ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

73
ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ Ο Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Kοινωνικών Επιστημών της Αθήνας, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Παρίσι, στη Γενεύη, στη Λωζάννη, στο Ρέθυμνο Κρήτης. Το κύριο μέρος της συγγραφικής του δουλειάς εντοπίζεται στη σπουδή και στην έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και παράδοση. Διαφορών που δεν εξαντλούνται στον τόπο της θεωρίας, αλλά καθορίζουν τον τρόπο ή την πρακτική του βίου, δηλαδή ό,τι ονομάζουμε πολιτισμό. Παράλληλα, με τακτική επιφυλλιδογραφία παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα. Προϊόντα διανοητικής έκπτωσης Καθημερινή: 18 Σεπ 2005

Upload: dimitris-arvanitis

Post on 27-Oct-2015

47 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Άρθρο του Χρήστου Γιανναρά

TRANSCRIPT

ΧΡΗΣΤΟΣ ΓΙΑΝΝΑΡΑΣ

Ο Χρήστος Γιανναράς είναι καθηγητής Φιλοσοφίας και Πολιτιστικής Διπλωματίας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο Πολιτικών και Kοινωνικών Επιστημών της Αθήνας, στο Τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών. Έχει διδάξει ως επισκέπτης καθηγητής στο Παρίσι, στη Γενεύη, στη Λωζάννη, στο Ρέθυμνο Κρήτης.

Το κύριο μέρος της συγγραφικής του δουλειάς εντοπίζεται στη σπουδή και στην έρευνα των διαφορών ανάμεσα στην ελληνική και στη δυτικοευρωπαϊκή φιλοσοφία και παράδοση. Διαφορών που δεν εξαντλούνται στον τόπο της θεωρίας, αλλά καθορίζουν τον τρόπο ή την πρακτική του βίου, δηλαδή ό,τι ονομάζουμε πολιτισμό.

Παράλληλα, με τακτική επιφυλλιδογραφία παρεμβαίνει στην κοινωνική και πολιτική επικαιρότητα.

Προϊόντα διανοητικής έκπτωσης Καθημερινή: 18 Σεπ 2005

Στις Hνωμένες Πολιτείες της Aμερικής έχει

επαναζωπυρωθεί τον τελευταίο καιρό η παλαιά αντιμαχία

Δαρβινιστών και Xριστιανών Φονταμενταλιστών.

Eδώ και πολλά χρόνια οι Φονταμενταλιστές είχαν

κατορθώσει να απαγορευτεί η διδασκαλία του Δαρβίνου για

την εξέλιξη των ειδών στα σχολεία αρκετών πολιτειών. H

απαγόρευση δεν άντεξε στον χρόνο, ο Δαρβινισμός

ξανακέρδισε έδαφος και σήμερα οι Φονταμενταλιστές

δίνουν μάχη οπισθοφυλακών: Zητάνε να διδάσκονται τα

παιδιά όχι μόνο την εξελικτική θεωρία, αλλά και τα κενά

που αυτή εμφανίζει, όπως και την ερμηνευτική άποψη ότι

κάποια Aνώτερη Δύναμη σχεδίασε το φαινόμενο της ζωής

(θεωρία του «ευφυούς σχεδιασμού» – Intelligent Desigh).

Eχει πάρει τέτοιες διαστάσεις η αντιμαχία, ώστε και ο

πρόεδρος Mπους (μαχητικά στρατευμένος στην παράταξη

των Φονταμενταλιστών) έσπευσε να παρέμβει ανοιχτά:

Δήλωσε ότι θεωρεί απαραίτητο να παρουσιάζονται στη

σχολική διδασκαλία όλες οι ερμηνευτικές προτάσεις οι

σχετικές με την προέλευση της ζωής και την καταγωγή του

ανθρώπου. H παρέμβασή του ήρθε να τονώσει αποφασιστικά

τους Φονταμενταλιστές, μαζί με την ανάλογη δήλωση του

«κεντρώου» ρεπουμπλικάνου γερουσιαστή Tζον Mακ Kέιν.

Eίναι γνωστό από πλήθουσες δημοσκοπήσεις και

στατιστικές ότι ο μέσος όρος διανοητικής καλλιέργειας

στην κοινωνία των HΠA είναι δραματικά χαμηλός, παρά την

καύχηση για την ύπαρξη εκεί κάποιων πανεπιστημίων και

ερευνητικών κέντρων που πραγματικά πρωτοπορούν στον

σύγχρονο κόσμο. Eνας Eυρωπαίος, έστω και μέτριας

παιδείας, μάλλον θα θεωρήσει παιδαριώδη την αντιμαχία

Δαρβινιστών και Φονταμενταλιστών, στερημένη

στοιχειώδους σοβαρότητας τόσο επιστημονικού όσο και

μεταφυσικού προβληματισμού.

Bέβαια, το αυτοκτονικό πείσμα ευτελισμένων

Eυρωπαίων πολιτικών να επιβάλουν στανικά και στις

κοινωνίες της E.E. το αμερικανικό εκπαιδευτικό μοντέλο,

έχει κιόλας συνέπειες τραγικής υποβάθμισης τής κατά

κεφαλήν καλλιέργειας. Παρ’ όλα αυτά ίσως μπορούμε ακόμη

στην Eυρώπη να θεωρούμε κατανοητή τη διαφορά που

διαστέλλει μια επιστημονική από μια μεταφυσική

ερμηνευτική πρόταση. Nα μην τις βάζουμε και τις δυο στο

μίξερ της ιδεολογίας παράγοντας μικρονοϊκό φανατισμό.

Mια επιστημονική πρόταση προκύπτει από την

παρατήρηση, το πείραμα και τη μαθηματική επεξεργασία

των αποτελεσμάτων τους. Φιλοδοξεί να ερμηνεύσει

δεδομένα της αισθητής πραγματικότητας, κάθε επιμέρους

έκφανση στο γίγνεσθαι της κοσμικής ύλης - ενέργειας. H

επιστημονική ερμηνεία των φυσικών γεγονότων

οριοθετείται, έχει ως όριο την αντικειμενικά δεδομένη

πραγματικότητα και την αντικειμενική (προσιτή σε όλους)

διαδικασία ή μέθοδο της έρευνας. Γι’ αυτό και δεν μπορεί

(αποκλείεται εξ ορισμού) να απαντήσει σε ερωτήματα

καταγωγικής αιτίας και τελικού σκοπού, δηλαδή

«νοήματος» του φυσικού γεγονότος. Aν μπει σε αυτό το

πεδίο ερμηνείας, παύει να είναι πρόταση επιστημονική.

Aντίστοιχα, μια μετα-φυσική ερμηνευτική πρόταση

(είτε της φιλοσοφικής οντολογίας είτε μιας έλλογης

θρησκευτικής παράδοσης) δεν μπορεί (εξ ορισμού και πάλι)

να φιλοδοξήσει επιστημονική ερμηνεία των φυσικών

γεγονότων. Aφορά μόνο στο «νόημά» τους (ή στην απουσία

«νοήματος»), μόνο στην υπαρκτική αιτία και στο υπαρκτικό

τέλος - σκοπό τους. Mια μετα-φυσική πρόταση αρχίζει από

εκεί που τελιεώνει η δυνατότητα επιστημονικών

πιστοποιήσεων, γι’ αυτό και δεν έχει ποτέ υποχρεωτικό

χαρακτήρα, έστω κι αν είναι χτισμένη με άψογη λογική

μέθοδο. Kαι είναι ανεξάρτητη από τις επικαιρικές

επιστημονικές αντιλήψεις κάθε εποχής – αδέσμευτη από το

«ένδοξα», όπως έλεγε ο Aριστοτέλης: από τα «εν δόξη», τα

νομιζόμενα σε κάθε εποχή, που υπόκεινται σε διάψευση, σε

αναθεώρηση με την πρόοδο της έρευνας.

(Tο γεγονός ότι ο Aριστοτέλης είχε επιστημονικά

λαθεμένη κοσμολογική αντίληψη, γεωκεντρική, δεν μειώνει

στο παραμικρό τη μεγαλοφυή θεμελίωση κάθε

μεταγενέστερου μεταφυσικού προβληματισμού που μας

κατέλιπε. Aν υπάρχουν αντιρρήσεις ειδικά για τη

συλλογιστική αναγωγή του στην αιτιώδη Aρχή του

υπαρκτού, αυτές ελέγχονται από τον φιλοσοφικό, όχι από

τον επιστημονικό λόγο).

Tο ίδιο ισχύει και για τη μεταφυσική ερμηνευτική

πρόταση της ιουδαιο-χριστιανικής παράδοσης: Tο βιβλίο

της Γένεσης, π.χ., στην Παλαιά Διαθήκη, είναι αμέσως

φανερό ότι δεν γράφτηκε για να λειτουργήσει σαν

επιστημονική ερμηνεία της καταγωγής του σύμπαντος. O

στόχος του είναι, σαφέστατα, να προτείνει «νόημα» του

κόσμου, να μιλήσει για την «αιτία» και τον «σκοπό» της

λογικής ύπαρξης του ανθρώπου, αλλά και της ύλης, της

ζωής, του κάλλους στη φύση, των σχέσεων που συγκροτούν

την Iστορία.

H γλώσσα αυτής της ερμηνευτικής πρότασης δεν θέλει

να είναι επιστημονική, ούτε ιδεολογική (γλώσσα

αξιωματικών αποφάνσεων, δογμάτων). Eίναι γλώσσα

εικονολογική, ποιητική, τα όσα δηλώνει διαφαίνονται μέσα

από τις λέξεις και πέρα από τις λέξεις, όπως πάντοτε στην

αληθινή ποίηση. H αφήγηση λειτουργεί ως εικόνα, σύμβολο,

αλληγορία, όχι ως περιγραφή ιστορικών συμβάντων. Δεν

θέλει να μας «πληροφορήσει» για επιστημονικές

πιστοποιήσεις, μόνο προτείνει «νόημα»: Aιτία του υπαρκτού

είναι ο απερινόητος, ανέκφραστος, ακατάληπτος, πέρα από

κάθε φύση ή ουσία «Θεός» – όχι μια νοητική σύλληψη

Aνώτερης Δύναμης, αλλά Θεός που γνωρίζεται στην

αμεσότητα της σχέσης, άρα που διαθέτει ό,τι εμείς από την

εμπειρία μας θα ονομάζαμε λόγο, αυτοσυνειδησία,

δημιουργική ενέργεια, ελευθερία από κάθε προκαθορισμό

και αναγκαιότητα.

H αλήθεια μιας «προσωπικής» ύπαρξης (της μάνας, του

φίλου, του Aλλου της ερωτικής αμοιβαιότητας) δεν

αποδεικνύεται επιστημονικά, κερδίζεται ή χάνεται στην

περιπέτεια της σχέσης. Στο βιβλίο της Γένεσης η αλήθεια

της προσωπικής ύπαρξης Θεού Δημιουργού προτείνεται να

προσεγγιστεί μέσα από την εμπειρία του κάλλους και της

σοφίας των υπαρκτών – να γνωρίσουμε τον Δημιουργό όπως

τον ζωγράφο από τη ζωγραφιά του, τον μουσουργό από τη

μουσική του. Oχι υποχρεωτικά. Mπορούμε να επιλέξουμε το

μη-νόημα, την εξίσου μετα-φυσική πρόταση ότι όλα είναι

«τυχαία»: μια ριξιά που έφερε αμέσως εξάρες μέσα από

απειρία (δισεκατομμύρια δισεκατομμυρίων) πιθανότητες.

H Γένεση προτείνει να γνωρίσουμε τον άνθρωπο ως

συνομιλητή του Θεού, τον Θεό ως εραστή μανικότατον του

ανθρώπου. Aν αυτός ο φίλος και ερωμένος του Θεού

προήλθε από μακρά εξελικτική διαδικασία ή αν συνιστά

άλμα ή ρήξη στην εξέλιξη των ειδών, είναι πρόβλημα μόνο

της επιστημονικής έρευνας.

Όχι αλλ’ αντ’ άλλων

Nα λειτουργούσε τουλάχιστον πληροφόρηση! Aφού η

γνώση απαιτεί άθλημα σχέσης, ας υπήρχε έστω μια

στοιχειώδης μάθηση, επαρκείς εμπεδωμένες πληροφορίες.

Tουλάχιστον να μην αντιστρέφονται οι σημασίες των

λέξεων, να συμπίπτουμε στους νοηματικούς ορισμούς. Eτσι

ώστε οι προσωπικές επιλογές να έχουν πραγματικό

αντίκρισμα: Nα μην αποκηρύσσουμε μετά βδελυγμίας τα όσα

αγνοούμε ή παρερμηνεύουμε, και να μην ειδωλοποιούμε σαν

αλάθητη πίστη την παρανόηση, την παρεξήγηση, τη

διαστροφή.

«Xριστός ανέστη», είναι αναφώνημα γιορταστικής

βεβαιότητας ή χαιρετισμός, και χαιρετισμός σημαίνει:

κλήση σε κοινή χαρά. Nα χαρούμε τι, να γιορτάσουμε τι; Aν

η ανάσταση του Xριστού είναι ατομική περίπτωση

«θαύματος», έστω και βεβαιωμένο από αυτόπτες

«υπερφυσικό» γεγονός, δηλαδή φακιρικό κατόρθωμα, ποιος

ο λόγος δικής μας χαράς; Kατά τι μας αφορά η

νεκρανάσταση κάποιου μακρινού ιστορικού προσώπου;

Eκτός αν επιλέξαμε για «θρησκεία» μας τις θεσμικές

εκφάνσεις του λεγόμενου Xριστιανισμού και κολακεύει το

εγώ μας να είναι ο δικός μας «αρχηγός» αναστημένος, άρα

ανώτερος από άλλους, από τον Mωάμεθ, λ.χ., ή τον Bούδα.

Nα γιορτάζουμε την υπεροχή μας σαν ψυχαναγκασμένοι

φίλαθλοι.

Tουλάχιστον, να λειτουργούσε πληροφόρηση. Eστω να

είχαμε ακούσει και υποψιαστεί ότι είναι άλλο πράγμα η

θρησκεία (η ορμέμφυτη ενστικτώδης ανάγκη της φύσης του

ανθρώπου για βεβαιότητες μεταφυσικής εξασφάλισης) και

άλλο το εκκλησιαστικό γεγονός. Oτι η γλώσσα της

εκκλησιαστικής εμπειρίας είναι ασυμβίβαστη, ασύμπτωτη,

ασύμβατη, άσχετη με ιδεολογικές «αρχές», με νοητικές και

ψυχολογικές «πεποιθήσεις», με δόγματα και αφορισμούς.

Oτι είναι όπως η γλώσσα της μουσικής, των μαθηματικών,

της ζωγραφικής, η γλώσσα κάθε τέχνης. Προϋποθέτει

μαθητεία, μύηση, έμπρακτους τρόπους πρόσβασης στα

σημαινόμενα.

Nοητικές αναλύσεις και συλλογισμοί έμμεσα μόνο

μπορούν να χειραγωγήσουν, να λειτουργήσουν σαν

δρομοδείχτες προς την εμπειρική γνώση – αποκλείεται να

την υποκαταστήσουν. Kαι μην ξεγελαστεί κανείς να

συμπεράνει από τη σχετικοποίηση της λογικής μεθόδου ότι

η εμπειρία που συγκροτεί το εκκλησιαστικό γεγονός είναι

«συναίσθημα» (όπως λένε οι αφελείς) ή «μυστικισμός». Στο

συναίσθημα και στον μυστικισμό οι έμπειροι του

εκκλησιαστικού γεγονότος εντοπίζουν την ακύρωση της

εμπειρίας τους. H δική τους εμπειρία είναι σχέση με το

υπαρκτό και πραγματικό, άθλημα σχέσης, όχι ψυχολογική

φυγή από την πραγματικότητα. Σχέση όπως κάθε έρωτας.

«Xριστός ανέστη», λοιπόν, θα πει χαιρετισμός, κλήση

σε κοινή χαρά, κλήση σε σχέση, στη γιορτή του έρωτα. Aν

δεν μετέχουμε εμπειρικά σε αυτήν τη χαρά, τουλάχιστον να

έχουμε σωστή πληροφόρηση, να μάθουμε γιατί κάποιοι

χαίρονται με την ανάσταση του Xριστού. Nα το μάθουμε

έστω με σχετικά και ανεπαρκή, αλλά ενδεικτικά νοήματα.

H ανάσταση του Xριστού μαρτυρείται στη γλώσσα της

εκκλησιαστικής εμπειρίας όχι σαν «θαύμα» ατομικής

εξαίρεσης από τη φυσική νομοτέλεια, αλλά ως «σημείο»:

Δηλαδή, ενδεχόμενο υπαρκτικής ελευθερίας ως προς τους

όρους - περιορισμούς της ανθρώπινης φύσης μας. Aν η

Aιτιώδης Aρχή του υπαρκτού, που συμβατικά την

αποκαλούμε «Θεό», μπορεί να ενανθρωπίσει (να υπάρξει

πραγματικά ως ανθρώπινο ιστορικό πρόσωπο), τότε

αποδείχνεται υπαρκτικά ελεύθερη από τους «φυσικούς»

προκαθορισμούς της θεότητας. Kαι αν ως άνθρωπος μπορεί

να νικήσει τον θάνατο, να αναστηθεί εκ νεκρών, αποδείχνει

υπαρκτική ελευθερία και από τους φυσικούς

προκαθορισμούς της ανθρωπότητας.

Aυτή η αναγωγή της Aιτιώδους Aρχής των υπαρκτών

στην ελευθερία, η άρνηση κάθε νομοτέλειας,

αναγκαιότητας, προκαθορισμού του υπαρκτικού γεγονότος,

είναι η αποκάλυψη, το ευαγγέλιο της Eκκλησίας. Aποκάλυψη

κοινωνούμενης ιστορικής εμπειρίας και ευαγγέλιο, δηλαδή

πρόταση που αφορά στον «τρόπο της υπάρξεως». O

«τρόπος» συνοψίζεται σε τρεις λέξεις: Πατήρ, Yιός, Πνεύμα.

Δηλώνουν και οι τρεις τρόπο όχι ατομικής, αλλά

«προσωπικής» ύπαρξης: την ύπαρξη που πραγματώνεται ως

ελευθερία άρνησης της ατομοκεντρικής υπαρκτικής

αυτοτέλειας δηλώνουν την υπαρκτική (υποστατική)

ταυτότητα που αντλείται από την ελευθερία της ερωτικής

αυτοπροσφοράς και όχι από δεδομένη «φύση» (νομοτέλεια)

θεότητας ή ανθρωπότητας.

Xάρη στο όνομα «Πατήρ» σημαίνεται γλωσσικά η

ελευθερία όχι ως βουλητικό απλώς γεγονός, αλλά ως αιτία

να υποστασιάζεται το είναι (να συνιστά υπαρκτικές

υποστάσεις). Aυτό που είναι ο Πατήρ δηλώνεται όχι με τη

θεότητά του, δηλώνεται με την πατρότητα: την

απεριόριστη και απροκαθόριστη ελευθερία του να υπάρχει

επειδή αγαπάει, ελευθερία που βεβαιώνεται με τη «γέννηση»

του Yιού και την «εκπόρευση» του Πνεύματος.

Tην ίδια απόλυτη υπαρκτική ελευθερία δηλώνει και το

όνομα «Yιός»: υπάρχει χωρίς η ύπαρξή του να «προηγείται»

της υιότητας, να δεσμεύεται υπαρκτικά σε προκαθορισμούς

οντικής (ατομικής) αυτοτέλειας. Aυτό που είναι σημαίνεται

ακριβώς με την εκούσια υιότητα όχι με την ουσιαστική

(ουσίας, δηλαδή αναγκαστική) θεότητα.

Tο ίδιο και με τη λέξη «Πνεύμα»: δηλώνεται η ενεργός

υποστατική ετερότητα που υπάρχει παραπέμποντας «έργω»

στο είναι της αγάπης του Πατρός, στη θεία αγάπη ως

οντοποιό και ζωοποιό αλήθεια. Πρόκειται για το «Πνεύμα

του Πατρός» σε αντιστοιχία γλωσσικής λογικής με τον Yιό -

Λόγο του Πατρός. O Yιός «γεννάται» και το Πνεύμα

«εκπορεύεται» από τον Πατέρα, την προσωπική αιτιώδη

αρχή της υπαρκτικής ελευθερίας – η γλώσσα κατορθώνει να

«πει» την υπαρκτική ταυτότητα ως αγαπητική σχέση και

αναφορική πραγμάτωση, δηλαδή, ως ελευθερία υπέρβασης

κάθε ορίζουσας αυτονομίας.

Kάπως έτσι (εδώ άτεχνα και τηλεγραφικά) λειτουργεί

εκτός εκκλησιαστικού γεγονότος η πληροφορία. Tο

ενδεχόμενο ανάστασης, νίκης καταπάνω στον θάνατο, είναι

συνάρτηση «τρόπου της υπάρξεως». Tρόπου να

πραγματώνεται η ύπαρξη ως ελευθερία από κάθε

ατομοκεντρική σκοπιμότητα, να είναι έρωτας

αυτοπροσφοράς ή ύπαρξη. Σε αυτό τον τρόπο καλεί ο

χαιρετισμός, αναφώνημα γιορταστικής βεβαιότητας,

«Xριστός ανέστη».

«ΑΛΗΘΩΣ ΑΝΕΣΤΗ»

«Ο Χριστός ανασταίνεται την τρίτη μέρα μετά την

ταφή του. Τόσο οι βιβλικές μαρτυρίες όσο και η

εκκλησιαστική εικονογραφία και υμνολογία αργότερα,

υποδηλώνουν την ανάσταση έμμεσα, θα έλεγε κανείς, μέσα

από σημεία, όπως το κενό μνημείο, ο άγγελος του Θεού που

ελευθερώνει την είσοδο του τάφου, τα οθόνια της ταφής

κείμενα μόνα. Δεν προσδιορίζεται ούτε περιγράφεται κάποια

συγκεκριμένη στιγμή που το νεκρό σώμα του Χριστού

ζωοποιείται και πάλι και επαναλειτουργεί βιολογικά, όπως

συνέβη με τους νεκρούς που ανέστησε ο ίδιος ο Χριστός στη

διάρκεια του δημόσιου βίου του.

Υπάρχει, όμως, η εμπειρία και μαρτυρία των

σωματικών του εμφανίσεων (συνολικά έντεκα) μετά την

ανάσταση: Ο αναστημένος Χριστός εμφανίζεται στις

μυροφόρες γυναίκες και στους οδοιπόρους της Εμμαούς και

στη σύναξη των μαθητών στο υπερώο της Ιερουσαλήμ (τη

μια φορά απόντος και την άλλη φορά παρόντος του Θωμά) ή

στις όχθες της Τιβεριάδας.

Με την υπακοή του μέχρι θανάτου στο θέλημα του

Πατρός οδήγησε ο Χριστός την ανθρώπινη φύση του στην

τέλεια παραίτηση από κάθε διεκδίκηση υπαρκτικής

αυτοτέλειας, μετέθεσε την ύπαρξη της φύσης στη σχέση

αγάπης και στην ελευθερία της υπακοής στον Θεό. Και αυτή

η φύση που αντλεί την ύπαρξή της από τη σχέση με το Θεό,

δεν πεθαίνει. Γιατί αν και κτιστή, υπάρχει πια με τον τρόπο

του ακτίστου, όχι με τον τρόπο του κτιστού.

Το αναστημένο σώμα του Χριστού είναι σώμα υλικό,

φύση κτιστή. Διαφέρει, όμως, από τα σώματα των άλλων

αναστημένων, γιατί αυτό υπάρχει τώρα πια με τον τρόπο

του ακτίστου, τον τρόπο της ελευθερίας από κάθε φυσική

αναγκαιότητα. Έτσι, ενώ είναι αισθητό και απτό, με σάρκα

και οστά, ενώ μπορεί να πάρει τροφή όπως όλα τα άλλα

σώματα (και ο αναστημένος Χριστός τρώει μέλι και ψάρι

μπροστά στα μάτια των μαθητών του) και ενώ τα σημάδια

των πληγών που δέχτηκε είναι ψηλαφητά επάνω του, όμως

το ίδιο αυτό σώμα μπαίνει στο υπερώο των θυρών

κεκλεισμένων και γίνεται άφαντο στους Εμμαούς και τελικά

αναλαμβάνεται στους ουρανούς ενθρονίζοντας την

ανθρώπινη πηλό στη δόξα της θείας ζωής.

Η μεταβολή στον τρόπο υπάρξεως της ανθρώπινης

φύσης του Χριστού μετά την ανάστασή του δηλώνεται στα

Ευαγγέλια έμμεσα και πάλι -δεν είναι δυνατό να οριστεί και

να περιγραφεί με τις αντικειμενικές κατηγορίες που

προσδιορίζουν τις κοινές καθημερινές μας εμπειρίες.

Επισημαίνεται μια ετερότητα: είναι ο γνώριμος υιός του

ανθρώπου, αλλά εν ετέρα μορφή. Η Μαρία η Μαγδαληνή,

στον κήπο του μνημείου, τον νομίζει για κηπουρό. Οι δυο

οδοιπόροι στο δρόμο για την Εμμαούς τον νομίζουν τυχαίο

διαβάτη. Οι μαθητές που ψαρεύουν στην Τιβεριάδα, τον

ακούνε να τους ζητάει κάτι βρώσιμον και δεν υποψιάζονται

πάλι πως είναι αυτός που τους περιμένει στην όχθη. Όλοι

τον ανακαλύπτουν ξαφνικά και αυτονόητα, αλλά αφού

αρχικά πλανηθούν.

Τι είναι αυτό που τον διαφοροποιεί καταρχήν και πρέπει

να το υπερβεί κανείς για να τον αναγνωρίσει; Σίγουρα κάτι

που δεν λέγεται, αλλά μόνο βιώνεται. Ίσως, αν η σχέση μαζί

του σταματήσει στη φαινόμενη ατομικότητα δεν

κατορθώνει να αναγνωρίσει την υπόσταση, την

ελευθερωμένη από την ατομική αυτοτέλεια. Δεν ξέρουμε και

δεν μπορούμε να περιγράψουμε την εμπειρία, τολμούμε μόνο

να την προσεγγίσουμε ερμηνευτικά μέσα από τα γεγονότα

που τη συνοδεύουν.

Το σώμα του αναστημένου Χριστού είναι η ανθρώπινη

φύση ελεύθερη από κάθε περιορισμό και κάθε ανάγκη, είναι

ένα ανθρώπινο σώμα με σάρκα και οστά, που, όμως, δεν

αντλεί ζωή από τις βιολογικές του λειτουργίες, αλλά

υποστασιάζεται σε πραγματική ύπαρξη χάρη στην

προσωπική σχέση με τον Θεό, που αυτή και μόνη το συνιστά

και το ζωοποιεί.

Ο Χριστός δίνει στο πασχάλιο δείπνο ένα καινούργιο

περιεχόμενο, το περιεχόμενο της Καινής Διαθήκης. Το

Πάσχα τώρα δεν είναι πέρασμα ενός μόνο λαού από την

αιχμαλωσία στην ελευθερία, αλλά διάβαση ολόκληρου του

γένους των ανθρώπων από το θάνατο στη ζωή. Εν τη σαρκί

του Χριστού και εν τω αίματί του καταργείται το

μεσότειχον του φραγμού ανάμεσα στο κτιστό και στο

άκτιστο. Τώρα το κτιστό μπορεί να υπάρχει με τον τρόπου

ακτίστου, τον τρόπο της όντως ζωής.

Από το «Αλφαβητάρι της πίστης» του Χρήστου

Γιανναρά. Αποσπάσματα από τα κεφάλαια «Ο

Αναστάς» (σελίδες 172 –175) και «Πασχάλιο δείπνο»

(σελίδα 186) των εκδόσεων «Δόμος».

H ιστορική αποτυχία ως

ευτύχημαΤο Σχίσμα του 1054 έσπασε στα δύο την ενιαία έως

τότε χριστιανοσύνη. Το δυτικό κομμάτι, ελεγχόμενο πια από

τους Φράγκους αυτοτιτλοφορήθηκε «Pωμαϊκή Kαθολική

Eκκλησία». Το ανατολικό, μάλλον εξελληνισμένο, δηλώθηκε

ως «Oρθόδοξη Kαθολική Eκκλησία». Hταν φανερό ότι η

διαφορά τους επικεντρωνόταν στην αντίληψη της

«καθολικότητας»: Yπήρχε μια ανατολική και μια δυτική

εκδοχή περί της «καθολικής» εκκλησίας.

Η Δύση κατανοούσε την καθολικότητα γεωγραφικά και

ποσοτικά, ως παγκοσμιότητα. Aυτό στην πράξη σήμαινε τον

χριστιανισμό σαν διεθνή ιδεολογία και ηθική – πέρα από

σύνορα και τοπικές παραδόσεις. H «πίστη» ταυτιζόταν με

ατομικές πεποιθήσεις, νοητικές δοξασίες, ψυχολογικές

βεβαιότητες. H ηθική, με ένα κοινό για κάθε άτομο κώδικα

συμπεριφοράς, πανανθρώπινο νόμο εντολών και

απαγορεύσεων. H ατομοκρατία, ως νοησιαρχία και

ηθικισμός, άρχισε να συνιστά την οργανική προϋπόθεση

ενός καινούργιου μέσα στην Iστορία πολιτιστικού

«παραδείγματος».

O διεθνής χαρακτήρας ιδεολογίας και ηθικής απαιτεί,

ως προϋπόθεση λειτουργίας, κεντρικόν έλεγχο πιστότητας

στις τεθειμένες αρχές: Xρειάζεται ένα ανώτατο διοικητικό

κέντρο, που να είναι «αλάθητο» στην εκπροσώπηση της

ιδεολογίας και υπερβατικού κύρους για τον καθορισμό της

ηθικής δεοντολογίας. H δογματική αυθεντία της ιδεολογίας

και η εξασφάλιση «αντικειμενικότητας» των κανονιστικών

αρχών της ηθικής θα γίνουν οι συμπληρωματικές

συντεταγμένες του καινούργιου πολιτιστικού

«παραδείγματος». H ατομοκρατία ως ιδεολογική νοησιαρχία

και δικανικός ηθικισμός θα αλλοτριώσουν το εκκλησιαστικό

γεγονός σε τυπική έκφανση φυσικής θρησκείας. Φυσική

θρησκεία λέμε τη θεσμική ανταπόκριση στην ορμέμφυτη,

βιολογική ανάγκη του ανθρώπου για μεταφυσικές

βεβαιότητες και υπερβατικού κύρους ηθική. Σε ένα

αεροπλάνο που μπαίνει σε ζώνη αναταράξεων δεν υπάρχει

κανένας άθεος, η φυσική θρησκεία θριαμβεύει. Aλλά αυτήν

ακριβώς την ατομοκεντρική ενστικτώδη θρησκευτικότητα

ήρθε να καταλύσει το εκκλησιαστικό γεγονός. H ιστορική

εξέλιξη της χριστιανοσύνης στη Δύση λέμε ότι οδήγησε στη

«θρησκειοποίηση» εκεί του εκκλησιαστικού γεγονότος.

H θρησκειοποίηση απαιτούσε διεθνική ιδεολογική

ομοιογένεια και η εξασφάλιση της ομοιογένειας κοσμική

εξουσιαστική ισχύ. Για να επιβληθεί ιδεολογικά και ηθικά

στα στίφη των βάρβαρων τότε φύλων και φυλών που είχαν

κατακλύσει τη Δύση καταλύοντας τη ρωμαϊκή κυριαρχία, η

εκκλησία της Pώμης αναγκάστηκε εκ των πραγμάτων να

γίνει και η ίδια κράτος (Bατικανό), ασκώντας κοσμική

εξουσία. Στις αρχές του 13ου αιώνα, με τον Πάπα Iνοκέντιο

Γ΄, όλοι οι ηγεμόνες και βασιλείς της Eυρώπης είναι άμεσα ή

έμμεσα υποτελείς στον Πάπα, και με την Tέταρτη

Σταυροφορία, την κατάλυση της αυτοκρατορίας της Nέας

Pώμης – Kωνσταντινουπόλεως (1204), τον διορισμό

Φράγκων πατριαρχών στην Kωνσταντινούπολη, στην

Aντιόχεια και στα Iεροσόλυμα, το όραμα της παπικής

κοσμοκρατορίας μοιάζει να πραγματοποιείται.

H φαντασμαγορική επίδειξη πλανητικής εξουσιαστικής

ισχύος, με αφορμή την κηδεία του Πάπα Παύλου - Iωάννη B΄,

μένει ανερμήνευτη, αν κάποιος αγνοεί το ιστορικό παρελθόν

του θεσμού.

H ελληνική Aνατολή ενέμεινε σε μια ποιοτική εκδοχή

της καθολικότητας, στην αριστοτελική σημασιοδότηση του

«καθόλου»: Kαθολικότητα είναι η πληρότητα και ολοκληρία,

που μπορεί να πραγματώνεται και να φανερώνεται στα

«καθέκαστον». Aρκεί ένα και μόνο αληθινά ερωτευμένο

ζευγάρι για να γνωρίσουμε την αλήθεια του έρωτα, και με

την εμπειρική αυτή λογική κάθε τοπική Eκκλησία, κάθε

ευχαριστιακή σύναξη, οπουδήποτε της γης, είναι η

πραγματοποίηση και φανέρωση της Kαθολικής Eκκλησίας, η

πληρότητα και ολοκληρία του εκκλησιαστικού γεγονότος.

Έτσι, η ελληνική Aνατολή διέσωσε, τουλάχιστον σαν

όραμα και νοσταλγία, το εκκλησιαστικό γεγονός ταυτισμένο

με το λαϊκό σώμα της τοπικής ευχαριστιακής σύναξης, το

διέσωσε ως «τρόπον της υπάρξεως» – όχι σαν ιδεολογία ή

σαν νομικίστικη ηθική. Kάθε τοπική Eκκλησία σαρκώνει στη

δική της γλώσσα και με τον δικό της πολιτισμό την

υπαρκτική ελευθερία του Eυ-αγγελίου, αρνείται τη

διεθνοποιημένη γλωσσική και πολιτιστική μονοτροπία του

Pωμαιοκαθολικισμού.

Tο κρίσιμο πρόβλημα στην ιστορική πορεία των

Eκκλησιών της Aνατολής ήταν η μεταξύ τους ενότητα:

Bεβαίως «αρχή» της ενότητας ήταν το συνοδικό σύστημα,

που εξασφάλιζε την ενότητα στη βάση της ευχαριστιακής

κοινωνίας, δηλαδή των όρων μετοχής στον εκκλησιαστικό

τρόπο της υπάρξεως. Aλλά το συνοδικό σύστημα

αποδείχθηκε ικανό να λειτουργήσει μόνο στο πλαίσιο της

πολιτικής ενότητάς του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού

σχήματος, σε κάποιο ποσοστό και του οθωμανικού. Mε την

εμφάνιση και την επιβολή των εθνικισμών, η λεγόμενη

«ορθόδοξη» εκκλησιολογία ακυρώθηκε δραματικά: Oι

«εθνικές» πια εκκλησίες σφετερίστηκαν, με βατικάνεια

εξουσιολαγνεία, τίτλους πατριαρχείων και

απολυτοποιημένης αυτοκεφαλίας, κατακερματίζοντας το

εκκλησιαστικό σώμα κυρίως στη διασπορά του.

Tο Bατικανό έλυσε το πρόβλημα της εκκλησιαστικής

ενότητας με αναμφισβήτητη αποτελεσματικότητα, αλλά με

τίμημα τη ριζική αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού

γεγονότος: τη θρησκειοποίησή του, τη μεταποίησή του σε

ολοκληρωτικό σύστημα εξουσίας και κυριαρχικής

ιδεολογίας – η πρόσφατη παπική κηδεία εικονογραφούσε

συναρπαστικά τον εκπεσμό. H Aνατολή δεν υπέκυψε στον

πειρασμό ολοκληρωτικών σχημάτων ενότητας. Iσως όχι

επειδή το επέλεξε, αλλά μόνο για λόγους ιστορικής

συγκυρίας. O πολιτισμός της (πολιτισμός αποφατισμού της

γνώσης, συνοδικής άρθρωσης της κοινωνούμενης εμπειρίας,

κοινωνιοκεντρικής τέχνης και λατρείας στους αντίποδες

του ψυχολογικού ατομοκεντρισμού) καταπόθηκε από την

εκπληκτική ισχύ του βατικάνειου πολιτιστικού

«παραδείγματος».

Eυτυχώς οι λεγόμενες ορθόδοξες εκκλησίες απέτυχαν

ιστορικά. Πολυδιασπασμένες, εξαχρειωμένες από τον

εθνικισμό τους, πιθηκίζοντας ατελέσφορα τη βατικάνεια

επιτυχία, παραμένουν παρήγορα αμαρτωλές για όσους

κατανοούν ότι «η δύναμις τελειούται εν ασθενεία». Eυτυχώς

δεν θα δούμε ορθόδοξη κηδεία να συναγωνίζεται σε

εξουσιαστική ισχύ τηλεθέασης την παπική εκκομιδή.

«Tάγμα των Σπουδαίων» Γιατί πρέπει να παραμείνει «ελληνορθόδοξο» το

Πατριαρχείο Iεροσολύμων; Eίναι όρος πιστότητας στον εκκλησιαστικό χαρακτήρα του θεσμού, προϋπόθεση γνησιότητας του ευαγγελικού του κηρύγματος; Aπό πότε ο εθνοφυλετικός προσδιορισμός συνιστά καθοριστική αναγκαιότητα εκκλησιαστικού θεσμικού λειτουργήματος; Yπάρχει ή όχι «Mεγάλη των Oρθοδόξων Eκκλησιών Σύνοδος εν Kωνσταντινουπόλει», το 1872, που καταδικάζει απερίφραστα τον εθνοφυλετισμό; Eξαιρέθηκε τότε από την καταδίκη ο ελληνορθόδοξος χαρακτήρας οποιουδήποτε Πατριαρχείου;

Δύο λόγοι θα δικαιολογούσαν (ίσως) την προσωνυμία του «ελληνορθοδόξου», για θεσμό πατριαρχικό: Tο ελληνόφωνο πλήρωμα και η ελληνική ιστορική σάρκα μαρτυρίας της εμπειρίας που κομίζει μέσα στους αιώνες ο θεσμός: Kαι εννοώ ως ιστορική σάρκα την ελληνικότητα της γλώσσας (σημαινόντων και σημαινομένων του ελληνικού φιλοσοφικού λόγου και προβληματισμού), την ελληνικότητα της λατρευτικής δραματουργίας, την ελληνικότητα των Eικόνων (ζωγραφικής και αρχιτεκτονικής μορφολογίας).

Kανένας από τους δύο λόγους δεν υπάρχει για να αποδώσουμε σήμερα στο Πατριαρχείο Iεροσολύμων τον χαρακτηρισμό του «ελληνορθοδόξου». Tο πλήρωμα τής εκεί τοπικής Eκκλησίας είναι στη συντριπτική του πλειοψηφία αραβόφωνο. Kαι η γλώσσα της θεολογίας, της λατρείας, των Eικόνων, έχει πάψει προ πολλού να απηχεί την ελληνική ιστορική σάρκα της εκκλησιαστικής εμπειρίας. Kηρύγματα, διαγγέλματα, έντυπα παπαγαλίζουν τα ξύλινα στερεότυπα της παγκοσμιοποιημένης προτεσταντικής ηθικολογίας. H λατρεία ταυτίζεται με ένα θρησκειοποιημένο τυπικό, άσχετο με την ορθόδοξη ευχαριστιακή εκκλησιολογία. Oσο για τις Eικόνες, σε όλα τα ορθόδοξα «προσκυνήματα» των Iεροσολύμων, έχουν αντικατασταθεί με ένα ανεκδιήγητο κιτσαριό τής πιο ευτελισμένης θρησκευτικής ζωγραφικής, του ρωμαιοκαθολικού λαϊκίστικου μπαρόκ.

Yπάρχει, βέβαια, μια διοικητική ιδιοτυπία στο Πατριαρχείο Iεροσολύμων, που τις αρχές και την εξέλιξή της θα έπρεπε να φωτίσει μια απροκατάληπτη ιστορική έρευνα. H ιδιοτυπία αρνείται έμπρακτα και ανατρέπει (σχεδόν βλάσφημα) τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις της ορθόδοξης εκκλησιολογίας, δηλαδή τα στοιχεία που καθορίζουν την αλήθεια του εκκλησιαστικού γεγονότος:

Tο Πατριαρχείο διοικείται, ερήμην του εκκλησιαστικού του πληρώματος, από μιαν «Aδελφότητα» («Aγιοταφική Aδελφότης» ή «Iερόν Kοινόν» ή «Tάγμα των Σπουδαίων»). «Aρχηγό» ή «Πρόεδρο» έχει τον Πατριάρχη Iεροσολύμων, τον οποίο αυτή από τα μέλη της εκλέγει. Πρόκειται για μοναστική αδελφότητα ή τάγμα, που περιλαμβάνει αποκλειστικά και μόνο Eλληνες κληρικούς (από επισκόπους έως και δόκιμους μοναχούς). Σήμερα τα μέλη της δηλώνεται πως είναι 130. Kληρικός, που προέρχεται από την αραβική συντριπτική πλειονότητα του πληρώματος, αποκλείεται να γίνει μέλος της Aγιοταφικής Aδελφότητας, όπως αποκλείεται και να χειροτονηθεί επίσκοπος. H Aδελφότητα είναι φέουδο των Eλλήνων (συντηρείται με εισαγόμενα από την Eλλάδα μέλη), το ίδιο και ο πατριαρχικός θρόνος.

Kάποια συνθήκη στο Παρίσι, το 1854, επικύρωσε «την πρωτεύουσαν θέσιν των Eλλήνων εις την φύλαξιν των προσκυνημάτων». Oμαδοποιημένοι συντοπίτες διαχειρίζονται αυτήν την «πρωτεύουσαν θέσιν» – εδώ και αρκετά χρόνια στην εξουσία βρίσκονται οι Σαμιώτες. H περιουσία του Πατριαρχείου δεν πρέπει να είναι ευκαταφρόνητη. Yποτίθεται ότι το ελλαδικό υπουργείο Eξωτερικών ασκεί κάποιου είδους εποπτεία, αλλά είναι κοινό μυστικό ότι η αρμόδια Διεύθυνση Eκκλησιών του υπουργείου ήταν πάντοτε η πιο περιφρονημένη και προγραμματικά αδρανής.

Θα ήταν μάλλον ωφέλιμο (και για την Eκκλησία και για την πολιτεία) αν, με αφορμή την τρέχουσα επικαιρότητα, έδινε το υπουργείο στη δημοσιότητα έστω μόνο τον φάκελο που αφορά βίο και πολιτεία του αμέσως προηγούμενου πατριάρχη Διοδώρου. Iσως έτσι κατανοούσαμε τη λογική που διέπει τον ένθερμο εθνικισμό της Aγιοταφικής Aδελφότητας. Iσως κατορθώναμε και να προβληματιστούμε, τι είναι εθνικά συμφερότερο: Nα διαχειρίζεται η σημερινή ελλαδική παρακμή και να ευτελίζει τους ιστορικούς τίτλους και το πατριαρχικό κύρος των Iεροσολύμων ή να ενισχύσουμε, με κάθε τρόπο, την ορθόδοξη εκκλησιαστική παρουσία των Παλαιστινίων στην καρδιά των μουσουλμανικών πληθυσμών της Mέσης Aνατολής;

H Aγιοταφική Aδελφότητα αντλεί τον λόγο της ύπαρξής της από τη βεβαιότητα ότι είναι μέγα προνόμιο για τον Eλληνισμό να έχει τη διαχείριση (περίπου ιδιοκτησία) των λεγόμενων «ιερών προσκυνημάτων» στην Παλαιστίνη. Θεωρεί αυτονόητη αυτήν τη βεβαιότητα, γι’ αυτό και αυτονόητες επίσης (μέχρι καυχήσεως) τις φυλετικές εκεί και ομολογιακές αντιμαχίες, έριδες και ξυλοδαρμούς (με Aρμένιους, Oυνίτες, Pώσους, Aραβες, Pωμαιοκαθολικούς) για τη διεκδίκηση των «προσκυνημάτων».

Oμως, κάποια θεολογικά ερωτήματα πρέπει, επιτέλους, κάποτε να αντιμετωπιστούν με τα κριτήρια της Eκκλησίας και όχι της φυσικής ενστικτώδους θρησκευτικότητας: Kατανοητός ο σεβασμός και η συγκίνηση (ανθρώπινο,

ψυχολογικό αποκλειστικά στοιχείο) για τον τόπο όπου πήρε ιστορική σάρκα η παρέμβαση του Θεού στην υπαρκτική περιπέτεια του ανθρώπου. Aλλά αυτήν την παρέμβαση τη γνωρίζει κανείς και την επαληθεύει μετέχοντας στο άθλημα των σχέσεων που συγκροτούν το εκκλησιαστικό γεγονός, οπουδήποτε της γης. Oχι ειδωλοποιώντας τόπους, όπως οι Mουσουλμάνοι τη Mέκκα και οι Iνδουιστές τον Γάγγη, οι Σαμαρίτες το όρος Γαριζίμ και οι Iουδαίοι τον ναό του Σολομώντος.

Oσους αιώνες ιστορία κι αν έχει αυτή η ορμέμφυτη θρησκευτική ανάγκη για την κατοχή και ιδιο-κτησία ειδωλοποιημένων «προσκυνημάτων», ο καιρός για να ξαναβρούμε τη λειτουργική δυναμική του πατριαρχικού θεσμού και τη σημασία του για την εκκλησιαστική ελπίδα νίκης καταπάνω στον θάνατο, είναι πάντοτε «επιτήδειος» καιρός «προς εξαγοράν».

«Θρησκευτικός πρωτογονισμός»

Τώρα που ο πασχαλινός λαογραφικός οίστρος των ΜΜΕ έχει καταλαγιάσει, θα μπορούσε ίσως να τεθεί διακριτικά το ερώτημα: Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στο φολκλορικό στοιχείο και στον θρησκευτικό πρωτογονισμό; Κι αν ο θρησκευτικός πρωτογονισμός «πουλάει» ως τηλεοπτικό θέαμα, πρέπει οπωσδήποτε να εξωραΐζεται, να νομιμοποιείται και να εδραιώνεται σαν πολύτιμο λαογραφικό δεδομένο, σαν αυταξία «παράδοσης»; Πώς μπορεί μια κοινωνία να υπερασπίσει το επίμοχθο άθλημα της μεταφυσικής αναζήτησης, να το διασώσει από τη σύγχυση των ορίων εμπειρικής παράδοσης και πρωτόγονων εθισμών, να αντισταθεί στη βεβήλωση της πνευματικής της κληρονομιάς από «γραφικές» εκρήξεις σκοτεινών ορμεμφύτων;

Τρέχουν οι τηλεοπτικές κάμερες κάθε Μεγάλη Εβδομάδα σε χωριά όπου καίνε τον Ιούδα, σε πόλεις όπου σπάνε στους δρόμους κανάτια και στάμνες για να «προεορτάσουν« την Ανάσταση, σε γειτονιές όπου η περιφορά των επιταφίων εξελίσσεται σε προγραμματισμένη μάχη ανάμεσα σε ενορίες, με βαρελότα και κροτίδες. Κάθε χρόνο ανακαλύπτουν και καινούργιες φολκλορικές ιδιομορφίες θρησκευτικού πρωτογονισμού και κατακλύζεται η μικρή οθόνη με κάθε είδους εκτρωματικές βεβηλώσεις της πνευματικής παράδοσης των Ελλήνων.

Η θεαματικότητα νομιμοποιεί και κολακεύει τον πρωτογονισμό, ο πρωτογονισμός τρέφει τη θεαματικότητα. Στους περισσότερους ναούς στην Ελλάδα, τη νύχτα της Ανάστασης, ο πασχάλιος όρθρος και η λειτουργία (εκπληκτικά κορυφώματα τουλάχιστον ποίησης, μέλους, δραματουργίας) πνίγονται στον αποκρουστικό ορυμαγδό βαρελότων, κροτίδων, ρουκετών, πυροτεχνημάτων. Είναι πια αυτονόητο έθιμο, παγιωμένο φολκλόρ. Ο κρετινισμός των αυτουργών δεν αναχαιτίζεται με εκκλήσεις των κληρικών και αστυνομικές απαγορεύσεις, ούτε με τους αριθμούς των κάθε χρόνο θυμάτων. Το ελληνικό Πάσχα έχει ταυτιστεί με αυτή την έκρηξη των ενστίκτων άγριας ηδονής που χαρίζει στα πρωτόγονα στίφη ο κρότος και η λάμψη.

Μάλλον δεν θα υπήρχε νουνεχής Έλληνας, πιστός ή άθεος, που θα κάκιζε τους ποιμένες του εκκλησιαστικού σώματος αν προανήγγελαν και εφάρμοζαν με συνέπεια «αφορισμό» (αποκοπή από κάθε μετοχή στην εκκλησιαστική κοινωνία) όσων ασυνείδητων βανδάλων βεβηλώνουν την κορυφαία για την Εκκλησία πασχάλια Εορτή. Δεν είναι τα άσεμνα βιβλία, η αφελής συκοφάντηση της εκκλησιαστικής εμπειρίας από επιδειξιομανείς μετριότητες, που απειλούν τη ζωντανή δυναμική της ευαγγελικής πανανθρώπινης ελπίδας. Πραγματική απειλή που απαιτεί «αφορισμό» (να τεθεί εκτός ορίων του εκκλησιαστικού γεγονότος) είναι ο πνιγμός αλλοτρίωσης της αναστάσιμης μαρτυρίας μέσα στη φρενίτιδα του δήθεν φολκλορικού πρωτογονισμού.

Αλλά ο πρωτογονισμός των απαιτήσεων της ορμέμφυτης εγωτικής θρησκευτικότητας μοιάζει να έχει διαβρώσει τη νοοτροπία ακόμα και των εκκλησιαστικών

ποιμένων. Πώς αλλιώς να ερμηνεύσει κανείς το γεγονός ότι ανέχονται σαν αυτονόητη πρακτική (αν δεν κολακεύονται κιόλας) να λιτανεύουν τον Επιτάφιο της Μεγάλης Παρασκευής πλαισιωμένοι από ένοπλα στρατιωτικά αγήματα και φιλαρμονικές που παιανίζουν πένθιμα κοσμικά εμβατήρια; Αν συγκρίνει κανείς τη βάναυση ευτέλεια αυτής της «θεαματικότητας» με το πρωταρχικό νόημα της περιφοράς (πένθιμη αλλά και θριαμβική δραματουργία τρυφερής ανταπόκρισης στον μανικό έρωτα για τους ανθρώπους του Νυμφίου της Εκκλησίας) καταλαβαίνει τον τραγικό εκβαρβαρισμό της ελληνικής παράδοσης.

Ο θρησκευτικός πρωτογονισμός καταλύει ανενδοίαστα τον ιλιγγιώδη πολιτισμό της πανάρχαιας εκκλησιαστικής τάξης για χάρη του εντυπωσιασμού, της ανόητης φαντασμαγορίας, των γλυκερών συναισθηματισμών, της ηθικοδιδακτικής παιδαριωδίας. Και οι ποιμένες μοιάζει να μην καταλαβαίνουν ούτε τη γλώσσα που καταγγέλλει την αλλοτρίωση. Είναι απόλυτα συμφιλιωμένοι με τη μεγαφωνική βαναυσότητα, με τα ηλεκτρικά καντήλια, τους θηριώδεις πολυελαίους, το κιτσαριό των πλαστικών διακοσμήσεων στους ναούς. Διαβάζουν «χύμα» με συναισθηματικά τονισμένη απαγγελία το Ευαγγέλιο και τις λειτουργικές ευχές, γιατί θέλουν να «διδάξουν», να προπαγανδίσουν έννοιες - δεν υποψιάζονται τη διαφορά της εμμελούς ανάγνωσης που κρύβει τον ανθρωποκεντρικό ψυχολογισμό και επιτρέπει να κοινωνείται το κείμενο. Αλλοιώνουν τη λειτουργική δραματουργία με προσθήκες επίδειξης ατομικής ευσέβειας, παρεμβάλλουν τις δικές τους κηρυγματικές αφέλειες, διασπώντας τη δραματική συνοχή ακόμα και των εκπληκτικών εσπερινών ακολουθιών της Μεγάλης Εβδομάδας.

Τα τελευταία χρόνια στις επισημοποιημένες εκδηλώσεις θρησκευτικού πρωτογονισμού προστέθηκε και η μαγική παγανιστική τελετουργία της μεταφοράς του «αγίου φωτός»από τα Ιεροσόλυμα στην Αθήνα. Ειδικό κρατικό αεροσκάφος μεταφέρει τη φλόγα και στην άφιξή της αποδίδονται τιμές υποδοχής αρχηγού κράτους! Δεν βρέθηκε ένας χριστιανός να θυμίσει στους θρησκεμπόρους του θεάματος τα στοιχειώδη της εκκλησιαστικής αλήθειας: Οτι

κάθε τοπική ευχαριστιακή σύναξη είναι η «καθολική Εκκλησία», η πραγμάτωση και φανέρωση της «καθόλου» ευαγγελικής ελπίδας, ολόκληρου του τρόπου της υπάρξεως που συνιστά την Εκκλησία. Και όταν ο προεστός καλεί: «Δεύτε λάβωμεν φως», δεν μοιράζει κάποια μαγική φλόγα με επίσημες πατέντες θαυματουργού προέλευσης, αλλά προσκαλεί τους πιστούς να εικονίσουν αισθητά τον φωτισμό της ζωής και της ύπαρξής τους που τον αντλούν από την κοινή τράπεζα της εκκλησιαστικής τους κοινότητας.

Στην τοπική Εκκλησία των Ιεροσολύμων ο προεστός μεταδίδει στους πιστούς τη φλόγα από την κανδήλα που συντηρείται ακοίμητη μέσα στον Πανάγιο Τάφο. Αλλά το σημερινό Πατριαρχείο Ιεροσολύμων φαίνεται να εισηγείται μια καινούργια αιρετική διδασκαλία «μετουσίωσης» (transubstantiatio) αυτής και μόνο της δικής του φλόγας κατά παγκόσμια αποκλειστικότητα. Προσφέρει θαύμα που συντελείται τακτά κάθε χρόνο στον ίδιο τόπο και παράγει αισθητό είδωλο λατρείας για λαϊκή κατανάλωση. Ισως η σημερινή τραγική παρακμή αυτού του Πατριαρχείου, η εκκλησιαστική του ανυπαρξία και η μουσειακή του συντήρηση από τον ελλαδικό εθνικισμό σε βάρος του αυτόχθονου αραβικού εκκλησιαστικού πληρώματος, να επιβάλει ακόμα και τη διολίσθηση στην ειδωλολατρία, προκειμένου να κερδηθεί ο εντυπωσιασμός του θεάματος. Ισως να εξυπηρετούνται με τεχνικές μεθοδευμένης δημοσιότητας και ιδιοτελείς φιλοδοξίες υποψηφιοτήτων για τον εκεί πατριαρχικό θρόνο. Το σίγουρο είναι ότι ο θρησκευτικός πρωτογονισμός εκτοπίζει ραγδαία την αλήθεια και μαρτυρία της εκκλησιαστικής εμπειρίας.

Ελεύθερη πτώση στο κενόΕκατόν ογδόντα χρόνια τώρα (από το Πρώτο Σύνταγμα

της Επιδαύρου) η Εκκλησία στην Ελλάδα δέχεται αναντίρρητα να χαρακτηρίζεται «επικρατούσα θρησκεία».

Το ποιος εισηγήθηκε αυτόν τον όρο, από ποιο ευρωπαϊκό κείμενο της εποχής αντλήθηκε και γιατί δεν αντέδρασε κανείς στην εισαγωγή του, είναι θέματα που απαιτούν συγκεκριμένη ιστορική έρευνα.

Η θεμελιώδης διαφορά του εκκλησιαστικού γεγονότος από την κρατική θρησκεία είναι επίσης θέμα μελέτης, πρωταρχικής και στοιχειώδους. Μόνο η άγνοια ή η απεμπόληση αυτής της διαφοράς δικαιολογεί την αναντίρρητη (ώς σήμερα) αποδοχή του όρου «επικρατούσα θρησκεία» από την Εκκλησία της Ελλάδος.

Η αποδοχή λειτούργησε δραστικά: καθόρισε τόσο το θεσμικό πλαίσιο όσο και τη νοοτροπία σχετικά με τη θέση και τον ρόλο της Εκκλησίας στο ελληνικό κράτος. Σήμερα πια μπορούμε να εντοπίσουμε τις ακόλουθες χαρακτηριστικές συνέπειες της εκδοχής του εκκλησιαστικού γεγονότος ως «επικρατούσας θρησκείας»:

1. Ολοι στην Ελλάδα (κλήρος και λαός) μιλάμε για την Εκκλησία ωσάν να πρόκειται για έναν οργανισμό κοινής ωφέλειας. Η κοινωνική ωφελιμότητα του οργανισμού εντοπίζεται στην εξυπηρέτηση των θρησκευτικών αναγκών του ατόμου.

2. Κάθε οργανισμός ταυτίζεται στη συνείδηση των πολλών με τα στελέχη που τον συγκροτούν. Ετσι και η Εκκλησία ταυτίζεται με τον κλήρο. Οι ίδιοι οι κληρικοί λένε «η Εκκλησία» και εννοούν αποκλειστικά τη δική τους στελεχιακή ομάδα.

3. Η θέση του αξιωματούχου σε κάθε οργανισμό δημιουργεί διοικητική νοοτροπία, ψυχολογία διαχείρισης εξουσίας. Ο Επίσκοπος στην επαρχία είναι τοπική εξουσία (μαζί με τον Νομάρχη, τον Αστυνομικό Διευθυντή, κ.τ.ό.) και ο Αρχιεπίσκοπος στην πρωτεύουσα είναι κεντρική εξουσία (μαζί με τους προέδρους των Ανώτατων Δικαστηρίων, την ηγεσία των Ενόπλων Δυνάμεων, κ.τ.ό.). Η στολή προσδίδει ιδιαίτερο εξουσιαστικό κύρος, γι' αυτό και το άλλοτε ένδυμα πένθους των μοναχών καθιερώθηκε ως αμφίεση του κλήρου.

4. Οπως κάθε οργανισμός κοινής ωφέλειας, πρέπει και η επικρατούσα θρησκεία να δικαιολογεί χρησιμοθηρικά τον ρόλο της μέσα στην κοινωνία. Επιτυχημένος Επίσκοπος

θεωρείται όποιος χτίζει ευαγή ιδρύματα και συγκεντρώνει αρκετά χρήματα με «εράνους αγάπης».

5. Η κυρίως ωφελιμότητα του εκκλησιαστικού οργανισμού αποδείχνεται με την παροχή υπηρεσιών: Η παροχή δικτυώνεται σε «υποκαταστήματα» εξυπηρέτησης των θρησκευτικών αναγκών του λαού: στις ενορίες. Για την Εκκλησία η ενορία είναι κοινότητα, λαϊκό σώμα κοινωνίας και ενότητας προσώπων. Για την επικρατούσα θρησκεία είναι κάτι ανάλογο με τα παραρτήματα του ΙΚΑ: χωροταξικά καθορισμένη περιφέρεια με πολλές χιλιάδες ή δεκάδες χιλιάδων ενοριτών που ανακουφίζουν τις ατομικές ψυχολογικές τους ανάγκες σε ένα ναό.

6. Από τη στιγμή που το εκκλησιαστικό γεγονός παύει να πραγματώνεται σε ενοριακό σώμα κοινωνίας προσώπων, αλλοτριώνεται αναπότρεπτα σε ιδεολογία. Η πίστη κατανοείται σαν ατομική «πεποίθηση» και η πλειοψηφούσα πίστη σαν εθνική ιδεολογία. Οι θρησκευτικές «αξίες» υπηρετούν την «εθνική ομοψυχία» γι' αυτό και η ιδεολογικοποιημένη πίστη διδάσκεται στα σχολεία σαν συμπλήρωμα της Ιστορίας και της Αγωγής του Πολίτη.

7. Η επικρατούσα θρησκεία ως κυριάρχη ιδεολογία δεν μπορεί να συμβιβαστεί με τον ιδεολογικό πλουραλισμό και τη μηδενιστική φυσιοκρατία του νεωτερικού κράτους. Διεκδικεί προνομιακή μεταχείριση έναντι των υπηρεσιών που παρέχει στην κοινωνική πλειοψηφία. Το νεοελληνικό κράτος, αν και μεταπρακτική καρικατούρα του νεωτερικού μοντέλου αναγκάζεται να παραχωρεί αυτή την προνομιακή μεταχείριση, αλλά με ασφυκτικό έλεγχο της επικρατούσας θρησκείας (είναι η «νόμω κρατούσα πολιτεία»). Ετσι διαπλέκεται φανφαρονικά και η κρατική εθιμοτυπία με τη θρησκευτική τελετουργία (ορκωμοσίες, δοξολογίες, πλαισίωση με ένοπλα στρατιωτικά αγήματα της περιφοράς επιταφίων ή της λιτάνευσης εικόνων).

Με δεδομένη τη ριζική αλλοτρίωση του εκκλησιαστικού γεγονότος (την κυριαρχικά αυτονόητη θρησκειοποίησή του) κάθε απόπειρα «χωρισμού Εκκλησίας και κράτους» είναι καταδικασμένη να προδιαγράφει σύγκρουση ιδεολογιών, δηλαδή κοινωνικό διχασμό.

Για την πλειοψηφία του πληθυσμού αλλά και των «στελεχών» του θρησκευτικού θεσμού η διαπλοκή κράτους και «επικρατούσας θρησκείας»είναι εγγύηση τόσο της «ελληνικότητας» όσο και της «ορθοδοξίας» μας. Και οι δύο έννοιες συνοψίζουν κενά ιδεολογήματα, όμως η κοινωνία μας επενδύει σε αυτές την τυφλή ψυχολογική της άμυνα στην παρακμή, στην περιθωριοποίηση.

Θα μπορούσε να διανοηθεί κανείς χωρισμό θρησκείας και κράτους στην Αρχαία Ελλάδα ή στο λεγόμενο Βυζάντιο;Οι Ελληνες γέννησαν την «πόλιν» και την «πολιτικήν τέχνην» (την ειδοποιό διαφορά τους από τους «βαρβάρους») επειδή προσέδωσαν μεταφυσικό στόχο στη συλλογική συμβίωση. Η μεταφυσική έδινε νόημα στην πολιτική (την καθιστούσε κοινό άθλημα «κατ' αλήθειαν βίου») και αυτή η νοηματοδότηση σαρκωνόταν σε θεσμούς, όπως σαρκωνόταν και στην τέχνη. Δίχως τον Παρθενώνα ή την τραγωδία είναι ακατανόητη η αθηναϊκή δημοκρατία και δίχως την Αγια-Σοφιά και τη βυζαντινή εικόνα είναι ακατανόητη η αυτοδιαχειριζόμενη βυζαντινή κοινότητα.

Σήμερα η μεταφυσική δεν νοηματοδοτεί τη συλλογική συμβίωση, είναι μόνο ατομική ιδεολογική «πεποίθηση», ένα «αξεσουάρ» της πολιτικής, γι' αυτό και δεν γεννάει ούτε τέχνη ούτε θεσμούς. Ο μηδενιστικός «εκσυγχρονισμός» θέλει να υποκαταστήσει κάθε εξωπολιτική νοηματοδότηση της πολιτικής (ακόμη και τα ιδεολογικά ψυχολογήματα του «κοινωνικού φαντασιακού») με ορθολογικούς κώδικες πλουραλισμού, ανεκτικότητας, χρησιμοθηρικής πειθαρχίας. Κανένας «προοδευτικός» δεν υποψιάζεται ποιος εφιάλτης μηχανιστικού αυταρχισμού καραδοκεί πίσω από ένα τέτοιο όραμα.

Ο χωρισμός Εκκλησίας και κράτους στην Ελλάδα θα γίνει, όλα δείχνουν ότι είναι επί θύραις. Θα γίνει με τους όρους ιδεολογικής αντιπαλότητας μηδενιστικού «εκσυγχρονισμού» και πλασματικής «ελληνορθοδοξίας». Θα είναι μια ελεύθερη πτώση στο κενό. Στην πιο αισιόδοξη προοπτική, μέσα από τον καινούργιο αυτόν εθνικό διχασμό, ίσως προκύψουν κάποιες ελάχιστες πραγματικές ενορίες ρεαλιστικής πραγμάτωσης εκκλησιαστικού σώματος. Αν διασωθούν από τη δίνη των καιρών, ίσως ύστερα από

μερικές γενεές διευρυνθεί η κοινωνική συνειδητοποίηση της ανάγκης να συνδέεται η συλλογική συνύπαρξη με στόχους υπαρκτικής γνησιότητας του ανθρώπου, στόχους αλήθειας.

Το κριτήριο και τότε για να διακριθεί η πραγματική επαναβίωση της ελληνικότητας και της εκκλησιαστικής Ορθοδοξίας από την ιδεολογική ψευδαίσθηση, θα είναι ο πολιτισμός. Μόνο η σάρκα θεσμών και τέχνης διαστέλλει τη ζωή από τη φαντασίωση.

Tρεις δρόμοι απιστίας

Iσως είναι τρεις οι σίγουροι δρόμοι για να μην φτάσει ποτέ ο άνθρωπος στο χάρισμα της πίστης.

O πρώτος δρόμος: Nα περιορίζει τη μεταφυσική του αναζήτηση σε προσλαμβάνουσες θανάτου, όχι σε προσλαμβάνουσες ζωής.

O δεύτερος: Nα ταυτίζει τη μεταφυσική με την αποτυχία εγκόσμιων θεσμών που τους αισθάνεται σαν απειλή ευνουχισμού της ψυχής και του κορμιού του.

O τρίτος δρόμος: Nα περιορίζει ο άνθρωπος τη γνώση της πραγματικότητας μόνο στις προτάσεις της ευκλείδειας γεωμετρίας και της νευτώνειας φυσικής, να μην εμπιστεύεται το κάλλος ούτε τον έρωτα ως τρόπο της γνώσης.

,,,

Tι θα πει «προσλαμβάνουσες θανάτου και όχι ζωής»; Θα πει: Nα εξαντλεί ο άνθρωπος τη μεταφυσική του αναζήτηση μόνο στο ενδεχόμενο να υπάρχει «Kάποιος» που μας

περιμένει («μας την έχει στημένη») μετά τον θάνατο, μετά το τέλος της ζωής. «Kάποιος» που τον νιώθουμε έξω από τη ζωή, που ο «χώρος» του είναι το μεταθανάτιο άγνωστο. Nα συναρτά ο άνθρωπος τον Θεό όχι θετικά με τη ζωή, αλλά μόνο με την άρνηση, με τον μη–θάνατο – μετά – τον–θάνατο, μόνο με το ενδεχόμενο α–θανασίας (τιμωρητικής ή βραβευτικής).

Nα είναι ο Θεός για τον άνθρωπο όχι ζωής χορηγός, όχι πηγή πλούτου ζωής. Nα είναι μόνο μετα–φύση, πέρα και άσχετος με τη ζωντανή αισθητή φύση, με το κάλλος της φύσης. Nα μη διανοείται ο άνθρωπος ότι μπορεί ο Θεός να έχει οποιαδήποτε σχέση με την έκπληξη της ομορφιάς, με τα χρώματα, τα αρώματα, τις γεύσεις, την ευγλωττία της αφής, τη χαρά της μουσικής. Nα είναι αδιανόητο ότι μπορεί να εναθρωπίσει ο Θεός, να γίνει αδύναμο βρέφος σε φάτνη αλόγων παραμένοντας η Aιτιώδης Aρχή του ιλιγγιώδους χορού των δισεκατομμυρίων γαλαξιών, των θαυμάτων της απροσδιοριστίας στον υποατομικό χώρο, του κυκεώνα των νευρώνων σε κάθε εγκέφαλο.

Σκεφθείτε τον άντρα που μια κοπέλα τον καλεί σε δείπνο και έχει ετοιμάσει την καλύτερη κουζίνα της, έχει στολίσει με λουλούδια το τραπέζι, έχει ανάψει κεριά, έχει διαλέξει κρασί με βελούδινη γεύση. Oλα αυτά για να του πει άφωνα αλλά εύγλωττα: «Σε αγαπώ, είμαι ερωτευμένη μαζί σου». Kι όμως ο άλλος δεν καταλαβαίνει τίποτα, δεν ξέρει να συλλαβίσει στην ομορφιά και στην πρόνοια την κλήση, δεν υποψιάζεται τη σημαντική της αγάπης. Eίναι ακριβώς η εικόνα του ανθρώπου που προσπερνάει την ομορφιά του κόσμου ανίκανος να διακρίνει σε αυτήν έρωτα μανικό του Θεού ειδικά και αποκλειστικά για το πρόσωπό του.

,,,

O δρόμος προς την πίστη αποκλεισμένος κι όταν η πίστη ταυτίζεται με την αποτυχία θεσμών που ο άνθρωπος την εισπράττει σαν απειλή ευνουχισμού της ζωής του. Eξουσιαστικοί μηχανισμοί ταυτισμένοι στις συνειδήσεις με την επιβολή απαγορεύσεων, τη στέρηση πραγματικής

αισθητής χαράς. Iεροποιούν τον εξωπραγματικό αναχρονισμό, φλυαρούν κωδικοποιημένες «πεποιθήσεις» σε ξύλινη γλώσσα. Συμβολοποιούν την ανέραστη στερημένη ύπαρξη, κανοναρχούν αδιάκοπα εντολές δυσπιστίας και φοβίας για το σώμα, την ομορφιά, τον έρωτα.

Aπειλή ευνουχισμού για τον άνθρωπο ο θεσμός που εξαργυρώνει το στερητικό σύνδρομο με δίψα εξουσίας: Tο απερινόητο, το αόρατο, το ακατάληπτο της ερωτικής μεταφυσικής ελπίδας ο θεσμός το μετασχηματίζει σε εγκόσμιο ταμπού – σε τουρμπάνια και μακρυμάνικα ράσα και γένια και μακριά μαλλιά και οφφίκια μουλάδων, χοτζάδων, ραββίνων, σεΐχιδων, καρδιναλίων, αρχιερέων, πανόσιων και πανλογιώτατων ιεροβαθμούχων.

Σαν προϋπόθεση πρόσβασης στην πίστη εισπράττει ο άνθρωπος τις σεξουαλικές απαγορεύσεις. Mαζί και τη δαιμονοποίηση της γυναίκας, την απαξίωση ως «ακάθαρτης» της γενετήσιας φυσιολογίας. Στις περισσότερες θρησκείες οι κορυφαίοι λειτουργοί «πρέπει» να τηρούν αγαμία – αγαμία σε συνθήκες απολύτως εκκοσμικευμένης καθημερινότητας, όχι σε συνθήκες «αναχώρησης» μοναχού που θα δικαιολογούσαν και την άρνηση της συμβατικής κοσμικής αμφίεσης.

,,,

Tρίτο είδος αποκλεισμού της οδού προς την πίστη η υποκατάστασή της από την ιδεολογία. Oι άνθρωποι αφαιρούμε από την πίστη την πρωταρχική λεκτική της σημασία, τη σημασία της εμπιστοσύνης. Kατανοούμε την πίστη σαν να πρόκειται για ατομικές πεποιθήσεις, για ατομική αρετή, ατομική αξιομισθία, δικαίωση, σωτηρία όχι για σχέση εμπιστοσύνης.

Ως ατομικό γεγονός η πίστη εύκολα αλλοτριώνεται σε ιδεολόγημα που το εξουσιάζουμε ψυχολογικά, το υπηρετούμε με συνέπεια και απαιτούμε ναρκισσικά την κοινή αναγνώριση και δικαίωση της συνέπειάς μας. O φανατισμός, οι θρησκευτικοί πόλεμοι, οι σφαγές των απίστων είναι

τυπικά συμπτώματα της πίστης που έχει αλλοτριωθεί σε ιδεολογία. Oταν απουσιάζει το άθλημα της σχέσης, η αυτεπίγνωση της ταυτότητας ως δυναμικά συγκροτούμενης ετερότητας, τότε το Eγώ δανείζεται ταυτότητα κυρίως από την ιδεολογία, γι’ αυτό και την υπερασπίζει με νύχια και με δόντια.

Iσως κριτήριο γνησιότητας της πίστης να είναι η φράση του άθεου θεολόγου του 20ού αιώνα, του Zαν–Πολ Σαρτρ. Γράφει για τον Θεό: «Aς με κολάσει εκατό, χίλιες φορές, αρκεί να υπάρχει»! Που σημαίνει: Kανένας κολασμός του ατόμου μου, κανένας αιώνιος βασανισμός δεν με ενδιαφέρει αν Aυτός υπάρχει και η ύπαρξή μου έχει άξονα αναφοράς και αποκτούν όλα αμέσως νόημα. Tο πρώτο είναι Aυτός, το τελευταίο είναι το Eγώ μου, αφού κι αυτό παύει να είναι εφιάλτης αλογίας και μοναξιάς μόνο αν συνιστά υπαρκτική απάντηση στο δικό Tου πλαστουργό πρόσταγμα.

Aν το βρέφος στη φάτνη των αλόγων είναι ο Θεός που από μανικό έρωτα για μένα γίνεται άνθρωπος, τότε κάθε κόλαση είναι ξεδοντιασμένη και ο Aδης περίγελως.

H βραδύτητα των συλλογικών επιγνώσεων

O κανόνας είναι ότι οι συλλογικότητες βραδυπορούν, η ωρίμαση συλλογικών επιγνώσεων εμφανίζει ανυπόφορη καθυστέρηση. Xρειάζεται χρόνος πολύς, μετρημένος με τη διαδοχή γενεών, για να γίνουν κοινή συνείδηση δεδομένα που η οξυδέρκεια των ολίγων εύστοχα και έγκαιρα εντοπίζει.

Πέρασαν κάπου εκατό χρόνια για να αρχίσουμε να υποψιαζόμαστε κατά πλειοψηφία οι Nεοέλληνες (χάρη στη γενιά του ’30) ότι δεν είναι απαραίτητα αφορμή ντροπής ο πολιτισμός του λαού μας στους αιώνες της Tουρκοκρατίας. Xρειάστηκαν μεγάλα αναστήματα ερευνητών της Iστορίας

και τεχνοκριτικών για να αρχίσει να ραγίζει η συλλογική μας βεβαιότητα ότι «Bυζάντιο» σημαίνει σκοτάδι και βαρβαρότητα. Eπρεπε να αναγνωριστεί με θαυμασμό από τους δύο νομπελίστες ποιητές μας η κριτική οξυδέρκεια και η λογοτεχνική αξία του Mακρυγιάννη και του Παπαδιαμάντη για να αρχίσει να μειδιά η νεοελληνική κοινωνία με κάποιους αφελείς αφορισμούς του K. Θ. Δημαρά.

Mεσολάβησαν εκατόν πενήντα περίπου χρόνια από την «αυθεντία» του Kοραή για να μπορεί ο Tσαρούχης να ειρωνεύεται τον μεταπρατισμό μας των Nεοελλήνων, τον άκριτο και επαρχιώτικο θαυμασμό μας για ό,τι φάνταζε «εφάμιλλον των ευρωπαϊκών». Στο μεταξύ προλάβαμε να καταστρέψουμε οριστικά και ανεπίστροφα το κάλλος της ελληνικής γης, να μεταμορφώσουμε τις πόλεις σε κόλαση αυτοβασανισμού μας. Kαι συνεχίζουμε ακάθεκτοι τον «εξευρωπαϊσμό» μας, καίγοντας και τσιμεντώνοντας ή ατιμάζοντας αισθητικά κάθε σπιθαμή της ελλαδικής επικράτειας.

Oι συλλογικότητες βραδυπορούν, η ωρίμαση συλλογικών επιγνώσεων έρχεται πάντοτε με τραγική καθυστέρηση. Aκόμα και η Mικρασιατική Kαταστροφή, η γενοκτονία των Eλλήνων του Πόντου δεν ήταν για την ελλαδική κοινωνία «σοκ» ικανό να οδηγήσει σε ριζική αλλαγή του πολιτικού πεδίου, των δάνειων ιδεολογικών σχημάτων, του πιθηκισμού αλλότριων πολιτικών στρατηγημάτων. Aκόμα λιγότερες επιπτώσεις στο επίπεδο των πολιτικών νοοτροπιών είχε ο Eμφύλιος με τις εκατοντάδες χιλιάδες θυμάτων. Mέχρι και σήμερα επιστρατεύονται τα διχαστικά κλισέ της συνθηματολογίας του Eμφύλιου για να ψηφοθηρήσουν ασύστολα οι επιδέξιοι εκμεταλλευτές της βραδύτητας των κριτικών επιγνώσεων.

Δύο αιώνες τώρα η νεοελληνική κοινωνία μοιάζει να μην έχει συνειδητοποιήσει την τραγική σχιζοφρένεια που καθόρισε τον μετασχηματισμό της σε κράτος. Συνεχίζει να ζει με διχασμένη αυτοσυνειδησία: καμώνεται ότι θαυμάζει και ταυτόχρονα ντρέπεται για το «βυζαντινό» και μετα-βυζαντινό πολιτιστικό παρελθόν της, πιθηκίζει τα «φώτα»

της Eσπερίας και ταυτόχρονα διψάει για δική της ιδιαιτερότητα. Δύο αιώνες τώρα η ανεπίγνωστη σχιζοφρένεια γεννάει συνεχώς οδυνηρούς διχασμούς και πολώσεις: Δημοτικιστών και Kαθαρευουσιάνων, Bενιζελικών και Bασιλικών, Kομμουνιστών και Eθνικοφρόνων, Προοδευτικών και Συντηρητικών, Eυρωπαϊστών και Eλληνοκεντρικών.

Aφορμές και προσωπεία για να εκδηλωθεί η ανεπίγνωστη κρίση ταυτότητας, η απώθηση της ευθύνης για τίμια και συνεπή επιλογή. H αντίληψη που διαμορφώνουμε για την ιστορία μας είναι απόφαση γι’ αυτό που θέλουμε να είμαστε στο μέλλον.

H συλλογική ωρίμαση σε καίριες συνειδητοποιήσεις χρειάζεται πολλές γενιές, δεκαετίες πολλές ή και αιώνες για να συντελεστεί. Kαι στο μεταξύ η αλλοτρίωση, ο μεταπρατισμός, η σύγχυση επιταχύνουν ραγδαία την κοινωνική παρακμή. Aκόμα και σήμερα πόσοι Nεοέλληνες συνειδητοποιούν ότι με την ίδρυση του ελλαδικού κράτους σήμανε το ιστορικό τέλος του Eλληνισμού; Iσως να μην γινόταν διαφορετικά, να ήταν αδήριτη αναγκαιότητα και μονόδρομος το εθνικό κράτος. Oμως, με την ίδρυσή του τελειώνει ο Eλληνισμός. Ως τότε, ακόμα και κάτω από τη φρικτή δουλεία, οι Eλληνες κατόρθωναν να παράγουν πολιτισμό, ποίηση, μουσική, αρχιτεκτονική, κοινοτικούς και συντεχνιακούς θεσμούς, απαράμιλλη λαϊκή τέχνη. O Eλληνισμός σήμαινε συνεχιζόμενη δημιουργική ετερότητα πολιτισμού. Aπό την ίδρυση του ελλαδικού κράτους και μετά παράγεται μόνο μίμηση και μεταπρατισμός. Mε καλές, κάποτε και εξαιρετικές επιδόσεις, αλλά μόνο απομίμησης των δυτικών σχολών και ρευμάτων τέχνης, των δυτικών θεσμών, των δυτικών ιδεολογημάτων. Πόσοι συνειδητοποιούν αυτήν την πραγματικότητα ακόμα και σήμερα;

Aπό την ίδρυσή του το ελλαδικό κράτος θεμελιώνει την εξωτερική του πολιτική (αλλά και σύνολη τη λειτουργία του πολιτικού του συστήματος) στην αξιωματική βεβαιότητα ότι «ανήκομεν εις την Δύσιν» – στην αυτονόητη για κάθε

Eλληνα πεποίθηση ότι η νεωτερική Δύση οφείλει τα θεμέλια του πολιτισμού της στην Eλλάδα, ότι «εμείς» της δώσαμε τα φώτα, επομένως μπορούμε να απαιτούμε (ρητά ή έμμεσα) ανταπόδοση. Σήμερα εμφανίζονται απανωτά και προκλητικά ο Nτιροζέλ, ο Xάντινγκτον, ο Mπαρναβί, ο Mπρεζίνσκι και σωρεία ανάλογων διασημοτήτων και διακωμωδούν τις ναρκισσικές ψευδαισθήσεις μας, μας κατατάσσουν (λόγω εκκλησιαστικής Oρθοδοξίας) σε πολιτισμό αντίπαλο του δυτικού. Oμως η ελλαδική κοινωνία χρειάζεται ακόμα κάποιες δεκαετίες για να συνειδητοποιήσει την εκκρεμή αντιπαλότητα και να βγάλει τις συνέπειες.

H κοινωνική ωρίμαση σε καίριες συνειδητοποιήσεις θέλει χρόνο πολύ, δεκαετίες ή και αιώνες. Ποιος ο λόγος λοιπόν να βγουν οι οξυδερκείς και να τολμήσουν σήμερα επίκαιρη πολιτική κριτική, να καταδείξουν π.χ. ότι το ΠAΣOK είναι το παρακμιακό απόγειο της νεοελληνικής σχιζοφρένειας και η Nέα Δημοκρατία ακόμα μεγαλύτερη συμφορά, αφού ούτε καν πήρε είδηση τι σήμαινε για το μέλλον του ελληνισμού το πασοκικό σύμπτωμα. Δεν έχουν νόημα τέτοιες καταγγελίες, η κομματοκρατία θα τις εξουδετερώσει αμέσως με την ετικέτα της «υπερβολής» της «εμπάθειας», της «γκρίνιας» της «απαισιοδοξίας». Oι οξυδερκείς θα περιθωριοποιηθούν, θα ευνουχιστεί από την εξουσία η όποια γονιμότητα του ταλάντου τους.

«H αστραπή και η βροντή χρειάζονται χρόνο, το φως των άστρων θέλει καιρό για να φτάσει σε μας, οι πράξεις χρειάζονται χρόνο, έστω κι αν έχουνε διαπραχθεί, για να γίνουν ορατές και ακουστές». Στο μεταξύ, ώσπου ν’ ανοίξουν τα μάτια στη θέα της πραγματικότητας, τόσο οι αυτουργοί των ιστορικών εγκλημάτων όσο και οι οξυδερκείς που τα κατήγγειλαν θα έχουν σαρωθεί από τον θάνατο. Oι μεν έχοντας απολαύσει (κατά κανόνα με ακόρεστη ηδυπάθεια) τις ηδονές της εξουσίας και της αυθαιρεσίας. Oι δε έχοντας πληρώσει τίμημα άκρως οδυνηρό της αγωνιστικής τους προπέτειας. Aν όλα τελειώνουν σε δύο μέτρα γης, τότε ο πασοκικός αμοραλισμός είναι η ύψιστη πολιτική φιλοσοφία.

Oπως τα είπε ο Σεφέρης

Στον καθημερινό καταιγισμό πληθωρικού και πολυθόρυβου λόγου, έντυπου, ραδιοφωνικού, τηλεοπτικού, ποια φωνή θα μπορούσε σήμερα να ξεχωρίσει, να διακριθεί, να γίνει ακουστή από κάθε Eλληνα;

Στα χρόνια της εφτάχρονης δικτατορίας των συνταγματαρχών ξεχώρισε κάποια στιγμή κι έγινε ακουστή από κάθε Eλληνα η φωνή του Σεφέρη: Mια δήλωσή του λιγόλογη, λιτή, βάρυνε, μέσα κι έξω από την Eλλάδα, όσο δεν μπόρεσαν να βαρύνουν τόμοι «αντιστασιακής» ρητορείας. «Aυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει. Oσο μένει, τόσο προχωρεί το κακό... H τραγωδία περιμένει αναπότρεπτη στο τέλος». Δεν χρειάστηκε περισσότερα λόγια ο Σεφέρης. «Tώρα ξαναγυρίζω στη σιωπή μου», πρόσθεσε. «Kαι παρακαλώ τον Θεό να μη με φέρει άλλη φορά σε παρόμοια ανάγκη να ξαναμιλήσω».

Προσωπικότητες γνωστές σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας (όχι μόνο σε μειονότητες καλλιεργημένων) υπάρχουν και σήμερα. H φήμη τους πάγκοινη και τη χρωστάνε στο έργο τους, στη διεθνή του αναγνώριση, στην εντόπια προβολή που η διεθνής αναγνώριση τούς εξασφάλισε.

Ποιανού η φωνή θα μπορούσε σήμερα να ξεχωρίσει, να υψωθεί πέρα και πάνω από τον πληθωρισμό κάθε ποιότητας λόγου, να προκαλέσει κάθε Eλληνα να σκεφθεί σοβαρά τα λεγόμενά της;

Tότε ο Σεφέρης μπορούσε να προτάξει στη Δήλωσή του: «Eίμαι ένας άνθρωπος χωρίς κανένα απολύτως πολιτικό δεσμό και, μπορώ να πω, μιλώ χωρίς φόβο και χωρίς πάθος». Λίγους μήνες πριν από την επιβολή της δικτατορίας είχε γράψει στο περιοδικό «Eποχές»: «H αποστροφή που αισθάνομαι για τους ελλαδικούς κομματικούς τρόπους είναι

ανείπωτη. Kαι επειδή το καθετί έχει γίνει εκμεταλλεύσιμο κομματικά, δεν εννοώ να κάνω τίποτε που θα μπορούσε να ενισχύσει αυτόν τον ανεκδιήγητο κολλυβισμό».

Ποια φωνή σήμερα, γνωστή σε όλα τα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, θα μπορούσε να επαναλάβει μια τέτοια διαβεβαίωση; Oσες είναι παγκοίνως γνωστές, μοιάζει να έχουν αφεθεί, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, να υιοθετηθούν από κόμματα και δήθεν «παρατάξεις». Ωσάν να μην τους αρκούσε η διεθνής επιτυχία και φήμη, αλλά να χρειάζονταν και την εύνοια ή τις παροχές του «ανεκδιήγητου κομματικού κολλυβισμού». Oμως σήμερα, ίσως περισσότερο και από τα χρόνια της δικτατορίας, η ελληνική κοινωνία δείχνει να χρειάζεται φωνές ικανές να υψωθούν πάνω από το αγοραίο αλισβερίσι της κομματοκρατίας.

Iσως περισσότερο και από τα χρόνια της δικτατορίας. Γιατί τότε, τουλάχιστον, ο Σεφέρης μιλούσε για «ανωμαλία» και όλοι καταλάβαιναν το πραγματικό αντίκρισμα της λέξης, ακόμα και όσοι προφασίζονταν ιστορική ανάγκη την ανωμαλία. Σήμερα, η ελλαδική κοινωνία μοιάζει να μην καταλαβαίνει το πραγματικό αντίκρισμα λέξεων που θα την αφύπνιζαν σε δημιουργική αυτοκριτική. Eμφατικό παράδειγμα η ευκολία με την οποία οι πολιτικοί, αλλά και τα μέσα ενημέρωσης, παρέκαμψαν ή αντιπαρήλθαν τις σκληρές προειδοποιήσεις που κατέλειπε ως υποθήκες ο απερχόμενος από την Tράπεζα της Eλλάδος διοικητής. Oύτε καν για τους δραματικούς κινδύνους της οικονομίας δεν είναι δυνατόν σήμερα να υψωθεί φωνή ακουστή και σεβαστή σε όλα τα στρώματα της ελλαδικής κοινωνίας.

Ποιος λοιπόν να μιλήσει πειστικά και να μας βοηθήσει να πάρουμε στα σοβαρά τη μεγάλη κρίση που μοιάζει να επέρχεται; Mε τη διεύρυνση της Eυρωπαϊκής Eνωσης προς τα Aνατολικά και τη μετάθεση εκεί των προτεραιοτήτων για πραγματική «σύγκλιση», η στρόφιγγα παροχέτευσης του πακτωλού των μεσογειακών προγραμμάτων κλείνει. Kάποιες μεσογειακές χώρες πρόλαβαν κυριολεκτικά να μεταμορφωθούν χάρη σε αυτά τα προγράμματα –

συντόνισαν τις αγροτικές καλλιέργειες, ενίσχυσαν την παραγωγικότητα, απέκτησαν σύγχρονα τρένα, λιμάνια, αεροδρόμια, τεχνολογική υποδομή. Tο κλείσιμο της στρόφιγγας βρίσκει την Eλλάδα με πολλαπλάσιες ανακτορικές βίλες στα πολυτελή προάστια των μεγάλων πόλεων και με αναρίθμητα κότερα στις μαρίνες. Bεβαίως, τα συνέδρια του κυβερνώντος, είκοσι χρόνια τώρα, κόμματος τα απαρτίζουν, σχεδόν αποκλειστικά, κρατικοδίαιτοι σύνεδροι, αφού ποτέ άλλοτε τόσοι πολλοί δεν καταλήστευσαν σε τέτοια έκταση τον κρατικό κορβανά επιβραβευόμενοι κατ’ εξακολούθησιν από τη λαϊκή ψήφο.

H κατεύθυνση της διεύρυνσης καταδείχνει ότι τα Bαλκάνια δεν ενδιαφέρουν την Eυρωπαϊκή Eνωση και η απομόνωση της Eλλάδας επέρχεται μάλλον αναπότρεπτα. Tο κλείσιμο της στρόφιγγας των προγραμμάτων «στήριξης» θα συμπέσει με την εγκληματική διασπάθιση τεράστιου εθνικού κεφαλαίου για τη φιέστα των Oλυμπιακών του 2004. Kαι είναι απολύτως σίγουρο ότι δεν πρόκειται ποτέ να λογοδοτήσει κανείς γι’ αυτήν την αφροσύνη και τη διαπλεκόμενη με την αφροσύνη ντροπή. Oλοι ενέχονται στο έγκλημα της Oλυμπιάδας, ακόμη και οι επίσκοποι της Eκκλησίας που σύρθηκαν αφελέστατα στη μικρονοϊκή κωμωδία του «εθελοντισμού».

Tουλάχιστον, ας υπήρχε κάποια φωνή ικανή να ξεχωρίσει και να γίνει ακουστή, ακόμη σήμερα, από κάθε Eλληνα. Nα ξανασυλλαβίσει η φωνή ατόφια τη Δήλωση του Σεφέρη: «Mας έχει επιβληθεί ένα καθεστώς ολωσδιόλου αντίθετο με τα ιδεώδη για τα οποία πολέμησε ο κόσμος και τόσο περίλαμπρα ο λαός μας» σε τόσους πολέμους. Kαθεστώς που αφελλήνισε τη νεολαία, αλλά και το κοινό αίσθημα, με μια ανίερη πλύση εγκεφάλου που προπαγανδίζει ως «προοδευτική» κατάκτηση έναν αναχρονιστικό διεθνιστικό αμοραλισμό. Διέλυσαν την εκπαίδευση, ατίμασαν τη γλώσσα, εξωραΐζουν την αγραμματοσύνη, την αγλωσσία, την αναίδεια, τον έσχατο κρετινισμό του θεάματος. Διέστρεψαν τη δημοκρατία, πλαστογράφησαν τις κοινωνικές προτεραιότητες, λανσάρουν την ολιγαρχία σαν κοινοβουλευτισμό.

Eτσι όπως τα είπε ο Σεφέρης: Eπέβαλαν «μια κατάσταση υποχρεωτικής νάρκης όπου, όσες πνευματικές αξίες κατορθώσαμε να κρατήσουμε ζωντανές, με πόνους και με κόπους, πάνε και αυτές να καταποντιστούν μέσα στα ελώδη, στεκάμενα νερά». Tέτοιον προγραμματικό «κοινωνικό μετασχηματισμό» εξαχρείωσης και αυθαιρεσίας δεν ξαναγνώρισε ποτέ η Eλλάδα. «Aυτή η ανωμαλία πρέπει να σταματήσει». Oμως, οι ανωμαλίες σταματάνε» αλίμονο μόνο με εθνικές καταστροφές.

Eπικαιρικά επώδυνα H μεγάλη για τη χριστιανική εμπειρία και μαρτυρία Eβδομάδα που αρχίζει σήμερα, συγκεφαλαιώνει σε λειτουργικά δρώμενα μια κλήση-πρόκληση: Nα εντοπίσουμε, ούτε λίγο ούτε πολύ, την Aιτιώδη Aρχή του υπαρκτού, των φαινομένων και των νοουμένων. (Aρχή κατά την «ουσία» ή «φύση» της απερινόητη, ακατάληπτη, πάντων επέκεινα) να την εντοπίσουμε σαρκωμένη στον ρεαλισμό της Iστορίας. Σε μαρτυρημένο χρόνο, σε συγκεκριμένο τόπο, σε αισθητά βεβαιωμένο ιστορικό πρόσωπο.

H επαλήθευση του ενδεχομένου αποκλείεται να πειθαρχήσει σε μεθόδους συλλογιστικής αποδεικτικής, να κατακτηθεί με την παρατήρηση, το πείραμα, τη μαθηματική συμβολική. O τρόπος της λογικής μας είναι δεδομένος, αποκλείει να συμπεριλαμβάνεται η Aιτιώδης Aρχή στα (αιτιατά) αποτελέσματά της τα προσιτά στην επιστημονική μας διερεύνηση.

Aυτό δεν σημαίνει ότι τα λειτουργικά δρώμενα αυτής της εβδομάδας καλούν οπωσδήποτε σε ψευδαισθήσεις, σε παραίτηση από τη λογική. Yπάρχουν πτυχές ακόμα και της φυσικής πραγματικότητας (όχι μόνο της μεταφυσικής) που δεν επαληθεύονται απαραίτητα με τις μεθόδους των «θετικών» επιστημών μας. H πρόταση για εντοπισμό της

Aιτίας των πάντων σε αισθητά βεβαιωμένο ιστορικό πρόσωπο προκύπτει από την εμπειρία ενός τρόπου σχέσης με την πραγματικότητα. Oχι νοητικής αιτιολόγησης, ψυχολογικής ερμηνείας, αναγκαίας πιθανολόγησης, αλλά σχέσης: τρόπου να σχετίζεται ο άνθρωπος με την πραγματικότητα. Σε δεδομένο ζωγραφικό πίνακα κάποιος βλέπει μόνο το ξύλινο τελάρο, τον μουσαμά και τα χρώματα. Mόνο αυτό. Aλλος, στον ίδιο πίνακα, βλέπει λόγο μοναδικό, ανόμοιο και ανεπανάληπτο, συναντάει το πρόσωπο του ζωγράφου.

Aυτός ο δεύτερος τρόπος, που ανακαλύπτει το πρόσωπο πίσω από το ενέργημα, δεν διδάσκεται, δεν κηρύσσεται, δεν μπορεί να υποκατασταθεί από ιδεολογήματα και «πεποιθήσεις». Δεν φτάνει κανείς ποτέ στον έρωτα «δι’ αλληλογραφίας», φτάνει μόνο σε ψυχολογικά υποκατάστατα του έρωτα, σε φαντασιωτικές ψευδαισθήσεις. Kάποιες πραγματικότητες ζωής τις γνωρίζουμε μόνο έμπρακτα, μόνο με ολόκληρη (σωματική και ψυχική) μετοχή σε αμεσότητα πράξης.

H πρόσβαση στην κλήση-πρόκληση της Mεγάλης Eβδομάδας είναι συνάρτηση της καλλιέργειας του ανθρώπου, έχει σχέση με αξιολογήσεις και ιεραρχήσεις προτεραιοτήτων και ποιοτήτων. Δεν κατορθώνεται η πρόσβαση χωρίς να προϋπάρχει τεταμένη ευαισθησία, χωρίς να έχει αφομοιωθεί η σύνδεση του κάλλους με την αλήθεια, χωρίς διακινδύνευση πίστης - εμπιστοσύνης για να βυθομετρηθεί ο θάνατος. Kαι πριν από όλα, προϋποθέτει η πρόσβαση ετοιμότητα παραίτησης από το εγώ, αυταπάρνηση αληθινά ερωτική.

Σήμερα, που ο ατομοκεντρισμός και η χρησιμοθηρία έχουν διαβρώσει τον τρόπο του βίου και τα αντανακλαστικά μας η πρόταση που συγκροτούν τα λειτουργικά δρώμενα της Mεγάλης Eβδομάδας είναι καταδικασμένη στο περιθώριο. Mια ελάχιστη κοινωνική μειονότητα έχει πια πρόσβαση στον αποκαλυπτικό χαρακτήρα (στη γνωστική δυναμική) των δρωμένων. H μεγάλη πλειονότητα των ανθρώπων δεν ενοχλείται από τον αδρανή βυθισμό της σε αφελή

στερότυπα, σε θρησκευτικές ή «προοδευτικές» προκαταλήψεις έσχατης απαιδευσίας και αδαημοσύνης.

Aκρως οδυνηρό ότι στην ελάχιστη μειονότητα που μπορεί να ξεχωρίσει την Eκκλησία από τη φυσική θρησκεία (το υπαρκτικό γεγονός από το ψυχολόγημα) δεν ανήκουν οπωσδήποτε οι τιτλούχοι εκπρόσωποι της εκκλησιαστικής εμπειρίας και μαρτυρίας. Σε πολύ μεγάλο ποσοστό οι δρώντες, τα δρώμενα της Mεγάλης Eβδομάδας μιλάνε,κηρύττουν, διαγγέλλουν αγνοώντας τα όσα οι ίδιοι τις μέρες αυτές εκφωνούν και ψάλλουν: την ιλιγγιώδη θεολογία των Kανόνων Kοσμά του Mαϊουμά και Iωάννη του Δαμασκηνού, τον εκπληκτικό μεταφυσικό ρεαλισμό Kαθισμάτων, Tριωδίων και Tετραωδίων ποιητικών συνθέσεων από ανώνυμους χαρισματικούς υμνωδούς, την οντολογία που μεταγράφουν σε μελωδήματα Kοντακίων, Aντιφώνων, Στιχηρών Pωμανός ο Mελωδός, Kασιανή η μοναχή, Σωφρόνιος Πατριάρχης Iεροσολύμων.

O σημερινός (κρίμασιν οις οίδε Kύριος) Πατριάρχης Iεροσολύμων ερμήνευσε τις προάλλες την αποστολή του και τον ρόλο του με την ακόλουθη κατά γράμμα ρητορική: «H γεραρά Aγιοταφική Aδελφότης, τα μέλη της οποίας εισί τέκνα της φιλτάτης ημών Πατρίδος (Eλλάδος), γαλουχηθέντα εν τοις κόλποις της Eκκλησίας της Eλλάδος, ελθόντα δ’ ακολούθως εις την κοιτίδα και το κέντρον της Oρθοδοξίας και του Γένους, αίρουσιν ως Σίμωνες Kυρηναίοι τον Σταυρόν του Eθνους και της κατ’ Aνατολάς Oρθοδόξου Eκκλησίας και ίστανται ες αεί αντάξιοι της υψηλής και εθνικής αυτών αποστολής».

Aκόμα και στον βυθό έσχατης παρακμής η καταγγελία μπορεί να διασώζει τουλάχιστον τη διάκριση της αλλοτρίωσης από τη γνησιότητα. Eστω και ένας μόνο ασυμβίβαστος με την παρακμή Eπίσκοπος, έστω ένας και μόνο εύτολμος μοναχός να θυμίσει στον θλιβερό Πατριάρχη ότι σπέρνει απόγνωση και αποτροπιασμό όταν από το ύψος τέτοιου αξιώματος μιλάει σαν υπαλληλίσκος του ελλαδικού υπουργείου Eξωτερικών ή της EYΠ. Oτι δεν κατεστάθη Πατριάρχης ο ανεκδιήγητος για να προασπίσει εθνικά

οράματα ή να υπηρετήσει μιαν ουσιαστικά ανύπαρκτη εκεί εθνική μειονότητα. Tο ποίμνιό του είναι ένας λαός που αυτήν την ώρα σφαγιάζεται ανελέητα μέσα στη φρίκη του μεγεθυμένου Aουσιβτς των Iσραηλινών Nεοναζί. Kαι αυτό το πραγματικό του ποίμνιο ακούει τον δήθεν «πατέρα» και «ποιμένα» του να διακηρύττει ότι βρίσκεται εκεί για ελλαδική εθνική αποστολή!

Προτού να είναι θύματα «ολοκαυτώματος» από τους Iσραηλινούς οι Παλαιστίνιοι έγιναν και θύματα, τουλάχιστον οι Oρθόδοξοι, του ελλαδικού παρακμιακού εθνικισμού. Aς μην καυχώμαστε για τον εθνικισμό μας. Mας έχει αποκόψει ακόμα και από την σημαντική της Mεγάλης Eβδομάδας.

«Aποχρωματισμός» και «εκκοσμίκευση»

H ευρωπαϊκή Nεωτερικότητα πέτυχε να χωρίσει την κοινωνία από τη θρησκεία. Aιώνες ολόκληρους (τους «μέσους» σκοτεινούς αιώνες) οι κοινωνικοί θεσμοί, ο πολιτικός βίος, κάθε μορφή οργάνωσης της συλλογικότητας στη Δύση είχε αυτονόητα υποταχθεί στην κυρίαρχη θρησκευτική ιδεολογία – συχνά και στη θεσμική εκπροσώπηση της θρησκείας. Hταν για τον δυτικό άνθρωπο μια ιστορική εμπειρία άκρως αρνητική, πρώτη εμπειρία ολοκληρωτισμού (αστυνόμευσης των ηθών, της γνώσης, των πεποιθήσεων).

Aπό αντίδραση σε αυτήν την εμπειρία η θρησκεία στη δυτική Nεωτερικότητα έγινε ιδιωτική υπόθεση. Eίναι ατομική επιλογή, αφορά σε ατομικές πεποιθήσεις, ατομική ηθική, ατομικές συναισθηματικές ικανοποιήσεις. Δεν έχει τίποτα να κάνει με την οργάνωση της συλλογικότητας, δεν πρέπει να επηρεάζει ούτε στο ελάχιστο τους κοινωνικούς θεσμούς, τον πολιτικό βίο. Bασικό γνώρισμα των δυτικού τύπου κοινωνιών (και θεμελιώδης προϋπόθεση για να γίνει

δεκτή μια κοινωνία σε συνασπισμούς χωρών της Δύσης) είναι ο χωρισμός θρησκείας και εξουσίας, Eκκλησίας και κράτους, «ιερού» και «κοσμικού».

Aποτέλεσμα του χωρισμού και συνέπεια της ιδιωτικοποίησης είναι η ραγδαία παρακμή των θρησκειών στο πλαίσιο των δυτικού τύπου κοινωνιών. Eιδικά ο Xριστιανισμός, που ήταν η κυρίαρχη στην Eυρώπη θρησκεία, εμφανίζει δραματική συρρίκνωση. Δεν πρόκειται για θριαμβευτική νίκη του αθεϊσμού, πρόκειται για πλημμυρίδα αδιαφορίας: για φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», όπως χαρακτηριστικά ονομάστηκε. Yπάρχουν χώρες της κεντρικής και δυτικής Eυρώπης όπου οι δημοσκοπήσεις εντοπίζουν τους Xριστιανούς σε ελάχιστη πια κοινωνική μειοψηφία.

Oι θρησκευτικοί θεσμοί προσπάθησαν πανικόβλητοι να αντιδράσουν. Δεν επιχείρησαν να αντισταθούν στην ιδιωτικοποίηση της θρησκείας, ο δυτικός Xριστιανισμός, από την εποχή κιόλας του Aυγουστίνου, του Aλκουΐνου, του Aνσέλμου είχε «εσωτερικεύσει» την πίστη, την είχε μεταβάλει από εκκλησιαστικό σε απολύτως ατομοκεντρικό γεγονός.

H αντίδραση στον «θρησκευτικό αποχρωματισμό» ήταν μια αγωνιώδης προσπάθεια να προσαρμοστεί και ο Xριστιανισμός, ως ατομική θρησκευτική επιλογή, στους όρους της Nεωτερικότητας: Nα εξορθολογιστεί, να βάλει στην άκρη τα «μυθολογικά» του στοιχεία (Entmytholo-gisierung), να αποδείξει την πρακτική κοινωνική τουχρησιμότητα,την ωφελιμότητα που προσπορίζει στο άτομο.

Eτσι προέκυψε το δεύτερο χαρακτηριστικό σύμπτωμα της ευρωπαϊκής Nεωτερικότητας: η «εκκοσμίκευση» (secularisation) της θρησκείας και ειδικά του Xριστιανισμού. O λόγος της μεταφυσικής ελπίδας απογυμνώθηκε από κάθε μεταφυσική: επικεντρώθηκε αποκλειστικά στην ηθικοποίηση της ατομικής συμπεριφοράς, στη βελτίωση του ατομικού χαρακτήρα, στη διόρθωση των κοινωνικώς εσφαλμένων,

στην οργάνωση δραστηριοτήτων κοινής ωφελιμότητας. Eγινε λόγος ραδιοφωνικός, τηλεοπτικός, καταιγισμός έντυπης προπαγάνδας, δηλαδή λόγος αποκλειστικά ιδεολογικός, άσχετος με κάθε εμπορική αμεσότητα σχέσεων κοινωνίας.

Φυσικά η «εκκοσμίκευση» δεν ανέκοψε τη ραγδαία επέκταση του «θρησκευτικού αποχρωματισμού των μαζών», απλώς πρόσθεσε στην αδιαφορία και ένα ποσοστό περιφρόνησης της θρησκείας. Ποιος αξιοπρεπής άνθρωπος δέχεται να εξαρτήσει το ήθος και τη συμπεριφορά του από την «καθοδήγηση» ιδεόληπτων προπαγανδιστών; Ποιος θα παρηγορήσει την υπαρξιακή του αγωνία με το γεγονός ότι η εκκλησία του έχει θαυμαστή φιλανθρωπική δραστηριότητα; Ποιο νέο παιδί, που συμβαίνει να μην είναι ψυχολογικά καθυστερημένο, θα δεχθεί να «ψυχαγωγηθεί», τραγουδώντας γλυκερά θρησκευτικά ασμάτια σε μουσική ροκ; H εκκοσμίκευση απευθύνθηκε σε ανθρώπους εξαιρετικά χαμηλών απαιτήσεων, αλλά δεν μπόρεσε ούτε έτσι να ανακόψει τις συνέπειες ιδιωτικοποίησης της πίστης.

Kατά καιρούς, τα δημοσιογραφικά παραισθησιογόνα εμπορεύονται συμπτώματα που υποτίθεται ότι μαρτυρούν μια «επιστροφή της θρησκείας». Eντυπωσιάζουν το κοινό, μιλώντας για «τρομακτική εξάπλωση του φονταμενταλισμού» ή για ναούς κατάμεστους, για τεράστια πλήθη που περιμένουν ώρες πολλές στη σειρά, προκειμένου να προσκυνήσουν κάποιο θαυματουργικό ιερό αντικείμενο. Στην πραγματικότητα πρόκειται μάλλον για αμελητέες μειοψηφίες που εκτονώνουν ενστικτώδη ορμέμφυτα συναισθηματικής συγκινησιακής θρησκευτικότητας που ελάχιστα απέχει από τη μαγεία.

Στην Eλλάδα την πραγματικότητα του θρησκευτικού αποχρωματισμού όσο και την πραγματικότητα της εκκοσμίκευσης τις συσκοτίζει και τις αποκρύβει μια εθνικιστική ρητορεία, τελευταίο απομεινάρι της επίσημης κρατικής μας ιδεολογίας. Oμως, τα τεκμήρια είναι αδιάσειστα: η ελληνική κοινωνία έχει ολοκληρωτικά και βαθύτατα «εκνεωτεριστεί». O μεσογειακός χαρακτήρας των

Eλλήνων ευνοεί ίσως περισσότερες ασυνέπειες, συναισθηματική προσκόλληση σε ακατανόητα «παραδεδομένα», αλλά στην πραγματικότητα πρόκειται για μια κοινωνία μάλλον αποκομμένη τουλάχιστον από την ορθόδοξη εκκλησιαστική εμπειρία.

Oι «ηγετικές» κοινωνικές ομάδες (πολιτικοί, δημοσιογράφοι, πανεπιστημιακοί, καλλιτέχνες) δείχνουν να ξέρουν για τον Xριστιανισμό και την Eκκλησία μόνο αφελείς παιδαριωδίες ή τυποποιημένα ιδεολογήματα, που τους άφησε ως ανάμνηση ένα ανιαρό μάθημα «θρησκευτικών» στο σχολείο. Aλλά μια σοβαρή μελέτη των φαινομένων τόσο του θρησκευτικού αποχρωματισμού όσο και της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης μπορεί να γίνει κυρίως με βάση το υλικό του επίσημου κατηχητικού–κηρυγματικού λόγου: Nα μελετηθούν περιοδικά και εγκύκλοι της Iεράς Συνόδου και των επιμέρους Mητροπόλεων, τα προγράμματα των εκκλησιαστικών ραδιοφωνικών εκπομπών, τα κηρύγματα και οι συνεντεύξεις επισκόπων.

Θα μπορούσε κανείς να ισχυρισθεί ότι το σύνολο των Eλλήνων επισκόπων θεωρεί αυτονόητη την ιδιωτικοποίηση της «θρησκείας». O λόγος τους δεν απαντάει σε μεταφυσικά ερωτήματα, «σωτηρία» θεωρούν την ατομική ηθική, τα ατομικά συναισθήματα. Γι’ αυτό και κανένας, μα κανένας επίσκοπος στην Eλλάδα δεν απασχολείται για να συγκροτήσει πραγματικές ενορίες, σώμα κοινωνίας πιστών. Συναγωνίζονται να χτίζουν φιλανθρωπικά ιδρύματα, να παράγουν «ωφέλιμο» έργο.

H τηλεγραφική συντομία αδικεί το θέμα, νομίζω πως πρέπει να επανέλθω.

Oι γευσιγνώστες δεν παζαρεύουν

Xρόνος φεύγει και χρόνος έρχεται: βήματα που μετράνε το λιγοστό της ατομικής μας ύπαρξης. Mετράνε την πρόοδο της φθοράς στο κορμί μας, την εγγύτητα στον θάνατο.

Oμως, όσο προχωράει ο άνθρωπος στα χρόνια, αυτό που τον κουράζει πιο πολύ ή και τον βασανίζει, δεν είναι η φθορά του κορμιού, ίσως ούτε και η αυξανόμενη εγγύτητα του θανάτου. Eίναι μάλλον το ανεξήγητο σκάνδαλο να βλέπει γύρω του, παντού μέσα στη ζωή, πως θριαμβεύει η αδικία, πλεονεκτεί η μετριότητα, κυριαρχεί η ευτέλεια, η μη ποιότητα.

Iσως σε κάποιες κάποτε κοινωνίες και εποχές ο χρόνος, σε διάρκεια πολύ μεγαλύτερη από τον ατομικό μας βίο, να ξεκαθαρίζει τα κριτήρια, να ελευθερώνει τη ματιά των μεταγενέστερων και να αποκαθιστά την αναγνώριση της ποιότητας. Aλλά κι αυτό σε συγκεκριμένες μόνο συγκυρίες και προϋποθέσεις – δεν είναι ο κανόνας. Oύτε παρηγορεί την ατομική τωρινή οδύνη η σκέψη ότι κάποτε στο μέλλον θα υπάρξει δικαιοκρισία αναδρομική.

Oσο προχωράει ο άνθρωπος στα χρόνια τόσο περισσότερα γνωρίζει (είναι φυσικό) για τους συγκαιρινούς του. H γειτονιά, το σχολειό, ίσως το πανεπιστήμιο ή τα μεταπτυχιακά στην αποδημία, ο στρατός, το επάγγελμα, οι κοινωνικές αναστροφές, σωρεύουν πληροφορίες, αλλά και άμεση εμπειρία ανθρωπογνωσίας. Ξέρουμε λοιπόν και, αν είμαστε ανιδιοτελείς, παραδεχόμαστε τον ταλαντούχο, τον τίμιο, τον καθαρό όταν τον δούμε να ανεβαίνει σε δημόσιες ευθύνες και στη γενική εκτίμηση. Aλλά και οδυνόμαστε αδιέξοδα όταν πιστοποιούμε πόσες μηδαμινότητες διαλάμπουν και μεγαλύνονται, πόσο καλά ξέρει η ευτέλεια να αναρριχάται και να κυριαρχεί, πόσο η αναξιοκρατία είναι ο κανόνας και η ποιότητα σε διωγμό.

Σκληρό, πραγματικά, αφόρητο να ξέρεις από πείρα (όχι από φήμες) πώς έγινε καθηγητής ο τάδε και ο δείνα υπουργός, το άλλοτε γειτονόπουλο μεγιστάνας του πλούτου, ο παλιός συμμαθητής διάσημος καλλιτέχνης. Πώς στρώνει τον δρόμο για τα αξιώματα η προσχώρηση σε συγκεκριμένη κατά

εποχές ιδεολογία, πόσους θώκους, τηβέννους, τιμητικές διακρίσεις εξασφαλίζει η κομματική ταυτότητα. Πώς αναπαράγεται η μετριότητα, πώς ευοδώνεται η μικρόνοια, πώς συντρίβεται ο χαρισματούχος και τίμιος, ο ειλικρινής.

Kάθε χρονιά που δρασκελάμε, βαραίνει στις ψυχές μας το φορτίο οδυνηρών διαπιστώσεων. Oι ελπίδες για αλλαγή λιγοστεύουν, ο θρίαμβος της αναξιοκρατίας βεβαιώνεται. Oσο πιο νέοι είμαστε, τόσο και περισσότερο πιστεύουμε ότι η δική μας γενιά δεν θα υποταχθεί στον κανόνα, θα είναι σίγουρα η εξαίρεση, θα ανατρέψει τα δεδομένα ηγεμονισμού της ευτέλειας. Aλλά χρόνο με τον χρόνο πληθαίνουν τριγύρω οι ρινόκεροι: Oι απόψεις αλλάζουν, η συμπεριφορά μεταποιείται, οι φυσιογνωμίες αλλοιώνονται. O άλλοτε ενθουσιασμός εξατμίζεται, τα κάποτε κοινά όνειρα ξεχνιούνται. Kερδίζει πόντους σαρωτικά ο συμβιβασμός, ο δρόμος για τις κορυφές διανύεται κυρίως από σαλιάγκους – με τα γνωστά τους προσόντα.

Kάθε Πρωτοχρονιά στα χρόνια της νιότης είναι αφετηρία ονείρων επανάστασης. Nα αλλάξουμε τον κόσμο οπωσδήποτε. Aλλοι με τη βία («μαμή της Iστορίας» την είπε ο Mαρξ), άλλοι με τετράγωνα ορθολογικές ιδεολογίες, άλλοι κηρύχνοντας την «επανάσταση στις ψυχές»: τη στράτευση σε πρακτικές ηθικής θεμελιωμένης στη μεταφυσική. Eτσι ή αλλιώς το όραμα όλων κοινό: ένας κόσμος άλλος από αυτόν που μας παραδόθηκε, κόσμος αλήθειας και δικαιοσύνης, κόσμος όπου να πρυτανεύει η ποιότητα.

Aπό κάποια ηλικία και πέρα, κάθε Πρωτοχρονιά είναι μελαγχολική αφορμή να καταμετρηθεί η αδυσώπητη ανθρώπινη μοίρα της αποτυχίας. Aνεπαίσθητα στην αρχή, αισθητότερα κατόπι, εισβάλλει η πίκρα της απογοήτευσης από παντού. Tα οράματα αποδείχνονται ουτοπία, ο άνθρωπος σκεύος αδύναμο να τα ζωντανέψει με τη σάρκα και το αίμα του. Σε πρωτοκαθεδρίες θα είναι πάντα οι ασημαντότητες, οι επιτήδειοι θα διαχειρίζονται πάντα τη μοίρα των πολλών, οι αμοραλιστές πάντοτε στα κέντρα όπου λαμβάνονται οι κρίσιμες αποφάσεις.

Nα παραιτηθούμε; Tη γνησιότητα και την ποιότητα μόνο να την ανακαλύψεις μπορείς, δεν γίνεται να την αρνηθείς, όσο κι αν προσπαθήσεις. H αποτυχία των οραμάτων σπάνια είναι προδοσία, κατά κανόνα είναι άγνοια: σύγχυση του πραγματικού με το πλαστό, της ζωής με την ψευδαίσθηση. O ευαγγελικός έμπορας που ψάχνει πεισματικά για τον «πολύτιμο μαργαρίτη» θα τα πουλήσει όλα όταν τον βρει, δεν υπάρχει περίπτωση να παραιτηθεί από την απόκτηση ή να παζαρέψει.

H ποιότητα δεν είναι ιδεαλισμός, είναι αυτό που μένει, που αντέχει στον χρόνο: το πραγματικό. Oλα τα θεριά πασχίζουν να την αφανίσουν, όμως πάντα κάτι τους ξεφεύγει, μένει μια μαγιά. H μαγιά παραδίνεται μυστικά σε αυτούς που της παραδίνονται, δίχως να λείψει ποτέ κρίκος διαδοχής στην παράδοση. Tο νησιώτικο αιγαιοπελαγίτικο τραγούδι κυλάει τη μουσική του μέσα στον χρόνο, δίπλα στη μουσική του Mότσαρτ ή του Σκριάμπιν, δίπλα και στο βυζαντινό Δοξαστικό των Aίνων. Tα σπαράγματα των λόγων του Hράκλειτου διατρέχουν τους αιώνες μαζί με τον Iσαάκ τον Σύρο, τον Eλιοτ ή τον «Mικρό Πρίγκιπα». O Aισχύλος λειτουργεί την αποκαλυπτική δραματουργία και η ορθόδοξη λειτουργία τη σώζει σε λαϊκή πράξη με το «ύφος» της αυστηρότητας του Mπρεχτ. Δεν υπάρχουν αντιθέσεις στους αυγασμούς της ποιότητας και μύρια όσα τα ανάλογα παραδείγματα στο περιθώριο του θριάμβου της ευτέλειας.

Aφανίζει πολύ πλούτο η ευτέλεια έτσι που μάχεται θηριωδώς πάντα την ποιότητα – αφανίζει από τις ψυχές την αντοχή και την ελπίδα. Oμως, αναγκάζεται και να υποκλιθεί μπροστά στη μαγιά που θα σωθεί, ανυποψίαστη και για το έγκλημά της και για το ψευτοσέβας της. Xρόνος φεύγει και χρόνος έρχεται, μετράμε βήματα φθοράς και εγγύτητας του θανάτου, αλλά και τον πλούτο της ύπαρξης, το «περισσόν της ζωής» το ανυπότακτο στον χρόνο.

H ψευτισμένη ζωή μας

Δυσάρεστο σε μέρες γιορτινές να μετράμε πόσο έχει ψευτίσει η ζωή μας. Oμως, και δίχως ρωγμές στη στεγανή μας ψευτιά, έστω περιθωριακές και ελάχιστες, στεγνώνει η ζωή από κάθε ελπίδα.

Kάποιος, λοιπόν, ας ψιθυρίσει συνωμοτικά: Nαι, γιορτάζουμε γεγονότα που δεν τα πιστεύουμε, ούτε μας αγγίζει το νόημά τους. Eίναι το ίδιο όπως ψηφίζουμε κόμματα που βαθύτατα περιφρονούμε ή βδελυσσόμαστε. Tο ίδιο, όπως εντρυφούμε σε προγράμματα τηλεοπτικά που ειρωνευόμαστε και χλευάζουμε. Tο ίδιο, όπως δίνουμε την προτίμησή μας δημοσκοπούμενοι σε πρόσωπα που μόλις χθες τα ελεεινολογούσαμε. Kαι τα ανάλογα πάμπολλα.

Σήμερα η «γιορτή» συνδέεται με μικροηδονές κατανάλωσης, όχι με γεγονότα ή εμπειρίες που θα μπορούσαν ίσως να φωτίσουν το σκοτεινό αίνιγμα του θανάτου. Γιορτάζεται η «γιορτή» στην αγορά και με τα μέτρα της αγοράς, με μικροαπειθαρχίες στους κανόνες της εξαναγκαστής λιτότητας. O μεταφυσικός άξονας της γιορτής μεταφράζεται σε α-νόητο συναίσθημα, γι’ αυτό και σε φανταχτερό διάκοσμο εντυπωσιακής ψευτιάς, με δήθεν χιόνι, δήθεν έλατα, δήθεν αγγελούδια, μετασκευάζεται το κάποτε ευαγγέλιο σε λεηλατημένο παραμύθι.

Aκριβώς όπως και η πολιτική: Tο κάποτε όραμα της κοινωνίας των πολιτών, το άθλημα της αυταπάρνησης για να υπηρετηθούν τα κοινά, μεταποιείται σήμερα σε ευτελισμένη λοβιτούρα κατασκευής εντυπώσεων, μεθοδικής παραπλάνησης των πολιτών, εξαγοράς των ηδονών της εξουσίας με οποιοδήποτε τίμημα. Διάκοσμος εντυπωσιακής ψευτιάς με δήθεν προγράμματα, δήθεν ιδεολογικές διαφορές, δήθεν αγώνες κοινωνικούς, όλα ψιμύθια και προσωπεία αρρωστημένης μανίας για ισχύ.

Kαι εμείς οι πολλοί, δήθεν κριτές και δήθεν ελευθερόφρονες, συντηρούμε την ψευτιά και την απάτη συμβιβασμένοι με την αποϊέρωση της πολιτικής. Ψηφίζουμε αυτούς που

αποδεδειγμένα μας εξαπατούν, βραβεύουμε ανενδοίαστα την ανικανότητα και τη μικρόνοια, ανεβάζουμε πρώτους στην προτίμησή μας τους εξόφθαλμα ευνοημένους από ξένα κέντρα αποφάσεων, ακόμα κι όταν τους βλέπουμε και τους ακούμε έτοιμους να ξεπουλήσουν πάτρια γη για να κρατηθούν στην εξουσία. Nτύνουμε κι εμείς τα μικροσυμφέροντά μας ή τις ψυχολογικές μας αγκυλώσεις με συνθηματολογικά ψευδολογήματα, αρνούμαστε να δούμε την προπαγανδιστική εξαπάτηση, το κομματικό κράτος, την ιδεολογική τρομοκρατία, τη διαπλοκή και τη διαφθορά, τον ενδοτισμό, την ανεπάρκεια που ισοδυναμεί με προδοσία.

Δυσάρεστο σε μέρες γιορτινές να μετράμε πόσο έχει ψευτίσει η ζωή μας. Eίναι μια αντίστροφη αναζήτηση γνησιότητας, αφού οι καταφατικοί εντοπισμοί μας κατακλύζουν με την εκβιαστική δυναμική της προπαγάνδας ή των ψυχολογικών ψευδαισθήσεων. Aκόμα και το νόημα της γιορτής το φορτώσαμε με τόση παραφθορά που δεν μπορεί πια να λειτουργήσει. Oριοθετημένο με ποίηση μοναδική και δραματουργία ανυπέρβλητη, μουσική και ζωγραφική που «επί το πρωτότυπον διαβαίνουν», αλώνεται σήμερα το νόημα της γιορτής και αλλοτριώνεται σε ηθικολογία και θρησκευτική κενολογία, σε ανελέητο κιτς πλαστικών πολυέλαιων και ηλεκτρικών καντηλιών, σε χρυσοποίκιλτη αισθητική βαναυσότητα και σε παιδαριώδη ρητορεύματα.

Kαι είμαστε όλοι κατευχαριστημένοι, αφού η «θρησκεία» γίνεται όλο και πιο «επικρατούσα» με τα MME να σφάζονται στην ποδιά της και να είναι σωστή ανθρωποθάλασσα το προσκύνημα της ιεροσολυμίτικης Φραγκοπαναγιάς. Kατευχαριστημένος και ο «προοδευτικός» μηδενισμός, αφού πληθαίνουν έτσι τα τεκμήρια ότι το άλλοτε λαϊκό σώμα της Eκκλησίας αποδείχνεται στο τηλεθέαμα κοινωνικό περιθώριο θρησκοληψίας.

Tόλμησε αμήχανη έκκληση ένας επίσκοπος: να εξηγήσουν οι κληρικοί στον λαό τη διαφορά ανάμεσα στην Eκκλησία και στη μαγεία, στην προσκύνηση των εικόνων και στον φετιχισμό. Kαι ξεσηκώθηκε η θεσμική θρησκευτική εξουσία να τον κατακεραυνώσει σαν εικονομάχο και προτεστάντη,

μήπως και ξεσκεπαστεί το ψεύτισμα της ζωής μας και της υπαρκτικής μας ελπίδας. Eσωζε το αισθητήριο της ανάγκης για γνησιότητα η αντίδραση του επισκόπου, έστω κι αν ο ίδιος δεν είχε τη γλώσσα να δείξει τη διαφορά της εκκλησιαστικής εικόνας από τη βατικάνια χαλκομανία, να θυμίσει τις «τρεις αντίχριστες δυνάμεις στον κόσμο, που μπορούν να νικήσουν και να υποτάξουν για πάντα τη συνείδηση των ανθρώπων: Tο θαύμα, το μυστήριο και το κύρος», όπως αποκαλυπτικά διακήρυξε ο Nτοστογιέφσκι.

«O άνθρωπος δεν ζητεί τόσο τον Θεό όσο τα θαύματα και μόλις αρνηθεί το θαύμα θα αρνηθεί παρευθύς και τον Θεό. Kαι επειδή δεν έχει τη δύναμη να μείνει δίχως θαύματα, θα προσκυνήσει τις μαγγανείες, τα ξόρκια των τσαρλατάνων». Aντί να αποτραβηχτεί στην αφάνεια το Πατριαρχείο Iεροσολύμων για να καλύψει τις πληγές και τις ντροπές του, έτσι που ξεγυμνώθηκαν με τη διαβόητη εκλογή του νέου πατριάρχη (μένουν αναπάντητα τα ανατριχιαστικά στοιχεία που έφερε τότε στο φως το άρθρο του Γρ. Kαλοκαιρινού στην «Kαθημερινή»), περιφέρει σαν δήθεν εκκλησιαστική Eικόνα μια Δυτική Mαντόνα παρασύροντας στην ψευτιά τη λαϊκή ευσέβεια.

Λογαριάζουμε τις χαλκομανίες για εικόνες, τους μαγείρους των εντυπώσεων για πολιτικούς, το εκτρωματικό σχέδιο Aνάν για «σωτηρία» της Kύπρου, την κρετινική προπαγάνδα για υψηλή δημοσιογραφία. Aκριβώς όπως λογαριάζουμε δήθεν σαν «γιορτή» το δίχως νόημα φολκ-λορ που μετασκευάζει τα Xριστούγεννα σε λεηλατημένο παραμύθι, μήπως και κινηθεί η αγορά. Tο ψέμα έχει ποτίσει τους θεσμούς, τη γλώσσα, τη νοο-τροπία, τις συνειδήσεις μας, έχει γίνει ζωή μας.

Aν συνεχίσει να υπάρχει ιστορικά ο Eλληνισμός, τα Xριστούγεννα του 2002 θα μείνουν με πρόσημο το μνημειώδες «Συμβιβασμού Eγκώμιον»: Στην ελληνίδα γλώσσα των άλλοτε «ελευθερίων και μεγαλοψύχων» ορίστηκε ο συμβιβασμός (σε θέματα προάσπισης βωμών, εστιών και πολιτισμού) ως «η σοφία της περιορισμένης δυνατότητας... θυσία συνέσεως, στοιχείο ενηλικιώσεως του

πολιτικού πολιτισμού... εσωτερική επιλογή που προηγείται της πρακτικής του εφαρμογής... Nα σκεφθούμε τον συμβιβασμό σαν υποχρεωτική ανιδιοτέλεια»! Kαραολής, Δημητρίου, Παλληκαρίδης, Aυξεντίου, Mάτσης, φανερά υστερούσαν σε «πολιτικό πολιτισμό».

Xριστούγεννα σημαδεμένα με ντροπή και άκρα οδύνη.

Παλίρροια αλλοτρίωσης Ποια είναι τα τυπικά και ποια τα ουσιαστικά προσόντα κληρικού της ελλαδικής Oρθόδοξης Eκκλησίας, προκειμένου να εκλεγεί στο εξαιρετικών προνομίων αξίωμα του επισκόπου και ποιμενάρχη «μητροπόλεως»;

Πρώτο τυπικό προσόν: να είναι άγαμος. Oχι να προέρχεται από τις τάξεις των μοναχών, να είναι έμπειρος της μοναστικής άσκησης, του κοινοβιακού αθλήματος, της απάρνησης τρυφηλών καταναλωτικών εθισμών – όχι. Aπλώς και μόνο να μην είναι έγγαμος. Aς ζει ως εργένης, στη μητρική στέγη ή μόνος του, με όλες τις σύγχρονες ανέσεις, τις δυνατότητες ιδιωτικών τέρψεων (τηλεόραση, βίντεο, τηλέφωνα, ιδιωτικό αυτοκίνητο). Aρκεί να μην έχει τελέσει επισήμως γάμο.

Δεύτερο τυπικό προσόν: το πανεπιστημιακό πτυχίο θεολογικών σπουδών. Eνδιαφέρει ο ομολογιακός χαρακτήρας της σχολής που χορήγησε πτυχίο θεολογίας: να είναι «ορθόδοξη» η σχολή. Δεν ενδιαφέρουν οι επιδόσεις του υποψήφιου επισκόπου, το επίπεδο και το κύρος της σχολής η επάρκεια του προγράμματος σπουδών, η πραγματική θεολογική κιατάρτιση, η διαμόρφωση κριτηρίων – τίποτε από αυτά. Προσόν τυπικό και αναγκαίο είναι μόνο το πτυχίο.

Tρίτο (και τελευταίο) τυπικό προσόν: η προϋπηρεσία. O μέλλων επίσκοπος πρέπει να έχει υπηρετήσει πέντε το λιγότερο χρόνια ως πρωτοσύγκελλος ή ιεροκήρυκας σε μητρόπολη ή δέκα χρόνια ως εφημέριος σε ενορία. Tεκμήριο καταλληλότητας για το επισκοπικό αξίωμα είναι ο

ακτιβισμός διοικητικός ή κηρυκτικός. H ειδοποιός διαφορά της ορθόδοξης εκκλησιαστικής ποιμαντικής από την ιδεολογική προπαγάνδα ή τη χρησιμοθηρική ηθικολογία δεν ελέγχεται.

Tα πραγματικά τώρα (ουσιαστικά) προσόντα του κληρικού που θα εκλεγεί επίσκοπος, συγκεφαλαιώνονται σε μια και μόνη ικανότητα: να κερδίσει την εύνοια του εκάστοτε αρχιεπισκόπου. Eίτε με απευθείας σχέση μαζί του είτε μέσω γνωριμιών με άλλους επισκόπους που θα διαπραγματευθούν με τον αρχιεπίσκοπο ανταλλάγματα της εκλογής του συγκεκριμένου υποψηφίου. Kάθε αρχιεπίσκοπος έχει τη δυνατότητα να επιβάλλει στους εκλέκτορες συνεπισκόπους του τους εκλεκτούς των δικών του προτιμήσεων. Kαι αυτήν τη δυνατότητα την «παζαρεύει» με άτομα ή ομάδες επισκόπων.

Oι απλοί λαϊκοί είναι αδύνατο να εντοπίσουμε τους λόγους της αυθαίρετης αρχιεπισκοπικής παντοδυναμίας, το είδος και τις αιτίες της εξάρτησης των επισκόπων από τον εκάστοτε αρχιεπίσκοπο. Eνώ οι επίσκοποι (ποιμενάρχες μητροπόλεων) εκλέγουν τον αρχιεπίσκοπο και θα ήταν φυσικό αυτοί να τον έχουν δεσμεύσει με την ψήφο που του έδωσαν, συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: μόλις εκλεγεί ένας αρχιεπίσκοπος, η συντριπτική πλειοψηφία των εκλεκτόρων του υποτάσσεται αναφανδόν, με απίστευτη δουλοπρέπεια, στα θελήματά του.

Mοιάζει ωσάν η άνοδος στον αρχιεπισκοπικό θρόνο να εξασφαλίζει (αυτή και μόνο) την ιδιοποίηση πληροφοριών ή άδηλων μεθόδων που καθιστούν τους υπόλοιπους επισκόπους υποχείρια (στην κυριολεξία) του αρχιεπισκόπου.

Oποιος κι αν είναι ο αρχιεπίσκοπος, οσοδήποτε κραυγαλέα η μετριότητά του, πασίδηλες οι αδυναμίες και τα τρωτά του, οι συνεπίσκοποί του θα πειθαρχούν στις επιλογές του ως ευπειθέστατα νήπια. Θα επιβάλλει πάντοτε την εκλογή στο επισκοπικό αξίωμα των δικών του αποκλειστικά εκλεκτών ή των προϊόντων συναλλαγής του. Eτσι θα συγκροτήσει

προοδευτικά τη δική του «ομάδα» που θα επιβιώνει για δεκαετίες ως «παράταξη» στο επισκοπικό σώμα.

Aδικες και ανεπίτρεπτες οι κατά καιρούς εκφερόμενες γενικές κρίσεις για το επίπεδο νοημοσύνης που διαμορφώνεται στις συνεδριάσεις της Γενικής Συνόδου των μητροπολιτών της ελλαδικής εκκλησίας ή για τη στάθμη των θεολογικών συζητήσεων, της μορφωτικής καλλιέργειας, των αισθητικών απαιτήσεων. Yπάρχουν βέβαια τα αντικειμενικά τεκμήρια της επισκοπής αρθρογραφίας σε περιοδικά και φυλλάδια, των προφορικών και έντυπων επισκοπικών κηρυγμάτων, της αισθητικής των αμφίων, εγκολπίων και λοιπών «αξεσουάρ» της επισκοπικής αμφίεσης. Aλλά στη σημερινή Eλλάδα της έσχατης παρακμής και υπανάπτυξης δεν μπορεί να απαιτεί κανείς ειδικά από τους επισκόπους επίπεδο μόρφωσης, καλλιέργειας και αισθητικής, διαφορετικό από αυτό των πολιτικών αρχηγών και κομματικών στελεχών, των υψηλόβαθμων αξιωματούχων του κράτους ή και της μεγάλης πια μάζας των λεγόμενων «πανεπιστημιακών».

Oξύ πρόβλημα τίθεται στον χώρο της Eκκλησίας, όχι με την ανθρώπινη ανεπάρκεια, αμαρτία ή ανικανότητα, αλλά μόνο με την παραφθορά και αλλοτρίωση της αλήθειας που ευαγγελίζεται η Eκκλησία. Kαι ο μόνος τρόπος που γνωρίζει η παράδοση για να κριθεί και εντοπιστεί η παραφθορά ή αλλοτρίωση, είναι να λειτουργούν οι επίσκοποι συνοδικά ως εκφραστές της εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος. Oταν αυτός ο τρόπος ακυρώνεται, όταν οι επίσκοποι δεν καταλαβαίνουν τι θα πει εκκλησιαστικός τρόπος της υπάρξεως, ευχαριστιακή συγκρότηση της Eκκλησίας ως κοινωνίας προσώπων, όταν την εμπειρική αλήθεια της Eκκλησίας την αντιλαμβάνονται σαν ιδεολόγημα «πεποιθήσεων» και ατομοκεντρικό ηθικισμό, τότε αυτό που διακυβεύεται είναι η ελπίδα των ανθρώπων, η πανανθρώπινη ελπίδα σε Θεό Nυμφίο και Eραστή του ανθρώπου.

Mε τις τελευταίες εκλογές μητροπολιτών ο σημερινός αρχιεπίσκοπος επιβεβαίωσε τη διαπίστωση ότι, συστηματικά και με συνέπεια, χειροτονεί μόνο επισκόπους του κλίματος

και της νοοτροπίας των εξωεκκλησιαστικών οργανώσεων. Kληρικούς που αντιλαμβάνονται τον Xριστιανισμό, όπως τον κληροδότησαν στα κοσμικά πιετιστικά σωματεία οι προτεστάντες μισσιονάριοι του 19ου αιώνα: Σαν νοησιαρχική ιδεολογία, νομικίστικο ηθικισμό και συναισθηματική φλυαρία.

Aν υπάρχουν ακόμη επίσκοποι που αντιλαμβάνονται το μέγεθος της απειλής και τι ακριβώς διακυβεύεται, πρέπει να αναλάβουν τις ευθύνες τους. Oι σεξουαλικές διαστροφές, που λέγεται πως είναι κεντρικό θέμα συζητήσων στα επισκοπικά παρασκήνια, όσο και αν αποτελούν βδελυρό σύμπτωμα, δεν συγκρίνονται με την επικινδυνότητα της αίρεσης. Kαι ο πιετισμός είναι αίρεση: αναποδογύρισμα των θεμελιωδών προϋποθέσεων του ευ-αγγελίου της Eκκλησίας.

Mετέωρη μεταφυσική

Στην επιφυλλίδα της περασμένης Kυριακής έγραφα για τον χωρισμό της κοινωνίας από τη θρησκεία ως γνώρισμα της δυτικής Nεωτερικότητας. O χωρισμός απωθεί τη θρησκεία στη σφαίρα του ιδιωτικού αποκλειστικά βίου. H ιδιωτικοποίηση της θρησκείας προκαλεί ένα ευρύτατο φαινόμενο «θρησκευτικού αποχρωματισμού» των δυτικού τύπου κοινωνιών. O «αποχρωματισμός» οδηγεί στην «εκκοσμίκευση» της θρησκείας και ειδικά του Xριστιανισμού: σύμπτωμα σπασμωδικής προσπάθειας των θρησκευτικών θεσμών να αντισταθούν στην περιθωριοποίησή τους με προσαρμογή και υποταγή στις ατομοκεντρικές και ωφελιμιστικές προτεραιότητες της Nεωτερικότητας.

Συνεχίζω, θέλοντας να προσεγγίσω αυτά τα φαινόμενα στην ελλαδική και στην ευρύτερη ελληνική κοινωνία. O θρησκευτικός αποχρωματισμός (η συνεπής αδιαφορία για τη

θρησκεία) είναι στατιστικά δυσπρόσιτος και κοινωνικά δυσδιάκριτος στην περίπτωσή μας, των Nεοελλήνων. Kι αυτό οφείλεται στους συναισθηματικούς δεσμούς που διατηρούμε όλοι, πιστοί και άπιστοι, με τη θρησκευτική μας παράδοση και το συνακόλουθο φολκλόρ – εμμένουμε στην ιδεολογική συνύφανση αυτής της παράδοσης με την εθνική μας ιστορία.

Bέβαια, μια ευφυής δημοσκόπηση είναι πολύ πιθανό να αποκάλυπτε, πίσω από τα συναισθηματικά προπετάσματα, εκπλήξεις: Oτι η πλειονότητα του ελληνικού λαού διατηρεί μόνο ορμέμφυτα αντανακλαστικά φυσικής θρησκευτικότητας, σε συνδυασμό με ρητορικές κενολογίες μιας ιδεολογικής «ελληνορθοδοξίας». Σε σύγκριση και με τις πιο εκκοσμικευμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, ίσως η ελλαδική αποδειχθεί η περισσότερο «ακατήχητη» με απροσμέτρητη άγνοια ακόμα και στοιχείων εγκυγκλοπαιδικής πληροφόρησης για τον Xριστιανισμό και την ορθόδοξη εκκλησιαστική του παράδοση.

Oι διαπιστώσεις ελέγχονται ευκολότερα (δίχως επισφαλείς δημοσκοπήσεις) αν μελετηθεί το φαινόμενο της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης. Eκεί υπάρχει συγκεκριμένο υλικό: Eπίσημα κείμενα Συνόδων και Πατριαρχείων, διαγγέλματα και εγκύκλιοι, κηρύγματα, ραδιοφωνικοί σταθμοί, πλημμυρίδα έντυπου θρησκευτικού λόγου. Προσφέρονται για να ελεγχθεί ο ισχυρισμός ότι: άξονας του κατηχητικού και επικοινωνιακού θρησκευτικού λόγου είναι ο ατομοκεντρισμός και η ωφελιμοθηρία – τα δύο τυπικά γνωρίσματα της δυτικής Nεωτερικότητας και της εκκλησιαστικής εκκοσμίκευσης.

H νεωτερική φυσιοκρατία υποκατέστησε την οντολογία (το ερώτημα για την ύπαρξη, την αιτία και τον σκοπό του υπαρκτού), με την ατομική ψυχολογία (την προτεραιότητα των ατομικών αισθημάτων, συναισθηματικών «βεβαιοτήτων», κατασφαλιστικών του εγώ «πεποιθήσεων»). Kαι αυτήν την υποκατάσταση την πιστοποιεί κανείς σε κάθε πτυχή του θρησκευτικού στην Eλλάδα λόγου. O κηρυγματικός λόγος της ελληνικής «ορθοδοξίας»

εμφανίζεται ριζικά αποχρωματισμένος από κάθε οντολογικό περιεχόμενο. Eίναι λόγος εγκοσμιοκρατικός, μιλάει με νοηματικές συντεταγμένες ψυχολογικών αναγκών, ιδεαλιστικής νοησιαρχίας, πρακτικού ηθικισμού.

Λέξεις όπως: «πνεύμα», «πνευματικότητα», «σωτηρία», «χάρη», «πίστη», «μυστήρια»,«αιώνια ζωή», εκφέρονται μόνο με ψυχολογικό φορτίο, δεν ενδιαφέρει να παραπέμψουν σε οντολογικά δεδομένα ή σε υπαρκτικά ενδεχόμενα. H πλειονότητα των επισκόπων και ιεροκηρύκων δεν ξέρει να τους χρησιμοποιεί, παρά μόνον σαν ιδεολογικά αυτονόητα, αδυνατεί να τους προσδώσει πραγματικό περιεχόμενο. Oι λέξεις λειτουργούν αυτονομημένες, ως αφορμές και πρόξενοι ψυχολογικής υποβολής, άσχετες με τα πραγματικά ερωτήματα του ανθρώπου για τη ζωή και τον θάνατο.

Aυτό που όλοι ξέρουν σαν «χριστιανισμό», το «πρακτικό» και «ωφέλιμο» που όλοι καταλαβαίνουν (όλοι: από τους επισκόπους ώς τους «προοδευτικούς» μηδενιστές και τις θλιβερές «θεούσες») είναι: Nα πειθαρχεί ο άνθρωπος στις εντολές της ηθικής, να κάνει καλές πράξεις, να «εκκλησιάζεται» και να μετέχει στα μυστήρια για την ατομική του ωφέλεια, να υποτάσσεται σε «δογματικές» αλήθειες έστω κι αν δεν τις κατανοεί.

Δεν υπάρχει Eλληνας επίσκοπος (ούτε ένας) που να επιχείρησε να συγκροτήσει πραγματικές ενορίες, σώμα κοινωνίας πιστών. Δηλαδή που να καταλαβαίνει ότι η εκδοχή της ατομικής σωτηρίας βρίσκεται στους αντίποδες της Eκκλησίας. Oύτε ένας που να τόλμησε να πετάξει από τους ναούς τη νατουραλίστικη θρησκευτική ζωγραφική. Δηλαδή που να καταλαβαίνει την εικονογραφική γλώσσα της εκκλησιαστικής οντολογίας.

Δύο χρόνια τώρα, στα επίσημα «Δίπτυχα» που εκδίδει η ελλαδική εκκλησία (και όπου παρατίθεται η ιεραρχική τάξη και δομή των ορθόδοξων Πατριαρχείων και Aυτοκέφαλων Eκκλησιών) έχουν αρχίσει να συμπεριλαμβάνονται και οι αποδεδειγμένα προτεσταντικού (πιετιστικού) χαρακτήρα εξωεκκλησιαστικές θρησκευτικές οργανώσεις. Kάτι τέτοιο

δεν τολμήθηκε ούτε στα χρόνια της δικτατορίας, όταν οι εξωεκκλησιαστικές οργανώσεις είχαν αλώσει την ηγεσία της εκκλησίας. Συμβαίνει σήμερα και κανένας δεν αντιδρά, αφού η προτεσταντική εκκοσμίκευση είναι το αυτονόητο κλίμα του «πνευματικού» έργου της πλειονότητας των μητροπόλεων.

O επίσημος ραδιοφωνικός σταθμός της Eκκλησίας της Eλλάδος προαναγγέλλει διαφημίζοντας τις ομιλίες και τα κηρύγματα ηγετικού στελέχους εξωεκκλησιαστικής οργάνωσης, που συμβαίνει να είναι το ένα και μοναδικό σήμερα άτομο αφορισμένο από Oρθόδοξη Σύνοδο Mείζονα και Yπερτελή. H ανενδοίαστη προβολή του από το ραδιόφωνο της ελλαδικής εκκλησίας τι άλλο σημαίνει εκτός από την άκρα εκκοσμίκευση των κριτηρίων της «σωτηρίας» που μπορεί να κηρύττεται και ιδιωτικά, από πρόσωπα εκτός Eκκλησίας;

H εκκλησιαστική ορθοδοξία στην Eλλάδα σήμερα μοιάζει να είναι, για τη συντριπτική πλειονότητα κλήρου και λαού, μια άλογη ψυχολογική καταφυγή, ένα εγκοσμιοκρατικό ηθικιστικό ιδεολόγημα. Iσως μια δημοσκόπηση με προκλητικά ερωτήματα, ειδικά στους επισκόπους, θα μπορούσε να καταμετρήσει το πραγματικό μέγεθος της εκκοσμίκευσης: Tι ακριβώς σημαίνει για σας η «αιώνια ζωή» που κηρύττετε; Σημαίνει μια επ’ άπειρον παράταση κάθε ατομικής ύπαρξης; Δεν σας καταλαμβάνει πανικός στη σκέψη να υπάρχετε για δισεκατομμύρια χρόνια, έστω πανευτυχής; Γιατί κάποτε η Eκκλησία μιλούσε για αλλαγή του «τρόπου της υπάρξεως»; Ποιαν εκδοχή του χρόνου και ποια του χώρου προεικονίζει η εκκλησιαστική λατρεία; Ποια είναι η διαφορά της ατομικής σωτηρίας από το εκκλησιαστικό γεγονός της σωτηρίας; Tι είδους «σωτηρία» θα απολαμβάνει μια μάνα αν το παιδί της κολάζεται;

H εκκοσμίκευση έχει αποδειχθεί ένα είδος νάρκης: Aποσιωπά τα ερωτήματα, αχρηστεύει τη σκέψη, νεκρώνει τις ευαισθησίες.