλεπιού. «Τίποτα πιο απλό, του έλεγαν οι άνθρωποι της Αντιόχειας. Πηγαίνετε να πολιορκήσετε το Χαλέπι, πάρτε 60.000 δηνάρια πολεμική αποζημίωση και ξαναδώστε τα, όπως πρέπει, στον εμίρη!» Είναι φανερό πως, όπως παρατηρούν οι Άραβες ιστορικοί, οι Τούρκοι είχαν κάνει πολύ άσκημη δουλειά απελευθερώνοντας αυτή την «πονηρή αλεπού».

Ο Βαλδουίνος όμως έδειχνε τόση καλή θέληση και φιλία στις σχέσεις του με τους Μουσουλμάνους αρχηγούς, που αυτοί δε φαίνεται να του κράτησαν μεγάλη κακία. Ήταν ο καλύτερος φίλος του

Page 59: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Άραβα σεΐχη Ντουμπαΐς, αρχηγού μιας απ' τις κυριότερες βεδουίνικες φυλές του Τζεζιρέ. Αυτός ο βασιλιάς της ερήμου ονειρευόταν να πάρει το Χαλέπι απ' τους Τούρκους. Στα τέλη του 1124, ο Βαλδουίνος πήγε να πολιορκήσει μαζί του την πόλη. Το Χαλέπι σώθηκε την τελευταία μόλις στιγμή, όταν έφτασαν τουρκικές ενισχύσεις με αρχηγό τον αταμπέγκ της Μοσούλης, Μπουρσουκί τ' Άσπρο Γεράκι.

Η ένωση του Χαλεπιού και της Μοσούλης στα χέρια του ίδιου Τούρκου αρχηγού θα υποχρέωνε τους Φράγκους να περιοριστούν σε άμυνα. Μόλις είχε γυρίσει ο Βαλδουίνος στην Ιερουσαλήμ και να μια εισβολή του Μπουρσουκί στην περιοχή της Αντιόχειας τον υποχρέωσε να γυρίσει στον Ορόντη. Ύστερ' από δυο χρόνια αιχμαλωσία, κ' ύστερ' από έναν καινούργιο πόλεμο ενάντια στους Τούρκους, στα βόρεια, ο βασιλιάς δεν είχε μπορέσει να παραχωρήσει στον εαυτό του παρά δυο μήνες ξεκούρασης στην πρωτεύουσά του, και να που 'πρεπε ν' ανεβεί πάλι στ' άλογο για να σώσει την Αντιόχεια, να ξαναφύγει γι' αυτούς τους πολέμους πέρα απ' τον Ορόντη, όπου ο γαμπρός του Ρογήρος είχε βρει το θάνατο. Ξέρουμε πως αυτή τη φορά του φάνηκε πολύ σκληρή η φωνή του καθήκοντος. Παρ' όλα αυτά υπάκουσε, και παίρνοντας μαζί του τον Πονς της Τρίπολης, έφτασε στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Οι Τούρκοι, με αρχηγούς τους δυο αταμπέγκ του Χαλεπιού - Μοσούλης και της Δαμασκού, πολιορκούσαν το κάστρο Αζάζ, στα βορειοδυτικά του πριγκιπάτου. Ο Βαλδουίνος προχώρησε ως το Αζάζ, έκανε ύστερα τάχα πως υποχωρούσε, έπειτα, όταν οι Τούρκοι άρχισαν να τον καταδιώκουν, αυτός, υιοθετώντας την ταχτική τους, στράφηκε απότομα κ' επιτέθηκε. Αντίθετα οι Τούρκοι, που 'χαν απαρνηθεί τη συνηθισμένη τους ταχτική, είχαν εγκαταλείψει το τόξο και το σκόρπιο στροβίλισμα για να δεχτούν τη μάχη σώμα προς σώμα, με το σπαθί και με τη λόγχη. Σ' αυτό το παιχνίδι, το βαρύ φράγκικο ιππικό αποχτούσε ξανά όλα του τα πλεονεκτήματα· οι Τούρκοι συντρίφτηκαν και τράπηκαν σε φυγή «τόσο αισχρά που κανείς δεν κοίταζε πίσω του». Ο Βαλδουίνος Β', «χαρούμενος και τιμημένος», έκανε θριαμβευτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Για να συμπληρωθεί η ευτυχία του, η μικρότερή του κόρη, η πεντάχρονη μικρή Υβέτ, που κρατιόταν όμηρος, του αποδόθηκε χάρη στον ιπποτισμό των Αράβων εμίρηδων του Σετζέρ.

Στις αρχές του 1126, ο ακούραστος Βαλδουίνος Β' ηγήθηκε μιας μεγάλης εκστρατείας ενάντια στη Δαμασκό. Στις 13 Ιανουαρίου, με αίθριο καιρό, ο στρατός πέρασε τον Ιορδάνη, στα νότια της εκβολής του Γιαρμούκ, και μπήκε στο Χαουράν. «Πριν απ' τα χαράματα, γράφει ο Φουσέ της Σαρτρ, η σάλπιγγα έδωσε το σύνθημα της αναχώρησης. Μαζεύουν τις σκηνές, βιάζονται. Τα γαϊδούρια κλωτσούν, οι γκαμήλες φωνάζουν το χαρακτηριστικό τους μπλα-μπλα, τ' άλογα χρεμετίζουν. Έπειτα, μ' επικεφαλής τους οδηγούς, η φάλαγγα εισχωρεί στη χώρα του εχθρού». Ο στρατός, αφού προχώρησε στο μάκρος της νότιας όχθης του Γιαρμούκ, ξαναπήρε την κατεύθυνση προς τα βόρεια, κατευθείαν προς τη Δαμασκό, ως το Τελ Σακάμπ, 35 χιλιόμετρα απ' τη μεγάλη πόλη, όπου συνάντησε τις δυνάμεις της Δαμασκού, κάτω απ' την αρχηγία του ίδιου του Τουχτεκίν. Αυτή η μάχη ήταν απ' τις πιο λυσσαλέες της εποχής. Ο Βαλδουίνος, κατά τη συνήθειά του, κάλπαζε στο κέντρο της σύρραξης, «φωνάζοντας τους καλούς ιππότες με τ' όνομά τους κ' εξορκίζοντάς τους να φανούν παλικάρια». Οι Τουρκομάνοι αιφνιδίασαν το στρατόπεδο των Φράγκων και κατέλαβαν το βασιλικό παρεκκλήσι· έπειτα όλος ο στρατός της Δαμασκού επιτέθηκε και οι Φράγκοι άρχισαν να λυγίζουν, όταν ο Βαλδουίνος Β', ανασυντάσσοντάς τους, έκανε μια ξαφνική αντεπίθεση. Κείνη τη στιγμή, ο Τουχτεκίν έπεσε απ' τ' άλογό του, πράγμα που προκάλεσε τη γενική διάλυση των δικών του. Οι Φράγκοι καταδίωξαν τον εχθρό ως το λιβάδι του Σοφάρ, κοντά στο Κισβέ, στα νότια προάστια της Δαμασκού. Ο Βαλδουίνος, ύστερ' απ' αυτή τη μεγάλη εκστρατεία στην καρδιά της εχθρικής χώρας, γύρισε θριαμβευτικά στην Ιερουσαλήμ. Δεν μπόρεσε όμως να ξεκουραστεί εκεί για πολύν καιρό: ο κόμης Πονς του ζητούσε να πάει να τον βοηθήσει να καταλάβει το κάστρο Ραφανίγια στα αλαουίτια βουνά, στα βόρεια του Κρακ των Ιπποτών. Στις 31 του Μάρτη, το οχυρό συνθηκολόγησε.

Ο Βαλδουίνος, όπως παρατηρεί ο χρονογράφος, «ασφαλώς δεν ήταν τεμπέλης». Τρέχοντας αδιάκοπα απ' τα πέρατα του Ντιαρμπεκίρ στα σύνορα της Αιγύπτου, έχοντας ταυτόχρονα την ευθύνη για το παλαιστινιακό του βασίλειο και την αντιβασιλεία της Αντιόχειας, βιαζόταν παρ' όλα αυτά να μπορέσει να παραδώσει αυτή την πόλη στον νόμιμο διάδοχο του πριγκιπάτου, τον

Page 60: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Νορμανδό πρίγκιπα Βοημούνδο Β', γιο του Μεγάλου Βοημούνδου που η μητέρα του, η Κονστάνς της Γαλλίας, τον ανέτρεφε στην Ιταλία. Επιτέλους, τον Οκτώβρη του 1126, ο Βοημούνδος Β' αποβιβάστηκε στις εκβολές του Ορόντη. Ήταν τότε δεκαοχτώ χρονών κ' ήταν κιόλας ένας τέλειος ιππότης. Αμέσως κατάχτησε τις καρδιές όλων με την εφηβική του ομορφιά, την ευγένεια και τη χάρη του. «Ήταν ψηλός, πολύ στητός και πολύ όμορφος, με ξανθά μαλλιά, καλοφτιαγμένο πρόσωπο, γλυκός και χαριτωμένος. Ανάμεσα σε χίλιους θα τον αναγνώριζε κάνεις για πρίγκιπα». «Ήταν πολύ νέος, επιβεβαιώνει το χρονικό, και το σαγόνι του ήταν ακόμα αγένειο, αλλά είχε κιόλας δοκιμαστεί σε μάχες. Ήταν ψηλός, με πρόσωπο λιονταριού, με ανοιχτόξανθα μαλλιά»· Καλός χριστιανός, με φρόνιμες συνήθειες, ομιλητικός και μυαλωμένος σαν Νορμανδός, μόλις μιλούσε καταχτούσε τους συνομιλητές του. «Δεν μπορούσες ν' αντισταθείς στη γοητεία του», θα πει ο Ματθαίος της Έδεσσας. Ανοιχτοχέρης, ακόμα και μεγαλόπρεπος με τον τρόπο του Μεγάλου Βαλδουίνου, του πατέρα του, αυτός ο γόης πρίγκιπας φαινόταν προορισμένος να εξασφαλίσει την ευτυχία της φράγκικης Συρίας. Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Β', που ήρθε να τον υποδεχτεί, του έδωσε σε γάμο τη δεύτερή του κόρη, την Αλίκη.

Όσο για τη μεγάλη του κόρη, την Μελισσάνθη, ο Βαλδουίνος γύρεψε πολύν καιρό γι' αυτήν γαμπρό σ' όλη τη Γαλλία, γιατί ο μελλοντικός σύζυγος θα βασίλευε ύστερ' απ' αυτόν στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Η εκλογή του στο τέλος έπεσε στον κόμη του Ανζού Φουλκ, που αποβιβάστηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας την άνοιξη του 1129, και στις 2 Ιουνίου παντρεύτηκε τη Μελισσάνθη.

Λίγο ύστερ' απ' αυτό το γάμο, που εξασφάλιζε τη δυναστική διαδοχή, ο Βαλδουίνος Β' ξαναγύρισε στο σχέδιό του να καταχτήσει τη Δαμασκό. Ο Τούρκος Τουχτεκίν, που κυβερνούσε τη μεγάλη πόλη της Συρίας απ' τα 1103, μόλις είχε πεθάνει (1128). Η φοβερή αίρεση των Ισμαηλιτών ή Χασισίν, αυτών των αναρχικών του Ισλάμ, υποκινούσε μιαν επικίνδυνη θρησκευτική και κοινωνική αναταραχή ενάντια στο γιο του Μπουρί (Λύκο). Οι Χασισίν, αμείλιχτοι εχθροί της μουσουλμανικής ορθοδοξίας και κοινωνίας, δε δίστασαν να συνεννοηθούν με τον Βαλδουίνο Β', προτείνοντάς του να του παραδώσουν τη Δαμασκό. Τόσο ήταν το μίσος αυτών των θρησκόληπτων και φανατικών επαναστατών ενάντια στους συμπολίτες τους, που προτιμούσαν να παραδώσουν τη χώρα τους στους Φράγκους, ή ακόμα και να δουν την κατάρρευση του Ισλάμ, παρά να παραιτηθούν απ' το χιλιασμό τους. Πραχτικός όπως ήταν, ο Βαλδουίνος Β' ούτε σκέφτηκε ν' αποκρούσει τις προτάσεις τους. Δυστυχώς οι Αρχές της Δαμασκού ανακάλυψαν τη συνωμοσία κ' εκτέλεσαν τους αρχηγούς των Χασισίν, πριν αυτοί προχωρήσουν σε έργα. Τουλάχιστον οι αιρετικοί είχαν τον καιρό να παραδώσουν στους Φράγκους το σπουδαίο συνοριακό οχυρό Πανεάς (Μπανιγιάς), που ελέγχει το πέρασμα ανάμεσα στη Γαλιλαία και στη Δαμασκό (Σεπτέμβρης 1129). Ο Βαλδουίνος Β' δοκίμασε πάλι να καταλάβει τη Δαμασκό. Το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, πήγε και πολιόρκησε τη μεγάλη πόλη με τη βοήθεια των τριών άλλων Φράγκων πριγκίπων, του Ζοσλέν της Έδεσσας, του Βοημούνδου Β' της Αντιόχειας και του Πονς της Τρίπολης, αλλά το γεγονός ότι είχαν τεθεί εκτός μάχης οι Χασισίν, στερώντας τον απ' τη συνδρομή τους, που σ' αυτήν υπολόγιζε, οδήγησε την εκστρατεία σε αποτυχία.

Ταυτόχρονα εμφανιζόταν στα βόρεια ο Τούρκος αρχηγός, που έμελλε να συγκεντρώσει όλες τις μουσουλμανικές δυνάμεις: ο αταμπέγκ Ζεγγί, που ήταν κιόλας κυβερνήτης της Μοσούλης, και που διορίστηκε επίσης απ' τον σουλτάνο κυβερνήτης του Χαλεπιού, κ' έγινε κύριος της πόλης στις 18 Ιουνίου του 1129. Θα δούμε τι απειλή θ' αποτελέσει η ανάρρηση του Ζεγγί για τη λατινική Ανατολή. Λίγο αργότερα, ένα απροσδόκητο ατύχημα ήρθε να πλήξει τους Φράγκους. Το Φλεβάρη του 1130, ο νεαρός πρίγκιπας της Αντιόχειας Βοημούνδος Β', η ελπίδα της φράγκικης Συρίας, σκοτώθηκε απ' τους Τούρκους, στη διάρκεια μιας επιδρομής στην Κιλικία.

Ο θάνατος του Βοημούνδου Β' ήταν καταστροφή για το πριγκιπάτο της Αντιόχειας που, την ώρα που ο τουρκικός κίνδυνος ξαναγινόταν απειλητικός, βρισκόταν πάλι χωρίς υπερασπιστή, στην ίδια δηλαδή κατάσταση που βρισκόταν μετά τον τραγικό θάνατο του Ρογήρου. Ακόμα μια φορά, οι

Page 61: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

κάτοικοι της Αντιόχειας στράφηκαν προς τον Βαλδουίνο Β', τον μόνο ενδεδειγμένο άλλωστε, μια κ' ήταν πατέρας της πριγκίπισσας Αλίκης, χήρας του Βοημούνδου Β'. Αλλά ακριβώς απ' αυτή την πλευρά παρουσιάστηκε το πιο αναπάντεχο εμπόδιο.

Η Αλίκη είχε αποχτήσει ένα κοριτσάκι απ' τον Βοημούνδο Β', την Κονστάνς, που σύμφωνα με το Φεουδαρχικό Δίκαιο, ήταν κληρονόμος του πριγκιπάτου, και που η μικρή της ηλικία εξασφάλιζε στη νεαρή χήρα μια μακρόχρονη αντιβασιλεία ή τουλάχιστον κάποια συμμετοχή στην αντιβασιλεία. Η αυταρχική όμως νέα γυναίκα ήθελε να ηγεμονεύει, ακόμα κι αν ξαναπαντρευόταν. Κακή μητέρα, επαναστατημένη κόρη, προδότισσα Φράγκισσα, δε δίστασε, για να σφετεριστεί την εξουσία και για να παραμερίσει την κόρη της, να ζητήσει την προστασία των Τούρκων, και συγκεκριμένα του αταμπέγκ του Χαλεπιού Ζεγγί. Αρχίζοντας ερωτοτροπίες με τον Τούρκο αρχηγό, του έστειλε για δώρο ένα άλογο αξίας, με πλούσια σαγή, «ένα άτι πιο άσπρο απ' το χιόνι, πεταλωμένο μ' ασήμι, με χαλινάρια και προστερνίδιο από σκαλιστό ασήμι, με σέλλα στολισμένη μ' ασημοκέντητο ύφασμα». Τον μαντατοφόρο όμως τον πιάσανε στο δρόμο. Τον οδήγησαν στο βασιλιά και τα ομολόγησε όλα.

Ο Βαλδουίνος, κατάπληχτος και μανιασμένος από μια τέτοια προδοσία της ίδιας του της κόρης, έφυγε ολοταχώς για την Αντιόχεια. Η Αλίκη, βγάζοντας την προσωπίδα, διέταξε να του κλείσουν τις πύλες της πόλης. Μοιράζοντας αλογάριαστα χρυσάφι, δοκίμασε να δημιουργήσει ένα κόμμα, αλλά μπροστά σε τέτοια ατιμία, οι προύχοντες εξεγέρθηκαν, και παρά τις διαταγές της, άνοιξαν τις πύλες στο βασιλιά. Η Αλίκη, τρομοκρατημένη, ταμπουρώθηκε στον πύργο. Αλλά, ύστερ' από επέμβαση των προυχόντων, κατέβηκε απ' το καταφύγιό της και ρίχτηκε στα πόδια του πατέρα της. Παρ' όλη τη μεγάλη οργή του, ο Βαλδουίνος άφησε να μιλήσει η πατρική αγάπη. Ή μάλλον, με την εξαιρετική σωφροσύνη του, φέρθηκε ταυτόχρονα σαν πατέρας και σαν βασιλιάς. Αφαίρεσε απ' την Αλίκη την Αντιόχεια και κάθε δικαίωμα αντιβασιλείας. Αυτοανακηρύχτηκε μοναδικός αντιβασιλέας, εν ονόματι της εγγονής του Κονστάνς, κ' έβαλε τους υπηκόους να ορκιστούν πίστη σ' αυτήν, παίρνοντας όλα τα μέτρα του ενάντια στην «πανουργία της μητέρας». Ύστερα έδωσε για φέουδο στην Αλίκη τις δυο παραθαλάσσιες πόλεις Λαοδίκεια και Τζεμπελέ.

Αυτή ήταν η τελευταία πολιτική πράξη του Βαλδουίνου Β'. Όταν αρρώστησε στην Ιερουσαλήμ, έβαλε να τον μεταφέρουν στο Πατριαρχείο, για να 'ναι πιο κοντά στον Πανάγιο Τάφο. Κάλεσε κοντά του τη μεγαλύτερή του κόρη Μελισσάνθη και τον γαμπρό του Φουλκ του Ανζού, καθώς και το γιο τους, τον μελλοντικό Βαλδουίνο Γ', που ήταν τριών χρονών. Παραιτήθηκε υπέρ αυτών απ' τη βασιλεία, κι αφού τους ευλόγησε, φόρεσε το ένδυμα του μοναχού «για να πεθάνει εν πτωχεία». Φορώντας αυτό το ένδυμα, ξεψύχησε στις 21 Αύγουστου του 1131, παρουσία του Πατριάρχη.

Απ' την κοσμική και πνευματική κληρονομιά, που του είχαν εμπιστευθεί πριν δεκατρία χρόνια, τίποτα δε χάθηκε. Όλα είχαν διατηρηθεί, είχαν αυξηθεί, είχαν παγιωθεί. Ήταν καλός ιππότης, σοφός πολιτικός και καλός βασιλιάς.

Page 62: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

VI Η ΙΣΟΡΡΟΠΙΑ ΜΕΤΑΞΥ ΦΡΑΓΚΩΝ ΚΑΙ ΜΟΥΣΟΥΛΜΑΝΩΝ

Ο ΦΟΥΛΚ ΤΟΥ ΑΝΖΟΥ ΚΑΙ Ο ΖΕΓΓΙ

Ο ΦΟΥΛΚ ΤΟΥ ΑΝΖΟΥ, Ο ΝΕΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΤΗΣ Ιερουσαλήμ, δεν ήταν, όπως οι δυο προκάτοχοί του, μικρότερος γιος μεγάλης οικογένειας, που γι' αυτόν ένας Θρόνος στην Ανατολή ν' αποτελούσε ανέλπιστη τύχη. Ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους φεουδάρχες της Γαλλίας, κάτοχος της κομητείας του Ανζού, που την είχε μεγαλώσει με το Μαιν, και που την είχε κάνει «το πιο συγκεντρωτικό και το πιο ισχυρό κράτος της Γαλλίας των Καπετιδών». Στα 1128 είχε επιστέψει το ανδηγαυικό του έργο με μια λαμπρή επιτυχία, εξασφαλίζοντας για το γιο του Ζοφρουά Πλανταγενέτο, το χέρι της πριγκίπισσας Ματθίλδης, κληρονόμου του αγγλονορμανδικού κράτους. Είχε βάλει έτσι τις βάσεις, προς όφελος του Οίκου του, της αυτοκρατορίας των Πλανταγενέτων, που σε λίγο θα γινόταν μια απ' τις πιο μεγάλες Δυνάμεις της Δύσης. Ήταν τρία χρόνια χήρος, όταν, με προτροπή του βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκου ΣΤ', ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ του 'χε προσφέρει το χέρι της πριγκίπισσας Μελισσάνθης, και μαζί μ' αυτό την ενδεχόμενη κληρονομιά του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Όταν βρέθηκε στην Παλαιστίνη κ' έγιναν οι γάμοι, ο άντρας που στη Γαλλία είχε αντιμετωπίσει μ' επιτυχία τον Αγγλονορμανδό και τον Καπετίδη, ανάγκασε τον εαυτό του, όσο ζούσε ο Βαλδουίνος Β', να μην είναι παρά ένας υπάκουος βοηθός, ή καλύτερα, όπως λέει ο Γουλιέλμος της Τυρού, ένας πραγματικός γιος. Αφού έθαψε τον Βαλδουίνο Β', πλάι στους προκατόχους του, στο Γολγοθά, στέφθηκε βασιλιάς στον Πανάγιο Τάφο με τη Μελισσάνθη, στις 14 Σεπτεμβρίου 1131.

Ο Φουλκ ήταν τότε καμιά σαρανταριά χρονών. Άντρας με πυρρόξανθα μαλλιά, κοντόσωμος, ικανός να υποφέρει κάθε κακουχία, με μεγάλη πείρα στη στρατιωτική τέχνη, όλο ανθρωπιά, ευγενικός, ντόμπρος, πολύ ανοιχτοχέρης για τους φτωχούς και τους ανθρώπους της Εκκλησίας. Όλοι οι βιογράφοι του επαινούν την ευσέβειά του, την τιμιότητά του στις σχέσεις με τους υποτελείς του, την κοσμιότητα των ηθών του. Στην αρχή αυτής της «δεύτερης ζωής» του, δηλαδή τότε που ανέβηκε στο θρόνο της Παλαιστίνης, ήταν ακόμα ρωμαλέος και ζωηρός ιππότης. Τέλος το ανδηγαυϊκό του έργο εγγυόταν την ωριμότητα του πολιτικού του νου.

Αυτά τα προτερήματα δεν ήταν υπερβολικά, τη στιγμή που το Ισλάμ της Συρίας δοκίμαζε, με τον αταμπέγκ Ζεγγί, να πραγματοποιήσει την τρομερή του ενότητα.

—οο0οο—

Η ανάρρηση του αταμπέγκ Ζεγγί στο Χαλέπι και η βασιλεία του στο διπλό πριγκιπάτο του Χαλεπιού - Μοσούλης (1129-1146), σημειώνουν, από μουσουλμανική άποψη, την αποφασιστική στροφή στην ιστορία των Σταυροφοριών. Από ορισμένες απόψεις, ο Ζεγγί, ο ιδρυτής της μουσουλμανικής μοναρχίας, μπορεί να συγκριθεί με τον Βαλδουίνο Α', τον ιδρυτή της φράγκικης μοναρχίας. Αυτός ο δραστήριος Τούρκος είναι τόσο αφοσιωμένος στον ισλαμικό ιερό πόλεμο, όσο ο Βαλδουίνος στη Σταυροφορία, αφού, όπως κι ο Βαλδουίνος, θα περάσει όλη του τη ζωή παλεύοντας ενάντια στον εχθρό της πίστης του. Είναι το ίδιο αφοσιωμένος όπως κι ο Βαλδουίνος, μα όχι περισσότερο, γιατί και γι' αυτόν, όπως και για τον Βαλδουίνο Α', ο ιερός πόλεμος, που σ' αυτόν αφοσιώνεται ψυχή τε και σώματι, που έγινε μοναδικός λόγος της ύπαρξής του, είναι ταυτόχρονα και βάθρο και αφορμή και μέσο που διάλεξε για την ανάδειξή του. Όπως ο Βαλδουίνος Α', έτσι κι αυτός θα χρησιμοποιήσει και θα «πραγματοποιήσει» τον ιερό πόλεμο προς όφελος της βασιλείας του. Χάρη στο φωτοστέφανο που απόχτησε έτσι, θα μπορέσει να δώσει στην εξουσία του ένα χαραχτήρα νομιμότητας που θα εντυπωσιάσει τους συγχρόνους του. Μια κι ο Βαλδουίνος Α' είχε συνδέσει τους τίτλους του με την παλιά βιβλική βασιλεία, ο Ζεγγί θυμήθηκε πως ο πατέρας του, το Άσπρο Γεράκι, είχε ονομαστεί ηγεμόνας του Χαλεπιού απ' τον σουλτάνο Μελίκ-Σαχ. Παρ' όλη τη διακοπή κάπου τριάντα τεσσάρων χρόνων, αποκαθιστά στο Χαλέπι τη συνέχεια της συμμαχίας και τη βασίζει στο

Page 63: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

λόγο του τελευταίου Μεγάλου Σελτζουκίδη, πηγή τότε κάθε νομιμότητας στον τουρκικό κόσμο.

Κι ακόμα, όπως ο Βαλδουίνος, έτσι κι ο Ζεγγί είναι ένας στρατιώτης γεμάτος ορμή, ένας έξυπνος κι αυστηρός κυβερνήτης. Τόσο σκληρός, και τόσο ανενδοίαστος, όσο κι ο πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, με, επιπλέον, μια θλιβερή τάση για θηριωδία ο πρώτος βασιλιάς της μουσουλμανικής Συρίας, που περισσότερο τον έτρεμαν παρά τον αγαπούσαν, θα κατορθώσει παρ' όλα αυτά, να κερδίσει την απόλυτη αφοσίωση των στρατιωτών του, γιατί η τύχη του είναι και δική τους, μια και κάθε νίκη του αρχηγού σημαίνει λάφυρα και μοίρασμα φέουδων για τους αξιωματούχους του. Και βέβαια, χωρίς να 'ναι καθόλου σκεπτικιστής (η μουσουλμανική πίστη αυτού του Τούρκου είναι τόσο απόλυτη όσο η χριστιανική πίστη ενός Βαλδουίνου Α') δεν εξαπατάται πολιτικά απ' την ιερότητα αυτού του πολέμου. Ο Βαλδουίνος Α' είχε, όπως θυμόμαστε, εγκαταλείψει χωρίς πολλά προσχήματα τη Σταυροφορία για να καταλάβει την κομητεία της Έδεσσας για λογαριασμό του. Κι ο πραγματικός αντικειμενικός σκοπός του Ζεγγί δεν ήταν ίσως να καταλάβει άμεσα την Αντιόχεια, αλλά να πάρει τη Δαμασκό απ' την άλλη τουρκοσυριακή δυναστεία. Το βασικό πρόγραμμά του (που με την πάροδο του χρόνου θα γίνει ακόμα πιο επικίνδυνο για τους Φράγκους) μένει η ενοποίηση της μουσουλμανικής Συρίας, πολιτικό αποτέλεσμα, που όταν πραγματοποιηθεί, θα εξασφαλίσει στους Μουσουλμάνους τη στρατιωτική υπεροχή απέναντι στους Χριστιανούς.

Είναι προς τιμήν του βασιλιά Φουλκ που το κατάλαβε αυτό και που κίνησε τα πάντα για να το εμποδίσει.

—οο0οο—

Μόλις ο βασιλιάς Φουλκ ανέβηκε στο Θρόνο, ένα μεγάλο κενό δημιουργήθηκε ανάμεσα στους Φράγκους ηγεμόνες. Ο κόμης της Έδεσσας Ζοσλέν του Κουρτεναί πέθανε.

Ο γέρο φεουδάρχης είχε πληγωθεί βαριά απ' την κατάρρευση ενός πύργου, ενώ πολιορκούσε ένα τουρκικό φρούριο. Περίμεναν το θάνατό του από μέρα σε μέρα, όταν οι Τούρκοι άρχισαν την πολιορκία του κάστρου του Καϊσούν, στον Ταύρο, που του ανήκε. Μαθαίνοντας το νέο, ο Ζοσλέν διέταξε το γιο του να πάει ν' απελευθερώσει τ' οχυρό. Αλλ' αυτός ο γιος, ο Ζοσλέν Β', αξιοθρήνητος πολεμιστής, καθώς θα δούμε πιο κάτω, αρνήθηκε, προβάλλοντας σαν δικαιολογία την αριθμητική υπεροχή των Τούρκων. Ο γέρο ήρωας δε δίστασε τότε. Ανίκανος ν' ανεβεί στ' άλογο, έβαλε να τον μεταφέρουν με φορείο και, ανάμεσα στους ιππότες του, βάδισε ενάντια στον εχθρό. Η αποφασιστική του στάση φόβισε τους Τούρκους, που έλυσαν την πολιορκία. Το χρονικό Ηράκλειον αποδίδει εδώ στον Ζοσλέν μια μεγαλόπρεπη ευχαριστία στο Θεό, αντάξια των μεσαιωνικών επικών ποιημάτων. Ο ετοιμοθάνατος, νικητής χωρίς να 'χει πολεμήσει —τόσο τ' όνομά του ήταν φοβερό στους εχθρούς του— μαθαίνει τη βιαστική φυγή τους. Τότε διατάζει ν' αποθέσουν το φορείο του χάμω κι απλώνει τα χέρια του προς τον ουρανό φωνάζοντας: «Κύριε και Θεέ μου» σε δοξάζω και σ' ευχαριστώ μ' όλη μου την ψυχή που επέτρεψες στο τέλος των ημερών μου, τώρα που βρίσκομαι στο χείλος του τάφου, που είμαι ανάπηρος και σχεδόν πτώμα, να δω τους εχθρούς μου τρομοκρατημένους, να μην τολμούν να με αντιμετωπίσουν στο πεδίο της μάχης και να τρέπονται σε φυγή στο πλησίασμά μου. Κύριε και Θεέ μου, αναγνωρίζω καλά πως όλα αυτά προέρχονται απ' την καλοσύνη σου κι απ' τον ιπποτισμό σου». «Αφού είπε αυτά, παρέδωσε το πνεύμα στο Θεό, ανάμεσα στο στρατό του».

Αυτόν τον πρωτοπόρο φεουδάρχη, πρότυπο Φράγκου ηγεμόνα των πρώτων χρόνων, κομμένο στα μέτρα της Εποποιίας, τον διαδέχτηκε ο Ζοσλέν Β', ο μικρόψυχος κληρονόμος, που η δειλία του είχε αμαυρώσει τις τελευταίες μέρες του πατέρα του. Γιος μιας Λεβαντίνας, ο καινούργιος κόμης της Έδεσσας, μισολεβαντίνος ο ίδιος, ήταν μικρόσωμος, μαυριδερός, παχύς κι άσκημος, αισθησιακός και τόσο έκδοτος στις ηδονές, που ήταν πέτρα σκανδάλου σ' ένα περιβάλλον που δε διακρινόταν για τα χρηστά του ήθη. Εγκατέλειψε την Έδεσσα, που ήταν ένα οχυρό πολύ εκτεθειμένο στις μάχες,

Page 64: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

για να εγκατασταθεί στο Τουρμπεσέλ, πίσω απ' τον Ευφράτη. Δεκατρία χρόνια αργότερα, αυτή η συστηματική λιποταξία θα προκαλέσει την καταστροφή.

Στην Αντιόχεια, η κατάσταση ήταν ακόμα χειρότερη. Η χήρα πριγκίπισσα Αλίκη, δολοπλόκα Λεβαντίνα, άπληστη για δύναμη και τιμές, ξανάρχιζε τις μηχανορραφίες της, για ν' αρπάξει την κληρονομιά της κορούλας της και να βασιλέψει η ίδια. Για ν' αποκατασταθεί στο Θρόνο, έβαλε να τη βοηθήσουν οι δυο γείτονές της, ο Ζοσλέν Β' της Έδεσσας και ο Πονς της Τρίπολης. Οι φεουδάρχες της Αντιόχειας, νιώθοντας πως η διακυβέρνηση αυτής της γυναίκας θα 'ταν καταστροφή για το πριγκιπάτο, κάλεσαν το γαμπρό της, τον βασιλιά Φουλκ. Ο Φουλκ ξεκίνησε αμέσως, μα στην είσοδο της κομητείας της Τρίπολης, ο Πονς του έκλεισε το δρόμο. Η στάση αυτή γινόταν πιο ένοχη απ' το γεγονός ότι ο Πονς είχε παντρευτεί τη Σεσίλ, τη μισοαδερφή του βασιλιά. Ο βασιλιάς τότε πήδηξε σε μια βάρκα, μ' ένα μονάχα σύντροφο, κι απ' τη Βηρυτό ήρθε κι αποβιβάστηκε στις εκβολές του Ορόντη. Οι φεουδάρχες της Αντιόχειας έσπευσαν να προσχωρήσουν σ' αυτόν. Ο Φουλκ, επικεφαλής τους, βάδισε ενάντια στον Πονς, που με το στρατό της Τρίπολης ερχόταν να του διεκδικήσει την Αντιόχεια. Συνάντησε τον κόμη στη Ρούγκια, έδωσε μια μάχη εναντίον του και τον ανάγκασε να τραπεί σε φυγή. Ο Φουλκ μπήκε στην Αντιόχεια, σέρνοντας πίσω του πολυάριθμους αιχμαλώτους ιππότες της Τρίπολης. Σκληρό μάθημα, αλλ' απαραίτητο για να ξαναφέρει τους πρίγκιπες στην υπακοή. Ο Φουλκ άλλωστε συχώρεσε σύντομα τον Πονς και του 'στειλε πίσω τους ιππότες του. Στην Αντιόχεια έδωσε τέλος στις δολοπλοκίες της κουνιάδας του, ανέλαβε ο ίδιος την αντιβασιλεία κ' εμπιστεύτηκε τη διοίκηση στον κοντόσταυλο Ρενώ Μαζουαγιέ.

Λίγο αργότερα, ο κόμης Πονς της Τρίπολης, που 'χε φερθεί τόσο άσκημα στο βασιλιά, εκλιπάρησε τη βοήθειά του. Είχε νικηθεί απ' τις τουρκομανικές ορδές, που 'χαν εισβάλει στην κομητεία του κ' ήταν πολιορκημένος απ' αυτές στο κάστρο του Μονφεράν ή Μπααρίν, πενήντα χιλιόμετρα ανατολικά απ' την Τορτόσα, μέσα στην καρδιά των αλαουίτιων ορέων. Ύστερ' απ' την έκκληση του Πονς, ο Φουλκ ξεκίνησε για την εκστρατεία. Όταν έφτασε κοντά στην Τρίπολη, ο βασιλιάς συνάντησε την αδερφή του, την κόμισσα Σεσίλ, που τον παρακάλεσε κλαίγοντας «να σώσει τον άντρα της». Μπροστά στα δάκρυα της αδερφής του, ο Φουλκ ξέχασε οριστικά τις παλιές προσβολές, και, σπρωγμένος απ' το αίσθημα του βασιλικού καθήκοντος, ξανάφυγε για το Μονφεράν κι απελευθέρωσε τους πολιορκημένους.

Παντού η βασιλεία εκπλήρωνε την προστατευτική της αποστολή. Μόλις είχε σώσει την κομητεία της Τρίπολης, ο Φουλκ πήγε να υπερασπίσει το πριγκιπάτο της Αντιόχειας ενάντια στους Τούρκους του Χαλεπιού. Τους νίκησε στη διάρκεια ενός νυχτερινού αιφνιδιασμού, κοντά στο Κινεσρίν. Με λίγα λόγια, ο Ανδηγαυός μονάρχης παντού υπερείχε απέναντι στους Τούρκους, όταν τον παρέλυσε ένα ρομαντικό αυλικό ειδύλλιο, ανάμεσα στον Ούγο του Πουιζέ και στη βασίλισσα Μελισσάνθη.

—οο0οο—

Ο Ούγος του Πουιζέ, που καταγόταν από μιαν οικογένεια της περιοχής της Ορλεάνης, ήταν κάποιος ξάδερφος του Βαλδουίνου Β'. Ο Βαλδουίνος τον είχε πάρει κοντά του νεότατο και του 'χε δώσει την κομητεία της Γιάφας. Μας τον περιγράφουν σαν ένα απ' τους πιο όμορφους άρχοντες της εποχής του, «σοφό και ομιλητικό, ψηλό και καλοφτιαγμένο, με δέρμα ανοιχτόχρωμο και ροδαλό, περήφανο και τολμηρό, ευγενικό κι ανοιχτοχέρη περισσότερο από κάθε άλλον». Προστατευόμενος του Βαλδουίνου Β', που τον είχε σαν γιο του, μεγαλωμένος μαζί με τις κόρες του, ήταν ο ευνοούμενος της Αυλής. Ο Ούγος έκανε προπάντων παρέα με την πριγκίπισσα Μελισσάνθη, που αργότερα παντρεύτηκε τον Φουλκ. Ξάδερφος και παιδικός φίλος της νέας βασίλισσας, εξακολουθούσε να τη συναναστρέφεται αρκετά ελεύθερα. Αυτή η οικειότητα εξερέθιζε τους κακόβουλους. «Πολλοί σκέφτηκαν άσκημα πράγματα» και πρώτος - πρώτος ο βασιλιάς Φουλκ. Ο Φουλκ, που 'χε περάσει τα σαράντα, έγινε ακόμα πιο ζηλιάρης για τη γυναίκα του. Στο τέλος άρχισε να μισεί τον ωραίο ιππότη, που τον υποπτευόταν γι' αντίζηλο. Ο Ούγος, που το 'νιωθε, προσπάθησε να φυλαχτεί απ' τη βασιλική εκδίκηση, δημιουργώντας ένα κόμμα ανάμεσα στους φεουδάρχες. Οι ευγενείς σε λίγο

Page 65: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

μοιράστηκαν σε οπαδούς του βασιλιά και του κόμη της Γιάφας.

Το μίσος κρυφόκαιγε κι απ' τις δυο πλευρές, όταν ένα σκάνδαλο έκανε να ξεσπάσει το δράμα. Δημιουργός του υπήρξε ο κόμης Γκωτιέ της Καισάρειας, νέος και λαμπρός ιππότης όπως ο Ούγος, μα που τους χώριζε μια οικογενειακή έχθρα. Μια μέρα, μπροστά σ' όλη την Αυλή της Ιερουσαλήμ, μπροστά σ' όλους τους άρχοντες και τους ιεράρχες, ο Γκωτιέ (ίσως μυστικά συνεννοημένος με το βασιλιά) κατηγόρησε τον κόμη της Γιάφας για προδοσία: «Καλοί μου άρχοντες, ακούστε με: Λέω πως ο κόμης που είναι εδώ παρών συνωμοτεί κ' επιβουλεύεται τη ζωή του βασιλιά. Κι αν το αρνηθεί, τον προκαλώ σε μονομαχία!» Του πέταξε το γάντι. Ο Ούγος δέχτηκε την πρόκληση και σύμφωνα με το έθιμο, το βασιλικό δικαστήριο τους κάλεσε και τους δυο για την κρίση με τα όπλα.

Την ορισμένη μέρα, ο Ούγος δεν παρουσιάστηκε. Έχοντας υποχρεωθεί να δώσει ψεύτικο όρκο, για να σώσει την τιμή της βασίλισσας, να φοβήθηκε τάχα τη Θεία Δίκη; Κανείς δεν το 'μαθε. Η φυγομαχία του, που φαινόταν πράξη δειλού ή ομολογία, εμπόδισε τους καλύτερους φίλους του ν' αναλάβουν την υπεράσπισή του κ' επέτρεψε στο Συμβούλιο του βασιλιά να τον κηρύξει ερήμην, και σύμφωνα με το έθιμο, ένοχο προδοσίας.

Μαθαίνοντας την καταδίκη του, ο Ούγος φοβήθηκε. Απελπισμένος, νομίζοντας πως όλα είχαν χαθεί, έτρεξε στην Ασκάλωνα να μπει κάτω απ' την προστασία της αιγυπτιακής φρουράς. Αυτή τη φορά η προδοσία ήταν πραγματική. Ακόμα περισσότερο που ο αιγυπτιακός στρατός, στηριζόμενος στην κομητεία της Γιάφας, άρχισε να κάνει επικίνδυνες επιδρομές στη βασιλική επικράτεια. Οι κάτοικοι όμως της Γιάφας, αγαναχτισμένοι, άνοιξαν τις πύλες στον Φουλκ και δεν απόμεινε στον φυγάδα παρά να εκλιπαρήσει συγνώμη. Ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ, ο εξαίρετος Γουλιέλμος της Μεσσήνης, «άντρας σοφός και φιλειρηνικός», που σκεφτόταν, σύμφωνα με την Αγία Γραφή, πως «κάθε βασίλειο που είναι διχασμένο, θα καταστραφεί», μεσολάβησε επίμονα στον Φουλκ. Πραγματικά, επωφελούμενοι απ' τον εμφύλιο πόλεμο, οι Δαμασκηνοί ξαναπήραν το Πανεάς απ' τους Φράγκους (15 Δεκεμβρίου 1132). Αυτό το σκληρό μάθημα επέσπευσε τη σύναψη μιας συμφωνίας. Για να δώσει καιρό στην οργή του βασιλιά να καλμάρει, συμφώνησαν ο Ούγος ν' αυτοεξοριστεί για τρία χρόνια, οπότε οι παλιές έχθρες θα ξεχνιόνταν.

Νέα περιπέτεια εδώ. Ο Ούγος του Πουιζέ, περιμένοντας την αναχώρηση ενός καραβιού για την Ιταλία, γύρισε στην Ιερουσαλήμ. Η επανεμφάνισή του ύστερ' απ' όσα είχαν ψιθυριστεί για τις σχέσεις του με τη βασίλισσα, ιδιαίτερα μετά την αγανάχτηση που 'χε προκαλέσει η προδοσία του με τους Μουσουλμάνους, ήταν τουλάχιστο πρόωρη. Πραγματικά, ένα βράδυ που έπαιζε ζάρια στην αγορά των γουναράδων, δέχτηκε την επίθεση ενός Βρετόνου ιππότη, που με σπαθιές τον άφησε σχεδόν νεκρό. Η απόπειρα ανέτρεψε το λαϊκό αίσθημα και λίγο έλειψε να προκαλέσει ταραχές. Ο συναισθηματισμός του πλήθους πήρε το μέρος του ευγενικού ιππότη, που 'χε ανατραφεί από μικρός στη συριακή γη, ενάντια στη ζηλοτυπία του «ξένου» βασιλιά. Απ' το σημείο αυτό ως το σημείο να κατηγορήσουν τον Φουλκ πως από ζηλοτυπία είχε βάλει να δολοφονήσουν τον αντίπαλό του δεν υπήρχε παρά ένα βήμα. Ο Φουλκ όμως δεν είχε παίξει κανένα ρόλο στη δολοφονία, γιατί ο Βρετόνος ιππότης είχε ενεργήσει από δική του πρωτοβουλία, με το απλοϊκό του μυαλό, που ήθελε να κάνει τον Ούγο να πληρώσει την προδοσία του με την Αίγυπτο. Αλλά ο βασιλιάς, θέλοντας ν' αποτινάξει αμέσως αυτή την κατηγορία, συνεκάλεσε το δικαστήριο των φεουδαρχών και τους διέταξε να δικάσουν τον φονιά. Αυτοί τον καταδίκασαν σε θάνατο, αφού θα του έκοβαν τα άκρα, το ένα μετά το άλλο. Ο βασιλιάς απαίτησε το θέαμα να 'ναι δημόσιο κι απαγόρεψε να κόψουν τη γλώσσα του δυστυχισμένου, για να μπορεί να μιλάει μέχρι τέλους. Η φοβερή δοκιμασία κατέληξε σε πλήρη δικαίωση του βασιλιά, γιατί ως το τέλος ο βασανιζόμενος παραδεχόταν πως δεν είχε ούτε εμπνευστή, ούτε συνενόχους. Ύστερ' απ' αυτές τις φοβερές σκηνές, ο Φουλκ ξανακέρδισε τη δημοτικότητά του. Το πιο παράξενο είναι πως ο Ούγος έγινε καλά. Όπως είχαν συμφωνήσει, εξορίστηκε, με σπαραγμένη την καρδιά, στη Σικελία, όπου πέθανε εντελώς τυχαία, τη στιγμή που ετοιμαζόταν να επιστρέψει.

Page 66: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μα ποιες ήταν σ' όλ' αυτά οι αντιδράσεις της Μελισσάνθης; Είτε από απλή νεανική φιλία για τον Ούγο του Πουιζέ, είτε γιατί έτρεφε γι' αυτόν κάποιο βαθύτερο αίσθημα, γεγονός είναι ότι δε συχώρεσε ποτέ τους εχθρούς του κόμη, ιδιαίτερα ύστερ' απ' το θάνατό του. Με την ανατολίτικη βιαιότητά της, σκέφτηκε για μια στιγμή φοβερές αντεκδικήσεις. Τη φλόγιζε το πάθος, ένα πάθος χωρίς ελπίδα, που 'χε μεταβληθεί τώρα σε μίσος. Οι πιο επιεικείς έλεγαν πως ήταν εξαγριωμένη απ' τις υποψίες που είχαν διατυπωθεί για τη συμπεριφορά της. Οι άλλοι τη θεωρούσαν απαρηγόρητη, «γιατί ο κόμης είχε πεθάνει στην εξορία και για την αγάπη της». Για να εκδικηθεί το θάνατο του ωραίου της ιππότη, συνωμοτούσε εξυφαίνοντας ποιος ξέρει τι δράματα δηλητηρίων. Οι προσωπικοί φίλοι του βασιλιά δεν τολμούσαν να βγουν παρά οπλισμένοι και με συνοδεία, τόσο φοβόνταν το στιλέτο του δολοφόνου. «Η βασίλισσα ήταν σα να 'χε χάσει τα λογικά της». Ο Φουλκ ο ίδιος είχε πολλές φορές την εντύπωση πως η ζωή του κινδύνευε.

Ωστόσο η οργή της Μελισσάνθης κατασίγασε κάποτε. Οι «φρόνιμοι» μεσολάβησαν για να πετύχουν μια συμφιλίωση ανάμεσα στο ζεύγος. Το πιο δύσκολο ήταν να πετύχουν απ' τη βασίλισσα ν' ανέχεται, τουλάχιστο στις επίσημες τελετές, τους παλιούς εχθρούς του Ούγου. Όσο για τον Φουλκ, μια και ξεφορτώθηκε τον αντίζηλό του, δεν είχε παρά μιαν επιθυμία: να του συχωρέσει η νεαρή γυναίκα του τον πόνο που της είχε προκαλέσει. Η πονηρή Μελισσάνθη κατάλαβε γρήγορα την επιβολή που της εξασφάλιζε πάνω στον άντρα της ένα τέτοιο αίσθημα. Τη χρησιμοποίησε σε μεγάλο βαθμό, γιατί η αγάπη της εξουσίας είχε αντικαταστήσει μέσα της όλα τ' αλλά πάθη. Τίποτα δεν αποφασιζόταν πια στο Συμβούλιο χωρίς τη θέληση της αυταρχικής αυτής γυναίκας.

Αυτό θα το δούμε στα γεγονότα της Αντιόχειας.

—οο0οο—

Στην Αντιόχεια, όσο ήταν μικρή η πριγκηπέσα Κονστάνς, την αντιβασιλεία δικαιωματικά την ασκούσε ο Φουλκ. Δυο ανήσυχες όμως φιλοδοξίες προσπαθούσαν εκεί να επωφεληθούν απ' την απουσία του βασιλιά. Η φιλοδοξία του πατριάρχη Ραούλ και της χήρας πριγκίπισσας Αλίκης.

Ο Ραούλ του Ντομφρόν είχε διαδεχτεί στον πατριαρχικό θρόνο της Αντιόχειας, τον σεβάσμιο Βερνάρδο της Βαλάνς, που είχε πεθάνει στα 1135. Ο αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος της Τύρου μας άφησε ένα κάθε άλλο παρά κολακευτικό πορτραίτο αυτού του ιεράρχη, που ήταν βυθισμένος στα εγκόσμια, όλος επίδειξη και βαναυσότητα, μοιάζοντας περισσότερο με ιππότη παρά με κληρικό. «Ήταν ένας μεγαλόσωμος κι ωραίος άντρας, με όμορφο πρόσωπο, αν και λίγο αλλήθωρος. Μέτρια μορφωμένος, είχε μια φυσική ευγλωττία, την τέχνη να μιλάει με χάρη και πνεύμα, ανοιχτοχέρης κ' ευχάριστος στους ιππότες, όπως και στο πλήθος. Ήταν όμως επιπόλαιος και ξεχνούσε τις υποσχέσεις του και παρανακατευόταν στα εγκόσμια». Υποψήφιος των Νορμανδών ευγενών, που τον έβλεπαν σαν δικό τους, λαοφιλής ανάμεσα στους μικρούς εξαιτίας του παρουσιαστικού του, της ρητορικής του δεινότητας και των υποσχέσεών του, κατάφερε να εκφοβίσει τη Σύνοδο με την απειλή κάποιας εξέγερσης κ' έτσι «υφάπαρξε» την εκλογή του στο πατριαρχείο.

Αυτός ο επιδέξιος άνθρωπος διέπραξε, παρ' όλα αυτά, δυο σοβαρά λάθη. Παρέλειψε να ζητήσει την επικύρωση της εκλογής του απ' τον Πάπα, κι αντί να συμφιλιωθεί με τους συνοδικούς του, που 'χαν μείνει επιφυλαχτικοί απέναντί του, τους καταδίκασε σε φυλάκιση ή εξορία. Τύραννος για τον κλήρο του, περιφρονώντας την εξουσία της Αγίας Έδρας, μην έχοντας σχέσεις παρά με τους στρατιωτικούς, ενώ αλυσόδενε τους παπάδες, ήταν ακριβώς ο τύπος του φεουδάρχη, που βρέθηκε κατά λάθος στην Εκκλησία, όπως τόσοι και τόσοι στον Μεσαίωνα. «Απόχτησε τόση έπαρση, όπως λέει ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου, που έμοιαζε περισσότερο με διάδοχο των Αντιόχων του παλιού καιρού, παρά με διάδοχο του Αγίου Πέτρου ή του Αγίου Ιγνάτιου».

Τον ίδιο καιρό, η χήρα πριγκίπισσα Αλίκη άρχισε να καταστρώνει το σχέδιό της. Δε θα μπορούσε

Page 67: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τάχα να υπολογίζει στην πλήρη υποστήριξη της αδερφής της, της βασίλισσας Μελισσάνθης; Η επιρροή αυτής της τελευταίας στο βασιλιά γινόταν όλο και πιο έκδηλη, όσο ο Φουλκ γερνούσε. Ύστερ' απ' τα παρακάλια της γυναίκας του, ο Φουλκ επέτρεψε σε λίγο στην Αλίκη να γυρίσει στην Αντιόχεια και να μοιράσει θέσεις σε αφοσιωμένους σ' αυτήν ιππότες, έτσι που η φιλόδοξη χήρα έγινε, από συμφώνου με τον Πατριάρχη, κυρία του πριγκιπάτου.

Παρ' όλα αυτά, όση κι αν ήταν η ανεκτικότητα του Φουλκ, καθώς γερνούσε, για τη νύφη του Αλίκη, δεν μπορούσε ν' αφήσει να παρατείνεται επ' άπειρον στην Αντιόχεια η μεσοβασιλεία μιας ανενδοίαστης γυναίκας κ' ενός σιμωνιακού ιεράρχη. Ο αταμπέγκ του Χαλεπιού Ζεγγί είχε επωφεληθεί απ' αυτή την κατάσταση, για ν' αρπάξει απ' το πριγκιπάτο, την άνοιξη του 1135, πολλά απ' τα οχυρά πέρα απ' τον Ορόντη, δηλαδή το Αταρέμπ, την Ζερντάνα, το Μααρέτ εν - Νομάν και το Καφαρτάμπ. Άλλωστε η κόρη της Αλίκης, η νεαρή Κονστάνς, μόνη νόμιμη κληρονόμος της εξουσίας, έφτανε σε ηλικία γάμου. Έπρεπε να της βρουν για σύζυγο κανένα γενναίο πολεμιστή, ικανό να υπερασπίσει τη χώρα ενάντια στους Τούρκους. Αυτή ήταν κ' η γνώμη της πλειοψηφίας των φεουδαρχών της Αντιόχειας. Μυστικά (γιατί έπρεπε να προσέξουν να μην τους πάρουν είδηση η Αλίκη και η Μελισσάνθη) οι αντιπρόσωποί τους πήγαν να συμβουλευτούν το βασιλιά της Ιερουσαλήμ για την εκλογή ενός μνηστήρα. Τους υπόδειξε τον νεότερο γιο του κόμη του Πουατιέ, τον Ραϋμόνδο, που τότε ήταν τριάντα χρονών και βρισκόταν στην αγγλική Αυλή.

Πάντα μυστικά, κρυφά απ' τη βασίλισσα και τη χήρα πριγκίπισσα, ο βασιλιάς και οι φεουδάρχες της Αντιόχειας έστειλαν στην Αγγλία ένα έμπιστο πρόσωπο, τον Ιωαννίτη ιππότη Ζεράρ Ζεμπερόν. Ο Ζεράρ βρήκε τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ και του παρέδωσε κρυφά τα γράμματα του Φουλκ. Ο Ραϋμόνδος δέχτηκε. Το μυστικό όμως είχε αρχίσει να κοινολογείται. Ο βασιλιάς της Σικελίας Ρογήρος Β', που 'χε αξιώσεις στο Θρόνο της Αντιόχειας, διέταξε να συλλάβουν τον Ραϋμόνδο, καθώς θα περνούσε απ' τη Σικελία. Αυτός τα κατάφερε να ξεφύγει απ' όλες τις παγίδες, μεταμφιεζόμενος, αυτός και οι σύντροφοί του, σε φτωχούς προσκυνητές ή σε πλανόδιους εμπόρους. Έτσι μπόρεσε να μπαρκάρει χωρίς εμπόδια και να φτάσει σώος και αβλαβής, στην Αντιόχεια.

Στην Αντιόχεια νέοι κίνδυνοι. Η αυταρχική Αλίκη, κυρία της πόλης, δεν εννοούσε να παραιτηθεί απ' την εξουσία. Και εκτός απ' αυτήν, έπρεπε κανείς να υπολογίζει και τον πατριάρχη Ραούλ του Ντομφρόν, το ίδιο μηχανορράφο όπως κι αυτή, όχι λιγότερο φιλόδοξο και μάλιστα πολύ πιο πονηρό. Αυτός ακριβώς ήταν το κλειδί όλης της υπόθεσης. Ο Ραϋμόνδος κατάλαβε πως το πρώτο που 'χε να κάνει, ήταν να πάρει τον Πατριάρχη με το μέρος του. Ο Ραούλ δέχτηκε τις προτάσεις του, έβαλε όμως τους όρους του, συζητώντας σαν ίσος προς ίσο με τον μέλλοντα πρίγκιπα της Αντιόχειας και υπαγορεύοντάς του μια συμφωνία, που μοίραζε την εξουσία της Αντιόχειας ανάμεσα στους δυο τους. Κάτω απ' αυτούς τους όρους, αναλάμβανε να τον κάνει να θριαμβεύσει απέναντι στην Αλίκη. Ό,τι κι αν μπορούσε να σκεφτεί ο Ραϋμόνδος γι' αυτές τις αξιώσεις, πάντως δέχτηκε. Το κυριότερο για τούτη τη στιγμή, ήταν ν' απαλλαγεί απ' τη χήρα πριγκίπισσα και να παντρευτεί τη νεαρή κληρονόμο. Ορκίστηκε να εκτελέσει ό,τι του ζήτησαν.

Ο Ραούλ του Ντομφρόν κράτησε το λόγο του. Πήγε και βρήκε την Αλίκη και της διηγήθηκε πως ο ωραίος ιππότης απ' τη Γαλλία ερχόταν να παντρευτεί εκείνη κι όχι την κόρη της. Ένα τέτοιο νέο κολάκευε πολύ την περηφάνια και την κοκεταρία της ρομαντικής χήρας, κ' έτσι το πίστεψε «κ' είχε γι' αυτό μεγάλη χαρά». Αντί λοιπόν να εναντιωθεί στον Ραϋμόνδο, τον άφησε με μεγάλη προθυμία να γίνει κύριος της Αντιόχειας. Ξεγελασμένη ολότελα, γεμάτη εμπιστοσύνη κ' ενθουσιασμένη, περίμενε στο παλάτι της να 'ρθουν να την οδηγήσουν στο Βωμό, όταν έμαθε πως την ίδια στιγμή ο Ραϋμόνδος τελούσε τους γάμους του με τη νεαρή Κονστάνς, πως χοροστατούσε ο Πατριάρχης και πως όλοι οι φεουδάρχες παραβρίσκονταν εκεί. Της φάνηκε πως θα πέθαινε από μανία κι αγανάχτηση, και πήγε να κρύψει την ντροπή της στο φέουδό της της Λαοδίκειας, ενώ καταριόταν να βρει κακό θάνατο ο απροσδόκητος γαμπρός της, που τόσο αριστοτεχνικά την είχε εξαπατήσει (1136).

Page 68: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Η συμφωνία όμως ανάμεσα στον Ραϋμόνδο και στον Πατριάρχη δεν επρόκειτο να κρατήσει για πολύ. Ο νέος πρίγκιπας της Αντιόχειας δεν μπορούσε να υποφέρει το μοίρασμα της εξουσίας που του 'χε επιβάλει ο Ραούλ. Ο όρκος που 'χε απαιτήσει ο Πατριάρχης απ' αυτόν, με πραγματικά εκβιαστικό τρόπο, του γινόταν ανυπόφορος. Ενήργησε κατά στάδια. Στην αρχή συνεννοήθηκε με τους αντιπάλους του Ραούλ μέσα στον κλήρο. Αυτοί δημιούργησαν ζήτημα πατριαρχείου στην Παπική Αυλή, στη Ρώμη, υποστηρίζοντας πως η εκλογή του Ραούλ ήταν εντελώς αντικανονική. Ο Ραούλ όμως, χωρίς να δειλιάσει, έφυγε για την Ιταλία και υποστήριξε με τέτοια ευφράδεια την υπόθεσή του, ώστε ενώ στην αρχή βρήκε τις πόρτες του Λατερανού κλειστές, κατόρθωσε να πετύχει την παπική επιείκεια και άφεση, με την υπόσχεση πως θα διορθωθεί. Γύρισε λοιπόν στην Αντιόχεια με ύφος θριαμβευτή. Δυστυχώς, μόλις αποκαταστάθηκε, άρχισε πάλι να καταδιώκει τους κληρικούς του. Ο Πάπας έστειλε τότε για λεγάτο τον επίσκοπο της Όστιας Αλμπερίκ του Μπωβαί, που ύστερ' από επισταμένη ανάκριση, τον καθαίρεσε οριστικά. Λίγο έλειψε ο Ραούλ, ταμπουρωμένος με τους ενόπλους του, στο ανάκτορό του, να προκαλέσει εξέγερση ενάντια στη διπλή ποντιφική και κοσμική εξουσία. Χρειάστηκε να καταφύγουν στη βία για να τον εξώσουν (1139).

—οο0οο—

Στο πρόσωπο του Ραϋμόνδου του Πουατιέ, το πριγκιπάτο της Αντιόχειας είχε βρει επιτέλους έναν αρχηγό. Ο κληρονόμος αυτός των δουκών της Ακουϊτανίας, ήταν ένας απ' τους ωραιότερους ιππότες της εποχής. «Μεγαλόσωμος, καλύτερα φτιαγμένος στο σώμα και πιο όμορφος απ' όλους τους συγχρόνους του, τους ξεπερνούσε όλους στην τέχνη των όπλων και στις γνώσεις της ιπποσύνης». Η δύναμή του ήταν καταπληχτική. Μπορούσε να λυγίσει ένα σιδερένιο αναβολέα με το 'να του χέρι. «Μια μέρα, καβάλα σ' έναν ρωμαλέο κέλητα, πέρασε κάτω από 'να θόλο, όπου βρισκόταν ένας χαλκάς. Κρεμάστηκε με τα χέρια απ' αυτόν, έσφιξε τ' άλογο ανάμεσα στα σκέλη του, και μ' όλο που το σπιρούνιζε με δύναμη και του 'χε αφήσει ελεύθερα τα χαλινάρια, τ' άλογο δεν μπόρεσε να προχωρήσει». Χωρίς να 'χει ο ίδιος καμιά ιδιαίτερη μόρφωση, του άρεσε η παρέα των γραμματισμένων. Μεγαλόπρεπος κι ανοιχτοχέρης, τόσο που να σκορπάει αλογάριαστα το βιος του, δείχτηκε ταυτόχρονα λιτός κ' εγκρατής και σ' όλη του τη ζωή στάθηκε παραδειγματικά πιστός στη νεαρή γυναίκα του Κονστάνς. Αντίθετα όμως, ήταν παίχτης, και κακός παίχτης, κι οργιζόταν όταν έχανε, τόσο που να «χάνει τα λογικά του». Ακόμα, στην πολιτική ενεργούσε πολύ συχνά από μια πρώτη παρόρμηση και ξεχνούσε γρήγορα τους όρκους του, όπως αποδείχτηκε με τον Ραούλ του Ντομφρόν. Τέλος, ήταν επικίνδυνα εκδικητικός, όπως θα δούμε στην πτώση της Έδεσσας.

Ταυτόχρονα με το πριγκιπάτο της Αντιόχειας, άλλαξε κύριο και η κομητεία της Τρίπολης. Ο κόμης Πονς σκοτώθηκε στη διάρκεια μιας εισβολής Δαμασκηνών στα τέλη του Μάρτη του 1137. Τον διαδέχτηκε ο νεαρός γιος του Ραϋμόνδος Β'.

—οο0οο—

Ενώ οι φράγκικες Αυλές φιλονικούσαν έτσι, ο πόλεμος μαινόταν ανάμεσα στους Μουσουλμάνους, κι αυτός ο πόλεμος είχε πολύ μεγαλύτερη πολιτική σημασία απ' τις αυλικές φιλονικίες. Ο αταμπέγκ του Χαλεπιού και της Μοσούλης, ο δραστήριος Τούρκος πολέμαρχος Ζεγγί, προσπαθούσε να πετύχει για λογαριασμό του, την ενότητα της μουσουλμανικής Συρίας, απαραίτητη προϋπόθεση για την έξωση των Φράγκων. Γι' αυτό, έπρεπε ν' απορροφήσει το βασίλειο της Δαμασκού, που ανήκε, καθώς είδαμε, στην επίσης τουρκική δυναστεία των Μπουριδών. Τον Ιούνιο του 1137 επιτέθηκε ενάντια στο Χομς, που ανήκε στο κράτος της Δαμασκού, μα ο βασιλιάς Φουλκ, με το οξύ του πολιτικό αισθητήριο, είχε αυτοδιοριστεί προστάτης της ανεξαρτησίας της Δαμασκού. Μπροστά στην προσέγγιση των Φράγκων, ο Ζεγγί αποσύρθηκε απ' το Χομς.

Ο Ζεγγί τότε στράφηκε ενάντια στους Φράγκους, δηλαδή ενάντια στην κομητεία της Τρίπολης, και επιτέθηκε στο φρούριο του Μονφεράν ή Μπααρίν, βορειοανατολικά του Κρακ των Ιπποτών. Ο κόμης της Τρίπολης, ο νεαρός Ραϋμόνδος Β', ζήτησε τη βοήθεια του βασιλιά Φουλκ, που ήταν

Page 69: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ταυτόχρονα αυθέντης και θείος του. «Ο βασιλιάς, που ήταν σαν πατέρας της χώρας», λέει θαυμάσια το Ηράκλειον, έφυγε αμέσως για την Τρίπολη. Η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο σοβαρή, γιατί την ίδια στιγμή ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ τον ειδοποιούσε, όπως θα δούμε, πως οι Βυζαντινοί είχαν εισβάλει ξαφνικά στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας. Ζητούσε κι αυτός επειγόντως τη βοήθεια του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Τραγική σύμπτωση. Το παλιό πρόβλημα της βυζαντινής υποθήκης στην Αντιόχεια, παρουσιαζόταν ξανά ακριβώς τη στιγμή που η μουσουλμανική Συρία άρχιζε τη φοβερή της κίνηση για ενότητα, όταν η Αντισταυροφορία, που ήταν για τόσον καιρό ρευστή, έπαιρνε σάρκα και οστά στο πρόσωπο του Ζεγγί. Τι να πρωτοαντιμετωπίσει; Τον Τούρκο στην Τρίπολη ή τον Βυζαντινό στην Αντιόχεια; Ο Φουλκ αποφάσισε να σπεύσει στο πιο επείγον: ν' αποκρούσει τον Τούρκο, κ' ύστερα θα πήγαινε στην Αντιόχεια να συζητήσει με τον Βυζαντινό. Ξαναβρίσκουμε εδώ αυτό το αίσθημα της χριστιανοσύνης, που δημιούργησε το πολιτικό μεγαλείο του Δωδέκατου και του Δέκατου τρίτου Αιώνα, και που δεν ήταν τίποτε άλλο απ' τη συνείδηση —που ξεχάστηκε τόσο στη σύγχρονη εποχή!— της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης.

Ο Φουλκ και ο Ραϋμόνδος Β' ξεκίνησαν λοιπόν με σύντονες πορείες για το Μονφεράν Μπααρίν, όπου η φρουρά, στενά πολιορκημένη απ' τον Ζεγγί, και χωρίς τρόφιμα, δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Μα οι Φράγκοι αρχηγοί παραπλανήθηκαν στα βουνά απ' τους οδηγούς τους κ' αιφνιδιάστηκαν απ' τον Ζεγγί, τη στιγμή που ξεπρόβαλαν απ' τα αλαουίτια βουνά στον κάμπο του Μπααρίν. Ένα τμήμα στρατού με το Ραϋμόνδο Β' αιχμαλωτίστηκε, ενώ ο Φουλκ κατόρθωσε να καταφύγει με τον υπόλοιπο στρατό μέσα στο φρούριο Μονφεράν. Ο Ζεγγί ξανάρχισε αμέσως με καινούργιο ζήλο την πολιορκία του οχυρού. Επειδή όμως ο Φουλκ και οι σύντροφοί του δεν είχαν κατορθώσει να μπάσουν τρόφιμα μαζί τους, η άφιξή τους δημιουργούσε καινούργιες δυσκολίες στην άμυνα. Σ' αυτή την τραγική κατάσταση, ο βασιλιάς κατόρθωσε να στείλει μιαν έκκληση για βοήθεια στον πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, στον κόμη της Έδεσσας Ζοσλέν Β' και στον πρίγκιπα της Αντιόχειας Ραϋμόνδο του Πουατιέ. Όλοι ξεκίνησαν αμέσως για την απελευθέρωση του Μονφεράν. Ιδιαίτερη αξία είχε η προθυμία του Ραϋμόνδου, γιατί η Αντιόχεια κινδύνευε από στιγμή σε στιγμή να πολιορκηθεί απ' τους Βυζαντινούς: «Αν απομακρυνόταν, κινδύνευε να χάσει την πόλη του· η τιμή του όμως τον υποχρέωνε να πάει να σώσει το βασιλιά». Στο τέλος, γράφει μεγαλόπρεπα ο Γουλιέλμος της Τύρου, εμπιστεύτηκε την Αντιόχεια στη θέληση του Θεού, κι αφήνοντας τους Βυζαντινούς να την πολιορκήσουν, ξεκίνησε με τους ιππότες τους για ν' απελευθερώσει το Μονφεράν». Σημαντικό κείμενο, που δείχνει ως ποιο σημείο η μοναρχία, που 'χε δημιουργηθεί απ' τον Βαλδουίνο Α' και τον Βαλδουίνο Β', είχε πραγματοποιήσει την ηθική ενότητα των φράγκικων αποικιών, αφού την εποχή αυτή, σαράντα χρόνια μετά την ανεξάρτητη ίδρυση του νορμανδικού πριγκιπάτου της Αντιόχειας, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας δε δίσταζε να διακινδυνεύσει την τύχη της χώρας του για να σώσει το βασιλιά της Ιερουσαλήμ.

Ο Ζεγγί, μαθαίνοντας πως πλησίαζε επικουρικός στρατός, διπλασίασε τις προσπάθειές του ενάντια στο Μονφεράν: έπρεπε τ' οχυρό να πέσει, πριν φτάσει ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ. Για το σκοπό αυτό, απόκλεισε τόσο στενά το Μονφεράν, παρεμπόδισε τόσο καλά κάθε επικοινωνία των πολιορκημένων με τον έξω κόσμο, ώστε αυτοί αγνοούσαν, ως την τελευταία στιγμή, πως η χριστιανοσύνη είχε κινητοποιηθεί πανστρατιά για να τους απελευθερώσει. Ο επικουρικός στρατός είχε φτάσει κιόλας στην κομητεία της Τρίπολης, όταν ο Φουλκ, απελπισμένος που δεν την έβλεπε να 'ρχεται και νιώθοντας πως η φρουρά του Μονφεράν είχε φτάσει στα έσχατα απ' την πείνα, την εξάντληση και τις επιδημίες, αποφάσισε να παραδώσει τ' οχυρό. Ο Ζεγγί, που ήθελε να τελειώνει οπωσδήποτε πριν φτάσουν οι ενισχύσεις, και που ακόμα ανησυχούσε πολύ με τον κίνδυνο που δημιουργούσε για το Χαλέπι η εμφάνιση των Βυζαντινών στα βόρεια, πρόσφερε εξαιρετικά μετριοπαθείς όρους στους πολιορκημένους. Αρκέστηκε στην κατάχτηση του Μονφεράν, επέτρεψε στον Φουλκ και στη φρουρά ν' αποσυρθούν ελεύθερα με τα όπλα τους και μ' όλες τις πολεμικές τιμές, κι απέδωσε ακόμα και την ελευθερία στον κόμη της Τρίπολης Ραϋμόνδο Β' καθώς και στους άλλους Φράγκους αιχμαλώτους (10—20 Αύγουστου 1137). Ο Φουλκ γλίτωσε έτσι με ελάχιστες ζημιές από μιαν εξαιρετικά επικίνδυνη θέση. Στην πραγματικότητα, τόσο γι' αυτόν όσο και για τον Ζεγγί, ο κίνδυνος είχε μετατοπιστεί. Η επέμβαση των Βυζαντινών πρόσθετε έναν τρομερό άγνωστο

Page 70: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

παράγοντα στις υποθέσεις της Συρίας.

—οο0οο—

Κανείς δεν έμοιαζε λιγότερο με το πατροπαράδοτο πορτραίτο του «Βυζαντινού» της παρακμής απ' τον αυτοκράτορα Ιωάννη τον Κομνηνό, γιο και διάδοχο του Αλεξίου στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης. Αυτός ο βασιλιάς - ιππότης, που πέρασε τη ζωή του επικεφαλής των στρατευμάτων του, σχεδίαζε ν' αποδώσει στην παλιά βυζαντινή αυτοκρατορία τα ασιατικά της σύνορα, απωθώντας τους Τούρκους στο υψίπεδο της Μικράς Ασίας, παίρνοντας την Κιλικία απ' την Αρμενία κ' επιβάλλοντας την επικυριαρχία του στους Φράγκους της Συρίας και ιδιαίτερα της Αντιόχειας. Η λαμπρή και ένδοξη βασιλεία του (1118 -1143), αφιερώθηκε ολόκληρη σ' αυτό το έργο. Στη Μικρά Ασία είχε ξαναπάρει την Παφλαγονία, την παλαιά Φρυγία και την ακτή της Αττάλειας απ' τους Τούρκους και τον Ιούλιο του 1137 είχε προσαρτήσει και πάλι την Κιλικία, υποτάσσοντας το πριγκιπάτο που είχε ιδρυθεί τελευταία απ' τους Αρμένιους σ' αυτή την επαρχία. Απ' την Κιλικία κατέβηκε προς την Αντιόχεια και στις 29 Αυγούστου άρχισε την πολιορκία της. Είδαμε πως ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋμόνδος του Πουατιέ είχε τον ηρωισμό «να εμπιστευθεί στο Θεό», την απειλούμενη πρωτεύουσά του, για να πάει ο ίδιος να βοηθήσει τον βασιλιά Φουλκ, που πολιορκούνταν απ' τους Τούρκους στο Μονφεράν. Μόλις τέλειωσε η εκστρατεία του Μονφεράν, ο Ραϋμόνδος γύρισε και με μια καταπληχτικά τολμηρή επίθεση, κατόρθωσε να διασπάσει τον κλοιό της πολιορκίας και να μπει στην Αντιόχεια, όπου η παρουσία του ξανάδωσε θάρρος στους υπερασπιστές.

Παρ' όλα αυτά, όση κι αν ήταν η εθνική και δογματική αντιπάθεια ανάμεσα στους Φράγκους και στους Βυζαντινούς, ο πόλεμός τους κάτω απ' τα βλέμματα των Μουσουλμάνων ήταν σκάνδαλο και κίνδυνος για τη χριστιανοσύνη. Ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ έκανε τα πρώτα βήματα για συνεννόηση. Ακολουθώντας τις πολύ σοφές συμβουλές του βασιλιά Φουλκ, δέχτηκε ν' αναγνωρίσει τη βυζαντινή επικυριαρχία στην Αντιόχεια. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, κρίνοντας με ευρύτητα, υπολόγιζε δικαιολογημένα πως η συνδρομή των Βυζαντινών και ο σχηματισμός ενός ενιαίου χριστιανικού μετώπου ενάντια στο Ισλάμ άξιζε την αναγνώριση αυτής της θεωρητικής επικυριαρχίας. Ο Ραϋμόνδος πήγε λοιπόν αυτοπροσώπως στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο, κι εκεί, σύμφωνα με τα φεουδαρχικά έθιμα, γονατιστός μπροστά στον αυτοκράτορα, «τον αναγνώρισε κυρίαρχό του, δίνοντάς του τα χέρια». Ο Ιωάννης Κομνηνός αρκέστηκε άλλωστε εκείνη τη στιγμή σ' αυτή τη συμβολική χειρονομία και στο να δει το λάβαρό του ν' ανεμίζει στον πύργο της Αντιόχειας, χωρίς να ζητήσει να μπει ο ίδιος στην πόλη. Προσπαθούσε έτσι να κολακέψει τη φιλοτιμία αυτών των Φράγκων, που ήθελε να τους κάνει φίλους του. Συμφωνήθηκε πως θα τους βοηθούσε να πάρουν απ' τους Μουσουλμάνους το Χαλέπι, το Σετζέρ, τη Χάμα και το Χομς, και πως τότε, αλλά μονάχα τότε, οι Φράγκοι θα του επέστρεφαν την Αντιόχεια σαν αντάλλαγμα.

Πρέπει να ομολογήσουμε πως αυτή η συμφωνία, παρ' όλο που ήταν δυσάρεστη απ' την άποψη της τελικής παραχώρησης της Αντιόχειας, άνοιγε τις καλύτερες προοπτικές για το μέλλον. Ενωμένοι σ' ένα κοινό μέτωπο —το μέτωπο της χριστιανοσύνης— οι Φράγκοι κ' οι Βυζαντινοί φαίνονταν αήττητοι. Οι σταυροφόροι είχαν κατορθώσει να καταλάβουν μονάχα την παράκτια Συρία, αφήνοντας όλη την ενδοχώρα στους Μουσουλμάνους, δημιουργώντας μιαν επικίνδυνη κατάσταση, αφού απ' αυτή την ενδοχώρα ο Ζεγγί και οι διάδοχοί του θα ξεκινούσαν για να ξανακατακτήσουν την ακτή. Για πρώτη φορά απ' τα 1099, κ' ενώ ήταν ακόμα καιρός, οι χριστιανοί σκέφτονταν σοβαρά να δώσουν ένα τέλος σ' αυτό το μοίρασμα, να καταχτήσουν ολόκληρη τη Συρία. Το έργο της λατινικής Σταυροφορίας, που 'χε μείνει ατελείωτο, θα το πραγματοποιούσε άραγε η ελληνολατινική Σταυροφορία;

Η εκστρατεία άρχισε τον Απρίλη του 1138. Ο αυτοκράτορας Ιωάννης Κομνηνός, ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και ο κόμης της Έδεσσας Ζοσλέν Β' εισέβαλαν στην περιοχή του Χαλεπιού — στο ίδιο το βασίλειο του Ζεγγί— και κατέλαβαν τις πόλεις Μπιζάα, Αταρέμπ και Καφαρτάμπ, κάνοντας όμως το

Page 71: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

λάθος να μην επωφεληθούν απ' την υπεροχή τους, για να αιφνιδιάσουν το ίδιο το Χαλέπι. Από κει, ο μεγάλος φραγκοβυζαντινός στρατός πήγε στον Μέσο Ορόντη και πολιόρκησε το Σετζέρ. Οι άρχοντες του Σετζέρ, οι Άραβες εμίρηδες της φυλής των Μουνκιδιτών, αμύνθηκαν με τη συνηθισμένη τους γενναιότητα. Οι Βυζαντινοί πάλι χρησιμοποίησαν ολόκληρο «πυροβολικό» από καταπέλτες, λιθοβόλα, μάγγανα. Ο ίδιος ο Ιωάννης Κομνηνός, «φορώντας το σιδερόπλεκτο θώρακα και το σιδερένιο κράνος», έδινε θάρρος στους μαχητές των πολιορκητικών μηχανών κι επέβλεπε προσωπικά τη βολή. Δυστυχώς, οι δυο του σύμμαχοι, ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και ο Ζοσλέν Β', δε βοηθούσαν καθόλου τις προσπάθειές του. Ο Ραϋμόνδος δεν έδειχνε καμιά επιθυμία κατά βάθος ν' ανταλλάξει την ωραία Αντιόχεια με τις μουσουλμανικές πόλεις του εσωτερικού. Ενώ ο αυτοκράτορας εξέθετε τη ζωή του σε κίνδυνο, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας και ο κόμης της Έδεσσας είχαν αποσυρθεί στις σκηνές τους και ντυμένοι στο μετάξι, έπαιζαν ζάρια ή σκάκι, κοροϊδεύοντας τους ανόητους που διακινδύνευαν τη ζωή τους. Η ηθελημένη αδράνειά τους, σύντομα παρέλυσε τις προσπάθειες του Ιωάννη Κομνηνού. Αυτός, αγαναχτισμένος, έλυσε την πολιορκία κ' έφυγε για την Αντιόχεια (23 του Μάη του 1138).

Αυτή τη φορά ο Βυζαντινός μονάρχης απαίτησε να κάνει επίσημη είσοδο στην Αντιόχεια, σαν ηγεμόνας, έφιππος, ενώ ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και ο Ζοσλέν Β' θα τον υπηρετούσαν σαν ιπποκόμοι. «Μέσα απ' τους δρόμους, στολισμένους με μεταξωτά υφάσματα και πολύτιμα ταπέτα, μέσα απ' τις επευφημίες του λαού, τους αυλούς και τα ταμπούρλα, η θριαμβευτική πομπή ανέβηκε στη μητρόπολη του Αγίου Πέτρου, κ' έπειτα στο παλάτι του πρίγκιπα, όπου ο Ιωάννης Κομνηνός εγκαταστάθηκε σα στο σπίτι του». «Δεν ξέρω πόσες μέρες έμεινε εκεί αυτός κ' οι αυλικοί του, να ξεκουράζονται απ' τους κόπους του πολέμου, απολαμβάνοντας λουτρά και ατμόλουτρα, όπως συνηθίζουν αυτοί οι άνθρωποι». Άλλωστε ο Αυτοκράτορας γέμισε με δώρα τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ, τον Ζοσλέν Β', τους ιππότες, ακόμα και τους αστούς της Αντιόχειας. Όταν σταθεροποιήθηκε έτσι καλά η εξουσία του, κάλεσε τον Ραϋμόνδο και τον διέταξε απότομα να παραδώσει το κάστρο στο βυζαντινό στρατό. Ο Ραϋμόνδος του Πουατιέ και οι φεουδάρχες του αιφνιδιάστηκαν. Οι Φράγκοι εξακολουθούσαν βέβαια να κρατούν την ακρόπολη· μεγάλα όμως τμήματα του βυζαντινού στρατού είχαν μπει στην καθαυτό πόλη. Ο Ραϋμόνδος έβλεπε τον εαυτό του στην πραγματικότητα αιχμάλωτο του αυτοκράτορα κ' η κατάσταση γινόταν ακόμα πιο λεπτή απ' το γεγονός ότι ο τελευταίος αυτός μπορούσε δίκαια να τον κατηγορήσει για την ηθελημένη του αδράνεια στην πολιορκία του Σετζέρ, δηλαδή για την παραβίαση της φραγκοβυζαντινής συμφωνίας ενάντια στο Ισλάμ.

Ο κόμης της Έδεσσας Ζοσλέν Β', πονηρός και πολυμήχανος, έσωσε την κατάσταση. Χασομέρησε, προφασίστηκε πως για μια τόσο σοβαρή πράξη, όσο η παράδοση της ακρόπολης, δεν έφτανε η συμφωνία του πρίγκιπα, αλλά χρειαζόταν και η συμφωνία των φεουδαρχών και των αστών. Για ν' αποφύγουν τις ταραχές, ήταν απαραίτητο να προετοιμάσουν τα πνεύματα. Ο Ζοσλέν προσφερόταν να το πετύχει και ο αυτοκράτορας μπορούσε να υπολογίζει στο ζήλο του. Αυτός ο επιτήδειος λόγος έπεισε τον Ιωάννη Κομνηνό. Έδωσε εικοσιτέσσερις ώρες προθεσμία στον Ζοσλέν για να πετύχει την παράδοση της ακρόπολης. Στο μεταξύ, οι βυζαντινοί στρατιώτες κρατούσαν τον Ραϋμόνδο του Πουατιέ αιχμάλωτο στο παλάτι του.

Μόλις βγήκε απ' το παλάτι, ο Ζοσλέν ξεσήκωσε με κάθε μέσο το λατινικό πληθυσμό της Αντιόχειας ενάντια στους Έλληνες, που ήθελαν να τους υποκαταστήσουν. Δεν ήταν και πολύ δύσκολο να ξεσηκώσεις σ' αυτό το σημείο τα δογματικά μίση. Σε λίγα λεπτά δημιουργήθηκαν ταραχές. Όλοι άρπαζαν τα όπλα για να διώξουν τους βυζαντινούς στρατιώτες. Όσο για τον Ζοσλέν, εξακολουθώντας να παίζει το ρόλο του, έτρεξε στο παλάτι, κ' ήρθε, παρασταίνοντας τον υπερβολικά ταραγμένο, να πέσει στα πόδια του Ιωάννη Κομνηνού διηγούμενος πως ο όχλος της Αντιόχειας είχε επαναστατήσει, πως αυτός είχε δοκιμάσει μάταια να τον καθησυχάσει, πως λίγο έλειψε να τον κάνουν κομμάτια και πως γλίτωσε μονάχα χάρη στη γρηγοράδα του αλόγου του.

Page 72: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Δεν είναι βέβαιο αν ο αυτοκράτορας έπεσε θύμα αυτής της κωμωδίας, μα έξω η λαϊκή εξέγερση είχε φουντώσει. Οι βυζαντινοί στρατιώτες, αιφνιδιασμένοι απ' την ξαφνική ανταρσία, δεχόμενοι επιθέσεις μέσα σ' αυτό το λαβύρινθο των σοκακιών, ανίκανοι ν' ανασυνταχθούν, αφοπλίζονταν απ' τους στασιαστές, χωρίς να μπορούν ν' αμυνθούν. Ο Ιωάννης Κομνηνός κατάλαβε πως το πραξικόπημά του είχε αποτύχει. Αντιμετωπίζοντας με χαμόγελο την ατυχία του, κάλεσε τους φεουδάρχες να καθησυχάσουν το λαό, δηλώνοντας πως είχε γίνει παρεξήγηση και αναγγέλλοντας πως έφευγε. Βλέποντας πως τον είχαν ξεγελάσει, ήθελε, σαν γνήσιος Βυζαντινός, να σώσει τα προσχήματα. Το λογύδριο, που ο Γουλιέλμος της Τύρου τον παρουσιάζει να εκφωνεί μπροστά στον Ραϋμόνδο του Πουατιέ, έχει τη φινέτσα ενός μεσαιωνικού μύθου. Είναι η ιστορία της αλεπούς που πιάστηκε στην παγίδα και που θέλει να γλιτώσει μ' αξιοπρέπεια. Ο αυτοκράτορας μεταχειρίστηκε τον Ραϋμόνδο σαν τον καλύτερό του φίλο και τον «διέταξε» να κρατήσει την ακρόπολη, όπως άλλωστε και την υπόλοιπη πόλη, σαν τίμιος υποτελής της Αυτοκρατορίας. Ο Ραϋμόνδος κι ο Ζοσλέν πάλι αποδοκίμασαν έντονα τον «ανόητο όχλο», τα ανεύθυνα στοιχεία που δημιούργησαν αυτό το ανόητο ξεσήκωμα. Ο Ιωάννης Κομνηνός έκανε πως βεβαιώθηκε για την καλή τους πίστη, και τ' άλλο πρωί ξαναπήρε το δρόμο για τη Μικρά Ασία, αφού αποχαιρέτησε με φιλικό τρόπο τους δυο Φράγκους πρίγκιπες.

Μα αν κ' είχαν τηρηθεί τα διπλωματικά προσχήματα, ωστόσο ο ηθικός διχασμός ανάμεσα στους Φράγκους και στους Βυζαντινούς ήταν πια γεγονός, για μεγάλη δυστυχία των Βυζαντινών και των Φράγκων και προς όφελος μονάχα του Ισλάμ.

—οο0οο—

Εκείνος που ένιωσε τη μεγαλύτερη ικανοποίηση, απ' τη διάλυση του φραγκοβυζαντινού συνασπισμού ήταν ο αταμπέγκ του Χαλεπιού Ζεγγί. Ξανάρχισε αμέσως τις εισβολές. Πιστός στο πρόγραμμά του, πριν επιτεθεί πάλι στους Φράγκους, και ακριβώς για να μπορέσει να τους επιτεθεί με μεγαλύτερες πιθανότητες επιτυχίας, δοκίμασε ν' απορροφήσει το άλλο τουρκοσυριακό βασίλειο, το βασίλειο της Δαμασκού. Τον Μάιο - Ιούνιο του 1138, υποχρέωσε τους Δαμασκηνούς να του παραχωρήσουν το Χομς. Τον Οκτώβρη του 1139 τους πήρε το Μπααλμπέκ, χωρίς να παραλείψει να γδάρει το διοικητή, που του 'χε αντισταθεί, και να σταυρώσει τους στρατιώτες της φρουράς. Οι ωμότητες όμως αυτές μεγάλωσαν την έχθρα των Δαμασκηνών εναντίον του. Όταν ο Ζεγγί πήγε να πολιορκήσει την πόλη τους, το Δεκέμβρη του 1139, αντιστάθηκαν με μανία, κάτω απ' τη διοίκηση του βεζίρη τους, ενός γέρου Τούρκου πολέμαρχου, του Ουνούρ, «Αϋνάρ», όπως γράφει, εκφραγκίζοντας περίεργα τ' όνομά του, το χρονικό Ηράκλειον. Για ν' αποκρούσει την εισβολή του Ζεγγί, ο Ουνούρ δε δίστασε να καλέσει τους Φράγκους. Έστειλε γι' αυτό το σκοπό στο βασιλιά Φουλκ, τον πιο γοητευτικό του πρεσβευτή, τον εμίρη Ουσάμα, της μεγάλης αραβικής οικογένειας των ηγεμόνων του Σετζέρ.

Ο Ουσάμα μας άφησε ο ίδιος την αφήγηση των συναντήσεών του με τον Φουλκ. «Μου ανέφεραν, του είπε ο βασιλιάς, πως είσαι ένας ευγενής ιππότης. Δεν είχα όμως ιδέα πως είσαι ιππότης». — «Ω, αφέντη μου, απαντάει ο Ουσάμα, είμαι ιππότης με τον τρόπο της φυλής μου και της οικογενείας μου. Εκείνο που θαυμάζουν προπάντων σ' έναν ιππότη, είναι να 'ναι λεπτός και μακρύς». Ο εμίρης έκανε πολλά ταξίδια στην Αυλή του Φουλκ και δε δυσκολεύτηκε να τον πείσει· αν ο Ζεγγί, που κατείχε κιόλας τη Μοσούλη και το Χαλέπι, έπαιρνε και τη Δαμασκό, η φράγκικη Συρία δε θ' αργούσε να ριχτεί στη θάλασσα. Σαν αμοιβή άλλωστε για τη φράγκικη επέμβαση, η κυβέρνηση της Δαμασκού ανελάμβανε να δώσει πίσω στον Φουλκ το συνοριακό οχυρό Πανεάς ή Μπανιγιάς.

Ο Φουλκ, που 'χε συγκαλέσει το φράγκικο στρατό για να πάει ν' απελευθερώσει τη Δαμασκό, δε χρειάστηκε να δώσει μάχη. Ο Ζεγγί, μαθαίνοντας πως πλησιάζει ο Φουλκ, έλυσε την πολιορκία και γύρισε στο Χαλέπι (4 του Μάη του 1140). Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η επέμβαση του βασιλιά της Ιερουσαλήμ είχε σώσει την ανεξαρτησία της Δαμασκού. Σαν ένδειξη ευγνωμοσύνης, και σύμφωνα με το λόγο που 'χε δώσει, ο αρχηγός της κυβέρνησης της Δαμασκού, ο Ουνούρ, ήρθε να βοηθήσει

Page 73: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τον Φουλκ να ξαναπάρει το φρούριο του Πανεάς (Ιούνιος 1140). Η συμμαχία των δυο Αυλών έγινε τότε στενότατη. Ο Ουνούρ, συνοδευόμενος απ' τον εμίρη Ουσάμα, επισκέφθηκε μάλιστα τον Φουλκ, που βρισκόταν τότε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Στη διάρκεια αυτής της επίσκεψης, θαύμασαν, σαν ειδήμονες που ήταν, «ένα μεγάλο γεράκι με δεκατρία φτερά στην ουρά», που 'χε γυμνάσει ένας Γενοβέζος για το κυνήγι των γερανών. Ο Φουλκ αμέσως τους το χάρισε. Στην Τιβεριάδα, ο γέρος κοντόσταυλος Γουλιέλμος της Μπυρ οργάνωσε μια κονταρομαχία προς τιμήν τους. Οι σχέσεις ανάμεσα σ' εμίρηδες και ιππότες είχαν γίνει τόσο στενές, που ένας Φράγκος άρχοντας πρότεινε να πάρει σπίτι του το γιο του Ουσάμα «για να τον αναθρέψει στην τέχνη της ιπποσύνης». Στην Ιερουσαλήμ, ο Ουσάμα έπιασε φιλίες με τους Ναΐτες. «Όταν επισκέφτηκα την Ιερουσαλήμ, μας λέει ο ίδιος, πήγα στο τέμενος Ελ-Ακσά, που κατεχόταν απ' τους φίλους μου τους Ναΐτες. Δίπλα βρισκόταν ένα μικρό τζαμί, που οι Φράγκοι το 'χαν μεταβάλει σε εκκλησία. Οι Ναΐτες μού παραχώρησαν το μικρό αυτό τζαμί για να κάνω τις προσευχές μου». Μια μέρα, που ένας σταυροφόρος, που μόλις είχε ξεμπαρκάρει, θέλησε να εμποδίσει τον εμίρη να κάνει τις προσευχές του, σύμφωνα με το Κοράνι, οι Ναΐτες ρίχνονται στον φανατικό, τον διώχνουν και ζητάνε συγνώμη απ' τον Ουσάμα: «Είναι ξένος, δεν ξέρει τούτη τη χώρα!» Κι ο Ουσάμα υπογραμμίζει πόσο η συμβίωση με τους Μουσουλμάνους μετέβαλε τη συμπεριφορά των Φράγκων της Συρίας. Κι ο εμίρης όμως, στην επίσκεψή του στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη του Βαπτιστή, στη Σεβάστεια, συνταράχτηκε απ' την πίστη των Λατίνων μοναχών, που τους είδε να ψάλλουν τη λειτουργία.

Ο βασιλιάς Φουλκ απολάμβανε έτσι τ' αποτελέσματα της σοφής μουσουλμανικής πολιτικής του. Η φιλία του βεζίρη της Δαμασκού τον εξασφάλιζε ενάντια σε κάθε επίθεση απ' το Χαλέπι. Η μεγάλη αραβική πόλη, που 'χε σωθεί απ' αυτόν, είχε γίνει η καλύτερή του σύμμαχος. Και στο εσωτερικό, ύστερ' απ' τις θύελλες και τα δράματα των πρώτων χρόνων της βασιλείας, βασίλευε πια η γαλήνη. Η βασίλισσα Μελισσάνθη είχε λησμονήσει τον Ούγο του Πουϊζέ, για να στραφεί προς τη θρησκοληψία. Τότε, ένα εντελώς ανόητο ατύχημα ήρθε να βάλει τέρμα στη βασιλεία του Φουλκ. Ήταν τέλος του φθινοπώρου του 1143. Η Αυλή βρισκόταν στην Άκρα. Μια μέρα —πιθανόν στις 10 του Νοέμβρη— η Μελισσάνθη θέλησε να πάει να διασκεδάσει στ' ωραίο λιβάδι της Άκρας, «κοντά στις πηγές». Ο Φουλκ αποφάσισε να τη συνοδέψει κυνηγώντας, αλλά καθώς καταδίωκε ένα λαγό, τ' άλογό του σκόνταψε κ' έπεσε πάνω του, συντρίβοντάς του το κρανίο. Ο βασιλιάς, σε κωματώδη κατάσταση, ξεψύχησε το βράδυ της τρίτης ημέρας.

Page 74: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

VII Η ΔΕΥΤΕΡΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ΤΟΝ ΚΑΙΡΟ ΤΗΣ ΜΕΛΙΣΣΑΝΘΗΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΛΕΟΝΩΡΑΣ

Ο ΒΑΣΙΛΙΑΣ ΦΟΥΛΚ ΑΦΗΣΕ ΔΥΟ ΜΙΚΡΑ παιδιά, τον Βαλδουίνο Γ', δεκατριών χρονών, και τον Αμαλάριχο, που ήταν μονάχα εφτά. Ο Βαλδουίνος Γ' ανακηρύχτηκε βασιλιάς με αντιβασίλισσα τη μητέρα του Μελισσάνθη. Οι χρονογράφοι μας τον περιγράφουν, από τότε κιόλας, σαν έναν έφηβο με μεγάλα χαρίσματα, που 'χε ωριμάσει από πολύ νωρίς, έχοντας πλήρη συναίσθηση των ευθυνών του. Όσο για τη Μελισσάνθη, είχε περάσει ο καιρός της ανταριασμένης νιότης της. Ήταν τότε η «καλή κυρά», ευσεβής κι όλο ελεημοσύνες, που διαφύλαττε άλλωστε ζηλότυπα την εξουσία της και που «τη φοβόνταν περισσότερο οι φεουδάρχες παρά οι άνθρωποι του λαού». Όμως, παρ' όλο που κυβέρνησε καλά το βασίλειο, η απουσία του Φουλκ έγινε σκληρά αισθητή στα βορινά πριγκιπάτα: τότε ακριβώς έχασαν οι Φράγκοι την Έδεσσα.

Είδαμε ως ποιο σημείο ο κόμης της Έδεσσας Ζοσλέν Β', δείχτηκε κατώτερος απ' τον ομώνυμο θρυλικό ήρωα. Γιος του Ζοσλέν Α' και μιας Αρμένισσας πριγκίπισσας, φαινόταν να διαψεύδει τόσο την ορεσίβια όσο και τη φράγκικη καταγωγή του. Έχοντας αντικαταστήσει την τόλμη με τη δολοπλοκία και νιώθοντας ξένος ανάμεσα στους ιππότες του, είχε εγκαταλείψει την Έδεσσα, όπου η γειτνίαση του εχθρού υποχρέωνε τους κατοίκους να ζουν μιαν εντελώς στρατιωτική ζωή, για να κατοικήσει στο Τουρμπεσέλ, κάστρο που βρισκόταν απ' την άλλη μεριά του Ευφράτη, προφυλαγμένο απ' το ποτάμι, κι όπου περνούσε τον καιρό του με γλεντοκόπια, «με μπεκρουλιάσματα και με ασωτείες». Να 'χε τουλάχιστον επανδρώσει αρκετά τη φρουρά της Έδεσσας! Αλλ' αυτός έκοβε απ' το μισθό των στρατιωτών του τόσο, που τον εγκατέλειψαν οι καλύτεροι απ' αυτούς και την άμυνα της Έδεσσας την κρατούσαν ελάχιστες δυνάμεις.

Ο αταμπέγκ του Χαλεπιού Ζεγγί, που πληροφορήθηκε αυτή την κατάσταση, πολιόρκησε ξαφνικά την Έδεσσα μ' έναν φοβερό στρατό, καλά εφοδιασμένο με μηχανές «βομβαρδισμού». Η πολιορκία άρχισε στις 28 του Νοέμβρη του 1144. Στην απουσία του Ζοσλέν Β', αρχηγός της άμυνας ήταν ο Λατίνος αρχιεπίσκοπος Ούγος. Ολόκληρος ο αρμενικός πληθυσμός, ακόμα και οι γυναίκες, οι γέροι και οι έφηβοι, έδειξαν αξιοθαύμαστο ηρωισμό. Όμως ένας μονάχα θα μπορούσε να σώσει την Έδεσσα: ο πιο κοντινός της γείτονας, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋμόνδος του Πουατιέ. Αλλά αυτός μόλις πριν από λίγο είχε έρθει σε προστριβές με τον Ζοσλέν Β'. Σ' όλες τις παρακλήσεις που του απηύθυνε ο Ζοσλέν, απάντησε με σαρκασμούς. Τα ατυχήματα του κόμη της Έδεσσας τον γέμιζαν χαρά. Ο άμυαλος δεν καταλάβαινε πως οι Τούρκοι πλησίαζαν και πως όταν θα 'πεφτε η Έδεσσα, θα 'χε ν' αντιμετωπίσει μόνος του το βάρος των επιθέσεων.

Η Έδεσσα, εγκαταλειμμένη στις ίδιες τις δυνάμεις της, ήταν μοιραίο να υποκύψει. Οι Τούρκοι μιναδόροι γκρέμισαν ένα κομμάτι απ' τα τείχη. Η είσοδος των Τούρκων συνοδεύτηκε από σκηνές φρίκης (23 Δεκεμβρίου 1144), μα ο ίδιος ο Ζεγγί σταμάτησε τη σφαγή και τη λεηλασία, γιατί καταλάβαινε το συμφέρον του να διατηρήσει την εμπορική ευημερία της πόλης. Δεν εκδικήθηκε, παρά μονάχα τους Λατίνους. Αντίθετα, θέλοντας να προσεταιριστεί τους ντόπιους χριστιανούς, έδειξε πολύ σεβασμό προς τον συριακό και τον αρμενικό κλήρο. Το συριακό στοιχείο προσχώρησε σ' αυτόν χωρίς δισταγμό: οι αραβόφωνοι αυτοί χριστιανοί συμβιβάζονταν πάντα αρκετά εύκολα με τη μουσουλμανική κυριαρχία, που άλλωστε τους παραχωρούσε ιδιαίτερα προνόμια. Αντίθετα οι Αρμένιοι νοσταλγούσαν το φράγκικο καθεστώς, που μ' αυτό είχαν συνδεθεί τόσο στενά.

Ο Ζεγγί δολοφονήθηκε απ' τους ακολούθους του στις 14 του Σεπτέμβρη του 1146. Το βασίλειό του μοιράστηκε στους δυο γιους του, τον Γαζή, που πήρε τη Μοσούλη, και την Νουρ-εντ-Ντιν, που πήρε το Χαλέπι., Οι Αρμένιοι της Έδεσσας επωφελήθηκαν απ' αυτή την αλλαγή του βασιλιά για να συνωμοτήσουν με τον Ζοσλέν Β'. Τη νύχτα, στις 27 του Οκτώβρη, άνοιξαν στον παλιό τους κόμη και στους ιππότες του τις πύλες της πόλης: η μικρή τουρκική φρουρά σφάχτηκε και το φράγκικο

Page 75: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

καθεστώς αποκαταστάθηκε. Οι Τούρκοι όμως είχαν κρατήσει την ακρόπολη και ο Νουρ-εντ-Ντιν πρόστρεξε απ' το Χαλέπι μ' όλες του τις δυνάμεις. Ο Ζοσλέν βρέθηκε σύντομα εγκλωβισμένος στην Έδεσσα απ' τη μεγάλη στρατιά του αταμπέγκ, που τον πολιορκούσε στενά, ενώ η τουρκική φρουρά πάνω απ' την ακρόπολη έριχνε βροχή τα βλήματα στους υπερασπιστές. Σ' αυτή την τραγική κατάσταση αποφάσισε να επιχειρήσει μιαν έξοδο. Οι Αρμένιοι, που τον είχαν καλέσει, ξέροντας τι τους περίμενε αν έπεφταν στα χέρια των Τούρκων, πήραν την απελπισμένη απόφαση να τον ακολουθήσουν. Την Κυριακή, στις 3 του Νοέμβρη, τα χαράματα, οι πύλες άνοιξαν κ' η απόπειρα της εξόδου άρχισε. Ο Ζοσλέν Β' κ' οι ιππότες του, με μιαν ορμητική επέλαση, κατόρθωσαν για μια στιγμή ν' ανοίξουν πέρασμα, αλλά κυνηγημένοι και σύντομα κυκλωμένοι απ' τον όγκο του τουρκικού ιππικού, έχασαν τα τρία τέταρτα των δυνάμεών τους. Μόλις κατόρθωσε ο ίδιος ο Ζοσλέν, χάρη στην ταχύτητα του αλόγου του, να γλιτώσει απ' τους διώχτες του και να γυρίσει στο Τουρμπεσέλ. Όσο για τον αρμενικό πληθυσμό, που 'χε επιχειρήσει να τον ακολουθήσει, κατασφάχτηκε απ' τους Τούρκους σε μιαν απερίγραπτη σφαγή. Όσοι επέζησαν, πουλήθηκαν σαν κτήνη στην αγορά του Χαλεπιού. «Τους έγδυσαν απ' τα ρούχα τους, και γυμνούς, άντρες και γυναίκες, τους υποχρέωσαν με ξυλιές, να τρέχουν μπροστά απ' τ' άλογα. Οι Τούρκοι τρυπούσαν την κοιλιά όποιου λιποψυχούσε και τα πτώματα γέμιζαν το δρόμο». Σφαγές Αρμενίων και τότε, που ακολουθούνταν απ' την εκτόπιση των επιζώντων...

Η απόπειρα του Ζοσλέν Β' να ξαναπάρει την Έδεσσα κατέληγε λοιπόν σε μεγαλύτερη πανωλεθρία απ' την καταστροφή του 1144. Ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋμόνδος του Πουατιέ, που 'χε αρνηθεί να βοηθήσει τον Ζοσλέν, δεν άργησε να τιμωρηθεί για την αδιαφορία του. Ο Νουρ-εντ-Ντιν, ελεύθερος τώρα, στράφηκε εναντίον του και του πήρε το σημαντικό οχυρό Αρτάχ ή Αρτησία, που υπεράσπιζε την Αντιόχεια απ' τα βορειοανατολικά του Ορόντη (1147). Μετά την εξαφάνιση των τριών τετάρτων της κομητείας της Έδεσσας, επακολουθούσε τώρα ο διαμελισμός του πριγκιπάτου της Αντιόχειας.

Στην Ιερουσαλήμ, η αντιβασίλισσα Μελισσάνθη δεν ακολουθούσε καλύτερη εξωτερική πολιτική. Ο κίνδυνος για τους Φράγκους προερχόταν κυρίως απ' την τουρκική δυναστεία του Χαλεπιού· έτσι όλη η διπλωματία του βασιλιά Φουλκ συνίστατο στην υποστήριξη της ανεξαρτησίας του άλλου τουρκικού βασιλείου της Συρίας, του βασιλείου της Δαμασκού, ενάντια στον αταμπέγκ του Χαλεπιού. Η συμμαχία του μακαρίτη βασιλιά με τον αρχηγό της κυβέρνησης της Δαμασκού, τον συνετό Ουνούρ, παρεμπόδιζε την πραγματοποίηση της μουσουλμανικής ενότητας και ταυτόχρονα επέτρεπε στους Φράγκους να βελτιώσουν τα σύνορά τους. Τον Ιούνιο του 1147 όμως, ένας εμίρης του Χαουράν, που 'χε επαναστατήσει ενάντια στη Δαμασκό, προσχώρησε στους Φράγκους. Η Αυλή της Ιερουσαλήμ δεν κατόρθωσε ν' αντισταθεί στον πειρασμό. Σπάζοντας για ένα αμφίβολο κέρδος την πολύτιμη συμμαχία με τη Δαμασκό, οργάνωσε, παρά τις συμβουλές παλιών συντρόφων του Φουλκ, μιαν εκστρατεία ενάντια στο Χαουράν. Μια εκστρατεία ανάμεσα στους ηφαιστιογενείς βράχους της περιοχής αυτής είναι πάντα δύσκολη επιχείρηση. Η πορεία του στρατού γινόταν ακόμα πιο δύσκολη απ' τις ζέστες που άρχιζαν κι απ' την έλλειψη νερού. Το ιππικό της Δαμασκού, που 'χε συνενωθεί με τους Άραβες, παρενοχλούσε νύχτα και μέρα τους επιδρομείς. Αφού έφτασαν στην Μποσρά, αναγκάστηκαν να υποχωρήσουν· υποχώρηση εξαντλητική που λίγο έλειψε να μεταβληθεί σε πανωλεθρία. Ο νεαρός βασιλιάς Βαλδουίνος Γ', που ήταν τότε 16 χρονών, είχε θελήσει ν' ακολουθήσει κι ο ίδιος την εκστρατεία. Η κατάσταση φάνηκε σε λίγο τόσο κρίσιμη, που οι αρχηγοί του τον συμβούλεψαν να φύγει με τον Τίμιο Σταυρό πάνω σ' ένα καλό άλογο και να φτάσει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα στην Ιερουσαλήμ, για να γλιτώσει απ' την επικείμενη καταστροφή. Ο νέος αρνήθηκε περήφανα: εννοούσε να μοιραστεί όλους τους κινδύνους με τους συντρόφους του ως το τέλος. Η αποφασιστικότητά του έσωσε ίσως το στρατό, που θα 'χανε ολότελα το ηθικό του, αν ο Βαλδουίνος είχε φύγει, ενώ η παρουσία του μετέδωσε σ' όλους τον ηρωισμό του. Μια αυστηρή πειθαρχία επιβλήθηκε σε ιππότες και πεζούς. Η φράγκικη φάλαγγα, σε πυκνούς στοίχους, με τους τραυματίες στη μέση, προχωρούσε ακλόνητη σ' ευθεία γραμμή, αποκρούοντας όλες τις επιθέσεις, χωρίς να παρασύρεται απ' τα εχθρικά τεχνάσματα. Οι Μουσουλμάνοι δοκίμασαν να τη σταματήσουν βάζοντας φωτιά στα ξερόχορτα, όμως η φωτιά στράφηκε εναντίον τους. Διηγούνταν

Page 76: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αργότερα πως μια υπερφυσική εμφάνιση, «ένας ιππότης με ερυθρό λάβαρο, καβάλα σ' άσπρο άτι», είχε οδηγήσει το χριστιανικό στρατό ως τα σύνορα του βασιλείου, και κει ο καβαλάρης εξαφανίστηκε μυστηριωδώς.

—οο0οο—

Στο μεταξύ, η πτώση της Έδεσσας είχε προκαλέσει στη Δύση την κίνηση μιας δεύτερης Σταυροφορίας. Φαίνεται πως η πρωταρχική ιδέα αυτής της δεύτερης εκστρατείας πρέπει ν' αποδοθεί στο βασιλιά της Γαλλίας Λουδοβίκο Ζ', αλλά ο Άγιος Βερνάρδος, με το κήρυγμά του στη συνέλευση του Βεζελαί, στις 31 του Μάρτη του 1146, υπήρξε ο κυριότερος εμψυχωτής, ξεσηκώνοντας έναν ενθουσιασμό όμοιο με κείνο του 1095. Ο ίδιος αυτός, στη Δίαιτα του Σπάιερ, αργότερα, στις 25-27 του Δεκέμβρη του ίδιου χρόνου, έπεισε τον αυτοκράτορα της Γερμανίας Κονράδο Γ' να ηγηθεί μιας Σταυροφορίας, ακολουθώντας το παράδειγμα του Λουδοβίκου Ζ'.

Οι Γερμανοί κ' οι Γάλλοι ακολούθησαν το παλιό δρομολόγιο του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, απ' το Δούναβη, τη Σερβία, τη Θράκη και την Κωνσταντινούπολη. Οι πρώτοι προηγούνταν μερικούς σταθμούς απ' τους δεύτερους, πράγμα που δεν εμπόδισε τις μικροφιλονικίες ανάμεσα στη γερμανική οπισθοφυλακή και στη γαλλική εμπροσθοφυλακή. Όσο για τους Βυζαντινούς, οι σχέσεις τους με τους σταυροφόρους ήταν ακόμα χειρότερες παρά την εποχή του Γοδεφρείδου. Οι συμπλοκές πολλαπλασιάζονταν και ο Κονράδος Γ', μανιασμένος, σκέφτηκε για μια στιγμή να επιτεθεί ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. Είναι αλήθεια πως ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός πρόδινε τη χριστιανοσύνη. Ενώ βρισκόταν πριν από λίγους μήνες σε πόλεμο με τους Τούρκους της Μικράς Ασίας, είχε βιαστεί, στο πλησίασμα της Σταυροφορίας, να κλείσει ειρήνη μαζί τους, και δε θα 'παυε να τους ξεσηκώνει κρυφά ενάντια στους σταυροφόρους.

Όταν πέρασε στη Μικρά Ασία, ο Κονράδος Γ' ακολούθησε το παλιό δρομολόγιο του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, με σκοπό να διασχίσει τη χερσόνησο διαγώνια, απ' τα βορειοδυτικά στα νοτιονατολικά. Στο ύψος όμως του Δορυλαίου, στις 25 Οκτωβρίου του 1147, εγκαταλείφθηκε τη νύχτα απ' τους βυζαντινούς οδηγούς του. Την άλλη μέρα, του επιτέθηκε ολόκληρος ο τουρκικός στρατός. Τα άλογα των Γερμανών ήταν εξαντλημένα απ' την πορεία και τη δίψα, οι ιππότες έλιωναν κάτω απ' τη βαριά πανοπλία τους, ενώ οι ελαφρές ίλες των Τούρκων στροβιλίζονταν γύρω τους και, χωρίς να δέχονται τη μάχη σώμα με σώμα, τους κατατόξευαν από μακριά. Ο Κονράδος Γ', αποθαρρυμένος, έδωσε τη διαταγή της υποχώρησης, ενώ οι Τούρκοι τον ακολουθούσαν κατά πόδας ως τα βυζαντινά σύνορα, προξενώντας του τεράστιες απώλειες Όταν γύρισε στη Νίκαια, στις 2 του Νοέμβρη, δεν του απόμενε παρά το τέταρτο του στρατού του.

Στο μεταξύ, ο βασιλιάς της Γαλλίας Λουδοβίκος Ζ' είχε φτάσει στις 4 Οκτωβρίου στην Κωνσταντινούπολη. Έχοντας φύγει απ' το Μετς τον Ιούνιο του 1147, είχε υποστεί, καθώς διέσχιζε τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, τις ίδιες ατιμίες με τον Κονράδο. Όπως ο Κονράδος, και παρ' όλη την κολακευτική υποδοχή που του επεφύλαξε ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός, έτσι κι αυτός, ή μάλλον το περιβάλλον του, σκέφτηκε, να κάνει μιαν απόπειρα ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. Είχε άλλωστε τη φρόνηση να παραμερίσει αυτή την πρόταση, και στα τέλη του Οκτώβρη πέρασε στην Ασία με το στρατό του. Εκεί, κοντά στη Νίκαια, έμαθε την καταστροφή που 'χε πάθει η γερμανική στρατιά, και περιμάζεψε τα υπολείμματά της πριν προχωρήσει. Έχοντας παραδειγματιστεί απ' αυτό το γεγονός, παραιτήθηκε απ' την ιδέα να διασχίσει τη Φρυγία κι ακολούθησε το δρόμο της ακτής, μέσα απ' τις βυζαντινές επαρχίες της Ιωνίας, της Λυδίας, της Πισιδίας και της Παμφυλίας. Παρ' όλα αυτά, παρενοχλούνταν αδιάκοπα στην πορεία του απ' τις τουρκικές συμμορίες, που δρούσαν με τη σιωπηρή συνενοχή των βυζαντινών αρχών. Για να περάσει τα φαράγγια της Πισιδίας, είχε δώσει αυστηρότατες εντολές στους δικούς του για την πορεία· ο αρχηγός όμως της προφυλακής του έχασε την επαφή με τον υπόλοιπο στρατό. Οι Τούρκοι, που παραμόνευαν στα γύρω υψώματα, μπήκαν αμέσως στο κενό που είχε σχηματιστεί, κι ο στρατός βρέθηκε κομμένος στα δυο. Οι Γάλλοι, υποχρεωμένοι να δώσουν μάχη κάτω από εξαιρετικά

Page 77: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

δυσμενείς συνθήκες, μέσα στα φαράγγια ή στις πλαγιές, πάνω απ' τους γκρεμούς, είχαν μεγάλες απώλειες. Ο Λουδοβίκος Ζ', που για μια στιγμή απομονώθηκε απ' τη συνοδεία του, καταδιώχτηκε από μιαν ομάδα Τούρκους, μα κατόρθωσε, αφού πιάστηκε από κάτι χαμηλά κλαδιά ενός δέντρου, να σκαρφαλώσει σ' έναν δεσπόζοντα βράχο, απ' όπου αντιμετώπισε τον εχθρό. Το χρονικό μας τον δείχνει να θερίζει με το αιματόβρεχτο σπαθί του κεφάλια και χέρια επιτιθεμένων, που, αποθαρρυμένοι, εγκατέλειψαν στο τέλος το εγχείρημα.

Αυτός ο αιφνιδιασμός στα βουνά, όσο φονικός κι αν ήταν, ενέπνευσε στους Τούρκους ένα σωτήριο σεβασμό για την παλικάρια του στρατού των Καπετιδών, που έτσι μπόρεσε να κατέβει χωρίς απρόοπτα ως το λιμάνι της Αττάλειας. Εκεί ο Λουδοβίκος Ζ' παραιτήθηκε απ' το να συνεχίσει την πορεία του δια ξηράς ως τη Συρία, κι αποφάσισε ν' ακολουθήσει το θαλάσσιο δρόμο. Μα οι Βυζαντινοί, που του είχαν υποσχεθεί να του δώσουν πλοία, του έδωσαν πολύ λίγα. Βασιζόμενος παρ' όλα αυτά στο λόγο τους, επιβιβάστηκε για το πριγκιπάτο της Αντιόχειας με τους ιππότες του, ενώ οι πεζοί επρόκειτο να 'ρθουν με την επόμενη νηοπομπή. Αλλά και η δεύτερη αυτή νηοπομπή αποτελούνταν από πολύ λίγα πλοία. Πολλοί προσκυνητές έμειναν έτσι στην Αττάλεια. Εκεί οι Βυζαντινοί τους πρόδωσαν κι άφησαν τις τουρκικές ορδές να τους επιτεθούν. Οι περισσότεροι βρήκαν οικτρό τέλος.

Στο μεταξύ, ο Λουδοβίκος Ζ' κ' οι ιππότες του είχαν αποβιβαστεί, στις 19 του Μάρτη του 1148, στον Άγιο Συμεών, στο λιμάνι της Αντιόχειας. Ο πρίγκιπας της Αντιόχειας Ραϋμόνδος του Πουατιέ ήρθε να τους υποδεχτεί μέσα σε γενική χαρά. Μαζί με τον Λουδοβίκο Ζ' είχε έρθει κ' η νεαρή γυναίκα του, η Ελεονώρα της Ακουιτανίας, που ήταν ανιψιά του Ραϋμόνδου. Το πάθος του βασιλιά γι' αυτήν ήταν γνωστό. Ο Ραϋμόνδος σκεφτόταν να επωφεληθεί απ' αυτό για να ξαναπάρει, με τη βοήθεια του Λουδοβίκου Ζ', την περιοχή πέρα απ' τον Ορόντη, απ' τον αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν. Αυτό ήταν άλλωστε το συμφέρον των Χριστιανών, αφού ο Νουρ-εντ-Ντιν παρέμενε ο κυριότερος εχθρός και στην ουσία η Σταυροφορία είχε επιχειρηθεί μόνο και μόνο για να σταματήσουν, μετά την πτώση της Έδεσσας, τις πιο πέρα καταχτήσεις του φοβερού Τούρκου αρχηγού ή του πατέρα του, του Ζεγγί. Ο Ραϋμόνδος έβλεπε κιόλας τον εαυτό του, χάρη στη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας, στα πρόθυρα του Χαλεπιού, όταν έμαθε πως, από έναν αρκετά περίεργο θρησκευτικό ενδοιασμό, ο Λουδοβίκος Ζ' αρνιόταν να τον βοηθήσει. Ο Καπετίδης νόμιζε πραγματικά πως αφού είχε ξεκινήσει για Σταυροφορία, για να υπερασπίσει τον Πανάγιο Τάφο, θα παρέβαινε το τάμα του, αν πολεμούσε τους Τούρκους στην περιοχή του Χαλεπιού. Σάμπως σ' αυτό το έτος 1148, η άμυνα της Ιερουσαλήμ να 'ταν στον Ιορδάνη κι όχι στον Ορόντη! Οι χρονογράφοι προσθέτουν, και δε δυσκολευόμαστε να το πιστέψουμε, πως ο Ραϋμόνδος έγινε έξω φρενών από μια τέτοια στενοκεφαλιά...

Η στάση του Λουδοβίκου Ζ', ακατανόητη από πολιτική άποψη, μήπως θα μπορούσε να εξηγηθεί από άλλου είδους λόγους; Μήπως ο βασιλιάς είχε θυμώσει απ' τη φιλία που έδειχνε η γυναίκα του Ελεονώρα στον Ραϋμόνδο του Πουατιέ; Οι πολύωρες συνομιλίες του θείου και της ανιψιάς, μπορούσε βέβαια να εξηγηθούν απ' τις προσπάθειες του πρίγκιπα της Αντιόχειας να πετύχει απ' την Αυλή της Γαλλίας τη σχεδιαζόμενη ενάντια στο Χαλέπι εκστρατεία, αλλά, δίκαια ή άδικα, ο Λουδοβίκος υποπτεύθηκε αυτές τις συναντήσεις. Πραγματικά η Ελεονώρα ήταν φιλάρεσκη, επιπόλαιη, κ' είχε κιόλας βαρεθεί τον άντρα της. Βρήκε μήπως στο πρόσωπο του θείου της, που ήταν ακόμα νέος κ' είχε την αίγλη της Ανατολής, έναν πιο εκλεπτυσμένο θαυμαστή; Όπως και να 'ναι, όταν ο βασιλιάς κάλεσε τη γυναίκα του να τον ακολουθήσει με το στρατό του στην Ιερουσαλήμ, εκείνη του ανάγγειλε την πρόθεσή της να μείνει στην Αντιόχεια, κοντά στον Ραϋμόνδο, και να χωρίσει. Την πήρε δια της βίας κ' έφυγε βιαστικά για την Ιερουσαλήμ, νύχτα, χωρίς ν' αποχαιρετήσει τον πρίγκιπα της Αντιόχειας.

Στην Ιερουσαλήμ, ο Κονράδος Γ' και τα υπολείμματα της γερμανικής Σταυροφορίας είχαν προηγηθεί απ' τον Λουδοβίκο Ζ'. Όταν οι δυο ηγεμόνες ενώθηκαν στην Αγία Πόλη, η αντιβασίλισσα

Page 78: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μελισσάνθη τους παρακάλεσε να πολιορκήσουν τη Δαμασκό. Εκείνοι δέχτηκαν. Έτσι η Δεύτερη Σταυροφορία, που κηρύχτηκε στην Ασία απ' τον Άγιο Βερνάρδο για να ξαναπάρει την Έδεσσα και τις πόλεις του πριγκιπάτου της Αντιόχειας απ' τους Τούρκους του Χαλεπιού, τους φοβερότερους εχθρούς της λατινικής Ανατολής, απέφυγε να τους επιτεθεί, και πήγε αντίθετα να πολεμήσει τους Δαμασκηνούς, τους παλιούς αυτούς συμμάχους του βασιλιά Φουλκ!

Οι Γάλλοι κ' οι Γερμανοί σταυροφόροι, ενισχυμένοι με το στρατό της Ιερουσαλήμ, βάδισαν λοιπόν ενάντια στη Δαμασκό, κι άρχισαν την πολιορκία της, στις 24 Ιουλίου του 1148, με μιαν επίθεση απ' τους κήπους των νοτιοδυτικών προαστίων. Η εκκαθάριση αυτού του διχτύου των δεντρόκηπων, που διακόπτονταν από αγκαθωτούς φράχτες, τοίχους και αρδευτικά κανάλια, πραγματοποιήθηκε μ' επιτυχία απ' τους ιππότες της Ιερουσαλήμ. Έπειτα οι Γερμανοί ξεκαθάρισαν, στα βορειοδυτικά της πόλης, τις προσβάσεις του Μπαραντά, του ποταμού της Δαμασκού, με μια θυελλώδη επίθεση, όπου ο Κονράδος Γ' διακρίθηκε για τη γενναιότητά του. Οι κάτοικοι της πόλης άρχισαν κιόλας ν' απελπίζονται, ενώ ο κόμης της Φλάνδρας, Τιερύ της Αλσατίας, ένας απ' τους κυριότερους αρχηγούς των σταυροφόρων, έβαζε τον Κονράδο Γ' και τον Λουδοβίκο Ζ' να του υποσχεθούν τη μελλοντική βαρονία της Δαμασκού, όταν στις 27 Ιουλίου, με μιαν απόφαση που φαίνεται ανεξήγητη, ο χριστιανικός στρατός εκκένωσε τους κήπους και τις όχθες του Μπαραντά, για να στρατοπεδεύσει στα νοτιοανατολικά της πόλης. Αυτό ήταν σα να θυσίαζαν μ' ελαφριά καρδιά περίφημες θέσεις για μια δυσμενή τοποθεσία και στην πραγματικότητα σα να παραιτούνταν απ' την πολιορκία. Γι' αυτό οι φεουδάρχες της Παλαιστίνης, που είχαν δώσει στους σταυροφόρους αυτή την περίεργη συμβουλή, φαίνεται πως ήθελαν την αποτυχία της επιχείρησης, είτε γιατί θεώρησαν (όχι χωρίς λόγο) σαν λάθος τη διάλυση της φραγκοδαμασκηνής συμμαχίας, είτε απ' τη ζηλοφθονία τους, επειδή το φέουδο της Δαμασκού δεν το 'χαν υποσχεθεί σ' έναν απ' αυτούς, αλλά σ' έναν απ' τους σταυροφόρους αρχηγούς. Πάντως το γεγονός είναι ότι στις 28 Ιουλίου, ο χριστιανικός στρατός, καταλαβαίνοντας πως η επιχείρηση είχε αποτύχει, διέλυσε το στρατόπεδο και γύρισε στην Παλαιστίνη.

Οι Φράγκοι της Συρίας και οι σταυροφόροι έφτασαν στην Ιερουσαλήμ, πολύ δυσαρεστημένοι μεταξύ τους. Για τους σταυροφόρους, οι ντόπιοι Φράγκοι, τα «πουλάρια», όπως τους ονόμαζαν, φαίνονταν στα μάτια τους σαν προδότες. «Καλύτερα οι Τούρκοι παρά τούτοι δω οι Λεβαντίνοι», αυτή τη φράση περίπου βάζει στο στόμα των Γάλλων σταυροφόρων το χρονικό Ηράκλειον. Ο Γουλιέλμος της Νεμπρίζ θα υπερθεματίσει γράφοντας πως όλα αυτά τα «πουλάρια» είναι μισομουσουλμάνοι. Όσο για τους φεουδάρχες της Συρίας, αυτοί λίγο έλειψε να θεωρήσουν τους σταυροφόρους της Δύσης σαν επικίνδυνους φανατικούς, που έρχονταν να «σφάξουν Μουσουλμάνους», χωρίς να ξεχωρίζουν φίλους κ' εχθρούς, προς μεγάλη ζημία της φράγκικης πολιτικής. Και πρέπει να ομολογήσουμε πως η συμπεριφορά της Δεύτερης Σταυροφορίας, που αρνήθηκε να επιτεθεί ενάντια στον φοβερό αταμπέγκ του Χαλεπιού για να τα βάλει με τους άκακους Δαμασκηνούς, δικαιολογούσε κάπως αυτή την άποψη. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, ο Λουδοβίκος Ζ' έφυγε απ' τη Συρία το Πάσχα του 1149. Είχε δειχτεί εκεί ο θλιβερός ανθρωπάκος, που η Ιστορία θα τον γνώριζε καλύτερα όταν θα χώριζε την Ελεονώρα προκαλώντας έτσι στο βασίλειο της Γαλλίας τεράστια απώλεια...

—οο0οο—

Η αποτυχία της Δεύτερης Σταυροφορίας είχε σαν επακόλουθο μια πολύ σοβαρή μείωση του γοήτρου των Φράγκων στον ισλαμικό κόσμο. Ο βασιλιάς της Γαλλίας κι ο αυτοκράτορας της Γερμανίας, οι δυο πιο ισχυροί ηγεμόνες της χριστιανοσύνης, είχαν έρθει κ' είχαν φύγει χωρίς να πετύχουν τίποτα. Ο αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν, που κάποια στιγμή τους είχε φοβηθεί, ξανάρχισε τις καταχτήσεις του. Στις 29 Ιουνίου του 1149, νίκησε και σκότωσε στο Φονς Μυρέζ ή Μααράθα, τον πρίγκιπα της Αντιόχειας Ραϋμόνδο του Πουατιέ. Ύστερ' απ' αυτό το θρίαμβο, απέσπασε απ' το πριγκιπάτο της Αντιόχειας τα τελευταία σημαντικά οχυρά που κατείχε ακόμα ανατολικά του Ορόντη, δηλαδή το Χαρίμ και την Απάμεια. Κ' η Αντιόχεια ακόμα δε σώθηκε παρά μονάχα χάρη στην ενεργητικότητά του πατριάρχη Αιμερί της Λιμόζ και προπάντων χάρη στην

Page 79: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αστραπιαία άφιξη του νεαρού βασιλιά Βαλδουίνου Γ' (ήταν τότε μόλις δεκαοχτώ χρονών), που πρόστρεξε απ' την Ιερουσαλήμ με τους ιππότες του. Όσο για τα οχυρά του Βορρά, όπως το Τουρμπεσέλ και το Αϊντάμπ, που ήταν πολύ εκτεθειμένα έτσι που να μην μπορούν να τα υπερασπιστούν, οι Φράγκοι εκκένωσαν τον αρμενικό πληθυσμό τους στη διάρκεια μιας ιστορικής υποχώρησης, όπου ο Βαλδουίνος προκάλεσε το θαυμασμό όλων, όχι μονάχα με τη γενναιότητά του, μα ακόμα και με τις ικανότητές του σαν αρχηγού. Ενώ στα 1146 η εκκένωση των Αρμενίων της Έδεσσας είχε καταλήξει στην καταστροφή, η πειθαρχία που επέβαλε αυτή τη φορά στη φράγκικη φάλαγγα, κ' η εξαιρετική ψυχραιμία του νεαρού Βαλδουίνου, επέτρεψαν να οδηγήσουν σώους και αβλαβείς στην Αντιόχεια τους πρόσφυγες, και η μακρά τους φάλαγγα, στενά πλαισιωμένη απ' τους ιππότες, δεν είχε καμιά απώλεια (1150).

Page 80: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

VIII Ο ΥΠΟΔΕΙΓΜΑΤΙΚΟΣ ΦΡΑΓΚΟΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ

ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ Γ'

Ο ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ Γ' ΜΟΛΙΣ ΕΙΧΕ ΕΝΗΛΙΚΙΩΘΕΙ. Ήταν ένας ψηλός νέος («με ανάστημα πάνω απ' το μέτριο»), αξιοπρόσεχτος ανάμεσα σ' όλους τους ιππότες της Αυλής του για την κομψότητα και την ομορφιά του. Ροδαλός, με ξανθά γένια και μαλλιά, είχε αποχτήσει τη φήμη λαμπρού συνομιλητή και εύθυμου συντρόφου, κ' είχε γίνει διάσημος για τις ζωηρές και δηκτικές απαντήσεις του. Ούτε λαίμαργος, ούτε πότης, αλλά λίγο παίχτης στο παιχνίδι των ζαριών, που υπήρξε το μικρό αμάρτημα του Δωδέκατου Αιώνα —έλεγαν γι' αυτόν πως είχε μεγάλη κλίση στον έρωτα, σε σημείο που, όπως αναφέρει σκανδαλισμένα ο καλός αρχιεπίσκοπος Γουλιέλμος της Τύρου, να ξελογιάσει πολλές παντρεμένες γυναίκες. Ας προσθέσουμε πως αργότερα, όταν παντρεύτηκε, επρόκειτο να μείνει υποδειγματικά πιστός στη νεαρή γυναίκα του. Ο ίδιος χρονογράφος επαινεί άλλωστε τον ανθρωπισμό του, την ευσπλαχνία του, την ευγένεια των αισθημάτων του, τη σταθερή ευσέβειά του. Ύστερ' από τόσους και τόσους άξεστους στρατιώτες, ένας γραμματισμένος ηγεμόνας ανέβαινε στο θρόνο της Ιερουσαλήμ. «Του άρεσε να διαβάζει ή να βάζει να του διαβάζουν τις διηγήσεις των ιστορικών. Τον ευχαριστούσε η συντροφιά των μορφωμένων ανθρώπων».

Στα μάτια των Φράγκων της Συρίας, ο Βαλδουίνος Γ' είχε το μεγάλο πλεονέκτημα να 'ναι ο πρώτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ που 'χε γεννηθεί σ' αυτή τη χώρα, πραγματικός γόνος των Αγίων Τόπων, όπου τα πάντα, τόποι και άνθρωποι, του ήταν γνωστά. «Προικισμένος με απέραντη μνήμη, αναγνώριζε τους ανθρώπους, ακόμα και τους πιο ταπεινούς, και τους χαιρετούσε πρώτος, προσφωνώντας τους με τ' όνομά τους». Το ίδιο σημαντική λεπτομέρεια σ' αυτή την κατ' εξοχήν φεουδαρχική μοναρχία, ήταν το ότι κατείχε τόσο καλά τους καταστατικούς χάρτες, τα δικαιώματα και τα έθιμα του κάθε φέουδου, που τον θεωρούσαν σαν τον καλύτερο νομομαθή του βασιλείου. Όλ' αυτά τα χαρακτηριστικά έδειχναν πως στο γιο του βασιλιά Φουλκ και της βασίλισσας Μελισσάνθης, το γαλλικό και το ανατολίτικο αίμα (η Μελισσάνθη ήταν μισοαρμένισσα) κατέληγαν στην πιο τέλεια ισορροπία. Απόλυτα προσαρμοσμένος στο περιβάλλον, ο νέος μονάρχης διατηρούσε στην ασιατική γη όλη τη φρεσκάδα του ανδηγαυϊκού χαραχτήρα. Έτσι θα μας αποκαλυφθεί σαν ένας απ' τους πιο τέλειους εκπροσώπους της υπερπόντιας Γαλλίας, σαν υπόδειγμα Φράγκου βασιλιά του Δωδέκατου Αιώνα.

Αλλά πριν μπορέσει να δείξει όλη του την αξία, αυτός ο προικισμένος ηγεμόνας έπρεπε να ξεκαθαρίσει το παρελθόν, δηλαδή ν' απαλλαγεί απ' την αντιβασιλεία της μητέρας του Μελισσάνθης.

Μετά τις θύελλες της ερωτικής της ζωής, η βασιλομήτωρ, που στα γερατειά της είχε γίνει θρήσκα, δεν ήθελε να 'ναι τώρα παρά «η καλή και ελεήμων κυρία», όπως μας την επαινεί ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου. Παρ' όλην όμως αυτή την κάπως όψιμη μετάνοια, δειχνόταν αυταρχική, ζηλότυπη για την εξουσία της και δεν έδειχνε καμιά διάθεση να τη μοιραστεί με το γιο της. Είχε πάρει γι' άνθρωπο της εμπιστοσύνης της έναν ξάδερφό της, τον Μανασή του Ιέρζ, που καταγόταν απ' την περιοχή της Λιέγης, και που τον είχε ονομάσει κοντόσταυλο. Αυτός εξόργιζε τους φεουδάρχες με την αυθάδειά του. Αυτοί οι δυο ήταν απόλυτοι κύριοι του βασιλείου. Ο Βαλδουίνος, που είχε αποδείξει τη στρατιωτική του αξία στο Αϊντάμπ, ανεχόταν με δυσφορία αυτή την κηδεμονία. Ενώ είχε ενηλικιωθεί κ' είχε στεφθεί επίσημα στις γιορτές του Πάσχα του 1152, η βασιλομήτωρ δεν εννοούσε να του παραδώσει τη βασιλεία. Με την υποστήριξη των φεουδαρχών του, την κάλεσε ν' αποσυρθεί. Εκείνη, ξέροντας πως την υποστήριζε ο κλήρος, δέχτηκε μονάχα να παραχωρήσει στο γιο της τις παραλιακές πόλεις Τύρο και Άκρα, κρατώντας όμως για λογαριασμό της την Ιερουσαλήμ. Αυτή η νόθα λύση δεν μπορούσε να κρατήσει για πολύ. Ο Βαλδουίνος Γ', δίκαια αγαναχτισμένος, κατέφυγε στα όπλα. Στην αρχή εξουδετέρωσε τον κοντόσταυλο Μανασή του Ιέρζ, που τον υποχρέωσε να συνθηκολογήσει στο κάστρο του Μιραμπέλ, το σημερινό Μεντζντέλ Γιαμπά, κοντά στη Γιάφα, κ' ύστερα στράφηκε ενάντια στη μητέρα του, που 'χε οχυρωθεί στην ακρόπολη της Ιερουσαλήμ.

Page 81: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μάταια θέλησε να μεσολαβήσει ο πατριάρχης Φουσέ της Αγγουλέμης. Ο Βαλδουίνος, αποφασισμένος να δώσει ένα τέλος, άρχισε την πολιορκία της ακρόπολης. Βλέποντας πως έχανε το παιχνίδι, η επίμονη βασιλομήτωρ αποφάσισε να παραδοθεί. Της επέτρεψαν ν' αποσυρθεί στο φέουδό της της Ναπλούς, όπου βρήκε την παρηγοριά, ασχολούμενη με τους εκκλησιαστικούς διορισμούς.

Ο Βαλδουίνος Γ' ήταν επιτέλους βασιλιάς.

Και ήταν καιρός, γιατί η ανάγκη μιας ισχυρής κεντρικής εξουσίας γινόταν αισθητή σ' όλη τη φράγκικη Συρία. Στην Τρίπολη μόλις είχε δολοφονηθεί ο κόμης Ραϋμόνδος Β' απ' τους Ισμαηλίτες. Ο βασιλιάς Βαλδουίνος Γ' ανέλαβε αμέσως την αντιβασιλεία στο πλευρό της χήρας κόμισσας Οντιέρν και εν ονόματι του γιου της, του νεαρού Ραϋμόνδου Γ', που ήταν τότε κάπου δώδεκα χρονών (1152). Στο Βορρά, ύστερ' απ' τον τραγικό θάνατο του πρίγκιπα της Αντιόχειας Ραϋμόνδου του Πουατιέ, ο Βαλδουίνος Γ' έπρεπε να εξασφαλίσει την άμυνα της χώρας για λογαριασμό της ξαδέρφης του, της νεαρής χήρας του Ραϋμόνδου, της Κονστάνς, που ήταν κάπου είκοσι χρονών. Για το συμφέρον της χώρας, θα 'θελε να ξαναπαντρέψει τη νεαρή γυναίκα με κανένα φεουδάρχη ικανό ν' αναλάβει τη διοίκηση στον τομέα αυτό. Αλλά μάταια παρουσίαζε στην Κονστάνς τους καλύτερους γαμπρούς· «η πριγκίπισσα, μας λέει το χρονικό, είχε νιώσει καλά την ενόχληση να 'ναι στην εξουσία ενός άντρα και την πολύ λίγη λευτεριά που απομένει στις κυρίες, όταν έχουν ένα σύζυγο». Απάντησε κοφτά στο βασιλιά πως δε σκεφτόταν καθόλου να ξαναπαντρευτεί. Γέλασε κατάμουτρα στις θείες της, που είχαν αναλάβει να τη νουθετήσουν, δήλωσε πως θα παρέμενε στην ευχάριστη χηρεία της κ' έδιωξε όλους τους μνηστήρες.

Η κατάσταση βρισκόταν σ' αυτό το σημείο, όταν έγινε μια απότομη αλλαγή. Εκεί που είχαν αποτύχει όλοι οι πολιτικοί συνδυασμοί, ο έρωτας τα κατάφερε σ' ένα δευτερόλεπτο. Η Κονστάνς, αφού από καπρίτσιο είχε απορρίψει τους καλύτερους υποψήφιους, ερωτεύτηκε έναν νεαρό Γάλλο ιππότη, που μόλις είχε αποβιβαστεί, τον Ρενώ του Σατιγιόν. Ήταν ένας δευτερότοκος γιος, χωρίς περιουσία, αλλά πολύ όμορφος, με γοητευτικό ύφος, ορμητικός και γεμάτος σφρίγος. Τι άλλο χρειαζόταν για ν' αρραβωνιαστεί κρυφά μαζί του η νεαρή χήρα, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν; Παρ' όλ' αυτά, έπρεπε να πετύχει την άδεια του Βαλδουίνου Γ'. Όσο ερωτευμένη κι αν ήταν, η Κονστάνς είχε θέσει αυτό τον όρο. Ο Ρενώ του Σατιγιόν δε δίστασε. Απ' την Αντιόχεια έτρεξε στην άλλη άκρη των Αγίων Τόπων, στο στρατόπεδο της Ασκάλωνας, να προσπέσει στα πόδια του βασιλιά. Πρέπει να υποθέσουμε πως ο βασιλιάς θα 'ταν κάπως βαριεστημένος απ' τα καπρίτσια της ξαδέρφης του της Αντιόχειας. Έχοντας απελπιστεί πως θα την πάντρευε όπως ήθελε, θα σκέφτηκε πως τουλάχιστον η εκλογή που 'χε κάνει θα εξασφάλιζε στο πριγκιπάτο έναν θαρραλέο υπερασπιστή. Έτσι λοιπόν, αν και χωρίς ενθουσιασμό, έδωσε τη συγκατάθεσή του.

Ο ρομαντικός γάμος του 1153 έδινε τη διακυβέρνηση της Αντιόχειας σ' έναν λαμπρό πολεμιστή, με αξιοθαύμαστο θάρρος, σ' έναν πραγματικό ήρωα εποποιίας, αλλά και σ' έναν επικίνδυνο τυχοδιώχτη. Στερημένος από κάθε πολιτική ικανότητα, όπως κι από κάθε ενδοιασμό, αγνοώντας το πιο στοιχειώδες ανθρώπινο δίκαιο καθώς και το σεβασμό των συμφωνιών, επρόκειτο να παίξει την τύχη του πριγκιπάτου της Αντιόχειας πρώτα και του βασιλείου της Ιερουσαλήμ ύστερα, με απλές ζαριές που στην πραγματικότητα ήταν ληστρικές επιχειρήσεις. Σ' αυτό θύμιζε, με μισό αιώνα και περισσότερο καθυστέρηση, τους μεγάλους καταχτητές της Πρώτης Σταυροφορίας, τον Βοημούνδο και τον Ταγκρέδο. Ο Βοημούνδος όμως και ο Ταγκρέδος, ενώ ήταν αδίσταχτοι τυχοδιώχτες, είχαν δειχτεί πολύ έξυπνοι διπλωμάτες. Επιπλέον, στα 1097, μπροστά σ' ένα διαιρεμένο, πανικόβλητο κι αποθαρρυμένο Ισλάμ, μπορούσε κανείς να κερδίσει το παν, χωρίς να διακινδυνεύσει σχεδόν τίποτα σ' αυτό το παράτολμο παιχνίδι. Αντίθετα, στη φράγκικη Συρία του 1153, σε μια συνετισμένη, σταθεροποιημένη κι αφομοιωμένη με το περιβάλλον κοινωνία, που αφιέρωνε όλες της τις προσπάθειες στη διατήρηση του status quo και της ισορροπίας απέναντι σ' ένα αναδιοργανωμένο Ισλάμ, ο Ρενώ του Σατιγιόν δε θ' αργούσε να γίνει θανάσιμος κίνδυνος. Αυτός ο καταπληχτικός

Page 82: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

στρατιώτης, που ωστόσο ήταν φτιαγμένος για να διοικεί μάλλον μια ληστοσυμμορία, παρά μια βαρονία, θ' «αυτοκτονήσει» τη φράγκικη Συρία.

Η βαναυσότητά του αποκαλύφθηκε αμέσως ύστερ' απ' την ανύψωσή του, μ' ένα άγριο δράμα, που θύμα του υπήρξε ο πατριάρχης της Αντιόχειας Αιμερί της Λιμόζ.

Σ' όλο το διάστημα της χηρείας της Κονστάνς, ο Αιμερί, λόγω της θέσης του, έπαιρνε μεγάλο μέρος στη διακυβέρνηση του πριγκιπάτου. Δεν μπορούσε λοιπόν παρά να δει με κακό μάτι το ανέβασμα του ωραίου νεότερου γιου, που 'χε οδηγηθεί στο Θρόνο από 'να γυναικείο καπρίτσιο και, καθώς είχε δηκτικό πνεύμα, τ' αστεία του έκαναν το γύρο της πόλης. Αυτό όμως έδειχνε πως δεν ήξερε καλά τον καινούργιο πρίγκιπα της Αντιόχειας.

Ο Ρενώ του Σατιγιόν είχε φοβερούς θυμούς, και τότε κανένα αίσθημα ανθρωπισμού δεν μπορούσε να τον συγκρατήσει. Έβαλε να συλλάβουν και να φυλακίσουν τον Πατριάρχη και μ' όλο που επρόκειτο για έναν άξιο και σεβάσμιο ιεράρχη, διέταξε να τον μαστιγώσουν μέχρις αίματος, κ' έπειτα έβαλε να του αλείψουν το κεφάλι και τις πληγές με μέλι και τον εξέθεσε, δεμένο και γυμνό, στις μύγες και στις σφήκες, κάτω απ' τον καυτερό ήλιο του συριακού καλοκαιριού. Μαθαίνοντας αυτή τη βάρβαρη πράξη, ο βασιλιάς Βαλδουίνος Γ' δεν μπόρεσε να συγκρατήσει την αγανάχτησή του. Διέταξε τον Ρενώ ν' απελευθερώσει αμέσως το θύμα του και να τον εγκαταστήσει πάλι στην πατριαρχική έδρα. Ο Ρενώ συμμορφώθηκε, αλλά ο Αιμερί, που δεν είχε καμιά όρεξη να ζει κοντά σ' ένα ανήμερο θηρίο, μόλις βγήκε απ' τη φυλακή, έφυγε απ' την Αντιόχεια κ' εγκαταστάθηκε στην Ιερουσαλήμ, όπου η στοργή της βασιλομήτορος Μελισσάνθης τον παρηγόρησε απ' τις πίκρες του1

Αυτή όμως ήταν η πρώτη μονάχα απ' τις τρέλες του Ρενώ του Σατιγιόν. Τώρα θα έστρεφε την κακοποιό του δράση στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής. Απέναντι στη μουσουλμανική αντεπίθεση, που εκδηλωνόταν απ' τον αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν, το συμφέρον των Φράγκων ήταν να διατηρήσουν όσο το δυνατόν πιο καλές σχέσεις με τις άλλες χριστιανικές δυνάμεις της Ανατολής, δηλαδή με το αρμενικό κράτος της Κιλικίας και τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Ήταν κιόλας αρκετά δυσάρεστο το ότι οι Αρμένιοι και οι Βυζαντινοί βρίσκονταν σε συνεχή διαμάχη. Η πρώτη λοιπόν ενέργεια του Ρενώ του Σατιγιόν ήταν ν' ανακατευτεί επιπόλαια στη διένεξή τους. Άρχισε, στα 1155, να πολεμάει ενάντια στους Αρμένιους, στην περιοχή της Αλεξανδρέττας για λογαριασμό του Βυζαντίου. Έπειτα, ανατρέποντας τις συμμαχίες του, οδήγησε, ενώ επικρατούσε ειρήνη, μια ληστρική επίθεση ενάντια στη βυζαντινή νήσο Κύπρο. Εκεί φέρθηκε σαν αρχηγός εκδορέων, καταστρέφοντας τα πάντα, βιάζοντας γυναίκες, κόβοντας μύτες κι αυτιά ελλήνων παπάδων· ύστερα ξαναμπήκε στα πλοία του και γύρισε στην Αντιόχεια με πλούσια λάφυρα. Αυτό το έγκλημα ενάντια στη χριστιανοσύνη δε βρήκε γρήγορα την τιμωρία του, γιατί ο Βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός ήταν απασχολημένος στην Ευρώπη· ο Ρενώ όμως είχε δημιουργήσει έναν επικίνδυνο εχθρό...

.

—οο0οο—

Ενώ ο νέος πρίγκιπας της Αντιόχειας εξέθετε τη φράγκικη κυριαρχία στη Συρία, ο Βαλδουίνος Γ' την εδραίωνε στην Παλαιστίνη. Οι μουσουλμανικές κτήσεις, όπως είδαμε, ήταν χωρισμένες σε τρία κράτη άνισης σημασίας. Στα βορειοανατολικά, ο τρομερός Τούρκος αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν, με την καταχτητική του πολιτική, που προσπαθούσε να πραγματοποιήσει προς όφελός του την ενοποίηση της μουσουλμανικής Συρίας, για να ρίξει ύστερα τους Φράγκους στη θάλασσα. Ανατολικά ήταν το βασίλειο της Δαμασκού, στα χέρια μιας άλλης τουρκικής δυναστείας, που όμως από καιρό βρισκόταν σε παρακμή και που το εποφθαλμιούσε ο Νουρ-εντ-Ντιν. Νοτιοδυτικά τέλος, το αραβικό χαλιφάτο των Φατιμιδών, που κρατούσε την Αίγυπτο και κατείχε ακόμα στην παλαιστινιακή ακτή την οχυρή πόλη Ασκάλωνα. Όπως το κράτος της Δαμασκού, έτσι και η Αίγυπτος των Φατιμιδών βρισκόταν σε διάλυση. Τραγωδίες στο στυλ του Σουητώνιου —δηλητήριο και

Page 83: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

εγχειρίδιο, η πιο ραφιναρισμένη τέχνη της προδοσίας, πτώματα βεζίρηδων στα σκαλοπάτια του Θρόνου— καταδίκαζαν σε αδράνεια αυτή την Αυλή που είχε αρχίσει να σαπίζει. Ο Βαλδουίνος Γ' επωφελήθηκε απ' αυτή την κατάσταση για να καταλάβει την Ασκάλωνα. Το περίφημο οχυρό, που 'χε αντισταθεί μισό αιώνα σ' όλες τις προσπάθειες των προκατόχων του, του άνοιξε τις πύλες του στις 19 Αυγούστου του 1153. Οι κάτοικοι και η αιγυπτιακή φρουρά πέτυχαν τον όρο ν' αποσυρθούν με τα όπλα και τις αποσκευές τους, και ο όρος αυτός τηρήθηκε σχολαστικά. Αυτή η σημαντική κατάχτηση ολοκλήρωσε το έργο της Σταυροφορίας: Απ' την Αλεξανδρέττα ως τη Γάζα, όλη η συροπαλαιστινιακή ακτή ανήκε πια στους Φράγκους.

Βορειοανατολικά, ο Βαλδουίνος Γ', συνεχίζοντας τη σοφή πολιτική του πατέρα του Φουλκ του Ανζού, έγινε ο υπερασπιστής της ανεξαρτησίας της Δαμασκού ενάντια στις αρπαχτικές διαθέσεις του Νουρ-εντ-Ντιν. Δυο φορές η επέμβασή του ανάγκασε απ' αυτή την πλευρά τον αταμπέγκ να παραιτηθεί απ' την προσπάθειά του. Στα 1153 περίπου, η Δαμασκός, που 'χε σωθεί απ' τα χριστιανικά στρατεύματα, είχε γίνει πραγματικό φράγκικο προτεκτοράτο.

Παρ' όλ' αυτά, αυτή η ανώμαλη κατάσταση δεν μπορούσε να κρατήσει πολύ. Η κοινότητα θρησκείας και γλώσσας στο Χαλέπι και στη Δαμασκό, η δύναμη του πανισλαμικού αισθήματος τελικά θα επικρατούσαν απέναντι στ' ανίσχυρα κατασκευάσματα της διπλωματίας. Το Άνσλους ήταν αναπόφευκτο και έγινε εν μέρει χάρη στην επιμονή του Νουρ-εντ-Ντιν, και εν μέρει χάρη στη μοιρολατρεία των Δαμασκηνών. Στις 25 τ' Απρίλη του 1154, ο Νουρ-εντ-Ντιν μπήκε στη Δαμασκό, καθαίρεσε την τοπική δυναστεία και προσάρτησε τη χώρα. Απ' τον Ευφράτη ως το Χαουράν, η μουσουλμανική Συρία είχε ενωθεί και βρισκόταν στα χέρια ενός ισχυρού ηγέτη. Φράγκικη μοναρχία και μουσουλμανική μοναρχία, Σταυροφορία και Αντισταυροφορία βρίσκονταν αντιμέτωπες. Και ο Νουρ-εντ-Ντιν, που θα τον γνωρίσουμε καλύτερα, ήταν άξιος αντίπαλος του Βαλδουίνου Γ'.

—οο0οο—

Στο τουρκοαραβικό χάος του πρώτου μισού του Δωδέκατου Αιώνα, ο Ζεγγί, πατέρας του Νουρ-εντ-Ντιν, είχε φέρει την τάξη, μια σταθερή και ομαλή διακυβέρνηση. Το Χαλέπι, χάρη σ' αυτόν, είχε γίνει ο πόλος έλξης, ο πυρήνας που γύρω απ' αυτόν συνενώθηκε η μουσουλμανική Συρία. Ο Νουρ-εντ-Ντιν συνέχιζε τώρα το πατρικό έργο, αλλά το συνέχιζε κάπως όπως στη Γαλλία ο Λουδοβίκος Θ' θα συνέχιζε το έργο του Φιλίππου Αυγούστου. Ο πολιτικός παραχωρεί τη θέση του στον άγιο. Όχι βέβαια πως ο Νουρ-εντ-Ντιν εγκατέλειψε (όπως άλλωστε και ο Λουδοβίκος Θ') τη στρατιωτική παράδοση των προγόνων του. Αντίθετα πέρασε όλη του τη ζωή στον ιερό πόλεμο. Αλλά ο ιερός πόλεμος, ακριβώς επειδή ήταν ιερός, αποτελεί το μοναδικό λόγο της ύπαρξής του. Αφιερώνεται σ' αυτόν μ' όλο το φλογερό ζήλο ενός δερβίση. Είναι κι αυτός άγιος εμίρης. Αφού έγινε ηγεμόνας ολόκληρης της μουσουλμανικής Συρίας, συνεχίζει στα παλάτια του του Χαλεπιού και της Δαμασκού μια ζωή καταπληχτικά απλή, που στις στιγμές της θρησκευτικής έξαρσης, γίνεται σχεδόν ζωή ασκητή, σκληραγωγημένη με νηστείες και φλογισμένη με προσευχές. Παρ' όλο που πέρασε τη ζωή του πολεμώντας, είναι πολύ λιγότερο στρατιώτης απ' τον πατέρα του Ζεγγί, και οι περισσότερες επιτυχίες του οφείλονται στους στρατηγούς του. Διοικητής καμιά φορά αυστηρός, χωρίς όμως τις κρίσεις της παλιάς τουρκικής σκληρότητας του Ζεγγί, η διοίκησή του είναι εξαιρετικά σοφή κ' ευεργετική. Χάρη σ' όλ' αυτά τα προσόντα, θα κερδίσει την εκτίμηση των Φράγκων, όπως ο Λουδοβίκος Θ' θα πετύχει την εκτίμηση των Μουσουλμάνων. Ας σημειώσουμε πως αυτές οι αρετές του θα 'χουν και τις δυσάρεστες πλευρές τους. Προστατεύει βέβαια τους ιεροδιδάσκαλους, τους επιστήμονες και τους σοφούς, ωστόσο η θρησκευτική έξαρση τον βυθίζει μερικές φορές σε παράξενες μυστικιστικές κρίσεις. Έτσι, με το να 'χει μιαν ιδιοσυγκρασία νευρική και νοσηρή, και με το να σκέφτεται διαρκώς το θάνατο, πολύ λίγο θυμίζει τη σωματική ρώμη του πατέρα του. Όταν βρίσκεται σ' αυτή την ψυχολογική κατάσταση, υποτάσσει τόσο το προσωπικό συμφέρον του στα θρησκευτικά κίνητρα, ώστε εκείνοι που ξέρουν να μεταμφιέζουν τη φιλοδοξία τους με την πρόφαση του ιερού πολέμου, θα κατορθώσουν να τον ξεγελάσουν, όπως θα συμβεί με τον νεαρό Σαλαδίνο. Τέλος, αυτός ο θαυμάσιος στρατιώτης και σοφότατος πολιτικός, ο Βαλδουίνος Γ', δε θα παραλείψει

Page 84: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

να επωφεληθεί απ' τις νευρικές του καταπτώσεις και τις συχνές του κρίσεις πυρετού, για ν' αποσπάσει απ' αυτόν, στην κατάλληλη στιγμή, αξιόλογες επιτυχίες.

—οο0οο—

Ο πόλεμος ανάμεσα στον Νουρ-εντ-Ντιν και στον Βαλδουίνο Γ' άρχισε το Μάη του 1157 με μιαν επίθεση του πρώτου ενάντια στο φράγκικο κάστρο του Πανεάς ή Μπανιγιάς, στην Άνω Γαλιλαία, στους πρόποδες του ορεινού όγκου του Έρμωνα, στην περιοχή των πηγών του Ιορδάνη. Η πόλη καταλήφθηκε, αλλά ο κοντόσταυλος Ονφρουά του Τορόν, οχυρωμένος στην ακρόπολη ή την επάνω πόλη Σουμπεϊμπέ, κράτησε αρκετά ώστε να επιτρέψει στον Βαλδουίνο Γ', που έσπευσε σε βοήθειά του, να λύσει τον αποκλεισμό. Ύστερ' απ' αυτή τη νίκη που πέτυχε χωρίς μάχη, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ γύριζε μ' όλη του πια την ησυχία. Είχε κατασκηνώσει ανύποπτος κοντά στη λίμνη Χούλε, νομίζοντας πως ο Νουρ-εντ-Ντιν είχε γυρίσει στη Δαμασκό, όταν αυτός, που 'χε κρύψει τα στρατεύματά του πίσω απ' τα καλάμια, τους πάπυρους και τις ροδοδάφνες της όχθης, ξεπήδησε ξαφνικά κοντά στον Πόρο του Ιακώβ κ' έτρεψε σε φυγή τους Φράγκους. Αμέσως ύστερα ο Νουρ-εντ-Ντιν έσπευσε να ξαναπολιορκήσει το Πανεάς. Ενώ ο βασιλιάς είχε τραπεί σε φυγή, κι ο φράγκικος στρατός είχε συντριβεί ή αιχμαλωτιστεί, ο Τούρκος ηγεμόνας λογάριαζε να καταλάβει το οχυρό, αλλά ήταν η σειρά του Βαλδουίνου Γ' τώρα να του επιφυλάξει μιαν έκπληξη. Σε λίγες μέρες ο δραστήριος Φράγκος μονάρχης συγκέντρωσε καινούργιο στρατό και ξαναεμφανίστηκε μπροστά στο Πανεάς, υποχρεώνοντας τον κατάπληχτο Νουρ-εντ-Ντιν να υποχωρήσει άλλη μια φορά.

Σ' αυτή την πρώτη συνάντηση, η υπεροχή έμεινε λοιπόν στον γενναίο βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Ο Βαλδουίνος αποφάσισε να επωφεληθεί απ' αυτή την επιτυχία του, αφού μάλιστα ο Νουρ-εντ-Ντιν είχε αρρωστήσει σοβαρά. Ακολουθούμενος απ' όλες τις δυνάμεις της φράγκικης Συρίας, καθώς κι από 'ναν μεγάλο φεουδάρχη που 'χε φτάσει τελευταία προσκυνητής, τον κόμη της Φλάνδρας Τιερύ της Αλσατίας, ο Βαλδουίνος πήγε να πολιορκήσει την αραβική πόλη Σετζέρ, που δεσπόζει στον ρου του μέσου Ορόντη. Η πόλη πάρθηκε, η ακρόπολη ετοιμαζόταν να συνθηκολογήσει, όταν ξέσπασε η διχόνοια ανάμεσα στους χριστιανούς. Ο Βαλδουίνος Γ' προόριζε το φέουδο του Σετζέρ για τον κόμη της Φλάνδρας. Φθονώντας αυτή την εκλογή, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας, ο μοιραίος Ρενώ του Σατιγιόν, προκάλεσε την αποτυχία της επιχείρησης κι άφησε να ξαναπέσει η πόλη στα χέρια των Μουσουλμάνων. Ο Βαλδουίνος Γ' παρηγορήθηκε ξαναπαίρνοντας, το Φλεβάρη του 1158, απ' τους Τούρκους του Χαλεπιού το σημαντικό κάστρο Χαρίμ, που έλεγχε τον ρου του Ορόντη ανατολικά της Αντιόχειας. Κ' ενώ ο Νουρ-εντ-Ντιν, που είχε γίνει επιτέλους καλά, γύρισε για να πολιορκήσει μια φράγκικη θέση στην περιοχή του Γιαρμούκ, ο ακαταπόνητος Φράγκος βασιλιάς τον αιφνιδίασε βορειοανατολικά της λίμνης της Τιβεριάδας και του προξένησε μεγάλες απώλειες. «Ο Νουρ-εντ-Ντιν, που σχεδόν όλος ο στρατός του είχε τραπεί σε φυγή, αντιστάθηκε λίγο ακόμα με μια φούχτα πιστούς σ' έναν απομονωμένο λόφο· τη στιγμή που κινδύνευε να αιχμαλωτιστεί, τράπηκε κι αυτός σε φυγή μπροστά στο λάβαρο της Ιερουσαλήμ». Ένδοξη μέρα, που οφειλόταν στην προσωπική γενναιότητα του Βαλδουίνου Γ' κι ακόμα στη θαρραλέα στάση των Φλαμανδών ιπποτών: «Καλά τα κατάφεραν οι άντρες της Φλάνδρας».

—οο0οο—

Έτσι η μονομαχία του Βαλδουίνου και του Νουρ-εντ-Ντιν, ύστερ' από δραματικές περιπέτειες, κατέληξε σε όφελος του πρώτου. Ο νεαρός μονάρχης κατάλαβε παρ' όλα αυτά, πως για να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τη νέα μουσουλμανική μοναρχία, η συμφιλίωση όλων των χριστιανών δεν αποτελούσε καθόλου περιττή πολυτέλεια. Τώρα που η μουσουλμανική Συρία είχε πραγματοποιήσει την τρομερή ενότητά της, γινόταν απαραίτητο να της αντιτάξει τη στενή ένωση της φράγκικης Συρίας και της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας. Μεγαλοφυής σκέψη που θα μπορούσε ν' αλλάξει τον ρου της Ιστορίας. Για να πετύχει αυτό το σκοπό, για να σταματήσει τις αρχαίες εχθρότητες και για να πραγματοποιήσει τη μεγάλη χριστιανική συμμαχία, ο Βαλδουίνος Γ' ζήτησε το χέρι μιας βυζαντινής πριγκίπισσας.

Page 85: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Το πέτυχε. Το Σεπτέμβρη του 1185, αποβιβαζόταν στην Τύρο, με μια παραμυθένια ακολουθία, η πριγκίπισσα Θεοδώρα, ανιψιά του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Ήταν μια πολύ νέα κοπελίτσα, ούτε δεκαπέντε χρονών ακόμα, πολύ ψηλή, πολύ όμορφη, μ' ένα χρώμα καταπληχτικής λευκότητας, πυκνά ξανθά μαλλιά, πολύ κομψή και άπειρα γοητευτική. Έφερνε μια προίκα που θύμιζε τις Χίλιες και Μια Νύχτες, κασέλες γεμάτες χρυσά υπέρπυρα, χρυσαφικά και πολύτιμα πετράδια, άπειρα πολυτελή υφάσματα, χρυσοκέντητα μεταξωτά, χαλιά και τάπητες αμύθητης αξίας, όλη τη ραφινάτη πολυτέλεια του Βυζαντίου. Ο γάμος ευλογήθηκε απ' τον πατριάρχη Αϊμερί «για μεγάλη χαρά όλης της γης». Ο Βαλδουίνος Γ', που ήταν μόλις είκοσι εφτά χρονών, ερωτεύτηκε αμέσως την παιδούλα γυναίκα του. Αυτός που, ως εκείνη τη στιγμή, ήταν τόσο άστατος, αφοσιώθηκε αποκλειστικά σ' αυτήν και της έμεινε πιστός ως το θάνατό του.

Από πολιτική άποψη, η χαρά που μ' αυτήν έγινε δεχτή η ξανθή Θεοδώρα εξηγείται απόλυτα. Η μικρή βασίλισσα έφερνε στους Φράγκους τη βεβαιότητα μιας βυζαντινής συμμαχίας και την υπόσχεση μιας σύντομης, αυτοκρατορικής επέμβασης ενάντια στον Νουρ-εντ-Ντιν.

Ο αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός, θείος της Θεοδώρας, ήταν ένας απ' τους μεγαλύτερους ηγεμόνες που 'χε ποτέ το Βυζάντιο. Μ' αυτόν η γηραιά αυτοκρατορία είχε ξαναγίνει η μεγαλύτερη Δύναμη της εγγύς Ανατολής. Στα 1158, είχε υποτάξει το αρμενικό πριγκιπάτο της Κιλικίας και οι κτήσεις του συνόρευαν έτσι με τα φράγκικα κράτη. Αυτή η γειτονία δεν έπαυε ν' ανησυχεί τον πρίγκιπα της Αντιόχειας Ρενώ του Σατιγιόν, που απ' αυτόν ο Μανουήλ Κομνηνός θα ζητούσε λόγο για τη λεηλασία της Κύπρου. Κι ακριβώς ο βυζαντινός στρατός, κάτω απ' τις διαταγές του Μανουήλ, ήταν συγκεντρωμένος στο Μισίς, στην Κιλικία, λίγες μέρες πορεία έξω απ' την Αντιόχεια. Ο Ρενώ, νιώθοντας πως δεν ήταν σε θέση ν' αντισταθεί, αποφάσισε να πάει να εκλιπαρήσει τη συγνώμη του. Παρουσιάστηκε στο αυτοκρατορικό στρατόπεδο του Μισίς σαν ικέτης, «ασκεπής, γυμνόπους, με τα χέρια γυμνά ως τον αγκώνα, κρατώντας το ξίφος απ' την αιχμή, και προσφέροντας τη λαβή στον Αυτοκράτορα». Όταν έφτασε μπροστά στην αυτοκρατορική σκηνή, αναγκάστηκε να προσκυνήσει μέσα στη σκόνη, περιμένοντας να καταδεχτεί ο Μανουήλ να του πει να σηκωθεί. Σ' αυτό τον εξευτελισμό κατέληγε η ληστρική πράξη που 'χε κάνει πριν λίγα χρόνια ενάντια στην Κύπρο. Ο Μανουήλ Κομνηνός συχώρεσε τελικά τον Ρενώ, τον υποχρέωσε όμως ν' αναγνωρίσει ρητά τη βυζαντινή επικυριαρχία στην Αντιόχεια.

Στο μεταξύ κατέφτασε στο στρατόπεδο του Μισίς κι ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ Βαλδουίνος Γ'. Ο Μανουήλ γοητεύτηκε απ' τις χάρες του νεαρού ηγεμόνα, που οι τύχες της πολιτικής τον είχαν κάνει ανιψιό του. «Πέρασαν δέκα μέρες μαζί και κάθε μέρα ο αυτοκράτορας, εκτιμώντας την πρώιμη σοφία και την ευγένεια του Βαλδουίνου, ένιωθε γι' αυτόν μεγαλύτερη στοργή. Από κείνη τη στιγμή τον αγάπησε σαν παιδί του». Η παραμονή του Βαλδουίνου Γ' κοντά στον Μανουήλ Κομνηνό, στο στρατόπεδο του Μισίς, ύστερ' απ' το γάμο του με την ανιψιά του ισχυρού Αυτοκράτορα, αποτελεί τον διπλωματικό θρίαμβο του βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Η στενή ένωση, που επισφραγίστηκε από 'ναν οικογενειακό δεσμό, της φράγκικης βασιλείας με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, ήταν πραγματικά ο μόνος συνδυασμός που μπορούσε να σταματήσει την τουρκική Αντισταυροφορία. Ο Βαλδουίνος Γ', που όλη του η δραστηριότητα, στη διάρκεια της παραμονής του στο Μισίς, αποκαλύπτει την αξία του, πρόσφερε επί τόπου στον Μανουήλ Κομνηνό, όπως άλλωστε και στους Αρμένιους, μιαν αξιόλογη υπηρεσία: τους συμφιλίωσε. Ο Αρμένιος πρίγκιπας Τορός Β', διωγμένος απ' την πεδιάδα της Κιλικίας απ' τον βυζαντινό στρατό, εξακολουθούσε να πολεμάει στα φαράγγια του Ταύρου. Ο Βαλδουίνος, ενεργώντας σαν μεσολαβητής, πέτυχε απ' αυτόν μια πλήρη υποταγή στην Αυτοκρατορία κι απ' τον Μανουήλ τη συγνώμη για τον μετανιωμένο επαναστάτη. Είχε έτσι πραγματοποιήσει το θαύμα να συνενώσει και πάλι, παρ' όλα τα παλιά εθνικά, πολιτιστικά και δογματικά μίση, τις βυζαντινές, αρμενικές και φράγκικες δυνάμεις.

Αυτή η συμφωνία εκδηλώθηκε με την επίσημη είσοδο του Μανουήλ Κομνηνού στην Αντιόχεια, τον Απρίλη του 1159, είσοδο που, απ' τη βυζαντινή άποψη, πήρε τη μορφή ενός θριάμβου. «Φορώντας

Page 86: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

το στέμμα, το κοσμημένο με στροβίλια, ντυμένος με τον μεγάλο αυτοκρατορικό μανδύα, τόσο κατάφορτο με πετράδια που ήταν άκαμπτος, κρατώντας στα χέρια τ' αυτοκρατορικά σύμβολα, ο Μανουήλ, γράφει ο Σαλαντόν, διέσχισε την πόλη έφιππος». Ο Ρενώ του Σατιγιόν, πεζός, κρατούσε τ' άλογό του απ' τα χαλινάρια. Πίσω του, έφιππος, προχωρούσε ο Βαλδουίνος Γ'. Την πομπή την υποδέχτηκε ο λαός και τα διάφορα ιερατεία μ' επικεφαλής τον Λατίνο πατριάρχη, που φορούσε άμφια ποντίφικα και κρατούσε το Ευαγγέλιο στα χέρια. «Έπειτα, κάτω απ' τους ήχους των σαλπίγγων, τους κρότους των τυμπάνων και τους εκκλησιαστικούς ύμνους, η πομπή μπήκε στην πόλη διασχίζοντας ένα παρδαλό πλήθος, όπου ο Σύρος διαγκωνιζόταν με τον Νορμανδό, και κατευθύνθηκε μέσα απ' τους δρόμους, που ήταν στολισμένοι με χαλιά, παραπετάσματα, πρασινάδες και λουλούδια, προς τη Μητρόπολη, απ' όπου ο Αυτοκράτορας πήγε στο παλάτι. Τίποτα δεν τάραξε την αυτοκρατορική αποθέωση. Οχτώ μέρες συνέχεια, οι γιορτές διαδέχονταν η μια την άλλη. Στα κυνήγια, όπως και στα κονταροχτυπήματα, Έλληνες και Λατίνοι συναγωνίζονταν σε επιδεξιότητα». Η αφήγηση των χρονογράφων θυμίζει εδώ κάποιο θαυμαστό τάπητα με θέμα μεσαιωνικής εποποιίας: «Πάνω σ' ένα άλογο, που η σαγή του στήθους και των καπουλιών ήταν σκεπασμένη με χρυσά στολίδια, γράφει ο Σαλαντόν, ο Αυτοκράτορας, ντυμένος με το μεγάλο αυτοκρατορικό μανδύα, πιασμένο με μια πόρπη στον δεξί ώμο, για ν' αφήνει λεύτερο το χέρι, παρέλασε μπροστά απ' τα πλήθη, με τη λόγχη ορθή στο χέρι, ενώ επικεφαλής της άλλης ομάδας προχωρούσε ο πρίγκιπας της Αντιόχειας, καβάλα σ' άσπρο άτι, φορώντας πάνω απ' τη σιδερόπλεκτη πανοπλία τον πολεμικό του χιτώνα, με το κεφάλι σκεπασμένο με το κωνικό κράνος». Η καλή συνεννόηση του Αυτοκράτορα - ιππότη και των Φράγκων ηγεμόνων επιβεβαιώθηκε σ' ένα απροσδόκητο επεισόδιο. Στη διάρκεια ενός κυνηγιού, ο Βαλδουίνος Γ' πέφτει απ' τ' άλογο και βγάζει το χέρι του. Ο Μανουήλ τρέχει, γονατίζει κοντά στον πληγωμένο και χάρη στις ιατρικές του γνώσεις, τον περιποιείται αποτελεσματικά. Στη διάρκεια της ανάρρωσης, προσθέτει το χρονικό Ηράκλειον, «ο Αυτοκράτορας πήγαινε κάθε μέρα να μάθει νέα για το βασιλιά, κι όταν οι χειρούργοι άλλαζαν τους επιδέσμους, τους βοηθούσε τόσο προσεχτικά σα να επρόκειτο για παιδί του».

Αφού τέλειωσαν οι γιορτές, ο Μανουήλ Κομνηνός, ο Βαλδουίνος Γ' και ο Ρενώ του Σατιγιόν, συνενώνοντας τις δυνάμεις τους, ξεκίνησαν να πολεμήσουν τον αταμπέγκ του Χαλεπιού Νουρ-εντ-Ντιν. Ο Τούρκος ηγεμόνας δύσκολα μπορούσε ν' αντισταθεί σ' έναν τέτοιο συνασπισμό. Η «Βυζαντινή Εποποιία», ενισχυμένη απ' τη Σταυροφορία. Τι δε θα μπορούσε να κάνει ένας τέτοιος ιστορικός συνδυασμός! Η στιγμή φαινόταν μοναδική. Γιατί να μην ολοκληρωθεί αυτή η εκστρατεία; Αντί να πολιορκήσει το Χαλέπι, ο Μανουήλ Κομνηνός αρκέστηκε ν' απαιτήσει απ' τον Νουρ-εντ-Ντιν την απελευθέρωση όλων των χριστιανών αιχμαλώτων που κρατούσε στις μουσουλμανικές φυλακές, κ' ύστερα, αποχαιρετώντας τους Φράγκους ηγεμόνες, έφυγε απ' τη Συρία και γύρισε στην Κωνσταντινούπολη (Μάιος - Ιούνιος 1159). Στην πραγματικότητα, μ' όλη την προσωπική φιλία του Αυτοκράτορα για το βασιλιά της Ιερουσαλήμ, η βυζαντινή διπλωματία δεν ήθελε να καταφέρει το τελειωτικό χτύπημα ενάντια στους Τούρκους, από φόβο μήπως αυξήσει τη δύναμη των Φράγκων. Εννοούσε να στηρίξει την ηγεμονία της στη διατήρηση της ισορροπίας ανάμεσα στους πρώτους και στους δεύτερους. Υπερβολικά επιτήδεια πολιτική, που σύντομα θα στραφεί ενάντια στους εμπνευστές της. Ο Μανουήλ Κομνηνός θα καταλάβει τότε τη βασική αλληλεγγύη του Βυζαντίου και του λατινικού κόσμου απέναντι στον μουσουλμανικό κίνδυνο, αλλά πολύ αργά, γιατί τότε ο Νουρ-εντ-Ντιν θα 'χει προσαρτήσει την Αίγυπτο. Είναι παράξενο πως κάτι τέτοια γεγονότα, που αποτελούν εσκεμμένη θυσία των συμφερόντων της χριστιανοσύνης (όπως έγινε και με τον Φίλιππο τον Ωραίο και με τον Φραγκίσκο Α'), οι ιστορικοί τα χαιρετίζουν σαν απόδειξη πολιτικού πνεύματος, «πνευματικής απολύτρωσης» και μοντερνισμού. Όχι μονάχα η απώλεια των Αγίων Τόπων, αλλά ακόμα και η πτώση της Κωνσταντινούπολης θα προκύψουν απ' αυτό τον τρόπο του σκέπτεσθαι, δηλαδή θα προκύψει τελικά ο απευρωπαϊσμός του ενός τετάρτου της Ευρώπης.

—οο0οο—

Το πρώτο θύμα αυτής της κατάστασης ήταν ο Ρενώ του Σατιγιόν, πρίγκιπας της Αντιόχειας. Στις 23 του Νοέμβρη του 1160, ενώ οδηγούσε μιαν επιδρομή στην περιοχή του Μαράς, αιχμαλωτίστηκε απ'

Page 87: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τους Τούρκους. Οδηγήθηκε στα μπουντρούμια του Νουρ-εντ-Ντιν, στο Χαλέπι, όπου θα περνούσε δεκάξι ατέλειωτα χρόνια. Πρέπει όμως να ομολογήσουμε πως η αιχμαλωσία του αποδείχτηκε ευτύχημα μάλλον παρά ατύχημα για τη φράγκικη Συρία. Ωστόσο άφησε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας χωρίς υπερασπιστή, μια κι ο νεαρός Βοημούνδος Γ', κληρονόμος της χώρας, δεν ήταν σε ηλικία να κυβερνήσει. Η μητέρα του, η πριγκίπισσα Κονστάνς, έχοντας χάσει το ηθικό της ύστερ' απ' την απώλεια του αγαπημένου της Ρενώ, ήταν έτοιμη να ριχτεί στις αγκάλες των Βυζαντινών. Για μιαν ακόμα φορά, ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ έσωσε την κατάσταση. Πρόστρεξε στην Αντιόχεια, οργάνωσε την άμυνα της πόλης, ενθάρρυνε το λατινικό στοιχείο κι ανέλαβε όλα τα καθήκοντα του αντιβασιλέα.

Αυτό ήταν η τελευταία πολιτική πράξη του Βαλδουίνου Γ'. Στις 10 του Γενάρη του 1162, πέθανε στη Βηρυτό, μόλις τριάντα τριών χρονών, δηλητηριασμένος κατά πάσαν πιθανότητα απ' το γιατρό του. Ο Γουλιέλμος της Τύρου, αυτόπτης μάρτυς, μας περιγράφει τον πόνο του λαού όταν έμαθε αυτή την είδηση. Στη διάρκεια της μετακομιδής της σορού του απ' τη Βηρυτό στην Ιερουσαλήμ, όχι μονάχα οι Φράγκοι αλλά κ' οι χριστιανοί των άλλων δογμάτων έρχονταν να ενωθούν στην πένθιμη πομπή. Οι άνθρωποι του Όρους κατέβαιναν εν σώματι να προσκυνήσουν για τελευταία φορά τη σορό του βασιλιά. Κ' οι ίδιοι οι Άραβες υποκλίνονταν μπροστά σ' εκείνον που υπήρξε πάντα γι' αυτούς δίκαιος αφέντης ή ιπποτικός αντίπαλος. Σ' εκείνους που πρότειναν στον Νουρ-εντ-Ντιν να επωφεληθεί απ' την περίσταση για να επιτεθεί ενάντια στους Φράγκους, ο μεγάλος αταμπέγκ απάντησε περήφανα πως θα το θεωρούσε απρέπεια να διαταράξει το πένθος των Φράγκων για έναν τόσο γενναίο πολεμιστή.

Αυτός ο χαιρετισμός ενός έντιμου εχθρού συνόδεψε τον Βαλδουίνο Γ' στον τάφο του. Ο τέταρτος βασιλιάς της Ιερουσαλήμ πεθαίνει στο άνθος της ηλικίας του, χωρίς να 'χει διαπράξει ούτε ένα πολιτικό σφάλμα, χωρίς μια κηλίδα. Όλη η δραστηριότητά του σαν στρατιώτη και σαν πολέμαρχου, όπως και σαν πολιτικού και σαν διπλωμάτη, φέρνει τη σφραγίδα μιας πρώιμης πνευματικής ωριμότητας και ταυτόχρονα μιας νεανικής ακτινοβολίας. Με τη σύναψη της βυζαντινής συμμαχίας είχε θέσει τις βάσεις μιας εξωτερικής πολιτικής, που ήταν η ίδια η φρόνηση, η αλήθεια, η σωτηρία. Είχε υποχρεώσει παντού τον Νουρ-εντ-Ντιν σε υποχώρηση. Εγκατέλειψε τη ζωή μέσα στη χαρά ενός ολάνθιστου έρωτα, θρηνούμενος απ' τους Μουσουλμάνους όπως κι απ' τους δικούς του. Μοίρα ενός νεαρού ήρωα της Αρχαιότητας, που παρουσιάστηκε αργοπορημένος στο Μεσαίωνα...

Page 88: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

IX Η ΠΡΩΤΗ ΕΚΣΤΡΑΤΕΙΑ ΤΗΣ ΑΙΓΥΠΤΟΥ

ΑΜΑΛΑΡΙΧΟΣ Α'

ΜΙΑ ΚΙ Ο ΒΑΛΔΟΥΙΝΟΣ Γ' ΔΕΝ ΕΙΧΕ ΑΦΗΣΕΙ παιδί, τον διαδέχτηκε ο αδερφός του Αμαλάριχος Α' (1162). Ο καινούργιος βασιλιάς αναγκάστηκε, για ν' ανέβει στο Θρόνο, να θυσιάσει στην εχθρότητα μιας μερίδας της Αυλής τη γυναίκα του Αγνή του Κουρτεναί. Η ανεμελιά που έδειξε χωρίζοντας απ' αυτήν, αν και του 'χε δώσει κιόλας ένα γιο, τον μελλοντικό Βαλδουίνο Δ', και μια κόρη, τη Σίβυλλα, δείχνει ως ποιο σημείο ήξερε να υποτάσσει το κάθε τι στα συμφέροντα της πολιτικής του. Ήταν τότε είκοσι εφτά χρονών, χοντρός, «τόσο παχύς που θα 'λεγε κανείς πως είχε στήθια γυναίκας», αλλά και μεγαλόσωμος, μ' ευγενικό πρόσωπο, ανοιχτόχρωμο δέρμα, δυνατή αετίσια μύτη, με ξανθά μαλλιά ριγμένα πίσω, μάτια λαμπερά και πλούσια γενειάδα. Όταν τον έπιανε το κέφι «τα γέλια του τράνταζαν όλο του το κορμί». Παρ' όλο αυτό το πάχος, δεν ήταν ούτε φαγάς ούτε πότης. Δεν ήταν παίχτης σαν τον αδερφό του και προτιμούσε απ' τα ζάρια την ευγενική ψυχαγωγία του κυνηγιού με το γεράκι. Αλλά ήταν φοβερά φιλήδονος, κι ο Γουλιέλμος της Τύρου στενάζει για τον αριθμό των μοιχειών που 'χε διαπράξει.

Ξέρουμε απ' το ίδιο χρονικό πως ο Αμαλάριχος είχε μιαν ελαφριά δυσκολία στην ομιλία. Ίσως αυτό να τον έκανε σκυθρωπό, λιγόλογο και μονήρη. Πραγματικά «δεν απηύθυνε το λόγο στους ανθρώπους παρά μονάχα όταν δεν μπορούσε να το αποφύγει». Αυτή η φαινομενική ψυχρότητα, το απλησίαστο, έκαναν ακόμα μεγαλύτερη εντύπωση, γιατί διαδεχόταν έναν ηγεμόνα που με την ευγένειά του, τη χάρη του, την οικειότητά του με τον καθένα, είχε καταχτήσει τις καρδιές όλων. Είναι άλλωστε βέβαιο πως ο Αμαλάριχος δείχτηκε αρκετά σκληρός, τουλάχιστον όσες φορές έκρινε πως του το επέβαλαν πολιτικοί λόγοι. Ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου, που ωστόσο τον εκτιμάει, τον δείχνει άπληστο για χρήματα κι αδίσταχτο μπροστά σ' οποιοδήποτε μέσο, για να τ' αποχτήσει, έστω και σε βάρος της Εκκλησίας. Αλλά καθώς έλεγε κι ο ίδιος σ' αυτόν τον ιερωμένο, αυτή η αγροίκα φορολογική πολιτική δεν είχε άλλο σκοπό παρά την άμυνα του βασιλείου, τις ανάγκες του ιερού πολέμου. Απόδειξη πως κανείς δεν ξόδευε πιο ανοικτόχερα, όταν επρόκειτο για το συμφέρον της χώρας. Δεν παρέλειπε όμως να δείχνει εμπιστοσύνη στους ανθρώπους του και σπάνια τους ζητούσε λογαριασμό. Ακόμα, δεν ήταν ούτε εκδικητικός ούτε μνησίκακος, και ξεχνούσε ή έκανε πως δεν άκουγε όσα κακά λέγονταν για το άτομό του. Αυτός ο πολιτικός, που του καταμαρτυρούν πως ήταν σκυθρωπός και σκληρός, είχε λοιπόν αρκετή ευρύτητα πνεύματος και κατά βάθος ήταν καλός. Τραχύς στρατιώτης στους πολέμους, αδιάφορος στους κινδύνους, αναίσθητος στη ζέστη και στο κρύο, στις στερήσεις και στην κούραση, ήταν ένας αρχηγός γεμάτος ηρεμία και εμπνεύσεις στις πιο δύσκολες στιγμές.

Πολύ έξυπνος, με μιαν εξυπνάδα ταυτόχρονα στοχαστική και διεισδυτική, προικισμένος με μια καταπληχτική μνήμη, γνώριζε κατά βάθος τα «έθιμα του βασιλείου» κ' ήξερε τους νόμους σαν τον καλύτερο νομομαθή της χώρας. Ο Γουλιέλμος της Τύρου έλεγε, κάνοντας υπαινιγμό για την ελαφρά βραδυγλωσσία του, ότι «ήξερε να δώσει καλύτερα μια καλή συμβουλή παρά να διηγηθεί ένα ανέκδοτο». Χωρίς να 'ναι τόσο γραμματισμένος όσο ο αδερφός του Βαλδουίνος Γ', είχε μεγάλη πνευματική περιέργεια και του «άρεσε να κοιτάει στα βιβλία, ιδιαίτερα στα ιστορικά». Ξέρουμε πως αυτός παρακίνησε τον Γουλιέλμο να γράψει το μεγάλο χρονικό του, «την ιστορία των προκατόχων του και τη δική του». Ο αρχιεπίσκοπος της Τύρου τα 'χασε μια μέρα, όταν ο βασιλιάς τον ρώτησε για τις αποδείξεις της αθανασίας της ψυχής. Όταν ο Ιεράρχης του θύμισε τις αποδείξεις της Αγίας Γραφής ο Αμαλάριχος του ζήτησε άλλες ικανές να πείσουν ακόμα και τους άπιστους, και δεν ικανοποιήθηκε παρά μονάχα όταν ο Γουλιέλμος της Τύρου επικαλέστηκε την καθαρά φιλοσοφική ανάγκη μιας κύρωσης των πράξεών μας στο υπερπέραν, αφού η επίγεια ζωή έδειχνε πολύ συχνά πως η αρετή δεν αμειβόταν και η κακία έμενε ατιμώρητη. Τέλος ο Αμαλάριχος, που είχε γεννηθεί στην Παλαιστίνη, ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τα προβλήματα της χώρας αυτής. Ζητούσε να του παρουσιάζουν τους ταξιδιώτες, που απ' τους δρόμους των καραβανιών έφταναν απ' τα βάθη της

Page 89: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ανατολής στα λιμάνια της Συρίας, και τους ρωτούσε πολλή ώρα για τη χώρα τους.

—οο0οο—

Όταν ζητούσε άπληστα πληροφορίες απ' τους οδηγούς των καραβανιών, που έρχονταν απ' το Χαλέπι, τη Δαμασκό ή το Κάιρο, όταν επισκοπούσε αυτό τον μουσουλμανικό κόσμο που κύκλωνε απ' τις τρεις μεριές το μικρό χριστιανικό βασίλειο, τι σκέψεις άραγε να 'κανε ο λιγόλογος Αμαλάριχος; Βορειοανατολικά και ανατολικά, η δημιουργία του μεγάλου τουρκοαραβικού βασιλείου του Νουρ-εντ-Ντιν απέκλειε για τους Φράγκους κάθε δυνατότητα επέκτασης στο μέλλον. Απέναντι στη νέα μουσουλμανική μοναρχία που εξουσίαζε το Χαλέπι και τη Χάμα, το Χομς και το Μπααλμπέκ, τη Δαμασκό και το Χαουράν, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ δεν μπορούσε παρά να κρατήσει αμυντική στάση. Αλλά να που σε αντιστάθμισμα, όλα τα νέα που έφταναν απ' το Κάιρο έδειχναν πως η παρακμή της δυναστείας και του καθεστώτος των Φατιμιδών είχε γίνει ανεπανόρθωτη. Δεν έβλεπες παρά τραγωδίες του σεραγιού, παλατιανές συνωμοσίες και στρατιωτικά κινήματα, κι όλ' αυτά μέσα στις ραδιουργίες της πιο διεφθαρμένης Αυλής που υπήρξε ποτέ. Στα 1163, ο βεζίρης Σάουαρ είχε διωχτεί από 'ναν απ' τους ανθρώπους του, τον μεγάλο αυλάρχη Ντίργκαμ. Η αναρχία επικρατούσε παντού. Η Αίγυπτος ήταν έτοιμη να πέσει στα χέρια του οποιουδήποτε.

Μπροστά σε μια τέτοια κατάσταση, ο Αμαλάριχος Α' κατάλαβε πως ανοιγόταν μια νέα φάση στην ιστορία των Σταυροφοριών. Οι απόπειρες των Φράγκων προς το Χαλέπι και τη Δαμασκό είχαν τελειώσει για πάντα. Μπορούσε ν' αρχίσει η εποχή των Σταυροφοριών προς την Αίγυπτο. Κι αποφασιστικά, προβαδίζοντας απ' τον Ιωάννη της Βριέννης και τον Λουδοβίκο Θ', ο Αμαλάριχος προσανατόλισε τον φράγκικο επεκτατισμό προς την κοιλάδα του Νείλου.

Η πρώτη του εκστρατεία προς την κατεύθυνση αυτή, το Σεπτέμβρη του 1163, ήταν μια απλή αναγνωριστική επιχείρηση. Έφτασε ως το Μπίλμπεϊς, έκανε πως θα το πολιορκούσε, ύστερα αναγκάστηκε ν' αποσυρθεί μπροστά στην πλημμύρα, που χάρη στην ανύψωση του Νείλου προκάλεσε ο βεζίρης Ντίργκαμ. Αλλά είχε συγκεντρώσει σοβαρά στοιχεία για μια πιο μεγάλη επιχείρηση, κ' οι ίδιοι οι Αιγύπτιοι άλλωστε θα προκαλούσαν από μέρος τους μια καινούργια επέμβαση. Είναι αλήθεια πως στην αρχή ζητήθηκε η διαιτησία του Νουρ-εντ-Ντιν. Ο παλιός Αιγύπτιος βεζίρης Σαβέρ, διωγμένος απ' τον ανταγωνιστή του Ντίργκαμ, κατέφυγε στη μουσουλμανική Συρία και ζήτησε απ' τον ισχυρό αταμπέγκ την αποστολή ενός εκστρατευτικού σώματος που να τον αποκαταστήσει στο αξίωμά του. Τον Απρίλη του 1164, ο Νουρ-εντ-Ντιν ανέθεσε αυτή την αποστολή στον καλύτερό του στρατηγό, τον Κούρδο εμίρη Σιρκούχ, τον θείο του Μεγάλου Σαλαδίνου.

Ήταν σκληρός πολεμιστής αυτός ο Σιρκούχ. Παρ' όλη τη μεγάλη ηλικία του και τα φυσικά του ελαττώματα —ήταν μικρόσωμος, χοντρός και σχεδόν μονόφθαλμος— ο γέρο-Κούρδος αρχηγός κατόρθωσε να εμψυχώσει τα στρατεύματά του με το παράδειγμά του. Δεν αγνοούσε πως ο Αμαλάριχος θα επιχειρούσε να του κλείσει το δρόμο, αλλά η πορεία του μες απ' την έρημο ήταν τόσο γοργή, που έφτασε στο Δέλτα πριν οι Φράγκοι προφτάσουν να επιστρατευτούν. Το Μάη του 1164, εμφανιζόταν μπροστά στο Κάιρο, νικούσε τον Ντίργκαμ, που σκοτώθηκε προσπαθώντας να διαφύγει, κι αποκατέστησε τον Σάουαρ στο αξίωμα του βεζίρη. Αλλά η ομόνοια ανάμεσα στους δυο συμμάχους δε βάσταξε πολύ. Η προστασία του Σιρκούχ φάνηκε σύντομα ενοχλητική στον Σάουαρ. Πραγματικά ο στρατηγός του Νουρ-εντ-Ντιν δεν έλεγε να φύγει απ' την Αίγυπτο. Για πληρωμή της υπηρεσίας που είχε προσφέρει, απαιτούσε μια πολεμική εισφορά κι ολόκληρες επαρχίες, χρονοτριβούσε στη χώρα επί κεφαλής του στρατού του και φερόταν σαν αφέντης. Απαυδισμένος απ' τη στάση του, ο Σάουαρ, για να τον ξεφορτωθεί, δε δίστασε να καλέσει τους Φράγκους. Η πρωτοβουλία αυτή έθετε στο σύνολό του το αιγυπτιακό πρόβλημα· η Αίγυπτος θα γινόταν άραγε εξάρτημα του μουσουλμανικού βασιλείου της Συρίας του Νουρ-εντ-Ντιν ή φράγκικο προτεκτοράτο;

Page 90: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Στην πρόσκληση του Σάουαρ πρόστρεξε ο Αμαλάριχος. Καθώς πλησίαζε ο Αμαλάριχος, ο Σιρκούχ, φοβούμενος μην κυκλωθεί ανάμεσα στον φράγκικο και στον αιγυπτιακό στρατό, εκκένωσε την περιοχή του Καΐρου για να κλειστεί στην οχυρή θέση του Μπίλμπεϊς. Εκεί πολιορκήθηκε απ' τις ενωμένες δυνάμεις του Αμαλάριχου και του Σάουαρ και βρισκόταν κιόλας σε πολύ δυσάρεστη θέση, όταν ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ πήρε άσχημα μαντάτα απ' τη Συρία: Ενώ έλειπε ο φράγκικος στρατός, ο Νουρ-εντ-Ντιν είχε αποσπάσει το κάστρο του Χαρίμ απ' το πριγκιπάτο της Αντιόχειας και το συνοριακό οχυρό Πανεάς ή Μπανιγιάς απ' το βασίλειο της Ιερουσαλήμ (Αύγουστος και Οκτώβρης 1164). Αυτός ο αντιπερισπασμός έφερε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Αν εξακολουθούσε την πολιορκία του Μπιλμπεΐς, ο Αμαλάριχος κινδύνευε να χάσει τους Αγίους Τόπους. Πρότεινε λοιπόν στον Σιρκούχ να εκκενώσει την Αίγυπτο, αν κι αυτός έκανε το ίδιο. Ο Σιρκούχ, που 'χε εξαντλήσει τα εφόδιά του, θεώρησε τον εαυτό του ευτυχή να δεχτεί αυτούς τους όρους. Τα δυο εκστρατευτικά σώματα γύρισαν ταυτόχρονα στη Συρία, ο Αμαλάριχος ακολουθώντας την ακτή και ο Σιρκούχ απ' την έρημο της Ιδουμαίας, ενώ ο Σάουαρ έμεινε ειρηνικός κύριος της χώρας (Νοέμβρης 1164).

Η εκστρατεία λοιπόν της Αιγύπτου τερματιζόταν με μιαν ισοπαλία. Παρ' όλα αυτά, όταν το καλοσκεφτεί κανείς, δεν ήταν μικρή επιτυχία για τον Αμαλάριχο να εμποδίσει την υποταγή της Αιγύπτου απ' τους ανθρώπους του Νουρ-εντ-Ντιν, πράγμα που δεν παρέλειψε να το σημειώσει ο Σιρκούχ. Απ' το γυρισμό του στη Συρία, ο γέρο-Κούρδος πολέμαρχος τρωγόταν με τα ρούχα του. Είχε εκτιμήσει, ακόμα καλύτερα απ' τον Αμαλάριχο, την ανεπανόρθωτη κατάπτωση της δυναστείας των Φατιμιδών, όπως είχε γνωρίσει το παχύ αυτό χώμα της Αιγύπτου, ανυπεράσπιστη λεία, που προοριζόταν απ' τα πριν να πέσει στην εξουσία του πιο τολμηρού. Ακόμα, στα μάτια των ορθόδοξων σουνιτών Μουσουλμάνων, όπως ήταν ο Σιρκούχ κι ο αφέντης του, ο Νουρ-εντ-Ντιν, το σιϊτικό μουσουλμανικό δόγμα, που πρέσβευαν οι φατιμίδες χαλίφες, μήπως δεν ήταν μια πραγματική αίρεση; Ο θρησκευτικός ζήλος δυνάμωνε έτσι το πολιτικό συμφέρον, και για όλους αυτούς τους λόγους, το Γενάρη του 1167, ο Νουρ-εντ-Ντιν ανέθεσε στον Σιρκούχ μια καινούργια εκστρατεία για την κατάχτηση της κοιλάδας του Νείλου. Ο Σάουαρ, τρομαγμένος, κάλεσε για δεύτερη φορά τους Φράγκους.

Μαθαίνοντας αυτό το νέο, ο Αμαλάριχος συνεκάλεσε στη Ναπλούς το παρλαμέντο των φεουδαρχών της Παλαιστίνης και τους εξέθεσε την κατάσταση. Αν ο Νουρ-εντ-Ντιν, που ήταν κιόλας κύριος όλης της μουσουλμανικής Συρίας, έβαζε πόδι και στην Αίγυπτο, αυτό θα σήμαινε την κύκλωση και σύντομα την καταστροφή της φράγκικης Συρίας. Με κάθε θυσία έπρεπε να σπεύσουν σε βοήθεια του Σάουαρ και να σώσουν την αιγυπτιακή ανεξαρτησία. Αποφασίστηκε λοιπόν μια τρίτη εκστρατεία. Αλλά πριν ξεκινήσουν οι Φράγκοι, ο Σιρκούχ είχε κιόλας διασχίσει με το στρατό του την απόσταση απ' τη Δαμασκό ως το Κάιρο. Είναι αλήθεια πως ο Αμαλάριχος με το φράγκικο στρατό έφτασε σχεδόν αμέσως ύστερ' απ' αυτόν (Φλεβάρης 1167). Ο Σάουαρ δέχτηκε τον βασιλιά της Ιερουσαλήμ σαν σωτήρα, ενώ μπροστά στην ένωση των αιγυπτιακών και των φράγκικων δυνάμεων, ο Σιρκούχ, παραιτούμενος απ' την πολιορκία του Καΐρου, έβαζε τον Νείλο ανάμεσα στους αντιπάλους του και στον εαυτό του και πήγαινε να καταλάβει θέσεις απέναντι στην Γκίζα. Ο Σάουαρ εγκατέστησε τους Φράγκους συμμάχους του στ' ανατολικά προάστια της πρωτεύουσας, για να την υπερασπίσει από κάθε αιφνιδιασμό του εχθρού.

Για να επισφραγίσει τη συμμαχία με τους Φράγκους φίλους του, ο Σάουαρ οργάνωσε την ακρόαση απ' τον αφέντη του, τον φατιμίδη χαλίφη, μιας πρεσβείας του βασιλιά Αμαλάριχου, με αρχηγό τον Ούγο της Καισάρειας. Το χρονικό του Γουλιέλμου της Τύρου μας περιγράφει την κατάπληξη του Λατίνου φεουδάρχη, καθώς διέσχιζε το παλάτι αυτό που θύμιζε τις Χίλιες και Μια Νύχτες. Διέσχισαν γαλαρίες με μαρμάρινες κολώνες ντυμένες με χρυσάφι, πέρασαν δίπλα από μαρμάρινες στέρνες γεμάτες τρεχούμενα νερά, άκουγαν το κελάδημα ενός πλήθους εξωτικών πουλιών με θαυμαστά χρώματα. Ύστερ' απ' τα κλουβιά με τα πουλιά, τους οδήγησαν να επισκεφτούν τα θηριοτροφεία, που ήταν γεμάτα με τετράποδα άγνωστα στα μέρη μας. Αφού πέρασαν από άπειρους διαδρόμους, έφτασαν στο καθαυτό παλάτι. Ένα χρυσοκέντητο παραπέτασμα φορτωμένο με πετράδια ανασηκώθηκε κ' εμφανίστηκε ο Χαλίφης στο χρυσό του θρόνο, ντυμένος μ' ένα αφάνταστα πλούσιο

Page 91: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ένδυμα». Ένας τύπος του Πρωτοκόλλου έφερε για μια στιγμή τους αυλικούς σε δύσκολη θέση. Για να επικυρώσει το σύμφωνο της φραγκοαιγυπτιακής φιλίας, ο Ούγος της Καισάρειας, θέλησε, σύμφωνα με τη φράγκικη συνήθεια, να σφίξει το χέρι του Χαλίφη. Οι αυλικοί σκανδαλίστηκαν στην αρχή από μια τέτοια ιεροσυλία. Ο Χαλίφης καταδέχτηκε στο τέλος, έχοντας την εξυπνάδα να χαμογελάσει γι' αυτό, σαν να επρόκειτο για μια παραξενιά βαρβάρου —η σωτηρία της δυναστείας άξιζε αυτή τη θυσία— και ο Ούγος της Καισάρειας γύρισε στο χριστιανικό στρατόπεδο ενθουσιασμένος απ' την αποστολή του.

Ο φραγκοαιγυπτιακός στρατός δοκίμασε να δώσει τέλος στον πόλεμο μ' ένα μονάχα πλήγμα, περνώντας αιφνιδιαστικά το Νείλο, για να αιφνιδιάσει τον Σιρκούχ στην Γκίζα, αλλά ο επιδέξιος πολέμαρχος απέφυγε να δώσει μάχη και κατευθύνθηκε προς την Άνω Αίγυπτο. Ο Αμαλάριχος κι ο Σάουαρ τον ακολούθησαν και τον ανάγκασαν να δεχτεί τη μάχη στο Μπαμπέιν (18 Μαρτίου 1167). Στο κέντρο, οι Φράγκοι, με αρχηγό τον ίδιο τον Αμαλάριχο, νίκησαν τον εχθρό, αλλά έκαναν το σφάλμα να παρασυρθούν πολύ μακριά καταδιώκοντας τους φυγάδες. Όταν γύρισαν πίσω στο πεδίο της μάχης, είδαν πως στην αριστερή τους πτέρυγα ο Σιρκούχ είχε διασκορπίσει τον αιγυπτιακό στρατό, παρ' όλα τα τμήματα στήριξης που 'χε φροντίσει ο Αμαλάριχος να παρεμβάλει. Βράδιαζε. Τα αποκομμένα τμήματα του φραγκοαιγυπτιακού στρατού προσπαθούσαν ν' ανασυνταχθούν χαμένα ανάμεσα στους αμμόλοφους. Ο Αμαλάριχος, για να τους συγκεντρώσει, έβαλε κ' έστησαν το λάβαρό του σ' ένα λοφίσκο που δέσποζε σ' όλη την περιοχή. Όταν συγκέντρωσε πάλι τους άντρες του, τους σύνταξε σε πυκνή φάλαγγα και βάδισε αποφασιστικά κατευθείαν ενάντια στο στρατό του Σιρκούχ, που προσπαθούσε να του φράξει το δρόμο του Νείλου. Μπροστά σ' αυτούς τους αποφασισμένους άντρες, ο Σιρκούχ δεν τόλμησε να ξαναρχίσει τη μάχη: άφησε το δρόμο ελεύθερο. Πιο καταπονημένος κ' έχοντας υποστεί μεγαλύτερες απώλειες απ' τους Φράγκους, δεν αποπειράθηκε ούτε καν να τους προλάβει στο δρόμο του Καΐρου, αλλά ενώ αυτοί ξανακατέβαιναν προς την αιγυπτιακή πρωτεύουσα, αυτός έσπευσε, με μιαν έμπνευση μεγάλου στρατηλάτη, να καταλάβει την Αλεξάνδρεια.

Η κατάληψη της Αλεξάνδρειας πρόσφερε στον Σιρκούχ μια στέρεη βάση στην Αίγυπτο. Ο Αμαλάριχος κι ο Σάουαρ κατάλαβαν όλη τη σοβαρότητα του γεγονότος. Έσπευσαν αμέσως ν' αποκλείσουν το μεγάλο παράκτιο οχυρό. Ο Σιρκούχ, για ν' αντιμετωπίσει το λιμό που προκάλεσε ο αποκλεισμός των Φράγκων, πήρε μια θαρραλέα απόφαση. Εμπιστευόμενος την άμυνα της Αλεξάνδρειας στον ανιψιό του, τον νεαρό Σαλαδίνο, βγήκε νύχτα απ' την πόλη και με τον υπόλοιπο στρατό του πήγε να βρει εφόδια στην Άνω Αίγυπτο. Στο μεταξύ, οι πλούσιοι έμποροι της Αλεξάνδρειας, καταλυπημένοι απ' τις καταστροφές των εξοχικών τους επαύλεων, όπως κι απ' τον ναυτικό αποκλεισμό που κατάστρεφε το εμπόριό τους, δε σκέφτονταν παρά πως να παραδοθούν. Ο Σαλαδίνος, με την πειστική ευγλωττία, που θα τον δούμε τόσο συχνά να χρησιμοποιεί, κατάφερε να τους πείσει να κάνουν υπομονή. Ο Σιρκούχ, που κατατοπίστηκε απ' αυτόν, πρότεινε ειρήνη. Θα 'δινε πίσω την Αλεξάνδρεια στον Σάουαρ και θα γύριζε στη Συρία, με τον όρο πως θα 'κανε το ίδιο κι ο Αμαλάριχος. Η συμφωνία κλείστηκε πάνω σ' αυτή τη βάση (Αύγουστος 1167). Αυτή η συμφωνία έδωσε αφορμή σε σκηνές γραφικής συναδέλφωσης ανάμεσα σε χτεσινούς πολιορκητές και πολιορκημένους μπροστά στην Αλεξάνδρεια. Οι κάτοικοι έρχονταν γεμάτοι περιέργεια να επισκεφθούν το στρατόπεδο των Φράγκων, όπου τους υποδέχονταν εγκάρδια. Οι Φράγκοι στρατιώτες πάλι πήραν την άδεια να επισκεφθούν ελεύθερα την πόλη. Ο Σαλαδίνος επισκέφθηκε τον Αμαλάριχο κ' έμεινε φιλοξενούμενός του πολλές μέρες. Όταν ο Σάουαρ κ' οι φίλοι του, αφού έγιναν κύριοι της Αλεξάνδρειας, άρχισαν να εκδικούνται εκείνους απ' τους κατοίκους, που στη διάρκεια της πολιορκίας είχαν δείξει αφοσίωση στον Σαλαδίνο, ο τελευταίος αυτός ζήτησε την επέμβαση του Αμαλάριχου, κι ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, ιπποτικά, πέτυχε απ' τους συμμάχους του γενική αμνηστία για όλο τον πληθυσμό. Ύστερ' από αίτηση του Σαλαδίνου, ο Αμαλάριχος παραχώρησε ακόμα και πλοία για να μεταφέρουν στη Συρία τους τραυματίες του στρατού του Σιρκούχ. Με τον υπόλοιπο στρατό του, ο Σιρκούχ ξαναπήρε δια ξηράς το δρόμο για τη Δαμασκό. Ακόμα περισσότερο απ' την πρώτη φορά, ήταν απαρηγόρητος που του 'χε ξεφύγει η Αίγυπτος σχεδόν μες απ' τα χέρια. Αντίθετα ο Αμαλάριχος, που τον είχε εμποδίσει, γύρισε στην Ιερουσαλήμ

Page 92: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

θριαμβευτής. Ο ικανός μονάρχης όχι μονάχα είχε σώσει την αιγυπτιακή ανεξαρτησία κ' είχε ανακόψει την ενοποίηση του μουσουλμανικού κόσμου, αλλά είχε πετύχει ακόμα απ' την κυβέρνηση του Καΐρου, που ήθελε να τον ευχαριστήσει για την επέμβασή του και να εξασφαλίσει την υποστήριξή του και στο μέλλον, να του πληρώνει ετήσια εισφορά 100.000 χρυσά νομίσματα. Κείνο το φθινόπωρο του 1167, είχε ιδρυθεί ένα πραγματικό φράγκικο προτεκτοράτο στην Αίγυπτο, που 'χε επιβληθεί χωρίς πίεση και μάλιστα ύστερ' από αίτηση των ίδιων των Αιγυπτίων.

Για να σταθεροποιήσει αυτά τα θαυμάσια αποτελέσματα, ο Αμαλάριχος Α' αποφάσισε να συσφίξει τη φραγκοβυζαντινή συμμαχία. Ακολουθώντας το παράδειγμα του προκατόχου του, ζήτησε το χέρι μιας αυτοκρατορικής πριγκίπισσας. Ο αυτοκράτορας Μανουήλ του έδωσε τη μικρανιψιά του Μαρία Κομνηνή, που αποβιβάστηκε στην Τύρο, τον Αύγουστο του 1167, και που οι γάμοι της έγιναν στην Ιερουσαλήμ, στις 29 του ίδιου μηνός.

Η Αυλή της Κωνσταντινούπολης είχε παρακολουθήσει με πολύ ενδιαφέρον την τελευταία εκστρατεία του Αμαλάριχου στην Αίγυπτο. Κ' είχε βγάλει το συμπέρασμα πως τίποτα δε θα 'ταν πιο εύκολο για τους χριστιανούς απ' το να καταλάβουν αυτή τη χώρα. Απ' τα 1168 πρότεινε στο βασιλιά της Ιερουσαλήμ μια κοινή εκστρατεία μ' αυτό το σκοπό. Έπειτα από αίτηση του Μανουήλ Κομνηνού, ο Αμαλάριχος έστειλε αμέσως στην Κωνσταντινούπολη τον Γουλιέλμο της Τύρου, που κατέστρωσε με τον Αυτοκράτορα ένα σχέδιο συντονισμένης δράσης. Συμφωνήθηκε πως τον επόμενο χρόνο οι βυζαντινές δυνάμεις θα 'ρχονταν να συνενωθούν με τις δυνάμεις του βασιλιά της Ιερουσαλήμ για να επιχειρήσουν την κατάχτηση του Δέλτα.

Δεν είναι σίγουρο αν μια τέτοια εκστρατεία, στην κατάσταση που βρισκόταν ο μουσουλμανικός κόσμος, θα 'ταν προτιμότερη απ' το φράγκικο προτεκτοράτο, έτσι που λειτουργούσε κιόλας στην Αίγυπτο. Παρά την προβλεπόμενη βοήθεια των Βυζαντινών, ήταν ίσως σα να εγκαταλείπεις τη σίγουρη λεία για μια σκιά. Πάντως θα 'πρεπε τουλάχιστο να περιμένουν αυτές τις ενισχύσεις. Από ένα μοιραίο λάθος, οι Φράγκοι, απ' τον Οκτώβρη του 1168, αποφάσισαν να ενεργήσουν μονάχοι τους. Ξέρουμε πως στο Συμβούλιο του Στέμματος, οι Ιωαννίτες, ένα μέρος των φεουδαρχών και όλοι οι νεοφερμένοι προσκυνητές υποστήριξαν με πάθος αυτή την άποψη. Ο Αμαλάριχος την καταπολέμησε για πολύν καιρό. Στο τέλος όμως άφησε δυστυχώς να παρασυρθεί. Ας αναφέρουμε για δικαιολογία του, πως σύμφωνα με τις πληροφορίες που έφταναν απ' το Κάιρο, ο βεζίρης Σάουαρ είχε αρχίσει να δυσανασχετεί τόσο απ' τη φράγκικη κηδεμονία, ώστε ν' αντιμετωπίζει μια καινούργια ανατροπή των συμμαχιών και μια μυστική προσέγγιση με τον Νουρ-εντ-Ντιν. Ο Αμαλάριχος ίσως να θέλησε να προλάβει την προδοσία απ' αυτή την πλευρά, κ' ίσως αυτό να εξηγεί γιατί δεν περίμενε την άφιξη των Βυζαντινών συμμάχων του για να δράσει.

Πάντως, όπως και να 'ταν, αφού αποφασίστηκε η εκστρατεία, την οδήγησε με τη συνηθισμένη του δραστηριότητα. Έφυγε απ' την Ασκάλωνα στις 20 του Οκτώβρη, έφτασε στην Μπίλμπεϊς την 1η του Νοέμβρη, και κατέλαβε την πόλη εξ εφόδου στις 4. Στις 13 εμφανιζόταν μπροστά στην παλιά πόλη του Καΐρου Φοστάτ. Ο Σάουαρ πήρε τότε μιαν απελπισμένη απόφαση, σαν αυτήν που πήρε στα 1812 ο Ραστόψιν στη Μόσχα. Για να εμποδίσει τους Φράγκους να εγκατασταθούν στο Φοστάτ, πυρπόλησε την πόλη. Μόλις φάνηκαν οι πρώτες φλόγες της πυρκαγιάς, ο απεσταλμένος του παρουσιάστηκε μπροστά στον Αμαλάριχο: «Κοίτα, ω βασιλιά, αυτό τον καπνό που ανεβαίνει προς τον ουρανό: είναι το Φοστάτ που καίγεται. Ρίξαμε 20.000 δοχεία νάφθα και 10.000 δαυλούς. Σε λίγες ώρες δε θα 'ναι παρά ένας σωρός ερειπίων! Δεν έχεις πια παρά να γυρίσεις πίσω!» Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ κατάλαβε πραγματικά πως η επιχείρησή του είχε αποτύχει. Δοκίμασε μονάχα να εξαργυρώσει την υποχώρησή του με μια καλή πολεμική αποζημίωση. Μόλις του κατέβαλαν την πρώτη δόση, εκκένωσε τη χώρα και γύρισε στην Παλαιστίνη.

Μπορούσε τώρα ν' αναμετρήσει όλη την έκταση του σφάλματος που τον είχαν αναγκάσει να διαπράξει. Αυτή η επίθεση ενάντια στον παλιό του προστατευόμενο Σάουαρ, επίθεση που για τον

Page 93: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

κόσμο έπαιρνε το χαραχτήρα προδοσίας, είχε προκαλέσει την ένωση όλου του μουσουλμανικού πληθυσμού ενάντια στους Φράγκους. Ο Σάουαρ βρισκόταν τώρα παραδομένος χωρίς αντίβαρο στην κηδεμονία του Νουρ-εντ-Ντιν. Πραγματικά, μόλις έγινε γνωστή η φράγκικη επίθεση, ο Νουρ-εντ-Ντιν έδωσε εντολή στον Σιρκούχ να γυρίσει στην Αίγυπτο. Ο γέρο-πολέμαρχος, που δεν περίμενε παρά αυτή την ευκαιρία, έφυγε εσπευσμένα. Στις 8 του Γενάρη του 1169, έμπαινε στο Κάιρο, όπου ο Σάουαρ έκανε πως τον δεχόταν με ειλικρινή χαρά. Στην πραγματικότητα ο ανήσυχος βεζίρης γύρευε να ξαναρχίσει το παιχνίδι της παλάντζας και να κερδίσει καιρό, αλλά ο καιρός των πανουργιών είχε περάσει. Στις 18 του Γενάρη, ο Σάουαρ έκανε έφιππος έναν περίπατο ως τον τάφο κάποιου μουσουλμάνου αγίου. Ο Σαλαδίνος, ανιψιός και υπαρχηγός του Σιρκούχ, προσφέρθηκε να τον συνοδέψει. Οι δυο άντρες κάλπαζαν πλάι-πλάι, όταν ξαφνικά ο Σαλαδίνος άρπαξε τον Σάουαρ απ' το σβέρκο, τον έριξε απ' τ' άλογο και τον συνέλαβε. Λίγες ώρες αργότερα ο δυστυχισμένος αποκεφαλιζόταν κι ο Σιρκούχ έπαιρνε τη θέση του και γινόταν βεζίρης. Όταν ο Σιρκούχ πέθανε, δυο μήνες αργότερα (23 Μαρτίου 1169), ο Σαλαδίνος τον διαδέχτηκε στη θέση του βεζίρη. Μ' αυτό το σεμνό τίτλο, που σεβόταν τη θεωρητική εξουσία που ασκούσαν οι χαλίφες - ακαμάτηδες του Οίκου των Φατιμιδών, ο νεαρός Κούρδος ήρωας έγινε κυβερνήτης της Αιγύπτου.

Έτσι η μοιραία φράγκικη εκστρατεία του 1168 δεν είχε καταλήξει παρά σε μια διπλωματική καταστροφή με ανυπολόγιστες συνέπειες. Αντί για μιαν Αίγυπτο υποτελή κι οπωσδήποτε ακίνδυνη, να που εγκαταστάθηκε επικεφαλής αυτής της χώρας ένας νέος αρχηγός, που η μεταγενέστερη ιστορία θ' αποκάλυπτε τη μεγαλοφυία του, πολεμιστής και πολιτικός πρώτης γραμμής, η ισχυρότερη φυσιογνωμία που ανέδειξε η μουσουλμανική κοινωνία σ' όλη τη διάρκεια των Σταυροφοριών. Κι ο Σαλαδίνος, κύριος της Αιγύπτου, εξακολουθούσε να θεωρεί τον εαυτό του σαν τοποτηρητή του Νουρ-εντ-Ντιν. Έτσι είχε αποκατασταθεί ξανά η μουσουλμανική ενότητα απ' τον Ευφράτη ως τη Νουβία. Αν ήθελαν να εμποδίσουν το στραγγαλισμό της φράγκικης Συρίας, έπρεπε με κάθε ουσία να βάλουν τέρμα σ' αυτή την κατάσταση, προτού προφτάσει να παγιωθεί, και ν' ανατρέψουν τον Σαλαδίνο. Ο Αμαλάριχος, επιστρέφοντας βιαστικά στο σχέδιο της φραγκοβυζαντινής συνεργασίας, ζήτησε γι' αυτό τη βοήθεια του αυτοκράτορα Μανουήλ Κομνηνού. Τον Ιούλιο του 1169, ο Αυτοκράτορας έστειλε έναν ισχυρό στόλο μ' ένα εκστρατευτικό σώμα κάτω απ' τις διαταγές του μεγάλου δούκα Κοντοστέφανου. Στις 16 του Οκτώβρη, ο φραγκοβυζαντινός στρατός, με αρχηγούς τον Αμαλάριχο και τον Κοντοστέφανο, έφυγε απ' την Ασκάλωνα για να καταλάβει το Δέλτα. Στο τέλος του μηνός άρχισε την πολιορκία της Δαμιέττης. Ο Σαλαδίνος όμως κατόρθωσε, με θαύματα επιτηδειότητας, ν' ανεφοδιάσει την πόλη, ενώ στο χριστιανικό στρατόπεδο άρχιζε η διχόνοια ανάμεσα σε Βυζαντινούς και Φράγκους. Οι διαφωνίες των συμμάχων έγιναν σύντομα τόσο σοβαρές και παρέλυσαν τόσο τις προσπάθειές τους, ώστε στις 13 του Δεκέμβρη, όλος ο χριστιανικός στρατός έλυνε την πολιορκία και εκκένωνε το Δέλτα.

Αυτή η εγκατάλειψη είχε σαν αποτέλεσμα να σταθεροποιήσει οριστικά την κατοχή της Αιγύπτου απ' τον Σαλαδίνο. Ο Σαλαδίνος επωφελήθηκε για να πάει ν' απειλήσει το βασίλειο της Ιερουσαλήμ απ' τη Γάζα, ενώ ο Νουρ-εντ-Ντιν πρόσβαλε το μεγάλο φράγκικο κάστρο του Κρακ του Μωάβ. Μπροστά στα πλήγματα αυτά ο Αμαλάριχος Α', λυπούμενος σίγουρα για τις παρεξηγήσεις της πολιορκίας της Δαμιέττης, αποφάσισε να συσφίξει τη φραγκοβυζαντινή συμμαχία και, στις 10 του Μάρτη του 1171, μπαρκάρισε ο ίδιος για την Κωνσταντινούπολη.

Ο Μανουήλ Κομνηνός επιφύλαξε στον φράγκο ηγεμόνα μεγαλόπρεπη υποδοχή. Όταν διαβάζει κανείς την περιγραφή της στο σύγχρονο χρονικό του Γουλιέλμου της Τύρου, δεν μπορεί παρά να νιώσει κάποια μελαγχολία, γιατί είναι πραγματικά η συνάντηση του τελευταίου μεγάλου βυζαντινού Αυτοκράτορα με τον τελευταίο βασιλιά της Ιερουσαλήμ, που άξιζε αυτό τον τίτλο. Μόλις αποβιβάστηκε, ο Αμαλάριχος οδηγήθηκε με μεγάλες τιμές στο παλάτι του Βουκολέοντα, που δεσπόζει πάνω απ' το λιμάνι. «Φτάνει κανείς σ' αυτό από μια μαρμάρινη κλίμακα, που κατεβαίνει ως την ακτή, και που έχει απ' τις δυο μεριές λιοντάρια και μαρμάρινες κολώνες πρωτόφαντης πολυτέλειας. Συνήθως αυτός ο δρόμος προορίζεται για τον αυτοκράτορα, αλλά χάρη σε ιδιαίτερη εύνοια, ο βασιλιάς μπήκε από κει». Έπειτα έρχεται η υποδοχή του Αμαλάριχου απ' τον Μανουήλ

Page 94: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

στη μεγάλη αίθουσα τελετών του Χρυσοτρικλίνου, η ιδιαίτερη συνομιλία των δυο ηγεμόνων, ενώ οι Φράγκοι φεουδάρχες περίμεναν ν' ανασυρθεί το παραπέτασμα του ιερού αυτού της αυτοκρατορικής βυζαντινής λατρείας, και να δουν τον βασιλιά τους καθισμένο σ' όλη του τη δόξα σε τιμητικό κάθισμα, δίπλα στην καθέδρα του Αυτοκράτορα, που σύμφωνα με το Πρωτόκολλο βρισκόταν πιο ψηλά.

Για πολλές βδομάδες ο Αμαλάριχος ήταν φιλοξενούμενος του βυζαντινού μονάρχη, που του έδειξε ένα προς ένα τα παλάτια και τις εκκλησίες του. Μια μέρα, ο Μανουήλ κάλεσε το βασιλιά και τους φεουδάρχες στους αγώνες του Ιπποδρόμου, στις παραστάσεις των χορευτριών και των μίμων. «Οι άνθρωποί μας τα 'χαν χαμένα», ομολογεί ο καλός Γουλιέλμος της Τύρου· τέλος ο Αμαλάριχος είχε την ιδιοτροπία να επισκεφτεί με καράβι το Βόσπορο, «τον βραχίονα του Αγίου Γεωργίου», ως την είσοδο της Μαύρης Θάλασσας, παρατηρώντας τα πάντα και ρωτώντας για όλα με τη γνωστή μας περιέργειά του.

Αυτές οι γιορτές αποτελούσαν τον εξωτερικό διάκοσμο των σοβαρών διπλωματικών συνομιλιών ανάμεσα στον Αμαλάριχο και στον Μανουήλ. Η πρόσφατη πείρα είχε αποδείξει στους δυο άντρες, πως η παλιά διένεξη ανάμεσα στην ελληνική ορθοδοξία και στους Λατίνους δεν ωφελούσε παρά το Ισλάμ. Παίρνοντας μάθημα απ' την αποτυχία της Δαμιέττης, αποφάσισαν να ετοιμάσουν μια καλύτερα συντονισμένη εκστρατεία για ν' αποσπάσουν την Αίγυπτο απ' τον Σαλαδίνο. Ο Αμαλάριχος, αποχαιρετώντας τον Αυτοκράτορα, έφερνε, γεμάτος ελπίδες πάλι, αυτό το μεγάλο σχέδιο στην Παλαιστίνη.

Οι περιστάσεις τούτη τη φορά φαίνονταν πιο ευνοϊκές. Για να ικανοποιήσει τον Νουρ-εντ-Ντιν, ο Σαλαδίνος, είναι αλήθεια, πως είχε καταργήσει, το Σεπτέμβρη του 1171, το φατιμιδικό χαλιφάτο του Καΐρου, βάζοντας έτσι τέλος στο μεγάλο θρησκευτικό σχίσμα, που από δυο αιώνες χώριζε το Ισλάμ. Όπως έλεγαν οι σουνίτες, είχε εξαλείψει την αίρεση. Αυτό όμως το μέτρο, που αφαιρούσε απ' τους Φράγκους τη δυνατότητα να επωφεληθούν απ' τις δογματικές διαμάχες του μουσουλμανικού κόσμου, είχε και την άλλη του πλευρά. Ο Σαλαδίνος, μια κ' είχε καταργηθεί το χαλιφάτο του Καΐρου, βρέθηκε κατ' ουσίαν, αν όχι και κατά τύπους, ο μοναδικός κύριος της χώρας, ο πραγματικός βασιλιάς της Αιγύπτου. Ανάμεσα σ' αυτόν, που τώρα πια ήταν τόσο ισχυρός ώστε κατ' ανάγκην θα φιλοδοξούσε την απόλυτη ανεξαρτησία, και στον Νουρ-εντ-Ντιν, που συνέχιζε να του συμπεριφέρεται σαν σε απλό τοποτηρητή του, οι σχέσεις δεν άργησαν να οξυνθούν. Η κεραυνοβόλα άνοδος του Σαλαδίνου άρχιζε να ενοχλεί το γέρο αταμπέγκ, που σκεφτόταν σοβαρά να οργανώσει μιαν εκστρατεία τιμωρίας ενάντια στον επαναστάτη στρατηγό. Ο Σαλαδίνος, πληροφορημένος γι' αυτούς τους σκοπούς, περιποιόταν τώρα τους Φράγκους. Όταν ο Νουρ-εντ-Ντιν τον καλούσε να συνεργαστεί εναντίον τους σε κάποια καινούργια κοινή επιχείρηση, απόφευγε ν' απαντήσει: το βασίλειο της Ιερουσαλήμ φαινόταν στον νέο αφέντη της Αιγύπτου σαν ένα, δοσμένο απ' το Θεό, ενδιάμεσο κράτος που τον προφύλασσε απ' την εκδίκηση του Νουρ-εντ-Ντιν. Ένας πολιτικός σαν τον Αμαλάριχο Α' μπορούσε να ξαναβρεί σ' αυτή την κατάσταση νέες δυνατότητες ελιγμών. Οι προοπτικές αυτές μεγάλωσαν ακόμα περισσότερο όταν, στις 15 του Μάη του 11 74, ο Νουρ-εντ-Ντιν πέθανε στη Δαμασκό, αφήνοντας για μοναδικό κληρονόμο του ένα παιδί έντεκα χρονών, τον Μελίκ ες-Σαλίχ. Δε χρειαζόταν να 'ναι κανείς προφήτης για να προβλέψει πως αυτό το μικρό αγόρι δε θα διατηρούσε την πατρική αυτοκρατορία. Ο βασιλιάς της Ιερουσαλήμ μπορούσε ή να γίνει προστάτης του ενάντια στις αρπαχτικές διαθέσεις του Σαλαδίνου, ή να μοιραστεί με τον Σαλαδίνο τη μουσουλμανική Συρία. Ο Αμαλάριχος γύριζε στο μυαλό του αυτές τις σκέψεις και, σύμφωνος με τους Βυζαντινούς συμμάχους του, προετοίμαζε μια καινούργια λύση του προβλήματος της Ανατολής, όταν η κακή μοίρα της φράγκικης Συρίας τον σταμάτησε σε πλήρη δράση. Στις 11 Ιουλίου του 1174, πέθανε από τύφο στην Ιερουσαλήμ, σε ηλικία τριάντα εννιά χρονών.

Page 95: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Χ ΠΡΟΣ ΤΟ ΔΡΑΜΑ ΤΩΝ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΩΝ

Βαλδουίνος Δ', ο λεπρός βασιλιάς

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΑΜΑΛΑΡΙΧΟΥ Α', ΑΥΤΗ την ώρα, ήταν σωστή καταστροφή. Ποτέ θάνατος δεν είχε σοβαρότερες συνέπειες στα πεπρωμένα μιας χώρας. Αυτός ο θαρραλέος πολιτικός είχε προσανατολίσει τη Σταυροφορία σε καινούργιους δρόμους, σε επιχειρήσεις απ' όπου ή θα 'βγαινε θριαμβεύτρια για πάντα, ή πληγωμένη θανάσιμα. Αφού είχε κατορθώσει για μια στιγμή να κάνει την Αίγυπτο φράγκικο προτεκτοράτο, είχε δει την ενέργειά του να στρέφεται εναντίον του, την Αίγυπτο να πέφτει στην εξουσία του φοβερότερου απ' τους μουσουλμάνους αρχηγούς, του μεγάλου Σαλαδίνου. Αλλά δεν είχε ειπωθεί η τελευταία λέξη· όλα μπορούσαν ακόμα να διορθωθούν. Ο Αμαλάριχος δεν πρόφτασε ν' αποδώσει όσα μπορούσε, όταν η Μοίρα, στην αποφασιστική στιγμή, τον απόσπασε βίαια απ' το έργο του. Ο θάνατός του άφηνε το πεδίον ελεύθερο για τον Σαλαδίνο. Αυτός επωφελήθηκε αμέσως για να κανονίσει, όπως του άρεσε, τη διαδοχή του Νουρ-εντ-Ντιν. Στις 25 του Νοέμβρη του 1174, παρουσιάστηκε μπροστά στη Δαμασκό, μπήκε χωρίς να συναντήσει αντίσταση και προσάρτησε τη μεγάλη πόλη. Το Χομς και η Χάμα είχαν την ίδια τύχη. Με εξαίρεση το Χαλέπι, που το άφησε ως τα 1183 στους αδύνατους κληρονόμους του Νουρ-εντ-Ντιν, ήταν κύριος της μουσουλμανικής Συρίας, όπως και της Αιγύπτου.

Τρομερή ανατροπή της κατάστασης. Την παραμονή ακόμα το φράγκικο βασίλειο της Ιερουσαλήμ, επωφελούμενο απ' την πολιτικοδογματική αντίθεση ανάμεσα στο φατιμιδικό χαλιφάτο του Καΐρου και στα τουρκικά βασίλεια της Συρίας του εσωτερικού, κ' ευνοούμενο στην ίδια τη Συρία απ' τον τουρκοαραβικό θρυμματισμό, παίζοντας όπως ήθελε με τη μουσουλμανική αναρχία, εμφανιζόταν σαν ο διαιτητής της Ανατολής. Αλλά να, απ' τη μια μέρα στην άλλη, έβλεπε πως στο μέλλον θα 'ταν κυκλωμένο από μιαν ισχυρή στρατιωτική μοναρχία, που τη διεύθυνε ένας μεγαλοφυής αρχηγός, έτοιμος να επωφεληθεί, αυτός τώρα, απ' όλες τις διχόνοιες των Φράγκων. Και για να δρέψει αυτή τη φοβερή κληρονομιά, ο Αμαλάριχος Α' δεν άφηνε παρά ένα γιο δεκατριών χρονών, τον Βαλδουίνο Δ'.

Ο νέος, που σ' αυτόν στηρίζονταν, τούτες τις δύσκολες ώρες, τα πεπρωμένα της υπερπόντιας Φραγκιάς, είναι αλήθεια πως έδειχνε να 'ναι ένας απ' τους πιο λαμπρούς εκπροσώπους αυτής της δυναστείας του Ανζού, που στη Δύση βρισκόταν τότε στην άνθησή της με τους Πλανταγενέτους. Ήταν, μας λέει ο Γουλιέλμος της Τύρου, ένα χαριτωμένο παιδί με εξαιρετικά χαρίσματα, ωραίο, ζωηρό, ανοιχτόκαρδο, ευκίνητο, τέλειος κιόλας καβαλάρης. Με μεγάλη πνευματική ευκαμψία και θαυμάσια μνήμη («ποτέ δεν ξεχνούσε μια προσβολή κι ακόμα λιγότερο μιαν ευεργεσία») μας παρουσιάζεται σαν ο πιο καλλιεργημένος απ' τους πρίγκιπες της οικογένειάς του. Από ηλικία εννιά χρονών του είχαν δώσει για παιδαγωγό τον μελλοντικό αρχιεπίσκοπο Γουλιέλμο της Τύρου, ουμανιστή και γνώστη των αραβικών, ιστορικό και πολιτικό, που αργότερα θα γινόταν καγκελάριος, και ξέρουμε απ' τη μαρτυρία του δασκάλου πως ο μαθητής επωφελούνταν θαυμάσια απ' τα μαθήματα και ιδιαίτερα των λατινικών γραμμάτων και της ιστορίας που τ' αγαπούσε με πάθος.

Απ' τις πρώτες όμως γραμμές του συγκινημένου πορτραίτου που φτιάχνει ο Γουλιέλμος της Τύρου για τον βασιλικό μαθητή του, βλέπουμε να διαφαίνεται μια βαθιά θλίψη. Αυτό το τόσο ωραίο, τόσο σοφό και τόσο καλλιεργημένο κιόλας παιδί, ήταν κρυφά προσβλημένο απ' τη φριχτή νόσο που του έδωσε την επωνυμία Βαλδουίνος ο Λεπρός. Ο Γουλιέλμος μας διηγείται πώς κατάλαβαν τη συμφορά, μια μέρα που ο νεαρός πρίγκιπας έπαιζε με τ' αλλά παιδιά, γιους των φεουδαρχών της Ιερουσαλήμ. «Συνέβαινε, στη βράση του παιχνιδιού, να γρατζουνούν τα χέρια τους, και τότε τα αλλά παιδιά φώναζαν. Μονάχα ο μικρός Βαλδουίνος δεν παραπονιόταν. Ο Γουλιέλμος απόρησε. Το παιδί απάντησε ότι δεν ένιωθε τίποτα. Τότε αντιλήφθηκαν πως η επιδερμίδα του ήταν πραγματικά αναίσθητη. Τον εμπιστεύτηκαν στους γιατρούς, αλλά η τέχνη τους αποδείχτηκε ανίκανη να τον θεραπεύσει». Ήταν τα πρώτα συμπτώματα της φοβερής αρρώστιας που, από χρόνο σε χρόνο, θα

Page 96: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

μετέβαλε αυτόν τον γεμάτο σφρίγος έφηβο σε ζωντανό πτώμα.

Η βασιλεία του δυστυχισμένου νέου απ' τα 1174 ως τα 1185 —ανάρρηση σε ηλικία δεκατριών χρονών, θάνατος στα είκοσι τέσσερα— δε θα 'ταν τελικά παρά μια αργή αγωνία, αλλά μια αγωνία που τον έβρισκε έφιππο, πρόσωπο με πρόσωπο με τον εχθρό, σε μια διαρκή υπερένταση απ' το συναίσθημα της βασιλικής αξιοπρέπειας, του χριστιανικού καθήκοντος και των ευθυνών του Στέμματος σ' αυτές τις τραγικές στιγμές, όπου το δράμα του βασιλιά ταυτιζόταν με το δράμα του βασιλείου. Κι όταν το κακό θα χειροτερέψει, όταν ο Λεπρός δε θα μπορεί ν' ανέβει στ' άλογο, θα βάζει ακόμα να τον κουβαλούν με το φορείο στο πεδίο της μάχης και η εμφάνιση αυτού του ετοιμοθάνατου πάνω στο φορείο θα τρέπει σε φυγή τους Μουσουλμάνους.

—οο0οο—

Απ' την επομένη του θανάτου του Αμαλάριχου, μετά τη στέψη του διαδόχου του στον Πανάγιο Τάφο, είχε αρχίσει η πάλη για την εξουσία γύρω απ' το άρρωστο παιδί. Ο αρχιδικαστής Μιλόν του Πλανσύ, που 'χε αναλάβει τη διακυβέρνηση, δεν άρεσε στους φεουδάρχες, για την έπαρσή του και τη σκληρότητά του. Τους τελευταίους μήνες του 1174, στη διάρκεια μιας παραμονής του στην Άκρα, καθώς περνούσε απ' το μεγάλο δρόμο, σούρουπο, τον σκότωσαν με πολλές στιλετιές και κανείς δεν ανακάλυψε τους δολοφόνους. Ο θάνατός του παρέδωσε την αντιβασιλεία στον κόμη της Τρίπολης Ραϋμόνδο Γ'! Περίεργη μορφή αυτός ο τελευταίος αντιπρόσωπος της τουλουζάνικης δυναστείας, που τρία τέταρτα του αιώνα νωρίτερα είχε έρθει κ' είχε ιδρύσει μια νοτιογαλλική κομητεία στη Λιβανέζικη Ριβιέρα. Δεν ήταν μονάχα ο ισχυρότερος υποτελής του βασιλείου (στην κομητεία του της Τρίπολης πρόσθεσε, χάρη στη γυναίκα του, το φέουδο της Τιβεριάδας ή Γαλιλαίας), αλλά ακόμα και ξάδερφος του βασιλιά και μάλιστα ένας απ' τους πιο κοντινούς συγγενείς του: εγγονός απ' τη μητέρα του του βασιλιά Βαλδουίνου Β', μπορούσε σε περίπτωση θανάτου του λεπρού παιδιού, ν' απαιτήσει το Στέμμα. Ο Γουλιέλμος της Τύρου, που τον εκτιμά σαν πολιτικό, μας άφησε ένα πολύ ζωντανό πορτραίτο του. Λεπτός και αδύνατος, αν κ' είχε αρκετά φαρδιούς ώμους, μ' ένα ωραίο μεγάλο πρόσωπο, μύτη κάπως μακριά, μαλλιά μαύρα και ίσια, μάτια ζωηρά και διαπεραστικά, ήταν μετρημένος σ' όλα, στα λόγια όπως και στο φαΐ, γεμάτος ορθοφροσύνη, συνετός και διορατικός στις δουλειές, χωρίς περηφάνια, πιο γενναιόδωρος με τους ξένους παρά με τους δικούς του και κοντά στ' άλλα πολύ γραμματισμένος. Παρακολουθούσε με μεγάλο ενδιαφέρον ό,τι συνέβαινε στην ισλαμική γη. Γνωρίζοντας καλά, από προσωπική πείρα, το μουσουλμανικό περιβάλλον (είχε περάσει οχτώ χρόνια αιχμάλωτος στο Χαλέπι) είχε διατηρήσει συμπάθειες, που απ' αυτές θα επωφεληθεί η χριστιανική χώρα. Ο ίδιος ο Σαλαδίνος θα 'χει σχέσεις προσωπικής φιλίας μαζί του. Κάτω απ' τις συκοφαντίες του κόμματος των Ναϊτών και του κόμματος των Λουζινιάν, ο ιστορικός διακρίνει σ' αυτόν τον γεννημένο πολιτικό, τον πραγματικό κληρονόμο των ηγεμόνων της Βουλώνης, των Αρδενών και του Ανζού, που με τη συνετή τους πολιτική είχαν ιδρύσει, στο πρώτο μισό του Δωδέκατου Αιώνα, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Το πολύ να παρατηρήσουμε σ' αυτόν (αλλά μπροστά στη στρατιωτική υπεροχή του ενωμένου πια Ισλάμ μπορούσε να υπάρξει άλλη στάση;) μια πλήρη υποταγή του ιπποτικού χαραχτήρα κι όλου του ρομαντισμού της Σταυροφορίας στον πιο μετρημένο ρεαλισμό.

Για την ώρα, στο βασίλειο της Ιερουσαλήμ που κινδύνευε, επικρατούσε ο ρεαλισμός, κι αυτή ακριβώς η συντηρητικότητα έκανε τους φεουδάρχες και τους ιεράρχες ν' ανακηρύξουν παμψηφεί τον Ραϋμόνδο Γ', στα τέλη του 1171, αντιβασιλέα στο παρλαμέντο που συγκροτήθηκε στην Ιερουσαλήμ, «προς μεγάλη χαρά του λαού». Αλλά σ' αυτή τη δυστυχισμένη Φραγκιά της Ανατολής, που νοσούσε από κατάχρηση πολιτικής, η δράση των κομμάτων δε θ' αργούσε να καταστρέψει αυτές τις ευνοϊκές διαθέσεις. Επειδή, σε περίπτωση θανάτου του λεπρού παιδιού, ο κόμης της Τρίπολης μπορούσε νόμιμα να εμφανιστεί σαν μνηστήρας του Θρόνου, θα υποπτεύονται την αφοσίωσή του. Η διπλωματική του σύνεση, οι χρήσιμες σχέσεις του με τον Σαλαδίνο θα δώσουν αφορμή να τον υποπτευθούν για ισλαμόφιλο ακόμα και για προδότη. Παρ' όλ' αυτά, μόλις ανέλαβε την εξουσία αντιμετώπισε το Ισλάμ με μεγάλη επιδεξιότητα. Το χειμώνα του 1174 - 75, ο Σαλαδίνος

Page 97: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πολιόρκησε το Χαλέπι. Είδαμε πως αυτή η πόλη ήταν το μόνο τμήμα της μουσουλμανικής Συρίας, που ο Κούρδος καταχτητής είχε αφήσει στην οικογένεια του Νουρ-εντ-Ντιν. Αν κατόρθωνε να καταλάβει την πόλη, αν στην Αίγυπτο και στη Δαμασκό πρόσθετε και το Χαλέπι, θα πραγματοποιούταν η μουσουλμανική ενότητα απ' το Σουδάν ως τον Ευφράτη. Μπροστά σ' αυτή την απειλή, οι Τούρκοι του Χαλεπιού κάλεσαν τους Φράγκους. Ο κόμης της Τρίπολης πρόστρεξε και μ' ένα γοργό αντιπερισπασμό στο Χομς, ανάγκασε τον Σαλαδίνο να λύσει την πολιορκία (Φλεβάρης 1175). Ενώ ο αντιβασιλέας ήταν απασχολημένος στο Βορρά, στην Παλαιστίνη, το παιδί - βασιλιάς δεν αδρανούσε. Αυτή την ίδια χρονιά, στα 1175, την εποχή του θερισμού, μπήκε επί κεφαλής των ανδρών του (ήταν τότε δεκατεσσάρων χρονών κ' η αρρώστια δεν τον είχε ακόμα καταβάλει σωματικά) και οδήγησε μια λαμπρή έφιππη επιδρομή πέρα απ' τον ορεινό όγκο του Έρμωνα ως την Νταρέγια, κάπου πέντε χιλιόμετρα απ' τη Δαμασκό. Ο Σαλαδίνος, μπροστά στην προοπτική ενός διμέτωπου αγώνα, στα βόρεια ενάντια στους Τούρκους του Χαλεπιού, στα νότια και στα δυτικά ενάντια στους Φράγκους, αποφάσισε να κλείσει ειρήνη με τους τελευταίους.

Παρ' όλ' αυτά δεν επρόκειτο παρά για μιαν αναβολή. Επιθυμώντας να ολοκληρώσει την ενότητα της μουσουλμανικής Συρίας, ο Σαλαδίνος, τον Ιούλιο του 1176, ξαναπήγε να πολιορκήσει το Χαλέπι. Ο νεαρός Βαλδουίνος Δ' ξεκίνησε αμέσως σε εκστρατεία για έναν καινούργιο αντιπερισπασμό, αυτή τη φορά προς την κατεύθυνση της εύφορης κοιλάδας της Μπεκά, «τόσο πλούσια γη, λέει το Ηράκλειον, που ρέει μέλι και γάλα». Αφού νίκησε κοντά στο Αντζάρ ένα δαμασκηνό σώμα στρατού, ο Βαλδουίνος ξανάφερε «με μεγάλη χαρά» τους ιππότες του ως την Τύρο, όπου μοίρασαν τη λεία. Έτσι, ακόμα και την εποχή που βασίλευε ο άμοιρος λεπρός έφηβος, ακόμα κι όταν η μουσουλμανική ενότητα είχε αποκατασταθεί κατά τα τρία τέταρτα, οι Φράγκοι αντιμετώπιζαν μ' επιτυχία το Ισλάμ.

—οο0οο—

Η λαμπρή νίκη του νεαρού ηγεμόνα στην Μπεκά δεν μπορεί παρά να μας κάνει να λυπηθούμε περισσότερο για την ανίατη αρρώστια του. Επειδή χειροτέρευε η κατάστασή του, δεν είχε καμιά ελπίδα γάμου· την επομένη κιόλας της νίκης του ήταν υποχρεωμένος να κανονίσει, σα να 'ταν ετοιμοθάνατος, τις υποθέσεις της διαδοχής του. Βέβαια ο ξάδερφός του, ο κόμης Ραϋμόνδος Γ' της Τρίπολης, θα 'χε όλα τα προσόντα για ν' αναλάβει τη βαριά κληρονομιά. Αλλά επειδή δεν ίσχυε εδώ ο σαλικός νόμος, τα δικαιώματά του έρχονταν μονάχα μετά τα δικαιώματα των δυο αδερφών του Βαλδουίνου Δ', της Σίβυλλας και της Ισαβέλλας. Στη Σίβυλλα, τη μεγαλύτερη, βασιζόταν ιδιαίτερα το μέλλον της δυναστείας και απ' την εκλογή του άντρα της εξαρτιόταν το μέλλον του βασιλείου.

Η εκλογή του Βαλδουίνου και των συμβούλων του έπεσε στον Πιεμοντέζο βαρόνο Γουλιέλμο Λογκ-Επέ (Μακροσπάθη) γιο του μαρκήσιου της Μονφεράτης. Στις αρχές Οκτώβρη του 1176, ο ξανθός νέος, ένας απ' τους πιο όμορφους και τους πιο γενναίους ιππότες της εποχής του, αποβιβαζόταν στη Σιδώνα και μέσα σε λαμπρές τελετές παντρευόταν την πριγκίπισσα Σίβυλλα. Αλλά η Μοίρα εξακολουθούσε να καταδιώκει την υπερπόντια Φραγκιά και σε λίγους μήνες ο Γουλιέλμος πέθανε από ελονοσία στην Ασκάλωνα και το πρόβλημα της διαδοχής έμενε πάλι ανοιχτό (Ιούνιος 1177).

Στο μεταξύ αποβιβαζόταν στην Παλαιστίνη μ' επιβλητική συνοδεία ένας διάσημος σταυροφόρος, ο κόμης της Φλάνδρας Φίλιππος της Αλσατίας. Ο Βαλδουίνος Δ', που ήταν πρώτος ξάδερφός του, τον δέχτηκε σαν σωτήρα. Απ' τον Ροβέρτο Β', τον ηραία της πρώτης Σταυροφορίας, ως τον Τιερύ της Αλσατίας, η Φλάνδρα είχε παίξει σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της φράγκικης Συρίας. Ακριβώς την ίδια στιγμή ο βυζαντινός αυτοκράτορας Μανουήλ Κομνηνός, εκτελώντας τις υποσχέσεις που είχε δώσει στον μακαρίτη βασιλιά Αμαλάριχο, ανάγγειλε την αποστολή μιας Αρμάδας που θα συνεργαζόταν με τους Φράγκους για μια καινούργια απόβαση στην Αίγυπτο Ο Φίλιππος όμως αρνήθηκε να πάρει μέρος σε μιαν εκστρατεία που τη θεωρούσε επισφαλή. Σίγουρα η τελική αποτυχία του βασιλιά Αμαλάριχου δεν ήταν καθόλου ενθαρρυντική. Είναι όμως επίσης αλήθεια πως μονάχα στην Αίγυπτο μπορούσε να κλονιστεί η αυτοκρατορία του Σαλαδίνου, με τον όρο, εννοείται, ότι οι Φράγκοι και οι Βυζαντινοί θα συνεργάζονταν με τον ίδιο ζήλο στις επιχειρήσεις. Η Αυλή της

Page 98: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Κωνσταντινούπολης, που 'χε συνετισθεί απ' αυτά τα γεγονότα, είχε επιτέλους αποφασίσει να καταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια, αλλά παρ' όλες τις παθητικές παρακλήσεις του Λεπρού Βασιλιά, ο Φίλιππος της Αλσατίας επέμενε στην άρνησή του. Οι Βυζαντινοί ναύαρχοι ξαναμπάρκαραν δυσαρεστημένοι. Όσο για τον Φίλιππο, αντί να επιτεθεί ενάντια στον Σαλαδίνο στο αδύνατό του σημείο, στο Δέλτα, έφυγε για να πολεμήσει στη Βόρεια Συρία, αφού πήρε απ' τον Βαλδουίνο Δ' αυθαίρετα τα καλύτερα στρατεύματα του βασιλείου. Ο Σαλαδίνος κατάλαβε τότε πως η Παλαιστίνη είχε απογυμνωθεί από υπερασπιστές. Φεύγοντας αμέσως απ' την Αίγυπτο με το ιππικό του, οδήγησε μια κεραυνοβόλο επιδρομή προς την Ασκάλωνα, τον κυριότερο προμαχώνα της φράγκικης ισχύος στα νοτιοδυτικά.

Σ' αυτή την αγωνιώδη κατάσταση, ο νεαρός βασιλιάς αναδείχτηκε πραγματικός ήρωας. Ο στρατός του, που τον είχε δανείσει στον κόμη της Φλάνδρας, πολεμούσε πολύ μακριά, ανάμεσα στην Αντιόχεια και στο Χαλέπι. Ο Βαλδουίνος διέθετε μονάχα τετρακόσους άντρες. Συγκεντρώνοντας όσους μπόρεσε, ξεκίνησε με τον Τίμιο Σταυρό να συναντήσει τον επιδρομέα. Η πορεία του υπήρξε τόσο γρήγορη, που πρόλαβε τον Σαλαδίνο στην Ασκάλωνα. Μόλις ο Βαλδουίνος είχε μπει στην πόλη, ο αιγυπτιακός στρατός, από είκοσι έξι χιλιάδες άντρες, κατέφθασε και τον κύκλωσε. Η κατάσταση των Φράγκων φαινόταν τόσο απελπιστική που ο Σαλαδίνος, περιφρονώντας τον άθλιο μικρό στρατό τους, που η παράδοσή του φαινόταν ζήτημα ωρών, αποφάσισε, αφήνοντας μπροστά στην Ασκάλωνα ένα μικρό τμήμα, να βαδίσει προς την Ιουδαία, ίσως ακόμα και ως την Ιερουσαλήμ, που ήταν άδεια από υπερασπιστές. Περνώντας μες απ' την πεδιάδα που απλώνεται απ' την Ασκάλωνα ως τη Ράμλε, έκαιγε τα χωριά και λεηλατούσε τ' αγροκτήματα, αφήνοντας τους καβαλάρηδες του να πλουτίζουν απ' τη λεηλασία ολόκληρης της χώρας. Στη θριαμβευτική χωρίς εμπόδια πορεία του, είχε φτάσει, σύμφωνα με μερικούς χρονογράφους, κοντά στο Τελ Τζεζέρ, το Μονζιζάρ των Φράγκων, κατ' άλλους μονάχα μπροστά στο Τελ Σεφί, την Μπλανς Γκαρντ των Σταυροφόρων, στην είσοδο της Κοιλάδας των Τεριβίνθων κ' ετοιμαζόταν να περάσει το στρατό του απ' την κοίτη ενός ξεροπόταμου όταν, κατάπληχτος, είδε να ξεπετάγεται μπροστά του, από κει που καθόλου δεν το περίμενε, τον φράγκικο εκείνο στρατό, που τον θεωρούσε εγκλωβισμένο στα τείχη της Ασκάλωνας (25 του Νοέμβρη του 1177).

Είχε κάνει το λογαριασμό του χωρίς τον Βαλδουίνο Δ'. Μόλις ο Βαλδουίνος, πάνω απ' τους πύργους της Ασκάλωνας, διαπίστωσε την αναχώρηση του Σαλαδίνου, βγήκε έξω απ' την πόλη με το μικρό του στρατό, αλλά αντί ν' ακολουθήσει τον εχθρό στο μεγάλο δρόμο της Ιερουσαλήμ, είχε κάνει έναν κύκλο προς βορρά, κατά μήκος της ακτής, για να γυρίσει έπειτα νοτιοανατολικά, ακολουθώντας την πορεία των Μουσουλμάνων. Ένας φλογερός πόθος εκδίκησης φούσκωνε τις καρδιές του μικρού στρατεύματος, καθώς διέσχιζε την πυρπολημένη απ' τις εχθρικές καταδρομές ύπαιθρο. Κοντά στη Ράμλε διέκριναν τις μουσουλμανικές φάλαγγες που κατέβαιναν στην κοίτη του ξεροπόταμου. Σ' άλλη περίπτωση οι Φράγκοι ιππότες ίσως να δίσταζαν μπροστά στην απίστευτη αριθμητική υπεροχή του εχθρού, η φλόγα όμως των πρώτων σταυροφόρων ενέπνεε το Λεπρό Βασιλιά. «Ο Θεός, που αποκαλύπτει τη δύναμή του μέσω των αδυνάτων, γράφει ο Μιχαήλ ο Σύρος, ενέπνεε τον ανάπηρο βασιλιά. Κατέβηκε απ' τ' άλογό του, προσκύνησε το Σταυρό και προσευχήθηκε με δάκρυα. Βλέποντάς τον, η καρδιά όλων των στρατιωτών συγκινήθηκε· ορκίστηκαν στο Σταυρό να μην υποχωρήσουν σε καμιά περίπτωση και να θεωρήσουν προδότη όποιον θα 'δειχνε τα νώτα στον εχθρό. Ξανανέβηκαν στ' άλογα κ' επιτέθηκαν». Στην πρώτη γραμμή υψωνόταν ο Τίμιος Σταυρός, που τον κρατούσε ο επίσκοπος Ωμπέρ της Βηθλεέμ και που για μιαν ακόμα φορά επρόκειτο να κυριαρχήσει στο πεδίο της μάχης· αργότερα οι χριστιανοί πολεμιστές είχαν την εντύπωση πως μέσα στη μάχη τούς είχε εμφανιστεί τεράστιος, ν' αγγίζει τον ουρανό. Οι χρονογράφοι μας δείχνουν τον Βαλδουίνο Δ' και τους τρακόσους ιππότες του να βυθίζονται και να χάνονται για μια στιγμή μέσα στη μάζα των μουσουλμανικών δυνάμεων, που προσπαθούσαν ν' ανασυνταχθούν μέσα στη ρεματιά. Οι Μουσουλμάνοι, που στην αρχή νόμιζαν πως θα τους συνθλίψουν με τον όγκο τους, άρχισαν σύντομα να τα χάνουν μπροστά στη φράγκικη μανία. «Το πέρασμα, λέει το Βιβλίο των δυο Κήπων, ήταν γεμάτο με τις αποσκευές του στρατού. Ξαφνικά ξεπετάχτηκαν οι ίλες των Φράγκων, ευκίνητες σαν λύκοι και γαβγίζοντας, σαν σκύλοι. Όρμησαν όλοι μαζί, σαν πύρινες φλόγες. Οι

Page 99: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μουσουλμάνοι τράπηκαν σε φυγή». Ο Σαλαδίνος, ο σουλτάνος της Αιγύπτου και της Δαμασκού, με τις χιλιάδες τους Τούρκους, Κούρδους, Άραβες και Σουδανέζους, έφευγε προτροπάδην μπροστά στους τρακόσους ιππότες του λεπρού εφήβου.

Φυγή αλλόφρον. Πετώντας αποσκευές, κράνη και όπλα, κάλπαζαν μέσα απ' την έρημο του Αμαλήκ κατευθείαν προς το ρυάκι της Αιγύπτου και το Δέλτα. Δυο ολάκερες μέρες, ο Βαλδουίνος μάζευε σ' όλα τα μονοπάτια αμέτρητα λάφυρα, έπειτα γύρισε στην Ιερουσαλήμ σε θριαμβευτική πομπή. Πραγματικά, ποτέ δεν είχε κερδηθεί ωραιότερη χριστιανική νίκη στην Ανατολή και καθώς απουσίαζαν ο κόμης της Φλάνδρας και ο κόμης της Τρίπολης, όλη η τιμή ανήκε στον ηρωισμό του βασιλιά, που τα δεκαεφτά του χρόνια, θριαμβεύοντας για μια στιγμή πάνω στην αρρώστια που κατάτρωγε το κορμί του, εξισώνονταν με την ωριμότητα ενός Γοδεφρείδου του Μπουγιόν ή ενός Ταγκρέδου.

Ο Βαλδουίνος επωφελήθηκε απ' τη νίκη του για να εξασφαλίσει τη Γαλιλαία απ' τις επιδρομές που προέρχονταν απ' τη Δαμασκό. Τον Οκτώβρη του 1178, ύψωσε στον Πόρο του Ιακώβ, στις όχθες του άνω Ιορδάνη, ένα δυνατό κάστρο για να δεσπόζει πάνω στον ιστορικό δρόμο, που οδηγεί απ' την Τιβεριάδα στην Κουνέτρα. Πιο βόρεια, στις πηγές του Ιορδάνη, διεκδικούσε απ' τους Δαμασκηνούς την περιοχή του Μπανιγιάς, του παλιού ακριτικού οχυρού που 'χε χαθεί πριν από λίγο. Τον Απρίλη του 1179, ενώ εκτελούσε με τον κοντόσταυλο Ονφρουά του Τορόν, προς αυτή την κατεύθυνση, μια κάπως παρακινδυνευμένη επιδρομή, αιφνιδιάστηκε από στρατεύματα της Δαμασκού. Ο γέρος κοντόσταυλος, υπεύθυνος για την απερισκεψία, έσωσε τον νεαρό βασιλιά. Καλύπτοντας με το σώμα του την υποχώρηση του νεαρού ηγεμόνα, γέμισε πληγές, αλλά συγκράτησε τον εχθρό κ' ήρθε να πεθάνει, αφού έσωσε έτσι την τιμή του, στον πύργο του τού Χουνίν. Στο μεταξύ, ο Σαλαδίνος, που 'χε γυρίσει απ' την Αίγυπτο μ' έναν νέο στρατό, προετοίμαζε απ' το Μπανιγιάς την εισβολή στη Γαλιλαία. Θαρραλέα, ο Βαλδουίνος Δ' αποφάσισε να τον προλάβει. Μπαίνοντας επικεφαλής των ιπποτών του και συνοδευόμενος απ' τον κόμη της Τρίπολης, κάλπασε ως την είσοδο του Μαρτζ Αγιούν, του «λειμώνα», που βρίσκεται ανάμεσα στη μεγάλη καμπή του ποταμού Λιτάνι και του δάσους του Μπανιγιάς, όπου, απ' τα υψώματα του Χουνίν, είδε τις εχθρικές μάζες να συγκεντρώνονται, ενώ οι ομάδες ανεφοδιασμού τους γύριζαν από καρποφόρες επιδρομές μέσα απ' τη Φοινίκη. Επαναλαμβάνοντας τον αιφνιδιασμό του Μονζιζάρ και της Μπλανς Γκαρντ, ο Βαλδουίνος ρίχτηκε στα μεμονωμένα αυτά τμήματα και τα έτρεψε σε φυγή. Δυστυχώς, στην εσπευσμένη κάθοδό του απ' το βουνό, οι ιππότες είχαν σκορπίσει κάπως. Απ' το στρατηγείο του Μπανιγιάς, ο Σαλαδίνος είχε τον καιρό να προστρέξει μ' όλο τον όγκο των δυνάμεών του. Συγκεντρώνοντας τους φυγάδες, έπεσε πάνω στο λαχανιασμένο φράγκικο ιππικό κ' ύστερ' από μιαν άγρια συμπλοκή, το έτρεψε με τη σειρά του σε φυγή. Ο Βαλδουίνος Δ' και ο κόμης της Τρίπολης κατόρθωσαν να διαφύγουν, αλλά ο αριθμός των νεκρών και των αιχμαλώτων ήταν σημαντικός (10 Ιουνίου 1179). Λίγες βδομάδες αργότερα, ο Σαλαδίνος πήγε κι ανάσκαψε το κάστρο του Πόρου του Ιακώβ. Πάνω σ' αυτό όμως σταμάτησαν οι εχθροπραξίες. Τον άλλο χρόνο ο Σαλαδίνος κι ο Βαλδουίνος Δ' υπέγραψαν μιαν ανακωχή, που μπορούσε ν' ανανεώνεται, πράγμα που στο φραγκομουσουλμανικό Δίκαιο της εποχής εκείνης ισοδυναμούσε με ειρήνη. Με λίγα λόγια, αυτά τα τρία χρόνια ο Λεπρός Βασιλιάς είχε αντιμετωπίσει τον φοβερό σουλτάνο και η συμφωνία του 1180 καθιέρωνε το status quo.

—οο0οο—

Δυστυχώς η κατάσταση του Βαλδουίνου Δ' χειροτέρευε. Η λέπρα εκδηλωνόταν μ' όλη την απαίσια μορφή της. Με τα στίγματα της νόσου χειροτέρευε κι ο χαραχτήρας του ηρωικού νέου. Είχε τώρα κρίσεις καχυποψίας απέναντι στο περιβάλλον του. Στα 1180, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας και ο κόμης της Τρίπολης ξεκίνησαν για να προσκυνήσουν τον Πανάγιο Τάφο, αυτός όμως φαντάστηκε πως ήθελαν να επωφεληθούν απ' τη σωματική του κατάρρευση για να τον καθαιρέσουν. Ανησυχίες αρρώστου, που έδειχναν όμως πόσο αναγκαίος γινόταν ένας επίσημος διακανονισμός της διαδοχής του Θρόνου. Κληρονόμος ήταν πάντα η μεγαλύτερη του αδερφή, η Σίβυλλα, που ο άντρας της, ο

Page 100: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Γουλιέλμος της Μομφεράτης, είχε πεθάνει μερικούς μήνες ύστερ' απ' το γάμο, αφήνοντάς την έγκυο μ' ένα γιο, τον μελλοντικό Βαλδουίνο Ε'. Μια και ο Λεπρός Βασιλιάς μπορούσε να πεθάνει απ' τη μια στιγμή στην άλλη κ' επειδή προβλέπανε μια μακρά αντιβασιλεία, έπρεπε η πριγκίπισσα να ξαναπαντρευτεί το συντομότερο. Αναζητούσαν λοιπόν ανάμεσα στις οικογένειες των ηγεμόνων της Δύσης έναν κατάλληλο σύζυγο για τη Σίβυλλα, όταν εκείνη τους πληροφόρησε πως η καρδιά της είχε κάνει κιόλας την εκλογή, χωρίς να λογαριάζει τους υπολογισμούς της πολιτικής.

Ο ευτυχισμένος εκλεκτός ήταν ένας απλός δευτερότοκος γιος μιας οικογένειας του Πουατού, χωρίς προσωπική περιουσία και φήμη, ο Γκυ του Λουζινιάν. Απ' την άφιξή του στην Παλαιστίνη, η ωραία του εμφάνιση, οι κομψοί του τρόποι, είχαν προκαλέσει την καλύτερη εντύπωση στη νεαρή χήρα. Η πλήξη της, ο ρομαντικός και παθιάρικος χαραχτήρας της σαν Φράγκισσας κρεολής, είχε συντελέσει στην προσέγγισή τους. Αν πιστέψουμε τους κακόβουλους χρονογράφους, αφέθηκε να παρασυρθεί ως το σημείο που ο γάμος ήταν πια απαραίτητος... Ο Βαλδουίνος Δ', που περνούσε τότε σοβαρή κρίση, δεν είχε τη δύναμη ν' αντισταθεί στις πιεστικές παρακλήσεις της αδερφής του. Δέχτηκε την ένωση των ερωτευμένων δίνοντας σαν φέουδο στον Γκυ την κομητεία της Γιάφας και της Ασκάλωνας (1180).

Το ρομάντζο αυτό επρόκειτο να 'χει καταστρεπτικές πολιτικές συνέπειες. Δευτερότοκος γιος χωρίς περιουσία, χωρίς δεσμό με τους ευγενείς της Συρίας, που θα τον θεωρούν πάντα σαν ξένο και νεοαναδειχθέντα, υποδειγμένο απ' την ιδιοτροπία μιας ερωτευμένης γυναίκας και την κόπωση ενός άρρωστου βασιλιά, μην έχοντας τέλος άλλο τίτλο για την ανύψωσή του παρά μονάχα το ότι ήταν ο ωραιότερος άντρας της εποχής του, ο Γκυ ζημιωνόταν ακόμα κι απ' τα προτερήματά του. Η φυσική του αφέλεια, όπως την υμνεί ο ποιητής Αμβρόσιος, θεωρούνταν «μωρία». Ακόμα και στην ίδια του την οικογένεια τον θεωρούσαν λίγο ανόητο, κι όταν έμαθαν ότι ο «Γκυγιόν» (ο μικρός Γκυ), ο μικρός αδερφός, επρόκειτο, χάρη στον κεραυνοβόλο έρωτα μιας ιδιότροπης βασίλισσας, να κερδίσει ένα στέμμα, ο μεγάλος του αδερφός έσκασε στα γέλια: «Αν ο Γκυ γίνει βασιλιάς, γιατί να μη γίνει και Θεός;» Πραγματικά, μια τόσο επιπόλαιη εκλογή, σε μια τόσο τραγική στιγμή, όταν ο Λεπρός Βασιλιάς βάδιζε προς τον τάφο, όταν η Αίγυπτος και η Δαμασκός είχαν ενωθεί κάτω απ' το χαλύβδινο χέρι του Σαλαδίνου, αποτελούσε πραγματική πρόκληση προς την τύχη. Επιπλέον η Ισαβέλλα, η μικρότερη αδερφή του Βαλδουίνου Δ' και της Σίβυλλας, θα παντρευόταν σε λίγο ένα άλλο ομορφόπαιδο, τον Ονφρουά Δ' του Τορόν, που αν και καταγόταν από μια γενιά ηρώων, ήταν ένα «πουλάρι», ακόμα πιο ασήμαντος, το ίδιο αδύνατος ηθικά και σωματικά, ανίκανος, όπως θα δούμε, να παίξει και τον παραμικρότερο ρόλο.

Στο μεταξύ, η κατάσταση του Λεπρού Βασιλιά χειροτέρευε από μέρα σε μέρα. «Φαινόταν πως είχε σαπίσει ολόκληρος και πως τα μέλη του κόντευαν να πέσουν». Στη φάση αυτή της αρρώστιας του, δεν μπορούσε, μ' όλη την ενεργητικότητά του, ν' απασχολείται με τις υποθέσεις του κράτους παρά κατά διαλείμματα. Το άμεσο περιβάλλον του επωφελούνταν, για να τον κρατάει κλεισμένο στην κάμαρά του και ν' αρπάζει τα εισοδήματά του. Ακόμα και η μητέρα του, η Αγνή του Κουρτεναί, που είχε διαζευχθεί τον βασιλιά Αμαλάριχο και «που κάθε άλλο παρά φρόνιμη ήταν», διακρινόταν για τη δίψα της για εξουσία και για τη φιλοχρηματία της. Ο αδερφός της Αγνής, ο Ζοσλέν Γ' του Κουρτεναί, αρχιδικαστής της Ιερουσαλήμ, συνεννοούνταν μαζί της για να εκμεταλλεύονται κυνικά την αξιοθρήνητη κατάσταση του βασιλιά και του βασιλείου.

Ας αναφέρουμε περιληπτικά τι λένε σχετικά οι χρονογράφοι. Μια Αυλή σε κατάπτωση. Η κληρονόμος του Θρόνου να παραδίνει την κληρονομιά σ' έναν ομορφονιό χωρίς αξία. Η άλλη αδερφή του βασιλιά να ετοιμάζεται να παντρευτεί έναν ασήμαντο νεαρό άρχοντα. Η βασιλομήτωρ, επιπόλαιη, φιλοχρήματη, να μην επεμβαίνει παρά προς όφελος της καμαρίλας. Τέλος ο βασιλιάς να σβήνει και παρά τη μεγάλη του αξία, να 'ναι τις περισσότερες φορές συντριμμένος απ' την αποκρουστική του αρρώστια. Όλα τα στοιχεία για την κατάρρευση ενός κράτους.

Page 101: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μονάχα ένας μπορούσε να σώσει το βασίλειο: ο κόμης της Τρίπολης Ραϋμόνδος Γ'. Αλλά αυτός ακριβώς ήταν ο αποδιοπομπαίος τράγος της καμαρίλας. Ενώ πήγαινε απ' την Τρίπολη να επισκεφτεί τις γαίες του στη Γαλιλαία, η βασιλομήτωρ και ο αρχιδικαστής Ζοσλέν έπεισαν τον δυστυχισμένο βασιλιά, πως ο κόμης ερχόταν να του αρπάξει το βασίλειό του, κι απαγορεύτηκε στον Ραϋμόνδο να μπει στη Γαλιλαία. Ο κόμης γύρισε στην Τρίπολη ταπεινωμένος και έξω φρενών. Οι πιο φρόνιμοι φεουδάρχες είδαν κ' έπαθαν να τον κατευνάσουν και να τον συμφιλιώσουν με το βασιλιά.

—οο0οο—

Μια κι ο κόμης της Τρίπολης είχε παραμεριστεί και η εξουσία βρισκόταν στα χέρια ασήμαντων ανθρώπων όπως του Ζοσλέν Γ' και του Γκυ του Λουζινιάν, ένας νέος παράγοντας θα καταλάμβανε μιαν εξέχουσα θέση στις υποθέσεις του βασιλείου, ένα φάντασμα μάλλον, ο παλιός πρίγκιπας της Αντιόχειας Ρενώ του Σατιγιόν, που 'χε βγει επιτέλους απ' τις τουρκικές φυλακές κ' είχε αποχτήσει, χάρη σ' ένα δεύτερο γάμο, το φέουδο της Υπεριορδανίας και του Ουαντί Μουσά. Αυτός ο ιππότης - ληστής, καθώς είδαμε, ήταν θηριώδης, τυπικός εκπρόσωπος της ληστρικής και αιμοβόρας φεουδαρχίας της Δύσης, που είχε γίνει στην Ανατολή ένα είδος Φράγκου βεδουίνου και που δεν εννοούσε τον πόλεμο παρά σαν ληστρική επιδρομή. Είκοσι χρόνια πριν, σαν πρίγκιπας της Αντιόχειας, λίγο έλειψε, με τις ληστείες και τις ωμότητές του στην Κύπρο, να ξεσηκώσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία ενάντια στους Φράγκους. Τι θα γινόταν όμως αν επαναλάβανε τις ίδιες ληστρικές πράξεις ενάντια σ' έναν αντίπαλο όπως ο Σαλαδίνος; Τώρα που η Αίγυπτος και η Δαμασκός είχαν ενωθεί κάτω απ' το σκήπτρο του Μεγάλου Σουλτάνου, αν αυτός επέμενε σε μιαν Αρχή, αυτή ήταν η ελεύθερη επικοινωνία ανάμεσα στα δυο βασίλειά του. Το νέο όμως φέουδο του Ρενώ, με τη χώρα του Μωάβ (Κεράκ) και την Ιδουμαία (Ουαντί Μουσά), έκοβε ακριβώς το δρόμο απ' τη Δαμασκό στο Κάιρο. Ο Ρενώ λοιπόν θα 'πρεπε τουλάχιστο ν' αποφύγει κάθε απόπειρα εναντίον των καραβανιών των Μουσουλμάνων απ' τα κάστρα του του Κεράκ και Σωμπάκ (Μοντρεάλ) όσο ίσχυε η ανακωχή. Αλλά ποιος θα μπορούσε να τον συγκρατήσει; Η ακυβερνησία που επικρατούσε στη διάρκεια των κρίσεων του Λεπρού Βασιλιά, ο παραμερισμός του κόμη της Τρίπολης, η μηδαμινότητα των άλλων Φράγκων αξιωματούχων, όλα συντελούσαν στο ν' αναδείξουν τη βάναυση προσωπικότητα του αυθέντη της Υπεριορδανίας. Κατέχοντας αυτή την εξαιρετική θέση, ελεύθερος να εκθέτει όλους τους Φράγκους με τις προσωπικές του πρωτοβουλίες, χωρίς αντίβαρο και χωρίς φρένο, ο γέρο-τυχοδιώχτης θα παρασύρει το βασίλειο στην περιπέτεια. Το καλοκαίρι του 1181, ενώ επικρατούσε γενική ειρήνη, χωρίς να σκεφτεί καν να καταγγείλει την ανακωχή, εισέβαλε στην Αραβία ελπίζοντας να φτάσει στη Χετζάζη, ως τη Μέκκα. Δεν μπόρεσε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, αλλά αιφνιδίασε ένα μεγάλο καραβάνι, που πήγαινε ανύποπτο απ' τη Δαμασκό στη Μέκκα, και το αιχμαλώτισε.

Η είδηση αυτής της παράφρονης επίθεσης βύθισε την Αυλή της Ιερουσαλήμ σε απέραντη θλίψη· ιδιαίτερα ο Βαλδουίνος Δ' φαίνεται να 'νιωσε μια σφοδρή αγανάχτηση απ' τη συμπεριφορά του υποτελούς του. Η ειρήνη, τόσο απαραίτητη στους Φράγκους, κινδύνευε από δικό τους λάθος και μάλιστα κάτω από συνθήκες απεχθείς, που τους έκαναν να φαίνονται στα μάτια όλου του Ισλάμ σαν παραβάτες του όρκου τους. Ο Βαλδουίνος, που μπροστά στον κίνδυνο δειχνόταν πραγματικός βασιλιάς, απηύθυνε στον Ρενώ μιαν έντονη μομφή και τον κάλεσε να επιστρέψει αμέσως όλα τα λάφυρα και όλους τους αιχμαλώτους στον Σαλαδίνο. Αλλά ο άρχοντας της Υπεριορδανίας περιφρονούσε τη βασιλική εξουσία. Σ' όλες τις εκκλήσεις, εν ονόματι της τιμής και του καθήκοντος, που του στάλθηκαν, απάντησε με μια σκαιά άρνηση. Ο δυστυχισμένος βασιλιάς αναγκάστηκε να ομολογήσει στον Σαλαδίνο την αδυναμία του να επιβάλει υπακοή στον Ρενώ. Αυτό σήμαινε γενικό πόλεμο.

Ας σημειώσουμε πως ταυτόχρονα αυτό σήμαινε και την καταρράκωση του βασιλικού κύρους, δηλαδή του φράγκικου κράτους. Ο πιο ισχυρός αυτός φεουδάρχης επωφελούνταν απ' τη σωματική κατάπτωση του Λεπρού Βασιλιά για να κηρύξει σιωπηρά την κατάργηση της βασιλείας. Χλευάζοντας ανοιχτά το βασιλιά, παρέσυρε, χωρίς να συμβουλευτεί κανέναν, τους φεουδάρχες, το βασιλιά και το

Page 102: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

βασίλειο στο δρόμο της αυτοκτονίας.

Η παραβίαση της ειρήνης, που παρουσιάστηκε έτσι ξαφνικά, χωρίς προετοιμασία, είχε για τους Φράγκους άμεσα θλιβερές συνέπειες. Ο Σαλαδίνος έσπευσε απ' το Κάιρο στην Υπεριορδανία μ' όλο τον αιγυπτιακό στρατό. Ο Ρενώ του Σατιγιόν, που πριν από λίγο αψηφούσε τη βασιλική εξουσία, εκλιπάρησε τώρα, για να διατηρήσει το φέουδό του, τη βοήθεια του Βαλδουίνου Δ'. Ο νεαρός βασιλιάς, που η αγιοσύνη του ήταν ίση με τον ηρωισμό του, είχε τη μεγαλοψυχία ν' ανταποκριθεί σ' αυτή την έκκληση και, με κίνδυνο ν' αφήσει την Παλαιστίνη ανυπεράσπιστη, κατέβηκε με το φράγκικο στρατό προς το Μωάβ. Μα ο Σαλαδίνος, αποφεύγοντας τη σύγκρουση, τράβηξε κατευθείαν προς τη Δαμασκό, ενώ άλλα μουσουλμανικά σώματα ενεργούσαν ληστρικές επιδρομές μες απ' τη Γαλιλαία, πυρπολώντας και σφάζοντας. Ο Σουλτάνος, αφού πέρασε ύστερα τον Ιορδάνη μ' όλες του τις δυνάμεις, εισέβαλε κι αυτός στη Γαλιλαία κ' επιτέθηκε στο οχυρό του Μπεϊσάν, κ' ύστερα στο φράγκικο κάστρο του Μπελβουάρ, του σημερινού Καουκάμπ, που υπεράσπιζε το δρόμο για τη Ναζαρέτ. Ο φράγκικος στρατός, επιστρέφοντας απ' το Μωάβ, ήρθε να καταλάβει θέσεις απέναντί του. Παρά την αριθμητική υπεροχή των Μουσουλμάνων, οι Φράγκοι κράτησαν τόσο γενναία, που ο Σαλαδίνος, μπροστά στη σφοδρότητα της αντεπίθεσής τους, ξαναπέρασε τον Ιορδάνη νικημένος (Ιούλιος 1182).

Ο Σουλτάνος συνέλαβε τότε ένα τολμηρό σχέδιο: ν' αποκόψει το βασίλειο της Ιερουσαλήμ απ' την κομητεία της Τρίπολης καταλαμβάνοντας τη Βηρυτό. Τον Αύγουστο του 1182, διέσχισε ολοταχώς τον Λίβανο κ' εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στην πόλη, ενώ μια αιγυπτιακή μοίρα έφτανε εσπευσμένα. Για μιαν ακόμα φορά, ο Λεπρός Βασιλιάς αναδείχτηκε σωτήρας της χώρας του. Απ' τη Γαλιλαία, όπου στρατοπέδευε, πρόστρεξε ολοταχώς, με τους ιππότες του, προστάζοντας ταυτόχρονα όλα τα χριστιανικά καράβια που ήταν αγκυροβολημένα στην ακτή, να σαλπάρουν για τη Βηρυτό. Η κίνησή του υπήρξε τόσο ραγδαία που τα σχέδια του Σαλαδίνου ανατράπηκαν. Οι κάτοικοι της Βηρυτού άλλωστε είχαν αντιτάξει γενναία άμυνα. Όταν ο Σουλτάνος έμαθε πως πλησίαζε ο βασιλιάς, κατάλαβε πως ο αιφνιδιασμός είχε αποτύχει και ξαναπέρασε τον Λίβανο, αφού κατέστρεψε αγροκτήματα και καλλιέργειες.

Η λαμπρή υπεράσπιση της Βηρυτού αποδείχνει πως, παρ' όλο που η γενική κατάσταση ήταν επισφαλής, το φράγκικο κράτος αντιμετώπιζε μ' επιτυχία παντού τους εχθρούς του. Η ανδηγαυική δυναστεία, ακόμα κι όταν αντιπροσωπευόταν από 'να λεπρό, πάντα άγρυπνη, εκπλήρωνε ηρωικά τον προστατευτικό της ρόλο. Σωστός ήρωας εποποιίας —χριστιανικής εποποιίας, όπου κυριαρχούν οι πνευματικές αξίες— αυτός ο νέος αρχηγός, που με τα μέλη κατα-φαγωμένα απ' τα έλκη και τις σάρκες έτοιμες να πέσουν, διατάζει να τον μεταφέρουν στην εμπροσθοφυλακή των στρατευμάτων του, εμψυχώνει με την παρουσία του και με το μαρτύριό του, και μέσα στους πόνους του, δοκιμάζει ακόμα μια φορά την περηφάνια να δει τον Σαλαδίνο να τρέπεται σ' επονείδιστη φυγή. Στον Βαλδουίνο Δ' ο ήρωας συμπληρωνόταν απ' τον πολιτικό. Σύμφωνα με την παλιά μουσουλμανική πολιτική των προκατόχων του, φρόντιζε, τώρα που 'χε απαλλάξει το βασίλειο απ' την εισβολή, να υπερασπίσει ενάντια στις αρπαχτικές βλέψεις του Σουλτάνου, την ανεξαρτησία των μικρότερων μουσουλμανικών δυναστειών, δηλαδή των Τούρκων αταμπέγκ του Χαλεπιού και της Μοσούλης, της οικογένειας του Νουρ-εντ-Ντιν. Όταν ο Σαλαδίνος επιτέθηκε ενάντια σ' αυτές τις δυο πόλεις, ο Βαλδουίνος Δ' δε δίστασε, για να τις βοηθήσει, να επιχειρήσει έναν ισχυρό, επιτυχή αντιπερισπασμό στο Χαουράν και στο Σαβάντ της Δαμασκού (Σεπτέμβρης - Οκτώβρης 1182). Και κάτι παραπάνω. Στη διάρκεια μιας τρίτης εκστρατείας, ο Βαλδουίνος προχώρησε ως την Νταρέγια, στα περίχωρα της Δαμασκού, όπου όμως σεβάστηκε το τζαμί. Ύστερ' απ' αυτή τη λαμπρή καταδρομή, που έφτασε ως τις πύλες της πρωτεύουσας του Σαλαδίνου, ο Λεπρός Βασιλιάς πήγε να γιορτάσει τα Χριστούγεννα του 1182 στην Τύρο, κοντά στον παλιό του δάσκαλο, τον ιστορικό μας, τον αρχιεπίσκοπο Γουλιέλμο.

—οο0οο—

Page 103: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μ' έναν αντίπαλο όμως τόσο δραστήριο, όσο ο Σαλαδίνος, θα 'πρεπε ο Λεπρός Βασιλιάς να 'ναι αδιάκοπα έφιππος, για ν' ανατρέπει τα εχθρικά σχέδια. Οι φράγκικοι αντιπερισπασμοί είχαν σώσει, την άνοιξη του 1182, την ανεξαρτησία του Χαλεπιού απ' την επιβουλή του Σουλτάνου. Τον άλλο χρόνο, η ανικανότητα των τελευταίων Τούρκων ηγεμόνων του παρέδωσε την πόλη (Ιούνιος 1183). Τώρα πια ολόκληρη η μουσουλμανική Συρία ανήκε, όπως και η Αίγυπτος, στον Μεγάλο Σουλτάνο. Η κατάσταση των Φράγκων, μ' όλες τις απεγνωσμένες προσπάθειες του Βαλδουίνου Δ', όλο και χειροτέρευε. Ο Σαλαδίνος, μετά την προσάρτηση του Χαλεπιού, είχε γυρίσει στην καλή του Δαμασκό για να οργανώσει την εισβολή στην Παλαιστίνη (Αύγουστος 1183). Μόλις το 'μαθε αυτό ο Βαλδουίνος Δ' συνεκάλεσε τις φράγκικες δυνάμεις στις πηγές της Σεπφωρίδας, στη Γαλιλαία, στο συνηθισμένο σημείο συγκέντρωσης των χριστιανικών στρατών. Εκεί η αρρώστια θριάμβευσε πάνω στον ηρωισμό του. Ύστερ' από μια στασιμότητα πολλών μηνών, η φοβερή αρρώστια είχε ξαναρχίσει να προοδεύει. Βρισκόταν τώρα στην τελευταία της φάση. «Η αρρώστια, λέει ο χρονογράφος, τον είχε εξαντλήσει τόσο πολύ, που δεν μπορούσε πια να χρησιμοποιήσει ούτε τα χέρια ούτε τα πόδια του. Είχε σαπίσει ολόκληρος και κινδύνευε να χάσει και την όρασή του». Έτσι, σχεδόν τυφλός, για πολύν καιρό καθηλωμένος στο κρεβάτι του, ζωντανό πτώμα, πάλευε ακόμα ενάντια στη Μοίρα, κι όποιος παρακολούθησε τη δράση του από τότε που 'γινε βασιλιάς, καταλαβαίνει την οδυνηρή και βασανιστική πάλη που γινόταν μέσα του. Ακόμα και σ' αυτή την κατάσταση, ήθελε, με την ηρωική του ψυχή, να κυβερνάει. Μάταια οι γύρω του τον συμβούλευαν να εγκαταλείψει τις κρατικές υποθέσεις, ν' αποσυρθεί σε κανένα ανάκτορο «με καλά εισοδήματα, για να ζήσει τιμημένα». Αρνιόταν, λέει το χρονικό, «γιατί, αν κ' ήταν αδύνατος στο σώμα, είχε ανώτερη ψυχή και μια θέληση πέρα απ' τ' ανθρώπινα όρια». Αλλά οι κρίσεις του πυρετού τον συντρίψανε. Γύρω απ' το κρεβάτι του, στη Ναζαρέτ, μαζεύτηκαν οι πιο οικείοι του, η μητέρα του, ο γαμπρός του Γκυ του Λουζινιάν, ο πατριάρχης Ηράκλειος. Σ' αυτό το οικογενειακό συμβούλιο, ο δυστυχισμένος ηγεμόνας ανέθεσε στον Γκυ τη «βαϊλία», δηλαδή την αντιβασιλεία.

Απ' την αρχή κιόλας, ο καινούργιος «βάιλος» φάνηκε μέτριος αρχηγός. «Κενόδοξος και φουσκωμένος περηφάνια απ' το καινούργιο του αξίωμα, γράφει ο χρονογράφος, φέρθηκε σαν παράφρων. Πάντως ήταν άνθρωπος με λίγο μυαλό». Το πόσο λίγο κύρος είχε, φάνηκε τον Οκτώβρη του 1183 όταν ο Σαλαδίνος εισέβαλε και πάλι στη Γαλιλαία. Ο Γκυ, που 'χε βγει σε προϋπάντησή του, τον άφησε να τον κυκλώσει ανάμεσα στη Σεπφωρίδα και στο Άιν Τζαλούντ και μ' όλη τη φοβερή αριθμητική υπεροχή των Μουσουλμάνων, ήταν έτοιμος να διατάξει επέλαση, που θα 'ταν σωστή αυτοκτονία. Ο κόμης της Τρίπολης τον εμπόδισε. Χάρη σ' αυτόν, το φράγκικο στράτευμα, συμπαγές και με προτεταμένες λόγχες, απέτρεψε τη μάχη χωρίς να διασπαστεί. Αυτή η καθαρά αμυντική στρατηγική, λύγισε την υπομονή του Σαλαδίνου. Διέλυσε το στρατόπεδό του και ξαναγύρισε στη Δαμασκό

Σ' όλη αυτή την εκστρατεία, ο Γκυ του Λουζινιάν διακρίθηκε για την αναποφασιστικότητά του και την απειρία του. Οι γέροι φεουδάρχες δεν ένιωθαν παρά περιφρόνηση γι' αυτόν τον καινουργοφερμένο, που μονάχα η εύνοια της πριγκίπισσας Σίβυλλας τους τον είχε επιβάλει σαν αρχηγό. Εκμεταλλευόμενοι αυτή την κατάσταση των πνευμάτων, καλοθελητές αυλικοί φρόντισαν να σπείρουν ζιζάνια ανάμεσα στον Βαλδουίνο Δ' και στον γαμπρό του. Ο βασιλιάς ζήτησε εξηγήσεις. Ο Γκυ έκανε την τρέλα ν' απαντήσει κακότροπα. Τότε ο Λεπρός, παρακινημένος απ' τους φεουδάρχες του κ' εκνευρισμένος απ' την αρρώστια του, που έδινε έναν απότομο και σαν σπασμωδικό ρυθμό στις πράξεις του, νόμισε πως απειλείται. Αφαίρεσε αμέσως απ' τον Γκυ τη «βαϊλία» καθώς και την ελπίδα της διαδοχής. Για να κλείσουν το δρόμο στον ανίκανο, ανακήρυξαν συμβασιλέα και επίδοξο διάδοχο ένα παιδί μόλις πέντε χρονών, τον νεαρό Βαλδουίνο Ε', γιο της γυναίκας του Γκυ, της Σίβυλλας, απ' τον πρώτο της γάμο με τον Γουλιέλμο της Μομφεράτης (Νοέμβριος 1183). Απέναντι στον Σαλαδίνο ήταν τώρα δυο βασιλιάδες, ένας δυστυχισμένος λεπρός, σχεδόν τυφλός κι ανίκανος να σηκωθεί απ' το κρεβάτι του, κ' ένα παιδί πέντε χρονών. Το φεουδαρχικό κόμμα φάνηκε, είναι αλήθεια, πως περιόρισε αυτή τη δυσάρεστη κατάσταση, πετυχαίνοντας να διοριστεί αντιβασιλιάς ο κόμης της Τρίπολης, ο μόνος πολιτικός ικανός ν' αντικαταστήσει τον Βαλδουίνο Δ'.

Page 104: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

—οο0οο—

Είχαν κάνει όμως τους λογαριασμούς τους χωρίς τον Ρενώ του Σατιγιόν. Ο αυθέντης της Υπεριορδανίας δεν είχε πάρει μέρος στο διάβημα των μεγάλων υποτελών, που είχαν αποσπάσει την αντιβασιλεία απ' τον Γκυ του Λουζινιάν, δίνοντας ελπίδες στον κόμη της Τρίπολης. Θα προτιμούσε απ' τον μετρημένο πολιτικό Ραϋμόνδο Γ' τον αδύναμο Λουζινιάν, γιατί έλπιζε πως θα του επιβαλλόταν πιο εύκολα. Ακόμα η συνετή διακυβέρνηση του Ραϋμόνδου, κληρονόμου των παραδόσεων της βασιλείας της Ιερουσαλήμ, δεν μπορούσε παρά να εμποδίζει τις ληστρικές επιχειρήσεις του.

Γιατί ο αυθέντης της Υπεριορδανίας ξαναγύριζε στα παλιά του σχέδια ενάντια στις ιερές πόλεις της Αραβίας, τη Μέκκα και τη Μεδίνα. Αφού έφτιαξε ένα μικρό στόλο, μετέφερε με γκαμήλες τα καράβια λυμένα απ' την Υπεριορδανία στον κόλπο της Ακάμπα, στην Ερυθρά Θάλασσα. Μόλις έριξαν τα πλοία στη θάλασσα, αυτός ο στολίσκος, που παρουσιάστηκε έτσι απροσδόκητα, άρχισε να κάνει πειρατικές επιδρομές στις ακτές της Αιγύπτου και της Χετζάζης, αρπάζοντας τα μουσουλμανικά καράβια και λεηλατώντας τα λιμάνια, αιχμαλωτίζοντας τα καραβάνια και σταματώντας κάθε επικοινωνία. Ο σκοπός των Φράγκων κουρσάρων ήταν διπλός. Σκόπευαν να κόψουν απ' τη θάλασσα, όπως κι απ' την ξηρά, το δρόμο του Χατζ, δηλαδή το δρόμο που ακολουθούσαν οι προσκυνητές πηγαίνοντας στη Μέκκα, να χτυπήσουν κατακέφαλα τον μουσουλμανικό κόσμο κι απ' την άλλη, χάρη στην κατάχτηση της Αϊλά στα βόρεια και τη σχεδιαζόμενη κατάχτηση του Άντεν στα νότια, να φορολογήσουν το εμπόριο του Ινδικού Ωκεανού.

Υπερφίαλο σχέδιο που θ' απαιτούσε όλες τις δυνάμεις της φράγκικης μοναρχίας στο απόγειό της, αλλά που στην επισφαλή κατάσταση που βρισκόταν το βασίλειο του Βαλδουίνου Δ', δεν μπορούσε παρά να ξεσηκώσει ενάντια στους Φράγκους σύσσωμο το Ισλάμ. Η υπομονετική πολιτική των βασιλέων της Ιερουσαλήμ, επωφελούμενη απ' τις μουσουλμανικές διενέξεις, είχε σαν σταθερό της αντικειμενικό σκοπό να κάνει το φράγκικο κράτος αποδεχτό σαν ωφέλιμο παράγοντα για τη διατήρηση της ισορροπίας της Ανατολής. Οι Μουσουλμάνοι ηγεμόνες είχαν τόσο πολύ συνηθίσει σ' αυτή την αντίληψη, που τους είδαμε να επικαλούνται αδιάκοπα το βασιλιά της Ιερουσαλήμ ενάντια στους ίδιους τους ομοθρήσκους τους. Αντίθετα, η ιερόσυλη απόπειρα του Ρενώ παρουσίαζε τους Φράγκους σαν αδυσώπητους εχθρούς του Κορανίου. Απειλώντας άμεσα τη Μέκκα και τη Μεδίνα, οι κουρσάροι του προκαλούσαν πάλι σ' όλο το Ισλάμ το ίδιο ξέσπασμα αγανάχτησης όπως και στα 1099, μετά τη σφαγή στο τέμενος του Ομάρ. Το ορμητήριο του Ρενώ, το κάστρο του Κρακ του Μωάβ, έριχνε ξαφνικά τη σκιά του ως τους άμμους της Χετζάζης κ' έπαιρνε στη φαντασία των Μουσουλμάνων την τερατώδη μορφή ενός αποκαλυπτικού δράματος. Γινόταν, λέει ένας Άραβας ιστορικός, «η αγωνία που σφίγγει το λαιμό, ο φράχτης που μπαίνει στη μέση, ο λύκος που παραμονεύει στην κοιλάδα. Πίστεψαν πως έφτανε η ώρα της Τελευταίας Κρίσης και πως η γη θα ξαναγύριζε στο μηδέν».

Ο Σαλαδίνος, σπρωγμένος απ' το γενικό μουσουλμανικό αίσθημα, έδρασε αποφασιστικά. Ναυπήγησε μιαν ισχυρή αιγυπτιακή μοίρα, κατέστρεψε, στην Ερυθρά Θάλασσα, το φράγκικο στολίσκο, και το Νοέμβρη του 1183, επί κεφαλής ενός ισχυρού στρατού, κατέφθασε για να πολιορκήσει στην Υπεριορδανία το κάστρο του Ρενώ, το φημισμένο Κρακ του Μωάβ, το σημερινό Κεράκ. Κάτω απ' τον καταιγισμό των βλημάτων των πολιορκητικών του μηχανών, το τείχος κινδύνευε κιόλας να γκρεμιστεί, όταν, ακόμα μια φορά, η βασιλεία έσωσε τους απερίσκεπτους υποτελείς της. Η φλόγα μιας μεγάλης πυράς που άναψαν στην Ιερουσαλήμ, στον Πύργο του Δαυίδ, και που από πύργο σε πύργο προκάλεσε την εμφάνιση άλλων σημάτων στους πύργους της νότιας Ιουδαίας, έστελνε το μήνυμα, απ' την άλλη μεριά της Νεκράς Θάλασσας, στους πολιορκητές του Κραχ του Μωάβ, πως πλησίαζε η βοήθεια. Ο Βαλδουίνος Δ', που ήταν σωστό πτώμα, ξαναγινόταν βασιλιάς. Τυφλός, παράλυτος, ετοιμοθάνατος, συγκάλεσε τα στρατεύματά του, έβαλε επικεφαλής τους τον κόμη της Τρίπολης και τ' ακολούθησε ο ίδιος πάνω σε φορείο ως το Κεράκ. Για μιαν ακόμα φορά, ο Σαλαδίνος το 'βαλε στα πόδια χωρίς να τον περιμένει. Ο Λεπρός Βασιλιάς έκανε μια

Page 105: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

θριαμβευτική είσοδο στο κάστρο, ενώ το πλήθος των πολιορκημένων τον χαιρετούσε σαν σωτήρα. Έδωσε θάρρος στη φρουρά, έβαλε να ξαναχτίσουν τα κατεστραμμένα τμήματα των προμαχώνων και δεν ξαναγύρισε στην Ιερουσαλήμ παρά μονάχα αφού εκπλήρωσε ως το τέλος το καθήκον του σαν αρχηγός (Δεκέμβριος 1183).

—οο0οο—

Τους τελευταίους μήνες της βασιλείας του Βαλδουίνου Δ', λίγο έλειψε να ξεσπάσει μπροστά στα μάτια του εχθρού ένας εμφύλιος πόλεμος. Δείξαμε τη συμπεριφορά του βασιλιά απέναντι στον Γκυ του Λουζινιάν. Από τότε που 'χε καταλάβει την ανικανότητα του γαμπρού του κ' είχε διαγνώσει τι κίνδυνος ήταν για τη χριστιανοσύνη αυτός ο μελλοντικός νεκροθάφτης του φράγκικου κράτους, η επιείκειά του για τον Γκυ είχε μεταβληθεί σε δικαιολογημένη απέχθεια. Όχι μονάχα τον είχε καθαιρέσει από αντιβασιλέα, αλλά προσπαθούσε ν' ακυρώσει και το γάμο της Σίβυλλας. Ο Γκυ επωφελήθηκε από μιαν απουσία του Βαλδουίνου για να σπεύσει στην Ιερουσαλήμ, όπου είχε μείνει η Σίβυλλα, και να την πάρει μαζί του πριν γυρίσει ο βασιλιάς. Ύστερα, αφού κατέφυγε μαζί της στο φέουδό του της Γιάφας-Ασκάλωνας, αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές του βασιλιά, που τον καλούσε να παρουσιαστεί μπροστά του. Τότε ξέσπασε η ανοιχτή πάλη. Ο βασιλιάς βάδισε ενάντια στην Ασκάλωνα και βρήκε τις πύλες κλειστές, αλλά κατόρθωσε να καταλάβει τη Γιάφα. Έπειτα συνεκάλεσε ένα παρλαμέντο στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας για να τελειώνει με τον επαναστάτη. Ο πατριάρχης Ηράκλειος και ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών, μάταια δοκίμασαν να παρέμβουν γι' αυτόν. Ο Γκυ δεν άξιζε τη συγνώμη, μια κ' είχε γίνει ένοχος μιας ανόσιας πράξης. Κοντά στην Ασκάλωνα ζούσαν βεδουίνοι υποταχτικοί και προστατευόμενοι του βασιλιά. Έβοσκαν αμέριμνα τα κοπάδια τους εκεί, όταν, για να βλάψει τον ηγεμόνα, ο Γκυ τους επετέθη και τους κατάσφαξε.

Η οργή του Βαλδουίνου για την προδοτική αυτή πράξη ήταν τρομερή. Τότε εμπιστεύθηκε ολότελα την εξουσία στον κόμη της Τρίπολης, τον εχθρό του Λουζινιάν (1185). Άλλωστε, τα γεγονότα έρχονταν απανωτά. Ο Λεπρός Βασιλιάς είχε πέσει στο κρεβάτι για να μην ξανασηκωθεί. Κάλεσε τους μεγάλους υποτελείς του και τους επανέλαβε τη θέλησή του ν' αφήσει την αντιβασιλεία στον κόμη ως την ενηλικίωση του νεαρού Βαλδουίνου Ε'.

—οο0οο—

Ο ηρωικός και μαρτυρικός ηγεμόνας παρέδωσε την ψυχή του στο Θεό (16 Μαρτίου 1185). Αν σκεφτούμε πόσα κατόρθωσε να πραγματοποιήσει αυτός ο άρρωστος και τυφλός εικοσιτετράχρονος νέος, μένουμε κατάπληχτοι από σεβασμό και θαυμασμό. Έχοντας καταφέρει να διατηρήσει ως την τελευταία του πνοή τη μοναρχική εξουσία και την ακεραιότητα του βασιλείου, πέθανε και σαν βασιλιάς. Τα χρονικά μας περιγράφουν τη δραματική σκηνή όπου, νιώθοντας να πλησιάζει το τέλος του, κάλεσε όλους τους μεγιστάνες του βασιλείου. «Πριν πεθάνει, πρόσταξε όλους τους υποτελείς του να παρουσιαστούν μπροστά του στην Ιερουσαλήμ, κ' ήταν όλοι παρόντες, όταν εκείνος έφυγε απ' αυτό τον κόσμο. Όπως οι Φράγκοι χρονογράφοι, έτσι κ' οι Άραβες ιστορικοί υποκλίθηκαν μπροστά στη μνήμη του. «Αυτό το λεπρό παιδί ήξερε να κάνει σ' όλους σεβαστή την εξουσία του», γράφει σα να χαιρετάει με το ξίφος ο ελ-Ιμάντ του Ισπαχάν. Στωική και πονεμένη μορφή, η πιο ευγενική ίσως της ιστορίας των Σταυροφοριών, μορφή όπου ο ηρωισμός, κάτω απ' τα σπυριά και τα λέπια, αγγίζει την αγιοσύνη, αγνή εικόνα Γάλλου βασιλιά, που προσπάθησα να τη βγάλω από μιαν άδικη λησμοσύνη για να την τοποθετήσω πλάι στις εικόνες ενός Μάρκου Αυρηλίου ή ενός Λουδοβίκου Θ'.

Λυτρωμένος απ' το μαρτύριό του, ο Λεπρός Βασιλιάς θάφτηκε κοντά στο Γολγοθά και στον Πανάγιο Τάφο, εκεί όπου είχε αναπαυτεί ο Άνθρωπος του Πόνου, ο Θεός του.

Page 106: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XI Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΤΙΒΕΡΙΑΔAΣ

ΓΚΥ ΤΟΥ ΛΟΥΖΙΝΙΑΝ

ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΙΣ ΤΕΛΕΥΤΑΙΕΣ ΘΕΛΗΣΕΙΣ του Λεπρού Βασιλιά, τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Βαλδουίνος Ε', πέντε - έξη χρονών, ο «Βαλδουϊνέτος», όπως τον αναφέρουν τα χρονικά μας, με αντιβασιλέα τον κόμη της Τρίπολης Ραϋμόνδο Γ' (Μάρτης 1185).

Στη διάρκεια της αντιβασιλείας του, ο Ραϋμόνδος, επωφελούμενος απ' τις φιλίες του με τους Μουσουλμάνους, έκλεισε ειρήνη με τον Σαλαδίνο —ειρήνη ευεργετική που επέτρεψε στο βασίλειο ν' αναπνεύσει. Όταν μια φοβερή ξηρασία είχε ενσκήψει στα 1185 και η χώρα απειλούνταν από λιμό, ο Σαλαδίνος, ύστερ' από αίτηση του κόμη, ανεφοδίασε τους Φράγκους, κι αυτή η χειρονομία, όπως παραδέχονται οι χρονογράφοι, ήταν σωτήρια γι' αυτούς. Το βασίλειο βρισκόταν λοιπόν σε καλά χέρια, όταν ύστερ' από λίγους μήνες, ο μικρός Βαλδουίνος Ε' πέθανε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, το Σεπτέμβρη του 1186.

Ο θάνατος του παιδιού-βασιλιά έθετε ξανά όλο το θέμα επί τάπητος. Ποιος θα κληρονομούσε το Θρόνο; Σύμφωνα με το νόμο, η διαδοχή ανήκε στην πριγκίπισσα Σίβυλλα, αδερφή του Βαλδουίνου Δ', και στον άντρα της, τον Γκυ του Λουζινιάν. Αλλά ο Γκυ είχε αποκληρωθεί απ' τον Βαλδουίνο Δ', που σε περίπτωση θανάτου του μικρού Βαλδουϊνέτου, φαινόταν να 'χε υποδείξει στους φεουδάρχες τον αντιβασιλέα Ραϋμόνδο της Τρίπολης. Αυτός, σαν εγγονός απ' τη μητέρα του του βασιλιά Βαλδουίνου Β', συγγένευε με τη βασιλεύουσα δυναστεία. Είχε μαζί του τη μεγάλη πλειοψηφία των φεουδαρχών. Στις δύσκολες στιγμές που περνούσε η χώρα, αντιπροσώπευε την παράταξη της σύνεσης και της ειρήνης.

Η Σίβυλλα κι ο Γκυ του Λουζινιάν όμως είχαν βρει τέσσερις ισχυρούς προστάτες: τον πατριάρχη της Ιερουσαλήμ Ηράκλειο, τον μεγάλο μάγιστρο των Ναϊτών Γεράρδο του Ριντεφόρ, τον Ρενώ του Σατιγιόν και τον παλιό κηδεμόνα του «Βαλδουϊνέτου» Ζοσλέν Γ' του Κουρτεναί.

Ο Ηράκλειος κάθε άλλο παρά άγιος ήταν. Τα χριστιανικά χρονικά μας περιγράφουν με αγανάχτηση αυτόν τον διεφθαρμένο ομορφάνθρωπο που 'χε περισσότερες σχέσεις με τις γυναίκες παρά με τις Γραφές. Η εύνοια της βασιλομήτορος Αγνής είχε συντελέσει στο να προτιμηθεί για την πατριαρχική έδρα απ' τον άγιο ιερωμένο αρχιεπίσκοπο Γουλιέλμο της Τύρου. Σ' αυτό το υψηλό λειτούργημα, αντί να διορθωθεί, εξακολούθησε τη γεμάτη σκάνδαλα ζωή του. Εγκατέστησε στην Ιερουσαλήμ την ερωμένη του, Πακ του Ριβερί, που γι' αυτήν, όταν περνούσε απ' τους δρόμους μέσα στα μεταξωτά και στα μαργαριτάρια, ο λαός έλεγε δίχως κανένα σεβασμό: «Να η πατριαρχίνα!» Αν και τον περιφρονούσαν όλες οι ευσεβείς ψυχές, ο Ηράκλειος χρησιμοποιούσε όλη την εξουσία του λειτουργήματός του. Για να ευχαριστήσει την παλιά του φίλη, τη βασιλομήτορα, έθεσε όλη του την επιρροή στην υπηρεσία του Γκυ του Λουζινιάν. Όσο για τον μεγάλο μάγιστρο των Ναϊτών, αυτός βρισκόταν σ' αντίθεση με τον κόμη της Τρίπολης εξαιτίας μιας παλιάς τους διένεξης. Άλλοτε, όταν είχε έρθει, νεαρός Φλαμανδός ιππότης, σ' αναζήτηση τύχης στην Ανατολή, είχε μπει στην υπηρεσία του κόμη που τον είχε συμπαθήσει. Αλλά επειδή ο κόμης δεν του 'χε δώσει τη διαδοχή του φέουδου του Μπατρούν, έτρεφε άσβεστο μίσος για τον παλιό του αφέντη. Όταν αργότερα θα μπει στη μοναχική ζωή και θα γίνει μεγάλος μάγιστρος των Ναϊτών, ο Γεράρδος θα χρησιμοποιήσει την τεράστια ισχύ των ιπποτών μοναχών για την προσωπική του εκδίκηση. Ο Ρενώ του Σατιγιόν δεν έτρεφε λιγότερη έχθρα απ' αυτόν ενάντια στον κόμη της Τρίπολης. Η σύνεση και η υπομονή του κόμη, οι προτιμήσεις του για μια πολιτική ειρήνης με τον Σαλαδίνο, ενοχλούσαν τις αναρχικές τάσεις, τη δίψα των περιπετειών, τις ληστρικές συνήθειες του αυθέντη της Υπεριορδανίας. Έδειξε φανερή προτίμηση για τον αναποφάσιστο κι αδύναμο Γκυ του Λουζινιάν, γιατί του φαινόταν πως θα μπορούσε να τον κουμαντάρει πολύ πιο εύκολα. Αλλά εκείνος απ' τους τέσσερις συνωμότες που του εξασφάλισε την επιτυχία ήταν ο Ζοσλέν Γ'.

Page 107: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Όπως τόσα «πουλάρια» της τρίτης γενιάς, ο Ζοσλέν ήταν κι αυτός ένας μηχανορράφος χωρίς καρδιά και πίστη. Ο μικρός Βαλδουίνος Ε', που τον είχαν εμπιστευθεί στη φύλαξή του, είχε πεθάνει στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Κάνοντας τάχα πως συμφωνεί με τα σχέδια του κόμη της Τρίπολης, ο Ζοσλέν ανέλαβε να συνοδεύσει ο ίδιος τη σορό στην Ιερουσαλήμ, όπου βρίσκονταν οι βασιλικοί τάφοι, ενώ ο κόμης θα συγκέντρωνε τις δυνάμεις του στην Τιβεριάδα. Κ' ενώ ο Ραϋμόνδος βάδιζε ανύποπτος για τη Γαλιλαία, ο Ζοσλέν, η Σίβυλλα κι ο Γκυ του Λουζινιάν έτρεξαν στην Ιερουσαλήμ για ν' αρπάξουν την εξουσία με την ευκαιρία της κηδείας.

Οργισμένος που τον εξαπάτησαν, ο Ραϋμόνδος συνεκάλεσε τους φεουδάρχες σε παρλαμέντο στο Ναπλούς. Όλοι, εκτός απ' τον Ρενώ του Σατιγιόν, συγκεντρώθηκαν εκεί αποφασισμένοι ν' αντιταχθούν στο πραξικόπημα του Γκυ. Αλλά ήταν πολύ αργά. Εγκαταστημένη στην Ιερουσαλήμ, η Σίβυλλα ενεργούσε σαν νόμιμη κληρονόμος των παλιών βασιλιάδων. Ο πατριάρχης Ηράκλειος της εξασφάλισε την υποστήριξη του κλήρου. Ύστερ' από πρόσκλησή της, ο Ρενώ έσπευσε απ' το Κεράκ να θέσει το ξίφος του στη διάθεση της νεαρής γυναίκας. Το μίσος του Γεράρδου του Ριντεφόρ ενάντια στον Ραϋμόνδο έκανε τα υπόλοιπα. Στηριζόμενη στην Αρχή της νομιμότητας που αντιπροσώπευε, με βάση το αυστηρό Δίκαιο, η Σίβυλλα κάλεσε τον Ραϋμόνδο και τους φεουδάρχες του Ναπλούς να παραστούν στη στέψη της. Οι φεουδάρχες πάλι, υπενθυμίζοντας τη ρητή διαθήκη του Λεπρού Βασιλιά, απαγόρεψαν στον Πατριάρχη να προχωρήσει στη στέψη.

Ο Πατριάρχης, ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών κι ο Ρενώ αψήφησαν αυτό το βέτο. Για ν' αμυνθούν ενάντια σε μια ενδεχόμενη επίθεση απ' το Ναπλούς, έκλεισαν τις πύλες της Ιερουσαλήμ. Ο μέγας μάγιστρος των Ιωαννιτών, όταν κλήθηκε να παραδώσει τα κλειδιά του θησαυροφυλακίου όπου φυλάγονταν τα βασιλικά στέμματα, αρνήθηκε, πριν πάρει διαταγή απ' τη Συνέλευση του Ναπλούς. Κλείστηκε στον Οίκο του Τάγματός του, εξαγριωμένος, απρόσιτος. Ο καιρός περνούσε. Τον παρακαλούσαν, τον ικέτευαν. Κουράστηκε στο τέλος, τους πέταξε τα κλειδιά κ' έτσι μπόρεσαν να πάρουν τα βασιλικά σύμβολα. Ο Πατριάρχης έστεψε τότε τη Σίβυλλα, κι αυτή με τη σειρά της έστεψε τον άντρα της. «Πήρε το στέμμα και καλώντας τον κύριό της, τον Γκυ του Λουζινιάν, του είπε: Άρχοντα, δεχτείτε αυτό το στέμμα, γιατί δεν ξέρω σε ποιόν καλύτερον θα μπορούσα να το προσφέρω. Τότε αυτός γονάτισε μπροστά της, και κείνη του έβαλε το στέμμα στο κεφάλι». Όμορφη βέβαια χειρονομία σαν δείγμα γυναικείας τρυφερότητας, αλλά ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών, ο Γεράρδος του Ριντεφόρ, απολαμβάνοντας την εκδίκησή του ενάντια σ' εκείνον που του 'χε στερήσει άλλοτε το φέουδο του Μπατρούν, μουρμούριζε μέσα στα δόντια του για λογαριασμό του Ραϋμόνδου Γ': «Αυτό το στέμμα αξίζει την κληρονομιά του Μπουτρόν». Λόγος αποκαλυπτικός: όλη η υπόθεση είχε σκηνοθετηθεί σαν από κοινούς κακοποιούς. Μα όσοι ήξεραν την ανικανότητα του Γκυ, δεν είχαν καμιά ψευδαίσθηση για το μέλλον των Αγίων Τόπων. Ο γέρο Βαλδουίνος του Ραμά, ο πιο γενναίος φεουδάρχης της χώρας, απαντούσε σ' όσους του ανάγγελλαν το νέο της στέψης: «Δε θα 'ναι βασιλιάς ούτε ένα χρόνο! Το βασίλειο είναι χαμένο!»

Αυτή η στέψη όμως δε θα 'χε καμιά σημασία, όσο η Συνέλευση των φεουδαρχών στο Ναπλούς δε θα 'δινε τη συγκατάθεσή της. Οι φεουδάρχες όμως είχαν σκεφτεί μιαν άλλη λύση. Η μικρότερη αδερφή της Σίβυλλας, η Ισαβέλλα, είχε παντρευτεί το γιο μιας απ' τις μεγαλύτερες οικογένειες του βασιλείου, τον Ονφρουά Δ', αυθέντη του Τορόν, που η ανάμνηση του ηρωικού του παππού, του γέρο κοντόσταυλου, τον έκανε αγαπητό σ' όλους τους Φράγκους. Η συνέλευση πρότεινε λοιπόν στον Ονφρουά και στην Ισαβέλλα να τους ανεβάσει στο Θρόνο. Δυστυχώς ο Ονφρουά δεν ήταν παρά ένα δειλό ομορφόπαιδο, που τρόμαξε με το ρόλο που ήθελαν να τον βάλουν να παίξει. Την ίδια νύχτα, το 'σκασε κρυφά απ' το Ναπλούς για την Ιερουσαλήμ. Η βασίλισσα Σίβυλλα, όταν παρουσιάστηκε μπροστά της, τον δέχτηκε αρκετά ψυχρά, πράγμα που τον έκανε να χάσει ακόμα περισσότερο το ηθικό του. Καταντροπιασμένος, λέει το χρονικό, άρχισε να ξύνει το κεφάλι του «σαν παιδί που το 'πιασαν στα πράσα» και να ζητάει ταπεινά συγνώμη: «Δεν είναι δικό μου λάθος, κυρία, ήθελαν να με κάνουν βασιλιά με το ζόρι». Τότε αυτή, που ήξερε με ποιόν είχε να κάνει, επωφελούμενη οριστικά απ' την κατάσταση, του είπε: «Καλά, σας συγχωρώ. Και τώρα πηγαίνετε να υποβάλετε τα σέβη σας στο βασιλιά!»

Page 108: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Η λιποταξία αυτή του μνηστήρα του Θρόνου προκάλεσε τη σύγχυση στο στρατόπεδο των φεουδαρχών. Μην έχοντας πια νομική βάση για να παραμερίσουν τον Γκυ, αναγκάστηκαν, θέλοντας και μη, να υποταχθούν. Μονάχα ο Ραϋμόνδος Γ', στην κομητεία της Τρίπολης και στο φέουδό του της Τιβεριάδας, εξακολουθούσε να μην υποτάσσεται. Για μια στιγμή, ο Γκυ σκέφτηκε να βαδίσει εναντίον του, και χρειάστηκε όλη η σύνεση των γέρων συμβούλων του για να εμποδίσει μια τόσο εγκληματική περιπέτεια. Μπροστά σ' αυτή την απειλή, ο Ραϋμόνδος πλησίασε περισσότερο τον Σαλαδίνο. Χωρίς να προδίνει την υπόθεση των Φράγκων, όπως τον κατηγόρησαν οι αντίπαλοί του, διαπραγματευόταν με τον Σουλτάνο ένα σύμφωνο ασφαλείας και αμοιβαίας εγγύησης. Πάντως η κατάσταση άρχισε να θολώνει, και δεν ήξερε κανείς ποιο ήταν το καθήκον του. Η στιγμή φαινόταν πρόσφορη στις χειρότερες περιπέτειες. Αύτη τη στιγμή διάλεξε ο Ρενώ του Σατιγιόν για να προκαλέσει τον πόλεμο. Ύστερ' απ' την καταστροφή της μοίρας που 'χε στείλει άλλοτε στην Ερυθρά Θάλασσα, ο Ρενώ είχε συνάψει κι αυτός ανακωχή με τον Σαλαδίνο. Απ' αυτήν αποκόμιζε μεγάλα κέρδη, γιατί, χάρη στην ειρήνη, εισέπραττε πλούσια διόδια απ' τα μουσουλμανικά καραβάνια, που ήταν υποχρεωμένα να διασχίσουν τις γαίες του, του Ουαντί Μούσα ή της Υπεριορδανίας, για να πάνε απ' τη Δαμασκό στο Κάιρο ή απ' το Κάιρο και τη Δαμασκό για το προσκύνημα της Μέκκας. Ο γέρος ιππότης - ληστής όμως δεν μπορούσε ν' αντισταθεί για πολύ στον πειρασμό του πλιάτσικου. Στα τέλη του 1186 ή στις αρχές του 1187, όταν έγινε γνωστό πως θα περνούσε ένα καραβάνι εξαιρετικά σημαντικό, φορτωμένο με τεράστια πλούτη, που ερχόταν απ' το Κάιρο και πήγαινε στη Δαμασκό, δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Έστησε καρτέρι, αιφνιδίασε το καραβάνι, άρπαξε τα εμπορεύματα κ' έριξε εμπόρους, οδηγούς και στρατιώτες της συνοδείας στα μπουντρούμια του Κεράκ.

Μαθαίνοντάς το αυτό ο Σαλαδίνος αξίωσε απ' τον Ρενώ ν' αποδώσει τα λάφυρα. Ο αυθέντης της Υπεριορδανίας αρνήθηκε κατηγορηματικά. Ο Σαλαδίνος επικαλέστηκε τότε την παρέμβαση του βασιλιά Γκυ του Λουζινιάν. Ο Γκυ, που καταλάβαινε τουλάχιστο τη σοβαρότητα της στιγμής, ικέτευσε τον Ρενώ να ικανοποιήσει τον Σουλιάνο, αλλά κι αυτός προσέκρουσε σε μια βάναυση άρνηση. Μια τέτοια ανυπακοή έδειχνε ως ποιο σημείο δε σέβονταν τον βασιλιά εκείνοι οι ίδιοι που τον είχαν επιβάλει στη χώρα. Εξευτελισμένος απ' τους ίδιους τους οπαδούς του, κ' ενώ ο μεγαλύτερος υποτελής του Στέμματος αρνιόταν να τον αναγνωρίσει, αποδειχνόταν απ' την πρώτη στιγμή ανίκανος να οργανώσει την άμυνα του βασιλείου σε περίπτωση πολέμου.

Γιατί πραγματικά επρόκειτο για γενικό πόλεμο. Απ' το Μάη του 1187, ο Σαλαδίνος, μεθυσμένος απ' τη μανία της εκδίκησης, είχε πάει να πολιορκήσει τον Ρενώ στο Κεράκ, λεηλατώντας ολόκληρη την Υπεριορδανία. Ύστερ' αποφάσισε να εισβάλει στο ίδιο το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, και γι' αυτό το σκοπό ζήτησε απ' τον καινούργιο του φίλο, τον κόμη της Τρίπολης, να του αφήσει ελεύθερη διάβαση μες απ' τη Γαλιλαία, που, όπως θυμόμαστε, ανήκε στον Ραϋμόνδο. Αυτή η αίτηση έφερε τον κόμη στην πιο σκληρή αμηχανία. Ως τώρα είχε χρησιμοποιήσει την προστασία του Σαλαδίνου ενάντια στον Γκυ. Αλλά δεν μπορούσε πια να συνεχίσει αυτό το παιχνίδι. Αν αρνιόταν τη διάβαση, θα 'ρχόταν σε ρήξη με τον φοβερό Σουλτάνο. Αν την παραχωρούσε, έμπαινε μόνος του στο περιθώριο της χριστιανοσύνης. Νόμισε πως θα μπορούσε να γλιτώσει μ' ένα ημίμετρο. Επέτρεψε στις προφυλακές του Σαλαδίνου να κάνουν μιαν επίδειξη σε φράγκικη γη, με τον όρο, να μπουν με την ανατολή του ήλιου, να ξαναπεράσουν τον Ιορδάνη πριν νυχτώσει και ν' αρκεστούν να διασχίσουν την ύπαιθρο χωρίς να βλάψουν τα χωριά, ούτε να επιτεθούν σε καμιά πόλη. Υπολόγιζε έτσι πως θα τηρούσε το γράμμα της συμφωνίας του με τον Σαλαδίνο, αμβλύνοντας ταυτόχρονα τη σύγκρουση ανάμεσα στους Μουσουλμάνους και στο βασιλιά.

Στο μεταξύ, ο Γκυ, επιθυμώντας να πραγματοποιήσει απέναντι στον εχθρό την ένωση των φράγκικων δυνάμεων, έστειλε στον Ραϋμόνδο, που ήταν τότε εγκατεστημένος στην Τιβεριάδα, μια πρεσβεία, όπου μετείχε δυστυχώς ο προσωπικός εχθρός του κόμη, ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών Γεράρδος του Ριντεφόρ. Μόλις ο Γεράρδος έμαθε πως την άλλη μέρα τα στρατεύματα του Σαλαδίνου θα περνούσαν απ' τη Γαλιλαία για να κάνουν μιαν επίδειξη ως τη Σαμάρεια, ξεσήκωσε όλους τους Ναΐτες. της περιοχής και, μπαίνοντας επικεφαλής, όρμησε ενάντια στους

Page 109: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μουσουλμάνους, που τους συνάντησε κοντά στη Σεπφωρίδα. Οι Μουσουλμάνοι, τηρώντας τη συμφωνία που είχαν κάνει με τον Ραϋμόνδο Γ', επέστρεψαν ειρηνικά, αφού είχαν πραγματοποιήσει την επίδειξή τους, χωρίς να 'χουν προκαλέσει καμιά σοβαρή ζημιά στη χριστιανική χώρα. Για να επιτεθεί ενάντια σ' αυτούς τους χιλιάδες ιππείς, ο μέγας μάγιστρος δεν είχε μαζί του παρά μονάχα 150 ιππότες. Μάταια ο ίδιος ο υπαρχηγός του, ο μαρεσάλος των Ναϊτών Ιάκωβος του Μαγύ, δοκίμασε να τον κάνει να καταλάβει την απερισκεψία του. Εκείνος πρόσβαλε τον Μαγύ, κατηγορώντας τον δημόσια για δειλία: «Το υπεραγαπάτε, καθώς βλέπω, το ξανθό αυτό κεφάλι για να θέλετε τόσο να το διατηρήσετε!» —«Θα σκοτωθώ σαν ευγενής, απάντησε ο Μαγύ, και σεις θα το βάλετε στα πόδια!» Ύστερ' απ' αυτό πραγματικά δεν έμενε παρά να βαδίσουν προς το θάνατο. Οι 150 ιππότες ρίχτηκαν στον μουσουλμανικό στρατό με τέτοια λύσσα, λέει το αραβικό χρονικό «που και τα πιο μαύρα μαλλιά θ' άσπριζαν από τρόμο». Αλλά υποκύψανε μπροστά στην αριθμητική υπεροχή του αντιπάλου. Τρεις μονάχα απ' τους Ναΐτες κατόρθωσαν να γλιτώσουν, κι ανάμεσα σ' αυτούς, όπως το 'χε προβλέψει ο Μαγύ, ο μέγας μάγιστρος Γεράρδος του Ριντεφόρ. Ύστερ' απ' αυτή την αναπάντεχη νίκη, η μουσουλμανική φάλαγγα γύρισε απ' τη Σεπφωρίδα στον Ιορδάνη έχοντας πάνω στα κοντάρια τα κεφάλια των σκοτωμένων Ναϊτών. Πάνω απ' τα τείχη της Τιβεριάδας, ο Ραϋμόνδος Γ' και οι σύντροφοί του είδαν να παρελαύνει μπροστά τους αυτή η πένθιμη πομπή. Ο Ραϋμόνδος ήταν συντριμμένος. Δέχτηκε αμέσως να συμφιλιωθεί με το βασιλιά πήγε μάλιστα σε προϋπάντησή του. Η συνάντηση έγινε στον Άγιο Ιώβ, κοντά στο Τζενίν. Ο κόμης γονάτισε. Ο Γκυ τον σήκωσε, τον φίλησε και προλαμβάνοντάς τον, του ζήτησε συγνώμη για τα περιστατικά της βιαστικής στέψης. Η στιγμή όμως δεν ήταν πια για συζητήσεις ανάμεσα σε Χριστιανούς. Ο Γκυ κι ο Ραϋμόνδος συμφώνησαν να ενώσουν όλες τις φράγκικες δυνάμεις στο σημείο συγκέντρωσης της Σεπφωρίδας, στο κέντρο της Γαλιλαίας, στα μισά του δρόμου ανάμεσα στην Τιβεριάδα και στη θάλασσα. Αυτή η «γενική επιστράτευση», που πραγματοποιήθηκε αμέσως, απόδωσε 1.500 ιππότες και 20.000 πεζούς ή ντόπια βοηθητικά στρατεύματα.

Κ' ήταν καιρός. Ο Σαλαδίνος «μ' έναν αναρίθμητο στρατό, όμοιο με ωκεανό», εισέβαλε στη Γαλιλαία απ' την πλευρά της Τιβεριάδας. Η κάτω πόλη της Τιβεριάδας καταλήφθηκε σε μιαν ώρα κ' η κόμισσα Εσίβ, γυναίκα του Ραϋμόνδου Γ' βρέθηκε πολιορκημένη στην ακρόπολη. Ο Ραϋμόνδος ήταν τώρα ο πιο άμεσος ενδιαφερόμενος για την υπεράσπιση του oχυρού. Ψυχρός πολιτικός όμως, ήταν κι ο πρώτος που προτίμησε να θυσιάσει την Τιβεριάδα και την οικογένειά του, παρά να διακινδυνεύσει μιαν ασυλλόγιστη πορεία. Οι Φράγκοι βρίσκονταν αριθμητικά σε μειονεκτική θέση. Ο Ιούλιος, καυτερός στις περιοχές αυτές, ευνοούσε το ελαφρό μουσουλμανικό ιππικό σε βάρος των σιδηρόφρακτων ιπποτών. Έπρεπε ν' αρνηθούν τη μάχη, να περιοριστούν σε άμυνα, να φθείρουν τον αντίπαλο, που οι δυνάμεις του, συγκεντρωμένες για μια σύντομη εκστρατεία, στο τέλος θα σκόρπιζαν. Το χρονικό του Ερνούλ μας μεταδίδει έναν δραματικό διάλογο. «Άρχοντα, λέει στο βασιλιά ο κόμης της Τρίπολης, θα σας έδινα πρόθυμα μια συμβουλή, αλλά ξέρω απ' τα πριν πως δε θα μ' ακούσετε!» — «Για πέστε την πάντως». — «Ε, λοιπόν, σας συμβουλεύω, κύριε, ν' αφήσετε να πάρουν το κάστρο της Τιβεριάδας. Η Τιβεριάδα είναι δική μου. Η κυρία της Τιβεριάδας είναι γυναίκα μου, βρίσκεται στο οχυρό με τα παιδιά της και το θησαυρό. Είμαι λοιπόν ο πρώτος ενδιαφερόμενος και κανένας δε θα χάσει όσα εγώ απ' την κατάληψη του κάστρου. Ξέρω όμως, πως κι αν το πάρουν οι Μουσουλμάνοι, δε θα μπορέσουν να το κρατήσουν. Αν γκρεμίσουν τα τείχη, θα τα ξαναχτίσω. Αν αιχμαλωτίσουν τη γυναίκα μου και τους ανθρώπους μου, θα πληρώσω τα λύτρα τους. Προτιμώ όμως να δω τη γυναίκα μου σκλάβα και την πόλη μου υποδουλωμένη, παρά να δω να χάνονται οι Άγιοι Τόποι. Γιατί είστε χαμένοι, αν βαδίσετε αυτή τη στιγμή ενάντια στην Τιβεριάδα. Ξέρω τη χώρα. Σ' όλο το δρόμο δεν υπάρχει πουθενά νερό. Οι άντρες σας και τ' άλογά σας θα πεθάνουν απ' τη δίψα πριν ακόμα κυκλωθούν απ' τα στίφη του μουσουλμανικού στρατού!» Σ' αυτή την κραυγή προειδοποίησης ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών απάντησε με μίσος, πως τέτοιες κουβέντες μυρίζουν προδοσία: «Μυρίζει λύκος εδώ!» Περιφρονώντας την προσβολή, ο κόμης της Τρίπολης επέμεινε. Κατά τα μεσάνυχτα, όταν διαλύθηκε το πολεμικό συμβούλιο, φαινόταν πως η γνώμη του θα επικρατούσε. Αλλά ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών επαγρυπνούσε. Όταν οι φεουδάρχες βγήκαν απ' τη βασιλική σκηνή, ξαναγύρισε κοντά στο βασιλιά και το κακόβουλο πνεύμα του σύντομα έφερε τη σύγχυση στην ψυχή του Λουζινιάν.

Page 110: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

«Μεγαλειότατε, μην ακούτε τον κόμη· είναι προδότης κ' οι συμβουλές του έχουν σκοπό να σας ατιμάσουν κρατώντας σας σε δειλή απραξία» Τρομάζοντας τον Γκυ με τις ύπουλες αυτές διαβολές παρέσυρε τον αδύναμο μονάρχη μέσα σε λίγες ώρες και τελικά του απέσπασε τη διαταγή να ξεκινήσουν.

Μέσα στη νύχτα, οι φεουδάρχες άκουσαν στο στρατόπεδο το σύνθημα του συναγερμού. Κατάπληχτοι, ρωτούσαν ο ένας τον άλλο για να μάθουν σε τι οφειλόταν η αλλαγή των διαταγών και, μη βρίσκοντας καμιά απάντηση, έτρεξαν βιαστικά στη σκηνή του βασιλιά ζητώντας να μάθουν την αιτία αυτής της ξαφνικής αλλαγής. Ο Γκυ, μην μπορώντας να δικαιολογήσει τη μεταστροφή του κι αφήνοντας να παρασυρθεί απ' τη βαναυσότητα των αδυνάτων χαραχτήρων, αρνήθηκε να δώσει οποιαδήποτε εξήγηση. Δεν απέμενε παρά να υπακούσουν.

Ο φράγκικος στρατός ξεκίνησε λοιπόν τα χαράματα, στις 3 Ιουλίου, απ' τη Σεπφωρίδα για την Τιβεριάδα. Ξημέρωνε μια φλογερή μέρα. Το ηθικό του στρατού ήταν πεσμένο, γιατί ακόμα και για τους απλούς ιππότες, που δεν είχαν ακούσει τον Ραϋμόνδο Γ' να εξορκίζει το βασιλιά για τη ματαίωση αυτής της πορείας, ο παραλογισμός αυτής της ενέργειας, που 'χε επιβάλει στην αδυναμία του Γκυ η αλαζονεία των Ναϊτών, ήταν ολοφάνερος. Οι προβλέψεις του κόμη της Τρίπολης επαληθεύονταν σ' όλα τα σημεία. Εγκατέλειπαν τα άφθονα νερά της Σεπφωρίδας για να πάνε σε μια περιοχή όλο γυμνούς, πετρώδεις και άγονους λόφους, που εκτεινόταν στα νότια και στ' ανατολικά του Τζεμπέλ Τουράν. Αντίθετα ο στρατός του Σαλαδίνου, έχοντας πίσω του τη λίμνη της Τιβεριάδας, απολάμβανε τη δροσιά της. Η ταχτική του ήταν να εμποδίσει τους Φράγκους να φτάσουν στις όχθες και να τους κρατήσει μέσα στη φλόγα της ερήμου. Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, η τύχη της μάχης ήταν γραμμένη απ' τα πριν σ' αυτό το πυρακτωμένο έδαφος. Ο Σαλαδίνος τη διάβασε, όπως την είχε διαβάσει προηγούμενα κι ο Ραϋμόνδος Γ'. Μαθαίνοντας την κίνηση των Φράγκων, δεν μπόρεσε να κρύψει τη χαρά του: «Ο Αλλάχ μάς τους παραδίνει!»

Στις 3 Ιουλίου, το βράδυ, οι Φράγκοι σταμάτησαν για να περάσουν τη νύχτα στο λόφο του Χατίν. Τραγική νύχτα, που στη διάρκειά της άντρες και άλογα βασανίστηκαν απ' τη δίψα. Ούτε σταγόνα νερό στο μοιραίο λόφο. Όταν ξημέρωσε, ο στρατός του Σαλαδίνου κύκλωσε ολότελα αυτή τη θέση. Επωφελούμενοι απ' τον ανατολικό άνεμο, οι Μουσουλμάνοι έβαλαν φωτιά στα ξερόχορτα. Τα σύννεφα του καπνού, που ο αέρας τα 'φερνε στα μάτια των Φράγκων, αύξησαν το μαρτύριό τους. «Ο πυρακτωμένος ουρανός, γράφει το αραβικό χρονικό, σκορπούσε τις φλόγες του πάνω σ' αυτούς τους σιδερόφραχτους πολεμιστές. Οι επελάσεις του ιππικού διαδέχονταν η μια την άλλη μέσα στη σκόνη, στον καπνό και σ' έναν καταιγισμό από βέλη. Αυτά τα σκυλιά βγάζανε τις ξεραμένες γλώσσες τους και ούρλιαζαν κάτω απ' τα χτυπήματα! Ελπίζανε να φτάσουν στο νερό, αλλά έβρισκαν μπροστά τους τις φλόγες και το θάνατο».

Σ' αυτή την απελπιστική κατάσταση, ενώ οι πεζοί, τυραννισμένοι απ' τη δίψα, παραδόθηκαν αρκετά γρήγορα, η φράγκικη ιπποσύνη έσωσε την τιμή των όπλων. Δυο φορές εφόρμησε, έκανε τον εχθρό να υποχωρήσει, έφτασε σχεδόν ως τη σκηνή του Σαλαδίνου. Αλλά στο τέλος ο αριθμός επιβλήθηκε. Ο Ραϋμόνδος της Τρίπολης, με λίγους φεουδάρχες, κατόρθωσε ν' ανοίξει ένα πέρασμα μέσα απ' τις μουσουλμανικές μάζες και μπόρεσε να φτάσει στην ακτή. Όλοι οι άλλοι σκοτώθηκαν ή αιχμαλωτίστηκαν. Οι τρεις υπεύθυνοι της καταστροφής, ο Γκυ του Λουζινιάν, ο Ρενώ του Σατιγιόν και ο Γεράρδος του Ριντεφόρ, που η ανικανότητά τους είχε οδηγήσει τους Χριστιανούς στη σφαγή, αιχμαλωτίστηκαν. Ούτε ο περήφανος Ναΐτης, ούτε ο ιππότης - ληστής δεν κατόρθωσαν να βρουν έναν ωραίο θάνατο. Ο Σαλαδίνος διέταξε να τους φέρουν και τους τρεις στη σκηνή του. Ο Γκυ του Λουζινιάν, βασανισμένος απ' τη δίψα, τσακισμένος απ' την εξάντληση, τον πυρετό και τον τρόμο, κόντευε να λιποθυμήσει. Ιπποτικός όπως πάντα, ο Σουλτάνος τον έβαλε να καθίσει δίπλα του. Μιλώντας του γλυκά, καθησυχάζοντας τους φόβους του, του πρόσφερε ένα σερμπέτι από ροδόνερο δροσισμένο με χιόνι απ' τον Έρμωνα. «Είναι μια ευγενική συνήθεια των Αράβων να χαρίζεται η ζωή ενός αιχμαλώτου, αν πιει και φάει με το νικητή του». Όταν όμως ο Γκυ πέρασε το κύπελλο και στον

Page 111: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ρενώ του Σατιγιόν, ο Σαλαδίνος αρνήθηκε να επεκτείνει και σ' αυτόν το προνόμιο της βασιλικής ασυλίας. Άρχισε να πετάει κατάμουτρα στον Ρενώ τις ληστείες του, τις επιορκίες του, την καταπάτηση των συνθηκών, την απαγωγή, σε καιρό ειρήνης, του καραβανιού της Μέκκας. Ο αυθέντης της Υπεριορδανίας του απάντησε με αυθάδεια πως αυτή ήταν η συνήθεια των βασιλιάδων. Τέτοια υπέρμετρη αλαζονεία εξόργισε ακόμα περισσότερο τον Σαλαδίνο. Όρμησε πάνω στον Ρενώ με γυμνό σπαθί και τον πλήγωσε στον ώμο. Οι παριστάμενοι τον αποτέλειωσαν. Το σώμα, ακέφαλο, σύρθηκε στα πόδια του Γκυ του Λουζινιάν. Αυτός έτρεμε από φρίκη. Ο Σαλαδίνος τον έβαλε να καθίσει ξανά δίπλα του και τον καθησύχασε πάλι: «Βασιλιάς δε σκοτώνει βασιλιά!» Μετά την εκτέλεση του Ρενώ, το μόνο παράδειγμα αυστηρότητας του Σαλαδίνου ήταν η εκτέλεση των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, με την περίεργη εξαίρεση του μεγάλου μάγιστρου Γεράρδου του Ριντεφόρ.

Ο φράγκικος «αποικισμός» ποτέ δεν ήταν πολύ πυκνός. Η σφαγή του Χατίν κ' η συνθηκολόγηση των επιζώντων εξαφάνισαν μεμιάς όλη την ιπποσύνη. Απ' τη μια μέρα στην άλλη, η χώρα βρέθηκε άδεια από υπερασπιστές. Ο Σαλαδίνος, εκμεταλλευόμενος αμέσως τη νίκη του, όρμησε για να καταχτήσει τα κυριότερα οχυρά. Αντί να βαδίσει κατευθείαν κατά της Ιερουσαλήμ, έτρεξε στη θάλασσα για ν' αρπάξει τα λιμάνια. Ενδιαφερόταν ν' αποκόψει τους Φράγκους απ' τις ναυτικές τους βάσεις και να στερήσει τις μέλλουσες Σταυροφορίες απ' τα προγεφυρώματά τους. Στις 10 Ιουλίου, υποχρέωσε τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας να συνθηκολογήσει, παραχωρώντας άλλωστε εξαιρετικά ευνοϊκούς όρους στο χριστιανικό πληθυσμό. Οι κάτοικοι αφέθηκαν ελεύθεροι, είτε να μείνουν με τα πλούτη τους στην πόλη κάτω απ' τη μουσουλμανική κυριαρχία, είτε να μεταναστεύσουν με πλήρη ασφάλεια. Η Ιστορία πρέπει να υποκλιθεί μπροστά στη μεγάλη και ιπποτική μορφή του Μεγάλου Κούρδου Σουλτάνου, που τόσο διέφερε απ' τους ανελέητους Τούρκους αταμπέγκ, τους προκατόχους του, καθώς κι απ' τους βάναυσους Μαμελούκους, που επρόκειτο μια μέρα να διαδεχτούν τη δυναστεία του. Αλλά όπου δεν ήταν παρών ο Σαλαδίνος, οι αρχηγοί του στρατού του έπαιρναν σκλάβους όλους τους χριστιανούς. Ο ιστορικός Ιμπν αλ-Αθίρ πήρε στη μοιρασιά μια νεαρή Φράγκισσα σκλάβα, που είχε αιχμαλωτιστεί στη Γιάφα με το παιδί της μόλις ενός χρόνου. «Το παιδί έτυχε να πέσει απ' τα χέρια της μητέρας και να γρατσουνιστεί στο πρόσωπο. Επειδή έκλαψε πολύ η μητέρα γι' αυτό το ατύχημα, προσπάθησα να την καθησυχάσω δείχνοντάς της πως το μωρό δεν είχε τίποτα σοβαρό. —Δεν κλαίω μονάχα γι' αυτό, μου απάντησε, κλαίω για όλους μας. Είχα έξι αδέρφια, που όλα σκοτώθηκαν, έναν άντρα και δυο αδερφές, που δεν ξέρω τι απέγιναν». Λίγο πιο κάτω ο ίδιος ο Ιμπν αλ-Αθίρ περιέγραψε πως συναντήθηκαν δυο άλλες νέες Φράγκισσες, δυο αδερφές, αιχμάλωτες στα χαρέμια του Χαλεπιού. «Είδα στο Χαλέπι μια Φράγκισσα που μαζί με τον αφέντη της είχε πάει επίσκεψη σ' ένα γειτονικό σπίτι. Όταν ο αφέντης χτύπησε την πόρτα, ήρθε να του ανοίξει ο ιδιοκτήτης του σπιτιού. Μαζί του παρουσιάστηκε και μια Φράγκισσα. Μόλις η μια είδε την άλλη, έβαλαν τις φωνές, αγκαλιάστηκαν κλαίγοντας και κάθισαν κατάχαμα να κουβεντιάσουν. Ήταν δυο αδερφές που δεν είχαν κατορθώσει να μάθουν τίποτα για τους συγγενείς τους». Οι άντρες, σκοτωμένοι ή αιχμάλωτοι πολέμου, οι γυναίκες, σκορπισμένες σ' όλα τα χαρέμια της Ανατολής. Έτσι διαλυόταν ο λαμπρός αυτός φράγκικος αποικισμός, έργο τόσων ηρώων και αγίων. Καταλαβαίνει κανείς την αγανάχτηση των χρονογράφων ενάντια στους άφρονες αρχηγούς, που τα 'χαν παίξει και τα 'χαν χάσει όλα, σα να 'παιζαν ζάρια, στο Χατίν. Ύστερ' απ' τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας και τη Γιάφα, ο Σαλαδίνος πήρε τη Βηρυτό (6 Αυγούστου 1187) και τ' άλλα λιμάνια του Λιβάνου. Ο Γκυ του Λουζινιάν, πιο αξιοθρήνητος παρά ποτέ, δεχόταν να του χρησιμέψει σαν μεσάζοντας: ο Σουλτάνος του είχε υποσχεθεί να τον απελευθερώσει, αν του παρέδινε τα τελευταία φράγκικα οχυρά. Πραγματικά ο πρώην βασιλιάς και ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών, ήρθαν μαζί με τα μουσουλμανικά στρατεύματα να καλέσουν τους υπερασπιστές της Ασκάλωνας να συνθηκολογήσουν. Αυτοί όμως, αγαναχτισμένοι, περιέλουσαν τον Λουζινιάν με βρισιές κ' επέμειναν στην αντίστασή τους. Ο Σαλαδίνος δεν μπόρεσε να πάρει την Ασκάλωνα παρά ύστερ' από προσπάθειες ενός μηνός (5 Σεπτεμβρίου)· έπειτα τράβηξε για την Ιερουσαλήμ.

Ανάμεσα στους αιχμαλώτους που 'χαν συλληφθεί στο Χατίν, βρισκόταν κ' ένας απ' τους σπουδαιότερους φεουδάρχες της Παλαιστίνης, ο Μπαλιάν του Ιμπελέν. Ο Μπαλιάν ήταν το

Page 112: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

υπόδειγμα του «ευγενικού ιππότη», σύμφωνα με το ιδανικό του Δωδέκατου Αιώνα μας, σώφρων και σοφός όσο και γενναίος. Είχε παντρευτεί σε δεύτερο γάμο την άλλοτε βασίλισσα της Ιερουσαλήμ Μαρία Κομνηνή, χήρα του Αμαλάριχου Α'. Όπως πολλοί όμοιοί του, δεν είχε πάψει να διατηρεί με τους Μουσουλμάνους ηγεμόνες σχέσεις ιπποτικής φιλίας. Έτσι, όταν ζήτησε να τον απελευθερώσουν για να πάει στην Ιερουσαλήμ να φροντίσει για την ασφάλεια της Μαρίας Κομνηνής, ο Σαλαδίνος δέχτηκε την αίτησή του. Στην Ιερουσαλήμ, ο Μπαλιάν βρήκε το λαό πανικόβλητο. Οι περισσότεροι ιππότες ήταν νεκροί ή αιχμάλωτοι. Ο Μπαλιάν έκανε ιππότες τους γιους τους, από δεκαπέντε χρονών και πάνω, καθώς και τους κυριότερους αστούς της Αγίας Πόλης. Αλλά ήταν φανερό πως με τέτοιο αυτοσχέδιο στρατό δεν μπορούσαν να υπερασπίσουν τα τείχη της πόλης, όπου συνέρεαν όλοι οι πρόσφυγες απ' την Ιουδαία και τη Σαμάρεια, ένα χαροκαμένο κοπάδι γυναικόπαιδα χωρίς κανέναν πόρο, που θα 'πρεπε να τους θρέψουν και που επέτειναν την αναρχία. Στο μεταξύ ο Σαλαδίνος έφτασε μπροστά στην Ιερουσαλήμ για να την αποκλείσει (20 Σεπτεμβρίου του 1187). Ευγενικά, επέτρεψε στη Μαρία Κομνηνή να φύγει έγκαιρα απ' την πόλη και μάλιστα πρόσταξε να τη συνοδέψουν ως την Τύρο. Ύστερα άρχισαν οι διαπραγματεύσεις. Κατά βάθος ο Σαλαδίνος ήθελε ν' απαλλάξει την Αγία Πόλη απ' τις καταστροφές μιας πολιορκίας. Οι αστοί όμως της Ιερουσαλήμ δεν μπορούσαν να συνθηκολογήσουν αμαχητί, χωρίς να φανούν άτιμοι μπροστά στη Χριστιανοσύνη. Ύστερ' απ' αυτή την απόφασή τους, ο Σουλτάνος άρχισε την επίθεση, επίθεση φοβερή, που υποστηριζόταν απ' το «βομβαρδισμό» δώδεκα μεγάλων πολιορκητικών μηχανών. Οι Φράγκοι αντιστάθηκαν, και σε πολλά σημεία μάλιστα πέρασαν στην αντεπίθεση. Στο μεταξύ οι Αιγύπτιοι μιναδόροι, που δούλευαν κάτω απ' την προστασία των λιθοβόλων και των μαγκάνων, κατόρθωσαν ν' ανοίξουν ένα ρήγμα στο τείχος. Για να μην υποστούν την τύχη του ηττημένου, ιππότες και αστοί πήραν τότε την απελπισμένη απόφαση να επιχειρήσουν μιαν έξοδο επωφελούμενοι απ' το σκοτάδι, ν' ανοίξουν ένα πέρασμα ή να πέσουν στη μάχη.

Ο πατριάρχης Ηράκλειος τους μετέπεισε. Αυτός ο γλεντζές, πολιτικάντης και δουλοπρεπής ιερωμένος κάθε άλλο παρά επιζητούσε το στέφανο του μαρτυρίου. Έβρισκε άλλωστε για την ηττοπάθειά του τις πιο πειστικές προφάσεις. Είπε στους μαχητές πως η ηρωική τους χειρονομία, σε περίπτωση που θα σκοτώνονταν, θα 'χε σαν αποτέλεσμα να εγκαταλείψουν στον εχθρό τ' ανήλικα παιδιά τους και πως οι Μουσουλμάνοι δε θα δίσταζαν να τα εξισλαμίσουν. Είχαν άραγε το δικαίωμα να διακινδυνεύσουν την αιώνια σωτηρία τόσων παιδικών ψυχών για την ευχαρίστηση να πάνε οι ίδιοι σε προϋπάντηση του θανάτου; Ένα άλλο επιχείρημα για την παράδοση ήταν, η αμφίβολη στάση των ιθαγενών ορθόδοξων χριστιανών. Από μίσος για τη Λατινική Εκκλησία, το ελληνικό στοιχείο έμπαινε στην υπηρεσία του Σαλαδίνου.

Ο Μπαλιάν του Ιμπελέν ζήτησε τότε μια συνέντευξη με τον Σουλτάνο. Του πρότεινε να παραδώσει την πόλη με τον όρο ν' αφήσει ελεύθερους τους κατοίκους της ν' αποχωρήσουν. Ο Σαλαδίνος όμως, οργισμένος απ' την αντίσταση των Φράγκων, απαιτούσε τώρα την άνευ όρων παράδοση. Φοβερές αναμνήσεις ξανάρχονταν στη μνήμη του πρωταγωνιστή του Ισλάμ. Θυμόταν τη σφαγή του αραβικού πληθυσμού της Ιερουσαλήμ κατά την είσοδο του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν. «Δε θα φερθώ μαζί σας διαφορετικά απ' ό,τι φέρθηκαν οι πατέρες σας που σφάξανε ή έκαναν σκλάβους τους δικούς μας!» Ο Μπαλιάν του Ιμπελέν μίλησε τότε τη γλώσσα της απελπισίας. Σ' αυτή την περίπτωση θα σφάξουμε τα παιδιά και τις γυναίκες μας, θα βάλουμε φωτιά στην πόλη, θα γκρεμίσουμε το Ναό κι όλ' αυτά τα ιερά, που είναι και δικά σας ιερά. Θα σφάξουμε τις πέντε χιλιάδες Μουσουλμάνους αιχμαλώτους που κρατάμε κ' ύστερα θα βγούμε όλοι μαζί και κανένας από μας δε θα πέσει χωρίς να σκοτώσει έναν απ' τους δικούς σας».

Αυτή η άγρια απόφαση έκανε τον Σαλαδίνο να σκεφτεί. Δέχτηκε να εξαγοραστεί ο χριστιανικός πληθυσμός της Ιερουσαλήμ με δέκα υπέρπυρα για τον κάθε άντρα, πέντε για κάθε γυναίκα κ' ένα για κάθε παιδί. «Αφού ο Θεός σάς ενέπνευσε συμπόνια γι' αυτούς τους δυστυχισμένους, του είπε ο Μπαλιάν, σκεφτείτε όλους εκείνους τους φτωχούς που δεν μπορούν να πληρώσουν τα λύτρα τους, αυτό το πλήθος των γυναικών και των παιδιών που δεν έχουν πια τίποτα, γιατί έχετε σκοτώσει ή αιχμαλωτίσει τους άντρες τους και τους συγγενείς τους». Ο Σαλαδίνος τότε δέχτηκε ένα ποσόν κατ'

Page 113: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αποκοπή για τα λύτρα των φτωχών.

Δυστυχώς η τσιγγουνιά κ' η απανθρωπιά των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, που σ' αυτούς φυσικά αποτάθηκαν για να συγκεντρώσουν το απαραίτητο ποσόν, δεν επέτρεψε παρά την εξαγορά 7.000 μονάχα ατόμων, κ' έτσι μείνανε αλύτρωτοι στις μουσουλμανικές φυλακές 16.000 ακόμα χριστιανοί. Αλλά για ν' αποσπάσουν απ' τον μεγάλο μάγιστρο των Ιωαννιτών ακόμα και το πρώτο αυτό ποσόν, οι αστοί της Ιερουσαλήμ αναγκάστηκαν να τον απειλήσουν πως θα παραδώσουν το θησαυρό του στον Σουλτάνο.

Ο Σαλαδίνος, αντίθετα, εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις του με τέτοια τιμιότητα, τέτοιον ανθρωπισμό και ιπποτική γενναιοφροσύνη που απέσπασε το θαυμασμό των Λατίνων χρονογράφων. Την ώρα της εισόδου των στρατευμάτων, έβαλε ανθρώπους της εμπιστοσύνης του να φρουρήσουν τους κυριότερους δρόμους για να εμποδίσει κάθε βιαιοπραγία ενάντια στους Χριστιανούς. Για χάρη του Πατριάρχη, απελευθέρωσε και πεντακόσιους φτωχούς Χριστιανούς. Ο αδερφός του Μελίκ ελ-Αντίλ ζήτησε και του έδωσαν άλλους χίλιους, που η τσιγγουνιά των Ναϊτών είχε επίσης ξεχάσει να τους εξαγοράσει, και τους απελευθέρωσε. Ο Ηράκλειος είχε μαζέψει για να πάρει μαζί του όλα τα χρυσαφικά, όλα τα πολύτιμα μέταλλα, τα υφάσματα και τους τάπητες των ιερών. Ο ιστορικός ελ-Ιμάντ παρατήρησε στον Σαλαδίνο πως αυτά τα πλούτη είναι αναπόσπαστα μέρη των ακινήτων κ' έπρεπε να μείνουν εκεί. Ο Σουλτάνος συμφώνησε, αλλά για να μην αρχίσουν ατέλειωτες νομικές συζητήσεις, προτίμησε να κάνει πως δε βλέπει. Μερικοί φανατικοί ζητούσαν απ' τον Σαλαδίνο, για να καταργήσει το χριστιανικό προσκύνημα, να γκρεμίσει τον Πανάγιο Τάφο. Εκείνος τους σταμάτησε λέγοντάς τους: «Γιατί να γκρεμίσουμε και να καταστρέψουμε, αφού αυτοί έρχονται να προσκυνήσουν τον τόπο κι όχι το χτίσμα του Σταυρού και του Τάφου; Ας μιμηθούμε τους πρώτους Μουσουλμάνους καταχτητές που σεβάστηκαν αυτούς τους ναούς».

Τα δείγματα φιλελευθερισμού του Μεγάλου Σουλτάνου είναι αναρίθμητα. Υπήρχαν στην Ιερουσαλήμ δυο Φράγκοι γέροντες, δυο αιωνόβιοι που είχαν δει τον Γοδεφρείδο του Μπουγιόν. Ο Σαλαδίνος τους λυπήθηκε, διέταξε να τους αφήσουν να ζήσουν ήσυχοι, τα τελευταία χρόνια της ζωής τους, και μάλιστα φρόντισε για τη συντήρησή τους. Είδαμε πως έστειλε τιμητική συνοδεία για να οδηγήσει ως την ακτή την πριγκίπισσα Σίβυλλα της Ιερουσαλήμ, τη Μαρία Κομνηνή και την Ετιενέτ της Υπεριορδανίας. Δεν έδειξε λιγότερη ευγένεια απέναντι στις απλές ευγενείς κυρίες. Μια αντιπροσωπεία απ' αυτές, που είχαν χάσει τους δικούς τους στον πόλεμο, ήρθε να τον βρει. «Όταν τις είδε, ρώτησε ποιες ήταν και του είπαν πως ήταν γυναίκες και κόρες των ιπποτών που είχαν σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί στις μάχες. Τις ρώτησε τότε τι ήθελαν, κι αυτές του είπαν πως, στ' όνομα του Θεού, έπρεπε να τις λυπηθεί, γιατί οι αυθέντες τους ήταν νεκροί ή φυλακισμένοι και τα χτήματά τους χαμένα, και να τους δώσει βοήθεια και συμβουλές. Όταν ο Σαλαδίνος τις είδε να κλαίνε, τις λυπήθηκε πολύ και τους είπε να μάθουν αν οι αυθέντες τους ζούσαν και τους υποσχέθηκε πως αν ήταν στις φυλακές, θα τους απελευθέρωναν και πραγματικά, απελευθέρωσαν όσους βρήκαν. Ύστερα διέταξε γενναιόδωρα να δώσουν χρήματα απ' τα δικά του στις κυρίες και στις δεσποσύνες που είχαν μείνει χήρες ή ορφανές. Τους έδωσαν τόσα πολλά, που δόξασαν το Θεό για το καλό πού τους έκανε ο Σαλαδίνος».

Απόμενε να προωθήσουν όλο αυτό τον πληθυσμό στην ακτή ή μάλλον προς το μέρος της ακτής που βρισκόταν ακόμα στην εξουσία των Φράγκων, στην Τύρο και στην Τρίπολη. Ο Σαλαδίνος μοίρασε τους πρόσφυγες σε τρεις ομάδες, διέταξε τμήματα του στρατού του να τους συνοδεύσουν για να τους προστατεύσουν απ' τις επιθέσεις των Βεδουίνων. «Όταν οι Μουσουλμάνοι καβαλάρηδες της οπισθοφυλακής έβλεπαν καμιά γυναίκα ή κανένα παιδί των Λατίνων εξαντλημένο απ' την κούραση, τους ανέβαζαν στ' άλογό τους και οδηγούσαν το ζώο απ' τα γκέμια». Ένα μέρος απ' τους πρόσφυγες παραδόθηκε στους φεουδάρχες της ακτής της Τρίπολης, που δεν έχασαν δυστυχώς την ευκαιρία να επωφεληθούν απ' το δράμα τους για να τους εκμεταλλευτούν. Οι πιο τυχεροί ήταν εκείνοι που πήγαν να μπαρκάρουν στην Αίγυπτο. Εξακολουθώντας έτσι να επωφελούνται απ' την προστασία

Page 114: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

του Σαλαδίνου, φιλοξενήθηκαν, χάρη στις φροντίδες του, όλο το χειμώνα στην Αλεξάνδρεια. Το Μάρτη μπόρεσαν να μπαρκάρουν για τη Δύση. Ή μάλλον το κατόρθωσαν ύστερ' απ' τη δραστήρια επέμβαση του Σουλτάνου, γιατί οι καπετάνιοι των πλοίων της Γένοβας, της Πίζας και της Βενετίας, που ναυλοχούσαν στην Αλεξάνδρεια, είχαν αρνηθεί στην αρχή να πάρουν επιβάτες χωρίς πληρωμή. Για ν' αναγκάσει αυτούς τους άκαρδους ανθρώπους να μπαρκάρουν τους φυγάδες, ο καδής της Αλεξάνδρειας υποχρεώθηκε ν' απειλήσει τους Ιταλούς καπετάνιους πως δε θα τους επιτρέψει να σαλπάρουν. Οι Ιταλοί ναυτικοί συνέλαβαν τότε το εγκληματικό σχέδιο να ξεφορτωθούν τους άμοιρους επιβάτες τους σε καμιά ερημική ακτή. Όταν το έμαθαν αυτό οι Αιγύπτιοι αξιωματούχοι, κατέστησαν τους Ιταλούς προσωπικά υπεύθυνους για τη ζωή των προσφύγων. Οι Βενετσιάνοι και οι Γενοβέζοι αναγκάστηκαν τότε να συμμορφωθούν, γιατί φοβήθηκαν πως θα καταγγέλλονταν οι εμπορικές συμβάσεις.

Στο μεταξύ ο Σαλαδίνος είχε κάνει μια θριαμβευτική είσοδο στην Ιερουσαλήμ. Έχοντας συνείδηση του ιστορικού του ρόλου, είχε αποδώσει επίσημα στο Ισλάμ τα μεγάλα ιερά του Χαράμ-ες-Σερίφ, το «Ναό του Κυρίου», που είχε ξαναγίνει το τέμενος του Ομάρ, το ναό του Σολομώντος ή των Ναϊτών, που 'χε ξαναγίνει το τέμενος Ελ Ακσά. Στη διάρκεια μιας δραματικής σκηνής, που μας την περιγράφει ο Ιμπν αλ-Αθίρ, ο μεγάλος χρυσός σταυρός, που είχαν υψώσει οι σταυροφόροι στον τρούλο του τεμένους του Ομάρ, γκρεμίστηκε μπροστά σ' όλο το στρατό του Σαλαδίνου και μπροστά στον φράγκικο πληθυσμό που έφευγε για την εξορία. «Όταν έπεσε ο σταυρός, όλοι οι παρόντες, τόσο οι Φράγκοι όσο και οι Μουσουλμάνοι, έβγαλαν μια μεγάλη κραυγή. Οι Μουσουλμάνοι φώναζαν: οο ΑΑ λλ λλ άά χχ εε ίί νν αα ιι μμ εε γγ άά λλ οο ςς . Και οι Φράγκοι έβγαλαν μια κραυγή πόνου. Ήτανε τέτοια η χλαλοή σάμπως να σείστηκε η γης».

—οο0οο—

Μετά την πτώση της Ιερουσαλήμ, ο Σαλαδίνος έφυγε για την ακτή του Λιβάνου. Οι προσπάθειές του ενάντια στην Τύρο απέτυχαν, γιατί η πόλη, καθώς θα δούμε, είχε δεχτεί μιαν απροσδόκητη ενίσχυση απ' τον μαρκήσιο Κονράδο της Μομφεράτης. Στην Τρίπολη, ο κόμης Ραϋμόνδος Γ', που 'χε γλιτώσει σαν από θαύμα απ' το σφαγείο του Χατίν, μόλις είχε πεθάνει άρρωστος κι απελπισμένος. Αλλά το οχυρό ήταν προετοιμασμένο για την άμυνα κι ο Σαλαδίνος δεν πέτυχε τίποτα. Στο βουνό, το φημισμένο κάστρο των Ιωαννιτών, το Κρακ των Ιπποτών, αντιμετώπιζε κι αυτό μ' επιτυχία όλες τις επιθέσεις. Αλλά ο Σαλαδίνος κατέλαβε το Τζαμπαλά και τη Λαοδίκεια, λιμάνια που ο πρίγκιπας της Αντιόχειας είχε την απρονοησία να εμπιστευθεί σ' ένα Μουσουλμάνο αξιωματούχο, που έσπευσε ν' αυτομολήσει στον εχθρό. Αυτός ο πρίγκιπας της Αντιόχειας, ο Βοημούνδος Γ', ήταν ένας ασήμαντος ανθρωπάκος που η ερωμένη του φλερτάριζε με τον Σαλαδίνο και του αποκάλυπτε τα σχέδια της φράγκικης άμυνας. Το αποτέλεσμα ήταν πως ο Σουλτάνος, συνεχίζοντας την αρπαγή των χριστιανικών κτήσεων, κατέλαβε χωρίς δυσκολία τα περισσότερα κάστρα του πριγκιπάτου, τόσο στην ακτή όσο και στον Ορόντη. Το φράγκικο κράτος της Αντιόχειας βρέθηκε έτσι περιορισμένο, εκτός από ελάχιστες περιοχές, στα όρια της πρωτεύουσάς του.

Άραγε αυτό να σήμαινε στη Συρία, όπως και στην Παλαιστίνη, το τέλος του φράγκικου αποικισμού;

Page 115: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XII Η ΤΡΙΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ΚΟΝΡΑΔΟΣ ΤΗΣ ΜΟΜΦΕΡΑΤΗΣ, ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, ΡΙΧΑΡΔΟΣ Ο ΛΕΟΝΤΟΚΑΡΔΟΣ

Η ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΣΥΡΙΑ, ΚΑΤΑ ΤΑ 1188, ΕΧΤΟΣ από μερικά ορεινά κάστρα, όπως το απόρθητο Κρακ των Ιπποτών και το Μαρκάμπ, περιοριζόταν ουσιαστικά μέσα στα τείχη της Τύρου, της Τρίπολης, της Τορτόσας και της Αντιόχειας, τελευταίες νησίδες, που η πλημμυρίδα της μουσουλμανικής ανακατάκτησης φαινόταν πως θα τις σκέπαζε κι αυτές. Δεν υπήρχε πια φράγκικη βασιλεία, γιατί ο Γκυ του Λουζινιάν, παρ' όλο που 'χε απελευθερωθεί στο μεταξύ απ' τον Σαλαδίνο, είχε χάσει κάθε εκτίμηση ύστερ' απ' την καταστροφή του Χατίν και κανείς δεν ήταν πρόθυμος να τον υπακούσει. Δεν υπήρχε πια φράγκικος αποικισμός, όπου θα μπορούσε να στηριχτεί κανείς. Αυτή τη στιγμή όμως παρουσιάστηκε κάτι καινούργιο: ένας άνθρωπος, που πολύ πριν απ' την Τρίτη Σταυροφορία είχε κατορθώσει να συγκεντρώσει γύρω του όλη την αντίσταση. Επειδή ήταν καινουργοφερμένος, είχε ξεφύγει απ' τη γενική ηθική αποθάρρυνση που επακολούθησε μετά τη μάχη του Χατίν. Μην έχοντας γνωρίσει τη φράγκικη Ιερουσαλήμ, μην έχοντας παραλύσει από ανίατη απελπισία, ξανάρχισε τη Σταυροφορία απ' την αρχή. Αυτός ο ουρανόπεμπτος ήταν ο Κονράδος της Μομφεράτης.

Ο Πιεμοντέζος μαρκήσιος Κονράδος της Μομφεράτης, αφού στάθμευσε αρκετό διάστημα στην Κωνσταντινούπολη, έβαλε πλώρη για τη Συρία, λίγο πριν απ' την καταστροφή του Χατίν. Φτάνοντας, στις 13 Ιουλίου του 1187, μπροστά στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, έμεινε κατάπληχτος. Συνήθως όταν έφταναν στο λιμάνι χριστιανικά καράβια, οι Αρχές του λιμανιού έβαζαν να χτυπούν τις καμπάνες κ' έστελναν βάρκες σε προϋπάντηση των προσκυνητών. Τίποτα τέτοιο αυτή τη φορά. Παραξενεμένος απ' αυτή την παράλειψη, ο Κονράδος και οι άντρες του απόρησαν ακόμα περισσότερο, όταν πρόσεξαν το πλήθος που γέμιζε την παραλία: όλο Άραβες και Τούρκοι, γιατί ο Σαλαδίνος μόλις είχε καταλάβει την πόλη. Ο μαρκήσιος της Μομφεράτης έμαθε έτσι μεμιάς την καταστροφή του Χατίν και την πτώση του βασιλείου. Άνοιξε πάλι πανιά και στάθηκε αρκετά τυχερός για να φτάσει στην Τύρο, οχυρό που βρισκόταν ακόμα στα χέρια των χριστιανών.

Η Τύρος μαζί με την Τρίπολη είχαν χρησιμεύσει σαν καταφύγιο στο μεγαλύτερο μέρος των Φράγκων που είχαν γλιτώσει απ' την καταστροφή. Αυτά όμως τα πλήθη, με χαμένο το ηθικό, πολιορκημένα απ' το στρατό του Σαλαδίνου, ήταν κιόλας έτοιμα να συνθηκολογήσουν, όταν το πλοίο του μαρκήσιου της Μομφεράτης φάνηκε στο λιμάνι. Η άφιξή του άλλαξε την κατάσταση. Ο Κονράδος ήταν πραγματικά ο ισχυρός άντρας, ό,τι χρειαζόταν σε μια τέτοια απελπιστική κατάσταση, «ένας άνθρωπος όμοιος με δαίμονα, λέει το μουσουλμανικό χρονικό, γεμάτος φρόνηση, επαγρύπνηση και θάρρος». Στην Τύρο, όπου έγινε δεχτός σαν σωτήρας και όπου όλοι τον εκλιπαρούσαν να τους σώσει, έθεσε ξεκάθαρα τους όρους του: Απαιτούσε ν' αναγνωριστεί σαν απόλυτος κυρίαρχος της πόλης. Αυτές οι προτάσεις, που έγιναν αμέσως δεχτές, καταργούσαν όλα τα προηγούμενα δικαιώματα, ακόμα και τα δικαιώματα του βασιλιά Γκυ του Λουζινιάν, και δημιουργούσαν ένα καινούργιο Δίκαιο, που βασιζόταν στην προσφερόμενη υπηρεσία. Σίγουρος πια για τα δικαιώματά του, ο Κονράδος ανέλαβε την άμυνα. Ήταν καιρός. Οι προδότες είχαν κιόλας σηκώσει πάνω στα τείχη το μπαϊράκι του Σαλαδίνου.

Ο Κονράδος έβαλε να πετάξουν το μπαϊράκι στην τάφρο. Ο Σαλαδίνος όμως είχε, ανάμεσα στους αιχμαλώτους που 'χε πιάσει στο Χατίν, το γέρο άρχοντα της Μομφεράτης, τον πατέρα του Κονράδου. Έφερε το γέρο μπροστά στα τείχη της Τύρου και προσφέρθηκε να τον απελευθερώσει, αν του παράδιναν την πόλη. Αλλά ο Κονράδος δεν ήταν άνθρωπος να συγκινηθεί. Απάντησε πως προτιμούσε να διατάξει να βάλουν εναντίον του πατέρα του παρά να παραδώσει έστω κ' ένα πετραδάκι του τείχους. Ο Σαλαδίνος, καταλαβαίνοντας με ποιον είχε να κάνει, αποσύρθηκε, κ' έτσι ο Κονράδος έμεινε ειρηνικός κάτοχος της Τύρου. Με τα πλούτη που έφερνε μαζί του ο μαρκήσιος, και χρησιμοποιώντας όλους τους πρόσφυγες στην οχύρωση, έκανε σύντομα την πόλη απόρθητο

Page 116: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

οχυρό.

Η Τύρος έγινε έτσι ο προμαχώνας της φράγκικης αντίστασης. Ο Σαλαδίνος, που μόλις είχε ολοκληρώσει την κατάχτηση της Παλαιστίνης, έκανε μια καινούργια προσπάθεια ενάντια στην πόλη. Αλλά η τεράστια αριθμητική του υπεροχή δεν του χρησίμευσε σε τίποτα, μια και η χερσόνησος της Τύρου δε συνδεόταν με την ξηρά παρά με μια στενή λουρίδα γης, που ο Κονράδος είχε φροντίσει να την κόψει με μια τάφρο. Ύστερ' από μια ναυτική νίκη των Φράγκων, στο λιμάνι, στις 2 Ιανουαρίου του 1188, ο Σουλτάνος αποφάσισε να λύσει την πολιορκία. Μα το «Γιβραλτάρ της Τύρου» ήταν πολύ στενό, κ' η φρουρά του πολύ μικρή για να επαρκέσει για την ανακατάκτηση. Ήταν απαραίτητη μια τρίτη Σταυροφορία. Μόλις πήρε την εξουσία, ο Κονράδος της Μομφεράτης ανάθεσε στον αρχιεπίσκοπο της Τύρου να πάει να κηρύξει αυτή τη νέα Σταυροφορία στη Δύση.

—οο0οο—

Οι τρεις κυριότεροι ηγεμόνες της Δύσης την εποχή εκείνη ήταν ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Πλανταγενέτος και ο γερμανός αυτοκράτορας Φρειδερίκος Βαρβαρόσας. Μόλις έγινε γνωστή η απώλεια της Ιερουσαλήμ, κ' οι τρεις φόρεσαν το σταυρό, αλλά οι δυο πρώτοι, χωρισμένοι από μια παλιά αντιζηλία, δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν κι ανέβαλαν επ' αόριστον την εκτέλεση του τάματός τους. Ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας έδειξε μεγαλύτερο ζήλο. Στις 11 του Μάη του 1189, έφυγε απ' το Ρέγκενσμπουργκ μ' ένα στράτευμα εξαιρετικά οργανωμένο και πειθαρχημένο, που, σύμφωνα με ορισμένους χρονογράφους, αριθμούσε στο ξεκίνημα του κάπου 100.000 άντρες. Ξεκίνησε για την Κωνσταντινούπολη απ' την Ουγγαρία. Φτάνοντας στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, προσέκρουσε στην κακή θέληση του αυτοκράτορα Ισαάκιου Αγγέλου. Η Βυζαντινή Αυλή, που ένιωθε ν' απειλείται απ' τα μίση και την πλεονεξία των Λατίνων, είχε κλείσει εναντίον τους ένα σύμφωνο με τον Σαλαδίνο, και τον ενημέρωνε για την πορεία της Σταυροφορίας. Ο Φρειδερίκος, αγαναχτισμένος απ' τα τόσα ύπουλα εμπόδια που του δημιουργούσαν, λεηλάτησε την Αδριανούπολη κ' ετοιμάστηκε να επιτεθεί και ενάντια στην Κωνσταντινούπολη. Είχε όμως αρκετό «χριστιανικό πατριωτισμό» για να συγκρατήσει το θυμό του και στα τέλη του Μάρτη του 1190 πέρασε στη Μικρά Ασία.

Για να διασχίσει τη Μικρά Ασία, ο Φρειδερίκος ακολούθησε την παλιά διαδρομή του Γοδεφρείδου του Μπουγιόν, το δρόμο που διασχίζει τη χερσόνησο διαγώνια, απ' τα βορειοδυτικά στα νοτιοανατολικά, απ' τον Μαρμαρά στην Κιλικία. Οι Σελτζουκίδες Τούρκοι δοκίμασαν να τον σταματήσουν μπροστά στην πρωτεύουσά τους, το Ικόνιο, νικήθηκαν όμως, και ο Φρειδερίκος μπήκε στην πόλη όπου ξεκουράστηκε πέντε μέρες. Το δύσκολο πέρασμα του οροπεδίου της Μικράς Ασίας, που είχε αποβεί μοιραίο σε τόσες προηγούμενες Σταυροφορίες, είχε πραγματοποιηθεί χωρίς εμπόδια χάρη στην πειθαρχία και στη θαυμαστή επιμελητεία του γερμανικού στρατού. Αφού πέρασε τον Ταύρο, ο Φρειδερίκος κατέβηκε στην πεδιάδα της Κιλικίας όπου έγινε δεχτός σαν σύμμαχος απ' τους Αρμένιους. Η προσέγγιση της μεγάλης γερμανικής στρατιάς έσπειρε τον πανικό στο μουσουλμανικό κόσμο. Τόσος ήταν ο φόβος των στρατηγών του Σαλαδίνου που εκκένωσαν τα οχυρά των συνόρων Συρίας και Κιλικίας, όπως το Μπαγκράς, που πριν λίγο είχαν καταχτηθεί απ' τον αφέντη τους. Ο ίδιος ο Σαλαδίνος έβαλε και γκρέμισαν τα τείχη της Σιδώνας, της Καισάρειας και της Γιάφας, γιατί πίστευε πως οι πόλεις αυτές δεν ήταν δυνατό να υπερασπιστούν. Αν ο Αλλάχ, λέει ο Άραβας ιστορικός Ιμπν αλ-Αθίρ, δεν είχε ευδοκήσει να δείξει την καλοσύνη του στους Μουσουλμάνους προκαλώντας το θάνατο του βασιλιά των Γερμανών, τη στιγμή ακριβώς που θα 'μπαινε στη Συρία, θα 'γραφαν σήμερα: «Η Συρία και η Αίγυπτος ανήκαν κάποτε στο Ισλάμ». Πραγματικά ανάμεσα στο μεγάλο γερμανικό στρατό που ξεπρόβαλε στα βόρεια και στους γαλλοαγγλικούς στρατούς που επρόκειτο ν' αποβιβαστούν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, η μουσουλμανική Συρία θα συντριβόταν οπωσδήποτε. Στις 10 Ιουνίου του 1190 όμως, ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας πνίγηκε στα νερά του Σελέφ, ενός μικρού ποταμού της Κιλικίας και το ανατολικό ζήτημα πήρε άλλη τροπή.

Page 117: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Η υπεροχή της γερμανικής στρατιάς οφειλόταν στη μεθοδική της οργάνωση και στο συναίσθημα της ομαδικής δύναμης, που σύμβολό της ήταν ο Φρειδερίκος Βαρβαρόσας. Όταν χάθηκε όμως ο μεγάλος αυτοκράτορας, ο στρατός του έπεσε σε κατάπτωση, έχασε το ηθικό του. Στερημένος από ατομική πρωτοβουλία, ο τεράστιος αυτός στρατός έγινε ένας συρφετός χωρίς ψυχή, και οι Μουσουλμάνοι αιχμαλώτιζαν χωρίς αντίσταση ολόκληρα αποσπάσματα. Ο γιος του νεκρού αυτοκράτορα, ο Φρειδερίκος της Σουηβίας, δείχθηκε ανίκανος να σταματήσει την υλική και ηθική αυτή αποσύνθεση· χωρίς να νικηθεί ούτε μια φορά κ' ενώ μόλις είχε καταχτήσει το Ικόνιο, η γερμανική Σταυροφορία, τη στιγμή που έφτανε στον κύριο σκοπό της, έχασε έτσι τη ζωτική της δύναμη. Ένα μέρος απ' τους αρχηγούς και τους άντρες τους γύρισαν στην Ευρώπη. Οι υπόλοιποι πήγαν δια θαλάσσης να ενωθούν με τους Χριστιανούς της Τύρου ή μ' αυτούς που πολιορκούσαν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας.

—οο0οο—

Η γερμανική Σταυροφορία είχε εξατμισθεί. Η γαλλοαγγλική Σταυροφορία καθυστερούσε για μήνες ακόμα, όπως θα δούμε, στα λιμάνια της Σικελίας. Οι Φράγκοι της Συρίας, ενισχυμένοι από διάφορες ομάδες σταυροφόρων, άρχισαν μόνοι την ανακατάκτηση των ακτών.

Η ανασύνταξη των Φράγκων της Συρίας βοηθήθηκε επιφανειακά, αλλά στην πραγματικότητα έγινε πιο περίπλοκη, απ' την επανεμφάνιση στο προσκήνιο του Γκυ του Λουζινιάν, που 'χε απελευθερωθεί απ' τον Σαλαδίνο. Ο Σουλτάνος, πάντα ευγενικός απέναντι στις φράγκισσες κυρίες, είχε απελευθερώσει τον νικημένο του Χατίν ύστερ' από προσωπική παράκληση της βασίλισσας Σίβυλλας. Στην πραγματικότητα, γνωρίζοντας την ανικανότητα του Γκυ, και υπολογίζοντας πως δεν έχει να φοβηθεί τίποτε απ' αυτόν, ο Σουλτάνος ήταν πολύ ευχαριστημένος να τον εξαπολύσει, μπορεί να ειπωθεί έτσι, στα πόδια του φοβερού Κονράδου της Μομφεράτης. Μόλις απελευθερώθηκε, ο Γκυ τράβηξε πραγματικά για την Τύρο, το μόνο οχυρό του παλιού βασιλείου του που βρισκόταν ακόμα στην εξουσία των Φράγκων, αλλά που σήμερα το διοικούσε σαν αυθέντης ο Κονράδος. Βρήκε τις πύλες κλειστές «κι άρχισε να φωνάζει να του ανοίξουν». «Ο μαρκήσιος της Μομφεράτης ανέβηκε στις επάλξεις και ρώτησε ποιος τολμούσε να μιλάει σ' αυτό τον τόνο. Του απάντησαν πως ήταν ο βασιλιάς Γκυ και η βασίλισσα Σίβυλλα, που ήθελαν να μπουν στην καλή τους πόλη την Τύρο. Ο μαρκήσιος απάντησε πως το οχυρό ήταν δικό του, αφού το 'χε σώσει, και πως σ' όλη τους τη ζωή δε θα ξαναπατούσαν εκεί».

Ο Γκυ του Λουζινιάν, βασιλιάς χωρίς γαίες και χωρίς στρατιώτες, αποκηρυγμένος απ' τους περισσότερους παλιούς του υπηκόους, που τον θεωρούσαν δικαιολογημένα υπεύθυνο για την καταστροφή, πήρε τότε μιαν απόφαση που η τόλμη της προκαλεί την έκπληξή μας γι' αυτόν τον αδύναμο χαραχτήρα: αποφάσισε να ξανακατακτήσει τη δεύτερη πόλη και το κυριότερο λιμάνι του παλιού βασιλείου, τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Συγκεντρώνοντας όσους μπόρεσε να βρει, παλιούς ιππότες της Παλαιστίνης, και καινουργοφερμένους προσκυνητές, έφυγε για την Άκρα, στις 20 Αυγούστου του 1189. Οχτώ μέρες αργότερα, έστηνε το στρατόπεδό του στ' ανατολικά της πόλης, στο λόφο του Τελ ελ-Φουχάρ.

Τολμηρή επιχείρηση. Ο μικρός στρατός του ήταν τέσσερις φορές λιγότερος απ' τη μουσουλμανική φρουρά της Άκρας. Ακόμα, μαθαίνοντας τον ερχομό των Φράγκων, ο Σαλαδίνος, είχε φτάσει δρομαίως στην Άκρα και κατέλαβε θέσεις στα νώτα τους, έτσι που από πολιορκητές βρέθηκαν σύντομα πολιορκημένοι. Αλλά η άφιξη νέων σταυροφόρων απ' τη Δύση μείωσε κάπως τους κινδύνους αυτής της κατάστασης. Έφτασαν διαδοχικά μια ωραία πιζάνικη μοίρα από πενήντα δυο καράβια, έπειτα μια γενοβέζικη και μια βενετσιάνικη, τέλος πεντακόσια καράβια απ' τη Δανία, τη Φρίζη και τη Φλάνδρα, που έφερναν 10.000 άντρες. Στα μέσα του Σεπτέμβρη, κατέφθασαν οι πρώτες γαλλικές ενισχύσεις με τον κόμη του Μπαρ, τον Εράρδο Β' της Βριέννης, το Ροβέρτο του Ντρε και τον αδερφό του, τον επίσκοπο Φίλιππο του Μπωβαί, δυο γενναίους πολέμαρχους που θα ξαναπαρουσιαστούν στις Μπουβίν· έπειτα, τον Οκτώβρη, έφτασαν ο Γκυ του Νταμπιέρ, ο Ναρζό του

Page 118: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Τουσύ, ο Ραϋμόνδος της Τυρέν και ο Γοδεφρείδος της Ζουανβίλ με μιαν ομάδα ιππότες της Καμπανίας.

Έτσι ενισχυμένος ο Γκυ του Λουζινιάν, πριν αρχίσει την πολιορκία, δοκίμασε να ξεφορτωθεί τον Σαλαδίνο, που ο στρατός του, στρατοπεδευμένος πάντα στα υψώματα ανατολικά της Άκρας, κύκλωνε τους πολιορκητές. Στις 4 του Οκτώβρη του 1189, έκανε ξαφνική επίθεση ενάντια στο μουσουλμανικό στρατόπεδο, το αιφνιδίασε κ' έφτασε ως τις σκηνές του Σουλτάνου. Δυστυχώς οι νικητές καθυστέρησαν στο πλιάτσικο. Ο Σαλαδίνος μπόρεσε ν' ανασυνταχθεί κι απώθησε τους Φράγκους ως το στρατόπεδό τους. Με δυο λόγια, οι δυνάμεις βρίσκονταν σε ισορροπία. Ο Σαλαδίνος δεν μπορούσε να εμποδίσει τους Φράγκους απ' την πλευρά της ακτής να κυκλώσουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας κι αυτοί οι ίδιοι δεν κατόρθωναν απ' την πλευρά της ενδοχώρας ν' απαλλαγούν απ' τον κλοιό του. Οι επιχειρήσεις πήραν τότε τη μορφή πολέμου πολιορκίας και χαρακωμάτων, εξαντλητικού πολέμου θέσεων, ενός πολέμου φθοράς που επρόκειτο να διαρκέσει δυο χρόνια. Η φρουρά της Άκρας πίσω απ' τα τείχη της, οι Φράγκοι πίσω απ' τ' αναχώματά τους θ' αγωνίζονταν με μεγάλη ενίσχυση λιθοβόλων, μαγκάνων, συστοιχιών βαλιστρίδων, εμπρηστικών στουπιών και υγρού πυρός. Χάρη στην κυριαρχία τους στη θάλασσα, οι Φράγκοι προσπαθούσαν να καταβάλουν τη φρουρά της Άκρας με την πείνα, ενώ κι αυτοί παρενοχλούνταν, στερούνταν από τρόφιμα και βρίσκονταν σαν πολιορκημένοι εξ αποστάσεως απ' το στρατό του Σαλαδίνου.

Αυτός ο πόλεμος θέσεων δημιούργησε ανάμεσα στους Φράγκους και στους πολεμιστές του Σαλαδίνου περίεργες σχέσεις στρατιωτικής αβρότητας. «Ένα είδος οικειότητας, σημειώνει το αραβικό χρονικό, δημιουργήθηκε ανάμεσα στα δυο στρατόπεδα. Άλλαζαν κουβέντες, όταν έπαυαν να πολεμούν, κ' ύστερ' απ' αυτό το μακρό συγχρωτισμό, έφταναν στο τέλος να τραγουδούν και να χορεύουν μαζί, και σε μιαν ώρα αργότερα, να ξαναρχίζουν να πολεμούν». Έβλεπαν ακόμα, σ' αυτές τις ώρες ανακωχής, τα παιδιά των δυο παρατάξεων να παίζουν πόλεμο ανάμεσα στις γραμμές. Υπήρχαν και λιγότερο αθώα παιχνίδια. Το αραβικό χρονικό, εξαιρετικά σκανδαλισμένο, αναφέρει πως οι Μαμελούκοι του Σαλαδίνου δεν αντιστέκονταν στη γοητεία των κοινών γυναικών, που ακολουθούσαν το φράγκικο στράτευμα, και πως πολλοί απ' αυτούς αυτομόλησαν για τα γλυκά μάτια μιας κοπέλας.

Ο ίδιος ο Σαλαδίνος εξακολουθούσε να δίνει το παράδειγμα των πιο ιπποτικών αισθημάτων. Ανάμεσα στους αιχμαλώτους του έφεραν μια μέρα έναν υπέργηρο, που παρ' όλες του τις αναπηρίες, είχε θελήσει να επιχειρήσει το προσκύνημα των Αγίων Τόπων. Ο Σουλτάνος τον λυπήθηκε, του έδωσε ένα άλογο κ' είπε να τον οδηγήσουν πάλι στο φράγκικο στρατό. Μια νύχτα, Μουσουλμάνοι πλιατσικολόγοι άρπαξαν ένα μικρό παιδί τριών μηνών απ' το χριστιανικό στρατόπεδο. Το πρωί, όταν είδε η μητέρα του πως το 'χαν πάρει οι Τούρκοι, απελπίστηκε. Οι Φράγκοι ιππότες τη συμβούλεψαν να επικαλεστεί τη γενναιοφροσύνη του Σαλαδίνου. Τρέχει στις εχθρικές προφυλακές, ζητάει να γίνει δεχτή απ' τον Σουλτάνο. «Ο Σουλτάνος, γράφει ο ελ-Ιμάντ, ήταν πάνω στ' άλογό του, ανάμεσα σε πολυάριθμη συνοδεία. Ήμουν και γω εκεί, όταν παρουσιάστηκε η μητέρα, θρηνώντας και πέφτοντας στα πόδια του, με το πρόσωπο μέσα στη σκόνη. Ο Σουλτάνος ρώτησε τι της συμβαίνει κι όταν το 'μαθε, τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Έβαλε ν' αναζητήσουν το παιδί. Μια κι αυτό είχε κιόλας πουληθεί στην αγορά, το εξαγόρασε με δικά του χρήματα, και δεν απομακρύνθηκε πριν το παιδί δοθεί πίσω στη μητέρα του. Εκείνη το πήρε και το 'σφιξε στην καρδιά της κλαίγοντας με θερμά δάκρυα. Όλοι οι μάρτυρες αυτής της σκηνής, και γω ανάμεσά τους, κλαίγαμε. Αφού η γυναίκα το θήλασε, ο Σουλτάνος έβαλε και την οδήγησαν πάνω σε άλογο με το παιδί της στο χριστιανικό στρατόπεδο».

Στο μεταξύ ο λιμός άρχισε ν' απλώνεται στο φράγκικο στρατό. Ο Κονράδος της Μομφεράτης αποφάσισε να φέρει απ' την Τύρο ένα στόλο ανεφοδιασμού. Στις 4 του Μάρτη του 1190, ο στόλος αυτός —50 πλοία— εμφανίστηκε στ' ανοιχτά του Αγίου Ιωάννη της Άκρας. Η μουσουλμανική μοίρα βγήκε απ' το λιμάνι της Άκρας για να εμποδίσει την αποβίβαση. «Βλέπατε τότε, γράφει το έπος του

Page 119: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Αμβρόσιου, κάτι που έμοιαζε με μυρμήγκια που βγαίνουν από μερμηγκοφωλιά: Οι 10.000 Τούρκοι έβγαιναν απ' την Άκρα με τις γαλέρες τους σκεπασμένες σαν κι αυτούς με μεταξωτά υφάσματα, καραβόπανα και βελούδα. Τράβηξαν όλοι ενάντια στο στόλο μας, που η τραμουντάνα τον έφερνε κατά μήκος της παραλίας. Άρχισαν να ρίχνουν με τις βαλιστρίδες τους κ' η ναυμαχία γενικεύτηκε. Και στις δυο μοίρες δεν έπαυε η χλαλοή. Πότε η μια, πότε η άλλη, υποχωρούσαν. Συχνά πλησίαζαν η μια την άλλη κ' εκσφενδόνιζαν υγρό πυρ. Πυρκαγιές άναβαν στις γέφυρες των πλοίων κι όταν δυο καράβια πλησίαζαν το 'να τ' άλλο, τα χτυπήματα έπεφταν βροχή κι απ' τις δυο μεριές». Στο μεταξύ, στην ξηρά, ο μουσουλμανικός στρατός ενεργούσε μιαν έξοδο. «Όλος ο κάμπος, ως τους πρόποδες του βουνού, ήταν σκεπασμένος, σαν χωράφι με στάχυα, από Τούρκους που επιτίθεντο αδιάκοπα κ' έπεφταν στα χαρακώματά μας τόσοι πολλοί, που στοιβάζονταν ο ένας πάνω στον άλλον. Ήταν μια μεγάλη μάζα απαίσιων και μαύρων ανθρώπων, που φορούσαν στο κεφάλι κόκκινα καλύμματα. Βλέποντας τα στριμωγμένα κύματα αυτών των ανθρώπων με τα κοκκινοσκεπασμένα κεφάλια τους, θα 'λεγες πως είναι κερασιές κατάφορτες με ώριμους καρπούς». Στο τέλος, η μουσουλμανική επίθεση αποκρούστηκε στην ξηρά, ενώ η μοίρα ανεφοδιασμού, διασπώντας τον αποκλεισμό, ξεφόρτωνε τα κιβώτιά της με τα τρόφιμα στο χριστιανικό στρατόπεδο.

Ενώ οι δυο στρατοί, περιμένοντας την άφιξη των βασιλιάδων της Γαλλίας και της Αγγλίας, ακινητοποιούνταν σε πόλεμο θέσεων, το δυναστικό πρόβλημα διαιρούσε πάλι τους Φράγκους. Τον Οκτώβρη του 1190, η βασίλισσα Σίβυλλα της Ιερουσαλήμ, γυναίκα του Γκυ του Λουζινιάν, και που απ' αυτήν αντλούσε τα δικαιώματα στο Θρόνο, είχε πεθάνει έξω απ' τα τείχη της Άκρας χωρίς ν' αφήσει παιδιά. Σύμφωνα με το φράγκικο Δίκαιο της Συρίας, αυτή μονάχα ήταν βασίλισσα ντε γιούρε, και ο Γκυ δεν ήταν συνδεμένος με το Θρόνο, παρά σαν βασιλικός σύζυγος. Η κληρονομιά δεν περιερχόταν σ' αυτόν, αλλά στη μικρότερη αδερφή της, στην πριγκίπισσα Ισαβέλλα.

Η Ισαβέλλα, καθώς θυμόμαστε, ήταν παντρεμένη μ' ένα ντόπιο αρχοντόπουλο, τον Ονφρουά του Τορόν, πολύ ωραίο παιδί (τα αραβικά χρονικά καταθέτουν τα όπλα μπροστά στην ομορφιά του), —πολύ καλλιεργημένος (ήξερε τόσο καλά την αραβική, που θα τον χρησιμοποιήσουν για διερμηνέα με τον Σαλαδίνο), αλλά μαλακός, ντροπαλός, χωρίς φιλοδοξίες, παρ' όλο το ένδοξο όνομα που είχε κληρονομήσει, και κάτι περισσότερο από αδύνατος χαραχτήρας. Θυμόμαστε πως όταν, στα 1186, οι φεουδάρχες του αντι-Λουζινιανικού κόμματος θέλησαν να τον ανακηρύξουν βασιλιά παρά τη θέλησή του, το 'χε σκάσει (για ν' αποφύγει αυτή την επικίνδυνη τιμή) αρκετά γελοία μες απ' τα χέρια τους, κ' είχε πάει με παιδιάστικες δικαιολογίες να ζητήσει τη συγνώμη της Σίβυλλας και του Γκυ. Οι φεουδάρχες, που είχαν υπολογίσει σ' αυτόν και που τους είχε απογοητεύσει από έλλειψη χαραχτήρα δεν του είχαν συχωρέσει την αξιοθρήνητη αυτή συμπεριφορά. Εξάλλου, τη στιγμή που επρόκειτο να ξανακατακτήσουν το βασίλειο απ' τον Σαλαδίνο, ο Ονφρουά δεν είχε καμιά απ' τις ιδιότητες αρχηγού. Με ύφος θηλυπρεπές, κινήσεις αβέβαιες, δισταχτική ομιλία, δεν μπορούσε να τον φανταστεί κανείς ν' αντιμετωπίζει τον Μεγάλο Σουλτάνο. Το βασίλειο χρειαζόταν έναν άντρα δυνατό, ικανό να ιδρύσει μια νέα δυναστεία. Κι αυτός υπήρχε. Ήταν ο καινούργιος αυθέντης της Τύρου, ο μαρκήσιος Κονράδος της Μομφεράτης. Το κόμμα λοιπόν των φεουδαρχών αποφάσισε να χωρίσει την Ισαβέλλα απ' τον Ονφρουά του Τορόν και να την παντρέψει με τον Κονράδο.

Έμενε ένα εμπόδιο. Η Ισαβέλλα, που ήταν μόλις είκοσι χρονών, λάτρευε το ομορφόπαιδο που της είχαν δώσει γι' άντρα. Απ' τα πρώτα λόγια κιόλας, δε δέχτηκε ούτε ν' ακούσει για διαζύγιο. Το μομφερατικό κόμμα όμως είχε γερή υποστήριξη: τη βασιλομήτορα Μαρία Κομνηνή. Η βασιλομήτωρ ανέλαβε να κατηχήσει τη δυστροπούσα: Η Ισαβέλλα είχε υποχρεώσεις στο βασίλειο, στη δυναστεία, που ήταν μοναδική κληρονόμος της. Αφού ο Ονφρουά του Τορόν δειχνόταν ανίκανος να βασιλέψει, το συμφέρον του κράτους υπαγόρευε στη νέα γυναίκα του να τον θυσιάσει, έστω κι αν θυσιαζόταν κ' η ίδια μαζί. Η Ισαβέλλα, απαυδισμένη, κυνηγημένη απ' την οικογένειά της, δέχτηκε «με τη βία» (η κακομοίρα το δήλωσε ρητά) ν' αποχωριστεί τον αγαπημένο της Ονφρουά για να πάρει τον Κονράδο. Έμενε να βρεθεί μια πρόφαση ακύρωσης. Τη βρήκαν: η Ισαβέλλα είχε παντρευτεί πολύ μικρή, χωρίς τη συγκατάθεσή της, εξαπίνης. Κι αυτό ακύρωνε το γάμο. Ο αξιοθρήνητος Ονφρουά θέλησε να διαμαρτυρηθεί, αλλά τότε επενέβη το επιχείρημα της βίας. Ένας απ' τους φεουδάρχες του

Page 120: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

μομφερατικού κόμματος, ο Γκυ του Σανλίς, «του πέταξε το γάντι» για να τον προκαλέσει σε μονομαχία. Η γενναιότητα δεν ήταν ποτέ το χαρακτηριστικό του τελευταίου των Τορόν. «Λιποψύχησε». Δε δέχτηκε την πρόκληση κι άφησε να του πάρουν τη γυναίκα. Την πάντρεψαν αμέσως με τον Κονράδο. Ο Κονράδος άλλωστε, δεν αναγνωρίστηκε γι' αυτό βασιλιάς απ' τους φίλους του Γκυ του Λουζινιάν. Οι δυο πρίγκιπες διατηρούσαν τους οπαδούς τους και περίμεναν να δουν ποιος θα επικρατήσει με την άφιξη των βασιλιάδων της Γαλλίας και της Αγγλίας.

—οο0οο—

Όπως θυμόμαστε, ο βασιλιάς της Αγγλίας Ερρίκος Β' κι ο βασιλιάς της Γαλλίας Φίλιππος Αύγουστος, που από καιρό πολεμούσαν μεταξύ τους, είχαν κάνει για λίγο ανακωχή, για να γίνουν σταυροφόροι. Αλλά καθώς είχαν ξαναρχίσει να πολεμούν μεταξύ τους, δε βιάζονταν καθόλου να εκπληρώσουν την υπόσχεσή τους, και ο Ερρίκος Β' πέθανε πριν τελειώσουν οι προετοιμασίες της Σταυροφορίας. Ο γιος του Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος ανανέωσε το τάμα του πατέρα του, αλλά μόλις στις 4 Ιουλίου του 1190 έφυγε με τον Φίλιππο Αύγουστο απ' το Βεζελαί για τους Αγίους Τόπους. Ο Φίλιππος επιβιβάστηκε στη Γένουα κι ο Ριχάρδος στη Μασσαλία. Έφτασαν στη Σικελία, καθυστέρησαν όμως ακόμα έξι μήνες εκεί, σε μιαν αρκετά ανεξήγητη απραξία, ενώ ο χριστιανικός στρατός, που πολιορκούσε την Άκρα, τους περίμενε με αγωνία. Στην πραγματικότητα ο Καπετίδης και ο Πλανταγενέτος, παρ' όλο που ήταν σύμμαχοι για τον ιερό πόλεμο, αλληλοϋποβλέπονταν, αλληλοπαρακολουθούνταν και αλληλοεμποδίζονταν. Ύστερ' από μερικά επεισόδια, που λίγο έλειψε να προκαλέσουν ανοιχτό πόλεμο ανάμεσα στους δυο σταυροφόρους ηγεμόνες, ο Φίλιππος Αύγουστος έφυγε πρώτος απ' τη Μεσσήνη, στις 30 του Μάρτη του 1191, για ν' αποβιβαστεί στις 20 τ' Απρίλη μπροστά στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Όσο για τον Ριχάρδο, που έφυγε απ' τη Μεσσήνη στις 10 τ' Απρίλη, δε θ' αποβιβαζόταν στη Συρία παρά στις 7 Ιουνίου. Στο μεταξύ είχε καταχτήσει την Κύπρο.

Ο βασιλιάς της Αγγλίας είχε αναγκαστεί να προσαράξει στις κυπριώτικες ακτές εξαιτίας μιας τρομερής θύελλας. Το νησί ανήκε στους Βυζαντινούς, δηλαδή στον βυζαντινό ηγεμόνα Ισαάκιο Κομνηνό. Επειδή ο Ισαάκιος έδειξε εχθρική στάση απέναντι στα αγγλικά καράβια, που είχαν προσαράξει και βρίσκονταν στη διάθεσή του, ο Ριχάρδος αποβιβάστηκε, τον νίκησε στην Τρεμιθούσα, τον αιχμαλώτισε και μπήκε στη Λευκωσία, πρωτεύουσα του νησιού (τέλος του Μάη του 1191).

Η αναπάντεχη κατάχτηση της Κύπρου απ' τον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο θ' άλλαζε τον ρου της φράγκικης ιστορίας. Η Λατινική Ανατολή, που ο Σαλαδίνος την είχε ρίξει στη θάλασσα, αναγεννιόταν μες απ' τα κύματα. Ας σημειώσουμε, χωρίς να προτρέχουμε, πως μόλις ο Ριχάρδος αποβιβάστηκε στην Κύπρο, είχε δει να προστρέχει απ' την Άκρα τον Γκυ του Λουζινιάν, που ερχόταν να ζητήσει την υποστήριξή του ενάντια στις απαιτήσεις του Κονράδου της Μομφεράτης για το στέμμα της Ιερουσαλήμ. Ο Γκυ έθεσε το ξίφος του στη διάθεση του βασιλιά της Αγγλίας και τον βοήθησε να καταχτήσει το νησί, θέτοντας έτσι τις πρώτες βάσεις του μελλοντικού «Βασιλείου των Λουζινιάν της Κύπρου».

Στο μεταξύ ο Φίλιππος Αύγουστος είχε δώσει νέα ώθηση στην πολιορκία της Άκρας. Είχε εγκαταστήσει το στρατόπεδό του απέναντι στον Καταραμένο Πύργο, το κυριότερο αμυντικό έρεισμα της Άκρας. Στις 7 Ιουνίου, ενώθηκε μαζί του κι ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, που ερχόταν απ' την Κύπρο, κι αποβιβάστηκε εκεί. Το βράδυ, όλο το φράγκικο στρατόπεδο φωταγωγήθηκε. «Η νύχτα ήταν ξάστερη και η χαρά μεγάλη, ψάλλει ο Αμβρόσιος. Χτυπούσαν τα σήμαντρα, ηχούσαν οι σάλπιγγες και τα κόρνα. Τραγουδούσαν στο στρατόπεδο ωραία τραγούδια και ωραίους σκοπούς. Οι οινοχόοι κερνούσαν άρχοντες και στρατιώτες. Όλοι ήταν γεμάτοι εμπιστοσύνη. Δεν πιστεύω πως θα μπορούσατε τα δείτε πουθενά τόσα κεριά και τόσο φώτα, έτσι που να φαίνεται στον εχθρικό στρατό πως όλη η κοιλάδα λαμπάδιαζε».

Page 121: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Καθένας απ' τους δυο βασιλιάδες αφιερώθηκε στην επίθεση ενός τομέα. Ο Φίλιππος Αύγουστος ανέλαβε την καταστροφή του Καταραμένου Πύργου, που υπεράσπιζε το οχυρό της Άκρας απ' τ' ανατολικά. Εναντίον του είχε στήσει ένα ισχυρό λιθοβόλο, που το 'χαν ονομάσει «κακιά γειτόνισσα» και που «βομβάρδιζε» την πόλη με τεράστια αγκωνάρια, αλλά που σ' αυτήν οι υπερασπιστές απαντούσαν μ' έναν άλλο καταπέλτη, που το γαλλικό χιούμορ τον βάφτισε «κακιά ξαδέρφη». Δίπλα στην «Κακιά γειτόνισσα», ο βασιλιάς της Γαλλίας έριχνε ο ίδιος, σαν απλός στρατιώτης, με τη βαλιστρίδα. Ένα κομμάτι του τείχους, πλάι στον Καταραμένο Πύργο, είχε γκρεμιστεί. Στις 2 Ιουλίου, ο Φίλιππος Αύγουστος εξαπέλυσε στο ρήγμα μιαν επίθεση, που δεν πέτυχε μόνο και μόνο γιατί ο Σαλαδίνος εξαπέλυσε έναν αντιπερισπασμό ενάντια στο στρατόπεδο των Σταυροφόρων. Αλλά οι πολιορκούμενοι ειδοποίησαν το Σουλτάνο πως δε θα μπορούσαν να βαστάξουν πάνω από μια μέρα. Την επομένη, 3 Ιουλίου, αυτός έκανε μιαν απελπισμένη προσπάθεια ενάντια στο στρατόπεδο. Αποκρούστηκε. «Οι Φράγκοι, σημειώνει ο Μπεχά εντ-Ντιν, αυτόπτης μάρτυς, ήταν ακλόνητοι σαν ένα πραγματικό τείχος. Ένας γιγαντόσωμος Φράγκος, ανεβασμένος σε μιαν έπαλξη, απέκρουε τους επιτιθέμενους μοναχός του. Δίπλα του οι σύντροφοί του του περνούσαν αγκωνάρια, που τα έριχνε πάνω μας. Χτυπήθηκε πάνω από είκοσι φορές με πέτρες και βέλη, χωρίς να φαίνεται πως του καίγεται καρφί. Χρειάστηκε, για να τελειώνουμε μ' αυτόν, ένας απ' τους αξιωματικούς μας να τον κάψει ζωντανό με μια μποτίλια αναμμένη νάφθα». Ο ίδιος συγγραφέας μας μιλάει για μια Φράγκισσα ηρωίδα, που φορούσε πράσινο μανδύα, και δεν έπαυε να ρίχνει βέλη, θέτοντας εκτός μάχης πολλούς Μουσουλμάνους. «Στο τέλος υπέκυψε μπροστά στους πολυάριθμους μαχητές. Τη σκοτώσαμε και πήγαμε το τόξο της στο Σουλτάνο». Ενώ οι υπερασπιστές του στρατοπέδου απέκρουαν έτσι την αντεπίθεση του Σαλαδίνου, ο Φίλιππος Αύγουστος ξανάρχιζε την επίθεση ενάντια στον Καταραμένο Πύργο. Λίγο έλειψε αυτή τη φορά να πετύχει. Ο στρατάρχης της Γαλλίας Ωμπρύ Κλεμάν, που 'χε ορκιστεί να πάρει την Άκρα ή να πεθάνει, όρμησε μέσα στο ρήγμα του πύργου, αλλά οι σκάλες έσπασαν και σκοτώθηκε.

Παρ' όλα αυτά, η μέρα της 3ης Ιουλίου υπήρξε αποφασιστική. Αν και η Άκρα δεν κατελήφθη εκείνη την ημέρα, ωστόσο δέχτηκε θανάσιμο πλήγμα. Στις 11 Ιουλίου, μια θυελλώδης επίθεση των Άγγλων εξουθένωσε τελειωτικά τη φρουρά. Στις 12 συνθηκολογούσε και οι σταυροφόροι έμπαιναν στην πόλη. Απ' τα υψώματα, ανατολικά απ' τον κάμπο της Άκρας, ο Σαλαδίνος αναγκάστηκε να παραστεί, μην μπορώντας να κάνει τίποτα, σ' αυτό το θέαμα. «Αυτή την Παρασκευή το μεσημέρι, γράφει ο ιστορικός του Αμπού Σαμά, είδαμε τους σταυρούς και τα λάβαρα των Φράγκων να υψώνονται στα τείχη. Μια τεράστια κραυγή ενθουσιασμού υψώθηκε απ' το φράγκικο στρατό, ενώ το στρατόπεδό μας αντηχούσε από βογκητά και κλάματα. Ήταν για μας απαίσιο το θέαμα, όταν ο μαρκήσιος (της Μομφεράτης), μπαίνοντας στην Άκρα με τέσσερις σημαίες των χριστιανών βασιλιάδων, έστησε τη μια στο κάστρο, την άλλη στο μιναρέ του μεγάλου τζαμιού (κ' ήταν Παρασκευή!), την τρίτη στο μπούρτζι, τη θέση των σημαιών του Ισλάμ...»

Για να πάρουν τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, ο Ριχάρδος κι ο Φίλιππος είχαν σταματήσει τις φιλονικίες τους. Η αντιζηλία τους όμως ξύπνησε την επομένη της νίκης. Στον ανταγωνισμό για το στέμμα της Ιερουσαλήμ, ο Ριχάρδος είχε πάρει το μέρος του Γκυ του Λουζινιάν κι ο Φίλιππος του Κονράδου της Μομφεράτης. Για να βάλουν τέρμα σ' αυτή την αντίθεση, που παρέλυε το στρατό, οι Σύροι φεουδάρχες, συγκεντρωμένοι σε παρλαμέντο, στις 28 Ιουλίου, επέβαλαν έναν συμβιβασμό: Ο Γκυ, που 'χε χρισθεί στον Πανάγιο Τάφο, θα διατηρούσε το στέμμα του σ' όλη του τη ζωή, θα τον διαδεχόταν όμως ο Κονράδος της Μομφεράτης σαν σύζυγος της πριγκίπισσας Ισαβέλλας της Ιερουσαλήμ.

Όταν κλείστηκε αυτή η συμφωνία, ο Φίλιππος Αύγουστος ανάγγειλε την πρόθεσή του να γυρίσει στην Ευρώπη. Στις 2 Αυγούστου, μπαρκάριζε στην Τύρο για το Μπρίντεζι αφήνοντας στην Παλαιστίνη όλο το στρατό των Καπετιδών —10.000 ιππότες, χώρια οι πεζοί— κάτω απ' τις διαταγές του δούκα της Βουργουνδίας Ούγου Γ'. Η αναχώρησή του όμως, παρ' όλα αυτά, θεωρήθηκε σαν λιποταξία απ' το κόμμα των Πλανταγενέτων. Ο Φίλιππος είχε κάνει θαυμάσια το χρέος του μπροστά στην Άκρα κ' η ανακατάκτηση της πόλης οφειλόταν τόσο σ' αυτόν όσο και στον Ριχάρδο. Δεν

Page 122: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

μπορούμε όμως ν' αρνηθούμε πως στα μάτια αυτού του ρεαλιστή πολιτικού, η Σταυροφορία είχε αφάνταστα λιγότερο ενδιαφέρον απ' την ενοποίηση των γαλλικών εδαφών και, χωρίς τύψεις, θεωρώντας πως είχε εκπληρώσει το τάμα του με τη νίκη της Άκρας, άφησε στον Ριχάρδο τη φροντίδα ν' απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ.

—οο0οο—

Η αναχώρηση του Φιλίππου Αυγούστου ήταν πραγματική ατυχία για τη Συριακή επιχείρηση. Ο Ριχάρδος θα κέρδιζε πολύ αν επωφελούνταν απ' τις συμβουλές του Καπετίδη, που με την ψυχρή του λογική, θα τον προφύλαγε από πολλά σφάλματα. Ο βασιλιάς της Αγγλίας ήταν πραγματικά ο λαμπρότερος στρατιώτης της εποχής του, αλλά στερούνταν απόλυτα από πολιτικό πνεύμα και με το παραμικρό παρασυρόταν απ' τη βιαιότητά του. Ο Σαλαδίνος ήταν έτοιμος να εξαγοράσει πολύ ακριβά τη φρουρά της Άκρας που 'χε μείνει αιχμάλωτη των Φράγκων, αν και τραινάριζε με ανατολίτικο τρόπο στο παζάρεμα. Να νόμισε τάχα ο Ριχάρδος πως ήθελαν να τον γελάσουν; Να σκόπευε τάχα να τρομοκρατήσει το Ισλάμ, όπως οι σταυροφόροι στα 1099; Πάντως στις 20 Αυγούστου συγκέντρωσε μπροστά στην Άκρα, αντίκρυ στο στράτευμά του, τρεις χιλιάδες αιχμαλώτους κ' έβαλε να σφάξουν «όλο αυτό το σκυλολόι».

Αυτή η πράξη δεν ήταν μονάχα βάρβαρη, ήταν κ' ένα βαρύ σφάλμα. Ο Σαλαδίνος ως τότε είχε δείξει στη διεξαγωγή του πολέμου αισθήματα ανθρωπισμού που άξιζαν άλλη συμπεριφορά. Απέναντι στον ίδιο το Ριχάρδο, η στάση του ήταν γεμάτη άμεμπτη ευγένεια. Όταν, στη διάρκεια της πολιορκίας της Άκρας, ο βασιλιάς της Αγγλίας είχε αρρωστήσει, ο Σουλτάνος έσπευσε να του στείλει για την ανάρρωσή του σερμπέτια παγωμένα με χιόνι του Λιβάνου. Σφάζοντας τους αιχμαλώτους, έδινε τέλος στον ιπποτικό πόλεμο, ενώ ταυτόχρονα στερούνταν από 'να μέσο πίεσης κ' ένα πολύτιμο μέσον ανταλλαγής. Ο Σαλαδίνος, αγαναχτισμένος, έκανε αντίποινα στους Φράγκους αιχμαλώτους, που η Ιστορία δεν έχει δικαίωμα να τον κατηγορήσει γι' αυτά.

—οο0οο—

Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος αποκαταστάθηκε ευτυχώς, στη διάρκεια της εκστρατείας που ακολούθησε, γιατί επεχείρησε αμέσως την ανακατάκτηση της ακτής της Παλαιστίνης, απ' τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας ως την Ασκάλωνα.

Έπρεπε πρώτα ν' αποσπάσει το στρατό «απ' τις απολαύσεις της Άκρας». Πραγματικά το μεγάλο λιμάνι, όπως ομολογεί ο ποιητής Αμβρόσιος, είχε γεμίσει κιόλας ταβερνεία πλημμυρισμένα μ' εξαιρετικά κρασιά και κοπέλες «που μερικές απ' αυτές ήταν φτιαγμένες για να ξελογιάζουν». Για ν' απαλλάξουν το στράτευμα απ' τις κοινές γυναίκες, οι φεουδάρχες αποφάσισαν να μην ακολουθεί τη φάλαγγα καμιά γυναίκα «εκτός απ' τις καλές γριές προσκυνήτρες, τις εργάτριες και τις πλύστρες που τους έπλεναν τα ρούχα και το κεφάλι και που, για να τους ξεψυλλίζουν, άξιζαν όσο κ' οι μαϊμούδες».

Η φράγκικη φάλαγγα προχωρούσε κατά μήκος της ακτής, από βορρά προς νότο, κι ανεφοδιαζόταν από σταθμό σε σταθμό απ' το χριστιανικό στόλο που κυριαρχούσε στη θάλασσα. Ο Σαλαδίνος ακολουθούσε παράλληλη πορεία απ' την πλευρά των λόφων, προσπαθώντας να επωφεληθεί απ' το παραμικρό λάθος των Φράγκων για να παρενοχλήσει και να αιφνιδιάσει τον Ριχάρδο. «Το ιππικό και το πεζικό των Φράγκων, γράφει ο ελ-Ιμάντ, προχωρούσε στην παραλία, έχοντας τη θάλασσα δεξιά και το στρατό μας αριστερά. Το πεζικό σχημάτιζε κάτι σαν τείχος γύρω απ' τ' άλογα. Οι άντρες ήταν ντυμένοι με τσόχινα περιθωράκια κι αλυσωτούς θώρακες τόσο πυκνούς, που τα βέλη δεν μπορούσαν να τους διαπεράσουν. Οπλισμένοι με δυνατές βαλιστρίδες, κρατούσαν τους καβαλάρηδες μας σε απόσταση». Ο καδής Μπεχά εντ-Ντιν διηγείται πως είδε έναν Φράγκο στρατιώτη να 'χει ως δέκα βέλη καρφωμένα στη ράχη του περιθωρακίου του, χωρίς να ενοχλείται στο παραμικρό. Όσο για τους ιππότες, προχωρούσαν έφιπποι στο κέντρο της φάλαγγας και δεν

Page 123: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

έβγαιναν παρά για αιφνιδιαστικές επελάσεις, όταν επρόκειτο ν' απαλλάξουν τους πεζούς απ' την πίεση ή ν' ανοίξουν δρόμο. «Οι Τούρκοι, οι άνθρωποι του Σατανά λυσσούσαν, αναφέρει ο Αμβρόσιος, γιατί με τις πανοπλίες μας είμαστε σαν άτρωτοι. Μας ονόμαζαν σιδερένιους ανθρώπους». Αν η υπεροχή των Φράγκων βασιζόταν στις πανοπλίες και στην πειθαρχία τους, οι Μουσουλμάνοι είχαν υπέρ αυτών την εξαιρετική ευκινησία. Σε κάθε στιγμή, το έπος του Αμβρόσιου μας δείχνει τους Τούρκους καβαλάρηδες να εμφανίζονται με ξέφρενο καλπασμό, πάνω στα γρήγορα σαν αστραπή άτια τους, να ρίχνουν στη φράγκικη φάλαγγα βροχή τα βέλη και να εξαφανίζονται ασύλληπτοι σ' ένα σύννεφο σκόνης.

Παρ' όλη αυτή την εξακολουθητική παρενόχληση, η φράγκικη φάλαγγα προχωρούσε με αυστηρή τάξη, χωρίς ν' αφήνει να τη διασπάσουν ή να την παρασύρουν έξω απ' την πορεία της. Πέρασαν το Κάρμηλο, έφτασαν στην Καισάρεια, που ο Σαλαδίνος, που 'χε απελπιστεί ότι θα μπορούσε να την υπερασπίσει, την είχε καταστρέψει. Έφτασαν μπροστά στο Αρσούφ. Εκεί, στους κήπους, πριν απ' την πολίχνη, ο Σουλτάνος είχε αποφασίσει να σταματήσει τους Φράγκους. Σε λίγα λεπτά, ο χριστιανικός στρατός είδε να κυκλώνεται απ' τους Μαμελούκους. «Μπροστά στους εμίρηδες προχωρούσαν οι σαλπιγκτές και οι τυμπανιστές χτυπώντας τα όργανά τους και ουρλιάζοντας σαν δαίμονες. Δε θα μπορούσε ν' ακούσει κανείς ούτε το Θεό, αν βροντούσε. Μετά το τουρκικό ιππικό έρχονταν οι Νέγροι και οι Βεδουίνοι, πεζοί, σβέλτοι και γρήγοροι, πίσω απ' τις ελαφρές ασπίδες τους. Όλοι σκόπευαν τ' άλογα για ν' αχρηστεύσουν τους καβαλάρηδες».

Σ' αυτή τη φλογερή μέρα, στις 7 του Σεπτέμβρη, στον φοινικώνα του Αρσούφ, οι Φράγκοι, κυκλωμένοι απ' το στρατό του Σαλαδίνου, με τ' άλογά τους σκοτωμένα κ' οι ίδιοι κόσκινο απ' τα βέλη, πίστεψαν για μια στιγμή πως ήταν χαμένοι. Όπως στα 1187, στη μοιραία επιχείρηση του Χατίν, η μάχη φαινόταν να 'χε αρχίσει κάτω απ' τις χειρότερες συνθήκες. Αφού περιγράφει το στροβίλισμα των καβαλάρηδων τοξοτών του Ισλάμ, το χαλάζι απ' τα βέλη που έπεφτε στη φράγκικη φάλαγγα μέσα σ' ένα αποπνιχτικό σύννεφο σκόνης, τον διαβολεμένο θόρυβο των αιγυπτιακών ταμπούρλων, τα ουρλιαχτά όλου αυτού του «σκυλολογιού», ο Αμβρόσιος ομολογεί «ότι δεν υπήρχε στο χριστιανικό στρατό κανένας τόσο γενναίος που να μην ευχόταν να 'χε τελειώσει το προσκύνημά του». Στη λαύρα και στη σκόνη αυτού του φλογερού Σεπτέμβρη, ήταν πραγματικά το προανάκρουσμα ενός καινούργιου Χατίν.

Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος όμως δεν ήταν κανένας Ρενώ του Σατιγιόν ούτε Γκυ του Λουζινιάν. Μέτριος πολιτικός στα συμβούλια, γινόταν στο πεδίο της μάχης η ίδια η ενσάρκωση του πνεύματος του πολέμου. Στους Ιωαννίτες της οπισθοφυλακής, που του ομολογούσαν πως είχαν πια αποκάμει, έδωσε επιτακτικά τη διαταγή να κρατήσουν — και κράτησαν. Παρ' όλα αυτά, η άμυνα κόστιζε πολύ ακριβά, γιατί οι Τούρκοι τοξότες σκότωναν από μακριά τα φράγκικα άλογα. Ο Ριχάρδος προετοίμασε μια κυκλωτική επέλαση που αν πετύχαινε, θα προκαλούσε την αιχμαλωσία ή την ολοκληρωτική καταστροφή όλου του μουσουλμανικού στρατού. «Είχε συμφωνηθεί πως πριν απ' την επίθεση θα τοποθετούσαν σε τρία κλιμάκια έξι σαλπιγκτές, που θα σάλπιζαν ξαφνικά την επέλαση όλων των ιπποτών μας». Η ανυπομονησία ενός Ιωαννίτη δεν επέτρεψε την ανάπτυξη αυτού του ελιγμού. Έγινε μονάχα μια επέλαση κατά μέτωπο. Είναι αλήθεια πως η επέλαση αυτή ήταν θυελλώδης και σάρωσε τα πάντα. Ο Μπεχά εντ-Ντιν, που βρισκόταν πλάι στον Σαλαδίνο, μας άφησε έναν τρομαχτικό πίνακα αυτής της σκηνής: «Τότε το φράγκικο ιππικό συντάχτηκε σε μια μάζα και ξέροντας πως τίποτα δε θα το έσωζε εκτός από μια υπέρτατη προσπάθεια, αποφάσισε την επέλαση. Είδα με τα μάτια μου όλους αυτούς τους καβαλάρηδες συγκεντρωμένους και γύρω τους το πεζικό να σχηματίζει ένα τείχος. Άρπαξαν τα κοντάρια τους, έβγαλαν όλοι μαζί μια τρομερή κραυγή, η γραμμή των πεζών άνοιξε για να τους αφήσει να περάσουν κι όρμησαν καταπάνω μας. Ένα απ' τα τμήματά τους όρμησε στη δεξιά μας πτέρυγα, ένα άλλο στην αριστερή, κ' ένα τρίτο στο κέντρο μας, κι όλοι οι δικοί μας τράπηκαν σε φυγή...»

Εκδίκηση για τις παλιές πανωλεθρίες, που κάτω απ' την πέννα του ποιητή Αμβρόσιου γίνεται μια

Page 124: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

σελίδα εποποιίας: «Οι Ιωαννίτες ιππότες, που 'χαν υποφέρει πολύ, επιτέθηκαν λαμπρά συντεταγμένοι. Ο κόμης Ερρίκος της Καμπανίας με τους γενναίους συντρόφους του, ο Ζακ του Αβέν με τους δικούς του επιτέθηκαν κι αυτοί. Ο κόμης Ροβέρτος του Ντρε κι ο επίσκοπος του Μπωβαί επιτέθηκαν μαζί. Απ' τη μεριά της θάλασσας, αριστερά, επιτέθηκε ο κόμης του Λέστερ μ' όλο το κλιμάκιό του, όπου δεν υπήρχαν δειλοί. Έπειτα επιτέθηκαν οι Ανδηγαυοί, τα παλικάρια του Πουατού, οι Βρετόνοι, οι άνθρωποι του Μανς κι όλα τ' άλλα σώματα του στρατού. Τι γενναίοι! Επιτέθηκαν στους Τούρκους με τέτοια ορμή που ο καθένας έφτασε στον δικό του, του 'μπηξε το κοντάρι στο κορμί και τον γκρέμισε απ' τη σέλλα. Όταν ο βασιλιάς Ριχάρδος είδε πως η επέλαση είχε αρχίσει πριν δώσει αυτός τη διαταγή του, σπιρούνισε τ' άλογό του κι όρμησε μ' όλη του τη γρηγοράδα καταπάνω στον εχθρό. Έκανε αυτή τη μέρα τέτοια κατορθώματα, που δεξιά κι αριστερά του, όπως και μπροστά και πίσω του, είχε αυλάκια από σκοτωμένους Σαρακηνούς, κι όσοι είχαν επιζήσει παραμέριζαν για να του κάνουν τόπο. Έβλεπε κανείς τα κουφάρια των Τούρκων με τα γενάτα κεφάλια τους ξαπλωμένα σαν δεμάτια».

Η νίκη του Αρσούφ είχε τεράστια απήχηση. Έσβηνε την πανωλεθρία του Χατίν και ξανάφερνε τη στρατιωτική υπεροχή στα φράγκικα λάβαρα. Η ισχύς είχε πάλι αλλάξει στρατόπεδο, καθώς και το «ηθικό» και η στρατιωτική ικανότητα, με λίγα λόγια ό,τι αποτελεί το στρατιωτικό δυναμικό. Ο Σαλαδίνος ήταν ο πρώτος που το κατάλαβε. Απ' αυτή τη στιγμή θα παραιτηθεί απ' το ν' αντιμετωπίσει τον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο σ' ανοιχτό πεδίο, και θ' αρκεστεί, με τον βεδουίνικο τρόπο, να ερημώνει τα πάντα μπροστά του. Με την καρδιά γεμάτη απελπισία, πρόσταξε να εκκενώσουν τις πόλεις της ακτής, ακόμα και την Ασκάλωνα, απ' τον μουσουλμανικό πληθυσμό, κ' ενώ θλιβερές πομπές προσφύγων έπαιρναν το δρόμο προς την Αίγυπτο, έβαλε να ισοπεδώσουν τα τείχη των πόλεων. Ο Ριχάρδος, που τα 'χε χαμένα μ' αυτή την ταχτική, μπόρεσε παρ' όλ' αυτά να ξαναχτίσει τη Γιάφα, ιδιαίτερα σημαντική πόλη σαν «το λιμάνι του προσκυνήματος», βάση της αποβίβασης προς την Ιερουσαλήμ. Όσο για την ίδια την Ιερουσαλήμ, το ομόθυμο αίσθημα του στρατού απαιτούσε ν' αρχίσει αμέσως η πολιορκία της. Τρεις φορές ο Ριχάρδος πλησίασε σ' αυτήν τόσο πολύ, που πίστεψαν πως γύρισαν πίσω οι υπέροχες στιγμές του Ιουλίου του 1099. Τα Χριστούγεννα του 1191, δεν ήταν παρά είκοσι χιλιόμετρα έξω απ' την Αγία Πόλη. Ο Αμβρόσιος μας λέει πως οι στρατιώτες γυάλιζαν κιόλας χαρούμενοι τους αλυσωτούς θώρακές τους, οι άρρωστοι δήλωναν κιόλας πως θεραπεύτηκαν, για να δουν κι αυτοί πρώτοι το θόλο του Ναού, αλλά προς γενική κατάπληξη ο Ριχάρδος έκανε μεταβολή.

Και τούτο γιατί από στρατηγική άποψη οι συνθήκες τώρα δεν έμοιαζαν καθόλου με τις συνθήκες της Πρώτης Σταυροφορίας Ο Γοδεφρείδος του Μπουγιόν μπορούσε άλλοτε να επιχειρήσει μ' όλη του την ησυχία την πολιορκία της Ιερουσαλήμ γιατί καμιά μουσουλμανική στρατιά δεν είχε έρθει να τον αποσπάσει απ' το έργο του. Δε συνέβαινε όμως το ίδιο και σήμερα. Ο Σαλαδίνος, μ' ένα πολυαριθμότερο εκστρατευτικό σώμα, παρακολουθούσε τώρα κατά πόδας τον Ριχάρδο· τα στρατεύματά του κάλυπταν τα υψώματα, έτοιμα να επιπέσουν στα μετόπισθεν της φράγκικης φάλαγγας, αν αυτή άρχιζε την επίθεση ενάντια στα τείχη της Ιερουσαλήμ. Σαν συνετός πολέμαρχος, ο Ριχάρδος, παρ' όλη την ορμητικότητά του, αρνήθηκε ν' αναλάβει μια τέτοια επιχείρηση τόσο μακριά απ' τις βάσεις του, μέσα στο εχθρικό περιβάλλον του οροπεδίου της Ιουδαίας. Ξαναγύρισε με το στρατό του στην ακτή κι απ' αυτή τη στιγμή άρχισε τις ανεπίσημες διαπραγματεύσεις με τον Σαλαδίνο.

Μην μπορώντας να ξανακατακτήσει τους Αγίους Τόπους με τη βία, ήταν υποχρεωμένος να διαπραγματευτεί. Οι Φράγκοι, που είχαν γίνει ξανά κύριοι της παράκτιας λωρίδας, και οι Μουσουλμάνοι, που 'χαν μείνει κύριοι της ενδοχώρας, αναζητούσαν ένα modus vivendi. Μερικοί (κι ο Ριχάρδος ο ίδιος για μια στιγμή) σκέφτηκαν μια ρομαντική λύση. Ο αδερφός του Σαλαδίνου Μελίκ ελ-Αντίλ, που είχε πάντα δείξει κάποια συμπάθεια για τους Χριστιανούς, θα παντρευόταν την αδερφή του Ριχάρδου, τη βασίλισσα Ιωάννα της Σικελίας, κι αυτό το μικτό ζευγάρι θα βασίλευε στην ουδετεροποιημένη Ιερουσαλήμ. Σχέδιο φανερά απραγματοποίητο, και μόνο απ' τους θρησκευτικούς δισταγμούς της Ιωάννας, αλλά που έδειχνε παρ' όλα αυτά μιαν ευτυχή ύφεση στα

Page 125: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

θρησκευτικά μίση, καθώς και την εμφάνιση ενός πνεύματος αμοιβαίας θρησκευτικής ανεξιθρησκίας, που θα 'ναι το πνεύμα του Φρειδερίκου Β' και των διαδόχων του Σαλαδίνου.

Παρ' όλα αυτά, καθώς καθυστερούσαν οι διαπραγματεύσεις, ο Ριχάρδος, τον Ιούνιο του 1192, έκανε δεύτερη επίδειξη μπροστά στην Ιερουσαλήμ. Στις 12 Ιουνίου, το πρωί, καθώς κυνηγούσε με μιαν ομάδα προφυλακής μια μουσουλμανική περίπολο έφτασε εν όψει της Αγίας Πόλης. Αλλά κι αυτή τη φορά αρνήθηκε να επιτεθεί, με τον Σαλαδίνο στα πλευρά του, ενάντια σε μια θέση με τόσο ισχυρή άμυνα. Επειδή το ηθικό του στρατού επηρεάστηκε απ' αυτή τη στάση, επιχείρησε, για να το αναπτερώσει, μιαν ιλιγγιώδη καταδρομή. Οι Βεδουίνοι (γιατί είχε και Βεδουίνους στην υπηρεσία του) τον πληροφόρησαν πως ένα τεράστιο μουσουλμανικό καραβάνι, που ερχόταν απ' την Αίγυπτο, κατευθυνόταν προς τη Συρία και πως έμπαινε, κάτω απ' την προστασία μιας ίλης Μαμελούκων, στην έρημο της Ιουδαίας. Μαθαίνοντας αυτό το νέο, ο Ριχάρδος πήδησε στ' άλογο και μαζί με τον δούκα της Βουργουνδίας και με 500 ιππότες έφυγαν καλπάζοντας για τα νοτιοδυτικά. Ήταν Κυριακή, 20 Ιουνίου, βράδυ. Κάλπασαν όλη τη νύχτα στο φως του φεγγαριού και δεν ξεπέζεψαν παρά στα νότια της Ασκάλωνας. Εκεί ένας Βεδουίνος τους ειδοποίησε πως το καραβάνι είχε σταθμεύσει είκοσι χιλιόμετρα πιο κάτω, στο σημείο ύδρευσης Στρογγυλή Στέρνα, στη μέση της ερήμου του Νετζέμπ. Ο Ριχάρδος βάζει τους καβαλάρηδες του να τυλίξουν με τον βεδουίνικο τρόπο το κεφάλι τους μ' ένα καφίε, κ' έπειτα, καθώς έπεφτε το σκοτάδι, τράβηξε πάλι κατευθείαν κατά τα νότια, αυτός στην προφυλακή κι ο δούκας της Βουργουνδίας στην οπισθοφυλακή. Βάδισαν όλη τη νύχτα, μια ξάστερη νύχτα παλαιστινιακού καλοκαιριού, που οδήγησε χωρίς εμπόδια τη φάλαγγα μες απ' τους αμμόλοφους ως τη Στρογγυλή Στέρνα, όπου το καραβάνι αναπαυόταν ανύποπτο, και ζώα κι άνθρωποι κοιμόνταν ανάμεσα στους ξεφορτωμένους μπόγους των εμπορευμάτων. Λίγο πριν απ' τα χαράματα, ο Ριχάρδος έδωσε τη διαταγή της επίθεσης. Πλήρης αιφνιδιασμός. Η συνοδεία των Μαμελούκων ήταν η πρώτη που το 'βαλε στα πόδια. Οι οδηγοί του καραβανιού, εγκαταλείποντας ζώα κ' εμπορεύματα, τράπηκαν κι αυτοί σε φυγή μες στην έρημο του Νετζέμπ, «όπως τα λαγωνικά που κυνηγούν το λαγό στον κάμπο, έτσι κ' οι άντρες μας κυνηγούσαν τους δικούς του». Πλούσια λάφυρα: ατέλειωτες σειρές γκαμήλες φορτωμένες χρυσάφι, μεταξωτά, βελούδα, πορφύρες, μπρούντζινες λεκάνες και υδροχόες, ασημένια κηροπήγια, δαμασκηνές πανοπλίες, σκακιέρες από ελεφαντόδοντο, σακιά ζάχαρη και πιπέρι, όλοι οι θησαυροί, όλες οι λιχουδιές του παλιού Ισλάμ.

Αλλά οι λαμπρές αυτές επιχειρήσεις δεν μπορούσαν να κρύψουν την αμηχανία του Ριχάρδου. Δεν κατόρθωνε ούτε να εξαναγκάσει τον Σαλαδίνο σε καμιά αποφασιστική μάχη, ούτε να πετύχει απ' αυτόν μιαν ειρήνη συμβιβασμού. Τον Ιούλιο του 1192, ο βασιλιάς είχε ανέβει προς τη Βηρυτό, μην αφήνοντας στη Γιάφα παρά μιαν ανίσχυρη φρουρά. Επωφελούμενος απ' την απομάκρυνσή του, ο Σαλαδίνος ρίχτηκε αιφνιδιαστικά στην πόλη αυτή (26 Ιουλίου). Οι Μουσουλμάνοι μιναδόροι κατάφεραν απ' την άλλη μέρα κιόλας να προκαλέσουν την κατάρρευση ενός μέρους του τείχους, αλλά πίσω απ' το ρήγμα οι Φράγκοι είχαν ανάψει μεγάλες φωτιές Προστατευόμενοι απ' τις φλόγες και τον καπνό, εμπόδιζαν τους Μουσουλμάνους να μπουν μέσα: «Τι θαυμαστοί πολεμιστές είναι αυτοί οι άνθρωποι, δεν μπορεί να μην ανακράξει ο Μπεχά εντ-Ντιν, αυτόπτης μάρτυς, τι παλικάρια!» Στις 31 Ιουλίου, το τείχος γκρεμιζόταν ολόκληρο. «Όταν το σύννεφο της σκόνης διαλύθηκε, είδαμε ένα τείχος από αλεμπάρντες και κοντάρια που αντικαθιστούσε τόσο καλά το γκρεμισμένο τείχος κ' έκλεινε τόσο καλά το ρήγμα που ούτε η ματιά δεν μπορούσε να εισδύσει. Είδαμε το τρομαχτικό θέαμα της αφοβίας των Φράγκων, της ψυχραιμίας και της ακρίβειας των κινήσεών τους». Όταν δεν μπορούσαν πια να υπερασπιστούν την κάτω πόλη, οι Φράγκοι αποσύρθηκαν με τάξη στην ακρόπολη. Παρ' όλα αυτά, προς το βράδυ είχαν αρχίσει διαπραγματεύσεις παράδοσης και τ' άλλο πρωί, 1 Αυγούστου, ετοιμάζονταν αναπόφευκτα να συνθηκολογήσουν, όταν, στο πρώτο φεγγοβόλημα της αυγής, ένας χριστιανικός στόλος εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά στη Γιάφα. Ήταν ο βασιλιάς Ριχάρδος που, ειδοποιημένος σαν από θαύμα, έφτανε με τις γενοβέζικες γαλέρες, με τα πρώτα στρατεύματα που 'χε καταφέρει να συγκεντρώσει.

Τότε είδαν τι άξιζε ο βασιλιάς της Αγγλίας. Το έπος του Αμβρόσιου μας άφησε μιαν αλησμόνητη

Page 126: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

εικόνα απ' αυτή τη σκηνή. Χωρίς να περιμένει να πλευρίσουν τα καράβια, ο Ριχάρδος, με την ασπίδα κρεμασμένη στο λαιμό, μ' ένα δανέζικο τσεκούρι στο χέρι, πήδησε μες στη θάλασσα, όπου το νερό του ήτανε ως τη μέση, έτρεξε στην παραλία, την ξεκαθάρισε απ' τους Μουσουλμάνους, μπήκε στην πόλη, βρήκε το πλήθος των εχθρών να πλιατσικολογεί τα σπίτια, έκανε μια φοβερή σφαγή κι αφού έπειτα ενώθηκε με τη φρουρά που απελευθέρωσε, όρμησε μαζί της ενάντια στο στρατό του Σαλαδίνου, κατέλαβε το στρατόπεδό του και τον έτρεψε σε φυγή ως το Γιαζούρ. «Ο βασιλιάς, ψάλλει ο Αμβρόσιος, έβαλε κ' έστησαν τη σκηνή του στο σημείο ακριβώς απ' όπου είχε τραπεί σε φυγή ο Σαλαδίνος. Εκεί κατασκήνωσε ο Ριχάρδος ο Μέγας. Ποτέ, ούτε στο Ρονσεβώ, ιππότης δεν πραγματοποίησε τέτοιον άθλο». Ο Μπεχά εντ-Ντιν πάλι, μας μεταβίβασε τα δηκτικά αστεία του βασιλιά στους νικημένους Μουσουλμάνους: «Ο Σουλτάνος σας είναι ο μεγαλύτερος ηγεμόνας που είχε ποτέ το Ισλάμ και να που μονάχα η παρουσία μου τον κάνει να το βάλει στα πόδια! Κοιτάτε, δεν έχω ούτε πανοπλία. Στα πόδια μου, απλά υποδήματα ναύτη. Δεν ερχόμουν για να πολεμήσω! Γιατί λοιπόν να το βάλει στα πόδια;»

Παρ' όλα αυτά, ο Ριχάρδος δε διέθετε στη Γιάφα παρά 2.000 άντρες κι απ' αυτούς μονάχα πενήντα ιππότες, χωρίς άλογα. Ο μικρός αριθμός τους δημιούργησε στους εχθρούς την ελπίδα πως θα μπορούσαν να εκδικηθούν.

Μόλις μπόρεσε ν' ανασυνταχθεί στο Γιαζούρ, ο μουσουλμανικός στρατός ένιωσε όλη την ντροπή του πανικού του της 1ης Αυγούστου. Μάθαινε πως το μικρό στράτευμα του Ριχάρδου, με ασυγχώρητη αμεριμνησία, κατασκήνωσε έξω απ' τα τείχη της Γιάφας. Φαινόταν εύκολο να κατασπαθίσει κανείς αυτούς τους πεζούς. Τη νύχτα της 4ης Αυγούστου, το μουσουλμανικό ιππικό ξεκίνησε στο φως του φεγγαριού με κατεύθυνση προς το αγγλικό στρατόπεδο. Ένας καυγάς που άρχισε ανάμεσα στους Μαμελούκους καθυστέρησε λίγο την πορεία του, έτσι που μόλις έφτασε εν όψει του στρατοπέδου, άρχιζε να θαμποχαράζει. Ένας Γενοβέζος, που 'χε απομακρυνθεί μες στον κάμπο, είδε τις πανοπλίες να γυαλίζουν κ' έδωσε το σύνθημα του συναγερμού. Ξυπνημένοι ξαφνικά, ο Ριχάρδος κ' οι άντρες του μόλις πρόφτασαν ν' αρπάξουν τ' άρματά τους, πολλοί αναγκάστηκαν να πολεμήσουν μισόγυμνοι. Σε πυκνές γραμμές, με το 'να γόνατο στη γη για να 'ναι πιο στέρεοι, με τις ασπίδες τους καρφωμένες μπροστά τους, προτείνοντας το κοντάρι, δέχτηκαν κατά τα χαράματα, χωρίς να κλονιστούν, τη θυελλώδη επίθεση των μουσουλμανικών ιλών. Ο Ριχάρδος είχε κρύψει βιαστικά ανάμεσα στους κονταροφόρους, άλλους τόσους άντρες με βαλιστρίδες. Μόλις οι καβαλάρηδες του εχθρού, αφού συντρίφτηκε η πρώτη επίθεσή τους πάνω στα κοντάρια, έκαναν μεταβολή για ν' ανασυνταχθούν, οι βαλιστριδιστές άρχισαν να βάλουν σκοτώνοντας τ' άλογα και προκαλώντας τη σύγχυση στις ίλες του εχθρού. Όλες οι επιθέσεις του Σαλαδίνου συντρίφτηκαν πάνω σ' αυτή τη μελετημένη ταχτική. Μάταια, πίσω απ' τις γραμμές του, ο Σουλτάνος εξόρκιζε τους άντρες του. «Η παλικαριά των Φράγκων ήταν τέτοια, σημειώνει ο Μπεχά εντ-Ντιν, που τα στρατεύματά μας, αποθαρρυμένα, αρκούνταν να τους έχουν κυκλωμένους, αλλά σε απόσταση...».

Τότε ο Ριχάρδος πέρασε στην αντεπίθεση ενάντια σ' αυτό το στρατό, με το χαμένο ηθικό. «Όρμησε ανάμεσα στους Τούρκους και τους έσκιζε το κεφάλι ως τα δόντια. Όρμησε τόσες φορές, τους έδωσε τόσα χτυπήματα, και κατέβαλε τέτοια προσπάθεια που έσκασε το δέρμα των χεριών του. Χτυπούσε μπροστά και πίσω, και με το σπαθί του άνοιγε δρόμο παντού ανάμεσα στους Σαρακηνούς. Είτε άλογο χτυπούσε είτε άνθρωπο, τον άφηνε στον τόπο. Εκεί ήταν που έκοψε μεμιάς το χέρι και το κεφάλι ενός σιδερόφραχτου εμίρη στέλνοντάς τον κατευθείαν στην Κόλαση. Κι όταν οι Τούρκοι είδαν αυτό το χτύπημα, του άνοιξαν τόσο φαρδύ δρόμο, που γύρισε, Δόξα τω Θεώ, χωρίς να πάθει τίποτα. Αλλά το σώμα του, τ' άλογό του και η πολεμική σαγή του, κατασκέπαστα από βέλη, τον έκαναν να μοιάζει με πελώριο σκαντζόχοιρο».

Η μάχη είχε κρατήσει όλη την ημέρα της 5ης Αύγουστου. Το βράδυ, η νίκη των σταυροφόρων είχε ολοκληρωθεί. Μπροστά στο βασιλιά της Αγγλίας και στη δράκα των ηρώων του, ο μουσουλμανικός

Page 127: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

στρατός υποχωρούσε με τον Σαλαδίνο ταπεινωμένο κι αποθαρρυμένο.

Τόσο μεγάλος ήταν ο θαυμασμός των Μουσουλμάνων για την εξαιρετική παλικαριά του μεγάλου Πλανταγενέτου που μέσα στη μάχη ο Μελίκ ελ-Αντίλ, βλέποντάς τον να πολεμάει πάνω σ' ένα μέτριο άλογο κατάκοπο, του 'στειλε ένα καινούργιο άτι. Σκίζοντας το πλήθος των μαχητών, είχαν δει να φτάνει καλπάζοντας και να σταματάει μπροστά στον Ριχάρδο ένας Μαμελούκος που οδηγούσε δυο θαυμάσια αραβικά άλογα, «γιατί δεν αρμόζει σε βασιλιά να πολεμάει πεζός». Λίγες μέρες μετά τη μάχη, όταν ο βασιλιάς αρρώστησε στη Γιάφα, ο Σαλαδίνος του έστειλε πάλι ροδάκινα και σερμπέτια παγωμένα με χιόνι απ' τον Έρμωνα.

Αλλά τα γεγονότα της Ευρώπης καλούσαν πίσω το βασιλιά της Αγγλίας. Στην απουσία του, ο Φίλιππος Αύγουστος κι ο Ιωάννης ο Ακτήμων είχαν αρχίσει ν' αρπάζουν το βασίλειό του. Επειδή βιαζόταν να γυρίσει, έκλεισε με τον Σαλαδίνο, στις 3 του Σεπτέμβρη του 1192, μιαν ειρήνη συμβιβασμού βασισμένη στο χάρτη των επιχειρήσεων. Οι Φράγκοι έπαιρναν την περιοχή που 'χαν καταλάβει με τα όπλα τους, δηλαδή την παραθαλάσσια ζώνη απ' την Τύρο ως τη Γιάφα. Το εσωτερικό με την Ιερουσαλήμ έμενε στην εξουσία του Σαλαδίνου, μα ο Σουλτάνος παραχωρούσε, με κάθε εγγύηση, στους χριστιανούς την ελευθερία του προσκυνήματος στην Αγία Πόλη. Ο Σαλαδίνος εγκαινίαζε το νέο καθεστώς δεχόμενος στην Ιερουσαλήμ με θαυμαστή αβρότητα τους επισκόπους, τους φεουδάρχες και ιππότες, τους χτεσινούς αντιπάλους του, που έρχονταν πριν μπαρκάρουν για να εκπληρώσουν το τάμα τους στον Πανάγιο Τάφο.

Ύστερ' από τόσες μάχες, αναταραχές και δράματα, να που έφτανε ο κατευνασμός. Οι αντίπαλοι είχαν μάθει ν' αλληλοεκτιμούνται. Μια κ' οι Φράγκοι δεν είχαν κατορθώσει να διώξουν τους Μουσουλμάνους απ' το εσωτερικό και μια κ' οι Μουσουλμάνοι δεν είχαν κατορθώσει να εμποδίσουν τους Φράγκους να ανακαταλάβουν την ακτή, το καλύτερο ήταν, και το 'χαν καταλάβει, αυτή η φιλική συνεννόηση μεταξύ τους, που την ευνοούσαν ταυτόχρονα και στα δυο στρατόπεδα η ύπαρξη σχεδόν ομοίων ιπποτικών συνηθειών και η σύνδεση, σ' αυτό το τέρμα των δρόμων της Ανατολής, των εμπορικών συμφερόντων. Είναι περίεργο ότι, ύστερ' απ' τις πρώτες του βαναυσότητες, εμπνευστής αυτής της πολιτικής υπήρξε ένας Ριχάρδος Λεοντόκαρδος. Όταν ξαναμπάρκαρε για την Ευρώπη, στις 9 του Οκτώβρη, ο ορμητικός Πλανταγενέτος βρέθηκε, ύστερ' από τόσες καταπληχτικές σπαθιές, να 'χει τελικά υποκαταστήσει στον ιερό πόλεμο τη φραγκοϊσλαμική προσέγγιση. Παρ' όλα αυτά, είναι φανερό πως δεν έφευγε δίχως μελαγχολία που δεν είχε κατορθώσει ν' απελευθερώσει τον Πανάγιο Τάφο. Αυτοτιμωρήθηκε γι' αυτό, αποφεύγοντας να συνοδεύσει τους ιππότες του στο προσκύνημα του Παναγίου Τάφου...

Ο ιπποτικός του αντίπαλος, ο σουλτάνος Σαλαδίνος, που πρόσθετε κι αυτός στη δόξα των όπλων την αρετή πως είχε (κι από περισσότερο καιρό) ευνοήσει αυτή την ύφεση, υποχρεώθηκε κι αυτός να ικανοποιηθεί με μια μισοεπιτυχία. Ασφαλώς απολάμβανε σ' όλο το μουσουλμανικό κόσμο το ασύγκριτο γόητρο που του 'χε χαρίσει η ανακατάκτηση της Ιερουσαλήμ, αλλά αφού, στη μάχη του Χατίν, είχε φτάσει τόσο κοντά στην ολοκληρωτική νίκη, είχε γνωρίσει τις ζοφερές μέρες της Άκρας και της Γιάφας, και παρ' όλο που διατήρησε στο Ισλάμ το τέμενος του Ομάρ, αναγκάστηκε ν' αποδώσει στους Χριστιανούς την ακτή της Παλαιστίνης. Είναι ακόμα αλήθεια πως η γενναιοφροσύνη του, ο βαθύς ανθρωπισμός του, η χωρίς φανατισμό μουσουλμανική του ευσέβεια, αυτό το άνθος φιλελευθερισμού και ευγένειας που προκάλεσαν το θαυμασμό των παλιών χρονογράφων μας, τον έκαναν ν' αποχτήσει στη φράγκικη Συρία τόση συμπάθεια όση και στις χώρες του Ισλάμ. Ερχόμενοι σ' επαφή μαζί του, στις πιο τραγικές συνθήκες, όπου ο άνθρωπος αποκαλύπτεται ολόκληρος, οι Φράγκοι έμαθαν πως ο μουσουλμανικός πολιτισμός μπορεί κι αυτός να παράγει πραγματικά ανώτερους τύπους, όπως κ' οι Μουσουλμάνοι, λίγο αργότερα, θα 'χαν μιαν ανάλογη αποκάλυψη για το χριστιανικό πολιτισμό με τον Άγιο Λουδοβίκο.

Αλλά τόσα έργα και αγωνίες είχαν εξαντλήσει τον Μεγάλο Σουλτάνο. Είχε ονειρευτεί να επωφεληθεί

Page 128: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

απ' την ειρήνη για να πάει να επισκεφτεί την ωραία του Αίγυπτο, που 'χε πολλά χρόνια να τη δει, και ιδιαίτερα να πάει να ευχαριστήσει το Θεό στο προσκύνημα της Μέκκας. Δεν πρόφτασε όμως. Τη νύχτα της 3ης Μαρτίου του 1193, πέθανε στη Δαμασκό, σ' αυτή την πόλη που 'χε τόσο αγαπήσει κι όπου υψώνεται σήμερα ακόμα, μεγαλόπρεπος κι απλός σαν την ίδια τη μουσουλμανική πίστη, ο τάφος του.

Page 129: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XIII ΙΠΠΟΤΕΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΠΟΥΑΤΟΥ

ΕΡΡΙΚΟΣ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΑΜΑΛΑΡΙΧΟΣ ΤΟΥ ΛΟΥΖΙΝΙΑΝ

ΤΗΝ ΩΡΑ ΠΟΥ ΑΡΧΙΖΕ ΝΑ ΞΑΝΑΓΕΝΝΙΕΤΑΙ το βασίλειο της Ιερουσαλήμ με την περιορισμένη μορφή ενός βασιλείου της Άκρας, το δυναστικό πρόβλημα έμπαινε πιο οξύ παρά ποτέ. Προς το τέλος της παραμονής του στην Ανατολή, ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, παρ' όλη την προτίμησή του στον Γκυ του Λουζινιάν, αναγκάστηκε να υποχωρήσει στην επιθυμία των φεουδαρχών της Παλαιστίνης, που όλοι σχεδόν είχαν εκδηλωθεί υπέρ του Κονράδου της Μομφεράτης. Τον Απρίλη του 1192 λοιπόν, ο βασιλιάς της Αγγλίας είχε συγκατατεθεί για την ενδεχόμενη εκλογή του Κονράδου σαν βασιλιά της Ιερουσαλήμ. Όσο για τον Γκυ του Λουζινιάν, θα τον αποζημίωνε δίνοντάς του την Κύπρο.

Ο Κονράδος της Μομφεράτης, στην καλή του πόλη την Τύρο, ετοιμαζόταν να φορέσει αυτό το βασιλικό στέμμα, αντικείμενο, από τόσον καιρό, της φλογερής του επιθυμίας και που άλλωστε, πρέπει να τ' αναγνωρίσουμε, δεν μπορούσε να πάει σε καλύτερο αρχηγό. Τότε ένα αναπάντεχο δράμα τα 'φερε πάλι όλα επί τάπητος, μαζί και τα πεπρωμένα της φράγκικης Συρίας.

Λίγες βδομάδες νωρίτερα, ο Κονράδος είχε προστάξει να ρίξουν στη θάλασσα εμπόρους που ανήκαν στην αίρεση των Χασισίν. Μιλήσαμε πιο πάνω γι' αυτή τη φοβερή μυστική μουσουλμανική εταιρία που δίδασκε μες στην καρδιά του Ισλάμ μια βαθύτατα αιρετική διδασκαλία και που, για να πετύχει το σκοπό της, τρομοκρατούσε οποιονδήποτε Μουσουλμάνο ή Χριστιανό, που θα τολμούσε να την αψηφήσει. Μαθαίνοντας την εκτέλεση των ανθρώπων του, ο μέγας αρχηγός των Χασισίν, ο σκοτεινός Σινάν, απ' την αετοφωλιά του του Καντμούς, στ' αλαουίτια βουνά, ζήτησε ικανοποίηση απ' τον Κονράδο. Ο Κονράδος δεν του έδωσε καμιά απάντηση κ' έπαψε να τον σκέφτεται, απασχολημένος καθώς ήταν με τις προετοιμασίες της στέψης. Ένα βράδυ, στις 28 τ' Απρίλη του 1192, καθώς η νεαρή γυναίκα του, η πριγκίπισσα Ισαβέλλα, καθυστερούσε στο λουτρό, βαρέθηκε να την περιμένει και πήγε αυτόκλητος να γευματίσει με τον φίλο του, τον επίσκοπο του Μπωβαί. Μετά το δείπνο, καθώς έβγαινε απ' το μέγαρο του ιεράρχη, στα στενά σοκάκια της παλιάς Τύρου, τον πλησίασαν δυο μπράβοι του Σινάν, που για να ξεγελάσουν τις Αρχές, μόλις είχαν βαφτιστεί. Του έδωσαν μιαν αίτηση που τη δέχτηκε χωρίς υποψία. Ενώ τη διάβαζε, ο ένας απ' αυτούς του βύθισε το εγχειρίδιο στο πλευρό.

—οο0οο—

Η εξαφάνιση ενός τόσο ισχυρού ηγέτη σαν τον Κονράδο της Μονφεράτης, την ώρα ακριβώς που θα μπορούσε επιτέλους να δείξει όλες του τις ικανότητες, υπήρξε μεγάλη απώλεια για τη Λατινική Ανατολή. Οι Σύροι φεουδάρχες αναγκάστηκαν ξαφνικά ν' αρχίσουν ν' αναζητούν έναν νέο αρχηγό. Η εκλογή τους έπεσε σ' έναν Γάλλο σταυροφόρο, τον κόμη Ερρίκο Β' της Καμπανίας, που είχε το πλεονέκτημα να 'ναι ταυτόχρονα ανιψιός του Φιλίππου Αυγούστου και του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. Ο Ερρίκος δέχτηκε με ανάμιχτα συναισθήματα μια προσφορά που θα τον ανάγκαζε να τελειώσει τις μέρες του στην Ανατολή. Η ανάμνηση της πατρίδας του, της Καμπανίας, τον γέμιζε νοσταλγία. Απ' την άλλη μεριά, η χήρα του Κονράδου, η βασίλισσα Ισαβέλλα, που ήθελαν να τον παντρέψουν μ' αυτήν, για να τον συνδέσουν με την παλιά δυναστεία της Ιερουσαλήμ, ήταν μια καλλονή που είχε περάσει από πολλά χέρια. Παντρεμένη πρώτα, σχεδόν παιδί, με τον ωραίο Ονφρουά του Τορόν, που δεν τον ξεχνούσε, χωρισμένη με τη βία απ' τον Ονφρουά, ξαναπαντρεμένη πάλι με τη βία τον Κονράδο της Μομφεράτης και τώρα χήρα του, ήταν έγκυος απ' αυτόν. Υπήρχε σ' αυτό άλλωστε μια υποθήκη δυναστικής διαδοχής που βάραινε το μέλλον των υποψηφίων συζύγων, όπως μας το θυμίζει χαριτωμένα ο χρονογράφος. Ο Ριχάρδος άλλωστε, είχε βέβαια καλέσει τον ανιψιό του να παντρευτεί την Ισαβέλλα, χωρίς όμως να του κρύβει πως ήταν έγκυος απ' τον μαρκήσιο και πως αν το παιδί ήταν αγόρι, θα κληρονομούσε αυτό το Στέμμα. «Και γω σ' αυτή την περίπτωση, απάντησε ο κόμης, θα μείνω φορτωμένος την κυρία!»

Page 130: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Η απάντηση δεν ήταν πολύ ευγενική, αλλά χωρίς αμφιβολία ο Ερρίκος ως τότε δεν είχε γνωρίσει την Ισαβέλλα. Η γνώμη του άλλαξε όταν του παρουσίασαν τη νεαρή χήρα. «Μα στην ψυχή μου, λέει ο καλός ποιητής Αμβρόσιος, και γω θα 'κανα το ίδιο, γιατί ήταν θαυμαστά όμορφη και χαριτωμένη. Έτσι λοιπόν την παντρεύτηκε ευχαρίστως». Θα δούμε πιο κάτω ότι κι αυτή αφοσιώθηκε πολύ στον Ερρίκο. Οι γάμοι έγιναν στις 5 του Μάη του 1192, στην ίδια την Τύρο, ανάμεσα σ' ένα λαό που πανηγύριζε.

—οο0οο—

Ο Ερρίκος της Καμπανίας, που στην αρχή δεν είχε κάνει καλύτερη υποδοχή στην προσφορά του βασιλείου απ' την υποδοχή που έκανε στην προσφορά της βασίλισσας, αποκαλύφθηκε, όταν ανέλαβε την εξουσία, τόσο καλός κυβερνήτης όσο και καλός σύζυγος. Αυτός ο νέος, μυαλωμένος και σταθερός άντρας, μπόρεσε, ύστερ' απ' την αναχώρηση του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, να κυβερνήσει με σύνεση και σίγουρο χέρι το βασίλειο της Άκρας. Αποκατάστησε τη μοναρχική εξουσία που ο Γκυ του Λουζινιάν την είχε αφήσει να κλονιστεί, διατήρησε καλές σχέσεις με τον Οίκο του Σαλαδίνου. Επεμβαίνοντας, όπως ακριβώς κ' οι παλιοί βασιλιάδες της Ιερουσαλήμ, στη βόρεια Συρία, έκανε το διαιτητή σε μια σοβαρή διένεξη ανάμεσα στον πρίγκιπα της Αντιόχειας Βοημούνδο Γ' και στον Αρμένιο ηγεμόνα της Κιλικίας Λέοντα Β'. Όταν ο Λέων αιχμαλώτισε τον Βοημούνδο, ο Ερρίκος της Καμπανίας ταξίδεψε στην Κιλικία, αποκατέστησε την ομόνοια ανάμεσα στους δυο άντρες και πέτυχε την απελευθέρωση του αιχμαλώτου. Στη διάρκεια αυτού του ταξιδιού, πήγε μάλιστα κ' έκανε επίσκεψη στον μεγάλο αρχηγό των Χασισίν στο κάστρο του ελ-Καφ: Οι Χασισίν (όπως είδαμε, αλίμονο, με τη δολοφονία του Κονράδου της Μομφεράτης) αποτελούσαν μια δύναμη που σε περίπτωση νέας φραγκομουσουλμανικής σύγκρουσης θα 'ταν καλύτερα να τους έχει κανείς συμμάχους παρά εχθρούς. Ο μέγας αρχηγός, που ήθελε το ίδιο κι αυτός τη φράγκικη φιλία σαν εγγύηση ενάντια στο ορθόδοξο Ισλάμ, έκανε την καλύτερη υποδοχή στον Ερρίκο. Για να τιμήσει τον επισκέπτη του, του πρόσφερε, σα να 'ταν κάτι εντελώς φυσικό, το θέαμα μερικών ομαδικών αυτοκτονιών από κείνες που απόδειχναν την τυφλή υπακοή που είχε επιβάλει στους οπαδούς της αίρεσής του. «Στοιχηματίζουμε, ρώτησε σα ν' αστειευόταν τον Ερρίκο, πως οι ιππότες σας δε θα 'καναν για σας ό,τι κάνουν οι πιστοί μου για μένα;» Και λέγοντας αυτά κούνησε ένα μαντήλι κι αμέσως δυο απ' τους οπαδούς του, που στέκονταν στις επάλξεις του ψηλότερου πύργου, ρίχτηκαν στο κενό. Μόλις οι δυστυχισμένοι σκοτώθηκαν, ρώτησε τον κόμη αν ήθελε να δει την αυτοκτονία μιας δωδεκάδας άλλων. Ο καλός Ερρίκος, γεμάτος φρίκη και αποτροπιασμό, τον παρακάλεσε να μη συνεχίσει. Πριν τον αφήσει να φύγει, ο μέγας αρχηγός τον γέμισε δώρα και τελειώνοντας του πρότεινε ευγενικά να βάλει να δολοφονήσουν για χάρη του κόμη όποιον εχθρό του θα του υπόδειχνε.

Η Λατινική Ανατολή χαιρόταν την ειρήνη κάτω απ' τη συνετή διοίκηση του Ερρίκου της Καμπανίας, όταν ο Γερμανός αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ', που μόλις είχε προσαρτήσει το νορμανδικό βασίλειο των Δύο Σικελιών στη Γερμανία, ανάγγειλε την πρόθεσή του να επαναλάβει τη Σταυροφορία του πατέρα του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα. Ώσπου να επιβιβαστεί ο ίδιος, έστειλε στη Συρία μια προφυλακή Γερμανών σταυροφόρων, που αποβιβάστηκαν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, το Σεπτέμβρη του 1197. Αυτοί όμως οι σταυροφόροι, αν πιστέψουμε τους χρονογράφους, φέρθηκαν πολύ άσκημα. Θρονιάζονταν με το έτσι θέλω στα σπίτια των κατοίκων, έδιωχναν τους ιδιοκτήτες, φέρνονταν πρόστυχα στις φράγκισσες κυρίες και συμπεριφέρονταν παντού σαν σε καταχτημένη πολιτεία. Οι αστοί της Άκρας πήγαν να παραπονεθούν στον Ερρίκο της Καμπανίας. Ένας Σύρος φεουδάρχης, ο Ούγος την Τιβεριάδας, συνέστησε σ' αυτόν το μόνο αποτελεσματικό μέτρο. «Ξέρω καλά τους Γερμανούς, τον βάζει να λέει το φράγκικο χρονικό, μ' αυτούς πρέπει να χρησιμοποιήσεις τη βία, δεν καταλαβαίνουν άλλη γλώσσα». Συμβούλεψε λοιπόν ν' ασφαλίσουν τις γυναίκες και τα παιδιά στα χτίρια των Ιωαννιτών ιπποτών, κ' ύστερα να καλέσουν όλους τους άντρες στα όπλα και να διώξουν αυτούς τους αγροίκους. Αλλά, όπως το πρόβλεψε, δε χρειάστηκε να φτάσουν ως εκεί. Οι αρχηγοί του γερμανικού στρατού, που μυρίστηκαν το σχέδιο, οδήγησαν τους άντρες τους έξω απ' τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας και τους εγκατέστησαν στα προάστια. Παρ' όλα αυτά, η άφιξη της

Page 131: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

γερμανικής Σταυροφορίας είχε δυσάρεστα αποτελέσματα. Προκάλεσε τη διακοπή της ανακωχής κι αυτό ήταν πολύ άκαιρο, γιατί οι Γερμανοί σταυροφόροι αποτελούσαν μια πολύ ολιγάριθμη προφυλακή για μια ενέργεια αποτελεσματική. Ο σουλτάνος της Δαμασκού Μελίκ ελ-Αντίλ, αδερφός και διάδοχος του Σαλαδίνου, κρίνοντας πως απειλούνταν, απάντησε αιφνιδιάζοντας και λεηλατώντας τη Γιάφα. Τη στιγμή ακριβώς που συνέβαινε αυτό το δυσάρεστο, μες στην αναταραχή που προκάλεσε η γερμανική απειλή και η ταυτόχρονη επανάληψη του μουσουλμανικού πολέμου, ένα νέο δράμα βύθισε στο πένθος τη φράγκικη Συρία. Στις 10 του Σεπτέμβρη του 1197, ο Ερρίκος της Καμπανίας, που μόλις είχε παρακολουθήσει, απ' τον εξώστη των ανακτόρων της Άκρας, την παρέλαση των ενισχύσεων που στέλνονταν στη Γιάφα, υποχωρώντας μηχανικά για να δεχτεί μιαν αντιπροσωπεία, έπεσε από 'να άνοιγμα δίχως κάγκελα κ' έσπασε το κρανίο του. Ο νάνος του Εκαρλάτ, που θέλησε να τον συγκρατήσει απ' τα ρούχα, παρασύρθηκε κι αυτός και σκοτώθηκε μαζί του. Το χρονικό περιγράφει με συγκινητικά λόγια τον πόνο της βασίλισσας Ισαβέλλας, που ειδοποιήθηκε απ' τις φωνές των υπηρετών. «Έτρεξε σαν τρελή, ξεσκίζοντας το πρόσωπό της και ξεριζώνοντας τα μαλλιά της. Στον ανήφορο του κάστρου συνάντησε εκείνους που μετέφεραν τον νεκρό. Σωριάστηκε πάνω στο άψυχο σώμα του αντρός της σκεπάζοντάς τον με τόσα φιλιά και δάκρυα που λυπόσουν να τη βλέπεις».

—οο0οο—

Ύστερ' απ' τον Κονράδο της Μομφεράτης, χανόταν τώρα κι ο Ερρίκος της Καμπανίας... Μια κακιά μοίρα φαινόταν να κατατρέχει με μανία όχι μονάχα τη δυστυχισμένη βασίλισσα Ισαβέλλα, αλλά κι όλο το βασίλειο. Ωστόσο δεν ήταν ώρα για μοιρολόγια. Ο πόλεμος ξανάρχιζε αναζωπυρωμένος απ' την άκαιρη γερμανική Σταυροφορία κ' έπρεπε να βρεθεί αμέσως ένας νέος αρχηγός.

Τα βλέμματα των φεουδαρχών της Συρίας στράφηκαν στην Κύπρο, όπου, τον Γκυ του Λουζινιάν, που 'χε πεθάνει τον Απρίλη του 1194, τον είχε διαδεχτεί ο αδερφός του Αμαλάριχος. Αυτός ήταν εντελώς διαφορετικός απ' τον Γκυ και μάλιστα σχεδόν αντίθετος στο χαραχτήρα από κείνο. Σώφρων και σταθερός πολιτικός, αρκετά σκληρός όταν το καλούσε η ανάγκη, αδιαφορώντας για τη δημοτικότητα, αν το απαιτούσε το συμφέρον της χώρας, ξέροντας να κάνει όλους να τον υπακούουν, συντρίβοντας, όταν έπρεπε, τις δολοπλοκίες των φεουδαρχών, καθώς και την αλαζονεία των αστών, ήταν ο πιο κατάλληλος αρχηγός σ' αυτούς τους αβέβαιους καιρούς. Άλλωστε, μόλις είχε αποδείξει τις ικανότητές του στην Κύπρο. Σε λιγότερο από τρία χρόνια είχε οργανώσει τόσο γερά το νέο νησιωτικό κράτος, ώστε, ύστερ' από αίτησή του, ο αυτοκράτορας Ερρίκος ΣΤ' είχε προαγάγει αυτό το πριγκιπάτο σε βασίλειο: αυτό τον ίδιο Σεπτέμβρη του 1197, ο Αμαλάριχος του Λουζινιάν είχε δεχτεί το βασιλικό στέμμα της Κύπρου απ' τα χέρια του αυτοκρατορικού καγκελάριου και του λεγάτου του Πάπα στη μητρόπολη της Λευκωσίας, ιδρύοντας έτσι μια δυναστεία που θα διαρκούσε τρεις αιώνες.

Πολύ σωστά λοιπόν οι φεουδάρχες της Συρίας, μετά το θάνατο του Ερρίκου της Καμπανίας, πρόσφεραν, μαζί με το χέρι της Ισαβέλλας, και το στέμμα της Ιερουσαλήμ στον νέο «βασιλιά της Κύπρου» Αμαλάριχο του Λουζινιάν, εκλογή που ανεξάρτητα απ' τα μεγάλα προτερήματα του ηγεμόνα, είχε το πλεονέκτημα να συνενώνει τις χριστιανικές δυνάμεις του Αγίου Ιωάννη της Άκρας και της Λευκωσίας. Ο Αμαλάριχος, που έγινε έτσι Αμαλάριχος Β' της Ιερουσαλήμ, δέχτηκε· αποβιβάστηκε στη Συρία και παντρεύτηκε την Ισαβέλλα. Περίεργη μοίρα, πρέπει να τ' ομολογήσουμε, αυτής της νέας όμορφης γυναίκας που, μόλις είκοσι έξι χρονών, βρισκόταν κιόλας στον τέταρτο γάμο της. Αυτή τη φορά, παίρνοντάς το απόφαση, δε φαίνεται, μ' όλο τον πόνο που ένιωθε απ' το τελευταίο της πένθος, να έφερε καμιά αντίρρηση, αφού άλλωστε λόγοι πολιτικής σκοπιμότητας επέβαλλαν σ' αυτήν, τη μόνη κληρονόμο της δυναστείας της Ιερουσαλήμ, να παντρεύεται διαδοχικά, για να περιβάλλει με τη μοναρχική νομιμότητα, τους διαφόρους πολεμικούς αρχηγούς που διάλεγαν οι φεουδάρχες.

Ο Αμαλάριχος του Λουζινιάν γιόρτασε το γάμο του κ' εγκαινίασε τη βασιλεία του στον Άγιο Ιωάννη

Page 132: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

της Άκρας, με μια λαμπρή κατάχτηση. Στις 24 του Οκτώβρη του 1197, ξαναπήρε απ' τους Μουσουλμάνους τη Βηρυτό, πολύτιμο απόχτημα που αποκαθιστούσε την επαφή ανάμεσα στο βασίλειο του Αγίου Ιωάννη της Άκρας και στην κομητεία της Τρίπολης. Ύστερα επωφελήθηκε απ' αυτή την επιτυχία κι ακόμα απ' την αξιοθρήνητη αποτυχία της γερμανικής Σταυροφορίας μπροστά στο Τιμπνίν, για να κλείσει με τον σουλτάνο Μελίκ ελ-Αντίλ μιαν ευπρόσδεκτη ειρήνη, που άφηνε στους Φράγκους τις τελευταίες τους καταχτήσεις: τη Βηρυτό και το Τζεμπαίλ.

Επικεφαλής της Δύσης ήταν τότε ένας απ' τους μεγαλύτερους πάπες του Μεσαίωνα, ο Ιννοκέντιος Γ'. Στα 1199, ο Ιννοκέντιος άρχισε το κήρυγμα μιας τέταρτης Σταυροφορίας. Σύμφωνα με την άποψή του, η εκστρατεία αυτή θα 'πρεπε ασφαλώς ν' αποβλέψει σε μιαν απόβαση στην Αίγυπτο, για να εξασφαλιστούν ανταλλάγματα με τον απώτερο σκοπό την ανάκτηση της Ιερουσαλήμ. Ξέρουμε πως αυτή η Σταυροφορία παρεξέκλινε απ' το σκοπό της εξαιτίας των Ενετών κι αντί να βοηθήσει στην απελευθέρωση της Αγίας Πόλης, κατέληξε σ' έναν «ασεβή πόλεμο» ενάντια στους Βυζαντινούς, στην κατάχτηση της Κωνσταντινούπολης και τέλος στην ίδρυση μιας απροσδόκητης Λατινικής Αυτοκρατορίας στο Βόσπορο (1204). Ξέρουμε πως, αφού λίγο έλειψε ν' αφορίσει τους υπεύθυνους αυτής της «παρέκκλισης της Σταυροφορίας», ο Ιννοκέντιος κατέληξε να δεχτεί το τετελεσμένο γεγονός, προσπαθώντας τουλάχιστο ν' αποκομίσει απ' αυτό όσο το δυνατόν περισσότερα οφέλη για το συμφέρον των Αγίων Τόπων. Μπορούσαν να ελπίζουν πραγματικά πως κατέχοντας πια το προγεφύρωμα της Κωνσταντινούπολης, οι Φράγκοι θα 'ταν σε θέση πολύ ευκολότερα να στέλνουν ενισχύσεις στη Συρία. Στην πραγματικότητα συνέβη το αντίθετο. Αφού σύντριψαν τη βυζαντινή ισχύ, οι νικητές του 1204 δεν την αντικατέστησαν με τίποτα, γιατί αυτή η τεχνητή αυτοκρατορία, που έμενε μετέωρη κι αυτοσχέδια στην καρδιά ενός ολότελα εχθρικού ελληνικού και σλαβικού κόσμου, δεν ήταν δύναμη αλλά αντίθετα μια διαρκής αιτία αδυναμίας για τη Λατινοσύνη. Προπάντων η ίδρυση μιας Λατινικής Αυτοκρατορίας στα Βαλκάνια, στέρησε ολοκληρωτικά τη φράγκικη Συρία από μετανάστες, που εύλογα μπορούσε να περιμένει. Τα νέα φράγκικα κράτη της Ρωμανίας και της Ελλάδας, προσελκύοντας τους ιππότες, που κανονικά θ' αναζητούσαν την τύχη τους στην Ανατολή, υποσκάψανε τη ζωή του βασιλείου της Άκρας. Η αναιμική αυτή αποικία έγινε ακόμα πιο αναιμική. Η φράγκικη μετανάστευση, με το να διασκορπίζεται απ' την Κωνσταντινούπολη ως τη Γιάφα, απ' την Αθήνα ως την Αντιόχεια, κατέληξε να 'ναι παντού ανεπαρκής: το αποτέλεσμα ήταν πως πριν τελειώσει ο αιώνας, η βυζαντινή αντεπίθεση θα 'χει διώξει τους Φράγκους απ' την Κωνσταντινούπολη και η μουσουλμανική απ' τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας.

Από τώρα κιόλας η Τέταρτη Σταυροφορία, εμπνέοντος στους Φράγκους της Συρίας μιαν αβάσιμη αισιοδοξία, υπήρχε φόβος να τους εξωθήσει σε απερίσκεπτες ενέργειες ενάντια στο Ισλάμ. Πραγματικά οι λίγοι σταυροφόροι, που αντί να τραβήξουν για την Κωνσταντινούπολη, είχαν πάρει το δρόμο της Συρίας, δεν ονειρεύονταν παρά πως να επιπέσουν εναντίον των Μουσουλμάνων. Ο Αμαλάριχος του Λουζινιάν είχε τη φρόνηση να συγκρατεί αυτό τον απερίσκεπτο ζήλο. Ανανέωσε, το Σεπτέμβρη του 1204, την ανακωχή με τον σουλτάνο Μελίκ ελ-Αντίλ. Μ' αυτή την ευκαιρία έπεισε τον Σουλτάνο να δεχτεί να επιστρέψει στο «βασίλειο της Ιερουσαλήμ» τη Σιδώνα στο Βορρά και τη Λύδδα και τη Ράμλε στο Νότο. Έτσι όλη η παράκτια πεδιάδα είχε αποδοθεί στους Χριστιανούς.

—οο0οο—

Ο Αμαλάριχος του Λουζινιάν είχε λοιπόν εργαστεί θαυμάσια για τις φράγκικες αποικίες, ως την ημέρα που πέθανε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, την 1η Απριλίου του 1205. Δυστυχώς, σύμφωνα με τους συνταγματικούς νόμους της φράγκικης χώρας, τα δυο βασίλεια της Κύπρου και της Ιερουσαλήμ (δηλαδή της Κύπρου και της Άκρας) χωρίστηκαν πάλι μετά το θάνατό του. Η Κύπρος πέρασε στο γιο του απ' τον πρώτο του γάμο, τον Ούγο Α' του Λουζινιάν. Αντίθετα, μια κι ο Αμαλάριχος δεν άφησε κανέναν άρρενα απόγονο απ' τη βασίλισσα Ισαβέλλα της Ιερουσαλήμ, το στέμμα των Αγίων Τόπων περιήλθε στην κόρη που 'χε αποχτήσει η Ισαβέλλα απ' τον Κονράδο, τη νεαρή Μαρία της Μομφεράτης. Μια κ' η Μαρία ήταν ακόμα μονάχα δεκατεσσάρων χρονών, η αντιβασιλεία ανατέθηκε στο θείο της, αδερφό της μητέρας της, τον Ιωάννη του Ιμπελέν, αυθέντη

Page 133: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

της Βηρυτού, έναν απ' τους πιο συνετούς φεουδάρχες της χώρας. Ο Ιωάννης, «ο γέρος κόμης της Μπεϋρούτ», όπως τον λένε τα χρονικά, κυβέρνησε με πολλή σύνεση και κατόρθωσε να διατηρήσει την ανακωχή με τη δυναστεία του Σαλαδίνου.

Page 134: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XIV Η ΠΕΜΠΤΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ

ΕΝΑΣ ΒΑΣΙΛΙΑΣ - ΙΠΠΟΤΗΣ: ΙΩΑΝΝΗΣ ΤΗΣ ΒΡΙΕΝΝΗΣ

ΣΤΑ 1208, Η ΝΕΑΡΗ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΜΑΡΙΑ ΤΗΣ Ιερουσαλήμ - Μομφεράτης είχε φτάσει στα δεκαεφτά της χρόνια κι ο Ιωάννης του Ιμπελέν σκέφτηκε να την παντρέψει. Συμφωνώντας με τους ιεράρχες και τους φεουδάρχες, ανέθεσε την εκλογή του βασιλικού συζύγου στο βασιλιά της Γαλλίας Φίλιππο Αύγουστο. Αυτός υπέδειξε τον Ιωάννη της Βριέννης.

Ο Ιωάννης της Βριέννης ήταν ένας φεουδάρχης της Καμπανίας που πλησίαζε τα εξήντα. Η εκλογή του βασιλιά της Γαλλίας θα μπορούσε να φανεί παράξενη, αν στην περίπτωση αυτή δεν ήταν απαραίτητο να εμπιστευθούν τους Αγίους Τόπους σ' έναν πεπειραμένο πολιτικό. Άλλωστε ο Ιωάννης, ψηλός, άντρας όμορφος, σωστός Ηρακλής, ήταν ακόμα γεμάτος φλόγα, όπως αποδείχνει ο υπαινιγμός που κάνουν οι χρονογράφοι, ότι δηλαδή ο Φίλιππος Αύγουστος δεν τον είχε υποδείξει παρά για να τον χωρίσει απ' την κόμισσα Μπλανς της Καμπανίας, που ήταν πολύ ερωτευμένη μαζί του. Όπως κι αν είναι, αυτός ο τέλειος ιππότης είχε, εκτός απ' την παλικαριά των παλιών σταυροφόρων, και τόση φρόνηση που θα τον έκανε έναν απ' τους καλύτερους βασιλιάδες της εποχής του. Μέσα στη γενική χαρά, «με την υπόκρουση αυλών και ταμπούρλων», στις 14 του Σεπτέμβρη του 1210, τον υποδέχτηκαν στην Άκρα, όπου παντρεύτηκε τη βασίλισσα Μαρία και στις 3 του Οκτώβρη χρίστηκε βασιλιάς στο πλευρό της στη μητρόπολη της Τύρου.

—οο0οο—

Στο μεταξύ ο Ιννοκέντιος Γ', που η παρέκκλιση της Τέταρτης Σταυροφορίας του 'χε χαλάσει ολότελα τα σχέδια, δεν είχε καθόλου σκοπό να παραιτηθεί απ' την ανακατάκτηση της Ιερουσαλήμ. Ο Μέγας Πάπας ετοιμαζόταν να κηρύξει ένα νέο ιερό πόλεμο, ίσως μάλιστα να 'μπαινε κι ο ίδιος επικεφαλής της εκστρατείας, όταν τον πρόλαβε ο θάνατος, στις 16 του Γενάρη του 1216. Ο διάδοχός του Ονώριος Γ' συνέχισε το έργο του. Όχι μονάχα πρόσταξε να κηρύξουν τη Σταυροφορία στη Δύση, αλλά ανέθεσε στον εύγλωττο αρχιεπίσκοπο της Άκρας Ιάκωβο του Βιτρύ ν' αναζωπυρώσει το ζήλο των Φράγκων της Συρίας. Αν πιστέψουμε τον Ιάκωβο του Βιτρύ (που στην περιγραφή του χρησιμοποιεί ίσως υπερβολικά σκοτεινά χρώματα) οι Φράγκοι άποικοι είχαν επηρεαστεί απ' το λεβαντίνικο περιβάλλον, ακόμα κι απ' τα μουσουλμανικά ήθη. Αυτοί οι κρεολοί —αυτά τα «πουλάρια», όπως τους λέγανε τότε— ικανοποιημένοι απ' τις πολλές ανέσεις μέσα σ' αυτές τις ωραίες πολιτείες της λιβανέζικης ακτής, συμβιβάζονταν περίφημα με τον φραγκομουσουλμανικό modus vivendi του 1192. Η ειρήνη πλούτιζε αφάνταστα τα λιμάνια της Τρίπολης, της Τύρου και της Άκρας, που είχαν ξαναγίνει, όπως στην εποχή των Φοινίκων, τα εμπορεία της Ανατολής. Ήταν το τέρμα των καραβανιών που έφερναν όλα τα προϊόντα του μουσουλμανικού κόσμου ή του Ινδικού Ωκεανού, και οι σφύζουσες από ζωή βενετσιάνικες, πιζάνικες, γενοβέζικες, μαρσεγιέζικες και καταλανικές παροικίες, που είχαν εγκατασταθεί εκεί, σκέφτονταν περισσότερο τις τιμές των μπαχαρικών παρά την απελευθέρωση του Παναγίου Τάφου. Η εικόνα που μας δίνει γι' αυτά τα μεγάλα λιμάνια ο Ιάκωβος του Βιτρύ, μας μεταφέρει στο συνηθισμένο περιβάλλον των λιμανιών της Ανατολής, αυτών των μεσαιωνικών προτύπων των συγχρόνων λιμανιών, του Χογκ Κογκ και της Σιγκαπούρης. Καταλαβαίνουμε λοιπόν γιατί, πριν ν' αναζωπυρώσει στη Δύση τη φλόγα του 1099, ο Πάπας αισθάνθηκε την ανάγκη ν' αφυπνίσει πρώτα το πνεύμα των Σταυροφοριών στην ίδια τη φράγκικη Συρία. Ξέρουμε άλλωστε πως το κήρυγμα του Ιάκωβου πέτυχε, έστω και προσωρινά, το σκοπό του. Στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, στη Βηρυτό, στην Τρίπολη, στην Τορτόσα, στην Αντιόχεια, τα πλήθη φόρεσαν το σταυρό. Στην Τρίπολη τα κηρύγματά του μεταφράστηκαν στα αραβικά για τους Μαρωνίτες και τους άλλους χριστιανούς του συριακού δόγματος.

Δεν έμενε πια παρά να περιμένουν τους σταυροφόρους της Δύσης. Αυτοί κατέφθασαν σε πολλά κλιμάκια. Το Σεπτέμβρη του 1217, αποβιβάστηκαν στην Άκρα δυο αξιόλογοι προσκυνητές, με γερή

Page 135: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

συνοδεία ιπποτών: ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Ανδρέας Β' και ο δούκας της Αυστρίας Λεοπόλδος ΣΤ'. Ο βασιλιάς της Κύπρου Ούγος Α' του Λουζινιάν και ο πρίγκιπας της Αντιόχειας - Τρίπολης Βοημούνδος Δ' ενώθηκαν μαζί τους. Ο στρατός, που είχε συγκεντρωθεί έτσι κάτω απ' τις διαταγές του Ανδρέα Β' και του Ιωάννη της Βριέννης, αντιπροσώπευε μιαν αρκετά επιβλητική δύναμη. Για να τον κάνουν ν' αποδώσει το μάξιμουμ, έπρεπε να δεχτούν ενότητα ηγεσίας, εννοείται υπό τον Ιωάννη, που γνώριζε καλύτερα τη χώρα. Ο Ανδρέας Β' όμως αρνήθηκε. Ειδοποιημένος γι' αυτή τη διαφωνία, ο σουλτάνος Μελίκ ελ-Αντίλ απόφευγε ν' αντιμετωπίσει τους σταυροφόρους σε ανοιχτό πεδίο. Ξέφευγε συστηματικά, προσπαθώντας μονάχα να φθείρει το ηθικό του αντιπάλου με πορείες «στο κενό» ή με ανιαρές πολιορκίες. Οι υπολογισμοί του πέτυχαν, προπάντων όσον αφορά τους Ούγγρους. Όταν η πολιορκία των σταυροφόρων ενάντια στο μουσουλμανικό κάστρο του όρους Θαβώρ απέτυχε, απογοητεύτηκαν. Ενώ είχαν έρθει με την ελπίδα να πραγματοποιήσουν λαμπρές πράξεις και ηρωικές επελάσεις, έπαψαν να ενδιαφέρονται για τις επιχειρήσεις, και στις αρχές του 1218, ο βασιλιάς Ανδρέας Β', εξασθενημένος άλλωστε απ' την αρρώστια, γύρισε στην Ευρώπη.

Παρ' όλα αυτά και παρ' όλη την αποτυχία της ουγγρικής Σταυροφορίας, άλλοι σταυροφόροι, Γάλλοι, Ιταλοί ή Φρίσσιοι, εξακολουθούσαν ν' αποβιβάζονται στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Με την πρωτοβουλία του Ιωάννη της Βριέννης, αποφασίστηκε να χρησιμοποιηθούν όλες αυτές οι ενισχύσεις για μια μεγάλη εκστρατεία στην Αίγυπτο.

Θαυμάσια ιδέα. Στα 1218, τα κλειδιά της Ιερουσαλήμ βρίσκονταν στο Κάιρο. Η μουσουλμανική αυτοκρατορία, όπως την είχε δημιουργήσει ο Σαλαδίνος ενώνοντας το Χαλέπι και τη Δαμασκό με την Αίγυπτο, ήταν άτρωτη απ' την πλευρά της Συρίας. Έχοντας απέναντί τους το εκστρατευτικό σώμα του εχθρού, ήταν πολύ παρακινδυνευμένο για τους Χριστιανούς να μείνουν ολόκληρους μήνες μακριά απ' την ακτή, στο άγονο υψίπεδο της Ιουδαίας, με την προοπτική μιας μακρόχρονης και δύσκολης πολιορκίας μιας οχυρωμένης πόλης όπως η Ιερουσαλήμ. Ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, μ' όλη την ορμητικότητά του, είχε αναγκαστεί να το παραδεχτεί αυτό όταν αντιμετώπιζε τον Σαλαδίνο, όπως κι ο βασιλιάς της Ουγγαρίας το 'χε καταλάβει αντιμετωπίζοντας τον Μελίκ ελ-Αντίλ. Η μουσουλμανική αυτοκρατορία ήταν τρωτή όχι στην Ιουδαία αλλά στην Αίγυπτο, στις παχιές πεδιάδες του Δέλτα. Έχοντας την κυριαρχία των θαλασσών, οι Φράγκοι μπορούσαν, χωρίς πολλές δυσκολίες, να καταλάβουν τα μεγάλα αιγυπτιακά λιμάνια, την Αλεξάνδρεια ή τη Δαμιέττη, και μ' αυτό το ενέχυρο να πετύχουν σαν αντάλλαγμα την επιστροφή της Ιερουσαλήμ. Αυτή η πολιτική, δηλαδή το να καταλαμβάνουν λιμάνια για ενέχυρο, χρησιμοποιήθηκε από τότε πολύ συχνά στον Δέκατο Ένατο Αιώνα απ' τις Μεγάλες Δυνάμεις ενάντια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς και στην Άπω Ανατολή. Είναι ενδιαφέρον να διαπιστώσουμε την πρώτη εφαρμογή αυτής της πολιτικής στη Σταυροφορία.

Η Δαμιέττη, μια κι απείχε λιγότερο απ' την ακτή της Παλαιστίνης απ' όσο απείχε η Αλεξάνδρεια, εκλέχτηκε σαν πρώτος αντικειμενικός σκοπός. Στις 29 του Μάη του 1218, ο στρατός των σταυροφόρων, κάτω απ' τις διαταγές του Ιωάννη της Βριέννης αποβιβάστηκε αντίκρυ στην πόλη, στην απέναντι πλευρά των εκβολών του Νείλου. Για να υπερασπιστούν τις προσβάσεις της Δαμιέττης και ταυτόχρονα για να εμποδίσουν τους Φράγκους ν' αναπλεύσουν το Νείλο, οι Αιγύπτιοι είχαν φράξει το ποτάμι με τεράστιες σιδερένιες αλυσίδες, στερεωμένες σ' έναν κεντρικό πύργο. Στις 24 Αυγούστου, ύστερ' από προσπάθειες τριών μηνών, ο Ιωάννης της Βριέννης κατόρθωσε να καταλάβει τον πύργο και να κόψει τις αλυσίδες. Σύμφωνα με την έκφραση του Βιβλίου των δύο Κήπων, τα κλειδιά της Αιγύπτου περιέρχονταν στα χέρια των Φράγκων Τρεις μέρες αργότερα, ο γέρος σουλτάνος Μελίκ ελ-Αντίλ πέθανε απ' τη λύπη του.

Ο μεγαλύτερος γιος του Σουλτάνου, ο Μελίκ ελ-Καμίλ, που τον διαδέχτηκε στο Κάιρο, προετοίμασε με μεγάλη μυστικότητα μιαν αντεπίθεση. Στις 9 του Οκτώβρη, πέρασε το Νείλο με το στρατό του —το ιππικό από 'να πρόχειρο γεφύρι, και το πεζικό με βάρκες— κ' επιτέθηκε αιφνιδιαστικά ενάντια στο στρατόπεδο των Χριστιανών. Η επίθεση λίγο έλειψε να πετύχει, γιατί οι Φράγκοι

Page 136: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

αιφνιδιάστηκαν απόλυτα. Ο Ιωάννης της Βριέννης όμως έσωσε την κατάσταση. Μόλις άκουσε τον πρώτο θόρυβο, πήδησε στ' άλογό του και με τριάντα ιππότες του έτρεξε στις προφυλακές. Επέπεσε στο μουσουλμανικό πεζικό που αποβιβαζόταν ομάδες - ομάδες. Ήταν τόσο πολυάριθμο που έμεινε κατάπληχτος. Όλη η όχθη του Νείλου είχε σκεπαστεί. Αν αυτά τα στρατεύματα πρόφταιναν να εισδύσουν στο στρατόπεδο απ' τη μια μεριά, ενώ απ' την άλλη το ιππικό τους θα ξεχυνόταν απ' τη γέφυρα, όλα θα 'ταν χαμένα. Ο Ιωάννης κ' οι τριάντα ιππότες του δεν πρόφταιναν να γυρίσουν πίσω για να σημάνουν συναγερμό. Παίζοντάς τα όλα για όλα, ο βασιλιάς επιτέθηκε με τους τριάντα του ήρωες, επαναλαμβάνοντας τα κατορθώματα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου. «Πήρε φόρα με τ' άλογό του, πήδησε μ' ένα σάλτο την τάφρο του στρατοπέδου και ρίχτηκε καλπάζοντας στη μάζα του μουσουλμανικού πεζικού. Στις εχθρικές γραμμές διέκρινε έναν μεγαλόσωμο εμίρη, που ντυμένος τον αλυσιδωτό θώρακα, κράδαινε μια γαλάζια παντιέρα με χρυσό μισοφέγγαρο. Ο Ιωάννης σπιρούνισε τ' άλογό του, σημάδεψε με το κοντάρι του και κατέφερε στον εμίρη ένα τόσο φοβερό χτύπημα που του 'σκισε το θώρακα, του τρύπησε την καρδιά και τον άφησε στον τόπο. Βλέποντάς το αυτό, οι Μουσουλμάνοι υποχώρησαν άταχτα προς το Νείλο, για να γυρίσουν κολυμπώντας στα πλοιάριά τους».

Ύστερ' απ' αυτή την αποτυχία, η κατάσταση δεν άργησε να γίνει πολύ σοβαρή για τους Αιγυπτίους. Τη νύχτα της 4ης Φεβρουαρίου του 1219, ο σουλτάνος ελ-Καμίλ, απογοητευμένος, εγκατέλειψε το στρατόπεδό του μπροστά στη Δαμιέττη για να πλησιάσει προς το Κάιρο. Τ' άλλο πρωί, οι Φράγκοι, μη βλέποντας πια εχθρούς μπροστά τους, πέρασαν το Νείλο ανενόχλητοι κ' εγκαταστάθηκαν στις θέσεις τους, στην ανατολική όχθη, κάτω απ' τα τείχη της Δαμιέττης, αρχίζοντας αμέσως την καθαυτό πολιορκία. Οι χρονογράφοι μας μιλούν εδώ για τον Ιωάννη του Αρσί, τον ιππότη, με το κράνος στολισμένο μ' ένα φτερό παγωνιού, που τα κατορθώματά του τρομοκρατούσαν τους πολιορκημένους.

Οι προβλέψεις του Ιωάννη της Βριέννης άρχισαν τότε να πραγματοποιούνται. Πριν ακόμα καταληφθεί η Δαμιέττη, ο σουλτάνος της Αιγύπτου Μελικ ελ-Καμίλ, αφού συμφώνησε με τον αδερφό του Μελικ ελ-Μουαζάμ, σουλτάνο της Δαμασκού, πρότεινε στους Φράγκους να τους αποδώσει την Ιερουσαλήμ κι αυτοί να εκκενώσουν το Δέλτα. Ο βασιλιάς Ιωάννης της Βριέννης, οι φεουδάρχες της Συρίας και οι Γάλλοι σταυροφόροι συμφώνησαν ομόθυμα να δεχτούν αυτές τις προτάσεις. Δυστυχώς ο Ιωάννης δεν ήταν πια μόνος αρχηγός της Σταυροφορίας. Στο τέλος του Σεπτέμβρη του 1218, είχε φτάσει μπροστά στη Δαμιέττη ο καρδινάλιος-λεγάτος Πελάγιος που αμέσως αξίωσε ν' αναλάβει τη διοίκηση.

Ο Πελάγιος μας παρουσιάζεται σαν ο κακός δαίμονας της Πέμπτης Σταυροφορίας. Πρέπει να πούμε αμέσως πως η Αγία Έδρα, που ο Πελάγιος θα πρόδινε την εμπιστοσύνη της, στο τέλος της εκστρατείας θα τον μεμφόταν αυστηρά για όλη τη συμπεριφορά του. Απ' τα 1213, στην Κωνσταντινούπολη, με την αδιαλλαξία του είχε προκαλέσει το ναυάγιο του σχεδίου που του 'χε εμπιστευτεί ο πάπας Ιννοκέντιος Γ' για τη συμφιλίωση της Ελληνικής και της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, Αυτός ο μισαλλόδοξος Ισπανός, γεμάτος αλαζονεία και φανατισμό, δειχνόταν σήμερα μπροστά στη Δαμιέττη, όπως και στη Ρουμανία, «σκληρός, ανυπόφορα αυστηρός σ' όλους, επιδειχτικός, αυθάδης, σα να 'χε περιβληθεί μ' όλα τα προνόμια της Παποσύνης, ντυμένος στην πορφύρα απ' την κορφή ως τα νύχια, έχοντας πορφυρό ακόμα και το επίστρωμα της σέλλας και τα χαλινάρια του άλογου του». Όταν του μίλησαν για την εκκένωση της Αιγύπτου με αντάλλαγμα την Ιερουσαλήμ, αγανάχτησε: ήθελε την Ιερουσαλήμ, χωρίς να χάσει και την Αίγυπτο! Με τη συνηθισμένη βιαιότητα και μισαλλοδοξία του, και υποστηριζόμενος (πράγμα που δε μας εκπλήσσει) απ' τους Ναΐτες, επέβαλε σιωπή στον Ιωάννη της Βριέννης και δήλωσε πως απορρίπτει τις προτάσεις του Σουλτάνου. Πρόσταξε να εντείνουν την πολιορκία τη». Δαμιέττης.

Στην αρχή, η επιμονή του λεγάτου φάνηκε να δικαιολογείται απ' τα γεγονότα. Αν ο σουλτάνας ελ-Καμίλ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πετύχει την αποχώρηση των Φράγκων, ήταν γιατί η

Page 137: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

μουσουλμανική φρουρά της Δαμιέττης είχε πραγματικά φτάσει στα έσχατα. Οι Φράγκοι, μαθαίνοντας αυτή την κατάσταση, προετοίμασαν την έφοδο. Τη νύχτα της 5ης Νοεμβρίου του 1219, κατέλαβαν σκαρφαλώνοντας έναν απ' τους κυριότερους πύργους, και την αυγή έπεφτε κ' η πόλη.

Η κατάληψη της Δαμιέττης ήταν προσωπικό έργο του Ιωάννη της Βριέννης, που 'χε προετοιμάσει και διευθύνει την έφοδο. Παρ' όλα αυτά, ο Πελάγιος μπορούσε να διεκδικήσει την τιμή αυτή, μια και χάρη σ' αυτόν, αντί να δεχτούν τις προτάσεις του Σουλτάνου, είχαν επιμείνει στην πολιορκία της πόλης: έτσι λοιπόν φαινόταν πως είχε δίκιο ο λεγάτος κι όχι ο βασιλιάς. Η αλαζονεία του έγινε ακόμα μεγαλύτερη, όπως και η αξίωσή του ν' αναλάβει την αποκλειστική αρχηγία. Τον είδαν στην καταχτημένη Δαμιέττη να συμπεριφέρεται σαν αφέντης, κάνοντας πως αγνοεί τα δικαιώματα του βασιλιά, παραμερίζοντας τα όργανά του. Ανάμεσα στους ανθρώπους του, που οι περισσότεροι ήταν Ιταλοί, και στους Γάλλους ιππότες, που είχαν πάρει το μέρος του Ιωάννη της Βριέννης, άρχισαν συγκρούσεις και οδομαχίες. Ο Ιωάννης, γεμάτος πικρία, εκμεταλλεύτηκε την πρώτη αφορμή για να φύγει απ' τη Δαμιέττη και να γυρίσει στη Συρία (29 του Μάρτη του 1220).

Ο Πελάγιος, όπως το θέλησε, έμεινε λοιπόν μόνος στη Δαμιέττη επικεφαλής της Σταυροφορίας. Η αλαζονεία του δεν είχε πια όρια. Ύστερ' απ' την κατάχτηση της πόλης, νόμισε τον εαυτό του μεγάλο στρατηλάτη. Στην πραγματικότητα η υπεροψία του σύντομα θα 'βαζε το στρατό σε κίνδυνο. Ξέχασε ν' αφήσει μπροστά στη Δαμιέττη μια μοίρα ανιχνευτικών, πράγμα που ήταν μεγάλο σφάλμα, γιατί η κυριαρχία της θάλασσας ήταν απαραίτητη για την επιτυχία της επιχείρησης. Οι Αιγύπτιοι έσπευσαν να επωφεληθούν απ' αυτό ναυπηγώντας ένα στόλο με σκοπό να διακόψουν την επικοινωνία ανάμεσα στη Δαμιέττη και στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Πληροφοριοδότες (Κόπτες ασφαλώς) προειδοποίησαν έγκαιρα τον λεγάτο, αυτός όμως δε θέλησε να πιστέψει τα λόγια τους. «Για κοίτα τούτα τ' ανθρωπάρια, λένε πως φώναζε, άμα θέλουν να οικονομήσουν κανένα πιάτο φαΐ, έρχονται και μας ξεφουρνίζουν ό,τι τους κατέβει. Άντε, δώστε τους να φάνε». Παρ' όλα αυτά η πληροφορία ήταν τόσο σωστή, που λίγες μέρες αργότερα, τα αιγυπτιακά καράβια ανοίγονταν στο πέλαγος κι άρχιζαν ανάμεσα στη Δαμιέττη και στα χριστιανικά λιμάνια έναν κουρσάρικο πόλεμο, που προκάλεσε τεράστιες ζημίες στους Φράγκους.

Παρ' όλα αυτά, για μιαν ακόμα φορά ο σουλτάνος ελ-Καμίλ πρότεινε στους Φράγκους να τους δώσει πίσω όλη την περιοχή του παλιού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, αν του επιστρέφανε τη Δαμιέττη. Πάλι ο Πελάγιος απέρριψε αυτή την πρόταση. Όταν οι μαντατοφόροι, που έφταναν απ' την Αίγυπτο, έφεραν το μαντάτο στον Φίλιππο Αύγουστο, ο βασιλιάς της Γαλλίας, μας λέει ο Ερνούλ, σκέφτηκε πως ο λεγάτος θα 'χε τρελαθεί: «Μπορούσε ν' ανταλλάξει μια μονάχα πόλη μ' ένα ολόκληρο βασίλειο και το αρνήθηκε!»

Ο Πελάγιος όμως δεν περιορίστηκε σ' αυτά. Τις τελευταίες μέρες του Ιουνίου του 1221, αποφάσισε να πάει να καταχτήσει το Κάιρο. Στην Άκρα, ο Ιωάννης της Βριέννης έκρινε την κατάσταση με μια ματιά: «Οδηγούν το στρατό σε μια περιπέτεια, όπου θα χάσει τα πάντα!» Απελπισμένος, αλλά υπακούοντας στο καθήκον του, μπάρκαρε αμέσως γεμάτος απαίσια προαισθήματα, για να συναντήσει το στρατό. Στις 7 Ιουλίου, αποβιβαζόταν στη Δαμιέττη. Ο Πελάγιος είχε δώσει κιόλας διαταγή να ξεκινήσουν. Όλος ο στρατός βάδιζε προς τα νότια, με κατεύθυνση το Κάιρο. «Αυτοί που έκαναν τους Φράγκους να πάρουν αυτή την απόφαση, μας διαβεβαιώνει με σθένος το χρονικό του Ερνούλ, στην πραγματικότητα τους παρότρυναν ουσιαστικά να πάνε να πνιγούν!» Και πραγματικά, πλησίαζε η εποχή που, όπως κάθε χρόνο, οι Αιγύπτιοι ανοίγουν τους υδατοφράχτες στην πλημμύρα του Νείλου. Σύμφωνα με την ιστορία των πατριαρχών της Αλεξανδρείας, ο Ιωάννης της Βριέννης δοκίμασε για μια τελευταία φορά να σταματήσει τον Πελάγιο. Εκείνος τον κατηγόρησε για προδοσία. «Θ' ακολουθήσω λοιπόν την εκστρατεία, απάντησε ο Ιωάννης. Ο Θεός όμως θα μας κρίνει!»

Ο φράγκικος στρατός, βγαίνοντας απ' τη Δαμιέττη, μπήκε στο τρίγωνο των χαμηλών εδαφών,

Page 138: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πραγματικό «νησί», που προς βορρά βρίσκεται η λίμνη Μενζάλα, στα δυτικά ο ανατολικός βραχίονας του Νείλου και προς νότο το κανάλι του Νείλου που ονομάζεται Μπαχρ ες-Σεγκίρ. Στο Νείλο ο αιγυπτιακός στολίσκος, αραγμένος ανάμεσα στο Κάιρο και στη Δαμιέττη, έκοβε τη συγκοινωνία απ' τον ποταμό και τον εφοδιασμό των σταυροφόρων. Ο λεγάτος όμως, σίγουρος πως θα 'μπαιναν αμέσως στο Κάιρο, δεν είχε αφήσει να πάρουν μαζί παρά ελάχιστα τρόφιμα. Εξάλλου στη διασταύρωση του Νείλου και του Μπαχρ ες-Σεγκίρ, ο σουλτάνος ελ- Καμίλ είχε χτίσει τελευταία το οχυρό κάστρο της Μανσούρας, που προστατευόμενο απ' αυτό τον υδάτινο δρόμο, φρουρούσε τη δίοδο κ' έκλεινε το δρόμο του Καΐρου. Οι σταυροφόροι άρχιζαν να καταλαβαίνουν το αδιέξοδο όπου είχαν μπλέξει, όταν επήλθε η τελική τραγωδία: οι Αιγύπτιοι έσπασαν τους υδατοφράχτες και το νερό πλημμύρισε την πεδιάδα, μην αφήνοντας στους Φράγκους παρά ένα στενό ανάχωμα μέσα στην πλημμυρισμένη έκταση.

Ο Πελάγιος τότε, στις 26 Αύγουστου, αποφάσισε να υποχωρήσει. Αλλά η πλημμύρα εξακολουθούσε ν' ανεβαίνει κι όταν οι Φράγκοι έφτασαν στο ύψος του Μπαραμούν, αναγκάστηκαν να παραδεχτούν πως δεν μπορούσαν να προχωρήσουν άλλο. «Οι Φράγκοι θα 'θελαν να πολεμήσουν, μα με το νερό ως τα γόνατα, γλιστρούσαν στη λάσπη χωρίς να μπορούν να πλησιάσουν τον εχθρό, που τους τόξευε βροχηδόν». Ο λεγάτος, μες στην παραζάλη του, επικαλέστηκε τότε τη βοήθεια του Ιωάννη της Βριέννης, που ως τότε τον είχε μεταχειριστεί με τόση περιφρόνηση. —«Μεγαλειότατε, για όνομα του Θεού, δείξτε τώρα την κρίση και την αξία σας!» —«Άρχοντα λεγάτε, άρχοντα λεγάτε, καλύτερα να μη φεύγατε ποτέ απ' την Ισπανία σας. Γιατί οδηγήσατε τη Χριστιανοσύνη στον όλεθρο και τώρα μου ζητάτε να σώσω την κατάσταση, πράγμα που δεν είναι στο χέρι κανενός, γιατί βλέπετε καλά πως δεν μπορούμε ούτε να πλησιάσουμε τον εχθρό για να τον πολεμήσουμε, ούτε να εξακολουθήσουμε την υποχώρηση, ούτε καν να κατασκηνώσουμε μέσα σ' όλα αυτά τα νερά. Άλλωστε δεν έχουμε εφόδια ούτε για τ' άλογα ούτε για τους άντρες μας».

Δεν έμενε για τους σταυροφόρους παρά να προσφέρουν στον Μελίκ ελ-Καμίλ την παράδοση της Δαμιέττης, θεωρώντας μεγάλη τύχη, αν μ' αυτούς τους όρους μπορούσαν να πετύχουν τη σωτηρία τους. Ευτυχώς ο νέος σουλτάνος της Αιγύπτου ήταν ένα απ' τα πιο πολιτικά και πιο φιλελεύθερα πνεύματα της ένδοξης αυτής κουρδικής δυναστείας, πολιτικός όσο κι ο πατέρας του ελ-Αντίλ, που λίγο έλειψε να γίνει γαμπρός του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, φιλελεύθερος και μεγαλόψυχος όσο κι ο θείος του, ο Μέγας Σαλαδίνος. Άλλωστε ο ελ-Καμίλ είχε τα μάτια στραμμένα προς τη Δύση. Δεν αγνοούσε ότι ο πιο ισχυρός ηγεμόνας της Χριστιανοσύνης, ο Γερμανός αυτοκράτορας και βασιλιάς της Σικελίας Φρειδερίκος Β', είχε φορέσει το σταυρό. Αν εξόντωνε το φράγκικο στρατό, που οι Αιγύπτιοι τον είχαν στη διάθεσή τους, θα εξετίθετο σε μιαν εισβολή αντεκδικήσεων πολύ πιο φοβερή ακόμα. Ο ελ-Καμίλ δέχτηκε λοιπόν την πρόταση των σταυροφόρων και μια και πήρε αυτή την απόφαση, την εφάρμοσε με ανθρωπισμό και ευγένεια, που προκάλεσε το θαυμασμό των χρονογράφων μας. Ο Ιωάννης της Βριέννης, μ' ευγενική αυταπάρνηση, είχε δεχτεί να χρησιμοποιηθεί σαν όμηρος για την εκκένωση της Δαμιέττης. Ο ελ-Καμίλ τον υποδέχτηκε σαν βασιλιά «γεμίζοντάς τον με δείγματα εκτίμησης, που δεν τα 'χε δείξει ποτέ σε κανέναν». Σε μια λαμπρή σκηνή, σ' ένα ψηλό γήλοφο που δέσποζε πάνω στο θέατρο των επιχειρήσεων, έχοντας γύρω του τους αδερφούς του ελ-Μουαζάμ, σουλτάνο της Δαμασκού, και ελ-Ασράφ, σουλτάνο του Τζεζιρέ, πρόσφερε ένα μεγαλόπρεπο γεύμα στον βασιλιά-ιππότη. Ανάμεσα όμως στις τόσο κολακευτικές περιποιήσεις, ο γέρος στρατιώτης δεν μπόρεσε να κρατήσει τα δάκρυά του. Ο Σουλτάνος απόρησε: «Γιατί κλαις; Δεν αρμόζει σ' ένα βασιλιά να κλαίει». —«Μπορώ να μην κλαίω, απάντησε ο Ιωάννης της Βριέννης, όταν βλέπω κει κάτω όλους αυτούς τους δυστυχισμένους, που μου εμπιστεύθηκε ο Θεός, να πεθαίνουν απ' την πείνα;» Πραγματικά, ο φράγκικος στρατός, κλεισμένος απ' τα νερά της πλημμύρας και χωρίς εφόδια πάνω στο στενό ανάχωμα, όπου είχε υποχρεωθεί να καταθέσει τα όπλα, πέθαινε απ' την πείνα. Ο Μελίκ ελ-Καμίλ, συγκινημένος, έστειλε αμέσως τρόφιμα στους Φράγκους. «Αυτοί οι ίδιοι Αιγύπτιοι, που άλλοτε είχαμε σφάξει τους γονείς τους, που τους είχαμε γδύσει και διώξει απ' τα σπίτια τους, ομολογεί ο Ολιβιέ της Κολωνίας, έρχονταν τώρα να μας ανεφοδιάσουν και να μας σώσουν όταν πεθαίναμε απ' την πείνα κ' είμαστε στο έλεός τους».

Page 139: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ο χριστιανικός στρατός, αφού είχε βγει απ' το αδιέξοδο, επιβιβάστηκε ανενόχλητος, αφού έδωσε πίσω τη Δαμιέττη στον ελ-Καμίλ. Ο Ιωάννης της Βριέννης γύρισε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας έχοντας κερδίσει τη γενική εκτίμηση. Όσο για τον Πελάγιο, τον υπεύθυνο της καταστροφής, αναγκάστηκε να υποστεί, γυρίζοντας στην Ιταλία, μιαν αυστηρή μομφή απ' τον Πάπα, που αφού εξέτασε όλη την υπόθεση, δικαίωσε απόλυτα τον Ιωάννη.

Page 140: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XV ΕΝΑ ΠΡΟΣΚΥΝΗΜΑ ΧΩΡΙΣ ΠΙΣΤΗ

Η ΠΕΡΙΕΡΓΗ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΤΟΥ ΦΡΕΙΔΕΡΙΚΟΥ Β'

Η ΑΠΟΤΥΧΙΑ ΤΗΣ ΠΕΜΠΤΗΣ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑΣ υποχρέωσε τους Φράγκους να επανεξετάσουν όλο το πρόβλημα της Ανατολής. Μια άμεση επίθεση ενάντια στην Ιερουσαλήμ θεωρούνταν, απ' την εποχή του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, αδύνατη. Ο αντιπερισπασμός και η εξασφάλιση ανταλλαγμάτων στην Αίγυπτο, είχε καταλήξει στη συνθηκολόγηση του εκστρατευτικού σώματος. Τι έπρεπε να γίνει στο μέλλον; Ο Ιωάννης της Βριέννης πήγε στην Ιταλία για να ζητήσει βοήθεια και συμβουλή απ' τον πάπα Ονώριο Γ' και τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β' (Οκτώβρης 1222).

Ο Φρειδερίκος Β' ήταν ένας ισχυρός ηγεμόνας, ο πιο ισχυρός που παρουσιάστηκε απ' την εποχή του Καρλομάγνου, αν υπολογίσουμε πως στην κληρονομιά του παππού του Φρειδερίκου Βαρβαρόσα (την Αγία Αυτοκρατορία, που την αποτελούσαν η Γερμανία, η Βόρεια Ιταλία και το βασίλειο της Αρλ) είχε προσθέσει και την κληρονομιά της μητέρας του (που 'χε διαδεχτεί τους τελευταίους Νορμανδούς της Σικελίας), το ωραίο βασίλειο της Νότιας Ιταλίας. Η διπλή κληρονομικότητα, των Γερμανών Καισάρων και των Ιταλονορμανδών ηγεμόνων, είχε δημιουργήσει μιαν απ' τις πιο πολυσύνθετες προσωπικότητες της Ιστορίας. Ο Φρειδερίκος ήταν ο τελευταίος απ' τους ηγεμόνες του Μεσαίωνα, γιατί εξακολουθούσε να ονειρεύεται την παγκόσμια μοναρχία, και ο πρώτος απ' τους ανθρώπους της Αναγέννησης εξαιτίας των ανησυχιών και της κοσμικής του αντίληψης περί κράτους. Το ίδιο περίεργη ήταν και η θέση του στη σύγκρουση ανάμεσα στην Εκκλησία και στην Αυτοκρατορία, γιατί αυτός, ο απόγονος των Χοχενστάουφεν, άσπονδων εχθρών της Παποσύνης, βρέθηκε, εξαιτίας διαφόρων περιστάσεων, να 'ναι ο προστατευόμενος της Ρωμαϊκής Εκκλησίας, ο θετός γιος του Ιννοκέντιου Γ'. Ο διάδοχος του Ιννοκέντιου, ο γέρος πάπας Ονώριος Γ', που έτρεφε πατρική αγάπη για τον νεαρό Φρειδερίκο, και που ως την τελευταία στιγμή θα διατηρούσε τόσες αυταπάτες γι' αυτόν, βασιζόταν απόλυτα στον νεαρό Αυτοκράτορα για να ξαναρχίσει τις Σταυροφορίες. Τα ίδια αισθήματα είχε και ο μέγας μάγιστρος του Τευτονικού Τάγματος, ο ιππότης-μοναχός Χέρμαν φον Ζάλτσα, που ο ζήλος του για τους Αγίους Τόπους μονάχα με την αφοσίωσή του για τον Φρειδερίκο μπορεί να συγκριθεί. Κ' οι δυο νόμισαν πως είχαν βρει ένα αποφασιστικό μέσο για να κάνουν τον Αυτοκράτορα να δεθεί με τα συμφέροντα της φράγκικης Συρίας: να του εξασφαλίσουν το στέμμα της Ιερουσαλήμ.

Ο Ιωάννης της Βριέννης, απ' το γάμο του με τη βασίλισσα της Ιερουσαλήμ Μαρία της Μομφεράτης, που δε ζούσε πια, είχε μονάχα μια κόρη, την Ισαβέλλα, που ήταν τότε έντεκα χρονών. Αυτό το παιδί, απ' τη μητέρα του, ήταν ο μόνος νόμιμος κληρονόμος του στέμματος της Ιερουσαλήμ. Γιατί ο Ιωάννης δεν είχε αναγνωριστεί βασιλιάς παρά μονάχα βασιλικός σύζυγος. Ο Φρειδερίκος Β' λοιπόν, εδώ και τέσσερις μήνες ήταν χήρος και μόλις είκοσι οκτώ χρονών. Κ' έτσι ο Ονώριος Γ' και ο Χέρμαν φον Ζάλτσα σκέφτηκαν να τον παντρέψουν με την Ισαβέλλα.

Ο Φρειδερίκος δέχτηκε με μεγάλη προθυμία. Στο χριστιανικό Δίκαιο, ο γεμάτος γόητρο τίτλος του βασιλιά της Ιερουσαλήμ ανύψωνε ακόμα περισσότερο, αν είναι δυνατό, το γόητρο του αυτοκράτορα της Δύσης. όλη η Λατινική Ανατολή θα προσδενόταν έτσι αυτόματα στη Γερμανική Αυτοκρατορία. Ο Ιωάννης της Βριέννης θαμπώθηκε πάλι. Θαμπώθηκε απ' αυτό το σχέδιο. Ο γέρος ιππότης απ' την Καμπανία, που η εύνοια του Φιλίππου Αύγουστου τον είχε στείλει να κυβερνήσει τους Αγίους Τόπους, έβλεπε τώρα τον εαυτό του πεθερό του Αυτοκράτορα. Έδωσε, χωρίς καμιά αντίρρηση, τη συγκατάθεση του για το γάμο. Άλλωστε αυτό δεν ήταν και το συμφέρον της χριστιανικής χώρας; Ο ηγεμόνας της Γερμανίας και της Σικελίας δε θα 'ριχνε όλες τις δυνάμεις της Δύσης στην άμυνα και στην ανακατάληψη των Αγίων Τόπων, δε θα 'παιρνε πίσω την Ιερουσαλήμ, δε θα συνέτριβε το Ισλάμ; Αυτό δε θα 'ταν η σωτηρία της Γαλλίας της Ανατολής;

Έτσι σκεφτόταν ο γέρος βασιλιάς, πρότυπο περιπλανώμενου ιππότη, ειλικρινής σαν το σπαθί του,

Page 141: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

χωρίς υστεροβουλία και χωρίς πονηρία. Όταν όμως, φεύγοντας απ' την Ιταλία, πήγε καταχαρούμενος ν' αναγγείλει το ευχάριστο νέο στον Φίλιππο Αύγουστο, η παγερή υποδοχή που του επιφύλαξε ο Καπετίδης άρχισε να τον βάζει σε σκέψεις. Ο βαθύνους πολιτικός, που μόλις είχε οικοδομήσει τη γαλατική Γαλλία, γρήγορα κατάλαβε πως ο αυτοκρατορικός γάμος ήταν ο θάνατος της Γαλλίας της Ανατολής. Ενώ ο Παποσύνη έπεφτε στα δίχτυα της γοητείας του Φρειδερίκου Β', αυτός είχε μπει στην ψυχολογία του νεαρού Χοχενστάουφεν. Η Λατινική Συρία, μ' όλο τον θεωρητικά διεθνή της χαραχτήρα, ήταν στην πραγματικότητα από πολύν καιρό, τόσο από ράτσα όσο κι από πολιτισμό, γαλλική γη και ο γάμος της κληρονόμου των βασιλιάδων της με το Σουηβό αυτοκράτορα δεν μπορούσε παρά να μεταβάλει τον εθνικό χαραχτήρα της. Ο Φίλιππος Αύγουστος, που σ' αυτόν ο Ιωάννης της Βριέννης όφειλε όλη τη σταδιοδρομία του, τον κατηγόρησε πως τον έβαζε μπροστά σε τετελεσμένο γεγονός.

Γιατί ήταν πολύ αργά πια για υπαναχωρήσεις. Τον Αύγουστο του 1225, μια αυτοκρατορική μοίρα από δεκατέσσερα πλοία έφερε απ' το Μπρίντεζι στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας τον αρχιεπίσκοπο Ιάκωβο του Πάττι, που 'χε την εντολή να τελέσει με πληρεξούσιο το γάμο της Ισαβέλλας και του Φρειδερίκου Β'. Η νεαρή κοπέλα —ήταν τώρα δεκατεσσάρων χρονών— δέχτηκε τον δακτύλιο αρραβώνα στην εκκλησία του Αγίου Ιωάννη της Άκρας κ' έπειτα στέφθηκε αυτοκράτειρα στον καθεδρικό ναό της Τύρου. Οι χρονογράφοι μας περιγράφουν με ικανοποίηση τις γιορτές που επακολούθησαν δεκαπέντε μέρες συνέχεια μετά τη στέψη, το σημαιοστολισμό των δρόμων με τους θυρεούς της Ιερουσαλήμ και της Σουηβίας, τους αγώνες, τις κονταρομαχίες, τους χορούς και τις παραστάσεις ιπποτικών έργων, «όπως αρμόζει όταν μια τόσο μεγάλη Κυρά σαν τη βασίλισσα της Ιερουσαλήμ παντρεύεται έναν τόσο τρανό άρχοντα σαν τον Αυτοκράτορα». Λίγες βδομάδες αργότερα, η νεαρή αυτοκράτειρα - βασίλισσα αποχαιρέτησε τη γη της Συρίας όπου είχε γεννηθεί και που ποτέ δεν την είχε εγκαταλείψει και ο αποχαιρετισμός της ήταν γεμάτος μελαγχολικά προαισθήματα. Φεύγοντας κοίταξε προς την ακτή και είπε: «Σε εμπιστεύομαι στο Θεό, ω γλυκυτάτη Συρία, γιατί ποτέ πια δε θα σε ξαναδώ». Φτάνοντας στο Μπρίντεζι, τον Οκτώβρη του 1225, έγινε δεχτή με μεγάλες τιμές απ' τον Φρειδερίκο Β'. Ο γάμος έγινε σ' αυτή την πόλη, στις 9 του Νοέμβρη.

όλη αυτή η υπόθεση του γάμου βασιζόταν σε μια παρεξήγηση ανάμεσα στον Ιωάννη της Βριέννης και στο νέο του γαμπρό, παρεξήγηση που αυτός ο τελευταίος την καλλιεργούσε προσεχτικά ώσπου να εξασφαλίσει την κληρονόμο, οπότε έσπευσε να τη διαλύσει. Ο γέρος Ιωάννης της Βριέννης νόμιζε πως θα κρατούσε το στέμμα της Ιερουσαλήμ ως το θάνατό του. Ο Φρειδερίκος όμως εννοούσε να του παραχωρηθεί αμέσως. Ας σημειώσουμε πως από νομική άποψη (και ξέρουμε πως ο Φρειδερίκος, όπως κι ο δικός μας ο Φίλιππος ο Ωραίος, ήταν νομομαθής) είχε απόλυτο δίκιο. Ο Ιωάννης της Βριέννης, όπως είδαμε, από τότε που πέθανε η γυναίκα του, η Μαρία της Ιερουσαλήμ, δεν ασκούσε τη βασιλική εξουσία, παρά σαν κηδεμόνας της κόρης του Ισαβέλλας· μια κι αυτή όμως θεωρήθηκε ύστερ' απ' το γάμο της ενήλικη, το Στέμμα περνούσε σ' αυτήν, δηλαδή στον άντρα της. Αυτό το εξήγησε καλά ο Φρειδερίκος, την ίδια νύχτα του γάμου του, στον αφελή πεθερό του. Ο γέρος ιππότης, που πάντα τον διέκρινε μια δόση δονκιχωτισμού, δεν κατάλαβε αμέσως. Τότε ο Φρειδερίκος, παίρνοντας μαζί του την Ισαβέλλα, έφυγε απ' το Μπρίντεζι χωρίς να τον ειδοποιήσει, εγκαταλείποντάς τον στους στοχασμούς του. Ο δυστυχισμένος, καταπίνοντας αυτή την πρώτη προσβολή, έτρεξε να προλάβει τον Αυτοκράτορα στον επόμενο σταθμό. Αυτή τη φορά όμως η υποδοχή ήταν τέτοια, που έχασε κάθε αυταπάτη: Τον είχαν εξαπατήσει κι απογυμνώσει.

Μα κ' η φτωχή μικρή αυτοκράτειρα - βασίλισσα δεν ήταν πιο ευτυχισμένη. Ο Φρειδερίκος, που παρ' όλα τα δεκατέσσερα χρόνια της γυναίκας του, είχε επισπεύσει την ολοκλήρωση του γάμου, την απατούσε κιόλας. Σύμφωνα με τα φράγκικα χρονικά, ο Ιωάννης της Βριέννης τη βρήκε μια μέρα πνιγμένη στα δάκρυα, γιατί ο Φρειδερίκος είχε βιάσει μια απ' τις ξαδέρφες της, που 'χε έρθει μαζί της απ' τη Συρία. Ο Ιωάννης πήγε καταγαναχτισμένος στον ένοχο «και του είπε πως αν δε φοβόταν την αμαρτία, θα του βύθιζε το σπαθί στο στήθος». Ο Αυτοκράτορας τον υποχρέωσε τότε να «του αδειάσει τη γωνιά». Οι δυο άντρες δεν επρόκειτο πια να ξαναϊδωθούν παρά στο πεδίο της μάχης. Όσο για τη δύστυχη Ισαβέλλα, που είχε μυηθεί πριν της ώρας της στα βάσανα της ζωής, θα πέθαινε

Page 142: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

στη γέννα δεκάξι χρονών, στις 4 του Μάη του 1228. Αλλά καθώς άφησε ένα γιο, τον μελλοντικό Κονράδο Δ', νόμιμο κληρονόμο του Θρόνου της Ιερουσαλήμ, ο Φρειδερίκος μπόρεσε να εξακολουθήσει να διαχειρίζεται εν ονόματι αυτού του παιδιού τα υπερπόντια εδάφη.

Γιατί ο Φρειδερίκος, που τόσο αδιάντροπα είχε παραγκωνίσει τον Ιωάννη της Βριέννης, είχε βιαστεί να γίνει κύριος της φράγκικης Συρίας. Μην έχοντας εμπιστοσύνη στους Γάλλους ευγενείς της χώρας, έστειλε για κυβερνήτη στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, απ' τα 1226 κιόλας, έναν δικό του άνθρωπο, τον Ναπολιτάνο βαρόνο Θωμά του Ασέρα. Αυτή η βιασύνη ν' αρπάξει το καινούργιο του βασίλειο, μπορούσε να κάνει τους Φράγκους της Συρίας και τον Πάπα να ελπίζουν πως θα 'μπαινε επικεφαλής μιας μεγάλης Σταυροφορίας. Είναι αλήθεια πως από πολύν καιρό —απ' τα 1215 κιόλας— είχε ορκιστεί να φορέσει το σταυρό, ύστερ' από παράκληση του πάπα Ιννοκέντιου Γ'. Από τότε ανέβαλε συνεχώς να εκτελέσει το τάμα του. Σ' όλους τους εξορκισμούς της Παποσύνης, που ήταν στην αρχή πατρικοί, όσο ζούσε ο Ονώριος Γ', κι αργότερα αυστηροί και σύντομα απειλητικοί, ύστερ' απ' την ανάρρηση του Γρηγορίου Θ', απαντούσε με αιτήσεις αναβολής, άλλοτε με θαυμάσιες προφάσεις, κι άλλοτε με αξιοθρήνητες δικαιολογίες. Η κωμωδία που έπαιζε, έκανε στο τέλος έξω φρενών τον γεμάτο ζήλο γέροντα Γρηγόριο και τον εξώθησε σε μια διακοπή σχέσεων, απ' όπου θα ζημιώνονταν εξίσου η Αυτοκρατορία, η Παποσύνη κ' η Φράγκικη Συρία. Πρέπει να ομολογήσουμε πως ήταν περίεργη η στάση του αρχηγού αυτού της Δύσης και βασιλιά της Ιερουσαλήμ, του τόσο αυστηρού όταν επρόκειτο να διεκδικήσει όλα τα δικαιώματα που απέρρεαν απ' αυτό τον διπλό τίτλο, και που φαινόταν να 'χε τόσο λίγη διάθεση να επιτελέσει τ' αντίστοιχα καθήκοντα. Η άμυνα της Δύσης απέναντι στο Ισλάμ, στον Δέκατο Τρίτο Αιώνα, εξασφαλιζόταν στις συνοριακές περιοχές της Συρίας και ονομαζόταν Σταυροφορία.

Ο Φρειδερίκος Β' όμως δεν ήταν καθόλου εχθρός του Ισλάμ. Αναθρεμμένος στη Σικελία, σ' αυτή τη γη που ήταν ακόμα μισομουσουλμανική κι όπου η νορμανδική κυριαρχία δεν είχε κατορθώσει να σβήσει τα ίχνη της αραβικής κατοχής, γνώριζε καλά το Ισλάμ και συμπαθούσε όλες τις εκδηλώσεις του αραβοπερσικού πολιτισμού: την αραβική φιλοσοφία, που βρισκόταν τότε στον κολοφώνα της και που επέτρεπε σ' αυτό το ανήσυχο και σχεδόν φιλελεύθερο πνεύμα να ξεφεύγει απ' τον κύκλο της χριστιανικής σκέψης —το παράδειγμα του κληρονομικού χαλιφάτου που ενίσχυε τις τάσεις του για τον καισαροπαπισμό— την τυφλή αφοσίωση των Αράβων υπηκόων του της Σικελίας που του προμήθευαν στρατεύματα, και που καμιά απειλή αφορισμού δεν μπορούσε να συγκινήσει — και τέλος τα μουσουλμανικά έθιμα με την πολυγαμία. Ύστερ' απ' το θάνατο της γυναίκας του, της Ισαβέλλας, είχε σχηματίσει στη Λουτσέρα, στο βασίλειο της Νάπολης, μια πραγματική μουσουλμανική πρωτεύουσα, όπου ανάμεσα στους Σικελούς Μαμελούκους του έκανε το σουλτάνο — ένα σουλτάνο που δεν του έλειπε ούτε το χαρέμι. «Ο πληθυσμός της Λουτσέρα, γράφει ο Άραβας χρονογράφος Τζεμάλ εντ-Ντιν, που την είχε επισκεφτεί, ήταν όλος μουσουλμανικός. Τηρούσαν την αργία της Παρασκευής και τ' αλλά έθιμα του Ισλαμισμού. Ο Φρειδερίκος είχε ιδρύσει εκεί ένα κολέγιο όπου δίδασκαν αστρολογία. Πολλοί απ' το στενό κύκλο του κι απ' τους γραμματικούς του ήταν Μουσουλμάνοι. Στο στρατόπεδό του, ο μουεζίνης καλούσε για την προσευχή». Oι χρονογράφοι της Δύσης επιβεβαιώνουν αυτές τις πληροφορίες. «Είχε τόσο μεγάλη αγάπη και οικειότητα με τους άπιστους, μας εμπιστεύεται το χειρόγραφο του Ροτελέν, που απ' αυτούς διάλεγε τους πιο πιστούς του υπηρέτες κ' έβαζε Μουσουλμάνους ευνούχους να φυλάνε τις γυναίκες του» — γυναίκες άλλωστε της Αραβίας ή της Μαυριτανίας, όπως αναφέρει ο Ματιέ Παρί. «Είχε υιοθετήσει έτσι, συνεχίζει το χειρόγραφό μας, πολλές μουσουλμανικές συνήθειες. Δεν ήταν άλλωστε ποτέ τόσο ευτυχισμένος όσο όταν δεχόταν απεσταλμένους απ' τις μουσουλμανικές χώρες. Έτσι αντάλλασσε συνεχώς πρεσβείες και δώρα με τον σουλτάνο της Αιγύπτου. Ο Πάπας κι οι άλλοι Χριστιανοί ηγεμόνες άρχισαν ν' αναρωτιούνται στο τέλος μήπως είχε ασπαστεί κρυφά τη θρησκεία του Μωάμεθ, άλλοι όμως έλεγαν πως ήταν ακόμα αμφίρροπος ανάμεσα στο Ισλάμ και στο Χριστιανισμό».

Εκείνο που γοήτευε τον Φρειδερίκο ήταν σίγουρα λιγότερο η θρησκεία του Κορανίου και περισσότερο η αραβοπερσική επιστήμη, που προπορευόταν πολύ τότε απ' την επιστήμη της Δύσης.

Page 143: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

«Ήταν, μας λέει ο Άραβας Ιστορικός Μακρίζη, ένας ηγεμόνας, μεγάλος γνώστης της Φιλοσοφίας, της Γεωμετρίας, των Μαθηματικών κι όλων των θετικών επιστημών. Έστειλε στον σουλτάνο ελ-Καμίλ πολλά εξαιρετικά πολύπλοκα προβλήματα σχετικά με τη θεωρία των αριθμών. Ο Σουλτάνος τα 'δειξε στον σεΐχη Αλάμ εντ-Ντιν Τασίφ, καθώς και σ' άλλους σοφούς. Έγραψε τις απαντήσεις του και τις έστειλε στον Αυτοκράτορα». Ας σημειώσουμε πως δεν ήταν κανείς πιο ενδεδειγμένος για να καταλάβει τέτοια ενδιαφέροντα προβλήματα απ' τον ελ-Καμίλ. Αυτός ο διάδοχος του Σαλαδίνου ήταν γνωστός σ' όλο το Ισλάμ για τη γενναιοδωρία του στους σοφούς. Κρατούσε πάντα μερικούς να κοιμούνται στο παλάτι του, αναφέρει ο Μακρίζη, για να συζητάει μαζί τους ένα μέρος της νύχτας. Αυτές οι διαθέσεις του Σουλτάνου και του Αυτοκράτορα θα εισήγαγαν στις σχέσεις Χριστιανών και Μουσουλμάνων ένα πραγματικά καινούργιο πνεύμα.

Άλλωστε αν ο Φρειδερίκος έκανε πως θαύμαζε το Ισλάμ, δεν το 'κανε τόσο, όπως ο Μοντεσκιέ κι ο Βολταίρος, για το ίδιο το Ισλάμ, όσο από έχθρα για τη Ρωμαϊκή Εκκλησία. Ακόμα και κάτω απ' την πέννα των Αράβων χρονογράφων, οι έπαινοί του για τη μουσουλμανική κοινωνία μοιάζουν με βέλη ενάντια στην Παποσύνη. Να μια συζήτηση, που αναφέρει ο Τζεμάλ εντ-Ντιν, και που θα μπορούσε να περιληφθεί στις Περσικές Επιστολές. Ο Φρειδερίκος ζητάει απ' τον εμίρη Φαχρ εντ-Ντιν, πρέσβη του Σουλτάνου, πληροφορίες για τον Χαλίφη. «Ο Χαλίφης, απαντάει ο εμίρης, είναι ο απόγονος του θείου του προφήτη μας Μωάμεθ. Κληρονόμησε το χαλιφάτο απ' τον πατέρα του κ.ο.κ., έτσι που το χαλιφάτο έμεινε πάντα, χωρίς καμιά διακοπή, στην οικογένεια του Προφήτη». —«Αυτό μάλιστα, φώναξε ο Αυτοκράτορας, το καταλαβαίνω κ' είναι πολύ ανώτερο απ' ό,τι γίνεται στους ηλίθιους τους Φράγκους, που διαλέγουν σαν αρχηγό έναν οποιοδήποτε (τον Πάπα), που δεν έχει καμιά συγγένεια με τον Μεσσία, και τον κάνουν ένα είδος Χαλίφη. Αυτός ο άνθρωπος δεν έχει κανένα δικαίωμα για μια τέτοια θέση, ενώ ο Χαλίφης σας, που ανήκει στην οικογένεια του Προφήτη, έχει όλα τα δικαιώματα». Ύστερ' απ' όλα αυτά, δε θα 'ταν καθόλου παράξενο, αν ο Φρειδερίκος αποφάσιζε επιτέλους να φύγει για την Ανατολή. Το ταξίδι αυτού του περίεργου σταυροφόρου θα φανεί, τόσο στους κατάπληχτους Μουσουλμάνους όσο και στους σκανδαλισμένους Χριστιανούς, σαν μια επίσκεψη του «σουλτάνου της Ιταλίας» στον φίλο του σουλτάνο της Αιγύπτου.

Αυτή ήταν πραγματικά η μια απ' τις όψεις της «Σταυροφορίας» του Φρειδερίκου Β'. Κάτι περισσότερο, αυτή ήταν η αποφασιστική αιτία. Γιατί ο Γερμανός Αυτοκράτορας επιχείρησε το ταξίδι στη Συρία ύστερ' από πρόσκληση του Σουλτάνου. Και να πως εξηγείται το παράδοξο αυτό γεγονός.

Η αυτοκρατορία του Σαλαδίνου, που περιλάβαινε πάντα την Αίγυπτο, το μουσουλμανικό μέρος της Συρίας και της Παλαιστίνης και τη Βόρεια Μεσοποταμία, ήταν τότε μοιρασμένη ανάμεσα σε τρεις πρίγκιπες της οικογένειάς του, τρεις αδερφούς, τους ανιψιούς του: τον ελ-Καμίλ, που με τον τίτλο του ανωτάτου σουλτάνου κρατούσε την Αίγυπτο, τον ελ-Μουαζάμ, που είχε τη Δαμασκό, και τον ελ-Ασράφ, που είχε τη Μεσοποταμία. Στα 1226, ο σουλτάνος της Αιγύπτου ελ-Καμίλ κι ο βασιλιάς της Δαμασκού ελ-Μουαζάμ ήρθαν σε διάσταση. Για να νικήσει τον μεγαλύτερο του αδερφό, ο ελ-Μουαζάμ ζήτησε τη βοήθεια του φοβερού Τούρκου καταχτητή Τζελάλ εντ-Ντιν Μαγκουμπερντί, που, διωγμένος απ' τη Χορασμία ή χώρα της Χίβας, την πατρίδα του, απ' τους Μογγόλους του Τζεγκίς - Χαν, είχε φτιάξει τώρα ένα καινούργιο βασίλειο στην Περσία και στην Αρμενία, όπου οι μισοάγριες ορδές του, θύοντας και απολύοντας στο πέρασμά τους, είχαν γίνει ο τρόμος των παλιών πρωτευουσών του Μεσογειακού Ισλάμ. Ήταν μια επίκληση στους βαρβάρους. Ο ελ-Καμίλ δε γελάστηκε. Αστραπιαία, ο φιλόσοφος και μορφωμένος σουλτάνος είδε την ωραία του Αίγυπτο πλημμυρισμένη απ' τις άγριες ίλες της Χορασμίας, όλο τον μουσουλμανικό πολιτισμό σε κίνδυνο, κίνδυνο που γινόταν ακόμα σοβαρότερος, γιατί οι Χοράσμιοι δεν ήταν παρά οι πρόδρομοι της μογγολικής εισβολής και γιατί πίσω απ' τον Τζελάλ εντ-Ντιν διαγραφόταν η τρομερή σκιά του Τζεγκίς-Χαν. Μπορεί να 'ταν Μουσουλμάνος ο Τζελάλ εντ-Ντιν, όπως κι ο ελ-Καμίλ, αυτό όμως δεν εμπόδιζε τον ελ-Καμίλ, που ήταν το ίδιο συμβιβαστικός από ισλαμική πλευρά, όσο κι ο Φρειδερίκος Β' από χριστιανική, να νιώθει πολύ πιο ασφαλής με τον σκεπτικιστή αυτοκράτορα της Δύσης, παρά με τον αιμοβόρο Τούρκο σπαθιστή. Για ν' αντιμετωπίσει την επίθεση απ' τη Χορασμία, για την άμυνα του πολιτισμού, δε δίστασε ν' αποταθεί στον Φρειδερίκο. «Έγραψε στον Αυτοκράτορα, τον

Page 144: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

βασιλιά των Φράγκων, αναφέρει το μουσουλμανικό χρονικό Μαργαριταρένιο Περιδέραιο και του ζήτησε να 'ρθει στη Συρία, στην Άκρα, με την υπόσχεση πως αν ο Φρειδερίκος τον βοηθούσε ενάντια στον ελ-Μουαζάμ, τότε αυτός θα ξανάδινε στους Φράγκους την Ιερουσαλήμ».

Ο πρέσβης, που σ' αυτόν ο σουλτάνος της Αιγύπτου ανέθεσε να πάει αυτό το μήνυμα στον Φρειδερίκο Β', ήταν ο εμίρης Φαχρ εντ-Ντιν, μια απ' τις πιο παράδοξες μορφές της εποχής εκείνης, τόσο ερωτευμένος με τον δυτικό πολιτισμό, όσο κι ο Φρειδερίκος με τον μουσουλμανικό· κ' έτσι οι δυο άντρες δέθηκαν με μια φιλία που κράτησε σ' όλη τους τη ζωή. Σ' ένα απ' τα δυο ταξίδια που έκανε ο εμίρης στην Αυλή της Σικελίας, το φθινόπωρο του 1226 ή τον Οκτώβρη του 1227, ο Φρειδερίκος τον χειροτόνησε ιππότη με τα ίδια του τα χέρια κι από τότε ο Φαχρ εντ-Ντιν είχε στο λάβαρό του το οικόσημο του Αυτοκράτορα. Ο Φρειδερίκος πάλι, έστειλε στο Κάιρο δυο πρέσβεις, τον Θωμά του Ασέρα και τον επίσκοπο Βεράρδο του Παλέρμου, που, όπως λέει ο Άραβας χρονογράφος Μακρίζη, «πρόσφεραν στον Σουλτάνο το ίδιο το άλογο του Αυτοκράτορα με μια χρυσή σέλλα στολισμένη με πολύτιμα πετράδια. Ο ελ-Καμίλ πήγε ο ίδιος σε προϋπάντηση των πρέσβεων και τους παραχώρησε, για κατοικία στο Κάιρο το παλάτι του τελευταίου βεζίρη. Φρόντισε κι αυτός με τη σειρά του να στείλει στον Αυτοκράτορα πλούσια δώρα που προέρχονταν απ' την Υεμένη και τις Ινδίες». Σύμφωνα με τους όρους της συμμαχίας που κλείστηκε έτσι με τον Σουλτάνο, ο Βεράρδος του Παλέρμου πήγε ύστερα στη Δαμασκό για να δοκιμάσει να εκφοβίσει τον αδερφό του ελ-Καμίλ, τον ελ-Μουαζάμ. Η υποδοχή, όπως μπορούμε να το μαντέψουμε, υπήρξε εντελώς διαφορετική. «Πες στον κύριό σου, απάντησε ο σουλτάνος της Δαμασκού, πως δεν είμαι σαν μερικούς άλλους, και πως γι' αυτόν δεν έχω παρά το σπαθί μου»

Έτσι ενώ η Παποσύνη παρακινούσε τον Φρειδερίκο να φύγει για την Ανατολή και να διευθύνει εκεί τον ιερό πόλεμο ενάντια στον Σουλτάνο, ο Σουλτάνος τον προσκαλούσε να πάει εκεί σαν φίλος και σύμμαχος για να τον βοηθήσει ενάντια στον αδερφό του και στους συμμάχους του αδερφού του, δηλαδή ενάντια στις δίνες της βαρβαρότητας που 'χε εξαπολύσει απ' τα βάθη της Κεντρικής Ασίας η μογγολική θύελλα. Αυτή η διπλή πρόσκληση θα επέτρεπε στον Σικελό Αυτοκράτορα να παίξει ένα από κείνα τα διπλωματικά παιχνίδια όπου διέπρεπε, παιχνίδι λεπτό, αλλά κι αρκετά περίπλοκο κι αντιφατικό, ακόμα κ' επικίνδυνο, κι όπου δεν πέτυχε παρά χάρη σ' ένα θαύμα επιτηδειότητας και διπροσωπίας.

Ας σημειώσουμε ένα απ' τα πρώτα πλεονεκτήματα αυτής της κατάστασης: ο Φρειδερίκος Β' μπόρεσε ν' αρχίσει τον πόλεμο απ' το βασίλειο του των Αγίων Τόπων ενάντια στους Μουσουλμάνους της Δαμασκού, χωρίς να δυσαρεστήσει καθόλου τον σουλτάνο της Αιγύπτου, και μάλιστα ικανοποιώντας τον απόλυτα. Απ' τις αρχές του 1227 έστειλε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας μια πρώτη ενίσχυση από Γερμανούς σταυροφόρους με αρχηγό τον δούκα Ερρίκο του Λίμπουργκ, που ξαναπήρε τη Σιδώνα απ' τους ανθρώπους του ελ-Μουαζάμ, ανοικοδόμησε την οχυρή πόλη Καισάρεια και βοήθησε τον μέγα μάγιστρο Χέρμαν φον Ζάλτσα να χτίσει το κάστρο του Μονφόρ, που από τότε έγινε η κυρία έδρα του Τάγματος των Τευτόνων Ιπποτών. Αυτές οι επιχειρήσεις, που ήταν άλλωστε εξαιρετικά χρήσιμες για την άμυνα των Αγίων Τόπων, δεν ήταν παρά η αρχή της μεγάλης εκστρατείας που γι' αυτήν οι Γερμανοί σταυροφόροι δεν περίμεναν παρά την άφιξη του Φρειδερίκου Β' απορώντας για την καθυστέρησή του.

Η καθυστέρηση του Φρειδερίκου Β' να φύγει για τη Συρία, εξηγείται απ' την ανάγκη να φέρει σε πέρας τις διαπραγματεύσεις με τον Σουλτάνο. Φαίνεται όμως ακόμα πως, όπως ο δικός μας ο Λουδοβίκος ΙΑ', ο Γερμανοσικελός Αυτοκράτορας» θέλησε να φανεί υπερβολικά έξυπνος. Καθυστερώντας αδιάκοπα την αναχώρησή του για την πιο ευνοϊκή στιγμή, άφησε να του ξεφύγει αυτή η στιγμή, κι αυτό τόσο απ' την άποψη του ηθικού αντίχτυπου στον χριστιανικό κόσμο, όσο κι απ' την άποψη της συνθήκης που 'χε υπογράψει με τον Σουλτάνο. Απ' τη μια πλευρά, πραγματικά, ο καινούργιος Πάπας Γρηγόριος Θ', που δε διέθετε απέναντί του την τεράστια υπομονή του Ονώριου Γ', απαίτησε στο τέλος την άμεση αναχώρησή του. Και καθώς ο Φρειδερίκος, που τον καθυστερούσε

Page 145: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πραγματικά αυτή τη φορά η αρρώστια του κι ο θάνατος του λαντκράβου της Θουριγγίας, ζητούσε μια τελευταία αναβολή, ο Πάπας, αρνούμενος να δώσει πίστη στις εξηγήσεις του, τον αφόρισε (28 του Σεπτέμβρη του 1227). Σοβαρή απόφαση που φαινόταν ότι καθιστούσε τη Σταυροφορία του Αυτοκράτορα ηθικά αδύνατη· άλλωστε ο Γρηγόριος Θ' αυτό ακριβώς επεδίωκε, αφού του απαγόρευσε ρητά να πάει στο μέλλον στους Αγίους Τόπους. Μα ο Φρειδερίκος, που το ταξίδι του θα 'χε τόσο λίγο χαραχτήρα Σταυροφορίας, δεν υπάκουσε. Κι αυτός που παρ' όλους τους εξορκισμούς της Παποσύνης ανέβαλε από χρόνο σε χρόνο την αναχώρησή του, τώρα, παρ' όλη την απαγόρευση του Πάπα και τον αφορισμό του, ξεκίνησε (28 Ιουνίου 1228).

Κι απ' την άλλη, ακόμα κι απ' την άποψη των διαπραγματεύσεών του με τον Σουλτάνο, ο Φρειδερίκος Β' είχε πραγματικά καθυστερήσει πολύ. Αν ο ελ-Καμίλ είχε επιζητήσει τη συμμαχία του, αυτό οφειλόταν, όπως είδαμε, στο ότι ήθελε ν' αγωνιστεί ενάντια στον ελ-Μουαζάμ, ηγεμόνα της Δαμασκού, που απειλούσε να εξαπολύσει εναντίον της Αιγύπτου τις ορδές της Χορασμίας. Ενώ όμως ο Αιγύπτιος πρέσβης Φαχρ εντ-Ντιν βρισκόταν ακόμα στην Ιταλία, κοντά στον Φρειδερίκο, ο ελ-Μουαζάμ πέθανε (12 Νοεμβρίου 1227). Ο γιος του ελ-Μουαζάμ, ο εν-Νασίρ Νταούντ, που τον διαδέχτηκε στη Δαμασκό, ήταν ένας νεαρός χωρίς πείρα, ανίκανος ν' αποτελέσει κίνδυνο για την Αίγυπτο. Αφού είχε περάσει ο κίνδυνος, ο Σουλτάνος δεν είχε πια κανένα συμφέρον να φέρει τον Φρειδερίκο: γιατί να εξακολουθεί να ισχύει η προσφορά του για την επιστροφή της Ιερουσαλήμ στους Φράγκους; Λυπημένος για τις απερίσκεπτες προσκλήσεις του, προσπάθησε να ματαιώσει το ταξίδι του Αυτοκράτορα.

Ο Φρειδερίκος όμως είχε πολύ προχωρήσει πια και δεν μπορούσε να κάνει πίσω. Η πίεση της Κοινής Γνώμης σ' όλη τη Δύση είχε γίνει ακατανίκητη. Έφευγε λοιπόν, αλλά έφευγε κάτω απ' τις λιγότερο ευνοϊκές συνθήκες, αφορισμένος σταυροφόρος, που η Αγία Έδρα τον είχε θέσει έξω απ' τη Χριστιανοσύνη και ταυτόχρονα, αντί να φτάνει σαν σύμμαχος του σουλτάνου της Αιγύπτου, παρουσιαζόταν στα μάτια του Σουλτάνου σαν ο πιο ανεπιθύμητος ταξιδιώτης. Με το να θέλει να ελίσσεται ανάμεσα στο Ισλάμ και στη Χριστιανοσύνη, κινδύνευε ν' αποκηρυχτεί κι απ' τη Χριστιανοσύνη κι απ' το Ισλάμ.

—οο0οο—

Σ' όλες αυτές τις δυσκολίες, που δεν εξαρτιόνταν απόλυτα απ' αυτόν, ο περίεργος σταυροφόρος πρόσθεσε χωρίς λόγο κι άλλες με τη στάση του απέναντι στους Γάλλους ευγενείς της Κύπρου και της Παλαιστίνης.

Το βασίλειο που 'χε ιδρυθεί στην Κύπρο, στα τέλη του Δωδέκατου Αιώνα, απ' τους Λουζινιάν, ήταν, αν ήταν δυνατόν, πιο γαλλικό ακόμα κι απ' το βασίλειο της Ιερουσαλήμ. Ως την ενηλικίωση του νεαρού βασιλιά Ερρίκου Α' του Λουζινιάν, που τότε ήταν έντεκα χρονών, την αντιβασιλεία την ασκούσε ένας γέρος Γάλλος φεουδάρχης της Συρίας, ο Ιωάννης του Ιμπελέν, αυθέντης της Βηρυτού, που η οικογένειά του, που καταγόταν απ' τη Σαρτρ, ήταν στην Κύπρο, όπως και στην Παλαιστίνη, επικεφαλής των ευγενών. Πρότυπο τέλειου ιππότη, γενναίος και σοφός, φρόνιμος και αβρός, σταθερός και δίκαιος διοικητής, σώφρων νομικός και λαμπρός ρήτορας, ενσάρκωνε, στις προχωρημένες προφυλακές της Ανατολής, τον λαμπρό γαλλικό πολιτισμό του Δέκατου Τρίτου Αιώνα. Όταν ο Φρειδερίκος Β', πηγαίνοντας στη Συρία, σταμάτησε στην Κύπρο, ο Ιωάννης του Ιμπελέν ήρθε να τον υποδεχτεί με τον πιο μεγάλο σεβασμό στο λιμάνι της Λεμεσού (21 Ιουλίου 1228). Ο Φρειδερίκος πάλι επέδειξε την πιο ειλικρινή φιλία απέναντί του και τον κάλεσε, μ' όλους τους Κύπριους ευγενείς, σ' ένα μεγαλόπρεπο γεύμα στη Λεμεσό. Ο αυθέντης της Βηρυτού, που θυμόταν τη δυσάρεστη απογοήτευση του Ιωάννη της Βριέννης, υποψιαζόταν βέβαια πως αυτές οι περιποιήσεις έκρυβαν κάποιο δόλο, αλλά όταν οι φίλοι του προσπάθησαν να τον πείσουν να μη δεχτεί την πρόσκληση, απάντησε περήφανα πως «προτιμούσε να αιχμαλωτιστεί ή να σκοτωθεί παρά ν' ακούσει να λένε ότι εξαιτίας της καχυποψίας του απέναντι στον Αυτοκράτορα, οι φράγκικες δυνάμεις είχαν διχαστεί και η Σταυροφορία είχε καταδικαστεί σε αποτυχία».

Page 146: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Η καχυποψία σχετικά με τη στάση του Φρειδερίκου Β' ήταν παρ' όλα αυτά δικαιολογημένη. Όντας βασιλιάς της Ιερουσαλήμ, εννοούσε να εγκαθιδρύσει στο συριακό του βασίλειο τον ίδιο απολυταρχισμό όπως και στη Σικελία. Γι' αυτό έπρεπε να συντρίψει τα δικαιώματα και τις ελευθερίες που απολάμβαναν ανέκαθεν οι Γάλλοι ευγενείς της Παλαιστίνης. Έπρεπε να τσακίσει αυτούς τους ίδιους ευγενείς και, όπως είχε προβλέψει ο Φίλιππος Αύγουστος, να μεταβιβάσει την εξουσία απ' το γαλλικό στο ιταλογερμανικό στοιχείο. Για να το κατορθώσει αυτό, δεν του αρκούσε να εξασφαλίσει την εξουσία στη φράγκικη Συρία, όπου ο τίτλος του βασιλιά της Ιερουσαλήμ του έδινε πραγματικά όλα τα δικαιώματα, έπρεπε ακόμα να βάλει χέρι και στο βασίλειο της Κύπρου καταργώντας το εμπόδιο που αποτελούσε γι' αυτόν η αντιβασιλεία του Ιωάννη του Ιμπελέν.

Το γεύμα της Λεμεσού δεν είχε άλλο σκοπό. Την προηγούμενη νύχτα, ο Φρειδερίκος είχε τοποθετήσει μυστικά στις εισόδους του κάστρου αφοσιωμένους οπλοφόρους. Στο τέλος του συμποσίου, οι φρουροί αυτοί ξεπετάχτηκαν με το σπαθί στο χέρι πίσω απ' τους καλεσμένους, κι ο ίδιος ο Αυτοκράτορας πέταξε τη μάσκα. Χωρίς προλόγους, κάλεσε τον Ιωάννη του Ιμπελέν να του δώσει λόγο για τη διαχείριση των ζητημάτων της Κύπρου, και να παραδώσει τη Βηρυτό στους Αυτοκρατορικούς. Το πρώτο αίτημα απέβλεπε στο να εκχωρήσει στον Αυτοκράτορα, βασιλιά της Ιερουσαλήμ, την επικυριαρχία του βασιλείου της Κύπρου μαζί με την αντιβασιλεία του νησιώτικου κράτους, το δεύτερο να στερήσει τον αρχηγό των Γάλλων ευγενών της Ανατολής απ' το προσωπικό του φέουδο. Για να στηρίξει τις απαιτήσεις του, ο Φρειδερίκος επικαλέστηκε το γερμανικό Αυτοκρατορικό Δίκαιο. Ήταν αδύνατο να υποδείξει κανείς πιο καθαρά πως τα δικαιώματα και τα έθιμα των δυο γαλλικών βασιλείων της Ανατολής είχαν καταργηθεί με τη συνένωσή τους με την Αυτοκρατορία. Κι ακολουθούσε η απειλή: «Μα το κεφάλι μου αυτό, που τόσες φορές φόρεσε το στέμμα, θα κάνω εκείνο που θέλω σ' αυτά τα δυο σημεία ή αλλιώς είσαστε αιχμάλωτοι». Πίσω απ' τους καλεσμένους, οι φρουροί, με σπαθιά ξεγυμνωμένα, πλησίαζαν.

Ο Ιωάννης του Ιμπελέν σηκώθηκε. Ευγενικά, αλλά σταθερά, επικαλέστηκε τους νόμους των γαλλικών βασιλείων της Ανατολής. Τους τίτλους του για την κατοχή της Βηρυτού θα τους παρουσίαζε μονάχα μπροστά στη σύνοδο των προυχόντων του βασιλείου της Ιερουσαλήμ, στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, και θα λογοδοτούσε για τη διαχείριση της Κύπρου στη συνοδό της Λευκωσίας. Ενάντια στα σχέδια του αυτοκρατορικού απολυταρχισμού, αυτός διακήρυξε τα δικαιώματα και τις ελευθερίες των Γάλλων ευγενών, κληρονόμων της παλιάς δυναστείας της Ιερουσαλήμ, που δεν εννοούσαν ν' αφήσουν να μεταχειριστούν τη Γαλλία της Ανατολής σαν μια γερμανική επαρχία. «Έχω και κρατώ τη Βηρυτό σαν φέουδο που το δικαιούμαι απ' την αδερφή μου Ιζαμπώ, τη βασίλισσα της Ιερουσαλήμ, κι απ' τον αυθέντη της τον βασιλιά Αμαλάριχο, που μου την παρέδωσαν όταν την ξαναπήρε η Χριστιανοσύνη, ολότελα κατεστραμμένη, κ' εγώ ανοικοδόμησα τα τείχη της και την οχύρωσα, κι αν επιμένετε πως άδικα την κρατάω, θα σας ζητήσω το λόγο μπροστά στο ανώτατο δικαστήριο του βασιλείου της Ιερουσαλήμ. Και πρέπει να ξέρετε πως ούτε φόβος, ούτε φυλακή, ούτε απειλή θανάτου θα με κάνουν να υποχωρήσω, παρά μονάχα μια δίκαιη και μ' όλους τους τύπους κρίση του δικαστηρίου».

Μπροστά σ' αυτό το επιχείρημα, που βασιζόταν στο Φεουδαρχικό Δίκαιο κι αντιτασσόταν στις θεωρίες του Ρωμαϊκού Δικαίου του, ο γερμανός καίσαρας έδειξε όλη τη βαναυσότητά του. «Είχα ακούσει πως μιλάτε πολύ ωραία κ' ευγενικά και πως είσαστε πολύ σοφός και επιτήδειος, θα σας δείξω όμως πως όλη η ευγλωττία σας δε θα νικήσει τη δύναμή μου!»

Σ' αυτό το δραματικό διάλογο, που ο ιππότης-ποιητής Φίλιππος της Νοβάρας μας τον διατήρησε ολόκληρο, ο αυθέντης της Βηρυτού, διερμηνέας των αισθημάτων όλων των Γάλλων ευγενών, απαντάει τότε στον Γερμανό Αυτοκράτορα με μιαν απροκάλυπτη ειλικρίνεια, που κάνει τους συντρόφους του να τρέμουν για λογαριασμό του: «Βασιλιά, άκουσες να μιλάνε για τα ευγενικά μου λόγια, εγώ όμως από πολύν καιρό άκουσα για τις πράξεις σου, κ' οι φίλοι μου το ίδιο, που μ' είχαν προειδοποιήσει γι' αυτή την παγίδα!» Ακολουθεί η θαυμάσια δήλωση, που την είχε κάνει κιόλας ο

Page 147: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

γέρος ιππότης σ' εκείνους που τον συμβούλευαν να φυλαχτεί, όταν είχε έρθει να εμπιστευτεί στην τιμιότητα του Αυτοκράτορα· δεν αγνοούσε τίποτα απ' τις προδοσίες που τον απειλούσαν απ' το γνωστό χαραχτήρα του Φρειδερίκου, είχε όμως προτιμήσει να διατρέξει αυτό τον κίνδυνο παρά να κατηγορηθεί ότι λιποτάχτησε απ' τη Σταυροφορία: «Και δε θέλησα να πουν αύριο: Ξέρετε, ο αυτοκράτορας της Ρώμης πήγε πέρα απ' τις θάλασσες και θα καταχτούσε τα πάντα, αν δεν ήταν οι άρχοντες του Ιμπελέν που αρνήθηκαν να τον ακολουθήσουν!» Πρέπει να διαβάσει κανείς το κείμενο του Φιλίππου της Νοβάρας, το λόγο αυτό με τη θαυμαστή ευγλωττία, ένα απ' τα πιο όμορφα μνημεία της μεσαιωνικής γαλλικής γλώσσας. Στη δυνατή πνοή που τον διαποτίζει, νιώθει κανείς να περνάει, μαζί με την ψυχική ευγένεια του γέρου αυθέντη, κι ο πατριωτισμός εκείνος των Αγίων Τόπων, που σ' αυτόν ο αυθέντης της Βηρυτού υπότασσε και πλούτη και ελευθερία και την ίδια τη ζωή του.

«Ο Αυτοκράτορας, συνεχίζει ο Φίλιππος της Νοβάρας, οργίστηκε πολύ κι άλλαξε χρώμα», αλλά δεν τόλμησε να φτάσει στα άκρα. Απ' το φόβο μιας γενικής εξέγερσης, άφησε τον Ιωάννη να φύγει, πράγμα που του βγήκε άλλωστε σε καλό, γιατί οι νεαροί ευγενείς της Κύπρου είχαν σκεφτεί να δολοφονήσουν τον Φρειδερίκο στο διάστημα της παραμονής του στη Λευκωσία, κι ο Ιωάννης του Ιμπελέν ήταν εκείνος που τους εμπόδισε: «Είναι άρχοντάς μας, κι ό,τι και να κάνει, εμείς πρέπει να κρατήσουμε την τιμή μας!» Έγινε λοιπόν συμφωνία. Οι Κύπριοι φεουδάρχες δέχτηκαν ν' αναγνωρίσουν την επικυριαρχία του Φρειδερίκου στο βασιλιά τους. Αρνήθηκαν όμως να προσθέσουν μιαν άμεση και προσωπική δήλωση υποταγής στο Φρειδερίκο. Η ξεκάθαρη αυτή νομική διάκριση εμπόδιζε τον Φρειδερίκο να εγκαταστήσει στην Κύπρο την απολυταρχική κυβέρνηση που ονειρευόταν.

Ύστερ' απ' τον βασιλιά της Κύπρου, ο πιο ισχυρός άρχοντας της Λατινικής Ανατολής ήταν ο πρίγκιπας της Αντιόχειας και της Τρίπολης, ο Βοημούνδος Δ'. Μαθαίνοντας την άφιξη του Αυτοκράτορα, έσπευσε στην Κύπρο για να του υποβάλει τα σέβη του. Αλλά το πραξικόπημα της Λεμεσού τον έκανε ν' ανησυχήσει σοβαρά. Ο Φρειδερίκος, που είχε θελήσει να στερήσει τον Ιωάννη του Ιμπελέν απ' την κομητεία της Βηρυτού, δε θα αιχμαλώτιζε και τον ίδιο το Βοημούνδο για να τον κάνει να του παραδώσει την Αντιόχεια και την Τρίπολη; Για να γλιτώσει απ' αυτή τη σφηκοφωλιά, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας άρχισε να κάνει τον μουγκό και τον τρελό και, καθώς λέει ο καλός χρονογράφος, φώναζε μονάχα μ' όλη του τη δύναμη: «Α! α! α!». Χάρη σ' αυτό το κόλπο, μπόρεσε, χωρίς να παρακολουθείται, να πηδήσει σ' ένα καράβι, που τον ξανάφερε στην Τρίπολη. «Μόλις πάτησε το πόδι του στη στεριά, προσθέτει ειρωνικά το χρονικό, βρέθηκε θεραπευμένος, και δόξασε το Θεό που γλίτωσε απ' τον Αυτοκράτορα». Θαυμάσια κωμωδία, σπαρταριστή σαν μεσαιωνικός μύθος, μα που δείχνει καλά τη θλιβερή εντύπωση που είχε προκαλέσει στην Ανατολή ο Φρειδερίκος Β'. Εντύπωση φόβου, αλλά φόβου χωρίς κανένα σεβασμό, που ενέπνεε στους «δικούς μας» μια χλευαστική ανυπακοή. Πόσο μακριά είμαστε απ' το Καρολίγγειο ακόμα μεγαλείο ενός Φρειδερίκου Βαρβαρόσα ή απ' το θαυμασμό που θα εμπνεύσει η ηθική ανωτερότητα ενός Αγίου Λουδοβίκου! Εδώ, πρέπει να το παραδεχτούμε, το αυτοκρατορικό μεγαλείο του κληρονόμου του Καρλομάγνου και των Καισάρων ξεπέφτει σε ατιμίες κοντοτιέρων. Αυτές οι ίδιες οι πράξεις του, που μ' αυτές ο Αυτοκράτορας προσπαθεί να πραγματοποιήσει τ' όνειρό του —όνειρο ενός συγκεντρωτικού κράτους κατά το αρχαίο ή σύγχρονο πρότυπο— παρουσιάζονται σαν εγκληματικές ενέργειες. Είναι ένας τύραννος της Αναγέννησης, παραπλανημένος στην ωραία χριστιανική κοινωνία του Δέκατου Τρίτου Αιώνα.

Έχοντας λοιπόν σαν προπομπό τη χειρότερη φήμη, ο Φρειδερίκος Β' μπάρκαρε στις 3 του Σεπτέμβρη του 1238, στην Αμμόχωστο για την Παλαιστίνη. Παρ' όλ' αυτά, όπως το είπε ο Ιωάννης του Ιμπελέν, παρέμενε αυτοκράτορας: ο νεαρός βασιλιάς Ερρίκος και οι ιππότες της Κύπρου με τον Ιωάννη του Ιμπελέν, τον συνόδεψαν στην απέναντι ηπειρωτική ακτή. Στις 7 του Σεπτέμβρη, όλη η πομπή αποβιβαζόταν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας.

—οο0οο—

Page 148: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Όπως είπαμε πιο πάνω, ο Φρειδερίκος Β', φτάνοντας στη Συρία, δε βρήκε την κατάσταση όπως την υπολόγιζε. όλη η συριακή του πολιτική βασιζόταν στην αντίθεση του σουλτάνου της Αιγύπτου ελ-Καμίλ με τον μικρότερό του αδερφό, τον σουλτάνο της Δαμασκού. Ύστερ' από έκκληση του πρώτου, είχε αποφασίσει να 'ρθει και λογάριαζε να βοηθήσει την Αυλή της Αιγύπτου να προσαρτήσει τη Δαμασκό και να πάρει σ' αντάλλαγμα την Ιερουσαλήμ. Και να που ο θάνατος του σουλτάνου της Δαμασκού, που τον είχε διαδεχτεί ένας ασήμαντος γιος του, που η Αίγυπτος μπορούσε να τον κάνει καλά όποτε ήθελε, κατέστρεφε όλο αυτό το συνδυασμό. Τη στιγμή ακριβώς που ο Φρειδερίκος Β' ετοιμαζόταν να περάσει απ' την Κύπρο στην Παλαιστίνη, ο σουλτάνος ελ-Καμίλ ξεκινούσε απ' την Αίγυπτο μ' έναν ισχυρό στρατό και κυρίευε αμαχητί τα εδάφη του νεαρού πρίγκιπα της Δαμασκού, την Ιερουσαλήμ και το Ναπλούς (Αύγουστος 1228). Λίγο αργότερα, τα στρατεύματα του ελ-Καμίλ, συνενωμένα με τα στρατεύματα του τελευταίου του αδερφού ελ-Ασράφ, βασιλιά της Μεσοποταμίας, πολιόρκησαν τη Δαμασκό, —πολιορκία που κράτησε απ' το Γενάρη ως τον Ιούλιο του 1229 και τέλειωσε, όπως μπορούσε να το προβλέψει κανείς, με την παράδοση της πόλης.

Αυτά τα γεγονότα, που συμπίπτουν με την άφιξη του Φρειδερίκου Β' στη Συρία, εξηγούν την αμηχανία του σουλτάνου ελ-Καμίλ απέναντι στον Αυτοκράτορα. Ασφαλώς, θα μετανοούσε τώρα πολύ πικρά, που τον είχε προσκαλέσει. Ο Άραβας ιστορικός Αμπούλ Φιντά συνοψίζει με δυο λόγια αυτή την κατάσταση: «Ο ελ-Καμίλ δεν είχε καλέσει τον Αυτοκράτορα παρά μονάχα για να φέρει σε αμηχανία τον σουλτάνο της Δαμασκού. Μια κι αυτός δεν υπήρχε πια, ο ερχομός του Αυτοκράτορα ήταν για τον σουλτάνο της Αιγύπτου σαν ένα βέλος μπηγμένο μέσα σε μια πληγή». Κ' ένας άλλος Άραβας ιστορικός, ο Μακρίζη, λέει: «Ο σουλτάνος ελ-Καμίλ βρισκόταν στη μεγαλύτερη αμηχανία, γιατί μετά το σύμφωνο που 'χε συνάψει με τον Αυτοκράτορα, δεν μπορούσε να πάρει πίσω το λόγο του και να του αρνηθεί την επιστροφή της Ιερουσαλήμ χωρίς να καταφύγει σε πόλεμο». Άλλωστε, ανάμεσα στους οικογενειακούς τους καυγάδες, ενώ πολιορκούσε τη Δαμασκό, δεν είχε συμφέρον να εξωθήσει τους Χριστιανούς στα άκρα, γιατί τότε ο Φρειδερίκος θα μπορούσε να πάρει το μέρος του δυστυχισμένου νεαρού πρίγκιπα της Δαμασκού. Τέλος και μονάχα η απειλή των ορδών της Χορασμίας, που επικρεμόταν πάντα στον Άνω Ευφράτη, και πίσω απ' αυτές ο κίνδυνος μιας καινούργιας μογγολικής χιονοστιβάδας, υποχρέωναν τον Σουλτάνο να δείχνει ακόμα μεγάλη ελαστικότητα απέναντι στους Φράγκους. Ταυτόχρονα όμως ένιωθε πως κάθε πολύ χτυπητή παραχώρηση απέναντι στους Φράγκους θα προκαλούσε στον μουσουλμανικό κόσμο μια αποδοκιμασία που απ' αυτήν πρώτοι θα επωφελούνταν οι Δαμασκηνοί.

Η θέση του Φρειδερίκου Β' δεν ήταν λιγότερο λεπτή. Ύστερ' απ' τον αφορισμό του, ο κλήρος και τα στρατιωτικά μοναχικά Τάγματα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών τον αντιμετώπιζαν σαν κολασμένο. Επιπλέον, ύστερ' απ' το πραξικόπημα της Λεμεσού, είχε χάσει τη συμπάθεια των Γάλλων ευγενών της Κύπρου και της Συρίας. Ύποπτος στους Χριστιανούς, ανεπιθύμητος στον Μουσουλμάνο σύμμαχό του, έβλεπε όλη του τη διπλωματική προετοιμασία να εκμηδενίζεται. Απέμενε η μέθοδος του στρατιωτικού εκφοβισμού, μέθοδος που κανείς δεν μπορούσε να τη χρησιμοποιήσει καλύτερα απ' αυτόν, μια και διέθετε τους τεράστιους πόρους της Ιταλίας και της Γερμανίας. Δυστυχώς, θέλοντας ν' αποφύγει με κάθε θυσία τον πόλεμο με τους Μουσουλμάνους φίλους του, κ' επιδιώκοντας να πετύχει τα πάντα με διαπραγματεύσεις, ο Φρειδερίκος είχε μπαρκάρει μονάχα με ασήμαντες δυνάμεις, όχι περισσότερους από 100 ιππότες — και χωρίς την κινητήρια δύναμη του πολέμου: αναγκάστηκε να δανειστεί 30.000 υπέρπυρα απ' τον αυθέντη του Τζεμπαΐλ. Βέβαια είχε στείλει προηγουμένως, στα 1227, δυνάμεις Γερμανών και Ιταλών σταυροφόρων που μαζί με τους Ναΐτες, τους Ιωαννίτες και τους φεουδάρχες της Συρίας και της Κύπρου, έφταναν συνολικά τους 800 ιππότες και 10.000 πεζούς περίπου. Ο αφορισμός του όμως του αφαιρούσε την ενεργητική βοήθεια όχι μονάχα των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, αλλά και πολλών Ιταλών. Οι Γερμανοί σταυροφόροι, οι μόνοι που του στάθηκαν πιστοί, ήταν οι πρώτοι που απόρησαν βλέποντάς τον να φτάνει με τόσο ασήμαντες δυνάμεις. Ακόμα κι αν αποκλειόταν εκ των προτέρων κάθε ιδέα Ιερού Πολέμου, ακόμα κι αν περιοριζόταν σε μιαν απλή στρατιωτική επίδειξη, ύστερ' από μυστική προσυνεννόηση με τον Σουλτάνο, η στοιχειώδης φρόνηση απαιτούσε να φέρει μαζί του αρκετές δυνάμεις για να υποστηρίξει τις διαπραγματεύσεις.

Page 149: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ο Φρειδερίκος δε θ' αργούσε να το καταλάβει. Μόλις έφτασε στην Άκρα, έστειλε στον σουλτάνο ελ-Καμίλ, τον Μπαλιάν, αυθέντη της Σιδώνας, και τον Θωμά του Ασέρα, με πλούσια δώρα. Οι δυο απεσταλμένοι ζητούσαν την εκτέλεση της συμφωνίας που είχε κλειστεί με τον εμίρη Φαχρ εντ-Ντιν, τη φιλική απόδοση της Ιερουσαλήμ. Ο Άραβας χρονογράφος Νταχαμπί μας αποκαλύπτει το νόημα αυτής της επιστολής, όπου, σαν άντρας με άντρα, ο Αυτοκράτορας ικέτευε τον Σουλτάνο για το γόητρό του. «Είμαι φίλος σου, έγραφε στον ελ-Καμίλ. Δεν αγνοείς πόσο στέκομαι ψηλότερα απ' τους ηγεμόνες της Δύσης. Εσύ ο ίδιος με κάλεσες. Οι βασιλιάδες κι ο Πάπας έχουν πληροφορηθεί το ταξίδι μου. Αν γύριζα χωρίς να πετύχω τίποτα, θα 'χανα κάθε εκτίμηση στα μάτια τους. Στο κάτω-κάτω, απ' αυτή την Ιερουσαλήμ δεν ξεπήδησε η χριστιανική θρησκεία; Σε παρακαλώ, δόσ' μου την πίσω, για να μπορώ να κοιτάω τους βασιλιάδες στα μάτια...»

Ο Σουλτάνος, στην απάντησή του, προφασίζεται τις αλλαγές που είχαν επέλθει ύστερ' απ' το θάνατο του ελ-Μουαζάμ, αλλαγές που μετέβαλαν τη μορφή του προβλήματος. Υπογράμμιζε την αδυναμία όπου βρισκόταν ν' αποδώσει την Ιερουσαλήμ χωρίς να ξεσηκώσει εναντίον του την Κοινή Γνώμη του μουσουλμανικού κόσμου. Ο εμίρης Φαχρ εντ-Ντιν, ο φίλος του Φρειδερίκου, που στάλθηκε ακόμα μια φορά σ' αυτόν, επέμεινε σ' αυτές τις σοβαρές δυσκολίες: η Ιερουσαλήμ ήταν ιερή πόλη για τους Μουσουλμάνους όσο και για τους Χριστιανούς. Πώς να παραδώσουν στους Φράγκους αμαχητί το τέμενος του Ομάρ, που το 'χε ανακτήσει με τόσους κόπους ο Σαλαδίνος; Θα προκαλούσε, μαζί με τη μομφή του Χαλίφη της Βαγδάτης, καμιά θρησκευτική εξέγερση, που θ' ανέτρεπε τη δυναστεία. Ας προσθέσουμε πως παρά την άρνηση να εκτελέσει τις υποχρεώσεις του, ο Σουλτάνος γέμιζε τον Φρειδερίκο με περιποιήσεις και δώρα: μεταξωτά, αραβικές φοράδες, γκαμήλες ράτσας, ελέφαντες κ.λ.π.

Παρ' όλες τις αβρότητες αυτών των διαπραγματεύσεων, ήταν φανερό πως αν ο Φρειδερίκος ήθελε να πετύχει κάτι, έπρεπε να δείξει δύναμη. Καταλήγοντας εκεί απ' όπου έπρεπε ίσως να 'χε αρχίσει, συγκέντρωσε όλους τους ιππότες της Άκρας, όλες τις γερμανικές και τις ιταλικές του δυνάμεις, όλους τους περαστικούς προσκυνητές, που δεν τρόμαζαν πολύ απ' τη γιβελίνικη πολιτική του, κ' επιχείρησε επικεφαλής όλων αυτών έναν στρατιωτικό περίπατο κατά μήκος της ακτής της Παλαιστίνης, απ' την Άκρα στη Γιάφα. Ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών Πιέρ του Μονταιγκί κι ο μέγας μάγιστρος των Ιωαννιτών Βερνάρδος του Τεσύ, στην αρχή αρνήθηκαν να συνεργαστούν μ' έναν αφορισμένο ηγεμόνα. Αλλά γρήγορα, τρομαγμένοι που βλέπανε αυτό το στρατό να διακινδυνεύει σ' ανοιχτό πεδίο, σε μια χώρα όπου υπήρχαν πολλές μουσουλμανικές στρατιές, ακολούθησαν τους Αυτοκρατορικούς σε απόσταση μιας ημέρας, για να τους προστατεύσουν σε περίπτωση επίθεσης. Φτάνοντας στο ύψος του μικρού κάστρου του Μοντιντιέ, ανάμεσα στην Καισάρεια και στο Αρσούφ, ο Φρειδερίκος Β' κατάλαβε τον κίνδυνο: αν κανένας κακός πειρασμός παρέσυρε τον Σουλτάνο, που ήταν στρατοπεδευμένος εκεί κοντά, μπροστά στη Γάζα, ο μικρός αυτοκρατορικός στρατός θα αιφνιδιαζόταν και θα συντριβόταν κάτω απ' τον όγκο των αντιπάλων. Ο Φρειδερίκος περίμενε λοιπόν τα δυο στρατιωτικά μοναχικά Τάγματα για να συνεχίσει την πορεία του. Οι Ναΐτες και οι Ιωαννίτες, για να τον γλιτώσουν από μια καταστροφή, δέχτηκαν να συνενωθούν με τη φάλαγγά του. Επιθυμώντας όμως πάντα ν' αποφύγουν κάθε επαφή με τον αφορισμένο, κάλπαζαν χωριστά, χωρίς ν' ανακατεύονται άμεσα με το στράτευμά του. Όταν έφτασε στη Γιάφα, ο Φρειδερίκος έβαλε ν' ανοικοδομήσουν τις παλιές οχυρώσεις της πόλης (μέσα Νοεμβρίου του 1228). Θαυμάσιο έργο, πρέπει να τ' ομολογήσουμε, γιατί, συμπληρώνοντας τις οχυρώσεις που είχαν γίνει κιόλας απ' τους δικούς του στη Σιδώνα, στο Μονφόρ και στην Καισάρεια, ολοκλήρωνε την κυριαρχία των Χριστιανών στην παράκτια περιοχή. Αλλά ενώ βρισκόταν στη Γιάφα, ο Αυτοκράτορας έλαβε πολύ δυσάρεστες ειδήσεις απ' την Ιταλία. Ο πάπας Γρηγόριος Θ' είχε βάλει τους Γουέλφους να εισβάλουν στις ναπολιτάνικες κτήσεις του Αυτοκράτορα. Ο ίδιος ο πεθερός του Φρειδερίκου, ο Ιωάννης της Βριέννης, εκδικούμενος τις προσβολές του Μπρίντεζι, οδηγούσε στην επίθεση τα στρατεύματα του Ποντίφικα.

Ο Φρειδερίκος βρισκόταν στην πιο επικίνδυνη θέση. Αν καθυστερούσε στη Συρία για ν' ανακτήσει την Ιερουσαλήμ, θα 'χανε το βασίλειό του της Σικελίας, ίσως και το αυτοκρατορικό στέμμα. Αν

Page 150: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

εγκατέλειπε την Ανατολή χωρίς να ξαναπάρει την Ιερουσαλήμ, ατιμαζόταν και πρόσφερε νέα επιχειρήματα εναντίον του στο κόμμα του Ποντίφικα. Όπως θα μπορούσε κανείς να φοβάται, η πρώτη του αντίδραση ήταν να εγκαταλείψει τη Σταυροφορία, να γυρίσει στην Ιταλία και να τιμωρήσει τους εισβολείς. Ευτυχώς η κακοκαιρία τον εμπόδισε. Κι απ' αυτό το αδιέξοδο, όπου είχε βρεθεί ύστερ' από δεκατέσσερα χρόνια ψευτοεπιτηδειότητας και διπροσωπίας, κατάφερε, αφού έφτασε στο χείλος της αβύσσου, να βγει με μεγάλη επιτηδειότητα.

—οο0οο—

Παρ' όλο που το στράτευμά του υστερούσε αριθμητικά, ο Φρειδερίκος, με την πορεία του στη Γιάφα, είχε κάνει μεγάλη εντύπωση στους Μουσουλμάνους. Άλλωστε, μπορούσε ακόμα να περιμένει ενισχύσεις απ' την Ιταλία, που θ' ανέτρεπαν την ισορροπία των δυνάμεων. Απ' την άλλη μεριά, ενώ οι Αυτοκρατορικοί οχύρωναν τη Γιάφα, ο Σουλτάνος, πάντα σε πόλεμο με τον ανιψιό του, άρχιζε την πολιορκία της Δαμασκού: η κατάχτηση αυτής της μεγάλης συριακής πόλης τον ενδιέφερε πολύ περισσότερο απ' τους Αγίους Τόπους. Ο Φρειδερίκος επωφελήθηκε επιδέξια απ' τις περιστάσεις αυτές, που είχαν ξαναγίνει ευνοϊκές. Ακολουθώντας τις συμβουλές του φίλου του, του εμίρη Φαχρ εντ-Ντιν, έστειλε πάλι στον Σουλτάνο τον Θωμά του Ασέρα και τον Μπαλιάν της Σιδώνας κ' ύστερ' από πολλά πηγαινέλα, κλείστηκε μια συμφωνία στη Γιάφα, στις 11 του Φλεβάρη του 1229.

Μ' αυτή τη συμφωνία, βασικής σημασίας στην ιστορία των φραγκομουσουλμανικών σχέσεων, ο σουλτάνος ελ-Καμίλ ξανάδινε στο φράγκικο βασίλειο τις τρεις ιερές πόλεις, την Ιερουσαλήμ, τη Βηθλεέμ και τη Ναζαρέτ, κι ακόμα, στη Βόρεια Γαλιλαία, το φέουδο του Τορόν, το σημερινό Τιμπνίν, και στη Φοινίκη, το τμήμα της περιοχής της Σιδώνας που οι Μουσουλμάνοι κατακρατούσαν ακόμα. Μ' άλλα λόγια, το βασίλειο της Ιερουσαλήμ, που μπορούσε να ξαναπάρει στ' αλήθεια αυτό τον τίτλο, ξαναποκτούσε, εκτός απ' την πρωτεύουσά του —ανεχτίμητη ανάκτηση— πολύ μεγάλες εδαφικές ζώνες: πρώτα-πρώτα ολόκληρη την ακτή, ύστερα, γύρω απ' τη Ναζαρέτ, ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της Γαλιλαίας, και τέλος, απ' τη Γιάφα στην Ιερουσαλήμ και στη Βηθλεέμ, μια μακριά λουρίδα εδάφους που πλαισίωνε το δρόμο του προσκυνήματος με τη Λύδδα, τη Ράμλε και την Εμμαούς. Δεν επρόκειτο βέβαια για μιαν ολοκληρωτική αποκατάσταση του παλιού βασιλείου της Ιερουσαλήμ, αφού ο Σουλτάνος διατηρούσε την Ανατολική Γαλιλαία, τη Σαμάρεια, ένα κομμάτι της Ιουδαίας και τα νότια της Φιλισταίας, αλλά ωστόσο επρόκειτο για μια λαμπρή επιτυχία. Τις ανακτήσεις, που ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος, μ' όλη τη λαμπρότητα της στρατιωτικής του υπεροχής, δεν είχε κατορθώσει να πετύχει, ο Φρειδερίκος Β', χωρίς καν να τραβήξει το σπαθί του, τις πέτυχε με τη φιλία του Σουλτάνου.

Ας σημειώσουμε άλλωστε πως ο Σουλτάνος έδειχνε πραγματικά εξαιρετικά συμβιβαστικό πνεύμα, γιατί, όπως το 'χε προβλέψει, η εκούσια επιστροφή της Ιερουσαλήμ στους Φράγκους ξεσήκωσε εναντίον του, στους θρησκευόμενους μουσουλμανικούς κύκλους, μια θύελλα αγανάχτησης: αυτή την Αγία Πόλη, που ο Μέγας Σαλαδίνος με τόσο κόπο την είχε ανακτήσει, να που ο ανιψιός του την απόδινε τώρα αμαχητί στους «τριαδικούς!» Στο μεγάλο τζάμι της Δαμασκού, ο ιεροκήρυκας Χεμς εντ-Ντιν Γιουσούφ έκανε τα πλήθη να δακρύζουν περιγράφοντας τα ιερά της Αγίας Πόλης, τον περίβολο του Χαράμ ες-Σερίφ, βεβηλωμένα και πάλι απ' τους «Ναζαρηνούς». Ακόμα και στο περιβάλλον του Σουλτάνου, οι ιμάμηδες και οι μουεζίνηδες του φέρνονταν δημοσία σαν σε κολασμένο.

Καταλαβαίνουμε πως ο Φρειδερίκος υποχρεώθηκε να λάβει υπόψη του αυτή την κατάσταση των πνευμάτων. Αν ήθελε ν' αποφύγει μια γενική εξέγερση ενάντια στον φίλο του ελ-Καμίλ, εξέγερση που θα έθετε ξανά το πρόβλημα απ' την αρχή, ήταν υποχρεωμένος να επιδείξει τη μεγαλύτερη δυνατή μετριοπάθεια σ' αυτή του την επιτυχία και ν' αποφύγει κάθε τι που θα μπορούσε να προκαλέσει μια ξαφνική έξαψη του μουσουλμανικού φανατισμού. Το σύμφωνο της Γιάφας δείχνει ξεκάθαρα τα ίχνη αυτών των ανησυχιών, τόσο του Σουλτάνου όσο και του Αυτοκράτορα, απέναντι

Page 151: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

της Κοινής Γνώμης των χωρών τους. Ήταν πάνω απ' όλα ένας συμβιβασμός που μαρτυρεί την ανησυχία του ελ-Καμίλ για τις αντιδράσεις του μουσουλμανικού κόσμου και του Φρειδερίκου Β' για τις αντιδράσεις της Χριστιανοσύνης. Κι απ' αυτό προερχόταν η αμφιταλάντευση και το μπέρδεμα των όρων αυτής της συνθήκης: η Ιερουσαλήμ αποδινόταν πολιτικά στους Φράγκους, αλλ' αναγνωριζόταν Ιερή Πόλη και για τις δυο θρησκείες κάτω από 'να είδος θρησκευτικής συνδιοίκησης, που άλλωστε είχε οργανωθεί πολύ έξυπνα. Οι Χριστιανοί ανακτούσαν τον Πανάγιο Τάφο, όμως οι Μουσουλμάνοι διατηρούσαν το σύνολο του Χαραμ ες-Σερίφ, με την Κούβετ ες-Σάχρα ή τέμενος του Ομάρ και το τέμενος ελ-Ακσά, που ανήκε άλλοτε στους Ναΐτες. Ο περίβολος του Χαραμ ες-Σερίφ, όπου οι Μουσουλμάνοι είχαν την άδεια να διατηρήσουν μια φρουρά από πιστούς —αλλά πιστούς χωρίς όπλα, αφιερωμένους αποκλειστικά στη λατρεία— αποτελούσε έτσι μια θρησκευτική μουσουλμανική νησίδα μέσα στην Ιερουσαλήμ, που 'χε ξαναγίνει χριστιανική, όπως η Ιερουσαλήμ και η Βηθλεέμ γίνονταν μια χριστιανική νησίδα μες στην Ιουδαία, που 'χε μείνει μουσουλμανική. Κι όπως ο μουσουλμανικός πληθυσμός του οροπεδίου της Ιουδαίας έπρεπε ν' αφήνει ελεύθερους τους Χριστιανούς να κυκλοφορούν απ' τη Γιάφα στην Ιερουσαλήμ, έτσι κ' οι Χριστιανοί της Ιερουσαλήμ έπρεπε ν' αφήνουν ελεύθερους τους Μουσουλμάνους προσκυνητές που θα 'θελαν να πάνε να προσκυνήσουν στο Χαράμ ες-Σερίφ. Άλλωστε κ' οι Χριστιανοί μπορούσαν να 'ρθουν να προσευχηθούν στο «τέμενος του Ομάρ» και στον αρχαίο Ναό του Σολομώντα, που 'χε διατηρηθεί έτσι στο Ισλάμ. Για ν' αποφευχθεί κάθε αμφισβήτηση, η μουσουλμανική κοινότητα της Ιερουσαλήμ έμενε κάτω απ' τη δικαιοδοσία ενός καδή, εγκατεστημένου στην πόλη, που χρησίμευε σαν ενδιάμεσος ανάμεσα σ' αυτήν και στις νέες φράγκικες Αρχές. Με λίγα λόγια, ο Φρειδερίκος Β' και ο ελ-Καμίλ φαίνεται πως είχαν μπλέξει σκόπιμα, όσο ήταν δυνατό πιο στενά, τα χριστιανικά και τα μουσουλμανικά συμφέροντα, για να δώσουν τέλος στο τζιχάντ, τον ιερό μουσουλμανικό πόλεμο, καθώς και στη Σταυροφορία, με μια συμφωνία παραδεχτή κι απ' τις δυο θρησκείες. Πρέπει να παραδεχτούμε πως μια τέτοια συμφωνία έδειχνε πως ο Σουλτάνος κι ο Αυτοκράτορας εμπνέονταν από πνεύμα ανεξιθρησκίας που προπορευόταν πολύ απ' την εποχή τους.

Δυστυχώς ο Φρειδερίκος Β', που είχε προσφέρει αυτή την τεράστια υπηρεσία στη Χριστιανοσύνη, εξακολουθούσε να βρίσκεται πάντα κάτω απ' το βάρος του αφορισμού, που του 'χε επιβάλει η Παποσύνη για την περιφρονητική του στάση απέναντί της. Όχι μονάχα οι Ναΐτες αρνήθηκαν ν' αναγνωρίσουν τη συνθήκη της Γιάφας, πράγμα που μπορούμε να το καταλάβουμε κάπως, αφού στην ανακτηθείσα Ιερουσαλήμ η έδρα τους, ο Ναός του Σολομώντα, είχε αφεθεί στο Ισλάμ, αλλά, κάτι πολύ πιο σοβαρό, ο πατριάρχης Ζερόλντ έθεσε την Αγία Πόλη υπό θρησκευτική απαγόρευση, γεγονός που έφερε σε ηθικό αδιέξοδο τον Φρειδερίκο και τους οπαδούς του.

Είναι φανερό πως ο Φρειδερίκος Β' είχε ελπίσει ότι η ανάκτηση της Ιερουσαλήμ θα τον συμφιλίωνε με τις θρησκευτικές Αρχές. Απ' τη Γιάφα, ύστερ' απ' το κλείσιμο της συνθήκης με τον Σουλτάνο, είχε πάει στην Αγία Πόλη. Έκανε την είσοδό του σ' αυτήν στις 17 του Μάρτη του 1229 και την παρέλαβε απ' τον καδή Χεμς εντ-Ντιν του Ναπλούς, αντιπρόσωπο του σουλτάνου ελ-Καμίλ. Την επομένη Κυριακή, ανέβηκε στον Πανάγιο Τάφο. Εξαιτίας της απαγόρευσης του Πατριάρχη, η τελετή είχε εντελώς λαϊκό χαραχτήρα. «Με μόνη υπόκρουση την κλαγγή των οπλών» πήρε απ' την Αγία Τράπεζα και φόρεσε μόνος του ένα βασιλικό στέμμα. Ο μέγας μάγιστρος του Τευτονικού Τάγματος Χέρμαν φον Ζάλτσα διάβασε, πρώτα γερμανικά κ' ύστερα γαλλικά, μια προκήρυξη που δικαιολογούσε την αυτοκρατορική πολιτική.

Βγαίνοντας απ' τον Πανάγιο Τάφο, αφού δέχτηκε ακροάσεις στον Οίκο των Ιωαννιτών, ο Φρειδερίκος Β' φάνηκε πως ενδιαφερόταν να οχυρώσει την Αγία Πόλη, όπως του έδινε επίσημα το δικαίωμα η συνθήκη του με τον Σουλτάνο. Πάντως δοκίμασε να συζητήσει το θέμα αυτό με τον κλήρο και τους μεγάλους μάγιστρους των τριών στρατιωτικών Ταγμάτων. Φαίνεται πως έδωσε εντολές για την ανοικοδόμηση του κάστρου ή Πύργου του Δαυίδ και της πύλης του Αγίου Στεφάνου και ότι συνεπώς έπαιρνε στα σοβαρά το ρόλο του σαν υπερασπιστή του Παναγίου Τάφου. Σε τι οφείλεται λοιπόν το ότι οι δυτικοί χρονογράφοι αμφιβάλλουν για την ειλικρίνεια των προθέσεών του;

Page 152: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Εκείνο που ξένιζε περισσότερο τους Χριστιανούς στην Παλαιστίνη, ήταν, όπως είναι φανερό, η οικειότητα που έδειχνε ο Φρειδερίκος Β' στους Μουσουλμάνους. Βέβαια οι εγκάρδιες σχέσεις ανάμεσα στους εκπροσώπους των δυο θρησκειών δεν ήταν τίποτα το καινούργιο. Σ' όλο το Δωδέκατο Αιώνα, Φράγκοι ηγεμόνες και Τούρκοι και Άραβες εμίρηδες είχαν διατηρήσει σχέσεις ιπποτικής αβρότητας, και συχνά πραγματικής φιλίας, όπως έγινε με το βασιλιά της Ιερουσαλήμ Φουλκ του Ανζού και τον αντιβασιλέα της Δαμασκού Μουίν εντ-Ντιν Ουνούρ ή ανάμεσα στον Ριχάρδο το Λεοντόκαρδο και στον αδερφό του Σαλαδίνου. Αλλά στον Φρειδερίκο Β', καθώς ξέρουμε, δεν επρόκειτο μονάχα για προσωπική φιλία με τους σουλτάνους και τους εμίρηδες, αλλά για μια πραγματική ισλαμοφιλία, και μάλιστα μια ισλαμοφιλία πολύ ιδιόμορφη, γιατί βασιζόταν στον αντικληρικαλισμό. Αυτή ακριβώς η στάση του προκαλούσε τη μεγαλύτερη απέχθεια των Λατίνων. Πρέπει να σημειώσουμε άλλωστε πως οι Μουσουλμάνοι, που θα 'πρεπε να 'ναι ενθουσιασμένοι απ' αυτό, δεν άργησαν να νιώσουν κάποια αμηχανία, όταν διέκριναν πως όλες αυτές οι εκδηλώσεις συμπάθειας του Αυτοκράτορα απέναντί τους συνοδεύονταν από 'ναν μόλις συγκεκαλυμμένο σκεπτικισμό.

Στην Αραβική συλλογή Μαργαριταρένιο Περιδέραιο διακρίνει κανείς καλύτερα την εξαιρετικά πολύπλοκη εντύπωση που άφησε στους Μουσουλμάνους η επίσκεψη του Φρειδερίκου Β' στην Ιερουσαλήμ: «Αυτός ο κοκκινοτρίχης με το σπανό πρόσωπο και την αδύνατη όράση, που αν ήταν σκλάβος δε θα 'διναν γι' αυτόν ούτε διακόσα ντιρέμ (δραχμές)», δε θύμιζε καθόλου τους Φράγκους παλαδίνους του παλιού καιρού. Προκαλούσε τόσο την ανησυχία όσο και το ενδιαφέρον των Μουσουλμάνων. «Αν κρίνουμε απ' τα λόγια του, σημειώνει ο Μπεντρ εντ-Ντιν, ήταν άθεος και ειρωνευόταν τη χριστιανική θρησκεία». Γι' αυτή τη θρησκευτική αδιαφορία, ο Μπεντρ εντ-Ντιν και ο Μακρίζη αναφέρουν χαρακτηριστικά παραδείγματα. Όταν ο Αυτοκράτορας πήγε στην Ιερουσαλήμ, ο Σουλτάνος, καθώς είδαμε, του 'χε στείλει τον καδή Χεμς εντ-Ντιν, που είχε αναλάβει να τον οδηγήσει στα διάφορα μουσουλμανικά μνημεία της πόλης. Κάτω απ' την καθοδήγησή του, ο Φρειδερίκος επισκέφτηκε τα χτίρια του Χαραμ ες-Σερίφ, «θαύμασε το Μεσντζίντ ελ-Ακσά, τον τρούλο της Σάχρα (τέμενος του Ομάρ) κι ανέβηκε τα σκαλοπάτια του μιχράπ». Σ' αυτή την ίδια τη Σάχρα, που 'χε ξαναγίνει το πιο ιερό μουσουλμανικό τέμενος της Ιερουσαλήμ, είδε έναν χριστιανό παπά, που μόλις είχε μπει και που, με το Ευαγγέλιο στο χέρι, καθισμένος πλάι «στο αποτύπωμα του Μωάμεθ», άρχιζε να κάνει έρανο. Να το θεώρησε άραγε αυτό ο Φρειδερίκος σαν κάτι ανάρμοστο με το ιδιαίτερο καθεστώς του Χαράμ ες-Σερίφ στην ανακτηθείσα Ιερουσαλήμ; Σ' αυτή την περίπτωση, ο τρόπος που τον ανακάλεσε στην τάξη ήταν ακόμα πιο ανάρμοστος. «Ο Αυτοκράτορας, βεβαιώνει ο Μπεντρ εντ-Ντιν, προχώρησε προς τον παπά και τον χαστούκισε τόσο δυνατά που τον έριξε χάμω, φωνάζοντας: «Γουρούνι, ο Σουλτάνος μας παραχώρησε οικειοθελώς το δικαίωμα να 'ρχόμαστε εδώ σε προσκύνημα και συ άρχισες τους εράνους! Αν κανείς σας ξανακάνει κάτι τέτοιο, θα του κόψω το κεφάλι!»

Είναι φανερό πως ο Φρειδερίκος είχε τους λόγους του να επιβάλει το σεβασμό των όρων της συνθήκης της Γιάφας, που παραχωρούσε στη μουσουλμανική λατρεία τον περίβολο του Χαράμ ες-Σερίφ. Δεν παύει όμως να 'ναι επίσης αλήθεια πως ο τρόπος του ήταν κάπως αλλόκοτος. Η επιθυμία του να γίνεται αρεστός στους Μουσουλμάνους, έπαιρνε τόσο επιδειχτική μορφή, ο αντικληρικαλισμός του, που είχε φτάσει στ' άκρα απ' τον αφορισμό που τον κατεδίωκε, κατέληγε σε τόσο βίαια ξεσπάσματα, που τον έκαναν να φαίνεται σαν αποστάτης.

Πάνω στον τρούλο της Σάχρα (τέμενος του Ομάρ) διάβαζε κανείς την επιγραφή που 'χε τοποθετήσει άλλοτε ο Σαλαδίνος, αφού ξανακατάκτησε την Ιερουσαλήμ: «Τον ιερό αυτόν Οίκο, ο Σαλάχ εντ-Ντιν τον εξάγνισε απ' τους πολυθεϊστές», όνομα που οι Μουσουλμάνοι χρησιμοποιούσαν για τους πιστούς της Αγίας Τριάδας. Ο Φρειδερίκος, που ασφαλώς είχε μάθει αρκετά αραβικά στη Σικελία, διάβασε ή έβαλε να του διαβάσουν την επιγραφή και ρώτησε χαμογελώντας ποιοι ήταν αυτοί οι πολυθεϊστές. Την ώρα της προσευχής των Μουσουλμάνων, οι παριστάμενοι απόρησαν που είδαν έναν απ' τους συμβούλους του να προσκυνάει μαζί με το πλήθος: ήταν ένας Άραβας φιλόσοφος της Σικελίας «που δίδασκε Λογική στον Αυτοκράτορα». Ο σουλτάνος ελ-Καμίλ, μην μπορώντας να

Page 153: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πιστέψει έναν τέτοιο θρησκευτικό εκλεκτισμό, είχε από αβρότητα απαγορεύσει στους μουεζίνηδες να εμφανίζονται στους μιναρέδες της Ιερουσαλήμ όσο θα κρατούσε η επίσκεψη του Αυτοκράτορα. Απ' την αυγή όμως ένας μουεζίνης, που είχαν ξεχάσει να τον ειδοποιήσουν, άρχισε ν' απαγγέλλει εδάφια απ' το Κοράνιο, και μάλιστα εκείνα που αρνιούνταν συγκεκαλυμμένα τη θεότητα του Χριστού. Όταν ο καδής του 'κανε παρατηρήσεις, ο μουεζίνης απέφυγε να κάνει την επόμενη προσευχή. Ο Αυτοκράτορας το αντιλήφθηκε, κάλεσε τον καδή και του απαγόρευσε ν' αλλάξει το παραμικρό απ' τις επικλήσεις του Κορανίου: «Ω, καδή, αλλάζετε τους θρησκευτικούς σας κανόνες για χάρη μου; Μεγάλο σφάλμα!»

Πρέπει να παρατηρήσουμε πως αυτό δεν είχε τίποτα το αφύσικο, μια κ' η επέμβαση του Φρειδερίκου ήταν μέσα στα πλαίσια της πολιτικής του για ύφεση και θρησκευτικό κατευνασμό. Όπως αργότερα ο Γουλιέλμος Β', στο πασίγνωστό του προσκύνημα στον τάφο του Σαλαδίνου, στη Δαμασκό, προσπαθούσε να προσελκύσει το Ισλάμ. Άλλωστε, φαίνεται πως στη Συρία είχε υποστεί ο ίδιος τη γοητεία της μουσουλμανικής Γης. Μια φράση του, που αναφέρεται απ' τον Μακρίζη, μας τον δείχνει απ' αυτή την άποψη κάτω από πολύ περίεργο φως. «Ο κυριότερος σκοπός του ερχομού μου στην Ιερουσαλήμ, φαίνεται πως είχε πει αναστενάζοντας ο Φρειδερίκος, ήταν ν' ακούσω τους Μουσουλμάνους τη νύχτα, την ώρα της προσευχής, να επικαλούνται τον Αλλάχ». Χαρακτηριστικό στοιχείο που μας ολοκληρώνει τη σκιαγραφία της φυσιογνωμίας αυτού του ανατολιστή και ντιλετάντη Αυτοκράτορα, απροσδόκητου πρόδρομου του Σατωμπριάν και του Λοτί. Εκείνο που είναι πιο ανησυχαστικό, εκείνο που δίνει πάλι σ' αυτή τη μορφή μια κάπως ύποπτη έκφραση, είναι οι εξομολογήσεις που, σύμφωνα με τη μαρτυρία του αραβικού χρονικού, έκανε άφθονες στον εμίρη Φαχρ εντ-Ντιν: «Αν δε φοβόμουν μη χάσω το γόητρό μου στα μάτια των Φράγκων, δε θα ζητούσα απ' τον Σουλτάνο να δώσει πίσω την Ιερουσαλήμ».

Ακόμα πιο ανησυχαστικές είναι —γιατί εδώ πρόκειται για ζήτημα ζωής ή θανάτου για την απελευθερωμένη Ιερουσαλήμ— οι αντιφάσεις που υπάρχουν ανάμεσα στις χριστιανικές και στις μουσουλμανικές πηγές για το ουσιώδες ζήτημα της οχύρωσης της Αγίας Πόλης. Οι Μουσουλμάνοι, λίγα χρόνια πριν, μη θέλοντας να στηριχτεί σ' αυτές τις οχυρώσεις η Σταυροφορία που περίμεναν, είχαν γκρεμίσει όλα τα τείχη της πόλης, κ' έτσι ο Σουλτάνος είχε αποδώσει στον Φρειδερίκο μια πόλη ανοχύρωτη. Για να μην είναι η επιστροφή αυτή ένα επεισόδιο χωρίς συνέχεια, έπρεπε ο Αυτοκράτορας ν' ανοικοδομήσει αμέσως τις οχυρώσεις. Πραγματικά, σύμφωνα με τις φράγκικες πηγές, είχε πετύχει γι' αυτό την έγκριση του Σουλτάνου, κι αμέσως μετά τη στέψη του, όπως είδαμε, έδωσε το σύνθημα των έργων. Αντίθετα, για πολλούς Άραβες χρονογράφους αυτό δεν ήταν παρά μια κοροϊδία, γιατί είχε αναλάβει κρυφά την υποχρέωση απέναντι στον Σουλτάνο να μην ξαναφτιάξει τις οχυρώσεις, υποχρέωση πολύ σοβαρή, που άφηνε την Ιερουσαλήμ στη διάθεση της πρώτης επιδρομής. Ίσως, αν πάρουμε την καλύτερη άποψη, αυτή η διαφωνία ανάμεσα στους Φράγκους και στους Άραβες μάρτυρες, να ξεσκεπάζει μονάχα, και για μιαν ακόμα φορά, τη λεπτή θέση τόσο του Σουλτάνου όσο και του Αυτοκράτορα. Ο Σουλτάνος, για να καθησυχάσει την οργή των ομοθρήσκων του, τους άφηνε να πιστεύουν πως η Ιερουσαλήμ θα 'μενε ανοχύρωτη πόλη, που θα την ξανάπαιρνε όποτε ήθελε. Κι ο Φρειδερίκος, για να καθησυχάσει τις δίκαιες ανησυχίες των Φράγκων, τους ορκιζόταν πως θα οχύρωνε την πόλη. Άλλωστε πιθανόν να 'χε σκοπό να προχωρήσει τουλάχιστον τις εργασίες του Πύργου του Δαυίδ και της πύλης του Αγίου Στεφάνου, όταν έφτασε στην Ιερουσαλήμ ο αρχιεπίσκοπος της Καισάρειας με την εντολή να εφαρμόσει την απαγόρευση που 'χε κηρύξει ο Πατριάρχης ενάντια στην πόλη.

Όποια και να 'ταν τα κρίματα του Φρειδερίκου Β' απέναντι στη Χριστιανοσύνη, όσο ύποπτη κι αν αποκαλύφθηκε η στάση του, είναι φανερό πως η απαγόρευση που 'χε βγάλει ενάντια στην Ιερουσαλήμ ο Πατριάρχης, την επομένη κιόλας της απόδοσης του Παναγίου Τάφου απ' τους Αυτοκρατορικούς στους Χριστιανούς, ήταν αυτή καθαυτή σφάλμα. Έτσι άλλωστε την έκρινε αργότερα κι ο ίδιος ο πάπας Γρηγόριος Θ', όταν συγκέντρωσε όλα τα στοιχεία. Η ενέργεια του πατριάρχη Ζερόλντ δε σκανδάλισε μονάχα πολλούς πιστούς, μα απ' την άποψη των χριστιανικών συμφερόντων ήταν εντελώς άκαιρη. Ο Φρειδερίκος Β' αγανάχτησε. Παραιτούμενος απ' την

Page 154: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

οχύρωση της πόλης, ξανάφυγε αμέσως για τη Γιάφα, απ' όπου ξαναγύρισε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας (21 Μαρτίου 1229).

—οο0οο—

Στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, ο Φρειδερίκος Β' ξαναβρήκε μιαν ατμόσφαιρα εμφυλίου πολέμου. Θλιβερές συνέπειες της παθιασμένης διαμάχης μεταξύ των Γουέλφων και των Γιβελίνων, που ο Φρειδερίκος είχε μεταφέρει τα πάθη τους στην Ανατολή, και που ως την τελική καταστροφή, θα δηλητηρίαζαν τη ζωή των φράγκικων αποικιών. Για να διαμαρτυρηθεί ενάντια στη στάση του πατριάρχη Ζερόλντ, ο Αυτοκράτορας, απ' την επομένη της επιστροφής του στην Άκρα, συγκέντρωσε το λαό της πόλης και του εξέθεσε την πολιτική του, υποστηρίζοντας ιδιαίτερα τη συνθήκη με τον ελ-Καμίλ. Με την υποστήριξη των Λομβαρδών στρατιωτών του και της πιζάνικης παροικίας (οι Πιζάνοι ήταν αφοσιωμένοι με πάθος στην υπόθεση των Γιβελίνων) κατέφυγε ύστερα στη βία. Διέταξε να κλείσουν τις πύλες της Άκρας, εξασφάλισε τα τείχη κ' έβαλε φρουρούς γύρω απ' το κτίριο των Ναϊτών, ακόμα και μπροστά στο ανάκτορο του πατριάρχη Ζερόλντ, που για πέντε μέρες βρισκόταν έτσι υπό κράτηση, σχεδόν πολιορκημένος στην ίδια του την κατοικία. Φυσικά το κόμμα των Γουέλφων αντέδρασε. Την Κυριακή των Βαΐων (8 Απριλίου 1229) σ' όλες τις εκκλησίες της Άκρας, οι ιεροκήρυκες κατακεραύνωσαν τον αφορισμένο Αυτοκράτορα, και τότε οι πράκτορες του Φρειδερίκου τους κατέβασαν απ' τον άμβωνα πετώντας τους έξω. Ο Φρειδερίκος δοκίμασε ακόμα ν' αρπάξει αιφνιδιαστικά το οίκημα-φρούριο των Ναϊτών στην Άκρα· οι ιππότες - μοναχοί όμως αγρυπνούσαν, κι αναγκάστηκε να παραιτηθεί απ' την προσπάθεια. Ένα παρόμοιο σχέδιο ενάντια στον Ιωάννη του Ιμπελέν απέτυχε κι αυτό: ο αυθέντης της Βηρυτού μυρίστηκε τη νέα αυτή παγίδα. Οι προσπάθειες αυτές, όπου φαίνεται η μανία του Γιβελίνου μονάρχη, τον αποξένωσαν οριστικά απ' τις τελευταίες φράγκικες συμπάθειες.

Ακόμα μερικές τέτοιες ενέργειες κι ο Φρειδερίκος θ' αντιμετώπιζε μια γενική εξέγερση, που απέναντί της θα βρισκόταν σε αρκετά δύσκολη θέση. Με τη συνηθισμένη του ευστροφία, κρύβοντας την οργή του, έκανε έγκαιρα μεταβολή. Πριν ξαναμπαρκάρει, έκανε τάχα πως συμφιλιώνεται με τους αρχηγούς των Γάλλων ευγενών της Συρίας και της Κύπρου, ακόμα και με τον Ιωάννη του Ιμπελέν, που όχι μονάχα διατηρούσε το φέουδό του της Βηρυτού, αλλά θα εξακολουθούσε να μετέχει στη διακυβέρνηση των Αγίων Τόπων. Το μέλλον θα 'δειχνε πως επρόκειτο για μια κωμωδία, γιατί ούτε ο Αυτοκράτορας συγχωρούσε τον Ιωάννη, που τον είχε εξαναγκάσει να υποχωρήσει μπροστά του, ούτε ο Ιωάννης λησμονούσε την παγίδα της Λεμεσού. Βαθύ μίσος χώριζε πια τους δυο άντρες, μίσος που θα διατάραζε τη ζωή του βασιλείου της Ιερουσαλήμ σ' όλη την επόμενη περίοδο. Άλλωστε ο Φρειδερίκος άφηνε στην Άκρα μιαν ισχυρή λομβαρδική φρουρά, που 'χε την εντολή να εξασφαλίσει εκεί την εξουσία του. Αλλά έμπειροι πολιτικοί και οι δυο, κι ο Αυτοκράτορας κι ο αυθέντης της Βηρυτού, νιώθοντας για την ώρα ισόπαλοι, ανέβαλαν γι' αργότερα το διακανονισμό της διαφοράς τους κι αποχωρίστηκαν με απόλυτη ευγένεια.

Μονάχα που δεν μπορούσε να ζητήσει κανείς κι απ' το πλήθος να κάνει το ίδιο, κι όταν ο Φρειδερίκος Β' έφυγε απ' την Άκρα για να γυρίσει στην Ιταλία, την 1η Μαίου του 1229, η αναχώρησή του προκάλεσε θλιβερές σκηνές, γιατί όλοι οι Γουέλφοι ήταν ξεσηκωμένοι εναντίον του. Έχοντας συνείδηση πως ήταν λαομίσητος, θέλησε να μπαρκάρει τα χαράματα, σχεδόν κλεφτά, συνοδευόμενος μονάχα απ' τους φεουδάρχες. Αλλά το πλήθος μυρίστηκε την αναχώρησή του. Καθώς διέσχιζε τη συνοικία της αγοράς για να κατέβει στο λιμάνι, χασάπηδες και χασάπισσες, απ' τις πόρτες των μαγαζιών τους, τον έβρισαν πρόστυχα πετώντας του κατάμουτρα πατσές και εντόσθια. Μόλις πρόφτασαν ο Ιωάννης του Ιμπελέν και ο κοντόσταυλος Εντ του Μονμπελιάρ να μπουν στη μέση για να εμποδίσουν τον όχλο να βιαιοπραγήσει εναντίον του. Μπάρκαρε γεμάτος μίσος κ' ύστερ' από 'να δεύτερο σταθμό στην Κύπρο, γύρισε στην Ιταλία, στις 10 Ιουνίου του 1229.

—οο0οο—

Page 155: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Αυτός ήταν ο αξιοθρήνητος επίλογος μιας Σταυροφορίας που, στο κάτω-κάτω, είχε πετύχει λαμπρά, αφού αυτή μονάχα απ' όλες τις παρόμοιες εκστρατείες, απ' τα 1190, είχε αποδώσει την Ιερουσαλήμ στους Χριστιανούς. Παράδοξη Σταυροφορία, είναι αλήθεια, και που μόλις αξίζει αυτό τ' όνομα, όταν σκεφτεί κανείς πως ο Αυτοκράτορας όφειλε την απόδοση των Αγίων Τόπων αποκλειστικά στη φιλία των Μουσουλμάνων. Ασφαλώς πολύ λίγο έμοιαζε με τους σταυροφόρους του παλιού καιρού ο παράδοξος αυτός προσκυνητής, που 'χε δηλώσει πως επιχείρησε το ταξίδι στους Αγίους Τόπους μόνο και μόνο για ν' ακούσει τη φωνή του μουεζίνη ν' ανεβαίνει μέσα στις ανατολίτικες νύχτες. Ταξίδι, είπαμε κιόλας, του σουλτάνου της Ιταλίας στον φίλο του σουλτάνο της Αιγύπτου, αλλά ευτυχισμένο ταξίδι, αφού ο σουλτάνος της Αιγύπτου, για να μην τον αφήσει να ντροπιαστεί μπροστά στους «πολυθεϊστές» της Δύσης, του 'χε χαρίσει αυτό τον Πανάγιο Τάφο που τόσο επιθυμούσαν οι Δυτικοί.

Ο Φρειδερίκος Β' είχε λοιπόν πετύχει όσον αφορά τους Μουσουλμάνους, ενώ είχε αποτύχει όσον αφορά τους Φράγκους ή, για να 'μαστε πιο ακριβείς, όσον άφορα τη γαλλική ιπποσύνη της Συρίας και της Κύπρου, που κρατούσε τα δυο βασίλεια. Όπως κι άλλοι αρχηγοί γερμανικών κρατών στη διάρκεια της Ιστορίας, αν είχε καταλάβει αρκετά καλά τη μουσουλμανική ψυχολογία, δεν είχε καταλάβει τίποτε απ' την ψυχολογία του γαλλικού στοιχείου. Αυτό το στοιχείο, που το τραβούσες κοντά σου τόσο εύκολα, με λίγη ευγένεια (παράδειγμα ο Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος) το 'χε προσβάλει καταπρόσωπο μ' ένα μίγμα δολιότητας και βαναυσότητας που έκαναν την Κοινή Γνώμη να εξεγερθεί εναντίον του. Γι' αυτό ο τόσο ικανός και επιδέξιος αυτός πολιτικός είχε αποτύχει στο σκοπό του. Μ' όλη την καταπληκτική του δραστηριότητα, το χάρισμα της πιο ευέλικτης διπλωματίας, τις ιδιότητες του ανωτέρου ανθρώπου, την έκταση της μόρφωσής του, τις εκλάμψεις μιας ιδιοφυίας, που απ' το Δέκατο Τρίτο κιόλας Αιώνα είχε διαβλέψει τη συμφιλίωση της Ανατολής και της Δύσης, έφευγε κάτω απ' τους γιουχαϊσμούς, αφήνοντας πίσω του μονάχα ένα αχνάρι μίσους και τα σπέρματα εμφυλίων πολέμων. Είχε αποδώσει στο χριστιανικό κόσμο την πρωτεύουσά του κι ο χριστιανικός κόσμος τον καταριόταν. Ενώ ο Άγιος Λουδοβίκος θα 'ρθει, θα χάσει τα πάντα, κι όμως θ' αποκομίσει σεβασμό κ' ευλογίες. Τι έλειπε λοιπόν απ' αυτή τη λαμπρή διάνοια, απ' αυτόν τον πρόδρομο των Νέων Καιρών; Ασφαλώς λίγη χριστιανική καλοσύνη, λίγη πραότητα και αγάπη.

—οο0οο—

Ο Φρειδερίκος Β' είχε αφήσει στη Συρία και στην Κύπρο τα σπέρματα εμφυλίων πολέμων. Και τα σπέρματα αυτά βλάστησαν μόλις έφυγε. Στην Κύπρο είχε εμπιστευτεί την αντιβασιλεία και την κηδεμονία του νεαρού βασιλιά Ερρίκου Α' στον Αμαλάριχο Μπαρλαί και σε τέσσερις άλλους φεουδάρχες αφοσιωμένους στην αυτοκρατορική υπόθεση. Αυτοί οι αντιβασιλείς επωφελήθηκαν απ' την εξουσία τους για να καταδιώξουν τους οπαδούς του Ιωάννη του Ιμπελέν. Δοκίμασαν να δολοφονήσουν τον κύριο αντιπρόσωπο του κόμματος αυτού, τον ιππότη ποιητή Φίλιππο της Νοβάρας.

Όταν ο Φίλιππος της Νοβάρας γλίτωσε απ' αυτή την απόπειρα, πήγαν και τον πολιόρκησαν στον πύργο των Ιωαννιτών όπου είχε καταφύγει. Ο γενναίος ιππότης αντιστάθηκε περιμένοντας τη βοήθεια του αυθέντη της Βηρυτού, που τον είχε ειδοποιήσει μ' ένα γράμμα σε χαριτωμένους στίχους:

Θα πρέπει νάμαι αηδόνι, μια και με βάλαν στο κλουβί,

γράμμα γεμάτο εύθυμα αστεία, μ' όλη τη σοβαρότητα της κατάστασης, κι όπου ο ποιητής μας συγκρίνει τους αντιπάλους του με τα χειρότερα ζώα του Παραμυθιού της Αλεπούς. Απαντώντας στην έκκληση του Φιλίππου της Νοβάρας, ο Ιωάννης του Ιμπελέν πρόστρεξε απ' τη Βηρυτό στην Κύπρο και κατενίκησε τους αντιβασιλείς μπροστά στη Λευκωσία, στις 14 Ιουλίου του 1259. Ο Αμαλάριχος του Μπαρλαί, που είχε καταφύγει στο κάστρο του Ντιέ ντ' αμούρ (τον σημερινό Άγιο

Page 156: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ιλαρίωνα, κοντά στην Κυρήνεια), αντιστάθηκε δέκα μήνες, σε μια πολιορκία που έγινε διάσημη χάρη στον Φίλιππο της Νοβάρας, που ενώ πολεμούσε με τη βαλιστρίδα, δεν έπαυε μπροστά στα τείχη να τοξεύει τους πολιορκημένους με τα πιο δηκτικά του ποιήματα. Τέλος, στα μέσα Μαΐου του 1230, το Ντιέ ντ' αμούρ παραδόθηκε και ο Ιωάννης του Ιμπελέν έμεινε κύριος της Κύπρου, που την κέρδισε, προς γενική ικανοποίηση, για λογαριασμό του ανιψιού του, του νεαρού βασιλιά Ερρίκου Α'.

Ο Φρειδερίκος Β' όμως δεν μπορούσε να δεχτεί την ανατροπή των εκπροσώπων του. Το Φλεβάρη του 1231, έστειλε στην Ανατολή ένα εκστρατευτικό σώμα με αρχηγό τον στρατάρχη της αυτοκρατορίας Ρικάρντο Φιλαγκιέρι, που επωφελήθηκε απ' την απουσία του Ιωάννη του Ιμπελέν για να κυριεύσει αιφνιδιαστικά τη Βηρυτό, εκτός απ' την ακρόπολή της που αντιστάθηκε, κ' ύστερα να καταλάβει την Τύρο. Ύστερα ο Φιλαγκιέρι ήρθε ν' απαιτήσει υποταγή απ' τη σύνοδο των φεουδαρχών που 'χε συγκληθεί στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας. Ο Μπαλιάν της Σιδώνας αρνήθηκε εξ ονόματος των ευγενών: τα δικαιώματα του στέμματος της Ιερουσαλήμ, που επικαλούνταν ο Φρειδερίκος Β', εξακολουθούσαν να 'ναι περιορισμένα απ' τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και τα προνόμια των φεουδαρχών, και η φράγκικη Συρία δεν ήταν υποχρεωμένη ν' ανέχεται την αυθαιρεσία ενός αυτοκρατορικού ποντεστάτου, που έπαιρνε το θάρρος, όπως στη Βηρυτό, να προσβάλει τους υποτελείς χωρίς προηγουμένη κρίση των ομοτίμων τους.

Στο μεταξύ, στην Κύπρο, ο Ιωάννης του Ιμπελέν είχε πετύχει απ' το βασιλιά Ερρίκο Α' και τους Κύπριους φεουδάρχες, την αποστολή ενός στρατού στη Συρία για να τον βοηθήσει να διώξει τους Αυτοκρατορικούς. Όταν αποβιβάστηκε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, στις 25 του Φλεβάρη του 1232, ο Ιωάννης έγινε δεχτός σαν απελευθερωτής και τον εξέλεξαν επικεφαλής του Δήμου που 'χε σχηματιστεί. Έπειτα ξεκίνησε για ν' απελευθερώσει την Τύρο. Ο στρατός του είχε φτάσει στο Καζάλ-Ιμπέρ, έξι χιλιόμετρα προς νότο του ακρωτηρίου Νακούρα, όταν αυτός υποχρεώθηκε να γυρίσει για ορισμένες υποθέσεις στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, εμπιστευόμενος το στρατόπεδο στους ανιψιούς του. Αυτοί όμως δεν είχαν τη δική του πείρα. Στις 3 Μαίου, την αυγή, αιφνιδιάστηκαν απ' τον Φιλαγκιέρι, που 'χε κατέβει κρυφά απ' την Τύρο. Οι Κύπριοι ιππότες, εγκαταλείποντας το στρατόπεδό τους στους Αυτοκρατορικούς, σώθηκαν με τη φυγή. Ο Φιλαγκιέρι επωφελήθηκε απ' αυτή την αναπάντεχη νίκη για να πάει να καταχτήσει την Κύπρο που, εκτός από μερικά ορεινά κάστρα, έπεσε ολόκληρη στα χέρια του.

Ο Ιωάννης του Ιμπελέν όμως δεν άργησε να συνέλθει. Αφού ανασυγκρότησε το στρατό του στη Συρία, πέρασε κι αυτός στην Κύπρο με το βασιλιά Ερρίκο Α', κατέλαβε με νυχτερινό αιφνιδιασμό το λιμάνι της Αμμοχώστου και, στις 15 Ιουνίου του 1232, σύντριψε τον Φιλαγκιέρι σε μια μεγάλη μάχη στο Αγρίδι, ανάμεσα στη Λευκωσία και στην Κυρήνεια. Οι Αυτοκρατορικοί, διωγμένοι απ' την Κύπρο κ' έχοντας χάσει και τη Βηρυτό, που την είχε ξαναπάρει ο Ιωάννης του Ιμπελέν, δε διατήρησαν παρά την Τύρο, όπου ήταν σαν πολιορκημένοι. Μάταια ο Φιλαγκιέρι, δοκιμάζοντας τα καλοπιάσματα τώρα που 'χε αποτύχει η βία, έκανε τις πιο δελεαστικές προτάσεις. Ο γέρος αυθέντης της Βηρυτού, σ' ένα λόγο γεμάτο φινέτσα και λεπτή ειρωνεία, απάντησε στις προσκλήσεις του με το μύθο του ελαφιού, που θέλουν να το προσελκύσουν στο άντρο του λιονταριού, κ' έτσι ο αυτοκρατορικός ποντεστάτος μάταια κοπίασε. Όταν ο Ιωάννης πέθανε, τέσσερα χρόνια αργότερα (1236), η φράγκικη Συρία, καθώς και το βασίλειο της Κύπρου, είχαν ξεφύγει ουσιαστικά απ' τον καισαρισμό του Φρειδερίκου. Ο Φράγκος φεουδάρχης είχε θριαμβεύσει πάνω στην Αγία Ρωμαϊκή Γερμανική Αυτοκρατορία.

Με λύπη ο ιστορικός των Σταυροφοριών αποχωρίζεται εδώ τον Ιωάννη του Ιμπελέν. Ο γέρος αυθέντης της Βηρυτού παραμένει πραγματικά μια απ' τις πιο συμπαθείς φυσιογνωμίες της Λατινικής Ανατολής. Θείος και σύμβουλος του βασιλιά Ερρίκου Α' της Κύπρου, που άκουγε πολύ τις γνώμες του, εκλεγμένος επικεφαλής του Δήμου του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, αναγνωρισμένος ηγέτης απ' τους ευγενείς της Συρίας και της Κύπρου, υπήρξε, ύστερ' απ' την αναχώρηση του Ιωάννη

Page 157: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

της Βριέννης, ο πραγματικός αρχηγός των δυο βασιλείων. Η μεγάλη του αξιοπρέπεια, το συναίσθημα τιμής, η μετριοπάθειά του, η επιείκεια και η ανθρωπιά του, τα προσόντα νομομαθούς που διέθετε, που δεν ήταν λιγότερο αξιόλογα απ' τις ιπποτικές του αρετές, η μεγάλη του σοφία, η σώφρων νομιμοφροσύνη του, αυτό το άνθος της ευγένειας, αυτή η σταθερή και λεπτή ευφράδεια, που ο Φίλιππος της Νοβάρας μας διατήρησε την ηχώ της, τον κάνουν πρότυπο τέλειου ιππότη σύμφωνα με τον ορισμό του Αγίου Λουδοβίκου, και τον πιο τέλειο εκπρόσωπο του γαλλικού πολιτισμού στην Ανατολή του Δέκατου Τρίτου Αιώνα.

Ο μεγαλύτερος γιος του Ιωάννη του Ιμπελέν, ο Μπαλιάν Γ', που τον διαδέχθηκε στη Βηρυτό, και ο ανιψιός του «γέρο-αυθέντη» Φίλιππος του Μονφόρ, προορίζονταν να βάλουν τέλος στην κυριαρχία του Φρειδερίκου στη Συρία. Ο Φιλαγκιέρι, ο αυτοκρατορικός ποντεστάτος της Τύρου, είχε κάνει την απρονοησία να επωφεληθεί απ' το θάνατο του Ιωάννη του Ιμπελέν για να επιτεθεί αιφνιδιαστικά ενάντια στο Δήμο της Άκρας. Οι άνθρωποι του Δήμου, με αρχηγό τον Μπαλιάν και τον Φίλιππο του Μονφόρ, αντέδρασαν ενεργητικά κ' ύστερα οργάνωσαν μιαν αντεπίθεση. Στις 12 Ιουνίου του 1243, ύστερ' από μια νυχτερινή πορεία στην ακτή, ανάμεσα στη θάλασσα και στα τείχη της Τύρου, ο Μπαλιάν κι ο Φίλιππος του Μονφόρ εισέβαλαν αιφνιδιαστικά στην πόλη αυτή, που οι κάτοικοί της, απαυδισμένοι απ' την τυραννία του Φιλαγκιέρι, ενώθηκαν μαζί τους. Το φέουδο της Τύρου δόθηκε στον Φίλιππο του Μονφόρ. «Έτσι, συμπληρώνει χαρούμενα ο συνεχιστής του Φιλίππου της Νοβάρας, αυτό το δηλητηριώδες φυτό των Αυτοκρατορικών ξεριζώθηκε για πάντα απ' τις Υπερπόντιες Χώρες».

Page 158: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XVI ΜΙΑ ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΠΟΙΗΤΩΝ

Ο ΤΙΜΠΩ ΤΗΣ ΚΑΜΠΑΝΙΑΣ ΚΙ Ο ΦΙΛΙΠΠΟΣ ΤΟΥ ΝΑΝΤΕΪΓ

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΩΝ ΤΕΛΕΥΤΑΙΩΝ ΕΚΠΡΟΣΩΠΩΝ του Φρειδερίκου Β', αν απελευθέρωνε τη φράγκικη Συρία από 'να μισητό καθεστώς, την άφηνε όμως χωρίς κυβέρνηση. Το παλιό βασίλειο της Ιερουσαλήμ γινόταν ένα βασίλειο της στρογγυλής τραπέζης, ένα είδος φεουδαρχικής δημοκρατίας αποτελούμενης από μικρές, ουσιαστικά αυτόνομες χωροδεσποτείες: χωροδεσποτεία της Τύρου, του Φιλίππου του Μονφόρ· χωροδεσποτείες της Βηρυτού, του Αρσούφ και της Γιάφας, που ανήκαν σε διάφορα μέλη της οικογένειας των Ιμπελέν· Δήμος του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, όπου οι εμπορικές παροικίες της Γένοβας, της Πίζας και της Βενετίας, που αυτοδιοικούνταν κάτω απ' τη διακυβέρνηση των προξένων τους, άρχιζαν να παίρνουν προέχουσα πολιτική σημασία· στρατιωτικά Τάγματα τέλος, που απ' την πτώση της βασιλείας δεν υπάκουαν παρά στους μεγάλους μάγιστρους και απολάβαιναν μιαν απόλυτη ανεξαρτησία στα οχυρά τους, οι Ιωαννίτες στο Κρακ των Ιπποτών και στο Μαρκάμπ, οι Ναΐτες στην Τορτόσα, στη Σαφίτα, στο Μπωφόρ και σε λίγο στο Σαφέντ, οι Τευτονικοί στο Μονφόρ, για να μην αναφέρουμε παρά τα κυριότερα κάστρα.

Ανησυχώντας για την εξασθένιση που συνεπαγόταν ένα τέτοιο καθεστώς για τη Συρία, ο πάπας Γρηγόριος Θ' έκανε έκκληση για μια καινούργια Σταυροφορία. Η φωνή του εισακούστηκε απ' τους Γάλλους ευγενείς κ' οι πιο διάσημοι αντιπρόσωποί τους ξεκίνησαν για τους Αγίους Τόπους. Ας αναφέρουμε ανάμεσα στους άλλους τον Τιμπώ Δ', κόμη της Καμπανίας και βασιλιά της Νοβάρας, τον δούκα της Βουργουνδίας Ούγο Δ', τον κόμη της Βρετάνης Πιέρ Μωκλέρ, τον κόμη Ερρίκο του Μπαρ, τον Ραούλ του Σουασόν, τον Ερρίκο του Γκρανπρέ, τον Ματθαίο του Μονμορανσύ, τον Γουλιέλμο του Σανλίς, τον Φίλιππο του Ναντέιγ και τον Ριχάρδο του Μπωμόν. Ποτέ άλλοτε δεν είχαν συγκεντρωθεί τόσοι λαμπροί ιππότες.

Ο αρχηγός της εκστρατείας Τιμπώ της Καμπανίας, ήταν ένας αξιαγάπητος άρχοντας, ανοιχτοχέρης και ιπποτικός, ένας ποιητής που όταν ήταν ερωτευμένος με τη βασίλισσα Μπλανς της Καστίλης, μας άφησε ωραίους στίχους:

Εκείνη που αγαπώ έχει τέτοιαν αρχοντιά που η ομορφιά της με γεμίζει περηφάνια.

Ίσως, όπως το 'χε κιόλας δείξει στη Γαλλία τον καιρό που ήταν ανήλικος ο Λουδοβίκος Θ', του έλειπε, αν όχι η διορατικότητα, τουλάχιστον η ελάχιστη αυστηρότητα, που είναι απαραίτητη για έναν αρχηγό. Αυτό θα φαινόταν απ' την αρχή.

Κάτω απ' την αρχηγία του, οι σταυροφόροι είχαν ξεκινήσει απ' την Άκρα, στις 2 του Νοέμβρη του 1239, για να πάνε ν' ανοικοδομήσουν τα τείχη της Ασκάλωνας, σημαντικής θέσης που θα 'κλεινε στους Αιγυπτίους την ακτή της Παλαιστίνης. Κάλπαζαν κατά μήκος της ακτής, όταν ο κόμης του Μπαρ και ο δούκας της Βουργουνδίας, που τον συνόδευε ο Φίλιππος του Ναντέιγ —διάσημος τροβαδούρος, όπως κι ο Τιμπώ της Καμπανίας— για να 'χουν την τιμή και τη δόξα να καταφέρουν αυτοί τους πρώτους σπαθισμούς, εγκατέλειψαν τον όγκο του στρατού. Το βράδυ στις 12 Νοεμβρίου, έφυγαν καλπάζοντας προς νότο, παρ' όλους τους εξορκισμούς του Τιμπώ, που μάταια προσπάθησε να τους συγκρατήσει.

Ο κόμης του Μπαρ, καλπάζοντας πάντα κατευθείαν προς τα νότια, είχε φτάσει, νύχτα, πέρα απ' την Ασκάλωνα, ως τα περίχωρα της Γάζας, όπου του είχαν υποδείξει την παρουσία ενός αιγυπτιακού αποσπάσματος. Η νύχτα ήταν όμορφη και πολύ γλυκιά. Το φεγγάρι φώτιζε σαν μέρα τη θάλασσα, την ακτή και τους αμμόλοφους. Ο κόμης της Γιάφας τους ειδοποίησε πως θα 'ταν τρέλα να προχωρήσουν περισσότερο. Ο Ερρίκος του Μπαρ όμως επέμεινε να εισδύσει στους αμμόλοφους

Page 159: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

της ακτής, ελπίζοντας να κάνει μια καλή επιδρομή. Χωρίς καμιά προφύλαξη, χωρίς να στείλουν ανιχνευτές, οι τρελοί Γάλλοι ιππότες κατέβηκαν απ' τ' άλογα για να φάνε σ' ένα χαμήλωμα ανάμεσα στους λόφους. «Άπλωσαν τραπεζομάντιλα και κάθισαν να δειπνήσουν, γιατί τους ακολουθούσε μια εφοδιοπομπή φορτωμένη με ψωμί, πουλάδες, καπόνια, ψητά και τυριά, κρασιά και φρούτα. Άλλοι έτρωγαν ακόμα, άλλοι, έχοντας τελειώσει, κοιμόνταν ή περιποιόνταν τ' άλογά τους». Αλλά ο αιγυπτιακός στρατός, που παρακολουθούσε άγρυπνα την πορεία τους, είχε γεμίσει σιωπηλά με τοξότες τους γύρω αμμόλοφους κ' είχε φράξει με το ιππικό του όλες τις εξόδους της κοιλάδας. Ξαφνικά, μέσα στη σιωπή αυτής της ανατολίτικης νύχτας, ξέσπασαν τα σαρακηνά σαλπίσματα μ' έναν εκκωφαντικό θόρυβο κ' οι σταυροφόροι βρέθηκαν κυκλωμένοι, δίνοντας εύκολο στόχο στα βέλη του εχθρού, που 'χε καταλάβει όλα τα γύρω υψώματα. Οι ιππότες δοκίμασαν να κάνουν επέλαση, αλλά, απ' τα πρώτα βήματα, τα πόδια των αλόγων βυθίστηκαν ως το γόνατο στην άμμο... Ήταν σωστή σφαγή. Ο κόμης του Μπαρ κ' ένα μέρος απ' τους συντρόφους του σκοτώθηκαν. Οι άλλοι σύρθηκαν σκλάβοι στις φυλακές του Καΐρου. Ανάμεσα σ' αυτούς ήταν κι ο ιππότης-ποιητής Φίλιππος του Ναντέιγ, που μας άφησε ένα συγκινητικό μοιρολόι γι' αυτή τη θλιβερή περιπέτεια:

Αχ, Γαλλία, γλυκιά χώρα, νάν' καταραμένη η ώρα πούπεσαν σ' αιχμαλωσία τόσοι ιππότες όλο ανδρεία!

Παρ' όλα αυτά ο όγκος του στρατεύματος, που ήταν με τον Τιμπώ της Καμπανίας, έμενε ανέπαφος. Με βαριά καρδιά για την καταστροφή, που γι' αυτή δεν έφταιγε άλλωστε καθόλου, ο Τιμπώ ξανάφερε τα στρατεύματά του στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, απ' όπου πήγε και στρατοπέδευσε στον κάμπο της Σεπφωρίδας, στη Γαλιλαία. Όμως, και μόνη η παρουσία της φράγκικης δύναμης, και χωρίς άλλες μάχες, έφερε τα πιο ευχάριστα αποτελέσματα, και σ' αυτό συνετέλεσαν οι διχόνοιες των Μουσουλμάνων. Τη μουσουλμανική αυτοκρατορία, που 'χε ιδρύσει ο Σαλαδίνος, τη διεκδικούσαν αυτή την εποχή δυο απ' τους ανιψιούς του, ο ες-Σαλίχ Εγιούμπ, σουλτάνος της Αιγύπτου, και ο ες-Σαλίχ Ισμαήλ, σουλτάνος της Δαμασκού. Απειλούμενος απ' τον Εγιούμπ, ο Ισμαήλ δε δίστασε να ζητήσει τη βοήθεια των Φράγκων. Γι' αυτό το σκοπό τους απέδωσε αμέσως τη Γαλιλαία με το Μπωφόρ (Σακίφ Αρνούν), τη Ναζαρέτ, το Σαφέντ και την Τιβεριάδα (1240). Εξάλλου ο σουλτάνος της Αιγύπτου Εγιούμπ, για να ξαναπάρει τους Φράγκους με το μέρος του, τους παραχώρησε την Ασκάλωνα και τους επικύρωσε την κατοχή της Ιερουσαλήμ και της Βηθλεέμ (1240-1241). Εκείνη την εποχή λοιπόν, το παλιό βασίλειο της Ιερουσαλήμ, εκτός απ' την περιοχή του Ναπλούς και την περιοχή της Χεβρώνας, είχε σχεδόν αποκατασταθεί στα ιστορικά του όρια.

Όταν ο Τιμπώ της Καμπανίας, τις τελευταίες μέρες του Σεπτέμβρη του 1240, μπάρκαρε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, μπορούσε να καυχηθεί πως η Σταυροφορία του, μ' όλο της το ανοργάνωτο, είχε φέρει καλά αποτελέσματα, αφού, πιο τυχερός από τόσους μεγάλους πολιτικούς, ο αξιαγάπητος ποιητής, μονάχα με την παρουσία του στην κατάλληλη στιγμή, είχε πετύχει ν' αποδοθούν στους χριστιανούς όλες σχεδόν οι παλιές τους κτήσεις.

Page 160: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XVII Η ΣΤΑΥΡΟΦΟΡΙΑ ΕΝΟΣ ΑΓΙΟΥ

Ο ΛΟΥΔΟΒΙΚΟΣ Θ' ΣΤΗΝ ΑΙΓΥΠΤΟ ΚΑΙ ΣΤΗ ΣΥΡΙΑ

Η ΕΔΑΦΙΚΗ ΑΠΟΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ της Ιερουσαλήμ, όπως είχε γίνει μετά τις ανακτήσεις του 1240, δεν κράτησε πολύ. Στις 23 Αυγούστου του 1244, η Ιερουσαλήμ αποσπάστηκε οριστικά απ' τους Φράγκους από ορδές Τούρκων της Χορασμίας. Στις 17 Ιουνίου, οι Φράγκοι ξανάχασαν την Τιβεριάδα και στις 15 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, την Ασκάλωνα. Η κατάσταση έγινε ακόμα πιο απειλητική, γιατί η μουσουλμανική αυτοκρατορία, που τόσον καιρό την ανατάραζαν οι διχόνοιες των ανιψιών του Σαλαδίνου, βρέθηκε πάλι, απ' τον Οκτώβρη του 1245, ενωμένη κάτω απ' την αρχηγία ενός απ' αυτούς, του ες-Σαλίχ Εγιούμπ, που στο βασίλειό του της Αιγύπτου είχε προσαρτήσει και τη Δαμασκό. Απέναντι σ' αυτό το ισχυρό μουσουλμανικό κράτος, η φράγκικη Συρία δεν αντιπροσώπευε πια παρά μια στενή παράκτια λουρίδα. Ήταν καιρός να 'ρθει να τη σώσει κάποια μεγάλη Σταυροφορία.

Τότε εμφανίστηκε ο Άγιος Λουδοβίκος.

—οο0οο—

Ο Άγιος Λουδοβίκος είχε φορέσει το σταυρό το Δεκέμβρη του 1244, όταν ήταν βαριά άρρωστος. Έφυγε απ' το Παρίσι στις 12 Ιουνίου του 1248, και πήγε να μπαρκάρει στο Αιγκ-Μορτ για την Κύπρο, που είχε οριστεί τόπος γενικής συγκέντρωσης των στρατευμάτων. Άνοιξε πανιά στις 25 Αυγούστου.

Μια και κανένας άλλος ηγεμόνας δεν είχε ενωθεί μαζί του, η Σταυροφορία του Αγίου Λουδοβίκου είχε καθαρά γαλλικό χαραχτήρα. Μαζί του είχε όλο το βασίλειο. Στην πρώτη γραμμή οι τρεις αδερφοί του, ο Ροβέρτος του Αρτουά, ο Αλφόνσος του Πουατιέ και ο Κάρολος του Ανζού. Ύστερα ο δούκας της Βουργουνδίας Ούγος Δ', ο κόμης της Φλάνδρας Γουλιέλμος του Νταμπιέρ, ο Ούγος ο Μελαχρινός, κόμης της Μαρς, ο Ούγος Ε', κόμης του Σαιν-Πωλ, και τέλος οι μικρότερης σημασίας άρχοντες, όπως ο Ιωάννης της Ζουανβίλ, αρχιδικαστής της Καμπανίας, ο ιστορικός της εκστρατείας, ο Ζοφρουά του Σερζίν, ο Φίλιππος του Ναντέιγ, ο Γκωσέ του Σατιγιόν και πολλοί άλλοι, που τα ονόματά τους θ' αναφερθούν στις σελίδες που ακολουθούν.

Όταν οι γαλέρες με τα όμορφα ονόματα —Βασίλισσα, Δέσποινα, Μονζουά— που έφεραν τον Λουδοβίκο Θ' και το στρατό του, αγκυροβόλησαν στη Λεμεσό, στη νότια ακτή της Κύπρου, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1248, οι Γάλλοι σταυροφόροι είχαν την εντύπωση πως βρίσκονταν στην πατρίδα τους. Ο βασιλιάς της Κύπρου Ερρίκος Α' του Λουζινιάν τους πρόσφερε στην πρωτεύουσά του Λευκωσία την πιο στοργική φιλοξενία και τους εφοδίασε μ' όλα τα αναγκαία.

Δικαιολογημένα ο Λουδοβίκος Θ', ξαναγυρίζοντας στις αντιλήψεις του Αμαλάριχου Α' και του Ιωάννη της Βριέννης, αποφάσισε να προσβάλει τους Μουσουλμάνους στο κέντρο της δύναμής τους, που ήταν ταυτόχρονα και το πιο τρωτό τους σημείο, στην Αίγυπτο. Περισσότερο παρά ποτέ, αυτό το έτος 1248, όπου η Ιερουσαλήμ, όπως και η Δαμασκός, εξαρτιόνταν απ' το σουλτάνο της Αιγύπτου, τα κλειδιά της Αγίας Πόλης βρίσκονταν στο Κάιρο. Έμενε μονάχα να καθοριστεί η ημερομηνία της εκστρατείας. Ο Άγιος Λουδοβίκος, για να 'χει υπέρ αυτού τον αιφνιδιασμό, σκεφτόταν μιαν άμεση επίθεση. Οι φεουδάρχες της Συρίας, και ιδιαίτερα οι Ναΐτες, τον έπεισαν ν' αναβάλει την εκστρατεία για την άνοιξη, για να περιμένουν τους καθυστερημένους και να μην επιχειρήσει την κατάχτηση του Δέλτα παρά αφού θα συγκέντρωνε όσο το δυνατό περισσότερες δυνάμεις. Πραγματικά, στη διάρκεια αυτής της διαχείμασης, ο Άγιος Λουδοβίκος είδε να ενώνονται μαζί του όχι μονάχα οι Κύπριοι ιππότες, με αρχηγό το βασιλιά τους Ερρίκο Α', αλλά και οι Φράγκοι ιππότες της Συρίας με τον Ιωάννη Β' του Ιμπελέν, κόμη της Γιάφας, κι ακόμα και τετρακόσοι Γάλλοι ιππότες της Πελοποννήσου με αρχηγό τον πρίγκιπα της Αχαΐας Γουλιέλμο Βιλλαρδουίνο. Δεν πρέπει ακόμα να

Page 161: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

ξεχάσουμε ένα σώμα Άγγλων ιπποτών, με αρχηγό τον γενναίο κόμη του Σώλσμπερυ.

Ο στρατός επιβιβάστηκε στη Λεμεσό για την Αίγυπτο τις τελευταίες μέρες του Μάη του 1249. Στις 4 Ιουνίου, παρ' όλη την τρικυμία που είχε διασκορπίσει τα πλοία, το πλοίο όπου βρισκόταν ο Άγιος Λουδοβίκος, το Μονζουά, αγκυροβόλησε στην ακτή του Δέλτα μπροστά στη Δαμιέττη, πόλη που την είχαν διαλέξει σαν πρώτο αντικειμενικό σκοπό, λόγω της πείρας του 1219. Ο σουλτάνος ες-Σαλίχ Εγιούμπ, υποπτευόμενος πως η επίθεση θα γινόταν απ' αυτή την πλευρά, είχε συγκεντρώσει το στρατό του στην παραλία. «Τα χρυσά λάβαρα του Σουλτάνου λαμποκοπούσαν στον ήλιο κι ο αλαλαγμός των Σαρακηνών κυμβάλων και κόρνων ήταν εκκωφαντικός». Οι φεουδάρχες συμβούλευσαν τον Άγιο Λουδοβίκο να μην αποβιβαστεί πριν φτάσουν όλα τα πλοία που είχαν σκορπίσει με την τρικυμία. Αυτός όμως αρνήθηκε, κρίνοντας σωστά πως αυτή η αναβολή «θα ενεθάρρυνε τον εχθρό». Το Σάββατο, στις 5 Ιουνίου, την αυγή, άρχισε η απόβαση, και οι Ιππότες έπεφταν σαν τσαμπιά στις βάρκες για να βγουν στην αμμουδιά. Οι φεουδάρχες της Συρίας συναγωνίζονταν σε δραστηριότητα τους Γάλλους. Η εικόνα της απόβασης του κόμη της Γιάφας Ιωάννη Β' του Ιμπελέν, που μας δίνει ο Ζουανβίλ, είναι ένα αριστουργηματικό πολύχρωμο ταπέτο: «Η γαλέρα του προσορμίστηκε καταστόλιστη με τους χρυσούς θυρεούς του, που έφεραν τον κόκκινο πεπλατυσμένο σταυρό. Θα 'χε ίσαμε τρακόσους κωπηλάτες στη γαλέρα του και κάθε κωπηλάτης είχε μια μικρή ασπίδα με το θυρεό του Ιμπελέν, και πάνω σε κάθε ασπίδα μια χρυσή σημαιούλα. Φαινόταν πως η γαλέρα πετούσε πάνω απ' το νερό, με τόση δύναμη την έσπρωχναν τα κουπιά, και θα 'λεγες πως κεραυνός έπεφτε απ' τους ουρανούς, τόσο πάταγο έκαναν οι σημαιούλες, τα κύμβαλα, τα ταμπούρλα και τα κόρνα που ήταν στη γαλέρα. Μόλις άγγισε την άμμο, ο κόμης της Γιάφας και οι ιππότες του πήδησαν στη στεριά».

Οι Αιγύπτιοι δοκίμασαν να εμποδίσουν την απόβαση. «Μόλις μας είδαν στην ξηρά, λέει ο Ζουανβίλ, έφτασαν καλπάζοντας, σπιρουνίζοντας αλύπητα τ' άλογά τους. Μπήξαμε γερά στην άμμο τις μύτες απ' τις ασπίδες και τη βάση των δοράτων μας, με την αιχμή στραμμένη προς αυτούς· μόλις βρέθηκαν μερικά βήματα απ' αυτό το δάσος των δοράτων, που ήταν έτοιμα να βυθιστούν στις κοιλιές των αλόγων τους, έκαναν μεταβολή». Ο βασιλιάς της Γαλλίας δεν είχε θελήσει, να μείνει πίσω. «Όταν άκουσε πως το φλάμπουρο του Σαιν-Ντενίς είχε στηθεί σ' αιγυπτιακή γη, πήδησε στη θάλασσα, παρ' όλες τις προσπάθειες που έκαναν να τον συγκρατήσουν, μπήκε στο νερό ως τις μασχάλες, με την ασπίδα κρεμασμένη απ' το λαιμό, το κράνος στο κεφάλι, το κοντάρι στο χέρι, και πήγε να ενωθεί με τους άντρες του στην παραλία. Μόλις είδε τους Σαρακηνούς, ρώτησε τι άνθρωποι ήταν, κι όταν του είπαν, έβαλε το κοντάρι κάτω απ' τη μασχάλη και την ασπίδα μπροστά του και θα ριχνόταν αμέσως στον εχθρό, αν οι ιππότες του δεν τον συγκρατούσαν».

Η μάχη στην ακτή κατέληξε σε νίκη των Γάλλων. Ο αιγυπτιακός στρατός, πανικόβλητος, υποχώρησε προς τα νότια. Οι κάτοικοι της Δαμιέττης, αφημένοι χωρίς υπεράσπιση, εκκένωσαν την πόλη τους, τη νύχτα, με τέτοια βιασύνη, που ξέχασαν να πάρουν και το παραμικρό. Στις 6 Ιουνίου, ο Λουδοβίκος Θ' έμπαινε στην έρημη κι ανέπαφη πόλη. Βρήκε εκεί τεράστιες ποσότητες όπλα, πολεμοφόδια και τρόφιμα εγκαταλειμμένα απ' τον εχθρό. Αν θυμηθούμε τις προσπάθειες δεκαοχτώ μηνών που είχε στοιχίσει η κατάχτηση της ίδιας πόλης, πριν τριάντα χρόνια, στους στρατιώτες του Ιωάννη της Βριέννης, θα παραδεχτούμε πως η Σταυροφορία άρχιζε αυτή τη φορά με την πιο λαμπρή επιτυχία.

Παρ' όλα αυτά, ο Λουδοβίκος Θ' δε φαντάστηκε πως θα μπορούσε να επωφεληθεί απ' τη νίκη και να βαδίσει ενάντια στο Κάιρο. Βρισκόμαστε στον Ιούνιο. Η πλημμύρα θ' άρχιζε τον άλλο μήνα κι ο βασιλιάς της Γαλλίας (που άλλωστε δεν είχε ακόμα συγκεντρώσει τις δυνάμεις του) δε θέλησε να εκτεθεί στην περιπέτεια του Πελάγιου. Αποφασίστηκε λοιπόν να περιμένουν στη Δαμιέττη όλο το καλοκαίρι, ως το τέλος της πλημμύρας.

Αυτή η αναβολή, όσο λογική κι αν ήταν, επέτρεψε στους Αιγυπτίους ν' ανασυγκροτηθούν.

Page 162: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Σουλτάνος της Αιγύπτου, όπως είδαμε, ήταν τότε ο ες-Σαλίχ Εγιούμπ, μικρανιψιός του Μεγάλου Σαλαδίνου. Περίεργη προσωπικότητα αυτός ο αντίπαλος του Αγίου Λουδοβίκου. Γιος μιας Σουδανέζας σκλάβας, έμοιαζε μάλλον με μιγάδα· ο χαραχτήρας του δε θύμιζε καθόλου τους μεγάλους Κούρδους σουλτάνους της πατρικής του γενιάς. Μάταια θ' αναζητήσουμε σ' αυτόν την ανοιχτή καρδιά ενός Σαλαδίνου, τις πνευματικές ανησυχίες ενός ελ-Αντίλ, την ευστροφία και την καλλιέργεια ενός ελ-Καμίλ. Οι Άραβες ιστορικοί δε μας κρύβουν καθόλου την αμηχανία τους μπροστά σ' αυτόν τον μισονέγρο εχθρό των Γραμμάτων, τον αγέρωχο και λιγομίλητο, τον σκληρό και θλιμμένο, τον απάνθρωπο και φιλοχρήματο, αναπάντεχο κληρονόμο τόσων μεγάλων αντρών, που έμοιαζε πολύ περισσότερο σαν μαύρος φύλαρχος του Ουαντάι ή του Νταρφούρ. Μα είχε υπέρ αυτού ένα μεγάλο προσόν: την ενεργητικότητα. Καταφαγωμένος απ' τα έλκη κι απ' τη φθίση, με πόδια πρησμένα, σχεδόν ετοιμοθάνατος, έδειξε, για να σώσει την κατάσταση, μιαν ανελέητη αυστηρότητα, έσφαξε χωρίς δίκη τα στρατεύματα που το 'χαν βάλει στα πόδια στη Δαμιέττη και με τις εκτελέσεις, με την τρομοκρατία, κατόρθωσε ν' ανασυντάξει και ν' αντιτάξει στους Φράγκους ανάμεσα στη Δαμιέττη και στη Μανσούρα, για να τους κλείσει το δρόμο του Καΐρου, έναν γερό στρατό από Μαμελούκους.

Στο μεταξύ, η εποχή της πλημμύρας είχε περάσει, οι ενισχύσεις που περίμενε ο Λουδοβίκος Θ' είχαν έρθει, με αρχηγό τον αδερφό του Αλφόνσο του Πουατιέ· είχε φτάσει η ώρα της εκστρατείας. Ο κόμης της Βρετάνης Πιέρ Μωκλέρ πρότεινε να καταλάβουν την Αλεξάνδρεια. Η ναυτική υπεροχή των Φράγκων έκανε χωρίς αμφιβολία σχετικά εύκολη αυτή την επιχείρηση. Αν καταχτούσαν την Αλεξάνδρεια μετά τη Δαμιέττη, θα μπορούσαν να ελέγχουν όλο το αιγυπτιακό εμπόριο, η Αίγυπτος θ' ασφυκτιούσε και πιθανότατα, ύστερ' απ' αυτό το χτύπημα, η Αυλή του Καΐρου θα ζητούσε έλεος. Μα ο κόμης του Αρτουά, που επρόκειτο να 'ναι ο κακός δαίμονας της εκστρατείας, προκάλεσε την απόρριψη αυτής της συμβουλής και, δηλώνοντας πως έπρεπε να πλήξουν την Αίγυπτο στο πιο καίριο σημείο, τους παρέσυρε στην απόφαση να βαδίσουν ενάντια στο Κάιρο. Προκάλεσε ακόμα την απόρριψη των προτάσεων του Σουλτάνου που, για να ξαναπάρει τη Δαμιέττη, προσφερόταν να επιστρέψει στους Φράγκους την Ιερουσαλήμ, την Ασκάλωνα και την Τιβεριάδα. Στις 20 του Νοέμβρη του 1249, άρχισε η πορεία ενάντια στο Κάιρο.

Η τύχη φαινόταν πάντα να ευνοεί τους Χριστιανούς. Τη στιγμή ακριβώς που άρχιζαν την εκστρατεία, ο εχθρός τους, ο σουλτάνος ελ-Σαλίχ Εγιούμπ, πέθανε στη Μανσούρα (23 Νοεμβρίου). Αυτός ο θάνατος, σ' αυτές τις τραγικές ώρες, άφηνε την Αίγυπτο χωρίς αρχηγό και σχεδόν χωρίς κυβέρνηση. Ο μοναχογιός του νεκρού, Τουράν-σαχ, είχε την έδρα του στα βάθη του Ντιαρμπεκίρ. Περιμένοντάς τον να φτάσει, η ευνοούμενη του ελ-Σαλίχ, η δραστήρια Χατζάρ εντ-Ντορ (Μαργαριταρένιο στόμα), Τουρκάλα σύμφωνα με ορισμένες πηγές, κι Αρμένισσα σύμφωνα με άλλες, κατόρθωσε, σε συμφωνία με τους ευνούχους, να κρατήσει μυστικό το θάνατο του αφέντη της και ν' αποτρέψει την αποσύνθεση του αιγυπτιακού κράτους.

Στο μεταξύ, ο Άγιος Λουδοβίκος συνέχιζε την πορεία του. Το θέατρο των επιχειρήσεων ήταν το ίδιο όπως και τον καιρό του Ιωάννη της Βριέννης, το τρίγωνο της χαμηλής πεδιάδας, που περιβαλλόταν στα βόρεια απ' τη λίμνη του Μενζαλέ, δυτικά απ' το Νείλο και νοτιοανατολικά απ' το κανάλι του Μπαχρ ες-Σεγκίρ. Στη νότια άκρη του τριγώνου αυτού, στο χώρισμα του Νείλου και του Μπαχρ ες-Σεγκίρ, προφυλαγμένος πίσω απ' το κανάλι, υψωνόταν, κόβοντας το δρόμο του Καΐρου, ο προμαχώνας της αιγυπτιακής άμυνας, η οχυρή πόλη της Μανσούρας. Για ν' ανοίξει δρόμο προς το Κάιρο, έπρεπε λοιπόν κανείς να περάσει το Μπαχρ ες-Σεγκίρ, εγχείρημα εξαιρετικά δύσκολο, γιατί έπρεπε να πραγματοποιηθεί μπροστά στις συγκεντρωμένες στη νότια όχθη του καναλιού αιγυπτιακές δυνάμεις, που στηρίζονταν στη Μανσούρα. Στις 21 του Δεκέμβρη, ο Άγιος Λουδοβίκος έφτανε στο σημείο εκκίνησης, στη βορινή όχθη της διώρυγας. Μπόρεσε να υπολογίσει όλη τη δυσκολία του προβλήματος, αφού μάλιστα, από άγνωστα περάσματα της διώρυγας, οι Αιγύπτιοι περνούσαν στη βορινοί όχθη ίλες ιππικού που έκαναν τη νύχτα αιφνιδιασμούς γύρω απ' το γαλλικό στρατόπεδο κ' έσφαζαν απομονωμένους στρατιώτες. Εξαιτίας αυτών των αιφνιδιασμών, ο Άγιος Λουδοβίκος διέταξε να περιβάλουν το στρατόπεδο με τάφρους κι αναχώματα.

Page 163: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Ο Άγιος Λουδοβίκος δοκίμασε πρώτα ν' αποξηράνει την κοίτη του Μπαχρ ες-Σεγκίρ κατασκευάζοντας ένα φράγμα, που θα έτρεπε τα νερά της διώρυγας αυτής προς το Νείλο. Για να προστατεύσει τους εργάτες του απ' τα βέλη του μουσουλμανικού στρατού, που απ' την άλλη όχθη προσπαθούσε να παρεμποδίσει την εργασία τους, κατασκεύασε ένα ολόκληρο σύστημα ξύλινους πύργους και καταπέλτες. Αλλά πάνω απ' τη διώρυγα, οι Αιγύπτιοι περιχύνανε τις μηχανές με αναμμένη νάφθα και προκαλούσαν πυρκαγιές και τρομερά εγκαύματα στους χειριστές τους. Αυτοί οι πίδακες της νάφθας περιγράφηκαν παραστατικά απ' τον Ζουανβίλ. «Το υγρόν πυρ κατέφθανε σε πίδακες, που μπροστά είχαν το πάχος ενός μουστοβάρελου κ' η φλογάτη ουρά τους ήταν παχιά σαν ένα χοντρό κοντάρι. Έκανε τέτοιο πάταγο φτάνοντας, που θα 'λεγες πως ήταν κεραυνός ή κανένας ιπτάμενος δράκος, έριχνε τόσο μεγάλη λάμψη, που τη νύχτα έβλεπες στο στρατόπεδο σα να 'ταν μέρα». Στην κάθε βολή, οι Χριστιανοί πέφτανε στα γόνατα και στους αγκώνες «και ο Άγιος Λουδοβίκος ύψωνε τα χέρια προς τον Κύριο κ' έλεγε με δάκρυα στα μάτια. Κύριε και Θεέ μου, φύλαξε τους ανθρώπους μου!» Άλλωστε όσο στη βόρεια όχθη του Μπαχρ ες-Σεγκίρ οι Φράγκοι σκαπανείς προωθούσαν το φράγμα τους, τόσο στη νότια οι Αιγύπτιοι σκαπανείς ανέσκαβαν την όχθη φαρδαίνοντας ανάλογα την κοίτη της διώρυγας κ' εξουδετερώνοντας έτσι την προσπάθεια του εχθρού.

Έπρεπε να βρεθεί κάτι άλλο. Ο Άγιος Λουδοβίκος έμαθε επιτέλους από κάποιον Βεδουίνο ή κάποιον Κόπτη την ύπαρξη ενός περάσματος ανατολικότερα, σ' ένα σημείο που οι Αιγύπτιοι δεν το επιτηρούσαν καλά. Αφού εμπιστεύτηκε τη φρούρηση του στρατοπέδου στον δούκα της Βουργουνδίας, οδήγησε το στρατό τη νύχτα, στις 7 του Φλεβάρη του 1250, στο σημείο που του 'χε υποδείξει ο πληροφοριοδότης του. Την Τρίτη, στις 8 του Φλεβάρη, την αυγή, άρχισε η διάβαση. Η επιχείρηση αργούσε, γιατί το πέρασμα ήταν πολύ πιο βαθύ απ' όσο νόμιζαν, με γλιστερούς κι απότομους όχτους. Ο κόμης του Αρτουά, που με τους Ναΐτες αποτελούσε την προφυλακή, πέρασε πρώτος. Σε λεπτομερειακές κι αυστηρές οδηγίες, ο Λουδοβίκος Θ' του 'χε δώσει εντολή να περιμένει, πριν ξεκινήσει, για να περάσει όλος ο υπόλοιπος στρατός. Όμως ο Ροβέρτος, παρακούοντας αυτή την εντολή, μόλις πέρασε στην αντίπερα όχθη, σπιρούνισε τ' άλογό του, παρέσυρε τους ιππότες του κι όρμησε επικεφαλής τους ενάντια στο αιγυπτιακό στρατόπεδο.

Ο αιφνιδιασμός ήταν πλήρης. Οι αιγυπτιακές προφυλακές σφάχτηκαν επιτόπου σε λίγα δευτερόλεπτα· το στρατόπεδο καταλήφθηκε, όλοι ανατράπηκαν, σκοτώθηκαν ή τράπηκαν σε φυγή. Ο εμίρης Φαχρ εντ-Ντιν, ο Αιγύπτιος αρχιστράτηγος, μόλις είχε βγει απ' το λουτρό και του έβαφαν τα γένια με κινά, όταν τον ξεσήκωσαν οι φωνές των φυγάδων. Χωρίς να προφτάσει να φορέσει την πανοπλία του, καβάλησε ένα άλογο κ' έτρεξε να μάθει τι συμβαίνει. Οι Ναΐτες κατέφθαναν σαν σίφουνας. Δέχτηκε μια κονταριά στο πλευρό και κυλίστηκε χάμω νεκρός, ενώ οι Φράγκοι απομακρύνονταν καλπάζοντας προς τη Μανσούρα.

Γιατί —ασυγχώρητο λάθος— ο Ροβέρτος του Αρτουά, μετά τον αιφνιδιασμό του αιγυπτιακού στρατοπέδου, δε σκέφτηκε να σταματήσει. Μάταια ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών τον παρακαλούσε να περιμένει το βασιλιά. Αποκάλεσε τον μεγάλο μάγιστρο «πουλάρι» και δειλό. «Οι Ναΐτες δε συνηθίζουν να φοβούνται, απάντησε ο γέροντας. Θα σας ακολουθήσουμε, αλλά να ξέρετε πως κανείς μας δε θα γλιτώσει!» Μάταια κατέφθασαν καλπάζοντας στον Ροβέρτο δέκα ιππότες σταλμένοι απ' τον Λουδοβίκο Θ', διατάζοντάς τον «μ' εντολή του βασιλιά» να σταματήσει. Επαναστατημένος ολότελα, απάντησε με μια βάναυση άρνηση. Επαναλαμβάνοντας την καταδίωξη, καλπάζοντας με τα εξαντλημένα κιόλας άλογά τους, χωρίς να περιμένουν καμιά ενίσχυση, χωρίς επαφή με τον κύριο όγκο του βασιλικού στρατού, χωρίς να φροντίσουν για αναγνώριση ή για προκάλυψη, χωρισμένοι σε μικρές, σκόρπιες ομάδες απ' την ορμή της επέλασής τους, ο Ροβέρτος και οι ιππότες του χύθηκαν στους δρόμους της Μανσούρας.

Την ώρα που ο Ροβέρτος τον Αρτουά διέπραττε αυτή τη μεγάλη τρέλα, οι Αιγύπτιοι είχαν την τύχη να βρουν έναν αρχηγό, τον Τούρκο Μαμελούκο Μπαϊμπάρς τον Βαλιστριδιστή, που όλη η συνέχεια

Page 164: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

της ιστορίας αυτής θα μας τον δείξει σαν έναν απ' τους καλύτερους πολεμιστές της εποχής του. Έφτασε να παρουσιαστεί αυτός ο διαλεχτός πολεμιστής για να συγκεντρώσει τους Μουσουλμάνους φυγάδες, να τους ανασυντάξει, να επωφεληθεί απ' το απίστευτο σφάλμα του κόμη του Αρτουά και να μεταβάλει τη Μανσούρα σε σημείο εκκίνησης μιας ακαταμάχητης αντεπίθεσης.

Ο κόμης του Αρτουά είχε φτάσει στο κέντρο της Μανσούρας, μπροστά στο κάστρο, όταν ο Μπαϊμπάρς, επικεφαλής του ιππικού των Μαμελούκων, του επιτέθηκε ξαφνικά. Οι ιππότες συντρίφτηκαν και, χωρισμένοι σε μικρές ομάδες, βρέθηκαν πιασμένοι σαν σε φάκα, γιατί όλες οι έξοδοι σύντομα αποκλείστηκαν από σωρούς δοκάρια και φράχτες. Σ' αυτή τη σαρακηνή πόλη με τα στενά και ύπουλα σοκάκια, άντρες, γυναίκες και παιδιά, απ' τα καφασωτά παράθυρα, συντρίβανε τους ιππότες με λογής-λογής βλήματα, ενώ σε κάθε σταυροδρόμι οι Μαμελούκοι, με γιαταγάνια και σιδερένια ρόπαλα, εκατό ενάντια σ' έναν, αποτελείωναν τους δυστυχισμένους. Ο Ροβέρτος του Αρτουά, που προσπάθησε να περιχαρακωθεί σ' ένα σπίτι, σφάχτηκε εκεί, όπως σφάχτηκε κι ο Εράρδος της Βριέννης, κι ο Ραούλ του Κουσύ, κι ο Ιωάννης του Σεριζύ, κι ο Ρογήρος του Ροζουά, κι ο Γουλιέλμος του Σώλσμπερυ, κι όλοι οι άλλοι ιππότες που είχε παρασύρει σ' αυτή την επέλαση του θανάτου.

Ο Λουδοβίκος Θ' μόλις είχε περάσει με τον κύριο όγκο του στρατού του το Μπαχρ ες-Σεγκίρ, όταν οι Μαμελούκοι, έχοντας νικήσει τις προφυλακές του, όρμησαν εναντίον του. Μπροστά σ' αυτή την ξαφνική επίθεση, βρέθηκε εντελώς απομονωμένος, χωρίς νέα (φυσικά) απ' τον Ροβέρτο του Αρτουά κι αποκομμένος απ' την οπισθοφυλακή του, που κάτω απ' τις διαταγές του δούκα της Βουργουνδίας είχε μείνει με το πεζικό στη βόρεια όχθη της διώρυγας. Η παραμικρή έλλειψη ψυχραιμίας του αρχηγού του στρατού μπορούσε να καταστρέψει το παν.

Τότε φάνηκε όλη η αξία του βασιλιά της Γαλλίας Ο Ζουανβίλ, που πληγωμένος απ' την αρχή της μάχης, τον είδε να περνάει με το σώμα του στρατού του, διατήρησε ένα αξέχαστο όραμα απ' αυτόν «τον ήρωα, που μόνος του ήταν πιο μεγάλος απ' τη μάχη».

«Σταμάτησε πάνω σ' ένα ανάχωμα. Ποτέ μου δεν είχα δει τόσο όμορφο ιππότη. Ξεχώριζε ένα κεφάλι πάνω απ' όλους τους άντρες του, με μια χρυσή περικεφαλαία κ' ένα γερμανικό σπαθί στο χέρι».

Απ' τη χαρούμενη λύσσα των Μαμελούκων, ο Λουδοβίκος Θ' υποπτεύθηκε πως κάποιο κακό θα 'χε τύχει στον κόμη του Αρτουά. Γεμάτος ψυχραιμία, επανέλαβε στους συντρόφους του τη διαταγή να συσφίξουν τις γραμμές αποφεύγοντας κάθε μεμονωμένη ενέργεια. Στο μεταξύ οι επελάσεις του ιππικού των Μαμελούκων διαδέχονταν η μια την άλλη αδιάκοπα. Στον κρότο των ταμπούρλων, των κόρνων και των κυμβάλων, οι Μουσουλμανικές ίλες στροβιλίζονταν γύρω απ' το βασιλιά γεμίζοντάς τον με βέλη και βλήματα βαλιστρίδων. Ύστερα, όταν άδειαζαν οι φαρέτρες τους, έκαναν μεταβολή παραχωρώντας τη θέση τους σε νέες ίλες.

Ο Λουδοβίκος Θ', βλέποντας το ιππικό του να δεκατίζεται απ' αυτές τις επιθέσεις, διέταξε επέλαση και μάχη εκ του συστάδην, όπου οι δικοί του θα ξανακέρδιζαν την υπεροχή τους. Πρόκειται για κείνη τη «φυγή προς τα μπρος», που αναφέρει ο Ζουανβίλ, που πενήντα χρόνια αργότερα συγκινιόταν ακόμα αναπολώντας το θαυμαστό εκείνο θέαμα: «Ήταν ένα πολύ ωραίο πολεμικό κατόρθωμα, γιατί κανένας δεν έριξε με το τόξο ή με τη βαλιστρίδα, αλλά ήταν μια σύγκρουση με σιδερένια ρόπαλα και σπαθιά ανάμεσα στους Τούρκους και στους άντρες μας». Στη χρήση των σπαθιών, οι ιππότες της Γαλλίας υπερείχαν αρχικά απέναντι στους Μαμελούκους, αλλά η αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στρατού γινόταν και πάλι συντριπτική.

Η σωτηρία του φράγκικου στρατού εξαρτιόταν τώρα μονάχα απ' το βασιλιά, κι ο ηγετικός του ρόλος ταυτιζόταν κείνη τη στιγμή με το καθήκον του απλού μαχητή. Σ' αυτό το διπλό ρόλο ήταν καταπληχτικός, «Εκείνοι που παραβρέθηκαν σ' αυτή τη μάχη, μας λέει το χειρόγραφο του Ροτελέν,

Page 165: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

έλεγαν πως «αν ο βασιλιάς δεν έδειχνε τόσο θάρρος, θα 'χαν όλοι σκοτωθεί ή αιχμαλωτιστεί».

Η ώρα ήταν τρεις κ' η μάχη εξακολουθούσε απ' το πρωί. Ο Λουδοβίκος Θ' κατάλαβε πως χρειαζόταν κάποιος ελιγμός. Ακολουθώντας τη συμβουλή του Ιωάννη του Βαλερύ, ανέβηκε την όχθη του Μπαχρ ες-Σεγκίρ ως απέναντι στο στρατόπεδο, για να ενωθεί με τον δούκα της Βουργουνδίας και το πεζικό που είχε αφήσει σε εφεδρεία. Τρομερή πορεία που στη διάρκειά της ο Αλφόνσος του Πουατιέ κι ο κόμης της Φλάνδρας Γουλιέλμος του Νταμπιέρ, που διοικούσαν την οπισθοφυλακή, αποκόπηκαν απ' τον όγκο της φάλαγγας και κυκλώθηκαν απ' τους Μαμελούκους. Το σώμα στρατού του ίδιου του βασιλιά ήταν σαν πνιγμένο ανάμεσα στις εχθρικές μάζες. Για μια στιγμή έξι Μαμελούκοι κύκλωσαν τον Λουδοβίκο Θ' κι αρπάζοντας τα χαλινάρια του αλόγου του, τον τραβούσαν αιχμάλωτο. Ελευθερώθηκε με δυνατές σπαθιές. Η μάχη πραγματικά κατακερματιζόταν σ' ένα πλήθος χωριστές συμπλοκές που ο Ζουανβίλ μας άφησε μια ζωντανή περιγραφή τους. Ο αρχιδικαστής είχε αναλάβει, μαζί με τον ξάδερφο του Ιωάννη της Νελ, να υπερασπίσει μια δευτερεύουσα διώρυγα, παράλληλη με την Μπαχρ ες-Σεγκίρ. Σ' αυτή την άγρια άμυνα, μέσα στις κραυγές του θανάτου και στις επιθέσεις του ιππικού των Μαμελούκων, μέσα στα βέλη που έπεφταν βροχή και στο υγρό πυρ, οι δυο καλοί ιππότες μπορούσαν ν' αστειεύονται ακόμα, αναπολώντας τις βραδιές στην πατρίδα τους, την Καμπανία: «Αρχιδικαστή μου, έλεγε ο κόμης, ας αφήσουμε αυτό το σκυλολόι να ουρλιάζει, αλλά, μα τη σκούφια του Θεού, να μια μάχη που θα μπορέσουμε να την αφηγηθούμε κάποτε μπροστά σε όμορφες κυρίες!» Τότε είδε να περνάει βαριά πληγωμένος ο κόμης της Βρετάνης Πιέρ Μωκλέρ. «Είχε δεχτεί μια σπαθιά στο πρόσωπο και το αίμα έτρεχε στο στόμα. Είχε παρατήσει τα γκέμια και κρατιόταν απ' τη σέλλα με τα δυο του χέρια».

Στο μεταξύ οι βαλιστριδιστές, που ήταν απαραίτητοι για ν' αντιμετωπίσουν τους Μαμελούκους τοξότες, είχαν μείνει στα βόρεια του καναλιού, που ήταν τόσο βαθύ που μόλις το ιππικό μπορούσε να το περάσει. Το πεζικό ήταν υποχρεωμένο να παρακολουθεί άπραχτο απ' την άλλη όχθη την πανωλεθρία των ιπποτών. Η πεισματική αντίσταση του Λουδοβίκου Θ' έδωσε σ' αυτούς τους γενναίους τον καιρό να επέμβουν. Με μύριες προσπάθειες κατόρθωσαν να ρίξουν πάνω απ' το κανάλι ένα πρόχειρο γεφύρι και κατά το βράδυ, καθώς έγερνε ο ήλιος, τους είδαν να ξεχύνονται στο πεδίο της μάχης. Η επέμβασή τους έκρινε την έκβαση της μάχης. Όταν οι Αιγύπτιοι τους είδαν να ετοιμάζουν τις βαλιστρίδες, έκαναν μεταβολή κ' εξαφανίστηκαν.

Ο βασιλιάς της Γαλλίας ήταν εξαντλημένος, αλλά εξακολουθούσε να παραμένει αλύγιστος. Ο Ζουανβίλ έτρεξε κοντά του, του 'βγαλε την επίχρυση περικεφαλαία του που τον έπνιγε, και του φόρεσε το «σιδερένιο κάλυμμά» του. Ο ήλιος έδυε πίσω απ' το Νείλο και τα κανάλια του. Οι Αιγύπτιοι υποχωρούσαν. Ο στρατός του βασιλιά της Γαλλίας έμεινε κύριος του πεδίου της μάχης. Είχε την περηφάνια να στήσει τις σκηνές του κοντά στο παλιό αιγυπτιακό στρατόπεδο. Αυτή η τρομερή μάχη τέλειωνε λοιπόν με μια νίκη, νίκη ακριβά πληρωμένη, γεμάτη επικίνδυνα επακόλουθα, ωστόσο νίκη, που τη χρωστούσαν στο προσωπικό θάρρος, στην ψυχραιμία και στον ηρωισμό του Γάλλου Βασιλιά. Ο υπομάγιστρος των Ιωαννιτών Ιωάννης του Ροναί, που ήρθε να συγχαρεί τον Λουδοβίκο Θ', είχε το θλιβερό προνόμιο ν' αναγγείλει στο βασιλιά το θάνατο του αδερφού του. «Πλησίασε το βασιλιά, μας λέει ο Ζουανβίλ, και φίλησε το σιδερογαντοφορεμένο χέρι του. Ο βασιλιάς τον ρώτησε αν ήξερε τίποτα για τον κόμη του Αρτουά. Κι ο Ιωάννης του Ροναί του είπε πως ήξερε βέβαια, δηλαδή πως σίγουρα ο κόμης ήταν τώρα στον Παράδεισο». Τότε η καρδιά του βασιλιά-ιππότη, αυτού του ατσαλένιου πολεμιστή που, ολόκληρη τη μέρα, αλύγιστος, είχε βαστάξει το βάρος ολόκληρου στρατού, κ' είχε αντιμετωπίσει ασυγκίνητος τους πιο τρομερούς κινδύνους, τις πιο απελπιστικές καταστάσεις, φανερώθηκε γυμνή. Αυτός ο νικητής δεν ήταν πια παρά ένας δυστυχισμένος άνθρωπος που πενθούσε κλαίγοντας τον αδερφό του. «Ε! Κύριε, του είπε ο υπομάγιστρος, παρηγορηθείτε, γιατί ποτέ τέτοια δόξα δεν έλαχε σε Γάλλο Βασιλιά. Σήμερα περάσατε το ποτάμι, νικήσατε και διώξατε απ' το πεδίο της μάχης τους εχθρούς σας, τους πήρατε τις πολεμικές τους μηχανές και κοιμόσαστε νικητής στο στρατόπεδό τους!» «Κι ο βασιλιάς απάντησε: Ας είναι ευλογημένο τ' όνομα του Θεού, ό,τι κι αν προστάζει, και χοντρά δάκρυα κυλούσαν απ' τα μάτια του». Δάκρυα χριστιανού ήρωα, το βράδυ μιας νίκης, βγαλμένα απ' την πιο

Page 166: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τρυφερή ίσως καρδιά που γνώρισε αυτός ο αιώνας μετά τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης.

Ο βασιλιάς της Γαλλίας όμως δεν είχε καιρό ούτε να κλάψει τους νεκρούς του, ούτε να γευτεί την περηφάνια να κοιμηθεί στο πεδίο της μάχης. Το μέλλον παρουσιαζόταν απειλητικό. Την ίδια νύχτα, ενώ ο Ζουανβίλ, εξαντλημένος και πληγωμένος, αναπαυόταν λίγο στη σκηνή του, αναγκάστηκε να πάρει τα όπλα για ν' αντιμετωπίσει μιαν έφιππη περίπολο των Μαμελούκων. «Οι ιππότες μου γύρισαν όλοι πληγωμένοι. Σηκώθηκα, έριξα ένα παπλωματένιο χιτώνιο στην πλάτη μου κ' ένα σιδερένιο κάλυμμα στο κεφάλι κι αποκρούσαμε τους Σαρακηνούς, αλλά έστειλα να ειδοποιήσουν το Βασιλιά να μας βοηθήσει, γιατί ούτε εγώ ούτε οι ιππότες μου μπορούσαμε να φορέσουμε τους αλυσιδωτούς μας θώρακες απ' τα τραύματά μας».

Τη μεθεπομένη Παρασκευή, 11 του Φλεβάρη, το ιππικό των Μαμελούκων, το αιγυπτιακό πεζικό και οι Βεδουίνοι άταχτοι όρμησαν ενάντια στο στρατόπεδο. Κι αυτή τη φορά ο Βασιλιάς έδωσε το παράδειγμα της ψυχραιμίας. Το χειρόγραφο του Ροτελέν τον χαρακτηρίζει ατρόμητο και άψογο ιππότη. «Ούτε ένας μυς του προσώπου του δε συσπάστηκε». Το στρατιωτικό τμήμα του Καρόλου του Ανζού βρέθηκε μια στιγμή κυκλωμένο κ' έτοιμο να υποκύψει. Ακούγοντας αυτή την είδηση, ο Βασιλιάς σπιρούνισε τ' άλογό του κι όρμησε, με το σπαθί στο χέρι, στο πιο πυκνό σημείο των εχθρικών γραμμών, πέρασε κάτω από κρουνούς υγρού πυρός, που ευτυχώς δεν έκαψαν παρά την υπουρίδα του αλόγου του κι απάλλαξε τον αδερφό του απ' τον κλοιό. Απ' τη μεριά του καναλιού, ο κόμης της Φλάνδρας Γουλιέλμος του Νταμπιέρ μαχόταν κι αυτός παλικαρίσια και με μια λυσσαλέα αντεπίθεση, προξένησε στον τομέα του πανωλεθρία στους Μαμελούκους. Πιο κάτω, τον Αλφόνσο του Πουατιέ, που βρέθηκε κυκλωμένος κ' αιχμάλωτος κιόλας, τον απελευθέρωσαν αναπάντεχα οι υπηρέτες του στρατού, οι άντρες κ' οι γυναίκες της επιμελητείας, οι χασάπηδες και οι καντινιέρισσες, που του άνοιξαν δρόμο με τις χασάπικες μαχαίρες τους. Ας σημειώσουμε άλλωστε πως οι περισσότεροι απ' τους φεουδάρχες είχαν διατάξει τους ιππότες τους να ξεπεζέψουν, έτσι που οι επελάσεις του ιππικού των Μαμελούκων τσακίστηκαν πάνω στον τοίχο των πεζών ιπποτών. Η διήγηση του Ζουανβίλ μας θυμίζει απ' αυτή την άποψη τη μάχη των Πυραμίδων, και τα κοντάρια των πεζών ιπποτών παίζουν εδώ τον ίδιο ρόλο που έπαιξαν αργότερα οι ξιφολόγχες του Βοναπάρτη.

Αυτός ο στρατός ηρώων και αγίων νίκησε την ορμή των Μαμελούκων. Το βράδυ, οι Αιγύπτιοι, αποθαρρυμένοι κ' έχοντας υποστεί βαριές απώλειες, υποχώρησαν προς τη Μανσούρα. Ο θαυμαστός βασιλιάς της Γαλλίας, που σ' αυτόν περισσότερο από κάθε άλλον οφειλόταν η νίκη, συγκέντρωσε τότε τους φεουδάρχες του και μ' έναν ευγενικό λόγο, εξήρε το έργο που πραγματοποιήθηκε ευχαριστώντας το Θεό για την τιμή που τους είχε κάνει επιτρέποντάς τους να καταλάβουν το αιγυπτιακό στρατόπεδο «όπου είμαστε τώρα εγκαταστημένοι» και ν' αποκρούσουν όλες τις επιθέσεις των εχθρών «εμείς πεζοί κι αυτοί έφιπποι!»

Ύστερ' απ' τη διπλή αυτή νίκη, η φρόνηση υπαγόρευε στους Γάλλους να μην επιμείνουν και να γυρίσουν στη Δαμιέττη, όσο ήταν ακόμα καιρός. Δυστυχώς ο Λουδοβίκος Θ' πίστεψε πως το καθήκον του σαν στρατιώτη του απαγόρευε να υποχωρήσει. Σφάλμα ανάλογο με κείνο που θα διέπραττε ο Ναπολέων, αν επέμενε να μείνει στη Μόσχα μετά την πυρκαγιά. Για πενήντα πέντε μέρες, απ' τις 11 του Φλεβάρη ως τις 5 τ' Απρίλη, ο Λουδοβίκος έμεινε στις όχθες του Μπαχρ ες-Σεγκίρ. Μοιραία παραμονή. Μια φοβερή επιδημία, ένα είδος «ισπανικής γρίπης», με τα χαρακτηριστικά της δυσεντερίας και του τυφοειδούς πυρετού, έπεσε στο στράτευμα. Επιπλέον ο σουλτάνος Τουράν-σαχ, που 'χε φτάσει στο μεταξύ στο Κάιρο, διέταξε να ναυπηγήσουν στο Νείλο ένα στολίσκο, που σύντομα διέκοψε κάθε επικοινωνία ανάμεσα στη Δαμιέττη και στο χριστιανικό στρατόπεδο, παρεμποδίζοντας τον ανεφοδιασμό του Λουδοβίκου Θ'. Έτσι στον τύφο προστέθηκε κ' η πείνα, εξαντλώντας εντελώς αυτό το θαυμαστό στρατό που, χωρίς μάχη, έλιωνε μέρα με τη μέρα.

Μπροστά σ' αυτή την κατάσταση, ο Λουδοβίκος Θ' αποφάσισε επιτέλους την υποχώρηση. Ξαναπέρασε το Μπαχρ ες-Σεγκίρ και ξαναπήρε το δρόμο της Δαμιέττης, ενώ τον καταδίωκε κατά

Page 167: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πόδας και σε λίγο τον κύκλωσε ολόκληρο το ιππικό των Μαμελούκων. Οι πιστοί του του πρότειναν να σωθεί είτε πάνω σ' ένα γοργό άλογο, είτε με βάρκα απ' το Νείλο. Αρνήθηκε μ' αγανάχτηση ν' αποχωριστεί το στρατό του. Οι επιθέσεις των Μαμελούκων, συνοδευόμενες από βροχή βελών, ενάντια σ' όλα τα σημεία της φράγκικης φάλαγγας, που προσπαθούσαν να τη διασπάσουν, δεν έπαυαν ούτε μέρα ούτε νύχτα. Οι Γάλλοι στρατιώτες, υποφέροντας τρομερά σωματικά μαρτύρια — γενική δυσεντερία, δερματικές αρρώστιες, φλόγωση του βλεννογόνου, πρησμένα ούλα— είχαν καταντήσει κινούμενες σκιές. Με θαυμαστό ηθικό σθένος, ο Λουδοβίκος Θ' κατόρθωσε να γαλβανίσει αυτό το στρατό των τυφικών και των ετοιμοθάνατων. Αν και ριγώντας ο ίδιος απ' τον πυρετό κ' εξαντλημένος απ' την εντερίτιδα, κατόρθωσε να διατηρήσει την πειθαρχία στη φάλαγγά του και την οδήγησε ως την πολίχνη του Χαραμσάχ, στα μισά του δρόμου προς τη Δαμιέττη, ανέπαφη, προβάλλοντας συνεχώς τα κοντάρια προς όλες τις κατευθύνσεις. Μα αυτός κ' οι δικοί του είχαν ξεπεράσει τα όρια της ανθρώπινης αντοχής. Επανειλημμένα λιποθύμησε. Ο Ζουανβίλ μας τον δείχνει να προχωρεί με μεγάλο κόπο στην οπισθοφυλακή, καβάλα σ' ένα μικρό ψωράλογο, δίπλα στον Ζοφρουά του Σερζίν, που τον υπεράσπιζε ενάντια στους Μαμελούκους, «όπως ο καλός υπηρέτης προστατεύει απ' τις μύγες την κούπα του άρχοντά του», γιατί κάθε φορά που οι Σαρακηνοί τον πίεζαν από πολύ κοντά, ο Ζοφρουά, αδράχνοντας το κοντάρι του, που 'χε κρεμασμένο στη σέλλα του, και περνώντας το κάτω απ' τη μασχάλη του, ορμούσε εναντίον τους και τους ανάγκαζε να τραπούν σε φυγή».

Μα ο Λουδοβίκος Θ', εξαντλημένος απ' τον τύφο, δεν μπορούσε πια να κρατηθεί στ' άλογό του. Όταν έφτασαν στο μικρό χωριό του Μουνυάτ Αμπού Αμπνταλάχ, ο Ζοφρουά του Σερζίν τον έβαλε να πλαγιάσει ετοιμοθάνατο σ' ένα χαμόσπιτο, ενώ ο Γκωσέ του Σατιγιόν υπεράσπιζε μονάχος του τον μοναδικό δρόμο του χωριού. Σελίδα ιπποτικής εποποιίας. «Ο Γκωσέ του Σατιγιόν είχε σταθεί ακλόνητος εκεί με γυμνό σπαθί στο χέρι. Όταν έβλεπε τους Τούρκους να πλησιάζουν, ορμούσε εναντίον τους και τους κυνηγούσε. Ύστερα γύριζε, έβγαζε τα βέλη που είχαν καρφωθεί απάνω του και σηκωνόταν στους αναβολείς φωνάζοντας: Σατιγιόν. Όσοι πιστοί, γύρω μου! Κι όταν έβλεπε τους Τούρκους να μπαίνουν απ' την άλλη άκρη του δρόμου, ξιφουλκούσε ξανά κι ορμούσε εναντίον τους. Έτσι έκανε τρεις φορές». Μονάχα όταν είδαν έναν Τούρκο να φέρνει πίσω το άλογο του ήρωα με την υπουρίδα κόκκινη από αίμα, μάθανε τον επίλογο του καταπληχτικού αυτού πολεμικού κατορθώματος.

Μέσα στη γενική σύγχυση, στην απουσία του Βασιλιά, που τον νόμιζαν νεκρό, κ' ενώ οι φεουδάρχες προσπαθούσαν να 'ρθουν σε διαπραγματεύσεις με τους Αιγυπτίους στρατηγούς, το λάθος ή η προδοσία ενός αξιωματικού των πεζών προκάλεσε την άνευ όρων συνθηκολόγηση του στρατού. Οι Μαμελούκοι, μεθυσμένοι απ' τη νίκη τους, έσφαξαν επιτόπου ένα μέρος των αιχμαλώτων, δηλαδή τους περισσότερους απ' του αρρώστους. Τον ίδιο το Λουδοβίκο τον έβρισαν και τον απείλησαν, χωρίς όμως να τον κάνουν να χάσει ούτε για μια στιγμή τη γαλήνη του. «Στις απειλές τους απάντησε πως ήταν αιχμάλωτός τους και πως μπορούσαν να τον κάνουν ό,τι ήθελαν». Αυτή η ακλόνητη πραότητα, αυτός ο χριστιανικός στωικισμός, έκαναν εντύπωση στους βαρβάρους. Ο σουλτάνος Τουράν-σαχ δέχτηκε να συζητήσει: συμφωνήθηκε πως ο Βασιλιάς θα 'δινε πίσω τη Δαμιέττη για τη δική του απελευθέρωση και πως θα κατέβαλε 500.000 λίβρες της Τουρ για λύτρα του στρατού.

Η συνθήκη, όσο σκληρή κι αν ήταν, είχε το διπλό πλεονέκτημα πως απελευθέρωνε το γαλλικό στρατό κι άφηνε ανέπαφες τις φράγκικες κτήσεις της Συρίας. Θ' άρχιζε να εφαρμόζεται, όταν μια επανάσταση επανέφερε επί τάπητος τη συνθήκη και τους όρους της. Στις 2 Μαίου του 1250, ο σουλτάνος Τουράν-σαχ ανατράπηκε απ' την τουρκική φρουρά των Μαμελούκων στη διάρκεια μιας άγριας τραγωδίας, που ξεπερνάει σε φρίκη τις πιο σκοτεινές σελίδες του Τάκιτου. Ο Τουράν-σαχ, κυνηγημένος από 'να μανιασμένο πλήθος ως το Νείλο, προσπάθησε να γλιτώσει πέφτοντας στο ποτάμι. Ο άγριος Μπαϊμπάρς, με δυνατές σπαθιές, δεν τον άφηνε να βγει από κει ώσπου να μισοπνιγεί. Τότε «τράβηξαν απ' το νερό σαν ψόφιο ψάρι μ' ένα καλαμάκι» τον τελευταίο ηγεμόνα του Οίκου του Σαλαδίνου, που ξεψύχησε μπροστά στα μάτια του αιγυπτιακού πλήθους, χωρίς να σκεφτεί κανείς να τον βοηθήσει. Οι Μαμελούκοι, ξαναμμένοι ακόμα απ' το φόνο του σουλτάνου

Page 168: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

τους, λίγο έλειψε να σφάξουν και τους Γάλλους αιχμαλώτους. Ύστερα η πλεονεξία θριάμβευσε. Ένας απ' αυτούς, το «Άσπρο Πουλάρι», με τα χέρια κατακόκκινα απ' το αίμα του Τουράν-σαχ, όρμησε στη φυλακή του Αγίου Λουδοβίκου: «Τι θα μου δώσεις έμενα που σκότωσα τον εχθρό σου;» κι ο βασιλιάς αρνήθηκε να του απαντήσει. «Τέλος οι Μαμελούκοι επικύρωσαν τη συνθήκη που 'χε κλείσει ο δολοφονημένος Σουλτάνος».

Αυτή η συνθήκη, που 'χε κλειστεί με τόσους κόπους, λίγο έλειψε ν' αχρηστευθεί απ' τα γεγονότα της Δαμιέττης. Όταν ο Λουδοβίκος Θ' έφυγε για τη Μανσούρα, είχε αφήσει στη Δαμιέττη τη γυναίκα του, τη Μαργαρίτα της Προβηγκίας, έγκυο. Τη στιγμή που αιχμαλωτιζόταν ο Βασιλιάς, εκείνη έφερνε στον κόσμο ένα γιο. Ένας γέρος ιππότης ογδόντα χρονών, αφοσιωμένος υπηρέτης της οικογένειας, της παραστεκόταν σ' αυτές τις φοβερές στιγμές. Οι Μαμελούκοι μπορούσαν να προβάλουν από στιγμή σε στιγμή. Τότε ξετυλίχτηκε ένας διάλογος αντάξιος του Κορνηλίου, που μας τον αναφέρει ο Ζουανβίλ. «Πριν γεννήσει, διέταξε όλους να βγουν απ' την κάμαρά της εκτός απ' αυτόν τον ιππότη. Γονάτισε μπροστά του και τον παρακάλεσε να της δώσει ό,τι του ζητήσει. Της το ορκίστηκε. Εκείνη του ζήτησε τότε αν έφταναν οι Σαρακηνοί, να της κόψει το κεφάλι πριν πέσει στα χέρια τους. Κι ο ιππότης της απάντησε: «Κυρία, αυτό σκεφτόμουν». Αλλά δεν είχαν τελειώσει οι αγωνίες της δυστυχισμένης γυναίκας. Από τότε που έφυγε ο Λουδοβίκος Θ', η φρουρά της Δαμιέττης είχε ανατεθεί στους Ιταλούς ναύτες, Γενοβέζους και άλλους. Πανικόβλητοι, ήταν έτοιμοι να το σκάσουν εγκαταλείποντας την πόλη. Η δειλία τους κινδύνευε να προκαλέσει τη σφαγή του Βασιλιά της Γαλλίας που η Δαμιέττη αποτελούσε τα λύτρα του. Η Μαργαρίτα της Προβηγκίας, σ' αυτή την περίπτωση φέρθηκε υπέροχα. Την επομένη κιόλας του τοκετού της, κάλεσε στο προσκέφαλό της τους Ιταλούς καπετάνιους και μ' έναν παθητικό εξορκισμό κατόρθωσε να τους ξυπνήσει το συναίσθημα του καθήκοντος. «Άρχοντες, για όνομα του Θεού, μην εγκαταλείψετε αυτή την πόλη, γιατί βλέπετε πως ο κύριος και βασιλιάς μου θα 'ναι χαμένος κι όλοι οι αιχμάλωτοι μαζί του. Ή τουλάχιστον (και τους έδειχνε το παιδί που μόλις είχε γεννηθεί) λυπηθείτε αυτό το αδύναμο πλάσμα και περιμένετε ώσπου να σηκωθώ». Τέλος οι Ιταλοί αρκέστηκαν σ' έναν εκβιασμό: ήθελαν να συντηρηθούν με έξοδα της βασίλισσας. Η δραστήρια γυναίκα συγκέντρωσε 360.000 λίβρες σε εμπορεύματα, που τους τα μοίρασαν και η Δαμιέττη σώθηκε.

Ο Λουδοβίκος Θ' αντιμετώπιζε ανάλογες δυσκολίες. Έπρεπε να βρει προκαταβολές για να συμπληρώσει τα λύτρα. Ο Ζουανβίλ συμβούλεψε να κάνουν ένα δάνειο απ' τους Ναΐτες, αφού το Τάγμα έκανε ανοιχτά τον τραπεζίτη. Ο ταξιάρχης των Ναϊτών αρνήθηκε. Όσο κι αν σεβόταν τα προνόμια των Ταγμάτων, ο Λουδοβίκος Θ' αγανάχτησε. Έχοντας την εντολή του, ο Ζουανβίλ πήγε στη γαλέρα-ναυαρχίδα του Τάγματος, όπου βρίσκονταν τα χρηματοκιβώτια των ιπποτών-τραπεζιτών. «Μόλις έφτασα εκεί, ζήτησα απ' τον θησαυροφύλακα των Ναϊτών τα κλειδιά του θησαυρού κι αυτός, που μ' έβλεπε αδυνατισμένο κι αποσκελετωμένο απ' όλα όσα είχα υποφέρει στην αιχμαλωσία, αρνήθηκε. Εγώ όμως είδα σε μια γωνιά ένα τσεκούρι. Τ' άρπαξα και δήλωσα πως θα το κάνω κλειδί. Τότε ο θησαυροφύλακας συμμορφώθηκε». Χάρη σ' αυτό το αναγκαστικό δάνειο, ο Λουδοβίκος Θ', απελευθερωμένος απ' τις αιγυπτιακές φυλακές, μπόρεσε να επιβιβαστεί στις 8 του Μάη του 1250. Στις 13 αποβιβαζόταν στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας.

—οο0οο—

Ο βασιλιάς της Γαλλίας βρήκε στην Άκρα την πιο συγκινητική υποδοχή. «όλη η πολιτεία σε λιτανεία πήγε να τον προϋπαντήσει, ο κλήρος με τα ιερά του άμφια, οι ιππότες, οι αστοί, οι στρατιώτες, οι αρχόντισσες, οι δεσποσύνες, όλοι φορώντας τα καλά τους, με τις χαρμόσυνες καμπανοκρουσίες, που άρχισαν μόλις φάνηκε το καράβι του στ' ανοιχτά».

Ο Λουδοβίκος Θ', που στα πεδία των μαχών της Αιγύπτου δεν είχε κατορθώσει ν' απελευθερώσει την Ιερουσαλήμ, αποφάσισε να μείνει τουλάχιστο στη φράγκικη Συρία αρκετά για ν' αναδιοργανώσει τη χώρα και να την εξασφαλίσει απ' τις μουσουλμανικές επιθέσεις. Αυτή η παράταση της παραμονής του στην Ανατολή δεν άρεσε καθόλου στους φεουδάρχες, που βιάζονταν

Page 169: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

να γυρίσουν στη Γαλλία. Μονάχα ο Ζουανβίλ συμφωνούσε με το Βασιλιά. Μ' αυτή την ευκαιρία τον αποκάλεσαν «πουλάρι», χαρακτηρισμός κάπως υβριστικός, που, όπως είδαμε, αποδινόταν απ' τους δυτικούς στους ντόπιους Φράγκους. «Καλύτερα πουλάρι παρά τσακισμένο ψωράλογο», απάντησε ο καλός αρχιδικαστής στους συνομιλητές του. Άλλωστε ο Λουδοβίκος Θ' επέτρεψε στους δικούς του να γυρίσουν στη Γαλλία, και κράτησε μαζί του μονάχα εθελοντές.

Ο Λουδοβίκος Θ' έμεινε τέσσερα χρόνια στη Συρία, απ' τις 13 του Μάη του 1250 ως τις 24 τ' Απρίλη του 1254. Έκανε καλή δουλειά. Ξέροντας πια τις μουσουλμανικές υποθέσεις, κατάφερε να εκμεταλλευτεί την έχθρα ανάμεσα στους Μαμελούκους, κυρίους της Αιγύπτου και στην οικογένεια του Σαλαδίνου, που είχε μείνει κυρία της Συρίας. Υποστηρίζοντας πότε τους πρώτους και πότε τους δεύτερους, πέτυχε απ' τους Μαμελούκους την απελευθέρωση των στρατιωτών του, που ήταν ακόμα αιχμάλωτοι, και λίγο έλειψε μάλιστα, όπως άλλοτε ο Φρειδερίκος Β', να πετύχει την απόδοση της Ιερουσαλήμ. Όταν οι Ναΐτες τόλμησαν να εμποδίσουν την εφαρμογή της πολιτικής του (είχαν υπογράψει, ανεξάρτητα απ' αυτόν, χωριστές συνθήκες με τον σουλτάνο της Συρίας) τους έδωσε ένα αυστηρό μάθημα. Μπροστά σ' όλο το στρατό, ο Μέγας Μάγιστρος και οι αξιωματούχοι των Ναϊτών υποχρεώθηκαν να 'ρθουν, ξυπόλητοι, σαν μετανοούντες, να γονατίσουν μπροστά στον Καπετίδη και να του ζητήσουν συγνώμη για την ανυπακοή τους. Αυτή η δημόσια ταπείνωση, που επιβλήθηκε στους περήφανους ιππότες, ισοδυναμούσε με βασιλικό διάγγελμα. Πάνω από είκοσι χρόνια, οι φράγκικες αποικίες, βασίλειο χωρίς βασιλιά, ήταν η πιο αναρχούμενη δημοκρατία. Ο Λουδοβίκος Θ' εννοούσε ν' αποκαταστήσει την έννοια του κράτους και την πειθαρχία. Στη διάρκεια των τεσσάρων χρόνων της εκεί παραμονής του υπήρξε, χωρίς να 'χει τον τίτλο, ο πραγματικός βασιλιάς της χριστιανικής Συρίας. Η κοινότητα πολιτισμού του Καπετίδη και των φεουδαρχών της Άκρας ή της Τύρου, το συναίσθημα του καθήκοντος και η απόλυτη τιμιότητά του, η αφοσίωσή του στα συμφέροντα των Αγίων Τόπων, που έφτανε ως την αυτοθυσία, η καλοσυνάτη κ' ευγενική του σταθερότητα, έκαναν να γίνει δεχτή χωρίς αντίρρηση η ανόρθωση αυτή κι από κείνους ακόμα που κινδύνευαν να ζημιωθούν στα ιδιαίτερα συμφέροντά τους.

Από εδαφική άποψη, ο Λουδοβίκος Θ' έκανε τη Συρία ικανή για άμυνα, αποκαθιστώντας ή συμπληρώνοντας τις οχυρώσεις των κυριοτέρων πόλεων, του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, της Καισάρειας, της Γιάφας και της Σιδώνας. Στο πριγκιπάτο της Αντιόχειας - Τρίπολης έκανε το διαιτητή στις διαφορές της ηγεμονεύουσας οικογένειας και χειραφέτησε τον νεαρό πρίγκιπα Βοημούνδο ΣΤ', χειροτονώντας τον ιππότη, κι από τότε αυτός πρόσθεσε στο θυρεό του και τα γαλλικά εμβλήματα. Συμφιλίωσε το πριγκιπάτο της Αντιόχειας με το αρμενικό βασίλειο της Κιλικίας, αποκαθιστώντας έτσι στα βόρεια την ενότητα των χριστιανικών δυνάμεων. Ενάντια στο επίσημο Ισλάμ δε δίστασε να κλείσει πραγματική συμμαχία με τον αρχηγό των Χασισίν, «τον Γέρο του βουνού». Αυτός ο αρχηγός της φοβερής αίρεσης στην αρχή είχε δοκιμάσει να τρομοκρατήσει τον Λουδοβίκο απειλώντας τον με δολοφονία. Όταν κατάλαβε πως τέτοιες μέθοδοι δεν έχουν εδώ καμιά ελπίδα επιτυχίας και τι άνθρωπος ήταν ο βασιλιάς της Γαλλίας, του έστειλε, σαν ένδειξη φιλίας, «το πουκάμισο και το δαχτυλίδι του», χωρίς ν' αναφέρουμε έναν κρυστάλλινο ελέφαντα, ένα θαυμάσιο σκάκι και περίφημα αρώματα. Ο Λουδοβίκος θ' απάντησε στέλνοντας «πολλά χρυσαφικά, πορφυρά υφάσματα, χρυσά κύπελλα κι ασημένια χαλινάρια». Τέλος ο Άγιος Λουδοβίκος, με μια θαρραλέα πρωτοβουλία, που δείχνει πόσο τον απασχολούσε το μέλλον, έστειλε στους Μογγόλους τον φραγκισκανό Ρουμπρούκ για να πληροφορηθεί τις διαθέσεις αυτού του λαού, που η επέμβασή του στη φραγκομουσουλμανική διαμάχη μπορούσε ν' ανατρέψει εντελώς την κατάσταση.

Αν απογοητεύτηκε για μια στιγμή απ' την απάντηση που του έφερε ο απεσταλμένος, ωστόσο δεν έπαυε να 'ναι εκείνος που προαισθάνθηκε το γεγονός, που πέντε χρόνια αργότερα θ' ανακάτωνε την Ασία: την καταστροφή του χαλιφάτου της Βαγδάτης απ' αυτούς τους ίδιους τους Μογγόλους, αναπάντεχους συμμάχους της Χριστιανοσύνης2

Όταν ο Λουδοβίκος Θ', που ανακλήθηκε στη Γαλλία ύστερ' απ' το θάνατο της αντιβασίλισσας

.

Page 170: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

μητέρας του, μπάρκαρε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, στις 24 τ' Απρίλη του 1254, είχε πραγματοποιήσει στη φράγκικη Συρία σ' όλους τους τομείς, τόσο απ' την άποψη της εσωτερικής συνοχής της όσο και στο διπλωματικό πεδίο, μιαν ανόρθωση που αποτελεί έναν απ' τους μεγαλύτερους τίτλους του για το θαυμασμό μας.

Page 171: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

XVIII ΕΠΙΛΟΓΟΣ

Η ΦΡΑΓΚΙΚΗ ΑΝΑΡΧΙΑ ΚΑΙ Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΗ ΤΗΣ ΑΚΡΑΣ

Η ΑΝΟΡΘΩΣΗ ΠΟΥ ΠΡΑΓΜΑΤΟΠΟΙΗΣΕ ο Άγιος Λουδοβίκος δεν κράτησε ύστερ' απ' την αναχώρησή του. Η παρουσία του είχε αποδώσει στη φράγκικη Συρία τη συνοχή, την ενότητα, την έννοια του κράτους. Όταν αυτός έφυγε, ξανάπεσε στην αναρχία και στις πολιτικές ή εμπορικές διαμάχες της. Ο Άγιος Ιωάννης της Άκρας, επίσημη πρωτεύουσα της χώρας, που ύστερα όμως απ' την εκδίωξη των Αυτοκρατορικών είχε οργανωθεί σε αυτόνομο Δήμο, δεινοπαθούσε απ' την αντιζηλία της γενοβέζικης και της βενετσιάνικης παροικίας, που συνυπήρχαν μέσα στα τείχη της. Ένας τοπικός καυγάς για την κατοχή της εκκλησίας του Αγίου Σάββα, που βρισκόταν ανάμεσα στη γενοβέζικη και στη βενετσιάνικη συνοικία, έγινε αφορμή να ξεσπάσουν οδομαχίες ανάμεσα στους υπηκόους των δυο ιταλικών δημοκρατιών, πόλεμο που είχε σαν πραγματική επιδίωξη το μονοπώλιο του εμπορίου της Ανατολής και που στο τέλος απλώθηκε απ' τον Άγιο Ιωάννη της Άκρας σ' όλη τη φράγκικη Συρία, κ' ύστερα σ' όλη τη λεκάνη της Μεσογείου. Ο «πόλεμος του Αγίου Σάββα», που άρχισε στα 1256, δυο χρόνια μετά την αναχώρηση του Αγίου Λουδοβίκου, ανάγκασε τις διάφορες χωροδεσποτείες της φράγκικης Συρίας να πάρουν το μέρος του ενός ή του άλλου: με το μέρος των Βενετσιάνων τάχθηκαν η οικογένεια των Ιμπελέν, κυρία της Βηρυτού και της Γιάφας, οι Ναΐτες, το Τευτονικό Τάγμα, οι Πιζάνοι και οι Προβηγκιανοί έμποροι· με το μέρος των Γενοβέζων πήγαν ο Φίλιππος του Μονφόρ, αυθέντης της Τύρου, οι Ιωαννίτες, οι Καταλανοί έμποροι. Αυτός ο εμφύλιος πόλεμος μπροστά στα ειρωνικά βλέμματα των Μουσουλμάνων, έφτασε σε πρωτάκουστη βιαιότητα. Στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, οι συνοικίες των διαφόρων κομμάτων γέμισαν από εσωτερικές οχυρώσεις, που ενάντιά τους το αντίπαλο κόμμα εξορμούσε με πλήθος πολεμικές μηχανές. Ύστερ' από δυο χρόνια αγώνες, ο Άγιος Ιωάννης της Άκρας έμεινε στα χέρια του βενετσιάνικου κόμματος, ενώ οι Γενοβέζοι αποσύρονταν στην Τύρο, κάτω απ' την προστασία του Φιλίππου του Μονφόρ, και η φράγκικη Συρία βρέθηκε έτσι κομμένη στα δυο (1258).

Οι εχθροπραξίες επεκτάθηκαν ως το πριγκιπάτο της Αντιόχειας-Τρίπολης, όπου ο πρίγκιπας Βοημούνδος ΣΤ' είχε πάρει το μέρος των Βενετσιάνων, ενώ ο υποτελής του Βερτράνδος του Ζιμπελέ (Τζεμπαΐλ), που η οικογένειά του ήταν γενοβέζικης καταγωγής, υποστήριζε φυσικά τους Γενοβέζους. Στη διάρκεια μιας σύγκρουσης κάτω απ' τα τείχη της Τρίπολης, ο Βοημούνδος πληγώθηκε και λίγο έλειψε να σκοτωθεί απ' το χέρι του Βερτράνδου (1258). Λίγους μήνες αργότερα, καθώς ο Βερτράνδος επισκεπτόταν τ' αμπέλια του, ένας χωρικός τον δολοφόνησε για να προσφέρει το κεφάλι του δώρο στον Βοημούνδο.

Όλοι αυτοί οι αγώνες και οι τραγωδίες, με τα σπέρματα του μίσους που είχαν αφήσει στις καρδιές, θα ολοκληρώσουν την εξασθένηση της δύστυχης αυτής χώρας τις παραμονές της εισβολής.

—οο0οο—

Οι Φράγκοι ήταν το ίδιο διχασμένοι στην εξωτερική πολιτική.

Στα 1260, οι Μογγόλοι, με αρχηγό τον Χαν της Περσίας Χουλαγκιού, εγγονό του Τζεγκίς-Χαν, εισέβαλαν στη μουσουλμανική Συρία και κατέλαβαν όλες τις πόλεις της, Χαλέπι, Χάμα, Χομς και Δαμασκό, ενώ η δυναστεία του Σαλαδίνου εξαφανιζόταν μέσα σ' αυτή την επιδρομή3. Καθώς οι Μογγόλοι πολεμούσαν τις μουσουλμανικές δυνάμεις κ' επιπλέον ένα μέρος απ' αυτούς, και μάλιστα ένας απ' τους στρατηγούς τους, ο διάσημος Κιτμπουκά, ήταν χριστιανοί Νεστοριανοί, ο πρίγκιπας της Αντιόχειας-Τρίπολης, Βοημούνδος ΣΤ', σε συμφωνία με το βασιλιά της Αρμενίας, τον Μέγα Χετούν, συνένωσε αποφασιστικά τις δυνάμεις του με τις δικές τους. Μπήκε μαζί τους στο Χαλέπι και στη Δαμασκό, τις απόρθητες πόλεις όπου ποτέ δεν είχε πατήσει το φράγκικο ιππικό, και βοήθησε μαζί με τον Κιτμπουκά στη μετατροπή πολλών τζαμιών της Δαμασκού σε εκκλησίες.

Page 172: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Οι φεουδάρχες όμως του Αγίου Ιωάννη της Άκρας κάθε άλλο παρά συμμερίζονταν αυτή την πολιτική. Τρομαγμένοι απ' τη γειτονία των Μογγόλων, δε δίστασαν να κλείσουν μια συνθήκη εναντίον τους με τους υπερασπιστές του Ισλάμ, με τους Μαμελούκους της Αιγύπτου. Επέτρεψαν στους Μαμελούκους να χρησιμοποιήσουν το φράγκικο έδαφος για να επιτεθούν ενάντια στο μογγολικό στρατό κατοχής και προπάντων χάρη σ' αυτή την «ευμενή ουδετερότητα», οι Μαμελούκοι αρχηγοί Κουτούζ και Μπαϊμπάρς κατόρθωσαν, στις 3 του Σεπτέμβρη του 1260, να συντρίψουν και να σκοτώσουν τον Κιτμπουκά στη μάχη του Αϊντζαλούντ, στη Γαλιλαία. Οι Μογγόλοι απωθήθηκαν ξανά στην Περσία κ' οι Μαμελούκοι προσάρτησαν τη μουσουλμανική Συρία στην Αίγυπτο.

Αν οι φεουδάρχες της Άκρας υπολόγιζαν στην ευγνωμοσύνη των Μαμελούκων, απατήθηκαν οικτρά. Ο Μαμελούκος αρχηγός Μπαϊμπάρς, που στο μεταξύ ανέβηκε στο θρόνο του Καΐρου, αφού δολοφόνησε τον προκάτοχό του, δεν ήταν άνθρωπος να σκοτιστεί για τον όρκο που 'χε δώσει. Πραγματικά μεγάλη προσωπικότητα αυτός ο Τούρκος της Ρωσίας, με τα γαλανά μάτια, με το πελώριο ανάστημα και που είχε ίσως στις φλέβες του λίγο αίμα ενός Ιβάν του Τρομερού κ' ενός Μεγάλου Πέτρου. Αγορασμένος, όπως τόσοι όμοιοί του, στα σκλαβοπάζαρα της Κριμαίας, ο καταπληχτικός αυτός τυχοδιώχτης, όταν μπήκε ανάμεσα στους Μαμελούκους μισθοφόρους, τους έσωσε δυο φορές, αυτούς και το Ισλάμ, σταματώντας πρώτα τον Άγιο Λουδοβίκο στη Μανσούρα, διώχνοντας ύστερα τους Μογγόλους απ' τη Συρία. Αφού έφτασε στο θρόνο της Αιγύπτου ύστερ' από πολλές δολοφονίες —τον άγριο φόνο του τελευταίου αντιπροσώπου της οικογένειας του Σαλαδίνου, τον ολότελα προδοτικό φόνο του ίδιου του αρχηγού του, του προσωπικού του φίλου, του προκατόχου του Μαμελούκου σουλτάνου Κουτούζ— ο Μπαϊμπάρς, όταν βρέθηκε στο Θρόνο, εξαγόρασε αυτά τα εγκλήματα με το ν' αναδειχθεί ένας απ' τους πιο μεγάλους πολιτικούς της εποχής του. Άγριο και ύπουλο θηρίο, μα μεγαλοφυής στρατιώτης και ασύγκριτος Κυβερνήτης. Οι Φράγκοι θα 'χουν ν' αντιπαλέψουν στο μέλλον μ' αυτόν τον φοβερό αντίπαλο — ίδιο θεό της δράσης και της νίκης.

Οι καταχτήσεις του Μπαϊμπάρς υπήρξαν κεραυνοβόλες. Στις 27 του Φλεβάρη του 1265, κατελάμβανε την Καισάρεια, στις 26 τ' Απρίλη το Αρσούφ, στις 25 Ιουλίου του 1266 το κάστρο των Ναϊτών, στο Σαφέντ, στις 7 του Μάρτη του 1268 τη Γιάφα, στις 15 τ' Απρίλη το οχυρό του Μπωφόρ, που ανήκε στους Ναΐτες. Το δεύτερο δεκαπενθήμερο του Μάη του 1268, έπαιρνε την Αντιόχεια και περιόριζε τον Βοημούνδο ΣΤ' στην κομητεία της Τρίπολης. Η αναγγελία μιας όγδοης Σταυροφορίας, με αρχηγό τον Λουδοβίκο Θ', ξανάδωσε κάποια ελπίδα στους Χριστιανούς, αλλά η μοιραία εκτροπή της εκστρατείας αυτής προς την Τύνιδα κι ο θάνατος του Αγίου Λουδοβίκου ολοκλήρωσαν την απόγνωσή τους (1270). Ο Μπαϊμπάρς, ήσυχος πια απ' αυτή την πλευρά, πήρε απ' τους Ναΐτες το κάστρο τους του Σαφίτ ή Σαφίτα ή Σαστέλ- Μπλαν (Φλεβάρης του 1271), κ' ύστερα, κατέλαβε απ' τους Ιωαννίτες, το 'να μετά το άλλο, τους πύργους και τους περίβολους του απόρθητου κάστρου Κρακ των Ιπποτών (15 του Μάρτη —8 τ' Απρίλη του 1271).

Οι τελευταίες φράγκικες κτήσεις φαινόταν να βρίσκονται στα πρόθυρα της πτώσης τους. Η αποβίβαση όμως στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας, στις 9 του Μάη του 1271, του πρίγκιπα Εδουάρδου της Αγγλίας, του μέλλοντα βασιλιά Εδουάρδου Α', έδωσε μιαν ανέλπιστη αναβολή. Ο Εδουάρδος ήταν ένα απ' τα καλύτερα πολιτικά πνεύματα της εποχής του, καλός στρατιώτης, καλός διπλωμάτης, σοβαρός Χριστιανός· απάλλαξε απ' την πίεση, με αποτελεσματικές έφιππες εξορμήσεις, την περιοχή του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, ξανασυνέδεσε την πολύτιμη συμμαχία κ' ενέπνευσε στον Μπαϊμπάρς, εκτός απ' το σεβασμό στα φράγκικα όπλα, την πεποίθηση πως η Ευρώπη δεν είχε πάψει να ενδιαφέρεται για τις αποικίες της. Στις 22 τ' Απρίλη του 1272, ο φοβερός σουλτάνος παραχώρησε στους Χριστιανούς του Αγίου Ιωάννη της Άκρας μιαν ανακωχή δέκα χρόνων και δέκα μηνών.

Αυτή την αναστολή οι Φράγκοι τη χρησιμοποίησαν για να ξαναρχίσουν τους καυγάδες τους. Ο βασιλιάς Ούγος Γ' της Κύπρου, απ' τα 1269 προσπαθούσε να πετύχει κάποια συνοχή μεταξύ τους,

Page 173: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

δεν κατόρθωσε όμως να επιβληθεί4

Ως την τελευταία στιγμή, ο εμφύλιος σπαραγμός θα ερήμωνε αυτή τη δυστυχισμένη χώρα. Στην κομητεία της Τρίπολης, κατά τη βασιλεία του Βοημούνδου Ζ' (1275-1287), είχαμε τον αλληλοσπαραγμό ανάμεσα στο «ρωμαϊκό κόμμα», που το αντιπροσώπευε η μητέρα του πρίγκιπα, η Λουκία του Σένι, και στο «κόμμα των πουλαριών», που το αντιπροσώπευε ο ίδιος ο Βοημούνδος Ζ'. Οι Ναΐτες (που τους ξαναβρίσκουμε σ' όλες τις πολιτικάντικες δολοπλοκίες) κι ο κυριότερος υποτελής του Βοημούνδου Ζ', ο Γκυ του Ζιμπελέ ή Τζεμπαΐλ, πήραν θέση εναντίον του, κ' ένας πραγματικός εμφύλιος πόλεμος —πιο ανίερος απ' όλους, αν σκεφτεί κανείς πως η χώρα εκείνη τη στιγμή ήταν κυκλωμένη απ' τους Μαμελούκους— ολοκλήρωσε, απ' τα 1278 ως τα 1282, τον αποδεκατισμό της Ιπποσύνης της Τρίπολης. Το Γενάρη του 1282, ο Γκυ του Ζιμπελέ, σε συμφωνία με τους Ναΐτες, δοκίμασε να καταλάβει την Τρίπολη αιφνιδιαστικά. Έπεσε όμως ο ίδιος στην παγίδα που είχε στήσει και παραδόθηκε στον Βοημούνδο Ζ'. Εκείνος πρόσταζε και τον έριξαν ζωντανό σ' ένα υπόγειο, έχτισαν την πόρτα και τον άφησαν να πεθάνει με φριχτό θάνατο. Τόσο παράφορα ήταν τα μίση σ' αυτό τον εμφύλιο πόλεμο, που η άγρια αυτή τραγωδία γιορτάστηκε μ' ενθουσιασμό απ' τους εχθρούς του Οίκου των Ζιμπελέ και στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας οι Πιζάνοι οργάνωσαν ένα είδος θεατρικής παράστασης για να πανηγυρίσουν τα διάφορα επεισόδιά της.

. Στη Βηρυτό, η κληρονόμος του Οίκου των Ιμπελέν ζητούσε την «προστασία» του Μπαϊμπάρς εναντίον του Ούγου. Ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών, Γουλιέλμος του Μπωζέ, παρεμπόδιζε συστηματικά όλες του τις προσπάθειες ν' αποκαταστήσει την εξουσία. Απογοητευμένος ο Ούγος Γ', εγκαταλείποντας στην τύχη τους αυτούς τους ανθρώπους που επέμεναν με λύσσα να καταστραφούν, αποσύρθηκε στο ωραίο του βασίλειο της Κύπρου (1276). Τότε ο βασιλιάς της Σικελίας Κάρολος του Ανζού πρόβαλε διεκδικήσεις για το στέμμα των Αγίων Τόπων, αλλά αντί να 'ρθει ο ίδιος, αρκέστηκε να στείλει, σαν αντιπρόσωπό του, στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας τον κόμη της Μασσαλίας Ρογήρο του Σαν-Σεβερίνο μ' ελάχιστες δυνάμεις. Η διακυβέρνηση του Σαν-Σεβερίνο, με την υποστήριξη του μεγάλου μάγιστρου των Ναϊτών Γουλιέλμου του Μπωζέ, μπόρεσε τουλάχιστο να ξαναφέρει κάποια τάξη στη χώρα. Αυτή η διακυβέρνηση διακόπηκε ξαφνικά απ' την τραγωδία των Σικελικών Εσπερινών, που ανακαλώντας στην Ιταλία τον κόμη της Μασσαλίας, έβαλε τέρμα στην ανδηγαυϊκή κυριαρχία στην Ανατολή (1282). Και η αναρχία ξανάρχισε.

Για μια τελευταία φορά, οι Φράγκοι δοκίμασαν ν' ανασυγκροτηθούν γύρω απ' τη βασιλική εξουσία, προσφέροντας «το στέμμα της Ιερουσαλήμ» —ή εκείνο που εξακολουθούσαν ν' αποκαλούν μ' αυτό τ' όνομα— στο βασιλιά της Κύπρου Ερρίκο Β'. Μεγάλες γιορτές έγιναν για την άφιξη του Ερρίκου στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας και για τη στέψη του στην Τύρο (15 Αυγούστου 1286), αλλ' αυτός ο επιληπτικός και χωρίς ανδρισμό νεαρός, παίγνιο του περιβάλλοντός του και σύντομα θύμα των αδερφών του, «αυτός ο δύστυχος Κύπριος Λουδοβίκος ΙΣΤ'», όπως τον ονομάζει ο Γιόργκα, δεν είχε κανένα απ' τα προσόντα του αρχηγού. Στ' ανοιχτά του Αγίου Ιωάννη της Άκρας, Πιζάνοι και Γενοβέζοι έδιναν λυσσαλέες ναυμαχίες (Μάης του 1287). Στην Τρίπολη, με το θάνατο του Βοημούνδου Ζ' (19 του Οκτώβρη του 1287), ο πληθυσμός, αρνούμενος ν' αναγνωρίσει την αδερφή του, οργανώθηκε σε ανεξάρτητο Δήμο. Μ' ένα περίεργο μανιφέστο, οι αστοί της Τρίπολης κήρυξαν έκπτωτη τη δυναστεία του Βοημούνδου, απαριθμώντας σ' αυτό τα παράπονά τους ενάντια στην τυραννία του και διακηρύττοντας την αμετάκλητη θέλησή τους ν' αυτοκυβερνηθούν «για να διατηρήσει ο καθένας τα δίκαια και τα δικαιώματά του». Ύστερα όμως έσπευσαν να μπουν κάτω απ' την προστασία της Γένοβας. Μάταια ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών Γουλιέλμος του Μπωζεέ προειδοποιούσε αυτούς τους περήφανους επαναστάτες πως δεν ήταν πια καιρός για τέτοιες διενέξεις, πως οι ίλες των Μαμελούκων πλησίαζαν. Εκείνοι απαντούσαν με αμεριμνησία «να πάψουν να τους φοβερίζουν με το σκιάχτρο του πολέμου».

Οι Μαμελούκοι όμως είχαν φτάσει. Στα τέλη του Φλεβάρη του 1289, ο σουλτάνος Καλαούν, με 40.000 καβαλάρηδες και 100.000 πεζούς, πολιόρκησε την Τρίπολη. Στις 20 τ' Απρίλη, Βενετσιάνοι και Γενοβέζοι, που οι καυγάδες τους είχαν τόσο συντελέσει στην εξασθένηση της παλιάς κομητείας, εγκατέλειπαν τους Γάλλους στην τύχη τους και μπάρκαραν κρυφά στα καράβια τους μ' όλα τους τα

Page 174: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

πλούτη. Ο Σουλτάνος, που έμαθε αυτή τη λιποταξία, διέταξε γενική επίθεση και κατέλαβε την πόλη (26 τ' Απρίλη του 1289).

Η «μαμελούκικη» σφαγή ήταν τρομερή. «Οι κάτοικοι, γράφει ο Αμπούλ Φιντά, τράπηκαν σε φυγή προς το λιμάνι, πολύ λίγοι όμως κατόρθωσαν να μπαρκάρουν. Οι περισσότεροι απ' τους άντρες σφάχτηκαν· τις γυναίκες και τα παιδιά τους πήραν σκλάβους. Όταν σταμάτησε το μακελειό, ισοπέδωσαν εντελώς την πόλη. Κοντά στην πόλη ήταν ένα νησάκι όπου υψωνόταν μια εκκλησία του Αγίου Θωμά. Εκεί κατέφυγε ένα τεράστιο πλήθος. Οι Μουσουλμάνοι ορμούσαν έφιπποι στη θάλασσα ή έφταναν κολυμπώντας στο νησί. Όλοι οι άντρες που βρίσκονταν εκεί σφάχτηκαν. Πήγα λίγο καιρό αργότερα σ' αυτό το νησάκι και το βρήκα γεμάτο σαπισμένα πτώματα. Ήταν αδύνατο ν' αντέξεις τη δυσωδία». Απ' όλο αυτό τον πολύβουο πληθυσμό, εμπόρους, εργάτες, βιοτέχνες, γιατρούς και σπουδαστές, το καμάρι της Ανατολής, δεν έμενε παρά μονάχα, για μερικούς μήνες, η δυσωδία αυτών των πτωμάτων που η ανάμνησή της, είκοσι χρόνια αργότερα, καταδίωκε ακόμα τον Αμπούλ Φιντά. Αξιοθρήνητος επίλογος, τόσων κομματικών παθών και πολιτικής τύφλωσης, που εύκολα όμως μπορούσε να τον προβλέψει κανείς.

—οο0οο—

Στο μεταξύ έφτασε στον Άγιο Ιωάννη της Άκρας μια λαϊκή ιταλική Σταυροφορία, από προσκυνητές στρατιωτικά απροετοίμαστους και χωρίς πειθαρχία, που ο επικίνδυνος ζήλος τους θύμιζε το ζήλο των συμμοριών του Πέτρου του Ερημίτη. Αυτά τα έξαλλα και θεόληπτα πλήθη θα 'φερναν στο λυκόφως των Σταυροφοριών τα ίδια δεινά όπως και στην απαρχή τους. Στα 1096, λίγο έλειψε να ματαιώσουν τις Σταυροφορίες με μιαν άγρια σφαγή Εβραίων και Ούγγρων ή Ελλήνων χωρικών. Με μιαν όμοια σφαγή, στα 1291, προκάλεσαν την τελική καταστροφή.

Με το δίκιο τους οι υπεύθυνοι αρχηγοί του Δήμου της Άκρας προσπαθούσαν να καλμάρουν το φιλοπόλεμο μένος της Λαϊκής Σταυροφορίας. Μην μπορώντας ν' αναμετρηθούν με τους Μαμελούκους, οι προσκυνητές σκόρπισαν στα προάστια της Άκρας κι άρχισαν να καταληστεύουν και να σφάζουν τους άκακους Μουσουλμάνους χωριάτες, που έφερναν τα προϊόντα τους στην αγορά της πόλης. Ύστερα, γυρίζοντας στην Άκρα, οργάνωσαν «Μουσουλμανικό Εσπερινό» διατρέχοντας έξαλλοι το παζάρι και σφάζοντας όλους τους Μωαμεθανούς εμπόρους που έβρισκαν μπροστά τους. Στην εγκληματική τους μανία πέρασαν εν στομάχι μαχαίρας και πολλούς Σύρους Χριστιανούς, που, βλέποντάς τους με γένια, τους πήραν για Μουσουλμάνους.

Οι Σύροι φεουδάρχες ένιωσαν συντριβή. Μ' αυτή τη σφαγή, που διαπράχτηκε κάτω απ' το καθεστώς της ανακωχής, οι δημαγωγοί σταυροφόροι είχαν παραβεί το Διεθνές Δίκαιο, είχαν μεταθέσει όλο το άδικο στους Χριστιανούς κ' έδωσαν στους Μαμελούκους την ευκαιρία για φοβερά αντίποινα.

Πραγματικά ο σουλτάνος ελ-Ασράφ Χαλίλ, που είχε ανεβεί στο μεταξύ στο θρόνο της Αιγύπτου, δεν άφησε να του ξεφύγει μια τόσο ευνοϊκή ευκαιρία. Στις 5 τ' Απρίλη του 1291, ημέρα Πέμπτη, άρχισε την πολιορκία του Αγίου Ιωάννη της Άκρας επικεφαλής 160.000 πεζών που υποστηρίζονταν από 60.000 καβαλάρηδες κ' ένα φοβερό «πυροβολικό» από καταπέλτες.

Συγκεντρώνοντας όλες τις χριστιανικές δυνάμεις, Φράγκους της Συρίας και της Κύπρου, καινουριοφερμένους σταυροφόρους και προσκυνητές, Ιταλούς ναύτες, που τα καράβια τους ήταν ποδισμένα εκεί, η Άκρα εκείνη τη στιγμή αριθμούσε 35.000 κατοίκους περίπου, που απ' αυτούς μπορούσε να παρατάξει 14.000 πεζούς και 800 Ιππότες ή έφιππους οπλοφόρους. Τα στρατιωτικά μοναχικά Τάγματα, που με την εγωιστική τους πολιτική και με τους καυγάδες τους ήταν σε μεγάλο βαθμό υπεύθυνα για τη φράγκικη κατάπτωση, δείχθηκαν και πάλι, στην ύστατη ώρα, αντάξια της καταγωγής τους. Μπορεί να τους καταλογίσει κανείς πολλά, μα δεν μπορεί ν' αρνηθεί πως πέθαναν περήφανα.

Page 175: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Τη νύχτα, στις 15 τ' Απρίλη, επωφελούμενοι από ένα θαυμάσιο σεληνόφως, ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών Γουλιέλμος του Μπωζέ κι ο Ελβετός ιππότης Όθων του Γκρανσόν, επικεφαλής των στρατιωτών του βασιλιά της Αγγλίας, επιχείρησαν μιαν έξοδο στον βόρειο τομέα, απ' την πλευρά της ακτής. Με 300 ιππότες αιφνιδίασαν τις αιγυπτιακές προφυλακές κ' έφτασαν ως το εχθρικό στρατόπεδο· τ' άλογά τους όμως έμπλεξαν στα σκοινιά που συγκρατούσαν τις σκηνές, σήμανε συναγερμός κ' έτσι δεν μπόρεσαν, όπως ήθελαν, να πυρπολήσουν τις πολιορκητικές μηχανές. Μέσα στον Απρίλη πάλι, οι πολιορκημένοι επιχείρησαν μιαν ακόμα έξοδο, αυτή όμως τη φορά επωφελούμενοι από μια σκοτεινή νύχτα. Τα μεσάνυχτα, όλοι οι ιππότες συγκεντρώθηκαν αθόρυβα πίσω απ' την πύλη του Αγίου Αντωνίου. Οι Μαμελούκοι όμως, προειδοποιημένοι, αγρυπνούσαν. Τη στιγμή ακριβώς που το παράγγελμα «ιππεύσατε» αντηχούσε στο φράγκικο στρατό, όλο το μουσουλμανικό στρατόπεδο φωτίστηκε από δαυλούς κ' είδαν δέκα χιλιάδες Μαμελούκους να ιππεύουν. Οι ιππότες ξαναμπήκαν στην Άκρα κάτω από μια θυελλώδη εχθρική καταδίωξη.

Την Παρασκευή, 18 του Μάη, τα ξημερώματα, ο σουλτάνος ελ-Ασράφ διέταξε την τελική επίθεση. Πολυάριθμα κύμβαλα έδωσαν το σύνθημα. Οι Μαμελούκοι προχωρούσαν πεζοί σε πυκνές φάλαγγες, πλημμυρίζοντας όλη την έκταση. Εισδύοντας ανάμεσα στο εξωτερικό και στο εσωτερικό τείχος, κατέλαβαν μεμιάς τον περίφημο Καταραμένο Πύργο, απ' όπου μερικοί απ' αυτούς όρμησαν προς την πύλη του Αγίου Αντωνίου. Προς αυτή την πλευρά συγκεντρώθηκε η ύστατη αντίσταση. Ο ταξιάρχης των Ιωαννιτών Ματθαίος του Κλερμόν, υποχρέωσε για μια στιγμή τον εχθρό να υποχωρήσει. Οι Ναΐτες, κράτησαν κι αυτοί μέσα στη θύελλα. Ο χρονογράφος του Τάγματός τους, που υπήρξε ένας απ' τους ήρωες της φοβερής αυτής μάχης, μας δείχνει τον μέγα μάγιστρό τους Γουλιέλμο του Μπωζέ, να ορμάει με καμιά δεκαριά δικούς του να σταματήσει χιλιάδες επιτιθέμενους. Περνώντας, μπαίνει στο σπίτι του μεγάλου μάγιστρου των Ιωαννιτών, τον παίρνει μαζί του και βαδίζουν κ' οι δυο προς το θάνατο: συμφιλίωση στην ύστατη στιγμή —που σύντομα επισφραγίστηκε με το αίμα των δυο γερόντων— των δυο αντιζήλων Ταγμάτων, που ως τότε χωρίζονταν από ένα βαθύτατο χάσμα μίσους.

Εκείνο που επιδίωκε αυτή η δράκα των χαλύβδινων αντρών ήταν να φράξει το δρόμο ανάμεσα στους δυο περίβολους, να σώσει τον εσωτερικό περίβολο και να ξαναπάρει τον Καταραμένο Πύργο. Αλλά μπροστά στις μουσουλμανικές μάζες που ορμούσαν κύματα-κύματα, «τίποτα δεν μπορούσε να σταθεί»· οι δυο ήρωες φαίνονταν σα «να χτυπούν ένα πέτρινο τείχος». Τυφλωμένοι απ' τους καπνούς του υγρού πυρός, δεν έβλεπαν πια ο ένας τον άλλον. Έτσι μέσα σ' αυτούς τους καπνούς και στις φλόγες, μέσα στη βροχή των βελών, των βαλιστρίδων, ενώ όλοι οι άλλοι Φράγκοι είχαν υποχωρήσει, αυτοί αγωνίζονταν ακόμα βήμα προς βήμα. Η ώρα ήταν τρεις, όταν ο μέγας μάγιστρος των Ναϊτών δέχτηκε το θανατηφόρο χτύπημα. Το βέλος καρφώθηκε βαθιά κάτω απ' τη μασχάλη. «Όταν ένιωσε θανάσιμα λαβωμένος, αποσύρθηκε και νόμισαν πως τρεπόταν σε φυγή· μερικοί σταυροφόροι του Σπολέτου τον σταμάτησαν φωνάζοντας: «Για το Θεό, άρχοντά μας, μη μας εγκαταλείπετε, γιατί η πόλη είναι χαμένη!» Κι αυτός τους απάντησε: «Δε φεύγω, πεθαίνω, κοιτάξτε το χτύπημα!» Κ' είδαμε το βέλος σφηνωμένο στα πλευρά του». Οι πιστοί του τον μετέφεραν στον Οίκο των Ναϊτών, όπου ξεψύχησε.

Ο ταξιάρχης των Ιωαννιτών Ματθαίος του Κλερμόν, δεν είχε λιγότερο ωραίο τέλος. Αφού καλύφθηκε με δόξα μπροστά στην πύλη του Αγίου Αντωνίου, είχε πάρει για μια στιγμή ανάσα στον Οίκο-Κάστρο των Ναϊτών, που μπορούσε ακόμα για πολύ ν' αντιμετωπίσει τις επιθέσεις. Μόλις όμως αποχαιρέτησε το λείψανο του Γουλιέλμου Μπωζέ, γύρισε στη μάχη. «Αυτός κ' οι δικοί του σκότωσαν άπειρο πλήθος Σαρακηνούς και στο τέλος σκοτώθηκε κι αυτός κι όλοι οι δικοί του, σαν γενναίοι και θαρραλέοι ιππότες και καλοί Χριστιανοί. Ο Θεός ας αναπαύσει την ψυχή τους!» Όσο για τον μέγα μάγιστρο των Ιωαννιτών Ιωάννη του Βιλιέ, πληγώθηκε σοβαρά, αλλά κατόρθωσε να σωθεί έγκαιρα απ' τους δικούς του.

Ενώ οι Μαμελούκοι, παρά τη θυσία των Ναϊτών και των Ιωαννιτών, ορμούσαν μέσα στην πόλη απ'

Page 176: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

την πύλη του Αγίου Αντωνίου, ο Ιωάννης του Γκραγύ, αρχηγός των γαλλικών δυνάμεων κι ο Όθων του Γκρανσόν, αρχηγός των αγγλικών δυνάμεων, που είχαν υπερασπίσει για πολύ την πύλη του Αγίου Νικολάου και τον Πύργο της Γέφυρας, συντρίβονταν τελικά απ' τον όγκο των αντιπάλων. Ο Ιωάννης του Γκραγύ πληγώθηκε σοβαρά, κι ο Όθων του Γκρανσόν απωθήθηκε στο λιμάνι με τους επιζώντες. Τουλάχιστον ο Γκρανσόν κατόρθωσε να μπαρκάρει τον Γκραγύ, τον μέγα μάγιστρο των Ιωαννιτών, και άλλους τραυματίες δικούς του σ' ένα βενετσιάνικο καράβι που τους μετέφερε στην Κύπρο.

Τα διαθέσιμα όμως καράβια ήταν λίγα. Πολλά βούλιαζαν κάτω απ' το βάρος του πλήθους. Ο πατριάρχης της Ιερουσαλήμ Νικόλαος του Χανάπ, δομινικανός της επισκοπής της Ρενς, αφού τόνωσε, στη διάρκεια της πολιορκίας, με αξιόλογο ζήλο το φρόνημα των Χριστιανών, είχε βρει καταφύγιο σ' ένα πλοίο· παρασυρμένος όμως απ' την ευσπλαχνία του, δεν μπορούσε ν' αποφασίσει ν' ανοίξει πανιά και δεχόταν συνέχεια κι άλλους που έρχονταν, έτσι που στο τέλος το καράβι βούλιαξε.

Η μάζα του πληθυσμού παραδόθηκε στη μανία των Μαμελούκων. «Αυτή η μέρα υπήρξε φοβερή, γράφει ο Ναΐτης της Τύρου· οι αρχόντισσες, οι αστές και οι δεσποσύνες είχαν πάρει τους δρόμους με τα παιδιά τους στην αγκαλιά. Τρομαγμένες και κλαίγοντας τρέχανε προς το λιμάνι. Κι όταν οι Σαρακηνοί τις πρόφταιναν, ο ένας έπαιρνε τη μητέρα κι ο άλλος το παιδί. Μερικές φορές έρχονταν στα χέρια διεκδικώντας μια γυναίκα, κ' έπειτα συμφιλιώνονταν σφάζοντάς την. Αφού άρπαζαν απ' τη μάνα το παιδί που θήλαζε, το πετούσαν κάτω απ' τα πόδια των αλόγων».

Μονάχα το μοναστήρι - κάστρο των Ναϊτών κρατούσε ακόμα. Χτισμένο κοντά στη θάλασσα, με τεράστια τείχη, ήταν το ύστατο οχυρό. Μετά το θάνατο του μεγάλου μάγιστρου, ο ταξιάρχης των Ναϊτών Πιέρ του Σεβρύ και ο ταξιάρχης Τιμπώ Γκωντέν οχυρώθηκαν εκεί με τους τελευταίους επιζώντες, αφού συγκέντρωσαν στα κράσπεδα των τειχών όσα πλοιάρια διέθεταν ακόμα. Όλοι όσοι μπόρεσαν να καταφύγουν σ' αυτό το κάστρο, άντρες γυναίκες και παιδιά, σώθηκαν, κι από κει, με το βασιλιά Ερρίκο Β', μπάρκαραν για την Κύπρο. «Κι όταν όλα αυτά τα καράβια σήκωσαν πανιά, οι Ναΐτες, που έμεναν στο κάστρο τους, τους χαιρέτησαν με μια μεγάλη κραυγή, και τα καράβια απομακρύνθηκαν».

Για πολλές μέρες το κάστρο των Ναϊτών αντιμετώπισε όλες τις επιθέσεις. Ο σουλτάνος ελ-Ασράφ πρόσφερε τότε στους Ναΐτες μια τιμητική συνθηκολόγηση και την άδεια ν' αποσυρθούν στην Κύπρο. Η συμφωνία κλείστηκε πάνω σ' αυτή τη βάση. Τα λάβαρα του Σουλτάνου είχαν στηθεί κιόλας στον μεγάλο πύργο, σαν σημείο της ανακωχής, ενώ ένας εμίρης με καμιά εκατοστή Μαμελούκους, έμπαινε στο κάστρο για να παραστεί στην επιβίβαση των Χριστιανών. Αλλά στη μέθη του θριάμβου τους, οι Μαμελούκοι πρόσβαλαν τις φράγκισσες γυναίκες. Βλέποντάς το αυτό οι ιππότες, αγαναχτισμένοι, όρμησαν πάνω τους, τους εκτελέσανε, γκρέμισαν τη σημαία του Σουλτάνου και ξανάκλεισαν τις πύλες. Κι ο ταξιάρχης Πιέρ του Σεβρύ ετοιμάστηκε για καινούργια πολιορκία.

Το κάστρο, με τους υπερασπιστές του αποφασισμένους να πεθάνουν ως τον τελευταίο, ήταν απόρθητο. Ο σουλτάνος Ελ-Ασράφ κατέφυγε τότε σε μιαν ατιμία. Πρόσφερε πάλι στον Πιέρ του Σεβρύ μιαν έντιμη συνθηκολόγηση. Ο Πιέρ είχε την απρονοησία να δώσει πίστη στους όρκους του. Πήγε στον ελ-Ασράφ με μερικούς απ' τους δικούς του. Μόλις τους έβαλε στο χέρι, ο Σουλτάνος διέταξε να τους αποκεφαλίσουν. Τότε οι Ναΐτες που είχαν μείνει στο κάστρο, οι πληγωμένοι, οι άρρωστοι, οι γέροντες, αποφάσισαν ν' αντισταθούν μέχρι θανάτου. Ο Σουλτάνος υποχρεώθηκε για τρίτη φορά, ανοίγοντας πλήθος υπονόμους, να ξαναρχίσει την πολιορκία. Τα θεμέλια είχαν υποσκαφτεί, ολόκληρα τμήματα του τείχους γκρεμίζονταν, οι Ναΐτες όμως εξακολουθούσαν ν' αντιστέκονται. Στις 28 του Μάη, το ρήγμα είχε μεγαλώσει αρκετά. Ο ελ-Ασράφ διέταξε την τελική επίθεση, αλλά τα υποστηρίγματα των υπονόμων υποχώρησαν κάτω απ' το βάρος των μαζών των

Page 177: Η Ιστορία των Σταυροφοριών - Rene Grousset

Digitized by 10uk1s, Dec.2006

Μαμελούκων κι όλο το χτίριο κατέρρευσε θάβοντας στα ερείπιά του, μαζί με τους τελευταίους Ναΐτες, και τις επιτιθέμενες φάλαγγες. Ο «Ναός της Ιερουσαλήμ» παρέσυρε στην πτώση του δυο χιλιάδες ψυχές Τούρκων.

Τ' αλλά χριστιανικά οχυρά εκκενώθηκαν αμαχητί, ή Τύρος το Μάη, η Σιδώνα τον Ιούλιο, κ' η Τορτόσα τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου. Οι Ναΐτες διατήρησαν ως τα 1303 τη νησίδα του Ρουάντ, απέναντι στην Τορτόσα.

—οο0οο—

Απ' τη νησίδα του Ρουάντ, έξι αιώνες αργότερα —στα 1914 — οι «Φράγκοι» θα ξανάβαζαν πόδι στη Συρία, για να πάνε από κει, τέσσερα χρόνια αργότερα, ν' απελευθερώσουν την Τρίπολη, τη Βηρυτό και την Τύρο, την πόλη του Ραϋμόνδου του Σαιν-Ζιλ, την πόλη του Ιωάννη του Ιμπελέν, την πόλη του Φίλιππου του Μονφόρ.

Όσο για την Ιερουσαλήμ, θ' «ανακαταλαμβανόταν» στις 9 του Δεκέμβρη του 1917 απ' τους απογόνους του βασιλιά Ριχάρδου, κάτω απ' την αρχηγία του στρατάρχη Άλεμπυ.

1 Ο Αιμερί, ύστερ' απ' αυτή την αυτοεξορία, θα διατηρήσει για πολύ ακόμα την έδρα της Αντιόχειας. Η αρχιεροσύνη του, σύμφωνα με τον αββά Σαμπό, κράτησε απ' τα 1142 ως τα 1194. Ο κ. Σαμπό, απέδειξε, σύμφωνα με τον Μιχαήλ το Σύρο, πως ο Αιμερί είχε σαν διάδοχο κάποιον Αρνούλ ή Ραούλ Β' (1194 - 96 περίπου), που θα τον διαδεχτεί (κατά το 1196;) ο Πέτρος της Αγγουλέμης (Εκθ. της Ακαδημίας των Επιγραφών 1938, σελ. 460).

2 Βλ. Ρενέ Γκρουσέ: Η Αυτοκρατορία των Στεπών. Αττίλας, Τσεγγίς-Χαν, Ταμεράνος, Παρίσι, Payot 1939, σελ, 342 και επόμενες, 426 και επόμενες. Ο Ρουμπρούκ έφυγε απ' την Κωνσταντινούπολη στις 7 του Μάη του 1253, κ' έφθασε στον Μεγάλο Χαν, στη Μογγολία, στα τέλη του Δεκέμβρη. Η Βαγδάτη πάρθηκε απ' τους Μογγόλους στις 10 του Φλεβάρη τον 1268.

3 Είσοδος των Μογγόλων στο Χαλέπι, 24 του Γενάρη του 1260, και στη Δαμασκό, 1η του Μάρτη του ίδιου χρόνου. Παραπέμπω εδώ στο έργο μου Αυτοκρατορία των Στεπών (Payot 1939) σελ. 436.

4 Ο Ούγος Γ' της Αντιόχειας - Λουζινιάν, βασιλιάς της Κύπρου στα 1267, ονομάστηκε βασιλιάς της Ιερουσαλήμ στα 1269· πέθανε στα 1284.