ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

26
γ λ ω σ σ ά ρ ι αρχές της μακροοικονομικής -1-

Upload: afroditi-bali

Post on 20-Feb-2016

8 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

oikonomics

TRANSCRIPT

Page 1: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

γ λ ω σ σ ά ρ ι

αρχές της μακροοικονομικής -1-

Page 2: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

αγορά δανειακών πόρων [loanable funds market]: η αγορά στην οποία η προσφορά πόρων κατανέμεται σε όσους επιθυμούν να δανειστούν η ισορροπία απαιτεί η αποταμίευση (η προσφορά πόρων) να ισούται με την επένδυση (τη ζήτηση για πόρους)

αγορά εργασίας [labor market]: η αγορά στην οποία πωλούνται και αγοράζονται οι υπηρεσίες των εργαζομένων

αγορά κεφαλαίου [capital market]: οι διάφοροι θεσμοί που ασχολούνται με την εύρεση πόρων και την κατανομή και ασφάλιση για κίνδυνο στους οποίους περιλαμβάνονται οι τράπεζες, οι ασφαλιστικές αγορές, οι αγορές ομολόγων και η αγορά μετοχών

αγορά ομοσπονδιακών κεφαλαίων [federal funds market]: η αγορά μέσω της οποίας οι τράπεζες δανείζουν και δανείζονται διαθέσιμα

αγορά προϊόντος [product market]: η αγορά στην οποία αγοράζονται και πωλούνται αγαθά και υπηρεσίες

αγροτικές μεταρρυθμίσεις [land reform]: η αναδιανομή της γης από το κράτος σε εκείνους που την καλλιεργούν

αειφόρος ανάπτυξη: βλ. βιώσιμη ανάπτυξη αιτιότητα [causation]: η σχέση που απορ-ρέει όταν η αλλαγή μιας μεταβλητής δεν σχετίζεται απλώς, αλλά στην πραγματι-κότητα, επιφέρει την αλλαγή σε μια άλλη μεταβλητή η αλλαγή στη δεύτερη μεταβλητή είναι αποτέλεσμα της αλλαγής στην πρώτη μάλλον παρά είναι και οι δύο αλλαγές συνέπεια αλλαγής σε μια τρίτη μεταβλητή

ακαθάριστο εγχώριο προϊόν/ ΑΕΠ [gross domestic product/ GDP]: η συνολική χρηματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται εντός των συ-νόρων μιας χώρας κατά τη διάρκεια μιας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου

άκαμπτες τιμές [sticky prices]: τιμές που δεν προσαρμόζονται ή οι οποίες προσαρμόζονται μόνον με βραδύτητα προς μια νέα ισορροπία

άκαμπτοι μισθοί [sticky wages]: μισθοί που προσαρμόζονται με βραδύτητα σε αλλαγές στις συνθήκες της αγοράς εργασίας

αμοιβαίο κεφάλαιο [mutual fund]: ένα κεφάλαιο που συγκεντρώνει χρήματα από διάφορους επενδυτές και αγοράζει ένα εύρος περιουσιακών στοιχείων κάθε επενδυτής κατέχει ένα ποσοστό του συνολικού κεφαλαίου

ανάθεση εργασιών σε εξωτερικούς συνεργάτες [outsourcing]: η κίνηση επιχει-ρήσεων των ΗΠΑ να εισάγουν αγαθά και υπηρεσίες που στο παρελθόν παράγονταν στις Ηνωμένες Πολιτείες

ανάλυση εισοδήματος-δαπανών [income-expenditure analysis]: η ανάλυση που καθορίζει την εκροή ισορροπίας συσχετί-ζοντας τις συνολικές δαπάνες με το εισόδημα

ανάλυση συνολικής παραγωγικότητας συντελεστών [total factor productivity analysis]: η ανάλυση της σχέσης μεταξύ εκροής και του συνόλου όλων των εισροών η μεγέθυνση της συνολικής παραγωγικότητας

αρχές της μακροοικονομικής -2-

Page 3: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

συντελεστών υπολογίζεται ως η διαφορά μεταξύ του ρυθμού μεγέθυνσης της εκροής και του σταθμισμένου μέσου ρυθμού μεγέθυνσης των εισροών, όπου τα σταθμά που χρησιμοποιούνται για κάθε εισροή είναι το μερίδιό της στο ΑΕΠ

αναπτυγμένες χώρες [developed countries]: τα πλουσιότερα κράτη στον κόσμο στα οποία περιλαμβάνονται η Δυτική Ευρώπη, οι Ηνωμένες Πολιτείες, ο Καναδάς, η Ια-πωνία, η Αυστραλία και η Νέα Ζηλανδία

ανατίμηση [appreciation]: μια αλλαγή στη συναλλαγματική ισοτιμία που επιτρέπει σε μια νομισματική μονάδα να αγοράσει περισσότερες μονάδες ξένων νομισμάτων

ανεργία τριβής [frictional unemployment]: η ανεργία που σχετίζεται με τη μετακίνη-ση εργαζομένων από τη μία θέση εργασίας σε άλλη ή με την είσοδο στο εργατικό δυναμικό

άνθηση [boom]: χρονική περίοδος κατά την οποία οι πόροι χρησιμοποιούνται στο έπακρο και το ΑΕΠ μεγεθύνεται σταθερά

ανθρώπινο κεφάλαιο [human capital]: το απόθεμα των συσσωρευμένων δεξιοτήτων και εμπειρίας που καθιστά τους εργαζόμενους παραγωγικούς

ανοικτή οικονομία [open economy]:μια οικονομία που δραστηριοποιείται ενεργά στο διεθνές εμπόριο

ανταλλαγή /συναλλαγή [exchange]: η πράξη του εμπορίου που συνιστά τη βάση των αγορών

αντικυκλικές πολιτικές [countercyclical policies]:

πολιτικές σχεδιασμένες να κρατήσουν την οικονομία σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης με το να εξομαλύνουν τις διακυμάνσεις

αντισταθμιστικά τέλη [countervailing duties]: τέλη (δασμοί) που επιβάλλονται από μια χώρα για να αντισταθμίσουν επιδοτήσεις που παρέχονται σε έναν ξένο παραγωγό

άπειρη ελαστικότητα [infinite elasticity): η κατάσταση όπου οποιαδήποτε ποσότητα θα ζητηθεί (θα προσφερθεί) σε μια συγκεκριμένη τιμή αλλά τίποτε δεν θα προσφερθεί (δεν θα ζητηθεί) εάν η τιμή αυξηθεί (μειωθεί) κατά ένα μικρό ποσό

αποθέματα [stocks]: μεταβλητές όπως το απόθεμα κεφαλαίου ή το απόθεμα προσφοράς χρήματος που περιγράφουν την κατάσταση της οικονομίας (όπως τον πλούτο της) σε συγκεκριμένες χρονικές στιγμές· το αντίθετο τους είναι οι ροές

απόλυτο πλεονέκτημα [absolute advantage]: μια χώρα έχει απόλυτο πλεονέκτημα έναντι μιας άλλης στην παραγωγή ενός αγαθού εάν μπορεί να το παράγει με πιο αποτελεσματικό τρόπο (με λιγότερες εισροές)

αποπληθωρισμός [deflation]: επίμονη μείωση του γενικού επιπέδου τιμών

αποπληθωριστής του ΑΕΠ [GDP deflator]: σταθμισμένος μέσος των τιμών διαφορετικών αγαθών και υπηρεσιών όπου τα σταθμά αντιπροσωπεύουν τη βαρύτητα καθενός από τα αγαθά και τις υπηρεσίες στο ΑΕΠ

απόσβεση: βλ. υποτίμησηαποστροφή προς το ρίσκο /

τον κίνδυνο [risk aversion]: η

αρχές της μακροοικονομικής -3-

Page 4: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

αποφυγή του να αναλάβει κανείς ρίσκο

αποτελεσματικός κατά Pareto [Pareto efficient]: μία κατανομή πόρων θεωρείται αποτελεσματική κατά Pareto εάν δεν υπάρχει ανακατανομή που θα βελτιώσει τη θέση κάποιου χωρίς να βλάψει τη θέση κάποιου άλλου

αποτελεσματικός μισθός [efficiency wage]: ο μισθός στον οποίο ελαχιστοποιείται το συνολικό εργασιακό κόστος

ατελής ανταγωνισμός [imperfect competition]: οιαδήποτε δομή της αγοράς στην οποία υπάρχει κάποιος ανταγωνισμός αλλά οι επιχειρήσεις έχουν καμπύλες ζήτησης με καθοδική κλίση

ατελής πληροφόρηση [imperfect information]: η κατάσταση στην οποία οι μετέχοντες στην αγορά στερούνται πληροφόρησης (όπως πληροφόρηση αναφορικά με τις τιμές ή τα χαρακτηριστικά των προϊόντων και των υπηρεσιών) η οποία είναι σημαντική για τη λήψη των αποφάσεων τους

αυτόματος σταθεροποιητής [automatic stabilizer]: δαπάνη που αυξάνει αυτόματα ή φόρος που μειώνεται αυτόματα όταν επιδεινώνονται οι οικονομικές συνθήκες και έτσι τείνει να σταθεροποιήσει αυτόματα την οικονομία

βασική εμπορική ταυτότητα [basic trade identity]: καθαρές εξαγωγές συν εισροές κεφαλαίου ισούνται με μηδέν

βασικό ανταγωνιστικό μοντέλο [basic competitive model]: το μοντέλο της οικο-νομίας που συνδυάζει την υπόθεση περί ιδιοτελών καταναλωτών, επιχειρήσεων που μεγιστοποιούν τα κέρδη

και τέλεια ανταγωνιστικών αγορών

βιομηχανοποιημένες χώρες [industrialized countries]: βλ. αναπτυγμένες χώρες

βιώσιμη ανάπτυξη [sustainable development]: ανάπτυξη που στηρίζεται σε αρχές βιωσιμότητας· η αειφόρος ανάπτυξη προσδίδει ιδιαίτερη σημασία στην υπο-βάθμιση του περιβάλλοντος και στην εκμετάλλευση των φυσικών πόρων

Βορειοαμερικανικό Σύμφωνο Ελεύθερου Εμπορίου [North American Free Trade Agreement, NAFTA]: η συμφωνία μεταξύ Καναδά, Ηνωμένων Πολιτειών και Μεξι-κού που μείωσε τους εμπορικούς και άλλους φραγμούς μεταξύ αυτών των χωρών

βραχυπρόθεσμα [short run]: χρονική περίοδος στη διάρκεια της οποίας οι μισθοί και οι τιμές δεν προσαρμόζονται πλήρως για να ισορροπήσουν την προσφορά με τη ζήτηση

γραμμή προσαρμογής του πληθωρισμού [inflation adjustment line]: μια γραμμή που δείχνει τον τρέχοντα ρυθμό του πληθωρισμού· χρησιμοποιείται μαζί με την καμπύλη προσαρμογής του πληθωρισμού για τον καθορισμό του επιπέδου ισορροπίας της εκροής δανεισμένα διαθέσιμα [borrowed reserves]: τα διαθέσιμα που έχουν δανειστεί οι τράπεζες από τη θυρίδα προεξόφλησης της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑδασμοί [tariffs]: φόροι που

επιβάλλονται στις εισαγωγέςδείκτης τιμών καταναλωτή

[consumer price index]: ένας δείκτης τιμών στον οποίο το

-4- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 5: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

καλάθι των αγαθών καθορίζεται από το τι αγοράζει ο μέσος καταναλωτής

δείκτης τιμών παραγωγού [producer price index]: ένας δείκτης τιμών που μετρά το μέσο επίπεδο των τιμών των παραγωγών

δημιουργία εμπορίου [trade creation]: νέο εμπόριο που δημιουργείται ως αποτέλεσμα χαμηλότερων δασμολογικών φραγμών

δημοσιονομικό έλλειμμα [fiscal deficit]: το χάσμα μεταξύ των δημοσίων δαπανών και των δημοσίων εσόδων από πηγές πέραν του πρόσθετου δανεισμού

δημοσιονομικό πλεόνασμα [fiscal surplus]: το ποσό κατά το οποίο τα δημόσια φορο-λογικά έσοδα υπερβαίνουν τις δημόσιες δαπάνες

διαθέσιμα [reserves]: πόροι που κρατούνται από τις τράπεζες με τη μορφή μετρητών στο θησαυροφυλάκιο ή σε καταθέσεις στην κεντρική τράπεζα των HΠΑ

διαθέσιμο εισόδημα [disposable income]: η ποσότητα εισοδήματος που έχει ένα νοικοκυριό μετά την αποπληρωμή των φόρων

διακριτική ευχέρεια [discretion]: η ικανότητα να προβαίνει κανείς σε συγκεκριμένες αποφάσεις πολιτικής ανταποκρινόμενος σε μακροοικονομικές συνθήκες

διαρθρωτική ανεργία [structural unemployment]: μακροχρόνια ανεργία που είναι αποτέλεσμα διαρθρωτικών παραγόντων της οικονομίας, όπως μια αναντιστοιχία μεταξύ των δεξιοτήτων που απαιτούν πρό-

σφατα δημιουργηθείσες θέσεις εργασίας και των δεξιοτήτων που έχουν εκείνοι που έχουν χάσει τις θέσεις τους στους καμπτόμενους κλάδους

διαφοροποίηση [diversification]: η διάχυση του πλούτου σε μεγάλο αριθμό διαφορετικών περιουσιακών στοιχείων

διμερές εμπόριο [bilateral trade]: εμπόριο μεταξύ δύο πλευρών

διττές οικονομίες [dual economies]: διαχωρισμοί σε πολλές λιγότερο αναπτυγμένες χώρες μεταξύ φτωχών τομέων της υπαίθρου και αστικών περιοχών που έχουν υψηλότερους μισθούς και πιο προηγμένη τεχνολογία

δολαριοποίηση /υιοθέτηση του δολαρίου [dollarization]: εγκατάλειψη του εγχώριου νομίσματος σε όφελος του δολαρίου ΗΠΑ

δραστηριοποίηση στην ανοικτή αγορά[open-market operations]: οι αγοραπωλησίες από την πλευρά της κεντρικής τράπεζας κρατικών ομολόγων στην ανοικτή αγοράδυναμική ασυνέπεια [dynamic

inconsistency]: το πρόβλημα του κατά πόσον μια κυβέρνηση θα τηρήσει τις υποσχέσεις της αναφορικά με τρόπο δράσης

δυνατότητα ρευστοποίησης [liquidity]: η ευκολία με την οποία μια επένδυση μπορεί να μετατραπεί σε μετρητά

δυνητικό ΑΕΠ [potential GDP]: μέτρο του ποια θα ήταν η αξία του ΑΕΠ εάν οι πόροι της οικονομίας χρησιμοποιούνταν πλήρως

εθνική αποταμίευση [national saving]: η συνδυασμένη αποταμίευση του δημόσιου και

αρχές της μακροοικονομικής -5-

Page 6: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

του ιδιωτικού τομέα μιας χώρας

εισαγωγές [imports]: τα αγαθά που παράγονται στο εξωτερικό αλλά αγοράζονται εγχωρίως

εισοδηματική επίπτωση [income effect]: η μειωμένη κατανάλωση ενός αγαθού του οποίου η τιμή έχει αυξηθεί και η οποία οφείλεται στη μείωση της αγοραστικής δύναμης ή του «πραγματικού» εισοδήμα-τος του καταναλωτή όταν το «πραγματικό» εισόδημα ενός ατόμου είναι μικρότερο, κανονικά θα καταναλώσει λιγότερο από όλα τα αγαθά, συμπεριλαμβανομένου και του ακριβότερου

εισοδηματική προσέγγιση [income approach]: η προσέγγιση στον υπολογισμό του ΑΕΠ που στηρίζεται στη μέτρηση του εισοδήματος που δημιουργείται από όλους τους μετέχοντες στην οικονομία

εισοδηματικοί περιορισμοί [budget constraints]: οι περιορισμοί στην κατανάλωση διαφορετικών αγαθών που επιβάλλονται από το γεγονός ότι τα νοικοκυριά έχουν περιορισμένα χρηματικά ποσά για να δαπανήσουν (τον προϋπολογισμό τους) ο εισοδηματικός περιορισμός καθορίζει το σύνολο ευκαιριών των ατόμων όταν ο μόνος περιορισμός που αντιμετωπίζουν είναι χρηματικός

εισροές κεφαλαίου [capital inflows]: χρήματα από το εξωτερικό που χρησιμοποι-ούνται για την αγορά επενδύσεων, την κατάθεση σε τράπεζες των ΗΠΑ, την αγορά κρατικών ομολόγων ή ως δάνεια στις ΗΠΑ για οιονδήποτε λόγο

εκροές κεφαλαίου [capital outflows]: χρήματα από τις ΗΠΑ που χρησιμοποιούνται για την αγορά ξένων επενδύσεων ή ομολόγων ξένων κρατών, για να κατατεθούν σε ξένες τράπεζες ή να χορηγηθούν ως δάνεια σε ξένες χώρες για οιονδήποτε λόγο

εκτοπισμός [crowding out]: μείωση της ιδιωτικής επένδυσης που είναι αποτέλεσμα αύξησης στις δημόσιες δαπάνες

εκτροπή εμπορίου [trade diversion]: εμπόριο που εκτρέπεται από τρίτες χώρες λόγω της μείωσης των δασμών μεταξύ των μελών ενός εμπορικού συνασπισμού

ελαστικότητα της ζήτησης ως προς την τιμή [price elasticity of demand): η ποσοστιαία αλλαγή στη ζητούμενη ποσότητα ενός αγαθού ως αποτέλεσμα μιας αλλαγής της τάξης του 1% στην τιμή του (η ποσοστιαία αλλαγή στη ζητούμενη ποσότητα διαιρούμενη με την ποσοστιαία αλλαγή στην τιμή)

ελαστικότητα της προσφοράς ως προς την τιμή [price elasticity of supply]: η ποσοστιαία αλλαγή στην προσφερόμενη ποσότητα ενός αγαθού ως αποτέλεσμα μιας αλλαγής της τάξης του 1% στην τιμή του (η ποσοστιαία αλλαγή στη ζητούμενη ποσότητα διαιρούμενη με την ποσοστιαία αλλαγή στην τιμή)ελεύθερο εμπόριο [free trade]: εμπόριο μεταξύ χωρών που σημειώνεται χωρίς φραγμούς όπως είναι οι δασμοί ή οι πο-σοστώσειςέλλειμμα πλήρους

απασχόλησης [full-employment deficit]: ποιο θα ήταν το έλλειμμα εάν η

-6- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 7: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

οικονομία βρισκόταν σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης

εμβάθυνση κεφαλαίου [capital deepening]: μια αύξηση στο κεφάλαιο ανά εργαζόμενο

εμπορικές πολιτικές [commercial policies]: πολιτικές που έχουν στόχο την επιρροή είτε των εισαγωγών είτε των εξαγωγών

εμπορικό έλλειμμα [trade deficit]: το πλεόνασμα των εισαγωγών έναντι των εξαγωγών

εμπορικό ισοζύγιο [balance of trade]: οι εξαγωγές μιας χώρας μείον τις εισαγωγές της (καθαρές εξαγωγές)

έντοκα γραμμάτια του δημοσίου [Treasury bills, T-bills]: βραχυχρόνια κρατικά ομόλογα που διατίθενται μόνον σε μεγάλες αξίες

εξαγωγές [exports]: αγαθά που παράγονται στο εσωτερικό αλλά πωλούνται στο εξω-τερικό

εξωτερική χρονική υστέρηση [outside lag]: η χρονική υστέρηση μεταξύ της ανάληψης μιας δράσης πολιτικής και του αντίκτυπου που έχει στην οικονομία η εξωτερική χρονική υστέρηση για τη δημοσιονομική πολιτική θεωρείται συνήθως μικρότερη από εκείνη της νομισματικής πολιτικής

επαναγορές/ «ρέπος» [repurchases/ RPs]:συναλλαγές της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ στην ανοικτή αγορά που αφορούν συνδυασμένη πώληση ενός κρατικού χρεογράφου και μια συμφωνία για την επαναγορά του σε μελλοντική ημερομηνία, ενδεχομένως και την επόμενη ημέρα

επεκτάσεις [expansions]: περίοδοι στις οποίες το πραγματικό ΑΕΠ μεγεθύνεται

επένδυση [investment]: από εθνική προοπτική, μια αύξηση στο απόθεμα των κεφαλαιουχικών αγαθών ή οποιαδήποτε άλλη δαπάνη που στοχεύει στην αύξηση της μελλοντικής εκροής- από την προοπτική του ατόμου, οιαδήποτε δαπάνη έχει ως στόχο την αύξηση του μελλοντικού πλούτου του, όπως η αγορά μιας μετοχής κάποιας επιχείρησης (εφόσον κάποιο άλλο άτομο πουλά κατά πάσα πιθανότητα αυτή τη μετοχή, το άτομο αυτό αποεπενδύει, και η καθαρή επένδυση για την οικονομία είναι μηδέν)

επένδυση αποθεματικού [inventory investment): οι επενδύσεις μιας επιχείρησης σε πρώτες ύλες ή σε διαθέσιμη εκροή

επένδυση κεφαλαιουχικών αγαθών [capital goods investment]: επένδυση σε μηχανολογικό εξοπλισμό και κτίρια (πρέπει να διακριθεί από την επένδυση σε αποθεματικό, έρευνα και ανάπτυξη ή εκπαίδευση [ανθρώπινο κεφάλαιο])

επένδυση σε κτιριακό και μηχανολογικό εξοπλισμό [plant and equipment invest-ment]: αγορές νέων κεφαλαιουχικών αγαθών στις οποίες προβαίνουν οι επιχειρήσεις

επένδυση στέγης [residential investment]: αγορά νέας κατοικίας από ένα νοικοκυριό

επίμορτη καλλιέργεια [sharecropping]: ρύθμιση, διαδεδομένη σε πολλές λιγότερο αναπτυγμένες χώρες, σύμφωνα με την οποία ο

αρχές της μακροοικονομικής -7-

Page 8: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

εκμισθωτής καλλιεργεί τη γη αποδίδοντας στον ιδιοκτήτη της ένα σταθερό μερίδιο της εκροής

επίπεδο εκροής σε καθεστώς πλήρους απασχόλησης [full-employment level of output]: το επίπεδο της εκροής που μπορεί να παραγάγει η οικονομία υπό κανονικές συνθήκες με δεδομένο απόθεμα κτιριακού και μηχανολογικού εξοπλισμού και δεδομένη προσφορά εργασίας

επίπτωση υποκατάστασης [substitution effect]: η μειωμένη κατανάλωση ενός αγαθού του οποίου η τιμή αυξήθηκε και η οποία οφείλεται στη διαφοροποίηση της σχέσης ανταλλαγής, του γεγονότος ότι κάποιος πρέπει να αποποιηθεί περισσότερα από τα άλλα αγαθά για να αποκτήσει μία παραπάνω μονάδα από το ακριβότερο αγαθό· η επίπτωση αντικατάστασης συσχετίζεται με αλλαγή στην κλίση του περιορισμού προϋπολογισμού

επιτόκιο ομοσπονδιακών κεφαλαίων [federal funds rate]: το επιτόκιο ημερήσιων διατραπεζικών δανείων

επιχείρημα της νεοσύστατης βιομηχανίας [infant industry argument]: το επιχείρημα ότι οι βιομηχανίες πρέπει να προστατεύονται από τον ξένο ανταγωνισμό στο ξεκίνημά τους. έως ότου έχουν την ευκαιρία να αποκτήσουν τις δεξιότητες που θα τους επι-τρέψουν να ανταγωνισθούν επί ίσοις όροις

εποχική ανεργία [seasonal unemployment]: ανεργία που ποικίλλει με τις εποχές, όπως εκείνη που συσχετίζεται με την κάμψη στην οικοδομική δραστηριότητα τον χειμώνα

εσωτερική χρονική υστέρηση [inside lag]: ο χρόνος που απαιτείται για τη διαπίστωση ότι έχει σημειωθεί μια αλλαγή στην οικονομία και για τη λήψη αποφάσεων αναφορικά με τις ενδεδειγμένες πολιτικές που αυτή η αλλαγή απαιτεί· στις Ηνωμένες Πολιτείες, η εσωτερική χρονική υστέρηση για τη δημοσιονομική πολιτική θεωρείται κανονικά μεγαλύτερη από εκείνη της νο-μισματικής πολιτικής

Ευρωπαϊκή Ένωση [European Union]: ένας σημαντικός περιφερειακός εμπορικός συνασπισμός που καλύπτει σήμερα το μεγαλύτερο μέρος της Ευρώπης

ζήτηση [demand]: η ποσότητα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που επιλέγει να αγοράσει σε μια δεδομένη τιμή ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση

θετικά οικονομικά [positive economics]: οικονομικά που περιγράφουν πώς συμπε-ριφέρεται η οικονομία και προβλέπουν πώς ενδέχεται να αλλάξει -για παράδειγμα ανταποκρινόμενη σε μια αλλαγή πολιτικής

θεωρία [theory]: ένα σύνολο υποθέσεων και τα συμπεράσματα που συνάγονται από αυτές και τα οποία εκφέρονται ως ερμηνεία ορισμένων φαινομένων

θεωρία αποτελεσματικής αγοράς [efficient market theory]: η θεωρία ότι κάθε διαθέσιμη πληροφόρηση αντικατοπτρίζεται στην τρέχουσα τιμή ενός περιουσιακού στοιχείου

θεωρία στρατηγικού εμπορίου [strategic trade theory]: η θεωρία σύμφωνα με την οποία η προστασία μπορεί να προσδώσει σε μια χώρα στρατηγικό πλεονέκτημα ένα-

-8- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 9: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

ντι των ανταγωνιστών της, συνδράμοντας για παράδειγμα στη μείωση του εγχώριου κόστους ως αποτέλεσμα οικονομιών κλίμακας

Θυρίδα Ανοικτής Αγοράς [Open Market Desk]: εκεί όπου πραγματοποιούνται οι αγοραπωλησίες κρατικών ομολόγων από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ

ιδιωτική ιδιοκτησία [private property]: κατοχή ιδιοκτησίας (ή άλλων πόρων) από άτομα ή επιχειρήσεις· σε ένα σύστημα ιδιωτικής ιδιοκτησίας οι ιδιοκτήτες έχουν περιουσιακά δικαιώματα, ενδέχεται όμως να υπάρχουν νομικοί περιορισμοί σε ό,τι αφορά τη χρήση της ιδιοκτησίας

ισορροπία [equilibrium]: κατάσταση στην οποία δεν υπάρχουν δυνάμεις (λόγοι) για αλλαγήκαθαρές κεφαλαιακές εισροές [net capital inflows]: συνολικές εισροές κεφαλαίου μείον τις συνολικές εκροές κεφαλαίουκαθεστώς επιτροπής

συναλλάγματος [currency board]: το σύστημα στο οποίο η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ του τοπικού νομίσματος και ενός ξένου καθορίζεται βάσει νόμου

καμπύλη βραχυπρόθεσμης προσαρμογής του πληθωρισμού [short-run inflation adjustment curve]: καμπύλη με θετική κλίση που δείχνει τον ρυθμό του πληθωρισμού σε κάθε επίπεδο εκροής σε σχέση με το δυνητικό ΑΕΠ, για έναν δεδομένο προσδοκώμενο ρυθμό πληθωρισμού

καμπύλη ζήτησης [demand curve]: η σχέση μεταξύ της ζητούμενης ποσότητας ενός αγαθού και της τιμής του, είτε για ένα άτομο είτε για την

αγορά (όλα τα άτομα) συνολικά

καμπύλη ζήτησης της αγοράς [market demand curve]: η συνολική ποσότητα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που ζητείται στην οικονομία σε κάθε τιμή· υπολογίζεται με το να «προσθέτουμε οριζοντίως» τις ατομικές καμπύλες ζήτησης· δηλαδή, σε κάθε δεδομένη τιμή, είναι το άθροισμα της ζήτησης των ατόμων

καμπύλη παραγωγικών δυνατοτήτων [production possibilities curve]: μια κα-μπύλη που ορίζει το σύνολο ευκαιριών μιας επιχείρησης ή και ολόκληρης της οικονομίας και δίνει τους δυνατούς συνδυασμούς αγαθών (εκροές) που μπορούν να παραχθούν από ένα δεδομένο επίπεδο εισροών

καμπύλη Phillips [Phillips curve]: η σχέση ανταλλαγής μεταξύ ανεργίας και πληθω-ρισμού έτσι ώστε χαμηλότερο επίπεδο ανεργίας συσχετίζεται με υψηλότερο επίπεδο πληθωρισμού

καμπύλη προσφοράς [supply curve]: η σχέση μεταξύ της προσφερόμενης ποσότητας ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας και της τιμής, είτε πρόκειται για μια μεμονωμένη επιχείρηση ή για την αγορά (όλες τις επιχειρήσεις) συνολικάκαμπύλη προσφοράς της

αγοράς [market supply curve]: η συνολική ποσότητα ενός συγκεκριμένου αγαθού ή υπηρεσίας που θα ήθελαν όλες μαζί οι επιχειρήσεις σε μια οικονομία να προσφέρουν σε κάθε τιμή· υπολογίζεται με την «οριζόντια πρόθεση» των καμπυλών προσφοράς των μεμονωμένων επιχειρήσεων

αρχές της μακροοικονομικής -9-

Page 10: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

(είναι δηλαδή το άθροισμα των ποσοτήτων που κάθε επιχείρηση είναι διατεθειμένη να προφέρει σε κάθε δεδομένη τιμή)

καμπύλη συνολικής ζήτησης-πληθωρισμού [aggregate demand-inflation curve]: η καμπύλη που δείχνει την αρνητική σχέση μεταξύ πληθωρισμού και δαπανών

καμπύλη συνολικών δαπανών [aggregate expenditures schedule]: η σχέση μεταξύ συνολικών δαπανών και του εθνικού εισο-δήματος για ένα πραγματικό επιτόκιο

κάμψη [recession]: δύο συνεχόμενα τρίμηνα ενός έτους κατά τη διάρκεια των οποίων το ΑΕΠ μειώνεται

κανόνας νομισματικής πολιτικής [monetary policy rule]: η συστηματική σχέση μεταξύ του καθορισμού της πολιτικής της κεντρικής τράπεζας και των μεταβλητών στις οποίες αντιδρά, όπως είναι ο πληθωρισμός, η κυκλική ανεργία ή το παραγωγικό κενό

κανόνες [rules]: αυτόματες προσαρμογές πολιτικής ως ανταπόκριση σε μακροοικο-νομικές συνθήκες

κανονιστικά οικονομικά [normative economics]: οικονομικά στα οποία εκφέρο-νται κρίσεις αναφορικά με το ενδεδειγμένο διαφόρων πολιτικών τα συμπεράσματα στηρίζονται σε αξιολογικές κρίσεις όσο και σε γεγονότα και θεωρίες

κατά κεφαλήν εισόδημα [income per capita]: το συνολικό εισόδημα διαιρεμένο διά του πληθυσμού

καταθέσεις απαίτησης [demand deposits]: καταθέσεις

από τις οποίες μπορεί κανείς να πραγματοποιήσει άμεσα αναλήψεις όπως είναι οι λογαριασμοί όψεως

κατανομή [distribution]: η κατανομή αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται από την οικονομία

κατοχυρωμένα δικαιώματα [entitlements]: προγράμματα που παρέχουν αυτόματα οφέλη/ επιδόματα σε άτομα που πληρούν ορισμένα κριτήρια (όπως ηλικιακά)

κεντρική τράπεζα [central bank]: ο κρατικός θεσμός που είναι υπεύθυνος για τη νομισματική πολιτική

κεντρικός σχεδιασμός [central planning]: το σύστημα στο οποίο οι δημόσιοι υπάλληλοι (και όχι οι ιδιώτες επιχειρηματίες ή έστω οι υπάλληλοι της τοπικής αυτοδιοίκησης) καθορίζουν τι και πώς θα παραχθεί

κεφαλαιακό κέρδος [capital gain]: η αύξηση της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου μεταξύ της στιγμής της αγοράς και τη στιγμή της πώλησής του

κεφαλαιουχικά αγαθά [capital goods]: ο μηχανολογικός εξοπλισμός και τα κτίρια στα οποία επενδύουν οι επιχειρήσεις με πόρους που αποκτούν από την αγορά κε-φαλαίου

κίνητρα [incentives]: οφέλη ή μειωμένο κόστος που υποκινούν την απόφαση υπέρ μιας συγκεκριμένης επιλογής

κορυφές [peaks]: το σημείο σε έναν οικονομικό κύκλο όπου η εκροή φτάνει στο μέγιστο επίπεδό της

κόστος ευκαιρίας [opportunity cost]: το κόστος ενός πόρου που μετριέται βάσει της αξίας της αμέσως επόμενης εναλλακτικής χρήσης του

-10- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 11: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

κυκλική ανεργία [cyclical unemployment]: η αύξηση της ανεργίας που σημειώνεται όταν η οικονομία εισέρχεται σε επιβράδυνση ή κάμψη

κυκλική ροή [circular flow]: ο τρόπος με τον οποίο κινούνται οι πόροι μέσω των αγορών κεφαλαίου, εργασίας και παρα-γωγής μεταξύ νοικοκυριών, επιχειρήσεων, του κράτους και του ξένου τομέα

λειτουργικές διαδικασίες [operating procedures]: ο τρόπος με τον οποίο επιλέγει μια κεντρική τράπεζα να εφαρμόσει τη νομισματική πολιτική

λιγότερο αναπτυγμένες χώρες [less developed countries]: οι φτωχότερες χώρες του πλανήτη στις οποίες περιλαμβάνεται μεγάλο μέρος της Αφρικής, της Λατινικής Αμερικής και της Ασίας

λογιστική μονάδα [unit of account]: κάτι που παρέχει τρόπο μέτρησης και σύγκρισης των σχετικών αξιών διαφορετικών αγαθών

ΜΙ, Μ2, Μ3 [Μ1,Μ2, Μ3|: μέτρα της προσφοράς χρήματος- το Μ1 περιλαμβάνει τα μετρητά και τους λογαριασμούς όψεως- το Μ2 περιλαμβάνει το Μ1 συν τις αποταμιευτικές καταθέσεις, τα πιστοποιητικά κατάθεσης και τους πόρους χρηματαγοράς- το Μ3 περιλαμβάνει το Μ2 συν τις αποταμιευτικές καταθέσεις μεγάλων ποσών και τα θεσμικά αμοιβαία κεφάλαια χρηματαγοράς

μακροοικονομική [macroeconomics]: η εκ των άνω προς τα κάτω θεώρηση της οικονομίας η οποία επικεντρώνεται σε συνολικά χαρακτηριστικά

μακροπρόθεσμα [long run]: ένα διάστημα χρόνου επαρκές για να επιτρέψει σε μισθούς και τιμές να προσαρμοστούν πλήρως ώστε να ισορροπήσουν την προσφορά και τη ζήτηση

μεγάλη ανοικτή οικονομία [large open economy]: μια οικονομία που είναι ανοικτή στο διεθνές εμπόριο και στη ροή κεφαλαίων η οποία είναι αρκετά μεγάλη σε σχέση με την παγκόσμια οικονομία ώστε οι εσωτερικές της συνθήκες να επηρεάζουν τα διεθνή επίπεδα επιτοκίων ή εισοδήματος

Μεγάλη Ύφεση [Great Depression]: η παρατεταμένη παγκόσμια περίοδος έντονης οικονομικής κάμψης στη διάρκεια της δεκαετίας του 1930

μεγέθυνση καθοδηγούμενη από τις εξαγωγές [export-led growth]: η στρατηγική ότι η κυβέρνηση πρέπει να ενθαρρύνει τις εξαγωγές στις οποίες η χώρα έχει συγκριτικό πλεονέκτημα για να υποκινήσει τη μεγέθυνση

μείωση της αξίας [devaluation]: μείωση στη συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ ενός νομίσματος και άλλων νομισμάτων σε ένα σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών

μερίσματα [dividends]: το μέρος των εταιρικών κερδών που αποδίδεται στους μετό-χους

μέσο ανταλλαγής [medium of exchange]: ένα αντικείμενο που μπορεί γενικώς να ανταλλαγεί με αγαθά και υπηρεσίες σε όλη την οικονομία

μη ανακτήσιμο κόστος [sunk costs]: κόστος που έχει επωμιστεί κανείς και το οποίο δεν μπορεί να ανακτήσει

αρχές της μακροοικονομικής -11-

Page 12: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

μη δανεισμένα διαθέσιμα [nonborrowed reserves]: η διαφορά μεταξύ συνολικών διαθεσίμων και δανεισμένων διαθεσίμων- η FED επηρεάζει το επίπεδο των μη δανει-σμένων διαθεσίμων μέσω δραστηριοποίησης στην ανοικτή αγορά

μη προαιρετικές δαπάνες [nondiseretionary spending]: δαπάνες που καθορίζονται αυ-τόματα, όπως πληρωμές τόκων και δαπάνες για κατοχυρωμένα δικαιώματα

μηδενική ελαστικότητα [zero elasticity]: η κατάσταση που παρατηρείται όταν η ζη-τούμενη (ή η προσφερόμενη) ποσότητα δεν αλλάζει ανεξαρτήτως αλλαγών στην τιμή

μικρή ανοικτή οικονομία |small open economy]: μια οικονομία που είναι ανοικτή στο διεθνές εμπόριο και τη ροή κεφαλαίων της οποίας όμως οι εσωτερικές συνθήκες είναι πολύ μικρές σε σχέση με την παγκό-σμια οικονομία για να επηρεάσουν παγκόσμια επίπεδα επιτοκίων ή εισοδήματοςμικροοικονομική

[microeconomics]: η εκ των κάτω θεώρηση της οικονομίας η οποία επικεντρώνεται σε μεμονωμένα νοικοκυριά και επιχειρήσεις

νόμος προσφοράς και ζήτησης [law of supply and demand]: ο νόμος της οικονομικής που λέει ότι σε κατάσταση ισορροπίας οι τιμές καθορίζονται έτσι ώστε η ζήτηση να ισούται με την προσφορά- αλλαγές στις τιμές αντικατοπτρίζουν μετατοπίσεις στις καμπύλες ζήτησης ή προσφοράς

νόμος του Okun [Okun's law]: η σχέση μεταξύ του παραγωγικού κενού και της κυκλικής ανεργίας όπως εντοπίστηκε για πρώτη φορά από τον Arthur Okun- σύμφωνα με τον νόμο του Okun κυκλική ανεργία της τάξης του 1% συσχετίζεται με αρνητικό παραγωγικό κενό περίπου 2%

ντάμπινγκ [dumping]: η πρακτική πώλησης ενός αγαθού στο εξωτερικό σε τιμή χαμηλότερη από αυτή του εσωτερικού ή κάτω του κόστους παραγωγής

οικονομία της αγοράς [market economy]: μια οικονομία που κατανέμει πόρους κυρίως μέσω της αλληλεπίδρασης των ατόμων (των νοικοκυριών) και των ιδιωτικών επιχειρήσεων

οικονομικός κύκλος [business cycle]: διακυμάνσεις στην πραγματική οικονομική δραστηριότητα γύρω από τη μέση πορεία μεγέθυνσης της οικονομίας

Ομοσπονδιακή Επιτροπή Ανοικτής Αγοράς [Federal Open Market Committee]: η επιτροπή της κεντρικής τράπεζας των ΗΠΑ που καθορίζει τη νομισματική πο-λιτική

ονομαστικό ΑΕΠ [nominal GDP]: η αξία του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος σε ένα συγκεκριμένο έτος μετρημένη στις τιμές εκείνου του έτουςονομαστικό επιτόκιο [nominal

rate of interest] : η ποσοστιαία απόδοση μιας κατάθεσης, ενός δανείου ή ενός ομολόγου· το ονομαστικό επιτόκιο δεν συνυπολογίζει τις επιπτώσεις του πληθωρισμού

οριακά οφέλη [marginal benefits]: τα επιπλέον οφέλη

-12- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 13: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

που απορρέουν, για παρά-δειγμα, από την αυξημένη κατανάλωση ενός αγαθού

οριακή ροπή αποταμίευσης [marginal propensity to save]: η ποσότητα βάσει της οποίας αυξάνεται η αποταμίευση όταν το εισόδημα αυξάνεται κατά ένα δολάριο

οριακή ροπή εισαγωγής [marginal propensity to import]: η ποσότητα βάσει της οποίας αυξάνονται οι εισαγωγές όταν το εισόδημα αυξάνεται κατά ένα δολάριο

οριακή ροπή κατανάλωσης [marginal propensity to consume]: η ποσότητα βάσει της οποίας αυξάνεται η κατανάλωση όταν το εισόδημα αυξάνεται κατά ένα δολάριο

οριακό εισόδημα [marginal revenue]: το επιπλέον εισόδημα που εισπράττει μια επιχείρηση όταν πουλά μία επιπλέον μονάδα αγαθού

οριακό κόστος [marginal cost]: το πρόσθετο κόστος που αντιστοιχεί σε μια πρόσθετη μονάδα παραγόμενης εκροής

ουδετερότητα του χρήματος [neutrality of money]: η ιδέα ότι η αλλαγή της προσφοράς χρήματος δεν έχει πραγματικές επιπτώσεις στην οικονομία -πρόκειται για σημαντική θέση του μοντέλου της πλήρους απασχόλησης

παγκοσμιοποίηση [globalization]: η στενότερη ολοκλήρωση των κρατών του κόσμου -ιδιαίτερα τα αυξημένα επίπεδα εμπορίου και κίνησης κεφαλαίων- που προκύπτει λόγω του χαμηλότερου κόστους μεταφορών και επικοινωνιών

Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου/ ΠΟΕ [World Trade Organization/ WTO]: ο ορ-γανισμός που ιδρύθηκε το 1995 ως αποτέλεσμα των εμπορικών

διαπραγματεύσεων του γύρου της Ουρουγουάης- αντικατέ-στησε τη Γενική Συμφωνία Δασμών και Εμπορίου [General Agreement on Tariffs and Trade, GAΤT] και στόχος του είναι η εξάλειψη των εμπορικών φραγμών και η διευθέτηση εμπορικών διαφορών παραγωγικό κενό [output gap]: η ποσοστιαία απόκλιση του τρέχοντος από το δυνητικό ΑΕΠπαρακαταθήκης αξίας [store

of value]: κάτι που μπορεί να γίνει δεκτό ως πληρωμή στο παρόν και να ανταλλαγεί για αντικείμενα αξίας στο μέλλον

παρακρατηθέντα κέρδη [retained earnings]: το μέρος των καθαρών απολαβών μιας επιχείρησης που δεν αποδίδεται στους μετόχους αλλά παραμένει στην επι-χείρηση

περιουσιακά δικαιώματα [property rights]: τα δικαιώματα του κατόχου ιδιωτικής ιδιοκτησίας- σε αυτά συνήθως περιλαμβάνονται το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει την ιδιοκτησία όπως θέλει (υπό ορισμένους περιορισμούς, όπως ζώνες δόμησης) και το δικαίωμα να την πουλήσει όταν και σε όποιον θέλει

πιστοποιητικό κατάθεσης [certificate of deposit]: λογαριασμός στον οποίο κατατίθενται χρήματα για συγκεκριμένη χρονική διάρκεια και έχουν ελαφρά υψηλότερη απόδοση ως αντίβαρο στη μειωμένη δυνατότητα ρευστοποίησής τους

πλεόνασμα εργασίας [surplus of labor): πολύ εργατικό δυναμικό που είναι άνεργο ή υποαπασχολείται, και είναι άμεσα διαθέσιμο σε δυνητικούς εργοδότες

αρχές της μακροοικονομικής -13-

Page 14: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

πλεονασματικά διαθέσιμα [excess reserves]: διαθέσιμα που κρατούν οι τράπεζες πέραν των απαιτούμενων από τον νόμο

πληθωρισμός [inflation]: ο ρυθμός αύξησης του γενικού επιπέδου τιμών

πληθωριστικά σοκ [inflation shocks]: συμβάντα που προκαλούν προσωρινές μετα-τοπίσεις της καμπύλης προσαρμογής του βραχυπρόθεσμου πληθωρισμού (καμπύλη SRIA)

πλήρης απασχόληση [full-employment]: κατάσταση στην οποία η ζήτηση για εργασία ισούται με την προσφορά εργασίας

πληροφόρηση [information]: η βάση για τη λήψη αποφάσεων που μπορούν να επηρεάσουν τη δομή των αγορών και την ικανότητά τους να χρησιμοποιήσουν απο-τελεσματικά τους σπάνιους πόρους της κοινωνίας

πολιτικές προάσπισης των ιδίων συμφερόντων επί ζημία των ανταγωνιστών

[beggar-thy-neighbor policies]: περιορισμοί των εισαγωγών που έχουν ως στόχο την αύξηση της εθνικής εκροής μιας χώρας και ονομάζονται έτσι επειδή αυξάνουν την εκροή της συγκεκριμένης χώρας ενώ ταυτόχρονα βλάπτουν την εκροή άλλων χωρώνπολλαπλασιαστής [multiplier]:

η ποσότητα κατά την οποία αυξάνεται η εκροή ισορροπίας όταν η καμπύλη των συνολικών δαπανών μετατοπίζεται κατά ένα δολάριο

πολλαπλασιαστής χρήματος [money multiplier]: η ποσότητα σύμφωνα με την οποία μια νέα (έξωθεν) κατάθεση στο τρα-

πεζικό σύστημα πολλαπλασιάζεται όταν χορηγείται ως δάνειο, επανακατατίθεται, δανείζεται εκ νέου κ.ο.κ. από τις τράπεζες

πολυμερές εμπόριο [multilateral trade]: εμπόριο μεταξύ περισσότερων των δύο μερών

ποσοστώσεις [quotas]: όρια στην ποσότητα των ξένων αγαθών που μπορούν να εισαχθούν

ποσότητα ισορροπίας [equilibrium quantity]: η ποσότητα που ζητείται και προσφέρεται στην τιμή ισορροπίας, όταν η ζήτηση ισούται με την προσφορά

ποσοτική εξίσωση της ανταλλαγής [quantity equation of exchange]: η εξίσωση MV = ΡΥ η οποία συνοψίζει τη σχέση μεταξύ της ποσότητας των χρημάτων που θέλουν να κρατούν τα άτομα και της δολαριακής αξίας των συναλλαγών

πραγματική επένδυση [real investment]: η επένδυση που είναι μέρος των συνολικών δαπανών, όπως η αγορά νέων εργοστασίων και μηχανολογικού εξοπλισμού

πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία [real exchange rate]: συναλλαγματική ισοτιμία προσαρμοσμένη για αλλαγές στα σχετικά επίπεδα τιμών σε διάφορες χώρες

πραγματικό ΑΕΠ [real GDP]: η πραγματική αξία όλων των τελικών αγαθών και υπηρεσιών που παράγονται στην οικονομία μετρημένη σε δολάρια προσαρμοσμένα για τον πληθωρισμό

πραγματικό επιτόκιο [real rate of interest]: η πραγματική απόδοση της αποταμίευσης,

-14- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 15: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι

που ισούται με το ονομαστικό επιτόκιο μείον τον ρυθμό του πληθωρισμού

πραγματικός μισθός [real wage]: ο δολαριακός ή ονομαστικός μισθός διορθωμένος για αλλαγές στις τιμές

πράξη διακριτικής ευχέριας (προαιρετική πράξη) [discretionary act]: σκόπιμες αλλαγές πολιτικής από την πλευρά της κυβέρνησης που συχνά χρησιμοποιούνται για να υποδείξουν πολιτικές που δεν περιορίζονται από προηγούμενες δεσμεύσεις

πράσινη επανάσταση [green revolution]: η εφεύρεση και διάδοση νέων σπόρων και γεωργικών πρακτικών που οδήγησαν σε τεράστιες αυξήσεις στην αγροτική εκροή στις λιγότερο αναπτυγμένες χώρες κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1960 και του 1970

προαιρετικές δαπάνες [discretionary spending]: δημόσιες δαπάνες που αποφασίζονται σε ετήσια βάση

προεξοφλητικό επιτόκιο [discount rate]: το επιτόκιο που χρεώνεται στα δανειζόμενα διαθέσιμα

προσαρμοστικές προσδοκίες [adaptive expectations]: προσδοκίες που ανταποκρί-νονται ή προσαρμόζονται σε πρόσφατη εμπειρία

προσδοκώμενες αποδόσεις [expected returns]: η μέση απόδοση -ένας αριθμός που συνδυάζει τις διάφορες πιθανές αποδόσεις ανά δολάριο επένδυσης με τις πιθανότητες να υπάρξει πραγματικά κάθε μία από αυ-τές τις αποδόσεις

προσέγγιση τελικών αγαθών [final goods approach]: η μέτρηση του ΑΕΠ με την

πρόσθεση όλων των πωλήσεων τελικών αγαθών

πρόσοδοι ποσοστώσεων [quota rent]: κέρδη που απορρέουν από την τεχνητά δημιουργούμενη έλλειψη των ποσοστώσεων και καταλήγουν στις επιχειρήσεις στις οποίες εκχωρούνται δικαιώματα εισαγωγής

προστατευτισμός [protectionism]: η πολιτική προστασίας των εγχώριων βιομηχανιών από τον ανταγωνισμό αγαθών που έχουν παραχθεί στο εξωτερικό

προστιθέμενη αξία [value added]: η αξία που προστίθεται σε κάθε στάδιο της παραγωγής είναι η διαφορά μεταξύ της αξίας της εκροής και της αξίας των εισροών που αγοράστηκαν από άλλες επιχειρήσεις

πρόσφατα εκβιομηχανισμένες χώρες [newly industrialized countries]: χώρες που πρόσφατα μετατράπηκαν από πολύ φτωχές σε χώρες μεσαίου εισοδήματος στις οποίες περιλαμβάνονται η Νότιος Κορέα, η Ταϊβάν, η Σινγκαπούρη και το Χονγκ-Κονγκ

προσφορά [supply]: η ποσότητα ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας που ένα νοικοκυριό ή μια επιχείρηση θα ήθελε να πωλήσει σε συγκεκριμένη τιμή

πυθμένας [trough]: το σημείο κατά τη διάρκεια μιας κάμψης όπου η πραγματική εκροή φτάνει στο χαμηλότερο επίπεδοροές [flows]: μεταβλητές όπως

η ετήσια εκροή της οικονομίας· τα αποθέματα βρίσκονται σε αντίθεση με τις ροές· οι ροές μετρούν τις αλλαγές στα αποθέματα μετά από μια δεδομένη χρονική περίοδο

αρχές της μακροοικονομικής -15-

Page 16: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

ρυθμός ανανέωσης του εργατικού δυναμικού [labor turnover rate]: ο ρυθμός με τον οποίο οι εργαζόμενοι μιας επιχείρησης παραιτούνται για να αναζητήσουν άλλη εργασία

ρυθμός ανεργίας [unemployment rate]: ο λόγος του αριθμού των ανθρώπων που αναζητούν εργασία ως προς το συνολικό εργατικό δυναμικό

ρυθμός συμμετοχής στο εργατικό δυναμικό [labor force participation rate]: το κλάσμα του πληθυσμού που βρίσκεται σε ηλικία εργασίας και απασχολείται ή αναζητεί θέση εργασίας

σιωπηρή σύμβαση εργασίας [implicit labor contact]: άγραφη συνεννόηση μεταξύ ερ-γαζομένων και εργοδότη για το ότι οι εργαζόμενοι θα εισπράττουν έναν σταθερό μισθό παρά τις διακυμάνσεις στις οικονομικές συνθήκες

σοκ προσφοράς [supply shocks]: απροσδόκητες μετατοπίσεις της καμπύλης συνολικής προσφοράς, όπως μια αύξηση στη διεθνή τιμή του πετρελαίου ή ένας μεγάλος σεισμός που καταστρέφει σημαντικό μέρος του κεφαλαιακού αποθέματος μιας χώρας

σπανιότητα [scarcity]: όρος που χρησιμοποιείται για να περιγραφεί η περιορισμένη διαθεσιμότητα πόρων έτσι ώστε εάν δεν χρεωνόταν τιμή για ένα αγαθό ή μια υπηρεσία η ζήτηση για αυτό θα υπερέβαινε την προσφορά του

στασιμοπληθωρισμός [stagflation]: το φαινόμενο της συνύπαρξης υψηλής κυκλικής ανεργίας και υψηλού πληθωρισμού

στόχευση πληθωρισμού [inflation target -

-16- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 17: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

ing): πολιτικές που έχουν στόχο να σταθεροποιήσουν την οικονομία μέσω αντικυκλικών πολιτικών ενώ διασφαλίζουν ότι ο μέσος πληθωρισμός παραμένει χαμηλόςστόχευση του επιπέδου

τιμών [price-level targeting]: σπάνια υιοθετούμενη πολιτική που έχει στόχο την επίτευξη ενός σταθερού επιπέδου τιμών

συγκριτικό πλεονέκτημα [comparative advantage]: μια χώρα έχει συγκριτικό πλεο-νέκτημα έναντι μιας άλλης σε ένα αγαθό σε αντίθεση με ένα άλλο εάν η σχετική αποτελεσματικότητά της στην παραγωγή του πρώτου είναι υψηλότερη από εκείνη της άλλης χώρας

συναλλαγή /ανταλλαγή [exchange]: η πράξη του εμπορίου που συνιστά τη βάση των αγορών

συναλλαγματική ισοτιμία [exchange rate]: η ισοτιμία στην οποία ένα νόμισμα (όπως το δολάριο) μπορεί να

ανταλλαγεί με ένα άλλο (όπως το ευρώ, το γεν ή τη στερλίνα)

συνάρτηση βραχυπρόθεσμης συνολικής παραγωγής [short-run aggregate produc-tion function]: η σχέση μεταξύ εκροής και απασχόλησης βραχυπρόθεσμα, δηλαδή με ένα δεδομένο σύνολο μηχανολογικού και κτιριακού εξοπλισμού

συνάρτηση εισαγωγών [import function]: η σχέση μεταξύ εισαγωγών και εθνικού εισοδήματος

συνάρτηση επένδυσης [investment function]: η σχέση μεταξύ του επιπέδου της πραγματικής επένδυσης και της αξίας του πραγματικού επιτοκίου· αποκαλείται επίσης καμπύλη επένδυσης

συνάρτηση συνολικής κατανάλωσης [aggregate consumption function]: η σχέση μεταξύ συνολικής κατανάλωσης και συνολικού εισοδήματος

αρχές της μακροοικονομικής 17

Page 18: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ I

συνθήκη ισοδυναμίας επιτοκίου [interest rate parity condition]: μια συνθήκη που υποθέτει τέλεια κινητικότητα κεφαλαίου όπου οι προσδοκώμενες αποδόσεις ισούνται ανεξαρτήτως κράτους σε καθεστώς ισορροπίας

συνολικά διαθέσιμα [total reserves]: το άθροισμα των δανειζόμενων και των μη δανειζόμενων διαθεσίμων όπως αυτό ελέγχεται άμεσα από την κεντρική τράπεζα των ΗΠΑ

συνολικές δαπάνες [aggregate expenditures]: οι συνολικές δαπάνες για αγαθά και υπηρεσίες που παράγονται στην οικονομία (κατανάλωση συν επένδυση συν αγορές του δημοσίου συν καθαρές εξαγωγές)

συνολική παραγωγικότητα συντελεστών [total factor productivity]: το μέρος της οι-κονομικής μεγέθυνσης που δεν μπορεί να ερμηνευτεί από αυξήσεις στο κεφάλαιο ή στην απασχόληση

σύνολο ευκαιριών [opportunity set]: μια σύνοψη των επιλογών που έχουν στη διάθεσή τους τα άτομα, όπως

αυτή καθορίζεται από τους περιορισμούς προϋπολογισμού και τους χρονικούς περιορισμούς

σύστημα αναλογικών διαθεσίμων [fractional reserve system]: το τραπεζικό σύστημα στο οποίο οι τράπεζες κρατούν ένα μέρος (μια αναλογία) των καταθέσεων ως διαθέσιμα

σύστημα κυμαινόμενων συναλλαγματικών ισοτιμιών [flexible/ floating exchange rate system]: ένα σύστημα στο οποίο οι συναλλαγματικές ισοτιμίες καθορίζονται από τις δυνάμεις της αγοράς, τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης, χωρίς κρατική παρέμβαση

σύστημα σταθερών συναλλαγματικών ισοτιμιών [fixed exchange rate system): ένα σύστημα συναλλαγματικής ισοτιμίας στο οποίο η αξία κάθε νομίσματος είναι καθο-ρισμένη σε σχέση με άλλα νομίσματα

σύστημα τιμών [price system]: το οικονομικό σύστημα στο οποίο οι σπάνιοι πόροι κατανέμονται μέσω των τιμών

αρχές της μακροοικονομικής 18

Page 19: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

ΓΛ Ω Σ Σ Α Ρ I

19 Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 20: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

συσχετισμός [correlation]: η σχέση που προκύπτει όταν η αλλαγή σε μια μεταβλητή συσχετίζεται σταθερά με την αλλαγή σε μια άλλη μεταβλητή

σχέσεις ανταλλαγής [trade-offs]: η ποσότητα ενός αγαθού (ή ενός επιδιωκόμενου στόχου) που πρέπει κανείς να αποποιηθεί για να αποκτήσει περισσότερο από ένα άλλο αγαθό (ή για να πετύχει περισσότερα από έναν άλλο επιδιωκόμενο στόχο)

ταχύτητα [velocity]: η ταχύτητα με την οποία κυκλοφορεί το χρήμα στην οικονομία, οριζόμενη ως ο λόγος του εισοδήματος ως προς την προσφορά χρήματος

τέλεια κινητικότητα κεφαλαίου [perfectly mobile capital]: κεφάλαιο που ανταποκρίνεται γρήγορα σε αλλαγές ως προς τις αποδόσεις σε διαφορετικές χώρες

τέλειος ανταγωνισμός [perfect competition]: κατάσταση στην οποία κάθε επιχείρηση είναι αποδέκτης τιμών -δεν μπορεί να επηρεάσει την τιμή της αγοράς· στην τιμή της αγοράς η επιχείρηση μπορεί να πωλήσει όσο επιθυμεί, εάν όμως ανεβάσει την τιμή της, χάνει όλες τις πωλήσεις

τιμή ισορροπίας [equilibrium price]: η τιμή στην οποία η ζήτηση ισούται με την προ-σφορά

τιμή που εκκαθαρίζει την αγορά [market clearing price]: η τιμή στην οποία η προ-σφορά ισούται με τη ζήτηση, έτσι ώστε να μην υπάρχει ούτε πλεονάζουσα προσφορά ούτε πλεονάζουσα ζήτηση

τρέχουσα προεξοφλημένη αξία [present discounted value]: πόσο αξίζει σήμερα μια ποσότητα χρήματος που θα εισπραχθεί στο μέλλον

τυχαίος βηματισμός [random walk]: όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή του τρόπου με τον οποίο κινούνται οι μετοχές· η

επόμενη κίνηση δεν μπορεί να προβλεφθεί βάσει των προηγούμενων κινήσεων

υποτίμηση [depreciation]: (α) μείωση στην αξία ενός περιουσιακού στοιχείου - πιο συγκεκριμένα, η ποσότητα βάσει της οποίας τα κεφαλαιουχικά αγαθά μειώνονται σε αξία με τη χρήση και την πάροδο του χρόνου -λέγεται και απόσβεση· (β) μια αλλαγή στη συναλλαγματική ισοτιμία που επιτρέπει σε μια μονάδα ενός νομίσματος να αγοράζει λιγότερες μονάδες ξένων νο-μισμάτων

ύφεση [depression]: μια ισχυρή καθοδική διακύμανση στην οικονομία που είναι εντονότερη από την κάμψη

φθίνουσες αποδόσεις [diminishing returns]: η αρχή σύμφωνα με την οποία όταν μία εισροή αυξάνεται ενώ οι άλλες παραμένουν σταθερές, η απορρέουσα αύξηση της εκροής τείνει να είναι όλο και μικρότερη

φούσκες τιμών περιουσιακών στοιχείων [asset price bubbles]: αυξήσεις στις τιμές περιουσιακών στοιχείων που στηρίζονται αποκλειστικά στην προσδοκία ότι οι τιμές θα είναι υψηλότερες στο μέλλον και όχι σε αυξήσεις στις τρέχουσες αποδόσεις που έχουν τα περιουσιακά στοιχεία

φυσικό ποσοστό ανεργίας [natural rate of unemployment]: το ποσοστό της ανεργίας όταν η οικονομία βρίσκεται σε δυνητικό ΑΕΠ και η κυκλική ανεργία είναι μηδενική

χαρτοφυλάκιο [portfolio]: ολόκληρη η συλλογή περιουσιακών στοιχείων και παθητικού ενός ατόμου

χρήμα [money]: ένα αντικείμενο που χρησιμοποιείται ως μέσο ανταλλαγής, παρακαταθήκης αξίας και λογιστική μονάδα

χρηματοπιστωτικές επενδύσεις [financial investments]: επενδύσεις σε

-20- Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 21: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

μετοχές, ομόλογα ή άλλα χρηματοπιστωτικά εργαλεία- αυτές παρέχουν τους πόρους που επιτρέπουν επενδύσεις σε κεφαλαιουχικά αγαθά

χρονικοί περιορισμοί [time constraints]: οι περιορισμοί στην κατανάλωση διαφόρων αγαθών που επιβάλλονται από το γεγονός ότι ο χρόνος

που έχουν να καταναλώσουν τα νοικοκυριά είναι περιορισμένος (είκοσι τέσσερις ώρες την ημέρα)· ο χρονικός περιορισμός καθορίζει το σύνολο ευκαιριών των ατόμων στην περίπτωση που ο μόνος περιορισμός τον οποίο αντιμετωπίζουν είναι ο χρόνος

21 Joseph Ε. Stiglitz | Carl Ε. Walsh

Page 22: ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΕ ΒΑΣΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΕΝΝΟΙΕΣ-ΕΛΛΗΝΙΚΑ

Γ Λ Ω Σ Σ Α Ρ Ι