ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

200
Άγγελος Σικελιανός Ο Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 19 Ιουνίου 1951 ) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές . Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο. Βιογραφία Γεννήθηκε στη Λευκάδα όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στην Νομική Σχολή της Αθήνας χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο , Πίνδαρο , Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα , Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο . Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907 , με την Αμερικανίδα Eva Palmer, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908 . Εκείνη την περίοδο, ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της περιόδου 1917 - 1920 καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.

Upload: dimos-nt

Post on 23-Nov-2014

625 views

Category:

Documents


3 download

TRANSCRIPT

Page 1: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Άγγελος ΣικελιανόςΟ Άγγελος Σικελιανός (15 Μαρτίου 1884 – 19 Ιουνίου 1951) ήταν ένας από τους μείζονες Έλληνες ποιητές. Το έργο του διακρίνεται από έναν έντονο λυρισμό και έναν ιδιαίτερο γλωσσικό πλούτο.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στη Λευκάδα όπου και πέρασε τα παιδικά του χρόνια. Αποφοίτησε από το γυμνάσιο το 1900 και τον επόμενο χρόνο γράφτηκε στην Νομική Σχολή της Αθήνας χωρίς ωστόσο να ολοκληρώσει ποτέ τις νομικές του σπουδές. Τα ενδιαφέροντά του ήταν καθαρά λογοτεχνικά και από νωρίς μελέτησε Όμηρο, Πίνδαρο, Ορφικούς και Πυθαγόρειους, λυρικούς ποιητές, προσωκρατικούς φιλοσόφους, Πλάτωνα, Αισχύλο αλλά και την Αγία Γραφή και ξένους λογοτέχνες όπως τον Ντ' Αννούντσιο. Τα επόμενα χρόνια πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια και στράφηκε στην ποίηση και το θέατρο. Σημαντικό σταθμό στη ζωή του Σικελιανού αποτέλεσε ο γάμος του, το 1907, με την Αμερικανίδα Eva Palmer, η οποία σπούδαζε στο Παρίσι ελληνική αρχαιολογία και χορογραφία. Ο γάμος τους τελέστηκε στην Αμερική ενώ εγκαταστάθηκαν στην Αθήνα το 1908. Εκείνη την περίοδο, ο Σικελιανός ήρθε σε επαφή με αρκετούς πνευματικούς ανθρώπους και τελικά το 1909 δημοσίευσε την πρώτη του ποιητική συλλογή Αλαφροΐσκιωτος, η οποία προκάλεσε ιδιαίτερη αίσθηση στους φιλολογικούς κύκλους, αναγνωριζόμενη ως έργο σταθμός στην ιστορία των νεοελληνικών γραμμάτων. Ακολούθησε μια περίοδος έντονης αναζήτησης που καταλήγει στην έκδοση των τεσσάρων τόμων της ποιητικής συλλογής Πρόλογος στη Ζωή, Η Συνείδηση της Γης μου (1915), Η Συνείδηση της Φυλής μου (1915), Η Συνείδηση της Γυναίκας (1916) και Η Συνείδηση της Πίστης (1917). Ο Πρόλογος στη Ζωή ολοκληρώθηκε αργότερα με τη Συνείδηση της Προσωπικής Δημιουργίας. Ακολουθούν ακόμα τα χαρακτηριστικά ποιήματα Το Πάσχα των Ελλήνων και Μήτηρ Θεού, της

περιόδου 1917 - 1920 καθώς και διάφορες συνεργασίες του με λογοτεχνικά περιοδικά της εποχής.

Η αρχαιοελληνική πνευματική ατμόσφαιρα απασχόλησε βαθιά τον Σικελιανό και συνέλαβε την ιδέα να δημιουργηθεί στους Δελφούς ένας παγκόσμιος πνευματικός πυρήνας ικανός να συνθέσει τις αντιθέσεις των λαών («Δελφική Ιδέα»). Για το σκοπό αυτό, ο Σικελιανός, με τη συμπαράσταση και οικονομική αρωγή της γυναίκας του, δίνει πλήθος διαλέξεων και δημοσιεύει μελέτες και άρθρα. Παράλληλα, οργανώνει τις «Δελφικές Εορτές» στους Δελφούς με τις παραστάσεις του Προμηθέα Δεσμώτη (1927) και των Ικέτιδων (1930) του Αισχύλου να ανεβαίνουν στο αρχαίο θέατρο. Η «Δελφική Ιδέα» εκτός από τις αρχαίες παραστάσεις περιελάμβανε και την «Δελφική Ένωση», μια παγκόσμια ένωση για τη συναδέλφωση των λαών, και το «Δελφικό Πανεπιστήμιο», στόχος του οποίου θα ήταν να συνθέσει σε έναν ενιαίο μύθο τις παραδόσεις όλων των λαών. Για τις πρωτοβουλίες αυτές, το 1929, η Ακαδημία Αθηνών απένειμε στο Σικελιανό αργυρό μετάλλιο για τη γενναία προσπάθεια αναβίωσης των δελφικών αγώνων. Από το φιλόδοξο αυτό σχέδιο το μόνο που πραγματοποιήθηκε τελικά ήταν οι Δελφικές Εορτές, αλλά και

Page 2: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αυτές οδήγησαν σε οικονομική καταστροφή και χωρισμό του ζεύγους, αφού η Εύα Πάλμερ εγκαταστάθηκε από τότε στην Αμερική και επέστρεψε μόνο μετά το θάνατο του ποιητή.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Άγγελος Σικελιανός μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ο Σικελιανός διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο στην πνευματική αντίσταση του λαού, με κορυφαία εκδήλωση το ποίημα και το λόγο που εκφώνησε στην κηδεία του Παλαμά το 1943.

Tο 1946 εξελέγη πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών ενώ το 1949 ήταν υποψήφιος για το Βραβείο Νομπέλ. Ο Άγγελος Σικελιανός πέθανε στην Αθήνα το 1951 και τάφηκε στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών.

Έργο

Ποιήματα

Ο ποιητής εξέδωσε ο ίδιος τα έργα του σε τρεις τόμους με τον τίτλο Λυρικός Βίος (1946 Α και Β, 1947 Γ), αφήνοντας έξω κάποια έργα που δεν θεώρησε απαραίτητο να συμπεριλάβει.

Το 1965 άρχισε η έκδοση των «Απάντων» του με επιμέλεια του Γ.Π.Σαββίδη. Εκδόθηκαν 5 τόμοι με το έργο που είχε δημοσιεύσει ο ποιητής (1965-1968) και έκτος τόμος (1969) με όσα ποιήματα είχε αφήσει εκτός του Λυρικού Βίου

Αλέξανδρος ΠαπαδιαμάντηςΟ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (4 Μαρτίου 1851 - 3 Ιανουαρίου 1911) ήταν κορυφαίος Έλληνας λογοτέχνης, επονομαζόμενος «ο άγιος των ελληνικών γραμμάτων». Έγραψε ηθογραφικά διηγήματα και μυθιστορήματα, τα οποία κατέχουν περίοπτη θέση στη νεοελληνική λογοτεχνία.

Ο ίδιος σε ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα ιστορεί τη ζωή του:

"Ἐγεννήθην ἐν Σκιάθω, τῇ 4 Μαρτίου 1851. Ἐβγήκα ἀπὸ τὸ Ἑλληνικὸν Σχολεῖον εἰς τὰ 1863, ἀλλὰ μόνον τῷ 1867 ἐστάλην εἰς τὸ Γυμνάσιον Χαλκίδος, ὅπου ἤκουσα τὴν Α΄ καὶ Β΄ τάξιν. Τὴν Γ΄ ἐμαθήτευσα εἰς Πειραιᾶ, εἴτα διέκοψα τὰς σπουδάς μου καὶ ἔμεινα εἰς τὴν πατρίδα. Κατὰ Ἰούλιον τοῦ 1872 ὑπήγα εἰς τὸ Ἅγιον Ὅρος χάριν προσκυνήσεως, ὅπου ἔμεινα ὀλίγους μῆνας. Τῷ 1873 ἤλθα εἰς Ἀθήνας καί ἐφοίτησα εἰς τὴν Δ΄ τοῦ Βαρβακείου.

Page 3: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Τῷ 1874 ἐνεγράφην εἰς τὴν Φιλοσοφικὴν Σχολήν, ὅπου ἤκουα κατ’ ἐκλογὴν ὀλίγα μαθήματα φιλολογικά, κατ’ ἰδίαν δὲ ἠσχολούμην εἰς τὰ ξένας γλώσσας.

Μικρὸς ἐζωγράφιζα Ἁγίους, εἴτα ἔγραφα στίχους, καί ἐδοκίμαζα να συντάξω κωμῳδίας. Τῷ 1868 ἐπεχείρησα νὰ γράψω μυθιστόρημα. Τῷ 1879 ἐδημοσιεύθη "ἡ Μετανάστις" ἔργον μου εἰς τὸ περιοδικὸν "Σωτήρα". Τῷ 1882 ἐδημοσιεύθη "Οἱ ἔμποροι τῶν Ἐθνῶν" εἰς τὸ "Μὴ χάνεσαι". Ἀργότερα ἔγραψα περὶ τὰ ἑκατὸν διηγήματα, δημοσιευθέντα εἰς διάφορα περιοδικὰ καί ἐφημερίδας."

Ο βίος του

Πρώιμη περίοδος

Ο Παπαδιαμάντης γεννήθηκε στη Σκιάθο το 1851 και γονείς του ήταν ο ιερέας Αδαμάντιος Εμμανουήλ και η Αγγελική (Γκιουλώ) το γένος Μωραϊτίδη. Μεγάλωσε ανάμεσα σε εννιά παιδιά (τα δύο πέθαναν μικρά) και εξοικειώθηκε νωρίς με τα εκκλησιαστικά πράγματα, τη θρησκευτική ατμόσφαιρα, τις λειτουργίες, τα εξωκκλήσια και την ήσυχη ζωή του νησιώτικου περίγυρου. Όλα αυτά του διαμόρφωσαν μια χριστιανοπρεπή ιδιοσυγκρασία, πού τη διατήρησε με πείσμα ως το τέλος της ζωής του.

Τα πρώτα γράμματα τα έμαθε στο νησί του, εσωτερικός στην Ι. Μονή του Ευαγγελισμού. Φοίτησε (με πολλές διακοπές, λόγω οικονομικών δυσκολιών) στο Γυμνάσιο στη Χαλκίδα, τον Πειραιά και το τελείωσε στο Βαρβάκειο της Αθήνας. Πάντα φτωχός, άρχισε από μαθητής να κερδίζει το ψωμί του με παραδόσεις και προγυμνάσεις μαθητών. Το 1872 επισκέφτηκε το Άγιο Όρος μαζί με τον φίλο του Νικόλαο Διανέλο, αργότερα μοναχό Νήφωνα, όπου παρέμεινε οκτώ μήνες ως δόκιμος μοναχός. Μη θεωρώντας τον εαυτό του άξιο να φέρει το «αγγελικό σχήμα», επέστρεψε στην Αθήνα και γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου, την οποία, με όλες τις προσπάθειες που έκανε, δεν την τελείωσε, γιατί η φτώχεια, η ανέχεια και η επισφαλής υγεία του τού στάθηκαν ανυπέρβλητα εμπόδια. Το ότι δεν πήρε το δίπλωμά του στοίχισε στον πατέρα του, ο οποίος τον περίμενε να γυρίσει καθηγητής στο νησί και να βοηθήσει τις τέσσερις αδελφές του. Οι τρεις από αυτές παρέμειναν ανύπαντρες και του παραστάθηκαν με αφοσίωση, σε όλες τις δύσκολες στιγμές του, όπως όταν απογοητευμένος από τη ζωή της Αθήνας και αναζητούσε καταφύγιο στη Σκιάθο. Οι οικονομικές του ανάγκες ήταν πολλές και σύντομα αναγκαζόταν να επιστρέψει στην Αθήνα.

Η συγγραφική του πορεία

Από τη στιγμή που γράφτηκε στο Πανεπιστήμιο άρχισε να δημοσιογραφεί και να κάνει μεταφράσεις από τα Γαλλικά και Αγγλικά, που είχε μάθει σε βάθος και πού λίγοι τα γνώριζαν τόσο καλά στην εποχή του. Οι απολαβές του όμως ήταν πενιχρές και αναγκαζόταν να ζει σε φτωχικά δωμάτια, όντας πάντα ολιγαρκής και λιτοδίαιτος.

Page 4: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Η θέση του καλυτέρεψε κάπως, όταν γνωρίστηκε με τον προοδευτικό δημοσιογράφο και εκδότη Βλάση Γαβριηλίδη, που ίδρυσε την περίφημη για την εποχή της εφημερίδα Ακρόπολη. Η ζωή του όμως δεν άλλαξε. Αν και η αμοιβή του από την εργασία του στην "Ακρόπολη" ήταν υπέρογκη (έπαιρνε 200 και 250 δραχμές το μήνα), ενώ κέρδιζε αρκετά και από συνεργασίες του με άλλες εφημερίδες και περιοδικά, που ήταν περιζήτητες, η οικονομική του κατάσταση στάθηκε για πάντα η αδύνατη πλευρά του. Ήταν σπάταλος, ανοργάνωτος. Όταν έπαιρνε το μισθό του, πλήρωνε τα χρέη του στην ταβέρνα του Κεχριμάνη, (όπου έτρωγε είκοσι εφτά ολόκληρα χρόνια), έδινε το νοίκι, έστελνε στη Σκίαθο, μοίραζε στους φτωχούς, σπαταλούσε χωρίς σκέψη για την αυριανή μέρα. Κι έτσι έμενε πάντα φτωχός και στενοχωρημένος, χωρίς να μπορεί να αγοράσει ακόμη και τα στοιχειώδη, όπως ρούχα. Δεν μπορούσε να περιποιηθεί τον εαυτό του, και η μεγάλη ανεμελιά του, συνοδευμένη από κάποια φυσική ραθυμία και νωθρότητα, με μια πλήρη αδιαφορία για τα βιοτικά, τον κρατούσε σε κατάσταση αθλιότητας. Άπλυτος, απεριποίητος, σχεδόν κουρελής, ενώ μπορούσε να ζει με αξιοπρέπεια γιατί ήταν λιτότατος και ασκητικός, σκορπούσε τα λεφτά του, και μόνο κάθε πρωτομηνιά είχε χρήματα στην τσέπη του. «Κατ' έκείνην την ήμέραν συνέβη να είμαι πλούσιος..» έχει γράψει κάπου. Ενδεικτικό της σχέσης του με τα χρήματα είναι το περιστατικό που αναφέρει ο Παύλος Νιρβάνας: όταν ο Παπαδιαμάντης ξεκίνησε τη συνεργασία του με την εφημερίδα "Το Άστυ", ο διευθυντής του προσέφερε μισθό 150 δραχμές. Η απάντηση του Παπαδιαμάντη ήταν: «Πολλές είναι εκατόν πενήντα. Με φτάνουνε εκατό». Η βασανισμένη αυτή ζωή, η εντατική εργασία, το ξενύχτι και προπάντων το ποτό που σιγά-σιγά του έγινε πάθος, το τσιγάρο και η καθημερινή υπερβολική κούραση του κατέστρεψαν την υγεία και τον έφεραν πρόωρα στο θάνατο.

Γενικά στη ζωή του ήταν απλησίαστος. Του άρεσε η μοναξιά και η απομόνωση. Δεν έπιανε εύκολα φιλίες, και ήταν πάντα επιφυλακτικός, κλεισμένος στον εαυτό του. Ελάχιστοι ήταν οι φίλοι του, όπως ο συγγραφέας και ερευνητής Γιάννης Βλαχογιάννης, ο ποιητής Μιλτιάδης Μαλακάσης και ένας δυο άλλοι. Ακόμα και προς τον Βλάση Γαβριηλίδη, που του στάθηκε ως πατέρας, και τον ενθάρρυνε και τον βοηθούσε πάντα, σε κάθε δύσκολη στιγμή του, δεν του έδειξε την αγάπη, που ίσως θα έπρεπε[εκκρεμεί παραπομπή]. Του άρεσε να ζει στον κλειστό εσωτερικό του κόσμο και να ζητά την πνευματική ανακούφιση, ζωγραφίζοντας τις αναμνήσεις του στα ποιήματα του και τον ποιητικότατο πεζό του λόγο στα διάφορα διηγήματα του, που τα περισσότερα ξαναζωντανεύουν τους παλιούς θρύλους του νησιού του.

Αυτός ο περίεργος και απόκοσμος τρόπος ζωής, με την παράλληλη προσήλωσή του στην Ορθόδοξη Εκκλησία και τη λειτουργική της παράδοση, τον έκαναν να μοιάζει με κοσμοκαλόγερο. Συνήθιζε να ψάλλει στον Ι. Ναό Αγίου Ελισαίου ως δεξιός ψάλτης, στον ίδιο ναό έψαλε ως αριστερός ψάλτης ο εξάδελφός του συγγραφέας Αλέξανδρος Μωραϊτίδης ενώ εφημέριος ήταν ο Άγιος παπα Νικόλας Πλανάς.

Τα τελευταία χρόνια

Η ζωή του Παπαδιαμάντη μέρα με τη μέρα γινόταν δυσκολότερη. Η φτώχεια, το ποτό και η ασυλλόγιστη απλοχεριά του έγιναν αιτία να φτάσει σε

Page 5: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

απελπιστική κατάσταση, παράλληλα με την επιβάρυνση της υγείας του. Οι φίλοι του, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Επαμεινώνδας Δεληγιώργης, Παύλος Νιρβάνας, Δημήτριος Κακλαμάνος, Αριστομένης Προβελέγγιος κ.α, διοργάνωσαν μια γιορτή στον Φιλολογικό Σύλλογο "Παρνασσός" το 1908, για τα λογοτεχνικά είκοσιπεντάχρονά του και κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα χρηματικό ποσό, προκειμένου να βγει από το οικονομικό αδιέξοδο. Πράγματι, ο Παπαδιαμάντης κατόρθωσε να πληρώσει τα χρέη του, να αγοράσει για πρώτη φορά καινούρια ρούχα κι ετοιμάστηκε να επιστρέψει στη Σκιάθο. Μάταια ο Νιρβάνας (γιατρός ο ίδιος) προσπάθησε ώστε να εισαχθεί στο νοσοκομείο. Στα τέλη του Μαρτίου του 1908 έφυγε για το νησί του, με σκοπό να μην ξαναγυρίσει στην πόλη «της δουλοπαροικίας και των πλουτοκρατών», όπως ο ίδιος έγραψε.

Στο νησί του, εξακολούθησε να κάνει τις μεταφράσεις που του έστελνε ο Γιάννης Βλαχογιάννης, για να έχει κάποιον πόρο ζωής, μα ύστερα από λίγο τα χέρια του πρήστηκαν και του ήταν δύσκολο να γράφει. Το ημερήσιο πρόγραμμά του περιλάμβανε πολύ πρωινό ξύπνημα, μια βόλτα στην ακρογιαλιά κι ύστερα εκκλησία. Μαζεύοντας τα ιστορικά του νησιού και τα παλιά χρονικά, συνέθεσε τα τελευταία του διηγήματα πιο ώριμα και πιο ολοκληρωμένα.

Ο Παπαδιαμάντης πέθανε τον Ιανουάριο του 1911, υστέρα από επιδείνωση της υγείας του. Η κηδεία του τελέστηκε μέσα στο πένθος όλων των απλών ανθρώπων του νησιού. Με την είδηση του θανάτου του, το πένθος έγινε πανελλήνιο. Έγιναν επίσημα μνημόσυνα στην Αθήνα, στην Πόλη, στην Αλεξάνδρεια κι άλλου. Ορισμένοι ποιητές έγραψαν εγκωμιαστικά τραγούδια (Μαλακάσης, Πορφύρας κ.α.) και τα φιλολογικά περιοδικά της εποχής εξέδωσαν τιμητικά τεύχη, αφιερωμένα στη μνήμη του. Ο εκδοτικός οίκος Φέξη, λίγο αργότερα άρχισε την έκδοση των έργων του, που έφτασαν τους έντεκα τόμους. Στα 1924, ο Ελευθερουδάκης εξέδωσε τα Άπαντά του με αρκετά ανέκδοτα διηγήματα. Το 1925 πραγματοποιήθηκε η γιορτή των αποκαλυπτηρίων της προτομής του στη Σκιάθο, ενώ στις εφημερίδες Ελεύθερον Βήμα και Πολιτεία δημοσιεύτηκαν τα τελευταία άγνωστα διηγήματά του. Το 1933, επισκέφτηκαν τη Σκιάθο τετρακόσιοι Γάλλοι διανοούμενοι, που μαζί με εκατόν πενήντα Έλληνες λογοτέχνες και άλλους θαυμαστές του, μίλησαν μπροστά στην προτομή του για το έργο του. Διηγήματα του Παπαδιαμάντη άρχισαν να εκδίδονται στα γαλλικά και πολλοί Γάλλοι ελληνιστές ασχολήθηκαν πλατύτερα με το έργο του. Το 1936 ο Γιώργος Κατσίμπαλης ετοίμασε την πρώτη βιβλιογραφία του ενώ ξεκίνησε από τους Έλληνες λογοτέχνες η συστηματική κριτική του έργου του, άλλοτε θετική και άλλοτε αρνητική. Αν και η βιβλιογραφία γύρω από τη ζωή του είναι τεράστια, τόσο σε έκταση όσο και σε ποικιλία, σοβαρά κριτικά άρθρα δεν υπάρχουν ως το 1935, τα οποία να ανταποκρίνονται σε μία αντικειμενική μελέτη του έργου του.

Το έργο του

Μέσα στα περισσότερα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, του συγγραφέα και υμνητή «του ρόδινου νησιού του», γίνεται συχνή αναφορά στις ρεματιές, τις χαράδρες, τα υψώματα, με διαφορετική το καθένα βλάστηση, της Σκιάθου.

Page 6: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Επίσης αναφέρεται συχνά και η θαλασσινή της διαμόρφωση, με τα αμέτρητα λιμανάκια, τους κόρφους και τους κάβους, τους γκρεμούς, τις σπηλιές, τα νησάκια, τις αμμουδιές, τα ακρογιάλια. Αυτές οι αλησμόνητες παιδικές μνήμες κυριαρχούν στη σκέψη του Παπαδιαμάντη που τις κάνει διηγήματα εμπλουτισμένα με τα θρησκευτικά βιώματά του ή τη τα βάσανα, τους καημούς και τις μικροχαρές της σκιαθίτικης φτωχολογιάς. Οι ήρωες του είναι ψαράδες, αγρότες, ιερωμένοι, μετανάστες, πολυφαμελίτες, εργένηδες, αναξιοπαθούσες χήρες, όμορφες ορφανές ή κακάσχημες μάγισσες και διάφορες αγύρτισσες.

Όταν δεν έκανε τέχνη τις παιδικές του αναμνήσεις, τότε έπαιρνε τα θέματά του από τη ζωή των φτωχογειτονιών της Αθήνας. Το υπόστρωμα, συνήθως, είναι θρησκευτικό. Το εξωτερικό περιβάλλον περιγράφεται με αληθινή λατρεία προς τη φύση. Υπάρχει όμως και μια οξύτατη ψυχολογική περιγραφή, μια εύστοχη διείσδυση στα βάθη του ψυχικού κόσμου των ηρώων του, που έκανε τόση εντύπωση και στην εποχή του, που πολλοί τον παρομοίασαν με τον Ντοστογιέφσκι.

Ολόκληρη η ουσία της πεζογραφίας του περικλείεται μέσα σε μια φράση του ίδιου : «Το έπ έμοι, ενόσω ζω, και αναπνέω καί σωφρονώ, δεν θα παύσω να υμνώ μετά λατρείας τον Χριστόν μου, να περιγράφω μετ' έρωτος την φύσιν, καί να ζωγραφώ μετά στοργής τα γνήσια ελληνικά ήθη».

Στενότερα ηθογράφος στην αρχή, διεύρυνε με τον καιρό την ηθογραφία του και την τεχνική του, ώστε να θεωρείται ότι αυτός εγκαινίασε τη διηγηματογραφία στην Ελλάδα. Προσέδωσε στο έργο του τέτοια ποιότητα που τον καθιέρωσε ως πρωταγωνιστή της ελληνικής πεζογραφίας. Οι εμπνεύσεις του, τροφοδοτούμενες από ένα απόθεμα μνήμης, διαποτίζονται από ποιητικό οίστρο και μαγεία του λόγου. Οι ήρωές του, απλοί, ταπεινοί, γραφικοί καί βασανισμένοι, γίνονται οι πυρήνες των δραματικών συγκρούσεών τους με τη ζωή. Η καθαρεύουσα πού χρησιμοποιεί, σπάνια γίνεται δυσνόητη, γιατί διαπνέεται από τον κραδασμό και τη θέρμη του πλέον ευσυγκίνητου ανθρωπισμού. Σιγά-σιγά όμως απλοποιούσε τη γλώσσα, βάζοντας περισσότερα λαϊκά στοιχεία, και λίγο πριν το θάνατό του έγραψε και διηγήματα στη δημοτική γλώσσα. Τον διακρίνει ποιητικό ύφος, γόνιμη φαντασία και θρησκευτική κατάνυξη, η οποία τον συγκλόνιζε από την παιδική του ηλικία. Δεν περιορίζεται στην περιγραφική γοητεία, αλλά εισχωρεί στο δράμα της ανθρώπινης ψυχής. Στις εικόνες του, πού έχουν την ίδια ζωγραφική γοητεία, είτε αναφέρονται στο Αιγαίο είτε σε φτωχογειτονιά της Αθήνας, εμφυσά την πνοή της λυρικής του έξαρσης, ενσταλάζει τον βυζαντινό μυστικισμό του και αποθέτει την τρυφερότητα της χριστιανικής του αγάπης.

Εκτός από τα διηγήματα και τις νουβέλες έγραψε και ποιήματα θρησκευτικής έμπνευσης, που εξυμνούν τη μητέρα του και την Παναγία. Κι όμως ο Παπαδιαμάντης, που ήταν υπερήφανος για το διηγηματικό του έργο, του οποίου γνώριζε την πραγματική αξία, δεν θεώρησε ποτέ του ότι ήταν και ποιητής, αν και η ποιητική πνοή αποτελεί κύριο χαρακτηριστικό και του πεζού του λόγου. Χωρίς να ενδιαφέρεται για ρίμες και στολίδια, πέτυχε μια λιτότητα ελεύθερου στίχου, που αρκετά χρόνια αργότερα έγινε, σχεδόν, μόνιμο μοτίβο της νεοελληνικής ποίησης. Αν η πεζογραφία του έχει τη δυνατότητα να

Page 7: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αντικειμενοποιεί και τα προσωπικά του βιώματα, η ποίηση του αντίθετα, δεν εκφράζει παρά την προσωπική του εξομολόγηση.

Μερικοί φίλοι του δημοσιογράφοι όπως ο Γαβριηλίδης, ο Πάγκος Καμπούρογλους, ο Δημήτριος Κορομηλάς, ο Ιωάννης Ζερβός, ο Δημήτρης Χατζόπουλος (Μποέμ), είναι οι πρώτοι που μίλησαν ανεπιφύλακτα και εγκωμιαστικά για το έργο του. Όλοι όμως οι άλλοι και κυρίως οι κριτικοί λογοτέχνες όπως ο Εμμανουήλ Ροΐδης, ο Άγγελος Βλάχος, ο Μιχαήλ Μητσάκης, ο Ιωάννης Δαμβέργης, ο Ιωάννης Κονδυλάκης, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, δεν ανέφεραν ούτε λέξη για το έργο του, ειδικά όταν ζούσε. Έτσι, τον διεκδικούσαν οι δημοτικιστές γιατί το έργο του ανήκει στην πρωτοπορία του καιρού του, αλλά δεν τον συμπαθούσαν για τη γλώσσα του. Το ίδιο οι καθαρευουσιάνοι, γιατί είναι μεν γλωσσικά συντηρητικός, μα λογοτεχνικά έξω από το κλίμα τους. Κριτική, όσο ζούσε, εκτός από τον Παλαμά στα 1899, και τον Νιρβάνα στα 1906, δεν γράφτηκε καμιά (εκτός από τους νέους της Αλεξάνδρειας) και στα είκοσιπεντάχρονά του στον Παρνασσό πάλι το 1908, μόνο ο Νιρβάνας μίλησε. Μάταια, ο Γαβριηλίδης έγραφε: «Δεν είναι απλούς διηγηματογράφος, είναι πνευματικός και ηθικός εργάτης, αγωνιστής της προόδου, της ενημερώσεως, της δικαιοσύνης». Οι επιφυλάξεις έξακολουθούσαν. Ο πάντοτε παρατηρητικός Ξενόπουλος δίσταζε να διακηρύξει την αξία του Παπαδιαμάντη. Μόνο ο Παλαμάς, ο επισημότερος κριτικός της μεταψυχαρικής περιόδου, συνόψισε τα χαρακτηριστικά της διηγηματογραφικής φυσιογνωμίας του, που «δίνει την άϋλη χαρά της τέχνης». Όπως γράφει, «ένα περιβόλι είναι ο κόσμος πού μας παρουσιάζει στις ιστορίες του (...). Παντού τα συγκεκριμένα και τα χειροπιαστά, ζωγραφιές των πραγμάτων, όχι άρθρα (...). Πρόσωπα, όχι δόγματα. Είκόνες, όχι φράσεις. Κουβέντες, όχι κηρύγματα, διηγήματα, όχι αγορεύσεις». Το ίδιο κάνει κι ό Νιρβάνας στα 1906 : «Εκείνος πού θα δώσει μίαν ημέραν μακρινήν(...) την εικόνα του Παπαδιαμάντη, του πρώτου καί μοναδικού της εποχής μας, δεν πρέπει να χωρίσει ποτέ τον συγγραφέα από τον άνθρωπον (...). Ο Παπαδιαμάντης δεν είναι γραμματάνθρωπος, είναι ποιητής».

Αμέσως όμως μετά τον θάνατό του όλοι, ομόφωνα σχεδόν, τον εγκωμίασαν αυθόρμητα. Ο Γρ. Ξενόπουλος τον τίμησε με μιαν από τις καλύτερες κριτικές μελέτες του. Όπως έγραψε, «ο Παπαδιαμάντης δεν εψεύτηκε ποτέ, δεν εμιμήθη ποτέ, δεν έπροσποιήθη ποτέ, δεν εκιβδηλοποίησε ποτέ. Εκοψε μόνον ολόχρυσα νομίσματα από το μεταλλείον της ψυχής του, της αγνής καί αδιάφθορου (...). Η ψυχή του είναι καθαυτό η ρωμέικη λαϊκή ψυχή», θεωρεί αριστούργημα του Παπαδιαμάντη την Φόνισσα και την χαρακτηρίζει «τραγωδίαν μεγαλοπρεπεστάτην». Ο Κώστας Αθάνατος κήρυξε ότι: «μετά τον Σολωμόν μόνον ο Παπαδιαμάντης υπάρχει σοβαρός εις τα νεοελληνικά γράμματα». Ο Φώτος Πολίτης με ένα αξιοπρόσεκτο άρθρο του, ανάμεσα στα άλλα έγραψε: «Ελλην γνήσιος καί συγγραφεύς ισχυρός εχάρισε σελίδας εξόχου αγνότητος και ηθικής ρώμης». Αργότερα τον συνέδεσε με τον Σολωμό: «Μόνο ο Παπαδιαμάντης κι ο Σολωμός μας έδωσαν έργα με συνολική σύλληψη ζωής, λυτρωμένα από το τυχαίο και το επεισοδιακό». Παράλληλα με τον Πολίτη, ο Κωστής Μπαστιάς στα 1928, αγωνιζόταν να συνειδητοποιήσει στους νέους το βαθύτερο νόημα της δημιουργικής απαγγελίας του Παπαδιαμάντη. Στα 1933, ο Φάνης Μιχαλόπουλος σε μια διεξοδική μελέτη του, εκτός των άλλων τόνισε την παιδικότητα στη μορφή του Παπαδιαμάντη,

Page 8: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

και εξέτασε το κοινωνικό περιεχόμενο της τέχνης του με το πρίσμα των νέων ιδεών καί με κοινωνιολογικά κριτήρια. Ο Άγγελος Τερζάκης, ο Τέλος Άγρας και πολλοί άλλοι, νέοι τότε, είχαν τις επιφυλάξεις τους, ακόμα κι όταν στα 1933 ο Γρηγόρης Ξενόπουλος, με ένα οξύτατο και αποστομωτικό άρθρο του, βάζει τα πράγματα στη θέση τους: "Είναι να γελά κανείς, γράφει, με μερικούς κριτικούς, που με τα ελαττώματα (στη σύνθεση, στο ύφος, στη γλώσσα) αυτά, μαζί με την έλλειψη τάχα «κοινωνικού περιεχομένου», τα θεωρούν τόσο σπουδαία, ώστε ν' αρνιούνται κάθε σχεδόν αξία στον Παπαδιαμάντη (...). Ετσι περιφρονητικά τον ονομάζουν ηθογράφο, ενώ είναι ένας μεγάλος ψυχογράφος και δημιουργός. Βρίσκουν στενό τον ορίζοντά του, ενώ το έργο του, αυτό το σκιαθίτικο, είναι κόσμος ολόκληρος και φωνάζουν πως δεν υπάρχουν «ιδέες», εκεί που δεν έπρεπε να βλέπουν παρά την ιδέα της τέχνης, την αλήθεια και την ομορφιά". Και τελειώνει το άρθρο του ο Ξενόπουλος με τη διαπίστωση, πως ο Παπαδιαμάντης είναι «δημιουργός συγγραφέας, αξεπέραστος ακόμα από τους κατοπινούς του».

Στα 1937, ο Γιώργος Κοτζιούλας με μια μελέτη του προσπαθεί να αποδείξει πως η περιφρονεμένη νεοελληνική ηθογραφία είναι «ο ώριμος καρπός της εθνικής λογοτεχνίας μας» και ειδικότερα ο Παπαδιαμάντης είναι «ο μόνος μας μεγάλος συγγραφέας, που βγήκε από το λαό κι αφιερώθηκε σ' αυτόν». Τελευταίος στην περίοδο αυτή είναι ο χαρακτηρισμός του Μ. Μαλακάση, που θεωρεί τον Παπαδιαμάντη ποιητή του σκιόφωτος, αυτόματο δημιουργό ανθρώπων και λυρικών καταστάσεων. «Πνεύμα Θεού φυσούσε καί γεννούσε και ανάσταινε. Ανάσταινε πράγματα καί πρόσωπα... Είναι περισσότερο εκκλησιαστικός, παρά θρήσκος. Σοφός, αλλά γυμνωμένος από κάθε αγκάθι σοφίας. Είναι μέγας στην αληθινή σημασία της λέξεως. Είναι κλασικός. Ομοιος σε πολλά με τον Ντοστογιέφσκι, στερείται την εφευρετικότητα του μεγάλου Ρώσου καί σώζεται από το καθετί, που θα έκανε το έργο του ν' αρρωσταίνει ψυχές... Ποιητές και πεζογράφοι ελάχιστοι στο ανάστημά του». Θαυμαστής του Παπαδιαμάντη στάθηκε και ο Ζαν Μορεάς, που χαρακτήρισε το Μοιρολόγι της φώκιας αριστούργημα της παγκόσμιας φιλολογίας και υποσχέθηκε πώς θα το μεταφράσει κιόλας.

Θεμελιακός, όμως, σταθμός όλης της κριτικογραφίας στάθηκε η σημαντική φιλολογική μελέτη του Γιώργου Βαλέτα, για τη ζωή, το έργο καί την εποχή του Παπαδιαμάντη η οποία είδε το φως τον Μάιο του 1940, και βραβεύτηκε με το Α' Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών. Η μελέτη αυτή πραγματικά αποτελεί ένα ορόσημο (αναθεωρημένη το 1955 απο τον ίδιο τον κριτικό) στην κριτική θεώρηση του συγγραφέα. Ύστερα ήρθε ο πόλεμος και η Κατοχή. Κι όμως, τα Χριστούγεννα του 1941 βγήκε ένα πολυσέλιδο αφιέρωμα της "Νέας Εστίας" με επιμέλεια του Γ. Βαλέτα, μέσα στο οποίο δόθηκαν τα σημαντικότερα στοιχεία για μια οριστική ιστορικοκριτική τοποθέτηση του Παπαδιαμάντη. Στο τεύχος αυτό συνεργάστηκαν σημαντικοί άνθρωποι των ελληνικών γραμμάτων όπως οι Άγγελος Σικελιανός, Μιλτιάδης Μαλακάσης, Παναγιώτης Κανελλόπουλος, Νίκος Βέης, ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Δαμασκηνός, Δημήτριος Μπαλάνος, Άγγελος Τερζάκης, Γιάννης Χατζίνης, Δημήτριος Λουκάτος, Κωνσταντίνος Ρωμαίος, Νικόλαος Ποριώτης, Ηλίας Βενέζης, Τάκης Παπατσώνης, Μ. Καραγάτσης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Κωνσταντίνος Φαλτάιτς, Δημήτριος Εύαγγελίδης, Μιχαήλ Αργυρόπουλος, Γιώργος Κασιμάτης, Μυρτιώτισσα κ.ά. Επίσης καταχωρήθηκαν όλα τα ποιήματα των

Page 9: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ποιητών που αφιερώθηκαν κατά καιρούς στον Παπαδιαμάντη. Στο τέλος δημοσιεύτηκε μια διεξοδική μελέτη του Πέτρου Χάρη που εξαίρει στον Παπαδιαμάντη τρεις αξίες: «Ό πεζογράφος που έμεινε όσο έπρεπε στην ηθογραφία, και προχώρησε όταν έπρεπε στην ψυχογραφία. Ο θαλασσογράφος. Ο ιδρυτής νέου λογοτεχνικού είδους, στα ελληνικά γράμματα, της εορταστικής διηγηματογραφίας». Και τονίζει: «αυτός έδειξε στον πεζό μας λόγο το δρόμο της αληθινής δημιουργίας, που είναι η πορεία του αληθινού ανθρώπου».

Το ίδιο περιοδικό (Νέα Εστία) τον Μάρτιο του 1951 αφιέρωσε κι άλλο τεύχος του στον Παπαδιαμάντη για τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του. Και άλλα φιλολογικά περιοδικά του έκαναν αφιερώματα και νεότερες έρευνες έφεραν νέα στοιχεία βιογραφικά και έργογραφικά. Βαθυστόχαστη είναι η μελέτη του Μ.Μ. Παπαϊωάννου στα 1948, με τον τίτλο "Η θρησκευτικότητα του Παπαδιαμάντη". Ο Παπαϊωάννου τοποθετεί ιστορικά την προσωπικότητα του Παπαδιαμάντη καί συλλαμβλανει τη μορφή του συγγραφέα στις κεντρικές της γραμμές: «Η ψυχολογία της παρακμής και η απαισιοδοξία δεν άφηναν τον Παπαδιαμάντη να χαρεί το δράμα ενός καινούριου κόσμου. Δεν ήταν δυναμικός τύπος, ηρωικός, όπως ο Παλαμάς, ο Καρκαβίτσας. Κείνοι είχαν τ'όνειρο, ο Παπαδιαμάντης τη νοσταλγία. Οί δυο τους κοιτούσαν μπροστά, ο Παπαδιαμάντης πίσω». Η εργασία του Παπαϊωάννου άνοιξε τον δρόμο για το ξεκαθάρισμα και την τελική αποκατάσταση του Παπαδιαμάντη.

Αξιολογότατο βιβλίο για τον Παπαδιαμάντη έγραψε ο Μιχαήλ Περάνθης με τον τίτλο Ο Κοσμοκαλόγερος, το οποίο ζωντανεύει τη ζωή του συγγραφέα με τη μορφή σαγηνευτικού μυθιστορήματος. Είναι ένα βιβλίο που με σεβασμό στα ιστορικά δεδομένα, είναι γραμμένο με θελκτικό ύφος, ποιητικό άρωμα, δημιουργική πνοή και σωστή κατανόηση του έργου του Παπαδιαμάντη.

Μετά την έκδοση των «Απάντων» του, η κριτική, έχοντας στη διάθεσή της όλο το έργο του συγγραφέα, προσπαθεί να ερμηνεύσει το έργο του από όλες τις πλευρές. Έτσι οι εργασίες συνεχίζονται και αυτό αποτελεί το μεγαλύτερο τεκμήριο για την εθνική σημασία του έργου του Παπαδιαμάντη. Μέσα στο έργο του ο Παπαδιαμάντης μιλάει για την αρετή και κακία, για τον αγώνα της εξύψωσης του ελληνικού έθνους, για τον Χριστιανισμό, που γι' αυτόν δεν είναι μόνο τυφλή πίστη, είναι σύστημα ζωής και αλήθειας. Επίσης μιλάει για την πολιτική κατάντια του καιρού του και προτείνει τα μέτρα για την ηθική ανάπλαση, για την παιδεία, το χτύπημα του λογιωτατισμού και την αληθινή ανόρθωση της παιδείας με το ζωντανό πνεύμα της λαϊκής παράδοσης. Χτύπησε τους γραμματοσοφιστές, τους τοκογλύφους και τους δημαγωγούς. Παρουσιάζεται πατριώτης με τα μάτια της ψυχής του γυρισμένα σε ένδοξες εποχές και κλαίει την παρακμή του ιδανικού της Μεγάλης Ιδέας στίς ψυχές των συγχρόνων του. Επίσης μιλάει με πόνο για τη λαϊκή ζωή και για το σεβασμό του προς τους ταπεινούς και καταφρονεμένους. Έδειξε σε όλους τους τόνους την ελληνικότητά του με τις βαθύτερες μελέτες του για την αρχαιότητα, την Αλεξανδρινή εποχή, τη Βυζαντινή, την Τουρκοκρατούμενη Ελλάδα, ως τη νεότερη. Με την ιδιότυπη γλώσσα του, που με τη συνεχή της εξέλιξη έφτασε στον ατόφιο δημοτικό λόγο, παρ' όλη την αντίθεσή του στον άκρο ψυχαρισμό, παρουσίασε μια θρησκευτικότητα βασισμένη στις αρχές των πρώτων Χριστιανών. Υποστήριξε από τη μια πλευρά την πνευματική

Page 10: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αναγέννηση ενώ από την άλλη, στενά δεμένος με την παράδοση, προσπάθησε να την ανασύρει στη ζωή. Μακριά από τους λογίους, τους δημοσιογράφους και την κοινωνία της εποχής του, ζήτησε στα γραφικά ξωκκλησάκια, στους απλούς κι αδιάφθορους ανθρώπους του λαού, στη φύση, στη μοναξιά και τη σιωπή, στην ψυχική και πνευματική απομόνωση, να απαλύνει την απαισιοδοξία του για τη ζωή, για το «μάταιον, το συνθηματικόν και αγοραίον πάσης ανθρώπινης αξίας».

Η πρώτη του δειλή λογοτεχνική προσπάθεια πραγματώνεται με το μυθιστόρημα Η μετανάστις. Είναι ένα έργο στα για την εποχή του, του ξενιτεμένου ελληνισμού. Επικρίνει τον εκμοντερνισμό των μεταναστών, που κατ' αυτόν ξέχασαν τις γνήσιες ελληνικές παραδόσεις και χάλασαν την ψυχή τους. Με ηρωίδα την Ελληνίδα Μαρίνα Βεργίνη (μετανάστρια κι η ίδια) που κρατεί αχάλαστη την Ελλάδα μέσα της, πιστή στις εθνικές αρετές, με την αφοσίωσή της στο μνηστήρα της και μετά την εγκατάλειψή της, πληγωμένη στη λεπτή ευαισθησία της και την ευγένεια της ψυχής της οδηγείται με καρτερικότητα και άδολη αγάπη προς όλους, στον τάφο. Ο συγγραφέας ξετυλίγει τα χτυπήματα της μοίρας με τέτοια δύναμη, που υψώνει την ηρωίδα του στη μορφή της αρχαίας τραγωδίας, και μέσα από το δικό της τραγικό μεγαλείο βρίσκει την ευκαιρία να ξεγυμνώσει και να καυτηριάσει τη γύρω της διαφθορά και κακία της κοινωνίας.

Στο δεύτερο μυθιστόρημά του Οι έμποροι των εθνών, ξεπερνάει την πρώτη του προσπάθεια και παρουσιάζει ένα έργο, το οποίο δεν στάθηκε μόνο σημαντική προσφορά στην εποχή του, αλλά και σήμερα μπορεί να σταθεί δίπλα στα καλύτερα ιστορικά και ρομαντικά ελληνικά μυθιστορήματα[εκκρεμεί παραπομπή]. Μια πληθωρική φαντασία, πλαισιωμένη με την τεχνική του ταλέντου, έδωσε ένα έργο πραγματικά γνήσιας καλλιτεχνικής δημιουργίας. Ξαναζωντανεύει τη νησιώτικη Βενετοκρατία στην πρώτη της εξόρμηση για την κατάκτηση των Κυκλάδων, και περιγράφει με δαντικές εικόνες την αγριότητα των Βενετών και των Γενοβέζων, που είχαν ως μόνο νόμο τους την αυθαιρεσία και ωμή ιδιοτέλεια. Αυτοί είναι «οι έμποροι των εθνών» που η δίψα του χρήματος τους μεταβάλλει σε λύκους και απαίσιους φονιάδες των ήσυχων ανθρώπων των ελληνικών νησιών.

Το τρίτο μυθιστόρημα του Παπαδιαμάντη, Η Γυφτοπούλα, είναι ένα συγγραφικό τόλμημα και στη σύλληψη και στη σύνθεση και στη μορφή[εκκρεμεί παραπομπή]. Δημοσιευμένη σε συνέχειες, μήνες ολόκληρους στην Ακρόπολη του Γαβριηλίδη, είχε τόση επιτυχία στο αναγνωστικό κοινό και γενικά στους λογοτεχνικούς κύκλους, που δημιούργησε γύρω του το θρύλο του μάγου και του υπεράνθρωπου, καθώς ο συγγραφέας κρυβόταν στην αφάνεια και στην ανωνυμία. Η Γυφτοπούλα είναι ένα μυθιστόρημα της Άλωσης[εκκρεμεί παραπομπή], ο θρήνος της Πόλης, από ένα μεγαλοϊδεάτη και Βυζαντινό, τον περίφημο φιλόσοφο Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Για τον Παπαδιαμάντη ο Πλήθωνας είναι ένα σύμβολο, θετικό και αρνητικό. Τον θαυμάζει για την αρχαιολατρεία του, τον αποδοκιμάζει για τη θρησκευτική του πλάνη και την άγονη προσπάθειά του να αναβιώσει τη θρησκεία της αρχαίας Ελλάδας. Το ανακάτωμα των Γύφτων στην ιστορία δίνει ένα ιδιαίτερο θέλγητρο στην πλοκή, με αναπάντεχες συμπτώσεις, που κάνουν το μυθιστόρημα ένα απέραντο περιβόλι δολοπλοκιών, με ολοκληρωμένους

Page 11: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ήρωες, τον Πλήθωνα, την άτυχη κόρη του και τον ακόμα πιο άτυχο ερωτά της με τον Γύφτο Μάχτο, οι οποίοι στην αυγή της ευτυχίας τους σκοτώνονται και οι δυο κάτω από τα συντρίμμια των αγαλμάτων, που πέφτουν ξαφνικά από σεισμό. Είναι η παραμονή της Άλωσης της Πόλης.

Με τον Χρήστο Μηλιόνη ο Παπαδιαμάντης ξαναζωντανεύει τα ήρωϊκά χρόνια της Κλεφτουριάς, της εθνικής αντίστασης. Εκεί, κατά τον συγγραφέα, η λαϊκή ψυχή, παρατημένη από την ηγεσία της, πήρε στα χέρια της την τύχη του Έθνους. Είναι η πρώτη νουβέλα του Παπαδιαμάντη βγαλμένη από τις γνήσιες πηγές της ιστορίας μας[ασαφές] και σύγχρονα ένα προανάκρουσμα της νεοελληνικής ζωής, που ετοιμαζόταν να συνθέσει με τα διηγήματά του. Ο Παπαδιαμάντης πιστεύει πως η Επανάσταση δεν δικαιώθηκε. Ο λαός, που πολέμησε για να βρει την ελευθερία του, «απλώς και μόνον μετήλλαξεν τυράννους». Κατά τον συγγραφέα, οι τύραννοι αυτοί είναι ξενόδουλοι, λογιότατοι γραμματοσοφιστές, που με τις νόθες εκλογές κάθονταν στην πλάτη του φτωχού λαού, που τον περιφρονούσαν κιόλας. Την άθλια αυτή μετεπαναστατική κοινωνία θέλησε να στηλιτεύσει με το έργο του αυτό. Ο Χρήστος Μηλιόνης είναι ένα ιστορικό λογοτέχνημα το καλύτερο, ίσως, που έχει δώσει ως σήμερα η νεοελληνική γραμματεία[εκκρεμεί παραπομπή]. Τον πυρήνα του έργου του τον πήρε απο το γνωστό δημοτικό τραγούδι για τον ηρωικό θάνατο του Χρήστου Μηλιόνη. Με το έργο αυτό δίνει την εικόνα μιας Κλεφτουριάς με αγνό ηρωισμό και ασίγαστη πίστη για την ελευθερία.

Η φόνισσα είναι η δεύτερη νουβέλα του Παπαδιαμάντη και θεωρείται, από τους περισσότερους, το αριστούργημά του. Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητάς του, της ρεαλιστικής περιόδου, και κλείνει μέσα του τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Σύλληψη, σύνθεση, μορφή, περιεχόμενο και μύθος σχηματίζουν ένα σημαντικό έργο τέχνης. Είναι βγαλμένο από τα βάθη της ψυχής του συγγραφέα, από την τραγωδία του σπιτιού του, από τη μιζέρια του νησιού του, από τη μεγάλη δυστυχία των φτωχών ανθρώπων του λαού. Η σύνθεση του έργου είναι αριστοτεχνική και η ενότητα αδιάσπαστη. Η αφήγηση είναι γοργή, ρωμαλέα και συγκλονιστική και παίρνει συμβολικό χαρακτήρα. Η τεχνική του Παπαδιαμάντη βρίσκεται στο κορύφωμά της όταν το έγκλημα αναδύεται βουβό μέσα από τις τύψεις της φόνισσας, που η ίδια το καταδικάζει, και την οποία εξανθρωπίζει το ανθρωπιστικό ιδανικό της.

Τα Ρόδινα Ακρογιάλια με υπότιτλο Κοινωνικόν μυθιστόρημα, είναι έργο που δείχνει την παρακμή καί τα γηρατειά του συγγραφέα[εκκρεμεί παραπομπή]. Ούτε κοινωνικό είναι, ούτε μυθιστόρημα συγκρούσεων συμφερόντων. Είναι ένα αφήγημα συμποσιακού τύπου, όπου οι συγκεντρωμένοι φιλοσοφούν ή διηγούνται ιστορίες. Αν βγάλει κανείς το πρώτο μέρος με τη θαλασσινή εκδρομή και περιπέτεια, τα άλλα κεφάλαια είναι Ο γάμος του Παπαστάθη, του άλαφροϊσκιωτου και η διήγηση του Αγάλλου. Αξιόλογες είναι οι περιγραφές, που τις θαύμαζε και ο Καβάφης.

Ο Παπαδιαμάντης δεν ευτύχησε να δει τυπωμένο σε βιβλίο κανένα έργο του. Μετά τον θάνατό του τυπώθηκαν από τις εκδόσεις Φέξη (1912-1913) έντεκα τόμοι με όσα διηγήματα βρέθηκαν τότε. Πέντε τόμους εξέδωσε ο Οίκος Ελευθερουδάκη το 1925-1930, και έναν τόμο Θαλασσινά διηγήματα ο Αθ.

Page 12: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Καραβιάς το 1945. Το 1955, τα Άπαντά του εκδόθηκαν από τον Εκδ. Οίκο Δ. Δημητράκου με στοιχεία βιογραφικά, κριτικά σχόλια, προλόγους, γενική επιμέλεια Γ. Βαλέτα. Το 1963, τα Άπαντα του Παπαδιαμάντη εκδόθηκαν σε τρεις τόμους από την Εταιρεία Ελληνικών Εκδόσεων, με προλόγους καί επιμέλεια Μιχ. Περάνθη.

Ο Παπαδιαμάντης, πέρα από τα τρία μυθιστορήματα και τα τρία εκτεταμένα διηγήματα (νουβέλες), έγραψε 180 διηγήματα και 40 μελέτες και άρθρα. Τα διηγήματα του Παπαδιαμάντη, ανήκουν στην τρίτη περίοδο της εξέλιξής του, τη λεγόμενη νατουραλιστική περίοδο, πού αρχίζει με το πρώτο του διήγημα το 1887 και φτάνει ως το 1892. Τα διηγήματα του είναι περιγραφικά, φυσιολατρικά, με έντονο χρωματισμό στα εκφραστικά μέσα, με ειδυλλιακή ατμόσφαιρα, υποταγμένα σε κανόνες καί σχέδιο. Αυτά είναι: Το χριστόψωμο, Η χήρα παπαδιά, Η τελευταία βαπτιστική, Η υπηρέτρα, Ο σημαδιακός, Η σταχτομαζώχτρα, Εξοχική Λαμπρή, Η χτυπημένη[ασαφές], Ο Πανταρώτας, Η παιδική πασχαλιά, Η μαυρομαντηλού, Το Πάσχα ρωμέϊκο, το Θέρος-έρος, Ο φτωχός άγιος, Η νοσταλγός, Μια ψυχή, Ο Αμερικάνος, Στο Χριστό στο Κάστρο, Στην Αγ' Αναστασά και το Όλόγυρα στη λίμνη. Σε αυτά μπορεί να καταταχθεί και το Έρως-ήρως'. Με το αριστούργημά του, Ολόγυρα στη λίμνη, ο συγγραφέας αγγίζει όλες τις μορφές της ηθογραφίας, δημιουργώντας δική του τεχνική, και ξαφνιάζει με την πρωτοτυπία του[εκκρεμεί παραπομπή]. Εκτός του διηγήματος Ολόγυρα στη Λίμνη, κορυφαία δημιουργία του μπορεί να θεωρηθεί και η Νοσταλγός[εκκρεμεί παραπομπή].

Με το Ολόγυρα στη λίμνη, ο Παπαδιαμάντης εγκαινιάζει την ποιητική πεζογραφία[εκκρεμεί παραπομπή]. Με έντονη πλαστική δύναμη, δίνει διάφανες περιγραφές, καθαρές και έντονες, δροσερές εικόνες, που κάνουν το διήγημα ένα πολυσύνθετο πίνακα της νησιώτικης ζωής, γεμάτο από ποικιλία μορφών.

Από το 1892 ως το 1897, περίοδο όπου η Ελλάδα είδε τη χρεωκοπία και την πτώση του Τρικούπη και τον αποτυχημένο πόλεμο του '97, ο Παπαδιαμάντης αληθινός πατριώτης και ζωντανός άνθρωπος, στηλιτεύει την κοινωνική διαφθορά και την πολιτική κατάσταση της χώρας. Τα διηγήματα του είναι κοινωνικής, σατιρικής απόχρωσης. Με τη σάτιρά του προσπαθεί να ξυπνήσει την κοινωνία και να την οδηγήσει στην εθνική ανόρθωση. Αρχίζει με το διήγημα Οι Χαλασοχώρηδες και συνεχίζει με τα Τα δύο τέρατα, Ο καλόγερος, Τυφλοσύρτης, Ναυαγίων ναυάγια, Βαρδιάνος στα Σπόρκα κ.α. Με τους Ελαφροΐσκιωτους, μεταφέρει τη σάτιρά του στη Σκιάθο και χτυπάει τις λαϊκές δεισιδαιμονίες, τη μαγεία κλπ. Οι Παραπονεμένες και μερικά άλλα διηγήματα, όπως το Πατέρα και σπίτι, ανήκουν στα αθηναϊκά διηγήματα. Ψυχολογικό είναι το διήγημα, Φιλόστοργοι, και κοινωνικό το διήγημα, Χωρίς στεφάνι. Επίσης, Τα Χριστούγεννα του τεμπέλη, Ο Γαγάτος καί τ' άλογο, Απόλαυσις στη γειτονιά, Για τα ονόματα κ.ά.

Από το 1897 αρχίζει η τρίτη περίοδος του διηγήματος του Παπαδιαμάντη που την ονόμασαν περίοδο λυρισμού και πάθους[εκκρεμεί παραπομπή]. Ο εξωτερικός κόσμος υποχωρεί τώρα, για να γίνει σκηνικό περίγραμμα, που μέσα του θα φωτιστούν οι μορφές του εσωτερικού κόσμου. Ο ζωγράφος γίνεται ποιητής, ο ηθογράφος λυρικός, ο σατιριστής δραματικός, ο νοσταλγός ψυχογράφος και πλάστης ανθρώπινων χαρακτήρων. Τα διηγήματα του ξεπέρασαν την εποχή

Page 13: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

του και έγιναν διαχρονικά για την ελληνική λογοτεχνία. Το ταλέντο του ξεδίπλωσε μορφοπλαστικές μορφές μεγάλης δύναμης. Στην κορύφωση αυτής της περιόδου ανήκουν τα διηγήματα: Μερακλίδικα[ασαφές], Ο ξεπεσμένος δερβίσης, Ο γείτονας με το λαγούτο, Ο καλούμπας, Για την περηφάνια, Η στρίγγλα μάννα, Ο έρωτας στα χιόνια, Άγια καί πεθαμένα, Τρελλή βραδιά, Τ' αγνάντεμα. Επίσης τα παιδικά : Δαιμόνια στο ρέμα, Υπό την βασιλικήν δρυν, Τα κρούσματα, Της Κοκκώνας το σπίτι, Το πνίξιμο του παιδιού, Γουτού-γουπατού, Ο Χριστός Ανέστη του Γιάννη, Ω! τα βασανάκια κ.ά.

Ύστερα ακολουθούν σημαντικά διηγήματα με τον ίδιο λυρισμό και πάθος: Το όνειρο στο κύμα, Οι μάγισσες, Η φαρμοκολύτρια, Αμαρτίας φάντασμα, όπου θα θα μπορούσαν να μπουν καί Τα ρόδινα ακρογιάλια Στην τέταρτη, την τελευταία ρεαλιστική-κοινωνική περίοδο, που οι κριτικοί χαρακτηρίζουν ως τη μεγάλη δημιουργία του Παπαδιαμάντη, ανήκουν τα διηγήματα: Η τύχη απ' την Αμέρικα, έργο πνοής και ωμού ρεαλισμού, Κοκκώνα θάλασσα, Μάννα και κόρη, Η αποσώστρα, Η ξομπλιάστρα, Η συντέκνισσα, Τα δυο κούτσουρα, Θάνατος κόρης, Έρμη στα ξένα, Αλιβάνιστος, Τ' αγγέλιασμα, Η ασπροφουστανούσα, Η πεποικιλμένη, Το χατζόπουλο, Οι Κανταραίοι και Η Φόνισσα.

Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (1851 - 1911)

Ο Αλέξανδρος Εμμανουήλ γεννήθηκε στη Σκιάθο στις 4 Μαρτίου του 1851. Ήταν γιος του ιερέα Αδαμαντίου Εμμανουήλ και της Γκιουλώς (Αγγελικής) Μωραϊτίδη, καταγόμενης από αρχοντική οικογένεια του Μυστρά. Στη Σκιάθο τέλειωσε το δημοτικό σχολείο και γράφτηκε στο Σχολαρχείο (1860), όμως αναγκάστηκε να παρακολουθήσει την τρίτη τάξη του Σχολαρχείου στη Σκόπελο (1865), καθώς στη Σκιάθο είχε καταργηθεί η τρίτη τάξη. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να διακόψει πολλές φορές τις γυμνασιακές του σπουδές εξαιτίας κυρίως της κακής οικονομικής κατάστασης της οικογένειάς του (αποφοίτησε τελικά το 1874 από το Βαρβάκειο Γυμνάσιο των Αθηνών σε ηλικία εικοσιτριών ετών, ενώ είχε φοιτήσει στα γυμνάσια της Χαλκίδας και του Πειραιά).

Το 1872, σε ηλικία 21 ετών ταξίδεψε με τον παιδικό του φίλο Ν. Διανέλο (έπειτα μοναχό Νήφωνα) στο Άγιο Όρος, όπου έμεινε τέσσερις μήνες ως προσκυνητής. Από το 1873 και για μια δεκαετία έζησε στην Αθήνα (με κάποιες επισκέψεις στη Σκιάθο) σε συνθήκες οικονομικής ανέχειας. Εκείνη την περίοδο συγκατοικούσε με συγγενείς και συντοπίτες του και εργαζόταν ως οικοδιδάσκαλος για να κερδίσει τα προς το ζην. Το 1874 γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, όπου παρακολούθησε ελάχιστα μαθήματα, εξακολούθησε όμως να προφασίζεται ότι θα συνεχίσει τις σπουδές του, για να αποφύγει την επιστροφή του στη Σκιάθο και τη στράτευσή του. Το 1877 δημοσίευσε ανώνυμα άρθρα στην Εφημερίδα του Δ. Κορομηλά με τίτλους Η εβδομάς των Αγίων Παθών και Το Άγιον Πάσχα. Δύο χρόνια αργότερα δημοσίευσε με την υπογραφή Α. Πδ. το πρώτο του ιστορικό μυθιστόρημα Η μετανάστις στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως. Το 1881 δημοσίευσε το ποίημα Δέησις (Εράνισμα εκ των ψαλμών) στο περιοδικό Σωτήρ, όπου παρουσιάστηκε στο χώρο των γραμμάτων  με το όνομα Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης (το επώνυμο είναι συνδυασμός του ονόματος και της ιερατικής ιδιότητας του πατέρα του). Το 1882

Page 14: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

προσλαμβάνεται ως μεταφραστής στην Εφημερίδα του Δημητρίου Κορομηλά με μισθό 100 φράγκα και παράλληλα δημοσίευσε σε συνέχειες το μυθιστόρημα Οι Έμποροι των Εθνών στο σατιρικό περιοδικό Μη χάνεσαι.

Η γνωριμία του με τον Βλάση Γαβριηλίδη του εξασφάλισε μια θέση στην εφημερίδα Ακρόπολις. Τα οικονομικά του προβλήματα άρχισαν να υποχωρούν και έτσι ανακοίνωσε και στην οικογένειά του τη συγγραφική του δραστηριότητα. Το 1884 δημοσίευσε το τρίτο του μυθιστόρημα - Η Γυφτοπούλα - στην εφημερίδα Ακρόπολις και το επόμενο έτος δημοσίευσε το έργο του Χρήστος Μηλιώνης στο περιοδικό Εστία. Ακολούθησαν δυο χρόνια σιωπής του ως το Δεκέμβριο του 1887, οπότε δημοσίευσε το διήγημα Το Χριστόψωμο στην Εφημερίδα. Η συνεργασία του με την Εφημερίδα κράτησε μέχρι το 1891 και εκεί δημοσίευσε πολλά διηγήματά του. Παράλληλα ασχολήθηκε και με λογοτεχνικές μεταφράσεις ξένων έργων με κορυφαία το Έγκλημα και τιμωρία του Ντοστογιέφσκι. Το 1891 επιχείρησε ανεπιτυχώς να εκδώσει κάποια επιλεγμένα διηγήματά του με τίτλο Θαλασσινά Ειδύλλια. Το 1899 ο Παλαμάς έγραψε ένα άρθρο στο Άστυ, με το οποίο επαινούσε την αφηγηματική ικανότητα του Παπαδιαμάντη και υποστήριζε μια συνολική έκδοση του έργου του. Εξακολούθησε να δημοσιεύει διηγήματα και να εργάζεται ως μεταφραστής σε εφημερίδες και περιοδικά, προσπαθώντας ταυτόχρονα να ενισχύσει οικονομικά την οικογένειά του στη Σκιάθο.

Από το 1902 ως το 1904 επέστρεψε στη γενέτειρά του, όπου ασχολήθηκε με τη μετάφραση των έργων History of the Greek Revolution του Thomas Gordon και History of the Greek Revolution του George Finlay κατά παραγγελία του Γιάννη Βλαχογιάννη. Από τη Σκιάθο συνέχισε να στέλνει έργα του στις εφημερίδες και τα περιοδικά της Αθήνας. Το 1903 δημοσίευσε τη Φόνισσα και το επόμενο έτος επέστρεψε στην Αθήνα. Εξακολούθησε να συγγράφει παρά την κακή κατάσταση της υγείας του, και δεν κατόρθωσε ποτέ να δει το έργο του να εκδίδεται. Το 1906 ο Γιάννης Βλαχογιάννης τον πηγαίνει στο φιλολογικό καφενείο της Δεξαμενής. Μέχρι τότε ο Παπαδιαμάντης απέφευγε τους λόγιους κύκλους και τη δημοσιότητα, λόγω της οικονομικής του ανέχειας, του φόρτου εργασίας του αλλά και του μοναχικού χαρακτήρα του. Προτιμούσε να συχνάζει σε λαϊκές συνοικίες (κυρίως στην ταβέρνα του Καχριμάνη στου Ψυρρή) και να ψέλνει στην εκκλησία του Προφήτη Ελισσαίου στο Μοναστηράκι με τον ξάδερφό του Αλέξανδρο Μωραϊτίδη. Στη Δεξαμενή φωτογραφήθηκε (για πρώτη φορά στη ζωή του) από τον Παύλο Νιρβάνα και φωτογραφία του δημοσιεύτηκε ολοσέλιδη με ένα εκτενές άρθρο του Νιρβάνα στα Παναθήναια. Όμως η κατάσταση της υγείας του παρουσίαζε διαρκή επιδείνωση. Το Μάρτιο του 1908 αρνήθηκε να παραστεί στον Παρνασσό όταν γιορτάστηκε η εικοσιπενταετηρίδα του στο χώρο της λογοτεχνίας. Στα τέλη του ίδιου μήνα επέστρεψε στη Σκιάθο, όπου παρέμεινε ως το θάνατό του, εξακολουθώντας να στέλνει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της Αθήνας. Πέθανε από πνευμονία στις 2 Ιανουαρίου 1911. Μια μέρα πριν έμαθε πως είχε τιμηθεί με το παράσημο του Αργυρού Σταυρού του Σωτήρος.

Η ΦΟΝΙΣΣΑ

Η Φόνισσα είναι το δεύτερο εκτενές διήγημα (νουβέλα) του Παπαδιαμάντη και θεωρείται από πολλούς το αριστούργημα του. Αποτελείται από 17 κεφάλαια

Page 15: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Παναθήναια σε συνέχειες από τον Ιανουάριο ως τον Ιούνιο του 1903 έχοντας τον υπότιτλο «κοινωνικόν μυθιστόρημα». Ανήκει στα έργα της προχωρημένης ωριμότητας του Παπαδιαμάντη, της επονομαζόμενης ρεαλιστικής περιόδου του και περικλείει τα πιο γόνιμα στοιχεία της τέχνης του. Το έργο, πέρα από τον επιφανειακό μύθο κρύβει έναν βαθύ κοινωνικό προβληματισμό που δικαιολογεί τον υπότιτλό του. Ο Παπαδιαμάντης με τη Φόνισσα θέλει να παρουσιάσει το πρόβλημα της θέσης και της μοίρας των γυναικών της υπαίθρου στην εποχή του. Έχοντας σαν φόντο την κοινωνία του νησιού του μας δίνει πολλά κοινωνικά και ηθογραφικά στοιχεία της Σκιάθου και κατ’ επέκταση της ελληνικής υπαίθρου. Όμως ο χαρακτήρας του έργου είναι κυρίως ψυχογραφικός: Ο Παπαδιαμάντης μας παρουσιάζει τις σκέψεις και τις πράξεις της Φραγκογιαννούς, μιας ψυχοπαθολογικής προσωπικότητας και επιχειρεί να διεισδύσει στα βάθη της ψυχής της, δίνοντάς μας αριστουργηματικά το χαρακτήρα της και το περιβάλλον μέσα στον οποίο αυτός διαμορφώθηκε.

Στην αρχή του διηγήματος, η ηρωίδα του έργου, η θεία Χαδούλα (Φραγκογιαννού), μια εξηντάχρονη γυναίκα ξενυχτά δίπλα στη νεογέννητη εγγονή της, η οποία είναι βαριά άρρωστη. Η γριά καθώς φροντίζει την εγγονή της, ανατρέχει στο παρελθόν της και συνειδητοποιεί ότι σε όλη τη ζωή της υπηρετούσε τους άλλους: «Ὅταν ἧτο παιδίσκη, ὑπηρέτει τοὺς γονεῖς της. Ὅταν ὑπανδρεύθη, ἔγινε σκλάβα τοῦ συζύγου της - καὶ ὅμως, ὡς ἐκ τοῦ χαρακτῆρος της καὶ τῆς ἀδυναμίας ἐκείνου, ἧτο συγχρόνως καὶ κηδεμὼν αὐτοῦ· ὅταν ἀπέκτησε τέκνα, ἔγινε δοῦλα τῶν τέκνων της· ὅταν τὰ τέκνα τῆς ἀπέκτησαν τέκνα, ἔγινε πάλιν δουλεύτρια τῶν ἐγγόνων της.» Η Φραγκογιαννού είναι η κλασσική γυναίκα - θύμα της ανδροκρατούμενης ελληνικής υπαίθρου. Ο γάμος της ήταν αποτέλεσμα της θέλησης των γονιών της, η προίκα της ήταν λίγη, ενώ ο αδελφός της ευνοήθηκε στο μοίρασμα της γονεϊκής περιουσίας. Η θέση της γυναίκας ήταν υποβαθμισμένη. Οι γονείς δεν ήθελαν να αποκτούν κορίτσια, τα οποία θεωρούσαν βάρος, επειδή έπρεπε να τα προικίσουν. Τα κορίτσια μόνο βάσανα θα έφερναν σε μια οικογένεια. Γι’ αυτό θα ήταν καλύτερα να μην γεννιούνται καν. «Ἔτσι τοῦ 'ρχεται τ’ ἀνθρώπου, τὴν ὥρα ποὺ γεννιῶνται, νὰ τὰ καρυδοπνίγη!...» Αυτή η σκέψη έρχεται συνέχεια στο μυαλό της Φραγκογιαννούς, όμως και η ίδια στην αρχή δεν πίστευε ότι θα ήταν ικανή να κάνει ένα τέτοιο έγκλημα. Αρχίζει να αναρωτιέται αν μια τέτοια πράξη θα ήταν θεάρεστη, αφού θα απήλλασσε τα μικρά κορίτσια και τις οικογένειές τους από πολλά βάσανα. Και έτσι φτάνει στην τρέλα και στο έγκλημα: «Τῆς Φραγκογιαννοὺς ἄρχισε πράγματι «νὰ ψηλώνη ὁ νοῦς της». Εἶχε «παραλογίσει» ἐπὶ τέλους. Ἑπόμενον ἧτο, διότι εἶχεν ἐξαρθῆ εἰς ἀνώτερα ζητήματα. Ἔκλινεν ἐπὶ τοῦ λίκνου. Ἔχωσε τοὺς δυὸ μακρούς, σκληροὺς δακτύλους μέσα εἰς τὸ στόμα τοῦ μικροῦ, διὰ νὰ «τὸ σκάση». Κανένας δεν την υποπτεύθηκε γιατί το βρέφος ήταν άρρωστο βαριά, όμως η Φραγκογιαννού ένιωθε πολλές τύψεις. Πήγε στο ερημοκλήσι του Αϊ - Γιάννη, και ζητά ένα σημείο απ’ τον Άγιο ότι εγκρίνει το φόνο που έκανε. Φεύγοντας από εκεί περνά από το σπίτι του Περιβολά, όπου βρίσκει τις δύο κόρες του μόνες. Πιστεύει πως αυτό είναι σημάδι από τον Άγιο ότι επικροτεί τις πράξεις της. Ακολουθεί ο πνιγμός των δύο κοριτσιών του Περιβολά. Και πάλι δεν τραβά τις υποψίες, δείχνοντας μεγάλη ψυχραιμία και ευστροφία. Στη συνέχεια η Φραγκογιαννού γίνεται αυτόπτης μάρτυρας ενός τραγικού ατυχήματος: ένα μικρό κορίτσι πέφτει στο πηγάδι, και η ηρωίδα δεν κάνει κάτι

Page 16: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

για να το βοηθήσει. Πιστεύει ότι ήταν θέλημα Θεού να πεθάνει για να απαλλάξει από κόπους την οικογένειά της. Αν και δεν ευθύνεται γι’ αυτό τον πνιγμό, η παρουσία της στους τόπους των θανάτων αρχίζει να στρέφει τις υποψίες στο πρόσωπό της. Όταν η αστυνομία την αναζητά για να την ανακρίνει, η Φραγκογιαννού αποφασίζει να φυγοδικήσει. Κατά την αγωνιώδη καταδίωξή της διαπράττει ένα ακόμα έγκλημα και κατευθύνεται προς τον Άγιο - Σώστη, το ερημητήριο του γέροντα παπά - Ακάκιου, για να εξομολογηθεί τις αμαρτίες της και για να βρει τρόπο διαφυγής από το νησί. Στην προσπάθειά της να φτάσει στο εκκλησάκι μπαίνει στον στενόμακρο κόλπο που τον περιστοιχίζει, όταν η παλίρροια ανεβαίνει. Βρισκόταν μόνο μερικά βήματα μακριά από το σκοπό της. «Ἡ γραία Χαδούλα εὗρε τὸν θάνατο εἰς τὸ πέραμα τοῦ Ἁγίου Σώστη, εἰς τὸν λαιμὸν τὸν ἐνώνοντα τὸν βράχον τοῦ ἐρημητηρίου μὲ τὴν ξηράν, εἰς τὸ ἥμισυ τοῦ δρόμου, μεταξὺ τῆς Θείας καὶ τῆς ἀνθρωπίνης δικαιοσύνης.»

Η Φόνισσα είναι ένα δυνατό ψυχογραφικό έργο. Ο Παπαδιαμάντης περιγράφοντας την ψυχολογική εκτροπή της Φραγκογιαννούς καταγγέλλει πρωτίστως την κοινωνική αδικία, που έκανε τη γριά Χαδούλα θύμα και ταυτόχρονα θύτη. Ο συγγραφέας αποφεύγει να κρίνει ανοιχτά την ηρωίδα του. Δεν την οδηγεί στη σύλληψη, την καταδίκη και την τιμωρία, αλλά τα αποτρόπαια εγκλήματά της δεν του επιτρέπουν να την αφήσει ατιμώρητη ή να της δοθεί άφεση αμαρτιών στον Άγιο Σώστη. Γι’ αυτό και τη βάζει να πεθαίνει μεταξύ της θείας και της ανθρώπινης δικαιοσύνης και μάλιστα από πνιγμό, με τον ίδιο τρόπο με τον οποίο σκότωνε τα θύματά της. Σχετικά με την τεχνική του έργου ο Ν. Μπουγάς (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας (1000 - 1977), εκδόσεις Σταφυλίδη, [Αθήνα], 1977, σ. 862) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η τεχνική του έργου είναι αντάξια του θέματος με άριστες περιγραφές της φύσης και των προσώπων, θαυμαστά ψυχολογημένη παρουσίαση των ηρώων, κλιμάκωση της εντάσεως, ακόμη και με τα παρέμβλητα επεισόδια του Μούρτου και της Μαρούσας, με τη γλώσσα και το ύφος προσεκτικά δουλεμένα.»

Ανδρέας ΕμπειρίκοςΟ Ανδρέας Εμπειρίκος (2 Σεπτεμβρίου 1901 - 3 Αυγούστου 1975) ήταν Έλληνας ποιητής, πεζογράφος, φωτογράφος και ψυχαναλυτής. Γεννημένος στη Μπραΐλα της Ρουμανίας, εγκαταστάθηκε στην Ελλάδα το 1902 και αργότερα παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας και αγγλικής φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και στο King's College του Λονδίνου. Την περίοδο 1926-1931 έζησε στο Παρίσι, όπου συνδέθηκε με τον κύκλο των υπερρεαλιστών και ασχολήθηκε ενεργά με την ψυχανάλυση, κοντά στον ιδρυτή της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας του Παρισιού, Ρενέ Λαφόργκ. Το 1931 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Ελλάδα, πραγματοποιώντας την πρώτη εμφάνισή του στα ελληνικά γράμματα το 1935.Ως λογοτέχνης ανήκει στη Γενιά του '30 και αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους εκπροσώπους του ελληνικού υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος υπήρξε εισηγητής του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα, καθώς και ο πρώτος που άσκησε την ψυχανάλυση στον ελληνικό χώρο, ασκώντας την ψυχαναλυτική πρακτική κατά την περίοδο 1935-1951. Χαρακτηρίζεται

Page 17: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ως ένας από τους κατεξοχήν «οραματιστές ποιητές»[1], κατέχοντας περίοπτη θέση στον ελληνικό λογοτεχνικό κανόνα, παρά τη δυσπιστία με την οποία αντιμετωπίστηκε αρχικά το έργο του[2]. Από το σύνολο του έργου του ξεχωρίζει η πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο Υψικάμινος, ως το πρώτο αμιγώς υπερρεαλιστικό κείμενο στην Ελλάδα, ενώ ανάμεσα στα πεζά έργα του διακρίνεται το τολμηρό ερωτογράφημα Ο Μέγας Ανατολικός, που προκάλεσε αντιδράσεις για την ελευθεροστομία και το ερωτικό περιεχόμενό του. Σημαντικό τμήμα του έργου του εκδόθηκε μετά το θάνατό του.

Βιογραφία

Ο Εμπειρίκος γεννήθηκε το 1901 στη Μπραΐλα της Ρουμανίας. Οι γονείς του απέκτησαν τρία ακόμη αγόρια, τον Μαρή, τον Δημοσθένη που πέθανε νέος και τον Κίμωνα. Ο πατέρας του, Λεωνίδας Α. Εμπειρίκος ήταν εφοπλιστής, γόνος παλαιάς οικογένειας ναυτικών με καταγωγή από την Άνδρο. Μαζί με τους αδελφούς του Μιχάλη και Μαρή Εμπειρίκο, υπήρξε ιδρυτής της Εθνικής Ατμοπλοΐας Ελλάδος (1939-1935), της Embiricos Brothers, της Byron Steamship Co. Ltd. καθώς και άλλων εταιρειών. Την περίοδο 1917-18 υπήρξε επίσης βουλευτής της κυβέρνησης Βενιζέλου και υπουργός Επισιτισμού. Η μητέρα του Ανδρέα Εμπειρίκου, Στεφανία, ήταν κόρη του Λεωνίδα Κυδωνιέως από την Άνδρο και της Ρωσίδας Σολωμονίς Κοβαλένκο, από το Κίεβο. Το 1902 η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και έξι χρόνια αργότερα στην Αθήνα. Την περίοδο 1912-17 φοίτησε στο γυμνάσιο της Σχολής Μακρή και στη συνέχεια υπηρέτησε τη θητεία του στο ναυτικό. Γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας αλλά σύντομα διέκοψε τις σπουδές του και μετακόμισε στη Λωζάνη, όπου είχε εγκατασταθεί η μητέρα του μετά το χωρισμό της από τον πατέρα του. Εκεί παρακολούθησε οικονομικά μαθήματα στο πανεπιστήμιο και έγραψε τα πρώτα του ποιήματα. Ο Οδυσσέας Ελύτης αναφέρει για τα πρώιμα ποιητικά του έργα πως «η συναισθηματική του εκτόνωση σεστίχους είχε αρχίσει τόσο πρόωρα που σε ηλικία είκοσι χρονών να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ' αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ' εξοχήν του Κωστή Παλαμά»[3]. Την περίοδο 1921-25 εργάστηκε στην οικογενειακή ναυτιλιακή εταιρεία Byron Steamship Co. Ltd. του Λονδίνου και παράλληλα σπούδασε φιλοσοφία και αγγλική φιλολογία. Το 1926, ήρθε σε διάσταση με τον πατέρα του, και ταξίδεψε στο Παρίσι όπου αποφάσισε να ασχοληθεί με την ψυχανάλυση. Κοντά στον Ρενέ Λαφόργκ, ο οποίος υπήρξε ιδρυτικό μέλος και πρώτος πρόεδρος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας Παρισίων, έκανε προσωπική και διδακτική ανάλυση. Συνδέθηκε με αρκετούς Γάλλους ψυχαναλυτές, μεταξύ αυτών και ο Φρουά Γουιτμάν, ο οποίος είχε ενδιαφέρον για την μοντέρνα ποίηση και περίπου το 1929, έφερε σε επαφή τον Εμπειρίκο με την ομάδα των υπερρεαλιστών.

Ο Εμπειρίκος επέστρεψε στην Ελλάδα το 1931 και εργάστηκε για ένα διάστημα στα ναυπηγεία του πατέρα του, πριν παραιτηθεί έχοντας αποφασίσει να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία και την ψυχανάλυση. Στις 25 Ιανουαρίου του 1935 έδωσε μία ιστορικά σημαντική διάλεξη «Περί συρρεαλισμού» στη Λέσχη Καλλιτεχνών, εισάγοντας ουσιαστικά τον υπερρεαλισμό στον ελληνικό χώρο. Για τον αντίκτυπό της, ο Ελύτης έγραψε πως η διάλεξη έγινε «μπροστά σε μερικούς βλοσυρούς αστούς που άκουγαν, φανερά ενοχλημένοι, ότι εκτός από τον Κονδύλη και τον Τσαλδάρη υπήρχαν και άλλοι ενδιαφέροντες άνθρωποι στον κόσμο, που τους έλεγαν Φρόυντ ή Μπρετόν»[4]. Το Μάρτιο του ίδιου έτους εξέδωσε την πρώτη ποιητική συλλογή του, με τίτλο

Page 18: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Υψικάμινος, η οποία περιείχε 63 πεζόμορφα ποιήματα και τυπώθηκε στις εκδόσεις «Κασταλία». Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη, με τον οποίο επισκέφτηκε το σπίτι του ζωγράφου Θεόφιλου στη Μυτιλήνη. Από το 1935, άρχισε να ασκεί την ψυχανάλυση ως επάγγελμα, αναγνωρισμένος από τη Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση ως «διδάκων ψυχαναλυτής», ενώ παράλληλα αφοσιώθηκε στη λογοτεχνία, συνεχίζοντας τις προσπάθειες διάδοσης και υπεράσπισης του υπερρεαλισμού. Την περίοδο 5-29 Μαρτίου του 1936 οργάνωσε στο σπίτι του «Επίδειξη σουρρεαλιστικών έργων», η οποία περιλάμβανε έργα των Μαξ Ερνστ, Όσκαρ Ντομίνγκεζ και άλλων ζωγράφων, σπάνια βιβλία, πρώτες εκδόσεις υπερρεαλιστών, τα μανιφέστα του κινήματος και φωτογραφικό υλικό. Το 1938 μετέφρασε κείμενα του Αντρέ Μπρετόν στο τεύχος Υπερ(ρ)εαλισμός Α', ενώ ποιήματα από τη συλλογή του Ενδοχώρα δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά στο περιοδικό Νέα Γράμματα. Παράλληλα, έως και το 1939, πραγματοποιούσε τακτικά ταξίδια στη Γαλλία, προκειμένου να διατηρεί τις επαφές του με τους Γάλλους υπερρεαλιστές.

Το 1940 παντρεύτηκε την ποιήτρια Μάτση Χατζηλαζάρου με την οποία χώρισε το 1944. Στο διάστημα της κατοχής, ο Εμπειρίκος οργάνωνε στο σπίτι του συγκεντρώσεις φίλων λογοτεχνών, όπου διαβάζονταν αποσπάσματα των έργων τους καθώς και άλλων νέων συγγραφέων. Αρχικά οι συναντήσεις αυτές αφορούσαν λίγους στενούς φίλους του Εμπειρίκου, ωστόσο σύντομα διευρύνθηκαν και έφθασαν να περιλαμβάνουν έναν ευρύ κύκλο καλλιτεχνών, με συμμετοχή ποιητών όπως ο Νίκος Γκάτσος, ο Νίκος Εγγονόπουλος, ο Νάνος Βαλαωρίτης και άλλοι. Κατά τα Δεκεμβριανά, στις 31 Δεκεμβρίου, συνελήφθη από την ΟΠΛΑ, πέρασε από ανάκριση και οδηγήθηκε μαζί με άλλους ομήρους που σχημάτιζαν φάλαγγα, στο χωριό Κρώρα. Κοντά στη Θήβα ο Eμπειρίκος διέφυγε και επέστρεψε στην Αθήνα. Το 1945 άρχισε να γράφει το τολμηρό μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός ενώ παράλληλα ολοκλήρωσε τα κείμενα Ζεμφύρα ή Το μυστικό της Πασιφάης και Βεατρίκη ή Ένας έρωτας του Buffalo Bill. Δημοσίευσε επίσης ένα κείμενο για τον Νίκο Εγγονόπουλο στο περιοδικό Τετράδιο με τίτλο «Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελμπασάν και του Βοσπόρου», ενώ τυπώθηκε και η Ενδοχώρα, από τις εκδόσεις του περιοδικού Τετράδιο. Παντρεύτηκε για δεύτερη φορά το 1947 με την Βιβίκα Ζήση και το 1948 συμμετείχε στην πρώτη ελληνική ψυχαναλυτική ομάδα με τους Γιώργο Ζαβιτζιάνο και Δημήτρη Κουρέτα. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε ο θάνατος του πατέρα του στη Γενεύη. Το 1962 μαζί με τον Ελύτη και τον Γιώργο Θεοτοκά ταξίδεψαν στην Σοβιετική Ένωση ύστερα από πρόσκληση του Συνδέσμου «Ε.Σ.Σ.Δ. – Ελλάς», προκειμένου να έρθουν σε επαφή με τους πνευματικούς ανθρώπους της Σοβιετικής Ένωσης και να αποκτήσουν εικόνα για τα δρώμενα στη χώρα. Ο Εμπειρίκος κατέγραψε τις εμπειρίες του σε ημερολόγιο ενώ μετά το ταξίδι αυτό έγραψε το ποίημα Ες Ες Eς Ερ Ρωσσία.

Το 1963 πραγματοποίησε μια ομιλία αφιερωμένη στο Νίκο Εγγονόπουλο, στην αίθουσα του Αθηναϊκού Τεχνολογικού Ινστιτούτου, με την ευκαιρία της ατομικής έκθεσης του ζωγράφου. Τον επόμενο χρόνο ολοκλήρωσε το μακροσκελές επικό ποίημα Η άσπρη φάλαινα (παραλλαγαί στο μέγα θέμα του Moby-Dick του Herman Melville), απόσπασμα του οποίου δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Συντέλεια (1991), ενώ τρία χρόνια αργότερα ξεκίνησε τη συγγραφή του [Άρμαλα ή] Εισαγωγή σε μία πόλι, κείμενο που θα αποτελούσε την εισαγωγή ενός νέου μυθιστορήματος, το οποίο όμως δεν ολοκληρώθηκε. Στις 26 Ιανουαρίου 1971 έδωσε διάλεξη στο Κολέγιο Αθηνών για την μοντέρνα ποίηση και το 1973 μίλησε για το έργο του στη Φιλοσοφική Σχολή

Page 19: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Την χρονιά αυτή σημειώθηκε και ο θάνατος της μητέρας του. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος πέθανε στην Κηφισιά στις 3 Αυγούστου 1975, σε ηλικία 74 ετών, από καρκίνο του πνεύμονα. Μετά το θάνατό του, εκδόθηκε για πρώτη φορά το μυθιστόρημα Ο Μέγας Ανατολικός (1990-1992) σε οκτώ τόμους. Το 2001, με αφορμή τα εκατό χρόνια από τη γέννησή του, τιμήθηκε από το Υπουργείο Πολιτισμού και το Εθνικό Κέντρο Βιβλίου με τον εορτασμό του Έτους Εμπειρίκου, που συνοδεύτηκε από πολυάριθμες τιμητικές εκδηλώσεις, με σκοπό την επανεξέταση και προβολή του έργου του.

Έργο

Λογοτεχνία

Η εμφάνιση του Εμπειρίκου στα ελληνικά γράμματα έγινε το 1935, με την έκδοση της πρώτης ποιητικής συλλογής του, Υψικάμινος, η οποία κυκλοφόρησε σε διακόσια πενήντα αντίτυπα που εξαντλήθηκαν. Κατά τον ίδιο, το ενδιαφέρον του αναγνωστικού κοινού προκλήθηκε διότι το έργο θεωρήθηκε «σκανδαλώδες, γραμμένα από έναν παράφρονα»[5]. H Υψικάμινος έχει χαρακτηριστεί ως το πρώτο δημοσιευμένο υπερρεαλιστικό ποιητικό κείμενο στην Ελλάδα[6], το οποίο αντιπροσωπεύει την κατεξοχήν «λυρική» περίοδο του Εμπειρίκου[7]. Κατά τον ίδιο τον Εμπειρίκο υπήρξε η πρώτη πραγματική εκδήλωση και πράξη του υπερρεαλισμού στην Ελλάδα[8]. Η συλλογή περιέχει 63 πεζόμορφα ποιήματα, μικρής έκτασης και χαρακτηρίζεται από την ιδιοτυπία της γλώσσας του Εμπειρίκου, με λόγιους τύπους και σχηματισμούς. Η δεύτερη ποιητική συλλογή του, Ενδοχώρα, εκδόθηκε δέκα χρόνια αργότερα, αν και η έκδοσή της είχε αναγγελθεί από το 1937. Περιέχει 112 ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1934-7 και χαρακτηρίζεται από εμφανείς διαφορές σε σύγκριση με την Υψικάμινο, τόσο στη μορφή των ποιημάτων όσο και στη «λογικότερη» χρήση της γλώσσας και τη συνακόλουθη θεματική τους καθαρότητα[9]. Σε αντίθεση με την Υψικάμινο που αντιμετωπίστηκε με ειρωνεία και χλευασμό από τους περισσότερους κριτικούς, η Ενδοχώρα επαινέθηκε και υπήρξε δημοφιλέστερη, ωστόσο και οι δύο συλλογές άσκησαν αποφασιστική επίδραση σε σύγχρονους λογοτέχνες, κυρίως στον Οδυσσέα Ελύτη, στο Νικόλαο Κάλα, στο Νίκο Γκάτσο και στο Νίκο Εγγονόπουλο [10] .

Το 1960 τυπώθηκαν τα Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία, έργο που από τον τίτλο του μαρτυρά τον μυθοποιητικό χαρακτήρα του. Γράφτηκε κατά τη δεκαετία 1936-46 και ορισμένα αποσπάσματά του δημοσιεύτηκαν στο περιοδικό Νέα Γράμματα πριν την έκδοση του. Αποτελείται από τρεις ενότητες που τιτλοφορούνται Μυθιστορίαι, Τα γεγονότα και εγώ και Πρόσωπα και Έπη αντίστοιχα, περιέχοντας αφηγηματικά κείμενα σχετιζόμενα περισσότερο με τον πεζό λόγο. Οι μυθιστορίες ανακαλούν το ρομάντζο των ελληνιστικών χρόνων και το ερωτικό ιπποτικό μυθιστόρημα των Βυζαντινών, ενώ η δεύτερη ενότητα της συλλογής αποτελείται από μυθοποιημένες ιστορίες με κεντρικό πρωταγωνιστή ή αφηγητή το συγγραφέα τους. Στην μεγαλύτερη σε έκταση ενότητα Πρόσωπα και Έπη, οι εξιστορήσεις επικεντρώνονται γύρω από ιστορικά πρόσωπα ή μυθολογικά θέματα, μαρτυρώντας τη στροφή του Εμπειρίκου στην ελληνική παράδοση και λογοτεχνία.

Page 20: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Εκδοτικά μεταγενέστερο των Γραπτών υπήρξε το πρώτο μεγάλο αφηγηματικό κείμενο του Εμπειρίκου, με τίτλο Αργώ ή Πλους αεροστάτου. Δημοσιεύτηκε σε συνέχειες το 1964-5, στο περιοδικό Πάλι και μεταφράστηκε τον ίδιο χρόνο από τον Michel Saunier στο γαλλικό περιοδικό Mercure de France. Η έκδοση του συνέβη με σημαντική καθυστέρηση το 1980. Η συγγραφή της Αργώς τοποθετείται πριν τη συλλογή των Γραπτών ή τουλάχιστον παράλληλα με αυτή. Το έργο πραγματεύεται δύο παράλληλες ερωτικές ιστορίες και φέρει πιο καθαρά δείγματα της μεταγενέστερης πορείας που ακολούθησε ο Εμπειρίκος, σε ό,τι αφορά την διακήρυξη ενός κοσμικού και ιδεολογικού συστήματος για τη δημιουργία ενός ελεύθερου, αταξικού και ερωτικά απελευθερωμένου κόσμου[11]. Η ποιητική συλλογή Οκτάνα εκφράζει επίσης ένα συγκροτημένο φιλοσοφικό και κοσμικό σύστημα, πραγματευόμενη τον έρωτα, το θάνατο και το όραμα ενός νέου κόσμου ως βασικά θέματα. Αποτελείται από 31 πεζά κείμενα, λυρικής διάθεσης, τα οποία καλύπτουν μία μεγάλη χρονική περίοδο, γραμμένα από το 1942 μέχρι το 1965. Στο κείμενο της συλλογής με τίτλο Όχι Μπραζίλια μα Οκτάνα (1965), ο Εμπειρίκος αναφέρεται στη δημιουργία μίας νέας πόλης που θα ονομαστεί Οκτάνα, συνοψίζοντας τις αρχές μιας «ερωτικής, φροϋδικής φιλοσοφίας, επικεντρωμένης στη σεξουαλική επιθυμία» και με προτεραιότητα στην καθαρά πνευματική λειτουργία της ποίησης[12]. Η Οκτάνα έχει χαρακτηριστεί ως η υπέρτατη διακήρυξη τού Εμπειρίκου και οριακό πιστεύω του[13], ενώ όπως ο ίδιος ο Εμπειρίκος τονίζει, αποτελεί μια ουτοπική παγκόσμια πολιτεία «όχι πολιτικής μα ψυχικής ενότητος με ανέπαφες τις πνευματικές και εθνικές ιδιομορφίες εκάστης εθνικής ολότητος, εις μίαν πλήρη και αρραγή αδελφοσύνη εθνών, λαών και ατόμων, με πλήρη σεβασμό εκάστου»[14]. Στην ίδια συλλογή περιέχονται τέσσερα πεζά ποιήματα, γραμμένα την περίοδο 1963-4, με αναφορές σε ποιητές της μπητ γενιάς, που φανερώνουν την ιδεολογική του συγγένεια με τα ειρηνιστικά αλλά και αναρχικά κηρύγματά της[15]. Στο ποίημα Οι Μπεάτοι ή της μή συμμορφώσεως οι Άγιοι, ο Εμπειρίκος αναφέρεται εκτενώς σε λογοτεχνικούς ομοϊδεάτες του ή άλλες μορφές που του άσκησαν επίδραση, περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων τους Τζακ Κέρουακ, Άλλεν Γκίνσμπεργκ, Ε. Α. Πόε, Σίγκμουντ Φρόυντ, Μαρξ, Χένρυ Μίλλερ, Νίτσε, Βίκτωρ Ουγκό, Σικελιανό, Λένιν και Κ.Π. Καβάφη.

Το 1984 εκδόθηκε η ποιητική συλλογή Αι Γενεαί Πάσαι ή Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες. Οι πρώτες πληροφορίες για την ύπαρξη μίας συλλογής με τον τίτλο Η Σήμερον ως αύριον και ως χθες δόθηκαν για πρώτη φορά στο πρώτο τεύχος του περιοδικού Τραμ (1976), όπου δημοσιεύτηκε το ποίημα της συλλογής με τίτλο Στο φως της πανηγυρικής αυτής ημέρας, χρονολογημένο το 1966. Ποιήματα από την ίδια συλλογή δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά το 1965 στο περιοδικό Πάλι (τεύχος 5, σελ. 336-342). Θεωρείται πως η συλλογή συγκροτήθηκε την περίοδο 1965-72, χωρίς όμως να εγκαταλείψει ο Εμπειρίκος το χειρόγραφό του μέχρι το τέλος της ζωής του[16]. H μορφή και η θεματολογία του έργου βρίσκεται πλησιέστερα σε εκείνες της Ενδοχώρας. Το μοναδικό μυθιστόρημα του Ανδρέα Εμπειρίκου, το οκτάτομο έργο Ο Μέγας Ανατολικός, δημοσιεύτηκε την περίοδο 1990-92 και συνιστά ένα από τα πλέον τολμηρά και ογκώδη μυθιστορήματα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Ο Εμπειρίκος επεξεργάστηκε το έργο από το 1945 σχεδόν μέχρι το τέλος της ζωής του, αν και ελάχιστες μαρτυρίες για αυτό ή αποσπάσματά του εμφανίστηκαν δημόσια μέχρι την έκδοσή του. Χαρακτηρίστηκε ως το μείζον έργο του και έγινε αποδεκτό με άκρατο ενθουσιασμό ή βίαιη επίκριση, προκαλώντας έντονες αντιδράσεις εξαιτίας της ελευθεροστομίας του και του ερωτικού περιεχομένου του.

Page 21: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Το 1995, με αφορμή τα είκοσι χρόνια από το θάνατό του, εκδόθηκε αυτοτελώς το ποίημα Ες-ες-ες-ερ Ρωσία, το οποίο αποτελεί ένα είδος χρονικού της επίσκεψης του στη Ρωσία, το Δεκέμβριο του 1962. Το ποίημα είναι αξιοσημείωτο ως πηγή αυτοβιογραφικών στοιχείων, πολιτικό σχόλιο της εποχής στην οποία γράφτηκε, αλλά και ως ιστορικό ντοκουμέντο[17]. Το 1998 εκδόθηκε το πεζό Ζεμφύρα ή Το μυστικόν της Πασιφάης, έργο που εντάσσεται στα πλαίσια μίας ανέκδοτης τριλογίας του Εμπειρίκου με τίτλο Τα Χαϊμαλιά του Έρωτα και των Αρμάτων, στην οποία περιλαμβάνονται η Αργώ ή Πλους αεροστάτου και το πεζό Βεατρίκη ή Ένας Έρωτας του Buffalo Bill. Η συγγραφή της Ζεμφύρας ολοκληρώθηκε στις 15 Ιουνίου του 1945, όπως δηλώνεται στο τέλος του έργου, δεν γνωρίζουμε όμως πότε άρχισε. Μαζί με την Αργώ θεωρείται «δορυφόρος» του Μεγάλου Ανατολικού, μεταφέροντας σε σμίκρυνση τη μεγάλη τοιχογραφία του τελευταίου[18], αν και ως κείμενα διατηρούν την ανεξαρτησία τους, διαθέτοντας πρωτότυπα θέματα. Η Ζεμφύρα πραγματεύεται τον έρωτα ενός λιονταριού και της θηριοδαμάστριάς του, θέμα που μπορεί να ανιχνευτεί για πρώτη φορά στο ποίημα Λέοντες ωρυόμενοι επί στήθους παρθένου της Υψικαμίνου[19]. Ο ελληνικός μύθος της Πασιφάης, που υπήρξε βασίλισσα της Κρήτης και μητέρα του Μινώταυρου, απασχόλησε ελάχιστα τους νεότερους Έλληνες ποιητές, ωστόσο ο Εμπειρίκος τον συνέδεσε με το κεντρικό θέμα του έργου του, που αφορά στον παρά φύση έρωτα της Ζεμφύρας.

Ψυχανάλυση

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος υπήρξε ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής, που εξάσκησε την ψυχανάλυση κατά την περίοδο 1935-50[20], σε μία εποχή απαξίας της εκ μέρους της ελληνικής διανόησης[21]. Υπήρξε επίσης ο πρώτος Έλληνας ψυχαναλυτής που αναγνωρίστηκε από τη Γαλλική Ψυχαναλυτική Εταιρεία, και κατ' επέκταση από την Διεθνή Ψυχαναλυτική Ένωση, ως «διδάσκων ψυχαναλυτής»[22]. Μαζί με τον ψυχαναλυτή και ιδρυτή της ισπανόφωνης υπερρεαλιστικής ομάδας, Άλντο Πελεγκρίνι (1903-73), αποτελούν μοναδικές περιπτώσεις εισηγητών της ψυχανάλυσης και υπερρεαλιστικών ομάδων ταυτόχρονα.

H ενασχόλησή του Εμπειρίκου με την ψυχανάλυση ξεκίνησε την περίοδο των σπουδών του στη Γαλλία, κατά την οποία συνδέθηκε με τον Ρενέ Λαφόργκ, έναν από τους ιδρυτές της γαλλικής ψυχανάλυσης. Αναλύθηκε τρία χρόνια στον Λαφόργκ και ήρθε σε επαφή με πολλούς Γάλλους ψυχαναλυτές[23]. Ως εισηγητής της ψυχανάλυσης στην Ελλάδα, ξεκίνησε να την εξασκεί το 1935 στην Αθήνα, σχηματίζοντας μαζί με τους ψυχιάτρους Δημήτριο Κουρέτα και Γεώργιο Ζαβιτζιάνο μία μικρή ομάδα ενδιαφερόμενων, σε άμεση επαφή και συνεργασία με την Μαρία Βοναπάρτη, η οποία, όπως σημειώνει ο Εμπειρίκος συμμετείχε στους «αγώνες των πρώτων ορθοδόξων Ελλήνων ψυχαναλυτών»[24]. Στις πρώτες προσπάθειες της ομάδας συμμετείχε επίσης ο γλωσσολόγος Μανόλης Τριανταφυλλίδης [21] , αν και μόνο ο Εμπειρίκος πρότεινε τυπικές ψυχαναλύσεις ενηλίκων νευρωτικών, για τις οποίες, καθώς φαίνεται, δεν είχε αλληλεπίδραση με κανέναν άλλο ειδικό στην Ελλάδα. Παράλληλα, ενημερωνόταν μέσα από τη διεθνή βιβλιογραφία, διατηρώντας επαφή με Γάλλους ψυχαναλυτές και ταξιδεύοντας συστηματικά στο Παρίσι για επαγγελματικούς σκοπούς[25]. Το 1949 συμμετείχε επίσης στο πρώτο συνέδριο της Διεθνούς Ψυχαναλυτικής Εταιρείας στη Ζυρίχη. Ο πρώτος πυρήνας των Ελλήνων ψυχαναλυτών έτυχε εν γένει ευνοϊκής μεταχείρισης από την Ψυχαναλυτική Εταιρεία του Παρισιού και το 1950 οι Εμπειρίκος, Ζαβιτζιάνος και Κουρέτας έγιναν μέλη της. Για το σκοπό αυτό, ο Εμπειρίκος έγραψε, ως όφειλε, την πολυσέλιδη κλινική

Page 22: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

μονογραφία, με τίτλο Μία περίπτωσις ιδεοψυχαναγκαστικής νευρώσεως με πρόωρες εκσπερματώσεις, η οποία δημοσιεύτηκε στη Γαλλική Ψυχαναλυτική Επιθεώρηση (πρωτότυπος τίτλος: Un cas de névrose obsessionnelle avec éjaculations précoces, Revue Française de Psychanalyse, τόμ. XIV, αρ. 3, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 1950, σσ. 331-366) και αποτελεί μία πλήρη περιγραφή της θεραπείας ενός αρρώστου που ψυχαναλύθηκε από τον Εμπειρίκο. Για την συνολική προσφορά του στην ψυχανάλυση, αναφέρεται πως «κατά τον Ζακ Λακάν υπήρξε πρωτοπόρος στην ανάλυση των νευρώσεων»[26], ενώ κατά τον Γ. Ζαβιτζιάνο διέκρινε ότι «οπισθοδρόμηση στο ναρκισσιστικό στάδιο δεν σημαίνει ότι πρόκειται αναμφισβήτητα περί σχιζοφρένειας», υποδιαιρώντας την άποψη της ναρκισσιστική νευρώσεως[27]. O Εμπειρίκος διέκοψε την πρακτική της ψυχανάλυσης τον Απρίλιο του 1951, ωστόσο συνέχισε να αποτελεί μέλος της Ψυχαναλυτικής Εταιρείας μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του '60.

Φωτογραφία

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος ασχολήθηκε συστηματικά με τη φωτογραφία, φέρνοντας, κατά τον Ελύτη, εις πέρας το έργο του «με τη δεξιοτεχνία και την επιμονή μανιακού»[28]. Ως «μανιώδη φωτογράφο» τον χαρακτήρισε επίσης ο φίλος του, Δ. Ι. Πολέμης[29]. Κατά τον γιο του, Λεωνίδα Εμπειρίκο, «κυκλοφορούσε πάντα με [φωτογραφική] μηχανή, συχνά με δύο, ενίοτε και με τρεις»[30]. Το φωτογραφικό του έργο είναι εξαιρετικά πλούσιο, πολύμορφο και ποιοτικά άνισο. Χρονολογείται από το 1919, όταν σε ηλικία δεκαοκτώ ετών εμφάνισε τις πρώτες φωτογραφίες του, ως επί το πλείστον οικογενειακές, αν και για μεγάλο χρονικό διάστημα παρέμενε άγνωστο. Χωρίζεται συνήθως σε τρεις κατηγορίες που περιλαμβάνουν τις φωτογραφίες της προπολεμικής περιόδου, της μεταπολεμικής καθώς και μία σειρά φωτογραφιών του γιου του, από το 1957 έως το 1974. Τα θέματα που απεικόνισε είναι μεικτά και περιλαμβάνουν αναμνηστικές φωτογραφίες, τοπία στην Ελλάδα ή στο εξωτερικό, σκηνές δρόμου (κυρίως από το Παρίσι και το Λονδίνο), προσωπογραφίες οικείων προσώπων, γυμνά, νεκρές φύσεις καθώς και άλλες φωτογραφίες υπερρεαλιστικού χαρακτήρα. Ιδιαίτερη θέση κατέχουν επίσης οι φωτογραφίες μικρών κοριτσιών, αποκαλούμενα συχνά στο έργο του ως παιδίσκες. Οι περισσότερες από αυτές είναι τραβηγμένες ευκαιριακά, στο δρόμο, ενώ ορισμένες είναι αποτέλεσμα πιο εντατικής φωτογράφισης[31] και μπορούν να συγκριθούν με τις αντίστοιχες δημιουργίες του Λιούις Κάρολ.

Το 1955 οργάνωσε μία ατομική έκθεση, στην αίθουσα «Ιλισσός», η οποία διήρκεσε από τις 22 Ιανουαρίου έως τις 12 Φεβρουαρίου. Αυτή υπήρξε η μοναδική δημόσια παρουσίαση φωτογραφιών του, ενόσω ήταν εν ζωή, κατά την οποία εκτέθηκαν περίπου 210 ασπρόμαυρα έργα, τα περισσότερα από τα οποία προσφέρονταν προς πώληση[32]. Ο Εμπειρίκος έδειξε ισχυρό ενδιαφέρον για τις τεχνικές εξελίξεις στη φωτογραφία, ενώ θεωρείται επίσης πιθανό πως εξέφραζε παράλληλα και ένα ειδικότερο θεωρητικό ενδιαφέρον. Ήταν κάτοχος αξιόλογου εξοπλισμού, μεταχειριζόμενος μεγάλο αριθμό φωτογραφικών μηχανών, ωστόσο παρά την επιθυμία του να οργανώσει ένα σκοτεινό θάλαμο για ιδιωτική χρήση, τελικά δεν τα κατάφερε, πιθανώς λόγω έλλειψης κατάλληλου χώρου. Από το 1951, τις εκτυπώσεις των φωτογραφιών του αναλάμβανε ένα επαγγελματικό εργαστήριο, συνήθως κατόπιν λεπτομερών οδηγιών του Εμπειρίκου.

Page 23: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Κριτική και αποτίμηση

Ο Εμπειρίκος, όπως και συνολικά ο ελληνικός υπερρεαλισμός, αντιμετώπισε για μεγάλο χρονικό διάστημα, ειδικότερα τη δεκαετία 1935-45, σκληρή κριτική, συχνά στα όρια του χλευασμού. H έκδοση της Υψικαμίνου συνοδεύτηκε από σύντομες αναφορές στον τύπο της εποχής, πολλές από τις οποίες βρίσκονταν στα όρια της ειρωνείας. Ο Στρατής Μυριβήλης, στην πρώτη παρουσίαση του βιβλίου, το περιέγραψε ως εύθυμο και πολύτιμο βιβλίο τέρψεως για οικογενειακές συναναστροφές[33], ενώ αργότερα υπήρξε περισσότερο ειρωνικός στην κριτική του. Μέσα από την Υψικάμινο, ο Κώστας Ουράνης αναγνώρισε στο πρόσωπο του Εμπειρίκου τον «πρώτο και μοναδικό αντιπρόσωπο του συρρεαλισμού στην Ελλάδα», αναγνωρίζοντας όμως στο έργο του, την «παγερή λαμπρότητα του στείρου και του ανωφελούς»[33]. Ένα χρόνο αργότερα, ο Κ. Μπαστιάς αναφέρθηκε στο «μοναδικό λεκτικό πλούτο» και κάποια «φραστική μυστικότητα» του έργου»[34]. Συνολικά, η Υψικάμινος αντιμετωπίστηκε λιγότερο ως ποιητικό γεγονός και περισσότερο ως παραδοξολογία που παραμελήθηκε και σχεδόν χλευάστηκε[35]. Ο ίδιος ο Εμπειρίκος, στο κριτικό του κείμενο Νικόλαος Εγγονόπουλος ή το θαύμα του Ελπμασάν εκφράστηκε αρνητικά απέναντι στους κριτικούς, ομολογώντας πως δεν έτρεφε συμπάθεια απέναντί τους[36]. Μεγάλο μέρος της πρώιμης κριτικής που του ασκήθηκε ήταν συνυφασμένη με την αμήχανη και επιφυλακτική στάση απέναντι στο ίδιο το κίνημα του υπερρεαλισμού. Ο Εμπειρίκος σχολίασε τη στάση αυτή, αναφερόμενος το 1939 σε επιφυλάξεις «χαρακτηριστικές της λιποψυχίας των κριτικών για όσα αποτελούν τη σπονδυλική στήλη και την ουσία της [υπερρεαλιστικής] θεωρίας», θεωρώντας πως οι περισσότεροι δεν κατανόησαν το αυξανόμενο ενδιαφέρον για τον υπερρεαλισμό[37].

Η έκδοση της Ενδοχώρας το 1946, συνοδεύτηκε από περισσότερο ευμενείς κριτικές παρουσιάσεις, όπως του λογοτέχνη Αντρέα Καραντώνη, του Ασημ. Πανσέληνου και του Αιμ. Χουρμούζιου. Ο πρώτος χαρακτήρισε τον Εμπειρίκο ως τον πιο ολοκληρωμένο σύγχρονο διονυσιακό ποιητή, συγκρίνοντάς τον με την περίπτωση του Σικελιανού και επισημαίνοντας ειδικότερα πως αντικατέστησε τον μυθολογικό αρχαϊσμό του με την ρεαλιστική παρουσία του φροϋδικού πανερωτισμού[38]. Ανάλογη κριτική άσκησε αργότερα και ο Νάνος Βαλαωρίτης, συνδέοντας το έργο του Εμπειρίκου με εκείνο του Σικελιανού, ως προς τις συγκεκριμένες ιδεολογίες που ο καθένας προέβαλε στο έργο του – ο Σικελιανός τον μυστικισμό και ο Εμπειρίκος τον υπερρεαλισμό – κατατάσσοντας τους στο «διονυσιακό» τομέα της ποίησης[39]. Ο Καραντώνης αναφέρθηκε επίσης στον «γλωσσικό εξωτισμό» τού Εμπειρίκου, τον οποίο παρουσίασε ως έναν από τους νεοτεριστές της ελληνικής ποίησης. Στο ίδιο πνεύμα, ο Πανσέληνος αναγνώρισε στην Ενδοχώρα αρετές όπως ο λυρισμός της, η εντέλεια στην έκφραση και η ελληνικότητά της, απορρίπτοντας συγχρόνως την ερμητικότητα, τον ατομισμό και το λογιοτατισμό της, κατατάσσοντας τη συλλογή στην «ποίηση της παρακμής»[33]. Ο Χουρμούζιος αναγνώρισε, με τη σειρά του, τους λυρικούς εκφραστικούς τρόπους του Εμπειρίκου, άρρηκτα συνδεδεμένους με το διονυσιακό ή βακχικό στοιχείο, καλώντας τον ωστόσο να αποστατήσει από το ποιητικό του ιδεώδες[40]. Η Ενδοχώρα κατέχει ιδιαίτερη θέση ακόμα και για τους νεότερους κριτικούς, έχοντας χαρακτηριστεί ως το υψηλότερο σημείο της ποιητικής παραγωγής του Εμπειρίκου, περιέχοντας τα αρτιότερα και περισσότερο ολοκληρωμένα ποιήματα[41].

Page 24: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Για μεγάλο διάστημα, το ποιητικό έργο τού Εμπειρίκου αγνοήθηκε, όχι μόνο στους ελληνικούς λογοτεχνικούς κύκλους, αλλά και στους κύκλους των υπερρεαλιστών εκτός Ελλάδας, όπου παρέμεινε πρακτικά άγνωστο[42]. Σημαντική συμβολή στην αποδοχή του είχε η συμφιλίωση της «συντηρητικής» κριτικής με τον υπερρεαλισμό – με σημείο αναφοράς το άρθρο του Ι.Μ. Παναγιωτόπουλου «Συμφιλίωση με τον συρρεαλισμό» (1938) – η οποία ευνοήθηκε επίσης από τα μετριοπαθή δείγματα γραφής του ελληνικού υπερρεαλισμού, όπως επιχειρήθηκε να πραγματωθεί με τη συνεισφορά άλλων λογοτεχνών, όπως του Ελύτη με τις συλλογές Προσανατολισμοί και Σποράδες, του Νίκου Γκάτσου με την Αμοργό, αλλά και την Ενδοχώρα του ίδιου τού Εμπειρίκου, που θεωρήθηκε πως απομακρυνόταν από τον «ακραίο» υπερρεαλισμό της Υψικαμίνου. Μετά το θάνατο του Εμπειρίκου η αποδοχή τού έργου του έγινε σχεδόν καθολική[43], και ο ίδιος θεωρήθηκε μία από τις μείζονες παρουσίες στη νεοελληνική ποίηση, χωρίς ωστόσο να τύχει ανάλογης αναγνώρισης με άλλους ποιητές της Γενιάς του '30, όπως ο Γιώργος Σεφέρης ή ο Οδυσσέας Ελύτης. Η νεότερη κριτική τοποθέτησε τον Εμπειρίκο στην κορυφή της ιεραρχίας του ελληνικού υπερρεαλισμού, χωρίς ωστόσο να θεωρούνται πλήρως δεδομένοι οι δεσμοί του με τις προγραμματικές αρχές του υπερρεαλισμού[43].

Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του

Αν και ο Εμπειρίκος δεν επιχείρησε να διευκολύνει την κατανόηση του έργου του ή να το εξηγήσει μέσα από θεωρητικά κείμενα, για τη μέθοδο που ακολούθησε και τους βασικούς άξονες της ποιητικής του, σημαντικές πληροφορίες αντλούνται από το κείμενο που έγραψε αντί προλόγου στα Γραπτά, με τίτλο Αμούρ-Αμούρ. Στο προλογικό αυτό κείμενο, ο Εμπειρίκος εκθέτει ουσιαστικά την υπερρεαλιστική τεχνική που ο ίδιος αφομοίωσε, στην προσπάθειά του να συμπεριλάβει στα ποιήματά του όλα τα στοιχεία που στην καθιερωμένη ποίηση αποκλείονται[44], δηλώνοντας παράλληλα πως βοηθήθηκε στην ταχεία κατανόηση του υπερρεαλισμού από τις ψυχαναλυτικές γνώσεις του και τη φιλοσοφία του Φρίντριχ Ένγκελς. Αν και χρησιμοποίησε την αυτόματη γραφή, δεν περιορίστηκε σε αυτή. Υπό την έννοια της αυστηρής εφαρμογής του υπερρεαλιστικού αυτοματισμού, ο Εμπείρικος δεν θεωρούσε πως τα έργα του, πέραν μίας ημερομηνίας, ήταν υπερρεαλιστικά, ωστόσο κατά τον ίδιο, εξακολούθησε να διατηρεί ένα σύνδεσμο με τον υπερρεαλισμό μέσα από μία ελεγχόμενη – όχι απαραίτητα λογική – χρήση της γλώσσας[45]. Σύμφωνα με τον Ελύτη, στο βαθμό που εφάρμοσε τον αυτοματισμό, ο Εμπειρίκος το επιχείρησε όχι τόσο για να «αφεθεί στη ροή του ασυνειδήτου, όσο για να θέσει υπό αμφισβήτηση θεμελιακούς νόμους της λειτουργίας μας», ώστε τοποθετώντας σε ίση μοίρα το λογικό και το παράλογο, να εξαλείψει «τις διακρίσεις που ανέκαθεν στήριξαν την Ελληνο-Δυτική διανόηση»[46].

Η γλώσσα της ποιητικής του Εμπειρίκου αποτέλεσε επίσης στοιχείο κριτικής ανάλυσης. Ο ίδιος αναφερόταν στη χρήση της καθαρεύουσας ως μία φυσική συνέπεια της εκπαίδευσής του, θεωρώντας τα εκφραστικά του μέσα στη δημοτική ως ακαδημαϊκά και «ψεύτικα»[45]. Κατά τον Ελύτη, η καθαρεύουσα προσφερόταν ως μέσο που τον διευκόλυνε να συμπαραθέτει εκφραστικούς τύπους διαφορετικών

Page 25: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

στρωμάτων και προελεύσεων[47]. Σύμφωνα με τον Γκυ Σωνιέ, η φωνητική και η μορφολογία του Εμπειρίκου είναι πολύ συχνά λόγιες, ωστόσο η βάση της σύνταξής του είναι σαφώς δημοτική[48]. H λεξιπλαστική ικανότητά του έχει επίσης τονιστεί, ειδικότερα η τάση του να χρησιμοποιεί δημοτικές καταλήξεις σε λόγιες λέξεις, πλάθοντας επίσης λόγιες λέξεις πάνω σε λαϊκές ρίζες ή ακόμα και βωμολοχίες[49]. Η «μεικτή» γλώσσα του Εμπειρίκου επιτρέπει κατά συνέπεια την αξιοποίηση του πλούτου της νεοελληνικής γλώσσας, πέραν των ορίων δημοτικής και καθαρεύουσας[50], θέτοντας στην υπηρεσία της εκφραστικότητας την ελεύθερη χρήση όλων των δυνατοτήτων της[51].

Ορισμένοι μελετητές του έργου του έχουν επισημάνει τη χρήση αναγραμματισμών [52]

[53], ενώ ως ιδιαίτερα δυσεπίλυτοι αναγραμματισμοί θεωρούνται όσοι εμφανίζονται στο ποίημα Η νήσος των Ροβινσώνων, που περικλείεται στη συλλογή Οκτάνα[54]. Χρήση αναγραμματισμών θεωρείται πως γίνεται επίσης στο ποίημα Οι χαρταετοί (Οκτάνα)[55], στο «Άρμαλα Πόρανα και Βέλμα», από το ποίημα Στροφές Στροφάλων της Ενδοχώρας[56], καθώς και στα ποιήματα «Τορανίνα Εχμπατομβία» (Υψικάμινος) και «Μεγαμπέρχα» (Ενδοχώρα)[57].

Ανδρέας ΚάλβοςΟ Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τΟ Ανδρέας Κάλβος (1792-1869) αποτελεί έναν από τους σπουδαιότερους Έλληνες ποιητές. Η νεοκλασικιστική του παιδεία και η ρομαντική του ψυχοσύνθεση συμπλέκουν στην ποίηση του το δραματικό με το ειδυλλιακό, το παγανιστικό με το χριστιανικό, τα αρχαιοελληνικά πρότυπα με την σύγχρονη επαναστατική επικαιρότητα, τον πουριτανισμό με τον λανθάνοντα ερωτισμό, την αυστηρότητα, τη μελαγχολία, την κλασικιστική φόρμα με το ρομαντικό περιεχόμενο, σύζευξη που είναι ορατή ακόμη και στη γλώσσα (αρχαΐζουσα με βάση δημοτική) και στη μετρική (αρχαϊκή στροφή και μέτρο που συχνά δημιουργεί, σε δεύτερο επίπεδο, δεκεπεντασύλλαβους).

Βιογραφικά στοιχεία

Σύγχρονος του Σολωμού, γεννήθηκε το 1792 στη Ζάκυνθο από μητέρα αρχοντοπούλα (την Ανδριανή Ρουκάνη) και από πατέρα μικροαστό και τυχοδιώκτη (τον Τζανέτο η Ιωάννη Κάλβο, πρώην ανθυπολοχαγό του ενετικού μισθοφορικού στρατού). Το 1802 ο πατέρας Κάλβος παίρνει τα δύο παιδιά του, τον Ανδρέα και τον κατά δύο χρόνια μικρότερο Νικόλαο, και εγκαταλείπει τη σύζυγο του για να εγκατασταθεί στο Λιβόρνο της Ιταλίας, γεγονός που παρέχει στον Κάλβο δυνατότητες μόρφωσης και φιλομαθής καθώς είναι, πραγματοποιεί τις πρώτες επαφές του με τα ελληνικά γράμματα και την κλασική ελληνική και λατινική αρχαιότητα.

Page 26: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Στο Λιβόρνο γράφει ο Κάλβος και το πρώτο του έργο, τον Ύμνο στον Ναπολέοντα, κείμενο προτρεπτικό αντιπολεμικό, που αργότερα αποκηρύσσει (κι έτσι γνωρίζουμε την ύπαρξη του, μιά που το ίδιο δεν σώζεται). Τον ίδιο χρόνο πηγαίνει για λίγους μήνες στην Πίζα, όπου εργάζεται ως γραμματέας και αμέσως μετά πηγαίνει στη Φλωρεντία, κέντρο τότε της πνευματικής ζωής και δημιουργίας. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν χωρίς οικογενειακή θαλπωρή. Η μητέρα χάνει τα ίχνη των παιδιών της και ο πατέρας εγκαταλείπει τα παιδιά ταξιδέυοντας για τις δουλειές του. Το 1812 σημαδεύεται από τον θάνατο του πατέρα του και την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική κάμψη που γνωρίζει αλλά παράλληλα και από την γνωριμία του με τον Ugo Foscolo, τον πιο τιμημένο Ιταλό ποιητή και λόγιο της εποχής. Ο Foscolo θα γίνει δάσκαλος, καθοδηγητής και μυητής του Κάλβου στον νεοκλασικισμό, στα αρχαϊκά πρότυπα, και στον πολιτικό φιλελευθερισμό. Το 1813 ο Κάλβος, και υπό την σκιά του Foscolo, γράφει στα ιταλικά τις τρεις τραγωδίες: Θηραμένης, Δαναΐδες και Ιππίας. Επιπλέον ολοκληρώνει τέσσερις δραματικούς μονολόγους, σύμφωνα με τις νεοκλασικιστικές επιταγές. Ο Foscolo αυτοεξορίζεται στο τέλος του 1813 στη Ζυρίχη για να αποφύγει το αυστριακό καθεστώς. Ο Κάλβος τον ξανασυναντά εκεί το 1816, όταν μαθαίνει και για το θάνατο της μητέρας του, γεγονός που τον συγκλονίζει, όπως φαίνεται στην ωδή του Εις θάνατον. Εν τω μεταξύ έχει συνθέσει, από το 1814, και την Ωδή εις Ιονίους.

Στα τέλη του 1816 οι δύο φίλοι καταφεύγουν στην Αγγλία και η αλληλεπίδραση τους εξακολουθεί μέχρι τον Φεβρουάριο του 1817, όταν ο οξύθυμος και στρυφνός χαρακτήρας αμφοτέρων διαλύει τη φιλία τους. Ο Κάλβος εξασφαλίζει τα προς το ζειν παραδίδοντας ιδιαίτερα μαθήματα ιταλικών και μεταφράζοντας στα ιταλικά και ελληνικά επί χρήμασι θρησκευτικά βιβλία, των οποίων τον απόηχο βρίσκουμε στις Ωδές του. Στα 1818-19 δίνει διαλέξεις με θέμα την σωστή προφορά των αρχαίων, οι οποίες προκαλούν αίσθηση. Συντάσσει και εκδίδει μια Νεοελληνική Γραμματική, μια τετράτομη Μέθοδο Εκμάθησης Ιταλικών (στον τρίτο τόμο της οποίας τυπώνει τις Δαναΐδες) και ασχολείται με τη σύνταξη ενός αγγλοελληνικού λεξικού.

Το Μάιο του 1819 παντρεύεται την Τερέζα Τόμας η οποία πεθαίνει (πιθανότατα και η κόρη που είχαν εν τω μεταξύ αποκτήσει) ένα χρόνο αργότερα. Αποτυχημένη είναι και η ταυτόχρονη ερωτική του σχέση με την μαθήτρια του Σούζαν Ριντού. Τότε πιθανολογείται και μιά απόπειρα αυτοκτονίας του Κάλβου (περίπου το 1820). Στις αρχές του 1820 εγκαταλείπει την Αγγλία.

Τον Σεπτέμβριο του 1820 επιστρέφει στη Φλωρεντία με μια μικρής διάρκειας στάση στο Παρίσι. Εμπλέκεται στο κίνημα των Καρμπονάρων, συλλαμβάνεται και απελαύνεται στις 23 Απριλίου του 1821. Καταφεύγει στη Γενεύη, όπου περιβάλλεται με αγάπη από τον φιλελληνικό κύκλο. Εργάζεται και πάλι ως καθηγητής ξένων γλωσσών, ενώ παράλληλα ασχολείται με την έκδοση ενός χειρογράφου της Ιλιάδας, που όμως δεν πραγματοποιείται. Συγκλονισμένος και συνεπαρμένος από το ξέσπασμα της επανάστασης εκδίδει το 1824 το πρώτο μέρος του ελληνόγλωσσου και του μόνου με υψηλή ποιητική αξία έργου του, τη Λύρα, μια συλλογή 10 ωδών. Οι ωδές του σχεδόν αμέσως μεταφράζονται και στα γαλλικά και βρίσκουν ευνοϊκότατη υποδοχή. Στις αρχές του 1825 ο Κάλβος μεταβαίνει στο Παρίσι όπου ένα χρόνο αργότερα δημοσιεύει ακόμη δέκα ωδές, με οικονομική ενίσχυση των φιλελλήνων, τα Λυρικά.

Στο τέλος του Ιουλίου του 1826 πηγαίνει στο Ναύπλιο. Απογοητεύεται όμως από την επικρατούσα διχόνοια και από την αδιαφορία για εκείνον και το έργο του. Τον

Page 27: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Αύγουστο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στην Κέρκυρα, όπου μέχρι το 1827 διδάσκει στην Ιόνιο Ακαδημία. Ως το 1836 ασχολείται με ιδιαίτερα μαθήματα, οπότε και επανατοποθετείται στην Ακαδημία. Το 1841 αναλαμβάνει τη διεύθυνση του Κερκυραϊκού Γυμνασίου, παραιτείται όμως στο τέλος του χρόνου. Ταυτόχρονα συνεργάζεται με τοπικές εφημερίδες. Στο δύστροπο του χαρακτήρα του, αλλά και στο ότι ποτέ δεν αναγνωρίστηκε στην πατρίδα του ίσως οφείλεται και το ότι, παρά τη συνύπαρξη του στο νησί όλα αυτά τα χρόνια με τον Σολωμό, δεν φαίνεται να είχαν ποτέ προσωπική γνωριμία.

Στο τέλος του 1852 ο Κάλβος αφήνει την Κέρκυρα και εγκαθίσταται στο Louth της Αγγλίας, όπου ένα χρόνο αργότερα παντρεύεται την Charlotte Wadans και διδάσκει στο παρθεναγωγείο της μέχρι το τέλος της ζωής του, στις 3 Νοεμβρίου του 1869.

Ο Κάλβος ανάμεσα σε καθαρολόγους και δημοτικιστές

Τα έργα του Κάλβου δέχτηκαν αρκετή κριτική από τις δύο επικρατούσες παρατάξεις διανοουμένων της ελληνικής πραγματικότητας. Οι Φαναριώτες από τη μία και οι Επτανήσιοι από την άλλη, αρνήθηκαν στις Ωδές του το δικαίωμα πολιτογράφησης στον χώρο της ελληνικής ποίησης. Ο Κάλβος γεννήθηκε μεν στη Ζάκυνθο και γύρισε εκεί μετά τη συγγραφή των Ωδών του, αλλά δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ως Επτανήσιος ποιητής. Δεν ανήκει στη σχολή που παγιωνόταν γύρω από τον Σολωμό και μάλιστα κανένας λόγιος των Επτανήσων δεν τον θεώρησε ποτέ ως Ιόνιο ποιητή. Πολλοί άσκησαν κριτική στη γλώσσα που χρησιμοποιούσε ο Κάλβος αν και παραδέχονταν την ποίηση του. Το ίδιο και οι Φαναριώτες. Σ’ αντίθεση με τους Έλληνες λόγιους, ο γαλλικός τύπος παρουσιαζόταν ενθουσιασμένος από τα έργα του Κάλβου, ο οποίος κατάφερε να πείσει τους ξένους πολύ πιο εύκολα από’ τι τους συμπατριώτες του.

Το βιβλίο του Κάλβου ήταν ένα αποτέλεσμα εργασίας γραφείου, οι ωδές του προορίζονταν για ανάγνωση αν και κάποιες προφορικές διαδικασίες είναι εμφανές. Ο Κάλβος δεν έβγαινε στους δρόμους και στις πλατείες όπως άλλοι ποιητές για να εμψυχώσει τα παλικάρια. Οι πολεμιστές της Ελλάδας δεν μπορούσαν να διαβάσουν τις ωδές του, έτσι δημιουργήθηκε ένα σχήμα: ποιητής- (πολεμιστής) – αναγνώστης. Τα έργα του ίσως και να προορίζονταν για μία ειδική κατηγορία αναγνωστών – τους Ευρωπαίους φιλέλληνες. Η απόρριψη των έργων του εκ μέρους των Ελλήνων λογίων και ο ενθουσιασμός των ξένων μπορούν να ερμηνευτούν και ως αποτέλεσμα προμελετημένης στρατηγικής. Μάλιστα έκδοση των ωδών του, του 1824, περιέχει ερμηνευτικό λεξιλόγιο που ανταποκρίνεται στις ανάγκες ενός ξένου με επαρκή αρχαιογνωσία. Έτσι ο Κάλβος διοχετεύει τις πατριωτικές επιταγές του ελληνικού Αγώνα σε ποιητικούς όρους που ανήκουν στην ευρωπαϊκή παιδεία. Όσο αφορά τη γλώσσα ο Κάλβος δεν είχε το θάρρος να απορρίψει την καθαρεύουσα ή τη δημοτική. Η γλωσσική πολλαπλότητα της εποχής του περιοριζόταν σε δύο στάσεις που αντιπαρατάσσονταν στις ωδές του. Η συμβίωση της δημοτικής με την καθαρεύουσα γίνεται διασταύρωση μεταξύ της ζωντανής φωνής της ζωής και τον κόσμο των βιβλίων. Όσο αφορά τη γλώσσα, ο Κάλβος επιχειρούσε να συνδυάσει δύο αντίθετες δυνάμεις όπως έκανε με τον μυθολογισμό και τα σύγχρονα γεγονότα της εποχής του, τον Δία και τον Θεό, τον νεοκλασικισμό και τον ρομαντισμό.

Page 28: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Η πρώτη νομιμοποίηση του ποιητή από την ελληνική πλευρά έρχεται από τον Βικέλα και ολοκληρώνεται στην ομιλία του Παλαμά το 1889.

Εργογραφία

Ποιητικές συλλογές

1. Λύρα - Ωδαί Ανδρέα Κάλβου (1824)2. Λυρικά (1826)

Ξενόγλωσσα έργα

1. Ιππίας (τραγωδία)2. Θηραμένης3. Δαναϊδες4. Le Stagioni - Giovanni Meli5. Ωδή εις Ιονίους (1814)6. Σχέδιο νέων αρχών των Γραμμάτων7. Απολογία της αυτοκτονίας8. Italian lessons in four parts (1820)9. Ερευνα περί της φύσεως του διαφορικού υπολογισμού (1827)10. Χάριτες - αποσπάσματα, Φώσκολος (1846)

Ανδρέας Κάλβος (1792 - 1869)

Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο και ήταν ο πρωτότοκος γιος του κερκυραίου Ιωάννη Κάλβου και της Αδριανής Ρουκάνη, που καταγόταν από πλούσια και αριστοκρατική οικογένεια της Ζακύνθου. Το 1801 μετά τη διάλυση του γάμου των γονιών του ο πατέρας του έφυγε για την Ιταλία, εγκαταστάθηκε στο Λιβόρνο και ασχολήθηκε με το εμπόριο. Ο ποιητής αναχώρησε το 1802 με το μικρότερο αδερφό του Νικόλαο, για να ζήσουν μαζί του. Η αναγκαστική αυτή μετανάστευση επέδρασε αρνητικά στην ψυχοσύνθεση του δεκάχρονου Ανδρέα και η νοσταλγία του για την μητέρα του και την πατρίδα τον ακολούθησαν σε ολόκληρη τη ζωή του. Το 1805 η μητέρα του χώρισε και επίσημα από τον πατέρα του και παντρεύτηκε στη Ζάκυνθο τον Κωνσταντίνο Καλέκα (από τότε τα παιδιά έχασαν κάθε επαφή με την μητέρα τους).

Ο Κάλβος έμαθε τα πρώτα γράμματα στη Ζάκυνθο (σύμφωνα με ανεξακρίβωτη πληροφορία το 1800 ήταν μαθητής του Αντωνίου Μαρτελάου) και συνέχισε τις σπουδές του στην ελληνική παροικία στο Λιβόρνο. Η ζωή του Κάλβου εκεί δεν ήταν καθόλου ευχάριστη. Τα προβλήματα προσαρμογής ήταν πολλά και σε αυτά προστέθηκε η συχνή απουσία του πατέρα του λόγω των εμπορικών δραστηριοτήτων του. Εκεί έγραψε στα ιταλικά το Άσμα στο Ναπολέοντα (1811) το οποίο αποκήρυξε αργότερα και έχει χαθεί εκτός απ’ τον πρόλογό του.

Το 1812 ο Κάλβος πήγε στη Φλωρεντία, όπου γνωρίστηκε με τον Ugo Foscolo, ο οποίος τον προσέλαβε ως αντιγραφέα του και παιδαγωγό του προστατευόμενου

Page 29: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ανηψιού του, Στέφανου Βούλτσου. Η φιλία που αναπτύχθηκε μεταξύ των δύο αντρών θα διαρκέσει χρόνια και θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την πορεία του Κάλβου. Ακολούθησε συγκατοίκησή του με το Foscolo και μικρό διάστημα παραμονής των δυο φίλων στην Ελβετία. Την περίοδο εκείνη έγραψε τρεις τραγωδίες στα ιταλικά: τον Θηραμένη (1812-13), μια αγνώστου τίτλου (1812-13) και τις Δαναΐδες (1815). Το 1816 ακολούθησε τον Foscolo στην Αγγλία και πήρε μέρος στην προσπάθεια του τελευταίου για έκδοση έργων κλασικών συγγραφέων. Εκεί μετέφρασε στα νέα ελληνικά το Βιβλίο κοινών προσευχών της Αγγλικανικής Εκκλησίας και ποιήματα (1819-1820). Ακολούθησε ρήξη στις σχέσεις του με το Foscolo. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να αποδεσμευτεί από την επιρροή του και να χαράξει τον δικό του ποιητικό δρόμο.

Το 1819 παντρεύτηκε την αγγλίδα Maria Teresa Josephine Thomas, η οποία όμως πέθανε τον ίδιο χρόνο κατά τη διάρκεια της γέννας του παιδιού τους. Την περίοδο αυτή (1818-1819) ο Κάλβος έδωσε διαλέξεις στο πνευματικό κέντρο Argyll Rooms του Λονδίνου με θέμα την ελληνική γλώσσα. Μετά το θάνατο της γυναίκας του συνδέθηκε με την παλιά του συμμαθήτρια Susan F. Ridout, σχέση που δεν ευδοκίμησε. Την περίοδο εκείνη είχε επανασυνδεθεί μέσω των μεταφράσεων και κάποιων διαλέξεων με την ελληνική γλώσσα, είχε ωστόσο ιταλική συνείδηση και είχε ως πρότυπο τον Alfieri. Το φθινόπωρο του 1820 μετά από σύντομη παραμονή στο Παρίσι επέστρεψε στη Φλωρεντία και εντάχθηκε στο κίνημα των Καρμπονάρων. Ως την άνοιξη του 1821 συνέχισε να γράφει στα ιταλικά και συνέθεσε δύο τραγωδίες ακόμα. Την ίδια χρονιά συνελήφθη από την αστυνομία και απελάθηκε στη Γενεύη. Πληροφορίες αναφέρουν πως την περίοδο εκείνη έγραφε ένα ποίημα για την ελληνική εξέγερση στη Μολδαβία.

Στη Γενεύη έμεινε από το 1821 ως το 1824 και έγραψε τις δέκα πρώτες Ωδές, τις οποίες τύπωσε το 1824 με τον τίτλο Λύρα. Το 1825 ταξίδεψε στο Παρίσι, όπου πήρε μπήκε στους φιλελληνικούς κύκλους και συνδέθηκε με έλληνες λογίους. Εκεί πραγματοποιήθηκε η έκδοση της νέας σειράς των Ωδών το 1826, με γαλλική μετάφραση του φίλοι του ποιητή και φιλέλληνα Panthier de Censay μαζί με τα Λυρικά του Αθανάσιου Χριστόπουλου. Στην Ελλάδα επέστρεψε το 1826, έμεινε για λίγο στο Ναύπλιο, όπου απογοητεύτηκε από τις διαφωνίες και τους ανταγωνισμούς μεταξύ των επαναστατημένων Ελλήνων και κατόπιν πήγε στην Κέρκυρα, όπου ανέλαβε την καθηγεσία στην Ιόνιο Ακαδημία και ανακηρύχτηκε διδάκτωρ της φιλοσοφίας. Παραιτήθηκε τον ίδιο χρόνο λόγω αντιδράσεων των πανεπιστημιακών κύκλων και ασχολήθηκε με ιδιαίτερα μαθήματα, συγγραφή φιλοσοφικών συγγραμμάτων και μεταφράσεις, κυρίως φιλοσοφικών πραγματειών. Στην Ακαδημία επαναδιορίστηκε το 1836 ως καθηγητής της Ιδεολογίας.

Η διδασκαλία του στα ελληνικά προκάλεσε αντιδράσεις και εχθρικό κλίμα. Την περίοδο 1840-1841 επανήλθε στη διδασκαλία της Φιλοσοφίας και το Γενάρη του 1841 έγινε διευθυντής στο Κερκυραϊκό Λύκειο, θέση από την οποία παραιτήθηκε το Νοέμβρη του ίδιου χρόνου. Την εποχή εκείνη στην Κέρκυρα βρισκόταν και ο Σολωμός, με τον οποίο όμως δεν δημιούργησε κανένα απολύτως δεσμό. Υπήρξε μέλος της Εταιρείας Μετάξης Κερκύρας (1845) και της Αναγνωστικής Εταιρείας Κερκύρας (1848). Με την ποίηση δεν ασχολήθηκε ξανά ως το θάνατό του. Το 1852 εγκατέλειψε την Κέρκυρα για την Αγγλία με τη μέλλουσα δεύτερη γυναίκα του Charlotte Augusta Wadams (με την οποία γνώριστηκε κατά τη διάρκεια επίσκεψής της στην Κέρκυρα και την παντρεύτηκε το 1853 στο Λονδίνο). Στην Αγγλία η

Page 30: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Charlotte εργάστηκε σε σχολεία του Essex και του Λονδίνου και το 1865 ανέλαβε τη διεύθυνση οικοτροφείου θηλέων στο Louth, όπου δίδαξε και ο Κάλβος ξένες γλώσσες και μαθηματικά. Εκεί πέθανε το 1869 σε ηλικία 77 χρονών από πνευμονία. Η ταφή του έγινε σε αγγλικό νεκροταφείο. Με ενέργειες της ελληνικής κυβέρνησης το 1960 τα οστά του ποιητή και της γυναίκας του μεταφέρθηκαν και κηδεύτηκαν στην πατρίδα του, τη Ζάκυνθο.

Ως ποιητής ο Κάλβος συμπίπτει χρονικά με την Επτανησιακή Σχολή, αποτελεί ωστόσο μια μοναχική περίπτωση δημιουργού, που συγκεράζει στοιχεία διαφόρων ρευμάτων (κλασικιστικά, ρομαντικά) και διαφοροποιείται αρκετά από την Επτανησιακή Σχολή, κυρίως λόγω της ιδιομορφίας της γλώσσας του, η οποία διαθέτει σπουδαία εκφραστική και εικονοπλαστική δύναμη. Στην Ελλάδα έγινε γνωστός μετά το 1889 με αφορμή τη γνωστή διάλεξη του Παλαμά για την ποίησή του. Οι μελετητές της νεοελληνικής λογοτεχνίας ασχολήθηκαν κυρίως με τις Ωδές του, τα τελευταία χρόνια ωστόσο η έρευνα στρέφεται και γύρω από τα ιταλόφωνα έργα του.

ΛΥΡΙΚΑ ΚΑΛΒΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΠΟΥΛΟΥ.

 

H Ωδή Αι Ευχαί ανήκει στη συλλογή Λυρικά, την οποία ο Κάλβος έγραψε το 1825 και τύπωσε στο Παρίσι το 1826 με ταυτόχρονη γαλλική μετάφραση. Ο ποιητής είχε εμπνευστεί την ωδή από τα ιστορικά γεγονότα της χρονιάς εκείνης. Ο Ιμπραήμ έχει αποβιβαστεί και καταστρέφει την Πελοπόννησο, ενώ ταυτόχρονα στο διπλωματικό στάδιο, κορυφώνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ της Γαλλίας και της Αγγλίας για την πολιτική επιρροή στην Ελλάδα. Τελικά οι Έλληνες πολιτικοί και στρατιωτικοί στρέφονται προς την Αγγλία και υπογράφουν έγγραφο (24 Ιουλίου 1825) με το οποίο ζητούν επίσημα την αγγλική προστασία (το έγγραφο αυτό έμεινε γνωστό ως Πράξη Υποτέλειας). Εναντίον της προστασίας αυτής και κάθε άλλης «προστασίας» εκδηλώνεται με πάθος σ’ αυτή την ωδή του ο Κάλβος.

Διάρθρωση ενοτήτων

1η ενότητα: (στρ. α'-ε'): Ο ποιητής εύχεται στις τρεις πρώτες στροφές καλύτερα να δει την πατρίδα του να την κατασπαράζουν ο κατακλυσμός, η φωτιά και η προσφυγιά παρά να πέσει στα χέρια των ξένων δυνάμεων και δηλώνει ότι ο ίδιος ποτέ δε παρασύρθηκε από τα πλούτη και την εξουσία. Η πρώτη ενότητα ολοκληρώνεται με την επιστροφή, της οποίας το περιεχόμενο είναι γνωμικό.

2η ενότητα: (στρ. στ'-ιδ'). Εδώ υπαινίσσεται κυρίως την Αγγλία και την πολιτική που ασκούσε στο λαό της, αλλά και τους βασιλιάδες των άλλων ευρωπαϊκών κρατών, οι οποίοι συσπειρώθηκαν για να χτυπήσουν τα επαναστατικά κινήματα και να πνίξουν στο αίμα την απαίτηση των λαών για ελευθερία και αυτοδιάθεση. Βλέπει επίσης τους άρχοντες να ευδαιμονούν και τους λαούς να υποφέρουν. Κατηγορεί τους ηγεμόνες της Ευρώπης ότι, ενώ οι Έλληνες πολέμησαν για τη θρησκεία και την πατρίδα τους, εκείνοι υποκρίνονταν ότι βοηθούσαν του Χριστιανούς, ενώ στην πραγματικότητα υπερασπίζονταν τα συμφέροντα του εχθρού. «Και τώρα» θέλουν δήθεν να προσφέρουν προστασία στην Ελλάδα αλλά η οργή του Θεού θα τους τιμωρήσει για τις πράξεις τους.

Page 31: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

3η ενότητα: (στρ. ιε'-ιη') Στην τελευταία ενότητα καλεί τους Έλληνες να στηριχτούν στις δυνάμεις τους για να αντιμετωπίσουν τον εχθρό και, αν ο Θεός τους εγκα-ταλείψει, καλύτερη η υποταγή στους Τούρκους από την υποταγή στους ξένους προ-στάτες. Γιατί όσο πιο σκληρή είναι η σκλαβιά τόσο γρηγορότερα ξεσηκώνεται ο λαός. Με την τελευταία στροφή δηλώνει ότι δε φοβάται τίποτα και ότι το θάνατο τον αντιμετωπίζει όρθιος παίζοντας τη λύρα του.

Έκφραση-γλώσσα-εικόνες

Ο τρόπος ποιητικής έκφρασης και λυρισμού του Κάλβου απασχόλησε και απασχολεί τους κριτικούς του έργου του και ήταν επίσης η αιτία που το έργο του έμεινε για πολύ καιρό ξεχασμένο. Άλλοι μελετητές θεωρούν τον Κάλβο νεοκλασικό και άλλοι αναγνωρίζουν ρομαντικά στοιχεία στο έργο του. Εν μέρει ισχύουν και τα δύο, αν και η μελέτη της ποιητικής του αποδεικνύει ότι οι Ωδές του διατηρούν περισσότερο τα στοιχεία του νεοκλασικισμού: επίκληση στις Μούσες, υπερβολή στη χρήση του επιθέτου, προσωποποιήσεις, περιφράσεις, χρήση της παθητικής μετοχής του παρακειμένου ως επίθετο, λυρισμός που απευθύνεται περισσότερο στις αισθήσεις απ’ ό,τι στα συναισθήματα και χαρακτηρίζεται από διδακτισμό και την κλασική θεώρηση του χρόνου, ενώ τα ρομαντικά στοιχεία αφορούν τα συναισθήματα του ποιητή, τα οποία ανακαλύπτουμε πίσω από την επιφάνεια των νεοκλασικών στοιχείων.

Η γλώσσα του Κάλβου είναι η καθαρεύουσα με επιρροές από τη γλώσσα του Κοραή, ενώ δε λείπουν και τύποι της δημοτικής, χωρίς ωστόσο να μαρτυρούν προτίμηση στη γλώσσα του λαού και των δημοτικών τραγουδιών - φαίνεται δε να αποποιείται τις ακραίες θέσεις των αρχαϊστών. Η χρήση ασυναίρετων ρηματικών τύπων, η επίταξη του επιθέτου καθώς και η χρήση του άρθρου είναι τα κυριότερα χαρακτηριστικά της ιδιορρυθμίας της γλώσσας του. Στο μετρικό σύστημα χρησιμοποιεί πεντάστιχες στροφές με τέσσερις επτασύλλαβους και έναν πεντασύλλαβο στίχο, συχνούς διασκελισμούς και συνιζήσεις. Η δομή των Ωδών είναι αυστηρή (πρόλογος, ανάπτυξη του θέματος, συμπέρασμα) και στενά συνδεδεμένη με την επιδεικτική ρητορική τέχνη, που είχε ως στόχο της να παρουσιάζει με μεγαλοπρέπεια τα γεγονότα.

Οι εικόνες αποτελούν βασικό συστατικό της ποίησης του Κάλβου. Πρόκειται για ει-κόνες που αναπαριστούν την πραγματικότητα, οι φυσικές εικόνες και αυτές που μορφοποιούν αξίες, προσωποποιούν έννοιες ή αναπαράγουν εικαστικά έργα, «εκ-φράσεις», όπως η Νίκη, η Ειρήνη, η Σοφία κ.ά. Οι εικόνες των Ωδών δεν είναι δυνατόν να ενταχθούν αποκλειστικά στο νεοκλασικισμό ή στο ρομαντισμό. Το φως και οι σκιές εναλλάσσονται και αντίστοιχα η ρομαντική τέχνη διαδέχεται την τέχνη της αναγέννησης και του νεοκλασικισμού.

 

Άρης ΑλεξάνδρουΟ Άρης Αλεξάνδρου είναι ένας από τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες συγγραφείς, με πολυ σημαντικό μεταφραστικό έργο, ο οποίος έγινε ιδιαίτερα γνωστός με το μυθιστόρημα του Το Κιβώτιο.

Page 32: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Η ζωή του

Ο Άρης Αλεξάνδρου (φιλολογικό ψευδώνυμο του Αριστοτέλη Βασιλειάδη) γεννήθηκε στο Λένινγκραντ από πατέρα Έλληνα και μητέρα Ρωσίδα το 1922. Ήρθε με την οικογένειά του στην Ελλάδα το 1928 και αφού έμεινε δύο χρόνια στη Θεσσαλονίκη, έπειτα εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές του σπουδές στο Βαρβάκειο Λύκειο. Έδωσε εξετάσεις και πέρασε στην ΑΣΟΕΕ, όμως εγκατέλειψε σύντομα τις σπουδές του για να ασχοληθεί με τη μετάφραση. Ξεκίνησε να δουλεύει ως μεταφραστής στον εκδοτικό οίκο Γκοβόστη το 1943.

Από την εποχή της μεταξικής δικτατορίας ο Αλεξάνδρου μαζί με μερικούς φίλους του, είχε δημιουργήσει μια ομάδα μαρξιστικού προσανατολισμού, η οποία συνέχισε τη δράση της τον πρώτο καιρό της κατοχής. Το 1941 η ομάδα αυτή προσχώρησε σε μια κομμουνιστική οργάνωση από μέλη της πρώην ΟΚΝΕ, από την οποία όμως ο Αλεξάνδρου αποχώρησε ένα χρόνο αργότερα. Από το 1944, που συνελήφθη για πρώτη φορά, και για 15 χρόνια, ο Άρης Αλεξάνδρου γνώρισε διώξεις και εκτοπίστηκε για τις πολιτικές του ιδέες στην Λήμνο, στην Μακρόνησο, στον Άγιο Ευστράτιο κ.α. Με την επιβολή της δικτατορίας το 1967 διέφυγε στο Παρίσι όπου για να επιβιώσει έκανε διάφορες δουλειές. Πέθανε στο Παρίσι το 1978.

Το έργο του

Η πρώτη ποιητική συλλογή του Άρη Αλεξανδρού (Ακόμη τούτη η άνοιξη) εκδόθηκε το 1946. Ακολούθησε η Άγονος Γραμμή (1952) και η Ευθύτης Οδών (1959). Στην ποίηση του Αλεξάνδρου υπάρχει έντονη η πικρία από τη διάψευση των ελπίδων, πικρία που χαρακτηρίζει την πλειοψηφία των ποιητών που έζησαν τον εμφύλιο. Συγχρόνως χαρακτηρίζεται από έντονη ειρωνεία που σε ορισμένα σημεία φτάνει στο σαρκασμό, ως προς όλα τα γνωστά κοινωνικά συστήματα.

Ο Αλεξάνδρου ασχολήθηκε επίσης με την μετάφραση έργων κλασικών και νεότερων Ρώσων συγγραφέων (μετέφρασε Ντοστογιέφσκι, Τολστόι, Τσέχωφ, Αχμάτοβα κ.α.) αλλά και έργων Γάλλων, Αμερικανών και Άγγλων συγγραφέων. Ο Άρης Αλεξάνδρου είναι όμως περισσότερος γνωστός για το μοναδικό μυθιστόρημα που έγραψε, Το Κιβώτιο (1975). Στο βιβλίο αυτό, όπως και στο σύνολο του έργου του, φαίνεται η απομάκρυνση του συγγραφέα από τον κομματικό δογματισμό και η επιθυμία του για διαφύλαξη της ανθρώπινης αξιοπρέπειας.

Βιτσέντζος ΚορνάροςO Βιτσέντζος Κορνάρος (1553 – 1613;) ήταν Έλληνας ποιητής. Θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους της κρητικής λογοτεχνίας, συγγραφέας του αφηγηματικού ποίηματος Ερωτόκριτος και πιθανώς του θρησκευτικού δράματος Η Θυσία του Αβραάμ.

Page 33: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Βιογραφία

Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του έργου του : αναφέρει το όνομα Βιτσέντζος, το οικογενειακό όνομα Κορνάρος, τόπο γέννησης τη Σητεία και το Κάστρο (Ηράκλειο), όπου παντρεύτηκε:

Κ' εγώ δε θε να κουρφευτώ κι αγνώριστο να μ' έχουμα θέλω να φανερωθώ, κι όλοι να με κατέχουΒιτσέντζος είν' ο ποιητής και στη γενιά Κορνάροςπου να βρεθή ακριμάτιστος, σα θα τον πάρη ο Χάρος.Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,εκεί 'καμε κι εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.Στο Κάστρον επαντρέυτηκε σαν αρμηνεύγει η φύση,το τέλος του έχει να γενή όπου ο Θεός ορίση[1]

Παλαιότερα οι φιλόλογοι τοποθετούσαν την ζωή και την δράση του Κορνάρου γύρω στα μέσα του 17ου αι., πίστευαν δηλαδή ότι η Θυσία του Αβραάμ γράφτηκε το 1635, χρονιά που αναφέρεται στο χειρόγραφο, και ο Ερωτόκριτος αργότερα, μέχρι το 1645 ή το 1648, όταν άρχισε η πολιορκία του Ηρακλείου από τους Οθωμανούς. Μάλιστα ένα επεισόδιο του Ερωτόκριτου που αφηγείται την μονομαχία του Κρητικού με τον Καραμανίτη εθεωρείτο προσθήκη εκ των υστέρων, η οποία έγινε μάλλον κατά τα χρόνια του Βενετοτουρικού πολέμου και απηχούσε τους αγώνες των Κρητικών εναντίον των Οθωμανών. Αυτή η άποψη διατυπώνεται και σε παλαιότερες Ιστορίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, όπως αυτή του Λίνου Πολίτη [2]και του Κ.Θ. Δημαρά [3].

Σύμφωνα με τις τελευταίες έρευνες, ο ποιητής του Ερωτόκριτου ταυτίζεται με έναν βενετοκρητικό Βιτσέντζο Κορνάρο, που γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου του 1553 στην Τραπεζόντα της Σητείας, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου καί της Ζαμπέτας Ντεμέτζο. Ήταν γόνος εξελληνισμένης και αρχοντικής βενετσιάνικης οικογένειας, πιθανότατα με μεγάλη περιουσία. Ο αδερφός του, Ανδρέας Κορνάρος, είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Έζησε στη Σητεία περίπου μέχρι το 1580 ενώ αργότερα εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Εκεί έλαβε χώρα ο γάμος του με την Μαριέτα Ζένο, με την οποία απέκτησε και δύο κόρες, την Ελένη και την Κατερίνα. Από το 1591 ανέλαβε διοικητικά αξιώματα, ενώ κατά την διάρκεια της πανούκλας (1591 -1593) ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη. Υπήρξε επίσης μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της Ακαδημίας των Παράξενων, που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, επίσης συγγραφέας. Πέθανε στον Χάνδακα το 1613 ή το 1614 από άγνωστη αιτία και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου. Αυτή η άποψη έχει γίνει αποδεκτή από τους περισσότερους μελετητές [4].

Την ταύτιση του ποιητή του Ερωτόκριτου με αυτόν τον Κορνάρο δεν αποδέχεται μέχρι σήμερα ο Σπ. Ευαγγελάτος, ο οποίος υποστηρίζει ότι το έργο είναι μεταγενέστερο[5].

Page 34: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Έργογραφία

Ερωτόκριτος, έμμετρη μυθιστορία Η Θυσία του Αβραάμ, θρησκευτικό δράμα (παραδίδεται ανώνυμο αλλά

θεωρείται πιθανόν έργο του Κορνάρου)

Βιτσέντζος Κορνάρος (1553 - 1613)

Οι πιο ασφαλείς πληροφορίες για την καταγωγή του Κορνάρου είναι αυτές που δίνει ο ποιητής στο τέλος του Ερωτόκριτου:

Θωρώ πολλούς και πεθυμούν, κ' έχω το γρικημένα,να μάθουν τίς εκόπιασεν εις τα’ απανωγραμμένα.

K' εγώ δε θέ' να κουρφευτώ, κι αγνώριστο να μ' έχουν,μα θέλω να φανερωθώ, όλοι να με κατέχουν.

BITΣENTZOΣ είν' ο Ποιητής, και στη Γενιάν KOPNAPOΣ,που να βρεθεί ακριμάτιστος, σα θα τον πάρει ο Xάρος.

Στη Στείαν εγεννήθηκε, στη Στείαν ενεθράφη,εκεί ήκαμε κ' εκόπιασεν ετούτα που σας γράφει.

Στο Kάστρον επαντρεύθηκε, σαν αρμηνεύγει η Φύση,το τέλος του έχει να γενεί, όπου ο Θεός ορίσει.

                                                                                                (Ε, 1539-1548)

Σύμφωνα με τις παραπάνω πληροφορίες και τις έρευνες των ειδικών μελετητών πιστεύουμε ότι ο Βιτσέντζος Κορνάρος γεννήθηκε στις 26 Μαρτίου 1553 στο χωριό Τραπεζόντα της Σητείας. Πατέρας του ήταν ο Ιάκωβος Κορνάρος και μητέρα του η Ζαμπέτα Ντεμέτζο. Για την οικογένεια των Κορνάρων έχουν υποστηριχθεί κατά καιρούς διάφορες απόψεις. Οι ειδικοί μελετητές έχουν καταλήξει πλέον ότι επρόκειτο για βενετσιάνικη εξελληνισμένη αρχοντική οικογένεια, ρίζες της οποίας μπορούν να ανιχνευθούν ήδη απ’ τις αρχές του 15ου  αιώνα. Για την οικογένεια της μητέρας του δεν έχουμε πολλές πληροφορίες, παρά μόνο το ότι καταγόταν από πλούσια οικογένεια. Στη γενέτειρα του έμεινε με τους γονείς και τα τέσσερα μεγαλύτερα αδέλφια του περίπου μέχρι το 1580-1590, ζώντας μια πλούσια και άνετη ζωή χάρη στην πολύ μεγάλη οικογενειακή του περιουσία. Λίγο πριν ή μετά το 1590 εγκαταστάθηκε στον Χάνδακα και παντρεύτηκε την Μαριέτα Zeno. Μαζί της απέκτησε δύο κόρες, την Ελένη (Ελένετα) και την Κατερίνα (Κατερούτσα). Η σύζυγός του καταγόταν από μια γνωστή πλούσια οικογένεια του Χάνδακα. Από το 1591 πήρε ενεργό μέρος στα δημόσια πράγματα της πόλης και ανέλαβε διάφορα διοικητικά λειτουργήματα. Κατά την διάρκεια της πανούκλας των ετών 1591 – 1593 ανέλαβε καθήκοντα υγειονομικού επόπτη.

Ο Βιτσέντζος Κορνάρος προφανώς ήταν άνθρωπος με μεγάλο λογοτεχνικό ταλέντο, αλλά και μεγάλη μόρφωση και φιλολογικά ενδιαφέροντα. Ήταν μέλος ενός λογοτεχνικού συλλόγου, της Ακαδημίας των Παράξενων (Extravagantium), που είχε ιδρύσει ο αδελφός του Ανδρέας, συγγραφέας και αυτός, ο οποίος είχε γράψει μια Ιστορία της Κρήτης που δεν εκδόθηκε ποτέ. Το 1611 κληρονόμησε από τον Ανδρέα, βάσει διαθήκης, σημαντικό αριθμό βιβλίων. Πέθανε στον Χάνδακα μετά τον

Page 35: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Οκτώβριο του 1612 (πιθανότατα το 1613 ή το 1614), σε ηλικία περίπου εξήντα ετών και θάφτηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.

Χάρη στις έρευνες των Γιάννη Μαυρομάτη, Νίκου Παναγιωτάκη και Στυλιανού Αλεξίου, μπορούμε σήμερα με βεβαιότητα να ταυτίσουμε αυτόν τον Βιτσέντζο Κορνάρο του Ιακώβου με τον ποιητή του Ερωτόκριτου και της Θυσίας του Αβραάμ. Η Θυσία του Αβραάμ είναι γραμμένη πριν από τον Ερωτόκριτο, ενώ ο Ερωτόκριτος είναι γραμμένος γύρω στα 1600 με 1610, πριν τον Βενετοτουρκικό πόλεμο. Η Θυσία του Αβραάμ είναι ένα θρησκευτικό δράμα, μια δραματοποίηση του γνωστού επεισοδίου της Π. Διαθήκης. Αποτελείται από 1144 δεκαπεντασύλλαβους ομοιοκατάληκτους στίχους. Οι ήρωες είναι ανθρώπινοι και οικείοι και όχι υπερφυσικοί και απομακρυσμένοι, όπως συνέβαινε στο θέατρο της εποχής. Είναι έργο πρωτοπόρο και ποιητικά ανώτερο από το πρότυπο του, το δράμα Lo Isach του Luigi Groto, (η ταύτιση οφείλεται στον John Mavrogordato). Ο Κορνάρος αφαίρεσε τον πρόλογο και τα χορικά, κατάργησε τις πράξεις και τις σκηνές και επέμεινε πολύ στην ανάλυση των χαρακτήρων του έργου. Οι καινοτομίες αυτές αρχικά είχαν θεωρηθεί ως αποτέλεσμα κακοτεχνίας ή άγνοιας του ποιητή. Σήμερα όμως που οι μελετητές έχουν  ταυτίσει το έργο και έχουν βρει το λογοτεχνικό πρότυπό του, συμπεραίνουμε πως πρόκειται για συνειδητές επιλογές. Αυτή η δραματική και συγγραφική τόλμη που έδειξε ο Κορνάρος και οι  καινοτομίες που επέβαλε, είναι επιχείρημα όσων υποστηρίζουν ότι πρόκειται για νεανικό έργο του ποιητή. Βέβαια, η καλλιτεχνική δημιουργία του Κορνάρου κορυφώθηκε με τη συγγραφή του Ερωτόκριτου (βλ. λογοτεχνική ανάλυση).

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΣ (ΕΜΜΕΤΡΗ ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΑ)

Το σημαντικότερο γλωσσικό και λογοτεχνικό δημιούργημα της Κρητικής λογοτεχνίας είναι το μεγάλο επικολυρικό ποίημα Ερωτόκριτος. Αποτελείται από 10052 ομοιοκατάληκτους δεκαπεντασύλλαβους στίχους, χωρίζεται σε πέντε μέρη και χαρακτηρίζεται από τους μελετητές ως έμμετρο ερωτικό μυθιστόρημα. Σε αυτό το πολύστιχο αφηγηματικό ποίημα ο Κορνάρος διηγείται την ερωτική ιστορία των δύο βασικών ηρώων του έργου: του Ερωτόκριτου και της Αρετούσας. Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαία Αθήνα, η εποχή όμως που περιγράφει αποτυπώνει καλύτερα το ιπποτικό πνεύμα της Δύσης. Η υπόθεση χωρίζεται σε πέντε τμήματα και είναι συνοπτικά η εξής:

 

Α. Ο βασιλιάς της Αθήνας Ηράκλης και η σύζυγός του Αρτέμη αποκτούν μετά από πολλά χρόνια γάμου μια κόρη, την Αρετούσα. Τη βασιλοπούλα ερωτεύεται ο Ερωτόκριτος, ο γιος του Πεζόστρατου, πιστού συμβούλου του βασιλιά. Επειδή δεν μπορεί να φανερώσει τον έρωτά του, πηγαίνει κάτω από το παράθυρό της τα βράδια με τον πιστό φίλο του Πολύδωρο και της τραγουδά. Η κοπέλα σταδιακά ερωτεύεται τον άγνωστο τραγουδιστή. Ο βασιλιάς Ηράκλης, όταν μαθαίνει για τον τραγουδιστή, του στήνει ενέδρα για να τον συλλάβει, ο Ερωτόκριτος όμως μαζί με τον αγαπημένο του φίλο συμπλέκονται με τους στρατιώτες του βασιλιά και διαφεύγουν. Ο Ερωτόκριτος, καταλαβαίνοντας ότι ο έρωτάς του δεν μπορεί να έχει αίσια έκβαση, ταξιδεύει στη Χαλκίδα για να ξεχάσει. Φεύγοντας ο Ερωτόκριτος από το παλάτι δίνει στην μητέρα του τα κλειδιά του δωματίου του, ζητώντας της να μην επιτρέψει σε κανέναν να μπει μέσα. Στο διάστημα αυτό ο πατέρας του αρρωσταίνει και όταν η

Page 36: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Αρετούσα με τη βασίλισσα Αρτέμη τον επισκέπτονται, βρίσκει στο δωμάτιο του Ερωτόκριτου μια ζωγραφιά που την απεικονίζει και τους στίχους που της τραγουδούσε. Όταν εκείνος επιστρέφει, για να δει τον άρρωστο πατέρα του, ανακαλύπτει την απουσία της ζωγραφιάς και των τραγουδιών και μαθαίνει ότι μόνο η Αρετούσα είχε μπει στο δωμάτιό του. Επειδή καταλαβαίνει ότι αποκαλύφθηκε η ταυτότητά του και ότι μπορεί να κινδυνεύει, μένει στο σπίτι προσποιούμενος ασθένεια και η Αρετούσα του στέλνει για περαστικά ένα καλάθι με τέσσερα μήλα, ως ένδειξη ότι ανταποκρίνεται στα συναισθήματά του.

 

Β. Ο βασιλιάς οργανώνει στις 25 Απριλίου (ημέρα εορτασμού του Αγ. Μάρκου) κονταροχτύπημα για να διασκεδάσει την κόρη του. Παίρνουν μέρος πολλά αρχοντόπουλα και γιοι βασιλιάδων από την Ελλάδα και απ’ όλο τον γνωστό τότε κόσμο. Ο Ερωτόκριτος αναδεικνύεται νικητής και παίρνει από τα χέρια της αγαπημένης του το στεφάνι της νίκης.

 

Γ. Το ζευγάρι αρχίζει να συναντιέται κρυφά στο παράθυρο της Αρετούσας. Ο Ερωτόκριτος πείθει τον πατέρα του να ζητήσει την Αρετούσα σε γάμο από τον πατέρα της. Όπως είναι φυσικό, ο βασιλιάς εξοργίζεται με το «θράσος» του νέου, διώχνει τον Πεζόστρατο και αποφασίζει να εξορίσει τον Ερωτόκριτο. Ταυτόχρονα φτάνουν προξενιά για την Αρετούσα από το βασιλιά του Βυζαντίου. Η κοπέλα αμέσως αρραβωνιάζεται κρυφά με τον Ερωτόκριτο, πριν αυτός εγκαταλείψει την πόλη, έχοντας σαν μάρτυρά τους την πιστή νένα της Αρετούσας, Φροσύνη.

 

Δ. Η Αρετούσα αρνείται να δεχθεί το προξενιό με το βασιλόπουλο του Βυζαντίου και ο βασιλιάς τη φυλακίζει μαζί με την πιστή παραμάνα της. Στις αρχές του τέταρτου χρόνου απ’ τη φυλάκιση της Αρετούσας, ο βασιλιάς των Βλάχων, Βραντίστρατος, εισβάλει στην Αθήνα  και την πολιορκεί. Τότε εμφανίζεται ο Ερωτόκριτος με μαυρισμένο το πρόσωπο από κάποιο μαγικό φίλτρο. Μάλιστα σε μια μάχη σκοτώνει τον ανιψιό του βασιλιά Βραντίστρατου, τον γενναίο Άριστο και μολονότι τραυματίζεται, χαρίζει τη νίκη στους Αθηναίους.

Ε. Ο βασιλιάς Ηράκλης για να ευχαριστήσει τον τραυματισμένο ξένο του προσφέρει το μισό βασίλειό του, όμως ο Ερωτόκριτος ζητά την κόρη του για σύζυγο. Η Αρετούσα αρνείται βέβαια να παντρευτεί έναν άγνωστο. Ο Ερωτόκριτος την επισκέπτεται στη φυλακή και την υποβάλλει σε δοκιμασίες για να επιβεβαιώσει την πίστη της σε αυτόν. Τελικά της αποκαλύπτεται αφού λύνει τα μαγικά που τον είχαν μεταμορφώσει. Ο βασιλιάς αποδέχεται το γάμο των δύο νέων, συμφιλιώνεται με τον Ερωτόκριτο και τον πατέρα του και ο Ερωτόκριτος ανεβαίνει στο θρόνο της Αθήνας.

 

Το λογοτεχνικό πρότυπο του Ερωτόκριτου αποτέλεσε το πεζό γαλλικό μυθιστόρημα του 15ου αιώνα Paris et Vienne του Pierre de la Cypede, όπως διαπίστωσε το 1935 ο Ρουμάνος μελετητής N. Cartojan. (Βέβαια την ίδια διαπίστωση είχε κάνει και ο

Page 37: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ηπειρώτης λόγιος Χριστόφορος Φιλητάς). Ο Κορνάρος γνώρισε το γαλλικό έργο πιθανότατα από μια πεζή ιταλική διασκευή του, η οποία είχε τυπωθεί 33 τουλάχιστον φορές ανάμεσα στα έτη 1482 – 1655, κυρίως στη Βενετία. Ο Κορνάρος δεν μιμήθηκε δουλικά το λογοτεχνικό του πρότυπο, αλλά έκανε μια δημιουργική διασκευή, με περισσότερες αρετές σε σχέση με το γαλλικό έργο και τις άλλες διασκευές του. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο Στυλιανός Αλεξίου (στις σελίδες ξη'-ξθ' της κριτικής έκδοσης του Ερωτόκριτου): «Ο Κορνάρος με αλάθητη κρίση οργάνωσε σε νέες βάσεις τη χαώδη οικονομία του ξένου έργου, απέφυγε τις επαναλήψεις (το δεύτερο κονταροχτύπημα, τη δεύτερη επίσκεψη του Βουργουνδού, τα αλλεπάλληλα όνειρα), την άσκοπη φυγή και επιστροφή της Vienne, την περιπετειώδη μεταφορά της δράσης στην Ανατολή, τη σταυροφορία, το αντιαισθητικό εύρημα του βρώμικου κοτόπουλου (που κι αυτό επαναλαμβάνεται) και τόσα άλλα. Επίσης περιόρισε τον αριθμό των προσώπων και το ρόλο του φίλου του ήρωα, και παρέλειψε την απλοϊκή κατάληξη, όπου πεθαίνουν όλοι οι γεροντότεροι για να τακτοποιηθούν οι πρωταγωνιστές. Γενικά μπορούμε να πούμε ότι από πολλές απόψεις το «πρότυπο» ήταν για τον Κορνάρο «παράδειγμα προς αποφυγή». Με τον Ερωτόκριτο περνούμε από τη μεσαιωνική παράταξη και συσσώρευση της ύλης, στην αναγεννησιακή οργάνωση και σύνθεση.»

Η τελειότητα του στίχου, ο γλωσσικός πλούτος του έργου, η διαύγεια στην έκφραση και η πλαστικότητα του κειμένου είναι από τα βασικά χαρακτηριστικά του. Επίσης η αρτιότητα στη δομή και η αρχιτεκτονική του ενότητα, οι ψυχολογημένοι χαρακτήρες των ηρώων του, η κλιμάκωση των δραματικών συγκρούσεων μαζί με την έντονη παρουσία του φυσιολατρικού στοιχείου προσδίδουν στο έργο το χαρακτήρα μεγαλόπνοης επικής σύνθεσης. Δικαιολογημένα λοιπόν ο Ερωτόκριτος τοποθετείται στην κορυφή της ποιητικής παραγωγής της κρητικής λογοτεχνίας. Για τις παραπάνω αρετές του το έργο αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό, ώστε μέχρι πριν λίγα χρόνια ακόμα, λαϊκοί ραψωδοί (λυράρηδες και βιολάτορες της Κρήτης) ήξεραν απέξω - από προφορική παράδοση - μεγάλα αποσπάσματα που συνήθιζαν να τα απαγγέλλουν, συνήθως σε πανηγύρια και φιλικές συγκεντρώσεις. Η επιγραμματικότητα πολλών διστίχων του συντέλεσε στο να καθιερωθούν στη συλλογική μνήμη ως λαϊκές παροιμίες. Επίσης οι πολλές εκδόσεις του έργου, οι διασκευές και οι μεταφράσεις του σε ξένες γλώσσες (ρουμάνικα, τούρκικα, αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά) αποτελούν τη μεγαλύτερη απόδειξη της δημοτικότητας του έργου. Σημαντική υπήρξε η επίδραση του Ερωτόκριτου στη νεοελληνική ποίηση. Παραδείγματα ποιημάτων επηρεασμένων από τη στιχουργική του είναι Ο Κρητικός του Δ. Σολωμού, το Μήτηρ Θεού του Α. Σικελιανού, ο Επιτάφιος του Γ. Ρίτσου, ο Νέος Ερωτόκριτος του Παντελή Πρεβελάκη. Δεν έλειψαν βέβαια και οι αρνητικές εκτιμήσεις του έργου. Αρκετοί λόγιοι του 18ου αιώνα το θεωρούσαν κατώτερο ανάγνωσμα λόγω της λαϊκής γλώσσας και μάλιστα ο Διονύσιος Φωτεινός είχε διασκευάσει το έργο σε λόγια, «ανώτερη» όπως πίστευε, γλωσσική μορφή. Ο Κάλβος επέκρινε το έργο ως μονότονο και ο Ιάκωβος Πολυλάς το απέρριπτε εξ αιτίας της ιδιωματικής γλώσσας. Το έργο διασκευάστηκε σε θεατρική μορφή από τον Δ. Συναδινό το 1929, με τη Μαρίκα Κοτοπούλη στο ρόλο της Αρετούσας και το 1966 ο Νίκος Κούνδουρος τον διασκεύασε σε κινηματογραφικό σενάριο. Από τις πιο επιτυχημένες θεατρικές αποδόσεις του θεωρείται αυτή του 1977, από το Αμφι - Θέατρο του Σ. Ευαγγελάτου.

 

Page 38: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Χειρόγραφα και κάποιες εκδόσεις του έργου

Το κείμενο του Ερωτόκριτου περιέχεται σε ένα μόνο χειρόγραφο, το οποίο βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο του Λονδίνου. (British Museum, Harleian Collection, αριθμ. 5644). Το χειρόγραφο αυτό γράφτηκε στην Κεφαλλονιά το 1710 και αγοράστηκε το 1725 από τον λόρδο Eduard Harley στην Κέρκυρα. Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στο βενετικό τυπογραφείο του Αντωνίου Βόρτολι. Το μοναδικό σωζόμενο αντίγραφο της έκδοσης εκείνης βρίσκεται σήμερα στην Γεννάδιο Βιβλιοθήκη Αθηνών. Ακολούθησαν πολλές εκδόσεις του έργου από το ίδιο ή άλλα βενετικά τυπογραφεία.

 

Νεώτερες Εκδόσεις

Βιντσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος. Έκδοσις κριτική γενομένη επί τη βάσει των πρώτων πηγών μετ’ εισαγωγής, σημειώσεων και γλωσσαρίου υπό Στεφάνου Ξανθουδίδου, η επισυνάπτονται πραγματεία του καθηγητού της Γλωσσολογίας Γεωργίου Ν. Χατζιδάκι περί της γλώσσης και γραμματικής του Ερωτόκριτου και οκτώ φωτοτυπικοί πίνακες εκ του χειρογράφου. Εκ του τυπογραφείου Στυλ. Μ. Αλεξίου, εν Ηρακλείω Κρήτης, 1915 (και φωτοανατύπωση, Εκδόσεις «Δωρικός», Αθήναι, 1973).

Βιντσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος. Εισαγωγή Γιώργου Σεφέρη. Εκδόσεις Γαλαξία, Αθήναι, 1962.

Βιντσέντζου Κορνάρου, Ερωτόκριτος. Κριτική Έκδοση. Εισαγωγή, Σημειώσεις, Γλωσσάριο Στυλιανού Αλεξίου. [Εκδόσεις] Ερμής, Αθήνα, 1980 [Φιλολογική Βιβλιοθήκη].

Γεώργιος ΒιζυηνόςΟ Γεώργιος Βιζυηνός (1849 - 1896) ήταν Έλληνας πεζογράφος, ποιητής και λόγιος. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους εκπροσώπους της ελληνικής λογοτεχνίας.

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στη Βιζύη (ή Βιζώ) της Ανατολικής Θράκης το 1849, γιος πολύ φτωχικής οικογένειας. Σε ηλικία δέκα ετών, οι γονείς του τον στέλνουν στην Κωνσταντινούπολη κοντά σε ένα θείο του, για να μάθει ραπτική. Παραμένει εκεί μέχρι την ηλικία των 18 προστατευόμενος από τον Κύπριο έμπορο Γιάγκο Γεωργιάδη και αργότερα προστατευόμενος του αρχιεπισκόπου Κύπρου Σωφρονίου ζεί για ένα διάστημα στην Κύπρο, όπου μάλιστα τον προόριζαν για τον ιερατικό κλάδο. Το 1872 γίνεται ιεροσπουδαστής στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης, όπου το 1873 δημοσιεύει και την πρώτη του ποιητική συλλογή (Ποιητικά Πρωτόλεια). Μεταξύ των καθηγητών του αναφέρεται και ο ποιητής Ηλίας Τανταλίδης, ο οποίος διέκρινε στον Βιζυηνό

Page 39: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

στοιχεία ιδιαίτερου ταλέντου και ευφυΐας ώστε τον σύστησε στον Γεώργιο Ζαρίφη. Το 1874, το επικό ποίημά του Κόδρος βραβεύεται στον Βουτσιναίο Ποιητικό Διαγωνισμό. Την ίδια χρονιά γράφεται στη Φιλοσοφική Σχολή Αθηνών, αλλά με δαπάνες του Ζαρίφη μεταβαίνει στη Γερμανία , στη Γοτίγγη, όπου σπουδάζει φιλολογία και φιλοσοφία στο διάστημα 1875-1878. Το 1876, η επόμενη ποιητική συλλογή του Άραις μάραις κουκουνάραις (μετονομάστηκε σε Βοσπορίδες αύραι) βραβεύεται στον Βουτσιναίο Διαγωνισμό, στον οποίο το 1877 η συλλογή του Εσπερίδες επαινείται. Το 1881 τυπωνεται στη Λειψία η διδακτορική του διατριβή Das Kinderspiel in Bezug auf Psychologie und Paedagogik. ("Το παιδικό παιχνίδι από ψυχολογικής και παιδαγωγικής απόψεως".) Μέχρι το 1884, ο Βιζυηνός επισκέπτεται το Παρίσι (1882) όπου γνωρίζει τον Δημήτριο Βικέλα, τον Marquis Queux de Saint-Hilaire και την Juliette Lamber-Adam και το Λονδίνο, 1883, όπου σχετίζεται με τον πρεσβευτή Πέτρο Βράιλα Αρμένη. Παράλληλα, δημοσιεύει την ποιητική συλλογή Ατθίδες Αύραι.Την ίδια χρονιά (1883), δημοσιεύεται στην Εστία το πρώτο μεγάλο διήγημά του Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως και το Ποίος ήτο ο φονεύς του αδερφού μου. Το 1884, λόγω του θανάτου του προστάτη του Ζαρίφη, υποχρεώνεται να επιστρέψει στην Αθήνα και διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο.

Ένα χρόνο αργότερα, εκλέγεται υφηγητής φιλοσοφίας με την διατριβή του Η φιλοσοφία του καλού παρά Πλωτίνω. Παράλληλα δημοσιεύονται τα διηγήματά του Αι συνέπεια της παλαιάς ιστορίας και Το μόνον της ζωής του ταξείδιον. Εκείνη την εποχή αρχίζει να ασχολείται με ένα μεταλλείο στο Σαμάκοβο. Το 1886 γράφει το Μοσκώβ Σελήμ. Το 1892 προσβάλλεται από φρενική νόσο και καταλήγει έγκλειστος στο Δρομοκαΐτειο. Ύστερα από τέσσερα χρόνια εγκλεισμού, πεθαίνει τον Απρίλιο του 1896.

Γεώργιος Βιζυηνός (1849 - 1896)

Ο Γεώργιος Βιζυηνός γεννήθηκε το 1849 στη Βιζύη της Θράκης. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γεώργιος Μιχαηλίδης. Έμεινε ορφανός από πατέρα στα πέντε του χρόνια και στα δέκα του στάλθηκε στην Πόλη, κοντά σε κάποιον συγγενή του για να μάθει τη ραπτική τέχνη. Δύο χρόνια αργότερα, μετά το θάνατο του τελευταίου, ο οποίος υπήρξε τυραννικός απέναντι στο μικρό Γεώργιο, στάλθηκε στη Λευκωσία της Κύπρου ως υποτακτικός του αρχιεπισκόπου Σοφρωνίου Β΄ με φροντίδα του ευεργέτη του εμπόρου Γιάγκου Γεωργιάδη Τσελεμπή. Στην περίοδο της παραμονής του στην Κύπρο (περίπου 1868 ως 1872) τοποθετούνται οι πρώτες σπουδές του, τις οποίες ακολούθησαν το 1872 μαθήματα στο Ελληνικό Λύκειο του Πέραν στην Κωνσταντινούπολη, υπό τη διεύθυνση του Γεωργίου Χασιώτη και στη Θεολογική Σχολή της Χάλκης με δάσκαλο και συμπαραστάτη του τον τυφλό ποιητή και θεολόγο Ηλία Τανταλίδη.

Ο επόμενος χρόνος της ζωής του Βιζυηνού σημαδεύτηκε από τη γνωριμία του με τον τραπεζίτη και εθνικό ευεργέτη Γεώργιο Ζαρίφη, ο οποίος τον έθεσε για πολλά χρόνια υπό την προστασία του. Με τη βοήθεια του τελευταίου ο Βιζυηνός τύπωσε στην Κωνσταντινούπολη την πρώτη του ποιητική συλλογή Ποιητικά Πρωτόλεια και έφυγε για την Αθήνα, όπου τελείωσε το γυμνάσιο της Πλάκας. Το 1874 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό το επικό ποίημα Ο Κόδρος και βραβεύτηκε με εισήγηση του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, όμως η βράβευσή του προκάλεσε αρνητικά σχόλια και αντιδράσεις στους λογοτεχνικούς κύκλους. Το ίδιο έτος γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας για ένα χρόνο και το 1875 έφυγε για

Page 40: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

σπουδές στη Γερμανία. Είχε προηγηθεί μια δεύτερη (αποτυχημένη αυτή τη φορά) συμμετοχή του στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με το ποίημα Διαμάντω. Στη Γερμανία σπούδασε (1875 – 1880) στο Γκαίτιγκεν, τη Λειψία (υπήρξε μαθητής του Βίλχελμ Βουντ) και το Βερολίνο (με δάσκαλο τον Έντουαρντ Τσέλλερ) και το ενδιαφέρον του στράφηκε κυρίως στη φιλοσοφία και την ψυχολογία.

Η διδακτορική διατριβή του είχε ως θέμα την ψυχολογική και παιδαγωγική αξία του παιδικού παιχνιδιού. Στο μεταξύ το 1876 βραβεύτηκε ξανά στο Βουτσιναίο διαγωνισμό με εισήγηση του Θεόδωρου Ορφανίδη για τη λυρική ποιητική συλλογή Βοσπορίδες αύραι, ενώ τον επόμενο χρόνο (1877) τιμήθηκε με έπαινο για τις Εσπερίδες. Το 1881 επισκέφτηκε το Σαμακόβι (ή Σαμάκοβο) της Ανατολικής Θράκης για να ασχοληθεί με μια επιχείρηση μεταλλείων, υπόθεση η οποία είχε στενή σχέση με τη μελλοντική ψυχική του ασθένεια. Το 1882 επέστρεψε στην Αθήνα, ταξίδεψε στο Παρίσι και εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο, όπου ετοίμασε τη νέα του διατριβή με τίτλο Η φιλοσοφία του Καλού παρά Πλωτίνω. Το 1884 πέθανε ο Γεώργιος Ζαρίφης, ο οποίος υπήρξε προστάτης του για 11 χρόνια και ο Βιζυηνός μπήκε στην τελευταία περίοδο της ζωής του, η οποία συνοδεύτηκε από οικονομική ανέχεια.

Συνέχισε να ασχολείται με την αποτυχημένη μεταλλευτική επιχείρηση στο Σαμοκόβι, ενώ εργάστηκε ταυτόχρονα ως δάσκαλος της μέσης εκπαίδευσης και από το 1890 ως καθηγητής ρυθμικής και δραματολογίας στο Ωδείο Αθηνών. Εκεί γνώρισε το 1892 τη μόλις δεκατετράχρονη μαθήτριά του Μπετίνα Φραβασίλη, την οποία ερωτεύτηκε. Ο άτυχος έρωτάς του στάθηκε μοιραίος, καθώς προστέθηκε στα προηγούμενα χτυπήματα της ζωής του και τον οδήγησε στη ψυχασθένεια. Το ίδιο έτος εγκλείεται στο Δρομοκαΐτειο, όπου έζησε σε κατάσταση προϊούσας παραλυσίας και πέθανε το 1896 σε ηλικία σαράντα επτά χρονών.

Στο λογοτεχνικό έργο του Βιζυηνού συναντώνται στοιχεία από την Φαναριώτικη παράδοση με στοιχεία ηθογραφίας και ψυχογραφικής διείσδυσης, καθώς επίσης επιδράσεις από τα ευρωπαϊκά λογοτεχνικά ρεύματα της εποχής του. Οι καρποί της συνύπαρξης αυτής ωριμάζουν στο πέρασμα του χρόνου, τόσο στην ποίηση, όσο και στην πεζογραφία του. Ως το ωριμότερο από τα ποιητικά έργα του θεωρείται η συλλογή Ατθίδες αύραι, που τυπώθηκε στο Λονδίνο (1883) και έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τον Κωστή Παλαμά. Έγραψε επίσης λαογραφικές, φιλοσοφικές και άλλες μελέτες. Το είδος στο οποίο διέπρεψε ωστόσο στάθηκε το διήγημα. Ο Βιζυηνός από τους πρωτοπόρους της στροφής του νεοελληνικού διηγήματος προς τις λαϊκές παραδόσεις και τον ψυχογραφικό ρεαλισμό, ευθυγραμμιζόμενος με τα αιτήματα της γενιάς του 1880. Την πεζογραφική του παραγωγή αποτελούν πέντε διηγήματα (δυο από τα οποία παιδικά), τρεις νουβέλες και τέσσερα αφηγήματα δημοσιευμένα στα περιοδικά Εστία, Διάπλασις των παίδων, Εβδομάς και στην εφημερίδα Ακρόπολις.

ΤΟ ΑΜΑΡΤΗΜΑ ΤΗΣ ΜΗΤΡΟΣ ΜΟΥ

Το διήγημα Το αμάρτημα της μητρός μου δημοσιεύτηκε πρώτα στο Παρίσι, στο περιοδικό La Nouvelle Revue της Juliette Lamber-Adam στο τεύχος Μαρτίου – Απριλίου 1883 (σ. 632-653) και στην Αθήνα στην Εστία σε δύο συνέχειες (10 / 17 Απριλίου 1883). Ο Ι. Παπακώστας (http://tovima.dolnet.gr/) αναφέρει για αυτή την επιλογή του Βιζυηνού: «Η απόφαση όμως του Βιζυηνού να δει το (πρώτο) διήγημά του δημοσιευμένο πρώτα σε ευρωπαϊκό περιοδικό και κατόπιν σε ελληνικό προκαλεί ερώτημα. Το ερώτημα είναι αν η επιθυμία του αυτή προερχόταν από κάποια τάση

Page 41: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

επίδειξης ή συνδέεται με την πικρία που σίγουρα θα είχε δοκιμάσει για τον υποτιμητικό τρόπο με τον οποίο τον είχαν αντιμετωπίσει κατά το ολιγόμηνο χρονικό διάστημα της παραμονής του στην Αθήνα το 1882, οπότε του προσάπτονταν κολακεία, παρασιτία, χυδαιότητα, γελοιότητες και μάλιστα σε ανώνυμα δημοσιεύματα.»

 

Ανάλυση

Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα εξαιρετικό ηθογραφικό και ψυχογραφικό έργο, από τα πιο αξιόλογα κείμενα της λογοτεχνίας μας, με έντονο το αυτοβιογραφικό στοιχείο: κεντρικό πρόσωπο είναι η μητέρα του συγγραφέα - αφηγητή, ενώ ο ίδιος είναι συμπρωταγωνιστής. Το έργο αναφέρεται στις απελπισμένες αλλά μάταιες προσπάθειες της χήρας μητέρας του συγγραφέα να σώσει την άρρωστη κόρη της, η οποία τελικά πέθανε, και στην υιοθεσία διαδοχικά δύο άλλων κοριτσιών. Κατά βάθος όλες αυτές οι προσπάθειες απέρρεαν από τις ενοχές που τη βασάνιζαν, επειδή η ίδια είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της ένα από τα παιδιά της (το μοναδικό τότε κοριτσάκι της, που ήταν βρέφος) και είχαν ως στόχο την εξιλέωσή της και την αναπλήρωση του τραγικού κενού. Αρχικά ο συγγραφέας μας παρουσιάζει τα κύρια πρόσωπα του έργου, την Αννιώ, τη μοναδική αδερφή του, η οποία είναι άρρωστη, και τη χήρα μητέρα τους, η οποία είναι προσηλωμένη σ’ αυτήν και παραμελεί τα τρία αγόρια της. Η αρρώστια της Αννιώς επιδεινώνεται και η μητέρα μετέρχεται μάταια κάθε τρόπο και μέσο για τη θεραπεία της κόρης της: φάρμακα, βότανα, φυλακτά, ξόρκια, ευχολόγια. Δυστυχώς η Αννιώ πεθαίνει και η μητέρα υιοθετεί μια ψυχοκόρη, που τη μεγαλώνει με υπερβολική στοργή και την παντρεύει, για να υιοθετήσει στη συνέχεια ένα άλλο κοριτσάκι, πολύ μικρό κάτι που προξενεί την έντονη αντίδραση των δύο αγοριών (ο αφηγητής έχει φύγει στην ξενιτιά). Ο Γιωργής (ο αφηγητής) επιστρέφει από τα ξένα και αντιδρά και αυτός για την νέα υιοθεσία του κοριτσιού, όμως η μητέρα αποφασίζει να του αποκαλύψει κρυφά το τρομερό μυστικό της: η εμμονή της για υιοθεσία κοριτσιών οφείλεται σε ένα τραγικό γεγονός, για το οποίο νιώθει τύψεις εδώ και χρόνια. Στο παρελθόν είχε αποκτήσει ένα άλλο κοριτσάκι, που το είχε καταπλακώσει άθελά της στον ύπνο της και το πρωί το βρήκε νεκρό (εδώ λύνεται και η απορία του αναγνώστη για τον τίτλο του διηγήματος). Ο Γιωργής μπορεί τώρα να ερμηνεύσει πολλές ανεξήγητες ως τότε ενέργειες της μητέρας του, την οποία προσπαθεί να ανακουφίσει εξηγώντας της ότι επρόκειτο για δυστύχημα. Μετά την επιστροφή του αφηγητή στην Πόλη, με την ευκαιρία μιας επίσκεψης της μητέρας του εκεί, την πήγε στον πατριάρχη, ο οποίος την εξομολόγησε και της έδωσε συγχώρεση για το παλιό της «αμάρτημα». Όμως η μητέρα, και αν ακόμα απέβαλε το φόβο της θείας τιμωρίας, έμεινε με τις τύψεις και τον πόνο στην καρδιά λέγοντας χαρακτηριστικά: ο πατριάρχης ..συγχωρνά ταις αμαρτίαις όλου του κόσμου. Μα, τι να σε πω! Είναι καλόγερος. Δεν έκαμε παιδιά, για να μπορεί να γνωρίση, τι πράγμα είναι το να σκοτώση κανείς το ίδιο το παιδί του! Έτσι λιτά κλείνει το διήγημα, με τα δάκρυα της μητέρας και τη σιωπή του Γιωργή...

 

 

Παράθεμα για το έργο

Page 42: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

 

«Υπάρχει η ζέστα του υποκειμενικού στοιχείου στο Αμάρτημα της μητρός μου, καθώς η αφήγηση μας δίνεται ως ανάμνηση του συγγραφέα. Ένα οικογενειακό δράμα εξιστορεί στο διήγημα αυτό ο Βιζυηνός, με γνώση της ψυχής και με αφηγηματική τέχνη. Από την αφήγηση δεν λείπουν ακόμα, εδώ κι εκεί, η ειρωνεία, η χάρη, το χιούμορ. Το θέμα είναι απλό, τα πρόσωπα λίγα: κυρίως η μητέρα και ο αφηγητής. Ωστόσο η επιμονή του συγγραφέα στον εσωτερικό κόσμο, η σωστή περιγραφή και απόδοση του ψυχικού δράματος της μητέρας, της Δεσποινιώς της Μιχαλιέσσας, η ηθική δοκιμασία της από τη συναίσθηση του αμαρτήματός της, υψώνουν το θέμα και το διήγημα σ’ ένα άλλο επίπεδο - όχι απλώς ρεαλιστικό. Γιατί όλα στο Αμάρτημα της μητρός μου υπηρετούν τον μέσα κόσμο, την αγωνία και το βάθος της ψυχής, τη συγκρατημένη έκφραση του πόνου της μητέρας. Έπειτα οι σχέσεις ανάμεσα στα πρόσωπα του διηγήματος είναι τόσο αληθινές, τόσο φυσικές, τόσο συγκινητικά και ουσιαστικά δοσμένες, ώστε το δράμα να υποβάλλεται αβίαστα, με ισορροπία και με μέτρο, χωρίς ακρότητες ή υπερβολές. Η πλαστική δύναμη του Βιζυηνού διακρίνεται επίσης εδώ: τα πρόσωπά του, και ιδίως η μητέρα, ζωντανεύουν θαυμάσια, μέσα σε λίγες γραμμές, ανάμεσα από ένα διάλογο που μπορεί και μας δίνει πάντα το καίριο - ό,τι αποκαλύπτει μια πτυχή της ψυχής. Η ευαισθησία του συγγραφέα συλλαμβάνει και τις παραμικρότερες κυμάνσεις της εσωτερικής ζωής, και η πλαστική και η αφηγηματική του ικανότητα τις μορφοποιούν και τις δικαιώνουν πεζογραφικά, κερδίζοντας και γοητεύοντας τον αναγνώστη. Το αμάρτημα της μητρός μου είναι ένα διήγημα με ζεστά συναισθήματα και πάθη, με ανθρωπιά και τρυφερότητα. Η τάση της μητέρας να υιοθετεί ολοένα μικρά κορίτσια δεν παρουσιάζεται ως έμμονη ιδέα, όπως γράφουν ο Αντώνης Γιαλούρης και ο Άλκης Θρύλος, δεν είναι δηλαδή απλή ιδιοτροπία ή ψυχική ιδιομορφία ούτε «μονομανίας αποτέλεσμα», αλλά βαθύτατη ανάγκη της ψυχής».

Σαχίνη Α., «Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 346-347.

ΜΕΤΑΞΥ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΚΑΙ ΝΕΑΠΟΛΕΩΣ

Το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού Μεταξύ Πειραιώς και Νεαπόλεως δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία στις 21 και 28 Αυγούστου 1883. Περιγράφει τη συνάντηση του αφηγητή (που είναι ο ίδιος ο συγγραφέας) με μια δεκαεπτάχρονη κοπέλα, τη Μάσιγγα και τον πλούσιο πατέρα της στο πλοίο Rio Grande κατά το ταξίδι τους από τον Πειραιά στη Νεάπολη με τελικό προορισμό τη Μασσαλία. Ο Βιζυηνός ονειρεύεται μια ερωτική ιστορία, που θα είχε ελπίδες κατάληξης σε έναν πιο σοβαρό δεσμό με την νεαρή κοπέλα, η οποία φαίνεται πως ανταποκρίνεται στον έρωτά του. Χαρακτηριστική είναι η ψυχογράφηση του εσωτερικού του κόσμου στις στιγμές που φαντάζεται μια ευτυχή κατάληξη στο επιπόλαιο φλέρτ που αναπτύχθηκε μεταξύ τους. Απογοητεύεται όμως όταν μαθαίνει από τον πατέρα της νεαρής (με τον οποίο ο συγγραφέας μοιράζεται το πάθος της στιχοποιίας) ότι σκοπός του ταξιδιού τους είναι το Παρίσι, όπου η νεαρή Μάσιγγα πρόκειται να εγκλειστεί σε παρθεναγωγείο για να εκπαιδευτεί, ώστε να παντρευτεί τον Γάλλο κόμη De Plumpsium. Και σε αυτό το διήγημα του Βιζυηνού, εμφανίζονται τα δύο χαρακτηριστικά στοιχεία της πεζογραφίας του: τα αυτοβιογραφικά στοιχεία και η καθαρεύουσα. Όπως και σε όλα τα έργα του, ο Βιζυηνός εντάσσει αυτοβιογραφικά στοιχεία και πιθανόν μας περιγράφει το ταξίδι του στο εξωτερικό το 1882. Η γλώσσα

Page 43: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

του διηγήματος είναι τυπική αλλά εύπλαστη καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη, ενώ στους διαλόγους η χρήση της καθημερινής γλώσσας προσδίδει στο διήγημα ζωντάνια και φυσικότητα.

ΠΟΙΟΣ ΗΤΟΝ Ο ΦΟΝΕΥΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ

Το τρίτο διήγημα του Βιζυηνού Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό Εστία σε τρεις συνέχειες από τις 23 Οκτωβρίου 1883. Σ’ αυτό το διήγημα που χαρακτηρίστηκε από τον Παλαμά ως «το διηγηματογραφικό αριστούργημα του Βιζυηνού» ο συγγραφέας μας περιγράφει ένα δραματικό περιστατικό της ζωής του: το θάνατο του αδελφού του, Χρήστου και τις αγωνιώδεις προσπάθειες της μητέρας του να βρει το δολοφόνο του παιδιού της. Η ιστορία ξεκινά στην Κωνσταντινούπολη όπου ο Γεώργιος συναντά μετά από αρκετά χρόνια τη μητέρα του και τον αδερφό του Μιχαήλο. Εκεί τους φιλοξενούν στο σπίτι τους μια οικογένεια Τούρκων, οι οποίοι θέλουν με αυτόν τον τρόπο να ευχαριστήσουν τη μητέρα του συγγραφέα, επειδή είχε περιθάλψει για επτά μήνες τον γιο της Κιαμήλ, που τον είχε βρει αιμόφυρτο στο δρόμο. Αφού μαθαίνουμε από το στόμα του Κιαμήλ το πως βρέθηκε τραυματισμένος στα χέρια της μητέρας του αφηγητή, μαθαίνουμε την τραγική αλήθεια: Ο Κιαμήλ, προσπαθώντας να εκδικηθεί το θάνατο του αδελφοποιτού του που πέθανε στην ίδια ενέδρα, σκότωσε άθελά του τον Χρήστο, τον αδελφό του συγγραφέα! Ο Κιαμήλ συλλαμβάνεται και ο συγγραφέας στέλνει τη μητέρα του πίσω στο χωριό, χωρίς να της αποκαλύψει την αλήθεια. Τρία χρόνια αργότερα ο συγγραφέας επισκέπτεται το χωριό του και βρίσκει εκεί τον Κιαμήλ τρελό από τις τύψεις, να είναι υπηρέτης στο σπίτι της μητέρας του, χωρίς αυτή να ξέρει την αλήθεια για το φονιά του παιδιού της. Ο Βιζυηνός στο Ποιος ήτον ο φονεύς του αδελφού μου διέγραψε πολύ ζωντανούς τους χαρακτήρες των προσώπων μέσα στη δραματικότητά τους. Η μορφή της μητέρας του συγγραφέα και του Κιαμήλ αποκτούν διαστάσεις ηρώων αρχαίας τραγωδίας, μιας και η μητέρα αγνοεί το φονιά του γιου της και ο Κιαμήλ αρχικά αγνοεί ποιος ήταν το πραγματικό θύμα του. Χαρακτηριστική είναι επίσης μια τεχνική καινοτομία στο έργο που είχε εμφανιστεί σπάνια στη μέχρι τότε λογοτεχνική παραγωγή: Ο Βιζυηνός αλλάζει συνεχώς τους αφηγητές μέσα στο έργο και η χρονική σειρά στη διήγηση παρουσιάζει παλινδρομήσεις μεταξύ παρόντος και παρελθόντος. Έτσι ανανεώνεται συνεχώς το ενδιαφέρον του αναγνώστη και μας παρουσιάζεται η ιστορία από πολλές οπτικές γωνίες (του αφηγητή, της μητέρας του, του Μιχαήλου, του Κιαμήλ) φωτίζοντας την ψυχοσύνθεση των πρωταγωνιστών.

ΑΙ ΣΥΝΕΠΕΙΑΙ ΤΗΣ ΠΑΛΑΙΑΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ

Το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας είναι το εκτενέστερο διήγημα του συγγραφέα και δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Εστία από την 1η ως τις 29 Ιανουαρίου 1884. Η υπόθεση του έργου τοποθετείται στη Γοτίγγη της Γερμανίας στη δεκαετία του 1870 και βασικός ήρωας της ιστορίας είναι ο Πασχάλης, συμμαθητής του συγγραφέα στο γυμνάσιο της Πλάκας, ο οποίος σπουδάσε, όπως και ο συγγραφέας, στη Γερμανία. Ο συγγραφέας, εξαιτίας ενός επίπονου βήχα, επισκέπτεται το νοσοκομείο και εκεί παρακολουθεί την εξέταση μιας νεαρής κοπέλας από το Freiburg, η οποία είχε παραφρονήσει από ερωτική απογοήτευση. Ο γιατρός που εξέτασε τον συγγραφέα τον συμβουλεύει να πάει στα χωριά του Χαρτς για να θεραπευθεί από την ασθένειά του, όμως αυτός αποφασίζει να πάει στο Κλάουσθαλ

Page 44: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

για να συναντήσει τον παλιό του συμμαθητή που εργαζόταν ως μεταλλειολόγος. Στο Κλάουσθαλ ο Πασχάλης διηγείται την ιστορία του στο συγγραφέα: Όταν σπούδαζε στη Γοτίγγη ανέπτυξε μια αισθηματική σχέση με την Κλάρα, κόρη ενός καθηγητή του στο Πανεπιστήμιο, όμως ο Πασχάλης νόμιζε πως ήταν ψυχικά μολυσμένος από κάποιο προηγούμενο δεσμό του στην Αθήνα με την ανάξια Ευλαλία. Έτσι δεν ανταποκρίθηκε στον έρωτα της Κλάρας, παρ’ όλο που και αυτός έχει αισθήματα γι’ αυτήν. Ο Πασχάλης για να ξεχάσει την Κλάρα έφυγε από τη Γοτίγγη και πίστεψε ότι αυτή πέθανε από τη θλίψη της. Ο συγγραφέας συνειδητοποιεί ότι η Κλάρα ήταν η κοπέλα που συνάντησε στο ψυχιατρείο του Freiburg αλλά αποφασίζει να μην πει τίποτα στον φίλο του. Η ιστορία τελειώνει με τον σχεδόν ταυτόχρονο θάνατο των δύο ερωτευμένων νέων. Στο Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας το ερωτικό στοιχείο παρουσιάζεται από τον Βιζυηνό με έντονα ρομαντικό τρόπο και εμφανίζονται αφηγηματικά στοιχεία που δεν τα ξανασυναντούμε στα διηγήματα του συγγραφέα. Υπό αυτό το πρίσμα το Αι συνέπειαι της παλαιάς ιστορίας αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της πεζογραφίας του Βιζυηνού. 

ΤΟ ΜΟΝΟΝ ΤΗΣ ΖΩΗΣ ΤΟΥ ΤΑΞΕΙΔΙΟΝ

Το διήγημα του Γεώργιου Βιζυηνού Το μόνον της ζωής του ταξίδιον δημοσιεύτηκε σε δύο συνέχειες στο περιοδικό Εστία τον Ιούνιο και τον Ιούλιο του 1884. Είναι ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και γοητευτικά διηγήματα του συγγραφέα, με έντονη την παρουσία του χιούμορ και της ειρωνείας. Ο Βιζυηνός ξαναγυρνά στην παιδική του ηλικία και το διήγημα κυριαρχείται από έντονα βιωματικά στοιχεία, περιγράφοντας τον άκακο αλλά και άβουλο χαρακτήρα του παππού του και την αυταρχική και καταπιεστική γιαγιά του.

Ο αφηγητής του διηγήματος, ο εγγονός, διηγείται αρχικά τις συνθήκες διαβίωσής του στην Πόλη, όταν ήταν ραφτόπουλο του αρχιράφτη της Βαλιδέ – Σουλτάνας και περίμενε να του συμβούν όλες οι περιπέτειες που του είχε διηγηθεί ο «κοσμογυρισμένος» παππούς του. Βέβαια η πραγματικότητα είναι αρκετά διαφορετική από τις διηγήσεις του παππού, γεγονός που γεμίζει με απογοήτευση τον νεαρό. Κάποια μέρα φτάνει στην Πόλη ο Θύμιος, ο υπηρέτης του παππού και τον παίρνει μαζί του στο χωριό, γιατί ο παππούς του δεν ήταν καλά και τον ζητούσε. Ο εγγονός βρίσκει τον παππού του σε αρκετά καλή κατάσταση και στην κουβέντα που αναπτύσσεται, ο νεαρός ρωτά τον παππού σχετικά με τα ταξίδια που έκανε όταν ήταν νέος. Σε αυτή την κουβέντα αποκαλύπτεται ότι ο παππούς δεν έχει κάνει ούτε ένα ταξίδι στη ζωή του και πως όλα τα ταξίδια που σκεφτόταν να κάνει τα πραγματοποίησε η αυταρχική και καταπιεστική γιαγιά του νεαρού, η Χρουσή. Ο παππούς περιγράφει τις περιπέτειες της παιδικής του ηλικίας στον εγγονό και ο γάμος του σε πολύ μικρή ηλικία εξηγεί κατά τον Βιζυηνό τον άβουλο χαρακτήρα του. Την επόμενη μέρα ο παππούς πεθαίνει και έτσι πραγματοποιεί αληθινά «το μόνον της ζωής του ταξίδιον».

Το συγκεκριμένο διήγημα με την συγκινητική και ανθρώπινη ιστορία του, κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη. Ο Βιζυηνός χρησιμοποιώντας μια τυπική αλλά εύπλαστη καθαρεύουσα στα αφηγηματικά μέρη και με τη χρήση της καθημερινής γλώσσας στα διαλογικά μέρη χτίζει ένα διήγημα, το οποίο, σύμφωνα και με τον Α. Σαχίνη («Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 354) «είναι ένα διήγημα περισσότερο ποιητικό, παρά δραματικό».

Page 45: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ΜΟΣΚΩΒ ΣΕΛΗΜ

Ο Μοσκώβ - Σελήμ είναι το τελευταίο διήγημα του Βιζυηνού και δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στην εφημερίδα Εστία από τις 28 Απριλίου 1895, ενώ ο Βιζυηνός βρισκόταν έγκλειστος στο ψυχιατρείο. Πρόκειται για ένα αφήγημα πλούσιο σε ηθογραφικά και ψυχογραφικά στοιχεία και μας παρουσιάζει τις περιπέτειες ενός κυνηγημένου και αδικημένου ανθρώπου, του Τούρκου Σελήμ. Μάλιστα στον πρόλογο του έργου ο συγγραφέας αναφέρει για την επιλογή του να περιγράψει τις περιπέτειες ενός Τούρκου: «Φοβούμαι μήπως οι φανατικοί της ιδικής μου φυλής ονειδίσωσι ένα Έλληνα συγγραφέα, διότι δεν απέκρυψεν την αρετήν σου ή δεν υπεκατέστησεν εν τη αφηγήσει σου ένα χριστιανικόν ήρωα. Αλλά μη σε μέλει. Δεν θα αφαιρεθεί τι από την αξίαν σου, διότι ενεπιστεύθης εις εμέ τας περιπετείας της ζωής σου και δεν θα με τύψει ποτέ η συνείδησις, διότι, ως απλούς χρονογράφος, εξετίμησα εν σοι ουχί τον άσπονδον εχθρόν του Έθνους μου, αλλ’ απλώς τον άνθρωπον. Δια τούτο μη σε μέλλει, θα γράψω την ιστορίαν σου.»

Η ιστορία διαδραματίζεται στη Θράκη, όπου ο αφηγητής συναντά έναν παράξενο γέροντα, τον Σελήμ που στην εξωτερική του εμφάνιση έχει στοιχεία και τουρκικά και ρωσικά. Ο γέρος, που αποκαλείται Μοσκώβ - Σελήμ, διηγείται τις περιπέτειες της ζωής του, την απελπισμένη προσπάθειά του να γίνει αρεστός στον πατέρα του, τη συμμετοχή του στον πόλεμο εναντίον των Ρώσων και την αγάπη του γι’ αυτούς, που του φέρθηκαν με μεγάλη ανθρωπιά, όταν πιάστηκε αιχμάλωτός τους. Μέσα στην ψυχή του γέροντα υπήρχε μια έντονη διαμάχη ανάμεσα στην αγάπη του για την πατρίδα και στην αγάπη του για τους Ρώσους.

Ο Βιζυηνός με τον Μοσκώβ - Σελήμ μας παρουσιάζει τον χαρακτήρα και τις αντιλήψεις της τουρκικής κοινωνίας και την επίδραση του οικογενειακού και κοινωνικού περιβάλλοντος στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του Σελήμ και έτσι δίνει έμμεσα στους αναγνώστες του και τη δική του θεωρία ζωής. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Α. Σαχίνης («Το διήγημα του Γ. Βιζυηνού», Επιστημονική Επετηρίς Φιλοσοφικής Σχολής Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Περίοδος Α΄, 1968, Τόμος Ι΄, σ. 358) «Η ανθρωπιά και η εγκαρτέρηση του Μοσκώβ Σελήμ, η επιείκεια και η ανοχή του, η υπερνίκηση της πίκρας, του πόνου και της αδικίας στη ζωή με τη μόνωση και τη γαλήνη, ίσως να αποτελούν, στο τελευταίο αυτό διήγημά του, το ψυχικό καταστάλαγμα του Βιζυηνού, την έμμεση αποτύπωση της τελικής βιοθεωρίας του.»

Ο Γεώργιος Χορτάτσης (1550–1660 περ.)[1] ήταν Κρητικός θεατρικός συγγραφέας της περιόδου της ακμής της κρητικής λογοτεχνίας. Έγραψε τα έργα Ερωφίλη, Κατσούρμπος και Πανώρια.

Βίος

Για τη ζωή του ελάχιστα πράγματα είναι γνωστά και δεν έχουμε πληροφορίες για το πατρώνυμό του, ώστε να επιτευχθεί με βεβαιότητα η ταύτισή του με βάση τις αρχειακές πηγές. Φαίνεται πως ανήκε σε παλιά, και πιθανόν αρχοντική οικογένεια της Κρήτης. Δεν γνωρίζουμε ακριβώς πότε έζησε, αλλά πιθανότατα γεννήθηκε στα μέσα του 16ου και πέθανε στις αρχές του 17ου.

Page 46: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Πολύτιμη μαρτυρία για το έργο του Χορτάτση είναι οι ακόλουθοι στίχοι του Μαρίνου Τζάνε Μπουνιαλή, από το ποίημά του Φιλονικία του Χάνδακος και του Ρεθέμνου:

Ένα παιδί μου παλαιόν, οπού 'θελα γεννήσηκ' εκείνο με πολλή τιμήν ήθελε με στολίση•Γεώργιον Χορτάκιον εκράζαν τ' όνομά τουκαι καμε την πανώργιαν του με ζαχαρένια χείλημαζί με τον Κατζάροπον την άξιαν Ερωφίλη.

Από το έργο του Χορτάτση αλλά και από μαρτυρίες της εποχής συμπεραίνει κανείς ότι είχε ευρεία μόρφωση. Δεν μπορεί να αποκλειστεί και η πιθανότητα να είχε σπουδάσει στην Ιταλία. Είναι βέβαιο πως παρακολουθούσε το σύγχρονο με αυτόν ιταλικό θέατρο και γνώριζε τους κλασικούς Λατίνους συγγραφείς. Φαίνεται ότι είχε και επαφές με βενετούς ευγενείς, αφού δύο από τα έργα του, η Πανώρια και η Ερωφίλη, είναι αφιερωμένα στον ευγενή από τα Χανιά Μαρκαντώνιο Βιάρο, σημαντικό προστάτη των γραμμάτων, και τον δικηγόρο από τα Χανιά Ιωάννη Μουρμούρη. Εξίσου πιθανό είναι να συμμετείχε και σε κάποια από τις Ακαδημίες που είχαν ιδρυθεί στις μεγάλες κρητικές πόλεις και πρωταγωνιστούσαν στην πνευματική ζωή.

Έργο

Έγραψε σίγουρα τρία θεατρικά έργα: την τραγωδία Ερωφίλη, την κωμωδία Κατσούρμπος και το ποιμενικό δράμα Πανώρια. Είναι πιθανό επίσης να είναι ο συγγραφέας και της κωμωδίας Στάθης. Η χρονολόγηση των έργων του και η χρονική σειρά τους δεν είναι βέβαιη, αλλά τοποθετείται στις δύο τελευταίες δεκαετίες του 16ου αι. Το ποιητικό ύφος του Χορτάτση διακρίνεται για την πολύ φροντισμένη στιχουργική και την περίπλοκη γλωσσική μορφή, με μεγάλου μήκους προτάσεις, συχνούς διασκελισμούς και υπερβατά σχήματα. Υφολογικά όμως διαφοροποιείται από έργο σε έργο, προσαρμοζόμενος στις συμβάσεις του λογοτεχνικού είδους που κάθε φορά επιλέγει: ο λόγος του είναι πιο σύνθετος στην Ερωφίλη, ενώ στον Κατσούρμπο το λεξιλόγιο είναι πιο καθημερινό, με πολλές ιταλικές λέξεις. Έργο του Χορτάτση φαίνεται πως είναι και τα ιντερμέδια που διασώζονται στα χειρόγραφα των έργων του.

Ο Γεώργιος Χορτάτσης γεννήθηκε στο Ρέθυμνο στα μέσα του 16ου αιώνα και πέθανε μετά το 1605. Είναι σύγχρονος του Σαίξπηρ και του Δομίνικου Θεοτοκόπουλου. Τα στοιχεία που έχουμε για τη ζωή του είναι πολύ λίγα. Καταγόταν από αρχοντική γενιά του Βυζαντίου και οι πρόγονοί του έφτασαν στην Κρήτη από τη Μικρά Ασία. Η οικογένειά του ανήκε στην τάξη των ευγενών ή των μεγαλοαστών. Οι Χορτάτσηδες αναφέρονται από έναν Ιταλό περιηγητή του 15ου αιώνα ως η πρώτη οικογένεια που εγκαταστάθηκε στην Κρήτη την εποχή του Νικηφόρου Φωκά. Επίσης, στα 1644, σε απογραφή που έγινε στο νησί, οι Χορτάτσηδες φαίνεται να ανήκουν στους Κρητικούς ευγενείς. Εξάλλου και ο εκδότης της Ερωφίλης, ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, χαρακτήρισε το έργο ως «ποίημα του λογιωτάτου και ευγενεστάτου κυρίου Γεωργίου Χορτάτση του Κρητικού».

    Γεγονός πάντως είναι ότι η καλή οικονομική κατάσταση της οικογένειάς του τού επέτρεψε να αποκτήσει σημαντική για την εποχή μόρφωση. Το περιβάλλον του

Page 47: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Χορτάτση αποτελείται από μορφωμένους αστούς και ευγενείς. Οι περισσότεροι γνωρίζουν άριστα την ιταλική γλώσσα και έχουν φοιτήσει σε πανεπιστήμια της Ιταλίας, ενώ αρκετοί γνωρίζουν λατινικά και αρχαία ελληνικά. Η παραμονή τους στα πνευματικά κέντρα της εποχής πλούτισε τις γνώσεις τους και άνοιξε τους ορίζοντές τους. Επιστρέφοντας στην πατρίδα τάχθηκαν με ενθουσιασμό υπέρ της πνευματικής της αναγέννησης. Ο Χορτάτσης έζησε αρκετό καιρό στο Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο). Στο έργο του ο Κατσούρμπος συναντάμε περιγραφές εκκλησιών, λαϊκών συνοικιών και άλλων παρόμοιων στοιχείων που αποδεικνύουν την παραμονή του εκεί. Τέλος, σύμφωνα με τους μελετητές, η δεκαετία του 1590 τον βρίσκει να κυριαρχεί στη θεατρική ζωή του νησιού ως προικισμένος θεατρικός συγγραφέας.

    Από το έργο του αποδεικνύεται ότι βρίσκεται πιο κοντά στη δυτική παιδεία από ό,τι στην αρχαία ελληνική. Τα έργα του φανερώνουν ότι είχε πολύ καλή γνώση της ποιητικής τέχνης και ότι είχε μελετήσει τα έργα μεγάλων ποιητών της εποχής, όπως του G.B. Giraldi, του L. Groto, του Τ. Tasso, του G.B. Guarini. Επίσης πρέπει να είχε παρακολουθήσει και θεατρικές παραστάσεις. Στο έργο του υπάρχουν στοιχεία που μαρτυρούν την επίδραση που δέχτηκε από μεγάλους δημιουργούς της Δύσης. Κατάφερε όμως να αξιοποιήσει με τον καλύτερο τρόπο τις κατακτήσεις των Ιταλών και να παρουσιάσει ένα έργο άρτιο σε τεχνική και προσαρμοσμένο στα δεδομένα του τόπου του.

    Το έργο του περιλαμβάνει όλα τα είδη του αναγεννησιακού θεάτρου: κωμωδία Κατσούρμπος, τραγωδία Ερωφίλη, ποιμενικό δράμα Πανώρια, τα οποία συνέγραψε στα τέλη περίπου του 16ου αιώνα, την εποχή δηλαδή που η Κρήτη βρισκόταν στην καλλιτεχνική και πνευματική της ακμή. Ο Χορτάτσης χαρακτηρίστηκε αναγεννησιακός ποιητής. Στο έργο του αποτυπώνονται οι κλασικές του γνώσεις και η ρητορική του ικανότητα. Τα ρητορικά σχήματα ποικίλλουν και ο δεκαπεντασύλλαβος στίχος αποδίδεται με ξεχωριστή δεξιοτεχνία, κρατώντας αποστάσεις από τον δεκαπεντασύλλαβο του δημοτικού τραγουδιού. Η γλώσσα του είναι δημοτική, ιδιωματική. Το κρητικό ιδίωμα, καθαρό και απαλλαγμένο από ξένες γλωσσικές επιδράσεις, σε συνδυασμό με το έντεχνο και επιμελημένο ύφος, καθηλώνει τον αναγνώστη ή ακροατή. Η χρήση της συνίζησης και του διασκελισμού βοηθάει την έκφραση στοχαστικών νοημάτων.

    Ο Χορτάτσης ήταν γνωστός στην εποχή του και καταξιωμένος ποιητής στη συνείδηση των συμπολιτών του. Σε όλη τη διάρκεια του 18ου αιώνα η Ερωφίλη βρίσκεται παρούσα στα έργα των ποιητών και η διακειμενική παρουσία της αποδεικνύει την απήχηση που είχε. Το δράμα γνώρισε πολλές εκδόσεις και δόθηκαν πολλές παραστάσεις στην Κρήτη. Μετά την τουρκική κατάκτηση διαδόθηκε στα Επτάνησα και από εκεί στην Άρτα, στην Αμφιλοχία κ.α. Αποσπάσματα του έργου σταδιακά πέρασαν στην προφορική παράδοση αξιοποιήθηκαν από το δημοτικό τραγούδι.

Η Ερωφίλη επέδρασε και στο έργο άλλων Κρητικών ποιητών: Κορνάρος, Τρωίλος, Φόσκολος, καθώς και στο έργο των Επτανησίων. Τέλος, το 1903 ο Παλαμάς, στον πρόλογο της Τρισεύγενης, μνημονεύει το Χορτάτση ως πατέρα της νεοελληνικής δραματουργίας.

Έγραψαν γι' αυτόν

Page 48: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

 

«Η έντονη αντιτυραννική διάθεση του έργου προπαρασκευάζει, στο χώρο της λογοτεχνίας, τη φιλοσοφία και την πολιτική του Διαφωτισμού του 18ου αιώνα. Στο ίδιο κλίμα ανήκει η έξαρση της γυναίκας και το αίτημα για την κοινωνική της απε-λευθέρωση. Ο Χορτάτσης μετέφερε το ιδεολογικό αυτό μήνυμα στην κρητική αστική κοινωνία, που χωρίς αμφιβολία ήταν και εσωτερικά έτοιμη να το δεχθεί… και εισήγαγε την εξαιρετικά τολμηρή για την εποχή του εξέγερση των γυναικών, που δίνει και την τελική κάθαρση στο δράμα».

Στυλιανός Αλεξίου - Μάρθα Αποσκίτη, «Εισαγωγή» στο Γεώργιος Χορτάτσης, Ερωφίλη, Στιγμή, Αθήνα, 1988.

 

«Η τεχνική της Ερωφίλης είναι πολύ εξελιγμένη και παρουσιάζει, μ' όλο το υπερβολικό μάκρος των διαλόγων, απόλυτη θεατρική ωριμότητα. Παρόμοια και ο στίχος και η γλώσσα δείχνουν ώριμη ποιητική εποχή. Οι σκλάβες της Ερωφίλης αποτελούν τον χορό που εκφράζεται και σε άψογες ενδεκασύλλαβες τερτσίνες. Τα διαλογικά μέρη είναι σε ζευγαρωτούς πολιτικούς στίχους. Η γνωμική διάθεση και οι αναμνήσεις από την κλασική αρχαιότητα δεν λείπουν κι εδώ.»

Κ.Θ. Δημαρά, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Από τις πρώτες ρίζες ως την εποχή μας. Ίκαρος, Δ΄ Έκδοση, [Αθήνα] 1968, σ. 77.

 

«Η ένταση της πικρίας των λόγων και η απελπισία των αισθημάτων τα οποία εκφράζουν, συγκαλύπτουν τις διδακτικές προθέσεις. Άλλωστε, η ψυχική κατάσταση που δεσπόζει σε ολόκληρη την τραγωδία δηλώνεται ευθύς εξαρχής, στον πρόλογο: ένα συμβολικό πρόσωπο κατεξοχήν μπαρόκ, ο θάνατος, που και μόνο με την εμφάνισή του προκαλεί δέος στους θεατές, τους κάνει αμέσως να αναλογιστούν παραστατικά τη ματαιότητα της απληστίας και της άσκησης εξουσίας πάνω στους άλλους.»

Mario Vitti (Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα, 1992, σ. 98.

ΕΡΩΦΙΛΗ (ΤΡΑΓΩΔΙΑ)

Γεώργιος Χορτάτσης

 

Η Ερωφίλη είναι το πιο γνωστό έργο του Χορτάτση. Το έργο γράφτηκε στο Ρέθυμνο γύρω στα 1600. Είναι η πιο παλιά και πιο αξιόλογη από τις τρεις γνωστές τραγωδίες του κρητικού θεάτρου. Η Ερωφίλη έχει αφιέρωση στον δικηγόρο Ιωάννη Μούρμουρη ή Μόρμορη, ο οποίος καταγόταν από τα Χανιά και ήκμασε στα τέλη του 16ου αιώνα. Αποτελείται από 3.205 στίχους, πρόλογο (τον οποίο λέει ο Χάρος), πέντε πράξεις με

Page 49: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ισάριθμα χορικά και τέσσερα ιντερμέδια, που παρεμβάλλονται ανάμεσα στις πράξεις του έργου. Τα ιντερμέδια αφορούν το επεισόδιο του Rinaldo και της Armida, από το έργο του Torquato Tasso, «Ελευθερωμένη Ιερουσαλήμ» (Gerusalemme Liberata, 1581). Το έργο έχει σαν πρότυπο το έργο Orbecche του ιταλού συγγραφέα G. Battista Giraldi (1549), ενώ μέρος της δεύτερης πράξης ο Χορτάτσης την δανείστηκε από την τραγωδία Il Re Torrismondo του Τ. Tasso (1587) που υπήρξε επίσης πηγή της κρητικής τραγωδίας, Βασιλεύς ο Ροδολίνος. Πηγή των χορικών είναι η τραγωδία Phaedra του Σενέκα. Ωστόσο, παρά τις ποικίλες επιδράσεις, ο Χορτάτσης δεν μιμείθηκε άκριτα τα ξένα πρότυπα, αλλά κατάφερε να δημιουργήσει το δικό του πρωτότυπο ποιητικό έργο, με πλούσια γλώσσα, έντονη πλοκή και τέλεια στιχουργία.

Υπόθεση του έργου

Η υπόθεση της Ερωφίλης είναι μυθική. Ο Φιλόγονος, βασιλιάς της Αιγύπτου, δολοφόνησε τον αδελφό του για να πάρει το θρόνο του και παντρεύτηκε τη γυναίκα του. Από τη γυναίκα του αδελφού του απέκτησε μια κόρη, την Ερωφίλη. Στη βασιλική αυλή μαζί με την Ερωφίλη μεγαλώνει και ο Πανάρετος, νέος από βασιλική οικογένεια, άγνωστη όμως στον Φιλόγονο. Ο Πανάρετος και η Ερωφίλη έζησαν από παιδιά μαζί και σταδιακά η παιδική φιλία εξελίχθηκε σε έρωτα. Ο Πανάρετος μεγάλος πια, πηγαίνει στον πόλεμο και με την ανδρεία του σώζει το βασίλειο από εχθρική επίθεση. Μετά τον πόλεμο οι δύο νέοι παντρεύονται κρυφά. Ο βασιλιάς, όμως, θέλει να παντρέψει την κόρη του με κάποιον βασιλιά της Περσίας, για να πετύχει με αυτό το γάμο την ειρήνη ανάμεσα στους λαούς τους. Στέλνει μάλιστα τον Πανάρετο για να της το αναγγείλει και να την πείσει να δεχθεί το γάμο. Ο Φιλόγονος μαθαίνει για το μυστικό γάμο των δύο νέων και αποφασίζει να τιμωρήσει τον Πανάρετο, ο οποίος μάταια προσπαθεί να πείσει τον βασιλιά για την ευγενική του καταγωγή. Ο Φιλόγονος βασανίζει τον Πανάρετο και προσποιούμενος στην Ερωφίλη ότι τη συγχωρεί, της προσφέρει ως γαμήλιο «δώρο» σε μια χρυσή λεκάνη το κεφάλι, τα χέρια και την καρδιά του αγαπημένου της. Η Ερωφίλη θρηνεί με σπαραγμό και αυτοκτονεί. Οι γυναίκες του παλατιού αναλαμβάνουν να τιμωρήσουν το βασιλιά (ο χορός οδηγείται από την παραμάνα της Ερωφίλης, τη Νένα). Ρίχνουν κάτω το Φιλόγονο και τον ποδοπατούν μέχρι θανάτου.

Η Ερωφίλη αγαπήθηκε ιδιαίτερα από τον ελληνικό λαό και αυτό το αποδεικνύει ο μεγάλος αριθμός των εκδόσεων του έργου, οι πολλές παραστάσεις του και οι πολλές παραλλαγές και διασκευές του, που εμφανίζονται σε διάφορες περιοχές της χώρας.

Το έργο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βενετία το 1637, όταν ο Χορτάτσης είχε ήδη πεθάνει, από τον Κύπριο ιερέα Ματθαίο Κιγάλα, ο οποίος με τις επεμβάσεις του αλλοίωσε αρκετά τον χαρακτήρα του κειμένου. Την αυθεντική μορφή της Ερωφίλης αποκατέστησε το 1676 με την έκδοση του έργου ο Κρητικός Αμβρόσιος Γραδενίγος, βιβλιοφύλακας της Μαρκιανής Βιβλιοθήκης. Αυτή η έκδοση υπήρξε το πρότυπο για όλες τις επόμενες εκδόσεις.

Ο βυζαντινολόγος Νίκος Βέης επιμελήθηκε την έκδοση της Ερωφίλης (Ερωφίλη, Μεσαιωνική τραγωδία, Έκδοση Στοχαστή, Αθήνα, 1926) αναπαράγοντας την έκδοση του Κωνσταντίνου Σάθα, και το 1928 ο Στέφανος Ξανθουδίδης πραγματοποίησε την πρώτη κριτική έκδοση του έργου (Ερωφίλη. Τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση (1600), εκδιδόμενη εκ των αρίστων πηγών μετ' εισαγωγής και λεξιλογίου υπό Στέφ. Ξανθουδίδου. Athen, 1928). Επίσης ο Στυλιανός Αλεξίου και η Μάρθα Αποσκίτη

Page 50: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

πραγματοποίησαν το 1988 μια νέα έκδοση (Ερωφίλη, τραγωδία Γεωργίου Χορτάτση. Επιμέλεια Στυλιανού Αλεξίου - Μάρθας Αποσκίτη, Στιγμή, Αθήνα, 1988) στηριζόμενοι στην έκδοση του Κιγάλα και στο χειρόγραφο της Ερωφίλης του Birmingham.

Γιάννης ΡίτσοςΟ Γιάννης Ρίτσος (Μονεμβασιά 1 Μαΐου 1909 - Αθήνα 11 Νοεμβρίου 1990) ήταν Έλληνας ποιητής. Δημοσίευσε πάνω από εκατό ποιητικές συλλογές και συνθέσεις, εννέα μυθιστορήματα, τέσσερα θεατρικά έργα και μελέτες. Πολλές μεταφράσεις, χρονογραφήματα και άλλα δημοσιεύματα συμπληρώνουν το έργο του.

Το 1921 άρχισε να συνεργάζεται με τη «Διάπλαση των Παίδων». Συνεισέφερε επίσης ποιήματα στο φιλολογικό παράρτημα της «Μεγάλης Ελληνικής Εγκυκλοπαίδειας» του Πυρσού. Το 1934 εκδόθηκε η πρώτη ποιητική συλλογή του με τίτλο «Τρακτέρ», ενώ ξεκίνησε να δημοσιεύει στο «Ριζοσπάστη» τη στήλη «Γράμματα για το Μέτωπο». Την ιδια χρονιά γίνεται μέλος του ΚΚΕ στο οποίο παρέμεινε πιστός μέχρι το θάνατό του. Το 1935 κυκλοφορούν οι «Πυραμίδες», το 1936 ο «Επιτάφιος» και το 1937 «Το τραγούδι της αδελφής μου». Έλαβε ενεργό μέρος στην Εθνική Αντίσταση, ενώ κατά το χρονικό διάστημα 1948-1952 εξορίστηκε σε διάφορα νησιά. Συγκεκριμένα συλλαμβάνεται τον Ιούλιο του 1948 και εξορίζεται στη Λήμνο, κατοπιν στη Μακρόνησο (Μάης 1949) και το 1950 στον Άι Στράτη. Μετά την απελευθέρωση του τον Αύγουστο του 1952 έρχεται στην Αθήνα και προσχωρεί στην ΕΔΑ. Το 1954 παντρεύεται με την παιδίατρο Γαρυφαλιά (Φαλίτσα) Γεωργιάδη κι ένα χρόνο αργότερα γεννιέται η -μοναδική- κόρη τους Ελευθερία (Έρη). Το 1956, τον ίδιο χρόνο δηλαδή, τιμήθηκε με το Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης για τη «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Το 1968 προτάθηκε για το βραβείο Νομπέλ . Το 1975 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης και το 1977 τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης του Λένιν.

Γιάννης ΣκαρίμπαςΟ Γιάννης Σκαρίμπας (Αγία Ευθυμία Παρνασσίδος, 28 Σεπτεμβρίου 1893 – Χαλκίδα, 21 Ιανουαρίου 1984) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος. Το έργο του, εντυπωσιακό σε έκταση και ποικιλία, σημαδεύτηκε από την έντονη αντιδικία του με τις καθιερωμένες αξίες της ζωής και του αστικού πολιτισμού. Εισήγαγε επίσης υπερρεαλιστικά στοιχεία στην ελληνική πεζογραφία. Θεωρείται ένας από τους πρωτοπόρους της ελληνικής λογοτεχνίας.

Η ζωή του

Page 51: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ο Γιάννης Σκαρίμπας ήταν γόνος ιστορικής οικογένειας από την Αγία Ευθυμία της Φωκίδας, αφού ο πατέρας του, Ευθύμιος Σκαρίμπας, ήταν απόγονος αγωνιστών της Επανάστασης του 1821. Ξεκίνησε τις εγκύκλιες σπουδές του στο Αίγιο και τις ολοκλήρωσε στην Πάτρα. Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό ως ανθυπασπιστής στο 5/42 Σύνταγμα Ευζώνων. Διορίστηκε τελωνοσταθμάρχης στην Ερέτρια (πρώην Νέα Ψαρά) και το 1915 εγκαταστάθηκε στην Χαλκίδα, για να εργαστεί εκεί ως εκτελωνιστής.

Στα γράμματα εμφανίστηκε κατά την δεκαετία του 1910 με ποιήματα και πεζά που δημοσίευσε σε διάφορα περιοδικά της Αθήνας και στις εφημερίδες Εύριπος και Εύβοια της Χαλκίδας, χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Κάλλις Εσπερινός. Η πρώτη του επίσημη εμφάνιση με το πραγματικό του όνομα έγινε το 1929, όταν έλαβε το Α΄ βραβείο διηγήματος για το πεζό Ο καπετάν Σουμερλής ο Στουραΐτης, το οποίο δημοσίευσε στο περιοδικό Ελληνικά Γράμματα.

Ο μπαρμπα-Γιάννης Σκαρίμπας, όπως ήταν γνωστός στους φίλους του, έζησε όλη του την ζωή στην Χαλκίδα και ταξίδεψε ελάχιστα. Πέθανε στις 21 Ιανουαρίου 1984 και τάφηκε στο κάστρο του Καράμπαμπα.

Γιώργος ΙωάννουΟ Γιώργος Ιωάννου (1927-1985) ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες λογοτέχνες της μεταπολεμικής γενιάς.

Η ζωή του

Ο Γιώργος Σορολόπης (όπως ήταν το πραγματικό όνομα του Γιώργου Ιωάννου) γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη το 1927. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας-Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης και για ένα διάστημα υπηρέτησε ως βοηθός στην έδρα της Αρχαίας ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της πόλης. Εργάστηκε ως φιλόλογος αρχικά σε ιδιωτικά σχολεία στην Αθήνα και σε άλλα μέρη της Ελλάδας και στη συνέχεια σε δημόσια σχολεία σε διάφορες περιοχές της χώρας. Από το 1962 και για δύο χρόνια δίδαξε στο ελληνικό γυμνάσιο στη Βεγγάζη της Λιβύης. Το 1974 ορίστηκε μέλος της Επιτροπής για τη συγκρότηση ανθολογίου κειμένων λογοτεχνίας για το Δημοτικό σχολείο, καθώς και για την ανανέωση των Νεοελληνικών Αναγνωσμάτων του Γυμνασίου. Πέθανε στα 58 του χρόνια, στις 16 Φεβρουαρίου του 1985.

Το έργο του

Το 1954 εξέδωσε την πρώτη ποιητική του συλλογή Ηλιοτρόπια και εννιά χρόνια αργότερα ακολούθησε η συλλογή Τα χίλια δέντρα. Στράφηκε οριστικά στην πεζογραφία το 1964, με μια συλλογή 22 πεζογραφημάτων με τίτλο Για ένα φιλότιμο. Ασχολήθηκε ιδιαίτερα με την παράδοση και κατέγραψε και εξέδωσε δημοτικά τραγούδια, παραμύθια και έργα του Θεάτρου Σκιών.

Page 52: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Σχετικά με την νεοελληνική παράδοση δημοσίευσε τις εξής εργασίες:

Τα δημοτικά μας τραγούδια, 1966 Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού,1966 Παραλογές, 1970 Καραγκιόζης, 1971-1972,Τόμοι 3 Παραμύθια του λαού μας, 1973

Ασχολήθηκε επίσης με το θέατρο. Το 1981 εξέδωσε ένα θεατρικό έργο για παιδιά, Το αυγό της κότας. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα.

Επίσης μετέφρασε και σχολίασε:

Ευριπίδη, Ιφιγένεια εν Ταύροις, 1969 XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας που έχει τίτλο: Στράτωνος Μούσα

Παιδική, 1980 Γερμανία (ιστορικό δοκίμιο του Τάκιτου)- 1981

Ακόμη επιμελήθηκε την έκδοση του Ημερολογίου του Φ. Σ. Δραγούμη (1984) με εισαγωγή,επιμέλεια και σχόλια δικά του.

Κύρια λογοτεχνική ενασχόλησή όμως του Ιωάννου υπήρξε η πεζογραφία, όπου καθιέρωσε ένα εντελώς προσωπικό ύφος και τρόπο γραφής, από το οποίο επηρεάστηκαν αρκετοί μεταγενέστεροι συγγραφείς. Τα κυριότερα πεζά του που εκδόθηκαν μέχρι το θάνατό του είναι:

1. Η Σαρκοφάγος, συλλογή πεζών με 29 κείμενα (1971)2. Η μόνη κληρονομιά,συλλογή πεζών με 17 κείμενα (1974)3. To δικό μας αίμα, (1978 Πρώτο Κρατικό Βραβείο Πεζογραφίας),(1978)4. Επιτάφιος Θρήνος, (1980)5. Ομόνοια, (1980)6. Κοιτάσματα, (1981)7. Πολλαπλά κατάγματα, (1981)8. Εφήβων και μη, (1982)9. Εύφλεκτη χώρα, (1982)10. Καταπακτή, (1982)11. Η πρωτεύουσα των προσφύγων, (1984)12. Ο της φύσεως έρως.

Στοιχεία τεχνικής του έργου του

Στοιχεία τεχνικής που χαρακτηρίζουν το έργο του Ιωάννου είναι η μονομερής αφήγηση, η τεχνική του διασπασμένου θέματος και η σύνθεση του χρόνου. Η μονομερής ή μονοεστιακή αφήγηση είναι μια μορφή αφήγησης, στην οποία τα πάντα μας δίνονται από την οπτική γωνία ενός μόνο προσώπου, το οποίο άλλοτε μετέχει σε αυτά που εξιστορούνται και άλλοτε είναι θεατής και τα αφηγείται. Η μορφή αυτή αφήγησης δεν είναι απαραίτητα σε πρώτο πρόσωπο, αν και είναι το συνηθέστερο. Π.χ. και μολονότι σε όλα πεζά του Ιωάννου ακολουθείται η μονομερής

Page 53: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αφήγηση,άλλα είναι γραμμένα σε πρώτο, άλλα σε δεύτερο και άλλα σε τρίτο πρόσωπο. Στην τεχνική του διασπασμένου θέματος, τα γεγονότα είναι ψηφίδες που συνθέτουν το αφήγημα ενώ ταυτόχρονα παρεμβάλλονται σκέψεις και συναισθήματα του συγγραφέα. Δεν υπάρχει δηλαδή η κλασική μορφή διηγήματος με αρχή, μέση, τέλος. Η σύνθεση του χρόνου αποτελεί το τρίτο τεχνικό γνώρισμα των πεζών του Ιωάννου. Σύμφωνα με αυτό η αφήγηση μπορεί να ξεκινά από το παρόν ή το παρελθόν, αλλά δεν προχωρεί γραμμικά προς μεταγενέστερες στιγμές αφού η μετάβαση από το παρόν στο παρελθόν και αντίστροφα είναι συνεχής.

Επίσης σημαντικό ρόλο στο έργο του Ιωάννου παίζουν οι εμπειρίες του από τα μέρη όπου έζησε στην Ελλάδα και στο εξωτερικό και το κοινωνικό του περιβάλλον (η οικογένεια, οι φτωχογειτονιές, οι φίλοι, οι άνθρωποι που γνώρισε, κλπ). Ιδιαίτερο ρόλο δε παίζει η γενέτηρά του η οποία δίνεται όχι μόνο ως ένας συγκεκριμένος χώρος με τα μνημεία, τις γειτονιές, τους δρόμους, τους πρόσφυγες και την πολυπολιτισμικότητα της, αλλά και ως χώρος στον οποίο έζησε τα παιδικά και νεανικά του χρόνια ο Ιωάννου.

Γιώργος ΣεφέρηςΟ Γιώργος Σεφέρης (1900-1971) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές και εκ των δύο μοναδικών βραβευμένων με το Νόμπελ Λογοτεχνίας Ελλήνων, μαζί με τον Οδυσσέα Ελύτη.

Βιογραφία

Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιώργος Σεφεριάδης. Γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 29 Φεβρουαρίου [1] / του 1900 και ήταν ο πρωτότοκος γιος του Στέλιου και της Δέσπως (το γένος Γ. Τενεκίδη) Σεφεριάδη. Το 1906 αρχίζει η μαθητική του εκπαίδευση στο Λύκειο Χ. Αρώνη. Το 1914, εποχή κατά την οποία άρχισε να γράφει τους πρώτους στίχους, με το ξέσπασμα του Παγκοσμίου Πολέμου κατά τη θερινή περίοδο του έτους, η οικογένεια μεταναστεύει στην Ελλάδα. Ο Γιώργος Σεφέρης ενεγράφη στο Πρότυπο Κλασσικό Γυμνάσιο Αθηνών από το οποίο αποφοίτησε το 1917. Στις 14 Ιουλίου του ίδιου έτους, η μητέρα του μαζί με τους δύο γιους και τη κόρη της Ιωάννα (μετέπειτα σύζυγο Κ. Τσάτσου) μεταβαίνει στο Παρίσι όπου ο πατέρας τους Στέλιος εργάζεται ως δικηγόρος. Ο Γιώργος Σεφέρης θα μείνει εκεί μέχρι το καλοκαίρι του 1924, ακολουθώντας σπουδές λογοτεχνίας και αποκτώντας το πτυχίο της Νομικής οπότε μεταβαίνει στο Λονδίνο για την τελειοποίηση των αγγλικών του εν όψει των εξετάσεων στο Υπoυργείο Εξωτερικών.

Το 1925 επιστρέφει στην Αθήνα και το 1927 διορίζεται στο διπλωματικό σώμα ως ακόλουθος του Υπουργείου Εξωτερικών, Κατά το ίδιο έτος πεθαίνει η μητέρα του Δέσπω. Τον Ιούλιο του 1928 δημοσιεύει στη Νέα Εστία, επώνυμα ως Γ. Σεφεριάδης το "Μια βραδιά με τον Κύριο Τεστ", μετάφραση έργου του Βαλερί. Το 1929 συνοδεύει τον Εδουάρδο Εριό σε ταξίδι του στην Ελλάδα. Τον Μάιο του 1931 εκδίδεται με το ψευδώνυμο Γ. Σεφέρης η "Στροφή" και τον ίδιο χρόνο διορίζεται υποπρόξενος και έπειτα διευθύνων του Ελληνικού Γενικού Προξενείου του Λονδίνου

Page 54: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

όπου θα παραμείνει μέχρι και το 1934. Το Μάιο του 1932 δημοσιεύεται το έργο του Μια νύχτα στην ακρογιαλιά και τον Οκτώβριο η Στέρνα, αφιερωμένη στο Γιώργο Αποστολίδη. Το 1933, Ο πατέρας του, Στέλιος, εκλέγεται Πρύτανης του Πανεπιστημίου Αθηνών και εγγράφεται ως μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Το 1934 ο Γ. Σεφέρης επιστρέφει στην Αθήνα και τον Ιανουάριο του 1935 αρχίζει η συνεργασία του με τις εκδόσεις Νέα Γράμματα, αναδημοσιεύοντας τη Στέρνα. Το 1936 διορίζεται πρόξενος στη Κορυτσά όπου θα παραμείνει μέχρι το 1938. Στις 13 Φεβρουαρίου του 1937 δημοσιεύει στα Νέα Γράμματα επιστολή του περί της δημοτικής γλώσσας. Το 1938 μετατίθεται στην Αθήνα ως προϊστάμενος της Διεύθυνσης Εξωτερικού Τύπου του Υφυπουργείου Τύπου και Πληροφοριών.

Το 1941 ο Γιώργος Σεφέρης παντρεύεται με τη Μαρία Ζάννου και στις 22 Απριλίου το ζεύγος ακολουθεί την Ελληνική κυβέρνηση που, μέσω Κρήτης, στις 16 Μαΐου καταφθάνει στην Αίγυπτο και παραμένει στην Αλεξάνδρεια. Τον Αύγουστο, ο Γιώργος Σεφέρης συνοδεύει την Πριγκίπισσα Διαδόχου Φρειδερίκη και τα δύο της παιδιά, Σοφία και Κωνσταντίνο, στο Γιοχάνεσμπουργκ και από εκεί στη Πραιτόρια υπηρετώντας στην εκεί Ελληνική Πρεσβεία μέχρι το 1942. Λόγω της διπλωματικής ιδιότητάς του, η ζωή του Γιώργου Σεφέρη χαρακτηριζόταν από συνεχείς μετακινήσεις, έτσι, ως ακόλουθος κι αργότερα ως πρεσβευτής, υπηρέτησε σε πολλές ελληνικές πρεσβείες του εξωτερικού, γεγονός το οποίο καθόρισε σημαντικά το έργο του.

Αν και η παιδεία και εκπαίδευσή του του ήταν περισσότερο ευρωπαϊκή παρά ελληνική, εκείνος όχι μόνο δεν απαρνήθηκε την ελληνική λογοτεχνία, αλλά την καλλιέργησε σε βάθος με σκοπό να την ανανεώσει. Η ποίησή του επηρεάστηκε από τον Έλιοτ (T.S Elliot), τον Κλωντέλ, το Βαλερί και τον Πάουντ (Ezra Pound). Το γεγονός όμως που χάραξε ανεξίτηλα τη σφραγίδα του στη συνείδηση του ποιητή ήταν η εθνική καταστροφή του 1922 κι ο ξεριζωμός του μικρασιατικού ελληνισμού.

Το 1963 η φήμη του Σεφέρη ξεφεύγει από τα εθνικά όρια και εξαπλώνεται σε ολόκληρο τον κόσμο. Καρπός της, η βράβευσή του με το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας από τη Σουηδική Ακαδημία. Είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το ανώτερο, παγκοσμίως, βραβείο πνευματικής προσφοράς. Έως σήμερα, ακολούθησε μόνο ο Οδυσσέας Ελύτης, το 1979. Το 1967 η δικτατορία των συνταγματαρχών κατέλυσε το σύνταγμα στην Ελλάδα αναστέλλοντας τις ατομικές ελευθερίες. Ο Σεφέρης εκδηλώθηκε έντονα εναντίον της, τόσο γραπτά, όσο και με δημόσιες ρητές δηλώσεις του. Στις 28 Μαρτίου 1969 ο Σεφέρης μίλησε για πρώτη φορά δημόσια εναντίον της Χούντας και γι'αυτό το λόγο του αφαιρέθηκε ο τίτλος του πρέσβη επι τιμή καθώς και το δικαίωμα χρήσης διπλωματικού διαβατηρίου.

Τέσσερα χρόνια αργότερα, στις 20 Σεπτεμβρίου του 1971 ο Γιώργος Σεφέρης, έκλεισε για πάντα τα μάτια του, αφήνοντας δυσαναπλήρωτο κενό στη νεοελληνική λογοτεχνία. Μετά το θάνατό του εκδόθηκε το προσωπικό του ημερολόγιο με τίτλο «Μέρες…» καθώς και το «Πολιτικό» του ημερολόγιο. Η προσφορά του Σεφέρη στη λογοτεχνία μας είναι αναμφισβήτητη και εξέχουσας σημασίας. Άνοιξε νέους ορίζοντες στην ελληνική ποίηση και καταξιώθηκε σαν ένας ολοκληρωμένος ποιητής.

Χαρακτηριστικά τnς ποίησης του Γ. Σεφέρη

Page 55: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Περιεχόμενο

α) Είναι μια ποίηση που εμφανίζεται ως απαισιόδοξη, βαρύθυμη και μελαγχολική, απ' την οποία όμως δεν απουσιάζουν εκλάμψεις αισιοδοξίαςβ) Ο λόγος του είναι συμβολικός και υπαινικτικόςγ) Βασικά θέματα του η αρχαία και νεότερη ελληνική παράδοση και η συνάντησή της με το σύγχρονο ευρωπαϊκό πολιτισμό, η μελαγχολία για τη μοίρα του ελληνισμού, η νοσταλγία του απόδημου και οι χαμένες πατρίδες

Γιώργος ΧειμωνάςΟ Γιώργος Χειμωνάς (1938 - 27 Φεβρουαρίου 2000) είναι Έλληνας πεζογράφος, που εμφανίστηκε στο χώρο της λογοτεχνίας τη δεκαετία του 60.

Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1938 και μεγάλωσε στη Θεσσαλονίκη. Εκεί σπούδασε ιατρική. Συνέχισε τις σπουδές του στο Παρίσι, όπου ειδικεύτηκε στην Ψυχιατρική και στη Νευρογλωσσολογία. Μετά το τέλος των σπουδών επέστρεψε στην Ελλάδα και έζησε στην Αθήνα. Δημοσίευσε το πρώτο του βιβλίο το 1960 που είχε τον τιτλο «Πεισίστρατος». Στις 28 Φεβρουαρίου 2000 απεβίωσε σε ηλικία 60 ετών.

Ο Γιώργος Χειμωνάς (1938-2000) γεννήθηκε στην Καβάλα. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Θεσσαλονίκη. Το 1962 εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του μόνιμα στην Αθήνα. Σπούδασε ιατρική στα Πανεπιστήμια Θεσσαλονίκης, Αθήνας, Παρισιού. Πρωτοπαρουσιάστηκε στα ελληνικά γράμματα το 1960 με το αφήγημά του "Ο Πεισίστρατος" που δημοσιεύτηκε στη Θεσσαλονίκη και κέρδισε το Λογοτεχνικό Βραβείο του Δήμου Θεσσαλονίκης. Εξέδωσε ακόμα τα πεζογραφήματα : "Η εκδρομή" 1964, "Μυθιστόρημα" 1966, "Ο Γιατρός Ινεότης" 1971, "Ο γάμος" 1974, "Ο αδελφός" 1975, "Οι χτίστες" 1979, "Τα ταξίδια μου" 1984, "Ο εχθρός του ποιητή" 1990. Ακόμα έχουν εκδοθεί τα δοκίμιά του : "6 μαθήματα για τον Λόγο" 1984, "Έβδομο μάθημα για τον Λόγο: Λόγος, ο Χρόνος και το Σύμβολο" 1984, "Η δύσθυμη Αναγέννηση: Όγδοο μάθημα για τον Λόγο" 1987, "Τα όνειρα της αϋπνίας" 1994, "Ένατο μάθημα για τον Λόγο" 2001. Επίσης μετέφρασε την "Ηλέκτρα" του Σοφοκλή, τις "Βάκχες", τη "Μήδεια" και τον "Ορέστη" του Ευριπίδη, τον "Άμλετ" και τον "Μάκβεθ" του Σαίξπηρ. Έγραψε το λιμπρέτο της όπερας "Πυλάδης" που ανέβηκε στο Μέγαρο Μουσικής σε σκηνοθεσία και σκηνογραφία Διονύση Φωτόπουλου και μουσική Γιώργου Κουρουπού. Πέθανε στο Παρίσι, όπου ζούσε τα τελευταία χρόνια της ζωής του, στις 27 Φεβρουαρίου 2000.

Γρηγόριος ΠαλαιολόγοςΟ Γρηγόριος Παλαιολόγος (1794 - 1844) ήταν πεζογράφος, λόγιος και γεωπόνος, της εποχής του ελληνικού διαφωτισμού.

Βιογραφία

Page 56: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Ο πατέρας του ήταν επιτετραμμένος του οσποδάρου της Βλαχίας στην Οθωμανική Πύλη. Σπούδασε γεωπονία στη Δυτική Ευρώπη.

Το 1829 ήρθε στην Ελλάδα και διορίζεται από τον Καποδίστρια διευθυντής του «Προτύπου Αγροκηπίου» της Τίρυνθας, θέση που διατήρησε έως το 1831. Στη συνέχεια υπηρέτησε στη δημόσια διοίκηση. Εισήγαγε στην Ελλάδα τη βουτυρομηχανή και έγραψε αρκετές επιστημονικές πραγματείες (Περί αμπελουργίας και οινοποιίας, Ερμηνεία περί ανατροφής του μεταξοσκώληκος και άλλες) Εξέδιδε το περιοδικό Τριπτόλεμος.

Το 1839 εξέδωσε το δίτομο μυθιστόρημά του Ο πολυπαθής, ένα από τα πρώτα νεοελληνικά μυθιστορήματα. Στη συνέχεια διορίστηκε στην ελληνική πρεσβεία στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί εξέδωσε το δίτομο μυθιστόρημα Ο ζωγράφος και το Επιστολάριον. Πεθανε το 1844 στην Κωνσταντινούπολη.

Ο Πολυπαθής ακολουθεί δεδηλωμένα το πρότυπο των ευρωπαϊκών περιπετειωδών μυθιστορημάτων. Ο Παλαιολόγος αποκαλούσε τον ήρωά του «ο ελληνικός Ζιλβλάσιος», εννοώντας το πικαρέσκ μυθιστόρημα «Gil Blas» του Γάλλου Λε Σαζ. Ωστόσο, αυτό δεν μειώνει την αξία του και τη σημασία του για τα ελληνικά γράμματα. Ο Ζωγράφος είναι «αθηναϊκό» μυθιστόρημα.

Γρηγόριος Παλαιολόγος (1793 - 1844)

Ο Γρηγόριος Παλαιολόγος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη περίπου στα 1793. Ο πατέρας του ήταν επιτετραμμένος του ηγεμόνα (Οσποδάρου) της Βλαχίας. Στην Κωνσταντινούπολη έμαθε τα πρώτα γράμματα, καθώς επίσης τη γαλλική και τουρκική γλώσσα. Φοίτησε στην Πατριαρχική Ακαδημία και κατόπιν στο Παρίσι, το Λονδίνο, τη Γερμανία και την Ελβετία όπου ασχολήθηκε με τη φιλολογία και τη γεωπονία. Παρ’ όλο που το επιθυμούσε, δε μπόρεσε να λάβει μέρος στην επανάσταση του 1821 λόγω της ευαίσθητης υγείας του. Το 1824 επισκέφτηκε την Αγγλία για να σπουδάσει Πολιτικές Επιστήμες. Εκεί ασχολήθηκε με παραδόσεις ιδιαιτέρων μαθημάτων ελληνικής γλώσσας και μετέφρασε στα αγγλικά το έργο του Νικόλαου Πίκκολου Ο θάνατος του Δημοσθένους.

Το 1826 βρέθηκε στη Γαλλία, όπου σπούδασε γεωπονία με υποτροφία της Φιλελληνικής Εταιρίας του Παρισιού ως το 1828. Το 1827 δημοσίευσε την ιστορική μελέτη Esquisses des moeurs turques au XIXe siecle. Με τη βοήθεια της παραπάνω εταιρείας εξέδωσε το 1828 το βιβλίο του Ερμηνεία της καλλιέργειας του γεωμήλου και επέστρεψε στην Ελλάδα με χρήματα, μηχανήματα και σπόρους για να βοηθήσει την ελληνική γεωργία. Το 1829 εγκαταστάθηκε στο Ναύπλιο και μετά από πρόσκληση του Ι. Καποδίστρια διορίστηκε έφορος των εθνικών κτημάτων και διευθυντής του Προτύπου Αγροκηπίου της Τίρυνθας. Από το 1830 έθεσε σε εφαρμογή ένα μεγαλόπνοο πρόγραμμα για τον εκσυγχρονισμό της ελληνικής γεωργίας. Παρ’ όλο που απομακρύνθηκε από τη θέση του λόγω κατηγοριών για οικονομικές ατασθαλίες, ο Παλαιολόγος δε σταμάτησε να δίνει διαλέξεις στους έλληνες γεωργούς και να δημοσιεύει άρθρα του στο περιοδικό Αθηνά. Το 1833 εξέδωσε τον πρώτο τόμο του συγγράμματός του Γεωργική και Οικιακή Οικονομία και το επιστημονικό περιοδικό Τριπτόλεμος. Την ίδια χρονιά εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και υπέβαλε στην

Page 57: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

κυβέρνηση της Αντιβασιλείας του Όθωνα την επιστημονική του έκθεση Γεωργία και Βιομηχανία.

Την περίοδο της διακυβέρνησης της Αντιβασιλείας εργάστηκε σε διάφορες διοικητικές θέσεις άσχετες με την ειδικότητά του και εκτέλεσε καθήκοντα γραμματέως στην Επί της εμψυχώσεως της Εθνικής Βιομηχανίας Επιτροπή μαζί με το Γρηγόριο Γεννάδιο. Παράλληλα έγραψε επιστημονικά συγγράμματα γεωπονίας. Στη συνέχεια αναγκάστηκε να φύγει από την Αθήνα, εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη (υπηρετώντας στην εκεί ελληνική πρεσβεία) και το 1839 συναντήθηκε με τον Αλέξανδρο Ρίζο - Ραγκαβή. Το ίδιο έτος τοποθετείται η πρώτη του ενασχόληση με τη λογοτεχνία με την έκδοση του μυθιστορήματος Ο Πολυπαθής σε δύο τόμους. Τον επόμενο χρόνο αναγγέλθηκε έκδοση της κωμωδίας του Ο λογιώτατος διπλωμάτης και Αι μυστικαί οδηγίαι (στην εφημερίδα Φήμη, 23/3/1840), η οποία δε γνωρίζουμε αν πραγματοποιήθηκε. Το 1842 εκδόθηκε το έργο του Ο ζωγράφος σε δύο τόμους στην Κωνσταντινούπολη.

Ένα χρόνο πριν το θάνατό του εξέδωσε δείγματα επιστολών του με τον τίτλο Επιστολάριον. Πέθανε το 1844 στην Κωνσταντινούπολη. Όπως αναφέρεται στη σύντομη νεκρολογία του, του ζητήθηκε από την τουρκική κυβέρνηση να οργανώσει τα ταχυδρομεία και η σύσταση της τουρκικής Ταχυδρομικής Υπηρεσίας οφειλόταν σε αυτόν. Το λογοτεχνικό έργο του Γρηγορίου Παλαιολόγου, που περιορίζεται στα δύο μυθιστορήματά του και στη μετάφραση του Θανάτου του Δημοσθένους, αρχικά κρίθηκε εσφαλμένα από τους παλαιότερους μελετητές, οι οποίοι χαρακτήρισαν τόσο τον Πολυπαθή όσο και το Ζωγράφο ως ιστορικά μυθιστορήματα. Έπειτα από νεώτερες έρευνες ο συγγραφέας τοποθετήθηκε στο χώρο της ρεαλιστικής - ηθογραφικής λογοτεχνικής παραγωγής μια και περιγράφει την ευρωπαϊκή πραγματικότητα, (με τον Πολυπαθή) και την αντίστοιχη ελληνική (με το Ζωγράφο), παρεμβάλλοντας στο έργο του στοιχεία σάτιρας και ψυχογραφίας. Υπό το νέο αυτό πρίσμα ο Παλαιολόγος θεωρείται  πρόδρομος του Παύλου Καλλιγά, του Εμμανουήλ Ροΐδη και του ανωνύμου συγγραφέα της Στρατιωτικής Ζωής εν Ελλάδι.

Ο ΠΟΛΥΠΑΘΗΣ ΤΟΜΟΙ 1 - 2.

Ο Πολυπαθής, είναι από τα πρώτα μυθιστορήματα της νεοελληνικής λογοτεχνίας που μπορεί να τοποθετηθεί στο είδος της ρεαλιστικής γραφής. Εκδόθηκε το 1839, είναι γραμμένο με λιτό και ευθύ τρόπο και αποτελεί την ιστορία της ευρωπαϊκής κοινωνίας, με την οποία ο κοσμοπολίτης συγγραφέας ήρθε σε επαφή. Με τον Πολυπαθή ο Παλαιολόγος, όπως αναφέρει χαρακτηριστικά στον πρόλογο του έργου, θέλησε να δώσει στο κοινό μια ευχάριστη ιστορία αποβλέποντας παράλληλα στη «διόρθωσιν των ηθών», να ενώσει δηλαδή «το ηδύ με το ωφέλιμον». Ο ήρωας του μυθιστορήματος, Αλέξανδρος Φαβίνης, αφηγείται σε πρώτο πρόσωπο τις διάφορες περιπέτειες της ζωής του, τα ταξίδια του στην Κωνσταντινούπολη, στη Ρωσία, στην Ιταλία, στο Λονδίνο και στο Παρίσι, ενώ πολλές φορές απεικονίζει με κωμικό ύφος τα ήθη των ανθρώπων που προέρχονται από διαφορετικές κοινωνικές τάξεις και τόπους. Το έργο του Παλαιολόγου μπορεί να θεωρηθεί πολύ σημαντικό για την ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας και σαν πρόδρομος του νεοελληνικού μυθιστορήματος.

Δημήτρης Χατζής

Page 58: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ο Δημήτρης Χατζής (1913-1981) υπήρξε Έλληνας λογοτέχνης.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στα Ιωάννινα το Νοέμβριο του 1913. Ο πατέρας του Γεώργιος Χατζής, ήταν διηγηματογράφος, λόγιος και παλαμικός ποιητής, γνωστός με το ψευδώνυμο Πελλερέν. Ήταν επίσης εκδότης της εφημερίδας «Ηπειρος».

Ο Δημήτρης Χατζής παρακολούθησε εγκύκλια μαθήματα στην Ιόνιο Σχολή της Αθήνας μαζί με τον αδερφό του Άγγελο, τα οποία όμως διέκοψε μετά τον ξαφνικό θάνατο του πατέρα του το 1930 και επέστρεψε στην γενέτειρά του. Εκεί ανέλαβε τη συνέχιση της έκδοσης της εφημερίδας και τη συντήρηση της οικογενείας του. Τέλειωσε το Γυμνάσιο στη Ζωσιμαία Σχολή και γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Τις σπουδές του δεν τις ολοκλήρωσε ποτέ λόγω οικονομικών δυσχερειών.

Στα μέσα της δεκαετίας του 1930 έγινε μέλος του Κομμουνιστικού Κόμματος. Το 1936 συνελήφθη από την Μεταξά και μετά από βασανιστήρια εξορίστηκε στη Φολέγανδρο. Λίγους μήνες αργότερα αφήνεται ελεύθερος και εγκαθίσταται στην Αθήνα. Στον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 κατετάγη αλλά δεν στάλθηκε στο μέτωπο.

Την περίοδο της Κατοχής συμμετείχε στη λειτουργία του παράνομου τυπογραφείου του ΕΑΜ στην Καλλιθέα αρθρογραφώντας και διορθώνοντας άρθρα σε εφημερίδες όπως η «Ελεύθερη Ελλάδα» και ο «Απελευθερωτής». Αρθρογραφούσε ακόμη στον επίσης παράνομο Ριζοσπαστη. Εργάστηκε επίσης στο τυπογραφείο του βουνού.

Το 1947 επιστρατεύτηκε στα Ιωάννινα, ενώ το καλοκαίρι της ίδιας χρονιάς εξορίζεται στην Ικαρία. Το Μάρτιο του επόμενου έτους εντάχτηκε στο Δημοκρατικό Στρατό της Ελλάδας δημοσιεύοντας ανταποκρίσεις και διηγήματα στα έντυπά του. Το καλοκαίρι του ίδιου έτους έμαθε την καταδίκη του αδερφού του Άγγελου από το Έκτακτο Στρατοδικείο και την εκτέλεσή του.

Μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού το Έκτακτο Στρατοδικείο τον καταδικάζει δις εις θάνατον για λιποταξία και έτσι αναγκάζεται να καταφύγει στο εξωτερικό. Πρώτοι του σταθμοί ήταν η Ουγγαρία και η Ρουμανία. Στη Βουδαπέστη σπούδασε βυζαντινή και μεταβυζαντινή ιστορία και λογοτεχνία, ενώ αρθρογραφούσε και στην εφημερίδα του κομμουνιστικού κόμματος.

Ο βυζαντινολόγος Ιούλιος Μοράβσικ τον βοηθά να κερδίσει υποτροφία για την Ακαδημία Επιστημών του Ανατολικού Βερολίνου, όπου εργάζεται σαν ερευνητής. Το 1962 ολοκληρώνει στο Πανεπιστήμιο Χούμπολτ του Βερολίνου τη διατριβή του με θέμα «Μονωδίες για την Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους». Το ίδιο έτος επιστρέφει στη Βουδαπέστη, όπου διορίζεται βοηθός στην έδρα της Βυζαντινής Φιλολογίας, ενώ ιδρύει και το Νεοελληνικό Ινστιτούτο. Παράλληλα επιμελείται την έκδοση έργων νεοελληνικής λογοτεχνίας στην ουγγρική γλώσσα.

Μετά τα γεγονότα του Μάη του '68 επιθυμεί να εγκατασταθεί στο Παρίσι. Η αστυνομία όμως τον πιέζει να ζητήσει πολιτικό άσυλο, με αποτέλεσμα να επιστρέψει

Page 59: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

στη Βουδαπέστη. Αρνείται ωστόσο να λάβει την ουγγρική υπηκοότητα παρά τις προτάσεις που του έγιναν, παραμένοντας άπατρις.

Μετά την πτώση της Χούντας των Συνταγματαρχών επιστρέφει το Νοέμβριο του 1974 στην Ελλάδα. Αναγκάζεται όμως να εγκαταλείψει ξανά τη χώρα λόγω της μη νομοθετικής ρύθμισης σχετικά με την καταδίκη του. Τον Ιούνιο του επόμενου έτους του δίνεται χάρη και επιστρέφει οριστικά στην πατρίδα του.

Το ακαδημαϊκό έτος 1975-1976 προσκαλείται να διδάξει νεοελληνικό πολιτισμό και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Πατρών. Η μη επικύρωση του διορισμού του λόγω των μη εκπληρωμένων στρατιωτικών του υποχρεώσεων έχει ως αποτέλεσμα τη διακοπή των μαθημάτων αλλά και διαδηλώσεις των φοιτητών.

Από το 1975 δίνει πλήθος διαλέξεων και συμμετέχει σε συζητήσεις. Από το 1980 μέχρι το θάνατό του εκδίδει το περιοδικό «Στίγμα».

Παντρεύτηκε με την αρχαιολόγο Καίτη Αργυροκαστρίτου και απέκτησαν μία κόρη, την Αγγελίνα.

Το Μάρτιο του 1981 αρρωσταίνει από καρκίνο των βρόγχων και πεθαίνει το 4 μήνες αργότερα στις 20 Ιουλίου του 1981 σε σπίτι φίλων του στη Σαρωνίδα.

Εργογραφία

Ο Δημήτρης Χατζής πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1946 με το μυθιστόρημα «Φωτιά». Το 1952 κυκλοφόρησε η συλλογή διηγημάτων «Το τέλος μιας μικρής πόλης», βιβλίο το οποίο θεωρείται το σημαντικότερο έργο του. Τα διηγήματα αυτά κυκλοφόρησαν στην Ελλάδα το 1963, και ενώ ο Χατζής βρισκόταν ακόμη εξόριστος.

Ασχολήθηκε επίσης με το δοκίμιο.

Τα έργα του που έχουν εκδοθεί είναι με χρονολογική σειρά τα εξής:

Φωτιά, μυθιστόρημα εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα, 1946. Το τέλος της μικρής μας πόλης , διηγήματα, εκδοτικό Νέας Ελλάδας, Ρουμανία,

1953 και εκδόσεις «Επιθεώρηση Τέχνης», Αθήνα, 1963 (τελική μορφή). Θητεία (αγωνιστικά κείμενα 1940-1950), διηγήματα, εκδόσεις Κείμενα, 1979. Ανυπεράσπιστοι, διηγήματα, εκδόσεις Θεμέλιο, 1966. Το Διπλό Βιβλίο, μυθιστόρημα, εκδόσεις Εξάντας, 1976 και Κείμενα, 1977

(αναθεωρημένη έκδοση). Σπουδές, διηγήματα ξανατυπωμένα και άλλα, εκδόσεις Κείμενα, 1976. Το πρόσωπο του Νέου Ελληνισμού, διαλέξεις και δοκίμια, εκδόσεις Το

Ροδακιό, 2005, ISBN 9607360710

Διονύσιος Σολωμός

Page 60: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ο Διονύσιος Σολωμός (1798-9 Φεβρουαρίου 1857) ήταν Ζακυνθινός Έλληνας ποιητής, περισσότερο γνωστός για τη συγγραφή τού ποιήματος Ύμνος εις την Ελευθερίαν το 1823, οι πρώτες δυο στροφές του οποίου έγιναν ο Ελληνικός εθνικός ύμνος. Κεντρικό πρόσωπο της Επτανησιακής σχολής, ο Διονύσιος Σολωμός θεωρήθηκε και θεωρείται εθνικός ποιητής της Ελλάδας όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία, Δημοτικό τραγούδι) και ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά τη δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για τη χρησιμοποίησή της στη λογοτεχνία, αλλάζοντας ακόμη περισσότερο τη στάθμη της[1]. Σύμφωνα με τις απόψεις του δημιουργούσε «από τον ρωμαντισμό μαζί με τον κλασικισμό ένα [...]είδος

μιχτό, αλλά νόμιμο[...]»[2][3].

Εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, τα σπουδαιότερα έργα του είναι: Ο Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι, Ο Πόρφυρας, Η Γυναίκα της Ζάκυνθος. Το βασικό χαρακτηριστικό της ποιητικής παραγωγής του είναι η αποσπασματική μορφή: κανένα από τα ποιήματα που έγραψε μετά τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν δεν είναι ολοκληρωμένο και με ελάχιστες εξαιρέσεις, τίποτα δεν δημοσιεύτηκε από τον ίδιο. Ο Κώστας Βάρναλης περιέγραψε εύστοχα την αποσπασματικότητα του σολωμικού έργου με τη φράση «...(Ο Σολωμός) πάντα τα έγραφε, αλλά ποτές του δεν τα έγρα

Βίος

Καταγωγή και παιδικά χρόνια

Γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798, στο διάστημα μεταξύ 15 Μαρτίου και 15 Απριλίου. Γονείς του ήταν ο κόντες Νικόλαος Σολωμός και η υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη. Ο πατέρας του καταγόταν από οικογένεια κρητικών προσφύγων που εγκαταστάθηκαν στη Ζάκυνθο το 1670, μετά την κατάληψη της Κρήτης 1669 από τους Οθωμανούς. Το οικογενειακό τους όνομα στα Ιταλικά παραδίδεται με διάφορες μορφές: Salamon, Salomon, Solomon, Salomone[5]. Η καταγωγή της μητέρας του είναι πιθανό να ήταν από την Μάνη [6]

Ο κόντες Νικόλαος Σολωμός χήρεψε το 1802 από την νόμιμη σύζυγό του Μαρνέττα Κάκνη, με την οποία είχε αποκτήσει δύο παιδιά, τον Ρομπέρτο και την Έλενα. Από το 1796 όμως είχε δεσμό με την υπηρέτριά του Αγγελική Νίκλη, με την οποία απέκτησε εκτός από τον Διονύσιο άλλον έναν γιο, τον Δημήτριο, μετέπειτα πρόεδρο της Ιονίου Βουλής, το 1801. Το ζευγάρι παντρεύτηκε μόλις την προπαραμονή του θανάτου του (27 Φεβρουαρίου 1807) και τα παιδιά τους απέκτησαν τα δικαιώματα των νόμιμων τέκνων.

Ο ποιητής πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως το 1808 στο πατρικό του σπίτι στην Ζάκυνθο, υπό την επίβλεψη του δασκάλου του αβά Σάντο Ρόσι, Ιταλού πρόσφυγα. Μετά τον θάνατο του πατέρα του ανέλαβε την κηδεμονία του ο κόντες Διονύσιος Μεσσαλάς, ενώ η μητέρα του παντρεύτηκε στις 15 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς τον Μανόλη Λεονταράκη. Την επόμενη χρονιά ο Μεσσαλάς έστειλε τον μικρό Διονύσιο στην Ιταλία για σπουδές, σύμφωνα με την συνήθεια των ευγενών των Επτανήσων, αλλά ενδεχομένως και εξ αιτίας του γάμου της Αγγελικής Νίκλη.

Page 61: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Σπουδές στην Ιταλία

Ο Σολωμός αναχώρησε για την Ιταλία μαζί με τον δάσκαλό του, ο οποίος επέστρεφε στην πατρίδα του, την Κρεμόνα. Γράφτηκε αρχικά στο Λύκειο της Αγίας Αικατερίνης στην Βενετία, όμως δυσκολευόταν να προσαρμοστεί στην αυστηρή πειθαρχία του σχολείου και γι’ αυτό ο Ρόσι τον πήρε μαζί του στην Κρεμόνα, όπου τελείωσε το Λύκειο το 1815. Τον Νοέμβριο του 1815 γράφτηκε στην Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Παβίας, από την οποία αποφοίτησε το 1817. Δεδομένων των φιλολογικών ενδιαφερόντων του, η άνθηση της ιταλικής λογοτεχνίας δεν τον άφησε ανεπηρέαστο. Καθώς μάλιστα μιλούσε πλέον θαυμάσια την ιταλική γλώσσα, άρχισε να γράφει ποιήματα στα Iταλικά. Τα σημαντικότερα από τα πρώτα ιταλικά ποιήματα που έγραψε εκείνην την περίοδο ήταν το Ode per la prima messa (Ωδή για την πρώτη λειτουργία) και La distruzione di Gerusalemme ( Η καταστροφή της Ιερουσαλήμ). Εξάλλου γνωρίστηκε με γνωστά ονόματα της πνευματικής Ιταλίας (πιθανώς Μαντσόνι, Μόντι κ.ά. οι οποίοι μάλιστα τον περιέβαλαν με το κλίμα του γαλλικού διαφωτισμού [7] ), ενσωματώθηκε στους λογοτεχνικούς κύκλους τους και τελειοποιούμενος στις ποιητικές κατακτήσεις του, εξελισσόταν σ' έναν καλό ποιητή της ιταλικής γλώσσας.

Επιστροφή στην Ζάκυνθο

Ο Σολωμός επέστρεψε στην Ζάκυνθο το 1818, μετά το τέλος των σπουδών του. Στην Ζάκυνθο υπήρχε αξιόλογη πνευματική κίνηση ήδη από τον 18ο αιώνα (δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι όλοι οι προσολωμικοί ποιητές προέρχονταν από αυτό το νησί). Για αυτό ο Σολωμός βρήκε έναν κύκλο από ανθρώπους με ενδιαφέρον για την λογοτεχνία, με τους οποίους γρήγορα ανέπτυξε φιλικές σχέσεις. Οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν ο Αντώνιος Μάτεσης (συγγραφέας του Βασιλικού), ο Γεώργιος Τερτσέτης, ο Διονύσιος Ταγιαπιέρας (γιατρός, δημοτικιστής, φίλος του Βηλαρά) και ο Νικόλαος Λούντζης. Συγκεντρώνονταν συχνά σε φιλικά σπίτια και διασκέδαζαν με αυτοσχέδια ποιήματα. Συχνά σατίριζαν στα ποιήματά τους έναν Ζακυνθινό γιατρό, τον Ροΐδη (τα ποιήματα του Σολωμού που σατιρίζουν τον γιατρό είναι Το Ιατροσυμβούλιο, Η Πρωτοχρονιά και οι Κρεμάλες). Επίσης, αυτοσχεδίαζαν ποιήματα σε δοσμένες ομοιοκαταληξίες και θέμα. Όπως ήταν φυσικό, ο Σολωμός ξεχώριζε εξ αιτίας του ποιητικού ταλέντου του. Τα ιταλικά ποιήματα που αυτοσχεδίασε εκείνην την εποχή, εκδόθηκαν το 1822, με τον τίτλο Rime Improvvisate, η μοναδική ζώντος του Σολωμού δημοσιευμένη συλλογή[8]. Με την επιστροφή στη Ζάκυνθο ο Σολωμός εκπληρώνει το ιδανικό του όπως το αποκαλεί ο Κ.Θ. Δημαράς και μαζεύει «εθνικά τραγούδια», δηλαδή δημοτικά τραγούδια από όλα τα μέρη της Ελλάδας σε μια προσπάθεια ανακάλυψης υλικού που θα γεμίσει το δικό του ποιητικό σχήμα[9].

Τα πρώτα ελληνικά έργα και η συνάντηση με το Σπυρίδωνα Τρικούπη

Παράλληλα με τα ιταλικά ποιήματα, ο Σολωμός έκανε και τις πρώτες απόπειρες να γράψει στα ελληνικά. Αυτό το εγχείρημα ήταν δύσκολο, όχι μόνο επειδή ο ποιητής δεν γνώριζε καλά την ελληνική γλώσσα, αφού η παιδεία του ήταν κλασική και ιταλική, αλλά και επειδή δεν υπήρχαν πολλά αξιόλογα ποιητικά έργα στην δημοτική γλώσσα, τα οποία θα μπορούσε να αξιοποιήσει ως πρότυπο. Για να διαμορφώσει το γλωσσικό του όργανο άρχισε να μελετά συστηματικά τα δημοτικά τραγούδια, το έργο των προσολωμικών ποιητών, δημώδη και κρητική λογοτεχνία, που ήταν τα καλύτερα

Page 62: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ώς τότε δείγματα της χρήσης της δημοτικής γλώσσας στην νεοελληνική λογοτεχνία. Τα ποιήματα που ξεχωρίζουν από τα έργα αυτής της περιόδου είναι η Ξανθούλα, η Αγνώριστη, Τα δυο αδέρφια και Η τρελή μάνα.

Σημαντική για την στροφή του προς τη συγγραφή στα ελληνικά θεωρείται η συνάντησή του το 1822 με τον Σπ. Τρικούπη. Ο Τρικούπης επισκέφθηκε την Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολ

Ζάκυνθο το 1822 ως προσκεκλημένος του λόρδου Γκίλφορντ. Η φήμη του Σολωμού στο νησί ήταν ήδη μεγάλη και ο Τρικούπης θέλησε να τον γνωρίσει. Στη δεύτερη συνάντησή τους ο Σολωμός τού διάβασε το ιταλικό Ωδή για την πρώτη λειτουργία και ο Τρικούπης τού είπε «Η ποιητική σας ιδιοφυΐα σας επιφυλάσσει μια διαλεχτή θέση στον ιταλικό Παρνασσό. Αλλά οι πρώτες θέσεις εκεί είναι πιασμένες. Ο ελληνικός Παρνασσός δεν έχει ακόμη το Δάντη του». Ο Σολωμός τού εξήγησε ότι δεν γνώριζε καλά τα ελληνικά και ο Τρικούπης τον βοήθησε στην μελέτη των ποιημάτων του Χριστόπουλου [10] . Ο αριστοκράτης Σολωμός αντίθετα από τον Κάλβο, ξεκινώντας από την ιταλική παιδεία, «ανακάλυψε τον νέο ελληνισμό σαν μια δύναμη άγνωστη, θαυμαστή και γονιμοποιό»[11].

Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν και η καθιέρωση του ποιητήΟ πρώτος σημαντικός σταθμός στην ελληνόγλωσση δημιουργία του Σολωμού ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν που ολοκληρώθηκε τον Μάιο του 1823, ποίημα εμπνευσμένο από την ελληνική επανάσταση του 1821. Το ποίημα δημοσιεύθηκε και στην Ελλάδα (το 1824 στο πολιορκούμενο Μεσολόγγι) και στην Ευρώπη (1825 στο Παρίσι, σε γαλλική μετάφραση, αργότερα και σε άλλες γλώσσες) και η φήμη του ποιητή εξαπλώθηκε πέρα από τα στενά όρια του νησιού του. Σε αυτό το έργο εξ άλλου οφείλεται και η εκτίμηση που απολάμβανε ο Σολωμός μέχρι τον θάνατό του, αφού τα υπόλοιπα έργα του ήταν γνωστά μόνο στον στενό κύκλο των θαυμαστών και «μαθητών» του. Με τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν άρχισε μια σημαντική περίοδος για την μετέπειτα διαμόρφωση του ποιητή: είναι η εποχή στην οποία έχει κατακτήσει πλέον την γλώσσα και προσπαθεί να δοκιμαστεί σε συνθετότερες μορφές, να διευρύνει τον κύκλο των εμπνεύσεών του και να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού. Καρπός των αναζητήσεων αυτής της περιόδου ήταν η Ωδή εις το θάνατο του Λόρδου Μπάιρον, ποίημα που έχει πολλά κοινά στοιχεία με τον Ύμνο αλλά και πολλές αδυναμίες[12], Η Καταστροφή των Ψαρών, ο Διάλογος, που αναφέρεται στην γλώσσα (βλέπε παρακάτω), η Γυναίκα της Ζάκυνθος.

Η εγκατάσταση στην Κέρκυρα: Τα πρώτα χρόνια

Το 1828, μετά από προστριβές και οικονομικές διαφορές με τον αδελφό του Δημήτριο για κληρονομικά ζητήματα, ο Σολωμός μετακόμισε στην Κέρκυρα, σημαντικό πνευματικό κέντρο των Επτανήσων εκείνη την εποχή. Αιτία της αναχώρησής δεν ήταν όμως μόνο τα οικογενειακά προβλήματα˙ ο Σολωμός σχεδίαζε ήδη από το 1825 να ταξιδέψει στο νησί. Η Κέρκυρα θα του προσέφερε όχι μόνο ένα περιβάλλον πνευματικότερο, αλλά και την απομόνωση που ταίριαζε στον μονήρη και ιδιότροπο χαρακτήρα του και η οποία ήταν απαραίτητη για την μελέτη και την ενασχόλησή του με την ποίηση, σύμφωνα και με τις υψηλές αντιλήψεις που είχε για την Τέχνη. Γι’ αυτό και τα πρώτα χρόνια της ζωής του στην Κέρκυρα ήταν τα πιο ευτυχισμένα χρόνια Την εποχή εκείνη ξεκίνησε την εντατική μελέτη της γερμανική ρομαντική φιλοσοφία και ποίηση (Hegel. Schlegel, Schiller, Goethe). Επειδή δεν

Page 63: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

γνώριζε γερμανικά, τα διάβαζε από ιταλικές μεταφράσεις που εκπονούσε γι’ αυτόν ο φίλος του Νικόλαος Λούντζης. Επίσης συνέχισε να επεξεργάζεται τα έργα Γυναίκα της Ζάκυνθος και Λάμπρος, που είχε αρχίσει το 1826.

1833: Η δίκη και τα μεγάλα έργα της ωριμότητας

Την περίοδο 1833-1838, και ενώ οι σχέσεις με τον αδελφό του είχαν αποκατασταθεί, η ζωή του συνταράχθηκε από μια σειρά δίκες, με τις οποίες ο ετεροθαλής αδελφός του (από την πλευρά της μητέρας του) Ιωάννης Λεονταράκης διεκδικούσε τμήμα της πατρικής περιουσίας, με το επιχείρημα ότι ήταν και αυτός τέκνο του κόντε Νικόλαου Σολωμού, αφού η μητέρα του ήταν έγκυος πριν από το θάνατό του. Παρόλο που η κατάληξη της περιπέτειας ήταν ευνοϊκή για αυτόν και τον αδελφό του, η δικαστική διαμάχη οδήγησε σε αποξένωση του Σολωμού από τη μητέρα του (πληγώθηκε πολύ από τη στάση της, κυρίως επειδή την υπεραγαπούσε) και στην απόσυρσή του από τη δημοσιότητα.

Παρόλο που η δίκη επηρέασε πολύ τον ψυχισμό του ποιητή, δε στάθηκε ικανή να αναστείλει την ποιητική του δημιουργία. Το 1833 ξεκίνησε η ωριμότερη περίοδος της ποιητικής δημιουργίας του Σολωμού, αποτέλεσμα της οποίας ήταν τα (ανολοκλήρωτα) ποιήματα Ο Κρητικός (1833), Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (έως το 1845), Ο Πόρφυρας (1847), τα οποία αναγνωρίζονται ως τα καλύτερα έργα του. Παράλληλα σχεδίαζε και άλλα έργα, τα οποία όμως έμειναν είτε στο στάδιο των σχεδιασμάτων, είτε σε πολύ αποσπασματική μορφή, όπως τα Νικηφόρος Βρυέννιος, Εις το θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο, Εις Φραγκίσκα Φραίζερ, Carmen Seculare.

Ο κύκλος της ΚέρκυραςΣτην Κέρκυρα ο Σολωμός βρέθηκε σύντομα στο στο επίκεντρο ενός κύκλου θαυμαστών και ποιητών, ενός πυρήνα από πνευματικούς ανθρώπους με μεγάλη μόρφωση, με προοδευτικές και φιλελεύθερες ιδέες, με αισθητική κατάρτιση και με αυστηρές αξιώσεις για την τέχνη. Τα σημαντικότερα πρόσωπα που με τα οποία συσχετίστηκε ο ποιητής ήταν ο Νικόλαος Μάντζαρος, ο Ιωάννης και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος, ο Ερμάννος Λούντζης, ο Nicolo Tommaseo, ο Ανδρέας Μουστοξύδης, ο Πέτρος Βράιλας Αρμένης, ο Ιάκωβος Πολυλάς, ο Ιούλιος Τυπάλδος, ο Ανδρέας Λασκαράτος, ο Γεράσιμος Μαρκοράς. Οι Πολυλάς, Τυπάλδος και Μαρκοράς ήταν οι «μαθητές» του Σολωμού, οι ποιητές που συγκροτούν την τον κύκλο των «σολωμικών ποιητών», από τον οποίο αρχίζει η ποιητική άνοδος της ελληνικής ποίησης, πολλές δεκαετίες πριν από την Αθήνα, όπου ο Κωστής Παλαμάς επιχείρησε μια δεύτερη ποιητική αναγέννηση, ως «αρχηγός» της Νέας Αθηναϊκής Σχολής.

Τα τελευταία χρόνια

Ο Σολωμός μετά το 1847 άρχισε να ξαναγράφει στα Ιταλικά. Τα έργα της περιόδου είναι ημιτελή ποιήματα και πεζά σχεδιάσματα και κάποια από αυτά ίσως σχεδίαζε να μεταφέρει στα Ελληνικά. Το 1851 εμφανίστηκαν και σοβαρά προβλήματα υγείας και ο χαρακτήρας του έγινε ακόμα πιο ιδιόρρυθμος. Αποκόπηκε από φιλικά του πρόσωπα, όπως τον Πολυλά (οι σχέσεις τους αποκαταστάθηκαν το 1854) και μετά και την τρίτη εγκεφαλική συμφόρηση που έπαθε το 1856 δεν έβγαινε πλέον από το σπίτι. Πέθανε τελικά τον Φεβρουάριο του 1857. Ήταν τόσο γενική και στέρεη η φήμη του, ώστε όταν μαθεύτηκε ο θάνατός του, όλος ο λαός πένθησε. Το θέατρο της

Page 64: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Κέρκυρας έκλεισε, η Ιόνιος Βουλή σταμάτησε τις εργασίες της και αποφάσισε να κηρυχθεί πένθος για τον ποιητή. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο το 1865.

Έργο

Τα κυριότερα έργα

Τα πρώτα ποιήματα του Σολωμού, αυτά της Ζακυνθινής περιόδου, ήταν κυρίως σύντομα στιχουργήματα στα πρότυπα των ιταλικών ποιημάτων, στο κλίμα του αρκαδισμού (για παράδειγμα Ο θάνατος του βοσκού, Ευρυκόμη), αλλά και του πρώιμου ρομαντισμού (Τρελή μάνα). Πρώτος σημαντικός σταθμός είναι ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1823), χάρη στον οποίο καθιερώθηκε ως εθνικός ποιητής και απέκτησε τη φήμη που απολάμβανε ως το θάνατό του. Η δεκαετία 1823-1833 είναι καθοριστική για την μετέπειτα εξέλιξή του. Τότε ο ποιητής προσπάθησε να εγκαταλείψει την ευκολία του αυτοσχεδιασμού και άφησε οριστικά τον νεοκλασικισμό των ποιημάτων Ύμνος εις την Ελευθερίαν, Ωδή στον θάνατο του Λόρδου Βύρωνα και Εις Μάρκο Μπότσαρη, το μόνο ποίημα που αφιερώνεται σε αγωνιστή του '21[13].

Το 1824 συνέθεσε τον Διάλογο για τη γλώσσα. Συμμετέχουν τρία πρόσωπα: ο ποιητής, ο φίλος (σε πρώτο σχεδίασμα αναφέρεται ότι είναι ο Σπ. Τρικούπης) και ο σοφολογιότατος, αλλά στο μεγαλύτερο τμήμα συζητούν μόνο ο ποιητής και ο λόγιος. Ο ποιητής προσπαθεί να αποδείξει ότι η καθαρεύουσα είναι μια τεχνητή γλώσσα που δεν την έχει ανάγκη ούτε ο λαός ούτε η λογοτεχνία. Υποστηρίζει μια λογοτεχνική γλώσσα που θα στηρίζεται στη γλώσσα του λαού, αλλά βέβαια θα είναι επεξεργασμένη από τον ποιητή, με τη χαρακτηριστική φράση:«υποτάξου πρώτα στη γλώσσα του λαού και αν είσαι αρκετός, κυρίεψέ την». Χρησιμοποιεί τα επιχειρήματα του γαλλικού διαφωτισμού για τη χρήση των εθνικών γλωσσών και με παραδείγματα από την ιταλική ποίηση προσπαθεί να αποδείξει ότι καμία λέξη από μόνη της δεν είναι χυδαία, αλλά αποκτά την ιδιαίτερη αξία της μέσα στο ποίημα, σε συνδυασμό με τις άλλες λέξεις. Στο τέλος του έργου ο ποιητής εγκαταλείπει τα ορθολογικά επιχειρήματα και εκφράζει τις απόψεις του με πάθος[14].

Το διάστημα 1824-1826 άρχισε να επεξεργάζεται το ποίημα Λάμπρος, το οποίο δεν ολοκληρώθηκε. Ο Λάμπρος είναι ένας ακραίος ρομαντικός ήρωας: έχει κάνει σχέση με μια νεαρή κοπέλα, τη Μαρία, και έχουν αποκτήσει τέσσερα παιδιά χωρίς να παντρευτούν. Τα παιδιά τους τα έβαλε σε ένα ορφανοτροφείο. Όσον καιρό πολεμούσε κατά του Αλή Πασά, συναντήθηκε με την κόρη του χωρίς να την αναγνωρίσει, και έκανε ερωτικό δεσμό μαζί της. Όταν τελικά ανακάλυψε την αιμομιξία, από κάποια σημάδια που είχε η κόρη, και της το ομολόγησε, η κοπέλα αυτοκτόνησε. Επιστρέφοντας στο σπίτι του ο Λάμπρος αναγκάστηκε να ομολογήσει στη Μαρία το έγκλημά του και κατέφυγε σε μια εκκλησία για να βρει γαλήνη. Εκεί όμως η Θεία Δίκη του έστειλε τα φαντάσματα των τριών αγοριών του που τον καταδίωξαν. Ο ήρωας, κυνηγημένος, γκρεμίστηκε τελικά από ένα βράχο και η Μαρία, που είχε ήδη τρελαθεί, έπεσε στη λίμνη ελπίζοντας ότι στον ουρανό θα έβρισκε επιτέλους τη γαλήνη.

Το 1826 παραδίδει το Η Φαρμακωμένη εκφράζοντας την αγανάκτησή του έναντι των συμπατριωτών του γιατί καταδίκασαν σε ηθικό θάνατο μια νέα κοπέλλα[15]. Στην

Page 65: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

περίοδο 1826-1829 επεξεργαζόταν το πεζόμορφο ποίημα Γυναίκα της Ζάκυνθος, εφιαλτική σάτιρα, που επεκτείνεται στο θέμα του Κακού[16]. Το έργο είναι αφήγηση ενός ιερομόναχου, του Διονυσίου, και η «Γυναίκα» είναι η χαρακτηριστικότερη έκφραση του Κακού. Λέγεται ότι αφορμή για τη σύνθεση αυτή ήταν ένα συγγενικό πρόσωπο του Σολωμού, και για αυτό ο αδερφός του ποιητή δεν επέτρεψε στον Πολυλά να το εκδώσει. Το 1829 έγραψε το Εις Μοναχήν για την Άννα Γεωργομίλα, όταν ενδύθηκε το μοναχικό σχήμα στη μονή Αγίων Θεοδώρων στην Κέρκυρα[17].

Το 1833 έγραψε το πρώτο σημαντικό έργο της ωριμότητας, τον Κρητικό, σε στίχο ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο, εμπνευσμένο από την κρητική λογοτεχνία. Αφηγείται την ιστορία ενός Κρητικού που έφυγε από την Κρήτη μετά την αποτυχημένη επανάσταση του 1826, το ναυάγιο και την προσπάθειά του να σώσει την αγαπημένη του από την τρικυμία. Κεντρικό σημείο του ποιήματος είναι η εμφάνιση ενός οράματος, μιας Φεγγαροντυμένης. Ο αφηγητής της ιστορίας είναι ο ίδιος ο Κρητικός: την αφηγείται χρόνια μετά, όταν ζει μόνος ζητιανεύοντας, με αναδρομές στο παρελθόν (τη ζωή στην Κρήτη και το ναυάγιο) και προβολές στο μέλλον (τη Δευτέρα Παρουσία και τη συνάντηση με την αγαπημένη του στον Παράδεισο). Ο Κρητικός είναι αισθητικά το πιο ολοκληρωμένο ποίημα. Το κεντρικό πρόβλημα που απασχολεί τους φιλολόγους είναι η ερμηνεία της μορφής της «Φεγγαροντυμένης».

Κατά τη δεκαετία 1833-1844 επεξεργάστηκε και το Β΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων, έργου που αναφέρεται στη δεύτερη πολιορκία του Μεσολογγίου και την ηρωική έξοδο των κατοίκων, σε ομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο. Μετά το 1845 άρχισε να το επεξεργάζεται σε άλλη μορφή, χωρίς ομοιοκαταληξία. Το ποίημα περιγράφει την κατάσταση στο Μεσολόγγι τις τελευταίες ημέρες της πολιορκίας, όταν είχαν εξαντληθεί τα τρόφιμα και ήταν βέβαιο ότι η πόλη θα έπεφτε. Για την ερμηνεία του ποιήματος είναι ιδιαίτερα χρήσιμες οι ιταλικές σημειώσεις του ποιητή, που έχουν προταχθεί στην έκδοση σε μετάφραση του Πολυλά. Κεντρικό θέμα είναι η δύναμη της θέλησης και η πάλη με τους πειρασμούς της φύσης, που γεννούν την επιθυμία για ζωή και μπορούν να αποπροσανατολίσουν τους αγωνιστές.

Το τελευταίο έργο της ωριμότητας είναι ο Πόρφυρας, 1847, εμπνευσμένος από ένα πραγματικό περιστατικό, όταν ένας καρχαρίας κατασπάραξε έναν Άγγλο στρατιώτη που κολυμπούσε στο λιμάνι της Κέρκυρας. Ο Πόρφυρας είναι το πιο προβληματικό ως προς την ερμηνεία έργο, κυρίως λόγω της μορφής στην οποία έχει παραδοθεί. Αναφέρεται και αυτός στη σχέση φύσης - ανθρώπου και στη διάσταση μεταξύ σώματος (ύλης) και πνεύματος[18].

Η αντιμετώπιση του έργου του

Ο Σολωμός είχε εξ αρχής σημαντική θέση στους φιλολογικούς κύκλους της Ζακύνθου. Μετά και τη δημοσίευση του Ύμνου εις την Ελευθερίαν η φήμη του επεκτάθηκε και στο ελληνικό κράτος, αν και ο ίδιος δεν ταξίδεψε ποτέ στην ελεύθερη Ελλάδα[19]. Στο ευρύ κοινό των Επτανήσων και στην Αθήνα ο ποιητής ήταν γνωστός μόνο για τα ποιήματα που είχε δημοσιεύσει: τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν, το απόσπασμα «Η δέηση της Μαρίας» από τον Λάμπρο, την Ωδή εις Μοναχήν, καθώς και τα νεανικά του ποιήματα, πολλά από τα οποία διαδίδονταν προφορικά και αρκετά από αυτά είχαν μελοποιηθεί. Η άποψη των συγχρόνων του στηριζόταν επομένως σε αυτά τα έργα, και χάρη σε αυτά τα έργα είχε αποκτήσει τη φήμη που τον συνόδευσε μέχρι τον θάνατό του. Θαυμασμό για το έργο του Σολωμού εκδήλωναν και οι

Page 66: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

σημαντικότεροι εκπρόσωποι της Α’ Αθηναϊκής Σχολής, εκφράζοντας όμως τις αντιρρήσεις τους για τη γλώσσα του. Ο Ιάκωβος Ρίζος Νερουλός [20] , έγραφε το 1827 στο Cours de la litterature grecque moderne[21]: «τα ποιήματα του Διονύσιου Σολωμού… έχουν τη σπάνια αξία κάποιου δυνατού και συναρπαστικού οίστρου, μιας φαντασίας γεμάτης τόλμη και γονιμότητα»[22]. Ο Αλέξανδρος Σούτσος στο ποίημα του Επιστολή προς τον Βασιλέα Όθωνα χαρακτήρισε τον Σολωμό (αλλά και τον Κάλβο)« μεγάλο ὠδοποιό», που όμως παραμέλησε τα κάλλη της γλώσσας και παρουσίασε πλούσιες ιδέες «πτωχά ενδεδυμένες», ενώ ο Αλέξανδρος Ρίζος Ραγκαβής στο Esquisses de la literature frecque moderne έγραφε: «το πνεύμα του τον κάνει να είναι μια από τις μεγαλύτερες δόξες της Ελλάδας…. Ο Σολωμός έλαμψε σαν το πιο όμορφο πετράδι του ποιητικού στέμματος της Ελλάδας»[23]. Ήδη πριν τον θάνατό του το ποιητικό έργο του Σολωμού είχε ταυτιστεί με την έννοια της πατρίδας: το 1849 η εφημερίδα Αιών έγραφε:«αἱ ποιήσεις τοῦ Σολωμοῦ δὲν εἶναι ποιήσεις ἀτόμου, ἀλλὰ ὁλοκλήρου ἔθνους»[24]. Ανάλογες κρίσεις διατυπώθηκαν και μετά το θάνατο του ποιητή. Το περιοδικό Πανδώρα έγραψε:« ἐκ τῶν ἐξοχωτέρων τῆς Ἑλλάδος, δὸς δ' εἰπεῖν καὶ τῆς Εὐρώπης αὐτῆς, ποιητῶν, ὁ συγγραφεὺς τοῦ πρὸς τὴν Ἐλευθερίαν Διθυράμβου ἐκείνου, ὁ ἐκ Ζακύνθου Διονύσιος Σολομός, ἀπέθανεν εἰς ἀκμάζουσαν ἔτι ἡλικίαν»[25]. Οι επικήδειοι των μαθητών του Σολωμού ήταν βεβαίως πιο ουσιαστικοί και αναφέρονταν και στα ανέκδοτα έργα, πολλά από τα οποία είχαν ακούσει τον ποιητή να απαγγέλλει. Ο Ιούλιος Τυπάλδος χαρακτήρισε τον Σολωμό «πρώτο και μέγα θεμελιωτή της νέας μας φιλολογίας» και ο Ιάκωβος Πολυλάς στα «Προλεγόμενα» των ποιημάτων του Σολωμού το 1859 τον ονόμασε «εθνικό ποιητή».

Η εικόνα για το έργο του Σολωμού άλλαξε ριζικά μετά την εμφάνιση της πολυαναμενόμενης έκδοσης, το 1859. Το ημιτελές έργο εξέπληξε δυσάρεστα και προκάλεσε αμηχανία και οι εφημερίδες που επαινούσαν τον μεγαλύτερο Έλληνα ποιητή μετά το θάνατό του, δεν έγραψαν τίποτα για την έκδοση των έργων. Χαρακτηριστικά είναι τα λόγια του Βαλαωρίτη: το 1857, μετά τον θάνατο του Σολωμού, έγραφε στον Κωνσταντίνο Ασώπιο ότι «ἐψεύσθησαν αἱ ἐλπίδες τοῦ ἔθνους» και το 1877 έγραφε στον Ροΐδη: ότι ο Σολωμός άφησε πίσω του «ἕναν μόνο ὕμνον καὶ ὀλίγας ἀσυναρτήτους στροφάς»[26]. Αρνητικές κρίσεις για τα ποιήματα του Σολωμού διατύπωσε και ο Σπυρίδων Ζαμπέλιος στο δοκίμιό του «Πόθεν η κοινή λέξις "τραγούδω";», το 1859.

Η πρώτη ουσιαστική επανεκτίμηση του σολωμικού έργου εκτός του επτανησιακού χώρου έγινε μετά το 1880, κυρίως από το κριτικό έργο του Παλαμά, ο οποίος αναγνώρισε την ιστορική σημασία του έργου του Σολωμού, εξαιτίας της δημιουργίας προσωπικής ποιητικής γλώσσας και του γόνιμου συνδυασμού όλων των στοιχείων της ποιητικής παράδοσης αλλά και των ευρωπαϊκών ποιητικών ρευμάτων και ιδεών. Στην πραγματικότητα μορφές όπως ο Σολωμός, ο Κάλβος ή ο Παλαμάς φαίνεται πως βοήθησαν την ελληνική λογοτεχνία να ξεφύγει από τον χαρακτηρισμό της ελάσσονος ποίησης του 19ου αιώνα και να την εντάξουν στο ευρύτερο πλαίσιο του ευρωπαϊκού ρομαντισμού[27].

Σταθμό στη μελέτη του Σολωμικού έργου αποτέλεσε το ιδιοφυές βιβλίο του Κώστα Βάρναλη "Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική" (1925), σφοδρή πολεμική ενάντια στην ιδεαλιστική -και άγονη- θεώρησή του από τον Γιάννη Αποστολάκη στο κακογραμμένο, φλύαρο και πλαδαρό βιβλίο του "Η ποίηση στη ζωή μας" (1923).

Η αποσπασματικότητα του έργου

Page 67: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Το πρόβλημα της αποσπασματικής μορφής του σολωμικού έργου και της έκδοσής του είναι ένα από τα σημαντικότερα θέματα της μελέτης της σολωμικής ποίησης αλλά και της Ελληνικής Φιλολογίας εν γένει.

Τα μόνα έργα του Σολωμού που δημοσιεύθηκαν όσο ζούσε ήταν ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν (1825), ένα απόσπασμα του Λάμπρου («Η δέηση της Μαρίας») (1834), το Ωδή εις Μοναχήν (1829) και το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φραίζερ (1849). Τα υπόλοιπα έργα του έμειναν ανολοκλήρωτα. Ο Σολωμός επεξεργαζόταν συνεχώς τα έργα του και αγωνιζόταν για την επίτευξη της απόλυτης τελειότητας στη μορφή, προσπαθώντας να τα απαλλάξει από οτιδήποτε περιττό, που κατέστρεφε την καθαρά λυρική ουσία. Τα χειρόγραφά του δεν περιέχουν τα έργα καθαρογραμμένα, αλλά αποκαλύπτουν όλα τα στάδια επεξεργασίας τους, χωρίς απαραίτητα η τελευταία επεξεργασία να είναι η τελική. Ο ποιητής συνελάμβανε

πρώτα ένα προσχέδιο του ποιήματος σε πεζό, το οποίο κατέγραφε στα ιταλικά, και στη συνέχεια άρχιζε την ελληνική επεξεργασία. Για πολλούς στίχους σώζονται διάφορες παραλλαγές, οι στίχοι συχνά δεν είναι στη σωστή σειρά, κάποιοι είναι ανολοκλήρωτοι ενώ υπάρχουν και χάσματα. Συχνά στην ίδια σελίδα ο ποιητής μπορεί να έγραφε στίχους από διαφορετικά ποιήματα.

Ο πιστός μαθητής του Σολωμού, Ιάκωβος Πολυλάς, όταν ανέλαβε μετά τον θάνατο του «δασκάλου» του να εκδώσει το έργο του (το οποίο ανέμεναν με αγωνία όχι μόνο στα Επτάνησα αλλά και στην υπόλοιπη Ελλάδα), είχε να αντιμετωπίσει μεγάλες δυσκολίες. Κατ' αρχάς, έπρεπε να πάρει την άδεια από τον αδερφό του ποιητή, Δημήτριο, να μελετήσει τα τετράδια. Στην συνέχεια, έπρεπε να ταξινομήσει το ακατάστατο υλικό (με τον δυσανάγνωστο γραφικό χαρακτήρα του Σολωμού) για να παρουσιάσει ένα έργο όσο το δυνατόν πιο ολοκληρωμένο και νοηματικά συνεκτικό και αυτοτελές. Ο Πολυλάς συγκέντρωσε και ταξινόμησε αυτό το υλικό και προσπάθησε να το ανασυνθέσει επιλέγοντας τους στίχους που εκείνος θεωρούσε ότι ανταποκρίνονταν περισσότερο στις αισθητικές απόψεις του ποιητή. Κάποιες φορές προσέθεσε και στίχους που είχε ακούσει τον Σολωμό να απαγγέλλει, και κατέγραψε και κάποιες από τις παραλλαγές των στίχων. Εξέδωσε το έργο του Σολωμού το 1859 με τον τίτλο Άπαντα τα Ευρισκόμενα και με μια εξαιρετική κριτική εισαγωγή, στην οποία διατύπωνε και την άποψη ότι τα χειρόγραφα του ποιητή με την οριστική μορφή των ποιημάτων έχουν χαθεί.

Απόπειρες ερμηνείας της αποσπασματικότητας

Η μορφή που παρουσίασε το έργο του Σολωμού με την πρώτη έκδοσή του μάλλον προκάλεσε απογοήτευση, καθώς τότε δεν μπορούσε να γίνει κατανοητή και να εκτιμηθεί η αξία ενός έργου με τόσες «ατέλειες». Ο Πολυλάς τόνισε στα προλεγόμενά του ότι τα κυριότερα χειρόγραφα, με την οριστική μορφή των ποιημάτων είτε είχαν χαθεί, είτε είχαν καταστραφεί. Επικρατούσαν τότε οι υποθέσεις ότι μπορεί τα έργα να εκλάπησαν από τον υπηρέτη του Σολωμού ή από τον αδερφό του Δημήτριο, ή ίσως ότι μπορεί να τα κατέστρεψε ο ίδιος ο ποιητής. Μόνο από τις αρχές του 20ου αι. είχε γίνει πλέον κατανοητό ότι δεν υπήρχαν άλλα χειρόγραφα και ότι ο ποιητής δεν είχε ολοκληρώσει τα έργα του. Οι πρώτες απόπειρες ερμηνείας του φαινομένου της αποσπασματικότητας ήταν περισσότερο εξωκειμενικές: η αδυναμία ολοκλήρωσης ερμηνευόταν ως αιτία της απουσίας της κατάλληλης πνευματικής ατμόσφαιρας που θα του έδινε κίνητρο να ολοκληρώσει τα έργα του, ή της απουσίας

Page 68: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ικανοποιητικής λογοτεχνικής παράδοσης την οποία θα μπορούσε να ακολουθήσει, ή δίνονταν ψυχολογικές ερμηνείες σχετικά με τον αλκοολισμό του ποιητή, την έλλειψη συνθετικής ικανότητας, την δυσμενή επίδραση της δίκης του 1833-1838 ή την τελειομανία και το αίσθημα του ανικανοποίητου [28].

Άλλοι μελετητές αντιθέτως επισήμαναν ότι ο Σολωμός σε μεγάλο βαθμό αδιαφορούσε για την ολοκλήρωση των ποιημάτων. Ενδεικτική είναι η φράση που αποδίδεται στον ποιητή «Ο Λάμπρος θα μείνει απόσπασμα, γιατί το όλο ποίημα δε φτάνει το ύψος μερικών μερών». Ο Λίνος Πολίτης λέει σχετικά με την αποσπασματικότητα των Ελεύθερων πολιορκημένων: «δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ' ένα σύνολο αφηγηματικό... Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για την μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι...προς μιά κατάκτηση ενός «καθαρού» λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του. Κάτι ανάλογο διαπιστώσαμε και στον Κρητικό, το ίδιο ισχύει και για τα άλλα του «αποσπασματικά» έργα»[29]. Αργότερα ο Σολωμός θεωρήθηκε από αρκετούς ποιητές και κριτικούς ως πρόδρομος την «καθαρής ποίησης» [30] και η αποσπασματικότητα του έργου του δεν «ενοχλούσε», αντιθέτως εθεωρείτο μεγάλο πλεονέκτημα. Ο Δημήτρης Λιαντίνης αναφερόμενος στο φαινόμενο της αποσπασματικότητας του Σολωμικού έργου του αναγνωρίζει μια νόμιμη συντριβή: «Ο Σολωμός ταιριαστός στον καιρό του ήταν ανάγκη να δημιουργήσει τέχνη ευρωπαϊκή, αλλά ταιριαστός και στον τόπο του ήταν ανάγκη να δημιουργήσει τέχνη κλασσική. Αυτή η σύγκρουση τον οδήγησε στο παράταιρο σμίξιμο τού ρομαντικού και τού κλασσικού, και στη συντριβή της τέχνης του.»[31]

Τέλος, την τελευταία δεκαετία έγινε απόπειρα συσχετισμού των ανολοκλήρωτων σολωμικών έργων με τα αποσπασματικά έργα της ρομαντικής λογοτεχνίας [32] (όπως τα Kubla Khan του Coleridge, Giaour του Byron, Heinrich von Oftendingen του Novalis), αν και αυτή η ερμηνεία δεν είναι αποδεκτή από άλλους [33].

Το εκδοτικό πρόβλημα

Το πρόβλημα της έκδοσης του έργου του Σολωμού τέθηκε κατά τις δεκαετίες 1920-1930, μετά την έκδοση από τον Κ. Καιροφύλα το 1927 έργων που δεν είχαν συμπεριληφθεί στην έκδοση Πολυλά, όπως Η Γυναίκα της Ζάκυνθος, η σάτιρα Οι Κρεμάλες και αρκετά ιταλικά σονέτα, αλλά και την απόφαση της Ακαδημίας Αθηνών να εκδοθούν τα ποιήματα του Σολωμού με κριτική έκδοση από τον Ν.Β. Τωμαδάκη. Τότε ξεκίνησε συζήτηση σχετικά με την μορφή της έκδοσης που θα ήταν καταλληλότερη: κριτική ή «πανομοιότυπη» (όπως υποστήριζε ο Λίνος Πολίτης). Η κριτική έκδοση τελικά δεν πραγματοποιήθηκε, ενώ και οι δύο φιλόλογοι ετοίμασαν «χρηστικές» εκδόσεις των ποιημάτων, που απευθύνονταν στο ευρύ κοινό. Ο Λ.Πολίτης εξέδωσε το 1964 τα χειρόγραφα του ποιητή σε φωτογραφική ανατύπωση και τυπογραφική μεταγραφή. Η έκδοση αυτή αποτέλεσε σημαντικό σταθμό στην πορεία των σολωμικών ερευνών όχι μόνο διότι αποκαλύφθηκε ο τρόπος εργασίας του ποιητή, αλλά και γιατί δόθηκε πλέον στους φιλολόγους η δυνατότητα να μελετήσουν όλες τις φάσεις επεξεργασίας των ποιημάτων και, ενδεχομένως, να διατυπώσουν νέες εκδοτικές προτάσεις.

Οι τωρινές εκδοτικές απόπειρες του σολωμικού έργου μπορούν να διακριθούν σε δύο κατηγορίες, ανάλογα με την λύση που προτείνουν: η «αναλυτική» έκδοση αποκαλύπτει τα διαδοχικά στάδια επεξεργασίας του ποιήματος και τις διάφορες

Page 69: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

παραλλαγές, όπως είχε εξηγήσει ο Λίνος Πολίτης και σκόπευε να πραγματοποιήσει. Η «συνθετική» έκδοση αντιθέτως παρουσιάζει το έργο σε μορφή με λογική αλληλουχία και μορφική πληρότητα και αποκλείει όσους στίχους ή όσα αποσπάσματα δεν πληρούν αυτές τις προϋποθέσεις. Δείγμα «συνθετικής» έκδοσης είναι η εκδοτική δοκιμή του Στυλιανού Αλεξίου (1994), η οποία όμως δέχτηκε σφοδρή κριτική από τους υποστηρικτές της «αναλυτικής» προσέγγισης.[34].

Διονύσιος Σολωμός (1798 - 1857)

Ο Διονύσιος Σολωμός, η σημαντικότερη μορφή της λεγόμενης Επτανησιακής λογοτεχνικής σχολής, γεννήθηκε στη Ζάκυνθο στις 8 Απριλίου του 1798. Ήταν ένας από τους δύο νόθους γιους του κόντε Νικολάου Σολωμού και της υπηρέτριάς του Αγγελικής Νίκλη. Ο Διονύσιος και ο αδερφός του Δημήτριος μεγάλωσαν στο σπίτι του πατέρα τους και απολάμβαναν τα ίδια σχεδόν προνόμια με τα δύο νόμιμα παιδιά του κόντε Νικολάου. Πέντε χρόνια μετά το θάνατο της συζύγου του, Μαρνέτας Κάκνη, ο κόντε Νικόλαος αποκατέστησε με γάμο τη μητέρα του ποιητή μια μέρα πριν πεθάνει (1807) και με τη διαθήκη του κληροδότησε στον Διονύσιο και τον Δημήτριο το μερίδιο που τους αναλογούσε από την πατρική περιουσία. Έτσι ο Διονύσιος και ο αδερφός του έγιναν πρόωρα κληρονόμοι μιας μεγάλης περιουσίας. Η μητέρα του ποιητή παντρεύτηκε τον Αύγουστο του ίδιου χρόνου σε δεύτερο γάμο το Μανώλη Λεονταράκη, ενώ ο Διονύσιος τέθηκε υπό την εποπτεία επιτροπής.

Το 1808 οι επίτροποί του έστειλαν τον δεκάχρονο Διονύσιο για σπουδές στην Ιταλία με τη συνοδεία του ιταλού ιερωμένου και δασκάλου του Don Santo Rossi. Ο Σολωμός φοίτησε στο Λύκειο της Κρεμόνα και στο Πανεπιστήμιο της Πάβια, όπου σπούδασε νομικά κατά τα έτη 1815 - 1818 χωρίς να πάρει το πτυχίο του. Εκείνη την περίοδο εντάχθηκε στους φιλολογικούς κύκλους της εποχής, ήρθε σε επαφή με το κίνημα του ρομαντισμού και τον κλασικιστή ποιητή Βιτσέντζο Μόντι. Το 1818 σε ηλικία 20 ετών, ο Σολωμός γύρισε στη Ζάκυνθο, όπου επιδόθηκε στην καλλιέργεια της μητρικής του γλώσσας και αποφάσισε να αφιερωθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Αρχικά συνέγραψε ποιήματα θρησκευτικής θεματολογίας στα ιταλικά και συνδέθηκε φιλικά με τον Γεώργιο Τερτσέτη και τον Αντώνιο Μάτεσι. Τότε έγραψε επίσης ποιήματα στα ελληνικά με σαφείς επιρροές από τον Βηλαρά και τον Χριστόπουλο. Παράλληλα με τις πρώτες του ποιητικές αναζητήσεις έδειξε έντονο ενδιαφέρον και για τα πολιτικά ζητήματα που αφορούσαν την Ιόνιο Πολιτεία.

Το Φεβρουάριο του 1821 συνυπέγραψε με άλλους επιφανείς Ζακύνθιους υπόμνημα διαμαρτυρίας για την πολιτική των Άγγλου Αρμοστή στα Επτάνησα Τόμας Μαίτλαντ και το Σύνταγμα του 1817, προς τον βασιλιά της Αγγλίας, Γεώργιο Δ΄. Το 1822 τυπώθηκε στην Κέρκυρα η συλλογή ιταλικών σονέτων του Rime improvisate (Αυτοσχέδιες Ρίμες). Το Μάη του 1823 έγραψε τον Ύμνο εις την Ελευθερίαν (σε 158 τετράστιχες στροφές), που υπήρξε το μοναδικό ποίημα που ο ποιητής το ολοκλήρωσε σε ένα μήνα (Μάιος 1823). Το 1824 αρχίζει να επεξεργάζεται το ρομαντικό ποίημα Λάμπρος και έγραψε το πρώτο πεζό κείμενό του, τον Διάλογο, όπου εκφράστηκε ενάντια στη γλωσσική θεωρία του Κοραή και υπερασπίζεται την αξία της ομιλούμενης γλώσσας. Το 1825 έγραψε την Καταστροφή των Ψαρών. Το 1826 ξεκίνησε τη συγγραφή της Γυναίκας της Ζάκυθος, δημοσίευσε δύο χειρόγραφα ποιήματά του (την Φαρμακωμένη και Το όνειρο) και επεξεργάστηκε ξανά τον Λάμπρο. Το 1827 με αφορμή το μνημόσυνο που έγινε στη Ζάκυνθο για τον ελληνικής καταγωγής Ιταλό ποιητή Ugo Foscolo, εκφώνησε στην καθολική μητρόπολη το

Page 70: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Εγκώμιο στον Ugo Foscolo (Elogio di Ugo Foscolo). Με το πεζό αυτό ιταλικό κείμενο ολοκληρώθηκε η λεγόμενη Ζακυνθινή δεκαετία της δημιουργίας του.

Στα τέλη του 1828 ο Σολωμός έφυγε για την Κέρκυρα, όπου παρέμεινε μέχρι το θάνατό του. Εκεί γνώρισε τον Νικόλαο Μάντζαρο (ο οποίος μελοποίησε τον Ύμνο εις την Ελευθερία) και επηρεάστηκε από το ρεύμα του γερμανικού ιδεαλισμού (με το οποίο ήρθε σε επαφή μέσα από τις μεταφράσεις του Λούντζη και του Πολυλά, μιας και δε γνώριζε γερμανικά). Το 1829 κυκλοφόρησε το χειρόγραφο ποίημα Εις Μοναχήν, επεξεργάστηκε ξανά τη Γυναίκα της Ζάκυθος, έγραψε τη Νεκρική Ωδή ΙΙ και ένα λυρικό ποίημα για την πτώση του Μεσολογγίου, που δημοσίευσε ο Πολυλάς το 1859 ως πρώτο σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Το Νοέμβριο του 1833 αναγκάστηκε να εγείρει αγωγή κατά του ετεροθαλούς αδελφού του Ιωάννη Λεονταράκη, που είχε οικειοποιηθεί το όνομα του Σολωμού. Η υπόθεση έληξε με δικαίωση του ποιητή, κράτησε όμως μέχρι το 1838 και τον καταπόνησε ψυχικά. Στο μεσοδιάστημα έγραψε τον Κρητικό, σχεδίασε μια ριζική αναθεώρηση στο σχέδιο της Γυναίκας της Ζάκυθος, με την οποία επιχείρησε να δημιουργήσει ένα νέο λογοτεχνικό είδος ενδιάμεσο της ποίησης και της πεζογραφίας. Ασχολήθηκε ξανά με το θέμα της πτώσης του Μεσολογγίου, γράφοντας το 1834 τη δεύτερη ημιτελή μορφή των Ελεύθερων Πολιορκημένων και την τρίτη το 1844, σε ιαμβικό ανομοιοκατάληκτο δεκαπεντασύλλαβο στίχο, και έτσι εγκαινίασε τη νέα, ωριμότερη δημιουργική του περίοδο. Το 1847 έγραψε το ημιτελές ποίημα Εις τον θάνατο Αιμιλίας Ροδόσταμο και το 1849 το επίγραμμα Εις Φραγκίσκα Φράιζερ.

Την τελευταία αυτή περίοδο δε μπόρεσε να πραγματοποιήσει τα σχέδιά του, όμως τα αποσπάσματα που σώζονται (όπως ο Πόρφυρας) είναι αποκαλυπτικά του νέου εύρους του στοχασμού του. Από το 1851 η υγεία του Σολωμού άρχισε να κλονίζεται από εγκεφαλικά επεισόδια, γεγονός που τον επηρέασε αρνητικά. Απομονώθηκε από τους περισσότερους φίλους του και δεν ολοκλήρωσε κανένα από τα έργα που είχε αρχίσει. Ο Διονύσιος Σολωμός πέθανε στην Κέρκυρα το Φεβρουάριο του 1857 σε ηλικία 59 ετών και κηδεύτηκε με μεγάλες τιμές. Το 1865 τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Ζάκυνθο και θάφτηκαν στην πλατεία του Αγ. Μάρκου. Δύο χρόνια μετά τον θάνατό του ο Ιάκωβος Πολυλάς, φίλος και μαθητής του ποιητή, τακτοποίησε τα χειρόγραφα του Σολωμού και τα εξέδωσε με τον τίτλο Διονυσίου Σολωμού Άπαντα τα Ευρισκόμενα.

ΑΠΑΝΤΑ ΤΟΥ ΣΟΛΩΜΟΥ

Ο Διονύσιος Σολωμός υπήρξε ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες δημιουργούς, ο πρώτος νεοέλληνας λογοτέχνης με πραγματικά ευρωπαϊκό διαμέτρημα. Θεωρήθηκε και θεωρείται εθνικός ποιητής της Ελλάδας όχι μόνον γιατί έγραψε τον Εθνικό Ύμνο, αλλά και γιατί αξιοποίησε την προγενέστερη ποιητική παράδοση (κρητική λογοτεχνία,δημοτικό τραγούδι), ήταν ο πρώτος που καλλιέργησε συστηματικά την δημοτική γλώσσα και άνοιξε τον δρόμο για την χρησιμοποίησή της στην λογοτεχνία. Όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και ο Γ. Βελουδής («Διονύσιος Σολωμός – Εθνικός, Ευρωπαίος, Οικουμενικός», Το ΒΗΜΑ, Νέες Εποχές, 10/05/98): «Ο Σολωμός είναι λοιπόν «εθνικός ποιητής» με την έννοια που έχει η περίφραση αυτή στο α΄ μισό του 19ου

αιώνα, ιδιαίτερα για τα μικρότερα έθνη, που αναζητούν την «εθνική» ανεξαρτησία τους, αλλά και για μερικά μεγαλύτερα (Γερμανία, Ιταλία), που επιδιώκουν την εθνική τους ενότητα. […] Ο Σολωμός είναι δηλαδή «ομόλογος» των συγχρόνων του εκείνων ευρωπαίων ποιητών (λογοτεχνών) το α΄ μισού του 19ου αιώνα, που το έργο τους

Page 71: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αποτελεί ένα ορόσημο και μιαν αφετηρία για τη δημιουργία μιας νεότερης, αστικοεθνικής και με την έννοια αυτή «ρομαντικής», λογοτεχνίας στις χώρες τους, όπως ο Foscolo και ο Μanzoni στην Ιταλία, ο Puskin στη Ρωσία, ο Mickiewicz στην Πολωνία, ο Petofi στην Ουγγαρία και ο Oelenschlager στη Δανία.»

Στην προσπάθειά μας να κατανοήσουμε τους παράγοντες που επηρέασαν τον Σολωμό στον γλωσσικό, ιδεολογικό και ποιητικό του προσανατολισμό πρέπει να εξετάσουμε συνολικά το έργο του ποιητή και να το αντιμετωπίσουμε ως αποτέλεσμα των επιδράσεων του περιβάλλοντος, της παιδείας και των φυσικών καταβολών του. Σύμφωνα με αυτή τη θεώρηση, ο πρώτος παράγοντας που επέδρασε στη διαμόρφωση της προσωπικότητας του ποιητή ήταν οι προοδευτικές ιδέες του Ιταλού ιερέα Don Santo Rossi που ανέλαβε αρχικά την διαπαιδαγώγηση του. Στη συνέχεια η παραμονή και οι σπουδές στην Ιταλία τον έκαναν κοινωνό των κηρυγμάτων του Διαφωτισμού και τον εφοδίασαν με πλούσια φιλολογική παιδεία. Με την επιστροφή του ποιητή στην πατρίδα τον Αύγουστο του 1918 γράφτηκαν τα πρώτα του ποιήματα που κινούνται στο ρομαντικό κλίμα. Η Επανάσταση του 1821 συγκλόνισε τον ποιητή και τον έστρεψε οριστικά στην ελληνική ποίηση. Η γνωριμία του με τον Σπυρίδωνα Τρικούπη το 1822 ενίσχυσε τη θέλησή του να γράψει στην ελληνική και απέβαλε την αρχική ατολμία του στη χρήση της μητρικής του γλώσσας. Η επαφή του με την κρητική λογοτεχνία και το δημοτικό τραγούδι καλλιέργησαν περαιτέρω το πνεύμα του και διαμόρφωσαν οριστικά την καλλιτεχνική του ιδιοσυγκρασία. Ο Σολωμός σε όλη του τη ζωή προσπάθησε να διαμορφώσει ένα νέο μεικτό ποιητικό είδος, που θα κινείται ανάμεσα στον κλασικισμό και στο ρομαντισμό. Για το Σολωμό κλασικό είναι ό,τι σχετίζεται με την αρχαία γραμματεία, ενώ η έννοια ρομαντικό σχετίζεται με τη λογοτεχνική παραγωγή του Μεσαίωνα και της Αναγέννησης. Ο ίδιος στους Στοχασμούς του θεωρεί τον Όμηρο το μέγιστο παράδειγμα του κλασικού είδους και τον Shakespeare του ρομαντικού. Ο Γ. Βελουδής (Εισαγωγή στην ποίηση του Σολωμού, Π.Ε.Κ., Ηράκλειο, 1999, σ. 369) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δε γίνεται λόγος για το συνδυασμό δύο λογοτεχνικών ειδών με τη σημερινή, έγκυρη γραμματολογική σημασία του όρου (έπος, δράμα, λυρική ποίηση, κωμωδία, σάτιρα…), αλλά για το συνδυασμό δύο διαφορετικών εκφραστικών τρόπων, του “κλασικού” και του “ρομαντικού”». Η περίοδος της πνευματικής ωριμότητας του ποιητή συμπίπτει με την μετάβασή του από τη Ζάκυνθο στην Κέρκυρα (1828). Στα έργα αυτής της περιόδου (Κρητικός, Ελεύθεροι Πολιορκημένοι) συνυπάρχουν στοιχεία λυρικά, δραματικά και αφηγηματικά. Τα θέματα της ποίησής του είναι πλέον η ελευθερία, η γλώσσα, η φύση, ο έρωτας, η ζωή και ο θάνατος. Μετρικά πλέον κυριαρχεί ο ιαμβικός δεκαπεντασύλλαβος του Ερωτόκριτου και της δημοτικής ποίησης. Πολύς λόγος έχει γίνει για την αποσπασματικότητα των έργων του ποιητή. Οι μελετητές έχουν εκφράσει διάφορες απόψεις για τη μη ολοκλήρωση κυρίως των έργων της ποιητικής του ωριμότητας. Όμως πέρα από τις διάφορες προσεγγίσεις, το σημείο στο οποίο όλοι οι μελετητές συγκλίνουν είναι ότι το έργο του ποιητή παρουσιάζει αισθητική αυτοτέλεια καθαρού λυρισμού. Ο Λίνος Πολίτης (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 1985, σ. 148 – 149) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση· δε θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σ’ ένα σύνολο αφηγηματικό ή «επικολυρικό». Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε προς μια κατάκτηση ενός «καθαρού» λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του. […] Σωστότερο θα ήταν τα κομμάτια αυτά να τα πούμε λυρικές ενότητες ή επεισόδια λυρικά. Αν τα αντικρίσουμε έτσι, θα

Page 72: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

δούμε πως έχουν το καθένα τους μιαν αναμφισβήτητη αυτοτέλεια και το ένα με το άλλο μια εσωτερική συνοχή».

Η πρόσληψη του έργου του Σολωμού από τη σύγχρονή του και τη μεταγενέστερη κριτική πέρασε από αρκετές διακυμάνσεις. Αρχικά το σύνολο του έργου του εκτός από τον Ύμνο εις την Ελευθερία, ήταν άγνωστο στο ευρύ κοινό. Όταν ο Πολυλάς δημοσίευσε τα Άπαντα του ποιητή δύο χρόνια μετά το θάνατό του, οι αρχικές αντιδράσεις ήταν αρνητικές. Η αθηναϊκή καθαρολογία του 19ου αιώνα προσπέρασε αδιάφορα το έργο του λόγω της δημώδους γλώσσας και της αποσπασματικότητάς του. Ο Κωστής Παλαμάς το 1898 με αφορμή την εκατονταετηρίδα από τη γέννηση του Σολωμού αναγνώρισε την σημασία του έργου του, εξαιτίας της προσωπικής ποιητικής του γλώσσας και του γόνιμου συνδυασμού όλων των στοιχείων της ποιητικής παράδοσης αλλά και των ευρωπαϊκών ποιητικών ρευμάτων και ιδεών. Έτσι πρωτοστάτησε στο να γίνει γνωστό το σύνολο του έργου του να κερδίσει τη γενική αποδοχή.  

Ελένη ΒακαλόΗ Ελένη Βακαλό ποιήτρια και τεχνοκριτικός, γεννήθηκε το 1921 στην Κωνσταντινούπολη και μεγάλωσε στην Αθήνα όπου και πέθανε το 2001. Σπούδασε στο Παν/ιο Αθηνών Ιστορία και Αρχαιολογία, παρακολούθησε μαθήματα Ιστορίας της τέχνης στο Παρίσι. 'Ιδρυσε -μαζί με τον σύζυγό της ζωγράφο και σκηνογράφο Γιώργο Βακαλό- την ομώνυμη σχολή διακοσμητικών και εφαρμοσμένων τεχνών, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με την διδασκαλία ιστορίας της τέχνης. Δημοσίευσε πολλά βιβλία, ποιητικά, δοκίμια για την τέχνη κ.ά., έκανε εκπομπές τέχνης στο ραδιόφωνο, ενώ κατείχε συστηματικά τη στήλη της τεχνοκριτικής στην εφημερίδα «Τα Νέα» για 23 χρόνια, εκτός από την περίοδο της επταετούς δικτατορίας.

Είναι η πρώτη θεωρητικός στην Ελλάδα που θα χρησιμοποιήσει τον όρο «προσομοίωση» για να περιγράψει την σχέση θεατή - έργου τέχνης, η πρώτη που θα επισημάνει την ανάγκη μελέτης της τέχνης «Από την Πλευρά του Θεατή» (1989), ενώ θα αναφερθεί στην τέχνη ως γνωσιακό, διεπιδραστικό και ενσώματο εντέλει φαινόμενο. Η Βακαλό πρότεινε και δημιούργησε μια αυτόφωτη αισθητική θεωρία χωρίς ίχνος ακαδημαϊκού σχολαστικισμού. Ως τεχνοκριτικός -και αυτό είναι το κατ' εξοχήν σημαντικό- πρότεινε μια ως ένα βαθμό δική της θεωρία που συνομιλούσε διεθνώς με τις μόλις ιδρυόμενες επιστήμες του δομισμού, της σημειολογίας, ή της πολιτισμικής ανθρωπολογίας.

Φιλοδόξησε με το πολυσχιδές έργο της, να εγκαινιάσει μια νέα ματιά, μια νέα γραμμή οράσεως των πραγμάτων. Η συνολική αναγνώριση του έργου της ήρθε το 1997 με το βραβείο της Ακαδημίας, ενώ το 1991 της απονεμήθηκε το Α κρατικό βραβείο ποίησης, και, τέλος, το 1998 αναγορεύτηκε επίτιμη διδάκτωρ του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Αριστοτελείου Παν/ιου Θεσσαλονίκης.

Στην ελληνική λογοτεχνία εμφανίστηκε το 1944 με δημοσίευση ποιημάτων της στο περιοδικό Νέα Γράμματα και μέχρι το 1997 εξέδωσε συνολικά 14 βιβλία ποιητικών συλλογών και δύο συγκεντρωτικές τους εκδόσεις (1981, 1995). Τοποθετείται από

Page 73: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

τους κριτικούς στην πρώτη μεταπολεμική γενιά των ποιητών, στον ευρύτερο χώρο του μεταϋπερρεαλισμού μαζί με τους Μ.Σαχτούρη, Ν.Βαλαωρίτη, Μ.Αραβαντινού, Τ.Σινόπουλο, Ε.Kακναβάτο, Τ.Bαρβιτσιώτη, Α.Nικολαΐδη, Ν.Δ. Kαρούζο. Το ποιητικό της έργο χωρισμένο σε τέσσερις περιόδους από το 1944 έως το 1997 αποτελεί ουσιαστικά ένα κειμενικό συνεχές, σπονδυλωτά διαρθρωμένο μέσα από τις επιμέρους συνθέσεις του.

Την ποιητική μυθολογία και κοσμολογία της κατοικούν γυναίκες, τυφλοί, παιδιά, θηρία, ζωγράφοι και λογοτέχνες, πρόσωπα του κόσμου και οι ιστορίες τους, το νερό, το δάσος, το τρωκτικό των θεμελίων, τα έγκατα της γης, ο κήπος, η θάλασσα, φυτά και ψάρια, το πουλί. 'Ολα αυτά είναι για την συγγραφέα δυνάμει ανατρεπτικές, δημιουργικές και ποιητικές εντέλει οντότητες. Eστιάζει στο γένος των ανθρώπων, στην ανθρώπινη κοινότητα και όχι στο πρόσωπο, παίζει με τις έννοιες της ιστορίας, της εξουσίας και της αθωότητας, χωρίς ποτέ η γραφή της να ολοκληρώνεται με ένα αφηγηματικό επιμύθιο.

Στοιχεία της φύσης, η ύλη και η ενέργεια, ο χώρος μέσα στην κοσμική του προοπτική, οι μορφές στο χώρο, τα έμβια όντα, όλα συνδέονται σε ένα οργανικό συνεχές, σε μια αλυσίδα αέναων μετασχηματισμών και μορφογενέσεων. Η αρχή της προσομοίωσης διαπερνά και την ποιητική της ματιά. Τίποτα δεν εξαφανίζεται ή δεν πεθαίνει, αλλά μετατρέπεται, παίρνει άλλες μορφές. Το ένα μπαίνει στην θέση του άλλου. Η αφή παίρνει την θέση της όρασης, ο πόνος και η τρέλλα την θέση της γνώσης, το φαινομενικά άδειο κυοφορεί τη νέα ζωή, η αθωότητα γίνεται άλλη εξουσία, η αρρώστια άλλος έρως ζωής. Το λίγο γεννάει το πολύ, από το γνωστό ή από το αισθητό οικειωνόμαστε το αφηρημένο ή το άγνωστο. Από το οργανικό στο ανόργανο, από την σύνθεση στην αποσύνθεση, αυτή η κίνηση που χαρακτηρίζει το αέναο κοσμικό γίγνεσθαι εμπνέει την ποιήτρια. Στα ποιήματά της καταγράφεται ένα κολλάζ κινούμενων εικόνων. Οι μορφές σχηματίζονται και αποσχηματίζονται, γεμίζουν και αδειάζουν από σάρκα και χρώμα, κίνηση και δράση, οι μορφές ξεχωρίζουν από το φόντο και μετά πάλι υποχωρούν στο φόντο. Είναι σαφής στα ποιήματά της η επίδραση και ο απόηχος από την θεωρία των μορφολόγων της Gestalt, αλλά και της θεωρίας του Arnheim για την οπτική αντίληψη. Εξ άλλου όλη η τέχνη (ζωγραφική, λογοτεχνία κ.ά.) συνιστούν για τη Βακαλό χειρονομία και «συμπεριφορά», κίνηση προς τον κόσμο (1989, 1975, 1999).

Στο ευρύ φάσμα του ποιητικού έργου της ενσωματώνονται ποικίλα και ετερογενή στοιχεία. Πρόκειται για μια ποίηση που αντλεί από τους προσωκρατικούς φιλοσόφους ή τη βιολογία αλλά και συγγενεύει με ποιητές όπως ο Wallace Stevens ή η Marianne Moore. Χωρίς λοιπόν να ανήκει αυστηρά σε συγκεκριμένες ομάδες ή κινήματα, η ποιητική γραφή της Βακαλό με τις διαρκώς μεταβαλλόμενες εικόνες, αλλά και με ένα οριακό παιχνίδι με τη σύνταξη και με τη σχέση γλώσσας - νοήματος συγγενεύει εκλεκτικά με πολλά πρωτοποριακά μεταπολεμικά διεθνή κινήματα, όπως π.χ. ο νεοϋπερρεαλισμός, η «Συγκεκριμένη Ποίηση» [Konkrete Poesie] της δεκαετίας του 1950, ή η γλωσσοκεντρική ποίηση των δεκαετιών 1970 και 1980. 'Ηδη από το 1970, με τα δοκίμιά και τα ποιήματά της, ανοίγει το δρόμο σε κάθε είδους πειραματισμούς που σχετίζονται με την διεπίδραση εικόνας και λέξης.

Πρωτοποριακή θα χαρακτηρίζαμε, επίσης, την άποψη της Βακαλό για το τι είναι ποιητικό και ποίηση: αποαισθητικοποιεί την σχέση ζωής-τέχνης. Η ποίηση υπάρχει παντού, φτάνει να τη δούμε, να «ανοίξουμε» τα μάτια, όπως είπε και η ίδια

Page 74: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

χαρακτηριστικά μιλώντας για την δική της ποίηση σε συνέντευξή της στο Μ. Μήτρα (Γ' Πρόγραμμα 1992):

 

πρέπει να πω ότι είναι μια ποίηση που βγαίνει από τα όρια της δεδομένης αντίληψης της ποίησης, αλλά εγώ πιστεύω και γι' αυτό πολεμάω και γι' αυτό πολέμησα ... ότι η ποίηση είναι παντού. Και στα πιο κοινά πράματα. Αυτή τη μαγεία δεν είναι ανάγκη να τη ζητάμε με φυγές. Ο σκοπός είναι να τη δούμε σε όλα γύρω μας και αυτό είναι το θέμα όλο.

 

«Κοινή» χωρίς ποιητική εκζήτηση είναι και η χρήση γλώσσας στα ποιήματά της. Ωστόσο, αυτή η απλή -λεξιλογικά- γλώσσα παίζει σε άλλο επίπεδο: διαρρηγνύει γραμματικούς κανόνες και σημασιοσυντακτικά πρότυπα, παίζει με την ταυτότητα των όρων της πρότασης, την σειρά των λέξεων, τους συντακτικούς δεσμούς ρήματος - αντικειμένου, κ.ά. Πειραματίζεται με την οπτική διάταξη των λέξεων στην τυπωμένη σελίδα, χρησιμοποιεί συχνότατα το σχήμα του υπερβατού, σχήμα της υψηλής ποίησης κατά το Λογγίνο, όπως π.χ. στον στίχο «Σα να η θάλασσα δοκιμάζει τον ήλιο ξανά» από την ποιητική συλλογή Ημερολόγιο της Ηλικίας (1958) ή το ποίημα «Η έλλειψη του νερού» από την ίδια συλλογή:

Την επάρκεια του σώματος η ηδονή

Η δίψα αρχίζοντας

'Οπως τα χείλη φουσκώνουνΣτη σύσταση χλοερά που ήταν πιο πριν

Μ' άλλον τρόπο απαίτησης

Μ' άλλες κάμψειςΑποθέματα ελάχιστα στιγμων δροσερών εξαντλεί

                   (123)

 

Πριν από τον λυρισμό

Εξάλλου και ο  τίτλος Πριν από το Λυρισμό της πρώτης συγκεντρωτικής έκδοσης των ποιημάτων (1981) δεν είναι τυχαίος. Δηλώνει μια στάση απέναντι στην ποίηση. Μια  γλωσσική στάση που αποποιείται αυτό που η συγγραφέας ονόμαζε «λυρική αίσθηση»: δηλαδή την ευτελή αισθηματολογία, την αυτοδάπανη εξομολόγηση, τις στομφώδεις κορώνες. Χωρίς ρητορείες, γυμνός από επίθετα και φειδωλός στα ρήματα ο λόγος της, αφαιρετικός, υιοθετεί συστηματικά την γλωσσική απόσταση από το «εγώ».  Από αυτή την γλωσσική αφαίρεση, προκύπτει το ποιητικό πλεόνασμα, από την εμμεσότητα , η αμεσότητα. 'Οχι πως απαρνείται το συναίσθημα η ποίηση αυτή. Προσηλώνεται, αντίθετα, στην ανάδειξη πρωτογενών αισθημάτων όπως ο φόβος, η ανάγκη του άλλου, η ερωτική επιθυμία, το τραύμα της απώλειας. Στις συλλογές της

Page 75: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ενότητας πριν από το λυρισμό, πολλές φορές η ποιήτρια θα αναφέρει το φόβο. Πρωτογενές, αρχέγονο συναίσθημα ο φόβος, καθολικό για ζώα και ανθρώπους, συνιστά για την ποιήτρια μια από εκείνες τις «καίριες αντιληπτικές και δημιουργικές δυνάμεις του ανθρώπου» που έχουν απωθηθεί  από τον δυτικό ορθολογικό πολιτισμό. Η γυναίκα, ωστόσο, θα προσθέσει η συγγραφέας το 1976 σε κείμενό της για την «φύση» της γυναικείας ποίησης, λόγω του αποκλεισμού που της επέβαλε αυτός ο πολιτισμός σε πολλά κεντρικά ζητήματα είχε την τύχη «να μην χάσει την επικοινωνία των πηγών». Το αγρίμι, τα ζώα, οι γυναίκες, το πουλί, «ξέρουν να φοβούνται». Η απόδοση του καθολικού συναισθήματος του φόβου από κοινού στη φύση και στους ανθρώπους, υπαγορεύει εκτός των άλλων και την αποπομπή του «λυρικού στοιχείου» από την ποιητική γλώσσα που υιοθετεί η συγγραφέας.

Οι αισθήσεις, το σώμα, η κίνηση, ο χώρος και η οπτικοκινητική του προσπέλαση, όλα αυτά είναι θέματα των αισθητικών της δοκιμίων που θα περάσουν και στα ποιήματα.

 

«Η πρώτη κίνηση χορού»

<...>'Ολες τις ώρες τα σώματα

Σχεδιάζουν γύρω μαςΜεγάλουςΜεγάλους

Διασταυρούμενους κύκλουςΠερπατησιάς αγριμιών

(Περιγραφή του Σώματος, 1959,  61)

 

Ειδικά το σώμα έχει πολλαπλή σήμανση. Περιγράφεται ως η σκοτεινή, μυστηριώδης ζωική οντότητα όπως αναφέρει στην συλλογή Περιγραφή του Σώματος  (1959): «σκοτεινό θαμπό δέρμα θηράματος που ακόμη δεν έχει μέσα μας νικηθεί» (60). Ενώ αρχικά τονίζεται το βιολογικό σώμα (αισθήσεις, μέλη, εσωτερικά όργανα), στη συνέχεια συνδηλώνεται ένα συμβολικό σώμα του φαντασιακού, των  σκοτεινών ενορμήσεων, του ονείρου μαζί με ένα υπερρεαλιστικά εικονογραφημένο σώμα:  το σώμα-χώμα, το σώμα-κήπος, κατοικία άγριων πουλιών, σώμα-τοπίο, μνημείο, μάζα φωτός, ζώο, φωλιά, κέλυφος. Στη συλλογή Του Κόσμου  (1978) βλέπουμε το σώμα-σχήμα, το  άδειο από ερωτική επιθυμία σώμα:

 

Ιστορία αγάπης δεύτερη

Κρατώ τη φωνή του λάρυγγα πρώτα υψηλάΚι ύστερα αρχίζω να διηγούμαιΓια εραστές που δεν έγιναν. Μεταθανάτια θα έρθουνΚαι σ' όνειρο, πνεύματα

Page 76: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

[Γιατί να φοβάμαι τις λέξεις;)Τα μέλη που λίγωναν άλλοτε'Ανεμος, το βάρος τα λίγωνε έτσι Και κάτι όμοιο σε μένα ετοιμάζεται Στο σχήμα που αρχίζει πια κούφιο να μένει Εκεί ο άνεμος θα έρθει Περνώντας γλυκά ή και άγρια   Τους εραστές μου όσους δεν έγιναν Συλλογίζομαι(169)

 

Το συμβολικά απονεκρωμένο από επιθυμίες  σώμα , γίνεται ένα ακόμη «εντάφιο σχήμα». Το σχήμα στην ποίηση της Βακαλό, επίσης σημαντικό διανόημα, είναι εικαστικής καταβολής, είναι  μέρος του τρίπτυχου σχήμα-μορφή-ύλη. Ο τυφλός στο ποίημα  Η έννοια των τυφλών (1962) με την αφή νιώθει το σχήμα των πραγμάτων.

Αν μέχρι το 1966  διαφαινόταν ακόμη η νεωτερικής καταβολής  αγωνία για τη γλώσσα, η  τρίτη περίοδος του ποιητικού της έργου με τίτλο «Τα Κοινά» (1971-1990) έχει τα σημάδια της ωριμότητας.  Απελευθερώνεται από συμβατικές χρήσεις και ειδολογικά όρια, γραμμικές κανονικότητες, επικοινωνιακές σταθερές. Ο τίτλος «Τα Κοινά» δηλώνει την αλλαγή θεματικής, το πέρασμα στην ανθρώπινη κοινότητα, στην «ανθρωπογονία». Ούτε τώρα η γραφή της Βακαλό αποχωρίζεται την προ-λυρική επιλογή της, το εγώ' εκλείπει ως ανάγκη αναφοράς. Εδώ όμως παίζει συνειδητά με �τα είδη του λόγου. Τα ποιήματα μετεωρίζονται σε ένα διακείμενο που διαρκώς αλλάζει. Ο ποιητικός λόγος γίνεται αποικία άλλων λόγων: παιδικός λόγος, συνειρμικός αυθόρμητος λόγος, ποίηση συνομιλίας, προφητικός λόγος, απόηχοι και διάσπαρτες ή έμμεσες αναφορές στον Κάλβο, το Σολωμό, την ιστορική αφήγηση, τον έμμετρο στίχο, είδη και γένη λόγου παρελαύνουν αποσπασματικά. Απρόσωπη και η Ροδαλίνα, η πολυσχιδής γυναικεία φιγούρα των δυο ομώνυμων ποιητικών συλλογών,  εμφανίζεται ως ένα πληθυντικό υποκείμενο, «Περπατώ περπατώ/ Η κυρά Ροδαλίνα κι εγώ/ Εγώ είμαι η Ροδαλίνα/ Αλλά η Ροδαλίνα δεν είναι εγώ» (Οι παλάβρες της κυρά Ροδαλίνας, 1987,196).

Εμμανουήλ ΡοΐδηςΟ Εμμανουήλ Ροΐδης (28 Ιουλίου 1836 – 7 Ιανουαρίου 1904) ήταν σημαντικός Έλληνας λογοτέχνης. Θεωρείται ένας από τους πιο πνευματώδεις συγγραφείς που παρουσιάστηκαν στα ελληνικά γράμματα ενώ το έργο του συγκροτείται από πολλά διαφορετικά είδη όπως μυθιστορήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, κείμενα πολιτικού περιεχομένου, μεταφράσεις και χρονογραφήματα.

Βιογραφία

Page 77: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε την 28 Ιουλίου 1836 στην Ερμούπολη της Σύρου από εύπορους και αριστοκρατικής καταγωγής (εκ Χίου) γονείς, τον Δημήτριο Ροΐδη και Κορνηλία το γένος Ροδοκανάκη. Το 1841, η οικογένεια του μετακόμισε στην Ιταλία λόγω του διορισμού του πατέρα του σε μεγάλο εμπορικό οίκο της εποχής, με έδρα την Γένοβα και αργότερα της υπηρεσίας του ως Γενικού Προξένου της Ελλάδας. Σε ηλικία δεκατριών ετών, και ενώ οι γονείς του είχαν εγκατασταθεί στο Ιάσιο, ο Ροΐδης επέστρεψε στην Ερμούπολη, όπου σπουδάζει εσωτερικός στο φημισμένο ελληνοαμερικανικό λύκειο Χ. Ευαγγελίδη. Συμμαθητής του ήταν ο λόγιος, συγγραφέας και έμπορος Δημήτριος Βικέλας και μαζί εξέδιδαν μια εβδομαδιαία χειρόγραφη εφημερίδα υπό τον τίτλο Μέλισσα.

Το 1855 αποφοιτώντας εγκαταστάθηκε στο Βερολίνο για θεραπεία για το πρόβλημα της

βαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωήβαρηκοΐας που είχε εμφανιστεί από τα μαθητικά του χρόνια και συνέχισε να τον ταλαιπωρεί σε όλη τη ζωή του. Παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας. Μετά ένα χρόνο και εξ αιτίας της επιδείνωσης της υγείας του πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862 επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα

χρόνο και εξ αιτίας της επιδείνωσης της υγείας του πήγε στο Ιάσιο και το 1857 στην Βραΐλα, όπου ανέλαβε την αλληλογραφία του εμπορικού οίκου του θείου του Δημητρίου Ροδοκανάκη. Τότε ασχολήθηκε κρυφά με τη μετάφραση του Οδοιπορικού του Σατωβριάνδου, ο θείος του όμως το αντιλήφθηκε και τον παρότρυνε να την δημοσιεύσει. Την πλήρη μετάφραση εξέδωσε το 1860, έναν χρόνο αφού είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα μαζί με την οικογένειά του. Την επόμενη χρονιά ακολούθησε τους γονείς του στην Αίγυπτο, για θεραπεία της μητέρας του, όμως μετά τον αιφνίδιο θάνατο του πατέρα του το 1862 επέστρεψε με την μητέρα του και εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Αθήνα, αποφασισμένος να μην ακολουθήσει τις εμπορικές δραστηριότητες που του είχε αφήσει ο πατέρας του αλλά να αφοσιωθεί στην ενασχόληση με τα γράμματα.

Το 1866 ολοκλήρωσε την συγγραφή του μυθιστορήματος Πάπισσα Ιωάννα, έργο μέσα από το οποίο σατιρίζει τον κλήρο της Δυτικής Εκκλησίας την περίοδο του Μεσαίωνα. Το βιβλίο αφορίστηκε από την Ιερά Σύνοδο (αφορισμός που άρθηκε αργότερα) αλλά με τις συνεχείς πέντε εκδόσεις του κατάφερε να καταξιώσει διεθνώς τον Ροΐδη (ως διάσημο ή μάλλον διαβόητο - κατά σημείωση του Αρίστου Καμπάνη), ο οποίος τα επόμενα χρόνια συνεργάστηκε με γαλλόφωνες εφημερίδες ενώ το 1870 έγινε και διευθυντής της εφημερίδας Grèce (Γκρες).

Το 1873 απώλεσε σχεδόν όλη του την περιουσία που είχε επενδύσει σε μετοχές της Εταιρίας Λαυρίου και της Πιστωτικής.

Page 78: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Τον Ιανουάριο του 1875 και για 18 μήνες εξέδιδε με τον Θέμο Άννινο το εβδομαδιαίο περιοδικό, χιουμοριστικό στην αρχή, σατιρικό κατόπιν, Ασμοδαίος μέσα από τις σελίδες του οποίου είχε τη δυνατότητα να σχολιάζει την δημόσια και πολιτική ζωή της Ελλάδας καθώς και να συμμετέχει ενεργά σε αυτήν. Υπέγραφε με τα ψευδώνυμα «Θεοτούμπης», «Σκνίπας» και πολλά άλλα παρόμοια, τα περισσότερα μιας μόνο χρήσεως, αφού τα ψευδώνυμα αυτά φαίνεται πως ήταν συνήθως αναγραμματισμοί φράσεων που τόνιζαν κάτι που είχε αναφερθεί στο αντίστοιχο άρθρο.[1] Kαυτηρίαζε τη κομματική συναλλαγή της εποχής του, υποστηρίζοντας όμως την πολιτική του Χαρίλαου Τρικούπη.

Το 1877 άρχισε η διαμάχη του με τον Άγγελο Βλάχο, με αφορμή ένα κριτικό του κείμενο με τίτλο «Περί Συγχρόνου Ελληνικής Ποιήσεως», στο οποίο στρεφόταν κατά του ακραίου ρομαντισμού και της πραγμάτωσής του στο έργο της Α' Αθηναϊκής Σχολής και των ποιητικών διαγωνισμών του Πανεπιστημίου Αθηνών. Το 1878 διορίστηκε έφορος στην Εθνική Βιβλιοθήκη, στην οποία εργαζόταν κατά την διάρκεια των κυβερνήσεων Τρικούπη, ενώ απολυόταν από τις κυβερνήσεις Δηλιγιάννη. Παράλληλα, εμφανιζόταν ως υπέρμαχος της δημοτικής με μια σειρά από γλωσσικές μελέτες αν και ο ίδιος έγραφε τα κείμενά του στην καθαρεύουσα. Το 1885 είχε ένα σοβαρό ατύχημα όταν τον χτύπησε μια άμαξα με αποτέλεσμα να σπάσει το σαγόνι του και να μην μπορεί να μιλήσει για μήνες. Το 1890 έχασε την ακοή του οριστικά.

Την περίοδο 1890-1900 δημοσίευσε το μεγαλύτερο μέρος του καθαρά αφηγηματικού του έργου, που περιλαμβάνει αρκετά διηγήματα. Μέχρι το τέλος της ζωής του συνεργαζόταν με πολλά λογοτεχνικά περιοδικά και εφημερίδες της εποχής στα οποία δημοσίευε διηγήματα και κριτικά άρθρα.

Πέθανε στην Αθήνα, στις 7 Ιανουαρίου 1904.

Έργο

Η Πάπισσα Ιωάννα

Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πι

Η Πάπισσα Ιωάννα είναι το πιο διάσημο από τα αφηγηματικά έργα του Ροΐδη και ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Νεοελληνικής λογοτεχνίας, με πολλές μεταφράσεις σε ξένες γλώσσες. Με το έργο αυτό ο συγγραφέας έρχεται σε ρήξη με την κρατούσα λογοτεχνική παράδοση, τον ρομαντισμό, και με την ενίσχυση του κύρους της Εκκλησίας.

Η υπόθεση του έργου είναι ένας θρύλος του 9ου αι. αρκετά διαδεδομένος στην Ευρώπη, για μια γυναίκα που κατάφερε να ανέλθει στον παπικό θρόνο, έμεινε έγκυος και γέννησε κατά τη διάρκεια μιας λιτανείας, όπου και πέθανε. Ο Ροΐδης είχε πρωτοακούσει την ιστορία στη Γένοβα, όταν ήταν παιδί, και επειδή του είχε κάνει μεγάλη εντύπωση, έκανε εκτεταμένη έρευνα σε βιβλιοθήκες στην Αθήνα και στη Γερμανία και συγκέντρωσε πλούσιο υλικό για την περίοδο στην οποία διαδραματίζεται το έργο. Επέμεινε ιδιαίτερα σε αυτή τη διάσταση του μυθιστορήματος, γι' αυτό και το εξέδωσε με τον υπότιτλο «Μεσαιωνική Μελέτη».

Page 79: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Kαι πράγματι το έργο είναι πιστότατο στην απεικόνιση της εποχής του (οι πόλεις, τα ταξίδια, τα μοναστήρια, οι συνήθειες, αποδίδονται με εξαιρετική ακρίβεια).

Το έργο εμφανώς παρουσιάζει τα αρνητικά της Καθολικής Εκκλησίας, αλλά είναι φανερό ότι η κριτική και η απόρριψη απευθύνονται κυρίως στην Ορθόδοξη. Γι' αυτό και οι αντιδράσεις απέναντί του ήταν τόσο έντονες. Στον αφορισμό του έργου ο συγγραφέας απάντησε αρχικά χιουμοριστικά, με τις υποτιθέμενες «Επιστολές ενός Αγρινιώτου» με την υπογραφή Διονύσιος Σουρλής (στην εφημερίδα Αυγή, Μάιος 1866) και έπειτα με σοβαρό -αλλά και πιο δηκτικό τόνο-με το «Ολίγαι λέξες εις απάντησιν της αφοριστικής εγκυκλίου της Συνόδου»

Διηγήματα

Τα διηγήματα του Ροΐδη διαδραματίζονται στην Αθήνα και στην Ερμούπολη και στηρίζονται κυρίως σε προσωπικά του βιώματα. Είναι εμφανής σε όλα η κριτική του διάθεση εναντίον της κοινωνικής και πολιτικής πραγματικότητας. Χαρακτηριστικό είναι ότι πολλά έχουν ήρωες ζώα: η σύγκριση των ζώων με τον άνθρωπο είναι αρνητική εις βάρος του δευτέρου.

Το ύφος του συγγραφέα

Ο Ροΐδης είναι ο κατ' εξοχήν στυλίστας συγγραφέας και θεωρείται ότι είναι ο πρώτος που καθιέρωσε προσωπικό ύφος στη νεοελληνική λογοτεχνία. Το βασικό χαρακτηριστικό του είναι το χιούμορ και η ειρωνία, που επιτυγχάνεται κυρίως με την απροσδόκητη σύναψη αταίριαστων λέξεων και εννοιών. Ο ίδιος είχε παρομοιάσει το ύφος του με την μέθοδο της «κολοκυνθοπληγίας», δηλαδή του χτυπήματος στο κεφάλι του αναγνώστη με μια ξερή κολοκύθα. Αυτό ήταν, όπως εξηγούσε, ένα «ανθυπνωτικόν φάρμακον», δηλαδή ο μόνος τρόπος για να κρατάει σε ενδιαφέρον και εγγρήγορση τον (απαίδευτο) Έλληνα αναγνώστη.

Η λογοτεχνική κριτική

Ο Ροΐδης είναι ένας από τους οξυδερκέστερους Έλληνες κριτικούς. Διέβλεψε την φθορά του Αθηναϊκού Ρομαντισμού στην ποίηση και την πεζογραφία, ενίσχυσε τις ανανεωτικές προσπάθειες του περιοδικού Εστία στον τομέα του διηγήματος, στηλίτευσε τις υπερβολές της ηθογραφίας και κατέκρινε τον επαρχιωτισμό, δηλαδή τη φοβία για ξένες επιδράσεις στη λογοτεχνία.

Η διαμάχη με τον Άγγελο Βλάχο

Το 1877 ο Ροΐδης ήταν εισηγητής της κριτικής επιτροπής στον δραματικό διαγωνισμό του συλλόγου «Παρνασσός». Στην ομιλία του απέρριψε την ποιητική αξία όχι μόνο των υποβληθέντων στον διαγωνισμό έργων αλλά και εν γένει της ελληνικής ποιητικής παραγωγής της εποχής. Τη χαμηλή ποιότητα της ποίησης την απέδιδε στην απουσία κατάλληλης «περιρρέουσας ατμόσφαιρας». Οι απόψεις του απηχούν τη διδασκαλία του Taine, σύμφωνα με τον οποίον η τέχνη, ως κοινωνική εκδήλωση, εξαρτάται απόλυτα από το περιβάλλον και τις συνθήκες στις οποίες γεννάται. Δεδομένης λοιπόν της κατάστασης στην Ελλάδα ο Ροΐδης θεωρούσε λογική την χαμηλή ποιότητα της ποιητικής παραγωγής.

Page 80: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ένα μήνα μετά απάντησε στην ομιλία του Ροΐδη ο Άγγελος Βλάχος με την ομιλία «Περί νεωτέρας ελληνικής ποιήσεως και ιδίως περί Γεωργίου Ζαλοκώστα», στην οποία αντέκρουσε τις απόψεις περί της δημιουργίας του ποιητή υπό την επίδραση του κοινωνικού και πνευματικού περιβάλλοντος, υποστηρίζοντας ότι οι ποιητές με ταλέντο γεννιούνται και ότι το έργο είναι αποτέλεσμα ποιητικής ευφυίας και όχι επίδρασης της κοινωνίας. Ο Γεώργιος Ζαλοκώστας ήταν το παράδειγμά του για την αξία της ποιητικής παραγωγής της εποχής.

Ο Ροΐδης απάντησε με άλλες δύο μελέτες «Περί συγχρόνου Ελληνικής κριτικής» και «Περί συγχρόνου Ελληνικής ποιήσεως», στις οποίες επαίνεσε το έργο των «Προδρόμων» (Ιωάννης Βηλαράς, Αθανάσιος Χριστόπουλος), την Επτανησιακή Σχολή και από σύγχρονους ποιητές μόνο τον Βαλαωρίτη και τον Αχ. Παράσχο. Ο Άγγελος Βλάχος ανταπάντησε με το έργο «Ο Νέος Κριτικός» και ο Ροΐδης με το έργο «Τα Κείμενα» και έτσι έληξε η διαμάχη.

Οι γλωσσικές μελέτες

Ο Ροΐδης, παρ' όλο που ο ίδιος έγραψε σε καθαρεύουσα, υποστήριζε τη χρήση της δημοτικής στη λογοτεχνία. Οι κυριότερες μελέτες του στις οποίες αναφέρεται σε γλωσσικά θέματα είναι: Ο Πρόλογος στη μετάφραση του «Οδοιπορικού» του Σατωβριάνδου, Ο Πρόλογος στα «Πάρεργα», η μελέτη για το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη και, η σημαντικότερη και εκτενέστερη, τα «Είδωλα» (1893).

Το πρόβλημα της «διγλωσσίας» το θεωρούσε εθνική συμφορά και επέρριπτε στους λογίους την ευθύνη για αυτό. Τη δημοτική γλώσσα τη θεωρούσε ισάξια της καθαρεύουσας σε πλούτο, ακρίβεια και σαφήνεια και πρότεινε για τη λογοτεχνική γλώσσα την σταδιακή απλοποίηση της καθαρεύουσας και τον εμπλουτισμό της δημοτικής ώστε τελικά να «συναντηθούν» σε μια γλώσσα.

Σχετικά με το «Ταξίδι» του Γιάννη Ψυχάρη, έγραψε ότι ήταν θετικό το γεγονός ότι η ενασχόληση με τη γλώσσα πέρασε από το χέρια των λογίων στα χέρια των επιστημόνων, επαίνεσε το έργο για την πιστή εφαρμογή των επιστημονικών πορισμάτων του συγγραφέα του, τόνισε την ανάγκη να υπάρχει συμφωνία μεταξύ γραπτού και προφορικού λόγου, αλλά απέρριψε και τις ακρότητες του συγγραφέα σημειώνοντας ότι δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθεί η μακρόχρονη ιστορία της ελληνικής γλώσσας και οι τύποι που αποτυπώνουν αυτήν την επίδραση, δηλαδή οι προσμίξεις της δημοτικής με την καθαρεύουσα δεν ήταν δυνατό -ούτε αναγκαίο- να αποφευχθούν πλήρως.

Εμμανουήλ Ροϊδης (1836 - 1904)

Ο Εμμανουήλ Ροΐδης γεννήθηκε στην Ερμούπολη της Σύρου και ήταν γόνος αριστοκρατικής εμπορικής οικογένειας από τη Χίο. (Η οικογένειά του εγκατέλειψε το νησί μετά την καταστροφή του 1822). Πατέρας του ήταν ο Δημήτριος Ροΐδης και μητέρα του η Αιμιλία Ροδοκανάκη. Το 1841 ο πατέρας του διορίστηκε διευθυντής μεγάλου εμπορικού οίκου και στη συνέχεια έλαβε τη θέση του Έλληνα γενικού προξένου στη Γένοβα, έτσι ο Ροΐδης πέρασε εκεί οχτώ απ’ τα χρόνια της παιδικής του ηλικίας και ήρθε σε επαφή με τα κηρύγματα της Γενοβέζικης επανάστασης του 1848 - 1849. Το 1849 επέστρεψε στην Ερμούπολη και φοίτησε στο ελληνοαμερικανικό

Page 81: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

λύκειο του Χ. Ευαγγελίδη. Εκεί ασχολήθηκε με τη συγγραφή και γνωρίστηκε με το Δημήτριο Βικέλα, με τον οποίο εξέδωσαν, μαθητές ακόμη, το χειρόγραφο περιοδικό Μέλισσα.

Το 1855 έφυγε για σπουδές στη Γερμανία και παρακολούθησε μαθήματα φιλολογίας και φιλοσοφίας στο Βερολίνο. Στο Βερολίνο τον οδήγησε παράλληλα και η ανάγκη θεραπείας της βαρηκοΐας του, η οποία διαγνώστηκε κατά την παραμονή του στη Σύρο και από την οποία υπέφερε μέχρι το τέλος της ζωής του. Το 1857 διέκοψε τις σπουδές του, στράφηκε στο εμπόριο και ταξίδεψε στην Ευρώπη, τις παραδουνάβιες Ηγεμονίες και την Αίγυπτο. Ως το 1862 έζησε με την οικογένειά του στη Ρουμανία, επισκεπτόμενος όμως την Αθήνα κατά περιόδους. Το 1860 δημοσίευσε στην Αθήνα την τετράτομη μετάφραση του έργου του Chateaubriand Itineraire (Σατωβριάνδου Οδοιπορικόν). Από το 1862 εγκαταστάθηκε οριστικά στην Αθήνα και αφοσιώθηκε στη συγγραφή. Το χειμώνα του επόμενου χρόνου ταξίδεψε με την οικογένειά του στο Κάιρο, όπου πέθανε ο πατέρας του. Ο Ροΐδης επέστρεψε στην Αθήνα μαζί με τη μητέρα του και ο αδελφός του Νικόλαος ανέλαβε την οικογενειακή επιχείρηση στη Ρουμανία.

Το 1866 εξέδωσε την Πάπισσα Ιωάννα, ένα μυθιστόρημα, με το οποίο σατίριζε την σύγχρονή του πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική πραγματικότητα έχοντας ως πρόσχημα τη μελέτη των ηθών της μεσαιωνικής ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας. Η Πάπισσα Ιωάννα γνώρισε μεγάλη επιτυχία, εκδόθηκε πολλές φορές και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, όμως κρίθηκε σκανδαλώδης από την Εκκλησία και προκάλεσε τον αφορισμό του Ροΐδη από την Ιερά Σύνοδο. Εκείνη την περίοδο η ανθηρή οικονομική του κατάσταση τού επιτρέπει να κάνει κοσμική ζωή, ενώ παράλληλα ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία (διευθυντής της γαλλόφωνης εφημερίδας La Grèce το 1870, και συντάκτης των L’ Indépendance Hellénique, Times, Journal de Debats).

Το 1873 έχασε ολόκληρη την περιουσία του στα Λαυρεωτικά (κατείχε μετοχές στο Χρηματιστήριο). Το 1875 άρχισε (μαζί με τον Θ. Άννινο) την έκδοση της σατιρικής και πολιτικής εφημερίδας Ασμοδαίος, με την οποία κατέδειξε τα κακώς κείμενα της πολιτικής ζωής του καιρού του, μέσα από τα σατιρικά άρθρα που δημοσίευε με το ψευδώνυμο Θεοτούμπης. Στη δεκαετία 1880-1890 ανέλαβε τη σύνταξη πολιτικών επιθεωρήσεων στην εφημερίδα Ώρα (όργανο του κόμματος του Χαριλάου Τρικούπη). Ήδη το 1878 είχε αρχίσει να δημοσιεύσει το λιβελογράφημα εναντίον του Θεόδωρου Δηλιγιάννη Γενηθήτω φως. Από το 1880 ως το 1895 υπήρξε έφορος της Εθνικής Βιβλιοθήκης, όπου άφησε σημαντικό έργο, εμπλουτίζοντάς την με 100.000 νέους τίτλους και 1500 μεσαιωνικά χειρόγραφα (απολύθηκε ως τρικουπικός από τον Δηλιγιάννη). Τότε ο Ροΐδης λόγω της οικονομική ένδειας στην οποία βρισκόταν, αποσύρθηκε από την έντονη κοσμική ζωή.

Η ενασχόλησή του με το διήγημα ξεκίνησε γύρω στο 1876, ωστόσο έγραψε τα περισσότερά του διηγήματα στη δεκαετία 1891-1901. Υπήρξε μέλος της συντακτικής επιτροπής των περιοδικών Εστία και Παρνασσός από την ίδρυσή τους το 1876 και 1877 αντίστοιχα. Ήδη από το 1885 χρονολογείται η στροφή του ενδιαφέροντός του προς το γλωσσικό ζήτημα (σημειώνονται τα έργα του Το ταξίδι του Ψυχάρη και Τα είδωλα (1893). Στο γλωσσικό ζήτημα ο Ροΐδης τάχθηκε θεωρητικά υπέρ της δημοτικής που θα προερχόταν από τον βαθμιαίο καθαρισμό της καθαρεύουσας. Επίσης δημοσίευσε λογοτεχνικές μεταφράσεις και κριτικά δοκίμια λογοτεχνίας,

Page 82: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αισθητικής, ζωγραφικής και μουσικής. Πέθανε από καρδιακή προσβολή στην Αθήνα το 1904.

ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝ

ΠΑΠΙΣΣΑ ΙΩΑΝΝΑ

Η Πάπισσα Ιωάννα είναι ένα μυθιστόρημα με ιστορική βάση, όμως περισσότερο μοιάζει με μια ιστορική μελέτη. Ο Mario Vitti τη χαρακτήρισε «αντιμυθιστόρημα ιστορικό», ενώ ο ίδιος ο Ροΐδης την τιτλοφορεί «μεσαιωνική μελέτη». Πραγματικά, παρατηρώντας τον τρόπο με τον οποίο ο Ροΐδης αναπτύσσει το υλικό του, θα λέγαμε ότι το συγκεκριμένο έργο είναι κάτι ανάμεσα σε μυθιστόρημα και σε χρονικό. Ολόκληρο το υλικό έχει συγκεντρωθεί από τον Ροΐδη μετά από συστηματική έρευνα και στον πρόλογο ο συγγραφέας μας παραθέτει πλήθος παραπομπών, σημειώσεων και  υποσημειώσεων, θέλοντας να δώσει επιστημονική εμφάνιση στο έργο του. Αυτή η ιδιαιτερότητα της Πάπισσας Ιωάννας είναι ταυτόχρονα και το μεγαλύτερο επίτευγμα του Ροΐδη: Κατάφερε να μας δώσει ένα έργο τέχνης δουλεύοντας με επιστημονική μέθοδο, έτσι είναι αρκετά δύσκολο να ξεχωρίσουμε πότε σταματά η έρευνά του και πότε αρχίζει η λογοτεχνική του συμβολή. Ο Ροΐδης πληροφορήθηκε την ιστορία της Πάππισας Ιωάννας όταν ήταν ακόμα παιδί στη Γένοβα και του έκανε τόσο μεγάλη εντύπωση, ώστε τον καιρό που σπούδαζε στο Βερολίνο, ερεύνησε τις βιβλιοθήκες και συγκέντρωσε ό,τι είχε γραφτεί για το συγκεκριμένο θέμα. Η έρευνά του συνεχίστηκε στην Αθήνα και ακολούθησε η συγγραφή του έργου.

Η ιστορία της Πάπισσας Ιωάννας εκτυλίσσεται τον 9ο αιώνα. Είναι η ιστορία μιας νεαρής κοπέλας, η οποία, όταν έμεινε ορφανή, μεταμφιέστηκε σε άντρα, μπήκε σε μοναστήρι και από εκεί, ντυμένη καλόγερος, ακολούθησε έναν νεαρό μοναχό, τον Φρουμέντιο, ζώντας μαζί του για 7 χρόνια στο ίδιο κελί σε ένα μοναστήρι Βενεδικτίνων! Όμως επειδή κινδύνευαν να αποκαλυφθούν, έφυγαν από το μοναστήρι και ταξίδεψαν σε Γερμανία, Ελβετία, Γαλλία και Ελλάδα. Στην Αθήνα η Ιωάννα εγκατέλειψε τον εραστή της, μπήκε σε ένα πλοίο με προορισμό τη Ρώμη, όπου και κατάφερε, πάντα μεταμφιεσμένη σε μοναχό, να αναρριχηθεί μέχρι την κορυφή της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τον Παπικό θρόνο. Όμως η Ιωάννα σύναψε στη Ρώμη ερωτική σχέση με τον νεαρό Φλώρο που είχε σαν αποτέλεσμα μια εγκυμοσύνη. Έτσι κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης λιτανείας το έκπληκτο πλήθος βλέπει το σεβαστό Πάπα Ιωάννη τον Η΄ να γεννά «άωρον και ημιθανές βρέφος» και να πεθαίνει μέσα στην οργή «του μαινόμενου όχλου, λακτοπατούντος, καταπτύοντος και ζητούντος να ρίψη εις τον Τίβεριν Πάπισσαν και παπίδιον».

Η Πάπισσα Ιωάννα γνώρισε μεγάλη επιτυχία, εκδόθηκε πολλές φορές και μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, όμως κρίθηκε σκανδαλώδης από την Εκκλησία και προκάλεσε τον αφορισμό του Ροΐδη από την Ιερά Σύνοδο. Ο Ροΐδης απάντησε στην καταδίκη του αυτή και στις κριτικές που του ασκήθηκαν με μια σειρά από δημοσιεύματα: Ολίγαι λέξεις εις απάντησιν της υπ’ αριθμόν 5688 εγκυκλίου της Ιεράς Συνόδου και  Επιστολαί ενός Αγρινιώτου (1866).

Ο Κλέων Παράσχος («Εμμανουήλ Ροΐδης», Η ζωή, το έργο, η εποχή του. Τόμος Α΄, Αθήνα, 1942) επισήμανε δύο απ’ τους κύριους στόχους του έργου: την αναπαράσταση των ηθών της εποχής και τη σάτιρα. Βέβαια ο Ροΐδης έχοντας ως

Page 83: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

πρόσχημα τη μελέτη των ηθών της μεσαιωνικής ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, δεν αναφέρεται μόνο στην εποχή που εκτυλίσσεται η ιστορία, αλλά σατιρίζει την σύγχρονή του πολιτική, κοινωνική και εκκλησιαστική πραγματικότητα. Ο Κώστας Στεργιόπουλος («Το αφηγηματικό έργο του Ροΐδη», στο Περιδιαβάζοντας. Στο χώρο της παλιάς πεζογραφίας μας. Τόμος Β΄, Εκδόσεις «Κέδρος», Αθήνα, 1986, σ. 30) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Η ιστορία της Ιωάννας, πέρα από την πρωτοτυπία και το παράδοξο του θέματος, πέρα και από τον πειρασμό του ίδιου του Ροΐδη να την αφηγηθεί και να σκανδαλίσει, γίνεται αφορμή τόσο για μια γενικότερη όσο και για μια ειδικότερη κοινωνική σάτιρα, καθώς ο συγγραφέας έντεχνα παραλληλίζει, πότε με έμμεσους υπαινιγμούς και πότε με τις παρομοιώσεις του, τα περιστατικά εκείνου του καιρού με περιστατικά της σύγχρονής του ζωής».

Κοσμάς ΠολίτηςΟ Κοσμάς Πολίτης (1888-1974) ήταν ένας απ' τους σημαντικότερους πεζογράφους της γενιάς του '30. Το πραγματικό του όνομα ήταν Παρασκευάς Ταβελούδης. Τα χαρακτηριστικότερα έργα του είναι τα μυθιστορήματα Eroïca (1938) και Στου Χατζηφράγκου (1962).

Βιογραφία

Γεννήθηκε στις 16 Μαρτίου 1888 στην Αθήνα. Ο πατέρας του ,Λεωνίδας, καταγόταν από την Μυτιλήνη και η μητέρα του, Καλλιόπη Χατζημάρκου, από το Αϊβαλί. Η οικογένειά του εγκαταστάθηκε στη Σμύρνη το 1890, έπειτα από οικονομική καταστροφή. Τα παιδικά του χρόνια δεν ήταν ευχάριστα: ο πατέρας του ήταν αυταρχικός και η φιλάσθενη μητέρα του πέθανε όταν εκείνος ήταν 12 χρονών. Τη φροντίδα του ανέλαβε μια γαλλίδα δασκάλα και η 18 χρόνια μεγαλύτερη αδερφή του Μαρία. Φοίτησε στην Ευαγγελική Σχολή (1900-1904)και στο Αμερικάνικο Κολέγιο της Σμύρνης (1904-1905), χωρίς ποτέ να πάρει απολυτήριο: στη δευτέρα γυμνασίου εγκατέλειψε το σχολείο και άρχισε να εργάζεται στην Τράπεζα Ανατολής (1905-1911) και στη συνέχεια, 1911-1919, στην Wiener Bank. Το 1918 παντρεύτηκε την Κλάρα Κρέσπι, ευγενή αυστροουγγκρικής καταγωγής. Ένα χρόνα μετά απέκτησαν μια κόρη, την Φοίβη (Κνούλη). Από το 1919 ως το 1922 εργαζόταν στην Crédit Foncier d' Algérie et de Tunisie.

Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκατέλειψε τη Σμύρνη και εγκαταστάθηκε αρχικά στο Παρίσι (1922-1923, έπειτα στο Λονδίνο, όπου εργαζόταν στο εκεί υποκατάστημα της Ιονικής Τράπεζας, και τελικά το 1924 στην Αθήνα, όπου έγινε και υποδιευθυντής της Τράπεζας, ένα χρόνο μετά.

Στα γράμματα εμφανίστηκε αιφνίδια, το 1930, σε ηλικία 42 ετών, ενώ ήδη είχε αξιόλογη επαγγελματική σταδιοδρομία, με το μυθιστόρημα Λεμονοδάσος. Η επιτυχία του έργου ήταν μεγάλη και προκαλεί ιδιαίτερη εντύπωση το γεγονός ότι ο ίδιος δεν έκανε καμία ενέργεια για να προβληθεί (Αναγνωστάκη 1992, σ. 254). Το 1934 μετατέθηκε στην Πάτρα, όπου ανέλαβε την υποδιεύθυνση του υποκαταστήματος της τράπεζας, ενώ εν τω μεταξύ είχε συνάψει σχέση με μια άλλη γυναίκα και είχε

Page 84: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

εγκαταλείψει την οικογένειά του. Κατά την παραμονή του στην Πάτρα έγραψε την Eroica, που εκδόθηκε το 1938 και τιμήθηκε με το Κρατικό Bραβείο μυθιστορήματος την επόμενη χρονιά, και δημοσίευσε σε συνέχειες στο περιοδικό Νέα Γράμματα την Κυρία Ελεονώρα (1935) και το 1939, στο ίδιο περιοδικό, τη Μαρίνα.

Το 1942 πέθανε η κόρη του κατά τη διάρκεια του τοκετού. Αυτό το γεγονός τον συγκλόνισε και θεώρησε τον εαυτό του υπεύθυνο, καθώς πίστευε ότι αν δεν είχε εγκαταλείψει το σπίτι του, η κοπέλα θα ζούσε ακόμα. Επέστρεψε τότε στη γυναίκα του, με την οποία επανασυνδέθηκε. Εν τω μεταξύ, επειδή κατά τη διάρκεια της ασθένειας της κόρης του είχε παρατείνει αδικαιολόγητα την άδειά του, σύμφωνα με την κρίση της υπηρεσίας του, απολύθηκε. Η Τράπεζα αργότερα τροποποίησε τα επίσημα στοιχεία ώστε να φαίνεται ότι δεν απολύθηκε, αλλά παραιτήθηκε οικειοθελώς. Από τότε ζούσε αποκλειστικά από τις μεταφράσεις του και από την πενιχρή σύνταξη που του πλήρωνε η Τράπεζα μέχρι το 1945. Επιπλέον πούλησε την κατοικία του στο Παλαιό Ψυχικό σε κάποιον μαυραγορίτη, στον οποίον πλήρωνε ενοίκιο για να παραμένει εκεί. (Αργότερα, το 1945 περίπου, το σπίτι του δημεύτηκε και πλήρωνε ενοίκιο στο Δημόσιο).

Το 1944 έγινε μέλος του Κ.Κ.Ε. και το 1945 δημοσίευσε το μυθιστόρημα Το Γυρί, που αντικατοπτρίζει τους κοινωνικούς προβληματισμούς του. Ιδρυτικό μέλος της Ε.Δ.Α., κατήλθε στις εκλογές στην περιφέρεια Πατρών, χωρίς να εκλεγεί, το 1951. Το 1960 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο διηγήματος για την Κορομηλιά (είχε δημοσιευτει το 1946). Την ίδια χρονιά ο Μιχ. Κακογιάννης μεταφέρει την Eroica στον κινηματογράφο. Το 1961 εξελέγη επίτιμος Πρόεδρος της Εταιρείας Ελλήνων Λογοτεχνών και ένα χρόνο αργότερα δημοσίευσε το μυθιστόρημα "Στου Χατζηφράγκου", για το οποίο πήρε το Α' Κρατικό βραβείο μυθιστορήματος το 1964.

Το 1967, την ημέρα του πραξικοπήματος, πέθανε η σύζυγός του κι ο ίδιος συνελήφθη και ανακρίθηκε ως αριστερός. Αφέθηκε τελικά ελεύθερος μετά από παρέμβαση της Τατιάνας Μιλιέξ. Ο κλονισμός από το θάνατο της γυναίκας του ήταν μεγάλος, αλλά δεν τον εμπόδισε να αρχίσει να γράφει ένα νέο έργο (Τέρμα), το οποίο δεν ολοκληρώθηκε γραπτώς (ο συγγραφέας όμως είχε συλλάβει όλο το σχέδιο του βιβλίου), αλλά εκδόθηκε μετά το θάνατό του από τον Γ.Ν.Πεντζίκη.

Το 1973 εισήχθη στον Ευαγγελισμό με αναπνευστική και καρδιακή ανεπάρκεια , και στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε οίκο ευγηρίας. Το 1974 νοσηλεύτηκε ξανά στον Ευαγγελισμό όπου και πέθανε, στις 23 Φεβρουρίου.

Το έργο

Η εμφάνιση του Κοσμά Πολίτη στην νεοελληνική πεζογραφία ήταν αιφνίδια και εντυπωσιακή: το πρώτο του μυθιστόρημα, το Λεμονοδάσος, (1930), έγινε δεκτό ενθουσιωδώς από την κριτική· ο Αντρέας Καραντώνης (Καραντώνης 1977, σελ. 160), αναφέρει σχετικά: "πρωτοφάνηκε στα γράμματά μας, όχι με τον συνηθισμένο τρόπο, που φανερώνονται οι λογοτέχνες, ακόμα και οι καλύτεροι, προετοιμάζοντας δηλαδή την επιβολή του, αρχίζοντας να γράφει από νέος, να δημοσιεύει δειλά σε περιοδικά και σιγά-σιγά να χρίεται άνθρωπος των γραμμάτων, αλλά με μια εισβολή απροσδόκητη και συναρπαστική...". Το έργο, παρά τον μελοδραματικό χαρακτήρα του, σφύζει από ζωή, νεανικότητα και αγάπη για τη φύση, κάτι που το

Page 85: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

διαφοροποιούσε από την ατμόσφαιρα των περισσότερων μυθιστορημάτων της εποχής [1]και που ήταν ο βασικός λόγος για την θετικότατη υποδοχή του [2].

Τα τρία πρώτα μυθιστορήματα του Πολίτη, Λεμονοδάσος, Εκάτη και Εroïca έχουν χαρακτήρα κοσμοπολίτικο[3]. Το κεντρικό θέμα αυτών των μυθιστορημάτων είναι η αναζήτηση της "αυθεντικής ζωής" (Vitti 1977, σελ. 339). Στα δύο πρώτα έργα οι ήρωες είναι ενήλικοι, ενώ στην Eroïca ο συγγραφέας στράφηκε στον κόσμο της εφηβικής ηλικίας για να αναζητήσει εκεί την αυθεντικότητα. Από το μυθιστόρημα Το Γυρί (1944), παράλληλα με την ιδεολογική μεταστροφή του συγγραφέα, σημειώνεται θεματική μεταβολή και στην πεζογραφία του: το ενδιαφέρον του μετατοπίζεται πλέον στις χαμηλότερες κοινωνικές τάξεις και τους λαϊκούς ανθρώπους και εστιάζει στο καθημερινό και το συνηθισμένο (Σαχίνης 1967, σ.), αντί για το απόλυτο και το ιδανικό. Από την ίδια οπτική γωνία περιγράφει και την Σμύρνη στο τελευταίο του ολοκληρωμένο μυθιστόρημα, Στου Χατζηφράγκου (1962). Πρωταγωνίστρια του έργου είναι η ίδια η Σμύρνη, και η συγκεκριμένα η λαϊκή συνοικία Χατζηφράγκου. Όλο το έργο διαδραματίζεται στα 1902, με εξαίρεση ένα εμβόλιμο τμήμα στο μέσον του βιβλίου, την "Πάροδο", όπου ένα από τα παιδιά της λαϊκής συνοικίας και πρόσφυγας πια στην Αθήνα του 1962 αφηγείται την καταστροφή της πόλης το 1922. Η "Πάροδος" είναι ένα από τα πιο συγκλονιστικά κείμενα που έχουν γραφτεί για την Μικρασιατική Καταστροφή.

Αυτό που αναγνωρίστηκε αμέσως ως το αξιολογότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφίας του Κοσμά Πολίτη ήταν η "ποιητικότητα" και ο "λυρισμός". Ο Mario Vitti (Vitti 1977, σελ. 329-337) ερμηνεύει την ποιητικότητα ως "συγκινησιακή φόρτιση" στην περιγραφή του τοπίου. Το δεύτερο σημαντικότερο χαρακτηριστικό της πεζογραφικής τέχνης του Πολίτη ήταν η συνεχής ανανέωση, όχι μόνο θεματολογικά, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αλλά και μορφολογικά. [4]

Κωνσταντίνος ΘεοτόκηςΟ Στέφανος-Κωνσταντίνος Θεοτόκης (13 Μαρτίου 1872 - 1 Ιουλίου 1923) ήταν Έλληνας λογοτέχνης, (διηγηματογράφος), μεταφραστής και ποιητής, σημαντικός εκπρόσωπος της Επτανησιακής Σχολής.

Βιογραφικά στοιχεία

Ο Κωνσταντίνος Θεοτόκης γεννήθηκε στην Κέρκυρα και υπήρξε γόνος αριστοκρατικής οικογένειας, τα μέλη της οποίας ενεπλάκησαν με την πολιτική και τη διπλωματία ήδη από το 14ο αι. Παρακολούθησε στο Παρίσι φιλολογία, μαθηματικά, ιατρική και χημεία χωρίς ωστόσο να λάβει κανένα δίπλωμα. Εκτός όμως της γαλλικής σπούδασε αγγλική, γερμανική, ιταλική και λατινική, καθώς και σανσκριτική. Έτσι πολύγλωσσος από νεαρά ηλικία, ασχολήθηκε πέραν της πεζογραφίας με τη μετάφραση και την ποίηση. Σε ηλικία 19 ετών έγραψε στη γαλλική το πρώτο του έργο "Η ζωή των ορέων" που δημοσιεύθηκε και από τον "Ερμή της Γαλλίας".Επιστρέφοντας στην Ελλάδα εγκαταστάθηκε στη Κέρκυρα στον εξοχικό πύργο των

Page 86: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Καρουσάδων. Συνδέθηκε με τον ποιητή Μαβίλη και προσχώρησε από τους πρώτους στη "δημοτικιστική κίνηση". Από τότε φαίνεται και να ασπάστηκε τις πρώτες σοσιαλιστικές ιδέες από τις οποίες και διακρίνονται τα έργα του. Συμμετείχε στην επανάσταση της Κρήτης το 1896, ως εθελοντής και στον Ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897 στη Θεσσαλία επικεφαλής δικού του σώματος. Κατά τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο έλαβε ενεργό μέρος στο κίνημα της Θεσσαλονίκης. Τότε και απώλεσε ολόκληρη τη προικώα περιουσία του στην Αυστρία (1917) οπότε και αναγκάσθηκε να δουλέψει αναλαμβάνοντας το γραφείο λογοκρισίας παντός εντύπου και αλληλογραφίας, θέση που διατήρησε για λίγο χρόνο.

Στην ελληνική λογοτεχνία η πεζογραφία του Κ. Θεοτόκη είχε σημαντική προσφορά. Στα εκτενή διηγήματά του: "Η τιμή και το χρήμα", "Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα", "Ο κατάδικος" και "Οι σκλάβοι στα δεσμά τους" διακρίνεται η δραματικότητα της αφήγησης και η ρεαλιστική απόδοση της ζωής σε μια ηθογραφική ατμόσφαιρα, που διαπνέεται και από φιλοσοφική διάθεση. Τα σύντομα διηγήματά του τα οποία δημοσιεύτηκαν στην αρχή στο περιοδικό "Τέχνη", του Κ. Χατζόπουλου, και στο "Νουμά" και που αργότερα κυκλοφόρησαν με τον τίτλο "Κορφιάτικες ιστορίες", αποδίδουν με απλότητα και λιτότητα την τότε Κερκυραϊκή ζωή, με εικόνες πολύ αδρές. Γεγονός είναι ότι υπήρξε επηρεασμένος από τον Νίτσε από την πρώιμη περίοδο της συγγραφικής του δραστηριότητας, όταν έγραψε πεζογραφήματα όπως Το Πάθος (1899) και διηγήματα όπως το Πίστομα. Στη ποιητική του συγγραφή κυριαρχούν οι μεταφράσεις του Σαίξπηρ που απέδωσε έμμετρα τη "Τρικυμία", τον "Μάκβεθ", τον "Βασιλιά Ληρ" και τον "Οθέλλο". Επίσης μετέφρασε τα "Γεωργικά" του Βιργιλίου, τον "Έρμαν και Δωροθέα" του Γκαίτε, τον "Φαίδωνα" του Πλάτωνα, και από τη σανσκρητική τα: "Σακούνταλα", "Μαλαβίκα" και "Αγνημίτρα". Έγραψε επίσης και μερικά σονέτα που διακρίνονταν για τη λεπτότητα αισθήματος.

Ο Κ. Θεοτόκης γνωρίζοντας τον σοσιαλισμό, συμμετείχε επίσης στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού εργατικού συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υποστήριξε το κίνημα για τη χειραφέτηση των γυναικών.Πέθανε στην Κέρκυρα, τον Ιούλιο του 1923 από καρκίνο.

Κωνσταντίνος Θεοτόκης (1872 - 1923)

Ο Στέφανος-Κωνσταντίνος (Ντίνος) Θεοτόκης, γεννήθηκε, στην οικία που διατηρούσε η οικογένεια του στην πόλη της Κέρκυρας, στις 13 Μαρτίου 1872. Ήταν ένα από τα δέκα παιδιά του Μάρκου-Αλοΰσιου Θεοτόκη και της Αγγελικής Πολυλά, ανεψιάς του Ιακώβου Πολυλά. Σε ηλικία 17 ετών, το 1889, γνώστης ήδη τριών ξένων γλωσσών (της ιταλικής, της γαλλικής και της γερμανικής), αναχώρησε για το Παρίσι και εγγράφηκε στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Πανεπιστημίου της Σορβόννης. Παραμένει στο Παρίσι για δύο χρόνια και στη συνέχεια επιστρέφει στην Κέρκυρα μέσω Βενετίας, όπου γνωρίζει την Βαρώνη Ερνεστίνη Μάλλοβετς φον Μάλλοβιτς ουντ Κοσορ (Mallowetz von Mallowitz und Kossor). Το 1893 επιστρέφει στην Βενετία και παντρεύεται την Ερνεστίνη στις 11 Σεπτεμβρίου 1893 στην Πράγα.

Εγκαταλείπει τις σπουδές του και μαζί με τη σύζυγό του επιστρέφουν στην Κέρκυρα και εγκαθίστανται στους Καρουσάδες. Το 1895, εκδίδεται στα γαλλικά το πρώτο πεζογράφημά του Vie de montagne, από το οποίο φάνηκε η ιδιαίτερη συγγραφική του κλίση, ενώ παράλληλα γεννιέται η κόρη του Τίνα (Τίνερλ - Tinerl). Ο Κωνσταντίνος

Page 87: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Θεοτόκης επηρεάστηκε αρχικά από τη γερμανική ιδεοκρατία και ιδιαίτερα από τον Νίτσε. Τρανή απόδειξη Το Πάθος (1899), που αποτελεί πιστή απήχηση του Τάδε έφη Ζαρατούστρας (1883-4). Την εποχή αυτή ζει μία αρχικά ήρεμη ζωή στους Καρουσάδες, την οποία εκτός από τα βιβλία του και το συγγραφικό του έργο, τη θερμαίνει η φιλία του με τον Μαβίλη. Μαζί συμμετέχουν σε εθνικούς απελευθερωτικούς αγώνες (όπως η επανάσταση της Κρήτης το 1896 και της Θεσσαλίας το 1897) και σε τοπικές πρωτοβουλίες, (εναντίον της απόφασης του δήμου της Κέρκυρας για την εγκατάσταση ρουλέτας στο νησί, το 1902).

Το 1898, βρίσκεται στο Γκράτς όπου παρακολουθεί για διάστημα έξι μηνών πανεπιστημιακά μαθήματα. Στο ταξίδι αυτό συνοδεύεται από την οικογένεια του. Το 1900 χάνει την κόρη από μηνιγγίτιδα και αφοσιώνεται στο έργο του. Συμμετέχει στην Συντροφιά των Εννέα και σχεδιάζει την οργάνωση ενός συνεδρίου δημοτικιστών στην Κέρκυρα με την παρουσία του Αλέξ. Πάλλη (1905). Παράλληλα, μεταφράζει αρχαίους Έλληνες συγγραφείς, και από τα σανσκριτικά Βέδες και αποσπάσματα επών απ’ την ινδική λογοτεχνία και δημοσιεύει σχετικές του μεταφράσεις και τα πρώτα του πεζά στα περιοδικά της εποχής (Η τέχνη 1898-1916, Ο Διόνυσος 1901-1902, Ο Νουμάς 1904-1916).

Ταξιδεύει για επιμόρφωση και πάλι στην Ευρώπη, παρακολουθώντας με την ιδιότητα του ακροατή για τέσσερα εξάμηνα μαθήματα στο πανεπιστήμιο του Μονάχου (1907- 1909). Επιστρέφοντας, συνδέεται με τον Χατζόπουλο με τον οποίο αλληλογραφεί ανταλλάσσοντας ιδέες, ενώ το 1911 ψυχραίνεται με τον Μαβίλη για ιδεολογικούς λόγους. Συμμετείχε στην ίδρυση του Σοσιαλιστικού ομίλου και του Αλληλοβοηθητικού εργατικού συνδέσμου Κερκύρας (1910-1914), ενώ παράλληλα υπήρξε ένθερμος υποστηρικτής του κινήματος για την χειραφέτηση των γυναικών. Η εποχή αυτή είναι η πλέον παραγωγική και δραστήρια περίοδος του Κ. Θεοτόκη. Γνώστης πλέον δέκα γλωσσών πέραν των Ελληνικών, πέντε ομιλουμένων (γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά, ιταλικά, ισπανικά) και πέντε νεκρών (αρχαία Ελληνικά, λατινικά, εβραϊκά, αρχαία περσικά και σανσκριτικά) εκδίδει μεταφράσεις και δικά του αυτοτελή έργα στην Κέρκυρα (Η τιμή και το χρήμα, Η Σακούνταλα του Καλιδάσα), στην Τυβίγγη (Τα Γεωργικά του Βιργιλίου) και στην Αλεξάνδρεια (Το Νάλας και Νταμαγιάντη από το ινδικό έπος Μαχαμπαράτα, σε μετάφραση Λ. Μαβίλη και συμπλήρωση δική του).

Έχει πλέον εγκατασταθεί από το 1914 στην πόλη της Κέρκυρας. Το μεταφραστικό του έργο δεν περιορίζεται σε μεταφράσεις από τα σανσκριτικά και τα λατινικά αλλά εμπλουτίζεται με μεταφράσεις από ποιήματα του Σαίξπηρ (Οθέλλος, Τρικυμία, Μακβέθ), του φιλοσοφικού ποιήματος του Λουκρητίου Περί Φύσεως και έργων αρχαίων ελλήνων συγγραφέων. Τότε καταστρώνεται, στις δύο αρχικές μορφές του και το μυθιστόρημα Οι σκλάβοι στα δεσμά τους και ολοκληρώνεται η Ιστορία της ινδικής λογοτεχνίας.

Το 1917 μετακομίζει στην Αθήνα, όπου του προσφέρεται η θέση του διευθυντού Λογοκρισίας από την οποία και παραιτείται μετά από δύο μέρες (1917). Διορίζεται προσωρινά ως έκτακτος υπάλληλος στην «Υπηρεσία Ξένων και Εκθέσεων» και οριστικά στην Εθνική Βιβλιοθήκη, αρχικά ως γραμματέας και έπειτα προάγεται σε τμηματάρχη β' τάξεως (1918). Την περίοδο αυτή έρχονται στο φως τα δοκιμότερα πεζά έργα του (Κατάδικος, Η ζωή και ο θάνατος του Καραβέλα, Οι σκλάβοι στα δεσμά τους) και μεταφράσεις του όπως από τον Γκαίτε (Ερμάννος και Δωροθέα), από τον Σαίξπηρ (Άμλετ, Βασιληάς Λήρ), από τον Φλωμπέρ (Η κυρία Μποβαρύ, δύο τόμοι) και

Page 88: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

από τον Russel (Τα προβλήματα της Φιλοσοφίας). Με το τέλος του Α' Παγκοσμίου πολέμου και την πτώση της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας η γυναίκα του Ερνεστίνη χάνει όλη της την περιουσία, την οποία είχε κληρονομήσει μετά τον θάνατο των άκληρων αδελφών της, δηλαδή στο διάστημα 1903-1914 μετά τον γάμο της με τον συγγραφέα.

Προσβεβλημένος από την επάρατη νόσο (1922) συνεχίζει το συγγραφικό του έργο με το πεζό: «Ο παπά Ιορδάνης Περίχαρος και η ενορία του». Πρόλαβε να γράψει τις πρώτες τριάντα σελίδες. Πέθανε στο σπίτι του ζωγράφου Άγγελου Γυαλινά, στην Κέρκυρα, την 1η Ιουλίου 1923 αφήνοντας το μερίδιό του από την πατρική του περιουσία στη σύζυγό του Ερνεστίνη.

Η ΖΩΗ ΚΑΙ Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΚΑΡΑΒΕΛΑ

Η Ζωή και ο Θάνατος του Καραβέλα του Κωνσταντίνου Θεοτόκη θεωρείται το καλύτερο έργο του συγγραφέα και ένα από τα σημαντικότερα της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας. Το έργο γράφτηκε το 1920 και είναι ένα εκτενές διήγημα (νουβέλα) που ακολουθεί την τεχνοτροπία της ρεαλιστικής ηθογραφίας. Ήρωας της νουβέλας είναι ο Θωμάς Καψάλης (που είναι γνωστός με το παρωνύμιο Καραβέλας) ένας εξηντάχρονος άνδρας, ο οποίος μένει χήρος και σταδιακά γίνεται υποχείριο της παντρεμένης γειτόνισσάς του, Μαρίας και των συγγενών της, οι οποίοι έχουν σαν σκοπό να καρπωθούν την περιουσία του. Ο Θεοτόκης μας παρουσιάζει με ρεαλισμό το ερωτικό πάθος του Καραβέλα για τη Μαρία και το μέγεθος της κακίας που μπορεί να κυριεύσει μια κλειστή επαρχιακή κοινωνία. Όλες οι ενέργειες της Μαρίας και των συγγενών της ξεκινούν από την απληστία τους και οδηγούν σταδιακά τον Καραβέλα στην αποκτήνωση. Ο συγγραφέας μέσα από την αφήγησή του ηθογραφεί την αγροτική κοινωνία της εποχής του, χωρίς την ειδυλλιακή εικόνα που μας δίνουν άλλοι πεζογράφοι που ασχολούνται με την ηθογραφία. Έτσι, προκύπτει μια αρνητική εικόνα για την κοινωνία, η οποία ορίζεται αποκλειστικά από τη δύναμη του Κακού.

Ο Θεοτόκης δεν έχει στόχο να καταδικάσει τον Καραβέλα και τον κοινωνικό του περίγυρο, αλλά να δικαιολογήσει την ηθική του κατάπτωση, λόγω της παντοδυναμίας του πάθους του για τη Μαρία. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο ήρωας έχει πλήρη επίγνωση της κατάστασής του. Δεν πρόκειται για έναν αφελή χαρακτήρα που παγιδεύτηκε από τους άλλους, αλλά για ένα πονηρό άνθρωπο, ο οποίος έχει καταντήσει έρμαιο του γεροντικού πάθους του, το οποίο δεν μπορεί να ελέγξει. Χαρακτηριστικές είναι οι λεπτομερείς περιγραφές της σταδιακής εξαχρείωσης του Καραβέλα, που απηχούν τις επιδράσεις που δέχθηκε ο Θεοτόκης από το γερμανικό ανθρωπισμό και έκαναν το συγκεκριμένο έργο ένα σημείο – σταθμό της νεότερης ελληνικής λογοτεχνίας.

Κωνσταντίνος ΚαβάφηςΟ Κωνσταντίνος Καβάφης (29 Απριλίου 1863 - 29 Απριλίου 1933) είναι ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές της σύγχρονης εποχής.

Page 89: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Βιογραφία

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης το γένος Γεωργάκη Φωτιάδη, ή Κ. Π. Καβάφης, γεννήθηκε στις 29 Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια, όπου οι γονείς του εγκαταστάθηκαν εγκαταλείποντας την Κωνσταντινούπολη το 1840. Μετά το θάνατο του πατέρα του το 1870 η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αγγλία (Λίβερπουλ και Λονδίνο) όπου έμεινε μέχρι το 1876. Στην Αλεξάνδρεια ο Kαβάφης διδάχτηκε Αγγλικά, Γαλλικά και Ελληνικά με οικοδιδάσκαλο και συμπλήρωσε τη μόρφωσή του για ένα-δύο χρόνια στο Ελληνικό Εκπαιδευτήριο της Αλεξάνδρειας. Έζησε επίσης για τρία χρόνια, που ήταν τα κρισιμότερα στην ψυχοδιανοητική του διαμόρφωση, στην Πόλη (1882-84).

Το 1897 ταξίδεψε στο Παρίσι και το 1903 στην Αθήνα, χωρίς από τότε να μετακινηθεί από την Αλεξάνδρεια για τριάντα ολόκληρα χρόνια. Ύστερα από περιστασιακές απασχολήσεις σε χρηματιστηριακές επιχειρήσεις, αποφάσισε να γίνει δημόσιος υπάλληλος και διορίστηκε σε ηλικία 26 χρονών στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων στην Υπηρεσία του Τρίτου Κύκλου Αρδεύσεων, όπου παρέμεινε έως τον Μάρτιο του 1922.

Από το 1886 άρχισε να δημοσιεύει ποιήματα επηρεασμένα από τους Αθηναίους ρομαντικούς ποιητές, χωρίς να τον έχει επηρεάσει καθόλου η στροφή της γενιάς του 80. Από το 1891, όταν εκδίδει σε αυτοτελές φυλλάδιο το ποίημα Κτίσται, και ιδίως το 1896, όταν γράφει τα Τείχη,το πρώτο αναγνωρισμένο, εμφανίζονται τα χαρακτηριστικά των ώριμων ποιημάτων του.

Ο Καβάφης είναι γνωστός για την ειρωνεία του, ένα μοναδικό συνδυασμό λεκτικής και δραματικής ειρωνείας.[1] Οι Έλληνες ποιητές γενικά τον σνόμπαραν λόγω του ότι ήταν ομοφυλόφιλος. Πολλοί όμως από τους αλλόγλωσσους ομοτέχνους και αναγνώστες του (π.χ. Όντεν, Φόρστερ) αρχικά γνώρισαν και αγάπησαν τον ερωτικό Καβάφη.[2]

Το 1932, ο Καβάφης, άρρωστος από καρκίνο του λάρυγγα, πήγε για θεραπεία στην Αθήνα, όπου παρέμεινε αρκετό διάστημα, εισπράττοντας μια θερμότατη συμπάθεια από το πλήθος των θαυμαστών του. Επιστρέφοντας όμως στην Αλεξάνδρεια, η κατάστασή του χειροτέρεψε. Εισήχθη στο Νοσοκομείο της Ελληνικής Κοινότητας, όπου και πέθανε στις 29 Απριλίου του 1933, τη μέρα που συμπλήρωνε 70 χρόνια ζωής.

Ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του ποιητή:«Είμαι Κωνσταντινουπολίτης την καταγωγήν, αλλά εγεννήθηκα στην Αλεξάνδρεια - σ' ένα σπίτι της οδού Σερίφ· μικρός πολύ έφυγα, και αρκετό μέρος της παιδικής μου ηλικίας το πέρασα στην Αγγλία. Κατόπιν επισκέφθην την χώραν αυτήν μεγάλος, αλλά για μικρόν χρονικόν διάστημα. Διέμεινα και στη Γαλλία. Στην εφηβικήν μου ηλικίαν κατοίκησα υπέρ τα δύο έτη στην Κωνσταντινούπολη. Στην Ελλάδα είναι πολλά χρόνια που δεν επήγα. Η τελευταία μου εργασία ήταν υπαλλήλου εις ένα κυβερνητικόν γραφείον εξαρτώμενον από το υπουργείον των Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Ξέρω Αγγλικά, Γαλλικά και ολίγα Ιταλικά».

[Επε

Page 90: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Το έργο του

Σήμερα η ποίησή του όχι μόνο έχει επικρατήσει στην Ελλάδα, αλλά και κατέλαβε μία εξέχουσα θέση στην όλη ευρωπαϊκή ποίηση, ύστερα από τις μεταφράσεις των ποιημάτων του αρχικά στα γαλλικά, αγγλικά, γερμανικά και κατόπιν σε πολλές άλλες γλώσσες.

Το σώμα των Καβαφικών ποιημάτων περιλαμβάνει: Τα 154 ποιήματα που αναγνώρισε ο ίδιος (τα λεγόμενα "Αναγνωρισμένα"[1]), τα 37 "Αποκηρυγμένα"[2] ποιήματά του, τα περισσότερα νεανικά, σε ρομαντική καθαρεύουσα, τα οποία αργότερα αποκήρυξε, τα "Ανέκδοτα"[3], δηλαδή 75 ποιήματα που βρέθηκαν τελειωμένα στα χαρτιά του, καθώς και τα 30 "Ατελή"[4], που βρέθηκαν στα χαρτιά του χωρίς να έχουν πάρει την οριστική τους μορφή. Τύπωσε ο ίδιος το 1904 μια μικρή συλλογή με τον τίτλο Ποιήματα, στην οποία περιέλαβε τα ποιήματα: Φωνές, Επιθυμίες, Κεριά, Ένας γέρος, Δέησις, Οι ψυχές των γερόντων, Το πρώτο σκαλί, Διακοπή, Θερμοπύλες, Τα παράθυρα, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Απιστία και Τα άλογα του Αχιλλέως. Η συλλογή, σε 100-200 αντίτυπα, κυκλοφόρησε ιδιωτικά.

Το 1910 τύπωσε πάλι τη συλλογή του, προσθέτοντας αλλά επτά ποιήματα: Τρώες, Μονοτονία, Η κηδεία του Σαρπηδόνος, Η συνοδεία του Διονύσου, Ο Βασιλεύς Δημήτριος, Τα βήματα και Ούτος εκείνος. Και αυτή η συλλογή διακινήθηκε από τον ίδιο σε άτομα που εκτιμούσε.

Το 1935 κυκλοφόρησε στην Αθήνα, με επιμέλεια της Ρίκας Σεγκοπούλου, η πρώτη πλήρης έκδοση των (154) Ποιημάτων του, που εξαντλήθηκε αμέσως. Δύο ακόμη ανατυπώσεις έγιναν μετά το 1948.

Ο ποιητής επεξεργάζονταν επίμονα κάθε στίχο, κάποτε για χρόνια ολόκληρα, προτού τον δώσει στην δημοσιότητα. Σε αρκετές από τις εκδόσεις του υπάρχουν διορθώσεις από το χέρι του και συχνά όταν επεξεργαζόταν ξανά τα ποιήματά του τα τύπωνε διορθωμένα.

Οι θεματικοί κύκλοι της καβαφικής ποίησης

Ο ίδιος είχε κατατάξει τα ποιήματά του σε τρεις κατηγορίες: τα ιστορικά, τα φιλοσοφικά και τα ηδονικά ή αισθησιακά[3].

Τα ιστορικά ποιήματα εμπνέονται κυρίως από την ελληνιστική περίοδο, και στα περισσότερα έχει εξέχουσα θέση η Αλεξάνδρεια. Αρκετά άλλα προέρχονται από την ελληνορωμαϊκή αρχαιότητα και το Βυζάντιο, χωρίς να λείπουν και ποιήματα με μυθολογικές αναφορές (πχ Τρώες). Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι ο Καβάφης δεν εμπνέεται καθόλου από το πρόσφατο ιστορικό παρελθόν, δηλαδή την επανάσταση του ΄21, αλλά ούτε και από την κλασική αρχαιότητα. Οι περίοδοι που επιλέγει είναι περίοδοι παρακμής ή μεγάλων αλλαγών και οι περισσότεροι ήρωές του είναι "ηττημένοι".

Στα αισθησιακά ποιήματα, που είναι και τα πιο λυρικά, κυριαρχεί η ανάμνηση και η αναπόληση. Αυτό που προκαλεί τα συναισθήματα δεν είναι το παρόν, αλλά το παρελθόν, και πολύ συχνά ο οραματισμός

Page 91: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Τα φιλοσοφικά ποιήματα ονομάζονται από άλλους "διδακτικά". Ο Ε.Π.Παπανούτσος τα διαίρεσε στις εξής ομάδες: ποιήματα με "συμβουλές προς ομοτέχνους", δηλαδή ποιήματα για την ποίηση, και ποιήματα που πραγματεύονται άλλα θέματα, όπως το θέμα των Τειχών, την έννοια του χρέους (Θερμοπύλες), της ανθρώπινης αξιοπρέπειας (Απολείπειν ο Θεός Αντώνιον), της μοίρας κ.α.

Διαχωρίζοντας το ποιητικό του έργο σε φιλοσοφικό, ιστορικό και ηδονικό, στα ποιήματά του αποτυπώνονται το ερωτικό στοιχείο, τη φιλοσοφική του σκέψη και η ιστορική του γνώση. Όσον αφορά στα ιστορικά του ποιήματα ιδιαίτερα, οφείλουμε να λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι τα συνέθεσε βιώνοντας την ατμόσφαιρα μιας πόλης που έγινε κατά το ελληνιστικό της παρελθόν χωνευτήρι λαών και σταυροδρόμι πολιτισμών. Οι ήρωές του είναι γνωστά ιστορικά πρόσωπα ή γεννήματα της φαντασίας του και ο ποιητής αφηγείται στους χαρακτήρες που πλάθει ανθρώπινες συμπεριφορές σημαδεμένες από πρόσκαιρο της επιτυχίας και τη μοίρα που εξουδετερώνει την ανθρώπινη θέληση.

Πόλεις της ανατολικής Μεσογείου -ιδιαίτερα η Αλεξάνδρεια όπως προαναφέρθηκε- είναι ο τόπος που λαμβάνουν χώρα τα περιστατικά των ποιημάτων και σύμφωνα με το περιεχόμενό τους χαρακτηρίζονται από τους σύγχρονους σχετικά ερευνητές της καβαφικής ποιητικής ως ψευδοϊστορικά, ιστορικοφανή και ιστοριογενή. Τη διαφορετικότητα ανάμεσα στα ιστορικά του ποιήματα επισήμανε ο ίδιος ο ποιητής, χωρίς όμως να τους δώσει ιδιαίτερη ονομασία. Εισηγητής του όρου «ψευδοϊστορικό» είναι ο Σεφέρης για να διαχωρίσει με αυτόν τα ποιήματα που χρησιμοποιούν το ιστορικό υλικό μεταφορικά, αλληγορικά δημιουργώντας ψεύτικες ιστορίες[4]. Ο Ι. Μ. Παναγιωτόπουλος με τη σειρά του εισηγήθηκε τον όρο «ιστορικοφανή». Εκεί εντάσσει τα ιστορικά ποιήματα, των οποίων τα φανταστικά πρόσωπα εμπλέκονται σε ιστορικό πλαίσιο που επενδύει την πλοκή[5]. Ο Μιχάλης Πιερής θεώρησε αναγκαίο τον όρο «ιστοριογενή» για τα ποιήματα που γεννήθηκαν από άμεσο ιστορικό υλικό [5].

Τέλος τα ερωτικά ή αισθησιακά ποιήματα του ηδονικού κύκλου του Καβάφη αποτελούν αναμνήσεις πραγματοποιημένων ή μη ερώτων εκφράζοντας τον ιδιότυπο ερωτισμό του, για τον οποίο έχουν τεθεί αρκετές αμφιβολίες.[2][6][7] [8]

Η μορφή

Η γλώσσα και η στιχουργική μορφή των ποιημάτων του Καβάφη ήταν ιδιόρρυθμες και πρωτοποριακές για την εποχή. Τα βασικά χαρακτηριστικά τους είναι:

ιδιότυπη γλώσσα, μείγμα καθαρεύουσας και δημοτικής, με ιδιωματικά στοιχεία της Κωνσταντινούπολης

εξαιρετικά λιτός λόγος, με ελάχιστα επίθετα (όσα υπάρχουν έχουν πάντα ιδιαίτερη σημασία, δεν είναι ποτέ συμβατικά, κοσμητικά επίθετα)

ουδέτερη γλώσσα, σχεδόν πεζολογική, μακριά από τις ποιητικές συμβάσεις της εποχής. Η γλώσσα δεν αποκαλύπτει τα συναισθήματα

εξαιρετικά σύντομα ποιήματα ιαμβικός ρυθμός αλλά τόσο επεξεργασμένος που συχνά είναι δύσκολο να

διακριθεί σχεδόν ολοκληρωτική απουσία ομοιοκαταληξίας

Page 92: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ιδιαίτερη σημασία στα σημεία στίξης: παίζουν ρόλο για το νόημα (πχ ειρωνεία) ή λειτουργούν ως οδηγίες απαγγελίας (πχ χαμήλωμα του τόνου της φωνής στις παρενθέσεις).

Τα πιο χαρακτηριστικά από τα ποιήματά του είναι τα: Τα τείχη, Τα παράθυρα, Τρώες, Κεριά, Περιμένοντας τους βαρβάρους, Ιθάκη, Θερμοπύλες, Φωνές, Απολείπειν ο θεός Αντώνιον και η Η σατραπεία.

Ο ποιητής

Ο Καβάφης, όπως κάθε ποιητής, λειτουργεί κυρίως μέσω των συμβόλων. Η τέχνη του είναι η συγκέντρωση αρχετύπων, που δίνουν ένα φευγαλέο υπαινικτικό νόημα στο λόγο του. Αντλεί μνήμες από το παρελθόν, από τη συλλογική ψυχή της φυλής και τις αποθέτει στο παρόν, ενίοτε ως προειδοποίηση για τα μελλούμενα. Είναι τέτοια η σχέση του με τη συλλογική ψυχή και τα περιεχόμενά της, που θεωρείται προδρομικός της σχέσης της λογοτεχνίας του 20ου αιώνα με τη συλλογική συνείδηση[9].

Η συμβολιστική του τάση είναι έντονη και συνδυάζεται με λόγο λιτό αλλά διαχρονικά επίκαιρο. Η ειρωνική διάθεση, αυτό που αποκλήθηκε καβαφική ειρωνεία συνδυάζεται με την τραγικότητα της πραγματικότητας, για να καταστεί κοινωνικά διδακτική και οι ηδονιστικοί του προσανατολισμοί ανακατεύονται με κοινωνικές επισημάνσεις. Αναμφίβολα δεν είναι εύκολο να οριοθετήσει κανείς ξεκάθαρα σε θεματικούς κύκλους την ποιητική του Καβάφη. Η ιστορία ανακατεύεται με τις αισθήσεις και το στοχασμό σε μια ενιαία οντότητα, αυτήν πιθανώς που ο ίδιος ο Καβάφης προσδιορίζει ως «ενιαίο καβαφικό κύκλο», αλλά σε κάθε ξεχωριστή περίπτωση, στον αμέσως επόμενο στίχο, η εναλλαγή δικαιώνει όσους χαρακτήρισαν την καβαφική ποίηση πρωτεϊκή.

Κώστας Π. Καβάφης (1863 - 1933)

Ο Κωνσταντίνος Καβάφης γεννήθηκε στις 17/29 (σύμφωνα με το παλιό και νέο ημερολόγιο) Απριλίου 1863 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ήταν γιος του Πέτρου Καβάφη, ο οποίος ήταν μεγαλέμπορος και σημαντικός παράγοντας της ελληνικής παροικίας στην Αλεξάνδρεια και της Χαρίκλειας Φωτιάδη. Και οι δύο γονείς του κατάγονταν από παλιές Φαναριώτικες οικογένειες. Ο Κωνσταντίνος είχε έξι μεγαλύτερους αδελφούς, ενώ δύο ακόμη αδέλφια (ένα αγόρι και το μοναδικό κορίτσι) πέθαναν βρέφη στην Αλεξάνδρεια. Έχασε τον πατέρα του σε ηλικία εφτά χρόνων.

Λίγο αργότερα - το 1872 - μετακόμισε με τη μητέρα και τα αδέρφια του στο Λίβερπουλ της Αγγλίας. Το 1876 η εταιρεία του πατέρα του Kαβάφης και Σια έκλεισε κατά τη διάρκεια ενός οικονομικού κραχ στην Αίγυπτο. Το 1877 η Χαρίκλεια Φωτιάδη και τα παιδιά της επέστρεψαν στην Αλεξάνδρεια. Κατά το έτος 1881-1882 ο Κωνσταντίνος φοίτησε στο Εμποροπρακτικό Λύκειο ο Ερμής όπου γνωρίστηκε με τον Mικέ Pάλλη, τον Iωάννη Pοδοκανάκη και τον Στέφανο Σκυλίτση. Όμως και αυτή τη φορά η παραμονή τους στην Αλεξάνδρεια ήταν μικρή. Το καλοκαίρι του 1882 η οικογένεια Καβάφη αναγκάστηκε να εγκαταλείψει ξανά την Αλεξάνδρεια, λόγω της εξέγερσης των Αιγυπτίων εναντίον των Άγγλων, που οδήγησε στο βομβαρδισμό της Αλεξάνδρειας. Κατέφυγαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου φιλοξενήθηκαν από τον παππού του ποιητή, Γεωργάκη Φωτιάδη. Εκεί πιθανότατα ο Κωνσταντίνος

Page 93: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ολοκλήρωσε τις σπουδές του και εκδήλωσε την επιθυμία να ασχοληθεί με τη δημοσιογραφία και την πολιτική.

Στην Αλεξάνδρεια επέστρεψε το 1885 μαζί με τη μητέρα του και τα αδέλφια του Παύλο και Αλέξανδρο. Το 1886 πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα από την εφημερίδα Κωνσταντινούπολις της Πόλης και άρχισε να συνεργάζεται με το λογοτεχνικό περιοδικό Έσπερος της Λειψίας και την εφημερίδα Ομόνοια, όπου δημοσίευσε ποιήματα και πεζά. Το 1891 πέθανε ο θείος του Γεώργιος Καβάφης και ο αδερφός του Πέτρος - Ιωάννης. Συνέχισε να δημοσιεύει κείμενά του σε εφημερίδες και περιοδικά της Αλεξάνδρειας και της Λειψίας. (Ο Καβάφης δεν τύπωσε ποτέ τα ποιήματά του σε βιβλίο, και μάλιστα αρνήθηκε δύο σχετικές προτάσεις που του έγιναν, μία για ελληνική έκδοση και μία για αγγλική μετάφραση των ποιημάτων του. Προτιμούσε να δημοσιεύει τα ποιήματά του σε εφημερίδες, περιοδικά και ημερολόγια, και να τα τυπώνει ιδιωτικά σε μονόφυλλα, κάνοντας αυτοσχέδιες συλλογές που μοίραζε στους ενδιαφερόμενους.) Έτσι, το Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου τύπωσε σε φυλλάδια το ποίημα Κτίσται.

Το 1892 προσλήφθηκε ως έκτακτος γραφεύς στην Υπηρεσία Αρδεύσεων του Υπουργείου Δημοσίων Έργων της Αιγύπτου. Σ’ αυτή την υπηρεσία ο Καβάφης εργάστηκε για τριάντα χρόνια. Το 1893 ταξίδεψε στο Κάιρο. Το 1896 πέθανε ο παππούς του Γεωργάκης Φωτιάδης. Τον ίδιο χρόνο ο Γεώργιος Τσοκόπουλος επισήμανε την αξία του ποιητικού του έργου. Ένα χρόνο αργότερα εξέδωσε τα Τείχη με παράλληλη μετάφραση στα αγγλικά από τον αδερφό του Τζων, με τον οποίο ταξίδεψε στο Παρίσι και το Λονδίνο. Το 1899 πέθανε η μητέρα του. Το 1901 ταξίδεψε για πρώτη φορά την Αθήνα, όπου γνώρισε τον Κίμωνα Μιχαηλίδη, τον Ιωάννη Πολέμη και τον Γρηγόριο Ξενόπουλο και δημοσίευσε έργα του σε διάφορα περιοδικά, ανάμεσα σ’ άλλα και στα Παναθήναια. Επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια και το 1902 πέθανε ο αδερφός του Αριστείδης. Ένα χρόνο μετά ταξίδεψε ξανά στην Αθήνα. Το Νοέμβριο του ίδιου έτους δημοσιεύτηκε στα Παναθήναια η πρώτη εκτενής κριτική παρουσίαση της ποίησής του από τον Γρηγόριο Ξενόπουλο. Το 1904 εξέδωσε στην Αλεξάνδρεια την πρώτη συλλογή ποιημάτων του. Το 1907 μετακόμισε στην οδό Lepsius (Λέψιους) 10, ξεκίνησε να ζει ως μποέμ και αφού γνωρίστηκε με τον ποιητή Παύλο Πετρίδη μπήκε στο λογοτεχνικό κύκλο της Νέας Ζωής. Το 1910 χρονολογείται η έκδοση του δεύτερου τεύχους συλλογής ποιημάτων του. Το 1912 άρχισαν τα επικριτικά σχόλια για την ποίησή του από αθηναϊκούς και αλεξανδρινούς κύκλους. Ο Καβάφης τότε ετοίμαζε την πρώτη συλλογή ποιημάτων του σε μονόφυλλα (η οποία συνεχίστηκε και ολοκληρώθηκε ύστερα από 10 συλλογές το 1930).

Η κριτική διαμάχη σχετικά με την ποίησή του κράτησε ως το τέλος της ζωής του με αμείωτη ένταση και συνεχίστηκε για πολλά χρόνια. Το 1917 εκδόθηκαν 21 ποιήματα του Καβάφη μαζί με μια μελέτη του Γ. Βρισιμιτζάκη για το έργο του, που είχε την έγκριση του ποιητή, στη σειρά των Γραμμάτων Βιβλία της Ζωής. Τον επόμενο χρόνο πραγματοποιήθηκε μια διάλεξη του Αλέκου Σεγκόπουλου για την ποίηση του Καβάφη στον επιστημονικό σύλλογο Πτολεμαίος Α΄. Το κείμενο της διάλεξης είχε γραφτεί από τον ίδιο τον Καβάφη, γεγονός που προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις. Το 1919 ο E. M. Forster δημοσίευσε το δοκίμιό του για τον Καβάφη στο περιοδικό Atheneum του Λονδίνου. Το 1920 πέθανε στη Γαλλία σε ηλικία εξήντα χρόνων ο αδερφός του Παύλος. Το 1921 έγινε η διάλεξη του Τέλλου Άγρα και το άρθρο του Παλαμά στο Εμπρός για τον Καβάφη. Το 1922 ο Καβάφης παραιτήθηκε από την

Page 94: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Εταιρεία Αρδεύσεων, ύστερα από 30 χρόνια υπηρεσίας και ένα χρόνο αργότερα πέθανε ο αδερφός του Τζων. Το 1924 κυκλοφόρησε στο περιοδικό Νέα Τέχνη ένα τεύχος αφιερωμένο στον Καβάφη και δημοσιεύτηκε η Ιθάκη στο περιοδικό Criterion από τον Thomas Eliot.

Το 1926 ο ποιητής τιμήθηκε από την Ελληνική Πολιτεία με το Αργυρό παράσημο του Φοίνικος για την προσφορά του στα ελληνικά γράμματα και εξέδωσε το περιοδικό Αλεξανδρινή Τέχνη. Το 1927 έγινε φίλος με τη Μαρίκα Κοτοπούλη, η οποία τότε επισκέφτηκε την Αλεξάνδρεια και γνωρίστηκε με το Νίκο Καζαντζάκη. Το 1932 διαγνώστηκε ότι ο ποιητής έπασχε από καρκίνο του λάρυγγα. Ο Καβάφης μετακόμισε στην Αθήνα για να υποβληθεί σε θεραπεία και εγκαταστάθηκε στο ξενοδοχείο Κοσμοπολίτ. Το ίδιο έτος υποβλήθηκε σε τραχειοτομή και έχασε τη φωνή του. Εισήχθη για ανάρρωση στην κλινική Καψαλά στην Κηφισιά και τύπωσε το ποίημα Μέρες του 1908. Το 1933 επέστρεψε στην Αλεξάνδρεια και στις αρχές Απριλίου αναγκάστηκε να μπει στο νοσοκομείο. Στις 28 του ίδιου μήνα έπαθε εγκεφαλική συμφόρηση και πέθανε τα ξημερώματα της επομένης, την ημέρα των γενεθλίων του, σε ηλικία 70 ετών.

ΠΟΙΗΜΑΤΑ· ΚΑΛΛΙΤΕΧΝΙΚΗ ΕΡΓΑΣΙΑ ΤΑΚΗ ΚΑΛΜΟΥΧΟΥ (ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΤΩΝ 154 ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΜΕΝΩΝ ΠΟΙΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΙΗΤΗ)

Είμαι κι εγώ Ελληνικός. Προσοχή. Όχι Έλλην, ούτε ελληνίζων, αλλά ελληνικός.

Κ. Π. Καβάφης

Ο Κ. Π. Καβάφης είναι ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες ποιητές με παγκόσμια αναγνώριση. Ο Καβάφης έζησε σχεδόν όλη του τη ζωή στην Αλεξάνδρεια, μια πόλη που δεν είχε να παρουσιάσει σπουδαία λογοτεχνική – πνευματική κίνηση, είχε όμως σημαντικό ιστορικό παρελθόν και το γεγονός αυτό ξύπνησε από πολύ νωρίς στον ποιητή έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία, η οποία υπήρξε μια βασική πηγή της έμπνευσής του. Ένα σημαντικό στοιχείο της ποίησής του ήταν ότι δεν ακολούθησε αποκλειστικά ένα λογοτεχνικό ρεύμα. Στην αρχή της καλλιτεχνικής του δημιουργίας (από το 1886 ως το 1893) ο Καβάφης επηρεάστηκε από τον φαναριώτικο ρομαντισμό, όπως τον γνώρισε στην Κωνσταντινούπολη. Από το 1893 στρέφεται στον συμβολισμό. Χρησιμοποιεί κάθε φορά μια συγκεκριμένη συμβολική εικόνα και πολλούς υπαινιγμούς για να αποδώσει πιστά τις διάφορες ψυχικές καταστάσεις. Ταυτόχρονα υιοθετεί στοιχεία από το λογοτεχνικό κίνημα του παρνασσισμού, όπως την επιμονή στην λεπτομέρεια των εικόνων και θέματα εμπνευσμένα από την αρχαιότητα.  Η συμβολιστική περίοδος της ποίησής του ήταν ιδιαίτερα γόνιμη και μας έδωσε μερικά απ’ τα καλύτερα ποιήματα του Καβάφη: Κεριά, Τείχη, Τα Παράθυρα, Θερμοπύλες, Τρώες, Περιμένοντας τους Βαρβάρους κ.α. Από τις αρχές του 20ου αιώνα ο ποιητής περνά στον ρεαλισμό, πειραματίζεται σε σχέση με τη μορφή και το ύφος της ποίησής του και διαμορφώνει έτσι το προσωπικό και έντονα βιωματικό ύφος του.

Page 95: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Σύμφωνα με υπόδειξη του ίδιου του ποιητή μπορούμε να εντάξουμε τα ποιήματα του σε τρεις κατηγορίες: Ιστορικά – Φιλοσοφικά – Ηδονικά (ή Αισθησιακά). Βέβαια πρέπει να τονίσουμε ότι αυτή η διαίρεση είναι σχηματική και ανταποκρίνεται περισσότερο στην ποιητική έκφραση και λιγότερο στο εννοιολογικό περιεχόμενο των ποιημάτων του. Η ποίηση του Καβάφη είναι ένα ενιαίο σώμα και τίποτε δεν εμποδίζει ένα ποίημα λ.χ. ιστορικό στην εξωτερική μορφή να είναι και φιλοσοφικό ή ηδονικό ή και το αντίστροφο. Τα ιστορικά είναι τα πιο χαρακτηριστικά ποιήματά του. Τα περισσότερα από αυτά ανάγονται στην ελληνιστική περίοδο, παρουσιάζοντας την ακμή και την παρακμή του ελληνικού κόσμου που δημιουργήθηκε από τις κατακτήσεις του Μ. Αλεξάνδρου. Επίσης αρκετά αναφέρονται στην ελληνορωμαϊκή εποχή και κάποια ανάγονται στην βυζαντινή εποχή. Φυσικά κεντρική θέση σ’ αυτά τα ποιήματα παίζει η Αλεξάνδρεια, η αγαπημένη πόλη του ποιητή. Το ιστορικό παρελθόν δίνει στον ποιητή τη δυνατότητα να εκφράσει τον εσωτερικό του κόσμο και να αποκαλύψει αναλογίες προς τη σύγχρονή του πραγματικότητα. Τα ιστορικά πρόσωπα που χρησιμοποιεί στα ποιήματά του, είτε είναι πραγματικά είτε φανταστικά, αποκτούν αυτοδύναμη ύπαρξη σχεδόν ανεξάρτητη από την πρόθεση του ποιητή. Στα φιλοσοφικά (ή γνωμολογικά ή διδακτικά) ανήκουν διάφορα ποιήματα στα οποία ο ποιητής διατυπώνει, με κάποια φιλοσοφική διάθεση, σκέψεις και συμπεράσματα για τη ζωή και τη μοίρα του ανθρώπου, τη θρησκεία, την ποίηση, την τέχνη κάνει κάποιες προτροπές ηθικού χαρακτήρα και στιγματίζει καταστάσεις παρακμής και εξαχρείωσης ατόμων και ομάδων. Ο Ε. Παπανούτσος (Ο διδακτικός Καβάφης, Ίκαρος, 1971, σ. 129) αναφέρει χαρακτηριστικά: «ο διδακτικός είναι ένας δεσπόζων τόνος μέσα στην καβαφική ποίηση – αυτός που πιθανότατα έδωσε τη μορφή και προσδιόρισε το ύφος της σ’ ότι έχει πιο χαρακτηριστικό και ιδιόρρυθμο». Τα καθαρά ηδονικά ποιήματα του Καβάφη δεν είναι πολλά και αρχίζουν να γράφονται στην περίοδο της ποιητικής του ωριμότητας (κυρίως μετά το 1915). Τα ποιήματα σχετίζονται με την σεξουαλική ιδιαιτερότητα του ποιητή και σ’ αυτά κυριαρχεί η μορφή του ωραίου εφήβου και η ανάμνηση της ομορφιάς αυτής από τον ποιητή.

Η γλώσσα που χρησιμοποιεί ο Καβάφης είναι ιδιότυπη, όπως και η ποίησή του. Δεν έχει σχέση με την καθιερωμένη δημοτική της εποχής, (όπως εκφράστηκε από τους δημοτικιστές και τον Παλαμά) αλλά ταυτόχρονα βρίσκεται μακριά και από την τυπική καθαρεύουσα, παρόλη τη συχνή χρήση δικών της τύπων. Σε γενικές γραμμές μπορούμε να πούμε πως η γλώσσα του είναι η γλώσσα που μιλούσαν οι Έλληνες της Αλεξάνδρειας, μια κατά βάση δημοτική με αρκετούς «λόγιους» τύπους και αρκετούς πολίτικους ιδιωματισμούς. Ο Λίνος Πολίτης (Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας, Δ΄ Έκδοση, Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα, 1985, σ. 234) αναφέρει χαρακτηριστικά: «Βασικά η γλώσσα είναι ζωντανή, «δημοτική», οι εκτροπές προς την καθαρεύουσα είναι ίσως ένα θελημένο πεζολογικό, ρεαλιστικό στοιχείο, η δημοτικιστική όμως βάση δίνει θερμότητα και γνησιότητα στο λόγο, ενώ οι πολίτικοι ιδιωματισμοί (επίμονα, και θα έλεγα, αυτάρεσκα κρατημένοι) δηλώνουν την ακριβή παρουσία του ανθρώπου». Πολλές από τις λέξεις που χρησιμοποιεί είναι αντιποιητικές, λέξεις της καθημερινής ομιλίας, οι οποίες τονίζουν τον πεζολογικό χαρακτήρα της ποίησής του.

Το ύφος του, χαρακτηρίζεται από τη διαύγεια της σκέψης, τη σαφήνεια και την ακριβολογία της διατύπωσης. Η λιτότητα των εκφραστικών του μέσων (έλλειψη σχημάτων λόγου και άλλων περίτεχνων ποιητικών στοιχείων), η ειρωνεία, ο ρεαλισμός και η έλλειψη ρητορισμού και στόμφου τονίζουν ακόμα περισσότερο την αντίθεσή του με την υπόλοιπη ποιητική παραγωγή του καιρού του. Άλλα

Page 96: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ποίησής του είναι η υπαινικτικότητα, ο διδακτικός τόνος και η τεχνική της δραματικότητας (η οποία επιτυγχάνεται με τη χρήση του διαλόγου). Το ύφος του χαρακτηρίζεται πεζολογικό, κοντά στην καθημερινή ομιλία. Πεζολογικά χαρακτηριστικά έχουν και οι στίχοι του. Ο ρυθμός τους είναι κατά βάση ιαμβικός, αρκετά χαλαρός όμως και κατά κανόνα με άνισο αριθμό συλλαβών, συνήθως ανομοιοκατάληκτων. Όπως αναφέρει ο Λίνος Πολίτης (ό.π. σ. 234 – 235): «Στην ποιητική του Καβάφη τίποτα δεν είναι τυχαίο. Τα ποιήματά του τα προσέχει και τα λεπτουργεί ως την τελευταία λεπτομέρεια. Η στίξη, οι περίοδοι, οι παύσεις, όλα είναι υπολογισμένα, όλα υπηρετούν την «τέχνη της ποιήσεως», ακόμα και η τυπογραφική εμφάνιση. Το καθετί τεχνουργημένο με κομψότητα και καλαισθησία.»

Η ποίηση του Καβάφη δεν βρήκε αμέσως στην Ελλάδα την απήχηση που της άρμοζε. Αρχικά του ασκήθηκε σκληρή κριτική κυρίως από τους κύκλους των δημοτικιστών, γιατί το γλωσσικό του ύφος δεν συμβάδιζε με την ποίηση που καλλιεργούνταν στον ελλαδικό χώρο εκείνη την εποχή. Ο πρώτος που έκανε γνωστή την ποίηση του Καβάφη στην Αθήνα ήταν ο Γ. Ξενόπουλος το 1903 με το άρθρο του «Ένας ποιητής» στο περιοδικό Παναθήναια. Η φήμη του στον ελληνικό χώρο εδραιώθηκε από το 1920 και εξής. Σήμερα ο Καβάφης θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Νεοέλληνες ποιητές με παγκόσμια προβολή και αναγνώριση. Είναι ο πρώτος Έλληνας ποιητής με τόση μεγάλη απήχηση στο εξωτερικό, σχεδόν σε όλες τις γλώσσες. Είναι, επιπλέον, ο μοναδικός μέχρι στιγμής σύγχρονος Έλληνας ποιητής, που έχει επηρεάσει σε τέτοια έκταση και με τόση διάρκεια νεώτερους ξένους ποιητές σε πολλές χώρες

Κώστας ΚαρυωτάκηςΟ Κώστας Καρυωτάκης (30 Οκτωβρίου 1896 – 21 Ιουλίου 1928) ήταν Έλληνας ποιητής και πεζογράφος.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στην Τρίπολη και ήταν γιoς του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη, από τη Συκιά Κορινθίας και της Αικατερίνης Σκάγιαννη, από την Τρίπολη. Ήταν ο δευτερότοκος της οικογένειας. Είχε μια αδελφή ένα χρόνο μεγαλύτερή του, τη Νίτσα, που παντρεύτηκε τον δικηγόρο Παναγιώτη Νικολετόπουλο και έναν αδελφό μικρότερο, το Θάνο που γεννήθηκε το 1899 και σταδιοδρόμησε ως τραπεζικός υπάλληλος. Λόγω της εργασίας του πατέρα του, η οικογένεια του αναγκαζόταν να αλλάζει συχνά τόπο διαμονής. Έζησαν στη Λευκάδα, την Πάτρα, τη Λάρισα, την Καλαμάτα και το Αργοστόλι, την Αθήνα (1909-1911) και στα Χανιά όπου έμειναν ως το 1913. Από νεαρή ηλικία, περίπου δεκαέξι ετών, δημοσίευε ποιήματά του σε παιδικά περιοδικά ενώ το όνομά του αναφέρεται και σε διαγωνισμό διηγήματος της Διαπλάσεως των παίδων.

Το 1913, γράφτηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας και στα τέλη του 1917 απέκτησε το πτυχίο του. Για ένα διάστημα επιχείρησε να ασκήσει το επάγγελμα του δικηγόρου, ωστόσο η έλλειψη πελατείας τον ώθησε στην αναζήτηση θέσης δημοσίου υπαλλήλου.

Page 97: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α' στην Νομαρχία Θεσσαλονίκης ενώ μετά την οριστική απαλλαγή του από τον ελληνικό στρατό, τοποθετήθηκε σε διάφορες δημόσιες υπηρεσίες, μεταξύ των οποίων οι νομαρχίες Σύρου, Άρτας και Αθήνας. Στο τέλος για ν' αποφύγει τις μεταθέσεις, απ' τη μια νομαρχία στην άλλη, μεταπήδησε στο Υπουργείο Προνοίας και μάλιστα στην κεντρική του υπηρεσία, στην Αθήνα.

Η πρώτη του ποιητική συλλογή, Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραμάτων, δημοσιεύτηκε το 1919 και δεν έλαβε ιδιαίτερα θετικές κριτικές. Τον ίδιο χρόνο, εξέδωσε το σατιρικού περιεχομένου περιοδικό Η Γάμπα, του οποίου η δημοσίευση όμως απαγορεύτηκε μετά από έξι τεύχη κυκλοφορίας. Η δεύτερη συλλογή του, υπό τον τίτλο Νηπενθή, εκδόθηκε το 1921. Την ίδια περίοδο συνδέθηκε με την ποιήτρια Μαρία Πολυδούρη, η οποία εργαζόταν μαζί με τον Καρυωτάκη στη Νομαρχία Αττικής. Τον Δεκέμβριο του 1927, εκδόθηκε η τελευταία του ποιητική συλλογή, με τίτλο Ελεγεία και Σάτιρες.

Τον Φεβρουαρίου του 1928 αποσπάστηκε στην πόλη της Πάτρας και λίγο αργότερα στην Πρέβεζα. Η αλληλογραφία του με συγγενείς του την περίοδο αυτή, αναδεικνύει την απόγνωση του Καρυωτάκη για την επαρχιακή ζωή και την μικρότητα της τοπικής κοινωνίας. Στις 20 Ιουλίου αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει προσπαθώντας μάταια να πνιγεί. Την επόμενη μέρα, αφού επισκέφτηκε ένα καφενείο της Πρέβεζας, λίγες ώρες αργότερα αυτοκτόνησε με περίστροφο κάτω από έναν ευκάλυπτο, έχοντας πάνω του ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε:

Είναι καιρός να φανερώσω την τραγωδία μου. Το μεγαλύτερό μου ελάττωμα στάθηκε η αχαλίνωτη περιέργειά μου, η νοσηρή φαντασία και η προσπάθειά μου να πληροφορηθώ για όλες τις συγκινήσεις, χωρίς, τις περσότερες, να μπορώ να τις αισθανθώ. Τη χυδαία όμως πράξη που μου αποδίδεται τη μισώ. Εζήτησα μόνο την ιδεατή ατμόσφαιρά της, την έσχατη πικρία. Ούτε είμαι ο κατάλληλος άνθρωπος για το επάγγελμα εκείνο. Ολόκληρο το παρελθόν μου πείθει γι' αυτό. Κάθε πραγματικότης μου ήταν αποκρουστική.Είχα τον ίλιγγο του κινδύνου. Και τον κίνδυνο που ήρθε τον δέχομαι με πρόθυμη καρδιά. Πληρώνω για όσους, καθώς εγώ, δεν έβλεπαν κανένα ιδανικό στη ζωή τους, έμειναν πάντα έρμαια των δισταγμών τους, ή εθεώρησαν την ύπαρξη τους παιχνίδι χωρίς ουσία. Τους βλέπω να έρχονται ολοένα περσότεροι, μαζύ με τους αιώνες. Σ' αυτούς απευθύνομαι. Αφού εδοκίμασα όλες τις χαρές!! είμαι έτοιμος για έναν ατιμωτικό θάνατο. Λυπούμαι τους δυστυχισμένους γονείς μου, λυπούμαι τ' αδέλφια μου. Αλλά φεύγω με το μέτωπο ψηλά. Ήμουν άρρωστος.Σας παρακαλώ να τηλεγραφήσετε, για να προδιαθέση την οικογένειά μου, στο θείο μου Δημοσθένη Καρυωτάκη, οδός Μονής Προδρόμου, πάροδος Αριστοτέλους, Αθήνας.Κ.Γ.Κ.

Και για ν' αλλάξουμε τόνο. Συμβουλεύω όσους ξέρουν κολύμπι αν επιχειρήσουνε να αυτοκτονήσουν δια θαλάσσης να δέσουν και μια πέτρα στο λαιμό τους. Ολη νύχτα απόψε, επί 10 ώρες, εδερνόμουν με τα κύματα. Ηπια άφθονο νερό, αλλά κάθε τόσο, χωρίς να καταλάβω πώς, το στόμα μου ανέβαινε στην επιφάνεια. Ωρισμένως, κάποτε, όταν μου δοθή ευκαιρία, θα γράψω τις εντυπώσεις ενός πνιγμένου .Κ.Γ.Κ.

Ένας λόγος που φαίνεται να ώθησε τον Καρυωτάκη στην αυτοκτονία είναι και η σύφιλη από την οποία πιθανολογείται ότι έπασχε. Ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιώργος Σαββίδης, ο οποίος διέθετε το μεγαλύτερο αρχείο για τους Νεοέλληνες Λογοτέχνες, ερχόμενος σε επαφή με τους φίλους και συγγενείς του ποιητή αποκάλυψε ότι ο Καρυωτάκης ήταν συφιλιδικός, και, μάλιστα, ο αδερφός του, Θανάσης Καρυωτάκης, θεωρούσε ότι η ασθένεια συνιστούσε

Page 98: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

προσβολή για την οικογένεια). Ο Γιώργος Μακρίδης, στη μελέτη του για τον Καρυωτάκη, διατυπώνει την άποψη ότι ο ποιητής αυτοκτόνησε στην Πρέβεζα, όχι πιεζόμενος από τη μετάθεσή του εκεί, αλλά φοβούμενος να νοσηλευτεί σε ψυχιατρική κλινική, όπως συνέβαινε με όλους τους συφιλιδικούς στο τελικό στάδιο της νόσου την περίοδο εκείνη. Θέλοντας, μάλιστα, να ισχυροποιήσει το επιχείρημά του, τονίζει ότι δεν είναι δυνατόν ένας βαριά καταθλιπτικός ασθενής να αστειεύεται στο επιθανάτιο γράμμα του.[1]

Εκτός από το ποιητικό του έργο, ο Καρυωτάκης έγραψε επίσης πεζά ενώ έδωσε και μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών, όπως του Φρανσουά Βιγιόν.

Κώστας Καρυωτάκης (1896 - 1928)

Ο Κώστας Καρυωτάκης γεννήθηκε στις 30 Οκτωβρίου 1896 στην Τρίπολη. Ήταν δευτερότοκο παιδί του νομομηχανικού Γεωργίου Καρυωτάκη και της Αικατερίνης Σκάγιαννη. Πέρασε τα σχολικά του χρόνια σε διάφορα μέρη της Ελλάδας, λόγω των συνεχών μεταθέσεων του πατέρα του. Το 1913 ολοκλήρωσε τις γυμνασιακές σπουδές του στα Χανιά. Εκεί συνδέθηκε συναισθηματικά με την Άννα Σκορδύλη (ο δεσμός τους κράτησε με διακοπές, τουλάχιστον ως το 1922). Το Σεπτέμβρη του 1913 γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Αθήνας, από όπου αποφοίτησε το 1917 με βαθμό «λίαν καλώς». Το 1918 επισκέφτηκε την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη και συνελήφθη ως ανυπότακτος. Αναγκάστηκε να καταταγεί στο στρατό, όμως λίγο αργότερα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή της Αθήνας και έλαβε αναστολή στράτευσης.

Στις αρχές του 1919 προσπάθησε να ασχοληθεί με τη δικηγορία, χωρίς όμως επιτυχία. Τον ίδιο χρόνο στρατεύτηκε ξανά και τον Οκτώβριο διορίστηκε υπουργικός γραμματέας Α΄ στη Νομαρχία Θεσσαλονίκης, όπου έμεινε μέχρι το Φεβρουάριο του 1920. Το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους απαλλάχτηκε από τα στρατιωτικά του καθήκοντα για λόγους υγείας και τον Νοέμβριο μετατέθηκε στην Άρτα. Ακολούθησαν μεταθέσεις στις νομαρχίες Κυκλάδων (Σεπτέμβριος 1921) και Αττικοβοιωτίας (Δεκέμβριος 1921). Το 1922 γνωρίστηκε με τη Μαρία Πολυδούρη, η οποία επίσης υπηρετούσε την εποχή εκείνη στη Νομαρχία Αθηνών. Η Πολυδούρη ερωτεύτηκε τον Καρυωτάκη με πάθος και η σύντομη σχέση τους την οδήγησε στην απελπισία.

Το φθινόπωρο του 1923 ο Καρυωτάκης παραιτήθηκε από τη θέση του και διορίστηκε στην κεντρική Υπηρεσία του υπουργείου Πρόνοιας στην Αθήνα. Το 1924 ταξίδεψε στη Γερμανία (Βερολίνο, Λειψία) και την Ιταλία (Νεάπολη, Ρώμη, Βενετία). Το 1926 ταξίδεψε με αναρρωτική άδεια στη Ρουμανία μαζί με το ξάδερφό του Θ. Δ. Καρυωτάκη και το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου μετατέθηκε στο τμήμα Αγαθοεργών Ιδρυμάτων. Από εκείνη την περίοδο εντάθηκαν οι αντιδράσεις των ανωτέρων του εξαιτίας της έντονης συνδικαλιστικής του δράσης. Το Δεκέμβριο του 1927 ο υπουργός Μιχ. Κύρκος του επιβάλλει πρόστιμο ίσο προς το ήμισυ του μισθού του και τον μεταθέτει στο τμήμα Λοιμωδών Νόσων. Τον Ιανουάριο του 1928 εκλέχτηκε Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. της Ενώσεως Δημοσίων Υπαλλήλων Αθηνών και μετείχε ενεργά στην Οικονομική Επιτροπή της Συνομοσπονδίας Δημοσίων Υπαλλήλων. Τότε ασχολήθηκε με τη σύνταξη προγραμματικής προκήρυξης και με μια μελέτη για σοβαρές οικονομικές περικοπές στον Κρατικό Προϋπολογισμό, ενώ αποσπάστηκε για πέντε μήνες στην Πάτρα. Τον Απρίλιο του ίδιου έτους έκανε ένα

Page 99: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

σύντομο ταξίδι στο Παρίσι. Στην Αθήνα επέστρεψε το Μάη του ίδιου χρόνου και αμέσως μετά μετατέθηκε στην Πρέβεζα, απ’ όπου ήλπιζε ότι σύντομα θα επιστρέψει στην Αθήνα. Στις 21 Ιουλίου 1928, αφού προσπάθησε μάταια να πνιγεί στη θάλασσα το προηγούμενο βράδυ, αυτοπυροβολήθηκε στην παραλιακή τοποθεσία Άγιος Σπυρίδων με ένα περίστροφο που μόλις είχε αγοράσει, σε ηλικία τριάντα δύο ετών.

Η ενασχόληση του Καρυωτάκη με τη λογοτεχνία ξεκίνησε ερασιτεχνικά σε ηλικία 16 ετών, γύρω στο 1912, όταν άρχισε να δημοσιεύει τα πρώτα του ποιήματα σε λαϊκές εφημερίδες και περιοδικά (Παρνασσός, Ελλάς), ενώ παράλληλα σ’ όλη τη διάρκεια της ζωής του ασχολήθηκε με τη σκιτσογραφία. Συνέχισε να δημοσιεύει στίχους και στα φοιτητικά του χρόνια, και το 1916 πραγματοποίησε μια διάλεξη στην αίθουσα εμποροϋπαλλήλων για τον ποιητή Ζοζέ Μαρία ντε Ερεντιά. Στις αρχές του 1919 ξεκίνησε τη συνεργασία του με το Νουμά και εξέδωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή με τίτλο Ο πόνος του ανθρώπου και των πραγμάτων. Το ίδιο έτος εξέδωσε, μαζί με το φίλο του Άγη Λεβέντη, το σατιρικό περιοδικό Η Γάμπα, το οποίο γνώρισε μεγάλη επιτυχία, όμως απαγορεύτηκε από τη λογοκρισία μετά το έκτο τεύχος. Συνεργάστηκε επίσης με τα περιοδικά Μούσα, Λόγος (Κων/πολης), Νέα Ζωή (Αλεξάνδρειας), Έσπερος (Σύρου), Νέα Τέχνη, Νέα Εστία, Εμείς (όπου το 1924 δημοσίευσε το ποίημα Ένα σπιτάκι, το οποίο αφιέρωσε στην Πολυδούρη). Το 1920 πήρε το β΄ βραβείο στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για την ανέκδοτη ποιητική συλλογή του Τραγούδια της πατρίδας, ποιήματα της οποίας θα περιληφθούν στα Νηπενθή. Το βραβείο παρέλαβε ο φίλος του Χαρίλαος Σακελλαριάδης, γιατί ο Καρυωτάκης τότε νοσηλευόταν στο Στ΄ Στρατιωτικό Νοσοκομείο Αθηνών.

Το 1921 εξέδωσε τα Νηπενθή (τη δεύτερη ποιητική συλλογή του), έγραψε τη θεατρική επιθεώρηση Πελ - Μελ μαζί με το Σακελλαριάδη, ενώ έγραψε και το χαμένο μονόπρακτο θεατρικό έργο Ο Άρρωστος (που διαδραματιζόταν σ’ ένα σανατόριο της Ελβετίας). Η τελευταία ποιητική συλλογή του είναι η Ελεγεία και Σάτιρες, που εκδόθηκε το 1927. Έγραψε επίσης πεζογραφήματα, ασχολήθηκε με μεταφράσεις και το 1928 δημοσίευσε το άρθρο Ανάγκη Χρηστότητος: Το Δημοσιοϋπαλληλικόν Ζήτημα. Ο Καρυωτάκης θεωρείται ως ο σημαντικότερος εκφραστής του νεορομαντικού πνεύματος στην ποίηση του Μεσοπολέμου (στον ίδιο χώρο εντάσσονται ο Ναπολέων Λαπαθιώτης, ο Τέλος Άγρας, ο Κλέων Παράσχος, ο Μήτσος Παπανικολάου, ο Κώστας Ουράνης και άλλοι). Ξεκίνησε από το χώρο του συμβολισμού δεχόμενος επιρροές από τους Μαλακάση, Βάρναλη, Heine και Laforgue και οδηγήθηκε από το ρομαντισμό στη σάτιρα και το σαρκασμό, με προσανατολισμό τόσο την προσωπική ζωή όσο και τον ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό χώρο. O δραματικός και πρόωρος θάνατός του έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη αντιμετώπιση του έργου του από τους ποιητές της δικής του και της επόμενης γενιάς, τη λογοτεχνική κριτική και το αναγνωστικό κοινό.

ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΝΕΚΔΟΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ [ΑΙΣΙΟΔΟΞΙΑ, ΌΤΑΝ ΚΑΤΕΒΟΥΜΕ ΤΗ ΣΚΑΛΑ..., ΠΡΕΒΕΖΑ]

Ο χαρακτήρας της ποίησης του Καρυωτάκη είναι βιωματικός και απαισιόδοξος. Βέβαια πέρα από τα ιδιαίτερα στοιχεία της προσωπικότητάς του, η απαισιοδοξία αυτή αντικατοπτρίζει όλη τη γενιά του και οφείλεται στο πολιτικοκοινωνικό κλίμα της εποχής εκείνης: Είναι μια γενιά που έζησε τις συνέπειες του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου

Page 100: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

(1914-1918) και της Μικρασιατικής Καταστροφής (1922). Ο Καρυωτάκης και οι όμοιοί του είχαν νιώσει τη διάψευση των ελπίδων τους, την πολιτική αστάθεια και την κοινωνική αναστάτωση που προκάλεσε η εισροή των προσφύγων στην ελληνική κοινωνία του Μεσοπολέμου. Οι δύο πρώτες του ποιητικές συλλογές Ο Πόνος του Ανθρώπου και των Πραγμάτων (1919) και Νηπενθή (1921) δείχνουν τις επιδράσεις που είχε δεχτεί από το λογοτεχνικό κίνημα του νεορομαντισμού και του νεοσυμβολισμού. Η διάθεση του ποιητή είναι μελαγχολική, συχνά ονειροπολεί ψάχνοντας έναν καλύτερο κόσμο. Η γλώσσα του βρίσκεται στα πλαίσια της δημοτικής, χωρίς λόγιες εξάρσεις. Η τρίτη και τελευταία του ποιητική συλλογή Ελεγεία και Σάτιρες (1927) αποτελεί την μετάβαση του ποιητή από τον ρομαντισμό στον ρεαλισμό. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι ο τίτλος που έδωσε σ’ αυτή την ποιητική του συλλογή δείχνει πως συνδύασε αυτά τα δύο στοιχεία στην ποίησή του. Με την ελεγεία ο Καρυωτάκης προσπαθεί να εκφράσει το εσωτερικό του αδιέξοδο, την έλλειψη χαράς και ελπίδας στη ζωή του, ενώ με την σάτιρα προβάλλει έντονα τη διαμαρτυρία και την αγανάκτησή του για την υπάρχουσα κοινωνική πραγματικότητα και καταλήγει στο σαρκασμό.

Ο Κ. Στεργιόπουλος αναφέρει χαρακτηριστικά: «Δύο είναι τελικά οι όψεις του έργου του Καρυωτάκη, κι από την άποψη της ουσίας κι από την άποψη της μορφής: η ρομαντική κι η ρεαλιστική, οι ελεγείες και οι σάτιρες, η ροπή προς το αφηρημένο και η εισβολή του πραγματικού στον αφηρημένο κόσμο του. Ανάμεσα, ωστόσο, στις δυο τούτες όψεις στέκει η συναισθηματική του βάση, η βαθιά του αισθαντικότητα, μόνιμα ταραγμένη και διακυμαινόμενη. Αυτή γεφυρώνει την απόσταση από το ρομαντισμό του ως το ρεαλισμό του και δέχεται τον αντίχτυπο από τον αδιάκοπο ψυχολογικό του κλυδωνισμό και τις αντιφάσεις του. Η συναισθηματική βάση αντιπροσωπεύει ό,τι συμπαγέστερο και στερεότερο διαθέτει: το ίδιο το εγώ του και την προσωπική του στάση απέναντι στον κόσμο, και μέσα απ’ το συναισθηματικό υπόβαθρο βγαίνει και το ιδεολογικό του περιεχόμενο, η έκφραση δηλαδή της απελπισίας του, διαφοροποιημένη σε στάση ζωής. Τούτο αποτελεί ένα απ’ τα κυριότερα μυστικά της διάρκειας του ποιητή κι ένα απ’ τα πιο σίγουρα κλειδιά για τη διείσδυση στα βαθύτερα στρώματά του. Γιατί το συναισθηματικό υπόβαθρο του Καρυωτάκη γίνεται κι ο φορέας του κλίματος της εποχής, και μέσα απ’ τη συναισθηματική του βάση και τις αντιδράσεις της αδιαλλαξίας του εκφράζει τον καιρό του αντιπροσωπευτικά, για να καταλήξει σε γενικότερη κραυγή διαμαρτυρίας, όχι μόνο για τη στιγμή εκείνη. Χάρη στην τιμιότητα του αισθήματος και στην εκφραστική του οξύτητα, διατηρεί μιαν αμεσότητα, που κάνει την περίπτωσή του και μέσα στην ποίηση γεγονός ζωής. Δε μένει λόγος χωρίς αντίκρυσμα, ούτε προφταίνει να πέσει στη φιλολογία.»  

Στεργιόπουλου Κ. (επιμέλεια), «Κ. Γ. Καρυωτάκης», Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία - Γραμματολογία· Η ανανεωμένη παράδοση, Αθήνα, Σοκόλης, 1980, σ. 316.

Κωστής ΠαλαμάςΟ Κωστής Παλαμάς (Πάτρα, 1859 - Αθήνα, 1943) ήταν ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, ιστορικός και κριτικός της λογοτεχνίας. Θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, με σημαντική συνεισφορά στην εξέλιξη και ανανέωση της νεοελληνικής ποίησης. Αποτέλεσε κεντρική μορφή της λογοτεχνικής

Page 101: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

γενιάς του 1880, πρωτοπόρος, μαζί με τον Νίκο Καμπά και τον Γεώργιο Δροσίνη, της αποκαλούμενης Νέας Αθηναϊκής (ή Παλαμικής ) σχολής .

Βιογραφία

Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1859 από γονείς που κατάγονταν από το Μεσολόγγι. Η οικογένεια του πατέρα του ήταν οικογένεια λογίων, με αξιόλογη πνευματική δραστηριότητα: Ο προπάππος του Παναγιώτης Παλαμάς (1722-1803) είχε ιδρύσει στο Μεσολόγγι την περίφημη "Παλαμαία Σχολή" και ο παππούς του Ιωάννης είχε διδάξει στην Πατριαρχική Ακαδημία της Κωνσταντινούπολης.

Όταν ο ποιητής ήταν 6 χρονών έχασε και τους δύο γονείς του σε διάστημα σαράντα ημερών (Δεκέμβριος 1864-Φεβρουάριος 1865). Στενοί συγγενείς ανέλαβαν τότε τα τρία παιδιά της οικογένειας: τον μικρότερο αδερφό του η αδερφή της μητέρας του και εκείνον και τον μεγαλύτερο αδερφό του ο θείος τους Δημήτριος Παλαμάς, που κατοικούσε στο Μεσολόγγι. Εκεί έζησε από το 1867 ως το 1875, σε ατμόσφαιρα μάλλον δυσάρεστη και καταθλιπτική, που ήταν φυσικό να επηρεάσει τον ευαίσθητο ψυχισμό του, όπως φαίνεται και από ποιήματα που αναφέρονται στην παιδική του ηλικία.

Μετά την αποφοίτησή του από το γυμνάσιο, εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1875, όπου γράφτηκε στην Νομική Σχολή. Σύντομα όμως εγκατέλειψε τις σπουδές του αποφασισμένος να ασχοληθεί με τη λογοτεχνία. Το πρώτο του ποίημα το είχε γράψει σε ηλικία 9 ετών, "ποίημα για γέλια", όπως το χαρακτήρισε αργότερα ο ίδιος. Από το 1875 δημοσίευε σε εφημερίδες και περιοδικά διάφορα ποιήματα και το 1876 υπέβαλε στον Βουτσιναίο ποιητικό διαγωνισμό την ποιητική συλλογή Ερώτων Έπη, σε καθαρεύουσα, με σαφείς τις επιδράσεις της Α' Αθηναϊκής Σχολής. Η συλλογή απορρίφθηκε με τον χαρακτηρισμό "λογιωτάτου γραμματικού ψυχρότατα στιχουργικά γυμνάσματα". Η πρώτη του αυτοτελής έκδοση ήταν το 1878 το ποίημα "Μεσολόγγι". Από το 1898 εκείνος και οι δύο φίλοι και συμφοιτητές του Νίκος Καμπάς (με τον οποίο μοιραζόταν το ίδιο δωμάτιο) και Γεώργιος Δροσίνης άρχισαν να συνεργάζονται με τις πολιτικές-σατιρικές εφημερίδες "Ραμπαγάς" και "Μη χάνεσαι". Οι τρεις

φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές: τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".

Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε την συμπατριώτισσά του Μαρία Βά

φίλοι είχαν συνειδητοποιήσει την παρακμή του αθηναϊκού ρομαντισμού και με το έργο τους παρουσίαζαν μια νέα ποιητική πρόταση, η οποία βέβαια ενόχλησε τους παλαιότερους ποιητές: τους αποκαλούσαν περιφρονητικά "παιδαρέλια" ή ποιητές της "Νέας Σχολής".

Page 102: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Το 1886 δημοσιεύτηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή Τραγούδια της Πατρίδος μου στη δημοτική γλώσσα, η οποία εναρμονίζεται απόλυτα με το κλίμα της Νέας Αθηναϊκής Σχολής. Το 1887 παντρεύτηκε την συμπατριώτισσά του Μαρία Βάλβη, με την οποία απέκτησαν τρία παιδιά, μεταξύ των οποίων και ο Λέανδρος Παλαμάς. το 1889 δημοσιεύτηκε ο Ύμνος εις την Αθηνάν, αφιερωμένος στη γυναίκα του, για τον οποίο βραβεύτηκε στον Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό την ίδια χρονιά. Ένδειξη της καθιέρωσής του ως ποιητή ήταν η ανάθεση της σύνθεσης του Ύμνου των Ολυμπιακών Αγώνων, το 1896. Το 1898, μετά τον θάνατο του γιού του Άλκη σε ηλικία τεσσάρων ετών, δημοσίευσε την ποιητική σύνθεση "Ο Τάφος". Το 1897 διορίστηκε γραμματέας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, από όπου αποχώρησε το 1928. Από την ίδια χρονιά (1897) άρχισε να δημοσιεύει τις σημαντικότερες ποιητικές του συλλογές και συνθέσεις, όπως οι "Ίαμβοι και Ανάπαιστοι" (1897), "Ασάλευτη Ζωή" (1904), "ο Δωδεκάλογος του Γύφτου" (1907), "Η Φλογέρα του Βασιλιά" (1910). Το 1918 του απονεμήθηκε το Εθνικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών, ενώ από το 1926 αποτέλεσε βασικό μέλος της Ακαδημίας των Αθηνών, της οποίας έγινε πρόεδρος το 1930.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Κωστής Παλαμάς μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, έπειτα από σοβαρή ασθένεια, 40 ημέρες μετά τον θάνατο της συζύγου του (τον οποίο δεν είχε πληροφορηθεί επειδή και η δική του υγεία ήταν σε κρίσιμη κατάσταση). Η κηδεία του έμεινε ιστορική καθώς, μπροστά σε έκπληκτους Γερμανούς κατακτητές, χιλιάδες κόσμος τον συνόδευσε στην τελευταία του κατοικία, στο Α΄ νεκροταφείο Αθηνών, ψάλλοντας τον εθνικό ύμνο.

Η οικία του Παλαμά στην Πάτρα σώζεται ως σήμερα, στην οδό Κορίνθου. Όταν εκείνος έφυγε από την Πάτρα, το σπίτι ενοικίασε η οικογένεια Σεράο από την Ιταλία και εκεί γεννήθηκε η μεγάλη Ιταλίδα πεζογράφος Ματθίλδη Σεράο. Σήμερα στεγάζεται εκεί το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά.

Έργο

Ο Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτολογικές μελέτες κΟ Παλαμάς ήταν ένας από τους πολυγραφότερους Έλληνες λογοτέχνες και πνευματικούς ανθρώπους. Δημοσίευσε συνολικά σαράντα ποιητικές συλλογές καθώς και θεατρικά έργα, κριτικά και ιστορικά δοκίμια, συγκριτολογικές μελέτες και βιβλιοκριτικές.

Το ποιητικό έργο

Το ποιητικό του έργο είναι μεγάλο σε έκταση και σε σημασία και είχε τεράστια απήχηση στην εποχή του. Διαμετρικά αντίθετες πολιτικές και πνευματικές προσωπικότητες όπως ο Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Νίκος Ζαχαριάδης

Page 103: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αισθάνθηκαν την ανάγκη να τοποθετηθούν απέναντι στον Δωδεκάλογο του Γύφτου. Ο Μίκης Θεοδωράκης έχει πει ότι ο Παλαμάς είχε μεγαλύτερη επιρροή από 10 Πρωθυπουργούς. Το ενδιαφέρον για το έργο του μειώθηκε στην μεταπολεμική Ελλάδα όταν αφενός επικράτησαν διαφορετικά αισθητικά ρεύματα και αφετέρου υποχώρησε το ενδιαφέρον για την ποίηση γενικότερα.

Οι δύο πρώτες του συλλογές, Τραγούδια της πατρίδος μου και Τα μάτια της ψυχής μου είχαν ακόμα απηχήσεις του ρομαντισμού της Α' Αθηναϊκής Σχολής και κάποια κατάλοιπα καθαρεύουσας. Η πρώτη σημαντική στάση στο έργο του ήταν η συλλογή Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), κυρίως για την ανανεωμένη μετρική της, με την εναλλαγή ιαμβικού και αναπαιστικού ρυθμού (ο ίδιος επισήμανε ότι παρακινήθηκε από την μετρική του Κάλβου), αλλά και για την εκφραστική λιτότητα και σαφήνεια. Το επόμενο έργο του, ο Τάφος (1898), αποτελείται από ποιήματα - μοιρολόγια για τον θάνατο του γιού του Άλκη. Η πρώτη περίοδος της δημιουργίας του κλείνει με την συλλογή Ασάλευτη Ζωή (1904), η οποία περιέχει υλικό από όλα τα προηγούμενα χρόνια της δράσης του. Κεντρική θέση στη συλλογή έχουν τα ποιήματα Η Φοινικιά (αναγνωρίζεται ως το καλύτερο ίσως έργο του), Ασκραίος και Αλυσίδες (συναποτελούν την ενότητα "Μεγάλα οράματα") και η ενότητα σονέτων Πατρίδες.

Η κορυφαία έκφραση της "λυρικής σκέψης" του Παλαμά είναι Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907). Στο πνευματικό του ταξίδι ο Γύφτος θα γκρεμίσει και θα ξαναχτίσει τον κόσμον όλο. Θα απαρνηθεί τη δουλειά, την αγάπη, τη θρησκεία, τους αρχαίους, τους βυζαντινούς και όλες τις πατρίδες αλλά και θα τα αναστήσει όλα μέσα από την Τέχνη, μαζί και τη μεγάλη χίμαιρα της εποχής, τη Μεγάλη Ιδέα. Θα υμνήσει τον ελεύθερο λαό του, αλλά θα τραγουδήσει και έναν νιτσεϊκό αδάκρυτο ήρωα. Θα καταλήξει προσκυνώντας τη Φύση και την Επιστήμη.

'Η Φλογέρα του βασιλιά (1910) διαδραματίζεται στο Βυζάντιο και αφηγείται το ταξίδι του Βασίλειου Β' ("Βουλγαροκτόνου") στην Αθήνα. Κεντρικό σημείο του έργου είναι το προσκύνημα του αυτοκράτορα στον Παρθενώνα, που έχει γίνει ναός της Παναγίας. Αυτό συμβολίζει για τον ποιητή την σύνθεση και την ενότητα όλης της ιστορίας του Ελληνισμού, αρχαίας, βυζαντινής και σύγχρονης. Η έμπνευση της Φλογέρας του Βασιλιά είναι αποτέλεσμα και του ανανεωμένου τότε ενδιαφέροντος για το Βυζαντινή Αυτοκρατορία, αλλά κυρίως του μακεδονικού αγώνα.

Μετά τις μεγάλες συνθέσεις επανήλθε σε μικρότερες λυρικές φόρμες, με τις συλλογές Οι καημοί της Λιμνοθάλασσας και Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), μαζί με τις οποίες εξέδωσε και τα σατιρικά ποιήματά του (Σατιρικά γυμνάσματα). Στις επόμενες συλλογές του γενικά δεν παρουσιάστηκε κάτι νέο στην ποιητική του εξέλιξη, παρά μόνο στις τελευταίες, Ο κύκλος των τετράστιχων (1929) και Οι νύχτες του Φήμιου(1935): αποτελούνται αποκλειστικά από σύντομα, τετράστιχα ποιήματα.

Η σχέση με τον δημοτικισμό

Η εποχή της εμφάνισης του Κωστή Παλαμά, αλλά και των άλλων ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής συνέπεσε με την έξαρση του προβληματισμού για το γλωσσικό ζήτημα: το 1888 εκδόθηκε το Ταξίδι μου του Ψυχάρη, ενώ είχε προηγηθεί η διαμάχη Κωνσταντίνου Κόντου- Δημ. Βερναρδάκη, το 1882. Ενώ σταδιακά στην ποίηση η δημοτική καθιερώθηκε (με τη συμβολή και των ποιητών της Νέας Αθηναϊκής Σχολής), στην πεζογραφία (και φυσικά στον επίσημο λόγο) επικρατούσε η

Page 104: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

καθαρεύουσα. Ο Παλαμάς, υποστηρικτής της δημοτικής, υποδέχθηκε με ευνοϊκή κριτική το Ταξίδι μου: μια μόλις μέρα αφ' ότου το διάβασε, έγραψε το άρθρο "Το επαναστατικόν βιβλίον του κ. Ψυχάρη", εκφράζοντας ενθουσιώδεις κρίσεις, χωρίς βέβαια να παραλείψει να επισημάνει και τις ακρότητες του συγγραφέα. Η υποστήριξή του προς όλες τις προσπάθειες καθιέρωσης της δημοτικής ήταν συνεχής και έμπρακτη: συνεργαζόταν με το περιοδικό-όργανο του δημοτικισμού Ο Νουμάς από το πρώτο κιόλας τεύχος και στη δημοτική έγραψε όχι μόνο τα ποιήματα, αλλά και τα (λίγα) διηγήματά του.

Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός ότι ενώ στο λογοτεχνικό (και αργότερα και στο κριτικό) έργο χρησιμοποιούσε την δημοτική, ως Γραμματέας του Πανεπιστημίου ήταν υποχρεωμένος να συντάσσει τα επίσημα έγγραφα σε αυστηρή καθαρεύουσα: όπως ανέφερε ο ίδιος σε επιστολή του, στην φιλολογική του εργασία ήταν "μαλλιαρός" και στην υπηρεσία του "αττικιστής απ' την κορφή ως τα νύχια". Η επίσημη θέση του όπως ήταν φυσικό δύσκολα μπορούσε να συνδυαστεί με την υποστήριξη στον δημοτικισμό: βρέθηκε πολλές φορές στο επίκεντρο επιθέσεων, ειδικά κατά τα "Ευαγγελικά" (1901) και τα "Ορεστειακά" (1903). Παρά ταύτα ο ίδιος δεν δίστασε να δηλώσει δημοσίως ότι ο δημοτικισμός ήταν η αρετή του (1908).

Μ. ΚαραγάτσηςΟ Μ. Καραγάτσης (1908- 14 Σεπτεμβρίου 1960) ήταν πεζογράφος, ένας από τους σημαντικότερους συγγραφείς της "Γενιάς του '30". Το πραγματικό του όνομα ήταν Δημήτριος Ροδόπουλος. Το ψευδώνυμο Καραγάτσης προήλθε από το δέντρο πτελέα ή καραγάτσι: στο εξοχικό της οικογένειάς του στη Ραψάνη της Θεσσαλίας, όπου περνούσε τα περισσότερα εφηβικά καλοκαίρια του, συνήθιζε να διαβάζει καθισμένος κάτω από ένα καραγάτσι που βρισκόταν στον περίβολο της εκκλησίας του χωριού. Το "Μ." του ψευδωνύμου του προήλθε πιθανότατα από το ρώσικο όνομα "Μίτια" (ρωσική εκδοχή του Δημήτρης) , με το οποίο τον αποκαλούσαν φίλοι και συμφοιτητές του, εξ αιτίας της μεγάλης του αγάπης για τον Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι και ιδιαίτερα για το έργο "Αδερφοί Καραμαζώφ". Το γεγονός ότι υπέγραφε τα έργα του ως Μ. Καραγάτσης προκάλεσε σύγχυση σε αρκετούς φιλολόγους, που συχνά ερμήνευαν το "Μ" ως Μιχάλης, εξ αιτίας των ηρώων του Μιχάλη Καραμάνου (στον Γιούγκερμαν) και Μιχάλη Ρούση (στον Μεγάλο ύπνο), που θεωρούνται περσόνες του συγγραφέα.

Βίος

Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1908. Ο πατέρας του Γεώργιος Ροδόπουλος ήταν δικηγόρος και πολιτικός, με καταγωγή από την Πάτρα, αλλά εγκατεστημένος στη Λάρισα. Η μητέρα του Ανθή καταγόταν από τον Τύρναβο. Ο συγγραφέας ήταν το πέμπτο και τελευταίο παιδί της οικογένειας, με μεγάλη διαφορά ηλικίας από τα αδέρφια του (18 χρόνια από το πρώτο και 12 από το τέταρτο).

Πέρασε την παιδική του ηλικία σε διάφορες πόλεις εξ αιτίας των μετακινήσεων της οικογένειάς του: το Δημοτικό το παρακολούθησε στη Λάρισα και το Γυμνάσιο το

Page 105: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

τελείωσε στη Θεσσαλονίκη, όπου τον έστειλε ο πατέρας του ως τιμωρία, επειδή είχε πλαστογραφήσει την υπογραφή του σε σχολικό έλεγχο. Μετά την ολοκλήρωση της βασικής εκπαίδευσης γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου της Γκρενόμπλ, στη Γαλλία. Για οικονομικούς λόγους επέστρεψε στην Αθήνα, ένα χρόνο μετά, και γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, απ' όπου αποφοίτησε το 1930. Εκεί μάλιστα είχε συμφοιτητές και άλλους λογοτέχνες, όπως τους Οδ. Ελύτη, Αγγ. Τερζάκη, Γ. Θεοτοκά.

Στην εφηβική του ηλικία έγραφε ποιήματα, σύντομα όμως εγκατέλειψε την ενασχόληση με την ποίηση και στραφήκε στην πεζογραφία. Ως πεζογράφος πρωτοεμφανίστηκε το 1927 με το διήγημα "Η κυρία Νίτσα", το οποίο υποβλήθηκε στον διαγωνισμό της Νέας Εστίας και πήρε τον 3ο έπαινο. Ήταν αυτοβιογραφικό διήγημα εμπνευσμένο από τον παιδικό του έρωτα για μια εικοσάχρονη δασκάλα του στο δημοτικό σχολείο στη Λάρισα. Το πρώτο του μυθιστόρημα ήταν Ο συνταγματάρχης Λιάπκιν, το 1933. Προηγουμένως είχε δημοσιεύσει πολλά διηγήματα, ενώ παράλληλα εργαζόταν ως νομικός σύμβουλος σε μια Ανώνυμη Εταιρεία Ασφαλειών. Από το 1946 ανέλαβε τη θεατρική στήλη της εφημερίδας Βραδυνή και το 1952 άρχισε να εργάζεται στην διαφημιστική εταιρεία ΑΔΕΛ. Το 1956 και το 1958 ήταν υποψήφιος βουλευτής με το κόμμα των Προοδευτικών του Σπ. Μαρκεζίνη. Δεν είχε κάνει καμία προεκλογική προετοιμασία και όπως ήταν φυσικό, απέτυχε και τις δύο φορές. Όταν κάποιος τον ρώτησε γιατί είχε θέσει υποψηφιότητα, απάντησε ότι το έκανε για να πάρει ψήφους από τον αδερφό του Τάκη Ροδόπουλο, υποψήφιο με την ΕΡΕ.

Το 1958 έπαθε ένα σοβαρό έμφραγμα, που οδήγησε στην σταδιακή αποξένωσή του από τους φιλικούς κύκλους. Συνέχισε όμως να εργάζεται και να γράφει: είχε ξεκινήσει το έργο Το 10, που θα ήταν το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας. Δεν πρόλαβε όμως να το ολοκληρώσει: στις 13 Σεπτεμβρίου 1960 έπαθε έμφραγμα και λίγες ώρες μετά, στις 04:15 τα ξημερώματα της 14ης Σεπτεμβρίου, πέθανε.

Έργο

Τα πρώτα έργα του Καραγάτση, από το 1925 ως το 1933, ήταν διηγήματα. Από αυτά, όσα γράφτηκαν πριν από το 1927, δεν τα εξέδωσε ο ίδιος. Το 1933, με το μυθιστόρημα Συνταγματάρχης Λιάπκιν, εγκαινιάστηκε η ώριμη περίοδος της πεζογραφίας του. Τα τρια πρώτα μυθιστορήματά του, Συνταγματάρχης Λιάπκιν, Χίμαιρα, Γιούγκερμαν, αποτελούν μια τριλογία με τίτλο Εγκλιματισμός κάτω από τον Φοίβο. Κοινό τους θέμα είναι η αποτυχημένη προσπάθεια τριών ξένων που βρέθηκαν στην Ελλάδα να προσαρμοστούν: ο συνταγματάρχης Λιάπκιν ήταν υπαρκτό πρόσωπο, ο Ρώσος στρατιωτικός Βασίλι Βασίλιεβιτς Νταβίντωφ, ο οποίος μετά την Ρωσική Επανάσταση βρέθηκε στη Λάρισα, όπου εργαζόταν στη Γεωργική Σχολή. Ο κεντρικός ήρωας του Γιούγκερμαν ήταν επίσης Ρώσος στρατιωτικός, ο οποίος εξελίχθηκε σε μεγάλο οικονομικό παράγοντα της Αθήνας. Η ηρωίδα της Χίμαιρας, Μαρίνα, ήταν Γαλλίδα, παντρεμένη με Έλληνα ναυτικό, που ζούσε στη Σύρο. Και οι τρεις ήρωες απέτυχαν να "εγκλιματιστούν" και τελικά οδηγήθηκαν στην καταστροφή.

Επόμενος σημαντικός σταθμός στην πεζογραφία του ήταν το Χαμένο νησί, έργο που ξεχωρίζει από την υπόλοιπη πεζογραφία του εξ αιτίας της απόστασής του από τον ρεαλισμό και την σύγχρονη πραγματικότητα. (Ο ίδιος το χαρακτήρισε "φανταστική νουβέλα"). Κεντρικός ήρωας του έργου είναι ο Γερόλυμος Αβαράτος, δεύτερος

Page 106: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

πλοίαρχος και μοναδικός επιζών από το πλήρωμα ενός πλοίου που ναυάγησε στην Τήλο. Ο ήρωας αναγκάστηκε να μείνει στο νησί για καιρό εξ αιτίας άσχημων καιρικών συνθηκών. Σταδιακά οι κάτοικοι του νησιού παρατήρησαν περίεργα κλιματολογικά φαινόμενα, διαπίστωσαν ότι οι πυξίδες έδιναν λανθασμένες συντεταγμένες και τέλος αποκαλύφθηκε ότι το νησί είχε αποκοπεί από την υφαλοκρηπίδα και έπειτα από ταξίδι στην θάλασσα σταθεροποιήθηκε στον Ειρηνικό Ωκεανό με το όνομα Ταϊλί.

Στη συνέχεια ο συγγραφέας επιχείρησε να γράψει μια ευρεία, ιστορικού περιεχομένου σύνθεση, με γενικό τίτλο Ο κόσμος που πεθαίνει. Η σειρά θα περιελάμβανε 10 βιβλία που θα αναφέρονταν στην ιστορία μιας οικογένειας από το 1821 ως τη σύγχρονη εποχή. Από αυτά έγραψε τελικά μόνο τρία: Ο κοτζάμπασης του Καστρόπυργου, Αίμα χαμένο και κερδισμένο, Τα στερνά του Μίχαλου. Ο ήρωας του Κοτζάμπαση του Καστρόπυργου, Μίχαλος Ρούσης, ήταν έλληνας προεστός που αιχμαλωτίστηκε από τους Τούρκους και αλλαξοπίστησε, για να σώσει τη ζωή του. Η ιστορία βασίζεται σε πραγματικά γεγονότα από τη ζωή ενός προγόνου του, του Μήτρου Ροδηθάνα ή Ροδόπουλου.

Παρ' όλο που ο συγγραφέας δεν ολοκλήρωσε αυτή τη σύνθεση, συνέχισε να ενδιαφέρεται για ιστορικά θέματα και να εμπνέεται από αυτά: έκανε την απόπειρα να γράψει ένα καθαρά ιστορικό έργο, την Ιστορία των Ελλήνων, από το οποίο έγραψε τελικά μόνο τον πρώτο τόμο για την αρχαία Ελλάδα και έγραψε την μυθιστορηματική βιογραφία Βασίλης Λάσκος, για τον πλοίαρχο του υποβρυχίου "Κατσώνης". Το τελευταίο έργο του σχετικό με την ιστορία έχει τελείως διαφορετικό χαρακτήρα: το Σέργιος και Βάκχος, με πρωταγωνιστές τους Αγίους Σέργιο και Βάκχο, είναι σατιρική και καυστική κριτική και απομυθοποίηση της Ιστορίας.

Προς το τέλος της ζωής του σχεδίαζε άλλη μια ενότητα, τεσσάρων έργων, από την οποία πρόλαβε να ξεκινήσει μόνο Το 10. Το έργο διαδραματίζεται σε μια λαϊκή πολυκατοικία του Πειραιά. Μάλιστα ο συγγραφέας επισκεπτόταν κάθε πρωί το λιμάνι και παρατηρούσε την κίνηση και τη ζωή εκεί για να αντλήσει υλικό. Το τμήμα που πρόλαβε να γράψει μας αφήνει να υποθέσουμε ότι, αν ολοκληρωνόταν, το έργο θα ήταν σίγουρα ένα από τα καλύτερά του.

Ο χαρακτηρισμός που απέδωσαν οι περισσότεροι κριτικοί της λογοτεχνίας στον Καραγάτση ήταν «γεννημένος πεζογράφος». Όλοι αναγνώριζαν την αφηγηματική του ευχέρεια και τη δημιουργική φαντασία του. Ειδικά η φαντασία του είναι αυτό που τον ξεχωρίζει από τους περισσότερους πεζογράφους, και όχι μόνο αυτούς της γενιάς του ‘30. Πολλοί τον κατηγόρησαν ως προχειρογράφο, που δεν ενδιαφερόταν για την επιμέλεια της μορφής των έργων του. Η αλήθεια είναι ότι τα χειρόγραφά του δείχνουν ότι σπάνια έκανε αλλαγές στα έργα του, αλλά αυτό αποδεικνύει ακριβώς την αφηγηματική ευχέρεια που έλειπε από πολλούς συγγραφείς της γενιάς του.

Μανόλης ΑναγνωστάκηςΟ Μανόλης Αναγνωστάκης (Θεσσαλονίκη, 10 Μαρτίου 1925 – Αθήνα, 23 Ιουνίου 2005) ήταν έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς.

Page 107: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Βιογραφικά στοιχεία

Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη όπου σπούδασε Ιατρική. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής συμμετείχε στην ΕΠΟΝ. Κατά την διετία 1943-1944 ήταν αρχισυντάκτης του περιοδικού Ξεκίνημα, που ανήκε στον εκπολιτιστικό όμιλο του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Είχε έντονη πολιτική δράση στο φοιτητικό κίνημα, για την οποία φυλακίστηκε το 1948 ενώ το 1949 καταδικάστηκε σε θάνατο από έκτακτο στρατοδικείο. Βγήκε από τη φυλακή με την γενική αμνηστία το έτος 1951.

Την περίοδο 1955-1956 ειδικεύτηκε ως ακτινολόγος στη Βιέννη και κατόπιν άσκησε το επάγγελμα του ακτινολόγου για ένα διάστημα στη Θεσσαλονίκη ενώ το 1978 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα.

Δημοσίευσε κείμενα του για πρώτη φορά στο περιοδικό Πειραϊκά Γράμματα (1942) και αργότερα στο το φοιτητικό περιοδικό Ξεκίνημα (1944), του οποίου υπήρξε και αρχισυντάκτης για μία περίοδο. Ποιήματα του, καθώς και κριτικές δημοσιεύτηκαν αργότερα σε αρκετά περιοδικά. Την περίοδο 1959 - 1961 εξέδωσε το περιοδικό Κριτική ενώ υπήρξε μέλος της εκδοτικής ομάδας των Δεκαοκτώ κειμένων (1970), των Νέων Κειμένων και του περιοδικού Η Συνέχεια (1973).

Το 1986 του απονεμήθηκε το Κρατικό Βραβείο Ποίησης ενώ το 1997 ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.

Συνθέτες όπως ο Μίκης Θεοδωράκης, ο Θάνος Μικρούτσικος και ο Μιχάλης Γρηγορίου έχουν μελοποιήσει αρκετά ποιήματα του ενώ έργα του έχουν μεταφραστεί

στα αγγλικά, τα γαλλικά, τα γερμανικά και τα ιταλικά.

Καταγόταν από το χωριό Ρούστικα Ρεθύμνης, όπου σώζεται το σπίτι του πατέρα του.

Μέλπω Αξιώτη

ΜΕΛΠΩ ΑΞΙΩΤΗ (1905-1973) Η Μέλπω Αξιώτη γεννήθηκε στην Αθήνα, κόρη του μυκονιάτη μουσικοσυνθέτη και τεχνοκριτικού Γεωργίου Αξιώτη (που χρημάτισε και Πρόεδρος της Κοινότητας Μυκόνου για έξι μήνες το 1915) και της

αριστοκράτισσας Καλλιόπης Βάβαρη. Οι γονείς της χώρισαν το 1908 και η Μέλπω μεγάλωσε στη Μύκονο με τον πατέρα της, ο οποίος τον επόμενο χρόνο παντρεύτηκε την Μαρουλίνα Γρυπάρη, κόρη του πολιτικού Ιωάννη Γρυπάρη, με την οποία απέκτησε δυο παιδιά, τον Πανάγο και τη Φρόσω. Το 1910 η μητέρα της παντρεύτηκε το Δημήτριο Ποσειδώνα. Στη Μύκονο η Μέλπω μεγάλωσε χωρίς μητέρα στο αυστηρό περιβάλλον της οικογένειας Αξιώτη και τέλειωσε το Σχολαρχείο. Από το 1918 ως το 1922 μπήκε εσωτερική στη Σχολή Ουρσουλίνων της Τήνου. Το 1922 κατέβηκε στην Αθήνα και έζησε μαζί με τη μητέρα της και την ετεροθαλή αδερφή της Χαρούλα. Δύο χρόνια αργότερα πέθανε ο πατέρας της, κατά τη διάρκεια επίσκεψής του στην Αθήνα. Το 1925 παντρεύτηκε το θεολόγο και δάσκαλό της

Page 108: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Βασίλη Μάρκαρη με τον οποίο έφυγε για τη Μύκονο. Ο γάμος τους κράτησε τέσσερα χρόνια. Μετά το διαζύγιο επέστρεψε στην Αθήνα όπου προσπάθησε να ζήσει ξανά με τη μητέρα της. Οι δυσκολίες στη σχέση τους ωστόσο την οδήγησαν σε συνεχείς μετακομίσεις. Το 1934 άνοιξε οίκο ραπτικής από κοινού με τη Βέτα Τσιτιμάτη. Η επιχείρηση λειτούργησε για ένα χρόνο, ενώ παράλληλα και ως το 1936 η Αξιώτη παρακολούθησε μαθήματα σχεδίου στη Σιβιτανίδειο Σχολή. Το 1936 προσχώρησε στο Κ.Κ.Ε., εγκαινιάζοντας τη δια βίου πολιτική της προσχώρηση στην Αριστερά. Ένα χρόνο αργότερα γνωρίστηκε με το δικηγόρο Νίκο Αλεξίου με τον οποίο συνδέθηκε ερωτικά. Το 1933 πρωτοεμφανίστηκε στη λογοτεχνία με τη δημοσίευση του διηγήματος Απ τα χτες ως τα σήμερα στο περιοδικό Μυκονιάτικα Χρονικά του� Γιαννούλη Μπόνη. Ακολούθησαν κι άλλες δημοσιεύσεις στο ίδιο περιοδικό και το 1938 κυκλοφόρησε το πρώτο της μυθιστόρημα, που είχε τίτλο Δύσκολες Νύχτες και τιμήθηκε ένα χρόνο αργότερα με το πρώτο βραβείο του Γυναικείου Συλλόγου Γραμμάτων και Τεχνών. Κατά την προπολεμική περίοδο ήρθε σε επαφή με τους αθηναϊκούς λογοτεχνικούς κύκλους και γνωρίστηκε με το Νίκο Εγγονόπουλο, το Γιώργο Θεοτοκά, το Νίκο Καββαδία, τον Κλέωνα Παράσχο, το Γιώργο Σεφέρη, ενώ κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής εντάχτηκε στην Εθνική Αλληλεγγύη του ΕΑΜ και συνεργάστηκε στον παράνομο Τύπο, μαζί με τις Διδώ Σωτηρίου, Έλλη Αλεξίου, Έλλη Παππά, Τιτίκα Δαμασκηνού και άλλες ελληνίδες της αντίστασης. Μετά την απελευθέρωση συνέχισε τη συγγραφική και πολιτική της δραστηριότητα, ενώ παράλληλα συνεργάστηκε με το περιοδικό Χαραυγή (1946). Οι επικείμενες συνέπειες της αριστερής της δράσης την ανάγκασαν να καταφύγει το 1947 στη Γαλλία, από όπου συνέχισε να αγωνίζεται μέσω άρθρων σε περιοδικά και συμμετοχών της σε συνέδρια, λόγους και άλλες εκδηλώσεις του εκεί αριστερού κινήματος. Στη Γαλλία γνωρίστηκε με κορυφαίες μορφές της αριστερής διανόησης (Louis Aragon, Elsa Trionet, Paul Elyard, Andre και Alice Bonnard, Pablo Neruda κ.α.). Από το Παρίσι ξεκίνησε και η πορεία προς την πανευρωπαϊκή της καταξίωση ως λογοτέχνιδας με τη μετάφραση του μυθιστορήματός της Εικοστός αιώνας, αρχικά στα γαλλικά (1949) και στη συνέχεια στα γερμανικά, ιταλικά, ρωσικά και πολωνικά. Το 1950 διάβημα της ελληνικής κυβέρνησης προς τη γαλλική προκάλεσε αναχώρηση της Αξιώτη για την Ανατολική Γερμανία, στα πλαίσια ομαδικής απέλασης 90 ατόμων. Από τη Δρέσδη όπου έζησε ως το τέλος του έτους συνέχισε τη δράση της, ενώ συνεχίστηκαν οι δημοσιεύσεις και εκδόσεις έργων της στις ευρωπαϊκές χώρες. Το Νοέμβρη του 1951 εγκαταστάθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου ασχολήθηκε με την αρθρογραφία και τη λογοτεχνική μετάφραση και πήρε μέρος στο Παγκόσμιο Φεστιβάλ Νεολαίας, στα πλαίσια του οποίου γνωρίστηκε με το Ναζίμ Χικμέτ. Το 1952 μετακόμισε στη Βαρσοβία και εργάστηκε σε ελληνική εκπομπή του εκεί ραδιοφωνικού σταθμού μετά από πρόσκληση του Λευτέρη Μαυροειδή. Στη Βαρσοβία έζησε ως το 1955 με μια ενδιάμεση επίσκεψη στη Μόσχα λόγω επιδείνωσης της χρόνια κλονισμένης από βρογχίτιδα υγείας της. Το 1956 επέστρεψε στο Ανατολικό Βερολίνο, όπου έζησε ως την άνοιξη του 1957. Την ίδια χρονιά πέθανε η μητέρα της. Μετά από ολιγόμηνη επιστροφή στη Βαρσοβία επέστρεψε στο Βερολίνο στα τέλη του 1957 και από τον Οκτώβριο του 1958 ως το 1964 εργάστηκε ως Επισκέπτρια Λέκτωρ στο πανεπιστήμιο του Humboldt , διδάσκοντας Νέα Ελληνικά και Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Τα καλοκαίρια επισκεπτόταν την Ιταλία και παράλληλα συνέχισε να γράφει. Το Δεκέμβριο του 1964 επισκέφτηκε την Ελλάδα μετά από επίπονες προσπάθειες τεσσάρων χρόνων και το καλοκαίρι του επόμενου χρόνου επαναπατρίστηκε με απόφαση του τότε υπουργού εξωτερικών Ηλία Τσιριμώκου. Μετά την εγκατάστασή της στην Αθήνα συνέχισε τα ταξίδια της στην Ιταλία και τη Γαλλία. Κατά τη διάρκεια της δικτατορίας του Παπαδόπουλου

Page 109: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

αντιμετώπισε οικονομικά προβλήματα, βοηθήθηκε κυρίως από φίλους όπως η Νανά Καλλιανέση, ο Αντρέας Φραγκιάς και ο Γιάννης Ρίτσος. Το 1971 μετά από νέα επιδείνωση της υγείας της και εμφάνιση προϊούσας αμνησίας και σωματικής καχεξίας έζησε στην κλινική Λυμπέρη, τον επόμενο χρόνο μετακόμισε στην πανσιόν Maison de repos, όπου και πέθανε. Το έργο της Μέλπως Αξιώτη τοποθετείται στο χώρο της ελληνικής λογοτεχνίας του μεσοπολέμου. Σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση της συγγραφικής της φυσιογνωμίας διαδραμάτισαν οι εμπειρίες της από τη ζωή στη Μύκονο, καθώς επίσης το μοίρασμα των νεανικών της χρόνων ανάμεσα στο νησί και την Αθήνα. Ως αποτέλεσμα των παραπάνω βασικό άξονα του έργου της αποτέλεσε η μνήμη και η απόπειρα ανάπλασης του παρελθόντος. Παράλληλα η γραφή της επηρεάστηκε από τις νεωτεριστικές τάσεις της γενιάς του Τριάντα (ιδιαίτερα από την τεχνική του εσωτερικού μονολόγου), το ρεύμα του σουρεαλισμού, την εμφάνιση του φεμινιστικού κινήματος στην Ελλάδα, την ένταξή της στο κομμουνιστικό κόμμα. 1. Τα στοιχεία αντλήθηκαν από τα λήμματα ’παντα Μέλπως ΑξιώτηΓ΄, Αθήνα, Κέδρος, 1980, χ.σ., «Αξιώτη Μέλπω», Παγκόσμιο Βιογραφικό Λεξικό1. Αθήνα, Εκδοτική Αθηνών, 1983, Ελεγμίτου Ελένη, «Χρονολόγιο Μέλπως Αξιώτη (1905-1980)», Διαβάζω311, 12/5/1993, σ.34-46 και Καρβέλης Τάκης, «Μέλπω Αξιώτη», Η μεσοπολεμική πεζογραφία · Από τον πρώτο ως το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1914-1939)Β΄, σ.262-301. Αθήνα, Σοκόλης, 1992.

Μίλτος ΣαχτούρηςΟ Μίλτος Σαχτούρης (Αθήνα, 29 Ιουλίου 1919 – Αθήνα, 29 Μαρτίου 2005) ήταν ένας απο τους σημαντικότερους μεταπολεμικούς Έλληνες ποιητές τιμημένος με τρία κρατικά βραβεία.

Πρώιμα χρόνια

Γεννήθηκε στην κλινική Λούρου στην Αθήνα και ήταν γιος του δικαστικού και νομικού συμβούλου του κράτους, Δημητρίου Σαχτούρη και της Αγγελική Παπαδήμα. Απο το γένος του πατέρα του καταγόταν απο την Υδραϊκή οικογένεια των Σαχτούρηδων και ήταν εγγονός του αξιωματικού του πολεμικού ναυτικού Μιλτιάδη Σαχτούρη και δισέγγονος του ναυμάχου του '21 Γιώργη Σαχτούρη.

Σε ηλικία πέντε ετών εγκαταστάθηκε με την οικογένεια του μόνιμα στην Αθήνα. Με προτροπή και επιμονή του πατέρα του, το 1937 άρχισε σπουδές νομικής στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Στο σχολείο ήταν συμμαθητής με τον Επαμεινώνδα Γονατά. Το 1938 δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Mίλτος Xρυσάνθης ένα διήγημα στο περιοδικό Εβδομάδα. Το 1939 πέθανε ο πατέρας του και ο ίδιος λίγα χρόνια αργότερα (1944), αν και βρισκόταν στο τέταρτο έτος της Νομικής, έκαψε τα βιβλία που διάβαζε, αποφασισμένος να επιδοθεί αποκλειστικά στην ποίηση. Την βιβλιοθήκη του πατέρα του, με τα νομικού περιεχομένου βιβλία, την πούλησε. Κατα τη διάρκεια της κατοχής έπασχε απο φυματίωση με αποτέλεσμα για μεγάλο χρονικό διάστημα να παραμείνει καθηλωμένος στο κρεβάτι. Την εποχή του εμφυλίου υπηρέτησε στον στρατό.

Η ενασχόλησή του με την ποίηση

Page 110: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Η πρώτη του επαφή με την ποίηση ήταν την Άνοιξη του 1941, όταν πρωτοέγραψε ποίηση. Το 1943 γνωρίστηκε με τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Νίκο Εγγονόπουλου, με τον οποίο συνδέθηκε με στενή φιλία. Ως ποιητής στον χώρο των γραμμάτων εμφανίστηκε, ύστερα από παρότρυνση του Ελύτη, το 1944 στο περιοδικό Τα Νέα Γράμματα. Τον επόμενο χρόνο κυκλοφόρησε η πρώτη του ποιητική συλλογή «Η Λησμονημένη». Για την συλλογή αυτή ο Σαχτούρης ανέφερε πολλά χρόνια αργότερα: «το βιβλίο είναι αφιερωμένο σε αυτή τη γυναίκα, η οποία επανέρχεται και σε άλλα ποιήματά μου αργότερα μέχρι τα Εκτοπλάσματα». Το 1948 εξέδοσε τις «Παραλογαίς» και ακολούθησαν και άλλες πολλές, με αποκορύφωμα το «Μέ τό πρόσωπο στον τοίχο» (1952), το οποίο εκείνη την εποχή πούλησε πέντε αντίτυπα, αν και ήταν το καλύτερο έργο του.

Τα πρώτα του ποιήματα κατακρίθηκαν απο την γενιά του '30 και ιδιαίτερα από τους Άλκη Θρύλο, Παλαιολόγο, Αιμίλιο Χουρμούζιο, Πέτρο Χάρη κ.α., οι οποίοι αντιμετώπισαν το έργο του με χλεύη.

Καταξίωση

Στις αρχές τις δεκαετίας του 1960 άρχισαν οι κριτικοί να δίνουν μεγαλύτερη προσοχή στα ποιήματά του Σαχτούρη. Πρώτα ο Αλέκος Αργυρίου και στη συνέχεια η Νόρα Αναγνωστάκη, σύζυγος του Μανόλη Αναγνωστάκη, με το άρθρο της «Ο Μίλτος Σαχτούρης και οι δύσκολοι καιροί» στο περιοδικό Κριτική. Με το έργο του αργότερα ασχολήθηκαν οι Μαρωνίτης, Γιάννης Δάλλας, Χρήστος Μπράβος, Θάνος Κωνσταντινίδης, Φραγκίσκη Αμπατζοπούλου, Τατιάνα Μιλλιέξ κ.α.

Στην διάρκεια της λογοτεχνικής του πορείας τιμήθηκε με τρία κρατικά βραβεία: Το 1956 με το Α' Βραβείο Νέοι Ευρωπαίοι Ποιητές από την ιταλική ραδιοφωνία και τηλεόραση για την συλλογή του «Όταν σας μιλώ», το 1962 με το Β' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για την συλλογή του «Τα Στίγματα» και το 1987 με το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης για το έργο του «Εκτοπλάσματα».

Το έργο του

Ο Σαχτούρης αν και επηρεάστηκε απο τον υπερρεαλισμό δεν αφομοιώθηκε σε αυτόν και θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε οτι ξέφυγε απο αυτόν αποκτώντας μια καθαρά προσωπική φωνή. Μπορεί όμως με ευκολία να χαρακτηριστεί ως ένας ποιητής του παραλόγου και του συμβολισμού. Η γλώσσα των ποιημάτων του είναι ελλειπτική, λιτή, τραγική, σκυθρωπή και σοβαρή. Επίσης η ποίηση του ως προς τη δομή είναι εννιαία, δηλαδή εμπειρίες οι οποίες συνεχώς αναπαράγονται με μια κυκλική φορά, ενώ διακρίνει κανείς μια έντονη εικονοποιία.

Τα ποιήματά του είναι εμπνευσμένα απο την περίοδο της κατοχής και της μεταπολεμικής εποχής.

Τελευταία χρόνια

Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε σε ένα μικρό διαμέρισμα της οδού Ίμβρου 2 στην Κυψέλη γράφοντας ελάχιστα. Αξίζει να σημειωθεί οτι ο Σαχτούρης

Page 111: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

για να επιβιώσει είχε αναγκαστεί να πουλήσει το οικογενειακό του κτήμα στην Αργολίδα, έκτασης 230 στρεμμάτων, το οποίο είχε δοθεί στην οικογένεια Σαχτούρη απο τον Καποδίστρια, καθώς και το πατρικό του στην Κυψέλη, στην οδό Καλύμνου. Επίσης το υπουργείο πολιτισμού του είχε χορηγήσει τιμητική σύνταξη.

Απεβίωσε στις 29 Μαρτίου 2005 στην Αθήνα και τάφηκε στο Α΄ Νεκροταφείο Αθηνών δημοσία δαπάνη. Δεν παντρεύτηκε και δεν απέκτησε οικογένεια, διατηρούσε όμως δεσμό απο το 1960 με την ζωγράφο Γιάννα Περσάκη.

Για τον θάνατό του ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής σχολίασε: «Ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε ένας από τους τελευταίους εκπροσώπους της μεγάλης γενιάς της νέας ελληνικής ποίησης. Η τολμηρή, ασυμβίβαστη γραφή του, η διαρκής αναζήτηση της ελευθερίας στην τέχνη και τη ζωή, συνόδευσαν μια ολόκληρη εποχή περιπετειών και αγώνων. Ανέδειξαν το έργο του πέρα και πάνω από τους περιορισμούς του χρόνου. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια», ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης Γεώργιος Παπανδρέου: «ο Μίλτος Σαχτούρης υπήρξε από τις μεγαλύτερες ποιητικές μορφές της σύγχρονης Ελλάδας. Υπηρέτησε τα ελληνικά γράμματα με πίστη, με σεμνότητα και ήθος. Η οικουμενικότητα των μηνυμάτων του πάντα ζωντανή και έντονη, μένει σε μας διαχρονική κληρονομιά. Στους οικείους του εκφράζω τα θερμά μου συλλυπητήρια» ενώ ο πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας, Κάρολος Παπούλιας, εξέφρασε τα συλληπητήρια του για τον θάνατου του Μίλτου Σαχτούρη, «του ποιητή που άνοιξε τους δικούς του υψηλούς ορίζοντες, με τη διεθνή του αναγνώριση, στην ελληνική ποίηση».

Νίκος Εγγονόπουλος

Βιογραφικά στοιχείαΓεννήθηκε τον Οκτώβριο του 1907 στην Αθήνα και πραγματοποίησε τις βασικές του σπουδές, εσωτερικός σε Λύκειο του Παρισιού. Το 1927 υπηρέτησε την στρατιωτική του θητεία και μετά την απόλυσή του εργάστηκε ως μεταφραστής σε τράπεζα και γραφέας στο Πανεπιστήμιο, ενώ το 1930 διορίστηκε στο Υπουργείο Δημοσίων Έργων ως σχεδιαστής στη Διεύθυνση Σχεδίων Πόλεων.

Το 1932 γράφτηκε στη Σχολή Καλών Τεχνών όπου μαθήτευσε κοντά στον Κωνσταντίνο Παρθένη ενώ παράλληλα παρακολούθησε μαθήματα βυζαντινής τέχνης και στο εργαστήριο του Φώτη Κόντογλου και Α.Ξυγγόπουλου, μαζί με τον Γιάννη Τσαρούχη. Έκανε ελεύθερες σπουδές στο Παρίσι, Βιέννη, Μόναχο και Ιταλία. Δίδαξε στη Σχολή αρχιτεκτόνων του Ε.Μ.Π., ζωγραφική, ιστορία της τέχνης και σκηνογραφία από το 1938, διαδοχικά ως επιμελητής, έκτακτος, μόνιμος και τακτικός καθηγητής. Την ίδια περίοδο γνωρίστηκε με άλλους σημαντικούς καλλιτέχνες, μεταξύ των οποίων ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Γιάννης Μόραλης και ο Τζόρτζιο ντε Κίρικο. Σε όλο το διάστημα των σπουδών ζωγραφικής, ο Εγγονόπουλος παρέμεινε στην θέση του στο Υπουργείο και το 1934 τοποθετήθηκε στην Τοπογραφική Υπηρεσία όπου μετά έξι χρόνια μονιμοποιήθηκε με τον βαθμό του Σχεδιαστή Α' Τάξεως.

Page 112: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Τα πρώτα δείγματα της ζωγραφικής του παρουσιάστηκαν το 1938 στην Έκθεση Τέχνη της Νεοελληνικής Παραδόσεως και αποτελούσαν έργα που απεικόνιζαν παλαιά σπίτια της Δυτικής Μακεδονίας. Την ίδια χρονιά σημειώθηκε και η είσοδος του στα ελληνικά γράμματα, αρχικά με την δημοσίευση μεταφράσεων σε ποιήματα του Τριστάν Τζαρά και λίγο αργότερα, τον Ιούνιο του 1938, την κυκλοφορία της πρώτης του ποιητικής συλλογής με τον τίτλο Μην ομιλείτε εις τον οδηγό.

Το Σεπτέμβριο του 1939 εκδόθηκε η δεύτερη ποιητική συλλογή του Τα Κλειδοκύμβαλα της Σιωπής ενώ το Νοέμβριο πραγματοποιήθηκε η πρώτη ατομική έκθεση ζωγραφικής του, στο σπίτι του Νίκου Καλαμάρη. Την ίδια περίοδο εργάστηκε για την παράσταση της Ηλέκτρας του Σοφοκλή στο Θέατρο Κοτοπούλη, σχεδιάζοντας τα κοστούμια των ηθοποιών και συμμετείχε σε ομαδική έκθεση Ελλήνων καλλιτεχνών στη Νέα Υόρκη.

Το 1945 αποσπάστηκε στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο ως βοηθός στην έδρα Διακοσμητικής και Ελευθέρου Σχεδίου, θέση που διατήρησε μέχρι το 1956. Στα 1949 συμμετείχε στην ίδρυση του καλλιτεχνικού ομίλου Αρμός με σκοπό την προώθηση μιας σύγχρονης αισθητικής πρότασης στον ελληνικό χώρο, μαζί με άλλα μέλη στα οποία περιλαμβάνονταν οι ζωγράφοι Χατζηκυριάκος-Γκίκας, Μόραλης και Τσαρούχης. Παράλληλα εργάστηκε στο Υπουργείο Οικισμού και Ανοικοδομήσεως και σε συνεργασία με την αρχιτεκτονική ομάδα του Πικιώνη σχεδιάζε νέα κτίρια.

Τα επόμενα χρόνια, συμμετείχε σε αρκετές ομαδικές εκθέσεις ενώ το 1954 εκπροσώπησε την Ελλάδα στην 27η Μπιενάλε της Βενετίας με συνολικά 72 έργα του. Την ίδια περίοδο, εκλέχθηκε μόνιμος επιμελητής του Πολυτεχνείου και παραιτήθηκε οριστικά από το Υπουργείο Δημοσίων Έργων. Το 1958 του απονεμήθηκε το Πρώτο Κρατικό Βραβείο Ποίησης του Υπουργείου Εθνικής Παιδείας για την ποιητική συλλογή Εν Ανθηρώ Έλληνι Λόγω ενώ το 1966 τιμήθηκε για το ζωγραφικό του έργο από τον Βασιλέα Κωνσταντίνο Β΄ με το παράσημο Χρυσούς Σταυρός του Γεωργίου Α'. Το κρατικό βραβείο ποίησης θα του απονεμηθεί αργότερα για δεύτερη φορά το 1979 καθώς και το παράσημο του Ταξιάρχη του Φοίνικος. Υπήρξε μέλος του Καλλιτεχνικού Επιμελητηρίου, της Ελληνικής Εταιρίας Αισθητικής, της Societe Europeennee de Culture κ.ά. Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και ιταλικά. Ήταν μόνιμος κάτοικος Αθηνών (οδού Αναγνωστοπούλου).

Πίνακές του υπάρχουν στην Εθνική Πινακοθήκη, στις Δημοτικές Πινακοθήκες Αθηνών, Ρόδου, Θεσσαλονίκης, στο Μουσείο Θεάτρου στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και σε ιδιωτικές συλλογές.

Πέθανε το 1985 από ανακοπή καρδιάς και η κηδεία του πραγματοποιήθηκε δημοσία δαπάνη στο Α' Νεκροταφείο της Αθήνας.

Ποιήματά του Εγγονόπουλου έχουν μεταφραστεί στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, ισπανικά, δανικά, πολωνικά, ουγγρικά και τη βενετική διάλεκτο. Επιπλέον έχουν μελοποιηθεί από το Νίκο Μαμαγκάκη και τον Αργύρη Κουνάδη, ο οποίος έγραψε τη μουσική υπόκρουση στο ποίημα Μπολιβάρ για το δίσκο της εταιρίας Διόνυσος, σε απαγγελία του ίδιου του Εγγονόπουλου.

Το έτος 2007 έχει ανακηρυχθεί από τον καλλιτεχνικό κόσμο της Χώρας ως "Ετος Ν. Εγγονόπουλου".

Page 113: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Νίκος ΚαζαντζάκηςΟ Νίκος Καζαντζάκης (18 Φεβρουαρίου 1883 - 26 Οκτωβρίου 1957) ήταν Έλληνας μυθιστοριογράφος, ποιητής και θεατρικός συγγραφέας. Αναγνωρίζεται ως ένας των σημαντικών συγρόνων Ελλήνων λογοτεχνών και ως ο περισσότερο μεταφρασμένος παγκοσμίως. Έγινε ακόμα γνωστότερος μέσω της κινηματογραφικής απόδοσης των έργων του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται, Βίος και Πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά και Ο Τελευταίος Πειρασμός

Βιογραφία

Ο Νίκος Καζαντζάκης γεννήθηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, στις 18 Φεβρουαρίου του 1883, εποχή κατά την οποία το νησί, αποτελούσε ακόμα μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας [1] . Ήταν γιος του, καταγόμενου από το χωριό Βαρβάροι (σημερινή Μυρτιά), εμπόρου γεωργικών προϊόντων και κρασιού[2], Μιχάλη Καζαντζάκη (1856 - 1932), και της Μαρίας (-1932) και είχε δύο αδελφές. Στο Ηράκλειο έβγαλε το γυμνάσιο και το 1902 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ξεκίνησε νομικές σπουδές. Εμφανίστηκε στα ελληνικά γράμματα, το 1906, δημοσιεύοντας το δοκίμιο Η Αρρώστια του Αιώνος και το πρώτο του μυθιστόρημα Όφις και Kρίνο (με το ψευδώνυμο Κάρμα Νιρβάμη). Τον επόμενο χρόνο ξεκίνησε μεταπτυχιακές σπουδές, στο Παρίσι. Παράλληλα, σημαντική επίδραση στον Καζαντζάκη είχαν οι διαλέξεις του Ανρί Μπεργκσόν, τις οποίες παρακολουθούσε. Με την επιστροφή του στην Ελλάδα, δημοσίευσε αρκετές κριτικές μελέτες σε διάφορα περιοδικά κι έκδωσε το 1909 τη διατριβή του επί υφηγεσία Ο Φρειδερίκος Νίτσε εν τη Φιλοσοφία του Δικαίου και της Πολιτείας. Το 1910 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. Το 1911 παντρεύτηκε τη Γαλάτεια Αλεξίου, στην εκκλησία του Αγίου Κωνσταντίνου, στο νεκροταφείο Ηρακλείου, κι αυτό γιατί φοβόταν τον πατέρα του, που δεν ήθελε για νύφη τη Γαλάτεια. Στον Α΄ Βαλκανικό Πόλεμο, το 1912, κατατάχτηκε εθελοντής, αποσπασμένος στο γραφείο του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου. Στη συνέχεια, πρωτοστάτησε στην κίνηση για την ίδρυση του Εκπαιδευτικού Ομίλου, μέσω του οποίου συνδέθηκε φιλικά, το 1914, με τον ποιητή Άγγελο Σικελιανό. Μαζί ταξίδεψαν στο Άγιον Όρος όπου διέμειναν περίπου σαράντα ημέρες, ενώ περιηγήθηκαν και σε πολλά ακόμα μέρη της Ελλάδας. Την περίοδο αυτή ήρθε σε επαφή και με το έργο του Δάντη, τον οποίο ο ίδιος χαρακτηρίζει στα ημερολόγια του ως έναν από τους δασκάλους του, μαζί με τον Όμηρο και τον Μπεργκσόν. Το 1915 άρχισε μια επιχείρηση ξυλείας, που απέτυχε, στο Άγιο Όρος, μαζί με τον Ιωάννη Σκορδίλη.

Το 1919 ο Ελευθέριος Βενιζέλος διόρισε τον Καζαντζάκη Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Περιθάλψεως, έχοντας ως αποστολή τον επαναπατρισμό Ελλήνων από την περιοχή του Καυκάσου. Oι εμπειρίες που αποκόμισε αξιοποιήθηκαν αργότερα στο μυθιστόρημα του Ο Χριστός Ξανασταυρώνεται. Τον επόμενο χρόνο, μετά την ήττα του κόμματος των Φιλελευθέρων, ο Καζαντζάκης αποχώρησε από το Υπουργείο Περιθάλψεως και πραγματοποίησε αρκετά ταξίδια στην Ευρώπη. Το 1922 επισκέφτηκε τη Βιέννη, όπου ήρθε σε επαφή με το έργο του Φρόυντ και τις βουδιστικές γραφές. Επισκέφτηκε ακόμα τη Γερμανία ενώ το 1924 έμεινε για τρεις μήνες στην Ιταλία. Την περίοδο 1923-1926 πραγματοποίησε επίσης αρκετά δημοσιογραφικά ταξίδια στη Σοβιετική Ένωση, την Παλαιστίνη, την Κύπρο και την

Page 114: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ισπανία, όπου του παραχώρησε συνέντευξη ο δικτάτορας Πρίμο ντε Ριβέρα. Τον Οκτώβριο του 1926 πήγε στη Ρώμη και πήρε συνέντευξη από τον Μπενίτο Μουσολίνι. Επίσης, εργάστηκε ως ανταποκριτής των εφημερίδων Ελεύθερος Τύπος και Η Καθημερινή. Είχε, βέβαια, γνωριστεί με την Ελένη Σαμίου, το 1924, - το διαζύγιο με την Γαλάτεια εκδόθηκε το 1926 - με την οποία έζησε 21 χρόνια χωρίς γάμο. Παντρεύτηκαν το 1945 κι αυτό γιατί με τον καλό του φίλο, τον Άγγελο Σικελιανό και τη δεύτερη γυναίκα του, θα πήγαιναν στις ΗΠΑ. Τον Αύγουστο του 1924, ο Καζαντζάκης φυλακίστηκε στο Ηράκλειο της Κρήτης, επειδή είχε αναλάβει την πνευματική ηγεσία μια κομμουνιστικής οργάνωσης δυσαρεστημένων προσφύγων. Σ' αυτό το επεισόδιο αναφέρεται ο Παντελής Πρεβελάκης και η Έλλη Αλεξίου.

Το Μάιο του 1927 απομονώθηκε στην Αίγινα με σκοπό την ολοκλήρωση της Οδύσσειας. Τον ίδιο χρόνο ξεκίνησε την ανθολογία των ταξιδιωτικών του άρθρων για την έκδοση του πρώτου τόμου του Ταξιδεύοντας ενώ τοπεριοδικό Αναγέννηση, του Δημήτρη Γλυνού, δημοσίευσε την Aσκητική, το φιλοσοφικό του έργο. Τον Οκτώβριο του 1927, ο Καζαντζάκης, φεύγει για τη Μόσχα, προσκαλεσμένος από την κυβέρνηση της Σοβιετικής Ένωσης, για να πάρει μέρος στις γιορτές για τα δεκάχρονα της Οκτωβριανής Επανάστασης. Εκεί γνωρίστηκε με τον Ελληνορουμάνο λογοτέχνη Παναΐτ Ιστράτι, μαζί με τον οποίον επέστρεψε στην Ελλάδα. Τον Ιανουάριο του 1928 στο θέατρο «Αλάμπρα», στην Αθήνα, μιλάνε εξυμνώντας τη Σοβιετική Ένωση, ο Καζαντζάκης κι ο Ιστράτι. Στο τέλος της ομιλίας έγινε και διαδήλωση. Τόσο Καζαντζάκης όσο και ο συνδιοργανωτής της εκδήλωσης ο Δημήτρης Γληνός διώχθηκαν δικαστικά. Η δίκη ορίζεται στις 3 Απριλίου, αναβάλλεται μερικές φορές χωρίς ποτέ να γίνει. Τον Απρίλιο, ο Καζαντζάκης, ξαναβρέθηκε στη Ρωσία όπου ολοκλήρωσε ένα κινηματογραφικό σενάριο με θέμα τη Ρωσική Επανάσταση. Τον Μάιο του 1929 απομονώθηκε σε ένα αγρόκτημα της Τσεχοσλοβακίας όπου ολοκλήρωσε στα γαλλικά τα μυθιστορήματα Toda-Raba (μετονομασία του αρχικού τίτλου Moscou a crie) και Kapetan Elia. Τα έργα αυτά, εντάσσονταν στην προσπάθεια του Καζαντζάκη να καταξιωθεί διεθνώς ως συγγραφέας. Η γαλλική έκδοση του μυθιστορήματος, Toda-Raba, έγινε με το ψευδώνυμο Νικολάι Καζάν.

Το 1930 θα δικαζόταν, πάλι, ο Καζαντζάκης γι' αθεϊσμό, για την «Ασκητική». Η δίκη ορίζεται για της 10 Ιουνίου, αλλά κι αυτή δεν έγινε ποτέ.

To 1931 επέστρεψε στην Ελλάδα και εγκαταστάθηκε εκ νέου στην Αίγινα όπου ανέλαβε τη συγγραφή ενός γαλλοελληνικού λεξικού. Mετέφρασε ακόμα τη Θεία Κωμωδία του Δάντη. Επίσης, έγραψε ένα μέρος των ωδών, που τα ονόμασε κάντα. Αυτά ενσωματώθηκαν, αργότερα, σ' ένα τόμο με τον τίτλο Τερτσίνες (1960. Αργότερα ταξίδεψε στην Ισπανία ξεκινώντας παράλληλα τη μετάφραση έργων Ισπανών ποιητών. Το 1935 πραγματοποίησε ταξίδι στην Ιαπωνία και την Κίνα εμπλουτίζοντας τα ταξιδιωτικά του κείμενα. Το 1938 ολοκλήρωσε την Οδύσσεια, ένα επικό ποίημα στα πρότυπα της Οδύσσειας του Ομήρου, αποτελούμενο από συνολικά 33.333 στίχους και 24 ραψωδίες. Η «Οδύσσεια» είχε φτάσει τους 42.000 στίχους. Αφαίρεσε, όμως, μερικές χιλιάδες, ο Καζαντζάκης, γιατί θεωρούσε σα γούρικο αριθμό το 3. Για το έργο αυτό, ο Καζαντζάκης εργαζόταν για δεκατρία χρόνια και πριν την τελική του μορφή, προηγήθηκαν οκτώ αναθεωρημένες γραφές. Η πρώτη αυτοέκδοση της «Οδύσσειας» έγινε στην Αθήνα τον Οκτώβρη του 1938, με χρήματα της Αμερικανίδας Joe MacLeod. Το ίδιο διάστημα, πλήθος κειμένων του δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες ή περιοδικά ενώ το μυθιστόρημά του Ο Βραχόκηπος, που το είχε γράψει στα Γαλλικά, εκδόθηκε στην Ολλανδία και τη Χιλή. Κατά την

Page 115: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

περίοδο της κατοχής, συνεργάστηκε με τον Ιωάννη Κακριδή για την μετάφραση της Ιλιάδας. Το 1943 ολοκλήρωσε το γράψιμο του μυθιστορήματός του «Ο βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά».

Μετά την αποχώρηση των Γερμανών, δραστηριοποιήθηκε έντονα στην ελληνική πολιτική ζωή, αναλαμβάνοντας την προεδρία της Σοσιαλιστικής Εργατικής Κίνησης, ενώ διετέλεσε και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου της κυβέρνησης του Σοφούλη, από τις 26 Νοεμβρίου του 1945 έως τις 11 Ιανουαρίου του 1946. Παραιτήθηκε από το αξίωμα του μετά από την ένωση των σοσιαλοδημοκρατικών κομμάτων. Το Μάρτιο του 1945 προσπαθεί να πάρει μια θέση στην Ακαδημία της Αθήνας, αλλά αποτυγχάνει για δυο ψήφους. Το Νοέμβριο του ίδιου χρόνου παντρεύεται την Ελένη Σαμίου, στον Άι - Γιώργη τον Καρύτση, με κουμπάρους τον Άγγελο και την Άννα Σικελιανού.

Τρεις φορές προτάθηκε ο Καζαντζάκης για το Βραβείο Νόμπελ. Την πρώτη απ' την Εταιρεία Ελλήνων Λογοτεχνών, που τον έχει Πρόεδρο, έχοντας συνυποψήφιό του τον Άγγελο Σικελιανό. Επίσης δυο φορές προτάθηκε, το 1952 και 1953, απ' τη Νορβηγική Εταιρεία Λογοτεχνών, ποτέ, όμως, απ' την Ακαδημία της Αθήνας. Τον επόμενο χρόνο διορίστηκε στην UNESCO, αναλαμβάνοντας ως αποστολή, την προώθηση μεταφράσεων κλασικών λογοτεχνικών έργων, με απώτερο στόχο την γεφύρωση των διαφορετικών πολιτισμών. Παραιτήθηκε τελικά το 1948, προκειμένου να αφοσιωθεί στο λογοτεχνικό του έργο. Για το σκοπό αυτό εγκαταστάθηκε στην Αντίμπ, της Γαλλίας, όπου τα επόμενα χρόνια ακολούθησε μία ιδιαίτερα παραγωγική περίοδος κατά την οποία ολοκλήρωσε το μεγαλύτερο μέρος του πεζογραφικού του έργου.

Το 1953 προσβλήθηκε από μία μόλυνση στο μάτι, γεγονός που τον υποχρέωσε να νοσηλευτεί αρχικά στην Ολλανδία και αργότερα στο Παρίσι. Τελικά έχασε την όρασή του από το δεξί μάτι. Ενώ ο Καζαντζάκης είχε επιστρέψει από την Αντίμπ στην Ελλάδα, η Ορθόδοξη Εκκλησία εκκινούσε τη δίωξη του. Κατηγορήθηκε ως ιερόσυλος, με βάση αποσπάσματα από τον Kαπετάν Mιχάλη και του συνόλου του περιεχομένου του Τελευταίου Πειρασμού (1953), έργο το οποίο δεν είχε ακόμη κυκλοφορήσει στην Ελλάδα. Το 1954 η Ιερά Σύνοδος με έγγραφό της ζητούσε από την κυβέρνηση την απαγόρευση των βιβλίων του Νίκου Καζαντζάκη[3]. Ο ίδιος ο Καζαντζάκης, απαντώντας στις απειλές της εκκλησίας για τον αφορισμό του, έγραψε σε επιστολή του: «Μου δώσατε μια κατάρα, Άγιοι Πατέρες, σας δίνω μια ευχή: Σας εύχομαι να 'ναι η συνείδησή σας τόσο καθαρή όσο η δική μου και να 'στε τόσο ηθικοί και θρήσκοι όσο είμαι εγώ». Τελικά η Εκκλησία της Ελλάδος δεν τόλμησε να προχωρήσει στον αφορισμό του Νίκου Καζαντζάκη, καθώς ήταν αντίθετος σε κάτι τέτοιο ο οικουμενικός πατριάρχης Αθηναγόρας. Η Εκκλησία της Ελλάδας είναι αυτοκέφαλη και υπάγεται στο Οικουμενικό Πατριαρχείο μόνο δογματικά. Επομένως, για τις οποιεσδήποτε ποινές που θα επιβάλλει δε χρειάζεται την έγκριση του Πατριαρχείου. Βέβαια, τελικά δεν αφορίστηκε ο Καζαντζάκης, αλλά η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας τον καταράστηκε και το όνομά του εξακολουθεί μέχρι και σήμερα να φέρει το στίγμα αυτό της εκκλησίας. Επίσης, ο Τελευταίος Πειρασμός καταγράφτηκε στον Κατάλογο των Απαγορευμένων Βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, το καταργηθέν πλέον Index Librorum Prohibitorum. Ο Καζαντζάκης απέστειλε τότε σχετικό τηλεγράφημα στην Επιτροπή του Index με τη φράση του χριστιανού απολογητή Τερτυλλιανού «Ad tuum, Domine, tribunal apello», δηλαδή «στο Δικαστήριό σου, Κύριε, κάνω έφεση». Ο "Ζορμπάς" του Καζαντζάκη, εκδόθηκε

Page 116: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

στο Παρίσι το 1947 και με την επανέκδοση του, το 1954, βραβεύτηκε, σαν το καλύτερο ξένο βιβλίο της χρονιάς. Το 1955, ο συγγραφέας μαζί με τον Κακριδή αυτοχρηματοδότησαν την έκδοση της μετάφρασης της Ιλιάδας, ενώ την ίδια χρονιά κυκλοφόρησε τελικά στην Ελλάδα ο Τελευταίος Πειρασμός. Τον επόμενο χρόνο, τιμήθηκε με το Βραβείο Ειρήνης στη Βιέννη, ένα βραβείο το οποίο προερχόταν από το σύνολο των τότε Σοσιαλιστικών χωρών. Καθώς μια από αυτές ήταν η Κίνα επιχείρησε δεύτερο ταξίδι εκεί τον Ιούνιο του 1957, προσκεκλημένος της κινεζικής κυβέρνησης. Επέστρεψε με κλονισμένη την υγεία του προσβληθείς από λευχαιμία. Νοσηλεύτηκε στην Κοπεγχάγη της Δανίας και το Φράιμπουργκ (Freiburg im Breisgau) της Γερμανίας, όπου τελικά κατέληξε στις 26 Οκτωβρίου του 1957 σε ηλικία 74 ετών. Εντούτοις, σύμφωνα με άλλες μαρτυρίες, η λευχαιμία εμφανίστηκε στον Καζαντζάκη κατά το χειμώνα του 1938, 19 χρόνια πριν απ' το τέλος του το οποίο αποδίδεται σε βαριάς μορφής ασιατική γρίπη.[4] Η σορός του μεταφέρθηκε στο στρατιωτικό αεροδρόμιο της Ελευσίνας. Η Ελένη Καζαντζάκη ζήτησε από την Εκκλησία της Ελλάδος να τεθεί η σορός του σε λαϊκό προσκύνημα, επιθυμία την οποία ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος, Θεόκλητος απέρριψε. Έτσι, η σορός του συγγραφέα μεταφέρθηκε στο Ηράκλειο. Έπειτα από μεγάλη λειτουργία στον Ναό του Αγίου Μηνά, παρουσία του Αρχιεπισκόπου Κρήτης Ευγενίου και 17 ακόμη ιερέων, έγινε η ταφή του Νίκου Καζαντζακη, στην οποία όμως εκείνοι δεν συμμετείχαν κατόπιν απαγόρευσης του Αρχιεπισκόπου. Η ταφή έγινε στην ντάπια Μαρτινέγκο, πάνω στα Βενετσάνικα τείχη. Τη σορό συνόδευσαν ο τότε υπουργός Παιδείας Αχιλλέας Γεροκωστόπουλος και ο ιερέας Σταύρος Καρπαθιωτάκης, ο οποίος αργότερα τιμωρήθηκε σαν αριστερός. Στον τάφο του Νίκου Καζαντζάκη χαράχθηκε η επιγραφή: Δεν ελπίζω τίποτα, δε φοβάμαι [φοβούμαι] τίποτα, είμαι λέφτερος [ελεύθερος].

Νίκος ΚαχτίτσηςΟ Νίκος Καχτίτσης (Γαστούνη Ηλείας, 26 Φεβρουαρίου 1926 – Πάτρα, 25 Μαΐου 1970) ήταν έλληνας πεζογράφος της μεταπολεμικής γενιάς, ο οποίος έζησε για μεγάλο διάστημα και δημιούργησε στο Μόντρεαλ του Καναδά.

Βιογραφία

Ο πατέρας του ήταν Ηπειρώτης στην καταγωγή και η μητέρα του Ζακυνθινή. Τα παιδικά του χρόνια τα έζησε στην Πελοπόννησο. Τελείωσε το Α΄ (εξατάξιο) Γυμνάσιο Πατρών με συμμαθητές και στενούς φίλους τούς μετέπειτα γνωστούς ποιητές Τάκη Σινόπουλο και Γιώργη Παυλόπουλο.

Υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό αμέσως μετά το τέλος του Εμφυλίου Πολέμου και αποστρατεύτηκε το 1952 με τον βαθμό του εφέδρου ανθυπολοχαγού. Με το τέλος της θητείας του, μετανάστευσε στο Καμερούν, όπου εργάστηκε ως λογιστής σε εταιρεία ελλήνων ομογενών. Το 1956 με πρόσκληση της μετέπειτα συζύγου του, Θάλειας, μετανάστευσε στο Μόντρεαλ του Καναδά. Το 1962 απέκτησε έναν γιο, τον Θωμά.

Στο Μόντρεαλ εργάστηκε σε διάφορες θέσεις για να εξασφαλίσει τα προς το ζην: διερμηνέας στα δικαστήρια, υπάλληλος σε ταξιδιωτικό γραφείο, κ.ά. Υπήρξε μανιώδης συλλέκτης βιβλίων και περιοδικών, ενώ είχε μεγάλο πάθος με την

Page 117: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

τυπογραφία. Στο υπόγειο του σπιτιού του είχε στήσει τυπογραφείο, ενώ είχε ιδρύσει και εκδοτικό οίκο με την ονομασία «Anthelion Press». Παρότι άνθρωπος συνεσταλμένος, δεν δίστασε να εναντιωθεί στην Δικτατορία του 1967, με δικές του εκδόσεις και με άρθρα στο Ελληνοκαναδικό Βήμα, μία παροικιακή εφημερίδα του Μόντρεαλ.

Στις αρχές του 1970 προσβλήθηκε από λευχαιμία. Αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το γράψιμο και τον Φεβρουάριο του ίδιου έτους επέστρεψε στην Ελλάδα. Πέθανε λίγο καιρό αργότερα στο Νοσοκομείο της Πάτρας.

Το έργο του

Από έφηβος, ο Καχτίτσης άρχισε να εκδίδει χειρόγραφα λογοτεχνικά περιοδικά με πιο χαρακτηριστικό την Πολιορκημένη Γάνδη. Νέος δημοσίευσε επίσης συνεργασίες του στα περοδικά Βωμός ( Πύργος), Διάπλασις των Παίδων (Αθήνα) και Μορφές (Θεσσαλονίκη). Το 1949, έγραψε μία συλλογή ποιημάτων στα αγγλικά με τίτλο Vulnerable Point (Τρωτό σημείο), η οποία εκδόθηκε τελικά από τον ίδιο στο Μόντρεαλ το 1968.

Κατά την διάρκεια της παραμονής του στο Καμερούν (1953–1955), έγραψε πολλές ανταποκρίσεις για την αθηναϊκή εφημερίδα Ελευθερία, χωρίς ποτέ να λάβει καμιά αμοιβή. Το πρώτο μεγάλο του πεζογράφημα ήταν το αφήγημα Ποιοι οι φίλοι που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Διαγώνιος της Θεσσαλονίκης το 1959. Ακολούθησαν τα αφηγήματα Η Ομορφάσχημη (Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1960) και Το ενύπνιο («Ιδίοις αναλώμασιν», Θεσσαλονίκη 1960). Το 1964 εξέδωσε την νουβέλα Ο εξώστης (εκδ. Πρώτη Ύλη, Αθήνα 1964). Οι δυσκολίες που αντιμετώπισε στην έκδοση του Εξώστη αποτέλεσαν το αντικείμενο ένος άλλου αφηγήματος που εξέδωσε μόνος του στο Μόντρεαλ (Η περιπέτεια ενός βιβλίου (Μοντρεάλη 1965). Τελευταίο του πεζογράφημα ήταν Ο ήρωας της Γάνδης (εκδ. Λωτοφάγος, Μοντρεάλη 1967), που εξέδωσε επίσης μόνος του με πολλές δυσκολίες.

Εκτός από συγγραφέας, τυπογράφος και εκδότης, ο Καχτίτσης ήταν και ένας μανιώδης επιστολογράφος. Επιστολές του προς διάφορους φίλους έχουν δημοσιευθεί σποραδικά σε ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά. Προσφάτως, δημοσιεύθηκαν οι επιστολές που έστειλε στον ποιητή Γιώργη Παυλόπουλο (Τα γράμματα του Νίκου Καχτίτση στον Γιώργη Παυλόπουλο 1952-1967, εκδ. Σοκόλη, Αθήνα 2001).

Η μεταθανάτια αναγνώριση του Καχτίτση ήρθε με την επανέκδοση όλων των πεζών του και την παρουσίαση αφιερωμάτων σε γνωστά ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά (π.χ. Αντί 1985, Η λέξη 1986, Νέα Εστία 2003, κ.ά.). Η νουβέλα του Ο εξώστης μεταφράστηκε στα γαλλικά (Nikos Kachtitsis, L'Hôtel Atlantic, trad. par Effi Hadziforou, Éditions Hatier, 1995, ISBN 2-218-70502-8).

Ο χαρακτήρας του έργου του

α πεζά, αλλά και τα λίγα ποιήματα του Καχτίτση διακατέχονται από μία διαρκή αγωνία και ένα άγχος που συνθλίβει τον άνθρωπο. Οι «ήρωές» του είναι παγιδευμένοι στα αμαρτήματα ενός πρόσφατου παρελθόντος και τρέμουν στην ιδέα να κάνουν ένα νέο βήμα για το αύριο. Όλοι οι χαρακτήρες του Εξώστη και του Ήρωα

Page 118: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

της Γάνδης είναι καχύποπτοι, ύπουλοι και προσπαθούν να εξοντώσουν ψυχολογικά ο ένας τον άλλον. Δεν είναι τυχαίο ότι οι «ήρωες» του Καχτίτση είναι άτομα με έντονες εμμονές που ζουν ή συνδέονται με την Γάνδη, μία πόλη του Βελγίου που ο Καχτίτσης δεν επισκέφθηκε ποτέ και την οποία ο Καχτίτσης την παρουσιάζει πολιορκημένη στα χρόνια του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Ο Καχτίτσης, φανατικός λάτρης του βιβλίου, δέχθηκε κυρίως επιδράσεις από τα ρεύματα του ευρωπαϊκού αισθητισμού και συμβολισμού πριν τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Τα μοντέλα του ήταν οι κλασικοί προπολεμικοί συγγραφείς όπως ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, ο Τζέιμς Τζόυς, η Βιρτζίνια Γουλφ, ο Φραντς Κάφκα και ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης. Το έργο του επίσης συνδεέται με την μεταπολεμική πεζογραφική παραγωγή της Θεσσαλονίκης, κυρίως με την λεγόμενη σχολή του εσωτερικού μονολόγου (Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης, Γιώργος Δέλιος κ.ά.).

Αναμφισβήτητα ο Καχτίτσης ήταν ένας εστέτ της ελληνικής λογοτεχνίας, ο οποίος υπέφερε από τις πληγές που άφησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και από τις διάφορες προσωπικές δυσκολίες.

Οδυσσέας ΕλύτηςΟ Οδυσσέας Ελύτης (2 Νοεμβρίου 1911 - 18 Μαρτίου 1996), φιλολογικό ψευδώνυμο του Οδυσσέα Αλεπουδέλλη του Παναγιώτη, ήταν ένας από τους σημαντικότερους Έλληνες ποιητές, μέλος της λογοτεχνικής γενιάς του '30. Διακρίθηκε το 1960 με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης και το 1979 με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, γνωστός για τα ποιητικά του έργα Άξιον Εστί, Ήλιος ο πρώτος, Προσανατολισμοί κ.α. Διαμόρφωσε ένα προσωπικό ποιητικό ιδίωμα και θεωρείται ένας από τους ανανεωτές της ελληνικής ποίησης. Πολλά ποιήματά του μελοποιήθηκαν ενώ συλλογές του έχουν μεταφραστεί μέχρι σήμερα σε πολλές ξένες γλώσσες. Το έργο του περιλάμβανε ακόμα μεταφράσεις ποιητικών και θεατρικών έργων. Υπήρξε μέλος της Διεθνούς Ένωσης Κριτικών εργων Τέχνης και της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Κριτικής, Αντιπρόσωπος στις Rencontres Internationales της Γενεύης και Incontro Romano della Cultura της Ρώμης.

Βιογραφία

Νεανικά χρόνια

Ο Οδυσσέας Ελύτης γεννήθηκε στις 2 Νοεμβρίου του 1911 στο Ηράκλειο της Κρήτης. Ήταν το τελευταίο από τα έξι παιδιά του Παναγιώτη Αλεπουδέλλη και της Μαρίας Βρανά. Ο πατέρας του καταγόταν από τον συνοικισμό Καλαμιάρης της Παναγιούδας Λέσβου και είχε εγκατασταθεί στην πόλη του Ηρακλείου από το 1895, όταν σε συνεργασία με τον αδελφό του ίδρυσε ένα εργοστάσιο σαπωνοποιίας και πυρηνελαιουργίας. Το παλαιότερο όνομα της οικογένειας Αλεπουδέλλη ήταν Λεμονός, το οποίο αργότερα μετασχηματίστηκε σε Αλεπός. Η μητέρα του καταγόταν από τον Παππάδο της Λέσβου [1] .

Page 119: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Το 1914 ο πατέρας του μετέφερε τα εργοστάσιά του στον Πειραιά και η οικογένεια εγκαταστάθηκε στην Αθήνα. O Οδυσσέας Ελύτης εγγράφηκε το 1917 στο ιδιωτικό σχολείο Δ.Ν. Μακρή, όπου φοίτησε για επτά χρόνια, έχοντας μεταξύ άλλων δασκάλους του τον Ι.Μ. Παναγιωτόπουλο και τον Ι.Θ. Κακριδή. Τα πρώτα καλοκαίρια της ζωής του πέρασαν στην Κρήτη, στη Λέσβο και στις Σπέτσες. Το Νοέμβριο του 1920, μετά την πτώση του Βενιζέλου, η οικογένειά του αντιμετώπισε διώξεις, με αποκορύφωμα τη σύλληψη του πατέρα του, εξαιτίας της προσήλωσής της στις βενιζελικές ιδέες. Ο ίδιος ο Βενιζέλος είχε στενές σχέσεις με την οικογένεια και είχε φιλοξενηθεί συχνά στην οικία της στο κτήμα του Ακλειδιού. Το 1923 ταξίδεψε οικογενειακώς στην Ευρώπη, επισκεπτόμενος την Ιταλία, την Ελβετία, τη Γερμανία και τη Γιουγκοσλαβία. Στη Λωζάνη ο ποιητής είχε την ευκαιρία να γνωρίσει από κοντά τον Ελευθέριο Βενιζέλο.

Το φθινόπωρο του 1924 εγγράφηκε στο Γ' Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών και συνεργάστηκε στο περιοδικό Η Διάπλασις των Παίδων, χρησιμοποιώντας διάφορα ψευδώνυμα. Όπως ο ίδιος ομολογεί (πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία δίνει ο Ελύτης στο βιβλίο του Ανοιχτά Χαρτιά) πρωτογνώρισε τη νεοελληνική λογοτεχνία, αυτός ο θρεμμένος με παγκόσμια έργα του πνεύματος, που ξόδευε όλα του τα χρήματα αγοράζοντας βιβλία και περιοδικά. Εκτός από την ενασχόλησή του με τη λογοτεχνία, ασχολήθηκε ενεργά με ορειβατικές εκδρομές στα βουνά της Αττικής και αντιδρώντας στη διάθεσή του για διάβασμα στράφηκε στον αθλητισμό. Ακόμη και τα βιβλία που αγόραζε, έπρεπε να έχουν σχέση με την ελληνική φύση: Καμπούρογλου, Κ.Πασαγιάννης, Στ. Γρανίτσας, κι ένας τρίτομος «Οδηγός της Ελλάδος». Την Άνοιξη του 1927 μία υπερκόπωση και μία αδενοπάθεια τον ανάγκασαν να εγκαταλείψει τις φίλαθλες τάσεις του καθηλώνοντας τον στο κρεβάτι για περίπου τρεις μήνες. Ακολούθησαν ελαφρά συμπτώματα νευρασθένειας και περίπου την ίδια περίοδο στράφηκε οριστικά προς τη λογοτεχνία, γεγονός που συνέπεσε με την εμφάνιση αρκετών νέων λογοτεχνικών περιοδικών όπως η Νέα Εστία και τα Ελληνικά Γράμματα.

Το καλοκαίρι του 1928 πήρε το απολυτήριο του γυμνασίου με βαθμό 73/11. Μετά από πιέσεις των γονέων του, αποφάσισε να σπουδάσει χημικός, ξεκινώντας ειδικά φροντιστήρια για τις εισαγωγικές εξετάσεις του επόμενου έτους. Την ίδια περίοδο ήρθε σε επαφή με το έργο του Καβάφη και του Κάλβου ανανεώνοντας τη γνωριμία του με τη θελκτική αρχαία λυρική ποίηση. Παράλληλα ανακάλυψε το έργο του Πωλ Ελυάρ και των Γάλλων υπερρεαλιστών, που επέδρασαν σημαντικά στις ιδέες του για τη λογοτεχνία, σύμφωνα με τον ίδιο: «...μ’ ανάγκασαν να προσέξω κι αδίστακτα να παραδεχτώ τις δυνατότητες που παρουσίαζε, στην ουσία της ελεύθερης ενάσκησης της, η λυρική ποίηση» [2].

Λογοτεχνία

Κάτω από την επίδραση της λογοτεχνικής του στροφής, παραιτήθηκε από την πρόθεση να ασχοληθεί με τη χημεία και το 1930 εγγράφηκε στη Νομική Σχολή της Αθήνας. Όταν το 1933 ιδρύθηκε η Ιδεοκρατική Φιλοσοφική Ομάδα στο πανεπιστήμιο, με τη συμμετοχή των Κ. Τσάτσου, Π. Κανελλόπουλου, του Ι. Θεοδωρακόπουλου και του Ι.Συκουτρή, ο Ελύτης ήταν ένας από τους εκπροσώπους των φοιτητών, συμμετέχοντας στα "Συμπόσια του Σαββάτου" που διοργανώνονταν. Την ίδια εποχή μελέτησε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση του Καίσαρος Εμμανουήλ (τον Παράφωνο αυλό), την συλλογή Στου γλιτωμού το χάζι του Θεοδώρου Ντόρου, τη Στροφή (1931)

Page 120: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

του Γιώργου Σεφέρη και τα Ποιήματα (1933) του Νικήτα Ράντου. Με ενθουσιασμό, συνέχισε παράλληλα τις περιπλανήσεις του στην Ελλάδα, τις οποίες περιγράφει ο ίδιος: "Πιονιέροι αληθινοί, μέρες και μέρες προχωρούσαμε νηστικοί και αξύριστοι, πιασμένοι από το αμάξωμα μιας ετοιμοθάνατης Σεβρολέτ, ανεβοκατεβαίνοντας αμμολόφους, διασχίζοντας λιμνοθάλασσες, μέσα σε σύννεφα σκόνης ή κάτω από ανελέητες νεροποντές, καβαλικεύαμε ολοένα όλα τα εμπόδια και τρώγαμε τα χιλιόμετρα με μιαν αχορταγιά που μονάχα τα είκοσί μας χρόνια και η αγάπη μας γι αυτή τη μικρή γη που ανακαλύπταμε, μπορούσαν να δικαιολογήσουν"[2].

Την ίδια περίοδο συνδέθηκε στενότερα με τον Γιώργο Σαραντάρη (1908-1941), ο οποίος τον ενθάρρυνε στις ποιητικές του προσπάθειες, όταν ακόμα ο Ελύτης ταλαντευόταν σχετικά με το αν έπρεπε να δημοσιεύσει τα έργα του, ενώ τον έφερε σε επαφή και με τον κύκλο των Νέων Γραμμάτων (1935-1940, 1944). Το περιοδικό αυτό, με διευθυντή τον Αντρέα Καραντώνη και συνεργάτες παλιούς και νεότερους αξιόλογους Έλληνες λογοτέχνες (Γιώργος Σεφέρης, Γεώργιος Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Κοσμάς Πολίτης, Άγγελος Σικελιανός κ.ά.), έφερε στην Ελλάδα τις σύγχρονες δυτικές καλλιτεχνικές τάσεις και γνώρισε στο αναγνωστικό κοινό κυρίως τους νεότερους ποιητές, με τη μετάφραση αντιπροσωπευτικών έργων τους ή με άρθρα κατατοπιστικά για την ποίησή τους. Έγινε το πνευματικό όργανο της γενιάς του ’30 που φιλοξένησε στις στήλες

του όλα τα νεωτεριστικά στοιχεία, κρίνοντας ευνοϊκά και προβάλλοντας τις δημιουργίες των νέων Ελλήνων ποιητών.

Νέα Γράμματα

Όπως ο Ελύτης αναγνωρίζει, το 1935 στάθηκε μια ιδιαίτερη χρονιά στην πνευματική πορεία του. Τον Ιανουάριο κυκλοφόρησε το περιοδικό Νέα Γράμματα. Το Φεβρουάριο γνώρισε τον Ανδρέα Εμπειρίκο, που χαρακτηριστικά τον περιέγραψε: «...ο μεγάλης αντοχής αθλητής της φαντασίας, με γήπεδο την οικουμένη ολόκληρη και διασκελισμό τον Έρωτα. Το έργο του, κάθε του καινούργιο έργο, ζωσμένο από ένα μικρό ουράνιο τόξο, είναι μια υπόσχεση προς την ανθρωπότητα, μια δωρεά που αν δεν την κρατούν ακόμα όλοι στα χέρια τους είναι αποκλειστικά και μόνον από δική τους αναξιότητα»[2]. Τον ίδιο μήνα ο Εμπειρίκος έδωσε διάλεξη με θέμα «Υπερρεαλισμός, μια νέα ποιητική σχολή», που αποτέλεσε και την πρώτη επίσημη παρουσίαση του υπερρεαλισμού στο ελληνικό κοινό. Οι δύο ποιητές συνδέθηκαν με στενή φιλία, που κράτησε πάνω από 25 χρόνια. Το Μάρτιο της ίδιας χρονιάς, εκτός από το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, κυκλοφόρησε η ποιητική συλλογή Υψικάμινος του Εμπειρίκου, με ποίηση ορθόδοξα υπερρεαλιστική. Ο Ελύτης, δέκα χρόνια νεότερος, είδε να ανοίγεται μπροστά του διάπλατη μια πόρτα σε μια νέα ποιητική πραγματικότητα, όπου μπορούσε με τα δικά του εφόδια να θεμελιώσει το ποιητικό του οικοδόμημα. Το Πάσχα οι δυο φίλοι επισκέφτηκαν τη Λέσβο, όπου με τη συμπαράσταση των Μυτιληνιών ζωγράφων Ορέστη Κανέλλη και Τάκη Ελευθεριάδη ήρθαν σε επαφή με την τέχνη του λαϊκού ζωγράφου Θεόφιλου, που είχε πεθάνει ένα χρόνο πριν.

Κατά τη διάρκεια μιας συγκέντρωσης του κύκλου των Νέων Γραμμάτων στο σπίτι του ποιητή Γ.Κ. Κατσίμπαλη, οι παριστάμενοι κράτησαν ορισμένα χειρόγραφα του Ελύτη, με το πρόσχημα να τα μελετήσουν καλύτερα, και τα στοιχειοθέτησαν κρυφά παρουσιάζοντάς τα αργότερα στον ίδιο τον Ελύτη με το ψευδώνυμο Οδυσσέας

Page 121: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Βρανάς, με στόχο τη δημοσίευσή τους. Ο Ελύτης αρχικά ζήτησε την απόσυρσή τους απευθύνοντας ειδική επιστολή στον Κατσίμπαλη, ωστόσο τελικά πείστηκε να δημοσιευτούν αποδεχόμενος επίσης το ψευδώνυμο Οδυσσέας Ελύτης.

Η δημοσίευση των πρώτων ποιημάτων του στα Νέα Γράμματα έγινε το Νοέμβριο του 1935, στο 11ο τεύχος του περιοδικού. Ο Ελύτης δημοσίευσε επίσης μεταφράσεις ποιημάτων του Ελυάρ και στο προλογικό του άρθρο παρουσιάζει το δημιουργό τους ως τον ποιητή που «Ό,τι γράφει φτάνει αμέσως στην καρδιά μας, μας χτυπάει κατάστηθα σαν κύμα ζωής άλλης βγαλμένης από το άθροισμα των πιο μαγικών ονείρων μας».

Το 1936, στην «Α' Διεθνή Υπερρεαλιστική Έκθεση των Αθηνών», ο Ελύτης παρουσίασε ζωγραφικούς πίνακες με την τεχνική της χαρτοκολλητικής (collage)[3]. Εκείνη τη χρονιά, η ομάδα των νέων λογοτεχνών ήταν πιο στέρεη και μεγαλύτερη. Ο Ελύτης γνωρίστηκε επίσης με τον ποιητή Νίκο Γκάτσο, που μερικά χρόνια αργότερα τύπωσε την υπερρεαλιστική «Αμοργό». Το 1937 υπηρέτησε τη στρατιωτική του θητεία στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών στην Κέρκυρα, αλληλογραφώντας παράλληλα με το Νίκο Γκάτσο και το Γιώργο Σεφέρη που βρίσκονταν στην Κορυτσά. Λίγο μετά την απόλυσή του, τον επόμενο χρόνο, ο Μήτσος Παπανικολάου δημοσίευσε το άρθρο "Ο ποιητής Οδυσσέας Ελύτης" στα Νέα Γράμματα, το οποίο συνέβαλε στην καθιέρωσή του.

Το 1939 εγκατέλειψε οριστικά τις νομικές σπουδές και μετά από αρκετές δημοσιεύσεις ποιημάτων του σε περιοδικά, τυπώθηκε η πρώτη του ποιητική συλλογή, με τίτλο Προσανατολισμοί. Τον επόμενο χρόνο, μεταφράστηκαν για πρώτη φορά ποιήματά του σε ξένη γλώσσα, όταν ο Samuel Baud Bovy δημοσίευσε ένα άρθρο για την ελληνική ποίηση στο ελβετικό περιοδικό Formes et Couleurs[4].

Αλβανικό μέτωπο

Με την έναρξη του πολέμου ο Ελύτης κατατάχθηκε ως ανθυπολοχαγός στη Διοίκηση του Στρατηγείου Α' Σώματος Στρατού. Στις 13 Δεκεμβρίου 1940 μετατέθηκε στη ζώνη πυρός και στις 26 Φεβρουαρίου του επόμενου χρόνου μεταφέρθηκε με σοβαρό κρούσμα κοιλιακού τύφου στο Νοσοκομείο Ιωαννίνων. Στη διάρκεια της κατοχής υπήρξε ένα από τα ιδρυτικά μέλη του «Κύκλου Παλαμά», που ιδρύθηκε στις 30 Μαΐου του 1943. Εκεί, την Άνοιξη του 1942 ανακοινώνει το δοκίμιό του «Η αληθινή φυσιογνωμία και η λυρική τόλμη του Α. Κάλβου».

Το Νοέμβριο του 1943 εκδόθηκε η συλλογή «Ο Ήλιος ο Πρώτος μαζί με τις Παραλλαγές πάνω σε μια αχτίδα», σε 6.000 αριθμημένα αντίτυπα, ένας ύμνος του Ελύτη στη χαρά της ζωής και στην ομορφιά της φύσης. Στα Νέα Γράμματα που άρχισαν να επανεκδίδονται το 1944, δημοσίευσε το δοκίμιό του «Τα κορίτσια», ενώ από το 1945 ξεκίνησε η συνεργασία του με το περιοδικό Τετράδιο μεταφράζοντας ποιήματα του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα και παρουσιάζοντας σε πρώτη δημοσίευση το ποιητικό του έργο Άσμα Ηρωικό και Πένθιμο για τον χαμένο Ανθυπολοχαγό της Αλβανίας. Ο πόλεμος του ’40 του έδωσε την έμπνευση και για άλλα έργα, την Καλωσύνη στις Λυκοποριές, την Αλβανιάδα και την ανολοκλήρωτη Βαρβαρία. Την περίοδο 1945-1946 διορίστηκε για ένα μικρό διάστημα Διευθυντής Προγράμματος στο Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας, έπειτα από σχετική σύσταση του Σεφέρη, που ήταν διευθυντής του πολιτικού γραφείου του Αντιβασιλέα Δαμασκηνού. Συνεργάστηκε

Page 122: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

επίσης με την «Αγγλοελληνική Επιθεώρηση», όπου δημοσίευσε ορισμένα δοκίμια, την «Ελευθερία» και την «Καθημερινή», όπου διατήρησε ως το 1948 μια στήλη τεχνοκριτικής.

Ευρώπη

Το 1948 ταξίδεψε στην Ελβετία, για να εγκατασταθεί στη συνέχεια στο Παρίσι, όπου παρακολούθησε μαθήματα φιλοσοφίας στη Σορβόνη. Περιγράφοντας τις εντυπώσεις του από την παραμονή του στη Γαλλία, σχολίασε τα συναισθήματα και τις σκέψεις του: «Ένα ταξίδι που θα μ’ έφερνε πιο κοντά στις πηγές της μοντέρνας τέχνης, συλλογιζόμουνα. Χωρίς να λογαριάζω ότι θα μ’ έφερνε συνάμα πολύ κοντά και στις παλιές μου αγάπες, στα κέντρα όπου είχαν δράσει οι πρώτοι Υπερρεαλιστές,στα καφενεία όπου είχαν συζητηθεί τα Μανιφέστα, στη Rue de l’Odeon και στην Place Blanche, στο Montparnasse και στο St. Germain des Pres»[2]. Στο Παρίσι υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Association Internationale des Critiques d’ Art ενώ είχε επίσης την ευκαιρία να γνωριστεί με τους Αντρέ Μπρετόν, Πωλ Ελυάρ, Αλμπέρ Καμύ, Τριστάν Τζαρά, Πιερ Ζαν Ζουβ, Χουάν Μιρό και άλλους.

Με τη βοήθεια του Ελληνογάλλου τεχνοκριτικού E. Teriade, που πρώτος είχε προσέξει την αξία του έργου του συμπατριώτη του Θεόφιλου, συνάντησε τους μεγάλους ζωγράφους Ανρί Ματίς, Μαρκ Σαγκάλ, Αλμπέρτο Τζιακομέτι, Τζόρτζιο ντε Κίρικο και Πικάσο, για του οποίου το έργο έγραψε αργότερα άρθρα και αφιέρωσε στην τέχνη του το ποίημα «Ωδή στον Πικασσό». Το καλοκαίρι του 1950 ταξίδεψε στην Ισπανία ενώ κατά τη διάρκεια της παραμονής του στο Λονδίνο, από τα τέλη του 1950 μέχρι το Μάιο 1951, συνεργάστηκε με το Β.Β.C. πραγματοποιώντας τέσσερις ραδιοφωνικές ομιλίες. Λίγο νωρίτερα είχε ξεκινήσει τη σύνθεση του Άξιον Εστί.

Επιστροφή στην Ελλάδα

Μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα, το 1952 έγινε μέλος της «Ομάδας των Δώδεκα», που κάθε χρόνο απένειμε βραβεία λογοτεχνίας, από την οποία παραιτήθηκε το Μάρτιο του 1953 αλλά επανήλθε δύο χρόνια αργότερα. Το 1953 ανέλαβε και πάλι για ένα χρόνο τη Διεύθυνση Προγράμματος του Ε.Ι.Ρ, διορισμένος από την κυβέρνηση Παπάγου, θέση από την οποία παραιτήθηκε τον επόμενο χρόνο. Στο τέλος του έτους έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Πολιτισμού στη Βενετία, και μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου του θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν.

Το 1958, μετά από μία δεκαπενταετή περίπου περίοδο ποιητικής σιωπής, δημοσιεύτηκαν αποσπάσματα από το Άξιον Εστί, στην Επιθεώρηση Τέχνης. Το έργο εκδόθηκε το Μάρτιο του 1960 από τις εκδόσεις Ίκαρος, αν και φέρεται τυπωμένο το Δεκέμβριο του 1959. Λίγους μήνες αργότερα απέσπασε για το Άξιον Εστί το Α' Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Την ίδια περίοδο εκδόθηκαν και οι «Έξη και Μία Τύψεις για τον Ουρανό». Το 1961 με κυβερνητική πρόσκληση επισκέφτηκε τις Ηνωμένες Πολιτείες από τα τέλη Μαρτίου έως τις αρχές Ιουνίου. Τον επόμενο χρόνο μετά από ένα ταξίδι στη Ρώμη επισκέπτεται τη Σοβιετική Ένωση, προσκεκλημένος μαζί με τον Ανδρέα Εμπειρίκο και τον Γιώργο Θεοτοκά. Το δρομολόγιο που ακολούθησαν περιλάμβανε την Οδησσό, τη Μόσχα, όπου έδωσε μία συνέντευξη, και το Λένινγκραντ.

Page 123: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Το 1964 ξεκίνησε η ηχογράφηση του μελοποιημένου Άξιον Εστί από τον Μίκη Θεοδωράκη ενώ η συνεργασία του Ελύτη με το συνθέτη είχε ξεκινήσει ήδη από το 1961. Το ορατόριο του Θεοδωράκη εντάχθηκε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επρόκειτο αρχικά να παρουσιαστεί στο Ηρώδειο, ωστόσο το Υπουργείο Προεδρίας αρνήθηκε να το παραχωρήσει, με αποτέλεσμα ο Ελύτης και ο Θεοδωράκης να αποσύρουν το έργο, το οποίο παρουσιάστηκε τελικά στις 19 Οκτωβρίου στο κινηματοθέατρο Rex.

To 1965 του απονεμήθηκε από τον Κωνσταντίνο Β΄ το παράσημο του Ταξιάρχου του Φοίνικος και το επόμενο διάστημα ολοκλήρωσε τη συλλογή δοκιμίων που θα συγκροτούσαν τα Ανοιχτά Χαρτιά. Παράλληλα πραγματοποίησε ταξίδια στη Σόφια, καλεσμένος της Ένωσης Βουλγάρων Συγγραφέων και στην Αίγυπτο. Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, απείχε από τη δημοσιότητα ασχολούμενος κυρίως με τη ζωγραφική και την τεχνική του κολάζ [5] , ενώ αρνήθηκε πρόταση να απαγγείλει ποιήματά του στο Παρίσι εξαιτίας της δικτατορίας που επικρατούσε. Στις 3 Μαΐου του 1969 εγκατέλειψε την Ελλάδα και εγκαταστάθηκε στο Παρίσι, όπου ξεκίνησε τη συγγραφή της συλλογής Φωτόδεντρο. Λίγους μήνες αργότερα επισκέφτηκε για ένα διάστημα την Κύπρο, ενώ το 1971 επέστρεψε στην Ελλάδα και τον επόμενο χρόνο αρνήθηκε να παραλάβει το "Μεγάλο Βραβείο Λογοτεχνίας" που είχε θεσπίσει η δικτατορία. Μετά την πτώση της δικτατορίας, διορίστηκε πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ε.Ι.Ρ.Τ. και μέλος για δεύτερη φορά του Διοικητικού Συμβουλίου του Εθνικού Θεάτρου (1974 - 1977). Παρά την πρόταση της Νέας Δημοκρατίας να συμπεριληφθεί στους καταλόγους των βουλευτών επικρατείας, ο Ελύτης αρνήθηκε, παραμένοντας πιστός στην αρχή του να μην αναμιγνύεται ενεργά στην πολιτική πρακτική. Το 1977 αρνήθηκε επίσης την αναγόρευσή του ως Ακαδημαϊκού.

Βραβείο Νόμπελ

Κατά τα χρόνια που ακολούθησαν συνέχισε το πολύπλευρο πνευματικό του έργο. Το 1978 αναγορεύτηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης ενώ το 1979 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας. Η αναγγελία της απονομής του βραβείου από την Σουηδική Ακαδημία έγινε στις 18 Οκτωβρίου "για την ποίησή του, που με φόντο την ελληνική παράδοση, με αισθηματοποιημένη δύναμη και πνευματική οξύνοια ζωντανεύει τον αγώνα τού σύγχρονου ανθρώπου για ελευθερία και δημιουργία"[8][9] σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης. Ο Ελύτης παρέστη στην καθιερωμένη τελετή απονομής του βραβείου στις 10 Δεκεμβρίου του 1979, παραλαμβάνοντας το βραβείο από τον βασιλιά Κάρολο Γουστάβο και γνωρίζοντας παγκόσμια δημοσιότητα. Τον επόμενο χρόνο κατέθεσε το χρυσό μετάλλιο και τα διπλώματα του βραβείου στο Μουσείο Μπενάκη. Την απονομή του Νόμπελ, ακολούθησαν τιμητικές διακρίσεις εντός και εκτός Ελλάδας, μεταξύ αυτών και η απονομή φόρου τιμής σε ειδική συνεδρίαση της Βουλής των Ελλήνων, η αναγόρευση του σε επίτιμο διδάκτορα του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, η ίδρυση έδρας νεοελληνικών σπουδών με τίτλο "Έδρα Ελύτη", στο πανεπιστήμιο Rutgers του Νιου Τζέρσεϊ, καθώς και η απονομή του αργυρού μεταλλίου Benson από τη Βασιλική Φιλολογική Εταιρεία του Λονδίνου.

Πέθανε στις 18 Μαρτίου του 1996 από ανακοπή καρδιάς, στην Αθήνα.

Έργο

Page 124: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ο Οδυσσέας Ελύτης αποτέλεσε έναν από τους τελευταίους εκπροσώπους της λογοτεχνικής γενιάς του '30, ένα από τα χαρακτηριστικά της οποίας υπήρξε το ιδεολογικό δίλημμα ανάμεσα στην ελληνική παράδοση και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό. Ο ίδιος ο Ελύτης χαρακτήριζε τη δική του θέση στη γενιά αυτή ως παράξενη σημειώνοντας χαρακτηριστικά: "από το ένα μέρος ήμουνα ο στερνός μιας γενιάς, που έσκυβε στις πηγές μιας ελληνικότητας, κι απ' την άλλη ήμουν ο πρώτος μιας άλλης που δέχονταν τις επαναστατικές θεωρίες ενός μοντέρνου κινήματος"[10]. Το έργο του έχει επανειλημμένα συνδεθεί με το κίνημα του υπερρεαλισμού, αν και ο Ελύτης διαφοροποιήθηκε νωρίς από τον "ορθόδοξο" υπερρεαλισμό που ακολούθησαν σύγχρονοί του ποιητές όπως ο Ανδρέας Εμπειρίκος, ο Νίκος Εγγονόπουλος ή ο Νικόλαος Κάλας. Επηρεάστηκε από τον υπερρεαλισμό και δανείστηκε στοιχεία του, τα οποία ωστόσο αναμόρφωσε σύμφωνα με το προσωπικό του ποιητικό όραμα, άρρηκτα συνδεδεμένο με το λυρικό στοιχείο και την ελληνική λαϊκή παράδοση. Οι επιρροές από τον υπερρεαλισμό διακρίνονται ευκολότερα στις δύο πρώτες ποιητικές συλλογές του Προσανατολισμοί (1940) και Ήλιος ο πρώτος (1943).

Μία από τις κορυφαίες δημιουργίες του υπήρξε το ποίημα Το Άξιον Εστί (1959), έργο με το οποίο ο Ελύτης διεκδίκησε θέση στην εθνική λογοτεχνία, προσφέροντας ταυτόχρονα μία «συλλογική μυθολογία» και ένα «εθνικό έργο»[11]. Η λογοτεχνική κριτική υπογράμμισε την αισθητική αξία του καθώς και την τεχνική του αρτιότητα. Η γλώσσα του επαινέθηκε για την κλασσική ακρίβεια της φράσης[12] ενώ η αυστηρή δόμησή του χαρακτηρίστηκε ως άθλος που «δεν αφήνει να διαφανεί πουθενά ο παραμικρός βιασμός της αυθόρμητης έκφρασης»[13]. Τον «εθνικό» χαρακτήρα του Άξιον Εστί υπογράμμισαν μεταξύ άλλων ο Δ.Ν. Μαρωνίτης και ο Γ.Π. Σαββίδης, ο οποίος σε μία από τις πρώτες κριτικές του ποιήματος διαπίστωσε πως ο Ελύτης δικαιούταν το επίθετο «εθνικός», συγκρίνοντας το έργο του με αυτό του Σολωμού, του Παλαμά και του Σικελιανού [11] .

Η μεταγενέστερη πορεία του Ελύτη υπήρξε πιο ενδοστρεφής, επιστρέφοντας στον αισθησιασμό της πρώιμης περιόδου του και σε αυτό που ο ίδιος ο Ελύτης αποκαλούσε ως έκφραση μιας «μεταφυσικής του φωτός»: «Έτσι το φως, που είναι η αρχή και το τέλος κάθε αποκαλυπτικού φαινομένου, δηλώνεται με την επίτευξη μιας ολοένα πιο μεγάλης ορατότητας, μιας τελικής διαφάνειας μέσα στο ποίημα που επιτρέπει να βλέπεις ταυτοχρόνως μέσα απ' την ύλη και μέσα από την ψυχή»[10] Ιδιόμορφο, αλλά και ένα από τα σημαντικότερα έργα του Ελύτη, μπορεί να χαρακτηριστεί το σκηνικό ποίημα Μαρία Νεφέλη (1978), στο οποίο χρησιμοποιεί - για πρώτη φορά στην ποίησή του - την τεχνική του κολάζ.

Πέρα από το ποιητικό του έργο, ο Ελύτης άφησε σημαντικά δοκίμια, συγκεντρωμένα στους τόμους Ανοιχτά Χαρτιά (1974) και Εν Λευκώ (1992), καθώς και αξιόλογες μεταφράσεις Ευρωπαίων ποιητών και θεατρικών συγγραφέων.

ΠΕΝΤΖΙΚΗΣ ΝΙΚΟΣ ΓΑΒΡΙΗΛ

Page 125: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993) γεννήθηκε, έζησε και πέθανε στη Θεσσαλονίκη. Σπούδασε στο Παρίσι Φαρμακολογία και διατηρούσε για πολλά χρόνια ένα πασίγνωστο φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη, που υπήρξε κέντρο λογοτεχνικών συνερεύσεων. " Φοιτητής στο Παρίσι ", αυτοβιογραφείται, " η Νορβηγική και γενικότερα η Σκανδιναβική Συμβολιστική λογοτεχνία μ' επηρέασε και άρχισα να κινούμαι σε άλλο επίπεδο. Τότε ήταν που διάβασα και το θεατρικό έργο του Λουίτζι Πιραντέλο Έξι πρόσωπα ζητούν συγγραφέα. Στο Στρασβούργο, συνεχίζοντας τις σπουδές μου, μου επεβλήθη ο Γάλλος Κλωντέλ. Από το 1936 και μετά, πέρασα σε άλλον κόσμο με τους βυζαντινούς χρονογράφους. Από τους αρχαίους Έλληνες, επειδή ποτέ δεν υπήρξα ευφυής και έξυπνος, εκτός από τον Πίνδαρο και προπαντός τον Όμηρο, σε κανέναν άλλον απάνω δεν στηρίχτηκα. Μιας εξαρχής η τάση μου ήταν μυθικής και παραμυθικής ερμηνείας των εγκοσμίων. Τα βιβλία που εξέδωσα, ορίζουν σειρά συναισθηματικών απογοητεύσεων. Αυτό άλλωστε μ' έκανε ολοένα και φανατικότερο υπηρέτη και μιμητή των βυζαντινών συγγραφέων. " Ο Πεντζίκης αποτελεί μια ιδιάζουσα και ξεχωριστή μορφή των ελληνικών γραμμάτων που με την πάροδο των χρόνων παίρνει τη θέση που η σύγχρονή του κριτική του είχε στερήσει. Το όλως ιδιότυπο ύφος του διακρίνει επίσης και τα ζωγραφικά του έργα. Έργα του : Ανδρέας Δημακούδης, Ο Πεθαμένος και η Ανάσταση, Εικόνες (ποιητική συλλογή), Πραγματογνωσία, Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής, Το Μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Μητέρα Θεσσαλονίκη, Προς εκκλησιασμόν, Αρχείον. Από τις εκδόσεις ¶γρα κυκλοφορούν και η μετάφρασή του του ποιητικού έργου του Stephane Mallarme Ίγκιτουρ ή Η τρέλα του Ελβενόν.

Ρήγας ΦεραίοςΟ Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας Φεραίος θεωρείται εθνομάρτυρας και πρόδρομος της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Ο ίδιος υπέγραφε ως Ρήγας Βελεστινλής ή Ρήγας ο Θεσσαλός και ουδέποτε Φεραίος, κάτι που ίσως να είναι δημιούργημα μεταγενέστερων λογίων[1]. Γεννήθηκε στο Βελεστίνο, τις αρχαίες Φερές, το 1757, από εύπορη οικογένεια. Από την νεανική του ζωή τα μόνα γνωστά είναι ότι ο πατέρας του ονομαζόταν Γεώργιος Κυριαζής (μια πληροφορία που αμφισβητείται[1]) ενώ η μητέρα του ονομαζόταν Μαρία και φέρεται πως είχε μία αδελφή την Ασήμω. Ο Pouqeville αναφέρει πως είχε και ένα αδελφό, τον Κωστή, ο οποίος μάλιστα συμμετείχε στην επανάσταση του 1821. Η οικογένεια του υπήρξε από τα θύματα της τουρκικής μανίας. Από αυτούς η μητέρα του με τον αδερφό του μόνο διασώθηκαν και μεταφέρθηκαν στη Βλαχία, όπου συντηρούνταν από το Ρήγα.

Βίος και επανάσταση

Τα νεανικά χρόνια του Ρήγα Φεραίου είναι βυθισμένα στην αχλύ του θρύλου και είναι δύσκολο να ανιχνευθούν τα πραγματικά γεγονότα, όπως και ένα μεγάλο μέρος από τις δραστηριότητές του αργότερα. Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι τα άτομα με τα οποία συνεργαζόταν συνελήφθηκαν και εκτελέστηκαν, αλλά και οι περισσότερες από τις προκηρύξεις του καταστράφηκαν. Αργότερα η ανάγκη δημιουργίας εθνικών ηρώων του υπόδουλου έθνους, σε συνδυασμό της έλλειψης σχετικής ιστοριογραφίας ανήγαγε πολλούς θρύλους περί του προσώπου του. Οι βασικότερες πληροφορίες για τον ίδιο και την οικογένειά του παρέχει ο Χριστόφορος Περραιβός που υπήρξε συνεργάτης του και συναγωνιστής.

Page 126: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Σύμφωνα με τον Περραιβό τα πρώτα του γράμματα λέγεται ότι τα διδάχθηκε από ιερέα του Βελεστίνου και κατόπιν στη Ζαγορά. Καθώς διψούσε για μάθηση, ο πατέρας του τον έστειλε στα Αμπελάκια για περαιτέρω μόρφωση. Όταν επέστρεψε, έγινε δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού Πηλίου. Στην ηλικία των είκοσι ετών σκότωσε στο Βελεστίνο έναν Τούρκο πρόκριτο, επειδή του είχε συμπεριφερθεί δεσποτικά, και κατέφυγε στο Λιτόχωρο του Ολύμπου, όπου κατατάχθηκε στο σώμα των αρματολού θείου του Σπύρου Ζήρα. Αργότερα βρίσκεται στο Άγιο Όρος, φιλοξενούμενος του ηγουμένου της μονής Βατοπεδίου, Κοσμά με τον οποίο και ανέπτυξε στενή φιλία. Στην ίδια μονή συνδέθηκε φιλικά με τον συμπατριώτη του τον μοναχό Νικόδημο, ο οποίος του είχε παραχωρήσει τα κλειδιά της βιβλιοθήκης της φημισμένης Αθωνιάδας Σχολής για να εμπλουτίσει τς γνώσεις του.

Στο Άγιο Όρος έμεινε πολύ λίγο. Ταξίδεψε στην Κωνσταντινούπολη, μετά από πρόσκληση του Πρέσβη της Ρωσίας για σπουδές, στην οικία του οποίου γνώρισε τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη (1726-1806) μέγα διερμηνέα του Σουλτάνου της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τον παππού του αρχηγού της Φιλικής Εταιρίας ,επίσης Αλέξανδρος Υψηλάντης (1792-1828). Στην Πόλη διεύρυνε τις σπουδές του στη Γαλλική, στην Ιταλική και τη Γερμανική γλώσσα. Όταν ο Υψηλάντης έφυγε για το Ιάσιο, προκειμένου να γίνει ηγεμόνας της Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου

Μολδαβίας, ο Ρήγας τον ακολούθησε. Διαφωνώντας με τον Υψηλάντη έγινε γραμματέας του ηγεμόνα της Βλαχίας Νικόλαου Μαυρογένη, αδερφό του παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς.

Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο

παππού της Μαντώς Μαυρογένους και ταξίδεψε για το Βουκουρέστι έδρα της ηγεμονίας, όντας πλέον στην ηλικία των 30 χρόνων. Μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο και την ήττα της Τουρκίας (1790) ο Μαυρογένης αποκεφαλίστηκε ως υπαίτιος της ήττας και ο Ρήγας κατέφυγε στη Βιέννη, την οποία έκανε έδρα της επαναστατικής δράσης του. Στη Βιέννη ταξίδεψε μαζί με τον Αυστριακό βαρώνο Ελληνικής καταγωγής Χριστόδουλο Λάνγκενφελτ-Κιρλιανό, ο οποίος τον έφερε σε επαφή με άλλους ομογενείς.

Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίως Έλληνες έμποροι ή σπουδαστές, αλλά οι σημαντικότεροι από αυτούς ήταν οι αδελφοί Πούλιου, από τη Σιάτιστα της Μακεδονίας, τυπογράφοι. Στο τυπογραφείο τους τύπωσε τον Θούριο και την Χάρτα που φιλοτεχνήθηκε από τον Αυστριακό λι8ογράφο Φρανσουά Μίλλερ, την επαναστατική του προκήρυξη σε χιλιάδες αντίτυπα, προκειμένου να μοιραστούν στους Έλληνες των υπόλοιπων φιλελεύθερων περιοχών των Βαλκανίων, το "Σχολείον των ντελικάτων Εραστών", το "Φυσικής απάνθισμα","Ηθικός Τρίπους","Το

Page 127: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας","Τα Δίκαια του ανθρώπου" καθώς και το "Νέος Ανάχαρσις". Ο Ρήγας απέβλεπε στην απελευθέρωση και ενοποίηση όλων των Βαλκανικών λαών και φυσικά όλου του ελληνικού στοιχείου που ήταν διασκορπισμένο στην Ανατολή και τα ευρωπαϊκά κέντρα. Επηρεασμένος από τον ευρωπαϊκό Διαφωτισμό, πίστεψε βαθιά στην ανάγκη της επαφής των Ελλήνων με τις νέες ιδέες που σάρωναν την Ευρώπη και αυτό τον ώθησε στη συγγραφή ή μετάφραση βιβλίων σε δημώδη γλώσσα και τη σύνταξη της Χάρτας, ενός μνημειώδους για την εποχή του χάρτη, διαστάσεων 2,07 x 2,07 μ, που αποτελείτο από επί μέρους τμήματα. Δύο έτη αργότερα, ο Άνθιμος Γαζής επιμελήθηκε μιας νέας έκδοσης της Χάρτας, μικροτέρων διαστάσεων (1,04 x 1,02 μ), με τον τίτλο Πίναξ Γεωγραφικός της Ελλάδος, χωρίς όμως να αναφέρει το όνομα του Ρήγα για να αποφύγει την αυστροουγγρική λογοκρισία.

Παράλληλα με τις εκδοτικές του δραστηριότητες, ο Ρήγας προετοίμαζε και την αναχώρησή του από την Αυστρία, κυρίως εξαιτίας του επαναστατικού κλίματος που είχε καλλιεργήσει η Γαλλική Επανάσταση και της διάθεσής του να ενισχύσει τις προσπάθειες του Ναπολέοντα. Το 1792 η υπογραφή της Ρωσοτουρκικής συνθήκης ειρήνης στο Ιάσιο οδηγεί τις ελπίδες του Ρήγα για απελευθέρωση των Ελλήνων στη Γαλλία και τον Βοναπάρτη. Οι πληροφορίες για τη μυστική επαναστατική δράση του Ρήγα είναι ασαφείς και προέρχονται κυρίως από μαρτυρίες βιογράφων και πληροφορίες τις οποίες απέσπασε η ανάκριση των Αυστριακών αρχών μετά τη σύλληψη του Ρήγα και των συντρόφων του. Το συμπέρασμα ούτως ή άλλως είναι ότι δεν υπήρχε οργανωμένος επαναστατικός συνωμοτικός πυρήνας αλλά διάσπαρτες επαφές με ομοεθνείς, τους οποίους διέγειρε ο επαναστατικός ενθουσιασμός του Ρήγα. Το πιθανότερο και επικρατέστερο σενάριο που επικρατεί μέχρι σήμερα για τη σύλληψη του Ρήγα έχει να κάνει σχέση με τη τελευταία φάση προετοιμασίας του συνδέεται με δύο επαναστατικές προκηρύξεις, το Επαναστατικό Μανιφέστο και την Προκήρυξη, που τυπώθηκε σε μεγάλο αριθμό αντιτύπων και είναι το εξής. Οι δύο προκηρύξεις στάλθηκαν στον Αντώνη Νιώτη στην Τεργέστη, για να τα παραλάβει ο Ρήγας μαζί με τον αφοσιωμένο του φίλο Χριστόφορο Περραιβό και να τα προωθήσει στην Ελλάδα. Η επιστολή, όμως, με την οποία ενημέρωνε ο Ρήγας για την αποστολή των εντύπων του, έπεσε στα χέρια του Δημητρίου Οικονόμου, εμπορικού συνεργάτη του Αντώνιου Κορωνιού, προς τον οποίο απευθυνόταν η επιστολή. Ο Οικονόμου κατέδωσε και τους δύο στην αυστριακή αστυνομία και συγκεκριμένα στον βαρώνο Πιττόνι, διοικητή της αστυνομίας στη Τεργέστη. Ο οποίος με τη σειρά του ενημέρωσε το κυβερνήτη της πόλης Κόντε Πομπήιο Μπριγκίντο κι αυτός τον διέταξε να τον συλλάβει.

Στη Βιέννη συνεργάτες του ήσαν κυρίωςΟ Ρήγας συνελήφθη στην Τεργέστη την 1η Δεκεμβρίου του 1797 μαζί με τον Περραιβό. Κατόπιν οδηγήθηκε στη Βιέννη, όπου

Page 128: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

ανακρίθηκε μαζί με τους υπόλοιπους συντρόφους του. Κατάληξη των ανακρίσεων, σε συνδυασμό με τις συνεννοήσεις με τον Σουλτάνο, ήταν να εκτοπισθούν από τους συλληφθέντες οι Αυστριακοί και άλλων εθνοτήτων υπήκοοι για να δικαστούν από τις Αυστριακές αρχές, εκτός από τους Οθωμανούς, που απελάθηκαν και οδηγήθηκαν στην Οθωμανική επικράτεια για να υποστούν τις κυρώσεις του Σουλτάνου. Ο Ρήγας (40 χρονών)και οι επτά σύντροφοί του που ανήκαν στην ίδια κατηγορία, ο Ευστράτιος Αργέντης (31 χρονών, έμπορος από τη Χίο), ο Δημήτριος Νικολίδης (32 χρονών,γιατρός από τα Ιωάννινα), ο Αντώνιος Κορωνιός (27 χρονών, έμπορος και λόγιος από τη Χίο), ο Ιωάννης Καρατζάς (31 χρονών, λόγιος από τη Λευκωσία της Κύπρου), ο Θεοχάρης Γεωργίου Τουρούντζιας (22 χρονών, έμπορος από τα Σιάτιστα), ο Ιωάννης Εμμανουήλ (24 χρονών, φοιτητής της ιατρικής από τη Καστοριά) και ο Παναγιώτης Εμμανουήλ (22 χρονών, αδερφός του προηγούμενου και υπάλληλος του Αργέντη) , με συνοδεία των αυστριακών αρχών παραδόθηκαν στις 10 Μαΐου 1798 στους Τούρκους του Βελιγραδίου και φυλακίστηκαν στον πύργο Nebojša, παραποτάμιο φρούριο του Βελιγραδίου. Εκεί, ύστερα από συνεχή βασανιστήρια, στις 24 Ιουνίου του 1798, στραγγαλίστηκαν και τα σώματά τους ρίχτηκαν στον Δούναβη. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι μόλις μαθεύτηκε η σύλληψη του Ρήγα πολλοί έκανα έκκληση, στο σουλτάνο Σελίμ Γ΄, για την απελευθέρωση του. Ανάμεσα σε αυτούς ο φίλος του Ρήγα, Οσμάν Πασβανόγλου, ηγεμόνας του Βιδηνίου και ο Αλή Πασάς αλλά μάταια.

Χαρακτηρισμοί για το έργο του Θούριος

Αξίζει να αναφέρουμε εδώ μερικές χαρακτηριστικές απόψεις για το ξεχωριστό αυτό έργο του Ρήγα.

Ο Γάλλος ιστορικός Pouqeville (Πουκεβίλ) είχε γράψει:<<...Οι Έλληνες πολεμούσαν έχοντας στα χείλη τους τις τρομερές στροφές του Ρήγα...>>

Ο αγωνιστής του 1821,δικαστής και ιστορικός Γεώργιος Τερτσέτης,το χαρακτήρισε ως <<Το ιερότερο άσμα της φυλής μας>>

Ο συγγραφέας Δημήτριος Φωτιάδης, είχε γράψει ότι:<<Όσοι από τους Ιερολοχίτες στο Δραγατσάνι δεν βρήκαν το θάνατο στη μάχη παρά πέσανε στα χέρια των τυράννων, τραγουδάγανε το Θούριο όταν τους οδηγούσαν να τους σφάξουν...>>

Ο ιστορικός Ιωάννης Κορδάτος τον ονόμασε "Παμβαλκανικό εμβατήριο" Ενώ τέλος για τον ίδιο το Ρήγα, ο θρυλικός Γέρος του Μωρία, Θεόδωρος

Κολοκοτρώνης, είχε πει: <<Εστάθη ο μεγαλύτερος ευεργέτης της φυλής μας. Το μελάνι του θα είναι πολύτιμο ενώπιον του Θεού, όσο το αίμα του άγιο.>>

Έργα

Φυσικής Απάνθισμα , Βιέννη 1790, στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ελληνομνήμων.

Σχολείον των ντελικάτων Εραστών, Βιέννη 1790. Ο Στρατηγός Κεβενχύλλερ ή Στρατιωτικόν Εγκόλπιον. Επιπεδογραφία της Κωνσταντινουπόλεως , Βιέννη, 1796, στην ψηφιακή

Βιβλιοθήκη Ελληνομνήμων. Χαλκογραφία του Μεγάλου Αλεξάνδρου ,Βιέννη 1797 Νέα Χάρτα της Βλαχίας και μέρους της Τρανσυλβανίας, Βιέννη, 1797.

Page 129: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Γενική Χάρτα της Μολδαβίας, Βιέννη 1797. Χάρτα της Ελλάδος , Βιέννη 1797, στην ψηφιακή Βιβλιοθήκη Ελληνομνήμων. Ηθικός Τρίπους, Βιέννη 1797. Νέος Ανάχαρσις, μετάφραση του Voyage du jeune Anacharsis en Grece, του

αββά J. Barthelemy, μαζί με τον γιατρό Γεώργιο Σακελάριο, Βιέννη 1797. Νέα Πολιτική Διοίκησις των κατοίκων της Ρούμελης, της Μικράς ασίας, των

Μεσογείων νήσων και της Βλαχομπογδανίας, Βιέννη 1797. Περιλάμβανε τέσσερα τμήματα:

Επαναστατική Προκήρυξις, Υπέρ των νόμων και της πατρίδος Τα Δίκαια του ανθρώπου σε 35 άρθρα Το Σύνταγμα της Ελληνικής Δημοκρατίας, σε 124 άρθρα Θούριος .

Ρήγας Βελεστινλής (1757 - 1798)

Ο Ρήγας Βελεστινλής (ψευδώνυμο του Αντωνίου Κυριαζή) γεννήθηκε στο Βελεστίνο της Θεσσαλίας το 1757. Το Βελεστίνο είναι χωριό στη Θεσσαλία, κοντά στο Πήλιο, χτισμένο στη θέση της αρχαίας πόλης των Φερών, που έδωσε στον Ρήγα την προσωνυμία «Φεραίος». Ήταν γιος του εύπορου εμπόρου Κυριαζή και της συζύγου του Μαρίας και λόγω της καλής οικονομικής κατάστασης του πατέρα του είχε τη δυνατότητα να μορφωθεί. Τα μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στη γενέτειρά του (όπου μαθήτευσε πλάι στον ιερέα του χωριού), στη Ζαγορά και στα Αμπελάκια. Σε ηλικία 20 ετών διορίστηκε για μικρό χρονικό διάστημα ως δάσκαλος στην κοινότητα Κισσού του Πηλίου αλλά κατηγορήθηκε για το φόνο ενός τούρκου στρατιώτη και κατέφυγε σε ομάδα αρματολών στον Όλυμπο.

Από εκεί έφυγε για τη μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους, όπου συνδέθηκε φιλικά με τον καλόγερο Κοσμά. Το 1880  περίπου εγκαταστάθηκε στην Πόλη. Εκεί ο Ρήγας συνέχισε τις σπουδές του, έμαθε γαλλικά και γερμανικά και εισχώρησε στο φαναριώτικο περιβάλλον και στην Αυλή του Αλέξανδρου Υψηλάντη, τον οποίο ακολούθησε στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, όταν ο τελευταίος έγινε ηγεμόνας της Μολδαβίας. Εργάστηκε επίσης ως γραμματικός στην Αυλή του ηγεμόνα της Βλαχίας Μαυρογένη, οικοδιδάσκαλος, διερμηνέας και μεταφραστής. Ακόμη είχε αναπτύξει εμπορικές δραστηριότητες και απέκτησε κτηματική περιουσία στη Βλαχία. Εκεί ο Ρήγας απέκτησε διοικητικά αξιώματα και, εμπνευσμένος από τη Γαλλική Επανάσταση και τα ιδανικά του Διαφωτισμού, συνέλαβε το σχέδιό του για την απελευθέρωση του υπόδουλου ελληνισμού.

Μετά τον αποκεφαλισμό του Μαυρογένη από τους τούρκους ο Ρήγας έφυγε για τη Βιέννη (1797), όπου εντάχτηκε στην εκεί ελληνική παροικία, και σε συνεργασία με γαλλικούς επαναστατικούς κύκλους και πράκτορές του συνέχισε την επαναστατική του δράση. Ήδη το 1790 είχε εκδώσει τα έργα του Σχολείον των ντελικάτων εραστών (6 διηγήματα με ηθικοπλαστικό περιεχόμενο μεταφρασμένα από το έργο του Γάλλου Restif de la Bretonne) και Φυσικής απάνθισμα (ένα βιβλίο με απλοποιημένες γνώσεις αστρονομίας και φυσιογνωσίας που συγκέντρωσε από γαλλικά και γερμανικά βιβλία), κατά τη διάρκεια μιας πρώτης, σύντομης παραμονής του στη Βιέννη. Στη Βιέννη τοποθετείται και η δεύτερη, από το 1797, περίοδος της γραπτής του δημιουργίας με έντονο πολιτικό χαρακτήρα.

Page 130: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

Ηδη είναι επηρεασμένος από τις ιδέες της γαλλικής επανάστασης και τις νίκες του Ναπολέοντα. Έτσι στα δύο πρώτα έργα του κυριαρχούν οι ιδέες της ελευθερίας, της ισότητας, της ανάγκης για παιδεία και της ηθικής, παράλληλα με μια τάση μελαγχολίας (με αφορμή τα παραπάνω ο Δημαράς κατατάσσει τον Ρήγα στο κίνημα του προρομαντισμού), ενώ στα έργα του της περιόδου 1796-1797 (Ηθικός Τρίπους 1797, Νέος Ανάχαρσις 1797, και κυρίως Το Επαναστατικό Μανιφέστο και η δωδεκάφυλλη Χάρτα της Ελλάδος), ο πολιτικός προβληματισμός και η αγωνία για την ελευθερία του Γένους συμπορεύονται με πνεύμα ιστορισμού και αρχαϊσμού. Το Σύνταγμα (που εμπεριέχεται στο Μανιφέστο) και η Χάρτα του Ρήγα αποκαλύπτουν τον πρωτοπόρο πολιτικό στοχασμό του, ενώ ο Θούριος (ποίημα 126 στίχων) τον επαναστατικό λυρισμό του, και τον τοποθετούν στους πρωτεργάτες του Νεοελληνικού Διαφωτισμού. Ολα τα έργα του Ρήγα είναι γραμμένα στην καθομιλουμένη γλώσσα της εποχής του, γιατί πίστευε ότι μόνο μ’ αυτή τη γλώσσα μπορούσε να φωτιστεί ο λαός και να ανακτήσει την ελευθερία του.

Ομως η προσπάθεια του Ρήγα δεν έμελλε να είναι μακροχρόνια. Το Δεκέμβρη του 1797 ο Ρήγας καταδόθηκε για τη δράση του στην αυστριακή αστυνομία (από τον Κοζανίτη έμπορο Δημ. Οικονόμου) και τον συνέλαβαν στην Τεργέστη στο δρόμο του για τα νησιά του Ιονίου. Είχε σαν σκοπό να συναντήσει τον Μ. Ναπολέοντα, ενώ ο γαλλικός στρατός ήδη βρισκόταν στα Επτάνησα. Ο Ρήγας προσπάθησε να αυτοκτονήσει αλλά απέτυχε, όπως απέτυχαν και οι προσπάθειές να προκαλέσει την παρέμβαση του Γάλλου πρόξενου. Τελικά οι Αυστριακοί τον παρέδωσαν στους Τούρκους μαζί με 7 συντρόφους του στον πύργο Νεμπόιζα στο Βελιγράδι, όπου στραγγαλίστηκε 40 μέρες αργότερα, το 1798, σε ηλικία σαράντα ετών. Το μαρτύριο του Ρήγα είχε τεράστια απήχηση, ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα της Ελλάδας και στις παροικίες του εξωτερικού. Τη σημασία της θυσίας του για το μέλλον του ελληνισμού πρόβλεψε προφητικά σχεδόν ο Κοραής, ήδη από το 1798: «...του αθώου αίματος η έκχυσις αύτη αντί του να καταπλήξη τους Γραικούς, θέλει μάλλον τους παροξύνει εις εκδίκησιν».

Στρατής ΜυριβήληςΟ Στρατής Μυριβήλης (1892-1969) ήταν Έλληνας πεζογράφος της Γενιάς του ΄30. Το πραγματικό του όνομα ήταν Ευστράτιος Σταματόπουλος.

Βίος

Γεννήθηκε στη Συκαμιά της Λέσβου στις 30 Ιουνίου 1892, όπου και έζησε ως το 1969. Κατά τα πρώτα του σχολικά χρόνια αδιαφορούσε για τα μαθήματα και δεν άντεχε την πειθαρχία του σχολείου. Παρόλα αυτά στο Γυμνάσιο η λογοτεχνία κίνησε έντονα το ενδιαφέρον του. Η Λέσβος εκείνη την εποχή γνώριζε μεγάλη πνευματική άνθηση και ο Μυριβήλης ήρθε σε επαφή με τους πνευματικούς κύκλους του νησιού και άρχισε να συνεργάζεται με εφημερίδες και περιοδικά. Παράλληλα, επειδή αντιμετώπιζε οικονομικές δυσκολίες, εργαζόταν ως δάσκαλος. Το 1912 μετακόμισε στην Αθήνα, όπου γράφτηκε στην Φιλοσοφική και τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ παράλληλα εργαζόταν ως συντάκτης σε διάφορες

Page 131: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

εφημερίδες. Την ίδια χρονιά κατατάχθηκε στον στρατό ως εθελοντής και πολέμησε στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο και στη Μικρασιατική εκστρατεία. Μετά την Μικρασιατική καταστροφή επέστρεψε στη Λέσβο όπου και παρέμεινε ως το 1932. Εκεί ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία και τη λογοτεχνία. Επίσης εξέδιδε δύο εφημερίδες, την "Καμπάνα" (1923-1924) και τον "Ταχυδρόμο" (μέχρι την εγκατάστασή του στην Αθήνα το 1932. Συνέχισε να συνεργάζεται με διάφορες εφημερίδες ("Η Καθημερινή", "Ακρόπολις", "Η Πρωία"), περιοδικά ("Νέα Εστία", "Το Ναυτικό μας", "Στρατιωτικά Νέα") και τον Ραδιοφωνικό Σταθμό Αθηνών. Παράλληλα, από το 1938 ως το 1955 εργαζόταν στη βιβλιοθήκη της Βουλής των Ελλήνων. Το 1940 τιμήθηκε με το κρατικό βραβείο πεζογραφίας για τη συλλογή διηγημάτων Το γαλάζιο βιβλίο και το 1958 έγινε Ακαδημαϊκός.

Κατά τον Ελληνοϊταλικό πόλεμο του 1940 ο Στρατής Μυριβήλης μαζί με άλλους Έλληνες λογίους προσυπέγραψε την Έκκληση των Ελλήνων Διανοουμένων προς τους Διανοούμενους ολόκληρου του Κόσμου με την οποία αφενός μεν καυτηριάζονταν η κακόβουλη ιταλική επίθεση, αφετέρου δε, διέγειρε την παγκόσμια κοινή γνώμη σε επανάσταση συνειδήσεων για κοινό νέο πνευματικό Μαραθώνα.

Αργότερα τάχθηκε με ζήλο εναντίον των κομμουνιστών, φθάνοντας σε σημείο να πλειοδοτεί για τις εκτελέσεις και τον βασανισμό αριστερών στον εμφύλιο πόλεμο. Πέθανε στην Αθήνα, στις 19 Ιουλίου 1969, από βρογχοπνευμονία.

Έργο

Πρωτοεμφανίστηκε στα γράμματα το 1915, με τα διηγήματα Κόκκινες ιστορίες. Η πρώτη περίοδος του έργου του είναι εμπνευσμένη από το παρόν ή το άμεσο παρελθόν, τη ζωή στη Μυτιλήνη και κυρίως τις εμπειρίες του από τον πόλεμο. Αποκορύφωση της έκφρασης του αντιπολεμικού πνεύματος είναι το μυθιστόρημα Η ζωή εν τάφω (1924) . Αυτή η περίοδος ολοκληρώνεται το 1932 με το μυθιστόρημα Η δασκάλα με τα χρυσά μάτια.

Κατά τη δεύτερη περίοδο στράφηκε στο παρελθόν και τις αναμνήσεις από την παιδική του ηλικία. Τα έργα της περιόδου είναι οι νουβέλες Ο Βασίλης ο Αρβανίτης (1943), Τα παγανά (1945), Ο Παν (1946), το μυθιστόρημα Η Παναγιά η Γοργόνα (1949) και οι συλλογές διηγημάτων Το πράσινο βιβλίο (1935), Το γαλάζιο βιβλίο (1939), Το κόκκινο βιβλίο (1952) και Το βυσσινί βιβλίο (1959).

Στρατής ΤσίρκαςΟ Στρατής Τσίρκας (1911-1980) είναι από τους αξιολογότερους πεζογράφους της μεταπολεμικής γενιάς. Το πραγματικό του όνομα ήταν Γιάννης Χατζηαντρέας.

Γεννήθηκε στο Κάιρο της Αιγύπτου το 1911 και αποφοίτησε το 1928 από το εμπορικό τμήμα της Αμπετείου Σχολής. Για τα επόμενα δέκα χρόνια εργάστηκε ως λογιστής στην Άνω Αίγυπτο, όπου έγραψε τα πρώτα του ποιήματα και διηγήματα για τη ζωή των φελλάχων. Το 1930, γνωρίζει στην Αλεξάνδρεια τον Καβάφη, για τον

Page 132: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

οποίο έγραψε πολλά χρόνια αργότερα δύο βιβλία, Ο Καβάφης και η Εποχή του (1958) και Ο Πολιτικός Καβάφης (1971). Ασχολήθηκε με την ποίηση, το δοκίμιο, το διήγημα και το μυθιστόρημα, καθώς και με μεταφράσεις ξένων λογοτεχνών.

Το 1937 παντρεύεται την Αντιγόνη Κερασώτη και τον Ιούλιο του ίδιου χρόνου πηγαίνει στο Παρίσι όπου συμμετέχει στο Β΄ Διεθνές Συνέδριο Συγγραφέων για την Υπεράσπιση της Κουλτούρας Ενάντια στο Φασισμό. Εκεί συγγράφει μαζί με τον ποιητή Langston Hughes τον 'Όρκο' των ποιητών προς τον Federico Garcia Lorca, τον οποίο διάβασε στο συνέδριο ο συγγραφέας Louis Aragon.

To 1938 εγκαθίσταται μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, και από τον επόμενο χρόνο εργάζεται διεθυντής στο εργοστάσιο βυρσοδεψίας του Μικέ Χαλκούση, μια θέση που διατηρεί μέχρι την αναχώρησή του για την Αθήνα το 1963.

Από νεαρή ηλικία εντάχθηκε στο αριστερό κίνημα της Αιγύπτου και συνδέθηκε αρχικά, πιθανόν το 1928, με την κομμουνιστική ομάδα του Σακελλάρη Γιαννακάκη στο Κάιρο. Το 1935, μαζί με τον Κύπριο ποιητή Θεοδόση Πιερίδη, εντάσσεται στην πολυεθνική οργάνωση League Pacifiste που ίδρυσε ο Ελβετός Paul Jacot-Descombes και αναλαμβάνει με τον Πιερίδη το συντονισμό του ελληνικού τμήματος της οργάνωσης. Την περίοδο αυτή αρθρογραφεί στο επίσημο όργανο της League, το περιοδικό Πολιτισμός-Civilisation, που εκδίδεται σε τρεις γλώσσες (Γαλλικά, Αραβικά και Ελληνικά).

Από το 1942, μαζί το Θεοδόση Πιερίδη, τον Οδυσσέα Καραγιάννη, το Στρατή Ζερμπίνη και άλλους, συμμετέχει στην έκδοση της αντιφασιστικής πολιτικής επιθεώρησης [[Έλλην]] που εκδίδει ο δημοσιογράφος Άγγελος Κασιγόνης. Το 1943-44 είναι ανάμεσα στα ιδρυτικά στελέχη του φιλο-ΕΑΜικού Ελληνικού Απελευθερωτικού Συνδέσμου (ΕΑΣ) και από το 1945 μέχρι το 1961 είναι στέλεχος της παροικιακής κομμουνιστικής οργάνωσης "Αντιφασιστική Πρωτοπορία", της οποίας διετέλεσε και γραμματέας από το 1946 μέχρι το 1951. Στο διάστημα αυτό γράφει συχνά το κύριο άρθρο στις εφημερίδες Φωνή (1952-53) και Πάροικος (1953-61), που διευθύνει ο δημοσιογράφος Σοφιανός Χρυσοστομίδης και είναι τα επίσημα όργανα της Αντιφασιστικής Πρωτοπορίας.

Έχοντας εκδόσει τρεις συλλογές διηγημάτων από το 1944 μέχρι το 1954, το 1957 γράφει σε δέκα μέρες τη νουβέλλα Νουρεντίν Μπόμπα, που εμπνέεται από την εθνικοποίηση της Διώρυγας του Σουέζ από τον Αιγύπτιο πρόεδρο Νάσερ. Ο "Μπόμπα" εκδίδεται στην Αθήνα από τον Κέδρο, κάνοντας έτσι τον Τσίρκα γνωστό στο αναγνωστικό κοινό της Ελλάδας.

Το σημαντικότερο έργο του όμως αποτελούν οι "Ακυβέρνητες Πολιτείες" (1960-1965) που απαρτίζεται από τρία μυθιστορήματα: τη "Λέσχη", την "Αριάγνη" και τη "Νυχτερίδα", τα οποία εισάγουν έναν τολμηρό και πειραματικό μοντερνισμό στο ελληνικό μυθιστόρημα.

Η έκδοση της "Λέσχης" το 1960 προκάλεσε την αντίδραση της ηγεσίας του Κ.Κ.Ε., η οποία του ζήτησε να αποκηρύξει το έργο του. Ο Τσίρκας αρνήθηκε λέγοντας "Κατέγραψα τα γεγονότα όπως ακριβώς τα έζησα. Η συνείδησή μου δεν είναι καπέλο, να την πάρω απ' το ένα καρφί να την κρεμάσω στο άλλο". Λόγω της άρνησής

Page 133: ΝΕΦ 240 - Βιογραφίες

του διαγράφηκε από το κόμμα, αλλά μετά τη διάσπαση του ΚΚΕ το 1968, προσχώρησε στο ΚΚΕ-Εσωτερικού.

Κέντρο της τριλογίας είναι τα ιστορικά και πολιτικά γεγονότα της περιόδου στη Μέση Ανατολή και στις συγκρούσεις που εξελίχθηκαν σε τρεις ακυβέρνητες πολιτείες, την Ιερουσαλήμ, το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Ο Τσίρκας θεωρούσε ολόκληρη την τριλογία ως μια προσπάθεια δικαίωσης του κινήματος του Απρίλη του 1944, κατά το οποίο ο ελληνικός στρατός στη Μέση Ανατολή ξεσηκώθηκε ενάντια στην προσπάθεια διάλυσής και ολικής υποταγής του από τα Μεταξικά στοιχεία και την αγγλική διοίκηση.

Μετά το πραξικόπημα που εδραίωσε τη Δικτατορία των συνταγματαρχών το 1967, ο Τσίρκας συμμετέχει στη "σιωπή" των λογοτεχνών και δε δημοσιεύει παρά μόνο μεταφράσεις. Όταν σταμάτησε η προληπτική λογοκρισία, συμμετείχε στην έκδοση των 18 κειμένων.

Το μυθιστόρημα "Χαμένη Άνοιξη" (1976) προοριζόταν να είναι το πρώτο μέρος μιας νέας τριλογίας. Έμελλε όμως να είναι το τελευταίο του έργο.

Η μετάφραση των "Ακυβέρνητων Πολιτειών" στα γαλλικά από την Catherine Lerouvre και τη Χρύσα Προκοπάκη το 1971 απέσπασε στο έργο το βραβείο του καλύτερου ξένου μθυιστορήματος στη Γαλλία το 1972.

Ο Τσίρκας πέθανε στο Ιπποκράτειο Νοσοκομείο στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1980 σε ηλικία 68 ετών.