l. xristidis psyx

103

Upload: stavros-antifakos

Post on 28-Apr-2015

45 views

Category:

Documents


6 download

TRANSCRIPT

Page 1: L. Xristidis Psyx
www.princexml.com
Prince - Personal Edition
This document was created with Prince, a great way of getting web content onto paper.
Page 2: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

ΨΥΧ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Page 3: L. Xristidis Psyx

© Copyright Λένος Χρηστίδης - Εκδόσεις Καστανιώτη Α.Ε., Αθήνα 1999

Έτος 1ης έκδοσης: 2000

Aπαγορεύεται η αναδημοσίευση ή αναπαραγωγή του παρόντος έργου στο σύνολό του ή τμημάτων του με οποιονδήποτε τρόπο, καθώς και ημετάφραση ή διασκευή του ή εκμετάλλευσή του με οποιονδήποτε τρόπο αναπαραγωγής έργου λόγου ή τέχνης, σύμφωνα με τις διατάξεις τουν. 2121/1993 και της Διεθνούς Σύμβασης Βέρνης-Παρισιού, που κυρώθηκε με το ν. 100/1975. Επίσης απαγορεύεται η αναπαραγωγή τηςστοιχειοθεσίας, σελιδοποίησης, εξωφύλλου και γενικότερα της όλης αισθητικής εμφάνισης του βιβλίου, με φωτοτυπικές, ηλεκτρονικές ήοποιεσδήποτε άλλες μεθόδους, σύμφωνα με το άρθρο 51 του ν. 2121/1993.

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ Α.Ε.Ζαλόγγου 11, 106 78 ΑθήναT: 210-330.12.08 – 210-330.13.27 F: 210-384.24.31e-mail: [email protected]

www.kastaniotis.com

ISBN 978-960-03-5057-9

Page 4: L. Xristidis Psyx

Βοήθησέ τον! Βοήθησέ τον!- Ποιον; Ποιον να βοηθήσω;

- Το βομβαρδιστή! Βόηθα το βομβαρδιστή!- Εγώ είμαι ο βομβαρδιστής. Είμαι καλά.

- E, τότε βοήθησέ τον! Βοήθησέ τον!

Τζόζεφ Χέλερ,CATCH-22

Page 5: L. Xristidis Psyx

ΤΡΙΤΗ

Το να σκοτώσεις κάποιον δε σημαίνει τίποτα περισσότερο από το ότιτον σκοτώνεις και δε ζει άλλο. Υπάρχει πολύς κόσμος που δεν ξέρει ότιζει. Υπάρχει κόσμος που δεν καταλαβαίνει τη διαφορά όταν πεθάνει.Υπάρχει πολύς κόσμος που αν του δείξεις τη ζωή και μετά το θάνατοκαι μετά ξανά τη ζωή, θα μπερδευτεί και δε θα ξέρει ποιο είναι ποιο.Υπάρχει κόσμος που πραγματικά δεν ξέρει τίποτα. Κάπου εκεί μπαίνωεγώ.

Ήταν ένας πελάτης όπως όλοι οι πελάτες. Και μια υπόθεση όπως όλεςοι υποθέσεις: ανοιχτή σε εικασίες, κλειστή σε συμπεράσματα. Ήτανκαθηγητής, φυσικός, και γαμιόταν η γυναίκα του – όχι μ’ αυτόν. Γιατο πρώτο ήταν σίγουρος, για το δεύτερο είχε τις αμφιβολίες του. Τοπρώτο δεν τον ενοχλούσε, το δεύτερο ήταν –τουλάχιστον– έναπρόβλημα για το γάμο του. Συμβαίνουν κι αυτά. Ακόμα και στουςφυσικούς. Ήταν σχετικά κοντός και σχετικά ντροπαλός. Δεν είχε ναπει πολλά, «... Ξέρετε, εμ... η γυναίκα μου... η K... εε... τον... εε...τελευταίο καιρό... γκουχ, γκουχ...» κτλ. Του είπα ότι θα το κοιτάξω καινα μην ανησυχεί. Χαμογέλασε και άναψε τσιγάρο. Ήταν φανερό ότιτου είχε φύγει ένα βάρος. Νόμιζε ότι το είχα πάρει εγώ. Έκανε λάθος.Αυτός το είχε ακόμα.«Ξέρετε... είμαστε εννέα χρόνια παντρεμένοι», ρούφηξε τζούρα.Περίμενα. Θα έλεγε κάτι ακόμα.«Δεν είμαι κι εύκολος άνθρωπος», είπε.

Page 6: L. Xristidis Psyx

«Και ποιος είναι;» χαμογέλασα για περισσότερη ασφάλεια.O ήλιος έμπαινε από τα παράθυρα σε μορφή σκόνης.

Το τηλέφωνο που με ξύπνησε δεν ήταν σημαντικό. Κάποιος ήθελε ναμε ρωτήσει κάτι. Κάτι ασήμαντο. Και με ξύπνησε. Για να το ρωτήσει.Και σηκώθηκα. Και έβγαλα επιτέλους το ματωμένο πουκάμισο, πουήταν αηδιαστικό στην όψη και επιπλέον βρώμαγε κάτι σάπιο. Τοπέταξα στα σκουπίδια, αν και ήταν το αγαπημένο μου πουκάμισο.Μου το είχε χαρίσει μια κοπέλα που το όνομά της προσπαθώ ναξεχάσω, αλλά εύχομαι με όλη μου την ψυχή να ζει κάπου ευτυχισμένα.Για να τη σκοτώσω. Όμως αυτό αργότερα. Στα υπ’ όψιν.

Ήλιος σε σκόνη. Το γραφείο μου είναι ακατάστατο, όπως πρέπει ναείναι το γραφείο ενός ιδιωτικού. Έχει πολλά βιβλία, αποκόμματαεφημερίδων, καναπέ, γραφείο, δυο πολυθρόνες, μία ωραία βεράντα,ένα παχύ χαλί με καφέ λεκέδες καφέ, ένα σχετικά εξοπλισμένο μίνιμπαρ, μια σχεδόν έγχρωμη τηλεόραση τελευταίας τεχνολογίας καιπολλή σκόνη. H σκόνη είναι η σπεσιαλιτέ του γραφείου μας. Ότανκάτι χειμωνιάτικα κρύα μεσημέρια ξαπλώνω στον καναπέ για ένανμικρό υπνάκο, παρατηρώ τον ήλιο που μπουκάρει απ’ τα παράθυρα σεδεσμίδες σκόνης. Το ένα φέρνει τ’ άλλο. Αν δεν υπήρχε η σκόνη, δε θαφαινόταν ο ήλιος.Βγήκα στο μπαλκόνι. Είχε ήλιο και με χτύπησε. Φόρεσα αμέσως ταμαύρα γυαλιά μου και τον απόλαυσα. Τον ήλιο. M’ αρέσει ο ήλιος,αλλά ξεραίνει το δέρμα. Με μέτρο λοιπόν. Ναι στον ήλιο αλλά μεπροφυλάξεις. Κοίταξα τον εαυτό μου στο τζάμι της μπαλκονόπορτας,γιατί μου φάνηκε ότι είδα μια ρυτίδα. Φυσικά δεν ήταν παρά μιαατέλεια του τζαμιού, κάποιο σημάδι που είχε αφήσει το πανί τηςΙμέλντα καθώς σκούπιζε το καθαριστικό υγρό. Ρυτίδα; Γελοίο. Είμαιτόσο νέος ακόμα. Και προσέχω τον εαυτό μου. Ξέρω ότι θα γεράσωόμορφα. Θα είμαι πολύ γοητευτικός. Ώριμος αλλά σέξι. Κοίταξα κάτω.

7/104

Page 7: L. Xristidis Psyx

Πολλές γκόμενες έπιναν τον καφέ τους στην πλατεία και λέγαν ταδικά τους. Ποιες νομίζουν ότι είναι; Ποιος ενδιαφέρεται για τιςμαλακίες που λένε; Αν ήταν στο χέρι μου, όλες αυτές εγώ θα τις...O φυσικός άφησε την προκαταβολή που όλοι περιμέναμε και έφυγεσκεφτικός. Πήγα στο παράθυρο. Από το παράθυρό μου, που είναιψηλά, στον έκτο, βλέπω τη λεωφόρο, αλλά δεν την ακούω. Έχει πάντακόσμο, όλη τη μέρα. Βγήκα έξω. O κόσμος ήταν ο ίδιος με τον χτεσινό,απλά είχε μερικά προβλήματα παραπάνω. «Νέο Φιάσκο», έγραφε ηκαλή εφημερίδα που παραμέρισα για να πάρω τσιγάρα.«Πώς πάμε;» είπα χαρωπά.Στο βάθος μιας στενής σήραγγας από σοκολάτες, τσίχλες, μπρελόκ,καραμέλες, μίνι κρουασάν, προφυλακτικά, αναπτήρες, μίνιπαξιμαδάκια ολικής αλέσεως και ερωτικές τράπουλες, το πρόσωποτου κυρ Ηλία ανέτειλε ημιφωτισμένο.«Πώς να τα πάμε; Εδώ».Ένα χέρι προεκτάθηκε προοπτικά από το βάθος του τούνελ. Κρατούσετα τσιγάρα μου. Τα πήρα με ευγνωμοσύνη. Του ενεχείρισα τοαντίτιμο. Το αποδέχτηκε με ευγνωμοσύνη. Παραμέρισα δύσκολα έναβαρύ νεανικό περιοδικό ποικίλης ύλης με δύο CD δώρο –ένα μεορίτζιναλ εκτελέσεις έντεχνων λαϊκών της χρυσής δεκαετίας ’72-’82 κιένα με διασκευές των ίδιων τραγουδιών από όμορφους νέους Έλληνεςτραγουδοποιούς– και γύρισα αγκομαχώντας στη φωλιά μου.Είχα να παρακολουθήσω την κυρία Φυσικού, πράγμα όχι δύσκολο, καινα πιω τον καφέ μου, πράγμα όχι εύκολο. Όχι εύκολο με τηντηλεόραση ανοιχτή. H γριά τηλεόρασή μου ανοίγει όποτε θέλει,κλείνει όποτε γουστάρει, ρυθμίζει μόνη της την έντασή της (ήεκκωφαντική ή ψιθυριστή), γενικά έχει ξεμωραθεί. Είναι όμως απόπαλιά στην οικογένεια και δε θα μπορούσα ποτέ να την πετάξω στοδρόμο. Ανέθρεψε τη μάνα μου και τη μάνα της μάνας μου. Κι εμείς,στην οικογένειά μας, κρατάμε τις παραδόσεις.Βγήκα στη βεράντα μου. Παρατήρησα με θλίψη τις λιγοστές γλάστρεςπου κοσμούν τον μίνι κήπο μου. Οι ταλαιπωρημένοι οργανισμοί που–κυριολεκτικά– φυτοζωούσαν εκεί μέσα είχαν κάποτε τη μορφή

8/104

Page 8: L. Xristidis Psyx

χαριτωμένων φυτών. Τώρα θύμιζαν ξεθωριασμένες επικεφαλίδεςεφημερίδας του Μεσοπολέμου. ΔΟΛΟΦΟΝΙΚΗ ΑΠΟΠΕΙΡΑ KATATOY ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ – ΗΡΘΗ H ΠΟΤΟΑΠΑΓΟΡΕΥ-ΣΙΣ – ΘΡΗΝΟΣ ΔΙΑ TON ΡΟΔΟΛΦΟΝ ΒΑΛΕΝΤΙΝΟ.Σήκωσα το βλέμμα μου ψηλά, μακριά από τη θλιβερή χλωρίδα.Εμπρός για τη θλιβερή πανίδα! Κάτω, μακριά, πολλά ανθρωπάκιαγλιστράνε αθόρυβα ανάμεσα σε τσιμεντί τείχη με καυσαερί μέικ απ.Αγαπημένα μου κτήρια από δω πάνω είναι τα σχολεία, γιατί είναιπολύχρωμα, με πολλά παρδαλά χαρούμενα χρώματα. Είναι μιαπολιτική του υπουργείου απ’ όσο ξέρω. Σαν να βάζεις κερασί κραγιόνστα χείλη ενός νεκρού βάλτου. Πόσο να ομορφύνει;H Γριά, μέσα, πίσω μου, κάπου, έπαιζε κάποιο έκτακτο δελτίο, κάτιπου δεν είχε ιδιαίτερη σημασία αφού όλα τα δελτία είναι πλέονέκτακτα. Με την άκρη του αυτιού μου διέκρινα –φυσικά– κάποιοφόνο κάποιου δολοφονημένου που ήταν... δεν άκουγα. Δεν άκουγα,αλλά δε με πείραζε γιατί έπινα τον καφέ μου και ο ήλιος έλαμπε καιδεν είμαι ο τύπος που θα καταστρέψει ένα όμορφο μεσημεριανό τετ ατετ με τον αγαπημένο του καφέ για ένα συνηθισμένο απλό έκτακτοψωροδελτίο που στο κάτω κάτω...Αρκετά. Πετάχτηκα με τον αγαπημένο μου καφέ να μου πιτσιλίζει τατρεμάμενα χέρια. Κάλπασα ως το τηλεκοντρόλ. Ρίχ’ τα, Γιαγιούλα! Oήχος δυνάμωσε υπάκουα. Χαλάρωσα αμέσως. Τίποτα ιδιαίτερο. Oτηλε-κίλερ ξαναχτυπά. Ένας μόδιστρος δεύτερης διαλογής, αμπιγιέρσε πρωινές εκπομπές. O ανθυπομόδιστρος βρέθηκε, είναι η αλήθεια,φριχτά κατακρεουργημένος, αλλά –μικρό το κακό– στις μέρες μας καιποιος δε βρίσκεται φριχτά κατακρεουργημένος; H αστυνομία νομίζειότι έχει στα χέρια της ένα νύχι του τηλε-κίλερ. Συγκρατημένηαισιοδοξία. Μάλλον θα συλληφθεί και θα ομολογήσει έναςσχιζοφρενής νυχοκόπτης.Κοίταξα το τηλεκοντρόλ. «Τηλεκοντρόλ». Μια ημι-έγχρωμητηλεόραση του περασμένου αιώνα δεν έχει τηλεκοντρόλ.Προσπαθήστε όμως ν’ αλλάξετε κανάλια από μια απόσταση ας πούμεενός-δύο μέτρων και θα δείτε ότι –και με την εξαίρεση κάποιων

9/104

Page 9: L. Xristidis Psyx

τηλεπαθητικών φαινομένων που δεν είναι του παρόντος– ητηλεόραση μένει απαθής παρ’ όλες τις ύβρεις. Όμως ο δαιμόνιοςντετέκτιβ έχει λύσεις για όλα. Απλές, πρακτικές λύσεις. Για όλα. Ένασκουπόξυλο –χωρίς σκούπα– μπορεί να κάνει θαύματα από μια μέσηαπόσταση ενός σκουπόξυλου. Μπορεί να μη συνάδει με τις τελευταίεςεπιταγές της τεχνολογίας, μπορεί να μη διεκδικεί δάφνες κομψότητας,αλλά τα κουμπιά πάνω στη Γριά τα πατάει και με το παραπάνω. Δενείναι τηλεκοντρόλ, αλλά είναι τηλεκοντάρ.Άλλαξα κανάλι. Μια σειρά με Περουβιανούς χωρικούς που μιλάνεάπταιστα τα μεταγλωττισμένα ελληνικά δεν είναι σίγουρα η πλέονενδεδειγμένη λύση για ένα ευχάριστο απόγευμα. Έκλεισα τη μαλακίακαι γύρισα στη βεράντα μου. Τα φυτά μου φόρεσαν το καλύτεροχαμόγελό τους. Μουχλί.Καθώς ξεφορτωνόμουνα το βρωμερό πουκάμισο, πέρασα από τονμεγάλο καθρέφτη της κρεβατοκάμαρας. Έριξα μια ματιά. Μερικέςφορές με αγχώνουν τα μαλλιά μου. Αραιώνουν. Όχι πολύ. Λίγο.Ανεπαίσθητα. Κανείς δεν το καταλαβαίνει. Μόνο εγώ. H Μιρέλλα,εκείνο το μαλακισμένο πορνίδιο, που δυστυχώς δεν είναι πλέον μαζίμας, ούρλιαξε: «Τι μαλλιά! Τι πλούσια μαλλιά!» την ώρα που έχυνε καιομολογώ ότι γούσταρα πολύ. Τι κρίμα που τη χάσαμε!Κι έτσι πέρναγε ο καιρός έξοχα. Και όπως καθόμουνα στο γραφείομου και διάβαζα τις αθλητικές ειδήσεις της ημέρας, χτύπησε τοκουδούνι. Και όπως άνοιξα, μπήκε μέσα η Μαρίνα Στράτου. E, λοιπόν,ήταν καλύτερη απ’ ό,τι στην τηλεόραση. Εγώ δε βλέπω το«Κολοσέουμ» και τις άλλες μαλακίες που κάνει, αλλά όταν πέσω πάνωτης σε καμιά γυροβολιά με το τηλεκοντάρ, παρκάρω και αράζω. Κάτιτα ντεκολτέ, κάτι τα μίνι, κάτι που γλείφει τα χείλη της όλη την ώρα,πολύ θέλει ο άνθρωπος; Δεν είμαι από πέτρα, έχω κι εγώ τιςαδυναμίες μου. Και μπορώ να υποστώ ίσαμε και μισή ώρα απ’ αυτέςτις αηδίες με τα μπαλέτα και τις χαζές ερωτήσεις και τα μαλακισμέναπαιχνίδια και τους λογιών λογιών βλάκες μόνο για λίγη καυτή σάρκαΜαρίνας. Είπαμε: αδυναμία.

10/104

Page 10: L. Xristidis Psyx

Και μπήκε λοιπόν η Μαρίνα. H «Μεγάλη Ξανθιά», σύμφωνα με τουςουρλιαχτούς τίτλους των ευτελέστερων τηλεπεριοδικών. Ήταν λίγομεγαλύτερη από το «Κολοσέουμ», αλλά αυτό ήταν φυσιολογικό, γιατίόλοι στο «Κολοσέουμ» φαίνονται μικρότεροι. Ήταν σίγουρα ξανθιά,φόραγε ένα κολασμένο μαύρο συνολάκι, σαν χήρα μπάτσου πουξενυχτάει στα μπουζούκια, σέξι και τα ρέστα, αλλά χωρίς μίνι καιντεκολτέ. Άγγελος. Εκπεπτωκώς.«Κύριε Ταυ, ονομάζομαι Μαρίνα Στράτου», είπε σαν να περίμενε νατη διακόψω και να της πω «Το ξέρω».«Κι εγώ Απόστολος», είπα αντ’ αυτού. «Καθίστε».Κάθισε.«M’ έστειλε σ’ εσάς η κυρία Λάσκου – Φυντίκη».Μάλιστα. H κυρία Λάσκου – Φυντίκη ήταν μια κυρία του καλούκόσμου, που είχα γνωρίσει σ’ ένα από τα μαγαζιά που δούλευα και τηνείχα εξυπηρετήσει κάνα δυο φορές με διακριτικότητα και εχεμύθεια.Είχε κάτι τραβήγματα με κάτι σκόνες, τίποτα τρομερό, αλλάπανικοβαλλόταν εύκολα. Καλή πελάτης. H κυρία Μαρίνα –για τουςφίλους απλά «Μαρίνα»;– ήταν φίλη της.«Καταλαβαίνετε... δε θα ήθελα να μαθευτεί...»«Δεν έπρεπε καν να το αναφέρετε», της έκοψα τη φόρα, γιατί αυτό τολένε όλοι μπαίνοντας στο γραφείο μου και το βαριέμαι.Έβγαλε ασημένια ταμπακέρα, πολύ κλασάτη, τράβηξε τσιγάρο, μουπρόσφερε, πήρα, πήρε κι αυτή, της άναψα, μ’ ευχαρίστησε. Το πρώτομέρος είχε τελειώσει. Είναι το μέρος που οι πελάτες αισθάνονταιαμήχανοι, ντρέπονται, θέλουν να φύγουν, περνάνε άσχημα. Μετάανάβουν ένα τσιγάρο και τους περνάει. Συνήθως.«Εμ... αντιμετωπίζω ένα πρόβλημα», είπε χαμηλωμένη γενικώς.Μάτια, χείλη, ηθικό.«Ποιο ακριβώς;»Πήρα το πολύ φιλικό καθησυχαστικό μου ύφος. Πιάνει. Συνήθως.«Με απειλούν».Με κοίταξε επιθετικά. Όχι σαν το φίλο, τον έμπιστο, τον «κολλητό».Αυτό δε συνηθίζεται. Μου άρεσε.

11/104

Page 11: L. Xristidis Psyx

«Ποιοι;»Της πρόσφερα τασάκι.«Δεν ξέρω».Δε με κοίταζε πια. Δεν κοίταζε τίποτα.Πέντε μέρες μετά την απήγαγαν.Της στέλνω σημειώματα. Μικρά ανώνυμα σημειώματα. Χτυπημέναστη γραφομηχανή. Ανώνυμα. Απρόσωπα. Αθώα. «Εν Αρχή Ην οιΠίπιζες». «Προσοχή! Αντισυνταγματικά Μοιρογνωμόνια Κατά Μήκοςτου Οδοστρώματος». «H Καλή Πεθερά Έφυγε Χωρίς Ούτε ΈναΣφυρί». «Ποιος δε Χόρεψε με τον Τομ Τζόουνς;» «Συναγερμός!Αιγυπτιακή Μορφή Δεξιά». «Ντινγκ Ντονγκ, Είμαι ο ΙάπωναςΧιονάνθρωπος». «Το Όνομά μου Είναι Μυρμηγκιών. ΓεώργιοςΜυρμηγκιών». Τα στέλνω για πλάκα. Δεν έχουν κανένα νόημα, αλλάείμαι βέβαιος ότι τρομάζει. Και αυτό είναι το σημαντικό. Να τρομάξειτόσο πολύ, ώστε όλα τα υπόλοιπα να έρθουν σαν λύτρωση.H αλήθεια είναι ότι είχε δίκιο να φοβάται. Στο κάτω κάτω, αν δενήταν αυτή υποψήφιο θύμα, ποια ήταν; Τρεις γνωστοί θαμώνες ριάλιτι,ένα μοντέλο, δύο δημοσιογραφίσκοι, τώρα ο μόδιστρος, τα κανάλιααφρίζανε. Δεν άφηνε σημειώματα, δεν άφηνε ίχνη, σκότωνε άγρια, μεμίσος. O τηλε-φονιάς, ο τηλε-ψυχοπαθής, ο τηλε-τρελός, ο τηλε-παλιάνθρωπος και πάει λέγοντας. Του είχαν βγάλει πολλάπαρατσούκλια, βγαίνανε κάθε τόσο αναλυτές, ψυχολόγοι, φυσιοδίφες,κοινωνικοί λειτουργοί (οι αγαπημένοι μου), άκρη δεν έβγαζες. Θαμπορούσε να είναι ένας διαταραγμένος έφηβος, ένας προβληματικόςμεσήλικας, δύο τρεις βαριεστημένοι φοιτητές, μια διμοιρία «παλιών»φαντάρων, μια σχιζοειδής γιαγιούλα, μια συμμορία Αλβανών ήΣκοπιανών, μια ρώσικη μαφία, οι τουρκικές μυστικές υπηρεσίες σεσυνεργασία με τη MIT, την ΨΙΤ και τον KIT. Θα μπορούσε να είναι οκαθένας. Αυτό ήταν και το ωραίο. Θα μπορούσε να είναι όλοι. Ναείμαστε όλοι.Λένε ότι ο τηλε-φονιάς τους σκοτώνει μόνο πρόσωπα των μίντια. Αυτάείναι μαλακίες. Σκοτώνω όποιον γουστάρω. Απλά αυτοί των μίντιαείναι οι πιο ενοχλητικοί.

12/104

Page 12: L. Xristidis Psyx

Σηκώθηκε νευρικά και χαμογέλασε άτσαλα. Ήθελε να πει κάτι καιεπειδή δεν το είπε, έχασε κάθε υπόνοια αυτοπεποίθησης. Άφησε τασημειώματα στο τραπεζάκι της βεράντας κι έφυγε μ’ ένα μασημένο«καλημέρα», που ακούστηκε σαν «καληνύχτα». Μου άφησε κι έναποσό έναντι για τα έξοδά μου. Κι έφυγε. Θα ξαναρχόταν.Κάπνιζα και ήταν αργά. Ήμουνα ιδρωμένος, αλλά δεν έκανε ζέστη.Αυτό το κλίμα σ’ αυτή την πόλη έχει πάντα έναν γλοιώδη τρόπο να μουγλείφει το σβέρκο.Είχα ανάψει ένα τυχαίο τσιγάρο και κοίταζα τα σημειώματα. Για ναπω την αλήθεια, δεν ενθουσιάστηκα. Κάτι σαχλαμάρες, κάτι δήθεντρομαχτικά στιχάκια, κάτι παιδαριώδεις ψευδοαπειλές. Σαν κάναςπιτσιρικάς που δεν έχει τι να κάνει, σαν καμιά παρέα χαβαλέδες πουδεν μπορούν τα σόου της, σαν κάνας τυπάκος που ’χει δει πολλές ίδιεςταινίες, κάτι τέτοιο. Τα «Αντισυνταγματικά Μοιρογνωμόνια», η«Καλή Πεθερά», ο «Ιάπωνας Χιονάνθρωπος» – είναι σοβαράπράγματα αυτά; Μόνο με τον «Τομ Τζόουνς» τρόμαξα λίγο.Στο αυτοκίνητο. Πλατιά η λεωφόρος, δονείται από τις μαρκίζες τωνλουξ σκυλάδικων. Και λίγα μέτρα πιο κει σκοτάδι. Μετά τη δουλειά.«Κορίτσια» με στραβά χαμόγελα. Κατακόκκινα κραγιόν. Παζάρι.Εχεμύθεια. Σούπερ ξανθιά με βαριά φωνή. Έμοιαζε με άντρα. Τηρώτησα αν ήταν. «Όχι», μου είπε. Τη ρώτησα αν ήταν παλιά. Μουείπε «Είμαι ό,τι θέλεις εσύ». Μου άρεσε αυτό. Πέρασε το τεστ.Ρώταγε, γέλαγε, γούσταρε που με γνώριζε. Κι εγώ γούσταρα. Τιςβυζάρες της. Πήγαμε σπίτι. Πήγε στη σιντιέρα, πέταξε μέσα ένατζιτζάτο σάουντρακ κι άρχισε να χορεύει, λικνιστικά, ερεθιστικά, σαντις γκόμενες στα ερότικ φάντασιζ. Ήθελε να με καυλώσει, αλλάέμοιαζε με πουτάνα. Επίσης ήταν. Αποφάσισα να παίξω. Τηνπλησίασα καθώς γδυνόμουν κι άρχισα να τρίβομαι σκληρά επάνω της.Τη φιλούσα χυδαία –όπως έπρεπε– και της έπιανα τα πάντα. Αυτήέκανε διάφορα κόλπα. Της έδεσα τα μάτια με το μαντίλι μου με τομονόγραμμά μου, την πήρα απ’ το χεράκι και την οδήγησα στηνκρεβατοκάμαρα, ψιθυρίζοντάς της αυτά που ήθελε ν’ ακούει. Όταν μεμια απότομη κίνηση της έβγαλα το μαντίλι από τα μάτια, άρχισε να

13/104

Page 13: L. Xristidis Psyx

ουρλιάζει στη θέα της κομματιασμένης συναδέλφου της με ταξεριζωμένα μάτια και το σκισμένο στόμα και προσπάθησε να ξεφύγειγουρλώνοντας τα μάτια και ξεφυσώντας βαριά, με σπασμωδικές,σπαστικές κινήσεις, σαν πούμα κλειδωμένο σε περίπτερο, και ήτανσχεδόν αστείος ο υστερικός τρόμος της, αλλά φώναζε πολύ καιέκλαιγε ουρλιάζοντας σαν μαλακισμένο χαλασμένο παιχνιδάκι, γι’αυτό αναγκάστηκα να της συντρίψω το κρανίο με κάτι που έμοιαζεβαρύ και ήταν βαρύ, γιατί ήταν ένα από τα βαράκια που έχω για ναγυμνάζω τους ραχιαίους μου, και όπως τη χτύπησα, έτσι κι έπεσε με τημία, μπαμ και κάτω, δεν έβγαλε κιχ και έγινε αμέσως ησυχία καιέμεινε το τζιτζάτο σάουντρακ μόνο του και η μια γκόμενα έπεσε πάνωστην άλλη και γεμίζανε η μία την άλλη αίματα.Τα βράδια συνήθως κάθομαι μέσα. Είναι πολύ καλύτερα. Έφαγαπολλές νύχτες να χαιρετάω με ευγένεια διάφορους βλάκες που κατάγενική ομολογία θα ήθελα να φτύνω. Στολισμένος,παρφουμαρισμένος, ωραιότατος. «Καλησπέρα σας», «Τι γίνεται,Αποστόλη;», «Καληνύχτα σας», «Καληνύχτα, Αποστόλη», τέτοιαωραία. Τα λεφτά ήταν το ζητούμενο και ήταν καλά, όμως αν για κάθεπόρτα αντιστοιχεί κι ένα δωμάτιο, για κάθε πορτιέρη αντιστοιχούνπολλοί ίδιοι, φιλικοί, άχρηστοι άνθρωποι, πολλές ίδιες, φιλικές,άχρηστες καλησπέρες. Στην αρχή είναι ωραία. Έχει πολλά ωραίακορίτσια, που δείχνουν να σε συμπαθούν, και πολλά ωραία λεφτά, πουδείχνουν να σου χαμογελάνε. Μετά είναι το ίδιο. Ωραία αλλά το ίδιο.H βεράντα μου είναι ευάερη. Σ’ αυτή την πόλη που δεν αναπνέει παράμόνο για να βήξει, μια ευάερη βεράντα είναι ευλογία. Τη στιγμή αυτήτρώω φρούτα με γιαούρτι και ψωμί, όχι γιατί είμαι οπαδός κάποιαςπολύ τρομερής σούπερ υγιεινής διατροφής, αλλά γιατί αυτά είχανξεχαστεί στο –κατά τα άλλα– άδειο ψυγείο μου. Σχεδόν. Είχε και έναλεμόνι που δε χρησιμοποίησα γιατί –αν και δε μ’ αρέσει να μιλάω γιατον εαυτό μου– έχω και γούστο. H Γιαγιάκα παίζει χαμηλόφωνα σεμια γωνία. Δεν την κοιτάω, δε με κοιτάει. Δε μ’ ενοχλεί, δεν τηνενοχλώ.

14/104

Page 14: L. Xristidis Psyx

Προτιμώ το σινεμά ή το θέατρο. Μπαίνεις, κάθεσαι, κοιτάς, αντιδράς,μοιράζεσαι, συμμετέχεις, φεύγεις. Ενώ με την τηλεόραση, βαράν τατηλέφωνα, έρχεται η γκόμενά σου εκνευρισμένη, περνάνε κάτιπλακατζήδες φίλοι σου, παραγγέλνεις πίτσα, πέφτουν διαφημίσεις,έρχεται ο πιτσάς, ψάχνεις λεφτά, φέρνεις ποτήρια και πιατάκια,γίνεται και έκτακτο δελτίο επειδή κάποιος τρελός έκανε κάποιαμαλακία, γάμησέ τα. Τι να μοιραστείς; Τα ρέστα από την πίτσα;Κοίταξα τριγύρω μου με περισκοπική ακρίβεια. Τίποτα. H ώραπερνάει. Γρήγορα για μας, αργά για το σύμπαν. Εσύ με ποιον είσαι;Ξαφνικά κατάλαβα... δηλαδή με χτύπησε έτσι αυτή η σκέψη... έγινεμονομιάς ξεκάθαρο... ήταν πια ολοφάνερο: είχα πιει πολύ ουίσκι. Κάτιέπρεπε να γίνει. Και γρήγορα. Σηκώθηκα αποφασιστικά. Έβαλα κιάλλο ένα για να ’ρθω στα ίσα μου. Κάθισα. Τα πράγματα δεν είναιποτέ τόσο άσχημα όσο μπορούν να γίνουν. Λέω κάτι τέτοια ώρες ώρεςόταν είμαι στα κέφια μου.Δεν ξέρω, δεν ξέρω...Δεν ήθελα να γίνω ντετέκτιβ. Ποτέ δε μ’ ενδιέφερε. Δεν ήταν τοπαιδικό μου όνειρο. Θέλω να πω, εντάξει, όλοι γουστάραμε τουςντετέκτιβ στα μίκυ μάους και στο σινεμά, τα πιστόλια, τις μοιραίεςγκόμενες, τις ατάκες, την ειρωνεία, την περιφρόνηση του κινδύνου.Αλλά μέχρι εκεί. O Μίκυ Μάους στο Μίκυ Σίτυ γίνεται χαλκομανίααπό έναν οδοστρωτήρα-γίγα και πετάγεται στο φτερό φωνάζοντας«Ψηλά τα χέρια, πονηρέ!» Κι ο συνάδελφος στο Σικάγο του ’30 έχειένα όνομα, ένα πιστόλι, ένα ουίσκι, κάποιες γκόμενες, μια μούρη.Όμως ένας ντετέκτιβ εδώ; Τώρα; Γελοίο. Κι αυτό κι αυτός.Βασικά ήμουν ξέμπαρκος εκείνη την εποχή, και μικρός και άσχετοςκαι όλα τα σχετικά που είναι κάποιος στα δεκαοχτώ, όταν έχει φύγειαπ’ το σπίτι του γιατί το σπίτι του δεν υπήρξε ποτέ σπίτι. Και όπωςήμουνα έτσι, κάτι έγινε και βρέθηκα μπάρμαν σ’ ένα από τα χάι στέκιαπου είχαν αρχίσει να σκάνε τότε στην παραλιακή. Μπάρμαν, μικρός,άνετος –γιατί όχι δηλαδή;– γρήγορα πέρασα στην «πόρτα».Περισσότερο κύρος, περισσότερα λεφτά, περισσότερες γκόμενες,λιγότερη δουλειά. Ελάχιστη. Κοστούμι, γραβάτα, ζελέ, ζεστό

15/104

Page 15: L. Xristidis Psyx

χαμόγελο, «Καλησπέρα σας», «Καληνύχτα σας», άψογος. Και κάναδυο φορές που χρειάστηκε, τα είχα βγάλει πέρα. Άνετα και –αυτόήταν το βασικό– διακριτικά. Κι από κει πέρασα στ’ άλλα μαγαζιά, ταλαϊκά. Πιο καλά λεφτά, πιο πολλή δουλειά, άλλοι κανόνες. Νύχτα.Καλά ήταν.Και μια μέρα ένας σερβιτόρος που δούλευε στο μαγαζί και ήτανφιλαράκι μού άνοιξε την καρδιά του: υποψιαζόταν ότι η γυναίκα τουτα είχε φτιάξει με το γυμναστή της. Του είπα να τ’ αφήσει πάνω μου.Την έστησα έξω από το γυμναστήριο «Jim’s Gym» (καλό, ε;), ήρθε ηκυρία, πήρε τον Jim, μπήκαν σ’ ένα αμάξι, από πίσω εγώ, πήγανε σ’ένα ξενοδοχείο («HOTEL SUDAN»), νοικιάσανε ένα δωμάτιο (501),μπήκα κι εγώ, λάδωσα τον ρεσεψιονίστα (τρία πεντοχίλιαρα) καιάδειασα ένα τριανταεξάρι φιλμ στα μούτρα τους. Με όλα του τα φλας.O Jim τσαμπουκαλεύτηκε, έφαγε μια σφαλιάρα, ο σερβιτόρος-φίλοςδε χώρισε την κυρία, η κυρία μ’ ερωτεύτηκε μ’ έναν μάλλοναπροσδόκητο τρόπο, τέλος πάντων, η ουσία είναι ότι η όλη φάση μούάρεσε και ήταν ευκαιρία να ξεκολλήσω από τη νύχτα. Δίκιο δεν είχα;Και βρήκα τη θεία μου που είχε το ρετιρέ με τα προπολεμικάποδήλατα και τα τόπια ύφασμα που βρωμάγανε και τα πολλάπεριστέρια που χέζανε τόπια και ποδήλατα. Πέταξα τόπια καιποδήλατα, σούβλισα περιστέρια και έγινα ντετέκτιβ. Είναι μια χαράγραφείο. Τόσο μου άρεσε, που τελευταία μένω κιόλας. Και είναιεπίσης μια χαρά σπίτι. Με ποτήρια και παγάκια και απ’ όλα.Δεν είναι κακή δουλειά. Πάντα υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουνκανέναν να τους βοηθήσει σε μια δύσκολη στιγμή. Και πάντα θαυπάρχουν. Όσο υπάρχουν άνθρωποι. Και δύσκολες στιγμές. Έχωβοηθήσει τύπους να βρουν τον αδερφό τους, την γκόμενά τους, έναλαχείο που κέρδιζε πέντε χιλιάδες, τη βέρα τους, το παιδί τους, έναπορτρέτο του παππού τους σε μια σκονισμένη σκοτεινή αποθήκη πουφοβούνταν να μπουν γιατί είχε αράχνες.Είναι αστείο το τι μπορεί να φοβάται ο άνθρωπος. Τα πάντα. Ήτίποτα. Τα πάντα μόνος του και τίποτα με παρέα. Εγώ ήμουνα ηπαρέα. O κολλητός. O φίλος. O έμπιστος. O άνθρωπός τους. Μερικοί

16/104

Page 16: L. Xristidis Psyx

νομίζω ότι απλώς ήθελαν να πουν τον πόνο τους σε κάποιον. Οιάνθρωποι είναι στ’ αλήθεια πολύ πρόθυμοι να πληρώσουν για κάτιτέτοιο. Εγώ δε θα το έκανα, αλλά αυτοί το κάνουν. Εγώ προτιμώ ναμένω μόνος μου. Καλύτερα. Από το να πληρώνω για βοήθεια. Είπαμεόμως. Άλλο εγώ, άλλο οι πελάτες.Όταν γυρίζω απ’ τη δουλειά, νιώθω πολύ κουρασμένος. Ένααφρόλουτρο με άλατα, μια παγωμένη βότκα, μια συμφωνία τουΜάλερ, δυο τρεις γραμμούλες Προυστ και να με πάλι πίσω στονκόσμο. Στον κόσμο μου. Καλύτερος απ’ τον δικό σας.

17/104

Page 17: L. Xristidis Psyx

ΤΕΤΑΡΤΗ

Επινα καφέ. ηταν πρωί Ή πολύ πρωί, πάντως είχε φως και έπινακαφέ. Γαλλικό με τρεις κουταλιές μέλι και γάλα. Υπάρχουναντιρρήσεις –εκφρασμένες– αλλά αυτό είναι. O καφές μου. Και ηεφημερίδα μου. Που ήταν χτεσινή και τσαλαπατημένη. Τη μάζεψα,την ίσιωσα, τη χάιδεψα και της ψιθύρισα γλυκά: Ρίχ’ τα.Πολλά νέα, πολλά προβλήματα. Πολλά νέα προβλήματα. ΝεαρήΒουλγάρα νεκρή σπίτι της, υποπτεύονται κύκλωμα συμπατριωτών της– φυσικά. Ένα αεροπλάνο έπεσε. O τυφώνας Ζισκάρ αναστατώνει τιςΗΠΑ. Εντεκάχρονος εισβάλλει στο σχολείο του, εκτελεί δεκαεννιάσυμμαθητές του και τρεις δασκάλους και αυτοκτονεί. Οι γείτονες τονπεριγράφουν ως «το πιο ήσυχο και συμπαθητικό παιδάκι τηςγειτονιάς». Χιλιάδες τυφλά κοτόπουλα αποσύρονται καιαποτεφρώνονται με συνοπτικές διαδικασίες για λόγους υγείας – όχιτης δικιάς τους. «Δράκος» σε περιοχή της ορεινής Ηπείρου ρίχνειβιτριόλι σε παπαδιές – αποκλειστικά. Ανεμιστήρας οροφήςκαταπλακώνει δύο μαθήτριες σε σχολείο. Ρωσοπόντιοι πιτσιρικάδεςεκτελούν σατανιστικές τελετές σε εγκαταλειμμένο στάβλο δίπλα σεστρατόπεδο. O σκοπός παρεξηγεί τη φασαρία και πυροβολεί.Σκοτώνει έναν Βέλγο τουρίστα. Διπλωματικό θέμα και ταξιδιωτικήοδηγία από το Βέλγιο. Βαριές οι ευθύνες, πολιτικές ανακοινώσεις,κόντρα κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης. Ένοπληληστεία. Δράστες δύο φιλαράκια, δόκιμοι αστυφύλακες. Σοκ για τοαστυνομικό σώμα. Έβγαλε μάτια ο Σφεντουροχαμηλάκης στο φιλικό

Page 18: L. Xristidis Psyx

με τη Ρεάλ Φαλήρου. Φαρμακεία, Θέατρα, Κηδείες, Αγγελίες,Απόστολος Ταυ. Αυτό μάλιστα.«ΑΑΑΑΒΒΒΑΒΑ. Απόστολος Ταυ. Ιδιωτικός φίλος. Εχεμύθεια.Διακριτικότητα. Αποτελεσματικότητα. Δυναμισμός. Σοβαρότητα.Αίσθηση ευθύνης. Εμπειρία. Παρατηρητικότητα. Κύρος. Μικροτσίπς.Αλάνθαστη μεθοδικότητα και σεβασμός σε όλα τα προβλήματά σας.Παρακολουθήσεις, συζυγικές απιστίες, εξωσυζυγικές απιστίες,αμφιλεγόμενα κληρονομικά, απειλές, ύβρεις. Δώρο κασέτεςβιντεοπαρακολούθησης με ψηφιακή εικόνα και DOLBY SURROUNDήχο. Απίστευτος υπερσύγχρονος αόρατος ηλεκτρονικός εξοπλισμός.Συμβουλές – συμπαράσταση δωρεάν!»Ωραία δεν είναι η αγγελία μου; Το ΑΑΑΑΒΒΒΑΒΑ το έχω βάλει στηναρχή για να μπαίνει πρώτη στην αλφαβητική σειρά. Ήταν έναςΑαβίδης που μου είχε μπει στη μύτη –σε θέματα αλφαβητικήςσειράς– και γι’ αυτό είχα βάλει την αρχή ΑΑΒΑΒΑ, αλλά την επόμενημέρα το έκανε Ααααβίδης κι έτσι έφαγε ένα ΑΑΑΑΑΒΒΒΑΑΒΑ όλοδικό του. Πρόσθεσα στην αγγελία εκείνης της ημέρας και ένα«Πλήρης και ανηλεής εξόντωση ενοχλητικών αλφαβητικής σειράς»και έληξε το θέμα. Την επομένη ο Ααααβίδης ξανάγινε Ααβίδης και οιισορροπίες αποκαταστάθηκαν. Το «Απόστολος Ταυ» το έβαλα γιατίμου φάνηκε ωραίο. Και τα μικροτσίπς. Τι να κάνεις όμως; O κόσμοςγύρω μας απαρτίζεται στη συντριπτική του πλειοψηφία απόανθρώπους ανόητους, που γουστάρουν ονόματα όπως «ΑπόστολοςΤαυ» και λέξεις όπως «DOLBY SURROUND».Μάζεψα την εφημερίδα σε ένα αφράτο κουβάρι και την πέταξα στηνάκρη της βεράντας, κοντά στις σκούπες. Δεν ξέρω γιατί το έκανααυτό. Οπωσδήποτε όμως ένιωσα ωραία.Ήταν μια ακόμα καινούργια μέρα. Γκρι ζέστη. Το κωλο-Μίνι μουαγκομάχησε μέχρι το 10ο Λύκειο. Το σχολείο ήταν παλιό, και αυτόήταν καλό. Δεν το στόλιζαν όλες αυτές οι ηλίθιες πολύχρωμεςεπιφάνειες που μου γυρίζουν τ’ άντερα. Είχε ησυχία. Κάνα δυοτυπάκια κόβανε βόλτες σ’ ένα υποστεγάκι στην άκρη του προαύλιου,

19/104

Page 19: L. Xristidis Psyx

άλλοι δυο παίζανε μπάσκετ ένας μ’ έναν. Δυο κορίτσια μεπροσπέρασαν. Είχαν αργήσει για την πρώτη ώρα.«Σ’ το είπα».«E, τι να κάνουμε;»«Τώρα, τι γίνεται;»«Τι να γίνει; Θα πιούμε καφέ».«Και τι θα πούμε;»«Θα πούμε ότι χάλασε το μηχανάκι μου».«Το ξανάπαμε».«E, ξαναχάλασε».«Αυτός δεν είναι ο Φίλιππος;»«Μμ... ναι».«Κι ο Πέτρος».«Ναι».«Μμ».Πήραν καφέ και προχώρησαν δήθεν συμπτωματικά προς τουποστεγάκι.O Πέτρος κι ο Φίλιππος έσβησαν κάτι που κάπνιζαν και φωνάξανε:«Έι!»Και ξανά:«Έι!»Τα κορίτσια γύρισαν «τρομαγμένα»:«Αχ, με τρόμαξες, ρε Φίλιπ, δε σας είχαμε δει».«Κι εμείς τώρα σας είδαμε».«Ωραία».Και κάτσανε όλοι μαζί. Υπήρχε μια ησυχία. Μια ησυχία με ρυθμό. Τορυθμό τον έδινε η μπάλα του μπάσκετ που έσκαγε στο τσιμέντο.Πήρα καφέ από ένα τοστάδικο απέναντι. Έκατσα σ’ ένα παγκάκι μεθέα στο προαύλιο. Αισθάνθηκα σαν συνταξιούχος επιδειξίας. Ωραίαήταν. Έφαγα κι ένα τοστ.Και χτύπησε κουδούνι. Και σαν κάποιος να άνοιξε στο τέρμα τακουμπιά του ήχου και της εικόνας, μέσα σε τέσσερα δευτερόλεπταπλημμύρισαν τα πάντα με ακατέργαστο θόρυβο και χρώματα.

20/104

Page 20: L. Xristidis Psyx

Πανηγύρι. H εισβολή αυτή διέκοψε το συμπαθητικό σούξου μούξουπου είχε αρχίσει να αναπτύσσεται στην άκρη του υπόστεγου. OΠέτρος και ο Φίλιππος έκοψαν αδιάφορα λάσπη για να μη φανεί ότιμιλάγανε με κορίτσια. Τα κορίτσια –χαλαρά– κύλησαν μέχρι τις φίλεςτους για να μη φανεί ότι μιλάνε με αγόρια. Πλήρης ισορροπία. T’αγόρια στο ημιπαράνομο υποστεγάκι, τα κορίτσια στο βόλεϊ. Μιακοπελίτσα έπινε τον καφέ της κοιτώντας κλεφτά προς το υπόστεγο,ενώ κάτι άλλες... μισό λεπτό. Δεν ήταν κοπελίτσα. Ήταν γυναίκα.Ήταν η δασκάλα τους. H φιλόλογός τους. Και ήταν η κυρία K.,σύζυγος φυσικού και αντικείμενο της πρωινής μου παρακολούθησης.Συμπαθής, φιλική, κάπως στενοχωρημένη. Κάτι μαθήτριες τηρώτησαν κάτι, τους είπε, της είπαν, γέλασαν, γέλασε. Αλλά ήτανανήσυχη. Κοίταζε γύρω της. M’ ένα απ’ αυτά τα «όλα-πάνε-καλά-και-δεν-υπάρχει-κανένα-απολύτως-πρόβλημα» χαμόγελα που φοράνε οιγκόμενες όταν τίποτα δεν πάει καλά και υπάρχει κάποιο τεράστιοπρόβλημα κάπου μπροστά τους. Κάπου μπροστά της.Το διάλειμμα τέλειωσε όπως όλα τα ωραία πράγματα σ’ αυτή τη ζωή.Είχα δει ό,τι ήθελα, αλλά είχα κι άλλες δουλειές. Στριμώχτηκα στοκωλο-Μίνι. Είχε μια συννεφιά, ξαφνική, πολύ θαμπή, που με ζέσταινεύπουλα. Πάτησα γκάζι και μπήκα με τις πάντες στη λεωφόρο A. Μετά,όπως είναι φυσικό, πάτησα φρένο. Ακούστηκε ένα απαλό κλικ και τοπετάλι κάτω απ’ το πόδι μου χαλάρωσε ευχαριστημένο και πλέονδιακοσμητικό. Δεν είχα φρένο, αλλά ρολάριζα σε μια ελαφριάανηφόρα. Τσούλησα απαλά μέχρι την απόλυτη ακινησία, μες στη μέσητης λεωφόρου. Τράβηξα χειρόφρενο και βγήκα έξω. Διάφοροισυμπαθείς συμπολίτες μου κάνανε εκνευρισμένα ζιγκ-ζαγκ για να μεαποφύγουν και μου φωνάζανε «Πάρ’ το απ’ τη μέση, ρε μαλάκα» καιάλλα τέτοια ωραία. Σε απάντηση, το παράτησα μες στα πόδια τους καιπήρα TAXI.O ταρίφας ήταν τέλειος. Μαυρισμένος, πονηρός, γελαστός.«Τι γίνεται;»«Τι να γίνει;»«Έμεινες;»

21/104

Page 21: L. Xristidis Psyx

«Έμεινα».«Δε γαμιέται. Πίνεις τίποτα;»«Φαρμάκια».«Σωστός είσαι».Γέλασε κεφάτα και ίσιωσε το καθρεφτάκι του.«Εγώ πίνω χασίσι, ρουφάω και καμιά μυτιά άμα τη βρω μπροστά μου,την κόκα την καβουρντίζω και πίνω τα πετραδάκια».Τι να του πω;«Μπες από δω δεξιά», του είπα γιατί είχε αρχίσει να έχει κωλοκίνηση.«Εγώ πάει τώρα, καθάρισα. Και φυλακή να με χώσουν, και ξύλο ναμου ρίξουν, ό,τι και να μου κάνουν, εγώ καθάρισα».Τι να πω;«Μπράβο», είπα αν και ήταν γελοίο.Και ήμασταν πλέον σταματημένοι. Εντελώς σταματημένοι. Κι εμείςκαι όλοι οι άλλοι γύρω μας. Για την ακρίβεια ήταν όλοι σταματημένοι.«Τι έγινε;»«Θα γαμιούνται, τι να ’γινε;»Βγήκα έξω. Δε φαινόταν τίποτα. Μόνο αυτοκίνητα. Σταματημένα.Πλήρωσα. Άκουσα και το ηθικό δίδαγμα αυτής της όμορφης κούρσας.«Στη ζωή, φιλαράκο, όλη η διαφορά είναι ένα μπαστουνάκι».Δηλαδή; Πήρα τα ρέστα.«Άλλος έχει παπόρια κι άλλος έχει παπάρια».Χαμογέλασε πολύ ειλικρινά.Άρχισα να περπατάω ανάμεσα στ’ αυτοκίνητα. Οι περισσότεροιοδηγοί μιλούσαν στα κινητά τους. Οι περισσότεροι συνοδηγοίμιλούσαν στα κινητά τους. Κι όλοι αυτοί μέσα στ’ αυτοκίνητά τους. Τακαινούργια και καθαρά αυτοκίνητά τους. Πάει καλά. Και τ’αυτοκίνητα σχημάτιζαν παράλληλες ευθείες, που όλο και διασπώντανσε άλλες ευθείες μέχρι που το σύστημα γινόταν χαοτικό και στοκέντρο είχε μπάτσους που έσπρωχναν τον κόσμο χωρίς να ξέρουνπρος τα πού και τους μόνους που δεν έσπρωχναν ήταν οι μαλάκες μετα μικρόφωνα, αφού τα βαν τους ήταν στο κέντρο όλου αυτού τουσκηνικού. Και όλοι αυτοί κοιτούσαν προς τα πάνω. Κοίταξα κι εγώ.

22/104

Page 22: L. Xristidis Psyx

Στην κορφή του πολυώροφου κτηρίου της «Φάρος Ασφαλιστικής»,σκαρφαλωμένος στην –οπωσδήποτε κακόγουστη από κάθε πλευρά–απομίμηση φάρου που κοσμεί την οροφή του μεγαλόπρεπου αυτούτερατουργήματος, μπορούσε κανείς να διακρίνει πολύ αμυδρά ένανάνθρωπο. Από κάτω είχε μαζευτεί το γνωστό πλήθος χαβαλεδιάρηδωνσυνανθρώπων μας που πάντα σ’ αυτές τις περιπτώσεις φωνάζει«Πέσε, πέσε» και άλλα τέτοια ωραία. Ένας κύριος φώναζε δίπλα μου:«Πέσε, ρε, γιατί δεν πέφτεις;»Τον ρώτησα:«Τι είναι αυτός;»«Ένας Πολωνός είναι, μωρέ, τώρα το είπαν τα νέα».Ξαναρώτησα:«Τι θέλει;»«Τι να θέλει, μωρέ, ο μαλάκας; Λεφτά, γκόμενες...»Πετάχτηκε ένας άλλος, σαν τον πρώτο αλλά πιο βλάκας:«Έχει, λέει, ψυχολογικά προβλήματα».Ξανά ο πρώτος «σοφός»:«Ναρκωτικά παίρνει, τον ξέρω, εδώ στην πλατεία είναι κάθε μέρα καιπρεζώνεται».Ρώτησα:«Καλά, και πού τον βλέπεις εκεί πάνω;»«Τον βλέπω, σου λέω, τον ξέρω. Κωλο-Πολωνοί, τι θέλουν δηλαδή, νατους στήσουμε και κώλο;»Ένας τρίτος, εφάμιλλος των προηγουμένων, επενέβη για να πει κιαυτός την ωραία του άποψη:«Κι εγώ δεν έχω λεφτά, αλλά δεν κάνω τον καραγκιόζη στιςταράτσες».O δεύτερος φωστήρας έβγαλε συμπέρασμα:«Γάμησέ τον, μωρέ, αφού σου λέει είναι πρεζάκιας».H όλη αυτή συζήτηση δε μου άρεσε πολύ, γι’ αυτό αναγκάστηκα ναφύγω. Περπάτησα γρήγορα, χωρίς άγχος, μακριά απ’ αυτούς. Σπίτι.Άλλαξα πουκάμισο. Τηλεόραση. Αυτό είναι το καλό με τα MME. Έχειςάμεση πληροφόρηση. Συνήθως λάθος αλλά άμεση. Έτσι κι εδώ. Στην

23/104

Page 23: L. Xristidis Psyx

αρχή είπαν ότι είναι Πολωνός, μετά Πολωνός με ελληνικήυπηκοότητα, μετά Πολωνο-Έλληνας, μετά Ελληνο-Πολωνός. Τελικάήταν Έλληνας με τη βούλα. Δεν ξέρω εσάς, αλλά εμένα αυτό μου τηδίνει. Που δεν μπορεί δηλαδή να είναι Έλλην ο περίεργος, οασυνήθιστος, ο «ανώμαλος». Πρέπει να είναι ξένος με κέρατα καιουρά ντε και καλά. Ένας μαλάκας δεν μπορεί να είναι Έλλην. Για τοαντίστροφο δεν ξέρω.O Γιάννης Παραμύθης ήταν σίγουρα ύποπτος. Δεν ξέρω για τι, αλλάσίγουρα για κάτι. Τον υποπτεύθηκα για όλα από την πρώτη στιγμή.Εκεί, στο στούντιο. Με το φρέσκο μου πουκάμισο.Ήταν ένας θαμπός, πιο νέος παρά γέρος, άνθρωπος, στεγνός,βυθισμένος σε σκέψεις δικές του, που δε θα μάθαινε ποτέ κανείς, έναςσκοτεινός τύπος σε κλειστό κύκλωμα. Ήταν δημοσιογράφος, έτσιέλεγε και έτσι θα ήταν, τουλάχιστον στην αρχή, με τα χρόνια έμπλεξεστα κανάλια, ρεπόρτερ, συντάκτης, αρχισυντάκτης και τώραδιευθυντής παραγωγής του «Κολοσέουμ». Καλή καριέρα;Πήγα επίτηδες τη μέρα του ρεπό της Μαρίνας για να γνωρίσω τουςσυνεργάτες της. Θεώρησα ότι αν κάποιος θέλει το κακό της Μαρίνας(μου), πιθανώς να είναι κάποιος από το άμεσο περιβάλλον της,κάποιος που την τρώει στη μάπα όλη μέρα. Λογικό;Το στούντιο βρισκόταν σε πολλαπλό οργασμό. Κάποιος είχε βρει το Gτου και το τραβολόγαγε. Κόσμος και κοσμάκης. Εκτός από τις πρόβεςτου «Κολοσέουμ», γυρίζανε επίσης ένα σίριαλ με κάτι μπάτσους καιμια κωμωδία με κάτι φωνακλάδες. Και όλοι αυτοί είχανε διάλειμμα.Το θέαμα ήτανε βγαλμένο από το έπος του Γκιλγκαμές.Σε μια γωνία κάτι μπάτσοι έσπαγαν πλάκα με το μοναδικό, απίθανο,γλυκούλι σκυλάκι που τραγουδάει με συνοδεία ακορντεόν. Κάτιαπίστευτες γκόμενες, με απίστευτα κολλητά φορεματάκια, έπινανκαφέ συζητώντας με κάτι Ινδιάνους. Κάτι άλλοι κρέμαγαν ένα μεγάλοφωσφοριζέ ταμπλό που έγραφε TO ΚΟΛΟΣΕΟΥΜ ΣΤΟ ΦΑΡ ΟΥΕΣΤ,ενώ οι ψευτοκαουμπόηδες χαριεντίζονταν με τους ψευτομπάτσουςψευτοπυροβολώντας τους. Διάφορες κοπέλες έτρεχαν από δω κι απόκει με πολλά χαρτιά στο χέρι, σαν να τους έμεναν μόνο πέντε λεπτά

24/104

Page 24: L. Xristidis Psyx

ζωής. Και όλες φώναζαν. Φώναζαν στους άλλους («Σε πέντε. Σε πέντε.Γιατί δεν είστε έτοιμοι;»), φώναζαν στον εαυτό τους («Δεν είναιδυνατόν, πού είναι ο μακενίστας, δεν είναι δυνατόν!»), φώναζαν στοκενό («Δεν το πιστεύω, θα τρελαθώ, δεν το πιστεύω, το στανιό μου!»).Κάποιες, οι πιο ψύχραιμες, έκλαιγαν. Προβληματίστηκα από αυτή τηνκατάσταση και αποφάσισα να βοηθήσω. Στο κάτω κάτω αυτή είναι ηδουλειά μου.«Με συγχωρείτε», ρώτησα μια Κοπέλα Με Χαρτιά που κοιτούσε μεοδύνη τον ουρανό, «μήπως χρειάζεστε κάποια βοήθεια;»Με κοίταξε σαν ανωμαλία του χωροχρόνου.«Μήπως είσαι μακενίστας;» ρώτησε με μια χαλαρή προσμονή.«Όχι», είπα λυπημένα.Την απογοήτευσα.«Τότε δεν μπορείς», βούρκωσε και εξαφανίστηκε πίσω από μιααρμαθιά Αγιοβασίληδες με πνευστά.Διέσχισα τον ορυμαγδό και μπήκα σ’ ένα γραφείο που μου φάνηκευπερυψωμένο και απρόσιτο, ό,τι πρέπει για κάποιον υπεύθυνο. Είχαδίκιο. Έγραφε απ’ έξω ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΡΑΜΥΘΗΣ – ΔΙΕΥΘΥΝΣΗΠΑΡΑΓΩΓΗΣ. Έσπρωξα και μπήκα. O υπεύθυνος διευθυντήςπαραγωγής ήταν εκεί και έπινε κάτι μαύρο. Δεν έδειξε να ταράζεται.«Ποιος είσαι συ;» ρώτησε ανόρεχτα.«Απόστολος Ταυ. Ιδιωτικός βοηθός».Πάσαρα την κάρτα μου.«Τι νούμερο κάνεις;» ενδιαφέρθηκε.Αυτό με αιφνιδίασε.«Κάνω έρευνες. Για τους φόνους στο χώρο σας».«Αστυνομικός είσαι;»Το μισώ όταν το λένε αυτό. Ξέχασα να σας πω ότι δε συμπαθώ πολύτους μπάτσους.«Όχι. Ιδιωτικός», ξεκαθάρισα με αξιοπρέπεια.«Και ποιος σ’ έβαλε;»«Θα μου επιτρέψετε να μην...»«Καλά, καλά, τι θες;»

25/104

Page 25: L. Xristidis Psyx

Με κοίταξε με σχετικό ενδιαφέρον. Σαν να σκεφτόταν με ποιο τρόποθα μπορούσε να με χρησιμοποιήσει στο σόου του. Το βλέμμα του–ψυχρό σαν το υγρό ήλιο στο κουτί του Λιμπσαμπέρ– υπολόγιζε τιςδιαστάσεις μου, τις δυνατότητές μου, τη φωτογένειά μου, το ταλέντομου. Μετρούσε με ακρίβεια τις δόσεις ματαιοδοξίας και καθαρούψώνιου που με συναρμολογούσαν. Τι ήμουνα λοιπόν; Κι αν δενήμουνα ακόμα, τι θα μπορούσα να γίνω; Κάποιος γοητευτικόςανθυποζενπρεμιέ, που θα δημιουργούσε ρίγη σε δωδεκάχρονες καιμέσα σε δύο μήνες θα είχε δικό του σόου; Κάποιος χαβαλεδιάρηςκωμικός καρατερίστας με δικό του τύπο – και άρα δική του κωμικήσειρά; Ή μήπως απλώς ένας ακόμα βλάκας, που θα έτρωγε τούρτεςστη μάπα και θα έκανε τούμπες για να γελάει ο υπόλοιπος –βλάκας–κόσμος; Ήμουνα –γιατί όχι;– ένα ακόμα καλογυμνασμένο κορμί –ιδανικός βοηθός και κολλητός για τις τέλειες γυμνάστριες τωνπρωινών εκπομπών, ή μπας και με κανένα κοστουμάκι και σωστήχωρίστρα θα μπορούσα να έχω στην απέναντι πολυθρόνα τονπρωθυπουργό και να τον νουθετώ φιλικά; Θα ήθελα να νουθετήσωφιλικά έναν πρωθυπουργό. Φυσικά με σφαλιάρες. Είχα λοιπόνελπίδες; Το βλέμμα απέναντι δεν αποφάσιζε, μόνο έγδυνε, τεμάχιζεκαι ξανασυνέθετε, ήθελε το κορμί και την ψυχή μου, ήθελε το μέσακαι το έξω μου, το πάνω και το κάτω μου, ήθελε πλήρη καιολοκληρωτική παράδοση, και σχεδόν ήμουνα έτοιμος να υποκύψω καινα γίνω σταρ, όταν η πόρτα άνοιξε σαν να εξεράγη και μπήκε μέσαμια Κοπέλα Με Χαρτιά.«Κύριε Γιάννη, ο Επαμεινώνδας θέλει να πει τραγούδια μόνο από τοντελευταίο του δίσκο», είπε με εκνευρισμένη απελπισία.«Τι τον νοιάζει; Αφού όλα ίδια είναι».O κύριος Γιάννης είχε τα δίκια του.«O Επαμεινώνδας πιστεύει ότι η καινούργια του δουλειά με τον γενικότίτλο “Σε γουστάρω κάργα”...»«Καλά, καλά, ας πει ό,τι θέλει, στ’ αρχίδια μου».

26/104

Page 26: L. Xristidis Psyx

O κύριος Γιάννης διέκοψε ευγενικά αυτή την άκαρπη ανταλλαγήεπιχειρημάτων. H Κοπέλα Με Χαρτιά έφυγε σιωπηλά, λίγο θιγμένη. Oδιευθυντής παραγωγής μού χαμογέλασε:«Τι λέγαμε;»Αποφάσισα να γίνω κοινωνικός.«Υπάρχει κάποια αναστάτωση σήμερα, ε;»«Αναστάτωση; Όχι», παραξενεύτηκε.«Επειδή παρατήρησα...»«Μπα, μην ανησυχείς».Σηκώθηκε επιβλητικά.«Εδώ μέσα...» και κοίταξε το άδειο του ποτήρι, «...είναι έτσι κάθεμέρα. Καφέ έχεις πιει;»«Ναι, αλλά αν χρειαστεί...»«... πίνεις κι άλλον έναν».Πάτησε ένα κουμπί.«Μαρία, δύο».Χαμογέλασε στο τίποτα, περπάτησε, στάθηκε. Στην τζαμαρία πουέβλεπε προς το στούντιο. Από κάτω τα ανθρωπάκια κινούνταν σεασύλληπτες ταχύτητες φωτονίων. Ξαφνικά μου φάνηκε κουρασμένος.Πολύ κουρασμένος.«Και είναι καλή δουλειά;» είπε.«Ποια;»«Ντετέκτιβ. Είναι καλή δουλειά;»«Υποθέτω πως ναι. Δεν έχεις κανέναν πάνω απ’ το κεφάλι σου»,χαμογέλασα δειλά.«Ούτε κανέναν κάτω απ’ το κεφάλι σου», κι έδειξε την απρόσωπημάζα των φωτονίων που τιτίβιζαν χαρούμενα στους πρόποδες τουγραφείου του.Έφυγα από το γραφείο του διευθυντή παραγωγής έναν καφέαργότερα. H επίσκεψή μου, όπως και τόσα άλλα πράγματα σ’ αυτό τονμάταιο κόσμο, δεν είχε κανένα απολύτως νόημα. O τύπος μισούσε τηδουλειά του και τους είχε όλους γραμμένους. Δεν είχε να μου πειτίποτα. Αν δεν ήταν αυτός ο ίδιος ο τρελός τηλε-φονιάς, τότε δεν

27/104

Page 27: L. Xristidis Psyx

μπορούσε να βοηθήσει σε τίποτα. Αλλά πάλι, αν δεν ήταν αυτόςτρελός τηλε-φονιάς, τότε ποιος ήταν;Βγήκα στο κατώφλι του. M’ ακολούθησε. Κοίταξα κάτω τουςσκλάβους που σιγά σιγά, μέρα με τη μέρα, σήκωναν την πυραμίδα. OΦαραώ μίλησε πίσω μου:«Κυνηγάς έναν ψυχοπαθή και περιμένεις να τον βρεις εδώ μέσα; Γιατίδεν κυνηγάς ένα ψάρι στη θάλασσα;»«Τα ψάρια ζουν στη θάλασσα», μουρμούρισα αφηρημένος.«Αυτό ακριβώς εννοώ», με διαβεβαίωσε καλοσυνάτα. «Είναι το σπίτιτους».Ήταν τρελός.Κατέβηκα τρέχοντας τα σκαλιά, πέρασα προσεχτικά κάτι τείχη μεκάτι ιππότες και κάτι νεράιδες με καυτά σορτς, κάποιοι φώναξαν «E,εσύ, φύγε από κει, πάμε πλάνο, ποιος είναι αυτός ο μαλάκας; Καλά,κανένας δεν προσέχει τι γίνεται στο σετ;», έβαλα τα πόδια στον ώμο,στριμώχτηκα σε κάτι μεγάλα τελάρα, βγήκα κάπου που μεπυροβολούσαν κάτι καμπόηδες –«Ποιος είν’ αυτός; Με δουλεύετε; Δεθα τελειώσουμε ποτέ!»– σκόνταψα σε κάτι καλώδια, απέφυγα έναχάρτινο βέλος κάποιου χάρτινου Ινδιάνου, στριμώχτηκα σε κάτιχρυσές σκάλες με κάτι χρυσές κοπέλες και ακινητοποιήθηκα πλήρως.Ήταν ένας μακρύς διάδρομος και πολύς κόσμος. Φώτα, φλας,φασαρία. Στην άκρη του διαδρόμου στεκόταν αντρειωμένος έναςσούπερ τύπος με σούπερ πέτσινο μπουφάν, πέτσινο παντελόνι,πέτσινη ζώνη με μια κουλουριασμένη γυμνή γυναίκα στην αγκράφα,με φαβορίτα, ξανθό μαλλί με μπούκλες και σκουλαρίκι, εντελώςάνετος.«Πιστεύω ότι η καινούργια μου δουλειά είναι μια πραγματικάξεχωριστή προσπάθεια στο χώρο του λαϊκού ποπ τραγουδιού, καθώςοι συνεργάτες μου κι εγώ...»Πίσω του ένας τερατώδης χρυσελεφάντινος δίσκος ανακοίνωνε στοσύμπαν με εκκωφαντικό μπλε-κόκκινο νέον: ΣΕ ΓΟΥΣΤΑΡΩ ΚΑΡΓΑ.Χαμογέλασα και άναψα τσιγάρο. Το αλάνθαστο ένστικτο του σωστού

28/104

Page 28: L. Xristidis Psyx

ντετέκτιβ μού ψιθύρισε στ’ αυτί –λες και δεν το ’ξερα– τη μαγικήλέξη:Επαμεινώνδας.Σπίτι. Βράδυ. Πάγος. Ουίσκι. Ντους. Ανοιχτή γριά τηλεόραση τσιρίζει.O φόνος της όμορφης νεαρής Βουλγάρας. Έγκλημα πάθους ή απλήδιάρρηξη; O άντρας της κάτι φωνάζει. Δεν ακούω. Νερό στ’ αυτιά μου.Ξαναγυρίζουμε στη ζωντανή μας σύνδεση. Πετσέτα. O τύπος στοΦάρο. Ακόμα σκαρφαλωμένος. Είναι παντρεμένος με μια Πολωνή πουείναι κι έγκυος και θέλουν να την απελάσουν. O τύπος μιλάει με κάτιμπάτσους που έχουν ανέβει στο Φάρο. Φωνάζει. Είναι έξαλλος. «Είναιέγκυος. Είναι ντροπή. Το κράτος... εγώ... εμείς αγαπιόμαστε... Είναιαίσχος... τη διώχνουν... μένει εδώ δώδεκα χρόνια... Είναι πιο Ελληνίδααπό σας... ντροπή... είναι έγκυος... φύγετε, ρε... θα πέσω... Να έρθει ουπουργός... εγώ πληρώνω φόρους... να την αφήσουν ήσυχη... Θαπέσω, ρε... θα πέσω, κάντε πίσω».«Άντε, ρε μαλακισμένο, πέσε ή μην πέφτεις, αποφάσισε, μαςγκάστρωσες», του φωνάζει ένας γεροδεμένος αστυνομικός, ειδικάεκπαιδευμένος στις διαπραγματεύσεις με αναστατωμένουςανθρώπους.O τύπος μένει άναυδος. Το «γκάστρωσες» τον χτυπάει κατακούτελα,τρεκλίζει, ρίχνει ένα βλέμμα κάτω, κάνει ένα βήμα μπρος και ρίχνεταιστο κενό.«Νίκο, Νίκο», «Έπεσε, έπεσε», πλάνα κουνημένα, ουρλιαχτά, χαμός,«Κάντε άκρη», σειρήνες, «Έχουμε νεκρούς», «Νίκο, Νίκο, Νίκο».Πήγα να γεμίσω το ποτήρι μου, αν επιτρέπεις, Νίκο.

Ξέρω τι είμαι. Ξέρω τι κάνω. O προορισμός του ανθρώπου είναι ναλάμπει. Κι εγώ λάμπω. Δεν το ξέρει κανείς, μα εγώ λάμπω.Εκτυφλωτικά.

29/104

Page 29: L. Xristidis Psyx

ΠΕΜΠΤΗ

Ηταν μια άλλη μέρα. η επομένη αλλά άλλη. Και ήταν ένας άλλοςπελάτης. O επόμενος αλλά άλλος. Όπως μπήκε, έτσι και βγήκε. Ψηλός.Γερός. Μονοκόμματος. Αναλλοίωτος. Θυμωμένος.«Είστε ο Απόστολος Ταυ;»«Ναι».«Νταητσίλας».Ήταν το όνομά του. Και το ήξερα πριν μου το πει, γιατί ήταν ο άντραςτης σκοτωμένης Βουλγάρας που φώναζε στην τηλεόραση.«Τι μπορώ να κάνω για σας;»«H γυναίκα μου», είπε και έδειχνε λυπημένος – και εγώ ήξερα ότιήταν λυπημένος.Περίμενα ν’ ακούσω.«Πέθανε», είπε. «Τη σκότωσαν», πρόσθεσε.«Ποιοι;»«O εραστής της. O κύριος Μιχαήλ».Μάλιστα.«H αστυνομία το ξέρει;»Πικρό γελάκι.«Έχει άλλοθι».«Τότε πώς...»«Αυτός τη σκότωσε».Είχε δίκιο.H Στέφκα γνώρισε τον Κώστα Νταητσίλα σε ένα τουριστικό θέρετροόγδοης κατηγορίας, όπου δούλευε πωλήτρια στο Γκιφτ Τουρίστικ

Page 30: L. Xristidis Psyx

Γκρικ Αρτ μαγαζάκι της εξαδέλφης του Κώστα. Παντρεύτηκανδεκατρείς μήνες αργότερα. Έναν μήνα μετά η Στέφκα γέννησε. Ένααγοράκι.O Κώστας δούλευε ηλεκτρολόγος. H Στέφκα δύο φορές την εβδομάδακαθάριζε το σπίτι, την έπαυλη, τη «Βίλα Μαριελένη», του γνωστούδιαπλεκόμενου μεγαλοεπιχειρηματία Μιχαήλ Σικαλέοντα. Του κυρίουΜιχαήλ. Επιχειρήσεις, δημόσια έργα, παραγοντιλίκι, μασμίντια και δεσυμμαζεύεται. O κύριος Μιχαήλ. Και για κάθε κύριο αντιστοιχεί μιακυρία. Πρώην Μαριλένα Βούρδα, νυν Μαριελένη Σικαλέοντα, πρώηνΜις Μπιούτιφουλ Τούρισμ, νυν χοντρή, η κυρία του κυρίου περνούσετις μέρες της με χαπάκια και σίριαλ. Τα χαπάκια δεν την έπιαναν, τασίριαλ όμως έκαναν καλή δουλειά. O κύριος Μιχαήλ αποφάσισε ότι ηπρώην Βουλγάρα πωλήτρια ήταν νυν του γούστου του και τηνπεριέλαβε στο –ήδη κορεσμένο– εβδομαδιαίο πρόγραμμά του. Τρίτεςκαι Πέμπτες απόγευμα. Δεν ήταν όμως κύριος.Μια μέρα η Στέφκα γύρισε σπίτι με μαυρισμένο μάτι και τα είπε όλαστον αθώο ηλεκτρολόγο της. Δύο νύχτες μετά ο Κώστας είχε μιανυχτερινή βάρδια και όταν γύρισε, ήταν ξημέρωμα, θυμάται, καιυπήρχε κάτι μπλε, κάτι πολύ μπλε παντού, και όταν έσπρωξε τηνανοιχτή πόρτα, είδε τη γυναίκα του άψυχη και στραγγαλισμένη. Τοαγοράκι κοιμόταν ήσυχα. Έλειπαν και ογδόντα χιλιάδες. «Συμπλοκήμε διαρρήκτη», απεφάνθησαν οι ειδικοί άσχετοι. O Κώστας τουςέστειλε συστημένους στον κύριο Μιχαήλ. Είχε ένα απλό αλλά τέλειοάλλοθι. Την ώρα της δολοφονίας έβλεπε τηλεόραση μαζί με τηγυναίκα του. Το αγαπημένο της σόου. Το «Κολοσέουμ». Το Σόου τηςΜαρίνας. Της Μαρίνας «μου».Και να με στη «Βίλα Μαριελένη». Πολύ γρασίδι –ή μήπως θα έπρεπενα χρησιμοποιήσω τον όρο γκαζόν;– πλάκες μαρμάρινες για ναπατάει ο αδαής βλάκας επισκέπτης και να μην καταστρέφει την τέλειαπράσινη επιδερμίδα, φωτιστικά αγάλματα της κλασικής αρχαιότηταςπου θα μπορούσαν να στείλουν τον Πραξιτέλη με σάπια δόντια στηνπλατεία να ζητάει «Ένα κατοστάρικο, φιλαράκι, να πάρω ένασουβλάκι, δεν έχω φάει τίποτε από χτες», δέντρα και φυτά

31/104

Page 31: L. Xristidis Psyx

προσεχτικά επιλεγμένα για να δίνουν την εντύπωση ότι φύτρωσανμόνα τους εκεί γιατί τους άρεσε το μέρος και τ’ αγάλματα, κτίσμασυντηρητικό με ψαγμένες μεταμοντέρνες πινελιές, ένα αγκάθι στομάτι κάθε αθώου ματιού. H κυρία Μαριελένη. Φορτωμένη επίσης.Ρόμπες, κιλά, χρόνια, μπογιές.«Θέλετε κάτι;»Βράδιαζε και ήθελα.«Ένα ουίσκι».«Με πάγο», πρότεινε σίγουρη και κάπως κωμικά άνετη.Μπήκε μέσα. Κάπου ακούστηκε μικρός θόρυβος. Οραματίστηκακάποια τέλεια κουζίνα, με μηχανές που κόβουν παγάκια, πουαποστάζουν ουίσκι, δημιουργούν τέλεια ποτήρια από συνθετικό γυαλίυψηλής ευκρίνειας – οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτό.Κοίταξα τριγύρω. Καθόμουνα σε μια πολύ φίνα πάνινη πολυθρόνααπό ακατέργαστο μπαμπού. H βεράντα που με περιείχε έδειχνε πολύκαθαρή και το χειρότερο είναι ότι μάλλον ήταν πολύ καθαρή.Σκέφτηκα σκλάβους –φτηνό προσωπικό– να γλείφουν τη βεράνταμέχρι να γυαλίσει. Σκέφτηκα τη Στέφκα. Στέφκηκα.«Δεν ξέρω αν πέτυχα τη δόση».Μπήκε η οικοδέσποινα με περιπαικτικό ύφος.«Εντάξει είναι», είπα χωρίς να το δοκιμάσω, γιατί είμαι ευγενής καιξέρω να φέρομαι στα καθώς πρέπει σπίτια.Κάθισε απέναντί μου.«Πρόκειται για τη Στέφκα», είπα το ευνόητο.«Ναι, ξέρω».Ήξερε από τη στιγμή που είδε την κάρτα μου.«O άντρας της...»«O δικός σας;»«Ορίστε;»«Ήταν εδώ;»«Μα το είπα ήδη στους...»«Ήταν;»Με κοίταξε αποφασιστικά.

32/104

Page 32: L. Xristidis Psyx

«Ήταν».Περιέργως είχε δίκιο.Ξαφνικά άναψε απροειδοποίητα ο φωτιστικός Ηνίοχος στο βάθος.Σκέφτηκα τα δυστυχισμένα φυτά της βεράντας μου. Κάποτε θαθεριέψουν, θα ξεσηκωθούν και θα ξεριζώσουν όλα τα καλοχτενισμέναπαρτέρια της μπουρζουαζίας.«Ελάτε».Με πήρε αγκαζέ. Βόλτα στο σπίτι. Κάπως έγερνε πάνω μου. Ήταν λίγοαστείο. Σαλόνι. Μεγάλος αφράτος καναπές. Σούπερ τηλεόραση,«ενταγμένη λειτουργικά στο χώρο».«Εδώ ήμασταν».Όντως, εδώ ήμασταν. Πού;«Εκείνο το βράδυ. Βλέπαμε το σόου».«Όλο το βράδυ;»«Όλο το σόου».Χάιδεψε τον τοίχο και κάπου φωτίστηκε –εκ των έσω– η Νίκη τηςΣαμοθράκης.«Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω λάθος. Παρακολουθώ το“Κολοσέουμ” ανελλιπώς. Το απόγευμα είχα ξαπλώσει για λίγο και είπατου Μιχαήλ να με ξυπνήσει πριν αρχίσει. Με ξύπνησε στις εννιάμισι.Είδαμε το σόου μέχρι τις δώδεκα και μισή. Μαζί».«Και μετά;»«Μετά... κοιμήθηκα».Χαμογέλασε. Τη λυπήθηκα. Με τόσα χαπάκια και τόσα σίριαλ, είχεχάσει τη λεπτή γραμμή που χωρίζει το αληθινό από το ψεύτικο, τημέρα από τη νύχτα, το φυσικό από το προσποιητό, το ζωντανό από τοτελείως πεθαμένο. Ζούσε κάπου ανάμεσα. Μεταξύ ύπνου και ξύπνου,μεταξύ του κήπου της και της ζούγκλας παραέξω, μεταξύ της αληθινήςτέχνης και του φωτιστικού Ποσειδώνα, μεταξύ φθοράς καιαφθαρσίας. Κατάλαβε το ύφος μου και δεν της άρεσε.«Μπορώ να σας πω και τι έπαιζε», είπε κάπως θυμωμένη.«Ποιος;»«Το “Κολοσέουμ”. Είχε καλεσμένο το σκυλάκι που τραγουδάει και...»

33/104

Page 33: L. Xristidis Psyx

«... Και κάνει κωλοτούμπες. Δε χρειάζεται. Σας πιστεύω».Όντως την πίστευα. O φόνος είχε προσδιοριστεί ανάμεσα στις έντεκακαι τις δώδεκα. O κύριος Μιχαήλ ήταν σπίτι του από τις εννιάμισιμέχρι τις δωδεκάμισι. Αν η κυρία Μαριελένη έλεγε αλήθεια, τότε οκύριος Μιχαήλ που στραγγάλισε τη Στέφκα ήταν κάποιος άλλοςκύριος Μιχαήλ και πάντως όχι ο δικός μας. Αν και κάθε άνθρωποςκρύβει έναν κύριο Μιχαήλ μέσα του.Ίσως κρύβει και μια φωτιστική Καρυάτιδα.Γύρισα σπίτι. Τι ωραία. Ένα σπίτι με σκόνη και χωρίς παρτέρια.Αυτοσυγκέντρωση. Σουβλάκια. Βεράντα. Χαλάρωση.Κουδούνι. Μαρίνα. Και είμαι με το σώβρακο. Κι ένα σουβλάκι στοχέρι.«Γεια», είπα παρ’ όλ’ αυτά.«Γεια. Συγγνώμη αν ενοχλώ...»«Μπα, όχι, δεν...»«Επειδή η ώρα είναι...»«Δεν ενοχλείς. Έλα. Κάτσε».Μπήκε μέσα. Έκατσε στον καναπέ της βεράντας, αφού πέταξα απόπάνω του μερικές εκατοντάδες άχρηστα φυλλάδια που έχουν όλες οιτερατώδεις κυριακάτικες εφημερίδες. Μερικές φορές χρειάζεται και ητάξη και αυτή ήταν μία από αυτές τις φορές.H Μαρίνα φόραγε ένα πολύ σωστό μαύρο κορμάκι με περισσότεροντεκολτέ από την προηγούμενη φορά κι ένα γυαλιστερό παντελόνιπου έγραφε ωραία τα πόδια της στον καναπέ μου.«Μήπως θες ένα σουβλάκι;» πρότεινα.«Όχι, ευχαριστώ».«Ένα ουισκάκι;»«Ναι».Ήρθε και το ουισκάκι. Με τα παγάκια του και μπολ με φιστίκια, γιατίδεν είμαστε τίποτα λεχρίτες.«Τι τρέχει;» την τσούγκρισα.«Τι εννοείς;» ήπιε γουλιά.«Τίποτα. Τι τρέχει;» ήπια κι εγώ.

34/104

Page 34: L. Xristidis Psyx

Κοίταξε το πάτωμά μου. Είχε σκόνη, αλλά δεν ήταν αυτό που τηνενοχλούσε.«O... αυτός... μου έστειλε άλλο ένα».Έβγαλε ένα χαρτάκι από την τσέπη της. Το πήρα. Ήταν ένα απλόχαρτάκι, όπως και τα άλλα. Χτυπημένο σε παλιά γραφομηχανή. Μεκεφαλαία. Έγραφε μόνο: «Βρες την ομοιοκαταληξία: Καμίαεπιείκεια...»Τι θα πει αυτό; Κοίταξα τη Μαρίνα. Είχε ένα βλέμμα άδειο καιχαμένο. Είχε φοβηθεί.«Καμία επιείκεια... βρες την ομοιοκαταληξία... καμία επιείκεια... Τιμαλακία είναι τώρα αυτή;» ρώτησα ρητορικά.H Μαρίνα ήπιε μια γουλιά.Άρχισα τις βόλτες στη βεράντα.«Καμία επιείκεια... ομοιοκαταληξία...» στριφογύριζα, «... καμίαεπιείκεια... εγώ κολλάω μπρίκια... εγώ τρώω ραδίκια... είστε όλοικαθίκια... στη θάλασσα έχει φύκια...»H Μαρίνα από τον καναπέ μού πέταξε ένα πικρό γέλιο. Χαλαρωτικό.«Είναι τόσο γελοίο», είπε.«Ναι», συμφώνησα.Το σκέφτηκα.«Αλλά τι δεν είναι;»Την πλησίασα. Σίγουρος και χαμογελαστός.«Άκου, Απόστολε. Δεν...» σταμάτησε.Ξανάρχισε.«Μακριά από τα φώτα και τα φλας... είμαι κι εγώ γυναίκα».Αυτό τώρα; Πώς το είδατε; Πήγα να τη φιλήσω αμέσως, όπως θαέκανε κάθε λογικός άνθρωπος στη θέση μου. Με φίλησε λίγο καιτραβήχτηκε. Ευγενικά.«Ίσως υπό καλύτερες συνθήκες...» είπε απαλά, «... τώρα δεν... νιώθωτελείως...»Κλάματα. Ακούμπησε στον ώμο μου.«Νιώθω κουρασμένη... πολύ κουρασμένη».

35/104

Page 35: L. Xristidis Psyx

Δεν είπε κάτι άλλο, ούτε εγώ. Κοιμήθηκε στον καναπέ μου, εκεί, επίτόπου.Το πρωί είχε φύγει.

36/104

Page 36: L. Xristidis Psyx

ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ

Είχα κοιμηθεί στην πολυθρόνα της βεράντας με το ποτήρι στο χέρι καιτη Μαρίνα στον καναπέ μου. Έβλεπα ότι βρισκόμουν σ’ ένααεροπλάνο που έπεφτε και ενώ προσπαθούσα να βρω το αλεξίπτωτόμου, χτυπούσε το τηλέφωνο και δεν μπορούσα να το πιάσω γιατί ήτανστην ουρά του φλεγόμενου αεροσκάφους ενώ εγώ ήμουνα στο κόκπιτ,και ξύπνησα ελαφρά ιδρωμένος από ήχο σύγκρουσης, πάντως όχιτόσο δυνατό όσο θα περίμενε κανείς από ένα τερατώδες κονκόρντπεντακοσίων θέσεων που συντρίβεται πάνω σε μια μεγαλούποληδεκαπέντε εκατομμυρίων όπως η Μπανγκόκ.Άνοιξα τα μάτια μου, είχα σωθεί εκ θαύματος, τα μόνα συντρίμμιαήταν του ποτηριού, η Μαρίνα δεν ήταν στον καναπέ και το τηλέφωνοεξακολουθούσε να βαράει παρ’ όλη την κόλαση φωτιάς. Σηκώθηκαμηχανικά, στάθηκα στα πόδια μου και κατάλαβα ότι είχε πολύ ήλιο.Του γύρισα την πλάτη και πήγα στο γραφείο μου, όπου και επιτέλουςσήκωσα το ρημάδι το ακουστικό.«Ναι;»«Καλημέρα».Ήταν ο φυσικός.«Καλημέρα».«Είχατε καμία εξέλιξη;»Άκου ερώτηση. O άνθρωπος φυσικά ενδιαφερόταν αν γαμιέται ηγυναίκα του, αλλά εγώ δεν είχα πιει ούτε καφέ. Έβαλα τον αυτόματο.«E, κοιτάξτε, η παρακολούθηση βρίσκεται σε ένα στάδιο από το οποίοδεν μπορούν ακόμα να εξαχθούν...»

Page 37: L. Xristidis Psyx

«Σήμερα το βράδυ θα βγει», μ’ έβγαλε απ’ τη δύσκολη θέση. «Με κάτιφίλες. Έτσι είπε τουλάχιστον».«Μάλιστα, θα το έχω υπ’ όψιν».Κατέβασα το ακουστικό.Πάνω στο γραφείο υπήρχε ένα σημείωμα. Σαν του τρελού, αλλάγραμμένο με το χέρι. Έλεγε Ευχαριστώ και από κάτω Θα τα πούμε καιαπό κάτω έλεγε Μαρίνα, και είχε ζωγραφισμένο ένα λουλούδι.«Αχ!» αναστέναξα.Νομίζω πως ήταν πια το κορίτσι μου.Αισθάνθηκα έτοιμος για μεγάλα πράγματα. Οι Μέρες των Σουβλακιώνείχον παρέλθει. Έπρεπε να αλλάξω, να γίνω ένας άλλος καινούργιος,καλύτερος άνθρωπος. Για τη Μαρίνα μου.Σουπερμάρκετ. Είμαι πολύ ευχαριστημένος. Έχω γεμίσει το καρότσιμου με απίθανα πράγματα, που μέχρι πριν λίγο αγνοούσα την ύπαρξήτους. Θέλω όταν ξανάρθει η Μαρίνα στο σπίτι, να βρει στο ψυγείο μουγλώσσες πουλιών από το Περού. Θέλω να το ανοίξει και να πει:«Απόστολε, δεν περίμενα ποτέ ότι σου αρέσουν κι εσένα τα μάτιαπολυνησιακού ροφού με μουστάρδα από δεντρολίβανο. Σ’ ευχαριστώ,αγάπη μου».Σκέφτομαι το κορίτσι μου. Κοιτώ το καρότσι μου: αυγά ορτυκιών σεσάλτσα μέντας χαμογελούν σε βορειοβιετναμικές χελιδονοφωλιές μεκράνμπερι σως από μεταλλαγμένα βατόμουρα, κοτοπουλάκια-νάνοιαπό τη Ζανζιβάρη, αναθρεμμένα βασιλικά με τους αγνότερουςσπόρους βαλβολινόδεντρου, δίνουν θερμή χειραψία με μια παρέα απόπανάκριβα μανιτάρια τρούφες κατευθείαν από την Κίνα, που φύονταιμέσα στο χώμα απ’ όπου τα ξεθάβουν ειδικά εκπαιδευμένα κινέζικαγουρούνια.Σταματώ στο ράφι με τα γαλατάκια. Τα γαλατάκια του καφέ είναι μίααπό τις μεγαλύτερες εφευρέσεις της ανθρωπότητας μαζί με την πίτσα,το ναργιλέ, το μίνι, το ανοιχτήρι και το πλυντήριο πιάτων. Τογαλατάκι του καφέ είναι τόσο όσο πρέπει, δε μένει στο ψυγείο να γίνειπράσινο, δεν περισσεύει, να μην ξέρεις τι να το κάνεις, δεν πιάνει

38/104

Page 38: L. Xristidis Psyx

χώρο, το παίρνεις στην τσέπη σου, είναι τέλειο. Πετάω το διχτάκι μετα γαλατάκια στην κορφή του καροτσιού μου.Μπαίνω στην ουρά για το ταμείο. Μπροστά μου είναι ένας παππούς,φοράει ένα μακρύ γκρι παλτό κουμπωμένο μέχρι απάνω. Δείχνειτελείως χαλαρός, αδιάφορος και αξύριστος. Θα μπορούσε να είναιένας κλασικός καλοκάγαθος παππούς που όλοι θα θέλαμε για τηγιαγιά μας, με τη διαφορά ότι από το γιακά του παλτού του εξέχει μιαουρά ενός παστού μπακαλιάρου. Είναι ένας από αυτούς τους παστούςμπακαλιάρους που συχνάζουν σε τεράστια ψυγεία, εξορυγμένοι απόκάποια τρομαχτική νορβηγική μαύρη θάλασσα. Οι μπακαλιάροι αυτοίπερνούν μια μάλλον βαρετή ζωή πριν και μετά το θάνατό τους, αυτόόμως δεν τους εμποδίζει να αναπτύξουν ένα σεβαστό μέγεθος, πουένα απλό καθημερινό παλτό συνταξιούχου δεν μπορεί να αποκρύψει.Χώρια η μυρωδιά. Παστό ξεπαστό, το ψάρι είναι ψάρι. Και βρωμάειαπό το κεφάλι. Το οποίο δεν τολμούσα να φανταστώ πού βρίσκεται.H ταμίας ήταν μικρούλα, νόστιμη, με τσίχλα και ελαφρύ βαριεστημένοχαμόγελο. O παππούς αφήνει ένα πακέτο φρυγανιές κι ένα κουτάκιασπιρίνες στο ταμείο. Από το γιακά του εξέχει μια ουρά. H ταμίας τονκοιτάει. Μασάει τσίχλα. Χαμογελάει. Χτυπάει τις φρυγανιές και τιςασπιρίνες στην ταμειακή. Τον κοιτάει. Μασάει τσίχλα. Χαμογελάει.«Αυτά είναι όλα;» τον ρωτάει.«Αυτά», της απαντάει.Τον κοιτάει.«Τον μπακαλιάρο να τον χτυπήσω;» ρωτάει.Την κοιτάει.«Χτύπα τον στο κεφάλι μου», της απαντάει.O μπακαλιάρος χαμογελάει.Γύρισα σπίτι με τις σακούλες στο χέρι. Είχα ξεχάσει τα παράθυραανοιχτά και το σπίτι είχε πλημμυρίσει φως. Πήρα το ακουστικό σταχέρια μου. Πάτησα κάτι κουμπάκια, άκουσα κάτι ηλεκτρονικούςήχους...«Ναι;»Ήταν αυτή. H τεχνολογία ενώνει.

39/104

Page 39: L. Xristidis Psyx

«Τι κάνεις;»«Είμαι στο στούντιο. Έχω πολύ τρέξιμο».Ακουγόταν αγχωμένη, αλλά είχα πολλές προτάσεις.«Άμα έρθω να σε πάρω...» είπα γλυκά.«Δεν ξέρω τι ώρα θα τελειώσω».Με έκοψε στεγνά. Και αγριεμένα. Κάτι είχε.«Τι έγινε;»Παύση. Εκ μέρους της.«Μου έστειλε κι άλλο».Παύση. Εκ μέρους μου.«Τι λέει;»«“Τέλος χρόνου. H σωστή απάντηση είναι: σε τρώνε τα σκουλήκια”».Είναι βράδυ. Κι είμαι στημένος σ’ έναν αδιάφορο δρόμο. Το Μίνιξεκουράζει τα καινούργια του φρένα. Υπάρχει μια ακινησία. Μιαήρεμη ακινησία. Μια ακίνητη ηρεμία. Πολύ αδιάφορα τραγούδια γιαέρωτες που ομοιοκαταληκτούν ασύδοτα. Ακούω ράδιο να περνάει ηώρα. Δεν περνάει. Περνάει μια κοπέλα. Τακούνια. Το κροτάλισμαέρχεται προς τα μένα, πλησιάζει χωρίς να με αγγίζει καιαπομακρύνεται πάλι. Όπως όλα.

O χρόνος. Περνάει. Και μ’ εκνευρίζει. Όχι πάντα. Μερικές φορές.Όταν δεν έχω τι να κάνω. Τότε βρίσκω κάτι. Και το κάνω. Αμέσως.

Ανάβει το κουμπί. Του ασανσέρ. Κάποιος κατεβαίνει. Μια είσοδος.Μια ψευδομαρμάρινη είσοδος. Γκρι. Λόγω καυσαερίων. Τίποτα τοιδιαίτερο. Τίποτα το ενδιαφέρον. Ανοίγει το ασανσέρ. Βγαίνει έναςπαπάς. Χτενισμένος, λουσμένος. Ανοίγει την εξώπορτα, βγαίνει έξω,κοιτάει τριγύρω με σχετικό κέφι, ισιώνει τα γένια του, φεύγει.

40/104

Page 40: L. Xristidis Psyx

Ανοίγω τηλεόραση. O χρόνος περνάει γρήγορα. Πολλά κορίτσιαμαζεμένα. Όμορφα, νέα, τέλεια. Χορεύουν άγαρμπα, τραγουδούνάνοστα, υπάρχουν άδικα. Κρατιούνται χέρι χέρι όλα μαζί καιτραγουδούν. Σαν να φοβούνται. Σαν να θέλουν να μείνουν μαζί, κοντάκοντά, δίπλα δίπλα, για να μην τις πειράξει κανείς. Έχουν κόκκιναστόματα και μπλε μάτια. Τέλεια. O κόσμος εκεί έξω υπάρχει. Βγαίνωεκεί έξω. Υπάρχω κι εγώ. Και έχω δουλειά.

Το κουμπί του ασανσέρ άναψε πάλι. Για λίγο. Το σκοτάδι της εισόδουφωτίστηκε άλλη μια φορά. H πόρτα του ασανσέρ άνοιξε. H δασκάλαμου.Έβαλα μπρος και την ακολούθησα. Την έβλεπα μπροστά μου. Ένιωθατο άρωμά της. Κάπνιζε, σχετικά νευρικά, πρέπει να είχε βάλει καιμουσική. Είχε λεπτό λαιμό. Οδηγούσε με σιγουριά. Πηγαίναμε βόλτα.Πού;

Και όπως προχωρούσα αδιάφορος και έτοιμος για όλα, με πλησίασεένας βρωμερός τύπος. «Τα πάρτε ένα πακέτο καρτομάντιλα;» είπε καιτα δόντια του ήταν μαύρα. Χαμογελούσε μαύρα και μου έδειχνε ταχαρτομάντιλα σαν να με σημάδευε. Τον κοίταξα πατρικά. Θαμπορούσε να είναι ο θείος μου. Αλλά πάλι εγώ δεν έχω Αλβανό θείο.Έβαλα το χέρι στην τσέπη. Το πρόσωπό του αναδεύτηκε ολόκληροσαν να το σάρωσε ένα κύμα ηδονής. Ήταν αντιαισθητικός. Τονκοίταξα για να καταλάβει. Τον κοίταξα για να δει. Και καθώς τονκοίταζα του έβαλα το μαχαίρι μου στο μάτι του, και ήταν βαθιά καιήταν εύκολα.

Φτάσαμε. Πάρκαρε, βγήκε, περπάτησε. Βήμα ταχύ. Ήταν μια πόρτασιδερένια, απρόσωπη, την άνοιξε, μπήκε.Πήγα απ’ έξω απ’ την πόρτα. Δεν υπήρχε πορτιέρης, γραβάτα,«καλησπέρα σας», κανένα διακριτικό, τίποτα ενδιαφέρον. Μόνο στην

41/104

Page 41: L. Xristidis Psyx

άκρη, ψηλά, ένα ζωγραφιστό μικρό κόκκινο ψαράκι. Την έσπρωξα καιμπήκα.Το μέρος μού άρεσε αμέσως. Ένα κύμα από βαριά, καθαρή ρέγγε μεχτύπησε στο δόξα πατρί. Πολλοί μαύροι –ή μήπως πρέπει να πωέγχρωμοι;– τύποι χορεύανε χαλαρά σε διάφορες σκοτεινές γωνιές,κάποιοι άλλοι πίνανε τις μπίρες τους, γύρω γύρω είχε κάτι παλιούςκαναπέδες που ξάπλωναν διάφοροι –λευκοί– νέοι άνθρωποι που δεναισθάνονταν πολύ καλά, στη μέση υπήρχε μια πίστα, όχι πολύ μεγάλη,δυο κοπέλες χορεύανε γελαστές, γύρω τους είχανε μαζευτεί με τιςμπίρες στα χέρια δυο τρεις μαύροι χαρούμενοι τύποι πουπροσπαθούσαν να τους πιάσουν κουβέντα, οι τοίχοι είχαν κάτιπολύχρωμες ζωγραφιές με πυραμίδες, φοίνικες και ήλιους, που οιακτίνες τους γίνονταν μαλλιά κάποιας πολύ ξανθιάς γκόμενας που ταβυζιά της ήτανε δυο φεγγάρια, που τα κράταγε ένας μαύρος πουκαθόταν πάνω στις πυραμίδες· ο μπάρμαν έδειχνε πολύ κεφάτος καιξύπνιος και είχε πίσω του τρία ράφια με ποτά. Εσείς πού θαπηγαίνατε;Έκατσα στην μπάρα. O τυπάκος ήρθε σφαίρα.«Γκειάζου», είπε.«Γεια».«Πωσπάς;»«Μια χαρά. Εσύ;»«Όσο υπάρκει ρέγγε, υπάρκει και Φρεντ».Αυτό ήταν πολύ ωραίο και ήθελα να το γιορτάσω. Μα πού ήταν τοποτό μου;«Αμεσωστώρα», είπε ο Φρεντ και εξαφανίστηκε.Άναψα τσιγάρο και έριξα μια ματιά μέσα απ’ τον καθρέφτη του μπαργιατί είμαι γάτος. Μέσα στην τζαμαϊκανή ηχοθάλασσα και σταχαμογελαστά πρόσωπα και κάτω από μια μεγάλη ζωγραφιά με πολλάφύλλα λυγαριάς που έγραφε ΑΦΡΙΚΑ, στεκόταν μόνη η κυρία K.,κάπως σαν χαμένη. Χαιρέτησε με βεβιασμένο χαμόγελο ένανξαπλωμένο σε καναπέ και μετά τίποτα. Κοιτούσε δεξιά αριστερά, λίγοαγχωμένη. Κάποιον έψαχνε. Και δεν τον έβρισκε. Πρέπει να

42/104

Page 42: L. Xristidis Psyx

αισθάνθηκε αμήχανα που ορθωνόταν μες στη μέση χωρίς να κάνειτίποτα και αποφάσισε να κάτσει κάπου και να πιει κάτι. H καλύτερηθέση σε όλο το μαγαζί για να πετύχει αυτά τα δύο ήταν η διπλανή μου.O Φρεντ μου παρουσίαζε το ουίσκι μου την ώρα που το αντικείμενοτης έρευνάς μου θρονιαζόταν δίπλα μου.«Πιεσκαιπές».«Τι;»«Πιεσκαιπές».Και μου έδειχνε το ουίσκι μου. Ήπια. Και είπα:«Τι είναι;»«Ουίσκι», είπε.Κοιταχτήκαμε για ένα δευτερόλεπτο και γελάσαμε πάρα πολύ.«Αντεπιέστο να σουβαλωάλλο».Δίπλα μου κάποιος κάπνιζε αρειμανίως. Την κοίταξα. Χαμογελαστός.Χαμογέλασε επίσης. Της ψιλογύρισα την πλάτη. Αυτό το έκανα –γιανα μαθαίνετε– για να μη νομίσει ότι της κάνω καμάκι. Σωστός;Πράγματι δεν το νόμισε.«Αργεί;» μου είπε.«Τι;»«Δεν ήρθε ακόμα;»«Ποιος;»«Αυτός... αυτή που περιμένεις».Επειδή έχω διαβάσει και ψυχολογία, ήξερα ότι μετέθετε το δικό τηςπρόβλημα σ’ εμένα. Αποφάσισα να την καθησυχάσω.«Θά ’ρθει».«Σίγουρα;»«Χίλια τα εκατό».Δεν ξέρω πού τη βρήκα τόση σιγουριά, πάντως αισθάνθηκα πολύ καλάόταν το είπα αυτό. Κοίταζε στην πόρτα και άναβε τσιγάρα χωρίς να τασβήνει. Τσούγκρισα με μια παρέα Νιγηριανούς από δίπλα («Έι,μεγκάλε, μάι φρεντ, οκέι, γκουντ»).«Ωραία δεν είναι εδώ;» είπε για να πει κάτι.«Όνειρο», είπα και το εννοούσα.

43/104

Page 43: L. Xristidis Psyx

Εγώ πέρναγα πολύ καλά. Αυτή πάλι όχι. Βυθίστηκε σε σκέψεις.Σκοτεινές και μαύρες – ή μήπως πρέπει να πω έγχρωμες;«Δεν είναι φοβερό να ζεις το όνειρό σου;» ρώτησε, αλλά δενκατάλαβα τι.«Ναι», συμφώνησα ψάχνοντας.Σκοτείνιασε κι άλλο.«Πότε ένα όνειρο γίνεται εφιάλτης;» ρώτησε επιτακτικά.«Όταν ξυπνάς», της είπα, γιατί αυτό ήθελε ν’ ακούσει.Χαμογέλασε με ανακούφιση και πίστεψα ότι πραγματικά είχα πει κάτιέξυπνο, αλλά το χαμόγελο –και η ανακούφιση– δεν ήταν για μένα.Κοίταξα πίσω μου. Στην πλάτη μου δε γινόταν τίποτα φοβερό. Μόνοπου είχε ανοίξει η πόρτα και είχαν μπει δυο τύποι. Κάπου τους ήξερα.Τελευταία φορά που τους είχα δει έκαναν ένα τσιγαράκι σ’ έναπροαύλιο ψιλοπαρακολουθώντας έναν αγώνα μπάσκετ ένας εναντίονενός. Ήταν ο Πέτρος και ο Φίλιππος, τα τσακάλια του 10ου Λυκείου,μελαχρινοί και φτιαγμένοι στην πένα. Οι ξαπλωτοί στους καναπέδεςσκούντηξαν ο ένας τον άλλο, τα κορίτσια στην πίστα έβγαλαν κάτιεπιφωνήματα, κάνας δυο Αφρικανοί μουρμούρισαν κάτι γελαστά«Hey, man» και η μέχρι προ τινος θλιμμένη K. φωτίστηκε εκ βαθέων.Σαν φωτιστική Καρυάτιδα.Οι δυο κολλητοί πλησίασαν γοργά, την άρπαξαν από τα χέρια και τηφίλησαν ο ένας στο δεξί μάγουλο κι ο άλλος στ’ αριστερό.«Αργήσαμε;» ρώτησε ο Πέτρος.«Όχι».Είπε να πει ένα ψεματάκι η διδασκάλισσα.«Ανησύχησες;» ρώτησε ο Φίλιππος.«Όχι».Αυτό κι αν ήταν.Την τράβηξαν στην πίστα. Δήθεν απρόθυμα. Άρχισε να χορεύει. Κιαυτή κι αυτοί. Ρέγγε. Όμορφα. Ήσυχα. Ξαφνικά με θυμήθηκε.Πλησίασε χορεύοντας ελαφρά. Τα μάτια της έλαμπαν. Μεγάλημεταμόρφωση.«Ήρθε;» ρώτησε με λαχτάρα.

44/104

Page 44: L. Xristidis Psyx

«Ναι», της έδειξα το καινούργιο μου ποτό.Γέλασε ειλικρινά και τράβηξε τα μαλλιά της πίσω. Είχε ιδρώσει λίγοκαι κοιτούσε την πίστα με χαμόγελο. O Πέτρος και ο Φίλιπποςπροσπαθούσαν να σηκώσουν έναν από τους ημιλιπόθυμους τουκαναπέ. Και τον σήκωσαν. Ήταν ένας αδύνατος ξανθός με μακρύ ίσιομαλλί, που κινούνταν σε αργή κίνηση. Σλόου μόσιον. Σηκώθηκευποβασταζόμενος, δρασκέλισε ένα τραπεζάκι, στηρίχτηκε σε μιακολόνα και πάτησε στην πίστα.Και ξαφνικά ο ακίνητος χρόνος ξεκόλλησε και υποτροπίασε. O ξανθόςκαταλήφθηκε από ένα δαιμόνιο που τον στροβίλιξε αλύπητα σε μιαξέφρενη χορευτική δίνη. Τον παρακολούθησα προσεχτικά πίνοντας τοποτό μου γουλιά γουλιά. Εκρηκτικά ασυντόνιστος αλλά αρχοντικόςσαν οπλαρχηγός, επιτελούσε μεθοδικά μια σειρά κινήσεων άσχετωνμε τη μουσική ή το ρυθμό αλλά και μεταξύ τους. Μία πάταγε το δεξίτου πόδι δυνατά πέντ’ έξι φορές, μία χτύπαγε δυνατά με το χέρι τουτην πλάτη του, μία κυλιόταν κάτω, μία πηδούσε στον αέρα. Φαινόταντρελός, μα δεν ήταν. Όσα έκανε είχαν κάποιο νόημα, αρκεί να τοέβρισκες. Τον απομόνωσα απ’ το χώρο. Κι απ’ τον ήχο. Και κατάλαβατι έκανε. Δε βρισκόταν σε μια πίστα. Ήταν στον κήπο. Στον κήπο του.Ήταν σαν να έλεγε: Είμαι ο Μάγος Χορευτής του Ανωτάτου Κήπου.Πατάω σκουλήκια. Με τσιμπάνε μέλισσες. Αποφεύγω κότες. Κυνηγάωπουλάκια. Σκοτώνω μύγες. Κάνω ό,τι γουστάρω γιατί αυτός εδώ–γκαγκάν, γκαγκάν– κυρίες και κύριοι, είναι ο κήπος μου. Γύρω τουστριφογύριζαν μεθοδικά ως σιωπηλοί τελετάρχες οι αεικίνητοιΠετροφίλιπποι. Ήταν τέλειο.Με την άκρη του ματιού μου συνέλαβα την K. να με παρατηρεί.Γύρισα απότομα και της τσούγκρισα. Όχι και να μας παρακολουθούντώρα κι οι πελάτες. Με κοίταξε με καλοσύνη σαν να μου έλεγε «Μηνανησυχείς. Θά ’ρθει». Την κοίταξα με καλοσύνη.«Μην ανησυχείς. Θά ’ρθει», είπα. «Είναι στο δρόμο. Κάτι θα τηνκαθυστέρησε», επαύξησα.Μου τσούγκρισε και κύλησε προς την πίστα.Έριξα μια ματιά στην πόρτα. Με αδημονία. Λέγε λέγε, το ’χα πιστέψει

45/104

Page 45: L. Xristidis Psyx

μέχρι κι εγώ. Θά ’ρθει; Δε θά ’ρθει; Και πώς θα τη λένε; Θα είναιξανθιά; Θα μ’ αγαπά όπως εγώ; Θα έχει σόου στην τηλεόραση;Είπα στον Φρεντ να επιληφθεί του άδειου ποτηριού μου. Έβγαλα καιτσιγάρο. Δεν το άναψα. Βέβαια. Καπέλα. Οι γυναίκες είναι πολύπερίεργα καπέλα. Κάθε καπέλο χωράει σε διαφορετικό κεφάλι.Μερικά σε στενεύουν. Άλλα σου πάνε. Μερικά δε σου πάνε, αλλά τ’αγαπάς. Μερικά τα έχεις βαρεθεί, αλλά πού να τρέχεις για καινούργιο.Εγώ πάλι δε φοράω καπέλο. Συνήθως. Σε δέρνει ο ήλιος κι η βροχή,αλλά παίρνει αέρα το κεφάλι σου.«Πιεσκαιπές».Ήπια. Και είπα:«Φρέντυ, αγόρι μου, δύο πράγματα έχω μάθει σ’ αυτό τον κόσμο: ένα,ότι είμαι μόνος μου, δύο, ότι κι εσείς οι υπόλοιποι δεν έχετε παρέα».Με κοίταξε προσεχτικά.«Τι λέει, μωρέ;» μου είπε κι έφυγε.Κοίταξα στην πίστα. Βαριά. O Μάγος Χορευτής είχε αποκάμει στηρίζα ενός τοτέμ. H K. λικνιζόταν απαλά, σχεδόν ανεπαίσθητα, ενώ οιδύο μαθητές της τη χάιδευαν και τη φιλούσαν. Εξίσου απαλά, εξίσουανεπαίσθητα. Ήταν ευτυχισμένη. Ήρθε ο καιρός ν’ ανάψω το τσιγάροπου κρεμόταν, σαν να μην πω τι, από το στόμα μου. Έβγαλα τοναναπτήρα μου και πάτησα το κρυφό κουμπάκι. H ευτυχία τηςαποτυπώθηκε για πάντα.Βγήκαμε από κει μέσα και ήταν όχι ακριβώς νύχτα αλλά κάτιλιγότερο, και ήμασταν εγώ, ο Φρεντ, η K., ο Πέτρος και ο Φίλιππος καιπήγαμε κάπου εκεί δίπλα και φάγαμε ένα βραστό ζώο πουκυριολεκτικά έσωσε το στομάχι μου απ’ τα χειρότερα και μετάτσουλήσαμε προς κάτι τέως αρχαίους ναούς και νυν ερείπια όπουπίστευα ότι έχω αφήσει το κωλο-Μίνι, και όπως έμπαινε η μέρα μέσαστη νύχτα κάτι άνθρωποι έστηναν πάγκους για τη λαϊκή ενώ άλλοικοιμούνταν βαθιά πάνω στις καρότσες τους και είχε ένα περίεργοζεστό ψιλόβροχο που μας κατούραγε από πάνω και ένας δίπλα σ’ έναβαρέλι που καίγανε σκουπίδια είπε σ’ έναν άλλο «Πού ’σαι, Παναγή;Άμα πιάσω το Λόττο, θα πάρω Ντάτσουν», κι ο άλλος που κάπνιζε σε

46/104

Page 46: L. Xristidis Psyx

κάτι καφάσια με λάχανα είπε «Σιγά μην πάρεις και χάι λουξ Τογιότα»,και μια κυρία στεκόταν ακίνητη με μια μπλε σακούλα.Αποχαιρέτησα τους άντρες της παρέας μου.«Γεια, παιδιά».«Γκειάζου, φίλε», είπε ο Φρεντ.«Γεια, μεγάλε», ή κάτι τέτοιο είπαν οι Πι και Φι.H K. μ’ αγκάλιασε στοργικά σαν την καλύτερη φίλη της.«Θά ’ρθει», μου ψιθύρισε στ’ αυτί. «Πάντα έρχεται».Με φίλησε εκεί που ενώνεται το μάγουλο με το λαιμό. Έφυγεαγκαλιασμένη. Περπάτησα για λίγο όπως ο Σωκράτης μετά τοΣυμπόσιο. Με την αίσθηση δηλαδή ότι θα έπρεπε να είμαι σούρα,αλλά δεν ήμουνα. H κυρία με την μπλε σακούλα με σταμάτησε.«Τα κίνητρα», μου είπε.«Τι;»«Τα κίνητρα», μου ξανάπε και προχώρησε άλλο ένα βήμα. «Τακίνητρα του αποτρόπαιου αυτού εγκλήματος είναι αποτρόπαια. Oπατέρας μου χοχλάζει σε ροζ λάσπη. Οι μικρές κυρίες, απροσκύνητες–χα!– βρίθουν εντός μου. Είμαστε όλοι ίδιοι, αλλά εγώ το ξέρω.Είμαστε όλοι ζώα της Ελλάδος και δεν έχουμε ανάγκη από καμίαπρεσβεία».Απομακρύνθηκε γρήγορα. Κι εγώ.Τα λόγια της με προβλημάτισαν, κυρίως γιατί δε σήμαιναν τίποτα. Ήμήπως σήμαιναν;

47/104

Page 47: L. Xristidis Psyx

ΣΑΒΒΑΤΟ

Είχα γυρίσει σπίτι και είχε ξημερώσει και ήμουν κουρασμένος καικάποια μου είχε πει ότι ο πατέρας της χόχλαζε σε ροζ λάσπη. Και ηεξώπορτα του σπιτιού μου ήταν ανοιχτή, τέντα. Μπήκα, έβαλα έναουισκάκι, άνοιξα το θερμοσίφωνα και έκατσα στον καναπέ τηςβεράντας μου. Τις φάτσες που κάθονταν ήδη εκεί δεν τις είχα ξαναδεί.«Τι γίνεται, παιδιά; Καλά;»«Μια χαρά. Εσύ;»«Κι εγώ μια χαρά».«Τι ώρα είναι αυτή;»«E, είπα να το ρίξω λίγο έξω, τι να κάνεις».O ένας, ο ομιλητικός, ήταν ένας σχετικά κοντός, αδύνατος, νευρώδηςτύπος, που έδειχνε να περνάει πολύ καλά στη βεράντα μου. O άλλος, οαμίλητος και σωματώδης, έδειχνε να μην περνάει καλά πουθενά.«Και... πώς από δω;» είπα ν’ ανοίξω κουβέντα.«Θέλαμε να σου μιλήσουμε, Αποστόλη».H έξαρση οικειότητας με σκότωσε. Το πράγμα είχε αρχίσει να έχειπλάκα.«Για ποιο θέμα, Βαγγέλη;» διάλεξα ένα όνομα στην τύχη και, απ’ ό,τιφάνηκε, αυτό δεν άρεσε στον σωματώδη τύπο, που αναδεύτηκε στηνπολυθρόνα μου.«Βλέπω ότι έχεις χιούμορ, Αποστόλη», είπε ο «Βαγγέλης», «και αυτόσημαίνει ότι θα τα πάμε καλά».«Αυτό είναι φανερό», συμφώνησα και έδειξα τον σωματώδη για τουλόγου το αληθές.

Page 48: L. Xristidis Psyx

O σωματώδης ξανααναδεύτηκε. Μου άρεσε πολύ όταν το έκανε αυτό.«Που λες, Αποστόλη, έχω ένα πρόβλημα».«Ποιο, Βαγγέλη;»«Ασχολείσαι με υποθέσεις που δεν πρέπει, Αποστόλη».«Γιατί το λες αυτό, Βαγγέλη;»«Γιατί ο κύριος Μιχαήλ μου είπε να σου πω ότι δεν πρέπει ναασχολείσαι με υποθέσεις που δεν πρέπει».«Άκουσε, Βαγγέλη, ο Μιχάλης...»«Μιχαήλ».«... ο Μιχαήλ δεν είναι τέτοιος άνθρωπος που να...»«Άκου, Αποστόλη...»«Απόστολος».Ωραία δεν του την έφερα; Δεν πρόλαβα να εισπράξω τον αντίκτυποτου αστείου μου, γιατί ο σωματώδης ξαφνικά –και χωρίςπροηγούμενη προειδοποίηση– με άρπαξε από το χέρι και με τίναξεστο πάτωμα της βεράντας μου. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να σπάσω τοποτήρι μου μέσα στο χέρι μου και να χύσω το ουίσκι μου πάνω του,πράγμα που τον εξόργισε. Ακόμα πιο πολύ εξοργίστηκε με τηνπροσπάθειά μου να σταθώ στα πόδια μου και κυρίως με την απόπειρανα του ρίξω μια γροθιά στα μούτρα. Πρόλαβε να μου ρίξει αυτός μίακαι έπεσα στο τραπεζάκι μου –το καλό, της βεράντας, που είχα για ναβάζω τον καφέ μου– το οποίο και έσπασα. Πεσμένος κάτω, άρπαξα τοτηλεκοντάρ και, καθώς έσκυψε να δει τι κάνω –αν είμαι καλά καιυγιαίνω– του το κοπάνησα στα μούτρα με εντυπωσιακάαποτελέσματα. O χοντρός άλλαξε κανάλι, τρέκλισε, έκανε κάνα δυοβήματα με την όπισθεν και πάνω που είχε αρχίσει να γίνεταιδιασκεδαστικός, ο «Βαγγέλης», που παρακολουθούσε ατάραχος τόσηώρα, με κλότσησε πολύ δυνατά στο κεφάλι.Άνοιξα τα μάτια μου και ήμουνα βρεγμένος. O «Βαγγέλης» με είχεμπουγελώσει και ήταν από πάνω μου.«Αν χρειαστεί, θα ξαναπεράσουμε».«Όποτε θέλετε, γιατί ο φίλος σου διέκοψε την τόσο όμορφη κουβένταμας».

49/104

Page 49: L. Xristidis Psyx

«Πλάκα έχεις. Πλάκα δεν έχει;»O χοντρός γρύλισε κάτι. Όπως και να ’χε το πράγμα, το σαγόνι τουήταν πρησμένο.Κοιμήθηκα ως το μεσημέρι. Ξύπνησα από έναν πονοκέφαλο πουσυνδεόταν απευθείας με ένα καρούμπαλο στο κεφάλι μου. Έφτιαξαέναν καφέ όπως όπως. Το κινητό της Μαρίνας δήλωνε«απενεργοποιημένο», μια λέξη που δε μου αρέσει καθόλου. H γριάσυγκάτοικός μου ήταν ανοιχτή, δε θυμάμαι από πότε. Μπορεί απόπάντα. Έδειχνε στρατιώτες, χωρίς ήχο. Έριξα μια περισκοπική ματιάγια το τηλεκοντάρ, αλλά απέτυχα. Στύλωσα το βλέμμα μου,προσπαθώντας να καταλάβω τον ήχο από την εικόνα. Νέα αποτυχία.Θα μπορούσε να είναι κάποιος πόλεμος που μόλις ξέσπασε δυοτετράγωνα από δω ή κάποιος παλιός πόλεμος «αρχείου», θαμπορούσε να είναι δίκαιος ή άδικος. Επίσης θα μπορούσε να είναιταινία ή σίριαλ. Δεν είχε νόημα. Κάθε τόσο οι τηλεοράσεις στέλνουντον κόσμο στα σουπερμάρκετ γιατί θα γίνει πόλεμος. Μετά ο πόλεμοςαναβάλλεται και συνήθως φταίμε εμείς. Μετά γεμίζουν τα ράφια καιξαναγίνεται πόλεμος. Αν πάντως γίνει πόλεμος, καλό θα είναι να μαςεξηγήσουν γιατί πολεμάμε. Ελπίζω να μπει κάποιος στον κόπο. Να μαςφύγει κι η υποψία. H υποψία ότι θα σκοτωθουμε για κάποιο βλάκα.Τουλάχιστον αυτό. Όχι άλλοι βλάκες.Ήπια μια γουλιά, άναψα κι ένα τσιγάρο. Το κεφάλι μου είχε αρχίσεινα παίρνει σχήμα. Οι φαντάροι καταϊδρωμένοι αγκομαχούν σε κάτιπουρνάρια. Ζεσταίνομαι και που τους βλέπω. Και που δεν τους βλέπω.Δεν πήγα στο στρατό. Δεν ήθελα. Με καλέσανε μικρό, δεν είχααναβολή, δεν ήθελα να πάω, δεν πήγα. Το ’παιξα τρελός. Δεν είναιδύσκολο. Δε μιλάς, δε λαλάς, σουφρώνεις τα φρύδια σου σανβλαμμένο, σπας τίποτα, γουρλώνεις κάνα μάτι, αυτά. Δε σε πιστεύουν,αλλά σ’ το δίνουν για να σε ξεφορτωθούν. Το χαρτί. «I5 Ψυχολογικό».Έτσι λέει. Και για συντομία I5 ΨΥΧ. Υποτίθεται ότι μετά η κοινωνίασε θεωρεί τρελό, δεν μπορείς να πιάσεις δουλειά στο δημόσιο καιγενικά έχεις προβλήματα. Δεν το νομίζω. Κανείς δε με έχει θεωρήσειτρελό. Τουλάχιστον κανείς δε μου το έχει δείξει. Κι όσο για δουλειά

50/104

Page 50: L. Xristidis Psyx

στο δημόσιο, θα ήμουνα πραγματικά τρελός αν ζούσα μ’ αυτό τοόνειρο. Είπαμε ΨΥΧ αλλά όχι ΒΛΑΚ.

Δεν πήγα στο στρατό. Είχα πάρει κάτι αναβολές για σπουδές καικάποια στιγμή παρουσιάστηκα σε μια επιτροπή γιατρών με κάτιχαρτιά που έλεγαν οτι είμαι πολύ άρρωστος γιατί η μέση μου, τοσυκώτι μου και κάτι άλλο κάτι έχουν, οι γιατροί υπέγραψαν κάτι άλλαχαρτιά και με παρέπεμψαν σε κάτι άλλους γιατρούς που υπέγραψανκάτι άλλα χαρτιά και τέλειωσε αυτό το θέμα. «I5 Παθολογικό».Προτίμησα ΠΑΘ από ΨΥΧ γιατί το ΨΥΧ είναι λίγο υποτιμητικό.Δηλαδή τους είπα: «Κύριοι, δεν είναι ότι δε θέλω να υπηρετήσω τηνπατρίδα μου. Θέλω και παραθέλω, αλλά δυστυχώς δεν μπορώ. Τι νακάνεις; H μέση, το συκώτι και το άλλο είναι απρόβλεπτα, δεν ξέρειςπότε θα σε χτυπήσουν». H αλήθεια είναι ότι δεν ασχολήθηκα και πολύμε το όλο θέμα.

Βρίσκομαι μέσα στο μετρό και στάζω. Κάνει ζέστη. Το αυτοκίνητόμου, το αγαπημένο μου Μίνι, ξαφνικά αποφάσισε ότι δε θέλει να έχειστο εξής καμία επαφή με το θέμα μίζα. Για τιμωρία του πυρώνει σ’ ένακακοφτιαγμένο πεζοδρόμιο. Για τιμωρία μου, πυρώνω σ’ ένακακοφτιαγμένο τρένο. Κάθομαι κάτω από το μοναδικό παράθυρο τουβαγονιού που δεν ανοίγει. Υπομένω στωικά. Μια κυρία απέναντί μουρίχνει βλέμματα απέχθειας στους πάσης φύσεως αλλοδαπούς καιπρήζει την κορούλα της, κάνοντας αέρα μ’ ένα περιοδικό για κυρίεςπου πρήζουν τις κορούλες τους.«Δηλαδή τι πάει να πει “θα πάμε όλες”; Κι επειδή θα πάνε όλες,πρέπει να πας κι εσύ; Δεν το καταλαβαίνω δηλαδή αυτό».«Μα, βρε μαμά...»«Δε θ’ αρέσει καθόλου στον πατέρα σου αυτό. Καθόλου δε θα τουαρέσει».«Μα αφού...»

51/104

Page 51: L. Xristidis Psyx

«Δηλαδή άμα πάνε “όλες” να βγάλουνε τα μάτια τους, θα πας κι εσύπαρέα; Δεν το καταλαβαίνω δηλαδή».«Μα, ρε μαμά...»«Βγάλε άκρη με τον πατέρα σου. Εγώ δεν καταλαβαίνω. Ουφ! Άνοιξετο παράθυρο».H τελευταία αυτή φράση, χώρια που απευθυνόταν σ’ εμένα, μουαπευθυνόταν με έναν τόνο που δε μου άρεσε. Καθόλου. Προτίμησα νααγνοήσω και τη φράση και τον τόνο.«Νεαρέ, άνοιξε το παράθυρο. Βρωμάει εδώ μέσα».Αυτή τη φορά η φράση συνοδεύτηκε και από ένα άγαρμποσκούντημα. Γύρισα και την κοίταξα. Προσπάθησα να σκεφτώ τηφάτσα του άντρα της.«Άνοιξέ το, τι με κοιτάς; Σ’ αρέσει η βρώμα;» επέμεινε επί τουπροσωπικού.«Παρακαλώ», είπα.«Τι;»«Παρακαλώ», ξανάπα. «H ευγένεια δεν έβλαψε κανέναν. Και ποτέ».Δεν της άρεσε.«Απ’ όσο ξέρω, νεαρέ, ευγένεια απαιτούν συνήθως οι ανάγωγοι», μουείπε με το μίσος που έπρεπε.«Και καθαριότητα οι βρωμιάρες», έβαλα μια τελεία στον όμορφο αυτόδιάλογο και η αλήθεια είναι ότι αν είχε πει άλλη μία λέξη, θα της είχαβάλει το περιοδικό ποικίλης ύλης στον κώλο, με όλο το σεβασμό.Ευτυχώς σηκώθηκε κι έφυγε σχεδόν ξεχνώντας από τη σύγχυση τηνκόρη της, που ακολούθησε μ’ ένα σκυφτό χαμόγελο. Γενικά εισέπραξααρκετά χαμόγελα. Αλλοδαπά.Αιρκοντίσιον. Μια ακόμα μεγάλη εφεύρεση της ανθρωπότητας.Στούντιο Z. Σε αναζήτηση του τηλε-ΨΥΧ. H προηγούμενη επίσκεψήμου σε ανάλογο στούντιο δεν είχε αποδώσει καρπούς – όπως θαθυμάται ο προσεχτικός αναγνώστης. Ωστόσο ένιωσα μια περίεργηευχαρίστηση εκεί μέσα. Σαν να μπορούσα να Τον καταλάβω, σαν ναμπορούσα να Του ρίξω μια ματιά. Σαν να ήμουνα κοντά Του. Γι’ αυτόέπρεπε να ξαναπάω. Σε άλλο στούντιο. Έπρεπε να μπω μέσα στο

52/104

Page 52: L. Xristidis Psyx

κεφάλι Του. Στην απόλυτα λογική τρέλα Του. Γι’ αυτό έπρεπε να πάωστον Ζακ.Στο στούντιο Z γυριζόταν τη μέρα εκείνη ένα καθημερινό σίριαλ. Όλοιοι ηθοποιοί φορούσαν άσπρες μπλούζες γιατρού, προφανώς έπαιζαντους γιατρούς. Περίεργο, γιατί εγώ νόμιζα ότι ήταν μια σειρά μεδικηγόρους, ίσως να κάνω και λάθος, ίσως οι δικηγόροι να είναι στοάλλο καθημερινό σίριαλ, αυτό με τους αιμομείκτες, όχι, αυτό είναι μετους παπάδες... ή με τους δασοφύλακες, όχι, είναι αυτό με τουςτρομοκράτες μπάτσους, τέλος πάντων, κάποιο είναι. Στο πλατόεπικρατούσε αναβρασμός, δύο γιατροί προσπαθούσαν να πείσουνέναν άλλο γιατρό να παραβεί τον «Όρκο του Ιπποκράτη», προφανώςμε ποταπούς σκοπούς. O γιατρός ανθίστατο.«Ξέρετε τι μου ζητάτε λοιπόν; Ξέρετε;» ούρλιαζε φτύνοντας οευσυνείδητος ντόκτορ.«Ξέρουμε, διάβολε, ξέρουμε», είπε ο πιο κακός από τους κακούςγιατρούς.Ώστε το όνομα του καλού γιατρουδάκου ήταν Διάβολος! Τι ειρωνεία!O κακός παλιογιατρός μουρμούρισε με άπλετη κακία:«Γι’ αυτό και σ’ το ζητάμε!»H φράση μού προξένησε τρομαχτική εντύπωση και ήμουν έτοιμος ναπαρασυρθώ από αυτή την καταφανή έλλειψη ηθικών αρχών τωνεπίορκων επιστημόνων, όταν η πόρτα του σκηνικού άνοιξε και μιακοπελίτσα μπήκε μέσα ντυμένη νοσοκόμα. Όλοι σάστισαν καιπροσπάθησαν να το κρύψουν. O πολύ κακός της είπε άγρια:«Τι θέλετε, δεσποινίς Δελαπάνου;»H κοπέλα ταράχτηκε και δαγκώθηκε. Πήγε να μιλήσει, αλλάσταμάτησε. Κοίταξε με απελπισία τον καλό γιατρό. Άνοιξε το στόματης, μα λόγια δε βγήκαν. Δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά της. Σας τοορκίζομαι, ήταν πολύ καλή. Και ξαφνικά, σαν μαχαιριά, το όνειροδιελύθη.«Κατ», φώναξε κάποιος από μέσα και όλα ξεφούσκωσαν.«Δεν πειράζει, Έλλη», ξαναφώναξε και η Έλλη κατέρρευσε σεδάκρυα.

53/104

Page 53: L. Xristidis Psyx

O κακός γιατρός –που παρεμπιπτόντως ήταν και κακός ηθοποιός–άρχισε να φωνάζει:«Αυτό ήταν. Μέχρι εδώ. Βαρέθηκα τους ερασιτέχνες. Δεν μπορώ ναδουλεύω με μαθητευόμενους μάγους. Πρέπει να υποστηρίξω τηνκίνησή μου, πώς θα γίνει; “Γιατρέ, με χρειάζεστε τίποτ’ άλλο;” Αυτόπρέπει να πεις, κοπέλα μου. Μόνο αυτό. “Με χρειάζεστε τίποτ’ άλλο;”Σου φαίνεται πάααρα πολύ δύσκολο;»O καλός γιατρός έτρεξε σε βοήθεια της νεαρής νοσοκόμας.«Κι εσύ όμως υπερπαίζεις».«Εγώ, αγαπητέ μου, εκτονώνω με την κίνησή μου την υπερβολή τουλόγου μου. Δε στέκομαι σαν πούτσα».«Ποιος στέκεται σαν πούτσα;»«Όλοι σας».Πήγα λίγο πιο κει. Ένας αραχτός χοντρός τεχνικός με μουστάκι, σανΜεξικάνος, έτρωγε ένα σάντουιτς. Δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για τιςαψιμαχίες στο χώρο των υποκριτών. Δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται γιατίποτα.«Ξέρεις πού είναι το γραφείο του Ζακ;»«Έχεις ραντεβού;»«Όχι».«Δεν μπαίνεις με τίποτα. Εκεί είναι, αλλά χωρίς ραντεβού...»Προθάλαμος. Πολύς κόσμος. Μια γραμματέας πολυάσχολη έκλεινεκάποια μπίζνα.«Ναι, δεν υπάρχει πρόβλημα... ναι, εντάξει, με μηχανή... ναι, Χάρλεϊ...Πόσες;... Δώδεκα;... Μμ... δεν είναι πολλές;... Θα φοράνε όλες μαύραδερμάτινα;... A, και κόκκινα...ναι, ναι... όχι, όχι, μην ανησυχείτε...φυσικά, ναι, θα βγει ο Ζακ και θα τον παρουσιάσει... σαν τι;... όχι, όχι,κάτι απλό... “Κυρίες και κύριοι, έχουμε την ευτυχία να βρίσκεταιαπόψε μαζί μας” και τα λοιπά... Τι;... Μμ, δεν ξέρω, πρέπει ναρωτήσω... Ναι, εντάξει... γεια σας».Με κοίταξε ευγενικοϋποτιμητικά.«Ορίστε».

54/104

Page 54: L. Xristidis Psyx

Χαμογέλασα. Απέναντι σε όλα αυτά τα πολυάσχολα δήθεν βλέμματα,που τόσο πολύ θέλουν να μου δείξουν ότι τους παρενοχλώ στηθεάρεστη εργασία τους και ότι προτιμούν να ασχολούνται με τιςπραγματικά σπουδαίες υποθέσεις τους παρά με τις ασήμαντες δικέςμου, έχω το ακριβές αντίδοτο.«Ορίστε», είπα και άφησα την κάρτα μου πάνω στο γραφείο της.Αφηρημένη της έριξε ένα βλέμμα. Αμέσως το σήκωσε και το πέταξεπάνω μου.«Έχετε ραντεβού;» είπε, αλλά ήξερε την απάντηση.Δεν της έδωσα την ικανοποίηση να την ακούσει απ’ το στόμα μου.Κούνησα το κεφάλι μου ευχάριστα αρνητικά.«Μισό λεπτό», είπε και σήκωσε το τηλέφωνο.Μουρμούρισε κάτι και το ’κλεισε.«Σε δύο λεπτάκια», είπε και το αποδέχτηκα, γιατί ήταν καλύτερο απότο «με τίποτα» του Μεξικάνου τεχνικού.Κάθισα σ’ έναν καναπέ. Δίπλα μου καθόταν μια λυπημένη γριά με μιαφωτογραφία στα χέρια της και απέναντί μου ένα ζευγάρι μεπροβλήματα. Πολλά προβλήματα. Δε θέλω να κάνω τον έξυπνο, αλλάμιλάμε για ένα –ούτως ειπείν– προβληματικό ζευγάρι.Κοίταξα την κάρτα μου. Έλεγε: ΑΠΟΣΤ. TAY. ΙΔΙΩΤ. ΒΟΗΘ.ΣΕΚΙΟΥΡ. ΑΣΦ. Βασικά ήταν μια κάρτα που είχα τυπώσει κατά λάθοςόταν έκανα δοκιμές στον υπολογιστή μιας πελάτισσας, αλλά με ένανπερίεργο τρόπο είχε μια μαγική επίδραση σε όλες τις κλειστές πόρτες.Τις ανοίγει αμέσως. Δεν ξέρω πώς... κάπως. Κάτι φοβούνται πάνω της,δεν ξέρω και δε μ’ ενδιαφέρει. Είπαμε: ο κόσμος είναι γεμάτος απότύπους που τρομάζουν μ’ ένα απλό ΣΕΚΙΟΥΡ. ή ένα αθώο ΑΠΟΣΤ.Από το τραπεζάκι μπροστά μου πήρα ένα άλμπουμ. Φωτογραφίες.Κάποτε Ιάκωβος Ορταξίδης, τώρα απλώς Ζακ. Μεγάλη μούρη.Πρωτοπόρος της τηλεοπτικής μαλακίας. Δέκα χρόνια πρώτος. «Oτελευταίος τροχός», η εκπομπή του, ξεκίνησε με το απίθανο δίδυμοΖακ – Μαρίνα που σάρωσε τα νούμερα. O απόλυτος μαλάκας και ηαπόλυτη ξανθιά. Πώς να χάσουν;

55/104

Page 55: L. Xristidis Psyx

Ξεφύλλιζα. Παλιός καλός Ζακ. Με χαίτη, με μουστάκι, με τηνπερίφημη φαβορίτα. Παλιά καλή Μαρίνα, νεότερη, αθωότερη,χαμογελαστότερη. Πώς τα φέρνει ο χρόνος. Κάποτε συνεργάτες, τώρααντίπαλοι, σε αντίπαλες ώρες, σε αντίπαλες εκπομπές, σε αντίπαλακανάλια. Ενώ όμως το «Κολοσέουμ» της Μαρίνας έχει και λίγοοφθαλμόλουτρο, κάνα μπούτι, καμιά χαζομάρα, κάτι να περνάει ηώρα, «O τελευταίος τροχός» του Ζακ είναι ο απόλυτος Άρχων τουΤρόμου. O άνθρωπος κυριολεκτικά δεν παίζεται. Από τον «Τροχό»έχουν παρελάσει, τσακωθεί, κλάψει, δαρθεί, ουρλιάξει, φιληθεί,μαχαιρωθεί οι πιο δυστυχισμένοι και απογοητευμένοι καιαπελπισμένοι άνθρωποι του πλανήτη Χάλια. O τύπος, ο Ζακ, πάνταμου δημιουργούσε ένα πρόβλημα. Μου ήταν ιδιαίτερα απεχθής καιδεν μπορούσα να συλλάβω πώς μπορούσε να συμμετέχει συνειδητά σεόλα αυτά χωρίς να αντιδρά έστω δι’ ενστίκτου, έστω με το να γυρίζειτο στομάχι του. Τον γνώρισα και κατάλαβα: δεν έχει στομάχι.«Περάστε», είπε η αγαπητή μου γραμματέας και σηκώθηκε να μεοδηγήσει.Ήταν φανερό ότι είχα κάνει καλή εντύπωση.«O κύριος Ταυ», είπε η γραμματεύς.«Και ο κύριος Ζακ», συστήθηκε εγκάρδια ο κύριος Ζακ.Πολύ αραχτός, πολύ άνετος και πολύ νέος. Δηλαδή δεν ήταν. Αλλάέμοιαζε. Και αραχτός και άνετος και νέος. Γεννημένος σταρ.«Έλα, κάτσε», με προσκάλεσε. «Γιώτα, φέρε στον κύριο Ταυ...» μεκοίταξε σαν να μου έδινε ατάκα.«Ένα νεράκι», είπα γιατί δεν μπορώ να σκεφτώ υπό πίεση.«Ένα νεράκι και σ’ εμένα το δικό μου», έκλεισε το μάτι στη Γιώτα.Είναι φανερό ότι υπάρχει πλέον ένα ευχάριστο χαβαλέ κλίμα με πολλάχαμόγελα. Επιθεωρώ το χώρο. Ντιζάιν γραφείο, μπαρ και τα ρέστα,τρεις τηλεοράσεις. H μία παίζει ένα σίριαλ, η άλλη παίζει ένα άλλοσίριαλ κι η τρίτη παίζει ένα τρίτο σίριαλ. Πάνω από το γραφείο και σεδεσπόζουσα θέση ένα τεράστιο πόστερ-πορτρέτο με καλλιγραφική ροζυπογραφή ZAK. Από κάτω η ίδια φάτσα, το ίδιο χτένισμα, ο ίδιος Ζακ.

56/104

Page 56: L. Xristidis Psyx

Ζεστό χαμόγελο του τύπου «Άντε, τι θες, να τελειώνουμε και μ’εσένα». Το εισπράττω.«Ξέρω, έχετε πολλή δουλειά».Το εισπράττει. Θέλει να συνεχίσει να είναι άνετος.«Μπα, μη νομίζετε. Εγώ είμαι...»«... ο τελευταίος τροχός», εντυπωσιάζω με το αστείο μου.Πέφτει γέλιο. Δείχνω πολύ χαβαλές τύπος και μες στα κόλπα. Ακόμακι εγώ έχω εντυπωσιαστεί με τον εαυτό μου. Φταρνίζομαι κιόλας, έτσι,για προσωπική μου ευχαρίστηση. Μπαίνει η Γιώτα, παίρνω το νεράκι,παίρνει το «δικό του». Είναι κάτι βαριά πορτοκαλί, μάλλον ύποπτοστην όψη.«Χυμοί, καρότα και βιταμίνες», με προλαβαίνει. «Δυο τρία τέτοια τημέρα κι είσαι τέλειος», συμπληρώνει σαν να απολογείται.H Γιώτα δεν έχει φύγει. O Ζακ ενοχλείται.«Τι ’ναι, Γιώτα;»«Εμ... έχουμε ένα πρόβλημα».«Τι;»«O Επαμεινώνδας θέλει να πει τραγούδια μόνο από τον τελευταίο τουδίσκο».Γιώτα μένει και περιμένει. Ζακ την κοιτάει. Χωρίς καμία σύσπασημυός στο πρόσωπό του. Γιώτα ξαναρχίζει διστακτικά:«Λέει ότι η καινούργια του δουλειά με τον γενικό τίτλο...»«Γιώτα».«Ναι».Την κοιτάει πολύ στραβά, σαν να φταίει αυτή. Τη ζυγιάζει.«Θα του απαντήσεις όπως πρέπει;»H Γιώτα ταλαντεύεται.«Ναι», λέει με χαμηλωμένο βλέμμα.«Μπράβο», τη διώχνει επιδοκιμαστικά.Μένουμε μόνοι. Πίνει το καροτί σταφ. Αμηχανία. Έχει πλάκα. Βλέπωστον τοίχο μια φωτογραφία του Μίλτου, του τραβεστί ζογκλέρ.«O Μίλτος», λέω ασυναίσθητα.«Ναι», γυρνάει κι αυτός, «τον είχα την περασμένη βδομάδα».

57/104

Page 57: L. Xristidis Psyx

«Ναι, τον είδα», λέω, γιατί πράγματι τον είχε πάρει το μάτι μου σ’ έναθυελλώδες ζάπινγκ.«Πώς σου φάνηκε;» ρωτάει πολύ σοβαρά.«Ενδιαφέρον», λέω, γιατί τι να πω;Αμηχανία.«Ερευνώ την υπόθεση του τηλε-δολοφόνου», αποφασίζω να μιλήσω.Το σκέφτεται.«Έχω ήδη μιλήσει στην αστυνομία».«Εγώ όμως κάνω μια ιδιωτική έρευνα».Εντυπωσιάζεται. Τουλάχιστον έτσι δείχνει. Εντυπωσιάζομαι. Oάνθρωπος είναι ψεύτικος απ’ την κορφή ως τα νύχια.«Ντετέκτιβ; Κάτι σαν τον Μπόγκαρτ;»Αυτό το αστείο το κάνουν και οι απλοί βλάκες, είναι δυνατόν να μην τοκάνει ο γκουρού τους; Γελάσαμε πάντως πολύ. Μετά σοβαρευτήκαμε.«Έχετε πάρει απειλητικά σημειώματα;»«Όπως όλοι».«Όλοι;»«Κάθε φτασμένος τηλεοπτικός σταρ έχει δεχτεί απειλές κάποιουτύπου. Είναι κάτι σαν θεσμός. Χωρίς απειλές δεν είσαι σταρ. Αυτόείναι η δουλειά μου. Να είμαι γνωστός και να με ζηλεύουν. Συνήθωςπάντως είναι άκακοι».«Ποιοι;»«Αυτοί. Όλοι αυτοί... εκεί έξω».«Τα έχετε κρατήσει;»«Ποια, τα... όχι. Συνήθως τα πετάω. Ίσως να έχω κρατήσει ένα ήδύο».«Θυμάστε τι λένε;»«Σαχλαμάρες. Βλακείες. Παραληρήματα. Ανοησίες».«Όπως;»Ματιά καρφωτή.«Θα πεθάνεις, πούστη».«Δε φοβάστε;»Χαλάρωσε στην πολυθρόνα του.

58/104

Page 58: L. Xristidis Psyx

«Είναι μέρος της δουλειάς μας».Φοβόταν.Κοίταζε ευθεία μπροστά του, μ’ έναν τρόπο σαν να είχε κλειστά ταμάτια του, εκείνο το απόγευμα που τον φώναξα στο γραφείο μου γιανα του ανακοινώσω τα αποτελέσματα των ερευνών μου, ότι δηλαδή:«H γυναίκα σας όντως γαμιέται, ορίστε και η φωτογραφία, αυτοί εδώείναι οι εραστές της, κι αυτός εδώ είναι ο λογαριασμός μου, ευχαριστώγια τη συνεργασία». O φυσικός κοίταγε μπρος, κάπνιζε, δε μίλαγε.Αποφάσισα να τον βοηθήσω, να τον βάλω λίγο σε τάξη. Έχω δειαρκετούς φουκαράδες σ’ αυτή τη θέση κι έχω διασταυρωθεί με πολλέςκαι ποικίλες αντιδράσεις: Κλάματα («Τι έκανα λάθος;»), φωνές(«Αποκλείεται, δεν είναι δυνατόν»), απειλές («Την πουτάνα, θα τησκοτώσω»), δήθεν αξιοπρέπεια («Ευχαριστώ πολύ, γεια σας»),αμπελοφιλοσοφίες («Τι τα θες, φίλε μου, όλες πουτάνες είναι»). Τοθέμα είναι να βρεις τον τύπο του καθενός.«Θέλετε έναν καφέ;» πρότεινα για αρχή.«Δεν το χωράει ο νους μου», είπε και ήξερα ότι ήταν από τους «δεν-το-χωράει-ο-νους-μου» τύπους. Αυτούς που πρέπει ν’ ακούσουν την«εντάξει-όλα-τα-πράγματα-έχουν-δύο-όψεις» άποψή μου.«Εντάξει, όλα τα πράγματα έχουν δύο...»«Όλα τέλειωσαν».Με κοίταξε. Το εννοούσε.«Μια ολόκληρη ζωή χαράμι».Το παράκανε. Κάποιος έπρεπε να τον μαζέψει. Ποιος άλλος από τονιδιωτικό «φίλο» του;«Ακούστε», είπα, «είναι κάτι που συμβαίνει συχνά».Γύρισε και με κοίταξε με βλέμμα κακού ηθοποιού σε θρίλερ γάμαδιαλογής.«Συχνά;» είπε καθαρά.«Στη δουλειά μου συμβαίνει κάθε μέρα», είπα αβέβαια.Με κοίταξε κεραυνοβολημένος για ένα πικοσεκόντ και ξέσπασε σ’ έναβροντερό αυθόρμητο γέλιο, κάτι που με ανησύχησε.

59/104

Page 59: L. Xristidis Psyx

«Στη δουλειά σας συμβαίνει κάθε μέρα να καταλύεται ο πρώτος νόμοςτης Θερμοδυναμικής;» ρώτησε απόλυτα σοβαρά.Τον κοίταξα. Ήταν τρελός. Οπότε δεν είχα τίποτα να του πω. Ρώτησαπάντως. Τη λάθος ερώτηση.«Της ποιας;»«Σε κάθε σύστημα το οποίο δεν ανταλλάσσει ενέργεια με τοπεριβάλλον του, η εσωτερική ενέργεια παραμένει σταθερή»,παπαγάλισε.Έμεινα και κοίταγα. Τι να κάνω; Το κατάλαβε.«Κύριε Ταυ...» προσπάθησε να αγνοήσει την άγνοιά μου, «... σε κάθετι γύρω μας υπάρχουν αρχές, βάσεις, θέσεις, αξιώματα που θεωρούμεδεδομένα και πάνω σ’ αυτά στηρίζουμε τα πάντα και δεν τααμφισβητούμε, γιατί έτσι τα πήραμε από τους παλιούς, που τα είχανπάρει από τους πιο παλιούς».«Όπως το τετράγωνο της υποτείνουσας...» θέλησα να βοηθήσω.«Ας πούμε», μ’ έκοψε ευγενικά.Άναψε τσιγάρο.«Στη δουλειά τη δικιά μου, κύριε Ταυ, όλο το οικοδόμημα της Φυσικήςστηρίζεται πάνω στους δύο νόμους της Θερμοδυναμικής».Δεν κατάλαβα.«Μάλιστα», είπα.«Όλη μου τη ζωή έφτιαχνα και σκεφτόμουν και δούλευα και έψαχναάλλους νόμους που υπήρχαν επειδή υπήρχαν πρώτα...» σταμάτησε καιμε κοίταξε.Κάτι ήθελε από μένα.«... οι δύο νόμοι της Θερμοδυναμικής!» συμπλήρωσα ενθουσιασμένος.Ήταν φανερό ότι παρακολουθούσα τη συζήτηση.«Ακριβώς! Ξέρετε τι συνέβη το πρωί;»Δεν ήξερα.«Τι συνέβη;»«Μου τηλεφώνησε ένας συνάδελφος από την... εε... Ζυρίχη και μουείπε ότι ένας άλλος συνάδελφος... χημικός... στην... εε... στη...Μασαχουσέτη, ναι...»

60/104

Page 60: L. Xristidis Psyx

«Τι; Τι;» μασούλαγα πλέον τα νύχια μου από την αγωνία.«... ανακοίνωσε επίσημα ότι μία εσώθερμη χημική αντίδραση...»μέτρησε τα λόγια του, «... πραγματοποιήθηκε χωρίς την προσφοράενέργειας».Με κοίταξε με απελπισμένη συμπάθεια. Δεν κατάλαβα τίποτα. Τουχαμογέλασα.«Με άλλα λόγια;»Μου χαμογέλασε πλατιά. Γούρλωσα.«Πάει ο πρώτος νόμος της Θερμοδυναμικής!» αναπήδησα σύσσωμος.«Ναι! Ναι!» χοροπήδηξε εξίσου ασύδοτος. «Στα σκουπίδια! Στακομμάτια! Στα τσακίδια! Στο πυρ το εξώτερον!»Είναι αλήθεια ότι είχαμε σηκωθεί κι οι δυο και χοροπηδάγαμε, κι εγώδε συνηθίζω να χοροπηδάω σε ώρα δουλειάς.«Ουφ!» ξεφύσηξε ξέπνοα και σωριάστηκε σε μια καρέκλα.Υπήρξε κάτι σ’ αυτή την παύση. Κάτι υπήρξε, σας το λέω.«Και τώρα;» ρώτησα.Ήμουν περίεργος τι θα γίνει στο τέλος.«Τώρα... τίποτα. Δεν ισχύει τίποτα».Σηκώθηκε, άφησε τα λεφτά στο τραπέζι, έφυγε. Έφυγε όπως ήρθε:χάλια. H γυναίκα του είχε εραστές κι η Φυσική είχε βαρέσει διάλυση.Αν μιλάμε για κακή μέρα.Κάπου έπρεπε να κρυφτώ. Πήγα και χώθηκα στο περίπτερο του κυρΗλία. Πίσω από τις κούτες με τα γαριδάκια και τα πικραμυγδαλάκια,αισθανόμουν ασφαλής για να απαιτήσω ακόμα και το πιο απλησίαστοαγαθό.«Τσιγάρα, παρακαλώ».Μου τα ’δωσε. Ώστε υπήρχαν ακόμη αξίες όρθιες;«Πόσο έχουν;»«Όσο είχαν».«Δεν αυξήθηκαν;»«Από βδομάδα».«Και δεν τα κρύβεις να τα πουλήσεις με την καινούργια τιμή;» έκανατο αστειάκι μου.

61/104

Page 61: L. Xristidis Psyx

Περιέργως ο βετεράνος περιπτεράς μού χάρισε το ίδιο βλέμμα πουείχα πρωτοαντικρίσει πέντε λεπτά πριν στο γραφείο μου από ένανβετεράνο φυσικό.«Έτσι κι αλλιώς, μας είπαν ψέματα», μου είπε απλά και τότε ξαφνικάμε χτύπησε σαν κεραυνός... σαν κεραμίδα... σαν ηλίθια παρομοίωση...θέλω να πω, ξαφνικά, χωρίς να πει τίποτ’ άλλο, ήμουν σίγουρος... τοήξερα, γιατί το είδα στο πονηρά ήσυχο βλέμμα του, που μου άστραψεσαν φλας μες στα μούτρα... ήξερα λοιπόν ότι ο ήσυχος αυτός γεράκοςείχε φάει τη ζωή του στα ξερά νησιά και τα ξερά βουνά, μέσα σεαπόλυτη φτώχεια, ανελέητο κυνηγητό και διαπομπεύσεις καιαπογοήτευση, για μια ιδέα που πίστεψε αυτός αλλά όχι αυτοί που τουείπαν να την πιστέψει και μετά από τόσα χρόνια δεν έχει τίποτα, ούτεοικογένεια, ούτε σπίτι, ούτε δικαίωση, το μόνο που ’χει μείνει είναι ηΙδέα, αυτή η ίδια, μόνη της, εξίσου μόνη μ’ αυτόν, σαν κάποιοαυταπόδεικτο αξίωμα κι αυτή, και ξαφνικά βλέπει ξεκάθαρα μπροστάτου ότι ούτε αυτή του έχει απομείνει, γιατί απλούστατα δεν υπήρξεποτέ – τουλάχιστον όπως την είχε φανταστεί αυτός, υπήρξε ως κάτιάλλο, αλλούτερο, που όμως αυτός αφιέρωσε τη ζωή του σ’ αυτό καιτελικά δεν ήταν αυτό που του έλεγαν αλλά κάτι άλλο που δεν τουέλεγαν.Έφυγα απ’ το περίπτερο παραπατώντας απ’ το θυμό και έχω να πω τοεξής: H κοινωνία είναι ένα μπουρδέλο. O κόσμος είναι ένα μπουρδέλο.Το Σύμπαν είναι ένα Μεγάλο Μπουρδέλο. Δεν καταλαβαίνω τι πήγετόσο στραβά. Τη μια στιγμή ήταν μερικοί πίθηκοι που χαρήκανε πολύόταν ανακάλυψαν τη φωτιά και λίγο μετά κάτι ηλίθιοι που χαρήκανεπολύ όταν ανακάλυψαν το πολυμαχαιράκι που κόβει τ’ αγγούρια καιτα καρότα σε οχτώ διαφορετικά σχήματα. Κάπου στο ενδιάμεσο έγινετο λάθος. Στο σχολείο έμαθα ότι η επιστήμη ήταν κάτι γραμμές καιαριθμοί που είχαν σκοπό την απόδειξη του εαυτού τους. Μετάκατάλαβα ότι η φιλοσοφία ήταν κάτι λέξεις που σκοπό είχαν να σεεντάξουν σ’ αυτές. H μία δεν είχε ανάγκη την άλλη και οι δυοπερνάγανε τέλεια, η κάθε μία για την πάρτη της. Τώρα λοιπόν πουγύρισε ο τροχός, κάθομαι και τις βλέπω που έχουνε πάρει από μια

62/104

Page 62: L. Xristidis Psyx

γωνία, κοιτούν προς τον τοίχο, πεισματάρες, εγωίστριες και υστερικέςγεροντοκόρες, σιωπηλές, απελπισμένες, ανήμπορες, στο ράφι. Σχεδόντις λυπάμαι.Και περπατώ.Και σε τελική ανάλυση, γιατί δηλαδή να είναι το Σύμπαν έτσι και όχιαλλιώς; Υπάρχει ένας θείος μου στο χωριό που πιστεύει ότι «Εν αρχήήταν τα δύο αδέρφια, ο Συμ και ο Παν», οι οποίοι εν συνεχείαενώθηκαν για να σχηματίσουν τελικά το ΣύμΠαν. Γιατί να μην έχειδίκιο αυτός;Είναι αργά. Κάθομαι σπίτι. Μόνος. Βεράντα. Φώτα πόλης στο φόντο.H Μαρίνα δεν απαντά. Κάνει ζέστη. Και η Μαρίνα δεν απαντά καικάνει ζέστη. Πολλή ζέστη. Ιδρώτας. Συνεχής και αδιάλλειπτος. Παλιάδεν ίδρωνα τόσο. Παλιά δεν έκανε τόση ζέστη. Κάποιος γερνάει. Ήεγώ ή η Γη.Κερνάω τον εαυτό μου ένα ουίσκι. Είναι διάφανο. Παγάκια λιώνουν.Κοιτάω την οθόνη που αναβοσβήνει ακατάσχετα. H κυρία Τιτίκαπροβλέπει το μέλλον μέσω της αιγυπτιακής τράπουλας. Τι θα πειαιγυπτιακή τράπουλα; Με μπαλαντέρ τον Τουταγχαμών; Τηλεκοντάρ.Τραυματισμένο. Μπανταρισμένο με κολλητική ταινία. H Μαρίνααπενεργ... ργ... ρργ... O Ζακ. Φασαρία, μπαλέτα, χρώματα. Ζωηρότραγούδι από πολλά ωραία κορίτσια για φίλημα:Είναι μουσικήδάκρυ και χορόςείναι και θα είναι(τα-τα-τα-τα-τατατά)ο τε-λευ-ταίος τρο-χόοοοος(ντανταντάμ).Χαμογελώ ασυναίσθητα. Ζακ προελαύνει γελαστός, καλωσορίζει. Όσοκαλωσορίζει, η κάμερα ενεδρεύει στα καπούλια του μπαλέτου. Πάωστην κουζίνα. Κάτι θέλω να κάνω. Αφαιρούμαι. Ακουμπάω στονιπτήρα.Απενεργοποιημένος.

63/104

Page 63: L. Xristidis Psyx

Σαματάς στο σαλόνι μου. Τρέχω γιατί αυτή είναι η δουλειά μου. Μένωακίνητος, αθέατος, σκιά. Δώδεκα κορίτσια σαν τα κρύα τα νερά –μετη διαφορά ότι τα κρύα τα νερά δε φοράνε μαύρα και κόκκιναδερμάτινα συνολάκια– ξεπροβάλλουν μέσα από μοβ καπνούς. Ταδερματόδετα κορίτσια δείχνουν ευχαριστημένα από τη ζωή τους, όμωςάξαφνα η μουσική αλλάζει στυλ, γίνεται προειδοποιητική, τα φώτασιγοσβήνουν απειλητικά, τα κορίτσια δείχνουν τρομαγμένα, κρατάνεη μία το χεράκι της άλλης και κοιτούν τρέμοντας προς την κορυφή τουσκηνικού. Μέσα σε απίθανα αστραπόβροντα και κοπετό ξεπροβάλλειη μορφή ενός μυθικού Βίκινγκ θεού σε καλογυαλισμένη Χάρλεϊ.Φοράει δερμάτινα και ξανθιές φαβορίτες. O φωτισμός αλλάζειδιάθεση, η μουσική επίσης, τα κορίτσια χαμογελούν έτοιμα νατσιτσιρίξουν. Κοντινό στον Όντεν, που σε απευθείας σύνδεση από τοπαραλιακό κέντρο «Βαλχάλα» ανοίγει το playback στόμα του:«Σ’ αγαπάω κάργ...»Σιωπή. Μια πόρτα. Σε άλλο κανάλι. Πίνω μια γουλιά. Πολύευχαριστημένος. Αν μπορούν αυτοί ν’ αλλάζουν τόσο εύκολα φώτα καιδιαθέσεις, τότε κι εγώ μπορώ ν’ αλλάξω τα πάντα. Με το πάτημα ενόςκουμπιού. Άμα γουστάρω. Πίνω άλλη μια γουλιά. Χαλαρός. H πόρταανοίγει και μια γκόμενα ουρλιάζει μες στ’ αυτιά μου.Ένας τύπος την πιάνει απ’ τους ώμους και την ταρακουνάει. Hγκόμενα ξελαρυγγιάζεται:«Άσε με σου λέω, άσε με».O τύπος τη χαστουκίζει, τη φιλάει και της λέει:«Κατερίνα, παραλογίζεσαι».Ευτυχώς χτυπάει κουδούνι. Όχι εκεί. Εδώ.Το κουδούνι που χτύπησε ήταν περίεργο, γιατί με τρόμαξε ενώ τοπερίμενα. Και άνοιξα και ήταν όχι η Μαρίνα, που περίμενα, αλλά ηκυρία Μαριελένη της ομώνυμης βίλας, που δεν περίμενα.Σοβαντισμένη για την περίπτωση.«Γεια», είπε με περιπαιχτικό χαμόγελο.«Γεια», είπα με το ποτήρι στο χέρι.«Πέρναγα και...»

64/104

Page 64: L. Xristidis Psyx

«Είπες να περάσεις. Πέρνα», κι έκανα στην άκρη.Μπήκε μέσα, σουλατσάρισε λίγο στο φτωχικό μου, χαμογελαστή,πρόσχαρη. Ήθελε να δείχνει άνετη, αλλά ήταν φανερό ότι το ρυπαρόρετιρέ ξεπερνούσε τις αντιληπτικές ικανότητές της. Δεν υπήρχαναυτόφωτα αγάλματα, δεν υπήρχαν αθόρυβα αυτοσυρόμενα ντουλάπιαμε φωτοκύτταρο, δεν υπήρχε ψυγείο που να αυτοτεμαχίζει τον πάγοφέτες και ροδέλες, δεν υπήρχε αυτοκουρευόμενο γκαζόν. Μόνο έναχαλί, κάποτε πράσινο, τώρα πολύ βρώμικο. Αυτοβρωμιζόμενο. Τοκοίταζε η κυρία Σικαλέοντα, το ξανακοίταζε, κι εγώ ήξερα ότι κάτικρεμμύδια που είχαν πέσει από τα χτεσινά σουβλάκια μπροστά σταπόδια της δε βοηθούσαν στη δημιουργία μιας πιο ευχάριστης καιρομαντικής ατμόσφαιρας.«Πώς πάνε οι έρευνες;» έκανε την έκπληξη η κυρία.«Καλά».«Προχωράνε;»«Ικανοποιητικά».Ωραίος αυτός ο διάλογος; Κι εμένα μου άρεσε. Τι προσπαθούσε; Ναμε ψαρέψει; Ήταν γελοίο. Είπα να σοβαρευτούμε:«Εγώ πίνω ουίσκι. Εσύ;»«Κι εγώ».Κι έτσι πήγα στην κουζίνα. Για να την αφήσω μόνη της να φρικάρει μετην ησυχία της με τις κουρτίνες με τους καφέ λεκέδες και με ταξεπουπουλιασμένα μαξιλάρια, με τα τριμμένα καλύμματα, με τουςξεφτισμένους υγρούς τοίχους, με το λαδωμένο τραπεζάκι με τουςστερεοποιημένους σβόλους καπνού και φιστικιού και βέβαια με ταηλιο-αδιαπέραστα αιθαλώδη τζάμια οποιουδήποτε τυχαίουπαράθυρου.«Ωραία είσαι εδώ», ακούστηκε από μέσα.Σταμάτησα και σιωπηλά τη θαύμασα. Πόση δύναμη έκρυβε λοιπόνμέσα της; Βαρέθηκα να απαντήσω κι έκανα ότι δεν άκουσα. Είχαόμως ετοιμάσει τα ουισκάκια.«Ωραία είσαι εδώ», με χτύπησε στο φτερό άμα τη εμφανίσει μου.Ήταν γραφτό μου ν’ απαντήσω.

65/104

Page 65: L. Xristidis Psyx

«Ναι».Της έδωσα το ποτό της, κράτησα το δικό μου, τσουγκρίσαμε κεφάτα,«Στην υγειά μας», κάτσαμε κιόλας, εγώ στον καναπέ κι αυτή στηλιγδιασμένη πολυθρόνα του παππού μου. Κοιταχτήκαμε λίγο, ητηλεόραση ήταν ακόμη ανοιχτή, έστω και χωρίς ήχο, και αυτό μουφαινόταν αρκετά γελοίο από μόνο του. Κοιταχτήκαμε λίγο ακόμα. Τοόλο σκηνικό είχε πλάκα. Αυτή δεν ήξερε τι ήθελε κι εγώ δεν ήξερα τιήθελε.«Λοιπόν;» χαμογέλασα σαν μαλάκας.«Λοιπόν, Αποστόλη, ήθελα να σου πω...» δίστασε λίγο.«Ναι;»«Κοίταξε, ακούγονται πολλά... εννοώ για τον Μιχαήλ...»«Ναι;» απόρησα.Με αγνόησε. Μίλησε με θέρμη.«Εγώ όμως τον ξέρω καλά. Είναι ένας πολύ καλός άνθρωπος. Όλοιέχουμε αδυναμίες. Έχει κι αυτός. Αλλά δε θα μπορούσε ποτέ...»Σταμάτησε.«... να σκοτώσει;» συμπλήρωσα.Δε μίλησε. Κοίταζε. Κάτω. Τα διακοσμητικά κρεμμύδια μου. Άρχισακουβεντούλα.«Δε μου λες, ρε Μαριελένη, ξέρεις δύο τύπους στη δούλεψη του κυρΜιχαήλ; Έναν νευρικό κοντό κι έναν γεροδεμένο χαζό;»Φάνηκε να εκπλήσσεται.«Δε γνωρίζω τους υπαλλήλους του... δεν ασχολούμαι».Σταμάτησε. Το σκέφτηκε.«Γιατί;» ρώτησε.«Τίποτα, μου χαλάσανε το τηλεκοντρόλ», είπα και αυτό προξένησεμια πολύ άσχετη αντίδραση.H κυρία Μαριελένη σηκώθηκε από την τιμημένη πολυθρόνα τουπαππού και ήρθε και θρονιάστηκε δίπλα μου. Εν ψυχρώ. Σε απόστασηαναπνοής. Ψιθύρισε κιόλας.«Δυστυχώς ο Μιχαήλ λείπει. Λείπει συνεχώς. Στις δουλειές του».Αυτό κάτι σήμαινε και δυστυχώς το κατάλαβα.

66/104

Page 66: L. Xristidis Psyx

«Άκουσε, Μαριελένη», μίλησα σαν μεταγλωττισμένος Βολιβιανόςπατέρας σε απογευματινή σαπουνόπερα, «είμαστε μεγάλα παιδιάπια».Πάντα ήθελα να το πω αυτό. Το μόνο που έλειπε ήταν το «διάβολε»,αλλά –ειλικρινά– ντράπηκα να το προσθέσω.«Ακριβώς», συμφώνησε και με φίλησε, πράγμα που δεν ήθελα στηναρχή, αλλά μετά μου άρεσε για λίγο, αλλά μετά δεν ήθελα καθόλου.Τραβήχτηκα.«Τι είναι;» ήθελε να μάθει.«Είσαι πολύ εντάξει, αλλά δυστυχώς έχω έναν δεσμό».Εκπληκτικό δεν ήταν αυτό που είπα; Αχ, οι λατινοαμερικάνικεςαισθηματικές σειρές! Τι μεγάλο, απέραντο σχολείο!Συννέφιασε, βούρκωσε, σηκώθηκε, κατέρρευσε, έκλαιγε. Πήγα απόπάνω της για τη χαριστική βολή.«Μαριελένη, παραλογίζεσαι».Πετάχτηκε σαν ελατήριο (καλή παρομοίωση;), μ’ έσπρωξε, σταμάτησεγια ένα δευτερόλεπτο, «Μακριά απ’ τον άντρα μου», είπε για να πεικάτι κι έφυγε κλείνοντας την πόρτα με πάταγο.Μετά είχαμε ησυχία. Άναψα ένα τσιγάρο. Ήπια και δυο γουλιές. Μουάφησαν μια στυφή γεύση και χτύπησε το κουδούνι. Άνοιξα την πόρταμε το ποτήρι στο χέρι και το τσιγάρο στο στόμα κι έφαγα έναχαστούκι.«Ήρθε τελικά», μου είπε η κυρία Φυσικού. «Και τη λέγαν σφαλιάρα»,πρόσθεσε. «Μαλάκα», ξαναπρόσθεσε.«Πέρνα», είπα, γιατί δεν είχα τι άλλο να πω.Πέρασε. Πήρα το τσιγάρο μου από το χαλί, που είχε πέσει με τοχαστούκι. Δεν είχε πάθει μεγάλη ζημιά. Της έφτιαξα ένα ουίσκι. Τηςτο έδωσα. Το πήρε. Το κράτησε. Είπε:«Ήρθα για να σε ρωτήσω κάτι: Πώς νιώθεις όταν γαμάς τη ζωή τωνανθρώπων;»«Όχι σπουδαία», πήγα να την τσουγκρίσω.Έχυσε το ποτό της στο χαλί μου.«Άι γαμήσου», είπε κι έφυγε.

67/104

Page 67: L. Xristidis Psyx

Δεν είπα τίποτα, γιατί είχα ξεμείνει από τηλε-ατάκες και γιατί είχεδίκιο. Κοίταξα για λίγο το χαλί μου. Τα κρεμμυδάκια μου πνίγοντανστο ουίσκι. Ένας ωραίος θάνατος.Έκατσα. Άνοιξα τον ήχο. O Ζακ συζητούσε με τον Dr. Papaper, τονγκουρού των Δικαιωτών. Ήταν ένας μειλίχιος, πράος, συμπαθήςασπρομάλλης, που έμοιαζε σοφός αλλά ήταν απατεώνας.«Αγαπητέ μου Ζακ», μιλούσε γλυκά με την ελαφρά ξενική προφοράτου, «εναρμονίζοντας τους χτύπους της καρδιάς μας με τους χτύπουςτης καρδιάς του διπλανού μας, συντονίζουμε την ύπαρξή μας στορυθμό της θετικής κοσμικής ενέργειας του σύμπαντος που μαςπεριβάλλει».«Καταλαβαίνω», κούνησε ελαφρά το κεφάλι του ο Ζακ με κατάνυξη.«Και ξέρεις, Ζακ», συνέχισε ο γαλήνιος πνευματικός ποιμήν, «τοεύθραυστο εγώ του καθενός διατηρείται πλασματικά αν δενκαταφέρει να εκπέμψει τη ζεστή λάμψη της άδολης αγάπης, της μόνηςαγάπης που μπορεί να μας εξυψώσει χωρίς προσπάθεια στη σφαίρατης άπειρης γνώσης και της συμπαντικής σοφίας».O Dr. Papaper κατέληξε με ένα θερμό απαλό χαμόγελο που θαμπορούσε να αγκαλιάσει όλο το σύμπαν – θετικό κι αρνητικό. O Ζακέδειξε βαθιά συγκλονισμένος. Κοντινό Ζακ.«Φίλες και φίλοι, αυτός είναι ο Dr. Papaper. O άνθρωπος πουανακάλυψε πώς να χρησιμοποιεί το υπέρτατο αγαθό της ζωής μέσααπό το ακατέργαστο διαμάντι που λέγεται διάνοια και όχι απλώς τοανακάλυψε, αλλά είχε και την ανιδιοτελή ευγένεια να το αποκαλύψεικαι σ’ εμάς που δεν ξέραμε καν ότι υπήρχε. Dr. Papaper, εκ μέρουςόλων, σ’ ευχαριστώ».Χαιρετήθηκαν ενώνοντας τις παλάμες τους και άλλαξε ο φωτισμός. OΖακ άστραψε. Κοντινό.«Σε λίγο και πάλι μαζί, με τον Μιχάλη, τη Μαριάννα και τη Λίτσα. HΜαριάννα λέει ότι ο Μιχάλης έχει σχέσεις με τη Λίτσα, την αδερφήτης. O Μιχάλης υποστηρίζει ότι η Λίτσα ζηλεύει τον τέλειο γάμο τουςκαι θέλει να τους χωρίσει. Ποια είναι η αλήθεια; Θα τη μάθουμε όλη,σε λίγο, μετά απ’ αυτό!»

68/104

Page 68: L. Xristidis Psyx

Το αυτό ήταν το κουδούνι μου που χτύπησε. Σαν υπνωτισμένος άνοιξατην πόρτα και περίμενα το χαστούκι μου. Ήταν η Μαρίνα και μ’αγκάλιασε. Μπήκαμε μέσα σιωπηλά. Είδε στη γριά οθόνη μου το σήματου Ζακ.«Αυτό το μαλάκα βλέπεις;» σχολίασε.Τον έκλεισα και τη φίλησα. Τραβήχτηκε κι έβγαλε ένα χαρτάκι απ’ τηντσέπη της. Μου το έδωσε. Έγραφε μόνο μια λέξη:«Ντιλάιλα».«Τι είναι αυτό;» με ρώτησε.«Είναι το μεγαλύτερο σουξέ του Τομ Τζόουνς», είπα απρόθυμα.«Ποιου;»«Του... τίποτα», είπα. «Τίποτα».Έκατσε άψυχη. Πήγα να τη φιλήσω. Με φίλησε λίγο και σταμάτησε.«Δε νιώθω πολύ καλά... είμαι λίγο μπερδεμένη...» μουρμούρισε.Τι να της πω;«Δεν είναι εύκολο... να είσαι η Μαρίνα Στράτου», είπε και παρόλο πουη φράση ενείχε σπέρματα γελοιότητας, δεν μπόρεσα να μηνακινητοποιηθώ από την ειλικρινή απελπισία της φωνής της.Σαν να ακούς ένα βουνό να διαμαρτύρεται για το βάρος του.Σηκώθηκε. Προσπάθησε να χαμογελάσει. Απέτυχε.«Θα σε πάρω τηλέφωνο», είπε κι έφυγε.Δεν την ξανάδα ποτέ.Έκατσα. Είχα κάποια συναισθήματα... κάπως... ναι. Γέμισα το ποτήρι,άναψα τσιγάρο, φώτισα την οθόνη. JESUS CROSS.Ένας σταυρός, ο JESUS CROSS, γέμιζε την οθόνη στροβιλιζόμενοςπρος όλες τις κατευθύνσεις και εκπέμποντας φως. Ήταν φτιαγμένοςαπό το ξύλο της κάσας του Χριστού και επαργυρωμένος με ασήμι απότα καρφιά του ορίτζιναλ σταυρού που τονε σταύρωσαν.Παρακολούθησα για λίγα λεπτά, χωρίς πολλές αντιστάσεις είναι ηαλήθεια, αυτή την όμορφη διαφημιστική εκπομπή και έμειναέκπληκτος από τη γνήσια συγκίνηση που ένιωθαν διάφοροι ευσεβείςΑμερικανοί πολίτες φορώντας τον αυθεντικό JESUS CROSS. Όπωςέλεγε κι ένας καθηγητής του Πανεπιστημίου του Ουϊσκόνσιν, «O

69/104

Page 69: L. Xristidis Psyx

σταυρός αυτός φαίνεται ότι εκπέμπει ζωογόνες ακτίδες ουράνιουφωτός». Προβληματίστηκα από το υψηλό επίπεδο της αμερικάνικηςαυτής παραγωγής, κυρίως από την εξοργιστική απλότητα τουμηνύματος. Απλά πράγματα. Φοράς το σταυρό; Ζωογόνες ακτίδεςουράνιου φωτός. Δεν τον φοράς; Σκοτάδι και σκατά στα μούτρα σου.Απλά πράγματα.Βγήκα στη βεράντα. Έριξα τη στάχτη μου από ψηλά. Την είδα ναπέφτει αργά, άταχτα, παίζοντας.H θρησκεία. Άκου να δεις. Ποιος τη σκέφτηκε αυτή την κομπίνα; OΠαράδεισος με τα αγγελάκια και τα βουνά από ρύζι –όπουχαλαρώνουν οι Καλοί– και η Κόλαση με τους διαόλους και τα καζάνια– όπου διαολοστέλνονται οι Κακοί. Απλά πράγματα: οι Καλοί αιώνιοπιλαφάκι, οι Κακοί αιώνιο μπάρμπεκιου. Δηλαδή η Κόλαση τωνΚακών Ψαριών, των Αμαρτωλών Πατατών, των Άπιστων Καρότων καιτων Κακούργων Αυγολέμονων ονομάζεται Κακαβιά; Και τα ΚακάΚαρότα πάν’ στην Κακαβιά; Και τι είπε το Καλό Αυγολέμονο στο ΚακόΑυγολέμονο; «Άι στην Κακαβιά;» Ωραίο, ε; Αστείο; Γελοίο; Βλακεία;Σαχλαμάρα; Έχω πολλές απορίες. Οι πέτρες έχουν ψυχή; Και αν ναι,πηγαίνουν στον Παράδεισο και τρώνε το ρυζάκι τους; Και οι ΚακέςΠέτρες; Σωρηδόν στα καζάνια για βρασιματάκι; Και αν ναι, τικαταλαβαίνουν; Νιώθουν άσχημα ή μπας και γουστάρουν; Και αν ναι,τότε γιατί έφυγε η Μαρίνα; Και χωρίς χαστούκι. Και γιατί κάνει ζέστη;Και γιατί χτυπάει το κουδούνι μου συνέχεια;

Οι νόμοι, το δίκαιο, η δικαιοσύνη, οι θεσμοί, όλες αυτές οι μαλακίες,είναι η ζωντανή ενσάρκωση της βαθιάς τάσης του ανθρώπου γιαεκδίκηση. Έξοδος, Αριθμοί, Κώδικας του Χαμουραμπί, Δωδεκάδελτος.H φύση του ανθρώπου είναι βίαιη. Τα παιδιά γύρω μας είναι μικροίεγκληματίες που καταπιέζουν τα άγρια ένστικτά τους με τονμπαμπούλα της οικογένειας και της κοινωνίας, που από το τίποτα τουςδημιουργούν τις έννοιες του Καλού και του Κακού. Το Καλό και το

70/104

Page 70: L. Xristidis Psyx

Κακό δεν υπάρχουν. Μας τα δημιουργούν. Σας τα δημιουργούν.Ξυπνήστε! Εγώ ξύπνησα. Και ξαναείμαι παιδί.

Πήγα ως την πόρτα με την προοπτική να είναι καλά μαντάτα. Δενήταν. Ήταν ο κύριος Μιχαήλ Σικαλέοντας και οι δύο φίλοι του. Oκοντός κι ο χαζός.«Καλησπέρα, κύριε Ταυ», είπε ο κύριος Μιχαήλ και φορούσε ένα πολύκομψό μαύρο κοστούμι με μαύρη σατέν γραβάτα και καμπαρντίναπαρά τη ζέστη. Το αυτί του όμως δεν έδειχνε να ιδρώνει.Μπήκε μέσα. Πίσω του οι κολλητοί μου.«Πώς πάει το κεφάλι;» χαιρέτησε ο κοντός.«Πώς πάει το σαγόνι;» χαιρέτησα τον ψηλό που μουγκρύλισεαναδευόμενος.Πήγα κι έκατσα στη βεράντα μου. Οι τρεις επισκέπτες έκοβαν βόλτεςόρθιοι.O κύριος Μιχαήλ βγήκε έξω. Ξεφύσηξε λίγο και χαλάρωσε τη γραβάτατου.«Έμαθα ότι πέρασε από δω η γυναίκα μου», είπε στο τέλος.«Ήπιε κι ένα ουίσκι», του συμπλήρωσα την εικόνα.«Δεν κάνει να πίνει. Ανακατεύεται με τα χάπια της».Με κοίταξε για λίγο σοβαρά και μετά έριξε ένα μικρό γέλιο για να μουδείξει ότι έκανε πλάκα και ότι κορόιδευε τη γυναίκα του, που είναιδυστυχής και χαπακώνεται. Αυτή η στάση του δεν μπορώ να πω ούτεότι μου άρεσε αλλά ούτε και ότι με εξέπληξε.«Τι ήθελε;» ρώτησε αδιάφορα.«Να μου πει ότι είσαι πολύ καλός άνθρωπος και δε θα μπορούσες νασκοτώσεις».Έδειξε σχετικά έκπληκτος.«Την πίστεψες;» ρώτησε περιπαικτικά.«Έχω ακούσει και χειρότερα», είπα για να τελειώνουμε.

71/104

Page 71: L. Xristidis Psyx

Πέρασαν λίγα, ελάχιστα, δευτερόλεπτα αυτόνομης, βαριάς σιωπής. Οιδύο μπράβοι στέκονταν στο σαλόνι μου αμίλητοι, ακίνητοι. O κοντόςκάπνιζε, ο ψηλός κοίταζε. Τον τοίχο. O κύριος Μιχαήλ σκεφτόταν.«Κύριε Ταυ, δε θα σας απασχολήσω πολύ», έσπασε το νόμο τηςσιωπής ο κ. Σικαλέοντας, πάνω που είχα αρχίσει να τη συνηθίζω.Έκατσε σ’ ένα καρεκλάκι που –συνήθως– βάζω τα πόδια μου.«Έμαθα ότι χρειάζεστε χρήματα».Με κοίταξε στα μάτια. Σαν ερωτευμένος.«Για τις έρευνές σας».«Λάθος μάθατε», είπα.Σηκώθηκε.«Δε μαθαίνω ποτέ λάθος, μίστερ Ταυ».Όρθιος όπως στεκόταν πάνω απ’ το κεφάλι μου, έμοιαζε με όλους τουςκακούς των σίριαλ μαζί. Χαμογέλασε πλατιά. Έβαλε το χέρι του στηνεσωτερική τσέπη της καμπαρντίνας του. Πάνω που σκεφτόμουναπρος τα πού θα πηδήξω, έβγαλε έναν κοινό άσπρο φάκελο και τονάφησε στο τραπεζάκι με τα φιστίκια.«Αυτά», είπε. «Δυστυχώς δεν μπορώ να καθίσω άλλο. Με περιμένουν.Αντίο».Έκανε νόημα στους δύο κολαούζους. Όπως γύρισε να φύγει, ηκαμπαρντίνα του ξεσκόνισε το τραπεζάκι. Πήγε στην πόρτα. Πήγα κιεγώ.«Ελπίζω να μη σας ξαναδώ», είπε.«Απ’ το στόμα μου το πήρατε», είπα και του έδωσα το φάκελο που –ηαλήθεια είναι– δεν ήταν ελαφρύς.Οι δυο βλάκες πέρασαν σκυφτοί από μπροστά μου. Το αφεντικό τουςήταν ήδη στο ασανσέρ.«Μου χρωστάτε ένα σκουπόξυλο», του φώναξα.Γέλασε κι εξαφανίστηκε με το φωτεινό κουτί, αφήνοντας εμένα στοσκοτάδι.O κύριος Μιχαήλ. Μιχαήλ. Σκατά Μιχαήλ. Τι πάει να πει Μιχαήλ;Μιχάλη τονε λένε. Μιχαλάκη.

72/104

Page 72: L. Xristidis Psyx

Μπήκα στο σπίτι μου. Βγήκα στη βεράντα μου. Κοίταξα κάτω. Κάτω.Κοίταξα την πόλη. Την πόλη μου.Την Πόλη... αυτό το μουλωχτά περήφανο σκουλήκι που καταπίνει ταχρώματα και γουργουρίζει ευχαριστημένο, αυτό το τετράγωνοέκτρωμα που βρωμοκοπάει πρόοδο, αυτό το ξεδοντιασμένο φαλακρόλιοντάρι που περιμένει να σαπίσει στο κλουβί του, αυτό τοκακομαθημένο μαλθακό κατοικίδιο με την υπολογιστική παγερήματιά, αυτό το ανήκουστο άξεστο γλυπτό, αυτό το γκρι τοτέμ των γκριφυλών, την πόλη που είναι σκοτεινή και γλιστερή σαν να ’χει βρέξει,αν και δε βρέχει ποτέ και η σκόνη στοιβάζεται σε καφεκίτρινα όξιναστρώματα πάνω στις ταράτσες, πάνω στους δρόμους, πάνω στουςανθρώπους με τα κινητά, πάνω στους ανθρώπους με τα αυτοκίνητα,πάνω στα χώματα, στα κοστούμια, στα ηχεία, στα λεφτά, στασκαλοπάτια των μεγάρων, στ’ αγάλματα, στα άρρωστα δέντρα, στουςμονόχειρες ζητιάνους, στις αφίσες, στις ρωγμές, στα απροσπέλασταθαμπά τζάμια των πολυεθνικών, στους αστραφτερούς δημάρχους,στοιβάζεται αποφασιστικά, αφού δε βρέχει ποτέ, και όταν βρέξεικάποτε, το νερό τρομάζει πέφτοντας, πανικοβάλλεται, δεν έχει πού ναπάει, μένει εμβρόντητο στη θέση του λιμνάζοντας τα πάντα σε μιακοροϊδευτική γκριμάτσα, μέχρι να εξατμιστεί ευγνωμονώντας τονσούπερ σταρ της γειτονιάς μας, το άστρο της ημέρας, το θεό Ήλιο,που δε φταίει για τίποτα παρά μόνο που εξακολουθεί να ξημερώνεικάθε μέρα χωρίς λόγο και αιτία, την πόλη αυτή, την πόλη μου, που τηγουστάρω και δε θα φύγω απ’ αυτήν ούτε νεκρός.

Είμαι ο πρωτόγονος αρχιμάγος, ο αρχαιότερος δαίμονας, ο αρχέτυποςθεραπευτής. Είμαι μαύρος σαν σκιά, μακρινός σαν Μογγόλοςπολεμιστής. Είμαι η Παλαιά Σοφία που ενώνει την Έναρξη με τηνΕξέλιξη, το Μύθο με το Μέλλον, το Ζώο με το Θεό. Είμαι μια κρούσταπολιτισμού πάνω σ’ ένα μελανόδερμο κτήνος. Είμαι ο άνθρωπός σας.

73/104

Page 73: L. Xristidis Psyx

ΚΥΡΙΑΚΗ

Κοιμήθηκα άσχημα. ξύπνησα άσχημα. λογικό. Καφές. Φυσάει έναςζεστός αέρας. Κάτι μυρίζει. Κάτω απ’ τον καναπέ. Είναι ένα πτώμαπίτσας. Στα σκουπίδια. Παρέα με κάτι ροζ μακαρόνια με σάλτσα κόκακόλα και πολλές γόπες με σάλτσα στάχτες. H τελετή είναι σύντομη.Λίγα λόγια, λίγα δάκρυα, κανείς δεν έκλαψε γι’ αυτή την πίτσα. Πίνωτον καφέ της παρηγοριάς παρέα με τη Γριά. Οι Λοιποί Συγγενείς.Ένας τύπος λέει ότι μια μοναδική συσκευή άλλαξε τη ζωή του. Είναιένας εκπληκτικός αυγοβραστήρας-αυγοκόφτης. Θέλω πραγματικά ναδω πώς έγινε αυτό και αν με πείσει –γιατί όχι;– να δοκιμάσω κι εγώ. Oαυγοβραστήρας-αυγοκόφτης που αλλάζει τη ζωή σας. Λες;Χαλαρώνω για μια απειροελάχιστη στιγμή, αφήνοντας το νευρικό μουσύστημα ευάλωτο στο κοφτερό κουδούνισμα που ξαφνικά εισβάλλειστο σαλόνι μου.Ανοίγω την πόρτα μου.«O κύριος Ταυ;»Δεν τους ξέρω. Είναι τρεις και δεν τους ξέρω. Και δε μ’ αρέσουν οιφάτσες τους. Μου δείχνουν ταυτότητα. Μπάτσοι. Απ’ το κακό στοχειρότερο.«Ναι».Αυτός που μιλάει είναι προϊστάμενος, οι άλλοι τσιράκια.«Μπορούμε να περάσουμε;»Παραμερίζω. Μπαίνουν. Τι θέλουν;«H κυρία Στράτου είναι πελάτις σας;»«Ναι. Γιατί;»

Page 74: L. Xristidis Psyx

«Εξαφανίστηκε χτες το βράδυ. Έφυγε κατά τις 11.30΄ από το στούντιοκαι δεν επέστρεψε σπίτι της».Θέλω να κάνω διάφορα πράγματα. Να κλοτσήσω το τραπέζι, νατσαλαπατήσω τους μπάτσους και να τρέξω έξω ουρλιάζοντας. Αντ’αυτών κάθομαι σαν μαλάκας μ’ έναν καφέ στο χέρι κι ένασυνοφρυωμένο ύφος στη μούρη.«Πότε την είδατε για τελευταία φορά;»H ερώτηση που περιμέναμε.«Προχτές», λέω, γιατί έτσι πιστεύω ότι είναι καλύτερα.Με κοιτάει.«Χτες;» ρωτάει.«Δεν την είδα».Ανάβω το πρώτο τσιγάρο της ημέρας.«Μια μακιγιέζ κατέθεσε ότι η κυρία Στράτου προσφέρθηκε να τηναφήσει στο σπίτι της αφού ήταν ο δρόμος της».Περίμενα. Οι μπάτσοι γουστάρουνε να κρατάνε το καλό για το τέλος.«H μακιγιέζ μένει στην Αρμοκώδωνος, δύο στενά πιο κάτω».Με κοιτούσανε και οι τρεις μ’ αυτό το ύφος που ’χουνε οι μπάτσοιόταν νομίζουνε ότι έχουνε πιάσει κελεπούρι.«Το αυτοκίνητό της είναι εδώ από κάτω».Μάλιστα. Με κοιτάγανε τόσο θριαμβευτικά, που βασικά ήθελα νατους πετάξω και τους τρεις έξω απ’ το σπίτι μου.«Λοιπόν, κύριε Ταυ;»«Λοιπόν, κύριε, η κυρία Στράτου έφυγε από το στούντιο στις 11.30΄,πήγε τη μακιγιέζ σπίτι της, πάρκαρε το αυτοκίνητό της εδώ απ’ έξω,ήρθε εδώ, έκατσε μέχρι τις 12 παρά 10΄ κι έφυγε».«Έτσι απλά;»«Έτσι απλά».«Δε σας είπε τι ήθελε;»«Μου είπε».«Τι ήθελε;»«Κάτι σχετικά με την υπόθεση που μου είχε αναθέσει».

75/104

Page 75: L. Xristidis Psyx

Οι μπάτσοι προσπάθησαν να δείξουν τόσο καχύποπτοι όσο τουςμαθαίνουν στη σχολή, όμως οι συγκεκριμένοι έκαναν κοπάνα από ταμαθήματα καχυποψίας κι έτσι η φάτσα τους μετήλθε έναν μορφασμόμεταξύ ξινίσματος και φαγούρας. Κοιταχτήκαμε. Χωρίς λόγο. Είναι ηφάση κατά την οποία κάνω μεγάλο χάζι τους μπάτσους. Είναι η φάσηπου έχουν ειπωθεί οι εξυπνάδες, έχουν μισοδιατυπωθεί οι κατηγορίες,ή έστω οι υποψίες, και δεν υπάρχει τίποτε άλλο να γίνει. Ή που θαομολογήσει γονατιστός ο ύποπτος ζητώντας ταπεινά συγχώρεση γιατα αμαρτήματά του ή –και αυτή ήταν ξεκάθαρα η περίπτωσή μας– θατου αδειάσουν τη γωνιά.«Ποια ήταν η υπόθεση που σας είχε αναθέσει;» ξύπνησε από τολήθαργο ένας από τους συνοδούς του αρχηγού, ο πιο αχνός.Οι άλλοι δύο γύρισαν και τον κοίταξαν σχεδόν τρομαγμένοι – μάλλονδεν περίμεναν ποτέ από τον συγκεκριμένο συνάδελφο κάποια ένδειξηροής της φαιάς ουσίας του.«Να μη φοβάται», του είπα.Πήρε θάρρος.«Τα καταφέρατε;» μου ψευτοχαμογέλασε.«Όχι».«Αυτό είναι προφανές», γούσταρε το στυλάκι του ο τυπάκος. «Hκυρία Στράτου εμπιστεύθηκε την ασφάλειά της σε λάθος άνθρωπο».«Σου τηλεφώνησε, αλλά βούιζες και πήρε εμένα».H έκπληξη του τυπάκου πρόλαβε το θυμό του και τον μπλόκαρετελείως. Βραχυκύκλωμα.«Όλοι... όλοι εσείς οι εξυπνάκηδες ιδιωτικοί νομίζετε ότι είστε πολύωραίοι και... εε... ότι έχετε γίνει κράτος, αλλά ένα έχω να σου πω,κύριε... εε... Ταυ... εε...»Κάπου εκεί τα ’χασε, δεν είχε τι άλλο να πει, στέρεψε από ιδέες, ηφαντασία του τον εγκατέλειψε. Κατέφυγε με απελπισία σ’ ένα βλέμμαμίσους, που είχε καλά εξασκήσει στον καθρέφτη του. O καθρέφτηςτου πρέπει να είναι νεκρός για να μην ξεκαρδίζεται με τοσυγκεκριμένο μόρφωμα.

76/104

Page 76: L. Xristidis Psyx

Τον κοίταξα προσεχτικά. Δεν ήθελα να του στραπατσάρω τα μούτρα.Ήταν αξιοθρήνητος. Περισσότερο ίσως θα ήθελα να του τρίψω τοαναψοκοκκινισμένο πρόσωπο σε μια πιατέλα αυγά με φουα γκραγαρνιρισμένα με κρεμμυδάκια απ’ το χαλί μου, σωταρισμένα στοβούτυρο με μπεσαμέλ και παρμεζάνα. Δόξασα τον καλό Θεό που μεφώτισε να μην ακούσω τον μπαμπά μου, που ήθελε να βάλει τοβουλευτή του να με χώσει στην αστυνομία («Βρέξει, χιονίσει, θαπέφτει ο μισθός, μην είσαι χαζός»), και αποχαιρέτησα το όργανο μεσοβαρότητα.«Άντε στο καλό, παιδάκι μου».O τσιφ άφησε την κάρτα του στο τραπεζάκι μου.«Τηλεφωνήστε αν μάθετε κάτι».Πήγε στην πόρτα.«Και μείνετε στην πόλη».H πόρτα έκλεισε. Ακόμα και οι μπάτσοι είχαν δίκιο. Ήμουνα ο πιούποπτος που μπορούσαν να βρουν – ίσως να μην είχανε ξαναδεί ποτέτους έναν τόσο ύποπτο ύποπτο σαν κι εμένα. Και ήμουνα πάλι μόνος.Μόνος με την άκρη του ματιού μου. Που κοιτάει προς τα κει. Προς τακει που είναι η Μαρίνα. Ακίνητη. Γεμίζει την οθόνη. Είναι έναπορτρέτο της που χαμογελάει με νάζι. Από κάτω γράφει με κεφαλαία:ΣΥΓΚΙΝΗΣΗ ΓΙΑ TH ΜΑΡΙΝΑ.

Το υπόγειό μου είναι πολύ δροσερό. Τα καλοκαίρια, όταν όλη η πόληγαμιέται απ’ τη ζέστη, πολύ συχνά καταφεύγω σ’ αυτό. Βέβαια είναισκοτεινό. Δεν μπορείς να τα έχεις όλα. Τι είναι καλύτερο; Ζεστά καιφωτεινά ή δροσερά και σκοτεινά; Εγώ λέω εξαρτάται. Από τηδιάθεση. Υπάρχουν δουλειές που θέλουν φως. Κι άλλες που ζητούνσκοτάδι. Έτσι κι αλλιώς το σκοτάδι συνηθίζεται. Τα μάτια συνηθίζουν.Το μυαλό όχι. Φοβάσαι μεν, αλλά βλέπεις γιατί.

77/104

Page 77: L. Xristidis Psyx

Βγήκα έξω τρέχοντας. Χώθηκα σ’ ένα TAXI ενός τεράστιου τύπου μεπεριποιημένο μουσάκι και δεκάδες σταυρουδάκια. Μίλαγε πολλή ώρα,αλλά δεν τον άκουγα. Είχα τα δικά μου να σκεφτώ. Κάτι δεν πήγαινεκαλά. Δεν υπήρχε κάποιο πρόβλημα, τουλάχιστον κάποιο που ναμπορώ να εντοπίσω, αλλά κάτι δεν πήγαινε καλά. Δε μου άρεσε τοχαστούκι της δασκάλας. Δε μου άρεσε το ύφος του κυρίου Μιχαήλ. Δεμου άρεσε η εξαφάνιση της πελάτισσάς μου. Όλα αυτά θα μπορούσαννα λείπουν. Κι όμως ένιωθα ότι όλα αυτά δε θα μπορούσαν ναλείπουν.«Θα σε αναγκάσουν να τον προσκυνήσεις».Τι; O ογκώδης ταρίφας με το μουσάκι και τα σταυρουδάκια είχεσταματήσει σ’ ένα φανάρι κι είχε γυρίσει πίσω. Με κοίταζε. Μεσιγουριά.«Ποιον;»«Τον 666. Τι λέμε τόση ώρα;»Είχε δίκιο. Τι λέμε τόση ώρα;Μπήκα σε μια εφημερίδα που ξέρω έναν τύπο που του είχα δώσεικάποτε μια είδηση που τον έκανε πρώτο όνομα και πήρε μέχρι καιεκπομπή στην τηλεόραση, για λίγο όμως, γιατί ήτανε κουλτουριάρηςκαι δεν είχε ακροαματικότητα και τον κόψανε. Του ζήτησα να με πάειστα αρχεία και να με αφήσει εκεί με έναν καφέ. Το έκανε χωρίςαντιρρήσεις γιατί –και εδώ είναι το αστείο– νομίζω ότι με θεωρείπολύ σοβαρό στη δουλειά μου.Τέλος πάντων. Είμαι εδώ, μπροστά σ’ ένα κομπιούτερ. Ευτυχώς έχειαιρκοντίσιον κι έτσι το μυαλό μου σιγά σιγά περνάει σε μιαθερμοκρασία που του επιτρέπει κάποιες λειτουργίες όπως η σκέψη.Έχω κατεβάσει όλα τα αποκόμματα, όλα τα ρεπορτάζ. «Τηλε-μανιακός, σύμπτωμα ή σύμβολο μιας εποχής;», «Σκοτώνει για πλάκαή για το κέφι του;», «“Κανένας ανώμαλος θα είναι”, δήλωσε ηβασίλισσα της νύχτας Ντέπυ Ζάχαρη. “Ξέρεις πόσους τέτοιους έχω δειτόσα χρόνια στα μαγαζιά; Κάθε βράδυ έχω δυο τρεις τέτοιους απόκάτω”», «“Δε φοβάμαι τον τηλε-τρελό”, δηλώνει η όμορφη νεαρήφοιτήτρια Μαρία T. σε γκάλοπ στο δρόμο», «Χτύπησε πάλι!»

78/104

Page 78: L. Xristidis Psyx

«ΤΡΟΜΟΣ», «Πότε επιτέλους θα νιώσουν ασφαλείς οι πολίτες αυτήςτης χώρας;», «O αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κύριοςΚαταγής κατήγγειλε την αδράνεια του κρατικού μηχανισμού οοποίος...», «Βρισκόμαστε στα ίχνη του», «H ελληνική αστυνομία γιαπρώτη φορά αισιόδοξη», «Το νύχι του δολοφόνου», «NEA ΦΡΙΚΗ»,«Στο σκοτάδι οι έρευνες», «Εικόνες σοκ», «Σεβόμαστε τηδεοντολογία, αλλά οι αναγνώστες μας έχουν δικαίωμα στηνενημέρωση...», κομμάτια ανθρώπων, ματωμένα εσώρουχα,συγκλονισμένος ο ιατροδικαστής, φρικιαστικές λεπτομέρειες, «... ηστυγερή ανθρωποκτονία...», ελπίζει η ηγεσία της αστυνομίας,ανώνυμοι πληροφοριοδότες, προσαγωγές αλλοδαπών υπόπτων,«Αλβανός ο ΤΗΛΕ-ΨΥΧ;». Φόνοι. Ανεξιχνίαστοι. Όλοι μοιάζουν γιατίείναι ανεξιχνίαστοι. Και γιατί είναι φόνοι. Κι όλοι διαφέρουν γιατίείναι διαφορετικοί. Γέροι, νέοι, μοντέλα, παιδιά, μόδιστροι, έναςταξιτζής, ίσως ένας ζητιάνος, μια κυρία, ένας κύριος, ένας εφοριακός.Χάνομαι, μπερδεύομαι, πίνω καφέ, καπνίζω. Ποιος τους σκοτώνειόλους αυτούς; Είναι ένας; Γιατί το κάνει; Το τεμαχισμένο μέλος,αιματοχυσία, κόκκινα κεφάλια εξέχουν από κόκκινα σεντόνια, φάτσεςμπάτσων που διώχνουν τον κόσμο, πυροσβέστες που απεγκλωβίζουνέναν που έπεσε σε φρεάτιο και καρφώθηκε σ’ ένα σίδερο – έπεσεμόνος του; Κάποιος τον έσπρωξε; «Aπροσδόκητη απώλεια»,πριονισμένη κάννη, ναυτική τραγωδία, ένα κοριτσάκι έχασε τη μαμάτου, πέρσι, δεν έχει βρεθεί ακόμα, πού είναι; Ένας βρέθηκεμαχαιρωμένος μέσα σε αεροπλάνο –μήπως το ’κανε μόνος του;– ηδιπλανή γριούλα νόμιζε ότι κοιμόταν –μήπως τον καθάρισε έτσι χωρίςλόγο;– πνιγμός ενενηντάχρονου, σ’ έναν κάδο σκουπιδιών βρέθηκανδυο αυτιά, ποιανού είναι, τι είχαν ακούσει; «Κατάφερε να τουεπιφέρει σφοδρά χτυπήματα», πυροβολείται διαιτητής, ανατινάζεταιμουσείο, καρπουζοπαραγωγός εκτελεί την κόρη του, πίνειακουαφόρτε και πέφτει σε στέρνα να πνιγεί, ταξίαρχος εναποστρατεία εκτελεί τον εραστή του, πρώην παγκόσμιος ρέκορντμανστο άλμα επί κοντώ στέλνει τη γυναίκα του στο νοσοκομείο σεαφασία, «Ξεκληρίστηκε οικογένεια», παιδάκι παθαίνει επιληψία σε

79/104

Page 79: L. Xristidis Psyx

κατασκήνωση, το χούφτωσε ένας κύριος, ηθοποιός χαστουκίζεισυνάδελφό του επί σκηνής, ζωντανή σύνδεση, έκλαψε η εικόνα τηςΠαναγίας σε κρεοπωλείο της Σάμου, γυναίκα φυσικού νιώθειελεύθερη μετά από εννέα χρόνια γάμου και κάποιος της γαμεί τοόνειρο, ζωντανή σύνδεση, επιχειρηματίας βάζει το στόμα του στηνεξάτμιση της BMW του, «Λουτρό αίματος», κομματιασμένοι σκύλοι σεδημοφιλή παραλία της Μυκόνου, μακελειό, νεογνολόγος τρώειέμβρυα, στυγνή εκτέλεση, απίστευτη αδελφοκτονία, του κάρφωσε τοξίφος του παππού τους, τον πότισε βυσσινάδα με ποντικοφάρμακο,πήρε διαζύγιο με το τσεκούρι, αμετανόητο το οχτάχρονο τέρας.Τι γίνεται; Ποιοι είναι όλοι αυτοί; Και ποιος τους το κάνει αυτό; Ποιοι;Ποιος; Γιατί;Βγήκα έξω, στον καθαρό, βρώμικο αέρα. Ζαλισμένος.Ανασυγκρότηση. Είναι βράδυ. Περπατώ. Σκέφτομαι.Πλησίαζα. Ήμουν κοντά. Το ήξερα και το ήξερε. Λίγο ακόμα και θατον άγγιζα. Δεν ήθελα να τον αγγίξω. Δεν ήθελα να με αγγίξει. Τονένιωθα δίπλα μου. Πίσω μου. Μέσα μου. Άκουγα την αναπνοή του.Ένιωθα το σφυγμό του. Το βλέμμα του στην πλάτη μου. Δεν ήθελαούτε να τον ξέρω. Πολλές φορές έχω έρθει κατά πρόσωπο με φάτσεςκακές, μοχθηρές, τύπους τρομαχτικούς, εγκληματικούς. Αυτός όμωςδεν ήταν ένας μόνος του. Ήταν όλοι μαζί. Ήταν αυτός και όλοι οιάλλοι σαν αυτόν. Ήταν όλοι. Κι ήμουν μόνος. Και δεν είχα τρόπο νααμυνθώ παρά μόνο τη συνέπειά μου. Δεν είναι κανένας φοβερόςτρόπος, αλλά αυτόν έχω.Και περπατούσα. Και τον ήξερα καλά. Αυτός ο άνθρωπος δεν είχεδημιουργηθεί μέσα στο ίδιο το μυαλό του. Ήταν ένα αυτοτελές,αντιπροσωπευτικό, τέλειο τμήμα της κοινωνίας που τον περιέβαλλε.Που τον περιβάλλει. Που μας περιβάλλει. Σκεφτόταν όπως αυτή.Σκότωνε όπως αυτή. Πέθαινε όπως αυτή. Κι εγώ τον έπαιρνα μάτι.Και περπατούσα. Βήμα ταχύ. Περπατώ ωραία όταν πρέπει. Περπατώστους δρόμους της πόλης και δε μ’ αρέσει καθόλου – έτσι το λέω, γιανα της κάνω νάζια. Τη βρίζω όπως την γκόμενα που θα αγαπούσα αντην έβριζα τόσο. Είναι χάλια. Έχει υγρασία, ζέστη, βρωμάει, είναι

80/104

Page 80: L. Xristidis Psyx

άσχημη. Εγώ είμαι παιδί της. Δεν έχω κάνει ποτέ διακοπές. Μουαρέσει η θάλασσα, αλλά κι οι δυο νιώθουμε αμήχανα όταν βρεθούμεστον ίδιο χώρο. Δούλευα από μικρός, δεν είχα καιρό για βόλτες. Μετάπου μεγάλωσα, δεν είχα όρεξη. Νιώθω άνετα στην πόλη, είμαι κομμάτιτης. Και, δυστυχώς, μάλλον της μοιάζω. Έτσι εξηγείται που και εγώ τησυμπαθώ και αυτή με ανέχεται. Γερνάμε μαζί. Αυτή όμως γερνάειάσχημα. Τη λυπάμαι συχνά. Και προσπαθώ να μένω ανεπηρέαστοςαπό το χρόνο. Όχι να μη γερνάω και τέτοια, απλά να μηνεπηρεάζομαι.Έτσι νομίζω ότι είμαι πιο αντικειμενικός με τα πράγματα γύρω μου.Αυτά επηρεάζονται. Αλλάζουν. Όταν κάποιος αλλάζει μαζί με ταπράγματα γύρω του, δεν καταλαβαίνει ότι αλλάζει, ούτε αυτός ούτε ταπράγματα γύρω του. Δεν καταλαβαίνει τίποτα. Και περνάει ο καιρόςκαι ξαφνικά όλα είναι διαφορετικά και νιώθει ξένος με όλα καιεντελώς γέρος. Εγώ θέλω να δω τα πράγματα γύρω μου να γερνάνεγια να γεράσω κι εγώ. Προς το παρόν βλέπω. Βλέπω γύρω. Βλέπωτους ανθρώπους ν’ αλλάζουν. Σκέφτονται αλλιώς, γελάνε με λάθοςαστεία, κλαίνε για ηλίθιους λόγους – αν τους παίρνει η κάμερα,αντιδρούν σπασμωδικά, ανακόλουθα, δεν αντιδρούν καθόλου. Πέφτειξύλο στους δρόμους, διάφοροι δέρνουν, βγάζουν πιστόλια, κρατάνεκαδρόνια, γίνονται πρωτοσέλιδα, ξεχνιούνται. Απ’ όλους. Εγώ δενξεχνώ. Δεν ξεχνώ αυτούς που δέρνουν. Δεν ξεχνώ αυτούς πουδέρνονται. Τους θυμάμαι όλους. Έναν προς έναν. Δεν ξεχνώ ποτέφάτσες.

Κατέβηκα τα σκαλάκια πηδηχτός. Κλόπιτικλόπ, κλόπιτικλόπ.Ξεκλείδωσα τη σκούρα πράσινη πόρτα πολύ γλυκά. Άνοιξε μ’ ένα πολύελαφρύ τρίξιμο. H μπόχα που με χτύπησε στα μούτρα μπαίνοντας μουχάλασε λίγο τη διάθεση. Μέσα στο σκοτάδι δεν ξεχώριζε τίποτα εκτόςαπό τη βαριά αναπνοή της. Άναψα απότομα το φως και φώναξα«Ταρατατζούμ!» για να γελάσουμε. Δε γελάσαμε όμως όλοι. Κάποιοιαπό μας, κουλουριασμένοι και αλυσοδεμένοι σε μια σωλήνα του

81/104

Page 81: L. Xristidis Psyx

λέβητα, με μια τραχιά στρώση ξεραμένου αίματος να καλύπτει άλλοτεξανθές και ροδαλές επιφάνειες, δε γελούσαν καθόλου. Μόνοαγκομαχούσαν σκυφτοί, κρεμασμένοι και τρομαγμένοι. «Μαρίνα;»της είπα, αλλά δεν κούνησε καθόλου. Την άρπαξα κι εγώ από μιαξανθοκόκκινη τούφα και της το σήκωσα. Το κεφάλι. «Μαρίνα;» τηςξανάπα. Το βλέμμα της ήταν τόσο βαρύ όσο το σώμα της. Ασήκωτο.Το σήκωσε τόσο αργά. «Είσαι έτοιμη;» τη ρώτησα όσο πιο ήρεμαμπορούσα. Με έφτυσε με απόλυτο μίσος. Ήταν έτοιμη. Κλόπιτικλόπ.

Έξω από την εξώπορτά μου υπήρχε ένας λευκός φάκελος, τελείωςαδιάφορος για το περιεχόμενό του. Είχε μέσα μια κασέτα κι ένα χαρτί.Το χαρτί έγραφε IMMACULATUS DIVINIS FONTIS UTERUS. Hκασέτα δεν έγραφε τίποτα. Την έβαλα στο κασετόφωνο. Ήταν το«Ντιλάιλα» του Τομ Τζόουνς. Αν ο τύπος προσπαθούσε να μου πεικάτι, δεν το πετύχαινε. Μπορεί πάλι να του αρέσει ο Τομ Τζόουνς.Ξέρω και λιγότερο τρελούς που τους αρέσει. Έψαξα και το τσιτάτο.Σημαίνει: Αμόλυντη Κοιλία Θείου Νάματος. H επικοινωνία με τονψυχοπαθή φίλο μου γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη.

Έπλυνα τα παπούτσια μου γιατί είχαν λερωθεί. Έκλεισα και το φως.Τα πράγματα έχουνε πάει πολύ καλά. Και τώρα έχει έρθει η ώρα γιατο μεγάλο κόλπο. Το τελευταίο.

Και όπως κάθομαι και διαβάζω λατινικά λεξικά ακούγοντας τιςμεγάλες επιτυχίες του Τομ Τζόουνς, χτυπάει το κουδούνι. Παίρνω τοπιστόλι μου και πάω στην πόρτα. Την ανοίγω. Δεν είναι ο δαιμονικόςαριθμός 666 που θα μ’ αναγκάσουν να προσκυνήσω, είναι η κυρίαΜαριελένη, ξεβαμμένη απ’ το κλάμα και κάπως αλλόφρων. Κρατάειμια σακούλα –μπλε– και μπουκάρει χωρίς να ρωτήσει. Δεν έχει τηλεπτή ερωτική διάθεση της προηγούμενης φοράς. Γιατί άραγε;

82/104

Page 82: L. Xristidis Psyx

Στέκεται στη μέση του σαλονιού μου και κοιτάει γύρω γύρω. Πάειστην τηλεόραση. Κοιτάει το τραπεζάκι που τη στηρίζει. Γονατίζει κιαρχίζει να πετάει στον αέρα τα περιοδικά που τόσα χρόνια έχωστοιβάξει στο συγκεκριμένο σημείο του πατώματος. Κάτω από ταπεριοδικά, κι ενώ ακόμα κι εγώ έχω ξεχάσει την ύπαρξή του, βρίσκειτο βίντεο που μου είχε χαρίσει ο κύριος Φουρλατσικλάκης,εισαγωγέας ηλεκτρονικών ειδών, επειδή νόμιζε ότι έσωσα την κόρητου από το βούρκο των ναρκωτικών. Στην πραγματικότητα η κόρητου... τέλος πάντων, περάσαμε ωραία τότε. Είναι από κείνες τιςσχέσεις που σου μένουν. Κι εμένα μου έμεινε. Το βίντεο.«Δουλεύει;» ρώτησε η κυρία του κυρίου με έξαλλο ύφος.«Ναι. Νομίζω», είπα, γιατί το είχα συνδέσει κάποτε για να δω όλα ταγκολ των Παγκοσμίων Κυπέλλων 1930-1990: 60 χρόνια μαγεία.«Ωραία. Θέλω να δεις κάτι», είπε και την έχωσε μέσα.Την κασέτα.O άνθρωπος! Τι εφευρετικό ον! Τι δυνατότητες! Πάντα θα μεεκπλήσσει!«Είναι το αγαπημένο μου», είχε πει η Μαριελένη πατώντας το PLAY.Όντως ήταν.Σκοτάδι. Καπνοί. Υποβλητική μουσική. Φως. Χαμογελαστά μπαλέτααπό πρώην ανατολικά μπλοκ.Μην ξεχνάςστο κανάλι που αγαπάςεκεί θα δειςό,τι επιθυμείςαστέρια, γέλιο, μουσικήτο βράδυ θα ’μαστε μαζί.«Κο-λο-σέ-ουμ!»Το «Κολοσέουμ». Με τη Μαρίνα όμορφη, αστραφτερή, κεφάτη.«Καλησπέρα, καλησπέρα, καλησπέρα, αγαπητοί μου φίλοι, ουουφ...»ξεφύσηξε γιατί είχε λαχανιάσει χορεύοντας με το μπαλέτο, «... τιέχουμε σήμερα; E;» χάιδεψε κάτι κυρίες στην πρώτη σειρά. «Και τιδεν έχουμε, ουουφ!»

83/104

Page 83: L. Xristidis Psyx

H Μαρίνα. Ήθελα να σκεφτώ κάτι γι’ αυτήν, κάτι όμορφο, ότι μουλείπει ή κάτι τέτοιο. Δεν μπορούσα. H Μαρίνα που φίλησα θα ήθελανα είναι καλά και να την ξαναφιλήσω αν θέλει. Αυτή εδώ η γυναίκατης έμοιαζε, δε λέω, αλλά μου ήταν τελείως άγνωστη, όσο άγνωστομπορεί να είναι ένα κινούμενο σχέδιο ή μια επιγραφή H ΠΟΡΤΑΑΝΟΙΓΕΙ ΠΡΟΣ TA ΕΞΩ.Κοίταξα την κυρία Σικαλέοντα. Δεν κοιτούσε το βίντεο. Κοιτούσεεμένα. Αυτό δε με ανησύχησε τόσο όσο το ότι κρατούσε έναπερίστροφο.«Είναι το “Κολοσέουμ“», είπε.«Ναι», είπα, γιατί όταν κάποιος κρατάει πιστόλι, εγώ του λέω «ναι»ακόμα κι αν ρωτήσει τι ώρα είναι.«Είναι το “Κολοσέουμ” της περασμένης βδομάδας».«Ναι».«Της περασμένης Τρίτης».Τα έλεγε όλα αυτά σαν να ήθελε να πει κάτι περισσότερο απ’ αυτό πουέλεγε.«Ναι».«Δεν το έγραψα εγώ».«Ναι».«Το έγραψε ο άντρας μου».«Ναι».«Και το είδαμε μαζί το βράδυ της περασμένης Τρίτης».Στοπ. Την περασμένη Τρίτη... ναι... μάλιστα. Ναι.Σηκώθηκα. Την κοίταξα.«Είναι τετράωρη κασέτα», είπε.Της έβαλα ένα ουίσκι, της το ’δωσα και πήρα το δικό μου στομπαλκόνι. Ακούμπησα στην κουπαστή. Σκέφτηκα. H κυρία Μαριελένηχαπακώνεται το απόγευμα της Τρίτης και λέει στο σύζυγό της καιγνωστό επιχειρηματία κύριο Σικαλέοντα να την ξυπνήσει στις 9.30΄.O κύριος Μιχαήλ –που πιθανώς έχει ποτίσει τη σύζυγό του και πρώηνΜις Μπιούτιφουλ Τούρισμ με μερικά έξτρα χαπάκια– αφήνει τηνκυρία του στο λήθαργό της κατά τις 9.00 αφήνοντας το βίντεο να

84/104

Page 84: L. Xristidis Psyx

γράφει. Παίρνει τη λιμουζίνα του –ίσως και δύο υπαλλήλους του, ένανκοντό κι έναν χαζό– και επισκέπτεται την ερωμένη του, ΣτέφκαΝταητσίλα, την οποία και δολοφονεί για προσωπικές διαφορές στις11.30΄. Επιστρέφει στη «Βίλα Μαριελένη» στη 1.00΄ τα μεσάνυχτα,όπου και βρίσκει την ομώνυμη σύζυγό του βυθισμένη στη λίμνη τωνηρεμιστικών. Αλλάζει τα ρολόγια, την ξυπνάει, της λέει, «Άντε, βρεχαζό, τον παραπήρες, αρχίζει η Μαρίνα», και βάζει την κασέτα. Hκυρία Μαριελένη σηκώνεται αποχαυνωμένη από το κρεβάτι καισέρνεται μέχρι τον καναπέ, όπου και παρακολουθεί μαζί με το σύζυγότης, γνωστό επιχειρηματία κτλ., το αγαπημένο της σόου. Το σόουτελειώνει και η κυρία πάει να συνεχίσει αυτό που διέκοψε στις 12.30΄,όπως νομίζει, στις 4.00, όπως γνωρίζει ο υπόλοιπος κόσμος στοσυγκεκριμένο γεωγραφικό μήκος. Την άλλη μέρα ξυπνάει λίγο αργά,αλλά δεν πειράζει. Δεν έχει τίποτα να κάνει. Μόνο να πει στουςκυρίους αστυνομικούς τι έκανε χτες βράδυ.Βρε, τον κύριο Μιχαήλ. Και γιατί δεν έστελνε τα τσιράκια του νακάνουν τη δουλειά ωραία και παστρικά; Γιατί ήθελε να το κάνει οίδιος. Μάλιστα, φίλε. Και οι κακοί έχουν δικαίωμα σε κάποιεςπροσωπικές απολαύσεις.Γύρισα και κοίταξα τη Μαριελένη. Ή τουλάχιστον εκεί που νόμιζα ότιήταν η Μαριελένη. Γιατί στην πραγματικότητα η Μαριελένη δεν ήτανεκεί που κοίταζα. Δεν ήταν πουθενά μέσα στο οπτικό μου πεδίο. Είχεαφήσει το ουίσκι της και τη βιντεοκασέτα, αλλά είχε πάρει τοπερίστροφό της. Και ξεχυνόταν έξω. Στον κόσμο. Ένα ζώο πουεξεγείρεται και καλπάζει ελεύθερο. Και πού αλλού θα νιώσει ένα ζώοπραγματικά ελεύθερο;Κοίταξα από τη βεράντα μου τη ζούγκλα γύρω μου. Ένιωσα κυνηγός.

... μου φαίνεται πολύ αστείο... είναι για γέλια... Αμόλυντο ΝάμαΚοιλίας, πώς το είπα;... Είναι για γέλια... «Ντιλάιλα»... Πού ταβρίσκω!... Είναι πολύ αστείο... Κι όσο πάει γίνεται και πιο αστείο...

85/104

Page 85: L. Xristidis Psyx

Ήταν αργά όταν χτύπησε το τηλέφωνο και δε σκεφτόμουνα τίποτασυγκεκριμένο. Το σήκωσα.Ήταν ο Ζακ. O Ιάκωβος Ορταξίδης αυτοπροσώπως. Λαχανιασμένος.«Κύριε Ταυ... εε... ακούστε... υπάρχουν σημειώματα. Απειλητικά. Απ’αυτά που με ρωτούσατε. Σπίτι μου. Ίσως... ίσως θα θέλατε...ακούστε... εγώ θα φύγω. Είχα μία πρόταση από την Αμερική για έναπολυεπίπεδο σόου σε εθνικό δίκτυο... μια πολύ τιμητική πρόταση...καταλαβαίνετε... H Αμερική ξέρετε... είναι μια πρόκληση... τι λέτε κιεσείς;»Τι να ’λεγα; Καλό ταξίδι κι αέρα στα πανιά σου. Έφευγε κυνηγημένος.O πιο σκληρός έφευγε με τα πόδια στον ώμο. Πιλάλα. Κάτι είχε γίνει.Ήταν σίγουρος ότι θα είναι ο επόμενος.Ίσως... ήξερε. Κάτι. Τι; Το άτομο έφευγε τρέχοντας. Σε δέκα λεπτάήμουν σπίτι του.Δυώροφη μονοκατοικία. Έδειχνε άδεια. Βιαστικά άδεια. Ρούχα στοπάτωμα. Ανοιχτές ντουλάπες. Αναποδογυρισμένα συρτάρια. Άδειεςκούτες. Κρεβατοκάμαρα, πουπουλένιο στρώμα, βεράντα. Σαλόνι,στερεοφωνικά. Πουθενά σημειώματα. Σκάλα. Καθοδική. Κελάρι.Κρασιά. Ημίφως. Βαριά μυρωδιά κλεισούρας. Σαπίλας. Ένατραπεζάκι κάτω από τη λάμπα. Μια παλιά γραφομηχανή κι ένα πάκοσελίδες. Ημερολόγιο. Του Ζακ. Τσιγάρο. Πρώτη σελίδα.

Δεν είμαι άσχημος. Ένα περιοδικό που δεν εκτιμώ πολύ, αλλά πουλάεικαι διαβάζεται, με κατέταξε τον περασμένο μήνα στους «Δέκα ΠιοΣέξι Έλληνες». Εντάξει, δεν το πήρα κι απάνω μου, χέστηκα, αλίμονο,παιδιά είμαστε τώρα; Στ’ αρχίδια μου τι λέει η κάθε φυλλάδα, αλλά,όπως και να το κάνεις, είναι μια δικαίωση. Θέλω να πω«επαγγελματική». Και, σημειωτέον, είμαι ο μόνος από τους «Δέκα ΠιοΣέξι Έλληνες» που δεν είναι τραγουδιστής, ηθοποιός ή μοντέλο. Oμόνος. Είναι αλήθεια ότι προσέχω την εμφάνισή μου. Για να μεπροσέχει κι αυτή. Κακά τα ψέματα, στη δουλειά μου η εμφάνισηπαίζει ρόλο. Εγώ «γράφω» καλά. Πολύ καλά. O φακός μ’ αγαπάει. Τα

86/104

Page 86: L. Xristidis Psyx

μάτια μου είναι γκρίζα. Έχω γενικά καλές γωνίες στο πρόσωπο καιάψογα δόντια. Πολύ άσπρα. Αυτά δεν τα λέω εγώ. Έχουν γραφτεί.Επανειλημμένα. Πολύ άσπρα. Δόντια. Τα πλένω καθημερινά, τρειςφορές τη μέρα, και χρησιμοποιώ ένα ειδικό φαρμακευτικό προϊόν–εισαγωγής– για να λάμπουν. Αποτέλεσμα; O Μίστερ ΑστραφτερόΧαμόγελο (Τηλεοπτικά Βραβεία Περιοδικού ΣΜΑΚ – τρεις χρονιέςσερί). Εντάξει, στ’ αρχίδια μου που είμαι ωραίος. «H ομορφιά δενείναι εξωτερική, είναι εσωτερική». Το λέω αυτό συχνά στις εκπομπέςμου, με ειλικρινές και πονετικό ύφος, και πιάνει συνήθως σε κάτιαγάμητες χοντρές ή τίποτα κακομούτσουνες αδερφές. Μισώ τιςαδερφές. Και τις χοντρές.

Ωραίος ο Ζακ. Και μεγάλος δημοκράτης. Πολύ ανοιχτό μυαλό. Τοπράμα θα είχε γέλιο.Έβαλα ένα ουισκάκι από την –πλήρη, οφείλω να ομολογήσω– κάβατου προοδευτικού παρουσιαστή. Γύρισα σελίδα.

Όπως κοίταζα τη φαβορίτα μου –υπερβολικά μακριά για τηντρέχουσα τηλεοπτική πραγματικότητα, κάτω απ’ τη μέση του αυτιού!–σκεφτόμουνα ότι, εντάξει, η ομορφιά είναι ένα θείο δώρο, αλλά κανείςδε φτάνει εκεί που έφτασα μόνο μ’ αυτήν. Πόσοι ωραίοι αποτυχημένοιζουν δυστυχισμένοι δίπλα σας; Όχι, όχι, δε γίνεται έτσι απλά. Hκορυφή είναι πολύ ψηλά για τους τεμπέληδες μέτριους. Δουλειά.Σκληρή δουλειά. Πάνω απ’ όλα. Με αφοσίωση. Και τόλμη. Ρίσκο.Θυμάμαι όταν όλος ο σταθμός είχε πέσει πάνω μου για να κόψω τηφαβορίτα –είχανε τρελαθεί, μιλάμε για κάτω από τη μέση του αυτιούε;– κι εγώ τους είπα: «Τι θέλετε, ρε μαλάκες; Μια ακόμα εκπομπή ήτην εκπομπή;» κι οι καραγκιόζηδες με τις γραβάτες το βουλώσανεκανονικά, ε, αυτό, φίλε, ήταν ρίσκο. Και το πήρα μόνος μου. Και ηφαβορίτα έμεινε και τώρα όλοι οι άλλοι τρέχουν κι αφήνουνφαβορίτες. Έτσι είναι. Υπάρχουν στιγμές μέσα στους αιώνες πουκάποιος πρέπει να τολμάει να πηγαίνει κόντρα. Σε όλους. Και όλα. Κι

87/104

Page 87: L. Xristidis Psyx

ύστερα όσοι στην αρχή τον έβριζαν και τον χλεύαζαν πέφτουν σταγόνατα και προσκυνούν με τα μούτρα στο χώμα. Σαν τα σκουλήκια.Έτσι δε γίνονται οι επαναστάσεις;

Τι λε, ρε Ζακ! Φοβερό ψώνιο; Μεγατόνων; Κρίμα που δεν τον πρόλαβεο τηλε-φονιάς. Τσιγάρο, γουλιά, άλλη σελίδα.

Μπήκα μέσα, ο ήλιος έγινε ξαφνικά υπερβολικά αισθητός. Άνοιξα τοψυγείο και πήρα τρία πορτοκάλια. Έψαξα για μαχαίρι.Συνειδητοποίησα ότι όλα τα μαχαίρια μου ήταν σπασμένα ήπαραμορφωμένα. Και τα πιρούνια μου επίσης. Τι να κάνεις; Έκοψα ταπορτοκάλια με κουτάλι. Και δόντια. Ντροπή για έναν από τους «ΔέκαΠιο Σέξι Έλληνες». Τα έστυψα. Τα ήπια. Αυτή τη στιγμή δεν έχωσταθερό δεσμό. Μπήκα στο ασανσέρ. Καθρέφτης. Άσπρο σακάκι,γυαλί, μαλλί, φαβορίτα. Λίγος ιδρώτας. Στα φρύδια. Τον μάζεψα.Μαντίλι με κεντημένο μονόγραμμα. Μισώ τον ιδρώτα. Στα φρύδια,στις παλάμες, παντού. Μισώ τα ακάθαρτα υγρά.

Βρε, τον Ζακ! Κάπως προβληματικός. Κάπως αντιπαθής. Κάπωςτρελός. Όπως τον περίμενα. Άλλη σελίδα.

Δεν ήμουν πάντα έτσι. Κάποτε ήμουν αλλιώς. Ένας απλός, κανονικόςάνθρωπος. Όπως όλοι σας.

Ευχαριστούμε, ρε Ζακ, να ’σαι καλά.

Ξεκίνησα χαλαρά. Για πλάκα. Ήταν ένας βλάκας. Ένας απ’ αυτούςτους βλάκες. Είχε έρθει στην εκπομπή, ένας κλάψας, κλαιγόταν όλη

88/104

Page 88: L. Xristidis Psyx

την ώρα, τον είχε αφήσει η γυναίκα του, είχε πάρει και τα παιδιά, δενείχε δουλειά, ήταν και μεθύστακας, κάτι τέτοιο, δε θυμάμαι ακριβώς.Ήταν μια βαρετή εκπομπή. Μόνο σε κάποια φάση πήγε ο κλάψας ναπλακώσει τη γυναίκα του και σηκώθηκε να τον πλακώσει ο γκόμενόςτης, εγώ τους χώρισα –όπως πάντα– ρίχνοντας λάδι στη φωτιά, τελικάτζίφος, ήταν κότες και οι δύο, δεν παίξανε μπουνιές, δεν παίξανεκλοτσιές, δεν παίξανε τίποτα, η εκπομπή ήταν σούπα. Δεν είχαακροαματικότητα, μπορούσα να το νιώσω στον αέρα που ανέπνεα,ήταν η εποχή που η Μαρίνα ήταν στα πάνω της, την προωθούσανεόλοι, ντε και καλά, με μια ανόητη υστερία, η «Μεγάλη Ξανθιά», η«Κορ-Μαρίνα» και όλες αυτές οι μαλακίες, ενώ ήταν απλά μιαγκόμενα με «προσβάσεις», τρία χρόνια βοηθός μου, πόσες φορέςμπάλωνα τις μαλακίες, τα λάθη, τα χαζά χαμόγελα, την επίδειξηαναλφαβητισμού, την έλλειψη επικοινωνίας με το φακό, αλλά αυτήεκεί, επίμονη, μεθοδική, έστρωνε το δρόμο της, όταν εγώσκοτωνόμουν στη δουλειά, αυτή ανέβαινε γρήγορα ανοίγοντας δρόμομε τσιμπούκια, τελείως ατάλαντη, αμόρφωτη, μια ηλίθια γκόμενα μεωραία μπούτια και ωραιότερες δημόσιες σχέσεις, μου έσκαβε τολάκκο, μέχρι που έφυγε, κι εγώ χρειάστηκα λίγο χρόνο για να σταθώξανά στα πόδια μου, όμως στάθηκα, στάθηκα γερά και σηκώθηκαπάλι, γιατί εγώ είχα ιδέες, αυτή είχε βυζιά κι εγώ είχα ιδέες, διαφοράκλάσης, την ξανάπιασα, την προσπέρασα, αυτή ήταν ένας απλόςκομήτης, εγώ ήμουν πλέον κλασικός. Όλοι οι κλασικοί περνούν μιακρίση. Ποιος διαβάζει Ντοστογιέφσκι σήμερα; Ποιος ακούειΜότσαρτ;

Καλά, ο Ζακ την έχει ψωνίσει τελείως. Είναι όμως εντυπωσιακή ηαγάπη και η στοργή με την οποία περιβάλλουν το ένα το άλλο τα μέλητης μεγάλης τηλεοπτικής οικογένειας. Άναψα άλλο ένα τσιγαράκι.Ένιωθα σαν να βρισκόμουνα στα άδυτα του ΣΜΑΚ, του Τηλε-Πλατς,του ΤιβιΜπουμ. Ήμουνα έτοιμος για ένα Πούλιτζερ ΚίτρινηςΔημοσιογραφίας και μάλιστα τώρα αμέσως, παρακαλώ. Τασάκι,συνεχίζουμε.

89/104

Page 89: L. Xristidis Psyx

Τέλος πάντων ήταν εκείνη η εποχή που δεν τα πήγαινα καλά κι είχαγυρίσει σπίτι μετά την κωλοεκπομπή με τον βαρετό μεθύστακα καιχαλάρωνα ακούγοντας Βέρντι και βουλιάζοντας σε αφρόλουτρο μεαρωματικά έλαια και άλατα και σκεφτόμενος το απόλυτο τίποτα, ότανχτύπησε το κουδούνι μου, και έμεινα έκπληκτος γιατί το κουδούνι μουδε χτυπάει συχνά, ειδικά όταν δεν το περιμένω, και άνοιξα με τομπουρνούζι και είδα μπροστά μου, προς μεγάλη και ειλικρινήαπογοήτευση, Αυτόν Που Δεν Ήθελα Να Δω: τον βαρετό μεθύστακααυτοπροσώπως. O οποίος ήταν το ίδιο βαρετός και το ίδιομεθύστακας, και πιο βαρετός και γλοιώδης, και ήρθε λέει να μ’ευχαριστήσει και έκλαιγε και γέλαγε και βρώμαγε και με ακούμπαγε–κάτι που ειλικρινά σιχαίνομαι– και μίλαγε συνεχώς, ένα ηλίθιοπαραλήρημα χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, χωρίς ρήματα, μόνο λέξεις,ανόητες συλλαβές, κλαψουρίσματα και χαζογελάκια ευγνωμοσύνης,ένας ασήμαντος βλάκας, με τραβολόγαγε μες στο σπίτι μου, ήθελε ναμου κάνει το τραπέζι, να μου δείξει πόσο μ’ έχει στην καρδιά του, γιατίείμαι ο μόνος που του στάθηκα στο ηλίθιο δράμα του, σχεδόν μ’έντυσε και με πήρε απ’ το χεράκι, δεν αντιστεκόμουνα, η αλήθειαείναι ότι δεν πίστευα στα μάτια μου, στ’ αυτιά μου, δεν πίστευα τίποτεαπό αυτό τον εφιάλτη, ήμουν αλλού, και ξαφνικά ήμασταν στοαυτοκίνητο του βλάκα και μου’λεγε, μου ’λεγε, μου ’λεγε και δεν άκουγα, δεν άκουγα, δεν άκουγα,μόνο κούναγα, κούναγα, κούναγα το κεφάλι με κατανόηση, όπως στηνεκπομπή, και δε σκεφτόμουν τίποτα, όπως στην εκπομπή, μόνοαόριστα ότι θα προτιμούσα να μη ζει καθόλου, ούτε λίγο, ούτε γιαπλάκα, και μέσα στην κακόγουστη βαβούρα της μονότονης κλάψαςείδα ένα πιστόλι να ασημίζει στα χέρια του, ήμασταν παρκαρισμένοισε μια γωνιά του δρόμου, στην παραλιακή, κάτω από ένα φως που δεθυμάμαι τι ήταν, κίτρινο πάντως, και ασήμισε ξαφνικά το πιστόλι, καιξύπνησα από το βυθό της βαρεμάρας και τον κοίταξα στα μικρά υγράτου μάτια, ενώ το μικρό υγρό του στόμα έφτυνε τις μικρές υγρές τουλέξεις, «Εγώ το είχα μαζί μου και ήθελα να τη σκοτώσω κι αυτήν κιαυτόν και τα παιδιά και μετά ν’ αυτοκτονήσω, αλλά δεν το έκανα γιανα μη σας χαλάσω την εκπομπή, γιατί σας σέβομαι και σας εκτιμώ», κι

90/104

Page 90: L. Xristidis Psyx

εγώ κούναγα-κεφάλι-κατανόηση και σκεφτόμουνα: ΓΙΑΤΙ; ΓΙΑΤΙ,ΑΧΡΗΣΤΟ ΣΚΟΥΠΙΔΙ, ΔΕΝ TO ΕΚΑΝΕΣ; H Μεγαλοξανθιά θα είχεφάει τα βυζιά της, φαντάσου την εικόνα, αίματα παντού, ξεφωνητά,εγώ κάπου στη μέση του πλατό σοκαρισμένος –ίσως και ελαφράτραυματισμένος– όμως ψύχραιμος και –πάνω απ’ όλα– βαθιάσυντετριμμένος για την άβυσσο της ανθρώπινης ψυχής που «με τόσοτραγικό τρόπο ξεδιπλώθηκε μπροστά στα μάτια σας, αγαπητοί μουφίλοι», και ξαφνικά μου φάνηκε τόσο ασήμαντος, τόσο τραγικάμηδαμινός, του πήρα το πιστόλι απ’ τα χέρια, έτσι απλά, όπως μουμίλαγε, σχεδόν μου το’δωσε μόνος του, το πήρα, το κοίταξα καλά, δεν είχα ξαναπιάσειπιστόλι, δεν ήξερα αν ήταν αληθινό ή αν ήταν γεμάτο, το ακούμπησαστο κεφάλι του –σταμάτησε να μιλάει, με κοίταξε με το πιο ηλίθιοχαμόγελο του σύμπαντος– και πάτησα τη σκανδάλη.

Τι;

Την άλλη μέρα με ξύπνησαν πολύ πρωί. Βαράγαν τα τηλέφωνα,χαμός. O τύπος που είχα, λέει, στη χτεσινή εκπομπή αυτοκτόνησε χτεςβράδυ μέσα στο αυτοκίνητό του, άκου να δεις, έκανα κάποιεςδηλώσεις συγκλονισμένος, το ίδιο βράδυ είχα ξανά καλεσμένους τηγυναίκα, τον γκόμενό της και τα παιδιά, το κοινό ήταν φανεράεχθρικό απέναντί της κι εγώ –διατηρώντας πάντα ίσες αποστάσεις–την επέπληττα συγκρατημένα θυμωμένος που δεν έδειξε κατανόηση σ’έναν άνθρωπο που –κακά τα ψέματα– ήταν ο πατέρας των παιδιώντης. Το κοινό με επικροτούσε με επιφωνήματα, η γυναίκα έκλαιγε, ταπαιδιά ήταν σκυμμένα και βουβά, αξέχαστο πλάνο, ακόμα και ογκόμενος –ένας βλάκας εφάμιλλος του μακαρίτη– έδειχνε να τα ’χειεντελώς χαμένα, δείχναμε και αποσπάσματα από τη χτεσινή εκπομπήμε τον συγχωρεμένο να δηλώνει σε τρε γκρο «Αφού σ’ αγαπάω, μωρέ,γιατί δε γυρίζεις;» και «Γιατί δε μ’ αφήνεις να δω τα παιδιά μας;» καιάλλα τέτοια και παίρνανε τηλέφωνα και τους βρίζανε κι εγώ

91/104

Page 91: L. Xristidis Psyx

προσπαθούσα –φυσικά– να κρατήσω τις ισορροπίες, πράγμαδύσκολο, αφού ήμουνα –φυσικά– συγκλονισμένος. Δεν ξανάδα ποτέκανέναν απ’ αυτούς, ούτε έμαθα ποτέ τι απέγιναν ούτε και μ’ενδιαφέρει.

Κάθομαι. Κάθομαι και... πάμε πάλι. Κάθομαι και κοιτάω όλα αυτά ταχαρτιά. Όλα αυτά τα σκόρπια χαρτιά. Όλα αυτά τα απίστευτασκόρπια χαρτιά. Που λένε όλα αυτά τα απίστευτα σκόρπια πράγματα.Έχω στα χέρια μου έναν θησαυρό. Ξέρω πολλούς από σας που θαδίνατε τα πάντα για να τους ρίξετε μια ματιά, να τα αγγίξετε έστω.Αυτά τα χαρτιά σημαίνουν λεφτά, πολλά λεφτά, φήμη και δόξα κι ό,τιθες. Βρωμάνε όμως. Είναι άρρωστα και θα πεθάνουν. Και δεν ταγουστάρω. Έχω στα χέρια μου έναν θησαυρό. Έναν θησαυρό απόσκατά.

Ήρθε σήμερα ένας ντετέκτιβ να μου κάνει ερωτήσεις. Με κοιταζεπερίεργα, με θαυμασμό ανάμεικτο με ζήλια. Τον λυπήθηκα. Ήθελε ναγίνει φίλος μου. Μου είπε μάλιστα ότι είχε δει το σόου με τον Μίλτο,τον τραβεστί ζογκλέρ με τους δονητές, και ότι το βρήκε –άκου, άκου!–«ενδιαφέρον». Τι ηλίθιος! Τι κακός ψεύτης! Τι ερασιτέχνης «φίλος»!Τον μισούσε τον τραβεστί ζογκλέρ. Και τους δονητές του. Κι εγώ τονμισούσα. Το ίδιο και πιο πολύ. Και δεν τον σκότωσα τον σκατοζογκλέρμόνο εξαιτίας μιας καθαρής κλασικής αλληλουχίας συμπτώσεων.«Ενδιαφέρον»; Ούτε ο χειρότερος εχθρός μου δε θα χρησιμοποιούσετέτοια αδιάφορη, ανόητη, χλιαρή, ξεθυμασμένη λέξη. Τον κοίταξα.Ήταν αξιολύπητος. Είχε καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να πειέστω κι αυτή τη λέξη. Κι ακόμα μεγαλύτερη για να βρει το κουράγιονα δει έστω και μισό λεπτό απ’ την εκπομπή μου – γιατί τόσο είδε.Συγκινήθηκα κατά μία έννοια. Ίσως ήθελε στ’ αλήθεια να γίνει φίλοςμου. Ίσως ήθελε στ’ αλήθεια να με βοηθήσει, μόνο που δεν ήξερε πώςκαι από τι. Δεν ήταν χαζός. Είχε μαντέψει λίγα αλλά όχι αρκετά. Είχεπάντως έρθει πολύ κοντά. Κοίταζε τώρα το έκθεμα, αυτό το διάσημο

92/104

Page 92: L. Xristidis Psyx

αριστούργημα της Αναγέννησης, από απόσταση αναπνοής,απαγορευτική για την τέχνη. Μπορούσε να διακρίνει κάθε πινελιά,κάθε απόχρωση, κάθε εξόγκωμα της μπογιάς, κάθε λεπτομέρεια. Ανέκανε ένα δυο βήματα πίσω, θα μπορούσε να δει όλο τον πίνακα. Όλητην εικόνα. Όλο το σκηνικό. Φουλ. Σε σινεμασκόπ. Σε τεχνικολόρ. Ανέκανε ένα δυο βήματα πίσω, θα τρόμαζε.

Το πιο ωραίο μέρος που ξέρω είναι κάπου μακριά, νότια αλλά όχιζεστά, ορεινά αλλά όχι κρύα. Είναι μέσα στα ποτάμια και έχει πολλάδέντρα παντού. Πας με βάρκα και σκαρφαλώνεις ένα βουνό με ομίχληκαι στην κορφή έχει μια μεγάλη σπηλιά με πολλούς ανθρώπους. Αυτόείναι. Το έχω δει σε φωτογραφία.

H δουλειά εδώ τελείωσε. Δεν έχει ενδιαφέρον. Φεύγω. Πάω στηνΑμερική. Μου αρέσει η Αμερική. Είναι ωραία χώρα. Με πολλούςανθρώπους.

Μου τ’ άφησε για να τα βρω. Γιατί δεν τον νοιάζει. Γιατί δεν μπορώ νατου κάνω τίποτα. Γιατί δε με νοιάζει.

93/104

Page 93: L. Xristidis Psyx

ΔΕΥΤΕΡΑ

Ζέστη. ανοιχτή γηραιά κυρία. σκληρίζει. «Δύο εγκλήματα πουσυγκλονίζουν. Νεκροί στη “Βίλα Μαριελένη” ο Μιχαήλ Σικαλέονταςκαι η σύζυγός του. H Μαριελένη Σικαλέοντα πυροβόλησε το γνωστόεπιχειρηματία έξι φορές και μετά αυτοκτόνησε. Ζωντανή σύνδεση.Αποκεφαλισμένος βρέθηκε στο πορτ μπαγκάζ της Πόρσε του οδημοφιλής τραγουδιστής Επαμεινώνδας. Ζωντανή σύνδεση.Αναχώρησε για την Αμερική ο γνωστός παρουσιαστής Ζακ. Δηλώνειαηδιασμένος».Έγειρα το κεφάλι μου πίσω, βορά στον ανίκητο ήλιο. Κοίταξα τονουρανό. Δε νομίζω ότι έχω γελάσει ποτέ περισσότερο.

Page 94: L. Xristidis Psyx

Ευχαριστώ το δρ. Δ. K. ειδικό θερμοδυναμικό σύμβουλο, τις κυρίες M. T. – M. καιE. Π., επιστημονικές συνεργάτριες σε θέματα γευσιγνωσίας, τον αυτοδύτη T. Π.για την ιστορία του παππού και του ροφού και τη φιλόσοφο – στοχάστρια Ξ. M.για τη χρήση της λέξεως τηλεκοντάρ.

Άνοιξη 1998 – Φθινόπωρο 1999Ταλαμπάς/Ασπροβάλτα/Αθήνα/Χανιά/Σούγια/Φοτακάδο/Λέντας/Κύθηρα/ΚΤΕΛΗρακλείου-Χανίων/Άγιος Παύλος/Νια Τρανγκ/Ρέθυμνο/Κόρφος/Κάτω Z.

Page 95: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Μόνολογκ

σε χαρτάκια. Γράφω, γράφω, γράφω. Σχέσεις. Η ιστορία του θείου μου του Ακύλα.Αργότερα. Αυτό αργότερα. Πρώτα τα ουσιώδη. Τα χρειώδη. Εγώ, εμού του ιδίου.Πολτός. Αδυναμία χαρακτήρα. Το Αεροπλάνο. Τα σύννεφα. Οι θεοί. Πιο κάτω, οιάνθρωποι, τα φυτά, τα ζώα. Οι φυλετικά ανώτεροι. Ανίκητοι, αρχέτυποι, διηνεκείς. Οκαναπές. Κάθομαι ξαπλωμένος. Κόκονατ. Ασύλληπτη μυρωδιά ανανά. Γαλάζιατετράγωνη φωταψία. Ακτινοβολεί. Γίνεται χαμός. Είναι απολύτως απαραίτητο

Θέλω

Πρέπει να τα γράψω όλα προτού

Το Μόνολογκ δεν είναι απλώς ο τίτλος ενός μυθιστορήματος. Είναι η φωνή ενόςανθρώπου μπροστά σε μια βουβή οθόνη, είναι το θρυμματισμένο παραλήρημά του,είναι η κατακερματισμένη του ζωή στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. Είναι ηπεριπέτεια της γραφής, σ' ένα βιβλίο όπου η ίδια εκτίθεται γυμνή, από τους υπόγειουςσιδηροδρόμους της δυτικής Ευρώπης μέχρι τα υποφωτισμένα μπαρ των τροπικών.

Page 96: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Ωραία φάση

H Ωραία φάση είναι η ιστορία τριών συμφοιτητών και συγκατοίκων που είναι δύο. Oεξής ένας:

Tρεις μεσήλικες φίλοι απ' τα παλιά που είναι δύο. O εξής ένας:

Tρεις συμφοιτητές - συγκάτοικοι που είναι δύο. O εξής ένας:

Όλοι.

Eίναι η ιστορία τους.

97/104

Page 97: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Ο τυχερός αριθμός του δόκτορος Μπου και άλλα καλοκαιρινά παραμύθια

Tρία παιδιά, δύο σκυλιά και μία μαμά ξεκινούν για διακοπές. Πέντε φίλοι κάνουνεπίσκεψη σε μια καθωσπρέπει νησιωτική οικογένεια. Ένας πωλητής προσπαθεί ναπουλήσει το προϊόν του. Tρεις στρατιώτες συναντούν τρία κορίτσια στο περιθώριο μιαςγιγαντιαίας στρατιωτικής άσκησης. Έρωτες, φλογερά πάθη, ταψιά με σπανακόπιτα,θρησκόληπτοι πάνκηδες, βετεράνοι ποδοσφαιριστές, Pώσοι αντιαρματιστές,ερυσιβώδης όλυρα, κόκκινα ντοσιέ, λιακάδες, ουζάκια, ανέκδοτα, σκυλιά, μίνι χελώνες,λέμβοι. Aπλές, καθημερινές καλοκαιρινές ιστορίες ενός απλού, καθημερινούκαλοκαιριού.

98/104

Page 98: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Amazing Thailand

Ένας γιος. Ένας πατέρας. Mια μάνα. Mια αδερφή. Ένας φίλος. Ένας συμμαθητής. Mιαγκόμενα. Έλληνες. Kοράλλια. Aξύριστα κεφάλια. Kαι η ζούγκλα. Ποιος θα νικήσει;

99/104

Page 99: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Λοστρέ

Ο Λουκάς, ο Στέφανος, ο Χρήστος, η Όλγα, ο Φώτης, ο Πέτρος. Η Φιλία. Τα Cheats. Ομπαρμπα-Μήτσος. Ο Ζάχος. Το Ηρώον. Η Αγάπη, ο Γιώργης, ο Ανέστης. Οι Χειροπέδες.Ο Ροβέρτος. Η συνελεγμώνη. Ο Νεκτάριος, ο Τόνης, ο «Μπηφ». Η κοινοτοπία. Οκαρδιογράφος. Η Σία και η Μία. Το κινητό. Το τσιγάρο. Ο «Στάθης». Το ουίσκι. Η κυρίαΣάντη. Ο Ανεμιστήρας. Ο Κωνσταντίνος. Ο Δήμαρχος, ο Επιτελάρχης. Η Γ. Ο κάμπος. Ησκόνη. Ο ήλιος. Η ζέστη. Η Πηγή. Η Ποίηση. Ο φραπές. Το κομπιούτερ. Το ντουφέκι.Το Ηλεκτρικό Πριόνι. Η τηλεόραση. Ο Άλφα Λαγού. Η Ελλάδα. Οι Έλληνες. Κατά τοελάχιστον.

100/104

Page 100: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Διακοπές στη Χέλλαντ

Κληντέηβιλλ, 2364. Η παγκόσμια πρωτεύουσα του παγκόσμιου κράτους ευημερεί. OΦρέντυ Βάριους, Δεύτερος Τέταρτος, Υπεύθυνος Προόδου του ΠαγκόσμιουΠροεδρείου, έχει τα προβλήματά του: μοναξιές, εξυπνάκηδες, βιο-Βοηθοί,επτασφράγιστα μυστικά, βαρεμάρα, απαγορευμένα τραγούδια, πληροφοριακό βουητό,εκλογές. Χρειάζεται επειγόντως ξεκούραση. Και συν τοις άλλοις, πρέπει να σώσει τοτομάρι του αξιότιμου Προέδρου Φλατ, του Παγκόσμιου Προεδρείου και το δικό του. Θατα συνδυάσει και τα δύο. Στον κορυφαίο κοσμοτουριστικό κόμβο. Την ιστορικήΧέλλαντ. Με τις ομορφιές της. Με τα ωραία της. Θα παρακολουθήσει εντυπωσιακέςτελετές, θα παραστεί σε μεγαλόπνοες ομιλίες, θα φάει ψητά κρέατα εξαφανισμένωνζώων, θα πιει κρασί από σταφύλια, θα ζαλιστεί από τον ήλιο, θα χορέψει, θακολυμπήσει, θα μιλήσει, θα ακούσει, θα θυμηθεί. Θα κάνει φίλους. Και θα τους δει νακυλούν αργά. Προς το γλυκό πορτοκαλί σιρόπι. Είναι οι διακοπές του και θα το ρίξειέξω.

101/104

Page 101: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Δύο Θεοί

Oι Δύο θεοί είναι η ιστορία δύο φίλων που αποφασίζουν με συνοπτικές διαδικασίες καιελλείψει χρόνου να αποδώσουν στην ανθρωπότητα την αιωνιότητα που της αξίζει. Eίναιη ιστορία δύο παιδιών που αποφασίζουν να δώσουν στους φίλους τους την αιωνιότηταπου τους αξίζει. Eίναι η ιστορία δύο ακούσιων συγκατοίκων που αποφασίζουν ναδώσουν στον εαυτό τους την αιωνιότητα που τους αξίζει. Eίναι η ιστορία δύοφυλακισμένων που μέσα σε μια στιγμή θα ελευθερωθούν - για πάντα. Eίναι η ιστορίαδύο άσχετων που μέσα σε μια στιγμή θα γνωρίσουν - τα πάντα. Eίναι η ιστορία δύοθνητών που μέσα σε μια στιγμή θα ζήσουν - για πάντα. Eίναι η ιστορία του Πάτρικ, τουΠαράκελσου, του Πασίωνα, του Παρμαντιέ, του Πασκάλ, του πανούργου Πατιζίδη καιόλων των ξεχωριστών προσώπων που το όνομά τους αρχίζει από πι. Eίναι η ιστορία τηςIστορίας.

102/104

Page 102: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Τα χαστουκόψαρα

Γιατί ένας τακτοποιημένος, σοβαρός κύριος εξαφανίζεται; Γιατί η τηλεόραση είναιπάντα ανοιχτή; Γιατί φοράει αδιάβροχο; Γιατί δε θά 'ρθουν φέτος οι χρυσοίσκαραβαίοι; Πότε θα γυρίσει ο τσάρος; Πότε θα 'ρθει το τρόλεϊ; Γιατί ξεράθηκε η ελιά;Ποια ευχαρίστηση βρίσκει η Λάουρα στην πορνεία; Πόσες σταγόνες λεμόνι παίρνειένας σκέτος ελληνικός καφές; Tι χρώμα ματιών είχε; Ποιος κρέμασε τους κρεμαστούςκήπους; Γιατί τρυπάνε τ' αγκάθια; Γιατί παντρεύεται ο κόσμος; Ποια είναι η Mήτσος;Ποια είναι η Πάολα; Ποιος είναι ο Συμεών; Πού πάνε όλα τα χαμένα καπάκια τουσύμπαντος; Γιατί ανάβουν τσιγάρα στα Xάιλαντς; Γιατί σωπαίνει ο Πυλάδης; Tι είναιμεταλλείο; Γιατί ο Kαναδάς συνορεύει με τη Σουηδία, τη Bραζιλία και την Aίγυπτο;Γιατί δεν κουράζονται στο ένα πόδι οι πελαργοί; Γιατί εξαφανίστηκε το πιάτο μου; Tι τα'θελε τα καφεδάκια ο ηγούμενος; Γιατί οι Dead Kennedys άφησαν ανοιχτό τον ενισχυτήμετά τη συναυλία; Γιατί περπάτησε ο παραπληγικός πλωτάρχης; Γιατί κατέρρευσε οκομουνισμός; Tι χρειάζονται τα βιβλία; Tι θέλετε από μας; Aυτές κι άλλες απορίες δελύνονται με αυτό το μυθιστόρημα. Διατυπώνονται όμως και αυτό είναι κάτι. Δεν είναι;

103/104

Page 103: L. Xristidis Psyx

ΛΕΝΟΣ ΧΡΗΣΤΙΔΗΣ

Bororó

Bororό είναι μια πρωτόγονη φυλή της Βραζιλίας που ζει στον Αμαζόνιο, σε συνθήκεςλίθινης εποχής. Οι επιστήμονες συχνά αναφέρονται σ' αυτήν έκπληκτοι από τηνπολύπλοκη απλότητα ενός τρόπου ζωής βγαλμένου από τα έγκατα του χρόνου και τηςζούγκλας. Bororό είναι δύο ταξίδια με τρένο, ένα με βαπόρι στις Κυκλάδες, έναςχωρισμός, ένα πανηγύρι, ένα πάρτι σε κήπο, δύο μεθύσια, ένα όνειρο, πολλά τηλέφωνα,ένα αποκλειστικό ρεπορτάζ, τα επίσημα εγκαίνια ενός κυθερνητικού έργου, μιασυλλογή αναπήρων, ένα Νόμπελ Οικονομίας, μια εκλεκτή λαϊκή ορχήστρα. Bororό είναιμια βδομάδα απ' τη ζωή του Λάμπρου, του Διονύση, του Σταύρου και του Άγγελου. Είναιη ιστορία τεσσάρων τύπων που δεν προσπαθούν να ξεχωρίσουν, να συμμορφωθούν, ναγίνουν αρεστοί. Απλώς επιβιώνουν, ο ένας για τον άλλο και για όσους είναι σαν κιαυτούς. Δεν είναι τιμωροί, «απαστράπτουσα», «φωτισμένη» νεολαία. Είναι τέσσεριςφοβισμένοι Bororό, που προσπαθούν απλώς να υπάρξουν χωρίς να εκπολιτιστούν. ΑλλάBororo μπορεί να είναι κι αυτό που δε φαίνεται κι αυτό που δε λέγεται. Μόνοακούγεται, σαν μια ασταμάτητη «πλάκα», έξω από όρια και κανόνες.

104/104