tsakalogiannis europe history 1890 1991 b
DESCRIPTION
συγχρονη ευρωπαική ιστορια: απο τη βαστιλη στο τειχος του βερολινου 1789-1989TRANSCRIPT
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ..
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Από τη Βαστίλη στο τείχος του Βερολίνου
1789 - 1989
ΤΟΜΟΣ Β': 1890 - 1989
ΣΎΓΧΡΟΝΗ ..
ΕΥΡΩΠΑΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Τη ζωή τη ζούμε ατενίζοντας μπροστά, αλλά την κατανοούμε κοιτάζοντας πίσω, γράφει ο Soren ΚieΓkegaard. Σε περιόδους αβεβαιότητας, όταν το μέλλον εμφανίζεται θολό και αινιγματικό, τότε η ανάγκη προς μια επιστροφή στο παρελθόν καθίσταται πιο επιτακτική. Σε τέτοιες περιόδους «να εξερευνάς το παρελθόν σημαίνει να εργάζεσαι για το μέλλον», παρατηρεί ο Alexis de Tocqueνille.
Σχεδόν όλοι οι ιστορικοί συμφωνούν με τον Benedetto Groce ότι κάθε ιστορικό πόνημα αποτελεί σύγχρονη ιστορία, ότι δηλαδή η θεώρηση και η ερμηνεία προγενέστερων γεγονότων αναπόφευκτα γίνονται υπό το πρίσμα των πολιτικών, κοινωνικών και ιδεολογικών ρευμάτων της εποχής.
Σκοπός της μελέτης αυτής είναι να ερευνήσει και να εξετάσει το ευρωπα'ίκό γίγνεσθαι υπό το φως των κοσμο'ίστορικών εξελίξεων και αλλαγών, που συντελέστηκαν με την κατάρρευση του τείχους του Βερολίνου, την ενοποίηση της Γερμανίας και το τέλος του ψυχρού πολέμου.
ΤΟΜΟΣ Β'
Από τη Πτώση του Μπίσμαρκ στο
Τείχος του Βερολίνου 1890 -1989
Ο Πάνος Τσακαλογιάννης γεννήθηκε στην
ΑθιΊνα και σπούδασε στην Αγγλία Πολιτικι]
Κοινωνιολογία (ΒΑ), Ευρωπαίκή Ιστορία,
Ευρωπα'ίκό Εθνικισμό και Ευρωπα'ίκι] Ολο
κλήρωml (ΜΑ και Ph, D), Μετά από μια σύντομη παραμονή στο
Πανεπισt1Ίμιo Αθηνών, διετέλεσε υηί! Head
στο νεο'ίδρυθέν Ευρωπα'ίκό Ινστιτούτο Δημό
σιας Διοίκηmις στο Μάαστριχτ της Ολλανδίας
(1984-89) ως υπεύθυνος για τις εξωτερικές rY'/..έ
σεις και τις πολιτικές πτυχές της Ευρωπα'ίκής
Κοινότητας, Το 1990-93 ιΊταν συντονιστιΊς ενός
ερευνητικού προγράμματος της Vo!ks\vagen
StiftιJl1g για την ευρωπα'ίκι] ασφάλεια στη μετα
ψυχροπολεμικι] εποχή, Έχει διατελέσει επι
σκέπτης καθηγητΊΊς στα ΠανεπιστΊΊμια της
Φρανκφούρτης και του Άμστερνταμ και Guest
Scho!ar στο Bruokings InstitutiOI1, Washington
D,C,
Έχει δημοσιεύσει πληθώρα εργασιών σε
επιστημονικά περιοδικά όπως το Journa! of
Contempurary History, το Byzantine and
Mudern Greek Studies, το Journal of Common
Market Studies, το Eurupean Foreign Affairs
Reνίe\\', το Journal of Eurupean Integratiol1
κ,ά" καθώς και σε συ/λογικούς τόμους διε
θνούς κύρους, Οι πιο πρόσφατες μελέτες του
είναι The European υηίοη as a Security
CommLlIlity, Prublenls and Pruspects (Nomos,
Baden-Baden, 1996) και η Πολιτική Διάσταση
της Ευρωπαίκής Ένωmις (ΑθιΊνα, Παπαζιjmις,
1996), Αυη] την εποχή κάνει έρευνα για μια με
λέτΊΙ με θέμα The Eurupean υηίοη and the
Nationa! Question,
Διδάσκει Σύγχρονη Ευρωπα'ίκι] Ιστορία
και Εξωτερικές Σχέσεις τΊις Ε.Ε, καθώς και
Πολιτικι] Ολοκλιjρωmι σt11ν Ε.Ε, σε μεταπτυ
χιακό επίπεδο (ΜΑ) στο ηl1jμα Διεθνών και
Ευρωπαίκών Οικονομικών Σπουδών (ΔΕΟΣ)
του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών,
Στο εξώφυλλο:
Το γχρέμισμα του Τείχους του Βερολίνου,
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΤΙΛΗ
ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
1789 - 1989
© Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ Σταδίου 44, 10504 Αθήνα, τηλ. (01 ) 32 29 638 - Fax: 32 45 052
Τυπογραφική Επιμέλεια: Αλίκη Σαλίμπα Φωτοστοιχειοθεσία: Σπεντζάρη Αικατερίνη ISBN 960-08-0126-6
ΠΑΝΟΣ ΤΣΑΚΑΛΟΓΙΑΝΝΗΣ
ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΑΠΟ ΤΗ ΒΑΣΤΙΛΗ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
1789 - 1989
ΤΟΜΟΣΒ'
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ
ΣΤΟ
ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
1890 - 1989
Ι. ΣΙΔΕΡΗΣ 1997
Quand Dieu ifface, c' est qu' ίl se pripare iι icrire Jacques-Benigne Bossuet (1627-1704)
Όταν ο Θεός σβήνει, σημαίνει ότι ετοιμάζεται να γράψει
ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ ΟIΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ
ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ: 1880-1914 ......................... 11
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ: 1870-1914 ............................... 35
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΡΙΤΟ ΠΟΛΙΤΙΚΑ ΚΑΙ ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΑ ΡΕΥΜΑΤΑ: 1880-1914 ................... 65
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤΑΡΤΟ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ: 1880-1914 ........... 125
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΩΝ
ΚΑΙ Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ Α' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: 1890-1914 ........ 155
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΚΤΟ ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΙΡΗΝΗ: 1914-1922 .................... 195
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: 1914-1923 ................. 227
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΟΓΔΟΟ ΑΠΟ ΤΗ ΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΣΤΗΝ
ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ: 1923-1932 ................................. 261
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ ΦΑΣΙΣΜΟΣ - ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ ΤΗΣ
ΕΥΡΩΠΗΣ: 1929-1939 . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .301
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: 1939-1945 ............................. 349
10 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΚEΦAΛJUO ENΔEΚATO ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ: 1945-1989 . . . . . . . . . . . . . . . 389
ΕΠΙΛΟΓΟΣ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 445
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . 451
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΕΣ ΑΝΑΚΑΤΑΤΑΞΕΙΣ ΚΑΙ Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΑΝΤΙΚΤΥΠΟΣ: 1 880-1914
Η τελευταία εικοσιπενταετία του 190υ αιώνα έχει χαρακτηρισtεί ως η «μεγάλη ύφεση» της Ευρώπης. Ο όρος αυτός θέτει μία σειρά από σοβαρά προβλήματα γιατί η οικονομική «ύφεση» αυτής της περιόδου δεν έχει σχεδόν τίποτε το κοινό με τη μεγάλη παγκόσμια ύφεση ποι) ξέσπασε μετά το 1929 και η οποία κλόνισε συθέμελα το παγκόσμιο καπιταλισtικό σύσtημα, προκαλώντας τεράσtιες κοινωνικές και πολιτικές παρενέργειες σtη δεκαετία του 1930-40. Αντίθετα, η «μεγάλη ύφεση» του 1873-95 όχι μόνο δεν διασάλευσε τα θεμέλια του καπιταλισμού, αλλά συνετέλεσε σtην παγιοποίηση και «παγκοσμιοποίησή» του. Η «μεγάλη ύφεση» του 1873-95 όχι μόνο δεν οδήγησε σ' ένα κλίμα απόγνωση ς και απόρριψης του καπιταλισμού, όπως συνέβη σε μεγάλο βαθμό τη δεκαετία του 1930-40, αλλά αντίθετα σηματοδότησε τη «συμφιλίωση» μ' αυτόν μεγάλων σtρωμάτων της εργατικής τάξης, η οποία την περίοδο αυτή ενσωματώνεται σtO σύσtημα.
Η βασικότερη διαφορά ανάμεσα σtην πρώτη και τη δεύτερη «μεγάλη ύφεση», δηλαδή σ' αυτή του 1873-1895 και σ' εκείνη της δεκαετίας του 1930-40, συνίσtαται σtO ότι η πρώτη δεν προσέλαβε το δραματικό χαρακτήρα της δεύτερης1 . Αν και η κρίση αυτή είχε προβλεφθεί από τον Μαρξ, σαν μια από τις ενδογενείς κυκλικές κρίσεις του καπιταλισtικoύ συσtήματoς, που υποτίθεται ότι θα οδηγούσαν αναπόφευκτα στην κατάρρευσή του, ωσtόσO δεν προκάλεσε τον αναμενόμενο πανικό.
Πολλοί ισtoρικoί θεωρούν ότι ο όρος «ύφεση» σχετικά με την περίοδο 1873-95 ε ίναι αδόκιμος, καθώς, σtην πραγματικότητα, αν εξαιρέσει κανείς τις περιόδους 1879-83 και 1 891-95, όπου παρατηρείται κάποια σχετική πτώση σtOυς ρυθμούς ανάπτυξης, η φάση αυτή χαρακτηρίζεται από έντονη οικονομική δρασtηριότητα. Ο όρος «μεγάλη ύφε-
12 ,ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ση» χρησιμοποιήθηκε από μια βασιλική επιτροπή της Βρετανίας που συστήθηκε το 1882 για να εξετάσει τους λόγους που ευθύνονταν για την πτώση στις τιμές, τα κέρδη και τις εξαγωγές, στα οποία αποδιδόταν η αύξηση της ανεργίας. Ωστόσο, τα φαινόμενα αυτά οφείλονταν περισσότερο σε δομικές αλλαγές, κυρίως στην πτώση των τιμών των αγροτικών προ'ίόντων καθώς και στην ανάπτυξη νέων βιομηχανικών κλάδων. Οι σωρευτικές επιπτώσεις αυτών των διεργασιών, όπως θα εξετάσουμε διεξοδικότερα παρακάτω, έγιναν πιο αισθητές στη Βρετανία, η οποία ουσιαστικά, στην περίοδο αυτή, χάνει την πρωτοκαθεδρία ως η κατ' εξοχήν παγκόσμια βιομηχανική δύναμη. Αυτός ο ρόλος διεκδικείται τώρα τόσο από τη Γερμανία όσο και από τις ραγδαία ανερχόμενες Ηνωμένες Πολιτείες. Συνεπώς, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, η «μεγάλη ύφεση» του 1873-95 είχε μάλλον περιορισμένο χαρακτήρα και αφορούσε σε ορισμένους κλάδους, κυρίως τον αγροτικό, και σε παραδοσιακούς βιομηχανικούς κλάδους, όπως η υφαντουργία, οι οποίοι εξέφραζαν έντονη την αγανάκτησή τους κατά του συστήματος του οικονομικού φιλελευθερισμού το οποίο θεωρούσαν υπόλογο γι' αυτή την κρίση2.
Συνεπώς, αντί να αποτελέσει την απαρχή για τη χρεοκοπία του καπιταλιστικού συστήματος, η ύφεση του 1873- 1895 ήταν μάλλον το εφαλτήριο για την αναδιάρθρωσή του με βάση τα νέα τεχνολογικά, οικονομικά και κοινωνικά δεδομένα. Είναι ενδεικτικό ότι αυτή η φάση είναι επίσης γνωστή ως η περίοδος της δεύτερης «βιομηχανικής επανάστασης», ένας όρος που έχει χρησιμοποιηθεί έκτοτε κατά κόρο, σε σημείο που να έχει χάσει στις μέρες μας τη σημασία του.
Θα ήταν συνεπώς χρήσιμο να ξεκινήσουμε αναλύοντας πρώτα τις διεργασίες που συντελέστηκαν στη «βάση», δηλαδή στον οικονομικό, τεχνολογικό και εμπορικό τομέα, στο τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα, και κατόπιν να αναλύσουμε τις επιπτώσεις του στο «οικοδόμημα», ήτοι στην κοινωνία, την πολιτική, τον πολιτισμό και την ιδεολογία. Η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» ήταν προ'ίόν τριών αλληλοτροφοδοτούμενων παραγόντων. Ο πρώτος ήταν η ανάπτυξη νέων τεχνολογιών και η εφαρμογή νέων επιστημονικών ανακαλύψεων στην οικονομία και την παραγωγή. Όπως αναφέρθηκε και στον πρώτο τόμο αυτής
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 13
της μελέτης, η πρώτη «βιομηχανική επανάσταση» βασίστηκε κυρίως στη χειρωνακτική εργασία. Η συσχέτισή της με την επιστήμη ήταν περιορισμένη καθώς και η εισαγωγή τεχνολογικών καινοτομιών. Ο αντιπροσωπευτικός τύπος επιχειρηματία ήταν ο, χαμηλής σχετικά μόρφωσης και κοινωνικής προέλευσης, αυτοδημιούργητος που ούτε τις γνώσεις ούτε και τα κίνητρα διέθετε για τεχνολογικές καινοτομίες. Η παραγωγή στην πρώτη «βιομηχανική επανάσταση» -περίπου 1750-1830-είναι σχετικά στατική, σε σύγκριση με τη δεύτερη βιομηχανική επανάσταση που αναδύεται από τα μέσα του 190υ αιώνα. Η τελευταία χαρακτηρίζεται από μια αλληλοτροφοδοτούμενη διαλεκτική σχέση μεταξύ τεχνολογίας και επιστήμης από τη μια πλευρά και οικονομίας και παραγωγικής διαδικασίας από την άλλη.
Αυτή η εξέλιξη διαμόρφωσε νέες τεχνολογίες καθώς και νέους βιομηχανικούς κλάδους οι οποίοι σταδιακά εκτόπισαν τους παραδοσιακούς. Π.χ. το 1 867 ο Siemens ανακαλύπτει το δυναμό το οποίο αποτέλεσε βασικό στοιχείο για την ανάπτυξη της βιομηχανίας ηλεκτρικών ειδών. Ένας άλλος κλάδος, στον οποίο οι Γερμανοί διέπρεψαν, ήταν η χημική βιομηχανία και τα συνθετικά με τα οποία κατέκτησαν μια ηγεμονική θέση, παρόμοια με εκείνη που κατείχαν οι Βρετανοί στην πρώτη βιομηχανική επανάσταση. Οι αναδυόμενοι κλάδοι στα τέλη του 190υ αιώνα ήταν η χημική βιομηχανία, η χαλυβουργία, η μηχανουργία και λίγο αργότερα η αυτοκινητοβιομηχανία, η οποία έμελλε να επιφέρει επαναστατικές καινοτομίες με τεράστιες οικονομικές, γεωπολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ταυτόχρονα παρατηρείται η ανάπτυξη νέων μορφών ενέργειας, του ηλεκτρικού ρεύματος και του πετρελαίου. Ιδιαίτερα η μαζική παραγωγή αυτοκινήτων στις αρχές του 200ύ αιώνα αύξησε κάθετα τη ζήτηση για πετρέλαιο. π .χ. ενώ το 1900 η παγκόσμια παραγωγή αυτοκινήτων ήταν μόλις 9.000, από τα οποία σχεδόν τα μισά είχαν παραχθεί στις ΗΠΑ, το 1916, μόνο η Ford παρήγαγε 735.000 αυτοκίνητα.
Το παράδειγμα του αυτοκινήτου είναι τυπικό μιας ευρύτερης διεργασίας που παρατηρείται από τα τέλη του 190υ αιώνα και η οποία προσέλαβε τεράστιες διαστάσεις τον 20ό αιώνα, σχεδόν έως τις μέρες μας. Ότι δηλαδή, ενώ μία σειρά από μεγάλες καινοτομίες, όπως η επινόηση
14 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
του αυτοκινήτου ή του κινηματογράφου, είχαν ευρωπα"ίκή προέλευση, στη συγκεκριμένη περίπτωση γαλλική, η μαζική εκμετάλλευσή τους γινόταν στις ΗΠΑ. Έννοιες όπως «μαζική παραγωγή» και αργότερα «μαζική κοινωνία», που ουσιαστικά υποδηλώνουν μαζική κατανάλωση τυποποιημένων προ'ίόντων έχουν αμερικανική προέλευση. Αν και αυτά τα φαινόμενα βρήκαν ευρύτερη απήχηση στην Ευρώπη ουσιαστικά μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου, στην Αμερική κάνουν την εμφάνισή τους λίγο πριν τον Α παγκόσμιο πόλεμο.
Η μαζική παραγωγή έγινε εφικτή χάρη στην εισαγωγή νέων μεθόδων μάνατζμεντ, κυρίως την εφαρμογή του «τε'ίλορισμού» πρώτα στην αυτοκινητοβιομηχανία και αργότερα σε άλλους κλάδους, όπως η ένδυση, το έπιπλο, Κ.λπ. Ο «τε'ίλορισμός» είναι συνώνυμος με την «assembly line», δηλαδή τον κατακερματισμό της παραγωγικής διαδικασίας σε μια σειρά από επί μέρους πράξεις που εκτελεί κάθε εργάτης. Μ' αυτό τον τρόπο, δηλαδή με την ενασχόληση κάθε εργάτη με μια μόνο συγκεκριμένη πράξη, αυξανόταν κάθετα η παραγωγικότητα και το τελικό προ'ίόν ήταν πιο τυποποιημένο. Οπωσδήποτε, αυτή η διαδικασία επέφερε μεγάλες ψυχολογικές επιπτώσεις στον εργάτη, ο οποίος από δημιουργός που ήταν πριν, ως ράφτης ή επιπλοποιός κ.λπ., μετατρεπόταν τώρα σε μια απλή προέκταση της μηχανής. Ωστόσο ο «τε'ίλορισμός» είχε τεράστια απήχηση και σαγήνευσε πολλούς μοντερνιστές ή άλλους θιασώτες της μαζικής παραγωγής, συμπεριλαμβανομένου και του Λένιν, ο οποίος θεώρησε ότι αυτός ο τρόπος παραγωγής θα βοηθούσε τη Σοβιετική Ένωση να εκβιομηχανιστεί το ταχύτερο δυνατό και έτσι να καλύψει το χάσμα που τη χώριζε από τη Δύση. Ουσιαστικά, όμως, τα διάφορα «πενταετή προγράμματα» που εκπονήθηκαν επί Στάλιν και των επιγόνων του αποτελούσαν κακέκτυπα των αμερικανικών μεθόδων μαζικής παραγωγής, ιδίως του «τε·ίλορισμού».
Ο τρίτος άξονας πάνω στον οποίο βασίστηκε η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» ήταν η εντυπωσιακή ανάπτυξη των συγκοινωνιών και επικοινωνιών. Το άνοιγμα της διώρυγας του Σουέζ, η οποία άρχισε να λειτουργεί το 1869, εγκαινίασε μία νέα εποχή στην ανάληψη ή την ολοκλήρωση μεγάλων έργων, όπως η διώρυγα του Παναμά, τα οποία έδωσαν μια τεράστια ώθηση στις θαλάσσιες συγκοινωνίες. Ο χρόνος και το
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 15
κόστος μεταφοράς ανθρώπων και προ'ίόντων μειώθηκε εντυπωσιακά στις επόμενες δεκαετίες. Αυτό είχε τεράστιες επιπτώσεις -οικονομικές, εμπορικές, κοινωνικές, πολιτικές και γεωπολιτικές- με τις οποίες θα ασχοληθούμε παρακάτω. Παρόμοιες επιδράσεις είχε και η τεράστια ανάπτυξη των σιδηροδρόμων. Η διαδικασία αυτή προσέλαβε προς τα τέλη του 190υ αιώνα νέες διαστάσεις. Ενώ στις αρχές και τα μέσα του 190υ αιώνα τα σιδηροδρομικά δίκτυα κάλυπταν σχετικά μικρές αποστάσεις, κυρίως στη Βρετανία και τη Δυτικ� Ευρώπη, δηλαδή αποτελούσαν μέρος της εθνικής συγκρότησης ή τον εκσυγχρονισμό, προς στα τέλη του 190υ αιώνα η ανάπτυξη σιδηροδρομικών δικτύων προσλαμβάνει διηπειρωτικές διαστάσεις. Αυτή είναι η εποχή της γοργής ανάπτυξης του υπερσιβηρικού σιδηρόδρομου στη Ρωσία καθώς και του «transpacific» στις ΗΠΑ και τον Καναδά, ο οποίος συνδέει τον Ατλαντικό με τον Ειρηνικό.
Οπωσδήποτε η ανάληψη και εκτέλεση τέτοιων έργων υποδήλωνε την εμφάνιση στην παγκόσμια κονίστρα δυο ηπειρωτικού μεγέθους δυνάμεων, με τεράστιες δυνατότητες τις οποίες δεν είχαν οι Ευρωπαίοι. Ωστόσο, αυτό που κατείχαν οι Ευρωπαίοι, πριν το 1914, ήταν τεράστιες αποικίες στην Αφρική και την Ασία καθώς και ανώτερη τεχνολογία και διαθέσιμα κεφάλαια, τα οποία τους επέτρεπαν να θεωρούν ότι μπορούσαν κι αυτοί να αναλάβουν παρόμοιας έκτασης σιδηροδρομικά έργα. Π.χ. οι Βρετανοί σαν απώτερο στόχο, πριν το 1914, είχαν τη σιδηροδρομική σύνδεση μεταξύ του ακρωτηρίου της Καλής Ελπίδας (Cape Town) στη Νότια Αφρική με το Κάιρο και την Αλεξάνδρεια. Οι Γερμανοί, από την άλλη μεριά, προωθούσαν με μεγαλύτερο ζήλο την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής Βερολίνο - Κωνσταντινούπολη - Βαγδάτη -Περσικός Κόλπος, ο «σιδηρόδρομος της Βαγδάτης», όπως αποκαλέστηκε. Και τα δύο έργα όμως δεν συπληρώθηκαν. Η διαφρικανική σιδηροδρομική γραμμή προσέκρουσε στα γαλλικά συμφέροντα, ενώ ο σιδηρόδρομος της Βαγδάτης κυρίως στα βρετανικά και τα ρωσικά και, κατά δεύτερο λόγο, στα γαλλικά συμφέροντα. Ο τελευταίος, μάλιστα, θεωρήθηκε από ορισμένους ιστορικούς σαν μία από τις κύριες αιτίες για την έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου. Βλέπουμε λοιπόν ότι αν αυτά και άλλα παρόμοια μεγαλεπήβολα έργα δεν πραγματοποιήθηκαν,
16 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αυτό δεν οφείλεται στην έλλειψη τεχνογνωσίας ή υλικών μέσων και κεφαλαίων, αλλά σε πολιτικά εμπόδια, κυρίως στο ότι προσέκρουσαν στις αντιδράσεις των άλλων ευρωπα'ίκών χωρών που θεωρούσαν ότι κάτι παρόμοιο θα διατάρασσε την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη.
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι η μόνη δύναμη που μπορούσε να αναλάβει παρόμοια μεγαλόπνοα έργα χωρίς να αντιμετωπίζει και παρόμοια πολιτικά προσκόμματα ήταν οι Ηνωμένες Πολιτείες. Ακόμα και η Ρωσία βρέθηκε αντιμέτωπη στην Άπω Ανατολή με τη γοργά αναπτυσσόμενη Ιαπωνία. Η ήττα της Ρωσίας από την Ιαπωνία στο ρωσο'ίαπωνικό πόλεμο του 1904-5 ουσιαστικά έθετε φραγμούς στη ρωσική διείσδυση στην ανατολική Ασία. Αντίθετα, οι ΗΠΑ, έχοντας υποτάξει τους ιθαγενείς Ινδιάνους, είχαν απεριόριστες δυνατότητες διείσδυσης στην κατάκτηση της «άγριας Δύσης». Μόνο φυσικά εμπόδια μπορούσαν να επιβραδύνουν αυτή την πορεία. Ίσως θα ήταν ωφέλιμο να προσθέταμε εδώ ότι αυτή η φάση σηματοδοτεί την πλήρη εξάρθρωση της αντίστασης των Ινδιάνων, οι οποίοι είχαν κάπως ανακάμψει στη διάρκεια του αμερικανικού εμφύλιου πολέμου ( 1864-68). Την επόμενη εικοσαετία οι διάφορες φυλές των Ινδιάνων συντρίβονται η μία μετά την άλλη. Η τελευταία αντίσταση των Ινδιάνων ήταν το 1890 στη μάχη στο Wounded Κnee (Τραυματισμένο Γόνατο). Η φυσική εξόντωση των Ινδιάνων αποτελεί τη μελανότερη σελίδα, όχι μόνο στην αμερικανική αλλά και στην παγκόσμια ιστορία. Οπωσδήποτε εδώ δεν είναι ο κατάλληλος χώρος για να ασχοληθούμε μ' αυτό το θλιβερό επεισόδιο3. Αυτό που έχει σημασία για το σκοπό της παρούσας μελέτης είναι ότι η νέα πιο επιθετική πολιτική που υιοθετήθηκε από τους λευκούς κατά των Ινδιάνων στις ΗΠΑ, μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου, υπαγορευόταν σε μεγάλο βαθμό από οικονομικά κριτήρια και πρωτίστως από την επιθυμία των λευκών να «ξεκαθαρίσουν» από τους Ινδιάνους αυτή την τεράστια έκταση μεταξύ της κεντρικής και δυτικής ζώνης των ΗΠΑ, για να δημιουργηθεί απρόσκοπτα το σιδηροδρομικό δίκτυο που θα ένωνε την ανατολική με τη δυτική ακτή.
Συνεπώς σωστά θεωρείται αυτή η περίοδος, μετά το 1870, ως η φάση στην οποία τέθηκαν τα θεμέλια για την ανάδειξη των ΗΠΑ σε υπερδύναμη. Ωστόσο, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι αυτό δεν οφειλό-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 17
ταν μόνο σε οικονομικούς λόγους, δηλαδή στην εντυπωσιακή βιομηχανική ανάπτυξη των ΗΠΑ, αλλά και σε πολιτικούς, κυρίως στο ότι, σε αντίθεση με τις άλλες δυνάμεις, οι ΗΠΑ είχαν το μοναδικό προνόμιο να επιβάλουν τον πλήρη έλεγχό τους σε μια τεράστια έκταση στη Βόρεια Αμερική . Εκτός από τη συντριβή των Ινδιάνων, οι Αμερικανοί προσαρτούν από το ανίσχυρο Μεξικό την περιοχή του Τέξας, η έκταση του οποίου ε ίναι περίπου η ίδια με της Γαλλίας. Η τελευταία πράξη παίχτηκε στο τέλος του αιώνα με τον ισπανοαμερικανικό πόλεμο με τον οποίο η Ισπανία αναγκάστηκε να εγκαταλείψει και τα τελευταία ερείσματά της στην Αμερική, μεταξύ των οποίων ήταν και η Φλόριντα. Ακριβώς σ' αυτές τις φάσεις της εθνικής έξαρσης, που κύριο χαρακτηριστικό της είναι η επιβολή μιας εθνικής ομάδας πάνω στις άλλες, διαμορφώνεται και η εθνική ιδεολογία, με τη μορφή της «ιστορικής αποστολής», δηλαδή του ιστορικού ρόλου που υποτίθεται ότι καλείται να εκπληρώσει το έθνος εν ονόματι μιας υπερβατικής δύναμης. Είτε αυτό αυτοονομάζεται το «εκλεκτό έθνος του Θεού», όπως στην περίπτωση της Αγγλίας το 160-170 αιώνα4, ή «Manifest Destiny» (Δύναμη του Πεπρωμένου) όπως στην περίπτωση των ΗΠΑ, είτε πρόκειται για παραλλαγές αυτών στη Ρωσία, τη Γερμανία και αλλού, το μήνυμα είναι παντού το ίδιο, δηλαδή ο προεξέχων ιστορικός ρόλος μιας εθνικής ομάδας σε σχέση με τις άλλες. Ακόμα και η «άθεη» Γαλλία της πρώτης επαναστατικής περιόδου διεκδικεί αυτό τον ιστορικό ρόλο με τη μορφή της «εκπολιτιστικής αποστολής» που επωμίζονται οι επαναστάτες στο όνομα των ιδεών των διαφωτιστών τις οποίες πίστευαν ότι εκπροσωπούν.
Οι διεργασίες αυτές στις ΗΠΑ και τη Ρωσία τις τελευταίες δεκαετίες του 190υ αιώνα αποτελούν προσπάθειες για τη συγκρότηση έθνουςκράτους ανάλογα με εκείνα στη δυτική και κεντρική Ευρώπη. Κύρια χαρακτηριστικά αυτής της διαδικασίας είναι ο εκσυγχρονισμός του συγκοινωνιακού δικτύου και των επικοινωνιών, ως βασική προϋπόθεση για τη δημιουργία μιας «εσωτερικής αγοράς» και τη συγκέντρωση εξουσιών σε ένα «εθνικό κέντρο». Προϋπόθεση για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η διαμόρφωση μιας εθνικής κουλτούρας, κάτι το οποίο ενίοτε σημαίνει την περιθωριοποίηση, αν όχι την εξαφάνιση, άλλων πολιτισμικών ομάδων οι οποίες έχουν την ατυχία να βρίσκονται
18 ΣΥΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
στο δρόμο αυτής της διαδικασίας του εθνικού «εκσυγχρονισμού», όπως οι Ιρλανδοί, οι Σκοτσέζοι και οι Ουαλοί το 170 αιώνα στη Βρετανία, οι Brettons στη Γαλλία, τη μετεπαναστατική περίοδο, οι Σλάβοι στην κεντρική Ευρώπη το 190 αιώνα, οι διάφορες ασιατικές φυλές στη Ρωσία και οι Ινδιάνοι στην Αμερική την ίδια περίοδο.
Ίσως δεν είναι τυχαίο ότι οι ευρύτερες πολιτικές επιπτώσεις αυτών των διεργασιών, κυρίως οι επιδράσεις τους στο συσχετισμό δυνάμεως μεταξύ των κρατών, δεν έγιναν άμεσα κατανοητές. Με εξαίρεση ορισμένους, ελάχιστους, διορατικούς διανοητές που μπόρεσαν να κατανοήσουν τις απώτερες επιπτώσεις αυτών των διεργασιών, η συντριπτική πλειονότητα των ανθρώπων γεύονταν τις θετικές αλλά και αρνητικές επιδράσεις της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης». Η εντυπωσιακή ανάπτυξη της τεχνολογίας στα μέσα παραγωγής και της οργάνωσης της παραγωγικής διαδικασίας, σε συνδυασμό με την ανάπτυξη στις συγκοινωνίες και επικοινωνίες, σωρευτικά επέφεραν επαναστατικές αλλαγές τόσο στις οικονομικές όσο και στις κοινωνικές συνθήκες στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη των χερσαίων και θαλάσσιων συγκοινωνιών, η υποβρύχια καλωδιακή σύνδεση των ωκεανών, η εμφάνιση πρώτα του αυτοκινήτου και λίγο αργότερα του αεροπλάνου, όλα αυτά σηματοδοτούσαν τη συρρίκνωση των αποστάσεων και την απαρχή της δημιουργίας ενός «παγκόσμιου χωριού», όπως ονομάστηκε αργότερα αυτή η διαδικασία παγκοσμιοποίησης.
Αυτό συνετέλεσε στη διαμόρφωση ενός νέου κλίματος, ενός διαφορετικού και πρωτόγνωρου τρόπου ζωής και σκέψης στην Ευρώπη. Αυτή η φάση σηματοδοτεί την εποχή του μοντερνισμού, της μαζικής κοινωνίας, της πίστης στην ανθρώπινη πρόοδο και στις σχεδόν απεριόριστες δυνατότητες της επιστήμης να επιλύσει οποιοδήποτε πρόβλημα, οικονομικό, κοινωνικό ή πολιτικό. Σηματοδοτεί μία εποχή εφησυχασμού κατά την οποία αρχίζουν να επικρατούν δοξασίες περί αέναης προόδου, περί του «τέλους της Ιστορίας» και περί της διαμόρφωσης ενός πλαισίου παγκόσμιας ειρήνης που θα στηριζόταν στην οικονομική αλληλεξάρτηση και την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας. Η επιστήμη, η οικονομική ανάπτυξη και αλληλεξάρτηση, η σωστή εκπαίδευση καθώς και η εντυπωσιακή εξέλιξη των μέσων επικοινωνίας, όλα αυτά
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 19
προσέφεραν τις προϋποθέσεις για την πλήρη εξαφάνιση όχι μόνο της ανέχειας, της αρρώστιας, του ανθρώπινου πόνου και της δυστυχίας, αλλά και την εξάλειψη του μίσους, της μισαλλοδοξίας και των πολέμων, καθώς τα αίτια που τα προκαλούσαν θα είχαν πλέον εκλείψει. Μ' άλλα λόγια, αυτή η περίοδος σηματοδοτεί το θρίαμβο του «οικονομικού ανθρώπου», του h,omo economicus, ή της «κοινωνιολογίας της οικονομίας», όπως τη χαρακτήρισε ο Raymond Aron. Επίσης είναι η εποχή των ειρηνιστικών ρευμάτων στα οποία πρωτεύοντα ρόλο παίζουν οι σοσιαλιστές, οι συνδικαλιστές καθώς και οι φιλελεύθεροι και οι ριζοσπάστες αστοί. Τις παραμονές του Α' παγκοσμίου πολέμου τα ρεύματα αυτά είχαν αποκτήσει τόσο μεγάλη απήχηση και η πίστη στην οικονομία είχε εμπεδωθεί τόσο βαθιά που, όπως θα εξετάσουμε σε επόμενο κεφάλαιο, ένας ευρωπα"ίκός πόλεμος θεωρείτο αδιανόητος. Με άλλα λόγια είχε δημιουργηθεί ένα σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των προσδοκιών και της πραγματικής κατάστασης στην Ευρώπη η οποία, παρά την πρωτοφανή οικονομική, κοινωνική και τεχνολογική ανάπτυξη, όχι μόνο δεν είχε επιλύσει το πρόβλημα του πολέμου, αλλά το είχε καταστήσει πιο ορατό. Το πώς συνέβη αυτό αποτελεί ένα τεράστιο ερώτημα που έχει απασχολήσει όχι μόνο ιστορικούς αλλά και ψυχαναλυτές, όπως ο Φρόιντ και ο Γιουνγκ, φιλόσοφους και άλλους στοχαστές. Το θέμα αυτό στις μέρες μας έχει κολοσσιαία σημασία, όχι απλώς ακαδημα·ίκή, καθώς η εποχή που αναλύουμε παρουσιάζει ορισμένες εντυπωσιακές ομοιότητες με τη σημερινή, κυρίως μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου και το τέλος του ψυχρού πολέμου. Αυτές οι εξελίξεις πιστεύεται ότι έχουν δημιουργήσει τις συνθήκες για την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και την εμπέδωση του οράματος για παγκόσμια ειρήνη και ευημερία, πάνω στα ίχνη εκείνου που παρατηρούμε πριν έναν αιώνα στην Ευρώπη. Συνεπώς έχει ιδιαίτερη σημασία να αναλύσουμε πιο διεξοδικά τις διεργασίες που οδήγησαν στη δημιουργία του «ευρωπα·ίκού ονείρου» στα τέλη του 190υ αιώνα καθώς και τους λόγους που προκάλεσαν την κατάρρευσή του το 1914.
Ένας αρκετά δόκιμος τρόπος για την κατανόηση ενός τόσο πολύπλοκου και αμφισβητούμενου προβλήματος είναι μια διεξοδικότερη ανάλυση των επιπτώσεων στον ευρωπα·ίκό χώρο της «μεγάλης ύφεσης»
20 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
και της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης» το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα. Όπως ήδη αναφέρθηκε παραπάνω, ο όρος «μεγάλη ύφεση» έχει βρετανική προέλευση, ενώ ο δεύτερος όρος βρήκε μεγαλύτερη απήχηση στη Γερμανία, όπως και στην Αμερική. Αυτό δεν είναι τυχαίο. Και οι δυο διεργασίες -η ύφεση και οι δομικές αλλαγές στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής σε τέτοιο βαθμό που να δικαιολογούν τον όρο «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση»- συνέπεσαν, ή μάλλον ήταν αλληλένδετες. Η οικονομική «ύφεση» ουσιαστικά προερχόταν από τις παρενέργειες της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης», από τις διαρθρωτικές αλλαγές που αυτή προκαλούσε.
Μία βασική επίπτωσή της ήταν η πτώση των τιμών των αγροτικών προ'ίόντων -και κατά συνέπεια του αγροτικού εισοδήματος- στην Ευρώπη. Αυτή η εντυπωσιακή μείωση των τιμών των αγροτικών προ'ίόντων οφειλόταν σε πολλούς παράγοντες από τους οποίους δύο προεξέχουν. Ο ένας είναι η σταδιακή εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην αγροτική παραγωγή, κυρίως γεωργικών μηχανών, χημικών λιπασμάτων και σύγχρονων μεθόδων οργάνωσης της γεωργικής παραγωγής ο άλλος έχει να κάνει με το άνοιγμα νέων προμηθευτών αγροτικών προ'ίόντων από τη Βόρεια και Νότια Αμερική, κυρίως την Αργεντινή, από την Αυστραλία, ακόμα και από τη Ρωσία. Η μείωση στο κόστος μεταφοράς, σαν αποτέλεσμα της ραγδαίας ανάπτυξης των χερσαίων και θαλάσσιων συγκοινωνιών, καθώς και οι τεράστιες διαθέσιμες για αγροτική καλλιέργεια εκτάσεις σ' αυτές τις χώρες, οι οποίες σημειωτέον είχαν κατά κανόνα ευρωπα'ίκούς πληθυσμούς, συνέτειναν στην ενσωμάτωσή τους στην ευρωπα'ίκή οικονομία. Τόσο για λόγους οικονομικούς όσο και για πολιτιστικούς ήταν δύσκολο να αποκλειστούν τα κατά πολύ φθηνότερα αγροτικά προ"ίόντα (όπως το βαμβάκι, τα σιτηρά, τα κρέατα κ.λπ.) των χωρών αυτών από τις ευρωπα'ίκές αγορές, παρά τις έντονες και ενίοτε βίαιες αντιδράσεις των Ευρωπαίων αγροτών και παραγωγών που υφίσταντο τις αρνητικές συνέπειες αυτής της εξέλιξης.
Συνεπώς η υπερπαραγωγή αγροτικών προ"ίόντων στην Ευρώπη σε συνδυασμό με την «εισβολή» φθηνών προ'ίόντων από υπερπόντιες αγορές προκάλεσαν μία τεράστια κρίση προς τα τέλη του 190υ αιώνα, που κύριο χαρακτηριστικό της ήταν η κάθετη μείωση των αγροτικών τιμών
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 21
σε Γαλλία, Βρετανία, Γερμανία, Ολλανδία, Δανία κ.λπ. Αν και αυτή έχει χαρακτηριστεί ως «αγροτική κρίση», οι ευρύτερες επιπτώσεις της, όπως θα δούμε παρακάτω -οικονομικές, κοινωνικές, πολιτικές, πολιτισμικές, ιδεολογικές και διεθνείς- ήταν καταλυτικές. Όπως είπαμε παραπάνω, αυτή η περίοδος -δηλαδή το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα- σηματοδοτεί την απαρχή της «παγκοσμιοποίησης» της οικονομίας, που κύρια χαρακτηριστικά της ήταν η ραγδαία δημιουργία νέων μέσων παραγωγής και η ανάπτυξη σε παγκόσμια κλίμακα των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, που με τη σειρά τους διευκόλυναν τη διακίνηση ανθρώπων, ιδεών αλλά και προ·ίόντων στα τέσσερα σημεία του πλανήτη.
Για τους θιασώτες του Cobden και της Σχολής του Μάντσεστερ, δηλαδή για τους ενστερνιστές του lαisser fαire, αυτές οι οικονομικές διεργασίες ήταν ευπρόσδεκτες καθώς σηματοδοτούσαν την επικράτηση των αρχών του ελεύθερου εμπορίου, και κατά προέκταση την εμπέδωση της ειρήνης σε παγκόσμιο επίπεδο. Γι' αυτούς, η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας ήταν μια λογική συνέπεια της ελεύθερης αγοράς, η οποία θα προήγε την οικονομική ανάπτυξη, την ευημερία των λαών και την καλύτερη κατανόηση των προβλημάτων που αυτοί αντιμετώπιζαν - οικονομικά, κοινωνικά, πολιτικά και πολιτισμικά. Με άλλα λόγια, η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης αποτελούσε τη δικαίωση των ιδεών του Adam Smith, του homo economicus και του ορθού λόγου. Δεν είναι τυχαίο, συνεπώς, ότι την περίοδο αυτή, και έως το 1914, επικρατεί ένα ιδεολογικό κλίμα που τονίζει τις ευεργετικές επιπτώσεις αυτών των διεργασιών για την ειρήνη στην Ευρώπη. Είναι η εποχή της σχεδόν απόλυτης επικράτησης του επιστημονισμού, της πίστης στην πρόοδο και στις αστείρευτες ανθρώπινες δυνατότητες. Είναι η εποχή κατά την οποία ευδοκιμούν δοξασίες, όπως το τέλος της πολιτικής και των συγκρούσεων, σε εθνικό και ακόμα περισσότερο σε διακρατικό επίπεδο. Αυτά θεωρούνται τώρα σαν απομεινάρια μιας άλλης εποχής, τότε που ο άνθρωπος ήταν δέσμιος των πάθων του, του σκοταδισμού και της ανέχειας, που τώρα πιστεύεται ότι ανήκουν στο παρελθόν. Με την αμοιβαία κατανόηση, την οικονομική αλληλεξάρτηση και τις τεράστιες δυνατότητες που προσφέρουν η τεχνολογία και η επιστήμη, δεν υπήρχε
22 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πρόβλημα που θα εμπόδιζε την πορεία προς την εμπέδωση της παγκόσμιας ευημερίας και ειρήνης. Αυτό το όραμα διατυπώνεται από διάφορους διανοητές της εποχής εκείνης, οι οποίοι εκπροσωπούν σχεδόν όλο το πολιτικό φάσμα. Όπως θα δούμε και παρακάτω, τα κείμενα που απέκτησαν τεράστια δημοτικότητα εκείνη την εποχή, καλλιεργούσαν ένα κλίμα μεγάλων προσδοκιών και εφησυχασμού και έναν ευδαιμονισμό που τελικά, το 1914, αποδείχθηκε ότι λίγο ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, η οποία ήταν πολύ πιο σύνθετη και επιδεχόταν διαφορετικές προσεγγίσεις και ερμηνείες.
Ουσιαστικά αυτή είναι η εποχή των μεγάλων αντιθέσεων μεταξύ του ιδεατού και του εφικτού, μεταξύ ενός ευρωπα'ίκού ονείρου που σαγήνευε σχεδόν όλες τις ιθύνουσες τάξεις και τους φορείς τους -δημοσιογράφους, συγγραφείς, αναλυτές- από τη μια πλευρά, και ενός εφιάλτη από την άλλη, ο οποίος αν και λιγότερο ορατός παραμόνευε στο σκοτάδι περιμένοντας καρτερικά τη στιγμή που θα έκανε αισθητή την παρουσία του. Όπως παρατηρούσε και ο Τσώρτσιλ μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, στην Ευρώπη, πριν το 1914, υπήρχαν δυο διαφορετικοί κόσμοι. Ο ένας ήταν ο πραγματικός κόσμος, με τις καθημερινές δραστηριότητές του και τους κοσμοπολίτικους στόχους του. Ωστόσο, «κάτω από την επιφάνεια» ελλόχευε ο άλλος, υποθετικός κόσμος, ένας κόσμος που τη μια στιγμή φαινόταν εντελώς φανταστικός και την επόμενη στιγμή έτοιμος να ξεπεταχτεί στην επιφάνεια - «ένας κόσμος τερατόμορφων σκιών που κινούνταν σπασμωδικά και άχρωμα μέσα από μονοπάτια που οδηγούσαν σε μία απύθμενη καταστροφή». Με άλλα λόγια, το όνειρο και ο εφιάλτης συνυπήρχαν, παρά το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι προτιμούσαν να βλέπουν μόνο τη μία όψη του νομίσματος.
* * *
Για να κατανοήσουμε καλύτερα αυτές τις αλληλοσυγκρουόμενες και αντιφατικές διεργασίες στην Ευρώπη την περίοδο που εξετάζουμε, θα πρέπει να ασχοληθούμε διεξοδικότερα με τις οικονομικές, εμπορικές και βιομηχανικές εξελίξεις και τις πολιτικές τους επιπτώσεις.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η ραγδαία οικονομική, τεχνολογική και εμπορική ανάπτυξη μετά το 1870 καθώς και η «παγκοσμιοποίηση»
ΑΏΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 23
της αγοράς που αυτή η ανάπτυξη συνεπαγόταν, χαιρετίσθηκαν με ιδιαίτερη ικανοποίηση στη Βρετανία, για λόγους ιδεολογικούς -η παγκόσμια επικράτηση του laisseι-faire- αλλά και για πολιτικούς και οικονομικούς, αφού η Βρετανία εξακολουθούσε να θεωρείται «το παγκόσμιο εργαστήρι», δηλαδή η δεσπόζουσα παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, και ήταν επόμενο να αναμένει τα μεγαλύτερα οφέλη από το άνοιγμα νέων αγορών και από τη διεύρυνση και εμβάθυνση του διεθνούς εμπορίου. Δηλαδή, θεωρούσε δεδομένο ότι, στο διεθνή καταμερισμό εργασίας, η Βρετανία θα διατηρούσε την προνομιακή θέση που είχε κατοχυρώσει για τον εαυτό της μετά το 1815 ως η κατ' εξοχήν βιομηχανική δύναμη γύρω από την οποία θα οργανωνόταν το παγκόσμιο οικονομικό σύστημα. Η «παγκοσμιοποίηση» της αγοράς, κυρίως με την προσφορά φτηνών πρώτων υλών και αγροτικών προ'ίόντων, της προσέφερε μια σειρά από σημαντικά πλεονεκτήματα, όπως φτηνά τρόφιμα, που θα βοηθούσαν στη συμπίεση των μισθών και του πληθωρισμού και κατ' επέκταση στη μείωση του κόστους παραγωγής. Ταυτόχρονα η ενσωμάτωση υπερπόντιων χωρών στη διεθνή οικονομία θα άνοιγε νέες αγορές και ευκαιρίες για τις βρετανικές εξαγωγές βιομηχανικών πρσ"ίόντων καθώς και για επενδύσεις σ' αυτές τις «παρθένες» αγορές. Συνεπώς όλα συναινούσαν στην ενίσχυση της εντύπωσης ότι η παγκοσμιοποίηση της αγοράς αν μη τι άλλο θα εδραίωνε ακόμα περισσότερο την προνομιακή θέση της Βρετανίας καθώς αυτή θα είχε τη δυνατότητα να προσαρμόσει την παγκόσμια οικονομία στις ανάγκες και προτεραιότητές της. Με άλλα λόγια η παγκόσμια οικονομία θα μπορούσε να αποτελέσει αναπόσπαστο συστατικό της Fax Brίtannica . Αυτό στην πράξη σήμαινε ότι οι άλλες χώρες θα δέχονταν να παραμείνουν οικονομικά και βιομηχανικά υποδεέστερες, δηλαδή να αποτελούν συστατικά ενός βρετανοκεντρικού συστήματος.
Η διατήρηση των άλλων δυνάμεων, κυρίως των υπερπόντιων, στο ρόλο των προμηθευτών πρώτων υλών και τροφίμων θεωρείτο από τους Βρετανούς σχεδόν σαν δεδομένη. Δεν είναι τυχαίο Π.χ. ότι η βρετανική κυβέρνηση τάχθηκε με το μέρος των Νοτίων στον αμερικανικό εμφύλιο πόλεμο, παρά το γεγονός ότι οι Νότιοι υπεράσπιζαν το καθεστώς της δουλοπαροικίας. Ωστόσο οι νότιες πολιτείες των ΗΠΑ ήταν κατ' εξο-
24 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
χήν αγροτικές, με κύριο προ'ίόν το βαμβάκι, ένα μεγάλο μέρος του οποίου εξαγόταν στη Βρετανία σαν πρώτη ύλη. Αντίθετα, οι βόρειες πολιτείες ήταν βιομηχανικά πιο ανεπτυγμένες και φιλοδοξούσαν να καταστήσουν τις ΗΠΑ μία μεγάλη βιομηχανική δύναμη, κάτι που έγινε εφικτό μετά το τέλος του εμφυλίου πολέμου.
Να συνοψίσουμε, η φάση της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας ήταν επακόλουθο τόσο της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης» όσο και πολιτικών διεργασιών σε μία σειρά από χώρες. Αυτές υπέσκαπταν το διακανονισμό στην Ευρώπη -πολιτικό και οικονομικό- που είχε επιβάλει η Βρετανία το 1815. Στον πολιτικό τομέα, η δεκαετία του 1860-70 σηματοδοτεί το μετασχηματισμό της Ρωσίας, με μια σειρά από μεταρρυθμίσεις που αναφέρθηκαν στον πρώτο τόμο. Ακόμα σημαντικότερες όμως ήταν οι πολιτικές αλλαγές που επέφεραν ο αμερικανικός εμφύλιος πόλεμος ( 1864-68) και η πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας και σε μικρότερο βαθμό της Ιταλίας. Την ίδια εποχή παρόμοιες διαδικασίες εθνικής ενοποίησης και εκσυγχρονισμού δρομολογούνταν στη μακρινή Ιαπωνία με την άνοδο στο θρόνο της Δυναστείας των Meiji, το 1867, που έθεσε τέρμα στο φεουδαρχικό �στημα των shogun των Tokugawa. Μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα η Ιαπωνία καθίσταται μια μεγάλη οικονομική αλλά και στρατιωτική δύναμη που οι «δυτικές» δυνάμεις δεν μπορούσαν πλέον να αγνοήσουν, ή, ακόμα χειρότερο, να υποτιμήσουν, κάτι που έμαθαν με πολύ επώδυνο τρόπο οι Ρώσοι το 1905, με την ταπεινωτική ήττα τους από τους «υπανάπτυκτους Ασιάτες» .
Συνεπώς η «παγκοσμιοποίηση» της οικονομίας συμβάδιζε με την παγκοσμιοποίηση της πολιτικής, δηλαδή με την ανάδυση νέων δυνάμεων τόσο στην ηπειρωτική Ευρώπη όσο και στην Αμερική και την Ασία. Αυτές οι κοσμο'ίστορικής σημασίας διεργασίες ήταν επόμενο να οδηγήσουν στην περιθωριοποίηση της Ευρώπης, πολύ περισσότερο καθώς η Ευρώπη πολιτικά ήταν κατακερματισμένη. Όπως θα δούμε παρακάτω, αυτός ο πολιτικός κατακερματισμός και οι ασυμβίβαστες πολιτικές φιλοδοξίες οδήγησαν τελικά την Ευρώπη στην καταστροφή το 1914. Ωστόσο οι περισσότεροι Ευρωπαίοι έτειναν να αγνοούν τις εκρηκτικές διαστάσεις αυτού του προβλήματος και να τονίζουν, σε υπερβολικό βαθμό, όπως αποδείχθηκε αργότερα, τις κοινές πολιτισμικές καταβο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 25
λές τους και την ύπαρξη ενός ευρωπα'ίκού «πολιτισμικού προτύπου» το οποίο υποτίθεται θα τιθασεύσει τις επιθετικές ροπές των κυβερνήσεών τους. Αυτό που έχει σημασία να τονιστεί εδώ είναι ότι η εμφάνιση στην παγκόσμια σκηνή μη ευρωπα'ίκών δυνάμεων, όπως οι ΗΠΑ, η Ιαπωνία και η Ρωσία που λίγοι θεωρούσαν ως ευρωπα'ίκή χώρα, λειτουργούσε συσπειρωτικά και βοηθούσε στο να προσδίδεται μεγαλύτερη σημασία στο ευρωπα'ίκό πρότυπο, δηλαδή σε ό,τι ένωνε τους Ευρωπαίους, σε αντιδιαστολή με άλλους πολιτισμούς, κυρίως τους Ασιάτες. Εκφράσεις όπως «ασιατικός δεσποτισμός» ή «πρόκληση της Ανατολής» ή και η πιο ρατσιστική «κίτρινος κίνδυνος» ακούγονται όλο και πιο συχνά, την περίοδο αυτή.
Βέβαια, για τον ιστορικό, εκείνο που μπορεί να διακρίνει σ' αυτές τις εκφράσεις είναι μια αδυναμία των Ευρωπαίων να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Από τα τέλη του 190υ αιώνα είναι σαφές ότι το πλαίσιο που είχε επιβληθεί στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 είχε αρχίσει να υποχωρεί και η πλήρης κατάρρευσή του ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Θα πρέπει να θυμηθούμε εδώ τον ευρωκεντρικό χαρακτήρα του Συνεδρίου της Βιέννης. Ακόμα και η μεγάλη τότε Οθωμανική Αυτοκρατορία αποκλείστηκε από αυτό, λόγω θρησκευτικών προκαταλήψεων, ενώ άλλα ευρωπα'ίκά κράτη ελάσσονος σημασίας είχαν συμμετάσχει. Επίσης ο ευρωκεντρικός χαρακτήρας του διεθνούς συστήματος της εποχής εκείνης φαίνεται και από το ότι ο σημαντικότερος συλλογικός φορέας για τη διατήρηση της ειρήνης θεωρείτο ότι ήταν το «Συνέδριο της Ευρώπης» (Concert of Europe). Το ότι το όργανο αυτό τελικά αποδείχθηκε ανίκανο να διατηρήσει την ειρήνη στην Ευρώπη οφειλόταν στις ενδογενείς αδυναμίες και αντιπαραθέσεις των μεγάλων ευρωπα'ίκών δυνάμεων, οι οποίες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τη διασφάλιση των δικών τους συμφερόντων παρά για την προαγωγή ενός συλλογικού ευρωπα'ίκού στόχου. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Bismarck, στην «Ευρώπη» συνήθως προσέφευγαν όσοι ήθελαν να πετύχουν κάτι που ήταν δύσκολο να διεκδικήσουν στο όνομα της χώρας τους, ενώ ο Βρετανός πρωθυπουργός, λόρδος Salisbury, χαρακτήριζε την ευρωπα'ίκή ιδέα μια «φαντασίωση»5. Το γεγονός ότι επιφανείς Ευρωπαίοι πολιτικοί εκφράζονταν τόσο κυνικά για τις προοπτικές μιας ενιαίας Ευρώπης, οφειλό-
26 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ταν κυρίως στο ότι είχαν επίγνωση των σοβαρών ενδογενών προβλημάτων της ηπείρου.
Το θέμα αυτό έχει τεράστια σημασία καθώς η διατήρηση της λεπτής ισορροπίας στην Ευρώπη εξαρτιόταν, όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο, από την ικανότητα των μεγάλων ευρωπα'ίκών δυνάμεων, και πρωτίστως της Βρετανίας και της ανερχόμενης πολιτικά και οικονομικά Γερμανίας, να εξισορροπήσουν τις σχέσεις και τα συμφέροντά τους. Ουσιαστικά η έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου οφείλεται σε πολύ μεγάλο βαθμό στην αποτυχία αυτής της προσπάθειας, η οποία προκάλεσε ολέθριες συνέπειες στη γηραιά ήπειρο. Θα ήταν συνεπώς σκόπιμο να εξετάσουμε τους βαθύτερους λόγους που οδήγησαν τις δυο χώρες σε αναμέτρηση.
Όπως ήδη αναφέρθηκε στον πρώτο τόμο, η ενοποίηση της Γερμανίας και η ήττα της Γαλλίας το 1870 από την Πρωσία ε ίχαν μεταβάλει ριζικά τον πολιτικό χάρτη της Ευρώπης. Η Βρετανία, όπως και οι άλλες δυνάμεις, ανήμπορες να παρέμβουν σ' αυτές τις εξελίξεις, αντέδρασαν μάλλον αμήχανα και με ανάμικτα συναισθήματα. Οπωσδήποτε η ύπαρξη μιας πανίσχυρης στρατιωτικά Γερμανίας στην καρδιά της Ευρώπης δυσκόλευε σημαντικά την παραδοσιακή ευρωπα'ίκή πολιτική του Λονδίνου που αποσκοπούσε στην αποτροπή μιας ηπειρωτικής «υπερδύναμης», όπως ήταν η Ισπανία το 170 αιώνα και η Γαλλία έως το 1815 . Ωστόσο οι οξείες αντιπαραθέσεις των Βρετανών με τη Ρωσία στην Ασία και την Εγγύς Ανατολή τους έκανε να τρέφουν ελπίδες ότι μία ισχυρή Γερμανία θα μπορούσε να αποτελέσει ανάχωμα στη «ρωσική πρόκληση». Η ύπαρξη τόσο στενών πολιτισμικών δεσμών μεταξύ των δύο γερμανικών φυλών, οι δεσμοί αίματος, που ένωναν τους βασιλικούς οίκους της Βρετανίας και της Γερμανίας, οι θρησκευτικές ακόμα και γλωσσικές συγγένειες, καθώς και οι στενές οικονομικές σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών, (όλα αυτά) συνηγορούσαν στο ότι οι δυο αυτές δυνάμεις είχαν κάθε λόγο να επιδιώκουν αγαθές σχέσεις για να παίξουν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη. Πώς λοιπόν εξηγείται ο ανταγωνισμός μεταξύ τους, ο οποίος τελικά τις οδήγησε σε πλήρη ρήξη; Αποτελούσε αυτή η εξέλιξη μοιραία παρεξήγηση, ένα κολοσσιαίο λάθος, ή ήταν κάτι το αναπόφευκτο; Ποιος φέρει την κύρια ευθύνη γι'
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 27
αυτή τη σύγκρουση; Αυτά και πολλά άλλα παρόμοια ερωτήματα εξακολουθούν να απασχολούν τους ιστορικούς.
Για να δώσει κανείς ικανοποιητικές απαντήσεις σ' αυτά τα ερωτήματα θα πρέπει να ανατρέξει στις οικονομικές διεργασίες στο τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα. Ενώ η πρώτη βιομηχανική επανάσταση ήταν ουσιαστικά βρετανική υπόθεση, η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» , έναν περίπου αιώνα αργότερα, είχε ένα σαφή γερμανικό χαρακτήρα. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, ενώ η πρώτη βιομηχανική επανάσταση εξέφραζε τον εθνικό χαρακτήρα των Βρετανών, η δεύτερη αντικατόπτριζε εκείνο των Γερμανών. Ενώ η πρώτη στηρίχτηκε στον αυτοδημιούργητο επιχειρηματία που συνήθως προερχόταν από τα λα'ίκά κοινωνικά στρώματα, με χαμηλό εκπαιδευτικό επίπεδο αλλά μεγάλη πίστη στις ικανότητές του και στις δικές του δυνάμεις, η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση, στα τέλη του 190υ αιώνα, αντικατόπτριζε το γερμανικό χαρακτήρα, δηλαδή την έφεσή του για συλλογικότητα, οργάνωση και εφαρμοσμένη επιστήμη. Ο Άγγλος πρωτοκαπιταλιστής δεν είχε ούτε τις γνώσεις ούτε και τα κίνητρα για να εισαγάγει επιστημονικές μεθόδους και πρακτικές στην παραγωγή. Οπωσδήποτε, σταδιακά, η ανάπτυξη νέων κλάδων, όπως οι σιδηρόδρομοι και η χαλυβουργία, εισήγαγαν νεωτεριστικές μεθόδους και επέτρεψαν μια στενότερη συνεργασία μεταξύ της επιστήμης και της παραγωγής. Ωστόσο αυτή η συνεργασία ποτέ δεν έφτασε στη Βρετανία το επίπεδο της Γερμανίας. Εκεί, η επιστημονική παράδοση από την εποχή του Leibniz, τα τέλη του 170υ αιώνα, ευνοούσαν μια πιο πρακτική επιστημονική προσέγγιση, όχι μόνο στα Μαθηματικά αλλά και στη Φυσική, τη Χημεία, κ.λπ. Αυτό σήμαινε ότι η Γερμανία βρέθηκε πιο προετοιμασμένη για να εκμεταλλευτεί τις πρωτοεμφανιζόμενες τεχνολογίες και τους πιο εξελιγμένους βιομηχανικούς κλάδους τα τέλη του 190υ αιώνα. Ήδη η ενοποίηση της Γερμανίας είχε δημιουργήσει τη μεγαλύτερη εσωτερική αγορά στην Ευρώπη, με εξαίρεση βέβαια τη Ρωσία η οποία δεν υπολογιζόταν ως βιομηχανική δύναμη .
Η οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας την περίοδο 1870-1914 είναι ιλιγγιώδης για τα δεδομένα της εποχής εκείνης. Το σιδηροδρομικό της δίκτυο επεκτάθηκε κατά περίπου 45 .000 χιλ. Το 1913 η Γερμανία παρή-
28 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γε τα δύο τρίτα του ατσαλιού της Ευρώπης διπλάσιο από εκείνο της Βρετανίας. Η παραγωγή χάλυβα και ατσαλιού ε ίχε ιδιαίτερη σημασία λόγω της στενής σχέσης αυτών των κλάδων με την πολεμική βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένης και της ναυπήγησης θωρηκτών σκαφών, κάτι που προσέλαβε ιδιαίτερη σημασία την περίοδο που εξετάζουμε εδώ. Παρόμοια εικόνα παρουσιάζει η παραγωγή άνθρακα και άλλοι παραδοσιακοί κλάδοι στους οποίους η Βρετανία διατηρούσε έως τότε ένα μεγάλο προβάδισμα. Εκεί όμως που οι Γερμανοί απέκτησαν σχεδόν πλήρη έλεγχο ήταν στους νέους κλάδους, όπως οι χημικές και πετροχημικές βιομηχανίες, οι ηλεκτρικές συσκευές και η φαρμακοβιομηχανία. Πολλοί από τους σημερινούς κολοσσούς ιδρύθηκαν την περίοδο που εξετάζουμε: Η BASF (Badische Anilindund Soda-Fabrik) το 1890 απασχολούσε 6.300 εργαζομένους, ενώ η Farbwerke Hoechst 3.500. Το 1904 αυτές οι δύο μαζί με την Bayer, την τρίτη μεγάλη βιομηχανία του κλάδου, δημιούργησαν ένα τραστ για το μοίρασμα της αγοράς και για τον καλύτερο προγραμματισμό των επενδύσεων. Η ευρηματικότητα και οι καινοτομίες που εισήγαγαν αυτές οι εταιρίες ήταν εντυπωσιακές. Δεν αφορούσαν μόνο σε καταναλωτικά αγαθά αλλά και στην πολεμική βιομηχανία, σε έναν τομέα όπου δυστυχώς διέπρεψαν και στους δύο παγκόσμιους πολέμους.
Αποτέλεσμα αυτών των ραγδαίων ανακατατάξεων ήταν να χάσει η Βρετανία τον προνομιακό ρόλο που κατείχε, έως περίπου το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα, ως η δεσπόζουσα παγκόσμια βιομηχανική δύναμη, και να γίνει «απλώς μία από τις τρεις μεγάλες βιομηχανικές δυνάμεις και σε ορισμένους νευραλγικούς τομείς η ασθενέστερη από αυτές τις τρεις», παρατηρεί ένας ιστορικός6. Π.χ. έχει υπολογιστεί ότι, το 1914, ο όγκος της βιομηχανικής παραγωγής της Γερμανίας ήταν ίσος με εκείνο της Βρετανίας και Γαλλίας μαζί? Το θέμα της βρετανικής βιομηχανικής συρρίκνωσης έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς μεταξύ των οποίων και ο γνωστός για το βιβλίο του Η Άνοδος και Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων Paul Kennedy. Το σημείο που τονίζουν οι περισσότεροι ιστορικοί είναι ότι η Βρετανία σε απόλυτα μεγέθη εξακολούθησε να αναπτύσσεται την περίοδο 1870-1914, αλλά οι ρυθμοί ανάπτυξής της ήταν σαφώς μικρότεροι από των κύριων ανταγωνιστών της, και πρωτί-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 29
στως της Γερμανίας και των ΗΠΑ. Οι λόγοι που συνετέλεσαν στη μείωση της βρετανικής ζωτικότητας ήταν πολλοί και σύνθετοι. Οπωσδήποτε το εκπαιδευτικό σύστημα, που στη Βρετανία παρέμενε σαφώς πιο καθυστερημένο απ' ό,τι στη Γερμανία, τη Γαλλία και τις ΗΠΑ, έπαιξε μεγάλο ρόλο, καθώς και η αδυναμία των Βρετανών καπιταλιστών να εκσυγχρονιστούν και να εισαγάγουν νέες τεχνολογίες και μεθόδους παραγωγής. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ο Eric Hobsbawm, πέρα από τους «αντικειμενικούς» λόγους που εξηγούν τη βιομηχανική συρρίκνωση της Βρετανίας, υπήρχαν και οι ψυχολογικοί ή ακόμα και «υπαρξιακοί» λόγοι. Όπως γράφει:
«Ένα έθνος το οποίο ήδη βρίσκεται στην κορυφή στον οικονομικό και πολιτικό τομέα, τείνει να κοιτάζει με υπεροψία τους άλλους κάτω, με αισθήματα αυτο·ίκανοποίησης και κάμποσης περιφρόνησης. Οι Αμερικανοί και οι Γερμανοί μπορούσαν να ονειρεύονται το μεγάλο πεπρωμένο τους. Οι Βρετανοί αισθάνονταν ότι είχαν ήδη εκπληρώσει το δικό τους. Π.χ. δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η επίμονη επιθυμία των Γερμανών να ενισχύσουν τη βιομηχανία τους με επιστημονική έρευνα, σχετιζόταν με τον εθνικιστικό τους πόθο να φτάσουν τους Βρετανούς. Επίσης κανείς δεν μπορεί να αμφιβάλλει ότι το πάθος των Αμερικανών για την απόκτηση της πιο σύγχρονης τεχνολογίας, αν και τους έδινε μια διαρκή ώθηση στην τεχνική πρόοδο, ωστόσο στην ουσία βασιζόταν σε οικονομικά ανορθόδοξα δεδομένα»8.
Συμπερασματικά, η εικόνα που παρουσίαζε η Βρετανία από τα τέλη του 190υ αιώνα ήταν μιας χώρας με συρρικνούμενο κύρος και αυτοπεποίθηση που δεν έπαιρνε πλέον πρωτοβουλίες στη διεθνή διπλωματία και που οικονομικά γινόταν όσο περνούσε ο καιρός όλο και περισσότερο εξαρτώμενη από τις ξένες αγορές για τα τρόφιμά της9. Η αίσθηση της σχετικής οικονομικής παρακμής, ή καλύτερα η αίσθηση της περιθωριοποίησης στη Βρετανία, την εποχή της παγκοσμιοποίησης της οικονομίας, επέφερε μία τεράστιας σημασίας επίπτωση, δηλαδή την επανασύνδεση της οικονομίας με την πολιτική. Η αποδέσμευση της οικονομίας από την πολιτική αποτελούσε, σύμφωνα με ένα μεγάλο μελετητή της ευρωπα·ίκής ιστορίας, ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα του δια-
30 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κανονισμού του 1815. Αυτός ήταν ένας από τους τρεις λόγους για τη διασφάλιση της ειρήνης στην Ευρώπη μετά το 1815 . 10
Η αυτονόμηση της οικονομίας από την πολιτική αντλούσε τη δύναμή της πρωτίστως από τη συντριπτική θέση που κατείχε η Βρετανία στο οικονομικό πεδίο. Αυτό επέτρεπε να βρίσκουν γόνιμο έδαφος οι ιδέες του Cobden και της Σχολής του Μάντσεστερ για ελεύθερο εμπόριο, δηλαδή για τη φιλοσοφία του laisse!" [aif'e, η οποία βασιζόταν στο αξίωμα πως ό,τι προάγει την οικονομική αλληλεξάρτηση μεταξύ των λαών έχει επίσης ευεργετικές επιπτώσεις στην πολιτική, καθώς προάγει την ευημερία, το αμοιβαίο συμφέρον και την αλληλοκατανόηση. Τώρα, καθώς βαδίζουμε προς τη δύση του 190υ αιώνα, αυτές οι δοξασίες δεν φαίνονται πλέον τόσο αυτονόητε ς όσο πριν. Πολλοί άρχισαν να αναρωτιούνται, κυρίως εκείνοι που απασχολούνταν σε παραδοσιακούς κλάδους, όπως η υφαντουργία και η ένδυση, και είχαν αισθανθεί περισσότερο τις αρνητικές επιπτώσεις του ελεύθερου εμπορίου, κατά πόσο αυτό αποτελούσε απαράβατο νόμο. Αποτέλεσμα αυτών των πιέσεων ήταν ο εμπορικός προστατευτισμός. Παραδόξως τα πρώτα βήματα προς τον προστατευτισμό έγιναν την ίδια περίπου εποχή που ανοίγονται νέες αγορές και η διαδικασία παγκοσμιοποίησης της οικονομίας βρίσκεται σε εξέλιξη. Το σύνθημα αυτών που επιδιώκουν τη λήψη προστατευτικών μέτρων, κυρίως στη γεωργία, υφαντουργία, ένδυση κ.λπ., ε ίναι ότι το ζητούμενο δεν είναι το ελεύθερο εμπόριο, in abrstactio, αλλά το δίκαιο εμπόριο. «Νο free trade but fair trade» ήταν το νέο σύνθημα που άρχισε να ακούγεται στις διάφορες ευρωπα'ίκές χώρες, κυρίως στη Βρετανία, το προπύργιο του ελεύθερου εμπορίου.
Ουδείς βέβαια αγνοούσε την τεράστια διάσταση μεταξύ ελεύθερου και «δικαίου» (fair) εμπορίου. Το πρώτο ήταν αυτόνομο από πολιτικές παρεμβάσεις. Στο μόνο που υπάκουε ήταν το «αόρατο χέρι» της αγοράς, η οποία θεωρείτο ότι ήταν αυτοελεγχόμενη και ακολουθούσε τους δικούς της νόμους. Σε αντιδιαστολή το «δίκαιο» εμπόριο περιείχε μία σαφή πολιτική διάσταση καθώς η έννοια αυτή ε ίναι υποκειμενική και σχετική. Ποιος θα καθόριζε και θα αποφαινόταν τι ήταν δίκαιο και τι άδικο στις εμπορικές συναλλαγές των κρατών. Με άλλα λόγια η πολιτική, εσωτερική και εξωτερική των χωρών, γινόταν πλέον συνυφασμέ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 31
νη με την οικονομία, κυρίως με το εξωτερικό εμπόριο. Όσο μεγαλύτερο ρόλο έπαιζε το εξωτερικό εμπόριο στις οικονομίες των μεγάλων βιομηχανικών κρατών, τόσο μεγάλωναν οι ασυμμετρίες στις εμπορικές συναλλαγές τους. Παράλληλα αυξάνονταν οι εσωτερικές πιέσεις από τα στρώματα που πλήττονταν από αυτές τις εξελίξεις καθώς και οι πιέσεις στις κυβερνήσεις για να πάρουν προστατευτικά μέτρα.
Ουσιαστικά ο όρος πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, όπως παρατηρεί ο Robert Gilpin, έχει τις καταβολές του στην περίοδο αυτή, δηλαδή στα τέλη του 190υ αιώναΙ Ι . Αυτό δεν σημαίνει ότι νωρίτερα τα οικονομικά δεδομένα αγνοούνταν από τους πολιτικούς, αλλά απλά ότι δεν προκαλούσαν τις πολιτικές παρενέργειες και τους προβληματισμούς που παρατηρούμε στα τέλη του 190υ αιώνα. Καθώς το θέμα αυτό έχει τεράστια σημασία και σχετίζεται άμεσα όχι μόνο με την ιστορική περίοδο που εξετάζουμε εδώ αλλά και με τη σύγχρονη, ίσως να ήταν χρήσιμο να κλείσουμε αυτό το κεφάλαιο κάνοντας ορισμένους παραλληλισμούς μεταξύ της εποχής εκείνης και της σημερινής. Το μεταπολεμικό πλαίσιο δεν διαφέρει και πολύ από εκείνο του 1815 . Και στις δυο περιπτώσεις μία δύναμη κάπως αποστασιοποιημένη από το κέντρο των ευρωπα'ίκών εξελίξεων, δηλαδή η Βρετανία το 1815 και οι ΗΠΑ το 1945, βρέθηκε σε μία μοναδικά προνομιακή θέση, όχι μόνο, ή κυρίως, στρατιωτικά, αλλά και στον οικονομικό-βιομηχανικό τομέα. Ουσιαστικά αυτό που επιδίωξαν να κάνουν οι Αμερικανοί μετά το 1945 ήταν να επανασυστήσουν το βρετανικό μοντέλο της μεταναπολεόντειας περιόδου. Το βασικότερο στοιχείο αυτού του πλαισίου ήταν η παλιννόστηση του ελεύθερου εμπορίου και η αναστήλωση των ιδεών του Gobden για το laisser fαire. Ωστόσο, ορισμένοι ιστορικοί και κοινωνικοί διανοητές, όπως Π.χ. ο Raymond Ατοη, θεωρούν ότι το μεταπολεμικό σύστημα ουσιαστικά άρχισε να καταρρέει από τις 15 Αυγούστου 1971, όταν η Washington, μονομερώς, τορπίλισε το πλαίσιο του Bretton Woods. Επομένως, από το 1971 έχουμε τη σταδιακή επάνοδο στην πολιτική οικονομία των διεθνών σχέσεων, δηλαδή την επανασύνδεση της οικονομίας με την πολιτική. Όπως πολύ εύστοχα παρατηρεί ο Ατοη, η αναστολή της μετατρεψιμότητας του δολαρίου σε χρυσό από την Washington, τον Αύ-
32 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γουστο του 1971 , και τα ταξίδια του Νίξον στη Μόσχα και το Πεκίνο την ίδια εποχή αποτελούν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος12.
Οπωσδήποτε, στο θέμα αυτό θα επανέλθουμε αργότερα. Αυτό που ίσως θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ ε ίναι ότι, μετά το 1971 , αλλά κυρίως στις αρχές της δεκαετίας του 1980-90, οι Αμερικανοί άρχισαν να αισθάνονται πολύ έντονα τα ίδια σύνδρομα με τους Βρετανούς έναν αιώνα νωρίτερα, δηλαδή της οικονομικής περιθωριοποίησης κυρίως σχετικά με την Ιαπωνία, η οποία βιομηχανικά, ακόμα και τεχνολογικά, είχε αρχίσει να αποκτά προβάδισμα από τις ΗΠΑ. Το σύνδρομο της παρακμής, «declinism», όπως έγινε γνωστό στις ΗΠΑ, πήρε τεράστιες διαστάσεις στα μέσα της δεκαετίας του '80 και προσέφερε γόνιμο έδαφος για μια πληθώρα μελετών πάνω σ' αυτό το θέμα, όπως το βιβλίο του Paul Kennedy για την άνοδο και πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων που γνώρισε τεράστια επιτυχία. Αυτό που δεν είναι τόσο γνωστό είναι ότι ο Paul Kennedy είναι επίσης ο συγγραφέας μιας από τις πιο εμπεριστατωμένες, και κατά πολύ σοβαρότερης μελέτης, που αναφέρεται στην περίοδο που εξετάζουμε εδώ, κυρίως στην οικονομική περιθωριοποίηση της Βρετανίας από τη Γερμανία, και από την οποία έχει αντλήσει το βασικό προβληματισμό του για το πιο πρόσφατο βιβλίο του. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αυτός ο τόσο έντονος προβληματισμός και οι ανησυχίες των Αμερικανών για την επερχόμενη οικονομική περιθωριοποίησή τους, έχει ατονήσει μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου και την ανάδειξη των ΗΠΑ σαν τη μόνη παγκόσμια υπερδύναμη. Τώρα το ενδιαφέρον έχει μετατεθεί στη διαχείριση των προβλημάτων που προέκυψαν με την κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης, της Γιουγκοσλαβίας κ.λπ. Σήμερα η διεύρυνση του ΝΑΤΟ σχεδόν μονοπωλεί το ενδιαφέρον των διεθνών ΜΜΕ, ενώ το «καυτό» πριν δέκα χρόνια πρόβλημα των εμπορικών σχέσεων ΗΠΑ-Ιαπωνίας έχει περάσει σχεδόν στην αφάνεια.
Ωστόσο, υπάρχει μια τεράστια διαφορά μεταξύ της σημερινής κατάστασης και εκείνης της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου. Σήμερα οι ΗΠΑ μπορεί να είναι η μοναδική παγκόσμια υπερδύναμη πολιτικά και σε λιγότερο βαθμό στρατιωτικά, αλλά στον οικονομικό τομέα δεν κατέχει τη μοναδικότητα που είχε την περίοδο 1945-71 . Υπάρχουν και άλ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 33
λες οικονομικές υπερδυνάμεις, όπως η Ιαπωνία και η Γερμανία, με τις οποίες οι ΗΠΑ θα εξακολουθήσουν να αντιμετωπίζουν μεγάλο ανταγωνισμό και να αισθάνονται τις φοβίες που είχαν τη δεκαετία του '80 για περιθωριοποίηση. Ίσως η σημερινή κατάσταση να βοηθάει να ξεχαστούν κάπως αυτά τα προβλήματα, ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στα επόμενα χρόνια θα επανακτήσουν τη σημασία που είχαν την περασμένη δεκαετία. Όμως, αυτό είναι άλλο θέμα που καλύτερα να το αφήσουμε για τον επίλογο της παρούσας μελέτης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . Eric J . Hobsbawm, /IIdLIstry αιld ΕιιψίΙ'ε, Penguin, 1969, σελ. 127.
2. Norman Stone, Eιιropε TraIIs[onIIed: 1879·1919, Fontana, 1983, σελ. 20.
3 . Για μια συγκλονιστική αψ1Ίγηση αυτού του δράματος, βλέπε Dean Brown, ΒιιτΥ ΜΥ Ηεaπ Αι WoιInded Knee: Αιι lιιdίaιι Hίstoτy ο[ tlIe AI1Iencan West, London, Pan, 1970.
4. Alan G. R. Smith, TlIe El1leιgellce ο[ α ΝaΙίοιι State: Τιιε COIllrrιo"wealrll ο[ Eng!and, 1529-1660, London, Longman, 1982, σελ. 373.
5 . Α. J. Ρ . Taylor, BisrιIarck: Τιιε Marι and ιlιε Statel1lall, London, NEL, 1974, σελ. 130. Επίσης Rene Albrecht Carrie, TJle Concerl ο[ Europe. London, Macmillan, 1 968, σελ 2 1 .
6 . Eric J. Hobsbawm, IndlIstry alld ΕιιψίΓε, 6.α., σελ 127.
7. David Thomson, Eng/and ίιι tlIe Nineteelltll CeIlII"y: 1815-1914, Penguin, 1955, σελ 162.
8. Eric J. Hobsbawm, IIldLIstry arιd ΕιιψίΓε, 6.α., σελ 184-85. .
9. David Thomson, Ellg!alld ίιι tlle Nilleteelltll Cellιury: 1815-1914. 6.α., σελ. 163.
10. Ε.Η. Carr. Natiolla!isl1I aIId After, London, Macmillan, 1945, σελ. 2 1 .
1 1 . Robert ΟίΙρίη, Η Πολιτική Οικονομία των Διεθνών Σχέσεων, Αθήνα, Gutenberg, 1995, Τ6μος Α, σελ. 1 1 1 .
12. Raymond Ατοη, The lιιψεπα! ReplIb!ic: TlIe United States and tlIe Wor!d: 1945-1973, London, Weidenfeld and Nicolson, 1975, σελ. 160.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕγΤΕΡΟ
ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΔΙΕΡΓΑΣΙΕΣ: 1 870-1914
Την περίοδο 1 870-1914 επήλθαν τεράστιες κοινωνικές ανακατατάξεις κυρίως στη δυτική και, σε μικρότερο βαθμό, την κεντρική Ευρώπη. Ένα βασικό χαρακτηριστικό ήταν η σχεδόν απόλυτη επικράτηση του αστικού τρόπου ζωής. Ακόμα και οι ευγενείς και τα αριστοκρατικά στοιχεία του «παλαιού καθεστώτος» συμφιλιώθηκαν, σε πολλές δυτικές χώρες, όπως η Βρετανία, η Γαλλία και η Ιταλία, αλλά όχι όμως και η Γερμανία, με τα αστικά καθεστώτα και τα πρότυπα που αυτές ενστερνίζονταν. Πάνω απ' όλα, ακόμα και οι πιο ένθερμοι νοσταλγοί του παρελθόντος σιγά-σιγά συμφιλιώθηκαν με το πνεύμα του καπιταλισμού καθώς μία επιστροφή στον απολυταρχισμό είχε γίνει πλέον πρακτικά αδιανόητη . Ορισμένοι από αυτούς έστρεψαν το ενδιαφέρον τους στο εμπόριο ή την παραγωγή. Ωστόσο ένας μεγάλος αριθμός αριστοκρατών διατήρησε υψηλές θέσεις στον κρατικό μηχανισμό, κυρίως στο στράτευμα και στο διπλωματικό σώμα. Και στους δύο κλάδους, έως το 1914, υπάρχει ένας δυσανάλογος αριθμός ατόμων, κυρίως σε υψηλές θέσεις, που φέρουν τίτλους ευγενείας, όπως σερ, λόρδος, κόμης, vοn κ.λπ. Μία άλλη ενδιαφέρουσα εξέλιξη ε ίναι η πρόσμιξη μεταξύ αριστοκρατών και καπιταλιστών, κυρίως μέσω του γάμου. Αυτός είναι ένας τρόπος για να αποκτήσουν οι, συνήθως νεόπλουτοι, καπιταλιστές τίτλους ευγενείας και κοινωνική υπόσταση. Υπάρχουν πλείστα παραδείγματα γόνοι αριστοκρατών να παντρεύονται κόρες καπιταλιστών, ή το αντίστροφο. Αυτό υποδηλώνει ότι οι δύο τάξεις έχουν πλέον αντιπαρέλθει τις παλιές τους αντιπαραθέσεις. Αυτή η διαδικασία θα μπορούσε να χαρακτηριστεί σαν τη μετάβαση «από την αριστοκρατία στην πλουτοκρατία»l καθώς το χρήμα είχε πλέον τον πρώτο λόγο, επενδυμένο με ένα ψευδεπίγραφο λουστράρισμα από μανιερισμούς που δανειζόταν από την τά-
36 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ξη που υποτίθεται ότι είχε θέσει ως ιστορική αποστολή, μετά το 1789, να εξαφανίσει.
Αυτό ήταν επόμενο καθώς, την περίοδο αυτή, και οι δύο πλευρές αισθάνονται την αυξανόμενη πρόκληση, αριθμητική αλλά και πολιτική, της εργατικής τάξης. Στην περίοδο αυτή, η εργατική τάξη αποκτά μεγαλύτερη ταξική συνείδηση και πολιτική έκφραση, με την ίδρυση εργατικών-σοσιαλιστικών κομμάτων σε όλες σχεδόν τις χώρες της Ευρώπης, με μοναδική ίσως εξαίρεση την Ελλάδα. Μ' αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα στο επόμενο κεφάλαιο. Αυτό που πρέπει να τονίσουμε εδώ ε ίναι ότι, την περίοδο 1870-1914, το εργατικό κίνημα και οι πολιτικοί φορείς του αν και αποκτούν μία εντυπωσιακή μαζικότητα, κυρίως στη Γερμανία, στη Βρετανία, στη Γαλλία, στις χώρες της Benelux και στη Σκανδιναβία, ωστόσο παραμένουν, κοινωνικά, μάλλον περιχαρακωμένα. Αυτό οφείλεται σε πολλούς λόγους. Π.χ. η μαρξιστική, ή η αναρχοσυνδικαλιστική ιδεολογία που κυριαρχούσαν στο εργατικό κίνημα δεν άφηναν μεγάλα περιθώρια για κοινωνικές ζυμώσεις με άλλους χώρους. Η μόνη εξαίρεση ήταν η Βρετανία όπου ο επαναστατικός μαρξισμός είχε περιορισμένη απήχηση, σε αντίθεση με τους «φαμπιανιστές» οι οποίοι πρέσβευαν μία εξελικτική μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Αυτό σημαίνει ότι, στις περισσότερες περιπτώσεις, η «διεισδυτικότητα» των σοσιαλιστικών ιδεών και αξιών στους άλλους κοινωνικούς χώρους ήταν περιορισμένη. Αυτό δεν ίσχυε μόνο αναφορικά με τις αστικές, μεγαλοαστικές και αριστοκρατικές τάξεις, κάτι που ήταν φυσικό άλλωστε, λόγω των ταξικών διαφορών που τις χώριζαν, αλλά και με τους μικροαστούς και ίσως ακόμα περισσότερο με πληθυσμούς αγροτικής προέλευσης που μετακινούνταν στις μεγαλουπόλεις. Αυτή η φάση έχει χαρακτηριστεί ως η «εποχή των μαζών», μια φράση που χρησιμοποιεί για πρώτη φορά ο Νίτσε. Οι διαστάσεις αυτού του φαινομένου στην ευρωπα'ίκή ιστορία, πολιτικές, κοινωνικές ακόμα και ιδεολογικές, είναι τεράστιες, και το θέμα θα μας απασχολήσει αρκετά σ' αυτή τη μελέτη . Αρκεί να αναφέρουμε εδώ ότι η πολιτική αφύπνιση αυτών των στρωμάτων περιέπλεξε την κάπως σχηματική αντιδιαστολή μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας, το κάπως πολωτικό μαρξιστικό πλαίσιο ανάλυσης. Τόσο το φαινόμενο του ευρωπα'ίκού ιμπε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 37
ριαλισμού, ο οποίος φτάνει το απόγειό του τη φάση αυτή, όπως και εκείνο του φασισμού, ακόμα και του σταλινισμού, την περίοδο του μεσοπολέμου, είναι δύσκολο να κατανοηθούν εάν δεν λάβει κανείς υπόψη του τις τεράστιες δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις στο χάρτη της Ευρώπης την περίοδο 1870-1914.
Όπως συνήθως συμβαίνει, οι λόγοι γι' αυτές τις ιστορικής σημασίας δημογραφικές και κοινωνικές ανακατατάξεις ήταν πολλοί και σύνθετοι. Ωστόσο, απλοποιώντας λίγο, θα μπορούσε κανείς να τους ταξινομήσει σε τρεις βασικές κατηγορίες: σε οικονομικούς-τεχνολογικούς, σε κοινωνικοπολιτικούς και σε πολιτισμικούς-εκπαιδευτικούς. Οπωσδήποτε αυτοί οι παράγοντες αλληλεπιδρούσαν και διαμόρφωναν μία δυναμική, το «πνεύμα» ή καλύτερα το «ρεύμα» της εποχής.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η «μεγάλη ύφεση» και η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» στο τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα προκάλεσαν τεράστιες επιπτώσεις στη γεωργική παραγωγή και οικονομία, σε βαθμό που πολλοί ιστορικοί να θεωρούν ότι η υποτιθέμενη μεγάλη ύφεση δεν ήταν τίποτε περισσότερο από διαρθρωτικές ανακατατάξεις στην καπιταλιστική οικονομία που σαν κύριο επακόλουθό τους είχαν τη συρρίκνωση του αγροτικού τομέα στο σύνολο της οικονομίας. Ουσιαστικά επρόκειτο για μια «αγροτική κρίση» καθώς ο πρωτογενής τομέας της οικονομίας καλείτο να προσαρμοσθεί σε ραγδαίες τεχνολογικές, οικονομικές και νεωτεριστικές εξελίξεις. Αποτέλεσμα του εκσυγχρονισμού και της μηχανοποίησης της αγροτικής παραγωγής καθώς και της εισαγωγής φθηνών αγροτικών προ·ίόντων από τρίτες αγορές, κυρίως της Αμερικής (Βόρειας και Νότιας) και της Αυστραλίας, ήταν η κάθετη μείωση των τιμών των αγροτικών πρσ"ίόντων στη δυτική - κεντρική Ευρώπη, κυρίως του σιταριού και των δημητριακών εν γένει. Π.χ. στη Γαλλία, η τιμή του σιταριού, την περίοδο 1870- 1890, μειώθηκε κατά 40%, ενώ στη Βρετανία κατά 50%. Παρόμοια στοιχεία υπάρχουν και για άλλες χώρες της δυτικής Ευρώπης και, ενώ παρατηρούνται ορισμένες αποχρώσεις από χώρα σε χώρα, ωστόσο η γενική εικόνα είναι αναμφισβήτητα μελανή για τον αγροτικό πληθυσμό. Ο τρόπος που αντιμετώπισε κάθε χώρα αυτή την κρίση διέφερε. Η εξειδίκευση σε νέους αγροτικούς κλάδους, όπως η κτηνοτροφία και η γαλακτοκομία, ήταν
38 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πιο αποτελεσματική στη Βρετανία, τη Δανία και την Ολλανδία. Ακόμα και η Σερβία στράφηκε προς τη χοιροτροφία, για την αγορά της Αυστροουγγαρίας. Η Γαλλία επλήγη ακόμα περισσότερο, γιατί εκτός από τα δημητριακά της κατεστράφη σχεδόν ολοσχερώς και η αμπελουργία της, λόγω επιδημίας φυλλοξέρας. Αυτό την εξανάγκασε να στραφεί προς τον προστατευτισμό, για να αντιμετωπίσει τον ανταγωνισμό, όχι μόνο από τις υπερπόντιες αγορές αλλά και από χώρες όπως η Ισπανία και Πορτογαλία, οι οποίες την εκτόπιζαν, κυρίως στα κρασιά. Παρόμοια στροφή προς τον προστατευτισμό παρατηρείται και στην Ιταλία. Οπωσδήποτε ο εμπορικός προστατευτισμός δεν περιοριζόταν μόνο σ' αυτές τις χώρες, ή μόνο στα αγροτικά προ"ίόντα. Όμως αυτό που παρατηρείται είναι ότι βιομηχανικά ασθενέστερες χώρες, όπως η Ιταλία ή ακόμα και η Γαλλία, με πολύ μεγάλο αγροτικό πληθυσμό, αισθάνθηκαν πιο έντονα τις επιπτώσεις της «αγροτικής κρίσης» και συνεπώς ήταν πιο επιρρεπείς στον προστατευτισμό.
Οι χώρες της βόρειας Ευρώπης, εκτός από την εξειδίκευση σε νέες αγροτικές δραστηριότητες καταφεύγουν και σε νέες μορφές οργάνωσης, πρωτίστως στη δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών, για μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση της κρίσης. Η δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών, στα τέλη του 190υ αιώνα, αποτελεί ένα τεράστιο βήμα, όχι μόνο για τα οικονομικά οφέλη, που επέφερε, αλλά και για τον «εκπαιδευτικό», κοινωνικό ρόλο των συνεταιρισμών στις νέες ευρωπα·ίκές συνθήκες όπου δεσπόζουσα θέση αποκτά ο δευτερογενής τομέας. Οι αγροτικοί συνεταιρισμοί όχι μόνο συνέβαλαν στην αντιμετώπιση των πλείστων προκλήσεων και απειλών που αντιμετώπιζε η γεωργία, στη φάση αυτή της ανελέητης εκβιομηχάνισης της Ευρώπης και της εξάλειψης των μικροπαραγωγών, αλλά έπαιζαν καθοριστικό ρόλο στον εκσυγχρονισμό της γεωργικής παραγωγής, ώστε στις μέρες μας η Ευρωπα·ίκή Ένωση να διαθέτει ορισμένες από τις πιο σύγχρονες αγροβιομηχανίες.
Αυτές οι προσαρμογές, σε πολλές ευρωπα·ίκές χώρες, ε ίχαν σαν αποτέλεσμα τη μείωση του αγροτικού πληθυσμού, την περίοδο 1870-1914. Η μείωση αυτή αντικατόπτριζε τη συρρίκνωση του ρόλου του αγροτικού τομέα στις ανεπτυγμένες ευρωπα·ίκές χώρες. Π.χ. στη Βρε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 39
ταν ία, το 1910, μόνο το 8,8% ασχολείτο στον πρωτογενή τομέα (γεωργία - αλιεία - δασοκομία) ενώ στο Βέλγιο, την Ολλανδία και τη Γερμανία το ποσοστό αυτό ήταν μεταξύ 22% και 35%, δηλαδή κατά πολύ χαμηλότερο από εκείνο όσων απασχολούνταν στη βιομηχανία, το εμπόριο και τον τριτογενή τομέα. Με άλλα λόγια, ενώ στις αρχές του 190υ αιώνα ο βιομηχανικός-εμπορικός τομέας ήταν συμπληρωματικός του αγροτικού τομέα ο οποίος δέσποζε ακόμα και στη Βρετανία, έναν αιώνα αργότερα, οι όροι έχουν αντιστραφεί, με τη γεωργία να περιορίζεται στη θέση του «φτωχού συγγενή» σε σχέση με τη βιομηχανία. Βέβαια η κατάσταση διαφέρει από περιοχή σε περιοχή. Στη Γαλλία ο πρωτογενής τομέας εξακολουθεί να κατέχει την πρώτη θέση, με 41% έναντι 33% για το δευτερογενή και τριτογενή τομέα. Στην Ιταλία, την Ισπανία και την Πορτογαλία σχεδόν τα 2/3 του πληθυσμού εξακολουθούν να απασχολούνται με τη γεωργία, ενώ στη Ρωσία και τα Βαλκάνια το ποσοστό ξεπερνά το 80%.
Αποτέλεσμα αυτής της κάθετης μείωσης του αγροτικού εργατικού δυναμικού ήταν η εντυπωσιακή αύξηση του πληθυσμού των αστικών κέντρων. Έτσι, ενώ το 1 850 μόνο 14 ευρωπα'ίκές πόλεις είχαν πληθυσμό πάνω από 200.000 κατοίκους, το 1910 είχαν 38. Η αύξηση του πληθυσμού των μεγαλουπόλεων ήταν επίσης εντυπωσιακή. Μεταξύ 1880 και 1914 ο πληθυσμός του Λονδίνου αυξήθηκε από 5 σε 7 εκατομμύρια, του Παρισιού από 2 σε 3 και του ευρύτερου Βερολίνου από 1,5 σε 4 περίπου εκατομμύρια. Το 1850 ο πληθυσμός του Βερολίνου ήταν μόλις 400.000. Ανάλογες αυξήσεις παρατηρούνται και σε άλλα αστικά κέντρα της Ευρώπης, από το Μιλάνο στη Βαρκελώνη και από τη Μασσαλία στο Αμβούργο. Ακόμη πιο εντυπωσιακή ήταν η αύξηση του πληθυσμού των μικρών πόλεων με 20-100 χιλιάδες κατοίκους, που, μόνο στη Γερμανία, αυξήθηκαν, την ίδια περίοδο, από 75 σε 223, το οποίο αναλογεί στο περίπου 15% του συνολικού πληθυσμού το 1914.
Εκτός από τη βιομηχανική-τεχνολογική ανάπτυξη που ήταν ο μοχλός για την εγκατάλειψη της υπαίθρου και τη γοργή αστικοποίηση της Ευρώπης, υπήρχαν και άλλοι λόγοι που ωθούσαν προς την ίδια κατεύθυνση. Ο ένας είναι η εντυπωσιακή βελτίωση των συγκοινωνιών και επικοινωνιών, που από μόνη της συνέτεινε να μειωθεί το φυσικό χάσμα
40 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μεταξύ υπαίθρου και πόλεων. Μεγαλύτερη κινητικότητα σημαίνει καλύτερη γνώση και εξοικείωση του αγροτικού πληθυσμού με τις συνθήκες στις πόλεις και τις ευκαιρίες για ανεύρεση εργασίας. Στην προκειμένη περίπτωση παρατηρούμε κι εδώ μία διαδικασία που βλέπουμε στις μέρες μας σε άλλες περιοχές της υφηλίου, κυρίως σε χώρες του Τρίτου Κόσμου. Αρκεί, δηλαδή, ένα μέλος της οικογένειας να εγκατασταθεί στην πόλη, για να προλειάνει το έδαφος για την εγκατάσταση όλης της φαμίλιας και συνήθως και άλλων συγγενών στο άστυ.
Ένας άλλος παράγοντας που επέδρασε στην αστικοποίηση της Ευρώπης ήταν η εντυπωσιακή βελτίωση στις συνθήκες υγιεινής στις πόλεις. Έως τα μέσα του 190υ αιώνα οι πόλεις είναι φορείς επιδημιών και ασθενειών, λόγω των συνθηκών υγιεινής, όπως η έλλειψη αποχέτευσης, υδρευτικού δικτύου, καθαριότητας και υγειονομικής περίθαλψης. Επίσης οι κίνδυνοι για μολύνσεις και επιδημίες αυξάνονταν από τα κόπρανα ζώων στα αστικά κέντρα, κυρίως από τα άλογα τα οποία αποτελούσαν, έως τις αρχές του 200ύ αιώνα, το κύριο μεταφορικό μέσο, με τις άμαξες. Όμως, σταδιακά, οι συνθήκες υγιεινής βελτιώνονται σημαντικά. Έως το τέλος του αιώνα έχει εξαλειφθεί η χολέρα, ο τύφος και άλλες επιδημίες. Αυτό οφείλεται στις καλύτερες μεθόδους ιατρικής περίθαλψης και τρόπους υγιεινής, όπως Π.χ. στην παστερίωση του γάλακτος, η οποία συνέβαλε καθοριστικά στη ραγδαία μείωση της βρεφικής και παιδικής θνησιμότητας, στη βελτίωση της ποιότητας του πόσιμου νερού καθώς και στους μαζικούς εμβολιασμούς. Τέλος, η σταδιακή αντικατάσταση των κάρων και των αμαξών από το αυτοκίνητο, στις αρχές του 200ύ αιώνα, συνέτεινε σημαντικά στην εξάλειψη των μολύνσεων και την αναβάθμιση των συνθηκών διαβίωσης στις πόλεις. Αποτελεί ειρωνεία ότι το αυτοκίνητο που στις μέρες μας θεωρείται, δικαίως, ως ένας από τους κυριότερους συντελεστές μόλυνσης του περιβάλλοντος, επέδρασε ευεργετικά στη βελτίωση των περιβαλλοντικών συνθηκών όταν πρωτοεμφανίστηκε. Βέβαια οι μεγαλουπόλεις την εποχή εκείνη κάθε άλλο παρά πρότυπα καθαρών πόλεων ήταν. Η μόλυνση του περιβάλλοντος από τις καμινάδες των εργοστασίων δημιουργούσε πέπλα καπνού που σχεδόν μόνιμα τις κάλυπταν, ένα θέμα το οποίο απασχολεί τους επικριτές της ανάπτυξης και του μοντερνισμού της εποχής εκείνης,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 41
όπως ο ιστορικός Oswald Spengler, ο D.H. Lawrence, ο Ζολά και άλλοι. Ωστόσο για τους ξεριζωμένους χωρικούς που είχαν καταφύγει στις πόλεις, οι περιβαλλοντικές συνθήκες ήταν το μικρότερο άμεσο πρόβλημα. Η φτώχεια, η ανεργία, οι συνήθως άθλιες συνθήκες διαβίωσης καθώς και η αλλοτρίωση στις μεγαλουπόλεις αποτελούσαν πιο άμεσες προτεραιότητες.
Η πολιτική αφύπνιση των στρωμάτων που συνέρεαν στις πόλεις διευκολύνθηκε από την προσπάθεια των κυβερνήσεων να προαγάγουν ένα εθνικό εκπαιδευτικό σύστημα. Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι αυτή που αναπτύχθηκε τελευταία στην Ευρώπη, τουλάχιστον σε οργανωμένη βάση, ήταν η πρωτοβάθμια εκπαίδευση. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση έχει τις καταβολές της στο Μεσαίωνα με την ίδρυση γνωστών πανεπιστημίων, όπως η Οξφόρδη και το Καίμπριτζ στη Βρετανία, η Σορβόνη στη Γαλλία, η Χα·ίδελβέργη στη Γερμανία, το Leyden στην Ολλανδία κ.λπ. Η Μέση Εκπαίδευση αναπτύχθηκε στις αρχές του 190υ αιώνα και αποσκοπούσε στην εκμάθηση γνώσεων που να ανταποκρίνονταν στις ανάγκες της καπιταλιστικής παραγωγής, κυρίως τεχνικές γνώσεις και ειδικεύσεις. Ωστόσο, όσον αφορά την πρωτοβάθμια εκπαίδευση, έως περίπου τα μέσα του 190υ αιώνα, οι κυβερνήσεις έδειχναν περιορισμένο ενδιαφέρον για την οργάνωση ενός εθνικού συστήματος πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης. Αυτή, έως τότε, βρισκόταν κάτω από τον έλεγχο της Εκκλησίας, ή άλλων μη κρατικών φορέων.
Την περίοδο 1870- 1914, σε όλες τις χώρες της δυτικής και βόρειας Ευρώπης δημιουργούνται εθνικά συστήματα πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης, γεγονός που έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην εξάλειψη του αναλφαβητισμού, έως το 1914, σε προηγμένες χώρες όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Βρετανία, οι Κάτω Χώρες και η Σκανδιναβία. Στην Αυστροουγγαρία ο αναλφαβητισμός μειώθηκε αλλά ανομοιογενώς. Ενώ δηλαδή για τους Τσέχους υπηκόους ήταν 3% και τους Γερμανούς 6%, στους Πολωνούς έφτανε το 40% και στους Ουκρανούς το 80% . Επίσης τεράστιες διαφορές παρατηρούμε στην Ιταλία, όπου το 1900 ο αναλφαβητισμός ανερχόταν στο 47% του πληθυσμού. Όμως, στη βόρεια Ιταλία ήταν μόνο γύρω στο 10- 12% ενώ έφτανε το 70% στην Calabria. Όσο ανατολικότερα πηγαίνει κανείς, τόσο αυξάνουν τα ποσοστά των αναλ-
42 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
φάβητων. Στη Ρωσία το ποσοστό έφθανε το 80% ενώ, στα Βαλκάνια, μεταξύ 60% στην Ελλάδα και περίπου 75% τη Σερβία, τη Ρουμανία και τη Βουλγαρία.
Ο κύριος λόγος που ώθησε τις κυβερνήσεις να εντάξουν την πρωτοβάθμια εκπαίδευση κάτω από την κρατική αιγίδα ήταν κυρίως πολιτικός, δηλαδή η επιδίωξή τους για την εθνική ενσωμάτωση των κατωτέρων στρωμάτων. Αυτό σήμαινε ότι η διδακτέα ύλη και τα σχολικά βιβλία θα υπάγονταν τώρα στη δικαιοδοσία του κράτους, αντί για την Εκκλησία ή άλλους λιγότερο ελεγχόμενους φορείς. Οπωσδήποτε αυτό προκάλεσε την έντονη αντίδραση της Εκκλησίας στις περισσότερες χώρες, από τη Ρωσία έως τη Βρετανία, αντίδραση που με τον καιρό μετριάσθηκε, κυρίως λόγω του ότι σε μεγάλο βαθμό, η κρατική πρωτοβάθμια εκπαίδευση διατήρησε την «πολιτισμική προπαγάνδα» που ασκούσε προηγούμενα η Εκκλησία, όπως ο αντισημιτισμός και η ξενοφοβία, καθώς επίσης την έμφαση στις αξίες και πολιτισμικές παραδόσεις <<της φυλής». Από μία άποψη, η κρατικά ελεγχόμενη πρωτοβάθμια εκπαίδευση προσέφερε ορισμένα πρόσθετα πλεονεκτήματα για τα εθνικιστικά στοιχεία. π.χ. στη Ρωσία, στο όνομα της κρατικής εκπαίδευσης, επιβλήθηκε (στους Πολωνούς και άλλες εθνικές ομάδες) η διδασκαλία στα ρωσικά. Με άλλα λόγια, η κρατική εκπαίδευση προσέφερε τη δυνατότητα κυρίως στις αυταρχικές, πολυεθνικές αυτοκρατορίες, να επιβάλουν μια κοινή «επίσημη» γλώσσα και κατ' επέκταση να αποδυναμώσουν την εθνική ταυτότητα των άλλων εθνοτήτων.
Γενικά η διαδικασία εθνικής ενσωμάτωσης την περίοδο 1870-1914 συμπίπτει με μία εθνικιστική έξαρση. Για ορισμένους ιστορικούς, όπως ο Eric Hobsbawm, μετά το 1870 ο εθνικισμός παύει να έχει τον προοδευτικό, φιλελεύθερο χαρακτήρα που είχε μετά το 1789 και προσλαμβάνει μία επιθετική, αντιδραστική μορφή2. Τρεις λόγοι ήταν υπεύθυνοι γι' αυτή την εξέλιξη. Ο ένας ήταν η «διασπορά» του αιτήματος για εθνική αποκατάσταση σε μικρότερες εθνικές οντότητες. Π.χ. στο παρελθόν μόνο οι «μεγάλες ιστορικές» εθνικές οντότητες, όπως οι Ιταλοί ή οι Γερμανοί θεωρείτο ότι ε ίχαν το δικαίωμα να διεκδικούν την εθνική αποκατάστασή τους. Αντίθετα, κάτι παρόμοιο για «περιθωριακές» εθνότητες, όπως Ιρλανδοί, Ουαλοί, Σικελοί, Κορσικανοί κ.λπ., θεωρείτο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 43
αφύσικο, παράλογο και ανεπίτρεπτο. Αυτή ήταν και η άποψη του MazΖίnί, του απόστολου του «φιλελεύθερου» εθνικισμού, στα μέσα του 190υ αιώνα. Όπως σωστά παρατηρεί ο Hobsbawm, η λέξη kleinstaaterei (μικρά έθνη-κράτη) είχε σαφή περιφρονητική έννοια, όπως και η λέξη «βαλκανοποίηση»3. Σύμφωνα με τον Mazzini, η Ευρώπη θα έπρεπε να αποτελείται μόνο από 12 κράτη, ένα από τα οποία βεβαίως θα ήταν η lταλία4. Αυτό υποδηλώνει ένα γνώριμο στις μέρες μας σύνδρομο ότι, κάθε άτομο και κάθε χώρα έχει τις δικές της υποκειμενικές ιδέες ως προς ποιος έχει το δικαίωμα για εθνική αποκατάσταση. Για τον Mazzini μόνο 12 εθνικές οντότητες θα έπρεπε να έχουν αυτό το δικαίωμα. Για τον Αμερικανό πρόεδρο Woodrow Wilson και τους ΑγγλοΓάλλους συμμάχους του το 1919, ο μαγικός αριθμός ήταν 26, που κατέληξαν 27 λόγω της επιμονής των Ιρλανδών πατριωτών. Το 1945 ο αριθμός ήταν 33, ενώ στις μέρες μας είναι πάνω από 50. Σε τελευταία ανάλυση, το ποιο έθνος κατορθώνει να κατοχυρώσει την εθνική του αποκατάσταση εξαρτάται από δυο βασικές παραμέτρους: από το πόσο αποφασισμένο είναι να εκπληρώσει αυτό το σκοπό (παράδειγμα Ελλάδας το 1821 και Ιρλανδίας έναν αιώνα αργότερα) και από τις διεθν�ίς συνισταμένες, δηλαδή κατά πόσο αυτές ευνοούν αυτό το στόχο ή όχι. Η Τσεχοσλοβακία και η Γιουγκοσλαβία -τόσο η ενοποίησή τους το 1919, όσο και η διάλυσή τους το 1991-92- αποτελούν κλασικό παράδειγμα της σημασίας του εξωγενούς παράγοντα.
Ο δεύτερος λόγος για την υποτροπή στον «αντιδραστικό» εθνικισμό και στην εθνική «πανσπερμία» την περίοδο 1880-1914 ήταν, σύμφωνα με τον Hobsbawm, αυτός που ήδη αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή η τεράστια σημασία που προσέλαβε το γλωσσικό στην εθνική αφύπνιση . Η προσπάθεια επιβολής της «επίσημης κρατικής γλώσσας», στη Ρωσία, στις άλλες εθνότητες, είχε σαν φυσικό επακόλουθο την όξυνση των εθνικών αντιθέσεων. Στην προκειμένη περίπτωση οδήγησε τους Πολωνούς στη δημιουργία ενός παράνομου εκπαιδευτικού συστήματος, για τη διατήρηση της πολωνικής γλώσσας. Πόσο έντονο ήταν αυτό το αίσθημα φαίνεται και από το γεγονός ότι ένα γλωσσικό πολωνικό εγχειρίδιο, έκανε 42 εκδόσεις μεταξύ 1875 και 1906, και κυκλοφόρησε σε 750.000 αντίτυπαS. Αυτό το στοιχείο μάς οδηγεί στην επόμενη σημαντι-
44 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κή διαπίστωση, την οποία έχουν επισημάνει ορισμένοι από τους επιφανέστερους μελετητές του φαινομένου του εθνικισμού, όπως ο Lefevre, ο Benedict Anderson, ο Anthony Smith και ο Tom Nairn, δηλαδή τη στενή σχέση μεταξύ της ανάπτυξης της τυπογραφίας και της διάδοσης του εθνικισμού. Π.χ. η διάβρωση του Imperium Mundi και η διαμόρφωση των πρώτων εθνών-κρατών στην Ευρώπη, όπως η Γαλλία και η Βρετανία, σχετίζονταν άμεσα με την υποκατάσταση της λατινικής ως επίσημης γλώσσας, από τα γλωσσικά ιδιώματα, κάτι που θα ήταν αδύνατο χωρίς τη χρήση της τυπογραφίας. Ακόμα, έως τις αρχές του 180υ αιώνα, κλασικά κείμενα, όπως Π.χ. ο Leviαthαn του Hobbes, εκδίδονται στα λατινικά, τη lingua frαncα της Ευρώπης. Όμως, το κόστος παραγωγής έντυπου υλικού ήταν υψηλό, κάτι που ευνοούσε τις οικονομικά πιο ανεπτυγμένες και πιο πολυάριθμες εθνικές ομάδες, όπως τους Γάλλους, Άγγλους, Γερμανούς, Ιταλούς, Ρώσους και Ολλανδούς. Για τις μικρότερες αριθμητικά και κατά κανόνα φτωχότερες εθνικές ομάδες το κόστος ήταν μάλλον απαγορευτικό. Δεν είναι τυχαίο, Π.χ. ότι οι περισσότερες εκδόσεις στα ελληνικά την προεπαναστατική περίοδο είχαν γίνει από εύπορους Έλληνες εμπόρους της διασποράς. Άλλες, μικρές αριθμητικά εθνικές ομάδες δεν είχαν την ίδια δυνατότητα.
Αυτή η κατάσταση άρχισε να αλλάζει άρδην την περίοδο που εξετάζουμε, για πολλούς λόγους. Ίσως ο σημαντικότερος να ήταν η διεύρυνση του αναγνωστικού κοινού, λόγω της επιβολής του υποχρεωτικού συστήματος κρατικής πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και της βελτίωσης της οικονομικής κατάστασης του μέσου Ευρωπαίου. Ένας άλλος λόγος ήταν οι νέες καινοτομίες στην τυπογραφία, ένας τρίτος η κάθετη μείωση στις τιμές των πρώτων υλών, κυρίως του χαρτοπολτού, και τέλος η μείωση του κόστους διακίνησης, λόγω της ανάπτυξης των συγκοινωνιών, όπως το τρένο και το αυτοκίνητο, καθώς και του χρόνου μεταφοράς του έντυπου υλικού. Όλα αυτά είχαν σαν αποτέλεσμα τον εκδοτικό οργασμό που παρατηρείται αυτή την περίοδο. Επακόλουθο αυτών των διεργασιών ήταν η διαμόρφωση του μαζικού εντύπου και της «μαζικής κουλτούρας». Όπως και σε άλλους τομείς, οι Αμερικανοί είχαν και εδώ το προβάδισμα στη δημιουργία του λα"ίκίστικου και εύπεπτου εντύπου. Αλλά και η Ευρώπη δεν έμεινε πίσω. Το 1896, η μεγαλύτερη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 45
σε κυκλοφορία εφημερίδα στη Βρετανία ήταν η λα'ίκίστικη Dαily Mαίl, η οποία είχε μειώσει την τιμή της στη μισή πένα. Το Παρίσι, το 1914, είχε 70 ημερήσιες εφημερίδες, μεταξύ των οποίων η μαζικής κυκλοφορίας Le Petit Joumαl, μικρού μεγέθους, «tabloid», δηλαδή 30 χ 40 εκατοστά, ώστε να διαβάζεται εύκολα από τον εργάτη και τον υπάλληλο στα γεμάτα επιβάτες τρένα ή τρόλε'ί της εποχής, τις ώρες αιχμής, Παρόμοια αύξηση παρουσιάζεται και στον περιοδικό τύπο, στο φτηνό βιβλίο τσέπης, αλλά και σε άλλα είδη τα οποία μπορούσαν να παραχθούν μαζικά, όπως οι δίσκοι φωνογράφου. Αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία μίας παράλληλης έκφρασης, μιας «μαζικής κουλτούρας», όπως ονομάστηκε εκείνη την εποχή, προφανώς σε αντιδιαστολή της κουλτούρας των μεσαίων και ανωτέρων τάξεων. Όπως και σε άλλους τομείς, Π.χ, την πολιτική, έτσι κι εδώ παρατηρείται ένα πολιτισμικό χάσμα μεταξύ των δυο τάξεων, Για την καθεστηκυία τάξη, η ανερχόμενη «μαζική κουλτούρα» ήταν φτηνή, ακαλαίσθητη και εκχυδα'ίσμένη. Όλα αυτά μπορούσαν να συνοψιστούν στη λέξη κιτς που κάνει την εμφάνισή της στο γερμανικό λεξιλόγιο, Ίσως κι αυτό να μην είναι τυχαίο, αν αναλογιστεί κανείς ότι η Γερμανία παρέμενε η πιο ιεραρχική κοινωνικά χώρα, στην οποία το χάσμα που χώριζε τη στρατο-γραφειο-οικονομική ολιγαρχία από τα ανερχόμενα λα'ίκά στρώματα, ήταν μεγαλύτερη από εκείνη όχι μόνο στην Αμερική αλλά και τη Γαλλία ή τη Βρετανία.
Θα μπορούσε κανείς να επεκταθεί αd infinitum σ' αυτό το τόσο ενδιαφέρον και τεράστιας πολιτικής σημασίας θέμα της «μαζικοποίησης» των ευρωπα'ίκών κοινωνιών την περίοδο 1870-1914 , Ωστόσο ο χώρος είναι περιορισμένος και συνεπώς θα πρέπει να το κλείσουμε με την εξής διαπίστωση. Η «μαζικοποίηση» ήταν αποτέλεσμα τεχνολογικών και οικονομικών διεργασιών που κανείς δεν μπορούσε να κατευθύνει ή να ελέγξει. Η είσοδος των μαζών προσέφερε στις διάφορες κυβερνήσεις μια μεγάλη ευκαιρία να χρησιμοποιήσουν αυτές τις δυνάμεις τόσο για εσωτερικούς όσο και για εξωτερικούς σκοπούς. Αυτό θα καθίστατο πιο εύκολο με την εθνική ενσωμάτωσή τους, κάτι που δεν ήταν και τόσο δύσκολο για τις κυβερνήσεις, καθώς μπορούσαν να ελέγχξουν άμεσα την εκπαίδευση και έμμεσα τα μέσα επικοινωνίας, Ωστόσο, κατά την άποψή μου, αυτή η κατευθυνόμενη και κάπως βίαιη εθνική ενσω-
46 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μάτωση αυτών των δυνάμεων, λειτούργησε μάλλον ανασταλτικά για την κοινωνική ενσωμάτωσή τους.
Με άλλα λόγια, σε μια περίοδο που, όπως θα δούμε παρακάτω, αρχίζει να διαμορφώνεται μια κοινωνία Ευρωπαίων πολιτών, με κοινά γούστα, αξίες και προβληματισμούς, οι δυνάμεις αυτές όχι μόνο παραμένουν στο περιθώριο, αλλά μπορούν να χρησιμοποιηθούν από ορισμένους για να εξυπηρετήσουν ιδιοτελείς σκοπούς. Εδώ δηλαδή παρατηρούμε δύο αντικρουόμενες τάσεις: από τη μία πλευρά τη διαμόρφωση ενός ενιαίου ευρωπα'ίκού πολιτισμικού πρότυπου, μία κοινωνία Ευρωπαίων πολιτών, και από την άλλη την ανάδυση νέων κοινωνικών δυνάμεων, οι οποίες παραμένουν περιθωριοποιημένες από αυτή τη διαδικασία πολιτισμικής ενσωμάτωσης. Ενώ η πρώτη τάση επιδιώκει να ελέγξει τις εθνικιστικές εξάρσεις γιατί τις θεωρούσε σαν εμπόδιο στην πολιτισμική, και αργότερα πολιτική, ενσωμάτωση της Ευρώπης, η δεύτερη τάση ήταν πιο ευάλωτη στις εθνικιστικές σειρήνες και σ' εκείνες τις δυνάμεις που προβάλλονταν σαν οι θεματοφύλακες του έθνους-κράτους και ό,τι αυτό εξέφραζε και εκπροσωπούσε. Βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, η πραγματική δύναμη εκείνων που υπερασπίζονταν το «εθνικό συμφέρον» είχε υποτιμηθεί από τους ενστερνιστές του ευρωπα"ίκού πολιτισμικού προτύπου. Αυτό εξηγεί την πλήρη σύγχυση και τον πανικό που επακολούθησε το 1914.
Ωστόσο, αν δει κανείς τα πράγματα αντικειμενικά και με την άνεση του χρόνου που έχει παρέλθει από τότε, διαπιστώνει ότι οι δυνάμεις που λειτουργούσαν για την ανατροπή του stαtus quo στην Ευρώπη ήταν πολύ ισχυρότερες απ' ό,τι νόμιζαν ή ήθελαν να πιστεύουν οι κοινωνικές δυνάμεις που διακαώς επιθυμούσαν τη δημιουργία μιας πολιτισμικά ενωμένης Ευρώπης και που υποτιμούσαν τον κίνδυνο ενός ευρωπα"ίκού ολοκαυτώματος. Στο τελευταίο συνέβαλλε και το γεγονός ότι οι Ευρωπαίοι ε ίχαν ουσιαστικά ξεχάσει τι σήμαινε πόλεμος, καθώς εκτός από τον πόλεμο της Κριμαίας και τους περιορισμένους σε έκταση και ένταση πολέμους της γερμανικής και ιταλικής ενοποίησης του 1859-70, ε ίχαν να γνωρίσουν πόλεμο από την εποχή του Ναπολέοντα. Συνεπώς το συγκυριακό εκλαμβανόταν ως μόνιμο. Αυτό οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι ένας πόλεμος στην Ευρώπη ήταν αδιανόητος καθώς αποτελού-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 47
σε κάτι το αναχρονιστικό και ξένο με το πνεύμα της εποχής. Όμως, όπως σωστά παρατηρούν δύο Αμερικανοί ιστορικοί, «ενώ, έως το 1914, δεν είχαν επέλθει μεγάλες μεταβολές στα σύνορα των μεγάλων ευρωπα'ίκών δυνάμεων, οι εσωτερικές τους ισορροπίες, αναφορικά η μία προς την άλλη, βρίσκονταν σε ρευστή κατάσταση»6.
Για να κατανοήσουμε για ποιους λόγους υποβαθμιζόταν η σημασία εκείνων των «υπογείων» διεργασιών που υπέσκαπταν τα θεμέλια του ευρωπα'ίκού οικοδομήματος, θα πρέπει να στρέψουμε την προσοχή μας στη «δεσπόζουσα κουλτούρα» της εποχής εκείνης.
Την περίοδο 1870-1914 διαμορφώθηκε στην Ευρώπη ένα πρωτόγνωρο στη σύγχρονη ιστορία κλίμα αυτοπεποίθησης και αισιοδοξίας για το μέλλον. Ποτέ στο παρελθόν, ή και στην επόμενη περίοδο, δηλαδή μετά το 1914 και έως τις μέρες μας, οι Ευρωπαίοι δεν αισθάνθηκαν τόσο μεγάλη αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία. Αυτό το θέμα παρουσιάζει τεράστιο ενδιαφέρον, όχι μόνο από ιστορική, φιλοσοφική και κοινωνικοπολιτισμική σκοπιά, αλλά και από πολιτική, καθώς αυτή η «κοσμοαντίληψη» επηρέασε καθοριστικά τις πολιτικές εξελίξεις της εποχής και πολλοί τη θεωρούν ως μία από τις αιτίες για την κατάρρευση του ευρωπα'ίκού οικοδομήματος το 1914.
Σε τι συνίστατο αυτό το νέο κλίμα και τρόπος σκέψης και πώς αυτό διαμορφώθηκε; Ας ξεκινήσουμε από το δεύτερο σκέλος του ερωτήματος. Ήταν πολλές οι κύριες συνισταμένες που, σωρευτικά, επέδρασαν προς αυτή την κατεύθυνση. Ένας βασικός λόγος ήταν η επίδραση των ιδεών του Διαφωτισμού που εξακολουθούσαν να αποτελούν τον ακρογωνιαίο λίθο του γενικού φιλοσοφικού πλαισίου της εποχής. Αν μη τι άλλο η ραγδαία οικονομική, τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη στην Ευρώπη μετά το 18 15 είχε ενισχύσει περισσότερο την απήχηση των ιδεών του Διαφωτισμού, που συμβάδιζαν με τις ευρύτερες διεργασίες στην Ευρώπη στη διάρκεια του 190υ αιώνα. Σ ' αυτό συνετέλεσε καθοριστικά η «δεύτερη βιομηχανική επανάσταση» και οι πρωτόγνωρες τεχνολογικές καινοτομίες προς τα τέλη του 1 90υ-αρχές του 200ύ αιώνα. Η επίδραση αυτών των καινοτομιών ήταν καταλυτική στον τρόπο σκέψης και στη συμπεριφορά των Ευρωπαίων. Η εντυπωσιακή αύξηση του εθνικού προ'ίόντος δημιούργησε νέες ανάγκες και κατανα-
48 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λωτικές προτιμήσεις. Αυτό εκφράζεται με τη δημιουργία υπερκαταστημάτων, με κυλιόμενες σκάλες, σε μεγαλουπόλεις, όπως Π.χ. οι Galeries Lafayette και τα Βοη Marcbe στο Παρίσι, το Harrods στο Λονδίνο, τα Gerngross στη Βιέννη και τα Kaufhaus στο Βερολίνο. Ακόμα και η Μόσχα είχε αποκτήσει τα δικά της πολυκαταστήματα, το Muir και το Merrilees. Επίσης πολλαπλασιάζονται τα καταστήματα boutiques που απευθύνονται σε απαιτητικούς πελάτες με εκλεπτυσμένα γούστα και υψηλό εισόδημα.
Αυτές οι διεργασίες υποβοηθούν τις αστικές αξίες της ατομικής ιδιαιτερότητας καθώς και τη διαμόρφωση κοινωνιών, οι πολίτες των οποίων συμμερίζονταν τις ίδιες αξίες, τον τρόπο ζωής και σκέψης, τις φιλοδοξίες και δοξασίες . Η εμφάνιση και διάδοση του αυτοκινήτου, της φωτογραφικής και αργότερα κινηματογραφικής μηχανής, του τηλεφώνου, του φωνογράφου και του αεροπλάνου, την περίοδο αυτή, ενίσχυσαν σημαντικότατα αυτή την τάση που στην κυριολεξία επέφερε μια κοινωνική και πολιτισμική επανάσταση.
Η εμφάνιση του αυτοκινήτου και ό,τι αυτό εκπροσωπούσε -μηχανή, κίνηση, ακόμα δράση και περιπέτεια- αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Το αυτοκίνητο πρωτοεμφανίστηκε στα τέλη του 190υ αιώνα. Το πρώτο «Ι.Χ.» καταγράφηκε στους καταλόγους της Πρωσίας το 1892 και έφερε τον αριθμό κυκλοφορίας « lΑ». Το 1901 ο αριθμός είχε αυξηθεί σε 845 ενώ το Παρίσι το 1906 είχε περίπου 7.000 αυτοκίνητα. Το πρώτο λεωφορείο εμφανίστηκε το 1903 στο Βερολίνο και 6 χρόνια αργότερα η Damler έδινε στην κυκλοφορία το πρώτο φορτηγό. Μετά το 1900 το αυτοκίνητο αποτελούσε αναπόσπαστο συστατικό στις μεγαλουπόλεις, και αντικείμενο θαυμασμού και βέβαια πόθου για απόκτηση. Σιγά-σιγά, από μεταφορικό μέσο, το αυτοκίνητο μετατρέπεται και σε είδος κοινωνικής επίδειξης και πολυτέλειας, κάτι που δεν διέφυγε από την προσοχή κοινωνικών στοχαστών όπως ο Thorstein Veblen, στην κλασική ανάλυσή του για τον «επιδεικτικό καταναλωτισμό» (conspicuous consumption). Σ' αυτό τον τομέα περίοπτη θέση κατέλαβαν εξαρχής οι Ιταλοί με την ίδρυση της Fiat και της Lancia το 1900. Το αυτοκίνητο ήταν συνυφασμένο με την ανταγωνιστικότητα και τον αγώνα, στοιχεία που ταίριαζαν στο κλίμα της εποχής. Αυτό υποδηλώνει και η τόσο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 49
ραγδαία ανάπτυξη των αυτοκινητοδρομιών. Το πρώτο Rally έγινε το 1895, Παρίσι-Μπορντώ-Παρίσι, και σε ελάχιστο χρονικό διάστημα είχαν εξαπλωθεί σε όλη την Ευρώπη, με άξονα το Παρίσι. Το πιο εντυπωσιακό Rally έγινε το 1907-8, μεταξύ Παρισιού και Πεκίνου, κάτι που δεν επαναλήφθηκε από τότε κυρίως λόγω των πολιτικών επιπλοκών που επακολούθησαν μετά το 1914. Ωστόσο, αυτό υποδηλώνει, ίσως με τον καλύτερο τρόπο, το πνεύμα της περιπέτειας της εποχής εκείνης όπου για τον Ευρωπαίο δεν υπήρχαν όρια, φυσικά, γεωγραφικά ή τεχνολογικά που δεν θα μπορούσε να υπερπηδήσει.
Αυτή τη διάθεση ήλθε να ενισχύσει περισσότερο η επόμενη τεχνολογική επανάσταση, το αεροπλάνο. Η πρώτη πτήση έγινε από τον Αμερικανό Wilbur Wright, στις 17 Δεκεμβρίου του 1903, στη Βόρεια Καρολίνα. Το 1908 ο Wright έκανε επίδειξη του επιτεύγματός του στους Γάλλους. Μία βρετανική εφημερίδα πρόσφερε 500 λίρες έπαθλο σ' αυτόν που θα πετούσε επιτυχώς πάνω από τη Μάγχη, κάτι που κατόρθωσε 6 μήνες αργότερα ο Γάλλος Louis Bleriot. Από εδώ και πέρα ο Ευρωπαίος πίστευε ότι η πλήρης κυριαρχία του σε γη, θάλασσα και αέρα ήταν πλέον ζήτημα χρόνου.
Οι τεχνολογικές καινοτομίες αυτής της περιόδου ήταν καθοριστικής σημασίας, όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά και την ανθρωπότητα γενικότερα. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, η Ευρώπη πριν το 1914, «δημιούργησε ουσιαστικά όλες τις ιδέες πάνω στις οποίες βασίστηκε ο εικοστός αιώνας. Ό,τι ακολούθησε έκτοτε δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από τεχνικές βελτιώσεις των ιδεών της εποχής εκείνης».7 Αυτό ισχύει για όλους σχεδόν τους τομείς, από την ιατρική, την ηλεκτρονική, τη βιοχημεία, έως και την πυρηνική φυσική. Τα πρώτα μεγάλα βήματα που οδήγησαν στη διάσπαση του ατόμου και την ατομική βόμβα έγιναν την περίοδο που εξετάζουμε. Επίσης, η εποχή αυτή συνδέεται με την ανάπτυξη νέων επιστημονικών κλάδων όχι μόνο στις θετικές και εφαρμοσμένες επιστήμες, αλλά και στις κοινωνικές. Είναι η εποχή του Φρόιντ, του Γιουνγκ και της εδραίωσης της ψυχανάλυσης, και η εποχή των μεγάλων κοινωνικών στοχαστών, όπως ο Max Weber, ο Ferdinand Τδηnies, ο George Simmel, καθώς και φιλοσόφων όπως ο Νίτσε και ο Wittgenstein. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι όλοι αυτοί συμμερίζονταν τις
50 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ίδιες αντιλήψεις και την ίδια «κοσμοθεωρία». Αντίθετα, εκείνο που διαπιστώνει κανείς είναι, αν όχι μια πλήρης διάσταση, τουλάχιστον μία τεράστια απόσταση μεταξύ του θετικιστικού κλίματος που κυριαρχεί στις θετικές επιστήμες, και σε ένα μεγάλο βαθμό στην οικονομική επιστήμη από τη μια πλευρά, και τις θεωρητικές επιστήμες, από την άλλη, όπου διακρίνουμε μια πιο κριτική στάση και έναν έρποντα υποκειμενισμό. Παρατηρούμε, δηλαδή, ένα βαθμιαίο «αναπροσανατολισμό» στην ευρωπα·ίκή σκέψη, τις τελευταίες τρεις περίπου δεκαετίες πριν το 1914. Αυτή η τάση, που βρισκόταν σε λανθάνουσα κατάσταση και οπωσδήποτε δεν εξέφραζε την επικρατούσα αντίληψη πριν από το 1914, μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, ουσιαστικά εκτόπισε τις θετικιστικές δοξασίες και το πνεύμα της περιόδου 1870-19148.
Με αυτό το θέμα θα ασχοληθούμε διεξοδικότερα σε επόμενα κεφάλαια. Αυτό που χρειάζεται να τονίσουμε εδώ είναι η τεράστια απήχηση που είχαν οι τεχνολογικές καινοτομίες της περιόδου 1870- 1914, σε όλες σχεδόν τις εκφάνσεις, οικονομικές, πολιτικές, πολιτισμικές και ιδεολογικές.
Η εποχή αυτή είναι συνώνυμη με το μοντερνισμό, το φουτουρισμό και το συμβολισμό και με τα νέα καλλιτεχνικά ρεύματα στη ζωγραφική, τη γλυπτική, τη μουσική, την αρχιτεκτονική, όπως και στο θέατρο και τη λογοτεχνία. Επίσης η εμφάνιση της κινηματογραφικής μηχανής προσφέρει πρόσθετες δυνατότητες για αυτοσχεδιασμό και την ανίχνευση νέων μορφών έκφρασης. Οι περισσότεροι από τους πιο διάσημους καλλιτέχνες και δημιουργούς του 200ύ αιώνα, έως τις μέρες μας, ήταν ήδη γνωστοί πριν το 1914. Αυτή η εποχή χαρακτηρίζεται από μία σχεδόν πρωτοφανή πολυμορφία έκφρασης, καλλιτεχνικής, πολιτισμικής, ακόμα πολιτικής και επιστημονικής, γεγονός που οφείλεται σε πολλούς λόγους, όπως η κοινωνική ρευστότητα και η ραγδαία οικονομική, τεχνολογική και επιστημονική ανάπτυξη. Συνεπώς, υπάρχει μια κινητικότητα, καθώς και ένας αυτοθαυμασμός, ή δέος, για τα επιστημονικά επιτεύγματα. Στις εικαστικές τέχνες το κύριο ρεύμα ε ίναι ο Ιμπρεσιονισμός, με κύριους εκπροσώπους τον Manet, τον Monet και τον Renoir. Γι' αυτούς, ένας πίνακας θα έπρεπε να αντανακλά την αυθόρμητη και στιγμιαία εντύπωση του καλλιτέχνη, σαν ένα είδος φωτογραφικής μη-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 5 1
χανής. Για τον Ολλανδό Van Gogh, ίσως το μεγαλύτερο ζωγράφο της εποχής, ένας πίνακας θα έπρεπε να αποκαλύπτει τα αισθήματα και τις παρορμήσεις του καλλιτέχνη τη στιγμή που ζωγραφίζει. Σ' οποιαδήποτε περίπτωση, αυτό που τονίζεται είναι μία καλλιτεχνική ανάγκη να απαθανατιστεί το στιγμιαίο.
Επίσης θα ήταν παράλειψη να μην τονίσει κανείς τον κεντρικό ρόλο της Γαλλίας στα καλλιτεχνικά και πολιτισμικά δρώμενα της Ευρώπης. Ο Van Gogh, ο Picasso και πλείστοι άλλοι καλλιτέχνες, από άλλες ευρωπα'ίκές χώρες και την Αμερική, γνώρισαν την πιο δημιουργική περίοδο της καριέρας τους στη Γαλλία, την παγκόσμια πολιτισμική «Μέκκα» έως τον Β' παγκόσμιο πόλεμο. Όμως, παράλληλα μ' αυτά τα ρεύματα υπάρχουν κι εκείνα στην κεντρική - ανατολική Ευρώπη, που επηρεάζονται από κάπως διαφορετικά κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά προβλήματα, όπως η διαμόρφωση έθνους-κράτους από τους λαούς της Αυστροουγγαρίας, της Ρωσίας και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Εκείνο που παρατηρεί κανείς σ' αυτό τον καλλιτεχνικό και πολιτισμικό οργασμό ε ίναι μια επιθυμία για αναζήτηση νέων μορφών έκφρασης καθώς και μια ανάγκη για «ανατροπή» παραδοσιακών αντιλήψεων. Οπωσδήποτε το θέμα είναι σύνθετο και ο γράφων δεν έχει ούτε τις ειδικές γνώσεις ούτε και το χώρο για να υπεισέλθει σ' αυτό. Το μόνο που θα μπορούσε να τονίσει, στα πλαίσια αυτής της μελέτης, είναι ο καθοριστικός ρόλος που έπαιξαν οι τεχνολογικές και βιομηχανικές εξελίξεις της περιόδου εκείνη στις τέχνες. Πάνω απ' όλα, η εμφάνιση του αυτοκινήτου, της κινηματογραφικής μηχανής και τέλος του αεροπλάνου, άνοιγαν νέους ορίζοντες καθώς και νέους προβληματισμούς.
Ποια ήταν τα όρια της ανθρώπινης δύναμης και δημιουργικότητας; Τι σήμαιναν αυτά για την κοινωνία και για το άτομο; Βέβαια δεν υπήρχαν ομοιόμορφες απαντήσεις σε παρόμοια ερωτήματα και προβληματισμούς. Αυτό όμως που υποδήλωναν ήταν μία κοινή ανάγκη να αποβάλουν τα στερεότυπα και τις συμβατικές αστικές αντιλήψεις. Το ότι μεταξύ τους υπήρχαν τεράστιες πολιτικές τουλάχιστον διαφορές φάνηκε μετά το 1914 και στην περίοδο του μεσοπολέμου. Πολλοί από αυτούς στρατεύθηκαν στα δυο άκρα, τον κομουνισμό-σταλινισμό ή στο φασισμό. Αυτό δεν ε ίναι τυχαίο. Και τα δυο ρεύματα εκπροσωπούσαν τη ρή-
52 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ξη με τις αστικές, φιλελεύθερες ιδέες του 190υ αιώνα και μια σχεδόν θρησκευτική πίστη στην πρόοδο, στη δύναμη της επιστήμης, καθώς και στην αναγκαιότητα της βίας, για την επίτευξη αυτών των οραμάτων. Όπως θα δούμε και σε άλλο κεφάλαιο, ο μοντερνισμός, ο επιστημονισμός και ο φουτουρισμός αποτελούσαν κοινά συστατικά τόσο του «μαρξισμού-λενινισμού» όσο και του φασισμού του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Σπέρματα αυτής της νέας λατρείας της δύναμης, που δίνει η επιστήμη, υπάρχουν πριν το 1914. Το 1909, π.χ., οι Ιταλοί φουτουριστές στο Μιλάνο εξέδωσαν ένα κοινό μανιφέστο στη γαλλική εφημερίδα Le Figaro, στην οποία υμνούσαν την ταχύτητα, την ενέργεια, τη σύγκρουση, τη βία και τον πόλεμο. Όπως έλεγε ο ηγέτης αυτής της ομάδας, ο συγγραφέας Martinelli, «το μεγαλείο της ανθρωπότητας έχει εμπλουτιστεί από μία νέα καλλονή, την κούκλα της ταχύτητας . . . Ένα σπορ αυτοκίνητο είναι πιο υπέροχο απ' ό,τι η Νίκη της Σαμοθράκης»9. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Martinelli κατέληξε ένας από τους επιφανέστερους και φανατικότερους οπαδούς του ιταλικού φασισμού.
Θα ήταν λάθος να υπερβάλει κανείς την επιρροή αυτών των ατόμων και ρευμάτων στην ευρύτερη κοινωνία. Όπως τονίστηκε παραπάνω, η δεσπόζουσα τάση την περίοδο αυτή είναι η διαμόρφωση μιας αστικής αντίληψης σε ευρωπα·ίκό επίπεδο, με κοινό τρόπο ζωής, προτιμήσεις, πιστεύω και προσδοκίες. Τα στρώματα που ταυτίζονταν, ή επιδίωκαν να ενσωματωθούν σ' αυτή την κοσμοπολίτικη αστική κοινωνία, είχαν διευρυνθεί εντυπωσιακά σε σύγκριση με τις αρχές του 190υ αιώνα. Η δεύτερη βιομηχανική επανάσταση εισήγαγε, όπως είπαμε, νέες τεχνολογίες και προ·ίόντα μαζικής κατανάλωσης, όπως χημικά και ηλεκτρικά είδη και βέβαια τα αυτοκίνητα. Συνεπώς ο αριθμός των επιστημόνων, τεχνικών, μηχανικών, καθηγητών όλων των βαθμίδων, λογιστών, ε ιδικευμένων εργατών, μάνατζερ και μια σειρά παρεμφερών επαγγελμάτων διογκώθηκε και αποτελούσε, στις αρχές του 200ύ αιώνα, τη ραχοκοκαλιά των κοινωνιών στη δυτική, κεντρική και βόρεια Ευρώπη καθώς και στην Αμερική. Τα τεχνολογικά και επιστημονικά επιτεύγματα έδιναν ιδιαίτερη υπόσταση στις θετικές επιστήμες, στα μαθηματικά και σε ό,τι υπολογίσιμο και μετρήσιμο. Αυτή είναι η εποχή της στατιστικής και του συγκεκριμένου. Οι νέες ανάγκες έδωσαν ώθηση στις τεχνικές
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 53
επιστήμες και στις εφαρμοσμένες γνώσεις, σε αντιδιαστολή με τις θεωρητικές επιστήμες και τις κλασικές σπουδές. Η διδακτέα ύλη όχι μόνο των μέσων και τεχνικών σχολών αλλά και των πανεπιστημίων έπρεπε να προσαρμοστεί ανάλογα για να ανταποκριθεί στις νέες ανάγκες. Όπου αυτά αντιστέκονταν, όπως η Οξφόρδη και το Καίμπριτζ, η λύση ήταν η δημιουργία νέων πανεπιστημίων στα οποία προσφέρονταν πιο σύγχρονες και «πρακτικές» γνώσεις. Ένα από αυτά ήταν και το London School of Economics and Political Science, το οποίο ιδρύθηκε το 1895 για να ανταποκριθεί στις ανάγκες του City του Λονδίνου και της οικονομίας γενικότερα.
Αυτή την «αποθέωση» της επιστήμης την καλλιεργούσαν επίσης οι ίδιοι οι επιστήμονες. Απώτερος στόχος τους ήταν να εκτοπίσουν την Εκκλησία, πράγμα που ουσιαστικά σήμαινε ότι η επιστήμη έτεινε να γίνει μία νέα θρησκεία. Βέβαια, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, αυτό απέφερε και υλικά οφέλη, καθώς μ' αυτό τον τρόπο η επιστημονική κοινότητα μπορούσε να διεκδικεί περισσότερους πόρους από το κράτος και τον ιδιωτικό τομέαlΟ. Σε μια εποχή που οι επιστημονικοί και επαγγελματικοί κλάδοι δημιουργούσαν τους δικούς τους φορείς, συλλόγους, εταιρείες, με εξειδικευμένα περιοδικά για να προαγάγουν και να προβάλουν τον κλάδο τους, ήταν επόμενο οι επιστήμονες, με τον «αέρα» και το κύρος που είχαν αποκτήσει, λόγω και των εντυπωσιακών επιστημονικών επιτευγμάτων, να επιδιώκουν την προβολή της επιστήμης στην κοινωνία.
Επίσης θα ήταν χρήσιμο να τονίζαμε ότι οι διάφορες εταιρείες που ιδρύονται αυτή την εποχή, ακόμα και στις πολιτικές και κοινωνικές επιστήμες, προσέλαβαν έναν ευρωπα'ίκό χαρακτήρα. Η επιστήμη και οι τέχνες εκείνη την περίοδο αγνοούν τα εθνικά σύνορα, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι στις μέρες μας. Ο αριθμός των διεθνών (κυρίως ευρωπα'ίκών ή κατ' εξοχήν ευρωπα'ίκών) συλλόγων, εταιρειών, οργανισμών Κ.λπ. εκείνης της εποχής, ε ίναι εντυπωσιακός και καλύπτει σχεδόν κάθε κοινωνικό, οικονομικό, επιστημονικό, πνευματικό και πολιτικό χώρο. Η εργατική τάξη, Π.χ. , εκφράζεται σε ευρωπα'ίκό επίπεδο από τη Δεύτερη Διεθνή, που, όπως θα εξετάσουμε αργότερα, ένας από τους σκοπούς της ήταν η διατήρηση της ε ιρήνης στην Ευρώπη. Το ίδιο ίσχυε
54 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
και για μία πληθώρα από άλλους, λιγότερο γνωστούς φορείς, που θα ήταν άσκοπο να απαριθμηθούν.
Ωστόσο θα αποτελούσε μεγάλη παράλειψη να μην αναφερθούμε στο πιο εντυπωσιακό ίσως ευρωπα·ίκό κοινωνικό κίνημα της εποχής εκείνης το φεμινιστικό κίνημα των «σουφραζετών». Οι καταβολές αυτού του κινήματος, που στις παραμονές του πολέμου του 1914 αποτελούσε το μεγαλύτερο κοινωνικό «αγκάθι» για πολλές ευρωπα·ίκές χώρες, ανάγονται στα μέσα του 190υ αιώνα, και συνδέονται με τα κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα της εποχής. Ένας λόγος για την αφύπνιση των γυναικών είχε σχέση με τη νομοθεσία που ε ισήγαγαν διάφορες χώρες, στα μέσα του αιώνα, όπως η Γαλλία, η Ρωσία και η Βρετανία, για την ποινικοποίηση της πορνείας. Αυτή η νομοθεσία θεωρήθηκε από ορισμένες γυναίκες ως άδικη και μονόπλευρη καθώς αφορούσε μόνο τις γυναίκες ενώ οι άνδρες, που ήταν επίσης φορείς αφροδίσιων νοσημάτων, προστατεύονταν από το νόμο. Συνεπώς, υποστήριζαν ορισμένες γυναίκες, ο καλύτερος τρόπος για την αντιμετώπιση της πορνείας δεν ήταν το ποινικό φακέλωμα των γυναικών, αλλά η εγκράτεια των ανδρών και η μη αναζήτηση εξωσυζυγικών απολαύσεων. Γι' αυτό το σκοπό ιδρύθηκε το 1875 η Ευρωπα·ίκή και Γενική Ομοσπονδία για την κατάργηση της κρατικής νομοθεσίας σχετικά με την Ακολασία. Ωστόσο παρόμοια επιχειρήματα για την ίση μεταχείριση των δύο φύλων έβρισκαν μικρή ανταπόκριση στην ανδροκρατούμενη Ευρώπη. Με εξαίρεση ελάχιστους φιλελεύθερους και σοσιαλιστές, η εμμονή στην «ελέω Θεού» ανδρική ανωτερότητα κάλυπτε όλο το πολιτικό και κοινωνικό φάσμα.
Κατά τα τέλη του αιώνα στο στρατόπεδο της ανδροκρατίας προστέθηκε και η επιστήμη, η οποία με το τεράστιο κύρος που είχε αποκτήσει, επιστρατευόταν για να δικαιολογηθεί «επιστημονικά» η υπάρχουσα κατάσταση και η καταπάτηση των κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών δικαιωμάτων των γυναικών. Έτσι, ένας επιφανής βιολόγος της εποχής, ο Τ. Η. Huxley, αποφαινόταν ότι οι γυναίκες γενετικά δεν είχαν την ίδια ευφυΙα με τους άνδρες και αυτό αποδεικνύοταν από το ότι ήταν πιο μικρόσωμες και φυσικά πιο αδύνατες από τους άνδρεςll . Ένας άλλος βιολόγος «εξειδίκευε» το θέμα περισσότερο. Στην απαίτη-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 55
ση των γυναικών για πρόσβαση στα πανεπιστήμια, από τα οποία εξαιρούνταν στις περισσότερες ευρωπα'ίκές χώρες έως περίπου τις αρχές του 200ύ αιώνα, αποφαινόταν ότι αυτό θα ήταν καταστροφικό για τις ίδιες γιατί ήταν επιστημονικά αποδεδειγμένο ότι η πολλή σκέψη και μελέτη προκαλούσε τριχόπτωση στις γυναίκες,
Προφανώς ο διαφωτισμός και οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης για την απελευθέρωση του ανθρώπου από το σκοταδισμό, την καταπίεση και τις κοινωνικές διακρίσεις, δεν αφορούσαν στις γυναίκες, Ενώ άλλες κοινωνικές και εθνικές ομάδες, όπως οι Εβραίοι, είχαν καταφέρει το 190 αιώνα να αποκτήσουν κοινωνικά και πολιτικά δικαιώματα, οι γυναίκες εξακολουθούσαν να βρίσκονται στο περιθώριο, Π.χ. ο ναπολεόντειος κώδικας, ο οποίος έθεσε τα νομικά θεμέλια της σύγχρονης Γαλλίας, διατύπωνε την άποψη ότι «ο άνδρας οφείλει να προστατεύει τη γυναίκα του και εκείνη οφείλει πλήρη υποταγή σ' αυτόν». Κατά συνέπεια, οι γυναίκες στερήθηκαν στη «φιλελεύθερη» Ευρώπη κάθε δικαίωμα, όπως το δικαίωμα της κληρονομιάς και κατοχής προσωπικής περιουσίας, το δικαίωμα εργασίας, το δικαίωμα για διαζύγιο κ.λπ., ενώ η μοιχεία αποτελούσε έγκλημα για τις γυναίκες, αλλά δεν ίσχυε το ίδιο για τους άνδρες. Επίσης, στις αρχές του 190υ αιώνα, ποινικοποιείται η έκτρωση στις περισσότερες ευρωπα'ίκές χώρες μεταξύ των οποίων η Βρετανία (1803) και η Γαλλία (1810).
Ποια θα έπρεπε να ε ίναι η θέση και ο ρόλος της γυναίκας στη σύγχρονη ευρωπα'ίκή αστική κοινωνία; Σίγουρα όχι ένα ισότιμο μέλος με ίσα δικαιώματα, αλλά σαν «μητέρα και σύζυγος» θα παρείχε θαλπωρή, στοργή και ηθική υπόσταση σε έναν ανδροκρατούμενο καπιταλιστικό κόσμο που χαρακτηριζόταν από φαρισα'ίσμό. Με όλους αυτούς τους περιορισμούς και τις διακρίσεις δεν είναι τυχαίο ότι οι γυναίκες κατέληγαν να γίνονται γκουβερνάντες, νοσοκόμες, δασκάλες ή μοναχές, στις καθολικές κυρίως χώρες. Θα ήταν υπερβολή να μιλήσει κανείς για «παθητική» κοινωνική αντίσταση των γυναικών, ωστόσο η εντυπωσιακή αύξηση των ανύπαντρων γυναικών την περίοδο εκείνη σίγουρα αντανακλά την άρνησή τους να υποταχτούν σ' αυτό ΤΟΥ παθητικό ρόλο. Η Ευρώπη στα τέλη του 190υ αιώνα έχει περισσότερες «γεροντοκόρες» από οποιαδήποτε άλλη περίοδο. Παρεμπιπτόντως ο όρος «γεροντοκό-
56 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρψ> υιοθετήθηκε εκείνη την εποχή και υπονοούσε το στριμμένο παράξενο τύπο γυναίκας που επέβαλλε η ανδροκρατούμενη κοινωνία.
Οπωσδήποτε δεν υπάρχει χώρος εδώ για μια διεξοδική ανάλυση του γυναικείου κινήματος. Γι' αυτό θα περιοριστούμε σε ορισμένες βασικές επισημάνσεις. Η πρώτη είναι ότι το κίνημα αυτό κάνει ένα ποιοτικό άλμα στα μέσα του 190υ αιώνα προφανώς επηρεασμένο από το αστικό επαναστατικό ξέσπασμα στην Ευρώπη το 1848-9. Εκείνη την εποχή δημοσιεύονται δυο κλασικά κείμενα το Politique des femmes της Jeannine Deroin και το Frαuen Zeitung της Louise Otto. Προφανώς οι πιο πολιτικοποιημένες γυναίκες της εποχής εκείνης θεώρησαν ότι οι στόχοι των αστών-φιλελευθέρων για πολιτική κοινωνική απελευθέρωση συνέπιπταν με τους δικούς τους. Ωστόσο γρήγορα συνειδητοποίησαν ότι κάτι παρόμοιο δεν συνέβαινε και ότι, με ελάχιστες εξαιρέσεις, όπως εκείνη του John Stuart ΜίΙΙ, οι περισσότεροι φιλελεύθεροι θεωρούσαν τις γυναίκες κοινωνικά, πολιτικά, πνευματικά ακόμα και βιολογικά, υποδεέστερες. Μία δεύτερη βασική διαπίστωση ε ίναι ότι στρέφονται προς άλλες μορφές δράσης, με άξονα, την περίοδο 1860-1890 περίπου, την εκπαίδευση. Όπως μνημονεύθηκε παραπάνω, εκείνη την περίοδο δόθηκε ιδιαίτερη σημασία στην εκπαίδευση και την επιστήμη. Ήταν συνεπώς φυσιολογικό οι γυναίκες, σε μια εποχή που κάθε πολιτική, οικονομική και κοινωνική ομάδα, συμπεριλαμβανομένης της εργατικής τάξης και των φορέων της, επιδιώκουν να βελτιώσουν το εκπαιδευτικό και μορφωτικό επίπεδό τους, να στρέψουν την προσοχή τους στην εκπαίδευση, δηλαδή τη διεκδίκηση ίσων ευκαιριών στη μόρφωση. Π.χ. η Γερμανίδα Louise Otto-Peters στο περιοδικό Neue Bαhnen, υποστήριζε ότι οι γυναίκες έπρεπε να δίνουν μεγαλύτερη σημασία στην παιδεία, σαν το μέσο για την απόκτηση κοινωνικής-πολιτικής ισότητας, γιατί εκεί είχαν ένα συγκριτικό πλεονέκτημα που θα μπορούσε να αντισταθμίσει τη στρατιωτική θητεία την οποία επικαλούνταν οι άνδρες σαν λόγο για να δικαιολογήσουν τις διακρίσεις μεταξύ των δυο φύλων. Γενικά, έως τα τέλη του 190υ αιώνα περίπου, το γυναικείο κίνημα ε ίναι ακόμα μετριοπαθές και χρησιμοποιεί ήπιες μορφές δράσης. Το 1888 ιδρύεται στην Washington το Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών για το συντονισμό της δράσης. Σ' αυτό εντάσσονται σχεδόν όλες οι ευρω-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 57
πα'ίκές ενώσεις γυναικών, στις οποίες παρεμπιπτόντως εξέχουσα θέση κατέχουν γυναίκες προτεσταντικής ή εβρα'ίκής προέλευσης. Επίσης περιττεύει να προσθέσουμε ότι στην κοινωνική σύνθεση των οργανώσεων πρωτοστατούν τα μεγαλομεσοαστικά στρώματα.
Σταδιακά τα ανώτατα εκπαιδευτικά ιδρύματα ανοίγουν τις πύλες τους στις γυναίκες. Στις αρχές του 200ύ αιώνα όλα σχεδόν τα πανεπιστήμια, με εξαίρεση ορισμένα παραδοσιακά, έχουν καταργήσει τους περιορισμούς στη φοίτηση γυναικών. Ωστόσο, η πρόσβαση των γυναικών στα πανεπιστήμια λίγο συνέβαλε στην εξάλειψη της μεγαλύτερης διάκρισης, δηλαδή τη στέρηση της ψήφου στις γυναίκες. Αντίθετα, παρατηρείται μία όξυνση και σκλήρυνση στη στάση του πολιτικού κατεστημένου στο θέμα αυτό. Η ιδέα της ισότιμης συμμετοχής των γυναικών στην εκλογική διαδικασία, που δεν σήμαινε βέβαια και ισότιμη συμμετοχή στη διακυβέρνηση, προκαλούσε πανικό στην ανδροκρατούμενη Ευρώπη. Ακόμα και ο βετεράνος ριζοσπάστης Γάλλος πολιτικός Georges Clemenceau προειδοποιούσε το 1907 ότι εάν οι Γαλλίδες αποκτούσαν την ψήφο, η Γαλλία θα βυθιζόταν πάλι στο Μεσαίωνα12.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, και μετά από επανειλημμένες αποτυχημένες προσπάθειες για τη συνταγματική κατοχύρωση του δικαιώματος της ψήφου, το γυναικείο κίνημα προσέφυγε σε πιο άμεσες και βίαιες μεθόδους δράσης. Το 1902 ιδρύθηκε η Διεθνής Συμμαχία για την Ψήφο των Γυναικών (International Women's Suffrage Alliance), η οποία αποσκίρτησε από το πιο μετριοπαθές Διεθνές Συμβούλιο Γυναικών. Οι τρεις μεγαλύτερες οργανώσεις της ήταν από τη Βρετανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία. Το 1907 το βρετανικό τμήμα αυτής της οργάνωσης πραγματοποίησε μία διαδήλωση στο Hyde Park του Λονδίνου στην οποία συμμετείχαν περίπου 500.000 άτομα. Η βίαιη αντίδραση της αστυνομίας και η απαγόρευση παρόμοιων διαδηλώσεων ώθησε το κίνημα των σουφραζετών σε πιο δυναμικές πράξεις. Ωστόσο, παρά τη βιαιότητα των δυνάμεων καταστολής, το κίνημα απέφευγε την προσφυγή στη ρήξη πιστεύοντας ότι η βρετανική κυβέρνηση θα έλυνε το πρόβλημα με νομοθετική πράξη. Όταν αυτό ναυάγησε, το 19 1 1 , το κίνημα των σουφραζετών πέρασε στην αντεπίθεση. Τώρα πλέον οι στόχοι τους δεν περιορίζονταν σε ειρηνικές διαδηλώσεις σε πλατείες και σε κυβερ-
58 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νητικά κτίρια, αλλά επεκτείνονταν σε πράξεις που θα απέφεραν τη μέγιστη δημοσιότητα. Π.χ. την 1η Μαρτίου 1912 περίπου 150 καλοντυμένες γυναίκες διαδήλωσαν στην Όξφορντ Στριτ και κατέστρεψαν με σφυριά τις βιτρίνες πολυτελών καταστημάτων, όπως το Liberty's και το Burbery. Η δράση τους σύντομα επεκτάθηκε στο κόψιμο τηλεγραφικών καλωδίων, το κάψιμο βαγονιών τρένων, την καταστροφή έργων τέχνης στην Εθνική Πινακοθήκη και στον εμπρησμό κατοικιών επώνυμων πολιτικών.
Πολλοί ιστορικοί καταφεύγουν σε χαρακτηρισμούς όπως «εγκληματικές πράξεις», «μισαλλοδοξία», «παρανο·ίκή αντίδραση», «τυφλός φανατισμός» και συναφείς εκφράσεις, όταν αναφέρονται σ' αυτό το θέμα. Ωστόσο παρόμοιοι χαρακτηρισμοί το μόνο που φανερώνουν είναι προκατάληψη και έλλειψη ευαισθησίας. Οι σουφραζέτες δεν κατέφυγαν ποτέ σε δολοφονικές πράξεις, όπως συνήθιζαν π.χ. οι αναρχικοί, οι εθνικιστές και άλλοι αντιφρονούντες την εποχή εκείνη. Επίσης, η μορφή πάλης των σουφραζετών εξέφραζε μια αγανάκτηση και ένα αίσθημα «πληγωμένου εγωισμού», που ενίοτε τις οδηγούσε στην απόγνωση ή ακόμη και σε πράξεις αυτοθυσίας. Έτσι, δεν μπορεί κανείς παρά να αισθάνεται θαυμασμό για την Emily Davidson, η οποία το 1913 ρίχτηκε μπρος στα πόδια του βασιλικού αλόγου στη διάρκεια μιας ιπποδρομίας στο Ascott με αποτέλεσμα να βρει τραγικό θάνατο. Ήταν άοπλη και το μόνο που βρήκαν επάνω της ήταν το σύνθημα ΨΗΦΟ ΣΤΙΣ rYNAIΚΕΣ γραμμένο στο παλτό της. Εάν συγκρίνει κανείς αυτές τις πράξεις με ορισμένες τρομοκρατικές ενέργειες στις μέρες μας, όπου αθώοι και ανυποψίαστοι πολίτες δολοφονούνται εν ψυχρώ, δεν μπορεί παρά να υποκλίνεται μπρος στην παρρησία και την αυταπάρνηση ορισμένων σουφραζετών. Δυστυχώς, όμως, οι προσπάθειές τους δεν απέφεραν τα αναμενόμενα αποτελέσματα.
Υπάρχουν ελάχιστες ιστορικές περιπτώσεις στις οποίες επενδύθηκε τόσο μεγάλη προσπάθεια με τόσο πενιχρά αποτελέσματα, όσο το κίνημα των σουφραζετών πριν το 1914. Οι λόγοι που εξηγούν αυτή τη δυσαναλογία είναι πολλοί και σύνθετοι· ωστόσο ίσως ο καθοριστικότερος να ήταν το ότι το γυναικείο κίνημα εμφανίστηκε σε μια εποχή έντονων ιδεολογικών και ταξικών συγκρούσεων. Συνεπώς ήταν πρακτικά αδύ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 59
νατο για το γυναικείο κίνημα να ακολουθήσει μια ενιαία συνεπή γραμμή και να αποφύγει τις αντιφάσεις. Το πρόβλημα ήταν διττό. Π.χ. όχι μόνο οι συντηρητικές και αστικές πολιτικές δυνάμεις αντιτίθενταν στο φεμινισμό, αλλά ακόμα και η γοργά ανερχόμενη σοσιαλδημοκρατία και τα εργατικά συνδικάτα έβλεπαν με δυσπιστία το γυναικείο κίνημα, για δυο κύριους λόγους: ο πρώτος και κυριότερος ήταν ότι η πλήρης απελευθέρωση των γυναικών θα διόγκωνε την προσφορά εργασίας με αποτέλεσμα τη συμπίεση των ημερομισθίων. Συνεπώς, ήταν προτιμότερο οι γυναίκες να μένουν σπίτι και να φροντίζουν την οικογένεια και οι άνδρες να δουλεύουν και να ασχολούνται με την πολιτική και το συνδικαλισμό. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι, στην πλειοψηφία του, το κίνημα των σουφραζετών εκπροσωπούσε τα μεγαλομεσαία αστικά στρώματα. Συνεπώς, υπήρχε ένα πελώριο χάσμα που το χώριζε από την εργατική τάξη, για το οποίο δεν έκανε ιδιαίτερες προσπάθειες για να το γεφυρώσει. Π.χ. το γερμανικό τμήμα του γυναικείου κινήματος, το BDF, αρνιόταν να δεχθεί σαν μέλη εργάτριες, με το σκεπτικό ότι ήταν πολιτικοποιημένες. Επίσης, στη Γαλλία, οι φεμινίστριες τις μέρες που παρευρίσκονταν στο γαλλικό Φεμινιστικό Συνέδριο το 1900 και το 1908, δεν επέτρεψαν στις υπηρέτριές τους όχι μόνο να συμμετέχουν σ' αυτά, αλλά ούτε καν να πάρουν άδεια. Είχε συνεπώς δίκιο η Ρωσίδα επαναστάτρια Αλεξάνδρα Κολλαντάι όταν αποχωρούσε από το πανρωσικό Συνέδριο Γυναικών το 1908 και έγραφε : «μεταξύ των απελευθερωμένων γυναικών της διανόησης και των γυναικών του μόχθου με τα ροζιασμένα χέρια υπήρχε τέτοιο αγεφύρωτο χάσμα, ώστε δεν υπάρχουν περιθώρια για κοινούς αγώνες»13 .
Ουσιαστικά το ζήτημα της γυναικείας ψήφου λύθηκε αμέσως μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο για πιο πρακτικούς λόγους. Πρώτον, η γενική επιστράτευση προκάλεσε τεράστια έλλειψη εργασίας την οποία αντικατέστησαν οι γυναίκες. Επίσης οι γυναίκες ανέλαβαν σημαντικές και υπεύθυνες θέσεις στα μετόπισθεν, ενώ οι άνδρες πολεμούσαν στα χαρακώματα. Επίσης, το ότι οι γυναίκες λίγο ευθύνονταν για τον παροξυσμό που οδήγησε στον πόλεμο το 1914, αφαίρεσε ένα από τα μεγαλύτερα ανδρικά επιχειρήματα περί ανωριμότητας και ανευθυνότητας του ετέρου φύλου. Τέλος δεν πρέπει να παραγνωρίζεται και η σημασία
60 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
της Μπολσεβίκικης Επανάστασης τον Οκτώβριο του 1917. Μια από τις πρώτες πράξεις της ήταν η απονομή απόλυτης ισότητας στα δύο φύλα. Με άλλα λόγια, το γυναικείο ζήτημα στην Ευρώπη το 1918 είχε λυθεί από την ίδια την ιστορία.
* * *
Ένα άλλο κύριο χαρακτηριστικό αυτής της περιόδου είναι μια αυξανόμενη αποστασιοποίηση, ή καλύτερα αποστροφή, προς τις κλασικές σπουδές. Βέβαια μια πλήρης αποκοπή από τους κλασικούς θα ήταν αδιανόητη, καθώς, όπως αναφέραμε στον πρώτο τόμο, αυτοί αποτελούσαν το σημείο αναφοράς του Διαφωτισμού. Ωστόσο, το ενδιαφέρον τώρα περιορίζεται κυρίως στον Αριστοτέλη και σε όσους από τους κλασικούς φιλόσοφους και συγγραφείς εκφράζουν το νέο πνεύμα της εποχής. Αντίθετα ο Πλάτωνας περνάει σχεδόν στην αφάνεια, όπως και οι περισσότεροι τραγωδοί καθώς επίσης και ο Θουκυδίδης.
Γενικά η ανερχόμενη τεχνοκρατία με τους αναρίθμητους μηχανικούς, τεχνίτες, μάνατζερ, λογιστές, υπαλλήλους επιχειρήσεων κ.λπ. δεν έχει ούτε το χρόνο ούτε και τη διάθεση ν' ασχοληθεί με τους κλασικούς οι οποίοι, στο κλίμα του «Ατρόμητου Νέου Κόσμου» (Brave New World), όπως τον αποκάλεσε ο Huxley το 1932, φαινόταν αποξενωμένος και άσχετος από τις δικές του ανάγκες. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, η κλασική αντίληψη εξέφραζε τώρα τους Herrenvolk, τους αριστοκράτες του πνεύματος μιας άλλης εποχής την οποία ήθελαν να αποβάλουν. Οι ωφελιμιστικές αντιλήψεις της νέας εποχής και η σχεδόν τυφλή πίστη στην επιστήμη και την πρόοδο προσέφεραν εύκολα επιχειρήματα για να καταδικάζουν τις «ακατανόητες σαχλαμάρες» των αρχαίων14.
Αυτούς τους απασχολούσε τώρα μόνο το παρόν, συνεπώς επιδίωκαν να αποκοπούν από το χθες και κατ' επέκταση να φέρουν στα μέτρα τους το μέλλον. Η κρατούσα αντίληψη δεν επέτρεπε ή δεν ενεθάρρυνε μια πνευματική, φιλοσοφική αναζήτηση. Η επιστήμη και η οικονομική και κοινωνική εξέλιξη προδιέγραφαν μία γραμμική πορεία προς το μέλλον, προφανώς σε μια νιρβάνα υλικού ευδαιμονισμού και απόλυτης ανθρώπινης κυριαρχίας στον πλανήτη. Όλα αυτά σήμαιναν ότι η ιστορία και οι ιδεολογίες, όπως αυτές υπήρχαν στο παρελθόν, είχαν πα-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 6 1
ρέλθει ανεπιστρεπτί. Αυτό που ονομάζουν σήμερα στην Αμερική «EndiSffi» -το τέλος της ιστορίας, τέλος της ιδεολογίας, τέλος του έθνουςκράτους Κ.λπ.- δεν είναι τίποτε άλλο από ανακύκλωση παρομοίων δοξασιών στην Ευρώπη την περίοδο που εξετάζουμε. Ωστόσο αυτή η εμμονή σε μια «ουτοπική εσχατολογία», αυτή η δοξασία, στηριζόταν, σύμφωνα με ένα σύγχρονο κοινωνικό φιλόσοφο, σε μια κολοσσιαία προϋπόθεση ότι υπάρχει ένα μοναδικό και στερεό μονοπάτι που οδηγεί στην απόλυτη αρμονία και στο οποίο τα πάντα βολεύονται μεταξύ τους και συνυπάρχουν ειρηνικά15. Βασίζεται σε ένα αφηρημένο κοινό συμφέρον μιας αφηρημένης ανθρωπότητας. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, για τους επικριτές αυτού του ιστορικού ντετερμινισμού, όπως Π.χ. για τον Max Weber, παρόμοιες δοξασίες περί τέλους της ιστορίας ή του έθνους-κράτους αποτελούσαν ιδεοληψίες καθώς η ανθρωπότητα αποτελούνταν από διαφορετικές κουλτούρες, με τη δική τους ιστορία, πόθους και επιδιώξεις. Ήταν συνεπώς επικίνδυνη ουτοπία, να διαποτίζει η ιθύνουσα πολιτική ηγεσία το λαό με τέλειες δοξασίες. Αυτό δεν σήμαινε ότι ο ίδιος ο Weber επικροτούσε τον εθνικισμό ή τις συγκρούσεις, αλλά απλώς ότι είχε επίγνωση της τραγικότητας της ανθρώπινης ύπαρξης που καμιά ουτοπιστική δοξασία για παγκόσμια αιώνια ειρήνη δεν μπορούσε να εξαλείψει.
Τέλος θα ήταν ίσως σκόπιμο, κυρίως καθώς η παρούσα εργασία είναι μια ιστορική πραγματεία, να μνημονεύσουμε τη στάση των ιστορικών της εποχής εκείνης απέναντι σε αυτές τις διεργασίες. Οπωσδήποτε θα ήταν παρακινδυνευμένο να γενικεύει κανείς καθώς ο ιστορικός κλάδος είναι ο κατ' εξοχήν «ατομικιστικός». Υπάρχουν σχεδόν τόσες ιστορικές σχολές όσοι και ιστορικοί. Υπάρχουν επίσης τόσες ιστορικές αναζητήσεις όσες είναι οι ανάγκες και οι προβληματισμοί της κάθε εποχής. Συνεπώς, ήταν επόμενο η πολυμορφία και ο πλουραλισμός της εποχής 1880- 1914 να αντανακλάται και στις ιστορικές πραγματείες. Μια τάση ήταν η έμφαση στην «εθνική ιστορία», δηλαδή η αναζήτηση της διαμόρφωσης της εθνικής ταυτότητας και ιστορικής πορείας όχι μόνο των εθνών που ε ίχαν κατορθώσει να συγκροτήσουν δικό τους κράτος, αλλά και εκείνων που φιλοδοξούσαν κάτι παρόμοιο. Μία δεύτερη τάση ήταν η κοινωνική ιστορία και η ιστορία του Εργατικού Συνεργα-
62 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡIΑ
τικού και Σοσιαλιστικού Κινήματος, όπως το κλασικό έργο του μεγάλου Γάλλου σοσιαλιστή Jean Jaures, η Ιστορία του Σοσιαλισμού (Histoire sociαliste) , ή τα έργα των Sidney και Beatrice Webb στα οποία καταπιάνονταν με το κοινωνικό πρόβλημα στη Βρετανία. Τέλος, μια άλλη τάση ήταν η ιστορική καταγραφή είτε επί μέρους επιστημονικών κλάδων, όπως η ιστορία των Μαθηματικών, της Φυσικής κ.λπ., ή η ιστορία διαφόρων θεσμών, όπως η Εκκλησιαστική Ιστορία Κ.λπ. Ωστόσο, σε γενικές γραμμές, οι ιστορικοί, κυρίως στη Βρετανία και τη Γαλλία, και σε λιγότερο βαθμό στη Γερμανία, φαίνεται ότι προσαρμόσθηκαν στο πνεύμα της εποχής. Η ιστορία, για πολλούς ιστορικούς, έπρεπε να ξεπεράσει την εφηβική της φάση και να ενηλικιωθεί, δηλαδή να γίνει αντάξια των εφαρμοσμένων επιστημών.
Αυτό σήμαινε ότι κάθε ιστορικό πόνημα για να ήταν αξιόπιστο θα έπρεπε να εφαρμόζει «επιστημονικές» μεθόδους. Αυτό απαιτούσε τη λεπτομερή καταγραφή του αρχειακού υλικού και όχι τόσο την «υποκειμενική» ερμηνεία του. Υπάρχει δηλαδή μια εμμονή, μία λατρεία, όπως τη χαρακτηρίζει ένας ιστορικός στην «επιστημονική ιστοριογραφία». Όπως έγραφε ένας Βρετανός ιστορικός, το 1898, προλογίζοντας ένα έργο για τη μεθοδολογία της ιστορίας δυο Γάλλων συναδέλφων του του Πανεπιστημίου της Σορβόνης, το οποίο έκανε πολλές εκδόσεις σε διάφορες ευρωπα'ίκές χώρες πριν το 1914, η μεγαλύτερη αξία του έργου τους συνίστατο στο ότι προήγαν την ιστορική έρευνα «με επιστημονικούς τρόπους». Η ιστορία, έγραφε ο Βρετανός ιστορικός, έπρεπε να αποβάλει «όλα τα υποκειμενικά μπιχλιμπίδια της», όλη αυτή τη σαβούρα που είχε κληρονομήσει και η οποία δυσχέραινε την ανάπτυξή της «με επιστημονικό τρόπο, όπως η βιολογία ή η χημεία»16.
Να συνοψίσουμε, τις τελευταίες δεκαετίες πριν το 1914 οι τεχνολογικές και επιστημονικές καινοτομίες ήταν τόσο ραγδαίες και εντυπωσιακές ώστε να καλλιεργούν την πεποίθηση στους Ευρωπαίους ότι τίποτε δεν θα ήταν δυνατό να ανακόψει τον ρου της ιστορίας προς διαρκή πρόοδο και βελτίωση των συνθηκών ζωής. Οπωσδήποτε υπήρχαν και επικριτές αυτού του μονοδιάστατου ντετερμινισμού, ορισμένους από τους οποίους θα αναφέρουμε στα επόμενα κεφάλαια. Ωστόσο η δεσπόζουσα ιδεολογία πριν το 1914 ήταν ένας σχεδόν άκριτος εμπειρι-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 63
σμός και μια εμπιστοσύνη στους «ατσάλινους νόμους της επιστήμης». Αυτό σημαίνει ότι μία άποψη για να γινόταν αποδεκτή θα έπρεπε να στηρίζεται σε «επιστημονικά» δεδομένα. Διαφορετικά δεν ήταν αξιόπιστη. Αυτό οδηγούσε ενίοτε σε ακρότητες και σε έναν ψευτοεπιστημονισμό. Π.χ. ένας Ιταλός εγκληματολόγος, ο Cesare Lambroso, υποστήριζε το 1876 ότι είχε ανακαλύψει τον «γεννημένο δολοφόνο», του οποίου το κρανίο και άλλα χαρακτηριστικά διέφεραν από εκείνα ενός «φυσιολογικού» ανθρώπου. Ίσως όμως το μεγαλύτερο πρόβλημα που προέκυπτε από αυτή την αδιάκριτη πίστη στην επιστήμη ήταν ότι καλλιεργούσε ένα αίσθημα εφησυχασμού που έτεινε να υποβαθμίζει το μέγεθος ορισμένων προβλημάτων, κυρίως εκείνου της διαχείρισης των διακρατικών σχέσεων και της πιθανότητας ενός γενικευμένου ευρωπα·ίκού πολέμου. Ήταν δυνατόν ο Ευρωπαίος homo scientificus, με τα επιστημονικά και τεχνολογικά επιτεύγματά του να διολισθήσει σε έναν παράλογο και καταστροφικό για όλους πόλεμο; Θεωρούνταν λοιπόν δεδομένο ότι οι Ευρωπαίοι θα ήταν σε θέση να αντιμετωπίσουν κάθε ενδεχόμενο και να διευρύνουν απερίσπατα τις υλικές, κοινωνικές και πνευματικές κατακτήσεις της Ευρώπης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . Robert Gildea, Bamcades and Borders, 6.α., σελ. 296.
2. Eric Hobsbawm, Naliolls and Naliolla!isnI 8ince 1780: PrograIIl/1Je, ΜΥΙlι, Rea!iιy, Cambridge U.P., 1992, κυρίως κεφ. 4.
3. Ibid σελ. 31.
4. Denis Mac Smith (ed.), Il RisorgiIllenlo, Bari, 1980.
5. Robert Gildea, Βaπίcades aιJd Borders, 6.α., σελ. 345. 6. Felix Gilbert and David CΙay Large, Τlιε Elld ΟΙ European Ει·α: 1890 10 Ilιε PI·esenl, New York,
w.w. Norton, 1991, σελ. 4.
7. Norman Stone, Europe Translormed: 1879-1919, 6.α., σελ. 390. 8. Για το θέμα αυτ6 του αναπροσανατολισμού της ευρωπα·ίκής σκέψης την περίοδο που εξετάζου
με, βλέπε την κλασική μελέτη του Stuart Hughes, CoIIsciollslless Qlld Socieιy, Ι/ιε ReorίeIIlalion ΟΙ EιιropεαII T/lollglll, 1890-1930, 6.α.
9. Αναφέρεται στο βιβλίο του James Jo11, Eιιropε Sillce 1870, 6.α., σελ. 162.
10. Colin Russel, Sciellce alld Socia! CΙlallge: 1700-1900, London, Macmi11an, 1983, σελ. 258.
1 1 . John Merriman, Modem Eιιropε: Fro/1l I/ιε ReIlaissance ιο I/ιε Pre�·elll, New York, Norton, 1996,
σελ. 915.
12. Steven C. Hanse and Anne R. Kenney, WOIllell Sllffrage and Socia! Po!itics ίιι I/ιε Frenc/l T/lird
Repllb!ic, Princeton U.P., 1984, σελ. 99.
13. Richard Stites, Τ/ιε Women 's Liberalioll ί" Rllssia, Princeton U.P., 1 978, σελ. 228.
64 ΣΥΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
14. Norman Stone, Europe Trans[orl1led, ό.α., σελ. 390.
15. Isaiah Berlin, «ToIstoy and the Enlightenment., στο βιβλίο του Russian Thinkers, Penguin, 1979,
σελ. 254.
16. Πρόλογος του F. York Powell στο βιβλίο των Ch. V. Langlois και Ch. Jeignobos, Τ/ιε SIudy ο[ Hi.1IOry, London, Duckworth, 1 898, σελ. ν-νπ!.
KE<l>AAAIO TPITO
IIOAITIKA KAI MEOAOrIKA PEYMATA: 1880-1914
'Hwv <pUOLx6 at QaycaLE� atXOVO!lLXE�, XatvWvLXE�, cTJ!loYQaqlLxE�
l'tOAL'tLa!lLXE� xm EmO'tTJ!lOVLXE� avaXatatal;EL� O'tTJV E'UQwl'tTJ to tEAE'U
taLO tEtaQtO to'U 190'U mwva va Emq:>EQo'UV QL�LXE� l'tOALtLXE� aAAaYE�
t6ao 0't0 xO!l!lanx6 El'tLl'tECO xa8E XWQa� 600 xm O'tL� El;WtEQLXE� OXE
aEL� to'U�. El'tLOTJ� am'll tTJV l'tEQLOCO l'taQatTJQELtm !lLa O'tEv6tEQTJ CLa0'6v
CEOTJ xm aAATJAEl'tLcQaOTJ !lEtal;v £OWtEQLX'll� xm El;wtEQLX'll� l'tOALtLX'll�.
Am6 oq:>ELAOtaV X'UQLW� 0tTJ «!la�LXOl'tOLTJaTJ» tTJ� l'toALtLxli�, TJ Ol'tOLa
El'ta'UE l'tAEOV va 8EwQELtm 'Ul't68EOTJ !lLa� !lLxQli� EALt, xa8w� xm O'tL� at
XOVO!lLXE� El'tIJttWaEL� tTJ� «!lEyaATJ� VCPEOTJ�» xm tTJ� «cEmEQTJ� �W!lTJ
xaVLX'll� El'tavaO'taOTJ�». 0 O'Uvc'Uaa!l6� amwv tWV O'UvLO'ta!lEVWV CLa
!l6QcpwaE !lLa QE'UO't'll l'tOALtLxli xataO'taOTJ, tTJ CEXaEtLa to'U 1880-90, l't0'U
Sa /lltoQovaE va xaQaXtTJQLO'tEL aav Eva !lELa�anx6 O'taCw an6 l'taQa
COOLaxE� OE O'6YXQOVE� !lOQCPE� l'tOALtLX'll� oQyavwOTJ�.
Ol'twaC'lll'tO'tE 8a l'tQEl'tEL va tOVLO'tEL xm l'taAL OtL at YEvLXEVaEL� ELvm
l'taQaxLVc'UvE'U!lEVE� ECP' oaov avacpEQ6!laO'tE aE Evav toao EtEQOYEV'll
XWQO, 6l'tW� 0 E'UQWl'ta'(xo�, l't0'U XaAVl'ttEL !lLa EXtaOTJ al't6 IIoQtoyaALa -
BQ£tavLa - IQAavcLa O'ta C'UtLXa, EW� <l>LAavCLa - PwaLa - 08w!laVLX'll
A'UtOxQatoQLa O'ta aVatOALxa, LO'UTJCLa - NOQ�TJYLa O'ta �oQELa xm EA
Mca - ILaALa 0't0 VOto.
QO'toao CEV 'Ul'taQXEL a!lcpL�oALa on to El'tLXEvtQO tWV E'UQWl'ta'(xwv
El;EACl;EWV EW� to 1914 l'taQE!lEVE to tQLYWVO BQEtaVLa - rEQ!laVLa -
raAALa !lE tTJ PwaLa xm tTJv A'UO'tQoo'UyyaQLa, xm aE !lLxQ6tEQO �a8!l0 tTJV OSW!laVLx'll A'UtoxQatoQLa, va l'ta�o'UV OTJ!lavtLXO QOAO X'UQLW� A6-
yw to'U !lEYE8o'U� 'to'U� xm tTJ� EXQ'U8!lTJ� xa'taO'taOTJ� a' a'UtE� n� l'tOA'UE
SVLXE� a'UtoxQatoQLE� at Ol'tOLE�, OE !lLXQOtEQO li !lEYaAVtEQo �a8!l0,
al'tOtEAovaav to'U� «!lEYaAo'U� aa8EV£L�» tTJ� E'UQwl'tTJ�. BE�ma, TJ l'tQay!latLXotTJta *av l'tOAV mo l'tOAVl'tAOXTJ xaSw�, Ol'tW� avacpEQ8TJXE l'taQa-
66 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πάνω, υπήρχε ρευστότητα και ανακατατάξεις μέσα στον «πυρήνα» των τριών πρώτων δυνάμεων, κυρίως μεταξύ Γερμανίας και Βρετανίας.
Όσον αφορά στις πολιτικές, κομματικές και ιδεολογικές διεργασίες την περίοδο που εξετάζουμε, το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι η παρακμή του κλασικού φιλελευθερισμού, πολιτική και ιδεολογική. Οι λόγοι γι' αυτή την παρακμή ήταν πολλοί και σύνθετοι, αλλά δύο έπαιξαν τον πιο καθοριστικό ρόλο. Ο ένας ήταν η «είσοδος των μαζών», η πολιτική μαζικοποίηση με την εμφάνιση νέων κοινωνικών δυνάμεων στην πολιτική κονίστρα. Ήδη με τη δεύτερη μεγάλη εκλογική μεταρρύθμιση (Reform ΒίΗ) το 1867, αποκτούν το δικαίωμα ψήφου πάνω από το 50% του ενήλικου ανδρικού πληθυσμού στη Βρετανία. Σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία και η Γερμανία, το δικαίωμα της καθολικής ψηφοφορίας, των ανδρών βέβαια, αποκτήθηκε νωρίτερα απ' ό,τι στη Βρετανία, αν και τα κοινοβούλια σ' αυτές τις χώρες, κυρίως το γερμανικό, είχαν περιορισμένες εξουσίες. Σ' οποιαδήποτε περίπτωση όμως, η διαδικασία για την οργάνωση μαζικών κομμάτων, με σύγχρονες, γραφειοκρατικές μορφές οργάνωσης, παρατηρείται την περίοδο αυτή.
Ο δεύτερος καθοριστικός παράγοντας για την παρακμή του κλασικού φιλελευθερισμού ήταν η σταδιακή κρίση του συστήματος του ελεύθερου εμπορίου και της ελεύθερης οικονομίας γενικότερα. Η «χρυσή εποχή» του laisseJ" fai,.e στην Ευρώπη ήταν από το 1846 (με την κατάργηση των corn laws) έως το 1873, περίπου. Σταδιακά, από τα μέσα της δεκαετίας 1870-80, παρατηρείται μια στροφή προς τον προστατευτισμό σε όλο σχεδόν τον κόσμο, συμπεριλαμβανομένης και της Βρετανίας, το προπύργιο του laisseJ" fai,.e. Σταδιακά η Σχολή του Μάντσεστερ χάνει την επιρροή της ενώ ο Cobden, ο απόστολος του ελεύθερου εμπορίου, περνάει στην αφάνεια. Αυτό είχε τεράστιες πολιτικές και ιδεολογικές συνέπειες. Έως περίπου το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα, ο φιλελευθερισμός εμφανιζόταν ως η κατ' εξοχήν προοδευτική δύναμη η οποία υποσχόταν οικονομική ευημερία και πρόοδο καθώς και τη διασφάλιση της ευρωπα"ίκής ε ιρήνης. Με άλλα λόγια το laisseJ" fai,.e ήταν σχεδόν συνώνυμο με την προαγωγή της ειρήνης.
Οι φιλελεύθερες δυνάμεις στην Ευρώπη διακατέχονταν από έναν κοσμοπολιτισμό όπου αισθάνονταν πιο άνετα μεταξύ τους παρά με τα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 67
κατώτερα στρώματα στις δικές τους χώρες. Η σταδιακή στροφή προς τον εμπορικό προστατευτισμό είχε σαν επακόλουθο τη δημιουργία «εθνικών» ή «αυτοκρατορικών» αγορών, δηλαδή εμπορικών μπλοκ, καθένα από τα οποία πάσχιζε να προστατεύσει τα οικονομικά-εμπορικά του συμφέροντα. Όπως θα εξετάσουμε αναλυτικότερα στο επόμενο κεφάλαιο, αυτή η μετάβαση από το ελεύθερο εμπόριο στο «δίκαιο εμπόριο» (fair trade) πολιτικοποιούσε τις οικονομικές σχέσεις μεταξύ κρατών, οι οποίες έως τότε διατηρούσαν την αυτονομία τους. Με άλλα λόγια, σύμφωνα με τις δοξασίες εκείνων που ενστερνίζονταν το lαisser jαire, η πολιτική θα έπρεπε να υπάγεται στην οικονομία η οποία αποτελούσε τον καθοριστικό παράγοντα. Ωστόσο, η μετάβαση από το ελεύθερο εμπόριο στο «δίκαιο εμπόριο» μεταξύ κρατών υποδήλωνε μία σαφή μεταστροφή από «την κοινωνιολογία της οικονομίας» στην «κοινωνιολογία της πολιτικής», όπως γράφει ο Raymond Ατοπ. Ουσιαστικά, αυτή η μεταβολή σήμαινε ότι οι κλασικές φιλελεύθερες δυνάμεις ε ίχαν χάσει πλέον τη δυνατότητα να διαδραματίζουν τον ηγετικό ρόλο στις ευρωπα·ίκές εξελίξεις. Αυτόν τον διεκδικούσαν τώρα άλλες πολιτικές δυνάμεις και πρωτίστως η ανερχόμενη σοσιαλδημοκρατία με επίκεντρο τη Γερμανία. Κατά συνέπεια, κατά τα τέλη του 190υ αιώνα, οι ελπίδες για τη διατήρηση της ε ιρήνης στην Ευρώπη εναποτίθενται κυρίως στις ανερχόμενες σοσιαλιστικές δυνάμεις, με επίκεντρο τη Γερμανία, τη Γαλλία και τη Βρετανία ως ένα βαθμό. Αυτές οι δυνάμεις και οι πολιτικοί σύμμαχοί τους είχαν κάθε λόγο να αποτρέψουν ένα γενικευμένο πόλεμο, ο οποίος θα εξυπηρετούσε αλλότρια συμφέροντα και θα οδηγούσε την εργατική τάξη στο σφαγείο.
Οπωσδήποτε σ' αυτό το τεράστιας σημασίας θέμα θα επανέλθουμε αργότερα. Αυτό που ίσως θα πρέπει να τονίσουμε εδώ είναι ότι η έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου, πέρα από οποιαδήποτε καταστροφή που επέφερε στην Ευρώπη, προκάλεσε και μία βαθύτερη με ευρύτερες διαστάσε ις, δηλαδή «επέφερε ένα τρομερό και καίριο πλήγμα» στην τόσο βαθιά εμπεδωμένη πίστη, πριν το 1914, ότι η εργατική τάξη στην Ευρώπη και οι πολιτικοί φορείς της, τα σοσιαλιστικά κόμματα, δεν θα επέτρεπαν να προξενηθεί τέτοια καταστροφή. Η αδυναμία τους να αποτρέψουν την επερχόμενη ευρωπα·ίκή σύγκρουση, και ακόμα περισ-
68 ΣΎΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
σότερο την εθνικιστική έξαρση με την οποία χαιρέτισαν τα ευρύτερα λα'ίκά στρώματα την κήρυξη του πολέμου, αποτελεί ένα από τα τραγικότερα γεγονότα της σύγχρονης ευρωπα'ίκής ιστορίας.
Αποτέλεσμα αυτής της διπλής πρόκλησης ήταν να χάσει ο φιλελευθερισμός την πολιτική, ιδεολογική και φιλοσοφική απήχηση που είχε έως τότε στην Ευρώπη, Π,χ. ένα από τα βασικά αξιώματα του κλασικού φιλελευθερισμού ήταν η σημασία που απέδιδε στο άτομο, σε αντιδιαστολή με το σύνολο. Ο κλασικός εκπρόσωπος αυτού του φιλοσοφικού ρεύματος ήταν ο John Locke, που στήριξε τη θεωρία του στην αρχή της «ατομικής περιουσίας» (possessive individualism). Για τον Locke, η ενασχόληση του ατόμου με τη βελτίωση της οικονομικής του κατάστασης δεν προήγε μόνο το δικό του ατομικό συμφέρον, αλλά και το γενικότερο καλό. Το ότι οδηγούσε σε οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες ήταν αναγκαίο κακό και οποιαδήποτε πολιτική παρέμβαση θα προκαλούσε περισσότερα προβλήματα απ' όσα θα έλυνε. Με άλλα λόγια, αυτή η φιλοσοφική αντίληψη ανταποκρινόταν στις οικονομικές κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες της ανερχόμενης αστικής τάξης στη Βρετανία. Η βιομηχανική επανάσταση και η παγίωση της αστικής τάξης το πρώτο μισό περίπου του 190υ αιώνα ουσιαστικά ενίσχυε παρόμοιες φιλελεύθερες αντιλήψεις. Σ' αυτές μπορούσε να ενσωματωθεί και ο Δαρβινισμός καθώς κι αυτός πρέσβευε την «επιβίωση του ισχυρότερου».
Ωστόσο οι ραγδαίες οικονομικές, πολιτικές, κοινωνικές και δημογραφικές εξελίξεις το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα, και πρωτίστως η εμφάνιση των μαζών στην πολιτική, αμφισβητούσαν αυτές τις δοξασίες. Τώρα ήταν πλέον δύσκολο, αν όχι αδύνατο, για τις παραδοσιακές φιλελεύθερες ιδέες της «ατομικής περιουσίας» (possessive individualism) να βρουν απήχηση στις μάζες που στερούνταν περιουσία και ζούσαν σε άθλιες κοινωνικές συνθήκες. Με άλλα λόγια, η πολιτικοποίηση των μαζών έφερε στο προσκήνιο το κοινωνικό πρόβλημα για το οποίο οι παραδοσιακές φιλελεύθερες ιδέες δεν προέβαλλαν αξιόπιστες προτάσεις, Ενώ ο φιλελευθερισμός τόνιζε την ατομική διαφοροποίηση, από την οποία απέρρεαν οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές διακρίσεις, οι νέες συνθήκες ευνοούσαν ιδεολογίες και πολιτικά δόγματα που ανταποκρίνονταν στις απαιτήσεις των καιρών για ισότητα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 69
και κοινωνική δικαιοσύνη. Οπωσδήποτε η πιο προφανής πρόκληση στο φιλελευθερισμό ήταν η σοσιαλιστική και, όπως θα δούμε παρακάτω, ακριβώς η περίοδος αυτή συμπίπτει με την ίδρυση σοσιαλιστικών και εργατικών κομμάτων στην Ευρώπη και με την εντυπωσιακή μαζικοποίησή τους, κυρίως σε χώρες όπου μπορούσαν να δράσουν ελεύθερα. Την ίδια περίοδο, παρατηρείται και ένα άλλο εξίσου ενδιαφέρον φαινόμενο, η ανάπτυξη συντηρητικών, χριστιανικών και άλλων πολιτικών δυνάμεων δεξιάς ή ακόμα «πρωτοφασιστικής» απόχρωσης.
Αυτές οι διεργασίες σήμαιναν μία μετατόπιση από το άτομο στο κοινωνικό σύνολο, από την ατομικότητα στη συλλογικότητα, στην «οργανική κοινότητα», τα συμφέροντα της οποίας προείχαν εκείνων του ατόμου. Βέβαια αυτή η μεταστροφή από το άτομο στην κοινωνική ομάδα, που στην πράξη σήμαινε το έθνος-κράτος, δεν επήλθε απότομα, αλλά αποτελούσε μία υποβόσκουσα διεργασία οι ευρύτερες διαστάσεις της οποίας, καθώς και η σημασία τους για την Ευρώπη, φάνηκαν το 1914. Ωστόσο, προς τα τέλη του 190υ αιώνα, η διεργασία αυτή έχει προσλάβει τέτοιες διαστάσεις ώστε να αποτελεί πλέον το μεγαλύτερο προβληματισμό των κλασικών κοινωνιολόγων της εποχής εκείνης, με προεξέχοντες τους Ferdinand Tbnnies και Max Weber. Όπως σωστά παρατηρεί ένας ιστορικός της κοινωνιολογικής σκέψης, η ανακάλυψη της ιστορικής, οργανικής κοινότητας, αποτελεί το μεγαλύτερο επίτευγμα της κοινωνιολογίας στα τέλη του 190υ αιώνα το οποίο την αποστασιοποίησε από τα μηχανιστικά θετικιστικά σύνδρομα της εποχής του Compte.
Από αυτή την άποψη, η μελέτη του Ferdinand Tbnnies Gemeinschαft und Gesellschαft, που θα μπορούσε να αποδοθεί στα ελληνικά ως «Κοινότητα και συνεταιρικές σχέσεις», αποτέλεσε σταθμό πάνω στην οποία στηρίχθηκαν άλλοι μεγάλοι κοινωνιολόγοι, όπως ο Max Weber, κυρίως στην προσέγγισή του στο φαινόμενο του εθνικισμού. Η κεντρική ιδέα του Tbnnies ήταν ότι υπάρχει μία τεράστια διαφορά μεταξύ των ανθρωπίνων σχέσεων και δεσμών που δημιουργούνται από τις δύο βασικές μορφές κοινωνικής συμπεριφοράς, δηλαδή μέσα στην οργανική ιστορική κοινότητα της οποίας το άτομο αποτελεί μέλος, όχι από συνειδητή επιλογή αλλά από καταβολή, και των σχέσεων που συνάπτει με δική του βούληση για να προάγει συγκεκριμένα, ωφελιμιστικά οικονομικά,
70 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κατά κανόνα, συμφέροντα. Οι σχέσεις του ατόμου μέσα στην ιστορική κοινότητα που από καταβολής ανήκει χαρακτηρίζονται από μονιμότητα και ψυχολογική ταύτιση με αυτή. Με άλλα λόγια, το άτομο δεν έχει τη δυνατότητα ούτε και την πρόθεση να διαρρήξει εντελώς τους δεσμούς με την κοινωνία της οποίας αποτελεί κύτταρο. Πολλά πράγματα μπορεί να τον βρίσκουν αντίθετο με την κοινωνία όπου ανήκει και να τον οδηγούν στην απάθεια ή ακόμα και την περιθωριοποίηση. Αυτό όμως που δεν μπορεί να κάνει, είναι να τεθεί εκτός κοινωνίας, εκτός φυσικά εάν την εγκαταλείψει. Αυτό σημαίνει ότι οι κοινωνικοί δεσμοί είναι δοτοί και δεν αποτελούν αντικείμενο συνειδητής επιλογής, όπως συμβαίνει με τις συνεταιριστικές σχέσεις που συνάπτει το άτομο. Εδώ επιλέγει τη συμμετοχή του, σε μια εταιρία ή σύλλογο, μία καλλιτεχνική, επαγγελματική ή επιστημονική οργάνωση, ή ακόμα και σε διεθνείς φορείς. Κατά κανόνα, η συμμετοχή αυτή είναι προαιρετική και εξυπηρετεί προσωπικά και ευκαιριακά συμφέροντα.
Ενώ δηλαδή, στην πρώτη περίπτωση, οι δεσμοί της κοινότητας είναι σφυρηλατημένοι μέσα στην ιστορία και στις σχέσεις αίματος που ενώνουν τα μέλη της, καθώς αυτά είναι διατεθειμένα να προβούν στην υπέρτατη θυσία για την προάσπιση και τη διατήρηση της κοινότητας, που είναι ο θάνατος, εάν αυτό καταστεί απαραίτητο, στις συνεταιριστικές σχέσεις το άτομο δεν αισθάνεται την ίδια ψυχολογική ταύτιση.
Συνεπώς, ενώ στην περίπτωση της ιστορικής κοινότητας καθοριστικό ρόλο παίζει η προσωπική ανιδιοτέλεια για τη διατήρησή της και την προαγωγή του κοινού συμφέροντος, στις συνεταιριστικές σχέσεις η στάση του ατόμου είναι επιδερμική και περιστασιακή.
Η ανάλυση του Tonnies είχε προφανείς πολιτικές προεκτάσεις. Οπωσδήποτε με Gesellschaft υπονοούσε το πυκνό πλέγμα σχέσεων που είχαν διαμορφωθεί στην Ευρώπη οι οποίες απέρρεαν από τις ιδέες του Διαφωτισμού και πολιτικά εξέφραζαν τις φιλελεύθερες δυνάμεις. Αυτές επιδίωκαν μακροπρόθεσμα να υποκαταστήσουν το έθνος-κράτος από μία ευρωπα'ίκή «κοινωνία πολιτών» στην οποία οι χρηματιστικές (οικονομικές) σχέσεις και αλληλεξαρτήσεις θα έπαιζαν καθοριστικότερο ρόλο, απ' ό,τι οι σχέσεις των ατόμων μέσα στην παραδοσιακή κοινωνία. Με άλλα λόγια, το άτομο υποτίθεται ότι κάποτε θα έπαυε να ταυτίζεται
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 7 1
με την οργανική ιστορική κοινότητα και θα δημιουργούσε νέους δεσμούς οι οποίοι θα την εκτόπιζαν. Συνεπώς, ο Tonnies, όπως και μια σειρά άλλοι κοινωνικοί φιλόσοφοι, αμφισβητούσε τις απόψεις των μοντερνιστών που θεωρούσαν την ιστορική κοινότητα κατάλοιπο μιας άλλης εποχής που ήταν τελεολογικά καταδικασμένη. Περιττό να προσθέσουμε ότι αυτό το θέμα παραμένει έως τις μέρες μας στο επίκεντρο του προβληματισμού σχετικά με την παγκοσμιοποίηση της οικονομίας και, κατά προέκταση, τη διαμόρφωση υπερεθνικών μορφών πολιτικής οργάνωσης, οι οποίες τελικά θα υποκαταστήσουν το έθνος-κράτος.
Η μεγάλη συμβολή του Tonnies ήταν να τονίσει την ανθεκτικότητα της ιστορικής κοινότητας και της ικανότητάς της να σφυρηλατεί οργανικές σχέσεις μεταξύ των μελών, σε αντίθεση με τις συνεταιριστικές σχέσεις που μπορούσαν να διαλυθούν με την πρώτη σοβαρή δυσκολία. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο Tonnies: «στην ιστορική κοινότητα (Gemeinschαft) τα μέλη παραμένουν ουσιαστικά ενωμένα παρά τις οποιεσδήποτε επί μέρους διαφορές τους, σε αντίθεση με τις συνεταιριστικές σχέσεις (Gesellschαft) όπου το κάθε μέλος είναι μόνο του και απομονωμένο και όπου επικρατεί μία κατάσταση έντασης κατά των άλλων» 1 . Μια άλλη σημαντική διαφορά μεταξύ της Gemeinschαft και της Gesellschαft αφορά στη βούληση που διαμορφώνει η καθεμιά τους. Ενώ η πρώτη, δηλαδή η βούληση της οργανικής ιστορικής κοινότητας, είναι μόνιμη και σταθερή μέσα στο χρόνο, η δεύτερη είναι εύθραυστη και περιστασιακή, συνεπώς αδύνατη να αντιμετωπίσει μια μεγάλη κρίση ή πρόκληση. Θα ήταν σκόπιμο να τονίσουμε εδώ ότι η προάσπιση της ανθεκτικότητας και διαχρονικότητας της ιστορικής κοινότητας δεν αποτελεί προνόμιο μιας συγκεκριμένης πολιτικής άποψης, δηλαδή των συντηρητικών ή «εθνικιστών» μελετητών. Τόσο ο Tonnies όσο και ο Max Weber, ή ο Raymond Aron στις μέρες μας, δεν θα μπορούσαν να κατηγορηθούν ως σοβινιστές. Επιπλέον, τις ίδιες περίπου απόψεις διατύπωσαν τα τελευταία 30-40 χρόνια μια πλειάδα από επιφανείς μαρξιστές διανοητές της λεγόμενης «Νέας Αριστεράς» στη Δυτική Ευρώπη, αρχής γενομένης με την κλασική μελέτη του Raymond Williams, Culture αnd Society2 στην οποία αναλύει την ανθεκτικότητα της παραδοσιακής
72 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κοινότητας (Πη Βρετανία aπό την περίοδο της βιομηχανικής επανά(Πασης.
Η επαναφορά της ι(πορικής κοινότητας (πο επίκεντρο του κοινωνικού προβληματισμού τα τέλη του 190υ αιώνα, σε συνδυασμό με την εμφάνιση των μαζών (Πην πολιτική κονί(Πρα, επέφεραν μια μεταλλαγή aπό τον «ατομικό» (Πον «κοινωνικό» δαρβινισμό, όπως τον χαρακτηρίζει ο Semmel, (Πην κλασική μελέτη του πάνω σ' αυτό το θέμα3. Στην κλασική του έκδοση, ο δαρβινισμός έδινε ιδιαίτερη έμφαση όχι μόνο, ή κυρίως, (πο είδος, αλλά (πο άτομο το οποίο, με την ικανότητά του να προσαρμόζεται (Πις νέες συνθήκες και να εξελίσσεται, διασφάλιζε τη διατήρηση του είδους. Αυτές οι απόψεις ήταν τέλεια εναρμονισμένες με τις ιδέες του κλασικού φιλελευθερισμού (Πα μέσα του 190υ αιώνα, που θεωρούσε την ατομικότητα σχεδόν σαν μια αναγκαιότητα για την εξέλιξη και την πρόοδο. Σ' αυτή την κατηγορία ανήκει ο ίδιος ο Δαρβίνος καθώς και ο John Stuart ΜίΙΙ, ο Cobden, ο Herbert Spencer, ο " Huxley, και άλλοι επώνυμοι φιλελεύθεροι (Πα μέσα του 190υ αιώνα, που αισθάνονταν μεγαλύτερη συμπάθεια για άλλες καταπιεσμένες, από τους Βρετανούς, κοινότητες (Πην Ασία, την Αφρική ή την Καρα"ίβική παρά για τους συμπολίτες τους που ζούσαν κάτω από άθλιες συνθήκες. Έτσι, ενώ θεωρούσαν σχεδόν ως aπαράβατους νόμους της φύσης τις απάνθρωπε ς συνθήκες του εργο(Πασίου καθώς και τον ανελέητο αγώνα για οικονομική επιβίωση, διαμαρτύρονταν έντονα για την καταπίεση που υφί(Παντο οι έγχρωμοι Τζαμα"ίκανοί από τη βρετανική κυβέρνηση.
Ω(Πόσο ήδη αυτή την περίοδο εμφανίζονται οι πρώτοι επώνυμοι επικριτές αυτής της «απεχθούς επιστήμης», όπως ο Thomas Carlyle, ο Dickens και ο Charles Κingsley, οι οποίοι διαμαρτύρονται για την εξαθλίωση που υπάρχει (Πη Βρετανία, ενώ ταυτόχρονα αναφέρονται περιφρονητικά προς τις «κατώτερες φυλές» και τους «νέγρους». Χαρακτηρι(Πικό παράδειγμα είναι η μπροσούρα του Carlyle Πραγματεία για το Ζήτημα των Νέγρων (Essαy on the Nigger Question) (Πην οποία υπερασπιζόταν ακόμα και το θεσμό της δουλοπαροικίας. Η βασική θέση των «εξω(Πρεφών δαρβινι(Πών» ήταν ότι δεν ήταν δυνατό να διαμαρτύρεται κανείς για τις υποτιθέμενες αδικίες που υφί(Πατο π.χ. ο Τζαμα"ίκα-
ΑΠΟ ΤΗΝ mΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 73
νός «νέγρος» και να εθελοτυφλεί στις τραγικές συνθήκες που επικρατούσαν στη δική του χώρα.4
Το φαινόμενο του ευρωπαϊκού ιμπεριαλισμού
Αυτή η αντιπαράθεση μεταξύ «εσωστρεφών» και «εξωστρεφών» δαρβινιστών είχε ουσιαστικά κριθεί υπέρ των τελευταίων, προς τα τέλη του 190υ αιώνα. Η πιο αδιάψευστη απόδειξη γι' αυτό ήταν η ιμπεριαλιστική έξαρση η οποία αποτελεί ένα από τα κυριότερα χαρακτηριστικά στην Ευρώπη τις τελευταίες 3-4 δεκαετίες πριν το 1914. Μεγάλες ποσότητες μελάνης και φαιάς ουσίας έχουν δαπανηθεί τα τελευταία 100 περίπου χρόνια για να ερμηνευθεί ένα από τα πιο πολύπλοκα φαινόμενα της σύγχρονης ευρωπα"ίκής ιστορίας με τεράστιες πολιτικές, οικονομικές, κοινωνικές αλλά και φιλοσοφικές προεκτάσεις και συνέπειες, πολλές από τις οποίες είναι ευδιάκριτες έως τις μέρες μας" Πάνω απ' όλα, εκτός από τις καταστροφικές επιπτώσεις που επέφερε στην Ευρώπη πριν το 1914, ο ιμπεριαλισμός συνέβαλε σημαντικά στη διαμόρφωση του λεγόμενου «μαρξισμού-λενινισμού» και των διάφορων παραλλαγών του. Όπως θα δούμε παρακάτω, η ανάλυση και ερμηνεία του ιμπεριαλισμού από τον Λένιν, στη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου, αποτέλεσε την πεμπτουσία για τη διαμόρφωση μιας νέας ιδεολογίας η οποία σηματοδοτούσε πλήρη ρήξη, όχι μόνο με τον καπιταλισμό αλλά και με τα σοσιαλιστικά κόμματα και τους εργατικούς φορείς τους στην Ευρώπη"
Αυτό που πρέπει να τονίσουμε εδώ ε ίναι η τεράστια σημασία του φαινομένου του ιμπεριαλισμού στην Ευρώπη πριν το 1914 και η «κληρονομιά» που άφησε πίσω του, όταν πλέον το ευρωπα"ίκό οικοδόμημα είχε καταρρεύσει. Οπωσδήποτε ο ιμπεριαλισμός, σαν μία επιθετική διάθεση για την υφαρπαγή εδαφών και την υποταγή μιας κοινωνικής ομάδας από μία άλλη, είναι τόσο παλιός όσο κι η ανθρώπινη ιστορία. Ωστόσο, αυτό που διαφοροποιούσε τον ευρωπα"ίκό ιμπεριαλισμό, είναι ότι προσέλαβε τέτοιες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές διαστάσεις ώστε να καταστεί μια από τις πιο δεσπόζουσες ιδεολογίες, την εποχή εκείνη, σε σημείο που ουσιαστικά εκτόπισε τον κλασικό φιλελευθερισμό της περιόδου 1815-1870. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός,
74 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
οι δυνάμεις που συσπειρώθηκαν πάνω στις ιμπεριαλιστικές πολιτικές και στόχους είχαν καταστήσει τον ορθόδοξο φιλελευθερισμό αναχρονιστικό «και κάπως αστείο» για την εποχή5.
Δεν είχε και ιδιαίτερη σημασία το κατά πόσο οι φιλελεύθεροι προσαρμόστηκαν στα νέα δεδομένα ή σε ποιο βαθμό περιορίστηκαν σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια να τον αναχαιτίσουν. «Σε οποιαδήποτε περίπτωση αναγκάστηκαν να παραδεχτούν την ήττα τους»6. Αυτή η κρίση του φιλελευθερισμού οδήγησε στον κατακερματισμό του και στη στροφή του σε άλλα πολιτικά και ιδεολογικά ρεύματα, είτε της Αριστεράς είτε της Δεξιάς, σαν μια προσπάθεια να διατηρηθεί ως η μεγάλη πολιτική δύναμη που ήταν έως το 1870. Αυτό ισχύει πρωτίστως στην περίπτωση της Βρετανίας, το προπύργιο του ευρωπα'ίκού φιλελευθερισμού7. Όπως παρατηρεί ο Lichtheim το σοκ ήταν ιδιαίτερα οδυνηρό για τους φιλελεύθερους Βρετανούς που είχαν γαλουχηθεί στην ιδέα ότι ο μερκαντιλισμός αποτελούσε ένα δυσάρεστο παρελθόν μιας άλλης εποχής, καθώς και ότι η εποχή των εθνικών συγκρούσεων για «ζώνες επιρροών» είχε παρέλθει ανεπιστρεπτί8. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός, πέρα από τις δυσάρεστες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές πτυχές του, έθιγε επίσης τη βασική κοσμοαντίληψη πάνω στην οποία είχε δημιουργηθε ί το ευρωπα"ίκό οικοδόμημα με κύριο άξονα τη σχεδόν απόλυτη πίστη στην επιστήμη και την εξελικτική πρόοδο.
Αυτή ακριβώς την πίστη στη «γραμμική πρόοδο», την «επιστημονική εσχατολογία», ήλθε να αμφισβητήσει η ιμπεριαλιστική έξαρση το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, οι λόγοι γι' αυτή την πρωτοφανή ιμπεριαλιστική έξαρση στην Ευρώπη την περίοδο εκείνη ήταν πολλοί και σύνθετοι και το θέμα εξακολουθεί να απασχολεί όχι μόνο τους ιστορικούς, αλλά και τους οικονομολόγους, κοινωνιολόγους, διεθνολόγους, ακόμα και φιλόσοφους και ψυχολόγους. Η οικονομική διάσταση του φαινομένου του ιμπεριαλισμού είναι προφανής και οι περισσότερες αναλύσεις έχουν εστιαστεί πάνω στα οικονομικά αίτια. Όπως τονίστηκε επανειλημμένα στα προηγούμενα κεφάλαια αυτού του τόμου, η δεκαετία του 1870-80 σηματοδότησε έναν από τους μεγαλύτερους σταθμούς της σύγχρονης ιστορίας, κυρίως σαν αποτέλεσμα της «δεύτερης βιομηχανικής επανάστασης» και της παγκο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 75
σμιοποίησης της οικονομίας. Η παραδοσιακή οικονομική άποψη, την οποία παρεμπιπτόντως ασπάζονται όχι μόνο μαρξιστές αναλυτές αλλά και μη μαρξιστές, αρχής γενομένης από τον J. Α. Hobson, στην κλασική μελέτη του /mperialism: Α study, του 1902, είναι ότι ο ιμπεριαλισμός σηματοδοτούσε την επικράτηση του χρηματοπιστωτικού και επενδυτικού κεφαλαίου πάνω στο «παραγωγικό» κεφάλαιο. Οπωσδήποτε υπάρχουν πολλές παραλλαγές πάνω σ' αυτή την κεντρική θέση, ορισμένες από τις οποίες, όπως του Hilferding, του Kautsky, της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Μπουχάριν και του Λένιν, θα μας απασχολήσουν παρακάτω. Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι η άποψη για την ύπαρξη ενός πλεονασματικού κεφαλαίου (surplus capital) διατυπώνεται από τους ίδιους τους επιχειρηματικούς κύκλους πριν από τη δημοσίευση του έργου του Hobson, στη δεκαετία 1890- 1900, κυρίως για να δικαιολογήσουν την αναγκαιότητα για την υιοθέτηση ιμπεριαλιστικών πολιτικών9.
Η βασική συμβολή του Hobson, την οποία ασπάστηκαν οι περισσότεροι από τους μεταγενέστερους που προσπάθησαν να εξηγήσουν τα οικονομικά αίτια του ιμπεριαλισμού, είναι η θεωρία του για την «υποκατανάλωση» για την οποία κύρια ευθύνη έφεραν τα μονοπώλια καθώς δημιουργούσαν μη-παραγωγικό πλεόνασμα. Αυτό προκαλούσε μια ανισορροπία μεταξύ παραγωγής και κατανάλωσης. Σε μια άλλη εργασία τουlO, ο Hobson υποστήριζε ότι αυτό το πλεόνασμα μπορούσε να εξηγηθεί από το γεγονός ότι τα μονοπώλια είχαν πολύ μεγαλύτερη διαπραγματευτική δύναμη απ' ό,τι οι εργάτες και τα συνδικάτα. Με άλλα λόγια, αυτό το πλεόνασμα βασιζόταν σε πολιτικά ελατήρια και είχε διπλή σημασία, οικονομική και κοινωνικοπολιτική, καθώς σήμαινε τη μείωση της κατανάλωσης και την αύξηση του παρασιτισμού, από τη δημιουργία ε ισοδημάτων που δεν προέρχονταν από το μόχθο και τη συμμετοχή στην παραγωγή.
Είναι προφανές ότι, για τον Hobson, όπως και για τους περισσότερους μελετητές του ιμπεριαλισμού ανεξάρτητα από την πολιτική τους τοποθέτηση, η οικονομική προσέγγιση αποτελούσε το εργαλείο για να ερμηνεύσουν αυτό το τρομερά πολυσύνθετο φαινόμενο. Με άλλα λόγια, οι περισσότεροι μελετητές, ακόμα και ορισμένοι που ευθυγραμμίστηκαν με τις ιμπεριαλιστικές επιλογές των χωρών τους, συμφωνούσαν
76 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σε ένα βασικό σημείο: στο ότι ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε ένα «καρκίνωμα», μια εκτροπή, αν όχι διαστροφή, του καπιταλισμού που αν δεν ελεγχόταν θα δυναμίτιζε το ευρωπα'ίκό οικοδόμημα. Τόσο ο Hobson και άλλοι ομο'ίδεάτες του που προσέγγισαν τον ιμπεριαλισμό αρχικά από τη σκοπιά του κλασικού φιλελευθερισμού και την παράδοση του laisser faire και της Σχολής του Μάντσεστερ, όσο και οι πολυπληθέστεροι μαρξιστές που καταπιάστηκαν με αυτό το πρόβλημα, συμφωνούσαν σ' αυτή τη βασική διαπίστωση. Όπως χαρακτηριστικά προειδοποιούσε ο Hobson: «ο ιμπεριαλισμός αποτελεί μια διαρκή απειλή για την ειρήνη ... Συμβάλλει επίσης στην ύπαρξη ενός μόνιμου κινδύνου, τον ξεπεσμό στο μιλιταρισμό, ο οποίος όχι μόνο κατασπαταλά τα υπάρχοντα φυσικά και πνευματικά αποθέματα των λαών αλλά ταυτόχρονα ποδηγετεί τον πολιτισμό. Καταναλώνει, σε ανυπολόγιστο βαθμό, τους οικονομικούς πόρους των εθνών, στο βωμό της στρατιωτικής ετοιμότητας και μ' αυτό τον τρόπο συρρικνώνει τις κρατικές δαπάνες για παραγωγικά έργα, φορτώνοντας τις επόμενες γενιές με τεράστια βάρη χρεών . . . Τέλος το πνεύμα, η πολιτική και οι μέθοδοι του ιμπεριαλισμού είναι εχθρικά προς τους θεσμούς της λα'ίκής κυριαρχίας και ευνοούν μορφές πολιτικής τυραννίας και κοινωνικής οργάνωσης οι οποίες αποτελούν θανάσιμους εχθρούς της πραγματικής ελευθερίας και της ισότητας»l1,
Ο ριζοσπαστικός χαρακτήρας της κριτικής του ιμπεριαλισμού από τον Hobson εξηγεί σε μεγάλο βαθμό γιατί αυτός άσκησε τόσο μεγάλη επιρροή σε μαρξιστές και σε άλλους αριστερούς αναλυτές του ιμπεριαλιστικού φαινομένου, από τον Otto Bauer και τον Hilferding έως τον Λένιν. Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε θανάσιμο κίνδυνο τόσο για τους κλασικούς φιλελεύθερους οπαδούς του Cobden και του laΊSser faire, όσο και για τους σοσιαλιστές και το εργατικό κίνημα, οι οποίοι φιλοδοξούσαν να αναλάβουν κάποτε οι ίδιοι την εξουσία, είτε διά της ψήφου είτε διά της βίας, Από αυτή την άποψη ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε μια «ανωμαλία», μια ενοχλητική παρείσδυση στο πολιτικοκοινωνικό σκηνικό της εποχής. Βέβαια η μαζική προσχώρηση των περισσότερων φιλελευθέρων στις ιμπεριαλιστικές θέσεις, επέτρεπε στους σοσιαλιστές και τους πολιτικούς φορείς τους να θεωρούν τους εαυτούς
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 77
τους ως την τελευταία και μοναδική αντίΣCαση στην ιμπεριαλΙΣCική πρόκληση της εποχής.
Αυτό δεν θα πρέπει να μας εμποδίζει να αγνοούμε τις ΣCενές ομοιότητες και την απOΣCΡOφή απέναντι σcoν ιμπεριαλισμό μεταξύ κλασικών φιλελευθέρων, όπως ο Hobson, και μαρξισcών. Αυτό δεν ήταν συμπτωματικό αλλά εξηγείται, σε μεγάλο βαθμό, και από τις φιλοσοφικές συγγένειες μεταξύ φιλελευθέρων και μαρξισcών. Όπως τoνίσcηκε επανειλημμένα σcην παρούσα μελέτη, τόσο ο φιλελευθερισμός όσο και ο μαρξισμός αποτελούσαν γνήσια τέκνα του διαφωτισμού και συμμερίζονταν παρόμοιες απόψεις για τις δυνατότητες του ανθρώπου για πρόοδο. Αυτές ακριβώς τις βασικές δοξασίες έθετε σε αμφισβήτηση το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού. Δεν είναι, συνεπώς, τυχαίο ότι τόσο ο Hobson όσο και οι μαρξισcές επικριτές του ιμπεριαλισμού προσέφυγαν σcην οικονομική ερμηνεία αυτού του φαινομένου την οποία θεώρησαν σαν το κλειδί για μια «επιστημονική» ερμηνεία. Βέβαια ήταν φυσικό για τους μαρξισcές να δίνουν πρώτισcη σημασία σcην οικονομική διάσcαση για την ερμηνεία του ιμπεριαλισμού. Εξάλλου η μαρξισcική προσέγγιση για τον ιμπεριαλισμό ήταν συνυφασμένη με τη γενικότερη συζήτηση που αφορούσε στην ανάλυση του καπιταλισcικoύ τρόπου παραγωγής από τον ίδιο τον Μαρξ σco Κεφάλαιο.
Βασικό σημείο αναφοράς αποτελούσε η μαρξισcική θεώρηση περί αξίας καθώς και η θεωρία περί κέρδους. Το ενδιαφέρον σ' αυτή τη συζήτηση εσcιαζόταν στη θέση του Μαρξ για τη νομοτελειακή κατάρρευση του καπιταλισμού, λόγω των οικονομικών αντιφάσεων του ίδιου του συσcήματoς12. Όπως χαρακτηρισcικά γράφει ο Kolakowski, οι κλασικές μαρξισcικές αναλύσεις του ιμπεριαλισμού έγιναν από την «κλασική» μαρξισcική σκοπιά, δηλαδή με βάση την αντίληψη ότι ο καπιταλισμός έφερε το σπέρμα της αυτoκατασcρoφής του καθώς και την πίσcη σε απαράβατους «ισcoρικoύς νόμους»13 . Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός, για τους μαρξισcές, αποτελούσε αντικείμενο της ευρύτερης μαρξισcικής ανάλυσης του καπιταλισμού, και για τους περισσότερους μια λογική και αναπόφευκτη εξέλιξή του. Δεν είναι ίσως τυχαίο ότι ο Hilferding ονόμασε την κλασική μελέτη του Dαs Finαnzkαpitαl, προσθέτοντας επιγραμματικά τον υπότιτλο: «Μια μελέτη πάνω σcις πιο πρό-
78 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡIΑ
σφατες εξελίξεις του καπιταλισμού». Προφανώς ο υπότιτλος επεδίωκε να επισημάνει τη συνέχεια και τη συνάφεια μεταξύ του «κλασικού» καπιταλισμού της εποχής του Μαρξ με εκείνο των αρχών του 200ύ αιώνα.
Σε αυτή την κατηγορία συμπεριλαμβάνονται και βετεράνοι μαρξιστές της «νέας γενιάς», σύμφωνα με το χαρακτηρισμό του Lichtheim 14, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Τρότσκι και ο Μπούχαριν οι οποίοι, αν και κανείς τους δεν ήταν ειδικευμένος οικονομολόγος, όπως ήταν ο Hilferding, αισθάνθηκαν την ανάγκη να διατυπώσουν τη δική τους οικονομική, δηλαδή «επιστημονική» θεώρηση περί ιμπεριαλισμού. Η περίπτωση της Ρόζας Λούξεμπουργκ είναι ενδεικτική αυτής της αντίληψης. Όπως σωστά παρατηρεί ένας βιογράφος της, η Λούξεμπουργκ, σε αντίθεση με τους περισσότερους επιφανείς μαρξιστές της εποχής της, από τον Kautsky έως τον Hilferding και τον Λένιν, απεχθανόταν τα κλειστά συστήματα τα οποία θεωρούσε ως στατικά σε αντίθεση με την αυτόνομη δράση και τον αυτοσχεδιασμό τα οποία σήμαιναν κίνηση και δυναμισμό15. Συνεπώς η Λούξεμπουργκ έδινε πρώτιστη σημασία στην πολιτική δράση, κυρίως στη μαζική απεργία σαν την κύρια μορφή πάλης. Αν και ποτέ δεν διαμόρφωσε μια σφαιρική πολιτική για την αντιμετώπιση του ιμπεριαλισμού, ωστόσο στα διάσπαρτα άρθρα και μπροσούρες της, τόνιζε τη σημασία της μαζικής κινητοποίησης του συνειδητοποιημένου προλεταριάτου για τη ματαίωση των σχεδίων των ιμπεριαλιστικών κύκλων16.
Ωστόσο ακόμα και η Λούξεμπουργκ αισθάνθηκε την ανάγκη, ίσως από μαρξιστικό καθήκον, να διατυπώσει μια επεξεργασμένη θεωρία «απόλυτα επιστημονικά τεκμηριωμένη» για το φαινόμενο του ιμπεριαλισμού και τις αντιφάσεις του καπιταλισμού στο έργο της Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου. Όμως, όπως παρατηρεί ο Nettl, το παράδοξο είναι ότι σ' αυτή τη μελέτη πάνω των 400 σελίδων, η Λούξεμπουργκ δεν επιχείρησε να συνδέσει τη θεωρητική της ανάλυση για τον ιμπεριαλισμό με τις πολιτικές του διαστάσεις. Το κύριο μέλημά της δεν ήταν το πρόβλημα τι είναι ο ιμπεριαλισμός και πώς αυτός επενεργεί στην πολιτική πράξη, αλλά «γιατί αυτός ήταν αναπόφευκτος»17. Με κάπως μπερδεμένα και ασύνδετα επιχειρήματα, η Λούξεμπουργκ προσπάθησε να προσφέρει «μια κομψή και άχαρη οικονομική ερμηνεία (του φαινομένου
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 79
αυτού) πολύ πιο κομψή απ' ό,τι μπορούσε κανείς να βρει στα πολιτικά της κείμενα». Ουσιαστικά, η Λούξεμπουργκ κρατούσε χωριστά τη θεωρητική της πρόταση από τα πολιτικά κείμενά της πάνω στον ιμπεριαλισμό. «Ποτέ της δεν παρέπεμψε τους αναγνώστες των πολιτικών της κειμένων στο θεωρητικό της έργο Η Συσσώρευση του Κεφαλαίου ούτε όμως παρέπεμψε τους αναγνώστες του τελευταίου στα πολιτικά συμπεράσματά της, στα διάφορα άρθρα της»18.
Η παραπάνω κάπως μακροσκελής αναφορά στις αντιφάσεις μεταξύ θεωρητικών οικονομικών «επιστημονικών» αναλύσεων και της πολιτικής πρακτικής του φαινόμενου του ιμπεριαλισμού ήταν αναγκαία για να τεκμηριωθεί η άποψη του συγγραφέα ότι ουσιαστικά το πρόβλημα ήταν κατ' εξοχήν πολιτικό και κοινωνικό και συνεπώς οι οικονομικές αναλύσεις, κατά κανόνα ήταν αποκομμένες από τη συγκεκριμένη πραγματικότητα. Όλα αυτά τα θεωρητικά κείμενα, υποσυνείδητα τουλάχιστον, απέρρεαν από μία πεποίθηση ότι με μια σωστή επιστημονική διάγνωση για τα βαθύτερα οικονομικά αίτια του ιμπεριαλισμού, το φαινόμενο αυτό θα μπορούσε να εκριζωθεί. Αυτή την πεποίθηση φαίνεται ότι συμμεριζόταν και ο Hobson. Ένας μελετητής του έργου του το έχει χαρακτηρίσει ως μία «οικονομική κοινωνιολογία του ιμπεριαλισμού»19. Αν και αυτό είναι σωστό, ως ένα βαθμό όμως, δεν θα πρέπει να συγχέουμε αυτό τον τύπο «οικονομικής κοινωνιολογίας», για την ανάλυση του ιμπεριαλισμού, με εκείνον άλλων μελετητών, όπως π.χ. του Max Weber ή ακόμα και του Joseph Schumpeter. Η βασική διαφορά συνίσταται στο ότι ενώ για τον Weber ή τον Schumpeter τα βασικά αίτια του ιμπεριαλισμού είναι κοινωνικοπολιτικά, ο Hobson, ενώ ουσιαστικά συμμερίζεται αυτή την άποψη, προσπαθεί να τον ερμηνεύσει με έναν οικονομικό ντετερμινισμό2Ο. Ωστόσο, όπως γράφει και ο Townshend, οι απόψεις του Hobson για το τι ήταν αυτά τα οικονομικά αίτια κάθε άλλο παρά σταθερές παρέμειναν στο διάστημα μεταξύ της πρώτης δημοσίευσης του κλασικού έργου του το 1902 και του θανάτου του το 1940.
Να ξανατονίσουμε, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι ο οικονομικός παράγοντας έπαιξε σημαντικότατο ρόλο στην ιμπεριαλιστική έξαρση στην Ευρώπη. Όμως, αυτό δεν δικαιολογεί τους διάφορους ισχυρισμούς ότι ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής νομοτελειακά οδηγού-
80 �YrXPONH EYPQIlAIKH I�TOPIA
aE O'tOV L�EQLaA.ta!lO, O'l']A.aOtl rj'tav O'U!AJ!tW!la tr)� JtaQ'I']X!laa!lEV'I']� qJa
O'l']� 'to'll. AA.A.WO'tE 0 XaJtnaA.La!lO� aJtEOH;E Otr)V JtQa;'I'] O'tL EXH !lEYa
A.'lYtEQ'I'] av8EX'tLXO't'l']La aJt' O,'tL JtLO'tE'UO'tav JtQLV 'to 1914. OJtwaOtlJto'tE
JtaQO!lOLE� oo;aaLE� YLa tr)v EJtEQX0!lEV'I'] «VO!lo'tEA.HaXtl» XaLaQQE'UO'l']
'to'll xaJtL'taA.La!lou OEV EVvoouaE !lOVO 'I'] !laQ;LO'tLXtl JtQoaEYYLO'l'] aA.A.a
XaL 'to YEVLXO'tEQO qJLA.OaoqJLxo JtvEU!la O't'l']v E'UQwJt'l'] JtQLV 'to 1914, X'UQL
W� 'I'] EJtLxQa'tOuaa «�LOA.OYLXtl aVLLA.'I']\jJ'I'] YLa 't'l']v xOLvwvLa», O'l']A.aOtl 'I']
JtEJtO(8'1']O'l'] on OL XOLVWVLE� XaL 'ta JtoA.mxa tl OLXOVO!lLXa O'UO'ttl!la'ta EL
xav Eva «�LOA.OYLXO XUXA.o» YEVEO'l']� - aX!ltl� - JtaQax!ltl� XaL 'tEA.LXtl�
E�aqJaVLO'l']�. A'U'ttl tr)V aVLLA.'I']\jJ'I'] O'U!l!lEQ�oVLav 'toao OL !laQ�LO'tE� oao
XaL qJLA.EA.EU8EQOL OL QL�oaJtaO'tE� OJtW� 0 Hobson XaL 0 XUXA.O� 'to'U21.
QO'toao, Otr)v JtQaY!lanxo't'l']'ta, 'I'] mxovo!lLXtl O'UvLO'ta!lEV'I'] rj'tav O'U
V'UqJaa!lEV'I'] !lE !lUQLO'U� aA.A.o'U� JtaQayoVLE� OL OJtOLOL O'UvE�aA.aV O't'l']v
E�EOWO'l'] tr)� L�EQLaA.LO'tLxtl� vOo'tQoJtLa� O't'l']v E'UQwJt'l'] JtQLV 'to 1914.
�EV XWQaH a!lqJL�OA.La O'tL 'I'] OLE8voJtOL'I']Grl 't'l']� OLXOVO!lLa� EVE'tHVE 'tOV
E�OQLXO aVLaYWVW!lO YLa 'tOV EA.EYXO 'tQLLWV ayoQwv. 'O!lW� OL !lOVE�
aYOQE� JtO'U OEV ELxav aXO!la XOQEO'tEL XaL !lOLQaO'tEL, rj'tav EXELVE� O'tL�
xa8'UO'tEQ'I']!lEVE� JtEQLOXE� 'to'll Xoa!lo'U, O't'l']V AqJQLXtl XaL 't'l']V AaLa. H
A!lEQLXtl OEV JtQoaqJEQO'tav Myw 'to'll MY!la'tO� MOVQOE, av XaL OL rEQ
!laVOL O't'l'] BQa�LA.La XaL OL BQELaVOL XaL OL haA.OL Otr)v AQYEVLLVtl JtQO
cma80uaav va OLHaouao'Uv OLXOVO!lLXa XaL JtOA.ma!lLXa a' a'U'tE� n� xw
QE�. L'UVEJtW� 0 aywva� YLa EA.EYXO 0XL !lOVO JtQWLWV 'UA.WV aA.A.a XaL VE
wv ayoQwv Jto'U 8a �oQouaav va aJtoQQoqJtlGo'UV JtA.EOVaa!lanxa E'U
QWJta·Lxa JtQo"LoVLa EO'tLaO't'l']XE O't'l']v AqJQLXtl XaL xaLa OEU'tEQO Myo
O't'l']v AaLa. 'E'tm, O'ta 'tEA.'I'] 'to'll 190'U aLwva JtaQaL'I']QELLaL !lLa �EqJQEV'I']
xouQaa, Eva� aVEA.E'I']'to� aVLaywvW!lo� !lE'ta�u 'twv E'UQwJtaLwv YLa 't'l']
�LaL'I'] 'UqJaQJtaYtl 'tEQaO'tLwv Ex'taaEwv O't'l']v AqJQLXtl (a scrumble for
Africa) oJtw� xaQaX't'l']QLO't'l']XE. E�aA.A.o'U OL VEE� 'tEXVOA.OyLE� JtaQELxav
'tL� o'UVaLO't'l']'tE� ym 't'l'] oLELao'UO'l'] aE JtaQ8EvE� JtEQLOXE�, OL OJtOLE� tlLaV
'twQa OLXOVO!lLXa EX!lELaA.A.EUm!lE�. EJtLO'l']�, oJtw� avaqJEQ8'1']XE JtaQa
Jtavw, 'I'] E!lqJavW'I'] 'to'll a'U'tOxLvtl'tO'U XaL A.LyO aQY0'tEQa 'to'll aEQoJtA.avo'U
ExavE 'to'U� E'UQwJtaLo'U� mo 'tOA.!l'l']Qou� XaL EVvoouaE 'to JtvEU!la 't'l']� JtE
QLJtE'tHa�. L'UVEJtW�, 'to qJaLVO!lEVO 'to'll L�EQLaA.La!lOU, JtEQa aJto tr)V
ava!lqJLa�rj't'l']'t'l'] OLXOVO!lLXtl 'to'll oLaO'taO'l'], ELXE EJtLa'l']� GaqJEL� XOLVWVL-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 81
κές, πολιτικές και ίσως πάνω απ' όλα πολιτισμικές διαστάσεις.22 π.χ. θα ήταν παράλειψη να αγνοεί κανείς το γεγονός ότι η ιμπεριαλιστική έξαρση συμπίπτει με τη μαζικοποίηση της πολιτικής στην Ευρώπη. Τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα που μπήκαν στην πολιτική διαδικασία ήταν πιο ευάλωτα στις ιμπεριαλιστικές Σειρήνες απ' ό,τι η μεσοαστική τάξη ή το συνειδητοποιημένο τμήμα της εργατικής τάξης. Όπως θα δούμε παρακάτω, η μεγαλύτερη πρόκληση για τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη πριν το 1914 ήταν το κατά πόσο θα κατόρθωναν να ενσωματώσουν και να εντάξουν στις γραμμές τους αυτά τα στρώματα, αγροτικής κυρίως προέλευσης. Ότι αυτή θα ήταν η φυσιολογική ροή των πραγμάτων δεν υπήρχε μεγάλη αμφιβολία, καθώς αντικειμενικά αυτά τα λα'ίκά στρώματα ανήκαν στην εργατική τάξη και αυτό που τους έλειπε ήταν να αποκτήσουν ταξική συνείδηση.
Ωστόσο, τόσο ο παροξυσμός των μαζών το 1914, με την έκρηξη του πολέμου, όσο και η μαζική απήχηση που είχαν τα φασιστικά κινήματα στην Ευρώπη του μεσοπολέμου, δημιούργησαν μια σειρά από εύλογα ερωτηματικά ως προς τις δυνατότητες των σοσιαλιστικών, ή και αργότερα κομουνιστικών κομμάτων να αφομοιώσουν αυτά τα στρώματα. Οπωσδήποτε αυτό είναι ένα τεράστιο θέμα που έχει απασχολήσει κυρίως τη μαρξιστική Αριστερά από το 1914, στο οποίο δεν θα υπεισέλθουμε εδώ. Αρκεί μόνο να τονίσουμε ότι το ζήτημα αυτό τίθεται από τα τέλη του 190υ αιώνα και απασχόλησε τους μεγάλους κοινωνικούς φιλόσοφους της εποχής εκείνης, με προεξέχοντα τον Max Weber, ο οποίος διέγνωσε από τους πρώτους ότι αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο πολιτικής εκμετάλλευσης. Όπως σωστά παρατηρεί ο Ernst Nolte «η ανακάλυψη της πραγματικότητας του προλεταριάτου» από τον Weber, ήταν μία από τις μεγαλύτερες συμβολές του στην κοινωνική και πολιτική σκέψη της εποχής μας.
Όμως και ο Hobson είχε πλήρη επίγνωση του προβλήματος. Κύρια πηγή έμπνευσής του ήταν τα γραπτά του Le Βοη Το Πλήθος (1896) και Η Ψυχολογία του Όχλου (1899). Ο Le Βοn τόνιζε την επίδραση που ασκούσε στις μάζες το ρατσιστικό ένστικτο το οποίο δεν ήταν τόσο εύκολο να αποβάλουν οι εξωγενείς κοινωνικοί παράγοντες23. Όπως παρατηρεί ο ίδιος ο Hobson, «η εθνική εκπαίδευση, αντί να λειτουργεί ως
82 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
άνάχωμα, στην πράξη προτρέπει προς τον ιμπεριαλισμό, καθώς προσφέρει ένα πανόραμα εκχυδα'ίσμένης υπεροψίας και πρωτόγονου ενθουσιασμού στις μεγάλες αδρανείς μάζες οι οποίες παρακολουθούν τα γεγονότα και τις πολύπλοκες παγκόσμιες εξελίξεις με θολά, σαστισμένα μάτια και συνεπώς γίνονται αναπόφευκτα τα θύματα των επιτήδειων οργανωμένων συμφερόντων τα οποία έχουν τη δύναμη είτε να τους σαγηνεύσουν είτε να τους εκφοβίσουν είτε να τους κατευθύνουν σε οποιαδήποτε κατεύθυνση τους συμφέρει»24.
Ωστόσο, αν και διάφοροι πολιτικοί κύκλοι χρησιμοποιούσαν τον ιμπεριαλισμό σαν «όπιο των λαών», για να παραφράσουμε τον Μαρξ, θα ήταν λάθος να παραγνωρίσει κανείς ορισμένους γενικότερους αντικειμενικούς παράγοντες οι οποίοι καλλιεργούσαν στους Ευρωπαίους μια ιμπεριαλιστική νοοτροπία και συμπεριφορά. Κατά την άποψή μου, μεγάλο ρόλο σ' αυτό έπαιξε η αλματώδης τεχνολογική και βιομηχανική ανάπτυξη στην Ευρώπη τα τέλη του 190υ αιώνα. Αυτά σε συνδυασμό με τις νέες 'μορφές οργάνωσης της παραγωγής, όπως ο <<τε'ίλορισμός» και η ραγδαία ανάπτυξη της γραφειοκρατίας, σωρευτικά, επέφεραν ένα σχεδόν αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ των Ευρωπαίων και του «Τρίτου Κόσμου». Στα τέλη του 190υ αιώνα οι Ευρωπαίοι απολαμβάνουν τέτοια αδιαμφισβήτητη υπεροχή που ποτέ δεν είχαν στο παρελθόν. Επίσης οι νέες τεχνολογίες και τρόποι οργάνωσης τους επιτρέπουν να διεισδύσουν σε απαγορευτικά δύσβατες έως τότε παρθένες περιοχές, κυρίως στην Αφρική μεγάλες εκτάσεις της οποίας παρέμεναν ανεξερεύνητες.
Οι παραπάνω διεργασίες καλλιεργούσαν στους Ευρωπαίους μία αίσθηση παντοδυναμίας ενώ ταυτόχρονα τους καθιστούσαν περισσότερο μισαλλόδοξους προς τους ντόπιους κατοίκους, τους «ιθαγενείς». Ο διαχωρισμός αυτός σε Ευρωπαίους και σε «ιθαγενείς» υποδήλωνε την ανωτερότητα των πρώτων και ταυτόχρονα καλλιεργούσε μια ψευδεπίγραφη αντίληψη για την ύπαρξη ενός αμιγούς ευρωπα'ίκού πολιτισμικού προτύπου. Η υποτιθέμενη «σύγκρουση των πολιτισμών» για την οποία πολύς λόγος γίνεται στις μέρες μας με αφορμή τα γραπτά του Samuel Huttington, δεν αποτελεί τίποτε περισσότερο από καρικατούρα παρόμοιων αντιλήψεων που δέσποζαν στην Ευρώπη πριν έναν αιώνα. Βέβαια αυτή την πολιτισμική ταυτότητα την ανακάλυπταν οι Ευρω-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 83
παίοι μόνο σε στιγμές δοκιμασίας, όπως συνέβη π.χ. στη διάρκεια της εξέγερσης των Κινέζων εθνικιστών στο Πεκίνο (η λεγόμενη εξέγερση των Boxer), το 1900, στην οποία πολιόρκησαν τις ευρωπα·ίκές πρεσβείες και δολοφόνησαν τον Γερμανό πρέσβη. Αυτό προκάλεσε μία θύελλα αγανάκτησης μεταξύ των Ευρωπαίων και εκκλήσεις, πρωτοστατούντος του Γερμανού αυτοκράτορα, για μία «χριστιανική σταυροφορία» και για έναν αγώνα μεταξύ «Ευρώπης και Ασίας» ώστε να παταχθεί εν τη γενέσει του ο «κίτρινος κίνδυνος»2S.
Θα πρέπει να τονίσουμε εδώ ότι παρόμοιες απόψεις περί πολιτισμικής σύγκρουσης και της ανωτερότητας των Ευρωπαίων δεν αποτελούσαν μονοπώλιο της άρχουσας τάξης στην Ευρώπη. π.χ. την εποχή της εξέγερσης των Boxer, ο γνωστός συγγραφέας Μπέρναρ Σω, ηγετικό στέλεχος των Βρετανών φαμπιανιστών (σοσιαλιστών), έγραφε τα εξής σε μία κομματική μπροσούρα: «Το πρόβλημα της εποχής μας είναι πώς θα μπορέσουμε να οργανώσουμε τον κόσμο με βάση τις Μεγάλες Δυνάμεις . . . Οποιοδήποτε κράτος που παρεμποδίζει το διεθνή πολιτισμό θα πρέπει να εξαφανιστεί . . . Χωρίς να θέλουμε να υπεισέλθουμε στο θέμα εάν ο κινέζικος πολιτισμός είναι ή όχι ανώτερος από το δικό μας, ωστόσο παραμένει γεγονός ότι (η εξέγερση των Boxer) παρεμποδίζει τους Ευρωπαίους από το να εμπορεύονται στην Κίνα, ή από το να κατασκευάζουν σιδηρόδρομους και τηλέγραφους στην Κίνα, κάτι που διευκολύνει τον κόσμο στο σύνολό του»26. Ωστόσο παρόμοιες κορόνες σύντομα ξεχνιόντουσαν και οι Ευρωπαίοι επανέρχονταν στους προσφιλείς τους ανταγωνισμού ς για την υφαρπαγή εδαφών. Ακριβώς την εποχή που γίνονταν εκκλήσεις για μια ευρωπα"ίκή σταυροφορία στην Ασία, οι ευρωπα·ίκές δυνάμεις, με προεξέχουσες τη Βρετανία και τη Γερμανία, είχαν εμπλακε ί σε μία αδυσώπητη αναμέτρηση για τη διεύρυνση της επιρροής τους στη Νότια Αφρική, στη διάρκεια της εξέγερσης των Boers (1899-1902). Συνεπώς, όπως παρατηρεί ένας μαρξιστής ιστορικός, ο ιμπεριαλισμός, πριν το 1914, λειτουργούσε αμφίδρομα και κάπως αντιφατικά, καθώς «η αποικιακή επέκταση αποτελούσε δικλείδα ασφαλείας για τις ενδοευρωπα·ίκές εντάσεις, καθώς επίσης και για τις εσωτερικές πιέσεις στις μητροπολιτικές χώρες»27.
84 l:YfXPONH EYPQIlAIKH Il:TOPIA
A�LSEL va nQo08EOOU!-lE Ott Ot anOtXLE£ nQOOEcpEQav tbavtxo Eba
cpo£ yta tljv EcpaQ!-loyli VEWV tEXVOA.0YWJV, XUQLW£ atO atQattwttXO to
!-lEa. II.X. nOA.E!-ltXo. aEQooXo.<plJ XQl]m!-lonOtli8ljxav OE nOA.AE£ nEQt1ttW
OEL£, onw£ ano tou£ ltaA.ov£ atlj At�vlj to 1911-12, tOOO yta �o!-l�aQbt
O!-lOV£ 000 xm yta 'ljJUXOA.oytxov£-nQonayavbtattxov£ oxonov£. H EnL
bEt�lj xtljvwbou£ �La£ nQo£ tOu£ o.YQwu£ xm «nQwtoyovou£» t8aYEv£L£
8EWQELtO avayxaLa WatE va xatavolioouv «auto. ta xtlivlj tl] Mva!-llj
tOu !-l£Yo.A.OU ExnoA.ttLatli· tOU Lna8wv»28. OnwoblinotE tt£ bta�QwttXE£ EmbQo.oEL£ no.vw att£ LbtE£ tt£ EUQwna·LxE£ XOtVWVLE£ a'Utov tOU Qa
tmattxov naQo�uo!-lOV A.LyOt !!1toQovoav va bta�AE'ljJo'UV. �EV litav !-lOVO
l] XaA.A.tEQYEta !-lta£ unoxQttLxli£, cpaQtoa·Lxli£ vOOtQonLa£, �o.OEL tlj£
onoLa£ «OMXA.ljQE£ UytEL£ CPUAE£ E�OvtWVOvtav tlj attY!-lli nou atlj !-lljtE
Qa-natQLba nQoayotav Eva£ !-laxo.�Qw£ cptA.av8Qwmo!-l0£ atov onoLo
ytatQOL xm VOOOXO!-l£La banavovoav tEQo.atwu£ nOQou£ yta tlj btatli
Ql]Ol] atlj �wli atO!-lWV nou litav XA.tVtXo. VEXQo.»29. 'O!-lW£ axo!-la !-l£ya
AVtEQl] �lj!-lto., ano a'Utli tlj Qatmattxli naQo.xQouOl], litav Ot l]8tXE£ Em
mwoEL£ no.vw atOU£ Lbwu£ tOU£ EUQwnaLou£. XWQL£ va EXOWE unO'ljJl]
!-la£ autli tlj bto.ataOl] ELvm 0XEbov aMvato va xatavOliOOU!-lE tl] au!!1tEQtcpoQo. tWV EUQwnaLwv, XUQLW£ ata nEbLa tWV !-laxwv atov A' naYXOO!-lW nOA.E!-lo. Ot auyxQOVOEL£ tOU£ atlj !-laxQtvli AcpQtXli tOV£ nQo
oEcpEQav tbavtxo nEbLo yta va boxt!-lo.oo'UV tljv noA.E!-ltxli EtOt!-lOtljto.
tOU£ xa8w£ xm tOY EXauYXQOVtO!-lO tWV EVOnA.WV tOU£ bUVo.!-lEWV. Ot
rEQ!-laVOL XQljm!-lonOtovv aUtO !-lata onA.onoA.u�oA.a atlj NOtw-�uttxli
AcpQtXli yta va �EA.ttWOOuv tljv anoboali tOU£ yta nEQtOOOtEQa 8v!-lata
!-lE to !-ltXQOtEQO xOato£ xm XQovo. To «killing ratio», onw£ anoxaAE
atljXE !-lE tljV E!-lcpaOl] ato anOtEA.£O!-la, aVE�o.Qtljta ano l]8tXE£ li o.A.A.E£
avaatOAE£, ObljYOVOE atlj !-la�txli ocpaYli tOU A nayxoo!-lCOU nOAE!-lOU xm ata xQE!-latoQLa xm tOU£ 8aA.o.!-lou£ aEQLwv tOU B'. 'Onw£ naQatlj
QEL 0 Kiernan, lj aA.a�OVELa tWV EUQwnaCwv, naQ' oA.a ooa aUtOL btaxli
Quooav, avtL va tOU£ E�U'ljJWVEt mEU!-lattXo. xm noA.ttLo!-ltXo. tOU£ uno
�o.8!-lt�E ato EnLnEbo tWV «t8aYEvwv»30. EnColj£ lj EUXOA.La !-lE tljv onoCa
anobEXo.tt�av OMXA.l]QE£ CPUAE£ EVCOXUE tl]v nEnoL8l]Ol] Ott 0 nOA.E!-lo£ litav anA.w£ !-lLa EVXOA.lj nEQt1tEtELa. 0 nOA.E!-lo£ tWV xaQaxw!-lo.twv litav
anoQQOta aut1l£ tlj£ vOOtQonLa£ !-lE tQaytXE£ auvEnELE£ OE av8QwmvE£
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 85
ζωές. Με άλλα λόγια, και για να συνοψίζουμε, ο ιμπεριαλισμός, όπως προφητικά προειδοποιούσε ο Hobson, ήταν μια Ύβρις που η Νέμεσίς της για την Ευρώπη αποτελούσε ζήτημα χρόνου31.
Αυτό που έχει τεράστια σημασία, και όχι μόνο ιστορική, είναι το γεγονός ότι, σε αντίθεση με τη δεσπόζουσα αντίληψη, αυτές οι διεργασίες δεν υποδήλωναν το θρίαμβο του έθνους-κράτους, αλλά τουναντίον την κρίση του. Με άλλα λόγια, όπως παρατηρεί η Arendt32, ο ιμπερ�αλισμός σήμαινε την επικράτηση του ρατσισμού, της δύναμης του αταβισμού, ακόμα και της κρατικής γραφειοκρατίας, η οποία τώρα αναλάμβανε νέους ρόλους και καθήκοντα. Ωστόσο αποτελεί λάθος να συγχέει κανείς αυτά τα φαινόμενα με το έθνος-κράτος. Με άλλα λόγια, ιμπεριαλισμός και εθνικισμός κάθε άλλο παρά συνώνυμα ήταν. Για τον Hobson ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε «θανάσιμο κίνδυνο για το σύγχρονο εθνικό κράτος»33. Τα συμφέροντα των δύο ήταν σχεδόν διαμετρικά αντίθετα. Δεν είναι τυχαίο, ότι ο ιμπεριαλισμός προτεινόταν από ορισμένους κύκλους γι' αυτόν ακριβώς το σκοπό, δηλαδή επειδή, aποδυναμώνοντας τα στενά εθνικά πλαίσια, προήγε την υπόθεση της διεθνοποίησης. Σ' αυτή την άποψη συναινούσαν κι εκείνοι που πίστευαν ότι η φυσική ροή των πραγμάτων οδηγούσε σε «μια παγκόσμια ομοσπονδία και σε μια αιώνια ειρήνη». Ωστόσο, για τον Hobson, αυτό αποτελούσε μεγάλη πλάνη, γιατί η μόνη προϋπόθεση «για τη δημιουργία ενός αποτελεσματικού διεθνισμού, ή για τη δημιουργία στερεών σχέσεων μεταξύ κρατών, είναι η ύπαρξη δυνατών, ανεπτυγμένων, ασφαλών και υπεύθυνων εθνών». Χωρίς τη διατήρηση και- φυσική ανάπτυξη ανεξαρτήτων εθνοτήτων δεν υπήρχε προοπτική για μια σταδιακή εξέλιξη προς το διεθνισμό, αλλά μόνο «μια σειρά από ανεπιτυχείς προσπάθειες για ένα χαώδη και ασταθή κοσμοπολιτισμό»34.
* * *
Αυτές οι αναφόρές του Hobson στο έθνος-κράτος, στο διεθνισμό και στο ρόλο του ιμπεριαλισμού σ' αυτό τον προβληματισμό κάθε άλλο παρά τυχαίες ήταν. Στα τέλη του 190υ και στις αρχές του 200ύ αιώνα η ιδέα για τη διαμόρφωση μιας «διεθνούς», δηλαδή ευρωπα'ίκής στην ουσία, κοινωνίας αποκτά τέτοια διάσταση που να εκπλήσσει τον σύγχρο-
86 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νο ιστορικό εκείνης της περιόδου, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι οι Ευρωπαίοι βάδιζαν προς μία γενική ανάφλεξη. Σ' αυτό το θέμα θα πρέπει να παραμι;;ίνουμε για λίγο καθώς, εκτός από την ιστορική σημασία του, σχετίζεται με τον παρόντα προβληματισμό και την αντιπαράθεση από τη μια πλευρά μεταξύ «διεθνιστών» και εθνικιστών από την άλλη.
Αυτός ο προβληματισμός, σχεδόν ατόφιος, αναπτύσσεται και την περίοδο που εξετάζουμε. Ουσιαστικά, όπως παρατηρεί ένας μελετητής, την περίοδο μετά τον κριμα"ίκό πόλεμο επανερχόμαστε στο προσφιλές θέμα της διαμόρφωσης ενός καταστατικού, μιας χάρτας θα λέγαμε, που θα διασφάλιζε την παγκόσμια ειρήνη. Έτσι, μετά από μια ανάπαυλα ενός σχεδόν αιώνα, επανερχόμαστε στις προσπάθειες προηγουμένων εποχών, από τον Δάντη έως τον Ρουσώ και τον Κάντιο, για τη διαμόρφωση ενός πλαισίου παγκόσμιας (δηλαδή ευρωπα"ίκής) ειρήνης35. Βέβαια, σε αντίθεση με προηγούμενες εποχές, υπάρχει μία σημαντική διαφορά. Ενώ στο παρελθόν τα καταστατικά για παγκόσμια ειρήνη διατυπώνονταν σε ένα κοινωνικοοικονομικό κενό, τώρα, δηλαδή, μετά τα μέσα του 190υ αιώνα, θεωρείται ότι οι οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες έχουν πλέον ωριμάσει για τη μετάβαση σε μια διεθνή κοινωνία. Αναφερθήκαμε και στον πρώτο τόμο στον κοσμοπολίτικο χαρακτήρα των μεγάλων τραπεζιτών, οι περισσότεροι εβρα'ίκής καταγωγής, στην Ευρώπη. Αυτή την κοσμοπολίτικη αντίληψη συμμερίζονταν κατά κανόνα οι μεγαλοεπιχειρηματίες και γενικότερα το μεγάλο κεφάλαιο.
Όπως θα δούμε παρακάτω, το ότι ο Α παγκόσμιος πόλεμος ήταν έργο των σκοτεινών δυνάμεων του μεγάλου κεφαλαίου, για να αποκομίσουν μεγαλύτερα κέρδη από τη δυστυχία των λαών, αποτελεί μία από τις μεγαλύτερες ιστορικές πλάνες. Τρσο η αντίδραση, ή καλύτερα ο πανικός, του μεγάλου κεφαλαίου όταν εξερράγη ο πόλεμος το 1914, όσο και η συμπεριφορά του σε ζητήματα πολέμου και ειρήνης πριν το 1914, αποδεικνύουν ότι κάτι παρόμοιο μπορεί να θεωρηθεί μεγάλος μύθος. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε το 1909 ο Norman Angell στο βιβλίο του The Greαt Illusion (Η μεγάλη αυταπάτη), ένας πόλεμος θα προκαλούσε οικονομική καταστροφή σε νικητές και ηττημένους, και επίσης ότι «Ο καπιταλιστής δεν έχει πατρίδα και γνωρίζει ότι όπλα και κατακτήσεις και οι αλλαγές συνόρων δεν εξυπηρετούν τα συμφέροντά του, αλλά
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 87
αντίθετα μπορεί να τα βλάπτουν»36. Το ότι το βιβλίο του Aηgell έκανε 8 εκδόσεις μεταξύ 1909-1914, πιστοποιεί ότι οι απόψεις αυτές έχαιραν μεγάλης αποδοχής στην Ευρώπη την εποχή εκείνη . Ωστόσο, το ότι το μεγάλο κεφάλαιο δεν ήταν τόσο πολεμοχαρές όσο πίστευαν οι μαρξιστές της εποχής εκείνης και μετέπειτα δεν σημαίνει ότι ήταν άμοιρο ευθυνών για τον πόλεμο του 1914. Η κυριότερη ευθύνη του συνίστατο στην ανευθυνότητα και την ανικανότητά του να διαβλέψει τις πολιτικές επιπτώσεις της αντιφατικής συμπεριφοράς του πριν το 1914. Όπως γράφει ο Jo11, «οι καπιταλιστές στην ουσία ήθελαν "και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο", δηλαδή να διατηρούν τις εξαγωγικές αγορές τους και ταυτόχρονα να αποκομίζουν μεγάλα κέρδη από τους ναυτικούς εξοπλισμούς. Οι περισσότεροι από αυτούς δεν έβλεπαν ότι αυτοί οι δυο στόχοι, (δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο και οι πολεμικοί εξοπλισμοί) μακροπρόθεσμα, ήταν πολιτικά ασυμβίβαστοι»37.
Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε εδώ, είναι ότι το ασυμβίβαστο μεταξύ αυτών των δύο στόχων δεν ήταν τόσο ευδιάκριτο πριν το 1914. Ως εκ τούτου ο οικονομικός παράγοντας θεωρείτο ότι συνέβαλε καθοριστικά στην προαγωγή του στόχου για μία διεθνή κοινωνία. Η σύγχρονη βιβλιογραφία των Joseph Ney, Robert Keohane και άλλων περί του ρόλου της οικονομικής αλληλεξάρτησης στη διαδικασία της «παγκοσμιοποίησης», αποτελούν παραλλαγή ακριβώς του ίδιου προβληματισμού που παρατηρούμε στην Ευρώπη πριν το 1914. Με άλλα λόγια υπήρχε μια διάχυτη αντίληψη, πριν το 1914, ότι η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας θα δημιουργούσε ένα πυκνό πλέγμα σχέσεων και αλληλεξαρτήσεων, που αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην παγκοσμιοποίηση της πολιτικής, δηλαδή στην αντικατάσταση του έθνους-κράτους από μια υπερεθνική «παγκόσμια» αρχή.
Ωστόσο, εκτός από τον οικονομικό παράγοντα, μια σειρά από άλλους σοβαρούς λόγους συναινούσαν και συνέβαλλαν προς την ίδια κατεύθυνση, δηλαδή την προαγωγή της ιδέας για μία διεθνή κοινωνία. Ένας από αυτούς ήταν η ταχύτατη ανάπτυξη, πριν το 1914, μιας «κοινωνίας πολιτών», και η εμφάνιση επαγγελματικών, επιστημονικών, νομικών, πολιτισμικών, καλλιτεχνικών και άλλων συλλόγων και εταιρειών οι οποίες επιδίωκαν τη σύσφιγξη σχέσεων με αντίστοιχους φορείς σε
88 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
άλλες χώρες. Αυτό προήγαγε την ιδέα της αλληλεγγύης και της κατανόησης μεταξ13 των Ευρωπαίων, ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους. Χαρακτηριστικά παραδείγματα ε ίναι εκείνα των οργανώσεων ειρήνης, των φεμινιστών και των επιστημονικών εταιρειών, που εκπροσωπούνται σε ευρωπα'ίκό επίπεδο. Πάνω από αυτά βρίσκεται η Δεύτερη Διεθνής στην οποία εκπροσωπούνται όλα τα σοσιαλιστικά κόμματα στην Ευρώπη η οποία, όπως θα δούμε και παρακάτω, θεωρεί πρώτιστο καθήκον της τη διατήρηση της ειρήνης. Συνεπώς δεν είναι τυχαίο ότι την περίοδο αυτή υπάρχει ένας πραγματικός οργασμός σε σχέδια, προτάσεις και κινήσεις για υπερεθνικούς οργανισμούς και ειδικότερα για τη δημιουργία μιας ευρωπα'ίκής ομοσπονδίας38. Σ' αυτή την κίνηση πρωτοστατούσαν, εκτός φυσικά από τους νομικούς, και οι πολιτικοί επιστήμονες που βρίσκονται την περίοδο αυτή σε άνοδο.
Γενικά, όπως γράφει και ο Raymond Aron: «Πριν το 1914 οι οικονομικές ανταλλαγές σε όλη την Ευρώπη απολάμβαναν τόσο μεγάλη ελευθερία που τη διασφάλιζε ο "κανόνας χρυσού" και η νομισματική μετατρεψιμότητα. Τα εργατικά κόμματα ήταν οργανωμένα στη Διεθνή. Η ελληνική παράδοση των Ολυμπιακών Αγώνων είχε πάλι αναβιώσει. Παρά τον πλουραλισμό σε χριστιανικές εκκλησίες, οι θρησκευτικές, ηθικές, ακόμα και οι πολιτικές πεποιθήσεις ήταν βασικά παρόμοιες (στις περισσότερες χώρες της Δυτικής Ευρώπης). Χωρίς ιδιαίτερα προσκόμματα ένας Γάλλος μπορούσε να επιλέξει τη Γερμανία σαν τόπο διαμονής του, όπως και ο Γερμανός θα μπορούσε να επιλέξει τη Γαλλία», Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς, η «ελευθερία διακίνησης» στην Ευρώπη πριν το 1914 ήταν ευκολότερη απ' ό,τι είναι σήμερα στην Ευρωπα'ίκή Ένωση. Η μεγαλύτερη διαφορά συνίσταται στο ότι, τότε, δεν χρειαζόταν κάποιος ούτε διαβατήριο για να ταξιδέψει μεταξύ Μαδρίτης και Βιέννης. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη αυτού του πραγματικά εντυπωσιακού πλέγματος σχέσεων κατά μήκος και πλάτος της Ευρώπης, το έθνος-κράτος παρέμενε αμετακίνητο. Όπως διαπιστώνει ο Aron, το παραπάνω πλαίσιο, όπως και εκείνο της Αρχαίας Ελλάδας τον 50 π.χ, αιώνα, «πιστοποιούν τη σχετική αυτονομία της διακρατικής τάξης -στην ειρήνη και στον πόλεμο- σε σχέση με τη διακρατική κοινωνία. Δεν αρκεί μόνο να επισκέπτονται και να γνωρίζονται καλύτερα οι
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 89
πολίτες διαφόρων χωρών, ή να ανταλλάσσουν προ'ίόντα και ιδέες, για να επικρατήσει η ειρήνη μεταξύ κυρίαρχων εθνών»39,
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, από την περίοδο εκείνη, που συνηγορεί στην ορθότητα της διαπίστωσης του Aron είναι η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896. Το γεγονός αυτό, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, συμβόλιζε την επιθυμία πολλών Ευρωπαίων να διαμορφώσουν ένα κοινό πολιτισμικό πρότυπο παρόμοιο μ' εκείνο των Αρχαίων Ελλήνων, Για τον Pierre de Coubertin, τον εμπνευστή των σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων, η αναβίωσή τους θα προήγε την καλύτερη κατανόηση και κατά προέκταση τις αρμονικές σχέσεις μεταξύ λαών, Οι πόλεμοι και οι συγκρούσεις, για τον Coubertin, οφείλονταν σε αμοιβαίες παρεξηγήσεις, Στο κλείσιμο των αγώνων του 1896, ο Coubertin εξέφραζε την ευχή ότι εάν ο θεσμός αυτός ευοδωνόταν, θα αποτελούσε ένα μεγάλο παράγοντα στη διασφάλιση της παγκόσμιας ειρήνης, Ο ίδιος ο Coubertin αποτελούσε κλασικό παράδειγμα του ευρωπα'ίκού κοσμοπολιτισμού της εποχής εκείνης και έγραφε τακτικά στο περιοδικό Κοσμόπολις το οποίο εκδιδόταν σε τρεις γλώσσες στο Παρίσι, το Λονδίνο και το Βερολίνο, Ωστόσο, ,όπως και στις μέρες μας έτσι και τότε, υπήρχε έντονη αντιπαράθεση μεταξύ «κοσμοπολιτών» και «παραδοσιακών», Για τον Maurras, στενό φίλο του Coubertin, οι διεθνείς αγώνες δεν ήταν τίποτε περισσότερο από μία «εσπεράντο των λαών», Συνεπώς, οι αγώνες λίγο εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των κοσμοπολιτών καθώς «όταν οι διάφορες συγκεκριμένες φυλές συναντιώνται και αναγκάζονται να έλθουν σε άμιλλα, απωθούνται μεταξύ τους και αποξενώνονται ακριβώς την ίδια στιγμή που νομίζουν ότι συναδελφώνονται» 40,
Όπως παρατηρεί ο MacAloon, «από το 1896 οι σύγχρονοι Ολυμπιακοί αγώνες βρίσκονται στο επίκεντρο του προβληματισμού για τη σχέση μεταξύ πατριωτισμού και εθνικισμού στο σύγχρονο κόσμο αποτελούμενο από έθνη-κράτψ41, Δύο παγκόσμιοι πόλεμοι και αμέτρητες άλλες συγκρούσεις στα τέσσερα σημεία του πλανήτη υποδηλώνουν τις περιορισμένες δυνατότητες ακόμα και των Ολυμπιακών Αγώνων, να εμπεδώσουν την παγκόσμια ειρήνη, Στην περίπτωση των πρώτων Ολυμπιακών Αγώνων ε ίναι η πολιτική διάσταση της αναβίωσής τους, Η
90 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων αποτελούσε μέρος του «Ανατολικού Ζητήματος», αλλά δυστυχώς αντί να βοηθήσει στην επίλυσή του το επιδείνωσε42. Ο ελληνοτουρκικός πόλεμος τον επόμενο χρόνο ( 1897) δεν ήταν εντελώς άσχετος από τους Ολυμπιακούς Αγώνες με το ψευδεπίγραφο αίσθημα σιγουριάς που καλλιεργούσε στους Έλληνες, την εθνικιστική έξαρση που οι Αγώνες είχαν δημιουργήσει, καθώς και την ψευδαίσθηση ότι η διεθνής κοινότητα που τους θεωρούσε «εκλεκτό είδος» δεν θα τους άφηνε στη μοίρα τους. Ο ίδιος ο Coubertin στο Souvenirs d' Amirίque et de Grece, που δημοσιεύτηκε τον Ιούλιο του 1897, επέρριπτε ευθύνες στις μεγάλες δυνάμεις για τον πόλεμο του 189743. Ωστόσο στα Απομνημονεύματά του που δημοσιεύτηκαν δέκα χρόνια αργότερα, ο Coubertin διαπίστωνε τη σύνδεση μεταξύ των Ολυμπιακών Αγώνων του 1896 και του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897: «Η επιτυχία των αγώνων είχε προκαλέσει στους Έλληνες παραζάλη και τους έδινε μια επικίνδυνη πεποίθηση τόσο για τις δικές τους δυνάμεις όσο και για την καλή θέληση των ξένων δυνάμεων».
Σ' αυτό ο Coubertin είχε απόλυτο δίκιο. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, η αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων αποτελούσε μέρος μιας γενικότερης προσπάθειας της Γαλλίας, που αποσκοπούσε στην τόνωση της θέσης της Ελλάδας, ή για να είμαστε πιο ακριβείς στην υποβάθμιση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε ήδη αρχίσει να αλληθωρίζει προς τη Γερμανία και την Αυστροουγγαρία. Αυτή η διάσταση, δηλαδή οι επικίνδυνα οξυνόμενες σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων αποτελεί έναν ακόμα παράγοντα, ίσως τον σημαντικότερο κατά την άποψη μου, για την έξαρση του ιμπεριαλιστικού φαινομένου τις τελευταίες δεκαετίες πριν το 1914. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι οι δυνάμεις που πρώτες επιδόθηκαν και διέπρεψαν σ' αυτό τον τομέα ήταν η Βρετανία και η Γαλλία, δύο δυνάμεις που αισθάνονταν όλο και πιο έντονα το σύνδρομο της περιθωριοποίησης, ιδιαίτερα απέναντι στην καλπάζουσα Γερμανία. Το ότι και η τελευταία μπήκε στο ιμπεριαλιστικό παιχνίδι οφειλόταν περισσότερο στην επιθυμία τους να αποδείξει την «πυγμή» της απέναντι στους Βρετανούς και τους Γάλλους παρά στην ανάγκη για απόκτηση εδαφών εκτός Ευρώπης.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
* * *
91
Η εντύπωση ότι οι σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων θα οδηγούσαν σε πολεμική αναμέτρηση ήταν διάχυτη τα τέλη του 190υ αιώνα. Ποιες ήταν όμως οι πολιτικές δυνάμεις που θα μπορούσαν να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο; Την περίοδο 1815-1870 η ειρήνη στην Ευρώπη διασφαλιζόταν τόσο από τη βρετανική στρατιωτική υπεροπλία, όσο και από την πολιτική απήχηση των φιλελεύθερων ιδεών. Στην ουσία, αυτά τα δύο -στρατιωτική υπεροπλία και πολιτικο-οικονομικο-ιδεολογική ηγεμονία- αποτελούσαν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Βέβαια το σύστημα αυτό θα μπορούσε να διατηρηθεί όσο διάστημα αυτοί οι δυο πυλώνες πάνω στους οποίους στηριζόταν παρέμεναν στέρεοι. Όμως το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα αυτοί αρχίζουν να υπόχωρούν. Αποτέλεσμα αυτής της δυσάρεστης τροπής ήταν να προκληθεί κρίση εμπιστοσύνης στην ιδεολογία πάνω στην οποία είχε στηριχτεί το ευρωπα'ίκό πρότυπο μετά το 1815, το φιλελευθερισμό, και στις δυνατότητές του να προβάλλει ως ο θεματοφύλακας της ειρήνης στην Ευρώπη. Όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, τα αίτια που προκάλεσαν αυτή την κρίση ήταν πολλά και πολυσύνθετα και συνεπώς καμιά ανθρώπινη δύναμη, καμιά προσωπικότητα, όσο χαρισματική κι αν ήταν, δεν θα μπορούσε να την ανατρέψει. Σίγουρα το πρόβλημα δεν είχε να κάνει με άτομα, αλλά με καταστάσεις που διαμορφώνονται από «τεράστιες, απρόσωπες δυνάμεις», όπως γράφει κάπου ο T.S. ΕΙΙίοΙ
Ένας από τους βασικότερους παράγοντες ήταν η στροφή προς τον προστατευτισμό και το «κλείσιμο» των αγορών. Σταδιακά η ιδεολογία του laisser faire έχασε την απήχηση που είχε και φαινόταν παρωχημένη και κάπως απλο"ίκή για τα νέα δεδομένα. Ένας δεύτερος σημαντικός λόγος ήταν η «είσοδος των μαζών» στην πολιτική. Αυτά τα στρώματα δεν ήταν διατεθειμένα να δεχτούν παθητικά και μοιρολατρικά τις δοξασίες του φιλελευθερισμού για μη κρατικό παρεμβατισμό, για όσο το δυνατό μικρότερο και μη σπάταλο κράτος. Αυτό, οικονομικά, ενδεχομένως να ήταν σωστό, ωστόσο για τις εξαθλιωμένες μάζες ήταν απαράδεκτο. Το κράτος ε ίχε ηθικό χρέος και καθήκον να παρέμβει ώστε να αμβλύνει τις οικονομικές και κοινωνικές ανισότητες. Αυτή την άποψη υποστήριζαν, ε ίτε ευσυνείδητα είτε για λόγους δημαγωγικούς, εκτός
92 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
από τα σοσιαλιστικά-εργατικά κόμματα, και οι περισσότεροι συντηρητικοί, με προεξέχοντα τον Μπίσμαρκ και τους πολιτικούς επιγόνους του στη Γερμανία, καθώς και τα διάφορα χριστιανικά κόμματα που κάνουν την εμφάνισή τους την περίοδο αυτή. Τέλος, ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν η εντυπωσιακή αύξηση των κρατικών υπαλλήλων και γενικά όλων εκείνων που εξαρτώνταν οικονομικά από το δημόσιο. Π.χ. μεταξύ 1881 και 191 1 , ο αριθμός τους σχεδόν διπλασιάστηκε στη Γαλλία (από 379.000 σε 699.0000), σχεδόν τριπλασιάστηκε στη Γερμανία (από 452.000 σε 1 . 1 59.000), ενώ στη Βρετανία, το προπύργιο του φιλελευθερισμού, οκταπλασιάστηκε (από 8 1 .000 σε 640.000)44. Επίσης, αξίζει να σημειώσουμε ότι στην πολυεθνική Αυστροουγγαρία, η γραφειοκρατία της έφτανε τα 4 εκατομμύρια άτομα.
Η κατακόρυφη αύξηση των δημοσίων υπαλλήλων στη Βρετανία υποδηλώνει την επικράτηση, και εκεί, των αρχών του κρατικού παρεμβατισμού, με τις οποίες πλέον συμπλέουν και οι φιλελεύθεροι. Ουσιαστικά, μετά το 1880, οι Βρετανοί φιλελεύθεροι υιοθετούν και υλοποιούν πολιτικές, όταν είναι στην κυβέρνηση, σχεδόν διαμετρικά αντίθετες από εκείνες του κλασικού φιλελευθερισμού, όπως ο ιμπεριαλισμός, με κλασικό παράδειγμα τη διά των όπλων βρετανική κατοχή της Αιγύπτου από τη φιλελεύθερη κυβέρνηση του Γλάδστωνα, το 1882, καθώς και τη μαζική στροφή προς κοινωνική πολιτική κυρίως στην τελευταία διακυβέρνηση των φιλελευθέρων (1906-1916). Το σύνθημα που κυριαρχούσε τώρα στους φιλελεύθερους κύκλους στην Ευρώπη ήταν «αδελφοσύνη» και αποσκοπούσε στη συναίνεση της ραγδαία ανερχόμενης εργατικής τάξης στη διαμόρφωση ενός πατερναλιστικού καπιταλισμού που θα στερούσε την εξουσία από τους σοσιαλιστές. Αυτό είχε ιδιαίτερη απήχηση στη Βρετανία για δυο κυρίως λόγους. Πρώτον, λόγω της σχετικής καθυστέρησης στη δημιουργία ενός αμιγούς εργατικού κόμματος, που επέτρεπε στους φιλελεύθερους να έχουν προσβάσεις στην εργατική τάξη, κυρίως σε συνδικαλιστές. Οι τελευταίοι μόλις στις αρχές του 200ύ αιώνα εγκατέλειψαν μαζικά τους φιλελεύθερους και προσχώρησαν στο νεοϊδρυθέν Εργατικό Κόμμα. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι, σε σύγκριση με άλλες ευρωπα'ίκές χώρες όπως η Γερμανία, οι κοινωνικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις στη Βρετανία βρίσκονταν σε
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 93
νηπ�ακή μορφή. Κλασικά παραδείγματα ήταν η Εκπαίδευση και πάνω απ' όλα οι Κοινωνικές Ασφαλίσεις. Στην περίοδο της τελευταίας διακυβέρνησής τους ( 1906-16) οι φιλελεύθεροι στη Βρετανία συγκέντρωσαν τις προσπάθειές τους στην προαγωγή τέτοιων μεταρρυθμίσεων, η υλοποίηση των οποίων τους έφερε σε ανοικτή ρήξη με τους λόρδους που αντιδρούσαν έντονα. Τόσο για την υλοποίηση του εκπαιδευτικού νόμου για τη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση το 1906, όσο και για το νόμο για Εθνική Ασφάλιση το 19 1 1 , οι φιλελεύθεροι αναγκάστηκαν να προσφύγουν στη μέθοδο της δημιουργίας νέων λόρδων, μη κληρονομικών, ώστε να ανατρέψουν το βέτο της Βουλής των Λόρδων.
Το παράδοξο είναι ότι στην αντιδραστική Γερμανία, όπου η κυβέρνηση ελεγχόταν όχι από το λαό αλλά από τον αυτοκράτορα, παρόμοιες κοινωνικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις είχαν νομοθετηθεί πολύ νωρίτερα. Ίσως δεν ε ίναι συμπτωματικό ότι στη Γερμανία οι φιλελεύθεροι μετά από μια βραχύβια σύμπλευση την περίοδο της ενοποίησης ( 1866-1878) ουσιαστικά βρίσκονταν στην αντιπολίτευση όλη αυτή την περίοδο, έως το 1914. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αποτελούσαν και θανάσιμο πολιτικό αντίπαλο του καθεστώτος το αντίθετο. Οι διαιρεμένοι πολιτικά Γερμανοί φιλελεύθεροι -σε εθνο-φιλελεύθερους, προοδευτικούς και κεντρώους- αισθάνονταν ότι οι βασικοί στόχοι και προσδοκίες τους είχαν εκπληρωθεί έως το 1879. «Ένα εθνικό κράτος είχε δημιουργηθεί και η κυβέρνηση που είχε προκύψει, αν και εξακολουθούσε να διατηρεί τον αυταρχικό χαρακτήρα και τις εξουσίες, ε ίχε δώσει στο λαό ατομική ελευθερία»45.
Όμως, αυτό που προσέφερε ακόμα περισσότερο το αυταρχικό καθεστώς της Γερμανίας ήταν οι γενναίες κοινωνικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις, που αποσκοπούσαν να περιορίσουν την επιρροή των σοσιαλιστών και να διασφαλίσουν την κοινωνική ειρήνη, και η καταπολέμηση του τοπικισμού. π.χ. οι φιλελεύθεροι συμμάχησαν το 1872 για την από κοινού αντιμετώπιση του Πάπα Πίου ΙΧ, ο οποίος στις 18 Ιουλίου 1870 ανακοίνωνε το Δόγμα του Αλάθητου. Αυτό πολιτικά σήμαινε ότι οι καθολικοί της νότιας κυρίως Γερμανίας, θα έπρεπε να συμμορφώνονται με τις αποφάσεις του Βατικανού. Να σημειώσουμε ότι αυτή η απόφαση περί του Αλάθητου του Πάπα πάρθηκε ακριβώς τη στιγμή που η
94 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Γερμανία βρισκόταν στην πυρετώδη φάση της ενοποίησής της46. Συνεπώς η πολιτική σημασία της απόφασης του Πάπα ήταν τεράστια και ουσιαστικά ισοδυναμούσε με μία προσπάθεια να διατηρήσει την υπακοή των καθολικών της Γερμανίας, οι οποίοι τώρα θα εντάσσονταν σε μια Γερμανία όπου, αριθμητικά και πολιτικά, κυριαρχούσαν οι προτεστάντες. Όμως οι καθολικοί της Γερμανίας βρίσκονταν τώρα εκτεθειμένοι να κατηγορηθούν, όπως και κατηγορούνταν, κυρίως από τους κοσμικούς φιλελεύθερους, για έλλειψη πατριωτισμού. Δεν είναι τυχαίο ότι οι φιλελεύθεροι, μετά την ενοποίηση, προσέφεραν γενναιόδωρη υποστήριξη στην εκστρατεία του Μπίσμαρκ για την καταπολέμηση του ρωμαιο-καθολικισμού, στον ονομαζόμενο Kulturkampf, (Πολιτισμικός Αγώνας), τον οποίο το καθεστώς διεξήγε με τη γνωστή του σκληρότητα47.
Συνεπώς, παρά τις εθνικές ιδιαιτερότητες, διαπιστώνουμε ότι οι φιλελεύθεροι σε χώρες όπως η Βρετανία, η Γερμανία, η Γαλλία, επικεντρώνουν τις προσπάθειές τους σε δυο βασικούς άξονες. Όσον αφορά στα εσωτερικά θέματα γίνονται υπέρμαχοι της «εθνικής αναζωογόνησης», όπως ονομάζονταν σε πολλές χώρες, δηλαδή θιασώτες του εκσυγχρονισμού της κοινωνίας σε όλα τα επίπεδα, από το στρατό, τη διοίκηση και την παιδεία έως την κοινωνική ασφάλιση και την προστασία των εργαζομένων και των αδύνατων στρωμάτων. Αυτή η ταύτιση των φιλελευθέρων με όσο το δυνατό πιο τολμηρές κοινωνικές τομές, οφειλόταν στην ανάγκη να προσαρμοστούν με το πνεύμα της εποχής και στην πολιτική εξουδετέρωση της ανερχόμενης σοσιαλιστικής πρόκλησης. Ένας άλλος εξίσου σημαντικός, αν όχι σημαντικότερος λόγος, ήταν ότι μια ισχυρή και συμπαγής εσωτερική κατάσταση ήταν αναγκαία προϋπόθεση για την άσκηση μιας αποτελεσματικής εξωτερικής, και ακόμα περισσότερο, ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Και αυτό είναι ένα άλλο βασικό σημείο στο οποίο συμφωνούσαν οι περισσότεροι φιλελεύθεροι. Αν υπάρχουν δύο προσδιορισμοί που μπορούν να χαρακτηρίσουν το φιλελευθερισμό εκείνης της εποχής είναι κοινωνικο-φιλελεύθεροι και εθνο-φιλελεύθεροι. Χωρίς αυτούς τους επιθετικούς προσδιορισμούς, ο φιλελευθερισμός αποτελούσε κέλυφος άνευ περιεχομένου.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 95
Ωστόσο, όπως είπαμε και παραπάνω, η μαζική προσχώρηση των φιλελευθέρων στις ιμπεριαλιστικές βλέψεις και βουλιμίες των χωρών τους τούς αφαιρούσε ντε φάκτο τη δυνατότητα να μιλούν εξ ονόματος ενός παν-ανθρώπινου ιδεώδους. Ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε την κατ' εξοχήν «περιχαρακωμένη» ιδεολογία, καθώς απέβλεπε στην προαγωγή των συμφερόντων της εθνικής φυλής, με την απόκτηση νέων εδαφών. Και εφ' όσον, σε πολλές περιπτώσεις, τα ίδια εδάφη τα διεκδικούσαν περισσότερες από μία χώρες, υπήρχε ντε φάκτο σύγκρουση συμφερόντων, τα οποία οι φιλελεύθεροι έπρεπε να προασπιστούν. Με άλλα λόγια ο φιλελευθερισμός έχασε τον οικουμενισμό του που απέρρεε βασικά από τις οικουμενικές ιδέες του Διαφωτισμού, και ταυτίστηκε όλο και περισσότερο με την εθνική ομάδα και τα συμφέροντα του έθνους, κάτι που ενίοτε τον έφερνε σε αντιπαράθεση με τους φιλελεύθερους άλλων δυνάμεων.
Για το ότι αυτή ε ίναι η εποχή των μεγάλων δυνάμεων, οι οποίες θεωρούσαν ότι είχαν χρέος και καθήκον, και βεβαίως το δικαίωμα που απέρρεε από φυσικούς και απαράβατους νόμους, όχι μόνο να διατηρήσουν αλλά και να αυξήσουν τη δύναμή τους, ουδένας αμφέβαλλε. Οι μικρές χώρες, όπως Π.χ. το Βέλγιο ή η Ελλάδα και άλλες βαλκανικές χώρες, ε ίχαν τόσα δικαιώματα όσα επέτρεπαν οι μεγάλες δυνάμεις και σε οποιαδήποτε περίπτωση θεωρούνταν «αναλώσιμες», σε αντίθεση με τις μεγάλες δυνάμεις που είχαν να εκπληρώσουν μία «ιστορική αποστολή» . Με άλλα λόγια, η ιδέα ότι το Λουξεμβούργο θα μπορούσε να θεωρείται ισότιμο μέλος με τη Γερμανία ή τη Γαλλία και να ασκεί το δικαίωμα του βέτο στις αποφάσεις τους, όπως συμβαίνει στις μέρες μας στα πλαίσια της Ευρωπα"ίκής Ένωσης, θα θεωρείτο αδιανόητο και επιζήμιο για τη διασφάλιση της ειρήνης. Η πίστη ότι οι μεγάλες δυνάμεις είχαν ξεχωριστά δικαιώματα και ρόλους να διαδραματίσουν απέρρεε τόσο από τη δεσπόζουσα αντίληψη του κοινωνικού δαρβινισμού, που στην περίπτωση αυτή μεταφραζόταν στην επικράτηση του ισχυρότερου έθνους, όσο και από την πραγματικότητα της εποχής εκείνης.
Αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών ήταν η διάβρωση της βασικότερης αρχής του κλασικού φιλελευθερισμού, δηλαδή του lαisser fαire, και των δυνατοτήτων του ελεύθερου εμπορίου να εγγυάται την πολιτική
96 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σταθερότητα και την ειρήνη μεταξύ των ευρωπα'ίκών χωρών, Οπωσδήπσtε η πίστη στην οικονομική αλληλεξάρτηση ως μοχλό για τη διατήρηση της ειρήνης παρέμεινε, έως το 1914, διάχυτη. Αυτό φαίνεται από την πληθώρα των δοκιμίων που καταπιάνονταν με το θέμα αυτό, ορισμένα από τα οποία γνώρισαν τεράστια εμπορική επιτυχία, όπως Π.χ, το βιβλίο του Norman Angell The Greαt Illusion, στο οποίο ήδη αναφερθήκαμε, Ωστόσο, παρά τις διαβεβαιώσεις περί του αντιθέτου, τόσο η στροφή προς τον προστατευτισμό, μετά το 1873, όσο και ο ιμπεριαλιστικός πυρετός που το συνόδευσε, έδειχναν σαφέστατα ότι η εποχή του κλασικού φιλελευθερισμού, του lαisser Ιαίτε και της δυνατότητας της οικονομίας να κατευθύνει τις πολιτικές εξελίξεις, ε ίχε παρέλθει και ότι η πολιτική είχε επανακτήσει την αυτονομία της,
Αυτό το θέμα, δηλαδή η αλληλεπίδραση του οικονομικού και του πολιτικού παράγοντα στο ιστορικό γίγνεσθαι, έχει τεράστια θεωρητική σημασία και αποτελεί το σημείο αναφοράς του προβληματισμού έως τις μέρες μας, Συνεπώς αξίζει τον κόπο να σταθούμε για λίγο σ' αυτό το σημείο, Όπως αναφέρθηκε και νωρίτερα, οι παραδοσιακές δοξασίες που είχαν επικρατήσει στην Ευρώπη μετά το 1815 είχαν αρχίσει, δειλάδειλά, να αμφισβητούνται προς τα τέλη του 190υ αιώνα και έχουμε την απαρχή ενός «αναπροσανατολισμού» της ευρωπα'ίκής σκέψης, όπως τον αποκαλεί ο Stuart Hughes στην κλασική μελέτη του πάνω σ' αυτό το θέμα, Αυτή η διαδικασία αμφισβήτησης ήταν πολύπλευρη και κάλυπτε ένα τεράστιο φάσμα, από τη φιλοσοφία, την κοινωνιολογία, την ψυχολογία, τις φυσικές επιστήμες ακόμα και την ιστορία και τις τέχνες, Εδώ βρίσκεται η απαρχή της μεγάλης πνευματικής ρήξης και αναζήτησης που παρατηρείται την περίοδο του μεσοπολέμου, Οπωσδήποτε το θέμα είναι τόσο τεράστιο που ίσως θα ήταν προτιμότερο να το παρακάμψουμε. Ωστόσο υπάρχει μια πτυχή σ' αυτό τον πνευματικό προβληματισμό της εποχής εκείνης που σχετίζεται άμεσα με το μεγάλο ζήτημα που μας απασχολεί εδώ, δηλαδή του ρόλου της οικονομίας και της πολιτικής, ή καλύτερα ποιος από αυτούς τους δυο έχει τον καθοριστικό ρόλο στην ιστορία.
Ακριβώς αυτό το ζήτημα επέλεξε για την «παρθενική» του διάλεξη στο πανεπιστήμιο του Frieburg το 1895, ο μόλις 3 1 ετών Max Weber, ο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 97
αδιαμφισβήτητος θεμελιωτής της σύγχρονης κοινωνιολογίας. Πριν ασχοληθούμε με τις συγκεκριμένες θέσεις του Weber σ' αυτό το θέμα θα πρέπει να κάνουμε ορισμένες ε ισαγωγικές παρατηρήσεις. Ο Max Weber πολιτικά ήταν ενεργό και επιφανές στέλεχος των εθνο-φιλελευθέρων στη Γερμανία. Αν και ποτέ δεν έγινε ο ίδιος πολιτικός, η πολιτική ήταν στο αίμα του και δεν δίσταζε να τοποθετείται δημόσια στα μεγάλα θέματα της εποχής του. Επίσης, καθώς οι παρακάτω απόψεις του ενδεχομένως να σοκάρουν τον αναγνώστη με το κάπως απότομο και επιθετικό ύφος, θα πρέπει να τονίσουμε ότι αυτές αναφέρονται σε επιστημονικές απόψεις και ότι ο ίδιος είχε ένα νηφάλιο και ευγενικό χαρακτήρα που το μόνο που τον ενδιέφερε ήταν η αναζήτηση της αλήθειας και η πνευματική εντιμότητα απαλλαγμένη από μικροσκοπιμότητες. Επίσης, από τη φύση του ήταν πεσιμιστής και πίστευε , όπως και ο Νίτσε, ο οποίος τον επηρέασε αποφασιστικά, στην τραγική διάσταση της ανθρώπινης ύπαρξης. Συνεπώς τις τιτάνιες συγκρούσεις μεταξύ εθνών, τις οποίες αυτός θεωρούσε αναπόφευκτες, δεν σημαίνει ότι τις επιθυμούσε ή ότι τον ικανοποιούσαν. Απλώς διαπίστωνε την αναγκαιότητά τους και καυτηρίαζε εκείνους οι οποίοι προτιμούσαν να εθελοτυφλούν και να υπόσχονται επίγειους παραδείσους, ή αιώνια ευδαιμονία.
Βασικός σκοπός της «παρθενικής» διάλεξης του Weber το 1 895, ήταν να «ξεκαθαρίσει λογαριασμούς» με τον «ουτοπικό φιλελευθερισμό». Ίσως ακούγεται κάπως παράξενο για ένα επίλεκτο μέλος του εθνο-φιλελεύθερου κόμματος της Γερμανίας να αναφέρεται σε «ουτοπικό» φιλελευθερισμό, ή ακόμα πιο επικριτικά «σε μία εκχυδα'ίσμένη αντίληψη για την πολιτική οικονομία» η οποία «κατασκεύαζε συνταγές για παγκόσμια ευτυχία». Αυτό του είδους η αντίληψη, για τον Weber, δεν ήταν μόνο αφελής αλλά και επικίνδυνη καθώς ευνούχιζε τους πολιτικούς ηγέτες της χώρας και τους αποσπούσε από το καθήκον τους που δεν ήταν άλλ9 από την προάσπιση των συμφερόντων του έθνους. Για τον Weber, η «πολιτική οικονομία», δηλαδή η οικονομική αλληλεξάρτηση και η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, απλώς περιέπλεκε τα μεγάλα πολιτικά προβλήματα της εποχής, χωρίς να τα λύνει. Αυτό αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της κριτικής του . Η πολίτική δηλαδή δεν μπορούσε να υποκατασταθεί από την οικονομία, ούτε να αποποιούνται οι
98 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πολιτικοί ηγέτες τις ευθύνες τους στο όνομα της «παγκοσμιοποίησης» της οικονομίας, η οποία πολλοί πίστευαν ότι είχε αποκτήσει τη δική της αυτονομία και καθιστούσε το ρόλο τους επικουρικό.
Το ζητούμενο, για τον Weber, ήταν να ξεκαθάριζαν «οι κοινωνιολογικές διαστάσεις της οικονομικής δραστηριότητας», καθώς η οικονομία από μόνη της δεν αποτελούσε τη βάση για την άντληση πρακτικών πολιτικών συμπερασμάτων, αλλά πρόσφερε μόνο «ένα χάος από αξίες και αρχές». Συνεπώς η πολιτική ανάλυση δεν έπρεπε να είναι απόλυτα εξαρτώμενη από τα οικονομικά δεδομένα και να είναι αποκομμένη από άλλες πολιτικές, κοινωνικές, ιδεολογικές, πολιτισμικές, ιστορικές και ψυχολογικές παραμέτρους. Με άλλα λόγια, «η επιστήμη της πολιτικής οικονομίας αποτελεί μέρος της πολιτικής επιστήμης». Αυτό σήμαινε, ότι οποιαδήποτε εξουσία βασιζόταν αποκλειστικά σε οικονομικά δεδομένα ήταν από τη φύση της ασταθής και ευάλωτη, εφ' όσον δεν εμπεδωνόταν πολιτικά. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Weber, «οικονομικά εξαρτώμενη δύναμη οπωσδήποτε δεν ήταν συνώνυμη με την πολιτική δύναμη, αυτή καθ' εαυτή». Αυτό σήμαινε ότι η πολιτική ε ίχε τη δική της αυτονομία και δεν νοούνταν να υποβαθμίζεται στο επίπεδο της οικονομικής διαχείρισης48. Σε τελευταία ανάλυση και ο οικονομικός ανταγωνισμός αποτελούσε μέρος του αγώνα μεταξύ εθνών για να αυξι1σουν τη δύναμή τους. Πολλές φορές η εμφάνιση μιας νέας οικονομικής υπερδύναμης αντανακλούσε την ευρωστία μιας χώρας σε άλλους πολιτικούς, κοινωνικούς, ακόμα και ιδεολογικούς ή ηθικούς τομείς.
Οπωσδήποτε οι απόψεις του Weber περί πολιτικής οικονομίας καθώς και για τις επερχόμενες και αναπόφευκτες συγκρούσεις των μεγάλων ευρωπα·ίκών δυνάμεων (Machtstaaten) σοκάριζαν τόσο τους φιλελεύθερους όσο και τους σοσιαλιστές της εποχής εκείνης, που είχαν εθιστεί στην ιδέα ότι ένας ευρωπα·ίκός πόλεμος ήταν αδιανόητος λόγω της οικονομικής αλληλεξάρτησης. Η άποψη του Weber ήταν ακριβώς η αντίθετη. Δηλαδή, σε έναν κόσμο αποτελούμενο από μεγάλες δυνάμεις που επιδίωκαν να αυξήσουν τη δύναμή τους, οι συγκρούσεις ήταν αναπόφευκτες, συνεπώς οι πολιτικοί «ήταν υπόλογοι ενώπιον της ιστορίας» να κοιτάζουν κατάματα την πραγματικότητα και να συνάγουν απ' αυτήν τα κατάλληλα συμπεράσματα, παρά να επιδίδονται σε αορισεο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 99
λογίες και ευχολόγια για παγκόσμια ειρήνη. Από αυτή την άποψη δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Weber χρησιμοποίησε την «παρθενική» του διάλεξη για να κρούσει τον κώδωνα του κινδύνου, να προειδοποιήσει για την επερχόμενη καταστροφή, που τη θεωρούσε αναπόφευκτη, και συνεπώς αυτός, σαν γνήσιος πατριώτης, είχε χρέος να προετοιμάσει το έθνος, ώστε να επαγρυπνεί. Όπως γράφει ένας μελετητής, η «παρθενική» διάλεξη του Weber το 1895 αποτελεί ταυτόχρονα μια έκκληση προς την πολιτική ηγεσία της χώρας να αναλάβει τις πολιτικές της ευθύνες όπως και το πιο σημαντικό πολιτικό του μανιφέστο έως το 1914. Το καταπληκτικό είναι ότι αυτό το τόσο τεράστιας σημασίας, για την κατανόηση της πολιτικής σκέψης, έργο του Weber, συστηματικά αγνοήθηκε, μετά το 1945 και έως πρόσφατα, από τη στρατιά των αυτοαποκαλούμενων «βεμπεριανών» οι οποίοι παρατάχθηκαν και επικαλούνταν τον Weber στην ιδεολογική αντιπαράθεση του ψυχρού πολέμου. Με άλλα λόγια, ο Weber λειτουργούσε ως το αντίπαλο δέος στον Μαρξ και επικαλούνταν την αυθεντία του για να ανασκευαστούν οι μαρξιστικές θέσεις. Βέβαια αυτό απαιτούσε μία αρκετά επιλεκτική ανάγνωση του έργου του όπως και μια συγκεκριμένη ερμηνεία του, ή καλύτερα «μια δημιουργική παρερμηνεία» του, όπως την αποκαλεί ο Gunther Roth, στην οποία πρωτοστάτησε ο Talcot Parsons και οι επίγονοί του. Σε τέτοιου ε ίδους «δημιουργικές παρερμηνείες» δεν υπήρχε χώρος για την «παρθενική» διάλεξη του Weber, όπως επίσης και για την πληθώρα άλλων άρθρων του παρόμοιου περιεχομένου της περιόδου εκείνης. Αυτά, όσο σκανδαλώδες και αν είναι αυτό επιστημονικά και δεοντολογικά49, αγνοήθηκαν καθώς αποτελούσαν μια «ανωμαλία» στην εικόνα που καλλιεργούσαν για έναν Weber υπέρμαχο του «ορθολογισμού», της «αντικειμενικής» (value free) κοινωνιολογίας και, γιατί όχι, πολέμιο του έθνους-κράτους.
Επαναλαμβάνω, αυτή η κάπως εκτενής αναφορά στον Weber, θα ήταν περιττή αν το θέμα με το οποίο καταπιάστηκε το 1895 δεν είχε στις μέρες μας τόσο μεγάλη επικαιρότητα. Επίσης, αγνοώντας ή παραποιώντας τις απόψεις του Weber, καθώς επίσης και των επιγόνων του, όπως ο Raymond Aron, έχουμε μια μονόπλευρη και κάπως διαστρεβλωμένη αντίληψη πάνω σ' αυτό τον καίριας σημασίας προβληματισμό. Γιατί,
100 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αποκλείοντας από αυτό τον προβληματισμό τον Weber, τον κοινωνικό στοχαστή που περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο ασχολήθηκε με τη σχέση οικονομίας και κοινωνίας, σε σημείο που σήμερα να υπάρχουν σε πολλές χώρες, και στην Ελλάδα, περιοδικά που φέρουν αυτό τον τίτλο, αφυδατώνουμε τη διάσταση αυτή σε βαθμό που να φαίνεται αστεία και άξια χλευασμού. Με άλλα λόγια, η παρέμβαση του Weber, υποδηλώνει την τεράστια σημασία του θέματος και θέτει υπό αμφισβήτηση τη δεσπόζουσα αντίληψη στην Ελλάδα που καταδικάζει παρόμοιες απόψεις ως «σοβινιστικές» ή ως «μισαλλόδοξες». Στην ουσία, σε σύγκριση με τις θέσεις του ίδιου του Weber πάνω σ' αυτό το ζήτημα, οι απόψεις ορισμένων Ελλήνων «εθνικιστών» θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν μετριοπαθείς. Περιττό να προσθέσουμε ότι η παράθεση των απόψεων του Weber δεν σημαίνει αναγκαστικά και τη συναίνεση του συγγραφέα σε αυτές. Απλώς οι απόψεις του Weber, όσο κι αν σοκάρουν ορισμένους, χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής, λόγω του διαμετρήματός του, καθώς και της τεράστιας σημασίας τους στον προβληματισμό της εποχής μας, κυρίως την αντιπαράθεση μεταξύ «οικουμενιστών» και «εθνικιστών», ή όπως αλλιώς θα ήθελε κανείς να τους αποκαλέσει.
Μια βασική διαπίστωση του Weber ήταν ότι το διεθνές οικονομικό σύστημα, αργά ή γρήγορα θα κατέρρεε : «Με τρομακτική ταχύτητα πλησιάζουμε το σημείο στο οποίο οι αγορές (κυρίως στην Ασία) θα κορεστούν. Τότε μόνο η δύναμη, η γυμνή δύναμη θα υπολογίζεται στη διεθνή αγορά. Αυτό μόνο οι μικροαστοί το αμφισβητούν. Είναι αβέβαιο πότε αυτή η διαδικασία θα ολοκληρωθεί. Ωστόσο ένα πράγμα είναι βέβαιο: ότι αυτό, αργά ή γρήγορα, θα συμβεί. Είναι βέβαιο ότι τότε θα επέλθει μια τιτάνια σύγκρουση σ' αυτό που σήμερα επιφανειακά φαίνεται σαν ειρηνική πρόοδος. Και σ' αυτή την τιτάνια σύγκρουση ο δυνατότερος θα βγει γρήγορα νικητής».
Συνεπώς το έθνος-κράτος είχε καθήκον να προετοιμάζεται για την επερχόμενη μεγάλη σύγκρουση και να μη βαυκαλίζεται με δοξασίες για αιώνια ειρήνη. Στην ουσία, αυτός ο ρόλος της προετοιμασίας του έθνους για τις μέρες της δοκιμασίας, αποτελούσε για τον Weber τον κυριότερο λόγο που δικαιολογούσε την ύπαρξη μιας πολιτικής ηγεσίας. Ο Weber θεωρούσε ότι μόνο ένας «αφελής αισιόδοξος» δεν θα μπορού-
AIlO THN IlTQIH TOY MIlIIMAPK ITO TEIXOI TOY BEPOAINOY 101
O£ va O£l 1:T] sumx� OT]!wo(a WI) qmoQ(ou Yla 1:a �lO!lT]xavlXa E8vT].
Qmooo T] Ol£UQUVOT] WU £!lJtOQ(OU �1:av OUVatO va JtaQa!l£(v£l £lQT]Vl
x� !lOVO Yla OQlO!lEV£<; XQOVlXE<; Jt£QlOOOU<;. AQya � YQ�yoQa, aU1:o 8a
EOLV£ 1:T] 8EOT] WU O£ Xatamao£l<; oJtou «!lOVO T] Mva!lT] 8a aJtocpams£
W !l£Q(OLO Jtou 8a aJtoXO!llS£ xa8£ JtA£uQa m1']v OlXOVO!llX� xatax1:T]oT]
wu JtAav*11 xa8w<; xm n<; OlXOVO!llXE<; £uxmQ(£<; Jtou 8a Olavo(Y0V1:av
mov JtA1']8uo!l0 xa8£ XWQa<;, xUQ(w<; 1:1']<; £QYatlX�<; 1:aST]<; WU<;». Elxav
ouv£Jtw<; XQEO<; Ol JtoAmxo( va OlatT]QO"I)V 1:0 E8vo<; OUVatO xm £V�!l£Qo
Yla 1:a swnxa OlXOVO!llXa wu OU!lCPEQOV1:a axo!la xm O£ Jt£QlOOOU<; £l
QT]VlXOU OlXOVO!llXOU aV1:aywvlO!lOU.
M£ aAAa MYla 0 Weber 8£wQouo£ on 11 lmoQ(a aJt01:£AOUO£ !lla
OlaA£xtlX� 0XE01'] !l£1:asU EvaAAaOOO!l£vWV JtEQlOOWV oJtou UJt�QXE £l
Q1']VlXO<; OlXOVO!llXO<; aV1:aywvlO!lO<; xm Jt£QlOOWV EVWVWV JtoAm
xomQanwnxwv ouyxQouo£wv. EJt(01']<; Yla 1:0V (OLO, O£ aV1:(8w1'] !lE
WU<; xAamxou<; CPlA£A£u8£Qou<; xm 1:T]v JtA£lO"ljJT]cp(a 1:WV oomaALOtWV, 0
XaJtl1:aALO!lo<; xm T] OlXOVO!llX� avamus1'], aV1:( va aJtoouva!lwvouv,
osuvav 1:0 £8vlxlmlxo ouva(081']!la, Xa1:l Jtou *av £!lcpavE<; m11 ocpa(Qa
1:WV ol£8vwv 0XEO£WV. AU1:o OEV 0cp£lA01:aV tOGO ml<; £vooY£v£(<; «aV1:l
cpao£l<;» wu XaJtl1:aAlmlXou 1:QoJtou JtaQaywy�<;, aAAa xUQ(w<; ml<; EJtl
oQao£l<; wu mT]v XouAwuQa xa8£ XWQa<;. na wv Weber, W E8vo<;
£X1:o<; aJto n<; 1:aS£l<; Jtou W aJtaQnsav, !l£ �ao11 OlXOVO!llXa xm XOlVW
Vlxa xQl1:�Qla, £(X£ oav ouv£xnxo wu xQ(xo 1:11V XouAwuQa WU. IIavw
aJt' oAa Eva E8vo<; �wv !lW «JtoAmO!llX� XOlVOtT]W» (Kulturgeme
inschaft) T] oJto(a £(X£ 1:T] OlX� 1:1']<; au8uJtaQx1:T] uJtaQS1'], av£saQ1:1']w aJto
JtQooxmQ£<; OlXOVO!llXE<; ouyxuQ(£<;. AU1:o �!lmv£ on, yw va OlatT]Q�
O£l W E8vo<; 1:1']V «JtoAmO!llX� 1:0U aJtomoA�» mT]v oJto(a W EX£l £V1:a
S£l 1'] lmoQ(a, 8a EJtQ£Jt£ T] JtVE'\J!latlX� T]yw(a va avaM!l�av£ n<; £u8u
V£<; 1:1']<;. �T]AaO�, £vw Ol JtoAmxo( T]YE1:£<; OAWV 1:WV xO!l!la1:wv !lJtoQou
oav va 1:au1:tSoV1:m !l£ OlXOVO!llXa OUV1:£XVlaXa OU!lCPEQOV1:a, XQEO<; 1:T]<;
Jtv£u!lanx�<; 1']yw(a<; *av va JtQo�aAA£l w OUAAOYlXO OU!lcpEQOV. AJto
a'\J1:� 1:T]V aJt01jJT], 0 Weber 8£wQouo£ on T] JtV£'U!latlX'r] T]yw(a !lJtoQou
O£ va EX£l ma £uQEa mQw!law !lEYaAU1:EQT] aJt�XT]o1'] aJt' o,n W JtOAl
nxa xO!l!lata.
102 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οπωσδήποτε σε μια εποχη οπου δινόταν ιδιαίτερη σημασία σε «κλαδικά», συντεχνιακά ή ταξικά συμφέροντα, απόψεις όπως αυτές ήταν επόμενο να θεωρούνται αιρετικές και αναχρονιστικές καθώς δεν συμβάδιζαν με το πνεύμα της εποχής. Αυτό πρέπει να το είχε υπόψη του ο Weber που, προφανώς, βασικό σκοπό του, το 1 895, είχε να «ταρακουνήσει» λιγάκι το ακροατήριό του και να το προβληματίσει.
Το πρόβλημα που απασχολεί τις περισσότερες ευρωπα·ίκές χώρες ε ίναι οι μειονότητες και γενικότερα το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα». Στη Βρετανία αυτό προσλαμβάνει τη μορφή εθνικής κρίσης όσον αφορά στο ιρλανδικό ζήτημα. Το 1 89 1 ο Γλάδστωνας προτείνει την αυτοδιάθεση (home rule) των Ιρλανδών, αλλά προκαλείται τέτοια αντίδραση ώστε, έως το 1 9 14 που κηρύχθηκε ο πόλεμος, το θέμα της αυτοκυβέρνησης της Ιρλανδίας να αποτελεί το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα της βρετανικής εσωτερικής πολιτικής. Παρόμοια προβλήματα, μεγαλύτερης έκτασης, αντιμετωπίζουν η πολυεθνική Αυστροουγγαρία, η Ρωσία, η Οθωμανική Αυτοκρατορία καθώς επίσης και η Ισπανία, η Ιταλία και η Γερμανία, στην Αλσατία-Λωραίνη και στα πολωνικά εδάφη που κατέχει. Το εθνικό ζήτημα αποδείχτηκε το πιο ακανθώδες και ήταν εκείνο που αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα στην κατάρρευση του ευρωπα·ίκού οικοδομήματος το 1 9 1 4. Ωστόσο, υπήρχε μια διάχυτη απροθυμία από τις κυβερνήσεις να αντιμετωπίσουν κατάματα το πρόβλημα. Άλλωστε, όπως έδειχνε και το παράδειγμα της Ιρλανδίας, οποιαδήποτε προσπάθεια για ομαλή, ειρηνική διευθέτηση τέτοιων προβλημάτων ήταν επόμενο να εξάψει τα εθνικιστικά πάθη και να προκαλέσει πολιτική κρίση. Από αυτή την άποψη ο ιμπεριαλισμός ήταν επίσης χρήσιμος καθώς έστρεφε την προσοχή προς εξωτερικές κατακτήσεις και εξύψωνε το φρόνημα. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι οι μόνοι που ασχολήθηκαν συστηματικά με το λεγόμενο εθνικό ζήτημα και τον εθνικισμό ως κοινωνικοπολιτικό φαινόμενο ήταν οι σοσιαλιστές-μαρξιστές, με προεξέχοντες τους λεγόμενους «Αυστριακούς μαρξιστές».
* * *
Από τις πολιτικές δυνάμεις της Ευρώπης, εκείνη η οποία έφερε το μεγαλύτερο βάρος για τη διατήρηση της ειρήνης ήταν τα σοσιαλιστικά-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 103
εργατικά κόμματα. Τόσο για ιδεολογικούς όσο και για πολιτικούς λόγους, οι σοσιαλιστές είχαν αναγάγει σε ύψιστο καθήκον τη διατήρηση της ε ιρήνης. Ιδεολογικά, όπως θα εξετάσουμε και παρακάτω, οι πόλεμοι, σύμφωνα με τη μαρξιστική ανάλυση με την οποία όλοι σχεδόν οι σοσιαλιστές ήταν σύμφωνοι, απέρρεαν από τον ίδιο τον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής και τις αντιθέσεις του. Συνεπώς, ο μόνος τρόπος για την πλήρη κατάργηση του πολέμου ήταν η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος και η αντικατάστασή του από μια σοσιαλιστική αδελφότητα. Άλλωστε, όπως είχαν διακηρύξει ο Μαρξ και ο Ένγκελς στο Κομμουνιστικό Μανιφέστο, οι εργάτες δεν είχαν πατρίδα και ο εθνικισμός ουσιαστικά αποτελούσε επινόηση της καπιταλιστικής τάξης που αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς, μέσα σε εθνικά όρια, για την εκμετάλλευση της υπεραξίας της εργατικής τάξης. Εάν ιδεολογικά η κατάληψη της εξουσίας από τους σοσιαλιστές αποτελούσε τον απώτερο σκοπό, καθημερινή πολιτική πρακτική και χρέος της εργατικής τάξης ήταν η ενεργή παρέμβασή της σε όλα τα επίπεδα -στο Κοινοβούλιο, τα Συνδικάτα, το Εργοστάσιο κ.λπ.- ώστε να ματαιωθούν τα σχέδια των ιμπεριαλιστικών κύκλων για μια πολεμική ανάφλεξη στην Ευρώπη. Αυτή, όχι μόνο θα πρόβαλλε εμπόδια στην πορεία προς τη σοσιαλιστική μετάβαση, αλλά επίσης θα προκαλούσε τεράστιες ανθρώπινες και υλικές ζημιές τις οποίες θα επωμιζόταν η εργατική τάξη. Με άλλα λόγια, τίποτε δεν ήταν τόσο βαθιά εμπεδωμένο στη συνείδηση και την ιδεολογία των μαρξιστικών σοσιαλιστικών κομμάτων που απάρτιζαν τη Δεύτερη Διεθνή, όσο η πεποίθηση ότι οι πόλεμοι προκαλούνταν από το ίδιο το καπιταλιστικό σύστημα και εξυπηρετούσαν τα καπιταλιστικά συμφέροντα ενώ, αντίθετα, η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να αποτρέψε ι τα σχέδιά τους ήταν η οργανωμένη εργατική τάξη, η οποία είχε κάθε ιδεολογικό και πολιτικό λόγο να το πράξει.
Επίσης, λίγοι θα αμφισβητούσαν ότι, εάν η εργατική τάξη στην Ευρώπη είχε παραμείνει ενωμένη σ' αυτό το βασικό στόχο, διέθετε τις δυνάμεις για να αποτρέψει έναν ευρωπα·ίκό πόλεμο. Θα πρέπει να ψάξει κανείς πολύ, να πάει πίσω στο παρελθόν, στο 130- 140 αιώνα, για να συναντήσει μια τόσο συμπαγή μάζα, όσο η Δεύτερη Διεθνής, που διατεινόταν ότι θα μπορούσε να τιθασεύσει τις κεντρόφυγες δυνάμεις στην
104 LYfXPONH EYPQTIAiKH ILTOPIA
E'UQwnT]. Km £vw T] t£A£'lJ'taLa ouva!!T] no'll £LX£ £nW!!W8£L a'Uto to QO-
1..0, T] xa80ALlt� ExxAT]oLa, to ()L£X()LXOVO£ !!£ �aOT] toy nv£'U!!atLXO tY]£
QOAo, T] �£Vt£QT] �L£8v�£ £LX£ o'UmaOtLxa avaM�£L Eva aVtLOtOLXO EQ
yo, o'UmaOtLXa 'Unoxa8LOtWvta£ tOY nv£'U!!atLO!!O !!£ toy «LOtOQLXO 'UAL
O!!o». 'Onw£ naQatY]Q£( Eva£ LOtOQLXO£, 0 £'UQwna"Lxo£ oomaALo!!o£
nQLV to 1914, *av Eva £L()O£ 8E"LX�£ nOAT]£ (City of God), onw£ tT]V ano
xaAovo£ 0 ayLO£ A'UYO'UOtLVO£, aAAa XWQL£ 8£0, xa8w£ OL n£QwOot£QOL
ano to'U£ oomaALOtE£ *av Evtova avtL8QT]ox£'U0!!£VOL. 0 «£llLOtT]!!OVL
xO£ 'UALO!!O£» -T] qlLAOOOcpLX� anmjJT] tT]V onoLa 0 L()LO£ 0 MaQ� £LX£ ()La
wnwo£L xm T] onoLa E()LV£ nQoOlltLX� xm £A:n:L()a OtO'U£ oomaALOtE£ YLa
to !!EAAOV- ()£V acpT]v£ n£QL8wQLa YLa 8£0'13£ � YLa to I1QonatoQLxo
A!!aQtT]!!a. To !!OVO no'll E�Am£ �tav anQooxolltT] nQoo()o£ xm auv£
nw£ aVT]Y£ tOY av8Qwno O£ Eva £L()O£ T]!!(8£O'U - !!La VOOtQonLa no'll
xa'UtT]QLao£ tOOO £llLWXT]!!EVa 0 NtOOt0YLECPOXL OtO'U£ L'JatIWVIO,,tE
vov�50. EnLOT]£, xa8w£ T] xa80ALx� ExxAT]oLa Enaox£ ano WWt£QLXE£
()oy!!atLXE£ EQL()££, xatL naQO!!OLO naQatT]Q£Ltm xm OtT] �£Vt£QT] �L£-
8v� no'll £LX£ to ()LXO tT]£ «I1ana», onw£ anoxaA£LtO 0 Karl Kautsky, 0
a()LacplAovLXT]tO£ ()la()OXO£ twV MaQ� xm 'Evyx£A£ xm 0 8£!!atocpVAa
xa£ tT]£ !!aQ�lOtlX�£ oQ80()0�La£, EW£ to 1914.
H £Vt'Unwowx� avo()o£ tWV oomaALOtwv 0cp£lAOtaV X'UQLW£ OtT] Qa
y()aLa OLXOVO!!lX� avallt'U�T] tT]£ E'UQwnT]£, X'UQLW£ !!£ta to 1870, OtT]
«()£Vt£QT] �LO!!T]xavLX� mavaOtaoT]» xm OtY] ()T]!!LO'UQYLa a'lJYXQovwv
�lO!!T]xavlWv, OL onoL££ anaoxoAovoav XlALa()££ £Qyat££. M£ aAAa AO
yw, T] auYXEvtQWOT] to'll x£cpaAaLo'U xm 0 £xauYXQOVLO!!O£ tT]£ OlXOVO
!!La£ auvEt£lVav OtT] auYXEVtQWOT] tY]£ £QyaoLa£ xa8w£ xm O£ !!La
taXVtatT] aV�T]oY] to'll �LO!!T]xaVLXOv nQoA£taQlato'U. A'Ut� aXQl�w£ tT]v
n£QLO()O l()QvOVtm £QyatLxa xm oomaAwtLxa xo!!!!ata Otl£ n£QloOot£
Q££ £'UQwna'LxE£ XWQ££. To 1879 l()Qvnm to Parti Ouvrier Fran (:ais, to
1883 to Partito Operaio Italiano, to 1885 to Parti Ouvrier Belge xm to
Partido Socialista Obrera Espanola, to LO'UT]()lXO LomaMT]!!oxQatlXO
Ko!!!!a, to 1889, KO.X. 'O!!W£ to !!£yaAVt£Qo xm to OT]!!aVtlXOt£QO an'
oAa *av to r£Q!!aVlXO LomaAlOtlxo Ko!!!!a (SPD) to onoLo l()Qv8T]x£
to 1875 !!£ tT] auvEVWOT] ()LacpoQwv £QyatlXWv o!!a()wv xm auV()Lxa'twv.
'H()T] tY] ()£Xa£tLa to'll '80 £LX£ anOXt�O£l tEtOla ouva!!T], axo!!a xm Oto
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 105
κοινοβούλιο, όπου είχε 12 βουλευτές, που ο Μπίσμαρκ το έθεσε εκτός νόμου το 1887, με την αστεία κατηγορία ότι ήταν εμπλεγμένο σε μία ανεπιτυχή απόπειρα δολοφονίας κατά του αυτοκράτορα, Αυτό όμως, καθώς και μία σειρά από άλλα θεμιτά και αθέμιτα μέτρα που πήρε το καθεστώς κατά του SPD, όχι μόνο δεν περιόρισαν την εντυπωσιακή ανάπτυξή του, τόσο αριθμητική όσο και οργανωτική, αλλά στην ουσία την ενίσχυσαν,
Αναμφισβήτητα, για λόγους που θα αναφέρουμε σε λίγο, το SPD αποτελούσε τη ραχοκοκαλιά, το πρότυπο πάνω στο οποίο διαμορφώθηκαν τα άλλα σοσιαλιστικά κόμματα, παρ' όλες τις τοπικές ιδιαιτερότητες και ιδιοσυγκρασίες τους, π.χ, υπήρχε μία «λατινική» παραλλαγή, η οποία χαρακτηριζόταν από αυθορμητισμό, ατομικισμό και έλλειψη κομματικής πειθαρχίας η βρετανική εκδοχή με τους «φαμπιανιστές» να προσπαθούν να συγκεράσουν τα κεκτημένα για την εργατική τάξη μιας ιμπεριαλιστικής δύναμης η οποία προσπαθούσε να δελεάσει τα λα'ίκά στρώματα' η ανατολικο-ευρωπα'ίκή και η ρωσική, κυρίως, εκδοχή όπου ο μαρξισμός και το σοσιαλιστικό κίνημα ήταν συνυφασμένα με την πολιτική-κοινωνική και οικονομική υπανάπτυξη της χώρας καθώς και με τα ιδεολογικά ρεύματα των «ποπουλιστών», των «ναρόντνι» και άλλων, Κάθε γεωγραφική περιοχή της Ευρώπης είχε τις δικές της ιδιομορφίες, ωστόσο όλες συνέκλιναν προς το γερμανικό πρότυπο, το οποίο θεωρείτο το αυθεντικότερο και ο ενσαρκωτής του σοσιαλισμού, των στόχων, των προσδοκιών και οραμάτων του καθώς και των μέσων για την επίτευξή τους,
Παρ' όλες τις αντιξοότητες -την πολύπλευρη καταδίωξη του κόμματος από το αντιδραστικό καθεστώς στο Βερολίνο-, παρά την ύπαρξη τόσων τάσεων και φυγοκέντρων δυνάμεων, παρά την πρόκληση του ιμπεριαλισμού -κυρίως την απήχησή του στα λα'ίκά στρώματα-, παρά τις ατέρμονες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις και προκλήσεις πότε από τα Δεξιά (Bernstein) πότε από τα Αριστερά (Λούξεμπουργκ), παρά τα αδιέξοδα και τις ιδεολογικές αντιφάσεις στη μαρξιστική ορθοδοξία που προκαλούσε το λεγόμενο «εθνικό ζήτημα», το γερμανικό σοσιαλδημοκρατικό κόμμα παρέμεινε, έως το 1914, ένας ογκόλιθος ο οποίος εδέσποζε στην Ευρώπη και, όπου, μαζί με τα αδελφά σοσιαλιστικά
106 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κόμματα, αποτελούσαν τη μεγαλύτερη ελπίδα και εγγύηση για την ειρήνη στην Ευρώπη. Αυτή η περίοδος, μετά το θάνατο του Μαρξ έως το 1914, έχει σωστά χαρακτηριστεί ως η χρυσή εποχή του μαρξισμού που έφτασε πολιτικά και ιδεολογικά, στο απόγειό του. «Δεν αποτελούσε πλέον την πίστη μιας μικρής μειοψηφίας αλλά την ιδεολογία μιας πανίσχυρης πολιτικής κίνησης»51 .
Ήταν αυτός ακριβώς ο συνδυασμός πολιτικής δύναμης και ιδεολογικής υπεροχής, αν όχι υπεροψίας, τα οποία καθιστούσαν τα σοσιαλιστικά κόμματα, προεξέχοντος του γερμανικού, τέτοια εντυπωσιακή δύναμη. Ποτέ στο παρελθόν, ή ακόμα και μετά το 1914, δεν κατόρθωσε το σοσιαλιστικό κίνημα να φτάσει το επίπεδο ακμής της περιόδου 1885-1914. Στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές στη Γερμανία το 1912, το SPD, για πρώτη φορά ήλθε το πρώτο κόμμα, κερδίζοντας το 35% των ψήφων. Αυτό αποτελεί καμπή για το SPD αλλά και για το σοσιαλιστικό κίνημα γενικότερα. Αν και το SPD διατήρησε τη θέση του ως το μεγαλύτερο κόμμα στη Γερμανία έως το 1932, ωστόσο είχε χάσει την πρoη� γούμενη απήχηση και αυτοπεποίθησή του. Μετά το 1914 το εργατικό κίνημα, τόσο ιδεολογικά όσο και πολιτικά, διασπάστηκε σε κομουνιστές και σοσιαλιστές. Το σχίσμα αυτό ήταν τόσο βαθύ που δημιούργησε ένα αγεφύρωτο χάσμα μεταξύ τους. Στην περίοδο του μεσοπόλεμου, οι δυο πλευρές -κομουνιστές και σοσιαλιστές- δαπανούσαν μεγαλύτερη ενέργεια σε οξείες αντιπαραθέσεις παρά για την προαγωγή των συμφερόντων της εργατικής τάξης ή για την αντιμετώπιση του φασισμού. Η μεγαλύτερη τραγωδία παίχτηκε το 1933 στη Γερμανία όπου το μίσος μεταξύ των κομουνιστών και των σοσιαλιστών ήταν τόσο αβυσσαλέο ώστε απέκλειε κάθε μορφή συνεργασίας, επιτρέποντας έτσι στον Χίτλερ να καταλάβει την εξουσία και να συντρίψει και τους μεν και τους δε.
Ωστόσο, έως το 1914, παρά την ύπαρξη διαφορετικών τάσεων, τόσο από τα δεξιά όσο και από τα αριστερά, καθώς και τη συνύπαρξη κομμάτων από τόσο διαφορετικές χώρες, η Δεύτερη Διεθνής παρέμεινε ενιαία. Και αυτό παρά το γεγονός ότι τη χαρακτήριζε μια μεγάλη ακαμψία και μονολιθικότητα σε ό,τι αφορούσε σε ιδεολογικά θέματα. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία, όχι μόνο για να κατανοήσουμε καλύτε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 107
ρα τις εξελίξεις στο σοσιαλιστικό χώρο την περίοδο εκείνη, αλλά και για τη μετά την κατάρρευση της Δευτέρας Διεθνούς το 1914 περίοδο. Διότι αν και η Τρίτη Διεθνής και οι άλλες παραλλαγές του κομουνισμού στον Τρίτο Κόσμο, διέφεραν κάθετα από τη Δεύτερη Διεθνή, με την οποία ξέκοψαν κάθε επαφή, ωστόσο αυτό που κληρονόμησαν από αυτή ήταν η ιδεολογική ακαμψία και η θεωρητική σχολαστικότητα. Αυτή η «αφοσίωση στη θεωρία»52 παρατηρείται μόνο στο γερμανικό (και αυστριακό) σοσιαλιστικό κίνημα της εποχής, ενώ παρόμοιες διενέξεις λείπουν από τα αντίστοιχα κόμματα της Βρετανίας και της Γαλλίας.
Πώς εξηγείται αυτή η αφοσίωση στη μαρξιστική ορθοδοξία των Γερμανών σοσιαλιστών; Κατά πρώτο λόγο υπάρχει η ίδια η επιρροή των Μαρξ και Ένγκελς οι οποίοι θεωρούνταν οι αδιαφιλονίκητοι ιδρυτές του γερμανικού σοσιαλισμού. Αυτό αποτελούσε μια βαριά κληρονομιά που επίγονοί τους, όπως ο Karl Kautsky, ο August Bebel, ακόμα και ο «αναθεωρητής» Edward Bernstein από τη μια πλευρά ή η Ρόζα Λούξεμπουργκ στην άλλη άκρη του φάσματος, θεωρούσαν καθήκον αλλά και τιμή να διαφυλάξουν. Ωστόσο, εκτός αυτού υπήρχε μια σειρά από άλλους λόγους. Π.χ. αυτή ήταν η εποχή που δινόταν μεγάλη σημασία στους «επιστημονικούς νόμους» οι οποίοι θεωρούνταν απαράβατοι. Αν κάτι χαρακτήριζε το μαρξισμό, αυτό ήταν η βαθιά πεποίθηση ότι αποτελούσε ένα ολοκληρωμένο επιστημονικά τεκμηριωμένο σύστημα. Ίσως τίποτε δεν υπογράμμιζε περισσότερο την «επιστημονική» εμπέδωση του μαρξισμού όσο η σχεδόν θρησκευτική πίστη στην επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλιστικού συστήματος λόγω των ενδογενών αντιθέσεών του, τις οποίες υποτίθεται ότι είχε επιστημονικά τεκμηριώσει ο ίδιος ο Μαρξ, στο Κεφάλαιο και στο Θεωρίες για την Υπεραξία. Αυτό αποτελούσε ένα είδος ευαγγελίου και η αμφισβήτησή του θεωρείτο ύψιστη ιεροσυλία. Όλοι οι μαρξιστές, ανεξάρτητα από τις οποιεσδήποτε ιδιαιτερότητές τους, συμφωνούσαν στην «καταστροφική θεωρία του καπιταλισμού»53.
Η θρησκευτική, ή ακόμα και χιλιαστική διάσταση αυτής της πίστης δεν είναι δύσκολο να ξεφύγει από την προσοχή του ιστορικού αυτής της περιόδου και πολλοί μελετητές του μαρξισμού έχουν ασχοληθεί μ' αυτό το θέμα. Οπωσδήποτε, από ιστορικής πλευράς, το θέμα αυτό έχει κο-
1 08 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λοσσιαία σημασία καθώς η πίστη για την επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού, υποτίθεται επιστημονικά τεκμηριωμένη, ήταν εκείνο που όχι μόνο ένωνε τους μεγάλους μαρξιστές, από τον ίδιο τον Μαρξ έως τον Bebel, τον Kautsky, τη Ρόζα Λούξεμπουργκ και αργότερα τους Λένιν, Τρότσκι κ.λπ., αλλά εκείνο που περισσότερο από οτιδήποτε άλλο έστρεφε τις μεγάλες μάζες προς το μαρξισμό. Όπως εξομολογούνταν ο August Bebel, στενός φίλος και σύντροφος του Ένγκελς, «κάθε βράδυ πάω για ύπνο με την ελπίδα ότι η τελευταία ώρα της καπιταλιστικής κοινωνίας όπου να 'ναι θα σημάνει»54. Εάν ο Bebel και ο Ένγκελς, με τη μόρφωση και την άνεση που είχαν, μπορούσαν να επιδίδονται σε τέτοιες ονειροπολήσεις, τι να έλεγαν τα εκατοντάδες εκατομμύρια απεγνωσμένων ανθρώπων στα τέσσερα σημεία του πλανήτη τα οποία ασπάστηκαν με θρησκευτικό ζήλο το μαρξισμό κάνοντας παρόμοια όνειρα;
Με άλλα λόγια, η ηγεσία της γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας ενέμενε στο μαρξισμό γιατί εξυπηρετούσε τρεις βασικούς σκοπούς: πρώτο διασφάλιζε την ενότητα της εργατικής τάξης στον αγώνα κατά των καπιταλιστών εκμεταλλευτών της δεύτερο την προετοίμαζε για την επερχόμενη και αναπόφευκτη προλεταριακή επανάσταση η οποία θα ξέσπαγε όταν «οι αντικειμενικές συνθήκες» θα είχαν ωριμάσει. Τέλος, η αφοσίωση της εργατικής τάξης στη θεωρητική καθαρότητα εγγυόταν την ενότητά της. Ωστόσο αυτή η προσήλωση στη θεωρητική καθαρότητα δεν σήμαινε και την έλλειψη αμφισβήτησης της μαρξιστικής ορθοδοξίας. Η σοβαρότερη θεωρητική πρόκληση που αντιμετώπισε το κόμμα προήλθε από έναν από τους επιφανέστερους μαρξιστές της εποχής εκείνης, τον Edward Bernstein, στενό φίλο του Ένγκελς, στον οποίο ανέθεσε την εκτέλεση της διαθήκης του. Η περίπτωση του Bernstein έχει ενδιαφέρον καθώς θεωρείται ο γνησιότερος θεμελιωτής και εκφραστής της σύγχρονης γερμανικής σοσιαλδημοκρατίας. Τις «αναθεωρητικές», όπως χαρακτηρίστηκαν, απόψεις του για το μαρξισμό τις διατύπωσε ύστερα από μακρά παραμονή στη Βρετανία όπου εκτέθηκε στο πρακτικό πνεύμα και την αποστροφή προς αφηρημένες θεωρίες των Βρετανών «φαμπιανιστών».
5j1X1MOi\10X mx 5j1x1rioi\OX10 53j1i\ mx 5j1J..Dy.'{fJ SjlX1�1a 13ajldmn i\DXJ3
5�J..(l)J..DaDl£ Stll SUO(l)i\9J..ao 101£9a1mX S3)J..0Y.0i\X31 S3j1N 'rWlDJdJ1AV/tV
9-0XllDIMWnnO)f om �X01£3 i\Ul 91£D A(l)jl8D9 X3 13�9y'y'D 3X)3 59riD1y'Dl
-11£DX 0 U�;nSUl;}g i\01 mJ '0,01 �00'3aa91DX U1X0,3cb91£Di\D 9X1J..0Y.03Y.31
U �qDy'Uq '«�OriD1y'Dl11£DX 0,01 5D)a(l)38 5�x1cboalDDlDx» 5tll uou*gD1cb
-riD U ADl� U�;}lSUl;}g 0,01 5�X111aX 5Ul D)ODriUO �Xl1XDal£ H 'SU�91 5�x
-l1DJ..a3 5Ul 5uo(l))gmq 53X�8AM 51lD 5UO(l))1y'3g mx 0'01�0y'1£ 0,01 5�rioA
-DlDX 5Ua319mx1q mx 5c})8DX SU�91mx 5D)ri3au '5D13Y,.9cboD '5U00,3ajll
-O,Y.DX mq9riuo '6681 01 '31£3y'gjl1q U!;}lSUl;}g 0 'UD3eJlAD 3:r '9�«5�oriD1y'
-310'3�3 mx U00,3Y.Y.913riX3 '�J..DlOl£o' 'U03)l£DlDX 'm3y.9cboDi\D 'D)Xrt1DO,q
Ui\3ri9i\D�o'D» 0191aD13y'Oal£ 01 O1J.. C})A3 '01ajlx Da319J..1y' 3D 0'01�0y'1£ 0,01
U00,3aC})00M Ui\3ri9i\D�o'D '5130�oaxJ..M 5j1x1�Dl S3i\jl1io'�0 3ri i\Oy'y'jlri
Di\jI DlDriC})aX 9i\Dy'3ri 3ri 3cbDaJ..jl1a31£ �Slm�)I 0 '1681 01 '1D1tL '�oriD1�
-aDri 0,01 �lDDacbx3 o'OlUl�gD1cbri01qD mx 0,0a319X1lA380,D 0,01 '�SlnB)I
[lB)I 0,01 i\C})ll£DaJ.. i\(l)lmX 0,01 i\(l)1£�i\3 i\(l)1 (l)ojlrimx 009 '0,01 91aqjli\0,:r
DlD 0091 Driri9x 01130C})lOg3gDi\D1£3 3XJ3 �aDW 0,01 5j110'D 5130jl8 51l
'(Uy'y'9 i\Ul 91£D 50'0i\jlri(l)1y'8D�3 011£ lOX 50,0a3lDjl8UY.1£0,Y.
-01£ 3D mx 9a0,3Y.1£ O1ri U191£D 50,0a319100,0Y.1£ mx 50,0a319J..1Y. 3�) i\(y)3�
-91 oO,q i\(l)1 SUo(l)Y.91£ 5ulmx 5u�91 5�Xl1DJ..a3 SUl 5tW(l)JY.8D�3 5Ul )a31£
0,01 D)a(l)38 Ul 'SD)�Da31£0' )a31£ 0,01 �Oo'y'9i\D i\Ul 5(l)1£9 '�aDW 0,01 i\C})XaD
i\C})X10Dg A(l)l DlU198ao i\Ul 30�01UgD1cbriD U!;}lSUl;}g ° 'D)riucboDy'g 3ri
30�OriDA(1,q0D1 UO(l)l£�01q U �lo'D '501Driri9x 0,01 DJ..O,ajl11£ �a3lD1aD i\Ul
O1J.. Oa3190D1a31£ 3q �y'01£ '0J3lDa31 9X1lDririOX 01 O1J.. Dmgjlg '«50,01 Sjll
-O,Y.Di\D 50'013q�111£3 50,01mx 50,01 5j11UJ..0Y.0l£D 50,01 9Y.DX 13�3y'Og 910,\7'
'5y'3xJ..i\'tL i\01 mx �aDW i\01 3ri VlItpU Vl. 13�J3qOl£D Di\ J3aowi 50101£
-9x 3lDC}) O101j11mAJ3 UODlD9lDX u» 'U�;}lSUl;}g 0 3�1Xjli\M '«5Dri 53ajlri
511:r» '��«5tll �X111aX AUl 3ri 139i\1X3� Di\ 131£jlal£ 5D)a(l)38 5�x1lD1�aDri
5Ul D)ODJ..a3�31£3 mx U�(1,11£9i\D (l)ajllma31£ U» 0,01 oJ..ajl 9X10DY.X OlD
13cb9aJ.. 9X1lD1aU1XDaDX 5(l)1£0, '9riD1�aDri 01 9X111aX uri J38X3qOl£D Di\
50i\jlri1383lD1q i\Dl� i\3q mx 53q9y'3J..D 5j1a31 511 3J..18j1 U�;}lSUl;}g 0 '01J..9Y.
DY.Y.9 3W '�(l)� �i\1a3riu8Dx i\UlD A�08(l)mg3g11£3 Di\ oy'oxo�q i\Dl� D)Ol£O
Dl «011)D 9X10Dg» DlD i\DlAOJ..9i\D DY.9 0)01£0 i\OlD «9riD1i\1ria313lA»
i\Di\jI 3q1qjlooal£ 0,01 910,\7' '9riD1A01y'3J..3 AOlD 0,01 �J..(l)J..Dl£o' U i\Dl� �orio
-1�aDri 0,01 DlDri�y'goal£ Da31�y'DJ..3ri Dl 91£D DAjI U!;}lSUl;}g AOl O1J
601 }..ONIVOd3H }"O.L 3:0XI3.L 0.L3: )JdVW3:IUW }"O.L H3:l5.Lll NH.L OIlV
1 10 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
διαστρωματώσεις. Οι μάνατζερ, οι μικροεπενδυτές, οι ε ιδικευμένοι εργάτες, η στρατιά των δημοσίων υπαλλήλων, τα νέα επαγγέλματα με επιστημονική κατάρτιση καθιστούσαν τη μαρξιστική ανάλυση αναχρονιστική και κάπως απλο"ίκή.
Ίσως θα ήταν περιττό να επεκταθεί κανείς, καθώς οι απόψεις του Bernstein αποτελούν στις μέρες μας κοινοτοπία. Αν όχι τίποτε άλλο, ο καπιταλισμός έχει μεταλλαχτεί πολύ περισσότερο απ' ό,τι μπορούσε αυτός να διανοηθεί. Οι απόψεις του Bernstein καταδικάστηκαν από τα συνέδρια του κόμματος. Ωστόσο, και αυτό είναι ενδεικτικό του κλίματος ανεκτικότητας και συναδελφοσύνη ς στους κόλπους του κόμματος, ο Bernstein και οι υποστηρικτές του, που αποτελούσαν αξιόλογη δύναμη στα συνδικάτα, δεν εκδιώχθηκαν από το κόμμα. Αποχώρησε ο ίδιος το 1914 όταν το SPD ψήφισε τις πολεμικές δαπάνες και υποστήριξε τον πόλεμο για την υπεράσπιση της «πατρίδας». Επανήλθε, το 1917, και ήταν αυτός που συνέταξε το πρόγραμμα του κόμματος, της μεταπολεμικής περιόδου.
Η άλλη πρόκληση στην κομματική ορθοδοξία προερχόταν από τους ριζοσπάστες της Αριστεράς. Εδώ, υπήρχαν πολλές τάσεις, όπως των Αυστριακών μαρξιστών, της γερμανοπολωνικής ομάδας, με προεξέχουσες τις φυσιογνωμίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Karl Liebnecht, των μενσεβίκων με τον Τρότσκι, την Clara Zetkin και τον Πλεχάνωφ, και των μπολσεβίκων γύρω από τον Λένιν. Οι περισσότεροι από αυτούς ανήκαν σε μια «νέα γενιά» μαρξιστών που έκαναν την εμφάνισή τους γύρω στα τέλη του 190υ αιώνα και οπωσδήποτε δεν είχαν προσωπικά συνδεθεί με τους Μαρξ και Ένγκελς. Πριν το 1905 αυτές οι ομάδες είχαν εμπλακεί σε διάφορες ιδεολογικές αντιπαραθέσεις πάνω σε μία σειρά από «καυτά» ζητήματα της εποχής εκείνης. Θα αποτελούσε πολυτέλεια σε μια ιστορική πραγματεία να υπεισέλθει κανείς στις λεπτομέρειες αυτών των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Ωστόσο μία, η σημαντικότερη, με τεράστιες επιδράσεις έως τις μέρες μας, ήταν η ιδεολογική συζήτηση πάνω στο «εθνικό ζήτημα». Το θέμα είχε άμεση πολιτική επικαιρότητα καθώς οι μειονότητες στις πολυεθνικές αυτοκρατορίες της Ευρώπης βρίσκονταν σε κατάσταση αναβρασμού. Ποια θα έπρεπε να είναι η θέση των μαρξιστών σ' αυτό το καυτό θέμα; Στον
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 1 1
προβληματισμό αυτό πρωτοστατούσαν ο ι λεγόμενοι «Αυστριακοί» μαρξιστές, Otto Bauer, Karl Renner και άλλοι. Ωστόσο οι απόψεις τους ήταν αρκετά εξεζητημένες για να μπορέσουμε να τις αναλύσουμε επαρκώς εδώ. Αυτό που έχει όμως μεγαλύτερη σημασία, καθώς συνδέεται και με τις μετέπειτα εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση και σε άλλα κομουνιστικά καθεστώτα, είναι η έντονη αντιπαράθεση μεταξύ Λένιν και Ρόζας Λούξεμπουργκ για το «εθνικό ζήτημα».
Όπως είπαμε και στον πρώτο τόμο, για τον Μαρξ και τον Ένγκελς, ο καπιταλισμός ήταν φορέας εκσυγχρονισμού που στο πέρασμά του ισοπέδωνε τις τοπικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες και τα «απομεινάρια» του παρελθόντος, όπως η φεουδαρχία, ο ανατολικός δεσποτισμός, το σύστημα κοινωνικών καστών της Ινδίας κ.λπ. Στη θέση του θα διαμορφωνόταν μια διεθνής, οικουμενική κουλτούρα χωρίς σύνορα, η οποία θα απαρτιζόταν από δύο αντιτιθέμενες τάξεις, τους προλετάριους και τους καπιταλιστές. Αυτό το γενικό σχήμα, που περιγράφεται συστηματικότερα στο πρώτο κεφάλαιο της Γερμανικής Ιδεολογίας, όπως και στο Koμμovνισrικό Mανιφέσro, αποτελούσε την «ορθόδοξη» μαρξιστική άποψη, αν και ο ίδιος ο Μαρξ, στα μετέπειτα γραπτά του για τη βρετανική αποικιοκρατία κυρίως στην Ινδία και την Ιρλανδία, εξέφραζε κάπως διαφορετικές απόψεις σχετικά με τις τοπικές κουλτούρες. Αυτό που έχει σημασία ε ίναι ότι η αντιπαράθεση Λούξεμπουργκ - Λένιν μισό αιώνα αργότερα δεν απέρρεε από καθαρά θεωρητικές-ιδεολογικές αναζητήσεις αλλά συνδεόταν με το άμεσο ζήτημα των εθνοτήτων στην Ευρώπη. Το δίλημμα ήταν τεράστιο και τόσο άμεσο που δεν επιδεχόταν υπεκφυγές. Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τις απόψεις των Αυστριακών μαρξιστών, παρ' όλο που υπάρχει ένας πλούτος από ενδιαφέρουσες αναλύσεις πάνω στο εθνικό ζήτημα. Ωστόσο οι απόψεις αυτές χαρακτηρίζονται από πολιτικές υπεκφυγές, σε αντίθεση με την αντιπαράθεση Ρόζας Λούξεμπουργκ - Λένιν που ε ίχε έντονο και επίκαιρο πολιτικό περιεχόμενο. Η Ρόζα Λούξεμπουργκ, που καταγόταν από την Πολωνία, ήταν κατά της εθνικής αυτοδιάθεσης των Πολωνών, καθώς κάτι παρόμοιο αντέβαινε «στις αντικειμενικές οικονομικές εξελίξεις» οι οποίες οικονομικά ενσωμάτωναν την Πολωνία στη ρωσική ζώνη. Ως εκ τούτου, η απόσχιση της Πολωνίας και η δημιουργία πο-
1 1 2 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λωνικού έθνους, θα είχε αντιδραστικό χαρακτήρα και θα δυσχέραινε την πορεία προς το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό57. Όπως η ίδια έγραφε : «η αντικειμενική ανάλυση της κοινωνικής εξέλιξης της Πολωνίας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η οποιαδήποτε τάση για την ανασύσταση ενός πολωνικού κράτους αυτή τη στιγμή αποτελεί μικροαστική ουτοπία. Ο μόνος σκοπός που εξυπηρετεί, ε ίναι να προκαλέσει σύγχυση στον ταξικό αγώνα του προλεταριάτου και να το αποπροσανατολίσει»58.
Ωστόσο για τον Λένιν, το λάθος της Λούξεμπουργκ ήταν ότι γενίκευε, και ως εκ τούτου απλοποιούσε, το πρόβλημα. Αν και στα πρώτα στάδια της καπιταλιστικής ανάπτυξης επικρατούσε η κλασική άποψη του Μαρξ για το εθνικό ζήτημα, ωστόσο, υποστήριζε ο Λένιν, αυτό δεν ίσχυε πλέον, καθώς η καταπίεση των εθνοτήτων όχι μόνο δεν επιτάχυνε το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, όπως ισχυριζόταν η Λούξεμπουργκ, αλλά σε πολλές περιπτώσεις τον ανέστελλε. Κλασικό παράδειγμα ήταν η Ρωσία, όπου το δικαίωμα για αυτοδιάθεση των καταπιεσμένων εθνοτήτων ήταν άρρηκτα συνδεδεμένο με τη δημοκρατική-σοσιαλιστική επανάσταση. Υπάρχει μια πολύ βαθιά εμπεδωμένη αντίληψη μεταξύ κομουνιστών ότι, στην αντιπαράθεση αυτή, ο Λένιν είχε δίκιο και αυτό το απέδειξε και η ιστορία. Ακόμα και ο Pau! FrOlich, στενός σύντροφος και συναγωνιστής της Λούξεμπουργκ, παραδέχεται ότι «η Ρόζα Λούξεμπουργκ απέτυχε να αναγνωρίσει την ψυχολογική διάσταση του εθνικού ζητήματος. Στην αγωνία της να διασφαλίσει τη γραμμή της σοσιαλιστικής στρατηγικής στην Πολωνία, υποτίμησε το ρόλο που μπορούσε να παίξει το εθνικό ζήτημα στα μεγάλα λα'ίκά κινήματα»59.
Αναμφίβολα υπάρχει μια μεγάλη δόση αλήθειας σ' αυτή τη γενικά αποδεκτή διαπίστωση. Ωστόσο ο σημερινός ιστορικός, με νωπές τις πρόσφατες εμπειρίες της διάλυσης της Σοβιετικής Ένωσης, έχει κάθε λόγο να αμφισβητεί την ορθότητα της λενινιστικής ορθοδοξίας στο λεγόμενο εθνικό ζήτημα. Η θέση του Λένιν αποτέλεσε το πλαίσιο πάνω στο οποίο δημιουργήθηκε η πολυεθνική Σοβιετική Ένωση. Συνεπώς, σχεδόν τίποτε άλλο δεν ήταν τόσο βαθιά εμπεδωμένο, όσο η πεποίθηση ότι ο Λένιν, και ο έμπιστός του στα εθνικά θέματα, ο Στάλιν, ε ίχαν βρει τη φόρμουλα που θα τετραγώνιζε τον κύκλο, δηλαδή τη μαρξιστική αντίληψη περί έθνους με τα πρακτικά προβλήματα που έθετε η
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 13
ύπαρξη τόσο πολλών εθνοτήτων. Ωστόσο, όπως θα δούμε και αργότερα, αποτελεί μεγάλη πλάνη να πιστεύει κανείς ότι ο Λένιν έδωσε πραγματική λύση στο εθνικό ζήτημα. Αυτό που χαρακτήριζε τον Λένιν ήταν ένας πρακτικισμός, σε αντίθεση με την Λούξεμπουργκ που έπαιρνε τη μαρξιστική θεωρία πιο σοβαρά. Συνεπώς η θέση του Λένιν στο εθνικό ζήτημα, όπως κι εκείνες για τον ιμπεριαλισμό, για την επανάσταση, για το ρόλο του κράτους κ.λπ., απέρρεαν από έναν καιροσκοπισμό, στην προκειμένη περίπτωση σε τι βοηθούσε περισσότερο στην κατάληψη της εξουσίας. Αυτό φάνηκε αργότερα στη σύσταση της Σοβιετικής Ένωσης, και πολύ περισσότερο στον αχαλίνωτο καιροσκοπισμό με τον οποίο χρησιμοποιούσε ο Στάλιν τη λενινιστική «ορθοδοξία» για το εθνικό ζήτημα, τόσο για την εξόντωση διαφόρων εθνικών ομάδων, συμπεριλαμβανομένων και των Ελλήνων του Πόντου, όσο και για να προβάλλει κυνικά τα συμφέροντα της Σοβιετικής Ένωσης, ακόμα κι αν αυτό σήμαινε την εξόντωση αδελφών κομουνιστικών κομμάτων. Το Μακεδονικό ζήτημα, κυρίως την περίοδο του μεσοπολέμου, αποτελεί κλασικό παράδειγμα.
Σ' αυτό το θέμα θα επανέλθουμε. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε εδώ είναι ότι η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στις θεωρητικές ακροβασίες του ίδιου του Λένιν. Όπως διαπιστώνει ένας αναλυτής της πολιτικής σκέψης του Λένιν, «σε όλα τα κείμενα του Λένιν στο εθνικό ζήτημα υπήρχε πάντοτε μια αναιρετική πρόταση η οποία με διάφορους τρόπους προειδοποιούσε ότι η αρχή της αυτοδιάθεσης δεν ισοδυναμούσε αναγκαστικά με την εκχώρηση του δικαιώματος». Αυτές οι επιφυλάξεις υποδηλώνουν ότι ο Λένιν «έβαζε νερό στο κρασί του όταν επρόκειτο να υλοποιήσει τη γενναία του υποστήριξη (θεωρητικά) για την εθνική αυτοδιάθεση και αργότερα αυτό έδωσε σε ορισμένους μπολσεβίκους άνετη ελευθερία κινήσεως σχετικά με παρόμοια αιτήματα για αυτοδιάθεση»60. Είναι κι αυτός ένας ευπρεπής τρόπος για να παραδεχτεί κανείς ότι ο Λένιν, με τις ακροβασίες του, άνοιξε το δρόμο στους επιγόνους του, στον Στάλιν πρωτίστως, για την καταπίεση των εθνοτήτων στη Σοβιετική Ένωση που διάρκεσε έως το 1991 . Αξίζει να σημειωθεί ότι το κομματικό «ιερατείο», δηλαδή ο Kautsky, ο Bebe! και άλλα επίλεκτα στελέχη του γερμανικού κόμματος και της Δεύτερης Διε-
1 14 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θνούς δεν ασχολούνταν ιδιαίτερα με τις αντιπαραθέσεις Λούξεμπουργκ - Λένιν για το εθνικό ζήτημα. Άλλωστε και οι δυο ήταν «εμιγκρέδες» και ήταν αρκετά συνηθισμένο να εμπλέκονται σε ατέρμονες ιδεολογικές έριδες.
Το ίδιο όμως δεν ισχύει με ένα άλλο μεγάλο ζήτημα που έθεσε κυρίως η «νέα γενιά» των μαρξιστών, στο οποίο αυτή τη φορά οι θέσεις της Λούξεμπουργκ ήταν πολύ κοντά μ' εκείνες του Λένιν. Αυτό το θέμα ήταν τόσο καίριο, που το «ιερατείο» δεν μπορούσε να το αγνοήσει. Ουσιαστικά είχε να κάνει με το θέμα της επανάΣCασης και τις συνθήκες κάτω από τις οποίες τα σOσιαλΙΣCικά κόμματα θα έπρεπε να αναλάβουν δράση για να τη φέρουν σε πέρας. Η επικρατούσα άποψη στις αρχές του 200ύ αιώνα ήταν ότι η επανάσταση θα ήταν η φυσιολογική κατάληξη της κρίσης του καπιταλισcικoύ συσcήματoς σε συνδυασμό με τη ραγδαία άνοδο της εργατικής τάξης. Σύμφωνα μ' αυτή την αντίληψη το κόμμα είχε απλώς το ρόλο διεκπεραιωτή, δηλαδή να προετοιμάζει την εργατική τάξη για τη μεγάλη μετάβαση όταν θα είχαν «ωριμάσει οι συνθήκες». Με άλλα λόγια, αν και τα σοσιαλιστικά κόμματα ήταν αφοσιωμένα στη μαρξισcική θέση περί της αναπόφευκτης επανάστασης, την έβλεπαν κάπως μηχανιστικά και δεν ασχολούνταν στην ουσία σco πώς αυτή θα υλοποιούνταν. Σ' αυτή τη μάλλον στατική αντίληψη περί επανάστασης συμφωνούσαν όλες οι τάσεις, έως το 1905, δηλαδή έως την έκρηξη της πρώτης ρωσικής επανάστασης.
Για την Λούξεμπουργκ και την αριστερή πτέρυγα της Διεθνούς, το μήνυμα της ρωσικής επανάστασης του 1905 ήταν τριπλό. Πρώτον, υποδήλωνε το αδιαίρετο του προλεταριακού αγώνα για όλη την Ευρώπη, συμπεριλαμβανομένης και της «καθυστερημένης» Ρωσίας. Δεύτερον, η ρωσική επανάσcαση έδειχνε ότι μία σοσιαλιστική επανάσταση μπορούσε να προέλθει σε μια λιγότερο ανεπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Με άλλα λόγια, οι μαρξιστές επανασcάτες δεν θα έπρεπε να περιμένουν μοιρολατρικά και με σταυρωμένα τα χέρια να «ωριμάσουν οι συνθήκες» πριν αναλάβουν επανασcατική δράση. Το θέμα αυτό ε ίχε κολοσσιαίες διαστάσεις οι οποίες είναι ορατές έως τις μέρες μας. Ουσιαστικά, την περίοδο μετά το 1905 σcoιχειoθετείται η θεωρία περί «διαρκούς επανάστασης» κυρίως από τον Τρότσκι, καθώς και η άποψη περί «άλ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 15
ματος» ιστορικών εποχών. Ενώ, δηλαδή, σύμφωνα με την κλασική μαρξιστική θεωρία, κάθε λαός θα έπρεπε αναγκαστικά να περάσει απ' όλα τα στάδια -από τη φεουδαρχία στον καπιταλισμό κι από εκεί στο σοσιαλισμό- η θεωρία των «αλμάτων» υποστήριζε ότι δεν ήταν απαραίτητο σε όλες τις περιπτώσεις να διανύσει ένας λαός όλες αυτές τις ιστορικές εποχές.
Τόνοι μελάνης έχουν δαπανηθεί πάνω σ' αυτό το ζήτημα από τότε που πρωτοδιατυπώθηκε. Όλες οι επαναστάσεις που επακολούθησαν, αρχής γενομένης από την μπολσεβίκικη το 1917, ουσιαστικά απορρέουν από αυτή την ιδεολογική «απόκλιση» περί «διαρκούς επανάστασης» και τις δυνατότητες πραγματοποίησης ιστορικών «αλμάτων» . Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να υπερβάλει τη σημασία αυτής της εξέλιξης. Ουσιαστικά, έως τότε, το μαρξιστικό κίνημα είχε ένα σαφή ευρωκεντρικό χαρακτήρα και εξέφραζε το προλεταριάτο της καπιταλιστικά ανεπτυγμένης Ευρώπης. Τη δύναμη και απήχησή του την αντλούσε όχι μόνο από τη θεωρία του αλλά κυρίως από τη μαζικότητά του. Τώρα το οικοδόμημα έτριζε. Αντί για κομματική πειθαρχία και οργάνωση δινόταν έμφαση στον ενθουσιασμό, στον αυτοσχεδιασμό και σε ανεξέλεγκτες καταστάσεις που επέβαλλε η επαναστατική ροή των πραγμάτων. Με άλλα λόγια, η νέα αντίληψη έθετε το τρίτο κεφαλαιώδους σημασίας θέμα, δηλαδή αμφισβητούσε τη σχέση μεταξύ κομματικής οργάνωσης και δράσης. Όπως έλεγε η Λούξεμπουργκ, «μια δυσκίνητη γραφειοκρατική αντίληψη θεωρεί τον αγώνα σαν το προ·ίόν ενός συγκεκριμένου επιπέδου κομματικής οργάνωσης. Όμως, στην πραγματικότητα, υπάρχει μια άλλη διαλεκτική σχέση όπου η οργάνωση είναι αποτέλεσμα της δράσης»61.
Οπωσδήποτε το μέγεθος αυτής της «πρόκλησης» στην κομματική ορθοδοξία, και η τεράστια ιστορική σημασία του, καθώς στην ουσία μετατόπιζε το κέντρο βάρους από την Ευρώπη στην περιφέρεια, δεν έγινε άμεσα αντιληπτό. Ωστόσο, για τον Kautsky και το κατεστημένο της Δεύτερης Διεθνούς, η μεταφορά του κέντρου βάρους από τη Γερμανία στη Ρωσία ισοδυναμούσε με ένα «πλήρες ξήλωμα της φυσικής τάξης των πραγμάτων». Όπως γράφει ένας ιστορικός, οι Γερμανοί ηγέτες του κόμματος είχαν απόλυτη επίγνωση του ρόλου που κατείχαν στο διεθνές
1 16 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κίνημα και έδιναν απλόχερα συμβουλές προς όλες τις κατευθύνσεις . . . Ξαφνικά όμως τα πράγματα άλλαξαν καθώς η Ρωσία έγινε το επίκεντρο της επανάστασης και η Γερμανία μπήκε στο περιθώριο62. Είναι δύσκολο να διαλογιστεί κανείς τι θα είχε συμβεί και ποια θα ήταν η εξέλιξη της Δεύτερης Διεθνούς και πρωτίστως του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος αν δεν είχε προκύψει ο πόλεμος το 1 91 4. Ωστόσο, απ' ό,τι μπορεί κανείς να συμπεράνει από τα παραπάνω, διαπιστώνε ι ότι, όσο περνούσε ο καιρός, τόσο πιο έντονη θα γινόταν η βασική αντίφαση που χαρακτήριζε τη γερμανική σοσιαλδημοκρατία, εγκλωβισμένη μεταξύ της Σκύλλας του αναθεωρητισμού, που ουσιαστικά αντανακλούσε τις αντικειμενικές συνθήκες στη Γερμανία, και της Χάρυβδης για Σοσιαλιστική Επανάσταση, στην οποία παρέμενε ιδεολογικά αφοσιωμένο αλλά η οποία μόνο σε μια υποανάπτυκτη χώρα όπως η Ρωσία είχε πιθανότητες για να υλοποιηθεί. Όπως το θέτει ένας ιστορικός του μαρξισμού, «ακριβώς επειδή οι συνθήκες, τις οποίες θεωρούσε ο Μαρξ απαραίτητες για μια πετυχημένη προλεταριακή επανάσταση, είχαν διαμορφωθεί στη Γερμανία (δηλαδή η δημιουργία ενός μεγάλου βιομηχανικού προλεταριάτου), γι' αυτόν ακριβώς το λόγο δεν υπήρχε εκεί ενδιαφέρον για επανάσταση και ήταν ακριβώς η ανυπαρξία ενός τέτοιου προλεταριάτου στη Ρωσία που έδωσε τη δυνατότητα στον Λένιν να καταλάβει την εξουσία στο όνομα του Μαρξ και ενός (ανύπαρκτου) προλεταριάτου»63.
* * *
Ίσως τα σοσιαλιστικά κόμματα και η Δεύτερη Διεθνής να επιβίωναν όπως ήταν για μεγάλο χρονικό διάστημα, παρά τα εσωτερικά τους προβλήματα και τις προκλήσεις εκ δεξιών και αριστερών, αν δεν είχε εκραγεί ο πόλεμος το 191 4. Η σημασία του Α' παγκοσμίου πολέμου για το εργατικό κίνημα στην Ευρώπη ήταν καταλυτική. Για τους σοσιαλιστές η αποφυγή ενός ευρωπα'ίκού ολοκαυτώματος αποτελούσε τόσο σημαντικό στόχο όσο και η ανατροπή του καπιταλιστικού συστήματος. Στην ουσία πόλεμος και καπιταλισμός ήταν αλληλένδετοι' οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος. Όπως διατύπωνε η Δεύτερη Διεθνής στο Συνέδριό της στη Στουτγάρδη, το 1907, «οι πόλεμοι είναι συνυφασμένοι με
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 17
τη φύση του καπιταλισμού, συνεπώς θα απαλειφθούν μόνο όταν η καπιταλιστική οικονομία καταργηθεί»64. Η αποτροπή ενός νέου πολέμου αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους λόγους για την ίδρυση της Δευτέρας Διεθνούς το 1889 στο Παρίσι, που, συμβολικά συνέπεσε με τους εορτασμούς της πρώτης εκατονταετίας της Γαλλικής Επανάστασης. Στο διάστημα 1889-1914 πραγματοποιήθηκαν εννέα συνέδρια, στο Παρίσι ( 1889), τις Βρυξέλλες ( 1891), τη Ζυρίχη ( 1893), το Λονδίνο (1896), ξανά στο Παρίσι ( 1900), το Άμστερνταμ ( 1904), τη Στουτγάρδη ( 1907), την Κοπεγχάγη (1910) και τη Βασιλεία ( 1912). Το επόμενο συνέδριο ήταν προγραμματισμένο για τον Αύγουστο του 1914, αλλά δεν πραγματοποιήθηκε λόγω του πολέμου. Σε όλα αυτά τα συνέδρια, πέρα από τις επί μέρους ιδεολογικές αντιπαραθέσεις, τα κόμματα που απάρτιζαν τη Δεύτερη Διεθνή επαναδιατύπωναν την προσήλωσή της στην ειρήνη και διαβεβαίωναν ότι θα χρησιμοποιούσαν κάθε μέσο για να παρεμποδίσουν την έκρηξη ενός «καπιταλιστικού» πολέμου.
Οπωσδήποτε σ' αυτή την κίνηση πρωτοστατούσαν τα σοσιαλιστικά κόμματα της Γερμανίας και της Γαλλίας τόσο γιατί το κέντρο βάρους είχε μετατοπιστεί από το Λονδίνο-Παρίσι, που αποτελούσαν τον άξονα της Πρώτης Διεθνούς, στο Βερολίνο-Παρίσι. Η τεράστια ανάπτυξη του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος το καθιστούσε, μαζί με τους Γάλλους συντρόφους, το επίκεντρο των εξελίξεων. Αυτό, όπως ε ίδαμε και παραπάνω, φανερωνόταν και από το ιδεολογικό «στίγμα» της Δεύτερης Διεθνούς. Είναι ενδεικτικό του νέου κλίματος ότι, σταδιακά, οι διάφορες ανεξάρτητες τάσεις, που χαρακτήριζαν την Πρώτη Διεθνή, απομονώθηκαν ή εκδιώχθηκαν, συμπεριλαμβανομένων και των Αναρχικών οι οποίοι τελικά αποβλήθηκαν με τον κάπως αστείο ισχυρισμό ότι δεν συγκροτούσαν κόμματα. Συνεπώς, σε αντίθεση με την Πρώτη Διεθνή, όπου υπήρχε πλουραλισμός και πολυφωνία, η Δεύτερη Διεθνής είναι πιο «συγκεντρωτική» και «πειθαρχημένη» αν και κανείς θα πρέπει να είναι προσεκτικός στους χαρακτηρισμούς του γιατί, αν συγκρίνουμε τη Δεύτερη με την Τρίτη Διεθνή, ή όπως αυτή κατέληξε επί Στάλιν, η Δεύτερη Διεθνής αποτελούσε υπόδειγμα πολυφωνίας.
Ένας άλλος βασικός λόγος για τον εξέχοντα ρόλο του Γαλλικού και του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος ήταν ότι μετά το γαλλοπρω-
118 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σικό πόλεμο του 1870, οι γαλλογερμανικές σχέσεις αποτελούσαν το κλειδί για την ειρήνη στην Ευρώπη. Συνεπώς τα σοσιαλιστικά κόμματα των δυο χωρών είχαν να διαδραματίσουν ιδιαίτερο ρόλο στο να παρεμποδίσουν τις χώρες τους από το να εμπλακούν σε νέα πολεμική σύγκρουση. Προφανώς, η Δεύτερη Διεθνής μπορούσε κάλλιστα να επιβιώσει ενός πολέμου μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας, δεν θα μπορούσε όμως να επιβιώσει ενός πολέμου μεταξύ Γαλλίας και Γερμανίας, εκτός εάν οι Γάλλοι και οι Γερμανοί σοσιαλιστές ήταν ικανοί να αντισταθούν στην εθνικιστική έξαρση.65 Όταν το 1914 απέτυχαν σ' αυτό το σκοπό, η Διεθνής υπέγραφε τη θανατική καταδίκη της.
Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται επιτακτικά είναι: γιατί απέτυχαν να ανακόψουν την εθνικιστική παραζάλη που εκδηλώθηκε σχεδόν παντού στην Ευρώπη το 1914; Υπάρχουν πολλές ερμηνείες, ή δικαιολογίες, ωστόσο το τραγικό μήνυμα του 1914 ήταν ότι, σε αντίθεση με τη μαρξιστική θεωρία ότι οι προλετάριοι δεν έχουν πατρίδα, η τρομερή πλειονότητα των εργατών το 1914 απέδειξαν ότι διακατέχονταν από ένα εθνικό φρόνημα, ίσως σε μεγαλύτερο βαθμό από ό,τι οι άρχουσες τάξεις στην Ευρώπη. Αυτό προέτρεψε τον Kautsky να αναφωνήσει: «Καπιταλιστές όλου του κόσμου, ενωθείτε !» . Με άλλα λόγια, η έκρηξη του πολέμου διέλυσε το μύθο ότι οι προλετάριοι ήταν υπεράνω έθνους ενώ οι καπιταλιστές υποδαύλιζαν τους πολέμους. Ο κυριότερος λόγος που έκανε τους ηγέτες των σοσιαλιστικών κομμάτων να ψηφίσουν υπέρ των πολεμικών κονδυλίων, να ταχθούν στο πλευρό των κυβερνήσεών τους, δεν ήταν από δική τους επιλογή αλλά γιατί δεν ήθελαν να είναι αντίθετοι με το γενικό αίσθημα της εργατικής τάξης που τάχθηκε υπέρ της υπεράσπισης της πατρίδας. Ακόμα και ο Karl Liebnecht, ο μετέπειτα σπαρτακιστής που βρήκε τραγικό θάνατο μαζί με την Ρόζα Λούξεμπουργκ από τις φασιστικές ορδές το 1919, ψήφισε το 1914 τα πολεμικά κονδύλια.
Αποτελεί παραποίηση της ιστορίας να θεωρεί κανείς «αποστασία» ή προδοσία του μαρξισμού τη στάση της ηγεσίας της Δεύτερης Διεθνούς το 1914. Θα ήταν σωστότερο να λέγαμε ότι πολλοί από αυτούς πρέπει να αισθάνθηκαν ότι βρίσκονταν σε ένα ιδεολογικό κενό, ότι η θεωρία την οποία είχαν αναγάγει σε θρησκευτικό δόγμα, κυρίως
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 1 9
αναφορικά με το «διεθνισμό» της εργατικής τάξης, τους είχε προδώσει. Ουσιαστικά η αντίδραση των λα'ίκών μαζών το 1914 επιβεβαίωνε τις επισημάνσεις του Max Weber. Όπως παρατηρούσε ένας στενός μελετητής του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος το 1915, «ο πόλεμος είχε συντρίψει τη μαρξιστική θεωρία με ένα τρομερό κτύπημα». Ακρογωνιαίος λίθος του ιστορικού υλισμού ήταν ότι η εργατική τάξη σ' όλο τον κόσμο «θα παρέμενε ενωμένη σαν μια σιδερένια γροθιά, σε μια τέλεια αδελφότητα βασιζόμενη σε οικονομικοκοινωνικά συμφέροντα, που σχημάτιζε μια οριζόντια ταξική διαστρωμάτωση η οποία ήταν υπεράνω, και σε αντίθεση, της κάθετης διαστρωμάτωσης των εθνών και των φύλων»66. Για τον Robert Michels, η ταύτιση του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος με την κυβέρνηση το 1914, οφειλόταν και σε έναν άλλο εξίσου σημαντικό παράγοντα, δηλαδή στην αλλοίωση που ε ίχε υποστεί το κόμμα τα τελευταία τριάντα χρόνια. Δηλαδή, αντί το Σοσιαλιστικό Κόμμα να αποτελεί την πρωτοπορία του προλεταριάτου και την αιχμή του δόρατος για την επανάσταση, όπως θα το ήθελε Π.χ. η Ρόζα Λούξεμπουργκ, είχε μεταβληθεί σε μια τεράστια γραφειοκρατική μηχανή με δική της υπόσταση και συμφέροντα, η διατήρηση της οποίας είχε αναχθεί σε ύψιστο στόχο. Το αποτέλεσμα ήταν ότι «η εξωτερική μορφή του κόμματος, ο γραφειοκρατικός χαρακτήρας του, σίγουρα κυριαρχούσε και κατέστρεφε την ψυχή του, το θεωρητικό και ιδεολογικό του περιεχόμενο, τα οποία θυσιάζονταν όταν το κόμμα βρισκόταν σε σύγκρουση με τον ταξικό εχθρό»67. Επίσης το γεγονός ότι το SPD, το 1913 είχε στα κεντρικά του μόνο γραφεία 88 εκατ. μάρκα68 σήμαινε ότι, ενώ οι προλετάριοι, ενδεχομένως θα έχαναν μόνο τις αλυσίδες τους, εάν ανατρεπόταν ο καπιταλισμός, δεν ίσχυε το ίδιο και για το κόμμα τους.
Στις 3 1 Ιουλίου 1 914, ακριβώς την παραμονή της έκρηξης του πολέμου, το Γερμανικό Σοσιαλιστικό Κόμμα έστειλε ένα ηγετικό στέλεχός της, τον Hermann Mίlller, στο Παρίσι, σε μια ύστατη προσπάθεια να αποσοβηθεί ο πόλεμος. Οι Γάλλοι σύντροφοι όμως του εξήγησαν ότι η θέση τους ήταν αρκετά διαφορετική από εκείνη των Γερμανών, μια και αυτούς δεν τους ε ίχε εξαπατήσει η κυβέρνησή τους, και συνεπώς καθώς η Γερμανία είχε επιτεθεί στη Γαλλία, αυτοί ήταν υποχρεωμένοι να σταθούν στο πλευρό της πατρίδας τους. Οι Γερμανοί σύντροφοι ήταν εκεί-
120 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νοι που θα έπρεπε να εξεγερθούν εναντίον του εγκλήματος που είχε διαπράξει η κυβέρνησή τους. Ο Mίiller τους απάντησε ότι ο πραγματικός κίνδυνος δεν προερχόταν από τη Γερμανία αλλά από τη Ρωσία, συνεπώς η εργατική τάξη της Γερμανίας έπρεπε να αντισταθεί σ' αυτή την απειλή69. Με άλλα λόγια οι Γερμανοί σοσιαλιστές ηγέτες, όπως και οι Γάλλοι, Βρετανοί κ.λπ., δεν έκαναν τίποτε περισσότερο το 1914 από το να εκφράσουν τη βούληση της συντριπτικής πλειοψηφίας των μελών τους. Εάν είχαν ψηφίσει ενάντια στα πολεμικά κονδύλια, η πράξη τ-ους αυτή «θα είχε καταδικαστεί από τα 9/10 εκείνων στο όνομα των οποίων βρίσκονταν στη Βουλή»70.
Ορισμένοι πολέμιοι του σοσιαλισμού δεν έκρυψαν την χαρά τους για την ουσιαστική ιδεολογική κατάρρευσή του το 1914. Ωστόσο μόνο οι ιστορικά κοντόφθαλμοι, ή οι εμπαθείς, μπορούσαν να θριαμβολογούν για το τι συνέβη το 1914 στο εργατικό κίνημα της Ευρώπης. Όσοι είχαν μεγαλύτερη επίγνωση των κολοσσιαίων επιπτώσεων, για ολόκληρη την Ευρώπη, της ήττας του σοσιαλισμού το 1914, κάθε άλλο παρά ικανοποίηση μπορούσαν να αισθάνονται. Η κατάρρευση του «σοσιαλιστικού ονείρου» το 1914, σε συνδυασμό με την παρακμή του κλασικού φιλελευθερισμού, δημιούργησαν ένα πολιτικό κενό στην Ευρώπη, που είναι αμφίβολο εάν έχει καλυφθεί έως τις μέρες μας. Αυτό ίσως να μην ε ίναι τόσο εμφανές λόγω της περιθωριοποίησης της Ευρώπης μετά το 1945. Με άλλα λόγια, όπως σωστά παρατηρεί ο Kolakowski, <<το καλοκαίρι του 1914 σηματοδοτεί την αρχή μιας διαδικασίας της οποίας τις επιπτώσεις ακόμα τις αισθανόμαστε, και το τελικό αποτέλεσμά της είναι αδύνατο να προβλέψουμε»71. Αυτό το συμπέρασμα από έναν πρώην επιφανή κομουνιστή φιλόσοφο, συνοψίζει με τον καλύτερο τρόπο την ιστορική σημασία της κατάρρευσης του κλασικού ευρωπα·ίκού σοσιαλισμού το 1914.
Τέλος, σ' ένα προσωπικό επίπεδο, δεν μπορεί κανείς παρά να αισθάνεται συμπάθεια και λύπη γι' αυτές τις μεγάλες προσωπικότητες του ευρωπα·ίκού σοσιαλισμού της περιόδου της Δευτέρας Διεθνούς, οι οποίοι, έχουν περάσει όχι μόνο στην αφάνεια, αλλά και στην ανυποληψία και την περιφρόνηση. Αυτό ισχύει πάνω απ' όλα για τον Karl Kautsky, αυτή την τόσο ευγενική φυσιογνωμία, που συνδύαζε μια σχεδόν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 121
θρησκευτική προσήλωση στη μαρξιστική ορθοδοξία, με ένα απαράμιλλο ήθος και καλλιέργεια χαρακτήρα. Ο «Πάπας» του μαρξισμού, όχι μόνο δεν δημιούργησε ένα προσωποπαγές δόγμα, όπως ο λενινισμός, ο σταλινισμός, ο μαο'ίσμός κ.ο.κ., αλλά πέρασε στη συνείδηση των μεταγενεστέρων ως ο μεγάλος προδότης, ο «αποστάτη ς» του εργατικού κινήματος, όπως τον αποκάλεσε ο Λένιν το 1918. Ωστόσο, όπως παρατηρεί ένας βιογράφος του, είναι ζήτημα εάν ένας στο εκατομμύριο από εκείνους που επικροτούσαν την κριτική του Λένιν στο Η προλεταριακή επανάσταση και ο αποστάτης Kautsky, είχαν μπει στον κόπο να διαβάσουν τις απόψεις του ίδιου του Kautsky για τη μπολσεβίκικη επανάσταση72. Αυτό βέβαια σήμαινε την απαρχή μιας νέας εποχής για το μαρξισμό και το σοσιαλιστικό κίνημα, με τον έντονο θρησκευτικό χαρακτήρα, του «πίστευε και μη ερεύνα», η οποία σταδιακά τον οδήγησε στο μαρασμό. Έκτοτε ο κατάλογος των «αποστατών», «ρεβιζιονιστών», «σοσιαλοφασιστών» και άλλων «προδοτών» της εργατικής τάξης πλήθαινε με γεωμετρική σχεδόν πρόοδο έως ότου το οικοδόμημα της νέας ορθοδοξίας του «υπαρκτού σοσιαλισμού» κατέρρευσε το 1989-91 .
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . Ferdinard Tonnies, Conlmulliιy alld Associarioll, London, Rontledge, έκδοση 1974, σελ. 74.
2. Penguin, 1958.
3. Β. Semmel, /mperίalisιtl alld Social Re/orm, London, Allen and Unwin, 1960.
4. Στο ίδιο, σελ. 3Ι
5. George Lichtheiιn, MarxisIrι: ΑIl Historίcal alld Crirical StIIdy, London, Routledge, 1967, σελ. 206
6. Στο ίδιο, σελ. 214.
7. Βλέπε την κλασική μελέτη του George Dangerfield, TIle Strαrιge Deαrh ο/ Liberαl Ellglalld, Capricorn Books, 1961.
8. George Lichtheim, Marxisnl, ό.α., σελ. 216
9. Βλέπε W.L. Langer, The Diplomal1Y ο/ /mperίalism, New York, Κnopf, 1935, Τόμος Ι , σελ. 74.
10. The EcollonIics ο/ DΊStrίbIItioιl, London, Macmillan, 1900.
1 1 . J.A. Hobson, /nιperialism: Α St"dy, London, Unwin Hyman, Τρίτη έκδοση 1938 και 1988, σελ. 152. Η υπογράμμιση είναι δική μου.
12. Γι' αυτό το σύνθετο ζήτημα βλέπε Π.χ. Leszek Kolakowski, Μαίιι ClIrrellts ο/ MarxΊSIll, Oxford U.P. 1978, Τόμος ΙΙ, σελ. 290-304.
13. Στο ίδιο, σελ. 303.
14. MαrxisIIl: Αll Hi.storίcal alld Crίtical Study, ό.α., σελ 302.
15. Peter Nettle, Rosα LιιxenlbolIrg, Oxford U.P., 1969, σελ. 172.
16. Στο ίδιο, σελ. 164.
17. Στο ίδιο, σελ. 166.
18. Στο ίδιο, σελ. 166.
19. Βλέπε την εισαγωγή του J. Townshend στο βιβλίο του Hobson /rrιpeI'iαlisIn: Α stιιdΥ, ό.α., σελ. 40.
122 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
20. J. Townshend, στο ίδιο, σελ. 28.
21 . Στο ίδιο, σελ. 22-24.
22. Hannah Arendt, TIle OrίgiIls oJ Tota/itarίaIliSIII, London, Andre Deutsch, έκδοση 1 988, σελ. 147-
57. Αυτή είναι μια κλασική μελέτη γι' αυτό το τόσο πολυσύνθετο φαινόμενο. Η ανάλυσή μου σ' αυτό το εδάφιο οφείλει πολλά σ' αυτή τη μελέτη.
23. J. Townshend, ό.α., σελ. 26-27.
24. Imperίa/i.5IIl: Α Study. ό.α., σελ. 101.
25. G. Lowes Dick.inson, IIιΙεπιαΙίοιια/ AllarcllY, ό.α., σελ. 284-291.
26. Αναφέρεται από τον George Lichtheim, στο βιβλίο του Α SIIort History oJ SocialίsnI, Fontana, 1975, σελ. 214.
27. V.G. Κiernan, Europeall EIIIpires: FroIII COl1quest to Collapse, 1815-1960, London Fontana, 1982,
σελ. 179.
28. V. G. Κiernan, ΤΙιε Lords oJ HumaIl KiIld: EIIropeaIl Attitudes Ιο tlIe OIItside Wor/d ίll ιΙίε IIIιperial
Age, Penguin, 1972, σελ. 326.
29. Στο ίδιο, σελ. 325.
30. Στο (διο, σελ. 326.
31. IIIIperίa/isIII: Α StιIdy, ό.α., σελ. 1 5 1 -52.
32. Hannah Arendt, ΤΙιε OrίgiIIs, ό.α., σελ. 267-302.
33. Hobson, IIIIpeia/ism, ό.α., σελ. 360.
34. Στο (διο, σελ. 362.
35. F.H. Hinsley, Power and t/Ie Pur.5uit ο! Peace: TIleory aIId P,-actice ίll Ilιε Hί;-tory ο! Re/atioιJs
betweeII States, Cambridge U.P., 1963, σελ. 1 16.
36. Αναφέρεται στο βιβλίο του James Joll, TIle orίgίIls oJtlle First World War, Longman, 1984, σελ. 137.
37. Στο (διο, σελ. 125.
38. F.H. Hinsley, Power αιιd tlle PLIrsuit ο! Peace, ό.α., σελ. 1 15.
39. Raymond Ατοη, Peace aIId War: Α T/Ieory ο! lιιtεrιιαtίοιια/ RelatioIls, London, Weidenfeld and Nicolson, 1966, σελ. 105.
40. Αναφέρεται στο βιβλίο του John J. Mac AJlon, Tllis Greαt SYIIIbo/: Pierre de CoIIbertin OΙId tlIe
Orίgills ο! Ι/ιε Modenl O/YIIIpic Gal1Jes, Chicago υ.Ρ., 1981, σελ. 262.
4 1 . Στο ίδιο, σελ. 258-59.
42. Στο ίδιο, σελ. 259.
43. Στο ίδιο, σελ. 261 .
44. Norman Stone, Europe TrallsJonILed, ό.α., σελ. 130.
45. Hajo Holborn, History oJ Gennally: 1840-1945, Princeton υ.Ρ., 1969, σελ. 272.
46. Στο ίδιο, σελ. 258-59.
47. Στο ίδιο, σελ. 264-66.
48. Βλέπε την Εισαγωγή των Peter Lassman και Ronald Speiers, στο Weber: Political Writings, Cambridge υ.Ρ., 1 994, σελ. XVI. Η «παρθενική>. διάλεξη του Weber στο Πανεπιστήμιο του Freiburg, Ιο 1895 έφερε τον τίτλο «Εθνικό Κράτος και Οικονομική Πολιτική» και περιλαμβάνεται στον ανωτέρω τόμο, σελ. 1-28.
49. Keith Tribe, Εισαγωγή στο «National State and Economic Policy», EconorIlY and Socieιy, νο!. 9,
1980, σελ. 420-21.
50. Norman Stone, Europe TraIlsJonlled, ό.α., σελ. 48.
5 1 . Leszek Kolakowski, Μαίιι Cunents ίιι MarxisιrL, ό.α., τόμος 11, σελ. 2.
52. John Plamenantz, GennaII MarxisIII and RussiaIl COl1Jl1lUlliSl1l , New York, Harper and Row, 1965, σελ. 174.
53. George Lichtheim, MarxisIII, ό.α., σελ. 280.
54. Αναφέρεται στο βιβλίο του Vernon L. Lidthe, TIIe Oιιt/a.ved Party: Social DeIIIocracy ίιι
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 123
Gemlany: 1878-1890, Princeton u.P., 1966, σελ. 233. 55. Eduard Bernstein, EνσΙιιtίσl1aτy Sσcialism: Α crίIicisnl and A/fιrnllItiσl1, New York, Schocken
Books, 1961, σελ. 25-26. 56. George Lichtheim, Μαιχί.5Ι11, 6.α .. σελ. 289. 57. Lesrek Kolakowski, Μαίl1 CuπellΙs ίll MarxiSIIl, 6.α., σελ. 62. 58. Αναφέρεται στο βιβλίο του L. Basso, Ro.5a LIaeIl1bσlIrg: Α Reapraisal, London, 1975, σελ 1 15. 59. Paul Frolich, Rσsa LuxembσlIrg, London, Pluto Press, 1 972, σελ. 30. 60. Neil Harding, Lenin 's PσliIical TlzσlIgllt: Theσry aιld Practice ί" tlle Demσcratic and Sσcίaιω
RevσlιιIiσ1ls, London, Macmi11an, 1977, τ6μος Ι, σελ 301. 61. Peter Nettle, Rσsa LuxeInllσurg, 6.α., σελ. 156. 62. Στο. ίδιο, σελ. 158. 63. John PIamenatz, GerιJlαll ΜαΙΧί5'ιη alld RlIssian Cσnll11ullism, 6.α., σελ 185. 64. James Jo11, TlJe Secσnd Interιlatiσnal: 1889-1914, London, 1974, σελ. 135-52. 65. George Lichtheim, Α sllσrt ΗωστΥ σ/ Sσcialisl1l, 6.α., σελ 241. 66. Robert Michels, PσliIical Parties: Α Sσciσlσgical StIIdy σ/ II,e Oligαrc/lical Telldellcies σ/ Mσderι!
Demσcracy, Ν.γ., Dover, 1959 σελ. 393. 67. Στο. ίδιο, σελ 394. 68. Στο ίδιο., σελ 394. 69. Golo Mann, The Histσry σ/ GerιrιallY, 6.α., σελ 497. 70. John Plamenatz, Gerl1lan Marxisl'll a1ld Sσviet Cσl1ll1l1IIliSI1I , 6.α., σελ 177-78. 71. Leszek Kolakowski, Μαίη Cι,πeιιts ίη MarxiSIJl 6.α., σελ 29. 72. Gary Ρ. Steenson, Karl KanIisky, 1854-1936: MarxiSl11 ill Ilze Classical Years, Pittsburg u.P., 1981,
Πρ6λογος και εισαγωγή
125
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΕΤ ΑΡΤΟ
ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΔΙΕΘΝΗΣ ΔΙΠΛΩΜΑΤΙΑ: 1 880-1914
Στον επίλογο του πρώτου τόμου αναφερθήκαμε στην αυξανόμενη αστάθεια και στο κλίμα ρευστότητας και ασάφειας στην Ευρώπη κατά την μπισμαρκική περίοδο. Μνημονεύσαμε επίσης ότι παρ' όλες τις προφανείς αντιφάσεις και τη διαφαινόμενη σύγχυση, κυρίως στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων, επικρατούσε η αντίληψη, σχεδόν έως την παραμονή της έκρηξης του πολέμου του 1914, ότι ένας πόλεμος ήταν αδιανόητος. Σ' αυτό τον εφησυχασμό συντελούσαν πολλοί παράγοντες, ορισμένοι «αντικειμενικοί», με τους οποίους θα ασχοληθούμε αμέσως παρακάτω, και ορισμένοι «υποκειμενικοί» ή ψυχολογικοί. Π.χ. για ορισμένους, όπως ο βετεράνος Βρετανός πρωθυπουργός Lloyd George, η αδυναμία των Ευρωπαίων να έχουν επαφή με την πραγματικότητα οφειλόταν και στο γεγονός ότι μισός περίπου αιώνας ειρήνης στην Ευρώπη τούς είχε κάνει να επαναπαύονται και να συγχέουν το πρόσκαιρο και περιστασιακό με το μόνιμο. Παρόμοια έμφαση στις επιπτώσεις της μακρόχρονης ειρήνης στη διαμόρφωση «πλαδαρών» χαρακτήρων έχουν δώσει και άλλοι ιστορικοί της περιόδου εκείνης, όπως π.χ. ο βετεράνος Αμερικανός διπλωμάτης George Kennan. Όμως αυτή η διάσταση είναι αρκετή αφηρημένη για να εξεταστεί διεξοδικά εδώ. Η διαπίστωση του μεγάλου Τσέχου λογοτέχνη και προσωπικού φίλου του Νίτσε, Στέφαν Τσβάιχ, ότι ο Α' παγκόσμιος πόλεμος προκλήθηκε από την έκρηξη μιας «συσσωρευμένης δύναμης» και αποτελούσε «μια τραγική συνέπεια του εσωτερικού δυναμισμού που είχε συσσωρευτεί στην Ευρώπη επί 40 χρόνια ε ιρήνης και ο οποίος βρήκε βίαιη διέξοδο»1, συνοψίζει αρκετά παραστατικά τον υποκειμενικό παράγοντα.
Αυτοί οι ψυχολογικοί-υποκειμενικοί παράγοντες αποτελούν αντικείμενο προβληματισμού έως τις μέρες μας. Το θέμα έχει τεράστια σημασία, καθώς σχετίζεται άμεσα με το ζήτημα του πολέμου και της ε ιρή-
126 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νης. Το μεγάλο ερώτημα που τίθεται είναι κατά πόσο οι πόλεμοι προκαλούνται μόνο, ή κυρίως, από «αντικειμενικούς» παράγοντες, όπως ο οικονομικός, ή από λαθεμένους πολιτικούς-διπλωματικούς χειρισμούς, ή, αντίθετα, εάν οφείλονται σε υποκειμενικούς παράγοντες, όπως στην ανθρώπινη επιθετικότητα, στην έμφυτη, για ορισμένους, μανία για εξουσία, ή ακόμα και στη συλλογική επιβεβαίωση του υπαρξιακού εγώ, όπως υποστηρίζει κάπου ο Raymond Aron.
Το θέμα αυτό είναι τόσο μεγάλο και αμφιλεγόμενο, που δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μιας ιστορικής πραγματείας. Απλώς αναφέρεται εδώ για να έχει επίγνωση ο αναγνώστης ότι η παρακάτω ανάλυση των «αντικειμενικών» παραγόντων που θεωρούνται υπόλογοι για τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, προφανώς δεν εξαντλούν το θέμα. Όπως μνημονεύτηκε στον πρώτο τόμο, η διατήρηση της ε ιρήνης θεωρείτο ότι θα διασφαλιζόταν από δυο βασικές συνισταμένες, την οικονομική αλληλεξάρτηση, δηλαδή το πυκνό πλέγμα οικονομικών και εμπορικών σχέσεων, και τη διπλωματία. Αυτά τα δυο, σε συνδυασμό με την κοινωνική σύγκλιση, τη δημιουργία ενός υποστρώματος «κοινωνίας πολιτών» με κοινές αξίες και τρόπο ζωής, πιστευόταν ότι θα δημιουργούσαν μία συμπαγή «κρίσιμη μάζα» που θα μπορούσε να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε διασάλευση της ε ιρήνης. Ωστόσο διαπιστώνουμε ένα πολύ ενδιαφέρον και καίριας σημασίας παράδοξο. Ενώ, δηλαδή, ο οικονομικός παράγοντας, η εμβάθυνση της οικονομικής αλληλεξάρτησης και η διαδικασία της παγκοσμιοποίησης της αγοράς, για τους θιασώτες του lαisser fαire και της Σχολής του Μάντσεστερ, θα οδηγούσε στην περιθωριοποίηση της παραδοσιακής πολιτικής, αντίθετα στο τελευταίο τέταρτο του 190ύ αιώνα παρατηρείται μία ανησυχητική επανεμφάνιση της πολιτικής της ισχύος (power politics), ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι στο παρελθόν. Αυτή είναι η εποχή όπου ορισμένοι βασικοί όροι των διεθνών σχέσεων όπως «γεωπολιτική» ή weltpolitik (παγκόσμια πολιτική) καθιερώνονται.
Οι λόγοι για την επιστροφή σε «power politics» είναι πολλοί, αλλά δύο απ' αυτούς έπαιξαν το σημαντικότερο ρόλο. Ο ένας ήταν η «διατάραξη» που προκάλεσε στο ευρωπα"ίκό σύστημα η εμφάνιση μιας νέας μεγάλης δύναμης στην καρδιά της Ευρώπης, το 1870-71 . Αυτό ήταν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 127
επόμενο να αναγκάσει τις άλλες δυνάμεις να επαναπροσδιορίσουν τη στάση τους και να αξιολογήσουν τα νέα δεδομένα, κυρίως το πώς θα επηρέαζαν τη δική τους θέση και συμφέροντα. Σαφώς όλες οι άλλες δυνάμεις, από Βρετανία, Γαλλία, Αυστροουγγαρία έως και Ρωσία, αισθάνθηκαν ότι θα έπρεπε να «ανοίξουν δρόμο», να κάνουν παραχωρήσεις, για χάρη της νεοσύστατης Γερμανίας. Με άλλα λόγια, όλες οι παραδοσιακές δυνάμεις ένιωσαν ότι η εμφάνιση μιας νέας μεγάλης δύναμης αναπόφευκτα θα οδηγούσε στην εξασθένηση της δικής τους θέσης. Αντίθετα η Γερμανία, κυρίως ο Μπίσμαρκ, είχε συναίσθηση της διατάραξης που είχε επιφέρει στο ευρωπα·ίκό σύστημα, καθώς και της φυσιολογικής αντίδρασης των παραδοσιακών δυνάμεων, δηλαδή τη σύναψη ενός συνασπισμού, για να την περικυκλώσουν και εξουδετερώσουν. Αυτό αποτελούσε το μόνιμο εφιάλτη για τον Μπίσμαρκ και ο μόνος τρόπος για να το αποτρέψε ι ήταν να δημιουργεί, ή να διατηρεί, εντάσεις στις σχέσεις τους. Επίσης σήμαινε ότι, για τον Μπίσμαρκ, σε περίπτωση πολέμου, η Γερμανία δεν θα έπρεπε να βρεθεί μόνη της, κάτι που τελικά έγινε και στους δυο παγκοσμίους πολέμους.
Ο δεύτερος λόγος ήταν οικονομικός και σχετιζόταν με τις αντιδράσεις ορισμένων δυνάμεων, και πρωτίστως της Βρετανίας, στην ανατροπή των ισορροπιών που ίσχυαν στο παρελθόν. Όσο δηλαδή η Βρετανία διατηρούσε μια αδιαμφισβήτητη οικονομική υπεροχή απέναντι στις άλλες δυνάμεις, ο οικονομικός παράγοντας μπορούσε να λειτουργεί σχετικά αυτόνομα από τον πολιτικό, κάτι που ενίσχυε την εντύπωση για την «αυτονομία» και τον προεξέχοντα ρόλο της οικονομίας, σχετικά με την πολιτική . Ωστόσο, κατά το τελευταίο τέταρτο του 190υ αιώνα, ο οικονομικός παράγοντας εντάσσεται κι αυτός στους πολιτικούς υπολογισμούς των δυνάμεων και αποτελεί πλέον βασικό και αναπόσπαστο συστατικό της weltpolitik τους. Με άλλα λόγια, αν σήμαινε τίποτε ο όρος «πολιτική οικονομία», όπως χρησιμοποιείται την εποχή αυτή, αυτό είναι η σημασία της διεθνούς οικονομίας στους πολιτικούς υπολογισμούς των δυνάμεων.
Η επανασύνδεση της οικονομίας με την πολιτική των δυνάμεων είχε τεράστιες επιπτώσεις ακόμα και στον ψυχολογικό παράγοντα. Πάνω απ' όλα σήμαινε το τέλος της εποχής της «αθωότητας» ή της αφέ-
128 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λειας στην αντίληψη ότι αν η οικονομία αφηνόταν απερίσπαστη από πολιτικές παρεμβάσεις θα παγιωνόταν η ειρήνη. Τώρα ορισμένες άλλες λιγότερο καθησυχαστικές διαστάσεις μεταξύ οικονομίας και πολιτικής γίνονταν ευδιάκριτες. Π.χ. σύμφωνα με τις επιταγές του ελεύθερου εμπορίου και του «συγκριτικού πλεονεκτήματος» του Άνταμ Σμιθ, ήταν πιο ορθολογικό από οικονομικής πλευράς και σαφώς πιο προσοδοφόρο για τους Βρετανούς να εισάγουν αγροτικά προ'ίόντα σε χαμηλότερες τιμές από υπερπόντιες αγορές, όπως η Αμερική, Αργεντινή και Αυστραλία, παρά να τα παράγουν οι ίδιοι με ψηλότερο κόστος, όπως συνέβαινε προς τα τέλη του 190υ αιώνα. Ωστόσο αυτό καθιστούσε τη Βρετανία ευάλωτη και εξαρτώμενη από ξένες αγορές, που σήμαινε ότι για να διασφαλίσει τη σίτιση του πληθυσμού της θα έπρεπε να ασκεί μεγαλύτερο έλεγχο των θαλασσών, Όμως η ραγδαία οικονομική ανάπτυξη της Γερμανίας της παρείχε τις βιομηχανικές-τεχνολογικές δυνατότητες να αμφισβητήσει τη ναυτική παντοδυναμία των Βρετανών. Η προσπάθεια των Γερμανών να ανατρέψουν τη ναυτική ισορροπία αποτέλεσε το σημαντικότερο σημείο τριβής στις σχέσεις των δυο δυνάμεων έως το 1914. Αυτό αποτελεί ένα κλασικό παράδειγμα της αλληλουχίας και αλληλεπίδρασης μεταξύ οικονομίας και πολιτικής.
Τα νέα πολιτικά και οικονομικά δεδομένα, αντί να συσφίγγουν τις σχέσεις των κρατών, καλλιεργούσαν ένα κλίμα αμοιβαίων καχυποψιών και έλλειψης εμπιστοσύνης, ένα κλίμα που δεν συμβιβαζόταν με την επικρατούσα αντίληψη περί κοινού ευρωπα'ίκού πολιτισμού και με τις οικουμενικές δοξασίες της εποχής εκείνης. Το κλίμα αυτό στις σχέσεις των δυνάμεων, το περιέγραψε με τον πιο παραστατικό τρόπο ο ίδιος ο Μπίσμαρκ, το 1879. «Οι μεγάλες δυνάμεις στις μέρες μας», έλεγε, «μοιάζουν με ταξιδιώτες, άγνωστους μεταξύ τους, οι οποίοι συμπτωματικά βρέθηκαν στο ίδιο βαγόνι. Παρακολουθούν ο ένας τον άλλο και όταν κάποιος βάζει το χέρι στην τσέπη του, οι συνταξιδιώτες του βγάζουν ενστικτωδώς τα περίστροφά τους ώστε να μπορούν να πυροβολήσουν πρώτοι»2.
Συνεπώς, παρά τις διαβεβαιώσεις για οικουμενοποίηση, τα ευρωπα'ίκά κράτη, και πρωτίστως οι μεγάλες δυνάμεις, διακατέχονταν ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, από ανασφάλεια και αμοιβαία δυσπιστία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 129
π.χ. στην προτροπή του Μπίσμαρκ προς τον Γάλλο πρέσβη στο Βερολίνο να ξεχάσει η Γαλλία την ήττα της από την Πρωσία το 1870, όπως είχε ξεχάσει το Βατερλό, ο τελευταίος, στην εμπιστευτική έκθεσή του προς τους ανώτερούς του στο Παρίσι, αφού καταφερόταν εναντίον εκείνων που με τόση ελαφρότητα είχαν συμβιβαστεί με τις συνθήκες του 1815, προχωρούσε στην εξής διαπίστωση: «Εάν συμβιβαστούμε με τις υποδείξεις του Μπίσμαρκ, μια μέρα ένας από τους διαδόχους του ίσως πει στους aπογόνους μας "σας ζητώ να ξεχάσετε κι αυτή τη νέα ήττα και ένα νέο εδαφικό ακρωτηριασμό, όπως οι πατέρες σας ξέχασαν το 1 870"». Και κατέληγε: «πιστεύω ότι σε θέματα που αφορούν στην εδαφική ακεραιότητα ενός έθνους, εκτός εάν αυτό θέλει να γνωρίσει τη μοίρα της Πολωνίας, (που είχε διαμελιστεί), δεν θα πρέπει ποτέ να συγχωρεί και ποτέ να ξεχνά. Συνεπώς, σκοπός της γαλλικής πολιτικής θα έπρεπε να είναι "να κατευνάζει το παρόν και να διατηρεί το μέλλον"»3.
Αυτό στην καθομιλουμένη μεταφραζόταν ως «ρεβανσισμός», δηλαδή μια κατάσταση ετοιμότητας για την ανατροπή των τετελεσμένων. Δεδομένου αυτού του κλίματος καχυποψίας, ίσως το πιο περίεργο δεν είναι η έκρηξη του πολέμου το 1914 αλλά, πώς διατηρήθηκε αυτό το σύστημα για τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένας από τους λόγους που συχνά αναφέρεται είναι η ικανότητα του Μπίσμαρκ να εξισορροπεί τις διάφορες ροπές και φυγόκεντρες τάσεις. «ο Μπίσμαρκ», παινευόταν ο Γερμανός αυτοκράτορας, «ήταν απαράμιλλος "ζογκλέρ", καθώς ήταν ικανός να παίζει με πέντε μπάλες από τις οποίες οι τρεις βρίσκονταν πάντα στον αέρα». Αυτό ίσως αποτελούσε μεγάλο κατόρθωμα το οποίο δεν ε ίχαν τη δεξιοτεχνία να συνεχίσουν οι διάδοχοί του. Όμως, ένα οικοδόμημα που στηρίζεται μόνο στην ικανότητα ενός ανθρώπου να παίζει με πέντε μπάλες, σίγουρα δεν είχε προοπτική .
Επί 30 περίπου χρόνια η Ευρώπη ακροβατούσε σε τεντωμένο σκοινί και, όπως θα δούμε παρακάτω, υπήρξαν αρκετές περιπτώσεις πολεμικού πυρετού (war scare) . Ωστόσο πέρα από τις εμφανείς κρίσεις, όπως εκείνες για το Μαρόκο το 1905 και το 1911 , οι οποίες πήραν μεγάλη δημοσιότητα, υπήρχαν και άλλες υποβόσκουσες που βρίσκονταν υπό εκκόλαψη από τη στρατιωτική-πολιτική ηγεσία των δυνάμεων και
130 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
οι οποίες δεν είδαν το φως της δημοσιότητας, αλλά έγιναν γνωστές μετά τον πόλεμο, όταν ανοίχτηκαν τα αρχεία. Ουσιαστικά, η ευρωπα·ίκή διπλωματία της περιόδου 1878-1914 αποτελεί έναν κυκεώνα από αλλοπρόσαλλες, αλληλοσυγκρουόμενες και ατέρμονες προσπάθειες αλληλοϋπόθαλψης και αλληλοεξουδετέρωσης. Ο ιστορικός μελετητής αυτής της περιόδου δεν μπορεί παρά να εκπλήσσεται από το πώς τόσο ευφυείς άνθρωποι, που εκπροσωπούσαν τον ανθό της ανθρωπότητας και τις πιο ανεπτυγμένες κοινωνικά, οικονομικά και τεχνολογικά κοινωνίες, οι οποίοι πίστευαν ότι κατείχαν τα μυστικά της επιστήμης, μπορούσαν να συμπεριφέρονται μεταξύ τους με έναν τόσο αφελή και ανόητο τρόπο που τους οδηγούσε όλους σε αμοιβαία καταστροφή. Εάν ήθελε να συνοψίσει κανείς την ευρωπα·ίκή διπλωματία την περίοδο 1878-1914, θα την παρομοίαζε με την ύφανση ενός ιστού της αράχνης, στον οποίο μόλις ολοκληρώθηκε, εκουσίως, όλοι πιάστηκαν σ' αυτόν.
Για τον ιστορικό αποτελεί άχαρο έργο να προσπαθήσει, μέσα στον περιορισμένο χώρο που έχει στη διάθεσή του, να παρουσιάσει μια περιεκτική αλλά και εμπεριστατωμένη ανάλυση αυτού του χαώδους και δαιδαλώδους θέματος των διπλωματικών και διακρατικών σχέσεων της περιόδου αυτής. Αρκεί να τονίσουμε ότι το αντικείμενο αυτό έχει δώσει λαβή σε μια τεράστια βιβλιογραφία που αποτελείται από χιλιάδες βιβλία και άρθρα σε επιστημονικά, και όχι μόνο, περιοδικά. Συνεπώς το πρόβλημα της επιλογής καθώς και της οργάνωσης της επιλεγμένης ύλης τίθεται επί τάπητος. Ας ξεκινήσουμε με μια σειρά από βασικές επισημάνσεις και διαπιστώσεις. Μια πρώτη είναι ότι, ενώ όλες οι μεγάλες δυνάμεις ήταν εμπλεγμένες σ' αυτό το διπλωματικό-πολιτικό γα·ίτανάκι, οι σχέσεις δύο από αυτών, της Γερμανίας και της Βρετανίας, έπαιξαν τον πιο καθοριστικό ρόλο, έως την τελευταία στιγμή, πριν εκραγεί ο πόλεμος. Η «διαχείριση» των σχέσεων δυο λαών με τόσο στενούς φυλετικούς, πολιτισμικούς και βασιλικούς δεσμούς και οι δυο τεύτονες με επίγνωση της κοινής ιστορικής τους κληρονομιάς, οι οποίοι ωστόσο, ο ένας βρισκόταν στην ανιούσα και ο άλλος στην κατιούσα, αποτελεί βασικό στοιχείο αυτής της περιόδου.
Έως τις αρχές του 200ύ αιώνα, έως το 1902, για να ακριβολογούμε, υπήρξαν τουλάχιστον τρεις σοβαρές προσπάθειες, η πρώτη το 1885-89,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 3 1
με γερμανική πρωτοβουλία, η δεύτερη και η τρίτη το 1898 και το 1901 αντίστοιχα, με βρετανική κυρίως πρωτοβουλία, για μια βρετανογερμανική συμμαχία. Στις δυο τελευταίες περιπτώσεις, σ' αυτή τη συμμαχία θα συμμετείχαν και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Δηλαδή θα δημιουργούσε ένα συμπαγή άξονα των τριών μεγάλων <<τευτόνων λαών», όπως αυτοονομάζονταν, οι οποίοι από κοινού θα αναλάμβαναν έναν ηγετικό ρόλο στην παγκόσμια κονίστρα. Για τον ιστορικό υπάρχει πάντα ο πειρασμός να διαλογιστεί ποια θα ήταν η εξέλιξη της ιστορίας εάν είχε ευΌδωθεί αυτός ο στόχος. Ωστόσο δεν υπάρχει χώρος για τέτοιου είδους πνευματική περιπλάνηση. Αυτό που έχει σημασία εδώ, είναι ότι η ιδέα για σύμπραξη των «τευτόνων λαών» διατηρήθηκε σε διάφορες μορφές έως τις παραμονές του Β' παγκοσμίου πολέμου. Στο μεσοπόλεμο την ιδέα αυτή την προωθούσαν μοναρχικές και αριστοκρατικές δυνάμεις της Δύσης, πρωτίστως στη Βρετανία, οι οποίες θεωρούσαν ότι μια συνεννόηση με τον Χίτλερ ήταν η καλύτερη λύση για την αναχαίτιση του «μπολσεβικισμού», εγχώριου και σοβιετικού . Επίσης η ιδέα αυτή επανεμφανίζεται, σε νέα εκδοχή, το 1989-90, όταν ο πρόεδρος και ο υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, George Bush και James Baker, προτείνουν τη σύναψη ενός «Ηγετικού Συνεταιρισμού» (Partnership for Leadership) μεταξύ ΗΠΑ και Γερμανίας, με τη Βρετανία ως τρίτο συνέταιρο. Το ότι η Βρετανία θα αποτελούσε το «φτωχό συγγενή» αυτής της σύμπραξης, καθιστούσε αυτή την ιδέα ιδιαίτερη αποκρουστική για το Λονδίνο, όπως διαπιστώνεται και από τα πικρόχολα σχόλια και τη βίαιη αντίδραση της κυρίας Θάτσερ σ' αυτό το ενδεχόμενο4.
Αυτό που διαπιστώνουμε είναι ότι, τα τελευταία εκατό χρόνια, η ιδέα αυτή, σε διάφορες παραλλαγές, διαφαίνεται σε τουλάχιστον τρεις περιπτώσε ις: στα τέλη του 190υ αιώνα, στο Μεσοπόλεμο και κάπως φευγαλέα το 1989-91 . Ωστόσο, μόνο στην πρώτη περίπτωση υπήρξαν ουσιαστικές πιθανότητες για την υλοποίησή του. Το γιατί αυτές οι προσπάθειες απέτυχαν οφείλεται πρωτίστως στο ότι τα συμφέροντα των πλευρών δεν μπορούσαν να συγκεραστούν. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «οι Βρετανοί δεν ήταν πρόθυμοι να προσφύγουν σε πόλεμο κατά της Γαλλίας ώστε να εδραιωθεί ακόμα περισσότερο η δεσπόζουσα θέση που ήδη κατείχε η Γερμανία στην ηπειρωτική Ευρώπη. Ταυτό-
"85UO(l)'{X0-X1a31.( 5Ul Og9cD 01 mx m3'{�cDODAD AUl 91£D ADl
-9Xa30a1£ (1,01£ «50lDri�1£ru.X 0-0X1l1£U'{Oa1£» �cDaOri mri 300-0,{3101£D '50-OX
-mawo.y 50.0l mx 50-0ADria3.150.01 m'\ '17161 01 Ori3,{91£ AOW �,\rtcbOOa1£
U '�X1'{31, "50.00gld 50.01 � 50-0ADl3as: 50.01 m'\ 11'9 ,1£D D)ODrili.o Ua31
-0-,{D'\3ri 3X)3 «DriU1£0-lX 9X111£U'{Oa1£» DA? 3D �,\rtcbOOa1£ U '«5UO(l)'{X0-X1a
-31£» 5Ul U1'{�1cD3 AOl 3ri AD00-0� 0.01£ '50-0ADria3.1 50.01 m'\ 00910(:5 "50-01
-o.D ,1'\ )OADl3as: 10 ADX)3 0.01£ 50.0A)3X3 ,ri 50.0'\0'{�AD 531'{�1cD3 300-0,{
-DXOa1£ 50.01 5D)01£0 5Ul U�(lJ.1£�AD �X1ADXUri01g mx �X1riOAOX10 '�X1'\0'{
-OAX31 U 'D)O(l)d Ul 3ri �X113XO )OADria3.110 mx '�X01£3 0.01£)a31£ mq) AUl
'ADADX? mq?XO mori9aDil "L5U1 o.O'{9W 0.01 U�(lJ.1£�AD (l)a?lma31£ AUl
Ao.OONOuri3aD1£ DA m'\ 5D)ADria3.1 5Ul �lDX «ori3,{91£ 9X111£U'{Oa1£» ADA?
13g�'{DAD DA 0.0l �OUAa?go.X AUl 3Ma19aD1£ mx 3�Dri)0130a1£ 'lgqS!tI uqof l!S 'n.0)3XaDn.DN 0-0X1ADl3ag 0.0159,\UXaD 0 '9-�061 01 '�X01£3 mq)
AU1119 3rin.Oa?� �a0.3'{1£ U'{'{� AUl 91£y "9«Ori3'{91£ 3D A0-0XD'{uri3 DA 01£
-9X AOl 3�1�� D8 D)01£O AUl m'\ �X01a31£ mx 310-0 Om1£9a1 9X1ri3'{01£ 310-0
3Xa�1£n. A3q 'An.OO)a(l)X DA 3101£)1 ADX)3 A3q ()OADria3.110 mx )OADl3as:
10 �qD'{Uq) )OD'{ 10'{�'\3ri On.q 10» 119 3A(I))Dg3gmq mx n.01£0-l «n.OA1al
-)x» 0-0X1ADl3ag n.Ol 5?Xm 5?X1ri3,{01£ 511 5(1))00riuq 3�D)aUln.DX '8061 01
'9riD1ADria3'\1lAD AOl 3ri '0-0X111'{01£ 0-0AD13as: n.0'{'{� 3101£�qn.0101£0 91£D
Oa3190D1a31£ 'Da319,\aD 3XU8?qMO n.0)01£0 n.Ol DriOA9 01 ''{10laglOl, 0
mx Dri9XY "5n.ori91 MOO)ri3'\ DA AD00-Oaouri D8 UA�a13 AUW 5n.Ol �O(l)'{
-�Oa1£ AUl m'\ 5n.Ol 5130glmg3gmq 10 "5DlU19x1A3rin.OX10 mx 0-OriD1A8
-31q )a31£ 53?q1 5300-01DaX11£3 511 mlAO�a3ririn.o DA �A1aX1'{13 ADlAOA)DcD
mx UA�a13 AUl MO'\�'\DOa1£ DA mx MOO)'{DcDomq DA ADlAOa?cDmqA3
119 ADlAOA)31mq 53,{9 �an.3'{1£ D)ri Ul 91£\f "UO(l)A'\91£D 30 9X1aOW1 AOl
A0-0'\UqO DA 3Wgl 53AolA? 0091 mA)3 'A(I)3ri�Mq A(I)l �aOcD1a3urin.o uw
5)3ADX 13Aglw11£mq n.01£ '53)8n.0,{oXDAD '5130�rioaqA1'{D1£ '5130�cD1lAD
10 "A(I)3ri�Mq A(I)l 5130?Xo 5110 Agl1r!t01£n.XDX A(I))Dg10riD mx 5Dlu19mg
-3gD '5DlU19Wn.3a Dri)'{X 01 mA)3 n.01£ '17161-8L81 OqO)a31£ AUl A(I)3ri�Mq
A(I)l 5130?Xo 5110 DA9x13 �X1A3'\ U1 3ri �X113XO 'UO(l)W)1£mq �X10Dg Ua31
-0-3q Uw 3rin.00�a(l)XOa1£ DA 13�8uog 5Dri li.oADri�11£3 (l)A�1£DaD1£ H
"�«A(I)lA9a3cDrin.o AglX1ADl3ag A(I)l Ua�x m'\ D)O(l)d
U1 3ri )3Wn.Oax'\n.o DA U",?ri13831mq ADlAOA)DcD A3q D)ADria3.1 U DAOaX
VIdO�3:I IDlIvm.5dA3 HNOdXJA3: Z£1
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 133
Μια τρίτη γενική διαπίστωση είναι ότι οι δυνάμεις την περίοδο αυτή διακατέχονταν από μια έμμονη ιδέα για τη διατήρηση της «ισορροπίας δυνάμεων» μεταξύ τους. Είναι ενδιαφέρων ο ορισμός της «ισορροπίας δυνάμεως» που έδωσε ένας Βρετανός διπλωμάτης, ο Sir Eyre Crowe, το 1907, σε ένα εμπιστευτικό μνημόνιο που συνέταξε, το οποίο έκτοτε έχει αποκτήσει ιστορική σημασία, και όπου καταπιανόταν με τη «γερμανική πρόκληση» που αντιμετώπιζε η Βρετανία. «ο μόνος τρόπος για τον έλεγχο της κατάχρησης της πολιτικής κυριαρχίας (από μια δύναμη) οδηγούσε πάντοτε στη συσπείρωση μιας αντίθετης εξίσου πανίσχυρης δύναμης στο συνασπισμό διαφορετικών χωρών οι οποίες συγκροτούσαν αμυντικές συμμαχίες. Την ισορροπία που επερχόταν μεταξύ των δυο παρατεταγμένων δυνάμεων την αποκαλούμε επιστημονικά "ισορροπία δυνάμεων"9. Συνεπώς, μπορεί ορισμένοι ιστορικοί κυρίως του μεσοπολέμου να επέκριναν δριμύτατα το σύστημα «ισορροπίας δυνάμεων»lO, ωστόσο για τους πολιτικούς και διπλωμάτες σε όλη την Ευρώπη, πριν το 1914, η «ισορροπία δυνάμεων» θεωρούνταν απόλυτα φυσιολογική. Αυτό βέβαια δεν ήταν καινούργιο φαινόμενο, ωστόσο η «διαχείριση» αυτού του στόχου καθίστατο τώρα σχεδόν αδύνατη για τρεις βασικούς λόγους: πρώτο την εμφάνιση στο διεθνές προσκήνιο, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, τριών νέων δυνάμεων σε τρεις ηπείρους, ήτοι τη Γερμανία, τις ΗΠΑ και την Ιαπωνία· δεύτερο, και συνδεόμενο με το πρώτο, τη διεύρυνση της «ισορροπίας δυνάμεως» σε παγκόσμιο πλέον επίπεδο. Η μετάβαση από ένα ευρωπα·ίκό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων σε ένα παγκόσμιο με περισσότερες δυνάμεις, ήταν επόμενο να επιφέρει περιπλοκές. Τρίτο, πέρα από τις μεγάλες δυνάμεις στη διατήρηση της «ισορροπίας δυνάμεων» εμπλέκονταν μια σειρά από νέους παράγοντες και, πρωτίστως, η αυξανόμενη παρεμβολή και αυτονομία των μικρών δυνάμεων. Κλασικό παράδειγμα ήταν οι βαλκανικές χώρες στις οποίες επετράπη η εκπροσώπηση σε μεγάλο Συνέδριο των Δυνάμεων το 1878, στο Βερολίνοl l .
Το θέμα αυτό έχει τεράστια σημασία για πολλούς λόγους, πάνω απ' όλα όμως γιατί στην ευρωπα·ίκή συνείδηση έχει καλλιεργηθεί ο μύθος, ο οποίος διαιωνίζεται έως τις μέρες μας, αν όχι με μεγαλύτερο πάθος από τότε που ξέσπασε η κρίση στην πρώην Γιουγκοσλαβία το 1991, ότι
134 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
οι Βαλκάνιοι ταραχοποιοί, με την ανάρμοστη συμπεριφορά τους, δυναμίτιζαν την ειρήνη στην Ευρώπη, όπως το έκαναν το « 1914». Ωστόσο λίγοι Ευρωπαίοι είναι διατεθειμένοι να παραδεχτούν ότι η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και ότι η κρίση στα Βαλκάνια ε ίναι άρρηκτα συνυφασμένη με την κρίση στις σχέσεις των ευρωπα'ίκών δυνάμεων. Αυτό έχει, προφανώς, μεγάλη σημασία, όχι μόνο ιστορική, γιατί μας βοηθάει να διαλευκάνουμε λίγο τη σύγχυση που επικρατεί στις μέρες μας σχετικά με την κατάσταση στα Βαλκάνια και τη θέση της Ελλάδας στον ανεμοστρόβιλο που προέκυψε στην περιοχή μας μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου.
Μια βασική διαπίστωση, σχετικά με το ρόλο του λεγόμενου «Ανατολικού ζητήματος», από το 1878, στις σχέσεις των ευρωπα'ίκών δυνάμεων, είναι ότι, για λόγους που πιστεύω να γίνουν κατανοητοί παρακάτω, αυτό το πρόβλημα αποδείχτηκαν τελικά ανίκανες να το διευθετήσουν χωρίς να προσφύγουν σε πόλεμο, σε αντίθεση με τις συνεχείς προστριβές τους στην Αφρική για αποικίες και επιρροή. Στη δεύτερη περίπτωση, παρ' όλες τις εντάσεις και τις πολεμικές κραυγές (war scares) όπως το 1905 και το 19 1 1 , στις λεγόμενες «μαροκινές κρίσεις» , τελικά επεδείκνυαν μεγαλύτερη διάθεση για συμβιβασμό, απ' ό,τι στην Εγγύς Ανατολή, όπου μια και μόνο μεγάλη κρίση, τον Ιούλιο του 1914, ήταν αρκετή για να τινάξει το ευρωπα'ίκό οικοδόμημα στον αέρα. Αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι η κρίση στα Βαλκάνια απειλούσε άμεσα τη διατάραξη, ή καλύτερα την ανατροπή της ισορροπίας δυνάμεων σε βαθμό που δεν είχε προκαλέσει καμία άλλη κρίση στην περιφέρεια.
Οι παραπάνω επισημάνσεις ίσως είναι χρήσιμες για να παρακολουθήσει ο αναγνώστης ευκολότερα την εξέλιξη των γεγονότων αυτής της περιόδου. Οπωσδήποτε οι κρίσεις αυτές, στις αποικίες και στην Εγγύς Ανατολή, ήταν συνυφασμένες με το γενικότερο προβληματισμό της διατήρησης της ισορροπίας - δυνάμεων, κάτι που ενέπλεκε τις δυνάμεις σε ατέρμονες προσπάθειες. Ωστόσο η κοινή συνισταμένη σ' όλες αυτές τις διεργασίες είναι η αυξανόμενη αυτοπεποίθηση της Γερμανίας, που την ωθούσε να ανατρέψει τη «συντηρητική» στάση του Μπίσμαρκ και να υιοθετήσει μια weltpolitik αντιπαράθεσης με τη μεγάλη Βρετανία για την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία. Όπως παρατηρούσε ο αρχηγός του
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 135
γερμανικού ναυαρχείου το 1896, η «δειλή» πολιτική του Μπίσμαρκ και του διαδόχου του, Caprivi, ε ίχε χρεοκοπήσει, συνεπώς ήταν απαραίτητο για τη Γερμανία να παραδεχτεί ότι μια weltpolitik ήταν αναπόφευκτη γι' αυτήν. Αυτό σήμαινε ότι «η παγκόσμια ιστορία κυριαρχείτο από μια οικονομική σύγκρουση (και συνεπώς) η Κεντρική Ευρώπη περιοριζόταν για την περαιτέρω ανάπτυξή της από έναν κόσμο που κηδεμονευόταν από την Αγγλία». Ο μόνος τρόπος για να διαρραγεί αυτός ο κλοιός ήταν ένας πόλεμος μεταξύ των δυο «γερμανικών αυτοκρατοριών», ο οποίος αναπόφευκτα «θα καθόριζε ποια από τις δυο θα κυριαρχούσε παγκοσμίως»12. Σ' αυτού του είδους τη λογική, που σταδιακά βρέθηκε να υιοθετεί με πάθος η μεγάλη πλειονότητα του γερμανικού λαού, δεν είχαν τίποτε να αντιτάξουν οι Βρετανοί παρά τη συσπείρωση οποιασδήποτε δύναμης, της ίδιας της Βρετανίας, της αυτοκρατορίας της αλλά και οποιουδήποτε άλλου, για να αποτρέψει τη Γερμανία να εκπληρώσει αυτό το στόχο. Επομένως κοινή συνιστάμενη της περιόδου 1878-1914 είναι τόσο η αυξανόμενη δύναμη της Γερμανίας όσο και ο αυξανόμενος φόβος των Βρετανών για να αποτρέψουν την «εκθρόνισή» τους από τους Γερμανούς από παγκόσμια δύναμη.
Το 1878, στο Συνέδριο του Βερολίνου, η Βρετανία, υπό την πρωθυπουργία του Ντισραέλι, έδινε ακόμα την εντύπωση ότι ήταν ο ρυθμιστής των εξελίξεων στην Ευρώπη. Ήταν το Λονδίνο που πρωτοστάτησε στο να ακυρωθεί η Συνθήκη του Αγίου Στεφάνου με το επιχείρημα ότι ανέτρεπε την ισχύουσα ισορροπία δυνάμεων στην Εγγύς Ανατολή και κατά προέκταση στην Ευρώπη, κάτι που δεν θα το ανεχόταν η Βρετανία. Βέβαια, όπως είπαμε και στον πρώτο τόμο, η κίνηση αυτή έβρισκε σύμφωνο τον Μπίσμαρκ καθώς εξυπηρετούσε το βασικό αξίωμα της εξωτερικής του πολιτικής, που απέβλεπε στο να κρατάει τις άλλες δυνάμεις σε αποστάσεις μεταξύ τους. Το ίδιο ίσχυε στην πολιτική του στην κρίση της κατάληψης της Αιγύπτου από τους Βρετανούς το 1882, η οποία τους έφερνε σε αντιπαράθεση με τη Γαλλία. Γενικά, την ίδια αρχή πρέσβευε στην πολύπλοκη και πολυμήχανη εξωτερική πολιτική του ο Μπίσμαρκ έως την απομάκρυνσή του από την καγκελαρία από τον αυτοκράτορα Γουλιέλμο Β' το 1890.
m.01A.;ni '0:1. 13"(�grin.o 3XJ3 009wm '/\m3ri�ACtq /\ml0-�U13ri U)UOaaOD1 /\Ul
30UW5IlUX01£l) (W/\)"(Oa3g (tOl O1aq5lACt� 01 mx /\U 'U1A.9,,( u"("(� 3W
°5130�X1qX31q 5(tOl 551x1q 511 ACto05lS U/\ mx 0/\)"(
-oa3g ow uJ3umOOa1£1li\U ACto,,(J3w U/\ 50-0/\ug'(\1 5(tOl 30U/\)Xou(t '0-orio
-UUD1a31£1li\U ltou/\)X 3D 'U,,(0-IIU 119 J3sm13rilto U/\ 13��U 5UO)U3 0�1501
-Uri�lU� 0-0X1"(OlU/\\1 (tOl ltoU15lS(t31q UW paUU /\m3ripACtq /\m"(pA.3ri /\ml
s1305lXO 511.0 3a3tD5IU3 (tOU S3)UOaa0D1 5351/\ 511 mA. U)ourilto Ua310-,,(uA.3ri
3X)3 (to/\)"(Oa3g (tOl O1aq5lACt� 01 's9X1aOW1 sU/\51 J3aUlUaUU smuo-°m/\
-px"(ug UW sU�Pl s�X111"(OU sU1UOUWPlUXOUU /\Ul mA. paUU /\m3ripACtq
SU)UOaaOD1 slt1 Uoua�lU1q Ul mA. Oa3190D1a3U /\Uli\Oa5ltDmq/\3 'U)/\'O:1.
-3ag U sm)a(tX 's13riPACtq s3"(pA.3ri 10 umg5lg °171«supa3XO(tq sUa5l1(t"(uA.
-3ri 3a3tD5I1£3 US '�"(om/\\1 /\3 sm3�pl s�X111"(OU /\10UWPlUXOUU /\Ul 513
u"(pgrin.o U/\ )li\u» 91(tu 119 9riD1a(tXD1 /\01 3ri (to/\)"(Oa3g (tOl O1aq5lACt�
ow �X013ririn.o �X1/\U"("(3 /\lt1130)qouri3auu U/\ 300-0SUUOoau mx U)rio/\
-Oa13X �X1/\'O:1.3ag Ul 3ri sUl ��u"(ux5I /\Ul 3g(taX5I /\3q 'UriUl�� 9X1"(OlU/\\1
01 3ri 13/\PX U/\ 3XJ3 11'9 3D (to/\Jq/\oy (t01 Uouwpauurin.o Ul U/\51rioq
-3q sm 300-0am3S 3191 sm51 (tOU U,,(0-IIU 'pa(t3,,(U U"("(P /\Ul 9U\1 °'O:1.uriri�"(
-1q U"(pA.3ri 300-0,,(UXoau O/\Jq/\oy 01 uaCY)l 3/\13151 (tOU sUJ3suog UaJ3X
U 'O�81 01 OX1tD)OUil /\OlN (tOl 01q9013U3 01 �riaOtDU 3ri /\OWa3ri,,(Pil
(tOl sltopw uqp,,(,,(3 /\Ul mA. s�Xl1m/\13U'O:1. sUl mx suoa3A.51�3 s�Xl1UaX
sUl '(tori5l,,(OU 0-0X�ouri1ax (tOl mA.9,,( UriUWp1q 0)'O:1.(t3"(31 01 Oa3190D1a3U
J3S(tXo1/\3 3X)3 uriuSO)U 9X10maO"(1tD 01 (tOU9 suqp,,(,,(3 sUl ltou/\a5lg(tX
/\Ul mA. °Xoll 0�X01a3U /\UW pa3/\ '0:1. 300uaplmq '1X9 � m00-oX3 'Uli\Oa
-5ItDrin.o �"(3101q1 9UU 33aa5lUU (to/\Jq/\oy (tOl �l(tU Uopw U mx /\\1 0£1(t01
oA.a51 s3qcymriu/\ri OW sU5IaUO\1 0 13tDpaA. 5mu9 '«s�"(n.ffi sUa5l13 (toq9Sux
s(toqCj)aauri13X sUl p1q 0li\0A.)/\U3lUX U/\11P 's�"(n.ffi s�X1/\U"("(3 sUl umxJq
'0:1.» (tOl urlt9U(t 13gp"( U/\ 3U3aU5I US m/\px"(ug UW s9ri01/\0/\uxmq 5051/\
31OU�q0010UO 119 3"("(Ug5l0au '(t01 /\mlpriua13X11£3 /\ml 0-�'O:1.3ri 'o/\Jq/\oy
0.1 0(t00�/\00a3X s�X1/\UX"(Ug sUl Ua�lXUaUX 9X1gU"(0 01 mA. /\Cj)W1gU"(0
-/\UU /\ml mx suXo9W slt1 'O:1.uri�a13X1U3 '0:1. 1300-0aX1li\U U/\ mA. uqP"("(3
/\Ul soau UlUriA.)O/\U 13/\PX paOtD U1Cj)aU mA. 'O/\Jq/\oy 01119 /\'0:1.� U�1,,(51�3
�X1li\uril.lD 0-,,(OU U)W 017161 01 sm51 s13�"(3�3 s3/\3ri9u3 511 30uA.9,,(orioaq
(tou s�XOU3 sU5I/\ smri �xauuu /\Ul J3lOqOlUriUO 'O:1.Ul�gD1tDriU/\u (to/\J"(oa
-3g (tOl O1aq5lACt� 01 '«UriUl�� 9X1"(OlU/\\1» OW paOtDU /\009 '009w�
VIdO.L3:I IDI�VlmdA3 HNOdXJA3: 9£1
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 137
για να ανοίξουν οι ασκοί του Αιόλου στα Βαλκάνια16. Ωστόσο για τα επόμενα 30 περίπου χρόνια οι μεγάλες δυνάμεις δεν ασχολήθηκαν, συλλογικά, σε υψηλό επίπεδο με το «Ανατολικό ζήτημα». Έως τη μονομερή προσάρτηση από την Αυστρία της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης, το 1908, ή καλύτερα έως τους βαλκανικούς πολέμους, το ενδιαφέρον των δυνάμεων στα Βαλκάνια ήταν αποσπασματικό και α lα cαrte, με την Αυστροουγγαρία και τη Ρωσία να διατηρούν το προβάδισμα και τη Γερμανία να εμπλέκεται όλο και περισσότερο στο Ανατολικό ζήτημα. Το Λονδίνο, έχοντας αποσπάσει αυτό που ήθελε στο Συνέδριο του Βερολίνου, αρχικά προσπάθησε να επιστρέψει στον παλιό, παραδοσιακό του ρόλο ως προστάτης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Π.χ. όταν η Βουλγαρία προσήρτησε μονομερώς την Ανατολική Ρωμυλία, το Σεπτέμβριο του 1885, η Βρετανία ανέλαβε να «συνετίσει» τη Σερβία και την Ελλάδα, κάτι που οδήγησε στο ναυτικό αποκλεισμό της χώρας από το βρετανικό στόλο. Για τον Μπίσμαρκ, η στάση αυτή του Λονδίνου ήταν απολύτως ευπρόσδεκτη καθώς διατηρούσε το «σύνδρομο της Κριμαίας», δηλαδή τροφοδοτούσε την εχθρότητα μεταξύ Βρετανίας και Ρωσίας. Το ότι το Λονδίνο αποσκοπούσε επίσης να αυξήσει τώρα την επιρροή του στη Βουλγαρία αποτελούσε έναν πρόσθετο λόγο για τον Μπίσμαρκ να είναι ευχαριστημένος καθώς αυτό θα δημιουργούσε άλλο ένα αγκάθι στις αγγλορωσικές σχέσεις17.
Γενικά, όμως, το ενδιαφέρον των δυνάμεων στράφηκε προς άλλες κατευθύνσεις μετά το Βερολίνο, κυρίως στις διενέξεις τους για αποικίες, στον ιμπεριαλισμό γενικότερα, καθώς και στη διαμόρφωση δυο αντιπαρατασσομένων συνασπισμών. Αυτοί, όπως θα δούμε και παρακάτω, παίρνουν την τελική τους μορφή το 1907, με τη σύναψη της Ρωσοβρετανικής Συμμαχίας, η οποία αποτελούσε την τρίτη και καθοριστικότερη φάση όπου έκλεινε ο κύκλος της γαλλο-βρετανο-ρωσικής συνεννόησης. Λίγους μήνες αργότερα, η Αυστροουγγαρία, με τη συμπαράσταση της Γερμανίας, προσαρτούσε τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη. Έκτοτε το Ανατολικό ζήτημα δεν μπορούσε παρά να αποτελεί αναπόσπαστο συστατικό της υποβόσκουσας αναμέτρησης μεταξύ των δύο στρατοπέδων που ε ίχαν πάρει σάρκα και οστά. Στο διάστημα που μεσολάβησε, δηλαδή μεταξύ του Συνεδρίου του Βερολίνου και της βοσνια-
138 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κής κρίσης το 1908, ε ίχαν επέλθει στα Βαλκάνια ανακατατάξεις και είχαν διαμορφωθε ί δυο συνασπισμοί οι οποίοι ουσιαστικά αντικατόπτριζαν τις δύο παρατάξεις των μεγάλων δυνάμεων.
Πριν όμως ασχοληθούμε με το Ανατολικό ζήτημα την περίοδο 1885-1914, θα πρέπει να εξετάσουμε τις επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού στις σχέσεις των μεγάλων δυνάμεων καθώς και τη διαχείριση της ισορροπίας δυνάμεων. Όσον αφορά στο φαινόμενο του ιμπεριαλισμού, ε ιπώθηκαν νομίζω αρκετά στο προηγούμενο κεφάλαιο για να κατανοήσουμε τη μεγάλη σημασία του για την Ευρώπη εκείνης της περιόδου. Αναφερθήκαμε κυρίως στις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές επιπτώσεις του ιμπεριαλισμού καθώς και στον έντονο προβληματισμό που είχε αυτός προκαλέσει σε ριζοσπάστες φιλελεύθερους, όπως ο Hobson, αλλά κυρίως σε μαρξιστές, από τον Hilferding στη Ρόζα Λούξεμπουργκ και τον Kautsky, έως τον Μπουχάριν και τον Λένιν. Τέλος αναφερθήκαμε στην πολιτική-ψυχολογική διάσταση του φαινομένου, κυρίως όσον αφορά στη διεθνή υπόσταση των δυνάμεων. Σ' αυτό το σημείο θα επικεντρώσουμε την προσοχή μας εδώ. Αυτή η διάσταση είναι ίσως η σημαντικότερη για να εξηγήσει κανείς το «ιμπεριαλιστικό όργιο», όπως το αποκαλούν ορισμένοι ιστορικοί, του «Νέου Ιμπεριαλισμού» των 40 περίπου τελευταίων ετών πριν το 1914.
Για να γίνει αυτό καλύτερα κατανοητό θα πρέπει να πούμε ορισμένα πράγματα για την ιστορική εξέλιξη του φαινομένου της ευρωπα'ίκής επεκτατικότητας. Αυτό θα μας βοηθήσει να εντάξουμε τα νέα στοιχεία που εμπεριέχει ο ευρωπα'ίκός ιμπεριαλισμός της περιόδου 1873-1914, σε ένα ευρύτερο ιστορικό πλαίσιο. Μια βασική διαπίστωση είναι ότι η Ευρώπη, όπως ακριβώς και στην περίπτωση της Αρχαίας Ελλάδας, άρχισε συστηματικά να επεκτείνεται προς άλλες κατευθύνσεις όταν η ίδια είχε αντιπαρέλθει τους εξωτερικούς κινδύνους, δηλαδή μετά την περίοδο των εισβολών. Η αρχή έγινε με τις Σταυροφορίες, οι οποίες υποτίθεται ότι έγιναν για την προάσπιση της χριστιανικής Ευρώπης από τους «άπιστους». Με άλλα λόγια, μια χώρα ή ένας πολιτισμικός χώρος που αντιμετωπίζει άμεση εξωτερική απειλή, όπως η Ελλάδα των περσικών πολέμων, η Ευρώπη των εισβολών, το Βυζάντιο μετά το 1071 (η μάχη του Μανζικέρτ) ή ακόμα και η Αυστροουγγαρία έως τον 170 αιώνα, δεν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 139
ε ίχαν την πολυτέλεια να εμπλακούν σε ξένες περιπέτειες. Συνεπώς δεν ε ίναι τυχαίο ότι η ευρωπα'ίκή εξάπλωση αρχίζει να αποκτά μεγάλες διαστάσεις από το 150 αιώνα, όπως επίσης δεν είναι τυχαίο ότι οι χώρες που επιδόθηκαν σ' αυτή την εξάπλωση ήταν εκείνες που απειλούνταν λιγότερο από εξωτερική εισβολή, δηλαδή οι δυτικές «ατλαντικές» χώρες, όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία, η Αγγλία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αυτές αισθάνονταν απόλυτα ασφαλείς κάθε άλλο. Στην περίοδο τεσσάρων περίπου αιώνων, από το 1400 έως το 1815, υπάρχουν ατέρμονες πόλεμοι για την υφαρπαγή εδαφών, μεταξύ αυτών των δυνάμεων. Ωστόσο αυτό αποτελούσε μία φυσιολογική κατάσταση που λίγο επηρέαζε τη ροπή τους προς επέκταση πέραν του ωκεανού.
Για έναν περίπου αιώνα, 1760-1875, παρατηρείται κάποια αποστροφή, μια κριτική στάση στη μανία για επέκταση. Π.χ. διαφωτιστές από τον Βολταίρο έως τον Adam Smith είχαν διατυπώσει επιφυλάξεις για τη μανία των Ευρωπαίων για επέκταση. Παρόμοιες, πιο έντονες επιφυλάξεις εξέφραζαν και συντηρητικοί στοχαστές όπως ο Edmund Burke, ο κατ' εξοχήν επικριτής της βρετανικής αποικιοκρατικής πολιτικής στη Βόρεια Αμερική και την Ινδία. Αυτή η πιο επιφυλακτική στάση ήρθε να ενισχυθεί τόσο από την αναστάτωση στην Ευρώπη την περίοδο 1789-1 815, όσο και από την ντε φάκτο αποσκίρτηση της Βόρειας και Νότιας Αμερικής την περίοδο 1776-1835, κάτι που επηρέασε όλες τις παραπάνω ευρωπα'ίκές χώρες. Συνεπώς η περίοδος 1815-1875 αποτελεί (σχετική) ανάπαυλα στην προσπάθεια μισής χιλιετίας ( 1400-1914) των Ευρωπαίων για επέκταση σε άλλες ηπείρους.
Στην περίοδο αυτή, το απόγειο του κλασικού φιλελευθερισμού, η απόκτηση νέων αποικιών θεωρείται ιδεολογικά και ηθικά καταδικαστέα, κυρίως από τους ενστερνιστές του laisser faire, και πολιτικά και οικονομικά ασύμφορη, καθώς απορροφά πόρους και ενέργεια δυσανάλογα μεγάλους σε σχέση με τα οφέλη. Με άλλα λόγια η κατάκτηση νέων εδαφών εκλαμβάνεται τώρα μέσα από το πρίσμα του οικονομικού ορθολογισμού, δηλαδή υπόκειται σε ένα ε ίδος cost-benefit ανάλυσης στην οποία η πλάστιγγα γέρνει σαφώς προς το κόστος. Είναι ενδεικτικό ότι ακόμα και ορισμένοι από εκείνους που συνέδεσαν το όνομά τους
140 IYfXPONH EYPQITAIKH IITOPIA
!-lE LOV «N£o I!AJtEQLaALO!-lo» !-lELa LO 1870, !-lE nQoE�£XOV naQ<i(1)HY!-la
LOV NLLoQa£AL, vWQLLEQa ElXav ExcpQaOLEl xaLa L1']� anOXL1']01']� v£wv
Eoacpwv. �1']AaOtl 1'] xAaOLxtl cpQao1'] LOU Kipling YLa LO «white man's bur
den» (au rj'tav ayyaQla YLa LOU� AEUXOV� va OLOLXOVV LL� aAAE� cpuM�)
ElXE EUQEla antlX1']Ol] OL1']V EUQwnl'] nQLv LO 1870 ana LOV Mnlo!-laQx £W�
LOV NuoQa£AL. MovaoLxtl, aAA.a EvoLacp£Qouoa, E�alQEOl] anoLEAovOE
1'] raAAla, 1'] onola L1']V nEQlooo aULtl (1815-75) XaLaAa!-l�aVEL E6<icp1'] xu
QlW� OL1'] BOQHa AcpQLXtl xm OL1']V Ivooxlva. AULa OEV Elvm O'U!AJtLw!-la
uxo aAAa !-laAAOV O'UvOEOLav !-lE L1']V EJtL8u!-lla LWV raAAWV va LOOOXE
AlOOUV LO !-lELW!-l£VO QOAO LOU� OL1']V EUQwnl'] !-lELa LO 1815.
AULa £XEL Ol']!-laOla xa8w� xm OL BQELavol OLQacp1']Xav nQo� LOV
L!AJtEQLaALO!-lO, !-lELa LO 1870, YLa naQO!-lOLOU� Myou�, Ol']AaOtl va LOO
OLa8!-llOO'UV Tl'] !-lHW!-l£V1'] EJtLQQOrj LOU� OLl']v EUQwn1'], !-lELa L1']V EVOnOl1']
Ol] L1']� rEQ!-laVla�. AnOLEAOVOE «!-lLa aXO!-l1'] !-lOQCPtl LOU O'UVOQO!-lOU L1']�
naQaX!-ltl�», nou aQXLOE va EX01']AWVELaL !-lELa LO 1873 0Ll'] BQELaVla xm
£cpLaOE OLO �EV(8 L1']� La L£A1'] LOU mwva18. TWQa axo!-la xm EJtLcpavEl�
QL�oonaOLE� CPLAEAEV8EQOL, onw� 0 rA.aOOLWVa�, EVW OLaQQl']YVvo'UV La
L!-laUa LOU� aU XaLaOLxa�o'UV LOV L!AJtEQLaALO!-lO, O'U!-l�aAAO'UV EVEQya
OLl']V E�anAWor] LOU. n.x. rj'tav ml nQw8unOUQyla� rMOOLwva nou 1']
BQELaVla nQo£�1'] OLl']V lOW� 01']!-laVLLXOLEQ1'] L!AJtEQLaAtOLLXtl nQa�1'] au
Ltl� L1']� nEQLOOOU, Ol']AaOtl OL1'] OLQaLLWLLXtl xaLOXtl L1']� ALYVJtLOU, LO
1882. Km EVW 0 rMOOLwva� oLa�E�alwvE au aULa LO £xavE naQa L1']
8£A1']orj LOU oav eva avayxalo xaxo xm aLL oVVLO!-la La �QELaVLXa
OLQaLEV!-laLa 8a anoxwQovoav ana L1']V AlYUJtLO, 1'] �QELavLxtl xaLOXtl
OLtlQXWE 70 XQovLa xm oUOLaOLLxa £XAHOE !-lE LOV lOLO oQa!-laLLXO LQO
no nou ElXE �EXLVtlOH LO 1882. �1']AaOtl, onw� 1'] �QELaVLXtl xaLoXtl Ll']�
ALYVJtLOU LO 1882 Ol]!-laLOOOLOVOE L1']V anaQXtl L1']� L!AJtEQLaALOLLxtl� Eno
Xtl� OL1']V EUQwn1'], 1'] EXOlW�1'] LWV AYYAWV ana L1']V AlYUJtLO 'to 1956 Otl
!-lmVE LO L£AO� L1']�. Km OLL� ouo nEQLJtLWOH� «YEWOLQaL1']YLXOl MYOL»,
o £ACYXO� Ll']� OLWQuya� LOU �OU£�, £nm�av xa80QLOLLXtl Ol]!-laOla.
H EnOXtl LOU «N£ou I!AJtEQLaALo!-lov» cyxmvLao8l']XE LO 1874, !-lE L1']V
avooo LOU NLLOQa£AL OL1']V E�OUOla, OL1'] BQELavla. AVLl YLa laisser jaire,
LO oVv81']!-la LOU NUOQa£AL tlLaV Imperium, Libertas, Sanitas19. Ana au
La, !-lOVO LO nQWLO 8a !-la� anaOXOAtlOEL EOW. ME Imperium 0 NuoQa£-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 141
λι εννοούσε τη διαμόρφωση νέων δεδομένων στον κόσμο, τα οποία η Βρετανία θα έπρεπε να λάβει υπόψη της και να προσαρμοστεί ανάλογα. Όπως έλεγε: «Ζούμε σ' ένα νέο κόσμο, με νέες καταστάσεις, νέους κινδύνους και προσανατολισμούς . . . Η σημερινή κατάσταση δεν έχει τίποτε να κάνει με την εποχή του Φρειδερίκου του Μεγάλου. Η βασίλισσα της Αγγλίας σήμερα είναι ηγεμών των πιο δυνατών κρατών της Ανατολής (δηλαδη της Ινδίας). Στην άλλη άκρη του πλανήτη υπάρχουν τώρα νέες κτήσεις που της ανήκουν και οι οποίες σφύζουν από πλούτο και πληθυσμό . . . Αυτά αποτελούν νέα στοιχεία στην κατανομή της δύναμης (συνεπώς) είναι καθήκον μας, σ' αυτή την κρίσιμη καμπή, να διατηρήσουμε την Αγγλική Αυτοκρατορία»20.
Το 1876 ο Ντισραέλι ανακηρύσσει τη βασίλισσα Βικτωρία αυτοκράτειρα της Ινδίας. Η βασική φιλοσοφία της ιμπεριαλιστικής σχολής ήταν ότι «η Βρετανία, με μια έξυπνη εκμετάλλευση των διαθέσιμων πόρων -οικονομικών, πολιτικο-στρατηγικών, ανθρωπίνων- θα μπορούσε να διατηρήσει την αυτονομία της από την Ευρώπη και από οποιοδήποτε συνδυασμό δυνάμεων στην ήπειρο». Με άλλα λόγια, ο ιμπεριαλισμός αποτελούσε μια fuite en αvαnt, όπως θα έλεγαν οι Γάλλοι, δηλαδή μια φυγή προς τα μπρος που βοηθούσε να διασκεδαστεί η ε ικόνα ενός δυσάρεστου παρόντος. Από αυτή την άποψη, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, η προσφυγή των Βρετανών στον ιμπεριαλισμό είχε «κάτι το επίπλαστο και επιφανειακό. Ήταν μια προσπάθεια να δημιουργηθεί κάτι το συμπαγές από έναν άμορφο κόσμο»21 . Παρά τις επίπονες προσπάθειες οι Βρετανοί και οι άλλες δυνάμεις που ενεπλάκησαν στην ξέφρενη κούρσα του ιμπεριαλισμού, δεν μπορούσαν να αποκτήσουν από αυτό κάτι το συμπαγές και αξιόλογο, τόσο αξιόλογο που να αντισταθμίζει την ανερχόμενη δύναμη της Γερμανίας στην Ευρώπη. Ο ιμπεριαλισμός μπορεί να εξυπηρετούσε μια σειρά από άλλες σκοπιμότητες, οικονομικές, κοινωνικές, ακόμα και ψυχολογικές, όμως από μόνος του δεν μπορούσε να μεταβάλει τα βασικά δεδομένα στην Ευρώπη, και κυρίως δεν μπορούσε να αναστείλει την αδυσώπητη ανάπτυξη της Γερμανίας.22 Είναι προφανές ότι η απόκτηση νέων εδαφών, και του πλούτου τους, αύξανε τη δύναμη και το κύρος των δυνάμεων, ωστόσο, αν υπολογίσει κανείς το οικονομικό, πολιτικό ακόμα και ηθικό κόστος που συνεπάγο-
142 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νταν, τείνει να πιστέψει ότι τα οφέλη δεν ήταν τόσο σημαντικά. Ήταν μάλλον επιφανειακά παρά ουσιαστικά και δημιουργούσαν ένα είδος «irnperial over-stretching» (<<αυτοκρατορικής υπερ-εξάπλωσης») όπως το αποκαλεί ο Paul Kennedy στο βιβλίο του Άνοδος και Πτώση των Μεγάλων Δυνάμεων, το οποίο είναι σαφώς εμπνευσμένο από την περίοδο που αναλύουμε εδώ και τα προβλήματά της.
Αυτό γίνεται πιο κατανοητό εάν λάβουμε υπόψη μας ότι υπήρχαν αντικρουόμενα συμφέροντα και διεκδικήσεις μεταξύ των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων στην Αφρική και την Ασία, γεγονός που προκαλούσε μόνιμες εντάσεις οι οποίες πολλές φορές οδήγησαν σε κρίσεις, ακόμα και στα πρόθυρα πολέμου. Ωστόσο είναι αξιοσημείωτο ότι καμιά από αυτές τις κρίσεις δεν στάθηκε αρκετή για να σύρει τις ευρωπα·ίκές δυνάμεις στον όλεθρο. Παρά τις εντάσεις και το θόρυβο κατόρθωναν την ύστατη στιγμή να βρουν ένα συμβιβασμό. Αυτό, ίσως περισσότερο από οτιδήποτε άλλο, υποδηλώνει το δευτερεύοντα χαρακτήρα που είχε ο ιμπεριαλισμός στις σχέσεις των δυνάμεων, σε σχέση με άλλες συνισταμένες που θα μας απασχολήσουν παρακάτω. Οπωσδήποτε θα ήταν αδύνατο να εξιστορήσουμε εδώ λεπτομερώς όλες τις πτυχές και τις φάσεις του ιμπεριαλισμού αυτής της περιόδου. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε είναι ότι όλες σχεδόν οι δυνάμεις αισθάνονταν την ανάγκη για επέκταση. Αυτό, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι, με τα νέα τεχνολογικά μέσα, οι αποστάσεις εκμηδενίζονταν και ο πλανήτης «συρρικνωνόταν» σήμαινε ότι οι πιθανότητες να βρεθούν οι δυνάμεις αντιμέτωπες σε απόμακρες τροπικές περιοχές, απρόσιτες έως πρόσφατα, είχαν αυξηθεί σημαντικά.
Το παράδειγμα της Αφρικής είναι αποκαλυπτικό. Ενώ το 1875 λιγότερο από το ένα δέκατο της μαύρης ηπείρου κατεχόταν από τους Ευρωπαίους, το 1895, μόλις 20 χρόνια αργότερα, ξεπερνούσε το 90%. Αυτή η «κούρσα για την Αφρική» (scrurnble for Africa) μεταξύ των ευρωπα·ίκών δυνάμεων αποτελεί μοναδικό ιστορικό φαινόμενο στην ένταση και έκτασή του. Ποτέ άλλοτε στη σύγχρονη ιστορία τόσο λίγοι δεν βρέθηκαν να κατέχουν τόσα πολλά σε ξένες περιοχές. Αυτό συνάρπαζε τις μάζες και δημιουργούσε ένα κοινό μέτωπο, μια εθνική εκστρατε ία για την κατάκτηση όσο το δυνατό περισσοτέρων εδαφών. Ακόμα και οι σο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 143
σιαλιcrcές, αν και δεν επιδοκίμαζαν αυτή την ιμπεριαλιcrcική έξαρση, δίcrcαζαν να την καταδικάσουν απερίφραcrcα, φοβούμενοι το πολιτικό κόcrcος. Πράγματι, σε ακανθώδη προβλήματα, όπως ο ιμπεριαλισμός και η εξωτερική πολιτική, οι σοσιαλιcrcές επιδίδονταν σε υπεκφυγές της μορφής ότι αυτά ήταν συνυφασμένα με το καπιταλιcrcικό σύcrcημα, συνεπώς θα εξαλείφονταν μετά την ανατροπή του «συστήματος».
Για τη διευθέτηση των αντικρουόμενων διεκδικήσεων crcην τροπική Αφρική, συνήλθε το 1884 crco Βερολίνο ένα συνέδριο που καθόριζε τις «σφαίρες επιρροής» κάθε χώρας. Εάν εξαιρέσουμε τα Βαλκάνια και το Ανατολικό ζήτημα, που αποτελούσε μια ιδιάζουσα περίπτωση η οποία θα μας απασχολήσει παρακάτω, υπήρχαν πέντε βασικά σημεία τριβής μεταξύ των δυνάμεων εκτός Ευρώπης. Τα τρία ήταν crcην Αφρική. Το ένα αφορούσε crcη Γαλλία και τη Βρετανία σχετικά με την Αίγυπτο και το Σουδάν. Το 1898 οι δυο πλευρές ήρθαν crca πρόθυρα πολέμου crcη Fashoda, crco νότιο Σουδάν. Ωcrcόσο, παρά το θόρυβο που προκλήθηκε, οι δυο πλευρές έδειξαν παραδειγματική αυτοσυγκράτηση και η κοινή λογική επικράτησε. Είναι προφανές ότι και οι δυο χώρες είχαν απόλυτη επίγνωση ότι ένας πόλεμος μεταξύ τους για ένα κομμάτι έκτασης crcη ζούγκλα της Αφρικής θα ήταν ό,τι το καλύτερο για τη Γερμανία καθώς και οι δυο χώρες θα υποβιβάζονταν ακόμα περισσότερο.
Το δεύτερο σημείο τριβής αφορούσε στη Νότια Αφρική και ενέπλεκε τη Βρετανία και τη Γερμανία. Η κρίση αυτή συνδέεται με την εξέγερση των Boers, των ολλανδικής καταγωγής λευκών της Νότιας Αφρικής οι οποίοι, ως Afrίkααns διατήρησαν το καθεcrcώς του apαrtheid έως πρόσφατα. Η σύγκρουση των Βρετανών με τους Boers δεν είχε τίποτε να κάνει με ανθρώπινα δικαιώματα, αλλά αφορούσε crcov έλεγχο της τεράcrcιας αυτής περιοχής, με το μοναδικό φυσικό πλούτο της. Οι Γερμανοί τάχθηκαν υπέρ των Boers και έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο για να ταπεινωθούν προσωρινά οι Βρετανοί. Όμως κι αυτή η κρίση τελικά αποσοβήθηκε, και το 1910 οι Boers προσχώρησαν crcην ένωση της Νότιας Αφρικής. Ωcrcόσο, σε αντίθεση με τη γαλλο-βρετανική κρίση, αυτή crcη Νότια Αφρική άφησε μια πικρή γεύση καθώς οι Βρετανοί δεν ενθουσιάcrcηκαν με την άκομψη συμπεριφορά των Γερμανών crcη διάρκεια του πολέμου των Boers (1899-1 902).
144 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η τρίτη αφρικανική εστία κρίσεων αφορούσε στο Μαρόκο και εμπλεκόμενοι ήταν η Γαλλία και η Γερμανία. Οι «μαροκινές κρίσεις», όπως είναι γνωστές, εκδηλώθηκαν αργότερα, την περίοδο 1905-191 1 , δηλαδή λίγο πριν από την έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου, και οπωσδήποτε επηρέασαν, τουλάχιστον ψυχολογικά, περισσότερο απ' ό,τι οι δύο πρώτες. Υπήρξαν δυο, ή για την ακρίβεια δυόμισι κρίσεις για το Μαρόκο, το 1905, το 1908, μια μινι-κρίση που έμεινε γνωστή ως <<το επεισόδιο της Καζαμπλάνκας», και το 1910- 1 1 . Η τελευταία σαφώς ήταν και η πιο σοβαρή καθώς ενέπλεκε την παρέμβαση του γερμανικού πολεμικού σκάφους Πάνθηρας στο Αγαδίρ απαιτώντας από τους Γάλλους «αποζημίωση» λόγω της κατάληψης από τους τελευταίους του Φεζ, της πιο σημαντικής, από στρατηγικής σημασίας, πόλης του Μαρόκου. Τελικά και αυτή η κρίση διευθετήθηκε, αφού πρώτα χρειάσθηκε η παρέμβαση της Βρετανίας, η οποία απείλησε με την αποστολή ναυτικών δυνάμεων για να ενισχύσουν τους Γάλλους. Ήδη, το 191 1 , η Entente Cordiαle μεταξύ Λονδίνου και Παρισιού ήταν σε εφαρμογή.
Το γενικό συμπέρασμα από τις τρεις σημαντικότερες εστίες κρίσεων στην Αφρική είναι ότι εκείνες που προσέλαβαν μεγαλύτερη οξύτητα ήταν η δεύτερη και ακόμα περισσότερο η τρίτη. Και στις δυο περιπτώσεις εμπλεκόμενες ήταν οι «παραδοσιακές» δυνάμεις, ήτοι Γαλλία και Βρετανία, με τη νεόκοπη δύναμη, τη Γερμανία. Επίσης αυτό που αξίζει να τονιστεί είναι ότι, σε αντίθεση με τη γαλλο-βρετανική αντιπαράθεση στην Αίγυπτο και το Σουδάν, όπου διακυβεύονταν μεγάλες εκτάσεις και συμφέροντα, οι δυο άλλες κρίσεις ουσιαστικά δεν αφορούσαν σε εδαφικές διεκδικήσεις. Οι Γερμανοί δεν διεκδικούσαν εδάφη από τους Βρετανούς στη Νότια Αφρική ούτε από τους Γάλλους στο Μαρόκο, παρά τις κορόνες για εσωτερική κυρίως κατανάλωση. Αφορούσαν, κυρίως, στην επιθυμία των Γερμανών να υπαγορεύσουν στις άλλες δύο δυνάμεις όρους, ή καλύτερα να τους υπενθυμίσουν, ότι η Γερμανία έπαιζε το ρόλο του επιτηρητή και, ως η μεγαλύτερη ευρωπα·ίκή δύναμη, δεν θα έμενε αδιάφορη στην «αχαλίνωτη» επεκτατικότητα των Βρετανών και των Γάλλων στην Αφρική.
Ένα τέταρτο σημείο τριβής εστιαζόταν στην Περσία και την κεντρική Ασία και ενέπλεκε τη Ρωσία και τη Βρετανία στο «μεγάλο παιχνίδι»
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 145
τους για τον έλεγχο αυτής της τεράστιας και τόσο ζωτικής σημασίας περιοχής. Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι, παρά το γεγονός ότι τα σημεία τριβής είχαν μεγεθυνθεί λόγω της ρωσικής επέκτασης στο Τουρκιστάν, που την έφερνε σε άμεση επαφή με την Περσία και το Αφγανιστάν, και οι δυο πλευρές έδειχναν διατεθειμένες να συμβιβαστούν στις αρχές του 200ύ αιώνα. Ούτε τα πετρέλαια της Περσίας ούτε ο στρατηγικός κίνδυνος για τη βρετανική Αυτοκρατορία στην Ινδία, που προέβαλλε η ρωσική διείσδυση στο Τουρκιστάν, αρκούσαν πλέον για να ωθήσουν τις δυο πλευρές σε πολεμική αναμέτρηση. Τουναντίον, τον Αύγουστο του 1907 οι δυο χώρες υπέγραψαν μια σύμβαση με την οποία καθόριζαν τις ζώνες επιρροής τους στην Περσία, με τους Ρώσους να αναλαμβάνουν τον έλεγχο της βόρειας Περσίας και τους Βρετανούς της νότιας, ενώ η κεντρική Περσία ορίστηκε ως ουδέτερη ζώνη. Ταυτόχρονα η Ρωσία δεσμευόταν να αποφύγει κάθε διείσδυση στο Αφγανιστάν. Τέλος, οι δυο πλευρές συμφωνούσαν στην ουδετερότητα του Θιβέτ ώστε να αποτραπεί άλλη μια πιθανή εστία τριβών. Οπωσδήποτε η συμφωνία του 1907 δεν σήμαινε τον οριστικό τερματισμό των αγγλορωσικών προστριβών σ' αυτή την περιοχή, ωστόσο σίγουρα αποτελούσε το τέλος της εποχής του αδυσώπητου «μεγάλου παιχνιδιού» που είχε διαρκέσει πάνω από έναν αιώνα. Η συμφωνία του 1907, για τον καθορισμό ζωνών επιρροής στην Περσία, απετέλεσε το καθοριστικό βήμα για τη σύναψη της βρετανορωσικής στρατιωτικής συνεννόησης στην Ευρώπη που αναπόφευκτα στρεφόταν κατά των Κεντρικών Δυνάμεων. Η περίπτωση αυτή αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα ως προς το ποιες ήταν οι προτεραιότητες των δυνάμεων εκείνη την περίοδο.
Η πέμπτη ζώνη τριβής αφορά στην τεράστια σε έκταση περιοχή της Άπω Ανατολής και τα νησιά του νοτίου Ειρηνικού. Στη δεύτερη περίπτωση το εύρος των αποστάσεων και η σχετικά περιορισμένη σημασία των νησιών καθιστούσε την εξεύρεση αμοιβαίων συμβιβασμών σχετικά εύκολη. Το 1885 οι Ολλανδοί, που ήδη κατέχουν την τεράστια Νέα Γουινέα, συναινούν στην τριχοτόμησή της, με τους Γερμανούς και τους Βρετανούς. Όπως με τους Βέλγους στην περίπτωση του Κογκό, έτσι και οι Ολλανδοί διαπιστώνουν ότι μία μικρή χώρα, για να διατηρήσει τις αποικίες της, θα έπρεπε να έχει τη συγκατάβαση των μεγάλων δυνάμε-
146 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ων που την περιτριγυρίζουν. Δεν είναι απαραίτητο να απαριθμήσουμε εδώ όλες τις διευθετήσεις που έγιναν για μικρά εξωτικά νησιά του Ειρηνικού στα τέλη του 190υ αιώνα-αρχές του 200ύ. Αυτό όμως που πρέπει να μνημονεύσουμε είναι η εμφάνιση στο προσκήνιο των Ηνωμένων Πολιτειών. Αυτή είναι η μόνη περίπτωση όπου οι ΗΠΑ διεκδικούν και καταλαμβάνουν εδάφη. Το έναυσμα για την επέκταση των ΗΠΑ εκτός της αμερικανικής ηπείρου, ήταν ο πόλεμος με την Ισπανία. Με την ήττα των Ισπανών οι ΗΠΑ καταλαμβάνουν το Πόρτο Ρίκο και καθιστούν την Κούβα αμερικανικό προτεκτοράτο. Επίσης καταλαμβάνουν τα νησιά της Χαβάης και τις Φιλιππίνες, οι οποίες έως τότε ήταν αποικία των Ισπανών. Μ' αυτό τον τρόπο οι δυο αναδυόμενες δυνάμεις, οι ΗΠΑ και η Γερμανία, «συναντώνται» με τις παραδοσιακές αποικιακές δυνάμεις, τους Βρετανούς, που κατέχουν τη Μαλαισία και το βόρειο Βόρνεο, τους Ολλανδούς που κατέχουν τις Ανατολικές Ινδίες (τη σημερινή Ινδονησία) και τους Γάλλους που, εκτός από διάφορα νησάκια στον Ειρηνικό, κατέχουν επίσης και την Ινδοκίνα (Βιετνάμ, Καμπουτσία, Λάος).
Ωστόσο αυτή η περιοχή του Ειρηνικού, στην προκειμένη περίπτωση, είχε μάλλον δευτερεύουσα σημασία σε σύγκριση με την Άπω Ανατολή. Εδώ έχουμε να κάνουμε κυρίως με μία μεγάλη ιστορική αυτοκρατορία, η οποία παραπαίει, την Κίνα, και ορισμένες γειτνιάζουσες περιοχές όπως η χερσόνησος της Κορέας. Συνεπώς, σε αντίθεση με την περιοχή του Ειρηνικού, η παραπαίουσα Κίνα αποτελεί κομβικό σημείο τριβής των ξένων δυνάμεων και, ουσιαστικά, αποτελεί την περίοδο αυτή, άλλο ένα «Ανατολικό ζήτημα», και καθίσταται «ο μεγάλος ασθενής» της Ασίας. Παρεμπιπτόντως, την πατρότητα της φράσης «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» την έχει ο Τσάρος Νικόλαος. Σε μια συζήτηση με το Βρετανό πρέσβη στην Πετρούπολη, το 1 853, είχε αναφωνήσει: «Ο Τούρκος είναι βαριά άρρωστος, (συνεπώς) θα πρέπει να συμφωνήσουμε για το μοίρασμα της περιουσίας του πριν ο ασθενής μείνει στα χέρια μας»23 .
Σε παρόμοια κωματώδη κατάσταση βρισκόταν και η Κίνα, και αυτό το ήξεραν τόσο οι Ρώσοι όσοι και οι άλλες ευρωπα'ίκές δυνάμεις καθώς και η αλματωδώς αναπτυσσόμενη Ιαπωνία, οι οποίες εμπλέκονται την περίοδο αυτή σε έναν αγώνα δρόμου για το διαμελισμό της Κίνας. Ο
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 147
τρόπος με τον οποίο κάθε ξένη δύναμη προσπαθούσε να διεισδύσει στην Κίνα διέφερε. Οι ευρωπα·ίκές δυνάμεις, οι οποίες δεν ενδιαφέρονταν, ή μάλλον δεν διέθεταν τα μέσα για την προσάρτηση μεγάλων εκτάσεων αυτής της αχανούς χώρας, εστίαζαν το ενδιαφέρον τους στην απόκτηση παρακτίων περιοχών ή λιμανιών τα οποία θα χρησίμευαν για οικονομική διείσδυση. Το 1842 οι Βρετανοί αποκτούν το Hong Kong ενώ άλλη μια ντουζίνα παράκτιες πόλεις όπως η Καντόνα, η Σαγκάη και το Μακάο «παραχωρήθηκαν» στους Ευρωπαίους οι οποίοι εξασφάλισαν μια σειρά από προνόμια, όπως εκείνο της ετεροδικίας. Για την προστασία των ξένων και για τη συλλογή τελωνειακών τελών, οι Ευρωπαίοι έστειλαν κανονιοφόρα τα οποία περιπολούσαν τις παράκτιες περιοχές και τα ποτάμια. Όμως, η μεγαλύτερη ταπείνωση ήταν στον οικονομικό τομέα όπου οι Κινέζοι αναγκάστηκαν να δεχτούν περιορισμούς στους δασμούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν το 5%. Με άλλα λόγια, οι δυτικοί επέβαλαν τη δημιουργία μιας αγοράς σχεδόν χωρίς δασμούς κι έτσι οι παράκτιες ζώνες της Κίνας μετατράπηκαν σε παράδεισο για δυτικούς που αναζητούσαν το εύκολο κέρδος και οι οποίοι άρχισαν να συρρέουν στην περιοχή.
Η Ρωσία από την πλευρά της ούτε την οικονομική υποδομή ούτε και το στόλο διέθετε για να εμπλακεί στην αφαίμαξη της Κίνας. Σαν ηπειρωτική δύναμη η οποία επεκτεινόταν προς Ανατολάς, ενδιαφερόταν περισσότερο για την προσάρτηση κινεζικών εδαφών της ενδοχώρας και, το 1860, καταλαμβάνει το Βλαδιβοστόκ, στον Ειρηνικό. Η σημασία αυτής της κατάληψης ε ίναι τεράστια. Για πρώτη φορά η Ρωσία αποκτά λιμάνι ακριβώς απέναντι από την Ιαπωνία, στην ίδια περίπου παράλληλο με το Τόκιο. Σύντομα εδραιώνει τη θέση της καταλαμβάνοντας την επαρχία που βρίσκεται βόρεια του Βλαδιβοστόκ ( 1868), ενώ ακόμα πιο βόρεια κατέχει το νησί Σακαλίν. Αποτέλεσμα αυτής της ρωσικής προέλασης ήταν να έρθει αντιμέτωπη με την Ιαπωνία και επίσης με τη Βρετανία που δεν έβλεπε με καλό μάτι τη διείσδυση της Ρωσίας και στην Άπω Ανατολή.
Ουσιαστικά, στα τέλη του 190υ αιώνα η Ρωσία ανυπομονεί για την τύχη των δυο «μεγάλων ασθενών» που βρίσκονται ο ένας στα νότια σύνορά της και ο άλλος στα ανατολικά. Για την Αγία Πετρούπολη η «ευ-
148 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θανασία» ίσως αποτελούσε την καλύτερη λύση και για τους δυο ασθενείς, πράγμα όμως που συναντούσε την αντίδραση άλλων δυνάμεων, κυρίως της Βρετανίας, η οποία ενδιαφερόταν να διατηρήσει τους ασθενείς ζωντανούς όσο γίνεται περισσότερο. Μόνο όταν οι ασθενείς, κυρίως εκείνος της Ευρώπης, γίνονται δύστροποι και στην κατάσταση ξεπεσμού που βρίσκονται αρχίζουν να κάνουν κακές παρέες, συναινούν το Λονδίνο και το Παρίσι ότι έχει έλθει η ώρα να αποβιώσουν. Όμως, προηγουμένως, το Λονδίνο, συνεπικουρούμενο από το Παρίσι και το Βερολίνο, έχει στραμμένο το ενδιαφέρον του προς τη Ρωσία. Η απόκτηση του Βλαδιβοστόκ επιμηκύνει τον υπερσιβηρικό, ο οποίος τώρα καταλήγε ι στον Ειρηνικό. Με άλλα λόγια, η ρωσική προέλαση είναι κάτι που ανησυχεί τις άλλες ευρωπα·ίκές δυνάμεις οι οποίες όμως δεν διαθέτουν τα μέσα για να την ανακόψουν. Ο μόνος τρόπος είναι η εμπλοκή της Ιαπωνίας, του ανατέλλοντος γίγαντα στην Ασία.
Από το 1854, όταν ο Αμερικανός πλωτάρχης Perry με τα κανονιοφόρα του ε ίχε εξαναγκάσει, επισείοντας την απειλή του βομβαρδισμού του Τόκιο, τους Ιάπωνες να ανοίξουν την αγορά τους στους δυτικούς, η Ιαπωνία, ακολουθώντας το πρωσικό πρότυπο, ε ίχε κάνει εκπληκτική πρόοδο. Το 1867 σηματοδοτεί μια νέα εποχή για την Ιαπωνία, με την «παλινόρθωση» της δυναστείας των Meiji και το τέλος της εποχής των shogun, των πολέμαρχων φεουδαρχών. Το νέο καθεστώς εγκαινιάζει ένα κολοσσιαίο πρόγραμμα βαριάς εκβιομηχάνισης και δημιουργίας υποδομής, με την κατασκευή σιδηροδρόμων, οδικού δικτύου, καναλιών κ.λπ. Ταυτόχρονα μεταρρυθμίζεται το εκπαιδευτικό σύστημα ώστε να ανταποκρίνεται στις ανάγκες μιας σύγχρονης βιομηχανικής κοινωνίας. Όπως και στη Γερμανία, ιδιαίτερη έμφαση δίνεται στις τεχνικές σχολές και στην τεχνολογική έρευνα. Παράλληλα με τις πολιτικές, οικονομικές, θεσμικές και κοινωνικές μεταρρυθμίσεις, η Ιαπωνία παρουσιάζει μια ραγδαία πληθυσμιακή αύξηση. Αποτέλεσμα αυτών των ανακατατάξεων ήταν η μεταμόρφωση, σε λιγότερο από μια γενιά, της Ιαπωνίας από μια καθυστερημένη απομονωμένη χώρα σε μια σύγχρονη βιομηχανική δύναμη.
Αυτή η μεταλλαγή δεν άργησε να γίνει αισθητή στον έξω κόσμο. �τα τέλη του 190υ αιώνα η Ιαπωνία ε ίχε τα μέσα και τη διάθεση να ακολου-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 149
θήσει τις δυτικές δυνάμεις στην ξέφρενη κούρσα για ξένες κατακτήσεις. Οι πιο φυσικοί στόχοι ήταν η Κορέα και η Κίνα. Το 1 895, μετά από ένα σύντομο πόλεμο με την Κίνα, η Ιαπωνία αποσπά από αυτή την Κορέα, τη νήσο Φορμόζα καθώς και τη Λιαοτούνγκ, στο νότιο άκρο της χερσονήσου της Μαντζουρίας, αποκτώντας έτσι βάση στην ίδια την Κίνα. Ωστόσο αυτή η προέλαση της Ιαπωνίας ανησύχησε άλλες δυνάμεις και συγκεκριμένα τη Γαλλία, Ρωσία και Γερμανία (όχι όμως και τη Βρετανία) που είχαν τις δικές τους βλέψεις στην Κίνα. Μετά από μια κοινή διακοίνωση αυτών των τριών δυνάμεων, η Ιαπωνία εξαναγκάσθηκε να αποσυρθεί από τη Λιαοτούνγκ.
Όπως ήταν φυσικό, το φάσμα του φυσικού διαμελισμού από τις ξένες δυνάμεις αφύπνισε το εθνικό αίσθημα κυρίως σε Κινέζους διανοούμενους και σε αστούς και εργάτες στα αστικά κέντρα. Η εξέγερση των Boxers, που ήδη μνημονεύθηκε νωρίτερα, ήταν αποτέλεσμα αυτής της αφύπνισης που κατέληξε στην έξωση της δυναστείας των Μαντζού το 1 9 1 1 . Ωστόσο σ' αυτό το κλίμα αναταραχής οι ορέξεις των ξένων δυνάμεων άνοιγαν περισσότερο κάτι που αναπόφευκτα προκαλούσε μεγαλύτερες τριβές μεταξύ τους. Αποτέλεσμα αυτών των προστριβών ήταν ο ρωσοϊαπωνικός πόλεμος του 1904-5 που κατέληξε στη συντριβή των Ρώσων. Η βασική αιτία αυτού του πολέμου ήταν ποια από τις δυο δυνάμεις θα αποκτούσε μια ηγεμονική θέση στην ηπειρωτική Κίνα, κυρίως στη στρατηγικής και οικονομικής σημασίας Μαντζουρία. Με τον υπερσιβηρικό σιδηρόδρομο ακόμα ημιτελή, η Ρωσία στερούνταν το πλεονέκτημα της έγκαιρης μεταφοράς στρατευμάτων. Ο μόνος τρόπος ήταν διά θαλάσσης που όμως απαιτούσε τη διαδρομή μιας τεράστιας απόστασης από τη Βαλτική στον Ειρηνικό. Από την άλλη πλευρά η Ιαπωνία, που δυο χρόνια νωρίτερα είχε συνάψει συμμαχία με τη Βρετανία, η οποία στρεφόταν κατά της Ρωσίας, βρέθηκε καλύτερα προετοιμασμένη . Άλλωστε ε ίχε βασικά στρατηγικά πλεονεκτήματα, κυρίως λόγω της γειτνίασής της με τη Μαντζουρία.
Κανείς δεν αμφέβαλλε ότι η συντριβή των Ρώσων από τους Ιάπωνες αντανακλούσε την εντυπωσιακή ανάπτυξη της χώρας τα τελευταία 40 περίπου χρόνια. Τελικά, με τους Ρώσους ταπεινωμένους μετά από την πανωλεθρία τους στη μάχη του Μουκντέν στη Μαντζουρία, και με τους
150 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ιάπωνες ακάθεκτους, οι άλλες δυνάμεις, και πρωτίστως οι Ηνωμένες Πολιτείες, είχαν κάθε συμφέρον να παρέμβουν. Αυτό έγινε με τη συνθήκη του Πόρτσμουθ του 1905, μετά από προσωπική παρέμβαση του προέδρου των ΗΠΑ Θίοντορ Ρούζβελτ. Η παρέμβαση των ΗΠΑ, περιττό να προσθέσουμε, δεν ήταν τυχαία. Τουναντίον σηματοδοτεί την απαρχή μιας ενεργού πλέον αμερικανικής εμπλοκής στην Άπω Ανατολή με γνώμονα τη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων στην περιοχή, που είχε διαταραχτεί από τη μάλλον απρόσμενη νίκη των Ιαπώνων. Από αυτή την άποψη έχει δίκιο ο Χένρι Κίσινγκερ να θεωρεί τον Θίοντορ Ρούζβελτ μεγάλο βιρτουόζο στο παιχνίδι της ισορροπίας δυνάμεων24.
Με το ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο επέρχεται ένας διακανονισμός μεταξύ Ιαπωνίας και Ρωσίας στην Άπω Ανατολή, με την πρώτη να παίρνει τη μερίδα του λέοντος. Η Κορέα αναγνωρίζεται ως προτεκτοράτο της. Επίσης ανακαταλαμβάνει τη Λιαοτούνγκ με το λιμάνι του Πορτ Άρθουρ στη Μαντζουρία, καθώς και το βόρειο τμήμα του νησιού Σακαλίν, βόρεια της Ιαπωνίας. Μ' αυτό τον τρόπο παίρνει τέλος η ρωσική επέκταση στην Άπω Ανατολή. Επίσης διαμορφώνεται το σκηνικό των μεγάλων εξω-ευρωπα'ίκών δυνάμεων οι οποίες επρόκειτο να διαδραματίσουν πρωταγωνιστικό ρόλο τον 20ό αιώνα, δηλαδή των Ηνωμένων Πολιτειών και της Ιαπωνίας. Με άλλα λόγια, ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός της περιόδου πριν το 1914, σηματοδοτεί τη μετάβαση από το παλαιό ευρωκεντρικό σύστημα δυνάμεων σε ένα παγκόσμιο σύστημα. Σίγουρα αυτό αποτελεί μία απόδειξη «παγκοσμιοποίησης» με τη μόνη διαφορά ότι αυτή προήλθε με τα όπλα παρά με την οικονομική αλληλεξάρτηση, όπως θα περίμεναν οι περισσότεροι την εποχή εκείνη.
* * *
Ένα ιστορικό πόνημα όπως το παρόν, για να εξυπηρετεί καλύτερα το σκοπό του, που είναι η πνευματική αναζήτηση, παρά η παράθεση γεγονότων, θα πρέπει να προσπαθεί να εντάξει τα τεκταινόμενα σ' έναν ευρύτερο προβληματισμό. Με άλλα/λόγια, θα πρέπει να εμπεριέχει μια «φιλοσοφία της ιστορίας». Το βασικό ερώτημα που τίθεται εδώ είναι τι
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 151
νόημα έχει αυτή η παράθεση τόσων στοιχείων και πώς αυτά αλληλεπιδρούν στη διαμόρφωση του ιστορικού γίγνεσθαι. Χωρίς αυτό το φιλοσοφικό προβληματισμό, η στείρα καταγραφή των γεγονότων καθιστά την ιστορία ανούσια. Από αυτή την άποψη, ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος του 1904-5 προσφέρει μια καλή ευκαιρία για να ξεχάσουμε για λίγο τα γεγονότα και να διαλογιστούμε τη βαθύτερη σημασία τους.
Θα προσπαθήσω να εξηγήσω τι εννοώ, προσφεύγοντας σε ένα άλλο αντικείμενο κάπως άσχετο με την ιστορία, τη φιλοσοφία της επιστήμης. Πριν δέκα περίπου χρόνια, τις παραμονές των κοσμογονικών αλλαγών στην Ευρώπη, το 1989, δημοσιεύτηκε ένα βιβλίο το οποίο σύντομα απέκτησε μεγάλη δημοσιότητα και έκτοτε θεωρείται ένα είδος cult για όσους έχουν φιλοσοφικές ανησυχίες. Ο τίτλος του βιβλίου είναι Chαos: Mαking α New Science και ο συγγραφέας του ονομάζεται James Gleick. Βασική ιδέα του βιβλίου είναι να αποδείξει ότι παρ' όλες τις προσπάθειες της επιστήμης τους τελευταίους τρεις αιώνες να επιβάλει μια τάξη, ουσιαστικά τα φυσικά φαινόμενα είναι χαώδη, συνεπώς δεν υπόκεινται σε συστήματα τα οποία ενθαρρύνουν οι επιστήμονες για διάφορους λόγους. Με άλλα λόγια, ο Gleick ανήκει σ' εκείνους που ονομάζουμε αιρετικούς, όπως ο Paul Feyrabend ή ο Thomas Κhυn τον οποίο ο Gleick μνημονεύει επανειλημμένα, όπως μνημονεύει και τον Τολστόι και άλλους μεγάλους λογοτέχνες που φαινομενικά δεν έχουν να κάνουν τίποτε με την επιστήμη. Η θέση του Gleick είναι ότι τα φυσικά φαινόμενα διέπονται από τέτοιους νόμους (αν αυτή είναι η σωστή λέξη) που οποιαδήποτε προσπάθεια για πρόβλεψη, πέρα από τα τετριμμένα μικρά φαινόμενα, είναι αδύνατη και άσκοπη. Κλασικό παράδειγμα είναι η Μετεωρολογία όπου προβλέψεις πάνω των 4-5 ημερών ε ίναι άχρηστες. Ο λόγος που καθιστά αδύνατη κάθε πρόβλεψη πέραν αυτού του χρόνου είναι «η επίδραση της πεταλούδας». Αυτό σημαίνει ότι μικρά και φαινομενικά ασήμαντα φαινόμενα μεταβάλλονται ραγδαία και άναρχα, δηλαδή χωρίς να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο, επαναλαμβανόμενο ρυθμό, σε μεγάλα καιρικά φαινόμενα όπως οι καταιγίδες, οι τυφώνες, οι χιονοθύελλες, κ.λπ.25 Αυτά τα φαινόμενα δεν ακολουθούν γραμμικά συστήματα αλλά είναι nonlinear. Με άλλα λόγια «είναι αδύνατο να εντοπιστεί η φύση αυτών των συσχετισμών»26.
152 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τα ιστορικά γεγονότα. Κλασικό παράδειγμα αποτελεί ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος του 1904-5. Ποιος μπορεί σήμερα να αποφανθεί με βεβαιότητα ποιες ήταν οι ακριβείς συνέπειες αυτού του πολέμου για την ανθρωπότητα; Όλοι οι ιστορικοί που ασχολούνται με το θέμα συμφωνούν ότι η ήττα των Ρώσων τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την Άπω Ανατολή και να στρέψουν το ενδιαφέρον τους στην Εγγύς Ανατολή. Αποτέλεσμα, η ενεργοποίηση της ρωσικής διπλωματίας στα Βαλκάνια που οδήγησε στη συνεννόηση των βαλκανικών χωρών. Αυτό οδήγησε στους βαλκανικούς πολέμους και από εκεί στο Σαράγιεβο και τον Α' παγκόσμιο πόλεμο.
Όμως η «επίδραση της πεταλούδας» του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου δεν εξαντλείται εδώ. Ορισμένοι ιστορικοί διατείνονται ότι ο πόλεμος αυτός ήταν καταλυτικός για την ανατροπή του Σουλτάνου από τους Νεότουρκους το 1908 και της δυναστείας των Μαντζού στην Κίνα το 191 1 . Εάν οι Ιάπωνες είχαν τη δύναμη να αψηφήσουν μια μεγάλη λευκή δύναμη γιατί όχι κι εκείνοι; Με άλλα λόγια, η ήττα των Ρώσων το 1905 σηματοδοτεί την απαρχή μιας «αντεπίθεσης» των έγχρωμων λαών κατά της λευκής παντοδυναμίας, που οδήγησε στα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα και τους αγώνες για την αποτίναξη της αποικιοκρατίας. Υπήρχαν όμως και άλλες παρενέργειες. Π.χ. η ήττα των Ρώσων επηρέασε αρνητικά την εικόνα που ε ίχαν γι' αυτούς οι Γερμανοί, με αποτέλεσμα να υποτιμήσουν τις πολεμικές δυνατότητές τους και να συρθούν σε δύο παγκόσμιους πολέμους. Κυρίως στον δεύτερο ξέχασαν το πάθημαμάθημα του Ναπολέοντα στη Ρωσία και το επανέλαβαν σε πιο τραγικές διαστάσεις. Τέλος ο θρίαμβος των Ιαπώνων το 1905 βοηθάει να εξηγήσουμε την επιπολαιότητα με την οποία κήρυξαν τον πόλεμο στην Αμερική, το 1941 , με τον αεροπορικό βομβαρδισμό του Περλ Χάρμπορ, έναν πόλεμο που δεν υπήρχε περίπτωση να κερδίσουν.
Θα μπορούσε κανείς να προσθέσει και άλλες παρενέργειες που προήλθαν από τον πόλεμο του 1904-5. Ωστόσο τα παραπάνω πιστεύω ότι αρκούν για να διαπιστώσει ο αναγνώστης την πολυπλοκότητα των ιστορικών γεγονότων καθώς και το ότι είναι ανθρωπίνως αδύνατο να προσδιοριστεί επακριβώς η φύση αυτών των συσχετισμών, όπως λέει και ο Gleick. Γι' αυτό ακριβώς το λόγο, η ιστορία θα παραμείνει περισ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 153
σότερο τέχνη παρά επιστήμη, ακόμα και στην εποχή των ηλεκτρονικών υπολογιστών.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . Αναφέρεται στο βιβλίο της Barbara Tuchman, Tlze Proud Tolver, Α porIrαiI oj IIIe world bejore Ιlιε
war: 1890-1914, New York, Bentham Books, 1967, σελ XVI\. 2. Αναφέρεται στο βιβλίο του Carlton Hayes, Α generaIion ο! MaIerίalisnt: 1871-1900, New York,
Harper, 1963, σελ 18. 3. Lowes Dickinson, InIerllaIiollal Anarc/IY, ό.α., σελ. 50-51. 4. Βλέπε Margaret Thatcher, TJle Downing SιreeI Years, London, Harper Collins, 1993. 5. Norman Stone, EIIrope TI'ansjormed, ό.α., σελ. 99. 6. Gordon Graig, «Churchill and Germany» στον τόμο των Robert Blake and Wm. Roger Louis
(eds) C1IIιrcIIill, Oxford u.P., 1994, σελ. 24. 7. John A.R. Marriot, ComIlloιllvealII, οτ AllaI'c/IY?, ό.α., σελ. 158-59. 8. Για το θέμα αυτό βλέπε Immanuel Geiss, «Origins of the First World Waf» στο συλλογικό τό
μο του H.W. Koch, ΤΙιε Orίgins ο! ΙΙιε First World War: Great Power Rivalιy and Gemtan Wαr
AiIrls, London, Macmillan, 1984, σελ 68-79. 9. Αναφέρεται στο βιβλίο του James JolI, ΤΙιε Orίgins ο! Ι/ιε FirsI World War, London, Longman,
1984, σελ. 36. 10. Π.χ. ο Lowes Dickinson στο lιιΙemαΙίoιιαl Allarc/zy, ό.α. 1 1 . Παρεμπιπτόντως η Ελλάδα είχε την τιμή αλλά και την ατυχία να εκπροσωπηθεί στο Συνέδριο
του Βερολίνου από το Θ. Δεληγιάννη του οποίου οι διπλωματικές ικανότητες ήταν αντιστρόφως ανάλογες από τις δημαγωγικές του. Βλέπε Ασπρέα, Πολιτική Ιστορία Νεωτtρας Ελλάδος, ό.α.
12. Robert Massie, DreadlloιIg/It: Brίιαίιl, Gemzany and (lιε CoInillg oj tlIe Great War, ό.α., σελ 137. 13. Ό. α. τόμος Β, σελ. 101 . 14. Στο ίδιο, σελ. 89. 15. David Thomson, Europe ,'il1ce NapoleoIl, ό.α., σελ. 464. 16. Στο ίδιο, σελ 467. 17. PauI Kennedy, Τιιε Rise oj AIIglo-Gemzan AntαgoιIism: 1860-1914, ό.α., σελ 186-87. 18. David Thomson, ElIgland ίη Ι/ιε NineteeIIIlr CeIItury: 1815-1914, ό.α., σελ 203. 19. John Marriot, CoιnlllOIIwealtlI or AnαrcIIY?, ό.α., σελ. 139. 20. Στο ίδιο, σελ. 139. 21. Richard Shannon, Tlte crίsis oj IInperίalisIn: 1865-1915, London, Paladin, σελ. 252. 22. Στο ίδιο, σελ. 251. 23. Αναφέρεται στο βιβλίο του Howard Μ. Sachar, Tlze EInergel1ce oj Ι/ιε Middle East, 1914-1924,
London, Alen Lane, σελ. 7. 24. Henry Κissinger, Διπλωματία, ό.α., κεφάλαιο 2. 25. James Gleick, C1ιαω': Making a Nelv Science, London, Cardinal, 1988, σελ. 20. 26. Στο ίδιο, σελ 24
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΕΜΠΤΟ
Η ΔΙΑΜΟΡΦΩΣΗ ΤΩΝ ΔΥΟ ΣΥΝΑΣΠΙΣΜΩΝ ΚΑΙ Η ΕΚΡΗΞΗ ΤΟΥ Α ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ: 1 890- 1914
Το γενικό συμπέρασμα από την παραπάνω συνοπτική ανάλυση των ιμπεριαλιστικών αντιπαραθέσεων είναι ότι, με εξαίρεση την τελευταία περίπτωση, καμιά άλλη δεν θεωρήθηκε ότι διακύβευε τόσο σοβαρά εθνικά συμφέροντα ώστε να δικαιολογεί την προσφυγή στα όπλα, Η τελευταία περίπτωση, ο ρωσο-ιαπωνικός πόλεμος, δεν αφορούσε στις άλλες ευρωπα'ίκές δυνάμεις και δεν συνδεόταν άμεσα με το ευρωπα'ίκό παιχνίδι της ισορροπίας δυνάμεων, Συνεπώς, ούτε η απόκτηση νέων εδαφών εκτός Ευρώπης, ούτε ακόμα και τα οικονομικά συμφέροντα που διακυβεύονταν στις αποικίες, ή τα πετρέλαια που είχαν αρχίσει να αποκτούν ζωτική σημασία, καθόριζαν το ζήτημα του πολέμου ή της ειρήνης στην Ευρώπη, Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «η Αίγυπτος (όπου συγκρούονταν τα γαλλοβρετανικά συμφέροντα) και η κεντρική Ασία (βρετανορωσικά συμφέροντα) δεν επαρκούσαν για να οδηγήσουν αυτές τις δυνάμεις να δεχτούν μια γερμανική ηγεμονία στην Ευρώπη»l , Αυτό που τελικά έπαιξε τον καθοριστικότερο ρόλο ήταν οι πολιτικοί και στρατηγικοί υπολογισμοί στην ίδια την Ευρώπη που συνδέονταν με τη διατήρηση του συσχετισμού δυνάμεων, Η ρευστότητα που επήλθε μετά το 1870-71 καθιστούσε τη διαχείριση του συστήματος της Βεστφαλίας, δηλαδή της ισορροπίας δυνάμεων, προβληματική, έως ότου αυτό, ανίκανο να βρει μια νέα ισορροπία, κατέρρευσε το 1914,
Η ουσία του ευρωπα'ίκού προβλήματος συνίστατο στο ότι η ενωμένη Γερμανία που προέκυψε το 1871 ήταν ισχυρότερη από οποιαδήποτε άλλη από τις μεγάλες δυνάμεις, π.χ, το 1914 η οικονομική και βιομηχανική παραγωγή της Γερμανίας ήταν σχεδόν ίση με εκείνη των δύο επόμενων δυνάμεων, δηλαδή της Βρετανίας και της Γαλλίας, και όσο περνούσε ο χρόνος το χάσμα διευρυνόταν, Όπως θα δούμε και στα επό-
156 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μενα κεφάλαια, ο Α' παγκόσμιος πόλεμος δεν έλυσε το πρόβλημα ενώ ο Β' το έλυσε, ή μάλλον το κάλυψε, με την αντιπαράθεση του ψυχρού πολέμου. Ωστόσο η κατάρρευση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης και το οριστικό τέλος του ψυχρού πολέμου, με ό,τι αυτός συνεπαγόταν, αναπόφευκτα επανέφερε στο προσκήνιο το παλιό ευρωπα·ίκό πρόβλημα.
Στην περίοδο που εξετάζουμε, πριν το 1914, το πρόβλημα της διατήρησης της ισορροπίας δυνάμεων συνδεόταν, έμμεσα ή άμεσα, με μια σειρά από άλλες διεργασίες, αν και αυτό δεν μπορούσε να είναι απόλυτα αντιληπτό τότε. Π.χ. οι οικονομικές, τεχνολογικές, δημογραφικές, κοινωνικές και πολιτικές ανακατατάξεις που είχαν επέλθει στην Ευρώπη από το 1871, σωρευτικά επηρέαζαν σημαντικά στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής, αν και είναι αδύνατο να καθοριστεί με ακρίβεια το μέγεθος αυτής της επίδρασης. Θα ήταν μάλλον περιττό να υπεισέλθουμε εδώ στην παλιά και ατέρμονη συζήτηση κατά πόσο η πολιτική των δυνάμεων την περίοδο αυτή καθοριζόταν από εσωτερικούς λόγους, τη λεγόμενη Pri,nαt deι- /nnenpolitik (προεξέχουσα σημασία της εσωτερικής πολιτικής) ή κατά πόσο οι δυνάμεις εξακολουθούσαν να δρουν με γνώμονα το «εθνικό συμφέρον», ανεξάρτητα από εσωτερικές συνισταμένες η παραδοσιακή αντίληψη περί Primαt der Aussenpolitik (της προτεραιότητας της εξωτερικής πολιτικής)2. Είναι βέβαιο, όμως, ότι η περίοδος αυτή είναι τόσο ρευστή, και επήλθαν τέτοιες ανακατατάξεις σε όλους τους τομείς, που συνηγορούν στην άποψη ότι ο εσωτερικός παράγοντας έπαιζε τώρα σαφώς μεγαλύτερο ρόλο απ' ό,τι στο παρελθόν. Βέβαια, αυτά δεν είναι μετρήσιμα μεγέθη, συνεπώς είναι αδύνατο να προσδιορίσουμε επακριβώς το βάρος της εσωτερικής συνισταμένης.
Επίσης είναι εξίσου αδύνατο να καθοριστεί ποιος από τους εσωτερικούς παράγοντες ήταν εκείνος που διαδραμάτισε μεγαλύτερο ρόλο στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής. Π.χ. την περίοδο αυτή παρατηρείται μια ραγδαία ανάπτυξη του εργατικού κινήματος και της σοσιαλιστικής «πρόκλησης», κυρίως στη Γερμανία, η οποία τύχαινε να έχει το πιο αντιδραστικό καθεστώς, όπου οι σημαντικότερες αποφάσεις λαμβάνονταν από τον αυτοκράτορα και όχι από το κοινοβούλιο, όπως συνέβαινε στη Βρετανία, τη Γαλλία και άλλες δυτικές χώρες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 157
Η περίοδος λίγο πριν το 1914 συμπίπτει με μια κλιμάκωση στις εργατικές κινητοποιήσεις και αύξηση στις απεργίες και ταξικές συγκρούσεις. Επίσης, όπως αναφέρθηκε νωρίτερα, στις αρχές του 200ύ αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους νέοι ηγέτες της Αριστεράς, όπως η Ρόζα Λούξεμπουργκ, ο Καρλ Λίμπνεχτ και άλλοι, οι οποίοι προτρέπουν σε πιο δυναμικές μορφές πάλης απ' ό,τι οι «παραδοσιακοί» του κόμματος. Κατά συνέπεια αναμφισβήτητα το φάσμα της επανάστασης δεν μπορεί παρά να απασχολούσε κυρίως τα καθεστώτα του Βερολίνου και της Βιέννης. Η ρωσική επανάσταση του 1905 είχε φέρει στο προσκήνιο το φόβο της ταξικής επανάστασης στην Ευρώπη. Ωστόσο δεν υπάρχει απτή απόδειξη που να πιστοποιεί ότι οι κεντρικές δυνάμεις προσέφυγαν στον πόλεμο για να καλύψουν εσωτερικά προβλήματα, κυρίως να ανακόψουν το σοσιαλιστικό κίνημα. Αυτό μπορεί να ήταν χρήσιμο σαν σύνθημα μετά το 1914, κυρίως μεταξύ των κομουνιστών, καθώς αποτελούσε κύριο συστατικό της συνωμοτικής ερμηνείας για τα αίτια του πολέμου, ο οποίος επιρριπτόταν στον καπιταλισμό και στους «αποστάτες» του εργατικού κινήματος. Μ' αυτό τον τρόπο παγιοποιούνταν η διαχωριστική γραμμή μεταξύ του παρηκμασμένου καπιταλιστικού συστήματος και της νέας εποχής που υποτίθεται εγκαινίαζε η κομουνιστική εναλλακτική.
Επίσης δεν θα πρέπει να υποτιμάται η σημασία της λα'ίκής συμμετοχής στην προβολή και προαγωγή των στόχων της εξωτερικής πολιτικής. Με άλλα λόγια είναι ιστορικά αστήρικτος ο ισχυρισμός που θέλει τις λα'ίκές μάζες απλώς παθητικούς δέκτες, ένα εύπλαστο υλικό το οποίο μια μικρή ελίτ μπορούσε να το κατευθύνει όπως ήθελε κατά βούληση. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν γινόταν συστηματική χρήση, ή μάλλον κατάχρηση, των μαζικών μέσων, κυρίως του τύπου, για τη διαμόρφωση μιας συγκεκριμένης θέσης της «κοινής γνώμης». Ωστόσο πολλές φορές αυτοί που «έλεγχαν» την κοινή γνώμη είχαν κι οι ίδιοι επηρεαστεί από τα υπάρχοντα ρεύματα στη διαμόρφωση των αντιλήψεών τους τις οποίες μετέπειτα διοχέτευαν στο κοινό. Πρόκειται περισσότερο για ένα φαύλο κύκλο, μια αμφίδρομη κατάσταση παρά μία μονόδρομη σχέση. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι στα τέλη του 190υ αιώνα κάνουν την εμφάνισή τους σε όλη την Ευρώπη, και πέρα από αυτή, όπως στην Ια-
158 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πωνία, «πατριωτικοί» σύλλογοι και εθνικές οργανώσεις ποικίλων μορφών, που, εκτός από τη μαχητικότητά τους, είχαν μαζικό χαρακτήρα και μπορούσαν να «εκτροχιάσουν» την επίσημη εξωτερική πολιτική της χώρας. Το παράδειγμα της Εθνικής Εταιρείας στην Ελλάδα στον πόλεμο του 1897, δεν αποτελεί εξαίρεση. Επίσης, στη μακρινή Ιαπωνία, η επιρροή των «πατριωτικών συλλόγων» στην κοινή γνώμη ήταν τόσο μεγάλη ώστε, όταν ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα της διάσκεψης του Πόρτσμουθ, το 1905, με τα οποία η Ιαπωνία έπαιρνε σχεδόν ό,τι απαιτούσε, ξέσπασαν τέτοιες βίαιες ταραχές στο Τόκιο, από το μαινόμενο πλήθος που κατηγορούσε την κυβέρνηση για ενδοτισμό, που την ανάγκασε να επιβάλει στρατιωτικό νόμο στην πρωτεύουσα3.
Βέβαια στις αναπτυγμένες χώρες της Ευρώπης παρόμοια φαινόμενα δεν εκδηλώθηκαν σ' αυτό το βαθμό. Αυτό δεν σημαίνει ότι δεν υπήρχαν κι εκεί παρόμοιες πατριωτικές οργανώσεις. Απλώς οι κοινωνικές συνθήκες ήταν διαφορετικές, και επομένως διέφερε και ο τρόπος δράσης αυτών των οργανώσεων. Εκείνο που δεν άλλαζε και πολύ ήταν η ουσία, δηλαδή ο παρεμβατικός ρόλος αυτών των οργανώσεων στην άσκηση της εξωτερικής πολιτικής. Ένα μόνο παράδειγμα πιστεύω να είναι αρκετό για να γίνει αυτό καλύτερα κατανοητό. Στα τέλη του 190υ αιώνα, το μεγαλύτερο αγκάθι στις βρετανογερμανικές σχέσεις ήταν το ζήτημα του μεγέθους της ναυτικής δύναμης κάθε χώρας. Η μοιραία, όπως αποδείχτηκε, απόφαση των Γερμανών να αποκτήσουν πολεμικό στόλο τόσο ισχυρό ώστε να αμφισβητεί τη βρετανική θαλασσοκρατορία, αποτέλεσε το σημείο συσπείρωσης των εθνικιστικών δυνάμεων στις δυο χώρες. Απόδειξη η εντυπωσιακή ανάπτυξη των «ναυτικών οργανώσεων» στις δυο χώρες. Π.χ. η Γερμανική Ναυτική Εταιρεία (Flottenverein) όταν ιδρύθηκε το 1898 είχε 78.000 μέλη και το 1914, την παραμονή του πολέμου, 1 . 100.000 μέλη, με τη δική της εφημερίδα (Die Flotte) και ένα μεγάλο αριθμό άλλων εντύπων, περιοδικών και βιβλίων. Συνεπώς θα ήταν αστείο να ισχυριζόταν κανείς ότι αυτές οι μαζικές πατριωτικές οργανώσεις ήταν απλά υποχείρια.
Οι παραπάνω εισαγωγικές επισημάνσεις ίσως βοηθήσουν τον αναγνώστη να παρακολουθήσει ευκολότερα τις διπλωματικές διεργασίες στην Ευρώπη της περιόδου 1890-1914. Όπως εξηγήσαμε στον πρώτο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 159
τόμο, η εξωτερική πολιτική του Μπίσμαρκ είχε σαν κύριο άξονά της τη δημιουργία ενός πολύπλοκου συστήματος συμμαχιών και συνθηκών που θα λειτουργούσαν σαν «δίχτυ» που θα απέτρεπε τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Ο νοn Holstein, «εγκέφαλος» του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών την εποχή του Μπίσμαρκ, παρομοίαζε το ρόλο του Μπίσμαρκ μ' εκείνο του σταθμάρχη τρένων: «η εξωτερική πολιτική μας, με τα ζιγκ-ζαγκ της και τις αλληλοσυγκρουόμενες συμμαχίες της παρομοιάζει με τις μπερδεμένες σιδηροδρομικές γραμμές στους σταθμούς των τρένων. Ο Μπίσμαρκ πιστεύει ότι μπορεί να βάζει κάθε τρένο στη σωστή του γραμμή και πάνω απ' όλα ελπίζει ότι όσο μεγαλύτερη είναι η σύγχυση τόσο πιο αναντικατάστατος θα είναι ο ίδιος»4. Επίσης ο ακρογωνιαίος λίθος της πολιτικής του Μπίσμαρκ ήταν η διατήρηση στενών σχέσεων με τη Ρωσία, γιατί ο μόνιμος εφιάλτης του ήταν η απομόνωση της Γερμανίας όπου θα βρισκόταν ανάμεσα σε δυο πυρά, από Ανατολή και Δύση. Η πολιτική του συνοψιζόταν στην εξής αρχή: «Θα πρέπει πάντα να προσπαθούμε να είμαστε μεταξύ των τριών σε έναν κόσμο που αποτελείται από πέντε μεγάλες δυνάμεις»5. Ωστόσο, για να είναι αυτός ο στόχος εφικτός, θα έπρεπε η Γερμανία να είναι προσεκτική στη συμπεριφορά της, κυρίως στον τρόπο που προέβαλλε τις διεκδικήσεις της δεν θα έπρεπε να είναι επιθετικός ώστε να προκαλεί ανασφάλεια στις άλλες δυνάμεις. Συνεπώς η Γερμανία θα έπρεπε να συμπεριφέρεται σαν «κορεσμένη» δύναμη, η οποία το 1870-71 είχε εκπληρώσει τους σκοπούς και τις προσδοκίες της. Αν και ο ίδιος ο Μπίσμαρκ δεν ήταν πάντα συνεπής με τη δική του φιλοσοφία, ωστόσο την περίοδο που είχε τα ηνία της εξουσίας κατόρθωσε να ελέγχει την κατάσταση. Οπωσδήποτε δεν πρέπει να δίνει κανείς τόση βαρύτητα στον προσωπικό παράγοντα, αν και το θέμα αυτό, δηλαδή ο ρόλος του ατόμου στην ιστορία, ε ίναι τόσο αμφιλεγόμενο που καλύτερα να το αφήσουμε κατά μέρος. Απλώς θα πρέπει να τονίσουμε ότι η ραγδαία ανάπτυξη της Γερμανίας μετά το 1 870 ήταν επόμενο να επιφέρει αλλαγές στη συμπεριφορά της προς τις άλλες δυνάμεις. Ενδείξεις γι' αυτή την αλλαγή μπορεί κανείς να ανιχνεύσει στα τελευταία χρόνια της καγκελαρίας του Μπίσμαρκ. Ήδη στον πρώτο τόμο αναφερθήκαμε στις διεκδικήσεις του στην Αφρική και τα πικρόχολα σχόλιά του για τους Βρε-
160 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ !ΣΤΟΡΙΑ
τανούς. Την ίδια ακριβώς εποχή εκτόξευε απειλές κατά του Λονδίνου και απειλούσε με ρήξη, ενώ ο γιος του, Herbert Bismarck, απαιτούσε από τη βρετανική κυβέρνηση την απομάκρυνση του υπουργού Εξωτερικών, λόρδου Granville, γιατί είχε γίνει αντιπαθή ς στο Βερολίν06.
Παρ' όλες αυτές τις αντιφάσεις και παλινδρομήσεις, ο Μπίσμαρκ ήξερε έως πού να τεντώνει το σχοινί για να μη φτάνει στο χείλος του γκρεμού. Μετά την παύση του το 1890, η πρώτη σημαντική αλλαγή πλεύσης στην εξωτερική πολιτική του Βερολίνου ήταν η άρνησή του να ανανεώσει τη Συνθήκη Ασφαλείας του 1879 με τη Ρωσία. Οι λόγοι που οδήγησαν τη νέα ηγεσία να τερματίσει τη συνθήκη αυτή, η οποία έδενε τη Ρωσία στο μπισμαρκικό σύστημα, παραμένουν ασαφείς, ωστόσο το σημαντικότερο ρόλο έπαιξε η αρνητική στάση της Αυστρίας, η οποία θεωρούσε ότι η Ρωσία είχε βλέψεις προς τα Στενά, συνεπώς η Συνθήκη του 1879 εξυπηρετούσε τους σκοπούς της καθώς οι δυο γερμανικές δυνάμεις ήταν με «δεμένα τα χέρια». Ωστόσο οι αυστριακοί φόβοι ήταν μάλλον ανυπόστατοι και αποσκοπούσαν περισσότερο να προκαλέσουν ρήγμα στις σχέσεις Ρωσίας-Γερμανίας ώστε η Βιέννη να μπορεί να προάγει τις δικές της επιδιώξεις στα Βαλκάνια. Στην πραγματικότητα, η Ρωσία την εποχή εκείνη, έστρεφε το ενδιαφέρον της στην Άπω Ανατολή, στην ολοκλήρωση του υπερσιβηρικού σιδηροδρόμου και τη διείσδυσή της στην περιοχή που την οδήγησε στην τραγική ήττα της το 1905 από τους Ιάπωνες7.
Σ' οποιαδήποτε περίπτωση ο τερματισμός της Συνθήκης του 1879 αποτέλεσε το εφαλτήριο που οδήγησε σε μια σχεδόν επαναστατική ανακατάταξη των δυνάμεων στην Ευρώπη. Έως τα τέλη του 190υ αιώνα κύριος άξονας του ευρωπα·ίκού συστήματος ήταν το τρίγωνο Βρετανία - Γερμανία - Ρωσία. Η πιο σταθερή συνισταμένη του ήταν η παραδοσιακή εχθρότητα Βρετανίας - Ρωσίας. Ενώ οι σχέσεις μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου είχαν τις διακυμάνσεις τους, όπως κι εκείνες μεταξύ Βερολίνου και Αγίας Πετρούπολης, αυτές θεωρούνταν πρόσκαιρες και περιορισμένης σημασίας, σε σύγκριση με τον αγγλορωσικό ανταγωνισμό. Με τον τερματισμό της ρωσογερμανικής συνθήκης ανοίγουν οι προοπτικές για την ανατροπή αυτών των σταθερών αξόνων. Σταδιακά ο γερμανοβρετανικός ανταγωνισμός υποκαθιστά τον βρετανορωσι-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 161
κό ως το κύριο συστατικό του ευρωπα'ίκού συστήματος. Οι Ρώσοι ερμήνευσαν τη γερμανική άρνηση για την ανανέωση της Συνθήκης του 1879 σαν ένδειξη μιας στροφής του Βερολίνου προς τη Βρετανία. Σ' αυτό συνηγορούσε και η συμφωνία που επήλθε το 1892 μεταξύ Βερολίνου και Λονδίνου για την ανταλλαγή της Ζανζιβάρη ς, στην Ανατολική Αφρική, με το νησί Heligoland στη Βόρεια Θάλασσα, το οποίο παραχωρούσε η Βρετανία στη Γερμανία. Τη στιγμή όμως που το Βερολίνο έδειχνε ενδιαφέρον για να εντάξει τη Βρετανία στο άρμα του, επιδείνωνε τις σχέσεις του με τη Ρωσία, επιβάλλοντας δασμούς σε ορισμένα προ"ίόντα της που ισοδυναμούσαν με εμπορικό πόλεμο8.
Την ίδια ακριβώς εποχή, το 1893, υπογράφεται η Γαλλο-Ρωσική Στρατιωτική Συμφωνία βάσει της οποίας η Ρωσία δεσμευόταν να κηρύξει τον πόλεμο στη Γερμανία σε περίπτωση που η τελευταία επιτίθενταν στη Γαλλία. Από την πλευρά του το Παρίσι δεσμευόταν να υποστηρίξει τη Ρωσία εάν της επιτίθενταν η Γερμανία και οι σύμμαχοί της. Αυτή η συμφωνία, που οι λεπτομέρειές της παρέμειναν μυστικές έως το 1918, αποτελούσε το πρώτο βήμα που οδήγησε, 14 χρόνια αργότερα, στη συγκρότηση της τριπλής Entente, μεταξύ Γαλλίας, Βρετανίας και Ρωσίας. Η ιστορική της σημασία δεν χρειάζεται να τονιστεί ιδιαίτερα. Αυτό που πρέπει ίσως να υπογραμμιστεί είναι η κάπως επιπόλαιη συμπεριφορά του Βερολίνου που, χωρίς να έχει προκύψει κανένα ιδιαίτερα σημαντικό πρόβλημα στις σχέσεις του με τη Ρωσία, επέτρεψε στις δυο δυνάμεις να κάνουν το μεγάλο βήμα το οποίο αποτελούσε εφιάλτη για τον Μπίσμαρκ. Επίσης θα πρέπει να μνημονεύσουμε την οικονομική διάσταση στη Γαλλο-Ρωσική Συμφωνία του 1893 . Ο ουσιαστικός αποκλεισμός των ρωσικών προ'ίόντων από τη γερμανική αγορά επιδείνωνε την οικονομική κατάσταση στη Ρωσία η οποία χρειαζόταν επειγόντως δάνεια.
Η Γαλλία την εποχή εκείνη διέθετε τα περισσότερα συναλλαγματικά αποθέματα και θεωρείτο ο τραπεζίτης της Ευρώπης. Είναι αξιοπερίεργο πώς η Γερμανία δεν υπολόγισε ότι ο εμπορικός εκβιασμός προς τη Ρωσία θα την οδηγούσε στην αγκαλιά της Γαλλίας. Μία εξήγηση είναι ότι οι σχέσεις της Γαλλίας με τους Βρετανούς ήταν τόσο τεταμένες, λόγω των αποικιών, ώστε το Παρίσι προσέδιδε στη Στρατιωτική Σύμ-
162 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
βαση του 1894 μία μάλλον αντιβρετανική χροιά. Η κύρια πρόθεση δεν ήταν ένας πόλεμος με τη Γερμανία, αλλά η εξουδετέρωσή της ώστε το Παρίσι και η Αγία Πετρούπολη, να μπορούσαν να αντιμετωπίσουν από κοινού τη Βρετανία στην Ανατολική Μεσόγειο. Ωστόσο, οποιεσδήποτε κι αν ήταν οι αρχικές προθέσεις, η λογική των πραγμάτων στην Ευρώπη από το 1870 αναπόφευκτα την καθιστούσε «ένα όπλο που μπορούσε να χρησιμοποιηθεί μόνο κατά της Γερμανίας, ανεξάρτητα από τις αρχικές προθέσεις των δυο πλευρών»9.
Θα ήταν περιττό να εμπλακούμε εδώ στη συζήτηση κατά πόσο η Γαλλο-Ρωσική Στρατιωτική Σύμβαση του 1894 ευθύνεται για την έκρηξη του πολέμου το 1914. Ας περιοριστούμε στη διαπίστωση ότι κι εδώ παρατηρούμε το «σύνδρομο της πεταλούδας», όπως και στην περίπτωση του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου που αναφέραμε παραπάνω. Αυτό σημαίνει ότι αναμφισβήτητα η Γαλλο-Ρωσική Σύμβαση προκάλεσε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις. Ίσως η σημαντικότερη από αυτές ήταν ότι ανάγκασε τους Γερμανούς να προσαρμόσουν την αμυντική τους διάταξη, δηλαδή να υιοθετήσουν το Σχέδιο Schlieffen. Η βασική φιλοσοφία του σχεδίου αυτού ήταν ότι η έκβαση του πολέμου θα εξαρτιόταν από την ικανότητα των γερμανικών δυνάμεων να θέσουν αστραπιαία εκτός μάχης τη Γαλλία, στα νώτα τους, ώστε να μπορούσαν να συγκεντρωθούν στο άλλο μέτωπο προς Ανατολάς. Το πρόβλημα με το σχέδιο αυτό, που παρέμεινε η Βίβλος της γερμανικής αμυντικής πολιτικής έως το 1914, ήταν ότι ενώ στρατιωτικά ενδεχομένως ήταν άψογο, αν και εδώ υπάρχουν επιφυλάξεις, πολιτικά δημιουργούσε εφιαλτικά διλήμματα που η γερμανική ηγεσία προτιμούσε να αγνοεί, έως ότου ήταν αργά.
Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, αν και ο κόμης Alfred νοπ Schliefflen, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου της Πρωσίας από το 1891 έως το 1906, ε ίχε απόλυτη εμπιστοσύνη στις λογικές ικανότητες του ανθρώπου, παραγνώριζε τη συμβουλή του Κλαούσεβιτς που μιλούσε για «την ομίχλη του πολέμου»lO, δηλαδή ότι στον πόλεμο εκτός από οργάνωση χρειάζεται και φαντασία. Με άλλα λόγια το Σχέδιο Schlieffen έδενε στην κυριολεξία τα χέρια της Γερμανίας και την εξανάγκαζε να συρθεί σε πολιτικές επιπλοκές που οδηγούσαν στην καταστροφή. Το Μάιο του
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 163
1900 o Schlieffen ενημέρωσε το υπουργείο Εξωτερικών ότι το γερμανικό Γενικό Επιτελείο «σε περίπτωση ενός πολέμου σε δυο μέτωπα δεν θα δεσμευόταν στις επιχειρήσεις του από τις υπάρχουσες διεθνείς συνθήκες». Το υπουργείο Εξωτερικών τον διαβεβαίωσε ότι «καθήκον της διπλωματίας ήταν να προσαρμοστεί στα στρατιωτικά δεδομένα και να προετοιμαστεί γι' αυτά με τον καλύτερο τρόπο». l l Αυτό ήταν τρέλα και αντέβαινε στη σοφή ρήση του Κλαούσεβιτς ότι «ο πόλεμος ήταν διπλωματία με άλλα μέσα». Τώρα η διπλωματία υποβαθμιζόταν στο ρόλο του κομπάρσου με τραγικές συνέπειες.
Το μειονέκτημα του Σχεδίου Schlieffen ήταν ότι, για να αχρηστευτεί στρατιωτικά η Γαλλία, οι γερμανικές δυνάμεις θα έπρεπε να κινηθούν βορειοδυτικά, μέσω Βελγίου και ενδεχομένως Ολλανδίας, από την περιοχή του Μάαστριχτ, ώστε να περικυκλώσουν και αιφνιδιάσουν τις καλά οχυρωμένες γαλλικές δυνάμεις. Τι γινόταν όμως με τη βελγική ουδετερότητα η οποία για τους Βρετανούς αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της αμυντικής τους πολιτικής; Όταν τέθηκε το ερώτημα από το Λονδίνο στις δραματικές διαβουλεύσεις τις παραμονές του πολέμου του 1914, το Βερολίνο απάντησε περιφρονητικά ότι, για τη Γερμανία, η διεθνής συνθήκη ουδετερότητας του Βελγίου του 1839 (βλέπε πρώτο τόμο) δεν ήταν τίποτε άλλο από ένα «κουρελόχαρτο». Τώρα μιλούσε μια δύναμη που το 1839 ήταν ανύπαρκτη και οποιεσδήποτε αναφορές σε συνθήκες μιας εποχής που τα γερμανικά κρατίδια ήταν υποχείριο των μεγάλων δυνάμεων, δεν τη συγκινούσαν ιδιαίτερα. Όμως για τους Βρετανούς τα πράγματα ήταν διαμετρικά αντίθετα. Για περίπου 25-30 χρόνια υφίσταντο μια αυξανόμενη επιθετικότητα και προκλητικότητα από τους φυλετικά «συγγενείς» τους, τους Γερμανούς. Η περιφρονητική στάση του Βερολίνου στο ζήτημα της βελγικής ουδετερότητας τον Ιούλιο του 1914 αποτελούσε το επιστέγασμα αυτής της κατάστασης.
Η προσπάθεια συμβίωσης ή «κατευνασμού» της Γερμανίας είχε περιέλθει σε αδιέξοδο. Όπως έλεγαν ορισμένοι Βρετανοί, η φυσιολογική κατάληξη των υποχωρήσεων στη Γερμανία αναπόφευκτα θα τους εξανάγκαζε να ξεκρεμάσουν κάποτε από τους τοίχους τα πορτρέτα του ναυάρχου Νέλσωνα και των άλλων ηρωικών μορφών της βρετανικής ιστορίας που είχαν συμβάλει στη δημιουργία αυτού του μεγάλου έθνους.
164 ΣΎΓΧΡΟΝΗ εΎΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σ' αυτό το θέμα θα επανέλθουμε αργότερα. Οπωσδήποτε δεν προτίθεμαι να κουράσω τον αναγνώστη με τις μύριες λεπτομέρειες του διπλωματικού λαβυρίνθου την περίοδο 1890-1 9 1 4. Αυτό που μας ενδιαφέρει είναι η συγκρότηση των δυο αντικρουόμενων συνασπισμών που οδήγησε στον πόλεμο. Το πρώτο καθοριστικό βήμα για τη δημιουργία της «Μοιραίας Συμμαχίας», όπως αποκαλεί ο George Kennan τη συγκρότηση της Γαλλο-Βρετανο-Ρωσικής Συμμαχίας ήταν η γαλλορωσική προσέγγιση του 1 894. Ωστόσο από μόνη της αυτή θα ε ίχε περιορισμένη σημασία. Αν και η Γαλλία θεωρούσε αυτή την κίνηση ως τη συγκρότηση ενός γαλλορωσικού άξονα, η Ρωσία δεν προσέδιδε την ίδια σημασία σ' αυτήν. Επίσης η Βρετανία, που την απασχολούσε εκείνη την εποχή περισσότερο η Ρωσία απ' ό,τι η Γερμανία, δεν ενδιαφερόταν να ταυτιστεί με τη γαλλορωσική προσέγγιση.
Για μια περίπου δεκαετία ( 1894- 1904) η βρετανική διπλωματία προσπαθεί να εξισορροπήσει μεταξύ της παραδοσιακής εμμονής με τη Ρωσία και του αυξανόμενου άγχους που της προκαλεί η ανερχόμενη Γερμανία. Έως το 1894 βασικός άξονας της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής ήταν η διατήρηση στενών σχέσεων με τις κεντρικές δυνάμεις (Γερμανία, Αυστρία) που με τη συνδρομή της Ιταλίας θα διασφάλιζαν το stαus quo στην εγγύς Ανατολή. Η επόμενη δεκαετία ε ίναι μια περίοδος έντονου προβληματισμού και αναζήτησης νέων προσανατολισμών στη Βρετανία. Αυτό απέρρεε από την αυξανόμενη κοινή διατύπωση ότι η εποχή της «υπέροχης απομόνωσης» (splendid isolation) της Βρετανίας στην Ευρώπη ε ίχε παρέλθει. Αυτό στην πράξη σήμαινε ότι το Λονδίνο δεν είχε πλέον την άνεση να παραμένει αμέτοχο από τις ευρωπα·ίκές υποθέσεις και να παρεμβαίνει μόνο όταν θεωρούσε ότι είχε διαταραχτεί η ισορροπία δυνάμεων. Με άλλα λόγια η Βρετανία δεν μπορούσε να παραμένει ένας «μοναχικός καβαλάρης» χωρίς συμμαχίες και συμβατικές δεσμεύσεις με άλλες δυνάμεις.
Το ενδιαφέρον είναι ότι σ' αυτή την «αγωνιώδη αναζήτηση» του Λονδίνου για ερείσματα, πρώτα στράφηκε προς τη Γερμανία. Μεταξύ 1898- 1 90 1 διαπιστώνεται μια έντονη κινητικότητα για τη σύναψη μιας ειδικής σχέσης μεταξύ των «τευτόνων» λαών, δηλαδή των Γερμανών, των Βρετανών και των Αμερικανών. Ο πιο ένθερμος υποστηρικτής αυ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 165
τής της ιδέας ήταν ο Βρετανός υπουργός Αποικιών Joseph Chamberlain. Το 1898 μαζί με τον Γερμανό καγκελάριο νοη Bϋlow, συμφώνησαν να προλειάνουν το έδαφος για την εξαγγελία μιας βρετανογερμανικής συνεννόησης στην οποία θα συμμετείχαν, αν το επιθυμούσαν, και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Το επόμενο έτος, στις 29 Νοεμβρίου 1899, ο Chamberlain σε δημόσια ομιλία του υπαινίχθηκε ότι ο καλύτερος τρόπος για τη διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης θα ήταν μια συμμαχία των «τευτόνων» λαών, ήτοι της Βρετανίας, της Γερμανίας και Αμερικής. Ωστόσο η αντίδραση της βρετανικής κοινής γνώμης ήταν τόσο εχθρική, ώστε ο Γερμανός καγκελάριος νοη Bϋlow δεν μπήκε καν στον κόπο να ανταποκριθεί σ' αυτό το κάλεσμα. Αντίθετα, στην ομιλία του στο Reichstag (το γερμανικό κοινοβούλιο), ο Bϋlow απέφυγε να αναφερθεί ευθέως στο θέμα αυτό, ενώ έκανε εκτεταμένες αναφορές στο δεύτερο νομοσχέδιο του ναυάρχου Tίrpitz που, όπως θα δούμε παρακάτω, αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας μεγάλης ναυτικής γερμανικής δύναμης. Επίσης, στην ίδια ομιλία, ο νοη Bϋlow δήλωνε ότι η Γερμανία «τον επόμενο αιώνα θα αποτελούσε το σφυρί ή το αμόνι» στην Ευρώπη. 12
Το δυσάρεστο κλίμα στις σχέσεις των δύο χωρών από αυτό το επεισόδιο απεσοβήθη λόγω της κρίσης στην Άπω Ανατολή, κυρίως της αντιδυτικής εξέγερσης των Boxer στο Πεκίνο, και της ρωσικής προέλασης στην Άπω Ανατολή. Αυτά βοήθησαν το Λονδίνο και το Βερολίνο να βρουν πάλι έναν κοινό παρονομαστή. Η στενή συνεργασία τους στην Άπω Ανατολή αναβίωσε τις ελπίδες για μια γερμανοβρετανική συμμαχία. Ωστόσο αυτές γρήγορα εξανεμίστηκαν καθώς ήταν δύσκολο να γεφυρώσουν οι δυο πλευρές το χάσμα που τις χώριζε όσον αφορά στους βασικούς τους προσανατολισμούς . l3 Το μεγαλύτερο και πιο δυσεπίλυτο πρόβλημα ήταν ότι υπήρχε μια τεράστια ανισορροπία μεταξύ των δυο χωρών. Ενώ η Γερμανία το 1900 ήταν η μεγαλύτερη ηπειρωτική δύναμη στην Ευρώπη, η Βρετανία παρέμενε η μεγαλύτερη ναυτική δύναμη που με την αυτοκρατορία της διατηρούσε τη θέση της μεγαλύτερης παγκόσμιας δύναμης. Συνεπώς μία συμμαχία μεταξύ των δυο πλευρών θα προϋπέθετε είτε την εγκατάλειψη από το Βερολίνο της ιδέας για παγκόσμια δύναμη, δηλαδή τον περιορισμό επ' αόριστον της Γερμανίας στον ευρωπα"ίκό χώρο ή, αντίστροφα, την εγκατάλειψη της προνομια-
166 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κής θέσης που κατείχε η Βρετανία σαν παγκόσμια δύναμη για χάρη της Γερμανίας. Όμως, ούτε η μια ούτε η άλλη πλευρά ήταν διατεθειμένη να υποχωρήσει σ' αυτό το καίριο σημείο.
Δεδομένου αυτού του αδιεξόδου, το Λονδίνο, για να βγει από την απομόνωσή του, στράφηκε πρώτα προς την Ιαπωνία, με την οποία υπέγραψε, τον Ιανουάριο του 1902, διμερή συμφωνία. Μ' αυτήν η Βρετανία αναγνώριζε τα ειδικά συμφέροντα της Ιαπωνίας στην Κορέα και δεσμευόταν να κρατήσει τη Γαλλία ουδέτερη σε περίπτωση ρωσο-ιαπωνικής σύρραξης. Μ' αυτό τον τρόπο το Λονδίνο αποσοβούσε το ενδεχόμενο μιας ρωσο-ιαπωνικής συνεννόησης η οποία θα καθιστούσε τη Ρωσία ακόμα πιο επικίνδυνη για τα βρετανικά συμφέροντα. Ωστόσο δε χρειάστηκε πολύ καιρός για να γίνει αντιληπτό ότι παρόμοιες περιπλανήσεις στην Άπω Ανατολή δεν έλυναν το βασικό πρόβλημα του Λονδίνου, που ουσιαστικά συνίστατο στην απομόνωσή του στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, η βρετανο-ιαπωνική συμμαχία του 1902 «αντί να σηματοδοτεί το τέλος της βρετανικής απομόνωσης, την επικύρωνε», καθώς την αποστασιοποιούσε περισσότερο από το πρόβλημα της εξισορρόπησης της διασαλευμένης ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη. 14
Η βρετανο-ιαπωνική συμφωνία αποτελούσε μια παρέκκλιση από το βασικό ζήτημα της Ευρώπης, στο οποίο αναπόφευκτα θα αναγκαζόταν να επιστρέψει το Λονδίνο, παρ' όλες τις προσπάθειές του να το παρακάμψει. Ουσιαστικά το πρόβλημα για τη Βρετανία συνοψιζόταν στο δίλημμα: Γερμανία ή Ρωσία; Η ιδέα για τη σύναψη μιας «φυσικής συμμαχίας με τη Γερμανία παρέμενε αιωρούμενη, ωστόσο η αδυσώπητη πραγματικότητα οδηγούσε τη Βρετανία, σχεδόν παρά τη θέλησή της, στην αγκαλιά της Ρωσίας. Όμως αυτός ο βρετανο-ρωσικός εναγκαλισμός, δεδομένου του τόσο βαθιά εμπεδωμένου αντιρωσικού αισθήματος που διακατείχε τους Βρετανούς, θα ήταν μάλλον αδύνατος χωρίς τη διαμεσολάβηση της Γαλλίας, που είχε κάθε λόγο να επιδιώκει τη συνεννόηση μεταξύ αυτών των δυνάμεων. Απ' αυτή την άποψη ο ρόλος της γαλλικής διπλωματίας αποδείχθηκε καταλυτικός για τη συγκρότηση της τριπλής Entente μεταξύ Γαλλίας, Ρωσίας και Βρετανίας.
Είναι αμφίβολο εάν η Βρετανία θα είχε συμφιλιωθεί με τον παραδοσιακό ανταγωνιστή της, τη Ρωσία, εάν δεν είχε προηγηθεί η Βρετα-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 167
νο-Γαλλική Συμμαχία του 1902-5 η οποία προλείανε το έδαφος για τον «ιστορικό συμβιβασμό» μεταξύ Λονδίνου και Αγίας Πετρούπολης το 1907. Η Βρετανο-Γαλλική Συμφωνία που αποτέλεσε τη βάση για την Entente Cordiαle μεταξύ των δυο χωρών για τον επόμενο μισό αιώνα υπογράφηκε τον Απρίλιο του 1904, μετά από επίπονες διαπραγματεύσεις που διήρκεσαν ένα χρόνο. Ίσως ο σημαντικότερος λόγος γι' αυτή τη βραδυπορία ήταν η διστακτικότητα του Λονδίνου να διαβεί το Ρουβίκωνά του. Σ' αυτό συνετέλεσε και η στάση του Βερολίνου, το οποίο από τη μια πλευρά ουσιαστικά απέκρουε τις βρετανικές κρούσεις για τη σύναψη μιας συμμαχίας των <<τευτόνων λαών», ενώ ταυτόχρονα επιδίωκε να ταπεινώσει τη βρετανική κυβέρνηση στην υπόθεση της εξέγερσης των Boers, στη Νότιο Αφρική. Ωστόσο, αναμφίβολα, το Λονδίνο θα μπορούσε να ανεχτεί αυτή την κατάσταση εάν η Γερμανία δεν επιδιδόταν την ίδια εποχή σε έναν αγώνα δρόμου για τη ναυπήγηση ενός πολεμικού στόλου που αναπόφευκτα θα εκτόπιζε τη Βρετανία από παγκόσμια δύναμη. Αυτή η αντιπαράθεση Λονδίνου-Γερμανίας γύρω από την εξεύρεση μιας ισορροπίας της ναυτικής τους δύναμης, αποτελεί το σημείο αναφοράς, το σταθερό συντελεστή, για να κατανοήσει κανείς καλύτερα γιατί οι δύο χώρες οδηγήθηκαν σε πόλεμο του 1914. Για τη Βρετανία αυτό το άγχος καλλιεργούσε, όσο περνούσε ο καιρός, όλο και περισσότερο την ανάγκη για τη δημιουργία ενός αντίπαλου δέους που θα εμπόδιζε τη Γερμανία να εκπληρώσει αυτό το σκοπό. Από την άλλη πλευρά η σθεναρή αντίδραση του Λονδίνου στις γερμανικές εκκλήσεις για κάποια ισοτιμία ως παγκόσμια δύναμη στο παγκόσμιο στερέωμα, ωθούσε το Βερολίνο σε πιο ακραίες και επικίνδυνες αντιδράσεις. Όπως το θέτει ένας μεγάλος ιστορικός, η αίσθηση ότι η γερμανική ανωτερότητα δεν θα αρκούσε από μόνη της να καταστήσει τη Γερμανία μια παγκόσμια δύναμη εφάμιλλη της Βρετανίας, ή ακόμα της Ρωσίας και των Ηνωμένων Πολιτειών, έκανε πολλούς Γερμανούς ιθύνοντες να υποψιάζονται, ή να φοβούνται, ότι «κάποια μέρα αυτή η περικύκλωση θα έπρεπε να διαρραγεί με την προσφυγή στη βία» . 15
Αντίθετα μια βρετανογαλλική προσέγγιση δεν προσέκρουε σε τέτοιους ύφαλους όπως η βρετανογερμανική. Η όλη ιστορία ξεκίνησε με τη διευθέτηση διαφόρων εκκρεμοτήτων μεταξύ Λονδίνου-Παρισίων
168 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
που αφορούσαν σε αποικιακές διεκδικήσεις κυρίως στη Βόρεια Αφρική. Στην ουσία επρόκειτο για μια αμοιβαία αναγνώριση σφαιρών επιρροής, όπου η Γαλλία αναγνώριζε τα «δικαιώματα» της Βρετανίας στην Αίγυπτο και το Λονδίνο της Γαλλίας στο Μαρόκο. Αυτή η διευθέτηση συνέβαλε καθοριστικά στη βελτίωση των σχέσεων Λονδίνου-Παρισίων και βοήθησε στην αποφυγή τριβών σε άλλες περιοχές του κόσμου, όπως στην Κεντρική Αφρική, όπου 6 χρόνια νωρίτερα οι δυο χώρες είχαν βρεθεί στα πρόθυρα σύρραξης, ή στη Μαδαγασκάρη, στο Σιάμ, κλπ. Όσον αφορά στην Ευρώπη, η Γαλλο-Βρετανική Συμφωνία του 1904, ήταν μάλλον ασαφής και δεν έκανε αναφορές στη διατήρηση της ισορροπίας δυνάμεων εκτός από το τελευταίο άρθρο το οποίο, κάπως σιβυλλικά, έλεγε ότι οι δυο κυβερνήσεις «θα παρείχαν αμοιβαία διπλωματική υποστήριξη για την εφαρμογή των άρθρων αυτής της διακήρυξης».
Ποιος όμως θα μπορούσε να παρεμποδίσει την εφαρμογή αυτής της Συμφωνίας του 1904; Αν και δεν κατονόμαζε καμιά δύναμη, ωστόσο ήταν σχεδόν σίγουρο ότι αυτή εννοούσε τη Γερμανία. Η τελευταία, αν και δεν είχε η ίδια εδαφικές διεκδικήσεις στις περιοχές που αναφέρονταν στη Γαλλο-Βρετανική Συμφωνία, ωστόσο αντέδρασε αμέσως στο «μοίρασμα» της Βόρειας Αφρικής, και κυρίως στον πλήρη έλεγχο που αποκτούσε η Γαλλία στο Μαρόκο, χωρίς τη συγκατάθεση του Βερολίνου. Αποτέλεσμα ήταν η πρώτη «μαροκινή κρίση» το 1905 και οι μετέπειτα κρίσεις σ' αυτή την περιοχή τα επόμενα χρόνια, έως τις παραμονές του Α παγκοσμίου πολέμου. Εάν τελικά ένας ευρωπα"ίκός πόλεμος απεφεύχθη για χάρη του Μαρόκου, ενώ το ίδιο δεν μπόρεσε να γίνει κατορθωτό στη βαλκανική κρίση του 1914, αυτό οφείλεται κυρίως στο ότι, στη δεύτερη περίπτωση, η κρίση αυτή συνδεόταν πολύ πιο άμεσα με τη διατάραξη της ισορροπίας δυνάμεων στην Ευρώπη απ' ό,τι εκείνες στο Μαρόκο.
Η πρώτη μαροκινή κρίση του 1905-6, αν και εκτονώθηκε σχετικά εύκολα, παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον για τις επιπτώσεις της στην ίδια την Ευρώπη. Η κρίση ξέσπασε όταν το Βερολίνο απαίτησε τη σύγκληση μιας ευρωπα'ίκής διάσκεψης για να επιληφθεί των θεμάτων που ε ίχαν συμφωνηθεί σε διμερές επίπεδο μεταξύ Γαλλίας-Βρετανίας. Αν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 169
και δεν θα ήταν η πρώτη φορά που θα συνερχόταν μια ευρωπα·ίκή διάσκεψη για να διευθετήσει αποικιακά ζητήματα -κάτι παρόμοιο είχε γίνει 20 χρόνια νωρίτερα στο Βερολίνο με μεγάλη επιτυχία- ωστόσο τώρα τα δεδομένα ήταν εντελώς διαφορετικά. Το 1884 ο Μπίσμαρκ μπορούσε να διαδραματίζει το ρόλο του «έντιμου διαμεσολαβητή» για τις διαφορές, κυρίως των άλλων ευρωπα·ίκών δυνάμεων, στις ζούγκλες του Κογκό και της κεντρικής Αφρικής. Είκοσι χρόνια αργότερα, η Γερμανία είχε αναπτυχθεί σε τέτοιο βαθμό ώστε διεκδικούσε τη θέση μιας παγκόσμιας δύναμης. Με άλλα λόγια η παρέμβαση του Bερoλί�oυ το 1904 δεν απέβλεπε τόσο στη διευθέτηση αποικιακών διαφορών μεταξύ Γαλλίας-Βρετανίας, κάτι που επιδίωκε να κάνει στο παρελθόν, αλλά να υπενθυμίσει στο Παρίσι και στο Λονδίνο ότι παρόμοιες συμφωνίες δεν μπορούσαν να συναφθούν χωρίς τη συγκατάθεση της Γερμανίας, κυρίως, σε μια περιοχή όπως το Μαρόκο, δηλαδή στη δυτική Μεσόγειο.
Αρχικά η Γαλλία συμμορφώθηκε με τις γερμανικές απαιτήσεις και οι δυο πλευρές άρχισαν διαπραγματεύσεις, τον Ιούλιο του 1905, που ναυάγησαν 6 μήνες αργότερα, κυρίως λόγω της σθεναρής αντίδρασης του Λονδίνου. Το τελευταίο θεωρούσε ότι οποιαδήποτε παραχώρηση της Γαλλίας στους γερμανικούς εκβιασμούς, όπως η παραπάνω, θα εξασθένιζε όχι μόνο τη Γαλλία αλλά και το κύρος της Βρετανίας, ως παγκόσμιας δύναμης, καθώς θα εμφανιζόταν ότι δεν διέθετε το σθένος να αντισταθεί στις γερμανικές υπαγορεύσεις. Τελικά, η πρώτη μαροκινή κρίση, παρά τις εξάψεις που προκάλεσε, κυρίως η επίσκεψη στην Ταγγέρη του Γερμανού αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β', μια χειρονομία που συμβόλιζε ότι η Γερμανία είχε «ζωτικά συμφέροντα» στην περιοχή, διευθετήθηκε με το Συνέδριο της Algecitas, το 1906. Η κρίση είχε ξεθυμάνει ανώδυνα, .χωρίς άμεσες περιπλοκές, ωστόσο αποτελούσε μια προειδοποίηση για το τι θα επακολουθούσε. 16
Η στάση της Γερμανίας στο Μαρόκο ε ίχε αναγάγει τη Γάλλο-Βρετανική Συμφωνία του 1904, από μια διευθέτηση διαφορών στην περιφέρεια πρακτικού κυρίως χαρακτήρα, σε κάτι ζωτικής σημασίας για την ασφάλεια της Βρετανίας. Διότι εάν η Γαλλία υπέκυπτε στις γερμανικές πιέσεις, αυτό ίσως εξανάγκαζε την εξασθενημένη πλέον Ρωσία, μετά την ήττα της από την Ιαπωνία και την επανάσταση που είχε ήδη ξεσπά-
1 70 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σει στο εσωτερικό της, να συνάψει μια συμμαχία με τη Γερμανία, κάτι που ουσιαστικά θα ισοδυναμούσε με την υποταγή της στα σχέδια του Βερολίνου. Κάτι τέτοιο θα σήμαινε την πλήρη κυριαρχία της Γερμανίας στην ηπειρωτική Ευρώπη και την απομόνωση της Βρετανίας. Για να αποτραπεί αυτό το εφιαλτικό σενάριο, το Λονδίνο δεν αρκούσε πλέον να παράσχει διπλωματική υποστήριξη στη Γαλλία, αλλά και στρατιωτική, με τη μορφή της αποστολής στη Γαλλία, ενός βρετανικού εκστρατευτικού σώματος. Για πρώτη φορά μετά από ένα σχεδόν αιώνα, οι Βρετανοί δημιουργούν μια στρατιωτική δύναμη, για να χρησιμοποιηθεί σε ώρα ανάγκης στην Ευρώπη. Η μόνη διαφορά ήταν ότι όταν τα βρετανικά στρατεύματα αποχωρούσαν το 1815 από την Ευρώπη, η αποστολή που είχαν εκπληρώσει ήταν η εξουδετέρωση της Γαλλίας ως ηγεμονικής δύναμης. Τώρα, έναν αιώνα αργότερα, επέστρεφαν για να ενισχύσουν τη Γαλλία που ήταν το ανάχωμα για τη συγκράτηση της Γερμανίας.
Έτσι, η Βρετανοί βρήκαν τελικά το σημείο που έψαχναν τα τελευταία δέκα περίπου χρόνια για να βγουν από την απομόνωσή τους και να «δεθούν» σε ένα σύστημα συμμαχιών.
Η λογική των πραγμάτων, σε συνδυασμό με τη ραγδαία εξασθένιση της Ρωσίας, από εξωτερικούς και εσωτερικούς λόγους, οδηγούσαν αδυσώπητα σε μια βρετανορωσική προσέγγιση . Έως τότε άξονα της βρετανικής πολιτικής αποτελούσε η «αποτροπή» της Ρωσίας στην Εγγύς Ανατολή και στην Ασία.
Η κρίση στο Μαρόκο σε συνδυασμό με την κατάρρευση της Ρωσίας το 1905 δημιουργούσαν ευνο·ίκες προϋποθέσεις για ένα μεγάλο βρετανορωσικό συμβιβασμό. Τώρα, το Λονδίνο, αντί να επιδιώκει τη μείωση της ρωσικής επιρροής στις ευρωπα"ίκές υποθέσεις, επιζητεί ουσιαστικά να την αναβαθμίσει. Όπως και η γαλλοβρετανική προσέγγιση, έτσι κι εκείνη μεταξύ Βρετανίας και Ρωσίας ξεκίνησε με τη διευθέτηση διαφορών μεταξύ των δυο χωρών εκτός Ευρώπης και συγκεκριμένα τον καθορισμό ζωνών επιρροής στην Περσία.
Ωστόσο αυτή η συμφωνία από μόνη της δεν θα οδηγούσε αναπόφευκτα στην τριπλή Entente, πολύ περισσότερο καθώς η Ρωσία, παρά τα προβλήματά της, εξακολουθούσε να συμπεριφέρεται με τέτοιο τρό-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 171
πο ώστε να δίνει λαβή στο αντιρωσικό αίσθημα των Βρετανών, κυρίως των φιλελευθέρων. Επίσης η αυταρχική της συμπεριφορά και η ουσιαστική παραβίαση των όρων της Βρετανο-Ρωσικής Συμφωνίας για την Περσία, έκαναν πολλούς Βρετανούς να διερωτώνται εάν η εμπλοκή τους σε ένα συνασπισμό με αυτή τη χώρα και τη Γαλλία αποτελούσε την καλύτερη λύση γι' αυτούς. Τελικά, εάν παρόμοιοι ενδοιασμοί ξεπεράστηκαν, αυτό οφειλόταν κυρίως στην αυξανόμενη ανασφάλεια του Λονδίνου απέναντι στη Γερμανία κάτι που η τελευταία δεν έκανε καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια για να αποβάλει. Αυτό ίσχυε πάνω απ' όλα στο ζωτικής σημασίας θέμα των εξοπλισμών του στόλου των δύο χωρών. Αυτό το πρόβλημα είχε οδηγήσει τις δύο πλευρές το καλοκαίρι του 1908, σε τόσο μεγάλη κρίση «που ήταν πλέον πασιφανής σε όλο τον κόσμο»17. Η κρίση αυτή προσέλαβε τέτοιες διαστάσεις με αποτέλεσμα να ανησυχήσουν το Παρίσι και η Αγία Πετρούπολη στο ενδεχόμενο μιας βρετανο-γερμανικής σύρραξης, ώστε οι δυο πρωτεύουσες να αναλαμβάνουν τώρα το ρόλο διαμεσολαβητή για να εκτονωθεί το βαρύ κλίμα μεταξύ Λονδίνου και Βερολίνου. Στην προκειμένη περίπτωση διαπιστώνουμε μια ενδιαφέρουσα αντιστροφή ρόλων: ενώ δηλαδή έως τότε η Βρετανία δίσταζε να εμπλακεί σε ευρωπα'ίκές συμμαχίες για να μη συρθεί σε έναν πόλεμο παρά τη θέλησή της, τώρα είναι η Γαλλία και η Ρωσία που εκφράζουν φόβους ότι οι συμφωνίες που έχουν συνάψει με το Λονδίνο ενδεχομένως να τις εμπλέξουν σε πόλεμο με τη Γερμανία για αλλότριους σκοπούς. Με άλλα λόγια ο βρετανογερμανικός ναυτικός ανταγωνισμός από μόνος του δεν αρκούσε για να «δέσει» η τρlJtλή Entente.
Τον πιο καθοριστικό ρόλο έπαιξε η προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία και η διπλωματική ταπείνωση της Ρωσίας από τη Γερμανία. Μ' αυτό τον τρόπο είχε επέλθει μια εξισορρόπηση στόχων και συμφερόντων μεταξύ Βρετανίας και Ρωσίας που στρέφονταν κατά των Κεντρικών Δυνάμεων. Το περίεργο είναι ότι η Γαλλία, η οποία από το 1871 είχε πρωτοστατήσει για τη συγκρότηση ενός αντιγερμανικού συνασπισμού, τώρα εμφανιζόταν μετριοπαθής σε σύγκριση με τη Ρωσία και τη Βρετανία.
172 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο βρετανο-γερμανικός ναυτικός ανταγωνισμός
Κανένα άλλο πρόβλημα δεν υπογράμμιζε τόσο παραστατικά το δραματικό χαρακτήρα που είχαν πάρει οι σχέσεις μεταξύ των δύο «τευτόνων λαών», όσο εκείνο που αφορούσε στον καθορισμό της δύναμης του πολεμικού ναυτικού τους. Σ' αυτό το πρόβλημα συμπυκνωνόταν το όλο ζήτημα της γερμανικής ανόδου μετά το 1871 και τα τραγικά αδιέξοδα που αυτή δημιουργούσε στη Βρετανία, στις αγωνιώδεις προσπάθειές της να διατηρήσει την ηγεμονική θέση που είχε εξασφαλίσει το 1815, σαν αποτέλεσμα των ναπολεόντειων πολέμων. Η ναυτική υπεροχή είχε παίξει τον καθοριστικό λόγο στην έκβαση αυτών των πολέμων, κυρίως στο ότι η Βρετανία με το στόλο της μπορούσε να ματαιώνει κάθε προσπάθεια και να ασφαλίζει τις συναλλαγές της με τον έξω κόσμο. Με άλλα λόγια, για τη Βρετανία, η υπεροχή της στις θάλασσες ήταν ταυτόσημη με την επιβίωσή της και τη διαφύλαξη της εθνικής ανεξαρτησίας και εδαφικής ακεραιότητάς της. Αυτό αποτελούσε τον ακρογωνιαίο λίθο της βρετανικής εξωτερικής και αμυντικής πολιτικής.
Η βρετανική θαλασσοκρατορία εδραιώθηκε ακόμα περισσότερο το μισό αιώνα μετά το 1815, λόγω της καταστροφής που είχε υποστεί ο γαλλικός στόλος, ο μόνος υπολογίσιμος την εποχή εκείνη, καθώς και της βρετανικής οικονομικής-βιομηχανικής υπεροχής, που της επέτρεπε να κατασκευάζει περισσότερα και πιο σύγχρονα σκάφη. Αυτή η εμπιστοσύνη με τη σειρά της ευνοούσε την προαγωγή της φιλελεύθερης πολιτικής, του laisser faire, και γενικότερα της στροφής από την «υψηλή πολιτική» στην οικονομία και τις ιδέες του Cobden και της σχολής του Μάντσεστερ. Ωστόσο όλα αυτά, για να διατηρηθούν, προϋπέθεταν ότι η Βρετανία θα εξακολουθούσε «to rule the waves» (<<να βασιλεύει στους ωκεανούς»), όπως λέει ένα παραδοσιακό βρετανικό εμβατήριο. Το πρόβλημα ανέκυψε όταν μια νέα δύναμη, η Γερμανία, δημιούργησε τέτοια βιομηχανική υποδομή, τεχνολογία και οικονομικούς πόρους που είχε πλέον τη δυνατότητα να αμφισβητεί τη βρετανική θαλασσοκρατία. Παρά τις διαβεβαιώσεις του Μπίσμαρκ ότι η Γερμανία, μετά το 1871, ήταν πλέον μια «κορεσμένη» δύναμη, δεν υπήρχε τίποτε που να διασφάλιζε τη διατήρηση του status quo στους ωκεανούς.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 173
Επίσης η γοργή πληθυσμιακή αύξηση της Γερμανίας, οι κοινωνικές ανακατατάξεις, με κύριο στόχο την αστυφιλία και τη μαζικοποίηση της πολιτικής, σε συνδυασμό με το αυξανόμενο κύρος της στην καρδιά της Ευρώπης σαν η αδιαμφισβήτητη υπερδύναμη, ήταν επόμενο, σωρευτικά, να δημιουργήσουν νέα δεδομένα στη μάλλον ειδυλλιακή αντίληψη που υπήρχε έως τότε σχετικά με τις «πατροπαράδοτες» φιλικές σχέσεις των δύο «τευτόνων λαών». Ωστόσο, τον καθοριστικότερο ρόλο στη δημιουργία ενός αγεφύρωτου, όπως αποδείχτηκε αργότερα, ρήγματος μεταξύ Γερμανίας-Βρετανίας έπαιξε ο ιμπεριαλιστικός πυρετός και η «παγκοσμιοποίηση» των ευρωπα·ίκών υποθέσεων. Για τη Γερμανία, η ασυγκράτητη ιμπεριαλιστική διείσδυση, κυρίως της Βρετανίας και της Γαλλίας, δεν άφηνε ασυγκίνητου ς τους πολιτικούς και οικονομικούς κύκλους της χώρας. Πάνω απ' όλα όμως δημιουργούσε ένα τεράστιο υπαρξιακό πρόβλημα: Πώς μπορούσε μια χώρα όπως εκείνη που αναπτυσσόταν τόσο ραγδαία, να περιοριστεί οικειοθελώς στο ρόλο μιας «ευρωπα"ίκής» μόνο δύναμης, τη στιγμή που υποδεέστερα κράτη διεκδικούσαν έναν παγκόσμιο ρόλο; Ακόμα περισσότερο, πώς μπορούσε να δεχτεί η Γερμανία έναν κατώτερο ρόλο τη στιγμή που οι Ηνωμένες Πολιτείες, ακόμα και οι Ιάπωνες, φιλοδοξούσαν να εξελιχθούν σε παγκόσμιες δυνάμεις; Επίσης, θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι την εποχή εκείνη οι ιδέες του Αμερικανού Alfred Mahan, που αναπτύχθηκαν στο βιβλίο του Η επιρροή της ναυτικής ισχύος στην Ιστορία (The Influence ΟΙ Sea Power on Histoιy, 1890) καθώς και στο Η επιρροή της θαλάσσιας ισχύος στη Γαλλική Επανάσταση και την αυτοκρατορία (The Influence ΟΙ Sea Power on the French Revolution and the Empire, 1892) είχαν τεράστια απήχηση όχι μόνο μεταξύ του κοινού αλλά και της στρατιωτικής και πολιτικής ηγεσίας στην Ευρώπη, και όχι μόνο. Ο ίδιος ο Γερμανός αυτοκράτορας ήταν ένθερμος θαυμαστής του Mahan. 18 Αξίζει τον κόπο να προσθέσουμε και την επιρροή που ασκούσαν οι ιδέες του Mahan σε Ιάπωνες επιτελείς οι οποίοι είχαν αναγάγει τις απόψεις του σε πιστεύω, κάτι που επηρέασε αποφασιστικά τη μοιραία απόφαση του Τόκιο να επιτεθεί κατά των ΗΠΑ στο Περλ Χάρμπορ το Δεκέμβριο του 1941. 19
1 74 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σ' αυτό το ερώτημα δεν υπήρχε ικανοποιητική απάντηση πέραν του ότι ο αυτοπεριορισμός της Γερμανίας στην Ευρώπη εξυπηρετούσε πρωτίστως το δικό της καλώς εννοούμενο συμφέρον καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια για παγκόσμιο ρόλο θα την έφερνε αντιμέτωπη με την υπάρχουσα ηγεμονική δύναμη, τη Βρετανία.
Με άλλα λόγια, η σκληρή πραγματικότητα όσον αφορά στις τύχες των εθνών, που κάποιος την έχει παρομοιάσει με τον ποδηλάτη ο οποίος εάν θέλει να ισορροπεί πάνω στο ποδήλατο θα πρέπει να κινείται συνεχώς, οδηγούσε αδυσώπητα προς την αμφισβήτηση από γερμανικής πλευράς του stαtus quo του 1 8 1 5. Αυτό αντανακλούσε η «νέα εξωτερική πολιτική» που υιοθετείται από το Βερολίνο το 1 892, λίγο μετά από την παύση του Μπίσμαρκ, και η γοητεία που ασκούσε στους Γερμανούς ο εναγκαλισμός μιας Weltpolitik (παγκόσμιας πολιτικής). Θα πρέπει να τονιστεί ότι αυτοί οι στόχοι δεν εξέφραζαν μόνο τον αυτοκράτορα και το στρατιωτικο-πολιτικο-γραφειοκρατικό κατεστημένο της χώρας, αλλά έβρισκαν τεράστια ανταπόκριση στα λα'ίκά στρώματα, στους διανοούμενους και καθηγητές καθώς και στους βιομηχάνους και τα οικονομικά συμφέροντα της χώρας. Συνεπώς, όταν ο Γουλιέλμος ο Β' δήλωνε δημόσια την πρόθεσή του να καταστήσει τη Γερμανία μια αξιοσέβαστη ναυτική δύναμη (Seegeltung), ήταν σίγουρος ότι μιλούσε εξ ονόματος της συντριπτικής πλειοψηφίας του γερμανικού λαού, όπως πιστοποιεί η ραγδαία ανάπτυξη της Γερμανικής Ναυτικής Ένωσης, που ήδη αναφέρθηκε παραπάνω.
* * *
Εμπνευστής και αρχιτέκτονας του γερμανικού οράματος για τη δημιουργία ενός στόλου, ισάξιου της δύναμης της Γερμανίας, ήταν ο ναύαρχος Alfred vοn Tirpitz. Τα μεγαλύτερα προτερήματα του Tirpitz ήταν η ατσαλένια θέληση, η πλήρης επίγνωση του πολιτικο-γραφειοκρατικού μηχανισμού της Γερμανίας καθώς και η ικανότητά του να κινητοποιεί την κοινή γνώμη και τα διάφορα λόμπι για να επιτυγχάνει τους στόχους του. Το 1 898 ο Tirpitz υπέβαλε το πρώτο Ναυτικό Νομοσχέδιο το οποίο αποσκοπούσε στη δημιουργία ενός στόλου αποτελούμενου από 1 9 πολεμικά σκάφη, 42 καταδρομικά, 1 2 βαριά και 30 ελαφρά, σε
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 175
σχέση με τα υπάρχοντα 7 πολεμικά και 9 καταδρομικά, στόχος που δεν ανησυχούσε ιδιαίτερα τη Βρετανία καθώς οι προβλεπόμενες δυνάμεις υστερούσαν κατά πολύ των βρετανικών. Ωστόσο, το 1900, ο Tirpitz υπέβαλε ένα Δεύτερο Νομοσχέδιο βάσει του οποίου διπλασιαζόταν η δύναμη του γερμανικού στόλου. Συνάμα δήλωνε δημόσια, ότι η Γερμανία προτίθενταν να κατασκευάσει ένα στόλο τόσο ισχυρό ώστε να το σκεφτόταν καλά η ισχυρότερη ναυτική δύναμη, δηλαδή η Βρετανία, αν και δεν την κατονόμαζε, πριν εμπλεκόταν σε πόλεμο με τη Γερμανία.
Η πολιτική σημασία της στροφής της Γερμανίας προς το ναυτικό ήταν πρόδηλη. Όπως το έθετε ο ίδιος ο Tirpitz στον Kaiser, το 1897, για τη Γερμανία «ο πιο θανάσιμος εχθρός σήμερα είναι η Βρετανία» κι αυτό απαιτούσε την κατασκευή ενός στόλου για την άσκηση πολιτικής πίεσης σ' αυτήν. Για το Βερολίνο, η κατασκευή ενός ισχυρού στόλου δεν σήμαινε ότι επιθυμούσε απαραίτητα μια πολεμική αναμέτρηση με τη Βρετανία. Μάλλον το αντίθετο. Η κατοχή ενός αξιόλογου στόλου θα επέτρεπε στη Γερμανία να επιτύχει το όραμά της για Weltpolitik χωρίς να προσφύγει σε πόλεμο. Όπως το έθετε ο Γερμανός καγκελάριος το 1897, «με την ανάπτυξή μας ως θαλάσσια δύναμη θα κατορθώσουμε να εκπληρώσουμε τους στόχους μας χωρίς να είμαστε δορυφόροι της Βρετανίας αλλά ούτε και ανταγωνιστές».20
Η κεντρική φιλοσοφία της βρετανικής αμυντικής πολιτικής βασιζόταν στην αρχή του «διπλού στάνταρτ». Αυτό σήμαινε ότι το ναυτικό της θα έπρεπε να είναι ισχυρότερο σε δύναμη από το άθροισμα των επόμενων δύο μεγαλύτερων ναυτικών δυνάμεων. Η γερμανική ναυτική πρόκληση συνίστατο στο ότι ουσιαστικά αχρήστευε αυτό το δόγμα. Διότι ακόμα και στην περίπτωση που ο βρετανικός στόλος επικρατούσε επί του γερμανικού, το βρετανικό ναυτικό θα είχε υποστεί τέτοιο πλήγμα ώστε η διατήρηση του «διπλού στάνταρτ» θα ήταν αδύνατη.
Την περίοδο αυτή ( 1896-97) η Βρετανία βρίσκεται απορροφημένη με άλλα εσωτερικά και αποικιακά προβλήματα και το Λονδίνο δεν βλέπει ακόμα καθαρά τις επιπτώσεις αυτών των, μυστικών άλλωστε, αποφάσεων της γερμανικής ηγεσίας. Ωστόσο αυτό δεν σημαίνει ότι η Βρετανία είχε πλήρη άγνοια του τι συνέβαινε. Π.χ. η διαφαινόμενη έξαψη της γερμανικής κοινής γνώμης στο θέμα του στόλου, έκανε τον ανταπο-
176 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κριτή των Tίmes του Λονδίνου στο Βερολίνο να προειδοποιεί το Μάρτιο του 1897: «νομίζω ότι θα πρέπει να λογαριαστούμε μ' αυτό το λαό πριν έλθει η ώρα για την καθοριστική αναμέτρησή μας με τη Ρωσία. (Ίσως) ένα modus vivendi (συνύπαρξη) με τη Ρωσία θα ήταν πιο εφικτό απ' ό,τι με τη Γερμανία, σήμερα ή στο μέλλον»21 . Συνεπώς για τους Βρετανούς, η γερμανική ναυτική πρόκληση ήταν επόμενο να αφυπνίσει τα πατροπαράδοτα αντανακλαστικά τους, δηλαδή τον εφιάλτη μιας θαλάσσιας εισβολής, φόβο που είχαν εμπεδώσει η Ισπανική Αρμάδα και ο Ναπολέοντας. Ήδη, το 1884, είχε εκδηλωθεί ο πρώτος «ναυτικός πανικός» και ακολούθησαν άλλοι δύο το 1888 και 1893. Ουσιαστικά, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, αυτός ο εφιάλτης εξαλείφθηκε οριστικά μόνο το 1918, με την παράδοση του γερμανικού στόλου.22
Το ζήτημα του στόλου, εκτός από τις αμυντικές του διαστάσεις, έθετε και μια σειρά από άλλα άμεσα οικονομικά και τεχνολογικά διλήμματα. Π.χ. το κόστος κατασκευής του πιο σύγχρονου πολεμικού θωρηκτού είχε γίνει σχεδόν απαγορευτικό, ακόμα και για μια μεγάλη δύναμη. Από την άλλη, οι τεχνολογικές καινοτομίες των τελευταίων δεκαετιών καθιστούσαν τον υπάρχοντα στόλο πεπαλαιωμένο. Έχει υπολογιστεί ότι το 1896 αρκούσε ένα μόνο μικρό, άλλα σύγχρονης τεχνολογίας, κανονιοφόρο για να καταστρέψει ολοσχερώς όλα τα πολεμικά σκάφη που είχαν κατασκευαστεί πριν το 1850.23 Αυτές οι διαπιστώσεις ήταν επόμενο να προκαλούν εφιάλτες. Σε μια κούρσα ναυτικών εξοπλισμών, οι Βρετανοί, μακροπρόθεσμα, δεν θα διέθεταν τις οικονομικές δυνατότητες να τους ακολουθήσουν. Αργά ή γρήγορα η οικονομική-τεχνολογική ανωτερότητα της Γερμανίας θα της έδινε αν όχι τη ναυτική υπεροπλία, ένα στόλο αρκετά ισχυρό που να αχρηστεύει την αμυντική πολιτική της Βρετανίας. Με άλλα λόγια το θέμα των ναυτικών εξοπλισμών αναπόφευκτα ήταν συνυφασμένο με μια σειρά από άλλα άμεσα προβλήματα που αφορούσαν σχεδόν όλη την κοινωνία. Οι εξοπλισμοί, όπως διαπιστώνουμε στη δική μας περίπτωση στις μέρες μας με την Τουρκία, απαιτούν μεγάλες οικονομικές θυσίες και τη διάθεση τεράστιων πόρων οι οποίοι αφαιρούνται από άλλες κοινωνικές ανάγκες, όπως η Υγεία, η Παιδεία κ.λπ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 177
Συνεπώς ήταν φυσικό το ζήτημα των ναυτικών εξοπλισμών να προκαλέσει στη Βρετανία έναν έντονο προβληματισμό και αντιπαραθέσεις μεταξύ εκείνων που έδιναν προτεραιότητα στις κοινωνικές δαπάνες και άλλων που τόνιζαν τη ζωτική σημασία των εξοπλισμών για την επιβίωση της Βρετανίας ως μεγάλη δύναμη. Το ενδιαφέρον είναι ότι σ' αυτή τη διαμάχη μεταξύ εκείνων που αρχικά εξέφραζαν έντονες επιφυλάξεις για την εμπλοκή της Βρετανίας σε μια κούρσα εξοπλισμού, συμπεριλαμβάνονταν ο Lloyd George και ο Τσώρτσιλ, δηλαδή εκείνοι που διετέλεσαν πρωθυπουργοί στον Α και Β' παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό δεν είναι συμπτωματικό. Πολλοί άλλοι ιθύνοντες, όπως ο Joseph Chamberlain, που νωρίτερα υποστήριξαν ένα διακανονισμό με τη Γερμανία, αργότερα κατέληξαν να γίνουν ένθερμοι αντιγερμανιστές. Θα ήταν αδύνατο να επεκταθούμε εδώ σ' αυτό το θέμα. Εκείνο που χρειάζεται να τονίσουμε είναι ότι το πρόβλημα του ναυτικού ανταγωνισμού πήρε οξύτερη αφορφή μετά την αποτυχία των προσπαθειών για τη συγκρότηση μιας συμμαχίας των <<τευτόνων λαών» ( 1899-1902). Αυτό, σε συνδυασμό με την όξυνση στις σχέσεις των δύο χωρών με μορφή την εξέγερση των Boers, στη Νότιο Αφρική, έφερε πάλι στο προσκήνιο το θέμα του στόλου. Το 1903 το βρετανικό κοινοβούλιο ενέκρινε τη δημιουργία ενός στόλου της Βόρειας θάλασσας, ο οποίος είχε σαφές σημείο αναφοράς τη Γερμανία. Έως τότε η ναυτική δύναμη του βρετανικού ναυτικού ήταν διατεταγμένη για να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη γαλλική επίθεση, δηλαδή στη Μάγχη και τη Μεσόγειο. Τώρα η διάταξη αλλάζει ριζικά. Σ' αυτό βέβαια βοήθησε και η σύναψη της γαλλο-βρετανικής Entente. Το 1905, το βρετανικό ναυτικό εγκαινιάζει ένα εκσυγχρονιστικό πρόγραμμα του στόλου του. Αποτέλεσμα ήταν η ναυπήγηση του Dreadnought, γεγονός που εξύψωσε το βρετανικό ηθικό όχι μόνο γιατί αποκαθιστούσε την ηγεμονική θέση της Βρετανίας στους ωκεανούς, αλλά επίσης επειδή συμβόλιζε τις τεχνολογικές δυνατότητες της χώρας.
Ωστόσο το κλίμα ευφορίας δεν κράτησε πολύ. Ουσιαστικά η εμφάνιση των Dreadnoughts είχε σαν αποτέλεσμα μια κάθετη κλιμάκωση της κούρσας των ναυτικών εξοπλισμών των δύο χωρών, κάτι που επιδεινωνόταν με τη συγκρότηση της τριπλής Entente το 1907. Συνεπώς, σ' αυτό
1 78 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
το κλίμα οξυμένης πόλωσης, οι βρετανικές παραινέσεις για ένα «Ναυτικό Μορατόριο» ή «Naval Holiday», μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας, ήταν φυσικό να πέσουν στο κενό. Αυτό με τη σειρά του συνέβαλε στη διαμόρφωση ενός κλίματος πανικού στη βρετανική κοινή γνώμη που εξανέμιζε οποιεσδήποτε προοπτικές για να τεθεί κάποιος έλεγχος στην κούρσα του ναυτικού εξοπλισμού. Όπως παραστατικά γράφει ο Τσώρτσιλ, που την εποχή εκείνη συγκαταλεγόταν μεταξύ των «οικονομολόγων», δηλαδή εκείνων που υποστήριζαν την περιστολή των ναυτικών δαπανών, όταν το Μάρτιο του 1909 συγκλήθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο για να επιληφθεί του θέματος, υπήρχαν δυο προτάσεις: του Ναυαρχείου που απαιτούσε 6 Dreadnoughts και των οικονομολόγων που συμφωνούσαν μόνο με 4. «Τελικά καταλήξαμε στα οκτώ», γράφει ο Τσώρτσιλ στα Απομνημονεύματά του. Αυτό συνοψίζει με τον πιο παραστατικό τρόπο το γεγονός ότι η κούρσα των εξοπλισμών ήταν πλέον ανεξέλεγκτη και επέβαλλε τη δική της λογική χωρίς να υπολογίζει το κοινωνικό κόστος ή τις ευρύτερες επιπτώσεις στην οικονομία.
Το πρόβλημα των ναυτικών εξοπλισμών θεωρείτο σαν Δαμόκλειος Σπάθη έως την έκρηξη του πολέμου το 1914. Αναμφίβολα αυτό αποτελεί την πιο σταθερή συνισταμένη, το κυριότερο σημείο αναφοράς, για την ερμηνεία των γεγονότων που οδήγησαν στον πόλεμο. Η αντιπαράθεση αυτή επιδεινώθηκε περισσότερο με αφορμή τη δεύτερη μεγάλη «μαροκινή κρίση» που ξέσπασε το 1910- 1 1 . Ήταν η πρώτη φορά που η Γερμανία προσέφευγε στην απειλή χρήσης στρατιωτικής ισχύος στο Μαρόκο για να τρομοκρατήσει τη Γαλλία. Ωστόσο ο πραγματικός αποδέκτης ήταν το Λονδίνο και το μήνυμα που λάμβανε ήταν ότι η Γερμανία έδειχνε πλέον διατεθειμένη να κάνει χρήση της ναυτικής της δύναμης στη βόρεια Αφρική . Εάν οι Βρετανοί χρειάζονταν μια απτή απόδειξη των γερμανικών προθέσεων για παγκόσμια δύναμη, την είχαν το 19 1 1 με τη δεύτερη μεγάλη «μαροκινή κρίση» . Συνεπώς η σημαντικότερη επίπτωση της δεύτερης μαροκινής κρίσης ήταν να συσπειρώσει ακόμα περισσότερο την τριπλή Entente.
Η τελευταία σημαντική προσπάθεια για να εξευρεθεί μια λύση για ένα συμβιβασμό στους ναυτικούς εξοπλισμούς έγινε το 1912, την «κρίσιμη χρονιά», όπως την αποκαλούν πολλοί ιστορικοί, με την επίσημη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 179
αποστολή στο Βερολίνο του λόρδου Haldane, υπουργού Πολέμου που φημιζόταν για τα φιλογερμανικά αισθήματά του. Σκοπός αυτής της αποστολής, την οποία είχαν προετοιμάσει μεγάλοι οικονομικοί παράγοντες στο Βερολίνο και στο Σίτι του Λονδίνου, ήταν να εξευρεθεί ένας συνολικός διακανονισμός των στρατιωτικο-αμυντικών προβλημάτων μεταξύ των δύο χωρών, με άξονα βέβαια τους ναυτικούς εξοπλισμούς. Όμως αυτή η επίσκεψη συνέπεσε με ένα νέο Ναυτικό Νομοσχέδιο του Tirpitz που όμως δεν είχε ακόμα ανακοινωθεί δημόσια. Για τους Γερμανούς, οποιοσδήποτε βρετανογερμανικός διακανονισμός που πρότεινε ο Haldane δεν θα έπρεπε να επηρεάσει το εξοπλιστικό πρόγραμμα που περιείχε το νέο νομοσχέδιο. Με άλλα λόγια, δεν υπήρχε κοινός παρονομαστής για να συμβιβαστούν οι βασικοί στόχοι των δύο πλευρών. Η αποτυχία της αποστολής του Haldane στο Βερολίνο το 1912 συνέτεινε στην περαιτέρω σύσφιγξη των γαλλοβρετανικών σχέσεων καθώς και στην επιδείνωση του ψυχολογικού κλίματος στην Ευρώπη. Αυτό ήταν το υπόβαθρο την παραμονή των βαλκανικών πολέμων και της κρίσης που οδήγησε στη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο.
* * *
Πριν ασχοληθούμε με τη βαλκανική πλευρά του Α' παγκοσμίου πολέμου, είναι χρήσιμο να αναφερθούμε συνοπτικά στο γενικό ψυχολογικό κλίμα που ε ίχε αρχίσει να διαμορφώνεται στην Ευρώπη τις παραμονές του πολέμου. Στις αρχές του 200ύ αιώνα, η επιδείνωση των βρετανο-γερμανικών σχέσεων και η σύναψη της βρετανο-γαλλικής entente cordiαle, αρχίζει να «φορτίζει» το ψυχολογικό κλίμα στην Ευρώπη και σταδιακά παρατηρείται μια εθνικιστική έξαρση η οποία, κατευθυνόμενη από τα Μέσα Μαζικής (Παρα)Πληροφόρησης, προκαλεί, καθώς βαδίζουμε προς το 1914, μια ατμόσφαιρα μαζικής υστερίας. Όπως ε ίπαμε παραπάνω, πολλές από τις τεχνικές στην προπαγάνδα που είχαν χρησιμοποιήσει στις αποικίες οι Ευρωπαίοι κατά των «ιθαγενών» άρχισαν να εφαρμόζονται σιγά-σιγά και στις μητροπόλεις, ώστε να προετοιμάζεται η κοινή γνώμη για το ενδεχόμενο μιας ενδοευρωπα'ίκής σύγκρουσης. Βασικό χαρακτηριστικό αυτής της προπαγάνδας ήταν μια έντεχνη
180 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κατασκευή εχθρικών στερεοτύπων καθώς και η καλλιέργεια ενός κλίματος καχυποψίας, που ενίοτε έφτανε ως την παράνοια. Πράκτορες εχθρικών χωρών συνωμοτούσαν, με τη βοήθεια ντόπιων, οι οποίοι είτε από αφέλεια είτε από μικροπρεπή ατομικά κίνητρα πρόσφεραν τις υπηρεσίες τους για την υπονόμευση της χώρας. Με άλλα λόγια διαπιστώνουμε, την εποχή αυτή, την απαρχή μιας μαζικής υστερίας του κοινού που εθιζόταν να βλέπει παντού εχθρούς: «reds under the bed» (κομουνιστές ακόμα και κάτω από το κρεβάτι) όπως έλεγε το σύνθημα των μακαρθιστών μισό αιώνα αργότερα.
Αυτό το κλίμα φοβίας καλλιεργείτο από τον τύπο, κυρίως εκείνον που απευθυνόταν στα χαμηλά πνευματικά στρώματα, καθώς και σε νουβέλες και μυθιστορήματα, τα οποία ουσιαστικά έπαιζαν το ρόλο που θα διαδραματίσει αργότερα το ραδιόφωνο και η τηλεόραση. Το κλασικό μοτίβο αυτών των έργων στη Βρετανία ήταν ιστορίες που κυοφορούσαν πλεκτάνες και εισβολές από ξένες δυνάμεις. Η πρώτη νουβέλα αυτού του είδους ήταν του Sir George Chesney, το 1871, Η μάχη του Ντόρκινγκ (The Bαttle ο/ the Dorking) η οποία θεωρείται προπομπός των μεταγενέστερων. Πολύ μεγαλύτερη απήχηση ε ίχε το κλασικό μυθιστόρημα του Erskine Childers, The Riddle ο/ the Sαnds (Το αίνιγμα της άμμου) του 1903, το οποίο επανεκδίδεται έως τις μέρες μας και αναφέρεται στη συμπτωματική ανακάλυψη από δυο Βρετανούς ιστιοπλόους στη Βόρεια θάλασσα, ένας από τους οποίους είναι απόστρατος αξιωματικός του βρετανικού πολεμικού ναυτικού, μιας τεράστιας γερμανικής ναυτικής βάσης, η οποία κατασκευάζεται για να χρησιμοποιηθεί σαν ορμητήριο γερμανικής εισβολής στη Βρετανία. Η πλοκή του μυθιστορήματος ε ίναι συναρπαστική και το λογοτεχνικό ύφος άρτιο, όπως συνηθιζόταν από Ιρλανδούς λογοτέχνες. Το πιο περίεργο σ' αυτή την ιστορία είναι ότι ο συγγραφέας αυτού του μυθιστορήματος, που προσπαθούσε να «αφυπνίσει» τη βρετανική κοινή γνώμη στις δολοπλοκίες που εξύφαιναν οι Γερμανοί εναντίον της πατρίδας του, ήταν ο ίδιος ένθερμος Ιρλανδός πατριώτης, ο οποίος 15 χρόνια αργότερα απαγχονιζόταν από τις βρετανικές δυνάμεις κατοχής στην Ιρλανδία. Αυτό αποτελεί ένα μικρό παράδειγμα της σύγχυσης που επικρατούσε στην Ευρώπη πριν το 1 914. Ωστόσο, το μυθιστόρημα που ε ίχε τη μεγαλύτερη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 181
απήχηση και εμπορική επιτυχία ήταν του William Le Queux, The Invαsion oj 1910 (Η εισβολή του 1910) το οποίο επαναλάμβανε πάλι τα γνωστά στερεότυπα των «Ούννων», όπως αποκαλούσε τους Γερμανούς εισβολείς, που είχαν πιάσει τους ανυποψίαστους και αφελείς υποτίθεται Βρετανούς στον ύπνο. Αποτέλεσμα ήταν να αυξηθούν οι δαπάνες για την ενίσχυση των παράκτιων περιοχών της Βρετανίας.
Οι Γερμανοί, αν και λιγότερο ικανοί από τους Βρετανούς σ' αυτό το παιχνίδι, ανταποκρίνονταν ανάλογα. Πιο δημοφιλής στην κατηγορία αυτή ήταν η μπροσούρα ενός απόστρατου Γερμανού αξιωματικού, του Friedrich νΟΩ Bernardi, Η Γερμανία και ο επόμενος πόλεμος, που πρωτοδημοσιεύτηκε το 1912 και μέσα σε λίγους μήνες έκανε 6 εκδόσεις. Ενώ οι Βρετανοί καλλιεργούσαν φοβίες για επικείμενη ύπουλη γερμανική εισβολή, ο Bernardi και άλλοι, όπως ο νΟΩ der Goltz, προετοίμαζαν το κοινό για μια επερχόμενη πολεμική σύγκρουση την οποία θεωρούσαν αναπόφευκτη λόγω της βρετανικής και γαλλικής αδιαλλαξίας να αναγνωρίσουν στη Γερμανία μια θέση στον ήλιο. Όπως έγραφε ο der Goltz στο βιβλίο του Το έθνος στα όπλα, του 1903, το γερμανικό έθνος ήταν αναγκασμένο να διεξαγάγει έναν έσχατο αγώνα για την επιβίωσή του, για να ξαναβρεί την «υγεία του».
Παρόμοια φαινόμενα παρατηρούνται και σε άλλες χώρες, όπως η Γαλλία, η Αυστροουγγαρία, κλπ. Στη Γαλλία Π.χ. καλλιεργείται ένα πνεύμα αυτοπεποίθησης και τονίζεται η πνευματική και πολιτιστική της ανωτερότητα απέναντι στους Γερμανούς. Εκτός από βιβλία και μπροσούρες που τόνωναν το πατριωτικό αίσθημα, υπήρχαν επίσης θεατρικά έργα στο ίδιο θέμα που γνώριζαν μεγάλη επιτυχία.
Όσον αφορά τον τύπο, κυριότεροι εκφραστές του πατριωτικού πυρετού είναι οι Le Figαro, Le Mαtin και Le Temps. Θα πρέπει τέλος να υπογραμμίσουμε ότι οι Γάλλοι είναι οι πιο επιδέξιοι σ' αυτό που ονομάζουμε σήμερα «πολιτισμική προπαγάνδα» υψηλού επιπέδου. Τέτοια στοιχεία υπάρχουν ακόμα και στην ιστορία της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων το 1896, που, όπως αναφέραμε παραπάνω, συνέπεσαν με την απαρχή της «αναθεώρησης» της γαλλικής και βρετανικής πολιτικής απέναντι στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, που τις οδήγησε σε αντίπαλα στρατόπεδα το 1914-19. Αν και δεν θα πρέπει κανείς να
182 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
υπερβάλλει τη σημασία αυτής της διάστασης για την αναβίωση των Ολυμπιακών Αγώνων, ωστόσο δεν μπορεί και να την αγνοεί παντελώς. Ίσως δεν είναι καθόλου συμπτωματικό ότι την ίδια περίπου εποχή εμφανίζονται πολύκροτα έργα γραμμένα από επώνυμους Γάλλους, όπως το βιβλίο του Edouard Driaut La Question d' Orient (Το Ανατολικό Ζήτημα) του 1898, που βραβεύθηκε από τη γαλλική Ακαδημία και έκανε επτά επανεκδόσεις, έως το 1914.24
Στο βιβλίο αυτό ο Ντριώ υποστηρίζει ότι το Ανατολικό ζήτημα θα λυνόταν με την περικύκλωση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας από τους Ινδοευρωπαίους «και θα εξολόθρευαν τον παρείσακτο Τούρκο, ο οποίος ε ίχε τολμήσει να διαιρέσει τους Ινδοευρωπαίους σε δύο σκέλη». Οι Τούρκοι, συνεχίζει, «παντού έφερναν την καταστροφή. Η συμβολή τους στην Ιστορία ήταν ανύπαρκτη . Είναι μια σκιά σαν σκούρος λεκές πάνω στην ιστορική ανάπτυξη της ανθρωπότητας»25. Όπως γράφει ο Δημήτρης Κιτσίκης, ο Ντριώ δεν ήταν ο μόνος που είχε γίνει διάσημος επιδιδόμενος σε τέτοια ρατσιστική παράκρουση. Παράλληλα, ο Κιτσίκης παρατηρεί ότι αυτά τελικά αποδείχθησαν πιο επιζήμια παρά εποικοδομητικά για τα ελληνικά συμφέροντα.26 Ίσως αυτά είχαν υπόψη τους οι Έλληνες το 1919 όταν ξεκινούσαν να υλοποιήσουν αυτά που έγραφε ο Ντριώ και άλλοι για τους Τούρκους και τους Έλληνες και επαναλάμβανε επισήμως ο Clemanceau και άλλοι δυτικοί ηγέτες.
Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Εκτός από την προπαγάνδα που καλλιεργούσε μια πολεμική ατμόσφαιρα, το πολεμικό κλίμα είναι πρόδηλο με την αύξηση των πατριωτικών οργανώσεων, παρελάσεων και εθνικών εκδηλώσεων, τη «στρατιωτικοποίηση» του προσκοπισμού και την εξιδανίκευση του πολέμου. Όπως έγραφε ένα γερμανικό εθνικιστικό περιοδικό για τη νεολαία, το lungdeutschland Post, τον Ιανουάριο του 1913, «θα ε ίναι πιο εξαίσιο και θαυμάσιο να ζει κανείς αιώνια μεταξύ των ηρώων σε ένα πολεμικό μνημείο μιας εκκλησίας, παρά να έχει έναν άδοξο θάνατο στο κρεβάτι του».27
Με άλλα λόγια είχε καλλιεργηθεί ένα τέτοιο κλίμα πολεμικής υστερίας, που ενώ πριν τον πόλεμο περιοριζόταν σε παρελάσεις, εθνικιστικές εκδηλώσεις και στο χώρο του μυθιστορήματος, με την έκρηξη του πολέμου κατάπιε όλη την Ευρώπη. Μέσα σε ένα μήνα από την έκρηξη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 1 83
του πολέμου, 10.500 Γερμανοί που διέμεναν στη Βρετανία, κλείστηκαν σε στρατόπεδα συγκεντρώσεως, απλώς γιατί ήταν Γερμανοί. Έτσι, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, <<το προπολεμικό στερεότυπο του ύπουλου "Ούννου" κατασκόπου επεκτεινόταν τώρα σε όλο το γερμανικό λαό».28 Ωστόσο και οι Γερμανοί δεν μπορούσαν να διαμαρτύρονται γιατί κι εκείνοι επιδείκνυαν μια ανάλογη, ή ακόμη πιο επιθετική, συμπεριφορά, απέναντι σε άλλους λαούς, κυρίως στους Σλάβους και ειδικότερα τους Σέρβους.
Η βαλκανική κρίση και η Ευρώπη
Τις παραμονές του Α' παγκοσμίου πολέμου η Ευρώπη είχε μετατραπεί σε δυο ανταγωνιστικά στρατόπεδα, στρατιωτικά, πολιτικά και ψυχολογικά. Οποιαδήποτε νέα κρίση οδηγούσε στην επιδείνωση της κατάστασης και έφερνε πλησιέστερα το φάσμα του πολέμου. Τα δυο στρατόπεδα ήταν τόσο τέλεια ισορροπημένα μεταξύ τους, που αυτό καθ' εαυτό συνιστούσε μια απειλή στην ειρήνη, χωρίς να σημαίνει ότι οι δυνάμεις σχεδίαζαν ή επεδίωκαν μια πολεμική αναμέτρηση. Απλώς είχαν μπει σε μια λογική, σε ένα φαύλο κύκλο από τον οποίο δεν μπορούσαν πλέον να ξεφύγουν. Όπως το έθετε ένας επώνυμος Βρετανός σχολιαστής: «Η Ευρώπη είχε φτάσει πλέον σε μια φάση ημιδιεθνισμού, στην οποία τα έθνη είχαν οργανωθεί σε δυο σχηματισμούς και όλες οι γέφυρες μεταξύ τους είχαν αποκοπεί. Αυτές ήταν οι χειρότερες συνθήκες ε ίτε για πόλεμο είτε για ε ιρήνη. Η ισορροπία που ε ίχε προέλθει ήταν τόσο εύθραυστη ώστε αρκούσε ένα αεράκι για να καταρρεύσει το οικοδόμημα».29 Ή, όπως θα έλεγε ο Κάντιος, η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη ήταν τόσο τέλεια που το οικοδόμημα μπορούσε να καταρρεύσει ακόμα και με το άγγιγμα ενός σπουργιτιού .3Ο Στην προκειμένη περίπτωση, το «σπουργίτι» που άγγιξε αυτό τον εύθραυστο πύργο ήταν η κρίση στα Βαλκάνια που κατέληξε στη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάρδου στο Σαράγιεβο.
Οπωσδήποτε δεν υπάρχει χώρος για μια λεπτομερή εξιστόρηση των εξελίξεων στα Βαλκάνια την περίοδο που εξετάζουμε. Εδώ θα επικεντρώσουμε το ενδιαφέρον μας στις ευρύτερες διαστάσεις της βαλκανικής κρίσης, κυρίως σ' αυτήν που συνδεόταν με τη γενικότερη ευρωπα'ί-
184 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κή κρίση που αναλύσαμε παραπάνω. Αυτό που κυρίως ενδιαφέρει είναι οι σχέσεις των ευρωπα'ίκών δυνάμεων με τις βαλκανικές χώρες και την Οθωμανική Αυτοκρατορία και το πώς αυτή η περιοχή επηρέαζε τους υπολογισμούς και το συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ των δύο μεγάλων στρατοπέδων που είχαν εκκολαφθεί στην Ευρώπη. Η πιο βασική διαπίστωση ε ίναι ότι στα τελευταία 25 περίπου χρόνια, πριν το 1914, επήλθαν επαναστατικές και ιστορικής σημασίας ανακατατάξεις στις συμμαχίες μεταξύ των μεγάλων δυνάμεων και των χωρών της Εγγύς Ανατολής. Από τη μια πλευρά η Βρετανία και η Γαλλία που για δύο τουλάχιστον αιώνες, πότε η μια πότε η άλλη και πότε μαζί, ε ίχαν παράσχει γενναιόδωρη υποστήριξη για την προστασία και ενίσχυση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στις αρχές του 200ύ αιώνα σταδιακά αποστασιοποιούνται έως ότου επέρχεται πλήρης ρήξη στις σχέσεις τους, με αποτέλεσμα οι δυο πλευρές να βρεθούν σε αντίπαλα στρατόπεδα τον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Από την άλλη πλευρά, η Γερμανία, που την εποχή του Μπίσμαρκ επιδείκνυε αδιαφορία που έφτανε έως την περιφρόνηση για τους «άξεστους» Βαλκάνιους, που όλοι μαζί «δεν άξιζαν τα κόκαλα ενός Πομερανού γρεναδιέρου», όπως σαρκαστικά έλεγε ο Μπίσμαρκ, εμπλέκονταν όλο και περισσότερο στις υποθέσεις της Εγγύς Aνατ�ής, έως ότου κατέληξαν να εμπλακούν σε έναν ευρωπα"ίκό πόλεμο. Ενώ, λοιπόν, οι άξεστοι Βαλκάνιοι δεν άξιζαν τα κόκαλα ενός Πομερανού γρεναδιέρου, θεωρήθηκαν οι κύριοι υπαίτιοι για τα εκατομμύρια ανθρώπων που σκοτώθηκαν στον Α' παγκόσμιο πόλεμο καθώς και για τα επακόλουθά του.
Ήδη από την εποχή του Μπίσμαρκ εκδηλώνεται ένα έντονο οικονομικό και εμπορικό γερμανικό ενδιαφέρον για την Εγγύς Ανατολή, κυρίως για την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο, η αυξανόμενη γερμανική οικονομική διείσδυση στην περιοχή αρχικά δεν προκαλούσε ιδιαίτερες ανησυχίες στη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες, όπως αναφέραμε παραπάνω, είχαν αναλάβει έως τα τέλη του 190υ αιώνα το ρόλο του προστάτη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Τουναντίον, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία θεωρούνταν, από Λονδίνο και Παρίσι, ως χρήσιμοι συμπαραστάτες για την «αναχαίτιση» της Ρωσίας στην περιοχή . Ωστόσο η εγκατάλειψη της πολιτικής του Μπίσμαρκ και η στροφή προς
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 185
Weltpolitik είχε άμεσες επιπτώσεις στη γερμανική πολιτική στην Εγγύς Ανατολή. Αυτό, σε συνδυασμό με την επιδείνωση της κρίσης που μάστιζε την Οθωμανική Αυτοκρατορία και της κατάστασης στα Βαλκάνια δημιουργούσε νέα δεδομένα: σταδιακά η Γερμανία ήλθε να αντικαταστήσει τη Βρετανία, σαν ο «μεγάλος προστάτης» της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Με την πάροδο του χρόνου, όσο παγιοποιούνταν το σύστημα των δύο συνασπισμών στην Ευρώπη, και κυρίως μετά τη βρετανορωσική προσέγγιση του 1907, η Βρετανία αποστασιοποιείται όλο και περισσότερο από την Εγγύς Ανατολή ενώ η Γερμανία, κάτω και από την επιρροή της Αυστρίας, εμπλέκεται όλο και περισσότερο στις υποθέσεις της περιοχής.
Καμπή σ' αυτή την εξέλιξη αποτέλεσε η επίσημη επίσκεψη στην Κωνσταντινούπολη του αυτοκράτορα της Γερμανίας Γουλιέλμου Β', το 1889, όπου έτυχε λαμπρής υποδοχής από το Σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ. Σ' αυτήν τέθηκαν οι βάσεις για μια γερμανοτουρκική entente cordiαle. Αξίζει να σημειωθεί ότι αφορμή για την επίσκεψη του Γουλιέλμου Β' στην Πύλη αποτέλεσε ο γάμος της Σοφίας με τον τότε διάδοχο του ελληνικού θρόνου Κωνσταντίνο. Ωστόσο, ενώ ο γερμανικός τύπος έδινε τεράστια δημοσιότητα στο ταξίδι του Γουλιέλμου Β' στην Τουρκία, υποβάθμιζε τη σημασία της παραμονής του στην Αθήνα, για τους γάμους της αδελφής του, που προηγήθηκε του ταξιδιού στην Κωνσταντινούπολη . Όπως σωστά παρατηρεί ο πάντοτε διεισδυτικός Ασπρέας, αποτέλεσμα των επισκέψεων του Γουλιέλμου Β' στην Αθήνα και την Κωνσταντινούπολη ήταν η επικύρωση της εχθρότητας της γερμανικής πολιτικής, «ήτις υπεραμυνομένη των συμφερόντων της Τουρκίας επρωτοστάτησεν εις βιαιοτήτας κατά των ελληνικών δικαίων» .31
Η νέα γραμμή πλεύσης της γερμανικής πολιτικής στην Εγγύς Ανατολή έγινε περισσότερο αντιληπτή στη διάρκεια της κρίσης του 1896-97 που οδήγησε στον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Οι λεπτομέρειες αυτού του επεισοδίου είναι γνωστές στον Έλληνα αναγνώστη. Αυτό που αξίζει να σημειώσουμε εδώ είναι ότι, σ' αυτή την κρίση, η Γερμανία, για πρώτη φορά, αντικαθιστά τη Βρετανία στον παραδοσιακό της ρόλο όχι μόνο του προστάτη της Πύλης αλλά και του εκφοβιστή της Ελλάδας την οποία προειδοποιεί και απειλεί για τις βαριές συνέπειες που θα είχε
1 86 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
υποστεί εάν δε συμμορφωνόταν με τις υποδείξεις του Βερολίνου. Αντίθετα, η Βρετανία (και η Γαλλία) επιδεικνύουν μια συμπάθεια προς την Ελλάδα και σαφώς αποστασιοποιούνται από την επιθετική στάση του Βερολίνου κατά της Αθήνας. Στο μεταξύ η κατάσταση στη Μακεδονία έχει επιδεινωθεί και έχουν ήδη εκδηλωθεί αντικρουόμενες διεκδικήσεις των βαλκανικών χωρών σ' αυτή την περιοχή. Μια άλλη εξίσου σημαντική εξέλιξη είναι η «απαγκίστρωση» της Σερβίας από την Αυστροουγγαρία, μετά τη δολοφονία του βασιλιά Αλέξανδρου, τον Οκτώβριο του 1903. Αυτή σηματοδότησε μια ριζική αλλαγή στην εξωτερική πολιτική του Βελιγραδίου που τώρα κρατούσε αποστάσεις από την Αυστρία, της οποίας ήταν έως τότε σχεδόν δορυφόρος, και είχε κάνει μια στροφή προς τη Ρωσία. Αυτό αποτέλεσε την απαρχή μιας βίαιης αντιπαράθεσης μεταξύ Σέρβων και Αυστρο-Γερμανών η οποία διατηρείται έως τις μέρες μας. Αυτό που έχει σημασία εδώ είναι η άμεση αντίδραση της Βιέννης απέναντι στη νέα σερβική ηγεσία, η οποία συμπεριλάμβανε ένα εμπορικό εμπάργκο κατά της Σερβίας ο λεγόμενος «πόλεμος των χοίρων».32 Όμως, ενώ η Σερβία εγκατέλειπε το στρατόπεδο των κεντρικών δυνάμεων και προσέγγιζε τη Ρωσία, η Βουλγαρία ακολουθούσε ακριβώς την αντίθετη κατεύθυνση, δηλαδή εγκατέλειπε την παραδοσιακή φιλία της με τη Ρωσία και ουσιαστικά εντασσόταν στο στρατόπεδο των Κεντρικών Δυνάμεων.
Το παραπάνω αποτελεί, εντελώς σχηματικά, το πλαίσιο μέσα στο οποίο διαδραματίστηκαν οι δραματικές εξελίξεις από την προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης από την Αυστρία έως τους βαλκανικούς πολέμους, τη δολοφονία του Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο και την έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου. Καταλύτης γι' αυτές τις εξελίξεις ήταν η επανάσταση των Νεοτούρκων και η εθνικιστική έξαρση που αυτή πυροδότησε. Η Αυστροουγγαρία, εκμεταλλευόμενη τη σύγχυση που επακολούθησε, προέβη στην προσάρτηση της Βοσνίας-Ερζεγοβίνης για την οποία ήταν διοικητικά υπεύθυνη, αν και νομικά εξακολουθούσε να ανήκει στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ωστόσο αυτή η πράξη, δεδομένου του γενικότερου αναβρασμού στα Βαλκάνια, σε συνδυασμό με την όξυνση στις σχέσεις μεταξύ Γερμανών και Σλάβων στην Αυστροουγγαρία, ήταν επόμενο να πυροδοτήσει μια ανάφλεξη. Ήδη το 1907,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 187
για πρώτη φορά η Σερβία παρομοιαζόταν από τη Βιέννη ως το Πιεδμόντιο των Νοτιο-Σλάβων. Όπως παρατηρεί ο Α .J. Ρ. Taylor, «αυτή η φράση προκάλεσε πανικό στη Βιέννη, καθώς έξυνε την πληγή που είχε ανοίξει το 1859 . . . (Συνεπώς) όλες οι γκάφες της πολιτικής των Αυστριακών μεταξύ 1907 και 1914 απέρρεαν από τη λαθεμένη ταύτιση των Ιταλών με τους Νοτιο-Σλάβους εθνικιστές».33
Η κατάσταση περιπλεκόταν ακόμα περισσότερο από τη σχεδόν αχαλίνωτη μανία των Ιταλών για εξάπλωση και απόκτηση «ζωτικού χώρου» που θα καθιστούσε την Ιταλία μεγάλη δύναμη. Με άλλα λόγια η Ιταλία αποτελούσε ένα «ακυβέρνητο βλήμα» που κανείς δεν ήξερε πού και πώς θα εκραγεί. Είναι ιστορικά αφελές να πιστεύει κανείς ότι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας, τον Οκτώβριο του 1940, ήταν απλά αποτέλεσμα της παραφροσύνης του Μουσολίνι. Τουναντίον αποτελούσε την τελευταία πράξη μιας πορείας που ξεκίνησε λίγο μετά την πλήρη ενοποίηση της Ιταλίας, το 1871, και έφτασε σ' ένα κρέσεντο την εποχή του ιμπεριαλισμού.34
Εκτός από φιλοδοξίες στην Αφρική, κυρίως τη βόρεια, η Ιταλία πριν το 1914 είχε βλέψεις στη Μεσόγειο και κυρίως στις εκτάσεις της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μετά το πραξικόπημα των Νεοτούρκων, όταν πλέον ήταν εμφανές ότι η Οθωμανική Αυτοκρατορία κατέρρεε, η Ιταλία προβαλλόταν σαν ένας φυσιολογικός κληρονόμος της. Αποτέλεσμα ήταν ο ιταλοτουρκικός πόλεμος του 1911 - 12, με τον οποίο η Ιταλία απέσπασε από τους Οθωμανούς τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα. Στο μεταξύ η Ιταλία είχε ενταχθεί στην Τριπλή Συμμαχία, μαζί με τη Γερμανία και την Αυστρία. Βέβαια τα πράγματα περιπλέκονταν καθώς οι βλέψεις της Ιταλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και η ανυπομονησία της να κληρονομήσει τον ασθενή πριν αυτός πεθάνει δημιουργούσε προβλήματα στους Συμμάχους της που προσπαθούσαν με όλα τα μέσα -οικονομική βοήθεια, επενδύσεις, στρατιωτική βοήθεια και εκπαίδευση, κατασκευή έργων υποδομής με προεξέχον το έργο της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής της Βαγδάτης- να σώσουν τον ασθενή. Ωστόσο αυτό το πρόβλημα δεν ήταν ανυπέρβλητο καθώς η ουσιαστική εγκατάλειψη των Γαλλο-Βρετανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, άφηνε τους Οθωμανούς έρμαια στα χέρια της «Τριπλής Συμμαχίας» . Αυτή η
188 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κατάσταση επέτρεπε στην Ιταλία να έχει «και την πίτα ολόκληρη και το σκύλο χορτάτο». Δηλαδή από τη μια πλευρά να υφαρπάξει εδάφη της καταρρέουσας Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και από την άλλη να εμφανίζεται ως προασπιστής των κοινών συμφερόντων της Τριπλής Συμμαχίας, κυρίως στη Μεσόγειο. Τη στιγμή που υφάρπαζε τη Λιβύη και τα Δωδεκάνησα από τους Οθωμανούς, και υπέσκαπτε τη θέση της κυρίως στη Μικρά Ασία που εποφθαλμιούσε, διαβεβαίωνε τους Συμμάχους της ότι «η Ιταλία, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία δεν θα έμεναν "με σταυρωμένα τα χέρια" για να επιτρέψουν να μετατραπεί η Μεσόγειος σε μια αγγλο-γαλλική λίμνη».35
Αυτό την έφερνε αντιμέτωπη με τη Γαλλία κυρίως στο θέμα της Αλβανίας, όπου το Παρίσι υιοθετούσε τις ελληνικές θέσεις για τον καθορισμό των συνόρων, ενώ η Ρώμη και η Βιέννη επιδίωκαν μια «Μεγάλη Αλβανία» που θα τους εξασφάλιζε τον πλήρη έλεγχο των Στενών του Οτράντο. Ταυτόχρονα έρχονταν σε αντιπαράθεση με το Λονδίνο σχετικά με το Αιγαίο. Ενώ δηλαδή οι Βρετανοί ευνοούσαν τη διεύρυνση της ελληνικής επιρροής στο Αιγαίο, η Ιταλία κατέβαλλε προσπάθειες για να την περιορίσει, απορρίπτοντας κάθε ελληνική διεκδίκηση.36
Με άλλα λόγια, η ιταλική πολιτική που ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τα ελληνικά συμφέροντα έφτασε σε ένα κρέσεντο στη μικρασιατική καταστροφή. Ακόμα και ο Γερμανός πρέσβης στη Ρώμη εξέφρασε την έκπληξή του για το «παθολογικό μίσος κατά των Ελλήνων» του Ιταλού υπουργού των Εξωτερικών.37 Την ημέρα της υπογραφής της συνθήκης ειρήνης μεταξύ Ιταλίας-Τουρκίας ξέσπασε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος. Τα γεγονότα είναι γνωστά στον Έλληνα αναγνώστη και συνεπώς δεν χρειάζεται να επεκταθούμε. Δύο μόνο σημεία πρέπει να υπογραμμιστούν εδώ. Το πρώτο είναι ο ρόλος της ρωσικής διπλωματίας στη συγκρότηση του βαλκανικού μετώπου, που οφειλόταν σε δύο κυρίως λόγους: ο ένας ήταν η (επι)στροφή της Ρωσίας στην Εγγύς Ανατολή, μετά από την ταπεινωτική της ήττα από τους Ιάπωνες το 1905 . Ο δεύτερος και πιο άμεσος λόγος ήταν η ανάρμοστη στάση του Βερολίνου στη διάρκεια της βοσνιακής κρίσης, που έσβησε και τις τελευταίες ελπίδες για οποιαδήποτε συνεννόηση μεταξύ Γερμανίας-Ρωσίας, όπως συνέβαινε στην εποχή του Μπίσμαρκ. Αυτό, σε συνδυασμό με τον διογκού-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 189
μενο αναβρασμό μεταξύ των Νοτιο-Σλάβων στην Αυστροουγγαρία, ενδυνάμωνε την όξυνση μεταξύ Πανσλαβιστών και Πανγερμανιστών. Το δεύτερο σημείο είναι ότι καμιά από τις μεγάλες δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης και της Ρωσίας, δεν μπορούσε να διαβλέψει τις ευρύτερες συνέπειες των βαλκανικών πολέμων, κυρίως του πρώτου, για την Ευρώπη. Ουσιαστικά, όπως παρατηρεί ο οξυδερκής A.J.P. Taylor, οι βαλκανικοί πόλεμοι σήμαιναν την «ενηλικίωση» των βαλκανικών λαών. Ενώ, δηλαδή, έως τότε αποτελούσαν σχεδόν δορυφόρους των μεγάλων δυνάμεων, τώρα αυτονομούνται και αποκτούν δική τους υπόσταση και δική τους βούληση, ανεξάρτητη από τις υποδείξεις των δυνάμεων. Όπως παραδεχόταν ο Sazonov, ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών πο:υ είχε παίξει ο ίδιος σημαντικό ρόλο στη συγκρότηση της βαλκανικής συνεννόησης, <<τα Βαλκάνια μου γλίστρησαν». Η μόνη δύναμη που αρνιόταν να αποδεχθεί αυτή την πραγματικότητα ήταν η Αυστροουγγαρία, η οποία έτρεφε τώρα ακόμα μεγαλύτερη μνησικακία και αποστροφή κατά των Βαλκανίων, κυρίως των Σέρβων.38 Ο λόγος ήταν προφανής: οι βαλκανικοί πόλεμοι σήμαιναν το ουσιαστικό τέλος της Αυστροουγγαρίας ως Μεγάλη Δύναμη. Έως τότε τα Βαλκάνια αποτελούσαν τη «φυσιολογική» σφαίρα επιρροής της, αλλά στη διάρκεια της κρίσης των δυο βαλκανικών πολέμων είχε αγνοηθεί παντελώς. Ακόμα και η νεόκοπη Ιταλία είχε υπολογιστεί περισσότερο απ' ό,τι η πάλαι ποτέ κραταιά Αυστροουγγαρία.39 Από αυτή την άποψη η δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου στο Σαράγιεβο, προσέφερε στη Βιέννη μια ευκαιρία για να διασκεδάσει την περιθωριοποίησή της στους βαλκανικούς πολέμους και να επανακτήσει τον έλεγχο των κινήσεων στην περιοχή .
Η δολοφονία στο Σαράγιεβο και η έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου
Το Μάιο του 1914 ο Βρετανός μόνιμος υφυπουργός των Εξωτερικών ενημέρωνε τον πρέσβη του στο Βερολίνο: «Όπως θα διαπιστώσεις από τα έγγραφα που εσωκλείω τίποτε δεν κινείται αυτή την εποχή στην Ευρώπη και αν δεν είχαμε τις φασαρίες στο Μεξικό θα υποφέραμε εδώ από πλήξη».40 Μέσα σε ένα μήνα είχε ξεσπάσει η κρίση που οδήγησε στην έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου.
190 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Όταν ξέσπασε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος, στις 8 Οκτωβρίου 1912, οι μεγάλες δυνάμεις, ίσως με την εξαίρεση της Ρωσίας, βρέθηκαν προ εκπλήξεως. Η Βρετανία και η Γερμανία ήταν απορροφημένες με το πρόβλημα των ναυτικών εξοπλισμών και με την αποτυχία της αποστολής του Haldane στο Βερολίνο για εξεύρεση κάποιου συμβιβασμού. Επίσης το ενδιαφέρον ήταν στραμμένο στις επιπτώσεις του ιταλοτουρκικού πολέμου και στις διαπραγματεύσεις για σύναψη ειρήνης οι οποίες ολοκληρώθηκαν τη μέρα που κηρύχθηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος. Οι περισσότεροι ιστορικοί ισχυρίζονται ότι οι ευρωπα·ίκές δυνάμεις, με εξαίρεση τη Ρωσία, δεν γνώριζαν εκ των προτέρων τι πρόκειται να συμβεί στα Βαλκάνια. Αν και αυτό είναι δύσκολο να αποδειχτεί και ακόμα πιο δύσκολο να το πιστέψει κανείς, ωστόσο το θέμα είναι ότι οι ευρωπα·ίκές δυνάμεις, και ιδιαίτερα το Βερολίνο και η Βιέννη, δεν έκρυψαν την έκπληξή τους. Η φυσιολογική αντίδραση του Βερολίνου ήταν να στραφεί προς το Λονδίνο και να επιδιώξει τη σύγκληση ενός ευρωπα·ίκού συνεδρίου, όπως εκείνο του Βερολίνου το 1878, στο οποίο Γερμανία και Βρετανία είχαν πρωτοστατήσει για την επιβολή της τάξης στα Βαλκάνια. Ωστόσο από τότε οι συνθήκες είχαν αλλάξει ριζικά τόσο στα Βαλκάνια όσο και στις βρετανογερμανικές σχέσεις. Με το ναυτικό ανταγωνισμό στο απόγειό του, τη δημιουργία «δυο εξοπλισμένων αντιμαχόμενων στρατοπέδων»41 και την Ιταλία και την Αυστρία να οργιάζουν στην Εγγύς Ανατολή, το Λονδίνο δεν έδειχνε τον ίδιο ενθουσιασμό που είχε επιδείξει ο Ντισραέλι το 1878 για μια κοινή πρωτοβουλία στα Βαλκάνια. Εξάλλου ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος ήταν μια εσωτερική υπόθεση και η Ρωσία είχε κρατήσει αποστάσεις μετά την έκρηξη των εχθροπραξιών.
Συνεπώς αντί για τη σύγκληση ενός μεγάλου συνεδρίου, που θα επιθυμούσε το Βερολίνο, υπήρξε μόνο μια διάσκεψη σε επίπεδο πρέσβεων στο Λονδίνο. Το ότι το Λονδίνο και το Βερολίνο δεν μπορούσαν πλέον να παίξουν το ρόλο που είχαν διαδραματίσει στο Βερολίνο το 1878 φάνηκε από τις αντιθέσεις τους σχετικά με το ζήτημα των συνόρων της νεοσύστατης Αλβανίας, τη δημιουργία της οποίας υποστήριζαν ένθερμα οι Ιταλοί και οι Αυστριακοί, όπως και για το Αιγαίο. Ήταν προφανές ότι το Βερολίνο δεν μπορούσε, ή δεν ήθελε, να χαλιναγωγή-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 191
σει τους συμμάχους του στα Βαλκάνια. Το Μάιο του 1 9 13 υπογράφηκε η Συνθήκη του Λονδίνου με την οποία διευθετήθηκε ο πρώτος βαλκανικός πόλεμος και δημιουργήθηκε το κράτος της Αλβανίας. Όταν όμως ξέσπασε ο δεύτερος βαλκανικός πόλεμος, τον Ιούνιο του 19 1 3, οι μεγάλες δυνάμεις ουσιαστικά αδράνησαν. Ο πόλεμος αυτός διευθετήθηκε με τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου. Έτσι «οι τέσσερις βαλκανικές χώρες αψήφησαν τις μεγάλες δυνάμεις και αγνόησαν τη Συνθήκη του Λονδίνου» .42
Περιέργως η δύναμη που αντέδρασε πιο βίαια στην περιφρόνηση των δυνάμεων από τις βαλκανικές χώρες δεν ήταν η Βρετανία, όπως θα περίμενε κανείς, αλλά η Αυστρία. Ο λόγος ήταν ότι οι πρόσφατες εξελίξεις είχαν καταστήσει την Αυστροουγγαρία «τη νέα ασθενή της Ευρώπης».43 Όσο για τη Γερμανία, αυτή δεν είχε λόγους να αισθάνεται το ίδιο με την Αυστρία. Οι βαλκανικοί πόλεμοι σηματοδοτούσαν το θρίαμβο των εθνών-κράτους και η Γερμανία αποτελούσε το μεγαλύτερο και λαμπρότερο παράδειγμα έθνους-κράτους στην Ευρώπη. Ωστόσο η εξασθένηση της Αυστροουγγαρίας με αυξανόμενους τώρα φόβους για «διάχυση» της βαλκανικής κρίσης στην ίδια την αυτοκρατορία, σε συνδυασμό με την ταπείνωση της Τουρκίας, που ουσιαστικά είχε εκδιωχτεί από την Ευρώπη, δεν μπορούσαν να αφήσουν το Βερολίνο αδιάφορο. Όμως υπήρχε μια σημαντική διαφορά μεταξύ Βιέννης και Βερολίνου: ενώ το δεύτερο μπορούσε κάλλιστα να ζήσει με αυτή την κατάσταση, η Βιέννη δεν άντεχε τις επιπτώσεις. Γι' αυτήν, ο χρόνος κυλούσε εις βάρος της. Περιθωριοποιημένη στην Ευρώπη και με τα οξυμένα εσωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, κυρίως την αναταραχή του μεγάλου σλαβικού πληθυσμού, η Αυστροουγγαρία σίγουρα αναζητούσε ένα «αποκούμπι» μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Από αυτή την άποψη, η δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου, του διαδόχου του αυστριακού θρόνου, στο Σαράγιεβο, στις 28 Ιουνίου 1 9 14, μάλλον ανακούφιση έφερε στη Βιέννη . Η επίσκεψη του αρχιδούκα στο Σαράγιεβο, είχε προσεκτικά προετοιμαστεί και αποσκοπούσε να προκαλέσει το εθνικό αίσθημα των Σέρβων καθώς συνέπιπτε με την εθνική τους εορτή, τη μάχη του Κούσοβο το 1 40 αιώνα.44 Πάνω απ' όλα η δολοφονία τής έδινε μια χρυσή ευκαιρία να αποδείξει ότι ήταν μια μεγάλη δύναμη και να δώσει ένα
192 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
καλό μάθημα στους Σέρβους, τους μεγάλους υπαίτιους για τη δεινή θέση στην οποία είχε περιέλθει το τελευταίο διάστημα.
Ο αυτουργός του αρχιδούκα Φερδινάνδου ήταν ο Γαβρίλο Πρίνσιπ, Σέρβος υπήκοος της Αυστροουγγαρίας. Στη δολοφονία ήταν επίσης αναμεμειγμένα και άτομα που υπηρετούσαν στις μυστικές υπηρεσίες της Σερβίας, αν και το μέγεθος της ενοχής της ίδιας της σερβικής κυβέρνησης παραμένει αδιευκρίνιστο. Ωστόσο, η Βιέννη, 25 ημέρες μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα, επιδίδει ένα τελεσίγραφο στο Βελιγράδι. Προηγουμένως είχε αποσπάσει την πλήρη υποστήριξη του Βερολίνου. «Εάν είναι να ξεσπάσει πόλεμος, καλύτερα αυτό να γίνει τώρα παρά σε δύο χρόνια όταν η Entente θα είναι ισχυρότερη», έλεγε ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών στον Αυστριακό ομόλογό του.45 Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι οι όροι που έθετε η Αυστρία στο τελεσίγραφο ήταν τόσο ταπεινωτικοί που απέκλειαν το ενδεχόμενο συμβιβασμού. «Ποτέ στην καριέρα μου δεν έχω δει ένα κράτος να απευθύνεται σε άλλο κυρίαρχο κράτος με ένα τόσο επαίσχυντο έγγραφο», αναφωνούσε ο Sir Edward Grey, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών.46
Ωστόσο το περίεργο είναι ότι το Βελιγράδι συμφωνούσε με σχεδόν όλους τους όρους της Βιέννης και πολλοί πίστεψαν ότι η κρίση βάδιζε προς εκτόνωση. Όμως η Βιέννη, στις 28 Ιουλίου, απέρριψε τη σερβική απάντηση και της κήρυξε τον πόλεμο. Αυτό συνέβη ακριβώς ένα μήνα μετά τη δολοφονία του αρχιδούκα Φερδινάνδου. Ακόμα κι εκείνοι που είχαν αισθανθεί συμπάθεια για την Αυστρία δεν έκρυβαν τώρα την αγανάκτησή τους. Εαν η Βιέννη είχε κηρύξει τον πόλεμο αμέσως μετά τη δολοφονία, θα είχε βρει περισσότερη κατανόηση. Τώρα, όμως, μετά την πάροδο ενός μηνός, έκανε πολλούς να υποψιάζονται ότι για τη Βιέννη το ζητούμενο δεν ήταν να πάρει μια ηθική και πολιτική ικανοποίηση για τη δολοφονία του αρχιδούκα.
Στις 30 Ιουλίου η Ρωσία καλεί τις δυνάμεις της σε γενική κινητοποίηση και ακολουθεί η Γερμανία την επομένη μέρα. Την 1η Αυγούστου η Γερμανία κήρυξε τον πόλεμο στη Ρωσία και δυο μέρες αργότερα στη Γαλλία. Ο εφιάλτης του Μπίσμαρκ για ένα διμέτωπο πόλεμο σε Ανατολή και Δύση ήταν πλέον πραγματικότητα.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 193
Η Βρετανία δίσταζε να ακολουθήσει τη Ρωσία και τη Γαλλία. Αρχικά ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών Sir Edward Grey προσπάθησε να παίξει το ρόλο του διαμεσολαβητή μεταξύ των δύο εμπόλεμων πλευρών. Ωστόσο το κρίσιμο θέμα για το Λονδίνο ήταν εάν η Γερμανία ή η Γαλλία θα σέβονταν την ουδετερότητα του Βελγίου. Το Παρίσι απάντησε θετικά, ενώ το Βερολίνο αρνήθηκε να τοποθετηθεί. Στην ουσία όμως, νωρίτερα, στις 29 Ιουλίου, ο Γερμανός πρέσβης στις Βρυξέλλες επέδωσε μια νότα στην οποία ισχυριζόταν ότι η Γαλλία επρόκειτο να επιτεθεί κατά του Βελγίου. Συνεπώς η Γερμανία θα έπραττε ομοίως, αλλά, για να αποφύγει την εμπλοκή της Βρετανίας στον πόλεμο, το Βερολίνο δίσταζε να επιτεθεί στο Βέλγιο. Ουσιαστικά η Γερμανία ενδιαφερόταν περισσότερο να κρατηθεί η Βρετανία εκτός της σύρραξης, παρά για το Βέλγιο. Η βρετανική κυβέρνηση κρατούσε σιβυλλική σιωπή σ' αυτό το ερώτημα και προτιμούσε «να έχει τα χέρια της ελεύθερα» όπως έλεγε ο Sir Edward Grey.47 Στις 2 Αυγούστου το Λονδίνο προειδοποίησε τη Γερμανία ότι δεν θα ανεχόταν γερμανική ναυτική επίθεση κατά της Γαλλίας στα Στενά της Μάγχης. Η Γερμανία αντέδρασε στέλνοντας τελεσίγραφο στο Βέλγιο κι απαιτώντας ελεύθερη διάβαση μέσω της χώρας για να επιτεθούν στη Γαλλία, όπως όριζε το Σχέδιο Schlieffen. Η Βρετανία ανταπάντησε την επομένη μέρα απαιτώντας από τη Γερμανία να σεβαστεί την ουδετερότητα του Βελγίου. Το βρετανικό τελεσίγραφο έληγε στις 12 τα μεσάνυχτα. «Απόψε», έλεγε ο Sir Edward Grey σε μια φράση που έμεινε ιστορική, «τα φώτα θα σβηστούν σε όλη την Ευρώπη και δεν πρόκειται να τα δούμε να ανάβουν πάλι».48 Οι κόποι μιας ζωής ε ίχαν πάει χαμένοι. «Αισθάνομαι σαν να έχω χάσει όλη μου τη ζωή», ψιθύριζε, ενώ οι λεπτοδείκτες κυλούσαν. Όταν το ρολόι του Big Ben χτύπησε μεσάνυχτα, η Ευρώπη βρισκόταν σε πόλεμο.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . A.J.P. Taylor, Tl,e StnIggle for MasteIY ίrι Eιιropε, 1848-1918, 6.α., σελ. 303. 2. Γι' αυτ6 το θέμα βλέπε James Joll, Tl,e OrigiI's oftl,e First World War, 6.α., σελ. 1 17-18 και W.H.
Koch, ΤΙ,ε Origirιs ο! ιlιε First World War, 6.α., passim. 3. W.G. Beasley, TI/e Rise ο! ModerrI Ιαραιι, New York, St. Martin's Press, 1990, σελ. 151-52. 4. Robert Massie, DreadrιoIIgIIt . . . , 6.α., σελ. 82. 5. James JolI, Eιιropε sillce 1870, 6.α., σελ. 6. 6. Robert Massie, Dreadl1oLIglll . . . , 6.α., σελ. 86-87.
194 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
7. Hajo Holborn. Α History ο! Modem Germany: 1840-1945. 6.α .• σελ. 303-4. 8. Στο ίδιο. σελ. 304. 9. AJ.P. Taylor. ΤΙιε Struggle Jor Mastery ίιι Ειιτορε. 6.α . • σελ. 345. 10. Hajo Holborn, Α History ο! Modenl Gennany. 6.α . • σελ. 345. 1 1 . Στο ίδιο. σελ. 346. 12. Robert Massie. Dread/loιIgJIt . . .. 6.α . • σελ. 265-70. 13. AJ.P. Taylor. The Struggle Jor Mastery ίιι EIIrope. 6.α . • σελ. 306. 14. Στο ίδιο. σελ. 400. 15. Hajo Holborn. A Hislory ο! Modem Gennany. 6.α .• σελ. 341. 16. AJ.P. Taylor. The Struggle Jor Mastery ίll Ειιτορε. 6.α .• σελ. 440-441. 17. Στο ίδιο. σελ. 448. 18. James JolI. ΤΙιε Origins οΙιΙιε First World War. 6.α .• σελ. 1 10-1l. 19. Βλέπε άρθρο για τον Mahan στο ΤΙιε Makers oJ Modem Strategy.
20. Paul Kennedy. The Rise ο! ιΙιε Anglo-Gemlan Anta/ogisIn. 6.α .• σελ 224-27. 21 . Στο ίδιο. σελ. 232-33. 22. Richard Shannon. Τlιε Crisis ο! Imperia/isnI: 1865-1915. 6.α . • σελ. 259. 23. Στο ίδιο. σελ. 260. 24. Δημήτρης Κιτσίκης. Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορ{ας: 1280-1924. Αθήνα. Εστία. 1996
(Τρίτη έκδοση) σελ. 214. 25. Στο ίδιο. σελ. 215. 26. Στο ίδιο. σελ. 216. 27. Brian Bond. War aιId Socieιy ίl1 Ειιτορε: 1870-1970. London. Fontana. 1984. σελ. 76. 28. Στο {διο. σελ. 77-78. 29. David Thomson. Ειιτορε since Napoleoll. 6.α . • σελ. 536. 30. Martin Wight. lιιιετηαΙίΟl1αl TIleory: ΤΙιε TI,ree Traditiol1s. London. Leices υ.Ρ . • 1994. σελ. 173. 31. Γεώργιος Ασπρέας. Πολιτική lστορ{α της Νεωτέρας Ελλάδος. 6.α . • τ6μος Β', σελ. 183-84. 32. M.S. Anderson. ΤΙιε Eastem Questiol1: 1 774-1923. London. Macmillan. 1968. σελ. 278-79. 33. AJ.P. Taylor. The Habsburg Monarc/IY: 1809- 1918. Penguin. 1981 . σελ. 227. 34. Αυτή είναι και η άποψη του Κnox στο Mussolil1i UI1/eased.
35. Αναφέρεται στην πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη του B.J.B. Bosworth. Italy. the Least oJ ιlIe Great
Powers: Ιια/ίαιι Foreig/l Po/icy BeJore ιΙιε First World War. Cambridge υ.Ρ. 1979. σελ. 283. 36. Στο {διο. σελ. 280-336. Επίσης R.J. Crampton. ΤΙιε Hollow Detente: Anglo-German Relations ίιι
Ι/ιε Balknas: 1911-1914. London. George Prior. 1980. κυρίως κεφάλαιο 7. σελ. 112-166. 37. R.J. Crampton. ΤΙlε Hollow υειειιιε. 6.α . • σελ. 135. 38. AJ.P. Taylor. The Slrugg/e Jor Maslery ίιι Ειιτορε. 6.α .• σελ. 498. 39. AJ.P. Taylor. Τlιε Habsburg Monarclly. 6.α . • σελ. 246-47. 40. James JolI. ΤΙιε Origins οΙιΙιε First World War, 6.α .• σελ. 172. 41. David Thomson. EIιrope sillce Ναροlεοll. 6.α . • σελ. 536. 42. Στο {διο. σελ. 475. 43. AJ.P. Taylor. ΤΙιε Habsburg MO/larc/IY. 6.α .• σελ. 246. 44. AJ.P. Taylor. Τlιε SlnIggle Jor Mastery ίη Ellrope. 6.α .• σελ. 520. 45. Στο ίδιο. σελ. 522. 46. Lowes Dickinson. I/ltenIationa/ Allarchy. ό.α .• σελ. 432. 47. Στο ίδιο. σελ. 569. 48. Robert Massie. DreadnougJIt . . .. ό.α . • σελ. 907.
ΚEΦAΛAlO ΕΚΤΟ
ΠΟΛΕΜΟΣ ΚΑΙ ΕΠΙΣΦΑΛΗΣ ΕΙΡΗΝΗ: 19 14 - 1 922
Ενώ το Υπουργικό Συμβούλιο στο Λονδίνο μοιρολατρικά παρακολουθούσε να κυλάει ο χρόνος προς τα μεσάνυχτα οπότε έληγε το τελεσίγραφο προς τη Γερμανία, ενθουσιώδη πλήθη λαού συνέρρεαν στην πλατεία του Τραφάλγκαρ, σε κατάσταση έκστασης, για να διαδηλώσουν υπέρ του πολέμου. Παρόμοιες λα'ίκές εκδηλώσεις παρατηρούνταν και σε άλλες ευρωπα'ίκές πρωτεύουσες, όπως το Βερολίνο, η Αγία Πετρούπολη, η Βιέννη και το Παρίσι. Οποιαδήποτε αμυδρή ελπίδα για να διασωθεί η ειρήνη, έστω και την ύστατη στιγμή, είχε πλέον χαθεί. Τώρα το ζήτημα πόλεμος ή ειρήνη δεν εξαρτιόταν πλέον από ένα στενό κύκλο πολιτικών, διπλωματών, γραφειοκρατών, στρατιωτικών και μυστικοσυμβούλων, αλλά από τη βούληση των λαών. Και δεν χωράει αμφιβολία ότι τα ευρέα στρώματα του πληθυσμού, σε όλες σχεδόν τις ευρωπα"ίκές χώρες, για λόγους που καλύτερα να τους αφήσουμε στους κοινωνικούς ψυχαναλυτές, είχαν αφεθεί σ' ένα πολεμικό παραλήρημα. Βέβαια αυτή η πολεμική ευφορία δεν διάρκεσε πολύ. Σύντομα τη διαδέχτηκαν πρώτα η αμφιβολία, μετά η απογοήτευση και, τέλος, η απόγνωση. Οι ίδιες λα'ίκές δυνάμεις που, τον Αύγουστο του 1914, απαιτούσαν από τις κυβερνήσεις τους να μην «ενδώσουν» και να προσφύγουν στα όπλα, λίγο αργότερα εξέφραζαν τη δυσανασχέτηση και κατόπιν την αγανάκτησή τους που έφτανε έως την κοινωνική αναταραχή και την πολιτική εξέγερση κατά των κυβερνήσεών τους, που τους ε ίχαν σύρει στο σφαγείο και την καταστροφή.
Κάθε πόλεμος λειτουργεί σαν καταλύτης για ριζοσπαστικές αλλαγές και πολιτικούς και κοινωνικούς μετασχηματισμούς, οι οποίοι θεωρούνται ακατόρθωτοι σε περιόδους ειρήνης. Αυτό ισχύει πρωτίστως στην περίπτωση του Α' παγκοσμίου πολέμου, ο οποίος αποτελεί τη μεγαλύτερη καμπή στη σύγχρονη ευρωπα'ίκή ιστορία, ίσως ακόμα μεγα-
196 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λύτερη και από το Β' παγκόσμιο πόλεμο, Η κατάρρευση τεσσάρων ιστορικών αυτοκρατοριών (αυστριακή, ρωσική, οθωμανική και γερμανική)' δύο επαναστάσεις στη Ρωσία, η δεύτερη από τις οποίες -η Οκτωβριανή των μπολσεβίκων- έμελλε να παίξει το σημαντικότερο ρόλο στην παγκόσμια ιστορία έως πρόσφατα' μια αντεπανάσταση στη Γερμανία από φασιστοειδή στοιχεία που αργότερα έγραψαν τη δική τους μελανή σελίδα στην ευρωπα'ίκή ιστορία' το κοινωνικό και οικονομικό χάος που προκάλεσε η αποσταθεροποίηση του ευρωπα'ίκού συστήματος και οι παρενέργειές του στην «περιφέρεια», με προεξέχον παράδειγμα τη μικρασιατική καταστροφή, αρκούν για να υποδηλώσουν την κολοσσιαία σημασία του Α' παγκοσμίου πολέμου στη διαμόρφωση όχι μόνο της μετέπειτα ευρωπα'ίκής, αλλά και της παγκόσμιας ιστορίας, Συνεπώς η συμπύκνωση όλων αυτών των συνισταμένων σε μερικές μόνο σελίδες αυτού του τόμου, δεν μπορεί παρά να προκαλεί δέος στο συγγραφέα, ο οποίος εκ των προτέρων αισθάνεται την ανάγκη να απολογηθεί για τα τεράστια κενά που αναπόφευκτα θα υπάρξουν στη συνοπτική επισκόπηση αυτής της τόσο μεστής φάσης της ευρωπα'ίκής ιστορίας, Για μεθοδολογικούς λόγους το κεφάλαιο αυτό χωρίζεται σε δύο ενότητες: Στην πρώτη θα εξετάσουμε τις στρατιωτικές και πολιτικές πτυχές του πολέμου, καθώς και τις κοινωνικές και οικονομικές επιπτώσεις και, στη δεύτερη, τις διπλωματικές διεργασίες και τις Συνθήκες Ειρήνης, από τις Βερσαλίες έως τη Λωζάνη, Ωστόσο, είναι προφανές ότι, δεδομένης της πολυπλοκότητας των γεγονότων που αναλύουμε, αυτός ο διαχωρισμός δεν μπορε ί να είναι απόλυτος και αναπόφευκτα θα υπάρχουν επικαλύψεις,
(Ι) Στρατιωτικές-πολιτικές πτυχές
Σε γενικές γραμμές, ο Α' παγκόσμιος πόλεμος πέρασε από διάφορες φάσεις, οι οποίες βέβαια δεν ήταν ομοιόμορφες για όλες τις εμπόλεμες χώρες, Η πρώτη φάση χαρακτηρίζεται από ένα πνεύμα πατριωτικού ενθουσιασμού και εθνικής ανάτασης όπου οι λαοί της ηπείρου έδειχναν προετοιμασμένοι για την ύστατη θυσία στο βωμό της πατρίδας, Την περίοδο αυτή, που διήρκεσε περίπου 8-9 μήνες, δηλαδή έως την άνοιξη του 1915 , επικρατεί εθνική συσπείρωση και συναίνεση
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 197
πάνω σε βασικά κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Πχ. παρατηρείται μία εντυπωσιακή μείωση στις απεργιακές κινητοποιήσεις, οι οποίες τις παραμονές του πολέμου ήταν σε έξαρση σε πολλές ευρωπα'ίκές χώρες, όπως η Γερμανία και η Ρωσία.
Αυτό το κλίμα ευεξίας οφειλόταν σε πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς ήταν ότι ο πόλεμος προσέφερε μια ευκαιρία για να ξεφύγουν οι Ευρωπαίοι από την καθημερινή ρουτίνα και να ζήσουν «μεγάλες συγκινήσεις». Ίσως αυτό να ακούγεται υπερβολικό, όμως το γεγονός ότι η Ευρώπη είχε να γνωρίσει γενικό πόλεμο για έναν ακριβώς αιώνα συνέτεινε στο να παραγνωρίζονται οι τραγικές συνέπειές του και το τι αυτός συνεπαγόταν σε ανθρώπινες και υλικές θυσίες. Ένας δεύτερος λόγος ε ίχε να κάνει με την εξιδανίκευση του πολέμου που είχε καλλιεργήσει ο ιμπεριαλισμός. Τέλος, ένας άλλος λόγος συνδεόταν με τις επικρατούσες αντιλήψεις περί πολέμου πριν το 1914.
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος υπήρχε μια διάχυτη εντύπωση ότι η έκβασή του θα ήταν σύντομη και ξεκάθαρη. Αυτή η αντίληψη είχε διαμορφωθεί από την ιμπεριαλιστική εμπειρία κατά την οποία οι Ευρωπαίοι, με την ανώτερη τεχνολογία, τα οικονομικά μέσα και τη στρατιωτική οργάνωση που διέθεταν, μπορούσαν να συντρίψουν σχετικά εύκολα κάθε τοπική αντίσταση . Επίσης είχε ενισχυθεί από το παράδειγμα των βαλκανικών πολέμων, οι οποίοι ήταν σύντομοι σε διάρκεια και ξεκάθαροι ως προς την έκβασή τους. Έτσι, οι περισσότεροι Ευρωπαίοι προσέβλεπαν σ' ένα σύντομο πόλεμο που θα αποτελούσε ένα διάλειμμα, μια περιπέτεια που θα έσπαγε τη ρουτίνα.
Η πρωτοβουλία κινήσεων στο στρατιωτικό επίπεδο ανήκε στις κεντρικές δυνάμεις και κυρίως στη Γερμανία. Ο ρόλος της Αυστρίας περιοριζόταν στο Ανατολικό μέτωπο και στα Βαλκάνια, αρχής γενομένης από τη Σερβία, η οποία σύντομα υπέκυψε στις ανώτερες γερμανο-αυστριακές δυνάμεις. Τα απομεινάρια της κυβέρνησης και του στρατού του Βελιγραδίου διέφυγαν στη γειτονική Αλβανία. Όσον αφορά στο τρίτο μέλος της Τριπλής Συμμαχίας, την Ιταλία, αυτή όχι μόνο δεν ακολούθησε τους δύο συμμάχους της τον Αύγουστο του 1914, αλλά όταν ε ισήλθε στον πόλεμο, τον επόμενο χρόνο, ήταν με το αντίπαλο στρατόπεδο, δηλαδή με την Τριπλή Entente. Συνεπώς, ουσιαστικά, το μεγαλύτε-
198 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρο βάρος και την ευθύνη του πολέμου το έφερε η Γερμανία. Η Ιταλία είχε λιποτακτήσει και η Αυστρία είχε καταστεί δορυφόρος του Βερολίνου, που καθόριζε τη στρατηγική και την πορεία του πολέμου.
Όπως αναφέρθηκε στο προηγούμενο κεφάλαιο, το αμυντικό δόγμα της Γερμανίας βασιζόταν στο Σχέδιο Schlieffen, το οποίο ευθυνόταν σε μεγάλο βαθμό για την κήρυξη του πολέμου. Η βασική φιλοσοφία του Σχεδίου Schlieffen ήταν ότι, καθώς οι γερμανικές δυνάμεις θα έπρεπε να πολεμήσουν σε δύο μέτωπα, στα ανατολικά και τα δυτικά σύνορα της χώρας, θα έπρεπε να συντρίψουν πρώτα την αντίσταση της Γαλλίας στο δυτικό μέτωπο ώστε μετά να μπορούσαν απερίσπαστα να συγκεντρωθούν στο ανατολικό. Γι' αυτό το σκοπό μια μικρή γερμανική δύναμη αντιπερισπασμού θα συγκεντρωνόταν στα βορειοανατολικά σύνορα της Γαλλίας, στην περιοχή της Αλσατίας και της Λωραίνης, για να παραπλανήσει τις γαλλικές δυνάμεις. Όμως ο όγκος των γερμανικών δυνάμεων θα κινούνταν δυτικά, μέσω Βελγίου, στα νώτα των γαλλικών δυνάμεων, τις οποίες θα περικύκλωναν και θα εξουδετέρωναν. Ταυτόχρονα οι γερμανικές δυνάμεις θα καταλάμβαναν τις βελγικές και γαλλικές ακτές ώστε να παρεμπόδιζαν οποιαδήποτε βρετανική στρατιωτική ενίσχυση. Ουσιαστικά αυτό το σχέδιο δεν διέφερε πολύ από εκείνο που εφάρμοσε, με μεγαλύτερη επιτυχία, ο Χίτλερ στο Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Ωστόσο, στον Α' παγκόσμιο πόλεμο, το σχέδιο αυτό, για λόγους που δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, απέτυχε, γεγονός που ε ίχε τεράστιες επιπτώσεις στην εξέλιξη του πολέμου. Στη μάχη του Μάρνη, το Σεπτέμβριο του 1914, οι γαλλικές δυνάμεις κατόρθωσαν να ανακόψουν τη γερμανική προέλαση. Συνεπώς, αντί για ένα αστραπιαίο κτύπημα το οποίο θα καθόριζε την έκβαση του πολέμου στο δυτικό μέτωπο, οι δυο παρατάξεις -οι Γερμανοί από τη μια πλευρά και οι Άγγλοι-Γάλλοι από την άλλη- καθηλώνονταν σε ένα στατικό πόλεμο χαρακωμάτων, ο οποίος κράτησε τέσσερα σχεδόν χρόνια. Οι ψυχολογικές, κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις αυτού του άχαρου πολέμου ήταν ανυπολόγιστες, όπως θα εξετάσουμε παρακάτω. Ωστόσο το αδιέξοδο που είχε προέλθει στο δυτικό μέτωπο αν μη τι άλλο προέτρεπε και τις δύο εμπόλεμες παρατάξεις να διευρύνουν τον πόλεμο σε άλλα μέτωπα ελπίζοντας ότι
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 199
έτσι θα μπορούσαν να επηρεάσουν την έκβαση του δυτικού μετώπου. Στη βορειοανατολική Γαλλία, οι Γερμανοί είχαν μεγαλύτερη επιτυχία κατακτώντας το 6% περίπου της γαλλικής επικράτειας. Το 1915 η ρωσική Πολωνία πέφτει στα χέρια των Γερμανών. Αλλά και στο Ανατολικό Μέτωπο αν και οι γερμανικές δυνάμεις είχαν ορισμένες σημαντικές επιτυχίες αυτές ουσιαστικά δεν επηρέαζαν την έκβαση του πολέμου.
Η είσοδος στον πόλεμο, με το πλευρό της Γερμανίας, της Τουρκίας και της Βουλγαρίας, τον Οκτώβριο του 1914, σηματοδοτεί τη δεύτερη φάση του πολέμου. Κυρίως η είσοδος της Τουρκίας διεύρυνε τον πόλεμο ενώ ταυτόχρονα έθεσε πάλι επί τάπητος το λεγόμενο Ανατολικό ζήτημα. Η εμπλοκή κυρίως της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας αναπτέρωνε το ηθικό των Γερμανών, οι οποίοι θεωρούσαν ότι τώρα κυριαρχούσαν σε μία περιοχή που εκτεινόταν «από τη Βόρεια θάλασσα στον ποταμό Τίγρη»1 . Βέβαια η πραγματική αξία, για τους Γερμανούς, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη διεξαγωγή του πολέμου, δεν ήταν και τόσο ξεκάθαρη και αργότερα ορισμένοι ιστορικοί θεώρησαν ότι η Τουρκία αποτελούσε περισσότερο βάρος παρά όφελος για τους Γερμανούς. Επίσης, οι σχέσεις μεταξύ Γερμανίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας ποτέ δεν ήταν απόλυτα αρμονικές καθώς προσέκρουαν στο τεράστιο πολιτισμικό χάσμα που χώριζε τις δυο πλευρές. Αυτό σημαίνει ότι οι σχέσεις των δύο κρατών περιορίζονταν στο επίπεδο της στρατιωτικοπολιτικής και οικονομικής ελίτ τους, ενώ στο κοινωνικό επίπεδο υπήρχε μεγάλη αποξένωση. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «ο γερμανικός λαός στο σύνολό του θεωρούσε τους Τούρκους εξωτικούς, διεστραμμένους, περίεργους και αστείους, αλλά ποτέ ως απαραίτητους για το γερμανικό Reich. Συνεπώς, η γερμανοτουρκική συμμαχία περιοριζόταν μόνο στους διπλωμάτες, τους επιχειρηματίες και τους πανεπιστημιακούς. Ο μέσος Γερμανός, όπως αποδείκνυε όταν ερχόταν σε άμεση επαφή με Τούρκο, δεν καταλάβαινε περί τίνος επρόκειτο. Στο βάθος της ψυχής του ενδεχομένως να διαφωνούσε, κυρίως όταν οι Τούρκοι επιδόθηκαν στη σφαγή των Αρμένιων»2. Κι ακόμα, όπως πιστοποιούν τα διπλωματικά έγγραφα «εάν δεν είχε ξεσπάσει ο πόλεμος, ενδεχομένως η Γερμανία θα είχε ρευστοποιήσει τα συμφέροντά της
200 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και θα είχε εγκαταλείψει τους στενούς δεσμούς της με την Τουρκία»3.
Όμως, σε οποιαδήποτε περίπτωση, η εμπλοκή στον πόλεμο του «μεγάλου ασθενή της Ευρώπης» ήταν επόμενο να πυροδοτήσει μία σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που επηρέασαν σημαντικά τις εξελίξεις τα επόμενα χρόνια. Μία σημαντική παρενέργεια ήταν οι μυστικές συμφωνίες μεταξύ των τριών Συμμάχων της Entente με τις οποίες η Κωνσταντινούπολη και τα Στενά παραχωρούνταν στη Ρωσία, καθώς και μια άλλη μεταξύ Βρετανίας και Γαλλίας (η Συμφωνία Sykes-Picot όπως είναι γνωστή) για το μοίρασμα των οθωμανικών εδαφών στη Μέση Ανατολή. Επίσης η είσοδος της Τουρκίας και της Βουλγαρίας στον πόλεμο σε συνδυασμό με την κατάρρευση της Σερβίας, προέτρεψαν τους Αγγλο-Γάλλους να στρέψουν το ενδιαφέρον τους προς την Ελλάδα, η οποία θα χρησιμοποιούνταν σαν προπύργιο στη συγκρότηση ενός Βαλκανικού Μετώπου. Αυτό αποτέλεσε τη απαρχή για τον εθνικό διχασμό και για τις τραγικές συνέπειες στη Μικρά Ασία το 1922.
Η επόμενη ευρωπα'ίκή χώρα που μπήκε στον πόλεμο ήταν η Ιταλία. Η Ρώμη δικαιολογούσε την ουδέτερη στάση της, όταν κηρύχτηκε ο πόλεμος, ισχυριζόμενη ότι οι υποχρεώσεις της προς τη Γερμανία και την Αυστρία ίσχυαν μόνο στην περίπτωση που αυτές θα δέχονταν επίθεση από άλλη δύναμη . Στη συγκεκριμένη περίπτωση, όμως, η Γερμανία ήταν εκείνη που είχε κηρύξει τον πόλεμο στη Γαλλία και τη Ρωσία, ενώ η Αυστρία δεν την ε ίχε καν ενημερώσει για το τελεσίγραφο που είχε επιδώσει στη Σερβία. Ωστόσο, πίσω από αυτές τις προφάσεις, ο κυριότερος λόγος για την αθέτηση των υποχρεώσεων προς τους Συμμάχους της ήταν ότι η ιταλική κοινή γνώμη διακατεχόταν από τόσο έντονα αλυτρωτικά συναισθήματα που καμία κυβέρνηση δεν μπορούσε να αγνοήσει4. Αυτές οι διεκδικήσεις αφορούσαν στο νότιο Τυρόλο, την Τριέστη και το μεγαλύτερο μέρος των Δαλματικών ακτών, δηλαδή εδάφη που κατείχε η Αυστρία. Συνεπώς οι Σύμμαχοι μπορούσαν να προσφέρουν περισσότερα στην Ιταλία απ' ό,τι οι Κεντρικές Δυνάμεις. Επίσης η εισδοχή της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας στον πόλεμο με το μέρος των Κεντρικών Δυνάμεων προσέφερε νέες ευκαιρίες στην Ιταλία για επέκταση στην Εγγύς και Μέση Ανατολή. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 201
στις ιταλικές φιλοδοξίες συγκαταλεγόταν «το όνειρο για μια Αδριατική, που θα μετατρεπόταν ουσιαστικά σε ιταλική λίμνη με την προσάρτηση της Δαλματίας, και μία αυτοκρατορία στη Μικρά Ασία»S. Σύμφωνα με τη μυστική συνθήκη του Λονδίνου, στις 26 Απριλίου 1915 η Ιταλία δεχόταν να μπει στον πόλεμο με το μέρος της Τριπλής Entente με αντάλλαγμα το Νότιο Τυρόλο, την Ίστρια, ένα μεγάλο κομμάτι της Αδριατικής καθώς και ένα «ίσο μερίδιο» στη Μικρά Ασία και άλλες «αποζημιώσεις» σε περίπτωση που οι Αγγλο-Γάλλοι αποκτούσαν τις γερμανικές αποικίες. Με άλλα λόγια, καμία άλλη δύναμη δεν ανέμενε να αποκτήσει τόσα πολλά από τον πόλεμο προσφέροντας τόσο λίγα, όσο η Ιταλία. Όπως παρατηρεί ο A.J.P. Taylor, «η Ιταλία ήλπιζε μία κι έξω να εκπληρώσει όλες τις φιλοδοξίες της: την εθνική ολοκλήρωσή της με την απόκτηση του Τυρόλου και της Ίστριας, την κυριαρχία της στην Αδριατική και την αναγνώρισή της ως Μεγάλη Δύναμη τόσο στην Εγγύς Ανατολή όσο και στις αποικίες»6. Ωστόσο η Ιταλία αποδείχτηκε ακόμα μεγαλύτερο βάρος για τους συμμάχους της στον πόλεμο απ' ό,τι ήταν η Οθωμανική Αυτοκρατορία για τους Γερμανούς.
Αυτές οι συμμαχίες σκοπιμότητας είχαν περιορισμένο αντίκτυπο στη έκβαση του πολέμου. Επίσης η εμπλοκή, αργότερα, της Ρουμανίας και της Ελλάδας, με το μέρος της Entente, δεν μπορούσαν ούτε αυτές να επηρεάσουν καθοριστικά την υπάρχουσα κατάσταση και να λύσουν το αδιέξοδο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η εμπλοκή τρίτων μικρών χωρών δημιουργούσε περισσότερα προβλήματα παρά οφέλη στις δυνάμεις που υποστήριζαν7. Δύο προσπάθειες των Αγγλο-Γάλλων να πλευροκοπήσουν τις εχθρικές δυνάμεις στα ιταλοαυστριακά σύνορα και στα Δαρδανέλια, το καλοκαίρι του 1915, απέτυχαν. Την ίδια τύχη είχαν οι επιθέσεις κατά μέτωπο στον πόλεμο των χαρακωμάτων στη Γαλλία. Το φθινόπωρο του 1915, οι στρατιωτικές ηγεσίες και των δύο παρατάξεων παραδέχονταν ότι δεν μπορούσαν να προβλέψουν πώς θα μπορούσε να τελειώσει αυτή η πολεμική σύρραξη. Όλες οι αρχικές προβλέψεις είχαν αποδειχτεί φρούδες. Οι Γερμανοί διαπίστωναν ότι το Ανατολικό Μέτωπο ήταν πιο ευάλωτο από το Δυτικό, αν και στην πράξη δεν είχαν τις δυνατότητες να αχρηστεύσουν κανένα από τα δύο. Σε παρόμοια συμπεράσματα είχαν καταλήξει και οι δυνάμεις της Entente, δηλαδή στην
202 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αδυναμία τους να κάμψουν τη Γερμανία, είτε με κατά μέτωπο επιθέσεις είτε πλαγιοκοπώντας την. Με άλλα λόγια, η απόλυτη ισορροπία δυνάμεων της ειρηνικής περιόδου έβρισκε τώρα την αντανάκλασή της στα πεδία των μαχών.
Υπέρ ποίας πλευράς όμως κυλούσε ο χρόνος; Ουσιαστικά υπέρ καμιάς καθώς το αδιέξοδο αυτό προκαλούσε αιμορραγία σε ανθρώπινο και υλικό δυναμικό, ενώ υπέσκαπτε την εσωτερική συνοχή των κοινωνιών τους. Το 1916 η Γερμανία προσπάθησε να σπάσει το αδιέξοδο που είχε προκύψει στο πεδίο των μαχών με κατά μέτωπο επιθέσεις στο γαλλικό μέτωπο, το οποίο ουσιαστικά βρισκόταν σε αποτελμάτωση από το Σεπτέμβριο του 1914. Η μάχες του Βερντέν (Verdun) και του Σομ (Somme), αν και δεν μετέβαλαν τη στρατιωτική κατάσταση, στοίχισαν τη ζωή σε πάνω από ένα εκατομμύριο ζωές, και στις δυο πλευρές. Οι ψυχολογικές επιπτώσεις που είχαν αυτές οι μάχες, το 1916, στους εμπόλεμους ήταν τεράστιες. Τώρα διαπίστωναν τη φρίκη και τη ματαιοπονία του πολέμου καθώς και την ελαφρότητα με την οποία είχαν συρθεί σ' αυτόν, τον Αύγουστο του 1914. Το μόνο που κατόρθωσαν και οι δυο πλευρές στα τέσσερα χρόνια του πολέμου στο Δυτικό Μέτωπο ήταν «μια σφαγή με όσο γινόταν πιο αποτελεσματικά μέσα μαζικής εξόντωσης. Ωστόσο το μέτωπο ποτέ δεν μετακινήθηκε περισσότερο από 10 χιλιόμετρα»8. Η φρίκη του πολέμου που τώρα είχε κοστίσει εκατομμύρια νεκρούς, τραυματίες και ακρωτηριασμένους, δηλαδή το άνθος της ευρωπα"ίκής νεολαίας, σε συνδυασμό με τη σύγχυση και την κατάρρευση του ηθικού τόσο του πληθυσμού όσο και της στρατιωτικοπολιτικής ηγεσίας σε όλες τις εμπόλεμες χώρες, είχαν δημιουργήσει ένα τόσο εύφλεκτο υλικό που δεν θ' αργούσε να εκραγεί.
Αυτό το θέμα θα μας απασχολήσει παρακάτω. Αυτό που πρέπει να τονιστεί εδώ ε ίναι ότι, προς τα τέλη του 1916, οι πολιτικές και στρατιωτικές ηγεσίες προσπαθούσαν απεγνωσμένα να βρουν τρόπους να σταματήσει η αιματοχυσία. Το πρόβλημα ήταν επιστροφή στην ειρήνη, αλλά με ποιους όρους; Αυτό σχετιζόταν άρρηκτα με τα αίτια του πολέμου. Για τη Entente, κυρίως για τους Αγγλο-Γάλλους, ο πόλεμος ουσιαστικά σήμαινε την αναχαίτιση της γερμανικής ανόδου που, αργά ή γρήγορα, θα την καθιστούσε τη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη. Η Γερμανία, από
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 203
την πλευρά της, έχοντας επίγνωση της δύναμής της, επεδίωκε, τουλάχιστον στην πρώτη φάση του, να εκπληρώσει αυτό που δεν είχε κατορθώσει με ειρηνικά μέσα, δηλαδή την ανάδειξή της σε παγκόσμια δύναμη. Επομένως, η σύγκρουση μεταξύ Βρετανίας και Γερμανίας δεν αφορούσε σε συγκεκριμένες εδαφικές διεκδικήσεις αλλά αποτελούσε και για τις δυο θέμα επιβίωσης9. Το πρόβλημα ήταν ότι καμιά από τις δύο δεν διέθετε τα μέσα να επιβληθεί στην άλλη με τις δικές της δυνάμεις. Στην περίπτωση της Βρετανίας αυτή η διαπίστωση οδηγούσε όλο και περισσότερο στο συμπέρασμα ότι η έκβαση του πολέμου θα κρινόταν μόνο με την εμπλοκή των Ηνωμένων Πολιτειών. Μόνο οι Ηνωμένες Πολιτείες είχαν τις δυνατότητες να γείρουν την πλάστιγγα του πολέμου υπέρ της Entente.
Όσο αφορά τους Γερμανούς, η γραμμή τους ήταν κάπως πιο ασυνεπής και αμφιταλαντευόμενη. Από τη μια πλευρά εκδήλωναν έντονο ενδιαφέρον, τα τέλη του 1916, για να τερματιστεί ο πόλεμος και από την άλλη όμως τον κλιμάκωναν, πρώτα με τις επιθέσεις απελπισίας -όπως στο Βερντέν και το Σομ- και κατόπιν διευρύνοντας τις εχθροπραξίες στη θάλασσα, με τον «πόλεμο των υποβρυχίων», ο οποίος εμπεριείχε τον κίνδυνο της εμπλοκής των ΗΠΑ. Οι γερμανικές αμφιταλαντεύσεις οφείλονταν σε διάφορους λόγους, στρατιωτικούς και γραφειοκρατικούς, εκ των οποίων ίσως ο σημαντικότερος να ήταν η αδυναμία των εμπόλεμων, κυρίως της Γερμανίας, της Βρετανίας και Γαλλίας, να συμφωνήσουν στη μορφή που θα έπαιρνε η Γερμανία μετά τον πόλεμο. Ουσιαστικά υπήρχε ένα αγεφύρωτο, όπως αποδείχτηκε, χάσμα μεταξύ των γερμανικών επιδιώξεων για παγκόσμια δύναμη και των βρετανικών και γαλλικών στόχων που ήταν η όσο το δυνατό μεγαλύτερη αποδυνάμωσή της.
Στην πορεία του πολέμου, οι Γερμανοί προβαίνουν σε παραχωρήσεις. Π.χ., το 1914- 15 , βασικός γερμανικός πολεμικός στόχος ήταν η ανάδειξή της στην κατ' εξοχήν παγκόσμια δύναμη. Σ' αυτή την προσπάθεια πρωτοστατούσαν πανγερμανιστές, αλλά συναινούσαν τόσο οι συντηρητικοί και οι κεντρώοι, όσο και οι εθνοφιλελεύθεροι, συμπεριλαμβανομένου και του Gustaν Stressemann, του μετέπειτα αρχιτέκτονα της γερμανικής εξωτερικής πολιτικής την περίοδο την Βα'ίμάρης και εμπνευ-
204 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
στή του Haηs-Diedrich Geηscher. Συνεπώς έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι οι αρχικοί στόχοι για μια Μεγάλη Γερμανία είχαν ευρεία υποστήριξη τόσο από τα λα'ίκά στρώματα όσο και από την άρχουσα τάξη και τους φορείς της, κυρίως τους διανοούμενους και το πανεπιστημιακό κατεστημένο, καθώς και από τους ιστορικούς και τους οικονομολόγους οι οποίοι επιδίδονταν στη συγκέντρωση υπογραφών και ψηφισμάτων υπέρ αυτών των μαξιμαλιστικών στόχων. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, αυτού του είδους η Professorenpolitik συνέτεινε σημαντικά στο να εμπεδώνονται στο γερμανικό λαό οι παράλογες προσδοκίες τουςlΟ.
Ο βασικός στόχος αυτών των στοιχείων ήταν να αποσπάσουν την υποστήριξη της κοινής γνώμης για μια Siegfrίede, δηλαδή για μία ειρήνη που θα επέβαλλαν μετά από μια συντριπτική γερμανική νίκη στα πεδία των μαχών. Οι ορέξεις αυτών των κύκλων ήταν σχεδόν ακόρεστες. Όλο το Βέλγιο και η γαλλική ακτή της Μάγχης έως τη Βουλώνη, το Βελγικό και Γαλλικό Κονγκό καθώς και η γαλλική βιομηχανική επαρχία του Belfort, θα προσαρτούνταν στη Γερμανία. Το ίδιο ίσχυε και για την Πολωνία, την Ουκρανία και τις χώρες της Βαλτικής, αν και εδώ υπήρχαν διιστάμενες απόψεις εάν η Γερμανία θα έπρεπε να προσαρτήσει αυτές τις χώρες ή να τις μετατρέψει σε δορυφόρους της. Επίσης υπήρχαν αντικρουόμενες απόψεις κατά πόσο αυτές τις ανατολικές «επαρχίες» θα τις καταλάμβανε με τον πληθυσμό τους ή «απαλλαγμένες από αυτόν». Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, αν και η λέξη Lebensl'αum (ζωτικός χώρος - που χρησιμοποίησε ο Χίτλερ κατά κόρον στο Β' παγκόσμιο πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης) δεν είχε καταστεί ακόμα δημοφιλής, οι φιλοδοξίες των πανγερμανιστών ουσιαστικά δεν διέφεραν από αυτόΙ Ι . Και, σύμφωνα με τον W. D. Smith, αν και το δόγμα του Lebensrαum κλονίστηκε κάπως το 1918, καθώς είχε συνδεθεί με εκείνες τις δυνάμεις που είχαν οδηγήσει στη Γερμανία στον όλεθρο, ωστόσο αυτή η αρνητική εμπειρία της ήττας δεν οδήγησε σε μια αναθεώρηση και απόρριψη των βασικών αξιωμάτων της12.
Τέλος οι πανγερμανιστές πρότειναν την καταβολή κολοσσιαίων πολεμικών αποζημιώσεων από τις χώρες της Eηteηte με τις οποίες η Γερμανία θα μπορούσε να ξεχρεώσει όλο το εθνικό χρέος της. Ωστόσο η
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 205
αποτελμάτωση του πολέμου και η διαπίστωση ότι μια γερμανική νίκη δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα συνέτειναν σε μία αναθεώρηση των γερμανικών στόχων. Η βασική διαφορά μεταξύ της πρώτης και αυτής της δεύτερης φάσης συνίσταται στο ότι ενώ αρχικά οι στόχοι ήταν σαφώς κατακτητικοί και ιμπεριαλιστικοί, με την απόκτηση γαλλικών και βελγικών αποικιών, στη δεύτερη φάση δινόταν μεγαλύτερη έμφαση στην πολιτικοοικονομική αναδιοργάνωση της Ευρώπης, τη δημιουργία μιας Mitteleuropα η οποία θα εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα γερμανικά συμφέροντα. Αυτό το σχέδιο προέβλεπε τη δημιουργία ενός Κέντρο-Ευρωπα"ίκού Συστήματος προσαρμοσμένου στις ανάγκες μιας Μεγάλης Γερμανίας. Το Βέλγιο, με εξαίρεση τη Λιέγη η οποία θα προσαρτιζόταν στη Γερμανία, η Ολλανδία, η Γαλλία, η Δανία, η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Πολωνία, η Ιταλία, η Σουηδία και η Νορβηγία θα αποτελούσαν συστατικά μιας οικονομικής-εμπορικής ομοσπονδίας η οποία θα απέβλεπε στην παγίωση της γερμανικής κυριαρχίας στην κεντρική Ευρώπη. Η Βρετανία θα αποκλειόταν από αυτό το μπλοκ. Βασική επιδίωξη του καγκελάριου Bethmann-Hollweg που προωθούσε αυτό το σχέδιο για τη δημιουργία μιας Mitteleuropα ήταν να αχρηστεύσει το παραδοσιακό σύστημα ισορροπίας δυνάμεων της Ευρώπης και να το αντικαταστήσει με ένα άλλο στο οποίο θα υπήρχε μόνο μια ηγεμονική δύναμη, η Γερμανία13.
Αν και το σχέδιο για τη δημιουργία μιας Mitteleuropα θεωρούνταν μετριοπαθές σε σχέση με τις μεγαλεπήβολες φιλοδοξίες των πανγερμανιστών, ουσιαστικά δεν διέφερε από εκείνο του Ναπολέοντα για τη δημιουργία ενός Ευρωπα'ίκού Ηπειρωτικού Συστήματος το οποίο επίσης απέβλεπε στην εδραίωση της γαλλικής ηγεμονίας στην Ευρώπη με τη δημιουργία μιας εσωτερικής αγοράς που θα απέκλειε τη Βρετανία και θα εξυπηρετούσε τα γαλλικά οικονομικά συμφέροντα. Το ενδιαφέρον είναι ότι παρόμοια σχέδια, όπως αυτό για τη δημιουργία μιας Mitteleuropα, θεωρούνταν, ακόμα και από μετριοπαθείς Γερμανούς, ως λογικό και δίκαιο καθώς δεν απέβλεπε στη δημιουργία μιας παγκόσμιας παντοκρατορίας, αλλά στο να εξασφαλίσει στη Γερμανία στρατηγική και οικονομική ισότητα με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις, κυρίως τη Βρετανία. Όπως έγραφε ένας Γερμανός αναλυτής το 1917, «το πρό-
206 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
βλημα μεταξύ της Βρετανίας και της Γερμανίας δεν συνίσταται σε μεμονωμένα ζητήματα, αλλά σε μια σύγκρουση μεταξύ της υπάρχουσας βρετανικής παγκόσμιας ηγεμονίας και των γερμανικών προσπαθειών να εξασφαλίσουν ισότητα (Gleichberechtigung) στον κόσμο14. Όπως θα δούμε παρακάτω, το ζήτημα της ισότητας με τις άλλες δυνάμεις θα ανακύψει πάλι, τόσο την περίοδο της Βα·ίμάρης και του Χίτλερ όσο και μεταπολεμικά.
Αυτός ο στόχος παρέμεινε σχεδόν αναλλοίωτος έως σχεδόν το τέλος του πολέμου. Ουσιαστικά η αδυναμία να προσαρμοστεί ο βασικός άξονας των γερμανικών επιδιώξεων στον πόλεμο -για λόγους εσωτερικούς, κυρίως ο φόβος ότι το ανελεύθερο καθεστώς θα κατέρρεε εάν δεν συνέπαιρνε τις μάζες με παρόμοια μεγαλόπνοα οράματα- αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια για την εξεύρεση ενός συμβιβασμού για τον τερματισμό του πολέμου. Μόνο όταν βρισκόταν στα πρόθυρα συνθηκολόγησης, η Γερμανία αναγκαζόταν να αναθεωρήσει τα σχέδιά της αλλά και τότε ουσιαστικά δεν εγκατέλειπε τη διεκδίκηση για να αναγνωριστεί ως ισότιμη μεγάλη δύναμη.
Ωστόσο στη διάρκεια του Α' παγκοσμίου πολέμου απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη του στόχου της δημιουργίας της Mitteleuropα ήταν να καμφθεί η αντίσταση της Βρετανίας. Όμως, όπως αναφέραμε παραπάνω, το Ανατολικό Μέτωπο είχε τελικά αποδειχτεί πιο εύκολη υπόθεση για τους Γερμανούς και τους συμμάχους τους απ' ό,τι το Δυτικό. Το ενδιαφέρον είναι ότι οι επιχειρήσεις στο Δυτικό Μέτωπο ε ίχαν περιοριστεί μόνο σε χερσαίες επιχειρήσεις, ενώ το γερμανικό πολεμικό ναυτικό, για το οποίο είχε γίνει τόσος θόρυβος πριν τον πόλεμο, ε ίχε παραμείνει στην αφάνεια. Μόνο δύο γερμανικά καταδιωκτικά, που κατόρθωσαν να διαφύγουν στην Τουρκία, ανέλαβαν δράση για τη διαφύλαξη των Στενών. Διαφορετικά ο γερμανικός στόλος ήταν ανίκανος να παρεμποδίσει την κατάληψη των γερμανικών αποικιών από τους Βρετανούς στην Αφρική και εκείνων στην Κίνα από την Ιαπωνία. Ωστόσο και αυτά τα προβλήματα ωχριούσαν σε σύγκριση με τη ζημιά που προκαλούσε ο βρετανικός ναυτικός αποκλεισμός της Γερμανίας στη Βόρεια θάλασσα χωρίς να έχει καν τη δυνατότητα το γερμανικό ναυτικό να αντιδράσει.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 207
Ο μόνος τρόπος για να διαρραγεί ο βρεταννικός ναυτικός αποκλεισμός ήταν να χρησιμοποιήσει η Γερμανία τα υποβρύχιά της για να παρεμποδίσει τον ανεφοδιασμό της Βρετανίας. Σ' αυτό το σημείο όμως εμπλέκονταν ορισμένα νομικά προβλήματα που είχαν να κάνουν με το διεθνές δίκαιο ναυτικού πολέμου. Η ίδια η Βρετανία δεν είχε επιδείξει ιδιαίτερη ευαισθησία σ' αυτό το θέμα της διεθνούς ναυσιπλοΙας και είχε παραβιάσει τους κανόνες που αφορούσαν το σεβασμό της ουδετερότητας. Τον Νοέμβριο του 1914 η Βρετανία είχε κηρύξει τη Βόρεια θάλασσα πολεμική ζώνη και παρεμπόδιζε τη πλεύση σκαφών από ουδέτερες χώρες που μετέφεραν μη πολεμικό υλικό, όπως το σιτάρι, που προοριζόταν για τη Γερμανία. Τρεις μήνες αργότερα, σε αντιπερισπασμό, η Γερμανία κήρυσσε έναν άνευ όρων πόλεμο των υποβρυχίων που αποσκοπούσε να αποκόψει τον εμπορικό ανεφοδιασμό της Βρετανίας και των συμμάχων της από ουδέτερες χώρες.
Το Μάιο του 1915 ένα γερμανικό υποβρύχιο βύθισε το βρετανικό επιβατηγό Λουζιτάνια στο οποίο επέβαιναν 1200 άτομα από τα οποία 1 88 ήταν Αμερικανοί πολίτες. Αν και το Λουζιτάνια μετέφερε και πυρομαχικά στη Βρετανία, το γεγονός αυτό προκάλεσε αγανάκτηση στις Ηνωμένες Πολιτείες και ο πρόεδρος Wilson έστειλε μία αυστηρή προειδοποίηση στη Γερμανία που την ανάγκασε να μετριάσει τη στάση της στον πόλεμο των υποβρυχίων. Ωστόσο το αδιέξοδο στα μέτωπα του πολέμου και οι μεγάλες πιέσεις της γερμανικής κοινής γνώμης για κλιμάκωση του πολέμου των υποβρυχίων, ανάγκασαν τη γερμανική κυβέρνηση να επαναλάβει τις εχθροπραξίες κατά ουδετέρων σκαφών. Μετά από τη βύθιση μιας σειράς αμερικανικών πλοίων, οι Ηνωμένες Πολιτείες κήρυξαν, στις 6 Απριλίου του 1917, τον πόλεμο στη Γερμανία και στους συμμάχους της. Αυτή ήταν μια ιστορικής σημασίας απόφαση που καθόρισε όχι μόνο την έκβαση του Α παγκοσμίου πολέμου αλλά και τις μεταγενέστερες εξελίξεις.
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αν και ο λόγος που πρόβαλλε ο Αμερικανός πρόεδρος Wilson για την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο ήταν οι γερμανικές παραβιάσεις του διεθνούς δικαίου ναυσιπλοΙας ουδετέρων χωρών, στην ουσία αυτή η τόσο σημαντική απόφαση πάρθηκε και με βάση άλλα πολύ σημαντικότερα κριτήρια. Λίγες εβδομάδες νωρίτε-
208 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρα, το Μάρτιο του 1917, το τσαρικό καθεστώς στη Ρωσία είχε ανατραπεί μετά από μια επανάσταση και ουσιαστικά η Ρωσία βρισκόταν σε κατάσταση χάους ενώ η μαχητική της ικανότητα είχε εκμηδενιστεί. Με την Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων, η Ρωσία αποχωρούσε μονομερώς από τον πόλεμο. Συνεπώς το Μάρτιο του 1917 είχε διαταραχτεί σχεδόν ανεπανόρθωτα η ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη και μια γερμανική επικράτηση ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Όπως παρατηρεί ένας Γερμανός ιστορικός: «μία Ευρώπη κυριαρχούμενη από τη Γερμανία θα διατάρασσε την παγκόσμια ισορροπία δυνάμεων. Αυτό θα εξανάγκαζε την ίδια την Αμερική να μετατραπεί σε ένα στρατόπεδο. Συνεπώς ήταν προτιμότερο για τις ΗΠΑ να παρέμβουν για να διασωθεί εγκαίρως η Βρετανία, ώστε η ίδια η Αμερική να έβγαινε αλώβητη από αυτή την υπόθεση. Βέβαια αυτά τα επιχειρήματα δεν μπορούσαν να διατυπωθούν δημοσίως γιατί η αμερικανική παράδοση απεχθανόταν τα παιχνίδια της ευρωπα'ίκής διπλωματίας και δεν ήθελε να ξέρει τίποτα για την πολιτική της δυνάμεως»15. Επίσης η ανατροπή του απολυταρχικού τσαρικού καθεστώτος και ιδεολογικά έλυνε τα χέρια της αμερικανικής κυβέρνησης. Όπως έλεγε ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, η ανατροπή του Τσάρου «εξουδετέρωνε τη μόνη αντίρρηση στη διαπίστωση ότι ο ευρωπα'ίκός πόλεμος ήταν μια αναμέτρηση μεταξύ δημοκρατίας και απολυταρχίας και ότι η μόνη ελπίδα για μόνιμη ειρήνη μεταξύ εθνών εξαρτιόταν από την εμπέδωση δημοκρατικών θεσμών σ' όλο τον κόσμο»16.
Οι επιπτώσεις της αμερικανικής εμπλοκής στον πόλεμο ήταν καταλυτικές. Οι βρετανικές ναυτικές απώλειες, οι οποίες είχαν αυξηθεί επικίνδυνα από την κήρυξη του άνευ όρων υποβρυχιακού πολέμου, μειώθηκαν κατακόρυφα μετά την είσοδο των ΗΠΑ στον πόλεμο καθώς πρόσφεραν κάλυψη στα εμπορικά σκάφη που διέσχιζαν τον Ατλαντικό. Ωστόσο η αμερικανική εμπλοκή είχε κυρίως ψυχολογική, πολιτική και οικονομική σημασία, παρά στρατιωτική. Όμως πάνω απ' όλα εξουδετέρωσε και με το παραπάνω τις αρνητικές επιπτώσεις που είχε προκαλέσει η ουσιαστική κατάρρευση της Ρωσίας το Μάρτιο του 1917. Μεταξύ Ρωσίας και Αμερικής δεν υπήρχε σύγκριση. Η πρώτη αποτελούσε υπόδειγμα απολυταρχικού καθεστώτος, ενώ η δεύτερη το λίκνο της
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 209
σύγχρονης δημοκρατίας και κοινωνίας. Η Ρωσία αντιπροσώπευε τη σήψη, το χθες, ενώ η Αμερική το αύριο. Η Ρωσία ήταν μια υποανάπτυκτη και χρεοκοπημένη χώρα που η συμμετοχή της στον πόλεμο εξαρτιόταν από την ενίσχυση των συμμάχων της. Αντίθετα, η Αμερική ήταν μια ανεπτυγμένη τεχνολογικά και οικονομικά χώρα, με σχεδόν ανεξάντλητους φυσικούς πόρους, που αν τους διέθετε στην πολεμική προσπάθεια θα ανατρεπόταν η ισορροπία δυνάμεων στα μέτωπα. Τέλος, η Ρωσία έθετε μεγάλες διεκδικήσεις από τον πόλεμο, κυρίως στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, ενώ η Αμερική δεν είχε καμία εδαφική διεκδίκηση στην Ευρώπη. Αυτό την ευνοούσε να εμφανίζεται ως «έντιμος διαμεσολαβητής» μεταξύ των εμπολέμων ακόμα και μετά την εισδοχή της στον πόλεμο. Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς την εποχή που μπήκε η Αμερική στον πόλεμο είχε ήδη διαμορφωθεί ένα εντελώς διαφορετικό κλίμα από εκείνο του 1914. Όπως θα δούμε και παρακάτω, από τα τέλη του 1916 υπάρχει μια διογκούμενη αγανάκτηση κατά του πολέμου σε όλες τις εμπόλεμες πλευρές που εκφράζεται με μια εντυπωσιακή αύξηση στις λιποταξίες, την ανυπακοή στην εκτέλεση διαταγών, καθώς και σε απεργίες και κοινωνικές αναταραχές στα μετόπισθεν. Τώρα το σύνθημα που κυριαρχεί είναι πόλεμος στον πόλεμοΙ7.
Η εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο έγινε την πιο κατάλληλη στιγμή. Ενώ ενίσχυε το ηθικό των Αγγλο-Γάλλων, δημιουργούσε τεράστια προβλήματα, κυρίως πολιτικής και ψυχολογικής φύσης, στη γερμανική πλευρά, η οποία με τις πράξεις της ουσιαστικά επιδείνωνε τη θέση της. Έτσι, στο πεδίο των μαχών, οι Αγγλο-Γάλλοι με τη συνδρομή των Αμερικανών ενίσχυαν ακόμα περισσότερο το Δυτικό Μέτωπο, το οποίο καθίστατο πλέον αδιαπέραστο για τους Γερμανούς. Ταυτόχρονα δινόταν τώρα η δυνατότητα στους Αγγλο-Γάλλους να ενισχύσουν τη θέση τους σε άλλα μέτωπα, όπως στη Μέση Ανατολή, όπου τα τέλη του 1917 οι Βρετανοί καταδιώκουν τους Τούρκους και καταλαμβάνουν, το Δεκέμβριο του 1917, την Ιερουσαλήμ. Σύντομα η οθωμανική κατοχή στη Μέση Ανατολή και την Αραβία καταρρέει. Επίσης η εισδοχή της Ελλάδας στον πόλεμο, τον Ιούνιο του 1917, δίνει τη δυνατότητα στους Συμμάχους να αναλάβουν αντεπίθεση κατά της Βουλγαρίας και να ανατρέψουν το ψυχολογικό κλίμα στα Βαλκάνια. Βέβαια δεν ήταν όλα τόσο
210 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρόδινα καθώς οι γερμανο-αυστριακές δυνάμεις κατόρθωναν, τον Οκτώβριο του 1917, να διασπάσουν το ιταλικό μέτωπο, στη μάχη του Caporetto και να σπείρουν πανικό και σύγχυση στις ιταλικές δυνάμεις18. Ωστόσο αυτή η αποτυχία δεν επηρέασε ουσιαστικά την κατάσταση. Άλλωστε οι Σύμμαχοι δεν είχαν και μεγάλη εμπιστοσύνη στις δυνατότητες των Ιταλών και τελικά κατόρθωσαν να σταθεροποιήσουν το ιταλικό μέτωπο με την αποστολή αγγλο-γαλλικών δυνάμεων. Ακόμα και η μεγαλύτερη καταστροφή, δηλαδή η μονομερής αποχώρηση της Ρωσίας από τον πόλεμο μετά την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης και η σύναψη χωριστής ειρήνης με τη Γερμανία, με τη Συνθήκη του Brest-Litovsk, το Μάρτιο του 1918, με την οποία ο Λένιν παραχωρούσε στους Γερμανούς μία τεράστια έκταση από την Εσθονία έως την Κριμαία, παρά τις έντονες αντιδράσεις άλλων βετεράνων μπολσεβίκων, όπως ο Τρότσκι και ο Μπουχάριν, όχι μόνο δεν μετέβαλε τα βασικά δεδομένα του πολέμου αλλά στην ουσία λειτούργησε σε βάρος της Γερμανίας19 .
Ουσιαστικά η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ έπαιξε καταλυτικό ρόλο για τον τερματισμό του πολέμου. Στο στρατιωτικό επίπεδο η λήξη των εχθροπραξιών στο Ανατολικό Μέτωπο επέτρεψε στους Γερμανούς να συγκεντρώσουν τις δυνάμεις τους στο Δυτικό Μέτωπο και να αναλάβουν, στα τέλη Μαρτίου 1918, άλλη μια επίθεση. Ωστόσο, παρά κάποιες αρχικές διεισδύσεις, στάθηκε πάλι αδύνατο για τους Γερμανούς να το διασπάσουν, καθώς αυτό τώρα είχε ενισχυθεί και με αμερικανικές δυνάμεις και με σύγχρονα όπλα, όπως το τανκ που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τους Συμμάχους. Η αδυναμί(Χ των Γερμανών να διασπάσουν το Δυτικό Μέτωπο, σε συνδυασμό με τις επιτυχίες των Συμμάχων στα μέτωπα της Μέσης Ανατολής, της Θεσσαλονίκης και της Ιταλίας, ανάγκασαν τη Βουλγαρία και την Αυστρία να ζητήσουν ανακωχή. Ουσιαστικά πλέον η Γερμανία είχε μείνει μόνη της, χωρίς συμμάχους, με καταρρακωμένο το ηθικό, σε πλήρες αδιέξοδο για έναν πόλεμο για τον οποίο, ήδη από το 1916 ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου Στρατηγός Ludendorff αναρωτιόταν: «Για όνομα του Θεού, πώς θα τελειώσει αυτός ο πόλεμος;»20
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 21 1
Για δύο σχεδόν χρόνια η Γερμανία ήταν ανήμπορη είτε να κερδίσει τον πόλεμο είτε να συνάψει ειρήνη. Τα δραματικά γεγονότα από την εμπλοκή των ΗΠΑ στον πόλεμο, τον Απρίλιο του 1917 έως το καλοκαίρι του 1918, είχαν οδηγήσει τη στρατιωτικοπολιτική ηγεσία της Γερμανίας σε πλήρες αδιέξοδο.
Όπως θα δούμε παρακάτω, από τα τέλη του 1916 είχε ξεσπάσει στη Γερμανία κοινωνική αναταραχή, που το 1917, κυρίως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις καθώς απειλούσε πλέον την ίδια την υπόσταση του γερμανικού καθεστώτος. Επίσης η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ είχε αποδειχτεί πύρρειος νίκη για το γερμανικό καθεστώς καθώς επιβεβαίωνε το μιλιταριστικό και ιμπεριαλιστικό χαρακτήρα του. Το καλοκαίρι του 1914 ο γερμανικός λαός ε ίχε ταχθεί ολόψυχα με την κυβέρνησή του σ' έναν πόλεμο για τη διαφύλαξη της κουλτούρας και των γερμανικών αξιών, τα οποία υποτίθεται κινδύνευαν από το ρωσικό αυταρχισμό και σκοταδισμό. Το 1918, μετά την ανατροπή του Τσάρου και την επικράτηση των μπολσεβίκων, η Γερμανία ήταν εκείνη που εμφανιζόταν ως το τελευταίο προπύργιο του απολυταρχισμού και της αντίδρασης. Μπορεί πολλοί Γερμανοί να αισθάνονταν απέχθεια για τους Αγγλο-Γάλλους, όμως οι νέες ιδέες που εξέφραζαν ο Λένιν και ο πρόεδρος Wilson δεν τους άφηναν αδιάφορους, κυρίως η «νέα διπλωματία» την οποία και οι δυο ευαγγελίζονταν και η οποία μιλούσε για «ανοικτή διπλωματία», για τα δικαιώματα των λαών για αυτοδιάθεση, και γενικά για ό,τι άλλο ήθελαν ν' ακούσουν οι απελπισμένοι λαοί της Ευρώπης ύστερα από τέσσερα χρόνια άσκοπης αιματοχυσίας21 .
Ωστόσο, παρ' όλο που η ρητορική του Λένιν και του Wilson ήταν στο ίδιο μήκος κύματος, αυτό δεν σήμαινε ότι οι δύο συνυπήρχαν σε πλήρη αρμονία. Οι πολιτικές σκοπιμότητες και οι υπολογισμοί δεν απουσίαζαν από τις κινήσεις των δύο δυνάμεων που πλεύριζαν τώρα την Ευρώπη. π.χ. ο Wilson έσπευδε να ανακοινώσει τα 14 Σημεία ε ιρήνης, τον Ιανουάριο του 1918 - ένα κείμενο που έμελλε να αποκτήσει ιστορική σημασία, κυρίως σε αντιπερισπασμό προς τις γνωστές θέσεις του Λένιν για εθνική αυτοδιάθεση22. Επίσης ο Wilson και το μεγάλο επιτελείο του από ειδικούς της πανεπιστημιακής κοινότητας, τους «συλλέκτες μαλ-
212 ΣΥΓΧΡΟΝΗ EYPΩilAΪΚH ΙΣΤΟΡΙΑ
λιού», ή το Εξεταστείο, αποτελούμενο από 150 γεωγράφους, εθνολόγους, στατιστικολόγους, χαρτογράφους, ιστορικούς, οικονομολόγους και νομικούς, δεν ήταν και τόσο ιδεαλιστές όσο τους θεωρούν πολλοί, συμπεριλαμβανομένου και του Κίσινγκερ. Π.χ. ένας άλλος λόγος για τη βιαστική διατύπωση των 14 Σημείων ήταν να αποτρέψουν μία χωριστή ειρήνη μεταξύ Ρωσίας και Γερμανίας23.
Η αιφνίδια αποχώρηση της Σοβιετικής Ένωσης από τον πόλεμο και η Συνθήκη του Brest-Litovsk, το Μάρτιο του 1918, ε ίχαν αναπτερώσει το ηθικό των Γερμανών που δεν έδειχναν ιδιαίτερη σπουδή να ανταποκριθούν στις προτάσεις του Wilson για σύναψη ειρήνης, με βάση τα 14 Σημεία, που προϋπέθετε την πλήρη αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από τα εδάφη που κατείχαν στο Δυτικό και Ανατολικό Μέτωπο. Συνεπώς μόνο μετά τις καταστροφικές αποτυχίες σε όλα σχεδόν τα μέτωπα, αλλά πρωτίστως στο Δυτικό, την άνοιξη και το καλοκαίρι του 1918, και τη συνθηκολόγηση της Αυστρίας και Βουλγαρίας, ε ίχαν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για να αναγνωρίσει η γερμανική στρατιωτική διοίκηση την αδυναμία της να συνεχίσει τον πόλεμο. Στις 29 Σεπτεμβρίου 1918 ο αρχηγός του γερμανικού επιτελείου, στρατηγός Ludendorff, ανακοίνωνε ότι: «Οι συνθήκες στο στρατό απαιτούν μια άμεση ανακωχή για να αποφευχθεί μία καταστροφή». Επίσης πρότεινε το σχηματισμό κυβέρνησης ευρείας λα·ίκής αποδοχής για να διαπραγματευτεί μία ανακωχή με βάση τις προτάσεις του Αμερικανού Προέδρου.
Αυτές οι δηλώσεις του Ludendorff άφησαν aπoσβoλωμένη την πολιτική αλλά και τη στρατιωτική ηγεσία της Γερμανίας. Όταν ένας αξιωματικός ρώτησε τον Lundendorff εάν θα παραχωρούσε αυτός ανακωχή αν ήταν στη θέση του αντιπάλου του, του Γάλλου Αρχιστράτηγου Foch και αρχηγού των συμμαχικών δυνάμεων, ο Ludendorff απάντησε «φυσικά όχι· αντίθετα θα επιτεθόμουνα με όλες μου τις δυνάμεις». Την ίδια εντύπωση είχε και ο Αμερικανός στρατηγός Pershing ο οποίος ζήτησε την άδεια να προελάσει με τις δυνάμεις του έως το Βερολίνο και να απαιτήσει παράδοση άνευ όρων24. Το αίτημα του, όμως, δεν έγινε αποδεκτό από την αμερικανική κυβέρνηση. Αυτό το επεισόδιο ίσως να αποτελούσε μια λεπτομέρεια αν η ιστορία αυτή ε ίχε σταματήσει εδώ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 213
Υπήρξε συνέχεια που του προσέδωσε τεράστια ιστορική σημασία έως την κατάρρευση του Τρίτου Ράιχ τον Μάιο του 1945 .
Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Όταν ο στρατηγός Ludendorff αναγνώριζε τη στρατιωτική χρεοκοπία της Γερμανίας, τα γερμανικά στρατεύματα κατείχαν ξένα εδάφη και στα δύο μέτωπα και δεν υφίστατο άμεσος κίνδυνος κατάρρευσης του γερμανικού μετώπου. Αυτό που αδυνατούσαν να κάνουν οι γερμανικές δυνάμεις ήταν να σπάσουν τη γραμμή του μετώπου των Συμμάχων. Ωστόσο το ίδιο πρόβλημα θα αντιμετώπιζε και ο αντίπαλος σε ενδεχόμενη αντεπίθεση. Συνεπώς το ερώτημα που τίθεται είναι γιατί βιάστηκε η ανώτατη γερμανική διοίκηση να παραδεχτεί ουσιαστικά την ήττα της και να συρθεί σε ταπεινωτικές, όπως αποδείχτηκε, διαπραγματεύσεις; Ίσως να μην υπάχει ιστορικό προηγούμενο μία χώρα που κατέχει ξένα εδάφη ουσιαστικά να παραδίδεται. Ο λόγος γι' αυτή την αψυχολόγητη αντίδραση είναι ότι η ανώτατη στρατιωτική αρχή της Γερμανίας -δηλαδή στην ουσία οι στρατηγοί Ludendorff και Hindenburg- οι οποίοι σ' αυτή την κρίσιμη φάση ασκούσαν δικτατορικές σχεδόν εξουσίες, λιποψύχησαν.
Ο Hindenburg, που αργότερα έγινε πρόεδρος της Γερμανίας και παρέδωσε την εξουσία τον Ιανουάριο του 1933 στον Χίτλερ, εξαφανίστηκε το φθινόπωρο του 1918. Ωστόσο αυτό δεν τον εμπόδισε να ισχυριστεί, το καλοκαίρι του 1919, ότι ο γερμανικός λαός το φθινόπωρο του 1918, είχε δεχτεί «ένα πισώπλατο χτύπημα» από προδοτικά στοιχεία, δηλαδή τους σοσιαλιστές, τους σπαρτακιστές-κομουνιστές και τους αναρχικούς. Αυτή η ανυπόστατη κατηγορία αποτέλεσε το κυριότερο προπαγανδιστικό σύνθημα των φασιστοειδών στοιχείων στη Γερμανία την περίοδο του Μεσοπολέμου, κυρίως του ίδιου του Χίτλερ, που το χρησιμοποίησε τόσο για την πολιτική και φυσική εξόντωση της Αριστεράς, όσο και για να ξεπλύνει την ντροπή της Άκρας Δεξιάς για τη δική της λιποψυχία το φθινόπωρο του 1918. Θα πρέπει επίσης να προστεθεί ότι στο Β' παγκόσμιο πόλεμο οι Σύμμαχοι δεν δέχτηκαν καμία διαπραγμάτευση, αλλά απαίτησαν την άνευ όρων παράδοση της Γερμανίας ώστε να μην υπάρχουν και τούτη τη φορά αμφιβολίες για την έκβαση του πολέμου και παρόμοιες δικαιολογίες για «πισώπλατα χτυπήματα».
214 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στη διάρκεια του Οκτωβρίου 1918 οι Ηνωμένες Πολιτείες επέδωσαν τρία υπομνήματα στη Γερμανία σχετικά με τους όρους ανακωχής. Οι κυριότεροι από αυτούς ήταν η αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από όλα τα κατεχόμενα εδάφη καθώς και η κατάργηση κάθε αυθαίρετης εξουσίας οπουδήποτε θα μπορούσε να διασαλεύσει την παγκόσμια ειρήνη, διευκρινίζοντας ότι μ' αυτό εννοούσε και τη γερμανική κυβέρνηση. «Εναπόκειται στο γερμανικό έθνος να αλλάξει (το πολιτικό του σύστημα)>>, κατέληγε το δεύτερο αμερικανικό υπόμνημα. Όσον αφορά στους συγκεκριμένους όρους ανακωχής, αυτούς η Αμερική τους άφηνε στους Ευρωπαίους συμμάχους της. Οι Γάλλοι ανέλαβαν την ευθύνη για τη διατύπωση των όρων ανακωχής στην ξηρά και οι Βρετανοί στη θάλασσα. Τα γερμανικά στρατεύματα θα υποχωρούσαν πίσω από τον ποταμό Ρήνο και οι Σύμμαχοι θα καταλάμβαναν στρατηγικά σημεία και γέφυρες κατά μήκος του ποταμού. Οι Γερμανοί αναγκάζονταν να υποχωρήσουν σχεδόν αμέσως από το Βέλγιο αφήνοντας πίσω πολύτιμο στρατιωτικό υλικό. Επίσης περιοριζόταν δραστικά η γερμανική δύναμη σε αεροπλάνα, κανόνια, φορτηγά, κ.λπ. Τέλος η Συνθήκη του Μπρεστ-Λιτόβσκ και άλλες μικρότερης σημασίας συνθήκες που είχε συνάψει η Γερμανία κηρύσσονταν άκυρες. Όσον αφορά στο ναυτικό, οι όροι ήταν ακόμα αυστηρότεροι. Οι Γερμανοί αναγκάζονταν να παραδώσουν στους Βρετανούς τα υποβρύχιά τους, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος του στόλου τους, ενώ το εναπομένον σ' αυτούς θα αφοπλιζόταν. Επίσης ο βρετανικός αποκλεισμός της Βόρειας θάλασσας θα συνεχιζόταν. Στις 9 Νοεμβρίου ο Γερμανός Αυτοκράτορας εγκατέλειπε το θρόνο και, δυο μέρες αργότερα, η Γερμανία, που ήδη βρισκόταν σε κοινωνική και πολιτική αναστάτωση, υπέγραφε ανακωχή. Μέσα σε έξι ώρες ο θόρυβος των όπλων είχε κοπάσει ενώ το Big Ben που είχε σωπάσει στις 12 τα μεσάνυχτα της 3ης Αυγούστου του 1914, άρχισε και πάλι να κτυπά. Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος είχε τελειώσει και πλήθη λαού σ' όλη την Ευρώπη εκδήλωναν παρόμοιο ενθουσιασμό μ' εκείνο που είχαν δείξει όταν αυτός ξεσπούσε. Ο εφιάλτης είχε περάσει και όλοι πίστευαν ότι ένα νέο κεφάλαιο άνοιγε για την Ευρώπη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 215
(Π) Οι Συνθήκες Ειρήνης: Από τις Βερσαλίες στη Λωζάνη
Ο Α' παγκ6σμιος π6λεμος διάρκεσε 4 χρ6νια και 3 μήνες και η διαδικασία διευθέτησής του άλλα 4 χρ6νια, απ6 τον Ιούνιο του 1919 έως τον Ιούλιο του 1923. Απ6 τις συνθήκες ειρήνης, η πρώτη και βασικ6τερη, των Βερσαλιών, αποδείχτηκε η πιο επισφαλής ενώ η τελευταία, η Συνθήκη της Λωζάνης, η πιο σταθερή και η μ6νη που ισχύει έως σήμερα. Ο κυρι6τερος λόγος που εξηγεί αυτή τη διαφορά είναι 6τι η Συνθήκη των Βερσαλιών ήταν επίπλαστη και δεν ανταποκριν6ταν στις αντικειμενικές συνθήκες της εποχής, ενώ η Συνθήκη της Λωζάνης αντικατ6πτριζε σχεδ6ν απ6λυτα το συσχετισμ6 δυνάμεων μεταξύ των δύο πλευρών, της Ελλάδας και της Τουρκίας. Ενώ οι Βερσαλίες ήταν το αποτέλεσμα εν6ς περίεργου υβριδίου μεταξύ εν6ς μεταφυσικού ιδεαλισμού και της στυγνής επιβολής των αδυνάμων νικητών, κυρίως των Γάλλων, επί των ισχυρότερων ηττημένων, των Γερμανών, η Συνθήκη της Λωζάνης ήταν προ'ί6ν συμβιβασμού δύο πλευρών που είχαν γνωρίσει τη νίκη και την ήττα μέσα σε ελάχιστο χρονικ6 διάστημα και είχαν καταλήξει σε ένα modus vivendi.
Ας εξετάσουμε 6μως τις συνθήκες ειρήνης αναλυτικ6τερα, ξεκινώντας με τη σημαντικ6τερη απ' 6λες, τη Συνθήκη των Βερσαλιών. Για να κατανοήσουμε τα προβλήματα που δημιούργησε, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας δύο αντικρου6μενες συνισταμένες. Η πρώτη ε ίναι ο ιδεαλισμ6ς που εξέφραζε και επεδίωκε να μετουσιώσει σε πράξη ο Αμερικαν6ς πρόεδρος Wilson με τα 14 Σημεία ειρήνης. Η μεταπολεμική ειρήνη, για τον Wilson και τους εμπειρογνώμονές του, θα βασιζ6ταν πάνω στις αρχές των 14 Σημείων καθώς και στη δημιουργία εν6ς Covenant (Συμβολαίου ή Χάρτας) που θα ένωνε τους λαούς. Τα πέντε πρώτα σημεία αναφέρονταν σε αρχές και καν6νες καλής συμπεριφοράς, 6πως η απ6-λυτη ελευθερία της ναυσιπλο'ίας, του ελεύθερου εμπορίου, της μείωσης των εξοπλισμών, της «αναπροσαρμογής των αποικιακών διεκδικήσεων», κ.λπ. Ακολουθούσαν σημεία που αναφέρονταν σε συγκεκριμένα πολιτικά και εδαφικά προβλήματα τα οποία θα διευθετούνταν με γνώμονα τις δημοκρατικές αρχές, το σεβασμ6 των ανθρώπινων δικαιωμάτων καθώς και την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών. Το 140 Σημείο, και το σημαντικ6τερο για τον Wilson, πρ6τεινε τη δημιουργία μιας γε-
216 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νικής συνόδου των λαών (Covenant) που θα παρείχε αμοιβαίες εγγυήσεις για την πολιτική ανεξαρτησία και την εδαφική ακεραιότητα όλων των λαών, μικρών και μεγάλων25. Αυτό το μεγαλεπήβολο σχέδιο, το οποίο ένας Αμερικανός ιστορικός αποκαλεί μια «Αμερικανική Συνωμοσία κατά της Αμαρτίας»26, προκάλεσε έντονες αντιδράσεις κυρίως στους Βρετανούς και τους Γάλλους, αλλά και σε Αμερικανούς «ρεαλιστές», όπως ο πρώην πρόεδρος Τίοντορ Ρούσβελτ, ο οποίος αποκάλεσε τα 14 Σημεία του Wilson «σκέτη ανοησία»27, ενώ οι Βρετανοί την αποκαλούσαν μια νέα «Ιερά Συμμαχία των δημοκρατιών»28.
Το πρόβλημα λοιπόν ήταν ότι οι Ευρωπαίοι σύμμαχοι του Αμερικανού προέδρου δεν ήταν διατεθειμένοι να πάρουν στα σοβαρά το όραμά του για αιώνια ειρήνη και συναδέλφωση των λαών. Ο πόνος, η καταστροφή, η δυστυχία και οι στερήσεις που είχε επιφέρει ο πόλεμος, είχαν καλλιεργήσει συναισθήματα μίσους και αντεκδίκησης και στις δύο πλευρές. Ήδη, στη διάρκεια του πολέμου, μιλούσαν για «ενόχους πολέμου» οι οποίοι θα έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά. Αυτό το συναίσθημα ήταν εντονότερο στους Γάλλους, οι οποίοι είχαν επίσης να διευθετήσουν και παλαιότερους λογαριασμούς με τους Γερμανούς. Συνεπώς όταν συνήλθε το Συνέδριο Ειρήνης στο Παρίσι το 1919, δεν υπήρχε ιδιαίτερη διάθεση για την εφαρμογή ιδεαλιστικών επαγγελιών όπως εκείνες του Wilson. Αντίθετα, υπήρχε μια έντονη διάθεση αντεκδίκησης. Από αυτή την άποψη, η Συνθήκη των Βερσαλιών διέφερε ριζικά από το κοσμοπολίτικο και άνετο κλίμα που υπήρχε στη Βιέννη έναν αιώνα νωρίτερα. Στη Βιέννη οι σύνεδροι δέχτηκαν το Γάλλο εκπρόσωπο, τον Ταλε·ίράνδο, ως ισότιμο και διεξήγαγαν τις διαπραγματεύσεις στα γαλλικά, τη γλώσσα των ηττημένων, που τη θεωρούσαν και δική τους γλώσσα. Τέτοιες αβρότητες απουσίαζαν στις Βερσαλίες. Η γερμανική αντιπροσωπεία αντιμετωπίστηκε σαν παρίας. Στην τελετή της υπογραφής της συνθήκης, οι δύο Γερμανοί εκπρόσωποι δεν επετράπη να καθίσουν στο τραπέζι μαζί με τους Συμμάχους, αλλά τους συνόδευαν μέσα και έξω από την αίθουσα «σαν κοινούς εγκληματίες όταν προσάγονται στο εδά)λιο»29.
Όσο για τους όρους ειρήνης, αυτοί δεν ήταν πρα"ίόν διαπραγματεύσεων αλλά υπαγορεύθηκαν στον «ηττημένο». Σκοπός της Συνθήκης των
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 217
Βερσαλιών ήταν να αποδυναμωθεί η Γερμανία σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην μπορεί στο μέλλον να απειλήσει την ειρήνη στην Ευρώπη. Αυτό θα επιτυγχανόταν με μια σειρά από στρατιωτικά, εδαφικά, διπλωματικά, ηθικά και οικονομικά μέτρα.
Στρατιωτικά η Γερμανία, εκτός από τους οπλικούς περιορισμούς που αναφέραμε παραπάνω, αναγκαζόταν να περιορίσει τη στρατιωτική της δύναμη στους 100.000 άνδρες από τους οποίους οι 4.000 θα ήταν εθελοντές αξιωματικοί. Η υποχρεωτική θητεία καταργούνταν καθώς και η χρήση τανκς και βαρέως οπλισμού. Επίσης καταργείτο το Γενικό Επιτελείο. Το ναυτικό περιοριζόταν στους 15 .000 άνδρες, χωρίς υποβρύχια ή θωρηκτά. Όσον αφορά στις εδαφικές παραχωρήσεις, η Αλσατία και η Λωραίνη επανεντάσσονταν στη Γαλλία. Η γερμανική επαρχία Σάαρ, στα γαλλο-γερμανικά σύνορα, υπαγόταν στην αρμοδιότητα της Κοινωνίας των Εθνών για 15 χρόνια, ενώ τα ανθρακωρυχεία της τα έπαιρνε η Γαλλία σε μορφή αποζημίωσης για τα δικά της που είχαν καταστραφεί στον πόλεμο. Νοτιοανατολικά, η Γερμανία παραχωρούσε μια μικρή έκταση στη νεοσύστατη Τσεχοσλοβακία. Επίσης της απαγορευόταν η ένωση με την Αυστρία, εκτός εάν συμφωνούσε ομόφωνα το συμβούλιο της Κοινωνίας των Εθνών. Βέβαια αυτό αποτελούσε παραβίαση του βασικότερου από τα 14 Σημεία του Wilson, δηλαδή της αρχής της αυτοδιάθεσης των λαών, το οποίο αποτέλεσε τη βάση για τη διάλυση της Αυστριακής και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτό και παρόμοια παραδείγματα αποδεικνύουν τη διάσταση μεταξύ ιδεαλιστικών επαγγελιών και πολιτικών σκοπιμοτήτων.
Στο Βορρά, το Μεγάλο Δουκάτο του Schleswig, το οποίο είχε προσαρτήσει το 1864 η Πρωσία από τη Δανία, διχοτομείτο μετά από δημοψήφισμα. Ωστόσο οι μεγαλύτερες εδαφικές απώλειες για τη Γερμανία ήταν στα ανατολικά της σύνορα. Η Γερμανία παραχωρούσε το Μέμελ, την πολωνική επαρχία του Posen καθώς και το μεγαλύτερο τμήμα της επαρχίας της Δυτικής Πρωσίας. Το γερμανικό λιμάνι του Danzing, στη δυτική Πρωσία, ζωτικό για την Πολωνία, μετατρεπόταν σε «ελεύθερη πόλη» υπό πολωνική δικαιοδοσία. Η Γερμανία είχε πρόσβαση στο Danzing μέσω ενός διαδρόμου που διέσχιζε πολωνικό έδαφος. Όπως θα δούμε παρακάτω, το Danzing αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα
218 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σημεία τριβής στο Μεσοπόλεμο και μία από τις βασικότερες αιτίες του Β' παγκοσμίου πολέμου. Το ίδιο ισχύει και για τις επόμενες γερμανικές απώλειες, όπως σχεδόν η μισή Σιλεσία και άλλες μικρότερης σημασίας περιοχές που παραχωρήθηκαν στην Πολωνία. Συνολικά, με τη Συνθήκη των Βερσαλιών, η Γερμανία παραχωρούσε έκταση 25.000 μιλίων και πληθυσμό 7 εκατομμυρίων, από τον οποίο ο μισός αφορούσε Γερμανούς της Sudeteland που παραχωρήθηκε το 1919 στη Τσεχοσλοβακία, δημιουργώντας έτσι το πιο εκρηκτικό πρόβλημα στην κεντρική Ευρώπη.
Στο διπλωματικό πεδίο, η Γερμανία αποκλειόταν από την Κοινωνία των Εθνών. Επίσης της αφαιρείτο το δικαίωμα να συνάψει μία σειρά από σχέσεις χωρίς την ομόφωνη συγκατάθεση του συμβουλίου της Κοινωνίας των Εθνών. Ουσιαστικά η Γερμανία υποβαθμιζόταν σε κράτοςπαρία. Βέβαια, όπως θα δούμε παρακάτω, αυτό στην πραγματικότητα δεν αποδείχτηκε τόσο τραγικό καθώς και άλλες μεγάλες δυνάμεις, όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Σοβιετική Ένωση και η Ιταλία, κατά διαστήματα οι δύο τελευταίες, ήταν εκτός της Κοινωνίας των Εθνών. Στο ηθικό επίπεδο, η Γερμανία κατονομαζόταν ως η μόνη υπεύθυνη για την έκρηξη του πολέμου και για πολεμικά εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας. Όπως χαρακτηριστικά γράφει το Άρθρο 231 της Συνθήκης των Βερσαλιών, στη διατύπωση του οποίου συνέβαλε ο John Foster Dulles, υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ επί Αίζενχάουερ, οι Γερμανοί έπρεπε να αποδεχτούν την ευθύνη για όλες τις ζημιές που είχαν προκαλέσει στους Συμμάχους και τις φιλικές κυβερνήσεις τους30. Επίσης, οι Σύμμαχοι απαιτούσαν την έκδοση της πολιτικής και στρατιωτικής ηγεσίας της Γερμανίας, στη διάρκεια του πολέμου, συμπεριλαμβανομένου και του αυτοκράτορα Γουλιέλμου Β', για να δικαστούν από ένα διεθνές δικαστήριο «για τα εγκλήματά τους κατά της διεθνούς ηθικής»31 . Ωστόσο παρόμοια δίκη δεν έγινε γιατί ο Γουλιέλμος Β' είχε ήδη διαφύγει στην Ολλανδία η οποία του είχε παράσχει άσυλο, γεγονός που προκάλεσε την οργή των Συμμάχων σε σημείο να απειλεί ο Λόυντ Τζωρτζ, ο Βρετανός πρωθυπουργός, εισβολή κατά της Ολλανδίας.
Ωστόσο αυτοί οι όροι ωχριούσαν σε σύγκριση με τις οικονομικές κυρώσεις που μαζί με τις εδαφικές αποτέλεσαν τον κυριότερο ανα-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 219
σταλτικό παράγοντα για οποιαδήποτε προσπάθεια σταθεροποίησης στο Μεσοπόλεμο. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, ήταν η διαρκής αλληλεπίδραση των οικονομικών και πολιτικών παραγόντων (που προέκυψαν από τη Συνθήκη των Βερσαλιών) οι οποίοι καθόρισαν τις κρίσιμες εξελίξεις στη μεταπολεμική περίοδο32. Προφανής επιδίωξη των Γάλλων, οι οποίοι, μαζί με τους Ιταλούς, ακολούθησαν την πιο μαξιμαλιστική στάση στο ζήτημα των οικονομικών αποζημιώσεων, ήταν να καθηλώσουν τη γερμανική οικονομία και να της στερήσουν τον προπολεμικό δυναμισμό της, ο οποίος θεωρείτο υπόλογος για τη γερμανική επιθετικότητα. Το Άρθρο 23 1 της συνθήκης, καθιστούσε τη Γερμανία τη μόνη υπεύθυνη για να απαιτηθεί από τους Γερμανούς να πληρώσουν συντάξεις στα εκατομμύρια των θυμάτων πολέμου και τις οικογένειές τους.
Ωστόσο το ποσό για την καταβολή τέτοιων συντάξεων από τους Γερμανούς ήταν τόσο αστρονομικό που ήταν αδύνατο να καθοριστεί επακριβώς στις Βερσαλίες. Το μόνο που έλεγε η συνθήκη ήταν ότι η Γερμανία, τα επόμενα πέντε χρόνια, θα έπρεπε να καταβάλει για αποζημιώσεις των θυμάτων πολέμου 5 δισεκατομμύρια δολάρια, σαν προκαταβολή, έως το 1 92 1 , οπότε οι Σύμμαχοι θα είχαν συμφωνήσει για το συνολικό ποσό. Ουσιαστικά η Γερμανία υπέγραφε μια λευκή επιταγή στους Συμμάχους. Παράλληλα υπήρχαν και μία σειρά από άλλες οικονομικές κυρώσεις που επιβάλλονταν στη Γερμανία οι οποίες αποσκοπούσαν στην περαιτέρω αποδυνάμωσή της. Π.χ. αυτή αναγκαζόταν να παραδώσει στους Συμμάχους το μεγαλύτερο μέρος του εμπορικού στόλου της, το ένα τέταρτο των αλιευτικών σκαφών της κι επίσης θα έπρεπε να παραγάγει, δωρεάν, για τους Συμμάχους, πλοία συνολικής χωρητικότητας 200.000 τόνων. Τέλος θα έπρεπε να καταβάλει μεγάλες ποσότητες άνθρακα καθώς και τα έξοδα κατοχής των γαλλικών δυνάμεων στη Ρηνανία.
Ο John Maynard Keynes, ο οποίος συμμετείχε στη βρετανική αντιπροσωπεία στις Βερσαλίες, στο κλασικό βιβλίο του, The Economic Consequences ΟΙ the Peαce, που κυκλοφόρησε το 1 920, προειδοποιούσε ότι αυτή η «καρχηδόνια ε ιρήνη» θα δυναμίτιζε οποιαδήποτε προσπάθεια για την ανάκαμψη στην Ευρώπη. Κύριους υπεύθυνους θεωρούσε
220 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τους Γάλλους και τους Ιταλούς, οι οποίοι εκμεταλλεύονταν την πρόσκαιρη αδυναμία της Γερμανίας για να την εξουθενώσουν οικονομικά, αδιαφορώντας τόσο για τις πολιτικές συνέπειες στη Γερμανία, όσο και για τις οικονομικές επιπτώσεις σε όλη την Ευρώπη καθώς μια εξουθενωμένη Γερμανία, δεδομένου του οικονομικού της μεγέθους, θα αποτελούσε κύριο ανασταλτικό παράγοντα για οικονομική σταθεροποίηση. Όπως γράφει, «εάν ο ευρωπα'ίκός εμφύλιος πόλεμος πρόκειται να καταλήξει με τη Γαλλία και την Ιταλία να καταχρώνται της πρόσκαιρης θέσης τους ως νικητές για να καταστρέψουν τη Γερμανία και την Αυστρία, οι οποίες βρίσκονται τώρα εξαντλημένες, προκαλούν και τη δική τους καταστροφή, καθώς υπάρχουν τόσο άρρηκτοι οικονομικοί και ψυχολογικοί δεσμοί μεταξύ αυτών και των θυμάτων τους»33.
Οπωσδήποτε η σκληρή γλώσσα του Keynes, καθώς και το ότι αποκαλούσε τους Γερμανούς «θύματα» βρισκόταν σε δυσαρμονία με το κλίμα της εποχής. Ωστόσο, αν και σε πολλές λεπτομέρειες η ανάλυση του Keynes παρουσιάζει αδυναμίες, δεν υπάρχει αμφιβολία για την ορθότητα των θέσεών του, κυρίως στο ότι οι δυσβάσταχτοι οικονομικοί όροι της συνθήκης θα δυναμίτιζαν την οικονομική και κατά συνέπεια την πολιτική σταθερότητα της Ευρώπης. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «η οικονομική διευθέτηση του Α' παγκοσμίου πολέμου αποτέλεσε (στη μεταπολεμική περίοδο) ένα πρόβλημα πρωτοφανών διαστάσεων και πολυπλοκότητας»34. Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η τραυματική εμπειρία της Συνθήκης των Βερσαλιών, κυρίως όσον αφορά τις παράλογες οικονομικές κυρώσεις, αποτέλεσε μάθημα ώστε να μην επαναληφθούν τα ίδια λάθη μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου. Το ότι ο ίδιος ο Keynes, και άλλοι επιφανείς οικονομολόγοι, που είχαν ζήσει την εμπειρία του 1919, ήταν παρόντες το 1944 στο Bretton Woods, αποτελούσε εγγύηση για την αποφυγή των τραγικών λαθών των Βερσαλιών.
Η Συνθήκη των Βερσαλιών υπογράφηκε στις 23 Ιουνίου 1919 με πανηγυρικό τρόπο, στην Αίθουσα των Καθρεπτών, δηλαδή στην ίδια αίθουσα που είχε στεφθεί αυτοκράτορας της Γερμανίας ο Πρώσος βασιλιάς το 1871. Έτσι και συμβολικά, οι Γάλλοι έπαιρναν τη ρεβάνς τους για το 1870-71. Άλλωστε η παρευρισκόμενη πολιτική και στρατιωτική ηγεσία, όπως ο πρόεδρος Πουανκαρέ, ο πρωθυπουργός Κλεμανσώ, ο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 221
αρχηγός του γαλλικού Επιτελείου αρχιστράτηγος Foch και άλλοι είχαν ζήσει προσωπικά τις τραγικές εμπειρίες του 1870-7135. Ουσιαστικά οι Γάλλοι δεν είχαν κάνει και πολλά περισσότερα απ' ό,τι οι Γερμανοί το 1871 . Εάν οι Βερσαλίες θεωρήθηκαν αποτυχία αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι επιβλήθηκαν από την αδύνατη πλευρά στην ισχυρή, διαιωνίζοντας έτσι το φαύλο κύκλο που είχε ξεκινήσει την εποχή του Ναπολέοντα. Μετά το 1919 ήταν η σειρά των Γερμανών να ανατρέψουν τους «επαχθείς» όρους που τους είχαν επιβάλει σε μία στιγμή αδυναμίας. Σ' αυτό συμφωνούσαν όλοι σχεδόν οι Γερμανοί. Το ζητούμενο, μετά το 1919, ήταν εάν αυτά τα τετελεσμένα θα ακυρώνονταν με τη συγκατάβαση των νικητών ή με την προσφυγή στη βία.
Οι άλλες συνθήκες ε ιρήνης ήταν του Saint Germain, που αφορούσε την Αυστρία, του Trianon με την Ουγγαρία, του Neuilly με τη Βουλγαρία και της Λωζάνης με την Τουρκία. Η κατάρρευση της Αυστροουγγαρίας, το Νοέμβριο του 1918, προκάλεσε την αποσύνθεση της πολυεθνικής Αυστριακής Αυτοκρατορίας. Η Μοραβία, η Βοημία και η Σιλεσία αποσπάστηκαν και αποτέλεσαν τον κορμό της Τσεχοσλοβακίας. Παράλληλα η Σλοβενία και η Κροατία ενώνονταν με τη Σερβία στη συγκρότηση της Γιουγκοσλαβίας. Η Συνθήκη του Saint Germain απλώς επικύρωσε αυτά τα τετελεσμένα. Οι μόνες ουσιαστικές προσθήκες του Saint Germain αφορούσαν στην εκχώρηση του νοτίου Τυρόλου στην Ιταλία και την απαγόρευση της ένωσης της Αυστρίας με τη Γερμανία, όπως διατυπωνόταν και στη Συνθήκη των Βερσαλιών. Και στις δύο περιπτώσεις υπήρχε μία σαφής παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης την οποία ευαγγελίζονταν οι Σύμμαχοι.
Με τη Συνθήκη του Trianon επικυρωνόταν η ένταξη της Σλοβακίας στην Τσεχοσλοβακία, της Κροατίας στη Γιουγκοσλαβία και της Τρανσυλβανίας στη Ρουμανία. Όπως και στην περίπτωση της Συνθήκης του Saint Germain έτσι κι εδώ, οι νικήτριες δυνάμεις επέδειξαν αρκετή ελαστικότητα στο θέμα της εθνικής αυτοδιάθεσης καθώς τόσο στη Σλοβακία, όσο και στην Τρανσυλβανία, κυρίως όμως στη δεύτερη, υπήρχαν μεγάλες ουγγρικές κοινότητες, που σήμερα ανέρχονται στα τρία περίπου εκατομμύρια (600.000 Ούγγροι στη Σλοβακία και 2,5 περίπου εκατομμύρια στη Ρουμανία). Αυτό το πρόβλημα παραμένει ένα από τα με-
222 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γαλύτερα αγκάθια στην κεντρική Ευρώπη και έχει επανέλθει στο προσκήνιο μετά την κατάρρευση των κομουνιστικών καθεστώτων, το 1989.
Όσον αφορά τη Συνθήκη του Neuilly με τη Βουλγαρία, αυτή ουσιαστικά επικύρωνε τα δεδομένα των βαλκανικών πολέμων. Επίσης παραχωρούσε τη Δυτική Θράκη στην Ελλάδα. Το μεγαλύτερο «αγκάθι» αφορούσε το λεγόμενο Μακεδονικό, λόγω της αμφισβητούμενης εθνολογικής καταγωγής των Σλάβων της περιοχής, των οποίων «η εθνική συνείδηση ήταν ασθενής ή ανύπαρκτη και η διάλεκτός τους είχε σερβικές ή βουλγαρικές αποχρώσεις (ανάλογα με την περιοχή), κάτι που τους καθιστούσε αδιάκριτα καλούς Βουλγάρους ή καλούς Σέρβους»36. Η μη αποδοχή από τη Βουλγαρία του εδαφικού διακανονισμού του 1913, σε συνδυασμό με την ευρωπα·ίκή αστάθεια μετά το 1919, καθιστούσαν το Μακεδονικό ένα από τα πιο εύφλεκτα σημεία της Ευρώπης την περίοδο του Μεσοπολέμου, στα θολά νερά του οποίου προσπάθησαν να ψαρέψουν τόσο η Κόμιντερν όσο και ο Μουσολίνι.
Η Συνθήκη της Λωζάνης είναι αρκετά γνωστή στον Έλληνα αναγνώστη. Σε αντίθεση με τη Συνθήκη των Βερσαλιών, η οποία δεν αντανακλούσε την πραγματικότητα, η Συνθήκη της Λωζάνης «ανταποκρινόταν στα γεγονότα», όπως γράφει ένας ιστορικός37. Η κεμαλική Τουρκία αποκτούσε την εθνική κυριαρχία της με σύνορα που είχαν διαμορφωθεί ύστερα από τριετή αιματηρό πόλεμο. Τα σύνορά της καθορίζονταν σε όλη την Ανατολία, τη Σμύρνη και όλη τη Μικρά Ασία, και στην Ανατολική Θράκη. Η διεθνοποίηση και ελεύθερη ναυσιπλο"ί:α των Στενών δεν έγινε εύκολα αποδεκτή από τους Τούρκους που τελικά υποχώρησαν με αντάλλαγμα την Ίμβρο και την Τένεδο. Επίσης, η Συνθήκη της Λωζάνης επικύρωνε την ανταλλαγή των πληθυσμών μεταξύ Ελλήνων στην Τουρκία, εξαιρούμενων των Ελλήνων της Κωνσταντινούπολης, και Τούρκων στην Ελλάδα, με εξαίρεση τους μουσουλμάνους της Δυτικής Θράκης. Αυτή ήταν η σημαντικότερη περίπτωση μαζικών μετακινήσεων πληθυσμών και δημιουργίας εκατομμυρίων προσφύγων, στον Α παγκόσμιο πόλεμο, κάτι που αποτέλεσε προηγούμενο για τις δεκάδες εκατομμυρίων προσφύγων του Β' παγκοσμίου πολέμου. Τέλος η Συνθήκη της Λωζάνης «κατέστρεψε κάθε ελπίδα για ανεξαρτησία των Αρμενίων ή για κουρδική αυτονομία». Στην περίοδο 1925-30 έγιναν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 223
τρεις κουρδικές εξεγέρσεις οι οποίες «κατεστάλησαν από τους Τούρκους με μεγάλη θηριωδία»38. Ωστόσο οι μεγάλες δυνάμεις, κυρίως οι Αγγλο-Γάλλοι οι οποίοι είχαν αποσπάσει τις οικονομικές και άλλες παραχωρήσεις από τον Κεμάλ, δεν έδειχναν ιδιαίτερη ευαισθησία και σε αυτή την παραβίαση της αρχής της αυτοδιάθεσης.
Ωστόσο, παρά αυτές τις επί μέρους αδυναμίες, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Συνθήκη της Λωζάνης άντεξε στο χρόνο περισσότερο από τις άλλες, κυρίως τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Όπως παρατηρούσε ένας αναλυτής το 1924, «η Συνθήκη της Λωζάνης με τα παραρτήματά της, κατά τα φαινόμενα εγκαινιάζει έναν πιο βιώσιμο διακανονισμό από ό,τι όχι μόνο η Συνθήκη των Σεβρών αλλά και των Βερσαλιών, του Saint Germain, του Trianon και του Neuilly»39. Το ότι στις μέρες μας αυτή η συνθήκη αμφισβητείται όλο και πιο έντονα από την Τουρκία, κυρίως από τότε που κατέρρευσε το τείχος του Βερολίνου, είναι ενδεικτικό του ότι η Άγκυρα θεωρεί αυτή τη συνθήκη ως μη ανταποκρινόμενη στο σημερινό συσχετισμό δυνάμεων.
Τέλος θα πρέπει να αναφέρουμε ότι μετά το τέλος του πολέμου υπήρξαν μία σειρά από άλλες συνθήκες ή συμφωνίες που αφορούσαν στην Άπω Ανατολή καθώς και στις τεράστιες οθωμανικές κτήσεις στη Μέση Ανατολή που δεν θα τις εξετάσουμε εδώ. Αρκεί μόνο να πούμε ότι η υπόσχεση των Αγγλο-Γάλλων στους Άραβες για αυτοδιάθεση, δεν τηρήθηκε. Ήδη το 1915, οι Αγγλο-Γάλλοι είχαν συμφωνήσει να μοιραστούν μεταξύ τους τα πρώην οθωμανικά εδάφη στη Μέση Ανατολή και την Αραβία με την περιβόητη μυστική συμφωνία των Sykes-Picot. Εκτός από ορισμένες εξαιρέσεις, η συμφωνία αυτή υλοποιήθηκε μετά το 1919.
Ουσιαστικά το σημερινό Ιράκ, η Σαουδική Αραβία, η Ιορδανία και τα Εμιράτα υπάχθηκαν υπό βρετανικό έλεγχο, ενώ ο Λίβανος και η Συρία υπό γαλλικό. Η Παλαιστίνη, λόγω της ιδιάζουσας φύσης της, με την ύπαρξη διαφορετικών πληθυσμών, τέθηκε υπό την εποπτεία της Κοινωνίας των Εθνών ενώ τη διοίκησή της αναλάμβανε η Βρετανία. Αυτό το σύστημα των Mandates (των εποπτειών) εφαρμόσθηκε και σε άλλες περιπτώσεις, π.χ. στην Αφρική . Ουσιαστικά, στο τέλος του πολέμου, η Βρετανία και η Γαλλία κατείχαν, άμεσα ή έμμεσα, περισσότερα εδάφη εκτός Ευρώπης, απ' ό,τι το 1914. Ωστόσο ο πόλεμος ε ίχε συμβάλει ση-
224 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μαντικά στην αφύπνιση του εθνικού αισθήματος των αποικιακών λαών και είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για την αποτίναξη της ευρωπα'ίκής αποικιοκρατίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Golo Mann, ΤΙιε Hisloιy οι GeπlιalΙΥ, Sillce 1789, ό.α., σελ 523 - 24. 2. Frank Weber, Eag/es and Ilιε Crescelll: GemIany, AIIslria and Ilιε Dip/o//Iacy οΙ ιlιε Ttιrki.5ll
AlliaιIce, 1914 - 18 Cornell υ.Ρ., 1970, σελ. 257-58. 3. Στο ίδιο, σελ. 5 . 4 . James JolI, Europe Sillce 1870, ό.α. σελ. 203. 5. M.S. Anderson, ΤΙιε EasterIl Qι;estίοll, ό.α., σελ 327-28. 6. A.J.P. Taylor, The StnIggle ιο, Masteιy ίη Ει;rοΡe, 1848-1918, ό.α., σελ. 544. 7. Στο ίδιο, σελ 551. 8. Golo Mann, TIIe Histoιy οι Geπnally Sillce 1 789, ό.α., σελ 502. 9. Στο ίδιο, σελ 507. 10. Gordon Craig, Gerl1Ially: 1866-1945, ό.α., σελ. 360- 62, βλέπε επίσης, Hajo Holborn, Α Histoιy οι
Modenl Gemιans :1840-1945, ό.α., σελ. 447. 1 1 . Golo Mann, ΤΙ/ε Histoιy οι GermaιIY Sillce 1 789, ό.α., σελ 510. Για τις ιστορικές καταβολές του
Lebensraum (ζωτικού χώρου) βλέπε τη μελέτη του Woodruff D. Smith, ΤΙιε /de% gica/ Origills
οΙ ΝαΖί /I11perialisIl1, Oxford υ.Ρ., 1989. 12. Στο ίδιο, σελ 195. 13. Hajo Holborn, A Histoιy οι Moderll GenIIaflY: 1848-1945, ό.α., σελ. 448-49. 14. Αναφέρεται στο βιβλίο του John W. Wheeler-Bennet, Brej·t-LitoJIsk: TIle Forgotterι Peace,
Marclt, 1918, London, Macmillan, 1938, σελ XVI. 15. Golo Mann, ΤΙιε Hisloιy οι Gennaιzy Sirιce 1789, σελ 527. 16. Αναφέρεται στο βιβλίο του George Kennen, Russia Leaves tlIe War, Princeton υ.Ρ., 1956, σελ.
14-15. 17. Για το αντιπολεμικό ρεύμα βλέπε F.L. Carsen, War Against War: Britislt alld Geπ/ιαll Radica/
Mo\IeIrιellts ίll tlIe First World War, London, Batsford, 1982. 18. Τη μάχη του Καπορέτο περιγράφει με απαράμιλλο τρόπο ο Έρνεστ Χεμινγουέη στο μυθιστό-
ρημα Αποχαιρετισμ6ς σrα 6πλα.
19. Βλέπε την κλασική μελέτη του John W. Wheeler Bennet, Brest-Litovsk: ΤΙιε Forgotten Peace, ό.α. 20. Golo Mann, TIle Histoιy οι Gennally Sillce 1789, ό.α., σελ 525. 21. Για την απιΊχηση των ιδεών του Wilson και του Λένιν στο διπλωματικό επίπεδο, βλέπε Arno J.
Mayer, Political Origills οΙ tlte New Dip/oιrιaιy, 1917-1918, Ν.Υ., Vintage, 1970. 22. Golo Mann, The Histoιy οι Gen11aιIY Sillce 1789, σελ 534. 23. Elmer Bendiner, Α Tίrιιε ιο, AlIgels: ΤΙιε Tragicol1tic HίsΙoιy οι ιlιε Leαgι;e οι NaIiorιs, Ν.γ.,
Κnopf, 1975, σελ 23. Για το ρόλο των εμπειρογνωμόνων, των «συλλεκτών μαλλιού» στη διαμόρφωση της πολιτικής του Wilson, σελ. 18-19.
24. Η ειρωνεία της ιστορίας είναι ότι οι πυρηνικοί πύραυλοι που εγκατέστησαν οι Αμερικανοί στη Δυτικι] Γερμανία την περασμένη δεκαετία, για να αντισταθμίσουν τους Σοβιετικούς S20, ονομάζονταν Pershing, δηλαδή έφεραν το όνομα του Αμερικανού στρατηγού που το 1918 επιδίωκε την άνευ όρων παράδοmι της Γερμανίας.
25. Elmer Bendiner, Α Time ιο, Agels, ό.α., σελ. 24-25. 26. Στο ίδιο, τίτλος του πρώτου κεφαλαίου. 27. Στο ίδιο, σελ. 27
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 225
28. Στο ίδιο, σελ. 35 29. Ε.Η. Carr, Interllational Relatiol1s Betweel1 tlle Two World Wars: 1919-1939, London, Macmillan,
1947, σελ. 4-5. 30. Felix Gilbert with David CΙay Large, Τιιε El1d ο! European Era: 1890 to tlre Present, Ν.Υ., Norton,
1991, σελ. 173. 3 1. Στο ίδιο, σελ. 174. 32 Hajo Holborn, Α History ο! Modenr Gemrαlly : 1840-1945, σελ. 568. 33. John Maynard Keynes, TI,e Econonric CoιrseqιIences o!the Peace, London, Macmillan, 1920, σελ. 3 . 34. Hajo Holborn,A HίsιoTγ ο! Modem σεΠl1αl1Υ: 1840 - 1945, σελ. 567. 35. James Joll, Ειιτορε Since 1870, ό.α., σελ. 274. 36. Ε.Η. Carr, Il1teπratίonal Relatiol1s Betweell tlle Two World War.s, ό.α., σελ. 1 1 - 12. 37. M.S. Anderson, Τιιε Eastem Questiol1, ό.α., σελ.375. 38. Στο ίδιο, σελ. 375. 39. H.W.Y. Temperley (ed), Α Hislory ο! tlle Peace COIl!eI'el1ce ο! Parίs, London, 1924, Τόμος νι,
σελ. 1 15.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΒΔΟΜΟ
Ο ΜΕΤΑΣΧΗΜΑΤΙΣΜΟΣ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: 1 9 14- 1923
Οι πανηγυρισμοί που συνόδευσαν τον τερματισμό του πολέμου υποδήλωναν ένα διακαή πόθο για επιστροφή στην belle epoque, στη χρυσή εποχή πριν την έκρηξη του πολέμου, δηλαδή στην αναστήλωση του προπολεμικού οικονομικού, πολιτικού, κοινωνικού, πνευματικού και ψυχολογικού πλαισίου. Ωστόσο παρόμοιες προσδοκίες γρήγορα διαψεύσθηκαν όταν έγινε αντιληπτό το μέγεθος της καταστροφής που είχε προκαλέσει ο σεισμός του 1914-18. Ουσιαστικά ο πόλεμος του 1914-18 δεν είχε αφήσει τίποτε όρθιο, συνεπώς η επιστροφή στην belle epoque ήταν αδύνατη. Το ζητούμενο τώρα ήταν τι μπορούσε να διασωθεί από τα συντρίμμια του πολέμου. Αυτό απαιτούσε τόλμη, φαντασία, αυτοπεποίθηση και καλή θέληση απ' όλες τις πλευρές, νικητές και ηττημένους, όπως επίσης και τη συμπαράσταση των ΗΠΑ, της μόνης δύναμης που είχε βγει αλώβητη από τον πόλεμο, και την «καλή συμπεριφορά» της Σοβιετικής Ένωσης. Όπως θα δούμε στο επόμενο κεφάλαιο, τη δεκαετία 1920-1930 καταβλήθηκαν φιλότιμες προσπάθειες για να σταθεροποιηθεί το σαθρό οικοδόμημα που είχε προκύψει το 1919. Ωστόσο τα προβλήματα που είχαν ανακύψει από τον πόλεμο ήταν τόσο κολοσσιαία που καθιστούσαν το ευρωπα·ίκό οικοδόμημα εξαιρετικά εύθραυστο. Αυτό φάνηκε όταν ξέσπασε η οικονομική κρίση, μετά το κραχ του 1929.
Πριν όμως αναλύσουμε τις προσπάθειες σταθεροποίησης τη δεκαετία του 1920-30 και την κρίση που επακολούθησε, θα ασχοληθούμε σ' αυτό το κεφάλαιο με τα νέα κοινωνικά, πολιτικά, οικονομικά και πολιτισμικά δεδομένα που προέκυψαν από τον πόλεμο του 1914-18. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος, θα πρέπει να ξεκινήσουμε με τις απώλειες του πολέμου. Αν και τα στατιστικά στοιχεία διαφέρουν, το σύνολο των νεκρών υπολογίζεται περίπου στα 8,5 εκατομμύ-
228 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρια στον πόλεμο συν άλλα περίπου 10 εκατομμύρια που πέθαναν στη Ρωσία στη διάρκεια του πολέμου, της Επανάστασης του 1917 και του λιμού που επακολούθησε. Σ' αυτά θα πρέπει να προστεθούν τουλάχιστον άλλος ένας διπλάσιος αριθμός βαριά τραυματισμένων ή ακρωτηριασμένων. Το σύνολο νεκρών, τραυματιών και αγνοουμένων υπολογίζεται στα 35,5 εκατ. άτομα1 . Επίσης θα πρέπει να υπογραμμιστεί η έκταση που προσέλαβε ο πόλεμος. Τριάντα από τις 34 χώρες του πλανήτη συμμετείχαν, έμμεσα ή άμεσα, σ' αυτόν, δηλ. περίπου 85% του πληθυσμού του πλανήτη 2. Το σύνολο νεκρών και τραυματιών υπολογίζεται γύρω στα 6 εκατ. για τη Γερμανία και 5,5 για τη Γαλλία. Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος ήταν πιο στατικός από το Β', δηλαδή το πεδίο των πολεμικών επιχειρήσεων περιοριζόταν σε μία μικρή ζώνη με εκατέρωθεν χαρακώματα. Αυτό σημαίνει ότι ο μη μάχιμος πληθυσμός έμεινε περισσότερο αμέτοχος στον Α' παγκόσμιο πόλεμο απ' ό,τι στον Β', όπου υπάρχει πιο έντονη η συμμετοχή των πολιτών, με αντάρτικα, αντίσταση στις πόλεις, κινητοποιήσεις κατά των δυνάμεων κατοχής κ.λπ. Με άλλα λόγια, στον Α' παγκόσμιο πόλεμο υπήρξε ένας σαφέστερος διαχωρισμός μεταξύ μάχιμων και μη. Αυτό είχε τεράστια κοινωνική, πολιτική και ψυχολογική σημασία, ιδίως εάν λάβουμε υπόψη μας ότι πολλοί από τους μάχιμους χαράμισαν ως και τέσσερα χρόνια εγκλωβισμένοι σε χαρακώματα.
Ακόμη, μια σειρά από άλλους παράγοντες συνέβαλαν στην αποξένωση των μάχιμων από την κοινωνία και στις σοβαρές δυσκολίες που αντιμετώπισαν στην επανενσωμάτωσή τους σ' αυτή, όταν επέστρεψαν από τα μέτωπα. Σε πολλές περιπτώσεις, οι δουλειές τους δεν ήταν πλέον διαθέσιμες καθώς τους είχαν αντικαταστήσει άλλοι πολίτες, κατά το πλείστον γυναίκες, οι οποίοι δεν ήταν πάντοτε διατεθειμένοι να τις επιστρέψουν. Αποτέλεσμα αυτής της κοινωνικής αποξένωσης, σε συνδυασμό με τα ψυχολογικά τραύματα που ε ίχε προκαλέσει ο πόλεμος, ήταν πολλοί βετεράνοι του πολέμου να ενταχθούν σε πολιτικά κινήματα είτε της άκρας Δεξιάς, όπως οι freikorps στη Γερμανία που αποτέλεσαν τον πυρήνα των φασιστικών οργανώσεων μετά το 1918, οι σπαρτακιστές στη Γερμανία και οι μπολσεβίκοι στη Ρωσία. Επίσης, οι βετεράνοι πολέμου δημιουργούσαν τους δικούς τους συλλόγους και οργανώσεις, που
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 229
πολιτικά πρόσκεινταν κατά κανόνα στην Αριστερά ή στην άκρα Δεξιά, για να προβάλουν τα αιτήματά τους αλλά και για να διατηρήσουν τους στενούς συντροφικούς δεσμούς που είχαν σφυρηλατήσει στις τραγικές συνθήκες του πολέμου. Ακόμη, οι βετεράνοι του πολέμου πρωτοστατούσαν σε ανταρσίες όταν κατέρρεαν τα μέτωπα, ή ακόμα και νωρίτερα. Με άλλα λόγια, οι βετεράνοι του πολέμου «έπαιξαν ένα σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωση του πολιτικού κλίματος και του ηθικού της μεταπολεμικής κοινωνίας»3.
Ο πόλεμος προκάλεσε μια σειρά από αλυσιδωτές αντιδράσεις που λίγοι μπορούσαν να προβλέψουν το 1914. Π.χ. η απώλεια τόσο μεγάλου αριθμού νέων επέφερε έντονα κοινωνικά και δημογραφικά προβλήματα. Το ποσοστό γεννήσεων μειώθηκε σημαντικά κατά το Μεσοπόλεμο έτσι ώστε πολλοί να μιλούν για τη «χαμένη γενιά». Αυτό το πρόβλημα ήταν πιο έντονο σε χώρες όπως η Γαλλία, η οποία ήδη πριν από τον πόλεμο αντιμετώπιζε σοβαρό δημογραφικό πρόβλημα. Βέβαια δεν θα πρέπει να παραβλέπουμε τις τεράστιες κοινωνικές και πολιτικές επιπτώσεις της «λειψανδρίας» που παρατηρείται μετά τον πόλεμο. Αυτό, σε συνδυασμό με μία σειρά από άλλους παράγοντες, όπως η χαλάρωση στα ήθη καθώς και η αυτοπεποίθηση που απέκτησαν οι γυναίκες λόγω του ότι στον πόλεμο ανέλαβαν υπεύθυνες θέσεις, για τις οποίες προηγουμένως θεωρούνταν ανίκανες, συνέβαλαν στην απελευθέρωσή τους και στην απόκτηση (σχεδόν) ίσων δικαιωμάτων. Γενικά στην περίοδο του Μεσοπολέμου οι γυναίκες επιδεικνύουν μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση και ακμαιότερο ηθικό από τους άνδρες. Ένα νέο στιλ γυναίκας κάνει την εμφάνιση του μετά τον πόλεμο. Οι γυναίκες εγκαταλείπουν πλέον τον παθητικό ρόλο της καλής συζύγου, μητέρας και νοικοκυράς, καπνίζουν και πίνουν δημόσια, χορεύουν ασυνόδευτες και δεν διστάζουν να απαιτούν διαζύγιο από το φόβο να μην «εκτεθούν» κοινωνικά.
Επίσης οι επιπτώσεις στην ταξική δομή της Ευρώπης ήταν αξιόλογες. Η τάξη που θίχτηκε περισσότερο ήταν η αγροτική. Στη Γαλλία, Π.χ., το 53% των νεκρών στον πόλεμο ήταν αγροτικής προέλευσης. Από αυτούς που επέζησαν πολλοί δεν επέστρεψαν στα χωριά τους, αλλά μετακινήθηκαν σε αστικά κέντρα όπου πρωταγωνίστησαν σε ταραχές και εντάχθηκαν σε ακραία πολιτικά κινήματα4. Η άλλη τάξη που υπέστη
230 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μεγάλο κτύπημα από τον πόλεμο ήταν η παλιά αριστοκρατία, η οποία στις περισσότερες ευρωπα'ίκές χώρες συμπιέστηκε και στη Ρωσία εκμηδενίστηκε. Βέβαια την περίοδο του Μεσοπολέμου μία νέα αριστοκρατία κάνει την εμφάνισή της, κυρίως σε νεόκοπες χώρες όπως η Πολωνία, η Ουγγαρία, η Γιουγκοσλαβία Κ.λπ. Οι επιπτώσεις στην εργατική τάξη ήταν πιο σύνθετες. Αρχικά, το 1914, οι εργάτες και οι φορείς τους τάχτηκαν υπέρ των κυβερνήσεών τους. Ωστόσο, έως το 1918, στις περισσότερες χώρες, η εργατική τάξη, ή καλύτερα οι πολιτικοί της φορείς είχαν διασπαστεί. Η πλειοψηφία της εργατικής τάξης αρχικά ακολούθησε τα προπολεμικά σοσιαλιστικά-εργατικά κόμματα, ενώ μια μειοψηφία, η δύναμη της οποίας διέφερε από χώρα σε χώρα, προσχώρησε στα νεοσύστατα κομουνιστικά κόμματα. Ωστόσο, αργότερα, η οικονομική κρίση και η πολιτική αστάθεια υπήρξαν καθοριστικοί παράγοντες ώστε μεγάλα στρώματα της εργατικής τάξης να στραφούν προς τα κομουνιστικά κόμματα ή το φασισμό.
Τέλος, πολύ μεγάλο κτύπημα υπέστη η αστική τάξη. Ο πόλεμος την περιθωριοποίησε και μια σειρά μέτρα, όπως η λογοκρισία, η προπαγάνδα (όπως έλεγαν οι βετεράνοι του πολέμου, η πρώτη μεγάλη απώλεια του πολέμου ήταν η αλήθεια), τα στρατόπεδα συγκέντρωσης για αλλοδαπούς από εχθρικές χώρες, οι περιορισμοί και τα δελτία για μια σειρά βασικά αγαθά, καθώς και πλείστοι άλλοι περιορισμοί που επέβαλλαν οι στρατιωτικοί, συνέθλιβαν την «κοινωνία των πολιτών» που τόσο επίπονα είχε συγκροτηθεί πριν από τον πόλεμο. Οι οικονομικές επιπτώσεις διέφεραν: εκείνοι που είχαν επενδύσει σε πολεμικές βιομηχανίες έκαναν τεράστιες περιουσίες, ενώ όσοι είχαν καταθέσεις σε τράπεζες υπέστησαν τις συνέπειες του πληθωρισμού και της υποτίμησης των περισσοτέρων νομισμάτων. Όμως, εκεί που οι επιπτώσεις ήταν εμφανέστερες, ήταν στο ψυχολογικό-ηθικό επίπεδο. Ουσιαστικά ο πόλεμος υποδήλωνε τη χρεοκοπία της αστικής τάξης, η οποία υποσχόταν αδιάκοπτη πρόοδο, ευημερία, ανάπτυξη και ειρήνη. Ο πόλεμος διέλυσε την εμπιστοσύνη σ' αυτές τις αξίες. Αυτή η εμφανής κρίση εμπιστοσύνης της αστικής τάξης επέτρεψε σε εναλλακτικές ιδεολογίες, κυρίως τη φασιστική και την κομουνιστική, να βρουν πρόσφορο έδαφος.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 231
* * *
Οι οικονομικές επιπτώσεις του πολέμου για την Ευρώπη στο σύνολό της ήταν ακόμα μεγαλύτερες. Ουσιαστικά μετά τον πόλεμο έχασε την ηγεμονική θέση που κατείχε στην παγκόσμια οικονομία πριν το 1914
και την παραχώρησε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Στη διάρκεια του Μεσοπολέμου οι Αμερικανοί θεωρούσαν ότι μπορούσαν να απολαμβάνουν τα προνόμια μιας οικονομικής υπερδύναμης χωρίς να αναλαμβάνουν πολιτικές δεσμεύσεις και μόνο μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου ανέλαβαν το ρόλο της πολιτικο-στρατιωτικής υπερδύναμης για να καλύψουν το κενό που είχαν δημιουργήσει οι Ευρωπαίοι. Όσον αφορά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, η χρηματοδότησή του προκάλεσε την οικονομική αφαίμαξη όλων των εμπόλεμων. Οι ευρωπα·ίκές επενδύσεις και τα κεφάλαια σε τρίτες χώρες μειώθηκαν κατακόρυφα και για πρώτη φορά οι Ευρωπαίοι μεταβάλλονταν από πιστωτές σε οφειλέτες. Το σύνολο των χρεών στις ΗΠΑ ανερχόταν το 1919 σε περίπου 7 δισεκατομμύρια δολάρια. Επιπρόσθετα χρέη επισωρεύτηκαν αμέσως μετά τον πόλεμο, ώστε, το 1922, το συνολικό χρέος προς τους Αμερικανούς να ανέρχεται σε 1 1 ,6 δισ. δολάρια.
Με άλλα λόγια «το κέντρο της παγκόσμιας χρηματαγοράς μετατίθενταν από το Λονδίνο στη Νέα γόρκη»5. Συνολικά υπολογίζεται ότι οι Ευρωπαίοι έχασαν στον πόλεμο το 1/3 των κεφαλαίων τους. Οι σημαντικές επενδύσεις, κυρίως της Γαλλίας, στη Ρωσία εξατμίστηκαν όταν οι μπολσεβίκοι δεν αναγνώρισαν τα χρέη που είχε συνάψει και τις οικονομικές δεσμεύσεις που είχε αναλάβει το προηγούμενο καθεστώς. Επίσης οι ανάγκες του πολέμου δεν επέτρεπαν στους Ευρωπαίους να συνεχίσουν απρόσκοπτα τις εξαγωγές τους. Αυτό το κενό κάλυψαν κυρίως οι ΗΠΑ και η Ιαπωνία, γεγονός που σταδιακά μετέβαλε την εικόνα για την ανωτερότητα των ευρωπα·ίκών προ·ίόντων. Π.χ. η οικονομική υπεροχή των Βρετανών και των Γερμανών στις αγορές της Λατινικής Αμερικής συρρικνώθηκε και το κενό καλύφθηκε από τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα η Αμερική αντικατέστησε τους Ευρωπαίους ως η σημαντικότερη επενδυτική χώρα στην Λατινική Αμερική. Ακόμα και η Ινδία, που βρισκόταν υπό βρετανική κατοχή, αναπτύσσεται βιομηχανικά, ανεξάρτητα από τη μητρόπολη, και δημιουργεί τις δικές της αγορές με τρίτες χώ-
232 ΣΥΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρες, παρακάμπτοντας έτσι τη Βρετανία. Ένας τρόπος για να διαπιστώσει κανείς την οικονομική συρρίκνωση των Ευρωπαίων είναι να δει τα στοιχεία της παγκόσμιας βιομηχανικής παραγωγής, που, το 1925, ήταν 20% ψηλότερη απ' ό,τι το 1913. Δεδομένης της σημαντικής μείωσης της βιομηχανικής παραγωγής των Ευρωπαίων, μετά το 1914, η αύξηση αυτή οφείλεται στη σημαντική ανάπτυξη της βιομηχανικής παραγωγής εκτός Ευρώπης6. Αυτή η διαδικασία επιταχύνθηκε κατά το Β' παγκόσμιο πόλεμο που ολοκλήρωσε την οικονομική εξασθένιση της Ευρώπης, σε σύγκριση με τον υπόλοιπο κόσμο.
Οι επιπτώσεις στην εσωτερική οικονομία ήταν επίσης σημαντικές. Οι περισσότερες ευρωπα'ίκές χώρες κάλυψαν τις οικονομικές ανάγκες του πολέμου καταφεύγοντας στο δανεισμό ή στην έκδοση χρήματος. Καθώς η παραγωγή ήταν στάσιμη, ή μειωμένη, το αποτέλεσμα ήταν πληθωρισμός. Στη διάρκεια του πολέμου, οι πληθωριστικές πιέσεις μπορούσαν να ελεγχθούν, ε ίτε με διεθνή δανεισμό είτε με πλασματικές ισοτιμίες. Ωστόσο, το μόνο που έκανε αυτό ήταν να μετατοπίσει το πρόβλημα. Όταν ξέσπασε ο πληθωρισμός, μετά τον πόλεμο, προσέλαβε σε ορισμένες χώρες, όπως η Γερμανία, τέτοιες διαστάσεις, που εξακολουθεί να επηρεάζει έως τις μέρες μας τη νομισματική πολιτική τους.
Επίσης, οι συνθήκες ειρήνης προκάλεσαν τεράστιες αρνητικές οικονομικές επιπτώσεις. Σε πολλές περιπτώσεις, τα νέα κράτη που προέκυψαν δεν ήταν οικονομικά βιώσιμα. Ακόμη, οι αποσχίσεις εδαφών από Γερμανία, Αυστροουγγαρία και Ρωσία, διατάραξαν τον προπολεμικό οικονομικό ρυθμό και επέφεραν διάφορες αναταραχές. Με άλλα λόγια οι ευρωπα'ίκές αγορές ήταν πλέον πιο κατακερματισμένες και υπάκουαν περισσότερο σε πολιτικές σκοπιμότητες παρά σε οικονομικά κριτήρια. Το ότι οι περισσότερες χώρες επέβαλαν υψηλούς δασμούς και πήραν μια σειρά από άλλα προστατευτικά μέτρα επιδείνωνε το πρόβλημα της οικονομικής ανάκαμψης.
Τέλος θα πρέπει να υπογραμμίσουμε και τις ψυχολογικές επιπτώσεις του πολέμου. Όταν τελείωσε ο πόλεμος υπήρχε ένας διακαής πόθος, σε νικητές και ηττημένους, ένα αίσθημα ανακούφισης και προσδοκίες για επιστροφή στην παλιά καλή εποχή. Ωστόσο η διαπίστωση ότι το χθες ε ίχε χαθεί, σε συνδυασμό με τη συνειδητοποίηση του μεγέθους
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 233
της καταστροφής, καλλιεργούσαν ένα πνεύμα αμφισβήτησης και μία τάση ρήξης με τις προπολεμικές αξίες και δοξασίες. Αυτό εκφράστηκε ποικιλοτρόπως από τη λογοτεχνία, όπου εμφανίζονται νέες μορφές έκφρασης όπως ο Μαρσέλ Προυστ, στο κλασικό του έργο Στην Αναζήτηση του Χαμένου Χρόνου, στην ποίηση και στις τέχνες, την ιστορία, με κλασικό παράδε ιγμα το έργο του Oswald Spengler, Η Παρακμή της Δύσης, που προκάλεσε αίσθηση όταν πρωτοδημοσεύτηκε το 1919, έως και τη φιλοσοφία όπου ανατέλλει το αστέρι του αιρετικού και εκκεντρικού Ludwig Wittgenstein, ο οποίος πέρασε τον πόλεμο στα χαρακώματα, πολεμώντας με τον αυστριακό στρατό. Υπάρχει, συνεπώς, μετά τον πόλεμο, μια διάθεση για πειραματισμό και ένα πνεύμα νεωτερισμού το οποίο όμως διέφερε από το μοντερνισμό της προπολεμικής περιόδου. Αν μη τι άλλο, το νέο κλίμα, μετά το 1919, διατηρεί μια κριτική στάση απέναντι στις δοξασίες της προπολεμικής εποχής, όπως η αμφισβήτηση της ιδέας της προόδου, του άκριτου ρασιοναλισμού, κ.λπ. Ωστόσο, ενώ απορρίπτεται το παρελθόν, είναι δύσκολο, στο επικρατούν κλίμα ανασφάλειας και οικονομικοπολιτικής κρίσης, να αντικατασταθεί από ένα νέο συγκεκριμένο πνευματικό πλαίσιο7. Συνεπώς, και από αυτή την άποψη, η περίοδος του Μεσοπολέμου είναι μία μεταβατική φάση από την «κλασική» εποχή του 190υ αιώνα στη σύγχρονη Ευρώπη που διαμορφώνεται μετά το Β' παγκόσμιο πόλεμο. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να υποτιμήσουμε την πνευματική και καλλιτεχνική συμβολή της γενιάς του Μεσοπολέμου. Αντίθετα, η κριτική της στάση, σε συνδυασμό με την επιθυμία για διερεύνηση νέων ιδεών και εκφράσεων, καθιστούν το Μεσοπόλεμο ίσως την πιο ενδιαφέρουσα περίοδο, πνευματικά και καλλιτεχνικά, της σύγχρονης ευρωπα·ίκής ιστορίας, από το 1789 έως τις μέρες μας.
Το ψυχολογικό τραύμα που προκάλεσε ο πόλεμος επηρέασε επίσης τον τρόπο σκέψης και τη συμπεριφορά της πολιτικής ηγεσίας του Μεσοπολέμου, κυρίως της «παραδοσιακής» ηγεσίας, καθώς οι περισσότερες από τις εξέχουσες πολιτικές προσωπικότητες συμμετείχαν στην τραυματική εμπειρία του Α' παγκοσμίου πολέμου8. Π .χ. στην κυβέρνηση του Neville Chamberlain του 1937, την τελευταία που σχηματίστηκε πριν την έκρηξη του Β' παγκοσμίου πολέμου -και η οποία έμεινε γνω-
234 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
στή στην ιστορία ως η κυβέρνηση του «κατευνασμού» προς τον Χίτλερ-7 από τα 22 μέλη της είχαν τιμηθεί με την ανώτατη διάκριση για ανδραγαθίες στον Α' παγκόσμιο πόλεμο9. Αυτό πρέπει να το έχουμε σοβαρά υπόψη μας, κυρίως εκείνοι οι ιστορικοί οι οποίοι με ευκολία εκσφενδονίζουν κατηγορίες για τον ενδοτισμό και τη δειλία του Τσάμπερλεν και των υπουργών του απέναντι στον Χίτλερ.
Η Ευρώπη σε πολιτικό αναβρασμό: Επαναστάσεις και αντεπαναστάσεις.
Την περίοδο 1914-1923 ξεσπούν κατακλυσμιαίες πολιτικές εξελίξεις οι οποίες σημάδεψαν την παγκόσμια ιστορία έως τις μέρες μας. Με πιθανή την εξαίρεση της Γαλλικής Επανάστασης ( 1789-1799) δεν υπάρχει άλλη περίοδος στη σύγχρονη ευρωπα·ίκή ιστορία που να χαρακτηρίζεται από τόσο δραματικά πολιτικά γεγονότα όσο η περίοδος 1914-1923. Ουσιαστικά η Ευρώπη, τη φάση αυτή, βρίσκεται σε πλήρη πολιτικό αναβρασμό σαν αποτέλεσμα του πολέμου και των κοινωνικών, οικονομικών και ψυχολογικών επιπτώσεών του. Η έκρηξη του πολέμου σηματοδοτεί την απαρχή μιας πολιτικής κρίσης στην Ευρώπη, η οποία διαρκεί έως τα μέσα περίπου του 200ύ αιώνα. Κύριο χαρακτηριστικό της είναι η κρίση εμπιστοσύνης και η αμφισβήτηση του αστικο-φιλελεύθερου πολιτεύματος που ε ίχε διαμορφωθεί σ' ένα τμήμα της Ευρώπης, κυρίως τη δυτική και τη βόρεια, πριν το 1914. Αυτή η αμφισβήτηση ήταν πιο έντονη και αποτελεσματική σε χώρες όπου ο φιλελευθερισμός δεν ε ίχε αποκτήσει βαθιές ρίζες, όπως η Ρωσία, η Γερμανία, η Ιταλία, τα Βαλκάνια και η κεντρική Ευρώπη, καθώς και η Ιβηρική Χερσόνησος. Σ' όλες αυτές τις χώρες παρατηρείται ένας φαύλος κύκλος πολιτικής αστάθειας και βίαιων συγκρούσεων που καταλήγουν, την περίοδο του Μεσοπολέμου, στην επιβολή ολοκληρωτικών καθεστώτων. Αντίθετα, τα αστικά καθεστώτα της δυτικής-βόρειας Ευρώπης, αν και αυτά δοκιμάζονται από τις επιπτώσεις του πολέμου του 1914-18 και από τα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που προέκυψαν στο Μεσοπόλεμο, ωστόσο κατορθώνουν να διασφαλίσουν το αστικό πολιτικό πλαίσιο που είχαν δημιουργήσει πριν το 1914. Με άλλα λόγια ο πόλε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 235
μος του 1914 αποτέλεσε ένα τεστ για τη βιωσιμότητα και σταθερότητα των ευρωπα·ίκών καθεστώτων της προπολεμικής περιόδου.
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το καθεστώς που αισθάνθηκε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τις επιπτώσεις του πολέμου ήταν το τσαρικό. Για να παραφράσουμε τον Λένιν, η Ρωσία αποτελούσε τον πιο αδύνατο κρίκο της αλυσίδας. Ωστόσο αν και η αλυσίδα έσπασε στο πιο αδύνατο σημείο της, με την επικράτηση της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, αυτό δεν σήμαινε ότι οι επιπτώσεις ήταν πιο ανώδυνες. Το αντίθετο, αποτέλεσε το σημαντικότερο πολιτικοκοινωνικό γεγονός της παγκόσμιας ιστορίας από το 1789, που επηρέασε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο τις τύχες των λαών έως πρόσφατα. Θα ήταν λοιπόν σκόπιμο να ξεκινήσουμε την ανάλυσή μας με την Οκτωβριανή Επανάσταση, τόσο λόγω της τεραστίας ιστορικής σημασίας της όσο και γιατί οι άλλες πολιτικές διεργασίες της περιόδου που μας απασχολεί επηρεάστηκαν σημαντικά από αυτήν. Ουσιαστικά η Ρωσική Επανάσταση αποτελεί το σημείο αναφοράς για την ανάλυση των πολιτικών διεργασιών στην Ευρώπη έως το 1989-91, όταν κλείνει οριστικά ο κύκλος της, τουλάχιστον στην Ευρώπη.
Δεν υπάρχει άλλο ιστορικό γεγονός που να έχει απασχολήσει τους ιστορικούς και κοινωνικούς επιστήμονες τόσο, όσο η Ρωσική Επανάσταση. Ακόμα και η Γαλλική Επανάσταση ωχριά μπροστά της. Ενώ η Γαλλική Επανάσταση παρουσιάζει κυρίως ιστορικό ενδιαφέρον, η Ρωσική ήταν, έως πρόσφατα, συνυφασμένη με τις τρέχουσες εξελίξεις, είτε αυτές αφορούσαν στον ψυχρό πόλεμο και τη διαίρεση της Ευρώπης, είτε στους εμφύλιους πολέμους στην Ισπανία ( 1936-39) και στην Ελλάδα ( 1946-49), ε ίτε στα επαναστατικά κινήματα στον τρίτο κόσμο, από την Κίνα έως την Κούβα, το Βιετνάμ και τη Νικαράγουα. Συνεπώς η «ιστορική κληρονομιά» της Ρωσικής Επανάστασης βάρυνε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο ιστορικό γεγονός. Αυτό δεν είναι τυχαίο καθώς, όπως θα δούμε παρακάτω, η Ρωσική Επανάσταση είχε έναν παγκόσμιο χαρακτήρα, μοναδικό στη σύγχρονη ιστορία, που την καθιστούσε, μαζί με τη Γαλλική Επανάσταση, φορέα για την απελευθέρωση του ανθρώπου από οποιαδήποτε μορφή πολιτικής, κοινωνικής και οικονομικής καταπίεσηςlΟ. Με άλλα λόγια οι βετεράνοι μπολσεβίκοι,
236 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θεωρούσαν τη Ρωσική Επανάσταση ως τη συνέχεια, ή καλύτερα την ολοκλήρωση, των ιδανικών των Διαφωτιστών. Αν και αυτή η διάσταση της Ρωσικής Επανάστασης ξεθώριασε με την πάροδο του χρόνου, θα πρέπει να την έχουμε σοβαρά υπόψη μας για να κατανοήσουμε τον τεράστιο αντίκτυπό της σε όλο τον πλανήτη .
Ποια ήταν τα αίτια της Ρωσικής Επανάστασης και κατά πόσο αυτή ήταν αναπόφευκτη, με βάση τις ιστορικές, κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες που επικρατούσαν στη Ρωσία το 1917; Κατά πόσο αποτελούσε το έργο ορισμένων ατόμων, όπως του Λένιν ή του Τρότσκι, ή αντίθετα, ήταν το αναπόφευκτο αποτέλεσμα των «αντικειμενικών» συνθηκών που επικρατούσαν; Αυτά, και μία σειρά από παρόμοια ερωτήματα, έχουν απασχολήσει χιλιάδες μελετητές τα τελευταία 80 χρόνια. Εμείς θα περιοριστούμε εδώ στη διαπίστωση ότι η Ρωσική Επανάσταση, όπως και η Γαλλική, αποτελεί τόσο σύνθετο φαινόμενο που οποιαδήποτε προσπάθεια για μία σφαιρική ερμηνεία θα ήταν εκ των πραγμάτων καταδικασμένη. Οπωσδήποτε δεν θα πρέπει κανείς να αγνοεί ούτε τις ιστορικές συνθήκες που ανιχνεύουν, διαχρονικά, ορισμένοι μελετητέςΙ Ι , ούτε τις πιο άμεσες αιτίες που συνδέονται με τη συγκεκριμένη κατάσταση στη Ρωσία τις παραμονές της Επανάστασης, ούτε και το πώς επέδρασαν σ' αυτές οι κοινωνικές δυνάμεις και οι πρωταγωνιστές του δράματος, από τον Τσάρο και το περιβάλλον του, τους μετριοπαθείς δημοκράτες και σοσιαλιστές, όπως ο Κερένσκι και ο Μιλιουκώφ, έως τους ηγέτες της Οκτωβριανής Επανάστασης, κυρίως τον Λένιν.
Ένας τρόπος για να βρει κανείς το μίτο της Αριάδνης σ' αυτό τον ιστορικό λαβύρινθο είναι να ξεκινήσει με τις επιπτώσεις της Επανάστασης του 1905, δηλαδή την εποχή του ταπεινωτικού πολέμου με την Ιαπωνία. Για πρώτη φορά, το 1905, ο Τσάρος αναγκάστηκε να αποδεχτεί, αν και απρόθυμα, περιορισμούς στην «ελέω Θεού» απολυταρχική εξουσία του, και στην ύπαρξη μιας βουλής (Δούμας), την οποία ωστόσο θεωρούσε ότι θα μπορούσε να ποδηγετεί. Μεταξύ 1906-14, η νεοσυσταθείσα Ρωσική Βουλή προσπαθεί να διευρύνει τις ισχνές δικαιοδοσίες της, αλλά συναντά την αντίδραση του τσαρικού καθεστώτος που δεν δείχνει διατεθειμένο να συνυπάρξει και να εκχωρήσει εξουσίες σ' ένα αντιπροσωπευτικό σώμα. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, ενώ ο
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 237
Τσάρος είχε στο μυαλό του τη διατήρηση μιας πατριαρχικής Ρωσίας, οι φιλελεύθεροι επιδίωκαν την εμπέδωση ενός Συντάγματος κατά το βρετανικό ή γαλλικό πρότυπο12. Έως το 1914 ο Τσάρος με την προσφυγή στη βία, μπορούσε να ελέγχει τις φυγόκεντρες τάσεις. Ωστόσο, ο πόλεμος του 1914 δημιουργούσε νέες συνθήκες και ανάγκες οι οποίες επέτρεπαν τώρα την εμφάνιση ανεξάρτητων φορέων, οργάνων και επιτροπών, όπως η Κεντρική Επιτροπή των Πολεμικών Βιομηχανιών, στην οποία συμμετείχαν εκτός από φιλελεύθεροι πολιτικοί και εκπρόσωποι των εργαζομένων, τους οποίους δεν έλεγχε το τσαρικό καθεκτώς. Συνεπώς, ενώ ο Τσάρος, θεωρητικά, ε ίχε όλες τις εξουσίες, στην ουσία υπήρχαν, το 1916, αρκετοί φορείς οι οποίοι συμμετείχαν στη διεξαγωγή του πολέμου που κρατούσαν κριτική στάση απέναντι στο καθεστώς. Αυτές οι τάσεις εκφράστηκαν και στη Δούμα (Βουλή) το 1915-19 όπου αυξάνονται οι πιέσεις για εκδημοκρατισμό του καθεστώτος.
Η απόφαση του Τσάρου, το Σεπτέμβριο του 1915, να αναλάβει προσωπικά τη διοίκηση των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων, επιδείνωσε την πολιτική κατάσταση, καθώς τώρα την εξουσία ουσιαστικά ασκούσε η αυτοκράτειρα, την οποία όλοι υποψιάζονταν για φιλογερμανισμό, και ο Ρασπουτίν, ένας αιρετικός καλόγηρος ο οποίος κυριολεκτικά είχε μαγέψει την αυτοκράτειρα καθώς αυτή πίστευε στις μεταφυσικές ικανότητές του να θεραπεύσει τον πρωτότοκο γιο της και διάδοχο από την αιμοφιλία. Όλα αυτά συνέβαιναν ενώ η κατάσταση στη Ρωσία, τόσο στα πολεμικά μέτωπα όσο και στα μετόπισθεν, είχε γίνει απελπιστική. Η ανάληψη της διοίκησης των ρωσικών ενόπλων δυνάμεων από τον Τσάρο, παρά τις έντονες αντιδράσεις των φιλελεύθερων, αντί να βελτιώσει τη στρατιωτική κατάσταση την επιδείνωνε. Το ηθικό του πληθυσμού βρισκόταν στο ναδίρ, από τις ελλείψεις σε είδη πρώτης ανάγκης, την κερδοσκοπία, τον πληθωρισμό καθώς και τις άθλιες συνθήκες των μάχιμων στην πρώτη γραμμή. Στις αρχές του 1917 ξέσπασαν ταραχές στην Πετρούπολη στις οποίες κάνει την εμφάνισή του ένα νέο κέντρο εξουσίας, το Σοβιέτ Στρατιωτών και Εργατών της Πετρούπολης. Στις 8
Μαρτίου, εκδηλώνεται μια τεράστια εργατική διαδήλωση, την οποία το καθεστώς αδυνατεί να καταστείλει. Μια εβδομάδα αργότερα, ο Τσάρος, που βρίσκεται καθ' οδόν προς την Πετρούπολη αλλά μπλοκάρεται
238 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
από επαναστατημένες δυνάμεις, αναγκάζεται να παραιτηθεί από το θρόνο και σχηματίζεται μια προσωρινή κυβέρνηση από τη Δούμα με την υποστήριξη των Σοβιέτ.
Αυτή η προσωρινή κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει ανυπέρβλητα προβλήματα. Τα πιο άμεσα ήταν η διαχείριση του πολέμου, ο εκδημοκρατισμός της Ρωσίας και η ικανοποίηση βασικών αιτημάτων των λα'ίκών στρωμάτων, με προεξέχον το αίτημα για τη διανομή της γης στους άκληρους χωρικούς. Όλα αυτά έπρεπε να διευθετηθούν αμέσως για να κατασταλεί η λα'ίκή οργή. Ωστόσο η προσωρινή κυβέρνηση δεν διέθετε ούτε τις κοινωνικές δυνάμεις ούτε τις δυνατότητες για να αντεπεξέλθει αποτελεσματικά σ' αυτό το τιτάνιο έργο. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «μια αστική τάξη, η οποία αποτελεί βασική προϋπόθεση μιας φιλελεύθερης επανάστασης, απλώς ήταν ανύπαρκτη στη Ρωσία», συνεπώς η προσπάθεια της προσωρινής κυβέρνησης γινόταν σ' ένα πολιτικό κενό13 .
Οι μόνοι που μπορούσαν να επωφεληθούν από αυτό το κενό ήταν οι δυνάμεις που απευθύνονταν στα ευρέα κοινωνικά στρώματα και τους υπόσχονταν εύκολες και ανώδυνες λύσεις στα προβλήματά τους. Αυτό το κατάλαβε καλύτερα απ' όλους ο Λένιν, ο οποίος προσάρμοσε ανάλογα τόσο την πολιτική τακτική του όσο και το θεωρητικό σχήμα ώστε να ανταποκρίνονται στα νέα δεδομένα. Την άνοιξη του 1917 υπάρχουν 4 βασικές πολιτικές τάσεις στη Ρωσία: Οι τσαρικές δυνάμεις, που βρίσκονται σε πανικό' οι φιλελεύθερες δυνάμεις, κυρίως στη Δούμα, με ισχνή κοινωνική βάση' οι μενσεβίκοι και οι σοσιαλ-επαναστάτες, που εκπροσωπούν το μεγαλύτερο μέρος της εργατικής και αγροτικής τάξης αντίστοιχα' και οι μπολσεβίκοι με περιορισμένη κοινωνική βάση, κυρίως στην εργατική τάξη και το στρατό, αλλά με την καλύτερη πολιτική οργάνωση και πειθαρχία. Ουσιαστικά, η κρίσιμη περίοδος μεταξύ Μαρτίου και Οκτωβρίου 1917, χαρακτηρίζεται από μία σύγκρουση για την εξουσία μεταξύ των αντιτσαρικών τάσεων. Η επανάσταση του Μαρτίου είχε δημιουργήσει ντε φάκτο μια διττή εξουσία: της «επίσημης» προσωρινής κυβέρνησης και των Σοβιέτ, των εργατικών συμβουλίων, 'τα οποία σύντομα μετονομάσθηκαν σε «Συμβούλια Εργατών και Στρατιωτών» που ασκούσαν άτυπες αλλά ουσιαστικές εξουσίες στις με-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 239
γάλες πόλεις και που ελέγχονταν κυρίως από τους μενσεβίκους και τους σοσιαλ-επαναστάτες.
Αρχικά και οι δυο πλευρές συμφώνησαν σε μια πολιτική για τον τερματισμό του πολέμου βασισμένη στην αρχή της «ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις». Αυτό, όπως είδαμε παραπάνω, είχε καταλυτικές επιπτώσεις και σε άλλες χώρες και προέτρεψε τον Αμερικανό πρόεδρο Wilson να διατυπώσει τα δικά του 14 Σημεία για τον τερματισμό του πολέμου. Ωστόσο, ενώ το σύνθημα «ειρήνη χωρίς προσαρτήσεις ή αποζημιώσεις» είχε τεράστια λα'ίκή απήχηση σε όλη σχεδόν την Ευρώπη, καμία άλλη κυβέρνηση δεν ήταν πρόθυμη να το υιοθετήσει στην πράξη. Αυτό οδηγούσε την προσωρινή κυβέρνηση και τους μενσεβίκους και σοσιαλ-επαναστάτες συμμάχους της σε αδιέξοδο: Ή θα αναγκάζονταν να αποχωρήσουν μονομερώς από τον πόλεμο ή θα τον συνέχιζαν παρά τη θέλησή τους. Τελικά αποφάσισαν το δεύτερο, κάτι που αποδείχτηκε μοιραίο τόσο για τους ίδιους όσο και για τη Ρωσία. Πρέπει να τονίσουμε ότι αυτοί είχαν πλήρη επίγνωση της τραγικής κατάστασης στην οποία είχαν περιέλθει αλλά πίστευαν, και αυτό αποδείχτηκε το πιο ολέθριο λάθος τους, ότι δεν υπήρχε καμία άλλη εναλλακτική πρόταση. Σ' αυτό τους διέψευδε ο Λένιν και το κόμμα του.
Η επανάσταση του Φεβρουαρίου-Μαρτίου 1917 βρήκε τον Λένιν εξόριστο στη Ζυρίχη, όπου ζούσε σε αντίξοες οικονομικές συνθήκες. Στις 3 Απριλίου επέστρεψε στην Πετρούπολη με τρένο που είχαν ναυλώσει οι γερμανικές μυστικές υπηρεσίες. Βέβαια με κανένα τρόπο δεν σήμαινε ότι ο Λένιν και οι μπολσεβίκοι ήταν πράκτορες του Βερολίνου, όπως πίστευαν πολλοί εκείνη την εποχή στη Δύση14. Την ίδια εποχή κατέφθαναν στην Πετρούπολη άλλοι επιφανείς μπολσεβίκοι, όπως ο Μπουχάριν, ο Ζηνόβιεφ, κ.λπ., καθώς και ο Λέων Τρότσκι, του οποίου οι σχέσεις με τον Λένιν στο παρελθόν ήταν κάπως προβληματικές. Τώρα όμως υπήρχε πλήρης ταύτιση απόψεων κυρίως σχετικά με τις προοπτικές για την κατάληψη της εξουσίας. Ο Τρότσκι, που είχε ηγηθεί του Σοβιέτ της Πετρούπολης στην Επανάσταση του 1905, ανέλαβε πάλι την καθοδήγησή του. Έτσι ενώνονταν η πολιτική ιδιοφυΙα του Λένιν με το επαναστατικό δαιμόνιο και πάθος του Τρότσκι. Το σύνθημα των μπολ-
240 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σεβίκων ήταν «όλες οι εξουσίες στα Σοβιέτ», αν και οι ίδιοι αποτελούσαν μειοψηφία σ' αυτά.
Τον Ιούλιο του 1917, μετά από αιματηρές διαδηλώσεις στην Πετρούπολη, για τις οποίες θεωρήθηκαν υπαίτιοι οι μπολσεβίκοι, το κόμμα τους τίθεται εκτός νόμου και οι ηγέτες του συλλαμβάνονται, με εξαίρεση τον Λένιν που δραπέτευσε στη Φιλανδία. Εκεί γράφει το σημαντικότερο δοκίμιό του, όσον αφορά τις σκέψεις του για την επερχόμενη επανάσταση και για το ρόλο του κόμματός του μετά την κατάληψη της εξουσίας, το Κράτος και Επανάσταση. Αυτό αποτελεί το τελευταίο από μία σειρά πολιτικών δοκιμίων που έγραψε ο Λένιν μετά το 1914, τα οποία έχουν κοινό παρονομαστή την πεποίθησή του ότι είχαν πλέον ωριμάσει οι συνθήκες για τη Σοσιαλιστική Επανάσταση. Το πρώτο, στην κατηγορία αυτή, ήταν το Ιμπεριαλισμός, το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού, το 1916, στο οποίο αντλώντας κατά κόρον από τον Hobson, τον Hilferding και τον Μπουχάριν, κυρίως από τον τελευταίοΙ5, αποσκοπούσε να αποδείξει ότι ο καπιταλισμός όχι μόνο βρισκόταν σε παρακμή και είχε εξαντλήσει τον ιστορικό ρόλο του αλλά ήταν πλέον παρασιτικός και επιθετικός. Συνεπώς η αστική τάξη έπαιζε πλέον αντιδραστικό ρόλο παρόμοιο μ' εκείνο των γαιοκτημόνων πριν την αστική επανάστασηΙ6 και η ανατροπή του καπιταλισμού αποτελούσε πλέον άμεσο πολιτικό καθήκον. Με άλλα λόγια, σ' αυτό το δοκίμιο, ο Λένιν θέτει το ευρύτερο κοινωνικό - πολιτικό - οικονομικό πλαίσιο για την επερχόμενη επανάσταση. Με την άφιξή του στην Πετρούπολη, τον Απρίλιο του 1917, ο Λένιν διατυπώνει μια σειρά από θέσεις-προτάσεις για το χαρακτήρα τη σοσιαλιστικής κοινωνίας στην μπροσούρα του Οι Θέσεις του Απρίλη που χαρακτηρίζεται από έναν έντονο ιδεαλισμό. Π.χ. σε μια σοσιαλιστική κοινωνία, οι ρόλοι θα εναλλάσσονταν ώστε ο μάγειρας θα μπορούσε να ασκεί καθήκοντα κομισάριου (υπουργού) και ο τελευταίος να αναλαμβάνει χρέη μάγειρα. Ακόμη, ο μισθός του κομισάριου δεν θα ήταν πολύ ψηλότερος από εκείνο του μάγειρα. Επίσης, την ίδια εποχή, ο Λένιν διατυπώνει τις θέσεις του για μία σειρά από θεωρητικά και πρακτικά ζητήματα που όλα σχεδόν σχετίζονταν με τη κατάληψη της εξουσίαςΙ7 .
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 241
Ωστόσο, αναμβισβήτητα, το σημαντικότερο έργο του Λένιν αυτής της περιόδου είναι το Κράτος και Επανάσταση, το οποίο αποτελεί ένα ε ίδος διαθήκης του. Σ' αυτό ο Λένιν, αντλώντας από τους Μαρξ και Ένγκελς, διατυπώνει μια σειρά από θέσεις σχετικά με το χαρακτήρα του κράτους μετά την εδραίωση της Σοσιαλιστικής Επανάστασης και το ρόλο του κόμματος. Βασικός στόχος του ήταν οι μενσεβίκοι οι οποίοι πίστευαν σε μία ειρηνική μετάβαση στο σοσιαλισμό. Για τον Λένιν, αν και το κράτος θα εξαφανιζόταν σταδιακά μετά τη σοσιαλιστική επανάσταση, ωστόσο αυτό δε σήμαινε ότι θα καθιστούσε το προλεταριάτο παθητικό θεατή σ' αυτή την αταξική κοινωνία. Τουναντίον θα υπήρχε μια μεταβατική φάση στην οποία θα ήταν επιβεβλημένη η «δικτατορία του προλεταριάτου», για να καμφθεί η αντίδραση των καταπιεστών και εκμεταλλευτών, και για να «καθοδηγηθεί» η μεγάλη πλειονότητα του λαού, κυρίως οι αγρότες και οι μικροαστοί, στη διαδικασία της σοσιαλιστικής κοινωνίας. Ο Λένιν, αν και είχε επίγνωση του τεράστιου χάσματος μεταξύ της ουτοπίας μιας αταξικής κοινωνίας χωρίς κράτος που επαγγελλόταν και της στυγνής πραγματικότητας που εξέφραζε η διατύπωση για την αναγκαιότητα της «δικτατορίας του προλεταριάτου», ιδίως σε μια υπανάπτυκτη χώρα με ισχνό βιομηχανικό προλεταριάτο, δεν έδειχνε να απασχολείται ιδιαίτερα μ' αυτή η αντίφαση.
Αυτό και μία σειρά από άλλα παρόμοια παραδείγματα επιτρέπουν σε πολλούς να τον κατηγορούν για άκρατο οπορτουνισμό και να υποστηρίζουν ότι εκμεταλλεύτηκε τις στυγνές συνθήκες στη Ρωσία το 1917
για να καταλάβει την εξουσία στο όνομα μιας ουτοπίας1 8. Αν και ορισμένες από αυτές τις κατηγορίες είναι υπερβολικές, ή ακόμα και εμπαθείς, δεν χωράει αμφιβολία ότι ο Λένιν, με τις ιδέες και προτάσεις του, ουσιαστικά δεν προσέφερε λύσεις για σχεδόν κανένα από τα κολοσσιαία προβλήματα που αντιμετώπιζε η Ρωσία, από τον κοινωνικο-πολιτικό εκσυγχρονισμό της έως το πρόβλημα των εθνοτήτων, τα οποία απλώς μετέθετε. Ωστόσο αυτό μπορούσε να καλυφθεί από την τεράστια απήχηση που ε ίχε η Οκτωβριανή Επανάσταση καθώς και από μία σειρά από θεαματικές χειρονομίες των μπολσεβίκων, όπως ο μονομερής τερματισμός του πολέμου και η κατανομή της γης στους άκληρους αγρότες, αμέσως μετά την κατάληψη της εξουσίας.
242 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αυτά τα δυο ζητήματα, δηλαδή ο πόλεμος και η διανομή της γης, αποτελούσαν τα κύρια σημεία διαφοροποίησης μεταξύ της προσωρινής κυβέρνησης και των μενσεβίκων από τη μια πλευρά και των μπολσεβίκων από την άλλη. Για τους πρώτους, αυτά τα καυτά ζητήματα θα έπρεπε να διευθετηθούν με βάση τη συνταγματική νομιμότητα, δηλαδή από μια νόμιμη κυβέρνηση που θα σχηματιζόταν μετά τη σύγκληση μιας Συνταγματικής Συνέλευσης που θα αποφαινόταν για το χαρακτήρα του νέου καθεστώτος. Ωστόσο, για τον Λένιν, όλα αυτά ήταν υπεκφυγές και έλλειψη πολιτικού θάρρους. Σ' αυτό είχε εν μέρει δίκιο, καθώς η στυγνή πραγματικότητα δεν επέτρεπε αναβλητικότητα. Π.χ. ήταν ανόητο, έλεγε ο Λένιν, να διατείνεται το καθεστώς ότι το ζήτημα της συνέχισης του πολέμου θα έπρεπε να διευθετηθεί με δημοκρατικές διαδικασίες καθώς οι Ρώσοι στρατιώτες ήδη «είχαν ψηφίσει με τα πόδια τους», δηλαδή εγκαταλείποντας το μέτωπο και συρρέοντας στις πόλεις όπου αποτελούσαν το καλύτερο επαναστατικό υλικό. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και με το ζήτημα της διανομής της γης στους άκληρους χωρικούς, οι οποίοι είχαν ήδη αρχίσει να παίρνουν το νόμο στα χέρια τους.
Το Σεπτέμβριο του 1917 ένας ακροδεξιός στρατηγός, ο Κορνίλωφ, αποπειράθηκε να ανατρέψει την προσωρινή κυβέρνηση με στρατιωτικό πραξικόπημα. Αν και αυτό απέτυχε, ωστόσο απέδειξε πόσο εύθραυστό και επισφαλές ήταν το καθεστώς. Σ' αυτό το συμπέρασμα κατέληξαν τουλάχιστον ο Λένιν, ο Τρότσκι και άλλοι μπολσεβίκοι οι οποίοι έλεγχαν τώρα τα Σοβιέτ της Μόσχας και της Πετρούπολης. Ο Λένιν, που επέστρεψε στην Πετρούπολη για να αναλάβει προσωπικά την καθοδήγηση της εξέγερσης, εξέθεσε τους σκοπούς του στα άλλα μέλη της Κεντρικής Επιτροπής των μπολσεβίκων πολλοί από τους οποίους αντέδρασαν μάλλον αρνητικά, θεωρώντας ότι η στιγμή δεν ήταν κατάλληλη για την κατάληψη της εξουσίας. Αν και αυτές οι διαβουλεύσεις είχαν διαρρεύσει, ο Λένιν αποφάσισε, στις 9 Οκτωβρίου 1917 (π. ημ.), να προχωρήσει στην κατάληψη της εξουσίας, παρά τις αντιρρήσεις στο κόμμα του. Κύριος υπεύθυνος για τη οργάνωση του σχεδίου για την κατάληψη της εξουσίας ορίστηκε ο Τρότσκι.
Αν και η κυβέρνηση είχε επίγνωση του σχεδίου αυτού, στάθηκε αδύνατη να αντιδράσει. Τη νύχτα της 24 προς 25 Οκτωβρίου τα σημαντικό-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 243
τερα κυβερνητικά κτίρια καταλήφθηκαν από τις δυνάμεις του Σοβιέτ της Πετρούπολης ενώ το καταδρομικό σκάφος Ααρόρα από τη ναυτική βάση της Κροστάνδης, έστρεψε τα κανόνια του προς το χειμερινό ανάκτορο. Τα περισσότερα μέλη της προσωρινής κυβέρνησης συνελήφθησαν, όχι όμως και ο πρωθυπουργός, Κερένσκι, ο οποίος κατόρθωσε να διαφύγει και αργότερα δραπέτευσε στη Δύση. Την άλλη μέρα, το Δεύτερο Πανρωσικό Συνέδριο των Σοβιέτ επικύρωνε τα διατάγματα του Λένιν για άμεση ειρήνη και για την κατανομή της γης. Το διάταγμα για την ειρήνη υποσχόταν το τέλος της μυστικής διπλωματίας και άμεσες συνομιλίες για τη σύναψη μιας δημοκρατικής ειρήνης χωρίς προσαρτήσεις και χωρίς αποζημιώσεις19. Λίγες εβδομάδες αργότερα, ο Τρότσκι, που είχε αναλάβει επίτροπος (υπουργός) για Εξωτερικές Υποθέσεις, δήλωνε ότι η αποστολή του ήταν πολύ απλή: θα καταγγείλω δημόσια τις μυστικές συμφωνίες που έχει συνάψει το τσαρικό καθεστώς με τους Συμμάχους «και μετά θα κλείσω το μαγαζί», εννοώντας το ρωσικό υπουργείο Εξωτερικών.
Ένας νεαρός Αμερικανός δημοσιογράφος, ο John Read, που παρέστη μάρτυρας αυτών των συγκλονιστικών γεγονότων, στο βιβλίο του Δ έκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο, κατέγραψε με τον πιο ζωντανό τρόπο αυτές τις δραματικές εξελίξεις. Μπορεί η Οκτωβριανή Επανάσταση να μην είχε τη μαζικότητα της Γαλλικής, ωστόσο κανείς δεν αμφιβάλλει για την ιστορική σημασία της. Όπως παρατηρεί ο Eric Hobsbawm, «οι πρακτικές επιπτώσεις του 1917 ήταν κατά πολύ μεγαλύτερες και μακρόχρονες απ' ό,τι εκείνες το 1789»20. Αναμφίβολα η Οκτωβριανή Επανάσταση αποτελεί το σημαντικότερο πολιτικό γεγονός του αιώνα μας, ίσως σημαντικότερο και από εκείνα του 1989-91 που ουσιαστικά σήμαιναν την αναίρεσή της.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση υποσχόταν την απαρχή μιας νέας εποχής για την ανθρωπότητα, που θα τη διαφοροποιούσε από τις προηγούμενες, τουλάχιστον στον ίδιο βαθμό με τη Γαλλική. Αυτή θα σηματοδοτούσε την επικράτηση του σοσιαλισμού στις ανεπτυγμένες χώρες και την οικονομική, κοινωνική και πολιτική απελευθέρωση όλων των καταπιεσμένων λαών της περιφέρειας. Ταυτόχρονα, με την παγκόσμια επικράτηση της επανάστασης, θα καταργούνταν οι πόλεμοι. Στις τραγικές
244 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
συνθήκες που επικρατούσαν, όχι μόνο στη Ρωσία αλλά σε όλη την Ευρώπη, η Οκτωβριανή Επανάσταση πρόβαλλε ένα όραμα και μία διέξοδο που δύσκολα μπορούσε να αγνοηθεί. Βέβαια, το ότι υπήρχε ένα αβυσσαλέο χάσμα μεταξύ οράματος και πραγματικότητας, κυρίως στην υποανάπτυκτη Ρωσία, δεν άργησε να γίνει αντιληπτό. Ωστόσο δεν θα πρέπει να ξεχνάμε την τεράστια απήχηση που είχε η Οκτωβριανή Επανάσταση, κυρίως στη γενιά του Μεσοπολέμου, σε μεγάλα στρώματα στην Ευρώπη, κυρίως σε διανοούμενους, καλλιτέχνες και συγγραφείς, από τον Ludwig Wittgenstein, που κάποτε αποκάλεσε τον εαυτό του μπολσεβίκο, έως τους Γάλλους διανοούμενους της «δυτικής όχθης» του Σηκουάνα.
Η Οκτωβριανή Επανάσταση υποσχόταν ακόμη ένα νέο κόσμο χτισμένο από τα συντρίμμια του πολέμου. Το επαναστατικό πάθος των μπολσεβίκων, το θάρρος και η φαντασία τους, όπως αποδείκνυε η ευκολία με την οποία κατέλαβαν την εξουσία, η αποφασιστικότητά τους και η απόρριψη σε αυτούς «ξεπερασμένων» νοοτροπιών, ήταν επόμενο να βρουν ανταπόκριση σε μεγάλα στρώματα της κοινής γνώμης που βρισκόταν σε απόγνωση. Π.χ. ενώ οι μπολσεβίκοι, στο Μπρεστ-Λιτόβσκ το Μάρτιο του 1918, παραχωρούσαν στους Γερμανούς τεράστιες εκτάσεις με αντάλλαγμα την ειρήνη, η δική τους στρατιωτικο-πολιτική ηγεσία θυσίαζε εκατομμύρια νεκρούς και ακρωτηριασμένους, για την κατάληψη λίγων χιλιομέτρων γης, στον άχαρο πόλεμο του Δυτικού Μετώπου. Επίσης, η δημοσίευση από τους μπολσεβίκους των μυστικών συμφωνιών, που είχε συνάψει με τους Αγγλο-Γάλλους το τσαρικό καθεστώς, ή το θέαμα του Τρότσκι, του αρχηγού της σοβιετικής αντιπροσωπείας, στο Μπρεστ-Λιτόβσκ, να μοιράζει προκηρύξεις σε Γερμανούς στρατιώτες στις οποίες τους προέτρεπε σε εξέγερση και λιποταξία, ήταν πρωτάκουστα, και προκαλούσαν τη μήνι όλων των καθεστώτων που είχαν κάθε λόγο να αισθάνονται ανασφαλή.
Αυτό έγινε πιο εμφανές μετά τον τερματισμό του πολέμου και τη σύναψη ειρήνης. Θα πρέπει να υπενθυμίσουμε ότι για τον Λένιν και άλλους βετεράνους μπολσεβίκους, όπως ο Τρότσκι και ο Μπουχάριν, η Οκτωβριανή Επανάσταση δεν αποτελούσε αυτοσκοπό αλλά την απαρχή μιας παγκόσμιας επανάστασης με επίκεντρο την Ευρώπη. Με άλλα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 245
λόγια, οι μπολσεβίκοι αποτελούσαν την προσωρινή μόνο ηγεσία της παγκόσμιας επανάστασης και αρχικά πίστευαν ότι, σύντομα, μέσα σε λίγους μήνες, θα παρέδιδαν τα ηνία σε άλλες πιο ανεπτυγμένες χώρες, όπως η Γερμανία, η οποία θα ανακτούσε το ρόλο που κατείχε πριν το 1914 ως το λίκνο του σοσιαλισμού. Το φθινόπωρο του 1918, με την κατάρρευση του καθεστώτος στη Γερμανία, ξέσπασε μια κοινωνική αναστάτωση, με γενικές απεργίες στο Βερολίνο και άλλες πόλεις και τη σύσταση Συμβουλίων Στρατιωτών και Εργατών, κατά το σοβιετικό πρότυπο. Στους επόμενους 3-4 μήνες, έως την άνοιξη του 1919, η Γερμανία βρίσκεται σε πρωτοφανή πολιτικό αναβρασμό και στα πρόθυρα επανάστασης. Σε διάφορες πόλεις, τα Επαναστατικά Συμβούλια βρέθηκαν να ελέγχουν πρόσκαιρα την εξουσία, ενώ στο Μόναχο κηρύσσεται για λίγες μέρες, το Μάρτιο του 1919, μια σοβιετική κυβέρνηση.
Τελικά, όμως, η επανάσταση στη Γερμανία απέτυχε για διάφορους λόγους, όπως οι διαμάχες μεταξύ των σπαρτακιστών της Ρόζας Λούξεμπουργκ και του Καρλ Λίμπνεχτ με τους ανεξάρτητους σοσιαλιστές, οι οποίοι είχαν αποσκιρτήσει από το σοσιαλιστικό κόμμα το 1914, αλλά ε ίχαν κρατήσει μια αμφιλεγόμενη στάση στη διάρκεια του πολέμου. Επίσης, η έμφαση των σπαρτακιστών σε αυθόρμητη επαναστατική δράση στερούσε τη δυνατότητα συντονισμού στην προσπάθεια για την κατάληψη της εξουσίας, όπως έγινε στη Ρωσία με τους μπολσεβίκους. Τέλος, η επανάσταση στη Γερμανία προσέκρουσε στην αντίσταση όχι μόνο των αστικών και αντιδραστικών δυνάμεων αλλά και του Γερμανικού Σοσιαλιστικού Κόμματος το οποίο έμεινε ως το τέλος πιστό στις θέσεις του και, στις κρίσιμες στιγμές, προτίμησε να παίξει πρωταγωνιστικό ρόλο για μία ομαλή μετάβαση από το αυταρχικό καθεστώς σε μια δημοκρατία αστικού τύπου, με την ανοχή, αν όχι τη συναίνεση, του στρατιωτικοπολιτικού κατεστημένου της περιόδου του πολέμου.
Προ'ίόν αυτής της κάπως ανίερης συνύπαρξης ήταν η Δημοκρατία της Βα'ίμάρης, που ιδρύθηκε το 1919, με πρόεδρο το βετεράνο σοσιαλιστή ηγέτη Friedrich Ebert, ο οποίος είχε χάσει δυο γιους στον πόλεμο. Έτσι είχε δημιουργηθεί ένα αγεφύρωτο χάσμα, το οποίο ουσιαστικά διατηρήθηκε έως το 1989, μεταξύ των σοσιαλιστών οι οποίοι ήταν έκθετοι σε κατηγορίες από τους κομμουνιστές ότι «έσωσαν» το παλιό κα-
246 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θεστώς και ότι προτίμησαν να στηριχτούν και να συγχωρήσουν τα εγκλήματα των φασιστοειδών παρακρατικών οργανώσεων, των freikorps, οι οποίες επιδίδονταν σε ένα όργιο τρομοκρατίας και δολοφονιών κατά της εργατικής τάξης, Μεταξύ των θυμάτων τους συμπεριλαμβάνονταν η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ, οι οποίοι δολοφονήθηκαν τον Ιανουάριο του 1919, Αυτά τα γεγονότα σηματοδοτούσαν το πλαίσιο των ευρωπα'ίκών εξελίξεων του Μεσοπολέμου, Με άλλα λόγια η επανάσταση στη Γερμανία, στην οποία τόσες πολλές ελπίδες είχαν εναποθέσει οι μπολσεβίκοι, ε ίχε αποτύχει,
Η μόνη άλλη ευρωπα'ίκή χώρα όπου εκδηλώθηκε παρόμοια σοβιετική επανάσταση ήταν η Ουγγαρία, όπου το Μάρτιο του 1919 το νεοσύστατο κομουνιστικό κόμμα με ηγέτη τον Bela Κυn, κατέλαβε την εξουσία, Ωστόσο δεν επιβίωσε πάνω από δυο εβδομάδες και ανετράπη από μια στρατιωτική χούντα υπό το ναύαρχο Χόρτι, Ο τραγικός επίλογος αυτής της ιστορίας ήταν η εκτέλεση του Bela Κυn, όχι από το ουγγρικό στρατιωτικό καθεστώς αλλά από το σταλινικό, στις εκκαθαρίσεις του 1936, σαν «πράκτορα του ιμπεριαλισμού», Μέρος της «κληρονομιάς» της ουγγρικής επανάστασης του 1919, ήταν ο μαρξιστής φιλόσοφος Georg Lukacs, ο οποίος, ωστόσο, παρά τις μεμψιμοιρίες του, υπηρέτησε πιστά τον Στάλιν, και το σταλινισμό, καθώς και ο διεθνούς κύρους μαρξιστής οικονομολόγος Βάργκας,
Η αποτυχία των επαναστάσεων στην Ευρώπη σήμαινε, για τους μπολσεβίκους, ότι η επικράτηση της παγκόσμιας επανάστασης δεν ήταν πλέον «ζήτημα μηνών αλλά ετών», Αυτή η διαπίστωση είχε κολοσσιαίες επιπτώσεις οι οποίες ουσιαστικά σφράγισαν το μέλλον της Οκτωβριανής Επανάστασης και δημιούργησαν τις συνθήκες για το μετέπειτα εκφυλισμό της, Οι αποτυχημένες επαναστάσεις στην Ευρώπη, σε συνδυασμό με την κλιμακούμενη εχθρότητα προς το σοβιετικό καθεστώς των δυτικών δυνάμεων, κυρίως των Βρετανών και των Αμερικανών21, ανάγκαζαν τους μπολσεβίκους να ανασυνταχθούν και να προσαρμόσουν τη στρατηγική τους στα νέα δεδομένα, Η διαπίστωση ότι η πορεία προς την παγκόσμια επανάσταση επρόκειτο να είναι μακρά, σε συνδυασμό με τη σκαιότητα με την οποία αντιμετώπιζε η Δύση το σοβιετικό καθεστώς και η οποία, αν μη τι άλλο, έγινε πιο έντονη μετά τη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 247
συνθηκολόγηση της Γερμανίας22, καθιστούσε πιο επιτακτική την ανάγκη για την οργάνωση και το συντονισμό αυτής της προσπάθειας.
Αποτέλεσμα ήταν η ίδρυση της Κομουνιστικής Διεθνούς (Κόμιντερν), με έδρα τη Μόσχα. Το πρώτο συνέδριό της έγινε την άνοιξη του 1919, αλλά είχε περιορισμένη συμμετοχή λόγω των δυσμενών συνθηκών και της άρνησης πολλών κυβερνήσεων να δώσουν βίζα σε άτομα που ήθελαν να συμμετάσχουν. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι εκείνη την εποχή υπήρχε σε εξέλιξη μία στρατιωτική δυτική επέμβαση σχεδόν από όλες τις πλευρές της Σοβιετικής Ένωσης (από βορειοδυτικά έως νοτιοανατολικά) που αποσκοπούσε στην ανατροπή του σοβιετικού καθεστώτος. Παράλληλα οι μπολσεβίκοι είχαν να αντιμετωπίσουν την αντεπανάσταση των δυνάμεων που πρόσκεινταν στην τσαρική εξουσία. Με άλλα λόγια, το σοβιετικό καθεστώς αντιμετώπιζε μια θανάσιμη, και καλά ενορχηστρωμένη, εσωτερική και εξωτερική απειλή. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ιδρύθηκε η Κόμιντερν η οποία πήρε πιο σαφές σχήμα στο 20 Συνέδριό της, τον Ιούλιο του 1920, στη Μόσχα.
Η Κόμιντερν ουσιαστικά θεωρήθηκε το γενικό επιτελείο, το στρατηγείο της παγκόσμιας επανάστασης. Τα κόμματα και οι επαναστατικές οργανώσεις που συμμερίζονταν αυτό το στόχο καλούνταν, στο 20 Συνέδριο, να προσυπογράψουν τους 21 όρους που διατυπώθηκαν στη Μόσχα και οι οποίοι απότέλεσαν τον κομματικό κώδικα δεοντολογίας των μετέπειτα κομουνιστικών κομμάτων. Αν και στους όρους αυτούς αναφερόταν η ανάγκη για πειθαρχία, ή ακόμα και η «άνευ όρων συμπαράσταση σε κάθε σοβιετική δημοκρατία στον αγώνα της κατά της αντεπανάστασης», ωστόσο η Κόμιντερν δεν θεωρήθηκε, το 1920, ως απλό φερέφωνο της Σοβιετικής Ένωσης. Άλλωστε, την εποχή εκείνη, το σοβιετικό καθεστώς είχε περιορισμένες δυνατότητες να επιβάλει τη «σιδηρά πειθαρχία» που επέβαλε αργότερα ο Στάλιν στα κομουνιστικά κόμματα. Το 1920-24 μια σειρά από σοσιαλιστικά κόμματα ή εργατικές ενώσεις διασπάστηκαν και προσχώρησαν στην Κόμιντερν. Από τα πρώτα ήταν το Γαλλικό και το Ιταλικό ΚΚ. Στη Γερμανία, οι Ανεξάρτητοι Σοσιαλιστές, που είχαν αποσχιστεί το 1914 από το SPD, και στις εκλογές του 1920 είχαν συγκεντρώσει 5 εκατομμύρια ψήφους (ενώ οι σπαρτα-
248 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κιστές-κομουνιστές μόνο μισό εκατομμύριο) προσχώρησε κι αυτό στην Κόμιντερν.
Η περίοδος 1921-1925 είναι μια μεταβατική φάση για το σοβιετικό καθεστώς. Παρά την ίδρυση της Κόμιντερν, οι αναμενόμενες επαναστάσεις στην Ευρώπη δεν ευοδώνονται, ακόμα και στη Γερμανία, στην οποία επικεντρώνουν οι μπολσεβίκοι την προσοχή τους. Σταδιακά το σοβιετικό καθεστώς στρέφεται προς τα τεράστια εσωτερικά προβλήματα της χώρας και στην εδραίωση της εξουσίας του. Έτσι το 1921, με την ουσιαστική επικράτηση του καθεστώτος και την εξάλειψη του εσωτερικού και εξωτερικού κινδύνου, ολοκληρώνεται η φάση του «ένοπλου κομουνισμού». Το 1921, για να αντιμετωπιστεί το φάσμα της πείνας και ο κίνδυνος της οικονομικής κατάρρευσης, οι μπολσεβίκοι υιοθετούν την Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΟΠ), ένα μικτό οικονομικό σύστημα το οποίο επιτρέπει σ' ένα βαθμό την ιδιωτική πρωτοβουλία, κυρίως στον αγροτικό τομέα όπου οι εύποροι αγρότες μπορούν τώρα να συσσωρεύσουν πλεόνασμα. Το σύνθημα της ΝΟΠ είναι «Κουλάκοι, πλουτίστε»!
Παράλληλα το σοβιετικό καθεστώς, σταδιακά, επανακτά τον έλεγχο στις τεράστιες επαρχίες της πρώην τσαρικής Ρωσίας, στον Καύκασο και κυρίως στην Κεντρική Ασία, όπου οι εθνικιστές είχαν πάρει στα σοβαρά τη λενινιστική αρχή περί του δικαιώματος των λαών για αυτοδιάθεση και την είχαν μετουσιώσει σε πράξη. Η επανενσωμάτωσή τους στη Σοβιετική Ένωση έγινε από μπολσεβίκικα κόμματα κάθε εθνότητας τα οποία, εξ ονόματος όλου του έθνους, αποφάσιζαν να προσχωρήσουν στην Ένωση Σοσιαλιστικών Σοβιετικών Δημοκρατιών (ΕΣΣΔ). Μ' αυτό τον αμφιλεγόμενο και όχι απόλυτα δημοκρατικό τρόπο, καθώς πουθενά δεν υπήρξε δημοψήφισμα για το εάν αυτοί οι λαοί πράγματι επιθυμούσαν την ενσωμάτωσή τους στην ΕΣΣΔ, επανεντάχτηκαν κάτω από τη ρωσική κηδεμονία, όπου και παρέμειναν για άλλα 70 περίπου χρόνια. Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι το εθνικό ζήτημα αποτέλεσε την αχίλλειο πτέρνα της Σοβιετικής Ένωσης. Κάθε φωνή για εθνική αυτονομία καταπνιγόταν και οι εκπρόσωποί της φυλακίζονταν ή στέλνονταν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης ως αντεπαναστάτες και «αντιδραστικοί». Βέβαια είναι περιττό να προσθέσουμε ότι αυτές οι πρακτικές
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 249
προσέλαβαν άγρια μορφή μετά την επικράτηση του Στάλιν, αν και η αιματηρή καταστολή της εξέγερσης της Κροστάνδης, το 1921, αποτελούσε κακό οιωνό.
* * *
Άλλο ένα επακόλουθο του πολέμου ήταν η εμφάνιση φασιστικών κινημάτων σε διάφορες χώρες της Ευρώπης. Πιο έντονα ήταν αυτά τα φαινόμενα στη Γερμανία ή σε χώρες λιγότερο ανεπτυγμένες, πολιτικά, κοινωνικά ή οικονομικά. Ουσιαστικά σε πολλά από τα νεοσύστατα κράτη που προέκυψαν μετά τον πόλεμο, όπως η Ουγγαρία, η Πολωνία, και η Γιουγκοσλαβία, επιβλήθηκαν αυταρχικά ή ακόμα και φασιστοειδή καθεστώτα. Ωστόσο η πιο σημαντική εξέλιξη, όσον αφορά το φασιστικό κίνημα, στην πρώτη μεταπολεμική περίοδο, ήταν η επικράτηση του Μπενίτο Μουσολίνι, το 1922. Ο ιταλικός φασισμός, όπως και οι άλλοι, ήταν ένα αμάλγαμα κοινωνικής προσαρμογής και μετάβασης από μια αγροτική-παραδοσιακή κοινωνική δομή στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία. Με άλλα λόγια, ο φασισμός, για ορισμένους αναλυτές, αποτέλεσε μια αναπόφευκτη αν και οδυνηρή μεταβατική φάση στη διαδικασία του «εκσυγχρονισμού» πολλών ευρωπα"ίκών κοινωνιών και εξέφραζε σύνδρομα όπως η κοινωνική αλλοτρίωση ή οι δυσκολίες προσαρμογής στις συνθήκες της βιομηχανικής κοινωνίας23. Μια δεύτερη συνισταμένη, σχεδόν σε όλα τα φασιστικά κινήματα του Μεσοπολέμου, με την εξαίρεση του φασισμού στην Ιβηρική χερσόνησο, ήταν ένας επιθετικός εθνικισμός και η ξενοφοβία, με κύριο σημείο αναφοράς τον αντισημιτισμό.
Στην περίπτωση της Ιταλίας, το φασιστικό κίνημα, το οποίο υπήρχε σε λανθάνουσα κατάσταση ήδη πριν τον πόλεμο του 1914, προσέλαβε μεγάλες διαστάσεις με το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου. Η απόκτηση από την Ιταλία περιοχών όπως το νότιο Τυρόλο, με σαφή γερμανικό πληθυσμό, και η Τριέστη στην Αδριατική, δεν ικανοποιούσαν τις ιταλικές φιλοδοξίες. Όπως είδαμε παραπάνω, η Ιταλία πρωτοστάτησε, το 1919-22, στην υφαρπαγή εδαφών από την καταρρέουσα Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ο Ιταλός υπουργός των Εξωτερικών Vittorio Orlando εκνεύρισε τόσο πολύ τον Αμερικανό πρόεδρο Wilson, στις συνομιλίες
250 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
του 1919 για ειρήνη, που ο τελευταίος αναγκάστηκε να κάνει έκκληση στον ιταλικό λαό. Αυτό προκάλεσε την αποχώρηση της ιταλικής αντιπροσωπείας από τις συνομιλίες στο Παρίσι, την πτώση της ιταλικής κυβέρνησης και συμπλοκές μεταξύ ιταλικών και γαλλικών δυνάμεων στην αμφισβητούμενη περιοχή του Φιούμε, τη σημερινή Ριέκα, στην Αδριατική.Ι Στις 12 Σεπτεμβρίου 1919, ο Ιταλός συγγραφέας Gabriele D' AnηυηΖίο, με μια ομάδα εθελοντών, ε ισήλθε στο Φιούμε το οποίο πλέον αποτελούσε το σύμβολο του ιταλικού αλυτρωτισμού. Ο D' ΑηηυηΖίο δημιούργησε στο Φιούμε μια φασιστική δομή, με την τυφλή πίστη στον ηγέτη, τις μαζικές παρελάσεις, τους εμπρηστικούς λόγους, τις ειδικές στρατιωτικές ομάδες μελανοχιτώνων κ.Μ.
Το παράδειγμα του D' ΑηηυηΖίο δεν πέρασε απαρατήρητο από τον Μουσολίνι, έναν πρώην σοσιαλιστή και συντάκτη της σοσιαλιστικής εφημερίδας, και κυρίως ο παθολογικός εθνικισμός του και η απέχθειά του προς την κοινοβουλευτική δημοκρατία και το σοσιαλισμό. Το 1917 ο Μουσολίνι απαλλάχτηκε από το στρατό λόγω αναπηρίας και μαζί με άλλους πρώην συμπολεμιστές του ίδρυσε την οργάνωση Fasci Italiani di Combatimento (Ιταλικές Ομάδες Κρούσης). Το 1921, έχοντας στο μεταξύ μετριάσει κάπως τη ρητορική του, ο Μουσολίνι κατέβηκε στις εκλογές και κέρδισε 35 έδρες. Τον επόμενο χρόνο, στις 29 Οκτωβρίου 1922, ενώ οι οπαδοί του έκαναν πορεία από το Φιούμε στη Ρώμη για τη βίαιη κατάληψη της εξουσίας, το καθεστώς κατέρρευσε και ο Μουσολίνι χρίστηκε πρωθυπουργός24. Η ευκολία με την οποία κατέρρευσε το αστικό καθεστώς στην Ιταλία υποδήλωνε πόσο σαθρό ήταν, και αποτελούσε απόδειξη της δύναμης της ολοκληρωτικής θέλησης για τον Μουσολίνι που δεν έχασε καιρό και υλοποίησε την επαγγελία του για τη δημιουργία ενός φασιστικού έθνους. Έτσι ο Μουσολίνι διεκδικεί το copyright για τις πιο επαχθείς λέξεις του πολιτικού λεξιλογίου του 200ύ αιώνα: ολοκληρωτισμός και φασισμός.
Το φασιστικό κίνημα στη Γερμανία παρουσίαζε αρκετές ομοιότητες με εκείνο στην Ιταλία. Στην περίπτωση της Γερμανίας, ο ρόλος πρώην μάχιμων από τα μέτωπα ήταν πολύ πιο ενεργός απ' ό,τι στην Ιταλία. Τα «ελεύθερα στρατιωτικά σώματα» (freikorps) που αποτέλεσαν τον πυρήνα των φασιστικών οργανώσεων μετά το 1918, απαρτίζονταν σχεδόν
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 25 1
εξ ολοκλήρου από πρώην μάχιμους εθνικιστές με κάποιο ρομαντισμό, απογοήτευση για την ήττα και έντονα προβλήματα προσαρμογής ή επανένταξης στην κοινωνία. Αυτές οι ομάδες πρωτοστάτησαν στην καταστολή της εξέγερσης των σπαρτακιστών το 1918-19 και ευθύνονταν για τις δολοφονίες της Ρόζας Λούξεμπουργκ, του Καρλ Λίμπνεχτ, καθώς και άλλων πολιτικών που δεν ανήκαν στην επαναστατική αριστερά, όπως ο Matthias Erzberger, που υπέγραψε τη Συνθήκη των Βερσαλιών, ή ο Walther Rathenau ο οποίος είχε την ατυχία να είναι Εβραίος και, ως υπουργός των Εξωτερικών, υπέγραψε τη Συνθήκη του Rapalo με τη Σοβιετική Ένωση το 1922.
Αυτό που έχει σημασία είναι η επιείκεια ή η αδιαφορία που επιδείκνυαν η δικαιοσύνη και η αστυνομία σ' αυτές τις δολοφονικές πράξεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι χρειάστηκαν σχεδόν 60 χρόνια για να ασχοληθεί η γερμανική δικαιοσύνη, για τους τύπους μάλλον, με την υπόθεση της δολοφονίας της Λούξεμπουργκ και του Λίμπνεχτ. Σε μια από αυτές τις εξτρεμιστικές οργανώσεις προσχώρησε και ο Αδόλφος Χίτλερ, όταν επέστρεψε από τον πόλεμο. Ο Χίτλερ πολέμησε στο Δυτικό Μέτωπο και συμμετείχε σε ορισμένες από τις πιο αιματηρές επιχειρήσεις. Παρασημοφορήθηκε δύο φορές για ανδραγαθίες. Όταν η Γερμανία συνθηκολόγησε, το Νοέμβριο του 1918, ο Χίτλερ ήταν καθ' οδόν προς το Μόναχο, το οποίο βρισκόταν σε πολιτικό αναβρασμό, με τους κομμουνιστές-σπαρτακιστές να καταλαμβάνουν την εξουσία, για λίγες εβδομάδες, το Μάρτιο του 1919, και να ανακηρύσσουν τη Βαυαρία Σοβιετική Δημοκρατία. Οι πληροφορίες για τη δράση του Χίτλερ σ' αυτά τα δραματικά γεγονότα διίστανται. Ορισμένοι ιστορικοί θεωρούν ότι ο Χίτλερ συμμετείχε σε αντικομουνιστικές οργανώσεις για την πάταξη της κομουνιστικής εξέγερσης, ενώ άλλοι πιστεύουν, και μάλλον έχουν δίκιο, ότι ο Χίτλερ, που--πολιτικά δεν ε ίχε ακόμα κατασταλάξει και αναζητούσε πολιτική στέγη, συμμετείχε στην εξέγερση και έφερε το περιβραχιόνιο των κομουνιστών25. Ωστό�o, μετά την καταστολή της κομουνιστικής εξέγερσης, ο Χίτλερ ισχυρίστηκε ότι είχε συλληφθεί από τους κομουνιστές. Κατόπιν εντάχθηκε σε μια από τις πολλές εξτρεμιστικές οργανώσεις που υπήρχαν στο Μόναχο και συνδέθηκε με παλιούς του «συντρόφους», δηλαδή συμπολεμιστές του από το μέτωπο.
252 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Στα χρόνια 1919-23 ο Χίτλερ αναδεικνύει το ταλέντο του σαν δημαγωγός και κομματικός ινστρούχτορας. Την ίδια εποχή συνδέεται με τη φασιστική ομάδα κρούσης των S.A. και προσωπικά με τον ηγέτη τους, λοχαγό Roehm. Αυτές οι ομάδες κρούσης αποτέλεσαν αργότερα την αιχμή του δόρατος του Ναζιστικού Κόμματος που ίδρυσε ο ίδιος ο Χίτλερ. Ωστόσο, στη φάση αυτή, αν και η ρητορεία και το αναμφισβήτητο πολιτικό ταλέντο του Χίτλερ είχαν ήδη αναγνωριστεί, ο ίδιος δεν αποτελούσε υπολογίσιμη αυτόνομη δύναμη και η «εμβέλειά» του ήταν περιορίσμένη. Το όνομά του έγινε ευρύτερα γνωστό μετά την ανεπιτυχή προσπάθεια για πραξικόπημα με τους 600 περίπου ομο'ίδεάτες του στο Μόναχο, το Νοέμβριο του 1923, Αφορμή γι' αυτό το πραξικόπημα αποτέλεσε η γαλλική κατοχή της βιομηχανικής ζώνης του Ruhr, το Φεβρουάριο του 1923, σαν αντίποινα για τη μη καταβολή δόσεων για πολεμικές αποζημιώσεις, Η αντίδραση της γερμανικής κυβέρνησης ήταν η παθητική αντίσταση και η προσφυγή στον πληθωρισμό για να μειωθεί το κόστος της αποζημίωσης. Αυτό αποδείχτηκε ολέθριο γιατί έχασε τον έλεγχο της κατάστασης με τον πληθωρισμό να καλπάζει σε αστρονομικά μεγέθη, με αποτέλεσμα να εξατμιστούν οι οικονομίες των μεσαίων στρωμάτων. Αυτή η μοιραία εξέλιξη είχε σαν αποτέλεσμα την εξώθηση της μεσοαστικής τάξης στη Γερμανία στην άκρα Δεξιά και αποτέλεσε μία από τις κύριες αιτίες για την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία το 1933.
Όμως εκείνος ήταν ανυπόμονος. Τους επόμενους μήνες, οι διάφορες παραστρατιωτικές εθνικιστικές οργανώσεις ενώθηκαν κάτω από την ηγεσία του και στις 6 Νοεμβρίου 1923 ανακήρυσσε το σχηματισμό μιας Εθνικής Κυβέρνησης στη Βαυαρία και διόριζε το στρατηγό Ludendorff, στον οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω, αρχηγό του γενικού του επιτελείου, Την επομένη, οι δυνάμεις του Χίτλερ συγκρούστηκαν με δυνάμεις πιστές στη νόμιμη κυβέρνηση με αποτέλεσμα να σκοτωθούν 16 ναζί και 3 αστυνομικοί. Ο Χίτλερ και ο Goring, ο μετέπειτα υπαρχηγός της ναζιστικής Γερμανίας, δραπέτευσαν, αλλά ο πρώτος συνελήφθη τρεις μέρες αργότερα και δικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλάκιση ενώ ο Ludendorff αθωώθηκε. Τελικά, από τα πέντε χρόνια, ο Χίτλερ εξέτισε μόνο εννέα μήνες στη φυλακή, αρκετό χρόνο για να γράψει το
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 253
ιδεολογικό και πολιτικό μανιφέστο του, το Mein Kαmpj (Ο Αγών μου), ένα βιβλίο που απασχολεί τους ιστορικούς έως τις μέρες μας.
Ο προβληματισμός γύρω από το Mein Kαmpj εστιάζεται στο κατά πόσο αντανακλά τις μετέπειτα πράξεις του Χίτλερ, όπως το ολοκαύτωμα των Εβραίων, την κήρυξη του Β' παγκοσμίου πολέμου, την εκστρατεία του κατά της Σοβιετικής Ένωσης, την κατάλυση της δημοκρατίας στη Γερμανία, κλπ. Ορισμένοι ιστορικοί και πολιτικοί, όπως ο Τσώρτσιλ, θεωρούν ότι το Mein Kαmpj αποτελούσε έναν πιστό οδηγό για τις μετέπειτα πράξεις του Χίτλερ, κυρίως την περίοδο 1939-45. Με άλλα λόγια, ο Χίτλερ ήταν απόλυτα συνεπής με τα όσα είχε διατυπώσει γραπτώς στο Mein Kαmpj και συνεπώς το λάθος δεν ήταν δικό του, αλλά όσων δεν του είχαν δώσει την πρέπουσα σημασία. Ωστόσο μία άλλη σχολή υποστηρίζει ότι είναι ανυπόστατο να πιστεύουμε ότι ο Χίτλερ είχε, το 1924, μια μεγαλόπνοη στρατηγική, την οποία υλοποίησε «με το νι και με το σίγμα» όταν ανήλθε στην εξουσία. Σύμφωνα μ' αυτή τη σχολή, πέρα από ένα γενικό πλαίσιο ως προς τις επιδιώξεις του, ο Χίτλερ στο Mein Kαmpj δεν προβάλλει συγκεκριμένους τρόπους για την υλοποίησή τους. Αυτό οδηγεί στο συμπέρασμα ότι στο Β' παγκόσμιο πόλεμο ο Χίτλερ περισσότερο αυτοσχεδίαζε παρά έθετε σε εφαρμογή ένα επεξεργασμένο σχέδιο το οποίο, για ορισμένους, διατυπώνεται στο Mein Kαmpj26.
Κατά τη γνώμη μου, ο καλύτερος ίσως τρόπος για να ερμηνεύσει κανείς τη σημασία του Mein Kαmpj είναι να το αναλύσει ανεξάρτητα απ' ό,τι επακολούθησε στο Β' παγκόσμιο πόλεμο. Δηλαδή πάνω στη βάση του πώς θα είχε αξιολογηθεί, εάν δεν ε ίχε προκύψει πόλεμος. Άλλωστε θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι το Mein Kαmpj, «διαβαζόταν» αρκετά διαφορετικά πριν από τον πόλεμο, τόσο στη Δύση όσο και στις 20
τουλάχιστον γλώσσες που είχε μεταφραστεί έως το 1940. Ποιες είναι οι βασικές κατευθύνσεις στο Mein Kαmpj και κατά πόσο αυτές αποτελούν ένα συγκροτημένο σύνολο σκέψης ή σκόρπιες ιδέες; Ορισμένα από τα ζητήματα που ανέκυψαν αργότερα, όπως ο αντισημιτισμός, η δημιουργία ενός γερμανικού «ζωτικού χώρου» με την κατάκτηση των αχανών εκτάσεων της Σοβιετικής Ένωσης, οι γενικές κατευθύνσεις της εξωτερικής πολιτικής που ακολούθησε ή προσπάθησε να ακολουθήσει όταν
254 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ήλθε στην εξουσία, με βασικό άξονά της την εξουδετέρωση της Γαλλίας, -το πιο θανάσιμου εχθρού της Γερμανίας- διατυπώνονται με απόλυτη σαφήνεια και ε ιλικρίνεια στο Mein Kαmpf. Σ' αυτά τα θέματα έχει επικεντρωθεί το ενδιαφέρον των ιστορικών, τη μεταπολεμική περίοδο, καθώς και στις περιπλανήσεις του πάνω σε ένα μεγάλο φάσμα από πολιτικά, κομματικά-οργανωτικά, αλλά και θεωρητικά, ακόμα και φιλοσοφικά θέματα. Στα τελευταία, ο απαίδευτος Χίτλερ αποκαλύπτει την ημιμάθειά του και την επίδραση φθηνών εντύπων, λα'ίκίστικου χαρακτήρα, που αφθονούσαν στη Βιέννη πριν το 1914, όπου έζησε σε κατάσταση ανέχειας και κοινωνικής αλλοτρίωσης, πλάθοντας όνειρα για μια μεγάλη καλλιτεχνική σταδιοδρομία που ήξερε καλά ότι ποτέ δεν θα πραγματοποιούνταν.
Οι επιπτώσεις αυτής της μάλλον τραυματικής εμπειρίας στη Βιέννη έχουν αναλυθεί διεξοδικά από τους ειδικούς. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε εδώ είναι πρώτον ότι αυτή η εμπειρία βοήθησε τον Χίτλερ να γνωρίσει από πρώτο χέρι τις οικονομικές-κοινωνικές συνθήκες των λα'ίκών στρωμάτων και να κατανοήσει, καλύτερα από τους περισσότερους Γερμανούς αστούς πολιτικούς, την πολιτική σημασία αυτής της συνισταμένης, στη σκληρά δοκιμαζόμενη Γερμανία από τις επιπτώσεις του πολέμου, από τον πληθωρισμό και, αργότερα, από την οικονομική κρίση. Στα κεφάλαια 2 και 3 του Mein Kαmpf, ο Χίτλερ αναφέρεται διεξοδικά σ' αυτά τα κοινωνικά-οικονομικά προβλήματα των ευρέων στρωμάτων με βάση την εμπειρία του στη Βιέννη. Οπωσδήποτε οι Εβραίοι και οι κομουνιστές θεωρούνται κι αυτοί υπεύθυνοι για τις τραγικές συνθήκες κάτω από τις οποίες ζούσε η μεγάλη μάζα του πληθυσμού. Ωστόσο την κύρια ευθύνη φέρει το κράτος και τα αστικά κομμάτια που ουσιαστικά αδιαφορούσαν. Σε μια εποχή που ο αστικός φιλελευθερισμός δοκιμαζόταν σκληρά, τόσο λόγω του ότι θεωρείτο ότι έφερε τη μεγαλύτερη ευθύνη για τον Α' παγκόσμιο πόλεμο όσο και για την αδυναμία του να αντιμετωπίσει τις τεράστιες οικονομικές, πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις του, ο Χίτλερ διατύπωνε απόψεις που απηχούσαν τους προβληματισμούς μεγάλων στρωμάτων της κοινωνίας. Αυτό, συν η ικανότητα του να μαγνητίζει το λαό με τη δημαγωγική ρητορεία του, αποτέλεσαν δύο από τους βασικότερους συντελεστές της
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 255
αναμφισβήτητης δημοτικότητάς του. Ο Χίτλερ ήταν ο πρώτος που εφάρμοσε κεϋνσιανή οικονομική πολιτική, με την ανάληψη μεγάλων έργων από το κράτος, για να τονώσει την οικονομία και να αντιμετωπίσει τη μάστιγα της ανεργίας, όπως η κατασκευή αυτοκινητόδρομων και άλλα έργα υποδομής. Συνεπώς, αν είχε πεθάνει πριν τον πόλεμο, θα είχε μείνει στην ιστορία σαν ένας μεγάλος κοινωνικός μεταρρυθμιστής: κάτι αντίστοιχο του Φραγκλίνου Ρούζβελτ στην Αμερική, του εμπνευστή του «New Deal» (Νέος Διακανονισμός) .
Όσον αφορά τις τρεις βασικές συνισταμένες στο Mein Kαmpj -ο
αντισημιτισμός, η εμμονή του στο Lebensrαum, δηλαδή στην απόκτηση ενός ζωτικού χώρου από τη Ρωσία, και ο αντιγαλλισμός του- σε καμιά από αυτές ο Χίτλερ δεν πρωτοτυπούσε. Ο αντισημιτισμός είχε πολύ βαθιές καταβολές στην Ευρώπη που ανάγονταν τουλάχιστον στο Μεσαίωνα, αν όχι νωρίτερα. Στη Ρωσία και την ανατολική Ευρώπη ο αντισημιτισμός αποτελούσε μάστιγα που είχε προσλάβει ιδιαίτερα αποτρόπαιη μορφή, στα τέλη του 190υ αιώνα. Επίσης, η γνωστή Υπόθεση Ντρέιφους στη Γαλλία έδειχνε ότι το φαινόμενο του αντισημιτισμού δεν ήταν ξένο στις φιλελεύθερες και πλουραλιστικές χώρες της δυτικής Ευρώπης. Η υποτροπή του αντισημιτισμού από τα τέλη του 190υ αιώνα οφειλόταν σε πολλούς λόγους, όπως στην εθνικιστική και ιμπεριαλιστική έξαρση που αναφέραμε παραπάνω, καθώς και σε εσωτερικές κοινωνικοπολιτικές διεργασίες, που εκφράζονταν με τη «μαζικοποίηση» της πολιτικής. Τα αγροτικά στρώματα που μετακινούνταν στα αστικά κέντρα ήταν πιο εκτεθειμένα στις σειρήνες του αντισημιτισμού, καθώς οι Εβραίοι που κατείχαν ένα δυσανάλογα μεγάλο ρόλο στην οικονομική, πνευματική ακόμα και πολιτική ζωή στην Ευρώπη πριν το 1914, αποτελούσαν γι' αυτά έναν εύκολο στόχο και τον αποδιοπομπαίο τράγο για τα προβλήματα που αντιμετώπιζαν.
Επίσης ο ιμπεριαλισμός είχε προσδώσει νέα ώθηση σε ρατσιστικές προκαταλήψεις τις οποίες τώρα πολλοί προσπαθούσαν να «τεκμηριώσουν» και επιστημονικά. Πολλές από αυτές τις ρατσιστικές θεωρίες, όπως εκείνες του Γάλλου κόμητα Joseph Gobineau, ή του Βρετανού αριστοκράτη Houston Chamberlain, ήταν ευρέως διαδεδομένες και τις αναφέρει ο ίδιος ο Χίτλερ στο Mein Kαmpf Συνεπώς, οι απόψεις του
256 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
περί αρείας φυλής, δεν αποτελούν παρά αναμασήματα άλλων συγγραφέων στα οποία αυτός προσδίδει ένα πολιτικό περικάλυμμα. Κάτι παρόμοιο ισχύει και για τις απόψεις του περί «ζωτικού χώρου». Αυτές, όπως αναφέραμε παραπάνω, δεν ήταν εντελώς άγνωστες πριν από τον Χίτλερ27. Ακόμα και η διαστροφή του Χίτλερ για την εξολόθρευση των Εβραίων δεν αποτελούσε πρωτοτυπία. Π.χ. οι Τούρκοι είχαν προβεί νωρίτερα σε μια σειρά γενοκτονίες. Επίσης και ορισμένοι Γερμανοί στον Α παγκόσμιο πόλεμο που κατείχαν μεγάλα αξιώματα διαλογίζονταν τη φυσική εξόντωση των Σέρβων με μεθόδους σχεδόν πανομοιότυπες μ' εκείνους που χρησιμοποίησαν οι ναζί για την εξόντωση των Εβραίων28.
Βέβαια εκεί που οι απόψεις του Χίτλερ συνέπιπταν απόλυτα με εκείνες του γερμανικού λαού σχεδόν στο σύνολό τους, ήταν αναφορικά με την εξωτερική πολιτική της Γερμανίας, κυρίως η αποστροφή του προς την επαίσχυντη, για τη Γερμανία, Συνθήκη των Βερσαλιών και το μίσος που έτρεφε προς τη Γαλλία, την κύρια αιτία για τα δεινά και την ταπείνωση της Γερμανίας. Όπως γράφει στο Mein Kampf, «ο πιο αδυσώπητος και θανάσιμος εχθρός του γερμανικού λαού είναι και θα είναι η Γαλλία». Δεν είχε καμία σημασία ποιος κυβερνούσε τη Γαλλία, οι Βουρβόνοι ή οι Ιακωβίνοι ή ο Ναπολέων, Κ.λπ. Απώτερος σκοπός όλων τους ήταν να διαμελίσουν τη Γερμανία και να την εξουδετερώσουν. Αντίθετα η Βρετανία, μαζί με την Ιταλία, θα μπορούσαν να αποτελέσουν τους φυσικούς συμμάχους της Γερμανίας29. Ωστόσο αυτά τα αντιγαλλικά αισθήματα είναι ανάμικτα, στο Mein Kamp[, με ένα πραγματικό παραλήρημα αντισημιτισμού, «αυτών των αιμοσταγών και παραδόπιστων Εβραίων τυράννων των εθνών» που, αν ο γερμανικός λαός υπέκυπτε σ' αυτούς, όλη η ανθρωπότητα θα πιανόταν στα πλοκάμια τους30. Συνεπώς οι πιο θανάσιμοι εχθροί του γερμανικού έθνους για τον Χίτλερ, ήταν οι Εβραίοι, οι μπολσεβίκοι-μαρξιστές και οι Γάλλοι, οι οποίοι από κοινού συνωμοτούσαν εναντίον του. Σ' αυτές τις παρανο'ίκές έμμονες ιδέες έμεινε προσκολλημένος έως την τελευταία στιγμή της ζωής του, όταν αυτοκτόνησε στο καταφύγιό του στο Βερολίνο στις 6 Μα'ίου 1945. Κατά πόσο αυτές τις έμμονες ιδέες συμμεριζόταν και ο γερμανικός λαός παραμένει αδιευκρίνιστο. Ωστόσο δεν χωράει αμφιβολία ότι
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 257
το συνονθύλευμα των παραπάνω «προτάσεων» που διατυπώνονται στο Mein Kαmp[ ασκούσαν ιδιαίτερη γοητεία στο γερμανικό λαό που μαστιζόταν από τεράστια προβλήματα πριν το Β' παγκόσμιο πόλεμο. Με άλλα λόγια, τα συνθήματα και τα πολιτικά-ιδεολογικά πιστεύω που διατυπώνονται στο Mein Kαmp[ βοήθησαν τον Χίτλερ να αναρριχηθεί στην εξουσία το 1933 και με τα ίδια συνθήματα να οδηγήσει το γερμανικό λαό και ολόκληρη την Ευρώπη στον όλεθρο.
* * *
Το αποτυχημένο πραξικόπημα του 1923 είχε οδηγήσει τον Χίτλερ σε τρεις βασικές διαπιστώσεις: πρώτον, ότι για να αναρριχηθεί στην εξουσία θα έπρεπε να κινηθεί μέσα στα πλαίσια του πολιτικού, οικονομικού και γραφειοκρατικού συστήματος της Γερμανίας, παρά εναντίον του. Δεύτερον, θα έπρεπε να δημιουργήσει πρώτα ένα δικό του συμπαγές και ομοιογενές κόμμα, αντί να βασίζεται σε ετερόκλητα στοιχεία σκόρπιων οργανώσεων. Και, τρίτον, ότι η διείσδυση στο πολιτικό-γραφειοκρατικό και οικονομικό κατεστημένο της Γερμανίας και η συγκρότηση ενός κομματικού μηχανισμού θα απαιτούσαν χρόν03 ! . Κατά πόσο ο χρόνος δούλευε με το μέρος του, δεν άργησε να φανεί. Μετά από μία σύντομη «αναλαμπή» στη δεκαετία του '20, που θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο, η Ευρώπη, καθώς πάσχιζε να ορθοποδήσει, δέχτηκε ένα θανάσιμο πλήγμα από την οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Αμερική το 1929. Αυτό σήμαινε ότι η ώρα των μετριοπαθών ε ίχε παρέλθει και ότι άνοιγε ο δρόμος για μια νέα ευρωπα'ίκή τραγωδία πολύ μεγαλύτερη και καθοριστική για το μέλλον της ηπείρου από εκείνη του 1914-1918.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Felίx Gilbert with David Clay Large, Τ/ιε Elld ο/ Europeαll Erα, 6.α., σελ. 15 1-52. 2. Briand Bond, Wαr αlld Society ί" Eιιropε : 1870-1970, 6.α., σελ. 1 13. 3. Peter Ν. Stearns, Europeαll Society ί" υρΙιεαναΙ : Socia! HislOry Since 1800, London, Macmillan,
1970, σελ. 310. 4. Στο ίδιο, σελ. 316. 5. Felίx Gilbert with David Clay Large, ΤΙ,ε End ο/ ElIropean Era, 6.α., σελ. 149.
6. Στο (διο, σελ. 150. 7. Peter Ν. Stearns, European .5ociety ίll υρΙ,εαναΙ, 6.α., σελ. 320. 8. Felίx Gilbert with David Clay Large, Τ/ιε End ο/ Europeαιl Erα, 6.α., όελ. 152.
258 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
9. Martin Gίlbert, Brίιαίπ and Geπnany Between ιΙιε Wars, London, Longman, 1976, σελ. 1 . 10. Θα ήταν χρήσιμο να υπογραμμίσουμε ότι οι μπολσεβίκοι θεωρούσαν τους εαυτούς τους γνήσια
τέκνα και συνεχιστές της Γαλλικής Επανάστασης. Ορισμένοι από αυτούς, όπως Π.χ. ο Τρότσκι, προσπαθούσαν να ερμηνεύσουν κάθε πτυχή της Οκτωβριανής Επανάστασης προσφεύγοντας σε παραλληλισμούς με τη Γαλλική. Βλέπε, Π.χ., το άρθρο του Jay Bergman, The Perils of Historical Analogy : Leon Trotsky οη the French Revolution, Jounra/ ο/ ιΙιε HisIory o/Ideas, Vo/. XLV Π!, Νο 1, Jan-March 1987.
1 1 . Βλέπε Π.χ. Richard Pipes, Rus�'ίa Under ιΙ,ε O/d Regime, Penguin, 1977. 12. Bernard Pares, The Fall ο/ Ihe Rrιssian Monarchy : Α Study ο/ Ihe Evidence, London, Cassel, 1988,
σελ. 81 . 13. James Joll, Europe Since /870, ό.α., σελ. 223. 14. π.χ. ένας Αμερικανός πράκτορας, ο Edgar Sissons, στο βιβλίο του ΤΙ,ε GemrQ/I-Bo/s/revik
Conspiracy που δημοσιεύτηκε το 1918, ισχυριζόταν ότι οι μπολσεβίκοι ήταν πράκτορες των Γερμανών. Ωστόσο οι ισχυρισμοί αυτοί βασίζονται σε πλαστά έγγραφα. Βλέπε Ζ.Α.Β. Zeman, Α
Dip/onraIic HίsIory ο/ Ihe First Wor/d War, London, Weidenfeld and Nicolson, 1971, σελ. 304. 15. Βλέπε Neil Harding, Lenin 's Politica/ TIrougIrI, ό.α., τόμος Π, σελ. 68-69. 16. Στο ίδιο, σελ. 68-69. 17. Βλέπε τη σοβιετική ανθολογία, Lenin: ΤΙιε Socialist RevoluIioll, Moscow Publίshers, 1979. 18. Βλέπε Π.χ., Mikhail Heller and Aleksandr Nektrich, υιορία in Power, ΤΙ,ε History ο/ ιΙιε Soviet
UIIion froιn 1917 ιο Ihe PresenI, Ν.Υ., Summit Books, 1982, κυρίως κεφάλαια 1 -3. 1 9) . Alexander Rabίnowitch, ΤΙιε BolsIreviks Co,ne ΙΟ Power, London, New Left Books, 1979, σελ.
306. 20. Eric Hobsbawm, Age ο/ ExIrentes, ό.α., σελ. 55. 21. Π.χ. ο μυστικός σύμβουλος του προέδρου Wίlson συνταγματάρχης House προειδοποιούσε ότι
«ο μπολσεβικισμός κερδίζει παντού έδαφος ... (συνεπώς) καθόμαστε σε μια πυριτιδαποθήκη που αρκεί μια σπίθα για να εκραγεί». James Joll, Europe Sillce 1870, ό.α., σελ. 247.
22. James Joll, Europe since 1870, ό.α., σελ. 276. Η βίαιη αντίδραση των δυτικών χωρών προς το σοβιετικό καθεστώς οφειλόταν σε πολλούς λόγους πολιτικούς, διπλωματικούς, οικονομικούς και κοινωνικούς. Π.χ. η καταγγελία από τους �uτoλσεβίκoυς των μυστικών συμφωνιών με τους Συμμάχους, ή των δανείων που είχε συνάψει το τσαρικό καθεστώς από δυτικές, κυρίως από τις γαλλικές, χρηματαγορές, το καθιστούσαν αφερέγγυο, αν μη «παράνομο», στα μάτια των δυτικών. Επίσης το σοβιετικό καθεστώς διακήρυσσε τη ρήξη με αστικές αξίες, νοοτροπίες και ηθική, κάτι που το καθιστούσε ένα είδος άνδρου ακολασίας. Κυρίως αμέσως μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση οργίαζαν οι φήμες στη Δύση για τις ακολασίες και τα όργια στα οποία επιδιδόταν το νέο καθεστώς. Μια από αυτές ήταν ότι στη Σοβιετική Ένωση είχε επιβληθεί η εθνικοποίηση των γυναικών και ότι υπήρχαν ειδικοί κομισάριοι για τον ελεύθερο έρωτα. Τέλος, η εξουδετέρωση της Γερμανίας ξύπνησε στους Βρετανούς το αντιρωσικό αντανακλαστικό. Όπως έλεγε Π.χ. ο Lloyd George στις Βερσαλίες, αν και η Γαλλία εξακολουθούσε να φοβάται τους Τεύτονες, κατά τη γνώμη του αυτοί είχαν βγει εκτός μάχης και εκείνοι που τον τρόμαζαν τώρα περισσότερο ήταν οι Σλάβοι.
23. Για την κοινωνική διάσταση του φασισμού, ως μεταβατικό φαινόμενο από την παραδοσιακή στη σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία, βλέπε Ernest Nolte, ΤΙιrεε Faces ο/ Fascίsm, Ν.Υ, Mentor, 1969 και Karl Dietrich Bracher, ΤΙιε Gernrall Dictatorship: ΤΙιε origi,rs, sIrucIure and
Consequeflces ο/ ΝαΙίοπαl Socia/ίsnr, Penguin, 1973, κυρίως σελ. 602-618. 24. Ο πόλεμος κατά της Ελλάδας, στις 28 Οκτωβρίου 1940, συνέπεσε με τη 18η επέτειο από την κα
τάληψη της εξουσίας από τον Μουσολίνι. 25. Βλέπε την Εισαγωγή του D.C. Watt στο Μείιι Κα,πρ/ του Adolf Hίtler, London, Hutchinson.
1974, σελ. XXVII. 26. Ο πιο γνωστός «αιρετικός ιστορικός, που ισχυρίζεται ότι ο Χίτλερ περισσότερο αυτοσχεδίαζε
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 259
παρά εφάρμοζε ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο στον Β' παγκόσμιο πόλεμο, είναι ο AJ.P. Taylor. Βλέπε το βιβλίο του TJJe Origins ο! I/Je SecoIJd World War, Penguin, 1960, το οποίο προκάλεσε σάλο όταν δημοσιεύτηκε όχι μόνο στη Βρετανία αλλά πρωτίστως στη Γερμανία, κυρίως λόγω τον ότι ο AJ.P. Taylor απορρίπτει το μύθο ότι ο Χίτλερ ήταν ο μόνος υπόλογος για την τραγωδία του Β' παγκοσμίου πολέμου. Κατά τον AJ.P. Taylor ένα μέρος της ευθύνης για τον πόλεμο φέρουν και οι άλλες δυνάμεις. Επίσης η άποψη του Taylor ότι ο Χίτλερ ουσιαστικά προσπάθησε να υλοποιήσει τους πόθους της τεράστιας πλειονότητας του γερμανικού λαού, ήταν επόμενο να προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων στη Γερμανία καθώς αυτό απέρριπτε το μύθο του κακού Χίτλερ που υποτίθεται ότι παραπλάνησε τον γερμανικό λαό, παρά τη θέλησή του.
27. Βλέπε Woodruff Smith, TJJe Ideological Origίns ο! ΝαΖί Inιperialisnl, ό.α. 28. Π.χ. το Νοέμβριο του 1917 ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών νοn Kilhlmann εκμυστηρευόταν
στον πολιτικό συντάκτη της εφημερίδας FraIJkfurter Zeitung με ποιο τρόπο θα «ξεμπέρδευε» η κυβέρνησή του από τους Σέρβους. «Θα τους μεταφέρουμε σε σταθμούς απολύμανση ς και μετά θα τους εξοντώσουμε με αέρια». Αυτή τη μορφή θα έχει ο πόλεμος στα επόμενα χρόνια πρόσθετε ο νοn Kilhlmann. Αναφέρεται στο βιβλίο του Κlaus Hildebrand, The Foreign Policy ο! ΙΙιε TJJird RiecJJ, London, Β.Τ. Batsford, 1973, σελ. 154.
29. Mein Κα/πρ!, ό.α., σελ. 562-566. 30. Στο ίδιο, σελ. 568. 31 . D.C. Watt, Εισαγωγή στο Mei" Kaιπp!, ό.α., σελ. ΧΧΧΙΙ.
KE<I>AAAIO or�oo
AIlO TH LTA8EPOIIOIHLH LTHN AIIOLTA8EPOIIOIHLH:
1923-1932
LTL� aQxi� XaL Ta �ioa Tl]� o£xa£TLa� TOU '20 iYLvav �La oELQa aJto
JtQooJta8£L£�, XUQLW� OTO OLXOVO�LXO XaL TO oLJtAw�anxo £JtLJt£OO, YLa
va £JtaviA8EL l] EUQwJtl] OTOV xavovLxo Qu8�o. LTaOLaxa, �£Ta TOV T£Q
�aTLO�O TOU JtOA£�OU, aQX((;,£L va oLacpaLVETaL iva xAL�a aLOLOOO;La�
XaL va xaAAL£QY£LTaL l] Jt£JtoL8l]ol] on l] £mOTQocp� OTl]V «JtaALa xaAr]
£JtOX�» aJtoT£Aouo£ t�Tl]�a XQovou. AUTO TO xAL�a �Tav £JtLal']� OLaxu
TO OTL� TEXV£� XaL OTOV TQOJtO iXCPQao'l']� T'I'] O£xa£TLa TOU '20,'1'] oJtoLa
iX£L �£LV£L YVWOTr] W� «The Roaring Twenties» (<<H ;icpQ£vl] O£xa£TLa
TOU '20») �£ TO ToaQA£OTov, TO xav-xav, Ta �£yaAoJtQ£Jt� ooou, xa8w�
XaL ivav JtQWTOYVWQO Jt£LQa�ano�o OTL� Tixv£�, Tl] tWYQacpLx�, TO 8ia
TQO, TOV XLVl]�aToYQacpo XaL T'I'] AoyoT£xvLa. AJto xaAALT£xvLx� oxoma l]
Jt£QLOOO� TOU MWOJtOA£�OU, � aXQL�EOT£Qa l] Jt£QLOOO� iw� TO 1933,
aJtoT£A£L tl]v mo Ol]�LOUQYLX� XaL JtQWtOtuJtl] t'l']� oUYXQOV'I']� Jt£QLOOOU.
EJtLOl]� �La aJto n� mo JtoAmxoJtOLl]�EV£�, £LT£ JtQOX£LtaL YLa TO 8EaTQO
TOU MJtQ£Xt XaL TOU KOUQt BaLI.., TOV XLV'I']�aTOYQacpo tOU ACt£vOTaLV
XaL tou <l>QLt� Aavyx, tl] tWYQacpLXr] TOU IILxaoo r] tl] AoyoT£xvLa TOU
To�a� Mav, TOU MaQoEA IIQouOT, TOU 'EQLx-MaQLa PE�aQX, TOU XiQ
�av X£� XaL TOU LTicpav To�aLX. H £�ELQLa TOU JtoAi�ou, l] OXtW�QLa
V� EJtavaOTaOl'] XaL l] a!!cpLO�r]tl]OI'] tWV a;Lwv t'l']� JtQOJtOA£�LX�� Jt£QLO
OOU aVOL;av viou� OQ((;,OVT£� XaL £v8aQQ'UVav TOV Jt£LQa�aTLO�O XaL au
toax£OLao�o OTL� tiXV£� JtOU £LX£ oav �ao'l'] tl]V aJtoQQLt\Jl] TOU O'U��aTL
XOU XaL tl]V ava�r]tT]al'] VEWV �OQCPWV EXCPQaOT]�. OJtWOO�JtOt£ cOw O£V
ELVaL 0 XaTaAAT]AO� XWQO� YLa �La iOTW XaL O'UVOJttLX� avaAUOT] tWV xaAALt£XVLXWV OL£Qyamwv tOU MWOJtOA£�OU JtOU aJtAw� �VT]�O
V£UOVTaL YLa va iXEL 0 avaYVWOTl]� £JtLYVWOI'] TOU XaAALt£XVLXOU JtAOUTOU aUT�� t'l']� Jt£QLOOOUl.
262 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι προσπάθειες για οικονομική και πολιτική σταθεροποίηση τη δεκαετία του '20 έγιναν κάτω από δυσοίωνες συνθήκες. Τόσο στον οικονομικό όσο και στον πολιτικο-διπλωματικό τομέα, η προσπάθεια αυτή προσέκρουσε σε δύο βασικά, και όπως αποδείχτηκε εκ των υστέρων, ανυπέρβλητα εμπόδια. Σ' εκείνα που προκλήθηκαν από τον πόλεμο και εκείνα που προέκυψαν από τις συνθήκες ειρήνης, κυρίως τη Συνθήκη των Βερσαλιών. Η τελευταία, όπως είπαμε παραπάνω, είχε σαν κύριο γνώμονα να εξουδετερώσει και να ταπεινώσει τη Γερμανία, αντί να δημιουργήσει ένα πλαίσιο για μια σταθερή και διαρκή ειρήνη. Συνεπώς, η ανάλυση των οικονομικών και πολιτικών-διπλωματικών προσπαθειών για σταθεροποίηση, τη δεκαετία του '20, θα εστιαστεί σ' αυτά τα δύο δεδομένα, δηλαδή τις επιπτώσεις και προκλήσεις για το μέλλον της Ευρώπης που είχαν προκύψει από τον πόλεμο και τις συνθήκες ειρήνης, κυρίως των Βερσαλιών. Θα ξεκινήσουμε πρώτα με τις προσπάθειες για οικονομική σταθεροποίηση και κατόπιν θα αναλύσουμε τις αντίστοιχες στον πολιτικο-διπλωματικό τομέα. Ωστόσο, είναι περιττό να προσθέσουμε, ότι αυτές οι δύο πτυχές, η οικονομική και η πολιτικοδιπλωματική, ήταν άρρηκτα συνδεδεμένες μεταξύ τους και ο λόγος που αναλύονται χωριστά είναι κυρίως μεθοδολογικός.
(1) Οικονομική Σταθεροποίηση
Αμέσως μετά το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου εκπονήθηκαν μελέτες για την καταγραφή και αποτίμηση του οικονομικού κόστους. π.χ. μία ανάλυση του 1 920 υπολόγιζε το συνολικό κόστος, άμεσο και έμμεσο, σε 338 δισεκατομμύρια δολάρια2. Ωστόσο, παρόμοιες μελέτες θεωρούνται σήμερα περιορισμένης σημασίας όχι μόνο γιατί παρατηρούνται σημαντικές αποκλίσεις μεταξύ τους, αλλά γιατί το κόστος του πολέμου δεν ήταν αποκλειστικά, ή κυρίως, ποσοτικό αλλά ποιοτικό, ή καλύτερα δομικό και πολιτικό. π.χ. οι ποσοτικοί υπολογισμοί για το άμεσο και έμμεσο κόστος του πολέμου, εκτός του ότι αγνοούν το ψυχολογικό και το κοινωνικό κόστος, επίσης δεν αναλύουν τον καταμερισμό αυτού του κόστους μεταξύ των διαφόρων κρατών και τις επιπτώσεις αυτής της ανισομέρειας στις προσπάθειες για οικονομική ανάκαμψη μετά το 1 9 1 9 . π.χ. ενώ η Γερμανία έχασε στον πόλεμο σχεδόν όλες τις ξένες
ΑΏΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 263
επενδύσεις, η Γαλλία το 50% και η Βρετανία περίπου το 25%, οι Ηνωμένες Πολιτείες διπλασίασαν τις επενδύσεις τους, μεταξύ 1914 και 1919, από 3,5 σε 7 δισεκατομμύρια δολάρια, κυρίως προς τον Καναδά και τη Λατινική Αμερική3. Βέβαια αυτές οι οικονομικές ανακατατάξεις δεν καθιστούσαν την Αμερική μια οικονομική υπερδύναμη, όπως συνέβη μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου, αλλά μια μεγάλη οικονομική δύναμη, περίπου ισότιμη της Ευρώπης. Αυτό φαίνεται καλύτερα στον παρακάτω πίνακα που παραθέτει το ποσοστό στην παγκόσμια παραγωγή και στο παγκόσμιο εμπόριο μεταξύ 1913 και 1924.
ΠΟΣΟΣΤΑ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΚΑΙ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΕΜΠΟΡΙΟ 191 3-24 (ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΚΑΤΑΝΟΜΗ ΚΑΤΑ ΠΕΡΙΦΕΡΕΙΑ).
ΠΟΣΟΣΤΟ ΠΟΣΟΣΤΟ ΣΤΗΝ ΠΑΓΚΟΣΜΙΑ ΠΑΡΑΓΩΓΗ ΣΤΟ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟ ΕΜΠΟΡΙΟ
Ευρώπη Βόρεια Αμερική Ασία Λατινική Αμερική Αφρική Αυστραλία
1913 1924 1913 1924
43 34 59 50
26 32 14 18
20 21 12 16
7 8 8 9
2
2
3
2
4
3
4
3
Πηγή : Κοινωνία των Εθνών, Memorandum οη Production and Trade, 1923 and 1923- 1926, Geneva, 1928 σελ. 29 και 51 .
Ενώ το 1913 η Ευρώπη κατείχε το 43% της παγκόσμιας παραγωγής και η Βόρεια Αμερική το 26%, το 1923 η απόσταση είχε μειωθεί στο 34% και 32% αντίστοιχα. Όσον αφορά το ποσοστό στο παγκόσμιο εμπόριο, η Ευρώπη εξακολουθούσε, το 1923, να έχει ένα σαφές προβάδισμα έναντι της Αμερικής -50% και 18% αντίστοιχα- ωστόσο αυτό οφειλόταν κυρίως στο ότι η Αμερική ήταν πιο αυτάρκης απ' ό,τι η Ευρώπη και συνεπώς λιγότερο εξαρτώμενη από το διεθνές εμπόριο.
Θα μπορούσε κανείς να παραθέσει πλείστα άλλα στοιχεία που να αποδεικνύουν το «κλείσιμο της ψαλίδας» μεταξύ Ευρώπης και ΗΠΑ μετά τον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Ωστόσο οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να αναλάβουν το ρόλο της παγκόσμιας δύναμης, στον οικονομικό, στρατιωτικό
264 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΆΪΚΗ !ΣΤΟΡΙΑ
και πολιτικό τομέα, που για ορισμένους επιφανείς αναλυτές ήταν επιβεβλημένος για να αντιμετωπίσει η Ευρώπη αποτελεσματικά τα κολοσσιαία προβλήματα που είχαν επισωρευτεί μετά το τέλος του Α' παγκοσμίου πολέμου. Η άρνηση αυτή οφειλόταν κυρίως σε εσωτερικούς πολιτικούς και οικονομικούς λόγους και όχι τόσο σε αντιρρήσεις των Ευρωπαίων να παραχωρήσουν την πρωτοκαθεδρία. Όπως παρατηρεί ο Ε.Η. Carr, «το 1918 η παγκόσμια ηγεσία προσφέρθηκε, σχεδόν με ομόφωνη συναίνεση, στις ΗΠΑ» αλλά αυτές την απέρριψαν4. Αυτός ο λόγος, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, εξηγεί την αστάθεια, πολιτική και οικονομική, του Μεσοπολέμου και την αδυναμία να δημιουργηθεί ένα στέρεο πλαίσιο μέσα στο οποίο θα μπορούσαν να καρποφορήσουν οι προσπάθειες για σταθεροποίηση. Με άλλα λόγια, ο πόλεμος του 1914-18 ε ίχε προκαλέσει ένα κενό και όλα πλέον βρίσκονταν μετέωρα. Μέσα σ' αυτό το κενό, χωρίς σημείο αναφοράς, με καμία δύναμη ικανή, ή διατεθειμένη, να αναλάβει την κύρια ευθύνη για τη διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς πλαισίου, ήταν επόμενο το σύστημα να παραπαίει. Από αυτή την άποψη, η αντίδραση των ΗΠΑ μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου ήταν διαμετρικά αντίθετη από εκείνη του Μεσοπολέμου. Αν και η οικονομική καταστροφή που προκάλεσε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος στην Ευρώπη ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερος από του Α', ωστόσο η δυναμική παρέμβαση των ΗΠΑ με μια σειρά από πρωτοβουλίες στον οικονομικό, διπλωματικό, πολιτικό και στρατιωτικό τομέα, μετά το 1944, που θα αναλύσουμε αργότερα, δημιούργησαν τις συνθήκες για μια πιο αποτελεσματική αντιμετώπιση των συνεπειών του.
Η άρνηση των ΗΠΑ να αναλάβουν τις ευθύνες τους μετά το 1919,
είχε σαν αποτέλεσμα η οικονομική τους πολιτική αντί να συμβάλλει στην επίλυση των προβλημάτων της Ευρώπης, ενίοτε να τα επιδεινώνει.5 Π.χ., ενώ η θέση της είχε αλλάξει από εκείνη του οφειλέτη, πριν το 1914, σε πιστωτή, κάτι που της επέτρεπε να διαδραματίσει ένα στρατηγικό ρόλο στη διεθνή οικονομία, η συμπεριφορά της παρέμενε προσηλωμένη στα προπολεμικά δεδομένα. Επίσης, τα εμπορικά της πλεονάσματα, μετά το 1919, της επέτρεπαν να αυξάνει τις εισαγωγές της και να δανείζει χώρες με ελλείμματα. Ωστόσο ούτε το ένα έκανε ούτε το άλλο6. Αυτό είχε σαν επακόλουθο την έλλειψη συντονισμού και τη μη
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 265
προσαρμογή της οικονομικής πολιτικής στις συνθήκες και απαιτήσεις της παγκόσμιας οικονομίας.
Η διετία 1919-21 χαρακτηρίζεται από έντονες διακυμάνσεις: από μια εντυπωσιακή ανάκαμψη το 1919-20 σε μία εξίσου εντυπωσιακή ύφεση το 1921 . Δεν θα ασχοληθούμε εδώ με τους λόγους που προκάλεσαν τόσο την ανάκαμψη όσο και την ύφεση. Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμίσουμε είναι η αστάθεια αυτής της περιόδου, που οφειλόταν κατά μεγάλο λόγο στο γενικότερο πολιτικό κλίμα της περιόδου. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, στις Βερσαλίες, οι σύνεδροι απέφυγαν να καθορίσουν το ποσό των πολεμικών αποζημιώσεων που θα κατέβαλλε η Γερμανία. Αυτό από μόνο του διατηρούσε ένα κλίμα αβεβαιότητας. Η επιτροπή για τις αποζημιώσεις που συστάθηκε στις Βερσαλίες και υπέβαλε τη γνωμοδότησή της το 1921 κατέληγε σ' ένα συνολικό ποσό 132
δισ. χρυσών μάρκων για τις οφειλόμενες αποζημιώσεις της Γερμανίας, ποσό που ισοδυναμούσε με 33 δισ. δολάρια. Πώς θα μπορούσε να καλύψει η κατεστραμμένη Γερμανία αυτό το σχεδόν αστρονομικό ποσό; Η Γαλλία ήθελε να πληρωθεί σε είδος, κυρίως σε άνθρακα, ή από τα δάνεια που θα συνήπτε η Γερμανία από τις ΗΠΑ. Η Γερμανία πρότεινε να καλύψει μέρος του χρέους αναλαμβάνοντας η ίδια έργα ανοικοδόμησης στη Γαλλία.
Το 1922 η κατάσταση επιδεινώθηκε ώστε τον Ιανουάριο του 1923,
γαλλικά και βελγικά στρατεύματα κατέλαβαν τη γερμανική περιοχή του Ruhr για να εξαναγκάσουν τους Γερμανούς να καταβάλουν τις οφειλές τους. Αυτό οδήγησε σε αιματηρές συγκρούσεις με 13 νεκρούς και 52 τραυματίες. Παράλληλα, το γερμανικό μάρκο κατέρρευσε, στη χειρότερη νομισματική κρίση που έχει γνωρίσει η Γερμανία στη σύγχρονη ιστορία. Το Νοέμβριο του 1923, σε μία προσπάθεια νομισματικής σταθεροποίησης, το παλιό μάρκο καταργείται και αντικαθίσταται από το Rentenmark, το οποίο και αυτό αντικαθίσταται, τον Αύγουστο του 1924, από το Reichsmark. Η αντιστοιχία του Reichsmark με το παλιό μάρκο ήταν ένα προς ένα τρισεκατομμύριο. Τα τραύματα αυτής της νομισματικής κατάρρευσης του 1923-24 είναι μέχρι σήμερα αισθητά στη Γερμανία. Όσο για τις πολιτικές επιπτώσεις, αυτή η κρίση αποτέλεσε έναν από τους βασικότερους συντελεστές στην άνοδο του ναζι-
266 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σμού, καθώς τα μεσαία στρώματα, η ραχοκοκαλιά του αστικού καθεστώτος, είδαν τις οικονομίες τους να εξανεμίζονται.
Για να αντιμετωπιστεί η επιδεινούμενη κρίση συστάθηκε η Επιτροπή Dawes, το Σεπτέμβριο του 1924. Η βασική ιδέα του Σχεδίου Ντόους ήταν η αποκλιμάκωση των ετησίων καταβολών της Γερμανίας για πολεμικές αποζημιώσεις και η δυνατότητα δανεισμού της από τις διεθνείς χρηματαγορές, προφανώς για την κάλυψη του χρέους7. Την περίοδο 1924-1930 η Γερμανία δανείστηκε 28 δισ. μάρκα, από τα οποία μόνο τα 10,3 καταβλήθηκαν για απόσβεση των πολεμικών αποζημιώσεων, ενώ τα υπόλοιπα διατέθηκαν για επενδύσεις και έργα υποδομής. Ωστόσο, με την οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929, οι δυνατότητες της Γερμανίας να καλύψει τις υποχρεώσεις της για πολεμικές αποζημιώσεις εξανεμίστηκαν. Τελικά το χρέος παραγράφηκε το 1931 , ύστερα από συνεννοήσεις και την υιοθέτηση ενός μορατόριουμ που πρότεινε ο Αμερικανός πρόεδρος Hoover. Έως τότε υπολογίζεται ότι η Γερμανία είχε ξεχρεώσει περίπου το 1/4 του συνολικού χρέους των 33 δια. δολαρίων που ε ίχε προτείνει το 1921 η Επιτροπή Αποζημιώσεων, ένα ασήμαντο ποσό, αν αναλογιστεί κανείς τις καταστροφικές συνέπειες, οικονομικές και πολιτικές, που είχε προκαλέσει αυτό το ζήτημα στη Γερμανία και στην Ευρώπη γενικότερα.
Ένα δεύτερο θέμα που εκκρεμούσε ήταν τα πολεμικά χρέη . Το συνολικό ποσό ανερχόταν στα 23 δισ. δολάρια, στο οποίο δεν περιλαμβάνονταν τα χρέη της Ρωσίας που δεν τα αναγνώριζε το σοβιετικό καθεστώς. Περίπου 50% του συνολικού πολεμικού χρέους οφειλόταν στις ΗΠΑ, κυρίως από τη Βρετανία και τη Γαλλία. Έτσι, ενώ η Αμερική δεν εμπλεκόταν στις πολεμικές αποζημιώσεις, ενδιαφερόταν άμεσα για τη διευθέτηση των πολεμικών χρεών. Το ζήτημα των χρεών, φαινομενικά τουλάχιστον, ήταν λιγότερο περίπλοκο και πολιτικά αμφιλεγόμενο σε σχέση με τις πολεμικές αποζημιώσεις. Ωστόσο, η αδυναμία της Γερμανίας να καλύπτει τις υποχρεώσεις της για αποζημιώσεις, δημιουργούσε μια «τριγωνική» σχέση μεταξύ Γερμανίας, Ευρωπαίων Συμμάχων, κυρίως της Γαλλίας, και ΗΠΑ. Δηλαδή το Παρίσι πρότεινε να δανείζεται η Γερμανία από τη Νέα Υόρκη και με τα δανεικά να εξοφλεί τα χρέη της στη Γαλλία. Σ' αυτό όμως αντιδρούσε η Αμερική, η οποία προτιμού-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 267
σε να μην αναμειγνύονται χρέη και αποζημιώσεις, ή «οικονομικά» με «πολιτικά» ζητήματα8. Τελικά η Αμερική εισέπραξε περίπου το 1/5 των δανείων της από τη Βρετανία, τη Γαλλία την Ιταλία και το Βέλγιο9. Συμπερασματικά, ύστερα από μια δεκαετία έντονων αντιπαραθέσεων, μόνο ένα μικρό ποσοστό ξεχρεώθηκε είτε σε αποζημιώσεις είτε σε χρέη. Γι' αυτή τη διαδικασία «δαπανήθηκε πολύτιμος χρόνος και ενέργεια και η διατήρηση αυτών των προβλημάτων αποτέλεσε πηγή προστριβών στη δεκαετία του '20»10.
* * *
Εκτός από τη ρύθμιση των πολεμικών αποζημιώσεων και χρεών, ένα άλλο θέμα που έπρεπε να διευθετηθεί ήταν η δημιουργία ενός στέρεου νομισματικού συστήματος ικανού να προάγει το διεθνές εμπόριο και να διασφαλίζει την οικονομική σταθερότητα. Θα πρέπει να θυμηθούμε ότι, πριν το 1914, το διεθνές νομισματικό σύστημα βασιζόταν στο «στάνταρτ χρυσού)) . Η βρετανική στερλίνα έπαιζε το ρόλο του διεθνούς νομίσματος ανταλλαγών, σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό απ' ό,τι τον παίζει το δολάριο στις μέρες μας. Το Σίτι του Λονδίνου αποτελούσε το «νευρικό σύστημω) της παγκόσμιας οικονομίας, μία θέση που αντλούσε από την οικονομική και πολιτική της υπεροχή. Αυτό επέτρεπε στην τράπεζα της Αγγλίας να ρυθμίζει διακριτικά οποιεσδήποτε νομισματικές διακυμάνσεις, ε ίτε με μικρές προσαρμογές στα επιτόκια, είτε με τον επαναπατρισμό βρετανικών, ή την εισροή ξένων κεφαλαίων.
Επίσης, η Βρετανία είχε ένα ιδιότυπο ισοζύγιο πληρωμών, όπου τα εμπορικά ελλείμματά της καλύπτονταν από τους άδηλους πόρους, στους οποίους ο υπηρεσίες και η ναυτιλία έπαιζαν κύριο ρόλο. Το ότι μέρος του εμπορικού ελλείμματος οφειλόταν σε εισαγωγές από την Ινδία, που ήταν βρετανική αποικία, συνέτεινε στο να μη δίνεται σ' αυτό ιδιαίτερη σημασία. Ενώ η διεθνής οικονομική θέση της Βρετανίας είχε αποδυναμωθε ί προς τα τέλη του 190υ αιώνα (από 20% του παγκοσμίου εμπορίου το 1 878 σε 14% το 1913) ωστόσο διατηρούσε ένα πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών της, κυρίως λόγω των άδηλων πόρων. Αυτό της επέτρεπε να διατηρεί, ή ακόμα και να διευρύνει τον οικονομικό ρόλο της στην παγκόσμια οικονομία. Τα μεγάλα πλεονάσματα σε άδηλους
268 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πόρους από τη ναυτιλία, τις υπηρεσίες και τις επενδύσεις σε τρίτες χώρες είχαν δημιουργήσει ένα αυτοτροφοδοτούμενο σύστημα που ήταν ανεξάρτητο από την οικονομική παραγωγή της χώρας. Π.χ. το 1911-13
η Βρετανία χρηματοδότησε το 84% των καθαρών εκροών κεφαλαίων για επενδύσεις σε τρίτες χώρες, από κέρδη που είχαν επαναπατριστεί από προηγούμενες επενδύσειςl 1 . Με άλλα λόγια, το διεθνές οικονομικό σύστημα, πριν το 1914, βασιζόταν σε ένα πολύπλοκο σύστημα αλληλεξαρτήσεων και πολλαπλών διασυνδέσεων που επέτρεπαν στη Βρετανία, με σχετικά περιορισμένα αποθέματα χρυσού, να παίζει το ρυθμιστικό ρόλο στην παγκόσμια οικονομία. Ο ψυχολογικός και πολιτικός παράγοντας, κυρίως η αναγνώριση της Βρετανίας ως Pax Brίtαnicα, ως η αδιαμφισβήτητη παγκόσμια δύναμη, εξασφάλιζαν τη λειτουργία του συστήματος.
Ουσιαστικά αν και η Βρετανία εξήλθε νικήτρια από τον πόλεμο του 1914-18 έχασε ντε φάκτο την προνομιακή θέση, πολιτίκή και οικονομική, που κατείχε έως το 1914. Αν και διατηρούσε τη θέση μεγάλης δύναμης, δεν υπήρχε αμφιβολία ότι το κέντρο βάρους, μετά το 1919, μετατοπιζόταν στις ΗΠΑ. Συνεπώς οποιεσδήποτε προσπάθειες, μετά το 1919,
για την ανασύσταση του διεθνούς οικονομικού-νομισματικού συστήματος της προπολεμικής περιόδου, για να καρποφορούσε, θα έπρεπε να στηρίζεται στα νέα δεδομένα. Η προσπάθεια αναστήλωσης εστιάστηκε στην αποκατάσταση του «κανόνα χρυσού» της προπολεμικής περιόδου. Ωστόσο αυτό αποδείχτηκε ότι δεν ήταν τόσο εύκολο, για πολλούς λόγους. Π.χ. ο πόλεμος του 1914-18, πέρα από τις μετρήσιμες οικονομικές ζημιές, είχε καταστρέψει το πλέγμα των αλληλεξαρτήσεων και το ψυχολογικό-πολιτικό υπόβαθρο πάνω στο οποίο στηριζόταν το διεθνές οικονομικό σύστημα πριν το 1914. Αυτό φάνηκε στις διαβουλεύσεις για τον καθορισμό νομισματικών ισοτιμιών σχετικά με το χρυσό. Ορισμένα νομίσματα, όπως η στερλίνα, ήταν υπερτιμημένα ενώ άλλα, όπως το γαλλικό φράγκο, ήταν υποτιμημένα. Αυτό αποτέλεσε ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα και τους κυριότερους λόγους για την εγκατάλειψη του συστήματος του «κανόνα χρυσού» το 1931-32.
Η διαδικασία για την αντικατάσταση του «κανόνα του χρυσού» ξεκίνησε το 1920, με πρόταση της Κοινωνίας των Εθνών, με τη σύγκληση
Ano THN nTQl:H TOY MnIl:MAPK l:TO TEIXOl: TOY BEPOAINOY 269
f!La� �haoxE'llJ'Yl� 0't'YJ� BQU�O"AE� YLa va OU�'YJL1l80uv �HacpOQE� vOf!Lof!a
nXE� ExxQEf!6tll'tE� :n:OU ELxav :n:QOXU'\jJH a:n:o 'tOY :n:OAEf!O. To 1922, 'YJ
faAALa xm 'YJ BQE'tavLa :n:Qo'tELvav f!La ()EU'tEQ'YJ ()LaoxE'\jJ'YJ, o:n:ou OL Ef!:7tEL
QOYVWf!OVE� :n:Qo'tHvav O'tL� XU�EQV1l0H� 'tou� va ()La't'YJQOUV f!EQO� 'twv
VOf!LOf!a'tLXWV a:n:08Ef!a'twv 'tOU� OE �Eva VOf!LOf!a'ta, 'ta o:n:oLa xaM:7t'to
V'tav a:n:o XQuoo. L't'YJV ouoLa :n:OAA.E� XEV'tQLXE� 'tQa:n:E�E� ()La't'YJQouoav
1l()'YJ f!EQO� 'twv VOf!LOf!a'tLXWV a:n:08Ef!a'twv 'tOU� OE AOV()LVO, IlaQLm xm
BEQOALVO. H :n:Qo'taO'YJ 'twv Ef!:7tELQOYVWf!OVWV oumaO'tLxa 8wf!08E'tOU
OE au't1l 't'YJv :n:Qax'tLX1l12. QO'tooo EXELVOL ()EV xa80QL�av OE :n:OLa OUYXE
xQLf!Eva VOf!LOf!a'ta xa8E XEV'tQLX1l 'tQa:n:E�a 8a ()La't'YJQOUOE 'ta ouvaA
AaYf!a'tLxa a:n:08Ef!a'ta 't'YJ� 1l 'to :n:000O't0 'tou�. IlQo:n:oAEf!Lxa, xa'ta 't'YJv
«xAamX1l :n:EQLO()O» 'tOU ouO't1lf!a'to� 'tou «xavova XQuoou», 'YJ 'YJYEf!OVLX1l
8EOll 't'YJ� BQE'tavLa� ()LaocpaAL�E 't'YJv Of!aA1l AH'tOuQYLa 'tOU. Au'to Of!W�
()EV OUVE�'YJ 0't0 MWO:n:OAEf!O. Evw :n:QO:n:oAEf!LXa 'ta a:n:08Ef!a'ta OE �E
va VOf!LOf!a'ta, :n:ou ()La't'YJQouoav OL XEV'tQLXE� 'tQa:n:E�E�, XUQLW� OE O'tEQ
ALVE�, 'li<:av :n:EQLOQLOf!EVa, f!na 'to 1922, 'to :n:000O't0 aU�1l8'YJxE o'YJf!aV'tL
xa: 'to 1927 'ta ouvaAAaYf!a'tLxa a:n:08Ef!a'ta 24 EUQw:n:a'Lxwv XEV'tQLXWV
'tQa:n:E�wv aVEQxoV'tav 0't0 42% 'twv OUVOALXWV a:n:08Ef!a'twv 'tOU� ()'YJ
Aa()1l XQuoo� xm �EVO ouvaAAaYf!a), EVW 'to 1913 Ecp'tavav f!OAL� 'to
12%13.
Mna 'to 1912 'to AOV()LVO E:n:QE:7tE va f!OLQa�nm 'to QOAO 'tou ()LE-
8vou� 'tQa:n:E�L't'YJ f!E 't'YJ NEa YOQx'YJ. H u:n:aQ�'YJ Mo XEV'tQWV a:n:O'tEAwE
:n:'YJY1l a:n:0O'ta8EQo:n:oL'YJ0'YJ� xm ouvE�aAE O't'YJv U:n:OVOf!EUO'YJ 'tou ouO't1l
f!a'to�. To 8Ef!a 1l'tav :n:OLO a:n:o 'ta Mo VOf!LOf!a'ta 8a XEQ()L�E 'tllv Ef!:7tL
O'tooUv'YJ 'twv ()LE8vwv XQ'YJf!a'tayoQwv. O:n:wO()1l:n:O'tE 'to ()OMQLO qtcpa
vt�o'tav :7tt0 EAXUO'tLXO a:n:' O,'tL 'YJ O'tEQALva, 'tooo A.6yw 'twv f!EYaAWV a:n:o-
8Ef!a'twv OE XQuoo :n:ou ()La't'YJQOUOE 'YJ NEa YOQx'YJ, 000 xm 't'YJ� f!EyaAu
'tEQ'YJ� Ef!:7tLO'tOoUV'YJ� :n:ou EVE:7tVEE, :n:oAL'tLXa xm OLXOVOf!LXa, 'YJ Af!EQLX1l,
OE OXEOll f!E 't'YJV :n:Qo�A'YJf!a'tLx1l EUQw:n:'YJ. Au'to o1lf!mVE on 'YJ u:n:EQnf!'YJ
f!EV'YJ O'tEQALva �QLoxo'tav u:n:o OUVEX1l :n:LWll, 'YJ o:n:oLa E:7tt()ELVwvo'tav
a:n:o 'to YEYOVO� on Eva f!EyaAo f!EQO� 'twv a:n:08Ef!a'twv OE ouvaAAaYf!a
*av 'to:n:08E'tllf!Eva �Qaxu:n:Q08wf!a, ()'YJAa()1l f!:7toQouoav EuxoAa va f!E
'ta'tQa:n:ouv OE aAAo ouvaAAaYf!a. Au'to OUVE'tHVE 0't0 VOf!LOf!a'tLxo Xao�
270 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
και στην οικονομική κρίση που τελικά οδήγησε στην κατάρρευση του συστήματος.
Υπήρχαν συνεχείς πιέσεις για νομισματικές αναπροσαρμογές, κυρίως για την υποτίμηση της στερλίνας και την ανατίμηση του γαλλικού φράγκου και του δολαρίου. Ωστόσο η υποτίμηση της στερλίνας θα προκαλούσε αλυσιδωτές αρνητικές αντιδράσεις στο διεθνές οικονομικό σύστημα, λόγω του ότι οι περισσότερες χώρες διατηρούσαν σ' αυτό ένα μεγάλο μέρος των συναλλαγματικών αποθεμάτων τους. Η μόνη εναλλακτική λύση ήταν η προσαρμογή της βρετανικής οικονομίας σε ένα υπερτιμημένο νόμισμα. Αυτό όμως συνεπάγετο την πίεση του κόστους παραγωγής και των μισθών, δηλαδή την επιδείνωση της οικονομικής ύφεσης. Σε όλη την περίοδο του Μεσοπολέμου, η νομισματική αστάθεια αποτελούσε μόνιμη πηγή οικονομικής αποσταθεροποίησης και αργότερα της στροφής προς τον προστατευτισμό. Αυτός ο φαύλος κύκλος -νομισματική αστάθεια, οικονομική αποσταθεροποίηση, εμπορικός προστατευτισμός- θεωρήθηκε από πολλούς ως η κύρια αιτία για την πολιτική υποτροπή, που κατέληξε στον Β' παγκόσμιο πόλεμο. 14
Ωστόσο, για ορισμένους μελετητές, η ουσία του προβλήματος συνίστατο στην αναρχία, ή καλύτερα στην απουσία ενός «σταθεροποιητή» που θα έβγαζε την Ευρώπη από τα αδιέξοδα που ε ίχαν ανακύψει το 1919. Όπως αναφέρθηκε, η ύπαρξη δύο οικονομικών κέντρων, Λονδίνου και Νέας Υόρκης, αποτέλεσε, για ορισμένους αναλυτές, μία από τις βασικότερες αιτίες για τη νομισματική και οικονομική αστάθεια του Μεσοπολέμου15. Αυτή η τραυματική εμπειρία έχει αφήσει τα ίχνη της έως τις μέρες μας. Π.χ. οι αντιδράσεις πολλών Αμερικανών αλλά και Βρετανών στη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπα'ίκού νομίσματος, του «EURO» απορρέουν από παρόμοιους φόβους ότι ένα σύστημα «διαρχίας», όπως το αποκαλεί ο Κindleberger, ενδεχομένως θα αποτελέσει πηγή αστάθειας, όπως συνέβη στο Μεσοπόλεμο. Όπως παρατηρεί ένας μελετητής, «καλύτερα να βρίσκεται στο τιμόνι ένας κακός οδηγός, παρά δύο πεπειραμένοι οδηγοί οι οποίοι παλεύουν μεταξύ τους ποιος θα οδηγήσει»16.
Ήταν επόμενο αυτό το ασταθές περιβάλλον να μην ευνοεί μία μακροπρόθεσμη και σε στέρεες βάσεις οικονομική ανάκαμψη της Ευρώ-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 271
πης, που χαρακτηρίζεται από απότομες και έντονες διακυμάνσεις, από οικονομικές εξάρσεις όπως το 1920-21 και το 1925-29 σε υφέσεις, όπως το 1922-23, ή βαθιές κρίσεις όπως εκείνη της δεκαετίας του '30. Στην ανάκαμψη του 1920-21 αναφερθήκαμε παραπάνω. Όσο αφορά την επόμενη, του 1925-29, αυτή διέφερε από χώρα σε χώρα και γενικά αν και δεν πήρε εντυπωσιακές διαστάσεις ωστόσο ήταν πιο στέρεη και ουσιαστική απ' ό,τι η περιστασιακή του 1920-21 . Η διαφορά οφειλόταν σε πολιτικούς όσο και σε ψυχολογικούς λόγους. Η Συνθήκη του Λοκάρνο του 1925, το Σχέδιο Ντόους του 1924 για ένα νέο διακανονισμό των αποζημιώσεων και των χρεών μεταξύ των Συμμάχων, είχαν συμβάλει στη βελτίωση του πολιτικού κλίματος και στη μείωση των εντάσεων και των αμοιβαίων καχυποψιών17. Γενικά, γύρω στο 1925, «η Ευρώπη σταμάτησε να κοιτάζει πίσω στο 1914 και άρχισε να προσβλέπει με περισσότερη εμπιστοσύνη στο μέλλον»18.
Το επόμενο βήμα ήταν το Σχέδιο Γιανγκ (Young Plan) του 1929,
που φιλοδοξούσε για «μια πλήρη και οριστική λύση στο πρόβλημα των πολεμικών αποζημιώσεων». Η «φόρμουλα» που πρότεινε το Σχέδιο Γιανγκ ήταν η καταβολή από τη Γερμανία 37 ετησίων δόσεων των 100
εκατομμυρίων δολαρίων και κατόπιν άλλων 22 μικρότερων δόσεων, αρκετών όμως για να καλύπτουν τα πολεμικά χρέη των Ευρωπαίων Συμμάχων στους Αμερικανούς. Επίσης αναστέλλονταν οι έλεγχοι που είχαν επιβληθεί στη Γερμανία με τη Συνθήκη των Βερσαλιών και το Σχέδιο Ντόους. Στην Αμερική, μοχλό αυτής της ανάκαμψης αποτέλεσε η αυτοκινητοβιομηχανία και παρεμφερείς κλάδοι όπως τα ελαστικά, τα ανταλλακτικά, η πετρελαιοβιομηχανίες, τα διυλιστήρια, κλπ. Επίσης την περίοδο αυτή μπαίνουν οι βάσεις για την «καταναλωτική κοινωνία» με ηλεκτρικά είδη, όπως η ηλεκτρική κουζίνα, το ψυγείο, η σκούπα, το ραδιόφωνο κλπ., να αποτελούν είδη πρώτης ανάγκης. Η βιομηχανική παραγωγή της Αμερικής το 1929 ήταν 75% ψηλότερη απ' ό,τι το 1913,
ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για την Ευρώπη ήταν 52% για το Βέλγιο, 40% για τη Γαλλία, 10% για τη Γερμανία και μόλις 9% για τη Βρετανία19.
Πόσο επισφαλής ήταν αυτή η ανάκαμψη φάνηκε μετά την κατάρρευση των αξιών του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης, τον Οκτώβριο
272 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
του 1929. Αν και οι λόγοι αυτής της κατάρρευσης ήταν κατ' εξοχήν ενδογενείς20 οι παρενέργειές της ήταν άμεσες και καταστρεπτικές για την Ευρώπη. Η συρρίκνωση της αμερικανικής οικονομίας προκάλεσε αρχικά πτώση στις τιμές των πρώτων υλών και των αγροτικών προ'ίόντων και κατόπιν μείωση των εξαγωγών των βιομηχανικών προ"ίόντων της Ευρώπης προς την Αμερική. Παράλληλα η στενότητα χρήματος στην Αμερική, σαν αποτέλεσμα της κατάρρευσης των μετοχών της Wall Street, ανάγκαζε τις αμερικανικές τράπεζες να απαιτούν άμεση αποπληρωμή των δανείων που είχαν συνάψει οι Γερμανοί για την κάλυψη των πολεμικών αποζημιώσεων. Αυτά είχαν αποτελέσει το μοχλό για την οικονομική της ανάκαμψη.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων προκάλεσε νομισματική κρίση στην Ευρώπη, με την πτώχευση μιας σειράς τραπεζών. Αμέσως μετά τον πόλεμο, σε διάφορα διεθνή συνέδρια, όπως στις Βρυξέλλες το 1920 και τη Γένοβα το 1922, είχαν γίνει ανεπιτυχείς προσπάθειες για τη μείωση των δασμολογίων. Η αποτυχία αυτών των προσπαθειών και η αύξηση των δασμών οδήγησε την Κοινωνία των Εθνών να οργανώσει ένα Διεθνές Οικονομικό Συνέδριο στη Γενεύη, το 1927. Αν και στο συνέδριο αυτό πάρθηκαν μια σειρά αποφάσεις για τη μείωση των δασμών και για άλλα μέτρα για την τόνωση του διεθνούς εμπορίου, ο υποψήφιος για την αμερικανική προεδρία, Herbert Hoover, υποσχέθηκε στην προεκλογική του εκστρατεία ότι θα αύξανε τους δασμούς για να βοηθήσει τους αγρότες. Το Μάρτιο του 1929, αμέσως μετά την ανάληψη της προεδρίας, συστάθηκε μία επιτροπή της Γερουσίας για να εξετάσει τρόπους για την προστασία του αγροτικού εισοδήματος.
Αυτή οδήγησε στο Νομοσχέδιο των Smoot-Hawley για τους δασμούς, τον Ιούνιο του 1930, δηλαδή σε μία εποχή που καταβάλλονταν προσπάθειες για τη μείωση των δασμών. Αυτό προκάλεσε θύελλα αντιδράσεων και 30 περίπου χώρες διαμαρτυρήθηκαν επίσημα. Ο δρόμος προς τον προστατευτισμό ήταν πλέον ανοικτός και, ανεξάρτητα από το εάν η Αμερική έφερε την κύρια ευθύνη ή όχι, το θέμα ήταν ότι είχε συμπεριφερθεί με γνώμονα τα δικά της στενά συμφέροντα. Η υιοθέτηση αυτού του νομοσχεδίου χαρακτηρίστηκε από έναν ιστορικό ως «ιστορική καμπή για την παγκόσμια ιστορία»21 , κυρίως για το λόγο που ανα-
AI10 THN rrTQ�H TOY MIII�MAPK �TO TEIXO� TOY BEPOAINOY 273
CPEQ£l 0 Kindleberger, 611AU6rl «En£l6rl uno6ELxvuE �Exa8uQu o-n O'tllv
nuyxoa[UU OLXOVO!lLU XUVEVU£ 6EV rltUV unEu8uvo£»22. To LEJttE!l�QLO
tOU 193111 BQEtUVLU EYXUtEA£ltj!E tOY «xuvovu XQuaou» xm UnOtL!lllaE
tll O'tEQALVU. LUvtO!lU to nUQa6£lY!la tl'J£ UxoAoUSllauv !lLU a£lQa uno
aAAE£ XWQE£.
AnotEAW!lU rltuv OLXOVO!lLXrl XUXE�LU !lE xa8Etll UU�llOl'J tll£ UVEQ
YLU£ tl'J 6ExUEtLU toU '30 nou O'tllv A!lEQLxrl EcptuaE tU 15 EXUtO!l!lUQLU,
O'tll fEQ!lUVLU �EJtEQuaE tU 6 xm aE BQEtUVLU xm fUAALU tU 3. ITuQaA
AllAU OL UnEAJtL6E£ nQoana8£lE£ YLU tllV a!l�AuvOl'J tWV OLXOVO!lLXWV ou
VEJtWDV tll£ UCPWll£ Ev8aQQuvuv tOY nQoO'tUtEUtLO!lO xm tll Arltj!ll aA
AWV !lEtQWV YLU tll !lELWall tWV £lauywywv, !lE UnOtEAW!lU tll OUQQL
xvwOl'J tOU 6LE8vou£ E !lJtOQ LOU. QO'toao 11 nQoacpuYrl O'tL£ XAUOLXE£ !l0-
VEtUQLO'tLXE£ OUvtUYE£ YLU tllV UvtL!lEtWJtLOl'J tll£ XQLOl'J£, 611AU6rl !lELW-
0l'J O'tL£ 611!lOOLE£ 6unavE£, O'tou£ !lL08ou£ xm tU 1l!lEQo!lLa8Lu xm YEVL
xa Otl'JV E�aA£ltj!ll tWV EAA£l!l!latWV, aE ouv6uua!lo !lE tllV uxoAou8ou
!lEvll nQoO'tUtEutLXrl E!lJtOQLXrl nOALtLXrl, UvtL vu �EAnwvEL tllV xutaO'tu
all tllV EJtL6ELVWVE. Auto UnOtEAWE tll �aall YLU tllV XAUOLXrl !lEAEtll tou
John Maynard Keynes, The General Theory of Employment, Interest and
Money, nou nQwto611!lOOLEUtllXE to 1936, xm UnOtEAEL to 8EWQlltLXO
uno�u8Qo YL' UUtO nou oVO!laa811XE UQYOtEQU xEiivOLUVrl 8WQLU.
BUOLXrl 8Eall tOU Keynes lituv OtL 0 !lOVO£ tQono£ YLU vu E�EA8£l 0
XUJtLtUALO!lO£ uno tllV XQLall lituv vu UVUAa!l�UVE to xQato£ nQwto�ou
ALE£ YLU tllV uvu8EQ!lUvall tll£ OLXOVO!lLU£ !lE EnEv6ua£l£ aE EQYU uno-
6o!lrl£ nou 8u EnEvEQyouauv nOAAunAuOLuO'tLxa (the multiplier effect).
IT.X. xa8E EXUtO!l!lUQLO ALQE£ nou 6unuvouOE to xQato£ 8u EJtECPEQE !lLU
nOAAUnAaOLU OLXOVO!lLXrl 6QUO'tllQLOtlltU. Onwa6rlnOtE UutO �QUXu
nQo8w!lu 8u 611!lLOuQyouaE EAAEL!l!lU O'tov nQoiinoAoYLa!lO, wO'toao to
nQo�All!lU UUtO 8u lituv nQoaxmQo xu8w£, !luxQonQo8w!lu, 11 UVU8EQ
!luvall tll£ OLXOVO!lLU£ 8u E6LVE O'tO xQato£ tll 6uvutOtlltu vu XUAUtj!£l
uuta tU EAAEL!l!latU. eu nQEn£l vu toVLaOU!lE on, YLU tOY Keynes, !lE to
nOALtLXO ma811trlQLO nou tOY 6LEXQLVE, UUtO nou nQoELXE 6EV lituv 11
(hUcpUAU�ll tll£ 8EWQlltLXrl£ xu8uQOtlltU£, UAAa 11 EJtLAUall EVO£ nQo�Arl
!lUtO£ nou 6waaAEuE tU L6LU tU 8E!lEALU tOU XUJtLtUALO'tLXOU OUatrl!lU
to£.23 Autrl 11 6LaJtLO'tWOl'J ELXE o611YrlaEL VWQLtEQU tOY $QUYXALVO
AOO1. AOO,,{9 9TI01ADdro AOl. mx Sn01. �U1.;>aX11!3 Uay,"{11: AU1. mA. AOO1.DXOjl
S1aXjlTI DArpJ...D ADAjI 30 AStOXD"{1!TI3 DA 10AjlTI13831.mg ADl.Y, 10)011:0 10
S3W)ODch Snow 31.)3 SStOX1A1"{DW Snow 31.)3 3XY,AD O1aStD 01. tylA3 'S31.X 01.
ADOSt011:OOOOa11:xg °SjlX1W1AOaXDAD mx SjlX11.1aX011:n Datyl1. ADl.AStOaOO38
«S3)�D SjlX1WD» 10 D1.38)l.AY °U11:tylang ALt.w SnOA3TIStOOAmg 30 mx SU�
-;>1. SY,X1l.DJ...a3 Sltl. Dl.DTItylaW DWJ...3TI 30 Y,Oaa11!3 Y,X1l.UAJ...DTI D)TI 30St0XOD
mx ltDOOAg, Y,X1l.31g0� Lt.w )38oomag3 AOjl"{11: 3X)3 n011: StOTI01A1,,{DW
no1. mx StOTID10Dch nOA3TI9Xa3AD no1. St�D1.3TI ltDOO,,{911: Y,X11.1"{Olt Y,ADchOl.
-ooalt D)TI 30 30UJ...Y,gO mx DTI)"{X 01. 91.nD 3cj).3a1.jlAD 6Z61 01. 30DltOjl� n011:
UO)aX Y,X1TIOAOX10 H OSD)AOOA10X Sy,X1maXOTIug SUa31.9mx1g mx SUa31.
-St,,{DX SmTI D)J...an01TIug U1. mJ... mx AOO30)axmg AtylX1AOOA10X mx AtylX1�Dl.
AOO1. UOACl."{9TI;> mJ... U038;>1g Y,X1A3J... mTI 3XaY,ltn '6161 01. ;>1.3TI ';>X1A3J
°1!'{x SD)J...a311:D SU1. SOmTItylmx1g
no1. ltD1atylAJ...DAD 'SD)J...a3AD Dl.DTI9g111:3 DW UOU�StD 'SD)ODJ...a3 SUaoo;>1.XO
SU1.UOU1.jl801n AU1. 3TI SD)ODJ...a3 S3xY,8ACl.D 511.0 ltDOO)1."{3g 'UOjl8 Y,X1AOOA10X
Y, Y,X1TIOAOX10 'o"{Stch 9ltD D1.U1.a;>�3AD 'Dl.DTItylmx1g ;>X11.1"{Olt DO) 50011:9
'SY,XOlt3 SY,X1TI3,,{OltOalt SU1. DmTIy,1.m ;>X1AOOA10X mx ;>X1l.DJ...a3 ';>X1l.1"{
-011: ;>X10Dg 911:D ;>a130 D)TI ADXU8Y,1011:0ADX1 nOTIjI"{o11: no)TIOoxJ...Dlt ,Y no1.
SO"{jl1. 01. ;>1.3Ji\l °SUAY,a13 SU1. ltDoogjl1!TI3 AU1. mx SD)a3TIUn3 Sltl. Y,J...ooJ...DOalt
AUW 1"{;>11: mx 13A;>XJ...roOltD DA ADl.9Amch '17161 01. SUAY,a13 SU1. uouaY,1.
-mg UW 13X�OltD 3X)3 StOchD 'SO)OltO 0 S9TID1a38n3"{3"{1ch S9X1WD 0 ADl.Y,
UO)aX AU1. y,1.nD 9ltD SOAjlTIDX SO"{;>J...3TI 0 °OZ, no1. SD)1.3DX3g SU1. Dl.DTI
-J...St31.11!3 Dl. D,,{9 30StOamAD ;>x1wmono °DTIJ...Y,"{lt 9X1J...0"{oXnc\l, mx 9X1J...0"{
-03g1 '9X1AOOA10X '9X11.1"{011: OTI10;>AD8 DAjI 13ajlch11!3 ugY, 3X)3 6Z61 01.130
-;>lt03� 3X)3 nOlt Uo)aX U 'SD)TIOAOX10 SU1. UOOO)1."{39 y,x1l.3XD U1. ;>aDlI
llDUJOU003()DW £i:xmyou m,{ 5313()PUDOOIII1
°Dg31!)11:3 ;>"{uc\l,n
30 3A3TIjlaD11: D)J...a3AD u mx AD 'm1.3Atyl11."{3g DA 3D1Xa;> Y,X1a3TIY AU1.
mx U11:tylang y,X1l.nv UW ltDDW;>1.DX Y,X1TIOAOX10 U ';>xmgDl.� °1."{39�StOd
A01. 3TI DAOaX91.nDl. A9g3XO '££61 no1. O1a;>noADI A01. D)OnO�3 AU1. 39D"{
-jlAD ADl.9 a3"{1.)X 0 mx 30St08no,,{OXD 'S130;>wmg S3a31.St,,{DJ...3TI 30 'og08
-jlTI mOTI9aD11: Styl91axy 0££61 01. !l�;)a A\;)N n01.uc\l,U"{;>AD AUW 1."{39�StOd
VldO�3:1 IDIf\'llOdA.3: HNOdXJA.3: va
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 275
άλλων. Αυτή ήταν η έννοια του ολοκληρωτισμού που κυριάρχησε στην Ευρώπη τη δεκαετία του '30.
Αυτό το ζήτημα θα μας απασχολήσει στο επόμενο κεφάλαιο. Εκείνο που χρειάζεται να τονίσουμε εδώ είναι οι καταλυτικές πολιτικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης καθώς και το γεγονός ότι η οικονομική κατάρρευση προσέφερε ιδεολογικά επιχειρήματα τόσο στο σταλινισμό όσο και στο φασισμό. Βέβαια αυτά δεν ήταν τίποτε άλλο από κακέκτυπα θεωρητικών και ιδεολογικών διατυπώσεων της προπολεμικής περιόδου, ωστόσο αυτό είχε μικρή σημασία στο φορτισμένο κλίμα της δεκαετίας του '30. Για το σταλινισμό, η οικονομική κρίση αποτελούσε την πιο απτή απόδειξη της επερχόμενης κατάρρευσης του «σάπιου» καπιταλιστικού συστήματος, εξ ου και η υιοθέτηση του ολέθριου συνθήματος της «τρίτης (και τελευταίας) περιόδου» που υποτίθεται ότι διένυε ο καπιταλισμός. Με άλλα λόγια επικρατεί στους κύκλους της κομουνιστικής (σταλινικής) Αριστεράς μία μηχανιστική τελεολογική αντίληψη για την επερχόμενη κατάρρευση του καπιταλισμού που τον καθιστούσε όμως πιο επιθετικό και επικίνδυνο. Γι' αυτό όλοι οι εχθροί και πράκτορές του εντός και εκτός Σοβιετικής Ένωσης έπρεπε να εκκαθαριστούν. Στον αντίποδα, ο φασισμός αντλούσε την ιδεολογική του υπόσταση από τις ιμπεριαλιστικές, ρατσιστικές και κοινωνικοδαρβινικές θεωρίες περί της επικράτη�ης της ισχυρότερης φυλής, που βεβαίως ήταν η λευκή, δηλαδή η αρεία γερμανική φυλή. Συνεπώς, ο φασισμός θεωρούσε ότι η υποταγή ή η εξόντωση άλλων λαών ή φύλων αποτελούσε απαράβατο νόμο της φύσης.
Πριν όμως ασχοληθούμε με αυτό το ζήτημα, θα εξετάσουμε εδώ το δεύτερο σκέλος της ευρωπα'ίκής κρίσης στο Μεσοπόλεμο, ήτοι τις προσπάθειες που καταβλήθηκαν τη δεκαετία του '20, για να διευθετηθούν τα πολιτικά προβλήματα που είχαν προκύψει στην Ευρώπη από τον πόλεμο.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η Συνθήκη των Βερσαλιών είχε ανοίξει τους ασκούς του Αιόλου. Στη Γερμανία κανένα κόμμα, ακόμα και οι κομουνιστές, δεν την θεωρούσε δίκαιη αλλά μια υπαγορευμένη συνθήκη που είχε επιβληθεί από την αδύνατη πλευρά, τη Γαλλία, στη Γερμανία σε μία στιγμή μεγάλης εσωτερικής κρίσης, δηλαδή όταν η
276 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ lΣTOPIA
νεοσύστατη Δημοκρατία της Βα'ίμάρης πάλευε για την επιβίωσή της. Το γεγονός ότι οι ΗΠΑ τελικά δεν επικύρωσαν τη Συνθήκη των Βερσαλιών καθώς και το ότι αρνήθηκαν να προσχωρήσουν στην Κοινωνία των Εθνών, δημιουργούσε ένα μεγάλο πολιτικο κενό και υπέσκαπτε τα θεμέλια του σαθρού οικοδομήματος του 1919. Για την εφαρμογή των συμφωνηθέντων στις Βερσαλίες, η Βρετανία είχε υποσχεθεί άμεση στρατιωτική υποστήριξη στη Γαλλία, ωστόσο η μη επικύρωση της συνθήκης από τις ΗΠΑ απάλλασσε τη Βρετανία από αυτή τη δέσμευση. Συνεπώς το ζητούμενο ήταν πώς η Γαλλία από μόνη της θα μπορούσε να επιβάλει στη δυνητικά ισχυρότερη Γερμανία τους όρους της Συνθήκης των Βερσαλιών. Το γεγονός ότι και η Ρωσία, η μεγάλη σύμμαχος της Γαλλίας έως το 1917, βρισκόταν σε διπλωματική καραντίνα, και εκτός της Κοινωνίας των Εθνών, περιόριζε ακόμα περισσότερο τις δυνατότητες της Γαλλίας.
Για τη Γερμανία, από την άλλη πλευρά, «σκοπός όλων των κυβερνήσεων ήταν είτε να αναθεωρήσουν τη συνθήκη, ε ίτε να αναβάλουν την εφαρμογή της ή να παρακάμψουν τις δεσμεύσεις της»24. Αυτό βασικά αφορούσε στις «μετριοπαθείς» πολιτικές δυνάμεις που στήριζαν το καθεστώς της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης και που, στην πλειοψηφία τους, είχαν ψηφίσει στη βουλή, με 237 ψήφους, έστω και απρόθυμα, υπέρ της επικύρωσης της συνθήκης. Ωστόσο 138 βουλευτές ε ίχαν καταψηφίσει τη συνθήκη, και αποτελούσαν έναν πόλο έλξης των δύνάμεων εκείνων που με την πρώτη ευκαιρία θα επιδίωκαν την ανατροπή τόσο της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης όσο και της Συνθήκης των Βερσαλιών, καθώς γ' αυτές τις δυνάμεις αυτά τα δύο -η Δημοκρατία της Βα'ίμάρης και η Συνθήκη των Βερσαλιών- ήταν οι δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Αυτή η ευκαιρία ήλθε τον Ιανουάριο του 1933, όταν οι δυνάμεις αυτές παρέδωσαν την εξουσία στον Χίτλερ.
Σ' αυτό το κεφάλαιο θα ασχοληθούμε με την περίοδο έως το 1933,
δηλαδή την περίοδο της Βα'ίμάρης, όταν η κυβέρνηση στο Βερολίνο ασκείται από δημοκρατικές δυνάμεις. Αυτή την περίοδο καταβάλλονται προσπάθειες για την «εξομάλυνση» της κατάστασης στην Ευρώπη και για την εξεύρεση λύσεων στα προβλήματα που είχαν προκύψει το 1914-19, με συναινετικές διαδικασίες.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 277
Για την πολιτική σταθεροποίηση της Ευρώπης, το κέντρο βάρους έπεφτε στην Κοινωνία των Εθνών, η οποία παρ' όλες τις αδυναμίες της, αποτελούσε το σημαντικότερο διεθνές συλλογικό όργανο, για τη διασφάλιση και προαγωγή της ειρήνης. Ωστόσο δεδομένου ότι οι πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες δεν ευνοούσαν την εμπέδωση της ειρήνης στην Ευρώπη, ποιες ήταν οι πραγματικές δυνατότητες της Κοινωνίας των Εθνών (ΚτΕ); Προφανώς περιορισμένες και σε μεγάλες κρίσεις, όπως στην περίπτωση της ιαπωνικής εισβολής στη Μαντζουρία, το 1931 -32, ή της ιταλικής εισβολής στην Αβησσυνία, το 1936, που ήταν σχεδόν αμελητέες. Ακόμα και οι κυρώσεις που επεβλήθησαν στην Ιταλία δεν υλοποιήθηκαν. Βέβαια αν η ΚτΕ δεν μπορούσε να επιβληθεί στην Ιαπωνία ή την Ιταλία, πώς θα το κατόρθωνε στην περίπτωση του Χίτλερ, το 1938-39, σχετικά με την Τσεχοσλοβακία και την Πολωνία; Δεν είναι τυχαίο ότι σ' αυτές τις μοιραίες κρίσεις, οι οποίες «άνοιξαν την αυλαία για το Β' παγκόσμιο πόλεμο», η ΚτΕ αγνοήθηκε από όλες τις πλευρές25.
Σε τι διέφερε η ΚτΕ σε σχέση με το καθεστώς που επικρατούσε στις διεθνείς σχέσεις πριν το 1914, ή με εκείνο που διαμορφώθηκε μετά το 1945; Ορισμένοι ιστορικοί τονίζουν τις ιδιαιτερότητές της και τείνουν να τη θεωρούν ως sui generis, δηλαδή σαν κάτι το μοναδικό. Άλλοι όμως υπογραμμίζουν τις ομοιότητες, κυρίως όσον αφορά την ουσία, με το προγενέστερο και το επόμενο καθεστώς. Ένα κοινό χαρακτηριστικό και των τριών συστημάτων ήταν ότι στηρίζονταν και εξέφραζαν τα συμφέροντα των εκάστοτε δυνάμεων. Το σύστημα που διαμορφώθηκε το 190 αιώνα, δηλαδή μετά το Συνέδριο της Βιέννης ( 1815), στερείτο ενός θεσμικού πλαισιού, είτε της ΚτΕ ή των Ηνωμένων Εθνών, και κυριαρχείτο από τις μεγάλες δυνάμεις26.
Η ΚτΕ ήταν ουσιαστικά τέκνο του Αμερικανού προέδρου Wilson και αντανακλούσε τις ιδεαλιστικές απόψεις του για τις διεθνείς σχέσεις. Το βασικό θεσμικό πλαίσιό της αποτελούνταν από μία Συνέλευση, ένα Συμβούλιο, απαρτιζόμενο από μόνιμα και μη μόνιμα μέλη, από ένα Διεθνές Δικαστήριο, και από μία σειρά από επιτροπές, όπως η Επιτροπή Ασφαλείας, η Οικονομική Επιτροπή, η Επιτροπή Αφοπλισμού, Μειονοτήτων κ.λπ., καθώς και από το Διεθνές Γραφείο Εργασίας. Συ-
278 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νεπώς η βασική δομή του δεν διέφερε πολύ από αυτή των Ηνωμένων Εθνών. Η βασικότερη διαφορά συνίσταται στο πολιτικό υπόβαθρο και της μεν και της δε. Παρά τις επιθυμίες του Wilson, η ΚτΕ αποτελούσε κι αυτή ένα σύστημα των Δυνάμεων, αλλά ουσιαστικά χωρίς την ενεργό συμμετοχή, και ενίοτε την ανοικτή εχθρότητα, των περισσοτέρων δυνάμεων. Οι ΗΠΑ αρνήθηκαν να συμμετέχουν, η Σοβιετική Ένωση αποκλείστηκε λόγω καθεστώτος και προσχώρησε μόνο το 1934, μετά την άνοδο του Χίτλερ. Η Γερμανία προσχώρησε το 1926 και αποχώρησε περίπου την ίδια εποχή που προσχωρούσε η Σοβιετική Ένωση.
Συνεπώς, από τις μεγάλες δυνάμεις της προπολεμικής περιόδου, η Ρωσία, η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία ουσιαστικά βρίσκονταν εκτός του συστήματος, όπως και οι ΗΠΑ, η ανερχόμενη δύναμη και αυτή που είχε τα οικονομικά, πολιτικά αλλά και ηθικά αποθέματα για να παίξει το ρόλο του σταθεροποιητή. Τη «ραχοκοκαλιά» της ΚτΕ αποτελούσαν η Βρετανία και η Γαλλία, ενώ η Ιταλία και η Ιαπωνία, αν και εκδήλωναν έντονο ενδιαφέρον, λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά καθώς και οι δυο ήταν «αναθεωρητικές» δυνάμεις, δηλαδή επιδίωκαν την αλλαγή του stαtus quo που εξέφραζε η ΚτΕ. Σε αντίθεση, τα Ηνωμένα Έθνη συγκροτήθηκαν με γνώμονα τις νικήτριες δυνάμεις του Β' παγκοσμίου πολέμου, δηλαδή τις ΗΠΑ, τη Σοβιετική Ένωση και τη Βρετανία, στις οποίες προστέθηκαν, για πολιτικούς λόγους, η Κίνα και η Γαλλία. Αυτές οι δυνάμεις αποτελούσαν «τους χωροφύλακες της οικουμένης» (the world's policemen), όπως τις αποκαλούσε ο πρόεδρος Ρούζβελτ.
Το σύστημα των Ηνωμένων Εθνών ήταν απαλλαγμένο από τις ιδεαλιστικές αγκυλώσεις της ΚτΕ. Αυτό εκφράστηκε πρακτικά με τον περιορισμό του δικαιώματος του βέτο, στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μόνο στα 5 μόνιμα μέλη του, «στους χωροφύλακες της οικουμένης», σε αντίθεση με την ΚτΕ, όπου το δικαίωμα του βέτο διατηρούσαν όλα τα μέλη της. Είναι ενδιαφέρον ότι το παρόν σύστημα κατόρθωσε να επιβιώσει τόσο από τις δοκιμασίες του ψυχρού πολέμου όσο και από αυτές μετά το τέλος του. Αν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση της Κορέας, το 1950-51 , όπου οι Αμερικανοί απευθύνθηκαν στα μέλη των Ηνωμένων Εθνών για να παρακάμψουν το βέτο της Σοβιετικής Ένωσης στο
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 279
Συμβούλιο Ασφαλείας, τα 5 μόνιμα μέλη αυτού του οργανισμού έχουν επιδείξει από το 1945 μία εντυπωσιακή ικανότητα για τη διατήρηση των κεκτημένων, ανεξάρτητα από τις ιστορικές μεταβολές που έχουν γίνει από τότε27.
Με άλλα λόγια, σε αντίθεση με τον ΟΗΕ, που στηρίζεται στον προνομιακό ρόλο των Δυνάμεων, η ΚτΕ ουσιαστικά λειτουργούσε σε ένα πολιτικό κενό. Η μόνη δύναμη που ήταν απόλυτα προσηλωμένη σ' αυτή ήταν η Γαλλία, η οποία θεωρούσε την ΚτΕ ως μέσο για τη διατήρηση του stαtus quo του 1919. Το πρόβλημα συνίστατο στο ότι η Γαλλία, χωρίς τις «φυσικές εγγυήσεις» για άμεση στρατιωτική συνδρομή από την Αμερική και τη Βρετανία σε περίπτωση γερμανικής επιθετικότητας, εξακολουθούσε στο Μεσοπόλεμο να ζει με τον εφιάλτη του 1870-71. Η εμπειρία του Α' παγκοσμίου πολέμου δεν είχε μεταβάλει αυτό το φόβο καθώς οι Γάλλοι ήξεραν ότι «θα είχαν ηττηθεί μέσα σε έξι εβδομάδες αν δεν παρενέβαιναν οι Βρετανοί»28. Για τη Γαλλία, ο κίνδυνος εστιαζόταν στο ότι η Γερμανία κατείχε τη δυτική όχθη του ποταμού Ρήνου, που της έδινε ένα μεγάλο στρατηγικό πλεονέκτημα. Συνεπώς το 1918-
19 το Παρίσι έκανε τεράστιες προσπάθειες να αποσπάσει από τη Γερμανία αυτή την περιοχή δυτικά του Ρήνου. Αυτό ωστόσο προσέκρουσε στις αντιδράσεις των Αγγλο-Αμερικανών, καθώς 5 εκατομμύρια Γερμανοί θα ζούσαν υπό γαλλική κατοχή.
Για να καθησυχαστούν οι γαλλικοί φόβοι, οι Αγγλο-Αμερικανοί δεσμεύονταν να προσφέρουν άμεση βοήθεια στη Γαλλία «σε περίπτωση απρόκλητη ς γερμανικής επιθετικότητας» . Ωστόσο η μη επικύρωση της Συνθήκης των Βερσαλιών από την Αμερική σήμαινε την ακύρωση και αυτής της δέσμευσης. Αυτό προκάλεσε αγανάκτηση στη Γαλλία που θεωρούσε ότι είχε εξαπατηθεί από τους Συμμάχους της και βέβαια αύξανε την ανασφάλειά της απέναντι στη Γερμανία. Για να καλυφθεί αυτό το αμυντικό κενό η Γαλλία δεν είχε άλλη επιλογή από το να καταφύγει στο μηχανισμό της ΚτΕ και σε μια σειρά από συμμαχίες με χώρες που περιέβαλλαν τη Γερμανία. Ωστόσο η χάρτα (Covenant) της ΚτΕ, δεν μπορούσε να υποκαταστήσει την αμερικανική αμυντική ομπρέλα καθώς για την ανάληψη οποιαδήποτε στρατιωτικής δράσης από την ΚτΕ χρειαζόταν η ομοφωνία των μελών της. Ακόμα και σ' αυτή την περίπτω-
280 ΣγΓΧΡΟΝΗ EγPΩilAΪΚH ΙΣΤΟΡΙΑ
ση η απόφαση αυτή δεν ήταν δεσμευτική . Με άλλα λόγια «Ο μηχανισμός της ΚτΕ δεν προσέφερε τις προοπτικές για άμεση στρατιωτική δράση, τη μόνη εγγύηση σε περίπτωση γερμανικής εισβολής»29.
Ο άλλος τρόπος για την αναχαίτιση της Γερμανίας ήταν η σύναψη συμμαχιών με τους γείτονές της. Στο παρελθόν αυτό το ρόλο είχε παίξει η Ρωσία, αλλά μετά το 1919, η Σοβιετική Ένωση είχε καταδικάσει την πολιτική της ισορροπίας δυνάμεων και ακολουθούσε το δικό της μοναχικό δρόμο για τη διάδοση και επικράτηση του δικού της πολιτικού συστήματος. Στην ουσία, τόσο η Ρωσία αλλά και η Γερμανία αντιμετωπίζονταν από τις δυτικές δυνάμεις ως παρίες, κάτι που αποδείχτηκε ολέθριο για τη σταθερότητα και την ειρήνη στην Ευρώπη. Το «υλικό» που προσφερόταν στη Γαλλία για την αναχαίτιση της Γερμανίας ήταν τα νεοσύστατα κράτη που προέκυψαν το 1919, ήτοι η Πολωνία, η Τσεχοσλοβακία, η Γιουγκοσλαβία, καθώς και η Ρουμανία. Η πρώτη είχε κάθε λόγο να αισθάνεται κι αυτή ανασφαλής απέναντι στη Γερμανία και να επιδιώκει, όπως και η Γαλλία, τη διατήρηση του status quo της Συνθήκης των Βερσαλιών. Ωστόσο τα εσωτερικά και εξωτερικά προβλήματα που αντιμετώπιζε η Πολωνία, όπως η οικονομική και κοινωνική υπανάπτυξη και ένας άκρατος αλυτρωτισμός, ή επεκτατισμός, προς τη Λιθουανία και την Ουκρανία, δεν την καθιστούσαν και τόσο αξιόπιστο αντίβαρο απέναντι στη Γερμανία.
Παρόμοια προβλήματα αντιμετώπιζαν και οι άλλες τρεις χώρες. Π.χ. η Τσεχοσλοβακία απαρτιζόταν από 6,5 εκατ. Τσέχους, 2 εκατ. Σλοβάκους, 3 εκατ. Γερμανούς και μικρότερες μειονότητες Ούγγρων και Πολωνών, ενώ η Γιουγκοσλαβία από ακόμα μεγαλύτερη εθνική ανομοιογένεια. Επίσης, ενώ η Πολωνία είχε κάθε λόγο να ανησυχεί για τη Γερμανία, οι χώρες που συγκροτούσαν τη «Μικρή Entente» δηλαδή η Γιουγκοσλαβία, η Τσεχοσλοβακία και η Ρουμανία, ανησυχούσαν περισσότερο για την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και, στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, την Ιταλία, την κατ' εξοχήν επιθετική δύναμη στα Βαλκάνια. Συνεπώς, για να συνδράμουν αυτές τη Γαλλία για τη διασφάλιση της Συνθήκης των Βερσαλιών, θα έπρεπε και το Παρίσι να προσφέρει σ' αυτές τις χώρες εγγυήσεις αναφορικά με τους δικούς τους κινδύνους, που προέρχονταν κυρίως από την Ιταλία και την Ουγγαρία.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 281
Μ' αυτό τον τρόπο η Γαλλία, αντί να επωμίζεται την ευθύνη για τη διασφάλιση μόνο της Συνθήκης των Βερσαλιών, αναγόταν ως ο θεματοφύλακας όλων των συνθηκών. Εκτός από τη Γερμανία, έπρεπε τώρα να υποστηρίζει την Πολωνία απέναντι στη Λιθουανία, την Τσεχοσλοβακία από την Ουγγαρία, τη Γιουγκοσλαβία και τη Ρουμανία απέναντι στη Βουλγαρία και την Ιταλία. Με άλλα λόγια είχε συγκροτήσει μία νέα «Ιερά Συμμαχία» για τη διατήρηση του stαtus quo στην Ευρώπη και την πάταξη του «αναθεωρητισμού» των Συνθηκών3Ο• Ωστόσο το πρόβλημα της Γαλλίας, που τελικά κατέληξε σε νέα ευρωπα"ίκή τραγωδία, ήταν ότι δεν διέθετε τα αποθέματα που διέθετε η Βρετανία το 1815 για να τιθασεύσει τις φυγόκεντρες δυνάμεις. Συνεπώς, ενώ το Συνέδριο της Βιέννης είχε δημιουργήσει το πλαίσιο μέσα στο οποίο συμπεριφέρονταν οι ευρωπα"ίκές δυνάμεις, οι Συνθήκες του 1919 καθώς και οι συμμαχίες της Γαλλίας με την Πολωνία και τη «Μικρή Entente» λειτουργούσαν αποσταθεροποιητικά και ωθούσαν τις «αναθεωρητικές» δυνάμεις να δράσουν εκτός του θεσμικού πλαισίου που πρόσφερε η ΚτΕ.
Πόσο επισφαλείς ήταν αυτό φάνηκε τον Απρίλιο του 1922 όταν οι δυο παρίες δυνάμεις, η Γερμανία και η Σοβιετική Ένωση, συνήψαν μυστική Συνθήκη στο Ράπαλο της Ιταλίας. Μ' αυτή οι δύο πλευρές αποποιούνταν οποιαδήποτε μορφή πολεμικών αποζημιώσεων και συμφωνούσαν να αυξήσουν τις εμπορικές ανταλλαγές τους. Επίσης η Γερμανία εγκατέλειπε κάθε διεκδίκηση για τις γερμανικές περιουσίες που είχε εθνικοποιήσει το σοβιετικό καθεστώς. Αν και δεν υπήρχαν μυστικές συμφωνίες για στρατιωτική και πολιτική συνεργασία, ωστόσο η ύπαρξή τους θεωρείτο δεδομένη από τις άλλες χώρες. Η Συνθήκη του Ράπαλο έπεσε σαν βόμβα και προκάλεσε στις δυτικές πρωτεύουσες έκπληξη, πανικό και αγανάκτηση.
Η έκπληξη ήταν απόλυτα δικαιολογημένη καθώς από το Νοέμβριο του 1918 οι δυο χώρες είχαν διακόψει διπλωματικές σχέσεις και οι μπολσεβίκοι πάσχιζαν ανοικτά να ανατρέψουν το γερμανικό καθέστώς31 . Η αγανάκτηση οφειλόταν στο ότι οι δυο δυνάμεις είχαν αψηφήσει τις στερεότυπες απόψεις των δυνάμεων που εκπροσωπούσαν το stαtus quo και με τον τρόπο τους έστελναν ένα μήνυμα για τις δυνατότητες που είχαν να το υποσκάψουν. Άλλωστε, όπως εξετάσαμε παραπάνω σ'
282 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αυτή τη μελέτη, δεν ήταν η πρώτη φορά που η Γερμανία (Πρωσία) και η Ρωσία (Σοβιετική Ένωση) συνέπλεαν για λόγους σκοπιμότητας. Από τον πόλεμο της Κριμαίας έως τα τέλη του 190υ αιώνα ο γερμανορωσικός άξονας αποτελούσε βασικό συστατικό για την εξωτερική πολιτική των δυο χωρών. Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος είχε διαταράξει αυτή την προνομιακή σχέση, ωστόσο και οι δυο πλευρές διαπίστωναν, μετά το 1919, ότι και οι δυο είχαν ζημιωθεί από αυτόν και ότι αυτά που τους ένωναν ήταν πολύ περισσότερα από εκείνα που τους χώριζαν.
Αυτό βέβαια το ήξεραν πολύ καλά και οι δυτικές δυνάμεις -Βρετανοί, Γάλλοι και Αμερικάνοι- εξ ου και ο πανικός τους. Όπως γράφει ένα Βρετανός ιστορικός, «η ιδέα μιας αναπτυσσόμενης χώρας, όπως η Ρωσία, που θα υπόκεινταν στο οργανωτικό δαιμόνιο της Γερμανίας, ήταν κάτι που καμιά δυτικοευρωπαϊκή χώρα θα μπορούσε να διανοηθεί χωρίς να της προκαλεί πανικό»32. Σ' αυτό, όπως αποδείχτηκε αργότερα, είχαν απόλυτα δίκιο. Το Ράπαλο αποτελούσε το πρώτο βήμα για τη σύσφιγξη των γερμανοσοβιετικών σχέσεων την περίοδο του Μεσοπολέμου, οι οποίες παρά τις οποιεσδήποτε διακυμάνσεις τους κατέληξαν, το 1939, στο Σύμφωνο Ribbentrop-Molotov, μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετική Ένωσης. Το θέμα αυτό εξακολουθεί να έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον, κυρίως μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Εκείνο που παρατηρεί κανείς από την εποχή της Κριμαίας και του Ράπαλου, το 1922 και του Συμφώνου Ribbentrop-Molotov το 1939, έως την Ostpolitik του 1970-1989, στην οποία θα αναφερθούμε πάλι στο τελευταίο κεφάλαιο αυτής της μελέτης, είναι η ευκολία με την οποία η Γερμανία και η Ρωσία (Σοβιετική Ένωση) αγνόησαν στο παρελθόν τις οποιεσδήποτε υποτιθέμενες αγεφύρωτες ιδεολογικές διαφορές τους όταν αυτό το επέβαλαν τα ζωτικά εθνικά τους συμφέροντα. Συνεπώς αν κάτι παρόμοιο προκύψει και στο μέλλον δεν θα πρέπει να προκαλέσει έκπληξη.
* * *
Η πιο σημαντική διπλωματική εξέλιξη τη δεκαετία του '20 ήταν η Συνθήκη του Λοκάρνο, το Δεκέμβριο του 1925. Την περίοδο αυτή η οικονομική κατάσταση είχε αρχίσει να βελτιώνεται. Με το Σχέδιο Dawes
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 283
για τη ρύθμιση των αποζημιώσεων, το 1924, και μια σειρά από άλλες διπλωματικές πρωτοβουλίες, οι οποίες δεν θα μας απασχολήσουν εδώ, είχε αρχίσει να διαφαίνεται ένα κλίμα ύφεσης στην Ευρώπη. Επίσης ο υπουργός των Εξωτερικών στη Γερμανία, Gustaν Stresemann, επιδίωκε να αναιρέσει τα τετελεσμένα του Α' παγκοσμίου πολέμου με διπλωματικά μέσα και, αν ήταν δυνατό, με τη συναίνεση των δυτικών δυνάμεων. Η θητεία του Στρέσεμαν στο υπουργείο των Εξωτερικών έως το 1929, συνέπεσε με εκείνη του Aristide Briand στη Γαλλία. Η περίοδος αυτή σηματοδοτείται από μια σημαντική βελτίωση στις γαλλο-γερμανικές σχέσεις, με επιστέγασμα το Σχέδιο Briand το 1929-30 για τη δημιουργία μιας Ενωμένης Ευρώπης, στην οποία θα επανέλθουμε παρακάτω.
Πρώτα όμως ας ασχοληθούμε με τις διεργασίες έως το 1929-30, αρχίζοντας με τη Συνθήκη του Λοκάρνο. Αυτή αφορούσε κυρίως στην αναγνώριση από τη γερμανική πλευρά των δυτικών της συνόρων, αλλά όχι και των ανατολικών τα οποία αρνιόταν να θεωρήσει ως τελεσίδικα, αν και διαβεβαίωνε ότι δεν προτίθενταν να τα αλλάξει με την προσφυγή στη βία. Τα συμβαλλόμενα μέρη στη Συνθήκη του Λοκάρνο ήταν η Γαλλία, η Βρετανία, η Γερμανία, το Βέλγιο και η Ιταλία. Σε περίπτωση απρόκλητη ς επίθεσης της Γερμανίας κατά της Γαλλίας, ή και αντίστροφα, η Βρετανία και η Ιταλία θα συμπαρατάσσονταν με το μέρος του θύματος. Επίσης υπήρχαν και μία σειρά από άλλες επί μέρους συμφωνίες της Γερμανίας με τη Γαλλία, το Βέλγιο, την Πολωνία και την Τσεχοσλοβακία, στις οποίες διατυπωνόταν ότι όσες διαφορές δεν ήταν εφικτό να διευθετηθούν με διαπραγματεύσεις, θα παραπέμπονταν σε διαιτησία. Μια άλλη συμφωνία μεταξύ Πολωνίας, Γαλλίας και Τσεχοσλοβακίας διαβεβαίωνε ότι σε περίπτωση που η Γερμανία αρνιόταν την επιδιαιτησία, αυτές οι χώρες θα υποστήριζαν η μία την άλλη, ακόμα και στρατιωτικά, εάν αυτό ήταν αναγκαίο.
Η Συνθήκη του Λοκάρνο ήταν σημαντική όχι τόσο λόγω των συγκεκριμένων ρυθμίσεων όσο λόγω του ότι συνέβαλε στη βελτίωση του ψυχολογικού κλίματος. Επίσης πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιξαν και οι καλές σχέσεις μεταξύ των υπουργών Εξωτερικών της Γαλλίας και της Γερμανίας, Μπριάν και Στρέσεμαν. Το γεγονός ότι η συνθήκη επικρί-
284 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θηκε δριμύτατα από τους εθνικιστές στη Γαλλία και τη Γερμανία, συνέτεινε στο να αναβαθμίζει τη σημασία της33. Ωστόσο η Συνθήκη του Λοκάρνο είχε ίσως μεγαλύτερη σημασία για τις προεκτάσεις της, δηλαδή για όσα υπονοούνταν σ' αυτήν. Π.χ. υποδήλωνε ότι οι δεσμεύσεις της Γερμανίας σχετικά με τα δυτικά της σύνορα είχαν πλέον μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι η Συνθήκη των Βερσαλιών. Επίσης, και πιο σημαντικό, σήμαινε ότι τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας ε ίχαν πλέον μεγαλύτερη σημασία απ' ό,τι τα ανατολικά της. Δηλαδή, έμμεσα, οι δυτικές δυνάμεις αναγνώριζαν ότι τα ανατολικά σύνορα δεν ήταν απαράβατα. Η Βρετανία και η Ιταλία δεν αναλάμβαναν καμία στρατιωτική δέσμευση για να τα εγγυηθούν, όπως έκαναν με τα δυτικά σύνορα της Γερμανίας.
Μακροπρόθεσμα η Συνθήκη του Λοκάρνο λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά, τόσο για τη Συνθήκη των Βερσαλιών, όσο και για την ΚτΕ. Όσον αφορά την πρώτη, το Λοκάρνο ενίσχυε την εντύπωση ότι η Συνθήκη των Βερσαλλιών είχε περιορισμένη πρακτική αξία εάν δεν συνοδευόταν και από άλλες διμερείς συμφωνίες. Σχετικά με την ΚτΕ, το Λοκάρνο υποδήλωνε ότι οι εγγυήσεις των συνόρων των μελών της που διατύπωνε το Άρθρο 10 της Χάρτας (Covenant) της ΚτΕ, δεν ήταν απόλυτες αλλά εξαρτιόνταν περισσότερο από τις δεσμεύσεις που είχαν αναλάβει ορισμένες χώρες στο Λοκάρνο. Αυτές οι προεκτάσεις έγιναν καλύτερα κατανοητές μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία.34 Μετά την επικύρωση της Συνθήκης του Λοκάρνο, η Γερμανία θα προσχωρούσε στην ΚτΕ, σαν μόνιμο μέλος του Συμβουλίου του. Ωστόσο η Γερμανία αρνήθηκε να συμμετέχει στην επιβολή στρατιωτικών κυρώσεων από την ΚτΕ κατά άλλου κράτους με τη δικαιολογία ότι η Συνθήκη των Βερσαλιών την είχε αποδυναμώσει σε τέτοιο βαθμό που αδυνατούσε να αναλάβει παρόμοιες δεσμεύσεις. Επίσης η γεωγραφική θέση της, στο κέντρο της Ευρώπης, την ανάγκαζε να μην επιτρέψει σε άλλη δύναμη να χρησιμοποιήσει τη Γερμανία ως στρατιωτικό ορμητήριο.
Προφανώς, μ' αυτές τις διατυπώσεις, η Γερμανία επιδίωκε να διαφυλάξει τις σχέσεις της με τη Σοβιετική Ένωση και διασαφήνιζε ότι δεν ήταν διατεθειμένη να στραφεί εναντίον της αλλά ούτε και να επιτρέψει σε ξένα στρατεύματα, γαλλικά ή βρετανικά, να επιτεθούν εναντίον της, μέσω Γερμανίας35. Με άλλα λόγια η Γερμανία δεν ήταν δια-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 285
τεθειμένη να διαταράξει τη Συνθήκη του Ράπαλο, του 1922, με τη Σοβιετική Ένωση, για χάρη της Συνθήκης του Λοκάρνο, με τις δυτικές δυνάμεις. Βέβαια είναι δύσκολο να αποφανθεί κανείς εάν αυτό, δηλαδή η πρόκληση ρήξης μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης, αποτελούσε έναν από τους απώτερους στόχους των δυτικών δυνάμεων, στη σύναψη της Συνθήκης του Λοκάρνο. Αυτό όμως που έχει σημασία είναι ότι η Γερμανία έδινε μεγαλύτερη προτεραιότητα στη διατήρηση αρμονικών σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση παρά στις οποιεσδήποτε ρυθμίσεις για τη βελτίωση των σχέσεών της με τις δυτικές δυνάμεις. Και, όπως αναμενόταν, η Σοβιετική Ένωση είχε εκφράσει έντονες ανησυχίες ως προς τους απώτερους στόχους της Συνθήκης του Λοκάρνο36.
Αυτό έγινε καλύτερα αντιληπτό λίγο αργότερα. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, μέρος του πακέτου της Συνθήκης του Λοκάρνο ήταν και η προσχώρηση της Γερμανίας στην ΚτΕ, ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου της. Αυτό αρχικά δεν φαινόταν να δημιουργεί ιδιαίτερα προβλήματα καθώς η άρνηση των ΗΠΑ να συμμετέχουν στην ΚτΕ σήμαινε ότι η θέση που θα καταλάμβανε ως μόνιμο μέλος του Συμβουλίου της ΚτΕ παρέμενε κενή. Η σύνθεση του Συμβουλίου της ΚτΕ θα αποτελούνταν από 5 μόνιμα μέλη -Γαλλία, Βρετανία, Ιταλία, Ιαπωνία και Ηνωμένες Πολιτείες- και από 4 μη μόνιμα που αργότερα αυξήθηκαν σε 6 και που εκλέγονταν από τη Συνέλευση. Με άλλα λόγια η σύνθεσή του δεν διέφερε και πολύ από αυτή του Συμβουλίου Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών. Η σημαντικότερη διαφορά συνίσταται στο ότι το δικαίωμα του βέτο μπορούσαν να ασκήσουν όλα τα μέλη του Συμβουλίου της ΚτΕ ενώ στον ΟΗΕ αυτό το προνόμιο περιορίζεται μόνο στα 5 μόνιμα μέλη του (ΗΠΑ, Ρωσία, Κίνα, Βρετανία, Γαλλία) . Η διαδικασία για μόνιμα μέλη στο Συμβούλιο της ΚτΕ απαιτούσε την ομόφωνη γνώμη όλων των μελών του, μόνιμων και αιρετών, επικυρωμένη από την πλειοψηφία των μελών της Συνέλευσης.
Η αίτηση της Γερμανίας για ένταξη ως μόνιμο μέλος στο Συμβούλιο της ΚτΕ προκάλεσε παρόμοιες απαιτήσεις και από άλλες χώρες, όπως η Πολωνία, η Ισπανία και η Βραζιλία. Η αίτηση της Πολωνίας είχε ιδιαίτερη σημασία καθώς αυτή αποτελούσε, για τη Γαλλία τουλάχιστον, βασικό αντίβαρο της Γερμανίας. Η κατάσταση περιπλεκόταν από την
286 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
υποστήριξη της Βρετανίας στην ισπανική υποψηφιότητα η οποία, όπως και η Βραζιλία, συμπεριλαμβανόταν στα μη μόνιμα μέλη του Συμβουλίου της ΚτΕ. Συνεπώς αυτές οι δυο μπορούσαν να ασκήσουν το δικαίωμα του βέτο στην ένταξη της Γερμανίας, κάτι που δεν δίσταζαν να γνωστοποιήσουν. Το αποτέλεσμα ήταν σύγχυση και πανδαιμόνιο, όχι και τόσο διαφορετικό με αυτό που παρατηρούμε στις μέρες μας αναφορικά με τη διεύρυνση του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ. Η λύση στην περίπτωση της ΚτΕ, το 1926, ήταν η αύξηση των μη μόνιμων μελών του Συμβουλίου από 6 σε 9, με τη δυνατότητα 3 από αυτά να ανανεώνουν τη θητεία τους στο Συμβούλιο της ΚτΕ με την έγκριση των 2/3 της Συνέλευσης. Μ' αυτό τον τρόπο δημιουργείτο μία τρίτη κατηγορία ημιμόνιμων μελών του Συμβουλίου. Η Γερμανία και η Πολωνία αποδέχτηκαν αυτό το διακανονισμό αλλά η Ισπανία και η Βραζιλία, που προφανώς θα είχαν δυσκολίες να συγκεντρώσουν την έγκριση των 2/3 της Συνέλευσης, τον απέρριψαν και, όπως ήταν «της μόδας» εκείνη την εποχή, αποχώρησαν από την ΚτΕ.
Ωστόσο και οι Γερμανοί δέχτηκαν αυτό το συμβιβασμό μάλλον απρόθυμα και δεν έπαυαν να θεωρούν ότι βρίσκονταν σε υποδεέστερη θέση, στο Συμβούλιο της ΚτΕ, σε σχέση με τα μόνιμα μέλη τους. Προς το παρόν η επιρροή του Στρέσεμαν συνέτεινε να αντιμετωπιστούν οι έντονες επικρίσεις μέσα στη Γερμανία. Σ' αυτό συνέβαλε, ίσως περισσότερο, το ότι παράλληλα με την αποδοχή αυτού του συμβιβασμού στο Συμβούλιο της ΚτΕ, η Γερμανία συνήπτε τον Απρίλιο του 1926, νέα Συνθήκη με τη Σοβιετική Ένωση, τη Συνθήκη του Βερολίνου, με την οποία οι δυο χώρες επιβεβαίωναν την προσήλωσή τους στη Συνθήκη του Ράπαλο, του 1922, και την αμοιβαία δέσμευσή τους να παραμείνουν ουδέτερες, σε περίπτωση που η μία ή η άλλη πλευρά δέχονταν επίθεση από τρίτη δύναμη. Επίσης η Συνθήκη του Βερολίνου συνοδευόταν από ανταλλαγές διπλωματικών σημειωμάτων στα οποία η Γερμανία υπερέβαλε εαυτόν ώστε να διαβεβαιώσει τη Μόσχα ότι το Βερολίνο ερμήνευε το Άρθρο 16 της Χάρτας (Covenant) της ΚτΕ με τέτοιο τρόπο που απέκλειε γερμανική συμμετοχή σε ενδεχόμενες κυρρώσεις κατά της Ρωσίας. Επίσης το Βερολίνο διαβεβαίωνε τη Μόσχα ότι θα χρησιμοποιούσε τη θέση του ως μόνιμο μέλος τους Συμβουλίου της ΚτΕ για να
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 287
παρεμποδίσει οποιαδήποτε «αδικαιολόγητη» καταδίκη της Σοβιετικής Ένωσης, από την ΚτΕ, για επιθετικότητα.
Με άλλα λόγια το «πνεύμα της Κριμαίας» επιβεβαιωνόταν και ενισχυόταν και με συμβατικές ρυθμίσεις. Και πάλι το Παρίσι και το Λονδίνο εξέφρασαν αγανάκτηση και σοκ για τη Συνθήκη του Βερολίνου. Σε μια κίνηση αντιπερισπασμού δήλωναν την αντίθεσή τους σε οποιαδήποτε μείωση των συμμαχικών δυνάμεων κατοχής στη Ρηνανία. Αυτές οι εξελίξεις ήταν ιδιαίτερα δυσάρεστες για το Λονδίνο καθώς την εποχή εκείνη οι σχέσεις του με τη Μόσχα είχαν διακοπεί, λόγω διαφόρων διαπληκτισμών, ένας από τους οποίους σχετιζόταν με την περιβόητη (πλαστή) «Επιστολή Ζινόβιεφ», σύμφωνα με την οποία η Μόσχα παρακινούσε τα βρετανικά συνδικάτα σε εξέγερση. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από οξύτατες εργατικές κινητοποιήσεις στη Βρετανία, με επιστέγασμα τη Γενική Απεργία του 1926, τη μεγαλύτερη εργατική κινητοποίηση στην ιστορία του βρετανικού εργατικού κινήματος. Συνεπώς ήταν εύκολο να ανακαλύπτει η βρετανική κυβέρνηση «σοβιετικό δάκτυλο» πίσω από αυτές τις κινητοποιήσεις.
Επίσης αυτό εξηγεί και τη ζωηρή επιθυμία του Λονδίνου να διευθετηθούν οι σχέσεις με τη Γερμανία ώστε να απομονωνόταν η Σοβιετική Ένωση. Ωστόσο η γερμανική κυβέρνηση, με τη Συνθήκη του Βερολίνου, υποδήλωνε την άρνησή της να συμπράξει σ' αυτή την υπόθεση. Όπως δήλωνε ο Austen Chamberlain, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, οι άοκνες προσπάθειές του για βελτίωση του κλίματος στην Ευρώπη, με τη Συνθήκη του Λοκάρνο είχαν αναιρεθεί «από τη αναστάτωση και τη σύγχυση που είχαν προκαλέσει οι γερμανοσοβιετικές συνομιλίες»37. Το συμπέρασμα που συναγόταν ήταν ότι οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να είναι πιο διαλλακτικές απέναντι στη Γερμανία, εάν ήθελαν να την αποσπάσουν από τη Σοβιετική Ένωση. Όπως υπενθύμιζε ο Τσάμπερλεν στον Μπριάν «συγκρουόμαστε με τη Σοβιετική Ρωσία για την ψυχή της Γερμανίας. κ<Χναμε το πρώτο βήμα στο Λοκάρνο ωστόσο όσο πιο δύσκολες καθίστανται οι σχέσεις μας με τη Ρωσία, τόσο πιο επιτακτική γίνεται η ανάγκη να εντάξουμε τη Γερμανία στέρεα στο άρμα της Δύσης»38.
288 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Αυτό πρακτικά σήμαινε ότι οι δυτικές δυνάμεις θα έπρεπε να αγνοήσουν τη σημασία της Συνθήκης του Βερολίνου και να καταβάλουν περαιτέρω προσπάθειες για τη βελτίωση των σχέσεων με τη Γερμανία. Αυτό εξηγεί γιατί η Συνθήκη του Βερολίνου παρακάμφθηκε, και παρά τις έντονες φήμες για σύσφιγξη των γερμανοσοβιετικών σχέσεων, ακόμα και στο στρατιωτικό τομέα,39 οι δυτικές δυνάμεις έδειχναν διατεθειμένες να βελτιώσουν τις σχέσεις τους με τη Γερμανία. Σαν χειρονομία καλής θέλησης, οι Σύμμαχοι απέσυραν από τη Γερμανία 60.000 άνδρες, το Δεκέμβριο του 1926. Συνεπώς η Συνθήκη του Βερολίνου υποβαθμίστηκε και το κλίμα ευφορίας που είχε δημιουργηθεί με τη Συνθήκη του Λοκάρνο διατηρήθηκε έως το τέλος της δεκαετίας του '20.
Ωστόσο η δυνατότητα της Γερμανίας και της Ρωσίας να συμπλέουν για να αντιμετωπίσουν τις πιέσεις των δυτικών, ήταν πλέον εμφανής, κάτι που έχει αφήσει τα ίχνη του έως τις μέρες μας. Οπωσδήποτε η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς Ανατολάς καθώς και παράλληλες προσπάθειες των Αμερικανών και Νατο'ίκών να κρατήσουν και τη Ρωσία μέσα σ' αυτή την τροχιά απορρέει κατά μεγάλο βαθμό από φόβους ότι σε περίπτωση αποστασιοποίηση ς της Ρωσίας ελλοχεύουν κ(νδυνοι για άλλο ένα «Ράπαλο».
* * *
Το κλίμα ευφορίας που είχε καλλιεργηθεί με τη Συνθήκη του Λοκάρνο, και με παράλληλες διαδικασίες στον οικονομικό τομέα που αναφέρθηκαν παραπάνω, είχε ως επακόλουθο την υποβολή μεγαλεπήβολων σχεδίων, συνήθως γαλλικής έμπνευσης, για την εδραίωση της παγκόσμιας ειρήνης, ή για την εκρίζωση των προβλημάτων της Ευρώπης με τη δημιουργία μιας Ευρωπα'ίκής Ομοσπονδίας, τις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης. Τα πιο σημαντικά από αυτά τα σχέδια ήταν το Σύμφωνο Briand-Kellog του 1928, επίσης γνωστό ως το Σύμφωνο των Παρισίων, και το Σχέδιο Μπριάν του 1930 για μια Ευρωπα'ίκή Ομοσπονδία. Το σύμφωνο Μπριάν-Κέλλογκ συνδεόταν με μια πρόταση της πολωνικής αντιπροσωπείας στη ΚτΕ το 1927, ότι «όλοι οι επιθετικοί πόλεμοι πρέπει πάντα να απαγορεύονται», η οποία βέβαια έγινε ομόφωνα δεκτή από τη γενική συνέλευση της ΚτΕ.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 289
Ωστόσο ο κύριος εμπνευστής της ήταν ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, Αριστίντ Μπριάν, ο οποίος τον Απρίλιο του 1927 πρότεινε στην αμερικανική κυβέρνηση τη σύναψη ενός γαλλοαμερικανικού συμφώνου, το οποίο θα καταδίκαζε τον πόλεμο στις σχέσεις των δυο χωρών. Βέβαια η πρόταση ήταν κάπως περίεργη καθώς δεν υπήρχε ουδεμία πιθανότητα γαλλοαμερικανικού πολέμου που θα δικαιολογούσε τη σύναψη παρόμοιου συμφώνου. Ωστόσο μία αρνητική αμερικανική απάντηση ενδεχομένως να προκαλούσε περιττή ψυχρότητα στις σχέσεις των δυο χωρών. Συνεπώς ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Frank Kellogg αντιπρότεινε ότι ένα παρόμοιο σύμφωνο για την κατάργηση του πολέμου θα ήταν πιο χρήσιμο αν είχε οικουμενικό χαρακτήρα. Τον Αύγουστο του 1928, τα μόνιμα μέλη του Συμβουλίου της ΚτΕ συνήλθαν στο Παρίσι για να υπογράψουν το Σύμφωνο. Παράλληλα όλα τα άλλα κράτη καλούνταν να το προσυπογράψουν, κάτι που έγινε, με εξαίρεση την Αργεντινή, τη Βραζιλία, τη Βολιβία και το Σαλβαδόρ.
Τελικά 65 κράτη, μεταξύ των οποίων και η Σοβιετική Ένωση, αποδέχτηκαν το Σύμφωνο των Παρισίων. Ωστόσο το κυριότερο κίνητρο για την προσυπογραφή του Συμφώνου ήταν να μην εμφανιστούν τα κράτη ως εκ προοιμίου επιθετικά. Αυτό βέβαια δεν τα εμπόδιζε να συμπεριφέρονται όπως στο παρελθόν. Επίσης το Σύμφωνο των Παρισίων, αν και καταδίκαζε τους πολέμους, δεν ανέφερε τίποτα σχετικά με τις κυρώσεις σε περίπτωση παραβίασής του. Ουσιαστικά αυτό το σύμφωνο έχει περισσότερο ενδιαφέρον για να κατανοήσει κανείς το κλίμα της εποχής, ιδίως το τεράστιο χάσμα μεταξύ «διακηρυκτικής διπλωματίας», η οποία φραστικά καταδίκαζε τον πόλεμο, και της στυγνής πραγματικότητα, όπως της Ιαπωνίας στη Μαντζουρία και της Ιταλίας στην Αβησσυνία καθώς και την αδυναμία να γεφυρωθεί εκείνο που χώριζε τις δυτικές δυνάμεις από τη Γερμανία και τους συμμάχους της. Το τελευταίο έγινε καλύτερα αντιληπτό μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το 1933. Είναι ενδιαφέρον ότι όσο χειροτέρευε η κατάσταση στην Ευρώπη και όσο αυτή πλησίαζε στο χείλος της καταστροφής το 1939, τόσο περισσότερο εκτός πραγματικότητας παρουσιαζόταν το Σύμφωνο Μπριάν-Κέλλογκ, που ουσιαστικά υποδήλωνε την επιθυμία των κρατών να εμφανίζονται «περιστερές» ή «politically correct», όπως θα λέ-
290 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γαμε σήμερα. Ή, όπως δήλωνε με περισσή ειλικρίνεια ο Στρέσεμαν, ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, «εάν ρωτούσα αύριο ένα δολοφόνο εάν επιδοκίμαζε το έγκλημα, θα μου απαντούσε "όχι". Όμως θα τον εμπόδιζε η ερώτησή μου να διαπράξει άλλες δολοφόνιες;»40
Το «Σχέδιο Μπριάν» για τη δημιουργία των Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης παρουσιάζει μεγαλύτερο ενδιαφέρον καθώς συνδέεται με τη μετέπειτα προσπάθεια για ευρωπα"ίκή ενοποίηση. Για ορισμένους, συμπεριλαμβανομένου και του Robert Schuman, το Σχέδιο Μπριάν αποτελεί προπομπό των μεταπολεμικών προσπαθειών.41 Το Σχέδιο Μπριάν υποβλήθηκε στις 26 ευρωπα"ίκές κυβερνήσεις μέλη της ΚτΕ το Μάιο του 1930 σε μορφή μνημονίου. Ο πλήρης τίτλος του ήταν «Υπόμνημα για την Οργάνωση Ομοσπονδιακής Ευρωπα"ίκής Ένωσης». Το υπόμνημα αυτό υποβλήθηκε κάτω από τις συνθήκες που είχαν διαμορφωθεί μετά τη Συνθήκη του Λοκάρνο και το Σύμφωνο των Παρισίων του 1928. Επίσης αντανακλούσε το θετικό κλίμα στις σχέσεις ΜπριάνΣτρέσεμαν και την επιθυμία τους να αντιμετωπίσουν οι ευρωπα"ίκές δυνάμεις αποτελεσματικότερα την οικονομική πρόκληση των ΗΠΑ καθώς και την πολιτισμική τους διείσδυση στη γηραιά ήπειρο. Για τον Μπριάν ο κίνδυνος προερχόταν από τα αμερικανικά οικονομικά καρτέλ, ενώ ο Στρέσεμαν ανησυχούσε για την «αμερικανοποίηση της Γερμανίας».42 Επίσης ο Γάλλος πρωθυπουργός Raymond Poincare διαβεβαίωνε τον Στρέσεμαν ότι «απέναντι στην πανίσχυρη επιρροή των ΗΠΑ είναι απαραίτητο να διατηρήσουμε την ταυτότητα κάθε ευρωπα'ίκού κράτους( . . . ) που βρίσκεται σήμερα κάτω από την ίδια σημαία αναφορικά με τις Ηνωμένες Πολιτείες».43
Το Σχέδιο Μπριάν διαβεβαίωνε ότι δεν στρέφονταν εναντίον καμιάς άλλης δύναμης. Ωστόσο από την προτεινόμενη Ευρωπα"ίκή Ομοσπονδία αποκλείονταν η Σοβιετική Ένωση και η Τουρκία. Η ιδιομορφία του Σχεδίου Μπριάν συνίστατο στο ότι πρότεινε την ίδρυση μιας κοινής αγοράς με την ελεύθερη διακίνηση αγαθών, κεφαλαίων και ανθρώπων, καθώς και στη σύσταση πολιτικής συνεργασίας με στόχο τη δημιουργία μιας ομοσπονδίας βασισμένης στην ιδέα της «ενότητας και όχι της ένωσης». Με άλλα λόγια, το Σχέδιο Μπριάν «συνίστατο στην
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 291
περίεργη αντίληψη για μια ομοσπονδία, η οποία ωστόσο δεν θα αμφισβητούσε την (εθνική) κυριαρχία των μελών της».44
Η αντίδραση στο σχέδιο ήταν χλιαρή έως αδιάφορη. Η Βρετανία το θεώρησε ως ασυμβίβαστο με τους δεσμούς της με την αυτοκρατορία της, ενώ η Γερμανία δεν έπαιρνε σαφή θέση και ρωτούσε γιατί η Σοβιετική Ένωση και η Τουρκία δεν συμπεριλαμβάνονταν.45
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι ο Στρέσεμαν είχε πεθάνει τον Οκτώβριο του 1929. Αυτό σε συνδυασμό με την οικονομική κρίση, με το κραχ στο χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης τον Οκτώβριο του 1929, είχε αρχίσει να διαμορφώνει ένα νέο ψυχολογικό κλίμα στην Ευρώπη. Στις 8
Σεπτεμβρίου 1930 σε μια συνάντηση των 27 ευρωπα·ίκών μελών της ΚτΕ, ο Μπριαν περιέγραψε το σχέδιό του μπροστά σε ένα μάλλον σκεπτικό έως αδιάφορο ακροατήριο και ομολόγησε ότι «αυτό προετοιμαζόταν για ενταφιασμό στο μουσείο πριν ακόμα του δοθεί η δυνατότητα να γεννηθεί». Συνεπώς, καθώς αυτό δεν εντυπωσίαζε τους συνέδρους θεωρούσε ότι «δεν ωφελούσε να συνεχιστούν οι διαβουλεύσεις».46
Για να κρατηθούν τα προσχήματα, η ΚτΕ σύστησε μια «Επιτροπή Μελετών για την Ευρωπα·ίκή Ένωση» με πρόεδρο τον Μπριάν, η οποία συνέχισε τις εργασίες της έως το τέλος του 193 1 χωρίς να καταλήξει σε κανένα αποτέλεσμα.47 Οποιεσδήποτε, έστω και πενιχρές, πιθανότητες ε ίχε αυτή η «Επιτροπή Μελετών» να καρποφορήσει, εκμηδενίστηκαν το Μάρτιο του 193 1 όταν η Γερμανία και η Αυστρία εξέπληξαν τους πάντες ανακοινώνοντας ότι είχαν συνάψει μια συνθήκη για τη δημιουργία τελωνειακής ένωσης μεταξύ τους και καλούσαν τους γείτονές τους να προσχωρήσουν σ' αυτήν. Η έκπληξη και αγανάκτηση των δυτικών δυνάμεων έφτανε στα όρια του παροξυσμού. Τόσο η Συνθήκη των Βερσαλιών με τη Γερμανία, όσο και του Saint Germain με την Αυστρία απαγόρευαν τη σύναψη οποιασδήποτε συνθήκης μεταξύ αυτών των δυο χωρών χωρίς την ομόφωνη συγκατάθεση της ΚτΕ. Επίσης το γεγονός ότι οι διαβουλεύσεις μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας ε ίχαν γίνει σε απόλυτη μυστικότητα ενίσχυε τις υποψίες των δυτικών για συμπαιγνία και τη μονομερή επιβολή μιας Anschluss (Ένωσης) μεταξύ των δύο χωρών.
292 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οπωσδήποτε, το ζήτημα της Ένωσης μεταξύ Γερμανών και Αυστριακών είχε προσλάβει έντονο πολιτικό χαρακτήρα τουλάχιστον από το 1928, με διαδηλώσεις, ψηφίσματα και αρθρογραφία. Όταν ο Στρέσεμαν επισκέφθηκε το Παρίσι το 1928, για την υπογραφή του Συμφώνου Μπριάν-Κέλλογκ, είχε εκμυστηρευτεί με απόλυτη ειλικρίνεια στο Γάλλο πρωθυπουργό Πουανκαρέ ότι η Βιέννη και η Αυστρία «μας κάνει να σκεφτόμαστε τον Μότσαρτ και τον Σούμπερτ» και ότι «αναζητούμε να ξαναβρούμε τη χαμένη μας ψυχή σ' αυτό τον λαό».48
Συνεπώς το Σχέδιο Μπριάν αποσκοπούσε, μεταξύ άλλων, να αναστείλει αυτή την πίεση για Ένωση μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας.49 Αυτό εξηγεί και την ασάφεια που το χαρακτήριζε, καθώς επιδίωκε να συμβιβάσει πολλούς ετερόκλητους στόχους, όπως την οικονομική πρόκληση των ΗΠΑ, την ιδεολογική-πολιτική διείσδυση της Σοβιετικής ένωσης και τη Γερμανο-Αυστριακή εμμονή στην Ένωση. Κατά πόσο η ξαφνική και μονομερής ανακοίνωση για γερμανο-αυστριακή τελωνειακή ένωση αποτελούσε μια καλά στημένη πλεκτάνη, όπως υποψιάζονταν οι Γάλλοι και οι κεντρο-Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, ή τον ερασιτεχνισμό και την αδεξιότητα του γερμανικού υπουργείου Εξωτερικών, ιδίως μετά το θάνατο του χαρισματικού Στρέσεμαν, παραμένει αδιευκρίνιστο.5Ο
Ωστόσο δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η τελωνειακή ένωση αποτελούσε απλό προπέτασμα για την επίτευξη της Anschluss, της Ένωσης των δυο γερμανικών κρατών, και ότι αυτό ήταν το μήνυμα που ήθελε να στείλει το γερμανικό υπουργείο Εξωτερικών στο γερμανικό λαό. Οι παραλληλισμοί με το ZoIIverein του 190υ αιώνα και ο κεντρικός ρόλος του στην πολιτική ενοποίηση της Γερμανίας στον οποίο αναφερθήκαμε στον πρώτο τόμο, ήταν εμφανής και η γερμανική κυβέρνηση δεν κατέβαλε προσπάθειες να τους αποκρύψει από την κοινή γνώμη.51
Το ζήτημα ήταν κατά πόσο η τελωνειακή ένωση Γερμανίας-Αυστρίας συμβάδιζε με το Σχέδιο Μπριάν που κι αυτό πρότεινε τη δημιουργία μιας τελωνειακής ένωσης των ευρωπα·ίκών χωρών. Άλλωστε η γερμανο-αυστριακή τελωνειακή ένωση θα ήταν ανοικτή και σε άλλες ευρωπα·ίκές χώρες που θα επιθυμούσαν να προσχωρήσουν. Συνεπώς πού βρισκόταν το πρόβλημα; Η απάντηση είναι μάλλον απλή : για τον Μπριάν, η προτεινόμενη «Ευρωπα·ίκή Ομοσπονδία μεταξύ κυρίαρχων
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 293
κρατών» αποσκοπούσε, μεταξύ των άλλων, στην αποτροπή παρόμοιων μονομερών ενεργειών μεταξύ Γερμανίας και Αυστρίας. Με άλλα λόγια, οι πολιτικοί στόχοι του Σχεδίου Μπριάν και της προτεινόμενης μονομερούς γερμανο-αυστριακής τελωνειακής ένωσης ήταν διαμετρικά αντίθετοι.
Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, εάν το σχέδιο για γερμανο-αυστριακή ένωση είχε καρποφορήσει, πρώτον η ανεξαρτησία της Αυστρίας «θα αποτελούσε μύθο». Επίσης θα εξαναγκάζονταν οι άλλες παραδουνάβιες χώρες να προσχωρήσουν, καθώς το εμπόριό τους εξαρτιόταν από τις γερμανο-αυστριακές αγορές. Έτσι η Γερμανία θα αποκτούσε τον οικονομικό και, μακροπρόθεσμα, τον πολιτικό έλεγχο της κεντρικής Ευρώπης. Συνεπώς «η Γαλλία και οι εταίροι της ήταν αποφασισμένοι να αποτρέψουν αυτό το ενδεχόμενο με οποιοδήποτε κόστος.»52 Αν και η αντίδραση της βρετανικής κυβέρνησης ήταν ήπια και το Λονδίνο εξέφραζε την επιθυμία για την εξεύρεση μιας συμβιβαστικής λύσης για την εκτόνωση της κρίσης,53 η γαλλική ήταν άμεση και επιθετική .54 Το Παρίσι ανέλαβε την πρωτοβουλία για τη ματαίωση της γερμανο-αυστριακής τελωνιακής ένωσης, καταφεύγοντας, μαζί με την Τσεχοσλοβακία, στο Διεθνές Δικαστήριο. Ωστόσο ήταν ασαφές κατά πόσο το θέμα ήταν κατ' εξοχήν νομικό ή πολιτικό.
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε στην Αυστρία, με τη χρεοκοπία ορισμένων τραπεζών, πρόσφερε τη δυνατότητα να ασκηθούν πιέσεις στη Βιέννη, που χρειαζόταν επειγόντως δάνεια, να ανακαλέσει τη συμφωνία της με τη Γερμανία για σύναψη τελωνειακής ένωσης. Στις 3 Σεπτεμβρίου 1931 , ο Αυστριακός καγκελάριος ανακοίνωνε τη ματαίωση της τελωνειακής ένωσης και, δυο μέρες αργότερα, το Διεθνές Δικαστήριο έβγαζε την απόφασή του. Με ψήφους 8 έναντι 7 αποφαινόταν ότι η γερμανο-αυστριακή τελωνειακή ένωση παραβίαζε τις Συνθήκες Ειρήνης. Βέβαια αυτό δεν ενίσχυε το κύρος του καθώς τα μέλη του είχαν ψηφίσει σύμφωνα με την εθνικότητά τους και όχι σαν αμερόληπτοι κριτές.55
294 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
* * *
Οι επιπτώσεις της αποτυχίας τόσο του Σχεδίου Μπριάν, όσο και του γερμανο-αυστριακού σχεδίου για τελωνειακή ένωση, ήταν καταλυτικές για την Ευρώπη. Στον οικονομικό τομέα, η αποτυχία κάποιας μορφής ευρωπα'ίκής τελωνειακής ένωσης επέτεινε την οικονομική ύφεση που είχε ξεσπάσει το 1929 καθώς και τις τάσεις εμπορικού προστατευτισμού, με ό,τι αυτό συνεπαγόταν, οικονομικά και πολιτικά. Ιδίως στη Γερμανία, που από το 1930 αισθανόταν την ανάσα του ανερχόμενου ναζισμού, οι αποτυχίες αυτές συνέβαλλαν στην υπονόμευση της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης. Όπως παρατηρεί ο οξυδερκής Carr, «μεταξύ 1920 και 1933 το κύρος όλων των γερμανικών κυβερνήσεων εξαρτιόταν, σε τελική ανάλυση, από τις επιτυχίες ή αποτυχίες τους, στην εξωτερική πολιτική . Με την αποτυχία των προσπαθειών για τελωνειακή ένωση, (η πολιτική του Στρεσεμαν) για αναζήτηση ενός συμβιβασμού με τους Συμμάχους είχε καταρρεύσει . . . και οι Ναζί κλιμάκωναν την προπαγάνδα τους εναντίον της ταπεινωτικής Συνθήκης των Βερσαλιών».56
Συμπερασματικά, το 1931 θεωρείται η πιο κρίσιμη χρονιά, καθώς οι προσδοκίες της προηγούμενης δεκαετίας στον οικονομικό, πολιτικό και αμυντικό τομέα άρχισαν να καταρρέουν. Στον οικονομικό τομέα, παρατηρείται μια στροφή προς τον «οικονομικό εθνικισμό,» με τη Βρετανία, ακολουθούμενη από τη Νέα Ζηλανδία και τη Νότια Αφρική, να εγκαταλείπουν τον «κανόνα χρυσού» και τη βρετανική στερλίνα να υποτιμάται 25%. Παράλληλα, η Βρετανία επέβαλλε δασμούς σε όλα τα εισαγόμενα βιομηχανικά προ"ίόντα και ποσοστώσεις στα αγροτικά. Ουσιαστικά το 1931-32 έχουν διαμορφωθεί 3 νομισματικά μπλοκ: το «μπλοκ του χρυσού» στο οποίο ηγείτο η Γαλλία και συμμετείχαν επίσης η Ιταλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ελβετία και η Πολωνία' το «μπλοκ της στερλίνας» στο οποίο, εκτός από τη Βρετανία, συμμετείχαν τα · σκανδιναβικά κράτη και η Ελλάδα, η Ισπανία, η Πορτογαλία και η Εσθονία' και το «γερμανικό μπλοκ», το οποίο ήταν το πιο πολυμελές αλλά και το πιο ανομοιογενές. Τον Ιανουάριο του 1932, η κυβέρνηση του Βrϋnίng στο Βερολίνο ανακοίνωνε ότι δεν μπορούσε πλέον να συνεχίσει να καταβάλλει πολεμικές αποζημιώσεις, αντικρούοντας έτσι τις
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 295
κατηγορίες των ναζί για έλλειψη πατριωτισμού. Για να αντιμετωπιστεί αυτή η νέα κατάσταση, συνήλθε ένα διεθνές συνέδριο στη Γενεύη, τον Ιούνιο του 1932, όπου συμφωνήθηκε να διευθετηθεί το πρόβλημα των αποζημιώσεων με την καταβολή από τη Γερμανία ενός πάγιου ποσού 150 εκατομμυρίων στερλινών σε μορφή ομολόγων.
Ωστόσο εκκρεμούσε το πρόβλημα των πολεμικών χρεών που αφορούσε κυρίως τους Συμμάχους και πρωτίστως τους Αμερικανούς. Το 1932, η Βρετανία, η Γαλλία και οι άλλοι οφειλέτες των Αμερικανών σταματούν να καταβάλλουν τις δόσεις για χρέη που είχαν συνάψει το 1914-18, και μ' αυτό τον τρόπο κλείνει και αυτό το κεφάλαιο.
Το 1933, για να αντιμετωπιστεί η κατάσταση, συνήλθε στο Λονδίνο ένα Παγκόσμιο Οικονομικό Συνέδριο στο οποίο συμμετείχαν 64 χώρες, κάτι που αποτελούσε ρεκόρ. Ωστόσο το χάσμα που χώριζε το «μπλοκ του χρυσού» με κύριο εκπρόσωπό του τη Γαλλία, που απαιτούσε να αντιμετωπιστεί πρώτα το πρόβλημα της νομισματικής αστάθειας και κατόπιν το ζήτημα του εμπορικού προστατευτισμού, από εκείνους που πρότειναν το αντίστροφο και στους οποίους προΙστατο η Αμερική, δεν ήταν δυνατό να γεφυρωθεί. Ο νέος πρόεδρος Ρούζβελτ διατύπωνε απερίφραστα ότι η αμερικανική κυβέρνηση δεν ήταν διατεθειμένη να διαπραγματευθεί κάτι που αποδείκνυε και έμπρακτα με την αποχώρηση του αντιπροσώπου των ΗΠΑ στο Παγκόσμιο Οικονομικό Συνέδριο, που συνέχισε τις διαβουλεύσεις του έως τον Ιούλιο του 1933 και κατόπιν διέκοψε τις εργασίες του sine die (επ' αόριστον).
Το «μήνυμα» που έστελνε αυτό το επεισόδιο ήταν ότι δεν υπήρχαν κοινά αποδεκτές λύσεις ή προτάσεις για την αντιμετώπιση της επιδεινούμενης οικονομικής κατάστασης. Αυτό εξυπηρετούσε απόλυτα τις εθνικιστικές τάσεις και όσους διαλαλούσαν ότι κάθε χώρα έπρεπε να βρει τη δική της συνταγή για να αντιμετωπίσει την κρίση. Αυτό βέβαια δεν μπορούσαν να το ομολογήσουν ανοικτά οι κυβερνήσεις. Ωστόσο η διακοπή sine die τόσο του παγκοσμίου Οικονομικού Συνεδρίου, όσο και της Επιτροπής Μελέτης για την Ευρωπα'ίκή Ένωση, στην οποία αναφερθήκαμε παραπάνω, αλλά και της Διάσκεψης για τον Αφοπλισμό, στην οποία θα επανέλθουμε αμέσως, υποδήλωναν και τα αδιέξοδα στα οποία είχε περιέλθει η διεθνής κοινότητα στις αρχές της δεκαετίας του
296 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
'30. Όσο πιο αναποτελεσματικά εμφανίζονταν τα διεθνή όργανα για την αντιμετώπιση των οξυμένων προβλημάτων, τόσο αυξανόταν η επιρροή των δυνάμεων που απέβλεπαν στην ανατροπή του, ούτως ή άλλως, σαθρού οικοδομήματος που είχε προκύψει το 1919.
Από αυτή την άποψη, η αποτυχία και της προσπάθειας για διεθνή αφοπλισμό αποτελούσε φυσικό επακόλουθο. Το άρθρο 8 της Χάρτας ανέφερε ότι «Τα Μέλη της ΚτΕ αναγνωρίζουν ότι η διατήρηση της ειρήνης απαιτεί τη μείωση των εθνικών εξοπλισμών στο κατώτερο επίπεδο που θα διασφαλίζει την εθνική ασφάλεια και την ανάληψη κοινής δράσης (που απορρέει) από διεθνείς δεσμεύσεις . . . ».
Αυτή η διάταξη συνδεόταν με την υπόσχεση των Συμμάχων στη Συνθήκη των Βερσαλιών, ότι ο αφοπλισμό ς της Γερμανίας θα αποτελούσε μέρος μιας προσπάθειας γενικού αφοπλισμού. Ωστόσο η παραπάνω διατύπωση στο Άρθρο 8 της ΚτΕ υποδήλωνε ότι αυτή η δέσμευση δεν ήταν αυτόματη αλλά εξαρτιόταν από πολιτικές προϋποθέσεις και όρους όπως «η διασφάλιση της εθνικής ασφάλειας» και οι «διεθνείς δεσμεύσεις» ορισμένων μελών της ΚτΕ. Όμως το Άρθρο 8 προσέφερε τη δυνατότητα στους διπλωμάτες και ειδικούς να αναλάβουν καθήκοντα, συνεπώς το θέμα ενός ευρωπα"ίκού αφοπλισμού αποτέλεσε αντικείμενο πλείστων διαβουλεύσεων μεταξύ 1920 και 1932, όταν αποφασίστηκε η σύγκληση μιας Διεθνούς Διάσκεψης για τον Αφοπλισμό. Βέβαια αυτή ήταν κάπως ετεροχρονισμένη καθώς το 1932 τα σύννεφα είχαν ήδη αρχίσει να πυκνώνουν πάνω από την Ευρώπη.
Δεν είναι απαραίτητο να υπεισέλθουμε εδώ στις λεπτομέρειες αυτής της Διάσκεψης. Αρκεί να τονίσουμε ότι για έναν περίπου χρόνο το επίκεντρο των διαβουλεύσεων εστιάστηκε στον καθορισμό του ύψους των ενόπλων δυνάμεων κάθε χώρας, κυρίως της Γερμανίας από τη μία πλευρά, και της Γαλλίας και των συμμάχων της από την άλλη. Ύστερα από ατέρμονες διαπραγματεύσεις, το Μάρτιο του 1933 υποβλήθηκε το «Σχέδιο Mac Donald» το οποίο αποτελούσε ένα συνολικό διακανονισμό για το μέγεθος των ενόπλων δυνάμεων κάθε ευρωπα'ίκής χώρας. Ωστόσο η εποχή των διαπραγματεύσεων είχε παρέλθει καθώς τον προηγούμενο Ιανουάριο είχε ανέλθει στην εξουσία ο Χίτλερ. Οι διαβουλεύσεις συνεχίστηκαν έως τον Ιούνιο του 1933 όταν η Διάσκεψη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 297
διεκόπη προσωρινά για ανεπίσημες διαβουλεύσεις. Τον Οκτώβριο του 1933, η Γερμανία αποχωρούσε από την ΚτΕ κι αυτό ουσιαστικά σήμαινε το τέλος της προσπάθειας για ένα γενικό αφοπλισμό. Το Φεβρουάριο του 1934 ο Χίτλερ υπέβαλε τις δικές του προτάσεις για τον καθορισμό της αεροπορικής δύναμης της Γερμανίας από τη μια πλευρά και της Γαλλίας, Ιταλίας και Πολωνίας από την άλλη. Βέβαια αυτό αντέβαινε στη Συνθήκη των Βερσαλιών, που απαγόρευε στη Γερμανία την ύπαρξη μιας αεροπορικής δύναμης. Συνεπώς, η Γαλλία απέρριψε την πρόταση του Χίτλερ με το σκεπτικό ότι κάτι παρόμοιο θα νομιμοποιούσε τον εξοπλισμό της Γερμανίας.
Οι επαφές συνεχίστηκαν έως το τέλος του 1934 όταν η Διεθνής Διάσκεψη για τον Αφοπλισμό διέκοψε τις εργασίες της sine die. Το 1935
απεβίωνε ο πρόεδρος της Διάσκεψης και, 10 χρόνια αργότερα, η Ευρώπη θρηνούσε 40 περίπου εκατομμύρια νεκρούς και το τέλος του ευρωπα'ίκού ονείρου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 . Για μια ενδιαφέρουσα επισκόπηση των καλλιτεχνικών δρώμενων αυτής της περιόδου και την αλληλεπίδρασή τους με τις πολιτικές εξελίξεις, βλέπε John Willet, ΤΙιε New Sobrίety: Art and Po!itics in ΙΙιε Weinιar Period: 1917-1933, London, Thames and Hudson, 1978.
2. E.L. Bogard, Direct aιJd Indirect Costs οΙιΙιε Great World War, Ν.Υ. Oxford u.P., 1920. 3. Gerd Hardach, ΤΙιε First World War: 1914-1918, Penguin, 1987, σελ. 290. 4. Ε.Η. Carr,. ΤΙιε Twellty Years ' crίsίs, 1919-1939: ΑΙ/. lιιtroductίoll 10 ιΙιε study οι Intemationa!
Re!ation� .. London, Macmillan, 1939, σελ. 300. Ωστόσο, συνεχίζει ο Carr, το γεγονός ότι η Αμερική είχε αρνηθεί αυτό τον ηγεμονικό ρόλο το 1919 .δεν σήμαινε ότι μια μέρα δεν θα εκμεταλλευόταν την ευκαιρία •. Για την άρνηση της Αμερικής να αναλάβει ηγετικό ρόλο στη διαχείριση της παγκόσμιας οικονομίας, το 1919, και τις επιπτώσεις τους, βλέπε Charles Ρ. Κindleberger, The World ίη Depression, 1929-1939, Penguin, 1987, κυρίως σελ. 295-305.
5. Derek Η. Aldcroft, ΤΙιε European Econonzy, 1914-1970, London, Croom Helm, 1978, σελ. 41. 6. Στο ίδιο. 7. Charles Ρ. Κindleberger, The World ίιι Depressio/l, ό.α., σελ. 21-22. 8. Στο ίδιο, σελ. 24-25. 9. Derek Η. A1dcroft, ΤΙιε ΕιιrΟΡean Ecollomy, 1914-1970, ό.α., σελ. 64. 10. Στο ίδιο. 1 1 . W. Ashworth, Αιι Ecollomic HΊSΙoτy οι England: 1870-1939, London, Methuen, 1969, σελ. 147. 12. Charles Ρ. Κindleberger, The Wor!d ίιι Depression, ό.α., σελ. 47. 13. Derek Η. A1dcroft, ΤΙτε European Ecoιzomy, 1914-1970, ό.α., σελ. 70. 14. Charles Ρ. Κindleberger, The World ίll Depression, ό.α., σελ. 296. 15. Derek Η. A1dcroft, ΤΙιε European EcoιzoIny, 1914-1970, ό.α., σελ. 70-74. 16. Edward Nevin, The MechaιzΊSm οι CΙzeap Moιzey, Cardiff, University of Wales Press, 1955, ανα
φέρεται από τον Κindleberger, ό.α., σελ. 299. 17. Derek Η. Aldcroft, The Europeaιl Economy, 1914-1970, ό.α., σελ. 56.
298 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
18. Charles Ρ. Κindleberger, TI,e World ίπ Depressioll, 6.α., σελ 14.
19. Στο ίδιο, σελ. 46.
20. Π.χ. ο John Keneth Galbraith, στην κλασική μελέτη του, ΤΙ,ε Great Crash: 1929 (Penguin, 1961)
απ6 τις 5 βασικές αιτίες που αναφέρει, μ6νο μία συνδέεται με εξωγενείς παράγοντες, δηλαδή το σαθρ6 πλαίσιο των διεθνών συναλλαγών. Σελ 194-99.
21. Arthur Salter, Recovery: Τ/ιε Secolld ΕJjΌrt, London, Bell, 1932, σελ 172.
22. TI,e World ίπ Depression, 6.α., σελ 126.
23. The General Theory ο/ Employment 11Iterest and Money, London, Macmillan. Έκδοση 1974, σελ. 381-84.
24. James JolI, Europe Since 1870, 6.α., σελ. 180.
25. F. S. Northedge, The League ο/ Natiolls: Its Li/e and Til1les: 1920-1946, Leicester υ.Ρ. , 1988, σελ. 221.
26. Ο James Barros, στο βιβλίο του ΤΙ,ε Leagι<e ο/ Natiolls alld ιΙ,ε Great Powers: ΤΙ,ε Greek
Bulgariall IlIcidellt 1925 (Oxford, 1970, σελ. 1 17) το χαρακτηρίζει σαν μια «δικτατορία των Μεγάλων Δυνάμεων».
27. F. S. Northedge, The LeagιIe ο[ Natiolls, 6.α., σελ 278-79.
28. Ε.Η. Carr, IlItemational Relatiolls Betweell the Two World Wars, 6.α, σελ. 25.
29. Στο ίδιο, σελ. 29.
30. Στο ίδιο, σελ. 43.
31 . Hajo Holborn, Α History ο[ ModerιlII Gemιally, 6.α., σελ. 604.
32. John Wheeler-Bennet, Bre.ft Litovsk, 6.α, ΧVΙΙΙ. 33. FelΊX Gilbert with David CΙay Large, ΤΙιε Elld ο/ Ι/ιε Eιιropεαll Era, 6.α, σελ 220.
34. Ε.Η. Carr, 111tematiollal Relatiolls BetweeIl the Two World Wars, 6.α., σελ 97. Ο παρατηρητικ6ς αναγνώστης ίσως να έχει επισημάνει τις ομοι6τητες με τη σημερινή κατάσταση σχετικά με τη Συνθήκη της Λωζάνης, η οποία ενδεχομένως να περιθωριοποιηθεί εάν υπάρξουν άλλες διμερείς συμφωνίες «πρακτικού χαρακτήρα�.
35. Hajo Holborn, Α History ο/ Modem Gerιnally, 6.0, σελ 625.
36. F. S. Northedge, The LeagιIe ο[ Natiolls, 6.α., σελ. 97.
37. Αναφέρεται στο βιβλίο του John Jacobson, Locamo DiploIllacy: Gerιnally alld Ι/ιε West, 1925-1929. Princeton, υ.Ρ., 1972, σελ. 82.
38. Στο ίδιο, σελ. 123
39. Στο ίδιο, σελ. 1 10
40. Αναφέρεται στον Elmer Bendiner, Α Tirιle /or Angels: TIre Tragίcomic History ο[ Ι/ιε Leagι<e ο[ Natiolls, 6.0, σελ. 228.
41 . Στη διακήρυξή του στις 9 Μαιου 1950, η οποία οδήγησε στη δημιουργία της Ευρωπα'ίκής Κοιν6τητας Άνθρακα και Χάλυβα, ο Ρ6μπερτ Σούμαν έκανε σαφή αναφορά στο Σχέδιο Μπριίν και χαρακτήριζε το δικ6 του Σχέδιο ως συνέχεια του προηγούμενου.
42. Elmer Bendiner, Α Time /or Ange/s, 6.α., σελ. 228-29.
43. Στο ίδιο, σελ. 229.
44. Peter M.R. Stirk, «Crisis and Continuity ίη the lnterwar Europe» στο βιβλίο του ίδιου, Eιιropεαll υlιίιΥ ίll Context: ΤΙιε Interwar Period, London, Pinter, 1989, σελ. 17. Για μια περιεκτική περιγραφή του σχεδίου Μπριάν καθώς και τις ελληνικές αντιδράσεις βλέπε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο του Δημήτρη Κιτσίκη .Ελλάς και Ευρώπη: Το Σχέδιο Μπριάν Ευρωπαίκής Ενώσεως της Ιης Μαιου 1930� στο βιβλίο του «Ελλάς και Ξένο 1919-1967» Αθήνα, Εστία, 1977, σελ 53-76.
45. Elmer Bendiner, Α Time [οτ Ange/s, 6.α., σελ 230.
46. Στο ίδιο, σελ. 230.
47. Δημήτρης Κιτσίκης, Το Σχέδιο Μπριαν 6.α, σελ 55.
48. Elmer Bendiner, Α Τίιηε [οτ AlIgels, 6.α., σελ 228.
49. Ε.Η. Carr, 111ΙεπιαΙίοπαl Relations 6.α, σελ. 136-37.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 299
50. Για δυο διαφορετικές ερμηνείες βλέπε Gordon Craig, Germally: 1866-1945, ό.α. σελ 555-6 και Hajo Holborn, Α Hisιory ο/ GermaιlY, 1840-1945, ό.α., σελ. 675-77.
51 . Hajo Holborn, οτο ίδιο, σελ. 675.
52. Ε.Η. Carr, ll1IenlaIional RelaIiolls, ό.ο, σελ. 137.
53. Στο ίδιο, σελ. 137-8 και Hajo Holborn, οτο ίδιο, σελ. 677.
54. Το γαλλικό έντυπο Le Tenιps δημοσίευε το σχέδιο για γερμανο-αυστριακή τελωνειακή ένωση δίπλα στο πρωσο-γερμανικό σχέδιο τελωνειακής ένωσης του 1834. Hajo Holborn, σελ 676.
55. Ε.Η. Carr, IIlIenIaIiollal RelaIiolls, ό.α. σελ 139.
56. Στο ίδιο, σελ. 138-39.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΑΤΟ
ΦΑΣΙΣΜΟΣ-ΣΤΑΛΙΝΙΣΜΟΣ ΚΑΙ Η ΑΠΟΣΤΑΘΕΡΟΠΟΙΗΣΗ
ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ: 1929-1939
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 στην Αμερική, αποτέλεσε το σημαντικότερο παράγοντα για την οικονομική και πολιτική κατάρρευση της Ευρώπης στη δεκαετία του '30. Κατά πόσο το ευρωπα'ίκό οικοδόμημα θα είχε επιβιώσει εάν δεν ξεσπούσε η οικονομική κρίση του 1929 αποτελεί ένα από τα μεγάλα αναπάντητα ερωτήματα. Ωστόσο αυτό που είναι αδιαμφισβήτητο είναι οι αλυσιδωτές και ανεξέλεγκτες παρενέργειες που προκάλεσε η οικονομική κρίση, όχι μόνο στον οικονομικό αλλά και στον πολιτικό, διπλωματικό, ιδεολογικό και ψυχολογικό τομέα. Οι ιδεολογικές και ψυχολογικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης χρήζουν ιδιαίτερης προσοχής καθώς επέδρασαν στη διαμόρφωση του πολιτικού χάρτη της Ευρώπης τη δεκαετία του '30. Πάνω απ' όλα, η οικονομική κρίση ενίσχυε την εντύπωση ότι το φιλελεύθερο καπιταλιστικό σύστημα είχε χρεοκοπήσει και τώρα θεωρείτο υπόλογο όχι μόνο για την πρόκληση του Α' παγκοσμίου πολέμου, αλλά και για την ανθρώπινη δυστυχία, ταπείνωση και στερήσεις την περίοδο της «μεγάλης οικονομικής κρίσης» (the great depression), τη δεκαετία του '30.
Με άλλα λόγια, ο καπιταλισμός και οι φιλελεύθερες ιδέες πάνω στις οποίες είχε στηριχθεί, όχι μόνο ε ίχαν αποτύχει να διασφαλίσουν την ειρήνη στην Ευρώπη το 1914, αλλά και την οικονομική ευημερία και την ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Συνεπώς, η οικονομική κρίση ενίσχυε την ανάγκη για αναζήτηση εναλλακτικών προτάσεων για την αντιμετώπιση των πολιτικών, οικονομικών και κοινωνικών αδιεξόδων στα οποία υποτίθεται ότι είχε οδηγήσει την Ευρώπη ο φιλελευθερισμός1 .
302 ΣγΓΧΡΟΝΗ EγPΩilAΪΚH ΙΣΤΟΡΙΑ
* * *
Η οικονομική κρίση έπληξε περισσότερο τη Γερμανία και τις χώρες της κεντρικής, ανατολικής, νοτιοανατολικής Ευρώπης. Η γερμανική οικονομία, τη δεκαετία του 1920, εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από αμερικανικά δάνεια τα οποία είχαν επενδυθεί στη βιομηχανία. Μετά το «κραχ» του 1929, οι Αμερικανοί σταμάτησαν τα βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα δάνεια προς τη Γερμανία με αποτέλεσμα τη χρεοκοπία μιας σειράς γερμανικών επιχειρήσεων και την κάθετη μείωση της παραγωγής, η οποία επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο με τη μείωση των γερμανικών εξαγωγών κυρίως προς την Αμερική. Παράλληλα, η πτώση της βιομηχανικής παραγωγής στη Γερμανία, στην Αμερική, τη Βρετανία και σε άλλες βιομηχανικές χώρες, προκάλεσε μείωση στη ζήτηση πρώτων υλών και αγροτικών προ'ίόντων που προέρχονταν κυρίως από τις χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Γενικό επακόλουθο της κρίσης ήταν η συρρίκνωση των εξαγωγών και του εθνικού προ'ίόντος όπως και η κάθετη αύξηση της ανεργίας κυρίως στις βιομηχανικά ανεπτυγμένες χώρες. Οι πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις ήταν ασύλληπτες. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι την περίοδο αυτή εξακολουθούν να κυριαρχούν οι δοξασίες της κλασικής οικονομικής θεωρίας, η οποία θεωρεί ανάθεμα τον παρεμβατισμό, τα ελλείμματα και γενικά το ρόλο του κράτους-πρόνοια για την αντιμετώπιση της ανεργίας. Με άλλα λόγια, η επικρατούσα αντίληψη της κλασικής πολιτικής οικονομίας για την επιβίωση του ισχυρότερου δεν επέτρεπε εξωγενείς παρεμβατισμούς στην οικονομία και πειραματισμούς. Το «αόρατο χέρι της αγοράς», ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης, από μόνο του, θα αποκαθιστούσε, μακροπρόθεσμα, την εξισορρόπηση στην οικονομία. Ωστόσο, οι συνθήκες ήταν τόσο τραγικές που ήταν σχεδόν αδύνατο να παραμένει κανείς προσκολλημένος σε θεωρητικές δοξασίες και να εθελοτυφλεί στην πραγματικότητα. Όπως παρατηρούσε ο Keynes, το ζητούμενο δεν ήταν η διαφύλαξη της θεωρητικής καθαρότητας, αλλά η αναζήτηση εναλλακτικών προσεγγίσεων για την αντιμετώπιση της εκρηκτικής οικονομικής και κοινωνικής κατάστασης. Όταν απασχολούνται τα 9
από τα 10 εκατομμύρια της εργατικής δύναμης, προφανώς δεν μπορεί να ισχυριστεί κανείς ότι υπάρχει κακή κατανομή (misallocation) του
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 303
εργατικού δυναμικού. Ωστόσο, συνεχίζει ο Keynes, «η ένσταση κατά του παρόντος συστήματος δεν έγκειται στο ότι αυτά τα 9 εκατομμύρια θα πρέπει να απασχολούνται σε διαφορετικούς τομείς, αλλά ότι θα πρέπει να υπάρχει διαθέσιμη εργασία και για το 1 εκατομμύριο (ανέργων). Το παρόν σύστημα έχει αποτύχει όχι στη διάρθρωση αλλά στον καθορισμό του μεγέθους (όγκου) της απασχόλησης»2. Το πρόβλημα, για τον Keynes, δεν ήταν τόσο οικονομικό όσο ιδεολογικό, δηλαδή η προσαρμογή στα νέα δεδομένα και η παραγωγή νέων ιδεών για την αντιμετώπιση των νέων καταστάσεων.
Για τον Keynes, το πρόβλημα προερχόταν από τους «πραγματιστές», δηλαδή από εκείνους που διατείνονταν ότι δεν ήταν εκτεθειμένοι σε καμία ιδεολογική επιρροή. Στην πραγματικότητα, αυτοί οι πραγματιστές δεν ήταν τίποτε περισσότερο από σκλάβοι κάποιου ξεπερασμένου οικονομολόγου. «Είμαι σίγουρος», καταλήγει ο Keynes στο μνημειώδες βιβλίο του, «ότι ο ρόλος των ζωτικών συμφερόντων είναι τρομερά διογκωμένος σε σύγκριση με τη διαβρωτική επιρροή των ιδεών . . . ». Αργά ή γρήγορα είναι οι ιδέες και όχι τα ζωτικά συμφέροντα που θα παίξουν τον καθοριστικό ρόλο στην ιστορία, προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο3. Συνεπώς, για τον Keynes, που εδώ απηχεί τις απόψεις του Νίτσε, όσον αφορά τη δύναμη των ιδεών, το μέλλον της Ευρώπης θα καθοριζόταν όχι από εκείνους που ήταν προσκολλημένοι σε παλιά στερεότυπα, αλλά από τους φορείς νέων ιδεών.
Οι πολιτικές επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης που ξέσπασε το 1929 ήταν ιδιαίτερα οδυνηρές σε χώρες όπως η Γερμανία. Αυτή η κρίση αποτελούσε το επιστέγασμα μιας σειράς δοκιμασιών, όπως το τραύμα της συνθηκολόγησης του 19184, της κατάρρευσης του νομίσματος το 1923 και των διαφόρων διακρίσεων και ταπεινώσεων από τους Συμμάχους μετά το 1919. Συνεπώς η οικονομική κρίση έφερε άλλο ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία του καθεστώτος της Βα'ίμάρης, το οποίο αμφισβητήθηκε από τη γέννησή του το 1918-19. Οι συνθήκες που είχαν τώρα διαμορφωθεί έδιναν την ευκαιρία στους εχθρούς της Βα'ίμάρης να περάσουν στην αντεπίθεση. Σ' αυτό συνέτειναν τόσο οι οικονομικές όσο και οι πολιτικές συνθήκες στη Γερμανία. Στυλοβάτες της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης ήταν το Σοσιαλιστικό Κόμμα, τα κόμματα του Κέ-
304 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ντρου και το Καθολικό Κόμμα. Αντίθετα, τα κόμματα της Άκρας Δεξιάς, καθώς και το κκ Γερμανίας, προφανώς για διαφορετικούς λόγους, αποτελούσαν τους κυρίους πολέμιους του καθεστώτος της Βα"ίμάρης.
Η αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης προκαλούσε τεράστια διλήμματα στους σοσιαλιστές, όχι μόνο στη Γερμανία αλλά και σε ορισμένες άλλες ευρωπα'ίκές χώρες, όπως η Βρετανία, όπου συμμετείχαν την περίοδο εκείνη σε μια «εθνική κυβέρνηση». Ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα των σοσιαλιστών τη δεκαετία του '20 ήταν η βελτίωση των συνθηκών της εργατικής τάξης, με την υιοθέτηση της οκτάωρης εργασίας, τη διεύρυνση της κοινωνικής ασφάλισης και σημαντικές αυξήσεις στους μισθούς και τα ημερομίσθια. Έχει υπολογιστεί ότι στη Γερμανία, το 1929, περίπου το 66% του εθνικού προ"ίόντος αναλογούσε σε μισθούς και ημερομίσθια' αυτό αποτελεί ένα από τα υψηλότερα ποσοστά στην Ευρώπη5.
Ωστόσο, για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, απαιτούνταν «θυσίες», περιστολές στους μισθούς και στις κοινωνικές παροχές. Αυτή τουλάχιστον ήταν η δεσπόζουσα αντίληψη της οικονομικής ορθοδοξίας της εποχής εκείνης καθώς και των ισχυρών οικονομικών παραγόντων.
Συνεπώς, αναμφίβολα, η οικονομική κρίση προκαλούσε πολιτικούς κραδασμούς και έθετε σε δοκιμασία το συναινετικό πλαίσιο που πολλές χώρες επιδίωξαν να εδραιώσουν μετά το 1919. Ωστόσο, κατά πόσο αυτή η κρίση οδηγούσε αναπόφευκτα και νομοτελειακά στην άνοδο του φασισμού, όπως διατείνονταν οι περισσότεροι μαρξιστές, κυρίως οι κομουνιστές την εποχή εκείνη, μια θέση που υιοθέτησε η Κόμιντερν, είναι αμφισβητούμενο6.
Οι οικονομικές και πολιτικές συνέπειες της κρίσης διέφεραν από χώρα σε χώρα. Γενικά, σε χώρες της ανατολικής και νοτιοανατολικής Ευρώπης, με ισχνές θεσμικές δομές και δημοκρατικές παραδόσεις και με λιγότερο ανεπτυγμένες κοινωνίες πολιτών, η υποτροπή σε φασιστικού-ολοκληρωτικού τύπου καθεστώτα αποτελούσε τον κανόνα. Αντίθετα, χώρες της δυτικής Ευρώπης, όπως η Βρετανία, η Γαλλία, οι Κάτω Χώρες και οι Σκανδιναβικές χώρες, με πιο στέρεες πολιτικές και κοι-
ADO THN TITQl:H TOY MTIll:MAPK l:TO TEIXOl: TOY BEPOAINOY 305
VWVLX€<; 60!L€<; XaL 6'YJ!LoxQa'tLX€<; JtaQaMOEL<;, av XaL 60XL!LaO't'Y}XaV
aJt6 't'YJv xQCOTj XaL uJtr]Q;av ax6!La XaL OU!LJt'tW!LaLa EX'tQOJtr]<;, wO't600
xaL6Q8woav va 't'YJv aVLLJtaQo. .. 80uv,
OJtW06r]JtO'tE 'YJ XAL!LaXOV!LEV'YJ Jt6AWO'Y} JtOU xaQaX't'YJQ�EL 't'YJv uJt6-
AOLJt'YJ EUQwJt'YJ 't'YJ 6EXaELCa LOU '30, !LE'ta;u cpamo!Lov XaL O'taALVLO!LOV,
ECVaL Eu6LaxQL't'YJ XaL O'tL<; XWQE<; 't'YJ<; 6U'tLXr]<; EUQwJt'YJ<; XaL JtQooAa!L�a
VEL't'YJ !LoQCPr] EUQwJta'Lxou E!Lcp1lACOU JtOA.€!LOU, O't'YJv JtEQCmw0'YJ 'tou LOJta
VLXOV E!Lcp1lACOU (1936-39), !LE 'tOY oJtoCo 8a aoxoA'YJ80u!LE 6LE;06LX6'tE
Qa JtaQaxa'tw, Au'tr] 'YJ Jt6AW0'YJ €XEL XaL €vav €VLOVO 'ta;Lx6 XaL XOLVW
vLx6 xaQax'tr]Qa, xa8w<; OL Aa'LX€<; 6uva/-tEL<; (XO!LOUVLO't€<;, oomaALO't€<;
XaL QL1;,00JtaO'tE<;-cpLAEAEV8EQOL) xaLa xav6va ouyxQo'touv Aa'Lxa !L€'tw
Jta, r] JtaQ6!LOLOu<; JtOAL'tLXOV<; CPOQEC<; YLa 't'YJV avaxaCLLO'Y} 'twv au'taQXL
xwv OUVL'YJQ'YJ'tLXWV 6uva/-tEwv OL OJtOCE<; JtQooJta80vv va aVLL!LELwJtCOouv
't'YJV xQCO'Y} !LE 't'YJv JtQOOcp1lYr] 0't'YJ �Ca XaL /-tE 't'YJV Em�oAr] XOLVWVLXr]<; XaL
JtOAL'tLXr]<; JtEL8aQxCa<; XaL «'ta;'YJ<;»,
OL 6'130 �amxoC Jt6AOL 'tou JtaQaJtaCoVLo<; EUQwJta'Cxov ouO'tr]!La'to<; 't'YJ
6ExaE'tCa 'tou '30 ECVaL aJt6 't'YJ !LLa JtAEuQa 'YJ va1;,LO'tLxr] rEQ!LaVCa, !LE 'tl']V
haACa XaL 'ta aAAa cpamO'tLxa-amaQXLxa xa8EO'tw'ta aJt6 't'YJV IOJtavCa
€w<; 't'YJ Pou!LavCa, IIoAwvCa XAn" XaL aJt6 't'YJV aAA'YJ l] LO�LE'tLXr] 'EvwO'Y}
O't'YJV oJtoCa EJtLXQaLEC 0 L'taALv, !LE'ta 'to 1929, To a�uooaA.€o L6£OAOYL
x6, JtoAL'tLx6 XaL XOLVWVLX6 xao!La Jtou XWQL1;,E aU'tIl<; 'tL<; 6'130 JtAEUQ€<;
rj'tav 't600 'tEQaO'tL9 Jtou 6EV /!JtOQOVOE va YEcp1lQw8EC aJt6 oJtOLw6r]Jto'tE EUXaLQLaX€<; OU!L!LaXCE<; !LE'ta;v 'tOU<;, 6Jtw<; 'to LU!LCPWVO Pibbendrop
Molotov 'tOY AuyouO'to LOU 1939, r] aJt6 uJto'tL8€!LEVE<; 0!LOL6't'YJ'tE<; 0't'YJ
voo'tQoJtCa 'twv 6'130 6Lx'ta't6Qwv (XCLAEQ-L'taALv)1, 'Iow<; 'YJ 0'Y}!LaVLLx6'tE
Q'YJ 6LacpoQa !LELa;U 'twv 6'130 6Lx'taLOQLwv €YXEL'taL O't'YJv E;W'tEQLXr] LOU<;
JtOAL'tLXr]: EVW 6'YJAa6r] 0't'YJ LO�LE'tLXr] 'EvwO'Y} LO MY!La 'tou «oomaAL
O!LOV OE !LCa XWQa» Lo06uva!LOVOE !LE 't'YJV EYXa'taAEL'4''YJ oJtOLa06r]Jto'tE
JtQooJta8ELa<; YLa 'tl]v m€xLaO'Y} 'tl]<; EJtavaO'taO'Y}<;, xUQCw<; O't'YJv EUQwJt'YJ,
0't0 XL'tAEQLX6 xa8EO'tw<; 'YJ E6acpLxr] EJtEX'taLLxO't'Y}'ta (lebensraum), aJto
'tEAOVOE LO mo xUQCaQXo ouO'taLLx6 'tl]<; L6£OAoyCa<; 'tou, AJt6 au'tr] 't'YJv
ano'4''YJ JtaQa'tl]Qov/-tE !LLa Ev6Lacp€Qouoa aVLLO'tQocpr] Q6AWV /-tE'ta;u LO
�LELLXr]<; 'Evwo'YJ<; XaL rEQ!LaVCa<;, Evw 6l]Aa6r] O't'YJv JtEQC060 1917-1926
'YJ LO�LE'tLXr] 'EvwO'Y} ElXE 'tOY €AEYXO 'twv JtQWLO�OUALWV XaL Em6CwxE
306 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
την (ιδεολογική τουλάχιστον) επέκτασή της στη Γερμανία, με την εγκαθίδρυση μιας γερμανικής Σοβιετικής δημοκρατίας, μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, η Σοβιετική Ένωση ζει κάτω από τον (δικαιολογημένο όπως αποδείχτηκε) εφιάλτη της ναζιστικής επιθετικότητας, Αυτή η αντιστροφή ρόλων έγινε εμφανής τόσο με την αλλαγή στάσης του Βερολίνου και της Μόσχας αναφορικά με την Κοινωνία των Εθνών από την οποία, όπως αναφέρθηκε παραπάνω, αποχωρούσε η ναζιστική Γερμανία τον Οκτώβριο του 1933, όσο και από τη στροφή 180 μοιρών της Μόσχας όσον αφορά στη Συνθήκη των Βερσαλιών, Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, μέσα σε δύο χρόνια (1932-34) η Σοβιετική Ένωση μετατράπηκε «από υπέρμαχος της αποδέσμευσης της Γερμανίας από τους όρους (της Συνθήκης) των Βερσαλιών, σε δεινό υπερασπιστή του συστήματος των Βερσαλιών και της αναχαίτισης της Γερμανίας»8,
* * *
Η περίοδος 1929-1933 αποδείχτηκε καθοριστική για τις μετέπειτα εξελίξεις στην Ευρώπη, Στη Γερμανία σηματοδοτεί την ανατροπή της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης και την εγκαθίδρυση του ναζισμού, ενώ στη Σοβιετική Ένωση τη μετάβαση από τον μπολσεβικισμό στο σταλινισμό, Η πρώτη διεργασία ήταν πιο απότομη και ευδιάκριτη καθώς ισοδυναμούσε με μια «επανάσταση», κατά τους ναζί και τους απολογητές του ναζιστικού καθεστώτος, Το ότι το ναζιστικό καθεστώς αποτελούσε μια πλήρη πολιτική ρήξη με τη Αημοκρατία της Βα'ίμάρης ήταν έκδηλο και οι ναζί κατέβαλαν κάθε προσπάθεια, πριν και όταν εδραιώθηκαν στην εξουσία, να τονίσουν το χάσμα που τους χώριζε από το προηγούμενο καθεστώς, όχι μόνο στην εξωτερική αλλά και στην εσωτερική πολιτική, συμπεριλαμβανομένης και της οικονομικής, Πριν όμως ασχοληθούμε με την πολιτική υφή του ναζιστικού καθεστώτος και τις επιπτώσεις του στις ευρωπα'ίκές εξελίξεις, θα ήταν χρήσιμο να αναφερθούμε περιληπτικά στις πολιτικές διεργασίες που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης,
Η οικονομική κρίση που ξέσπασε το 1929 συνέπεσε με το θάνατο του Στρέσεμαν, του πιο χαρισματικού πολιτικού της περιόδου της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης και ηγέτη του κεντρώου Λα'ίκού Κόμματος, Η
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 307
πολιτική σταθερότητα του καθεστώτος της Βα"ίμάρης βασιζόταν στη συνύπαρξη, περισσότερο ρεαλιστική παρά ιδεολογική, των δυνάμεων του Κέντρου και των σοσιαλδημοκρατών9.
Αυτός ο «γάμος σκοπιμότητας» δεν μπορούσε να αντέξει τις οικονομικές πιέσεις που υπέστη η Γερμανία μετά το 1929. Για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, οι σοσιαλδημοκράτες απαιτούσαν αυξήσεις στα επιδόματα ανεργίας ενώ το Λα·ίκό Κόμμα, το οποίο ταυτιζόταν τώρα πιο ξεκάθαρα με τους εργοδότες, αντιδρούσε . Αποτέλεσμα αυτής της όξυνσης ήταν η παραίτηση της κυβέρνησης του Mίiller, το Μάρτιο του 1930. Αυτό σήμαινε το τέλος της κυβερνητικής «συνύπαρξης» μεταξύ σοσιαλιστών και κεντρώων, η οποία αποτελούσε τη βάση πάνω στην οποία στηριζόταν η Δημοκρατία της Βα·ίμάρης. Επίσης σήμαινε μία σημαντική μεταστροφή, μία μετακίνηση της εξουσίας από τη Βουλή, τα πολιτικά κόμματα και άλλα εκλεγμένα όργανα προς τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, που τώρα αποκτούσε όλο και περισσότερες έκτακτες εξουσίες, καθώς και το στρατό, τη γραφειοκρατία, τα οικονομικά συμφέροντα, βιομηχανικά και αγροτικά, τα οποία, λόγω της οικονομικής κρίσης, αναγκάζονταν να εμπλακούν πιο ενεργά στις πολιτικές διεργασίεςΙ0. Αποτέλεσμα αυτής της μεταστροφής, μετά το 1930, ήταν ο μαρασμός του κοινοβουλευτισμού και η διαμόρφωση των συνθηκών για την κατάλυση της δημοκρατίας από τους ναζί, τον Ιανουάριο του 1933.
Θα πρέπει, σ' αυτό το σημείο, ν' ανοίξουμε μια παρένθεση και να ασχοληθούμε με ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα αναφορικά με την άνοδο του ναζισμού, δηλαδή το ρόλο των οικονομικών κύκλων και γενικότερα τη σχέση μεταξύ καπιταλισμού και φασισμού. Το ζήτημα αυτό έχει απασχολήσει τόσο τους μαρξιστές όλων των αποχρώσεων, όσο και τους μη μαρξιστές ιστορικούς . Για τους πρώτους, κυρίως τους λενινιστές και την κομουνιστική αριστερά γενικότερα, η επικράτηση του φασισμού υποδήλωνε την καθυποταγή της πολιτικής στα μεγάλα καπιταλιστικά συμφέροντα. Όπως παρατηρεί ο Alan Milward, «από τότε που ενσωματώθηκε η λενινιστική θεωρία περί ιμπεριαλισμού, αυτή η άποψη (περί φασισμού) υποδήλωνε ότι αυτός αποτελούσε την τελευταία φάση του ιμπεριαλισμού»l 1 . Στο καθαρά προπαγανδιστικό επίπεδο, ο Χίτλερ και οι ναζί απεικονίζονταν σαν πειθήνια όργανα και εκτε-
308 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λεστές των εντολών του μεγάλου κεφαλαίου. Ωστόσο στο θεωρητικόπολιτικό επίπεδο η άνοδος το ναζισμού έθετε μια σειρά από καίρια ερωτήματα και προβληματισμούς στο κομουνιστικό κίνημα τα οποία δεν επιδέχονταν παρόμοιες υπεραπλουστεύσεις καθώς το ζήτημα αφορούσε όχι μόνο στην εργατική τάξη στην Ευρώπη αλλά και στην επιβίωση της Σοβιετικής Ένωσης. Ποια ήταν η κοινωνική σύνθεση του ναζισμού, η σχέση του με το μεγάλο κεφάλαιο, με τις άλλες ανεπτυγμένες καπιταλιστικές δυνάμεις και, πρωτίστως, οι προθέσεις του απέναντι στο σοβιετικό καθεστώς; Ήταν μία σύγκρουση μεταξύ της ναζιστικής Γερμανίας και της Σοβιετικής Ένωσης, της μόνης σοσιαλιστικής χώρας στον κόσμο, αναπόφευκτη, με βάση τα δεδομένα της ναζιστικής ιδεολογίας και των ξεκάθαρων διατυπώσεων στο Mein Kampf, για την ανάγκη απόκτησης «ζωτικού χώρου» (Libensraum) σε βάρος της Ρωσίας; Εάν παρόμοια σύγκρουση ήταν αναπόφευκτη, ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να την αντιμετωπίσει το σοβιετικό καθεστώς και το κομουνιστικό κίνημα;
Τουλάχιστον έως το 1934 δεν υπήρχε μία ενιαία αντιμετώπιση του φαινομένου του ναζισμού από τη σοβιετική ηγεσία. Μόνο όταν οι προθέσεις του Χίτλερ απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, και την Αριστερά γενικότερα, έγιναν πλήρως αντιληπτές με μία σειρά από πράξεις στις οποίες θα αναφέρουμε παρακάτω, μόνο τότε θορυβήθηκε ο Στάλιν και το περιβάλλον του. Ωστόσο ακόμα και τότε, το 1934-35, όταν οι σχέσεις Μόσχας-Βερολίνου είχαν περιέλθει σε κρίση, ο Στάλιν εξακολουθούσε να τρέφει ελπίδες (ή αυταπάτες για άλλους) ότι ήταν δυνατό να κατευνάσει τον Χίτλερ12.
Ένας από εκείνους που από πολύ νωρίς, τουλάχιστον από το 1930,
έκρουε τον κώδωνα του κινδύνου για την καταστροφή που θα επέφερε ο ναζισμός στο εργατικό κίνημα γενικότερα και τη Σοβιετική Ένωση ειδικότερα, ήταν ο Λέων Τρότσκι. Σε μία σειρά από άρθρα, ο Τρότσκι . . αποτόλμησε, το 1930-31 , μία μαρξιστική-ταξική ανάλυση του ναζιστικού φαινομένου. Αυτό, για τον Τρότσκι, ήταν ενδεικτικό μιας «βαθιάς κοινωνικής κρίσης», που αφορούσε κυρίως στα μικροαστικά στρώματα. «Εάν ο κομουνισμός εξέφραζε τις επαναστατικές ελπίδες του εργά-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 309
τη, ο ναζισμός απηχούσε την αντεπαναστατική απόγνωση της petite bourgeoisie (της μικροαστικής τάξης)>>13.
Συνεπώς ο εθνοσοσιαλισμός ήταν το κίνημα και η ιδεολογία της μικροαστικής τάξης που βρισκόταν σε κατάσταση πανικού14. Είναι προφανές ότι ο Τρότσκι, αν και δεν το αναφέρει ο ίδιος ή ο βιογράφος του, σ' αυτή την ανάλυσή του για το ναζιστικό φαινόμενο, ακολουθεί την ανάλυση του Καρλ Μαρξ στη 18η Μπρυμαίρ. Εκεί ο Μαρξ περιγράφει πώς ο Λουδοβίκος-Βοναπάρτης σκαρφάλωσε στην εξουσία, μετά από τις αιματηρές ταξικές συγκρούσεις του 1848-51 . Την ήττα της εργατικής τάξης ο Μαρξ την αποδίδει κυρίως στους αγρότες, οι οποίοι απέδειξαν ότι δεν ήταν σε θέση να αποκτήσουν ταξική συνείδηση και απλώς αποτελούσαν μια άμορφη, άβουλη μάζα, σαν «πατάτες στο σακί», όπως τους χαρακτηρίζει. Με παρόμοιο τρόπο, ο Τρότσκι, στην ανάλυσή του για το ναζισμό, χαρακτηρίζει τη μικροαστική τάξη «ανθρώπινη σκόνη», που στερούνταν την ικανότητα των εργατών για αυτοοργάνωση και παρέμενε «άμορφη και κατακερματισμένη» 15.
Συνεπώς, παρά την αναμφισβήτητη διορατικότητα και τη διεισδυτικότητα που χαρακτηρίζει τις επισημάνσεις του Τρότσκι για το ναζισμό, καθώς και την ακλόνητη πίστη του ότι η επικράτηση του Χίτλερ στη Γερμανία θα οδηγούσε αναπόφευκτα, μέσα σε λίγα χρόνια, σε πόλεμο κατά της Σοβιετικής Ένωσης, η ανάλυσή του ήταν προβληματική τουλάχιστον σε ένα ουσιώδες θέμα: στην πεποίθησή του ότι η εργατική τάξη θα προέβαλλε αντίσταση στη ναζιστική επέλαση και ότι θα οδηγούσε τη Γερμανία σε ταξικό-εμφύλιο πόλεμο. Ίσως αυτή την έννοια είχαν οι έμμεσοι παραλληλισμοί του, στην ανάλυσή του για το ναζισμό, με τον εμφύλιο πόλεμο στη Γαλλία, και οι χαρακτηρισμοί του για τους μικροαστούς ως «ανθρώπινη σκόνη». Μ' αυτό τον τρόπο ο Τρότσκι, όπως και ο Μαρξ σχεδόν έναν αιώνα νωρίτερα, έκανε μία αντιδιαστολή μεταξύ της επαναστατικότητας της εργατικής τάξης, με τη δική της συνείδηση και πολιτικό πρόγραμμα, και της μικροαστικής τάξης που γι' αυτόν έπαιζε παρόμοιο αντεπαναστατικό ρόλο μ' εκείνο της αγροτικής τάξης στους ταξικούς αγώνες στη Γαλλία το 1848-5 1 . Ωστόσο, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, η εμπιστοσύνη που έδειχνε ο Τρότσκι στην επαναστατικότητα της γερμανικής εργατικής τάξης δεν συμβάδιζε με την έως
310 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τότε στάση της, τόσο το 1914 όταν συνέπλευσε με την κυβέρνηση και τους πολεμικούς στόχους της, όσο και στον κοινωνικο-πολιτικό αναβρασμό το 1918- 19. Επίσης, συνεχίζει ο ίδιος ιστορικός, στα χρόνια του Μεσοπολέμου η σπίθα της προλεταριακής επανάστασης δεν παρέμεινε αναμμένη σε καμία καπιταλιστική χώρα. Η λογική του Τρότσκι, που θεωρούσε την Κόμιντερν ως την κύρια υπεύθυνη για τον αποπροσανατολισμό και την ήττα της εργατικής τάξης κυρίως στη Γερμανία, τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι αυτή ήταν ξοφλημένη και άρχισε να προγραμματίζει την ίδρυση της Τέταρτης Διεθνούς16.
Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι δεν ήταν μόνο ο Τρότσκι που πίστευε ότι η γερμανική εργατική τάξη θα αποτελούσε ανάχωμα στην άνοδο του φασισμού στη Γερμανία. Παρόμοια εμπιστοσύνη στην αντίσταση της γερμανικής εργατικής τάξης στην άνοδο του ναζισμού, επιδεικνύουν πολλοί άλλοι μαρξιστές της εποχής εκείνης, συμπεριλαμβανομένων και των διανοουμένων που αργότερα έγιναν γνωστοί ως η «Σχολή της Φρανκφούρτης». Κατά πόσο ο Τρότσκι θα είχε αναθεωρήσει τις απόψεις του εάν δεν είχε δολοφονηθεί το 1940, παραμένει άγνωστο. Αυτό όμως που είναι αδιαμφισβήτητο είναι η σχεδόν μαζική εγκατάλειψη της πίστης, από πολλούς μαρξιστές διανοούμενους, στην επαναστατικότητα της εργατικής τάξης στη Γερμανία και την Ευρώπη γενικότερα, που παρατηρείται λίγο πριν τον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Σχολή της Φρανκφούρτης, όπου στα γραπτά των πιο επώνυμων στελεχών της, από τον Franz Neumann στο βιβλίο του Bohemoth: The Structure αnd Practice oj Nαtional Socialism (1942) έως τον Karl Wittfogel στην κλασική μελέτη του Orίentαl Despotism: Α Coιnpαrαtiνe Study oj Totαl Powa ( 1957), διαπιστώνεται η εγκατάλειψη της «κλασικής» μαρξιστικής θεωρίας, κυρίως αναφορικά με τον επαναστατικό ρόλο της εργατικής τάξης, και η αναζήτηση εναλλακτικών ερμηνειών που κοινό χαρακτηριστικό έχουν την υπογράμμιση των «υποκειμενικών» παραγόντων στο ιστορικό γίγνεσθαι. Π.χ. ο Franz Neumann, στο Bohemotl1, το 1942, δεν αμφισβητούσε τις δυνατότητες που είχε το ναζιστικό καθεστώς να αφομοιώσει και να «τιθασεύσει» την εργατική τάξη. Αυτό μπορούσε να εγγυηθεί στην εργατική τάξη όσα αδυνατούσε να προσφέρει το αστικό καθεστώς, δηλαδή πλήρη απασχόλη-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 31 1
ση, ασφάλεια κατά των μαζικών απολύσεων και ένα στέρεο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων το οποίο θα διασφάλιζε επιδόματα ανεργίας, μέριμνα για την υγεία και για εργατικά ατυχήματα, σύνταξη γήρατος, κ.λπ. Μ' αυτά, το ναζιστικό καθεστώς θα διασφάλιζε την παθητική ανοχή των μαζών, προς το παρόν τουλάχιστονΙ? Το ίδιο ισχύει και για τον Erich Fromm, που στρέφεται σε ψυχολογικές ερμηνείες για το φασισμό και την ανθρώπινη επιθετικότητα, ή ακόμα και τον Αντόρνο και τον Horkheimer, τους οποίους οι νέο-εγελιανές αναζητήσεις, κυρίως μετά το 1945, απομακρύνουν ακόμα περισσότερο από την «κλασική» μαρξιστική ορθοδοξία. Όσον αφορά τον Μαρκούζε, τον πιο πολιτικοποιημένο ίσως εκπρόσωπο της Σχολής της Φρανκφούρτης, αυτός, τη δεκαετία του 1 960, δηλαδή των φοιτητικών κινημάτων στη Δύση, αντικατέστησε το βιομηχανικό προλεταριάτο με περιθωριακές κοινωνικές ομάδες και τριτοκοσμικά κινήματα τα οποία θεωρούσε φορείς για την απελευθέρωση της ανθρωπότητας από τον καπιταλισμό και από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο.
Συνοπτικά, αυτό που παρατηρούμε στην περίοδο αυτή, είναι μία περαιτέρω εξασθένιση της κλασικής μαρξιστικής ανάλυσης, η οποία αναμφισβήτητα θεωρούσε το βιομηχανικό προλεταριάτο στις ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες ως το μόνο φορέα για την ιστορική μετάβαση από τον καπιταλισμό στο σοσιαλισμό. Η αδυναμία του ευρωπα"ίκού προλεταριάτου, κυρίως του γερμανικού, «του κόμματος του Μαρξ και του Ένγκελς», όπως αποκαλείτο, να ανταποκριθεί σ' αυτό τον ιστορικό ρόλο, τόσο το 1914 όσο και το 1 933, επέφερε ένα καίριο πλήγμα στη μαρξιστική θεωρία περί ταξικών συγκρούσεων και της «ιστορικής αποστολής» του βιομηχανικού προλεταριάτου, από την οποία ουσιαστικά ποτέ δεν ανέκαμψε.
* * *
Ας επιστρέψουμε όμως στις εξελίξεις που έφεραν τον Χίτλερ στην εξουσία. Μετά την παραίτηση του Mίiller, το Μάρτιο του 1930, ο πρόεδρος Hindenburg ανέθεσε στον Brίining, τον πρόεδρο του καθολικού κεντρώου κόμματος, να σχηματίσει κυβέρνηση. Το · πρόγραμμα του Brίining ήταν μια πιο προστατευτική οικονομική πολιτική με την επιβο-
3 1 2 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λή δασμών κυρίως σε αγροτικά πρα"ίόντα καθώς και πολιτική λιτότητα με περικοπές στις κρατικές δαπάνες, προφανώς για να ικανοποιήσει τους συντηρητικούς. Ωστόσο, στα μέτρα αυτά αντέδρασαν όχι μόνο οι σοσιαλιστές και οι κομουνιστές, όπως ήταν αναμενόμενο, αλλά και οι εξτρεμιστές της Δεξιάς, με τους ναζί να καταφεύγουν σε μαζικές διαδηλώσεις και πράξεις βίας που είχαν προφανή σκοπό να αποδείξουν ότι η Γερμανία ήταν ακυβέρνητη. Καθώς δεν υπήρχε κοινοβουλευτική πλειοψηφία για το κυβερνητικό πρόγραμμα που πρότεινε ο Brίining, αυτός απείλησε με την εφαρμογή του Άρθρου 48 του Συντάγματος της Βα'ίμάρης, το οποίο έδινε σχεδόν δικτατορικές εξουσίες στην κυβέρνηση, η οποία είχε τώρα τη δυνατότητα να νομοθετεί με προεδρικά διατάγματα, παρακάμπτοντας έτσι το κοινοβούλιο.
Στις 16 Ιουλίου 1930, μετά από την καταψήφιση της κυβέρνησης στη Βουλή, ο Brίining επικαλέστηκε το άρθρο 48, αλλά κάτω από έντονες διαμαρτυρίες αναγκάστηκε να διαλύσει τη Βουλή και να κηρύξει εκλογές για το Σεπτέμβριο του 1 930. Τα αποτελέσματα των εκλογών αυτών σηματοδοτούσαν το τέλος της Δημοκρατίας της Βα·ίμάρης. Για πρώτη φορά η εκλογική δύναμη των ναζί εκτινάχτηκε από 800.000 σε 6,5 εκατομμύρια ψήφους, ενώ η εκπροσώπησή τους στη Βουλή αυξήθηκε από 12 σε 107 έδρες. Οι σοσιαλιστές αν και έχασαν μόνο 500.000 περίπου ψήφους και 10 έδρες παρέμεναν το μεγαλύτερο κόμμα στη Βουλή με 143 έδρες, ενώ οι κομουνιστές κέρδισαν 77 έδρες, 23 περισσότερες απ' ό,τι στις προηγούμενες εκλογές του 192818.
Οι μεγάλοι χαμένοι από τις εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1930 ήταν τα κεντρώα κόμματα. Οι εκλογές αυτές, με την εντυπωσιακή άνοδο των ναζί και την περιθωριοποίηση των κεντρώων, σηματοδοτούν μία πόλωση μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς (σοσιαλιστές και κομουνιστές) και των ναζί και των άλλων κομμάτων της άκρας Δεξιάς. Δεδομένης της κάθετης διάστασης μεταξύ των κομμάτων της Αριστεράς και των αστικών κομμάτων σε θέματα οικονομικής πολιτικής, για την αντιμετώπιση της κρίσης, η θεαματική άνοδος των ναζί το 1930, τους καθιστούσε μια υπολογίσιμη δύναμη που, αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να συμπεριληφθούν στην κυβέρνηση, αν μη τι άλλο για να «συνετιστούν», όπως γράφει μία ιστορικός19. Με άλλα λόγια, το θέμα που κυριαρχεί στην πολι-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 313
τική ζωή της Γερμανίας, μετά τις εκλογές του 1930, είναι το πότε θα κληθούν οι ναζί να συμμετάσχουν στην κυβέρνηση. Ταυτόχρονα παρατηρείται μία διάβρωση του κοινοβουλευτικού συστήματος. π.χ. το Κοινοβούλιο συνήλθε 94 μέρες το 1930 αλλά μόνο 13 το 1932. Επίσης, ενώ το 1930 ψηφίστηκαν 98 νομοσχέδια, το 1932 μόνο 5. Παράλληλα τα προεδρικά διατάγματα εκτάκτου ανάγκης αυξάνονταν από 4 το 1930 σε 66 το 193220.
Είναι συνεπώς προφανές ότι οι εκλογές του Σεπτεμβρίου του 1930 σηματοδοτούσαν <<το θάνατο της Δημοκρατίας»21 κάτι που αντιλήφθηκαν οι ναζί οι οποίοι δεν ήταν διατεθειμένοι να αφήσουν αυτή την ευκαιρία να γλιστρήσει από τα χέρια τους. Σ' αυτό διευκολύνθηκαν και από την πολιτική τόσο της κυβέρνησης του Βrϋnίng, που παρέμεινε στην εξουσία έως το Μάιο του 1932 χωρίς να διαθέτει κοινοβουλευτική πλειοψηφία, όσο και από τα κόμματα της Αριστεράς (σοσιαλιστές και κομουνιστές). Η πολιτική του Βrϋnίng εξυπηρετούσε τους στόχους του Χίτλερ στο ότι ενώ ακολουθούσε μία σκληρή οικονομική πολιτική, που αύξανε την ανεργία και την κοινωνική αναταραχή, προσπαθούσε να αυξήσει τη δημοτικότητα της κυβέρνησης ακολουθώντας μία πιο διεκδικητική εξωτερική πολιτική . Σ' αυτήν περιλαμβάνονταν η αποποίηση των πολεμικών αποζημιώσεων και το σχέδιο για τελωνειακή ένωση με την Αυστρία, στο οποίο αναφερθήκαμε παραπάνω. Ωστόσο, ενώ η οικονομική πολιτική της κυβέρνησης Βrϋnίng αποξένωνε τα λα"ίκά στρώματα, η εξωτερική της πολιτική δεν μπορούσε να είναι τόσο «επιθετική» ώστε να αντιμετωπίζει αποτελεσματικά τις κατηγορίες των ναζί για παλινδρομήσεις και ενδοτισμό. Κλασικό παράδειγμα ήταν η εγκατάλειψη της ιδέας για τελωνειακή ένωση με την Αυστρία. Επίσης και η Αριστερά διευκόλυνε τους στόχους του Χίτλερ καθώς το αβυσσαλέο μίσος που χώριζε τους κομουνιστές και τους σοσιαλιστές, ή «σοσιαλφασίστες» όπως τους αποκαλούσαν οι πρώτοι, καθιστούσε αδύνατη μία συμμαχία μεταξύ τους, η οποία θα μπορούσε να ανακόψει την πορεία των ναζί προς την εξουσία. Όταν ο Στάλιν και οι επιτελείς του διαπίστωσαν ότι αυτός ο εμφύλιος πόλεμος μέσα στην Αριστερά οδηγούσε στον όλεθρο ήταν πλέον αργά. Ο Χίτλερ βρισκόταν ήδη στην
314 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
εξουσία και καμία δύναμη δεν μπορούσε να τον εμποδίσει στο καταστροφικό έργο του.
Το Μάρτιο του 1932, στις προεδρικές εκλογές, ο πρόεδρος Hindenburg συγκέντρωσε το 53% των ψήφων ενώ ο Χίτλερ το 36,8%. Ωστόσο, παρά την άνετη νίκη του Hindenburg, το ποσοστό που συγκέντρωσε ο Χίτλερ υποδήλωνε την ανοδική πορεία των ναζί. Δύο μήνες αργότερα, ο πρόεδρος απομάκρυνε τον Brίining από την καγκελαρία και στη θέση του τοποθετούσε τον Von Papen, ενώ κήρυσσε νέες εκλογές για τις 31 Ιουλίου 1932. Σ' αυτές οι ναζί σάρωσαν, συγκεντρώνοντας 13,5 εκατομμύρια ψήφους και υπερδιπλασιάζοντας τις έδρες τους από 107 σε 230. Οι σοσιαλιστές έχασαν δέκα έδρες (από 143 σε 133) ενώ οι κομουνιστές κέρδισαν 12 (από 77 σε 89) και τα υπόλοιπα κόμματα έπαθαν καθίζηση, με εξαίρεση ένα από τα κεντρώα κόμματα που κατόρθωσε να συγκεντρώσει 75 έδρες. Μετά τις εκλογές, ο Χίτλερ δήλωνε ότι δεν θα «ανεχόταν» άλλο την παραμονή του Von Papen στην καγκελαρία. Από την πλευρά τους οι συντηρητικοί κύκλοι θεωρούσαν ότι μπορούσαν να κατευνάσουν τους ναζί, με τη συμμετοχή ορισμένων εθνοσοσιαλιστών στην κυβέρνηση, αρνούμενοι ωστόσο να ενδώσουν στο βασικό αίτημα του Χίτλερ, δηλαδή την ανάθεση εντολής στον ίδιο για το σχηματισμό κυβέρνησης. Το θέμα ήταν πλέον εάν οι συντηρητικοί -ορισμένοι από τους οποίους, όπως ο υπουργός Αμύνης, ερωτοτροπούσαν με τον Χίτλερ- θα χρησιμοποιούσαν τους ναζί για να διατηρήσουν την εξουσία, ή κατά πόσο θα τους χρησιμοποιούσε ο Χίτλερ για τη δική του αναρρίχηση στην καγκελαρία. Βέβαια, δεδομένης της πλειοψηφίας που διέθεταν στη νέα Βουλή οι πολέμιοι της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης (ναζί και κομουνιστές), η ανατροπή της ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Για να ξεκαθαρίσει το κλίμα σύγχυσης και πολιτικής αβεβαιότητας προκηρύχθηκαν νέες εκλογές το Νοέμβριο του 1932. Σ' αυτές μειώθηκε η δύναμη των ναζί κατά 34 έδρες (από 230 σε 196) ενώ αυξήθηκε εκείνη των κομουνιστών, από 89 σε 100, σχεδόν όσες έχασαν οι σοσιαλιστές (από 133 σε 121) . Αυτό που έχει σημασία είναι ότι, για τον Χίτλερ, το «μήνυμα» των εκλογών του Νοεμβρίου 1932 ήταν πως δεν μπορούσε να περιμένει άλλο για την κατάληψη της εξουσίας γιατί ίσως να είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση για τους ναζί. Εάν το κόμμα του δεν συμμε-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 3 15
τείχε στην κυβέρνηση, υπήρχε κίνδυνος πολλοί από τους ψηφοφόρους του να το εγκατέλειπαν. Άλλωστε τα εκλογικά αποτελέσματα των τελευταίων ετών έδειχναν πόσο ευμετάβλητο ήταν το εκλογικό σώμα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες, ο Von Papen συμφώνησε να σχηματίσει κυβέρνηση με τη συμμετοχή των ναζί, υπό την καγκελαρία του Χίτλερ, αλλά μόνο με δύο άλλους ναζί υπουργούς, τον Goring και τον Frick. Τα υπόλοιπα μέλη θα προέρχονταν από τους συντηρητικούς, ενώ ο Von Papen θα ήταν αναπληρωτής καγκελάριος. Μ' αυτό τον τρόπο οι συντηρητικοί πίστευαν ότι θα κατόρθωναν να «εξουδετερώσουν» τον Χίτλερ και να εκτονώσουν την κατάσταση. Στις 30 Ιανουαρίου, ο Χίτλερ ορκιζόταν καγκελάριος. Έτσι ανοιγόταν μία νέα σελίδα στην πολυτάραχη ιστορία της Γερμανίας. Δύο βασικά σημεία πρέπει να υπογραμμιστούν, αναφορικά με την άνοδο των ναζί στην εξουσία. Πρώτον, ότι αυτό έγινε μέσα στο πλαίσιο της συνταγματικής νομιμότητας, παρά την πολιτική κρίση που μάστιζε την παραπαίουσα Δημοκρατία της Βα·ίμάρης. Με άλλα λόγια, στην περίπτωση της Γερμανίας δεν υπήρξε «η πορεία προς τη Ρώμη» με την οποία οι Ιταλοί φασιστές κατέλαβαν πραξικοπηματικά την εξουσία, το 1922. Δεύτερον, και σχετιζόμενο με το πρώτο, στην περίπτωση της Γερμανίας, οι μαζικές πορείες και λαμπαδηδρομίες των ναζί πραγματοποιήθηκαν μετά την κατάληψη της εξουσίας, αρχής γενομένης από τη μεγάλη λαμπαδηδρομία τη νύχτα της 30ής Ιανουαρίου 1933. Οι ναζιστικές κινητοποιήσεις συνεχίστηκαν και μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία με μία σειρά από απεχθείς πράξεις. Κύριος σκοπός αυτών των κινητοποιήσεων και της τρομοκρατίας ήταν να παγιώσουν τη ναζιστική εξουσία και να διευκολύνουν τη μετάβαση από τον κοινοβουλευτισμό στον ολοκληρωτισμό.
Η επιβολή δικτατορίας από τους ναζί, το 1933, ήταν επιβεβλημένη όχι μόνο λόγω της ολοκληρωτικής ιδεολογίας τους αλλά και από το γεγονός ότι είχαν επίγνωση ότι ποτέ δεν θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία με δημοκρατικές διαδικασίες. Ακόμα και στις εκλογές του Ιουλίου του 1932, όπου συγκέντρωσαν το μεγαλύτερο ποσοστό, αυτό έφθανε μόλις το 37%, ενώ στις εκλογές του 1932, τις τελευταίες πριν την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, το ποσοστό των ναζί είχε μειωθεί στο 33% των ψήφων. Συνεπώς ο Χίτλερ ε ίχε δύο επιλογές:
316 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ή να λειτουργούσε μέσα στη συνταγματική νομιμότητα της δημοκρατίας, οπότε υπήρχε μεγάλος κίνδυνος να κατέρρεε το «κίνημά» του κάτω από το βάρος των κολοσσιαίων οικονομικών και κοινωνικών προβλημάτων, ή να κατέλυε τη δημοκρατία και με την επιβολή δικτατορικής εξουσίας να εφάρμοζε τις ιδέες που ήδη είχε διατυπώσει στο Mein Kαmpj Εκ των υστέρων αυτή η εξέλιξη φαίνεται σχεδόν νομοτελειακή. Συνεπώς είναι απορίας άξιο, και κάτι που έχει απασχολήσει πολλούς ιστορικούς, γιατί οι αντίπαλοι του ναζισμού, εσωτερικοί και εξωτερικοί, εθελοτυφλούσαν και σχεδόν μοιρολατρικά ανέχτηκαν αυτή την εκτροπή.
Ένα μήνα μετά την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία, στις 28 Φεβρουαρίου 1933, κάηκε κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες το γερμανικό κοινοβούλιο (Reichstag). Υπεύθυνος για τον εμπρησμό ήταν προφανώς ένας παρανο·ίκός Ολλανδός και πρώην κομουνιστής, όμως αυτός ο εμπρησμός έδωσε την πρόφαση στο καθεστώς να προβεί σε χιλιάδες συλλήψεις, κυρίως κομουνιστών, μεταξύ των οποίων ο Γενικός Γραμματέας του ΚΚΓ Thalmann, ο Βούλγαρος κομουνιστής Δημητρώφ και άλλα επίλεκτα στελέχη της Κόμιντερν που βρίσκονταν στο Βερολίνο. Επίσης, με προεδρικό διάταγμα, αναστέλλονταν τα άρθρα του Συντάγματος της Βα"ίμάρης, που εγγυόταν τις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Επακολούθησε ένα πραγματικό όργιο τρομοκρατίας που κύριος στόχος του ήταν οι Αριστεροί (κομουνιστές και σοσιαλιστές) και οι Εβραίοι. Το ότι ο εμπρησμός του Reichstag μάλλον αποτελούσε έργο των ναζί συνάγεται από το γεγονός ότι συνέβη μία εβδομάδα πριν από τις βουλευτικές εκλογές, στις 5 Μαρτίου 1933. Εάν σκοπός των εκλογών αυτών ήταν να τους εξασφαλίσουν απόλυτη πλειοψηφία, ο εμπρησμός του Reichstag συνέβαλε τα μέγιστα. Οι ναζί αύξησαν το ποσοστό τους από 33% σε 44% των ψήφων και τις έδρες τους ωτό 196 σε 288. Έτσι, με την υποστήριξη των μικροτέρων ακροδεξιών κομμάτων, είχαν εξασφαλίσει την ποθητή απόλυτη πλειοψηφία. Το ενδιαφέρον είναι ότι τα κόμματα της Αριστεράς, παρά το κλίμα τρομοκρατίας, σχεδόν διατήρησαν την εκλογική δύναμή τους, χάνοντας μόνο 21 έδρες (από 221 σε 201) . Στις 2 ΜαΙου 1933, τα εργατικά συνδικάτα καταλήφθηκαν από τους ναζί και κατασχέθηκαν οι οικονομικοί πόροι και
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 317
τα περιουσιακά στοιχεία τους. Μία εβδομάδα αργότερα, κάηκαν στο προαύλιο του μεγάρου της Όπερας, χιλιάδες βιβλία «ανατρεπτικού» περιεχομένου, από ένα έξαλλο πλήθος. Τον επόμενο μήνα τίθετο εκτός νόμου και το Σοσιαλιστικό Κόμμα και ακολούθησαν παρόμοιες σκηνές τρομοκρατίας μ' εκείνες του Μαρτίου. Έτσι, το Σοσιαλιστικό Κόμμα πέρασε κι αυτό στην παρανομία. Το μόνο κόμμα που προέβαλε κάποια αντίσταση στους ναζί ήταν το Γερμανικό Εθνικό Κόμμα (DNVP), το οποίο, με τις 52 έδρες του στο κοινοβούλιο, ε ίχε στηρίξει την άνοδο του Χίτλερ στην καγκελαρία. Στις αρχές Ιουλίου το DNVP διαλύθηκε βίαια από τους ναζί και, στις 14 Ιουλίου, το Εθνο-Σοσιαλιστικό (Ναζιστικό) Κόμμα ανακηρυσσόταν <<το μόνο πολιτικό κόμμα στη Γερμανία». Έτσι άνοιγε μία σελίδα απόλυτης εξουσίας και αχαλίνωτης τρομοκρατίας που οδηγούσε στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, στο Β' παγκόσμιο πόλεμο, στο ολοκαύτωμα 6 εκατομμυρίων Εβραίων και στα κρεματόρια.
Σοβιετική Ένωση 1929-1934: Η επικράτηση του σταλινισμού
Το έτος 1929 αποτελεί επίσης κομβικό σημείο για τις μετέπειτα εξελίξεις στη Σοβιετική Ένωση. Το Δεκέμβριο του 1 929 ο Στάλιν δηλώνει την πρόθεση του καθεστώτος «να εξαφανίσει τους κουλάκους (εύπορους αγρότες) σαν τάξη». Αυτό θα γινόταν με τη δήμευση του κλήρου και την ένταξη όλων των αγροτών σε αγροτικές κολεκτίβες. «Οποιοσδήποτε δεν ενταχθε ί σε αγροτική κολεκτίβα είναι εχθρός του σοβιετικού καθεστώτος», προειδοποιούσε ο Στάλιν22. Μ' αυτό τον τρόπο πάρθηκε η μοιραία απόφαση για τη βίαιη κολεκτιβοποίηση περίπου 125
εκατομμυρίων αγροτών, ήτοι σχεδόν το 80% του σοβιετικού πληθυσμού. Αναμφισβήτητα αυτή η ιστορική επιλογή και ο τρόπος που εφαρμόστηκε τα επόμενα χρόνια, καθόρισε περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο γεγονός τη μετέπειτα πορεία της Σοβιετικής Ένωσης έως τη διάλυσή της το 1991. Ουσιαστικά αυτό συνιστούσε μια «επανάσταση εκ των άνω» που αποσκοπούσε στο να μεταβάλει τη Σοβιετική Ένωση από μία καθυστερημένη αγροτική χώρα σε μία ανεπτυγμένη, βιομηχανική δύναμη. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση της αγροτιάς συνδυάστηκε με την υιοθέτηση φιλόδοξων πενταετών οικονομικών προγραμμάτων που άξονάς τους ήταν η βαριά βιομηχανία. Απώτερος σκοπός ήταν η Σοβιε-
318 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τική Ένωση να φτάσει και να ξεπεράσει βιομηχανικά και τεχνολογικά την ανεπτυγμένη Δύση.
Αυτή η φάση της σοβιετικής ιστορίας αποτελεί, ή μάλλον αποτελούσε έως πρόσφατα, το πιο αμφιλεγόμενο ζήτημα όχι μόνο μεταξύ των υποστηρικτών ή απολογητών του σταλινισμού από τη μία πλευρά και των επικριτών του, αριστερών και μη, από την άλλη, αλλά και μεταξύ αναλυτών και ακαδημα·ίκών. Το καίριο ερώτημα ήταν κατά πόσο αυτή η βίαιη κολεκτιβοποίηση και εκβιομηχάνιση τη δεκαετία του '30 έθεσε τις βάσεις για τη δημιουργία μίας ανεπτυγμένης οικονομικά και κοινωνικά Σοβιετικής Ένωσης, ή, αντίθετα, κατά πόσο αυτή αποτέλεσε την απαρχή του εκφυλισμού και της τελικής κατάρρευσής της. Όμως ο προβληματισμός δεν περιορίζεται μόνο σ' αυτό το σημείο καθώς υπάρχουν πλείστα άλλα καίρια ερωτήματα: Π.χ. κατά πόσο αυτή η «επανάσταση εκ των άνω» ήταν μια ιστορική αναγκαιότητα, δεδομένων των αντικειμενικών συνθηκών της εποχής εκείνης εάν πράγματι ήταν, κατά πόσο θα μπορούσε να είχε γίνει χωρίς τις ακρότητες, τη βία, τα στρατόπεδα εργαασίας, τις εκκαθαρίσεις των μπολσεβίκων και άλλες εκτροπές που είναι ταυτισμένες με τον σταλινισμό.
Έως σήμερα δεν υπάρχουν εύκολες απαντήσεις σ' αυτά και μια σειρά από άλλα παρόμοια ερωτήματα. Ωστόσο, καθώς η ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί το μεγαλύτερο γεγονός του 200ύ αιώνα που επηρέασε και επηρεάζει, σε ορισμένες χώρες του τρίτου κόσμου, τις ζωές εκατοντάδων εκατομμυρίων ανθρώπων, ε ίναι αναγκαίο να σταθούμε σ' αυτό το σημείο που έκρινε την τύχη της Οκτωβριανής Επανάστασης. Επίσης, ένας δεύτερος εξίσου σημαντικός λόγος για τον οποίο θα πρέπει να ασχοληθούμε μ' αυτό το θέμα είναι ότι οι εξελίξεις αυτές στη Σοβιετική Ένωση είχαν τεράστιες επιπτώσεις στην Ευρώπη και στη Δύση γενικότερα. π.χ. δεν ήταν συμπτωματικό ότι οι αποφάσεις του Στάλιν για βίαιη αγροτική κολεκτιβοποίηση και εκβιομηχανισμό πάρθηκαν δύο μήνες μετά το κραχ στη Νέα Υόρκη και την απαρχή της οικονομικής κρίσης στη Δύση. Όπως θα δούμε και παρακάτω, η οικονομική κρίση βοήθησε τα μέγιστα τόσο για να παραβλεφθούν οι τραγικές συνέπε ιες της βίαιης κολεκτιβοποίησης στη Σοβιετική Ένωση, αλλά και για να προβληθεί το σοβιετικό μοντέλο ως μια βιώσιμη εναλλα-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 319
κτική λύση στο «χρεοκοπημένο» καπιταλιστικό σύστημα τη δεκαετία του '30. Ενώ δηλαδή η Δύση μαστιζόταν από ανεργία, ύφεση και τις κοινωνικές και πολιτικές συνέπειές τους, η Σοβιετική Ένωση προβαλλόταν ως το πρότυπο «υγιούς» οικονομικής ανάπτυξης απαλλαγμένης από την ανεργία, την ύφεση, την αναρχία της καπιταλιστικής οικονομίας και τις οικονομικές ανισότητες που αυτή δημιουργούσε .
Ωστόσο η πραγματικότητα ήταν πολύ διαφορετική και η προσφυγή στην «επανάσταση εκ των άνω» το Δεκέμβριο του 1929 ήταν αποτέλεσμα μιας αγωνιώδους προσπάθε ιας των μπολσεβίκων να «τετραγωνιστεί ο κύκλος» που είχε προκύψει με την Οκτωβριανή Επανάσταση. Για να κατανοήσουμε το μέγεθος του προβλήματος, θα πρέπει να μνημονεύσουμε τις απόψεις των Ρώσων μαρξιστών σχετικά με το μείζον θέμα της οικονομικής ανάπτυξης. Σε αντίθεση με τις διάφορες ομάδες αναρχικών, δεκεμβριστών και άλλων, που θεωρούσαν ότι το ζήτημα θα λυνόταν σχεδόν διά μαγείας με την πολιτική ανατροπή του τσαρικού απολυταρχικού καθεστώτος, οι Ρώσοι μαρξιστές, από τον Πλεχάνωφ, τον «Πάπα» του ρωσικού μαρξισμού, έως και τον Λένιν, ήταν προσηλωμένοι στην «κλασική» μαρξιστική αντίληψη περί «σταδίων», δηλαδή περί μιας εξελικτικής κοινωνικο-οικονομικής πορείας από την οποία θα έπρεπε να περάσει η Ρωσία, συμπεριλαμβανομένου και του καπιταλιστικού σταδίου. Μ' αυτή τη θέση ταυτιζόταν και ο Λένιν. Το σημαντικότερο από τα πρώτα έργα του Λένιν ήταν το ογκώδες βιβλίο του Η Ανάπτυξη του Καπιταλισμού στη Ρωσία στο οποίο καυτηρίαζε τις μηχανιστικές θέσεις των αναρχικών και άλλων περί αυτόματης μετάβασης σε μία σοσιαλιστική ουτοπία.
Από αυτή την άποψη ο Λένιν ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τη «διαλεκτική τελεολογία» του Πλεχάνωφ και άλλων μαρξιστών που έβλεπαν την επικράτηση του σοσιαλισμού ως επιστέγασμα μακρόχρονης διαδικασίας23. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι αυτό το βιβλίο του Λένιν αποτελούσε καρπό μιας πολυετούς μελέτης και συνιστούσε απάντηση στο βιβλίο κάποιου ποπουλιστή ονόματι Βορόντσωφ Το Μέλλον του Καπιταλισμού στη Ρωσία. Στα χρόνια που μεσολάβησαν, έως το 1914, οι Ρώσοι μαρξιστές ενεπλάκησαν σε ατέρμονες ιδεολογικές και κομματικές διαμάχες. Ωστόσο απομακρυσμένοι όπως ήταν από την
320 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
πραγματικότητα και ζώντας οι πιο επώνυμοι από αυτούς στην εξορία, δεν έδιναν ιδιαίτερη σημασία σε θέματα πρακτικής διαχείρισης της εξουσίας, πολύ δε περισσότερο στη διατύπωση μιας επεξεργασμένης οικονομικής πολιτικής που θα εφάρμοζαν εάν κάποτε βρίσκονταν στην εξουσία. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η έκρηξη του Α' παγκοσμίου πολέμου το 1914 αποτέλεσε αφορμή για μία γενική επανατοποθέτηση του Λένιν όσον αφορά τον καπιταλισμό. Αν και αυτό τον οδηγούσε στο συμπέρασμα ότι η επανάσταση ήταν πλέον επί τάπητος, ωστόσο κι αυτό δεν επαρκούσε για να ασχοληθεί με τη διαχείριση της επαναστατικής εξουσίας και ακόμη δε περισσότερο με την εκπόνηση ενός οικονομικού σχεδιασμού. Με άλλα λόγια, ήταν πολύ πιο εύκολο για τον Λένιν και τους άλλους βετεράνους μπολσεβίκους να ασχολούνται με την επικείμενη κατάρρευση του καπιταλισμού παρά με τα πρακτικά προβλήματα που θα ε ίχαν να αντιμετωπίσουν όταν θα βρίσκονταν στην εξουσία, κάτι που έως το Φεβρουάριο του 1917 δεν διαφαινόταν στον ορίζοντα.
Συνεπώς, όσο παράδοξο και αν φαίνεται, δεδομένης της φήμης των μπολσεβίκων ως «δογματικών», στην πραγματικότητα δεν είχαν ξεκάθαρη οικονομική πολιτική όταν κατέλαβαν την εξουσία, τον Οκτώβριο του 1917, πέρα από γενικές αρχές όπως η εθνικοποίηση των μέσων παραγωγής, εργατική εξουσία, κεντρικός σχεδιασμός της οικονομίας, κ.λπ. Όμως, αυτές οι γενικές αρχές δεν συνιστούσαν ένα συγκεκριμένο οικονομικό πρόγραμμα το οποίο θα μπορούσε να τεθεί σε εφαρμογή. Το πρώτο επίσημο οικονομικό πρόγραμμα των μπολσεβίκων ορίστηκε από τον Λένιν τον Απρίλιο του 1918 ως «κρατικός καπιταλισμός». Αυτό συνίστατο σε ένα μίγμα σοσιαλιστικών μέτρων και ελέγχου της οικονομίας με παραχωρήσεις στην υπάρχουσα καπιταλιστική δομή. Δηλαδή ο «κρατικός καπιταλισμός» ουσιαστικά δεν διέφερε από τη «Νέα Οικονομική Πολιτική» (ΝΟΠ) που εγκαινιάσθηκε το 1921 . Ωστόσο ο φόβος ενός μακροχρόνιου εμφύλιου πολέμου και της εξωτερικής επέμβασης εξανάγκασε τους μπολσεβίκους να εγκαταλείψουν τη μετριοπαθή γραμμή που εξέφραζε ο «κρατικός καπιταλισμός» και να ακολουθήσουν μια δρακόντεια οικονομική πολιτική, την περίοδο 1918-21, γνωστή ως «εμπόλεμος κομουνισμός»24. Αυτό δεν σημαίνει ότι η πο-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 321
λιτική του «εμπόλεμου κομουνισμού» στερούνταν ιδεολογικού υπόβαθρου. Το αντίθετο, εξέφραζε τη ριζοσπαστική «αριστερή» ή αριστερίστικη πτέρυγα του κόμματος που εκείνη τη φάση εκφραζόταν από νεότερα στελέχη και πρωτίστως από τον Νικολάι Μπουχάριν25, και τον Πρεομπραζένσκι. Έως τα τέλη της δεκαετίας του '20 αυτοί οι δυο, που από κοινού έγραψαν το 1919 το κλασικό κείμενο Το Αλφαβητάριο του Κομουνισμού, αποτέλεσαν τους δύο αντίθετους βασικούς εκπροσώπους της οικονομικής πολιτικής στη Σοβιετική Ένωση. Ενώ δηλαδή ο Μπουχάριν ταυτίστηκε μετά το 1921 με τη μετριοπαθή ΝΟΠ, της οποίας παρέμεινε ο κυριότερος υποστηρικτής έως την εκτέλεσή του το 1938, ο Πρεομπραζένσκι εξακολούθησε να είναι ο θεμελιωτής της πολιτικής της άμεσης εκβιομηχάνισης.
Συνήθως οι κομματικές αντιπαραθέσεις στους κόλπους των μπολσεβίκων εστιάζονται στη σύγκρουση μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι. Αναμφίβολα, η χαρισματική φυσιογνωμία, το κύρος, οι τεράστιες διασυνδέσεις και το συγγραφικό ταλέντο του Τρότσκι, συν το γεγονός ότι ίδρυσε την Τέταρτη Διεθνή, τον τοποθετούν στον αντίποδα του Στάλιν. Υπάρχει συνεπώς μια τάση να αναλύονται τα γεγονότα στη Σοβιετική Ένωση κυρίως κάτω από το πρίσμα της αντιπαράθεσης Στάλιν - Τρότσκι. Επίσης υπάρχει μία διαδεδομένη εντύπωση ότι ο Τρότσκι, και ό,τι αυτός εκπροσωπούσε, θα μπορούσε να αποτελέσει την εναλλακτική λύση στη Σοβιετική Ένωση. Με άλλα λόγια τα δύο κύρια ρεύματα, που προέκυψαν στη Σοβιετική Ένωση μετά το θάνατο του Λένιν ήταν ο σταλινισμός και ο τροτσκισμός. Ωστόσο αυτό αποτελεί μία απλοποιημένη και κάπως παραποιημένη εικόνα της πραγματικότητας. Ορισμένοι ισχυρίζονται, δικαίως κατά τη γνώμη μου, ότι η πιο ουσιαστική και καθοριστική σύγκρουση δεν ήταν εκείνη μεταξύ Στάλιν και Τρότσκι, αλλά μεταξύ Στάλιν και Μπουχάριν. Αυτό έχει σημασία καθώς, σε αντίθεση με τις απόψεις του Τρότσκι, κυρίως τις ιδέες του για «Διαρκή Επανάσταση» οι οποίες είχαν, και εξακολουθούν να έχουν, περιορισμένη απήχηση μεταξύ διανοουμένων και «αριστεριστών», οι απόψεις του Μπουχάριν και των ομο'ίδεατών του είχαν πολύ μεγαλύτερα ερείσματα στη Σοβιετική Ένωση έως την κατάρρευσή της το 1991 . Ουσιαστικά τόσο ο «ευρωκομουνισμός» όσο και η περεστρόικα του Γκορμπατσώφ, ιδεολο-
322 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
γικά, αποτελούν συνέχεια, ή μάλλον επιστροφή στις θέσεις του Μπουχάριν.
Αυτές, όπως θα δούμε παρακάτω, προσέφεραν μία πιο ρεαλιστική εναλλακτική πρόταση για τη Σοβιετική Ένωση παρά οι κάπως ρομαντικές ιδέες του Τρότσκι. Συνεπώς αξίζει να σταθούμε λίγο στη σύγκρουση Στάλιν - Μπουχάριν το 1928-29 και στα επακόλουθά της τη δεκαετία του '30 - κυρίως τη βίαιη κολεκτιβοποίηση της γεωργίας, την αλόγιστη εκβιομηχάνιση και την αναπόφευκτη πολιτική εκτροπή που μετέτρεψαν τη Σοβιετική Ένωση σε μια ολοκληρωτική χώρα, σχεδόν αγνώριστη από εκείνη που επαγγέλλονταν οι μπολσεβίκοι το 1917.
Σημείο αναφοράς σ' αυτή την ανάλυση ε ίναι το ζήτημα της οικονομικής πολιτικής που θα έπρεπε να ακολουθήσει το σοβιετικό καθεστώς. Το πρόβλημα των μπολσεβίκων, όπως επανειλημμένα έχει τονιστεί σ' αυτή την εργασία, ήταν πώς να γεφυρώσουν το χάσμα μεταξύ των επαγγελιών τους για τη δημιουργία μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας και των τραγικών συνθηκών στη Ρωσία το 1917. Σύμφωνα με την κλασική μαρξιστική θεωρία, ο σοσιαλισμός θα αποτελούσε το επόμενο ιστορίκό στάδιο, μετά τον καπιταλισμό. Με άλλα λόγια, η επικράτηση του σοσιαλισμού προϋπέθετε την ύπαρξη μιας ανεπτυγμένης καπιταλιστικής οικονομίας, δηλαδή την «ωρίμανση των αντικειμενικών συνθηκών». Εκεί που αυτές δεν υπήρχαν, έγραφε ο Μαρξ, οποιεσδήποτε προσπάθειες για την επιβολή μιας σοσιαλιστικής κοινωνίας, ήταν καταδικασμένες να ναυαγήσουν. Αυτό εξηγούσε την αποτυχία όλων των εξεγέρσεων των σκλάβων, όπως εκείνη του Σπάρτακου στη ρωμα'ίκή εποχή, να εγκαθιδρύσουν μια σοσιαλιστική κοινωνία. Η κοινοκτημοσύνη προϋπέθετε την ύπαρξη μιας ανεπτυγμένης μορφής παραγωγής και πλούτου. Διαφορετικά, έγραφε ο Μαρξ αναφέροντας το παράδειγμα των Μαμελούκων, σε κοινωνίες που στερούνταν το οικονομικό υπόβαθρο, αυτές οι απόπειρες είχαν εκφυλιστεί.
Οι μπολσεβίκοι του Λένιν, όπως και οι άλλοι μαρξιστές που συμμετείχαν στις θεωρητικές συζητήσεις της Δεύτερης Διεθνούς, πριν το 1914, ε ίχαν απόλυτη επίγνωση αυτού του προβλήματος. Άλλωστε η κριτική του Κάουτσκι και άλλων θεωρητικών στην Οκτωβριανή Επανάσταση των μπολσεβίκων, εστιαζόταν ακριβώς σ' αυτό το σημείο. Βέ-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 323
βαια η απάντηση του Λένιν σε παρόμοιες κριτικές ήταν η προσφυγή σε λεκτικές ακρότητες με φράσεις όπως «αποστάτες» ή «οι αστείοι σχολαστικοί της Δεύτερης Διεθνούς, οι οποίοι πάντοτε αρνούνταν να παραδεχτούν τη λογική ότι οι ταξικές συγκρούσεις τελικά οδηγούσαν σε εμφύλιο πόλεμο που η έκβασή του καθοριζόταν από τη μάχη και όχι από την ψήφο»26. Αυτή η λογική επικράτησε την περίοδο του «εμπόλεμου κομουνισμού» μεταξύ 1918-192 1 . Ωστόσο καμία κοινωνία, ε ιδικότερα εκείνη που στόχος της ηγεσίας της ε ίναι ο σοσιαλιστικός μετασχηματισμός, δεν μπορεί να επιβιώσει, μακροπρόθεσμα, στη βάση του «εμπόλεμου κομουνισμού». Αργά ή γρήγορα οι μπολσεβίκοι θα έρχονταν αντιμέτωποι με τα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα της υποανάπτυκτης Ρωσίας. Δύο ήταν οι βασικές εναλλακτικές: ή μία σύγκρουση έως εσχάτων με την αγροτική τάξη, κυρίως τους μεγαλομεσαίους παραγωγούς, για τη μεταφορά πόρων από τον πρωτογενή στο δευτερογενή τομέα της οικονομίας, πράγμα που μαθηματικά θα βύθιζε τη Ρωσία σε έναν εμφύλιο πόλεμο μεταξύ της μειοψηφίας που αποτελούσαν οι μπολσεβίκοι και της συντριπτικής πλειοψηφίας του ρωσικού λαού. Ή η εξεύρεση μίας φόρμουλας για τη συνύπαρξη των δύο που θα διασφάλιζε τη διατήρηση της εσωτερικής σταθερότητας, η οποία ταυτόχρονα θα έδινε τη δυνατότητα στους μπολσεβίκους να θέσουν τις οικονομικές βάσεις για τη μετάβαση στο σοσιαλισμό. Αυτή ήταν η φιλοσοφία της Νέας Οικονομικής Πολιτικής (ΝΟΠ) που υιοθέτησαν οι μπολσεβίκοι το 1921 .
Αργότερα, μετά την πλήρη κυριάρχηση του Στάλιν, επικράτησε η αντίληψη, την οποία σημειωτέον επικροτούσαν και οι τροτσκιστές, ότι η ΝΟΠ αποτελούσε μόνο μία αναγκαστική περιστασιακή φάση, μία παρένθεση που ωστόσο δεν θα μπορούσε να αποτελέσει μία μακρόχρονη στρατηγική για τη Σοβιετική Ένωση. Ο λόγος είναι ότι τόσο ο Στάλιν μετά το 1928, όσο και ο Τρότσκι από την αρχή, παρά τις τεράστιες διαφορές τους, συμφωνούσαν σε ένα πράγμα, δηλαδή στην ανάγκη για μία β ίαιη εκβιομηχάνιση της Σοβιετικής Ένωσης που αναπόφευκτα οδηγούσε σε κάθετη σύγκρουση με την τεράστια αγροτική τάξη. Στην ουσία ο Στάλιν, το 1928, οικειοποιήθηκε το οικονομικό πρόγραμμα του Τρότσκι, ή καλύτερα του Πρεομπραζένσκι, του κατ' εξοχήν θεωρητικού
324 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡIΑ
της βίαιης εκβιομηχάνισης. Μ' αυτό τον τρόπο, ο Στάλιν, όχι μόνο αποκτούσε μια συγκροτημένη εναλλακτική στρατηγική για να αποδεσμευτεί από την ΝΟΠ, αλλά παράλληλα διέσπειρε σύγχυση στους κόλπους της τροτσκιστικής αντιπολίτευσης καθώς τους έκλεβε το «ιδεολογικό τους ένδυμα»27. Αποτέλεσμα, εκατοντάδες από τα πιο επίλεκτα στελέχη του Τρότσκι, αρχής γενομένης από τον Πρεομπραζένσκι, που ερμήνευσε την αλλαγή πλεύσης του Στάλιν το 1928 ως δικαίωση και επιβεβαίωση του «νόμου της πρωτόγονης σοσιαλιστικής συσσώρευσης» που είχε διατυπώσει νωρίτερα, προσχώρησαν στον Στάλιν. Έτσι αποδυναμώνονταν τόσο η «δεξιά παρέκκλιση» στο κόμμα, δηλαδή ο Μπουχάριν, όσο και η «αριστερή» του Τρότσκι και μπορούσε να εμφανίζεται ο Στάλιν, το 1929, δηλαδή την παραμονή της πιο βίαιης και βάρβαρης φάσης της σοβιετικής ιστορίας, ως η «κεντρώα», «μετριοπαθής» τάση.
Ωστόσο, καθώς σ' αυτή τη μελέτη δίδεται ιδιαίτερη σημασία στο ρόλο των ιδεών στο ιστορικό γίγνεσθαι, θα ήταν σκόπιμο να συνοψίσουμε σε τι συνίστατο η «αριστερή» οικονομική πολιτική του Πρεομπραζένσκι, που εξέφραζε την αριστερή πτέρυγα των μπολσεβίκων, τη δεκαετία του '20, και σε τι εκείνη της «Δεξιάς» των υποστηρικτών της ΝΟΠ που εκπροσωπούσε ο Μπουχάριν. Οι δύο τάσεις διαμορφώθηκαν την περίοδο 1921-24 κάτω από τρομερά αντίξοες οικονομικές συνθήκες και τη χειροτέρευση των συνθηκών ζωής, λόγω του εμφυλίου πολέμου. Συνεπώς το επίπεδο ζωής το 1924 ήταν πολύ χειρότερο από εκείνο του 1913. Το καίριο ερώτημα που ετίθετο ήταν: ποια ήταν η πιο ενδεδειγμένη οικονομική πολιτική ανάπτυξης για το σοβιετικό καθεστώς με βάση τις συγκεκριμένες συνθήκες; Ο πρώτος που διατύπωσε μια ολοκληρωμένη πρόταση σ' αυτό το θέμα ήταν ο Πρεομπραζένσκι. Σε μία σειρά από άρθρα το 1924 και στο βιβλίο του Η Νέα Οικονομία (1925) ο Πρεομπραζένσκι αποτολμούσε να διατυπώσει την «πολιτική οικονομία του σοσιαλισμού» κάτι παρόμοιο με την ανάλυση της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού από τον Μαρξ στο Κεφάλαιο . Οι παραλληλισμοί του Πρεομπραζένσκι με το Κεφάλαιο του Μαρξ είχαν ιδιαίτερη απήχηση, ιδίως ο βασικότερος που αφορούσε το ζήτημα της πρωτόγονης συσσώρευσης κεφαλαίου. Ο Μαρξ, στον πρώτο τόμο του Κεφαλαίου αφιερώνει δυο μεγάλα κεφάλαια για το ζήτημα της «πρωτό-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 325
γονης καπιταλιστικής συσσώρευσης». Αυτή, για τον Μαρξ, στηρίχτηκε σε «συστηματική λεηλασία» των αποικιών, σε αναγκαστικές κατασχέσεις και σε άλλες πράξεις βίας, «με όλους τους τρόπους καταναγκασμού και υφαρπαγής». Η βασική ιδέα του Πρεομπραζένσκι ήταν ότι η οικοδόμηση του σοσιαλισμού αναγκαστικά θα έπρεπε να στηριχτεί σε παρόμοιες μεθόδους «εκμετάλλευσης» και «κατάσχεσης» για τη δημιουργία υπεραξίας από τον αγροτικό τομέα. Αυτή η «καταβρόχθιση» του αγροτικού τομέα από το σοσιαλιστικό αποτελούσε ιστορική αναγκαιότητα, για τον Πρεομπραζένσκι, ο οποίος δεν δίσταζε να παραλληλίζει τη σχέση μεταξύ του κρατικοποιημένου βιομηχανικού τομέα και της αγροτικής οικονομίας στη Σοβιετική Ένωση με εκείνη των ιμπεριαλιστικών χωρών και των αποικιών τους.
Αν και στην πράξη οι απόψεις του Πρεομπραζένσκι ήταν λιγότερο εξτρεμιστικές απ' ό,τι φαινόταν στα κείμενά του -άλλωστε ο ίδιος αποδοκίμασε τον παραπάνω παραλληλισμό του αγροτικού τομέα στη Σοβιετική Ένωση με τις αποικίες των ιμπεριαλιστών- ωστόσο, όπως συχνά συμβαίνει στην ιστορία, παρόμοιες σκέψεις και συγκρίσεις μπορούσαν να αποδειχτούν μοιραίες αν έπεφταν στα χέρια φανατικών. Όμως, η ανάλυση του Πρεομπραζένσκι, κυρίως η άποψή του ότι ο κρατικός (βιομηχανικός) τομέας της οικονομίας θα έπρεπε να εκμεταλλευτεί την πλήρη μονοπωλιακή του θέση για να προαγάγει μία πολιτική τιμών η οποία «ενσυνείδητα θα αποσκοπούσε στην εκμετάλλευση του ιδιωτικού τομέα» αποτέλεσε από την αρχή την πολιτική πλατφόρμα της αριστερής πτέρυγας των μπολσεβίκων. Αυτό συνοψιζόταν στην ονομαζόμενη «κρίση της ψαλίδας», δηλαδή στη διαμόρφωση υψηλών τιμών για βιομηχανικά προ'ίόντα και παράλληλα τη συμπίεση των αγροτικών τιμών σαν μέσο για τη δημιουργία υπεραξίας και «σοσιαλιστικής συσσώρευσης».
Ο κύριος επικριτής του «νόμου της πρωτόγονης σοσιαλιστικής συσσώρευσης», έως την εκτέλεσή του, το 1938, ήταν ο Μπουχάριν. Ουσιαστικά η ήττα και η τελική εξόντωση του Μπουχάριν σήμαινε ταυτόχρονα και την εξάλειψη της πρότασής του για έναν εναλλακτικό δρόμο προς ένα «σοσιαλισμό με ανθρώπινο πρόσωπο», όπως ονομάστηκε το μεταρρυθμιστικό ρεύμα του κομουνισμού το 1968. Επίσης δεν είναι tυ-
326 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
χαίο ότι το Ιταλικό κκ εδώ και 30 περίπου χρόνια έχει καταβάλει ιδιαίτερη προσπάθεια για να αποκατασταθεί ο Μπουχάριν, κάτι που τελικά έγινε επί Γκορμπατσώφ.
Η κριτική του Μπουχάριν στην «πρωτόγονη σοσιαλιστική συσσώρευση» , δηλαδή στην οικονομική εκμετάλλευση του καθεστώτος της αγροτικής τάξης, εστιαζόταν σε τρεις βασικούς άξονες, τον πολιτικό, τον ηθικό και τον οικονομικό. Όσο αφορά τον οικονομικό, ενώ ο Μπουχάριν, όπως άλλωστε όλοι οι μπολσεβίκοι, συμφωνούσε για την πρωταρχική σημασία της βιομηχανικής ανάπτυξης, καθώς και στο ότι θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί με δικούς της πόρους, ωστόσο πίστευε ότι αυτή θα προαγόταν καλύτερα με τη δημιουργία μιας αναπτυσσόμενης αγοράς. Αυτή εκ των πραγμάτων θα έπρεπε να βασίζεται στον αγροτικό τομέα. Γι' αυτόν, συσσώρευση στη σοσιαλιστική βιομηχανία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί χωρίς παράλληλη συσσώρευση στην αγροτική οικονομία. Όπως έγραφε, «όσο μεγαλύτερη ε ίναι η αγοραστική αξία της αγροτιάς τόσο γρηγορότερα θα αναπτύσσεται η βιομηχανία μας»28. Στην απαίτηση του Πρεομπραζένσκι και της αριστερής πτέρυγας του κόμματος για τη διαμόρφωση υψηλών τιμών στα βιομηχανικά είδη, ο Μπουχάριν διατύπωνε δύο ενστάσεις. Πρώτον ότι οικονομικά αυτό ήταν ασύμφορο καθώς η ζήτηση των αγροτών για βιομηχανικά είδη, ήταν πολύ ελαστική. Συνεπώς χαμηλότερες τιμές θα αύξαναν κατά πολύ τη ζήτηση και θα έδιναν μεγαλύτερη ώθηση στη βιομηχανική παραγωγή. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι η διατήρηση μονοπωλιακών προνομίων στον κρατικό (βιομηχανικό) τομέα αναπόφευκτα θα οδηγούσε σε διαφθορά, σε «μονοπωλιακή σήψη». Ο Μπουχάριν θεωρούσε τον ανταγωνισμό στην καπιταλιστική οικονομία ως μια δυναμική και υγιή κατάσταση. Συνεπώς το ζητούμενο για τη Σοβιετική Ένωση δεν ήταν να καταργήσει παντελώς τον ανταγωνισμό αλλά να τον θέσει σε νέα βάση, δηλαδή στην ικανοποίηση των αναγκών των μαζών, και όχι στην εξάλειψή του με μονοπωλιακούς μηχανισμούς. Διαφορετικά το αποτέλεσμα θα ήταν «μονοπωλιακός παρασιτισμός και γραφειοκρατικός εκφυλισμός», η δημιουργία μιας νέας τάξης, μιας νέας νομενκλατούρας, στα συμφέροντα της οποίας θα υποτασσόταν η κοινωνία29. Το τελευ-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 327
ταίο σχετίζεται με τους πολιτικούς ενδοιασμούς, που είχε ο Μπουχάριν για την ιδέα της «πρωτόγονης σοσιαλιστικής συσσώρευσης».
Η πολιτική ένσταση του Μπουχάριν ήταν ότι κάτι παρόμοιο θα ισοδυναμούσε με δικτατορία και με έναν ανοικτό πόλεμο με την αγροτιά που, ανεξάρτητα από την έκβασή του, θα αποδυνάμωνε το κόμμα. Άλλωστε η πρόσφατη εμπειρία του εμφυλίου πολέμου ( 1918-21) είχε δείξει την ανάγκη για μια συνύπαρξη με την αγροτική τάξη, στην υλοποίηση και εμπέδωση της οποίας αποσκοπούσε η Νέα Οικονομική Πολιτική (ΝΟΠ). «Εάν αυτός ο τόσο ευνο'ίκός συνδυασμός των ταξικών δυνάμεων χαθεί, τότε η βάση για την ανάπτυξη της σοσιαλιστικής επανάστασης στη χώρα μας θα καταρρεύσει», προειδοποιούσε ο Μπουχάριν. Όπως παρατηρεί ένας βιογράφος του, η πεμπτουσία της σκέψης του Μπουχάριν συνοψίζεται στις λέξεις «ευαισθησία» και «συμφιλίωση» με την αγροτιά. Κάθε αντιαγροτική πολιτική θα αποτελούσε αυτοκτονία καθώς το κόμμα «βρισκόταν στην κόψη του ξυραφιού»30.
Ωστόσο πάνω απ' όλα ο Μπουχάριν απέρριπτε την πολιτική που πρότεινε ο Πρεομπραζένσκι για ηθικούς λόγους. Οπωσδήποτε η επίκληση της ηθικής για την υπεράσπιση της αγροτικής τάξης ήταν δύσκολη υπόθεση για δύο βασικούς λόγους. Πρώτον γιατί στη μαρξιστική νοοτροπία της εποχής εκείνης η επίκληση της ηθικής ήταν ύποπτη ως μικροαστική προκατάληψη, ως «μια ιδεολογική ανοησία περί δικαίου και άλλες σαχλαμάρες τόσο διαδεδομένες μεταξύ των δημοκρατών και των Γάλλων σοσιαλιστών», όπως διατεινόταν ο ίδιος ο Μαρξ31 . Η δεύτερη δυσκολία ήταν η διαδεδομένη προκατάληψη των μαρξιστών, απέναντι στους αγρότες, αρχής γενομένης από τον ίδιο τον Μαρξ ο οποίος τους χαρακτήριζε «πατάτες σε σακί» και μιλούσε περιφρονητικά για την «ηλιθιότητα της αγροτικής ζωής». Για τον Μπουχάριν, υπαίτιοι για την κοινωνική κατάσταση της αγροτικής τάξης, για τον υποβιβασμό της γεωργίας, ήταν ο καπιταλισμός και η παρασιτική σχέση πόλης-χωριού, της πόλης που απολαμβάνει όλα τα προνόμια της κουλτούρας και του χωριού, το οποίο ε ίναι καταδικασμένο στην αμάθεια. Σε περίπτωση που οι μπολσεβίκοι αποτολμούσαν να ακολουθήσουν παρόμοια στάση απέναντι στους αγρότες όπως στον καπιταλισμό, τα αποτελέσματα θα ήταν ολέθρια. Οι μπολσεβίκοι ήταν επαναστάτες, αλλά δεν είχαν δικαί-
328 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ωμα «να πειραματίζονται, να διαμελίζουν ζωντανούς οργανισμούς με ένα νυστέρι». Αντίθετα, έπρεπε να δείξουν επίγνωση της ιστορικής τους ευθύνης, και όχι να συμπεριφέρονται ως φανατικοί ηλίθιοι που ανυπομονούσαν να κηρύξουν «μια νύχτα του αγίου Βαρθολομαίου κατά της αγροτικής και της μεσοαστικής τάξης»32.
Κοινή συνισταμένη της σκέψης του Μπουχάριν ήταν ότι οι μπολσεβίκοι εξέφραζαν μία μειοψηφία της εργατικής τάξης σε μία αγροτική κοινωνία. Αυτή ήταν η πραγματικότητα όχι μόνο στη Ρωσία, αλλά και παγκοσμίως. Συνεπώς το μέλλον του σοσιαλισμού θα εξαρτιόταν από την ικανότητα και την ευαισθησία που θα επιδείκνυαν οι μαρξιστές προς τις τεράστιες αγροτικές μάζες. Οποιαδήποτε προσπάθεια των μπολσεβίκων βίαιης επιβολής πάνω στους αγρότες ήταν καταδικασμένη να οδηγήσει στην καταστροφή, τόσο τους αγρότες όσο και την επανάσταση. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η εξόντωση του Μπουχάριν και των ομο'ίδεατών του τη δεκαετία του '30 είχε σαν αποτέλεσμα να παραγνωριστεί η συνεισφορά τους και οι αγωνιώδεις προσπάθειές τους να διασώσουν τη Σοβιετική Ένωση από την επερχόμενη καταστροφή. Η σημαντικότερη ένσταση στην ΝΟΠ είναι ότι δεν επαρκούσε για την ανατροπή των οικονομικών και κοινωνικών δομών της Σοβιετικής Ένωσης. Μπορεί μεν να διασφάλιζε μια κοινωνική ηρεμία καθώς και την προμήθεια βασικών αγαθών, ωστόσο δεν αποτελούσε μοχλό για ένα σοσιαλιστικό μετασχηματισμό και για μία γοργή βιομηχανική ανάπτυξη που ήταν απαραίτητη προϋπόθεση για την επιβίωση της επανάστασης. Τέλος η ΝΟΠ συντηρούσε τις οικονομικές ανισότητες οι οποίες για πολλούς μπολσεβίκους ήταν απαράδεκτες . Κυρίως η οικονομική ευμάρεια των κουλάκων (των πλούσιων γαιοκτημόνων) προκαλούσε έντονες αντιδράσεις και προβληματισμούς καθώς πολλοί από αυτούς ε ίχαν ταχθεί κατά των μπολσεβίκων στον εμφύλιο πόλεμο. Συνεπώς πώς μπορούσε το καθεστώς να ανεχτεί τη συσσώρευση πλούτου από τους κουλάκους τη στιγμή μάλιστα που η πλειοψηφία του πληθυσμού ζούσε σε στερήσεις; Μήπως η ΝΟΠ αποτελούσε τον προθάλαμο για την παλινόρθωση του παλιού καθεστώτος, μια «θερμιδώρ» όπως ισχυρίζονταν ο Τρότσκι και η «αριστερή αντιπολίτευση»;
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 329
Οπωσδήποτε η Σοβιετική Ένωση την περίοδο της ΝΟΠ ( 1921-28) παρουσίαζε κραυγαλέες αντιθέσεις μεταξύ του παραδοσιακού και του μοντέρνου, του άροτρου και της μηχανής, της ελπίδας και της απογοήτευσης, του αναλφαβητισμού και της διανόησης, της ανεργίας και της επιδεικτικής και προκλητικής κατανάλωσης, των αστέγων και των νέων επαύλεων. Επίσης η ανάκαμψη της οικονομίας είχε συνοδευτεί με αύξηση στην πορνεία, στα ναρκωτικά, στα τυχερά παιγνίδια, στη διαφθορά, στην αισχροκέρδεια, στον κυνισμό, Κ.λπ. Αυτά οπωσδήποτε έθιγαν τις ευαισθησίες πολλών μπολσεβίκων και εκείνων που θεωρούσαν τον εαυτό τους ως θεματοφύλακες των αρχών της Επανάστασης.
Ωστόσο, παρ' όλα αυτά και πολλά άλλα τρωτά της ΝΟΠ, η περίοδος αυτή αναμφισβήτητα αποτελεί «τη χρυσή εποχή» στην ιστορία της Σοβιετικής Ένωσης. Με την ΝΟΠ επανήλθε στη Σοβιετική Ένωση εσωτερική ηρεμία, πολιτική σταθερότητα καθώς και οικονομική ανάκαμψη. Όλα αυτά ήταν απαραίτητα για την επιβίωση της Επανάστασης του 1917. Ταυτόχρονα, οι μπολσεβίκοι κατόρθωσαν όχι μόνο να διατηρήσουν την απόλυτη πολιτική εξουσία αλλά και να αποδυναμώσουν, χωρίς την προσφυγή στην ωμή βία, κάθε εστία αντίστασης κατά του καθεστώτος. Η φιλοσοφία της ΝΟΠ θα μπορούσε να συνοψιστεί στη φόρμουλα: το κόμμα θα διατηρούσε τον ηγεμονικό πολιτικό ρόλο του χωρίς να προσπαθήσει να συνθλίψει τις κοινωνικές και οικονομικές δομές, όπου μεσοπρόθεσμα θα έπρεπε να υπάρξει πλουραλισμός και ανεκτικότητα. Μόνο έτσι θα μπορούσαν οι μπολσεβίκοι να εκπληρώσουν τους στόχους τους για το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό μιας καθυστερημένης χώρας. Αυτή η στάση επέτρεπε τη συνύπαρξη πολλών τάσεων, καθώς οι μπολσεβίκοι δεν επιδίωξαν, την περίοδο της ΝΟΠ, να αλώσουν τις υπάρχουσες δομές. Τόσο στον κρατικό μηχανισμό όσο και σε άλλους τομείς, όπως στον τύπο, την εκπαίδευση, κ.λπ., η επάνδρωσή τους με κομματικά στελέχη ήταν περιορισμένη και σε καμία περίπτωση δεν αποτελούσαν πλειοψηφία.
Στον οικονομικό τομέα, την περίοδο της ΝΟΠ μειώθηκε το ωράριο από 10 σε 7,5 ώρες, ενώ οι αποδοχές αυξήθηκαν κατά 1 1 % σε σχέση με το 1913. Παράλληλα ε ισάχθηκε ένα ολοκληρωμένο σύστημα κοινωνικών ασφαλίσεων και μία σειρά από άλλα μέτρα για τη βελτίωση των
330 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
συνθηκών ζωής των εργατών. Ωστόσο, αν και οι συνθήκες της εργατικής τάξης βελτιώθηκαν, θα αποτελούσε υπερβολή να ισχυριζόταν κανείς ότι ήταν ικανοποιητικές, ενώ τα βασικά προβλήματα παρέμεναν άλυτα, ή είχαν επιδεινωθεί, όπως ο διπλασιασμός της ανεργίας μεταξύ 1924-27, το υψηλό κόστος ζωής, κυρίως τρόφιμα και ένδυση, και απαράδεκτες, για ένα σοσιαλιστικό καθεστώς, συνθήκες εργασίας33.
Αντίθετα η βελτίωση στις συνθήκες ζωής του αγροτικού πληθυσμού, που αποτελούσε περίπου 80% του συνολικού, ήταν πιο χειροπιαστές. Ουσιαστικά έως το 1929 οι αγρότες διατήρησαν υπό τον έλεγχό τους τη γη που είχαν αποκτήσει με την αναδιανομή γης των μπολσεβίκων το 1917-18. Αυτό άλλωστε είχε αποτελέσει το ένα από τα δύο συνθήματα των μπολσεβίκων που είχε συντελέσει καθοριστικά στη συντριβή της αντεπανάσταση ς το 1918-21 . Την περίοδο 1917-29 το καθεστώς επέτρεψε την ύπαρξη αυτοδιοικούμενων «αγροτικών κοινοτήτων» και προσπάθησε να παρέμβει όσο το δυνατόν λιγότερο στις υποθέσεις τους. Αυτή η οργάνωση αποτελούσε, ή καλύτερα προσέφερε τις δυνατότητες για τη δημιουργία αγροτικών συνεταιρισμών. Το βασικό στοιχείο εδώ είναι ότι οι αγρότες διατηρούσαν τη γη τους και ότι τους επιτρεπόταν να πουλούν και να αγοράζουν σύμφωνα με τους νόμους της αγοράς. Αυτό διασφάλιζε τη συνύπαρξη του καθεστώτος με τους αγρότες, την προσφορά αγροτικών προ'ίόντων, καθώς και τη διαμόρφωση προϋποθέσεων για τον εκσυγχρονισμό της γεωργίας.
Ωστόσο τα πιο εντυπωσιακά επιτεύγματα της ΝΟΠ ήταν αναμφισβήτητα στον πολιτισμικό τομέα. Η περίοδος αυτή χαρακτηρίζεται από έναν πολιτισμικό-πνευματικό οργασμό, ο οποίος έχει αφήσει τα ίχνη του έως τις μέρες μας. Είναι η εποχή των Πάστερνακ και Σολόχωφ, δύο μεταγενέστερων Νομπελιστών λογοτεχνίας, του Μαγιακόφσκι, του Έρεμπουργκ και πλείστων άλλων συγγραφέων και ποιητών, μεταξύ των οποίων και ο Ζαμιάτιν, του οποίου το μυθιστόρημα Εμείς, αποτελεί την κύρια έμπνευση για το 1984 του Όργουελ. Κάτι παρόμοιο ισχύει και στον κινηματογράφο όπου δεσπόζουν ο Αίζενστάιν, ο Ντοβζένκο, ο Ποντόβκιν και άλλοι, όπως επίσης και στις επιστήμες, τη φιλοσοφία και οποιαδήποτε άλλη πνευματική δραστηριότητα. Αυτό που χαρακτηρίζει την περίοδο αυτή, πέρα από τον αυθορμητισμό και τη δημιουρ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 331
γικότητα, είναι η αυτοπεποίθηση της σοβιετικής διανόησης και η ευκολία με την οποία αυτοί επικοινωνούν και αλληλεπιδρούν με τα καλλιτεχνικά και τα πνευματικά δρώμενα σε άλλες χώρες, κυρίως της Δύσης. Αυτός ο «πνευματικός κοσμοπολιτισμός» εξαφανίστηκε μετά το 1929, όταν η Σοβιετική Ένωση περιχαρακώθηκε όχι μόνο πολιτικά αλλά κυρίως πνευματικά.
Η εγκατάλειψη της ΝΟΠ οφειλόταν σε δύο βασικούς και αλληλένδετους λόγους, ο ένας πολιτικός και ο άλλος οικονομικός. Όσον αφορά τον πρώτο, αυτός συνδέεται με τους αγώνες για την εξουσία των ηγετικών στελεχών των μπολσεβίκων μεταξύ 1923 και 1929. Η περίοδος αυτή μπορεί να διαιρεθεί σε 4 φάσεις: στην πρώτη φάση (1923-25) ο Στάλιν, που έχει ήδη αναλάβει καθήκοντα Γενικού Γραμματέα, συμμαχεί με τους Ζινόβιεφ - Καμένεφ για την αντιμετώπιση του Τρότσκι, που θεωρείτο ο πιο επικίνδυνος διεκδικητής της εξουσίας. Στη δεύτερη φάση ( 1925-26) ο Στάλιν συμμαχεί με τον Μπουχάριν εναντίον του Ζινόβιεφ και του Καμένεφ. Στην τρίτη φάση ο Στάλιν συμμαχεί πάλι με τον Μπουχάριν εναντίον της «Ενωμένης Αντιπολίτευσης» απαρτιζόμενης από τους Τρότσκι, Καμένεφ και Ζινόβιεφ (1926-27). Και στις 3 αυτές φάσεις κοινό παρονομαστή, «το μήλο της έριδος», αποτελούσε η ΝΟπ. Τόσο η κριτική του Τρότσκι το 1923-25, όσο και εκείνη των Ζινόβιεφ - Καμένεφ το 1925-26, και της «Ενωμένης Αντιπολίτευσης» ( 1926-27) επικεντρωνόταν στην ΝΟΠ, η οποία, για τον Τρότσκι, ισοδυναμούσε με την απάρνηση των ιδεών και οραμάτων της Οκτωβριανής Επανάστασης.
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, κανένας μπολσεβίκος δεν διαφωνούσε για την ανάγκη εκβιομηχάνισης της Σοβιετικής Ένωσης. Το ζήτημα δεν ήταν εάν αυτή θα έπρεπε να γίνει, αλλά πώς θα υλοποιόταν αυτός ο στόχος. Η «αριστερή» πτέρυγα, γύρω από τον Τρότσκι, πίστευε ότι όσο πιο τολμηρή και άμεση ήταν αυτή η εκβιομηχάνιση τόσο καλύτερα θα διασφάλιζε τους στόχους της Οκτωβριανής Επανάστασης. Αντίθετα, για τη «δεξιά» πτέρυγα, η διαδικασία αυτή θα έπρεπε να ακολουθήσει μία εξελικτική πορεία, διαφορετικά θα προκαλούσε μπούμερανγκ, δεδομένων των αντικειμενικών συνθηκών. Σ' αυτή την αντιπαράθεση, ο Στάλιν, έως το 1928, ουσιαστικά κρυβόταν πίσω από
332 �YrXPONH EYPQITAIKH I�TOPIA
't11 YQallll'll 'tou M:rwuXaQLV xm 'tl]� NOlI Yla va E6Qmwo£l 'tl]v nQoow
mx'll 'tOU E�ouola. OUtE tl] 8EWQl1tlX'll nVEUllatlx'll XataQtlOl] tOU Mnou
XaQLV 611�8EtE OVtE xm ano nAEuQa� xaQaxt'llQa tOY E�ECPQa�E l] NOlI
nou �am�otav atl] IlEtQwna8£la xm atl]v aVEXtlXOtl]ta, atl]v an060x'll
EVO� nOAltlXOV xm XOlVWVlXOV nAouQaAlollov. LuvEnw�, l] E�aQ8QwOr]
tl]� «AQlatEQ'll� AvtlJtOAltEUOl1�» EAUVE ta XEQla tOU LtaALV xm tOU E6l
VE tl] 6uvatotl]ta va atQacpEl tWQa xata 'tOU MnouxaQlv, to tEAEUtalO
E�o6w Yla tl]v nA'llQl] xUQlaQXla 'tOU xm tl]v Em�OA'll Illa� nQoowno
nayov� E�ouola�. 'Etm, to 1928-29 OtWat060tEl tl]v tEAEUtala cpaol1
tWV wwxollllatlXWv auYXQOVOEWV nou XatEAl]�E atl] OUvtQl�'ll xa8E ta
ol]� xm avt(8Etl]� anO\\Jl]� IlEoa atO xOlllla. L' auto �0l]8'll8l]XE xm ano
tl� OlXOVOlllXE� auYXUQlE� tOU 1928. AcpOQIl'll tl]� 6lallaXlJ� LtaAlv -
MnouxaQlv anotEAWav Ol oo�aQE� EAAdl.\J£l� OE mtl]Qa nou naQou
maatl]xav to 1927-28. Auto E6wOE to nQoOXl]lla atov LtaAlv va Xl]Qv
�£l Illa atauQocpoQla EvavtlOV twv xouAaxwv xm aAAwv xEQ60oxonwv
nou aVvt0lla tautlatl]XaV IlE tOU� «EX8Qov� tou Aaov». To 1928 XlVl]tO
nO(l]OE 'tOY xQatlxo lll]xaVlOllo xm to atQato OE Illa aVEu nQOl]youIlE
YOU ExatQatE(a xata tWV aYQotwv, tl]v ono(a xatEv8uvE 0 (6w� nQo
owmxa. BE�ma 0 LtaAlv EXIlEtaAAEUOtaV to 6lxmoAoYl]IlEVO, EW� Eva
IlEYaAO �a8Ilo, Il(OO� IlEYaAwv atQwllatWV nQo� 'tOU� xouMxou�, tOU�
a6(ataxtou� IlEYaAoymOXt'llIlOVE�, aAAa auto anOtEAOvOE anA6 nQonE
taOlla yw tl]V xa8unotay'll tl]� aYQOtlX'll� ta�l]�, 'ta 25 EXat0llllvQla VOl
xoxuQla, xm tl] �(ml] Evta�'ll tOU� OE XOAXO�. AAAWatE Ol XOUMXOl
anOtEAOvoav, to 1928, IlOAl� to 4% 'tOU auvoAlXOV aYQotlXOV nAl]8u-
0IlOV, OE aVYXQlOr] IlE to 15% to 191734
. M' auto 'tOY tQono 'tOu� acpm
Qovoav tl1 Yl] xm tl] 6uvatotl]ta va nOUAOVv to nQo"LOV tOU� atl]v ayoQa.
H anOtOIll] atQOCP'll tou LtaALV, to 1928, 0Xl IlOVO l] EYXataAEl'tjJl] tl]�
NOlI aAM 0 �(aw� tQono� IlE 'tOY ono(o X£lQ(atl]XE tl]v XOAEXtl�Ono(l]
Or] tWV aYQotwv, nou w06uvallovoE IlE tl]v X'llQu�l] ta�lxov nOAEllou
xata tl1� aYQOtlx'll� ta�l]�, tOY ECPEQE avtlllEtWnO IlE tou� MnouxaQlv,
Pvxwcp xm TOIlOXl, ilEAl] tou 1I0AltlxOV rQacpE(ou tOU K.Ia:E ano tl]V
EnOX'll tou AEVLV. 'Onw� avacpEQ8l]XE naQanavw, Yla 'tl1v avtlllEtWmOl]
tWV MnouxaQLV, Pvxwcp xm TOIlOXl xa8w� xm OAWV tWV UnOatl]QlxtWv
'tl']� NOlI xm EmxQltWV tl]� �(ml]� XOAEXtl�Ono(l]ol1�, 0 LtaALV UW8E-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 333
τη σε τα συνθήματα της Αριστερής Αντιπολίτευσης και οικειοποιήθηκε τις ιδέες του Πρεομπραζένσκι. Αυτό σήμαινε ότι ενστερνιζόταν την πολιτική της γοργής εκβιομηχάνισης καθώς και της ιδέας ότι το κόστος θα έπρεπε να το επωμισθεί η αγροτική τάξη. Και ενώ για την Αριστερή Αντιπολίτευση αυτό υποτίθεται θα μπορούσε να γίνει χωρίς πόνο και δάκρυα, στα χέρια του Στάλιν οδήγησε σε μια άνευ προηγουμένου τραγωδία. Προηγουμένως όμως έπρεπε να συντριβεί και η τελευταία αντίσταση της «δεξιάς» τάσης των Μπουχάριν, Ρύκωφ και Τόμσκι, οι οποίοι, μετά από μια εκστρατεία κατασυκοφάντησης που θυμίζει οργουελιανές καταστάσεις, απομακρύνθηκαν από όλα τα αξιώματα και από το ίδιο το κόμμα το 1929.
Οι δύο άξονες της πολιτικής του Στάλιν είναι τώρα η άμεση εκβιομηχάνιση, με την υιοθέτηση του πρώτου πενταετούς προγράμματος, και η πλήρης συντριβή κάθε αντίστασης της αγροτικής τάξης. Αυτά τα δυο αποτελούν τις δυο όψεις του ίδιου νομίσματος, καθώς η επιτυχία των στόχων που έθετε το πενταετές πρόγραμμα εξαρτιόταν από τη δυνατότητα άντλησης πόρων από τον αγροτικό τομέα ο οποίος, σύμφωνα με τον Στάλιν, θα έπρεπε να πληρώσει «κάποιο χαράτσι», το τίμημα για την εκπλήρωση αυτού του στόχου. Και καθώς η αγροτική τάξη δεν φαινόταν διατεθειμένη να συρθεί οικειοθελώς στη σφαγή, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού κηρύσσονταν πλέον «εχθροί του λαού και του σοσιαλισμού». Συνεπώς η εποχή αυτή σηματοδοτεί μία εκτροπή που σύντομα μεταμόρφωσε τη Σοβιετική Ένωση από μία σχετικά ανοικτή κοινωνία σε ένα κλειστό σύστημα, ή για ορισμένους σε ένα τεράστιο στρατόπεδο. Βέβαια για τους υποστηρικτές αυτού του εγχειρήματος και τους απολογητές του στη Δύση, αυτό αποτελούσε μια ιστορική αναγκαιότητα για να ξέφευγε η Σοβιετική Ένωση από την υποανάπτυξη και για το μετασχηματισμό της σε μια σύγχρονη, ανεπτυγμένη βιομηχανική δύναμη που θα διασφάλιζε την επιβίωση του καθεστώτος και θα αποτελούσε παράδειγμα για άλλες χώρες. Αυτή η αντίληψη επικράτησε έως πρόσφατα, σχεδόν έως την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης. Σχεδόν όλες οι άλλες «σοσιαλιστικές» χώρες, από την Κίνα και τη Βόρεια Κορέα, έως την Κούβα και τη Μοζαμβίκη, προσπάθησαν να
334 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
εφαρμόσουν το σοβιετικό μοντέλο ανάπτυξης. Αυτό υποτίθεται ότι εξασφάλιζε τα μέγιστα αποτελέσματα με το ελάχιστο δυνατό κόστος.
Κατά πόσο αυτές οι δοξασίες, που κυριάρχησαν από το 1929, ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα είναι άλλη ιστορία. Ας επιχειρήσουμε εδώ ένα συνοπτικό απολογισμό των επιτευγμάτων και του κόστους της εκβιομηχάνισης στη Σοβιετική Ένωση την περίοδο που εξετάζουμε, 1929- 1936, των δυο πρώτων πενταετών προγραμμάτων που ομολογουμένως μεταμόρφωσαν τη χώρα. Αναμφισβήτητα την περίοδο αυτή επιτελείται μία οικονομική επανάσταση που έθεσε τις βάσεις για τη βιομηχανική ανάπτυξη της Σοβιετικής Ένωσης. Οι ετήσιοι ρυθμοί ανάπτυξης ήταν περίπου 15%. Το 1937 η βιομηχανική παραγωγή σε σχέση με το 1928 είχε τετραπλασιαστεί, η παραγωγή ατσαλιού και τσιμέντου τριπλασιαστεί, ενώ η παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας είχε επταπλασιαστεί. Οι βιομηχανικοί εργάτες είχαν διπλασιαστεί, ενώ οι φοιτητές αυξήθηκαν από 12 σε 31 εκατομμύρια. Τέλος, έως το 1929, ο αναλφαβητισμός είχε σχεδόν εξαλειφτεί. Ωστόσο το τίμημα για τον πληθυσμό ήταν εξίσου εντυπωσιακό. Για τον αστικό πληθυσμό αυτή η φρενιτιώδης εκβιομηχάνιση σήμαινε θυσίες, όπως η μείωση βασικών τροφίμων στο ένα τρίτο της κατανάλωσης και η χειροτέρευση στις συνθήκες κατοικίας και της ποιότητας ζωής. Το δελτίο και οι ουρές έγιναν καθημερινό φαινόμενο καθώς είδη πρώτης ανάγκης εξαφανίστηκαν από την αγορά. Τα πραγματικά ημερομίσθια μειώθηκαν περίπου στο 50%. Τέλος, οι εργάτες έχασαν το δικαίωμα να αλλάζουν εργασία χωρίς επίσημη έγκριση και πλήρωναν μεγάλα πρόστιμα για απουσίες35.
Όμως, το μεγαλύτερο τίμημα το πλήρωσε η αγροτική τάξη. Η βίαιη κολεκτιβοποίηση ισοδυναμούσε με κατασχέσεις, μαζικές συλλήψεις, εξορίες, ακόμα και επιδρομές σε αγροτικές κοινότητες από το στρατό, την αστυνομία, Κ.λπ. Η αντίδραση των αγροτών ήταν σπασμωδικές εξεγέρσεις, αλλά κυρίως με τον παραδοσιακό τρόπο, δηλαδή την καταστροφή της σοδιάς και το σφάξιμο των ζώων τους. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του 1934 χάθηκαν πάνω από το 50% των 33 εκατομμυρίων αλόγων, 70 εκατ. αγελάδες, 26 εκατ. χοίροι, καθώς και τα 2/3 των 146 εκατ. αιγοπροβάτων. Ωστόσο η μεγαλύτερη συμφορά ήταν ο λιμός του 1932-33, ίσως ο χειρότερος στην ιστορία της Ρωσίας. Τουλάχιστον 10
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 335
εκατομμύρια χωρικοί πέθαναν σαν αποτέλεσμα της κολεκτιβοποίησης και του λιμού. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, αυτή είναι η μοναδική περίπτωση στην ιστορία που ο ίδιος ο άνθρωπος, και όχι η φύση, ήταν υπόλογος για την πρόκληση λιμού παρομοίων διαστάσεων36. Περιγραφές από αυτόπτες μάρτυρες αναφέρουν ε ικόνες από ερημωμένα χωριά, καράμαξες να μεταφέρουν εξόριστους αγρότες, στρατιές από εξαθλιωμένους ζητιάνους, χιλιάδες άθαφτα πτώματα, καθώς και περιπτώσεις κανιβαλισμού. Αναμφίβολα επρόκειτο για μία άνευ προηγουμένου συμφορά που, αν και διαφορετική από εκείνη του ολοκαυτώματος, έχει ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά κυρίως το ότι και οι δύο αποτελούν παραδείγματα ενός «αντιδραστικού μοντερνισμού», της προσφυγής στις πιο φανατικές πράξεις και μεθόδους στο όνομα της επιστήμης και της προόδου37.
* * *
Τη δεκαετία του '30 η Σοβιετική Ένωση μεταμορφώθηκε όχι μόνο οικονομικά, κοινωνικά και πολιτισμικά, αλλά πρωτίστως πολιτικά. Το καθεστώς γίνεται σχεδόν αγνώριστο σε σχέση με εκείνο του 1917. Αυτή είναι η περίοδος που το κόμμα ταυτίζεται με τον Στάλιν, η περίοδος της προσωπολατρε ίας και της απόλυτης εξουσίας στην κοινωνία. Επίσης με τις εκκαθαρίσεις, διαγραφές, φυλακίσεις και εκτοπίσεις των περισσότερων βετεράνων μπολσεβίκων αλλοιώνεται ο χαρακτήρας, η σύνθεση και τα πολιτικά ήθη του κόμματος. Έτσι από ένας ζωντανός επαναστατικός οργανισμός που ήταν έως το 1930 μετατρέπεται σε πειθήνιο όργανο του Στάλιν. Η πρώτη μαζική εκκαθάριση έγινε το 1936 στη «δίκη των 16», με κυριότερους κατηγορούμενους τους Ζινόβιεφ και Καμένεφ, που εκτελέστηκαν. Αφορμή γι' αυτή αλλά και για τις επόμενες εκκαθαρίσεις ήταν η δολοφονία, κάτω από μυστηριώδεις συνθήκες, του Κίρωφ, μέλους του Πολιτικού Γραφείου και πιθανότερου διαδόχου του Στάλιν. Αργότερα, ο Χρουστσώφ, ο οποίος αναρριχήθηκε στα ανώτατα αξιώματα του κόμματος την περίοδο των εκκαθαρίσεων, κατηγόρησε τον ίδιο τον Στάλιν ως υπαίτιο για τη δολοφονία του Κίρωφ. Η δεύτερη μαζική δίκη με 17 κατηγορούμενους έγινε τον Ιανουάριο του 1937 με κύριους κατηγορούμενους τους Ράντεκ και Σοκόλνικωφ. Όλοι
336 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
οι κατηγορούμενοι, με εξαίρεση τον Ράντεκ, οδηγήθηκαν στο εκτελεστικό απόσπασμα. Η τελευταία και πιο εντυπωσιακή δίκη έγινε το Μάρτιο του 1938 με κύριους κατηγορούμενους τον Μπουχάριν και τον Ρύκωφ. Σε όλες τις περιπτώσεις, με εξαίρεση τον Μπουχάριν, οι κατηγορούμενοι «ομολογούσαν» ότι ήταν πράκτορες των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων, είχαν διαπράξει πράξεις δολιοφθοράς, είχαν αποπειραθεί να δολοφονήσουν τον Λένιν το 1918, είχαν αναμιχθεί στη δολοφονία του Κίρωφ, αποτελούσαν μέλη της τροτσκιστικής φράξιας, συμμετείχαν στη «συνωμοσία των στρατηγών», της οποίας ηγείτο ο βετεράνος αρχιστράτηγος του Κόκκινου Στρατού, ο Τουχατσέφσκι, καθώς και ότι ήταν πράκτορες των γερμανικών, ιαπωνικών και βρετανικών μυστικών υπηρεσιών. Μ' αυτό τον τρόπο και οι τελευταίοι επιζώντες βετεράνοι της Οκτωβριανής Επανάστασης εξολοθρεύονταν σαν «βρομόσκυλα», όπως τους αποκαλούσε ο κρατικός κατήγορος Βισίνσκι, ο οποίος σημειωτέον πριν την επανάσταση του 1917 ήταν μενσεβίκος και φανατικός πολέμιος των μπολσεβίκων. Όπως έγραφε η Πράβντα, την παραμονή της εκτέλεσης του Μπουχάριν και των άλλων, «εξολοθρεύοντας χωρίς οίκτο αυτούς τους κατασκόπους, προβοκάτορες, σαμποτέρ, αποπροσανατολιστές και καταστροφείς, η Σοβιετική Ένωση θα προχωρήσει πιο γρήγορα στο δρόμο που έχει χαράξει ο Στάλιν, η σοσιαλιστική κουλτούρα θα ανθίσει και θα εμπλουτιστεί και η ζωή του σοβιετικού λαού θα γίνει ακόμα πιο χαρούμενη και ευτυχισμένη»38.
Άφθονη φαιά ουσία έχει καταναλωθεί για να εξηγηθεί το φαινόμενο του σταλινισμού και κυρίως τα μοιραία γεγονότα της δεκαετίας του '30. Πολλά από αυτά τα ερωτήματα δεν έχουν πλήρως απαντηθεί έως σήμερα. π.χ. τι ήταν εκείνο που έκανε βετεράνους μπολσεβίκους του 1917 που είχαν ζήσει «διά πυρός και σιδήρου» να υποτάσσονται σ' αυτό το οργουελιανό καθεστώς του Στάλιν και να διευκολύνουν το έργο του ομολογώντας ότι είχαν διαπράξει τα πιο απίθανα εγκλήματα, αποκυήματα μιας νοσηρής φαντασίας; Η πιο εύλογη εξήγηση είναι ότι αυτοί αποτελούσαν θύματα της δικής τους τυφλής πίστης στο κόμμα, το οποίο ε ίχε γίνει ένα είδος θρησκείας. Αυτός ο «κομματικός πατριωτισμός», όπως έχει αποκαλεστεί, τους οδηγούσε να θυσιάσουν την ίδια τους τη ζωή και να αμαυρώσουν την προσωπική τους εικόνα, στο όνο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 337
μα της κομματικής πειθαρχίας, του κόμματος, το οποίο ε ίχε προσλάβει μια μεταφυσική έννοια.
Ωστόσο, πέρα από τις «ψυχαναλυτικές» ερμηνείες, υπάρχουν και μία σειρά από άλλους πιο συγκεκριμένους λόγους που εξηγούν την επικράτηση του σταλινισμού τη δεκαετία του '30. Ο σημαντικότερος λόγος ήταν το χάσμα που χώριζε τις τραγικές οικονομικές, κοινωνικές και πολιτισμικές συνθήκες στη Ρωσία το 1917 από το μάλλον ουτοπικό όραμα των μπολσεβίκων. Όσες αυταπάτες κι αν είχαν πριν το 1917, εξανεμίστηκαν όταν κατέλαβαν την εξουσία. Η κύρια διαφορά μεταξύ του Λένιν και των στενών συνεργατών του, ιδίως του Μπουχάριν, του αδιαμφισβήτητου θεωρητικού και «του εκλεκτού του κόμματος», όπως τον αποκαλούσε ο Λένιν, από τη μία πλευρά, και της σταλινικής πρότασης μετά το 1929 από την άλλη, ήταν ότι ενώ για τους πρώτους το ζητούμενο ήταν πίστωση χρόνου και η εξεύρεση ενός modus vivendi μεταξύ του κόμματος και της κοινωνίας, για τον Στάλιν η διαιώνιση αυτής της κατάστασης εγκυμονούσε κινδύνους, και θα έπρεπε να κοπεί ο Γόρδιος Δεσμός, ανεξάρτητα από το τίμημα που θα χρειαζόταν να καταβληθεί.
Γι' αυτό το εγχείρημα ο Στάλιν χρειαζόταν τη δημιουργία ενός ελεγχόμενου κρατικού μηχανισμού καθώς και ενός πλήρως υποταγμένου κόμματος. Αναμφισβήτητα, το κόμμα της Επανάστασης του 1917 δεν ήταν διατεθειμένο να ακολουθήσει τυφλά και άκριτα τις ακρότητες του σταλινισμού μετά το 1929. Έτσι, το κόμμα έπρεπε να αλωθεί, να απαλλαγεί από τη σκιά του 1917. Όμως, το κόμμα που προέκυψε μετά το 1929 ήταν σχεδόν αγνώριστο σε σχέση μ' εκείνο του 1917. Το 1923, με πρόταση του Λένιν, τα μέλη του κόμματος μειώθηκαν από 567.000 σε 350.000. Η αντίληψη του Λένιν συνοψίζεται στην μπροσούρα του Καλύτερα λιγότεροι αλλά καλύτεροι . Αυτό που ήθελε να αποτρέψει ο Λένιν ήταν η αλλοίωση του κόμματος με μαζικές προσχωρήσεις καιροσκόπων και άλλων στοιχείων που τους έλκει η εξουσία. Όπως προειδοποιούσε το 1923, «εάν αποξενώσουμε τα ικανά στελέχη του κόμματος γιατί δεν συμφωνούν πάντοτε με τις απόψεις μας και μας μείνουν μόνο οι δουλοπρεπείς και οι ηλίθιοι, τότε σίγουρα θα καταστρέψουμε το κόμμα»39.
Ωστόσο, μετά το θάνατο του Λένιν, ο Στάλιν που έλεγχε τον κομματικό μηχανισμό, ενθάρρυνε την εγγραφή νέων μελών έτσι ώστε το 1933
338 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
τα κομματικά μέλη δεκαπλασιάστηκαν σε σχέση με το 1923 (από 350.000 σε 3,5 εκατομμύρια). Από τα 3,5 εκατομμύρια μέλη, το 1933, μόνο 8.500 είχαν προσχωρήσει στο κόμμα πριν το 1917. Αν και έως το 1928 οι «παράνομοι», όπως αποκαλούνταν οι βετεράνοι μπολσεβίκοι του 1917, κατείχαν επιτελικά πόστα στο κόμμα, η κομματική βάση ε ίχε μεταβληθεί ριζικά. Υπήρχαν τεράστιες διαφορές μεταξύ των «παρανόμων» και των νεοσύλλεκτων όσον αφορά το εκπαιδευτικό επίπεδο, την κοινωνική προέλευση και τη γενικότερη νοοτροπία. Ενώ οι «παράνομοι» είχαν γαλουχηθεί στο κοσμοπολίτικο κλίμα της Δεύτερης Διεθνούς, όπου ο διάλογος, οι ανοικτές αντιπαραθέσεις και ο πλουραλισμός ιδεών και τάσεων ήταν κάτι το φυσιολογικό, τα εκατομμύρια που εντάχτηκαν μετά το 1924 έφεραν αντιλήψεις επαρχιωτισμού, ξενοφοβίας, δυσπιστίας, καχυποψίας. Επίσης οι «παράνομοι» ήταν κατ' εξοχήν ιδεολόγοι ενώ πολλοί νεοσύλλεκτοι, μετά το 1924, προσέβλεπαν στο κόμμα για προσωπικά οφέλη. Γι' αυτούς τους λόγους οι νεοεισελθέντες μετά το 1924 «προσέφεραν στον Στάλιν μια μάζα από εύπλαστο υλικό για να αντιμετωπίσει τους ασυμβίβαστους βετεράνους κομουνιστές»40. Επίσης η περιθωριοποίηση και τελική εξάλειψη των βετεράνων μπολσεβίκων έδινε τη δυνατότητα στον Στάλιν να λειτουργεί αυθαίρετα, να καθαιρεί και να προβιβάζει κατά βούληση. Π.χ. το 70% των μελών της Κεντρικής Επιτροπής που ψήφιζαν το Φεβρουάριο του 1937 υπέρ της «σύλληψης, δίκης και εκτέλεσης» των Μπουχάριν, Ρυκώφ κ.ά. είχαν την ίδια μοίρα μέσα σε ένα χρόνο. Αυτό το κλίμα τρομοκρατίας και αβεβαιότητας εξυπηρετούσαν οι μαζικές δίκες και εκκαθαρίσεις τη δεκαετία του '30. Ένας Βρετανός διπλωμάτης που παρακολούθησε τη δίκη του Μπουχάριν κ.ά., από τους ελάχιστους δυτικούς που επέτρεψε το καθεστώς, έχει δώσει την καλύτερη, ίσως μοναδική μαρτυρία, τόσο αναφορικά με τη στάση των κατηγορουμένων ιδιαίτερα του Μπουχάριν, <<του τελευταίου επιζώντος ενός εκλιπόντος ε ίδους», των κατήγορων τους αλλά και του ακροατηρίου. Το τελευταίο είχε επιλεγεί με προσοχή ώστε όχι μόνο «να δίνει τη σωστή ερμηνεία σε ό,τι έβλεπε και άκουγε, αλλά και να παραδειγματιστεί και να προειδοποιηθεί για το τι θα μπορούσε να συμβεί στους ίδιους». Η παρουσία τους δεν αποσκο-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 339
πούσε μόνο να τους παραδειγματίσει, αλλά και «να τους πανικοβάλει ή και να τους τρομοκρατήσει»41,
* * *
Αποτέλεσμα των συνθηκών ειρήνης του 1919, της οικονομικής κρίσης του 1929, της ανόδου του ναζισμού στη Γερμανία και της σταλινικής εκτροπής στη Σοβιετική Ένωση ήταν η ραγδαία επιδείνωση του πολιτικού κλίματος στην Ευρώπη, τόσο εσωτερικού όσο και διακρατικού, Στις περισσότερες ευρωπα'ίκές χώρες, κυρίως σ' εκείνες που προέκυψαν το 1919, τα κοινοβουλευτικά καθεστώτα κατέρρευσαν και αντικαταστάθηκαν είτε από αυταρχικά είτε από ολοκληρωτικά-φασιστικά, Ενώ το 1920 μόνο 2 από τις 28 ευρωπα'ίκές χώρες είχαν μη δημοκρατικά καθεστώτα, το 1938 ο αριθμός τους είχε αυξηθεί σε 1642, Στα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά αδιέξοδα που είχαν περιέλθει οι ευρωπα'ίκές χώρες, η προσφυγή σε αντιδημοκρατικές λύσεις θεωρούνταν ο μόνος τρόπος για την αντιμετώπισή τους. Επίσης η απήχηση του φασισμού συνδεόταν με την κρίση του φιλελευθερισμού, ο οποίος, στις συνθήκες που επικρατούσαν τη δεκαετία του '30, φαινόταν ανίκανος να αντεπεξέλθει στις νέες προκλήσεις και στην απήχηση στη Δύση του κομουνισμού, η οποία αυξήθηκε εντυπωσιακά μετά την πλήρη επικράτηση του Στάλιν, Συνεπώς τα αυταρχικά-φασιστικά καθεστώτα εμφανίζονταν ως ο «τρίτος δρόμος» μεταξύ του «παρηκμασμένου» φιλελευθερισμού και του «άθεου» κομουνισμού που υπέσκαπτε τις παραδοσιακές δομές και αξίες, όπως η Εκκλησία, η οικογένεια, η πατρίδα, κ,λπ. Από αυτή την άποψη ο φασισμός της εποχής εκείνης είχε «επαναστατικό» χαρακτήρα' τη μορφή μιας σταυροφορίας. Δεν είναι τυχαίο, όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, ότι σχεδόν όλες οι μεγάλες προσωπικότητες του Μεσοπολέμου ήταν επικριτές της αστικής δημοκρατίας43.
Ουσιαστικά αυτό που παρατηρούμε μετά το 1929 είναι μία πόλωση, σε ευρωπα'ίκό επίπεδο, μεταξύ αυτών των δύο ανερχομένων ρευμάτων, του αυταρχισμού-φασισμού από τη μία πλευρά και του σταλινισμού από την άλλη, Αυτή η πόλωση ήταν ιδεολογική και πολιτική και δίχασε την Ευρώπη σε τέτοιο βαθμό που, στην περίπτωση της Ισπανίας, προσέλαβε τη μορφή ενός ευρωπα'ίκού εμφύλιου πολέμου, Και τα δύο
340 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
«στρατόπεδα», όπως ονομάστηκαν, κατευθύνονταν από ένα εξωτερικό κέντρο, το Βερολίνο και τη Ρώμη το μεν και τη Μόσχα και την Κόμιντερν το δε. Σε όλη την Ευρώπη εμφανίστηκαν δυνάμεις που στρατεύτηκαν για την επικράτηση της μιας ή της άλλης παράταξης. Όχι μόνο προέκυψαν μαζικά φασιστικά κόμματα σε όλη την Ευρώπη, ακόμα και στη Βρετανία και τη Γαλλία, αλλά και μια άλλη κατηγορία ατόμων, «πεμπτοφαλαγγιτών» όπως ονομάστηκαν, οι οποίοι υπογείως προετοίμαζαν στις χώρες τους το έδαφος για να διευκολύνουν την επικράτηση του φασισμού. Στην αντίπερα όχθη, μπροστά στον κίνδυνο του φασισμού συγκροτούνται Λα'ίκά Μέτωπα. Το πρώτο Λα'ίκό Μέτωπο συγκροτήθηκε στη Γαλλία τον Ιούλιο του 1934 όπου οι σοσιαλιστές και οι κομουνιστές υπέγραψαν ένα Σύμφωνο Ενότητας. Το επόμενο καλοκαίρι, η πολιτική των Λα'ίκών Μετώπων εγκρίθηκε από την Κόμιντερν, στο Έβδομο Παγκόσμιο Συνέδριο. Στο μεταξύ είχε μεσολαβήσει ο «μαύρος χειμώνας» του 1934-35, όπου και οι τελευταίες αμφιβολίες για τις προθέσεις του Χίτλερ διαλύθηκαν, τόσο με την αποτυχία της προσπάθειας για γενικό αφοπλισμό όσο και με την επαναφορά της υποχρεωτικής θητείας στη Γερμανία, που αποτελούσε την πιο κατάφωρη παραβίαση της Συνθήκης των Βερσαλιών44. Συνεπώς η στροφή του Στάλιν προς τα Λα'ίκά Μέτωπα αποτελούσε το λογικό επακόλουθο του Γαλλο-Σοβιετικού Συμφώνου του Μαρτίου του 1935, το οποίο δέσμευε τις δύο πλευρές να αντιμετωπίσουν από κοινού οποιαδήποτε επιθετικότητα και «να μην επιτρέψουν με κανένα τρόπο να εξασθενίσει η εθνική τους άμυνα»45. Συνεπώς το νέο στοιχείο της πολιτικής της Κόμιντερν του 1935 ήταν η έμμεση τουλάχιστον υποστήριξη της εσωτερικής πολιτικής σταθερότητας τόσο στη Γαλλία όσο και σε άλλες δυτικές χώρες που αναμενόταν ότι θα αντιστέκονταν στη χιτλερική επιθετικότητα46.
Στην περίπτωση της Γαλλίας, η συγκρότηση Λα'ίκού Μετώπου και η ουσιαστική συμμόρφωση του ΚΚΓ στη νέα γραμμή δεν παρουσίασε μεγάλα προβλήματα. Στις αρχές του 1936 οι σοσιαλιστές, οι ριζοσπάστες και οι κομουνιστές συμφώνησαν σε ένα κάπως γενικό πολιτικό πρόγραμμα και στρατηγική. Στις εκλογές του Μαιου του 1936 το Λα'ίκό Μέτωπο απέσπασε μία συντριπτική πλειοψηφία και σχημάτισε κυβέρνηση με πρωθυπουργό το βετεράνο σοσιαλιστή Uon Blum. Σ' αυτή δεν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 341
συμμετείχαν οι κομουνιστές, αλλά τη στήριζαν. Η κυβέρνηση του Λα·ίκού Μετώπου κατόρθωσε, μέσα στα πλαίσια του αστικού καθεστώτος, να υλοποιήσει ένα καθόλου ευκαταφρόνητο πρόγραμμα κοινωνικών και εργατικών μεταρρυθμίσεων, όπως αύξηση στα ημερομίσθια, συλλογικές συμβάσεις, μείωση του ωραρίου στις 40 εργάσιμες ώρες, θερινές διακοπές μετ' αποδοχών και μερική εθνικοποίηση. Έτσι διασφαλίστηκε μια μορφή εσωτερικής γαλήνης. Αυτές οι μεταρρυθμίσεις εξόργισαν τόσο το μεγάλο κεφάλαιο όσο και τους συντηρητικούς κύκλους, οι οποίοι έφταναν έως το σημείο να δηλώνουν «καλύτερα ο Χίτλερ από τον Λεόν Μπλουμ». Ωστόσο, η Γαλλία, με τις δημοκρατικές παραδόσεις της και το φιλελεύθερο παρελθόν της, μπόρεσε να αντισταθεί στις σειρήνες του ολοκληρωτισμού, έως ότου κατελήφθη από τη ναζιστική Γερμανία, το 1940.
* * *
Το ίδιο όμως δεν ίσχυε και για την Ισπανία. Εκε ί, οι κοινωνικές, οικονομικές και πολιτικές συνθήκες ήταν τόσο διαφορετικές από τη Γαλλία ώστε, σε συνδυασμό με τις εξωτερικές πιέσεις, οδήγησαν σε έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο που σημάδεψε την περίοδο του Μεσοπολέμου. Οι δυο χώρες της Ιβηρικής χερσονήσου -η Πορτογαλία και η Ισπανία- πρώην μεγάλες δυνάμεις με αποικίες, αντιμετώπιζαν τεράστια προβλήματα προσαρμογής στις συνθήκες του 200ύ αιώνα.
Η Πορτογαλία, αν και είχε χάσει τη Βραζιλία, διατηρούσε τεράστιες αποικίες στην Αφρική (Μοζαμβίκη, Αγκόλα κ.ά.) . Ωστόσο οι κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες στη μητρόπολη παρέμεναν άθλιες. Μετά τη δολοφονία του βασιλιά και του διαδόχου το 1906, η Πορτογαλία, το 1910, ανακηρύχθηκε Δημοκρατία. Μεταξύ 1910-1926 έγιναν 25 εξεγέρσεις, άλλαξαν 44 κυβερνήσεις και τρεις δικτατορίες47. Αυτά την καθιστούσαν την πιο χαώδη χώρα στην Ευρώπη. Το 1932 ανέλαβε την πρωθυπουργία ο Salazar, ένας νεαρός καθηγητής οικονομικών, ο οποίος το 1936 απέκτησε δικτατορικές εξουσίες. Για 40 περίπου χρόνια η Πορτογαλία παρέμεινε μια απομονωμένη από τον έξω κόσμο χώρα με δικτατορικό καθεστώς, απορροφημένη στις αποικίες της.
342 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡIΑ
Η Ισπανία, στις αρχές του 200ύ αιώνα, πέρα από τα τεράστια κοινωνικο-οικονομικά εσωτερικά προβλήματα που την κατέτασσαν μεταξύ των φτωχότερων χωρών της Ευρώπης, είχε να επουλώσει και τις πληγές της απώλειας της Κούβας, το 1895, και την ταπεινωτική ήττα από την Αμερική στον πόλεμο του 1898, με τον οποίο έχασε τα τελευταία της ερείσματα στην Αμερική, καθώς και τις Φιλιππίνες. Επίσης ε ίχε να αντιμετωπίσει την εξέγερση στο Ισπανικό Μαρόκο, την τελευταία σημαντική αποικία της. Το 1921, ξέσπασαν αιματηρές μάχες που στοίχισαν 12.000 νεκρούς. Κάτω από αυτές τις συνθήκες ήταν αδύνατο να ευδοκιμήσει το σχετικά δημοκρατικό Σύνταγμα του 1876, το οποίο, το 1923, που εκδηλώθηκε το στρατιωτικό πραξικόπημα του de Rivera, έπνεε τα λοίσθια. Το στρατιωτικό καθεστώς του 1923 κατέρρευσε το 1930 και μαζί μ' αυτό και η μοναρχία. Το 1931 ανακηρύχθηκε η Δεύτερη Ισπανική Δημοκρατία που επέζησε έως το 1939. Οι πρώτες κυβερνήσεις της Δεύτερης Δημοκρατίας ανέλαβαν μία σειρά από κοινωνικές και εργατικές μεταρρυθμίσεις, όπως την κατάργηση της αριστοκρατίας καθώς και τον περιορισμό των εξουσιών του Στρατού και της Εκκλησίας. Επίσης το 1932 παραχωρήθηκε αυτονομία στην Καταλονία, κυρίως στην εκπαίδευση, την αστυνόμευση και τη φορολογία. Αυτό διασφάλιζε τη συνύπαρξη μεταξύ της πιο ανεπτυγμένης επαρχίας, της Καταλονίας, με την κεντρική εξουσία της Μαδρίτης. Τέλος, η αγροτική νομοθεσία του 1932 σμίκρυνε το χάσμα μεταξύ των άκληρων χωρικών και των μεγαλογαιοκτημόνων.
Ωστόσο, στις εκλογές του 1933, υπήρξε μια στροφή προς τα δεξιά και η νέα κυβέρνηση προσπάθησε να ακυρώσει τις μεταρρυθμίσεις. Αυτό οδήγησε σε βίαιες και αιματηρές συγκρούσεις, κυρίως στα ανθρακωρυχεία της Αστουρίας, για την καταστολή των οποίων η κυβέρνηση χρησιμοποίησε το στρατηγό Φράνκο. Το χάσμα μεταξύ της Αριστεράς και της αντιδραστικής Δεξιάς ήταν πλέον αγεφύρωτο. Στις εκλογές του 1936 βρέθηκαν αντιμαχόμενα δύο μέτωπα, το Λα·ίκό Μέτωπο της Αριστεράς (σοσιαλιστές, κομουνιστές, φιλελεύθεροι, ρεπουμπλικάνοι και αναρχικοί), γνωστοί και ως Δημοκρατικοί, και το Εθνικό Μέτωπο, ή Εθνικιστές, (μοναρχικοί, συντηρητικοί και κληρικοί). Οι Δημοκρατικοί κέρδισαν αυτές τις εκλογές με 4,2 εκατομμύρια ψήφους
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 343
έναντι 3,8 των Εθνικιστών. Ωστόσο αντί για δημοκρατική νομιμότητα επακολούθησε χάος με δολοφονίες εργατών και αναρχικών από τη μία πλευρά και δεξιών από την άλλη.
Αφορμή για την κήρυξη ανοικτού εμφύλιου πολέμου αποτέλεσε η δολοφονία του ηγέτη των μοναρχικών Calvo Sotelo. Τρεις μέρες αργότερα, ο στρατηγός Φράνκο αποβιβάστηκε με στρατιωτικές δυνάμεις από το Μαρόκο στη νότια Ισπανία. Μετά από μία ανεπιτυχή προσπάθεια να καταλάβει τη Μαδρίτη, οι δυνάμεις του άρχισαν να περικυκλώνουν την πρωτεύουσα. Όμως η αντίσταση των δημοκρατικών δυνάμεων της νόμιμης κυβέρνησης έδειχνε ότι η σύγκρουση θα ήταν αμφίρροπη και μακρόχρονη . Έτσι, και οι δύο πλευρές ζήτησαν εξωτερική βοήθεια. Η νόμιμη κυβέρνηση αποτάνθηκε πρώτα στη Γαλλία και Βρετανία, οι οποίες όμως αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμειξη και τάχθηκαν υπέρ της πολιτικής της «μη επέμβασης» κάθε ξένης δύναμης. Η πολιτική της «μη επέμβασης» των Αγγλο-Γάλλων ήταν μάλλον το φύλλο συκής με το οποίο προσπαθούσαν να καλύψουν την ατολμία τους και τον κατευνασμό τους απέναντι στον Χίτλερ ή, στην περίπτωση της Βρετανίας, την επιδίωξή τους να εμπλακούν οι δυνάμεις του Άξονα σε μια πολεμική σύγκρουση με τη Σοβιετική Ένωση που θα εξουθένωνε και τις δυο παρατάξεις. Ωστόσο η πολιτική των ίσων αποστάσεων, της «μη επέμβασης», ουσιαστικά εξυπηρετούσε τον Φράνκο και τους ξένους υποστηρικτές του, τόσο γιατί εξίσωνε τη νόμιμη κυβέρνηση με τους πραξικοπηματίες, όσο γιατί ενώ η μία πλευρά (οι Αγγλο-Γάλλοι) τηρούσαν τη δέσμευση για μη-εμπλοκή, η άλλη πλευρά (Γερμανία-Ιταλία) την παραβίαζε απροκάλυπτα. Ο Χίτλερ και ο Μουσολίνι δεν ήταν διατεθειμένοι να συμμορφωθούν. Για τον πρώτο, ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος προσέφερε μια ιδανική ευκαιρία για να δοκιμάσει η γερμανική αεροπορία τα νέα της αεροπλάνα. Έτσι, η Ισπανία αποτελεί την πρώτη περίπτωση αεροπορικών βομβαρδισμών αμάχων πληθυσμών, με γνωστότερη την καταστροφή της Guernica, στις 26 Απριλίου 1937, από γερμανικά πολεμικά αεροσκάφη48.
Η μόνη δύναμη που μπορούσε να συμπαρασταθεί στους Δημοκρατικούς ήταν η Σοβιετική Ένωση. Το φθινόπωρο του 1936 άρχισε να καταφθάνει σοβιετικός οπλισμός μαζί με τις Διεθνείς Ταξιαρχίες, οι οποί-
344 ΣγΓΧΡΟΝΗ EγPΩilAΪΚH ΙΣΤΟΡΙΑ
ες συντονίζονταν από βετεράνους κομουνιστές, όπως ο Τίτο και ο Τολιάτι. Έτσι, ο εσωτερικός ισπανικός εμφύλιος πόλεμος μετατρεπόταν σε μία αναμέτρηση μεταξύ των δυνάμεων του Άξονα και της ευρωπα'ίκής Αριστεράς, υπό την αιγίδα της Σοβιετικής Ένωσης. Όμως ποιας Αριστεράς; Η σοβιετική ανάμειξη στην Ισπανία, το φθινόπωρο του 1936, συμπίπτει με τις δίκες της Μόσχας και με τις εκκαθαρίσεις της παλιάς φρουράς των μπολσεβίκων ως «τροτσκιστών». Αυτό οδηγε ί έναν ιστορικό στο συμπέρασμα ότι, η αποστολή των Διεθνών Ταξιαρχών έδινε την ευκαιρία στον Στάλιν να ξεφορτωθεί τα ανεπιθύμητα στοιχεία των ξένων κομουνιστών, όπως ο Τίτο και ο Τολιάτι, που βρίσκονταν στη Μόσχα εκείνη την εποχή49. Κατά πόσο αυτό ευσταθε ί είναι δύσκολο να πει κανείς. Ωστόσο είναι γεγονός ότι ο Τίτο και άλλοι εμιγκρέδες κομουνιστές που βρίσκονταν στη Μόσχα την εποχή των εκκαθαρίσεων, θαμώνες στο περιβόητο ξενοδοχείο «Λουξ», βρέθηκαν εμπλεγμένοι, θέλοντας και μη, σ' αυτές τις εσωκομματικές συγκρούσεις. Επίσης οι περισσότεροι από τους βετεράνους του ισπανικού εμφυλίου πολέμου που επέστρεψαν στη Σοβιετική Ένωση αντιμετωπίστηκαν με καχυποψία και πολλοί εκτελέστηκαν.
Ουσιαστικά ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος προσέφερε τις προϋποθέσεις για τη διεύρυνση του σχίσματος μεταξύ σταλινικών και αντι-σταλινικών εκτός Σοβιετικής Ένωσης. Όπως παρατηρεί ένας αυτόπτης μάρτυρας, υπήρχε ένα τεράστιο χάσμα -ιδεολογικό αλλά και ιδιοσυγκρασίας- που χώριζε τον αυθορμητισμό της Ισπανικής Επαναστατικής Αριστεράς, όπου πρωτεύοντα ρόλο έπαιζαν οι αναρχικοί, από τους κομουνιστές και τους σοβιετικούς υποστηρικτές τους. Ήταν αδιανόητο να περιμένει κανείς τους τελευταίους «να ηγηθούν μιας σοσιαλιστικής επανάστασης σε μία χώρα, όπως η Ισπανία, όπου επικρατούσε άκρατος ιδεαλισμός και ανεξαρτησία του χαρακτήρα»50. Αποτέλεσμα αυτού του χάσματος ήταν ο εμφύλιος πόλεμος μεταξύ φασισμού και αντι-φασισμού, να εξελιχθεί σε πολλές περιπτώσεις, όπως στην Καταλονία, σε εμφύλιο σπαραγμό μέσα στην ίδια την Αριστερά, κάτι που έχει περιγράψει ο Όργουελ στο καλύτερο ίσως έργο του, το Φόρος Τιμής στην Καταλονία5 1 .
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 345
Ο ισπανικός εμφύλιος πόλεμος διέγειρε την ευρωπα'ίκή κοινή γνώμη όσο κανένα άλλο γεγονός στο Μεσοπόλεμο. Το κόστος σε ανθρώπινες ζωές ήταν τεράστιο, περίπου 500.000 νεκροί52. Η επικράτηση του Φράνκο τον Απρίλιο του 1939, αποτέλεσε την απαρχή ενός οργίου τρομοκρατίας και εκτελέσεων οι οποίες συνεχίστηκαν έως το 1975 . Υπολογίζεται ότι 250.000 αντιφασίστες εκτελέστηκαν μετά την επικράτηση του Φράνκο, ενώ εκατομμύρια πήραν το δρόμο της προσφυγιάς. Παράλληλα ο θρίαμβος των φασιστικών δυνάμεων άνοιγε την όρεξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Ήδη το εβδομαδιαίο έντυπο των S.S. Der Schwαrze Korps, από το 1937 έκανε παραλληλισμούς μεταξύ της Ισπανίας και της Τσεχοσλοβακίας και πρότεινε την αποστολή Γερμανών, Ούγγρων και Σλοβάκων «εθελοντών» για να απαλλάξουν τη χώρα από το «διεφθαρμένο» φιλελεύθερο καθεστώς του Benes. Παράλληλα, για το Μουσολίνι, η Ισπανία αποτελούσε μια «πρόβα τζενεράλε» για την εμψύχωση του ιταλικού στρατού για την ανάληψη μεγαλύτερων εγχειρημάτων. Για να παραφράσουμε τον Hugh Thomas, ο Μουσολίνι έφτασε στην Ελλάδα μέσω Ισπανίας. Από αυτή την άποψη, η Ισπανία ήταν για τους δύο δικτάτορες η Ύβρις, και η Νέμεσις ήταν ζήτημα χρόνου.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Για μία πολιτικοφιλοσοφική ανάλυση της κρίσης του φιλελευθερισμού γραμμένη την εποχή εκείνη, βλtπε Harolda J. Laski, T/le Rise οι EuropeaIl LiberαlisIn: Αη ΕS;ΌΥ ίιι IIlterprerariOII, London, George Allen, 1936.
2. John Maynard Keynes, T/le General T/reory οι EmploynreIlt, Interest aIld MoIley, London, Macmillan, έκδοση 1974 (πρώτη έκδοση 1936), σελ. 379.
3. Στο ίδιο, σελ. 383-84. 4. Ο Χίτλερ αποκαλούσε τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης «οι εγκληματίες του Νοεμ
βρίου (του 1918)>>. Elizabeth Wiskermann, ElIrope οΙ r/le Dictators: 1919-1945, London, Fontana, 1966, σελ. 91 .
5 . David Abraham, The Co/lapse οι r/le Weinιαr Repub/ic: Polirical ECOIlOl1lY Olld crίsis, Ν.Υ. Holmes and Meier, 1986.
6. Για δύο σχεδόν διαμετρικά αντίθετες απόψεις, βλέπε David Abraham, στο παραπάνω, που τονίζει το ρόλο του μεγάλου κεφαλαίου στην άνοδο του ΧΙτλερ και Henry Ashby Turner Jr., Germαιr Big BL/silles;' aIld (/le Rise οι Hirler, Ν.Υ. Oxford u.P. 1985. Ο Turner, επικαλούμενος τον Joseph Schumpeter, συμπεραίνει ότι «σήμερα παρά ποτέ άλλοτε, η στάmι των καπιταλιστών αναφορικά με την πολιτική που ακολουθούν οι κυβερνήσεις τους είναι κατ' εξοχήν προσαρμοστική παρά παρεμβατική". Συνεπώς είναι μάλλον άδικο να επιρρίπτουμε την ευθύνη στον επιχειρηματικό κόσμο για κατακλυσμιαία πολιτικά γεγονότα. Σελ. 349.
7. Από αυτή την άποψη η ογκώδης πρόσφατη μελtτη του Alan Bullock που προσπαθεί να βάλει στην κλίνη του προκρούστη τον Hitler και τον Στάλιν δεν πείθει. Βλέπε Alan Bullock, Hitler Olld
346 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Stalin: ParalleI Lives, London, Fontana, 1993.
8. Ε.Η. Carr, Τlιε Twiligllt οΙ ComIIIi1ltem: 1930-1935, London, Macmillan, 1982, σελ 54.
9. Όπως έλεγε ο Στρέσεμαν �η συνύπαρξη με τους σοσιαλιστές δεν ήταν υπ6θεση καρδιάς αλλά λογικής». Peter Gay, Weimar CuIture, Penguin, 1974, σελ 168.
10. Eberhard Kolb, ΤΙιε Weimar Republic, London, Unwin Hyman, 1988, σελ. 1 11 .
1 1 . Alan S . Milward «Fascism and Economy» στον τ6μο του Walter Laquer (ed), FascisnI: Α Rea
der's Guide, Analyses, 1nterpretatiorιs, BiograplIY, Penguin, 1979, σελ 412.
12. Stephen F. Cohen, Bllkharίn and the Bolsllevik ReIIolution: Α PoliticaI BiograpllY, 1888-1838, Oxford υ.ρ. 1980, σελ 360.
13. Isaac Deutscher, Τlιε Prophet Outcast, Trotsky: 1929-1940, Oxford υ.ρ., 1970, σελ. 131 .
14. Στο ίδιο, σελ 140.
15. Στο ίδιο, σελ 134.
16. Ε.Η. Carr, Tf,e Twiligllt οΙ COInmi1ltem, 6.α, σελ. 436.
17. Βοlιειιιοι/l, 6.α., σελ. 429-32. Για έναν ευρύτερο προβληματισμ6 της Σχολής της Φρανκφούρτης πάνω στο φασιστικ6 φαιν6μενο βλέπε Rolf Wiggershaus, Tf,e Frankfurt SClloo� Cambridge, Polity Press, 1994, σελ. 280-91.
18. Βλέπε αναλυτικ6 πίνακα των εκλογικών αποτελεσμάτων στη Γερμανία την περίοδο της Βαϊμά-ρης στο βιβλίο του Eberhard Kolb, Τlιε WeiInar Republic, 6.α., σελ. 1994-95.
19. Elizabeth Wiskermann, Europe οΙ ιlιε Dictator, 6.α., σελ 88.
20. Eberhard Kolb, ΤΙιε Weinlar Republic, 6.α., σελ 1 14.
21. Peter Gay, Weinιar CιIIιure, 6.α., σελ 170.
22. Η βιβλιογραφία στο θέμα της κολεκτιβοποίησης των αγροτών στη Σοβιετική Ένωση είναι τεράστια. Βλέπε π.χ. Moshe Lewin, Russian Peasants and Soviet Power: Α Study οι CollectivΊZation, Evanstom, 1968.
23. Neil Harding, Lenin 's PoIiticaI TflOughI, 6.α., Τ6μος Ι, Κεφ. 4.
24. Ε.Η. Carr, The Bolshevik Revoluti01l, London, Macmil1an, 1954, Τ6μος 11, σελ 51-99.
25. Κυρίως στο βιβλίο του τού 1920 Η Οικονομία της Μεταβατικής Περιόδου.
26. Neil Harding, Lenin 's Political ThoIIglιt, 6.α., Τ6μος 11, σελ. 204.
27. Isaac Deutscher, TI,e Prophet OIιtcast: Trotsky, 1929-1940, 6.α., σελ. 63.
28. Stephen Cohen, Bukharίn and the Bolsllevik RevoIution, 6.α., σελ. 175.
29. Στο ίδlΟ, σελ 178-79.
30. Στο ίδlΟ, σελ 166.
31. Robert C. Tucker, PllilosoplIY and Myth ίη ΚαrΙ Μαα, Cambridge υ.ρ., 1961, σελ. 17-27.
32. Cohen, BuklIarίn, 6.α., σελ 172.
33. Για τις οικονομικές συνθήκες στην περίοδο της ΝΟΠ βλέπε Ε.Η. Carr and R.W. Davies, Fou1ldatίons οι α Plan1led Eco1lomy, London, Macmil1an, 1969, Τ6μος Ι και Arνin Brodesen, The Soviet Worker, Ν.γ. Κnop!. 1966.
34. Βλέπε Moshe Lewin, «Who was the Kulak?» στο βιβλίο του The Making οι the Soviet System: Essays ίιι ιlιε History οι Interwar Russia, London, Macmillan, 1985.
35. Alec Nove, Α" Economic History οι the USSR, Penguin, 1978, Κεφ. 8 και 9.
36. Robert Conquest, Tf,e Great Terror, London, 1968, σελ. 22. Τη δεκαετία του 1950 ένας παρ6-μοιος λιμ6ς έπληξε την Κίνα του Μάο για τους ίδιους λ6γους.
37. Για μια πρ6σφατη μελέτη αυτού του φαινομένου βλέπε John Ralston Saul, Voltaire's Bastards, 6.α. Επίσης σύγκρινε την περίπτωση της Χιτλερικής Γερμανίας στο βιβλίο του Jeffrey Herf, Αντιδραοτικός Μοντερνισμός: ΤεχνολσΥία, Κουλτούρα και Πολιτική οτη ΒαΚμάρη και το Γ' Ρά
ιχ, (Ηράκλειο, Παν/κες Εκδόσεις, Κρήτης, 1996) με εκείνη της Σοβιετικής Ένωσης την ίδια περίοδο στο βιβλίο του Kendal1 Bail1es, Tecll1lology alld Socieιy ullder Lellill alld Stalin: orίgills οΙ
ιlιε Soviet Tecllnical Intelligenfia, (Princeton υ.ρ., 1978).
38. Stephen Cohen, Bukllarίn, 6.α., σελ. 380.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 347
39. Αναφέρεται στο βιβλίο του Ε.Η. Carr, Socia!i.sIn ίη Οηε CouI/fry: 1924-1926, Penguin, 1972, Τόμος ΠΙ, σελ 305.
40. Leonard Shapiro, The Con/munisf Party ΟΙ Ι/ιε Soviet Union, London, Allen and Unwin, 1970,
σελ. 314.
4 1 . Fitzroy Maclean, Easfen/ Approac//es, London, Macmillan, έκδοση 1982, σελ 109 και σελ 83-
84.
42. Stephen J. Lee, ΤΙ/ε Elιropean Dicraιors//ips: 1918-1945, London, Methuen, 1987, εισαγωγή. 43. Στο ίδιο, σελ. 13.
44. Ε.Η. Carr, The Twi!ig//f ΟΙ CoInmintenI: 1930-35, ό.α. σελ. 147.
45. Στο ίδιο, σελ 150. 46. Όπως παρατηρεί ο Ε.Η. Carr, το νέο στοιχείο που προέκυψε το 1934-35 ήταν η αναγνώριση ότι
«η άμυνα της Σοβιετικής Ένωσης θα εξυπηρετείτο καλύτερα με την υποστήριξη όχι των κομουνιστικών κομμάτων ... αλλά από τις καπιταλιστικές κυβερνήσεις οι οποίες ήταν κι αυτές εκτεθειμένες στους ίδιους εξωτερικούς κινδύνους όπως κι εκείνη». Στο ίδιο, σελ 152.
47. Ν. Bruce, Portugal: TIIe Lasf Empire, London, 1975, κεφ. Ι. 48. Το 1942, ένας Γερμανός αξιωματικός στη νότια Γαλλία, θαυμάζοντας τον ομώνυμο πίνακα ρώ
τησε το μεγάλο ζωγράφο: «Εσύ τον έφιαξες;� και ο Πικάσο του απάντησε: «Όχι, εσείς�, Elizabeth Wiskermann, Europe οlι//ε Dictafors, 1919-1945, ό.α., σελ. 136-37.
49. Στο ίδιο, σελ. 135. 50. Gerard Brenan, Τ/ιε Spanis/I Labyrinr/I: Αιι Account ΟΙ rhe Socia! and Po!itica! Background ΟΙ Ι/ιε
Spanish Civi! War, Cambridge U.P., 1960, σελ 234.
5 1 . Όπως έγραφε η Πράβvτα, στις 17-12-1936, «το ξεκαθάρισμα των τροτσκιστικών και αναρχοσυνδικαλιστικών στοιχείων στην Καταλονία έχει l\δη αρχίσει και θα ολοκληρωθεί με τον ίδιο ζήλο όπως και στη Σοβιετική Ένωση». Στο ίδιο, σελ 328.
52. Hugh Thomas, ΤΙ/ε Spanis/I Civi! War, Penguin, 1971, Appendίx ΙΙ.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΚΑΤΟ
Β' ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ: 1939-1945
Οι δύο παγκόσμιοι πόλεμοι αποτελούν «δύο χωριστές πράξεις του ίδιου δράματος»1 . Από αυτή την άποψη, η περίοδος 1914- 1945 δεν διαφέρει και πολύ από εκείνη του πελοποννησιακού πολέμου. Για ορισμένους ιστορικούς, οι ομοιότητες μεταξύ αυτών των δύο εποχών είναι εντυπωσιακές. Και στις δυο περιπτώσεις, οι συγκρούσεις αποτελούν ουσιαστικά έναν «εμφύλιο πόλεμο» μεταξύ των μελών ενός πολιτισμικού προτύπου. Επίσης τα αίτια και στις δυο περιπτώσεις έχουν να κάνουν με το πρόβλημα της ανακατανομής της ισχύος κυρίως μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών, δηλαδή της Σπάρτης και της Αθήνας στην πρώτη περίπτωση και της Γερμανίας και Βρετανίας στη δεύτερη. Με άλλα λόγια, η κύρια αφορμή ήταν η ενδεχόμενη ανατροπή της «ισορροπίας δυνάμεων»2. Τέλος και οι δύο συγκρούσεις είχαν σαν αποτέλεσμα την παρακμή ή την περιθωριοποίηση του πολιτισμικού προτύπου, δηλαδή της Αρχαίας Ελλάδας και της Ευρώπης του 190υ αιώνα3. Συνεπώς, καθώς ο Β' παγκόσμιος πόλεμος αποτελεί την τελευταία πράξη του δράματος που προέκυψε το 1914, δεν υπάρχει λόγος για μία ενδελεχή ανάλυση των βαθύτερων αιτίων που τον προκάλεσαν, μια και ανάγονται στα διλήμματα του 1914 που μας απασχόλησαν σε προηγούμενο κεφάλαιο. Όπως παρατηρεί ο Ε.Η. Carr, «η πιο βαθιά διάσταση ήταν μεταξύ εκείνων (των δυνάμεων) που ήταν γενικά ικανοποιημένες με την υπάρχουσα κατανομή της παγκόσμιας ισχύος και εκείνων που δεν ήταν»4.
Με άλλα λόγια η Ευρώπη είχε διαιρεθεί στους «έχοντες» και τους «μη έχοντες». Οι πρώτοι πάσχιζαν για τη διατήρηση των κεκτημένων και τη διαιώνιση του stαtus quo και οι δεύτεροι, οι «αναθεωρητικές δυνάμεις», όπως ονομάζονταν, επιδίωκαν την ανατροπή του. Και οι δύο πλευρές δεν ήταν άμοιρες ευθυνών για την κατάρρευση του ευρωπα"ίκού συστήματος. Όπως χαρακτηριστικά παρατηρούσε ο Ε.Η. Carr το
350 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
1939, δηλαδή την παραμονή της έκρηξης του Β' παγκοσμίου πολέμου,
στην κλασικότερη ίσως μελέτη της φιλοσοφίας των διεθνών σχέσεων, οι δυνάμεις που υπεραμύνονταν της διατήρησης του stαtus quo (κυρίως η Γαλλία και η Βρετανία) έφεραν ένα μέρος της ευθύνης για την ευρωπα'ίκή κρίση, όπως και οι αναθεωρητικές δυνάμεις (Γερμανία και Ιταλία), οι οποίες με βίαιο τρόπο παραβίαζαν κάθε έννοια ηθικής και αξιών στις διεθνείς σχέσεις5. Έτσι, για τον Carr και άλλους αναλυτές πριν τον πόλεμο, το ευρωπα'ίκό πρόβλημα δεν ήταν τόσο θέμα ηθικής και δικαίου, αλλά πρωτίστως μια σύγκρουση μεταξύ δύο βουλήσεων για την οποία και οι δύο πλευρές ήταν συνυπεύθυνες.
Μετά το τέλος του Β' παγκοσμίου πολέμου, παρόμοιες αναλύσεις ήταν δύσκολο να ευδοκιμήσουν. Τα εγκλήματα των ναζί, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως, οι θάλαμοι των αερίων, το ολοκαύτωμα των Εβραίων και ο θάνατος 40 περίπου εκατομμυρίων ανθρώπων, συν τις υλικές και κοινωνικές καταστροφές που προκάλεσεο πόλεμος αυτός, δεν άφηναν περιθώρια για τέτοιου είδους νηφάλιες αναλύσεις. Συνεπώς δεν υπήρχε, και εξακολουθεί να μην υπάρχει, αμφιβολία για την ενοχή των ναζί, οι ηγέτες των οποίων δικάστηκαν από τις συμμαχικές δυνάμεις κατοχής στη Νυρεμβέργη και οι πρωτεργάτες εκτελέστηκαν. Και σ' αυτή την περίπτωση υπάρχει μία σαφής διαφορά μεταξύ του Α' και του Β' παγκοσμίου πολέμου. Ενώ δηλαδή στον Α' παγκόσμιο πόλεμο η επίρριψη της ευθύνης για τον πόλεμο αποκλειστικά στους Γερμανούς ήταν διάτρητη και προκαλούσε τις εύλογες διαμαρτυρίες τους, στον Β' παγκόσμιο πόλεμο σχεδόν κανένας δεν αμφέβαλλε για τις εγκληματικές ευθύνες των ναζί και πρωτίστως του Χίτλερ. Αυτό βέβαια εξυπηρετούσε και τις δύο πλευρές, τόσο τους Συμμάχους όσο και τους ηττημένους και ταπεινωμένους Γερμανούς, οι οποίοι μ' αυτό τον τρόπο πρόβαλλαν κι αυτοί, αντί για θύτες, ως θύματα ενός παρανο'ίκού Χίτλερ. Ωστόσο, όπως καυστικά παρατηρεί ένας ιστορικός, ε ίναι δύσκολο να πιστέψει κανείς πως ο Χίτλερ θα μπορούσε να είχε προκαλέσει μόνος του τέτοια καταστροφή χωρίς την ενεργό συμμετοχή της πλειονότητας του γερμανικού λαού καθώς και την έμμεση ή άμεση συγκατάβαση, ή ακόμα και τη συναίνεση άλλων ευρωπα'ίκών δυνάμεων, κυρίως την περίοδο 1933-19396.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 35 1
Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε πάλι εδώ ε ίναι ότι όλες οι γερμανικές κυβερνήσεις από το 1919 επιδίωκαν την ανατροπή της Συνθήκης των Βερσαλιών, Η κύρια διαφορά μεταξύ των κυβερνήσεων της περιόδου της Δημοκρατίας της Βα'ίμάρης (1919-33) και του Χίτλερ ήταν ότι οι πρώτες επιδίωξαν την αναθεώρηση ή ακόμα και την ανατροπή της Συνθήκης των Βερσαλιών μέσα στα πλαίσια του υπάρχοντος συστήματος και, εάν αυτό ήταν δυνατό, με τη συγκατάβαση των Συμμάχων, Αντίθετα, ο Χίτλερ θεωρούσε αναγκαία την προσφυγή στη βία όχι μόνο για να απαλλαγεί η Γερμανία από τους επαχθείς όρους της, αλλά και σαν απαραίτητη προϋπόθεση για την ευόδωση του απώτερου στόχου του που δεν ήταν άλλος από το να καταστήσει τη Γερμανία κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη,
Η αποδέσμευση από τη Συνθήκη των Βερσαλιών θα έδινε τη δυνατότητα στη Γερμανία να ανασυγκροτηθεί στρατιωτικά, πολιτικά και κοινωνικά, ώστε να αναλάμβανε το κατ' εξοχήν εγχείρημα της κυριαρχίας στο σοβιετικό «ζωτικό χώρο» (lebensraum), Μ' αυτό τον τρόπο και με την υποτιθέμενη ανοχή της Βρετανίας, η οποία, κατά τον Χίτλερ, δεν θα αντιδρούσε αρνητικά στη συντριβή της Σοβιετικής Ένωσης από τη χιτλερική Γερμανία, η τελευταία θα αποκτούσε πλήρη ηγεμονία στην ηπειρωτική Ευρώπη, Έχοντας εξασφαλίσει τον έλεγχο στην Ευρώπη και στην τεράστια Σοβιετική Ένωση, η παγκόσμια κυριαρχία θα ήταν σχετικά εύκολη υπόθεση και θα επερχόταν με την υποταγή και των Ηνωμένων Πολιτειών είτε με ειρηνικά μέσα είτε με την προσφυγή στη βία,
Δεν είναι συνεπώς τυχαίο ότι η άνοδος του Χίτλερ στην εξουσία επέφερε μία εντυπωσιακή βελτίωση στις σχέσεις της Σοβιετικής Ένωσης τόσο με τη Γαλλία όσο και με τις Ηνωμένες Πολιτείες, Το Νοέμβριο του 1933 οι Ηνωμένες Πολιτείες αναγνώρισαν τη Σοβιετική Ένωση και ακολούθησε μία αξιόλογη βελτίωση και στις σχέσεις των δύο χωρών, Παράλληλα παρατηρείται μία εντυπωσιακή βελτίωση στις σχέσεις Μόσχας - Παρισίων με επιστέγασμα το Γαλλο-Σοβιετικό Σύμφωνο, το Μάρτιο του 1935, με το οποίο οι δύο πλευρές δεσμεύονταν να συνδράμουν η μια την άλλη σε περίπτωση που θα δέχονταν επίθεση από τρίτη ευρωπα'ίκή δύναμη,
352 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ !ΣΤΟΡΙΑ
Η σύναψη ταυ Γαλλα-Σαβιετικαύ Συμφώναυ σηματαδότησε μία κλιμάκωση της κρίσης στην Ευρώπη παυ μέσα σε 15 μήνες αυσιαστικά ανέτρεπε τις βασικές συνισταμένες της Συνθήκης των Βερσαλιών και της Συνθήκης ταυ Λακάρνα. Η αρχή έγινε με την απακήρυξη των περιαρισμών παυ έθετε η Συνθήκη των Βερσαλιών στις στρατιωτικές δυνάμεις της Γερμανίας παυ, όπως ανακαίνωνε τα Βεραλίνα, θα αυξάνανταν σε 550.000 άνδρες. Παράλληλα η Γερμανία επανέφερε την υπαχρεωτική στρατιωτική θητεία. Σαν πρόφαση γι' αυτή τη μαναμερή καταγγελία των δεσμεύσεων της Συνθήκης των Βερσαλιών, α Χίτλερ επικαλέστηκε τα ναυάγια ταυ διεθνο.ύς Συνεδρίαυ για ταν Αφαπλισμό στα απαία αναφερθήκαμε σε πραηγαύμενα κεφάλαια. Παράλληλα, α Χίτλερ δήλωνε ότι ήταν διατεθειμένας να πραβεί σε διμερείς συναμιλίες για ταν περιαρισμό των αεραπαρικών και ναυτικών δυνάμεων. Και σαν ένδειξη των καλών ταυ πραθέσεων πρότεινε τη σύναψη μιας διμεραύς αγγλα-γερμανικής συμφωνίας με την απαία η Γερμανία θα δεσμευόταν να περιαρίσει τη ναυτική της δύναμη στα 35% της βρετανικής. Αναμφίβαλα αυτή ήταν μία ευφυής κίνηση, αν λάβαυμε υπόψη την πρα'ίσταρία ταυ ναυτικαύ αγγλα-γερμανικαύ ανταγωνισμαύ, πριν τα 1914. Μ' αυτή την κίνηση α Χίτλερ πραφανώς επιδίωκε να καθησυχάσει ταυς Βρεταναύς και να δημιαυργήσει ρήγμα μεταξύ Βρετανίας, από τη μια πλευρά, και Γαλλίας και Σαβιετικής Ένωσης από την άλλη. Έτσι κι έγινε. Τα Λανδίνα, παρά τις αρχικές διαμαρτυρίες ταυ, υπέγραψε ταν Ιαύλια ταυ 1935 την Αγγλα-Γερμανική Ναυτική Συμφωνία σύμφωνα με την πρόταση ταυ Χίτλερ.
Η βρετανική συμπεριφαρά, τα 1935, απατελαύσε την απαρχή μιας παλιτικής παυ, δύο. χρόνια αργότερα, έγινε γνωστή ως «κατευνασμός», ένας όρας παυ έμελλε να καταχωρηθεί στα λεξιλόγια των διεθνών σχέσεων και να απατελέσει αντικείμενα έντανων αντιπαραθέσεων. Καθώς αυτός α όρας χρησιμαπαιείται ευρέως στις μέρες μας, σχετικά με την αντιμετώπιση της ταυρκικής απειλής, θα ήταν χρήσιμα να σταθαύμε για λίγα σ' αυτό τα θέμα. Πραηγαυμένως όμως ας περιγράψαυμε συναπτικά τις ευρωπα'ίκές εξελίξεις την περίαδα 1935-38, όταν α όρας «κατευνασμός» καθιερώθηκε στα καθημερινό λεξιλόγια των εφημερίδων. Η βρετανική στάση τα 1935 απωσδήπατε ενθάρρυνε παρόμαιες κινήσεις
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 353
που δυναμίτιζαν την ασφάλεια της Ευρώπης και υπέσκαπταν το κύρος όχι μόνο των συνθηκών ειρήνης αλλά και της Κοινωνίας των Εθνών. Αυτό δεν άργησε να γίνει αντιληπτό. Λίγους μήνες αργότερα, ο Μουσολίνι, ο οποίος, όπως θα δούμε και παρακάτω, διακατεχόταν από ένα έντονο σύνδρομο κατωτερότητας απέναντι στον Χίτλερ, και συνεπώς προσπαθούσε να αποδείξει ότι ήταν κι αυτός ικανός για παρόμοια «ανδραγαθήματα», διέτdξε την ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία. Μ' αυτό τον τρόπο η Ιταλία θα ικανοποιούσε τις ιμπεριαλιστικές φιλοδοξίες της που θα την καθιστούσαν ισότιμη με τις άλλες μεγάλες αποικιακές δυνάμεις. Η επιλογή της Αβησσυνίας δεν ήταν τυχαία, μια κι ήταν η μόνη ανεξάρτητη αφρικανική χώρα η οποία βρισκόταν μεταξύ δυο ιταλικών αποικιών, της Σομαλίας και της Ερυθραίας. Επίσης, η Αβησσυνία ήταν πλούσια σε μεταλλεύματα και άλλες πρώτες ύλες. Η ιταλική εισβολή και κατοχή μιας ανεξάρτητης χώρας αποτελούσε κατάφωρη παραβίαση της χάρτας της ΚτΕ, καθώς και του Συμφώνου των Παρισίων, του λεγόμενου Σύμφωνου Briand-Kellog, με το οποίο όλες οι χώρες καταδίκαζαν την προσφυγή στον πόλεμο. Ωστόσο η αντίδραση της διεθνούς κοινότητας ήταν υποτονική . Εκτός από επιλεκτικές εμπορικές κυρώσεις, η ΚτΕ ήταν αδύναμη να παρέμβει δυναμικά για να αποτρέψει τον εισβολέα. Τόσο η ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία όσο και η ιαπωνική στη Μαντζουρία, το 1 93 1 , υποδήλωναν τις περιορισμένες δυνατότητες που είχε η ΚτΕ για να επιβάλει τη διεθνή τάξη. Αυτό ε ίχε σαν αποτέλεσμα την υπόσκαψη της αξιοπιστίας της και την περιθωριοποίησή της. Αποτέλεσμα ήταν να αγνοηθεί η ΚτΕ από τις ευρωπα'ίκές δυνάμεις στις πιο κρίσιμες αποφάσεις, έως την έκρηξη του Β' παγκοσμίου πολέμου.
Το επόμενο βήμα προς τον πόλεμο ήταν η στρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας από τη Γερμανία το Μάρτιο του 1936. Αυτό αποτελούσε παραβίαση της Συνθήκης του Λοκάρνο, την οποία είχε υπογράψει οικειοθελώς η γερμανική κυβέρνηση. Παρά τον πανικό που προκάλεσε αυτή η νέα παραβίαση των συνθηκών από τον Χίτλερ, δεν υπήρξαν αντίποινα. Η βρετανική κυβέρνηση περιοριζόταν σε μία δήλωση ότι θα παρείχε στρατιωτική βοήθεια στο Βέλγιο και τη Γαλλία σε περίπτωση απρόκλητης επιθετικότητας. Παρόμοια δήλωση έκανε και το Παρίσι, αναφο-
354 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρικά με το Βέλγιο και τη Βρετανία. Μ' αυτό τον τρόπο έμπαιναν οι βάσεις για την αναζωπύρωση της Entente Cordiale.
Από την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, οι Ηνωμένες Πολιτείες ήταν απορροφημένες με τα εσωτερικά τους προβλήματα, κυρίως με το «New Deal» και αυτό που επιθυμούσαν ήταν να αποφύγουν κάθε εμπλοκή σε ευρωπα'ίκές έριδες. Το καλοκαίρι του 1935 το Κογκρέσο ψήφισε το νόμο περί ουδετερότητας, με τον οποίο οι ΗΠΑ δεσμεύονταν να επιβάλουν εμπάργκο σε όλες τις εμπόλεμες πλευρές, σε ενδεχόμενη ευρωπα'ίκή σύγκρουση. Παράλληλα, οι ΗΠΑ ενίσχυαν τους πολιτικούς και εμπορικούς δεσμούς με τις άλλες χώρες της Βόρειας και Νότιας Αμερικής, υπογραμμίζοντας έτσι τη σημασία που απέδιδαν στο «Δόγμα Μονρόε». Ωστόσο η αποστασιοποίηση της Αμερικής από τα προβλήματα της Ευρώπης δεν σήμαινε την πλήρη αποκοπή της από τη γηραιά ήπειρο. Στη φάση αυτή η Αμερική επιδιώκει την ενίσχυση των εμπορικών σχέσεών της με την Ευρώπη, κυρίως τη σταδιακή επιστροφή στο ελεύθερο εμπόριο το οποίο, για τον Gordell ΗυΙΙ, τον Αμερικανό υπουργό Εξωτερικών, θα αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση για τη διασφάλιση της διεθνούς ειρήνης. Ένας άλλος λόγος που οι ΗΠΑ επιδίωκαν την ανάπτυξη των εμπορικών τους σχέσεων με την Ευρώπη ήταν η επιδείνωση των πολιτικών και εμπορικών σχέσεων με την Ιαπωνία. Η τελευταία, μετά την ε ισβολή στη Μαντζουρία το 1931 , επέκτεινε τη διείσδυσή της στην Κίνα και φιλοδοξούσε να δημιουργήσει μια «νέα τάξη πραγμάτων» στην Ασία, δηλαδή μια ασιατική ζώνη συν-ευημερίας, στην οποία θα ασκούσε ηγεμονικό ρόλο, παρόμοιο μ' εκείνο που φιλοδοξούσε να ασκήσει ο Χίτλερ στην Ευρώπη7. Το ενδιαφέρον είναι ότι ενώ η Γερμανία και η Ιαπωνία σύναπταν, το Σεπτέμβριο του 1940, στενή συμμαχία κατά της Σοβιετικής Ένωσης όσον αφορά τους Γερμανούς, και κατά των ΗΠΑ για τους Ιάπωνες, τόσο η Ουάσινγκτον όσο και η Μόσχα επιδίωκαν να κρατηθούν εκτός νυμφώνα.
Το 1937 εγκαινιάζεται επίσημα από τον Βρετανό πρωθυπουργό Neville Chamberlain η πολιτική κατευνασμού προς τις δυνάμεις του Άξονα, πρωτίστως προς τον Χίτλερ. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι η πολιτική κατευνασμού του Chamberlain δεν απέρρεε από προσωπική δειλία αλλά από ένα διακαή πόθο της κυβέρνησής του να αποφευχθεί
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 355
άλλο ένα ευρωπα'ίκό ολοκαύτωμα, παρόμοιο μ' εκείνο του 1914-18. «ο πόλεμος είναι ένα φοβερό πράγμα», δήλωνε ο Chamberlain στο βρετανικό κοινοβούλιο το 1938, συνεπώς «θα πρέπει να ε ίμαστε απόλυτα σίγουροι ότι δεν υπάρχει άλλη διέξοδος πριν εμπλακούμε σ' αυτόν». Ο Chamberlain και η κυβέρνησή του θεωρούσαν ότι κάτι παρόμοιο δεν ίσχυε το 1938 αναφορικά με τη ναζιστική Γερμανία και ότι ένας διακανονισμός των βρετανογερμανικών διαφορών ήταν εφικτός. Συνεπώς ο ίδιος θα αναλάμβανε πρωτοβουλία, η οποία θα αποσκοπούσε σε «ένα γενικό πλαίσιο κατευνασμού»8.
Τα γεγονότα που επακολούθησαν, και στα οποία θα αναφερθούμε παρακάτω, με επιστέγασμα το Β' παγκόσμιο πόλεμο, συντέλεσαν ώστε η λέξη «κατευνασμός» να καταστεί συνώνυμη με την υποταγή και την απεμπόληση ζωτικών εθνικών συμφερόντων. Επίσης, κι αυτό ίσως έχει περισσότερη σημασία, ο «κατευνασμός» έχει γίνει σχεδόν ταυτόσημος με τον πόλεμο. Με άλλα λόγια αντί να συμβάλλει στην αποφυγή «αυτού του τρομερού πράγματος, του πολέμου», όπως έλεγε ο Chamberlain, στην ουσία τον καθιστούσε αναπόφευκτο. Όπως συμπεραίνει ένας μελετητής της πολιτικής κατευνασμού του Chamberlain, αυτός «με την ισχυρή, πεισματική προσωπικότητά του και με τη ρητορεία του εμπόδισε οποιεσδήποτε σοβαρές πιθανότητες για να αποτραπεί ο Β' παγκόσμιος πόλεμος»9.
Οπωσδήποτε το ζήτημα του κατευνασμού είναι τόσο παλιό όσο και η ανθρώπινη ιστορία. Π.χ. ο άγιος Λουκάς διερωτάται εάν θα ήταν φρονιμότερο, για ένα βασιλιά που βρισκόταν σε μειονεκτική θέση από άποψη δυνάμεων απέναντι στον εχθρό, αντί να συγκρουστεί μ' αυτόν, να έστελνε εγκαίρως μια αντιπροσωπεία για να διαπραγματευόταν τους όρους ειρήνηςlΟ. Το βασικό σημείο είναι ότι ο κατευνασμός του αντιπάλου αποτελεί ένδειξη φόβου και καταρράκωσης του ηθικού. Όπως χαρακτηριστικά έγραφε ο μεγάλος Βρετανός φιλόσοφος Edmund Burke, πριν δυο περίπου αιώνες, «οι υποχωρήσεις του αδύνατου είναι οι παραχωρήσεις του φόβου». Συνεπώς, ενώ ορισμένοι αναλυτές παραδέχονται ότι ο κατευνασμός αποτελεί «ένα απαραίτητο και πολυτιμότατο χαρτί στο διπλωματικό παιχνίδι», ωστόσο θεωρούν ότι θα πρέπει να παίζεται «από θέση ισχύος και ποτέ από θέση αδυναμίας»l 1 .
356 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Το ερώτημα λοιπόν δε συνίσταται στο δίλημμα κατευνασμός ή πόλεμος, και οι περισσότεροι επικριτές του κατευνασμού, όπως τον άσκησε ο Chamberlain, δεν ήταν πολεμοχαρείς, με την έννοια ότι επιδίωκαν με κάθε τρόπο μια στρατιωτική σύγκρουση με τον Χίτλερ. Το αντίθετο, στην περίπτωση της Βρετανίας, σχεδόν όλο το πολιτικό κατεστημένο, την περίοδο 1933-1938, θεωρούσε ότι θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει τον Χίτλερ για την εξυπηρέτηση των βρετανικών συμφερόντων, κυρίως ως «θεματοφύλακα του ευρωπα·ίκού πολιτισμού», απέναντι στους μπολσεβίκους, «με την προϋπόθεση ότι θα μπορούσαν να του αλλάξουν λίγο το χαρακτήρα» 12. Βέβαια, με την πάροδο του χρόνου, ακ6μα και οι πιο φανατικοί αντικομουνιστές στη Βρετανία είχαν πρόβλημα να πείσουν ακόμα και τον εαυτό τους πως η ναζιστική βαρβαρότητα θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στους «απολίτιστους» μπολσεβίκους. Όπως έγραφε ένας Βρετανός διπλωμάτης από το Βερολίνο στις 10 Νοεμβρίου 1938, την επαύριο της Κristallnacht (της νύχτας των κρυστάλλων) στην οποία οι ναζί επιδόθηκαν σε ένα πραγματικό όργιο τρομοκρατίας, εμπρησμών και καταστροφής κατά των Εβραίων, «αυτοί οι τύποι (δηλαδή οι ναζί) δεν μου φαίνεται ότι είναι ιδανικοί εταίροι για την προαγωγή της ε ιρήνης»13.
Σε τελευταία ανάλυση, η διαφορά της πολιτικής του κατευνασμού του Chamberlain από εκείνη των προγενεστέρων του συνίσταται στο ότι οι τελευταίοι πίστευαν πως θα μπορούσαν να «κατευνάσουν» τον Χίτλερ ενθαρρύνοντας τις ορέξεις του προς ανατολάς, προς τη Σοβιετική Ένωση, με την κατάκτηση ζωτικού χώρου. Αυτό όχι μόνο δεν θα αποδυνάμωνε αλλά θα ενίσχυε τη θέση της Βρετανίας καθώς θα ενέπλεκε τις δύο δυνάμεις -Γερμανία και Σοβιετική Ένωση- σε μία τιτάνια σύγκρουση από την οποία και οι δυο πλευρές θα έβγαιναν εξουθενωμένες, ανεξάρτητα από την έκβαση. Αντίθετα, ο κατευνασμός του Cham-berlain αποδυνάμωνε τη Βρετανία καθώς η υποχωρητικότητά του απέναντι στον Χίτλερ ενθάρρυνε τον τελευταίο σε πιο τολμηρές κινήσεις που τελικά θα καθιστούσαν τη Βρετανία υποχείριο της ναζιστικής Γερμανίας. Όπως παραστατικά γράφει ένας ιστορικός, η πολιτική κατευνασμού του Chamberlain έδινε την ευκαιρία στον Χίτλερ «να μαδήσει την Ευρώπη σαν μια αγκινάρα, φύλλο προς φύλλο» έως ότου
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 357
έφτανε στο νοστιμότερο μέρος της «le fond d' artichaut» (την καρδιά της αγκινάρας), δηλαδή τη Βρετανία14.
Το «μάθημα της αγκινάρας» ξεκίνησε με την προσάρτηση στο Τρίτο Ράιχ της Αυστρίας, της γενέτειρας του Χίτλερ, το Μάρτιο του 1938. Τον Ιούλιο του 1934 οι Αυστριακοί ναζί δολοφόνησαν τον Αυστριακό καγκελάριο Dollfuss, επιδιώκοντας πραξικοπηματικά να ενώσουν την Αυστρία με τη Γερμανία. Ωστόσο η απόπειρα απέτυχε καθώς οι πραξικοπηματίες δεν φαίνεται να είχαν συντονίσει σωστά τις κινήσεις τους. Ιδιαίτερα σκοτεινή είναι η στάση που τήρησε ο Χίτλερ σ' αυτό το επεισόδιο. Ίσως να θεώρησε ότι δεν ήταν ακόμα έτοιμος για παρόμοιες πράξεις βίας. Ένας άλλος, ίσως σημαντικότερος, λόγος ήταν οι ανησυχίες του σχετικά με τις ιταλικές αντιδράσεις σε μία βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας από τη Γερμανία. Μετά την αποτυχία του πραξικοπήματος, ο Χίτλερ κατέφυγε σε διπλωματικά μέσα για να πετύχει τους σκοπούς του. Τον Ιούλιο του 1936 υπέγραφε μια «συμφωνία κυρίων» με τον Αυστριακό ομόλογό του, Kurt νοn Schuschnigg, βάσει της οποίας ο Χίτλερ δεσμευόταν ότι θα σεβόταν την ανεξαρτησία της Αυστρίας, ενώ ο Schuschnigg αναγνώριζε ότι η Αυστρία ήταν «γερμανικό κράτος» και θα εναρμόνιζε την εξωτερική της πολιτική μ' εκείνη της Γερμανίας.
Όμως, στις αρχές του 1938, ο Χίτλερ θεώρησε ότι είχαν ωριμάσει οι συνθήκες για μία τελεσίδικη επίλυση του αυστριακού ζητήματος. Στο διάστημα 1934-38 η θέση του είχε εδραιωθεί. Στο εσωτερικό της χώρας η γερμανική οικονομία είχε ανακάμψει, η ανεργία είχε μειωθεί εντυπωσιακά και γενικά έπνεε ένας άνεμος αισιοδοξίας. Εξωτερικά η θέση του Χίτλερ είχε ενισχυθεί με μία σειρά από μονομερείς πράξεις, όπως ο επανεξοπλισμός της χώρας και η επαναστρατικοποίηση του Ρουρ, το 1935 και 1936 αντίστοιχα. Και οι δυο περιπτώσεις αποτελούσαν κατάφωρες παραβιάσεις της Συνθήκης των Βερσαλιών. Η υποτονική αντίδραση των δυτικών δυνάμεων, κυρίως της Βρετανίας και της Γαλλίας, σ' αυτές τις παραβιάσεις, ενθάρρυνε τις ορέξεις του Χίτλερ. Σ' αυτό συντελούσε επίσης η χλιαρή στάση της ΚτΕ στην ιταλική εισβολή στην Αβησσυνία. Παράλληλα η ιταλική επιθετικότητα είχε ψυχράνει τις σχέσεις της τελευταίας με τους Βρετανούς και τους Γάλλους, κάτι που οδήγησε στη σύσφιγξη των σχέσέων Μουσολίνι - Χίτλερ. Αυτό ε ί-
358 ΣΥΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
χε ιδιαίτερη σημασία στο ζήτημα της Αυστρίας, καθώς ο Χίτλερ μπορούσε να υπολογίζει σε μία ηπιότερη τελική αντίδραση.
Ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα, μεταξύ των ιστορικών, είναι κατά πόσο ο Χίτλερ είχε καταστρώσει ένα μεγαλόπνοο σχέδιο για την εκπλήρωση των στόχων του, ή απλώς αυτοσχεδίαζε και εκμεταλλευόταν τις αδυναμίες και την υποχωρητικότητα των αντιπάλων του. Η αλήθεια βρίσκεται κάπου στη μέση, δηλαδή στην ύπαρξη ενός γενικού σχεδίου, όχι όμως απόλυτα επεξεργασμένου, όσον αφορά τους γενικούς στόχους του, το οποίο το προσάρμοζε στα εκάστοτε δεδομένα. Η πιο σαφής μαρτυρία για την ύπαρξη ενός συγκεκριμένου σχεδίου, ε ίναι το περιβόητο Μνημόνιο του Hossbach, το Νοέμβριο του 1937. Σ' αυτό ο Χίτλερ διαβεβαίωνε τους αρχηγούς των γερμανικών ενόπλων δυνάμεων ότι <<τα προβλήματα της Γερμανίας μπορούν να λυθούν μόνο με την προσφυγή στη βία». Ωστόσο θεωρούσε πιθανό έναν πόλεμο στην περίοδο 1943-45. Εάν αυτός ξεσπούσε νωρίτερα, η Γερμανία δεν θα ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη. Εάν πάλι βραδυπορούσε, πέραν του 1945, θα έδινε τη δυνατότητα στους αντιπάλου ς της να αντιστρέψουν το συσχετισμό δυνάμεων. Αυτό όμως που ξεκαθάρισε ήταν ότι οι επόμενοι στόχοι του θα ήταν η Αυστρία και η Τσεχοσλοβακία. Για την τελευταία σχεδίαζε μια «αστραπιαία επίθεση» μέσα στο 1938. Όσο για τις αντιδράσεις των δυτικών δυνάμεων, ο Χίτλερ πίστευε ότι η Βρετανία είχε ήδη ξεγράψει την Τσεχοσλοβακία και ότι σ' αυτό θα την ακολουθούσε και η Γαλλία15. Όμως πρώτα θα έπρεπε να διευθετηθεί το αυστριακό πρόβλημα.
Το Φεβρουάριο του 1938, οι σχέσεις του Χίτλερ με τον Αυστριακό καγκελάριο επιδεινώθηκαν καθώς ο τελευταίος διαμαρτυρόταν δημόσια για τη δράση των ναζί στην Αυστρία και εξέφραζε φόβους για γερμανική ανάμειξη στις εσωτερικές υποθέσεις της. Σε αντιπερισπασμό ο Χίτλερ απαιτούσε τη συμμετοχή τουλάχιστον ενός ναζί στην κυβέρνηση της Αυστρίας. Ο Schuschnigg ενέδωσε αλλά ταυτόχρονα ανακοίνωνε ένα δημοψήφισμα με το οποίο καλούσε τον αυστριακό λαό να αποφασίσει ο ίδιος εάν ήθελε να παραμείνει ανεξάρτητος. Η αντίδραση του Χίτλερ ήταν η στρατιωτική εισβολή στην Αυστρία, στις 12 Μαρτίου 1938. Δύο μέρες αργότερα, ο ίδιος ο Χίτλερ εισήλθε θριαμβευτικά στη
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 359
Βιέννη. Κατόπιν οργάνωσε το δικό του δημοψήφισμα για την απορρόφηση της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ. Σ' αυτό ψήφισαν Αυστριακοί και Γερμανοί και το αποτέλεσμα ήταν το αναμενόμενο: 99% ψήφισαν υπέρ της ενσωμάτωσης της Αυστρίας στο Τρίτο Ράιχ.
Η αντίδραση των ξένων δυνάμεων σ' αυτό το βιασμό της Αυστρίας ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Ο μεγαλύτερος πονοκέφαλος του Χίτλερ ήταν ο Μουσολίνι, καθώς η Ιταλία θεωρούσε ότι η Αυστρία αποτελούσε μέρος και της δικής της «ζώνης επιρροής». Ωστόσο, στη συγκεκριμένη περίπτωση, ο Μουσολίνι επέδειξε πλήρη κατανόηση και «δεχόταν τα τετελεσμένα με φιλικό τρόπο»16.
Η εκδήλωση ευγνωμοσύνης του Χίτλερ προς το σύντροφο δικτάτορα ήταν υπερβολική, «υστερική» τη χαρακτηρίζει ένας φιλο-ναζί ιστορικός. «Πες στον Μουσολίνι», δήλωνε ο Χίτλερ στον Ιταλό επιτετραμμένο, «ποτέ δε θα τον ξεχάσω γι' αυτό . . . Ποτέ, ποτέ, ποτέ, ό,τι κι αν συμβεί . . . Όταν τελειώσει αυτή η αυστριακή υπόθεση, θα είμαι διατεθειμένος να του συμπαρασταθώ σε ό,τι κι αν συμβεί»17. Αναμφισβήτητα αυτή την υπόσχεση την τήρησε στο ακέραιο ο Χίτλερ. Όχι μόνο όταν έστελνε τις πιο επίλεκτες γερμανικές δυνάμεις για να απελευθερώσουν τον Μουσολίνι το 1943, αλλά ακόμα και όταν ο τελευταίος συμπεριφερόταν με ηλίθιο τρόπο που τορπίλιζε τους κυριότερους στόχους του Χίτλερ. Το κλασικότερο παράδειγμα είναι η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας την οποία ο Χίτλερ αγνοούσε. Ωστόσο, παρά τα τεράστια προβλήματα και τις επιπλοκές που αυτή του δημιουργούσε, κυρίως αναφορικά με τη σχεδιαζόμενη εισβολή κατά της Σοβιετικής Ένωσης, συμπαραστάθηκε αδιαμαρτύρητα στον Μουσολίνι σε όλη τη διάρκεια του ελληνο-ιταλικού πολέμου. Από αυτή την άποψη, η στάση του Χίτλερ απέναντι στον Μουσολίνι ήταν διαμετρικά αντίθετη από εκείνη όλου σχεδόν του συνόλου των συνεργατών του και των γερμανικών δυνάμεων, κυρίως στην Ελλάδα, που δεν έκρυβαν την αγανάκτηση και περιφρόνησή τους απέναντι στον Μουσολίνι18.
Η εισβολή και καταβρόχθιση της Αυστρίας, το Μάρτιο του 1938, αποτελούσε την πρώτη επιθετική γερμανική ενέργεια που στρεφόταν προς τρίτη χώρα. Η βίαιη προσάρτηση της Αυστρίας δεδομένης της ναζιστικής προπαγάνδας κατά της Τσεχοσλοβακίας, κυρίως λόγω της γερ-
360 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μανικής μειονότητας των 3 εκατομμυρίων, οι οποίοι υφίσταντο, κατά τους ναξί, πλείστους κατατρεγμούς, ήταν φυσικό να προκαλέσει μεγάλη ένταση στην Ευρώπη. Αυτή ήταν η κατάλληλη ευκαιρία για τις δυτικές δυνάμεις να επιδείξουν αποφασιστικότητα απέναντι στον Χίτλερ. Κι όμως αυτή τη στιγμή επέλεξε ο Chamberlain για να εφαρμόσει την πολιτική του κατευνασμού. Πρόθεση του Cham-berlain και της κυβέρνησής του ήταν να αποφύγει έναν πόλεμο με τη Γερμανία, για χάρη μιας χώρας, όπως η Τσεχοσλοβακία, την οποία όχι μόνο οι περισσότεροι Βρετανοί σχεδόν αγνοούσαν αλλά οι περισσότεροι θεωρούσαν ως μια ανωμαλία19. Όπως αναφέρθηκε και σε προηγούμενο κεφάλαιο, η δημιουργία της Τσεχοσλοβακίας και της Γιουγκοσλαβίας, το 1919, ήταν αποτέλεσμα πολιτικών σκοπιμοτήτων, και συνιστούσε παραβίαση της αρχής της εθνικής αυτοδιάθεσης, την οποία ευαγγελίζονταν οι Σύμμαχοι. Συνεπώς η προπαγάνδα των ναζί για την αυτοδιάθεση των 3 εκατομμυρίων Γερμανών της Τσεχοσλοβακίας δεν θεωρείτο και τόσο παράλογη από τη βρετανική κοινή γνώμη. Και οπωσδήποτε το ζήτημα αυτό δεν δικαιολογούσε μια πολεμική σύγκρουση με τη Γερμανία.
Στις 12 Σεπτεμβρίου 1938, ο Χίτλερ απευθυνόμενος σε ένα τεράστιο ακροατήριο στη Νυρεμβέργη, παρότρυνε τους Γερμανούς της ΊΌεχοσλοβακίας να αναλάβουν δράση για την ενσωμάτωσή τους στο Τρίτο Ράιχ και υποσχόταν την πλήρη υποστήριξη του γερμανικού στρατού. Αυτές οι εμπρηστικές προτροπές συνιστούσαν άμεση απειλή της ειρήνης, καθώς η Γαλλία και η Σοβιετική Ένωση είχαν δεσμευτεί να συμπαρασταθούν στην Τσεχοσλοβακία σε περίπτωση εξωτερικής απειλής. Μάλιστα ο Σοβιετικός υπουργός εξωτερικών Μάξιμ Λιτβίνωφ επιβεβαίωνε δημόσια τη δέσμευση της Μόσχας προς τους Τσέχους και δήλωνε ότι εάν η Γαλλία τηρούσε τις συμβατικές δεσμεύσεις της προς την Τσεχοσλοβακία, η Σοβιετική Ένωση θα συνέδραμε με όλα τα διαθέσιμα μέσα. Ωστόσο, τόσο στην περίπτωση της Τσεχοσλοβακίας όσο και της Πολωνίας, η Σοβιετική Ένωση ουσιαστικά αγνοήθηκε από τους Αγγλο-Γάλλους που προτιμούσαν να συνδιαλέγονται με τον Χίτλερ παρά να συνάψουν ένα κοινό μέτωπο με τη Σοβιετική Ένωση για την αναχαίτιση της ναζιστικής επιθετικότητας. Αναμφίβολα η εσκεμμένη αδιαφορία των Αγγλο-Γάλλων στις σοβιετικές εκκλήσεις για μια κοινή αντι-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 361
μετώπιση της ναζιστικής απειλής αποδείχτηκε ολέθρια γιατί ενθάρρυνε τις ορέξεις του Χίτλερ. Παράλληλα ενίσχυε' τις υποψίες του Στάλιν αναφορικά με τις προθέσεις των δυτικών. Αυτό έδινε την ευκαιρία στον Χίτλερ να διασπείρει διχόνοια και δυσπιστία ανάμεσα στους ΑγγλοΓάλλους και τη Σοβιετική Ένωση, με αποτέλεσμα τη σύναψη του Γερμανο-Σοβιετικού Συμφώνου, (το Σύμφωνο Ribbentrop - Μολότοφ) μία εβδομάδα πριν από την έκρηξη του Β' παγκοσμίου πολέμου.
Αντί για μια κοινή αντιμετώπιση, με τους Σοβιετικούς, των γερμανικών απειλών κατά της εδαφικής ακεραιότητας της Τσεχοσλοβακίας και την ανάληψη κοινής δράσης στα πλαίσια της Κοινωνίας των Εθνών, ο Chamberlain προτίμησε να «κατευνάσει» τον Χίτλερ με παρασκηνιακές διαβουλεύσεις. Στις 15 Σεπτεμβρίου 1938 συναντούσε τον Χίτλερ στο θέρετρο του τελευταίου, υποδηλώνοντας έτσι τη διακαή επιθυμία του να συμβιβαστεί με τον Χίτλερ . Άλλωστε η Τσεχοσλοβακία το 1938 βρισκόταν στα πρόθυρα κατάρρευσης οι γειτονικές χώρες -Πολωνία και Ουγγαρία- υποκινούμενες και από τον Χίτλερ, διεκδικούσαν εδάφη της. Επίσης οι Σλοβάκοι έθεταν ανοικτά το ζήτημα της αυτοδιάθεσής τους. Κάτω από αυτά τα εκβιαστικά διλήμματα, και μπρος στον κίνδυνο της πλήρους διάλυσής της, η Τσεχοσλοβακία ενέδωσε στις γερμανικές απειλές και παραχώρησε αυτονομία στη Σουδετία, που κατοικούνταν από Γερμανούς. Ο Chamberlain επέστρεψε στη Γερμανία για να επικυρώσει με τον Χίτλερ τα συμφωνηθέντα. Ωστόσο ο τελευταίος τώρα πρόβαλλε νέες απαιτήσεις: Η επαρχία της Σουδετίας θα καταλαμβανόταν από γερμανικά στρατεύματα, δηλαδή θα ενσωματωνόταν στο Τρίτο Ράιχ. Εάν η τσεχοσλοβακική κυβέρνηση πρόβαλλε αντιρρήσεις, τότε οι Γερμανοί θα εισέβαλλαν αμέσως στην Τσεχοσλοβακία. Η νέα κίνηση του Χίτλερ άφηνε άφωνους τους Αγγλο-Γάλλους. Τώρα πλέον το θέμα δεν ήταν η αυτονομία των 3 εκατομμυρίων Γερμανών στην Τσεχοσλοβακία, αλλά η πλήρης υποταγή της στον Χίτλερ. Ήταν διατεθειμένοι οι Βρετανοί και οι Γάλλοι να προσφύγουν σε πόλεμο με τη ναζιστική Γερμανία για την Τσεχοσλοβακία, την οποία θεωρούσαν χαμένη υπόθεση; Η απάντηση ήταν αρνητική . Συνεπώς θα έπρεπε να βρεθεί ένας τρόπος για να διευθετηθεί η κρίση . Τη λύση την έδωσε ο Μουσολίνι ο οποίος πρότεινε τη σύγκληση μιας διάσκεψης μεταξύ των ηγετών
362 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡIΑ
των 4 δυνάμεων, Γερμανίας, Ιταλίας, Γαλλίας και Βρετανίας, για την εξεύρεση μιας ειρηνικής λύσης. Αυτή η διάσκεψη πραγματοποιήθηκε στο Μόναχο στις 29 Σεπτεμβρίου 1938 και παρευρέθησαν ο Χίτλερ, ο Μουσολίνι, ο Chamberlain και ο Daladier, ο Γάλλος πρωθυπουργός. Οι Τσέχοι ήταν απόντες, όπως και οι Σοβιετικοί.
Οι 4 συμφώνησαν στη σταδιακή κατοχή της Σουδετίας από τους Γερμανούς και στη σύσταση μιας διεθνούς επιτροπής για τη διευθέτηση τυχόν διαφορών σχετικά με τα νέα σύνορα της συρρικνωμένης Τσεχοσλοβακίας τα οποία υποτίθεται ότι θα κατοχυρώνονταν από διεθνείς εγγυήσεις. Κατόπιν ανακοίνωσαν αυτούς τους όρους στην κυβέρνηση της Πράγας, η οποία δεν είχε καμία δυνατότητα να τους διαπραγματευτεί. Ανήμπορη να αντιμετωπίσει την αγανάκτηση του τσεχικού λαού, η κυβέρνηση της Πράγας παραιτήθηκε, διευκολύνοντας έτσι το έργο του Χίτλερ και απαλλάσσοντας τους Αγγλο-Γάλλους από ένα χειρότερο διασυρμό. Γιατί, όπως παρατηρούν ορισμένοι ιστορικοί, κανείς δεν μπορεί να φανταστεί τι θα είχε συμβεί εάν η κυβέρνηση της Πράγας είχε απορρίψει τη συμφωνία του Μονάχου και είχε καταφύγει σε ένοπλο αγώνα για την προάσπιση της εδαφικής ακεραιότητάς της. Ίσως αυτό να έφερνε σε τόσο δύσκολη θέση τους Αγγλο-Γάλλους που κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης θα υποχρεώνονταν να παρέμβουν2Ο. Ίσως μια σθεναρή αντίδραση, στην οποία θα εμπλεκόταν και η Σοβιετική Ένωση, θα εξανάγκαζε τον Χίτλερ να αναδιπλωθεί και πιθανόν να δρομολογούσε εξελίξεις που δεν θα οδηγούσαν στο Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Όμως, για τον Βρετανό πρωθυπουργό, Neville Chamberlain, η Συμφωνία του Μονάχου αποτελούσε το θρίαμβο της λογικής και της μετριοπάθειας. Στην επιστροφή του στο Λονδίνο δήλωνε, με σχεδόν θριαμβευτικό τόνο, ότι είχε διαπραγματευτεί μια έντιμη συμφωνία η οποία θα διασφάλιζε «την ειρήνη για την εποχή μας» (peace for our time). Επίσης διαβεβαίωνε το βρετανικό κοινοβούλιο ως προς την ειλικρίνεια και τις καλές προθέσεις του Χίτλερ, ο οποίος του είχε υποσχεθεί ότι δεν είχε άλλες διεκδικήσεις στην Ευρώπη. Αυτή τη δέσμευση την έκανε και δημόσια ο Χίτλερ μετά τη συνάντηση του Μονάχου: Η Γερμανία, δήλωνε, δεν είχε άλλα εδαφικά προβλήματα στην Ευρώπη.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 363
Δεν θα ενδιαφερθώ πια για το τσεχικό κράτος, αυτό σας το εγγυώμαι. Δεν θέλουμε πια άλλους Τσέχους (στο Τρίτο Ράιχ)21 . Έξι μήνες αργότερα, η Τσεχοσλοβακία είχε ουσιαστικά εξαφανιστεί από το χάρτη της Ευρώπης και 6,5 εκατομμύρια Τσέχοι βρίσκονταν κάτω από ναζιστικό ζυγό, πολύ χειρότερο από αυτό της Αυστροουγγαρίας, από τον οποίο είχαν απαλλαγεί πριν είκοσι χρόνια. Σ' αυτό το έργο συνέπραξαν και τα γειτονικά κράτη, η Πολωνία και η Ουγγαρία καθώς και η Σλοβακία.
Το ζήτημα του διαμελισμού της Τσεχοσλοβακίας παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον στις μέρες μας, κυρίως αναφορικά με τη διεύρυνση της Ευρωπα'ίκής Ένωσης προς Ανατολάς. Το βασικό ερώτημα είναι κατά πόσο θα μπορέσει να διατηρηθεί η παρούσα ισορροπία στην ΕΕ, με την ένταξη μιας πλειάδας χωρών της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης οι οποίες, για οικονομικούς και πολιτικούς λόγους, θα βρεθούν στην τροχιά της Γερμανίας. Από ιστορικής άποψης, η κατάρρευση των πολυεθνικών αυτοκρατοριών το 1918-19, κυρίως της Αυστροουγγαρίας, σε συνδυασμό με τις συνθήκες ειρήνης του 1919-21, οι οποίοι, όπως αναφέρθηκε σε προηγούμενο κεφάλαιο, όξυναν τις εθνικές αντιθέσεις στην κεντρική και ανατολική Ευρώπη, πρόσφερε τη δυνατότητα σε μία ισχυρή και συμπαγή Γερμανία να εκμεταλλεύεται αυτές τις αντιθέσεις για να προάγει τους ηγεμονικούς στόχους της. Όπως παραστατικά εκμυστηρευόταν ο Χίτλερ στους στενούς του συνεργάτες, το 1938: «Υπάρχει μόνο ένα έθνος σ' αυτό τον πλανήτη που βρίσκεται στην καρδιά της Ευρώπης (και χαρακτηρίζεται) από μεγάλη συνοχή, φυλετική ομοιογένεια και κοινή γλώσσα: αυτό είναι το γερμανικό έθνος των 1 10 εκατομμυρίων Γερμανών στην κεντρική Ευρώπη. Aυτ� η σύγκριση μας επιτρέπει να είμαστε αισιόδοξοι. Μια μέρα ολόκληρος ο κόσμος πρέπει και πρόκειται να ανήκει σ' αυτό το ενωμένο μπλοκ της Κεντρικής Ευρώπης»22.
Ένα βήμα για την επίτευξη αυτού του στόχου ήταν η διάλυση της Τσεχοσλοβακίας. Αυτό από τη μία πλευρά διεύρυνε τα όρια και την ισχύ του Τρίτου Ράιχ και από την άλλη συνέβαλε στην πλήρη δορυφοροποίηση των γειτονικών χωρών, κυρίως της Πολωνίας και της Ουγγαρίας, όπως και της Σλοβακίας η οποία μετατρεπόταν σε γερμανικό προτεκτοράτο. Μετά από τη συνάντηση των 4 στο Μόναχο, η Ουγγαρία και
364 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
η Πολωνία ενέτειναν τις προσπάθειές τους για να αποσπάσουν εδάφη από την αιμορραγούσα Τσεχοσλοβακία. Εάν τελικά δεν το κατόρθωσαν, αυτό οφειλόταν στην αντίσταση των τσεχικών δυνάμεων καθώς και στη βουλιμία του Χίτλερ, ο οποίος, ενώ ενεθάρρυνε τις ορέξεις των Πολωνών και των Ούγγρων, διεκδικούσε τα λάφυρα για τον εαυτό του. Έτσι η Γερμανία κατέλαβε πρώτα την περιοχή της Σουδετίας και σταδιακά διεύρυνε τον έλεγχό της σε όλη την Τσεχία. Όμως για τον Χίτλερ η υποταγή των Τσέχων δεν ήταν αρκετή. Προφασιζόμενος φόβους για την τύχη 250.000 περίπου Γερμανών που υπάγονταν στη δικαιοδοσία της κυβέρνησης της Πράγας, εξανάγκασε τον πρόεδρο της Τσεχοσλοβακίας, σε μία τετ-α-τετ συνάντησή τους στο Βερολίνο, στη διάρκεια της οποίας ο άτυχος Τσέχος πρόεδρος λιποθύμησε από το φόβο του, να ενδώσει στην πλήρη γερμανική στρατιωτική κατοχή της χώρας του. Στις 15 Μαρτίου 1939, γερμανικά στρατεύματα καταλάμβαναν την Πράγα. Οι επαρχίες της Βοημίας και της Μοραβίας γίνονταν «προτεκτοράτα» της Γερμανίας, η Σλοβακία ανακηρυσσόταν ανεξάρτητο κράτος και η περιοχή της Ρουθηνίας καταλαμβαινόταν από τους Ούγγρους. Έτσι η Ευρώπη έπαιρνε μια ιδέα για τις μεθόδους που θα ακολουθούσαν οι δυνάμεις του άξονα στα κατεχόμενα εδάφη της Ευρώπης, στη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου, καθώς και τι είδους «νέα τάξη πραγμάτων» είχε υπόψη του ο Χίτλερ, στην Ευρώπη.
Ο διαμελισμός της Τσεχοσλοβακίας, το Μάρτιο του 1939, διέλυε και τις τελευταίες αυταπάτες σχετικά με τις πραγματικές προθέσεις του Χίτλερ. Επίσης ήταν πλέον σαφές ότι το επόμενο θύμα του θα ήταν η Πολωνία, με την οποία είχε ανοικτούς λογαριασμούς κυρίως λόγω της πόλης του Danzing, η οποία αν και γερμανική γεωγραφικά βρισκόταν στην Πολωνία. Σ ' όλη τη διάρκεια του Μεσοπολέμου αποτελούσε πάγιο αίτημα των γερμανικών κυβερνήσεων η δημιουργία ενός «διαδρόμου» μεταξύ Danzing και Γερμανίας που θα περνούσε μέσα από πολωνικά εδάφη. Στις 3 1 Μαρτίου 1939, κάτω από τις πιέσεις της κοινής γνώμης, ο Chamberlain ανακοίνωνε ότι η βρετανική κυβέρνηση θα παρείχε στρατιωτική βοήθεια στην Πολωνία, σε περίπτωση εξωτερικής επιβουλής. Δύο εβδομάδες αργότερα, παρόμοιες εγγυήσεις δίνοντςιν στην Ελλάδα και τη Ρουμανία. Ήταν πλέον σαφές ότι η βρετανική κυ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 365
βέρνηση, έστω και καθυστερημένα, ήταν αποφασισμένη να σταματήσει το «μάδημα της αγκινάρας». Η απόφαση αυτή σηματοδοτούσε καμπή για τη βρετανική πολιτική στην Ευρώπη. Έως τότε οι δεσμεύσεις που είχε αναλάβει περιορίζονταν στη δυτική Ευρώπη, κυρίως στην ενίσχυση της άμυνας της Γαλλίας και του Βελγίου. Τώρα, για πρώτη φορά, αναλάμβανε δεσμεύσεις στην κεντρική Ευρώπη και τα Βαλκάνια, με τις εγγυήσεις της προς την Ελλάδα και τη Ρουμανία. Αυτό είχε ως συνέπεια τη διεύρυνση του πολέμου, με την ενεργό εμπλοκή βρετανικών δυνάμεων στην Ελλάδα.
Βέβαια οι βρετανικές εγγυήσεις από μόνες τους δεν επαρκούσαν για να αποτρέψουν τον Χίτλερ. Αναμφισβήτητα ο πιο αποτελεσματικός τρόπος ήταν η ανασύσταση της «τριπλής Entente» -Ρωσίας, Βρετανίας, Γαλλίας- του Α παγκοσμίου πολέμου. Ωστόσο το Λονδίνο είχε γίνει θύμα του αντικομουνισμού του και έτρεφε αυταπάτες για μία γερμανοσοβιετική πολεμική σύγκρουση. Συνεπώς, παρά τις έντονες παραινέσεις του Στάλιν για τη σύναψη στρατιωτικής συμμαχίας για την κοινή αντιμετώπιση της ναζιστικής απειλής, το Λονδίνο και το Παρίσι κωλυσιεργούσαν και έκαναν το παν για να πείσουν τη Μόσχα ότι ουσιαστικά δεν ενδιαφέρονταν. Αν και οι διαβουλεύσεις μεταξύ Σοβιετικών και Αγγλο-Γάλλων στρατιωτικών εμπειρογνωμόνων είχαν ξεκινήσει σε χαμηλό επίπεδο, το Μάρτιο του 1 939, δεν είχαν σημειώσει ουσιαστική πρόοδο έως τις 21 Αυγούστου 1 939, που διακόπηκαν. Εκτός από τα αντι-σοβιετικά αντανακλαστικά της βρετανικής κυβέρνησης, άλλος ένας σημαντικός λόγος για το ναυάγιο αυτών των διαπραγματεύσεων ήταν και η αδιάλλακτη στάση της πολωνικής κυβέρνησης η οποία διακατεχόταν από ακόμα μεγαλύτερα αντισοβιετικά αισθήματα, λόγω και της προαιώνιας ρωσο-πολωνικής εχθρότητας. Έτσι, παρά τις γαλλικές παραινέσεις, η Πολωνία απέρριπτε κάθε σχέδιο για τη διακίνηση σοβιετικών στρατευμάτων μέσω πολωνικών εδαφών, σε περίπτωση πολέμου με τη Γερμανία. Αυτό εξόργιζε ιδιαίτερα τους Σοβιετικούς, οι οποίοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν γιατί θα έπρεπε να εκλιπαρούν τους Πολωνούς για να τους επιτρέψουν να πάνε να πολεμήσουν για να υπερασπιστούν την εδαφική ακεραιότητά τους.
366 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οι διαπραγματεύσεις διακόπηκαν άκαρπες στις 21 Αυγούστου 1939. Την επόμενη μέρα έφτανε στη Μόσχα ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, νοη Ribbentrop, και στις 23 Αυγούστου υπογραφόταν το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο μη-επιθέσεως. Αυτό προκάλεσε συναισθήματα οργής και έκπληξης στις δυτικές χώρες. Θεωρούσαν αδιανόητο πώς δυο χώρες, με διαμετρικά αντίθετα καθεστώτα και ιδεολογίες, μπορούσαν να συνάψουν παρόμοιο σύμφωνο. Αν και αυτό ονομαζόταν επίσημα «σύμφωνο μη-επιθέσεως» εμπεριείχε μυστικούς όρους μεταξύ Γερμανίας και Σοβιετικής Ένωσης για το διαμελισμό της Πολωνίας και γενικά για ένα γερμανο-σοβιετικό διακανονισμό της Ανατολικής Ευρώπης. Από αυτή την άποψη, και παρά τον ισχυρισμό του Ribbentrop ότι το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο ήταν «αποκλειστικά δική του ιδέα», δεν αποτελούσε τίποτε περισσότερο από παραλλαγή παλαιότερων γερμανορωσικών εναγκαλισμών, από την εποχή του Φρειδερίκου του Μεγάλου, έως τη Συνθήκη του Rapallo, το 1922.23
Το Γερμανο-Σοβιετικό Σύμφωνο υπογράφηκε 8 μέρες πριν τη γερμανική επίθεση κατά της Πολωνίας. Αυτός άλλωστε ήταν και ο σκοπός που εξυπηρετούσε, για τον Χίτλερ, δηλαδή να αποτρέψει τον κίνδυνο «περικύκλωσης», από Ανατολή και Δύση. Επίσης ο Χίτλερ ήταν πεπεισμένος ότι η αποχή της Σοβιετικής Ένωσης θα λειτουργούσε αποτρεπτικά και για τη Βρετανία και τη Γαλλία, οι οποίες δεν θα διακινδύνευαν μία σύγκρουση με την πανίσχυρη Γερμανία, χωρίς την υποστήριξη της Σοβιετικής Ένωσης. Κι αυτό παρά τις προειδοποιήσεις του Chamberlain ότι η Βρετανία δεν θα δίσταζε να τηρήσει τις δεσμεύσεις της απέναντι στην Πολωνία. Την 1η Σεπτεμβρίου 1939, ο Χίτλερ εξαπέλυσε επίθεση κατά της Πολωνίας: «Μη δείξετε οίκτο», συνιστούσε στους στρατηγούς του. «Να δράσετε με όλη σας την κτηνωδία. Ογδόντα εκατομμύρια λαού πρέπει να αποκτήσουν αυτό που τους ανήκει. Πρέπει να διασφαλιστεί η επιβίωσή τους. Ο δυνατός έχει πάντα δίκιο»24. Έως την τελευταία στιγμή ήταν σίγουρος ότι η Βρετανία και η Γαλλία, στην «παρακμή» που βρίσκονταν, δεν θα τολμούσαν να κηρύξουν πόλεμο εναντίον του. Όταν όμως ο διερμηνέας του τού μετέφερε τα νέα της κήρυξης του πολέμου από τη Βρετανία και τη Γαλλία, στις 3 Σεπτεμβρίου, ο Χίτλερ έμεινε σιωπηλός, με βλέμμα ανέκφραστο. Ύστερα από
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 367
νεκρική σιωπή απευθύνθηκε στον Ribbentrop σε επικριτικό τόνο, υπονοώντας ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος γι' αυτή την δυσάρεστη τροπή. Ο τρίτος παρευρισκόμενος σ' αυτή τη συνάντηση ήταν ο Goring ο οποίος αναφώνησε : «Εάν χάσουμε αυτό τον πόλεμο, ας μας λυπηθεί ο Θεός»25. Έξι χρόνια αργότερα, ο Χίτλερ και ο Goring αυτοκτονούσαν και ο Ribbentrop στελνόταν στην αγχόνη, μετά τη δίκη της Νυρεμβέργης.
Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος και οι επιπτώσεις του
Σε σύγκριση με τον Α' παγκόσμιο πόλεμο, ο Β' προσέλαβε μεγαλύτερη ένταση και έκταση και είχε πολύ σοβαρότερες επιπτώσεις για τη γηραιά ήπειρο. Όχι μόνο διάρκεσε ενάμιση περίπου χρόνο περισσότερο και προξένησε μεγαλύτερες ανθρώπινες απώλειες απ' ό,τι ο πρώτος, αλλά προσέλαβε και μια οικουμενικότητα που τον καθιστούν τον πρώτο ουσιαστικά «παγκόσμιο» πόλεμο. Ο Α' παγκόσμιος πόλεμος αν και «διαχύθηκε» σε άλλες γεωγραφικές περιοχές, όπως η Μέση Ανατολή, και ενέπλεξε μη ευρωπα·ίκές δυνάμεις, όπως οι ΗΠΑ και έμμεσα η Ιαπωνία, η οποία υποτίθεται ότι τάχθηκε με τις δυνάμεις της Entente, ουσιαστικά αποτελούσε ευρωπα·ίκή υπόθεση. Οι μη ευρωπα·ίκές δυνάμεις διαδραμάτισαν έναν επικουρικό ρόλο τόσο στις πολεμικές εχθροπραξίες όσο και στο διακανονισμό του. Αυτό ισχύει τόσο για τις ΗΠΑ όσο και για τη Ρωσία. Όσον αφορά τις άλλες δυνάμεις, π.χ. την Ιαπωνία ή την Κίνα, η συμβολή τους, τόσο στον πόλεμο όσο, στη διαδικασία ειρήνευσης, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. Από αυτή την άποψη, ο επιθετικός προσδιορισμός «παγκόσμιος», όσο αφορά τον πρώτο πόλεμο, αντανακλά περισσότερο τον ευρωκεντρικό χαρακτήρα της εποχής εκείνης. Συνεπώς αν και στον Α' παγκόσμιο πόλεμο εμπλέχτηκε ένα μεγάλο μέρος του πλανήτη αυτό οφειλόταν κυρίως στην εξάρτηση, έμμεση ή άμεση, αυτών των περιοχών από την Ευρώπη. Η σημαντικότερη διαφορά συνιστάται στο ότι ενώ στον Α' παγκόσμιο πόλεμο το ζητούμενο ήταν η αποκατάσταση της δεσπόζουσας θέσης της Ευρώπης στον κόσμο, στο Β' παγκόσμιο πόλεμο το πρόβλημα που προέκυψε ήταν η προσαρμογή μιας εξουθενωμένης Ευρώπης σε ένα νέο παγκόσμιο πλαίσιο.
Για το ότι ένας δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος θα οδηγούσε την Ευρώπη σε πολιτική, αμυντική, οικονομική, ακόμα και πολιτισμική πα-
368 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρακμή, λίγοι αμφέβαλλαν, πριν το 1939. Αυτός ήταν και ένας από τους λόγους για το πνεύμα «κατευνασμού» την περίοδο του Μεσοπολέμου, δηλαδή η επίγνωση ότι ένας νέος γενικευμένος πόλεμος θα οδηγούσε την Ευρώπη στην παρακμή και την εξάρτησή της, κυρίως από την Αμερική και τη Σοβιετική Ένωση. Κατά πόσο αυτό το συναίσθημα το συμμερίζονταν και οι δυνάμεις του Άξονα, κυρίως οι ναζί, που φέρουν την κύρια ευθύνη για την έκρηξη του Β' παγκοσμίου πολέμου, είναι αδιευκρίνιστο. Αυτό που παρατηρούμε, είναι οι μεγάλες αντιφάσεις στη στάση της ναζιστικής Γερμανίας, κυρίως του Χίτλερ, σ' αυτό το ζήτημα. Από τη μία πλευρά είχε τόσο μεγάλη εμπιστοσύνη στη δύναμή του ώστε να πιστεύει ότι θα μπορούσε να υποτάξει όχι μόνο τους «υπάνθρωπους» Ρώσους, αλλά και την Αμερική' από την άλλη είχε επίγνωση, αν όχι αυτός τουλάχιστον οι επιτελείς του, όπως ο Γκαίμπελς και ο Ribbentrop, των περιορισμένων δυνατοτήτων της Γερμανίας, για την επίτευξη τόσο φιλόδοξων στόχων. Εξ ου και η προσπάθειά τους, κυρίως το 1942-44, να προσδώσουν έναν «ευρωπα'ίκό» χαρακτήρα στις ηγεμονικές βλέψεις τους.
Στο παραπάνω θέμα θα επιστρέψουμε παρακάτω. Αυτό που χρειάζεται να υπογραμμιστεί εδώ είναι ότι αυτοί οι προβληματισμοί επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την πορεία του Β' παγκοσμίου πολέμου. Π.χ. παρά τις εγγυήσεις των Αγγλο-Γάλλων προς την Πολωνία, και την επίσημη κήρυξη του πολέμου στη Γερμανία, στις 3 Σεπτεμβρίου του 1939, δεν προσέφεραν καμία στρατιωτική ενίσχυση στην Πολωνία, η οποία μέσα σε τέσσερις εβδομάδες είχε κατακτηθεί από τους Γερμανούς που τη μοιράστηκαν με τη Σοβιετική Ένωση. Αυτή ήταν η πρώτη γεύση της νέας πολεμικής τακτικής του Blitzkrieg (του αστραπιαίου πολέμου) που εγκαινίαζαν οι ναζί στο Β' παγκόσμιο πόλεμο και αποτελούσε το ακριβώς αντίθετο από τον πόλεμο των χαρακωμάτων του Α' παγκοσμίου πολέμου. Οι επιπτώσεις του «αστραπιαίου πολέμου» ήταν τεράστιες και πολύμορφες. Στο καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, ο «αστραπιαίος πόλεμος» συνιστούσε μία επαναστατική καινοτομία που έδινε στις ναζιστικές δυνάμεις το στρατηγικό πλεονέκτημα της «εξ απήνης» υποταγής του αντιπάλου πριν ακόμα αυτός προλάβει να αντιδράσει. Ο ψυχολογικός αντίκτυπος ήταν εξίσου σημαντικός τόσο για τις γερμανικές δυνά-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 369
μεις, οι οποίες πολεμούσαν με την αυτοπεποίθηση της γρήγορης νίκης, απαλλαγμένες από το φόβο της αποτελμάτωσης του πολέμου των χαρακωμάτων του Α' παγκοσμίου πολέμου, όσο και για τους αντιπάλους τους οι οποίοι θεωρούσαν κάθε αντίσταση μάταιη . Ο ψυχολογικός αφοπλισμό ς του αντιπάλου ενισχυόταν και από τους εναέριους βομβαρδισμούς των αστικών κέντρων, αρχής γενομένης από τη Βαρσοβία, την οποία ισοπέδωσαν οι ναζί, το Σεπτέμβριο του 1939.
Όπως αναφέραμε, παρά το ότι οι Γερμανοί διατηρούσαν περιορισμένες δυνάμεις στα δυτικά σύνορά τους, η Βρετανία και η Γαλλία παρέμεναν απαθείς στο δράμα των Πολωνών. Αργότερα προσπάθησαν να δικαιολογήσουν
, αυτή τη στάση τους ισχυριζόμενοι ότι δεν ήταν ακό
μα έτοιμες για να εμπλακούν σε πόλεμο και ότι δεν είχαν τις δυνατότητες για να συνδράμουν. Ωστόσο, συνήθως, παρόμοιες δικαιολογίες αποτελούν προφάσεις από εκείνους που στερούνται τη βούληση να αναλάβουν τις ιστορικές ευθύνες τους. Επίσης δεν φαίνεται να προβλημάτισε τους Αγγλο-Γάλλους η ευκολία με την οποία κατέρρευσε η Πολωνία, απέναντι στον «αστραπιαίο πόλεμο» των ναζί. Αντί να συναγάγουν τα κατάλληλα συμπεράσματα, απέδωσαν την εύκολη επικράτηση των ναζί στο χαμηλό επίπεδο των πολωνικών ενόπλων δυνάμεων. Γενικά η στάση των Αγγλο-Γάλλων, το Σεπτέμβριο του 1939, υποδηλώνει μία απροθυμία τους να εμπλακούν σε εχθροπραξίες με τη Γερμανία, παρά το γεγονός ότι βρίσκονταν σε εμπόλεμη κατάσταση.
Η περίοδος αυτή, έως τον Απρίλιο του 1940, έχει χαρακτηριστεί «ψευτο-πόλεμος» (phony war) καθώς ούτε η Γερμανία ούτε οι ΑγγλοΓάλλοι φαίνονταν διατεθειμένοι να αρχίσουν εχθροπραξίες. Παράλληλα υπήρξαν έντονες παρασκηνιακές διαβουλεύσεις για να βρεθεί κάποιος συμβιβασμός ώστε να αποφευχθεί η γενίκευση του πολέμου. Η πιο σημαντική εξέλιξη αυτή την περίοδο είναι ο σοβιετικο-φιλανδικός πόλεμος, που ξέσπασε το Νοέμβριο μετά από τη σοβιετική εισβολή στη Φιλανδία. Η Γαλλία και η Βρετανία έδειξαν διατεθειμένες να ενισχύσουν τη Φιλανδία μ' ένα εκστρατευτικό σώμα. Ωστόσο η άρνηση της Σουηδίας να επιτρέψει τη διέλευση αυτού του σώματος στρατού μέσω του εδάφους της, καθώς και άλλες επιπλοκές, καθυστέρησαν την επιχείρηση. Το Μάρτιο του 1940 επήλθε κατάπαυση του πυρός και η Φι-
370 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λανδία αποδέχτηκε την αναοριοθέτηση των συνόρων της με τη Σοβιετική Ένωση. Όμως, ενώ οι Αγγλο-Γάλλοι ήταν απορροφημένοι με τη Φιλανδία, ο Χίτλερ προετοιμαζόταν για την κατάληψη της Δανίας και της Νορβηγίας. Η κατάληψη της Νορβηγίας κρίθηκε απαραίτητη από τους ναζί επειδή υπήρχαν βάσιμοι φόβοι ότι οι Βρετανοί προετοίμαζαν την πλήρη ναρκοθέτηση των νορβηγικών υδάτων και την κατάληψη στρατηγικών σημείων. Το γερμανικό σχέδιο κατάληψης της Νορβηγίας εκτελέστηκε με απόλυτη ακρίβεια και αιφνιδίασε τους Βρετανούς, οι οποίοι προσπάθησαν να αντιδράσουν με κινήσεις αντιπερισπασμού, όπως η κατάληψη του λιμανιού Νάρβικ, στη βόρεια Νορβηγία. Η προσπάθεια απέτυχε και κόστισε τη ζωή εκατοντάδων ανδρών. Την ευθύνη για την επιχείρηση είχε ο Τσώρτσιλ, ο οποίος αργότερα κατηγορήθηκε και για άλλες παρόμοιες πράξεις αντιπερισπασμού που στοίχισαν τη ζωή σε δεκάδες χιλιάδες Βρετανούς άνδρες, όπως η εμπλοκή τους στην ηπειρωτική Ελλάδα και στη μάχη της Κρήτης.
Η επόμενη κίνηση ήταν η κατάληψη του Βελγίου και της Ολλανδίας. Η Ολλανδία καταλήφθηκε σε μία εβδομάδα και το Βέλγιο σε περίπου δύο. Η ολλανδική κυβέρνηση και η βασιλική οικογένεια κατέφυγαν στη Βρετανία, ενώ ο βασιλιάς του Βελγίου, Λεοπόλδος Γ, παραδόθηκε στους Γερμανούς, τη στιγμή που η κυβέρνησή του διέφευγε στο Λονδίνο. Γενικά η στάση μιας μεγάλης μερίδας Βέλγων, κυρίως των Φλαμανδών, απέναντι στις γερμανικές δυνάμεις κατοχής, χαρακτηρίζεται από ενδοτισμό, αν όχι ανοικτή συνεργασία. Η ήττα του Βελγίου άφηνε έκθετη τη Γαλλία, κυρίως λόγω του ότι οι γερμανικές δυνάμεις, με την επιμονή του Χίτλερ, είχαν παρακάμψει τις βελγικές θέσεις βορειο-δυτικά της χώρας, και είχαν διεισδύσει με τανκς νοτιο-δυτικά, αχρηστεύοντας τη γραμμή αμύνης, τη λεγόμενη «γραμμή Μαζινό». Μ' αυτό τον τρόπο αποφεύχθηκε η επανάληψη ενός πολέμου χαρακωμάτων, όπως στον Α' παγκόσμιο πόλεμο. Στο μεταξύ ο Chamberlain είχε παραιτηθεί από την πρωθυπουργία και τον διαδέχτηκε ο Τσώρτσιλ, στις 10 ΜαΙου 1940. Η «μάχη της Γαλλίας» κράτησε έως τις 22 Ιουνίου 1940. Ο Χίτλερ για να προσδώσει στο γεγονός δραματικό ιστορικό χαρακτήρα παράγγειλε να του φέρουν την ίδια άμαξα στην οποία ο Γάλλος στρατηγός Foch είχε δεχτεί τη συνθηκολόγηση των γερμανικών δυ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 371
νάμεων το Νοέμβριο του 1918. Έτσι επαναλαμβανόταν άλλος ένας κύκλος αλληλοταπείνωσης.
Στις 10 Ιουλίου 1940, η Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία, που είχε συσταθεί μετά το γαλλο-πρωσικό πόλεμο, έπαψε να υπάρχει. Μ' άλλα λόγια τόσο η ίδρυση όσο και η κατάλυσή της αποτέλεσαν προ"ίόντα ήττας. Η Γαλλία διαιρέθηκε στα δύο με τους Γερμανούς να κατέχουν το βόρειο και δυτικό τμήμα της χώρας, ενώ στο νότιο τμήμα εγκαταστάθηκε η λεγόμενη κυβέρνηση του Vichy, υπό την προεδρία του στρατηγού Πετέν, του ήρωα του Α' παγκοσμίου πολέμου, που τώρα μετατράπηκε σε συνεργάτη των Γερμανών. Ένα μέρος των γαλλικών δυνάμεων κατέφυγε στο Λονδίνο όπου, υπό την ηγεσία του μετέπειτα στρατηγού Ντε Γκωλ, ίσως της μεγαλύτερης πολιτικής και στρατιωτικής φυσιογνωμίας της Γαλλίας τον 20ό αιώνα, σύστησε την Επιτροπή για την Εθνική Απελευθέρωση. Αυτή θεωρούσε παράνομη την κυβέρνηση Vichy και όσους έπαιρναν εντολές από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής.
Μία ενδιαφέρουσα πτυχή της κατάρρευσης της Γαλλίας ήταν η επανασύσφιγξη της γαλλο-βρετανικής Entente. Το βρετανικό εκστρατευτικό σώμα που βρισκόταν στη Γαλλία παγιδεύτηκε, μαζί με ένα μέρος των γαλλικών δυνάμεων, στη Δουνκέρκη όπου δεχόταν ανελέητα αεροπορικά σφυροκοπήματα. Η διάσωση της δύναμης αυτής από βρετανικά σκάφη προσέλαβε δραματική μορφή που συμβόλιζε την κοινή μοίρα των δύο λαών. Κάτι παρόμοιο υποδήλωνε και η πρόταση του Τσώρτσιλ, ύστερα από υπόδειξη του Ζαν Μονέ, του μεταγενέστερου εμπνευστή της Ευρωπα"ίκής Κοινότητας, για μία πλήρη πολιτική και αμυντική ένωση της Γαλλίας και της Βρετανίας, με ενιαίο στρατό, κυβέρνηση και κοινό διαβατήριο. Η πρόταση αυτή, που αποσκοπούσε να τονώσει το ηθικό της γαλλικής κυβέρνησης, δεν είχε συνέχεια καθώς λίγες ημέρες αργότερα αυτή κατέρρευσε. Αυτό το επεισόδιο υποδηλώνει τις δυνατότητες των δυο χωρών για τη σύσφιγξη των σχέσεών τους όταν αντιμετωπίζουν μια κοινή εξωτερική απειλή.
Η συντριβή και της Γαλλίας σήμαινε την απομόνωση της Βρετανίας. Ο Χίτλερ, ο οποίος από πολύ νωρίτερα, ίσως από το 1937, προετοίμαζε μια επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης, που αποτελούσε τον κυριότερο στόχο του, προσπάθησε επανειλημμένα να «συνετίσει» τους
372 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Βρετανούς, για τους οποίους έτρεφε κάποιο θαυμασμό. Όπως επανειλημμένα είχε δηλώσει και είχε γράψει και στο βιβλίο του Ο ΑΥών μου, δεν ήταν στις προθέσεις του να διαλύσει τη βρετανική αυτοκρατορία. Στόχος του ήταν μία συγκυριαρχία μεταξύ των δύο «τευτόνων» λαών, στην οποία όμως τον πρωτεύοντα ρόλο θα έπαιζε η Γερμανία. Αυτό εξηγεί και τη διστακτική στάση των γερμανικών δυνάμεων απέναντι στη Βρετανία έως τον Ιούλιο του 1940, όταν ο Χίτλερ πείσθηκε ότι η Βρετανία δεν ήταν διατεθειμένη να συμμορφωθεί στις βουλήσεις του. Η επικείμενη εκστρατείο; του κατά της Σοβιετικής Ένωσης σήμαινε ότι θα έπρεπε να ξεκαθαρίσει την κατάσταση στο δυτικό μέτωπο, ώστε να μη βρισκόταν μεταξύ δύο πυρών. Έτσι, στις αρχές Αυγούστου 1940, άρχισε η «μάχη της Βρετανίας», η οποία επικεντρώθηκε στους αιθέρες με τιτάνιες αερομαχίες. Οι Γερμανοί, αν και διέθεταν την υπεροπλία σε αεροπλάνα και πιλότους, δεν κατόρθωσαν να εξουδετερώσουν τη βρετανική αεροπορία, η οποία τα τελευταία χρόνια είχε σημειώσει σημαντικές τεχνολογικές βελτιώσεις που την καθιστούσαν τουλάχιστον εφάμιλλη της γερμανικής. Η αδυναμία των Γερμανων να εξουδετερώσουν τη βρετανική αεροπορία τούς ώθησε σε μαζικούς βομβαρδισμούς αστικών κέντρων, αρχής γενομένης από το Λονδίνο. Λίγες μέρες αργότερα, το Κόβεντρι ισοπεδωνόταν με χιλιάδες νεκρούς. Το τραγικό είναι ότι ο Τσώρτσιλ ήξερε εκ των προτέρων για το βομβαρδισμό του Κόβεντρι -καθώς οι Βρετανοί είχαν κατορθώσει να σπάσουν το γερμανικό κώδικα «Αίνιγμα». Ωστόσο καμία προειδοποίηση δεν δόθηκε προς τον πληθυσμό του Κόβεντρι για να μην υποψιαστούν οι Γερμανοί ότι ο μυστικός κώδικάς τους είχε αχρηστευτεί. Ο βομβαρδισμός του Κόβεντρι και άλλων βρετανικών πόλεων, εξηγεί αλλά δεν δικαιολογεί τις φονικές βρετανικές αεροπορικές επιδρομές σε γερμανικές πόλεις τις παραμονές της παράδοσης της Γερμανίας, που στοίχισαν τη ζωή σε εκατοντάδες χιλιάδες αμάχους.
Η αδυναμία του Χίτλερ να κάμψει τη βρετανική αεροπορία τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την επιχείρηση για την κατάληψη της Βρετανίας στις 12 Οκτωβρίου 1940, και να στρέψει την προσοχή του στην επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Τώρα θεωρούσε ότι η εξουδετέρωση της Σοβιετικής Ένωσης θα έλυνε και το πρόβλημα της Βρετανίας.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 373
Όπως δήλωνε στους επιτελείς του «εάν η Ρωσία εξαφανιστεί, τότε η Βρετανία θα χάσει και την αμερικανική υποστήριξη καθώς (θα) ενισχυόταν σημαντικά η δύναμη της Ιαπωνίας στην Άπω Ανατολή». Αυτό θα εξανάγκαζε τις ΗΠΑ να επικεντρώσουν τις δυνάμεις τους στην Ασία26.
Το ίδιο θα συνέβαινε εάν διευρυνόταν το θέατρο του πολέμου στη Μεσόγειο και τη Μέση Ανατολή. Αυτό θα διασφάλιζε τη γερμανική κυριαρχία από την Αίγυπτο έως το Ιράν. Ωστόσο τα σχέδια του Χίτλερ ανατράπηκαν από την άφρονη συμπεριφορά του Μουσολίνι ο οποίος, για να ικανοποιήσει τις δικές του φιλοδοξίες και να αποδείξει ότι ήταν κι αυτός ικανός για παρόμοια «ανδραγαθήματα», επιτέθηκε κατά της Ελλάδας. Σκοπός του Μουσολίνι ήταν να αιφνιδιάσει τον Χίτλερ και να τον φέρει προ τετελεσμένων γεγονότων.
Η ιταλική επίθεση κατά της Ελλάδας δημιουργούσε νέα δεδομένα. Κατά πόσο αυτό συνετέλεσε στο να καθυστερήσει η γερμανική επίθεση κατά 'της Σοβιετικής Ένωσης αποτελεί αντικείμενο αντιπαραθέσεων μεταξύ ιστορικών. Π.χ. ένας ιστορικός θεωρεί ότι ο κυριότερος παράγοντας γι' αυτή την καθυστέρηση στην επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης δεν ήταν η γερμανική εμπλοκή στα Βαλκάνια, την άνοιξη του 1941 , ώστε να διασωθεί ο Μουσολίνι από έναν πλήρη διασυρμό, αλλά μάλλον γερμανικές ελλείψεις σε πολεμικό υλικό27. Ωστόσο ακόμα κι αν αυτό ισχύει, παραμένει γεγονός ότι η ελληνική αντίσταση στην Ιταλία μετέτρεψε το ψυχολογικό κλίμα. Η ιταλική επίθεση έγινε δύο εβδομάδες μετά την ντε φάκτο κατάπαυση της «μάχης της Αγγλίας», δηλαδή σε μία στιγμή που οι δυνάμεις του Άξονα κυριαρχούσαν στην Ευρώπη. Οι ελληνικές προελάσεις στην κατεχόμενη από τους Ιταλούς Βόρεια Ήπειρο αποτελούσαν την πρώτη αναδίπλωση των δυνάμεων του Άξονα, κάτι που δεν διέφυγε της προσοχής του Τσώρτσιλ, ο οποίος δεν έκρυβε τον ενθουσιασμό του και προσπαθούσε να προφέρει τα ονόματα των πόλεων που καταλάμβαναν οι ελληνικές δυνάμεις. Επίσης η ελληνική αντίσταση έκανε άλλες χώρες, όπως η Ισπανία, πιο διστακτικές στο να εμπλακούν στον πόλεμο με το πλευρό του Άξονα. Ακόμη η διεύρυνση του πολέμου στα Βαλκάνια ανάγκαζε τους Γερμανούς να διαθέτουν δυνάμεις κατοχής τις οποίες διαφορετικά θα διέθεταν στο ανατο-
374 ΣγΓΧΡΟΝΗ EγPΩΠAΪΚJ-I ΙΣΤΟΡΙΑ
λικό μέτωπο. Αξίζει επίσης να σημειωθεί ότι οι Γερμανοί υπέστησαν βαριές απώλειες επίλεκτων δυνάμεων, όπως του σώματος αλεξιπτωτιστών το οποίο ουσιαστικά αποδεκατίστηκε στη μάχη της Κρήτης, ώστε διαλύθηκε μετά το τέλος των επιχειρήσεων. Αυτό το σώμα αλεξιπτωτιστών, που το Μάιο του 1940 είχε καταλάβει σε έξι μόνο ώρες το αεροδρόμιο του Άμστερνταμ, το προόριζε ο Χίτλερ, πριν από τη μάχη της Κρήτης, για την κατάληψη της Κύπρου και ενδεχομένως και της Αλεξάνδρειας. Τέλος, η αψυχολόγητη επίθεση του Μουσολίνι κατά της Ελλάδας φανέρωνε τις αντιφάσεις στις σχέσεις Γερμανίας και Ιταλίας. Αυτή η ασυναρτησία στις γραμμές του Άξονα φάνηκε και πάλι λίγο αργότερα, όταν ο Χίτλερ εξαπέλυε την επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης χωρίς καν να ενημερώσει τους Ιάπωνες συμμάχους του.
Η γερμανική επίθεση κατά της Σοβιετικής Ένωσης ξεκίνησε στις 22 Ιουνίου 1941 και κάλυπτε ένα μέτωπο από τη Βαλτική έως τη Ρουμανία. Ο γερμανο-ρωσικός πόλεμος διάρκεσε σχεδόν 4 χρόνια, έως το Μάιο του 1945, όταν σοβιετικές δυνάμεις ύψωσαν το σφυροδρέπανο στο Βερολίνο. Αυτός ο πόλεμος ήταν ο μεγαλύτερος στην ανθρώπινη ιστορία, με δεκάδες εκατομμύρια νεκρούς και ομηρικές μάχες τόσο στα μέτωπα όσο και στα μετόπισθεν. Αναμφισβήτητα η έκβαση του Β' παγκοσμίου πολέμου κρίθηκε στο Ανατολικό Μέτωπο. Εάν ο Χίτλερ είχε κατορθώσει να κυριεύσει τη Σοβιετική Ένωση είναι δύσκολο να δει κανείς ποια δύναμη θα τον εμπόδιζε να επιβάλει μία κοσμοκρατορία. Ωστόσο, παρά τις εκθαμβωτικές προελάσεις των ναζί τους πρώτους 6 μήνες, και τη διείσδυσή τους στην ενδοχώρα της Ρωσίας, δεν κατόρθωσαν να κάμψουν την αντίσταση των Ρώσων. Οι μαζικές εκτελέσεις άμαχου πληθυσμού από τους ναζί δεν άφηνε καμιά αμφιβολία στους Ρώσους για το ποια θα ήταν η μοίρα τους, εάν έχαναν τον πόλεμο. Η πολιτική και η πνευματική ηγεσία της χώρας θα εξολοθρευόταν. Αυτό θα διευκόλυνε την καλύτερη διαχείριση της σλαβικής «αγέλης» μέρος της οποίας θα μετατρεπόταν σε υποτελείς και ένα άλλο θα μετανάστευε στις πιο απόμακρες και αφιλόξενες περιοχές της Σοβιετικής Ένωσης.
Στα τέλη του 1941 υπήρχε η εντύπωση ότι οι ναζιστικές δυνάμεις βρίσκονταν πολύ κοντά στη νίκη . Οι πιο πλούσιες περιοχές της Ρωσίας, σε πρώτες ύλες και αγροτικά προ·ίόντα, είχαν κυριευτεί από τις γερμα-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 375
νικές δυνάμεις, οι οποίες είχαν φτάσει ως τις παρυφές της Μόσχας. Ωστόσο ο Χίτλερ είχε υποτιμήσει τρεις βασικούς παράγοντες: τη θέληση του ρωσικού λαού να αντισταθεί, τις στρατιωτικές δυνατότητες της Σοβιετικής Ένωσης, η οποία είχε μεταφέρει ζωτικές πολεμικές βιομηχανίες στην ενδοχώρα, και τις καιρικές συνθήκες.
Σ' αυτή ακριβώς τη φάση, δηλαδή το Δεκέμβριο του 1941 , και ενώ η πολεμική κατάσταση στην Ευρώπη παρουσιάζεται ρευστή και αβέβαιη, διευρύνεται ο πόλεμος και αποκτά έναν πραγματικά παγκόσμιο χαρακτήρα με την εμπλοκή της Ιαπωνίας και των Ηνωμένων Πολιτειών. Η ιαπωνική επίθεση στο Περλ Χάρμπορ, στις 7 Δεκεμβρίου 1941 , ουσιαστικά αποτελούσε πράξη απελπισίας για το Τόκιο. Η Ιαπωνία το τελευταίο διάστημα αντιμετώπιζε μεγάλες ελλείψεις σε πρώτες ύλες, κυρίως πετρέλαιο, σαν αποτέλεσμα του εμπάργκο που είχαν επιβάλει οι Αμερικανοί και Ευρωπαίοι σύμμαχοί τους, κυρίως οι Βρετανοί και οι Ολλανδοί, που κατείχαν τεράστιες εκτάσεις στην Ανατολική Ασία, από την Ινδονησία και τη Μαλαισία έως την Ινδία. Συνεπώς ο στρατηγικός στόχος της ιαπωνικής επίθεσης στο Περλ Χάρμπορ ήταν να αποκόψει τους Αμερικανούς από την Άπω Ανατολή και να διευκολύνε ι τις ιαπωνικές δυνάμεις να καταλάβουν τις ευρωπα"ίκές κυρίως αποικίες στην Ασία με τα πλούσια κοιτάσματά τους σε πρώτες ύλες και σε πετρέλαιο. Η επίθεση στο Περλ Χάρμπορ συνδυάστηκε με παρόμοιες επιθέσεις των Ιαπώνων στη Μαλαισία, την Ινδονησία, τη Σιγκαπούρη, τις Φιλιππίνες κ.λπ. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, οι αποικίες των λευκών στην Άπω Ανατολή καταλαμβάνονταν από τους Ιάπωνες. Οι στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ιαπώνων άφηναν έκπληκτους τους δυτικούς που διαπίστωναν τώρα και οι ίδιοι αυτό που είχαν ανακαλύψει και οι Ρώσοι, το 1905, στο ρωσο-ιαπωνικό πόλεμο. Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι Ιάπωνες εκμεταλλεύτηκαν στο έπακρο τις φυλετικές διαφορές και προέβαλαν τους εαυτούς τους ως υπερασπιστές των «ασιατικών λαών» για τους οποίους θα οργάνωναν μια ασιατική ζώνη ευημερίας, και από την οποία θα αποκλείονταν οι δυτικές δυνάμεις.
Στις 12 Δεκεμβρίου 1941, η Αμερική κήρυξε τον πόλεμο στην Ιαπωνία και, λίγες μέρες αργότερα, ο Χίτλερ κήρυττε τον πόλεμο στην Αμερική συνδέοντας μ' αυτό τον τρόπο τα δυο θέατρα του Β' παγκοσμίου
A01. ADAA.1cDD} )OX11.31g0:r 10 OD9We5 'UDnXD)A3 �X1001£003D 3XU8}XD
-OWL lDX �X11.nq P1XD1ArtDDAD DA A(1)3rl�Anq A()1X1ADrl03'\ A(l)1. �1.UX101q
OW �X11.mjuoo'\U1.DX 3Dn309'\D1£D 03"{1.)X 0 . A(l)3rl�Mq A<y1X1ADrl03'\
A(l)1. 'A910QAD 000'00£ 'Drl�rl1. 0"{�'\3rl DA} ADD(l)"{X�X1031£ n01£9 '1.ADOX,\
-A1"{�1:r OW 'UD38)1£31.AD AUW ADDDO}1£ s13rl�AnQ s}X11.31g0D 10 'nOA90X
n01. sO"{}1. OW 'lDX 3XU8�101£0038DW 01£(l)1.}W 9X1"{01.DA\I 0.1 'DAO�Y
n01. A(l)3rl�Mq A(l)1. Uo(l)"{1£)qDAD �xmqDw U1. )31.0q01.DrlUD Z1761 OJ.
·sD)ADrl03J s�X1W1�DA sU1.
sUDU1.�OX11£3 sU1. � s13rl�MQ o�q 511. s}1.nD 91£D sU1. s�DU1.0��3 sU1 ��D1.
-3rl13�}"{l1£3 DA AO}"{1£ 3X)3 D)01£O U 'su1£91on3: sU1. UDU)01£010(l)81031£ �x
-11.1"{O1£ AU1 D0319'\OD lDX �X11.(l)11.DOW U1 3D�01.0q01.DrluD s�X103rl\l SU1.
lDX sUD(l)A:;:L s�X11.31g0:r su1. Orl3'{91£ /\Ow �XoqD13 H 'su1£910n3: s91.X3
'A(l)3�"{3�3 A(l))rlDOX'\D1£ A(l)1. snoo�g 001.A}X 01. 's�OX100W1 snoA9rlmoo
m� D1.U"{X�1.3rlD (13D�O(l)XDOD1£ 3Xp lDX O1rlD9X,\D1£ 3D Orl3'{91£ 9X�.D1£
-(l)On3 A�XO�3 ,1.DX ADA} 131\t}01.D1.3rl 3X)3 '1t61 01. n01 s}13'\0}A3 511. 3rl
'03,,{1.)X 0 11.9 s9AO'\3'\ 01. 131\t�OX01£D DA 3D�000:url A3Q D)ODn"{cD U1.3XD�1.
-DXD U �lnD OD9we5 '8Z«D)00W1 UA11£9108AD AUW s}X1qDAOrl s13��1.D1.DX
-DAD m'\ 0'{90 01. 13D}8DAD 13X} s�li s9'\On01rluv 0 "'D)00W1 mrlD9x'\
-D1£ AU1. m'\ lDX �"{"{D �XW1£(l)On3 AU1. OA9rl1X9 3�1098DX D8 mA90X 0001
� OO� DA3rl91£3 D1. m'\ D)01£O U UDnOOX'\� �X100W1» mrl AD1.� '3,\3"{}
'sorl3,,{91£ sOlA�1.11. 0 s91.n\l ·sIlOA91. s�OX11.1£n"{DX01£D 3D 3'\n3cD}1.DX D0911.
50)01£0 0 '03,,{1.)X 0 SOlQ) 0 lDX AD1.9AD8DlD1q 01. AO"{"{�rl 91.n\l 'norl}"{o1£
no1. uDDgX} AU1. ADI\tDO'\}lqOO1£ �x1wmDno n01£ '( no1. pl.mi(t3ttorillttrioltV
DW "{1D1.091DJ. 0 13cD�O'\ s(l)1£9 'lU!Od 8u!uln.1 u) O)3rlU.D 9X1grlOX ADD
-�0"{31.01£D s13�"{3�3 10 s}1.nD D1.U1.�gmcDrlDA\I 'D)A(l)1£DI AU1. 91£D O"{D1£
-)1.AD OMqA)X11£3 011£ 3D�00(l)38 D)01£O AU1. 'D)ADrl03J U1. 5001£ sU1. soo�g
01. 13D9101.A3X11£3 DA UDUAO}gnx �X1ADX103rlD AUW D)OlDXIl3 AU1. 3D(l)Q}
no1. �13'\0}A3 U1.u'\9"{oXnI\tD U �1.nD sUo)1£3: 's�ODDO"{OX o�q sno1. s�01.
-IlD 'DAOOX91.IlD1. '13D)1£(l)1.3rl11.AD DA 3D�000:url D8 D)ADrl03J U 5911£ )3,\
-U�3 03"{1.)X n01. D)ADrlO"{D'\3rl U OA9W '9X1rlDMQ OA11£9108AD lDX s31.U1.
-91.DMq 5}X1ADXUrlO1g s31W�031. 3rl D091X mrl 's3)31.1"{OU s3A}rl(l)AH 511.
3rl orl3,,{91£ 3D )3XD"{:url3 DA lDX 'n01. D1.91A D1. 13D)"{DcDDD�3 3X)3 A3q 91A3
UD(l)A'tL �X11.31g0:r UW )3831.11£3 DA :U8�,,{ m08},,{0 o�q 13A�X 3X)3 03"{1.
-)X 0 s3A�rl1�} 3D DD}W ·s�"{01.DA\I (l)1£Y-5U1.lDX sU1£910n3: sU1. 'IlOrl}"{01£
VIdO.HI H)lI.Vll�dA3 HNOdX.lA3: 9L£
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 377
κλοιό και αποδεκάτισαν τις γερμανικές δυνάμεις στο Στάλινγκραντ. Στις 3 1 Ιανουαρίου 1943, τα υπολείμματα των γερμανικών δυνάμεων, 123 .000, στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν 24 στρατηγοί, παραδόθηκαν στους Ρώσους. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους του Τρίτου Ράιχ, το οποίο ο Χίτλερ διαβεβαίωνε ότι θα διαρκούσε χίλια χρόνια. Την ίδια εποχή, οι βρετανικές δυνάμεις αντεπιτίθενταν στην έρημο της Λιβύης και κατήγαγαν την πρώτη σημαντική νίκη στο Ελ Αλαμέιν, τον Οκτώβριο του 1942. Δυτικότερα, στο Μαρόκο και την Αλγερία, αποβιβάζοντα,,: αμερικανικές δυνάμεις. Περικυκλωμένες από όλες τις πλευρές, οι γερμανικές δυνάμεις εξουδετερώθηκαν στη Βόρεια Αφρική . Το καλοκαίρι του 1943 η γερμανική απειλή στη Βόρεια Αφρική είχε εκλείψεl, ενώ στο Ανατολικό Μέτωπο οι δυνάμεις τους υποχωρούσαν. Στις αρχές του καλοκαιριού του 1944 σοβιετικά στρατεύματα είχαν φτάσει στα σύνορα της Πολωνίας και της Ρουμανίας και, λίγους μήνες αργότερα, βρίσκονταν στην Ανατολική Πρωσία.
Από τις αρχές του 1942 ο Στάλιν πίεζε τους Αγγλο-Αμερικανούς συμμάχους του να ανοίξουν ένα δεύτερο μέτωπο ώστε να ανακουφίσουν τη σκληρά δοκιμαζόμενη Σοβιετική Ένωση. Μετά από καθυστέρηση δύο ετών και κάτω από το φως των εντυπωσιακών προελάσεων του σοβιετικού στρατού, αγγλο-αμερικανικές δυνάμεις αποβιβάστηκαν στη Νορμανδία, στις 6 Ιουνίου 1944. Τώρα πλέον υπήρχε ένας «αγώνας δρόμου» μεταξύ των δυτικών και των σοβιετικών δυνάμεων για την ανακατάληψη των κατεχομένων εδαφών στην Ευρώπη. Οπωσδήποτε αυτή η φάση σηματοδοτεί την απαρχή ενός ανταγωνισμού μεταξύ των Αγγλο-Αμερικανών και των Σοβιετικών που σύντομα μετατράπηκε σε «ψυχρό πόλεμο». Οι ίδιοι οι Γερμανοί, έχοντας επίγνωση των ιδεολογικών και πολιτικών διαφορών των αντιπάλων τους, προσπάθησαν να «σπείρουν ζιζάνια» και επιδίωξαν να συνάψουν ανακωχή με τους Αγγλο-Αμερικανούς ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τον μπολσεβικισμό. Αυτές όμως απέτυχαν για πολλούς λόγους. Πρώτον, οι Γερμανοί διεκδικούσαν τα σύνορα του 1938, δηλαδή εκείνα που είχαν διαμορφωθεί μετά τη Συμφωνία του Μονάχου. Δεύτερον, οι Σύμμαχοι είχαν δεσμευτεί σε μια «παράδοση άνευ όρων» των Γερμανών, ώστε να μην υπάρχει καμιά αμφιβολία για την έκβαση του πολέμου, όπως συνέβη το
378 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
1918. Τρίτον, η αγριότητα τού πολέμου με τους μαζικούς αεροπορικούς βομβαρδισμούς αμάχων, τα στρατόπεδα συγκεντρώσεως και τα εγκλήματα που είχαν διαπράξει οι ναζί στις κατεχόμενες χώρες δεν άφηναν περιθώρια συνδιαλλαγής. Η Γερμανία θα έπρεπε να υποταχτεί πλήρως στους Συμμάχους και να υποστεί τις συνέπειες των πράξεών της.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι δεν υπήρξαν μεμονωμένες συνεννοήσεις με τους ναζί. Όμως αυτές λίγο επηρέασαν την έκβαση του πολέμου. Η απόπειρα δολοφονίας κατά του Χίτλερ από Γερμανούς αξιωματικούς στις 20 Ιουλίου 1944, αποσκοπούσε κι αυτή στο να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για την εξεύρεση ενός συμβιβασμού με τους ΑγγλοΑμερικανούς. Η αποτυχία αυτής της απόπειρας προκάλεσε μαζικές εκτελέσεις επίλεκτων Γερμανών αξιωματικών, όπως ο διάσημος στρατηγός Ρόμελ και ο ναύαρχος φον Κανάρης (ελληνικής καταγωγής), αρχηγός της γερμανικής αντικατασκοπείας. Τους τελευταίους μήνες του πολέμου ο Χίτλερ κατέφυγε σε πράξεις απελπισίας για να αποτρέψε ι το αναπόφευκτο. Επιστρατεύτηκαν νεαρά αγόρια έως 14 χρόνων για το σχηματισμό νέων μονάδων, και έγιναν προσπάθειες να σταματήσει η προέλαση των εχθρικών δυνάμεων, όπως εκείνη στις Αρδένες το Δεκέμβριο του 1944. Πιο εντυπωσιακές ήταν οι προσπάθειες για να αντιστραφεί το κλίμα με τη χρησιμοποίηση νέων όπλων, όπως οι πύραυλοι ΥΙ και Υ2, οι οποίοι άρχισαν να πλήττουν το Λονδίνο το 1944. Εμπνευστής αυτού του πυραυλικού προγράμματος ήταν ο Βέρνερ φον Μπράουν, ο οποίος μετά το τέλος του πολέμου στρατολογήθηκε από τους Αμερικανούς και τέθηκε επικεφαλής του αμερικανικού διαστημικού προγράμματος.
Τίποτα πλέον δεν μπορούσε να αποτρέψει τη συντριβή της ναζιστικής Γερμανίας. Το Σεπτέμβριο του 1944 οι σοβιετικές δυνάμεις προέλαυναν ακάθεκτες στην ανατολική και νοτιο-ανατολική Ευρώπη, ενώ στα δυτικά οι Αγγλο-Αμερικανοί απελευθέρωναν τη Γαλλία και το Βέλγιο. Οι γερμανικές δυνάμεις προσπάθησαν να ανακόψουν την προέλαση των εχθρικών στρατευμάτων και στα δύο μέτωπα. Παρά τις αρχικές επιτυχίες των Γερμανών, όπως στις Αρδένες, οι αγγλο-αμερικανικές δυνάμεις γρήγορα ανέκαμψαν και τον Ιανουάριο του 1945 συνέχισαν να προελαύνουν. Όμως, η σθεναρότερη απ' ό,τι ανέμεναν
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 379
αντίσταση των γερμανικών δυνάμεων στο Δυτικό Μέτωπο, επέβαλλε ένα στενότερο συντονισμό με τις σοβιετικές επιχειρήσεις στο Ανατολικό Μέτωπο. Με άλλα λόγια, η γερμανική αντίσταση είχε το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο που επιδίωκε η πολιτική ηγεσία στο Βερολίνο, δηλαδή τη διατήρηση της Μεγάλης Συμμαχίας των Αγγλο-Αμερικανών με τη Σοβιετική Ένωση, τουλάχιστον στο στρατιωτικό τομέα. Επίσης αυτό δικαιολογεί και τις αντιφάσεις των Αγγλο-Αμερικανών οι οποίοι, ενώ πολιτικά επιδίωκαν να περιορίσουν στο ελάχιστο δυνατό τη σοβιετική ζώνη επιρροής στην Ευρώπη, στρατιωτικά είχαν άμεση ανάγκη της σοβιετικής στρατιωτικής πίεσης στο Ανατολικό Μέτωπο, εάν ήθελαν να τελειώσει ο πόλεμος με το μικρότερο κόστος. Το Φεβρουάριο του 1945, οι σοβιετικές δυνάμεις είχαν εκδιώξει τους ναζί από την Πολωνία και βρίσκονταν σε απόσταση 80 χιλιομέτρων από το Βερολίνο. Την ίδια εποχή οι Αγγλο-Αμερικανοί διέσχιζαν το Ρήνο, στο ύψος της Βόννης. Παρά τις εκκλήσεις του Χίτλερ, τις υποσχέσεις του στο γερμανικό λαό για νέες εφεδρικές δυνάμεις, νέα όπλα, καθώς και για ένα ρόδινο μέλλον μετά το τέλος του πολέμου, η Γερμανία βρισκόταν εξαντλημένη. Στις 26 Απριλίου 1945 οι ρωσικές και αγγλο-αμερικανικές δυνάμεις συναντήθηκαν στον ποταμό Έλβα. Δέκα μέρες αργότερα ο Χίτλερ κατόρθωσε να βρει αρκετό πετρέλαιο, το οποίο σπάνιζε πλέον, για να βάλει τέλος στη ζωή του. Στις 9 ΜαΙου 1945, η Γερμανία παραδινόταν άνευ όρων.
Με τη Γερμανία εκτός μάχης, η συντριβή της Ιαπωνίας ήταν πλέον ζήτημα χρόνου. Έως το Μάιο του 1945 η Ιαπωνία είχε χάσει τα περισσότερα εδάφη που ε ίχε κατακτήσει το 1941-42 και ο πόλεμος είχε μεταφερθεί στα νησιά της. Όμως, όσο περισσότερο πλησίαζαν οι Αμερικανοί και οι σύμμαχοί τους την Ιαπωνία, τόσο και πιο σθεναρή αντίσταση αντιμετώπιζαν. Με επιθέσεις αυτοκτονίας, «καμικάζι» Ιάπωνες πιλότοι έφεραν βαριά πλήγματα στους Αμερικανούς που κόστισαν χιλιάδες ζωές. Συνεπώς το δίλημμα για την αμερικανική ηγεσία ήταν εάν θα έπρεπε να καταβάλει αυτό το βαρύ τίμημα σε ανθρώπινες ζωές για την κατάληψη της Ιαπωνίας ή να χρησιμοποιήσει την ατομική βόμβα που μόλις είχε κατασκευάσει. Παρενθετικά, θα άξιζε ίσως να υπογραμμιστεί ότι η διάσπαση του ατόμου αποτελούσε ευρωπα'ίκή υπόθεση που
380 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
αναγόταν στα τέλη του 190υ αιώνα. Ίσως να αποτελεί το κλασικότερο παράδειγμα του πνευματικού και επιστημονικού ταλέντου της Ευρώπης καθώς και την αφαίμαξή του από την Αμερική29. Αυτό το επεισόδιο αποτελεί άλλο ένα παράδειγμα του ότι η Αμερική για να φτάσει εκεί που έφτασε σκαρφάλωσε στις πλάτες των Ευρωπαίων και εκμεταλλεύτηκε πλήρως τις ευρωπα'ίκές συγκρούσεις για να αναδυθεί σε οικονομική, πολιτική, στρατιωτική αλλά και τεχνολογική υπερδύναμη .
Η απόφαση για τη χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας στη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι απέρρεε και από άλλους δύο βασικούς λόγους. Ο ένας είχε να κάνει με την επιθυμία των Αμερικανών να συντρίψουν, μια για πάντα, το ηθικό της Ιαπωνίας ώστε να μη διανοηθεί να αποτολμήσει στο μέλλον άλλο Περλ Χάρμπορ. Άλλωστε ο αμερικανο-ιαπωνικός πόλεμος ε ίχε προσλάβει τόσο έντονο φυλετικό χαρακτήρα, και για τις δύο πλευρές, ώστε η χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας, τον Αύγουστο του 1945, να θεωρείται σχεδόν φυσιολογική . Ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούζβελτ είχε προτείνει, στη διάρκεια του πολέμου, τη στείρωση όλου του ανδρικού πληθυσμού της Ιαπωνίας ώστε να μην μπορούν να αναπαράγονται3Ο• Ο δεύτερος βασικός λόγος για τη χρήση της ατομικής βόμβας στην Ιαπωνία συνδεόταν με τη Σοβιετική Ένωση. Η συντριβή της Γερμανίας και ο επικείμενος τερματισμός του πολέμου στην Ασία είχε φέρει πάλι στο προσκήνιο παλιές ιδεολογικές διαφορές μεταξύ κομουνισμού και καπιταλισμού. Οι εντυπωσιακές προελάσεις του Κόκκινου Στρατού, που τώρα κατείχε το ανατολικό τμήμα της Ευρώπης, προσέδιδε σ' αυτή τη σύγκρουση μία πρόσθετη αμυντική ή. «γεω-πολιτική» διάσταση. Η αναχαίτιση της Σοβιετικής Ένωσης (ή πολιτική του «Containment» όπως έγινε αργότερα γνωστή) αποτελούσε πλέον υψηλή προτεραιότητα για τους Αγγλο-Αμερικανούς. Η εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης στον πόλεμο κατά της Ιαπωνίας, λίγες εβδομάδες πριν την κατάρρευσή της, δεν χαιρετίστηκε με ιδιαίτερο ενθουσιασμό στην Ουάσινγκτον. Αυτό ερμηνεύτηκε σαν μια φιλοδοξία του Στάλιν να κάνει και στην Ασία κάτι παρόμοιο μ' αυτό που είχε κάνει και στην ανατολική Ευρώπη, δηλαδή να επεκτείνει τη σοβιετική κυριαρχία. Είναι ενδεικτικό ότι η αn:όφαση για τη χρησιμοποίηση της ατομικής βόμβας πάρθηκε ενώ ο πρόεδρος Τρούμαν ξεκινούσε να συναντήσει τον Στάλιν και τον
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 381
Τσώρτσιλ, στο Πότσνταμ, τον Ιούλιο του 1945. Αυτή αποδείχτηκε ότι ήταν η τελευταία συνάντηση των ηγετών των δυνάμεων της «Μεγάλης Συμμαχίας» και η απαρχή του ψυχρού πολέμου. Η συνάντηση στο Πόwνταμ έγινε κάτω από τη σκιά της ατομικής βόμβας, η οποία συνετέλεσε στο να επιδεινωθε ί το ήδη βαρύ κλίμα στις σχέσεις των Αγγλο-Αμερικανών με τη Σοβιετική Ένωση. Όπως σημειώνει ένας ιστορικός, «η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμών ξεκίνησε στο Πότσνταμ στις 24 Ιουλίου, 1945»31 .
Πολιτικές, κοινωνικές και ψυχολογικές επιπτώσεις του Β' παγκοσμίου πολέμου
Είναι πέραν των δυνατοτήτων του συγγραφέα αυτής της μελέτης να παρουσιάσει μία σφαιρική και συστηματική ανάλυση όλων των πτυχών του Β' παγκοσμίου πολέμου, του σημαντικότερου πολέμου στη σύγχρονη ιστορία. Η πλοκή αυτού του δράματος είναι τόσο πλούσια και σύνθετη που μόνο ένας Τολστόι θα μπορούσε να το απεικονίσει σ' όλο το μεγαλείο του. Ο ιστορικός, από την πλευρά του, περιορίζεται σ' εκείνες τις πτυχές του δράματος που τον βοηθούν να κατανοήσει τη σημασία του για την εποχή του και τους προβληματισμούς της. Ποιες είναι οι σημαντικότερες πτυχές του Β' παγκοσμίου πολέμου, κυρίως κάτω από το πρίσμα των εξελίξεων στην Ευρώπη από το 1989; Η σημαντικότερη απ' όλες ε ίναι η αδιαμφισβήτητη πολιτική και στρατιωτική περιθωριοποίηση της Ευρώπης. Σ' όλες τις συναντήσεις των ηγετών των τριών συμμάχων, του Στάλιν - PoύζβελτfΓρoύμαν και του Τσώρτσιλ/Άτλι, στην Τεχεράνη, στη Γιάλτα και στο Πότσνταμ, ήταν προφανές ότι τον κύριο λόγο είχαν οι ηγέτες των μετέπειτα δύο υπερδυνάμεων. Η παρουσία του Τσώρτσιλ σ' αυτές οφειλόταν κυρίως στο ρόλο της Βρετανίας πριν την εμπλοκή της Σοβιετικής Ένωσης και της Αμερικής. Ο υποδεέστερος ρόλος της Βρετανίας ήταν επίσης έκδηλος και στις διμερείς σχέσεις μεταξύ Βρετανίας και Αμερικής στη διάρκεια του πολέμου. Με άλλα λόγια δεν υπήρχε αμφιβολία ότι παρά τη συμβολή της Βρετανίας στον πόλεμο και την κατοχή μιας αυτοκρατορίας, που της έδινε ψευδαισθήσεις μεγάλης δύναμης, το κέντρο βάρους είχε μετατεθεί στην άλλη άκρη του Ατλαντικού. Για ορισμένους ιστορικούς αυτό υποδηλώνει ότι η πολιτι-
382 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κή του Τσώρτσιλ στο Β' παγκόσμιο πόλεμο, κόστισε πολύ ακριβά στη Βρετανία και τον θεωρούν υπεύθυνο για τη «ρευστοποίηση» της Βρετανικής Αυτοκρατορίας32.
Ωστόσο, στην τραγική κατάσταση που βρισκόταν η Ευρώπη το καλοκαίρι του 1945, αυτή η διάσταση της περιθωριοποίησης της ηπείρου ήταν το λιγότερο που απασχολούσε τις εκατοντάδες εκατομμυρίων Ευρωπαίων που αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας, της έλλειψης στέγης, της προσφυγιάς και της πολιτικής κρίσης που παρατηρήθηκε σε πολλές χώρες μετά το τέλος του πολέμου. Πάνω και πρώτα απ' όλα θα έπρεπε να επουλωθούν τα ψυχολογικά τραύματα που προξένησε ο πόλεμος, με τα 40 περίπου εκατομμύρια νεκρούς, τα 6 εκατομμύρια Εβραίων του ολοκαυτώματος, τις μνήμες των στρατοπέδων συγκεντρώσεως, των κρεματορίων, των βομβαρδισμών αμάχων και τόσων άλλων στυγερών εγκλημάτων. Με άλλα λόγια, οι Ευρωπαίοι, που έως το 1939 διακατέχονταν από αίσθημα ανωτερότητας προς τον υπόλοιπο κόσμο, για πρώτη φορά είχαν χάσει την εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στην ικανότητά τους να συνυπάρξουν ειρηνικά, χωρίς κηδεμόνες. Αυτή η διάσταση δεν θα πρέπει να μας διαφεύγει, κυρίως όταν αναφερόμαστε στις σχέσεις Ευρώπης-Αμερικής μετά το 1945. Γιατί, πέρα από τη στρατιωτική, οικονομική και πολιτική στήριξη που πρόσφερε η Αμερική στην Ευρώπη, την οποία πολλοί θεωρούν όχι και τόσο ανιδιοτελή, η ηθική συμπαράστασή της, στην κρίσιμη αυτή καμπή της ευρωπα'ίκής ιστορίας, δεν πρέπει να υποτιμάται. Είναι δύσκολο να δει κανείς πώς θα μπορούσε να επανέλθει η Ευρώπη σε φυσιολογικό ρυθμό χωρίς την υλική, πολιτική και ηθική συμπαράσταση της Αμερικής.
Στη διάρκεια του πολέμου διαταράχτηκε η. οικονομική, κοινωνική και πολιτική ζωή της Ευρώπης. Η οικονομία προσαρμόστηκε στις επιταγές του πολέμου. Με εξαίρεση μια μικρή μειοψηφία μεγαλοβιομήχανων και μαυραγοριτών, που θησαύριζαν από τη δυστυχία του πολέμου, ο υπόλοιπος πληθυσμός πάσχιζε να επιβιώσει. Παράλληλα, ο πόλεμος, οι επιστρατεύσεις, οι μετακινήσεις πληθυσμών, ο φόβος των βομβαρδισμών και των μπλόκων των κατοχικών δυνάμεων, ή οι ανάγκες της παρανομίας, για όσους έκαναν αντίσταση, διασάλευαν τον κοινωνικό ρυθμό της προπολεμικής περιόδου. Τέλος, όσον αφορά το πολιτικό επί-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 383
πεδο, ο πόλεμος σήμαινε την αναστολή της πολιτικής ζωής σε όλη σχεδόν την Ευρώπη. Πουθενά δεν διεξήχθησαν εκλογές. Στην κατεχόμενη Ευρώπη τα πολιτικά κόμματα διαλύθηκαν, εκτός από εκείνα που ήταν διατεθειμένα να συνεργαστούν με τις δυνάμεις κατοχής.
Ουσιαστικά δύο αντιφατικές τάσεις επικρατούν στη διάρκεια του πολέμου: της συνεργασίας και υποταγής στον κατακτητή ή της αντίστασης. Η έκταση τόσο της συνεργασίας με τον κατακτητή όσο και της αντίστασης στις δυνάμεις κατοχής διέφερε από χώρα σε χώρα. Η τάση για συνεργασία ή συμβιβασμό ήταν πιο έντονη στη δυτική Ευρώπη, κυρίως λόγω του ότι οι ναζί συμπεριφέρονταν διαφορετικά απ' ό,τι στη Ρωσία, Πολωνία και τα Βαλκάνια. Αυτό, όπως θα δούμε παρακάτω, οφειλόταν στο ότι η ναζιστική Γερμανία επεδίωκε τη συναίνεση των δυτικο-ευρωπα'ίκών χωρών, για τη δημιουργία μιας «νέας τάξης» στην Ευρώπη. Βέβαια ακόμα και η συνεργασία με τις δυνάμεις κατοχής διέφερε από χώρα σε χώρα. Δυο ακραία παραδείγματα είναι εκείνα της Γαλλίας ή Νορβηγίας, από τη μια πλευρά, και της Δανίας από την άλλη. Στην πρώτη περίπτωση υπάρχει πλήρης υποταγή και εξυπηρέτηση των κατοχικών δυνάμεων ενώ, στη δεύτερη, η συνεργασία είναι κατ' ανάγκη και επιφανειακή. Στις περισσότερες περιπτώσεις το ζήτημα ήταν προσωπική επιλογή, συνεπώς θα πρέπει να αποφεύγονται οι γενικεύσεις. Η αντιμετώπιση των δωσίλογων αποτέλεσε μεγάλο ζήτημα μετά το τέλος του πολέμου. Π.χ. στο Βέλγιο η τιμωρία τους ήταν σχεδόν αδύνατη καθώς αυτοί ανέρχονταν στους 700.000, περίπου. Σε ορισμένες χώρες προτίμησαν να υποβαθμίσουν το ζήτημα στο βωμό της κοινωνικής γαλήνης, ενώ σε άλλες προσέφυγαν σε μαζικές εκτελέσεις για παραδειγματισμό. Κλασικό παράδειγμα η Γαλλία, όπου εκτελέστηκαν ως δωσίλογοι 10.000 περίπου άτομα. Η πιο ακραία περίπτωση είναι εκείνη της Γιουγκοσλαβίας, όπου πάνω από 200.000 άτομα έχασαν τη ζωή τους μετά την υποχώρηση των Γερμανών. Πολλοί από αυτούς δεν ήταν δωσίλογοι αλλά ανήκαν στην αντίθετη αντιστασιακή οργάνωση του Μιχαήλοβιτς, ο οποίος ήταν φιλομοναρχικός Σέρβος εθνικιστής. Τέλος, στην περίπτωση της Ελλάδας, το ζήτημα των δωσίλογων ουσιαστικά δεν αντιμετωπίστηκε, λόγω των δεκεμβριανών και του εμφυλίου σπαραγμού που επακολούθησε.
384 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ίσως είναι ακόμα πιο δύσκολο να εκτιμήσει κανείς τη συμβολή της Αντίστασης κατά των δυνάμεων κατοχής, Στα Βαλκάνια και τη Σοβιετική Ένωση προσέλαβε τη μορφή ανταρτοπόλεμου που απασχολούσε αξιόλογες γερμανικές στρατιωτικές δυνάμεις, Εδώ το κυριότερο πρόβλημα είχε να κάνει με την έλλειψη πολεμικού υλικού καθώς και με τις έριδες μεταξύ των διαφόρων αντιστασιακών οργανώσεων, κυρίως στην Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία, Αντίθετα, στη δυτική και βόρεια Ευρώπη η αντίσταση περιορίστηκε στα αστικά κέντρα, Αν το εξετάσουμε συνολικά, η συμβολή της Αντίστασης στην Ευρώπη από στρατιωτικής πλευράς, ήταν μάλλον επικουρική , Αντίθετα η συμβολή της ήταν πιο σημαντική στο πολιτικό και κυρίως στο ηθικό επίπεδο, Αυτά τα δυο συνδέονταν, Οι αντιστασιακές οργανώσεις απέκτησαν επαφή μεταξύ τους και δημιούργησαν έναν πανευρωπα'ίκό χαρακτήρα, Στη διάρκεια του πολέμου έγιναν διάφορες συναντήσεις ευρωπα'ίκών αντιστασιακών οργανώσεων οι οποίες ασχολούνταν με τρία βασικά ζητήματα: τον αποτελεσματικότερο συντονισμό της αντίστασης κατά του κατακτητή' την προστασία του πληθυσμού και τη διαφύλαξη των δημοκρατικών αξιών' και τέλος τη δημιουργία μιας Ευρωπα"ίκής Ομοσπονδίας, για να εξαλειφθούν παρόμοιες τραγωδίες, Αναμφισβήτητα οι αντιστασιακές οργανώσεις αποτέλεσαν τη σημαντικότερη πηγή έμπνευσης και πολιτικής και ηθικής πίεσης για τις προσπάθειες για Ευρωπα'ίκή Ενοποίηση που ξεκίνησαν αμέσως μετά τον τερματισμό του πολέμου33, Ορισμένοι αντιστασιακοί έπαιξαν πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρωπα'ίκή Κοινότητα, όπως Π,χ, ο Altiero Spinelli,
Ωστόσο, παρά την αναμφισβήτητη συμβολή της Αντίστασης στην . εμπέδωση και διάδοση της ευρωπα"ίκής ιδέας και το ρόλο της στην ευρωπα'ίκή κίνηση τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνι�, η ουσιαστική της παρέμβαση στη διαμόρφωση του ευρωπα'ίκού οικοδομήματος ήταν μάλλον αμελητέα, Όπως παρατηρεί ένας αναλυτής, η κίνηση για την Ευρωπα'ίκή Ένωση, που ιδρύθηκε το 1947, στην οποία πρωτοστατούσαν αντιστασιακοί, «δεν είχε σχεδόν καμία επιρροή στις (διακυβερνητικές) διαπραγματεύσεις (που οδήγησαν) στη Συνθήκη των Παρισίων (για την ίδρυση της ΕΚΑΧ) τρία χρόνια αργότερα»34, Το ίδιο ισχύει, ακόμα σε
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 385
μεγαλύτερο βαθμό, στην ανεπιτυχή προσπάθεια για τη δημιουργία μιας Ευρωπα'ίκής Αμυντικής Κοινότητας ( 195 1-1954).
Εκε ίνο που πρέπει να υπογραμμιστεί είναι ότι η κατάρρευση του ευρωπα'ίκού συστήματος, για δεύτερη φορά μέσα σε 25 χρόνια, προκάλεσε έναν ευρύτερο προβληματισμό ως προς το μέλλον της γηραιάς ηπείρου. Αυτό άλλωστε αποτελεί μόνιμο χαρακτηριστικό της ευρωπα'ίκής ιστορίας τους τελευταίους 7 αιώνες. Περίοδοι αιματηρών πολεμικών συγκρούσεων, από το 130 αιώνα προσέφεραν την τροφή για πνευματικές αναζητήσεις όσον αφορά το πρόβλημα της ειρήνης στην Ευρώπη. Τα κλασικότερα κείμενα πάνω σ' αυτό το θέμα γράφτηκαν σε περιόδους πολεμικών αλληλοσπαραγμών35.
Ο Β' παγκόσμιος πόλεμος υποδήλωνε την πλήρη κατάρρευση του ευρωπα'ίκού οικοδομήματος και την έκλειψη της Ευρώπης, Συνεπώς η ανάγκη να εξέλθει η Ευρώπη από αυτό το φαύλο κύκλο ήταν πλέον τόσο επιτακτική, που σχεδόν κανένας δεν μπορούσε να αγνοήσει. Συνεπώς αυτή την περίοδο υπάρχουν πλείστοι οπαδοί της ευρωπα'ίκής ενοποίησης σε όλο το πολιτικό φάσμα, «τόσο στην Αριστερά όσο και στη Δεξιά»36. Αυτό ισχύει και για τους ναζί οι οποίοι προσπάθησαν κι εκείνοι να εκμεταλλευτούν αυτό το διακαή πόθο για την εξεύρεση μιας λύσης στο ευρωπα'ίκό πρόβλημα.
Ωστόσο, ενώ για την Αριστερά, που πρωταγωνιστούσε στις αντιστασιακές οργανώσεις, η δημιουργία μιας ενωμένης Ευρώπης, αποτελούσε κυρίως ηθικό χρέος και αποσκοπούσε στο να θέσει τέλος στην επιθετικότητα και την επιβολή ηγεμονισμού, για τους ναζί εξυπηρετούσε ακριβώς τους αντίθετους στόχους, δηλαδή ένα προπέτασμα για την επιβολή μιας «νέας τάξης» πραγμάτων στην Ευρώπη, κάτω από τη ναζιστική ηγεμονία, Δύο ήταν οι βασικοί άξονες της ναζιστικής φιλο-ευρωπα'ίκής προπαγάνδας: ο ένας ήταν η ιδέα ότι στον ΟΙΚ9νομικό τομέα το έθνος-κράτος, κυρίως τα μικρά κράτη, δεν ήταν βιώσιμο, συνεπώς υπήρχε επιτακτική ανάγκη για τη δημιουργία μιας «μεγάλης οικονομικής ζώνης» (Grossraumwirtschaft). Αυτή, με την κατάργηση των εσωτερικών δασμών, θα προήγε την οικονομική ανάπτυξη . Επίσης θα παρείχε πιο αποτελεσματική προστασία, εμπορική και νομισματική, από τρίτες δυνάμεις, κυρίως τις Ηνωμένες Πολιτείες. Σ' αυτή την προσπάθεια
386 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
για τη δημιουργία μιας «Ευρωπα'ίκής Οικονομικής Κοινότητας» (ΕurΟΡaϊsche Wirtschaftgemeinschaft) πρωταγωνιστικό ρόλο έπαιζαν ορισμένα οικονομικά συμφέροντα και αρκετοί πανεπιστημιακοί, κυρίως οικονομολόγοι37,
Ο δεύτερος άξονας της ευρωπα'ίκής προπαγάνδας των ναζί ήταν πολιτικός και αποσκοπούσε να συσπειρώσει τους Ευρωπαίους, ή μάλλον εκείνους τους Ευρωπαίους που δεν ήταν για εξόντωση -όπως οι Σλάβοι, οι Εβραίοι, οι τσιγγάνοι, οι ομοφυλόφιλοι και οι πνευματικά καθυστερημένοι- απέναντι στη «βαρβαρότητα» των μπολσεβίκων και του αμερικανικού καπιταλισμού, Πρωταγωνιστές αυτής της «ευρωπα'ίκής» προπαγάνδας ήταν ο Γκαίμπελς και ο Ribbentrop38, Ο τελευταίος, μετά τη γερμανική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, το καλοκαίρι του 1941 , άρχισε να επεξεργάζεται διάφορα σχέδια για τη δημιουργία των «Ηνωμένων Πολιτειών της Ευρώπης», Το γεγονός ότι στη ναζιστική εισβολή κατά της Σοβιετικής Ένωσης συμμετείχαν και η Ρουμανία, η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Φιλανδία, ως σύμμαχοι' η Γαλλία και η Ισπανία με «εθελοντές»' και πιο έμμεσα η Κροατία, η Δανία και η Σλοβακία, που παρείχαν πλήρη πολιτική υποστήριξη ' και η Βουλγαρία, η Τουρκία, η Πορτογαλία, η Ιρλανδία και το Βατικανό, που εκδήλωναν ανοικτά την υποστήριξή τους υπέρ των ναζί στο Ανατολικό Μέτωπο, προσέδιδε σ' αυτή την τιτάνια σύγκρουση ένα χαρακτήρα σταυροφορίας της πολιτισμένης Ευρώπης κατά των άξεστων μπολσεβίκων39, Ωστόσο όλος αυτός ο συρφετός με κανένα τρόπο δεν θα μπορούσε να αποτέλεσε ισότιμους εταίρους με την πανίσχυρη ναζιστική Γερμανία, Αντί για ισοτιμία υπήρχε ένας εξοντωτικός αγώνας δρόμου μεταξύ των δορυφόρων χωρών για την εξασφάλιση κάποιας εύνοιας από τον νέο ηγεμόνα, Τόσο οι εκκλήσεις του Laval, του αντιπροέδρου του Vichy, για προνομιακή μεταχείριση της Γαλλίας, «της χώρας της ευφυίας» όπως διατεινόταν, όσο και των Σκανδιναβών δωσίλογων για παρόμοια προνομιακή μεταχείριση, λόγω του ότι ανήκαν στην αρεία φυλή, λίγο συγκινούσαν τους Ναζί, Ο μόνος τρόπος για να ενωθεί η Ευρώπη, προειδοποιούσε ο Γκαίμπελς, ήταν μόνο όταν «ξεμπερδέψουμε όσο το δυνατό γρηγορότερα μ' όλες αυτές τις ανοησίες περί μικρών κρατών», και
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 387
οργανωθούμε με βάση τη γερμανική ηγεμονία, «τη μόνη δύναμη στην Ευρώπη η οποία έχει τις ικανότητες να ηγηθεί»40,
Το ότι η προσήλωση των ναζί στην ευρωπα'ίκή ιδέα είχε μόνο ευκαιριακό χαρακτήρα δεν άργησε να φανεί, Όταν τα δεδομένα μεταστράφηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο και η δημιουργία μιας γερμανικής ηγεμονίας στην Ευρώπη άρχισε να ξεθωριάζει, οι ναζί εγκατέλειψαν τις προσπάθειες για τη σύσταση μιας «Europa», μιας ενωμένης Ευρώπης, σύμφωνα με τις δικές τους προδιαγραφές,
* * *
Οι παραπάνω αναφορές στα ναζιστικά σχέδια για την Ευρώπη, με κανένα τρόπο δεν πρέπει να οδηγήσουν τον αναγνώστη στο συμπέρασμα ότι η ίδια η ιδέα της ευρωπα'ίκής ενοποίησης είναι κατακριτέα, γιατί την οικειοποιήθηκαν οι ναζί, Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, η κατάρρευση του ευρωπα'ίκού συστήματος προκαλούσε τέτοια αβεβαιότητα για το μέλλον της Ευρώπης, ώστε η συνεργασία των λαών της να θεωρείται πλέον αναπόφευκτη, Ακόμα και ο Τσώρτσιλ, ο πιο συνεπής πολέμιος της ναζιστικής Γερμανίας, αλλά ταυτόχρονα και ένθερμος Βρετανός αποικιοκράτης, ασπάσθηκε, μετά τον πόλεμο, την ιδέα της ευρωπα'ίκής ενοποίησης, Κατά πόσο οι προθέσεις του ήταν πιο ειλικρινείς από εκείνες των ναζί, δεν θα μας απασχολήσει εδώ, Αρκεί να τονίσουμε ότι η ιδέα της ευρωπα'ίκής ενοποίησης είχε προσλάβει τώρα έναν έντονο και άμεσο πολιτικό χαρακτήρα που θα την καθιστούσε κύριο συστατικό της μεταπολεμικής περιόδου, Βέβαια, όπως παρατηρείται την περίοδο 1940-45, η ευρωπα'ίκή ολοκλήρωση μπορούσε να αποτελέσει αντικείμενο αλλότριων πολιτικών σκοπιμοτήτων και εκμετάλλευσης που κάθε άλλο παρά θα συνέβαλλαν στην ευόδωση αυτού του οράματος,
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1 , Norman Davies, EιIrope: Α History, London, Pimlico, 1997, σελ, 900, 2, Γι' αυτό το θέμα βλέπε την πολύ ενδιαφέρουσα ανάλυση του G,E,M, de Ste Croix, Τ/ιε Origil1s
ο[t/ιε Pe/opoIlIleseaIl War, London, Duckworth, 1972, κυρίως την ΕισαγωγιΊ, Μέρος ΙΙ, 3, Βλέπε την κλασικι] μελέτη του E.R, Dodds, ΤΙιε Greeks aIId Ι/ιε 1l1teratiollal, Berckley, University
of California Press, 1 95 1 ,
388 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
4. Ε.Η. Carr, TIIe Twenιy Years ' crίsίs, 1919-1939 6.α., σελ. 282-83. 5. Στο ίδιο, σελ. 288-89. 6. AJ.P. Taylor, The Orίgins ο/ tlIe Second World War, Penguin, 1971, Εισαγωγή. 7. W.G. Beasley, Tlle Rise ο/ Modem Ιαραπ, 6.α., σελ. 200-202. 8. John W. Weeler-Bennet, Munich: Prologue Ιο Tragedy, London, Macmillan, 1947, σελ. 3 και 16. 9. R.AC. Parker, Chamberlain and Appeasement: Brίtisll Policy and tlIe Coming ο/ the Second World
War, London, Macmillan, 1993, σελ. 347. 10. Κατά Λουκά, XIV, 31 , 32. 1 1. John Wheeler-Bennet, Munich: Α Prologue ιο Tragedy, 6.α., σελ. 7. 12. AJ.P. Taylor, Α Personal History, London, Coronet, 1984, σελ. 300. 13. R.AC. Parker, Chamberlain and Appeasement, 6.α., σελ. 189. 14. John Wheler Bennet, Mllnich: Prologue ιο tlIe Tragedy, 6.α., σελ. 7. 15. David Irving, Hitler's War, Ν.Υ., Ανοη Books 1990, σελ. 65-66. 16. James Joll, Europe Since 1870, 6.α., σελ. 367. 17. David Irving, Hitler's War, 6.α., σελ. 93. 18. Στο ίδιο, σελ. 354-55. 19. Felίx Gilbert with David CΙay Large, The End ο/ European Ετα, Ο.α., σελ. 306. 20. Στο ίδιο, σελ. 307. 21. Ε.Η. Carr, Intenlatiollal Relations Between tlle Two World Wars (1919-39), 6.α., σελ. 271. 22. David Irving, Hitler's War, 6.α, σελ. 68. 23. Michael Bloch, Ribbentrop, London, Bantam Press, 1994, σελ. 234. 24. James Joll, Europe Since 1870, σελ. 377. 25. Alan Bullock, Hitler and Stalin, 6.α., σελ. 680. 26. Alan Bulloc.k, Hitler: Α Study ίπ ΤΥταnΥ, Penguin, 1971, σελ. 598. 27. Martin van Crevelt, Hitler's Strategy 1940-1941: The ΒαΙΙωπ Clue, Cambridge U.P., 1973. 28. James Joll, Europe Since 1870, 6.α., σελ. 392. 29. Βλέπε την κλασική μελέτη του Richard Rhodes, The Makillg ο/ tlIe Atontic BonIb, Penguin, 1988. 30. Akita Iriye, PoweraIld CultIlre: tlle JαΡαnese-Αmerίcαιl War 1941-1945. (Cambridge, Mass., 1981). 31. Charles L. Mee Jr., Mι!I!tiIlg αΙ Ροtsdαιll, London, Corgi, 1976, σελ. 212. 32. David Irving, Churc/Jill's War, Bullsbrook, Western Australia, 1987-89, Τ6μοι 1-2. 33. Walter Lipgens, DocuιneIlts οιι the History ο/ European Illtegratioll, De Geuyter, Berlin and New
York, 1985. 34. Alan S. Milward, TlIe Ellropeall Rescue o/tlle Natioll-State, London, Routledge, 1994, σελ. 16. 35. Πάνος Τσακαλογιάννης, Η Πολιτική Διάσταση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, Αθήνα, Πωταζήσης,
1996. Εισαγωγή. 36. Walter Laquer, Europe Since Hitler, Penguin, 1972, σελ. 129. 37. John Laughland, The Taillted Source: The Undemocratic Orίgills ο/ tlIe Europeall Idea, London
Little, Brown, 1997, κυρίως κεφ. 2. Θα πρέπει να τονίσω 6τι δεν με βρίσκει απ6λυτα σύμφωνο η κάπως μον6πλευρη ανάλυση του συγγραφέα ο οποίος ταυτί1;ει την προσπάθεια για ευρωπα'ίκή ολοκλήρωση με μία γερμανική-ναζιστική συνωμοσία.
38. Walter Lipgens, Docllments οπ tlle HίsIoTY ο/ Europeall IntegratiOlI, 6.α., Υο!. Ι και Μ. Bloch, Ribbentrop, 6.α,
39. Μ. Bloch, Ribbentrop, σελ. 339 και Gordon Craig, Germany 1866-1945, 6.α., σελ. 740-42. 40. Gordon Craig, Gerl1IaIlY: 1864-1945 6.α., σελ. 741-42.
ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΕΝΔΕΚΑ ΤΟ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΟΓΝΩΣΗ ΣΤΗΝ ΑΝΑΖΗΤΗΣΗ: 1945-1989
Η έκρηξη του Β' παγκοσμίου πολέμου το Σεπτέμβριο του 1939, αλλά κυρίως η ναζιστική επίθεση στη Σοβιετική Ένωση τον Ιούνιο του 1941 , σηματοδοτούσαν το σημείο χωρίς επιστροφή για την Ευρώπη. Το σχέδιο «Μπαρμπαρόσα», όπως ονομάστηκε η ναζιστική εισβολή κατά της Σοβιετικής Ένωσης, εάν είχε ευοδωθεί, θα ε ίχε διαμορφώσει στην Ευρώπη μία τάξη πραγμάτων όχι πολύ διαφορετική από εκείνη που ε ίχε προσπαθήσει να επιβάλει ο Ναπολέων, στις αρχές του 190υ αιώνα, δηλαδή τη δημιουργία ενός Ηπειρωτικού Συστήματος. Και στις δύο περιπτώσεις, η ματαίωση τέτοιων φιλόδοξων σχεδίων οδηγούσε αναπόφευκτα στην αμετάκλητη κατάρρευση του stαtus quo αnte στην Ευρώπη. Με άλλα λόγια, όπως το 1815, έτσι και το 1945, η Ευρώπη βρισκόταν πάλι υπό αναδόμηση. Όμως, τι συγκεκριμένο σχήμα θα έπαιρνε , κανείς δεν μπορούσε να διαβλέψει. Δύο μήνες μετά τη ναζιστική εισβολή στη Σοβιετική Ένωση, ο Τσώρτσιλ και ο Ρούζβελτ υπέγραφαν την «Ατλαντική Χάρτα», ένα είδος μανιφέστου κατά της επιβολής μιας ναζιστικής κυριαρχίας στην Ευρώπη, η οποία υποστήριζε το δικαίωμα όλων των λαών για αυτοδιάθεση, όπως και «το δικαίωμα για ίση πρόσβαση στο εμπόριο και τις πρώτες ύλες σ' όλο τον κόσμο»1, και αποτελούσε μια σαφή προειδοποίηση ότι οι Αγγλο-Αμερικανοί δεν θα επέτρεπαν στους Γερμανούς να υφαρπάξουν τα τεράστια αποθέματα πρώτων υλών της Σοβιετικής Ένωσης. Με άλλα λόγια, η Βρετανία, με τη συνδρομή τώρα των Ηνωμένων Πολιτειών, καθιστούσε σαφές ότι δεν ήταν διατεθειμένη να επιτρέψει στον Χίτλερ την επιβολή μιας απόλυτης κυριαρχίας στην Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακριβώς την ίδια περίοδο, οι ιδέες των ναζί για «Ευρωπα'ίκή Ενοποίηση» βρίσκονται σε έξαρση.2
390 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Όσο διάστημα αυτός ο κίνδυνος ήταν ορατός, τα σχέδια για μια νέα διεθνή τάξη πραγμάτων, μετά τον τερματισμό του πολέμου, που επεξεργάζονταν οι Αγγλο-Αμερικανοί, ε ίχαν ως βασικό γνώμονα την αντιμετώπιση του «γερμανικού προβλήματος». Όταν, όμως, αυτός ο φόβος άρχισε να υποχωρεί, υποκαταστάθηκε από έναν άλλο' την εξάπλωση της Σοβιετικής Ένωσης. Ήταν φυσικό στη διάρκεια του πολέμου, κυρίως έως τα μέσα του 1944, η αμερικανική κυβέρνηση να δίνει προτεραιότητα στη γερμανική απειλή και στο πώς θα μπορούσε αυτή να εξουδετερωθεί μετά το τέλος του πολέμου. Υπήρχαν μια πληθώρα από ιδέες και προτάσεις, η σημαντικότερη από τις οποίες ήταν το σχέδιο του Αμερικανού υπουργού Οικονομικών Henry Morgentau, το οποίο προέβλεπε τον κατακερματισμό της Γερμανίας σε μικρά κρατίδια, που θα τους απαγορευόταν να αναπτύξουν βιομηχανία. Πίσω από αυτό το σχέδιο για τον τεμαχισμό και την «ποιμενικοποίηση» , όπως ονομάστηκε, της Γερμανίας, μπορεί να διακρίνει κανείς μια διάθεση να γύριζε το ρολόι της ιστορίας πίσω, στην παλιά καλή εποχή της Βεστφαλίας στα μέσα του 170υ αιώνα, όταν η Γερμανία ήταν εξαντλημένη και κατακερματισμένη σε 350 περίπου κρατίδια. Το Σχέδιο Morgentau αντανακλούσε το κλίμα της πρώτης περιόδου μετά την αμερικανική εισδοχή στον πόλεμο, όταν η συντριβή της Γερμανίας και της Ιαπωνίας αποτελούσε έναν υπέρτατο σκοπό. Όπως δήλωνε ο Ρούζβελτ τον Ιανουάριο του 1943, «η ανθρωπότητα θα βρει την ειρήνη της μόνο με την πλήρη εκμηδένιση της γερμανικής και ιαπωνικής πολεμικής μηχανής». Την ίδια εποχή, ο Ρούζβελτ εκμυστηρευόταν τις σκέψεις του για τον ευνουχισμό Ιαπώνων και Γερμανών, ώστε να έβρισκε η ανθρωπότητα την ησυχία της. Όσον αφορά τους τελευταίους, ο Ρούζβελτ διαβεβαίωνε τον Morgentau ότι η Αμερική δεν θα έπρεπε να δείξει οίκτο, όχι μόνο στους ναζί αλλά σ' όλο το γερμανικό λαό: «Ή θα χρειαστεί να ευνουχίσουμε όλο το γερμανικό λαό ή θα πρέπει να τους μεταχειριστούμε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην μπορούν να αναπαράγουν άτομα τα οποία θα συμπεριφέρονται όπως και οι σημερινοί».3
Σταδιακά, όμως, παρόμοια σχέδια για μια «καρχηδόΥια ειρήνη» επί της Γερμανίας εγκαταλείπονται, για τρεις κυρίως λόγους. Ο ένας ήταν η αυξανόμενη ανησυχία για τις προθέσεις της Σοβιετικής Ένωσης, κυ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 391
ρίως μετά από την κατάληψη της ανατολικής και νοτιο-ανατολικής Ευρώπης. Ο δεύτερος σχετιζόταν με την πολιτισμική επιρροή που εξακολουθούσε να ασκεί η γερμανική κουλτούρα στην Αμερική. Όπως παρατηρούσε μία Συμβουλευτική Επιτροπή του αμερικανικού υπουργείου Εξωτερικών, στην οποία παρεμπιπτόντως συμμετείχαν πολλοί επώνυμοι Γερμανο-Εβραίοι, μεταξύ των οποίων και ο Χέρμπερτ Μαρκούζε, ο αφανισμός της Γερμανίας δεν συμβάδιζε με τις αξίες του Δυτικού Πολιτισμού, τις οποίες επικαλούνταν οι Σύμμαχοι. Συνεπώς η επιτροπή πρότεινε την ενθάρρυνση, από αμερικανικής πλευράς, των δημοκρατικών δυνάμεων και θεσμών στη Γερμανία και τη σταδιακή ενσωμάτωσή της στη Δύση «με την ελάχιστη πικρία».4 Ο τρίτος και σημαντικότερος λόγος ήταν ότι η επιβολή τέτοιων όρων στη Γερμανία, ήταν πολιτικά ανεφάρμοστη, εκτός εάν οι ΗΠΑ ήταν διατεθειμένες να διατηρήσουν επ' άπειρο τεράστιες στρατιωτικές δυνάμεις στη Γερμανία, και οικονομικά ασύμφορη όχι μόνο λόγω του απαγορευτικού κόστους μιας παρόμοιας δύναμης κατοχής, αλλά κυρίως λόγω του ότι η οικονομική εκμηδένιση της Γερμανίας, που πρότεινε το Σχέδιο Morgentau, θα στερούσε από την Αμερική μία μεγάλη αγορά.
Το τελευταίο έχει ιδιαίτερη σημασία καθώς στις ΗΠΑ επικρατούσε ένα έντονο κλίμα απαισιοδοξίας σχετικά με τις προοπτικές μετά το τέλος του πολέμου. Αυτό πήγαζε τόσο από πολιτικές όσο και οικονομικές αβεβαιότητες. Όσον αφορά τις προοπτικές στον πολιτικό τομέα, η αμερικανική ηγεσία παλινδρομούσε μεταξύ Χίτλερ και Στάλιν. Ο πρώτος, ή καλύτερα η χώρα που εκπροσωπούσε, είχαν προκαλέσει τόσο έντονο σοκ, την περίοδο του πολέμου, στο συλλογικό υποσυνείδητο των Αμερικανών, που δύσκολα μπορούσε να εξαλειφθεί παντελώς. Όμως, όσο ο πόλεμος βάδιζε προς το τέλος του, οι Αμερικανοί αναζητούσαν ένα υποκατάστατο του Χίτλερ. Αυτό το ρόλο είχε ήδη αναλάβει ο Στάλιν. Θα πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι αυτό το κλίμα φοβίας και ανασφάλειας προσέλαβε νέες διαστάσεις μετά την ανακάλυψη της ατομικής βόμβας.
Παραδόξως, αντί η ατομική βόμβα να εμφυσήσει εμπιστοσύνη στον αμερικανικό λαό, προκάλεσε δέος, κυρίως λόγω της διαίσθησης ότι το μονοπώλιο των Αμερικανών στα πυρηνικά όπλα δεν θα διαρκούσε επ'
392 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
άπειρον. Οι Αμερικανοί επιστήμονες θεωρούσαν ότι η Σοβιετική Ένωση θα αποκτούσε τη δική της ατομική βόμβα μέσα σε 15 χρόνια. Το ότι η Σοβιετική Ένωση χρειάστηκε μόνο 4 χρόνια πριν δοκιμάσει την πρώτη πυρηνική βόμβα το 1949, συνέτεινε καθοριστικά στην αντικομουνιστική υστερία και στα έκτροπα του μακαρθισμού. Η πρόσφατη εμπειρία με τους γερμανικούς πυραύλους Υ1 και Υ2, στα τέλη του Β' παγκοσμίου πολέμου, επέτεινε αυτή την ανασφάλεια και τους φόβους ότι από τη στιγμή που μία ξένη εχθρική δύναμη θα αποκτούσε αυτό το τρομερό όπλο, οι Αμερικανοί δεν θα ήταν πλέον άτρωτοι.5
Συνεπώς, η εγκατάλειψη του απομονωτισμού, που αποτελούσε κάτι σαν Ευαγγέλιο για τους Αμερικανούς για 150 περίπου χρόνια, δεν οφειλόταν μόνο, ή κυρίως, σε ένα «διάχυτο αίσθημα ενοχής» που διακατείχε τους Αμερικανούς, στο Β' παγκόσμιο πόλεμο,6 αλλά και στις τεχνολογικές αλλαγές οι οποίες καθιστούσαν τον απομονωτισμό πρακτικά αδύνατο και πολιτικά επικίνδυνο. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «για πρώτη φορά στην ιστορία τους, οι Ηνωμένες Πολιτείες αισθάνονταν την εξωτερική απειλή. Ταχύπλοα σκάφη, βομβαρδιστικά μεγάλου βεληνεκούς, ατομικά όπλα και, αναπόφευκτα, διηπειρωτικοί πύραυλοι, όλα μαζί συνιστούσαν μία πραγματική απειλή στην ασφάλεια των ΗΠΑ». Το αβίαστο συμπέρασμα αυτών των κοσμο'ίστορικών τεχνολογικών ανακατατάξεων ήταν ότι η Αμερική θα έπρεπε να αναθεωρήσει τα βασικά αξιώματα, ή μάλλον τους μύθους πάνω στους οποίους είχε οικοδομηθεί ο αμερικανικός ιδεαλισμός και η υποτιθέμενη αποστροφή των Αμερικανών για τον πόλεμο. «Ακούγεται μάλλον παράξενο», συνεχίζει ο ίδιος Αμερικανός ιστορικός, «ότι ένα έθνος στο οποίο κάθε γενιά είχε δημιουργηθεί με νικηφόρο πόλεμο, που επιτέλεσε τη βιομηχανική επανάσταση και την εθνική ενότητά του με έναν αιματηρό εμφύλιο πόλεμο, και που κέρδισε μία αποικιακή αυτοκρατορία με πόλεμο, θα μπορούσε πραγματικά να πιστεύει ότι ο πόλεμος δεν ωφελούσε κανένα. Ήταν εξίσου παράξενο, για ένα έθνος, στο οποίο κάθε γενιά διεξήγε κι έναν πόλεμο και που βρισκόταν σε σχεδόν μόνιμη κατάσταση πολέμου στα σύνορά του, να διατείνεται ότι η ειρήνη αποτελούσε μία φυσιολογική κατάσταση μεταξύ εθνών».7
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 393
Οι παραπάνω επισημάνσεις εξηγούν με τον καλύτερο τρόπο τους βαθύτερους λόγους για τη μετάβαση της Αμερικής από τον απομονωτισμό στον οικουμενισμό, στην ανάληψη ενός ηγεμονικού ρόλου τον οποίο διατηρεί έως σήμερα. Ήδη από το 1943, οι δημοσκοπήσεις στις ΗΠΑ φανερώνουν μία σαφή μεταστροφή της κοινής γνώμης που τάσσεται τώρα υπέρ μιας παρεμβατικής πολιτικής. Π.χ. το Μάιο του 1943, μία δημοσκόπηση έδειξε ότι το 74% των ερωτηθέντων ήταν υπέρ της αμερικανικής συμμετοχής σε μία διεθνή ειρηνευτική δύναμη για την επιβολή της ειρήνης.8 Ωστόσο αυτή η μεταστροφή δεν σήμαινε και την πλήρη εγκατάλειψη των συνδρόμων του ιδεαλισμού. Κάτι παρόμοιο θα ήταν πρακτικά αδύνατο, δεδομένης της βαθιάς εμπέδωσης του ιδεαλισμού στο συλλογικό υποσυνείδητο του αμερικανικού λαού. Συνεπώς η αμερικανική πολιτική μετά το 1945 αποτελεί ένα αμάλγαμα ρεαλισμού μίας ανερχόμενης κοσμοκρατορίας, μιας «Νέας Ρώμης»,9 που κατείχε μια μοναδική υπεροπλία δυνάμεως, στρατιωτική και οικονομική, σε σχέση με τον υπόλοιπο κόσμο, και ιδεαλιστικής ηθικολογίας, που αντανακλούσε μία άλλη εποχή απομόνωσης και περιθωριοποίησης.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ρεαλισμού και ιδεαλισμού ήταν οι ιδέες της αμερικανικής κυβέρνησης για τη δημιουργία ενός διεθνούς οργανισμού, μετά το τέλος του πολέμου, που θα αντικαθιστούσε την Κοινωνία των Εθνών. Το καλοκαίρι του 1943, δηλαδή μετά τις εντυπωσιακές νίκες των σοβιετικών δυνάμεων, κυρίως στο Στάλινγκραντ, αυτός ο προβληματισμός προσέλαβε μια συγκεκριμένη μορφή. Τον Οκτώβριο του 1943, συνήλθαν στη Μόσχα οι υπουργοί Εξωτερικών της Σοβιετικής Ένωσης, των ΗΠΑ και της Βρετανίας και συμφώνησαν στη δημιουργία ενός Παγκόσμιου Οργανισμού Ασφάλειας. Τρεις μήνες αργότερα, οι τρεις μεγάλες δυνάμεις συμφώνησαν στη σύγκληση μιας διάσκεψης, για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Η θέση του Αμερικανού προέδρου ήταν ότι αυτός ο Παγκόσμιος Οργανισμός Ασφάλειας θα έπρεπε να περιλαμβάνει δύο σκέλη. Το ένα θα απαρτιζόταν από ένα είδος Ηνωμένων Εθνών, με μια κοινή Συνέλευση, στην οποία θα εκπροσωπούνταν ισότιμα όλα τα έθνη, ανεξάρτητα από τη δύναμή τους, και το άλλο σκέλος θα ήταν μια «Εκτελεστική Επιτροπή» στην οποία θα ανήκαν μόνο οι μεγάλες δυνάμεις. Το πρώτο σκέλος, δηλαδή η Συνέ-
394 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
λευση των Ηνωμένων Εθνών, ικανοποιούσε τον αμερικανικό ιδεαλισμό και την αντίληψη ότι όλα τα κράτη θα συνυπήρχαν σε ειρηνική αρμονία. Το δεύτερο σκέλος αντανακλούσε την αυξανόμενη τάση της Αμερικής προς την πολιτική της ισχύος. Ήδη ο πρόεδρος Ρούζβελτ είχε διατυπώσει ανοικτά την ανάγκη για τη δημιουργία ενός διεθνούς μηχανισμού συλλογικής ασφάλειας στον οποίο αποκλειστική ευθύνη θα είχαν οι τέσσερις μεγάλες δυνάμεις -ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Βρετανία και Κίνα- οι οποίες θα αναλάμβαναν το ρόλο του «παγκόσμιου χωροφύλακα», the four Policemen of the World, όπως τις χαρακτήριζε ο Ρούζβελτ. Αυτές οι δυνάμεις θα εκπροσωπούνταν στην «Εκτελεστική Επιτροπή» και θα είχαν αποκλειστική αρμοδιότητα για τη διαφύλαξη της διεθνούς ειρήνης. Με άλλα λόγια, τα Ηνωμένα Έθνη αποτελούσαν το «ζευγάρωμα» μιας ειρήνης σύμφωνα με την ιδεαλιστική παράδοση του Wilson και μιας ειρήνης των Μεγάλων Δυνάμεων. Το ότι υπήρχε μια ενδογενής αντίφαση μεταξύ τους παρέμεινε συγκαλυμμένο στη διάρκεια του πολέμου. Αργότερα όμως ήλθε στην επιφάνεια και αποτέλεσε, για ορισμένους ιστορικούς, lΟ κύρια αφορμή για τον ψυχρό πόλεμο.
Δεν θα πρέπει όμως να υπερβάλλουμε τη σημασία της αντίφασης μεταξύ της Συνέλευσης και του Συμβουλίου Ασφαλείας στον ψυχρό πόλεμο. Τουναντίον, θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι τα Ηνωμένα Έθνη, αν και ο πρώτος διεθνής οργανισμός της μεταπολεμικής περιόδου, έχουν αποδειχτεί και ο πιο ανθεκτικός και μακροβιότερος. Αυτό το οφείλουν κυρίως στο ότι το πιο νευραλγικό όργανό του, δηλαδή το Συμβούλιο Ασφαλείας, με εξαίρεση την περίπτωση του πολέμου της Κορέας, το 1950-5 1 , ο οποίος δεν θα μας απασχολήσει εδώ, έχει επιδείξει την ικανότητα να διασφαλίζει τα συλλογικά συμφέροντα των πέντε μελών του -ΗΠΑ, Σοβιετική Ένωση, Κίνα, Βρετανία και Γαλλία- ανεξάρτητα από τις εντάσεις του ψυχρού πολέμου, ή οποιεσδήποτε άλλες διαφορές στις σχέσεις τους. Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς το λόγο γι' αυτή την εντυπωσιακή αλληλεγγύη, αυτό το esprίt de corps, μεταξύ των πέντε μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας, που επανεπιβεβαιώθηκε τον Ιανουάριο του 1992, με την ευκολία, αλλά και τη μυστικότητα, με την οποία η θέση της πρώην Σοβιετικής Ένωσης σ' αυτό το
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 395
όργανο παραχωρήθηκε στη Ρωσία, σχεδόν εν μια νυκτί. Ο λόγος δεν είναι άλλος από το ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας, με το δικαίωμα βέτο που παρέχει στα πέντε μόνιμα μέλη του, και το οποίο απέκτησαν λόγω της σθεναρής στάσης της Σοβιετικής Ένωσης στην πρώτη διάσκεψη του Dumbarton Oaks, το φθινόπωρο του 1944, τους διασφαλίζει τέτοια προνομιακή θέση, που κανένα από αυτά δεν είναι διατεθειμένο να απεμπολήσει. Επίσης θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι, απ' όλους τους διεθνείς οργανισμούς της μεταπολεμικής περιόδου, ο ΟΗΕ με το Συμβούλιο Ασφαλείας του, αντανακλά, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο διεθνή οργανισμό, το αποτέλεσμα του Β' παγκοσμίου πολέμου. Αυτό διαπιστώνεται και στη Χάρτα του ΟΗΕ, η οποία αναφέρεται σε «εχθρικές χώρες» τις οποίες κατονομάζει, όπως η Γερμανία, η Ιαπωνία και οι δορυφόροι τους στο Β' παγκόσμιο πόλεμο. Τέλος το ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας εκπροσωπεί τις νικήτριες δυνάμεις του Β' παγκοσμίου πολέμου, 1 1 εξηγεί σε μεγάλο βαθμό τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει στις προσπάθειες που καταβάλλονται τα τελευταία χρόνια για τη μεταρρύθμισή του, κυρίως τη διεύρυνσή του με τη Γερμανία και την Ιαπωνία.
* * *
Ένας δεύτερος, εξίσου σημαντικός, φόβος των Αμερικανών, την περίοδο αυτή, ήταν οικονομικός και πιο συγκεκριμένα μια διάχυτη ανησυχία ότι, μετά το τέλος του πολέμου, η αμερικανική οικονομία θα επανερχόταν στη ζοφερή κατάσταση της μεγάλης ύφεσης της δεκαετίας του '30. Όπως παρατηρεί ένας ιστορικός, «το φάσμα της ύφεσης επικρεμόταν πάνω από τα κεφάλια της αμερικανικής ηγεσίας τόσο έντονα όσο το φάσμα του Μονάχου (δηλαδή ο φόβος της Γερμανίας)>>. Υπήρχε ένα σχεδόν απόλυτο συναίσθημα στην Washington ότι η Αμερική θα βυθιζόταν μετά τον πόλεμο σε μια τόσο βαθιά ύφεση που ενδεχομένως να οδηγούσε στην ανατροπή του καθεστώτος, ε ίτε από την άκρα Αριστερά είτε από τη Δεξιά . 1 2 Κατά πόσο παρόμοιες φοβίες αντανακλούσαν την πραγματικότητα, ή κατά πόσο αυτές ήταν κατασκευασμένες ώστε να δικαιολογήσουν την ιμπεριαλιστική πολιτική που ακολούθησε η Αμερική μετά το 1945, όπως ισχυρίζονται πολλοί επικριτές της αμερικανικής
396 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
εξωτερικής πολιτικής, δεν θα μας απασχολήσει εδώ.l3 Αυτό που έχει σημασία να υπογραμμίσουμε, ε ίναι το μέγεθος και η σημασία του προβλήματος, οικονομική και πολιτική, καθώς και το γεγονός ότι αυτό δεν ανέκυψε ξαφνικά στην τελευταία φάση του πολέμου.
Το ζήτημα της εξωτερικής οικονομικής πολιτικής κατείχε μία δεσπόζουσα θέση στις ΗΠΑ τη δεκαετία του '30, κυρίως μετά την ανάληψη της προεδρίας από τον Ρούζβελτ, το 1933.14 Αυτό που παρατηρείται την περίοδο 1933-39, ε ίναι η επικράτηση της τάσης για προστατευτισμό, στην οποία πρωτοστατούσε ο σύμβουλος για εξωτερικό εμπόριο του προέδρου Ρούζβελτ, καθηγητής George Peek, ο οποίος τασσόταν υπέρ μιας εμπορικής πολιτικής αυτάρκειας την οποία η αμερικανική κυβέρνηση θα ήλεγχε και θα κατεύθυνε συνάπτοντας διακρατικές διμερείς εμπορικές σχέσεις και τροφοδοτώντας ένα προτιμησιακό εμπορικό καθεστώς. Στον αντίποδα του Peek βρισκόταν ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών Gordell ΗυΙΙ, ο κατ' εξοχήν απόστολος του ελεύθερου εμπορίου. Αυτός πίστευε ότι η οικονομική αυτάρκεια και το διακρατικό εμπόριο όχι μόνο θα επέτειναν την ύφεση, αλλά θα οδηγούσαν σε περιχαρακώσεις, δηλαδή στη δημιουργία πολιτικο-στρατιωτικο-οικονομικών μπλοκ, και αναπόφευκτα στον πόλεμο. Εκε ίνο που πρότεινε ο ΗυΙΙ ήταν η επιστροφή στους νόμους της αγοράς και την ενθάρρυνση της ιδιωτικής πρωτοβουλίας σε παγκόσμιο επίπεδο, μετά το τέλος του πολέμου, ως την καλύτερη εγγύηση για οικονομική ανάπτυξη και την καταπολέμηση των βαθύτερων αιτιών των πολέμων.15
Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, γύρω στο 1 943 παρατηρείται μία σαφής στροφή της αμερικανικής γνώμης υπέρ μιας ενεργού συμμετοχής της αμερικανικής κυβέρνησης στην παγκόσμια σκηνή. Αυτή η μεταστροφή επέτρεπε στην αμερικανική κυβέρνηση να αναλάβει πρωτοβουλίες, όχι μόνο στον πολιτικό τομέα, κυρίως στη δημιουργία ενός παγκοσμίου οργανισμού, όπως του ΟΗΕ, αλλά και στον οικονομικό. Ήδη από το 1943 είχαν ξεκινήσει διμερείς αγγλο-αμερικανικές συνομιλίες, για την επεξεργασία σχεδίων για τη διαμόρφωση ενός νέου διεθνούς νομισματικού συστήματος. Η «διπλωματία δολαρίου-στερλίνας», όπως την αποκαλεί ένας ιστορικός16, αν και διήρκεσε δύο περίπου χρόνια, αποτέλεσε το υπόβαθρο για τη σύναψη της συμφωνίας του Bretton
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 397
Woods, τον Ιούλιο του 1944. Σκοπός της ήταν η δημιουργία ενός διεθνούς οικονομικού συστήματος ικανού να αποτρέψει κι άλλη οικονομική και πολιτική κατάρρευση που θα οδηγούσε σ' έναν τρίτο παγκόσμιο πόλεμο.
Η νέα παγκόσμια οικονομική τάξη πραγμάτων στηριζόταν κυρίως σε δυο όργανα: το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) και τη Διεθνή Τράπεζα. Το πρώτο θα διασφάλιζε τους κανόνες και θα παρείχε τα βασικά μέσα για τη διαχείριση του συστήματος. Το ΔΝΤ θα έπρεπε να εγκρίνει οποιαδήποτε αλλαγή στις συναλλαγματικές ισοτιμίες. Επίσης θα συμβούλευε τις χώρες-μέλη του σε θέματα νομισματικής πολιτικής. Τέλος, και σημαντικότερο, το ΔΝΤ θα παρείχε δάνεια σε χώρες που αντιμετώπιζαν σοβαρά ελλείμματα στο ισοζύγιο πληρωμών τους. Γι' αυτό το σκοπό το ΔΝΤ απέκτησε δικό του «ταμείο», με αρχικό κεφάλαιο 8,8 δισεκατομμύρια δολάρια, σε χρυσό και δολάρια, στο οποίο είχαν συμβάλει, αναλογικά, όλα τα μέλη του. Τη μερίδα του λέοντος κατέβαλε η Αμερική, η οποία ασκούσε σχεδόν έναν απόλυτο έλεγχο. Το δεύτερο όργανο, η Διεθνής Τράπεζα, είχε σαν κύρια αποστολή την παροχή δανείων για την ανάκαμψη των οικονομιών της Ευρώπης μετά τον πόλεμο καθώς και για την προαγωγή της οικονομικής ανάπτυξης.
Ωστόσο, παρά τις προσπάθειες που έγιναν την περίοδο 1945-47, το σύστημα δεν λειτούργησε όπως αναμενόταν. π.χ., η Αμερική, για να διευκολύνει την οικονομική ανάκαμψη της Ευρώπης, που αποτελούσε βασική προϋπόθεση για την υλοποίηση της συμφωνίας του Bretton Woods, προσέφερε στη Βρετανία 7 δισ. δολάρια, σε δάνεια και άλλες παροχές, για την οικονομική της ανάκαμψη και τη μετατρεψιμότητα της στερλίνας. Αυτό όμως δεν επέφερε τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Το 1947 οι Αμερικάνοι διαπίστωναν ότι «το σύστημα του Bretton Woods δεν λειτουργούσε και ότι το δυτικό σύστημα βρισκόταν στα πρόθυρα της κατάρρευσης» . 17 Ήταν πλέον σαφές ότι οι οικονομικές συνέπειες του Β' παγκοσμίου πολέμου ήταν τόσο σοβαρές ώστε θα χρειάζονταν πολύ πιο δραστικές παρεμβάσεις για την αντιμετώπισή τους. Ωστόσο δεν ήταν σίγουρο ότι η αμερικανική κυβέρνηση θα μπορούσε να υπολογίζει στη συναίνεση της κοινής γνώμης για μια τέτοιας έκτασης παγκόσμια εμπλοκή. Οπωσδήποτε, αν και ο αμερικανικός λαός φαινόταν
398 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ότι απέβαλλε δειλά-δειλά τα σύνδρομα του απομονωτισμού, σίγουρα δεν ήταν ακόμα προετοιμασμένος για το ρόλο μιας «Νέας Ρώμης» που ισοδυναμούσε στην ανάληψη τεράστιων πολιτικών, στρατιωτικών και οικονομικών ευθυνών, τα οφέλη των οποίων του ήταν δύσκολο να κατανοήσει. Η συναίνεση της αμερικανικής κοινής γνώμης σε τέτοιες δεσμεύσεις θα μπορούσε να διασφαλιστεί μόνο εάν το εγχείρημα προσλάμβανε τη μορφή μιας σταυροφορίας με έντονο ιδεολογικό χαρακτήρα. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε, συνειδητά ή ασυνείδητα, η ανοικτή ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση το 1947, με τη διακήρυξη του δόγματος Τρούμαν, που σηματοδότησε μια σειρά από κοσμσ"ίστορικές διεργασίες -από το Σχέδιο Μάρσαλ έως τη δημιουργία του ΝΑΤΟ- και που σαν τελικό αποτέλεσμα είχαν τη διαίρεση της Ευρώπης σε δυο συνασπισμούς, για 40 χρόνια.
Πριν όμως ασχοληθούμε μ' αυτές τις διεργασίες, θα ήταν σκόπιμο να κάνουμε μία συνοπτική ανασκόπηση της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης που είχε προκύψει στην Ευρώπη στο τέλος του πολέμου. Το Μάιο του 1945, σοβιετικές δυνάμεις βρίσκονταν στην Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία, την Ουγγαρία, τη Βουλγαρία και τη Ρουμανία. Στη Γιουγκοσλαβία και την Αλβανία είχαν εγκαθιδρυθεί κομουνιστικά καθεστώτα, ενώ οι χώρες της Βαλτικής είχαν ουσιαστικά απορροφηθεί από τη Σοβιετική Ένωση. Στην Ελλάδα επικρατούσε μια εκρηκτική ατμόσφαιρα, μετά τα «Δεκεμβριανά» και τη Συμφωνία της Βάρκιζας. Αν και η ηγεσία του ΚΚΕ είχε συμφωνήσει στην παράδοση του οπλισμού του ΕΛΑΣ, η απόφαση αυτή συναντούσε την έντονη αντίδραση της βάσης του κόμματος και πολλών ανταρτών.
Γενικά, στην Ευρώπη, ο πόλεμος και ο εφιάλτης του φασισμού, σε συνδυασμό με τις τραγικές οικονομικές και κοινωνικές συνθήκες που επικρατούσαν το 1945, είχε οδηγήσει σε μία σαφή στροφή προς την Αριστερά, σχεδόν σε όλη την Ευρώπη. Στη Γαλλία, την Ιταλία και το Βέλγιο, τα κομουνιστικά κόμματα, που είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντίσταση κατά των δυνάμεων κατοχής, συμμετείχαν στην κυβέρνηση και κατείχαν καίρια υπουργεία. Ακόμα και στη Βρετανία υπήρχε μια έντονη πεποίθηση ότι ο Β' παγκόσμιος πόλεμος δεν είχε γίνει μόνο για την πάταξη του ναζισμού αλλά και για τη διαμόρφω-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 399
ση μιας λιγότερο ταξικής κοινωνίας στην οποία θα περιορίζονταν τα προνόμια, οικονομικά και κοινωνικά, που απολάμβανε η άρχουσα τάξη. Τα αποτελέσματα των βουλευτικών εκλογών, τον Ιούλιο του 1945, στις οποίες το Συντηρητικό Κόμμα του «Πρωθυπουργού της Νίκης», Τσώρτσιλ, υπέστη συντριπτική ήττα από τους Εργατικούς, αποτελούσαν την πιο σαφή ένδειξη αυτής της στροφής προς την Αριστερά στην Ευρώπη.
Η Γερμανία ήταν διαιρεμένη σε 4 ζώνες, με τη Σοβιετική Ένωση να κατέχει αυτό που ονομάστηκε αργότερα Ανατολική Γερμανία, και την Αμερική, τη Βρετανία και τη Γαλλία το βόρειο, το κεντρικό και το νότιο τμήμα της μετέπειτα Δυτικής Γερμανίας. Οι τρεις ζώνες δεν ήταν ίσα κατανεμημένες. Το μικρότερο κομμάτι κατείχε η Γαλλία και το μεγαλύτερο, σε έκταση, η Αμερική . Η βρετανική ζώνη, αν και μικρότερη σε έκταση από την αμερικανική, είχε το διπλάσιο πληθυσμό. Επίσης, το Βερολίνο χωρίστηκε κι αυτό σε 4 ζώνες. Η Αυστρία, στο ανατολικό τμήμα της οποίας υπήρχαν σοβιετικές δυνάμεις έως την υπογραφή της συνθήκης ουδετερότητας το 1954, αποσπάστηκε το 1945 από τη Γερμανία, ακυρώνοντας έτσι την ένωση που είχε επιβάλει ο Χίτλερ το 1938. Στο Πότσνταμ, τον Ιούλιο του 1945, οι ηγέτες των τριών συμμαχικών δυνάμεων, ο Στάλιν, ο Τρούμαν και ο Άτλι, συμφώνησαν ότι δεν θα δημιουργούνταν πάλι μια ενιαία κεντρική γερμανική κυβέρνηση, παρά μόνο τοπικές διοικήσεις, κυρίως για οικονομικές και κοινωνικές λειτουργίες, η οποία θα υπαγόταν στον έλεγχο της Διασυμμαχικής Επιτροπής Ελέγχου.
Η συνάντηση των τριών ηγετών στο Πότσνταμ αποτελεί κομβικό σημείο για τη μεταπολεμική εποχή. Οι δυο πλευρές, δηλαδή η Σοβιετική Ένωση και οι Αγγλο-Αμερικανοί, απέτυχαν να συμφωνήσουν σε ορισμένα καίρια ζητήματα, κυρίως στη διεξαγωγή ελεύθερων εκλογών στις χώρες υπό σοβιετική κατοχή, όπως η Πολωνία. Στις δυτικές πιέσεις για τη διεξαγωγή εκλογών στις χώρες της σοβιετικής ζώνης, η Μόσχα αντέτεινε την καταπάτηση των πολιτικών δικαιωμάτων σε χώρες όπως η Ελλάδα. Παράλληλα, ο Τίτο στη Γιουγκοσλαβία μετά την πλήρη επικράτησή του, ακολουθούσε μια επιθετική πολιτική προς τη Δύση και επιδίωκε τη διεύρυνση της γιουγκοσλαβικής επιρροής στα Βαλκάνια,
400 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κυρίως προς τη Βουλγαρία, την Αλβανία και την Ελλάδα. Αιχμή του δόρατος ήταν το λεγόμενο «Μακεδονικό ζήτημα». Αυτό σήμαινε ότι ο Τίτο είχε κάθε λόγο να ενθαρρύνει τις δυνάμεις που αντιτάσσονταν στη συμφωνία της Βάρκιζας και την επανάληψη του αντάρτικου στην Ελλάδα. Έως το 1948, όταν επήλθε η μεγάλη ρήξη Τίτο-Στάλιν, η Γιουγκοσλαβία ακολουθούσε απέναντι στη Δύση πιο επιθετική στάση από τη Σοβιετική Ένωση. Η τελευταία, για διάφορους λόγους, μεταξύ των οποίων ήταν οι ασύλληπτες απώλειες, ανθρώπινες και υλικές, που είχε υποστεί το Β' παγκόσμιο πόλεμο, με 20 εκατομμύρια νεκρούς και τη χώρα κατεστραμμένη, δεν ήταν και τόσο διατεθειμένη να ωθήσει τις σχέσεις της με την Αμερική στα άκρα, πολύ δε περισσότερο αν αναλογιστεί κανείς ότι η τελευταία είχε το μονοπώλιο στα ατομικά όπλα.
Έως πρόσφατα, υπήρχε μια έντονη αντιπαράθεση σχετικά με το ποια πλευρά έφερε τη μεγαλύτερη ευθύνη για τον ψυχρό πόλεμο. Δεν υπάρχει χώρος για να υπεισέλθουμε σ' αυτή τη συζήτηση, η οποία έχει χάσει πλέον την πολιτική σημασία που ε ίχε έως το 1991 . Προφανώς και οι δύο πλευρές ήταν συνυπεύθυνες και υπήρχε μία διαλεκτική σχέση αλληλοπροκλήσεων, αμοιβαίων παρεξηγήσεων ή παρερμηνειών όσον αφορά τις προθέσεις της άλλης πλευράς. Βέβαια, για να μην κατηγορηθεί ο συγγραφέας ως Πόντιος Πιλάτος, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι αν και οι δύο πλευρές ήταν συνυπεύθυνες, αυτός που ωφελήθηκε περισσότερο από την εκτροπή στον ψυχρό πόλεμο ήταν η Δύση και κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι, αν ο ψυχρός πόλεμος δεν υπήρχε, θα έπρεπε να εφευρεθεί18, ώστε να μπορέσουν οι Αμερικανοί να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικό τρόπο τα κολοσσιαία προβλήματα και τις προκλήσεις μιας υπερδύναμης υπό εκκόλαψη. Οπωσδήποτε, η στάση του Στάλιν, με τις παλινδρομήσεις του και την επιβολή κομουνιστικών καθεστώτων στις χώρες υπό τον έλεγχό του, διευκόλυνε αυτή την εκτροπή προς μία ανοιχτή αντιπαράθεση.
Το Σεπτέμβριο του 1945 συνήλθαν στο Λονδίνο οι υπουργοί Εξωτερικών των τριών συμμαχικών δυνάμεων, μαζί με το Γάλλο και Κινέζο ομόλογό τους, για να διευθετήσουν το ζήτημα των χωρών της ανατολι-. κής Ευρώπης. Οι συζητήσεις απέτυχαν καθώς η Σοβιετική Ένωση δεν έδειχνε διατεθειμένη να προβεί σε παραχωρήσεις, σχετικά με τη φύση
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 401
των καθεστώτων των χωρών που βρίσκονταν υπό σοβιετικό έλεγχο. Ωστόσο στις συνομιλίες των τριών υπουργών Εξωτερικών (Σοβιετικής Ένωσης, Αμερικής και Βρετανίας) στη Μόσχα, το Δεκέμβριο του 1945, σημειώθηκε αξιόλογη πρόοδος και σύγκλιση απόψεων τόσο αναφορικά με την Ευρώπη όσο και με την Ασία, κυρίως με την Ιαπωνία και την Κορέα, σε σημείο που ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών James Byrnes να θεωρεί εφικτή μια ειρηνική διευθέτηση όλων των εκκρεμοτήτων μεταξύ ΗΠΑ και Σοβιετικής Ένωσης βασισμένη «στη δικαιοσύνη και τη φρόνηση». 19 Ωστόσο η διαλλακτική στάση του Byrnes αποτελούσε πλέον μια παραφωνία στο αμερικανικό πολιτικο-γραφειοκρατικό κατεστημένο, που θεωρούσε μία ρήξη με τη Σοβιετική Ένωση και την αναχαίτιση (containment) του υποτιθέμενου επεκτατισμού της αναπόφευκτη . Από αυτή την άποψη η πολιτική του «containment» δεν διέφερε στην ουσία από την πολιτική του «cordon sanitaire» των ΑγγλοΓάλλων στο Μεσοπόλεμο. Συνεπώς έχουν δίκιο οι ιστορικοί που πιστεύουν ότι ο ψυχρός πόλεμος ουσιαστικά δεν ξεκίνησε το 1947, αλλά το 1917, και ότι η περίοδος 1941-1945 αποτελούσε απλώς μία παρένθεση.20
Τον Απρίλιο του 1946 ο Byrnes παραιτήθηκε μέσα σ' ένα κλίμα ραγδαίας επιδείνωσης των σχέσεων με τη Σοβιετική Ένωση, λόγω των διαφορών σχετικά με το μέλλον της ανατολικής Ευρώπης αλλά και της κλιμακούμενης έντασης στην Ελλάδα καθώς και τις εντυπωσιακές προελάσεις των Κινέζων κομουνιστών. Αυτό το κλίμα έντασης ήταν εύκολο να εκμεταλλευτούν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης, τα οποία πλέον απεικόνιζαν τη Σοβιετική Ένωση σαν μία αλαζονική ολοκληρωτική δύναμη που ε ίχε καταστρώσει ένα μακιαβελικό σχέδιο για την πλήρη κυριαρχία της στον πλανήτη.
Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της πολιτικής ανοικτής σύγκρουσης με τη Σοβιετική Ένωση έπαιξε μια έκθεση που έστειλε από τη Μόσχα ένας νεαρός Αμερικανός διπλωμάτης, ο George Kennan, ο οποίος απέκτησε δικαιολογημένα τη φήμη του κατ' εξοχήν «διανοούμενου» του αμερικανικού διπλωματικού και πολιτικού κατεστημένου. Το «μεγάλο τηλεγράφημα», όπως αποκαλέστηκε η έκθεση του Kennan, απέκτησε τεράστια σημασία, σε σημείο που να θεωρείται συ-
402 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
νώνυμο με την πολιτική του containment, κυρίως λόγω του ότι έβαζε μία τάξη στην κάπως χαώδη αμερικανική αντίληψη για τη Σοβιετική Ένωση. Η έκθεση του Kennan φέρει τον τίτλο «Οι πηγές της Σοβιετικής Συμπεριφοράς» (The Sources οί Soviet Conduct). Αργότερα, στα Απομνημονεύματά του, και σε άλλα γραπτά του, ο Kennan, διαμαρτυρόταν ότι οι απόψεις, που είχε διατυπώσει στο «μεγάλο τηλεγράφημα» του 1947, είχαν παρεξηγηθεί, ή ακόμα και διαστρεβλωθεί. Η επικρατούσα αντίληψη ήταν ότι ο Kennan παρότρυνε την κυβέρνησή του να ακολουθήσει μια επιθετική πολιτική ανοιχτής σύγκρουσης κατά της Σοβιετικής Ένωσης. Ωστόσο αυτό δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα. Αν και ο Kennan πίστευε στην ανάγκη της πολιτικής του containment απέναντι στη Σοβιετική Ένωση, ωστόσο συνιστούσε σύνεση και αποφυγή οποιασδήποτε πρόκλησης κατά της Μόσχας γιατί αυτό θα οδηγούσε σε μεγαλύτερη όξυνση με απρόβλεπτες συνέπειες. Όπως χαρακτηριστικά υπογραμμίζει: «Είναι προφανές ότι το κύριο στοιχείο της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στη Σοβιετική Ένωση θα πρέπει να είναι μια μακροπρόθεσμη, υπομονετική αλλά σταθερή και άγρυπνη συγκράτηση (containment) των επεκτατικών τάσεων της Ρωσίας. Όμως είναι σημαντικό να σημειώσω ότι αυτή η πολιτική δεν έχει τίποτα να κάνει με θεατρινισμούς, με απειλές, με κομπασμούς, ή περιττές χειρονομίες "παλικαρισμού". Ενώ το Κρεμλίνο είναι βασικά ευέλικτο στις αντιδράσεις του στην πολιτική πραγματικότητα, δεν είναι όμως αδιάφορο σε θέματα κύρους και αξιοπρέπειας. Όπως συμβαίνει σχεδόν με κάθε κυβέρνηση (το Κρεμλίνο) είναι δυνατό να οδηγηθεί από άκομψες και απειλητικές χειρονομίες (μας) σε μία θέση που δεν θα μπορεί πλέον να υποχωρήσει ακόμα και όταν αυτό το υπαγορεύει το αίσθημα ρεαλισμού του».21
Όμως ο κύβος είχε ήδη ριφθεί και η εποχή για τέτοιου είδους υπομονετική και χαμηλών τόνων διπλωματία είχε παρέλθει. Η αμερικανική κυβέρνηση και οι Βρετανοί σύμμαχοί της είχαν επιλέξει το δρόμο της ανοικτής αντιπαράθεσης, μία πολιτική που οδηγούσε ακριβώς εκεί που είχε προβλέψει ο Kennan. Ήδη, το Μάρτιο του 1946, ο Τσώρτσιλ, παροπλισμένος και απογοητευμένος, μετά την εκπαραθύρωσή του από την πρωθυπουργία εκφωνούσε τον περιβόητο λόγο στο Fultom του Μι-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 403
σούρι, την πολιτεία από την οποία προερχόταν ο πρόεδρος Τρούμαν: «Από το Στετίν (στη Βαλτική) στην Τριέστη της Αδριατικής, έχει πέσει ένα σιδηρούν παραπέτασμα κατά μήκος της Ευρώπης. Σε όλο τον κόσμο, με την εξαίρεση της Αμερικής και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας, υπάρχει μία αυξανόμενη πρόκληση και απειλή στο χριστιανικό πολιτισμό». Οι Ρώσοι, διατεινόταν ο Τσώρτσιλ, αν και δεν επιθυμούσαν πόλεμο, επιδίωκαν όμως την αδιάκοπτη επέκταση της δύναμης και της ιδεολογίας τους. Τίποτε άλλο δεν θαύμαζαν περισσότερο απ' τη δύναμη. Συνεπώς, κατέληγε ο Τσώρτσιλ, ο μόνος τρόπος για να αντιμετωπιστεί η σοβιετική απειλή ήταν «η αδελφική συμπαράταξη των αγγλόφωνων λαών» και ιδιαίτερα μία μόνιμη στρατιωτική συμμαχία μεταξύ των Ηνωμένων Πολιτειών και της Βρετανικής Αυτοκρατορίας βασισμένη στο μονοπώλιο της ατομικής βόμβας.22
Σ' αυτή την ομιλία, το περιεχόμενο της οποίας ο Τσώρτσιλ ε ίχε συζητήσει λεπτομερώς με τον πρόεδρο Τρούμαν, συμπυκνώνεται όλη η φιλοσοφία του ψυχρού πολέμου και της διαίρεσης της Ευρώπης σε δύο «στρατόπεδα», τ
·α οποία χώριζε ένα «σιδηρούν παραπέτασμα». Θα
πρέπει να τονίσουμε τον οργουελιανό τόνο της ομιλίας του Τσώρτσιλ και το αποκαλυπτικό ύφος της, που ισοδυναμούσε με ένα κάλεσμα των «αγγλόφωνων λαών» σε μία νέα σταυροφορία. Μόνο που, αντί για ξίφη, οι νέοι σταυροφόροι θα ήταν αρματωμένοι με ατομικά όπλα. Επίσης είναι απαραίτητο να υπογραμμίσουμε ότι ο Τσώρτσιλ ασχολούνταν επί χρόνια με την ιδέα ενός συνασπισμού των αγγλόφωνων λαών και έγραψε μία πολύτομη ιστορία που φέρει τον ομώνυμο τίτλο. Τέλος θα πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα η βασική φιλοσοφία από την οποία διαπνεόταν το «δόγμα Τσώρτσιλ», το οποίο κατά τη γνώμη μου συνιστούσε, περισσότερο απ' ό,τι το δόγμα Τρούμαν, τον ακρογωνιαίο λίθο της Ατλαντικής Συμμαχίας ο οποίος ισχύει έως τις μέρες μας. Αυτή συνίστατο στο τρίπτυχο που διατύπωσε ο πρώτος Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ και αρχηγός του Επιτελείου του Τσώρτσιλ στο Β' παγκόσμιο πόλεμο, λόρδος Ismay: «να κρατηθούν οι Αμερικανοί στην Ευρώπη, οι Ρώσοι εκτός Ευρώπης και οι Γερμανοί υπό» (to keep the Americans ίη, the Russians out and the Germans down). Αναμφισβήτητα το βρετανικό κατεστημένο, με κυριότερο εκπρόσωπο τον Τσώρτσιλ, θεωρούσε ότι
404 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡIΑ
η αμερικανική ισχύς μετά το 1945 προσέφερε τις δυνατότητες για την ανασυγκρότηση της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, η οποία είχε κλονιστεί κυρίως οικονομικά αλλά και πολιτικά, στη διάρκεια του πολέμου. Συνεπώς ενώ οι Αμερικανοί αντιμετώπιζαν τον κόσμο από θέση ισχύος, οι Βρετανοί τον αντίκριζαν από τη σκοπιά μιας εξουθενωμένης δύναμης που βρισκόταν στα πρόθυρα συρρίκνωσης. Ήδη μέσα σ' ένα χρόνο, το 1947, οι Βρετανοί αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την Ινδία, «το κόσμημα της αυτοκρατορίας». Την ίδια εποχή, στη Βρετανία, οι συνθήκες είναι τραγικές, με τεράστιες ουρές για την προμήθεια με το δελτίο βασικών ειδών διατροφής και κάρβουνου.
Αυτή η ασυμμετρία μεταξύ φιλοδοξιών μεγάλης δύναμης και οικονομικής καχεξίας, φάνηκε σ' όλο της το μέγεθος στην περίπτωση της Ελλάδας, το χειμώνα του 1946-47, δηλαδή στην αρχή του εμφυλίου πολέμου. Οι Βρετανοί που είχαν διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στις ελληνικές υποθέσεις από την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, και οι οποίοι διατηρούσαν σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις από την εποχή των Δεκεμβριανών, αδυνατούσαν τώρα να επωμιστούν το βάρος. Στις 21 Φεβρουαρίου 1947, η βρετανική κυβέρνηση ανακοίνωνε ότι θα διέκοπτε μέσα σ' ένα μήνα οποιαδήποτε βοήθεια στην Ελλάδα. Η αμερικανική κυβέρνηση αντέδρασε «σαν ηφαίστειο», σύμφωνα με ένα Βρετανό υπουργό. «Εάν η Ελλάδα έπεφτε στα χέρια των κομουνιστών, τότε όλη η Μέση Ανατολή και ένα μέρος της Βόρειας Αφρικής θα υπάγονταν στον έλεγχο της Μόσχας». Η περίπτωση της Ελλάδας αποτελούσε την απαρχή της θεωρίας του «ντόμινο», δηλαδή των αλυσιδωτών αντιδράσεων, που κυριάρχησε στην αμερικανική πολιτική έως το Βιετνάμ. Αυτή βασιζόταν στη νοοτροπία ότι μόνο μία υποχώρηση, ή επικράτηση του κομουνισμού έστω και σε μια χώρα, όσο απομακρυσμένη και ασήμαντη κι αν ήταν, αποτελούσε θανάσιμη απειλή για την ασφάλεια των Ηνωμένων Πολιτειών. Την ίδια ακριβώς αντίληψη διατύπωνε ο πρόεδρος Τρούμαν, στις 12 Μαρτίου 1947, στην ομιλία του στο Κογκρέσο, η οποία αποτέλεσε το «Δόγμα Τρούμαν» και την επίσημη έναρξη του ψυχρού πολέμου. Η Ελλάδα, δήλωνε ο Τρούμαν, βρισκόταν στο έλεος μιας κλίκας κομουνιστών ανταρτών πίσω από τους οποίους κρυβόταν η Σοβιετική Ένωση. Η σύγκρουση στην Ελλάδα
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 405
αποτελούσε μέρος μιας παγκόσμιας αναμέτρησης «μεταξύ δύο διαφορετικών τρόπων ζωής». Εάν η Ελλάδα υπέκυπτε στη βουλιμία μιας κομουνιστικής μειοψηφίας, οι επιπτώσεις στον υπόλοιπο κόσμο θα ήταν καταλυτικές. «Πιστεύω», κατέληγε ο Τρούμαν, «ότι η πολιτική των Ηνωμένων Πολιτειών θα πρέπει να είναι η συνδρομή σε όλους τους ελεύθερους λαούς, οι οποίοι αντιστέκονται στη βίαιη καθυποταγή τους από ένοπλες μειοψηφίες ή από εξωτερικές πιέσεις». Αυτή η δήλωση έλεγε τα πάντα και καθόριζε την αμερικανική εξωτερική πολιτική για τα επόμενα είκοσι χρόνια.23 Ο «σαρωτικός» χαρακτήρας του Δόγματος Τρούμαν αποτελούσε και την Αχίλλειο πτέρνα του και οδηγούσε την Αμερική στις τραγικές εμπλοκές της στο Βιετνάμ. Οποιαδήποτε κυβέρνηση ανεξάρτητα από το πόσο αντιδημοκρατική ήταν, μπορούσε τώρα να επικαλεστεί τον «κομουνιστικό κίνδυνο» για να έχει την πλήρη βοήθεια της Αμερικής, η οποία, σημειωτέον, δινόταν χωρίς κανένα όρο, ούτε καν χωρίς τη συγκατάθεση των Ηνωμένων Εθνών, που ο Τρούμαν αγνόησε παντελώς στην ομιλία του.24 Αν και πρωταρχικός στόχος του Τρούμαν ήταν να διεγείρει την αμερικανική κοινή γνώμη στην αντικομουνιστική σταυροφορία του, αυτή βρισκόταν σε δικαιολογημένη σύγχυση καθώς μόλις πριν δύο χρόνια η Σοβιετική Ένωση και «ο θείος Τζο», όπως αποκαλούσαν τα αμερικανικά μέσα ενημέρωσης τον Στάλιν, ε ίχαν σχεδόν θεοποιηθεί για την απαράμιλλη γενναιότητά τους και τις θυσίες τους για την πάταξη του ναζισμού. Έτσι, ενώ το 60% εξέφραζε κριτική κατά της Σοβιετικής Ένωσης, ένα 70% τασσόταν κατά μιας επιθετικής πολιτικής εναντίον της.2S Προφανώς χρειαζόταν μια δυνατότερη δόση προπαγάνδας για να διαμορφωθεί το κλίμα υστερίας που προκύπτει στις αρχές του '50. Σ' αυτό συνέβαλε, εκτός από τα ΜΜΕ, και μία μεγάλη μερίδα διανοουμένων, κυρίως ευρωπα'ίκής προέλευσης, κατά το πλείστον πρώην κομουνιστών, που είχαν κόψει τις γέφυρές τους με το κομουνιστικό κίνημα, λόγω του σταλινισμού. Κλασικό παράδειγμα ήταν ο Άρθουρ Κέσλερ. Όπως χαρακτηριστικά έλεγε ο Ιγνάτσιο Σιλόνε, ένας επιφανής πρώην Ιταλός κομουνιστής, ο ψυχρός πόλεμος δεν ήταν τόσο υπόθεση μεταξύ καπιταλιστών και κομουνιστών, αλλά μεταξύ κομουνιστών και πρώην κομουνιστών. Σ' αυτή την κατηγορία θα μπορούσε να συμπεριληφθεί και ο Όργουελ, ο οποίος
406 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
στο 1984 συνέβαλε, ίσως περισσότερο από οποιοδήποτε άλλο, στην εκλα'ικευση της ιδεολογίας του ψυχρού πολέμου.
* * *
Αυτό όμως που πρέπει να τονίσουμε με ιδιαίτερη έμφαση εδώ είναι η διττή σημασία του Δόγματος Τρούμαν: πολιτικοστρατιωτική αλλά και οικονομική . Συνήθως το ενδιαφέρον επικεντρώνεται στο πρώτο σκέλος, δηλαδή στο ρόλο του Δόγματος Τρούμαν στη δημιουργία μια:ς πολιτικοστρατιωτικής Pax Amerίcαnα, με βάσεις, στρατεύματα και τον πολιτικό έλεγχο ενός μεγάλου τμήματος του πλανήτη. Ωστόσο, αυτή η συσχέτιση δεν είναι απόλυτα ευκρινής. Ο Τρούμαν πρότεινε κυρίως την οικονομική βοήθεια της Αμερικής όχι μόνο στην Ελλάδα και την Τουρκία, που υποτίθεται ότι κινδύνευαν άμεσα από τη σοβιετική επιβουλή, αλλά, ακόμα σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό, προς τη δυτική Ευρώπη. Άμεσο και φυσικό επακόλουθο του Δόγματος Τρούμαν ήταν το Σχέδιο Μάρσαλ. Η οικονομική διάσταση του Σχεδίου Μάρσαλ σαφώς υπερτερούσε της πολιτικοστρατιωτικής. Θα μπορούσε να ισχυριστεί κανείς ότι το Δόγμα Τρούμαν αποσκοπούσε τόσο, αν όχι περισσότερο, στην αντιμετώπιση πιεστικών οικονομικών προβλημάτων, όσο στην αντιμετώπιση του «κομουνιστικού κινδύνου». Το Δόγμα Τρούμαν, από αυτή την άποψη, προσέφερε το πολιτικο-ιδεολογικό υπόβαθρο, για την ανάληψη της οικονομικής ανασυγκρότησης της Δυτικής Ευρώπης που το 1947 θεωρείτο ζωτικής σημασίας για την αμερικανική οικονομία. Χωρίς το Σχέδιο Μάρσαλ, όχι μόνο το πλαίσιο του Bretton Woods θα είχε ενδεχομένως καταρρεύσει, αλλά υπήρχαν έντονοι φόβοι για μια επιστροφή στην εφιαλτική περίοδο του '30. Προφανώς για οικονομικούς αλλά και πολιτικούς λόγους, μια υπερδύναμη όπως η Αμερική δεν ήταν δυνατό να γυρίσει την πλάτη της στην Ευρώπη, όπως είχε κάνει το 1919. Η εποχή της «υπέροχης απομόνωσης» και για την Αμερική είχε παρέλθει.
Για να κατανοήσουμε καλύτερα τη σημασία του Σχεδίου Μάρσαλ θα πρέπει να συνοψίσουμε την οικονομική κατάσταση που παρουσίαζε η Ευρώπη μετά τον πόλεμο. Ήταν μια ε ικόνα καταστροφής ασύγκριτα μεγαλύτερης έκτασης απ' ό,τι το 1918 . Η Ευρώπη έμοιαζε, το 1945, «με ένα σωρό από ερείπια, με ένα νεκροταφείο και ένα ιδανικό περιβάλ-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 407
λον για λιμούς και μίσος», όπως παραστατικά έλεγε ο Τσώρτσιλ.26 Αυτή η ε ικόνα της πλήρους καταστροφής και απόγνωση ς επιτεινόταν από τις σκηνές φρίκης που έβγαιναν τώρα στην επιφάνεια, από τα εγκλήματα των ναζί, από τα κρεματόρια, καθώς και από τα σκελετωμένα άτομα που είχαν επιζήσει αυτής της φρίκης. Γυναίκες που επέστρεφαν στο Παρίσι από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης, το 1945, έμοιαζαν σαν φαντάσματα «όλες ντυμένες σαν σκιάχτρα, με ρούχα που ε ίχαν βρει στα στρατόπεδα από άλλες γυναίκες διαφορετικών εθνοτήτων που είχαν πεθάνει».27 Η κατάσταση στην ανατολική Ευρώπη, τα Βαλκάνια και κυρίως τη Σοβιετική Ένωση ήταν ακόμα τραγικότερη.
Το κόστος για τη διεξαγωγή του πολέμου ήταν κατά πολύ μεγαλύτερο στο Β' παγκόσμιο πόλεμο απ' ό,τι στον Α. Σχεδόν το 1/3 της παραγωγής διατέθηκε, το 1944, για πολεμικούς σκοπούς. Τη μερίδα του λέοντος, στις πολεμικές δαπάνες, το 70% του συνόλου, επωμίστηκαν πέντε χώρες: οι Ηνωμένες Πολιτείες, η Γερμανία, η Βρετανία, η Σοβιετική Ένωση και η Ιαπωνία. Ωστόσο αυτό που έχει ιδιαίτερη σημασία είναι ότι η αμερικανική οικονομία ήταν κατά πολύ ισχυρότερη το 1945
απ' ό,τι το 1941 . Η βιομηχανική της παραγωγή είχε αυξηθεί την περίοδο αυτή κατά 15%, ενώ οι νέες επενδύσεις είχαν αυξήσει τις οικονομικές δυνατότητές της κατά 50%. Τέλος η Αμερική είχε διαθέσει την περίοδο του πολέμου 47 δισεκατομμύρια δολάρια για βοήθεια, κυρίως σε πολεμικό υλικό (1end lease), στη Βρετανία και τη Σοβιετική Ένωση. Αυτό αντιστοιχούσε στο 5% του εθνικού εισοδήματός της, την περίοδο 1941-45.28
Θα πρέπει να σημειωθεί ότι δεν επιβλήθηκαν στη Γερμανία πολεμικές αποζημιώσεις, το 1945, όπως έγινε το 1919. Αυτό έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην οικονομική ανάπτυξη που επακολούθησε. Οι λόγοι γι' αυτή την επιεική μεταχείριση της Γερμανίας -ιδίως αν λάβει κανείς υπόψη του ότι η ευθύνη για τον πόλεμο και τα εγκλήματα που διέπραξε η ναζιστική Γερμανία ήταν σαφώς μεγαλύτερα από εκείνα που της καταλογίστηκαν για τον Α' παγκόσμιο πόλεμο- ήταν πολιτικοί και οικονομικοί. Οι Ηνωμένες Πολιτείες το 1945, δεν είχαν την ανάγκη, όπως η Γαλλία το 1919, να γονατίσουν οικονομικά τη Γερμανία, ώστε να την εξουδετερώσουν πολιτικά. Επίσης, το 1945, η Γερμανία ήταν πλήρως
408 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κατακτημένη και στο μόνο που μπορούσε να αποβλέπει ήταν το έλεος των νικητών, κυρίως των Αμερικανών.
Όμως πάνω απ' όλα, η αμερικανική στάση απέναντι στη Γερμανία καθοριζόταν από οικονομικούς παράγοντες. Όπως αναφέρθηκε παραπάνω, το ζητούμενο για τις ΗΠΑ, το 1945, ήταν να αποτρέψει μία επιστροφή στην εφιαλτική κατάσταση ύφεσης της δεκαετίας του '30. Η εμπειρία του μεσοπολέμου είχε δείξει ότι η οικονομική εξουθένωση της μεγαλύτερης και πιο δυναμικής οικονομίας της Ευρώπης, δηλαδή της Γερμανίας, που της είχε επιβληθεί στις Βερσαλίες, ε ίχε αποτελέσει μια από τις κύριες αιτίες της οικονομικής κρίσης και της πολιτικής αστάθειας του Μεσοπολέμου. Το ζητούμενο για την Αμερική, την ανερχόμενη υπερδύναμη, ήταν να σταθεροποιήσει οικονομικά και πολιτικά την Ευρώπη. Γι' αυτό το σκοπό, η οικονομική ανόρθωση της δυτικής Ευρώπης, συμπεριλαμβανομένης και της Γερμανίας, αποτελούσε ύψιστη προτεραιότητα. Αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε το Σχέδιο Μάρσαλ, για την οικονομική ανασυγκρότηση της Ευρώπης, που ανακοινώθηκε τον Ιούλιο του 1947. «Οι ΗΠΑ», έλεγε ο Μάρσαλ, ο Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, «θα πρέπει να κάνουν οτιδήποτε για να βοηθήσουν τον κόσμο να επανέλθει σε φυσιολογική οικονομική κατάσταση, χωρίς την οποία δεν μπορεί να υπάρξε ι πολιτική σταθερότητα ή ειρήνη».29 Με άλλα λόγια, το Σχέδιο Μάρσαλ, για το οποίο οι ΗΠΑ διέθεσαν περίπου 12,5 δισεκατομμύρια δολάρια μεταξύ 1948 και 1951 , αν και έχει χαρακτηριστεί, δίκαια, σαν μια πράξη ύψιστου αλτρουισμού, ταυτόχρονα εξυπηρετούσε τα καλώς εννοούμενα συμφέροντα της Αμερικής. Από το ποσό αυτό, το οποίο μοιράστηκαν 16 χώρες, τη μερίδα του λέοντος πήρε η Βρετανία και ακολουθούσαν η Γαλλία, η Ιταλία, η Γερμανία Κ.λπ. Η συμμετοχή της Γερμανίας στο Σχέδιο Μάρσαλ αντιμετώπισε τις έντονες αντιδράσεις άλλων χωρών, κυρίως της Γαλλίας, για συναισθηματικούς, πολιτικούς, στρατηγικούς αλλά και οικονομικούς λόγους, κυρίως λόγω του ότι το Παρίσι επιδίωκε σ' αυτή τη φάση να υποκαταστήσει τη γερμανική βαριά βιομηχανία με τη γαλλική .30
Ουσιαστικά το Σχέδιο Μάρσαλ λειτούργησε ως μοχλός για την προαγωγή δύο βασικών πολιτικο-αμυντικών αμερικανικών στόχων. Ο ένας ήταν η συνένωση των τριών ζωνών (αμερικανική, βρετανική, γαλ-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 409
λική) της δυτικής Γερμανίας και η ανασυγκρότησή της σε ενιαίο κράτος, με δική του εσωτερική οργάνωση, εξωτερική πολιτική και ένοπλες δυνάμεις. Οι τρεις δυνάμεις κατοχής θα παρέμεναν, μάλιστα οι αμερικανικές θα αυξάνονταν σημαντικά, καθώς η Γερμανία αποτέλεσε την αιχμή του δόρατος του ψυχρού πολέμου. Ωστόσο από το 1949, η Δυτική Γερμανία αποτελούσε ανεξάρτητο κράτος, με το δικό του «προσωρινό» Σύνταγμα, τους «Βασικούς Νόμους», τη δική του κεντρική κυβέρνηση, με έδρα τη Βόννη, και τη δική του βούληση και επιδιώξεις. Ενώ το 1949 το καθεστώς της Βόννης αποτελούσε σκιά του παρελθόντος, μέσα σε 40 χρόνια ε ίχε κατορθώσει να εξελιχθεί πρώτα σε παγκόσμια οικονομική δύναμη και κατόπιν να ανατρέψει, σε μεγάλο βαθμό, τα δεδομένα του Β' παγκοσμίου πολέμου. Ίσως θα πρέπει να προσθέσουμε εδώ ότι στο γερμανικό Σύνταγμα του 1949 υπάρχει σαφής αναφορά στην αποστολή της Γερμανίας για την ένωση της Ευρώπης. Με τις μνήμες του Β' παγκοσμίου πολέμου και τα εγκλήματα των ναζί τόσο νωπά, η «ευρωπα'ίκή αποστολή» της Γερμανίας λειτουργούσε ως υποκατάστατο στην εθνική ανασυγκρότησή της. Αν και πολλές άλλες χώρες της ΕΟΚ-ΕΕ, όπως η Γαλλία ή η Benelux, επικαλέστηκαν την «Ευρώπη» για να προαγάγουν εθνικά συμφέροντα, καμία δεν το έκανε τόσο συστηματικά και μεθοδευμένα όσο η Γερμανία. Στην περίπτωση της τελευταίας, οι δυο έννοιες, Ευρώπη-Γερμανία, έγιναν σχεδόν συνώνυμες στη μεταπολεμική περίοδο.31
Άλλος ένας στόχος του Σχεδίου Μάρσαλ ήταν η προαγωγή της περιφερειακής ολοκλήρωσης στη Δυτική Ευρώπη. Αυτό πιστοποιείται και απιΥτον τρόπο που προσπάθησαν να χρησιμοποιήσουν τα κονδύλια του Σχεδίου Μάρσαλ. Στόχος των Αμερικανών ήταν η δημιουργία ενός κεντρικού «υπερεθνικού» ευρωπα'ίκού οργάνου, το οποίο θα αποφάσιζε για την κατανομή των πόρων και για τη μεγιστοποίηση της χρήσης τους. Μ' αυτό τον τρόπο η Washington επιδίωκε τη δημιουργία ενός εμβρυακού υπερεθνικού φορέα, ο οποίος θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για τη �ημιoυργία μιας ομόσπονδης Ευρώπης. Σ' αυτό το θέμα οι απόψεις της Αμερικής και της Δυτικής Γερμανίας συνέπιπταν. Ωστόσο, άλλες χώρες όπως η Βρετανία και η Γαλλία δεν ήταν διατεθειμένες να εκχωρήσουν μέρος της εθνικής κυριαρχίας τους για τη σύσταση παρό-
410 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
μοιου υπερεθνικού φορέα, στο πλαίσιο του Σχεδίου Μάρσαλ. Το αποτέλεσμα ήταν η διακυβερνητική διαχείριση των κονδυλίων του Σχεδίου Μάρσαλ. Αντί για υπερεθνικό όργανο, προέκυψε ο Οργανισμός για την Ευρωπα'ίκή Οικονομική Συνεργασία, που αργότερα μετεξελίχτηκε στο σημερινό ΟΟΣΑ (Οργανισμός για την Οικονομική Συνεργασία και Ανάπτυξη). Επίσης οι Ευρωπαίοι, αντί για ένα υπερεθνικό όργανο, αποφάσιζαν τη σύσταση του Συμβουλίου της Ευρώπης, στο οποίο δινόταν ιδιαίτερη έμφαση στις ατομικές ελευθερίες και τα ανθρώπινα δικαιώματα.
Όμως οι απόψε ις των Αμερικανών και των Γερμανών συνέπιπταν και σε άλλο ένα σημαντικό ζήτημα το οποίο κυριαρχούσε στα πολιτικά δρώμενα κυρίως της πρώτης μεταπολεμικής περιόδου ( 1945-1962), το θέμα της αποικιοκρατίας. Το 1945, η Βρετανία, η Γαλλία, η Ολλανδία, το Βέλγιο και η Πορτογαλία διατηρούσαν τεράστιες αποικίες στην Αφρική και την Ασία. Η Βρετανική Αυτοκρατορία ήταν, το 1945, 125 φορές μεγαλύτερη σε έκταση απ' ό,τι η Βρετανία, η Ολλανδική 55 φορές το μέγεθος της Ολλανδίας, η Γαλλική 19 φορές, η Βελγική 78 φορές και η Πορτογαλική 50 περίπου φορές μεγαλύτερη απ' ό,τι η μητρόπολη. Είναι δύσκολο να νοήσει κανείς σήμερα την κολοσσιαία σημασία που έδιναν αυτές οι χώρες στις αποικίες τους. Χωρίς τις αποικίες αυτές, θα αποτελούσαν μία κουκίδα στον παγκόσμιο χάρτη, στις παρυφές της Ευρω-Ασίας. Στη διάρκεια του Β' παγκοσμίου πολέμου, οι χώρες που κατακτήθηκαν από τους ναζί -Γαλλία, Ολλανδία και Βέλγιο- πίστευαν ότι, μετά το τέλος του πολέμου θα επανακτούσαν τις αποικίες τους.
Αυτό αποδείχτηκε ότι αποτελούσε μεγάλη πλάνη. Οι λαοί κάτω από αποικιακό ζυγό δεν ήταν διατεθειμένοι να υποταχτούν ξανά στους Ευρωπαίους. Κυρίως στην Ασία, από την Ινδοκίνα έως την Ινδονησία, ο Β' παγκόσμιος πόλεμος ενίσχυσε τα εθνο-απελευθερωτικά κινήματα, σε βαθμό που καθιστούσε αδύνατη την επιστροφή των Ευρωπαίων αποικιοκρατών. Καθώς οι τελευταίοι δεν μπορούσαν να επανακτήσουν τα «κεκτημένα» μόνοι τους, ο μόνος τρόπος ήταν η υποστήριξη των Ηνωμένων Πολιτειών, της μόνης χώρας που είχε τις στρατιωτικές και υλικές δυνάμεις για την καταστολή των εθνο-απελευθερωτικών κινημά-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 41 1
των. Ωστόσο η Αμερική δεν ήταν διατεθειμένη να παίξει αυτό το ρόλο. Από τις αρχές του 200ύ αιώνα, πάγιο αίτημα της Αμερικής ήταν η ονομαζόμενη πολιτική των «Ανοικτών Θυρών» (Open Doors), δηλαδή το άνοιγμα των αποικιακών αγορών σε τρίτες χώρες. Τώρα, της δίνονταν η ευκαιρία να υλοποιήσει αυτό το στόχο. Βέβαια αυτό την έφερνε σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους συμμάχους της. Συνεπώς η αμερικανική πολιτική στο αποικιακό ζήτημα παρουσιάζει αντιφάσεις και παλινδρομήσεις.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η Αμερική επιθυμούσε την απομάκρυνση των Ευρωπαίων από τις αποικίες τους, κάτι που ενίοτε οδηγούσε σε εντάσεις τις σχέσεις της Washington με τους Ευρωπαίους συμμάχους της. Ακόμα και οι σχέσεις με την Ολλανδία έφτασαν το 1946-49 σε τέτοια ένταση που προκάλεσαν έναν έντονο αντιαμερικανισμό στην πιο φιλοατλαντική χώρα της δυτικής Ευρώπης. Ο λόγος ήταν ότι η Αμερική ουσιαστικά ενθάρρυνε τους εθνικιστές της Ινδονησίας και είχε ταχθεί υπέρ της ανεξαρτησίας της. Η μεγαλύτερη κρίση αυτής της μορφής ήταν του Σουέζ, το 1956, όπου η Αμερική βρέθηκε αντίθετη με τους Αγγλο-Γάλλους. Αυτό που διακυβευόταν εδώ ήταν ο έλεγχος της Μέσης Ανατολής και τα πετρέλαιά της. Σ' αυτό το θέμα θα επανέλθουμε. Εκείνο που χρειάζεται να υπογραμμίσουμε εδώ, είναι ότι και σ' αυτό το σημείο, δηλαδή στο «ξήλωμα» των ευρωπα'ίκών αποικιών, οι θέσεις των Αμερικανών και των Γερμανών συνέκλιναν.
Υπήρχαν, λοιπόν, αρκετά βασικά σημεία σύγκλισης μεταξύ Αμερικής και Γερμανίας, μετά το 1945. Όμως το σημαντικότερο προήλθε από την τροπή που πήραν οι αμερικανοσοβιετικές σχέσεις το 1947-49 και που οδήγησαν σε πλήρη ρήξη και ανοικτή αναμέτρηση των δύο υπερδυνάμεων. Ας συνοψίσουμε πρώτα τα γεγονότα που οδήγησαν σ' αυτή τη ρήξη. Παράλληλα με το Σχέδιο Μάρσαλ, οι Αγγλο-Αμερικανοί συγχωνεύουν τις ζώνες κατοχής τους στη Γερμανία. Το 1948 η Γαλλία εντάσσει και τη δική της ζώνη, ώστε η Δυτική Γερμανία βρίσκεται πλέον υπό ενιαία διοίκηση. Αυτό γίνεται κάτω από μια ατμόσφαιρα κλιμακούμενων εντάσεων στις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση, κυρίως μετά τη διακήρυξη του Δόγματος Τρούμαν και του Σχεδίου Μάρσαλ. Παρεμπιπτόντως θα πρέπει να μνημονεύσουμε ότι το Σχέδιο Μάρσαλ τυπι-
412 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ lΣTOPIA
κά ήταν ανοικτό για όλες τις ευρωπα"ίκές χώρες, όμως με την προϋπόθεση ότι θα ήταν προσηλωμένες στην ελεύθερη οικονομία, δηλαδή στο καπιταλιστικό καθεστώς. Συνεπώς αυτό ντε φάκτο απέκλειε τη Σοβιετική Ένωση, εκτός εάν αυτή απαρνούνταν το μαρξισμό-λενινισμό, καθώς και τις χώρες της ανατολικής Ευρώπης που βρίσκονταν υπό τον έλεγχό της.
Αυτή η πολιτική όξυνση προσέλαβε τη μορφή χιονοστιβάδας μεταξύ 1947-49. Στην «περιφέρεια» βρίσκονται σε έξαρση ο εμφύλιος πόλεμος στην Ελλάδα καθώς και εκείνος στην Κίνα. Και οι δύο τερματίστηκαν το 1949 με τρόπο όμως που έριχνε περισσότερο «λάδι στη φωτιά» κυρίως λόγω της επικράτησης των κομουνιστών του Μάο στην Κίνα, που θεωρείτο εκείνη την εποχή ως υποχείριο του Στάλιν. Το «χάσιμο της Κίνας», όπως το αποκαλούσαν οι Αμερικανοί, λες και η Κίνα αποτελούσε αμερικανική επαρχία, σε συνδυασμό με την απόκτηση της ατομικής βόμβας από τη Σοβιετική Ένωση, την ίδια χρονιά, προκάλεσαν έναν παροξυσμό που έθρεφε οργουελιανά σενάρια. Άλλωστε το 1984 του Όργουελ δεν αποτελούσε τίποτε περισσότερο από την αντιστροφή των δύο τελευταίων ψηφίων, δηλαδή του 48. Με άλλα λόγια, το 1984 αντί να αναφέρεται σε μία μελλοντική ουτοπία, ή αντιουτοπία, περιέγραφε με ανάγλυφο τρόπο το εφιαλτικό κλίμα της εποχής εκείνης.
Το 1947, οι κομουνιστές εκδιώκονται από την κυβέρνηση στην Ιταλία και τη Γαλλία, στις οποίες συμμετείχαν μετά την απελευθέρωση. Αυτό αποτελούσε τη σαφέστερη απόδειξη του νέου αντικομουνιστικού κλίματος που διαμορφώνεται στη δυτική Ευρώπη. Στην αντίπερα όχθη, η όξυνση παίρνει μεγαλύτερες διαστάσεις. π.χ., το Φεβρουάριο του 1948, οι κομουνιστές στην Τσεχοσλοβακία καταλαμβάνουν πραξικοπηματικά την εξουσία. Έως τότε συμμετείχαν σε μία κυβέρνηση που περιλάμβανε επιφανείς Τσεχοσλοβάκους πατριώτες και δημοκράτες, όπως ο Jan Masaryk, ο γιος του Thomas Masaryk, του πρώτου προέδρου της Τσεχοσλοβακικής Δημοκρατίας. Ο Jan Masaryk, που, το Φεβρουάριο του 1948, ήταν υπουργός Εξωτερικών, βρέθηκε δολοφονημένος. Το «πραξικόπημα της Πράγας», όπως αποκαλέστηκε, αποτέλεσε ένα από τα πιο δραματικά γεγονότα της εποχής εκείνης. Εάν οι Τσέχοι κομουνιστές, που αποτελούσαν το μεγαλύτερο κόμμα της χώρας τους και α-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 413
πολάμβαναν της εμπιστοσύνης σχεδόν όλου του λαού, συμπεριφέρονταν μ' αυτό τον τρόπο, τι θα έπρεπε κανείς να περιμένει από τους 0-
μο'ίδεάτες τους σε άλλες χώρες; Τρεις μήνες αργότερα, ο Σοβιετικός διοικητής στη Γερμανία απο
χωρούσε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Ελέγχου που ήταν συλλογικά υπεύθυνη για τη διοίκηση της Γερμανίας. Ο λόγος ήταν η απόφαση των τριών δυτικών δυνάμεων κατοχής (Αμερική - Βρετανία - Γαλλία) να προχωρήσουν στη σύσταση μιας Κεντρικής Τράπεζας, στη Δυτική Γερμανία, και την έκδοση νομίσματος. Με άλλα λόγια έθεταν τις βάσεις για τη σύσταση ενός δυτικογερμανικού κράτους. Η αντίδραση της Μόσχας ήταν ο αποκλεισμός του Βερολίνου. Στις 24 Ιουλίου 1948 η πρώην πρωτεύουσα του γερμανικού Ράιχ είχε αποκοπεί από τη Δύση, εκτός από αέρα. Αυτό σήμαινε και το τέλος της τετραπλής συλλογικής διοίκησης του Βερολίνου το οποίο χωριζόταν κι αυτό στο Δυτικό τμήμα, υπό τον έλεγχο των Αμερικανών, Βρετανών και Γάλλων και το Ανατολικό, υπό Σοβιετικό έλεγχο. Αρχικά, ο αρχηγός των αμερικανικών δυνάμεων στρατηγός CΙay πρότεινε το βίαιο σπάσιμο του αποκλεισμού, κάτι που ευτυχώς απορρίφθηκε από την πολιτική ηγεσία καθώς κάτι παρόμοιο θα οδηγούσε σε ανοιχτή πολεμική αμερικανο-σοβιετική σύγκρουση. Η εναλλακτική λύση ήταν η δημιουργία μιας αερογέφυρας μεταξύ Δυτικής Γερμανίας και Δυτικού Βερολίνου, για την τροφοδοσία του πληθυσμού. Ο αποκλεισμός του Βερολίνου διήρκεσε 15 μήνες και το μόνο που κατάφεραν οι Σοβιετικοί ήταν να συσπειρώσουν τους δυτικούς σε μια στρατιωτική συμμαχία, το ΝΑΤΟ. Επίσης ο αποκλεισμός του Βερολίνου βοήθησε να «αποκατασταθούν» σε κάποιο βαθμό οι Γερμανοί, οι οποίοι τώρα εμφανίζονταν ως τα θύματα τα οποία έπρεπε να συνδράμουν οι Αμερικανοί. Χωρίς τα δραματικά γεγονότα του 1948 θα ήταν πολύ πιο δύσκολο για την αμερικανική κυβέρνηση να προβάλλεται ως προασπιστής της έως προ τριών ετών ναζιστικής Γερμανίας.
Οπωσδήποτε η μεταστροφή της Αμερικής προς τη Γερμανία δημιουργούσε σοβαρά διλήμματα στους άλλους Ευρωπαίους συμμάχους της, κυρίως τους Γάλλους, οι οποίοι ανησυχούσαν περισσότερο από το φόβο του γερμανικού ρεβανσισμού παρά από τη Σοβιετική Ένωση. Η Γαλλία, αλλά και άλλες χώρες, αντιμετώπιζαν προβλήματα, πολιτικά
414 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΎΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
αλλά και ψυχολογικά, μ' αυτές τις ραγδαίες εξελίξεις. Κυρίως η διαπίστωση της περιθωριοποίησης της Ευρώπης από τις δυο υπερδυνάμεις προκαλούσε έντονες αντιδράσεις, ιδιαίτερα στους κύκλους των διανοουμένων. Έως τα μέσα της δεκαετίας του '50 υπήρχε ένα αξιόλογο ρεύμα, στο οποίο πρωτοστατούσαν ο Ζαν-Πωλ Σαρτρ, ο Μερλώ-Ποντί, η Σιμόν ντε Μποβουάρ και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων, οι οποίοι πρόβαλλαν την ιδέα της Ευρώπης ως «Τρίτη Δύναμη» μεταξύ της καπιταλιστικής Αμερικής και της Σοβιετικής Ένωσης.32 Ωστόσο, παρόμοια οράματα προσέκρουαν στη σκληρή πραγματικότητα, κυρίως στην εξάρτηση, οικονομική και αμυντική, της δυτικής Ευρώπης από την Αμερική. Προσπάθειες που κατέβαλλαν οι δυτικο-Ευρωπαίοι, την περίοδο αυτή, για συλλογική δράση, ήταν αναιμικές και αντιφατικές. Κύριο χαρακτηριστικό τους ήταν ο αποκλεισμός της Γερμανίας από παρόμοιους φορείς. Αυτό ισχύει π.χ. με την προσπάθεια πέντε χωρών -Γαλλίας, Ιταλίας και της Benelux- το 1947, να συστήσουν μια τελωνειακή ένωση, την FRITALUX. Αυτή έπεσε στο κενό καθώς, χωρίς τη συμπαράσταση των Αμερικανών και τον αποκλεισμό της Βρετανίας και κυρίως της Γερμανίας ήταν δύσκολο να ορθοποδήσει. Μία προσπάθεια για αμυντική συνεργασία απέδωσε περισσότερα αποτελέσματα. Το Μάρτιο του 1947, η Γαλλία και η Βρετανία υπέγραψαν μία αμυντική συμφωνία, τη Συνθήκη της Δουνκέρκης, που προέβλεπε αμοιβαία υποστήριξη σε περίπτωση που η μία από αυτές δεχόταν εξωτερική επίθεση. Το ότι η συνθήκη αυτή υπογράφηκε στη Δουνκέρκη, όπου το καλοκαίρι του 1941 ε ίχαν παγιδευτεί οι αγγλο-γαλλικές δυνάμεις από τους ναζί, δεν άφηνε καμία αμφιβολία ως προς το ποιον θεωρούσαν ως κοινό κίνδυνο. Αυτό διατυπωνόταν και στο άρθρο 5 της Συνθήκης των Βρυξελλών, που υπογράφηκε ένα χρόνο αργότερα, από τη Γαλλία, τη Βρετανία και τις χώρες της Benelux. Αν και η αρχική ιδέα ήταν η δημιουργία μιας ενιαίας δυτικο-ευρωπα·ίκής αμυντικής συμμαχίας για την κοινή αντιμετώπιση της σοβιετικής απειλής, οι πέντε χώρες θεωρούσαν τη γερμανική απειλή πιο ορατή. Το Άρθρο 5 της Συνθήκης των Βρυξελλών αναφέρει ότι, εάν ένα από τα πέντε μέλη υποστεί εξωτερική επίθεση, τα άλλα είναι υποχρεωμένα να συνδράμουν με όλα τα μέσα που διαθέτουν. Ωστόσο η
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 415
Συνθήκη των Βρυξελλών του 1948 κατονόμαζε μόνο τη Γερμανία ως τον ενδεχόμενο εξωτερικό κίνδυνο για τις πέντε χώρες"
Το παράδοξο είναι ότι η Συνθήκη των Βρυξελλών, η οποία μετονομάστηκε το 1954 σε Δυτικο-Ευρωπα"ίκή Ένωση (ΔΕΕ) και στην οποία προσχώρησαν τότε και η Γερμανία και η Ιταλία, αποτελεί σήμερα τον αμυντικό βραχίονα της Ευρωπα"ίκής Ένωσης" Μετά το 1984, αλλά κυρίως την περίοδο της Διακυβερνητικής Διάσκεψης του Μάαστριχτ, το 1990-91 , προέκυψαν σοβαρές διαμάχες στους κόλπους του ΝΑΤΟ αναφορικά με τη ΔΕΕ και τις προοπτικές αυτονόμησής της από την Ατλαντική Συμμαχία" Αν και αυτό δεν επιτεύχθηκε το 1990-91 , εξακολουθεί να παραμένει ως ο απώτερος αμυντικός στόχος της ΕΕ, ή για να είμαστε πιο ακριβείς ορισμένων μελών της, πρωτίστως της Γερμανίας" Όμως το 1948, η Συνθήκη των Βρυξελλών δεν εντυπωσίασε ιδιαίτερα την Washington. Ενώ αυτή επιδίωκε μία δυτικο-ευρωπα"ίκή συμμαχία κατά της Σοβιετικής Ένωσης, πέντε ευρωπα·ίκές χώρες συνήπταν παρόμοια συμμαχία στρεφόμενη όμως πρωτίστως κατά της Γερμανίας. Και αυτό την εποχή του αποκλεισμού του Βερολίνου και της επικίνδυνα κλιμακούμενης αντιπαράθεσης με τη Σοβιετική Ένωση. Η απάντηση της Αμερικής ήταν η δημιουργία του ΝΑΤΟ, το 1949, με το οποίο ουσιαστικά η Δυτική Ευρώπη υπαγόταν κάτω από την αμυντική ομπρέλα των ΗΠΑ.33 Ουσιαστικά, λοιπόν, η δημιουργία του ΝΑΤΟ, με το οποίο η Αμερική αναλάμβανε την αμυντική προστασία της Ευρώπης, με συμβατικές δυνάμεις αλλά και με πυρηνικά όπλα, προήλθε όχι μόνο λόγω του σοβιετικού κινδύνου αλλά και από την αδυναμία των Ευρωπαίων να υπερβούν τα σύνδρομα του παρελθόντος, κυρίως να γεφυρώσουν το χάσμα που είχε προκύψει το 1914 και είχε διευρυνθεί το 1939-45 " Όσο αυτό το χάσμα παραμένει, οι Ηνωμένες Πολιτείες θα εξακολουθούν να διατηρούν τον ηγεμονικό ρόλο τους στην Ευρώπη.
Το ότι η δημιουργία του ΝΑΤΟ σχετιζόταν τόσο με το λεγόμενο «ευρωπα"ίκό» ή «γερμανικό» πρόβλημα όσο και με τη Σοβιετική Ένωση φάνηκε από την αρχή. Στη φάση των διαβουλεύσεων για την ίδρυσή του, :ro δεύτερο εξάμηνο του 1948, ορισμένες ευρωπα"ίκές χώρες, κυρίως όμως η Γαλλία, προέβαλαν σθεναρή αντίσταση στις πιέσεις των Αμερικανών για τη συμμετοχή σ' αυτό και της Γερμανίας, η οποία τελι-
416 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
κά αποκλείστηκε. Όμως η Washington δεν ήταν διατεθειμένη να αποδεχτεί κάτι παρόμοιο, πολύ δε περισσότερο καθώς η ίδρυση του ΝΑ ΤΟ συνέπεσε με την επικράτηση στην Κίνα των κομουνιστών του ΜάοΤσε-Τουνγκ, το 1 949. Αυτό, όπως είπαμε παραπάνω, προκάλεσε πραγματική υστερία στους ιθύνοντες κύκλους στην Αμερική. Τώρα ο φόβος για μία παγκόσμια κομουνιστική κυριαρχία ήταν άμεσος. Συνεπώς η Αμερική δεν είχε πλέον την πολυτέλεια να στερείται των υπηρεσιών που θα μπορούσε να συνεισφέρει η Δυτική Γερμανία σ' αυτή την αντικομουνιστική σταυροφορία.
Η δημιουργία του ΝΑΤΟ, το 1949, συνέπεσε με μία επιδείνωση στις σχέσεις της νεοσύστατης Δυτικής Γερμανίας με τη Γαλλία. Βασική αφορμή ήταν ο αποκλεισμός της πρώτης από το ΝΑΤΟ καθώς και οι προσπάθειες της Γαλλίας να προσαρτήσει τη γερμανική επαρχία του Σάαρ, η οποία υπαγόταν υπό γαλλική διοίκηση. Ωστόσο η Γαλλία δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τη Δυτική Γερμανία, αλλά πρωτίστως τις ΗΠΑ, οι οποίες πλέον πίεζαν ασφυκτικά το Παρίσι να έλθει σε ένα συμβιβασμό με το μεγάλο αντίπαλο. Αυτό αποτέλεσε το πολιτικό υπόβαθρο για τη δημιουργία της Ευρωπα·ίκής Κοινότητας Χάλυβα και Άνθρακα. Όπως παραστατικά γράφει ο ίδιος ο Jean Monnet, ο αδιαμφισβήτητος αρχιτέκτονας της ΕΚΑΧ, η αμερικανική συμβολή υπήρξε καθοριστική καθ' όλη τη διάρκεια του εγχειρήματος. Η αμερικανική συμβολή ήταν καθοριστικής σημασίας τόσο στο πολιτικό, όσο και στο τεχνικό επίπεδο, δηλαδή στη διατύπωση της Συνθήκης της ΕΚΑΧ, κυρίως των άρθρων της που αφορούν στον ανταγωνισμό και το antidumping. Στον πολιτικό τομέα, η Washington έπαιξε το ρόλο διαμεσολαβητή μεταξύ Γαλλίας-Γερμανίας και συνέβαλε ώστε να υπερπηδηθούν οι φόβοι και δισταγμοί της γαλλικής κυβέρνησης.34 Επίσης η Washington συνέβαλε καθοριστικά ώστε να εξουδετερωθούν οποιαδήποτε εμπόδια θα προέβαλλε το Λονδίνο στη δημιουργία της ΕΚΑΧ. Οι βρετανικές αντιρρήσεις στην ΕΚΑΧ, ή σε οποιεσδήποτε προσπάθειες για τη δημιουργία τελωνειακής ένωσης στη Δυτική Ευρώπη, ήταν γνωστές, συνεπώς το Παρίσι και η Washington κράτησαν απόλυτη εχεμύθεια. Όταν ανακοινώθηκε το Σχέδιο Σούμαν, στις 9 Μα:ιου 1950, η βρετανική κυβέρνηση δεν έκρυβε την έκπληξη και τη δυσανασχέτησή της.
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 417
Όπως παρατηρεί ένας από τους βασικούς επιτελείς του Monnet, η στάση της Γαλλίας το 1950 σηματοδοτούσε μία σαφή στροφή, προς την Αμερική, η οποία τώρα υποκαθιστούσε τη Βρετανία ως τον κυριότερο σύμμαχο και αποτελούσε πλέον τον ακρογωνιαίο λίθο της αμυντικής της πολιτικής.35 Αυτή τη θεμελιώδη στροφή δεν μπορούσε να αντιστρέψει ούτε η γκωλική «πρόκληση», ούτε και η αποχώρηση της Γαλλίας από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ το 1966, στο οποίο παρεμπιπτόντως επέστρεψε το 1995. Παρά τις έντονες γαλλικές επικρίσεις στην Αμερική και το ΝΑΤΟ, καθώς και τις εκκλήσεις για έναν αυτόχθονο ευρωπα'ίκό αμυντικό βραχίονα, καμία γαλλική κυβέρνηση δεν επιθυμούσε στην ουσία την πλήρη αποδέσμευση της Αμερικής από την Ευρώπη. Μ' άλλα λόγια, οι γαλλικές «αταξίες» αποτελούσαν οικογενειακή υπόθεση γι' αυτό και οι αμερικανικές αντιδράσεις ήταν συγκρατημένες.
Το ότι η Γαλλία ακροβατούσε μεταξύ της εξάρτησης από την Αμερική και της επιθυμίας της να διαδραματίσει πρωταγωνιστικό ρόλο στην Ευρώπη, δεν άργησε να γίνει αντιληπτό. Ενώ είχαν ξεκινήσει οι διαπραγματεύσεις για την ίδρυση της ΕΚΑΧ, το φθινόπωρο του 1950, ξέσπασε η κρίση στην Κορέα. Η άμεση επίπτωση ήταν η μεταστροφή του κέντρου ενδιαφέροντος της Washington από την Ευρώπη στην Ανατολική Ασία. Ενώ ο κίνδυνος σύρραξης στην Ευρώπη ήταν υποθετικός, στην Κορέα αμερικανικές δυνάμεις συγκρούονταν με κινεζικές. Η Αμερική, συνεπώς" θα έπρεπε να αποσύρει μέρος των δυνάμεών της από την Ευρώπη και το κενό που θα προέκυπτε θα το κάλυπταν γερμανικές δυνάμεις. Συνεπώς ήταν πλέον αδύνατο για τη Γαλλία να παρεμποδίσει τώρα την ανασύσταση του γερμανικού στρατού και την ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤο. Το γεγονός ότι, την ίδια ακριβώς εποχή, η Γαλλία και η Γερμανία πρωτοστατούσαν από κοινού για τη σύσταση της ΕΚΑΧ, περιόριζε τις δυνατότητες της Γαλλίας να αντιδράσει στις αμερικανικές πιέσεις για τη δημιουργία γερμανικού στρατού.
Η γαλλική απάντηση σ' αυτό το αδιέξοδο ήταν η πρότασή της για τη δημιουργία μιας Ευρωπα'ίκής Αμυντικής Κοινότητας (ΕΑΚ), με ενιαίο στρατό, κοινό υπουργείο Αμύνης και προϋπολογισμό. Η ΕΑΚ θα ήταν υπόλογη σε μία ευρωπα'ίκή πολιτική εξουσία, με ομόσπονδα όργανα και κοινοβούλιο. Με άλλα λόγια, εάν αυτό το σχέδιο ε ίχε ευοδωθεί, θα
418 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
είχε λυθεί το ζήτημα της ευρωπα'ίκής ολοκλήρωσης, το οποίο παραμένει σε εκκρεμότητα έως σήμερα. Μια κι έξω θα είχε δημιουργηθεί μία Δυτικο-Ευρωπα'ίκή Ομοσπονδία, παρόμοια με την αμερικανική. Ωστόσο, το σχέδιο αυτό, βασιζόταν σε μία κεφαλαιώδους σημασίας προϋπόθεση, δηλαδή στη βούληση των μελών που θα συγκροτούσαν την ΕΑΚ να εκχωρήσουν σχεδόν απόλυτη εθνική κυριαρχία στους πιο ευαίσθητους τομείς της ασφάλειας και της εξωτερικής πολιτικής, Με απλά λόγια, η ευόδωση της ΕΑΚ ήταν ταυτόσημη με την αμετάκλητη απεμπόληση της εθνικής κυριαρχίας. Αυτό το δίλημμα έθεσε στη δραματική συζήτηση στο γαλλικό κοινοβούλιο, τον Αύγουστο του 1954, ο βετεράνος Γάλλος πολιτικός Edouard Herriot, η οποία έκρινε την τύχη της ΕΑΚ: Ήταν η Γαλλία, η χώρα που η ίδια είχε προτείνει τη σύσταση της ΕΑΚ, διατεθειμένη να απεμπολήσει, αμετάκλητα, την εθνική της κυριαρχία;36 Η απάντηση της γαλλικής εθνοσυνέλευσης ήταν ένα τρανταχτό όχι, Γκωλικοί και κομουνιστές έψαλαν τον εθνικό ύμνο, ενώ οι σοσιαλιστές, οι οποίοι είχαν φέρει τη Συνθήκη της ΕΑΚ στην εθνοσυνέλευση προς επικύρωση, βρίσκονταν σε παντελή σύγχυση, Άλλωστε μία μερίδα σοσιαλιστών είχαν κι αυτοί καταψηφίσει την ΕΑΚ.
Το σοκ που προκάλεσε η αποτυχία της ΕΑΚ είναι δύσκολο να περιγραφεί. Η γαλλική ευρωπα'ίκή πολιτική βρισκόταν σε πλήρη σύγχυση. Αυτό που της ζητούσαν οι Αμερικανοί το 1950 ήταν η συγκατάθεσή της για τη σύσταση ενός γερμανικού στρατού που θα υπαγόταν στο ΝΑΤο. Αντ' αυτού, το Παρίσι είχε προτείνει κάτι εντελώς εξωπραγματικό: τη συγχώνευση του γαλλικού με το γερμανικό στρατό, χωρίς την Αμερική αλλά και χωρίς τη Βρετανία, η οποία είχε δηλώσει ότι δεν ενδιαφερόταν να ενταχθεί στην ΕΑΚ. Ενώ, λοιπόν, οι Γάλλοι αντιδρούσαν στο να είναι σύμμαχοι με τους Γερμανούς στο ΝΑΤΟ, πρότειναν τη συγχώνευση των ενόπλων δυνάμεων τους. Στην αντίφαση αυτή δεν υπήρχε απάντηση.3? Η αποτυχία της ΕΑΚ υποδήλωνε τις περιορισμένες δυνατότητες της ευρωπα'ίκής ολοκλήρωσης. Επίσης είχε επιφέρει ένα σοβαρό πλήγμα στις επίπονες προσπάθειες για τη δημιουργία της ΕΚΑΧ. Το γεγονός ότι η υπόθεση της ΕΑΚ προκάλεσε τέτοια πολιτική ένταση στη Γαλλία από την εποχή της υπόθεσης Ντρέιφους, και ο αντιγερμανικός παροξυσμός που εκδηλώθηκε στη γαλλική εθνοσυνέλευση, τον Αύγου-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 419
στο του 1954, έκανε πολλούς Γερμανούς να αμφιβάλλουν για την αξία του εγχειρήματος της ΕΚΑΧ.
Συνεπώς ήταν ανάγκη να πέσουν οι τόνοι για να αποκλιμακωθεί η ένταση. Σ' αυτό συναινούσαν όλοι. Τώρα πλέον το Παρίσι δεν μπορούσε να προβάλει αντιρρήσεις στην ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑ Το. Αυτό διευκολύνθηκε με την πρωτοβουλία της Βρετανίας να συσταθεί η Δυτικο-Ευρωπα'ίκή Ένωση, το 1954, στην οποία προσχώρησαν και η Γερμανία και η Ιταλία. Μ' αυτό τον τρόπο δινόταν η εντύπωση ότι υπήρχε, εν δυνάμει τουλάχιστον, ένας ευρωπα'ίκός αμυντικός πυλώνας, που ικανοποιούσε εκείνους που ήθελαν να διατηρήσουν την προοπτική της Ευρώπης ως «Τρίτης Δύναμης», μεταξύ των υπερδυνάμεων. Όμως, στην πραγματικότητα, αυτές οι εξελίξεις αποτελούσαν το επιστέγασμα της περιθωριοποίησης της Ευρώπης. Η ΔΕΕ, επί τριάντα χρόνια, παρέμεινε σχεδόν αδρανής. Ακόμα και από τις περιορισμένες αρμοδιότητες που ε ίχε το 1954, σταδιακά πολλές από αυτές τις εκχώρησε στο Συμβούλιο της Ευρώπης ή στην Ευρωπα'ίκή Πολιτική Συνεργασία (ΕΠΣ) της Ευρωπα'ίκής Κοινότητας. Ουσιαστικά, η επαναδραστηριοποίηση της ΔΕΕ το 1984 αποσκοπούσε στο να επανακτήσει το χαμένο έδαφος.38 Μια τρίτη προσπάθεια για την αποκλιμάκωση της έντασης ήταν η σύγκληση της Διάσκεψης στη Μεσήνη, η οποία έθεσε τις βάσεις για την ίδρυση της Κοινής Αγοράς και της EURATOM. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε εδώ, είναι οι χαμηλοί τόνοι που επικράτησαν στην προσπάθεια αυτή και η αποφυγή οποιασδήποτε αναφοράς σε αμφιλεγόμενα ζητήματα όπως η Ομοσπονδία. Στην προσπάθεια αυτή πρωτοστάτησαν οι μικρές χώρες, κυρίως το Βέλγιο και η Ολλανδία, οι οποίες είχαν κάθε συμφέρον, πολιτικό και οικονομικό, να μη διαταραχτεί η εύθραυστη ισορροπία στη δυτική Ευρώπη και να δημιουργηθούν οι προϋποθέσεις για τελωνειακή ένωση, η οποία ήδη είχε συσταθεί από το 1948 μεταξύ των χωρών της Benelux.
Με τη σύσταση της ΕΟΚ το 1957, εδραιώνεται το μεταπολεμικό πλαίσιο στη δυτική Ευρώπη και ορίσθηκαν οι παράμετροι μέσα στις οποίες μπορούσε να διαμορφωθεί η προσπάθεια για ευρωπα"ίκή ολοκλήρωση. Βασική συνισταμένη αποτελούσε η αδυναμία των δυτικο-Ευρωπαίων να συστήσουν ένα δικό τους αυτόχθονο πολιτικο-αμυντικό
420 �YrXPONH EYPQIlAiKH I�TOPIA
nA.aLoLO. Auto 'tOue; 'Xa8w"tovoE ESaQ'tW/-lEVO'Ue; a/-l'UV'tL'Xa, 'XaL 'Xa'ta
nQoE'X'tao'YJ nOA.L'tL'Xa ano 'tLe; HI1A, 'XaL E'UaA.O)'tO'Ue; OE nOA.L'tL'XEe; 'XaL
nOA.E/-lL'XEe; 'XQLOELe;. H /-lEyaAV'tEQ'YJ ano a'U'tEe; O'UvEB'YJ 'to 1989, /-lE 't'YJv 'Xa
'taQQE'UO'YJ 'tou 'tELxO'Ue; 'to'U BEQOA.LVO'U, 'XaL 'ta Ena'XOA.o'U8a 't'YJe;. 'O/-lWe;
'XaL aA.A.Ee; nOA.L'tL'XEe; 'XQLOELe; En'YJQEaoav aQv'YJ'tL'Xa 't'YJ �ha()L'XaoLa 't'YJe; E'U
Qwna'L'Xr]e; EvonoL'YJO'YJe;.
'Eva naQa()ELY/-la ELVaL 0 nOA.E/-lOe; 't'YJe; MEO'YJe; Ava'toA.r]e; 'to 1973, nou
8a /-lae; anaaxOA.r]oEL naQa'Xa'tw. 'Eva 0.1.1.0, LOWe; /-lEyaAV'tEQ'YJe; O'YJ/-laOL
ae;, r]wv OL ()'Uo /-lEyaA.Ee; 'XQLOELe; 'tou 1956, 'YJ OOBLE'tL'Xr] ELOBoA.r] O't'YJv
O'UyyaQLa 'XaL 'YJ 'XQLO'YJ 'to'U LOUES. H nQw't'YJ O'U/-lBOA.LSE 't'YJv naYLOnoL'YJO'YJ
't'YJe; ()LaLQEO'YJe; 't'YJe; E'UQwn'YJe; OE Mo O'tQa'tonE()a. H LoBLE'tL'Xr] 'EvwO'YJ
aQXL'Xa aV'tL()QovOE a/-lr]xava 'XaL OnaO/-lW()L'Xa O'tLe; a/-lEQL'XavL'XEe; nQw
'tOBO'UA.LEe;, ano 'to �oY/-la TQov/-lav, 'to LXE()LO MaQoaA., 't'YJ ()'YJ/-lLO'UQYLa
EVOe; ()'U'tL'X0YEQ/-lavL'Xov 'XQa'tO'Ue;, EWe; 't'YJ aVO'tao'YJ 'to'U NATO. H Moaxa
O'UmaO'tL'Xa aV'tano'XQwo'tav O'tLe; a/-lEQL'XavL'XEe; 'XLVr]OELe;, nQoxwQwV'tae;
0't'YJ ()'YJ/-lLO'UQYLa 't'YJe; Ava'tOA.L'Xr]e; rEQ/-laVLae;, 0't'YJ aVO'tao'YJ 't'YJe; KOME
KON 'XaL 0't'YJ ()'YJ/-lLO'UQYLa 'tOU L'U/-l<PWVO'U 't'YJe; BaQooBLae;. L'ta()La'Xa ErtL
BaA.A.EL nEL8aQXLa 0't0 ()L'XO 't'YJe; «O'tQa'tonE()o» 'Xa'tL no'U YLVnaL rtLO E/-l
<paYEe; /-lE'ta 't'YJ Qr]s'YJ L'taA.LV-TL'tO. To 1948 L()QVE'taL 'YJ Cominform, 'YJ
onoLa OUmaO'tL'Xa ano'tEA.OVOE EnavaaVO'taO'YJ 't'YJe; Comintern, no'U ELXE
()LaA.'U8EL 'tO 1943, ()'YJA.a()r] 't'YJv EnoXr] 'to'U «na'tQw)'tL'Xov noA.E/-lo'U» 'Xa'ta
't'YJe; vasLO'tL'Xr]e; rEQ/-laVLae;. To noA.L'tL'Xo 'XA.L/-la no'U ()'YJ/-lLO'UQYr]8'YJ'XE /-lE 't'YJ
O'UY'XQo't'YJO'YJ 'twv Mo O'tQa'tLW'tL'XWV O'UvaortLo/-lwv -NATO 'XaL LV/-l<PW
vo BaQooBLae;- E'UVOOVOE 'ta ES'tQE/-lLO'tL'Xa O'tOLXELa 'XaL O'tLe; Mo naQa
'taSELe;. L't'YJ LoBLE'tL'Xr] 'EvwO'YJ a'U'to arJ/-laLVE ErtLO'tQ0<pr] O'tLe; XELQO'tEQEe;
EnoxEe; 't'YJe; ()E'XanLae; 'to'U '30, /-lE 't'YJv mavaA.EL'tO'UQyLa 'twv O'tQa'tonE
()wv EQyaoLae;, 'ta Gulag, 'XaL O/-la()L'XEe; ()L'XEe; 'XaL E'X'tEA.EOELe;, 'twQa 0XL
/-lOVO 0't'YJ LoBLE'tL'Xr] 'EvwO'YJ aA.A.a 'XaL 0't0'Ue; ()oQ'U<poQo'Ue; 't'YJe;. To 1948-
50 E'X'tEA.ELWL 'YJ 'YJywLa 'to'U KK TOExooA.oBa'XLae; 'XaL EsExoV'ta /-lEA.'YJ 'to'U
KK BOUA.yaQLae;, O'U/-l1tEQLA.a/-lBavO/-lEvo'U 'XaL 'tou nQw8'Uno'UQYov Ko
O'tw<p. IIoA.A.oL 'YJYE'tEe; 'to'U LonavL'Xov E/-l<pVA.LO'U noA.E/-lo'U 'XaL 't'YJe; aV'tLO'ta-
0'YJe; 'Xa'ta 'twv rEQ/-laVWV 'Xa'taA.r]yo'Uv 0't'YJ <pUA.a'Xr], OE O'tQa'tonE()a EQya
oLae;, r] a'Xo/-la 'XaL E'X'tEA.OVV'taL we; «nQa'X'tOQEe; 'to'U I/-l1tEQLaA.Lo/-lov».
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 421
Αυτό το κλίμα επιδεινώνεται από τις τραγικές οικονομικές συνθήκες, λόγω της ερήμωσης που προκάλεσε ο πόλεμος. Για να αντισταθμίσει τις καταστροφές που υπέστη στον πόλεμο, η Μόσχα καταφεύγει στην αφαίμαξη της Ανατολικής Γερμανίας αλλά και άλλων χωρών που είχαν συνεργαστεί με τους ναζί, όπως η Ουγγαρία. Οι οικτρές οικονομικές συνθήκες σε συνδυασμό με την πολιτική καταπίεση προκάλεσαν μια σειρά από αυθόρμητες εξεγέρσεις στις χώρες υπό σοβιετικό έλεγχο. Η πρώτη σοβαρή εξέγερση σημειώθηκε στο Ανατολικό Βερολίνο, τον Ιούνιο του 1953, που κατεστάλη με τη βία. Όμως η σημαντικότερη ήταν η εξέγερση στην Ουγγαρία, τον Οκτώβριο του 1956. Για την καταστολή της χρειάσθηκε η επέμβαση σοβιετικών τανκς. Οι εξεγερθέντες, εργάτες κατά κανόνα, έστησαν οδοφράγματα και κατέστρεφαν τα τεράστια αγάλματα του Στάλιν στη Βουδαπέστη. Είναι άγνωστο πόσα άτομα σκοτώθηκαν στις οδομαχίες. Τελικά, τα σοβιετικά τανκς επικράτησαν. Ο πρωθυπόυργός της Ουγγαρίας, Ίμρε Νάγκι, στη διάρκεια της επανάστασης, κατέφυγε στην πρεσβεία της Γιουγκοσλαβίας στη Βουδαπέστη, απ' όπου έκανε έκκληση στη Δύση για βοήθεια, η οποία βέβαια δεν δόθηκε γιατί κάτι παρόμοιο θα οδηγούσε σε παγκόσμιο πόλεμο. Μετά την καταστολή της επανάστασης, οι Σοβιετικοί υποσχέθηκαν αμνηστία στον Νάγκι, ο οποίος εγκατέλειψε τη γιουγκοσλαβική πρεσβεία. Όμως, αντί για αμνηστία, συνελήφθη αμέσως και λίγες μέρες αργότερα στελνόταν στο εκτελεστικό απόσπασμα.
Τα γεγονότα της Ουγγαρίας συγκλόνισαν την κοινή γνώμη, κυρίως στην Ευρώπη, η οποία παρακολουθούσε σαν απλός θεατής το βιασμό μιας μικρής χώρας. Επίσης έδειχνε τον περιορισμένο χαρακτήρα της «αποσταλινοποίησης» που είχε εξαγγείλει ο Νικίτα Χρουστσόφ, ο νέος ηγέτης της Σοβιετικής Ένωσης, στο 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ. Όμως το σοκ για τους δυτικο-Ευρωπαίους ήταν διπλό. Ενώ ήταν ανήμποροι να αντιδράσουν στις εξελίξεις στην Ουγγαρία, την ίδια ακριβώς εποχή, το φθινόπωρο του 1956, οι Αγγλο-Γάλλοι εκδιώκονταν από τον Νάσερ από το Σουέζ. Η κρίση του Σουέζ αντανακλούσε, περισσότερο από οποιοδήποτε άλλη, τη συρρίκνωση αυτών των δύο πρώην μεγάλων αυτοκρατοριών.39 Οι Αγγλο-Γάλλοι, όχι μόνο ταπεινώνονταν από τον Νάσερ αλλά είχαν να αντιμετωπίσουν την έντονη αντίδραση όχι μόνο της
422 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Μόσχας, που άλλωστε ήταν αναμενόμενη, αλλά και της Washington, η οποία έκανε ό,τι περνούσε από το χέρι της για να τους εξαναγκάσει να εγκαταλείψουν το Σουέζ. Αναμφισβήτητα η κρίση του Σουέζ σηματοδοτούσε την απαρχή της μετάβασης του ελέγχου της Μέσης Ανατολής από τους Ευρωπαίους στους Αμερικανούς. Οι δυο κρίσεις, στην Ουγγαρία και στο Σουέζ, το 1956, αντανακλούσαν τόσο τη συρρίκνωση και περιθωριοποίηση δύο παραδοσιακών ευρωπα'ίκών δυνάμεων, όσο και την άνοδο των υπερδυνάμεων, στην Ευρώπη και την περιφέρεια. Η κρίση στην Ουγγαρία υποδήλωνε ότι η Σοβιετική Ένωση ήταν διατεθειμένη να διατηρήσει τα «κεκτημένα» της στην Ανατολική Ευρώπη με κάθε μέσο, με τη χρήση βίας, ακόμα και με την προσφυγή σε πόλεμο. Η κρίση του Σουέζ υποδήλωνε το ακριβώς αντίθετο, για τους Ευρωπαίους, δηλαδή την αδυναμία τους να διατηρήσουν πλέον τα κεκτημένα τους στις αποικίες και ότι, την εποχή των υπερδυνάμεων, η προσφυγή στη βία δεν προσφερόταν σ' αυτές. Μετά το Σουέζ η διαδικασία «ξηλώματος» των αποικιών επιταχύνεται. Έως το 1962, οι Ευρωπαίοι, με εξαίρεση τους Πορτογάλους, έχουν εγκαταλείψει σχεδόν όλες τις αποικίες τους στην Αφρική και την Ασία. Από τα μέσα της δεκαετίας του '50 δημιουργείται το κίνημα των Αδεσμεύτων. Οι χώρες που παίζουν ηγετικό ρόλο είναι πρώην ευρωπα'ίκές αποικίες, όπως η Ινδία, η Ινδονησία, η Γκάνα και, βέβαια, η Αίγυπτος του Νάσερ. Επίσης η Γιουγκοσλαβία του Τίτο αποτελεί τη μόνη ευρωπα'ίκή χώρα που κι αυτή πρωτοστατεί στο κίνημα των Αδεσμεύτων, το οποίο υποτίθεται ότι κρατούσε ίσες αποστάσεις από τις δύο υπερδυνάμεις.
Θα πρέπει να τονίσουμε ότι οι κρίσεις στην Ουγγαρία και το Σουέζ έγιναν στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων που οδήγησαν στη Συνθήκη της Ρώμης, το 1957. Οπωσδήποτε αυτές συνέβαλαν στην ευόδωση των διαπραγματεύσεων, οι οποίες έως τότε, καρκινοβατούσαν. Επίσης, η κρίση του Σουέζ δημιούργησε, πρόσκαιρα, ελπίδες για βρετανική συμμετοχή στην ΕΟΚ Πολλοί στο Λονδίνο και το Παρίσι θεωρούσαν ότι, ο μόνος τρόπος για να επανακτούσαν αυτές οι δύο μεγάλες αποικιακές δυνάμεις την παλιά αίγλη τους, ήταν να αναλάμβαναν ηγετικό ρόλο στην οργάνωση της δυτικής Ευρώπης. Ωστόσο, τελικά, οι δρόμοι που ακολούθησαν μετά την κρίση το Λονδίνο και το Παρίσι ήταν δια-
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 423
μετρικά αντίθετοι.4Ο Το πρώτο, αντί να αυτονομηθεί από την Αμερική, όπως πολλοί πίσrευαν λόγω του έντονου αντιαμερικανισμού που είχε προκαλέσει η κρίση του Σουέζ σro βρετανικό κατεσrημένo, κυρίως σroυς συντηρητικούς, τελικά δέχτηκε την υποταγή του σrην Washington και επιδίωξε να καλλιεργήσει την πατροπαράδοτη «ειδική σχέση» που υπήρχε μεταξύ των Βρετανών και των Αμερικανών. Παρ' όλο που αργότερα, το 1973, η Βρετανία εντάχθηκε σrην ΕΟΚ, η προσήλωσή της σrην «ειδική σχέση» με τις ΗΠΑ αποτελεί σημείο αναφοράς για τη βρετανική εξωτερική πολιτική. Οι εξελίξεις σrην Ευρώπη μετά την πτώση του τείχους του Βερολίνου, το 1989, έχουν δώσει νέα ώθηση σ' αυτή την «ειδική σχέση» μεταξύ Βρετανίας και ΗΠΑ.
Αντίθετα το Παρίσι οδηγήθηκε σε διαφορετικά συμπεράσματα. Η κρίση του Σουέζ είχε δείξει ότι για να ήταν μία χώρα υπολογίσιμη, σrην εποχή των ατομικών όπλων, έπρεπε να κατέχει το δικό της πυρηνικό oπλoσrάσιo. Συνεπώς, μετά το Σουέζ, η γαλλική κυβέρνηση δίνει ύψισrη προτεραιότητα σro πυρηνικό της πρόγραμμα. Αυτό επιταχύνεται ακόμα περισσότερο μετά την άνοδο του σrρατηγoύ Ντε Γκωλ σrην προεδρία της Γαλλικής Δημοκρατίας, το Μάιο του 1958. Η απόκτηση μιας πυρηνικής δύναμης αποτροπής,!οrce de frappe, αποτελούσε το σύμβολο της γαλλικής αυτονομίας και της ικανότητάς της να ασκήσει τη δική της εξωτερική πολιτική, ως «τρίτη δύναμη» μεταξύ των υπερδυνάμεων.
Θεωρητικά οι γαλλικές πυρηνικές κεφαλές είχαν εμβέλεια 3600, δηλαδή δεν ήταν απoκλεισrικά σrραμμένες κατά της Σοβιετικής Ένωσης αλλά tous aziInuts, προς όλες τις κατευθύνσεις, όπως απoκαλέσrηκε το γαλλικό πυρηνικό δόγμα. Οπωσδήποτε η κατοχή ενός πυρηνικού οπλοσrασίoυ έπαιξε σημαντικό ρόλο σro φαινόμενο του «γκωλισμού» τη δεκαετία του '60. Βέβαια δεν υπάρχει εδώ χώρος για μία ενδελεχή ανάλυση αυτών των διεργασιών.41 Αρκεί να τονίσουμε τις επιπτώσεις της γκωλικής πολιτικής σrην Ευρώπη.
Για διάφορους λόγους, ένας από τους οποίους ήταν η τραυματική εμπειρία του Ντε Γκωλ με τους Αμερικανούς σro Β' παγκόσμιο πόλεμο, ο ίδιος ο πρόεδρος Ρούζβελτ ένιωθε μια έντονη αντιπάθεια για τον ντε Γκωλ, που κήρυξε έναν «πόλεμο» σ' όλα τα μέτωπα κατά των AngloSaxons, όπως τους αποκαλούσε. Σταδιακά η Γαλλία απoσrασιoπoιείται
424 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
από το ΝΑΤΟ, και το 1966 αποχωρεί από το στρατιωτικό σκέλος του. Παράλληλα, ο ντε Γκωλ καλλιεργεί σχέσεις με χώρες του τρίτου κόσμου, όπως η Λατινική Αμερική και η Ασία. Επίσης αναγνωρίζει την κομουνιστική Κίνα, το 1964, παρά την έντονη αγανάκτηση της Washington που θεωρούσε την Κίνα αποδιοπομπαίο τράγο της διεθνούς κοινωνίας. Η «αυθάδεια» του Ντε Γκωλ έφτασε στο σημείο να ζητωκραυγάσει, στη διάρκεια μιας επίσης επίσκεψης στον Καναδά, το 1967: vive le Quebec libre, που ανάγκασε την καναδική κυβέρνηση να διακόψει την επίσκεψή του. Τέλος, η Γαλλία ήταν η μόνη χώρα που αρνιόταν να διατηρεί τα νομισματικά αποθέματά της σε δολάρια, αντί σε χρυσό. Απ' αυτή την άποψη αναμφισβήτητα η Γαλλία βγήκε κερδισμένη από τη «νομισματική αμαρτία της Δύσης», όπως αποκαλούσε ένας βετεράνος Γάλλος οικονομολόγος και σύμβουλος του Ντε Γκωλ την αλόγιστη νομισματική πολιτική των ΗΠΑ, τη δεκαετία του '60. Πόσο δίκιο είχε ο Jacques Ruef αποδείχτηκε στις 15 Αυγούστου 1971, όταν κατέρρευσε η συμφωνία του Bretton W oods και οι ΗΠΑ μονομερώς αρνούνταν να ανταλλάσσουν δολάρια με χρυσό.
Επίσης τη δεκαετία του '60 η Αμερική, εκτός από το Βιετνάμ και τη νεοαποικιοκρατική στάση της σε χώρες του τρίτου κόσμου, όπου ανέτρεπε δημοκρατικές κυβερνήσεις, αντιμετώπιζε έντονη δυσαρέσκεια και στην Ευρώπη. Παρά την πρωτοφανή οικονομική άνθηση την περίοδο 1950-70, με εντυπωσιακούς ρυθμούς ανάπτυξης, χαμηλό πληθωρισμό και ακόμα πιο χαμηλή ανεργία, τη δεκαετία του '60 παρατηρείται ένας έρπων αντιαμερικανισμός στην Ευρώπη. Αυτός δεν οφείλεται μόνο στον πόλεμο του Βιετνάμ και στην αντιδημοφιλή πολιτική της Washington στον τρίτο κόσμο, αλλά επίσης και στην αμερικανική οικονομική και τεχνολογική διείσδυσή της στην Ευρώπη. Τη δεκαετία του '60 υπάρχει έντονος προβληματισμός στην Ευρώπη για την αυξανόμενη δύναμη των αμερικανικών πολυεθνικών επιχειρήσεων οι οποίες θεωρούνται ότι όχι μόνο οδηγούν στον έλεγχο των ευρωπα"ίκών οικονομιών, αλλά επίσης σε τεχνολογική υποτέλεια και στην υπόσκαψη της εθνικής κυριαρχίας. Η «Αμερικανική Πρόκληση», όπως τη χαρακτήριζε ο Jean-Jacques Serνan-Schreiber, στο πολύκροτο βιβλίο του το 1967,
που γνώρισε τεράστια δημοσιότητα, οδηγούσε όχι μόνο τη Γαλλία, αλ-
ΑΏΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 425
λά και την Ευρώπη γενικότερα σε «αποικιοποίηση». Ο μόνος τρόπος για να αποτρεπόταν αυτό το ζοφερό σενάριο ήταν η δημιουργία μιας ευρωπα'ίκής ομοσπονδίας, έγραφε ο Serνan-Schreiber.42
Ωστόσο το μόνο που δεν επιδίωκε ο Ντε Γκωλ ήταν η δημιουργία μιας Ομόσπονδης Ευρώπης, κι αυτό γιατί πίστευε ότι εάν τα έθνη-κράτη έχαναν την εθνική τους κυριαρχία και οι εξουσίες εκχωρούνταν σε ένα υπερεθνικό όργανο, όπως η Ευρωπα"ίκή Επιτροπή, αυτ-ή θα ήταν έρμαιο ξένων συμφερόντων, κυρίως αμερικανικών. Συνεπώς η μόνη Ευρώπη που οραματιζόταν ήταν μία Ευρώπη των εθνών «Europe de patries». Αυτό το «όραμα» προσπάθησε να προαγάγει την περίοδο που ήταν στη γαλλική προεδρία,43 Αν και πολέμιος της ΕΟΚ, όταν βρέθηκε στην εξουσία, μετετράπη σε προασπιστή της Κοινότητας. Αυτό σε μία εποχή που η Βρετανία προσπαθούσε να υπονομεύσει το νέο εγχείρημα, προτείνοντας τη δημιουργία μιας Ελεύθερης Ζώνης Ανταλλαγών. Μ' άλλα λόγια, ο Ντε Γκωλ διαπίστωνε ότι η ΕΟΚ τού ήταν χρήσιμη για την εξυπηρέτηση των μεγαλεπήβολων στόχων του που αποσκοπούσαν να καταστήσουν τη Γαλλία μια παγκόσμια δύναμη εφάμιλλη των υπερδυνάμεων. Η ΕΟΚ θα προσέφερε την οικονομική βάση για τη δημιουργία μιας μεγάλης αγοράς, Ενώ αυτή θα ήταν οικονομικά ισχυρή, πολιτικά θα παρέμενε υπό διακρατικό έλεγχο, ώστε η Γαλλία να διατηρεί την αυτονομία της και ελευθερία κινήσεων.
Αυτό το πολιτικό κενό της ΕΟΚ μπορούσε να καλυφθεί προσωρινά τουλάχιστον από έναν έντονο αντι-αμερικανισμό, Χαρακτηριστικό παράδειγμα ήταν η προσπάθεια του 1960-62, για τη θέσπιση ενός πλαισίου για την πολιτική αναβάθμιση της ΕΟΚ, με τα λεγόμενα Σχέδια Fouchet. Ο τελευταίος ήταν στενός συνεργάτης του Ντε Γκωλ που είχε χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν σε δύσκολες αποστολές, όπως στην Αλγερία, λίγο πριν την ανεξαρτησία της. Τα δύο Σχέδια Fouchet πρότειναν τη δημιουργία διακρατικής συνεργασίας, μεταξύ των έξι μελών της ΕΟΚ, στους τομείς της εξωτερικής πολιτικής, της Άμυνας, του Πολιτισμού και της Εκπαίδευσης. Από αυτή την άποψη κάλυπτε ένα πολύ μεγαλύτερο εύρος δραστηριοτήτων απ' ό,τι η Ευρωπα'ίκή Πολιτική Συνεργασία, που θεσπίστηκε το 1970. Ωστόσο αυτά τα Σχέδια προσέκρουσαν στις ενστάσεις των λεγόμενων Ευρωπαίων φεντεραλιστών,
426 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
πρωτοστατούντος του Βέλγου υπουργού Εξωτερικών Paul-Henry Spaak, ο οποίος ήταν και ο εμπνευστής της «Πρότασης Spaak» του 1957, και του φιλοατλαντιστή Joseph Luns, του υπουργού Εξωτερικών της Ολλανδίας. Οι πρώτοι απέρριπταν τις γαλλικές προτάσεις Fouchet λόγω του διακρατικού χαρακτήρα τους κάτι που αντέβαινε στο ομόσπονδο όραμα της ΕΟΚ
Ως προϋπόθεση οι φεντεραλιστές έθεταν την εμπλοκή της επιτροπής και των άλλων κοινοτικών οργάνων σ' αυτά τα Συμβούλια που πρότεινε ο Fouchet. Από την πλευρά του, ο Luns έθετε ως απαραίτητη προϋπόθεση τη συμμετοχή της Βρετανίας, το λεγόμενο prealable anglais, σ' αυτά τα Συμβούλια. Εκείνη την εποχή εκκρεμούσε η βρετανική αίτηση για ένταξη στην ΕΟΚ Οι διαπραγματεύσεις κωλυσιεργούσαν πάνω από ένα χρόνο. Όταν οι διαβουλεύσεις μεταξύ των έξι μελών της ΕΟΚ πάνω στα Σχέδια Fouchet διακόπηκαν, τον Απρίλιο του 1962, λόγω αδιεξόδου, η βρετανική ένταξη ακόμα εκκρεμούσε. Προφανώς τα δύο ζητήματα ήταν αλληλένδετα. Ο Ντε Γκωλ επιδίωκε ένα πλαίσιο πολιτικής συνεργασίας στους κόλπους των Έξι που να εξυπηρετούσε τις γαλλικές φιλοδοξίες. Ωστόσο, οι λεγόμενοι «ατλαντιστές» στην ΕΟΚ, κυρίως οι Ολλανδοί, δεν ήταν διατεθειμένοι να συναινέσουν. Η απαίτησή τους για τη συμμετοχή της Βρετανίας στις συνομιλίες Fouchet, το prealable anglais, άνοιγε την κερκοπόρτα για την «άλωση» του εγχειρήματος από τους Αμερικανούς. Άλλωστε οι Βρετανοί, για τον Ντε Γκωλ, αποτελούσαν το «Δούρειο Ίππο» των Αμερικανών.
Η συμφωνία μεταξύ του Βρετανού πρωθυπουργού, Harold Macmillan και του Αμερικανού προέδρου John Kennedy, στην κατ' ιδία συνάντησή τους τα Χριστούγεννα του 1962, με την οποία η Washington συναίνεσε να προμηθεύσει τους Βρετανούς με το οπλικό σύστημα polαrίs, για την εκτόξευση πυρηνικών όπλων, σήμαινε το τέλος τόσο των Σχεδίων Fouchet όσο και της βρετανικής αίτησης για ένταξη στην ΕΟΚ Στις 14 Ιανουαρίου 1963, ο Ντε Γκωλ, μη κρύβοντας την αγανάκτησή του για τις μυστικές συμφωνίες των «Αγγλο-Σαξόνων», πρόβαλε το πρώτο βέτο στη βρετανική αίτηση για ένταξη στην ΕΟΚ Το 1967 θα ακολουθούσε το δεύτερο γαλλικό βέτο. Αποτέλεσμα αυτών των δραματικών εξελίξεων στους κόλπους των Δυτικών, στις αρχές της δεκαετίας του '60,
ΆΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 427
ήταν η πολιτική περιθωριοποίηση της ΕΟΚ, έως το 1969, όταν παραιτήθηκε ο Ντε Γκωλ από την προεδρία. Οι έντονες αντιδικίες και προστριβές στους κόλπους του ΝΑΤΟ, αναφορικά με την πυρηνική στρατηγική της συμμαχίας και τον κεντρικό έλεγχο των πυρηνικών οπλοστασίων, κυρίως του γαλλικού και του βρετανικού, λειτουργούσε αποσταθεροποιητικά για τη δυτική Ευρώπη. Κάτι παρόμοιο ίσχυε και για τις εντάσεις ή κρίσεις στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης, όπως εκείνη του Βερολίνου, το 1961, ή την κρίση της Κούβας, τη χειρότερη σ' όλη την περίοδο του ψυχρού πολέμου, η οποία έφερε τις δύο υπερδυνάμεις στο χείλος ενός πυρηνικού πολέμου.
Αυτό που παρατηρεί ο ιστορικός, ε ίναι η μεγάλη σύγχυση και οι τεράστιες αντιφάσεις που χαρακτηρίζουν τα γεγονότα της δεκαετίας του '60. Οι συνομιλίες για τα Σχέδια Fouchet αποτελούν χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της σύγχυσης.44 Όμως δεν ήταν το μόνο. Ακόμα σημαντικότερη ε ίναι η σύγχυση αναφορικά με τις γαλλο-γερμανικές σχέσεις. Η Γερμανία, ή καλύτερα ο καγκελάριος Αντενάουερ, φαινόταν διατεθειμένος να ακολουθήσει τη Γαλλία στις διενέξεις της με τους «Αγγλο-Σάξονες». Όμως το ερώτημα που έθεταν, από εκείνη την εποχή, ορισμένοι επικριτές της γκωλικής πολιτικής ήταν πόσο διάστημα θα υπάκουε η Βόννη στις επιταγές του Ντε Γκωλ.
Να το θέσουμε διαφορετικά, μήπως ο μεγάλος Γάλλος ηγέτης μακροπρόθεσμα, και βεβαίως ακούσια, με την τακτική του εξυπηρετούσε τα γερμανικά συμφέροντα; Μήπως ο μεγάλος ωφελημένος από τις γαλλο-αμερικανικές έριδες έβγαινε τελικά η Γερμανία; Οπωσδήποτε η τελευταία ε ίχε τις δικές της ιδέες και επιδιώξεις οι οποίες, όπως φάνηκε σύντομα, δεν συμβάδιζαν πάντοτε με τις γαλλικές. Αυτό φάνηκε ξεκάθαρα το 1965, όταν ο πρόεδρος της Ευρωπα"ίκής Επιτροπής, και πρώην υπουργός των Εξωτερικών της Γερμανίας, Walter Hallstein, το όνομα του οποίου ήταν συνυφασμένο με το «Δόγμα Hallstein», αποπειράθηκε να χρησιμοποιήσει πίεση, ή να εκβιάσει τη Γαλλία, όπως γράφει ο Ντε Γκωλ, για να εκχωρήσει το Παρίσι το δικαίωμα του βέτο στην ΕΟΚ, με αντάλλαγμα τη χρηματοδότηση της Κοινής Αγροτcκής Πολιτικής. Αυτό οδήγησε στη μεγαλύτερη κρίση που έχει γνωρίσει η ΕΕ στην ιστορία της και από την οποία ουσιαστικά δεν έχει ακόμα συνέλθει. Όπως πα-
428 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ρατηρεί ένας διαπρεπής νομικός της ΕΕ, όλες οι Διακυβερνητικές Διασκέψεις στην ΕΕ από το 1970 αποτελούν προσπάθειες για να ξεπεραστεί ο «Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου», του Φεβρουαρίου του 1966, με τον οποίο η Γαλλία επέστρεψε στα θεσμικά όργανα της Εοκ.45
Αυτό το θέμα δεν θα μας απασχολήσει εδώ. Το μόνο που πρέπει να σημειώσουμε είναι η ευρύτερη πολιτική σημασία της κρίσης του 1965, που έδινε ο ίδιος ο Ντε Γκωλ. Γι' αυτόν, πίσω από τις προσπάθειες του προέδρου της Επιτροπής, Walter Hallstein, να επιβάλει μία ομόσπονδη κοινότητα, καταργώντας το δικαίωμα του βέτο στα κράτη-μέλη της, ήταν πλήρως εναρμονισμένες με τις απώτερες γερμανικές επιδιώξεις, που δεν ήταν άλλες από την ενοποίηση της Γερμανίας. Μ' αυτό τον τρόπο, γράφει ο Ντε Γκωλ στα Απομνημονεύματά του, η Γερμανία, χρησιμοποιώντας την ΕΟΚ, επιδίωκε να επανακτήσει εκείνα που ε ίχε χάσει με την παραφροσύνη του Χίτλερ. Αν και ο Ντε Γκωλ κατανοούσε τους γερμανικούς πόθους, αυτοί ωστόσο δεν συμβάδιζαν με τους γαλλικούς.46 Συνεπώς, παρ' όλη την τεράστια φιλολογία περί γαλλο-γερμανικού «άξονα», οι απώτεροι πολιτικοί στόχοι των δύο εταίρων κάθε άλλο παρά συνέκλιναν.
Αυτό έγινε καλύτερα αντιληπτό τα τελευταία 3-4 χρόνια της γκωλικής περιόδου. Ο βασικότερος ίσως άξονας της κάπως θολής γκωλικής στρατηγικής, του «μεγάλου γκωλικού οράματος», ήταν να κρατήσει την Αμερική σε απόσταση από την Ευρώπη και παράλληλα να φέρει πιο κοντά τη Σοβιετική Ένωση, ή <<τη Ρωσία», όπως προτιμούσε να την αποκαλεί ο Ντε Γκωλ. Από αυτή την άποψη, η βασική στρατηγική του διέφερε από εκείνη του ΝΑΤΟ, όπως την είχε διατυπώσει ο πρώτος γενικός γραμματέας του, λόρδος Ismay, και η οποία συνίστατο στο τρίπτυχο που αναφέραμε παραπάνω, δηλαδή να μείνουν οι Αμερικανοί στην Ευρώπη, οι Ρώσοι εκτός Ευρώπης και οι Γερμανοί υπό. Στο μόνο σημείο που συνέπιπταν οι απόψε ις του Ντε Γκωλ με τους νατο'ίκούς ήταν στο τρίτο, δηλαδή στη συγκράτηση της Γερμανίας. Το ζήτημα όμως ήταν πώς μπορούσε αυτό να διασφαλιστεί. Για τους νατο'ίκούς η απάντηση ήταν απλή, δηλαδή η διατήρηση της συνοχής της Συμμαχίας. Οποιεσδήποτε φυγόκεντρες τάσεις όχι μόνο θα αποδυνάμωναν το ΝΑΤΟ απέναντι στη Σοβιετική Ένωση αλλά θα ενίσχυαν τις δυνατότη-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 429
τες της Βόννης για αυτονόμηση. Όμως, για τον Ντε Γκωλ αυτό σήμαινε και γαλλική υποτέλεια: στο ΝΑΤΟ, κάτι που δεν ήταν διατεθειμένος να δεχτεί. Η δική του στρατηγική ήταν η δημιουργία μιας Ευρώπης «από τον Ατλαντικό στα Ουράλια». Αν και η συγκεκριμένη μορφή που θα προσλάμβανε αυτή η Ευρώπη παρέμενε ασαφής, ωστόσο δύο τουλάχιστον χαρακτηριστικά της ήταν έκδηλα: πρώτον, ο διακρατικός χαρακτήρας της και, δεύτερον, η αποδυνάμωση σ' αυτή τη συνομοσπονδία ευρωπα'ίκών χωρών όχι μόνο της Γερμανίας αλλά και της Ρωσίας. Διαφορετικά τι νόημα θα είχε μία Ευρώπη που θα εκτεινόταν έως τα Ουράλια όρη; Τι θα γινόταν με το υπόλοιπο τεράστιο τμήμα της ασιατικής Ρωσίας; Θα το εγκατέλειπε η Μόσχα για χάρη της γκωλικής ευρωπα'ίκής αρχιτεκτονικής; Σ' αυτό και σε μία σειρά από άλλα εύλογα ερωτήματα δεν υπήρχαν απαντήσεις. Προφανώς ο Ντε Γκωλ επιδίωκε να φέρει την Ευρώπη, κυρίως τη Γερμανία και τη Ρωσία, στα μέτρα του. Όμως το πρόβλημα γι' αυτόν ήταν ότι στερούνταν τις πολιτικές και οικονομικές δυνατότητες για να υλοποιήσει τα σχέδιά του.
Οι κρίσεις στην ΕΟΚ και το ΝΑΤΟ, το 1965-66, συμπίπτουν με προσπάθειες του Ντε Γκωλ να γεφυρώσει τις σχέσεις με τη Σοβιετική Ένωση. Πρωταρχικός στόχος του είναι η απόκτηση της εμπιστοσύνης της Μόσχας ώστε αυτή να συναινέσει στην επανένωση της Ευρώπης. Στις εντυπωσιακές επισκέψεις του στη Μόσχα και στις πρωτεύουσες της ανατολικής Ευρώπης, την περίοδο 1966-68, ο Ντε Γκωλ καλλιεργεί την εμπέδωση μιας ειδικής σχέσης Παρισιού - Μόσχας. Οι δυο δυνάμεις θα αναλάμβαναν aπό κοινού την ευθύνη για την επανένωση της Ευρώπης και για τον τερματισμό της αμαρτωλής «Γιάλτας», που ήταν τόσο aπεχθής στη Γαλλία. Βέβαια, εδώ υπήρχε ένα πρόβλημα: ενώ ο Ντε Γκωλ απεχθανόταν τη διαίρεση της Ευρώπης στη Γιάλτα, για τη Μόσχα αυτή αποτελούσε τη λογική συνέπεια και δίκαιη αναγνώριση των τεράστιων θυσιών της Σοβιετικής Ένωσης στο Β' παγκόσμιο πόλεμο.
Με άλλα λόγια, ενώ η Μόσχα ήταν πρόθυμη να συμπράξει με τον Ντε Γκωλ, εφ' όσον αυτό τον απομάκρυνε από το ΝΑ ΤΟ και αποδυνάμωνε την Ατλαντική Συμμαχία, δεν είχε καμιά διάθεση να συμπράξει μαζί του για την αχρήστευση της «Γιάλτας», δηλαδή για την οικειοθελή αποχώρησή της από την ανατολική Ευρώπη. Η καλή θέληση και οι προ-
430 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θέσεις του Ντε Γκωλ δεν επαρκούσαν. Αυτό αποδείχτηκε τον Αύγουστο του 1968, όταν τα σοβιετικά τανκς εισέβαλαν στην Πράγα για να καταστείλουν το πείραμα του «σοσιαλισμού με ανθρώπινο πρόσωπο» που αποτολμούσαν οι Τσεχοσλοβάκοι κομουνιστές. Για τη Σοβιετική Ένωση, πίσω από το ανθρώπινο πρόσωπο των Τσεχοσλοβάκων κομουνιστών κρύβονταν πάλι σκοτεινές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις που αποσκοπούσαν να αποσπάσουν την Τσεχοσλοβακία, και άλλες χώρες της ανατολικής Ευρώπης, από τη σοβιετική ζώνη επιρροής. Η απάντηση της Μόσχας ήταν το περιβόητο «Δόγμα Μπρέζνιεφ» σύμφωνα με το οποίο οι σοσιαλιστικές χώρες ε ίχαν το δικαίωμα και το καθήκον να παρεμβαίνουν στρατιωτικά για να αποκαταστήσουν τη σοσιαλιστική τάξη στην ανατολική Ευρώπη.
Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία, σε συνδυασμό με τα γεγονότα του Μάη στη Γαλλία, τον ίδιο χρόνο, σηματοδοτούσαν τη χρεοκοπία της γκωλικής πολιτικής. Η εσωτερική εξέγερση είχε αποδυναμώσει επικίνδυνα την πολιτική συνοχή του γκωλικού καθεστώτος κάτι που γινόταν εμφανέστερο με τον πανικό με τον οποίο αντέδρασε ο ίδιος ο Ντε Γκωλ στη φοιτητική εξέγερση. Το ότι, στην πιο κρίσιμη στιγμή, πήγε ο ίδιος στη Γερμανία για να συζητήσει με τον αρχηγό των γαλλικών δυνάμεων το ενδεχόμενο επιβολής στρατιωτικού καθεστώτος, τον απομάκρυνε ακόμα περισσότερο από την πραγματικότητα και τις μεγάλες δημοκρατικές παραδόσεις της Γαλλίας. Το πιο οδυνηρό όμως για τον Ντε Γκωλ ήταν η διπλωματική χρεοκοπία. Τόσο στην ΕΟΚ, όσο και στην Ευρώπη γενικότερα, η γκωλική «μεγαλοστρατηγική» ε ίχε γίνει συντρίμμια. Η εσωτερική πολιτική κρίση και οι απεργίες το καλοκαίρι του 1968 είχαν οδηγήσει σε νομισματική κρίση, με τη φυγή γαλλικών κεφαλαίων στην Ελβετία και την εμφάνιση πληθωριστικών πιέσεων. Ωστόσο η υποτίμηση του γαλλικού νομίσματος ήταν αδιανόητη για τον Ντε Γκωλ κυρίως για λόγους εθνικής υπερηφάνειας. Η εναλλακτική λύση ήταν η ανατίμηση του γερμανικού μάρκου, το οποίο είχε βγει ενδυναμωμένο από τη γαλλική κρίση. Όμως η Βόννη δεν έβλεπε γιατί θα έπρεπε να ανατιμήσει το νόμισμά της για να διατηρήσει την αξιοπιστία και το κύρος του Ντε Γκωλ. Η άρνηση της Βόννης να συμμορφωθεί στις επιταγές του στενού εταίρου της στην ΕΟΚ αποτελούσε το πιο πρόδη-
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 431
λο παράδειγμα της αυτονόμησης της Γερμανίας, η οποία δεν ήταν πλέον διατεθειμένη να παίζει δεύτερο βιολί στην γκωλική ορχήστρα. Το μόνο που απέμενε στον Ντε Γκωλ, ήταν να ζητήσει την ενίσχυση των «Αγγλο-Σαξόνων» για να συνετιστεί η Βόννη . Όπως παρατηρούσαν οι σχολιαστές την εποχή εκείνη, για πρώτη φορά από το 1945, το Παρίσι αναγκαζόταν να στραφεί προς τους «Αγγλο-Σάξονες» για να αντιμετωπίσει τη δύστροπη Γερμανία.
Αναμφίβολα το 1968 σηματοδοτεί μια εποχή ραγδαίων ανακατατάξεων. Ο πόλεμος στο Βιετνάμ φτάνει στο απόγειό του, με την επιχείρηση των Βιετκόνγκ να καταλάβουν την αμερικανική πρεσβεία στη Σα'ίγκόν. Οι ε ικόνες και φωτογραφίες, που έκαναν το γύρο του κόσμου δείχνοντας τον απαράμιλλο ηρωισμό αυτών των νέων αγωνιστών που γονάτιζαν τη μεγαλύτερη παγκόσμια δύναμη, δεν άφηναν πλέον πολλές αμφιβολίες ως προς την τελική έκβαση της πιο επικής σύγκρουσης της μεταπολεμικής περιόδου. Η αντίστροφη μέτρηση είχε ήδη αρχίσει και ορισμένοι εγκέφαλοι στην Washington, όπως ο Κίσινγκερ, άρχισαν να καταστρώνουν σχέδια για μία νέα αμερικανική στρατηγική. Συνεπώς, τα γεγονότα στο Παρίσι, στην Πράγα, στη Σα'ίγκόν και αλλού είχαν κοινή συνιστάμενη τη διαπίστωση ότι άνοιγε μία νέα εποχή όχι μόνο για την Ευρώπη αλλά παγκοσμίως.
Όσον αφορά τη γηραιά ήπειρο, το 1968 σηματοδοτεί το τέλος του γκωλισμού και των ψευδαισθήσεων ότι η Σοβιετική Ένωση θα μπορούσε να απαλλαγεί από το σταλινικό παρελθόν της και να ηγηθεί μιας νέας Αριστεράς «με ανθρώπινο πρόσωπο». Συνεπώς η εισβολή στην Τσεχοσλοβακία σηματοδοτεί την αρχή του τέλους για τη Σοβιετική Ένωση. Μπορεί το καθεστώς «του υπαρκτού σοσιαλισμού» να διατηρήθηκε για άλλα είκοσι περίπου χρόνια, ωστόσο οι μακροχρόνιες προοπτικές του ήταν πλέον ανύπαρκτες. Το ιδεολογικό κεφάλαιο που είχε κληρονομήσει από την Επανάσταση του 1917 είχε πλέον κατασπαταληθεί και το «Δόγμα Μπρέζνιεφ» αποτελούσε τη χρεοκοπία της Επανάστασης. Να θυμηθούμε ότι, ακριβώς 50 χρόνια νωρίτερα, ο Λένιν είχε δεχτεί την παραχώρηση στους Γερμανούς τεραστίων σοβιετικών εδαφών, στο Μρεστ-Λιτόβσκ γιατί πίστευε στη δύναμη της επανάστασης των μπολσεβίκων. Αυτή, αργά ή γρήγορα, θα ανέτρεπε τα δεδομένα και οποιεσ-
432 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
δήποτε παραχωρήσεις είχαν αναγκαστεί να κάνουν οι Μπολσεβίκοι. Αντίθετα, το 1968, αυτό που διακατείχε τους επιγόνους του Λένιν ήταν ο φόβος της αλλαγής, ή ακόμα ο φόβος της ε ιρηνικής επανάστασης που διακήρυτταν οι Τσεχοσλοβάκοι κομμουνιστές. Μ' άλλα λόγια το «Δόγμα Μπρέζνιεφ» σήμαινε τη διατήρηση του status quo ακόμα και με την προσφυγή στη βία. Βέβαια στην ιστορία οτιδήποτε δεν είναι ευλύγιστο σπάει, ε ίτε πρόκειται για την Ιερά Συμμαχία ή ακόμα και το Δόγμα Μπρέζνιεφ. Το πρόβλημα με το τελευταίο ήταν ότι προσπαθούσε να διορθώσει ένα χαλασμένο ρολόι χτυπώντας το με ένα σφυρί, διότι η προσφυγή στη στρατιωτική βία δεν έλυνε τα βαθύτερα προβλήματα του υπαρκτού σοσιαλισμού. Επίσης, <<το Δόγμα Μπρέζνιεφ» δεν μπορούσε να αποτελέσει πανάκεια για την αντιμετώπιση των φυγόκεντρων τάσεων στην ανατολική Ευρώπη. Το χαλασμένο ρολόι μόνο μια φορά μπορείς να το κτυπήσεις με ένα σφυρί. Μετά διαλύεται στα χέρια σου και καταστρέφεται. Συνεπώς το «Δόγμα Μπρέζνιεφ» ήταν ουσιαστικά ανεφάρμοστο. Όταν ο στρατηγός Γιαρουζέλσκι επέβαλε στρατιωτικό νόμο στην Πολωνία το 1982 και έκανε έκκληση στη Σοβιετική Ένωση για στρατιωτική επέμβαση σύμφωνα με το «Δόγμα Μπρέζνιεφ», η Μόσχα αρνήθηκε να ανταποκριθεί. Τα όρια της στρατιωτικής επέμβασης είχαν εξαντληθεί. Άλλωστε το παράδειγμα του Αφγανιστάν ήταν πολύ νωπό και το τελευταίο που θα ήθελε η Μόσχα εκείνη την εποχή ήταν ένα δεύτερο Αφγανιστάν στην Ευρώπη.
* * *
Σ' αυτό το σημείο ο συγγραφέας αισθάνεται την ανάγκη να επανέλθει στον προβληματισμό που έθεσε σ' ένα προηγούμενο κεφάλαιο σχετικά με το «σύνδρομο της πεταλούδας». Εκεί αναφερθήκαμε στις κολοσσιαίες και μη μετρήσιμες επιπτώσεις ενός ιστορικού επεισοδίου, του ρωσο-ιαπωνικού πολέμου του 1905. Στην περίπτωση του 1968, οι «επιδράσεις της πεταλούδας» ήταν πιο πολύμορφες καθώς αφορούσαν κοσμο'ίστορικά γεγονότα σε διάφορα σημεία του πλανήτη, από τη Σα'ίγκόν στο Παρίσι και από την Πράγα στις διάφορες πόλεις της Αμερικής, με εκατοντάδες πολιτικές δολοφονίες όπως εκείνες του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ και του Ρόμπερτ Κένεντι. Αναμφίβολα το 1968 αποτελεί
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 433
κομβικό σημείο στη μεταπολεμική παγκόσμια ιστορία και την απαρχή πολυεπίπεδων διεργασιών που οδήγησαν στις κοσμο'ίστορικές αλλαγές του 1989-91 , Το βασικό σημείο που πρέπει να τονιστεί με ιδιαίτερη έμφαση είναι ότι γύρω στο 1968 σχεδόν όλες οι κύριες δυνάμεις που μας απασχολούν εδώ -Γαλλία, Γερμανία, Βρετανία και οι δύο υπερδυνάμεις- προβαίνουν σε ριζικές αναθεωρήσεις των βασικών αξόνων της εξωτερικής τους πολιτικής,
Όσον αφορά τις υπερδυνάμεις, τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν, η μία κυρίως στο Βιετνάμ και η άλλη στην Ανατολική Ευρώπη, προσφέρουν ένα κοινό σημείο σύγκλισης και τις προϋποθέσεις για την πολιτική της ύφεσης που υιοθετούν στις αρχές της δεκαετίας του '70, Δηλαδή και οι δύο υπερδυνάμεις αισθάνονται σημεία κόπωσης και διακατέχονται από το σύνδρομο της παρακμής, Ο καλύτερος τρόπος για να αντιστρέψουν αυτή την τάση είναι η απ' ευθείας συνεννόηση μεταξύ τους, Για τη Βρετανία, οι διεθνείς και ευρωπα'ίκές εξελίξεις, στα τέλη της δεκαετίας του '60, επέβαλλαν να εντείνουν τις προσπάθειές τους για να ενταχθούν στην Ευρωπα'ίκή Κοινότητα. Αυτό υπαγορευόταν από δύο βασικούς λόγους: πρώτον, από το κλίμα της κοινής γνώμης που αποστρεφόταν την επιθετική πολιτική της Αμερικής, κυρίως στο Βιετνάμ, και, δεύτερον, από φόβους ότι μία προσέγγιση των υπερδυνάμεων θα απομόνωνε τη Βρετανία. Συνεπώς το Λονδίνο θα έπρεπε να ενισχύσει τη θέση του, εντασσόμενο μέσα σ' ένα ευρύτερο πλαίσιο, όπως η ΕΚ
Ένας πρόσθετος παράγοντας ήταν η εξασθένιση της θέσης της Γαλλίας, μετά τα γεγονότα του 1968, και η αντίστοιχη ενδυνάμωση της Γερμανίας στη Δυτική Ευρώπη. Συνεπώς η βρετανική συμμετοχή στην ΕΚ ήταν πλέον αναγκαία για να εξισορροπήσει η Δυτική Ευρώπη. Τη διαπίστωση αυτή τη δεχόταν τώρα και ο Ντε Γκωλ, ο οποίος έκανε τις δικές του σπασμωδικές και κάπως άγαρμπες προσπάθειες να πλησιάσει το Λονδίνο, λίγο πριν εγκαταλείψει την εξουσία. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι στις αρχές της δεκαετίας του '70 παρατηρείται μία γαλλοβρετανική προσέγγιση, σε σημείο να συζητούν οι δύο πλευρές τη συγχώνευση των πυρηνικών οπλοστασίων τους. Αν και τελικά αυτό δεν υλοποιήθηκε τότε, κυρίως λόγω της οικονομικής και πολιτικής αστά-
434 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
θειας μετά τον πόλεμο της Μέσης Ανατολής το 1973, η οποία αποσταθεροποίησε την Ευρώπη, φαίνεται ότι έχει περισσότερες πιθανότητες να γίνει πραγματικότητα στις μέρες μας.
Όμως η σημαντικότερη ίσως αλλαγή, την εποχή εκείνη, αφορά στη στάση της Γαλλίας και της Γερμανίας απέναντι στη Σοβιετική Ένωση και το Ανατολικό μπλοκ. Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία τον Αύγουστο του 1968, σηματοδοτούσε τη χρεοκοπία της γκωλικής Ostpolitik, η οποία αποτελούσε συνέχεια της πολιτικής του «raison d' etat» που είχε αναγάγει σε τέχνη ο Ρισελιέ. Αυτό σημαίνει ότι η ανατολική πολιτική του Ντε Γκωλ είχε σαφή διακρατικό χαρακτήρα που επιδίωκε τη μεταλλαγή του stαtus quo εκ των άνω. Οποιαδήποτε μετατροπή της μεταπολεμικής τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη θα ήταν ελεγχόμενη και κατευθυνόμενη, κυρίως από το Παρίσι και τη Μόσχα. Η σοβιετική εισβολή στην Τσεχοσλοβακία σήμαινε ότι η Μόσχα δεν ήταν διατεθειμένη να διακινδυνεύσει τη διασάλευση του stαtus quo στην Ευρώπη για τα νεφελώδη γκωλικά σχέδια. Συνεπώς το Παρίσι δεν ε ίχε άλλη επιλογή παρά να εγκαταλείψει την προσπάθεια.
Ακριβώς την εποχή που η Γαλλία εγκατέλειπε την ανατολική πολιτική της, εγκαινίαζε η Γερμανία τη δική της Ostpolitik. Παρά την υιοθέτηση της Ευρωπα·ίκής Πολιτικής Συνεργασίας στην Ευρωπα·ίκή Κοινότητα, το 1970-71, η οποία αποσκοπούσε στην εναρμόνιση της εξωτερικής πολιτικής των Εννέα, η Os·tpolitik της Βόννης αφορούσε μόνο στη Γερμανία. Συνεπώς η ιστορικότερη πολιτική πρωτοβουλία που αναλήφθηκε εκείνη την περίοδο, η οποία έμελλε να οδηγήσει στην ανατροπή του stαtus quo στην Ευρώπη και στο τέλος του ψυχρού πολέμου, όχι μόνο δεν αντανακλούσε μία συλλογική πολιτική βούληση στους κόλπους των Εννέα της ΕΚ αλλά αντίθετα αντικατόπτριζε ένα.διευρυνόμενο πολιτικό χάσμα, κυρίως μεταξύ της Γερμανίας και των κοινωτικών εταίρων της. Και παρά τα ευχολόγια και τις εκκλήσεις για την υιοθέτηση μιας κοινοτικής Ostpolitik, 47 αυτή ποτέ δεν υλοποιήθηκε και έως το τέλος αποτέλεσε αποκλειστική υπόθεση της Γερμανίας.
Η Ostpolitik της Γερμανίας διέφερε ριζικά από εκείνη της Γαλλίας, που απέρρεε από τη διαπίστωση ότι οι δυτικοί σύμμαχοι και εταίροι της Γερμανίας, κυρίως οι Ηνωμένες Πολιτείες και η Γαλλία, δεν ήταν δια-
AI10 THN I1TQLH TOY MI1ILMAPK LTO TEIXOL TOY BEPOAINOY 435
't£8ELIlEV£� va O'UyxQO'U<J'touv Il£ 't1] LO�l£'tlX� 'EvwoY] Yla 't1]v ava'tQon�
'to'U status quo <J'ty]v E'UQwn1]. L£ 't£A£'U'tala avaA'U01] oU't£ 'ta IlEoa aAAa
ou't£ xm 't1] �ha8w1] £lXav yw xa'tl naQollOlo. H na811'tlx� <J'taOl1 'to'U
NATO 01:11 OO�l£'tlX� £LO�OA� <J'ty]v To£xooAo�axla ano't£AouO£ Yla
'toy BlAl MnQaV't, 'toy aQXl'tEx'tOva 't1]� Y£Qllavlx�� Ostpolitik, 0 onolo�
01]Il£lWLEOV �Lav b�llaQXo� 'to'U �'U'tlXOU B£QOAlVO'U omv X'tl<J'tl1X£ 'to
T£lXo� 'to 1961, aAA1] Illa £m�£�alW01] am�� 't1]� blaJtl<J'tW01]�.48 L'UV£
nw� £av Ol b'U'tlXE� b'UvaIlEL� b£v !l1toQouoav, � b£v �8£Aav, va ava'tQE-
1jJo'Uv 'to status quo, £vanox£l'to <J't1] r£Qllavla va avaAa�£l a'U'to 'to EQ
yo. BE�ma La Ilova IlEoa JtO'U blE8£'t£ 1] Bovv1] *av X'UQlW� nOAl'tlxo-bl
JtAwlla'tlxa xm OlXovolllxa. AVLW£'ta, 0001] aV'tlnaQa8w1] AVa'tOA�� -
�U01]� £<J'tla�omv <J't0 <J'tQa'tlW'tlXO 'tOIlEa, Ol b1JVa'to't1]'t£� £AlYIlOU LY]�
Bovvl1� *av oX£Mv avuJtaQx't£�.
L'UV£JtW� 0 IlOVO� 'tQoJto� nQooEYYLOY]� �mv 1] uCPWl1, 1] anoxAlllaxw-
01] LWV £V'tao£wv, 1] oJtola 8a £JtE'tQ£Jt£ L1]V JtQoaywy� 'twv OlXOVOlllXWV
xm aQyoL£Qa LWV JtOAl'tlXWV 0XEO£WV Il£ L1]V Ava'tOAlx� r£Qllavla xm
'toy ava'toAlxO O'Uvaomollo Y£Vlxo't£Qa. Av xm �aOlx� JtQoi.in08wY] L1]�
Y£Qllavlx�� Ostpolitik �mv 1] d;ollaA'Uv01] xm �£ALlW01] 'twv OXEO£wv Il£
'tl� x'U�£Qv�OEL� LO'U OO�l£'tLXOU ouvaonlollou, O'Ulln£QlAall�avoIlEvo'U
LO'U AvaLOAlxou B£QOAlVO'U, w<J'tooo 0 aJtwL£Qo� oxoJto� *av 1] aJtob'U
vallW01] amwv 'twv xa8£<J'twLwV, Il£ OlXovolllxa xm ana IlEoa. M£ aA
Aa MYla 'UJt�QXE Illa 8EIl£AlWb1]� blacpoQa Il£'ta�u 't1]� YXWAlX�� Ostpo
litik Ll1� b£xa£Lla� LO'U '60 xm L1]� YEQllavlx��: EVW Yla 'tOY N'tE rXWA
onOlab�no'tE aAAay� 'to'U status quo <J't1]V E'UQwnl1 8a anoL£AouO£ bla
XQa'tlX� 'Un08wl1, Yla LO'U� rEQllavou� 1] �£A'tlWOY] 'twv 0XEO£WV Il£ La
xa8£<J'tw'ta LO'U AvaLOAlxou L'Uvaomollou, xm nQwLl<J'tw� Il£ L1]V Ava
'tOALX� rEQllavla, anO't£Aouo£ aJtM IlEOO Yla 't1]V ava'tQon� 'to'U� aJto 'tl�
XOlVWVlXE� b'Uvall£l� a'U'twv LWV XWQwv.49
Movo 1] anEAE'U8EQWOy] amwv 'twv b1JVall£WV Sa !l1toQouo£ va ava
LQE1jJ£l m xa8£<J'tw'ta 'ty]� ava'toAlx�� E'UQwnl1� xm va 8EOEL LEQlla <J'ty]
blalQW1] 't1]� HJt£lQO'U. Km IlOVO 1] uCPW1] xm 1] xaAAlEQYEla <J't£vwv no
Al'tlXO-OlXOVOlllXWV OXEOEWV Il£ La xa8£<J'tw'ta ama flJrOQoUO£ va blE'U
XOAUV£l 'tY]V ava1t't'U�1] L1]� bQao1]� LO'U�.
436 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Οπωσδήποτε η Ευρωπα'ίκή Κοινότητα, αν και πολιτικά δεν υιοθετούσε μία συλλογική Ostpolίtik ωστόσο έπαιζε ένα σημαντικό ρόλο, Πάνω απ' όλα η γερμανική Ostpolitik μπορούσε να έχει έτσι έναν ευρωπα'ίκό μανδύα. Ό,τι έκανε η Βόννη το έκανε «στο όνομα της Ευρώπης», όπως χαρακτηριστικά γράφει ένας μελετητής. Μ' αυτό τον τρόπο ήταν δύσκολο να διακρίνει κανείς τους γερμανικούς από τους κοινοτικούς στόχους. Αυτό καθίστατο πιο δύσκολο και από το γεγονός ότι, την ίδια εποχή, οι εννέα χώρες-μέλη της ΕΚ προσπαθούσαν να διαμορφώσουν κοινή πολιτική απέναντι στη Σοβιετική Ένωση στα πλαίσια της Διάσκεψης για την Ασφάλεια και τη Συνεργασία στην Ευρώπη, που εγκαινιάστηκε στις αρχές της δεκαετίας του '70. Η ΔΑΣΕ σωστά θεωρείται ως ένα από τα πιο επιτυχή παραδείγματα του συντονισμού της εξωτερικής πολιτικής των Εννέα, στα πλαίσια της Ευρωπα'ίκής Πολιτικής Συνεργασίας (ΕΠΣ). Ένας από τους λόγους αυτής της επιτυχίας ήταν η σχετική αδιαφορία που επιδείκνυε στη ΔΑΣΕ ο Κίσινγκερ, έως την Τελική Πράξη του Ελσίνκι το 1975. Ο τελευταίος έδινε μεγαλύτερο βάρος στις διμερείς διαπραγματεύσεις των υπερδυνάμεων, κυρίως για τη μείωση των στρατηγικών όπλων, SALT (Strategic Arms Limitations Taks).
Αυτό που πρέπει να τονιστεί ιδιαίτερα είναι ότι, στις αρχές της δεκαετίας του '70, την περίοδο της πρώτης διεύρυνσης της ΕΚ, το κυρίαρχο θέμα που απασχολεί τους Εννέα δεν είναι τόσο η Σοβιετική Ένωση όσο οι Ηνωμένες Πολιτείες. Για πρώτη φορά από την ίδρυση της ΕΚ οι σχέσεις της με την Αμερική περνούν μεγάλη δοκιμασία, για λόγους που ήδη αναφέραμε παραπάνω. Όπως ξεκάθαρα γράφει ο Κίσινγκερ στον πρώτο τόμο των Απομνημονευμάτων του, θεωρούσε ότι είχε έλθει η στιγμή, στα τέλη της δεκαετίας του '60, για μία γενική αναθεώρηση της αμερικανικής πολιτικής απέναντι στην ΕΚ Αυτή θα έπρεπε τώρα να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στην προάσπιση των αμερικανικών συμφερόντων, ακόμα κι αν αυτό οδηγούσε σε ανοιχτές αντιπαραθέσεις με τους Ευρωπαίους συμμάχους της.50 Η μονομερής κατάργηση της Συμφωνίας του Bretton Woods από την αμερικανική κυβέρνηση, στις 15 Αυγούστου 1971, χωρίς καν να ενημερώσει τους Ευρωπαίους εταίρους της,
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 437
αποτελούσε το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα της νέας επιθετικής πολιτικής.
Η αντίδραση των Εννέα στα νέα δεδομένα ήταν μία κατ' αρχήν συμφωνία, στη συνάντηση κορυφής στο Παρίσι, το Δεκέμβριο του 1972, για πλήρη οικονομική, νομισματική και πολιτική ολοκλήρωση έως το 1980. Μ' άλλα λόγια, ό,τι δεν είχαν κατορθώσει να πετύχουν οι Σοβιετικοί τα χρόνια της έντασης του ψυχρού πολέμου, φαινόταν να το κατόρθωνε ο Κίσινγκερ στην εποχή της ύφεσης. Το 1973 υποτίθεται ότι θα αποτελούσε, για τον Κίσινγκερ, <<το έτος της Ευρώπης» καθώς θα επικέντρωνε το ταλέντο του στην αντιμετώπιση των τεταμένων σχέσεων ΗΠΑ και Ευρωπα'ίκής Κοινότητας. Όμως, στην πραγματικότητα, το 1973 ήταν έτος κλιμάκωσης της έντασης στις σχέσεις ΗΠΑ-ΕΚ με συνεχείς αμερικανικές παρεμβάσεις στις εσωτερικές υποθέσεις των Εννέα. Μία από τις αμερικανικές απαιτήσεις ήταν το δικαίωμα της πλήρους συμμετοχής της στην Ευρωπα'ίκή Πολιτική Συνεργασία, η οποία ο Κίσινγκερ θεωρούσε ότι υπονόμευε τη συνοχή του ΝΑΤο.
Μέσα σ' αυτό το κλίμα εντάσεων ξέσπασε ο αραβο-ισραηλινός πόλεμος, τον Οκτώβριο του 1973. Οι πολιτικές αλλά κυρίως οι οικονομικές επιπτώσεις αυτού του πολέμου στη δυτική Ευρώπη ήταν καταστροφικές. Πολιτικά είχε υπονομεύσει την προσπάθεια για διαμόρφωση μιας ενιαίας ευρωπα'ίκής εξωτερικής πολιτικής, στα πλαίσια της ΕΠΣ. Επίσης ο πόλεμος έδειχνε την αδυναμία των Ευρωπαίων να διαδραματίσουν κάποιο ουσιαστικό ρόλο τόσο για τον τερματισμό του πολέμου όσο και για τη διευθέτηση του μεσανατολικού προβλήματος. Αντίθετα το άστρο του Κίσινγκερ μεσουρανούσε τώρα. Αυτό ίσως να είχε μικρή σημασία αν ο πόλεμος του 1973 δεν είχε οδηγήσει στην πετρελα"ίκή κρίση με τον πενταπλασιασμό της τιμής του πετρελαίου μέσα σε λίγους μήνες. Αν και οι ευρωπα'ίκές οικονομίες παρουσίαζαν σημεία κόπωσης από τα τέλη της δεκαετίας του '60, η πετρελα"ίκή κρίση βύθισε τη Δυτική Ευρώπη στη χειρότερη οικονομική ύφεση της μεταπολεμικής περιόδου. Κύρια χαρακτηριστικά της ήταν μία διόγκωση στα ελλείμματα των ισοζυγίων πληρωμών, λόγω των κάθετων αυξήσεων στις τιμές καυσίμων, η μείωση της παραγωγής και σημαντική αύξηση της ανεργίας. Η νέα οικονομική πραγματικότητα ονομάστηκε «στασιμοπληθωρισμός»
438 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
(stagflation) καθώς συνδύαζε οικονομική καχεξία με άνοδο του πληθωρισμού.
Η δεκαετία 1974-1984 αποτελεί τα «πέτρινα χρόνια» για τη δυτική Ευρώπη. Η βαθιά οικονομική ύφεση και η υποτροπή στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης, που οδήγησε στο λεγόμενο «δεύτερο ψυχρό πόλεμο», στα τέλη της δεκαετίας του '70, διέλυαν τις μεγάλες προσδοκίες των Εννέα της ΕΚ για πλήρη οικονομική, νομισματική και πολιτική ένωση έως το 1980. Για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, τα κράτη-μέλη της ΕΚ προσέφευγαν σε εθνικές λύσεις, κάτι που υπονόμευε τη συνοχή της και ενθάρρυνε τις φυγόκεντρες τάσεις. Επίσης, την περίοδο αυτή, οι δυτικο-Ευρωπαίοι διαισθάνονται τον κίνδυνο της τεχνολογικής περιθωριοποίησης, αυτή τη φορά από τους Ιάπωνες. Φράσεις όπως «ευρωπεσιμισμός» ή «ευρωσκλήρωση» και παρόμοιες, που υποδηλώνουν την παρακμή της Ευρώπης, ακούγονται όλο και πιο συχνά. Παράλληλα οι κλιμακούμενες εντάσεις στις σχέσεις των δυο υπερδυνάμεων λόγω διαδοχικών κρίσεων στην περιφέρεια -σε Αφρική, Νικαράγουα, Ιράν, Αφγανιστάν κ.λπ.- υποδηλώνουν την πολιτικο-στρατιωτική εξάρτηση της Ευρώπης από τις δύο υπερδυνάμεις.
Αυτό το ήδη τεταμένο κλίμα στις σχέσεις Ανατολής - Δύσης επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο λόγω της πολωνικής κρίσης, με το κίνημα της Αλληλεγγύης του Λεχ Βαλέσα, καθώς και με τη λεγόμενη κρίση των «ευρωπυρα�λων», στις αρχές της δεκαετίας του '80. Η σταυροφορία του Αμερικανού προέδρου Ρήγκαν κατά της «αυτοκρατορίας του κακού», όπως ονόμαζε τη Σοβιετική Ένωση, δεν άφηνε και πολλά περιθώρια στους δυτικο-Ευρωπαίους για τη διαμόρφωση μιας ανεξάρτητης ευρωπα·ίκής πολιτικής σ' αυτά τα καίρια ζητήματα. Το συμπέρασμα, στα τέλη της δεκαετίας του '70, ήταν ότι ο έλεγχος της Ευρώπης από τις υπερδυνάμεις παρέμενε ακλόνητος και θα διαρκούσε για πάρα πολύ καιρό, έως τον 210 αιώνα, όπως διατεινόταν ένας Αμερικανός αναλυτής του State Department, το 1979. Οι μόνες δυνάμεις που είχαν τη δυνατότητα να ανατρέψουν το stαtus quo στην Ευρώπη ήταν οι υπερδυνάμεις. Όμως αυτές δεν είχαν κανένα λόγο να το πράξουν, γιατί το stαtus quo εξυπηρετούσε πολύ καλά τα δικά τους συμφέροντα.51
ΑΏΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 439
* * *
Ωστόσο στα μέσα της δεκαετίας του '80 παρατηρείται μία εντυπωσιακή ανάκαμψη της ΕΚ, με μία σειρά από πρωτοβουλίες, όπως η Ενιαία Ευρωπα'ίκή Πράξη και η διαδικασία για την ολοκλήρωση της Ενιαίας Αγοράς έως το 1992. Οι λόγοι γι' αυτή τη μεταμόρφωση της ΕΚ ήταν πολλοί και σύνθετοι και θα έπαιρνε πολύ χώρο να αναλυθούν λεπτομερώς εδώ. Αυτό που έχει σημασία να τονίσουμε, είναι ότι η διαδικασία της ανάκαμψης ήταν αποτέλεσμα εσωτερικών διεργασιών στους κόλπους της ΕΚ, όσο και διεθνών εξελίξεων, κυρίως η άνοδος του Γκορμπατσώφ στη Σοβιετική Ένωση καθώς και μία μεγάλη μεταστροφή της αμερικανικής πολιτικής, μετά το 1985, από το «δεύτερο ψυχρό πόλεμο» στα εμπορικά και οικονομικά προβλήματα που αντιμετώπιζε, κυρίως με την Ιαπωνία. Η τεράστια επιτυχία του βιβλίου του Pau! Kennedy που ανέλυε με ιστορικά δεδομένα την Άνοδο και Πτώση των Μεγάλων Δ υνάμεων, οφειλόταν στο ότι το «μήνυμα» αυτού του βιβλίου, δηλαδή ότι οι μεγάλες στρατιωτικές δυνάμεις παρακμάζουν λόγω της συρρίκνωσης της οικονομικής τους βάσης, έβρισκε τεράστια ανταπόκριση στην αμερικανική κοινή γνώμη. Σταδιακά, ο «ιαπωνικός κίνδυνος» άρχισε να υποκαθιστά το σοβιετικό. Ουσιαστικά αυτό που παρατηρούμε στα μέσα της δεκαετίας του '80, είναι μία επιστροφή στον προβληματισμό της περιόδου 1 969-73 . Και οι δυο υπερδυνάμεις αισθάνονται την ανάγκη να παραμερίσουν τις αντιπαλότητές τους και να επικεντρώσουν την προσοχή τους σε εσωτερικά προβλήματα.
Βέβαια τα δεδομένα μεταξύ Αμερικής και Σοβιετικής Ένωσης είναι σαφώς διαφορετικά. Η πρώτη έχει να αντιμετωπίσει την πρόκληση των δυο κυρίως οικονομικών ανταγωνιστών της, της Ιαπωνίας και της ΕΚ Αυτό συνδέεται με το θέμα της ανταγωνιστικότητάς της και κατά προέκταση με μία σειρά από εσωτερικά κοινωνικά και πολιτικά προβλήματα. Ωστόσο, σε αντίθεση με τη Σοβιετική Ένωση, η Αμερική δεν αντιμετωπίζει το φάσμα της κατάρρευσης. Για τον Γκορμπατσώφ, ο μόνος τρόπος για να διασωζόταν το Σοβιετικό καθεστώς ήταν η περεστρόικα, δηλαδή η αναμόρφωσή του πάνω σε νέες βάσεις και αξίες. Ουσιαστικά η περεστρόικα αποτελούσε μία προσπάθεια για να αποβάλει η Σοβιετική Ένωση το σταλινικό κληροδότημά της. Από αυτή την άποψη, ο εκ-
440 ΣΥΓΧΡΟΝΗ εΥΡΩΠΑϊΚΉ ΙΣΤΟΡΙΑ
δημοκρατισμός αποτελούσε μονόδρομο.52 Το ζητούμενο δεν ήταν διαφορετικό από εκείνο που είχαν αποτολμήσει οι Τσεχοσλοβάκοι κομουνιστές το 1968, δηλαδή ένας σοσιαλισμός με ανθρώπινο πρόσωπο, που θα διασφάλιζε τα πολιτικά δικαιώματα και τις ατομικές ελευθερίες καθώς και τη διαφάνεια στην άσκηση της εξουσίας. Βέβαια, όπως αργότερα παραδέχτηκε ο ίδιος ο Γκορμπατσώφ, το πείραμα έγινε μάλλον αργά και η ιστορία πάντα τιμωρεί τους αργοπορημένους, όπως ο ίδιος ε ίχε προειδοποιήσει τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας, Eric Honnecker, το καλοκαίρι του 1989.53
Αν και αυτή η διαπίστωση του Γκορμπατσώφ ακούγεται κάπως μοιρολατρική, ωστόσο δεν απέχει πολύ από την πραγματικότητα. Η αποδοχή από τον Γκορμπατσώφ των δημοκρατικών αξιών που είχαν καταπατηθεί από την εποχή του Στάλιν, ενώ ουσιαστικά σήμαινε το τέλος του σοβιετικού καθεστώτος, αναπόφευκτα οδηγούσε στην ενοποίηση της Ευρώπης. Η μόνη δύναμη που την παρεμπόδιζε ήταν τα σοβιετικά στρατεύματα. Ήδη, το καλοκαίρι του 1989, ο Γκορμπατσώφ προειδοποιούσε δημόσια τον ηγέτη της Ανατολικής Γερμανίας Eric Honnecker, ότι η Σοβιετική Ένωση δεν θα παρέμβαινε στρατιωτικά και συνεπώς αυτός θα έπρεπε να λύσει τα προβλήματά του με μέτρα εκδημοκρατισμού. Αυτό σήμαινε ότι το «Δόγμα Μπρέζνιεφ» και τυπικά πλέον ήταν νεκρό. Ο δρόμος για την κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου και για την εκδίωξη των καθεστώτων που στήριζε η Σοβιετική Ένωση στην Ανατολική Ευρώπη ήταν πλέον ανοικτός. Μέσα σε λίγες εβδομάδες, το οικοδόμημα που δέσποζε στην Ευρώπη για 45 χρόνια και το οποίο, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των «ειδικών», θα διαρκούσε για τουλάχιστον άλλα 45 χρόνια, κατέρρεε σαν πύργος από τραπουλόχαρτα.
Κανείς βέβαια δεν ανησυχούσε για το αν οι προβλέψεις είχαν πέσει τόσο έξω. Αυτό άλλωστε δεν συνέβαινε για πρώτη φορά στην ιστορία. Το θετικό στοιχείο στην περίπτωση αυτή ήταν ότι το αποτέλεσμα, δηλαδή το τέλος της διαίρεσης της Ευρώπης, ερμηνευόταν ως ο θρίαμβος του Ορθολογισμού και των Δημοκρατικών αξιών, δηλαδή όλων των βασικών αρχών του Διαφωτισμού. Με άλλα λόγια, ακριβώς 200 χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση, που σηματοδότησε τη «μεγάλη περιπλάνηση» για τη γηραιά ήπειρο, αυτή φαινόταν να ε ίχε βρει τον προορισμό
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 441
της, Σύμφωνα μ' αυτή την ερμηνεία της ιστορίας, η κατεδάφιση του Τείχους του Βερολίνου αποτελούσε την τελευταία πράξη, την ολοκλήρωση μιας πορείας δύο αιώνων, Το έργο της ιστορικής ολοκλήρωσης της Ευρώπης θα το αναλάμβανε η Ευρωπα'ίκή Ένωση, η οποία αποτελούσε την καλύτερη εγγύηση γι' αυτό το σκοπό, δηλαδή τη δημιουργία μιας νέας «ευρωπα'ίκής αρχιτεκτονικής», Για να ρυθμιστούν αυτές οι λεπτομέρειες θα χρειαζόταν άλλη μια Διακυβερνητική Διάσκεψη, Τώρα πλέον τα μάτια όλων είχαν στραφεί στο Μάαστριχτ, το οποίο έγινε το σύμβολο μιας νέας εποχής για την Ευρώπη και συνώνυμο με όλες τις ελπίδες και προσδοκίες για το μέλλον της γηραιάς ηπείρου, που για πρώτη φορά μετά από μισό αιώνα αποκτούσε πάλι το δικαίωμα να αποφασίζει χωρίς τους δύο κηδεμόνες της, Κατά πόσο αυτή έχει ωριμάσει και έχει διδαχτεί από τα λάθη του παρελθόντος παραμένει αδιευκρίνιστο, Η κρίση στην πρώην Γιουγκοσλαβία και τα επισωρευμένα προβλήματα στην Ευρωπα'ίκή Ένωση, με προεξέχον εκείνο της Διεύρυνσης προς Ανατολάς, έχουν κάνει πολλούς να αμφιβάλλουν για τις δυνατότητες των Ευρωπαίων να κάνουν το «μεγάλο άλμα» προς μια Ευρώπη απαλλαγμένη από τα σύνδρομα του παρελθόντος, Ωστόσο, ίσως η καλύτερη εγγύηση ότι αυτά δεν θα επαναληφθούν να βρίσκεται στην επίγνωση ότι εάν κι αυτή τη φορά οι Ευρωπαίοι αποτύχουν, τότε σίγουρα θα είναι καταδικασμένοι να υποβιβαστούν σ' ένα «ιστορικό μουσείο»,
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Wi!fred Loth, Tlte DivΊSion o[Ihe World: 1941-1955 London, Rout!edge, 1988, σελ. 20. 2. Michae! B!och, Ribbenιrop, ο.ά., κεφ. ΧΙΧ, τίτλος του οποίου είναι «Η Ευρωπα'ίκή ιδέα (Ιού
νιος - Δεκέμβριος 1941)>>, σελ. 334-48. 3. Wi!fred Loth, T/Je DivΊSioll o[r/Ie World: 1941-1955, ο.ά., σελ. 17-18. Για μία εκτενή ανάλυση του
Σχεδίου Morgentau βλέπε Warren ΚimbalI, Swards or Ploughs/Iares? The MorgellIau ΡΙαιι [or De[eated ΝαΖί GermallY» 1943-1946, Phi!ade!phia, 1976.
4. John Lewis Gaddis, Tlte Ullifed Sfafes alld r/Ie Origίns o[Ihe Cold War, 1941-1947, Ν.Υ., Co!umbia υ.Ρ., 1972, σελ. 97-99.
5. Stephen Ε. Ambrose, TlJe RΊSe Ιο Globalisrn: Americall Foreign Policy 1938-1976, Penguin, 1977, σελ. 16.
6. Robert Divine, Second CΙJallce, Tlte Trilllnph ο[ [IIIenJaIiOllaIΊSI1J ίιι America During World War ΙΙ, Ν.Υ., Athenaum, 1973, σελ. 151 .
7. Stephen Ε. Ambrose, T/Je RΊSe to Globalisl1l, ο.ά., σελ. 13-15. 8. Danie! Yergin, S/tafIered Peace: T/te Origins ο[ I/Je Cold War alld rlJe ΝαΙίοlιαl Security Srate,
Penguin, 1980, σελ. 46. 9. Stephen Ε. Ambrose, Tlte Rise Ιο Globalislll, ο.ά, σελ. 20.
442 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
10. Βλέπε Π.χ. Daniel Yergin, SIIattered Peace, ο.ά., σελ. 48. 1 1. Η Γαλλία, αν και δεν ανήκε στις νικήτριες δυνάμεις, συμπεριλήφθηκε στα μόνιμα μέλη του
Συμβουλίου Ασφαλείας μετά από την επιμονή του Τσώρτσιλ και παρά τις έντονες αντιΡΡιΊσεις του Ρούζβελτ.
12. Stephen Ambrose, TIIe Rise Ιο Globalisl1I, ο.ά., σελ. 16-17. 13. Βλέπε Π.χ. τις αναλύσεις των Gabriel Kolko, Τlιε Politics ΟΙ War London, Weidenfeld and
Nicolson, 1968. Joyce Kolko and Gabriel Kolko, TIIe LiIl1itS ΟΙ Power: ΤΙιε World and tlIe United
States Foreigl1 Policy, 1945-54, Ν.Υ., Harper and Row, 1972 και William Appleman Williams, TIIe Tragedy ΟΙ AIl1erical1 DiploιrIacy, Ν.Υ., Delta Books, 1962.
14. Βλέπε Π.χ., την ενδιαφέρουσα μελέτη του Robert Dallek, FI'aιlklil1 D. Roosevelt alld AIIIericaιI Foreigll Policy 1932-1945, Ν.Υ., Dover, 1979.
15. Michael J. Hogan, ΤΙιε MarsllaII Ρlαη: Al1lericα, Britail1, al1d tlle Reconstruction ΟΙ WestenI ElIrope, 1947·1952, Cambridge u.P .. 1987, σελ 16-17.
16. Richard Ν. Gardner, SteI-!ing-DoIIar Dip/oI1Iαcy: ίll CιιπεllΙ Perspective: ΤΙιε Origil1S alld Prospecrs ΟΙ ΙηιεπιαΙίΟl1αl EconoIllic Order, Ν. Υ, COIIIl1lbia u.P., 1980.
17. Joan Ε. Spero and Jeffrey Α. Hart, Τlιε Politics ΟΙ IIlIεnιaιίol1αl Ecol1oIl1iC Relation.f, London, Routledge, 1997 (fifth edition), σελ 1 1.
18. Για την �αναγκαιότητα,. μιας επιθετικής πολιτικιΊς απέναντι στη Σοβιετική Ένωm], ως προϋπόθεση για τη συναίνεση της αμερικανικής κοινής γνώμης σε μία παρεμβατική εξωτερικι] πολιτική, βλέπε Π.χ., Forrest C. Pogue, George MarslIall: StateIl1all 1945-1959, Penguin, 1 987, κυρίως κεφ. ΧΙ. Ακόμα και ο ίδιος ο George Marshall, ο τότε Αμερικανός υπουργός Εξωτερικών, εξέφρασε τη δυσαρέσκειά του με τον επιθετικό τόνο του Δόγματος: Τρούμαν, το 1947. Ωστόσο όταν τον διαβεβαίωσε ο Αμερι.κανός πρόεδρος ότι αυτό ήταν απαραίτητο για την έγκριση της νέας αμερικανικιΊς εξωτερικής πολιτικής από το Κογκρέσο, ο Marshall απέσυρε τις ενστάσεις του. Στο ίδιο, σελ. 167.
19. Wilfred Loth, ΤΙιε Division οlιlιε World, 1941-1955, ο.ά., σελ 97. 20. Daniel Yergin, SIIattered Peace, ο.ά., κεφ. 1 . 21 . George Kennan, «The Sources o f Soviet Conduct». στο βιβλίο του AIl1erical1 DiploIl1acy: 190.0.·
1950., Ν.Υ., Mentor. 195 1, σελ. 99. 22. Daniel Υ ergin, SIIattered Peace, ο.ά., σελ. 174-76. 23. Stephen Ambrose, TIle Rise /0 Globalisl1l, ο.ά., σελ 150. 24. Στο (δlO. 25. Daniel Yergin, SIIattered Peace, ο.ά., σελ 283. 26. Αναφέρεται στο βιβλίο του Norman Davies, Eιιropε: Α History, ο.ά., σελ. 1065. 27. Felix Gilbert with David Large, ΤΙιε El1d ΟΙ /Ιιε EIIropeal1 Era, ο.ά., σελ. 356-57. 28. Derek Η. Aldcroft, TIIe Europeaιl EcolloIrιy: 1914-1970., ο.ά., σελ. 128-29. 29. Norman Davies, EIIrope: Α History, ο.ά., σελ. 1064. 30. Michael Hogan, TIIe MarslIaII Ρlαη, ο.ά., σελ 128·29. 31. Σ' αυτό το θέμα βλέπε τη μελέτη του Timothy Garton Ash, Ιη EIIrope's Νal1ιε: GeI�l1al1Y al1d ιlιε
Divided COlltil1ent, London, Vintage, 1994' επίσης Philip Zelikow and Condoleezza Rice, GenrιallY Ullited arιd E/Irope TraιIslomled: Α Study ΟΙ Statecralt, Harvard, υ.Ρ., 1997.
32. Για την ιδέα της Ευρώπης ως «Τρίτη Δύναμψ βλέπε Wilfried Loth, ΤΙιε Divisiol1 ΟΙ EIIrope: 1941-55, ο.ά., κυρίως κεφ. 8 το οποίο φέρει τον ίδιο τίτλο.
33. Για το ρόλο της Συνθήκης των Βρυξελλών στη δημιουργία του ΝΑ ΤΟ βλέπε Daniel Υ ergin, TIle Slιattered Peace, ο.ά., σελ. 362-64.
34. Jean Monnet, Απομνηιιονεύματα, ΑθιΊνα, Ροές, 1980, ιδίως κεφ. 12-13. 35. Fran90is Duchene, Jean Monnet, ΤΙ/ε Fir�·t StateIl1all ΟΙ Illterdepel1derιce, Ν.Υ. W.W. Norton,
1994, σελ. 204. 36. F. Roy Willis, France, Genl1al1Y al1d ιlιε New E/J/"ope: 1945·67 Oxford U.P., 1968, σελ. 183.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 443
37. Raymond Ατοη, Memoires: 50 al1s de lα reflectiol1 po/itiqtIe, Paris, JuIliard, 1983, σελ. 276. 38. Panos Tsakaloyannis (ed), The Reactivation of the Western European υηίοη: The Effects οη
the EC and its Institutions, Maastricl1t, ΕΙ ΡΑ, 1985. 39. Hugh Thomas, TIle StIez Affαir, London, Weidenfeld and Nicolson, 1986, σελ. 182-84. 40. Όπως παρατηρεί ο Hugh Thomas, η κρίση του Σουέζ του 1956, είχε μεγαλύτερες επιπτώσεις
στην Ευρώπη απ' ό,τι στη Μέση Ανατολή. Πρωτίστως οδήγησε στην κατάρρευση, τουλάχιστον για μία δεκαετία, της γαλλο-βρετανικτις El1tel1te Col·dia/e. Στο ίδιο, σελ. 172-75.
41. Για το ρόλο των πυρηνικών όπλων στις διαμάχες μέσα στους κόλπους της Aτλαvτικής Συμμαχίας τη δεκαετία του '60 βλέπε David Swartz, NA TO's Nι;cleal' Di/emll1as, Washington,
Brookings, 1983. Για μία γενικότερη θεώρηση των σχέσεων ΗΠΑ-Ευρώπης βλέπε την κλασικι] μελέτη του Alfred Grosser, Les OccidelItaIιx, Le Pays d' Ειl/"ορε et /es Etats-UIIis depIIis /α gtIelre,
Paris Editions Fayard. 1978. The American Challenge, London, Hamish Hamilton, 1968, σελ. 126-27.
42. Για την «Ευρωπα'ίκή στρατηγική» του Ντε Γκωλ βλέπε Lois Pattison de Mennil, W/Io 8peaks [οι'
EIIrope? ΤΙιε γωοιι ο[ CΙIarle.� de Gaulle, London, Weidenfeld and Nicolson, 1977. Για μία διαφορετικι1, κριτικι] ανάλυση της γκωλικής πολιτικής βλέπε Lord Gladwyn. De Gaulle's Eι.ιropε, ΟΙ'
WlIY tlIe Gel1eral 8ays Νο, London, Secker and Warburg, 1969. 43. Βλέπε Alessandre Silj, ΕΙΠΟΡe's Politica/ ΡΙΙΖΖΙε: Α 8tudy ο[ tlIe FotIclIeI Negotiatiolls and tlle 1963
VeIo, Maas., Harvard Center for International Affairs, 1967 και F.A .M . Alting νοη Geusau,
"Political Integration» Α Record of Confusion and Failure», Ειιl'Oρεαl1 Yeaι'book, Vo/. Χ/, 1963. 44. Pierre Pescatore, .Some Critical Remarks οη the Single European Act» COnIl11011 Maι'ket Ιαιν
ReJJiel1I, Υοl. 24, Νο 1 . 45 . Charles d e Gaulle, MenlOiI's' ο[ Hope, London Weidenfeld and Nicolson, 1971, σελ. 212-13. 46. Βλέπε Π.χ., John Pinder, «An Ostpolitic for the Community». στον τόμο του Philip Everts (ed)
ΤΙιε Ει/l'ορεαιι Coιl1nJtIl1ity ίη tιιε World: TIre Exterlla/ Relatiolls ο[ tl1e EIl/aιged Ειπορεωι
COΙllllltIIlity, Rotterdam U.P., 1972. 47. WiIly Brandt, Peop/e alld Po/itics, London, Collins, 1978. 48. Για τη γερμανική στρατηγικι] του Ostpo/itik βλέπε Tinl0thy Garton Ash, /11 Ell/"ope 's Naιl1ε, ο.ά.,
κεφ. 2-5' και Hans Diedricll Genscher, Αναμνήσεις, ΑθιΊνα, Λαβύρινθος, 1977, κεφ. 3-6. 49. Henry Kissinger, ΤΙιε WlIite HOllse Yeaι·s. Boston, Little Brown, 1979, ιδιαίτερα το κεφάλαιο
"Second Τhοιιghts οη the Common Market».
50. A.W. de Porte, ΕΙΠΟΡe BetweeII ιlιε 811pelpolveι-S: ιlιε El1dtIIiIIg Balal1ce, New Haven, Yale, 1979. 5 1 . Mikhail Gorbachev, Peres·troika: New TIIinkiIIg [or otIr COlΠItly and ι/ιε World, London, Collins,
1987. 52. Philip Zelikow and Condoleezza Rice, Gerl1Ial1Y U,Iiled aιId Ellrope Tralls[onJIed, ο.ά., σελ. 370.
ΕΠΙΛΟΓΟΣ
Το 1989 σημάδεψε δύο ιστορικής σημασίας γεγονότα: τη 20Οή επέτειο της Γαλλικής Επανάστασης, στις 14 Ιουλίου, και την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, 4 μήνες αργότερα. Υπάρχουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ αυτών των δύο κοσμο'ίστορικών γεγονότων, η σημαντικότερη από τις οποίες ε ίναι η αυθόρμητη δράση των μαζών για την ανατροπή αυταρχικών καθεστώτων τα οποία θεωρούνταν ότι ήταν ακλόνητα. Όπως παρατηρούν δύο ιστορικοί, «όπως και στην περίπτωση της κατάληψης της Βαστίλης, στο ξεκίνημα της Γαλλικής Επανάστασης, έτσι και με τη γερμανική ενοποίηση, η ιστορία ξεκίνησε με κοινούς θνητούς, με την έξοδο ανδρών και γυναικών που είχαν απαυδήσει από τις στερήσεις και από τους ευτελισμούς της ανθρώπινης αξιοπρέπειας από το καθεστώς της Ανατολικής Γερμανίας»1 .
Και στις δύο περιπτώσεις, η ανατροπή του απολυταρχισμού με μαζική παρέμβαση συνδυάστηκε με τεράστιες προσδοκίες και οραματισμούς για πολιτική, κοινωνική και οικονομική ανάταση και τη διαμόρφωση μιας νέας τάξης πραγμάτων στην Ευρώπη, βασισμένης στις αρχές του Διαφωτισμού. Βέβαια, στη δεύτερη περίπτωση, στην πτώση του Τείχους του Βερολίνου, υπάρχει κάποια αντίφαση καθώς το καθεστώς, όπως και τα άλλα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού» που ανετράπησαν το φθινόπωρο του 1989, υποτίθεται ότι αποτελούσαν γνήσια τέκνα του Διαφωτισμού. Ωστόσο δεν έχουμε την πολυτέλεια να ασχοληθούμε εδώ με το κολοσσιαίο ζήτημα της σχέσης μεταξύ Διαφωτισμού και Μαρξισμού. Πιστεύω ότι αρκετά ειπώθηκαν σ' αυτή την εργασία για να συνειδητοποιήσει ο αναγνώστης την πολυπλοκότητα αυτής της συνισταμένης.
Το ζητούμενο εδώ ε ίναι κατά πόσο τα γεγονότα του 1989 αποτελούσαν το επιστέγασμα και τη δικαίωση των οραμάτων του 1789. Αναμφισβήτητα αυτή ήταν η δεσπόζουσα αντίληψη στο κλίμα ευφορίας της εποχής εκείνης. Σε αντίθεση με το 1789, όπου η πολιτική αλλά και η
446 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ιδεολογική αντίσταση στα επαναστατικά οράματα των εξεγερμένων ήταν αμείλικτη, το 1989 οι περισσότεροι συναινούσαν στο ότι οι στόχοι των εξεγερμένων στην Ανατολική Ευρώπη βρίσκονταν σε πλήρη αρμονία με το πνεύμα της εποχής,
Αν μη τι άλλο, η αποδέσμευση της Ανατολικής Ευρώπης από τα κομουνιστικά καθεστώτα θα διευκόλυνε την προσπάθεια που βρισκόταν ήδη σε εξέλιξη στη Δυτική Ευρώπη για οικονομική, νομισματική και πολιτική ολοκλήρωση, Επίσης θα πρέπει να τονιστεί η μαγνητική έλξη που ασκούσε η Ευρωπα'ίκή Κοινότητα, κυρίως μετά το 1984, όπου και ξεκίνησε και η διαδικασία για το « 1992» τόσο στην Ανατολική Ευρώπη όσο και στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, Αν και αυτή η διάσταση δεν έχει μελετηθεί ακόμη επαρκώς, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι, για τους λαούς της Ανατολικής Ευρώπης, η ανατροπή των κομουνιστικών καθεστώτων καθίστατο τώρα επιτακτική ανάγκη ώστε να μην αποκλειστούν τελεσίδικα από τη διαδικασία ενσωμάτωσης της Δυτικής Ευρώπης, Όμως αυτό που ε ίναι ακόμα πιο εντυπωσιακό είναι η απήχηση του ευρωπα'ίκού εγχειρήματος στην ίδια τη Σοβιετική Ένωση, Για τον Γκορμπατσώφ, η επανένταξη της Σοβιετικής Ένωσης στην ευρωπα'ίκή οικογένεια αποτελούσε αναπόσπαστο μέρος της νέας πολιτικής θεώρησης που αυτός εγκαινίασε, Αυτή απέρριπτε όχι μόνο τη λογική της διαίρεσης της Ευρώπης σε δύο αντίπαλα πολιτικο-ιδεολογικά μπλοκ, αλλά επίσης τον κατακερματισμό της σε κράτη, Όπως γράφει, «η (ευρωπα'ίκή) ήπειρος έχει υποφέρει περισσότερο απ' ό,τι της αναλογεί σε πολέμους και δάκρυα, Αρκετά ως εδώ»2, Το 1987 ανακηρύχθηκε από τη Μόσχα ως «το έτος της Ευρώπης» κάτι που ισοδυναμούσε με τον σχεδόν πλήρη ενστερνισμό από τον Γκορμπατσώφ του ευρωπα'ίκού προσανατολισμού και της ενσωμάτωσης της Σοβιετικής Ένωσης στην ευρωπα'ίκή οικογένεια,
Συνεπώς, την περίοδο 1989-91 , οι ελπίδες και οι προσδοκίες για το μέλλον της Ευρώπης είχαν εναποτεθεί στην Ευρωπα'ίκή Κοινότητα, Αυτή, λόγω και του δυναμισμού που είχε αποκτήσει από το 1984 αλλά και της ελλείψεως άλλων εναλλακτικών σχημάτων, αναλάμβανε την ιστορική αποστολή να συγκροτήσει νέες δομές στην Ευρώπη, Βασική προϋπόθεση για να αντεπεξέλθει στα νέα καθήκοντά της, θεωρήθηκε η
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 447
σύγκληση μιας Διακυβερνητικής Διάσκεψης. Έως το Δεκέμβριο του 1991, τα μάτια όλης της Ευρώπης ήταν στραμμένα στο Μάαστριχτ το οποίο έγινε συνώνυμο με το χάραμα μίας νέας εποχής για την Ευρώπη . Με άλλα λόγια η διετία 1989- 1991 αποτελεί μία μεταβατική περίοδο από την ψυχροπολεμική εποχή σε μία νέα πιο ασαφή και απροσδιόριστη. Το ότι το Μάαστριχτ δεν ανταποκρίθηκε στις προσδοκίες οφείλεται σε πολλούς λόγους που καλύτερα να τους αγνοήσουμε εδώ. Αυτό που ίσως χρειάζεται να τονίσουμε, ε ίναι ότι οι τότε δώδεκα χώρες-μέλη της ΕΚ υποτίμησαν το μέγεθος των προβλημάτων που είχαν να αντιμετωπίσουν σε μια Ευρώπη απαλλαγμένη από εξωτερικούς καταναγκασμούς.
«Τα μεγαλύτερα προβλι1ματα του ανθρώπου προκύπτουν όταν αυτός είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι θέλει», παρατηρεί ο Έριχ Φρομ. Αυτό ισχύει και για την Ευρώπη στη νέα φάση που έχει εισέλθει από το 1989. Προφανώς οι προθέσεις όλων για τη δημιουργία μιας νέας Ευρώπης, απαλλαγμένης από τα σύνδρομα του παρελθόντος, ήταν ειλικρινείς. Ωστόσο, για άλλη μια φορά, αποδείχτηκε ότι οι καλές προθέσεις δεν επαρκούν. Όπως δεν επαρκούν και τα μεγαλεπήβολα σχέδια, τα οποία ενίοτε προβάλλονται για να συγκαλύψουν την απουσία συλλογικής βούλησης. Αυτή η αντίφαση μεταξύ πραγματικότητας και οράματος αποτελεί ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της ευρωπα'ίκής ιστορίας από το 1789 έως το Μάαστριχτ.
Όπως και στο παρελθόν, έτσι και το 1989-91, το όραμα για μια ενωμένη Ευρώπη δεν συμβάδιζε πλήρως με τη σκληρή πολιτική πραγματικότητα. π.χ. το 1950-54, οι Γάλλοι, για να συγκαλύψουν τη σφοδρή αντίθεσή τους στην ένταξη της Γερμανίας στο ΝΑΤΟ, πρότειναν κάτι πολύ πιο εξωπραγματικό: τη συγχώνευση των γαλλο-γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων. Το αποτέλεσμα ήταν χάος και σύγχυση. Μία παρόμοια λογική επικράτησε και το 1989-91 . Ενώ το Παρίσι, ιδίως ο πρόεδρος Μιτεράν, είχε πανικοβληθεί με την προοπτική της ενοποίησης της Γερμανίας, την ίδια στιγμή προωθούσε μεγαλεπήβολα σχέδια για την πλήρη οικονομική, πολιτική, ακόμα και αμυντική ενοποίηση της ΕΚ
Ουσιαστικά, παρά το Μάαστριχτ, η Ευρώπη έμεινε αμέτοχη στις κρίσιμες ευρωπα'ίκές αποφάσεις. Π.χ. το θέμα της γερμανικής ενοποίη-
448 ΣΎΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
σης ρυθμίστηκε από τις δύο υπερδυνάμεις και από τη Βόννη, ενώ η Γαλλία και η Βρετανία περιορίστηκαν στο ρόλο του κομπάρσου.
Το βασικότερο ερώτημα που τίθεται σήμερα είναι κατά πόσο η Ευρώπη είναι καλύτερα προετοιμασμένη να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έχουν ανακύψει μετά το τέλος του ψυχρού πολέμου. Ίσως περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η ευρωπα·ίκή ήπειρος αντιμετωπίζει το κολοσσιαίο δίλημμα: ολοκλήρωση ή κατακερματισμός. Η πολιτική αποτυχία του Μάαστριχτ υπογραμμίζει την αδυναμία των Δώδεκα να συγκροτήσουν μία «κρίσιμη μάζα» στην Ευρώπη, ικανή να διαδραματίσει ηγετικό ρόλο στη μεταψυχροπολεμική εποχή. Και αυτό, τη στιγμή που ο αριθμός των κρατών-εθνών στην Ευρώπη αυξανόταν δραματικά, από 35 σε σχεδόν 50, και ξεσπούσαν βίαιες εθνικές συγκρούσεις, οι οποίες θεωρείτο ότι ανήκαν στο παρελθόν. Η αδυναμία των Ευρωπαίων να αντιμετωπίσουν μόνοι τους παρόμοιες κρίσεις, όπως εκείνες στην πρώην Γιουγκοσλαβία, είχε σαν αποτέλεσμα την εδραίωση της αμερικανικής κυριαρχίας σ' όλη την Ευρώπη. Η διεύρυνση του ΝΑΤΟ προς την κεντρική και ανατολική Ευρώπη αντανακλά την πλήρη επικράτηση του λεγόμενου «Ατλαντισμού» σε μία Ευρώπη ανίκανη να επιβιώσει χωρίς εξωτερικούς προστάτες.
Ένας ιστορικός έχει πρόσφατα συνοψίσει την ευρωπα·ίκή ιστορία από το 1890 έως σήμερα στην τριγωνική σχέση τριών δυνάμεων: μιας Δυτικής, ή ατλαντικής, δύναμης, μιας Κεντρώας δύναμης που εκπροσωπεί η Γερμανία και οι σύμμαχοί της και μίας Ανατολικής, της Ρωσίας -Σοβιετικής Ένωσης. Αυτή η τριγωνική σχέση πέρασε τα τελευταία 100 χρόνια από 8 φάσεις. Ωστόσο από το 1990 παρατηρούμε την «κατάρρευση του Ευρωπα·ίκού Τριγώνου των Δυνάμεων» με την αποσύνθεση της Σοβιετικής Ένωσης και την ενσωμάτωση της Γερμανίας στο Δυτικό, ατλαντικό συνασπισμό. Συνεπώς, το μόνο κέντρο δυνάμεως που παραμένει, είναι το Δυτικό, που εκφράζεται από το ΝΑΤΟ4.
Το ζήτημα είναι κατά πόσο αυτή η κατάρρευση του τριγώνου είναι αμετάκλητη . Παρόμοια κατάρρευση, πάλι με πλήρη επικράτηση του δυτικού σκέλους του τριγώνου, παρατηρήθηκε την εποχή 1918- 1936, την οποία δυστυχώς διαδέχτηκε ο Β' παγκόσμιος πόλεμος. Κοινή συνισταμένη και στις δύο περιπτώσεις -δηλαδή το 1918-36 και τη σημερινή- εί-
'98 "'(3D '17961 sma -9(lOag3<I> '01 SOX[l31 '5JXou:J OlD1D13a�dmi\D «�1l(1a311V i\LllD D)Waxol1l.tv" lt19= Dl1DD1!091!V '9
'Z81 ''(3D '£86 1 '5lt1�Ii\D,{1l 'Di\�eV .'DJOOWJ II IDtlJ3 '.1 'MD)! 'K3 'S; 'ZItI ''{3D "9'0 ',(/OISIH V :ado.ln:J 'S:l!Aea uewlON 'v
'S-L'd)3x Sro)an.x '9661 ':ljjp:lllno� 'uopuo'J 'Suollv/a� /vuOllvlLIaluJ P"V NlilliJPJ U/ ,(pnlS V :iJdolrl:J fo vapJ alii puv VISSll� 'UUeWn:lN 'II l:lA1 n.ol.Lll.�'{311 DDn.Oa}dJD1I1A3 i\LIl 5l.to)1!3 31!f'(lI '06 T ',(3D 'mil) 013: '£
'1761 ',(3D "9'0 'P/-/OM alii puv tUlllllO:J 1rI0 iof 311/)IUlIl.1 �laN :V'!IO,IISiJiiJd 'A�lpeq10!) IIe4)j11l\l 'z 'L9-99£ ''{3D "9'0 'JjvDaIVIS
1Il ,(pnlS V:Pill/LiO/SUVi.1 ildo,l11:J pUV paYlllfl ,(uVU-LlilD ';)�I� eZZ;):lIOPUOJ pue M0)jIF'Z dll14d '1
3:133:U13I1\lH3:
'U)1.31'(lX U1.)a1. AU1. UAUX�riU s(I)1£;>X t\O.O�aX11.AU s918UX 's(tO)U1£ -(I)a(t3 s(tOl. mA. U,(9 ,1£U (l)A;>1£ 13StXD1 91.(t\7' '9«D1.U1.91'(8U Alu.o � U)a3riu -(t3 AUl.D 'D1.U1.9au9aug Ul.D � Lt.o91AA. Ul.D 'U)3'((tOq Ul.D � U)a38(t3'(3 AUl.D 130�A.Uqo s(t01. U8 sD1.U1.9D1 su1. �xau U AU m1.;>1.aU�3 sSt01.(tU 91£U» 'gmA
-gnb0.l gp S!Xgrv 0 mx )3aUWaU1£ 5(1)1£9 'Lt.o(t,(;>AU U)D1.(t3'(31. 3I 'A(I)'(1£9 A91x1riOW A(I)1. �X01£3 AUl.D 'O)UalOri )3g01£U UA s(I)9riOX3qA3 UriU1.;>1£ -UaU1£ 9ax1riuau1£ 01. mx 11.9 UO(l)AA.)1£3 AU1. mx s918UX 's(tOq)3 (t01. UO(l) -)g11£3 AU1. mA. uou'(Stog U1. M01.jl8mq 101£(I)a8A;> 10 UriUl.D;>lq 009 m1.)3A -lX u8 m)l <;'�A.u'('(u UUAjlU U )3'(UXOa1£ Suri (t01£ s3)gOcD 511. ;>aU1£ '«m1.)3A -lX s(I)ri9 mx» U)aOl.D1 U 11.9 St0x1aOl.D1 (to,(;>A.3ri s9A3 UO(l)l.D)1£mq U1. 3ri 130�A(I)cDrio'o UA ;>aU1£ s)3AUX )3ao:uri A3q 'sUMjlA. SU1. U)A(I)A.U AU1. ;>Aa31£ (t01£ ori09x AUAjI P �qu'(uq '«St01a(l)X (t01ri09xA.U1£» s9A3 U)A.a(t01ri uq U1. mA. 31.01£;>X AUOStO'(lri (t01£ A(I)A)3X3 s3)Xoqooa1£ 511. ;>1.AUAO,O UA m1.3A)UcD (t01£ U1.�AU'(1£ (t01. sIWU)01£OlriOOXA.U1£ sU1. mx .l3N'M3.lNI (t01. 'sowri -�ax (to'((t;> (t01. �X01£3 'sStori8(ta s13q911A.A.1'(1 3ri t\O.o�;>'('(u u,(9 (t01£ 'suri �X1q U 5(1)1£9 �X01£3 mri 3I 's�cDOal.DD1.UX sUA3ri)3X11£3 smri uri(),J\�rioa1£ 5(1) )31.(t3Auria3 UA 131£jla1£ 31.StO s01.A98,(3aU1£ (t01.A91A13q A(I)1. UcjLU'(;>AU1£3 AU1.13A)UriLt.o A3q umgjlg 91.(t\7' S1761 01. 'sD1.,(;>lJ sU1. 31.StO '�181 01. sUMjI -18. SU1. O1aqjlA(tI 01. 30U8St0'(OXU (t01£ (tOA)3X3 D1.U1.91g0axuri U1. 13XjI UA )3ao:uri A3q U1£91a(t3 AUl.D onb Sn/VJS A9aU1£ 01. 11.9 13A)UriuI 'uamx09a1£ AO'('(;>ri mx Ul.D(tUa80-3 s(I)1£;>X 1DA)3 U)1£OaaOD1 �A1a3riuo U D1.38)1.A\7' 's1300-0axA.o'o s31A;>1.11. 91£U Ua3l.DSt s(I)3ri;>t\O.q 9riD11.3Xoo'o 01. UcD(t'( A.;>AU
AU�UacDjI�3 (t01£ 'D1.'(;>lJ Ul. 3ri �1761 (t01. � sUMjll8. slu UX�8t\O.I U1. 3ri '�I8I (t01. OA)3X3 5(1)1£9 '(to)Om,(1£ St0X11.1'(01£ (t03ajll.D s9A3 UcjL13'('(jI U mA
61717 AONIVOd3:1:1 AO.L :rOXI3.L O.L:r )!dVw:rmw AO.L H3:t5.Lll NH.L OliV
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
Γενική ι.στορία της Ευρώπης, κυρίως τόμοι 4-6, Αθήνα, Παπαζήσης.
Κολιόπουλος Ι.Σ., Νεώτερη Ευρωπαϊκή Ιστορία 1789-1945, Θεσσαλονίκη, Βάνιας,
1993. Χριστοδουλίδης Θεόδωρος, Δ ιπλωματική Ιστορία Τριών Αιώνων: Από τη Βιέννη
στις Βερσαλίες, 1815-1919, Αθήνα, Ι. Σιδέρης.
Clough S. and Rapp R., Ευρωπαϊκή Οικονομική Ιστορια, 2 Τόμοι, Αθήνα, Παπαζή
σης. Κissinger Η., Δ ιπλωματία, Αθήνα, Νέα Σύνορα. Hobsbawm Ε., Η Εποχή των Επαναστάσεων 1789-1848, Αθήνα, Εκδόσεις Εθνικής
Τραπέζης. Hobsbawm Ε., Η Εποχή του Κεφαλαι:ου, Αθήνα, Εκδόσεις Εθνικής Τραπέζης.
Hobsbawm Ε., Η Εποχή των Άκρων, Αθήνα, Θεμέλιο.
Μαρξ Κ, Το Κομμουνι.στικό Μανι.φέστο.
Μαρξ Κ, Το Κεφάλαιο, κυρίως τόμος Α. Stearns Ρ.Ν., Euι"Opean Socieιy ίl1 Upheaval: Social Histoιy since 1800, London,
Macmillan, 1970. Histoire de Ι ' Europe, Paris, Hachette, 1992. Fisher H.A.L., Α ΗωΟΙΥ ο[ ΕΙΠΟΡe 1789-1935, London, Fontana, 1976. Thomson Ο., ΕΙΠΟΡe Since Napoleon, Penguin, 1961. Joll J., Eu/"Ope Sil1ce 1870, Penguin, 1976.
Gί\dea R., BaITicades and Boι·ders: EuTope 1800-1914, Oxford U.P., 1996.
Davies Ν., Eu/"Ope: Α HistoIY, London, Pimlico, 1997. Taylor, A.J.P., The StIuggle [ΟΙ' Masteιy ίη Eu/"Ope, Oxford U.P., 1970. Ριντ Τ., Δ έκα Μέρες που Συγκλόνισαν τον Κόσμο.
Λένιν Β., Κράτος κι Επανάσταση.
Λένιν Β., Ιμπεριαλισμός: Το Ανώτατο Στάδιο του Καπιταλισμού.
Carr, Ε.Η., Α HistoIY ο[ Soviet Russia, Τόμοι 10, Penguin.
Cohen, S.F., Bukhaιin and the Bolsl1evik RevolLltion 1888-1938, Oxford u.P., 1980. Deutscher Ι, The Prophet Armed, The P/"Opfret Ullaιmed, The PI"Ophet Outcast:
Trotsky 1879-1940, Oxford u.P., 1970. Carr, Ε.Η., Interr/ational Relations Between the Two World Wars, London, Macmillan, 1967.
Carr Ε.Η., TI1e Twenιy Yeaι's ' σίsίs 1919-1939, London, Macmί\lan, 1982. Marriot J.A.R., Coml1ιol!wealth ΟΙ· Anarc/ry? Ν.Υ., Columbia u.P., 1939. Taylor A.J.P. The Origins ο[ the Second WOI'ld Waι; Penguin, 1963.
Hί\debrand Κ, Tf/e Foreign Policy ο[ tl1e Th.iI·d ReicfJ, London, Batsford, 1973.
452 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Yergin D., The Slzattered Peace, Penguin, 1980. Loth W., The Division of tlle World: 1941-1955, London, Routledge, 1988. Hogan, M.J., The Marshall Plan, Cambridge u.P., 1987. Laqueur W., Europe Since Hitler, Penguin, 1972. Milward A.S., The Eltropean Rescue of the Nation StaIe, London, Routledge, 1992. Grosser Α., Les Occidentaux: Les pays d' Eltl"ope et les Etats- Unis depuis lα gueπe,
Paris, Fayard, 1978. Monnet J., Αναμνήσει.ς, Αθήνα, Ροές, 1988. Willis F.R., Fral1ce, Germαny αnd the New Europe: 1945-1967, Oxford U.P., 1968. Serνan-Schreiber J-J., Le Defi. AmeIicail1, Paris, Editions Denoel, 1967. Ash T.G., 1n Europe 's Nal1le: GeImany and the Divided Continent, London, Vintage,
1994. Gorbachev Μ., Peι-estl"Oikα: New Tllinkil1g foι' ΟΙ/Ι" Couιztιy αnd tlle Woι-ld, London,
Collins, 1987. Zelikow Ρ. and Rice C., GeImαny Ul1ified and Europe Trαl1sfol7ned: Α StIldy in
StatecrαJt, Harνard u.P., 1997.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 453
Η ΕΥΡΩΠΗ ΠΡΙΝ ΤΟ 1914
Συνθήκες της εργατικής τάξης στο Ανατολικό Λονδίνο το 1912
Η «διεθνείς» των ευρωπα'ίκών μοναρχιών, πριν το 1914. Από τα αριστερά προς τα δεξιά, καθιστοί: Αλφόνσος ο ΧΙΙΙ της Ισπανίας, Γεώργιος ο ν της Μεγάλης Βρετανίας, Φρειδερίκος ο νιΙΙ της Δανίας. Όρθιοι: Χά
κων ο νιΙ της Νορβηγίας, Φερδινάνδος ο Ι της Βουλγαρίας, Εμμανουήλ ο 11 της ΙΙορτογαλίας, Γουλιέλμος ο ΙΙ αυτοκράτορας της Γερμανίας, Γεώργιος ο Ι της
Ελλάδας και Αλβέρτος ο Ι του Βελγίου.
454 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Σύλληψη Σουφραζέτων μετά από διαδήλωση στο παλάτι του Μπάκινγχαμ.
Επιβολή του νόμου των Ευρωπαίων στους ιθαγενείς της Αφρικής, Καμερούν 191 1.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 455
ΠΡΩΤΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Βερολινέζοι χαιρετούν με ενθουσιασμό την είδηση της έκρηξης του Α' παΥκοσμίου πολέμου.
Ο πόλεμος των χαρακωμάτων, μάχη του Σομ, 1916.
456 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΆΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η ΕγΡΩΠΗ ΣΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟ
Σκηνή από μία επίθεση μπολσεβίκων για την κατάληψη της εξουσίας, Οκτωβριανή Επανάσταση 1917.
Αφίσα μπολσεβίκων: Ο μπολσεβίκος ιππότης σφάζει το καπιταλιστικό
τέρας.
1917 σΗ T H BPb 1920
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 457
Λόγος του Λένιν σε δυνάμεις μπολσεβίκων πριν αναχωρήσουν για το μέτωπο, 1920. Στη φωτογράφία διακρίνεται ο Τρότσκι να στέκεται αριστερά του Λένιν. Σε μεταγενέστερες σοβιετικές εκτυπώσεις της φωτογραφίας, ο Τρότσκι έχει
εξαφανιστεί.
Η Ρόζα Λούξεμπουργκ και ο Καρλ Λίμπνεχτ λίγο πριν τη δολοφονία τους, το 1919.
458 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΟΨΕΙΣ ΤΗΣ ΕγΡΩΠΗΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ
Το πολιτικοποιημένο θέατρο στη Γερμανία τη δεκαετία του '20, από το θίασο «Die Trommler» του Breslau.
Πρωτοποριακός σοβιετικός κινηματογράφος στη δεκαετία του '20. Τρικ μοντάζ από την ταινία «ο άνθρωπος με την κινηματογραφική μηχανή» του Ντρίτζα-Βερτόφ.
� ο
� Ζ � ld Μ ::t:
d -<
S
� � @ χ 2 d -< tJj qJ ο > Ζ ο -<
� \Ο
460 ΣγΓΧΡΟΝΗ ΕγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
«Δημοκρατικές διαδικασίες», στην κεντρική επιτροπή του κ.κ.Σ.Ε μετά την επικράτηση του Στάλιν.
Γερμαν6ς εργάτης κοιτάζει απαθής ναζί να σχεδιάζουν τον αγκυλωτ6 σταυρ6 στο κεφάλι άτυχου �βραίoυ.
ΑΠ
Ο Τ
ΗΝ
ΠΤ
ΩΣ
Η Τ
ΟΥ
ΜΠ
ΙΣΜΑΡ
Κ Σ
ΤΟ
ΤΕ
ΙΧΟ
Σ Τ
ΟΥ
ΒΕ
ΡΟ
ΛΙΝ
ΟΥ
4
61
462 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑΪΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΠΑΓΚΟΣΜΙΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ
Μαζικές συλλήψεις απ6 τους ναζί στην
κατεχ6μενη Ευρώπη
Σοβιετικ6ς στρατιώτης υψώνει τη σημαία με το σφυροδρέπανο στο Ραίχσταγκ του Βερολίνου, Μάιος 1945.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 463
Γερμανικά στρατεύματα καταλαμβάνουν τη Βαστίλη.
Ο Ντε Γκωλ και οι συνεργάτες του επιστρέφουν στο Παρίσι μετά την απελευθέρωση. Αψίδα του Θριάμβου.
464 ΣΥΓΧΡΟΝΗ ΕΥΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
ΠΡΩΤΗ ΜΕΤΑΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ
Ομιλία του Τσώρτσιλ στο Φούλτον του
Μισούρι στις 5 Μαρτίου 1946, όπου
αναφέρθηκε στο σιδηρούν
παραπέτασμα.
Ο αποκλεισμός του Βερολίνου. Αμερικανικό αεροπλάνο ρίχνει πολεμοφόδια στους βερολινέζους. 1948, το απόγειο του ψυχρού πολέμου.
ΑΠ
Ο Τ
ΗΝ
ΠΤ
ΩΣ
Η Τ
ΟΥ
ΜΠ
ΙΣΜ
ΑΡ
Κ Σ
ΤΟ
ΤΕ
ΙΧΟ
Σ Τ
ΟΥ
ΒΕ
ΡΟ
ΛΙΝ
ΟΥ
4
65
466 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Η υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης, Μάρτιος 1957.
Το χτίσιμο του Τείχους του Βερολίνου, 1961.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ
ΤΟ 1968
Μάιος του 1968. Παριζιάνοι φοιτητές σε εξέγερση.
Πράγα 1968. Εισβολή σοβιετικών στρατευμάτων για την καταστολή της « αντεπανάστασης» .
467
46
8
ΣΎ
ΓΧ
ΡΟ
ΝΗ
ΕΎ
ΡΩ
ΠΑΪΚ
Η
ΙΣΤ
ΟΡ
ΙΑ
ΑΠΟ ΤΗΝ ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΜΠΙΣΜΑΡΚ ΣΤΟ ΤΕΙΧΟΣ ΤΟΥ ΒΕΡΟΛΙΝΟΥ 469
ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΟΥ ΨΥΧΡΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ
Το εργατικό κίνημα της «Αλληλεγγύης» στην Πολωνία με ηγέτη τον Λεχ Βαλέσα.
Η νέα σοβιετική ηγεσία στη διάρκεια του 270υ Συνεδρίου του κ.κ. της ΕΣΣΔ. Από αριστερά: Ο υπ' αριθμόν 2 ισχυρός άνδρας του κόμματος Γιέγκορ Λιγκάτσεφ, ο Γκορμπατσώφ και ο Πρόεδρος της ΕΣΣΔ Αντρέι Γκρομίκο. Στη δεύτερη σειρά,
δεύτερος πίσω από τον Λιγκάτσεφ,ο εκδιωχθείς το Νόεμβριο του 1987, θερμός υποστηρικτής της «περεστρόικα» , Μπόρις Γιέλτσιν.
470 ΣγΓΧΡΟΝΗ εγΡΩΠΑϊΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ
Ο Αμερικανός πρόεδρος ΡήΥκαν με τον Σοβιετικό ηΥέτη Γκορμπατσώφ κατά τη συνάντησή τους στο Ρέικιαβικ.