Download - Το Μεγαλείο Του Έρωτα Julie Garwood
Το Μεγαλείο τoυ Έρωτα
JULIE GARWOOD
Tίτλος πρωτοτύπου:HONOR’S SPLENDOURby Julie Garwood
Cover illustration by Aleta RaftonCopyright © 1987 by Julie Garwood
Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 15562 Χολαργός, τηλ.: 2109238672, fax: 2109216847Web site: www.anubis.gr, e-mail: [email protected]
ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ EKΔOΣHΣ: Γιάννης ΙωαννίδηςΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Ειρήνη ΠαϊδούσηΔΙΟΡΘΩΣΗ: Μαρία ΓαργαρώνηΗΛΕΚΤΡΟΝΙΚΗ ΣΕΛΙΔΟΠΟΙΗΣΗ: Έρση ΣωτηρίουΠPOΣAPMOΓH ΕΞΩΦΥΛΛΟΥ: Mαίρη Λυμπέρη
www.e-bookshop.grAνάπτυξη και διάθεση ψηφιακών βιβλίωνΚλάδος της Digital Content A.E.ΥΠΕΥΘΥΝΟΣ ΤΟΜΕΑ E-BOOKS: Ιάσων ΜανούσοςΑΝΑΠΤΥΞΗ ΚΑΙ ΥΠΟΣΤΗΡΙΞΗ WEB SITE: Digital Content A.E.
Digital Content A.E.Λοχαγού Δεδούση 1 & Μεσογείων 304, 155 62 Χολαργός, τηλ.: 2106516888 fax: 2109216847Web site: www.digicon.gr, e-mail: [email protected]
ISΒN: 978-960-497-712-3
Όλοι οι χαρακτήρες και τα γεγονότα του βιβλίου είναι φανταστικά. Κάθε ομοιότητα με πρόσωπα ζωντανά ή μη είναι εντελώς συμπτωματική.
Απαγορεύονται η αναδημοσίευση και αναπαραγωγή -ολική, μερική ή περιληπτική-, η κατά παράφραση ή διασκευή απόδοση του κειμένου με οποιονδήποτε τρόπο -μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο- χωρίς προηγούμενη γραπτή άδεια του εκδότη, καθώς και η κυκλοφορία του σε οποιαδήποτε μορφή, ίδια ή διαφορετική από την παρούσα, στο πρωτότυπο ή σε μετάφραση ή άλλη διασκευή, σύμφωνα με το Νόμο 2121/1993 και τους Κανόνες του Διεθνούς Δικαίου, που ισχύουν στην Ελλάδα.
EB-00-1286
Κεφάλαιο 1
Όσα είναι αληθινά, όσα σεμνά, όσα δίκαια, όσα αγνά, όσα προσφιλή, όσα εύφημα, την αρετή και τον έπαινο, αυτά να σκέφτεστε, αδελφοί...
Επιστολή Παύλου προς Φιλιππησίους, 4:8
Αγγλία 1099
Θα τον σκότωναν.Ο πολεμιστής έστεκε καταμεσής στην έρημη αυλή, με τα
χέρια δεμένα με σχοινί στο στύλο. Με βλέμμα κενό κοιτούσε μπροστά, αγνοώντας προκλητικά τον εχθρό.
Ο αιχμάλωτος δεν είχε προβάλει αντίσταση. Τον έγδυσαν μέχρι τη μέση δίχως να σηκώσει γροθιά ή να διαμαρτυρηθεί έστω και μία φορά. Ο πλούσιος χειμωνιάτικος μανδύας με τη γούνα στις άκρες του, ο βαρύς αλυσιδωτός θώρακας, η βαμβακερή πουκαμίσα, οι κάλτσες και οι δερμάτινες μπότες είχαν πεταχτεί στην παγωμένη γη μπροστά του. Ήταν φανερός ο σκοπός του εχθρού. Ο πολεμιστής θα πέθαινε· όμως το γεμάτο σημάδια από τις μάχες κορμί του δε θα δεχόταν άλλο χτύπημα. Με το αδηφάγο κοινό να παρακολουθεί, ο αιχμάλωτος θα έβλεπε τα ρούχα του όσο θα αργοπέθαινε από το κρύο. Δώδεκα άντρες ήταν γύρω του. Είχαν τραβήξει τα μαχαίρια τους για να παίρνουν κουράγιο. Έστεκαν και τον χλεύαζαν με βρισιές και προσβολές ενώ χτυπούσαν τις μπότες τους στο χώμα για να ζεσταθούν. Όλοι
8 JULIE GARWOOD
τους κρατούσαν απόσταση ασφαλείας για την περίπτωση που ο πειθήνιος αιχμάλωτός τους άλλαζε γνώμη και αποφάσιζε να ελευθερωθεί και να τους επιτεθεί. Δεν αμφέβαλλαν ότι μπορούσε να το κάνει, μια και όλοι είχαν ακούσει τις ιστορίες για την ηράκλεια δύναμή του. Μερικοί μάλιστα είχαν γίνει κάποια στιγμή μάρτυρες της μεγάλης γενναιότητάς του στη μάχη. Κι αν ελευθερωνόταν από τα σκοινιά, θα ήταν αναγκασμένοι να χρησιμοποιήσουν τα μαχαίρια τους· μόνο που θα προλάβαινε στο μεταξύ να στείλει τρεις, ίσως και τέσσερις ακόμα στο θάνατο.
Ο αρχηγός των δώδεκα δεν μπορούσε να πιστέψει στην τύχη του. Είχαν πιάσει το Λύκο και σε λίγο θα γίνονταν μάρτυρες του θανάτου του.
Ήταν απίστευτο πόσο απερίσκεπτος είχε φανεί ο αιχμάλωτός τους. Κι όμως ο Ντάνκαν, ο ισχυρός βαρόνος της γης των Γουέξτον, είχε κυριολεκτικά περάσει στο οχυρό του εχθρού τελείως μόνος, χωρίς ούτε ένα όπλο για να αμυνθεί. Είχε κάνει την ανοησία να πιστέψει ότι ο Λούντον, βαρόνος ισότιμου τίτλου γης, θα σεβόταν την προσωρινή ανακωχή τους.
Μάλλον έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στη φήμη του, σκέφτηκε ο αρχηγός. Μάλλον θεωρεί τον εαυτό του πραγματικά ανίκητο, όπως συνηθίζουν να υπερβάλλουν σε ιστορίες για μεγάλες μάχες. Αυτός ήταν σίγουρα ο λόγος που έδειχνε τόσο απαθής μπροστά στον κίνδυνο που αντιμετώπιζε τώρα.
Ανησυχία άρχισε να τρυπώνει στο νου του αρχηγού όσο συνέχιζε να παρακολουθεί τον αιχμάλωτό του. Τον είχαν ξεγυμνώσει από κάθε ίχνος τιμής, είχαν κομματιάσει το λευκό και γαλάζιο οικόσημο που δήλωνε τον τίτλο και την αξία του, είχαν φροντίσει να μην απομείνει κανένα ίχνος του πολιτισμένου ευγενή. Ο βαρόνος Λούντον ήθελε να πεθάνει ο αιχμάλωτός του δίχως αξιοπρέπεια. Κι όμως, ο σχεδόν γυμνός πολεμιστής, που έστεκε τόσο περήφανος μπροστά τους, δε συμμορφωνόταν καθόλου με τις επιθυμίες του Λούντον. Δε φερόταν σαν κάποιος που θα πέθαινε. Όχι, ο αιχμάλω
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 9
τος δεν ικέτευε να τον αφήσουν να ζήσει, δεν κλαψούριζε ζητώντας γρήγορο τέλος. Δεν έδειχνε καν σαν ετοιμοθάνατος. Το δέρμα του δεν ήταν άσπρο ή ανατριχιασμένο, μόνο ηλιοκαμένο και σκληραγωγημένο. Ανάθεμά τον, ούτε έτρεμε καν. Ναι, τον είχαν απογυμνώσει τον ευγενή, μα κάτω από τα πέπλα της ευγενικής καταγωγής βρισκόταν ο περήφανος πολέμαρχος που έδειχνε τόσο πρωτόγονος και άφοβος όσο διαλαλούσαν οι θρύλοι γύρω του. Μπροστά στα μάτια τους αποκαλύφθηκε ο Λύκος.
Τα πειράγματα είχαν κοπάσει. Μόνο ο ήχος του ανέμου που ούρλιαζε ακουγόταν πια. Ο αρχηγός έστρεψε την προσοχή του στους άντρες που είχαν στριμωχτεί όλοι μαζί λίγο πιο πέρα. Όλοι τους είχαν το βλέμμα χαμηλωμένο. Ήξερε πως απέφευγαν να κοιτάξουν τον αιχμάλωτό τους. Δεν τους κατηγορούσε για τη λιποψυχία τους, αφού κι εκείνος δυσκολευόταν να κοιτάξει τον πολεμιστή στα μάτια.
Ο βαρόνος Ντάνκαν Γουέξτον ήταν τουλάχιστον ένα κεφάλι ψηλότερος από τον πιο μεγαλόσωμο των στρατιωτών που τον φυλούσαν. Ήταν το ίδιο σωματώδης, με δυνατούς μυώδεις ώμους και μηρούς και τα μακριά του πόδια ανοιχτά. Η στάση του άφηνε να φανεί πως ήταν ικανός να τους σκοτώσει όλους… αν το αποφάσιζε.
Έπεφτε το σκοτάδι και μαζί του άρχισαν να πέφτουν απαλές νιφάδες χιονιού. Οι στρατιώτες παραπονιόνταν τώρα πιο έντονα για τον καιρό. «Δεν είν’ ανάγκη να παγώσουμε εδώ πέρα μαζί του» μουρμούρισε ένας.
«Θα περάσουν ώρες ίσαμε να πεθάνει» είπε ένας άλλος. «Ο βαρόνος Λούντον έχει φύγει εδώ και μια ώρα. Δε θα μάθει αν ήμασταν έξω ή όχι.»
Οι υπόλοιποι κούνησαν ζωηρά το κεφάλι συμφωνώντας αμέσως, και ο αρχηγός το σκέφτηκε. Είχε αρχίσει να τον εκνευρίζει κι εκείνον το κρύο. Ένιωθε ακόμα πιο ανήσυχος γιατί είχε πειστεί ότι ο βαρόνος του Γουέξτον δε διέφερε από τους υπόλοιπους ανθρώπους. Ήταν βέβαιος πως θα εί
10 JULIE GARWOOD
χε πια καταρρεύσει και θα ούρλιαζε υποφέροντας. Η αλαζονεία του τον εξόργιζε. Μα το Θεό, έδειχνε να τους βαριέται. Ο αρχηγός αναγκάστηκε να παραδεχτεί ότι είχε υποτιμήσει τον αντίπαλό του. Δεν του ήταν εύκολο να το κάνει, και αυτό έκανε την οργή του να φουντώνει. Τα δικά του πόδια, προστατευμένα από την κακοκαιρία μέσα στις χοντρές μπότες, είχαν αρχίσει να πονούν αφόρητα, ενώ ο βαρόνος Ντάνκαν έστεκε ξυπόλυτος και δεν είχε σαλέψει, δεν είχε καν μετατοπίσει το βάρος του ούτε μία φορά από τότε που τον έδεσαν. Ίσως να έλεγαν αλήθεια τελικά οι θρύλοι. Ο αρχηγός βλαστήμησε τη δεισιδαιμονία του και έδωσε διαταγή να αποσυρθούν. Όταν έφυγε και ο τελευταίος από τους άντρες του, ο υποτακτικός του Λούντον έλεγξε αν ήταν καλά δεμένο το σκοινί και μετά στάθηκε μπροστά στον αιχμάλωτό του. «Λένε πως είσαι πονηρός σαν λύκος, μα δεν είσαι παρά άνθρωπος και σε λίγο θα πεθάνεις σαν άνθρωπος. Ο Λούντον δε θέλει πάνω σου φρέσκες μαχαιριές. Το πρωί θα σύρουμε το πτώμα σου μίλια μακριά από εδώ. Κανείς δε θα μπορέσει να αποδείξει πως πίσω από όλο αυτό κρυβόταν ο Λούντον.» Ο αρχηγός ξεστόμιζε κάθε λέξη γεμάτος ειρωνεία, έξαλλος που ο αιχμάλωτός του δεν καταδεχόταν καν να τον κοιτάξει. Ύστερα πρόσθεσε: «Αν περνούσε απ’ το χέρι μου, θα σου έκοβα την καρδιά να ξεμπερδεύουμε.» Μάζεψε σάλιο στο στόμα του να φτύσει τον πολεμιστή, με την ελπίδα πως η νέα αυτή προσβολή θα προκαλούσε κάποια αντίδραση.
Και τότε ο αιχμάλωτος χαμήλωσε αργά το βλέμμα. Τα μάτια του στάθηκαν στα μάτια του εχθρού του. Αυτό που είδε ο αρχηγός μέσα τους τον έκανε να ξεροκαταπιεί αδέξια. Γύρισε έντρομος αλλού. Σχημάτισε με τα δάχτυλά του ένα σταυρό, σε μιαν αδύναμη προσπάθεια να ξορκίσει τη σκοτεινή υπόσχεση που είχε διαβάσει στα γκρίζα μάτια του πολεμιστή, και ψέλλισε ότι έκανε απλώς ό,τι τον πρόσταξε ο αφέντης του. Ύστερα έτρεξε να κρυφτεί στην ασφάλεια του κάστρου.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 11
Η Μάντελεϊν παρακολουθούσε κρυμμένη στις σκιές. Περίμενε αρκετά λεπτά ακόμα μέχρι να βεβαιωθεί πως κανένας από τους στρατιώτες του αδελφού της δε θα γυρνούσε, και να βρει το κουράγιο να φέρει σε πέρας το σχέδιό της.
Διακινδύνευε τα πάντα. Η καρδιά της ήξερε πως δεν είχε άλλη επιλογή. Ήταν η μόνη που μπορούσε πια να τον σώσει. Η Μάντελεϊν αποδέχτηκε την ευθύνη καθώς και τις συνέπειες, αφού ήξερε πολύ καλά πως αν την ανακάλυπταν θα οδηγούνταν στο δικό της θάνατο.
Τα χέρια της έτρεμαν αλλά τα βήματά της ήταν γοργά. Όσο πιο γρήγορα γινόταν, τόσο πιο σύντομα θα έβρισκε γαλήνη. Είχε άφθονο χρόνο να ανησυχήσει για την πράξη της αφού θα ελευθερωνόταν ο απερίσκεπτος αιχμάλωτος.
Η μακριά μαύρη κάπα τη σκέπαζε από το κεφάλι ίσαμε τα πόδια· ο βαρόνος δεν την πρόσεξε μέχρι που στάθηκε μπροστά του. Η άγρια ριπή του ανέμου παρέσυρε την κουκούλα από το κεφάλι της και η καστανοκόκκινη χαίτη της σκέπασε τους ώμους της λεπτής μορφής. Έδιωξε μια τούφα από το πρόσωπό της και κοίταξε τον αιχμάλωτο.
Για μια στιγμή νόμισε πως ο νους του τον ξεγελούσε. Κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να το αρνηθεί. Ύστερα όμως άκουσε τη φωνή της και κατάλαβε πως δεν ήταν πλάσμα της φαντασίας του αυτό που έβλεπε. «Σε ένα δυο λεπτά θα σε έχω λύσει. Μη βγάλεις άχνα, σε παρακαλώ, μέχρι να φύγουμε από εδώ.»
Δεν πίστευε στα αυτιά του. Η φωνή της ηχούσε σαν την πιο γλυκιά μελωδία άρπας, θελκτική σαν ζεστή μέρα καλοκαιριού. Ο Ντάνκαν έκλεισε τα μάτια, αντιστάθηκε στην παρόρμηση να γελάσει δυνατά με τον απρόσμενο τρόπο που εξελίσσονταν τα πράγματα. Αν άφηνε μια πολεμική κραυγή, θα έδινε τέλος στην παραίσθηση, αποφάσισε όμως να μην το κάνει. Ήταν τόση η περιέργειά του που σκέφτηκε να περιμένει λίγο ακόμα μέχρι να αποκαλύψει η σωτήρας του τις πραγματικές προθέσεις της.
12 JULIE GARWOOD
Η έκφρασή του παρέμενε ανεξιχνίαστη. Σιωπηλός την παρακολουθούσε να βγάζει ένα μικρό μαχαίρι κάτω από την κάπα της. Στεκόταν αρκετά κοντά του για να την αδράξει με τα πόδια του που ήταν ελεύθερα, αφού, αν τα λόγια της αποδεικνύονταν ψεύτικα ή το μαχαίρι στρεφόταν στην καρδιά του, θα αναγκαζόταν να τη συνθλίψει.
Η λαίδη Μάντελεϊν δεν είχε ιδέα για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Αποφασισμένη απλώς να τον ελευθερώσει, πλησίασε ακόμα περισσότερο στο πλάι και άρχισε να κόβει το χοντρό σκοινί. Ο Ντάνκαν πρόσεξε ότι τα χέρια της έτρεμαν. Δεν ήταν σίγουρος αν έφταιγε το δυνατό κρύο ή ο φόβος.
Μια μυρωδιά από τριαντάφυλλα τον άγγιξε. Όταν αισθάνθηκε το ανάλαφρο άρωμα, σκέφτηκε πως η παγωνιά είχε σίγουρα μπερδέψει το μυαλό του. Τριαντάφυλλο καταμεσής στο χειμώνα, κι ένας άγγελος μέσα σε τούτο το οχυρό του καθαρτηρίου… ήταν όλα τόσο παράλογα· κι όμως εκείνη μύριζε ανοιξιάτικα λουλούδια και έμοιαζε με ουράνιο όραμα.
Κούνησε ξανά το κεφάλι. Η λογική του έλεγε ακριβώς ποια ήταν. Η περιγραφή που του είχαν δώσει συμφωνούσε σε κάθε λεπτομέρεια, ήταν όμως παραπλανητική. Του είχαν πει ότι η αδελφή του Λούντον ήταν μέτρια στο ανάστημα, με καστανά μαλλιά και μπλε μάτια. Ακόμα ότι ήταν ευχάριστη στην όψη. Α, εκεί ήταν το σφάλμα, αναλογίστηκε. Η αδελφή του διαβόλου δεν ήταν ούτε ευχάριστη ούτε όμορφη. Ήταν υπέροχη.
Το σχοινί υποχώρησε τελικά και τα χέρια του ελευθερώθηκαν. Στάθηκε εκεί με έκφραση καλά κρυμμένη. Το κορίτσι πλησίασε και στάθηκε ξανά μπροστά του, χαρίζοντάς του ένα αχνό χαμόγελο πριν γυρίσει και γονατίσει να μαζέψει τα πράγματά του.
Ο φόβος την έκανε αδέξια. Σκόνταψε όταν πήγε να σηκωθεί, βρήκε την ισορροπία της και γύρισε ξανά προς το μέρος του. «Ακολούθησέ με, σε παρακαλώ» του είπε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 13
Εκείνος δε σάλεψε, μόνο συνέχισε να στέκει, να κοιτά και να περιμένει.
Η Μάντελεϊν απορημένη έσμιξε τα φρύδια και σκέφτηκε πως το τσουχτερό κρύο δεν τον άφηνε να σκεφτεί. Έσφιξε τα ρούχα στο στήθος της, με τις βαριές μπότες να κρέμονται από τα δάχτυλά της, και έφερε το άλλο χέρι γύρω από τη μέση του. «Στηρίξου πάνω μου» ψιθύρισε. «Θα σε βοηθήσω, σ’ το υπόσχομαι. Σε παρακαλώ, όμως, πρέπει να βιαστούμε.» Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στις πύλες του κάστρου κι ο φόβος αντηχούσε στη φωνή της.
Ανταποκρίθηκε στην απόγνωσή της. Ήθελε να της πει πως δεν ήταν ανάγκη να κρυφτούν, πως την ίδια εκείνη στιγμή οι άντρες του σκαρφάλωναν στα τείχη, άλλαξε όμως γνώμη. Όσο λιγότερα ήξερε, τόσο καλύτερο θα ήταν το πλεονέκτημά του όταν θα έφτανε η ώρα.
Μόλις που έφτανε στον ώμο του, κι όμως προσπάθησε γενναία να αντέξει το βάρος του όταν πήρε το μπράτσο του και το πέρασε γύρω από τους ώμους της. «Πάμε στο δωμάτιο του επισκέπτη ιερέα πίσω από το παρεκκλήσι» του είπε ψιθυρίζοντας απαλά. «Είναι το μόνο μέρος που δε θα σκεφτούν ποτέ να ψάξουν.»
Ο πολεμιστής έδινε ελάχιστη σημασία στα λόγια της. Το βλέμμα του ήταν στραμμένο στην κορυφή του βορινού τείχους. Το μισοφέγγαρο έλουζε το ανάλαφρο χιόνι με αλλόκοσμη λάμψη και διέγραφε τους στρατιώτες του που είχαν φτάσει πια εκεί. Τίποτα δεν ακουγόταν καθώς οι άντρες του γίνονταν όλο και περισσότεροι κατά μήκος του ξύλινου διαδρόμου γύρω από την κορυφή του τείχους.
Ο πολεμιστής κούνησε ικανοποιημένος το κεφάλι. Οι στρατιώτες του Λούντον ήταν ανόητοι όσο και ο άρχοντάς τους. Η κακοκαιρία είχε στείλει τους φύλακες της πύλης μέσα, και το τείχος είχε μείνει τρωτό και απροστάτευτο. Οι εχθροί είχαν αποδείξει την αδυναμία τους. Αυτή θα τους οδηγούσε όλους στο θάνατο. Έγειρε πιο πολύ στη γυναίκα
14 JULIE GARWOOD
για να την καθυστερήσει όσο εκείνος λύγιζε τα χέρια του, ξανά και ξανά, για να διώξει το μούδιασμα από τα δάχτυλά του. Αισθανόταν ελάχιστα τα πόδια του, κακό σημάδι, και το ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα τώρα για αυτό. Άκουσε ένα ανεπαίσθητο σφύριγμα και σήκωσε γρήγορα το χέρι ψηλά στον αέρα για να δώσει το σήμα ότι έπρεπε να περιμένουν. Κοίταξε τη γυναίκα για να δει αν είχε προσέξει την κίνησή του, με το άλλο χέρι έτοιμο να κλείσει το στόμα της αν πρόδινε την παραμικρή υπόνοια ότι γνώριζε τι συνέβαινε. Εκείνη όμως ήταν τόσο απορροφημένη με την προσπάθειά της να τον στηρίξει, που έδειχνε να μην έχει καταλάβει ότι είχαν εισβάλει στο σπίτι της.
Έφτασαν μπροστά σε μια στενή είσοδο· η Μάντελεϊν, νομίζοντας πως ο αιχμάλωτος ήταν επικίνδυνα αδύναμος, προσπάθησε να τον στηρίξει στον πέτρινο τοίχο με το ένα χέρι, ενώ με το άλλο πάσχιζε να ξεμανταλώσει την πόρτα.
Ο βαρόνος, που κατάλαβε τι σκόπευε να κάνει, έγειρε πρόθυμα στον τοίχο και την παρακολουθούσε να κρατά τα ρούχα και να παλεύει ταυτόχρονα με την παγωμένη αλυσίδα.
Μόλις άνοιξε την πόρτα, τον πήρε από το χέρι και τον οδήγησε στο σκοτάδι. Παγωμένος αέρας στροβιλίστηκε ορμητικά γύρω τους καθώς προχωρούσαν προς τη δεύτερη πόρτα στην άκρη της μακριάς, υγρής στοάς. Η Μάντελεϊν την άνοιξε βιαστικά και τον κάλεσε μέσα.
Το δωμάτιο όπου μπήκαν δεν είχε παράθυρα, αναμμένα όμως κεριά φώτιζαν ζεστά το χώρο. Η ατμόσφαιρα μύριζε κλεισούρα. Σκόνη σκέπαζε το ξύλινο πάτωμα και παχιοί ιστοί κρέμονταν από τα χαμηλά δοκάρια της οροφής. Πολύχρωμα άμφια που χρησιμοποιούσαν επισκέπτες ιερείς κρέμονταν από γάντζους και στο κέντρο του μικρού δωματίου είχε τοποθετηθεί ένα αχυρένιο στρώμα με δυο χοντρές κουβέρτες δίπλα του.
Η Μάντελεϊν σφάλισε την πόρτα και στέναξε με ανακούφιση. Ήταν ασφαλείς για την ώρα. Του ένευσε να καθίσει
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 15
στο στρώμα. «Όταν είδα τι σου έκαναν, ετοίμασα τούτο το δωμάτιο» εξήγησε καθώς του έδινε τα ρούχα του. «Με λένε Μάντελεϊν κι είμαι…» Ήταν έτοιμη να εξηγήσει τη σχέση της με τον Λούντον, τον αδελφό της, αλλά το ξανασκέφτηκε. «Θα μείνω μαζί σου μέχρι το πρώτο φως κι ύστερα θα σου δείξω το δρόμο για να φύγεις από ένα κρυφό πέρασμα. Ούτε καν ο Λούντον δεν ξέρει πως υπάρχει.»
Ο βαρόνος κάθισε και σταύρωσε τα πόδια μπροστά του. Φόρεσε την πουκαμίσα του όσο την άκουγε. Σκέφτηκε πως η θαρραλέα πράξη της σίγουρα έκανε τα πράγματα στη ζωή του πιο περίπλοκα, ανακάλυψε μάλιστα πως αναρωτιόταν πώς θα αντιδρούσε όταν συνειδητοποιούσε ποιο ήταν το πραγματικό του σχέδιο, κι ύστερα αποφάσισε πως δεν μπορούσε να αλλάξει τρόπο δράσης.
Μόλις ο αλυσιδωτός θώρακας σκέπασε και πάλι το πλατύ του στέρνο, η Μάντελεϊν έριξε μια από τις κουβέρτες στους ώμους του και γονάτισε μπροστά του. Άφησε το σώμα της να στηριχτεί στις φτέρνες και εξέτασε τα πόδια του συνοφρυωμένη. Πήγε να πιάσει τις μπότες του, μα η Μάντελεϊν τον σταμάτησε. «Πρέπει να ζεστάνουμε πρώτα τα πόδια σου» εξήγησε.
Πήρε μια βαθιά ανάσα καθώς σκεφτόταν ποιος θα ήταν ο πιο γρήγορος τρόπος να ζωντανέψει τα σχεδόν νεκρά μέλη του. Το κεφάλι της ήταν σκυφτό και το πρόσωπό της κρυμμένο από το άγρυπνο βλέμμα του πολεμιστή.
Πήρε τη δεύτερη κουβέρτα, άρχισε να την τυλίγει γύρω από τα πόδια του, αλλά κούνησε το κεφάλι κι άλλαξε γνώμη. Δίχως να εξηγήσει τι πάει να κάνει, πέταξε την κουβέρτα από τα πόδια του, έβγαλε το μανδύα της και ανέβασε αργά τη μακριά κρεμ εσθήτα μέχρι πάνω από τα γόνατα. Το πλεχτό δερμάτινο σκοινί που φορούσε σαν ζώνη και θήκη για το μαχαίρι της μπλέχτηκε στο σκουροπράσινο χιτώνα που σκέπαζε την εσθήτα και εκείνη σταμάτησε, το έβγαλε και το πέταξε δίπλα στον πολεμιστή.
16 JULIE GARWOOD
Παρακολουθούσε με περιέργεια την παράξενη συμπεριφορά της και περίμενε να του εξηγήσει τι έκανε. Η Μάντελεϊν όμως δεν είπε κουβέντα. Πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα, άδραξε τα πόδια του και γρήγορα, πριν το ξανασκεφτεί, τα έβαλε κάτω από τα ρούχα της και τα κόλλησε πάνω στο στομάχι της.
Άφησε μια δυνατή κραυγή μόλις άγγιξε το παγωμένο δέρμα του τη δική της ζεστή σάρκα, κι ύστερα έστρωσε το φόρεμά της και τύλιξε τα χέρια της γύρω του για να κρατήσει τα πόδια του πάνω της. Οι ώμοι της άρχισαν να τρέμουν και ο πολεμιστής ένιωσε σαν να ρουφούσε όλο το κρύο από το κορμί του για να το πάρει στο δικό της.
Ήταν η πιο ανιδιοτελής πράξη που είχε ζήσει ποτέ.Άρχισε γρήγορα να νιώθει ξανά τα πόδια του. Ήταν
λες και χίλια μαχαίρια μπήγονταν στις φτέρνες του και τον έκαιγαν με τέτοια ένταση που δυσκολευόταν να αγνοήσει. Προσπάθησε να αλλάξει θέση, μα εκείνη δεν τον άφησε και τον συγκράτησε με δύναμη απρόσμενη.
«Αν πονάς, είναι καλό σημάδι» του είπε με φωνή που έμοιαζε περισσότερο με τραχύ ψίθυρο. «Θα φύγει σε λίγο. Είσαι άλλωστε πολύ τυχερός που νιώθεις έστω κι αυτό» πρόσθεσε.
Η επίκριση στη φωνή της ξάφνιασε τον Ντάνκαν, που ανασήκωσε το φρύδι. Η Μάντελεϊν σήκωσε το βλέμμα εκείνη ακριβώς τη στιγμή και τον είδε. Βιάστηκε να εξηγηθεί. «Δε θα βρισκόσουν σε αυτή την κατάσταση αν δεν είχες ενεργήσει τόσο απερίσκεπτα. Ελπίζω μόνο να πήρες το μάθημά σου σήμερα. Δε θα καταφέρω να σε σώσω δεύτερη φορά.»
Ο τόνος της φωνής της μαλάκωσε. Προσπάθησε μάλιστα να του χαμογελάσει, μα δεν τα κατάφερε και τόσο καλά. «Ξέρω πως πίστευες ότι θα φερόταν έντιμα ο Λούντον. Αυτό όμως ήταν το λάθος σου. Ο Λούντον δεν ξέρει τι σημαίνει τιμή. Να το θυμάσαι αυτό στο μέλλον, κι ίσως κερδίσεις λίγο ακόμα χρόνο στη ζωή σου.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 17
Χαμήλωσε το βλέμμα και αναλογίστηκε πόσο ακριβά θα πλήρωνε την απελευθέρωση του εχθρού του αδελφού της. Δε θα αργούσε ο Λούντον να καταλάβει ότι εκείνη κρυβόταν πίσω από την απόδραση.
Η Μάντελεϊν προσευχήθηκε ευχαριστώντας το Θεό που ο Λούντον είχε φύγει από το οχυρό, μια και η αναχώρησή του της έδινε περισσότερο χρόνο να εφαρμόσει το δικό της σχέδιο απόδρασης.
Πρώτα όμως έπρεπε να φροντίσει το βαρόνο. Όταν θα είχε πια απομακρυνθεί με ασφάλεια, θα ανησυχούσε κι εκείνη για τις επιπτώσεις της παράτολμης πράξης της. Ήταν αποφασισμένη να μην το σκεφτεί τώρα.
«Ό,τι έγινε έγινε» ψιθύρισε αφήνοντας όλη την αγωνία και την απόγνωση να φανούν στη φωνή της.
Ανάμεσά τους έπεσε σιωπή σαν άβυσσος που βάθαινε όλο και περισσότερο. Η Μάντελεϊν ευχόταν να έλεγε κάτι, οτιδήποτε για να καταλαγιάσει την ανησυχία της. Ντρεπόταν που είχε τα πόδια του τόσο κοντά της και σκέφτηκε πως αν σάλευε έστω και λίγο τα δάχτυλά του θα άγγιζαν το στήθος της. Η σκέψη την έκανε να κοκκινίσει. Αποτόλμησε άλλη μια βιαστική ματιά για να δει πώς αντιδρούσε εκείνος στην αλλόκοτη μέθοδο θεραπείας.
Την περίμενε να τον κοιτάξει, και αμέσως, δίχως να δυσκολευτεί, αιχμαλώτισε το βλέμμα της. Τα μάτια της ήταν γαλάζια σαν τον ουρανό καθάριας μέρας· σκέφτηκε ακόμα πως δεν έμοιαζε καθόλου με τον αδελφό της. Προειδοποίησε τον εαυτό του ότι τα φαινόμενα απατούν, την ίδια στιγμή που ένιωθε να τον υπνωτίζει η μαγευτικά αθώα ματιά της. Θύμισε στον εαυτό του πως ήταν η αδελφή του εχθρού του, τίποτε περισσότερο ή λιγότερο. Όμορφη ή άσχημη, δεν έπαυε να είναι πιόνι του, η παγίδα για να πιάσει το δαίμονα.
Η Μάντελεϊν τον κοιτούσε στα μάτια και σκεφτόταν πως ήταν γκρίζα και ψυχρά σαν τα μαχαίρια της. Το πρόσωπό
18 JULIE GARWOOD
του έμοιαζε λαξεμένο από πέτρα γιατί δεν άφηνε να φανεί κανένα απολύτως συναίσθημα.
Τα μαλλιά του ήταν σκούρα κάστανα, αρκετά μακριά και λίγο σγουρά, μα δεν κατάφερναν να απαλύνουν τα χαρακτηριστικά του. Το στόμα του έδειχνε σφιχτό, το πιγούνι του σκληρό, και παρατήρησε πως δεν υπήρχαν ρυτίδες στις άκρες των ματιών του. Δεν έδειχνε άνθρωπος που χαμογελά ή γελά. Όχι, σκέφτηκε ριγώντας με φόβο. Έδειχνε ψυχρός και σκληρός όσο απαιτούσε η κοινωνική του θέση. Ήταν πρώτα πολεμιστής, ύστερα βαρόνος, και μάντεψε πως στη ζωή του δε θα χωρούσε το γέλιο.
Άξαφνα συνειδητοποίησε πως δεν είχε την παραμικρή ιδέα για το τι συνέβαινε στο μυαλό του. Την ανησυχούσε που δεν ήξερε τι σκεφτόταν. Έβηξε για να καλύψει την αμηχανία της και σκέφτηκε να πιάσει την κουβέντα από την αρχή. Ίσως αν της μιλούσε να έδειχνε λιγότερο τρομαχτικός.
«Σκόπευες να τα βάλεις με τον Λούντον μόνος;» ρώτησε. Περίμενε αρκετή ώρα να της απαντήσει και η παρατεταμένη σιωπή του την έκανε να στενάξει συγχυσμένη. Ήταν τόσο πεισματάρης όσο και ανόητος, σκέφτηκε. Του είχε μόλις σώσει τη ζωή και δεν είχε πει μήτε μια λέξη για να την ευχαριστήσει. Οι τρόποι του αποδεικνύονταν άξεστοι όσο και η εμφάνιση ή η φήμη του.
Την έκανε να φοβάται. Μόλις το παραδέχτηκε, άρχισε να εκνευρίζεται. Μάλωσε τον εαυτό της για τις αντιδράσεις της και σκέφτηκε πως φερόταν ανόητα όσο κι εκείνος. Δεν είχε ξεστομίσει λέξη, κι όμως εκείνη έτρεμε σαν παιδί.
Έφταιγε που ήταν τόσο μεγαλόσωμος, κατέληξε. Ναι, σκέφτηκε και κούνησε το κεφάλι. Μέσα σε τούτο το μικρό δωμάτιο, έμοιαζε πανίσχυρος μπροστά της.
«Μη σκεφτείς να ξαναγυρίσεις για τον Λούντον. Θα έκανες άλλο ένα σφάλμα. Και την επόμενη φορά, σίγουρα θα σε σκοτώσει.»
Ο πολεμιστής δεν αποκρίθηκε. Μετακινήθηκε τότε, γλι
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 19
στρώντας αργά τα πόδια του από τη ζεστασιά που του είχε προσφέρει. Κατέβασε νωχελικά, ηθελημένα προκλητικά, τα πόδια στο ευαίσθητο δέρμα των μηρών της.
Η Μάντελεϊν συνέχισε να είναι γονατισμένη μπροστά του, με το βλέμμα χαμηλωμένο, ενώ εκείνος φορούσε τις κάλτσες και τις μπότες του.
Όταν τέλειωσε, σήκωσε αργά την πλεχτή ζώνη που είχε πετάξει και την κράτησε μπροστά της.
Η Μάντελεϊν άπλωσε ενστικτωδώς και τα δυο της χέρια για να πάρει τη ζώνη. Χαμογέλασε καθώς σκέφτηκε πως ήταν κάτι σαν δώρο συμφιλίωσης και περίμενε να ακούσει επιτέλους από το στόμα του δυο λόγια ευγνωμοσύνης.
Ο πολεμιστής κινήθηκε αστραπιαία. Άρπαξε το αριστερό της χέρι και έδεσε γύρω του το σχοινί. Πριν προλάβει καν να σκεφτεί να το τραβήξει, είχε περάσει τη ζώνη γύρω από τον άλλο της καρπό και έδενε μαζί τα χέρια.
Η Μάντελεϊν κοίταξε έκπληκτη τα χέρια της κι ύστερα εκείνον, με την απορία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της.
Η έκφραση στο δικό του πρόσωπο έστειλε ρίγη τρόμου στη ραχοκοκαλιά της. Κούνησε το κεφάλι σαν να ήθελε να αρνηθεί αυτό που συνέβαινε.
Και τότε ο πολεμιστής μίλησε. «Δεν ήρθα για τον Λούντον, Μάντελεϊν. Για σένα ήρθα.»
Κεφάλαιο 2
Η εκδίκηση είναι δική μου· εγώ θα ανταποδώσω…Επιστολή Παύλου προς Ρωμαίους, 12:19
«Παλάβωσες;» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. Η φωνή της ακούστηκε γεμάτη έκπληξη.
Ο βαρόνος δεν της απάντησε, μα η έκφρασή του άφηνε να φανεί πόσο λίγο του άρεσε η ερώτησή της. Τράβηξε όρθια τη Μάντελεϊν και την άρπαξε από τους ώμους για να ισορροπήσει. Θα είχε πέσει ξανά στα γόνατα δίχως τη βοήθειά του. Παράξενο, το άγγιγμά του ήταν τρυφερό για άντρα μεγαλόσωμο όσο εκείνος, σκέφτηκε η Μάντελεϊν, κι αυτό την μπέρδεψε ακόμα περισσότερο. Της ήταν ακατανόητο αυτό που είχε κάνει. Ήταν ο αιχμάλωτος κι εκείνη η σωτήρας του· δεν μπορεί να μην το είχε καταλάβει, έτσι δεν ήταν; Είχε διακινδυνέψει τα πάντα για χάρη του. Για το Θεό, είχε αγγίξει τα πόδια του, τα είχε ζεστάνει. Ναι, του είχε προσφέρει όσα τολμούσε.
Έσκυψε από πάνω της, ένας ευγενής που είχε μετατραπεί σε βάρβαρο, με έκφραση άγρια που ταίριαζε με το παραπάνω στη γιγάντια μορφή του. Ένιωσε τη δύναμη να αναδίνεται από μέσα του έντονη και οδυνηρή σαν το άγγιγμα καυτής λαβίδας και, παρόλο που προσπάθησε να μη μαζευτεί κάτω από το παγερό βλέμμα των γκρίζων ματιών, ήξερε πως έτρεμε αρκετά για να το δει εκείνος.
Παρεξήγησε την αντίδρασή της και έσκυψε να πιάσει το
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 21
μανδύα της. Όταν τον ακούμπησε στους ώμους της, το χέρι του άγγιξε φευγαλέα την καμπύλη του στήθους της. Σκέφτηκε πως δεν ήταν εσκεμμένο, από ένστικτο όμως έκανε ένα βήμα πίσω σφίγγοντας το μανδύα μπροστά της. Η έκφραση του βαρόνου έγινε ακόμα πιο σκοτεινή. Την έπιασε από τα χέρια, γύρισε και την έσυρε πίσω στη σκοτεινή στοά.
Έπρεπε να τρέξει για να τον προλάβει, αλλιώς θα την έσερνε στο πάτωμα. «Γιατί θέλεις να αντιμετωπίσεις τους άντρες του Λούντον αφού δεν είναι απαραίτητο;»
Καμιά απάντηση δεν ακούστηκε από το βαρόνο, η Μάντελεϊν όμως δεν πτοήθηκε. Ο πολεμιστής την οδηγούσε στο θάνατο. Ένιωθε πως έπρεπε να τον σταματήσει. «Παρακαλώ, βαρόνε, μην το κάνεις αυτό. Άκουσέ με. Το κρύο σκοτείνιασε το μυαλό σου. Θα σε σκοτώσουν.»
Η Μάντελεϊν προσπάθησε να τραβηχτεί, κι ύστερα ξανά, με όλη της τη δύναμη, εκείνος όμως ούτε καν βράδυνε το βήμα του.
Πώς για το Θεό θα τον έσωζε;Έφτασαν στη βαριά πόρτα που οδηγούσε στην αυλή. Ο
βαρόνος την έσπρωξε με τόση δύναμη που οι μεντεσέδες υποχώρησαν. Η πόρτα χτύπησε στον πέτρινο τοίχο και έγινε κομμάτια. Τράβηξε τη Μάντελεϊν από το άνοιγμα στον παγερό άνεμο, που τη χτύπησε στο πρόσωπο και την έκανε να καταλάβει πόσο γελοία ήταν η πίστη της ότι ο άνθρωπος που είχε λύσει ούτε μιαν ώρα πριν ήταν παλαβός. Όχι, δεν ήταν καθόλου παλαβός.
Η απόδειξη ήταν γύρω της. Περισσότεροι από εκατό στρατιώτες ήταν παραταγμένοι στην εσωτερική αυλή ενώ ακόμα περισσότεροι σκαρφάλωναν από την κορυφή του πέτρινου τείχους, γοργοί σαν τον άνεμο που δυνάμωνε κι αθόρυβοι σαν κλέφτες, ενώ όλοι τους έφεραν τα γαλάζια και λευκά χρώματα του βαρόνου Γουέξτον. Είχε συγκλονιστεί τόσο από το θέαμα που δεν είχε προσέξει καν ότι ο απαγωγέας της είχε σταθεί να επιθεωρήσει τους άντρες του
22 JULIE GARWOOD
που συγκεντρώνονταν μπροστά του. Σκόνταψε πάνω του, άπλωσε ενστικτωδώς τα χέρια να πιαστεί από το σιδερόπλεκτο θώρακα και μόνο εκείνη τη στιγμή κατάλαβε πως είχε αφήσει τα χέρια της.
Δεν έδωσε την παραμικρή σημασία στο ότι βρισκόταν εκεί, πίσω από την πλάτη του και στηριζόταν στο ρούχο του σαν να είχε ξαφνικά γίνει η ίδια της η ζωή. Σκέφτηκε τότε η Μάντελεϊν πως ίσως έμοιαζε να κρύβεται ή, ακόμα χειρότερα, να ζαρώνει φοβισμένη πίσω του, και αμέσως τόλμησε να κάνει ένα βήμα στο πλευρό του για να μπορούν όλοι να τη δουν. Το κεφάλι της έφτανε ίσαμε τους ώμους του βαρόνου. Στάθηκε στητή, προσπαθώντας να μιμηθεί την αγέρωχη στάση του βαρόνου ενώ προσευχόταν να μη διέκριναν τον τρόμο της.
Θεέ μου, πόσο φοβόταν. Στην πραγματικότητα δε φοβόταν υπερβολικά το θάνατο· την τρομοκρατούσε η στιγμή πριν το τέλος. Ναι, η σκέψη πώς θα φερόταν πριν ολοκληρωθεί ο απαίσιος θάνατος, αυτό την έκανε να νιώθει τόσο άσχημα μέσα της. Θα ήταν γρήγορος ή αργός; Θα έχανε την τελευταία στιγμή τον έλεγχό της που με τόση προσοχή είχε καλλιεργήσει, θα φερόταν σαν δειλή; Η σκέψη αυτή την τάραξε τόσο που σχεδόν ξεστόμισε ότι ήθελε πρώτη να νιώσει τη λεπίδα του θανάτου. Αν ικέτευε όμως για γρήγορο τέλος, δε θα ήταν πάλι μια δειλή; Και τότε η πρόβλεψη του αδελφού της θα έβγαινε αληθινή.
Ο βαρόνος Γουέξτον δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τις σκέψεις που κυλούσαν ορμητικά μες στο μυαλό της αιχμαλώτου του. Της έριξε μια ματιά, είδε την ήρεμη έκφρασή της και κάπως ξαφνιάστηκε. Έδειχνε πολύ ήρεμη, σχεδόν γαλήνια, κι όμως ήξερε πως η συμπεριφορά της θα άλλαζε σύντομα. Η Μάντελεϊν επρόκειτο να γίνει μάρτυρας της εκδίκησής του που θα ξεκινούσε από την ολοκληρωτική καταστροφή του σπιτιού της. Μέχρι να τελειώσει, θα θρηνούσε ικετεύοντας για έλεος, το δίχως άλλο.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 23
Ένας από τους στρατιώτες έτρεξε και στάθηκε ακριβώς μπροστά στο βαρόνο. Η Μάντελεϊν κατάλαβε πως ήταν συγγενής του, γιατί είχε ακριβώς τα ίδια σκούρα κάστανα μαλλιά και μυώδες σώμα, αν και δεν ήταν τόσο ψηλός. Ο στρατιώτης την αγνόησε και απευθύνθηκε στον αρχηγό του. «Ντάνκαν; Θα δώσεις το σήμα ή θα στέκουμε εδώ όλη νύχτα;»
Το όνομά του ήταν Ντάνκαν. Παράξενο μα στο άκουσμα του ονόματός του η Μάντελεϊν ένιωσε το φόβο της να καταλαγιάζει… Ναι, το όνομα τον έκανε να φαντάζει λίγο πιο ανθρώπινος στο νου της.
«Λοιπόν, αδελφέ;» ξαναρώτησε τότε ο στρατιώτης φανερώνοντας στη Μάντελεϊν τη σχέση τους και το λόγο που ο βαρόνος επέτρεπε μια τόσο αυθάδικη συμπεριφορά στον υποτελή του.
Ο στρατιώτης, σίγουρα μικρότερος αδελφός από ό,τι φανέρωναν η νεανική του εμφάνιση και η έλλειψη σημαδιών από μάχες, γύρισε να κοιτάξει τη Μάντελεϊν. Τα καστανά του μάτια αντικατόπτριζαν την περιφρόνηση που ένιωθε για εκείνη. Έδειχνε έτοιμος να τη χτυπήσει. Ο οργισμένος στρατιώτης έκανε μάλιστα ένα βήμα πίσω σαν να ήθελε να μεγαλώσει την απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και τη λεπρή που έβλεπε ξαφνικά μπροστά του.
«Δεν είναι εδώ ο Λούντον, Γκίλαρντ» είπε ο Ντάνκαν στον αδελφό του.
Το σχόλιο του βαρόνου έγινε τόσο ήρεμα που οι ελπίδες της Μάντελεϊν αναπτερώθηκαν. «Θα γυρίσετε λοιπόν σπίτι σας, άρχοντά μου;» ρώτησε και γύρισε να τον κοιτάξει. Ο Ντάνκαν δεν της απάντησε. Θα είχε επαναλάβει την ερώτηση αν δεν την έκοβε ο αδελφός του ουρλιάζοντας ολόκληρη λιτανεία άξεστων σχολίων. Το βλέμμα του ήταν καρφωμένο πάνω στη Μάντελεϊν καθώς ξεχυνόταν ορμητική η οργή του. Παρόλο που η Μάντελεϊν δεν κατάλαβε τα περισσότερα από όσα έλεγε, κατάλαβε πολύ καλά ότι ήταν βλάσφημα μόνο και μόνο από το τρομαχτικό ύφος του Γκίλαρντ. Ο Ντάνκαν
24 JULIE GARWOOD
ήταν έτοιμος να διατάξει τον αδελφό του να σταματήσει το παιδιάστικο υβρεολόγιο, όταν ένιωσε τη Μάντελεϊν να πιάνει το χέρι του. Ξαφνιάστηκε τόσο από το άγγιγμά της που δεν ήξερε πώς να αντιδράσει.
Η Μάντελεϊν σφίχτηκε πάνω του και την ένιωθε να τρέμει· όταν όμως γύρισε να την κοιτάξει, έδειχνε ήρεμη. Κοιτούσε επίμονα τον Γκίλαρντ. Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Ήξερε πως ο αδελφός του δεν είχε ιδέα πόσο τρομαχτικός ήταν για τη Μάντελεϊν. Στην πραγματικότητα δεν πίστευε ότι θα έδινε την παραμικρή σημασία ακόμα κι αν το μάθαινε.
Η οργή του Γκίλαρντ εκνεύρισε ξαφνικά τον Ντάνκαν. Η Μάντελεϊν ήταν αιχμάλωτή του όχι αντίπαλός του, και όσο πιο γρήγορα καταλάβαινε ο Γκίλαρντ πώς έπρεπε να της φερθούν, τόσο το καλύτερο. «Αρκετά!» είπε επιτακτικά. «Ο Λούντον έφυγε. Οι βρισιές σου δε θα τον φέρουν πίσω.»
Ο Ντάνκαν τράβηξε ξαφνικά το χέρι του από το δικό της. Την άρπαξε από τους ώμους σχεδόν ρίχνοντάς την κάτω μες στη βιάση του, κι ύστερα την τράβηξε δίπλα του. Ο Γκίλαρντ αιφνιδιάστηκε τόσο πολύ από την ολοφάνερη επίδειξη προστασίας, που απέμεινε να κοιτάζει τον αδελφό του με το στόμα ανοιχτό.
«Πρέπει να πήρε το νότιο δρόμο ο Λούντον, αλλιώς θα τον είχες εντοπίσει, Γκίλαρντ» είπε ο Ντάνκαν.
Η Μάντελεϊν δεν μπόρεσε να κρατηθεί. «Και τώρα θα πάτε σπίτι σας;» ρώτησε προσπαθώντας να μην ακουστεί υπερβολικά ανυπόμονη. «Μπορείτε να προκαλέσετε τον Λούντον άλλη φορά» πρότεινε με την ελπίδα ότι θα μετρίαζε την απογοήτευσή τους.
Και τα δύο αδέλφια γύρισαν να την κοιτάξουν. Κανείς από τους δύο δεν απάντησε, το ύφος όμως στο πρόσωπό τους φανέρωνε ότι πίστευαν πως δεν ήταν στα καλά της.
Ο φόβος της Μάντελεϊν άρχισε και πάλι να μεγαλώνει. Το παγερό βλέμμα του βαρόνου έκανε τα γόνατά της να
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 25
λυγίσουν. Χαμήλωσε βιαστικά τα μάτια μέχρι που βρέθηκε να κοιτάζει το στέρνο του, ντροπιασμένη μέχρι τα βάθη της ψυχή της που έδειχνε τέτοια αδυναμία. «Δεν είμαι εγώ η τρελή» μουρμούρισε. «Θα μπορούσατε ακόμα να φύγετε από εδώ δίχως να σας πιάσουν.» Ο Ντάνκαν αγνόησε το σχόλιό της. Άρπαξε τα δεμένα χέρια της και την έσυρε μέχρι το στύλο από όπου τον είχε η ίδια ελευθερώσει. Η Μάντελεϊν σκόνταψε δύο φορές, με πόδια που έτρεμαν από το φόβο. Όταν την άφησε τελικά, η Μάντελεϊν ακούμπησε στο ξύλο περιμένοντας να δει τι θα έκανε μετά.
Ο βαρόνος την κοίταξε για λίγο με βλέμμα άγριο. Ήταν σαν να τη διέταζε να μείνει εκεί, σκέφτηκε η Μάντελεϊν. Ύστερα έκανε μεταβολή κι οι ώμοι του έκρυψαν από τα μάτια της τους στρατιώτες του. Τα μυώδη πόδια χωρίστηκαν και τα μεγάλα χέρια σφιγμένα σε γροθιές ακούμπησαν στους γοφούς. Ήταν μια στάση μάχης που προκαλούσε ολοφάνερα όσους ήταν γύρω. «Κανείς δε θα την αγγίξει. Είναι δικιά μου.» Η δυνατή φωνή του αντήχησε γύρω, χτυπώντας τους άντρες του σαν καταιγίδα από χαλάζι.
Η Μάντελεϊν γύρισε να δει την είσοδο του κάστρου του Λούντον. Σίγουρα η φωνή του Ντάνκαν θα είχε φτάσει μέσα, θα είχε ξυπνήσει τους στρατιώτες. Όταν όμως δεν είδε τους άντρες του Λούντον να ξεχύνονται αμέσως στην αυλή, πίστεψε πως ο δυνατός άνεμος είχε παρασύρει τη φωνή του βαρόνου στο πέρασμά του.
Ο Ντάνκαν κίνησε να φύγει. Η Μάντελεϊν τον άρπαξε από το πίσω μέρος του αλυσιδωτού θώρακα. Οι κυκλικές ατσάλινες ενώσεις τρυπούσαν τα δάχτυλά της. Μόρφασε από πόνο, δεν ήταν όμως σίγουρη αν η αντίδρασή της είχε να κάνει με αυτές ή με το έξαλλο ύφος στο πρόσωπο του βαρόνου μόλις γύρισε να τη δει. Έστεκε τόσο κοντά που το στέρνο του άγγιξε κυριολεκτικά το δικό της. Αναγκάστηκε να γείρει πίσω το κεφάλι για να τον κοιτάξει στο πρόσωπο. «Δεν καταλαβαίνεις, βαρόνε» κατάφερε να ξεστομίσει. «Αν
26 JULIE GARWOOD
άκουγες μόνο τη φωνή της λογικής, θα καταλάβαινες πόσο ανόητο είναι το σχέδιό σου.»
«Πόσο ανόητο είναι το σχέδιό μου;» επανέλαβε ο Ντάνκαν μουγκρίζοντας αιφνιδιασμένος από την αυθάδειά της. Δεν ήξερε γιατί ήθελε να μάθει τι εννοούσε, κι όμως το ήθελε. Διάολε, μόλις τον είχε προσβάλει. Μπορούσε να σκοτώσει κάποιον για πιο ασήμαντο λόγο. Το αθώο ύφος όμως στο πρόσωπό της, η ειλικρίνεια στη φωνή της άφηναν να φανεί ότι δεν είχε καταλάβει καν το ατόπημά της.
Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως ο Ντάνκαν έμοιαζε έτοιμος να τη στραγγαλίσει. Πάλεψε με την παρόρμηση να κλείσει τα μάτια μπροστά στο τρομαχτικό του βλέμμα. «Αν ήρθες για μένα, τότε έχασες τον καιρό σου.»
«Πιστεύεις πως δεν αξίζεις αρκετά να ασχοληθώ μαζί σου;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
«Φυσικά. Για τον αδελφό μου δεν έχω καμία αξία. Το γνωρίζω αρκετά καλά» πρόσθεσε με τόση ειλικρίνεια που ο Ντάνκαν ήταν σίγουρος πως το εννοούσε. «Κι είναι βέβαιο πως θα πεθάνεις απόψε. Ναι, είστε λιγότεροι, τουλάχιστον ένας εναντίον τεσσάρων, από ό,τι υπολογίζω. Υπάρχει και δεύτερος στρατώνας στον εξωτερικό τοίχο του κάστρου, με πάνω από εκατό στρατιώτες να κοιμούνται εκεί. Θα ακούσουν τη μάχη. Τι λες για αυτό;» ρώτησε καταλαβαίνοντας πως έσφιγγε νευρικά τα χέρια, χωρίς όμως να μπορεί να σταματήσει.
Ο Ντάνκαν έστεκε εκεί και την κοιτούσε με έκφραση αινιγματική. Η Μάντελεϊν ευχήθηκε τα νέα που είχε μόλις μοιραστεί μαζί του για το δεύτερο στρατώνα να τον ανάγκαζαν να δει πόσο τρελό ήταν το σχέδιό του.
Μάταιο. Όταν κάποια στιγμή αντέδρασε, δεν ήταν καθόλου αυτό που περίμενε η Μάντελεϊν να δει. Απλώς ανασήκωσε τους ώμους.
Η κίνηση την εξόργισε. Ήταν ολοφάνερο πως αυτός ο ανόητος πολεμιστής ήταν αποφασισμένος να πεθάνει.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 27
«Ήταν λάθος μου να ελπίσω πως θα έφευγες, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.
«Ήταν» αποκρίθηκε ο Ντάνκαν. Μια ζεστή λάμψη φώτισε τα μάτια του ξαφνιάζοντας τη Μάντελεϊν. Χάθηκε πριν προλάβει να αντιδράσει. Άραγε γελούσε μαζί της;
Δεν είχε κουράγιο να τον ρωτήσει. Ο Ντάνκαν συνέχισε να την κοιτάζει για ένα ακόμα ατέλειωτο λεπτό. Ύστερα κούνησε το κεφάλι, γύρισε και άρχισε να περπατά προς το σπίτι του Λούντον. Είχε μάλλον αποφασίσει πως είχε χάσει αρκετό χρόνο μαζί της.
Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι θα έκανε τώρα. Θα μπορούσε δα να πηγαίνει για επίσκεψη, έτσι πράος που έδειχνε καθώς προχωρούσε με βήμα αργό, νωχελικό.
Η Μάντελεϊν όμως ήξερε. Άξαφνα ένιωσε να την πλημμυρίζει τέτοιος τρόμος που νόμισε πως θα κάνει εμετό. Αισθανόταν τη χολή να ανεβαίνει, να καίει το λαιμό της.
Πήρε βαθιές ανάσες καταπίνοντας τον αέρα ενώ πάλευε σαν τρελή με τους κόμπους που κρατούσαν τα χέρια της δεμένα. Ο πανικός έκανε το έργο της απίστευτα δύσκολο, γιατί είχε μόλις συνειδητοποιήσει πως υπήρχαν υπηρέτες που κοιμούνταν εκεί μέσα. Δεν πίστευε ότι οι στρατιώτες του Ντάνκαν θα ασχολούνταν με το αν θα σκότωναν μόνο όσους ήταν οπλισμένοι εναντίον τους. Ο Λούντον σίγουρα δε θα έκανε τέτοιες διακρίσεις.
Ήξερε πως σύντομα θα πέθαινε. Αυτό δεν θα αλλάξει. Ήταν η αδελφή του Λούντον. Αν μπορούσε όμως να σώσει αθώες ζωές πριν φύγει, μια τέτοια πράξη καλοσύνης δε θα έδινε νόημα στην ύπαρξή της; Για το Θεό, αν έσωζε τη ζωή κάποιου, δε θα είχε κι η δική της ζωή σημασία… για κάποιον;
Συνέχισε να παλεύει με το σχοινί ενώ παρακολουθούσε το βαρόνο. Όταν εκείνος έφτασε στις σκάλες και γύρισε προς τους άντρες του, ήταν φανερό ποιος ήταν ο πραγματικός του σκοπός. Ναι, η έκφρασή του φανέρωνε όλο του το μένος.
28 JULIE GARWOOD
«Κανένα έλεος!»Τα ουρλιαχτά της μάχης τυραννούσαν τη Μάντελεϊν. Ο
νους της έπλαθε όσα δεν μπορούσε να δει, την παγίδευε σε ένα καθαρτήριο αισχρών σκέψεων. Δεν είχε ζήσει ποτέ ξανά μάχη, είχε μόνο ακούσει παρατραβηγμένες ιστορίες με περιγραφές για τους σκοτωμούς, κι όταν οι στρατιώτες ξεχύθηκαν πολεμώντας έξω στην αυλή, το νοερό καθαρτήριο μετατράπηκε σε ζωντανή κόλαση, με το αίμα των θυμάτων να τρέφει τη φωτιά της εκδίκησης του απαγωγέα της.
Παρόλο που οι άντρες του Λούντον υπερτερούσαν αριθμητικά, η Μάντελεϊν συνειδητοποίησε σύντομα πως δεν ήταν καθόλου προετοιμασμένοι να τα βάλουν με τους εκπαιδευμένους στρατιώτες του Ντάνκαν. Είδε ένα στρατιώτη του αδελφού της να υψώνει το σπαθί εναντίον του βαρόνου και να χάνει τη ζωή του, είδε έναν άλλο να ρίχνει με δύναμη τη λόγχη και να κοιτά σαν χαμένος τη λόγχη και το χέρι να κόβονται από το σώμα του. Διαπεραστικό ουρλιαχτό ακολούθησε την επίθεση καθώς ο στρατιώτης έπεφτε τώρα μπροστά βουτηγμένος στο ίδιο του το αίμα.
Το στομάχι της Μάντελεϊν σφιγγόταν μπροστά σε όλη εκείνη τη θηριωδία. Έκλεισε τα μάτια για να κρατήσει τη φρίκη μακριά, μα οι εικόνες συνέχισαν να τη στοιχειώνουν.
Ένα αγόρι που της φάνηκε πως ήταν ο ιπποκόμος του Ντάνκαν έτρεξε και στάθηκε δίπλα της. Είχε ανοιχτά ξανθά μαλλιά και μέτριο ανάστημα, αλλά ήταν τόσο μυώδης που έμοιαζε χοντρός. Τράβηξε μαχαίρι και το κράτησε μπροστά του.
Της έδωσε ελάχιστη σημασία και κράτησε το βλέμμα καρφωμένο στον Ντάνκαν, η Μάντελεϊν όμως σκέφτηκε πως είχε σταθεί εκεί για να την προστατέψει. Είχε δει τον Ντάνκαν να νεύει πριν από λίγη ώρα στο αγόρι.
Προσπάθησε απεγνωσμένα να συγκεντρωθεί στο πρόσωπο του ιπποκόμου. Μασουλούσε νευρικά το κάτω χείλι του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 29
Δεν ήταν σίγουρη αν το έκανε από φόβο ή έξαψη. Και τότε, όρμησε ξαφνικά και την άφησε ξανά μόνη.
Γύρισε να δει τον Ντάνκαν, πρόσεξε πως του είχε πέσει η ασπίδα και τότε είδε τον ιπποκόμο να τρέχει προς τα εκεί για να την πιάσει για τον αφέντη του. Ήταν τόσο βιαστικός, που του έπεσε το μαχαίρι. Η Μάντελεϊν έτρεξε, το πήρε και βιάστηκε να επιστρέψει στο στύλο μην τυχόν γυρίσει ο Ντάνκαν για εκείνη. Γονάτισε στο έδαφος με το μανδύα να κρύβει τις κινήσεις της, και άρχισε να κόβει το σκοινί που κρατούσε τα χέρια της δεμένα. Η αψιά μυρωδιά του καπνού έφτασε ως εκεί. Σήκωσε το κεφάλι τη στιγμή που έκρηξη φωτιάς ξέσπασε από την είσοδο του κάστρου. Υπηρέτες ανακατεύτηκαν με τους πολεμιστές καθώς προσπαθούσαν να κερδίσουν την ελευθερία τους τρέχοντας προς τις πύλες. Η φωτιά έτρεχε ξοπίσω τους, καψαλίζοντας τον αέρα.
Ο Σάιμον, πρωτότοκος του επιστάτη και ηλικιωμένος πια, κατάφερε να πλησιάσει τη Μάντελεϊν. Δάκρυα κυλούσαν στο σκληρό πρόσωπό του και οι γεροδεμένοι ώμοι είχαν κυρτώσει από την απόγνωση. «Έλεγα πως σας είχαν αποτελειώσει, κυρά μου» ψιθύρισε καθώς τη βοηθούσε να σηκωθεί. Ο υπηρέτης πήρε το μαχαίρι από τα χέρια της και έκοψε γρήγορα το σχοινί. Μόλις ελευθερώθηκε, τον έπιασε από τους ώμους. «Σώσε τον εαυτό σου, Σάιμον. Η μάχη τούτη δε σε αφορά. Βιάσου τώρα, φύγε από δω. Η οικογένειά σου σε έχει ανάγκη.»
«Μα εσείς…»«Πήγαινε πριν να ’ναι αργά» τον ικέτεψε η Μάντελεϊν.Η φωνή της ήταν τραχιά από το φόβο. Ο Σάιμον ήταν
καλός, θεοφοβούμενος άνθρωπος, που στο παρελθόν της είχε δείξει καλοσύνη. Ήταν δέσμιος, όπως και οι υπόλοιποι υπηρέτες, της κοινωνικής του θέσης και της παράδοσης από γενιά σε γενιά. Ο νόμος τους έδενε με τη γη του Λούντον, και από μόνο του αυτό ήταν αρκετά δυσβάσταχτο. Δεν μπορεί να ήταν τόσο σκληρός ο Θεός ώστε να απαιτεί και την ίδια του τη ζωή.
30 JULIE GARWOOD
«Ελάτε μαζί μου, λαίδη Μάντελεϊν» την παρακάλεσε ο Σάιμον. «Θα σας κρύψω.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι αρνητικά. «Έχεις καλύτερες πιθανότητες χωρίς εμένα, Σάιμον. Ο βαρόνος θα έρθει να με βρει. Σε παρακαλώ, μην επιμένεις» βιάστηκε να προσθέσει όταν είδε ότι ήταν έτοιμος να διαμαρτυρηθεί ξανά. «Πήγαινε.» Ούρλιαξε τη διαταγή και έδωσε μεγαλύτερη έμφαση σπρώχνοντας τον Σάιμον από τους ώμους.
«Ο Κύριος να σας φυλάει» ψιθύρισε ο Σάιμον. Της έδωσε το μαχαίρι και γύρισε να φύγει για την πύλη. Μερικά μόλις βήματα πρόφτασε να απομακρυνθεί από την κυρά του όταν τον έριξε κάτω ο αδελφός του Ντάνκαν. Ο Γκίλαρντ, μες στη βιασύνη του να επιτεθεί σε άλλον ένα από τους στρατιώτες του Λούντον, έπεσε κατά λάθος πάνω στον υπηρέτη. Ο Σάιμον κατάφερε να σταθεί στα γόνατα, όταν ο Γκίλαρντ γύρισε ξαφνικά σαν να είχε μόλις καταλάβει ότι υπήρχε άλλος ένας εχθρός πολύ πιο κοντά.
Ήταν φανερός ο σκοπός του. Η Μάντελεϊν φώναξε προειδοποιητικά και έτρεξε να σταθεί μπροστά στον Σάιμον, βάζοντας το σώμα της για ασπίδα στο σπαθί του Γκίλαρντ.
«Κάνε στην άκρη» κραύγασε ο Γκίλαρντ με το σπαθί υψωμένο.
«Όχι» φώναξε η Μάντελεϊν. «Θα σκοτώσεις εμένα για να τον πιάσεις.»
Ο Γκίλαρντ ύψωσε αμέσως ακόμα περισσότερο το σπαθί του σαν να είχε σκοπό να κάνει ακριβώς αυτό. Το πρόσωπό του είχε καταληφθεί από τη μανία. Σκέφτηκε πως ήταν παραπάνω από ικανός να τη σκοτώσει δίχως να νιώσει την παραμικρή τύψη.
Ο Ντάνκαν είδε τι συνέβαινε. Αμέσως έτρεξε προς τη Μάντελεϊν. Ήταν γνωστή η αγριότητα του Γκίλαρντ, ο Ντάνκαν όμως δεν ανησυχούσε μη βλάψει ο αδελφός του τη Μάντελεϊν. Θα προτιμούσε να πεθάνει παρά να παραβεί διαταγή. Αδελφός του ή όχι, ο Ντάνκαν ήταν βαρόνος του
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 31
Γουέξτον και ο Γκίλαρντ υποτελής του. Θα τιμούσε το αξίωμά του. Άλλωστε ο Ντάνκαν ήταν απόλυτα ξεκάθαρος. Η Μάντελεϊν ήταν δική του. Κανείς δε θα την άγγιζε. Κανείς.
Οι υπόλοιποι υπηρέτες, κοντά τριάντα συνολικά, είδαν κι αυτοί τι συνέβαινε. Όσοι δεν ήταν αρκετά κοντά στην ευκαιρία να ελευθερωθούν έτρεξαν πίσω από τον Σάιμον για προστασία. Η Μάντελεϊν απάντησε στο έξαλλο ύφος του Γκίλαρντ με έκφραση γεμάτη ηρεμία, μια ηρεμία που έκρυβε την ταραχή που μαινόταν μέσα της.
Ο Ντάνκαν έφτασε στο πλευρό του αδελφού του την ώρα της αλλόκοτης αντίδρασης της Μάντελεϊν. Η αιχμάλωτή του σήκωσε αργά το χέρι προς τα μαλλιά και έσπρωξε την πυκνή μάζα από μπούκλες γυμνώνοντας το πλάι του λαιμού της. Με φωνή που ακουγόταν αρκετά ήρεμη πρότεινε στον Γκίλαρντ να χτυπήσει εκεί, κι αν δεν τον πείραζε να το κάνει γρήγορα.
Ο Γκίλαρντ κοιτούσε άναυδος την αντίδραση της Μάντελεϊν στην μπλόφα του. Χαμήλωσε αργά το σπαθί μέχρι που η ματωμένη άκρη του να στραφεί στο χώμα.
Η έκφραση της Μάντελεϊν δεν άλλαξε. Έστρεψε την προσοχή της στον Ντάνκαν.
«Το μίσος σου για τον Λούντον φτάνει ίσαμε τους υπηρέτες του; Θα σκοτώσεις αθώους άντρες και γυναίκες επειδή είναι δέσμιοι του νόμου να υπηρετούν τον αδελφό μου;»
Πριν προλάβει ο Ντάνκαν να απαντήσει, η Μάντελεϊν του γύρισε την πλάτη. Πήρε τον Σάιμον από το χέρι και τον βοήθησε να σηκωθεί. «Έχω ακούσει ότι ο βαρόνος του Γουέξτον είναι έντιμος άνδρας, Σάιμον. Στάσου πλάι μου. Θα τον αντιμετωπίσουμε μαζί, καλέ μου φίλε.»
Στράφηκε ξανά στον Ντάνκαν και πρόσθεσε: «Και θα δούμε αν ο άρχοντας τούτος είναι έντιμος ή δε διαφέρει καθόλου από τον Λούντον.»
Συνειδητοποίησε ξαφνικά ότι στο άλλο της χέρι κρατούσε το μαχαίρι. Το έκρυψε πίσω από την πλάτη ώσπου ένιωσε τη φόδρα του μανδύα να σκίζεται. Τότε έριξε μέσα το μαχαί
32 JULIE GARWOOD
ρι παρακαλώντας να αντέξει το στρίφωμα το βάρος του. Για να καλυφθεί, φώναξε: «Καθένας από τους καλούς αυτούς ανθρώπους προσπάθησε να με προφυλάξει από τον αδελφό μου, και θα πεθάνω προτού σε δω να τους αγγίζεις. Δική σου η επιλογή.»
Η φωνή του Ντάνκαν ήταν γεμάτη περιφρόνηση όταν της απάντησε. «Αντίθετα με τον αδελφό σου, εγώ δε βασανίζω αδύναμους. Εμπρός, γέρο, φύγε από εδώ. Μπορείς να πάρεις και τους άλλους μαζί σου.»
Οι υπηρέτες συμμορφώθηκαν αμέσως. Η Μάντελεϊν τους κοιτούσε καθώς έτρεχαν προς τις πύλες. Η επίδειξη ελέους την ξάφνιασε. «Και τώρα, βαρόνε, έχω και κάτι άλλο να ζητήσω. Σκότωσέ με τώρα, σε παρακαλώ. Ξέρω πως είμαι δειλή που το ζητώ, μα έχει γίνει αφόρητη η αναμονή. Κάνε αυτό που πρέπει.»
Πίστευε πως σκόπευε να τη σκοτώσει. Ο Ντάνκαν ένιωσε να ξαφνιάζεται με τα λόγια της για άλλη μια φορά. Σκέφτηκε πως η λαίδη Μάντελεϊν ήταν η πιο αινιγματική γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ. «Δεν πρόκειται να σε σκοτώσω, Μάντελεϊν» ανακοίνωσε πριν της γυρίσει την πλάτη.
Κύμα ανακούφισης τύλιξε τη Μάντελεϊν. Πίστευε πως της είχε πει αλήθεια. Έδειχνε τόσο ξαφνιασμένος όταν του ζήτησε να τελειώνει με την απαίσια πράξη… ναι, της έλεγε αλήθεια τώρα.
Η Μάντελεϊν για πρώτη φορά στη ζωή της ένιωθε θριαμβεύτρια. Είχε σώσει τη ζωή του Ντάνκαν και θα ζούσε να το διηγείται.
Η μάχη είχε τελειώσει. Τα άλογα είχαν ελευθερωθεί από τους στάβλους και τα είχαν διώξει μετά τους υπηρέτες από τις ανοιχτές πύλες, δευτερόλεπτα πριν καινούριες φλόγες καταστροφής καταβροχθίσουν το ξύλο.
Δεν ένιωθε ίχνος οργής για την καταστροφή του οίκου του αδελφού της. Ποτέ δεν ανήκε σε εκείνη. Δεν είχε ευτυχισμένες αναμνήσεις από εδώ.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 33
Όχι, δεν υπήρχε οργή. Η εκδίκηση του Ντάνκαν ήταν δίκαιη τιμωρία για τις αμαρτίες του αδελφού της. Τη ζοφερή τούτη νύχτα είχε αποδοθεί δικαιοσύνη από ένα βάρβαρο ντυμένο με ρούχα ιππότη, έναν ακραίο κατά τη γνώμη της άνθρωπο, που τολμούσε να αγνοήσει την ισχυρή φιλία του Λούντον με το βασιλιά της Αγγλίας.
Τι είχε κάνει ο Λούντον στο βαρόνο Γουέξτον για να δικαιολογήσει τέτοια αντίποινα; Και τι τίμημα θα αναγκαζόταν να πληρώσει ο Ντάνκαν για την παράτολμη πράξη του; Θα ζητούσε άραγε ο Γουίλιαμ Β’, όταν άκουγε για την επίθεση αυτή, να πληρώσει ο Ντάνκαν με τη ζωή του; Ο βασιλιάς θα ήταν έτοιμος να ικανοποιήσει τον Λούντον αν εκείνος ζητούσε κάτι τέτοιο. Έλεγαν πως η επιρροή του Λούντον στο βασιλιά ήταν ασυνήθιστη. Η Μάντελεϊν είχε ακούσει να λένε ότι ήταν ιδιαίτεροι φίλοι. Την τελευταία μάλιστα βδομάδα είχε μάθει τι σήμαιναν όλα αυτά που ψιθυρίζονταν. Η Μάρτα, η ειλικρινής γυναίκα του σταβλάρχη, είχε αποκαλύψει με μεγάλη χαρά αργά ένα βράδυ μετά από αρκετές ποσότητες μπίρας τι είδους ιδιαίτερη ήταν η φιλία τους.
Η Μάντελεϊν δεν την είχε πιστέψει. Είχε κοκκινίσει και τα είχε αρνηθεί όλα. Είχε πει στη Μάρτα πως ο Λούντον είχε μείνει ανύπαντρος επειδή η κυρά που του είχε χαρίσει την καρδιά της είχε πεθάνει. Η Μάρτα είχε χλευάσει την αθωότητά της. Στο τέλος ανάγκασε την αφέντρα της να παραδεχτεί πως ήταν πιθανό.
Μέχρι εκείνο το βράδυ η Μάντελεϊν δεν είχε καταλάβει πώς μερικοί άντρες μπορούσαν να έχουν σχέσεις με άλλους άντρες, και η ιδέα πως ένας από αυτούς ήταν ο αδελφός της, ενώ ο άλλος ήταν, όπως λεγόταν, ο βασιλιάς της Αγγλίας, γινόταν ακόμα πιο δυσάρεστη. Η αποστροφή της ήταν τέτοια που η Μάντελεϊν θυμόταν πως είχε βγάλει το βραδινό της, κάνοντας τη Μάρτα να γελάσει.
«Κάψτε το παρεκκλήσι.» Η διαταγή του Ντάνκαν ακούστηκε σε ολόκληρη την αυλή, ξαναγυρίζοντας τις σκέψεις
34 JULIE GARWOOD
της Μάντελεϊν στο παρόν. Μάζεψε αμέσως τις φούστες της και έτρεξε προς την εκκλησία με την ελπίδα να προλάβει να μαζέψει τα λιγοστά υπάρχοντά της πριν εκτελεστεί η διαταγή. Κανείς δε φαινόταν να της δίνει σημασία.
Ο Ντάνκαν τη σταμάτησε τη στιγμή που έφτανε στην πλαϊνή είσοδο. Χτύπησε τα χέρια στον τοίχο και την έκλεισε ανάμεσά τους. Η Μάντελεϊν αναφώνησε αιφνιδιασμένη και γύρισε να τον κοιτάξει.
«Δεν μπορείς να κρυφτείς πουθενά από μένα, Μάντελεϊν.»Η φωνή του ήταν απαλή. Σχεδόν βαριεστημένη. «Δεν
κρύβομαι από κανέναν» είπε η Μάντελεϊν προσπαθώντας να κρύψει την οργή από τη φωνή της.
«Θέλεις λοιπόν να καείς μαζί με το παρεκκλήσι σου;» ρώτησε ο Ντάνκαν. «Ή μήπως σκέφτεσαι να χρησιμοποιήσεις το μυστικό πέρασμα που μου είπες.»
«Όχι» είπε η Μάντελεϊν. «Όλα μου τα υπάρχοντα είναι μέσα στην εκκλησία. Πήγαινα να τα πάρω. Είπες πως δε θα με σκοτώσεις και σκέφτηκα να πάρω τα πράγματά μου στο ταξίδι.»
Όταν δεν αποκρίθηκε στην εξήγησή της, η Μάντελεϊν προσπάθησε άλλη μια φορά. Ήταν δύσκολο να σχηματιστεί ολοκληρωμένη σκέψη στο μυαλό της όμως με τον Ντάνκαν να την κοιτά τόσο επίμονα. «Δε θα σου ζητήσω άλογο, μόνο τα ρούχα μου πίσω από το ιερό.»
«Δε θα μου ζητήσεις;» ψιθύρισε. Η Μάντελεϊν δεν ήξερε πώς να αντιδράσει σε αυτό, ούτε στο χαμόγελο που της χάριζε τώρα. «Στ’ αλήθεια περιμένεις να πιστέψω πως ζούσες στην εκκλησία;»
Η Μάντελεϊν ευχήθηκε να είχε αρκετό θάρρος για να του πει πως δεν την ένοιαζε τι πίστευε. Ήταν δειλή. Όλα εκείνα τα χρόνια όμως που μάθαινε με τρόπο οδυνηρό πώς να ελέγχει τα συναισθήματά της απέδιδαν τώρα. Τον κοίταξε ήρεμη παραμερίζοντας την οργή της. Κατάφερε μάλιστα να ανασηκώσει αδιάφορα τους ώμους.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 35
Ο Ντάνκαν είδε τη σπίθα του θυμού να ξεπηδά μες στα γαλάζια της μάτια. Ήταν τόσο κόντρα στην ήρεμη έκφραση του προσώπου της και χάθηκε τόσο γρήγορα, που ήταν σίγουρος πως δε θα την είχε προσέξει αν δεν την παρακολουθούσε τόσο στενά. Έλεγχε τον εαυτό της με αξιοθαύμαστη ικανότητα για απλή γυναίκα.
«Απάντησέ μου, Μάντελεϊν. Θέλεις να πιστέψω πως ζούσες σε τούτη την εκκλησία;»
«Δε ζούσα εκεί» είπε εκείνη όταν δεν άντεξε άλλο το επίμονο βλέμμα του. «Απλώς έκρυψα τα πράγματά μου εκεί για να το σκάσω το πρωί.»
Ο Ντάνκαν έσμιξε τα φρύδια. Θαρρούσε πως ήταν τόσο παλαβός που θα πίστευε τέτοια ανοησία; Καμιά γυναίκα δε θα έφευγε από την άνεση του σπιτιού της για να ταξιδέψει μες στη βαρυχειμωνιά. Και πού έπρεπε να πιστέψει πως θα πήγαινε;
Αποφάσισε εκείνη τη στιγμή να τη βγάλει ψεύτρα, μόνο και μόνο για να δει την αντίδρασή της όταν αποκαλυπτόταν το ψέμα. «Μπορείς να πάρεις τα πράγματά σου.»
Η Μάντελεϊν δεν κάθισε να σκεφτεί την καλή της τύχη. Πίστεψε πως αφού της έδινε την έγκρισή του συμφωνούσε και με το σχέδιό της να φύγει από το οχυρό. «Μπορώ λοιπόν να φύγω από το οχυρό;» ξεστόμισε πριν προλάβει να σταματήσει. Και πόσο έτρεμε, Θεέ μου, η φωνή της..
«Ναι, Μάντελεϊν, θα φύγεις από το οχυρό» συμφώνησε ο Ντάνκαν.
Της χαμογέλασε. Η Μάντελεϊν ανησύχησε για την αλλαγή στη διάθεσή του. Τον κοίταξε προσπαθώντας να διαβάσει τη σκέψη του. Σύντομα κατάλαβε πως ήταν μάταιος κόπος. Ο Ντάνκαν κάλυπτε τα αισθήματά του πολύ καλά, υπερβολικά καλά για να μπορέσει να καταλάβει αν της έλεγε αλήθεια ή όχι.
Έσκυψε κάτω από το μπράτσο του και έτρεξε στο διάδρομο για το πίσω μέρος της εκκλησίας. Ο Ντάνκαν την ακολουθούσε.
36 JULIE GARWOOD
Το σακίδιο από λινάτσα ήταν εκεί ακριβώς που το είχε κρύψει την προηγούμενη μέρα. Η Μάντελεϊν σήκωσε τον μπόγο στην αγκαλιά της και γύρισε να κοιτάξει τον Ντάνκαν. Ήταν έτοιμη να του εκφράσει την ευγνωμοσύνη της, αλλά δίστασε όταν είδε και πάλι την έκφραση έκπληξης στο πρόσωπό του.
«Δε με πίστεψες;» ρώτησε. Η φωνή της ακούστηκε τόσο απορημένη όσο έδειχνε κι εκείνος. Μόρφασε αντί να της απαντήσει. Γύρισε και βγήκε από την εκκλησία. Η Μάντελεϊν τον ακολούθησε. Τα χέρια της έτρεμαν τώρα σχεδόν βίαια. Σκέφτηκε πως ήταν αντίδραση στη φρίκη της μάχης που είχε μόλις παρακολουθήσει. Είχε δει τόσο πολύ αίμα, τόσο πολλούς νεκρούς. Ο νους και το στομάχι της διαμαρτύρονταν και μπορούσε μόνο να προσευχηθεί να διατηρήσει την ψυχραιμία της μέχρι να φύγει ο Ντάνκαν με τους στρατιώτες του.
Μόλις ξεμάκρυνε από το κτίριο, άρχισαν να πετούν αναμμένους πυρσούς. Οι φλόγες έμοιαζαν με πεινασμένες αρκούδες που καταβρόχθιζαν το κτίριο με άγρια επιμονή.
Η Μάντελεϊν κοιτούσε ώρα πολλή τη φωτιά, ώσπου συνειδητοποίησε πως κρατούσε σφιχτά το χέρι του Ντάνκαν. Αμέσως τραβήχτηκε μακριά του.
Γύρισε και είδε ότι είχαν φέρει τα άλογα των στρατιωτών από το εξωτερικό τείχος. Οι περισσότεροι άντρες του Ντάνκαν είχαν ήδη ανέβει στα άλογά τους και περίμεναν τη διαταγή του. Στο κέντρο της αυλής έστεκε το πιο υπέροχο ζώο, ένα πελώριο λευκό άτι σχεδόν δυο χέρια πιο ψηλό από τα υπόλοιπα άλογα. Ο ξανθομάλλης ακόλουθος έστεκε μπροστά ακριβώς από το ζώο, προσπαθώντας, χωρίς να τα καταφέρνει ιδιαίτερα, να κρατήσει τα χαλινάρια στα χέρια του. Σίγουρα ανήκε στον Ντάνκαν, ζώο ταιριαστό για την ιδιότητα και το αξίωμα του βαρόνου.
Της ένευσε να πάει προς το άτι. Η Μάντελεϊν συνοφρυώθηκε, άρχισε όμως να περπατά ενστικτωδώς προς το μεγάλο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 37
άλογο. Όσο πιο πολύ πλησίαζε, τόσο περισσότερο τρομοκρατούνταν. Σε μιαν άκρη του ταραγμένου της μυαλού μια ζοφερή σκέψη είχε αρχίσει να σχηματίζεται.
Θεέ και Κύριε, δε θα την άφηναν εκεί.Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας να ηρεμήσει. Είπε
στον εαυτό της πως ήταν πολύ ζαλισμένη και δε σκεφτόταν καθαρά. Φυσικά και δε θα την έπαιρνε μαζί του ο βαρόνος. Αφού δεν ήταν αρκετά σημαντική για να ασχοληθεί μαζί της.
Ήθελε όμως να τον ακούσει να το αρνείται. «Δε σκέφτεσαι να με πάρεις μαζί σου, έτσι δεν είναι;» τραύλισε. Η φωνή της ακούστηκε σφιγμένη. Ήξερε πως δεν κατάφερε να κρύψει το φόβο της.
Ο Ντάνκαν την πλησίασε. Πήρε το σακίδιό της και το πέταξε στον ακόλουθό του. Πήρε την απάντησή της. Τον κοίταξε, τον είδε να ανεβαίνει επιδέξια στο άλογο και να απλώνει το χέρι του σε εκείνη.
Η Μάντελεϊν άρχισε να υποχωρεί. Ο Θεός να τη βοηθούσε, μα θα τον αψηφούσε. Ήξερε πως αν δοκίμαζε να σκαρφαλώσει ίσαμε το δαιμονικό άλογό του, θα γνώριζε την ατίμωση αφού θα λιποθυμούσε ή ακόμα χειρότερα θα ούρλιαζε. Στην πραγματικότητα προτιμούσε να πεθάνει παρά να εξευτελιστεί.
Φοβόταν περισσότερο το άτι παρά το βαρόνο. Δυστυχώς η εκπαίδευσή της ήταν ελλιπής και δεν ήξερε ούτε τα βασικά γύρω από την ιππασία. Ακόμα κατά καιρούς τη στοίχειωναν αναμνήσεις από πολύ μικρή, τότε που ο Λούντον είχε χρησιμοποιήσει τα ελάχιστα εκείνα μαθήματα ιππασίας σαν μέσο υποταγής. Όταν μεγάλωσε πια, κατάλαβε πως οι φόβοι της ήταν παράλογοι, μα μέσα της το τρομαγμένο παιδί εξακολουθούσε να επαναστατεί με πεισματικό, παρανοϊκό τρόμο.
Έκανε άλλο ένα βήμα πίσω. Κούνησε αργά το κεφάλι αρνούμενη τη βοήθεια του Ντάνκαν. Είχε πάρει την απόφασή της· θα τον ανάγκαζε να τη σκοτώσει, αν αυτή ήταν η πρόθεσή του, μα στο άλογο δε θα ανέβαινε.
38 JULIE GARWOOD
Δίχως να σκεφτεί καν πού πήγαινε, η Μάντελεϊν γύρισε και έφυγε. Έτρεμε τόσο πολύ που σκόνταψε αρκετές φορές. Ο πανικός φούντωνε μέσα της τόσο που στο τέλος ένιωσε να την τυφλώνει, όμως εκείνη κράτησε το βλέμμα καρφωμένο στο χώμα και συνέχισε να προχωρά, να κάνει το ένα αποφασιστικό βήμα μετά το άλλο.
Σταμάτησε όταν έφτασε μπροστά στο διαμελισμένο πτώμα ενός από τους στρατιώτες του Λούντον. Το πρόσωπο του άντρα ήταν παραμορφωμένο φριχτά. Το θέαμα αυτό έκανε τη Μάντελεϊν να σπάσει. Στάθηκε εκεί, καταμεσής του μακελειού, να κοιτάζει το νεκρό στρατιώτη, μέχρι που άκουσε μια βασανισμένη κραυγή να αντηχεί από μακριά. Ο ήχος σπάραζε την ψυχή της. Σκέπασε με τα χέρια τα αυτιά της για να πνίξει το θόρυβο, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ο φριχτός ήχος δεν έλεγε να κοπάσει.
Ο Ντάνκαν κέντρισε το άλογό του τη στιγμή που η Μάντελεϊν άρχισε να ουρλιάζει. Έφτασε δίπλα της, έσκυψε και δίχως καμιά δυσκολία τη σήκωσε στην αγκαλιά του.
Σταμάτησε να ουρλιάζει μόλις την άγγιξε. Ο Ντάνκαν έφτιαξε το βαρύ μανδύα του μέχρι που σκέπασε εντελώς την αιχμάλωτή του. Το πρόσωπό της ακούμπησε στους ατσάλινους κρίκους του αλυσιδωτού θώρακα, εκείνος όμως φρόντισε να τραβήξει λίγο από το δικό της μανδύα μπροστά για να ακουμπήσει το μάγουλό της στην απαλή επένδυση από προβιά.
Δεν αναλογίστηκε την επιθυμία του να είναι τρυφερός μαζί της. Η εικόνα της Μάντελεϊν να γονατίζει μπροστά του, να παίρνει τα σχεδόν παγωμένα πόδια του κάτω από το φόρεμά της για να τα ζεστάνει, πέρασε σαν αστραπή από μπροστά του. Ήταν μια πράξη καλοσύνης. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα λιγότερο για εκείνη τώρα. Άλλωστε ήταν ο μόνος υπεύθυνος για τον πόνο που την τυραννούσε τόσο. Ο Ντάνκαν αναστέναξε βαθιά. Ό,τι έγινε έγινε. Διάολε, κι είχε αρχίσει σαν τόσο απλό σχέδιο. Με το που μπήκε στη μέση μια γυναίκα, όλα μπερδεύτηκαν.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 39
Είχε πολλά να αναθεωρήσει τώρα. Αν και ήξερε πως η Μάντελεϊν δεν το γνώριζε, είχε σίγουρα περιπλέξει τα πράγματα. Σκέφτηκε πως τώρα έπρεπε να τα ξεμπλέξει. Το σχέδιο είχε αλλάξει, είτε του άρεσε είτε όχι, αφού ήξερε, με βεβαιότητα που τον ξάφνιαζε μα και τον εκνεύριζε, ότι δε θα την άφηνε ποτέ να φύγει.
Ο Ντάνκαν έσφιξε πάνω του την αιχμάλωτή του και έδωσε επιτέλους το σήμα να ξεκινήσουν. Έμεινε πίσω για να διαμορφώσει την ουρά της μεγάλης πομπής. Όταν απομακρύνθηκαν και οι τελευταίοι από τους στρατιώτες του και μόνο ο Γκίλαρντ με το νεαρό ακόλουθο βρίσκονταν στο πλευρό του, ο Ντάνκαν στάθηκε να κοιτάξει την καταστροφή.
Η Μάντελεϊν έγειρε πίσω το κεφάλι για να δει το πρόσωπο του Ντάνκαν. Πρέπει να την ένιωσε να τον κοιτάζει, γιατί χαμήλωσε αργά το βλέμμα ώσπου τα μάτια του καρφώθηκαν στα δικά της.
«Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, Μάντελεϊν.»Περίμενε να της πει περισσότερα, να της εξηγήσει τι είχε
κάνει ο αδελφός της για να προκαλέσει τέτοια αντίποινα, ο Ντάνκαν όμως συνέχισε απλώς να την κοιτάζει σαν να ήθελε να την κάνει έτσι να καταλάβει. Δεν είχε σκοπό να δικαιολογήσει τη σκληρότητά του. Το καταλάβαινε τώρα.
Οι νικητές δε χρειάζονται δικαιολογίες.Η Μάντελεϊν γύρισε να κοιτάξει τα ερείπια. Θυμήθηκε
μια από τις ιστορίες που της είχε πει ο θείος της ο πατέρας Μπέρτον, για τους Καρχηδονιακούς Πολέμους της αρχαιότητας. Είχαν παραδοθεί πολλές ιστορίες στις νεότερες γενιές, οι περισσότερες από τις οποίες αποδοκιμάζονταν από την Εκκλησία, ο πατέρας Μπέρτον όμως τις είχε αφηγηθεί στη Μάντελεϊν μορφώνοντάς τη με τον πιο ανορθόδοξο τρόπο ενώ θα μπορούσε να τιμωρηθεί αυστηρά από τους ηγέτες της Εκκλησίας αν είχαν την παραμικρή ιδέα για αυτό που έκανε.
40 JULIE GARWOOD
Το μακελειό που είχε παρακολουθήσει της θύμιζε την ιστορία της Καρχηδόνας. Κατά τον τρίτο και τελευταίο πόλεμο ανάμεσα στις δύο μεγάλες δυνάμεις, μόλις έπεσε η Καρχηδόνα οι νικητές κατάστρεψαν ολοκληρωτικά την πόλη. Ό,τι δεν είχε γίνει στάχτη είχε θαφτεί κάτω από το εύφορο έδαφος. Μήτε πέτρα δεν αφέθηκε πάνω σε άλλη. Σαν τελευταίο μέτρο, τα εδάφη καλύφθηκαν από αλάτι για να μη φυτρώσει στο μέλλον τίποτα εκεί.
Η ιστορία επαναλαμβανόταν εκείνη τη νύχτα. Ο Λούντον και όλα όσα του ανήκαν είχαν πια βεβηλωθεί.
«Delenda est Carthago» ψιθύρισε η Μάντελεϊν «η Καρχηδόνα πρέπει να καταστραφεί» επαναλαμβάνοντας τον όρκο που είχε δώσει πριν από τόσον καιρό τα αρχαία χρόνια ο Κάτων ο πρεσβύτερος.
Ο Ντάνκαν ξαφνιάστηκε από το σχόλιο της Μάντελεϊν. Αναρωτήθηκε πώς είχε αποκτήσει τέτοια γνώση. «Ναι, Μάντελεϊν. Σαν την Καρχηδόνα ο αδελφός σου πρέπει να καταστραφεί.»
«Ανήκω κι εγώ στον Λούντ… στην Καρχηδόνα;» ρώτησε εκείνη, χωρίς να θέλει καν να προφέρει το όνομα του αδελφού της.
«Όχι, Μάντελεϊν, δεν ανήκεις στην Καρχηδόνα.»Η Μάντελεϊν ένευσε και έκλεισε τα μάτια. Ακούμπησε
στο στήθος του Ντάνκαν.Ο Ντάνκαν έσπρωξε με το χέρι του το σαγόνι της ψηλά,
αναγκάζοντάς τη να τον ξανακοιτάξει. «Δεν ανήκεις στον Λούντον, Μάντελεϊν. Από αυτή τη
στιγμή ανήκεις σε μένα. Καταλαβαίνεις;»Η Μάντελεϊν ένευσε. Ο Ντάνκαν την άφησε όταν είδε πόσο την είχε τρομο
κρατήσει. Την κοίταξε για ένα λεπτό ακόμα και ύστερα αργά και, ναι, τρυφερά, τράβηξε το μανδύα πάνω από το πρόσωπό της.
Μες στη ζεστή κρυψώνα της, ακουμπισμένη πάνω του, η
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 41
Μάντελεϊν ψιθύρισε: «Θαρρώ πως θα προτιμούσα να μην ανήκω σε κανέναν.»
Ο Ντάνκαν την άκουσε. Ένα χαμόγελο απλώθηκε αργά στο πρόσωπό του. Δεν τον ενδιέφερε καθόλου τι ήθελε η λαίδη Μάντελεϊν. Ναι, τώρα του ανήκε, είτε το ήθελε είτε όχι.
Η λαίδη Μάντελεϊν είχε σφραγίσει μόνη της τη μοίρα της. Είχε ζεστάνει τα πόδια του.
Κεφάλαιο 3
Το να πράττεις την αδικία είναι πιο ατιμωτικό από το να την υφίστασαι.
Πλάτων
Ταξίδεψαν προς το βορρά το υπόλοιπο της νύχτας και το περισσότερο μέρος της επόμενης μέρας με μεγάλη δυσκολία αλλά και βιασύνη, σταματώντας μόνο δύο φορές για να ξεκουραστούν τα άλογα από το μανιασμένο ρυθμό που επέβαλλε ο βαρόνος. Επέτρεψαν στη Μάντελεϊν να μείνει για μερικά λεπτά μόνη, τα πόδια της όμως μόλις που κρατούσαν το βάρος της και η φροντίδα των προσωπικών αναγκών της εξελίχτηκε σε βασανιστική δοκιμασία, ενώ, πριν προλάβει να τεντώσει τα μέλη της που διαμαρτύρονταν, βρέθηκε ανεβασμένη και πάλι στο άλογο του Ντάνκαν.
Επειδή το πλήθος τους πρόσφερε ασφάλεια, ο Ντάνκαν αποφάσισε να ακολουθήσει τον κεντρικό δρόμο. Στην καλύτερη περίπτωση ήταν απλώς ένα άθλιο μονοπάτι, με μεγάλους θάμνους και ξερόκλαδα που έκαναν τη διάβαση ακόμα και για τους καλύτερους ιππότες συνεχή πρόκληση. Οι ασπίδες των αντρών την περισσότερη ώρα ήταν ψηλά. Η Μάντελεϊν όμως ήταν καλά προστατευμένη από το μανδύα και την πανοπλία του Ντάνκαν.
Ο βαρύς εξοπλισμός των στρατιωτών βοηθούσε, εκτός από εκείνους που φορούσαν τα κωνικά καπέλα με το πρό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 43
σωπο εκτεθειμένο και ίππευαν με χέρια γυμνά, οι οποίοι απλώς καθυστερούσαν λίγο στην πορεία τους.
Η μαρτυρική διαδρομή κράτησε σχεδόν δυο μέρες. Ώσπου να ανακοινώσει ο Ντάνκαν ότι θα περνούσαν τη νύχτα σε μια απομονωμένη κοιλάδα που είχε εντοπίσει, η Μάντελεϊν είχε σχεδόν βεβαιωθεί πως δεν ήταν άνθρωπος. Είχε ακούσει να λένε οι άντρες τον αρχηγό τους «Λύκο» και καταλάβαινε πολύ καλά τον τραχύ παραλληλισμό. Ο Ντάνκαν στο γαλανόλευκο οικόσημό του είχε το περίγραμμα του τρομερού αυτού ζώου. Φανταζόταν ότι η μητέρα του θα ήταν δαίμονας από την κόλαση και ο πατέρας του ένας μεγάλος, άσχημος λύκος· πως αυτός ήταν ο μόνος λόγος που μπορούσε να αντέξει σε τέτοιο εξαντλητικό, απάνθρωπο ρυθμό.
Ώσπου να σταματήσουν, η Μάντελεϊν ζαλιζόταν από την πείνα. Κάθισε σε μια πέτρα και παρακολουθούσε τους στρατιώτες που φρόντιζαν τα άλογά τους. Πρώτη έγνοια ενός ευγενή, σκέφτηκε η Μάντελεϊν, αφού ήξερε ότι δίχως το άλογο ο ιππότης είναι τελείως άχρηστος. Ναι, πρώτα έρχονταν τα άλογα.
Σε λίγο άναψαν μικρές φωτιές με οχτώ ή δέκα άντρες να κάθονται γύρω, κι όταν είχαν πια ανάψει όλες, μέτρησε τουλάχιστον τριάντα φωτιές που διέγραφαν τους κυρτωμένους ώμους των ανδρών που ήταν έτοιμοι να αναπαυθούν. Το φαγητό ήρθε τελευταίο, μια πενιχρή μερίδα από ξερό ψωμί και κιτρινισμένο τυρί. Κέρατα γέμιζαν με αλμυρή μπίρα και περνούσαν από τον ένα στον άλλο. Η Μάντελεϊν πρόσεξε πως οι στρατιώτες έπιναν ελάχιστα. Σκέφτηκε πως ο κίνδυνος τους έκανε να παραβλέπουν την επιθυμία τους για περισσότερο, αφού σίγουρα θα χρειάζονταν το μυαλό τους καθαρό απόψε που θα ήταν τόσο εκτεθειμένοι.
Υπήρχε ο αιώνιος κίνδυνος περιπλανώμενων συμμοριών, απόκληρων που είχαν μετατραπεί σε αρπακτικά που περίμεναν να ορμήσουν σε οποιονδήποτε πιο αδύναμο από εκείνους αλλά και των άγριων ζώων που περιπλανιόνταν στα μέρη εκείνα με τις ίδιες μάλλον προθέσεις.
44 JULIE GARWOOD
Ο ιπποκόμος του Ντάνκαν διατάχτηκε να φροντίσει τη Μάντελεϊν. Το όνομά του ήταν Άνσελ και από την έκφραση του προσώπου του η Μάντελεϊν καταλάβαινε πως δεν του άρεσε και τόσο η αποστολή του. Παρηγορήθηκε στη σκέψη πως κάθε μίλι προς το βορρά ήταν ένα μίλι πιο κοντά στο δικό της μυστικό προορισμό. Πριν της χαλάσει ο βαρόνος Γουέξτον τα σχέδια, η Μάντελεϊν σχεδίαζε την απόδρασή της. Σκόπευε να ταξιδέψει μέσα από τη Σκοτία προς το σπίτι της εξαδέλφης Έντγουιθ. Καταλάβαινε πια πως ήταν αφελής που είχε πιστέψει ότι μπορούσε να κάνει κάτι τέτοιο μόνη της. Ναι, καταλάβαινε τώρα την τρέλα της, παραδεχόταν μάλιστα πως δε θα είχε αντέξει πάνω από μια μέρα μόνη, πάνω στη μοναδική φοράδα που υπήρχε στο στάβλο του Λούντον και που δεν την έριχνε κάτω. Η φοράδα που έγερνε προς τα πίσω και ήταν αρκετά γέρικη, δε θα είχε αντοχές για τέτοιο ταξίδι. Δίχως δυνατό άλογο και κατάλληλα ρούχα, η απόδραση θα ήταν μια μορφή αυτοκτονίας. Κι ο βιαστικά σχεδιασμένος χάρτης από την αδύναμη μνήμη του Σάιμον θα την έκανε να διαγράφει κύκλους.
Παρόλο που παραδεχόταν πως ήταν παράτολμο το όνειρό της, αποφάσισε πως δε θα τα παρατούσε. Είχε πιαστεί από την αμυδρή ελπίδα μόνο επειδή ήταν ό,τι της είχε απομείνει. Σίγουρα ο Ντάνκαν θα ζούσε σε μικρή απόσταση από τα σύνορα με τη Σκοτία. Πόσο πιο μακριά να ήταν το καινούριο σπίτι της εξαδέλφης της; Ίσως και να περπατούσε ως εκεί.
Τα εμπόδια θα την κατατρόπωναν έτσι και τα άφηνε. Έκανε στην άκρη τη λογική και συγκεντρώθηκε στη λίστα όσων θα χρειαζόταν. Ένα άλογο ικανό ήταν το πρώτο, προμήθειες το δεύτερο, κι η ευχή του Θεού το τελευταίο. Σκεφτόταν πως είχε βάλει ανάποδα τις προτεραιότητές της, πως έπρεπε να βάλει πρώτα το Θεό και τελευταίο το άλογο, όταν έτυχε να δει τον Ντάνκαν που προχωρούσε στο κέντρο του καταυλισμού. Θεέ μου, αυτός δεν ήταν το μεγαλύτερο εμπό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 45
διο από όλα; Ναι, ο Ντάνκαν, μισός άνθρωπος μισός λύκος, θα ήταν το πιο δύσκολο εμπόδιο που έπρεπε να ξεπεράσει.
Δεν είχε πει μήτε μία κουβέντα από τότε που έφυγαν από το οχυρό του Λούντον. Την είχε ταράξει απίστευτα η σκληρή δήλωσή του πως τώρα ανήκε σε εκείνον. Και τι στο καλό σήμαινε αυτό; Μακάρι να είχε το θάρρος να ζητήσει μια εξήγηση. Ο βαρόνος ήταν όμως τόσο ψυχρός, τόσο απόμακρος τώρα, και τόσο πολύ τρομαχτικός για να τον πλησιάσει.
Θεέ μου, πόσο εξαντλημένη ήταν. Δεν μπορούσε να ανησυχεί τώρα για εκείνον. Όταν θα ξεκουραζόταν, θα έβρισκε τρόπο να δραπετεύσει. Αυτό δεν ήταν άλλωστε το καθήκον ενός αιχμάλωτου;
Ήξερε πως δεν είχε ικανότητες για τέτοια πράγματα. Τι σημασία είχε ότι μπορούσε να διαβάζει και να γράφει; Κανείς δε θα μάθαινε ποτέ την ασυνήθιστη αυτή ικανότητα, αφού ήταν απαράδεκτο για μια γυναίκα να έχει τέτοια μόρφωση. Η πλειονότητα μάλιστα των ευγενών δεν μπορούσαν καν να γράψουν το όνομά τους. Βασίζονταν στους ιερείς για να ασχολούνται με ασήμαντα καθήκοντα σαν αυτά.
Η Μάντελεϊν σίγουρα δεν κατηγορούσε το θείο της επειδή δεν την είχε προετοιμάσει σωστά. Ο καλός ιερέας χαιρόταν ιδιαίτερα να τη διδάσκει όλες τις αρχαίες ιστορίες. Η αγαπημένη της ήταν η ιστορία του Οδυσσέα. Ο μυθικός πολεμιστής είχε γίνει σύντροφος της Μάντελεϊν όταν ήταν νεαρό κορίτσι και περνούσε τον περισσότερο καιρό της τρομοκρατημένη. Προσποιούνταν πως ο Οδυσσέας καθόταν δίπλα της τις ατέλειωτες σκοτεινές νύχτες. Τη βοηθούσε να φοβάται λιγότερο πως ο Λούντον θα ερχόταν και θα την έπαιρνε πίσω μαζί του.
Ο Λούντον! Ακόμα και το όνομά του έκανε το στομάχι της να σφίγγεται. Ναι, αυτός ήταν ο πραγματικός λόγος που δεν είχε αποκτήσει η Μάντελεϊν όσες ικανότητες χρειαζόταν για να επιβιώσει. Για το Θεό, ούτε άλογο δεν μπορούσε να ιππεύσει! Και για αυτό εκείνος έφταιγε. Την είχε πάει με
46 JULIE GARWOOD
ρικές φορές για ιππασία όταν ήταν έξι χρονών, και ακόμα θυμόταν τις εξόδους εκείνες τόσο καθαρά σαν να είχαν συμβεί μόλις την προηγούμενη μέρα. Είχε γελοιοποιηθεί τόσο πολύ –τουλάχιστον έτσι ούρλιαζε ο Λούντον– έτσι που χοροπηδούσε σαν κακοδεμένη μπάλα από άχυρο πάνω στη σέλα.
Κι όταν κατάλαβε πόσο είχε τρομοκρατηθεί, την έδεσε στη σέλα και χτύπησε το άλογο να τρέξει στην εξοχή.
Ο τρόμος της ερέθιζε τον αδελφό της. Μόνο όταν έμαθε η Μάντελεϊν τελικά να κρύβει το φόβο της σταμάτησε ο Λούντον το σαδιστικό του παιχνίδι.
Όσο θυμόταν τον εαυτό της, ήξερε πως ο πατέρας κι ο αδελφός της την αντιπαθούσαν και προσπαθούσε με όποιο τρόπο ήξερε να τους κάνει να την αγαπήσουν έστω και λίγο. Όταν έγινε οκτώ χρονών, την έστειλαν στον πατέρα Μπέρτον, το νεότερο αδελφό της μητέρας της, για σύντομη επίσκεψη που μετατράπηκε σε πολλά γαλήνια χρόνια. Ο πατέρας Μπέρτον ήταν ο μόνος εν ζωή συγγενής της από την πλευρά της οικογένειας της μητέρας της. Έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε για την ανατροφή της και της έλεγε συνεχώς, μέχρι που το είχε σχεδόν πιστέψει, πως ο πατέρας κι ο αδελφός της ήταν εκείνοι που υστερούσαν και όχι η ίδια.
Α, ήταν καλός, τρυφερός άνθρωπος ο θείος της, και οι ευγενικοί του τρόποι διαμόρφωσαν το χαρακτήρα της Μάντελεϊν. Την έμαθε πολλά πράγματα, όχι υλικά, και την αγαπούσε όσο ένας αληθινός πατέρας θα αγαπούσε την κόρη του. Της εξηγούσε πως ο Λούντον απεχθανόταν όλες τις γυναίκες, βαθιά μέσα της όμως η Μάντελεϊν δεν τον πίστευε. Ο αδελφός της νοιαζόταν για τις μεγαλύτερες αδελφές του. Και η Κλαρίσα και η Σάρα είχαν σταλεί σε μεγάλα αρχοντικά για να πάρουν την κατάλληλη μόρφωση και η καθεμιά διέθετε εντυπωσιακή προίκα, αν και μόνο η Κλαρίσα είχε παντρευτεί.
Ο πατέρας Μπέρτον της είχε πει ακόμα ότι ο πατέρας της δεν ήθελε καμία σχέση μαζί της επειδή έμοιαζε τόσο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 47
πολύ στη μητέρα της, μια γυναίκα ευγενική, που την είχε παντρευτεί για να τη στρέψει εναντίον όλων αμέσως μόλις αντάλλαξαν όρκους. Ο θείος δε γνώριζε το λόγο που ο πατέρας της είχε αλλάξει συμπεριφορά, και έριχνε απλώς το φταίξιμο στη μαύρη του ψυχή.
Η Μάντελεϊν μόλις που θυμόταν τα πρώτα της χρόνια, αν και ένιωθε να πλημμυρίζει ζεστασιά όποτε σκεφτόταν τη μητέρα της. Ο Λούντον ήταν πολύ συχνά εκεί για να τη βασανίζει, και η αγάπη της μητέρας της την κρατούσε καλά προστατευμένη.
Μόνο ο Λούντον είχε τις απαντήσεις στα ερωτήματά της. Ίσως της τα εξηγούσε όλα κάποια μέρα και τότε θα καταλάβαινε. Η κατανόηση θα έφερνε και τη γιατρειά, έτσι δεν είναι; Θεέ μου, πρέπει να αφήσω στην άκρη τις πικρές τούτες σκέψεις, αποφάσισε η Μάντελεϊν. Έφυγε από την πέτρα και άρχισε να τριγυρνά στον καταυλισμό μένοντας αρκετά μακριά από τους άντρες.
Όταν ξεμάκρυνε προς το πυκνό δάσος, δεν την ακολούθησε κανείς και κατάφερε να ανακουφίσει τις σωματικές της ανάγκες. Γυρνούσε πίσω όταν είδε ένα μικρό ρυάκι. Λεπτή κρούστα πάγου σκέπαζε την επιφάνεια, μα η Μάντελεϊν πήρε ένα κλαρί και έσπασε τον πάγο. Γονάτισε και έπλυνε το πρόσωπο και τα χέρια της. Το νερό ήταν αρκετά παγωμένο για να κάνει τα ακροδάχτυλά της να ζαρώσουν, η γεύση του καθάριου υγρού όμως ήταν υπέροχη.
Ένιωσε κάποιον να στέκει πίσω της. Γύρισε τόσο απότομα που κόντεψε να χάσει την ισορροπία της. Ήταν ο Ντάνκαν, που υψωνόταν επιβλητικός μπροστά της. «Έλα, Μάντελεϊν. Ώρα για ύπνο.»
Δεν της έδωσε χρόνο να απαντήσει, μόνο έσκυψε και την τράβηξε όρθια. Το μεγάλο, στιβαρό χέρι του έκλεισε και τα δυο δικά της. Η λαβή του ήταν σταθερή, μα το άγγιγμά του τρυφερό, και δεν την άφησε να φύγει μέχρι που έφτασαν στο άνοιγμα της σκηνής του, ενός αλλόκοτου σωρού από
48 JULIE GARWOOD
δέρματα άγριων ζώων στηριγμένα αψιδωτά σε χοντρά, γερά κλαδιά. Τα δέρματα εμπόδιζαν τον άνεμο που δυνάμωνε. Μια γκρίζα γούνα είχε απλωθεί στο έδαφος μέσα στη σκηνή για να χρησιμοποιηθεί μάλλον σαν πρόχειρο κρεβάτι. Η λάμψη από την πιο κοντινή φωτιά έκανε τις σκιές να χορεύουν πάνω στις προβιές, και η σκηνή έμοιαζε ζεστή και ευχάριστη. Ο Ντάνκαν ένευσε στη Μάντελεϊν να μπει μέσα. Εκείνη υπάκουσε αμέσως. Δεν μπορούσε όμως να βολευτεί. Τα δέρματα είχαν απορροφήσει μεγάλο μέρος της υγρασίας του εδάφους και ένιωθε σαν να είχε ξαπλώσει σε ένα κομμάτι πάγου. Ο Ντάνκαν έστεκε εκεί με τα χέρια σταυρωμένα στο μεγάλο στέρνο του και την παρακολουθούσε όσο προσπαθούσε να βολευτεί. Η Μάντελεϊν κράτησε το πρόσωπό της ανέκφραστο. Ορκίστηκε πως θα πέθαινε πριν προφέρει έστω και ένα παράπονο. Ξαφνικά ο Ντάνκαν την τράβηξε πάλι όρθια αναποδογυρίζοντας σχεδόν τη σκηνή μες στη βιασύνη του. Πήρε το μανδύα από τους ώμους της, γονάτισε στο ένα πόδι και άπλωσε το ρούχο πάνω από τα δέρματα.
Δεν κατάλαβε η Μάντελεϊν τι ήθελε να κάνει. Νόμιζε πως η σκηνή ήταν για εκείνη, ο Ντάνκαν όμως κάθισε μέσα κι άπλωσε τα πόδια του καταλαμβάνοντας σχεδόν όλο το χώρο. Η Μάντελεϊν γύρισε να φύγει, εξοργισμένη με τον τρόπο που είχε πάρει το μανδύα της για να βολευτεί. Γιατί δεν την άφηνε στο οχυρό του Λούντον αφού σκόπευε να την παρατήσει να πεθάνει από το κρύο, μόνο την έσερνε ως την άλλη άκρη του κόσμου;
Δεν πρόλαβε μήτε ανάσα να πάρει. Ο Ντάνκαν την παγίδεψε με αστραπιαία ταχύτητα. Η Μάντελεϊν έπεσε πάνω του και άφησε ένα βογγητό διαμαρτυρίας. Δεν είχε προλάβει να πάρει ανάσα και να οργιστεί όταν ο Ντάνκαν γύρισε στο πλάι και την παρέσυρε μαζί του. Έριξε την κάπα του πάνω τους και την αιχμαλώτισε στην αγκαλιά του. Το πρόσωπό της ήταν στη βάση του λαιμού του, η κορυφή του κεφαλιού της είχε ακινητοποιηθεί κάτω από το πιγούνι του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 49
Η Μάντελεϊν έκανε αμέσως να απομακρυνθεί, τρομοκρατημένη από το πόσο κοντά είχαν έρθει. Προσπάθησε με ό,τι δυνάμεις διέθετε, μα η λαβή του Ντάνκαν ήταν πολύ δυνατή για να ξεφύγει.
«Δεν μπορώ ν’ ανασάνω» μουρμούρισε κολλημένη στο λαιμό του.
«Μπορείς» απάντησε ο Ντάνκαν.Της φάνηκε πως το διασκέδαζε. Αυτό την εξαγρίωσε όσο
και η αυταρχική συμπεριφορά του. Πώς τολμούσε να αποφασίσει αν μπορούσε ή όχι να ανασάνει;
Η Μάντελεϊν ήταν πολύ ταραγμένη για να τρομοκρατηθεί. Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως τα χέρια της ήταν ακόμα ελεύθερα. Άρχισε να χτυπά τους ώμους του μέχρι που πόνεσαν οι παλάμες της. Ο Ντάνκαν είχε βγάλει τον αλυσιδωτό θώρακα πριν μπει στη σκηνή. Το μόνο που κάλυπτε το πλατύ στέρνο του ήταν πια μια βαμβακερή πουκαμίσα. Το λεπτό ύφασμα αγκάλιαζε σφιχτά τους φαρδιούς ώμους διαγράφοντας τους δυνατούς μυς. Η Μάντελεϊν ένιωθε τη δύναμη να αναδύεται μέσα από το απαλό ύφασμα. Θεέ και Κύριε, δεν είχε μήτε ίχνος λίπους για να αδράξει, να τσιμπήσει. Το δέρμα του ήταν άκαμπτο όσο και το πείσμα του.
Υπήρχε όμως μια διαφορά. Το στήθος του ήταν ζεστό πάνω στο μάγουλό της, σχεδόν καυτό, και τόσο προκλητικό για να κουλουριαστεί πάνω του. Μύριζε όμορφα, σαν δέρμα και αρσενικό, κι η Μάντελεϊν δεν μπόρεσε να μην υποκύψει. Ήταν εξαντλημένη. Ναι, αυτός ήταν ο λόγος που η αγκαλιά του είχε τέτοια επίδραση πάνω της. Κι η καρδιά της πώς χτυπούσε…
Η ανάσα του ζέσταινε το πλάι του λαιμού της ανακουφίζοντάς την. Πώς ήταν δυνατό; Ένιωθε τόσο μπερδεμένη. Τίποτα δεν έβγαζε πια νόημα. Κούνησε το κεφάλι αποφασισμένη να διώξει την υπνηλία που κατέβαλλε τις καλές της προθέσεις, αρπάχτηκε από την πουκαμίσα του κι άρχισε να την τραβά.
50 JULIE GARWOOD
Πρέπει να βαρέθηκε με τα καμώματά της ο Ντάνκαν. Τον άκουσε να στενάζει δευτερόλεπτα πριν παγιδέψει τα χέρια της και τα περάσει κάτω από την πουκαμίσα του, για να κολλήσει τις παλάμες της πάνω στο στήθος του. Οι πυκνές τρίχες που κάλυπταν το ζεστό του δέρμα γαργαλούσαν τα δάχτυλά της.
Πώς μπορούσε να νιώθει τόσο ζεστή όταν έκανε τόσο κρύο έξω; Η αγκαλιά του ασκούσε δύναμη ερωτική, αισθησιακή πάνω της, πλημμυρίζοντάς την συναισθήματα που δεν ήξερε πως είχε. Ναι, ήταν ερωτική, κι αυτό την έκανε σίγουρα αμαρτωλή, άσεμνη, αφού η λεκάνη του ήταν κολλημένη πάνω στο σημείο που ενώνονταν τα πόδια της. Ένιωθε τον ανδρισμό του εκεί, τόσο μα τόσο κοντά της. Το φόρεμα δεν κατάφερνε να την προστατέψει και η απειρία της την άφηνε ανήμπορη απέναντι στα παράξενα, μπερδεμένα συναισθήματα που της προκαλούσε. Γιατί δεν ένιωθε αηδία στο άγγιγμά του; Στην πραγματικότητα το μόνο που ένιωθε ήταν να της κόβεται η ανάσα.
Μια φριχτή σκέψη πέρασε από το μυαλό της και αναφώνησε αυθόρμητα. Έτσι δεν κρατούσε ένας άντρας μια γυναίκα όταν ζευγάρωνε μαζί της; Για μια στιγμή η σκέψη την τρόμαξε, μετά όμως ο φόβος χάθηκε. Θυμήθηκε ότι έπρεπε να είναι η γυναίκα ανάσκελα και, παρόλο που δεν ήταν βέβαιη πώς γινόταν, δεν πίστευε ότι διέτρεχε πραγματικό κίνδυνο. Είχε ακούσει τη Μάρτα όταν πήγαινε με τις άλλες υπηρέτριες και θυμόταν πως η άξεστη γυναίκα άρχιζε πάντα κάθε λάγνα περιπέτειά της με το σχόλιο ότι ήταν ανάσκελα. Ναι, θυμήθηκε η Μάντελεϊν με έντονη ανακούφιση, η Μάρτα ήταν αρκετά ακριβής. «Ανάσκελα όπως ήμουν» άρχιζε πάντα να λέει. Μετάνιωνε τώρα που δεν είχε καθίσει να ακούσει και το υπόλοιπο από τις τολμηρές ιστορίες της.
Θεέ μου, πόσο λίγο είχε μορφωθεί και σε αυτόν τον τομέα. Θύμωσε τότε αφού μια καθώς πρέπει δέσποινα δε θα έπρεπε να ανησυχεί για τέτοια πράγματα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 51
Και για όλα έφταιγε ο Ντάνκαν φυσικά. Μήπως την κρατούσε τόσο πολύ κοντά του για να την κοροϊδέψει; Ήταν αρκετά κοντά για να νιώθει τη δύναμη των μηρών του που προσπαθούσαν να ισοπεδώσουν τους δικούς της. Θα μπορούσε να τη συνθλίψει αν το έβαζε κατά νου. Η Μάντελεϊν αναρίγησε στη σκέψη και αμέσως σταμάτησε να παλεύει. Δεν ήθελε να προκαλέσει τον βάρβαρο. Τουλάχιστον προστάτευε το στήθος με τα χέρια της. Ήταν ευγνώμων για αυτό. Δεν κράτησε για πολύ η ευγνωμοσύνη της όμως, γιατί, μόλις το σκέφτηκε, ο Ντάνκαν μετατόπισε το βάρος του και τα στήθη της βρέθηκαν κολλημένα πάνω του. Οι θηλές της σκλήρυναν κάνοντάς τη να ντραπεί ακόμα περισσότερο.
Ξαφνικά μετακινήθηκε ξανά. «Τι διάολο…» βρυχήθηκε στο αυτί της Μάντελεϊν. Δεν ήξερε τι προκάλεσε το ξέσπασμά του, το σίγουρο ήταν όμως ότι θα έμενε για την υπόλοιπη ζωή της κουφή.
Όταν τινάχτηκε μουρμουρίζοντας κάτι που άθελά της άκουσε, η Μάντελεϊν απομακρύνθηκε. Τον παρακολουθούσε με την άκρη του ματιού της. Είχε στηριχτεί στον αγκώνα και έψαχνε κάτι από κάτω.
Η Μάντελεϊν θυμήθηκε το μαχαίρι του ιπποκόμου του που είχε κρύψει στη φόδρα του μανδύα της τη στιγμή ακριβώς που το είδε στα χέρια του.
Δεν μπόρεσε να κρύψει τον εκνευρισμό της. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Η Μάντελεϊν αιφνιδιάστηκε τόσο από το αυθόρμητο χα
μόγελό του που παραλίγο να του ανταποδώσει το χαμόγελο. Πρόσεξε όμως πως το χαμόγελο δεν έφτανε στα μάτια του και αποφάσισε να μην το κάνει τελικά.
«Για φοβισμένο πλάσμα αποδεικνύεσαι ιδιαίτερα επινοητική, Μάντελεϊν.»
Η φωνή του ήταν τόσο ήρεμη. Την επαινούσε ή την κορόιδευε; Ήταν μπερδεμένη. Δε θα του έλεγε πως είχε ξεχά
52 JULIE GARWOOD
σει το όπλο. Σίγουρα θα τη θεωρούσε ανόητη αν παραδεχόταν την αλήθεια.
«Εσύ είσαι αυτός που με έπιασε» του θύμισε. «Αν γίνομαι επινοητική, είναι μόνο γιατί η τιμή με υποχρεώνει να δραπετεύσω. Αυτό είναι το καθήκον ενός αιχμάλωτου.»
Ο Ντάνκαν συνοφρυώθηκε. «Σε προσβάλλει η ειλικρίνειά μου, άρχοντά μου;» ρώτη
σε η Μάντελεϊν. «Τότε καλύτερα να μη σου μιλώ καθόλου. Θα ήθελα τώρα να κοιμηθώ» πρόσθεσε. «Και θα προσπαθήσω να ξεχάσω πως βρίσκεσαι εδώ.»
Για να αποδείξει πως το εννοούσε, η Μάντελεϊν έκλεισε τα μάτια.
«Έλα εδώ, Μάντελεϊν.»Η διαταγή, τρυφερά ειπωμένη, έστειλε ρίγη στη ραχο
κοκαλιά της, κι ένας κόμπος έσφιξε το στομάχι της. Πάλι το έκανε, σκέφτηκε, της έκοβε την ανάσα από το φόβο. Είχε βαρεθεί πια. Δεν πίστευε πως υπήρχε τόσος φόβος μέσα της. Άνοιξε τα μάτια να τον κοιτάξει, κι όταν είδε το μαχαίρι να δείχνει τώρα εκείνη, κατάλαβε πως τελικά διέθετε αρκετά αποθέματα φόβου ακόμα.
Τι δειλή που είμαι, σκέφτηκε η Μάντελεϊν καθώς πλησίαζε αργά τον Ντάνκαν. Ξάπλωσε στο πλάι, με το πρόσωπο προς το μέρος του, λίγα μόλις εκατοστά μακριά. «Ορίστε, ικανοποιημένος;» είπε. Μάντεψε πως δεν έμεινε καθόλου ικανοποιημένος, όταν βρέθηκε ξαφνικά ξαπλωμένη ανάσκελα, με τον Ντάνκαν να γέρνει απειλητικός από πάνω της. Ήταν τόσο κοντά που μπορούσε να δει τις ασημένιες νιφάδες στα γκρίζα του μάτια.
Τα μάτια υποτίθεται πως αντικατοπτρίζουν τις σκέψεις· έτσι είχε ακούσει η Μάντελεϊν, μόνο που δεν μπορούσε να καταλάβει τι σκεφτόταν ο Ντάνκαν. Κι αυτό την ανησυχούσε.
Ο Ντάνκαν παρακολουθούσε τη Μάντελεϊν. Τον διασκέδαζαν και τον εκνεύριζαν συνάμα τα μπερδεμένα συναισθήματα που άθελά της φανέρωνε. Ήξερε πως τον φοβόταν. Κι
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 53
όμως, δεν έκλαιγε μήτε τον ικέτευε. Κι ήταν τόσο όμορφη. Λίγες φακίδες στόλιζαν τη ράχη της μύτης της. Του φαινόταν ιδιαίτερα ελκυστικό το ψεγάδι τούτο. Και το στόμα της ήταν ελκυστικό. Αναρωτήθηκε τι γεύση να είχε, και ένιωθε να τον ερεθίζει η σκέψη και μόνο. «Θα με κοιτάς όλη νύχτα;» ρώτησε η Μάντελεϊν.
«Μπορεί και να το κάνω» απάντησε ο Ντάνκαν. «Αν το θέλω» πρόσθεσε χαμογελώντας με τον τρόπο που προσπαθούσε να συγκρατήσει το πρόσωπό της ανέκφραστο.
«Θα πρέπει τότε να σε προσέχω όλη νύχτα» αποκρίθηκε εκείνη.
«Και γιατί να το κάνεις, Μάντελεϊν;» Η φωνή του ήταν απαλή, βραχνή.
«Αν σκέφτεσαι να με εκμεταλλευτείς ενώ κοιμάμαι, κάνεις λάθος, βαρόνε.»
Έδειχνε τόσο οργισμένη. «Και πώς θα σε εκμεταλλευτώ, Μάντελεϊν;»
Της χαμογελούσε τώρα με αληθινό χαμόγελο που φώτιζε τα βάθη των ματιών του. Μακάρι να είχε μείνει αμίλητη. Θεέ μου, έβαζε άσεμνες ιδέες στο μυαλό του. «Προτιμώ να μη συζητήσω αυτό το θέμα» τραύλισε. «Ναι, ξέχνα πως είπα κάτι, αν δε σε πειράζει.»
«Μα με πειράζει» απάντησε ο Ντάνκαν. «Νομίζεις πως θα ικανοποιήσω τον πόθο μου απόψε και θα σε πάρω όσο κοιμάσαι;»
Χαμήλωσε το κεφάλι ώσπου απείχε μια ανάσα από το πρόσωπό της. Του άρεσε που την είδε να κοκκινίζει και γρύλισε ικανοποιημένος.
Η Μάντελεϊν, ακίνητη σαν περιστέρι, ήταν παγιδευμένη στις δικές της έγνοιες.
«Δε θα το έκανες» είπε ξαφνικά. «Σίγουρα θα είσαι πολύ κουρασμένος για να σκέφτεσαι τέτοια… κι είμαστε έξω στην ύπαιθρο… όχι, δε θα με άγγιζες» κατέληξε.
«Ίσως.»
54 JULIE GARWOOD
Τι στο καλό σήμαινε αυτό; Είδε τη μυστηριώδη σπίθα στα μάτια του. Αλήθεια αντλούσε ικανοποίηση από την ταραχή της;
Αποφάσισε πως δε θα την εκμεταλλευόταν, ή τουλάχιστον θα έδινε μια γερή μάχη. Με τη σκέψη αυτή στο νου τον χτύπησε στοχεύοντας με τη γροθιά της κάτω από το δεξί του μάτι. Βρήκε το στόχο της, μα εκείνη πόνεσε περισσότερο από αυτόν. Εκείνη αναφώνησε από τον πόνο. Ο Ντάνκαν ούτε που σάλεψε. Μπορεί να είχε σπάσει το χέρι της, και μάλιστα για το τίποτα.
«Είσαι καμωμένος από πέτρα» μουρμούρισε η Μάντελεϊν.«Γιατί το έκανες αυτό;» ρώτησε ο Ντάνκαν με φωνή που
φανέρωνε περιέργεια. «Για να σου δώσω να καταλάβεις πως θα σου αντισταθώ
μέχρι θανάτου αν δοκιμάσεις να κάνεις ό,τι θέλεις με μένα» τραύλισε η Μάντελεϊν. Πίστευε πως είχε μιλήσει γενναία, μα η τρεμάμενη φωνή της έκανε τα λόγια να χάσουν τη δύναμή τους. Στέναξε αποθαρρυμένη.
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε ξανά. «Μέχρι θανάτου, Μάντελεϊν;»
Το απαίσιο ύφος του έκανε τη Μάντελεϊν να σκεφτεί ότι τον ικανοποιούσε η ιδέα.
«Βγάζεις συμπεράσματα» σχολίασε ο Ντάνκαν. «Είναι ελάττωμα αυτό.»
«Απείλησες» ανταπάντησε η Μάντελεϊν. «Κι αυτό είναι μεγαλύτερο ελάττωμα.»
«Όχι» διαφώνησε εκείνος. «Εσύ το υπαινίχτηκες.»«Είμαι αδελφή του εχθρού σου» του θύμισε η Μάντελεϊν
ικανοποιημένη από το σκοτείνιασμα που προκάλεσε η υπενθύμισή της στο πρόσωπό του. «Δεν μπορείς να το αλλάξεις αυτό» πρόσθεσε.
Η ένταση χάθηκε από τους ώμους της. Έπρεπε να το είχε σκεφτεί νωρίτερα.
«Αν έχω όμως τα μάτια μου κλειστά, δε θα ξέρω αν είσαι αδελφή του Λούντον ή όχι» είπε ο Ντάνκαν. «Λένε πως ζού
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 55
σες με ιερέα και ήσουνα η πόρνη του. Στο σκοτάδι όμως δε θα με ενοχλούσε ούτε αυτό. Όλες οι γυναίκες είναι ίδιες στο κρεβάτι.»
Ευχόταν να μπορούσε να τον χτυπήσει ξανά. Ήταν τόσο εξοργισμένη με τα κακόβουλα κουτσομπολιά, που τα μάτια της γέμισαν δάκρυα. Ήθελε να του ουρλιάξει, να του πει πως ο πατέρας Μπέρτον είχε τις καλύτερες σχέσεις με το Θεό του και την εκκλησία του, πως τύχαινε να είναι και θείος της. Ήταν ο μόνος που είχε νοιαστεί για κείνη. Ο μόνος που την αγαπούσε. Πώς τολμούσε τώρα να αμαυρώσει τη φήμη του θείου της;
«Ποιος σου είπε τέτοια πράγματα;» ρώτησε η Μάντελεϊν με φωνή τραχιά, ψιθυριστή.
Ο Ντάνκαν κατάλαβε πόσο την είχαν πληγώσει τα λόγια του. Κατάλαβε τότε πως όλες οι ιστορίες ήταν αυτό ακριβώς που υποψιαζόταν. Ψέματα. Δεν μπορούσε να κρύψει τον πόνο της από εκείνον. Άλλωστε είχε ήδη αναγνωρίσει την αθωότητά της.
Τα μοχθηρά του λόγια την είχαν καταρρακώσει. «Πιστεύεις πως θα προσπαθήσω να σε πείσω ότι τα κουτσομπολιά που άκουσες για μένα δεν είναι αλήθεια;» ρώτησε. «Ξανασκέψου το, βαρόνε. Πίστευε ό,τι θέλεις. Αν πιστεύεις πως είμαι πόρνη, τότε αυτό είμαι.»
Το ξέσπασμά της ήταν βίαιο, η πρώτη πραγματική εκδήλωση οργής που είχε δει ο Ντάνκαν από την αιχμάλωτή του. Κοιτούσε σαν μαγεμένος τα απίστευτα γαλάζια μάτια που άστραφταν από θυμό. Ναι, ήταν σίγουρα αθώα.
Αποφάσισε να τελειώσει τη συζήτησή τους για να μην την ταράξει άλλο. «Κοιμήσου» την πρόσταξε.
«Πώς να κοιμηθώ με το φόβο μη με εκμεταλλευτείς τη νύχτα;» ρώτησε εκείνη.
«Πιστεύεις στ’ αλήθεια πως θα μπορούσε να γίνει ενώ κοιμόσουν;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ακουγόταν δύσπιστη. Τον είχε προσβάλει, κατάλαβε όμως πως ήταν
56 JULIE GARWOOD
πολύ αφελής για να το ξέρει. Κούνησε το κεφάλι. «Αν αποφασίσω να σε εκμεταλλευτώ, όπως το εννοείς, σου υπόσχομαι να σε ξυπνήσω πρώτα. Κλείσε τώρα τα μάτια και κοιμήσου.»
Τράβηξε τη Μάντελεϊν στην αγκαλιά του αναγκάζοντάς τη να κολλήσει ξανά στο στέρνο του. Το μπράτσο του την τύλιξε ακουμπώντας στο στήθος της. Ύστερα έριξε από πάνω τους το μανδύα, αποφασισμένος να τη βγάλει από το μυαλό του.
Δεν ήταν τόσο εύκολο. Το άρωμα τριαντάφυλλου την ακολουθούσε και ήταν τόσο απαλό το άγγιγμά της. Τον μεθούσε σχεδόν το σώμα της κοντά στο δικό του. Ήξερε πως θα περνούσε αρκετή ώρα για να καταφέρει να κοιμηθεί.
«Εσύ πώς το εννοείς;» ακούστηκε η ερώτηση της Μάντελεϊν κάτω από το μανδύα. Η φωνή της ήταν πνιχτή, άκουσε όμως κάθε της λέξη. Αναγκάστηκε να ξαναθυμηθεί τη συζήτησή τους για να καταλάβει τι τον ρωτούσε.
«Να σε εκμεταλλευτώ;» ρώτησε για να βεβαιωθεί. Την ένιωσε να κουνά το κεφάλι καταφατικά. «Βιασμό»
μουρμούρισε την απαίσια λέξη πάνω από το κεφάλι της. Εκείνη τινάχτηκε προς τα πάνω χτυπώντας τον άθελά της στο πιγούνι. Η υπομονή του είχε αρχίσει να εξαντλείται. Δεν έπρεπε να της είχε μιλήσει. «Ποτέ μου δε βίασα καμία γυναίκα, Μάντελεϊν. Η αρετή σου είναι αρκετά ασφαλής μαζί μου. Κοιμήσου τώρα.»
«Ποτέ;» ψιθύρισε εκείνη. «Ποτέ!» φώναξε ο Ντάνκαν.Τον πίστευε. Ήταν περίεργο, μα τώρα ένιωθε ασφαλής
και ήξερε πως δε θα την πείραζε ενώ κοιμόταν. Το αγκάλιασμά του είχε αρχίσει να την ανακουφίζει και πάλι.
Σύντομα ένιωθε ναρκωμένη από τη ζεστασιά του. Κουλουριάστηκε πιο κοντά του και τον άκουσε να βογκά όταν τρίφτηκε πάνω του για να βολευτεί. Αναρωτήθηκε τι να τον ενόχλησε τώρα. Όταν άδραξε τους γοφούς της και
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 57
τους κράτησε ακίνητους, υπέθεσε πως δεν τον άφηνε να κοιμηθεί.
Τα παπούτσια της είχαν βγει και γλίστρησε αργά τα πόδια ανάμεσα στα δικά του για να ζεσταθούν. Πρόσεξε να μην κουνηθεί πολύ, από φόβο μην τον εκνευρίσει πάλι. Η ζεστή ανάσα του θέρμαινε την καμπύλη του λαιμού της. Έκλεισε τα μάτια και στέναξε. Ήξερε πως έπρεπε να αντισταθεί στον πειρασμό, μα η θέρμη του την έλκυε, τη γαλήνευε. Θυμήθηκε μια από τις αγαπημένες της ιστορίες για τον Οδυσσέα και τις περιπέτειές του με τις Σειρήνες. Ναι, η θέρμη του Ντάνκαν τη μάγευε σαν το τραγούδι των μυθικών νυμφών που τραγουδούσαν για να παρασύρουν τον Οδυσσέα και τους πολεμιστές του σε βέβαιη καταστροφή. Ο Οδυσσέας είχε φανεί εξυπνότερος από τις Σειρήνες, αφού είχε φράξει τα αυτιά των αντρών του με κερί μέλισσας για να μην ακούνε τον ακαταμάχητο ήχο.
Η Μάντελεϊν ευχόταν να ήταν κι εκείνη το ίδιο έξυπνη και ευρηματική όσο κι ο επικός πολεμιστής.
Ο άνεμος σφύριζε και βογκούσε γύρω της θλιμμένα, η Μάντελεϊν όμως ήταν καλά προστατευμένη, σφιχταγκαλιασμένη με τον απαγωγέα της. Έκλεισε τα μάτια και αποδέχτηκε την αλήθεια. Το τραγούδι των Σειρήνων την είχε αιχμαλωτίσει.
Ξύπνησε μόνο μια φορά τη νύχτα. Η πλάτη της ήταν αρκετά ζεστή, το στήθος όμως και τα χέρια της ήταν παγωμένα. Όσο πιο αργά μπορούσε για να μην ενοχλήσει τον Ντάνκαν, γύρισε. Ακούμπησε το μάγουλό της στον ώμο του και γλίστρησε τα χέρια κάτω από την πουκαμίσα του.
Δεν ήταν ολότελα ξύπνια, κι όταν άρχισε ο Ντάνκαν να τρίβει το σαγόνι στο μέτωπό της, εκείνη στέναξε ικανοποιημένη και κουλουριάστηκε πιο κοντά του. Τα γένια που άρχιζαν να βγαίνουν γαργαλούσαν τη μύτη της. Έγειρε πίσω το κεφάλι και άνοιξε αργά τα μάτια.
Ο Ντάνκαν την παρακολουθούσε. Η έκφρασή του ήταν
58 JULIE GARWOOD
χαλαρή, ζεστή και τρυφερή. Το στόμα του όμως έδειχνε σκληρό. Αναρωτήθηκε πώς θα ήταν αν τη φιλούσε.
Κανείς δεν είπε λέξη, όταν όμως η Μάντελεϊν πλησίασε τον Ντάνκαν, εκείνος είχε ήδη γείρει. Ήξερε πως θα ’χε τόσο όμορφη γεύση. Ήταν τόσο απαλή, τόσο δελεαστική. Δεν είχε ξυπνήσει εντελώς, και για αυτό δεν του αντιστάθηκε, αν και το στόμα της δεν ήταν αρκετά ανοιχτό για να τη φιλήσει. Ο Ντάνκαν έλυσε το πρόβλημα αμέσως, πιέζοντας το πιγούνι της με τον αντίχειρά του, κι ύστερα η γλώσσα του εισέβαλε στο στόμα της πριν προφτάσει η Μάντελεϊν να μαντέψει το σκοπό του. Άκουσε την ανάσα της να κόβεται κι απάντησε με ένα βογκητό.
Όταν χρησιμοποίησε δειλά κι εκείνη τη γλώσσα της να χαϊδέψει τη δική του, ο Ντάνκαν την ξάπλωσε ανάσκελα και έφερε το σώμα του ανάμεσα στα πόδια της. Τα χέρια του σκέπασαν το πρόσωπό της κρατώντας την ακίνητη στην τρυφερή επίθεσή του.
Τα χέρια της Μάντελεϊν ήταν παγιδευμένα κάτω από την πουκαμίσα του Ντάνκαν. Τα δάχτυλά της άρχισαν να χαϊδεύουν το στέρνο του, κάνοντας το δέρμα του να καίει σαν από πυρετό.
Ήθελε να μάθει όλα της τα μυστικά, να ικανοποιήσει τη δίψα του εκείνη τη στιγμή, κι όλα αυτά γιατί ανταποκρινόταν τόσο υπέροχα στο άγγιγμά του.
Το φιλί έγινε καυτό, καταστροφικό. Ήξερε ο Ντάνκαν πως κινδύνευε να χάσει τον έλεγχο. Το στόμα του έγερνε πάνω από το στόμα της ξανά και ξανά, η γλώσσα αναζητούσε, χάιδευε, έπαιρνε. Θεέ μου, δεν μπορούσε να τη χορτάσει.
Ήταν το πιο απίστευτο φιλί που είχε ζήσει ποτέ και δε θα σταματούσε αν δεν άρχιζε εκείνη να τρέμει. Ένα απαλό κλαψούρισμα ήχησε από τα βάθη του λαιμού της. Ο αισθησιακός ήχος κόντεψε να διώξει κάθε ίχνος λογικής από το μυαλό του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 59
Ήταν πολύ ζαλισμένη για να αντιδράσει όταν ο Ντάνκαν τραβήχτηκε απότομα μακριά της. Ξάπλωσε ανάσκελα, με τα μάτια κλειστά, και το μόνο που φανέρωνε το φιλί τους ήταν η τραχιά, ακανόνιστη ανάσα του.
Η Μάντελεϊν δεν ήξερε τι να κάνει. Ντρεπόταν τόσο πολύ για τον εαυτό της. Τι στο καλό την είχε πιάσει; Είχε φερθεί τόσο έκφυλα, τόσο… κοινά. Κι από την έκφραση του Ντάνκαν καταλάβαινε πως δεν τον είχε ικανοποιήσει.
Ήθελε να κλάψει.«Ντάνκαν;» σκέφτηκε πως η φωνή της ακούστηκε σαν να
έκλαιγε ήδη. Δεν της απάντησε, ο στεναγμός του όμως της έδωσε να
καταλάβει πως την είχε ακούσει. «Συγγνώμη.» Ξαφνιάστηκε τόσο από τη συγγνώμη της που γύρισε στο
πλάι να την κοιτάξει. Ο πόνος στις λαγόνες του ήταν τόσο δυνατός που δεν μπόρεσε να κρύψει τη δυσφορία του.
«Συγγνώμη για τι;» ζήτησε να μάθει, εκνευρισμένος που η φωνή του ακουγόταν τόσο τραχιά.
Ήξερε πως την είχε τρομοκρατήσει πάλι, γιατί η Μάντελεϊν του γύρισε αμέσως την πλάτη. Έτρεμε τόσο που δεν ήταν δύσκολο να το προσέξει. Ήταν έτοιμος να απλώσει τα χέρια και να την τραβήξει ξανά στην αγκαλιά του, όταν τελικά αποκρίθηκε.
«Που σε εκμεταλλεύτηκα.»Δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε μόλις ακούσει.
Ήταν η πιο γελοία συγγνώμη που είχε ακούσει ποτέ.Ένα χαμόγελο άρχισε να απλώνεται αργά στο πρόσωπό
του. Ήθελε να βάλει τα γέλια και θα το έκανε, αν δεν είχε ακουστεί η Μάντελεϊν τόσο αναθεματισμένα ειλικρινής. Η επιθυμία του να μην την πληγώσει τον έκανε να μη γελάσει. Δεν καταλάβαινε γιατί ήθελε να το κάνει αυτό, κι όμως η επιθυμία υπήρχε και τον βασάνιζε.
Άφησε ένα αργόσυρτο βογκητό. Η Μάντελεϊν τον άκου
60 JULIE GARWOOD
σε και έβγαλε αμέσως το συμπέρασμα πως τον είχε αηδιάσει ολότελα. «Σ’ το υπόσχομαι, Ντάνκαν, δε θα ξανασυμβεί.»
Εκείνος έφερε το μπράτσο γύρω από τη μέση της και την τράβηξε πάνω του. «Κι εγώ σου υπόσχομαι, Μάντελεϊν, να ξανασυμβεί.»
Σκέφτηκε πως τα λόγια του έμοιαζαν με υπόσχεση.
Κεφάλαιο 4
Κακός είναι ο άνθρωπος που γνώρισε την τιμή και την απέρ-ριψε.
Ο βαρόνος Λούντον απείχε μόνο μισή μέρα δύσκολης διαδρομής από εκεί που είχε στρατοπεδεύσει ο Ντάνκαν με τους στρατιώτες του. Η τύχη ήταν με το μέρος του αφού μπορούσε να ταξιδέψει τη νύχτα κάτω από το φως μιας γεμάτης, ολόλαμπρης σελήνης. Οι στρατιώτες του παράβγαιναν τους άντρες του Ντάνκαν σε αφοσίωση και αριθμό, και κανείς τους δεν παραπονέθηκε για την απρόσμενη αλλαγή σχεδίων.
Ένας μισότρελος υπηρέτης τους είχε προφτάσει για να τους πληροφορήσει για την απαίσια πράξη του Ντάνκαν. Γύρισαν όλοι τους στο οχυρό του Λούντον. Όλοι είδαν το μήνυμα που άφησε πίσω του ο βαρόνος Γουέξτον. Ναι, όλοι είχαν δει τα διαμελισμένα πτώματα των στρατιωτών που έμειναν πίσω να φρουρούν τα εδάφη του Λούντον. Οι άντρες συσπειρώθηκαν γεμάτοι οργή και εκδικητικότητα, ενώ καθένας ξεχωριστά ορκίστηκε πως εκείνος θα σκότωνε τον Ντάνκαν.
Το γεγονός ότι είχαν όλοι ενωθεί με τον Λούντον και είχαν φερθεί προδοτικά στο βαρόνο του Γουέξτον είχε πια ξεχαστεί. Τώρα τους ενδιέφερε μόνο να εκδικηθούν για τον αρχηγό τους. Ο Λούντον αποφάσισε αμέσως να καταδιώξουν τον Ντάνκαν.
62 JULIE GARWOOD
Είχε διπλό λόγο για αυτό. Πρώτος και κύριος ήταν ότι συνειδητοποίησε πως θα αποκαλυπτόταν το σχέδιό του να καταστρέψει το βαρόνο του Γουέξτον με άτιμα μέσα και θα φαινόταν στην Αυλή σαν ένας γελοίος δειλός. Ο Ντάνκαν θα ειδοποιούσε τον Γουίλιαμ Β’ και ο βασιλιάς, αν και έδειχνε εύνοια στον Λούντον, θα αναγκαζόταν να ξεκινήσει μάχη μέχρι θανάτου ανάμεσα στους αντιπάλους για να δώσει τέλος σε κάτι που το πιθανότερο θεωρούσε ασήμαντη διαφορά απόψεων. Ο βασιλιάς που αποκαλούνταν Ρούφους ο Κόκκινος, λόγω του ευερέθιστου προσώπου και χαρακτήρα του, θα εκνευριζόταν σίγουρα με τη διαμάχη. Ο Λούντον ήξερε ακόμα πως αν αναγκαζόταν να αντιμετωπίσει μόνος του τον Ντάνκαν σε πεδίο μάχης θα ήταν σίγουρα ο χαμένος. Ο βαρόνος του Γουέξτον ήταν ανίκητος πολεμιστής και είχε δείξει την ικανότητά του αναρίθμητες φορές. Ναι, ο Ντάνκαν θα τον σκότωνε αν του δινόταν η ευκαιρία.
Ο Λούντον ήταν ικανός άντρας, σε τομείς όμως που δε θα τον βοηθούσαν με ανθρώπους σαν τον Ντάνκαν. Ήταν δύναμη υπολογίσιμη στην Αυλή. Είχε κατά κάποιο τρόπο το ρόλο γραμματέα, αν και δεν ήξερε να διαβάζει ή να γράφει και άφηνε τα ασήμαντα αυτά θέματα στους δύο ιερείς που είχε στο αρχοντικό του. Όταν ο βασιλιάς ασχολιόταν με τα καθήκοντά του, βασικό καθήκον του Λούντον ήταν να ξεχωρίζει εκείνους που είχαν κάτι ουσιαστικό να πουν στο βασιλιά και εκείνους που δεν είχαν. Ήταν πολύ ισχυρή θέση. Ο Λούντον ήταν άριστος διαχειριστής. Ενέπνεε φόβο σε όσους είχαν κατώτερο τίτλο, οι οποίοι πρόθυμα πλήρωναν για μια ευκαιρία να μιλήσουν στο βασιλιά τους. Άνοιγε το δρόμο στους φιλόδοξους αυτούς ανθρώπους ενώ εκείνοι γέμιζαν τις τσέπες του χρυσάφι.
Τώρα, αν γινόταν γνωστή η απόπειρά του να σκοτώσει τον Ντάνκαν, θα έχανε τα πάντα.
Ο αδελφός της Μάντελεϊν θεωρούνταν ωραίος άντρας. Ξανθά μαλλιά χωρίς ούτε μία μπούκλα να χαλάει τη στιλπνό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 63
τητά τους, ανοιχτά καστανά μάτια με κόκκους χρυσού, ψηλός και αδύνατος σαν το καλάμι, με τέλεια σμιλεμένα χείλη. Κι όταν χαμογελούσε, οι κυρίες της Αυλής λιγοθυμούσαν. Οι αδελφές του Λούντον, Κλαρίσα και Σάρα, είχαν το ίδιο χρώμα μαλλιών, ξανθά σαν το στάχυ και ανοιχτά καστανά μάτια. Ήταν σχεδόν το ίδιο όμορφες όσο κι ο Λούντον και το ίδιο περιζήτητες.
Ήταν γνωστός ως διαθέσιμος εργένης και θα μπορούσε να διαλέξει οποιαδήποτε γυναίκα στην Αγγλία. Εκείνος όμως δεν ήθελε οποιαδήποτε γυναίκα. Ήθελε τη Μάντελεϊν. Η θετή αδελφή του ήταν ο δεύτερος λόγος που ο Λούντον καταδίωκε τον Ντάνκαν. Η Μάντελεϊν είχε γυρίσει κοντά του μόλις πριν από δύο μήνες, κι ενώ την είχε σχεδόν ξεχάσει, έμεινε άναυδος όταν είδε την απίστευτη αλλαγή στην εμφάνισή της. Ήταν τόσο άσχημο παιδί. Μεγάλα γαλάζια μάτια κατάπιναν σχεδόν ολόκληρο το πρόσωπό της. Το κάτω χείλι της ήταν πολύ γεμάτο, η έκφρασή της σχεδόν πάντα σκυθρωπή, κι ήταν τόσο αδύνατη που έμοιαζε άρρωστη. Ναι, ήταν πολύ αδέξιο παιδί η Μάντελεϊν, με μακριά κοκαλιάρικα πόδια που την έκαναν να σκοντάφτει όποτε προσπαθούσε να υποκλιθεί.
Ο Λούντον είχε πέσει έξω στις δυνατότητές της. Τα παιδικά της χρόνια δεν έδιναν καμία ένδειξη για το πόσο θα έμοιαζε μια μέρα στη μητέρα της. Η Μάντελεϊν είχε μεταμορφωθεί από αμήχανο πλάσμα σε καλλονή, τόσο όμορφη μάλιστα που επισκίαζε τις θετές αδελφές της. Ποιος να φανταζόταν πως θα συνέβαινε τέτοιο θαύμα; Η δειλή κάμπια είχε γίνει μια υπέροχη πεταλούδα. Οι φίλοι του Λούντον είχαν μείνει εξίσου άλαλοι όταν την πρωτοείδαν. Ο Μόρκαρ, ο πιο έμπιστος φίλος του, τον είχε ικετέψει να του δώσει το χέρι της στοιβάζοντας κιλά χρυσού μπροστά του.
Ο Λούντον δεν ήξερε αν μπορούσε να αφήσει τη Μάντελεϊν σε κάποιον άλλο. Έμοιαζε τόσο πολύ στη μητέρα της. Όταν την πρωτοείδε, η αντίδρασή του ήταν σωματική.
64 JULIE GARWOOD
Ήταν το πρώτο τέτοιο ξύπνημα για γυναίκα εδώ και τόσα χρόνια, και ο Λούντον συγκλονίστηκε. Μόνο η μητέρα της Μάντελεϊν είχε καταφέρει να τον επηρεάσει με τέτοιο τρόπο. Αχ, η Ρέιτσελ, ο έρωτας της καρδιάς του. Τον είχε καταστρέψει. Δεν μπορούσε να αποκτήσει τώρα τη Ρέιτσελ· ο χαρακτήρας του τον έκανε να τη χάσει. Είχε πιστέψει πως η εμμονή θα έσβηνε με το θάνατό της. Τώρα, παραδεχόταν πως άδικα το είχε ελπίσει. Όχι, η εμμονή εξακολουθούσε να υπάρχει μέσω της Μάντελεϊν. Η θετή του αδελφή θα μπορούσε να γίνει η δεύτερη ευκαιρία του να αποδείξει ότι ήταν άντρας.
Ήταν βασανισμένος άνθρωπος ο Λούντον. Δεν μπορούσε να διαλέξει ανάμεσα στην απληστία και τον πόθο. Ήθελε τη Μάντελεϊν για τον εαυτό του, ήθελε όμως και το χρυσάφι που μπορούσε να του αποφέρει. Ίσως, αν φαινόταν αρκετά έξυπνος, να αποκτούσε και τα δύο.
Όταν η Μάντελεϊν ξύπνησε, είχε πολύ περίεργη στάση. Ήταν πάνω στον Ντάνκαν. Το πλάι του προσώπου της ήταν πάνω στο σκληρό, επίπεδο στομάχι του, τα πόδια της ήταν πλεγμένα με τα δικά του και τα χέρια της σφηνωμένα ανάμεσα στους μηρούς του.
Μισοκοιμισμένη όπως ήταν, η Μάντελεϊν δεν κατάλαβε αμέσως πού ακριβώς ακουμπούσαν τα χέρια της.
Ένιωθε τόσο ζεστό τον Ντάνκαν, τόσο… σκληρό. Θεέ και Κύριε, τα χέρια της ήταν κουλουριασμένα πάνω στα απόκρυφά του.
Τα μάτια της άνοιξαν διάπλατα. Σφιγμένη πάνω στον απαγωγέα της, δεν τόλμησε μήτε να ανασάνει. Μακάρι να κοιμόταν, ευχήθηκε με όλη της τη δύναμη καθώς απομάκρυνε αργά τα χέρια της από πάνω του.
«Ξύπνησες λοιπόν επιτέλους.»Ο Ντάνκαν ήξερε πως την τρόμαξε όταν τινάχτηκε πάνω
του. Τα χέρια της χτύπησαν στην ένωση των ποδιών του. Ο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 65
Ντάνκαν βόγκηξε. Διάολε, θα τον άφηνε ευνούχο έτσι και της δινόταν η παραμικρή ευκαιρία.
Η Μάντελεϊν γύρισε στο πλάι κι έριξε μια δειλή ματιά στον Ντάνκαν. Σκέφτηκε ότι ίσως έπρεπε να του ζητήσει συγγνώμη που τον χτύπησε κατά λάθος εκεί, τότε όμως θα καταλάβαινε πως ήξερε πού ακριβώς βρίσκονταν τα χέρια της, δε θα το καταλάβαινε;
Ω, ένιωθε πως κοκκίνιζε! Κι εκείνος ήταν πάλι συνοφρυωμένος σήμερα. Δεν έδειχνε διατεθειμένος να ακούσει οποιαδήποτε συγγνώμη, έτσι αποφάσισε να αφήσει στην άκρη την ανησυχία της.
Έδειχνε θηριώδης. Ναι, τα σκούρα καστανά γένια που άρχιζαν να βγαίνουν τον έκαναν να μοιάζει περισσότερο με λύκο παρά με άνθρωπο, και την παρακολουθούσε με τέτοια περιέργεια που την έκανε να ανησυχεί. Τα χέρια του συνέχιζαν να καλύπτουν την πλάτη της. Θυμήθηκε τότε πώς την είχε ζεστάνει όλη τη νύχτα. Θα μπορούσε το ίδιο εύκολα να την είχε βλάψει. Κατάλαβε πως προσπαθούσε να ενθαρρύνει το φόβο της για εκείνον, ήταν όμως και αρκετά ειλικρινής ώστε να παραδεχτεί πως η αλήθεια ήταν τελείως διαφορετική. Ω, την τρόμαζε ο Ντάνκαν, όχι όμως με τον ίδιο τρόπο που την τρόμαζε ο Λούντον.
Σήμερα ήταν η πρώτη μέρα εδώ και βδομάδες, ουσιαστικά από τότε που γύρισε στο σπίτι του αδελφού της, που δεν είχε ξυπνήσει με έναν απαίσιο κόμπο φόβου σφηνωμένο στο στομάχι της. Ήξερε για ποιο λόγο: γιατί δεν ήταν ο Λούντον εκεί.
Ο Ντάνκαν δεν έμοιαζε καθόλου μαζί του. Όχι, κάποιος που ήθελε να φερθεί σκληρά δε θα μοιραζόταν τη ζεστασιά του στον ύπνο. Κι είχε κρατήσει το λόγο του. Δεν είχε εκμεταλλευτεί… Θεέ μου, τον είχε φιλήσει. Άξαφνα θυμήθηκε κάθε λεπτομέρεια με διαύγεια που έκανε την καρδιά της να χτυπά δυνατά.
Δόξα τω Θεώ που είχε μάθει να κρύβει τα συναισθήματά της. Η Μάντελεϊν ήταν σίγουρη πως η έκφρασή της δεν πρό
66 JULIE GARWOOD
δινε τις φριχτές σκέψεις που έκανε. Ήταν κι αυτό κάτι, δεν ήταν; Ναι, σκέφτηκε στενάζοντας σιγανά. Αποκλείεται να ήξερε εκείνος τι σκεφτόταν.
Ο Ντάνκαν παρακολουθούσε τη Μάντελεϊν διασκεδάζοντας κρυφά με τον τρόπο που φανέρωνε το ένα συναίσθημα μετά το άλλο. Την πρόδιναν τα μάτια της. Τα τελευταία λεπτά είχε δει φόβο, ντροπή και κάτι σαν ανακούφιση να περνούν από το βλέμμα της.
Ήταν άνθρωπος μαθημένος να βρίσκει τα ψεγάδια των άλλων. Σαν πολεμιστής, όταν ήξερε τι σκεφτόταν ο αντίπαλός του, μπορούσε να αντιδράσει πιο γρήγορα. Είχε μάθει ακόμα να ανακαλύπτει τι είχε μεγαλύτερη αξία για τον εχθρό του. Και να του το αρπάζει. Έτσι έκαναν οι πολεμιστές, μόνο που τα μαθήματα εκείνα είχαν αγγίξει και τις προσωπικές του σχέσεις. Δεν ήταν δυνατό να διαχωρίσει το ένα από το άλλο. Και παρόλο που η Μάντελεϊν δεν το καταλάβαινε, του είχε ήδη μαρτυρήσει σημαντικά πράγματα για το χαρακτήρα της. Ήταν μια γυναίκα που έδινε μεγάλη αξία στον έλεγχο. Έμοιαζε πολύ σημαντικό για κείνη να κρατά τα συναισθήματά της κρυμμένα. Του είχε ήδη αποδείξει πως δεν κυβερνιόνταν όλες οι γυναίκες από τα συναισθήματά τους. Μόνο μία φορά κατά την καταστροφή του σπιτιού της αντέδρασε φανερά. Ούρλιαξε με οδύνη όταν είδε το κατακρεουργημένο πτώμα του υποτελή του Λούντον. Ο Ντάνκαν όμως αμφέβαλλε αν ήξερε η Μάντελεϊν πως είχε χάσει τον έλεγχο. Ναι, μάθαινε όλα τα μυστικά της, κι όσα είχε μάθει μέχρι τώρα τον σάστιζαν. Και, για να είναι ειλικρινής, τον ικανοποιούσαν.
Απομακρύνθηκε από τη Μάντελεϊν γιατί η παρόρμηση να την πάρει ξανά στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει θα γινόταν πολύ έντονη για να την αγνοήσει. Ανυπομονούσε ξαφνικά να γυρίσει σπίτι. Δε θα ένιωθε ήσυχος μέχρι να έχει τη Μάντελεϊν ασφαλή και προστατευμένη πίσω από τα τείχη του οχυρού του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 67
Σηκώθηκε, τεντώθηκε για να ξυπνήσει και απομακρύνθηκε από κοντά της χωρίς όμως να τη βγάλει από το μυαλό του. Ο ήλιος σκαρφάλωνε στα γαλακτερά σύννεφα, που σίγουρα δε θα άφηναν τη ζέστη να λιώσει τον παγετό που είχε σκεπάσει τη νύχτα τη γη. Είχαν πολλά να κάνουν πριν φέξει αρκετά για να κινήσουν στο ταξίδι τους. Παρόλο που η μέρα ήταν ήδη αρκετά ψυχρή, ο άνεμος ήταν ήπιος, κι αυτό για τον Ντάνκαν ήταν καλό.
Η Μάντελεϊν ήξερε πως σύντομα θα ξεκινούσαν. Φόρεσε τα παπούτσια της, τίναξε τα χώματα από το φόρεμά της και τύλιξε το μανδύα γύρω της. Ήξερε πως ήταν χάλια και αποφάσισε να κάνει κάτι για αυτό.
Πήγε να βρει τον Άνσελ. Ο ιπποκόμος ετοίμαζε το άτι του Ντάνκαν. Η Μάντελεϊν τον ρώτησε πού ήταν το δισάκι της, αν και έμεινε σε απόσταση ασφαλείας από το μεγάλο ζώο και αναγκάστηκε να φωνάξει. Ύστερα ευχαρίστησε θερμά το αγόρι που της πέταξε το σακίδιο προς το μέρος της.
Σκόπευε να ξεπλύνει απλώς τα μάτια της, το καθαρό νερό όμως ήταν τόσο δελεαστικό που χρησιμοποίησε το αρωματισμένο σαπούνι που είχε πάρει μαζί της για να πλυθεί βιαστικά, κι ύστερα άλλαξε φόρεμα.
Έκανε τόσο κρύο. Έτρεμε μέχρι να τελειώσει το ντύσιμο. Φόρεσε αχνοκίτρινη εσθήτα μακριά μέχρι τους αστράγαλους και από πάνω πλούσιο χρυσαφένιο χιτώνα μέχρι τα γόνατα. Μία λωρίδα σκούρου μπλε κεντήματος στόλιζε τις άκρες των μακριών μανικιών της.
Έφτιαξε ξανά το σακίδιό της και γονάτισε δίπλα στο ρυάκι για να χτενίσει τα μπλεγμένα της μαλλιά. Τώρα που είχε ξεκουραστεί και η σκέψη της είχε καθαρίσει από το φόβο, είχε άφθονο χρόνο να αναλογιστεί την κατάστασή της. Το βασικό ήταν να ανακαλύψει γιατί την είχε πάρει μαζί του ο Ντάνκαν. Της είχε πει πως του ανήκε. Η Μάντελεϊν δεν καταλάβαινε τι σήμαινε αυτό, δείλιαζε όμως να του ζητήσει μια εξήγηση.
68 JULIE GARWOOD
Ο Γκίλαρντ πλησίασε να την πάρει. Τον άκουσε και γύρισε τη στιγμή που έφτανε.
«Ώρα να φύγουμε» φώναξε ο Γκίλαρντ. Η ένταση της φωνής του κόντεψε να τη ρίξει στο νερό. Πλησίασε βιαστικά και την τράβηξε όρθια, σώζοντάς τη χωρίς να το θέλει από την ντροπή.
«Έχω να πλέξω τα μαλλιά μου, Γκίλαρντ. Μετά θα είμαι έτοιμη. Και δε χρειάζεται να μου φωνάζεις» πρόσθεσε διατηρώντας εσκεμμένα απαλή τη φωνή της. «Ακούω πολύ καλά.»
«Τα μαλλιά σου; Έχεις να…» Ο Γκίλαρντ σταμάτησε άναυδος. Την κοίταξε σαν να εννοούσε πως είχε χάσει τα λογικά της. «Για το Θεό, αιχμάλωτή μας είσαι» κατάφερε να τραυλίσει τελικά.
«Αυτό το έχω καταλάβει» αποκρίθηκε η Μάντελεϊν. Ακουγόταν γαλήνια σαν την πρωινή αύρα. «Τι σημαίνει όμως αυτό, πως μπορώ ή δεν μπορώ να τελειώσω το χτένισμά μου πριν φύγουμε;»
«Να με πειράξεις προσπαθείς;» φώναξε ο Γκίλαρντ. «Λαίδη Μάντελεϊν, η θέση σου είναι το λιγότερο δύσκολη. Είσαι τόσο ηλίθια που δεν το καταλαβαίνεις;»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Γιατί είσαι θυμωμένος μαζί μου; Φωνάζεις την κάθε λέξη. Έτσι κάνεις πάντα ή φταίει που είμαι αδελφή του Λούντον;»
Ο Γκίλαρντ δεν απάντησε αμέσως. Το πρόσωπό του όμως έγινε κατακόκκινο. Η Μάντελεϊν ήξερε πως τον εξόργιζε. Λυπόταν για αυτό, αποφάσισε όμως να συνεχίσει. Ήταν φανερό πως δεν ήξερε από αυτοέλεγχο, κι αν τον ωθούσε αρκετά, μπορεί να της έλεγε τι θα την έκαναν. Ήταν πολύ πιο εύκολο να καταλάβει τον Γκίλαρντ από ό,τι τον αδελφό του. Πολύ πιο εύκολο επίσης ήταν να τον χειριστεί, αν φαινόταν αρκετά έξυπνη. «Γιατί με πήρατε αιχμάλωτη;» είπε. Η ωμότητα της ερώτησης την έκανε να μορφάσει. Δεν είχε φανεί και τόσο έξυπνη τελικά, και αιφνιδιάστηκε όταν ο Γκίλαρντ της απάντησε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 69
«Ο αδελφός σου όρισε τους κανόνες αυτού του πολέμου, Μάντελεϊν. Το ξέρεις πολύ καλά.»
«Δεν ξέρω τίποτε πολύ καλά» διαμαρτυρήθηκε η Μάντελεϊν. «Εξήγησέ το μου, αν μπορείς. Θα ήθελα να καταλάβω.»
«Γιατί παίζεις την αθώα σε μένα;» ρώτησε επιτακτικά ο Γκίλαρντ. «Όλοι στην Αγγλία ξέρουν τι έγινε τη χρονιά που πέρασε.»
«Όχι όλοι, Γκίλαρντ» ανταπάντησε η Μάντελεϊν. «Εγώ επέστρεψα στο σπίτι του αδελφού μου μόλις πριν δυο μήνες. Και ζούσα σε ένα πολύ απομονωμένο μέρος για πολλά χρόνια.»
«Ναι, αυτό είν’ αλήθεια» είπε ειρωνικά ο Γκίλαρντ. «Ζούσες με τον παπά σου, από ό,τι κατάλαβα.»
Η Μάντελεϊν ένιωθε την ψυχραιμία της να χάνεται. Ήθελε να ουρλιάξει στον αλαζονικό υπασπιστή. Όλοι στην Αγγλία πίστευαν εκείνη την απαίσια φήμη;
«Πολύ καλά» είπε ο Γκίλαρντ. Έδειχνε να αγνοεί την οργή της Μάντελεϊν. «Θα σου πω όλη την αλήθεια κι έτσι δε θα μπορείς πια να προσποιείσαι. Οι στρατιώτες του Λούντον επιτέθηκαν σε δύο κτήματα που ανήκαν σε πιστούς υποτελείς του Ντάνκαν. Σε κάθε επίθεση ακολουθούσε άσκοπη σφαγή γυναικόπαιδων. Οι υποτελείς δεν είχαν καμία προειδοποίηση, και μάλιστα ο αδελφός σου καμωνόταν το φίλο μέχρι να μπουν οι άντρες του στα οχυρά.»
«Γιατί; Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο ο Λούντον; Τι έλπιζε να κερδίσει;»
Προσπάθησε να μη φανερώσει πόσο αηδιασμένη ήταν από όσα είχε ακούσει. Ήξερε ότι ο αδελφός της ήταν ικανός για τέτοια προδοσία, δεν καταλάβαινε όμως ποιο ήταν το κίνητρό του. «Σίγουρα θα ήξερε ο Λούντον πως ο Ντάνκαν, σαν άρχοντάς τους, θα ανταπέδιδε.»
«Ναι, αυτή ήταν η ελπίδα του, Μάντελεϊν. Προσπαθεί να σκοτώσει τον Ντάνκαν» πρόσθεσε γελώντας ειρωνικά. «Ο αδελφός σου διψά για εξουσία. Μόνο έναν έχει να φοβάται
70 JULIE GARWOOD
στην Αγγλία. Τον Ντάνκαν. Είναι ισοδύναμοι. Είναι αλήθεια πως ο βασιλιάς ακούει την άποψη του Λούντον, μα οι στρατιώτες του Ντάνκαν είναι οι πιο καλοί πολεμιστές σ’ όλο τον κόσμο. Ο βασιλιάς εκτιμά την αφοσίωση του αδελφού μου όσο και τη φιλία του Λούντον.»
«Ο βασιλιάς επέτρεψε τέτοια προδοσία;» ρώτησε η Μάντελεϊν.
«Ο Γουίλιαμ αρνείται να ενεργήσει χωρίς απόδειξη» απάντησε ο Γκίλαρντ. Η φωνή του φανέρωνε αηδία. «Δεν υπερασπίζεται ούτε τον Λούντον ούτε τον Ντάνκαν. Μπορώ όμως να σου υποσχεθώ τούτο, λαίδη Μάντελεϊν. Όταν γυρίσει ο βασιλιάς μας από τη Νορμανδία, δε θα μπορέσει να αποφύγει άλλο το πρόβλημα.»
«Δεν μπόρεσε λοιπόν ο Ντάνκαν να κάνει κάτι για τους υποτελείς του;» ρώτησε η Μάντελεϊν. «Για αυτό καταστράφηκε το σπίτι του αδελφού μου;»
«Είσαι αφελής αν πιστεύεις πως ο Ντάνκαν δεν έκανε αντίποινα. Έδιωξε αμέσως τους μπάσταρδους από τα κτήματα των υποτελών του.»
«Σε είδος, Γκίλαρντ;» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Σκότωσε κι ο Ντάνκαν τους αθώους μαζί με τους ενόχους;»
«Όχι» απάντησε εκείνος. «Τα γυναικόπαιδα δεν τα πείραξε. Εμείς οι Γουέξτον δεν είμαστε χασάπηδες, Μάντελεϊν, ό,τι κι αν σου έχει πει ο αδελφός σου. Κι οι άντρες μας δεν κρύβονται πίσω από ψέματα όταν επιτίθενται.»
«Ο Λούντον δε μου έχει πει τίποτε» διαμαρτυρήθηκε ξανά η Μάντελεϊν. «Ξεχνάς πως είμαι απλώς μια αδελφή. Δεν αξίζω αρκετά για να μου εκμυστηρεύεται τις σκέψεις του.» Οι ώμοι της έγειραν. Είχε τόσα να σκεφτεί, τόσα να ξεδιαλύνει. «Τι θα συμβεί αν πάρει ο βασιλιάς το μέρος του Λούντον; Τι θα συμβεί στον αδελφό σου;»
Ο Γκίλαρντ άκουσε το φόβο στη φωνή της. Έκανε σαν να νοιαζόταν για τον Ντάνκαν. Δεν έβγαινε νόημα, αν αναλογιζόταν πως ήταν αιχμάλωτή τους. Η λαίδη Μάντελεϊν θα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 71
τον μπέρδευε αν την άφηνε. «Ο Ντάνκαν είναι άνθρωπος με ελάχιστη υπομονή, κι όταν ο αδελφός σου τόλμησε να αγγίξει Γουέξτον, σφράγισε τη μοίρα του. Δε θα περιμένει ο αδελφός μου να γυρίσει ο βασιλιάς στην Αγγλία για να ορίσει μάχη μέχρι θανάτου με τον μπάσταρδο τον αδελφό σου. Όχι, ο Ντάνκαν θα σκοτώσει τον Λούντον, με ή χωρίς τις ευλογίες του βασιλιά.»
«Τι εννοείς όταν λες πως ο Λούντον άγγιξε Γουέξτον;» ρώτησε η Μάντελεϊν. «Υπήρχε κι άλλος αδελφός και τον σκότωσε ο Λούντον;»
«Α, ώστε κάνεις πως δεν ξέρεις τίποτε ούτε και για την Αντέλα, αυτό είναι το παιχνίδι σου;» ρώτησε ο Γκίλαρντ.
Κόμπος έσφιξε ξανά το στομάχι της Μάντελεϊν, μόλις είδε το φριχτό βλέμμα στα μάτια του Γκίλαρντ. «Σε παρακαλώ» ψιθύρισε με το κεφάλι σκυφτό μπροστά σε τόσο μίσος «πρέπει να τα μάθω όλα. Ποια είναι η Αντέλα;»
«Η αδελφή μας.»Το κεφάλι της τινάχτηκε πάνω. «Θα πολεμούσατε για μια
αδελφή;» απόρησε. Έδειχνε αρκετά έκπληκτη. Ο Γκίλαρντ δεν ήξερε τι να
υποθέσει για την αντίδρασή της. «Η αδελφή μας πήγε στην Αυλή και όσο ήταν εκεί τη βρήκε μόνη της ο Λούντον. Τη βίασε, Μάντελεϊν, και τη χτύπησε με τέτοια κτηνωδία που είναι θαύμα πώς επέζησε. Το σώμα της γιατρεύτηκε, μα ο νους της έχει τσακιστεί.»
Η Μάντελεϊν έχασε την ψυχραιμία της. Γύρισε την πλάτη στον Γκίλαρντ για να μη δει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. «Λυπάμαι τόσο πολύ, Γκίλαρντ» ψιθύρισε.
«Και πιστεύεις όσα σου είπα;» ρώτησε επιτακτικά ο Γκίλαρντ με φωνή τραχιά. Ήθελε να βεβαιωθεί πως η λαίδη Μάντελεϊν δε θα μπορούσε να αρνηθεί άλλο την αλήθεια.
«Μέρος της ιστορίας, ναι» απάντησε η Μάντελεϊν. «Ο Λούντον είναι ικανός να χτυπήσει μια γυναίκα μέχρι θανάτου. Δεν ξέρω αν θα μπορούσε να βιάσει μια γυναίκα, αν
72 JULIE GARWOOD
όμως εσύ λες πως είναι αλήθεια, θα σε πιστέψω. Ο αδελφός μου είναι κακός άνθρωπος. Δε θα τον υπερασπιστώ.»
«Τι λοιπόν δεν πιστεύεις;» ρώτησε ο Γκίλαρντ φωνάζοντας και πάλι.
«Με κάνεις να νομίζω πως δίνετε αξία στην αδελφή σας» παραδέχτηκε η Μάντελεϊν. «Αυτό με μπερδεύει.»
«Για ποιο πράγμα στ’ όνομα του Θεού μιλάς;»«Είσαι οργισμένος μαζί μου επειδή ο Λούντον ατίμασε
το όνομα των Γουέξτον ή επειδή αγαπάς πραγματικά την αδελφή σου;»
Ο Γκίλαρντ εξοργίστηκε με την ασέβειά της. Άρπαξε τη Μάντελεϊν και την τράβηξε για να γυρίσει να τον κοιτάξει. Τα χέρια του πονούσαν τους ώμους της. «Φυσικά και αγαπώ την αδελφή μου» φώναξε. «Οφθαλμόν αντί οφθαλμού, Μάντελεϊν. Πήραμε από τον αδελφό σου ό,τι αξίζει περισσότερο για εκείνον. Εσένα! Θα έρθει να σε πάρει, κι όταν το κάνει, θα πεθάνει.»
«Εγώ ευθύνομαι λοιπόν για τις αμαρτίες του αδελφού μου;»
«Είσαι ένα πιόνι για να αποκαλυφθεί ο δαίμονας» αποκρίθηκε ο Γκίλαρντ.
«Υπάρχει μια ατέλεια στο σχέδιο» ψιθύρισε η Μάντελειν. Η φωνή της ακούστηκε γεμάτη ντροπή. «Ο Λούντον δεν πρόκειται να έρθει να με πάρει. Δεν είμαι αρκετά σημαντική για αυτόν.»
«Δεν είναι ηλίθιος ο Λούντον» είπε ο Γκίλαρντ εξοργισμένος επειδή κατάλαβε ξαφνικά πως η Μάντελεϊν εννοούσε αυτό που έλεγε.
Ούτε η Μάντελεϊν ούτε ο Γκίλαρντ είχαν ακούσει τον Ντάνκαν να πλησιάζει. «Πάρε τα χέρια σου από πάνω της, Γκίλαρντ. Τώρα!»
Ο Γκίλαρντ συμμορφώθηκε αμέσως, μέχρι που έκανε κι ένα βήμα πίσω, αφήνοντας απόσταση ανάμεσα σε εκείνον και την αιχμάλωτή του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 73
Ο Ντάνκαν έκανε να πλησιάσει τον αδελφό του, έτοιμος να ανακαλύψει γιατί έκλαιγε η Μάντελεϊν. Άφησε τον Γκίλαρντ να δει πόσο οργισμένος ήταν.
Η Μάντελεϊν μπήκε ανάμεσα στα δυο αδέλφια. Κοίταξε τον Ντάνκαν. «Δε με πείραξε» είπε. «Ο αδελφός σου απλώς μου εξηγούσε πώς θα χρησιμοποιηθώ. Αυτό είναι όλο.»
Ο Ντάνκαν είδε τον πόνο στα μάτια της, πριν προφτάσει όμως να τη ρωτήσει, εκείνη γύρισε, πήρε το δισάκι της και πρόσθεσε: «Ώρα να φύγουμε.»
Προσπάθησε να περάσει μπροστά από τον Γκίλαρντ για να γυρίσει στον καταυλισμό. Ο Ντάνκαν είδε τον αδελφό του να μεριάζει βιαστικά.
Ο νεαρός αδελφός έδειχνε ανήσυχος. «Θέλει να πιστέψω πως δεν είναι ένοχη» μουρμούρισε.
«Αυτό σου είπε η Μάντελεϊν;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Όχι, δεν μου το ’πε» παραδέχτηκε ανασηκώνοντας τους
ώμους ο Γκίλαρντ. «Δεν υπερασπίστηκε καν τον εαυτό της, Ντάνκαν, μόνο φερόταν τόσο αναθεματισμένα αθώα. Διάολε, δεν καταλαβαίνω. Έδειχνε έκπληκτη που νοιαζόμαστε για την αδελφή μας. Και νομίζω πως ήταν αληθινή η αντίδρασή της. Με ρώτησε δα αν εκτιμούμε την Αντέλα.»
«Κι όταν της απάντησες;» ρώτησε ο Ντάνκαν. «Έδειξε ακόμα πιο μπερδεμένη. Δεν την καταλαβαίνω»
μουρμούρισε ο Γκίλαρντ. «Όσο πιο γρήγορα τελειώνουμε με το σχέδιο, τόσο το καλύτερο. Η λαίδη Μάντελεϊν δεν είναι καθόλου αυτό που περίμενα.»
«Είναι μια αντίφαση» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν. «Πραγματικά, δεν καταλαβαίνει την αξία της.» Στέναξε σκεφτικός και είπε: «Έλα, η ώρα περνά. Αν βιαστούμε, θα ’μαστε σπίτι σαν πέσει η νύχτα.»
Ο Γκίλαρντ ανταποκρίθηκε στη διαταγή με ένα νεύμα και ακολούθησε τον αδελφό του.
Καθώς γυρνούσε στον καταυλισμό, η Μάντελεϊν αποφάσισε πως δε θα πήγαινε πουθενά. Στάθηκε καταμεσής του
74 JULIE GARWOOD
ξέφωτου, με το μανδύα τυλιγμένο γύρω από τους ώμους της. Ο Άνσελ της είχε πάρει το δισάκι κι εκείνη δεν είχε φέρει αντίρρηση. Δεν την ένοιαζε αν τα πράγματά της ακολουθούσαν τον Ντάνκαν. Αν ήθελε να είναι ειλικρινής, μάλλον δεν την ένοιαζε τίποτε πια. Ήθελε απλώς να την αφήσουν ήσυχη.
Ο Ντάνκαν προχώρησε προς τον ιπποκόμο για να φορέσει την πανοπλία του. Ένευσε στη Μάντελεϊν να ανέβει στο άλογό του και συνέχισε να περπατά. Άξαφνα σταμάτησε και γύρισε αργά να κοιτάξει τη Μάντελεϊν, μην πιστεύοντας αυτό που του φάνηκε πως είχε δει.
Πάλι του είχε πει όχι. Κατάπληκτος από την επίδειξη απείθειας, δεν αντέδρασε αμέσως. Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι για τρίτη φορά και γύρισε απότομα να φύγει προς το δάσος.
«Μάντελεϊν!» Η βροντερή φωνή του Ντάνκαν τη σταμάτησε. Γύρισε
ενστικτωδώς να τον κοιτάξει, ενώ μέσα της προσευχόταν να βρει το κουράγιο να τον αψηφήσει ξανά.
«Ανέβα στο άλογό μου. Τώρα.» Κοιτούσαν ο ένας τον άλλο για ένα ατέλειωτο, σιωπηλό
λεπτό. Η Μάντελεϊν συνειδητοποίησε τότε πως όλοι είχαν σταματήσει τις δουλειές τους και παρακολουθούσαν. Δε θα υποχωρούσε ο Ντάνκαν μπροστά στους άντρες του. Ο τρόπος που την κοιτούσε αυτό μαρτυρούσε.
Η Μάντελεϊν μάζεψε τις φούστες της και πλησίασε βιαστικά τον Ντάνκαν. Μπορεί να έβλεπαν οι άντρες, αν κρατούσε όμως τη φωνή της χαμηλή, δε θα άκουγαν αυτό που θα έλεγε στον αρχηγό τους.
«Δε θα έρθω μαζί σας, Ντάνκαν. Αν δεν ήσουν τόσο ξεροκέφαλος, θα καταλάβαινες πως ο Λούντον δεν πρόκειται να έρθει για μένα. Χάνετε τον καιρό σας. Αφήστε με εδώ.»
«Για να επιζήσεις μες στην ερημιά;» ρώτησε ο Ντάνκαν, με φωνή το ίδιο σιγανή όσο η δική της. «Δε θα άντεχες μήτε ώρα.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 75
«Έχω αντέξει σε χειρότερες καταστάσεις, άρχοντά μου» αποκρίθηκε εκείνη, ισιώνοντας το κορμί. «Πήρα την απόφασή μου, βαρόνε. Δε θα έρθω μαζί σας.»
«Αν αρνιόταν άντρας τη διαταγή μου όπως έκανες εσύ, Μάντελεϊν, δε θα ζούσε αρκετά για να το καυχηθεί. Κι όταν δίνω μια διαταγή, περιμένω να τη δω να εκτελείται. Μην τολμήσεις να μου κουνήσεις ξανά το κεφάλι, γιατί για αντίποινα θα φας τέτοιο χαστούκι που θα πέσεις καταγής.»
Ήταν ένας απαίσιος εκφοβισμός από μέρους του και το μετάνιωσε την ίδια στιγμή που ξεστόμιζε τα λόγια. Είχε αδράξει το μπράτσο της και ήξερε πως άθελά του την πόνεσε όταν την είδε να μορφάζει από πόνο. Την άφησε αμέσως περιμένοντας να τη δει να τρέχει όσο πιο γρήγορα μπορούσε για να εκτελέσει τη διαταγή του.
Δε σάλεψε. Τον κοίταξε με εκείνη τη μεγαλειώδη ψυχραιμία στο πρόσωπο ξανά και είπε ήρεμα: «Είμαι συνηθισμένη να με πετούν καταγής, κάνε λοιπόν ό,τι χειρότερο μπορείς. Κι όταν σταθώ ξανά στα πόδια μου, μπορείς να με ξαναχτυπήσεις αν αυτό επιθυμείς.»
Τα λόγια της τον τάραξαν. Ήξερε πως έλεγε την αλήθεια. Σκυθρώπιασε έξαλλος που κάποιος είχε τολμήσει να την κακομεταχειριστεί, και βαθιά μες στην καρδιά του ήξερε πως αυτός που το είχε κάνει ήταν ο Λούντον. «Γιατί ο αδελφός σου να...»
«Δεν έχει σημασία» τον έκοψε η Μάντελεϊν πριν μπορέσει να αποσώσει. Είχε μετανιώσει που είχε μιλήσει. Δεν ήθελε συμπόνια ή οίκτο. Το μόνο που ήθελε ήταν να την αφήσουν ήσυχη.
Ο Ντάνκαν στέναξε. «Ανέβα στο άλογό μου, Μάντελεϊν.»Η πρόσκαιρη έκρηξη θάρρους την εγκατέλειψε όταν είδε
το μυ στο μάγουλό του να σφίγγεται. Η κίνηση μαρτυρούσε ακόμα πιο έντονα το σφιγμένο του σαγόνι.
Ο Ντάνκαν γρύλισε από τα βάθη του λαιμού του προσπαθώντας να ξεθυμάνει. Τη γύρισε μέχρι να βρεθεί απέναντι
76 JULIE GARWOOD
από το σημείο που ήταν δεμένο το άλογό του και την έσπρωξε απαλά. «Μου έδωσες άλλον ένα λόγο για να σκοτώσω τον Λούντον» ψιθύρισε.
Έκανε να γυρίσει να τον ρωτήσει τι εννοούσε, το βλέμμα του όμως άφηνε να φανεί πως η υπομονή του είχε σωθεί. Αποδέχτηκε το γεγονός ότι είχε χάσει αυτή τη μάχη. Ο Ντάνκαν ήταν αποφασισμένος να την πάρει μαζί του ό,τι κι αν έλεγε ή έκανε εκείνη. Άφησε έναν αργόσυρτο, θλιμμένο στεναγμό και άρχισε να προχωρά προς το άλογο του Ντάνκαν. Οι περισσότεροι από τους στρατιώτες δεν είχαν γυρίσει ακόμα στα καθήκοντά τους. Όλοι παρακολουθούσαν τη Μάντελεϊν. Προσπάθησε να φανεί ήρεμη, η καρδιά της όμως χτυπούσε τόσο γοργά που κόντευε να σπάσει. Μπορεί ο φόβος για την οργή του Ντάνκαν να μην την άφηνε να ηρεμήσει, είχε όμως κάτι άλλο, ακόμα πιο άμεσο και σημαντικό να την ανησυχεί. Το ζώο του Ντάνκαν. Άλλο να την αρπάζουν και να την πετούν πάνω στο πελώριο άσχημο θηρίο, κι άλλο να πρέπει να καβαλικέψει δίχως βοήθεια.
«Τι δειλή που είμαι» μουρμούρισε στον εαυτό της. Αντέγραφε τον πατέρα Μπέρτον, που συχνά μονολογούσε. Της είχε πει μάλιστα μια φορά πως κανείς δεν ενδιαφερόταν για ό,τι είχε να πει περισσότερο από τον ίδιο του τον εαυτό. Η Μάντελεϊν χαμογέλασε στη γλυκιά τούτη θύμηση.
«Αχ, πάτερα Μπέρτον, αν μπορούσες να με δεις τώρα, πόσο θα ντρεπόσουν. Έχω να ανέβω σ’ ένα άλογο δαίμονα και σίγουρα θα εξευτελιστώ.»
Η ειρωνεία του φόβου της έγινε ξαφνικά ξεκάθαρη. «Γιατί ανησυχώ αν θα εξευτελιστώ αφού το άλογο του Ντάνκαν θα με ποδοπατήσει μέχρι θανάτου; Τι με νοιάζει αν με πάρουν για δειλή; Θα είμαι ήδη νεκρή.»
Η ιδέα την έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα. Άρχισε να ηρεμεί λίγο μέχρι που πρόσεξε πως το άτι έμοιαζε να την παρακολουθεί. Η Μάντελεϊν κατέληξε στο συμπέρασμα πως δεν του άρεσε αυτό που έβλεπε, επειδή άρχισε να χτυπά το
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 77
χώμα με τις μπροστινές του οπλές. Μέχρι που της φρίμαξε. Το ηλίθιο άλογο είχε πάρει όλα τα απαίσια χαρακτηριστικά του αφεντικού του, σκέφτηκε η Μάντελεϊν.
Μάζεψε όσο θάρρος μπορούσε και πλησίασε στο πλάι του αλόγου. Δεν του άρεσε ιδιαίτερα αυτό και μάλιστα πήγε να τη σπρώξει με το πίσω του λαγόνι. Η Μάντελεϊν άπλωσε το χέρι να πιαστεί από τη σέλα, το άλογο όμως χρεμέτισε τόσο δυνατά που τινάχτηκε πίσω.
Απελπισμένη, έφερε τα χέρια στους γοφούς. «Είσαι πιο μεγάλο από μένα, σίγουρα όμως δεν είσαι το ίδιο έξυπνο.» Χάρηκε όταν είδε πως το άλογο της έριξε μια ματιά. Ήξερε πως δεν μπορούσε να την καταλάβει, ένιωσε όμως καλύτερα απλώς και μόνο επειδή είχε τραβήξει την προσοχή του.
Χαμογέλασε στο ζώο ενώ το πλησίαζε δειλά προς τα εμπρός.
Μόλις βρέθηκε απέναντί του, τράβηξε τα γκέμια και το ανάγκασε να κρατήσει το κεφάλι χαμηλά. Ύστερα άρχισε να του ψιθυρίζει με φωνή χαμηλή, κατευναστική, και να του εξηγεί τους φόβους της. «Δεν έμαθα ποτέ μου πώς να ιππεύω και για αυτό σε φοβάμαι τόσο πολύ. Είσαι τόσο δυνατό που θα μπορούσες να με ποδοπατήσεις. Δεν έχω ακούσει τον αφέντη σου να σε φωνάζει με κάποιο όνομα, αν ήσουν όμως δικός μου θα σε έλεγα Σειληνό. Είναι τ’ όνομα ενός από τους αγαπημένους μου θεούς των παλιών μύθων. Ο Σειληνός ήταν ένα από τα πανίσχυρα πνεύματα της φύσης, άγριος κι αδάμαστος, κάπως σαν κι εσένα. Ναι, Σειληνός είναι ταιριαστό όνομα για σένα.»
Όταν τέλειωσε το μονόλογό της, η Μάντελεϊν άφησε τα γκέμια. «Με πρόσταξε ο αφέντης σου να ανεβώ στη ράχη σου, Σειληνέ. Στάσου, σε παρακαλώ, ακίνητος, γιατί ακόμα σε φοβάμαι πολύ.»
Ο Ντάνκαν είχε τελειώσει με τη φορεσιά του. Έστεκε τώρα στην άλλη άκρη του ξέφωτου και παρακολουθούσε με έκπληξη, που γινόταν όλο και πιο μεγάλη, τη Μάντελεϊν να
78 JULIE GARWOOD
μιλά με το άλογό του. Δεν μπορούσε να ακούσει τι έλεγε. Θεέ και Κύριε, προσπαθούσε να ανέβει στη σέλα από τη λάθος μεριά. Έκανε να φωνάξει για να την προειδοποιήσει, σίγουρος πως το άλογό του θα τιναζόταν σαν αστραπή, οι λέξεις όμως σφήνωσαν στο λαιμό του όταν είδε τη Μάντελεϊν να κάθεται πάνω στο πελώριο άλογο. Ήταν τελείως λάθος και σίγουρα αλλόκοτο. Το μόνο που μπόρεσε να κάνει ήταν να αναστενάξει. Τώρα καταλάβαινε γιατί ήταν κολλημένη πάνω του όταν ίππευαν μαζί. Έτρεμε το άλογό του. Αναρωτήθηκε αν ο γελοίος φόβος της περιοριζόταν στο δικό του ή είχε να κάνει με όλα τα άλογα.
Το νευρικό άτι δεν είχε σαλέψει στιγμή για να εμποδίσει το αδέξιο σκαρφάλωμα της Μάντελεϊν στη σέλα. Και το απίστευτο ήταν πως έσκυψε και είπε κάτι στο άλογο μόλις τακτοποιήθηκε.
«Είδες αυτό που είδα;» ρώτησε ο Γκίλαρντ πίσω από τον Ντάνκαν. Εκείνος ένευσε μα δε γύρισε να τον δει. Συνέχισε να κοιτά τη Μάντελεϊν, με ένα χαμόγελο να χαράζει στις άκρες των χειλιών του.
«Ποιος λες να της έμαθε να ιππεύει;» ρώτησε ο Γκίλαρντ κουνώντας το κεφάλι. Έδειχνε να το διασκεδάζει. «Δε φαίνεται να έχει την παραμικρή ικανότητα.»
«Κανείς δεν την έμαθε» είπε ο Ντάνκαν. «Αυτό είναι φανερό, Γκίλαρντ. Περίεργο, μα το άλογο δε φαίνεται να ενοχλείται από την έλλειψη εκπαίδευσής της.» Κούνησε τότε το κεφάλι κι άρχισε να προχωρά προς την κυρά που συζητούσε με το άλογο.
Ο νεαρός ιπποκόμος πλησίασε τη Μάντελεϊν από την αντίθετη κατεύθυνση. Το γεμάτο φακίδες πρόσωπό του είχε πάρει ειρωνική έκφραση και άρχισε να επιπλήττει τη Μάντελεϊν για την ανικανότητά της. «Έπρεπε να ανεβείτε από τα αριστερά» είπε με ύφος αυστηρό. Έπιασε το χέρι της σαν να ήθελε να την τραβήξει κάτω για να τη βάλει να ανέβει ξανά σωστά. Το άτι άρχισε να σηκώνεται στα πίσω πόδια τη
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 79
στιγμή που εμφανίστηκε ο Ντάνκαν. Το χέρι του Άνσελ τινάχτηκε στον αέρα, όπως και το υπόλοιπο σώμα του.
«Ποτέ ξανά μην την αγγίξεις.» Η βροντερή φωνή του Ντάνκαν συνόδεψε τον Άνσελ ίσαμε το χώμα. Ο ιπποκόμος σηκώθηκε βιαστικά δείχνοντας να μην έχει πάθει τίποτα, και ένευσε πειθήνια. Το καημένο το παλικάρι έδειχνε τόσο τρομοκρατημένο που είχε δυσαρεστήσει τον αφέντη του, που η Μάντελεϊν προσπάθησε να τον δικαιολογήσει. «Ο ιπποκόμος σου είχε την ευγένεια να με καθοδηγήσει» είπε. «Ήθελε να με κατεβάσει κάτω γιατί η ανόητη ξέχασα μες στη βιασύνη μου να ανέβω από τη σωστή πλευρά.»
Ο Άνσελ κοίταξε με ευγνωμοσύνη τη Μάντελεϊν πριν γυρίσει να υποκλιθεί στον αφέντη του. Ο Ντάνκαν ένευσε δείχνοντας ικανοποιημένος με την εξήγηση.
Όταν κατάλαβε η Μάντελεϊν πως ο Ντάνκαν ήταν έτοιμος να ανέβει στον Σειληνό, έκλεισε σφιχτά τα μάτια σίγουρη πως θα εκτοξευόταν στο χώμα.
Ο Ντάνκαν είδε τη Μάντελεϊν να κλείνει τα μάτια πριν γυρίσει αλλού το πρόσωπό της. Κούνησε το κεφάλι απορώντας τι για το Θεό να είχε πάθει τώρα, κι ύστερα ανέβηκε στη σέλα και τη σήκωσε στην αγκαλιά του με μια επιδέξια κίνηση.
Η Μάντελεϊν βρέθηκε τυλιγμένη στο ζεστό του μανδύα και ακούμπησε στο στήθος του πριν προφτάσει να σκεφτεί τι έκανε.
«Δεν είσαι καλύτερος από τον Λούντον» μουρμούρισε μονολογώντας. «Θαρρείς πως δεν πρόσεξα ότι δεν έκατσες καν να θάψεις τους νεκρούς σου πριν φύγεις από το οχυρό του πατέρα μου; Βέβαια και το ’δα. Είσαι το ίδιο άσπλαχνος. Σκοτώνεις δίχως να δείχνεις ίχνος τύψης.»
Χρειάστηκε όλη η αυτοσυγκράτηση του Ντάνκαν για να μην αρπάξει την αιχμάλωτή του κι αρχίσει να την τραντάζει μέχρι να βάλει μυαλό. «Δε θάψαμε τους νεκρούς μας, Μάντελεϊν, γιατί κανείς από τους άντρες μου δεν πέθανε.»
80 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν αιφνιδιάστηκε τόσο από την απάντησή του που τόλμησε να τον κοιτάξει. Η κορυφή του κεφαλιού της χτύπησε στο δικό του μα δε ζήτησε συγγνώμη. «Υπήρχαν πτώματα παντού, Ντάνκαν.»
«Του Λούντον στρατιώτες, Μάντελεϊν, όχι δικοί μου» απάντησε εκείνος.
«Περιμένεις να πιστέψω πως οι στρατιώτες σου είναι τόσο ανώτεροι που...»
«Περιμένω να σταματήσεις να με κεντρίζεις, Μάντελεϊν» απάντησε ο Ντάνκαν.
Κατάλαβε πως το εννοούσε όταν πέταξε το μανδύα πάνω από το κεφάλι της.
Ήταν φριχτός άνθρωπος, αποφάσισε. Και ήταν φανερό πως δεν είχε καρδιά. Ναι, δε θα μπορούσε να σκοτώνει με τόση ευκολία αν είχε προικιστεί με ανθρώπινα συναισθήματα. Στην πραγματικότητα η Μάντελεϊν δεν μπορούσε ούτε να φανταστεί να αφαιρέσει τη ζωή κάποιου. Η προστατευμένη ζωή δίπλα στον πατέρα Μπέρτον και τους δύο συντρόφους του δεν την προετοίμασε κατάλληλα για άτομα σαν τον Λούντον ή τον Ντάνκαν.
Είχε μάθει πως η ταπεινότητα είναι πολύτιμος στόχος. Αναγκαζόταν να είναι πειθήνια μπροστά στον αδελφό της. Μέσα της όμως μαινόταν ο θυμός της. Προσευχόταν να μην είχε σκοτεινή ψυχή σαν του Λούντον. Είχαν τον ίδιο πατέρα. Ήθελε να πιστεύει πως είχε πάρει μόνο την καλοσύνη από την πλευρά της οικογένειας της μητέρας της και κανένα από τα απαίσια χαρακτηριστικά του πατέρα της. Μήπως ήταν πλάνη να ελπίζει κάτι τέτοιο;
Σε λίγο ήταν πολύ εξαντλημένη για να ανησυχεί. Το σημερινό ταξίδι αποδεικνυόταν το πιο δύσκολο. Τα νεύρα της ήταν τόσο τεντωμένα που ένιωθε πως θα εκραγεί. Άκουσε το σχόλιο ενός στρατιώτη ότι κόντευαν να φτάσουν, και επειδή περίμενε να δει το οχυρό, κάθε ώρα που περνούσε φάνταζε ατέλειωτη.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 81
Το άγριο, λοφώδες τοπίο έκανε ακόμα πιο αργή την πορεία τους. Ο Ντάνκαν δεν μπορούσε να διατηρήσει το συνηθισμένο εξουθενωτικό ρυθμό του. Αρκετές φορές η Μάντελεϊν ήταν σίγουρη πως το άλογο θα σκόνταφτε και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της μεγάλης, μαρτυρικής μέρας με τα μάτια κλειστά και τα μπράτσα του Ντάνκαν γύρω της. Ναι, ανησυχούσε μέχρι εξάντλησης, σίγουρη πως θα έπεφταν σε κάποια βαθιά απόκρημνη χαράδρα αφού ο Σειληνός έδειχνε να τις αγαπά τόσο πολύ που προχωρούσε όσο μπορούσε πιο κοντά στην άκρη τους.
Ένας από τους στρατιώτες φώναξε τα νέα όταν έφτασαν επιτέλους στη γη του Γουέξτον. Δυνατές ζητωκραυγές αντήχησαν στους λόφους. Η Μάντελεϊν στέναξε με ανακούφιση. Κούρνιασε στο στήθος του Ντάνκαν και ένιωσε την ένταση να αφήνει τους ώμους της. Ήταν πολύ κουρασμένη για να ανησυχήσει τι θα της συνέβαινε όταν έμπαινε στο σπίτι του Ντάνκαν. Για την ώρα και μόνο το να κατέβει από τον Σειληνό αποτελούσε ευλογία.
Η μέρα είχε γίνει πολύ παγερή. Η Μάντελεϊν γινόταν όλο και πιο ανυπόμονη καθώς τα λεπτά από τη στιγμή που είχαν φτάσει στη γη του Γουέξτον μετατράπηκαν σε ατέλειωτες ώρες κι ακόμα δεν είχε φανεί ούτε ίχνος από το οχυρό του Ντάνκαν.
Το φως της μέρας έσβηνε όταν ο Ντάνκαν φώναξε να κάνουν διάλειμμα. Ο Γκίλαρντ γκρίνιαζε να σταματήσουν. Από τον απότομο τρόπο που μιλούσαν, η Μάντελεϊν κατάλαβε πως ο Ντάνκαν δεν ήθελε. Παρατήρησε ακόμα πως ο Γκίλαρντ δεν έδειχνε να έχει προσβληθεί από τα σχόλια του αδελφού του.
«Είσαι πιο αδύναμος απ’ την αιχμάλωτή μας;» ρώτησε ο Ντάνκαν τον Γκίλαρντ όταν επέμεινε να ξεκουραστούν λίγα λεπτά.
«Δε νιώθω καθόλου τα πόδια μου» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους.
82 JULIE GARWOOD
«Η λαίδη Μάντελεϊν δεν παραπονέθηκε» σχολίασε ο Ντάνκαν αφού σήκωσε το χέρι να δώσει σήμα στους άντρες του.
«Η αιχμάλωτή σου είναι πολύ τρομοκρατημένη για να μιλήσει» είπε ειρωνικά ο Γκίλαρντ. «Κρύβεται κάτω από το μανδύα και κλαψουρίζει πάνω σου.»
«Δεν το νομίζω» είπε ο Ντάνκαν. Πέταξε από πάνω της το μανδύα για να δει ο Γκίλαρντ το πρόσωπό της. «Βλέπεις δάκρυα, Γκίλαρντ;» ρώτησε δείχνοντας να διασκεδάζει.
Ο Γκίλαρντ κούνησε το κεφάλι. Ο Ντάνκαν προσπαθούσε να τον κάνει να νιώσει κατώτερος από την όμορφη γυναίκα που κρατούσε στην αγκαλιά του. Δεν ενοχλήθηκε καθόλου από το κόλπο, και μάλιστα γέλασε. Η επιθυμία να ξεμουδιάσει τα πόδια του και να γευτεί λίγη μπίρα ήταν το μόνο που τον απασχολούσε τώρα. Αυτό και ότι η κύστη του ήταν έτοιμη να σκάσει.
«Μπορεί να είναι πολύ κουτή η αιχμάλωτή σου και να μην ξέρει από φόβο» σχολίασε με χαμόγελο ο Γκίλαρντ. Ο Ντάνκαν δε διασκέδασε με το σχόλιο. Παράτησε τον Γκίλαρντ με ύφος τόσο άγριο, που θα μπορούσε να κάνει τον αδελφό του να το βάλει στα πόδια, και κατέβηκε αργά από το άλογο.
Ο Ντάνκαν κοιτούσε τον Γκίλαρντ μέχρι που χάθηκε στο δάσος και μετά γύρισε προς τη Μάντελεϊν. Άπλωσε τα χέρια της να τη βοηθήσει, και τα ακούμπησε στην καμπύλη των φαρδιών του ώμων. Δοκίμασε μάλιστα να χαμογελάσει.
Δεν της ανταπόδωσε το χαμόγελο. Έκανε όμως απίστευτα πολλή ώρα να την κατεβάσει. Τα χέρια του τύλιξαν τη μέση της όταν την τράβηξε κοντά του, μόλις βρέθηκαν όμως στο ίδιο ύψος, με ελάχιστα εκατοστά να τους χωρίζουν, σταμάτησε.
Η Μάντελεϊν τέντωσε τα πόδια της με ένα βογκητό πόνου που δεν μπόρεσε να κρύψει. Κάθε μυς της πλάτης της ούρλιαζε από πόνο.
Είχε το θράσος να χαμογελάσει με την αγωνία της.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 83
Η Μάντελεϊν αποφάσισε εκείνη τη στιγμή πως ο Ντάνκαν έβγαζε το χειρότερό της εαυτό. Πώς αλλιώς να εξηγούσε την απρόσμενη, αποπνικτική ανάγκη να του ουρλιάξει. Ναι, ξετρύπωνε τη σκοτεινή πλευρά του χαρακτήρα της. Εκείνη ποτέ μα ποτέ δεν ούρλιαζε σε κανέναν. Ήταν μια γυναίκα τρυφερή, προικισμένη με γλυκιά, ήρεμη διάθεση. Ο πατέρας Μπέρτον της το έλεγε συνέχεια.
Και τώρα τούτος ο πολεμιστής έπνιγε την τρυφερότητά της. Ε, λοιπόν, δε θα άφηνε κάτι τέτοιο να συμβεί. Δε θα την
έκανε ο Ντάνκαν να χάσει τώρα την ψυχραιμία της, όσο κι αν χαμογελούσε με τους πόνους και την ταλαιπωρία της.
Τον κοίταξε στα μάτια, αποφασισμένη να μην κάνει πίσω αυτή τη φορά. Την κοιτούσε με ένταση σαν να νόμιζε πως θα έβρισκε την απάντηση ενός άλυτου αινίγματος που τον απασχολούσε. Το βλέμμα του κατέβηκε αργά, στάθηκε στο στόμα της κι απόρησε για αυτό, μέχρι που συνειδητοποίησε πως και εκείνη έκανε το ίδιο.
Κοκκίνισε χωρίς να ξέρει γιατί. «Κάνει λάθος ο Γκίλαρντ. Δεν είμαι κουτή.»
Το χαμόγελο, ανάθεμα τη μαύρη του ψυχή, έγινε ακόμα πιο πλατύ.
«Μπορείς να με αφήσεις τώρα» είπε χαρίζοντάς του ένα υπεροπτικό, όπως έλπιζε, βλέμμα.
«Θα πέσεις με τα μούτρα αν το κάνω» είπε εκείνος. «Και θα σου έδινε ικανοποίηση αυτό;» ρώτησε προσπα
θώντας να κρατήσει τη φωνή της απαλή σαν ψίθυρο, όπως ήταν η δική του όταν της μίλησε τόσο απαίσια.
Ο Ντάνκαν ανασήκωσε τους ώμους και την άφησε απότομα.
Ω, ήταν σίγουρα φριχτός άνθρωπος. Ήξερε ακριβώς τι θα γινόταν. Η Μάντελεϊν θα είχε πέσει ανάσκελα αν δεν τον άρπαζε από το μπράτσο. Τα πόδια της έμοιαζαν να μη θυμούνται ποιο ήταν το καθήκον τους. «Δεν είμαι συνηθισμένη σε τόσο πολλές ώρες ιππασίας.»
84 JULIE GARWOOD
Δεν πίστευε πως ήταν συνηθισμένη καν στην ιππασία. Θεέ μου, πόσο τον μπέρδευε. Δίχως αμφιβολία, η λαίδη Μάντελεϊν ήταν η πιο περίπλοκη γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ. Ήταν γεμάτη χάρη όταν περπατούσε, μπορούσε όμως να γίνει και απίστευτα αδέξια. Είχε κοπανήσει τόσες φορές το κεφάλι της πάνω στο πιγούνι του, που πίστευε πως είχε σίγουρα μελανιάσει την κορυφή του κεφαλιού της.
Η Μάντελεϊν δεν είχε ιδέα τι σκεφτόταν. Της χαμογελούσε όμως, και αυτό ήταν ανησυχητικό. Κατάφερε τελικά να τον αφήσει. Του γύρισε την πλάτη και προχώρησε αργά προς το δάσος για να ανακουφιστεί. Ήξερε πως προχωρούσε σαν γριά και προσευχόταν να μην την παρακολουθεί.
Όταν γύρισε από το πυκνό δάσος, περπάτησε γύρω από τους άντρες αποφασισμένη να διώξει τους πόνους και τις κράμπες από τα πόδια της πριν αναγκαστεί να ανέβει ξανά στον Σειληνό. Σταμάτησε όταν έφτασε στην άλλη άκρη του τριγωνικού ξέφωτου, και κοίταξε κάτω την κοιλάδα που είχαν μόλις ανέβει.
Ο Ντάνκαν δεν έδειχνε ιδιαίτερα βιαστικός να ξεκινήσουν. Φαινόταν παράλογο, αφού θυμόταν πόσο εκνευρισμένος ήταν όταν απαίτησε ο Γκίλαρντ να σταματήσουν. Τώρα έκανε λες και είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή του. Κούνησε το κεφάλι της. Ο Ντάνκαν Γουέξτον ήταν ο πιο ασυνάρτητος άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ.
Αποφάσισε να απολαύσει την ανάπαυλα. Είχε ανάγκη λίγα ακόμα λεπτά μόνη για να καθαρίσει το μυαλό της από τις έγνοιες, λίγα πολύτιμα λεπτά απομόνωσης για να ελέγξει και πάλι τα συναισθήματά της.
Η μέρα κόντευε να φύγει κι ο ήλιος τώρα βασίλευε. Υπέροχες κορδέλες ανοιχτού πορτοκαλιού και αχνού κόκκινου στόλιζαν τον ουρανό και ξετυλίγονταν προς τα κάτω, δίνοντας την εντύπωση πως άγγιζαν τη γη πέρα μακριά. Είχε τέτοια ομορφιά η βλοσυρότητα του χειμώνα που ερχόταν, κάθε εποχή έκρυβε και τους δικούς της ιδιαίτερους θησαυρούς.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 85
Η Μάντελεϊν προσπάθησε να αγνοήσει το θόρυβο πίσω της και να συγκεντρωθεί στην ομορφιά κάτω από τα πόδια της, όταν την προσοχή της τράβηξε μια σπίθα φωτός που εμφανίστηκε ξαφνικά ανάμεσα στα δέντρα.
Το φως εξαφανίστηκε αμέσως μετά. Περίεργη καθώς ήταν προχώρησε προς τα δεξιά, μέχρι που είδε ξανά το φως. Ήταν παράξενο, μα η σπίθα έμοιαζε να έρχεται από άλλη κατεύθυνση πιο κάτω στην κοιλάδα.
Τα φώτα ξάφνου πολλαπλασιάστηκαν, μέχρι που έμοιαζε λες και είχαν ανάψει εκατοντάδες κεριά την ίδια στιγμή. Τρεμόπαιζαν και αναβόσβηναν.
Η απόσταση ήταν μεγάλη, μα ο ήλιος σαν καθρέφτης έφερνε τις σπίθες όλο και πιο κοντά. Σαν φωτιά, σκέφτηκε ή… μέταλλο.
Τότε κατάλαβε. Μόνο άντρες με πανοπλία μπορούσαν να προκαλέσουν τέτοιες αντανακλάσεις.
Κι ήταν εκατοντάδες.
Κεφάλαιο 5
Φεύγει πανικόβλητος ο ασεβής χωρίς κανείς να τον καταδιώ-κει. Ο δε δίκαιος ωσάν λιοντάρι μένει ακλόνητος.
Παροιμίαι Σολομώντος, 28:1
Θεέ και Κύριε, θα δέχονταν επίθεση. Η Μάντελεϊν είχε μουδιάσει. Άρχισε να τρέμει από φόβο. Την εξόργισε το πόσο γρήγορα έχασε τον έλεγχό της. Τίναξε πίσω τους ώμους αποφασισμένη να σκεφτεί λογικά. Πήρε μια βαθιά, κατευναστική ανάσα. «Ορίστε» είπε στον εαυτό της, «Τώρα μπορώ να αποφασίσω τι να κάνω.»
Αχ, πόσο θα ήθελε να είχε θάρρος. Τα χέρια της άρχισαν να παθαίνουν κράμπες και κατάλαβε πως έσφιγγε τις πτυχές του μανδύα της με τέτοια δύναμη που τα δάχτυλα πονούσαν από την πίεση. Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι παρακαλώντας να τη βοηθήσει ο Θεός να πάρει μιαν απόφαση.
Σίγουρα δεν ήταν καθήκον της ως αιχμάλωτης να προειδοποιήσει τον Ντάνκαν για την απειλή. Μπορούσε να μη μιλήσει και μόλις άρχιζε η μάχη θα φρόντιζε να το σκάσει.
Γρήγορα έβγαλε από το μυαλό της αυτή την πιθανότητα, όταν κατάλαβε πως έτσι θα γίνονταν κι άλλοι σκοτωμοί. Αν το έλεγε στον Ντάνκαν, ίσως να βιάζονταν να φύγουν από τούτο το μέρος. Ναι, θα μπορούσαν να κερδίσουν χρόνο αν έφευγαν αμέσως και να μη γίνει η μάχη. Δε θα σώζονταν έτσι ζωές που θα ήταν πιο σημαντικές από τα δικά της σχέδια διαφυγής;
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 87
Αποφάσισε να επέμβει. Έπιασε τον ποδόγυρο του φορέματός της και έτρεξε να βρει τον απαγωγέα της. Σκέφτηκε πως ήταν ειρωνικό το ότι εκείνη θα τον προειδοποιούσε για την επίθεση.
Ο Ντάνκαν έστεκε περιστοιχισμένος από στρατιώτες, με τον Γκίλαρντ ακριβώς δίπλα του. Η Μάντελεϊν έκανε τον κύκλο και στάθηκε πίσω από τον Ντάνκαν. «Βαρόνε, θα ήθελα να σου μιλήσω» τον διέκοψε. Η φωνή της ήταν σφιγμένη από ένταση και δεν είχε δύναμη. Σίγουρα για αυτό την αγνόησε. Απλώς δεν την είχε ακούσει. «Πρέπει να σου μιλήσω» ξανάπε η Μάντελεϊν με πολύ πιο δυνατή φωνή. Τότε τόλμησε να τον σκουντήσει μια φορά στον ώμο.
Ο Ντάνκαν συνέχισε να την αγνοεί.Τον σκούντησε ξανά.Ο Ντάνκαν δυνάμωσε τη φωνή του και συνέχισε να μιλά
στους άντρες του για κάτι που η Μάντελεϊν ήξερε πως ήταν ασήμαντο σε σύγκριση με αυτό που προσπαθούσε να του πει.
Θεέ μου, πόσο ξεροκέφαλος ήταν. Έστριβε τα χέρια της όλο και πιο ανήσυχη καθώς περνούσε η ώρα, νιώθοντας το στομάχι της να πονά από το φόβο πως οι στρατιώτες που σκαρφάλωναν τους λόφους από στιγμή σε στιγμή θα βρίσκονταν εμπρός τους.
Η αγωνία όσο περίμενε να της μιλήσει έγινε ξαφνικά αφόρητη. Τη θέση της πήρε η οργή. Με όση δύναμη είχε, του έδωσε μια γερή κλοτσιά. Στόχευε πίσω από το δεξί του γόνατο, και τα κατάφερε αρκετά καλά.
Συνειδητοποίησε πόσο απερίσκεπτο ήταν αυτό που έκανε όταν ένιωσε αφόρητο πόνο να εκτινάσσεται στο πόδι της. Τα δάχτυλά της είχαν σίγουρα σπάσει από τη σύγκρουση, και μόνη της παρηγοριά ήταν ότι είχε επιτέλους τραβήξει την προσοχή του. Μάλλον γρήγορα μάλιστα. Ο Ντάνκαν γύρισε προς το μέρος της με ταχύτητα λύκου έτοιμου να ορμήσει.
Έδειχνε περισσότερο ξαφνιασμένος παρά οργισμένος. Τα χέρια του ήταν στους γοφούς, σφιγμένα σε γροθιές όπως
88 JULIE GARWOOD
άθελά της πρόσεξε. Η Μάντελεϊν, μορφάζοντας από τον πόνο στα δάχτυλα του ποδιού της, ανακάλυψε πως ήταν εξίσου οδυνηρό να τον κοιτάζει καταπρόσωπο. Γύρισε και κοίταξε τον Γκίλαρντ κι αυτό την έκανε να νιώσει λίγο καλύτερα, γιατί ο νεαρός αδελφός του είχε την πιο γελοία έκφραση που είχε ξαναδεί. «Θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως» δήλωσε όταν κατάφερε τελικά να κοιτάξει ξανά τον Ντάνκαν.
Ο Ντάνκαν απόρησε για την ανησυχία που άκουσε στη φωνή της. Ένευσε, την έπιασε από το μπράτσο και την έσυρε στην άλλη άκρη του καταυλισμού.
Η Μάντελεϊν σκόνταψε δυο φορές.Άφησε έναν αργόσυρτο στεναγμό, και η Μάντελεϊν ήξερε
πως ήταν εξαιτίας της. Δεν την ένοιαζε αν προσπαθούσε να την κάνει να νιώσει ασήμαντη ή ενοχλητική όσο και μια ακίδα κάτω από το δέρμα. Σίγουρα δε θα τη θεωρούσε ενοχλητική όταν του εξηγούσε. Ίσως και να την ευγνωμονούσε, αν και βαθιά μέσα της δεν πίστευε πως ήταν ικανός για κάτι τέτοιο.
Το πιο σημαντικό ήταν πως θα αποτρέπονταν οι σκοτωμοί. Αυτή η σκέψη της έδωσε το κουράγιο να τον κοιτάξει κατάματα. «Έρχονται άντρες από την κοιλάδα» είπε.
Περίμενε να αντιδράσει αμέσως στα λόγια της. Ο Ντάνκαν όμως απλώς την κοιτούσε. Το πρόσωπό του δε φανέρωνε καμία αντίδραση.
Αναγκάστηκε να επαναλάβει αυτό που είχε πει. «Ανεβαίνουν στρατιώτες τους λόφους. Είδα τον ήλιο να αντανακλάται στις ασπίδες τους. Μήπως πρέπει να κάνεις κάτι για αυτό;»
Θα περνούσε μια αιωνιότητα για να αναλάβουν δράση; Η Μάντελεϊν σκεφτόταν πως ήταν πιθανό, όσο περίμενε τον Ντάνκαν να πει κάτι.
Την κοιτούσε με τον πιο ανησυχητικό τρόπο, έτσι που το σκληρό, γεμάτο γωνίες πρόσωπό του φανέρωνε ολοκάθαρα την απορία του. Της φάνηκε πως είδε κυνισμό μέσα στα παγερά, γκρίζα μάτια του. Αποφάσισε πως σκεφτόταν αν του
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 89
έλεγε αλήθεια. «Δεν έχω πει ποτέ μου ψέμα, βαρόνε. Αν με ακολουθήσεις, θα σου δείξω ότι λέω την αλήθεια.»
Ο Ντάνκαν παρακολουθούσε την υπέροχη γυναίκα που έστεκε τόσο περήφανη μπροστά του. Μεγάλα γαλάζια μάτια τον κοιτούσαν με απίστευτη εμπιστοσύνη. Τούφες καστανοκόκκινων μαλλιών πλαισίωναν τα μάγουλά της. Ένας λεκές από χώμα στο πλάι της μύτης της τράβηξε την προσοχή του.
«Γιατί με προειδοποιείς;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Γιατί; Μα για να φύγουμε από εδώ» απάντησε εκείνη.
Έσμιξε τα φρύδια απορημένη για την παράξενη ερώτηση. «Δε θέλω άλλους σκοτωμούς.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος από την απάντηση. Ένευσε στον Γκίλαρντ. Ο μικρότερος αδελφός του έστεκε παράμερα προσπαθώντας να ακούσει τι έλεγαν.
«Η λαίδη Μάντελεϊν μόλις τώρα κατάλαβε πως μας ακολουθούν» του είπε ο Ντάνκαν.
Ο Γκίλαρντ έδειχνε έκπληκτος. Δεν είχε καταλάβει ότι τους ακολουθούσαν. Γύρισε και κοίταξε τη Μάντελεϊν. «Μας ακολουθούν; Από πότε το ξέρεις, Ντάνκαν;»
«Από το μεσημέρι» αποκρίθηκε εκείνος ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Παράνομοι είναι;» ρώτησε ο Γκίλαρντ. Η φωνή του τώρα ήταν ήρεμη, στην προσπάθειά του να μιμηθεί τo αδιάφορο ύφος του αδελφού του. Μέσα του όμως ήταν εκνευρισμένος με τη σιωπή του Ντάνκαν όλο το απόγευμα. Και δεν καταλάβαινε γιατί τους είχε προειδοποιήσει η Μάντελεϊν.
«Δεν είναι παράνομοι, Γκίλαρντ.» Αργή, ατέλειωτη σιωπή έπεσε ανάμεσα στα δυο αδέρφια,
ώσπου ο Γκίλαρντ έδειξε να καταλαβαίνει. «Το ποντίκι κυνηγά το λύκο;» ρώτησε.
«Αν θέλει ο Θεός, θα είναι επικεφαλής των ανδρών του αυτή τη φορά» απάντησε ο Ντάνκαν.
Ο Γκίλαρντ χαμογέλασε. Ο Ντάνκαν ένευσε. «Έλεγα πως θα τους συναντούσαμε πιο κοντά στο σπίτι, στο Κρικ
90 JULIE GARWOOD
Κρόσινγκ, οι λόφοι όμως από κάτω μας δίνουν το ίδιο σχεδόν πλεονέκτημα. Πες στους άντρες να ετοιμαστούν.»
Ο Γκίλαρντ γύρισε και έφυγε βιαστικά, δίνοντας διαταγές να ανέβουν στα άλογα.
Η Μάντελεϊν ήταν πολύ τρομαγμένη για να μιλήσει. Το σχέδιό της να προειδοποιήσει για να αποφύγουν τη μάχη διαλύθηκε όταν άκουσε το γέλιο του Γκίλαρντ. Δεν είχε καταλάβει τι σήμαιναν τα λόγια των αδελφών. Μιλούσαν με αινίγματα, για ποντίκια και λύκους, και δεν έβγαινε κανένα νόημα.
«Είχα δίκιο λοιπόν» είπε. «Δε διαφέρεις καθόλου από τον Λούντον, έτσι δεν είναι;»
Ο Ντάνκαν αγνόησε το οργισμένο ξέσπασμά της. «Ανέβα στ’ άλογό μου, Μάντελεϊν. Μαζί θα απαντήσουμε τον αδελφό σου.»
Η Μάντελεϊν ήταν πολύ εξοργισμένη για να αντιδράσει. Είπε στον εαυτό της πως έπρεπε να το είχε καταλάβει πως ο Ντάνκαν δε θα γυρνούσε την πλάτη σε μια μάχη. Δεν είχε πάρει το μάθημά της όταν προσπάθησε να τον πείσει να φύγει από τη γη του Λούντον;
Πριν καταλάβει τι είχε κάνει, βρέθηκε πάνω στη ράχη του Σειληνού. Ο θυμός την έκανε να ξεχάσει τελείως το φόβο. Δε θυμόταν καν από ποια πλευρά είχε ανέβει στο άλογο.
Ο Ντάνκαν πλησίασε, έπιασε τα γκέμια και οδήγησε το ζώο στην άλλη άκρη του ξέφωτου.
Η Μάντελεϊν κρατιόταν τρομοκρατημένη από τη σέλα, με τους ώμους κυρτούς. Οι αναβολείς ήταν πολύ χαμηλά για να μπει το πόδι της και οι γοφοί της χτυπούσαν σε κάθε βήμα που έκανε το ζώο. Ήξερε πως έδειχνε οικτρά ανίδεη και χάρηκε που δεν την κοιτούσε ο Ντάνκαν. «Ποιο όνομα χρησιμοποιείς για το άλογο;» τον ρώτησε.
«Άλογο» φώναξε ο Ντάνκαν. «Άλογο είναι κι έτσι το λέω.»
«Όπως το φαντάστηκα. Είσαι τόσο ψυχρός κι άκαρδος
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 91
που δεν μπορείς να βρεις καν χρόνο να δώσεις όνομα στο πιστό σου άτι. Εγώ του έδωσα όνομα. Σειληνό. Τι λες για αυτό;» ρώτησε.
Ο Ντάνκαν δεν απάντησε. Θα έπρεπε να εκνευριστεί με τη Μάντελεϊν που είχε το θράσος να ονομάσει το άτι του, η σκέψη του όμως ήταν ήδη στραμμένη στη μάχη που τους περίμενε. Δε θα άφηνε τον εαυτό του να ασχοληθεί με τόσο ασήμαντα πράγματα.
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε ικανοποιημένη με τον τρόπο που τον είχε κεντρίσει. Εμφανίστηκε τότε ο Άνσελ με ένα άλλο άλογο, ένα γκρίζο με μπαλώματα που έδειχνε πολύ πιο πειθήνιο από τον Σειληνό. Ο Ντάνκαν γύρισε, πέταξε τα γκέμια στη Μάντελεϊν και ανέβηκε στο γκρίζο.
Το χαμόγελο πάγωσε στο πρόσωπο της Μάντελεϊν. Έπιασε τα γκέμια τρομοκρατημένη, έχοντας μόλις καταλάβει πως περίμενε από εκείνη να οδηγήσει το άλογο. Το ζώο πρέπει να κατάλαβε την ανησυχία της γιατί αμέσως άρχισε να χορεύει προς το πλάι. Οι βαριές οπλές του χτυπούσαν το έδαφος με αρκετή δύναμη για να τη ρίξουν κάτω. Μετάνιωνε ήδη που είχε προσποιηθεί τόσο καλά ότι ήξερε τι έκανε.
Ο Γκίλαρντ εμφανίστηκε δίπλα της, με ένα καφέ άλογο. Το έφερε δίπλα στο άτι, εμποδίζοντας με επιδεξιότητα το ζωηρό βηματισμό του ζώου.
«Είναι αρκετά πίσω» σχολίασε ο Γκίλαρντ στον αδελφό του κοιτώντας πάνω από το κεφάλι της Μάντελεϊν. «Θα τους περιμένουμε, αδελφέ;»
«Όχι» είπε ο Ντάνκαν.» «Θα τους συναντήσουμε στα μισά.»
Οι στρατιώτες παρατάσσονταν πίσω από τους τρεις τους και η αναταραχή ήταν τρομερή. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως ο Ντάνκαν περίμενε να κοπάσει η φασαρία για να δώσει το σήμα.
«Θα μείνω εδώ μέχρι να γυρίσετε» του είπε. Η φωνή της ακουγόταν απεγνωσμένη.
92 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν την αγριοκοίταξε, κούνησε το κεφάλι και γύρισε πίσω να κοιτάξει την κοιλάδα.
«Θα μείνω εδώ» επέμεινε η Μάντελεϊν.«Δε θα μείνεις.» Δεν έκανε καν τον κόπο να την κοιτάξει
όταν μίλησε. «Θα μπορούσες να με δέσεις σε ένα δέντρο» πρότεινε η
Μάντελεϊν. «Α, λαίδη Μάντελεϊν, δε θα ήθελες να αρνηθείς στον
Λούντον το θέαμα του υπέροχου προσώπου σου, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ο Γκίλαρντ χαμογελαστός. «Υπόσχομαι πως θα είναι το τελευταίο πράγμα που θα δει πριν πεθάνει» πρόσθεσε.
«Θα την απολαύσετε τούτη τη μάχη και οι δύο, έτσι;» ρώτησε η Μάντελεϊν. Ήταν τόσο φοβισμένη που η φωνή της έτρεμε.
«Είναι γεγονός πως θα το απολαύσω» απάντησε ο Γκίλαρντ ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Θαρρώ πως είσαι το ίδιο τρελός όσο κι ο αδελφός σου, Γκίλαρντ.»
«Ξέρεις πως έχω κάθε λόγο να θέλω τον αδελφό σου νεκρό» είπε εκείνος. Το χαμόγελο έσβησε αργά από το πρόσωπό του. «Όπως κι εσύ σίγουρα θέλεις να μας δεις νεκρούς.» Η ειρωνεία ήταν ολοφάνερη στη στάση του.
Η Μάντελεϊν στράφηκε στον Ντάνκαν να δει πώς αντέδρασε στο σχόλιο του αδελφού του, μα ο βαρόνος δεν έδειξε να δίνει καμία σημασία στη συζήτησή τους. Στράφηκε ξανά στον Γκίλαρντ. «Καταλαβαίνω γιατί θέλετε να σκοτώσετε τον Λούντον. Δε θέλω να πεθάνεις εσύ ή ο αδελφός σου στη διαμάχη αυτή, Γκίλαρντ» πρόσθεσε. «Γιατί νομίζεις πως θέλω κάτι τέτοιο;»
Ο Γκίλαρντ έσμιξε μπερδεμένος τα φρύδια. «Πόσο ανόητος θαρρείς πως είμαι, λαίδη Μάντελεϊν; Θέλεις να μου πεις πως δε θα πάρεις το μέρος του Λούντον; Ο Λούντον είναι αδελφός σου.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 93
«Δε θα πάρω κανενός το μέρος» διαφώνησε η Μάντελεϊν. «Δε θέλω να πεθάνει κανείς.»
«Α, κατάλαβα τώρα το σχέδιό σου» είπε ο Γκίλαρντ. Της φώναζε σχεδόν. «Θα περιμένεις να δεις ποιος είναι νικητής κι ύστερα θα διαλέξεις. Πολύ πονηρό από μέρους σου.»
«Πίστευε ό,τι θέλεις» απάντησε η Μάντελεϊν. «Μοιάζεις τόσο στον αδελφό σου» πρόσθεσε κουνώντας το κεφάλι.
Όταν ο Γκίλαρντ της χαμογέλασε, κατάλαβε πως το σχόλιό της τον ικανοποίησε.
«Δεν είναι έπαινος αυτό που σου είπα, Γκίλαρντ. Το αντίθετο μάλιστα. Αποδεικνύεσαι το ίδιο πεισματάρης και ανελέητος όσο ο Ντάνκαν σου. Νομίζω πως απολαμβάνεις τους σκοτωμούς όσο κι εκείνος» κατέληξε.
Μέσα της ήταν τρομοκρατημένη με τον τρόπο που προσπαθούσε να κεντρίσει τον Γκίλαρντ για να χάσει τον έλεγχο, μα ο Θεός να τη βοηθούσε δεν μπορούσε να σταματήσει.
«Μπορείς στ’ αλήθεια να με κοιτάξεις στα μάτια και να μου πεις πως δε με μισείς;» ρώτησε ο Γκίλαρντ. Ήταν τόσο οργισμένος που η φλέβα στο πλάι του λαιμού του είχε φουσκώσει. Η Μάντελεϊν νόμισε πως ήθελε να τη χτυπήσει.
«Δε σε μισώ» είπε. «Θα το ήθελα, το παραδέχομαι, μα δε σε μισώ, Γκίλαρντ.»
«Και γιατί όχι;» ρώτησε εκείνος.«Γιατί αγαπάς την αδελφή σου.»Ο Γκίλαρντ ήταν έτοιμος να πει στη Μάντελεϊν ότι πί
στευε πως ήταν η πιο αφελής γυναίκα που είχε συναντήσει ποτέ, όταν την προσοχή του τράβηξε ο Ντάνκαν. Ο μικρότερος αδελφός παράτησε αμέσως τη Μάντελεϊν και γύρισε να πιάσει το σπαθί του.
Ο Ντάνκαν έδωσε τελικά σήμα. Η Μάντελεϊν τρόμαξε τόσο πολύ που δεν μπορούσε καν να θυμηθεί κάποια από τις προσευχές της.
Θα ήταν μια μάχη μέχρι θανάτου; Ήξερε αρκετά για τον
94 JULIE GARWOOD
ξεροκέφαλο χαρακτήρα του Ντάνκαν για να καταλάβει πως δεν τον ενδιέφεραν οι αντίξοες συνθήκες.
Προσπάθησε μα δεν μπόρεσε να μετρήσει το πλήθος των στρατιωτών που ανέβαιναν τους λόφους. Είχαν σκεπάσει τη γη σαν τις ακρίδες.
Ήταν πάλι λιγότεροι οι άντρες του Ντάνκαν;Θα γινόταν σφαγή, σκέφτηκε, κι όλα αυτά επειδή ο
Ντάνκαν διεκδικούσε έντιμα κι ο Λούντον όχι. Ήταν τόσο τρομερό, μα ο βαρόνος δεν έδειχνε να ασχολείται με αυτό. Είχε ξεχάσει προφανώς ότι ο Λούντον τον είχε ξεγελάσει και τον είχε κάνει να πιστέψει πως θα τιμούσε την προσωρινή ανακωχή. Έτσι τον είχε άλλωστε πιάσει, με μια απλή απάτη.
Η Μάντελεϊν ήξερε τον Λούντον καλύτερα από τον Ντάνκαν. Ο αδελφός της θα πολεμούσε σαν ζώο αν οσμιζόταν τη μυρωδιά της νίκης στη δική του πλευρά.
Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως δεν την ένοιαζε ποιος θα διεκδικούσε τη νίκη. Ας σκοτώνονταν όλοι μεταξύ τους. Η δική τους θέληση θα κυριαρχούσε, όχι η δική της.
«Δε θα νοιαστώ» ψιθύρισε ξανά και ξανά, ώσπου ο ψίθυρος μετατράπηκε σε απεγνωσμένο ψαλμό. Όσες φορές όμως κι αν το είπε, δεν ήταν αυτή η πραγματικότητα.
Κεφάλαιο 6
Η γαρ σοφία του κόσμου τούτου μωρία παρά τω Θεώ εστί.Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους Α’, 3:19
Ήταν φανερό πως το στοιχείο του αιφνιδιασμού δεν ενδιέφερε το βαρόνο του Γουέξτον. Η πολεμική ιαχή του αντήχησε σε όλο τον τόπο, ταρακουνώντας τα μαραμένα φύλλα στα κλαδιά τους. Ήχησε σάλπιγγα για να δώσει ακόμα καλύτερα το μήνυμα στους στρατιώτες που ανέβαιναν τους λόφους, και σαν να μην έφτανε αυτό, η βροντή από τις οπλές των αλόγων θα ενημέρωνε σίγουρα τον Λούντον και τους άντρες του για την απειλή που τους πλησίαζε.
Η Μάντελεϊν ήταν ανάμεσα στον Ντάνκαν και τον αδελφό του καθώς κατέβαιναν. Στρατιώτες τους πλαισίωναν, με τις ασπίδες υψωμένες. Παρόλο που η ίδια δεν είχε τέτοιου είδους προστασία, ο Ντάνκαν και ο Γκίλαρντ έσπρωχναν τα κλαδιά που θα την είχαν ρίξει από τη σέλα με τις ασπίδες τους σε σχήμα αετού.
Όταν έφτασαν οι στρατιώτες σε μια μικρή κορυφή ψηλά πάνω από το μέρος που είχε επιλέξει ο Ντάνκαν για τη μάχη, εκείνος τράβηξε τα γκέμια του αλόγου και φώναξε μια διαταγή. Εκείνο σταμάτησε αμέσως. Ο Ντάνκαν με το ελεύθερό του χέρι έπιασε το σαγόνι της Μάντελεϊν. Την πίεσε να τον κοιτάξει.
Γκρίζα μάτια καρφώθηκαν σε γαλανά. «Μην τολμήσεις να σαλέψεις από τούτο το σημείο.»
96 JULIE GARWOOD
Έκανε να την αφήσει, εκείνη όμως του κράτησε το χέρι. «Αν πεθάνεις, δε θα κλάψω για σένα» ψιθύρισε.
Της χαμογέλασε. «Ναι, θα κλάψεις» αποκρίθηκε με φωνή αλαζονική και τρυφερή συνάμα.
Η Μάντελεϊν δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ο Ντάνκαν κέντρισε το άτι του κι έτρεξε στη μάχη που είχε ήδη αρχίσει πιο κάτω. Η Μάντελεϊν βρέθηκε ξαφνικά μόνη πάνω στην κορυφή καθώς ο τελευταίος από τους στρατιώτες του Ντάνκαν την προσπέρασε με μανία.
Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Μέταλλο χτυπούσε πάνω σε μέταλλο, αντηχώντας με ένταση που τρυπούσε τα αυτιά.
Βασανιστικά ουρλιαχτά ανακατεύονταν με κραυγές νίκης. Η Μάντελεϊν δεν ήταν αρκετά κοντά για να βλέπει πρόσωπα, είχε όμως στραμμένη την προσοχή της στην πλάτη του Ντάνκαν. Ήταν εύκολο να εντοπίσει το γκρίζο άτι που ίππευε. Τον παρακολουθούσε να κραδαίνει το ξίφος του με ακρίβεια, και σκέφτηκε πως ήταν σίγουρα ευλογημένος από τους θεούς, αφού ήταν περικυκλωμένος από εχθρούς κι όμως εκείνος τους πετούσε κάτω σε κάθε θανατερό χτύπημα της λάμας του.
Έκλεισε τα μάτια της για μια μόνο στιγμή. Όταν κοίταξε ξανά, το γκρίζο άλογο είχε εξαφανιστεί. Αναζητούσε σαν τρελή παντού, έψαχνε τον Ντάνκαν αλλά και τον Γκίλαρντ, δεν έβλεπε όμως πουθενά κανέναν από τους δυο αδελφούς. Η μάχη πλησίαζε προς το μέρος της.
Ούτε για μια στιγμή δεν αναζήτησε τον αδελφό της, αφού ήξερε πολύ καλά πως δε θα βρισκόταν μες στη μάχη. Ο Λούντον, αντίθετα με τον Ντάνκαν, θα ήταν ο τελευταίος που θα ύψωνε το σπαθί του. Ο κίνδυνος ήταν πολύ μεγάλος. Όχι, έδινε πολύ μεγάλη αξία στη ζωή του, ενώ ο Ντάνκαν δεν έδειχνε να υπολογίζει καθόλου τη δική του. Ο Λούντον άφηνε τις μάχες στους άντρες που ορκίζονταν αφοσίωση σε εκείνον. Κι αν η μάχη στρεφόταν εναντίον του, θα ήταν ο πρώτος που θα το έβαζε στα πόδια.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 97
«Δεν είναι δική μου μάχη» ούρλιαξε η Μάντελεϊν με όλη της τη δύναμη. Τράβηξε τα γκέμια, αποφασισμένη να φύγει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Δε θα καθόταν να παρακολουθήσει ούτε ένα λεπτό πια. Ναι, θα τους παρατούσε όλους.
«Έλα, Σειληνέ, πάμε τώρα» είπε σκουντώντας το ζώο όπως είχε δει τον Ντάνκαν να κάνει. Το άτι δε σάλεψε. Τράβηξε τα γκέμια, δυνατά, αποφασισμένη να αναγκάσει το άλογο να κάνει αυτό που ήθελε. Οι στρατιώτες σκαρφάλωναν γοργά προς την κορυφή και ένιωθε ξαφνικά την απόλυτη ανάγκη να βιαστεί.
Ο Ντάνκαν ήταν έξαλλος. Είχε ψάξει παντού μα δεν μπόρεσε να βρει πουθενά τον Λούντον. Η νίκη του θα ήταν μισή αν ο αρχηγός τους κατάφερνε για άλλη μια φορά να ξεφύγει. Έριξε μια γρήγορη ματιά προς τη Μάντελεϊν και έμεινε άναυδος όταν είδε πως η μάχη την περικύκλωνε. Συνειδητοποίησε τότε πως του είχε γίνει τέτοια εμμονή το να ανακαλύψει τον Λούντον που δεν είχε σκεφτεί αρκετά την ασφάλεια της Μάντελεϊν. Παραδέχτηκε το λάθος του και βλαστήμησε τον εαυτό του που δεν είχε την προνοητικότητα να αφήσει άντρες να τη φυλάνε.
Πέταξε την ασπίδα του στο χώμα και σφύριξε δυνατά, ελπίζοντας να φτάσει ο ήχος το άλογό του. Με την καρδιά σφηνωμένη στο λαιμό, έτρεξε προς την κορφή. Ήταν λογική η αντίδραση, έλεγε στον εαυτό του, αυτή η άγρια ανάγκη του να προστατέψει τη Μάντελεϊν, αφού ήταν αιχμάλωτή του και είχε την ευθύνη να την κρατήσει ασφαλή. Ναι, αυτός ήταν ο λόγος που έτρεχε τώρα κοντά της βρυχώμενος μανιασμένα, με όση δύναμη θα έβαζε σε οποιαδήποτε πολεμική ιαχή.
Το άτι ανταποκρίθηκε στο σινιάλο του και όρμησε μπροστά. Θα την άφηνε αυτή τη φορά να το ελέγξει, μόνο που μόλις τινάχτηκε μπροστά έχασε τα γκέμια.
Ο Σειληνός πήδησε πάνω από δύο στρατιώτες που έφταναν μόλις στην κορυφή και χτύπησε τα κεφάλια τους με τα
98 JULIE GARWOOD
πίσω του πόδια. Οι κραυγές των στρατιωτών την ακολούθησαν ίσαμε τα ριζά του λόφου.
Η Μάντελεϊν βρέθηκε σύντομα στη μέση της μάχης με έφιππους μα και πεζούς να συνωστίζονται γύρω της πολεμώντας για τη ζωή τους. Το άτι του Ντάνκαν είχε εγκλωβιστεί ανάμεσα στους στρατιώτες. Η Μάντελεϊν είχε κολλήσει στο λαιμό του ζώου και προσευχόταν να τη βρει σύντομο τέλος.
Ένας από τους στρατιώτες του Λούντον όρμησε καταπάνω της με το σπαθί υψωμένο εναντίον της. Τα μάτια του γυάλιζαν φρενιασμένα, σαν να είχε ξεπεράσει το σημείο που μπορούσε να καταλάβει τι έκανε. Σκόπευε να τη σκοτώσει, συνειδητοποίησε. Ούρλιαξε το όνομα του Ντάνκαν, ήξερε όμως πως η ασφάλειά της εξαρτιόταν από το πόσο ψύχραιμη θα έμενε. Δεν υπήρχε άλλη διαφυγή πέρα από το έδαφος, κι η Μάντελεϊν πήδησε αμέσως στο πλάι του αλόγου. Δεν ήταν αρκετά γρήγορη. Η λάμα βρήκε το στόχο της και έσκισε βαθιά τον αριστερό μηρό της από πάνω μέχρι κάτω. Ούρλιαξε από πόνο, μα ο ήχος έσβησε στο λαιμό της όταν έπεσε στο χώμα. Το χτύπημα της έκοψε την ανάσα.
Την ακολούθησε ο μανδύας που προσγειώθηκε πάνω στους ώμους της. Ζαλισμένη και σε κατάσταση σοκ, η Μάντελεϊν συγκεντρώθηκε ξαφνικά στο να τραβήξει το ρούχο γύρω της, μια αργή, επώδυνη διαδικασία που έγινε ξαφνικά για εκείνη επιτακτική ανάγκη. Ο πόνος ήταν τόσο αφόρητος στην αρχή που νόμισε πως θα πέθαινε. Ύστερα ένα ευλογημένο μούδιασμα απλώθηκε στο μηρό και το μυαλό της, δίνοντάς της νέα δύναμη. Σηκώθηκε παραζαλισμένη και μπερδεμένη, σφίγγοντας το μανδύα στο στήθος της, ενώ παρακολουθούσε τους άντρες να πολεμούν γύρω της.
Το άτι του Ντάνκαν την έσπρωξε στην ωμοπλάτη και παραλίγο να τη ρίξει κάτω. Ξαναβρήκε την ισορροπία της και ακούμπησε στο πλευρό του αλόγου, βρίσκοντας παρηγοριά στο γεγονός ότι δεν το είχε σκάσει όταν έπεσε από πάνω
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 99
του. Έστεκε σαν εμπόδιο που προστάτευε τα νώτα της από κάθε επίθεση.
Δάκρυα κυλούσαν στο πρόσωπό της δίχως να το θέλει, απέναντι στη μυρωδιά του θανάτου που πότιζε τον αέρα. Ο Γκίλαρντ της ούρλιαξε κάτι, μα η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να καταλάβει τι της έλεγε. Μόνο να κοιτάζει μπορούσε καθώς εκείνος συνέχιζε να προχωρά προς το μέρος της. Φώναξε ξανά με φωνή ακόμα πιο δυνατή, μα η διαταγή μπλέχτηκε στην κλαγγή των όπλων και παραμορφώθηκε τόσο που ήταν ακατανόητη.
Ο νους της επαναστατούσε απέναντι στο μακελειό. Άρχισε να προχωρά προς τον Γκίλαρντ πιστεύοντας πως αυτό της ζητούσε να κάνει. Σκόνταψε δυο φορές στα πόδια και τα χέρια σκοτωμένων πολεμιστών που ήταν σωριασμένοι σαν πεταμένα σκουπίδια εδώ κι εκεί, με τη σκέψη της στραμμένη μόνο στον Γκίλαρντ, το μόνο άνθρωπο που αναγνώριζε μέσα σε τούτο το δάσος της καταστροφής. Κάπου βαθιά μες στο μυαλό της έλπιζε πως εκείνος θα την πήγαινε στον Ντάνκαν. Και τότε θα ήταν ασφαλής.
Απείχε λίγα μόλις μέτρα όταν επιτέθηκαν στον Γκίλαρντ από πίσω. Στράφηκε να αντιμετωπίσει το νέο του αντίπαλο, με τα νώτα ακάλυπτα. Η Μάντελεϊν είδε έναν άλλο από τους άντρες του Λούντον να αρπάζει την ευκαιρία και να σηκώνει το μαυρισμένο του σπαθί στον αέρα καθώς ορμούσε προς τον αφύλαχτο στόχο του.
Προσπάθησε να ουρλιάξει για να τον προειδοποιήσει, μα η φωνή της ήχησε σαν ψίθυρος. Για το Θεό, ήταν η μόνη που βρισκόταν αρκετά κοντά για να τον βοηθήσει, η μόνη που μπορούσε να κάνει κάτι. Δε δίστασε. Άρπαξε ένα από τα όπλα μέσα από τα κοκαλωμένα δάχτυλα ενός κουφαριού δίχως πρόσωπο. Ήταν ένα βαρύ, δυσκίνητο απελατίκι γεμάτο καρφιά και ξεραμένο αίμα.
Η Μάντελεϊν κράτησε το όπλο με τα δυο της χέρια πασχίζοντας να το στηρίξει. Έσφιξε τη λαβή και μισοσέρνο
100 JULIE GARWOOD
ντας, μισοκουβαλώντας το όπλο βιάστηκε να πάρει θέση πίσω από τον Γκίλαρντ με την πλάτη να αγγίζει σχεδόν τη δική του. Ύστερα περίμενε τον εχθρό να επιτεθεί.
Ο στρατιώτης δε δίστασε, μια και η Μάντελεϊν δεν έδειχνε σπουδαία απειλή για την πανοπλία ή τη δύναμή του. Μια υποψία χαμόγελου παραμόρφωσε το πρόσωπό του. Με μια απειλητική κραυγή όρμησε μπροστά με το μακρύ καμπυλωτό σπαθί του να σκίζει δυσοίωνα τον αέρα.
Η Μάντελεϊν περίμενε μέχρι την ύστατη στιγμή κι ύστερα έσυρε το απελατίκι από το έδαφος, διαγράφοντας μια μεγάλη αψίδα. Ο τρόμος της χάριζε δύναμη. Σκόπευε απλώς να αποτρέψει την επίθεση, τα καρφιά όμως που εξείχαν από τη σφαίρα του όπλου έσκισαν τη σιδερόπλεκτη πανοπλία και βρήκαν την τρυφερή σάρκα που κρυβόταν από κάτω.
Ο Γκίλαρντ αποτέλειωσε τον αντίπαλο μπροστά του και γύρισε αμέσως αποφασισμένος να βοηθήσει τη Μάντελεϊν, για να την πετάξει σχεδόν κάτω. Μόλις που πρόλαβε να δει την επίθεση και απέμεινε να κοιτάζει μαζί με τη Μάντελεϊν τον εχθρό να πέφτει καταγής με μια κραυγή παγιδευμένη στο λαιμό του και καρφιά από το απελατίκι σφηνωμένα στη μέση του. Ο Γκίλαρντ κατάπληκτος από αυτό που είχε μόλις δει δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.
Η Μάντελεϊν άφησε ένα βαθύ βογκητό οδύνης. Σταύρωσε τα χέρια στη μέση της και διπλώθηκε. Ο Γκίλαρντ σκέφτηκε πως έκανε λες κι είχε δεχτεί εκείνη το χτύπημα. Θέλησε να τη βοηθήσει. Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε απαλά τον ώμο της.
Η Μάντελεϊν, πλημμυρισμένη από φρίκη για αυτό που είχε μόλις κάνει, δεν αντιλαμβανόταν καν τον Γκίλαρντ. Η μάχη είχε πάψει να υπάρχει για εκείνη.
Κι ο Ντάνκαν είχε δει τι έγινε. Με μια γοργή κίνηση ανέβηκε στο άτι του και το κέντρισε να πλησιάσει τον Γκίλαρντ. Ο αδελφός μέριασε αμέσως μόλις έσκυψε ο Ντάνκαν να πιάσει τη Μάντελεϊν. Τη σήκωσε με το ένα χέρι και σχεδόν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 101
την πέταξε πάνω στη σέλα μπροστά του. Ο Θεός τη λυπήθηκε και έπεσε από τη δεξιά πλευρά, ενώ ο χτυπημένος της μηρός δεν τραντάχτηκε σχεδόν καθόλου.
Η μάχη κόντευε να τελειώσει. Οι στρατιώτες του Ντάνκαν καταδίωκαν τις δυνάμεις του Λούντον που υποχωρούσαν στην κοιλάδα.
«Αποτέλειωσέ το» φώναξε ο Ντάνκαν στον Γκίλαρντ. Τράβηξε τα γκέμια και οδήγησε το άλογο ξανά πάνω στους λόφους. Το ζώο κάλπασε μακριά από το πεδίο της μάχης. Η ράτσα και η δύναμή του ήταν ολοφάνερες τώρα καθώς έτρεχε με απίστευτη ταχύτητα στο ανώμαλο έδαφος.
Ο Ντάνκαν είχε πετάξει μανδύα και ασπίδα στη μάχη. Χρησιμοποιούσε τα χέρια του τώρα για να προστατέψει το πρόσωπο της Μάντελεϊν από τα κλαδιά που εμπόδιζαν το διάβα τους.
Δεν ήθελε την έγνοια του. Τον έσπρωχνε, προσπαθούσε να τον αναγκάσει να την αφήσει, προτιμώντας το σκληρό χώμα από το μισητό άγγιγμά του.
Εξαιτίας του είχε σκοτώσει κάποιον.Δεν προσπάθησε ο Ντάνκαν να την ηρεμήσει. Τώρα
πάνω από όλα τον απασχολούσε η ασφάλειά της. Κράτησε τον ίδιο ρυθμό μέχρι που απομακρύνθηκαν αρκετά από την απειλή. Τράβηξε τα γκέμια του αλόγου του για να σταματήσει όταν πια έφτασαν σε μια συστάδα δέντρων. Ήταν ήσυχα εκεί και πιο ασφαλή.
Ήταν έξαλλος με τον εαυτό του που έθεσε σε τέτοιο κίνδυνο τη Μάντελεϊν. Έστρεψε τώρα την προσοχή του πάνω της. Όταν είδε τα δάκρυα να κυλούν στο πρόσωπό της, γόγγυσε απογοητευμένος.
Θέλησε να την ηρεμήσει. «Μπορείς να σταματήσεις να κλαις, Μάντελεϊν. Ο αδελφός σου δεν ήταν ανάμεσα στους νεκρούς. Φύλαξε τα δάκρυά σου.»
Δεν είχε καταλάβει καν πως έκλαιγε. Όταν συνειδητοποίησε τι της έλεγε, οργίστηκε τόσο πολύ που είχε παρερμη
102 JULIE GARWOOD
νεύσει την ταραχή της, ώστε δεν μπορούσε καν να απαντήσει. Ο άνθρωπος ήταν αξιοκαταφρόνητος.
Η Μάντελεϊν σκούπισε τα δάκρυα από τα μάγουλά της, πήρε μια βαθιά ανάσα για να πάρει καθαρό αέρα και να θρέψει την οργή της. «Μέχρι σήμερα δεν ήξερα τι σήμαινε πραγματικό μίσος, βαρόνε. Έδωσες όμως στην απαίσια λέξη καινούριο νόημα. Με το Θεό για μάρτυρά μου, σου λέω πως θα σε μισώ μέχρι τη μέρα που θα πεθάνω. Έτσι κι αλλιώς» συνέχισε «είμαι καταδικασμένη να πάω στην κόλαση εξαιτίας σου». Η φωνή της ήταν τόσο χαμηλή που ο Ντάνκαν αναγκάστηκε να σκύψει μπροστά ώσπου το μέτωπό του άγγιζε το μέτωπο της Μάντελεϊν μόνο και μόνο για να ακούσει τι έλεγε.
Δεν έβγαινε νόημα.«Δε μ’ ακούς;» ρώτησε, αν και κράτησε τη φωνή του
σιγανή όσο κι η δική της. Ένιωθε την ένταση στους ώμους της, ήξερε πως κόντευε να χάσει τον έλεγχο και ήθελε να την ηρεμήσει. Ήθελε να είναι τρυφερός μαζί της, αντίδραση ασυνήθιστη για τον τρόπο σκέψης του, δικαιολόγησε όμως τη συμπεριφορά του λέγοντας στον εαυτό του πως το έκανε απλώς επειδή ένιωθε υπεύθυνος για εκείνη. «Μόλις σου εξήγησα πως ο αδελφός σου είναι ασφαλής, Μάντελεϊν. Για την ώρα» πρόσθεσε, θέλοντας να είναι καθησυχαστικός αλλά και ειλικρινής μαζί της.
«Εσύ είσαι αυτός που δεν ακούει» ανταπάντησε εκείνη. Δάκρυα άρχισαν να κυλούν ξανά, που δεν την άφηναν να μιλήσει. Σταμάτησε για να τα διώξει. «Εξαιτίας σου πήρα τη ζωή κάποιου. Ήταν βαριά η αμαρτία και φταις τόσο όσο κι εγώ. Αν δε με είχες κουβαλήσει μαζί σου, δε θα σκότωνα κανέναν.»
«Είσαι ταραγμένη επειδή σκότωσες;» ρώτησε ο Ντάνκαν, μην μπορώντας να κρύψει την έκπληξη από τη φωνή του. Αναγκάστηκε να θυμίσει στον εαυτό του πως η Μάντελεϊν δεν ήταν παρά μια γυναίκα και ταραζόταν από τα πιο περίεργα πράγματα. Σκέφτηκε ακόμα όλα όσα είχε υποστεί
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 103
η Μάντελεϊν τις δύο αυτές μέρες. «Έχω σκοτώσει πολύ περισσότερους» είπε στην προσπάθειά του να ελαφρύνει τη συνείδησή της.
Το σχέδιο απέτυχε. «Δε με νοιάζει κι αν έχεις σκοτώσει λεγεώνες» είπε εκείνη. «Δεν έχεις ψυχή και δεν έχει σημασία πόσες ζωές έχεις πάρει.»
Ο Ντάνκαν δεν είχε έτοιμη απάντηση για αυτό. Κατάλαβε πως δεν είχε νόημα να διαφωνεί μαζί της. Ήταν πολύ αναστατωμένη για να σκεφτεί λογικά και σίγουρα εξαντλημένη. Ήταν τόσο ταραγμένη που δεν είχε καν υψώσει τη φωνή της εναντίον του.
Την κράτησε στην αγκαλιά του και την έσφιξε ώσπου σταμάτησε να παλεύει. Αναστενάζοντας κουρασμένος, μουρμούρισε περισσότερο στον ίδιο παρά σε κείνη: «Τι θα κάνω μ’ εσένα;»
Η Μάντελεϊν τον άκουσε κι η απάντηση ήρθε αμέσως. «Δε με νοιάζει τι θα κάνεις μ’ εμένα.» Τίναξε πίσω το κεφάλι και τον κοίταξε. Πρόσεξε το σκίσιμο κάτω από το δεξί του μάτι. Με το μανίκι της σκούπισε το αίμα, κι η ευγενική της πράξη ερχόταν σε απόλυτη αντίφαση με τα οργισμένα λόγια της. «Μπορείς να με αφήσεις εδώ, μπορείς να με σκοτώσεις» έλεγε ενώ σκούπιζε απαλά τις άκρες της πληγής. «Ό,τι κι αν κάνεις με αφήνει αδιάφορη. Δεν έπρεπε να με πάρεις μαζί σου, Ντάνκαν.»
«Ο αδελφός σου σε ακολούθησε» σχολίασε εκείνος.«Δεν ακολούθησε εμένα» αντέδρασε η Μάντελεϊν. «Ακο
λούθησε εσένα επειδή κατάστρεψες το σπίτι του. Δεν τον νοιάζει για μένα. Αν άκουγες, ξέρω πως θα μπορούσα να σε πείσω για την αλήθεια. Είσαι όμως πολύ ξεροκέφαλος για να ακούσεις οποιονδήποτε. Το βρίσκω ανώφελο να σου μιλάω. Ναι, ανώφελο! Ορκίζομαι να μη σου ξαναμιλήσω ποτέ.»
Ο εξάψαλμος την εξάντλησε. Η Μάντελεϊν τελείωσε με το καθάρισμα της πληγής όσο πιο καλά μπορούσε κι ύστερα έπεσε πάνω στο στέρνο του αγνοώντας τον.
104 JULIE GARWOOD
Η λαίδη Μάντελεϊν ήταν ένα μυστήριο. Ο Ντάνκαν ένιωθε διαλυμένος από τον τρυφερό τρόπο που άγγιζε το πρόσωπό του όταν προσπαθούσε να φροντίσει το τραύμα του. Δεν πίστευε καν πως ήξερε τι έκανε. Ξαφνικά θυμήθηκε πώς είχε αντιμετωπίσει τον Γκίλαρντ τότε που ήταν ακόμα στο οχυρό του Λούντον. Ναι, και τότε ήταν μια αντίφαση. Κοιτούσε τον Γκίλαρντ με βλέμμα γαλήνιο όση ώρα εκείνος φώναζε γεμάτος απογοήτευση, ενώ ταυτόχρονα κρεμόταν από το χέρι του Ντάνκαν.
Τώρα μαινόταν εναντίον του ενώ τον φρόντιζε. Ο Ντάνκαν στέναξε ξανά. Ακούμπησε το πιγούνι του στο κεφάλι της και αναρωτήθηκε πώς για το όνομα του Θεού μια τόσο τρυφερή γυναίκα μπορούσε να έχει συγγένεια με το διάβολο.
Το μούδιασμα περνούσε. Τώρα που το κύμα οργής την εγκατέλειπε, ο μηρός της άρχισε να πάλλεται από πόνο. Ο μανδύας της έκρυβε τη ζημιά από τον Ντάνκαν. Πίστευε πως δεν ήξερε πως ήταν τραυματισμένη και αυτό για κάποιο διεστραμμένο λόγο την ικανοποιούσε. Ήταν παράλογη αντίδραση, μα η Μάντελεϊν δεν έδειχνε να σκέφτεται ιδιαίτερα λογικά. Ένιωθε ξαφνικά τόσο κουρασμένη, τόσο πεινασμένη, τόσο πονεμένη, που δεν μπορούσε καν να σκεφτεί.
Οι στρατιώτες πλησίασαν τον αρχηγό τους και μέσα σε λίγα λεπτά έφυγαν για το οχυρό Γουέξτον. Μία ώρα αργότερα, μόνο το πείσμα και η αποφασιστικότητα της Μάντελεϊν την κρατούσαν να μην παραπονεθεί.
Το χέρι του Ντάνκαν άγγιξε κατά λάθος το λαβωμένο της πόδι. Ο μανδύας και το φόρεμα δεν την προφύλαξαν αρκετά από την πύρινη οδύνη. Η Μάντελεϊν έπνιξε την κραυγή της. Πέταξε από πάνω της το χέρι του, η φωτιά όμως που προκάλεσε το άγγιγμά του δεν έλεγε να σβήσει, φτάνοντας το κάψιμο της πληγής σε αφόρητο επίπεδο. Ήξερε πού θα κατέληγε η ναυτία που τη βασάνιζε. «Πρέπει να σταματήσουμε για ένα λεπτό» είπε στον Ντάνκαν. Ήθελε να του ουρλιάξει,
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 105
να κλάψει, μα είχε ορκιστεί πως δε θα της κατέστρεφε ό,τι είχε απομείνει από την ευγενική της διάθεση.
Ήξερε πως την είχε ακούσει. Το νεύμα του της έδωσε να καταλάβει πως την είχε ακούσει, παρ’ όλα αυτά συνέχισαν την πορεία τους και μετά από μερικά λεπτά ακόμα έφτασε στο συμπέρασμα πως είχε αποφασίσει να αγνοήσει την επιθυμία της.
Τι απάνθρωπο κτήνος που ήταν! Η παρηγοριά που της πρόσφερε ήταν μικρή, όμως εκείνη άρχισε να απαριθμεί νοερά όλα τα κοσμητικά επίθετα που ήθελε να του φωνάξει. Επικαλέστηκε κάθε άσχημη λέξη που μπορούσε να θυμηθεί, αν και το χυδαίο λεξιλόγιό της ήταν περιορισμένο. Ένιωθε ικανοποιημένη, μέχρι τη στιγμή που συνειδητοποίησε πως έπεφτε στο επίπεδό του. Κατάρα, ήταν μια ευγενής. Το στομάχι της δεν έλεγε να ηρεμήσει. Θυμήθηκε τον όρκο της να μην του ξαναμιλήσει, το απαιτούσαν όμως οι περιστάσεις. «Αν δεν σταματήσεις, θα τα βγάλω πάνω σου.»
Η απειλή της είχε άμεση ανταπόκριση. Ο Ντάνκαν ύψωσε το χέρι και έδωσε διαταγή να σταματήσουν. Κατέβηκε από το άλογο και σήκωσε τη Μάντελεϊν ως το έδαφος πριν καν προλάβει να προετοιμαστεί.
«Γιατί σταματήσαμε;» Η ερώτηση έγινε από τον Γκίλαρντ που είχε κατέβει κι εκείνος από το άλογο και πλησίαζε βιαστικός τον αδελφό του. «Έχουμε φτάσει σχεδόν.»
«Η λαίδη Μάντελεϊν» απάντησε ο Ντάνκαν, χωρίς να πει τίποτε άλλο.
Η Μάντελεϊν είχε ήδη ξεκινήσει τη μαρτυρική πορεία ως το καταφύγιο που πρόσφεραν τα δέντρα, κοντοστάθηκε όμως όταν άκουσε την ερώτηση του Γκίλαρντ. «Μπορείς να σταθείς εκεί και να με περιμένεις, Γκίλαρντ.»
Ακούστηκε σαν διαταγή. Ο Γκίλαρντ ανασήκωσε έκπληκτος το φρύδι, και στράφηκε στον αδελφό του. Ο Ντάνκαν κοιτούσε συνοφρυωμένος τη Μάντελεϊν και ο Γκίλαρντ σκέφτηκε πως ο αδελφός του ήταν εκνευρισμένος από τον
106 JULIE GARWOOD
τρόπο που του είχε μόλις μιλήσει εκείνη. «Έχει περάσει μαρτύριο» τη δικαιολόγησε βιαστικά ο Γκίλαρντ, για την περίπτωση που αποφάσιζε ο αδελφός του να την εκδικηθεί.
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Συνέχισε να παρακολουθεί τη Μάντελεϊν μέχρι που εξαφανίστηκε στο δάσος. «Κάτι δεν πάει καλά» μουρμούρισε συνοφρυωμένος ενώ προσπαθούσε να καταλάβει τι τον ενοχλούσε.
Ο Γκίλαρντ αναστέναξε. «Μήπως είναι άρρωστη;»«Ναι, και απείλησε να…» Δεν τέλειωσε τη φράση του,
μόνο έκανε να τρέξει ξοπίσω της. Ο Γκίλαρντ προσπάθησε να τον σταματήσει. «Δώσε της
λίγο χρόνο μόνη της, Ντάνκαν. Θα γυρίσει κοντά μας» είπε. «Δεν μπορεί να κρυφτεί πουθενά.»
Ο Ντάνκαν τίναξε από πάνω του το χέρι του αδελφού του. Είχε δει το γεμάτο πόνο βλέμμα της Μάντελεϊν, είχε προσέξει το δύσκαμπτο βάδισμά της. Ήξερε από ένστικτο πως δεν έφταιγε απλώς μια ναυτία. Δε θα στηριζόταν στο δεξί της πόδι αν έφταιγε μόνο αυτό. Κι αν ήταν έτοιμη να κάνει εμετό, θα το είχε βάλει στα πόδια, δε θα περπατούσε μακριά από τους στρατιώτες. Όχι, κάτι δεν πήγαινε καλά και σκόπευε να μάθει τι ήταν.
Τη βρήκε να ακουμπά σε μια γέρικη βελανιδιά με το κεφάλι σκυφτό. Ο Ντάνκαν σταμάτησε. Δεν ήθελε να την ενοχλήσει. Η Μάντελεϊν έκλαιγε. Την παρακολούθησε να σηκώνει αργά το μανδύα και να τον αφήνει να πέφτει στο χώμα. Τότε, κατάλαβε τον πραγματικό λόγο της ταραχής της. Η αριστερή πλευρά του φορέματός της ήταν σκισμένη ως τον ποδόγυρο και βουτηγμένη στο αίμα.
Ο Ντάνκαν δεν κατάλαβε πως φώναξε μέχρι τη στιγμή που η Μάντελεϊν κλαψούρισε τρομοκρατημένη. Δεν είχε τη δύναμη να απομακρυνθεί από κοντά του, ούτε του αντιστάθηκε όταν της έσπρωξε τα χέρια από το μηρό και γονάτισε δίπλα της.
Όταν είδε τη ζημιά, ένιωσε τέτοια οργή, που τα χέρια
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 107
του έτρεμαν καθώς απομάκρυνε το ρούχο. Το ξεραμένο αίμα έκανε το έργο του ακόμα πιο αργό. Τα χέρια του ήταν μεγάλα και αδέξια, και προσπαθούσε να είναι όσο πιο προσεχτικός μπορούσε.
Ήταν βαθιά η πληγή, μακριά όσο ο πήχης του, σκεπασμένη από σκόνη. Έπρεπε να καθαριστεί και να ραφτεί.
«Αχ, Μάντελεϊν» ψιθύρισε ο Ντάνκαν με φωνή τραχιά. «Ποιος σ’ το έκανε αυτό;»
Η φωνή του ήχησε σαν ζεστό χάδι, η συμπόνια του ήταν φανερή. Η Μάντελεϊν ήξερε πως θα άρχιζε πάλι τα κλάματα αν της έδειχνε λίγη ακόμα καλοσύνη. Ναι, θα έχανε τον έλεγχό της, σαν εκείνα τα εύθραυστα κλαριά όπου κρατιόταν τώρα.
Δε θα το επέτρεπε. «Δε θέλω τη συμπόνια σου, Ντάνκαν.» Ίσιωσε τους ώμους και προσπάθησε να τον κοιτάξει αδιάφορα. «Πάρε τα χέρια σου από το πόδι μου. Δεν είναι σωστό.»
Ο Ντάνκαν ξαφνιάστηκε τόσο από την επίδειξη υπεροχής, που σχεδόν χαμογέλασε. Της έριξε μια ματιά και είδε τη φλόγα στα μάτια της. Κατάλαβε τότε τι προσπαθούσε να κάνει. Η περηφάνια είχε γίνει η άμυνά της. Είχε ήδη προσέξει πόσο σημαντικός ήταν για εκείνην ο έλεγχος.
Κοίταξε ξανά την πληγή της και ήξερε πως δεν μπορούσε να κάνει τίποτα εκείνη τη στιγμή. Αποφάσισε τότε να γίνει όπως ήθελε η Μάντελεϊν.
Με φωνή αγριωπή σηκώθηκε και της απάντησε. «Δε θα βρεις συμπόνια σε μένα, Μάντελεϊν. Είμαι σαν τους λύκους. Δεν έχω ανθρώπινα συναισθήματα.»
Εκείνη δεν του αποκρίθηκε, μόνο γούρλωσε τα μάτια. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε και γονάτισε ξανά.
«Άφησέ με ήσυχη.»«Όχι» είπε εκείνος με φωνή ήπια. Τράβηξε το μαχαίρι του
κι άρχισε να κόβει μια μακριά λωρίδα από το φόρεμά της. «Χαλάς το φόρεμά μου» μουρμούρισε η Μάντελεϊν.
108 JULIE GARWOOD
«Για τ’ όνομα του Θεού, Μάντελεϊν, το φόρεμά σου είναι ήδη χαλασμένο» απάντησε εκείνος.
Με όσο περισσότερη τρυφερότητα μπορούσε, άρχισε να τυλίγει το κομμάτι υφάσματος γύρω από το μηρό της. Έδενε κόμπο όταν εκείνη χτύπησε τον ώμο του.«Με πονάς.» Μισούσε τον εαυτό της που το παραδεχόταν. Ανάθεμα, ήταν έτοιμη να κλάψει.
«Δε σε πονώ.» Η ανάσα της κόπηκε και ξέχασε το κλάμα. Το σχόλιό του
την έκανε έξαλλη. Πώς τολμούσε να τη διαψεύδει! Εκείνη υπέφερε.
«Θα χρειαστεί βελόνα και κλωστή» σχολίασε ο Ντάνκαν.Η Μάντελεϊν χτύπησε τον ώμο του επειδή τόλμησε να πει
κάτι τέτοιο τόσο αδιάφορα.«Κανείς δε θα βάλει πάνω μου βελόνα.»«Είσαι απρόβλεπτη γυναίκα, Μάντελεϊν» είπε ο Ντάνκαν
καθώς έσκυβε να πιάσει το μανδύα της. Τον έριξε στους ώμους της και τη σήκωσε στην αγκαλιά του, προσέχοντας να μην αγγίξει το τραύμα.
Η Μάντελεϊν πέρασε ενστικτωδώς τα χέρια γύρω από το λαιμό του. Σκέφτηκε να του γδάρει τα μάτια για τον απαίσιο τρόπο που της φερόταν. «Εσύ είσαι ο απρόβλεπτος, Ντάνκαν. Εγώ είμαι μια ευγενής δέσποινα που πολύ θα ήθελες να καταστρέψεις, έτσι και σου έδινα την ευκαιρία. Κι ορκίζομαι στο Θεό, πως τούτη είναι η τελευταία φορά που σου μιλώ.»
«Α, κι είσαι τόσο έντιμη που δε θα πατούσες ποτέ τον όρκο σου. Έτσι δεν είναι, λαίδη Μάντελεϊν;» τη ρώτησε καθώς τη μετέφερε πίσω στους άντρες του που περίμεναν.
«Σωστά» απάντησε εκείνη αμέσως. Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε στο στήθος του. «Έχεις μυαλό λύκου, το ξέρεις; Κι οι λύκοι έχουν πολύ μικρό μυαλό.»
Ήταν πολύ κουρασμένη για να σηκώσει τα μάτια να δει πώς αντέδρασε στις προσβολές της. Μέσα της έβραζε για τον τρόπο που της φερόταν, σκέφτηκε όμως μετά πως θα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 109
έπρεπε να του είναι ευγνώμων για την ψυχρή συμπεριφορά του. Την είχε εξοργίσει τόσο που είχε ξεχάσει τον πόνο της, και η έλλειψη συμπόνιας την είχε βοηθήσει να ξεπεράσει την ανάγκη της να ξεσπάσει σε κλάματα μπροστά του. Θα ήταν τόσο αναξιοπρεπές να κλαίει σαν μωρό, μια και η αξιοπρέπεια και η περηφάνια της ήταν πολύτιμα πέπλα που πάντοτε φορούσε. Θα ήταν εξευτελιστικό για εκείνη να τα χάσει. Η Μάντελεϊν αφέθηκε να χαμογελάσει αχνά, σίγουρη πως εκείνος δεν μπορούσε να τη δει. Ήταν ανόητος άνθρωπος, αφού είχε μόλις περισώσει την περηφάνια της και δεν το ήξερε καν.
Ο Ντάνκαν στέναξε. Η Μάντελεϊν είχε μόλις πατήσει την υπόσχεσή της να μην του μιλήσει. Δεν ήθελε να της το πει, ήθελε όμως να χαμογελάσει. Ήθελε να μάθει με κάθε λεπτομέρεια πώς λαβώθηκε και από ποιου το χέρι. Η καρδιά του δεν μπορούσε να πιστέψει πως την είχε βλάψει κάποιος από τους δικούς του, μα και οι άντρες του Λούντον θα είχαν προσπαθήσει να την προστατέψουν, δε θα είχαν;
Αποφάσισε να περιμένει για να πάρει τις απαντήσεις του. Έπρεπε πρώτα να ελέγξει την οργή του.
Κι η Μάντελεϊν χρειαζόταν φροντίδα και ανάπαυση τώρα. Ήταν δύσκολο να αστειεύεται μαζί της. Δεν ήταν άν
θρωπος συνηθισμένος να κρύβει την οργή του. Όταν τον αδικούσαν, επιτιθόταν. Είχε καταλάβει όμως πόσο κοντά στην κατάρρευση ήταν η Μάντελεϊν. Η εξιστόρηση θα την τάραζε τώρα.
Όταν πήραν πάλι το δρόμο τους, η Μάντελεϊν βρήκε διαφυγή από τον πόνο και κουλουριάστηκε στο στέρνο του Ντάνκαν. Το πρόσωπό της είχε γείρει κάτω από το πιγούνι του.
Ένιωθε ξανά ασφαλής. Ο τρόπος που αντιδρούσε μαζί του την μπέρδευε. Βαθιά μέσα της παραδεχόταν πως δεν έμοιαζε καθόλου με τον Λούντον, αν και προτιμούσε να πεθάνει παρά να το παραδεχτεί μπροστά του. Άλλωστε,
110 JULIE GARWOOD
εξακολουθούσε να είναι αιχμάλωτή του, πιόνι που θα χρησιμοποιούσε εναντίον του αδελφού της. Δεν τον μισούσε όμως πραγματικά. Ο Ντάνκαν απλώς εκδικούνταν τον Λούντον κι εκείνη είχε βρεθεί στη μέση.
«Θα το σκάσω, ξέρεις.»Δεν είχε καταλάβει πως είπε δυνατά τη σκέψη της,
μέχρι που άκουσε τον Ντάνκαν να της απαντά. «Δε θα το σκάσεις.»
«Φτάσαμε επιτέλους» φώναξε ο Γκίλαρντ. Το βλέμμα του καρφώθηκε στη Μάντελεϊν. Το πρόσωπό της ήταν σχεδόν κρυμμένο, είδε όμως πως η έκφρασή της ήταν πολύ γαλήνια. Σκέφτηκε πως ίσως κοιμόταν και χάρηκε για αυτό. Στην πραγματικότητα, ο Γκίλαρντ δεν ήξερε πώς να φερθεί τώρα απέναντί της. Βρισκόταν σε πολύ δύσκολη θέση. Της είχε φερθεί με περιφρόνηση και πώς του το ανταπέδωσε εκείνη; Του είχε κυριολεκτικά σώσει τη ζωή. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί είχε πάει να τον βοηθήσει και λαχταρούσε να τη ρωτήσει. Δεν το έκανε όμως, γιατί είχε την αίσθηση πως δε θα του άρεσε η απάντησή της.
Όταν είδε ο Γκίλαρντ τα τείχη να υψώνονται ίσαμε τον ουρανό μπροστά τους, κέντρισε το άλογό του μπροστά από του Ντάνκαν για να μπει πρώτος από το εξωτερικό τείχος. Το τελετουργικό της παράδοσης ήθελε τον Ντάνκαν να περνά τελευταίος από τους άντρες του στην ασφάλεια που πρόσφεραν οι συμπαγείς πέτρινοι τοίχοι. Στους στρατιώτες άρεσε αυτό το τελετουργικό, γιατί θύμιζε στον καθένα ξεχωριστά πως ο άρχοντάς τους έβαζε τη ζωή τους πάνω από τη δική του. Κάθε άντρας είχε ορκιστεί πίστη στο βαρόνο Γουέξτον, και όλοι τους ανταποκρίνονταν πρόθυμα στο κάλεσμα μάχης, ήξεραν όμως ταυτόχρονα πως μπορούσαν να βασιστούν στον άρχοντά τους για να τους προστατέψει.
Ήταν εύκολη η συμμαχία τους. Είχε τις ρίζες της στην περηφάνια. Ναι, μπορούσαν όλοι να περηφανεύονται πως ανήκαν στους επίλεκτους στρατιώτες του Ντάνκαν.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 111
Οι άντρες του ήταν οι καλύτερα εκπαιδευμένοι στην Αγγλία. Η επιτυχία του Ντάνκαν οφειλόταν στο ότι έφερνε σε πέρας δοκιμασίες που για άλλους φάνταζαν αδύνατες. Οι άντρες του θεωρούνταν εκλεκτοί, αν και έφταναν τους εξακόσιους συνολικά όταν γινόταν ακριβής καταμέτρηση και καλούνταν να εκπληρώσουν τη σαρανταήμερη υπηρεσία τους.
Οι άλλοι άντρες σέβονταν την ισχύ τους, και τα κατορθώματά τους μεταδίδονταν από στόμα σε στόμα δίχως να χρειαστεί κανείς να υπερβάλει για τη σπουδαιότητά τους. Η αλήθεια ήταν από μόνη της αρκετά ενδιαφέρουσα.
Οι στρατιώτες αντικατόπτριζαν τις αξίες του αρχηγού τους, ενός άρχοντα που χρησιμοποιούσε το ξίφος του με πολύ μεγαλύτερη ακρίβεια από κάθε άλλο αντίπαλό του. Ο Ντάνκαν του Γουέξτον ήταν ένας άνθρωπος που έπρεπε να τρέμουν. Οι εχθροί του είχαν πάψει να προσπαθούν να ανακαλύψουν κάποια αδυναμία του. Ο πολεμιστής δεν ήταν τρωτός σε τίποτε. Δεν έδειχνε να ενδιαφέρεται για όσα είχαν να του προσφέρουν τα εγκόσμια. Όχι, ποτέ δεν είχε κάνει το χρυσάφι δεύτερη ερωμένη του, όπως είχαν κάνει τόσοι άλλοι όμοιοί του. Δεν έδειχνε να έχει αχίλλειο πτέρνα. Ήταν καμωμένος από ατσάλι, ή έτσι πίστευαν όσοι ήθελαν να τον βλάψουν. Δεν είχε συνείδηση, δεν είχε καρδιά. Η Μάντελεϊν δεν ήξερε πολλά για τη φήμη του. Ένιωθε προστατευμένη στην αγκαλιά του ενώ κοιτούσε τους στρατιώτες να περνούν. Απορούσε γιατί περίμενε ο Ντάνκαν.
Έστρεψε την προσοχή της στο οχυρό μπροστά της. Το πελώριο κτίσμα ήταν φτιαγμένο πάνω σε γυμνό λόφο χωρίς ούτε ένα δέντρο να απαλύνει την αυστηρότητά του. Γκρίζο πέτρινο τείχος περικύκλωνε το οχυρό, που πρέπει να ήταν πάνω από τριακόσια μέτρα πλάτος. Δεν είχε ξαναδεί κάτι τόσο θηριώδες η Μάντελεϊν. Ο τοίχος ήταν αρκετά ψηλός για να αγγίξει το λαμπερό φεγγάρι – έτσι τουλάχιστον φάνταζε στα μάτια της. Ένα τμήμα του κυκλικού πύργου
112 JULIE GARWOOD
ξεχώριζε στο εσωτερικό, κι ήταν τόσο ψηλός που η κορυφή χανόταν στα βαριά σύννεφα.
Ο δρόμος προς την κρεμαστή γέφυρα ξετυλιγόταν σαν την κοιλιά ερπετού πάνω στη βραχώδη ανηφόρα. Ο Ντάνκαν κέντρισε το άλογό του όταν κι ο τελευταίος από τους άντρες είχε περάσει τα ξύλινα μαδέρια πάνω από την τάφρο. Το άτι αδημονούσε να φτάσει στον προορισμό του και έκανε πλάγια χοροπηδητά ταράζοντας το μηρό της Μάντελεϊν που άρχισε πάλι να πονά. Μόρφασε χωρίς να καταλάβει πως έσφιγγε το μπράτσο του Ντάνκαν.
Ήξερε πως πονούσε. Την κοίταξε, είδε την εξάντληση στην έκφρασή της και σκυθρώπιασε.
«Σύντομα θα ξεκουραστείς, Μάντελεϊν. Κρατήσου λίγο ακόμα» ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε από ανησυχία.
Η Μάντελεϊν ένευσε και έκλεισε τα μάτια. Όταν έφτασαν στην αυλή, ο Ντάνκαν κατέβηκε γρήγορα
και σήκωσε τη Μάντελεϊν στην αγκαλιά του. Την κράτησε σφιχτά πάνω στο στήθος του, γύρισε και άρχισε να προχωρά προς το σπίτι του.
Στρατιώτες ήταν παραταγμένοι καθοδόν. Ο Γκίλαρντ έστεκε με δύο άντρες μπροστά στις πύλες του κάστρου. Η Μάντελεϊν άνοιξε τα μάτια και τον κοίταξε. Σκέφτηκε πως έδειχνε σαστισμένος μα δεν καταλάβαινε γιατί.
Είχαν πλησιάσει πια αρκετά όταν η Μάντελεϊν συνειδητοποίησε πως ο Γκίλαρντ δεν κοιτούσε εκείνη. Η προσοχή του ήταν στραμμένη στα πόδια της. Κοίταξε κι εκείνη και είδε πως ο μανδύας δεν έκρυβε πια τη λαβωματιά της. Το κουρελιασμένο φόρεμα κυμάτιζε πίσω της σαν διαλυμένο λάβαρο. Μόνο αίμα τη σκέπαζε, που κυλούσε μέχρι κάτω το πόδι της. Ο Γκίλαρντ άνοιξε βιαστικά τη διπλή πύλη που έκανε τους άντρες να μοιάζουν νάνοι. Ζεστός αέρας υποδέχτηκε τη Μάντελεϊν σαν έφτασαν στο κέντρο ενός μικρού διαδρόμου.
Ο χώρος γύρω της ήταν προφανώς στρατώνας. Η είσοδος ήταν στενή, το πάτωμα ξύλινο και τα δωμάτια των ανδρών
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 113
βρίσκονταν δεξιά. Μια κυκλική σκάλα έφτανε ίσαμε την άκρη του αριστερού τείχους, με φαρδιά σκαλιά να οδηγούν στην κατοικία πιο πάνω. Κάτι δεν πήγαινε καλά με αυτό το οικοδόμημα, η Μάντελεϊν όμως δεν είχε καταλήξει τι ήταν, παρά μόνο αφού είχαν ήδη ανέβει τη μισή σκάλα.
«Τα σκαλιά είναι σε λάθος μεριά» είπε ξαφνικά.«Όχι, Μάντελεϊν. Στη σωστή μεριά είναι» αποκρίθηκε ο
Ντάνκαν. Της φάνηκε πως το διασκέδαζε. «Δεν είναι στη σωστή
μεριά» διαφώνησε εκείνη. «Η σκάλα είναι πάντα στη δεξιά πλευρά του τείχους. Όλοι το ξέρουν αυτό» πρόσθεσε υπεροπτικά.
Την είχε για κάποιο λόγο εξοργίσει το γεγονός ότι ο Ντάνκαν δεν παραδεχόταν το φανερό λάθος στο σπιτικό του.
«Είναι φτιαγμένη στα δεξιά εκτός κι αν δοθεί επίτηδες διαταγή να φτιαχτεί αριστερά» απάντησε εκείνος. Κάθε λέξη είχε τονιστεί με προσοχή. Μα έκανε σαν να εξηγούσε σε κανένα ανόητο παιδί.
Η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί η συζήτηση αυτή της φαινόταν τόσο σημαντική. Ορκίστηκε μάλιστα να πει την τελευταία λέξη. «Είναι αδαής αυτός που το έκανε» του είπε. Τον αγριοκοίταξε και ενοχλήθηκε που δεν την κοιτούσε. «Είσαι ξεροκέφαλος.»
«Κι εσύ το ίδιο» είπε ο Ντάνκαν. Χαμογέλασε ικανοποιημένος με τον εαυτό του. Ο Γκίλαρντ ακολουθούσε τον αδελφό του. Έβρισκε γελοία τη συζήτησή τους, ανησυχούσε όμως πολύ για να χαμογελάσει με τις ανόητες φλυαρίες τους.
Ο Γκίλαρντ ήξερε πως θα τους περίμενε ο Έντμοντ. Ναι, ο μεσαίος αδελφός τους θα ήταν σίγουρα μέσα στην αίθουσα. Μπορεί να ήταν και η Αντέλα εκεί. Ο Γκίλαρντ κατάλαβε πως ανησυχούσε τώρα για τη Μάντελεϊν. Δεν ήθελε να βρεθεί αντιμέτωπη με δυσάρεστες συναντήσεις. Έλπιζε πως θα έβρισκε χρόνο να μιλήσει για την ευγενική φύση της Μάντελεϊν στον αδελφό του Έντμοντ.
114 JULIE GARWOOD
Η ανησυχία του Γκίλαρντ ξεχάστηκε προσωρινά όταν ο Ντάνκαν έφτασε στο δεύτερο επίπεδο και δε γύρισε να μπει στη μεγάλη αίθουσα. Πήρε την αντίθετη κατεύθυνση, ανέβηκε άλλη μια σκάλα και μπήκε στην είσοδο του πύργου. Τα σκαλιά ήταν πιο στενά και η ανάβαση ακόμα πιο αργή εξαιτίας των απότομων στροφών.
Το δωμάτιο στην κορυφή του πύργου ήταν παγωμένο. Στο κέντρο του κυκλικού τοίχου υπήρχε χτισμένο ένα τζάκι και δίπλα ακριβώς είχε προστεθεί ένα παράθυρο. Το παράθυρο ήταν ορθάνοιχτο και τα ξύλινα παντζούρια χτυπούσαν δυνατά στους πέτρινους τοίχους.
Στον εσωτερικό τοίχο υπήρχε ένα κρεβάτι. Ο Ντάνκαν προσπάθησε να αφήσει όσο πιο μαλακά μπορούσε τη Μάντελεϊν στα σκεπάσματα. Ο Γκίλαρντ τους ακολούθησε κι ο Ντάνκαν άρχισε να δίνει διαταγές στον αδελφό του ενώ έβαζε σκυφτός ξύλα στο τζάκι. «Στείλε την Γκέρτι με ένα δίσκο φαγητό για τη Μάντελεϊν και πες στον Έντμοντ να φέρει τα γιατρικά του. Θα πρέπει να χρησιμοποιήσει τη βελόνα του εδώ.»
«Δε θα συμφωνήσει» σχολίασε ο Γκίλαρντ. «Θα το κάνει όπως και να ’χει.»«Ποιος είναι ο Έντμοντ;» Η αχνή φωνή που πρόφερε την ερώτηση ερχόταν από τη
Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν και ο Γκίλαρντ γύρισαν να την κοιτάξουν. Εκείνη πάλευε να ανακαθίσει, σμίγοντας τα φρύδια επειδή δεν μπορούσε. Τα δόντια της άρχισαν να χτυπούν από το κρύο και την εξάντληση, και στο τέλος κατάρρευσε ξανά στο κρεβάτι.
«Ο Έντμοντ είναι ο μεσαίος αδελφός του Ντάνκαν κι εμένα» εξήγησε ο Γκίλαρντ.
«Πόσοι Γουέξτον υπάρχουν;» απόρησε συνοφρυωμένη η Μάντελεϊν. «Πέντε συνολικά» απάντησε ο Γκίλαρντ. «Η Κάθριν είναι η μεγαλύτερη αδελφή μας, ύστερα είναι ο Ντάνκαν, ο Έντμοντ, η Αντέλα και τέλος εγώ» πρόσθεσε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 115
χαμογελώντας. «Ο Έντμοντ θα φροντίσει την πληγή σου, Μάντελεϊν. Ξέρει πώς να γιατρεύει, και θα γίνεις όπως πριν χωρίς να το καταλάβεις.»
«Γιατί;»Ο Γκίλαρντ έσμιξε τα φρύδια. «Τι γιατί;»«Γιατί να θέλετε να γίνω όπως πριν;» ρώτησε η Μάντελεϊν
φανερά μπερδεμένη. Ο Γκίλαρντ δεν ήξερε τι να της απαντήσει. Γύρισε να
κοιτάξει τον Ντάνκαν με την ελπίδα πως θα έδινε κάποιαν απάντηση στη Μάντελεϊν. Εκείνος είχε ανάψει τη φωτιά και τώρα έκλεινε τα παντζούρια. Δίχως να γυρίσει, διέταξε: «Γκίλαρντ, κάνε αυτό που σου είπα.»
Η φωνή του φανέρωνε πως δε σήκωνε αντίρρηση. Ο Γκίλαρντ ήξερε καλά πως έπρεπε να υπακούσει. Πήγε ως την πόρτα πριν τον φτάσει η φωνή της Μάντελεϊν. «Μη φέρεις τον αδελφό σου. Μπορώ να φροντίσω την πληγή μου δίχως τη βοήθειά του.»
«Τώρα, Γκίλαρντ.»Η πόρτα έκλεισε απότομα. Ο Ντάνκαν στράφηκε τότε στη Μάντελεϊν. «Όσο καιρό
θα είσαι εδώ, δε θα φέρνεις αντίρρηση σε καμία διαταγή μου. Κατανοητό;»
Προχωρούσε προς το κρεβάτι με αργό, μετρημένο βήμα.«Πώς μπορώ να κατανοήσω το παραμικρό, άρχοντά
μου;» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Δεν είμαι παρά ένα πιόνι, έτσι δεν είναι;»
Πριν προλάβει να την τρομάξει, έκλεισε τα μάτια. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος, προσπαθώντας να φυλαχτεί από την παγωνιά του δωματίου.
«Άσε με να πεθάνω ειρηνικά.» Ω, πόσο ευχόταν να είχε τη δύναμη και το κουράγιο να του φωνάξει. Ήταν τόσο δυστυχισμένη τώρα. Κι ο πόνος θα μεγάλωνε περισσότερο αν την άγγιζε ο αδελφός του Ντάνκαν. «Δε θα αντέξω τις φροντίδες του αδελφού σου.»
116 JULIE GARWOOD
«Ναι, θα αντέξεις, Μάντελεϊν.»Η φωνή του ακούστηκε τρυφερή, μα η Μάντελεϊν ήταν
πολύ οργισμένη για να δώσει σημασία. «Γιατί πρέπει να διαφωνείς με ό,τι σου λέω; Είναι τρομερό ελάττωμα αυτό» μουρμούρισε.
Κάποιος χτύπησε την πόρτα. Ο Ντάνκαν βρυχήθηκε καθώς γύριζε πίσω στη θέση του. Ακούμπησε με τον ώμο στο πρέκι του τζακιού, με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της. Η Μάντελεϊν ήταν πολύ περίεργη για να κρατήσει τα μάτια της κλειστά. Η πόρτα διαμαρτυρήθηκε με ένα τρίξιμο καθώς άνοιγε για να εμφανιστεί μια ηλικιωμένη γυναίκα. Στο ένα χέρι κρατούσε ένα δίσκο και στο άλλο μια κανάτα. Δυο δέρματα ήταν περασμένα κάτω από το μπράτσο της. Ήταν παχουλή, με ανήσυχα καστανά μάτια. Έριξε μια βιαστική ματιά στη Μάντελεϊν και γύρισε να κάνει μιαν αδέξια υπόκλιση στον αφέντη της.
Η Μάντελεϊν αποφάσισε πως τον φοβόταν. Παρακολουθούσε τη φτωχή γυναίκα με μεγάλη συμπάθεια, όσο προσπαθούσε να ισορροπήσει τα πράγματα στα χέρια και να υποκλιθεί.
Ο Ντάνκαν δεν έκανε τίποτα για να τη διευκολύνει. Κούνησε κοφτά το κεφάλι και της ένευσε προς το προσκέφαλο της Μάντελεϊν. Ούτε μια λέξη ενθαρρυντική ή ευγενική δεν ξεστόμισε. Η υπηρέτρια αποδείχτηκε γοργοπόδαρη, αφού, μόλις την πρόσταξε ο Ντάνκαν, έφτασε τρέχοντας σχεδόν στο κρεβάτι, σκοντάφτοντας δύο φορές στο μεταξύ.
Άφησε το δίσκο με το φαγητό δίπλα στη Μάντελεϊν και της έτεινε την κανάτα. «Με ποιο όνομα σε φωνάζουν;» ρώτησε τη γυναίκα. Κράτησε τη φωνή της χαμηλωμένη για να μην ακούσει ο Ντάνκαν.
«Γκέρτι» είπε εκείνη. Θυμήθηκε τα σκεπάσματα που κρατούσε κάτω από το χέρι της και άφησε το δίσκο στο ξύλινο μπαούλο δίπλα στο κρεβάτι. Σκέπασε τη Μάντελεϊν. Εκείνη χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη και η Γκέρτι πήρε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 117
λίγο θάρρος και έστρωσε τα δέρματα των ζώων στα πόδια της Μάντελεϊν. «Βλέπω πως τρέμεις του θανατά» ψιθύρισε. Η Γκέρτι δεν ήξερε τίποτα για τον τραυματισμό της. Όταν έσπρωξε τη γούνα στο λαβωμένο μηρό της, η Μάντελεϊν έκλεισε τα μάτια σφιχτά και δεν είπε λέξη.
Ο Ντάνκαν είδε τι είχε συμβεί, και σκέφτηκε να φωνάξει στην υπηρέτρια, είχε όμως ήδη γίνει το κακό. Η Γκέρτι έδινε τώρα στη Μάντελεϊν το φαγητό της.
«Ευχαριστώ για την καλοσύνη σου, Γκέρτι.»Η επιδοκιμασία της Μάντελεϊν αιφνιδίασε τον Ντάνκαν.
Κοιτούσε την αιχμάλωτή του, πρόσεξε τη γαλήνια έκφρασή της, και άθελά του κούνησε το κεφάλι. Αντί να ορμήσει εναντίον της υπηρέτριας, η λαίδη Μάντελεϊν την είχε επαινέσει.
Η πόρτα άνοιξε απότομα. Η Μάντελεϊν γύρισε με μάτια γουρλωμένα από τον τρόμο. Ένας γιγάντιος άντρας έστεκε στην είσοδο με τα χέρια στους γοφούς και άγρια έκφραση στο πρόσωπο. Η Μάντελεϊν κατάλαβε πως ήταν ο Έντμοντ και στέναξε αποκαμωμένη.
Η Γκέρτι έτρεξε βιαστικά να φύγει πίσω από το μεγαλόσωμο άντρα και βγήκε από το δωμάτιο ενώ εκείνος προχωρούσε προς το μέρος τους. Μια σειρά υπηρέτες ακολουθούσαν, κουβαλώντας γαβάθες με νερό και διάφορους δίσκους με αλλόκοτα βάζα πάνω. Οι υπηρέτες άφησαν τους δίσκους στο πάτωμα δίπλα στο κρεβάτι κι ύστερα γύρισαν, υποκλίθηκαν στον Ντάνκαν και έφυγαν. Όλοι τους έμοιαζαν με τρομαγμένους λαγούς. Και γιατί όχι; αναρωτήθηκε η Μάντελεϊν. Δυο λύκοι ήταν μαζί της στο δωμάτιο, δεν αρκούσαν για να τρομάξουν οποιονδήποτε;
Ο Έντμοντ δεν είχε πει ακόμα λέξη στον αδελφό του. Ο Ντάνκαν δεν ήθελε να λογομαχήσουν μπροστά στη Μάντελεϊν. Ήξερε πως θα οργιζόταν και θα την τρομοκρατούσε. Ούτε ήταν όμως έτοιμος να υποχωρήσει.
«Δε θα χαιρετήσεις τον αδελφό σου, Έντμοντ;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
118 JULIE GARWOOD
Το σχέδιο πέτυχε. Ο Έντμοντ έδειξε να αιφνιδιάζεται. Η οργή καταλάγιασε στο πρόσωπό του. «Γιατί δεν πληροφορήθηκα για το σχέδιό σου να φέρεις την αδελφή του Λούντον μαζί σου; Μόλις τώρα έμαθα πως ο Γκίλαρντ είχε καταλάβει τι θα γινόταν από την αρχή.»
«Και υποθέτω πως το καυχήθηκε αρκετά» είπε ο Ντάνκαν κουνώντας το κεφάλι.
«Ναι.»«Ο Γκίλαρντ υπερβάλλει, Έντμοντ. Δεν ήξερε τίποτα για
τις προθέσεις μου.»«Και ποιος ο λόγος που κράτησες το σχέδιο τούτο κρυφό,
Ντάνκαν;» ρώτησε ο Έντμοντ.«Θα διαφωνούσες» σχολίασε εκείνος. Χαμογέλασε σαν
να σκεφτόταν πως θα διασκέδαζε με έναν τέτοιο καβγά.Η Μάντελεϊν παρατήρησε την αλλαγή στη συμπεριφορά
του Ντάνκαν. Είχε πραγματικά εντυπωσιαστεί. Είχε μια απροσδιόριστη ομορφιά όταν χαμογελούσε. Ναι, σκέφτηκε, έδειχνε ανθρώπινος. Και αυτό ήταν το μόνο που θα άφηνε τον εαυτό της να σκεφτεί για την εμφάνισή του, μάλωσε τον εαυτό της.
«Και πότε γύρισες εσύ την πλάτη σε μια διαφωνία;» φώναξε ο Έντμοντ στον αδελφό του. Οι τοίχοι πρέπει να τραντάχτηκαν από τη φασαρία. Η Μάντελεϊν αναρωτήθηκε αν τα δυο αδέλφια είχαν κάποιο πρόβλημα με την ακοή τους.
Ο Έντμοντ δεν ήταν ψηλός σαν τον Ντάνκαν κι αυτό φάνηκε όταν στάθηκαν πολύ κοντά ο ένας στον άλλο. Έμοιαζε όμως περισσότερο με τον Ντάνκαν από ό,τι έμοιαζε ο Γκίλαρντ. Κι είχε το ίδιο άγριο ύφος όταν σκυθρώπιαζε. Τα χαρακτηριστικά των προσώπων τους ήταν σχεδόν πανομοιότυπα, μέχρι και την έκφραση που έπαιρναν κάθε φορά. Τα μαλλιά του Έντμοντ όμως δεν ήταν σκούρα. Ήταν καστανά και θύμιζαν φρεσκοσκαμμένο αγρό, πλούσια και πυκνά. Κι όταν γύρισε να την κοιτάξει, της φάνηκε πως είδε ένα χαμό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 119
γελο να φωτίζει τα σκούρα κάστανα μάτια του πριν γίνουν ψυχρά σαν την πέτρα.
«Αν σκέφτεσαι να μου βάλεις τις φωνές, Έντμοντ, πρέπει να σου πω πως δεν έχω διάθεση να σε ακούσω» είπε η Μάντελεϊν.
Δεν της απάντησε. Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και την κοίταξε επίμονα και παρατεταμένα, ώσπου ο Ντάνκαν του είπε να δει το τραύμα της.
Όταν ο μεσαίος αδελφός πλησίασε το κρεβάτι, η Μάντελεϊν άρχισε να νιώθει πάλι τρόμο. «Θα προτιμούσα να με αφήσετε ήσυχη» είπε προσπαθώντας να κάνει τη φωνή της να μην τρέμει.
«Οι προτιμήσεις σου δε με ενδιαφέρουν» σχολίασε ο Έντμοντ. Η φωνή του ήταν τώρα απαλή σαν τη δική της.
Παραδέχτηκε την ήττα όταν της ένευσε να του δείξει ποιο πόδι έπρεπε να φροντίσει. Ήταν αρκετά μεγαλόσωμος για να την αναγκάσει, και έπρεπε να κρατήσει τις δυνάμεις της για το μαρτύριο που την περίμενε.
Η έκφραση του Έντμοντ δεν άλλαξε όταν εκείνη σήκωσε τα σκεπάσματα. Η Μάντελεϊν φρόντισε να κρατήσει το υπόλοιπο σώμα της κρυμμένο. Ήταν άλλωστε κόρη σεμνή, και καλά θα έκανε ο Έντμοντ να το καταλάβει από την αρχή. Ο Ντάνκαν πλησίασε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. Συνοφρυώθηκε όταν ο Έντμοντ άγγιξε το πόδι της Μάντελεϊν κι εκείνη μόρφασε από πόνο.
«Καλύτερα να την κρατήσεις ακίνητη, Ντάνκαν» είπε ο Έντμοντ. Η φωνή του ήταν απαλή τώρα, και η προσοχή του ήταν ολοκληρωτικά στραμμένη σε αυτό που έπρεπε να κάνει.
«Όχι! Ντάνκαν;»Δεν μπόρεσε να κρύψει τον τρόμο από τα μάτια της. «Δεν είναι απαραίτητο» είπε ο Ντάνκαν στον αδελφό
του. Κοίταξε τη Μάντελεϊν και πρόσθεσε: «Θα την κρατήσω αν χρειαστεί.»
greekleech.info
120 JULIE GARWOOD
Οι ώμοι της Μάντελεϊν ακούμπησαν στο κρεβάτι. Ένευσε και μια ήρεμη έκφραση απλώθηκε στο πρόσωπό της.
Ο Ντάνκαν ήταν σίγουρος πως θα χρειαζόταν να την κρατήσει, αλλιώς ο Έντμοντ δε θα κατάφερνε να τελειώσει με το καθάρισμα της πληγής και το ράψιμό της. Θα ένιωθε πόνο, έντονο μα κι αναγκαίο, και δε θα ήταν ντροπή για μια γυναίκα να ουρλιάξει όσο θα κρατούσε.
Ο Έντμοντ αράδιασε τις προμήθειές του και ήταν πια έτοιμος να αρχίσει. Κοίταξε τον αδελφό του, τον είδε να νεύει και γύρισε να κοιτάξει τη Μάντελεϊν. Αυτό που είδε τον ξάφνιασε τόσο που κοκάλωσε. Έκρυβαν εμπιστοσύνη τα υπέροχα εκείνα γαλάζια μάτια, και καθόλου μα καθόλου φόβο. Ήταν αρκετά όμορφη, παραδέχτηκε ο Έντμοντ, όπως ακριβώς είχε πει ο Γκίλαρντ.
«Μπορείς να ξεκινήσεις, Έντμοντ» ψιθύρισε τότε η Μάντελεϊν, διακόπτοντας τις σκέψεις του. Την είδε να κουνά το χέρι με μια κίνηση βασιλική, που φανέρωνε πως περίμενε. Σχεδόν χαμογέλασε με την επίδειξη ανωτερότητας. Η βραχνή φωνή της τον αιφνιδίασε άλλο τόσο. «Δε θα ήταν πιο εύκολο αν χρησιμοποιούσες απλώς ένα καυτό μαχαίρι για να κλείσεις την πληγή;»
Πριν προλάβει να της απαντήσει, εκείνη συμπλήρωσε βιαστικά: «Δεν πάω να σου πω πώς να το κάνεις» είπε. «Μην παρεξηγηθείς, σε παρακαλώ, δεν είναι όμως λίγο βάρβαρο από μέρους σου να χρησιμοποιήσεις βελόνα και κλωστή;»
«Βάρβαρο;»Ο Έντμοντ έδειχνε σαν να μην μπορούσε να καταλάβει
τι του έλεγε. Η Μάντελεϊν στέναξε. Αποφάσισε πως ήταν πολύ εξα
ντλημένη για να προσπαθήσει να τον κάνει να καταλάβει. «Μπορείς να ξεκινήσεις, Έντμοντ» ξανάπε. «Είμαι έτοιμη.»
«Μπορώ;» ρώτησε εκείνος κοιτάζοντας τον Ντάνκαν για να δει την αντίδρασή του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 121
Ο Ντάνκαν όμως ήταν πολύ ανήσυχος για να χαμογελάσει με όσα έλεγε η Μάντελεϊν. Έδειχνε βλοσυρός.
«Πολύ αυταρχική είσαι» είπε ο Έντμοντ στη Μάντελεϊν, το χαμόγελο όμως έκανε την επίπληξη λιγότερο προσβλητική.
«Τελείωνε» μουρμούρισε ο Ντάνκαν. «Η αναμονή είναι χειρότερη κι από την πράξη.»
Ο Έντμοντ ένευσε. Έδιωξε από το μυαλό του οτιδήποτε άλλο και αφοσιώθηκε στη δουλειά του. Προετοιμάστηκε για τα ουρλιαχτά που ήξερε πως θα άρχιζαν μόλις την άγγιζε, και ξεκίνησε το καθάρισμα.
Δεν έβγαλε τον παραμικρό ήχο. Κάποια στιγμή ο Ντάνκαν κάθισε στο κρεβάτι. Η Μάντελεϊν έστρεψε αμέσως το κεφάλι προς το μέρος του. Έκανε σαν να προσπαθούσε να χωθεί από κάτω του. Τα νύχια της βυθίστηκαν στο μηρό του, εκείνος όμως πίστευε πως δεν είχε συνειδητοποιήσει τι έκανε.
Η Μάντελεϊν σκεφτόταν πως δε θα άντεχε για πολύ ακόμα τον πόνο. Ένιωθε ευγνωμοσύνη που ήταν ο Ντάνκαν εκεί, αν και δεν καταλάβαινε γιατί. Δεν μπορούσε να σκεφτεί και πολλά τώρα, παρά μόνο να αποδεχτεί ότι ο Ντάνκαν είχε γίνει η άγκυρά της που την κρατούσε στη ζωή. Δίχως εκείνον θα έχανε τον έλεγχό της.
Τη στιγμή ακριβώς που ήταν σίγουρη πως θα άρχιζε να ουρλιάζει, ένιωσε τη βελόνα να διαπερνά το δέρμα της. Βούλιαξε στη γλυκιά λήθη κι έπαψε να αισθάνεται.
Ο Ντάνκαν ήξερε τη στιγμή ακριβώς που λιποθύμησε η Μάντελεϊν. Τράβηξε αργά το χέρι της από το μηρό του και γύρισε αργά το πρόσωπό της ώσπου να φανεί πια ολόκληρο. Δάκρυα έβρεχαν τα μάγουλά της κι εκείνος τα σκούπισε αργά.
«Θαρρώ πως προτιμούσα να ουρλιάξει» μουρμούρισε ο Έντμοντ καθώς ένωνε τη σκισμένη σάρκα με τη βελόνα και την κλωστή.
«Δε θα έκανε πιο εύκολη τη δουλειά σου» απάντησε ο Ντάνκαν. Σηκώθηκε μόλις ο Έντμοντ τέλειωσε και είδε τον
122 JULIE GARWOOD
αδελφό του να τυλίγει με χοντρό βαμβακερό επίδεσμο το μηρό της Μάντελεϊν.
«Διάολε Ντάνκαν, το πιο πιθανό είναι να κάνει πυρετό και να πεθάνει» προέβλεψε ο Έντμοντ σκυθρωπός.
Το σχόλιό του έκανε έξαλλο τον Ντάνκαν. «Όχι! Δε θα το επιτρέψω, Έντμοντ.»
Ο Έντμοντ ταράχτηκε από τη βίαιη αντίδραση του Ντάνκαν. «Θα σε ένοιαζε, αδελφέ;»
«Θα με ένοιαζε» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν. Ο Έντμοντ δεν ήξερε τι να πει. Έστεκε με το στόμα
ανοιχτό και κοιτούσε τον αδελφό του που έφευγε από το δωμάτιο.
Ύστερα, στενάζοντας αποκαμωμένα, ακολούθησε τον αδελφό του.
Ο Ντάνκαν είχε ήδη φύγει από το κάστρο και πήγαινε προς τη λίμνη πίσω από την καλύβα του χασάπη. Δέχτηκε με ανακούφιση το αψύ κρύο, γιατί βοηθούσε το μυαλό του να ξεφύγει από τα ερωτήματα που τον βασάνιζαν.
Το τελετουργικό νυχτερινό μπάνιο ήταν άλλη μία διαδικασία που απαιτούσε ο Ντάνκαν από τον εαυτό του. Ναι, ήταν μια πρόκληση που σκοπό είχε να τον σκληραγωγήσει απέναντι σε κάθε κακουχία. Ούτε προσδοκούσε την ώρα του μπάνιου, ούτε όμως την απέφευγε. Και ποτέ δεν έκανε πίσω, είτε ήταν χειμώνας είτε ήταν καλοκαίρι.
Έβγαλε τα ρούχα του και βούτηξε στα παγωμένα νερά, ελπίζοντας πως το κρύο θα αρκούσε για να βγάλει τη Μάντελεϊν από τη σκέψη του έστω και για λίγα λεπτά. Λίγο αργότερα έφαγε το βραδινό του. Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ του κράτησαν συντροφιά, κάτι τελείως ασυνήθιστο, αφού ο Ντάνκαν είχε τη συνήθεια να παίρνει όλα του τα γεύματα μόνος. Οι δύο μικρότεροι αδελφοί μιλούσαν για πολλά πράγματα, κανείς τους όμως δεν τόλμησε να ρωτήσει τον Ντάνκαν για τη λαίδη Μάντελεϊν. Η σιωπή και η μόνιμα σκυθρωπή έκφρασή του δεν άφηναν περιθώρια για συζητήσεις.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 123
Δεν μπορούσε να θυμηθεί τι είχε φάει. Αποφάσισε να ξεκουραστεί, όταν όμως έπεσε στο κρεβάτι του, η εικόνα της Μάντελεϊν δεν έλεγε να τον αφήσει σε ησυχία. Είπε στον εαυτό του πως είχε συνηθίσει να την έχει κοντά, πως σίγουρα αυτός ήταν ο μόνος λόγος που δεν μπορούσε να κοιμηθεί. Πέρασε μια ώρα, ύστερα άλλη μία, κι ο Ντάνκαν στριφογυρνούσε ακόμα ανήσυχος. Στα μισά της νύχτας παραιτήθηκε. Βλαστημούσε τον εαυτό του σε όλη τη διαδρομή ως το δωμάτιο του πύργου, λέγοντας στον εαυτό του πως ήθελε απλώς να ρίξει μια ματιά στη Μάντελεϊν, να βεβαιωθεί πως δεν τον είχε αψηφήσει και εξακολουθούσε να ζει.
Στάθηκε αρκετή ώρα στην πόρτα, ώσπου άκουσε τη Μάντελεϊν να φωνάζει στον ύπνο της. Ο ήχος της φωνής της τον τράβηξε μέσα. Έκλεισε την πόρτα, έβαλε κι άλλα ξύλα στη φωτιά κι ύστερα πήγε κοντά της.
Κοιμόταν από τη γερή πλευρά, με το φόρεμα κουλουριασμένο γύρω από τους μηρούς της. Ο Ντάνκαν προσπάθησε μα δεν κατάφερε να φτιάξει τα ρούχα της όπως ήθελε. Εκνευρισμένος πήρε το μαχαίρι και έσκισε το ύφασμα. Δε σταμάτησε παρά μόνο αφού της είχε βγάλει χιτώνα και εσθήτα, λέγοντας στον εαυτό του πως θα ένιωθε πολύ πιο άνετα δίχως αυτά.
Φορούσε μονάχα τη λευκή της πουκαμίσα τώρα. Ο ανοιχτός γιακάς άφηνε να φανεί η καμπύλη του στήθους της. Γύρω από το λαιμό είχε μια φαρδιά κεντημένη λωρίδα. Κόκκινες, κίτρινες και πράσινες κλωστές είχαν κεντηθεί με μαεστρία σε ανοιξιάτικα λουλούδια. Ήταν τόσο θηλυκό το αποτέλεσμα και άρεσε ιδιαίτερα στον Ντάνκαν, γιατί ήξερε πως είχε περάσει πολλές ώρες προσπαθώντας να το τελειώσει.
Η Μάντελεϊν ήταν μοναδική και θηλυκή σαν τα λουλούδια της πουκαμίσας της. Τι τρυφερό πλάσμα που ήταν. Το δέρμα της αψεγάδιαστο, ήταν τώρα λουσμένο στη χρυσή λάμψη της φωτιάς.
Θεέ μου, ήταν υπέροχη. «Διάολε» μουρμούρισε. Η Μά
124 JULIE GARWOOD
ντελεϊν ήταν κάτι παραπάνω από υπέροχη δίχως το εμπόδιο του φορέματος.
Όταν άρχισε να τρέμει, ο Ντάνκαν ξάπλωσε δίπλα της. Η ένταση υποχώρησε σιγά σιγά από τους ώμους της. Ναι, είχε συνηθίσει να την έχει δίπλα του, και σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος που ένιωθε τώρα τέτοια ικανοποίηση.
Τράβηξε τα σκεπάσματα πάνω τους. Ήταν έτοιμος να περάσει το χέρι γύρω από τη μέση της και να τη φέρει κοντά του, μα εκείνη τον πρόλαβε. Κόλλησε πάνω του, ώσπου βρέθηκε κολλημένη στους μηρούς του. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως κι η λαίδη Μάντελεϊν είχε συνηθίσει να τον έχει δίπλα της, και ο λόγος που χαμογελούσε τόσο αλαζονικά ήταν ότι εκείνη δεν το ήξερε… ακόμα.
Κεφάλαιο 7
Η γλυκεία απόκριση καταπραΰνει θυμόν.Παροιμίαι Σολομώντος, 15:1
Η Μάντελεϊν κοιμήθηκε σχεδόν εικοσιτέσσερις ώρες. Όταν άνοιξε τελικά τα μάτια της, το δωμάτιο ήταν λουσμένο στις σκιές του απογεύματος με λίγες μόνο αχτίδες φωτός να διαπερνούν τα ξύλινα παντζούρια. Όλα έμοιαζαν θολά, κι ένιωθε τόσο αποπροσανατολισμένη που δεν μπορούσε να θυμηθεί πού βρισκόταν.
Προσπάθησε να ανακαθίσει στο κρεβάτι, μόρφασε από τον πόνο που προκάλεσε η κίνηση, και τότε θυμήθηκε όλα όσα είχαν γίνει.
Ένιωθε απαίσια. Κάθε μυς του κορμιού της πονούσε. Της φαινόταν σαν να την είχε χτυπήσει κάποιος πίσω ή να είχε κολλήσει μια καυτή σιδερένια βέργα στο πλάι του ποδιού της. Το στομάχι της γουργούριζε, δεν ήθελε όμως να φάει τίποτα. Όχι, διψούσε τρομερά και καιγόταν. Το μόνο που ήθελε ήταν να πετάξει από πάνω της τα ρούχα και να σταθεί μπροστά σε ένα ανοιχτό παράθυρο.
Η ιδέα ακουγόταν υπέροχη, τέλεια. Προσπάθησε να φύγει από το κρεβάτι για να ανοίξει τα παντζούρια, ήταν όμως πολύ αδύναμη, ακόμα και για να κλοτσήσει τα σκεπάσματα από πάνω της. Συνέχισε να προσπαθεί ώσπου κατάλαβε ότι δε φορούσε τα δικά της ρούχα. Κάποιος της τα είχε βγάλει και, παρόλο που αυτό πρόσβαλε την αίσθηση σεμνότητάς
126 JULIE GARWOOD
της, δεν την τάραξε όσο η ιδέα πως δε θυμόταν τίποτε απολύτως.
Τώρα φορούσε μια λευκή βαμβακερή πουκαμίσα, ένα άσεμνο ρούχο το δίχως άλλο, αφού μόλις που κάλυπτε τα γόνατά της. Τα μανίκια ήταν πολύ μακριά. Όταν προσπάθησε να διπλώσει το ύφασμα πάνω από τους καρπούς της, θυμήθηκε πού είχε ξαναδεί τέτοιο ρούχο. Ήταν αντρική πουκαμίσα, κι από τις γιγάντιες διαστάσεις των ώμων πρέπει να ανήκε στον Ντάνκαν. Σίγουρα ίδια ήταν. Ο Ντάνκαν φορούσε ίδιο ακριβώς πουκάμισο όταν κοιμήθηκε δίπλα της στη σκηνή την προηγούμενη νύχτα… ή μήπως ήταν δύο νύχτες πριν; Η Μάντελεϊν ήταν πολύ νυσταγμένη για να θυμάται. Αποφάσισε να κλείσει τα μάτια για άλλο ένα λεπτό, να το σκεφτεί.
Ήταν πολύ γαλήνιο το όνειρο που είδε. Ήταν πάλι έντεκα χρόνων και ζούσε με τον καλό της θείο, τον πατέρα Μπέρτον. Ο πατέρας Ρόμπερτ και ο πατέρας Σάμιουελ είχαν έρθει στο αρχοντικό Γκρίνστιντ να επισκεφθούν το θείο της και να υποβάλουν τα σέβη τους στο γηραιό κύριο Μόρτον, άρχοντα του Γκρίνστιντ. Εκτός από τους χωρικούς που δούλευαν στο μικρό κτήμα του βαρόνου Μόρτον, η Μάντελεϊν ήταν το μόνο παιδί στο σπίτι. Περιστοιχιζόταν από ευγενικούς, καλόκαρδους ανθρώπους, που ήταν όλοι τους αρκετά μεγάλοι για να είναι παππούδες της. Ο πατέρας Ρόμπερτ και ο πατέρας Σάμιουελ προέρχονταν από το πολυπληθές μοναστήρι του Κλέαρμοντ. Ο λόρδος Μόρτον τους πρόσφερε μόνιμη κατοικία. Ο γέροντας είχε συμπαθήσει πολύ τους φίλους του πατέρα Μπέρτον. Ήταν και οι δύο άριστοι σκακιστές και τους άρεσε να ακούνε το βαρόνο να αφηγείται τις αγαπημένες του ιστορίες για το παρελθόν. Περιστοιχιζόταν από ηλικιωμένους, αφοσιωμένους σε εκείνην ανθρώπους που πίστευαν πως ήταν ιδιαίτερα προικισμένο παιδί. Τη δίδασκαν πώς να διαβάζει και να γράφει, και το όνειρο της Μάντελεϊν είχε να κάνει με ένα συγκεκριμέ
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 127
νο ήρεμο βράδυ. Καθόταν στο τραπέζι και διάβαζε στους «θείους της» από τα κείμενα που είχε αντιγράψει. Η φωτιά άναβε στο τζάκι και μια ζεστή, ήρεμη ατμόσφαιρα τύλιγε το χώρο. Η Μάντελεϊν αφηγούνταν μια ασυνήθιστη ιστορία, εκείνη των περιπετειών του αγαπημένου της ήρωα Οδυσσέα. Ο δυνατός πολεμιστής της κρατούσε συντροφιά χαμογελαστός, ενώ εκείνη αφηγούνταν τις υπέροχες ιστορίες του ατέλειωτου ταξιδιού του. Την επόμενη φορά που ξύπνησε, σίγουρα λίγα μόνο λεπτά μετά την απόφασή της να ξεκουραστεί για λίγο, συνειδητοποίησε αμέσως ότι κάποιος της είχε κλείσει τα βλέφαρα. «Πώς τολμάτε να μου φέρεστε έτσι;» μουρμούρισε οργισμένη χωρίς να απευθύνεται σε κανένα συγκεκριμένα.
Το δέσιμο ήταν υγρό. Η Μάντελεϊν ξεκόλλησε το ενοχλητικό πανί λέγοντας μια λέξη αντάξια άξεστης χωρικής. Περίεργο, μα της φάνηκε πως άκουσε κάποιον να γελά. Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στον ήχο, όταν ο νους της στράφηκε ξανά αλλού. Ανάθεμα, άλλο πανί έπεφτε στο μέτωπό της. Δεν καταλάβαινε τίποτα. Τώρα δεν το είχε βγάλει; Κούνησε το κεφάλι μπερδεμένη.
Κάποιος της μίλησε, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι έλεγε. Μακάρι να σταματούσε να ψιθυρίζει και να καταπίνει κάθε του λέξη, θα έκανε πολύ πιο εύκολα τα πράγματα. Σκέφτηκε πως όποιος της μιλούσε φερόταν με τρομερή αγένεια και αποφάσισε να του το φωνάξει.
Ξαφνικά θυμήθηκε πόσο ζεσταινόταν, κι όμως ένιωσε άλλο ένα σκέπασμα να τη βαραίνει. Ήξερε πως έπρεπε να πάει στο παράθυρο να ανασάνει λίγο από τον ανακουφιστικό κρύο αέρα. Ήταν το μόνο που μπορούσε να τη σώσει από τη ζέστη. Αν δεν ήταν τόσο σίγουρη, θα έλεγε πως βρισκόταν στο Καθαρτήριο. Ήταν όμως καλό κορίτσι και αποκλείεται να ήταν εκεί. Όχι, στον Παράδεισο θα πήγαινε, ανάθεμά τους.
Γιατί δεν μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της; Ένιωσε κάποιον να την τραβά από τους ώμους κι ύστερα δροσερό νερό
128 JULIE GARWOOD
να αγγίζει τα σκασμένα χείλη της. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να πιει όσο περισσότερο μπορούσε, το νερό όμως εξαφανίστηκε ξαφνικά, ενώ είχε γευτεί λίγες μόνο γουλιές. Κάποιος της έπαιζε άσχημα παιχνίδια, σκέφτηκε, σμίγοντας τα φρύδια όσο πιο άγρια μπορούσε κάτω από αυτές τις συνθήκες.
Εντελώς ξαφνικά, όλα ξεκαθάρισαν απόλυτα. Μα, βρισκόταν στον Άδη, όχι στο Καθαρτήριο, βρισκόταν στο έλεος όλων των τεράτων και δαιμόνων που προσπαθούσαν να ξεγελάσουν τον Οδυσσέα. Τώρα προσπαθούσαν να ξεγελάσουν εκείνη. Ε, λοιπόν, σκέφτηκε, δε θα τα κατάφερναν. Η ιδέα των δαιμόνων δεν τάραζε καθόλου τη Μάντελεϊν.
Το αντίθετο μάλιστα. Έγινε πραγματικά έξαλλη. Οι θείοι της της είχαν πει ψέματα. Οι ιστορίες του Οδυσσέα δεν ήταν ψεύτικες, δεν ήταν θρύλοι που μεταφέρθηκαν από γενιά σε γενιά. Τα τέρατα υπήρχαν στ’ αλήθεια. Τα ένιωθε να την περικυκλώνουν, να περιμένουν απλώς να ανοίξει τα μάτια της.
Και πού ακριβώς ήταν ο Οδυσσέας; Απαίτησε να μάθει. Πώς τολμούσε να την αφήνει μόνη να πολεμά τους δαίμονες; Δεν καταλάβαινε τι έπρεπε να κάνει; Δεν του είχε μιλήσει κανείς για τους ίδιους του τους θριάμβους;
Η Μάντελεϊν ένιωσε κάποιον να αγγίζει το μηρό της και να διακόπτει τις δυσάρεστες σκέψεις της. Πέταξε το νέο πανί που έκαιγε τα μάτια της και γύρισε το κεφάλι πάνω στην ώρα για να δει ποιος γονάτιζε δίπλα στο κρεβάτι της. Ούρλιαξε τότε, μια αντίδραση ενστικτώδης στο θέαμα του μονόφθαλμου γίγαντα που την κοιτούσε με τέτοιο αυτάρεσκο χαμόγελο στο παραμορφωμένο πρόσωπό του, για να θυμηθεί αμέσως μετά πως ήταν οργισμένη, όχι τρομοκρατημένη. Ήταν σίγουρα ένας από τους Κύκλωπες, ίσως κι ο ίδιος ο αρχηγός τους ο Πολύφημος, ο πιο απαίσιος από όλους, έτοιμος να την πιάσει αν τον άφηνε.
Η Μάντελεϊν έσφιξε τη γροθιά της και κατάφερε ένα πολύ δυνατό χτύπημα στο γίγαντα. Στόχευε τη μύτη του, αστό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 129
χησε μερικά εκατοστά, το αποτέλεσμα όμως την ικανοποίησε το ίδιο. Η κίνηση την εξάντλησε και έπεσε στο στρώμα, αδύναμη ξαφνικά σαν γατάκι. Χαμόγελο αυταρέσκειας ήταν χαραγμένο στο πρόσωπό της, γιατί είχε ακούσει τον Πολύφημο να ουρλιάζει από πόνο.
Η Μάντελεϊν γύρισε το κεφάλι αποφασισμένη να αγνοήσει το θηρίο που σκάλιζε το μηρό της. Κοίταξε προς το τζάκι. Και τότε, τον είδε. Έστεκε μπροστά ακριβώς από τη φωτιά, με μια αχνή λάμψη να τυλίγει το υπέροχο κορμί του. Ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος από όσο τον είχε φανταστεί και πολύ πιο ελκυστικός. Αλλά πάλι δεν ήταν θνητός, προσπάθησε να θυμίσει στον εαυτό της. Σκέφτηκε πως αυτό έφταιγε για τις γιγάντιες διαστάσεις του και το μυστικιστικό φως που έλαμπε γύρω του. «Και πού ακριβώς ήσουν εσύ;» απαίτησε να μάθει φωνάζοντας, αφού ήθελε να τραβήξει την προσοχή του.
Δεν ήταν σίγουρη αν οι μυθολογικοί πολεμιστές μπορούσαν να συζητήσουν με κοινούς θνητούς, γρήγορα όμως υπέθεσε πως ο συγκεκριμένος δεν μπορούσε ή δεν ήθελε, αφού συνέχισε να στέκει εκεί και να την κοιτάζει δίχως να πει μήτε μία λέξη για να της απαντήσει.
Σκέφτηκε να ξαναδοκιμάσει, αν και το έβρισκε τρομερά εξουθενωτικό. Είχε έναν Κύκλωπα δίπλα της, για τ’ όνομα του Θεού, και ακόμα κι αν δεν μπορούσε να της μιλήσει ο πολεμιστής σίγουρα καταλάβαινε πως είχε δουλειά να κάνει. «Τελείωνε, Οδυσσέα» απαίτησε η Μάντελεϊν δείχνοντας με το δάχτυλό της το τέρας που γονάτιζε δίπλα της.
Εκείνος έστεκε και κοιτούσε μπερδεμένος, ανάθεμά τον. Παρά το μέγεθος και τη δύναμή του, δεν έδειχνε και τόσο ευφυής. «Πρέπει να δίνω μόνη όλες τις μάχες;» ζήτησε να μάθει υψώνοντας τη φωνή ώσπου οι μύες του λαιμού της άρχισαν να πονούν από την ένταση. Δάκρυα απογοήτευσης σκότισαν τα μάτια της, μα δεν μπορούσε να κάνει τίποτε για αυτό. Ο Οδυσσέας προσπαθούσε να χαθεί μες στο φως. Τι αγενές από μέρους του, σκέφτηκε.
130 JULIE GARWOOD
Δεν μπορούσε να του επιτρέψει να εξαφανιστεί. Χαζός ή όχι, ήταν ο μόνος που είχε. Προσπάθησε να τον εξευμενίσει. «Υπόσχομαι να σε συγχωρήσω για όλες τις φορές που άφησες τον Λούντον να με χτυπήσει, μα δε θα σε συγχωρήσω αν με αφήσεις μόνη τώρα.»
Ο Οδυσσέας δεν έδειχνε ιδιαίτερα ανήσυχος να κερδίσει τη συγγνώμη της. Μόλις που τον έβλεπε τώρα, ήξερε πως σύντομα θα χανόταν και κατάλαβε πως έπρεπε να αυξήσει τις απειλές της αν ήθελε τη βοήθειά του.
«Αν με εγκαταλείψεις, Οδυσσέα, θα στείλω κάποιον να σε βρει και να σου μάθει τρόπους. Μάλιστα» πρόσθεσε για να κάνει πιο έντονη την απειλή. «Θα στείλω τον πιο φοβερό από όλους τους πολεμιστές. Φύγε και θα δεις τι θα γίνει! Αν δεν τον ξεφορτωθείς» δήλωσε σταματώντας για να μεγαλώσει την αγωνία του Κύκλωπα «θα στείλω τον Ντάνκαν να σε βρει». Ήταν τόσο ικανοποιημένη με τον εαυτό της που έκλεισε τα μάτια με ένα στεναγμό. Σίγουρα είχε φέρει το φόβο του Δία στο πιο μεγαλειώδες πλάσμα, τον παντοδύναμο Οδυσσέα, λέγοντας πως θα του έστελνε τον Ντάνκαν να τον καταδιώξει. Ξεφύσησε μάλλον άκομψα για την εξυπνάδα της.
Έριξε κρυφά μια ματιά για να δει πώς είχαν δεχτεί την απειλή της, και χαμογέλασε θριαμβευτικά. Ο Οδυσσέας έδειχνε ανήσυχος. Μόνο που, αποφάσισε ξαφνικά η Μάντελεϊν, δεν ήταν αρκετό αυτό. Αν θα τα έβαζε με έναν Κύκλωπα, έπρεπε να είναι έτοιμος και οργισμένος. «Ο Ντάνκαν είναι στην πραγματικότητα λύκος, ξέρεις, και θα σε κάνει κομμάτια αν του το πω» κόμπασε. «Θα κάνει ό,τι του ζητήσω» πρόσθεσε «έτσι απλά». Προσπάθησε να κροταλίσει τα δάχτυλά της, μα δεν τα κατάφερε.
Έκλεισε πάλι τα μάτια με την αίσθηση πως είχε μόλις κερδίσει μια σημαντική μάχη. Κι όλα αυτά με τη δύναμη του λόγου, θύμισε στον εαυτό της. Δεν είχε καταφύγει καθόλου στη δύναμη. «Είμαι μια κόρη ευγενής» φώναξε. «Ανάθεμα κι αν δεν είμαι.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 131
Τρεις ατέλειωτες μέρες και νύχτες πάλευε η Μάντελεϊν με τα μυθικά τέρατα που εμφανίζονταν και προσπαθούσαν να την αρπάξουν και να την πάνε στον Άδη. Ο Οδυσσέας ήταν πάντοτε εκεί, στο πλευρό της, και τη βοηθούσε να αποκρούσει κάθε επίθεση όταν του το ζητούσε.
Μερικές φορές ο πεισματάρης γίγαντας μιλούσε μαζί της. Του άρεσε να τη ρωτά για το παρελθόν, κι όταν καταλάβαινε τι τη ρωτούσε, του απαντούσε αμέσως. Ο Οδυσσέας έδειχνε να ενδιαφέρεται ιδιαίτερα για μια συγκεκριμένη εποχή της παιδικής της ηλικίας. Ήθελε να του πει πώς ήταν τα πράγματα όταν πέθανε η μητέρα της και είχε αναλάβει ο Λούντον την κηδεμονία της.
Δεν της άρεσε να του απαντά για όλα αυτά. Ήθελε να μιλά μόνο για τη ζωή της με τον πατέρα Μπέρτον. Δεν ήθελε όμως να θυμώσει ο Οδυσσέας και να την αφήσει μόνη. Έτσι ανεχόταν την ευγενική του ανάκριση. «Δε θέλω να μιλώ για αυτόν.»
Ο Ντάνκαν ξύπνησε απότομα από το βίαιο ξέσπασμα. Δεν ήξερε για ποιο πράγμα φώναζε τώρα, βιάστηκε όμως να πάει στο κρεβάτι της. Κάθισε δίπλα στη Μάντελεϊν και την πήρε στην αγκαλιά του. «Σώπα τώρα» ψιθύρισε. «Κοιμήσου, Μάντελεϊν.»
«Όταν με ανάγκασε να γυρίσω από το σπίτι του πατέρα Μπέρτον, ήταν τόσο φριχτός. Τρύπωνε κρυφά στο δωμάτιό μου κάθε νύχτα. Έστεκε απλώς εκεί, στα πόδια του κρεβατιού. Τον ένιωθα να με κοιτάζει. Νόμιζα πως αν άνοιγα τα μάτια… φοβόμουν πολύ.»
«Μη σκέφτεσαι τον Λούντον τώρα» είπε ο Ντάνκαν. Ξάπλωσε στο κρεβάτι μόλις άρχισε εκείνη να κλαίει και την τράβηξε στην αγκαλιά του.
Παρόλο που πρόσεχε να μη φανερώσει καμιά αντίδραση, μέσα του έτρεμε από οργή. Ήξερε πως η Μάντελεϊν δεν καταλάβαινε τι του έλεγε, εκείνος όμως καταλάβαινε πολύ καλά. Γαληνεμένη από το άγγιγμά του, η Μάντελεϊν αποκοιμήθηκε ξανά. Δεν έμεινε όμως ήρεμη πολύ, και ξύπνησε για
132 JULIE GARWOOD
να ανακαλύψει πως ο Οδυσσέας ήταν ακόμα εκεί και ξαγρυπνούσε πλάι της. Δε φοβόταν σαν τον είχε στο πλευρό της. Ο Οδυσσέας ήταν ο πιο θαυμαστός πολεμιστής. Δυνατός, αλαζονικός –αν και δεν τον έψεγε για το ελάττωμά του αυτό– με μεγάλη καρδιά.
Ήταν όμως και πονηρός. Το αγαπημένο του παιχνίδι ήταν να αλλάζει όψη. Συνέβαινε τόσο γρήγορα που η Μάντελεϊν δεν προλάβαινε καν να πάρει ανάσα. Τη μια στιγμή προσποιούνταν πως ήταν ο Ντάνκαν και την άλλη γινόταν ξανά ο Οδυσσέας. Και μια φορά, βαθιά μες στη νύχτα, όταν η Μάντελεϊν φοβόταν πιο πολύ, μεταμορφώθηκε στον Αχιλλέα, μόνο και μόνο για να τη διασκεδάσει. Καθόταν εκεί, σε μια ξύλινη καρέκλα με ίσια πλάτη, πολύ μικρή για εκείνον, και την κοιτούσε με τον πιο παράξενο τρόπο.
Δε φορούσε τις μπότες του ο Αχιλλέας. Αυτό την ανησύχησε κι αμέσως τον προειδοποίησε να προστατέψει τις φτέρνες του από τραυματισμούς. Ο Αχιλλέας έδειχνε μπερδεμένος από τα λόγια της, και η Μάντελεϊν αναγκάστηκε να του θυμίσει πως η μαμά του τον είχε βουτήξει με το κεφάλι στα μαγικά νερά της Στυγός για να τον κάνει άτρωτο, εκτός από το μικρό εκείνο κομμάτι σάρκας πίσω από τις φτέρνες, από όπου τον κρατούσε για να μην τον παρασύρουν τα νερά στο στρόβιλό τους.
«Δεν άγγιξε το νερό τις φτέρνες σου, για αυτό είσαι πιο τρωτός εκεί» του εξήγησε. «Καταλαβαίνεις τι εννοώ;»
Αποφάσισε πως δεν την είχε καταλάβει καθόλου. Το μπερδεμένο ύφος του αυτό της έλεγε. Ίσως η μαμά του να μην είχε μπει στον κόπο να του πει την ιστορία. Στέναξε και τον κοίταξε με θλίψη και οίκτο. Ήξερε τι θα του συνέβαινε, δεν είχε όμως το κουράγιο να του πει να φυλάγεται από αδέσποτα βέλη. Σκέφτηκε πως θα το ανακάλυπτε σύντομα μόνος του.
Η Μάντελεϊν άρχισε να κλαίει για το μέλλον του Αχιλλέα, όταν εκείνος ξαφνικά σηκώθηκε και την πλησίασε. Δεν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 133
ήταν όμως τώρα ο Αχιλλέας. Όχι, ήταν ο Ντάνκαν που την έπαιρνε στην αγκαλιά του και την παρηγορούσε. Περίεργο, το άγγιγμά του της θύμιζε τόσο τον Οδυσσέα.
Η Μάντελεϊν γκρίνιαζε στον Ντάνκαν να ξαπλώσει στο πλάι της, κι αμέσως κύλησε πάνω του. Στήριξε το κεφάλι στο στήθος του για να μπορεί να τον κοιτάζει στα μάτια. «Τα μαλλιά μου είναι σαν παραπέτασμα» του είπε «που κρύβει το πρόσωπό σου από όλους τους υπόλοιπους εκτός από μένα. Τι λες για αυτό, Ντάνκαν;»
«Ώστε έγινα ξανά ο Ντάνκαν, ε;» απάντησε εκείνος. «Δεν ξέρεις τι λες, Μάντελεϊν. Καίγεσαι στον πυρετό. Αυτό λέω εγώ» πρόσθεσε.
«Θα φωνάξεις ιερέα;» ρώτησε εκείνη. Η ερώτηση την τάραξε και δάκρυα πλημμύρισαν τα μάτια της.
«Θα το ήθελες;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Όχι» βρυχήθηκε μες στο πρόσωπό του. «Αν έρθει ιερέ
ας, θα ξέρω πως πεθαίνω. Δεν είμαι έτοιμη να πεθάνω ακόμα, Ντάνκαν. Έχω τόσο πολλά να κάνω.»
«Και τι θα ήθελες να κάνεις;» ρώτησε εκείνος χαμογελώντας στην άγρια έκφρασή της.
Η Μάντελεϊν έσκυψε ξαφνικά και έτριψε τη μύτη της στο πιγούνι του. «Θαρρώ πως θα ’θελα να σε φιλήσω, Ντάνκαν. Σε θυμώνει αυτό;»
«Μάντελεϊν, πρέπει να ξεκουραστείς» είπε ο Ντάνκαν. Προσπάθησε να τη γυρίσει στο πλάι, μα αποδείχτηκε πως είχε κολλήσει πάνω του σαν στρείδι. Δεν την πίεσε, από φόβο μην την πονέσει κατά λάθος. Στην πραγματικότητα του άρεσε εκεί ακριβώς που ήταν.
«Αν με φιλήσεις μόνο μια φορά, θα ησυχάσω μετά» του υποσχέθηκε. Δεν του έδωσε χρόνο να απαντήσει, μόνο κόλλησε τα χέρια στα μάγουλά του και πίεσε το πρόσωπό της στο δικό του. Κι αν τον φίλησε τότε… Το στόμα της ήταν καυτό, ανοιχτό, απίστευτα ερεθιστικό. Τα χέρια του γλίστρησαν αργά γύρω από τη μέση της. Σαν ένιωσε το ζεστό
134 JULIE GARWOOD
της δέρμα, κατάλαβε πως το ρούχο της είχε ανέβει ψηλά. Τα χέρια του χάιδεψαν τους απαλούς γοφούς της και σε λίγο ένιωσε να καίγεται στο δικό του πυρετό.
Ήταν άγρια κι ατίθαση όταν τον φίλησε. Το στόμα της έγερνε πάνω στο δικό του, η γλώσσα της διαπερνούσε και χάιδευε ώσπου έμεινε δίχως ανάσα.
«Όταν σε φιλάω, δε θέλω να σταματήσω. Είναι αμαρτωλό αυτό, δεν είναι;» ρώτησε τον Ντάνκαν.
Πρόσεξε πως δεν έδειχνε να νιώθει ιδιαίτερες τύψεις για αυτό που είχε παραδεχτεί, και υπέθεσε πως ο πυρετός την είχε κάνει να χάσει τις αναστολές της. «Σ’ έχω ανάσκελα, Ντάνκαν. Θα μπορούσα να σε κάνω ό,τι θέλω, ξέρεις.»
Ο Ντάνκαν στέναξε με απόγνωση. Ο στεναγμός του έγινε βογγητό όμως όταν η Μάντελεϊν άρπαξε το χέρι του και το απίθωσε πάνω στο στήθος της.
«Όχι, Μάντελεϊν» μουρμούρισε εκείνος, δίχως όμως να πάρει το χέρι του. Θεέ, πόσο ζεστή ήταν. Η θηλή σκλήρυνε όταν ο αντίχειράς του από ένστικτο τη χάιδεψε. Γόγγυσε ξανά. «Δεν είν’ ώρα για έρωτες. Δεν ξέρεις τι μου κάνεις, έτσι;» ρώτησε τότε. Η φωνή του ήχησε τραχιά σαν το ουρλιαχτό του ανέμου έξω από το παράθυρο.
Η Μάντελεϊν άρχισε αμέσως να κλαίει. «Ντάνκαν; Πες μου πως έχω για σένα σημασία. Ακόμα κι αν είναι ψέμα, πες το μου εσύ.»
«Ναι, Μάντελεϊν, έχεις σημασία για μένα» αποκρίθηκε εκείνος. Τύλιξε τα μπράτσα του γύρω από τη μέση της και τη γύρισε στο πλάι. «Αλήθεια είναι.»
Ήξερε πως έπρεπε να φέρει κάποια απόσταση ανάμεσά τους, αλλιώς θα έχανε τη μάχη με το γλυκό τούτο μαρτύριο. Δεν μπόρεσε όμως να μην τη φιλήσει άλλη μια φορά.
Αυτό φάνηκε να την ηρεμεί. Πριν προλάβει ο Ντάνκαν να πάρει άλλη μια τρεμάμενη ανάσα, εκείνη είχε ήδη αποκοιμηθεί.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 135
Ο πυρετός κυριαρχούσε στο νου της Μάντελεϊν και στη ζωή του Ντάνκαν. Δεν τολμούσε να την αφήσει μόνη με τον Γκίλαρντ ή τον Έντμοντ. Όταν ξυπνούσε η παθιασμένη φύση της, δεν ήθελε να γίνει κανείς από τους δυο αδελφούς του αποδέκτης των φιλιών της. Κανείς άλλος δε θα παρηγορούσε τη Μάντελεϊν τις δίχως αναστολές εκείνες ώρες, παρά μόνο εκείνος.
Οι δαίμονες άφησαν επιτέλους τη Μάντελεϊν την τρίτη νύχτα. Το πρωί της τέταρτης μέρας ξύπνησε νιώθοντας στραγγισμένη, όπως τα υγρά πανιά που γέμιζαν το πάτωμα. Ο Ντάνκαν καθόταν στην καρέκλα δίπλα στο τζάκι. Έδειχνε εξαντλημένος. Αναρωτήθηκε αν είχε αρρωστήσει. Ήταν έτοιμη να τον ρωτήσει, όταν εκείνος είδε ξαφνικά πως τον κοιτούσε. Πετάχτηκε όρθιος με τη γρηγοράδα λύκου και πήγε να σταθεί δίπλα στο κρεβάτι. Παράξενο, της φάνηκε πως έδειχνε ανακουφισμένος.
«Είχες πυρετό» της ανακοίνωσε. Η φωνή του ήταν βραχνή.
«Για αυτό λοιπόν πονά ο λαιμός μου» είπε η Μάντελεϊν. Θεέ και Κύριε, μόλις που αναγνώριζε την ίδια της τη φωνή. Ακουγόταν βραχνιασμένη και ένιωθε το λαιμό της ερεθισμένο.
Κοίταξε γύρω της στο δωμάτιο και είδε την ακαταστασία γύρω της. Κούνησε συγχυσμένη το κεφάλι. Μάχη είχε γίνει όσο κοιμόταν;
Όταν γύρισε να τον ρωτήσει για το χάος, είδε πως έδειχνε να το διασκεδάζει.
«Σε πονά ο λαιμός σου;» τη ρώτησε.«Το βρίσκεις αστείο που με πονά ο λαιμός;» ρώτησε η
Μάντελεϊν, ενοχλημένη από την αγένειά του. Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Δεν την έπεισε
καθόλου. Εξακολουθούσε να χαμογελά. Πόσο ωραίος έδειχνε σήμερα. Φορούσε μαύρα, χρώμα
αυστηρό, όταν όμως χαμογελούσε, τα γκρίζα μάτια του δεν
136 JULIE GARWOOD
έδειχναν παγερά ούτε απειλητικά. Της θύμιζε κάποιον, μα δεν μπορούσε να σκεφτεί ποιον. Ήταν σίγουρη πως θα το θυμόταν αν είχε γνωρίσει κάποιον που να μοιάζει έστω και αμυδρά με το βαρόνο Γουέξτον. Κι όμως υπήρχε μια φευγαλέα ανάμνηση κάποιου άλλου…
Ο Ντάνκαν διέκοψε τις σκέψεις της. «Τώρα που έχεις ξυπνήσει, θα στείλω μια υπηρέτρια να σε φροντίσει. Δε θα φύγεις από τούτο το δωμάτιο μέχρι να γίνεις καλά, Μάντελεϊν.»
«Ήμουν πολύ άρρωστη;» ρώτησε εκείνη.«Ναι, ήσουν πολύ άρρωστη» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν.
Γύρισε και πήγε προς την πόρτα. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως βιαζόταν αρκετά να φύγει
από κοντά της. Έδιωξε μια μπερδεμένη τούφα από τα μάτια της και κοίταξε τη ράχη της. «Θεέ μου, σαν σφουγγαρόπανο πρέπει να είμαι» μουρμούρισε μονολογώντας. «Ναι, είσαι» απάντησε εκείνος. Άκουσε το χαμόγελο στη φωνή του. Έσμιξε τα φρύδια για την αγένειά του και φώναξε «Ντάνκαν; Πόσο καιρό έχω πυρετό;»
«Πάνω από τρεις μέρες, Μάντελεϊν.»Γύρισε να δει την αντίδρασή της. Έδειχνε κατάπληκτη.
«Δε θυμάσαι τίποτε, έτσι;» τη ρώτησε. Εκείνη κούνησε το κεφάλι τελείως μπερδεμένη, γιατί είδε πως ο Ντάνκαν χαμογελούσε πάλι. Τι παράξενος που ήταν, να βρίσκει αστεία τα πιο αλλόκοτα πράγματα.
«Ντάνκαν;»«Ναι;»Άκουσε την απόγνωση στη φωνή του και εκνευρίστηκε.
«Ήσουν εδώ και τις τρεις μέρες; Στο δωμάτιο μαζί μου;»Άρχισε να τραβά την πόρτα για να κλείσει πίσω του.
Η Μάντελεϊν νόμισε πως δε θα της απαντούσε, μέχρι που άκουσε τη φωνή του να αντηχεί σταθερή και γεμάτη επιμονή.
«Όχι.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 137
Η πόρτα έκλεισε απότομα πίσω του. Δεν πίστευε πως έλεγε αλήθεια. Δε θυμόταν τι είχε συμ
βεί, μα το ένστικτό της έλεγε πως ο Ντάνκαν δεν είχε φύγει από το πλευρό της.
Γιατί το είχε αρνηθεί; «Τι απρόβλεπτος άνθρωπος που είσαι» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. Κι η δική της φωνή έκρυβε τώρα ένα χαμόγελο.
Κεφάλαιο 8
Πάντα δοκιμάζετε, το καλόν κατέχετε.Επιστολή Παύλου προς Θεσσαλονικείς Α’, 5:21
Η Μάντελεϊν καθόταν στο πλάι του κρεβατιού της προσπαθώντας να δώσει δύναμη στα πόδια της. Ένας δειλός χτύπος ακούστηκε στην πόρτα λίγα μόλις λεπτά αφότου έφυγε ο Ντάνκαν. Η Μάντελεϊν φώναξε και μια υπηρέτρια μπήκε στο δωμάτιο. Ήταν ξερακιανή και έδειχνε καταβεβλημένη, με ώμους σκυφτούς και ρυτίδες έγνοιας να χαράζουν το πλατύ της μέτωπο. Καθώς πλησίαζε το κρεβάτι, τα βήματά της έγιναν βαριά.
Έμοιαζε έτοιμη να το σκάσει, και ξαφνικά η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως ίσως να φοβόταν. Κοιτούσε συνέχεια με λαχτάρα την πόρτα.
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε προσπαθώντας να απαλύνει την αμηχανία της υπηρέτριας, αν και δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί φερόταν έτσι φοβισμένα.
Η γυναίκα κρατούσε κάτι κρυμμένο πίσω της. Εμφάνισε αργά το δισάκι και τραύλισε: «Έφερα τα πράματά σας, κυρά μου.»
«Πολύ ευγενικό από μέρους σου» αποκρίθηκε η Μάντελεϊν.
Κατάλαβε πως η φιλοφρόνησή της γαλήνεψε λίγο τη γυναίκα. Δεν έδειχνε το ίδιο ανήσυχη τώρα, μόνο λίγο συγχυσμένη.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 139
«Δεν ξέρω γιατί με φοβάσαι τόσο» είπε η Μάντελεϊν αποφασίζοντας να αντιμετωπίσει καταπρόσωπο το πρόβλημα. «Δε θα σου κάνω κακό. Σ’ το υπόσχομαι. Τι σου είπαν οι αδελφοί Γουέξτον και σε έχουν τρομοκρατήσει τόσο;»
Η ευθύτητα της Μάντελεϊν έκανε τη γυναίκα να χαλαρώσει. «Δε μου ’παν τίποτα, κυρά μου, μα δεν είμαι και κουφή. Άκουγα τις φωνές από δω πάνω ίσαμε κάτω το κελάρι, κι οι περισσότερες ήταν από λόγου σας.»
«Εγώ φώναζα;» Η Μάντελεϊν τρομοκρατήθηκε. Σίγουρα έκανε λάθος η γυναίκα.
«Αμέ» απάντησε εκείνη κουνώντας ζωηρά το κεφάλι. «Ήξερα πως είχατε πυρετό και παραμιλούσατε. Η Γκέρτι θα φέρει το φαΐ σ’ ένα λεπτό. Εγώ θα σας βοηθήσω ν’ αλλάξετε ρούχα, αν αυτό θέλετε.»
«Πεινάω» είπε η Μάντελεϊν. Τέντωσε τα πόδια της για να δοκιμάσει τη δύναμή τους. «Κι είμαι αδύναμη σαν μωρό. Με ποιο όνομα σε φωνάζουν;»
«Τ’ όνομά μου είναι Μοντ, σαν τη βασίλισσα» ανακοίνωσε εκείνη. «Την πεθαμένη φυσικά, αφού ο βασιλιάς μας ο Γουίλιαμ δεν πήρε ακόμα άλλη γυναίκα.»
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. «Μοντ, πιστεύεις πως θα κατάφερνα να κάνω ένα μπάνιο; Νιώθω να κολλάω.»
«Μπάνιο, κυρά μου;» Η Μοντ έδειχνε τρομοκρατημένη. «Μες στο καταχείμωνο;»
«Είμαι συνηθισμένη να κάνω μπάνιο κάθε μέρα, Μοντ, και μου φαίνεται σαν να έχει περάσει μια αιωνιότητα από την τελευταία...»
«Μπάνιο κάθε μέρα; Γιατί;»«Απλώς μου αρέσει να νιώθω καθαρή» είπε η Μάντε
λεϊν. Κοίταξε για αρκετή ώρα την υπηρέτρια και σκέφτηκε πως δε θα της έκανε κακό να κάνει κι εκείνη ένα μπάνιο, δεν είπε όμως τίποτα για να μην την προσβάλει. «Πιστεύεις πως ο αφέντης σου θα μου επέτρεπε μια τέτοια ματαιοδοξία;»
140 JULIE GARWOOD
Η Μοντ ανασήκωσε τους ώμους. «Πρέπει να κάνουμε ό,τι θελήσετε, αρκεί να μείνετε σε τούτο το δωμάτιο. Ο βαρόνος δε θέλει να αρρωστήσετε πάλι. Θα μπορούσα, θαρρώ, να βρω μια σκάφη κάπου εδώ και να βάλω τον άντρα μου να την κουβαλήσει πάνω στη σκάλα.»
«Έχεις οικογένεια, Μοντ;»«Αμέ, έναν άντρα καλό κι ένα μικρό που κοντεύει τα
πέντε καλοκαίρια. Είν’ ατίθασο το μικρό.» Η Μοντ βοήθησε τη Μάντελεϊν να σηκωθεί και να πάει μέχρι την καρέκλα πλάι στο τζάκι. «Το λένε Γουίλιαμ το αγόρι μου» συνέχισε. «Τον βγάλαμε απ’ τον πεθαμένο βασιλιά έτσι, όχι αυτόν που κυβερνάει τώρα.»
Η πόρτα άνοιξε όσο η Μοντ μιλούσε. Άλλη μια υπηρέτρια μπήκε βιαστικά, κουβαλώντας μια ξύλινη πλάκα με φαγητό. Η Μοντ φώναξε: «Δε χρειάζεται να φοβάσαι, Γκέρτι. Δεν είναι παλαβή σαν που λέγαμε.»
Η Γκέρτι χαμογέλασε. Ήταν ογκώδης γυναίκα, με καθαρό δέρμα και καστανά μάτια. «Είμαι η μαγείρισσα εδώ» πληροφόρησε τη Μάντελεϊν. «Άκουσα πως είσαι όμορφη. Μα είσαι αδύνατη, πολύ αδύνατη. Να το φας όλο το φαγητό, αλλιώς θα σε πάρει ο πρώτος δυνατός αέρας.»
«Θέλει να κάνει μπάνιο, Γκέρτι» ανάγγειλε η Μοντ. Η Γκέρτι ανασήκωσε το φρύδι. «Ας κάνει τότε. Δεν μπο
ρεί να τα βάλει μ’ εμάς αν παγώσει.»Οι δυο γυναίκες συνέχισαν να μιλούν μεταξύ τους όσο
καθάριζαν το δωμάτιο της Μάντελεϊν. Ήταν φανερό πως ήταν καλές φίλες και η Μάντελεϊν απολάμβανε τη φλυαρία τους. Τη βοήθησαν μάλιστα να κάνει μπάνιο. Ώσπου να πάρουν την μπανιέρα, η Μάντελεϊν ήταν εξουθενωμένη. Είχε λούσει τα μαλλιά της, μα δεν έλεγαν να στεγνώσουν. Κάθισε στην απαλή προβιά μπροστά στο τζάκι. Σήκωνε τούφες από τα μακριά μαλλιά της κοντά στη φωτιά, για να στεγνώσουν πιο γρήγορα, μέχρι που άρχισαν να πονούν τα χέρια της. Με ένα δυνατό, καθόλου καθώς πρέπει χασμουρητό, ξάπλωσε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 141
στη γούνα θέλοντας να ξεκουραστεί ένα δυο λεπτά. Φορούσε μόνο την πουκαμίσα της, δεν ήθελε όμως να ντυθεί πριν στεγνώσει και πλέξει τα μαλλιά της.
Ο Ντάνκαν τη βρήκε να κοιμάται βαθιά. Ήταν τόσο δελεαστική εικόνα έτσι που κοιμόταν στο πλάι μπροστά στη φωτιά. Τα χρυσαφένια πόδια της ήταν τραβηγμένα στο στήθος, και τα υπέροχα μαλλιά κάλυπταν το περισσότερο πρόσωπό της.
Δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει. Του θύμιζε γατάκι έτσι κουλουριασμένη που ήταν. Ναι, ήταν σίγουρα θελκτική, και μάλλον θα πάγωνε μέχρι θανάτου αν δεν έκανε κάτι.
Δεν άνοιξε καν τα μάτια της όταν τη σήκωσε και τη μετέφερε στο κρεβάτι. Χαμογέλασε με τον τρόπο που κουλουριάστηκε από ένστικτο στο στέρνο του. Στέναξε μάλιστα σαν να ήταν πολύ ικανοποιημένη, κι ανάθεμά τη μύριζε πάλι τριαντάφυλλα.
Ο Ντάνκαν την άφησε στο κρεβάτι και τη σκέπασε. Προσπάθησε να παραμείνει απόμακρος, μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί και να μην περάσει το χέρι του πάνω από το απαλό της μάγουλο. Έδειχνε τόσο ευάλωτη όταν κοιμόταν.
Σίγουρα γι’ αυτόν το λόγο δεν ήθελε να φύγει. Η ανάγκη να την προστατέψει τον κατέκλυζε. Ήταν τόσο αθώα, τόσο εύπιστη. Ήξερε βαθιά μες στην καρδιά του πως δε θα την άφηνε ποτέ να ξαναγυρίσει στον αδελφό της. Ήταν ένας άγγελος και δε θα την άφηνε κοντά στο δαίμονα τον Λούντον ποτέ ξανά.
Οι κανόνες είχαν ανατραπεί για τον Ντάνκαν. Γόγγυσε ταραγμένος και πήγε προς την πόρτα. Διάολε, δεν ήξερε πια τι έκανε.
Η Μάντελεϊν έφταιγε, αν και σίγουρα δεν μπορούσε να το καταλάβει. Τον έκανε να τα χάνει, κι όταν ήταν κοντά της, δεν μπορούσε καν να σκεφτεί.
Αποφάσισε πως έπρεπε να την κρατήσει σε απόσταση μέχρι να τακτοποιήσει τα θέματα που τον απασχολούσαν.
142 JULIE GARWOOD
Μόλις όμως πήρε την απόφαση να την αποφύγει, η διάθεσή του χάλασε. Μουρμούρισε μια βρισιά, γύρισε και έκλεισε αργά την πόρτα πίσω του.
Η Μάντελεϊν ήταν ακόμα αρκετά αδύναμη ώστε να μην την ενοχλεί η απομόνωση. Μετά από δύο μέρες όμως με μόνο την Γκέρτι και τη Μοντ να την επισκέπτονται πού και πού, ένιωθε τη φυλακή της. Βημάτιζε μες στο δωμάτιο ώσπου ήξερε κάθε εκατοστό του απέξω, κι άρχισε να τρελαίνει τις υπηρέτριες κάνοντας παρακατιανές δουλειές, όπως πίστευαν. Έτριψε το πάτωμα και τους τοίχους. Η σωματική άσκηση δε βοήθησε ιδιαίτερα. Ένιωθε φυλακισμένη σαν ζώο. Και περίμενε, ώρα με την ώρα, να έρθει κοντά της ο Ντάνκαν.
Έλεγε συνέχεια στον εαυτό της πως έπρεπε να χαίρεται που την είχε σχεδόν ξεχάσει. Άλλωστε ήταν συνηθισμένη να την ξεχνούν.
Όταν πέρασαν άλλες δύο μέρες, η Μάντελεϊν ήταν έτοιμη να πέσει από το παράθυρο μόνο και μόνο για να αλλάξει τη ρουτίνα της. Βαριόταν τόσο πολύ που της ερχόταν να ουρλιάξει.
Έστεκε δίπλα στο παράθυρο και κοιτούσε το ηλιοβασίλεμα που χανόταν, ενώ σκεφτόταν τον Ντάνκαν. Σκέφτηκε πως ίσως να τον κάλεσε με το νου της, γιατί, τη στιγμή που σκεφτόταν πόσο πολύ ήθελε να τον δει, ξαφνικά εμφανίστηκε. Η πόρτα άνοιξε και χτύπησε πάνω στον πέτρινο τοίχο αναγγέλλοντας την άφιξή του. Στάθηκε εκεί, άγριος και δυνατός, κι υπερβολικά ωραίος για να το αντέξει. Με το χέρι στην καρδιά, θα μπορούσε να τον κοιτάζει όλο το βράδυ.
«Ο Έντμοντ θα σου βγάλει τώρα τα ράμματα» της είπε. Μπήκε στο δωμάτιο και στάθηκε μπροστά στο τζάκι.
Σταύρωσε τα χέρια στο στήθος και η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως έβρισκε την αποστολή του ανιαρή.
Πληγώθηκε από τον ψυχρό του τρόπο, ήταν όμως αποφα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 143
σισμένη να μην του το δείξει ποτέ. Τον κοίταξε με έκφραση ήρεμη, όπως έλπιζε.
Μα το Θεό, ήταν χάρμα οφθαλμών. Το φόρεμά της είχε το χρώμα της κρέμας, και το χιτώνιο που φορούσε ήταν μπλε. Πλεχτό σχοινί ήταν τυλιγμένο γύρω από τη λεπτή της μέση, τονίζοντας τις θηλυκές καμπύλες του κορμιού της.
Δεν είχε τραβηγμένα πίσω τα μαλλιά, μόνο έπεφταν απαλά πάνω στο στήθος. Ήταν ένας πυκνός, σγουρός καταρράχτης αντάξιος βασίλισσας, στο χρώμα της ζιμπελίνας, σκέφτηκε ο Ντάνκαν, που φωτιζόταν εδώ κι εκεί με λίγο κόκκινο. Θυμήθηκε την αίσθηση που άφηνε το άγγιγμά τους, απαλή και μεταξένια.
Σκυθρώπιασε εκνευρισμένος με τον τρόπο που εξακολουθούσε να τον ταράζει. Δεν μπορούσε να σταματήσει να την κοιτάζει και παραδέχτηκε πως του είχε λείψει να την έχει στο πλευρό του. Ήταν ανόητο, και ποτέ δε θα το αναγνώριζε ανοιχτά, υπήρχε όμως μες στο μυαλό του και τον βασάνιζε.
Άξαφνα συνειδητοποίησε πως η Μάντελεϊν φορούσε τα χρώματά του και χαμογέλασε. Αμφέβαλλε αν το είχε καταλάβει η ίδια, κι αν δεν ήταν τόσο αναθεματισμένα ποθητή, μπορεί να της το είχε πει για να δει την αντίδρασή της.
Η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να κοιτάζει για πολύ τον Ντάνκαν. Φοβόταν πως θα έβλεπε πόσο πολύ της είχε λείψει. Και τότε θα καμάρωνε για τα καλά, σκέφτηκε.
«Θα ήθελα να μάθω τι θα με κάνεις, Ντάνκαν» είπε. Έστρεψε το βλέμμα στο πάτωμα· δεν τολμούσε να δει πώς θα αντιδρούσε στην ερώτησή της, για να μη χάσει τελείως τον ειρμό της σκέψης της.
Ναι, η ικανότητά της να συγκεντρωθεί κινδύνευε πάντα όταν ήταν κοντά του. Δεν καταλάβαινε το γιατί, μα το αποδεχόταν. Ο βαρόνος κατάφερνε να την ταράζει δίχως
144 JULIE GARWOOD
να πει κουβέντα. Τάραζε τη γαλήνη της, την σύγχυζε. Όταν ήταν κοντά της, ήθελε να φύγει, κι όταν ήταν μακριά της, τον αποζητούσε.
Του γύρισε την πλάτη και κοίταξε έξω από το παράθυρο. «Σκέφτεσαι να με κρατήσεις κλειδωμένη σε τούτο το δωμάτιο για όλη μου τη ζωή;»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε ακούγοντας την έγνοια στη φωνή της. «Δεν ήταν αμπαρωμένη η πόρτα, Μάντελεϊν» είπε.
«Αστειεύεσαι;» ρώτησε εκείνη. Γύρισε και τον κοίταξε δύσπιστα. «Θέλεις να πεις πως δεν ήμουν κλειδωμένη όλη τούτη τη βδομάδα στον πύργο;» Θεέ μου, πόσο ήθελε να ουρλιάξει. «Μπορούσα να δραπετεύσω;»
«Όχι, δεν μπορούσες να δραπετεύσεις, μπορούσες όμως να βγεις από το δωμάτιο» αποκρίθηκε ο Ντάνκαν.
«Δε σε πιστεύω» είπε εκείνη. Σταύρωσε τα χέρια μπροστά κοροϊδεύοντας τη δική του στάση. «Θα μου έλεγες ψέματα απλώς και μόνο για να με κάνεις να φανώ ανόητη. Δεν είναι δίκαιο, Ντάνκαν, γιατί εγώ δε λέω ποτέ μα ποτέ ψέματα, επομένως, ο αγώνας είναι άνισος» κατέληξε.
Στην ανοιχτή πόρτα φάνηκε ο Έντμοντ. Ο μεσαίος αδελφός ήταν όπως πάντα σκυθρωπός. Έδειχνε όμως επιφυλακτικός και κοιτούσε αρκετή ώρα τη Μάντελεϊν πριν μπει μέσα. «Αυτή τη φορά θα την κρατάς» είπε στον Ντάνκαν.
Η Μάντελεϊν κοίταξε ανήσυχα τον Ντάνκαν και τον είδε να χαμογελά. «Δεν έχει πυρετό τώρα η Μάντελεϊν, Έντμοντ, κι είναι πειθήνια όσο κι ένα γατάκι» είπε. Στράφηκε τότε σε εκείνη και της είπε να πάει στο κρεβάτι για να μπορέσει ο Έντμοντ να βγάλει τον επίδεσμο.
Κούνησε το κεφάλι. Ήξερε τι έπρεπε να γίνει, η ντροπή όμως νίκησε την κοινή λογική. «Αν φεύγατε κι οι δύο, θα μπορούσα να ετοιμαστώ ένα λεπτό μόνη μου.»
«Να ετοιμαστείς για ποιο πράγμα;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Είμαι ευγενής» τραύλισε η Μάντελεϊν. «Δε θα αφήσω
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 145
κανένα σας να δει οτιδήποτε άλλο πέρα από το τραύμα μου. Αυτό θέλω να κάνω.»
Είχε κοκκινίσει αρκετά, και ο Ντάνκαν κατάλαβε πως το εννοούσε. Ο Έντμοντ άρχισε να ξεροβήχει, μα ο στεναγμός του αδελφού του ήταν πιο δυνατός. «Δεν είναι ώρα για σεμνότητες, Μάντελεϊν. Άλλωστε, ήδη έχω δει… τα πόδια σου.»
Ίσιωσε το κορμί της, τον κοίταξε όσο πιο αγριεμένα μπορούσε και πλησίασε βιαστικά το κρεβάτι. Άρπαξε μία από τις προβιές που είχαν πέσει στο πάτωμα κι όταν ανέβηκε στο κρεβάτι την έριξε από πάνω της. Ύστερα ανέβασε τα ρούχα μέχρι πάνω στους μηρούς.
Έβγαλε το δεμένο πόδι στο πλάι και άρχισε να ξετυλίγει αργά τον επίδεσμο.
Ο Έντμοντ γονάτισε δίπλα της όταν αφαιρέθηκε ο επίδεσμος. Η Μάντελεϊν πρόσεξε μια σκουρόχρωμη σκιά κάτω από το αριστερό του μάτι. Αναρωτήθηκε πώς να το έπαθε, κι έβγαλε το συμπέρασμα ότι κάποιος από τους αδελφούς του ήταν μάλλον υπεύθυνος. Τι μισητοί άνθρωποι, αναλογίστηκε, ενώ την ίδια στιγμή παρατηρούσε πόσο προσεχτικός ήταν ο Έντμοντ καθώς έβγαζε τα κολλώδη ράμματα από το δέρμα της.
«Μα, δεν είναι χειρότερο από τσίμπημα, Έντμοντ» του είπε με ανακούφιση. Ο Ντάνκαν είχε πλησιάσει και έστεκε δίπλα στο κρεβάτι. Έδειχνε έτοιμος να ορμήσει έτσι και σάλευε.
Ένιωθε αμήχανα με τους δυο άντρες να κοιτούν το μηρό της. Άρχισε να ντρέπεται πάλι. Θέλοντας να στρέψει την προσοχή του Ντάνκαν αλλού, είπε το πρώτο πράγμα που πέρασε από το μυαλό της. «Γιατί έχει θηλιές και στις δύο πλευρές της πόρτας;»
«Τι;» έδειχνε πραγματικά μπερδεμένος.«Το ξύλο που περνά στις θηλιές για να αμπαρώνει την
πόρτα» συνέχισε βιαστικά η Μάντελεϊν. «Έχεις βάλει θη
146 JULIE GARWOOD
λιές και από τις δύο πλευρές. Γιατί άραγε;» ρώτησε με δήθεν μεγάλο ενδιαφέρον για ένα τόσο γελοίο θέμα.
Η στρατηγική της όμως είχε αποτέλεσμα. Ο Ντάνκαν γύρισε, κοίταξε την πόρτα και μετά εκείνη. Κοιτούσε το πρόσωπό της τώρα, αγνοώντας για λίγο το πόδι της. «Λοιπόν;» τον προκάλεσε. «Ήσουν τόσο μπερδεμένος τότε που έφτιαξες την πόρτα που δεν μπορούσες να αποφασίσεις από ποια πλευρά να βάλεις τις αμπάρες;»
«Ο λόγος, Μάντελεϊν, είναι ο ίδιος με το γιατί η σκάλα χτίστηκε στ’ αριστερά» αστειεύτηκε. Ήταν ολοφάνερη η σπίθα στα μάτια του. Η Μάντελεϊν χάρηκε με την αλλαγή που έφερε στην όψη του. Δεν ήταν και τόσο τρομερός όταν χαμογελούσε.
«Και ποιος είναι αυτός ο λόγος;» ρώτησε χαμογελώντας παρά τη θέλησή της.
«Έτσι το προτιμώ.»«Ασήμαντος λόγος» είπε εκείνη. Συνέχισε να χαμογελά ώσπου κατάλαβε πως κρατούσε
το χέρι του. Το τράβηξε βιαστικά και γύρισε να κοιτάξει τον Έντμοντ.
Ο μεσαίος αδελφός κοιτούσε τον Ντάνκαν. Σηκώθηκε και είπε: «Έγιανε.»
Η Μάντελεϊν κοίταξε την άσχημη, ακανόνιστη γραμμή που σημάδευε το μηρό της. Το θέαμα της άσχημης ουλής την έκανε να μορφάσει. Γρήγορα όμως ξαναβρήκε τον έλεγχό της, ντροπιασμένη από την επιπόλαιη αντίδρασή της. Δεν ήταν καμιά μάταιη γυναίκα. «Ευχαριστώ, Έντμοντ» είπε καθώς τραβούσε το κάλυμμα πάνω στο πόδι της.
Ο Ντάνκαν δεν είχε δει το αποτέλεσμα της δουλειάς του Έντμοντ. Έσκυψε μπροστά κι έκανε να τραβήξει την προβιά. Η Μάντελεϊν έσπρωξε το χέρι του και έσφιξε τις άκρες του σκεπάσματος πάνω στο κρεβάτι. «Είπε πως έγιανε, Ντάνκαν.»
Ήταν φανερό πως ήθελε να δει μόνος του. Η Μάντελεϊν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 147
έβγαλε μια ξαφνιασμένη κραυγή όταν ο Ντάνκαν πέταξε από πάνω της το σκέπασμα. Προσπάθησε να σπρώξει το φόρεμά της προς τα κάτω, εκείνος όμως άρπαξε τα χέρια της και αργά, αποφασιστικά, έσπρωξε το ρούχο πάνω μέχρι που φάνηκε ολόκληρος ο μηρός. «Δεν έχει μόλυνση» του είπε τότε ο Έντμοντ, που παρακολουθούσε τη σκηνή από την άλλη πλευρά του κρεβατιού.
«Ναι, έγιανε» ένευσε ο Ντάνκαν. Όταν άφησε τα χέρια της Μάντελεϊν, έστρωσε το φόρε
μα και ρώτησε θορυβημένη: «Δεν πίστεψες τον ίδιο σου τον αδελφό;»
Η οργή του Ντάνκαν ήταν φανερή, αφού έκανε μεταβολή και απομακρύνθηκε με ένα δυνατό στεναγμό να τον ακολουθεί. Ο Έντμοντ έμεινε εκεί να κοιτάζει συνοφρυωμένος τη Μάντελεϊν για άλλο ένα λεπτό, κι ύστερα ακολούθησε τον αδελφό του.
Η Μάντελεϊν του έδειξε για άλλη μια φορά την ευγνωμοσύνη της. «Ξέρω πως σε διέταξαν να φροντίσεις το τραύμα μου, Έντμοντ, εγώ όμως σε ευχαριστώ όπως και να έχει.»
Ήταν σίγουρη πως θα της μιλούσε απότομα και ετοιμάστηκε να δεχτεί τις προσβολές του. Ό,τι απαίσιο κι αν της έλεγε, εκείνη θα γυρνούσε ταπεινά και το άλλο μάγουλο.
Ο Έντμοντ δεν μπήκε στον κόπο να πει το παραμικρό. Η Μάντελεϊν απογοητεύτηκε. Πώς θα έδειχνε στους Γουέξτον πόσο ευγενής ήταν αν δεν της έδιναν την ευκαιρία να το κάνει;
«Το δείπνο θα σερβιριστεί σε μία ώρα, Μάντελεϊν. Μπορείς να κατέβεις όταν έρθει να σε πάρει ο Γκίλαρντ.»
Ο Ντάνκαν βγήκε έξω. Ο Έντμοντ, όμως, κοντοστάθηκε και γύρισε αργά να κοιτάξει ξανά τη Μάντελεϊν. Έδειχνε να αμφιταλαντεύεται για κάτι.
«Ποιος είναι ο Πολύφημος;»
148 JULIE GARWOOD
Τα μάτια της Μάντελεϊν γούρλωσαν. Τι παράξενη ερώτηση. «Ε, ένας γίγαντας, ο αρχηγός των Κυκλώπων στην αρχαία ιστορία του Ομήρου» αποκρίθηκε. «Ο Πολύφημος ήταν φριχτά παραμορφωμένος γίγαντας με ένα μόνο πελώριο μάτι στο κέντρο ακριβώς του μετώπου του. Έφαγε τους στρατιώτες του Οδυσσέα» πρόσθεσε ανασηκώνοντας χαριτωμένα τους ώμους.
Η απάντηση δεν άρεσε στον Έντμοντ. «Για τ’ όνομα του Θεού» μουρμούρισε.
«Δεν πρέπει να επικαλείσαι το όνομα του Θεού μάταια» φώναξε η Μάντελεϊν. «Και γιατί με ρωτάς ποιος ήταν ο Πολύφημος;»
Ο ήχος των βημάτων που χανόταν της έδωσε να καταλάβει πως δε θα της απαντούσε.
Ακόμα και η αγένεια του μεσαίου αδελφού δεν κατάφερε να πνίξει τη χαρά της. Πετάχτηκε από το κρεβάτι και γέλασε. Επιτέλους θα έβγαινε από τούτο το δωμάτιο. Δεν πίστεψε ούτε για μια στιγμή πως η πόρτα ήταν όλη τη βδομάδα ξεκλείδωτη. Ο Ντάνκαν της το είχε πει μόνο για να την ταράξει. Ναι, θα με ανάγκαζε να πιστέψω πως είμαι παλαβή αν τον άφηνα.
Έψαξε το δισάκι της. Ευχήθηκε να είχε ένα όμορφο φόρεμα να φορέσει, μα γρήγορα κατάλαβε πόσο ανόητη ήταν η ευχή της. Ήταν αιχμάλωτή τους, όχι προσκεκλημένη τους.
Χρειάστηκε πέντε μόλις λεπτά να ετοιμαστεί. Βημάτιζε αρκετή ώρα στο δωμάτιο, και στο τέλος πλησίασε την πόρτα να δει πόσο καλά ήταν αμπαρωμένη. Με το πρώτο τράβηγμα, η πόρτα άνοιξε διάπλατα και κόντεψε να πέσει κάτω.
Μάλλον την είχε αφήσει ανοιχτή ο Ντάνκαν για να την ξεγελάσει. Ήθελε να το πιστέψει – μόνο που θυμήθηκε πως είχε φύγει πριν από τον Έντμοντ.
Διάφοροι ήχοι έφταναν ίσαμε την ανοιχτή σκάλα, που
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 149
παράσερναν τη Μάντελεϊν στο κεφαλόσκαλο. Έσκυψε στην κουπαστή. Προσπάθησε να ακούσει τι έλεγαν, μα ήταν πολύ μακριά για να καταλάβει. Στο τέλος τα παράτησε και γύρισε στο δωμάτιό της. Είδε τη μακριά ξύλινη σανίδα που ήταν στηριγμένη στον πέτρινο τοίχο και δίχως να το σκεφτεί την πήρε και την έσυρε μέσα στο δωμάτιο. Την έκρυψε κάτω από το κρεβάτι χαμογελώντας με την τόλμη της. «Μπορεί να αποφασίσω να κλειδώσω εσένα έξω, Ντάνκαν, αντί να σε αφήσω να με κλειδώσεις μέσα.»
Λες και μπορούσε να αποφασίσει οτιδήποτε, σκέφτηκε. Ήταν τόσο καιρό περιορισμένη σε τούτο το δωμάτιο, που σίγουρα για αυτό διασκέδαζε με τις σκέψεις της.
Ο Γκίλαρντ έκανε έναν αιώνα να έρθει. Είχε ήδη καταλήξει πως ο Ντάνκαν της είχε πει ψέματα. Απλώς ήταν σκληρός μαζί της.
Όταν άκουσε βήματα, χαμογέλασε με ανακούφιση και έτρεξε να σταθεί δίπλα στο παράθυρο. Έστρωσε το φόρεμα και τα μαλλιά της, και προσπάθησε να πάρει ήρεμη έκφραση.
Ο Γκίλαρντ δεν ήταν σκυθρωπός. Αυτό κι αν ήταν έκπληξη. Ήταν ευπρεπής απόψε, ντυμένος με τα χρώματα που παίρνει το δάσος την άνοιξη. Το ζεστό πράσινο τον έκανε να δείχνει όμορφος.
Η φωνή του ήταν τρυφερή όταν μίλησε. «Λαίδη Μάντελεϊν, θα ήθελα να σου μιλήσω πριν πάμε κάτω» είπε αντί για χαιρετισμό.
Την κοίταξε ανήσυχος, έδεσε τα χέρια πίσω από την πλάτη και άρχισε να βηματίζει μπροστά της.
«Είναι πιθανό να είναι με την οικογένεια η Αντέλα. Ξέρει πως είσαι εδώ και...»
«Είναι δυσαρεστημένη;»«Ναι, και κάτι παραπάνω. Δεν έχει πει τίποτα, το βλέμμα
της όμως με κάνει να ανησυχώ.»«Γιατί μου το λες αυτό;» ρώτησε η Μάντελεϊν.
150 JULIE GARWOOD
«Μα, σ’ το λέω γιατί ένιωθα πως σου όφειλα μιαν εξήγηση ώστε να μπορέσεις να προετοιμαστείς.»
«Γιατί ανησυχείς; Είναι φανερό πως έχεις αλλάξει γνώμη για μένα. Φταίει που σε βοήθησα στη μάχη εναντίον του αδελφού μου;»
«Μα, φυσικά» τραύλισε ο Γκίλαρντ. «Λυπηρός λόγος» του είπε. «Λυπάσαι που μου έσωσες τη ζωή;» ρώτησε ο Γκίλαρντ. «Με παρεξήγησες, Γκίλαρντ. Λυπάμαι που αναγκάστηκα
να αφαιρέσω τη ζωή κάποιου για να σε βοηθήσω» εξήγησε. «Δε λυπάμαι που μπόρεσα να σε βοηθήσω.»
«Λαίδη Μάντελεϊν, δεν σε καταλαβαίνω» της είπε ο Γκίλαρντ. Ήταν συνοφρυωμένος και έδειχνε μπερδεμένος.
Ήταν αδύνατο να καταλάβει. Έμοιαζε τόσο πολύ με τον αδελφό του. Ναι, υπέθετε ότι ο Γκίλαρντ ήταν συνηθισμένος να σκοτώνει όπως και ο Ντάνκαν, και δε θα κατανοούσε ποτέ την ντροπή που ένιωθε για τη συμπεριφορά της. Για το Θεό, ίσως να έβλεπε τη βοήθειά της σαν ηρωισμό. «Νομίζω πως θα προτιμούσα να είχες βρει κάποιο καλό στοιχείο σε μένα και να ήταν αυτός ο λόγος που άλλαξες γνώμη.»
«Δεν καταλαβαίνω» είπε ο Γκίλαρντ ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Το ξέρω.» Είχε μιλήσει τόσο θλιμμένα, που ο Γκίλαρντ ένιωσε την ανάγκη να την παρηγορήσει.
«Είσαι ασυνήθιστη γυναίκα.»«Προσπαθώ να μην είμαι. Είναι δύσκολο όμως, αν ανα
λογιστείς το παρελθόν μου.» «Σου κάνω φιλοφρόνηση όταν σου λέω πως είσαι ασυ
νήθιστη» αποκρίθηκε ο Γκίλαρντ χαμογελώντας, γιατί είχε ακούσει την ανησυχία στη φωνή της. Αναρωτήθηκε αν πίστευε ότι το ασυνήθιστο ήταν για εκείνη κάποιου είδους ελάττωμα.
Κούνησε το κεφάλι, έκανε μεταβολή και την οδήγησε στις σκάλες, ενώ εξηγούσε, καθώς προχωρούσαν, πως αν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 151
γλιστρούσε, έπρεπε να τον αρπάξει από τους ώμους για να κρατηθεί. Τα σκαλιά ήταν υγρά και γλιστρούσαν σε κάποια σημεία.
Ο Γκίλαρντ συνέχισε να μονολογεί, η Μάντελεϊν όμως ένιωθε πολύ μεγάλη νευρικότητα για να τον ακούσει. Τα σωθικά της είχαν γίνει κουβάρι από την ανησυχία μπροστά στην πιθανότητα να συναντήσει την Αντέλα.
Όταν έφτασαν στην είσοδο της αίθουσας, ο Γκίλαρντ πλησίασε στο πλευρό της. Της πρόσφερε το μπράτσο του. Η Μάντελεϊν αρνήθηκε την ευγενική κίνηση από φόβο μήπως η αλλαγή του Γκίλαρντ δεν άρεσε στους αδελφούς του.
Κουνώντας ελαφρά το κεφάλι, η Μάντελεϊν έδεσε τα χέρια μπροστά της και έστρεψε την προσοχή στην αίθουσα. Θεέ και Κύριε, ήταν γιγάντια, με ένα πέτρινο τζάκι να καταλαμβάνει αρκετό μέρος του τοίχου απέναντί της. Δεξιά από το τζάκι, αν και σε αρκετή απόσταση, υπήρχε ένα ογκώδες τραπέζι, αρκετά μακρύ για να χωρέσει τουλάχιστον είκοσι άτομα. Το τραπέζι βρισκόταν πάνω σε ξύλινη εξέδρα. Φθαρμένα σκαμνιά το πλαισίωναν δεξιά κι αριστερά, άλλα όρθια, άλλα αναποδογυρισμένα. Μια κάπως περίεργη μυρωδιά έφτασε στη Μάντελεϊν και ζάρωσε τη μύτη της. Κοίταξε καλά γύρω και εντόπισε αμέσως την αιτία. Τα βούρλα στο πάτωμα είχαν μουχλιάσει από την πολυκαιρία. Ήταν σάπια. Φωτιά έκαιγε στο τζάκι αναθερμαίνοντας τη δυσωδία, και σαν να μην έφτανε αυτό για να ανακατέψει κάποιον, υπήρχαν πάνω από δέκα σκυλιά που πρόσθεταν τη δική τους οσμή απλυσιάς καθώς κοιμούνταν το ένα πάνω στο άλλο στο κέντρο του χώρου.
Η ακαταστασία τρόμαξε τη Μάντελεϊν, ήταν όμως αποφασισμένη να κρατήσει τη γνώμη της για τον εαυτό της. Αν ήθελαν οι Γουέξτον να ζουν σαν ζώα, ήταν δικό τους θέμα. Εκείνη σίγουρα δεν ενδιαφερόταν καθόλου. Όταν την έσπρωξε ο Γκίλαρντ, άρχισε να προχωρά προς την εξέ
152 JULIE GARWOOD
δρα. Ο Έντμοντ είχε καθίσει ήδη στο τραπέζι, με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο πίσω του. Ο μεσαίος αδελφός την παρακολουθούσε. Έδειχνε σαν να τον απασχολούσε κάτι. Προσπάθησε να κάνει πως δεν την κοιτούσε, όπως κι εκείνη προσπάθησε να φανεί ατάραχη.
Μόλις εκείνη και ο Γκίλαρντ πήραν τη θέση τους στο τραπέζι, στο δωμάτιο μπήκαν στρατιώτες διάφορων βαθμών και μεγεθών. Κάθισαν στα υπόλοιπα σκαμνιά, εκτός από εκείνο που βρισκόταν στην κεφαλή του τραπεζιού δίπλα στη Μάντελεϊν. Υπέθεσε πως η άδεια θέση ανήκε στον Ντάνκαν, αφού εκείνος ήταν η κεφαλή της γενιάς των Γουέξτον.
Η Μάντελεϊν ήταν έτοιμη να ρωτήσει τον Γκίλαρντ πότε θα ερχόταν ο Ντάνκαν, όταν αντήχησε η φωνή του Έντμοντ. «Γκέρτι!»
Η βροντερή φωνή έσβησε την ερώτηση της Μάντελεϊν. Την ακολούθησε μια δυνατή απάντηση από το κελάρι στα δεξιά. «Σ’ ακούσαμε.»
Εμφανίστηκε τότε η Γκέρτι με μια στοίβα άδειους δίσκους στο ένα χέρι και μια μεγάλη πιατέλα γεμάτη κρέας στο άλλο. Άλλα δύο κορίτσια ακολουθούσαν στο κατόπι της, κουβαλώντας κι άλλες πιατέλες που ξεχείλιζαν φαγητό. Μια τρίτη υπηρέτρια εμφανίστηκε στο τέλος της πομπής με τραγανές φρατζόλες ψωμί στα χέρια και κάτω από τα μπράτσα της.
Αυτό που ακολούθησε ήταν τόσο αποκρουστικό που η Μάντελεϊν έμεινε άναυδη. Η Γκέρτι πέταξε τις πιατέλες στη μέση του τραπεζιού και έγνεψε στις άλλες υπηρέτριες να κάνουν το ίδιο. Οι δίσκοι πετούσαν σαν σε πεδίο μάχης, για να προσγειωθούν στριφογυρνώντας παντού γύρω της. Τους ακολούθησαν μεγάλες κανάτες μπίρα. Οι άντρες, με πρώτο τον Έντμοντ, άρχισαν αμέσως να τρώνε.
Ήταν προφανώς κάποιο σήμα για τα σκυλιά που σηκώθηκαν και έτρεξαν να πάρουν θέση κατά μήκος των δύο πλευρών του τραπεζιού. Η Μάντελεϊν δεν καταλάβαινε την
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 153
παράξενη αυτή συμπεριφορά, ώσπου έφυγε το πρώτο κόκαλο πάνω από τους ώμους κάποιου στρατιώτη. Το κόκαλο το άρπαξε αμέσως ένα από τα μεγαλύτερα σκυλιά, ένα Λεβριέ σχεδόν διπλάσιο από τα κυνηγόσκυλα γύρω του. Ακολούθησαν άγρια γρυλίσματα μέχρι που άλλο ένα κομμάτι πετάχτηκε πάνω από άλλον ώμο, ύστερα κι άλλο, κι άλλο, για να καταλήξουν όλα τα σκυλιά να τρώνε φρενιασμένα όπως ακριβώς και οι άντρες γύρω της.
Η Μάντελεϊν τους κοιτούσε. Δεν μπορούσε να κρύψει την αποστροφή της, ούτε καν το προσπάθησε. Έχασε όμως την όρεξή της.
Ούτε μία λέξη δεν αντάλλαξαν σε όλο το γεύμα. Ακούγονταν μόνο απαίσια γρυλίσματα και μουγκρητά ανθρώπων που απολάμβαναν το φαγητό τους, εκτός από τα δόντια των σκυλιών πάνω στα κόκαλα.
Στην αρχή νόμισε πως ήταν κάποιο σχέδιο για να την κάνουν να ανακατευτεί, όταν όμως είδε ότι συνεχιζόταν μέχρι να γεμίσουν τις κοιλιές τους και να ρευτούν ικανοποιημένοι, αναγκάστηκε να επανεκτιμήσει τον τρόπο που σκεφτόταν.
«Δεν τρως τίποτε, Μάντελεϊν. Δεν πεινάς;» ρώτησε ο Γκίλαρντ με το στόμα γεμάτο φαγητό. Είχε προσέξει επιτέλους ότι εκείνη δεν είχε αγγίξει καν το κρέας που είχε προσγειωθεί μπροστά τους.
«Έχασα την όρεξή μου» ψιθύρισε η Μάντελεϊν.Τον κοιτούσε καθώς κατέβαζε μια γερή ποσότητα μπί
ρας και σκούπιζε το στόμα στο μανίκι του. Έκλεισε τα μάτια. «Πες μου κάτι, Γκίλαρντ» κατάφερε να προφέρει «γιατί δεν περίμεναν οι άντρες τον Ντάνκαν; Νόμιζα πως θα το απαιτούσε.»
«Α, ο Ντάνκαν δεν τρώει ποτέ μαζί μας» αποκρίθηκε ο Γκίλαρντ. Τράβηξε ένα κομμάτι ψωμί από μια μακριά φρατζόλα και πρόσφερε στη Μάντελεϊν. Εκείνη κούνησε το κεφάλι.
«Ο Ντάνκαν δεν τρώει ποτέ μαζί σας;»
154 JULIE GARWOOD
«Όχι, από τότε που πέθανε ο πατέρας μας και αρρώστησε η Μέρι» εξήγησε ο Γκίλαρντ.
«Ποια είναι η Μέρι;» «Ήταν» τη διόρθωσε ο Γκίλαρντ. «Πέθανε.» Ρεύτηκε
πριν συνεχίσει. «Ήταν η οικονόμος. Είχε περάσει πια η ώρα της από καιρό» συνέχισε, με κάποια αναισθησία, κατά τη γνώμη της Μάντελεϊν. «Έλεγα πως θα μας θάψει όλους. Η Αντέλα ούτε που ήθελε να ακούσει για αντικατάστασή της, έλεγε πως θα πληγωνόταν. Προς το τέλος τα μάτια της Μέρι την εγκατέλειψαν και το μισό καιρό δεν μπορούσε να βρει το τραπέζι.»
Ο Γκίλαρντ δάγκωσε άλλο ένα τεράστιο κομμάτι κρέας και πέταξε αδιάφορα το κόκαλο πίσω. Η Μάντελεϊν αναγκάστηκε να το αποφύγει. Νέο κύμα θυμού την έπνιξε.
«Όπως και να έχει» συνέχισε ο Γκίλαρντ «ο Ντάνκαν είναι άρχοντας του κάστρου αυτού. Μένει μακριά από την οικογένεια όσο περισσότερο μπορεί. Νομίζω πως το προτιμά άλλωστε να τρώει μόνος.»
«Δεν αμφιβάλλω» μουρμούρισε η Μάντελεϊν. Και να σκεφτεί κανείς πως ανυπομονούσε να βγει από το δωμάτιό της. «Οι άντρες του Ντάνκαν τρώνε πάντα με τέτοιον ενθουσιασμό;» ρώτησε.
Ο Γκίλαρντ φάνηκε να μην καταλαβαίνει την ερώτησή της. Ανασήκωσε τους ώμους και είπε: «Όταν έχουν δουλέψει μια ολόκληρη μέρα, μάλλον.»
Ενώ η Μάντελεϊν σκεφτόταν πως δε θα άντεχε ούτε στιγμή παραπάνω να παρακολουθεί όλο αυτό, το μαρτύριο έφτασε ξαφνικά στο τέλος του. Ένας ένας οι στρατιώτες σηκώνονταν, ρεύονταν και έφευγαν. Αν δεν ήταν τόσο αηδιαστικό, μπορεί να έβρισκε αστείο το τελετουργικό.
Ακόμα και οι σκύλοι αποσύρθηκαν ράθυμα μπροστά στο τζάκι, όπου σχημάτισαν μια νέα πυραμίδα. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως τα ζώα ήταν περισσότερο πειθαρχημένα από τα αφεντικά τους. Κανένα δε ρεύτηκε όταν έφυγε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 155
«Δεν έφαγες τίποτα» είπε ο Γκίλαρντ. «Σου άρεσε το γεύμα;» ρώτησε. Η φωνή του ήταν χαμηλή. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως το έκανε για να μην ακούσει ο Έντμοντ.
«Γεύμα ήταν αυτό;» ρώτησε, ανίκανη να κρύψει την οργή από τη φωνή της.
«Εσύ τι θα το αποκαλούσες;» μπήκε στη μέση ο Έντμοντ με ύφος βλοσυρό.
«Θα το αποκαλούσα τάισμα.» «Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς» είπε ο Έντμοντ.«Τότε μετά χαράς να σου εξηγήσω» απάντησε η Μάντε
λεϊν. «Έχω δει ζώα να έχουν καλύτερους τρόπους.» Κούνησε το κεφάλι για να δώσει έμφαση στο σχόλιό της. «Άντρες καλής ανατροφής τρώνε το φαγητό τους, Έντμοντ. Αυτό που είδα μόλις τώρα δεν ήταν γεύμα. Όχι, ήταν τάισμα μιας αγέλης ζώων με ρούχα ανθρώπινα. Τώρα είναι αρκετά ξεκάθαρο για σένα;»
Το πρόσωπο του Έντμοντ είχε γίνει κατακόκκινο όσο μιλούσε. Έδειχνε έτοιμος να πηδήσει πάνω από το τραπέζι και να την πνίξει. Η Μάντελεϊν ήταν πολύ οργισμένη για να την πειράξει κάτι τέτοιο. Είχε νιώσει καλά τώρα που είχε ξεσπάσει λίγο το θυμό της.
«Πιστεύω πως έκανες αρκετά ξεκάθαρη την άποψή σου. Δε συμφωνείς, Έντμοντ;»
Ω Θεέ μου, αυτός ήταν ο Ντάνκαν, και η βαθιά φωνή του ακουγόταν ακριβώς από πίσω της. Δεν τόλμησε να γυρίσει, γιατί θα έχανε το θάρρος που είχε μόλις βρει.
Τον ένιωθε απελπιστικά κοντά. Έγειρε λίγο πίσω και ένιωσε τους μηρούς του να αγγίζουν την ωμοπλάτη της. Σκέφτηκε πως δεν έπρεπε να τον αγγίξει, αφού η θύμηση της δύναμης των μηρών του ήταν υπερβολικά έντονη.
Αποφάσισε να τον πετάξει από την εξέδρα. Σηκώθηκε, γύρισε και την ίδια στιγμή βρέθηκε κολλημένη πάνω στο βαρόνο Γουέξτον. Δεν είχε υποχωρήσει μήτε εκατοστό, και τώρα η Μάντελεϊν αναγκάστηκε να υποχωρήσει και να τον
156 JULIE GARWOOD
προσπεράσει. Σήκωσε τη φούστα της και κατέβηκε. Γύρισε και πάλι, έτοιμη να πει στον Ντάνκαν τη γνώμη της για το βαρβαρικό δείπνο του. Τότε έκανε το λάθος να σηκώσει το κεφάλι και να κοιτάξει τα γκρίζα μάτια του. Ένιωσε όλο της το θάρρος να στραγγίζεται από μέσα της.
Τι ατυχία να ασκεί τέτοια μυστήρια εξουσία πάνω της. Και τώρα την εκμεταλλευόταν, σκέφτηκε, έτσι που της έκλεβε κάθε σκέψη. Ο Θεός να τη βοηθούσε, μα δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τι ήθελε να του πει.
Δίχως να χαιρετήσει, γύρισε και απομακρύνθηκε αργά. Θεώρησε πως αυτή η νίκη ήταν αρκετή, αφού στην πραγματικότητα θα προτιμούσε χίλιες φορές να το βάλει στα πόδια.
Είχε φτάσει μέχρι τα μισά της αίθουσας όταν η επιτακτική φωνή του Ντάνκαν τη σταμάτησε. «Δε σου έδωσα την άδεια να φύγεις, Μάντελεϊν.» Είχε προφέρει κάθε λέξη αργά, απειλητικά.
Η ράχη της σφίχτηκε. Γύρισε, του χάρισε ένα ψεύτικο χαμόγελο και έδωσε την απάντησή της με τον ίδιο ακριβώς τρόπο. «Δεν τη ζήτησα.»
Είδε την έκπληξη στην έκφρασή του πριν του γυρίσει ξανά την πλάτη. Η Μάντελεϊν συνέχισε να περπατά και να μουρμουρίζει μονολογώντας πως δεν ήταν άλλωστε παρά ένα πιόνι, πως τα πιόνια δεν ήταν υποχρεωμένα να κάνουν ό,τι ήθελαν οι φύλακές τους. Ναι, ήταν τόσο αθέμιτες οι αδικίες εναντίον της. Εκείνη ήταν μια καλή, ευγενής κόρη.
Απορροφημένη όπως ήταν στα μουρμουρητά της, δεν άκουσε τον Ντάνκαν να προχωρά. Θύμιζε λύκο έτσι όπως έκανε, σκέφτηκε κάπως πανικόβλητη όταν ένιωσε τα μεγάλα χέρια του να ακουμπούν στους ώμους της.
Ο Ντάνκαν μόλις που την πίεσε για να τη σταματήσει, δεν ήταν όμως απαραίτητο. Μόλις την άγγιξε, ένιωσε το σφίξιμο να σβήνει από τους ώμους της.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 157
Η Μάντελεϊν έπεσε αδύναμη πάνω του. Ο Ντάνκαν την ένιωσε να τρέμει. Κατάλαβε τότε πως δεν του έδινε την παραμικρή σημασία. Όχι. Η Μάντελεϊν κοιτούσε την είσοδο της αίθουσας. Κοιτούσε την Αντέλα.
Κεφάλαιο 9
Η αγάπη ανυπόκριτος. Να αποστρέφεστε με όλη σας τη δύ-ναμη το πονηρό και να είστε προσκολλημένοι στο αγαθό.
Επιστολή Παύλου προς Ρωμαίους, 12:9
Η Μάντελεϊν είχε τρομοκρατηθεί από το θέαμα μπροστά της. Αναγνώρισε αμέσως την Αντέλα, γιατί έμοιαζε έντονα με τον αδελφό της τον Γκίλαρντ. Είχε τα καστανά μαλλιά και τα μάτια του. Δεν ήταν ψηλή σαν τον Γκίλαρντ και ήταν υπερβολικά αδύνατη, ενώ το ωχρό της δέρμα φανέρωνε πως δεν ήταν καλά.
Φορούσε ένα ρούχο που κάποτε είχε κάποιο αχνό χρώμα. Ήταν τόσο βρόμικο και λερωμένο τώρα, που το πραγματικό του χρώμα δεν αναγνωριζόταν. Τα μαλλιά της, μακριά και κολλημένα, έδειχναν το ίδιο βρόμικα όσο και το φόρεμα. Σκέφτηκε πως δεν υπήρχε μόνο βρομιά κάτω από αυτό το άθλιο θέαμα.
Όταν το αρχικό σοκ πέρασε, η εμφάνιση της Αντέλα έπαψε να την απωθεί. Είδε το στοιχειωμένο βλέμμα στα μάτια του άμοιρου κοριτσιού. Έκρυβαν πόνο και τόση απόγνωση. Ένιωσε τη διάθεση να κλάψει. Ελεήμονα Θεέ, ο αδελφός της το είχε προκαλέσει αυτό. Βεβαιώθηκε τότε πως ο Λούντον θα περνούσε όλη την αιωνιότητα στην κόλαση. Ο Ντάνκαν τύλιξε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της Μάντελεϊν και την τράβηξε απότομα κοντά του. Δεν καταλάβαινε γιατί, η αγκαλιά του όμως την έκανε να πάψει να
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 159
τρέμει. «Θα τη σκοτώσω, Ντάνκαν» φώναξε απειλητικά η Αντέλα.
Ο Έντμοντ εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. Η Μάντελεϊν τον είδε να πλησιάζει βιαστικά την αδελφή του και να την πιάνει από το χέρι.
Η Αντέλα ακολούθησε αργά τον αδελφό της στο τραπέζι. Ο Έντμοντ της μιλούσε, μα η φωνή του ήταν πολύ χαμηλή για να ακούσει η Μάντελεϊν τι της έλεγε. Φάνηκε να καθησυχάζει όμως την αδελφή του. Το βήμα της έγινε πιο χαλαρό και ένευσε αρκετές φορές στα λόγια του αδελφού της.
Όταν η Αντέλα κάθισε δίπλα στον Έντμοντ, ούρλιαξε ξαφνικά για άλλη μια φορά: «Έχω δικαίωμα να τη σκοτώσω, Ντάνκαν.»
Είχαν τόσο μίσος εκείνα τα μάτια. Η Μάντελεϊν θα είχε κάνει ένα βήμα πίσω αν δεν την κρατούσε τόσο σταθερά ο Ντάνκαν.
Δεν ήξερε πώς να απαντήσει στην απειλή. Στο τέλος κούνησε το κεφάλι για να δείξει στην Αντέλα ότι καταλάβαινε την υπόσχεσή της, ύστερα όμως σκέφτηκε πως ίσως φαινόταν σαν να συμφωνούσε. «Μπορείς να δοκιμάσεις, Αντέλα» αποκρίθηκε.
Η απάντησή της οδήγησε την Αντέλα σε έκρηξη μανίας. Η αδελφή του Ντάνκαν σηκώθηκε πάνω τόσο απότομα που το σκαμνί έπεσε από την εξέδρα στο πέτρινο πάτωμα.
«Σα γυρίσεις την πλάτη σου, εγώ θα...»«Αρκετά» Η φωνή του Ντάνκαν αντήχησε στους τοίχους.
Η διαταγή είχε άμεσο αντίκτυπο στην Αντέλα. Ήταν σαν να μαράθηκε μπροστά στα μάτια της Μάντελεϊν.
Ήταν φανερό πως στον Έντμοντ δεν άρεσε ο τρόπος που είχε φωνάξει ο Ντάνκαν στην αδελφή τους. Κοίταξε βλοσυρά τον αδελφό του πριν πιάσει το κάθισμά της Αντέλα και τη βοηθήσει να καθίσει.
Ο Ντάνκαν μουρμούρισε μια βρισιά. Άφησε τους ώμους της Μάντελεϊν, συνέχισε όμως να την κρατά φυλακισμένη,
160 JULIE GARWOOD
παίρνοντας το χέρι της στο δικό του. Ύστερα βγήκε από την αίθουσα, με τη Μάντελεϊν να τρέχει ξοπίσω του για να τον προφτάσει.
Δε σταμάτησε παρά μόνο όταν είχαν φτάσει στο στενό κεφαλόσκαλο έξω από το υπνοδωμάτιο του πύργου.
«Πώς μπορέσατε να την αφήσετε να γίνει έτσι;» είπε αυστηρά η Μάντελεϊν.
«Ο αδελφός σου είναι υπεύθυνος» απάντησε ο Ντάνκαν.Ήξερε πως θα έβαζε τα κλάματα. Ίσιωσε τους ώμους.
«Είμαι πολύ κουρασμένη, Ντάνκαν. Θα ήθελα τώρα να ξαπλώσω.»
Μπήκε αργά στο δωμάτιο, παρακαλώντας να μην την ακολουθήσει. Όταν άκουσε το χτύπο από τις μπότες στα σκαλιά, κατάλαβε πως είχε φύγει.
Γύρισε και έκλεισε την πόρτα. Σχεδόν κατάφερε να φτάσει στο κρεβάτι πριν αρχίσει να κλαίει.
Ο Ντάνκαν γύρισε αμέσως στην αίθουσα. Σκόπευε να απαιτήσει τη συνεργασία των αδελφών του στο σχέδιό του για τη Μάντελεϊν.
Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ κάθονταν ακόμα στο τραπέζι, με μια κανάτα μπίρα ανάμεσά τους. Η Αντέλα είχε ευτυχώς φύγει από την αίθουσα.
Όταν κάθισε ο Ντάνκαν, ο Γκίλαρντ του έδωσε την κανάτα ενώ την ίδια στιγμή ο Έντμοντ ρωτούσε προκλητικά: «Τώρα θα πρέπει εμείς οι Γουέξτον να προστατέψουμε την αδελφή του Λούντον από δικό μας άνθρωπο;»
«Δεν έκανε τίποτα η Μάντελεϊν στην Αντέλα» την υπερασπίστηκε ο Γκίλαρντ. «Δε μοιάζει καθόλου στον αδελφό της και το ξέρεις πολύ καλά, Έντμοντ. Της έχουμε φερθεί αισχρά, κι όμως δεν έχει πει μήτε κουβέντα για να διαμαρτυρηθεί.»
«Μη μου κάνεις εμένα τον προστάτη της Μάντελεϊν» ανταπάντησε ο Έντμοντ. «Είναι θαρραλέα» παραδέχτηκε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Έχεις ήδη πει την ιστορία για
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 161
το πώς σε έσωσε στη μάχη, Γκίλαρντ. Θεέ μου, την έχεις πει τόσες φορές που την ξέρω απέξω» πρόσθεσε και κοίταξε τον Ντάνκαν. «Το θέμα όμως δεν είναι ο χαρακτήρας της Μάντελεϊν. Η παρουσία της ταράζει την Αντέλα.»
«Ναι» διέκοψε ο Ντάνκαν. «Κι αυτό με ευχαριστεί.» «Τι είπες;» απόρησε ο Έντμοντ.«Έντμοντ, πριν χάσεις την ψυχραιμία σου, πες μου τούτο.
Πότε ήταν η τελευταία φορά που σου μίλησε η Αντέλα;»«Στο Λονδίνο, αμέσως μετά που τη βρήκαμε» απάντη
σε εκείνος. Η φωνή του φανέρωνε εκνευρισμό, ο Ντάνκαν όμως δεν ενοχλήθηκε.
«Γκίλαρντ; Πότε ήταν η τελευταία φορά που μίλησε σε σένα;»
«Το ίδιο με τον Έντμοντ» απάντησε εκείνος συνοφρυωμένος. «Μου είπε τι έγινε και αυτό ήταν όλο. Ξέρεις πως δεν έχει πει κουβέντα σε κανέναν από εκείνη τη νύχτα.»
«Μέχρι απόψε» τους θύμισε ο Ντάνκαν. «Η Αντέλα μίλησε στη Μάντελεϊν.»
«Και το θεωρείς καλό σημάδι αυτό;» ρώτησε ο Έντμοντ, με φωνή που φανέρωνε δυσπιστία. «Η Αντέλα μιλά επιτέλους, ναι, μα μιλά για φόνο, αδελφέ. Θεέ και Κύριε, η γλυκιά μας αδελφή ορκίζεται να σκοτώσει τη Μάντελεϊν. Δεν το βλέπω σαν ανάρρωση αυτό.»
«Η Αντέλα ξαναγυρνά κοντά μας» εξήγησε ο Ντάνκαν. «Έχει θυμό τώρα, τόσο άγριο που σχεδόν κατατρώει το μυαλό της, νομίζω όμως πως με τη βοήθεια της Μάντελεϊν η Αντέλα θα αρχίσει να θεραπεύεται.»
Ο Έντμοντ κούνησε το κεφάλι. «Όταν ήρθε να μας επισκεφτεί η αδελφή μας η Κάθριν, η Αντέλα ούτε που γυρνούσε να την κοιτάξει. Γιατί πιστεύεις πως η Μάντελεϊν θα μπορούσε να βοηθήσει αφού ούτε η ίδια η αδελφή της Αντέλα δεν τα κατάφερε;»
Ο Ντάνκαν δυσκολευόταν να εξηγήσει τα αισθήματά του. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένος να συζητά οτιδήποτε
162 JULIE GARWOOD
σημαντικό με τους δύο μικρότερους αδελφούς του. Όχι, ήταν συνηθισμένος να δίνει διαταγές και να περιμένει από όλους να τις εκτελούν. Ο Ντάνκαν διοικούσε το σπίτι του όπως ακριβώς και το στρατό του, σχεδόν όπως ακριβώς το είχε κάνει πριν από εκείνον κι ο πατέρας του. Η μόνη εξαίρεση στον ιερό αυτό κανόνα ήταν όταν εκπαίδευε τους άντρες του. Ο Ντάνκαν τότε συμμετείχε ενεργά και ταυτόχρονα εκπαίδευε, ενώ απαιτούσε από κάθε στρατιώτη να κάνει εκείνα μόνο που είχε πρώτος εκείνος καταφέρει. Η συγκεκριμένη περίπτωση όμως ήταν διαφορετική. Τα αδέλφια του άξιζαν να μάθουν τι σκεφτόταν να κάνει. Η Αντέλα ήταν και δική τους αδελφή. Ναι, είχαν κι εκείνοι δικαίωμα να πουν τη γνώμη τους.
«Εγώ λέω να καλέσουμε πάλι την Κάθριν» είπε ο Έντμοντ με το σαγόνι σφιγμένο πεισματικά.
«Δεν είναι απαραίτητο» δήλωσε ο Ντάνκαν. «Η Μάντελεϊν θα βοηθήσει την Αντέλα. Απλώς πρέπει να την καθοδηγήσουμε» πρόσθεσε με μια υποψία χαμόγελου. «Είναι η μόνη που θα καταλάβει τι συμβαίνει μες στο μυαλό της. Στο τέλος η αδελφή μας θα στραφεί σε εκείνη.»
«Ναι, Ντάνκαν, η Αντέλα θα στραφεί στη Μάντελεϊν σου, αυτό είναι σίγουρο, αλλά μ’ ένα μαχαίρι στο χέρι για να τη σκοτώσει. Θα πρέπει να πάρουμε όλες τις προφυλάξεις.»
«Δε θέλω να κινδυνέψει η Μάντελεϊν» είπε ο Γκίλαρντ. «Νομίζω πως έπρεπε να την αφήσουμε εκεί. Ο Λούντον θα την έβρισκε αργά ή γρήγορα. Και δεν είναι του Ντάνκαν η Μάντελεϊν, Έντμοντ. Είμαστε όλοι εξίσου υπεύθυνοι για εκείνη.» Η φωνή του ήταν απαλή, η πρόκληση όμως ήταν εκεί, στον τρόπο που έστεκε και κοιτούσε τον αδελφό του. Ο Ντάνκαν ένευσε απρόθυμα. Ο Έντμοντ παρακολουθούσε τους δυο αδελφούς του. Δεν του άρεσε καθόλου ο κτητικός τόνος στη φωνή του Ντάνκαν. Ξαφνικά βρέθηκε να συμφωνεί απόλυτα με τον Γκίλαρντ, πράγμα σπάνιο, αφού ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ συνήθως έπαιρναν διαφορετική θέση
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 163
σχεδόν σε κάθε σημαντικό θέμα. «Ίσως έπρεπε να μείνει πίσω η Μάντελεϊν» είπε ενώ σκεφτόταν να αναφέρει την πιθανότητα να τη γυρίσουν πίσω το συντομότερο δυνατό.
Η γροθιά του Ντάνκαν χτύπησε το τραπέζι με αρκετή δύναμη για να γυρίσει την μπίρα ανάποδα. Η κανάτα θα είχε πέσει από το τραπέζι αν δεν είχε αντιδράσει αμέσως ο Γκίλαρντ.
«Η Μάντελεϊν δε θα πάει πουθενά, Έντμοντ. Δε θα ρωτήσω ξανά, αδελφέ. Με στηρίζεις σε τούτη την απόφαση;»
Βαριά σιωπή απλώθηκε ανάμεσα στους δύο αδελφούς. «Έτσι λοιπόν» είπε τελικά ο Έντμοντ. Ο Ντάνκαν
ένευσε. Ο Γκίλαρντ παρακολουθούσε μπερδεμένος. Ήταν φανερό πως κάτι του είχε ξεφύγει, μα δεν μπορούσε να καταλάβει τι.
«Ναι, έτσι» είπε ο Ντάνκαν. «Σκέφτεσαι να με αμφισβητήσεις;»
Ο Έντμοντ στέναξε. Κούνησε το κεφάλι. «Όχι. Θα σε υποστηρίξω, Ντάνκαν, αν και θα ήθελα να σκεφτείς τα προβλήματα που θα προκαλέσει η απόφαση αυτή.»
«Δε θα άλλαζα γνώμη, Έντμοντ.» Ο Ντάνκαν δεν έδειχνε έτοιμος να δώσει εξηγήσεις. Ο Γκίλαρντ αποφάσισε να περιμένει μέχρι να μείνει μόνος με τον Έντμοντ και να ανακαλύψει τι συνέβαινε. Άλλωστε, κάτι άλλο τον απασχολούσε και δεν μπόρεσε να μη ρωτήσει. «Ντάνκαν; Τι εννοούσες όταν είπες πως πρέπει απλώς να καθοδηγηθεί η Μάντελεϊν για να βοηθήσει την Αντέλα;»
Ο Ντάνκαν γύρισε επιτέλους να κοιτάξει τον Γκίλαρντ. Ήταν ικανοποιημένος από τη στήριξη του Έντμοντ, και η διάθεσή του είχε αλλάξει. «Η Μάντελεϊν έχει εμπειρίες που θα τη βοηθήσουν με την αδελφή μας. Προτείνω να βάλουμε τις δυο τους μαζί όσο πιο συχνά γίνεται. Έντμοντ, δικό σου καθήκον θα είναι να συνοδεύεις την αδελφή σου κάθε βράδυ στο δείπνο. Γκίλαρντ, εσύ θα φέρνεις τη Μάντελεϊν. Εσένα δε σε φοβάται τόσο πολύ.»
164 JULIE GARWOOD
«Εμένα με φοβάται;» απόρησε ο Έντμοντ. Ο Ντάνκαν αγνόησε την ερώτηση, αν και έριξε ένα
εκνευρισμένο βλέμμα στον Έντμοντ για να του δώσει να καταλάβει πως δεν του άρεσε καθόλου να τον διακόπτουν. «Δεν είναι σημαντικό αν η Αντέλα ή η Μάντελεϊν θελήσουν να αρνηθούν. Αν χρειαστεί, σύρετέ τες, αλλά θα τρώνε μαζί.»
«Η Αντέλα θα καταστρέψει την ευγενική μας Μάντελεϊν» είπε ο Γκίλαρντ. «Η γλυκιά Μάντελεϊν δε θα μπορέσει να τα βάλει με...»
«Η γλυκιά Μάντελεϊν έχει ταμπεραμέντο άγριο σαν θύελλα του χειμώνα, Γκίλαρντ.» Η φωνή του Ντάνκαν ακούστηκε οργισμένη. «Απλώς πρέπει να την καθοδηγήσουμε έτσι που να καταλαγιάσει λίγο.»
«Μα τι λες;» είπε ο Γκίλαρντ σχεδόν φωνάζοντας, φανερά έκπληκτος. «Η Μάντελεϊν είναι μια ευγενική κόρη. Γιατί…»
Η συνηθισμένη σκυθρωπή έκφραση του Έντμοντ χάθηκε. Άρχισε μάλιστα να χασκογελά. «Έχει και γλυκύτατο αριστερό, Γκίλαρντ. Και ξέρουμε πολύ καλά τι ευγενική κόρη είναι. Το ούρλιαζε αρκετά δυνατά για να την ακούσει όλη η Αγγλία.»
«Τότε την είχε κυριέψει ο πυρετός. Σ’ το είπα πως έπρεπε να της κόψουμε τα μαλλιά για να αφήσουμε τους δαίμονες να φύγουν, Ντάνκαν. Δεν ήταν, σας λέω, ο εαυτός της. Εδώ δεν ξέρει καν πως μαύρισε το μάτι του Έντμοντ.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Δε χρειάζεται να υπερασπίζεσαι τη Μάντελεϊν σε μένα» είπε.
«Λοιπόν, τι θα κάνεις με τη Μάντελεϊν;» Ο Γκίλαρντ δεν κατάφερε να κρύψει την επιταγή από τη φωνή του.
«Θα έχει ένα ασφαλές καταφύγιο εδώ, Γκίλαρντ.» Σηκώθηκε και ήταν έτοιμος να βγει από το δωμάτιο όταν έφτασε στα αυτιά του το σχόλιο του Έντμοντ. «Δε θα είναι ασφαλής μέχρι να βρει τα λογικά της η Αντέλα. Η Μάντελεϊν θα υποστεί ένα μαρτύριο.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 165
«Μαρτύριο θα είναι για όλους μας» φώναξε ο Ντάνκαν. «Με το θέλημα του Θεού, όλα θα τελειώσουν αρκετά σύντομα.»
Ο Ντάνκαν άφησε τους αδελφούς του. Πήγε στη λίμνη για το μπάνιο του.
Οι σκέψεις του γυρνούσαν συνέχεια στη Μάντελεϊν. Η αλήθεια ήταν αναπόφευκτη. Από μια ειρωνική τροπή της μοίρας, η Μάντελεϊν είχε μείνει ανέπαφη από τη σκοτεινή φύση του Λούντον. Ήταν μια γυναίκα στην οποία έπρεπε να υπολογίζει. Κρύβει τον πραγματικό της χαρακτήρα από τον ίδιο της τον εαυτό, σκέφτηκε χαμογελώντας. Εκείνος όμως είχε ρίξει πολύτιμες ματιές στην αληθινή λαίδη Μάντελεϊν. Είχε χρειαστεί ένας φρενήρης πυρετός για να βγάλει στην επιφάνεια το παθιασμένο πνεύμα της. Ναι, ήταν αισθησιακή, με δίψα για τη ζωή, που τον ικανοποιούσε εξαιρετικά.
Ίσως, σκέφτηκε ο Ντάνκαν, να τη βοηθούσε και η Αντέλα. Η αδελφή του μπορεί δίχως να το ξέρει να τη βοηθούσε να ξεφορτωθεί κάποιους από τους μανδύες της.
Το παγωμένο νερό ενόχλησε τελικά τον Ντάνκαν αρκετά ώστε να βγάλει κάθε σκέψη από το μυαλό του. Θα τέλειωνε το μπάνιο του και θα πήγαινε στη Μάντελεϊν. Αυτό και μόνο τον έκανε να τελειώσει πιο γρήγορα το τελετουργικό του κολύμπι.
Η Μάντελεϊν είχε μόλις ανοίξει τα παντζούρια του παραθύρου της, όταν είδε τον Ντάνκαν να προχωρά προς τη λίμνη. Της είχε γυρισμένη την πλάτη, και τον κοιτούσε καθώς έβγαζε μέχρι και το τελευταίο ρούχο και βουτούσε στη λίμνη.
Δεν ένιωθε ντροπή που τον κοιτούσε ενώ ήταν γυμνός. Ναι, η γύμνια του δεν την έκανε να ντρέπεται καθόλου. Είχε εκπλαγεί τόσο πολύ από αυτό που έκανε για να κοκκινίσει. Άλλωστε είχε στραμμένη την πλάτη του σε εκείνη, σώζοντάς την από πραγματική αμηχανία.
166 JULIE GARWOOD
Δεν μπορούσε να πιστέψει πως θα βουτούσε στ’ αλήθεια στο νερό, εκείνος όμως το έκανε δίχως να διστάσει μήτε στιγμή.
Η πανσέληνος πρόσφερε αρκετό φως για να μπορέσει να τον παρακολουθήσει να διασχίζει τη λίμνη και να γυρνά πάλι πίσω. Δεν τον έχασε ούτε στιγμή από τα μάτια της, έκλεισε όμως τα μάτια από σεμνότητα όταν εκείνος βγήκε από το νερό. Περίμενε λίγο κι ύστερα κοίταξε ξανά.
Έστεκε στην άκρη της λίμνης, ντυμένος μόνο από τη μέση και κάτω. Δεν είχε μπει στον κόπο να φορέσει την πουκαμίσα του, μόνο την πέταξε αδιάφορα στον ώμο. Δεν ένιωθε την παγωνιά; Εκείνη είχε ήδη αρχίσει να τρέμει από την αύρα που έμπαινε από το παράθυρο. Ο Ντάνκαν όμως φερόταν σαν να ήταν μια ζεστή ανοιξιάτικη βραδιά. Και μάλιστα γυρνούσε σπίτι με βήμα νωχελικό, αβίαστο.
Η καρδιά της Μάντελεϊν χτυπούσε πιο γοργά όσο ο Ντάνκαν πλησίαζε. Ήταν σίγουρα καλοφτιαγμένος. Είχε μακριά πόδια, λεπτή μέση, πολύ φαρδιούς ώμους. Η δύναμη στα μπράτσα του διαγραφόταν ολοκάθαρα στο φως. Έβλεπε τους μυς να πάλλονται σχεδόν στο στέρνο του. Ανέδιδε δύναμη, ακόμα και από τέτοια απόσταση, μια δύναμη που την έλκυε και την ανησυχούσε συνάμα.
Ο Ντάνκαν ξαφνικά σταμάτησε, κοίταξε ψηλά και έπιασε τη Μάντελεϊν να τον κοιτάζει. Εκείνη σήκωσε ενστικτωδώς το χέρι να τον χαιρετήσει, δίστασε όμως. Δεν μπορούσε να δει την έκφρασή του, αλλά μάντευε πως ήταν σκυθρωπή. Άλλωστε, τις πιο πολλές φορές έτσι ήταν.
Η Μάντελεϊν γύρισε την πλάτη και πήγε στο κρεβάτι της, ξεχνώντας μες στη βιάση της να κλείσει τα παντζούρια.
Ήταν ακόμα θυμωμένη. Κάθε φορά που ερχόταν στο νου της η εικόνα της Αντέλα, ήθελε να ουρλιάξει. Αντί για αυτό έκλαψε για αρκετή ώρα, μέχρι που πόνεσαν τα μάγουλά της και πρήστηκαν τα μάτια της.
Η Αντέλα ήταν ο κύριος λόγος της οργής της. Το άμοιρο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 167
κορίτσι είχε περάσει τέτοιο μαρτύριο. Η Μάντελεϊν ήξερε πώς ήταν να βρίσκεσαι στο έλεος κάποιου. Ήξερε πόσο μένος υπήρχε μέσα της και τη λυπόταν.
Ήταν όμως έξαλλη και με τους αδελφούς Γουέξτον. Είχαν κάνει τα πράγματα πολύ χειρότερα έτσι όπως φέρονταν στην αδελφή τους.
Η Μάντελεϊν πήρε την απόφαση να πάρει εκείνη την ευθύνη της Αντέλα. Δεν σκέφτηκε πως ήθελε να βοηθήσει την αδελφή του Ντάνκαν επειδή της είχε προκαλέσει πόνο ο Λούντον. Παρόλο που ήταν αδελφή του, δε σκόπευε να νιώσει ενοχές για τη συγγένειά τους.
Θα βοηθούσε την Αντέλα γιατί ήταν τόσο τρωτή, τόσο χαμένη.
Θα ήταν ευγενική με το κορίτσι, καλή, και σίγουρα με τον καιρό θα αποδεχόταν την παρηγοριά της.
Ο Θεός να τη βοηθούσε, άρχισε πάλι να κλαίει. Ένιωθε τόσο παγιδευμένη. Ήταν τόσο κοντά στα σύνορα της εξαδέλφης Έντγουιθ, και τώρα έπρεπε να περιμένει για να δραπετεύσει. Η Αντέλα χρειαζόταν αγάπη και καθοδήγηση, και οι βάρβαροι οι αδελφοί της δεν ήξεραν καν τι σήμαινε αυτό. Ναι, τη χρειάζονταν εδώ, σκέφτηκε, μέχρι να βρει ξανά δύναμη η αδελφή του Ντάνκαν.
Το δωμάτιο είχε παγώσει. Η Μάντελεϊν κουλουριάστηκε τρέμοντας κάτω από τα σκεπάσματα, μέχρι που θυμήθηκε πως τα παντζούρια ήταν ορθάνοιχτα. Κατέβηκε από το κρεβάτι, τύλιξε μια προβιά γύρω της και βιάστηκε να πάει στο παράθυρο.
Είχε αρχίσει να βρέχει· καιρός ταιριαστός για τη διάθεσή της, σκέφτηκε. Κοίταξε τη λίμνη για να βεβαιωθεί ότι δεν ήταν ακόμα εκεί ο Ντάνκαν και έριξε μια ματιά στην κορυφή του χαμηλού λόφου που φαινόταν πάνω από τις πολεμίστρες.
Είδε τότε το ζώο. Αιφνιδιάστηκε τόσο από το θέαμα, που τεντώθηκε στις μύτες των ποδιών και έσκυψε από το παρά
168 JULIE GARWOOD
θυρο. Φοβόταν να πάρει τα μάτια της από πάνω του έστω και ένα δευτερόλεπτο, μην τυχόν και χαθεί από μπροστά της το πελώριο ζώο.
Έμοιαζε να την κοιτάζει. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως έχασε τα λογικά της, όπως η Αντέλα. Θεέ και Κύριε, ήταν σαν λύκος. Και πόσο υπέροχος ήταν!
Κούνησε το κεφάλι μα συνέχισε να κοιτάζει μαγεμένη. Όταν ο λύκος τίναξε πίσω το κεφάλι, της φάνηκε πως θα ούρλιαζε. Ο ήχος δεν έφτασε ποτέ στα αυτιά της, πνιγμένος μάλλον από τον άνεμο και τη βροχή που σφυροκοπούσε τις πέτρες. Δεν ήξερε πόση ώρα έστεκε στο παράθυρο και κοιτούσε το ζώο. Έκλεισε επίτηδες τα μάτια, όταν όμως τα άνοιξε ξανά, ο λύκος ήταν ακόμα εκεί. «Σκύλος είναι μοναχά» μουρμούρισε μονολογώντας. «Ναι, σκύλος, όχι λύκος. Ένας πολύ μεγάλος σκύλος» πρόσθεσε.
Αν ήταν προληπτική, θα είχε πιστέψει πως ο λύκος ήταν οιωνός.
Έκλεισε τα παντζούρια και γύρισε στο κρεβάτι της. Ο νους της ήταν γεμάτος από την εικόνα του άγριου ζώου
και πέρασε αρκετή ώρα για να αποκοιμηθεί. Η τελευταία της σκέψη ήταν γεμάτη πείσμα. Δεν είχε δει τελικά λύκο.
Κάποια στιγμή μες στην παγωνιά της νύχτας, η Μάντελεϊν έτρεμε τόσο που ξύπνησε. Ένιωσε τον Ντάνκαν να βάζει το χέρι του γύρω της και να την τραβά στη ζεστή του αγκαλιά.
Χαμογέλασε με το όνειρό της και αποκοιμήθηκε ξανά.
Κεφάλαιο 10
Κατ’ εκείνας τας ημέρας ήσαν οι γίγαντες επί της γης.Γένεσις, 6:4
Η Μάντελεϊν ορκίστηκε πως, αν ζούσε μέχρι την ώριμη ηλικία των τριάντα, δε θα ξεχνούσε ποτέ την εβδομάδα που ακολούθησε την απόφασή της να βοηθήσει την Αντέλα.
Ήταν μια βδομάδα που δεν έμοιαζε με καμιάν άλλη, εκτός ίσως από την εισβολή του δούκα Γουίλιαμ, μόνο που τότε δεν είχε ακόμα γεννηθεί για να το ζήσει και επομένως θεώρησε πως δε μετρούσε. Η εβδομάδα εκείνη κατάστρεψε σχεδόν την ευγενική της φύση, ακόμα και τα λογικά της. Δεν ήταν σίγουρη όμως ποιο από τα δύο επιθυμούσε πιο πολύ, έτσι αποφάσισε να διατηρήσει και τα δύο.
Η ένταση ήταν τόση που θα έκανε και τα δόντια αγίου να τρίζουν. Η οικογένεια Γουέξτον ήταν φυσικά ο μοναδικός λόγος για αυτό.
Είχε δοθεί στη Μάντελεϊν η ελευθερία να γυρίζει στο κάστρο με ένα μόνο στρατιώτη να την ακολουθεί σαν σκιά της. Είχε μάλιστα πάρει από τον Ντάνκαν την άδεια να χρησιμοποιεί τα αποφάγια για να ταΐζει τα ζώα. Αφού λοιπόν είχε ακούσει και ο ίδιος ο στρατιώτης ότι είχε εγκριθεί το αίτημά της, την υπερασπίστηκε στους άντρες της γέφυρας όταν ζήτησε να την κατεβάσουν.
Η Μάντελεϊν περπάτησε μέχρι την κορυφή του λόφου έξω από τα τείχη, κρατώντας στα χέρια ένα δισάκι γεμάτο κρέας,
170 JULIE GARWOOD
πουλερικά και σιτηρά. Δεν ήξερε τι θα έτρωγε ο άγριος σκύλος της, και πήρε λίγο από όλα για να τον δελεάσει.
Η σκιά της, ένας ωραίος στρατιώτης με το όνομα Άντονι, μουρμούριζε σε όλη τη διαδρομή. Είχε προτείνει να πάνε με άλογα, η Μάντελεϊν όμως δεν το είχε δεχτεί και ανάγκασε το στρατιώτη να περπατά δίπλα της. Του είπε πως ο περίπατος θα τους έκανε καλό, ενώ στην πραγματικότητα ήθελε να κρύψει την άγνοιά της γύρω από τα άλογα.
Όταν γύρισε, την περίμενε ο Ντάνκαν. Δεν έδειχνε και τόσο ευχαριστημένος. «Δε σου δόθηκε άδεια να βγαίνεις από τα τείχη» δήλωσε με αρκετή έμφαση.
Ο Άντονι προσπάθησε να την υπερασπιστεί. «Της δώσατε άδεια να ταΐζει τα ζώα» θύμισε στον αφέντη του.
«Ναι, μου έδωσες» συμφώνησε εκείνη, με τόσο γλυκό χαμόγελο και φωνή, που ήταν σίγουρη πως θα τη θεωρούσε ιδιαίτερα ήρεμη.
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Το ύφος του της έκοψε το αίμα. Σκέφτηκε πως μέσα
του ευχόταν να την είχε ξεφορτωθεί. Κι όμως, ούτε καν της φώναξε. Στην πραγματικότητα, σπάνια ύψωνε τη φωνή του. Δε χρειαζόταν. Το μέγεθος του Ντάνκαν κέρδιζε αμέσως την προσοχή και η έκφρασή του όταν ήταν δυσαρεστημένος όπως τώρα, αποδεικνυόταν εξίσου αποτελεσματική όσο κι αν έβαζε τις φωνές.
Η Μάντελεϊν δεν τον φοβόταν πια. Δυστυχώς έπρεπε να το θυμίζει στον εαυτό της αρκετές φορές κάθε μέρα. Κι εξακολουθούσε να μη βρίσκει αρκετό θάρρος για να τον ρωτήσει τι εννοούσε όταν είπε ότι ανήκε σε εκείνον τώρα. Όλο ανέβαλλε την αντιπαράθεση μαζί του γιατί φοβόταν την απάντησή του.
Άλλωστε, έλεγε στον εαυτό της, θα είχε αρκετό χρόνο, αφού θα ένιωθε καλύτερα η Αντέλα, να μάθει και για τη δική της μοίρα. Για την ώρα, αντιμετώπιζε ξεχωριστά κάθε μάχη που ξεσπούσε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 171
«Πήγα μόνο μια βόλτα μέχρι το λόφο» είπε τελικά. «Ανησυχείς μη συνεχίσω να περπατώ και φτάσω στο Λονδίνο;»
«Ποιος ο λόγος της βόλτας αυτής;» ρώτησε ο Ντάνκαν αγνοώντας το σχόλιο περί διαφυγής. Το θεώρησε πολύ γελοίο για να ασχοληθεί.
«Να ταΐσω το λύκο μου.» Η αντίδρασή του ήταν ιδιαίτερα ικανοποιητική. Αυτή τη
φορά δεν κατάφερε να κρυφτεί. Την κοιτούσε έκπληκτος. Η Μάντελεϊν χαμογέλασε.
«Μπορείς να γελάσεις αν θέλεις, εγώ όμως είδα είτε έναν πολύ μεγάλο σκύλο είτε έναν άγριο λύκο, και θεώρησα καθήκον μου να τον ταΐσω, τουλάχιστον μέχρι να φτιάξει ο καιρός και να μπορεί πάλι να κυνηγήσει. Αυτό φυσικά σημαίνει πως θα τον ταΐζω όλο το χειμώνα, μόλις όμως έρθει η άνοιξη, με την πρώτη ζεστή αύρα, είμαι σίγουρη πως ο λύκος μου θα μπορέσει να βρει μόνος του τροφή.»
Ο Ντάνκαν γύρισε την πλάτη στη Μάντελεϊν και έφυγε. Είχε τη διάθεση να γελάσει. Δεν της είχε αρνηθεί τους
περιπάτους έξω από το οχυρό του, κι αυτό από μόνο του ήταν αρκετή νίκη για να καυχιέται.
Στην πραγματικότητα η Μάντελεϊν δεν πίστευε πως ήταν πια εκεί γύρω ο άγριος σκύλος. Κάθε βράδυ κοιτούσε από το παράθυρό της, ποτέ όμως δεν τον είχε ξαναδεί. Είχε φύγει. Μερικές φορές όταν ήταν κουλουριασμένη κάτω από τα σκεπάσματα αργά τη νύχτα, αναρωτιόταν αν είχε στ’ αλήθεια δει το ζώο ή ήταν απλώς ένα πλάσμα της υπερβολικής φαντασίας της. Αυτό βέβαια δε θα το παραδεχόταν ποτέ στον Ντάνκαν, και ένιωθε αλλόκοτη ικανοποίηση κάθε φορά που περνούσε από τη γέφυρα. Η τροφή που είχε αφήσει την προηγούμενη μέρα ήταν πάντα εξαφανισμένη, κάτι που έδειχνε πως υπήρχαν ζώα που έτρωγαν τη νύχτα. Ήταν χαρούμενη που ήξερε πως το φαγητό δεν πήγαινε χαμένο. Κι ήταν ακόμα πιο χαρούμενη που ενοχλούσε τον Ντάνκαν.
172 JULIE GARWOOD
Ναι, το έκανε μόνο και μόνο για να τον εκνευρίσει. Κι από τον τρόπο που την απέφευγε, πίστευε πως το είχε καταφέρει.
Οι μέρες της θα ήταν ευχάριστες αν δεν είχε να σκεφτεί τις ώρες του δείπνου. Ήταν κάτι που τη βάραινε και καταπίεζε την ευγενική της φύση.
Έμενε έξω όσο περισσότερο μπορούσε, αγνοώντας κρύο ή βροχή. Η Γκέρτι της είχε δώσει ρούχα που ανήκαν στη μεγαλύτερη αδελφή του Ντάνκαν, την Κάθριν. Ήταν πολύ μεγάλα, η Μάντελεϊν όμως πήρε βελόνα και κλωστή και το αποτέλεσμα ήταν αρκετά ικανοποιητικό για τις ανάγκες της. Δεν την ένοιαζε αν ήταν της μόδας. Ήταν ξεθωριασμένα μα καθαρά, και τα ένιωθε μαλακά πάνω στο δέρμα της. Το πιο σημαντικό, την κρατούσαν ζεστή.
Κάθε απόγευμα η Μάντελεϊν πήγαινε στους στάβλους με ένα βώλο ζάχαρη για να τον δώσει στο άλογο του Ντάνκαν, τη λευκή καλλονή που είχε ονομάσει Σειληνό. Εκείνη και το άλογο είχαν κατά κάποιο τρόπο δεθεί. Το άλογο άρχιζε να κάνει τρομερή φασαρία, σαν να ήθελε να ρίξει κάτω το ξύλινο χώρισμα όποτε την έβλεπε να πλησιάζει. Μόλις όμως εκείνη του μιλούσε, ο Σειληνός ηρεμούσε. Η Μάντελεϊν καταλάβαινε την ανάγκη του ζώου να της κάνει επίδειξη, και πάντοτε το επαινούσε αφού του έδινε το κέρασμά της.
Ο Σειληνός, παρά το μέγεθός του, είχε αρχίσει να γίνεται τρυφερός. Έσπρωχνε το χέρι της μέχρι να τον χαϊδέψει κι όταν σταματούσε και ακουμπούσε το χέρι στην κουπαστή, ένα κόλπο που χρησιμοποιούσε για να τον κάνει να αντιδράσει, ο Σειληνός αμέσως έσπρωχνε το χέρι της ξανά στο κεφάλι του.
Στο σταβλάρχη δεν άρεσαν οι επισκέψεις της Μάντελεϊν και έλεγε την άποψή του αρκετά δυνατά για να τον ακούσει. Πίστευε ακόμα πως κακομάθαινε το άλογο του Ντάνκαν, σε σημείο που την απειλούσε πως θα έλεγε στο αφεντικό του τι έκανε. Ήταν όλο λόγια όμως. Κατά βάθος, ο σταβλάρχης
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 173
θαύμαζε το χαρισματικό τρόπο της Μάντελεϊν με το άλογο. Εκείνος εξακολουθούσε να φοβάται λιγάκι όποτε σέλωνε το άτι του Ντάνκαν, τούτο εδώ όμως το κοριτσάκι δεν έδειχνε να φοβάται ούτε τόσο δα.
Το τρίτο απόγευμα ο σταβλάρχης μίλησε στη Μάντελεϊν και μέχρι το τέλος της βδομάδας ήταν ήδη φίλοι.
Το όνομά του, όπως έμαθε η Μάντελεϊν, ήταν Τζέιμς και ήταν παντρεμένος με τη Μοντ. Ο γιος τους, ο Γουίλιαμ, εξακολουθούσε να κρέμεται από τις φούστες της μητέρας του, ο Τζέιμς όμως περίμενε υπομονετικά να μεγαλώσει αρκετά το αγόρι για να γίνει μαθητευόμενός του. Θα ακολουθούσε την παράδοση, εξήγησε ο Τζέιμς με ύφος.
«Ο Σειληνός θα σ’ άφηνε να τον καβαλήσεις δίχως σέλα» ανακοίνωσε ο Τζέιμς αφού τέλειωσε την περιήγηση της Μάντελεϊν στο βασίλειό του.
Εκείνη χαμογέλασε. Ο Τζέιμς είχε αποδεχτεί το όνομα που είχε δώσει στο άλογο του Ντάνκαν. «Ποτέ δεν έχω ιππεύσει δίχως σέλα» είπε. «Η αλήθεια είναι, Τζέιμς, πως δεν έχω ιππεύσει και πολύ, έτσι κι αλλιώς.»
«Ίσως» πρότεινε ο Τζέιμς χαμογελώντας καλοκάγαθα «όταν κοπάσει λίγο η βροχή, να μπορούσες να μάθεις σωστή ιππασία».
Η Μάντελεϊν ένευσε. «Κι αφού δεν έμαθες ποτέ, απορώ πώς πήγαινες από το
ένα μέρος στο άλλο» παραδέχτηκε ο Τζέιμς.«Περπατούσα» του είπε η Μάντελεϊν. Γέλασε με το γε
μάτο έκπληξη ύφος του. «Δεν είναι δα κι αμαρτία.»«Έχω μια ήσυχη φοράδα που θα μπορούσες να ξεκινή
σεις την εξάσκηση» πρότεινε. «Όχι, δε νομίζω» απάντησε εκείνη. «Δε θα του άρεσε
και τόσο αυτό του Σειληνού. Νομίζω πως θα πληγωνόταν, και δεν το θέλουμε αυτό, έτσι δεν είναι;»
«Όχι;» Ο Τζέιμς την κοιτούσε σαν να μην καταλάβαινε. «Θα τα καταφέρω αρκετά καλά με τον Σειληνό.»
174 JULIE GARWOOD
«Τ’ άλογο του αφέντη θες να καβαλήσεις, κυρά μου;» τραύλισε ο Τζέιμς. Ακούστηκε σαν να πνιγόταν.
«Ξέρω σε ποιον ανήκει» αποκρίθηκε εκείνη. «Μην ανησυχείς που είναι μεγάλο» είπε στην προσπάθειά της να διώξει το δύσπιστο ύφος από το πρόσωπό του. «Έχω ξανανέβει στον Σειληνό.»
«Έχεις όμως την άδεια του αφέντη;»«Θα την πάρω, Τζέιμς.»Η Μάντελεϊν χαμογέλασε ξανά και όλα τα λογικά επιχει
ρήματα έσβησαν από το νου του σταβλάρχη. Ναι, σκέφτηκε, έτσι που τον κοιτούσαν τα όμορφα γαλάζια μάτια της κι έτσι που του χαμογελούσε γεμάτη εμπιστοσύνη, ένιωθε να συμφωνεί απόλυτα μαζί της.
Όταν έφυγε η Μάντελεϊν από το στάβλο, την ακολούθησε ο φρουρός. Ήταν μια ζωντανή υπενθύμιση στην ίδια αλλά και σε όλους τους άλλους πως δεν ήταν προσκεκλημένη στο κάστρο. Η συμπεριφορά του Άντονι απέναντί της όμως είχε αλλάξει σημαντικά. Δεν ήταν πια τόσο εκνευρισμένος με τα καθήκοντα που του είχαν αναθέσει.
Από τον τρόπο που τον χαιρετούσαν οι άλλοι στρατιώτες, η Μάντελεϊν υπέθεσε πως τον είχαν σε μεγάλη υπόληψη. Είχε ελκυστικό χαμόγελο, θύμιζε παιδί, κάτι που ερχόταν σε έντονη αντίθεση με το ύψος και την ηλικία του. Δεν καταλάβαινε γιατί τον είχαν διατάξει να τη φυλάει, αφού πίστευε πως κάποιος κατώτερης θέσης, όπως ο Άνσελ, θα ήταν πολύ πιο κατάλληλος για κάτι τέτοιο.
Η περιέργειά της φούντωνε, ώσπου αποφάσισε να τον ρωτήσει. «Έκανες κάτι και δυσαρέστησες τον άρχοντά σου;»
Ο Άντονι δεν έδειξε να καταλαβαίνει την ερώτηση.«Όταν γυρνούν από την άσκησή τους οι στρατιώτες, βλέ
πω με πόση ζήλια τους κοιτάς, Άντονι. Θα προτιμούσες να εκπαιδεύεσαι μαζί τους αντί να τριγυρνάς με μένα.»
«Δε με πειράζει» διαμαρτυρήθηκε εκείνος.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 175
«Και πάλι όμως, δεν καταλαβαίνω γιατί σου ανατέθηκε αυτό το καθήκον αν δεν έχεις δυσαρεστήσει με κάποιο τρόπο τον Ντάνκαν.»
«Έχω ένα τραύμα που πρέπει να γιάνει λίγο ακόμα» εξήγησε ο Άντονι. Η φωνή του ήταν διστακτική και η Μάντελεϊν πρόσεξε το κοκκίνισμα που ανέβαινε αργά από το λαιμό του.
Της φάνηκε πολύ παράξενο που ντρεπόταν. Θέλησε να τον καθησυχάσει και είπε: «Είχα κι εγώ ένα τραύμα και δεν ήταν απλό, αλήθεια.» Ακούστηκε σαν να καυχιόταν, ο στόχος της ήταν όμως να κάνει τον Άντονι να καταλάβει πως δεν έπρεπε να ντρέπεται για τίποτα. «Κόντεψε να μ’ αποτελειώσει, Άντονι, ο Έντμοντ όμως με φρόντισε. Έχω μιαν απαίσια ουλή τώρα, ίσαμε κάτω το μηρό.»
Ο Άντονι συνέχισε να δείχνει αμήχανος με όλο αυτό. «Δεν θεωρούν οι στρατιώτες πως είναι σπουδαίο να λαβώνεσαι στη μάχη;» τον ρώτησε.
«Ναι» απάντησε εκείνος. Έσφιξε τα χέρια πίσω από την πλάτη και τάχυνε το βήμα του.
Η Μάντελεϊν κατάλαβε ξαφνικά πως μπορεί ο Άντονι να ντρεπόταν για το σημείο που είχε δεχτεί το χτύπημα. Τα πόδια και τα χέρια του έδειχναν μια χαρά, έτσι έμενε μόνο το στέρνο και…
«Δε θα ξαναμιλήσουμε για αυτό» τραύλισε η Μάντελεϊν. Ένιωσε το πρόσωπό της να καίει. Όταν ο Άντονι βράδυνε αμέσως το βήμα του, η Μάντελεϊν κατάλαβε πως είχε δίκιο. Το τραύμα βρισκόταν σε ακατάλληλο σημείο.
Αν και δε ρώτησε ποτέ τον Άντονι για αυτό, δεν καταλάβαινε γιατί οι στρατιώτες εκπαιδεύονταν τόσο πολλές ώρες κάθε μέρα. Υπέθετε πως ήταν δύσκολη δουλειά η υπεράσπιση του άρχοντά τους, αν αναλογιζόταν κανείς το γεγονός ότι είχε τόσο πολλούς εχθρούς. Άλλωστε δεν πίστευε πως ήταν δικό της το συμπέρασμα. Ο Ντάνκαν δεν ήταν εύκολος άνθρωπος. Σίγουρα δεν τον απασχολούσε να είναι διακριτικός
176 JULIE GARWOOD
ή διπλωματικός. Το πιθανότερο ήταν ότι οι εχθροί του στην Αυλή του Γουίλιαμ του Β’ ήταν πολύ περισσότεροι από ό,τι οι φίλοι.
Δυστυχώς για εκείνη είχε άφθονο χρόνο να τον σκέφτεται. Δεν ήταν καθόλου συνηθισμένη να έχει τόσο ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή της. Όταν δεν έκανε βόλτες έξω με τον Άντονι, κόντευε να τρελάνει τη Μοντ και την Γκέρτι με προτάσεις για να κάνουν το σπιτικό του Ντάνκαν πιο ευχάριστο.
Η Μοντ δεν ήταν μετρημένη σαν την Γκέρτι. Πάντα ήταν έτοιμη να αφήσει στην άκρη τις δουλειές της για να επισκεφτεί τη Μάντελεϊν. Ο μικρός Γουίλι, ο τετράχρονος γιος της Μοντ, αποδείχτηκε πως ήταν εξίσου φλύαρος όσο και η μητέρα του, όταν κάποια φορά η Μάντελεϊν κατάφερε να ξεκολλήσει τον αντίχειρα από το στόμα του.
Όταν όμως άρχιζε να χάνεται το φως της μέρας, το στομάχι της σφιγγόταν και το κεφάλι της σφυροκοπούσε. Δεν ήταν να απορεί κανείς, έλεγε στον εαυτό της, αν αναλογιζόταν πως τα βράδια με την οικογένεια Γουέξτον ήταν δοκιμασίες αντοχής που ακόμα κι ο Οδυσσέας θα τους είχε γυρίσει την πλάτη.
Αυτό όμως δεν επιτρεπόταν στη Μάντελεϊν. Είχε κάνει τα πάντα εκτός από το να πέσει στα γόνατα και να ικετέψει να γευματίζει στο δωμάτιό της, ο Ντάνκαν όμως δεν το επέτρεπε. Όχι, απαιτούσε να παρευρίσκεται στο οικογενειακό γεύμα κι ύστερα εκείνος είχε το θράσος να γευματίζει μόνος του, μακριά από το αηδιαστικό μαρτύριο που της επέβαλλε. Ο βαρόνος έτρωγε πάντα μόνος, και εμφανιζόταν μόνο για λίγο όταν το τραπέζι άδειαζε από το χαμό που είχαν προκαλέσει οι άντρες και δεν είχαν προλάβει να πετάξουν χάμω.
Η Αντέλα πρόσφερε πάντα ενδιαφέρουσες συζητήσεις. Όσο οι άντρες πετούσαν κόκαλα πίσω τους, η αδελφή του Ντάνκαν πετούσε τη μια βρισιά μετά την άλλη εναντίον της.
Η Μάντελεϊν σκεφτόταν πως δε θα άντεχε πολύ ακόμα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 177
τούτο το μαρτύριο. Το χαμόγελό της ήταν έτοιμο να διαλυθεί, σαν να ήταν καμωμένο από ξεραμένη περγαμηνή.
Την έβδομη βραδιά η ψυχραιμία της τσακίστηκε, και με τέτοια βίαιη δύναμη που όσοι βρίσκονταν μπροστά παρακολουθούσαν απλώς αποσβολωμένοι, ανήμποροι να αντιδράσουν.
Μόλις της είχε δώσει ο Ντάνκαν άδεια να φύγει από την αίθουσα. Η Μάντελεϊν σηκώθηκε, ζήτησε συγγνώμη και άρχισε να προχωρά προς την είσοδο.
Το κεφάλι της σφυροκοπούσε και το μόνο που σκεφτόταν ήταν να απομακρυνθεί από την Αντέλα. Δεν άντεχε άλλον ένα γύρο ουρλιαχτών. Η μικρή αδελφή του Ντάνκαν προχωρούσε προς το μέρος της.
Η Μάντελεϊν κοίταξε επιφυλακτικά την Αντέλα και είδε το μικρό Γουίλι να κρυφοκοιτάζει από την πόρτα που έβγαζε στην κουζίνα. Το μικρό αγόρι της χαμογέλασε και εκείνη σταμάτησε αμέσως να του μιλήσει.
Το παιδί ανταποκρίθηκε στο χαμόγελό της. Πετάχτηκε μπροστά από την Αντέλα, τη στιγμή ακριβώς που τίναζε το χέρι της σε μια από τις μεγαλόσχημες κινήσεις που έκανε πάντα όταν ήταν έτοιμη να αρχίσει την επίθεση εναντίον της Μάντελεϊν. Η ράχη του χεριού της χτύπησε το Γουίλι στο μάγουλο. Ο μικρός έπεσε κάτω.
Ο Γουίλι έβαλε τα κλάματα, ο Γκίλαρντ φώναξε και η Μάντελεϊν άφησε μια διαπεραστική κραυγή. Η οργή της τους άφησε όλους άναυδους, ακόμα και την Αντέλα, που κυριολεκτικά έκανε ένα βήμα πίσω, η πρώτη πραγματική υποχώρηση που είχε κάνει ποτέ απέναντί της.
Ο Γκίλαρντ πήγε να σηκωθεί. Ο Ντάνκαν τον άρπαξε από το χέρι. Ο μικρότερος αδελφός ήταν έτοιμος να αντιδράσει, το ύφος του Ντάνκαν όμως τον σταμάτησε.
Η Μάντελεϊν έτρεξε κοντά στο μικρό αγόρι, το παρηγόρησε με λόγια τρυφερά και ένα φιλί στο κεφάλι, κι ύστερα το έστειλε στη μητέρα του. Η Μοντ, μόλις άκουσε τα κλάμα
178 JULIE GARWOOD
τα του γιου της, εμφανίστηκε στην πόρτα με την Γκέρτι στο πλευρό της.
Η Μάντελεϊν γύρισε τότε να αντιμετωπίσει την Αντέλα. Θα μπορούσε ίσως να ελέγξει το θυμό της, αν η αδελφή του Ντάνκαν έδειχνε την παραμικρή μετάνοια. Η Αντέλα όμως δεν έδειχνε να λυπάται καθόλου για τη συμπεριφορά της. Όταν μάλιστα μουρμούρισε πως το αγόρι ήταν μπελάς, η Μάντελεϊν άφησε το θυμό της να ξεσπάσει.
Η Αντέλα είπε τον Γουίλι παλιόπαιδο, κλάσματα του δευτερολέπτου πριν σηκώσει η Μάντελεϊν το χέρι και τη χτυπήσει εκεί ακριβώς που το άξιζε περισσότερο, δηλαδή στο στόμα. Η επίθεση τάραξε τόσο την Αντέλα, που έχασε την ισορροπία της και έπεσε στα γόνατα. Δίχως να το καταλάβει, πρόσφερε ακόμα μεγαλύτερο πλεονέκτημα στη Μάντελεϊν.
Πριν μπορέσει να σηκωθεί, η Μάντελεϊν την άρπαξε από τα μαλλιά και έστριψε τη μάζα πίσω από το κεφάλι της, έτσι που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Ανάγκασε την Αντέλα να γείρει πίσω το κεφάλι. «Είπες την τελευταία σου βρομιά, Αντέλα. Με κατάλαβες;»
Όλοι κοιτούσαν τις γυναίκες. Ο Έντμοντ ήταν ο πρώτος που συνήλθε. «Άφησέ τη, Μάντελεϊν» φώναξε.
Δίχως να πάρει τα μάτια της από την Αντέλα, η Μάντελεϊν φώναξε στον Έντμοντ. «Μην ανακατεύεσαι, Έντμοντ. Με θεωρείς υπεύθυνη για ό,τι συνέβη στην αδελφή σου, κι αποφάσισα πως είναι ώρα πια να διορθώσω τούτο το χαμό. Από αυτή τη στιγμή κιόλας.»
Ο Ντάνκαν δεν είπε κουβέντα. «Δε σε θεωρώ υπεύθυνη» φώναξε ο Έντμοντ. «Άφησέ
τη. Το μυαλό της είναι...» «Το μυαλό της χρειάζεται απλώς ένα γερό καθάρισμα,
Έντμοντ.»Η Μάντελεϊν έβλεπε πως η Μοντ και η Γκέρτι παρακο
λουθούσαν από την πόρτα. Συνέχισε να κρατά σφιχτά την Αντέλα όταν γύρισε να τους μιλήσει. «Νομίζω πως θα μας
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 179
χρειαστούν δύο σκάφες για να ξεφορτωθούμε τη βρομιά που έχει σκεπάσει το αξιοθρήνητο τούτο πλάσμα. Φρόντισέ το, Γκέρτι. Μοντ, βρες καθαρά ρούχα για την κυρά σου.»
«Θα κάνετε μπάνιο τώρα, κυρά μου;» ρώτησε η Γκέρτι.«Η Αντέλα θα κάνει μπάνιο» ανάγγειλε εκείνη. Γύρισε
και αγριοκοίταξε την Αντέλα. Ύστερα είπε: «Και αν ξαναπείς ακατάλληλη λέξη σε μένα, θα φας σαπούνι.»
Άφησε τότε τα μαλλιά της Αντέλα και τη βοήθησε να σηκωθεί. Η αδελφή του Ντάνκαν προσπάθησε να αποτραβηχτεί, η Μάντελεϊν όμως δεν την άφησε. Ο θυμός της είχε χαρίσει τη δύναμη του Ηρακλή. «Είσαι πιο ψηλή από μένα, μα εγώ είμαι πιο δυνατή και πιο σκληρή τώρα από όσο θα μπορούσες ποτέ να φανταστείς, Αντέλα. Κι αν χρειαστεί να σε ανεβάσω κλοτσώντας ίσαμε τον πύργο, είμαι κάτι παραπάνω από έτοιμη να το κάνω.» Τράβηξε την Αντέλα από το χέρι και την έσυρε προς την είσοδο, μουρμουρίζοντας αρκετά δυνατά για να ακούσουν και τα τρία αδέρφια. «Και μόνο η σκέψη να σε κλοτσήσω με κάνει να χαμογελώ, σου μιλώ ειλικρινά.»
Η Αντέλα ξέσπασε σε κλάματα. Η Μάντελεϊν ήταν ανυποχώρητη. Δε θα γνώριζε άλλη συμπόνια από εκείνη. Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ είχαν ήδη συμπονέσει αρκετά την Αντέλα. Δίχως να το καταλάβουν τα αδέρφια έκαναν κακό στην αδελφή τους με τον οίκτο και τη συμπόνια τους. Αυτό που χρειαζόταν τώρα ήταν ένα χέρι σταθερό. Και το χέρι της Μάντελεϊν ήταν αρκετά σταθερό. Περίεργο, το κεφάλι της δεν την πονούσε πια.
«Κλάψε όσο θέλεις, Αντέλα. Δε θα σε βοηθήσει. Τόλμησες να αποκαλέσεις το μικρούλη Γουίλι παλιόπαιδο, ενώ το μόνο παλιόπαιδο είσαι εσύ. Ναι, εσύ είσαι το παλιόπαιδο. Όλα θα αλλάξουν όμως τώρα. Αυτό σ’ το υπόσχομαι.»
Η Μάντελεϊν συνέχισε να μιλά μέχρι να φτάσουν στο δωμάτιο. Δε χρειάστηκε να κλοτσήσει ούτε μια φορά την Αντέλα.
180 JULIE GARWOOD
Ώσπου να γεμίσουν οι ξύλινες σκάφες με αχνιστό νερό, η Αντέλα είχε σταματήσει να αντιστέκεται. Η Γκέρτι και η Μοντ έμειναν να βοηθήσουν για να βγάλουν τα ρούχα της. «Κάψτε τα αυτά» τις πρόσταξε η Μάντελεϊν αφού έδωσε τα άθλια ρούχα στην Γκέρτι.
Όταν έσπρωξαν την Αντέλα στην πρώτη σκάφη, η Μάντελεϊν νόμιζε πως ήθελε να μιμηθεί τη γυναίκα του Λοτ. Η αδελφή του Ντάνκαν καθόταν σαν άγαλμα λαξεμένο σε πέτρα, με το βλέμμα χαμένο κάπου μακριά. Το βλέμμα στα μάτια της όμως φανέρωνε κάτι άλλο. Ναι, ήταν ολοφάνερο πως η Αντέλα έβραζε από θυμό. «Γιατί χρειάζονται δύο σκάφες;» ρώτησε η Μοντ. Έστριβε τα χέρια γεμάτη ανησυχία. Η Αντέλα είχε αλλάξει ξαφνικά τακτική και είχε αρπάξει τα μαλλιά της λαίδης Μάντελεϊν. Έμοιαζε έτοιμη να ξεκολλήσει τις όμορφες μπούκλες από το κρανίο της.
Σε αντίποινα, η κόρη που η Μοντ θεωρούσε γλυκιά, τρυφερή γυναίκα, έσπρωξε το πρόσωπο της Αντέλα κάτω από το νερό. Σκεφτόταν άραγε να πνίξει την αδελφή του βαρόνου;
«Δε νομίζω πως μπορεί η λαίδη Αντέλα να ανασάνει εκεί κάτω» είπε η Μοντ.
«Ναι, ούτε και να με φτύσει μπορεί» απάντησε η Μάντελεϊν, τονίζοντας μία μία τις λέξεις.
«Ε λοιπόν, ποτέ…» πήγε να διαμαρτυρηθεί η Γκέρτι. Η Μοντ είδε τη φίλη της να τρέχει έξω από το δωμάτιο.
Η Γκέρτι ήταν πάντα εκείνη που ήθελε να πει πρώτη τα νέα, πριν προλάβει κανείς άλλος. Το ήξερε η Μοντ. Μετά ο βαρόνος Γουέξτον θα ήθελε να μάθει τι συνέβη. Μακάρι να μπορούσε να τρέξει ξοπίσω της. Την έτρεμε αυτή τη στιγμή τη λαίδη Μάντελεϊν. Ποτέ της δεν είχε ξαναδεί τέτοιο άγριο χαρακτήρα. Είχε όμως υπερασπιστεί το μικρό Γουίλι, αυτό έπρεπε να το παραδεχτεί, και για αυτό το λόγο θα έμενε και θα τη βοηθούσε όσο της το ζητούσε.
«Χρειαζόμαστε δύο σκάφες γιατί η Αντέλα είναι τόσο βρόμικη που θα χρειαστεί δύο μπάνια.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 181
Η Μοντ δυσκολευόταν να ακούσει τι έλεγε η λαίδη Μάντελεϊν. Η Αντέλα είχε αρχίσει να κλοτσά και να γδέρνει. Θεέ και Κύριε, τα νερά ήταν παντού, και κυρίως πάνω στη λαίδη Μάντελεϊν.
«Δώσε μου το σαπούνι, σε παρακαλώ» πρόσταξε η Μάντελεϊν.
Η επόμενη ώρα ήταν ένα απίστευτο μαρτύριο που θα άξιζε να αφηγείται κανείς ίσαμε την άλλη άνοιξη. Η Γκέρτι έχωνε συνέχεια το κεφάλι για να δει τι γινόταν. Ύστερα, έτρεχε πάλι κάτω να τα πει στον Έντμοντ και τον Γκίλαρντ.
Όταν τέλειωσε η φασαρία, η Γκέρτι ένιωσε λίγο απογοητευμένη. Η λαίδη Αντέλα καθόταν ήσυχα μπροστά στο τζάκι, ενώ η λαίδη Μάντελεϊν χτένιζε τα μαλλιά της. Η αδελφή του βαρόνου είχε χάσει κάθε διάθεση για αντίσταση, και όλα είχαν ηρεμήσει.
Η Μοντ και η Γκέρτι έφυγαν από τον πύργο αφού οι σκάφες άδειασαν και μεταφέρθηκαν κάτω. Ούτε η Αντέλα ούτε η Μάντελεϊν δεν είχαν πει μια πολιτισμένη κουβέντα. Ξαφνικά εμφανίστηκε ξανά η Μοντ στην πόρτα και μπήκε μέσα βιαστική. «Δεν είπα ακόμα πόσο σας ευχαριστώ που βοηθήσατε το αγόρι μου.»
Η Μάντελεϊν ήταν έτοιμη να απαντήσει στη Μοντ, εκείνη όμως συνέχισε. «Προσέξτε, δεν κρατώ κακία στη λαίδη Αντέλα. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Εσείς όμως μπήκατε στον κόπο να παρηγορήσετε τον Γουίλι και για αυτό σας ευγνωμονώ.»
«Δεν ήθελα να τον χτυπήσω.»Η παραδοχή ακούστηκε από την Αντέλα. Ήταν η πρώτη
πρόταση της προκοπής που έβγαινε από το στόμα της. Η Μοντ και η Μάντελεϊν χαμογέλασαν η μια στην άλλη.
Μόλις έκλεισε η πόρτα πίσω από τη Μοντ, η Μάντελεϊν πήρε ένα κάθισμα και κάθισε μπροστά στην Αντέλα.
Εκείνη αρνιόταν να την κοιτάξει. Τα χέρια της ήταν
182 JULIE GARWOOD
σταυρωμένα στην ποδιά της και είχε το βλέμμα καρφωμένο πάνω τους.
Η Μάντελεϊν είχε άφθονο χρόνο να μελετήσει την αδελφή του Ντάνκαν. Η Αντέλα ήταν πραγματικά πολύ όμορφη. Είχε μεγάλα καστανά μάτια, καστανόξανθα μαλλιά – μια έκπληξη που, αφού αφαιρέθηκε η βρομιά, αποκάλυψε τις χρυσές της μπούκλες.
Δεν έμοιαζε πολύ με τον Ντάνκαν, σίγουρα όμως είχε το πείσμα του. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να δείξει υπομονή.
Τουλάχιστον μία ώρα πέρασε πριν γυρίσει τελικά η Αντέλα να κοιτάξει τη Μάντελεϊν. «Τι γυρεύεις από μένα;»
«Θέλω να μου πεις τι σου συνέβη.»Το πρόσωπο της Αντέλα έγινε αμέσως κατακόκκινο.
«Θέλεις τις λεπτομέρειες, Μάντελεϊν; Θα σε ικανοποιούσε αυτό;» Η Αντέλα άρχισε να στρίβει το μανίκι της φρεσκοπλυμένης νυχτικιάς που φορούσε.
«Όχι, δε θα με ικανοποιούσε» απάντησε εκείνη. Η φωνή της ακουγόταν θλιμμένη. «Έχεις ανάγκη όμως να το πεις. Έχεις δηλητήριο μέσα σου, Αντέλα, και πρέπει να το ξεφορτωθείς. Θα νιώσεις καλύτερα μετά, σ’ το υπόσχομαι. Και δε θα χρειαστεί να συνεχίσεις άλλο την παιδιάστικη συμπεριφορά μπροστά στους αδελφούς σου.»
Τα μάτια της Αντέλα γούρλωσαν. «Πώς…» Συνειδητοποίησε ξαφνικά πως προδινόταν. Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. «Είναι ολοφάνερο ακόμα και στον πιο αφελή ότι δε με μισείς. Συναντιόμαστε κάθε μέρα μα ποτέ δε μου ουρλιάζεις. Όχι, Αντέλα, ήταν πολύ προμελετημένο το μίσος σου.»
«Μα στ’ αλήθεια σε μισώ.»«Δε με μισείς» είπε η Μάντελεϊν. «Δεν έχεις κανένα λό
γο να με μισείς. Δεν έκανα τίποτα για να σε βλάψω. Είμαστε και οι δύο αθώες, και οι δύο αιχμάλωτες του πολέμου ανάμεσα στα αδέλφια μας. Ναι, κι οι δυο είμαστε αθώες.»
«Εγώ δεν είμαι πια αθώα» απάντησε η Αντέλα. «Κι ο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 183
Ντάνκαν πλαγιάζει στο κρεβάτι σου κάθε βράδυ, δε νομίζω λοιπόν να είσαι κι εσύ αθώα.»
Η Μάντελεϊν έμεινε εμβρόντητη. Γιατί πίστευε πως ο Ντάνκαν περνούσε τις νύχτες μαζί της; Έκανε λάθος φυσικά, προσπάθησε όμως να συγκεντρωθεί στο πρόβλημα της Αντέλα για την ώρα. Μπορούσε να διαμαρτυρηθεί για τη δική της αθωότητα αργότερα.
«Θα τον σκότωνα τον αδελφό σου αν είχα την ευκαιρία» είπε η Αντέλα. «Γιατί δε με αφήνεις ήσυχη; Θέλω να πεθάνω με ειρήνη.»
«Μην προφέρεις αμαρτωλές σκέψεις» ανταπάντησε η Μάντελεϊν. «Πώς να σε βοηθήσω, Αντέλα, αν εσύ…»
«Γιατί; Γιατί να θέλεις να με βοηθήσεις; Είσαι αδελφή του Λούντον.»
«Δε νιώθω καμία αφοσίωση στον αδελφό μου. Την έχει από καιρό καταστρέψει. Πότε συνάντησες τον Λούντον;» ρώτησε δήθεν αδιάφορα, σαν να μην είχε αληθινά καμία σημασία.
«Στο Λονδίνο» απάντησε η Αντέλα. «Κι αυτό είναι το μόνο που πρόκειται να σου πω.»
«Θα μιλήσουμε για αυτό, όσο οδυνηρό κι αν είναι. Έχουμε μόνο η μία την άλλη, Αντέλα. Θα κρατήσω ασφαλή τα μυστικά σου.»
«Μυστικά; Δεν υπάρχουν μυστικά, Μάντελεϊν. Όλοι ξέρουν τι μου συνέβη.»
«Εγώ θέλω να ακούσω από σένα την αλήθεια» είπε η Μάντελεϊν. «Ακόμα κι αν πρέπει να καθίσουμε εδώ να κοιτάζουμε η μία την άλλη όλη τη νύχτα, είμαι περισσότερο κι από πρόθυμη να το κάνω.»
Η Αντέλα κοίταξε για αρκετή ώρα τη Μάντελεϊν και ήταν φανερό πως προσπαθούσε να πάρει μιαν απόφαση. Ένιωθε έτοιμη να διαλυθεί σε χιλιάδες κομματάκια. Την είχε κουράσει τόσο η εξαπάτηση, ένιωθε τόση μοναξιά. «Και θα πεις στον Λούντον τα πάντα όταν γυρίσεις κοντά
184 JULIE GARWOOD
του;» ρώτησε, με φωνή που ακούστηκε σαν βραχνός ψίθυρος.
«Δεν πρόκειται να ξαναγυρίσω στον Λούντον» είπε η Μάντελεϊν. Η φωνή της μαρτυρούσε το θυμό της. «Σχεδιάζω να πάω να ζήσω με την εξαδέλφη μου. Δεν ξέρω ακόμα πώς, μα θα πάω στη Σκοτία, ακόμα κι αν πρέπει να περπατήσω.»
«Σε πιστεύω, δε θα το πεις στον Λούντον. Στον Ντάνκαν όμως; Θα το πεις;»
«Δε θα το πω σε κανέναν εκτός κι αν μου δώσεις την άδεια» απάντησε εκείνη.
«Συνάντησα τον αδελφό σου όταν ήμουν στην Αυλή» ψιθύρισε η Αντέλα. «Είναι όμορφος άντρας» πρόσθεσε. «Μου είπε πως με αγαπά, δεσμεύτηκε απέναντί μου.»
Η Αντέλα άρχισε να κλαίει και πέρασαν αρκετά λεπτά για να μπορέσει να ξαναβρεί τον έλεγχό της.
«Ήμουν ήδη αρραβωνιασμένη με το βαρόνο Τζέραλντ. Η συμφωνία είχε γίνει όταν ήμουν δέκα χρονών. Ήμουν ικανοποιημένη μέχρι που συνάντησα τον Λούντον. Δεν έχω ξαναδεί τον Τζέραλντ από τότε που ήμουν κοριτσάκι. Για να είμαι ειλικρινής, δεν είμαι καν σίγουρη αν θα τον αναγνώριζα τώρα. Ο Ντάνκαν έδωσε την άδεια να πάω με τον Έντμοντ και τον Γκίλαρντ στην Αυλή. Υποτίθεται πως θα ήταν εκεί ο Τζέραλντ και, αφού οι γαμήλιοι όρκοι θα ανταλλάσσονταν το επόμενο καλοκαίρι, τα αδέλφια μου πίστεψαν πως θα ήταν καλή ιδέα να γνωρίσω το μέλλοντα σύζυγό μου. Ο Ντάνκαν πίστευε, βλέπεις, πως ο Λούντον ήταν στη Νορμανδία με το βασιλιά. Αλλιώς δε θα με άφηνε καν να πλησιάσω στην Αυλή.»
Η Αντέλα πήρε μια βαθιά ανάσα και ύστερα συνέχισε. «Ο Τζέραλντ δεν ήταν εκεί. Είχε σοβαρό λόγο» πρόσθεσε «αφού το σπίτι ενός από τους υποτελείς του είχε δεχτεί επίθεση και έπρεπε να αντεπιτεθεί. Εγώ όμως θύμωσα και απογοητεύτηκα.»
Ανασήκωσε τους ώμους. Η Μάντελεϊν έσκυψε και πήρε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 185
τα χέρια της στα δικά της. «Κι εγώ θα απογοητευόμουν» είπε.
«Όλα έγιναν τόσο γρήγορα, Μάντελεϊν. Ήμασταν μόνο δύο βδομάδες στο Λονδίνο. Ήξερα πόσο πολύ αντιπαθούσε ο Ντάνκαν τον Λούντον, μα δεν ήξερα γιατί. Κρατούσαμε τις συναντήσεις μας μυστικές. Ήταν πάντα ευγενικός και διακριτικός μαζί μου. Μου άρεσε η προσοχή που μου έδειχνε. Και ήταν εύκολο να γίνουν οι συναντήσεις, αφού ο Ντάνκαν δεν ήταν εκεί.»
«Ο Λούντον θα έβρισκε τρόπο» είπε η Μάντελεϊν. «Νομίζω πως σε χρησιμοποίησε για να πληγώσει τον αδελφό σου. Είσαι πολύ όμορφη, μα δε νομίζω να σε αγάπησε ο Λούντον. Δεν είναι ικανός να αγαπήσει κανέναν άλλο πέρα από τον εαυτό του. Το ξέρω τώρα πια αυτό.»
«Ο Λούντον δε με άγγιξε.»Η δήλωση έπεσε σαν βράχος ανάμεσά τους. Η Μάντελεϊν
έμεινε άναυδη. Προσπάθησε να διατηρήσει την έκφρασή της συγκρατημένη και είπε: «Συνέχισε, σε παρακαλώ.»
«Συμφωνήσαμε να συναντηθούμε σε ένα δωμάτιο που είχε βρει ο Λούντον την προηγούμενη μέρα άδειο. Ήταν αρκετά μακριά από τους υπόλοιπους φιλοξενούμενους, αρκετά απομονωμένο. Ήξερα τι έκανα, Μάντελεϊν. Συμφώνησα με αυτή τη συνάντηση. Νόμιζα πως αγαπούσα τον αδελφό σου. Ήξερα πως ήταν λάθος, μα δεν μπορούσα να αλλάξω τον τρόπο που ένιωθα. Κι ήταν τόσο όμορφος. Θεέ μου, θα με σκότωνε ο Ντάνκαν αν ήξερε την αλήθεια.»
«Μη βασανίζεσαι, Αντέλα. Δε θα μάθει τίποτα αν δεν του το πεις εσύ.»
«Ο Λούντον ήρθε να με βρει» είπε η Αντέλα. «Μόνο που δεν ήταν μόνος. Ήταν μαζί ο φίλος του, κι εκείνος με… βίασε.»
Όλες οι προσπάθειες της Μάντελεϊν να μη φανερώνει τα συναισθήματά της την έσωσαν αυτή τη φορά. Παρά την τρομαχτική παραδοχή της Αντέλα, δεν άφησε να φανεί τίποτε.
186 JULIE GARWOOD
Η αδελφή του Ντάνκαν την κοιτούσε. Περίμενε να δει αποστροφή. «Αυτό δε σε...»
«Τελείωσε» ψιθύρισε η Μάντελεϊν.Η ελεεινή ιστορία ξεδιπλώθηκε, διστακτικά στην αρχή
κι ύστερα με όλο και περισσότερη βιάση. Όταν η Αντέλα τέλειωσε, η Μάντελεϊν την άφησε λίγα λεπτά να ηρεμήσει.
«Ποιος ήταν αυτός μαζί με τον Λούντον; Πες μου το όνομά του.»
«Μόρκαρ.»«Τον ξέρω τον μπάσταρδο» απάντησε η Μάντελεϊν, χω
ρίς να καταφέρει να κρύψει την οργή από τη φωνή της. Η Αντέλα φάνηκε να τρομοκρατείται από το ξέσπασμά της. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να αφήσει στην άκρη το θυμό της. «Γιατί δε μίλησες για όλα αυτά στον Ντάνκαν; Όχι για την επιλογή σου να συναντήσεις τον Λούντον, φυσικά, αλλά για την ανάμειξη του Μόρκαρ;»
«Δεν μπορούσα» αποκρίθηκε η Αντέλα. «Ένιωθα τέτοια ντροπή. Και με είχε χτυπήσει τόσο άσχημα που πίστευα στ’ αλήθεια πως θα πέθαινα. Ο Λούντον ήταν υπεύθυνος όσο και ο Μόρκαρ… Ω, δεν ξέρω, μόλις όμως είπα το όνομα του Λούντον στον Γκίλαρντ και τον Έντμοντ, δε θέλησαν να ακούσουν τίποτε άλλο.»
Η Αντέλα άρχισε να κλαίει, μα η Μάντελεϊν τη σταμάτησε βιαστικά. «Καλά λοιπόν» είπε κοφτά. «Τώρα θα ακούσεις εμένα. Η μόνη σου αμαρτία ήταν ότι ερωτεύτηκες λάθος άνθρωπο. Μακάρι να μπορούσες να πεις στον Ντάνκαν την αλήθεια για τον Μόρκαρ, αυτή η απόφαση όμως είναι δική σου, όχι δική μου. Εφόσον με δεσμεύεις, εγώ ορκίζομαι πως θα κρατήσω το μυστικό σου.»
«Σου έχω εμπιστοσύνη» είπε η Αντέλα. «Σε παρακολουθούσα όλη τη βδομάδα. Δε μοιάζεις καθόλου με τον αδελφό σου. Ούτε καν στην όψη.»
«Δόξα τω Θεώ» μουρμούρισε η Μάντελεϊν με τέτοια απέχθεια, που η Αντέλα χαμογέλασε. «Θέλω να σε ρωτήσω
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 187
κάτι ακόμα, Αντέλα, αν δε σε πειράζει» είπε η Μάντελεϊν. «Γιατί φερόσουν σαν τρελή; Το έκανες για τους αδελφούς σου;»
Η Αντέλα ένευσε καταφατικά. «Γιατί;» απόρησε μπερδεμένη η Μάντελεϊν.
«Όταν γύρισα σπίτι, κατάλαβα πως δε θα πέθαινα. Άρχισα τότε να ανησυχώ μήπως κουβαλούσα μέσα μου το παιδί του Μόρκαρ. Ο Ντάνκαν θα με ανάγκαζε να παντρευτώ και...»
«Δεν μπορεί να πιστεύεις πως ο Ντάνκαν θα σε πάντρευε με τον Λούντον;» την έκοψε η Μάντελεϊν.
«Όχι, όχι» είπε η Αντέλα. «Θα έβρισκε όμως κάποιον. Η μόνη του έγνοια θα ήταν να με βοηθήσει.»
«Περιμένεις παιδί;» ρώτησε η Μάντελεϊν. Ένιωσε το στομάχι της να σφίγγεται στη σκέψη.
«Δεν ξέρω. Δεν είδα την περίοδό μου μα δε νιώθω διαφορετικά και δεν ήταν και ποτέ τακτική.» Η παραδοχή έκανε την Αντέλα να κοκκινίσει.
«Ίσως να είναι πολύ νωρίς για να ξέρεις» τη συμβούλεψε η Μάντελεϊν. «Αν περιμένεις όμως, πώς φαντάστηκες πως θα το έκρυβες από τον Ντάνκαν; Μπορεί να είναι πεισματάρης, Αντέλα, μα σίγουρα δεν είναι τυφλός.»
«Σκεφτόμουν να μείνω κλεισμένη στο δωμάτιό μου μάλλον, μέχρι να είναι πια πολύ αργά. Ακούγεται τόσο χαζό τώρα. Δε σκεφτόμουν και πολύ ξεκάθαρα. Ξέρω απλώς πως θα αυτοκτονήσω έτσι και αναγκαστώ να παντρευτώ κάποιον.»
«Κι ο βαρόνος Τζέραλντ;» ρώτησε η Μάντελεϊν.«Η συμφωνία διαλύθηκε τώρα» είπε η Αντέλα. «Δεν εί
μαι πια παρθένα.»Η Μάντελεϊν στέναξε. «Το ανακοίνωσε ο βαρόνος;»«Όχι, μα ο Ντάνκαν λέει πως δε θα είναι τώρα υποχρεω
μένος να την τιμήσει» είπε η Αντέλα. Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Αυτό που σε ανησυχεί
κυρίως είναι ότι ο Ντάνκαν θα σου επιβάλει κάποιο γάμο;»
188 JULIE GARWOOD
«Ναι.»«Ας αντιμετωπίσουμε τότε πρώτα αυτό. Θα καταστρώ
σουμε ένα σχέδιο να απαλλαγείς από αυτή την έγνοια.»«Αλήθεια;»Η Μάντελεϊν άκουσε την αδημονία στη φωνή της, είδε
την ελπίδα να λάμπει στα μάτια της. Την έκανε να νιώσει ακόμα περισσότερο αποφασισμένη. Ανίκανη να μείνει λεπτό παραπάνω άπραγη, η Μάντελεϊν πετάχτηκε όρθια και άρχισε να βηματίζει αργά γύρω από τις καρέκλες. «Δεν πιστεύω ούτε για ένα λεπτό πως ο αδελφός σου θα ήταν τόσο άκαρδος ώστε να απαιτήσει να παντρευτείς οποιονδήποτε.» Σήκωσε το χέρι όταν της φάνηκε πως η Αντέλα ήταν έτοιμη να διακόψει και συνέχισε. «Αυτό που πιστεύω εγώ όμως δεν είναι σημαντικό. Τι θα έλεγες αν αποσπούσα από τον Ντάνκαν την υπόσχεση να μπορέσεις να ζήσεις εδώ όσο καιρό θελήσεις, όποιες κι αν είναι οι συνθήκες; Θα σταματούσες τότε να φοβάσαι;»
«Θα πρέπει να του πεις ότι ίσως να περιμένω παιδί;»Η Μάντελεϊν δεν απάντησε αμέσως. Συνέχισε να κάνει
κύκλους, απορώντας πως για το Θεό θα κατάφερνε τον Ντάνκαν να της υποσχεθεί το παραμικρό.
«Και βέβαια όχι» απάντησε. Σταμάτησε απέναντί της και της χαμογέλασε. «Πρώτα θα αποσπούσα την υπόσχεση και τα υπόλοιπα θα τα ανακάλυπτε μετά, έτσι δεν είναι;»
Η Αντέλα χαμογέλασε. «Έχεις πονηρό μυαλό, Μάντελεϊν. Καταλαβαίνω τώρα το σχέδιό σου. Άμα συμφωνήσει ο Ντάνκαν, δε θα μπορεί να πάρει πίσω το λόγο του. Θα γίνει όμως έξαλλος μαζί σου που τον ξεγέλασες» πρόσθεσε και το χαμόγελο έσβησε από το πρόσωπό της.
«Πάντα είναι έξαλλος μαζί μου» αποκρίθηκε η Μάντελεϊν ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν τον φοβάμαι τον αδελφό σου, Αντέλα. Είναι άγριος σαν τον άνεμο, βαθιά μέσα του όμως είναι τρυφερός. Είμαι σίγουρη για αυτό» είπε ενώ ευχόταν να έχει δίκιο. «Έλα, λοιπόν, υποσχέσου
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 189
μου πως δε θα ανησυχείς μην τυχόν και περιμένεις παιδί. Πέρασες ένα μαρτύριο, κι αυτό από μόνο του θα μπορούσε να είναι ο λόγος που δεν είχες αυτή τη φορά» τη συμβούλεψε. «Το ξέρω, βλέπεις, γιατί η Φρίντα, η γυναίκα του ξυλοκόπου, πέρασε τρομερή ταραχή όταν έπεσε το αγόρι της στο πηγάδι και δεν μπορούσαν να το βγάλουν για ώρα πολλή. Το παιδί δεν έπαθε τίποτα, δόξα τω Θεώ για αυτό, μα άκουσα τη Φρίντα να λέει σε μιαν άλλη υπηρέτρια δύο μήνες αργότερα πως δεν είχε περίοδο. Η άλλη υπηρέτρια εξήγησε πως ήταν φυσικό κάτι τέτοιο, αν αναλογιζόταν πόσο είχε τρομάξει. Δε θυμάμαι τώρα το όνομα της σοφής γυναίκας, αλλιώς θα το μοιραζόμουν μαζί σου, αποδείχτηκε όμως πως είχε δίκιο. Ναι, τον επόμενο μήνα η Φρίντα ξαναβρήκε το ρυθμό της.»
Η Αντέλα κούνησε το κεφάλι. «Ακόμα κι αν περιμένεις όμως παιδί» συνέχισε η Μάντελεϊν «θα το αντιμετωπίσουμε, έτσι δεν είναι; Δε θα το μισείς το παιδί, έτσι δεν είναι, Αντέλα;» Η Μάντελεϊν δεν μπόρεσε να κρύψει την έγνοια από τη φωνή της. «Το μωρό θα είναι το ίδιο αθώο όσο κι εσύ, Αντέλα.»
«Θα ’χε μαύρη ψυχή, σαν τον πατέρα του» διαμαρτυρήθηκε εκείνη.
«Δε θα μοιάζει καθόλου στον Μόρκαρ το παιδί σου. Θα φροντίσεις εσύ για αυτό» είπε η Μάντελεϊν.
«Πώς;»«Με το να το αγαπάς και να το βοηθάς να κάνει τις σω
στές επιλογές όταν θα είναι αρκετά μεγάλο και θα καταλαβαίνει.»
Η Μάντελεϊν στέναξε και κούνησε το κεφάλι. «Μπορεί να μην περιμένεις άλλωστε παιδί, οπότε ας το αφήσουμε στην άκρη αυτό το θέμα για την ώρα. Βλέπω πόσο κουρασμένη είσαι. Αφού το δωμάτιό σου πρέπει να καθαριστεί προτού μπορέσεις να κοιμηθείς εκεί, θα πάρεις απόψε το δικό μου κρεβάτι. Εγώ θα βρω άλλο.»
190 JULIE GARWOOD
Η Αντέλα ακολούθησε τη Μάντελεϊν στο κρεβάτι και παρακολουθούσε την καινούρια της φίλη να τραβά τα σκεπάσματα. «Πότε θα ζητήσεις από τον Ντάνκαν την υπόσχεσή του;»
Η Μάντελεϊν περίμενε να ξαπλώσει η Αντέλα προτού απαντήσει. «Θα του μιλήσω αύριο. Είναι πολύ σημαντικό για σένα, το καταλαβαίνω. Δε θα το ξεχάσω.»
«Δε θέλω να με αγγίξει ποτέ ξανά άλλος άντρας» είπε η Αντέλα.
Η φωνή της ήταν τόσο σκληρή που η Μάντελεϊν ανησύχησε μην ταραχτεί ξανά. «Σώπασε τώρα» την καθησύχασε και έφτιαξε τα σκεπάσματα γύρω της. «Ξεκουράσου. Όλα θα πάνε καλά.»
Η Αντέλα χαμογέλασε με τον τρόπο που τη φρόντιζε η Μάντελεϊν. «Μάντελεϊν; Συγγνώμη για τον τρόπο που σου φέρθηκα. Αν πίστευα πως θα βοηθούσε, θα ζητούσα από τον Έντμοντ να μιλήσει στον Ντάνκαν για να σε πάει στη Σκοτία.»
Η Μάντελεϊν παρατήρησε πως η Αντέλα σκέφτηκε να μιλήσει στον Έντμοντ και όχι απευθείας στον Ντάνκαν. Αυτό την έκανε να πιστέψει ακόμα πιο βαθιά πως η Αντέλα φοβόταν το μεγαλύτερο αδελφό της.
Η Αντέλα αναστέναξε και είπε: «Στ’ αλήθεια δε θέλω να φύγεις ακόμα. Ήμουν τόσο μόνη. Είναι εγωιστικό από μέρους μου να το παραδέχομαι;»
«Είσαι απλώς ειλικρινής» της είπε εκείνη. «Κάτι που θαυμάζω πάρα πολύ» πρόσθεσε. «Εγώ πάντως δεν έχω πει ποτέ μου ψέμα» καυχήθηκε.
«Ούτε μια φορά;»Η Μάντελεϊν άκουσε το γελάκι της Αντέλα και χαμογέ
λασε. «Από όσο θυμάμαι, όχι» είπε. «Και υπόσχομαι να μείνω εδώ όσο καιρό με χρειάζεσαι. Δεν έχω καμία διάθεση να ταξιδεύω με τέτοιο απαίσιο καιρό.»
«Κι εσένα σε έχουν ατιμάσει, Μάντελεϊν. Όλοι θα νομίζουν…»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 191
«Ανοησίες λες» ανταπάντησε εκείνη. «Καμιά μας δεν είναι υπεύθυνη για ό,τι συνέβη. Είμαστε κι οι δυο αρκετά έντιμες μέσα στην καρδιά μας. Αυτό είναι το μόνο που έχει για μένα σημασία.»
«Έχεις την πιο ασυνήθιστη συμπεριφορά» είπε η Αντέλα. «Εγώ πίστευα πως θα μισούσες όλους εμάς τους Γουέξτον.»
«Καλά, είναι γεγονός πως τα αδέλφια σου δεν είναι και τόσο εύκολο να τα συμπαθήσει κανείς» παραδέχτηκε η Μάντελεϊν. «Δε σας μισώ όμως. Ξέρεις πως νιώθω ασφαλής εδώ; Φοβερό δεν είναι; Να είσαι αιχμάλωτη και να νιώθεις τόσο ασφαλής ταυτόχρονα. Να μια αλήθεια που πρέπει να σκεφτώ.»
Η Μάντελεϊν συνοφρυώθηκε καθώς σκεφτόταν την απίστευτη αυτή παραδοχή. «Ε, λοιπόν» μονολόγησε «είναι κάτι που πρέπει να το σκεφτώ λίγο περισσότερο».
Χάιδεψε την Αντέλα στο χέρι και στράφηκε προς την πόρτα.
«Δε θα κάνεις καμιά ανοησία με τον Μόρκαρ, έτσι δεν είναι, Μάντελεϊν;»
«Μα πώς σκέφτηκες κάτι τέτοιο;» ρώτησε εκείνη.«Γιατί είδα το ύφος σου όταν είπα το όνομά του» αποκρί
θηκε η Αντέλα. «Δε θα κάνεις τίποτα, έτσι;»Ακουγόταν και πάλι φοβισμένη. «Έχεις πολύ μεγάλη
φαντασία» της είπε. «Να και κάτι άλλο που έχουμε κοινό» πρόσθεσε αποφεύγοντας έξυπνα το θέμα του Μόρκαρ.
Το σχέδιό της πέτυχε, γιατί η Αντέλα χαμογελούσε ξανά. «Δε νομίζω να έχω απόψε εφιάλτες. Είμαι πολύ κουρασμένη. Καλύτερα να πας για ύπνο σύντομα, Μάντελεϊν. Πρέπει να είσαι ξεκούραστη για την κουβέντα με τον Ντάνκαν.»
«Πιστεύεις ότι θα με εξαντλήσει;» ρώτησε εκείνη. «Όχι εσένα» απάντησε η Αντέλα. «Εσύ μπορείς να κά
νεις τον Ντάνκαν να σου υποσχεθεί τα πάντα.»
192 JULIE GARWOOD
Θεέ μου, πόση εμπιστοσύνη της είχε η αδελφή του. Η Μάντελεϊν ένιωσε τους ώμους της να κυρτώνουν.
«Βλέπω πώς σε κοιτάζει ο Ντάνκαν. Κι έσωσες και τη ζωή του Γκίλαρντ. Τον άκουσα να λέει στον Έντμοντ την ιστορία. Θύμισέ το στον Ντάνκαν αυτό και δε θα μπορέσει να σου αρνηθεί τίποτα.»
«Κοιμήσου, Αντέλα.»Η Μάντελεϊν ήταν έτοιμη να τραβήξει την πόρτα όταν
άκουσε τα επόμενα λόγια της Αντέλα. «Ο Ντάνκαν δεν κοιτά ποτέ έτσι τη λαίδη Έλινορ όπως κοιτά εσένα.»
Δεν μπόρεσε να αντισταθεί. «Ποια είναι η λαίδη Έλινορ;» ρώτησε προσπαθώντας να μην ακουστεί υπερβολικό το ενδιαφέρον της. Γύρισε και κοίταξε την Αντέλα, κι από τον τρόπο που χαμογελούσε, σκέφτηκε πως δεν την είχε ξεγελάσει.
«Η γυναίκα που σκεφτόταν να παντρευτεί ο Ντάνκαν.»Η Μάντελεϊν δεν άφησε να φανεί καμιά αντίδραση. Κού
νησε το κεφάλι για να δείξει στην Αντέλα πως την άκουσε. «Τότε τη λυπάμαι πολύ. Θα ’χει πάντα μπόλικη δουλειά αν ζει με τον αδελφό σου. Μην προσβληθείς, Αντέλα, πιστεύω όμως πως ο αδελφός σου είναι πολύ αλαζονικός για να του βγει σε καλό.»
«Είπα πως σκεφτόταν να την παντρευτεί, Μάντελεϊν. Δε θα το κάνει όμως.»
Η Μάντελεϊν δεν απάντησε. Έκλεισε την πόρτα πίσω της και κατάφερε να περάσει το κεφαλόσκαλο πριν ξεσπάσει σε δάκρυα.
Κεφάλαιο 11
Άριστος είναι εκείνος που εκπαιδεύεται με την πιο αυστηρή πειθαρχία.
Αρχίδαμος Β’, βασιλιάς της Σπάρτης
Η Μάντελεϊν δεν ήθελε να τη δει κανείς να κλαίει. Όταν άφησε την Αντέλα, δεν είχε ιδέα πού θα πήγαινε. Ήθελε απλώς να βρει ένα ήσυχο μέρος για να μπορέσει να ξεδιαλύνει τα συναισθήματά της.
Η αίθουσα ήταν η πρώτη της επιλογή, όταν έφτασε όμως στην είσοδο, άκουσε τον Γκίλαρντ να μιλάει με κάποιον. Συνέχισε και κατέβηκε άλλη μία σκάλα, πήρε το χειμωνιάτικο μανδύα της από το καρφί δίπλα στο στρατώνα και προσπάθησε να ανοίξει τις βαριές πόρτες όσο χρειαζόταν για να περάσει έξω.
Ο αέρας ήταν τόσο παγερός που θα έκανε και αρκούδα να τρέμει. Η Μάντελεϊν έσφιξε το μανδύα γύρω από τους ώμους της και προχώρησε βιαστικά. Το φως του φεγγαριού ήταν αρκετό για να περπατήσει, και όταν έκανε το γύρο της καλύβας του χασάπη, ακούμπησε στον πέτρινο τοίχο του οχυρού κι άρχισε να κλαίει σαν παιδί. Έκλαιγε δυνατά, ανεμπόδιστα αλλά κι ανώφελα, αφού δεν ένιωσε μήτε μια στάλα καλύτερα μετά. Το κεφάλι της πονούσε, τα μάγουλά της έτσουζαν και την είχε πιάσει αφόρητος λόξιγκας.
Κι ο θυμός δεν έλεγε να φύγει.
194 JULIE GARWOOD
Από τη στιγμή που άρχισε να λέει η Αντέλα την ιστορία της, τα αποκάλυψε όλα. Η Μάντελεϊν δεν είχε αφήσει να φανεί καμία αντίδραση στη φρίκη, ένιωθε όμως την καρδιά της έτοιμη να σπάσει από τον πόνο. Ο Μόρκαρ! Ο μπάσταρδος ήταν ένοχος όσο και ο Λούντον, κι όμως κανείς δε θα μάθαινε ποτέ την ανάμειξή του.
«Τι κάνεις εδώ έξω;»Η Μάντελεϊν αναφώνησε τρομαγμένη. Ο Ντάνκαν της
είχε κόψει την ανάσα έτσι που εμφανίστηκε δίπλα της από το πουθενά.
Προσπάθησε να του γυρίσει την πλάτη. Δεν την άφησε. Την έπιασε από το πιγούνι και την ανάγκασε να τον κοιτάξει.
Έπρεπε να είναι τυφλός για να μην προσέξει πως έκλαιγε. Σκέφτηκε να του δώσει μια λακωνική εξήγηση, μόλις όμως την άγγιξε, άρχισε πάλι να κλαίει.
Ο Ντάνκαν την τράβηξε στην αγκαλιά του. Αρκέστηκε να την κρατά μέχρι να ξαναβρεί τον έλεγχό της. Είχε μόλις τελειώσει το μπάνιο του, αφού έσταζε από το κεφάλι ίσαμε τη μέση.
Η Μάντελεϊν κάθε άλλο παρά τον βοηθούσε να στεγνώσει, έτσι που έκλαιγε πότε με λυγμούς και πότε με λόξιγκα πάνω στο απαλό στρώμα από τρίχες που κάλυπτε το στέρνο του.
«Θα παγώσεις έτσι που τριγυρνάς μισόγυμνος» του είπε ανάμεσα στους λυγμούς της. «Κι αυτή τη φορά δε θα σου ζεστάνω τα πόδια.»
Αν της απάντησε, δεν τον άκουσε. Το πρόσωπό της ήταν κολλημένο στον ώμο του. Χάιδευε το στήθος του. Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως δεν ήξερε καν τι έκανε, ούτε φυσικά την επίδραση που είχε πάνω του.
Ξαφνικά προσπάθησε να τραβηχτεί μακριά του. Κουτούλησε στο σαγόνι του και μουρμούρισε μια συγγνώμη, μόνο που έκανε το λάθος να τον κοιτάξει. Το στόμα του ήταν τόσο πολύ κοντά. Δεν μπορούσε να πάρει τα μάτια της
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 195
από πάνω του, κι ήταν τόσο έντονη η ανάμνηση της αίσθησής του από εκείνη τη νύχτα στη σκηνή που τόσο αυθάδικα τον είχε φιλήσει.
Ο Ντάνκαν πρέπει να κατάλαβε, γιατί έφερε αργά το στόμα του στο δικό της.
Ένα τρυφερό φιλί ήθελε να της δώσει μόνο. Ναι, να την παρηγορήσει ήθελε, τα μπράτσα της όμως γλίστρησαν γύρω από το λαιμό του και το στόμα της άνοιξε αμέσως κάτω από το δικό του. Η γλώσσα του το εκμεταλλεύτηκε και έσμιξε με τη δική της.
Θεέ μου, ήταν καλή. Ένιωθε αμέσως να καίγεται. Δεν του άφησε περιθώρια για τρυφερότητες. Ο ήχος που ακούστηκε βαθιά μέσα από το λαιμό της, έδιωξε κάθε σκέψη παρηγοριάς από το νου του.
Την ένιωσε να τρέμει και τότε μόνο θυμήθηκε πού βρίσκονταν. Απομακρύνθηκε απρόθυμα, αν και περίμενε να την ακούσει να διαμαρτύρεται. Έπρεπε να τη φιλήσει ξανά, σκέφτηκε, και το έκανε πριν καν προλάβει η απαλή, αισθησιακή γυναίκα του να το ζητήσει.
Ο Ντάνκαν την έκανε να φλέγεται. Δεν πίστευε πως θα έβρισκε τη δύναμη να σταματήσει, μέχρι που το χέρι του άγγιξε το στήθος της στο πλάι. Ήταν υπέροχη αίσθηση και όταν κατάλαβε πόσο πολύ περισσότερο ήθελε, αποτραβήχτηκε μακριά του.
«Καλύτερα να πας μέσα πριν γίνεις παγοκολόνα» του είπε. Η φωνή της ακούστηκε τραχιά.
Ο Ντάνκαν στέναξε. Είχε αρχίσει πάλι με τις διαταγές της. Τη σήκωσε στην αγκαλιά του αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της, κι άρχισε να περπατά προς το κάστρο. «Σου μίλησε η Αντέλα για αυτό που της συνέβη;» ρώτησε όταν μπόρεσε να συγκεντρωθεί.
«Ναι» απάντησε εκείνη. «Δε θα σου πω μήτε μία λέξη όμως, όσο επίμονος κι αν γίνεις. Μπορείς να με βασανίσεις αν το θες, μα εγώ...»
196 JULIE GARWOOD
«Μάντελεϊν.» Ο αργόσυρτος στεναγμός του την έκανε να σταματήσει.
«Υποσχέθηκα στην Αντέλα πως δε θα πω τίποτε σε κανέναν, ειδικά σε σένα. Η αδελφή σου σε φοβάται, Ντάνκαν. Κι είναι λυπηρό αυτό» πρόσθεσε.
Νόμισε πως θα τον εξόργιζε με αυτό που είπε και ξαφνιάστηκε όταν εκείνος κούνησε απλώς το κεφάλι. «Έτσι πρέπει» είπε ανασηκώνοντας τους ώμους. «Είμαι άρχοντας εκτός από αδελφός, και το πρώτο πρέπει να υπερισχύει του δεύτερου.»
«Δεν είναι έτσι» διαφώνησε η Μάντελεϊν. «Η οικογένεια πρέπει να είναι δεμένη. Πρέπει να τρώνε όλα τους τα γεύματα μαζί και να μην τσακώνεται ο ένας με τον άλλο. Πρέπει...»
«Πού στο διάολο ξέρεις εσύ πώς πρέπει ή δεν πρέπει να είναι μια οικογένεια; Με το θείο σου ζούσες» είπε ο Ντάνκαν κουνώντας οργισμένος το κεφάλι.
«Όπως και να έχει, ξέρω πώς πρέπει να φέρονται οι οικογένειες» διαφώνησε η Μάντελεϊν.
«Μάντελεϊν, μην αμφισβητείς τις μεθόδους μου» είπε γρυλίζοντας ο Ντάνκαν. «Γιατί έκλαιγες;» ρώτησε αλλάζοντας αμέσως θέμα.
«Για όσα έκανε ο αδελφός μου στην Αντέλα» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. Ακούμπησε το κεφάλι στον ώμο του Ντάνκαν. «Ο αδελφός μου θα καίγεται αιώνια στην κόλαση.»
«Ναι» αποκρίθηκε εκείνος.«Είναι κάποιος που διψά για θάνατο. Δε σε αδικώ που
θέλεις να τον σκοτώσεις, Ντάνκαν.» Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Σε κάνει να νιώθεις κα
λύτερα που δε με αδικείς;» ρώτησε. Της φάνηκε πως το διασκέδαζε. «Έχω αλλάξει απόψεις
για τους σκοτωμούς. Έκλαιγα για αυτή μου την απώλεια» ψιθύρισε. «Και για αυτό που πρέπει να κάνω.»
Ο Ντάνκαν περίμενε να του εξηγήσει. Έφτασαν στις
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 197
πόρτες. Ο Ντάνκαν τράβηξε το ένα φύλλο, δίχως να την αφήσει. Η δύναμή του την έκανε να απορήσει για άλλη μία φορά. Είχε χρειαστεί όλη την αποφασιστικότητά της και τα δυο της χέρια για να καταφέρει να ανοίξει τις πόρτες όσο χρειαζόταν για να περάσει δίχως να σφηνώσει, κι εκείνος δεν είχε δείξει καν να προσπαθεί. «Τι πρέπει να κάνεις;» τη ρώτησε, ανίκανος να συγκρατήσει την περιέργειά του.
«Πρέπει να σκοτώσω κάποιον.»Η πόρτα έκλεισε με δύναμη τη στιγμή που ψιθύριζε την
παραδοχή της η Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν δεν ήταν σίγουρος ότι είχε ακούσει καλά. Αποφάσισε πως είχε αρκετή υπομονή να περιμένει ώσπου να φτάσουν στο δωμάτιό του για να τη ρωτήσει περισσότερα.
Μετέφερε τη Μάντελεϊν στη σκάλα αγνοώντας τις διαμαρτυρίες της πως μπορούσε να περπατήσει, δε σταμάτησε όταν έφτασαν μπροστά στην αίθουσα, μόνο συνέχισε για το επόμενο πάτωμα. Η Μάντελεϊν πίστευε πως την πήγαινε πίσω στο δωμάτιο του πύργου. Όταν έφτασαν στο στόμιο του κυκλικού κτίσματος, ο Ντάνκαν έστριψε στην αντίθετη πλευρά και συνέχισε να προχωρά σε ένα σκοτεινό διάδρομο. Δεν υπήρχε φως για να δει πού οδηγούσε.
Ένιωθε μεγάλη περιέργεια, μια και δεν είχε προσέξει καν το στενό διάδρομο. Έφτασαν στην άκρη του και ο Ντάνκαν άνοιξε μια πόρτα και πέρασε μέσα τη Μάντελεϊν. Ήταν, από ό,τι έδειχνε, το υπνοδωμάτιό του, σκέφτηκε η Μάντελεϊν, και το βρήκε πολύ ευγενικό από μέρους του να της παραχωρήσει το δωμάτιό του για τη νύχτα.
Ήταν ζεστά και ευχάριστα μέσα στο δωμάτιο. Δυνατή φωτιά έκαιγε στο τζάκι, αναδίνοντας ζέστη και μιαν απαλή λάμψη στο κατά τα άλλα γυμνό δωμάτιο. Ένα μόνο παράθυρο υπήρχε στο κέντρο του απέναντι τοίχου, σκεπασμένο με προβιά αντί για παντζούρι. Ένα φαρδύ κρεβάτι έπιανε το μεγαλύτερο μέρος του πέτρινου τοίχου δίπλα στο τζάκι, με ένα μπαούλο δίπλα του.
198 JULIE GARWOOD
Το κρεβάτι και το μπαούλο ήταν τα μόνα έπιπλα μέσα στο δωμάτιο. Ήταν όμως καθαρό, σχεδόν άψογο. Αυτό έκανε τη Μάντελεϊν να χαμογελάσει. Δεν ήξερε γιατί την ικανοποιούσε, χαιρόταν όμως που δεν άρεσε στον Ντάνκαν η ακαταστασία όσο δεν άρεσε και σε εκείνη.
Γιατί λοιπόν επέτρεπε να μένει τόσο βρόμικη η κεντρική αίθουσα; Δεν έβγαζε νόημα τώρα που είχε δει το δικό του δωμάτιο. Αποφάσισε να τον ρωτήσει μόλις τον έβρισκε σε καλή διάθεση. Χαμογέλασε τότε, γιατί σκέφτηκε πως ίσως να ήταν πολύ γριά πια όταν κατάφερνε να πετύχει τέτοια αξιοσημείωτη αλλαγή στη διάθεσή του.
Ο Ντάνκαν δεν έδειχνε να βιάζεται ιδιαίτερα να την αφήσει. Πλησίασε στο τζάκι, ακούμπησε τους ώμους στην άκρη του ογκώδους πρεβαζιού κι άρχισε να τρίβεται, προσπαθώντας μάλλον να σταματήσει μιαν απρόσμενη φαγούρα. Η Μάντελεϊν κρατήθηκε να μην πέσει. Πόσο θα ’θελε να φορούσε ένα πουκάμισο. Δεν ήταν σωστό, σκεφτόταν, γιατί της άρεσε υπερβολικά να αγγίζει το δέρμα του. Έμοιαζε με μπρούτζινο θεό. Το δέρμα του ήταν ζεστό, κι έτσι που ακουμπούσαν οι παλάμες της στους ώμους του, ένιωθε τους μυς να συσπώνται κάτω από τα ακροδάχτυλά της.
Μακάρι να καταλάβαινε γιατί αντιδρούσε έτσι μαζί του. Η καρδιά της χτυπούσε και πάλι σαν τρελή. Τόλμησε να ρίξει μια γρήγορη ματιά προς τα πάνω και ανακάλυψε πως ο Ντάνκαν την κοιτούσε έντονα. Έδειχνε τόσο ωραίος. Εκείνη ήθελε να ήταν άσχημος. «Θα με κρατάς όλη τη νύχτα;» ρώτησε με φωνή δήθεν δυσαρεστημένη.
Ο Ντάνκαν ανασήκωσε τους ώμους και κόντεψε να ρίξει τη Μάντελεϊν. Εκείνη τον αγκάλιασε ξανά, κι όταν της χαμογέλασε, σκέφτηκε πως μπορεί να το είχε κάνει μόνο και μόνο για να κρεμαστεί από πάνω του.
«Απάντησέ μου πρώτα σ’ αυτό, κι ύστερα θα σε αφήσω» την πρόσταξε.
«Θα σου απαντήσω» του είπε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 199
«Μου είπες πως σκέφτεσαι να σκοτώσεις κάποιον;»«Ναι.» Το βλέμμα της ήταν καρφωμένο στο πιγούνι του
όταν του απάντησε. Περίμενε αρκετή ώρα να σχολιάσει την παραδοχή της.
Νόμιζε πως θα της έλεγε ότι δεν είχε τη δύναμη να σκοτώσει κανέναν.
Αυτό που δεν περίμενε όμως καθόλου, ήταν το γέλιο του. Άρχισε σαν βαθύ γουργουρητό μες στο στήθος του, για να γίνει όλο και πιο δυνατό, ώσπου βρέθηκε να πνίγεται σχεδόν από τα γέλια.
Είχε ακούσει καλά λοιπόν. Του είχε πει πως σκόπευε να σκοτώσει. Ήταν τόσο απίστευτο στην αρχή, που νόμισε πως αστειευόταν. Το σοβαρό ύφος στο πρόσωπό της όμως άφηνε να φανεί πως εννοούσε αυτό που έλεγε.
Δεν της άρεσε ιδιαίτερα η αντίδρασή του. Για το Θεό, δεν μπορούσε να σταματήσει τα γέλια. Άφησε τη Μάντελεϊν να γλιστρήσει από την αγκαλιά του, κράτησε όμως τα χέρια στους ώμους της για να μην το σκάσει. «Και ποιος είναι ο δύστυχος που σχεδιάζεις να σκοτώσεις;» κατάφερε τελικά να ρωτήσει. «Μήπως ένας από εμάς τους Γουέξτον;»
Η Μάντελεϊν αποτραβήχτηκε μακριά του. «Φυσικά και δεν είναι ένας Γουέξτον, αν και, για να είμαι απόλυτα ειλικρινής, αν είχα κακιά ψυχή, θα ήσουν ο πρώτος στον κατάλογο αυτών που θα καθάριζα, άρχοντά μου.»
«Α» είπε ο Ντάνκαν χαμογελώντας ακόμα. «Αν δεν είναι ένας από εμάς, γλυκιά, ευγενική κυρά, τότε ποιον επιθυμείς να καθαρίσεις;» ρώτησε χρησιμοποιώντας τη δική της, γελοία έκφραση.
«Ναι, αλήθεια είναι, Ντάνκαν. Είμαι γλυκιά, ευγενική κόρη, κι ήταν καιρός να το καταλάβεις» απάντησε εκείνη. Δεν ακουγόταν και τόσο γλυκιά η φωνή της τώρα.
Πήγε προς το κρεβάτι και κάθισε στο πλάι. Έστρωνε για ώρα τη φούστα της κι ύστερα σταύρωσε τα χέρια στην ποδιά της. Τη φόβιζε πραγματικά το ότι μιλούσε τόσο άνετα για
greekleech.info
200 JULIE GARWOOD
την αφαίρεση μιας ζωής. Ο άνθρωπος όμως που είχε κατά νου έπρεπε σίγουρα να πεθάνει, δεν έπρεπε;
«Δε θα μάθεις το όνομά του από μένα, Ντάνκαν. Είναι δική μου υπόθεση, όχι δική σου.»
Ο Ντάνκαν δε συμφωνούσε, αποφάσισε όμως να περιμένει πριν αποσπάσει την αλήθεια. «Κι όταν σκοτώσεις τον άνθρωπο αυτό, Μάντελεϊν, θα βγάλεις πάλι το φαγητό από το στομάχι σου;»
Δεν του απάντησε. Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως ίσως να συνειδητοποιούσε πόσο ανόητο ήταν το σχέδιό της. «Και θα κλάψεις κιόλας;» τη ρώτησε, θυμίζοντάς της την αντίδρασή της όταν σκότωσε το στρατιώτη που επιτέθηκε στον Γκίλαρντ.
«Θα θυμηθώ να μη φάω τίποτα πριν τον σκοτώσω, Ντάνκαν, για να μην αρρωστήσω, και αν κλάψω αφού το κάνω, θα βρω απλώς ένα μέρος όπου να μη με δει κανείς. Σου αρκεί αυτή η εξήγηση;»
Η Μάντελεϊν πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρατήσει την έκφρασή της ήρεμη. Θεέ μου, ένιωθε ήδη αμαρτωλή. «Δεν πρέπει να παίρνουμε ανάλαφρα το θάνατο» είπε τότε. «Μα ούτε κι η δικαιοσύνη πρέπει να εξαπατάται.»
Ο Ντάνκαν έβαλε πάλι τα γέλια. Αυτό την εξόργισε. «Θα ήθελα να κοιμηθώ τώρα, για αυτό φύγε, σε παρακαλώ.»
«Νομίζεις πως μπορείς να μου πεις να φύγω από το δωμάτιό μου;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
Δε γελούσε τώρα, κι η Μάντελεϊν δεν είχε το κουράγιο να τον κοιτάξει.
«Ναι» παραδέχτηκε. «Αν γίνομαι ασεβής, λυπάμαι για αυτό. Ξέρεις όμως πως δε λέω ψέματα. Είναι ευγενικό από μέρους σου να αφήσεις το κρεβάτι σου για μια νύχτα. Το εκτιμώ αληθινά. Και θα γυρίσω στον πύργο αύριο, αφού καθαριστεί το δωμάτιο της Αντέλα.»
Όταν τέλειωσε, σταμάτησε ξέπνοη.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 201
«Η ειλικρίνειά σου είναι αναζωογονητική.»«Με βάζει σε μπελάδες.» Η Μάντελεϊν στέναξε. Συνέχι
σε να κοιτάζει τα χέρια της, ενώ ευχόταν να έκανε γρήγορα ο Ντάνκαν και να έφευγε. Άκουσε τότε έναν απαλό γδούπο. Ο θόρυβος τράβηξε την προσοχή της και όταν σήκωσε τα μάτια, πρόλαβε να δει τον Ντάνκαν να βγάζει τη δεύτερη μπότα και να την πετά στο πάτωμα.
«Δεν είναι σωστό να στέκεις μπροστά μου δίχως πουκάμισο» δήλωσε η Μάντελεϊν. Και τώρα βγάζεις και τα υπόλοιπά σου ρούχα πριν φύγεις; Έτσι τριγυρνάς και μπροστά στη λαίδη Έλινορ;»
Η Μάντελεϊν ένιωσε να κοκκινίζει. Ήταν αποφασισμένη να αγνοήσει τον Ντάνκαν. Αν ήθελε να περιδιαβαίνει μπροστά της μισόγυμνος, τότε θα έκλεινε τα μάτια. Κι ούτε επρόκειτο να τον αποχαιρετήσει.
Άργησε λίγο να καταλάβει τι σκόπευε να κάνει ο Ντάνκαν. Συνέχισε να τον παρακολουθεί με την άκρη του ματιού της. Εκείνος γονάτισε μπροστά στη φωτιά κι έβαλε άλλο ένα χοντρό κομμάτι ξύλο. Κόντεψε να τον ευχαριστήσει για την ευγένειά του, αλλά θυμήθηκε πως ήταν αποφασισμένη να τον αγνοήσει. Τα κατάφερνε όμως μια χαρά να την κάνει να τα χάσει, δεν τα κατάφερνε;
Ο Ντάνκαν σηκώθηκε και πήγε προς την πόρτα. Πριν καταλάβει η Μάντελεϊν τι σκόπευε να κάνει, εκείνος έσπρωξε το χοντρό σύρτη στις μεταλλικές θηλιές.
Τα μάτια της γούρλωσαν από έκπληξη. Ήταν αμπαρωμένη στο δωμάτιο, το πραγματικό πρόβλημα όμως ήταν πως ο Ντάνκαν βρισκόταν στη λάθος πλευρά της πόρτας. Η απόφασή της ήταν μία και μοναδική. Θα έβγαινε από τούτο το δωμάτιο και θα έφευγε μακριά από τον Ντάνκαν.
Την παρακολουθούσε για ένα λεπτό καθώς πάλευε με το σύρτη. Όταν είδε πως δε θα κατάφερνε ποτέ να ξεκλειδώσει την ασυνήθιστη κλειδαριά κάτω από την αμπάρα, πήγε στο κρεβάτι. Αποφάσισε να μη βγάλει το παντελόνι
202 JULIE GARWOOD
για να μην την προσβάλει. Έδειχνε έτοιμη να χάσει και πάλι τον έλεγχο.
«Έλα στο κρεβάτι, Μάντελεϊν» απαίτησε καθώς ξάπλωνε πάνω από τα σκεπάσματα.
«Δε θα κοιμηθώ πλάι σου» τραύλισε η Μάντελεϊν.«Έχουμε κοιμηθεί μαζί…»«Μόνο μια φορά, σε εκείνη τη σκηνή, Ντάνκαν, κι αυτό
γιατί ήταν αναγκαίο. Μοιραστήκαμε ο ένας τη ζέστη του άλλου.»
«Όχι, Μάντελεϊν. Κοιμάμαι μαζί σου κάθε βράδυ από τότε» της είπε ο Ντάνκαν.
Η Μάντελεϊν γύρισε και τον κοίταξε άγρια. «Δεν το έκανες!»
«Ναι, το έκανα.» Της χαμογελούσε. «Πώς μπορείς να λες τόσο εύκολα
ψέματα;» απόρησε εκνευρισμένη. Δεν του έδωσε ευκαιρία να απαντήσει, μόνο γύρισε ξανά κι άρχισε να παλεύει με το μάνταλο.
Μια σκλήθρα από το ξύλο μπήκε στο τρυφερό δέρμα του αντίχειρά της, ανταμοιβή για τις προσπάθειές της. Ούρλιαξε οργισμένη. «Και τώρα τούτο το αναθεματισμένο ξύλο μπήκε κάτω από το δέρμα μου χάρη σε σένα» μουρμούρισε καθώς έσκυβε να δει τη ζημιά.
Ο Ντάνκαν αναστέναξε. Η Μάντελεϊν τον άκουσε από την άλλη άκρη του δωματίου, δεν τον άκουσε όμως να κινείται, κι όταν άρπαξε ξαφνικά το χέρι της, εκείνη τινάχτηκε πίσω και χτύπησε το κεφάλι στο σαγόνι του. «Κινείσαι σαν λύκος» του είπε καθώς τον άφηνε να την τραβά προς το φως της φωτιάς. «Δεν είναι φιλοφρόνηση αυτό που σου λέω, Ντάνκαν, γι’ αυτό σταμάτα να χαμογελάς.»
Εκείνος αγνόησε τα μουρμουρητά της. Άπλωσε το χέρι πάνω από το πρέκι και έπιασε ένα μυτερό, σχεδόν σαν βελόνα στην άκρη μαχαίρι. Η Μάντελεϊν έκλεισε τα μάτια μέχρι που ένιωσε το πρώτο τσίμπημα. Αναγκάστηκε τότε να
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 203
ανοίξει τα μάτια, γιατί, αν δεν τον παρακολουθούσε, ήταν ικανός να της κόψει τελείως τον αντίχειρα. Έσκυψε τόσο που δίχως να το καταλάβει δεν άφηνε τον Ντάνκαν να δει τον αντίχειρά της. Τράβηξε τότε το χέρι της ψηλά για να το δει καλύτερα. Έσκυψε το κεφάλι για να τελειώσει αυτό που έκανε. Το μέτωπό της άγγιξε το δικό του. Δεν έκανε πίσω, ούτε κι εκείνος.
Μύριζε ωραία.Μύριζε πάλι τριαντάφυλλα. Η ακίδα βγήκε. Η Μάντελεϊν δεν του είπε κουβέντα,
μόνο τον κοιτούσε με μια απίστευτη έκφραση εμπιστοσύνης στο πρόσωπό της. Ο Ντάνκαν συνοφρυώθηκε ταραγμένος. Όταν τον κοιτούσε έτσι, το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να την πάρει στην αγκαλιά του και να τη φιλήσει. Διάολε, παραδέχτηκε με αποστροφή, αρκούσε απλώς να τον κοιτάξει για να τον κάνει να θέλει να πλαγιάσει μαζί της.
Πέταξε το μαχαίρι πίσω στο πρέκι και γύρισε στο κρεβάτι. Δεν είχε αφήσει ακόμα το χέρι της και την έσερνε πίσω του. «Δεν μπορείς να βγάλεις μια σκλήθρα και θέλεις να σκοτώσεις άνθρωπο» μουρμούρισε.
«Δεν κοιμάμαι μαζί σου» δήλωσε με έμφαση η Μάντελεϊν. Έστεκε δίπλα στο κρεβάτι, αποφασισμένη να βγει νικήτρια. «Είσαι ο πιο αλαζονικός, ο πιο ξεροκέφαλος άνθρωπος. Η υπομονή μου στερεύει. Δεν πρόκειται να ανεχτώ πολλά ακόμα.»
Η Μάντελεϊν κατάλαβε πως το λάθος της ήταν ότι είχε έρθει πολύ κοντά του όταν φώναζε την απειλή της. Εκείνος άπλωσε το χέρι και την ξάπλωσε κυριολεκτικά πάνω του. Προσγειώθηκε με ένα γδούπο. Ο Ντάνκαν την πέταξε στο πλάι, με το χέρι του ακόμα κλειδωμένο στον καρπό της.
Έκλεισε τα μάτια και την αγνόησε. Η Μάντελεϊν γύρισε να τον κοιτάξει. «Με μισείς πάρα πολύ για να κοιμάσαι πλάι μου. Είπες ψέματα, Ντάνκαν, δεν είπες; Δεν κοιμόμαστε μαζί. Θα το θυμόμουν.»
204 JULIE GARWOOD
«Μπορείς να κοιμηθείς ακόμα και μάχη να γίνεται γύρω σου» σχολίασε ο Ντάνκαν. Τα μάτια του ήταν ακόμα κλειστά, αλλά χαμογελούσε. «Και δε σε μισώ, Μάντελεϊν.»
«Και βέβαια με μισείς» ανταπάντησε εκείνη. «Μην τολμήσεις να αλλάξεις γνώμη τώρα.»
Περίμενε αρκετή ώρα να της απαντήσει. Όταν δεν είπε λέξη, συνέχισε από μόνη της. «Ήταν μια άθλια πράξη αυτή που μας έφερε κοντά. Σου έσωσα τη ζωή. Και πώς μου το ξεπληρώνεις; Με σέρνεις σε τούτο το ξεχασμένο απ’ το Θεό μέρος, και μάλιστα βάζεις συνεχώς σε δοκιμασία την καλή μου φύση. Φαντάζομαι πως έχεις βολικά ξεχάσει και το ότι έσωσα τη ζωή του Γκίλαρντ.» Θεέ μου, πόσο ήθελε να ανοίξει τα μάτια του για να δει την αντίδρασή του. «Τώρα άρχισα να φροντίζω και την Αντέλα. Αναρωτιέμαι όμως μήπως το είχες σχεδιάσει από την αρχή.»
Η Μάντελεϊν συνοφρυώθηκε για μια στιγμή σκεφτική, και ύστερα συνέχισε. «Οφείλεις πια να παραδεχτείς πως είμαι το αθώο θύμα στο σχέδιό σου. Εγώ είμαι εκείνη που αδικείται. Κι όσο σκέφτομαι όσα έχω υποστεί...»
Το ροχαλητό του Ντάνκαν την έκοψε απότομα. Έγινε έξαλλη τότε και ευχήθηκε να είχε το θάρρος να ουρλιάξει μες στο αυτί του.
«Εγώ είμαι εκείνη που πρέπει να σε μισώ» μουρμούρισε μονολογώντας. Έστρωσε το φόρεμά της και ξάπλωσε ανάσκελα. «Αν δεν είχα τα δικά μου σχέδια, θα ήμουν έξαλλη για τον τρόπο που κατάστρεψες το καλό μου όνομα, Ντάνκαν. Δε θα μπορέσω τώρα να κάνω ποτέ κατάλληλο γάμο. Αυτό είναι σίγουρο, παραδέχομαι όμως πως αυτός που θα χάσει θα είναι ο Λούντον κι όχι εγώ. Σκόπευε να με πουλήσει σε όποιον θα πρόσφερε τα περισσότερα. Έτσι τουλάχιστον μου είχε πει. Τώρα απλώς θα με σκοτώσει αν με πιάσει» μουρμούρισε. «Κι όλα αυτά εξαιτίας σου» πρόσθεσε με πείσμα.
Ήταν εξαντλημένη όταν τέλειωσε τα παράπονά της. «Πώς θα σε καταφέρω να μου υποσχεθείς οτιδήποτε; Κι έχω
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 205
ήδη δώσει το λόγο μου στην καημένη την Αντέλα» είπε ενώ χασμουριόταν αποκαμωμένη.
Τότε ο Ντάνκαν κουνήθηκε. Η Μάντελεϊν ήταν απροετοίμαστη. Πρόλαβε μόνο να ανοίξει τα μάτια πριν σκύψει από πάνω της ο Ντάνκαν. Το πρόσωπό του ήταν κοντά στο δικό της, η ανάσα του ζεστή και γλυκιά πάνω στα μάγουλά της. Ο βαρύς μηρός του την είχε παγιδέψει.
Θεέ και Κύριε, ήταν ανάσκελα.«Θα βρω τρόπο να το πω στη λαίδη Έλινόρ σου αν με
εκμεταλλευτείς» τραύλισε. Ο Ντάνκαν γύρισε τα μάτια στο ταβάνι. «Μάντελεϊν, το
μόνο που σκέφτεσαι είναι πως θα σε…»Κόλλησε βιαστικά το χέρι στο στόμα του και το κράτησε
εκεί. «Μην τολμήσεις να το πεις» ανταπάντησε. «Και γιατί τότε έχεις πέσει πάνω μου σαν κουβέρτα αν δε θες να…» Στέναξε όπως κι εκείνος. «Προσπαθείς να με ξεμυαλίσεις» τον κατηγόρησε.
«Είσαι ήδη ξεμυαλισμένη» της είπε εκείνος.«Φύγε από πάνω μου. Είσαι πιο βαρύς κι από τις πόρτες
του σπιτιού σου.»Ο Ντάνκαν μετατόπισε το βάρος του ώσπου ακούμπησε
στους αγκώνες. Η λεκάνη του ακουμπούσε στη δική της. Ένιωθε τη θέρμη ανάμεσά της.
«Τι υπόσχεση θέλεις από μένα;»Η Μάντελεϊν έδειχνε μπερδεμένη. «Η Αντέλα» της θύμι
σε ο Ντάνκαν.«Α» είπε η Μάντελεϊν ξέπνοα. «Είχα σκεφτεί να περιμέ
νω μέχρι το πρωί για να σου μιλήσω για την Αντέλα. Δεν είχα σκεφτεί όμως πως θα με ανάγκαζες να κοιμηθώ μαζί σου. Κι έλπιζα να σε πετύχω σε καλύτερη διάθεση…»
«Μάντελεϊν» είπε εκείνος προφέροντας αργόσυρτα το δεύτερο μισό του ονόματός της μαζί με ένα συγκρατημένο γρύλισμα που φανέρωνε, όπως κι ο τρόπος που έσφιγγε το σαγόνι του, πως η υπομονή του είχε εξαντληθεί.
206 JULIE GARWOOD
«Θέλω να μου δώσεις το λόγο σου πως μπορεί η Αντέλα να ζήσει εδώ μαζί σου για όσο καιρό επιθυμεί και πως δε θα την αναγκάσεις να παντρευτεί, όποιες κι αν είναι οι περιστάσεις. Ορίστε, είναι αρκετά συγκεκριμένο για σένα;»
Ο Ντάνκαν συνοφρυώθηκε. «Θα μιλήσω αύριο με την Αντέλα» δήλωσε.
«Η αδελφή σου είναι πολύ τρομοκρατημένη για να σου μιλήσει ανοιχτά, αν όμως μπορέσω να της πω ότι έδωσες το λόγο σου, τότε πιστεύω πως θα τη δεις να αλλάζει απίστευτα. Ανησυχεί τόσο πολύ Ντάνκαν, κι αν μπορέσουμε να την απαλλάξουμε από το φορτίο που τη βαραίνει, θα νιώσει πολύ καλύτερα.»
Ήθελε να χαμογελάσει. Η Μάντελεϊν είχε αναλάβει χρέη μητέρας για την Αντέλα, όπως ακριβώς είχε υποπτευθεί πως θα έκανε. Ήταν τρομερά ικανοποιημένος που το σχέδιό του είχε πετύχει. «Πολύ καλά. Πες στην Αντέλα πως έδωσα το λόγο μου. Θα πρέπει να μιλήσω στον Τζέραλντ» πρόσθεσε σαν να το είχε σκεφτεί εκείνη τη στιγμή.
«Ο Τζέραλντ θα πρέπει απλώς να βρει κάποιαν άλλη να παντρευτεί. Η Αντέλα πιστεύει πως η συμφωνία δεν είναι πια δεσμευτική. Άλλωστε, ο Τζέραλντ θα θέλει ανέγγιχτη γυναίκα, κι αυτό με κάνει να τον αντιπαθώ απίστευτα.»
«Δεν τον έχεις καν συναντήσει ποτέ» είπε ο Ντάνκαν εκνευρισμένος. «Πώς μπορείς να τον κρίνεις τόσο εύκολα;»
Η Μάντελεϊν έσμιξε τα φρύδια. Ο Ντάνκαν είχε δίκιο, αν και ήταν σχεδόν οδυνηρό να το παραδεχτεί μπροστά του. «Ξέρει ο Τζέραλντ όσα συνέβησαν στην Αντέλα;»
«Τώρα πια το ξέρει όλη η Αγγλία. Θα φρόντισε για αυτό ο Λούντον.»
«Ο αδελφός μου είναι κακός άνθρωπος.»«Πιστεύει κι ο θείος σου ο Μπέρτον το ίδιο για τον Λού
ντον;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Πώς ξέρεις το όνομα του θείου μου;» ρώτησε η Μάντε
λεϊν.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 207
«Εσύ μου το είπες» την πληροφόρησε ο Ντάνκαν χαμογελώντας με τον τρόπο που γούρλωσε τα μάτια.
«Πότε; Έχω άριστη μνήμη και δε θυμάμαι να το αναφέρω.»
«Όταν ήσουν άρρωστη, μου είπες τα πάντα για το θείο σου.»
«Αν σου μίλησα, δεν το θυμάμαι. Ήταν αγενές από μέρους σου να ακούς ό,τι έλεγα.
«Δεν ήταν εύκολο να σε κάνουμε να σωπάσεις» της είπε χαμογελώντας με την ανάμνηση. «Φώναζες ό,τι κι αν έλεγες.»
Υπερέβαλε, απλώς και μόνο για να εντείνει την αντίδρασή της. Όταν η Μάντελεϊν δε φυλαγόταν, ήταν τόσο ευχάριστο να παρακολουθεί κανείς τις εκφράσεις της. «Πες μου τι άλλο είπα» απαίτησε εκείνη. Ο τόνος της ήταν καχύποπτος.
«Είναι τόσο πολλά. Αρκεί να σου πω πως μου είπες τα πάντα.»
«Τα πάντα;» Τώρα έδειχνε τρομοκρατημένη. Ντρεπόταν. Κι αν του είχε πει πόσο πολύ της άρεσε να τη φιλά;
Μια σπίθα άστραψε στα μάτια του. Ίσως να την πείραζε μόνο. Δεν της άρεσε αυτό. Αποφάσισε να σβήσει το χαμόγελό του. «Θα σου έδωσα τότε κι όλα τα ονόματα των αντρών που έχω πλαγιάσει, έτσι δεν είναι; Υποθέτω πως τέλειωσαν τα ψέματα» κατέληξε με ένα στεναγμό.
«Τα ψέματα τέλειωσαν από την ώρα που συναντηθήκαμε» της είπε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν απαλή.
Η Μάντελεϊν ένιωσε σαν να την είχε χαϊδέψει. Δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. «Και τι ακριβώς σημαίνει αυτό;»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. «Μιλάς πολύ. Άλλο ένα ελάττωμα που πρέπει να διορθώσεις.»
«Αυτό είναι γελοίο» είπε εκείνη. «Σου μίλησα ελάχιστα όλη τη βδομάδα κι εσύ με αγνόησες εντελώς. Πώς μπορείς να υπονοείς πως μιλώ πολύ;» ρώτησε τολμώντας να τον σκουντήσει στον ώμο.
greekleech.info
208 JULIE GARWOOD
«Δεν υπονοώ τίποτα. Δηλώνω γεγονότα» της απάντησε. Την κοιτούσε προσεχτικά, και είδε τη σπίθα μες στα γαλάζια μάτια της.
Ήταν εύκολο να την κεντρίσει. Ήξερε πως έπρεπε να σταματήσει, μα απολάμβανε πραγματικά τον τρόπο που ανταποκρινόταν. Δεν το έβρισκε κακό. Ξαφνικά ήταν νευρική σαν αγριόγατα.
«Σε δυσαρεστεί όταν λέω αυτό που σκέφτομαι;»Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Σκέφτηκε πως τώρα έμοιαζε με παλιάνθρωπο. Μια
τούφα από τα μαύρα του μαλλιά είχε πέσει μπροστά και ακουμπούσε στο μέτωπό του. Χαμογελούσε κιόλας. Αυτός μπορούσε να κάνει και άγιο να βρίσει. «Τότε θα σταματήσω να σου μιλώ. Ορκίζομαι να μη σου ξαναμιλήσω. Σε ικανοποιεί αυτό;»
Κούνησε ξανά το κεφάλι, μα πιο αργά τούτη τη φορά. Η Μάντελεϊν πήρε μια βαθιά ανάσα έτοιμη να του πει τη γνώμη της για την αναίδειά του, ο Ντάνκαν όμως την έκανε να σωπάσει. Έγειρε το κεφάλι και άγγιξε τα χείλη της με τα δικά του, ξαφνιάζοντάς την τόσο που παραδόθηκε.
Δίχως να χρειαστεί προτροπή, άνοιξε το στόμα στην επίμονη γλώσσα του. Άρχισε να ερωτοτροπεί μαζί της με τη γλώσσα. Ένιωθε τη φωτιά μέσα της. Τα χέρια του απλώθηκαν στο πρόσωπό της, τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στα υπέροχα μαλλιά της. Θεέ μου, πόσο την ήθελε. Το φιλί άλλαξε γρήγορα, κι από τρυφερό χάδι έγινε άγριο πάθος. Οι γλώσσες τους αντάμωναν ξανά και ξανά ώσπου ο Ντάνκαν κόντευε να χάσει τα λογικά του από τον πόθο. Ήξερε πως έπρεπε να σταματήσει και ήταν έτοιμος να αποτραβηχτεί, όταν ένιωσε τα χέρια της Μάντελεϊν να αγγίζουν την πλάτη του. Ήταν ένα χάδι απαλό, διστακτικό, και στην αρχή φευγαλέο σαν την πεταλούδα, όταν όμως ο Ντάνκαν γόγγυσε και βυθίστηκε ξανά στη γλύκα του φιλιού της, το χάδι έγινε πιο έντονο. Τα στόματά τους ήταν καυτά, υγρά, σαν ένα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 209
Ένιωσε ρίγος να τη διαπερνά, άκουσε το τρεμάμενο βογκητό της να δραπετεύει όταν τραβήχτηκε απρόθυμα από κοντά της.
Τα μάτια της ήταν θολά από το πάθος, και τα χείλη της, κόκκινα και πρησμένα, τον καλούσαν να τη γευτεί ξανά. Ο Ντάνκαν ήξερε πως δεν έπρεπε να αρχίσει κάτι που δεν μπορούσε να τελειώσει. Οι λαγόνες του πάλλονταν από πόθο και χρειάστηκε απίστευτη δύναμη θέλησης για να αποτραβηχτεί από κοντά της.
Με άλλο ένα βογκητό απογοήτευσης ο Ντάνκαν γύρισε στο πλάι. Τύλιξε το χέρι του γύρω από τη μέση της και την τράβηξε πάνω του.
Η Μάντελεϊν ήθελε να κλάψει. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί τον άφηνε συνέχεια να τη φιλάει. Κι ακόμα περισσότερο, γιατί δεν μπορούσε να σταματήσει εκείνη να τον φιλάει. Ήταν μια έκφυλη, μια παλιογυναίκα.
Το μόνο που είχε να κάνει ο Ντάνκαν ήταν να την αγγίξει, κι εκείνη γινόταν κομμάτια. Η καρδιά της χτυπούσε γοργά, οι παλάμες της έκαιγαν και πλημμύριζε από μια ανίκητη λαχτάρα για περισσότερα.
Άκουσε τον Ντάνκαν να χασμουριέται και συμπέρανε πως το φιλί δε σήμαινε τίποτα για εκείνον. Την εκνεύριζε όσο κι ένα εξάνθημα. Αποφάσισε να κρατήσει αποστάσεις από εκείνον, ενώ την ίδια στιγμή βολευόταν στην αγκαλιά του. Ενώ κόντευε να βρει μια θέση που την ικανοποιούσε αρκετά, ο Ντάνκαν βόγκηξε απότομα. Τα χέρια του πήγαν στους γοφούς της και την κράτησε ακίνητη.
Τι απρόβλεπτος άνθρωπος που ήταν. Δεν καταλάβαινε πως ήταν άβολο να κοιμηθεί με το φόρεμά της; Κινήθηκε ξανά, τον ένιωσε να αναριγεί και σκέφτηκε πως ήταν έτοιμος να ξεσπάσει.
Ήταν πολύ κουρασμένη για να ασχοληθεί με το θυμό του. Χασμουρήθηκε κι εκείνη και αποκοιμήθηκε.
Ήταν χωρίς αμφιβολία η πιο δύσκολη πρόκληση για τον
210 JULIE GARWOOD
Ντάνκαν. Κι αν κουνούσε έστω για άλλη μια φορά τα οπίσθιά της, ήξερε πως δε θα τα κατάφερνε.
Ποτέ του δε θέλησε γυναίκα όπως ήθελε τη Μάντελεϊν. Έκλεισε τα μάτια και πήρε μια βαθιά, τρεμάμενη ανάσα. Η Μάντελεϊν σάλεψε ξανά πάνω του και άρχισε να μετρά ως το δέκα, δίνοντας στον εαυτό του την υπόσχεση πως όταν θα έφτανε στο μαγικό αριθμό θα ήταν πιο συγκρατημένος. Η αθώα μικρή που ήταν κουλουριασμένη πάνω του δεν είχε την παραμικρή ιδέα για τον κίνδυνο που διέτρεχε. Τα οπίσθιά της όλη τη βδομάδα κόντευαν να τον τρελάνουν. Αναλογίστηκε τον τρόπο που περπατούσε, είδε ξανά την απαλή κίνηση των γοφών της καθώς περιδιάβαινε στο οχυρό του.
Άραγε είχε την ίδια επίδραση και σε άλλους όπως σε εκείνον; Ο Ντάνκαν σκυθρώπιασε και παραδέχτηκε πως σίγουρα την είχε. Ναι, είχε δει τις ματιές που της έριχναν οι άντρες του όταν η προσοχή της ήταν στραμμένη αλλού. Ακόμα και ο αφοσιωμένος Άντονι, ο πιο έμπιστός του υπασπιστής και στενότερός του φίλος, είχε αλλάξει συμπεριφορά απέναντί της. Στην αρχή της εβδομάδας ήταν σιωπηλός και σκυθρωπός, στο τέλος όμως ο Ντάνκαν παρατήρησε πως συνήθως εκείνος της μιλούσε. Και δεν την ακολουθούσε πια. Όχι, ήταν πάντα στο πλευρό της.
Εκεί ακριβώς που ήθελε να είναι εκείνος.Δεν μπορούσε να ψέξει τον Άντονι για την αδυναμία του
απέναντι στη γοητεία της Μάντελεϊν.Ο Γκίλαρντ όμως ήταν τελείως διαφορετική περίπτωση.
Από ό,τι φαινόταν, ο μικρός του αδελφός ήταν συνεπαρμένος μαζί της. Κι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει πρόβλημα.
Άρχισε να σαλεύει πάλι. Ο Ντάνκαν ένιωσε σαν να τον είχαν σημαδέψει με καυτό σίδερο. Οδυνηρή λαχτάρα κυρίεψε την προσοχή του. Γρύλισε ενοχλημένος, πέταξε από πάνω του τα σκεπάσματα και κατέβηκε από το κρεβάτι. Παρόλο που τραντάχτηκε η Μάντελεϊν από την ξαφνική κίνηση, δεν
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 211
ξύπνησε. «Σαν αθώο μωρό κοιμάται» μουρμούρισε ο Ντάνκαν καθώς πήγαινε προς την πόρτα.
Θα πήγαινε στη λίμνη του και συνειδητοποίησε κουνώντας με δύναμη το κεφάλι πως το δεύτερο μπάνιο θα του έδινε πραγματική χαρά.
Δεν ήταν υπομονετικός άνθρωπος ο Ντάνκαν. Ήθελε όμως να λυθούν τα προβλήματα πριν διεκδικήσει τη Μάντελεϊν για τον εαυτό του. Αποδέχτηκε το γεγονός ότι θα έκανε μάλλον πολύ πιο συχνά μπάνιο στη λίμνη. Δεν ήταν πρόκληση αυτό που τον έστελνε τώρα εκεί, μα απελευθέρωση από τη φωτιά που τον έκαιγε.
Μουρμουρίζοντας απαυδισμένος, ο Ντάνκαν έκλεισε την πόρτα.
Κεφάλαιο 12
Ένα λουλούδι μες στ’ αγκάθια, άγγελος μες στους καη-μούς…
«Και μερικές φορές, Αντέλα, αν γεννιόταν ένα μωρό με κάποιο εμφανές κουσούρι, οι Σπαρτιάτες το πετούσαν από ένα παράθυρο ή από την άκρη ενός γκρεμού εκεί κοντά για να το ξεφορτωθούν. Ναι, βλέπω πως έχεις ταραχτεί, ο θείος Μπέρτον όμως έλεγε τις ιστορίες για τους άγριους αυτούς πολεμιστές των παλιών καιρών, και δεν έλεγε υπερβολές για να με διασκεδάσει. Ήταν καθήκον του να μου τα αφηγείται με ακρίβεια, καταλαβαίνεις.»
«Πώς ήταν οι Σπαρτιάτισσες; Ο θείος σου ο Μπέρτον σου έλεγε για αυτές;» ρώτησε η Αντέλα με φωνή που φανέρωνε αδημονία. Η μικρή αδελφή του Ντάνκαν καθόταν στην άκρη του κρεβατιού της και προσπαθούσε όσο μπορούσε να μην μπλέκει στα πόδια της Μάντελεϊν που άλλαζε θέση στα έπιπλα του δωματίου της. Η Αντέλα είχε σταματήσει να προσπαθεί να την πείσει πως δεν ήταν καθόλου συνηθισμένο για εκείνη να δουλεύει σαν παραδουλεύτρα. Η νέα της φίλη ήταν πεισματάρα κι ήταν ανώφελο να διαφωνεί κανείς μαζί της.
Είχαν περάσει πάνω από τρεις βδομάδες από τότε που η Μάντελεϊν είχε προκαλέσει την αντιπαράθεση με την Αντέλα. Μόλις εκείνη είπε την αλήθεια για το μαρτύριό της, ο πόνος και η ενοχή είχαν πραγματικά ελαττωθεί. Είχε δίκιο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 213
η Μάντελεϊν σε αυτό. Δεν είχε δείξει καμία αντίδραση όταν της είπε την ιστορία. Παράξενο, μα αυτό την είχε βοηθήσει τόσο όσο και η εξομολόγησή της. Η Μάντελεϊν συμπονούσε την Αντέλα, μα δεν την λυπόταν.
Τώρα η Αντέλα ακολουθούσε το παράδειγμά της και πίστευε πως ήξερε τι ήταν καλύτερο. Αποδεχόταν φυσικά το γεγονός ότι το παρελθόν δεν μπορούσε να σβηστεί, μα η φιλία της Μάντελεϊν, τόσο απεριόριστη και δοτική, βοηθούσε την Αντέλα να πάψει να σκέφτεται τα προβλήματά της. Είχε επιτέλους δει την περίοδό της πριν από μία εβδομάδα κι είχε μια λιγότερη έγνοια να την απασχολεί.
Η Μάντελεϊν είχε γνωρίσει έναν καινούριο κόσμο στην Αντέλα. Της έλεγε τις πιο υπέροχες ιστορίες. Η Αντέλα είχε απορήσει με τον πλούτο των γνώσεων που κρατούσε στη μνήμη της και περίμενε με λαχτάρα κάθε μέρα την καινούρια της ιστορία.
Η Αντέλα χαμογέλασε καθώς την κοιτούσε τώρα. Η φίλη της ήταν πραγματικά υπέροχη. Λίγη σκόνη είχε καθίσει στη ράχη της μύτης, και τα μαλλιά της, παρόλο που τα είχε δέσει πίσω με μια γαλάζια κορδέλα, είχαν αρχίσει να κερδίζουν την ελευθερία τους.
Η Μάντελεϊν σταμάτησε να σκουπίζει τη σκόνη από τη γωνία και ακούμπησε στο χερούλι της σκούπας της. «Βλέπω πως τράβηξα το ενδιαφέρον σου» σχολίασε. Κοντοστάθηκε να διώξει μια μπούκλα από το πρόσωπό της, άφησε άλλο ένα σημάδι από βρομιά στο μέτωπό της, και συνέχισε να μιλά.
«Πιστεύω πάντως πως οι Σπαρτιάτισσες ήταν ιδιαίτερα αναξιοπρεπείς. Πρέπει να ήταν το ίδιο φρικτές όσο και οι άντρες τους, Αντέλα. Πώς αλλιώς θα τα πήγαιναν καλά μαζί τους;»
Η Αντέλα απάντησε με ένα γελάκι. Ο ήχος ζέστανε την καρδιά της Μάντελεϊν. Η μεταμόρφωση της αδελφής του Ντάνκαν ήταν ιδιαίτερα ευχάριστη. Τα μάτια της τώρα σπίθιζαν και χαμογελούσε αρκετά συχνά.
214 JULIE GARWOOD
«Τώρα που έφτασε ο καινούριος ιερέας, πρέπει να προσέχουμε να μη μιλάμε έτσι μπροστά του» ψιθύρισε η Αντέλα.
«Δεν τον έχω συναντήσει ακόμα» απάντησε η Μάντελεϊν. «Αν και θέλω να τον συναντήσω. Ήταν καιρός να έχουν οι αδελφοί Γουέξτον έναν άνθρωπο του Θεού να φροντίζει τις ψυχές τους.»
«Είχαν παλιά» είπε η Αντέλα. «Όταν όμως πέθανε ο πατέρας Τζον κι η εκκλησία πήρε φωτιά, κανείς δεν έκανε τίποτα για αυτό.» Ανασήκωσε τους ώμους και είπε: «Πες μου κι άλλα για τους Σπαρτιάτες, Μάντελεϊν.»
«Λοιπόν, οι κυράδες είχαν ήδη ξεκινήσει από τα δώδεκα περίπου, αν και αυτό το υποθέτω εγώ και δε μου το είπε ο αγαπητός μου θείος. Ξέρω όμως πως έπαιρναν περισσότερους από έναν άντρα στο κρεβάτι τους.» Η Αντέλα αναφώνησε και η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι, απόλυτα ικανοποιημένη από την αντίδραση της φίλης της. «Περισσότερους από έναν κάθε φορά;» ρώτησε η Αντέλα. Είχε ψιθυρίσει την ερώτηση και κοκκίνισε από ντροπή.
Η Μάντελεϊν δάγκωσε το χείλι της ενώ σκεφτόταν αν ήταν δυνατό κάτι τέτοιο.
«Δε νομίζω» είπε στο τέλος. Είχε την πλάτη γυρισμένη στην πόρτα και η προσοχή της Αντέλα ήταν στραμμένη εξολοκλήρου στη φίλη της. Καμιά τους δεν είχε παρατηρήσει τον Ντάνκαν που έστεκε τώρα στην ανοιχτή πόρτα.
Ήταν έτοιμος να αναγγείλει την παρουσία του, όταν η Μάντελεϊν ξαναμίλησε.
«Δεν πιστεύω πως είναι δυνατό να είσαι ανάσκελα με περισσότερους από έναν άντρα κάθε φορά» παραδέχτηκε.
Η Αντέλα χασκογέλασε, η Μάντελεϊν ανασήκωσε τους ώμους, και ο Ντάνκαν που είχε ακούσει το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης της Μάντελεϊν για τους Σπαρτιάτες γύρισε τα μάτια ψηλά.
Η Μάντελεϊν είχε στηρίξει τη σκούπα στον τοίχο και τώρα γονάτιζε μπροστά από το μπαούλο της Αντέλα. «Πρέπει
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 215
να το αδειάσουμε αν θέλουμε να το μεταφέρουμε στην άλλη άκρη του δωματίου» είπε.
«Πρέπει πρώτα να τελειώσεις την ιστορία σου» επέμεινε η Αντέλα. «Μου λες τις πιο ασυνήθιστες ιστορίες, Μάντελεϊν.»
Ο Ντάνκαν πήγε να τις διακόψει για δεύτερη φορά, μα δεν το έκανε. Στην πραγματικότητα, είχε μεγάλη περιέργεια να ακούσει και εκείνος.
«Στη Σπάρτη δεν υπήρχε αγαμία. Το θεωρούσαν μάλιστα έγκλημα να μην παντρευτούν. Συμμορίες ανύπαντρων γυναικών έβγαιναν στους δρόμους, έψαχναν για ανύπαντρους άντρες, κι όταν τους έβρισκαν, έπεφταν πάνω τους.»
«Έπεφταν πάνω τους;» απόρησε η Αντέλα. «Αμέ, έπεφταν πάνω στον άμοιρο και τον χτυπούσαν μέ
χρι να τον κάνουν λιώμα» φώναξε. Το κεφάλι της είχε εξαφανιστεί τελείως μες στο μπαούλο. «Την αλήθεια σου λέω» πρόσθεσε.
«Τι άλλο;» ρώτησε η Αντέλα.«Ήξερες πως οι νέοι κλειδώνονταν σε σκοτεινό δωμάτιο
με γυναίκες που δεν είχαν δει ποτέ στο φως της μέρας και υποτίθεται πως έπρεπε να… ε, καταλαβαίνεις τι εννοώ» κατέληξε.
Η Μάντελεϊν πήρε μια ανάσα και φταρνίστηκε μες στη σκόνη του μπαούλου. «Μερικές από τις γυναίκες είχαν παιδιά πριν καν δουν το πρόσωπο του συζύγου τους.» Ίσιωσε τότε την πλάτη, κουτούλησε στο καπάκι του μπαούλου κι έτριψε την κορδέλα που έφυγε από το κεφάλι της.
«Ακούγεται φριχτό, μα θα σου πω τούτο. Όταν σκέφτομαι τον αδελφό σου τον Ντάνκαν, φαντάζομαι πως η λαίδη Έλινορ θα προτιμούσε σκοτεινό δωμάτιο.»
Η Μάντελεϊν το είπε για αστείο. Η Αντέλα αναφώνησε τρομαγμένη. Είχε μόλις προσέξει πως ο Ντάνκαν έστεκε ακουμπισμένος στην πόρτα.
Η Μάντελεϊν δεν κατάλαβε την αντίδραση της Αντέλα και μετάνιωσε αμέσως. «Δεν είναι καλή κουβέντα αυτή που
216 JULIE GARWOOD
άρχισα» ανακοίνωσε. «Ο Ντάνκαν άλλωστε είναι άρχοντας κι αδελφός σου, και δεν έχω καμία δουλειά να σε πειράζω για αυτόν. Ζητώ συγγνώμη.»
«Θα τη δεχτώ.»Ο Ντάνκαν ήταν εκείνος που τη συγχώρησε. Η Μάντελεϊν
αιφνιδιάστηκε τόσο πολύ από τη βροντερή φωνή του, που χτύπησε ξανά το κεφάλι όταν γύρισε να τον δει.
«Πόση ώρα στέκεις εκεί;» ρώτησε κοκκινίζοντας από ντροπή. Σηκώθηκε και τον κοίταξε.
Ο Ντάνκαν δεν της απάντησε, μόνο έστεκε εκεί προκαλώντας της νευρικότητα. Η Μάντελεϊν έστρωσε τις ζάρες στο φόρεμά της, πρόσεξε ένα μεγάλο λεκέ πάνω από τη μέση της και αμέσως σταύρωσε τα χέρια μπροστά του. Μια τούφα από τα μαλλιά της κρεμόταν πάνω από το αριστερό της μάτι, αν όμως προσπαθούσε να τη στρώσει, θα έβλεπε τα χάλια του φορέματός της, έτσι δεν ήταν;
Η Μάντελεϊν αναγκάστηκε να θυμίσει στον εαυτό της πως ήταν απλώς αιχμάλωτή του κι εκείνος ο φύλακάς της. Τι σημασία είχε αν ήταν χάλια ή όχι; Φύσηξε την τούφα από το μάτι της και προσπάθησε να κοιτάξει με ήρεμο ύφος τον Ντάνκαν.
Απέτυχε οικτρά, και ο Ντάνκαν που ήξερε τι σκεφτόταν η Μάντελεϊν, χαμογέλασε με την αποτυχία της. Γινόταν όλο και πιο δύσκολο να του κρύψει τα συναισθήματά της. Αυτό τον ικανοποιούσε σχεδόν όσο και η εμφάνισή της. Εκείνη σκέφτηκε πως χαμογελούσε με το άθλιο φόρεμά της. Ο Ντάνκαν ενίσχυσε την άποψή της όταν άρχισε να την εξετάζει με προσοχή. Το βλέμμα του προχώρησε αργά από την κορυφή του κεφαλιού της ως τη σκόνη των παπουτσιών της. Το χαμόγελό του έγινε ακόμα πιο πλατύ, ώσπου ξαναγύρισε το ελκυστικό βαθούλωμα στο μάγουλό του.
«Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Μάντελεϊν, και μείνε εκεί μέχρι να έρθω να σε βρω.»
«Μπορώ να τελειώσω πρώτα αυτό που κάνω;» ρώτησε η Μάντελεϊν προσπαθώντας να δείξει ταπεινότητα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 217
«Όχι, δεν μπορείς.»«Ντάνκαν, η Αντέλα ήθελε να αλλάξει το δωμάτιό της
για να μοιάζει περισσότερο με…» Θεέ μου, ήταν έτοιμη να του πει πως η Αντέλα ήθελε να γίνει το δωμάτιό της ζεστό και ευχάριστο σαν το δωμάτιο του πύργου. Θα ανακάλυπτε τότε τι είχε κάνει και μάλλον θα ξεσπούσε φασαρία.
Η Μάντελεϊν έριξε μια ματιά στην Αντέλα. Το καημένο το κορίτσι έσφιγγε τα χέρια του και κοιτούσε το πάτωμα. «Αντέλα, ξέχασες να χαιρετήσεις τον αδελφό σου όπως πρέπει» την καθοδήγησε.
«Καλή σου μέρα, άρχοντά μου» ψιθύρισε αμέσως η Αντέλα. Δε σήκωσε τα μάτια στον Ντάνκαν.
«Το όνομά του είναι Ντάνκαν. Άρχοντας ή όχι, είναι αδελφός σου.» Η Μάντελεϊν στράφηκε τότε στον Ντάνκαν και τον αγριοκοίταξε. Καλά θα έκανε να μη μιλήσει απότομα στην αδελφή του.
Ο Ντάνκαν ανασήκωσε το φρύδι όταν τον κοίταξε έτσι. Σαν την είδε να κουνά κοφτά το κεφάλι προς την Αντέλα, ανασήκωσε και τους ώμους. Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι προσπαθούσε να του πει. «Λοιπόν; Δε θα χαιρετήσεις την αδελφή σου, Ντάνκαν;» ρώτησε επιτακτικά.
Ο στεναγμός του αναπήδησε πάνω στους τοίχους. «Μου δίνεις οδηγίες;» ρώτησε.
Έδειχνε εκνευρισμένος. Εκείνη ανασήκωσε τους ώμους. «Δε θα ανεχτώ να τρομοκρατείς την αδελφή σου» είπε πριν προλάβει να κρατηθεί.
Ο Ντάνκαν ένιωθε έτοιμος να βάλει τα γέλια. Ήταν αλήθεια λοιπόν, όπως ακριβώς είχε φανεί μέσα από τους ύμνους του Γκίλαρντ και τις διαμαρτυρίες του Έντμοντ. Η φοβισμένη Μάντελεϊν είχε γίνει προστάτιδα της Αντέλα. Το ένα γατάκι προσπαθούσε να προστατέψει το άλλο, μόνο που η Μάντελεϊν φερόταν περισσότερο σαν τίγρης τώρα, σκέφτηκε. Γαλάζια φωτιά έκαιγε στα μάτια της και ω, πώς προσπαθούσε να κρύψει την οργή της από εκείνον.
218 JULIE GARWOOD
Έριξε μια ματιά στη Μάντελεϊν που άφηνε να φανεί τι πίστευε για τις διαταγές της. Ύστερα γύρισε προς την αδελφή του και είπε: «Καλή σου μέρα, Αντέλα. Αισθάνεσαι καλά σήμερα;»
Η Αντέλα κούνησε το κεφάλι, σήκωσε το βλέμμα στον αδελφό της και χαμογέλασε. Ο Ντάνκαν ένευσε, έκπληκτος που ένας τόσο απλός χαιρετισμός μπορούσε να αλλάξει τους τρόπους της αδελφής του.
Γύρισε να φύγει, αποφασισμένος να απομακρυνθεί όσο περισσότερο γινόταν από την ευαίσθητη μικρή του αδελφή, πριν δείξει στη Μάντελεϊν τι ακριβώς σκεφτόταν. «Δε θα μπορούσε να μείνει εδώ η Μάντελεϊν και...»
«Αντέλα, σε παρακαλώ, μην αμφισβητείς την προσταγή του αδελφού σου» την έκοψε η Μάντελεϊν, που φοβόταν πως η υπομονή του Ντάνκαν είχε εξαντληθεί και θα άρχιζε τις φωνές. «Δε θα ήταν τιμητικό» πρόσθεσε με ένα χαμόγελο ενθαρρυντικό.
Η Μάντελεϊν μάζεψε τη φούστα της και βιάστηκε να ακολουθήσει τον Ντάνκαν, ενώ φώναζε πίσω της: «Είμαι σίγουρη πως έχει σημαντικό λόγο να δώσει τέτοια διαταγή.»
Αναγκάστηκε να τρέξει για να τον προλάβει. «Γιατί πρέπει να γυρίσω στον πύργο;» ρώτησε όταν ήταν σίγουρη πως δε θα μπορούσε να ακούσει η Αντέλα.
Είχαν φτάσει στο κεφαλόσκαλο όταν γύρισε ο Ντάνκαν να την κοιτάξει. Ήθελε να την τραντάξει με όλη του τη δύναμη, την προσοχή του τράβηξε όμως εκείνη η μουτζούρα από τη σκόνη στη μύτη της. Τη σκούπισε με τον αντίχειρά του.
«Το πρόσωπό σου είναι γεμάτο σκόνη, Μάντελεϊν. Να, έχεις ψεγάδι τώρα. Λες να σε πετάξω κι εγώ από κανένα παράθυρο;»
Η Μάντελεϊν χρειάστηκε ένα λεπτό για να καταλάβει τι εννοούσε ο Ντάνκαν. «Οι Σπαρτιάτες δεν πετούσαν τους αιχμαλώτους τους από τα παράθυρα» απάντησε. «Μόνο τα παραμορφωμένα μωρά. Ήταν πανίσχυροι πολεμιστές
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 219
με σκληρή καρδιά» πρόσθεσε. «Κυβερνούσαν με απόλυτο έλεγχο» είπε ο Ντάνκαν. Ο αντίχειράς του κύλησε αργά στο κάτω χείλι της. Δεν μπόρεσε να αντισταθεί και να μην τρίψει τον αντίχειρά του στο στόμα της. «Δίχως έλεος.»
Η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να σαλέψει. Κοιτούσε τα μάτια του Ντάνκαν ενώ προσπαθούσε να ακούσει τι της έλεγε. «Δίχως έλεος;»
«Ναι, έτσι πρέπει να κυβερνά ένας αρχηγός.»«Όχι» ψιθύρισε η Μάντελεϊν.Ο Ντάνκαν ένευσε. «Οι Σπαρτιάτες ήταν ανίκητοι.»«Βλέπεις κανένα Σπαρτιάτη τώρα, Ντάνκαν;» ρώτησε η
Μάντελεϊν. Ανασήκωσε τους ώμους του, αν και δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει με την αστεία απορία της. «Μπορεί να ήταν ανίκητοι, είναι όμως όλοι τους νεκροί.»
Θεέ μου, πώς έτρεμε η φωνή της. Ήξερε πολύ καλά το λόγο. Ο Ντάνκαν την κοιτούσε τόσο έντονα και την τραβούσε κοντά του τόσο μα τόσο αργά.
Δεν τη φίλησε. Ένιωσε απογοήτευση.Η Μάντελεϊν στέναξε. «Δε θα αρνηθώ για πολύ ακόμα τον εαυτό μου, Μάντε
λεϊν» ψιθύρισε ο Ντάνκαν. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό, το στόμα του λίγα μόλις εκατοστά από το δικό της.
«Όχι;» ρώτησε εκείνη και πάλι δίχως ανάσα.«Όχι, δε θα το κάνω» μουρμούρισε ο Ντάνκαν. Ακουγό
ταν οργισμένος τώρα. Η Μάντελεϊν κούνησε μπερδεμένη το κεφάλι.
«Ντάνκαν, σου επιτρέπω τώρα να με φιλήσεις» του είπε. «Δεν είναι ανάγκη να αρνιέσαι τον εαυτό σου.»
Η απάντηση στην παραδοχή της ήταν να την αρπάξει από το χέρι και να τη σύρει πάνω στη σκάλα του πύργου.
«Δε θα είσαι για πολύ ακόμα αιχμάλωτη εδώ» ανακοίνωσε ο Ντάνκαν.
«Παραδέχεσαι λοιπόν πως ήταν λάθος να με φέρεις εδώ;» ρώτησε εκείνη.
220 JULIE GARWOOD
Άκουσε το φόβο στη φωνή της. «Ποτέ δεν κάνω λάθη, Μάντελεϊν.»
Δεν είχε μπει στον κόπο να γυρίσει να την κοιτάξει, και δεν ξαναμίλησε μέχρι που έφτασαν στην πόρτα του δωματίου της. Όταν άπλωσε ο Ντάνκαν το χέρι στο χερούλι, η Μάντελεϊν μπήκε ανάμεσα σε εκείνον και την πόρτα και ακούμπησε εκεί. «Μπορώ να ανοίξω μόνη την πόρτα μου» είπε «και είναι σίγουρο πως κάνεις κι εσύ λάθη. Εγώ ήμουν το πιο μεγάλο σου λάθος».
Δεν σκόπευε να μιλήσει έτσι. Για το Θεό, είχε μόλις προσβάλει τον ίδιο της τον εαυτό.
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Ήταν φανερό πως είχε καταλάβει την γκάφα της. Την τράβηξε από τη μέση και άνοιξε την πόρτα. Η Μάντελεϊν όρμησε μέσα και προσπάθησε να κλείσει πίσω της την πόρτα.
Ο Ντάνκαν δεν την άφησε. Τέλειωσαν τα ψέματα, σκέφτηκε η Μάντελεϊν, και προετοιμάστηκε για την αντίδρασή του στις αλλαγές που είχε κάνει.
Δεν πίστευε στα μάτια του. Η Μάντελεϊν είχε μεταμορφώσει το ασκητικό κελί σε ευχάριστο καταφύγιο. Οι τοίχοι είχαν πλυθεί και μια μεγάλη μπεζ ταπισερί βρισκόταν στο κέντρο του τοίχου απέναντί του. Απεικόνιζε την ιστορία της τελευταίας μάχης της εισβολής του Γουίλιαμ. Τα χρώματα ήταν ζωηρά, οι μορφές των στρατιωτών κεντημένες με κόκκινο και μπλε. Ήταν απλό σχέδιο, μα και ευχάριστο.
Το κρεβάτι ήταν σκεπασμένο με γαλάζιο κάλυμμα. Στην άλλη άκρη του χώρου υπήρχαν δύο μεγάλες καρέκλες με κόκκινα μαξιλάρια. Ήταν τοποθετημένες σε γωνία με το τζάκι. Μπροστά σε κάθε καρέκλα υπήρχαν υποπόδια. Ο Ντάνκαν πρόσεξε μια μισοτελειωμένη ταπισερί πάνω στη μια καρέκλα. Καφέ κλωστές κρέμονταν στο πάτωμα. Το περίγραμμα του σχεδίου ήταν αρκετά κεντημένο για να καταλάβει τι θα απεικόνιζε. Ήταν το σχέδιο του φανταστικού λύκου της Μάντελεϊν.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 221
Ο μυς στο πλάι του σαγονιού σφίχτηκε. Δυο φορές. Η Μάντελεϊν δεν ήταν σίγουρη τι σήμαινε αυτό. Περίμενε, μαζεύοντας δυνάμεις για πύρινη ανταπόδοση όταν θα άρχιζε να της φωνάζει. Ο Ντάνκαν δεν είπε ούτε μία κουβέντα. Γύρισε και τράβηξε πίσω την πόρτα για να κλείσει.
Το άρωμα των ρόδων τον ακολουθούσε ίσαμε κάτω τις σκάλες. Κράτησε την ψυχραιμία του μέχρι που έφτασε στην είσοδο της αίθουσας. Ο Γκίλαρντ τον είδε και αμέσως έτρεξε κοντά να του μιλήσει. Η φωνή του ήταν γεμάτη νεανική αδημονία όταν ρώτησε: «Η λαίδη Μάντελεϊν δέχεται επισκέψεις σήμερα;»
Η βροντερή φωνή του Ντάνκαν θα μπορούσε να ακουστεί ίσαμε τον πύργο.
Τα μάτια του Γκίλαρντ γούρλωσαν. Ποτέ δεν είχε ξανακούσει τον Ντάνκαν να ουρλιάζει έτσι. Ο Έντμοντ έφτανε από το διάδρομο τη στιγμή που έφευγε ο Ντάνκαν.
«Τι τον έκανε έτσι;» ρώτησε ο Γκίλαρντ.«Όχι τι, Γκίλαρντ, αλλά ποιος» σχολίασε ο Έντμοντ.«Δεν καταλαβαίνω.»Ο Έντμοντ χαμογέλασε και χτύπησε φιλικά τον αδελφό
του στον ώμο. «Ούτε ο Ντάνκαν καταλαβαίνει, μα βάζω στοίχημα πως σύντομα θα καταλάβει.»
Κεφάλαιο 13
Ο δρόμος δεν είναι εις τους ταχύποδας, ουδέ ο πόλεμος εις τους δυνατούς.
Εκκλησιαστής, 9:11
Η Μάντελεϊν κεντούσε την ταπισερί της. Ο νους της δεν ήταν εκεί όμως· έλεγε και ξανάλεγε μέσα της τα λόγια του Ντάνκαν. Τι εννοούσε όταν της είπε πως δε θα ήταν για πολύ ακόμα αιχμάλωτή του;
Ήξερε πως έπρεπε σύντομα να τον αντιμετωπίσει. Είχε φανεί τόσο δειλή και ήταν αρκετά ειλικρινής για να παραδεχτεί την αλήθεια. Έτρεμε τις απαντήσεις του.
Η πόρτα άνοιξε ξαφνικά διάπλατα. Στο δωμάτιο όρμησε η Αντέλα. Η μικρή αδελφή του Ντάνκαν ήταν τρομερά ταραγμένη. Έδειχνε έτοιμη να κλάψει.
Η Μάντελεϊν πετάχτηκε όρθια. «Ποιος σε τάραξε τόσο;» απαίτησε να μάθει έχοντας ήδη συμπεράνει πως έφταιγε ο Ντάνκαν.
Η Αντέλα ξέσπασε σε κλάματα. Η Μάντελεϊν έτρεξε να κλείσει την πόρτα. Αγκάλιασε την Αντέλα και την πήγε στη μια από τις καρέκλες. «Κάθισε και ηρέμησε. Δεν μπορεί να είναι δα και τόσο τρομερό όσο αφήνεις να φανεί» την παρηγόρησε.
Μέσα της ευχόταν να είχε δίκιο. «Πες μου τι προκάλεσε τόσα δάκρυα κι εγώ θα το διορθώσω.»
Η Αντέλα κούνησε το κεφάλι, μόλις όμως γύρισε να κοι
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 223
τάξει τη Μάντελεϊν, άρχισε πάλι να κλαίει. Εκείνη κάθισε στο σκαμνί μπροστά στην Αντέλα και περίμενε υπομονετικά.
«Ο αδελφός σου έστειλε άντρες να σε πάρουν, Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν άφησε να μπει μέσα ο αγγελιαφόρος. Για αυτό σε πρόσταξε να γυρίσεις στο δωμάτιό σου. Δεν ήθελε ο Ντάνκαν να σε δει ο στρατιώτης.»
«Γιατί; Όλοι ξέρουν πως είμαι αιχμάλωτη εδώ. Ο Λούντον...»
«Δεν κατάλαβες» την έκοψε η Αντέλα. «Ο Έντμοντ είπε στον Γκίλαρντ πως νόμιζε ότι ο Ντάνκαν δεν ήθελε ο αγγελιαφόρος να δει πως σου φέρονται καλά.» Σταμάτησε να σκουπίσει τις άκρες των ματιών της με το μανίκι του φορέματος. «Εσύ πιστεύεις πως σου φέρονται καλά, δεν το πιστεύεις, Μάντελεϊν;»
«Για το Θεό, για αυτό κλαις;» ρώτησε εκείνη. «Φυσικά και μου φέρονται καλά. Κοίτα γύρω σου, Αντέλα» είπε χαμογελώντας αχνά. «Δε σου φαίνεται αρκετά άνετο το δωμάτιό μου;»
«Δεν έπρεπε να ακούσω τι έλεγε ο αγγελιαφόρος στον Ντάνκαν, μα το έκανα. Ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ ήταν εκεί, άκουσαν κι εκείνοι κάθε του λέξη. Ο Ντάνκαν δεν τους είπε να φύγουν. Και κανείς δε με πρόσεξε, Μάντελεϊν. Είμαι σίγουρη για αυτό.»
«Ο αγγελιαφόρος ήταν από το βασιλιά ή από τον αδελφό μου;» ρώτησε η Μάντελεϊν. Ήταν τόσο τρομοκρατημένη τώρα, ήξερε όμως πως έπρεπε να κρύψει το φόβο της από την Αντέλα. Ναι, η αδελφή εξαρτιόταν από τη δική της δύναμη και δεν μπορούσε να την εγκαταλείψει τώρα.
«Δεν ξέρω από ποιον ήταν ο αγγελιαφόρος. Δεν άκουσα όσα είπε στην αρχή.»
«Πες μου τι άκουσες» πρότεινε η Μάντελεϊν. «Πρέπει να μεταφερθείς στην Αυλή του βασιλιά αμέσως. Ο αγγελιαφόρος είπε πως παρόλο που… ατιμάστηκες…» Η φωνή της Αντέλα ράγισε τότε και σώπασε για να συνέλθει. Η Μάντε
224 JULIE GARWOOD
λεϊν δάγκωσε το κάτω χείλι της τόσο που μούδιασε. Αντιστάθηκε στην παρόρμηση να αρπάξει την Αντέλα από τους ώμους και να την τραντάξει ίσαμε να πει όλη την ιστορία.
«Πρόκειται να παντρευτείς μόλις φτάσεις στο Λονδίνο.»«Κατάλαβα» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Το ξέραμε ότι θα
γινόταν, Αντέλα. Ξέραμε πως κάτι θα έκανε ο Λούντον. Μήπως άκουσες το όνομα αυτού που πρόκειται να παντρευτώ;» Η Αντέλα κούνησε το κεφάλι. «Ο Μόρκαρ.»
Η κοπέλα σκέπασε το πρόσωπο με τα χέρια κι άρχισε να κλαίει πια χωρίς σταματημό. Η Μάντελεϊν δε χρειάστηκε να κρύψει την έκφρασή της. Ένιωθε ναυτία. «Κι ο Ντάνκαν, Αντέλα;» κατάφερε να ρωτήσει. «Τι είπε στον αγγελιαφόρο; Συμφώνησε;»
«Δεν είπε κουβέντα. Ο στρατιώτης ανάγγειλε το μήνυμα και επέστρεψε στους υπόλοιπους που περίμεναν έξω από τα τείχη.»
«Πόσους στρατιώτες έστειλε ο Λούντον;»«Δεν ξέρω» ψιθύρισε η Αντέλα. «Ο Έντμοντ και ο Γκί
λαρντ άρχισαν να φωνάζουν μεταξύ τους μόλις έφυγε ο στρατιώτης. Ο Ντάνκαν δεν είπε τίποτα. Έστεκε απλώς εκεί μπροστά στη φωτιά με τα χέρια δεμένα πίσω.»
«Διαχωρίζει τη θέση του» είπε η Μάντελεϊν. «Δεν καταλαβαίνω.»«Ο αδελφός σου πρέπει να κρατά δύο θέσεις στο σπι
τικό του, Αντέλα. Είναι άρχοντας και αδελφός. Μπορώ να φανταστώ σε τι διαφωνούσαν ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ. Ο Έντμοντ θα ήθελε να με δώσουν στον Λούντον το συντομότερο δυνατό, ενώ ο Γκίλαρντ θα προτιμούσε να γίνει μάχη για να μείνω εδώ.» Η Αντέλα άρχισε να κουνά το κεφάλι αρνητικά πριν καν τελειώσει η Μάντελεϊν. «Όχι, ο Έντμοντ δε θέλει να σε δώσουν στους άντρες του Λούντον» είπε.
«Ο Έντμοντ με υποστήριξε;»«Ναι» είπε η Αντέλα. «Και πρότεινε να με στείλουν στην
αδελφή μας την Κάθριν, για μια σύντομη επίσκεψη. Ανησυ
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 225
χεί πως δε θα τα αντέξω όλα αυτά. Δε θέλω να πάω πουθενά. Η Κάθριν είναι πολύ πιο μεγάλη από μένα, κι ο άντρας της είναι πολύ περίεργος…»
Η Μάντελεϊν σηκώθηκε και πλησίασε αργά το παράθυρο. Άνοιξε τα παντζούρια και κοίταξε έξω. Ήξερε πως έπρεπε να ελέγξει την οργή που έβραζε μέσα της. «Ήξερες, Αντέλα, πως τα παιδιά των Σπαρτιατών τα έπαιρναν από πολύ μικρή ηλικία από τη μητέρα τους και τα έστελναν να ζήσουν με τους στρατιώτες; Τα μικρά αγόρια μάθαιναν να κλέβουν. Το θεωρούσαν επιδεξιότητα να είναι κανείς καλός κλέφτης.»
«Τι λες, Μάντελεϊν; Πώς μπορείς να μου λες τέτοια ώρα ιστορίες;» Η Μάντελεϊν γύρισε και άφησε την Αντέλα να δει τα δάκρυα που κυλούσαν στα μάγουλά της. Ποτέ δεν είχε ξαναδεί η Αντέλα τη Μάντελεϊν να κλαίει.
«Βρίσκω παρηγοριά στις παλιές ιστορίες, Αντέλα. Μου είναι γνώριμες. Μόλις ηρεμήσει το μυαλό μου, θα μπορέσω να σκεφτώ καθαρά. Και τότε θα αποφασίσω τι θα γίνει.»
Η Αντέλα, μουδιασμένη από τον πόνο που έβλεπε στα μάτια της φίλης της, κούνησε βιαστικά το κεφάλι. Η Μάντελεϊν γύρισε και κοίταξε από το παράθυρο. Κοιτούσε τη χαμηλότερη κορυφή. Και ποιος θα ταΐζει το λύκο μου όταν φύγω, αναρωτήθηκε. Παράξενο, μα στο νου της αναδύθηκε η εικόνα του Ντάνκαν. Τον μπέρδευε με το λύκο της, και κατάλαβε τότε πως κι εκείνος χρειαζόταν τόση φροντίδα όση και το άγριο ζώο της. Ίσως και περισσότερη.
Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί ένιωθε την ανάγκη να τακτοποιήσει τη ζοφερή ζωή του Ντάνκαν ώσπου να μείνει ικανοποιημένη.
«Ο θείος μου κι εγώ καθόμασταν μπροστά στη φωτιά κάθε απόγευμα. Μάθαινα να παίζω το ψαλτήρι. Ο θείος έπαιζε τη βιόλα του μερικές βραδιές όταν δεν ήταν πολύ κουρασμένος. Ήταν τόσο γαλήνια εποχή, Αντέλα.»
«Δεν υπήρχαν άλλοι νέοι εκεί, Μάντελεϊν; Κάθε φορά
226 JULIE GARWOOD
που μου λες μιαν ιστορία, μιλάς για τόσο γέρους, ασθενικούς ανθρώπους.»
«Ο θείος Μπέρτον ζούσε στο αρχοντικό Γκρίνστιντ. Ο βαρόνος Μόρτον ήταν πολύ ηλικιωμένος. Ύστερα ήρθαν ο πατέρας Ρόμπερτ και ο πατέρας Σάμιουελ να μείνουν μαζί μας. Τα πήγαιναν όλοι καλά μεταξύ τους, μα ήμουν η μόνη που έπαιζε σκάκι με το βαρόνο Μόρτον. Έκλεβε απίστευτα. Ο θείος έλεγε πως δεν ήταν αμαρτία, πως ήταν απλώς ιδιοτροπία, μια στρυφνή συμπεριφορά που οφειλόταν στη μεγάλη του ηλικία.»
Δεν μίλησε ξανά για αρκετή ώρα. Η Αντέλα είχε το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά και η Μάντελεϊν στη νύχτα.
Δεν πετύχαινε τούτη τη φορά. Η επιθυμία να ξαναβρεί τον έλεγχό της δε θα εκπληρωνόταν. Ένιωθε την ψυχραιμία της να διαλύεται. Η οργή φούντωνε μέσα της.
«Πρέπει να βρούμε κάποιον να σε προστατέψει» ψιθύρισε η Αντέλα.
«Αν αναγκαστώ να γυρίσω στον Λούντον, όλα μου τα σχέδια θα καταστραφούν. Σκόπευα να πάω στη Σκοτία. Η Έντγουιθ θα με υποδεχόταν με χαρά στο σπιτικό της.»
«Μάντελεϊν, στη Σκοτία είναι που...» Η Αντέλα ήταν έτοιμη να εξηγήσει ότι η Κάθριν ζούσε στη Σκοτία και ήταν παντρεμένη με έναν εξάδελφο του βασιλιά της Σκοτίας.
Δεν της δόθηκε η ευκαιρία όμως. «Γιατί, για το Θεό, ανησυχώ μη διαλυθούν τα σχέδιά μου; Ο Λούντον θα με σκοτώσει ή θα με δώσει στον Μόρκαρ. Κι ύστερα θα με σκοτώσει ο Μόρκαρ.»
Γέλασε τραχιά, κάνοντας την Αντέλα να αναριγήσει. «Ακόμα δεν μπορώ να πιστέψω πως ο Λούντον ασχολείται με εμένα. Όταν καταδίωξε τον Ντάνκαν μετά την καταστροφή του κάστρου του, νόμιζα πως ήθελε να σκοτώσει μόνο εκείνον. Κι όμως, τώρα έστειλε άντρες για μένα.»
Σώπασε και κούνησε το κεφάλι. «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 227
Πριν προλάβει η Αντέλα να την παρηγορήσει, η Μάντελεϊν γύρισε απότομα και κίνησε για την πόρτα. «Μάντελεϊν. Πρέπει να μείνεις εδώ. Δε σου έδωσε ο Ντάνκαν άδεια...»
«Πρέπει να βρω προστάτη, Αντέλα, έτσι δεν είναι;» φώναξε πίσω της εκείνη. «Ε, λοιπόν, ο Ντάνκαν είναι αρκετά ικανός για κάτι τέτοιο.»
«Τι πας να κάνεις;»«Ο αδελφός σου θα διώξει τους άντρες του Λούντον. Κι
εγώ θα του πω τώρα τι να κάνει.»Πριν προλάβει η Αντέλα να τη σταματήσει, η φίλη της
είχε βγει έξω και κατέβαινε τρέχοντας τις σκάλες. Η Αντέλα έτρεξε ξοπίσω της. «Σκέφτεσαι να πεις στον αδελφό μου τι να κάνει;» ακούστηκε η φωνή της τσιριχτή από την αγωνία.
«Ναι» φώναξε η Μάντελεϊν.Η Αντέλα κάθισε στη σκάλα. Είχε μείνει εμβρόντητη από
την αλλαγή της Μάντελεϊν. Η καλή της φίλη είχε χάσει τα λογικά της. Την παρακολουθούσε να κατεβαίνει την κυκλική σκάλα με τα μαλλιά να ανεμίζουν πίσω της. Μόνο όταν χάθηκε στο άλλο πάτωμα, συνειδητοποίησε πως έπρεπε να προσπαθήσει να τη βοηθήσει. Όσο τρομαχτική κι αν φάνταζε η ιδέα, ήταν αποφασισμένη να αντιμετωπίσει τον Ντάνκαν στο πλευρό της Μάντελεϊν. Ίσως μάλιστα να κατάφερνε και να του μιλήσει.
Η Μάντελεϊν έφτασε στην είσοδο της αίθουσας και κοντοστάθηκε να πάρει μιαν ανάσα. Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ κάθονταν ο ένας απέναντι στον άλλο στο τραπέζι. Ο Ντάνκαν έστεκε με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο, μπροστά ακριβώς από τη δυνατή φωτιά.
Ο Έντμοντ έλεγε κάτι στους αδελφούς του. Η Μάντελεϊν πρόλαβε μόνο να ακούσει τα τελευταία του λόγια. «Συμφωνούμε τότε πως ο Ντάνκαν θα την πάρει...»
Η Μάντελεϊν συμπέρανε αμέσως ότι όλοι πίστευαν πως το καλύτερο ήταν να την παραδώσουν στους άντρες του Λούντον.
228 JULIE GARWOOD
«Δεν πάω πουθενά.»Η δυνατή φωνή της βρήκε άμεση ανταπόκριση. Ο Ντάν
καν γύρισε αργά και την κοίταξε. Τον κοίταξε κι εκείνη για μια ατέλειωτη στιγμή, κι ύστερα έστρεψε την προσοχή της στους αδελφούς του. Ο Γκίλαρντ είχε το θράσος να χαμογελάσει σαν να έβρισκε διασκεδαστικό το ξέσπασμά της, ενώ ο Έντμοντ, πιστός στην αντιδραστική του φύση, ήταν συνοφρυωμένος.
Ο Ντάνκαν δεν άφηνε να φανεί καμία αντίδραση. Η Μάντελεϊν μάζεψε τις φούστες της. Πλησίασε αργά και στάθηκε ακριβώς μπροστά του. «Εσύ με αιχμαλώτισες, Ντάνκαν. Δική σου ήταν η απόφαση» του είπε. «Τώρα έχω κι εγώ να σου πω την απόφασή μου. Θα παραμείνω αιχμάλωτη. Έγινα σαφής;»
Τα μάτια του φανέρωναν την έκπληξή του. Ναι, είχε ακούσει κάθε λέξη. Και γιατί να μην ακούσει; Αναρωτήθηκε εκείνη. Του είχε βροντοφωνάξει την απόφασή της κατάμουτρα.
Όταν εκείνος συνέχισε να την κοιτά, η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως ίσως προσπαθούσε να την τρομάξει. Ε, λοιπόν, δε θα τα κατάφερνε αυτή τη φορά. «Με φορτώθηκες, Ντάνκαν.»
Η φωνή της έτρεμε, πανάθεμά την.Ο Έντμοντ σηκώθηκε αναποδογυρίζοντας την καρέκλα
του. Ο θόρυβος τράβηξε την προσοχή της Μάντελεϊν. Πλησίασε αργά το τραπέζι, με τα χέρια στους γοφούς. «Καλά θα κάνεις να αλλάξεις έκφραση, Έντμοντ, αλλιώς ορκίζομαι στο Θεό πως θα σ’ την αλλάξω εγώ με μια μπουνιά.»
Ο Γκίλαρντ κοιτούσε τη Μάντελεϊν. Δεν την είχε ξαναδεί ποτέ τόσο οργισμένη. Πίστευε πραγματικά πως θα την έστελνε ο Ντάνκαν πίσω στον Λούντον; Η σκέψη έκανε τον Γκίλαρντ να χαμογελάσει. Η καημένη η Μάντελεϊν. Δεν ήξερε φαίνεται καλά τον Ντάνκαν. Ούτε και πόσο σημαντική ήταν ήξερε. Σε ωραία θέση είχε καταφέρει να βρεθεί. Ήταν ένα τόσο τρυφερό πλάσμα, κι όμως, δεν την είχε μόλις δει να προκαλεί τον Ντάνκαν; Αν δεν το είχε δει, δε θα το πίστευε. Ο Θεός να τον βοηθούσε, μα άρχισε να γελά.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 229
Η Μάντελεϊν τον άκουσε. Γύρισε και τον αγριοκοίταξε. «Το βρίσκεις διασκεδαστικό, Γκίλαρντ;»
Έκανε το λάθος να νεύσει καταφατικά. Σήκωσε το κεφάλι τη στιγμή ακριβώς που η Μάντελεϊν πετούσε μια από τις κανάτες μπίρας καταπάνω στο κεφάλι του. Ο Γκίλαρντ την απέφυγε, κι όταν η Μάντελεϊν πήρε άλλη μία, ο Έντμοντ άπλωσε το χέρι πάνω από το κεφάλι της και την άρπαξε από το χέρι της. Έστεκαν ο ένας δίπλα στον άλλο στην άκρη της εξέδρας. Η Μάντελεϊν έσπρωξε με δύναμη τον Έντμοντ με το γοφό της. Ο μεσαίος αδελφός έχασε την ισορροπία του και έπεσε πίσω.
Προσγειώθηκε στο πάτωμα. Ίσως να είχε καταφέρει να κρατήσει την ισορροπία του, αν δεν είχε μπλεχτεί το σκαμνί στα πόδια του. Η Μάντελεϊν έμεινε για λίγο να παρακολουθεί τις αδύναμες προσπάθειές του να σηκωθεί, για να στραφεί αμέσως μετά και πάλι στον Γκίλαρντ. «Μην τολμήσεις να ξαναγελάσεις ποτέ μαζί μου» είπε επιτακτικά.
«Μάντελεϊν, έλα εδώ» διέταξε ο Ντάνκαν. Είχε γείρει στο πρέκι του τζακιού με ύφος τόσο βαριεστημένο, σαν να ήταν έτοιμος να αποκοιμηθεί.
Εκείνη υπάκουσε δίχως κουβέντα και είχε διασχίσει σχεδόν το δωμάτιο πριν καν καταλάβει τι έκανε. Σταμάτησε τότε και κούνησε το κεφάλι. «Δεν παίρνω πια διαταγές από σένα, Ντάνκαν. Δεν ασκείς καμιά εξουσία πάνω μου. Για σένα είμαι απλώς ένα πιόνι. Σκότωσέ με αν το επιθυμείς. Θα το προτιμούσα, παρά να με στείλεις πίσω στον Λούντον.»
Τα νύχια είχαν βυθιστεί στις παλάμες της. Δεν μπορούσε να κάνει τα χέρια της να σταματήσουν να τρέμουν. Εκείνος δεν πήρε στιγμή τα μάτια του από πάνω της. «Έντμοντ, Γκίλαρντ, αφήστε μας τώρα.» Η διαταγή δόθηκε με φωνή ήρεμη, μα και σκληρή σαν ατσάλι. «Πάρτε μαζί και την αδελφή σας.»
Η Αντέλα κρυβόταν πίσω από τον τοίχο στην είσοδο. Όταν άκουσε τη διαταγή του Ντάνκαν, όρμησε μες στο
230 JULIE GARWOOD
δωμάτιο. «Θα προτιμούσα να μείνω εδώ, Ντάνκαν, για την περίπτωση που θα με χρειαστεί η Μάντελεϊν.»
«Θα πας με τους αδελφούς σου» δήλωσε ο Ντάνκαν. Η φωνή του είχε γίνει τώρα παγερή, κόβοντας αποτελεσματικά κάθε άλλη αντίρρηση.
Ο Γκίλαρντ έπιασε την Αντέλα από το μπράτσο. «Αν θέλεις να μείνω, Μάντελεϊν...»
«Μη φέρνεις αντίρρηση στη διαταγή του αδελφού σου» την έκοψε η Μάντελεϊν. Δεν ήθελε να μιλήσει τόσο δυνατά.
Η Αντέλα άρχισε να κλαίει, αναζωπυρώνοντας την οργή της Μάντελεϊν. Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε στοργικά την Αντέλα στον ώμο. Δεν κατάφερε όμως να χαμογελάσει. «Δεν πρόκειται να παντρευτώ τον Μόρκαρ» είπε. «Δεν πρόκειται να παντρευτώ κανέναν.»
«Ω, μα θα παντρευτείς» είπε ο Ντάνκαν. Χαμογέλασε μάλιστα καθώς μιλούσε.
Η Μάντελεϊν ένιωσε σαν να την είχε μόλις χαστουκίσει. Έκανε ένα βήμα πίσω ενώ κουνούσε αρνητικά το κεφάλι. «Δε θα παντρευτώ τον Μόρκαρ.»
«Όχι, δε θα τον παντρευτείς.»Η απάντησή του την μπέρδεψε τόσο, που την έκανε για
μια στιγμή να υπακούσει.Δεν κοιτούσε τώρα τη Μάντελεϊν ο Ντάνκαν. Κοιτούσε
τα αδέλφια του που πήγαιναν με την Αντέλα προς την πόρτα. Οι τρεις τους αργοπορούσαν όσο μπορούσαν, λες κι οι σόλες των παπουτσιών τους είχαν καρφιά. Ήταν φανερό πως ήθελαν να ακούσουν όσο περισσότερο γινόταν από τη συζήτησή του με τη Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν έριξε το φταίξιμο για την ξαφνική απείθειά τους στη Μάντελεϊν. Ναι, εκείνη έφταιγε για όλα. Ήταν αρκετά υπάκουοι πριν μπει εκείνη στη ζωή τους. Από τη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο σπιτικό του, όλοι και όλα είχαν γυρίσει ανάποδα.
Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως δεν του άρεσαν οι αλλαγές, τη στιγμή που ήξερε πως τον περίμεναν πολλές ακόμα. Ήταν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 231
σίγουρο πως θα συναντούσε αντιδράσεις, ειδικά από τον Γκίλαρντ. Ο μικρότερος αδελφός του ήταν ο μεγαλύτερος σύμμαχος της Μάντελεϊν. Αναστέναξε. Προτιμούσε πολύ περισσότερο μια καλή μάχη παρά τα οικογενειακά ζητήματα.
«Έντμοντ, βρες τον καινούριο μας ιερέα και φέρε τον σε μένα» φώναξε ξαφνικά ο Ντάνκαν.
Ο Έντμοντ γύρισε, με έκφραση απορημένη. «Τώρα» είπε κοφτά ο Ντάνκαν.
Η διαταγή του ήταν αρκετά ψυχρή για να κάνει τη Μάντελεϊν να παγώσει. Πήγε να γυρίσει για να μιλήσει στον Έντμοντ, όταν τη σταμάτησε η επόμενη διαταγή του Ντάνκαν. «Μην τολμήσεις να του πεις να με υπακούσει, Μάντελειν, γιατί ο Θεός να με βοηθήσει, θα σε πιάσω από τα κόκκινα μαλλιά σου και θα σου δέσω μ’ αυτά το στόμα.»
Η Μάντελεϊν αναφώνησε έξαλλη. Ο Ντάνκαν ικανοποιημένος σκέφτηκε πως η απειλή του την είχε κάνει να καταλάβει πόσο ευαίσθητη ήταν η θέση της. Ο στόχος του ήταν η υποταγή της. Ναι, την ήθελε πειθήνια για αυτό που θα ακολουθούσε.
Όταν άρχισε η Μάντελεϊν να τον πλησιάζει με βλέμμα δολοφονικό, ο Ντάνκαν κατάλαβε πως η απειλή του δεν την είχε επηρεάσει και τόσο πολύ. Δε φερόταν καθόλου πειθήνια. «Πώς τολμάς να με προσβάλλεις; Τα μαλλιά μου δεν είναι κόκκινα και το ξέρεις πολύ καλά. Είναι καστανά» φώναξε. «Είναι γρουσουζιά να έχεις κόκκινα μαλλιά, και τα δικά μου δεν είναι.»
Δεν πίστευε στα αυτιά του. Οι παράλογες αντιφάσεις της είχαν αρχίσει να γίνονται συνήθεια.
Η Μάντελεϊν σταμάτησε όταν απείχε λίγα μόλις εκατοστά. Αρκετά κοντά για να την αρπάξει, σκέφτηκε εκείνος.
Ήταν γενναία κι αθώα συνάμα. Αυτή ήταν η μόνη δικαιολογία που μπορούσε να βρει ο Ντάνκαν για όσα έλεγε. Υπήρχαν πάνω από εκατό άντρες του Λούντον έξω από τα τείχη και απειλούσαν να επιτεθούν αν δεν τους παραδινόταν
232 JULIE GARWOOD
η Μάντελεϊν μέχρι το επόμενο πρωί. Θα έπρεπε να κάνει σαν τρελή για αυτό, σκέφτηκε, εκείνη όμως καθόταν και τσακωνόταν μαζί του για το χρώμα των μαλλιών της. Ήταν περισσότερο κόκκινα παρά καστανά, και μα το Θεό δεν καταλάβαινε γιατί δεν μπορούσε να το δεχτεί.
«Οι προσβολές σου δεν έχουν όρια» του είπε. Ύστερα άρχισε να κλαίει. Δεν μπορούσε πια να τον κοιτάξει και σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος που τον άφησε να την πάρει στην αγκαλιά του.
«Δε θα πας πίσω στον Λούντον, Μάντελεϊν» είπε ο Ντάνκαν με φωνή βραχνή.
«Θα μείνω τότε εδώ μέχρι την άνοιξη» είπε εκείνη. Ο Έντμοντ εμφανίστηκε στην είσοδο μαζί με τον καινού
ριο ιερέα. «Ο πατέρας Λόρανς είναι εδώ» ανακοίνωσε για να τραβήξει την προσοχή του Ντάνκαν.
Η Μάντελεϊν τραβήχτηκε μακριά του. Γύρισε να κοιτάξει τον ιερέα. Πόσο νέος ήταν! Την ξάφνιασε αυτό. Της φάνηκε μάλιστα αμυδρά γνώριμος, αν και δεν μπορούσε να σκεφτεί πού θα μπορούσε να τον έχει συναντήσει. Ελάχιστοι νέοι ιερείς επισκέπτονταν το θείο Μπέρτον.
Κούνησε το κεφάλι και κατέληξε πως δεν μπορεί να τον είχε συναντήσει άλλη φορά.
Ο Ντάνκαν τράβηξε ξαφνικά τη Μάντελεϊν στο πλευρό του. Έστεκαν τόσο κοντά στη φωτιά, που η Μάντελεϊν ξέχασε τον ιερέα και άρχισε να ανησυχεί πως θα έπιανε φωτιά το ρούχο της. Όταν προσπάθησε να απομακρυνθεί, ο Ντάνκαν έσφιξε πιο πολύ τη λαβή του. Το μπράτσο του τύλιγε τους ώμους της, κρατώντας τη γερά εκεί. Ήταν περίεργο, μα ύστερα από ένα λεπτό ένιωσε να ηρεμεί στην αγκαλιά του και κατάφερε να σταυρώσει τα χέρια μπροστά της και να ξαναβρεί την ψύχραιμη έκφρασή της.
Ο ιερέας έδειχνε ανήσυχος. Δεν ήταν πολύ εμφανίσιμος άνδρας, αφού το πρόσωπό του ήταν σημαδεμένο από ουλές. Έδειχνε και αρκετά απεριποίητος.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 233
Ο Γκίλαρντ όρμησε μες στο δωμάτιο. Το ύφος του φανέρωνε πως ήταν έτοιμος για μάχη. Ξαφνικά, η διάθεση του Γκίλαρντ και του Έντμοντ είχε ανατραπεί. Ο Έντμοντ ήταν εκείνος που χαμογελούσε τώρα, ενώ ο Γκίλαρντ ήταν συνοφρυωμένος.
«Ντάνκαν, εγώ θα παντρευτώ τη λαίδη Μάντελεϊν. Είμαι παραπάνω από πρόθυμος να κάνω τη θυσία αυτή» ανάγγειλε ο Γκίλαρντ. Το πρόσωπό του ήταν κόκκινο και είχε χρησιμοποιήσει εσκεμμένα τη λέξη θυσία, για να μην καταλάβει ο Ντάνκαν πόσο βαθιά ήταν τα αληθινά του αισθήματα για τη Μάντελεϊν. «Μου έσωσε άλλωστε τη ζωή» πρόσθεσε όταν δεν του απάντησε ο Ντάνκαν αμέσως.
Ήξερε ακριβώς τι συνέβαινε μες στο μυαλό του Γκίλαρντ. Ο αδελφός του ήταν διάφανος σαν το νερό. Νόμιζε πως ήταν ερωτευμένος με τη Μάντελεϊν. «Μη διαφωνείς μαζί μου, Γκίλαρντ. Έχω πάρει την απόφασή μου κι εσύ θα την τιμήσεις. Με κατάλαβες, αδελφέ;»
Η φωνή του Ντάνκαν ήταν απαλή μα κι απειλητική, και ο Γκίλαρντ, αφού στέναξε δυνατά κι οργισμένα, κούνησε το κεφάλι. «Θα σε αμφισβητήσω.»
«Γάμο;» ψιθύρισε η Μάντελεϊν σαν να ήταν βλασφημία. «Θυσία;» φώναξε αμέσως μετά.
Κεφάλαιο 14
Να αποδίδετε την πρέπουσα τιμήν εις τας συζύγους σας και να μη λησμονείτε ότι η γυναίκα είναι σκεύος ασθενέστερον.
Α’ επιστολή Πέτρου, 3:7
«Δεν παντρεύομαι κανέναν.» Η Μάντελεϊν ήθελε να φωνάξει την απόφασή της, τα λόγια όμως ήχησαν πνιχτά από το στόμα της. Δεν μπόρεσε να κάνει αλλιώς, αφού είχε καταλάβει πια τι σκόπευε ο Ντάνκαν να κάνει. Μπορεί να μην αντιδρούσε ο Γκίλαρντ στην απόφασή του, εκείνη όμως σίγουρα θα το έκανε.
Ο Ντάνκαν έδειχνε πραγματικά αποφασισμένος. Αγνόησε τη Μάντελεϊν, που πάλευε να του ξεφύγει, και έγνεψε στον ιερέα να αρχίσει την τελετή.
Ο πατέρας Λόρανς ήταν τόσο ταραγμένος που δε θυμόταν καν τις πιο πολλές φράσεις, και η Μάντελεϊν ήταν τόσο έξαλλη που δεν έδινε την παραμικρή προσοχή. Αυτό που έκανε ήταν να ουρλιάζει στον άντρα που σκόπευε να τη σφίξει μέχρι θανάτου.
Όταν άκουσε τον Ντάνκαν να υπόσχεται να τη δεχτεί ως σύζυγό του, εκείνη κούνησε το κεφάλι. Ο ιερέας τη ρώτησε τότε αν δεχόταν τον Ντάνκαν για σύζυγό της. Η Μάντελεϊν απάντησε αμέσως.
«Όχι, δε θα τον δεχτώ.»Στον Ντάνκαν δεν άρεσε η απάντησή της. Την έσφιξε
τόσο δυνατά που της φάνηκε πως θα ξεπηδούσαν τα κόκαλα από το κορμί της.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 235
Ο Ντάνκαν άδραξε τα μαλλιά της και τα τράβηξε πίσω μέχρι που βρέθηκε να τον κοιτάζει. «Απάντησέ του ξανά, Μάντελεϊν» πρότεινε.
Το βλέμμα στα μάτια του παραλίγο να την κάνει να λυγίσει. «Άφησέ με πρώτα» είπε.
Ο Ντάνκαν πίστεψε πως σκόπευε να τον υπακούσει και την ελευθέρωσε. Το χέρι του ακούμπησε στους ώμους της και πάλι. «Ρώτησέ τη ξανά» είπε στον κατάκοπο ιερέα.
Ο πατέρας Λόρανς έδειχνε έτοιμος να λιποθυμήσει. Τραύλισε ξανά την ερώτηση.
Η Μάντελεϊν δεν ούρλιαξε μήτε άρνηση μήτε αποδοχή. Δεν είπε τίποτε απολύτως. Ας κάθονταν εκεί όλη μέρα, δεν την ένοιαζε. Κανείς δε θα την ανάγκαζε να συναινέσει σε τούτη την κοροϊδία.
Δεν είχε υπολογίσει την επέμβαση του Γκίλαρντ. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως έδειχνε έτοιμος να σκοτώσει τον Ντάνκαν. Όταν το χέρι του πήγε στη λαβή του σπαθιού κι έκανε ένα απειλητικό βήμα μπροστά, η ανάσα της κόπηκε. Για το Θεό, θα τα έβαζε με τον Ντάνκαν. «Σε δέχομαι, Ντάνκαν» είπε βιαστικά. Συνέχισε να κοιτάζει τον Γκίλαρντ, είδε την αναποφασιστικότητα στα μάτια του και πρόσθεσε: «Πρόθυμα δεσμεύομαι μαζί σου.»
Τα χέρια του Γκίλαρντ έπεσαν στο πλάι. Οι ώμοι της Μάντελεϊν βούλιαξαν από ανακούφιση. Η Αντέλα πλησίασε και στάθηκε ανάμεσα στον Έντμοντ και τον Γκίλαρντ. Χαμογέλασε στη Μάντελεϊν. Κι ο Έντμοντ χαμογελούσε. Η Μάντελεϊν ήθελε να ουρλιάξει και στους δυο τους. Δεν τόλμησε όμως, όχι ενώ ο Γκίλαρντ έδειχνε τόσο ταραγμένος.
Ο ιερέας αποτέλειωσε βιαστικά την υπόλοιπη τελετή. Αφού έδωσε μια αδέξια, ανάποδη ευχή, ζήτησε συγγνώμη και έφυγε τρέχοντας. Είχε γίνει καταπράσινος. Ήταν φανερό πως έτρεμε τον Ντάνκαν. Τον καταλάβαινε πολύ καλά.
Ο Ντάνκαν άφησε επιτέλους τη Μάντελεϊν. Εκείνη γύρισε τότε να τον αντιμετωπίσει. «Αυτός ο γάμος είναι μια
236 JULIE GARWOOD
κοροϊδία» ψιθύρισε, για να μην ακούσει ο Γκίλαρντ. «Ούτε ο ιερέας δε μας έδωσε κανονική ευλογία.»
Εκείνος είχε το θράσος να της χαμογελάσει. «Μου είπες πως δεν κάνεις ποτέ λάθη, Ντάνκαν. Αυτή τη φορά έκανες σίγουρα λάθος. Τώρα πήγες και κατάστρεψες τη ζωή σου. Και για ποιο λόγο; Η εκδίκησή σου απέναντι στον αδελφό μου είναι αστείρευτη, έτσι;»
«Ο γάμος, Μάντελεϊν, είναι αληθινός. Πήγαινε στο δωμάτιό μου και περίμενέ με, γυναίκα. Θα έρθω σύντομα κι εγώ.»
Τόνισε εσκεμμένα τη λέξη γυναίκα. Η Μάντελεϊν τον κοίταξε έκπληκτη. Τα μάτια του φώτιζε μια σπίθα ζεστασιάς. Στο δωμάτιό του;
Αναπήδησε όταν την άγγιξε η Αντέλα στον ώμο, στην προσπάθειά της να της πει πως όλα θα πήγαιναν καλά. Ήταν σίγουρα εύκολο για εκείνη να λέει κάτι τέτοιο. Δεν είχε παντρευτεί εκείνη ένα λύκο.
Έπρεπε να φύγει μακριά από όλους τους Γουέξτον. Είχε τόσα να σκεφτεί. Ανασήκωσε τις φούστες της και κίνησε αργά να φύγει από το δωμάτιο.
Ο Έντμοντ τη σταμάτησε όταν έφτασε στην είσοδο, ακουμπώντας το χέρι στο μπράτσο της. «Θα ήθελα να σε καλωσορίσω στην οικογένειά μας» είπε.
Έδειχνε σαν να το εννοούσε πραγματικά. Αυτό έκανε τη Μάντελεϊν έξαλλη, όσο και το φριχτό του χαμόγελο. Τον προτιμούσε καλύτερα όταν την αγριοκοιτούσε. «Μη μου χαμογελάς εμένα, Έντμοντ, γιατί θα σε χτυπήσω. Αλήθεια σου λέω.»
Έδειξε να ξαφνιάζεται τόσο που ένιωσε ικανοποιημένη. «Εγώ θυμάμαι να με απειλείς να με χτυπήσεις για τον αντίθετο ακριβώς λόγο, Μάντελεϊν.»
Δεν είχε την παραμικρή ιδέα τι εννοούσε. Ούτε και την ένοιαζε ιδιαίτερα τώρα που το μυαλό της ήταν απασχολημένο με πολύ πιο σημαντικά πράγματα. Τραβήχτηκε από κοντά του μουρμουρίζοντας πως έλπιζε να πνιγεί με το φαγητό του, κι ύστερα βγήκε από το δωμάτιο.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 237
Ο Γκίλαρντ προσπάθησε να ακολουθήσει τη Μάντελεϊν, ο Έντμοντ όμως τον άρπαξε. «Είναι γυναίκα του αδελφού σου τώρα, Γκίλαρντ. Τίμησε το δεσμό αυτό.» Ο Έντμοντ κράτησε τη φωνή του χαμηλή για να μην ακούσει ο Ντάνκαν. Ο μεγαλύτερος αδελφός τους είχε γυρίσει την πλάτη και κοιτούσε πάλι τη φωτιά.
«Θα την έκανα ευτυχισμένη, Έντμοντ. Έχει περάσει τόσο πόνο στη ζωή της η Μάντελεϊν. Της αξίζει να είναι ικανοποιημένη.»
«Είσαι τυφλός, αδελφέ; Δεν έχεις δει πώς κοιτάζει η Μάντελεϊν τον Ντάνκαν, πώς την κοιτάζει εκείνος; Νοιάζονται ο ένας τον άλλο.»
«Κάνεις λάθος» είπε ο Γκίλαρντ. «Η Μάντελεϊν τον μισεί τον Ντάνκαν.»
«Η Μάντελεϊν δε μισεί κανέναν. Δεν είναι ικανή για κάτι τέτοιο.» Ο Έντμοντ χαμογέλασε στον αδελφό του. «Απλώς δε θέλεις να παραδεχτείς την αλήθεια. Γιατί λες να ήμουν τόσο θυμωμένος μαζί της; Διάολε, την είχα δει την έλξη από την αρχή. Εδώ ο Ντάνκαν δεν έφυγε ούτε στιγμή από το πλευρό της όσο ήταν άρρωστη.»
«Γιατί ένιωθε υπεύθυνος για εκείνη» διαμαρτυρήθηκε ο Γκίλαρντ.
Ο μικρότερος αδελφός προσπαθούσε απεγνωσμένα να κρατηθεί από το θυμό του, τα λόγια του Έντμοντ όμως είχαν αρχίσει να ηχούν λογικά.
«Ο Ντάνκαν παντρεύτηκε τη Μάντελεϊν γιατί το ήθελε. Ξέρεις, Γκίλαρντ, είναι πραγματικά απίστευτο ότι ο αδελφός μας παντρεύτηκε από αγάπη. Είναι σπάνιο στην εποχή μας. Δε θα κερδίσει καθόλου γη, παρά μόνο τη δυσαρέσκεια του βασιλιά.»
«Δεν την αγαπάει» μουρμούρισε ο Γκίλαρντ. «Ναι, την αγαπάει» αντέτεινε ο αδελφός του. «Απλώς
ακόμα δεν το ξέρει.»Το μυαλό του Ντάνκαν δεν ήταν στους αδελφούς του.
238 JULIE GARWOOD
Τους αγνόησε καθώς ξανασκεφτόταν τα σχέδιά του για την επόμενη μέρα. Ο αγγελιαφόρος είχε αφήσει να φανεί ότι θα επιτίθονταν με το πρώτο φως αν δεν τους έδιναν τη Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν ήξερε πως ήταν μπλόφα. Ήταν σχεδόν απογοητευμένος. Ναι, λαχταρούσε άλλη μια μάχη με οποιονδήποτε ακόλουθο του Λούντον. Η ασήμαντη μάζωξη όμως που τουρτούριζε έξω από τα τείχη του δε θα ήταν αρκετά ανόητη ώστε να αμφισβητήσει το θέλημα του αρχηγού της. Ήξεραν πως ήταν πιο λίγοι και όχι τόσο ικανοί. Ο Λούντον τους είχε μάλλον στείλει για να μπορέσει να σταθεί ενώπιον του βασιλιά και να δείξει πως είχε προσπαθήσει να ξαναπάρει πίσω την αδελφή του δίχως να ανακατέψει τον ηγέτη του.
Ικανοποιημένος με τα συμπεράσματά του, ο Ντάνκαν άφησε στην άκρη αυτό το θέμα και άρχισε να σκέφτεται τη νέα του ζωή. Πόσο θα της έπαιρνε να τον αποδεχτεί ως σύζυγο; Δεν είχε καμία σημασία για εκείνον, όσο πιο σύντομα όμως αποδεχόταν τη νέα της ζωή, τόσο το καλύτερο για τη δική της ηρεμία.
Η τιμή τον δέσμευε να την κρατά ασφαλή. Του είχε χαρίσει το θάρρος, την εμπιστοσύνη της. Δεν μπορούσε να της γυρίσει την πλάτη. Ναι, το αίσθημα καθήκοντος τον είχε ωθήσει στη βιαστική αυτή απόφαση. Αν την έστελνε πίσω στον Λούντον, θα ήταν σαν να έστελνε ένα παιδί σε κλουβί να παλέψει με λιοντάρι.
«Διάολε» μουρμούρισε. Ήξερε από την αρχή, όταν την πρωτοάγγιξε, πως δε θα την άφηνε ποτέ να του φύγει. «Με κάνει παλαβό» είπε, δίχως να τον νοιάζει αν τον ακούσει κανείς. Του έδινε χαρά. Δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσο άχαρη ήταν η ζωή του, ώσπου άρχισε να μπλέκεται σε αυτήν η Μάντελεϊν. Μπορούσε να τον κάνει να αντιδράσει με ένα μόνο αθώο της βλέμμα. Όταν δε σκεφτόταν να τη στραγγαλίσει, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να τη φιλήσει. Δεν είχε σημασία ότι ο Λούντον ήταν αδελφός της. Η Μάντελεϊν δεν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 239
είχε τη μαύρη του ψυχή. Ήταν προικισμένη με αγνή καρδιά και τέτοια ικανότητα για αγάπη, που κλόνιζε όλες τις κυνικές απόψεις του Ντάνκαν.
Χαμογέλασε. Αναρωτιόταν σε τι κατάσταση θα την έβρισκε όταν θα πήγαινε πάνω. Θα ήταν τρομοκρατημένη ή θα τον κοιτούσε με την πρακτική, γαλήνια έκφρασή της πάλι; Θα ήταν η νέα του σύζυγος τίγρης ή γατούλα;
Έφυγε από την αίθουσα και πήγε να βρει τον Άντονι. Αφού άκουσε τα συγχαρητήρια του υπασπιστή του για το γάμο, του έδωσε επιπλέον οδηγίες για τη νυχτερινή φρουρά. Αμέσως μετά ακολούθησε το νυχτερινό τελετουργικό του μπάνιου στη λίμνη. Ο Ντάνκαν δε βιάστηκε, για να της αφήσει λίγο ακόμα χρόνο να ετοιμαστεί για εκείνον. Είχε περάσει πάνω από μια ώρα από τότε που είχε ορμήσει η Μάντελεϊν έξω από την αίθουσα.
Αποφάσισε πως ήταν αρκετή ώρα. Ανέβαινε δυο δυο τα σκαλιά. Δε θα ήταν εύκολο να την πείσει ότι σκόπευε να πλαγιάσει μαζί της. Δε θα χρησιμοποιούσε όμως βία, όσο κι αν έβαζε σε δοκιμασία την υπομονή του. Θα χρειαζόταν χρόνο, μα θα του δινόταν με τη θέλησή της.
Ο όρκος να διατηρήσει την ψυχραιμία του δοκιμάστηκε όμως όταν έφτασε στο δωμάτιό του και το βρήκε άδειο. Αναστέναξε εκνευρισμένος και ανέβηκε αμέσως στον πύργο.
Πίστευε στ’ αλήθεια πως μπορούσε να του κρυφτεί; Έβρισκε την ιδέα διασκεδαστική και χαμογέλασε. Το χαμόγελο έσβησε όταν δοκίμασε να ανοίξει την πόρτα και κατάλαβε πως ήταν αμπαρωμένη.
Η Μάντελεϊν ήταν ακόμα λίγο ανήσυχη. Είχε γυρίσει στο δωμάτιό της σε κατάσταση υστερίας σχεδόν, κι ύστερα αναγκάστηκε να περιμένει ώσπου να γεμίσει η μπανιέρα της νερό. Η Μοντ είχε ήδη αρχίσει να εκτελεί το βραδινό της καθήκον. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να φανεί ευγενική, η υπηρέτρια όμως και οι δυο άντρες που κουβαλούσαν τους κουβάδες με το αχνιστό νερό αργούσαν αφόρητα, ώσπου
240 JULIE GARWOOD
η Μάντελεϊν άρχισε να τρομοκρατείται στην ιδέα πως ο Ντάνκαν θα την έβρισκε πριν προλάβει να τον κλειδώσει έξω. Το κομμάτι ξύλου ήταν εκεί που το είχε κρύψει, κάτω από το κρεβάτι. Μόλις πέρασε το βαρύ κομμάτι στους μεταλλικούς κρίκους, άφησε ένα δυνατό στεναγμό ανακούφισης.
Οι μύες στους ώμους της πονούσαν. Ήταν γεμάτη υπερένταση, κακόκεφη, κι όσο και αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να φτάσει σε ένα λογικό συμπέρασμα. Την είχε άραγε παντρευτεί μόνο για να εξοργίσει τον Λούντον; Και η λαίδη Έλινορ;
Έκατσε αρκετή ώρα στο νερό. Τα μαλλιά της τα είχε πλύνει την προηγούμενη νύχτα, έτσι δεν είχε να κάνει και αυτό. Τα έδεσε ψηλά στο κεφάλι και τα στερέωσε με μια κορδέλα. Παρ’ όλα αυτά, οι περισσότερες τούφες είχαν πέσει στους ώμους της πριν τελειώσει.
Το μπάνιο δεν τη βοήθησε να ηρεμήσει. Ένιωθε να την πνίγει η ανησυχία. Ήθελε να ουρλιάξει από οργή, να κλάψει από την ταπείνωση που ένιωθε. Ο μόνος λόγος που δεν έκανε τίποτε από τα δύο ήταν πως δεν ήξερε ποιο από τα δύο ήθελε περισσότερο.
Άκουσε τον Ντάνκαν να ανεβαίνει τη σκάλα τη στιγμή που έβγαινε από την μπανιέρα. Τα χέρια της έτρεμαν όταν πήγε να πιάσει τη ρόμπα· έφταιγε το κρύο, είπε στον εαυτό της.
Τα βήματα σταμάτησαν. Ο Ντάνκαν ήταν έξω ακριβώς από την πόρτα. Η Μάντελεϊν ένιωσε το φόβο να φουντώνει μέσα της και ντράπηκε για τη δειλία της όταν έτρεξε στην άλλη άκρη του δωματίου και στάθηκε εκεί τρέμοντας σαν μικρό παιδί. Έδεσε με χέρια που έτρεμαν τη ζώνη της ρόμπας ενώ προσπαθούσε να σκεφτεί λογικά πως ο Ντάνκαν δεν μπορούσε να δει μέσα από το ξύλο και δεν υπήρχε λόγος να φτάνει σε τέτοια κατάσταση.
«Μάντελεϊν, φύγε από την πόρτα.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 241
Η φωνή του ακούστηκε τόσο ήρεμη. Αυτό την ξάφνιασε. Έσμιξε τα φρύδια και περίμενε να αρχίσει τις απειλές. Και γιατί δεν την ήθελε, παρακαλώ, κοντά στην πόρτα;
Η απάντηση ήρθε αμέσως. Ο ήχος ήταν τόσο δυνατός που αναπήδησε προς τα πίσω και χτύπησε το κεφάλι της στον πέτρινο τοίχο. Η Μάντελεϊν αναφώνησε όταν το ξύλο έσπασε σαν κλαρί κι ήταν έτοιμη να κάνει το σταυρό της, μόνο που δεν μπορούσε να ξεπλέξει τα χέρια της.
Η πόρτα διαλύθηκε και ό,τι απέμεινε ο Ντάνκαν το ξεκόλλησε χωρίς καμιά δυσκολία.
Είχε σκοπό να τη σύρει ως το δωμάτιό του, όταν όμως είδε πώς είχε ζαρώσει στη γωνιά, η καρδιά του γλύκανε. Φοβήθηκε μήπως πηδούσε από το παράθυρο πριν προλάβει να την πιάσει. Έδειχνε αρκετά τρομοκρατημένη για να το κάνει.
Δεν την ήθελε τρομοκρατημένη. Στέναξε επίτηδες, αργά και ήρεμα, κι ύστερα ακούμπησε αδιάφορα στην πόρτα. Χαμογέλασε στη Μάντελεϊν και περίμενε να ξαναβρεί τον έλεγχό της.
Θα χρησιμοποιούσε λογική και ευγένεια για να την κάνει να έρθει κοντά του. «Θα μπορούσες απλώς να χτυπήσεις την πόρτα, Ντάνκαν.» Η αλλαγή έγινε απίστευτα γρήγορα. Δεν ήταν ζαρωμένη πια στη γωνία, μόνο έστεκε εκεί και τον κοιτούσε συνοφρυωμένη, με ύφος που έλεγε πως δε σκόπευε να πέσει από κανένα παράθυρο. Ίσως βέβαια να σκεφτόταν να πετάξει εκείνον από το παράθυρο. Προσπάθησε να μη γελάσει, καταλαβαίνοντας πόσο σημαντική ήταν και για τους δυο τους η περηφάνια της. Δεν ήθελε, διάολε, να μαζεύεται από φόβο μακριά του. «Και θα μου την άνοιγες την πόρτα, γυναίκα;» ρώτησε με φωνή απαλή, γλυκιά.
«Μη με λες γυναίκα σου, Ντάνκαν. Αναγκάστηκα να πω τους όρκους. Δες τώρα τι έκανες στην πόρτα μου. Θα κοιμηθώ μες στα ρεύματα χάρη στην απερισκεψία σου.»
«Α, ώστε θα μου άνοιγες την πόρτα;» ρώτησε χαμογε
242 JULIE GARWOOD
λώντας ο Ντάνκαν. Απολάμβανε απόλυτα την οργή της. Είχε δίκιο ο Έντμοντ, ήταν πολύ αυταρχική. Άκου εκεί «πόρτα της».
Το θέαμα που πρόσφερε ήταν υπέροχο. Τα μαλλιά σκέπαζαν τους ώμους. Η φωτιά από το τζάκι έριχνε μια βαθυκόκκινη λάμψη στις μπούκλες. Τα χέρια είχαν ακουμπήσει στους γοφούς, η πλάτη ήταν ίσια σαν λόγχη και το άνοιγμα της ρόμπας έχασκε ίσαμε τη μέση σχεδόν, προσφέροντας άφθονη θέα της καμπύλης του γεμάτου στήθους.
Αναρωτήθηκε πότε θα καταλάβαινε ότι βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Η μεγάλη ρόμπα είχε αρχίσει να λύνεται. Ο Ντάνκαν είχε ήδη καταλάβει πως δε φορούσε τίποτε από κάτω. Τα γόνατά της ξεχώριζαν από το άνοιγμα. Το χαμόγελο έσβησε αργά από το πρόσωπό του. Τα μάτια του σκοτείνιασαν. Έχανε την αυτοσυγκέντρωσή του και το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να την αγγίξει.
Μα τι είχε πάθει; αναρωτιόταν η Μάντελεϊν. Η έκφρασή του είχε γίνει σκοτεινή σαν το χιτώνα του και, μα τους ουρανούς, μακάρι να μην έδειχνε τόσο όμορφος.
«Φυσικά και δε θα άνοιγα την πόρτα, Ντάνκαν, εσύ όμως έπρεπε να χτυπήσεις έτσι κι αλλιώς.» Την ίδια στιγμή που μιλούσε ένιωθε σαν χαζή. Μακάρι να σταματούσε να την κοιτάζει σαν να ήθελε να…
«Δεν έχεις πει ποτέ σου ψέμα;» ρώτησε ο Ντάνκαν όταν είδε το φόβο να ξαναγυρνά στα μάτια της. Η ερώτηση τη βρήκε απροετοίμαστη, όσο και η πρόθεσή του. Ο Ντάνκαν ίσιωσε αργά το κορμί και μπήκε μέσα.
«Πάντα έλεγα την αλήθεια, όσο κι αν πονούσε» απάντησε η Μάντελεϊν. «Και το ξέρεις πια αρκετά καλά.» Τον κοίταξε δυσαρεστημένη και άρχισε να προχωρά προς το μέρος του για να ακούσει καλά την επόμενη επίπληξη. Ήταν αποφασισμένη να του δώσει να καταλάβει και σίγουρα αυτό θα είχε κάνει αν δεν είχε ξεχάσει πως η ρόμπα ήταν πολύ μακριά και η ξύλινη μπανιέρα μπροστά στα πόδια της. Σκό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 243
νταψε στον ποδόγυρο και χτύπησε το δάχτυλό της στη βάση. Θα είχε πέσει μες στο νερό αν δεν την έπιανε έγκαιρα ο Ντάνκαν.
Την κράτησε από τη μέση όταν έσκυψε να τρίψει το πονεμένο δάχτυλό της. «Κάθε φορά που είμαι κοντά σου, καταλήγω χτυπημένη.»
Μουρμούριζε μόνη της, ο Ντάνκαν όμως άκουσε τι είπε. Αντέδρασε αμέσως: «Ποτέ δε σου έκανα κακό» επέμεινε.
«Ναι, αλλά απείλησες να μου κάνεις» είπε η Μάντελεϊν. Σηκώθηκε και κατάλαβε πως το χέρι του ήταν γύρω από τη μέση της. «Άφησέ με» απαίτησε.
«Θα σε κουβαλήσω σαν σακί με στάρι ως το δωμάτιό μου ή θα περπατήσεις πλάι μου όπως ταιριάζει σε μια νέα σύζυγο;» ρώτησε.
Την ανάγκασε αργά να γυρίσει να τον κοιτάξει. Εκείνη κοιτούσε το στέρνο του. Ο Ντάνκαν έσπρωξε
απαλά το πιγούνι της. «Γιατί δε με αφήνεις ήσυχη;» ρώτησε η Μάντελεϊν κοιτώντας τον πια στα μάτια.
«Προσπάθησα, Μάντελεϊν.»Της φάνηκε πως η φωνή του ήταν σαν χάδι, απαλή σαν
την αύρα του καλοκαιριού. Ο αντίχειράς του χάιδεψε αργά την καμπύλη του πιγου
νιού της. Πώς γινόταν ένα τόσο ασήμαντο άγγιγμα να έχει τέτοια συγκλονιστική επίδραση πάνω της; «Προσπαθείς να με μαγέψεις» ψιθύρισε η Μάντελεϊν, όμως δεν αποτραβήχτηκε όταν ο αντίχειράς του χάιδεψε το ευαίσθητο κάτω χείλι της.
«Εσύ είσαι που με μαγεύεις» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν. Η φωνή του είχε γίνει βραχνή. Η καρδιά της Μάντελεϊν χτυπούσε δυνατά. Μόλις που μπορούσε να ανασάνει. Η γλώσσα της άγγιξε την άκρη του δαχτύλου του. Ήταν το μόνο που άφησε τον εαυτό της να κάνει, μια τόσο μικρή απόλαυση που έστειλε όμως ρίγη σε όλο της το σώμα. Τον μάγευε; Η σκέψη ήταν ικανοποιητική όσο και τα φιλιά του. Ήθελε να τη φι
244 JULIE GARWOOD
λήσει. Ένα φιλί μονάχα, είπε στον εαυτό της, κι ύστερα θα απαιτούσε να φύγει.
Θα του αρκούσε να μείνει εκεί όλη τη νύχτα. Η Μάντελεϊν έγινε ανυπόμονη. Έσπρωξε τα χέρια του και μετά σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να φιλήσει απαλά το βαθούλωμα στο πιγούνι του.
Όταν δεν αντέδρασε εκείνος, πήρε περισσότερο θάρρος και έφερε τα χέρια στους ώμους του. Την κοιτούσε και ήταν πιο εύκολο για εκείνη, δίστασε όμως όταν τον ένιωσε να σφίγγεται. «Θα ήθελα να σε φιλήσω για καληνύχτα» εξήγησε, μόλις αναγνωρίζοντας την ίδια της τη φωνή. «Μου αρέσει να σε φιλάω, Ντάνκαν, είναι όμως το μόνο που θα επιτρέψω.»
Εκείνος δε σάλεψε. Η Μάντελεϊν δεν ένιωθε καν την ανάσα του. Δεν ήξερε αν η παραδοχή της τον έκανε να θυμώσει ή να χαρεί, μέχρι που τα χείλη της άγγιξαν τα δικά του. Τότε κατάλαβε πως του άρεσε να τη φιλά όσο άρεσε και σε εκείνη.
Η Μάντελεϊν στέναξε ικανοποιημένη. Ο Ντάνκαν γρύλισε ανυπόμονος.Δε θα της έδινε τη γλώσσα του αν δεν του το ζητούσε,
χρησιμοποιώντας τη δική της για να τον αναγκάσει να ανταποκριθεί. Ανέλαβε τότε εκείνος, με τη γλώσσα του να γλιστρά βαθιά μες στο στόμα της.
Η Μάντελεϊν δεν ήθελε να σταματήσει. Όταν το κατάλαβε, αποτραβήχτηκε.
Τα χέρια του Ντάνκαν ακουμπούσαν στους γοφούς της. Την άφησε να αποτραβηχτεί και περίμενε με μεγάλη περιέργεια να δει τι θα έκανε μετά. Ήταν απρόβλεπτη.
Η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. Τα μάγουλά της είχαν κοκκινίσει. Ήταν φανερό πως ντρεπόταν.
Ο Ντάνκαν τη σήκωσε ξαφνικά στην αγκαλιά του και χαμογέλασε με τον τρόπο που άρπαξε την άκρη της ρόμπας, εκεί που άφηνε να φανούν τα γόνατά της. Ήθελε να
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 245
της πει πως η σεμνότητά της ήταν άσκοπη, αφού εκείνος την είχε φροντίσει όταν ήταν πολύ άρρωστη. Η Μάντελεϊν όμως ήταν σφιγμένη στην αγκαλιά του και αποφάσισε να μην το αναφέρει.
Όταν είχαν κατέβει τη μισή σκάλα, η Μάντελεϊν κατάλαβε πόσο απροετοίμαστη ήταν να περάσει τη νύχτα με τον Ντάνκαν. «Άφησα τη νυχτικιά μου πάνω» τραύλισε. «Άλλο να κοιμάμαι με το φόρεμα, τούτο όμως είναι τόσο χοντρό και...»
«Δε θα χρειαστείς τίποτα» την έκοψε ο Ντάνκαν.«Θα χρειαστώ» μουρμούρισε η Μάντελεϊν.Ο Ντάνκαν δεν της απάντησε. Η Μάντελεϊν ήξερε πως
είχε χάσει όταν η πόρτα του υπνοδωματίου έκλεισε με δύναμη. Ήταν δυστυχώς μέσα στο δωμάτιό του.
Την άφησε στο κρεβάτι του και πήγε προς την πόρτα. Έσπρωξε τη λεπτή σανίδα στους κρίκους. Ύστερα γύρισε, σταύρωσε αργά τα χέρια στο στήθος, και της χαμογέλασε.
Το ελκυστικό βαθούλωμα είχε ξαναγυρίσει στο μάγουλό του. Η Μάντελεϊν θα το έλεγε λακκάκι, αν δε φάνταζε τόσο λαθεμένη περιγραφή για κάποιον τόσο μεγαλόσωμο και δυνατό. Οι πολεμιστές δεν είχαν λακκάκια.
Το μυαλό της ξεστράτιζε. Εκείνος έφταιγε φυσικά. Έστεκε εκεί και την κοιτούσε. Ένιωθε σαν ποντίκι στριμωγμένο από πεινασμένο λύκο.
«Προσπαθείς επίτηδες να με τρομάξεις;» ρώτησε. Ακουγόταν τρομοκρατημένη.
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Είδε το φόβο της και κατάλαβε πως το βεβιασμένο χαμόγελό του δεν είχε καταφέρει και πολλά. «Δε θέλω να φοβάσαι.»
Άρχισε να περπατά προς το μέρος της. «Θα προτιμούσα να μη φοβάσαι, αν και καταλαβαίνω πως η πρώτη φορά είναι ίσως τρομαχτική για μια παρθένα.»
Η προσπάθειά του να την καθησυχάσει απέτυχε. Ο Ντάνκαν το κατάλαβε όταν η Μάντελεϊν κατέβηκε από το
246 JULIE GARWOOD
κρεβάτι. «Πρώτη φορά; Ντάνκαν, δεν πρόκειται να πλαγιάσεις μαζί μου» φώναξε.
«Θα πλαγιάσω» αποκρίθηκε εκείνος. «Είναι διαφορετικό να αναγκάζομαι να κοιμηθώ δίπλα
σου, όμως δεν πρόκειται να συμβεί τίποτε άλλο απόψε!»«Μάντελεϊν, είμαστε παντρεμένοι τώρα. Και συνηθί
ζεται να πλαγιάζει κανείς με τη γυναίκα του τη νύχτα του γάμου.»
«Όπως και το να αναγκάζει κανείς μια κόρη να παντρευτεί;» ρώτησε εκείνη.
Ανασήκωσε επίτηδες τους ώμους. Έδειχνε έτοιμη να βάλει τα κλάματα. Ο Ντάνκαν αποφάσισε να την εξοργίσει. Το προτιμούσε από τα δάκρυα. «Ήταν αναγκαίο.»
«Αναγκαίο; Εννοείς σκόπιμο, έτσι δεν είναι; Πες μου, Ντάνκαν. Θα είναι το ίδιο αναγκαίο να πλαγιάσεις με τη βία μαζί μου απόψε;»
Δεν του άφησε χρόνο να αποκριθεί. «Δεν μπήκες καν στον κόπο να μου εξηγήσεις τους λόγους αυτού του γάμου. Αυτό είναι ασυγχώρητο από μέρους σου.»
«Περίμενες πραγματικά να σου εξηγήσω τις ενέργειές μου;» βρυχήθηκε εκείνος. Σχεδόν αμέσως μετάνιωσε που έχασε τον έλεγχο, γιατί η Μάντελεϊν βρέθηκε να κάθεται ξανά στην άκρη του κρεβατιού, σφίγγοντας νευρικά τα χέρια.
Προσπάθησε να ηρεμήσει. Απομακρύνθηκε και στάθηκε μπροστά στο τζάκι. Με σκόπιμα αργές κινήσεις άρχισε να λύνει τα κορδόνια στο λαιμό του χιτώνα του. Δεν πήρε ούτε στιγμή τα μάτια από τη Μάντελεϊν, αφού ήθελε να βλέπει τι έκανε.
Προσπάθησε να μην τον κοιτάζει, ήταν όμως τόσο έντονη η παρουσία του και δεν μπορούσε να τον αγνοήσει. Το δέρμα του είχε γίνει χάλκινο από τον ήλιο και φάνταζε χρυσαφένιο τώρα στη λάμψη της φωτιάς. Οι μύες στους ώμους παιχνίδισαν όταν έσκυψε να βγάλει τις μπότες του.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 247
Ήθελε να τον αγγίξει. Ήταν τόσο ελκυστική η παραδοχή αυτή, που κούνησε το κεφάλι αρνητικά. Να τον αγγίξει! Να τον πετάξει έξω από το δωμάτιο ήθελε. Μόνο που αυτό, σκέφτηκε με ένα στεναγμό που έφτασε ίσαμε τις άκρες των ποδιών της, δεν ήταν καθόλου αλήθεια.
«Νομίζεις πως είμαι πόρνη» ξεστόμισε ξαφνικά. «Ναι, αφού ζούσα με παπά… έτσι είχες πει, Ντάνκαν» του θύμισε. «Δε θα θέλεις να πλαγιάσεις με μια πόρνη.»
Προσευχόταν να είχε δίκιο.Ο Ντάνκαν χαμογέλασε με τον τρόπο που σκεφτόταν να
του αλλάξει γνώμη. «Οι πόρνες έχουν κάποια πλεονεκτήματα που οι άπειρες παρθένες δεν έχουν, Μάντελεϊν. Εσύ φυσικά καταλαβαίνεις τι εννοώ.»
Όχι, σίγουρα δεν καταλάβαινε τι εννοούσε, δεν μπορούσε όμως να του το πει τώρα, έτσι δεν ήταν; Είχε αρχίσει να χάνει τον έλεγχο.
«Έχουν μερικά πλεονεκτήματα» μουρμούρισε απλά. «Θέλεις να πεις έχουμε, έτσι δεν είναι;»Δεν μπορούσε να συνεχίσει. Δεν ήταν πόρνη και ήξερε
πως εκείνος το γνώριζε καλά. Όταν δεν του απάντησε, ο Ντάνκαν κατάλαβε πως θα
αναγκαζόταν να πει ψέματα αν συνέχιζε. «Μια πόρνη ξέρει όλους τους τρόπους που μπορεί να ικανοποιήσει έναν άντρα, Μάντελεϊν.»
«Δεν είμαι πόρνη και το ξέρεις.» Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Ω, πόσο τον ευχαριστούσε η ειλικρίνειά της. Ήταν ένας άνθρωπος συνηθισμένος στην προδοσία, ήξερε όμως με βεβαιότητα που θα τον έκανε να στοιχηματίσει την ίδια του τη ζωή ότι η Μάντελεϊν δε θα του έλεγε ποτέ ψέματα.
Έβγαλε και τα υπόλοιπα ρούχα του και πλησίασε στην άλλη πλευρά του κρεβατιού. Έβλεπε την πλάτη της. Είδε τους ώμους της να σφίγγονται απίστευτα όταν πέταξε τα σκεπάσματα στο πλάι και ξάπλωσε στο κρεβάτι. Γύρισε, έσβησε το κερί και χασμουρήθηκε δυνατά. Αν τον έβλεπε η
248 JULIE GARWOOD
Μάντελεϊν, θα καταλάβαινε πως το χασμουρητό ήταν τελείως ψεύτικο. Ήταν ολοφάνερη η διέγερσή του, ακόμα και για κάποια τόσο αφελή όσο η ντροπαλή σύζυγός του. Θα ήταν μια ατέλειωτη νύχτα. «Μάντελεϊν.»
Μισούσε τον τρόπο που έλεγε το όνομά της όταν ήταν εκνευρισμένος μαζί της. Πάντα τραβούσε το τέλος, έτσι που ακουγόταν σαν να την έλεγαν Λέιν. «Δε με λένε Λέιν» μουρμούρισε.
«Έλα στο κρεβάτι.»«Δεν είμαι κουρασμένη.» Ήταν ηλίθιο, ήταν όμως πολύ
τρομοκρατημένη για να βρει κάτι έξυπνο να πει. Έπρεπε να είχε ακούσει πιο προσεχτικά τη Μάρτα και τις ιστορίες της. Ήταν πολύ αργά για να κάνει κάτι για αυτό. Ω Θεέ μου, ένιωθε πως θα έκανε εμετό. Αυτό κι αν θα ήταν ταπεινωτικό – να βγάλει το βραδινό της μπροστά του. Η σκέψη έκανε το στομάχι της να σφιχτεί, κάτι που την έκανε να ανησυχήσει ακόμα περισσότερο. «Δεν ξέρω τι να κάνω.»
Ο γεμάτος αγωνία ψίθυρος έσκισε την καρδιά του Ντάνκαν. «Μάντελεϊν, θυμάσαι την πρώτη νύχτα που περάσαμε στη σκηνή μου;» ρώτησε.
Η φωνή του ήταν απαλή, βραχνή. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως προσπαθούσε μάλλον να την ηρεμήσει. «Σ’ το υποσχέθηκα εκείνη τη νύχτα ότι δε θα σε ανάγκαζα ποτέ. Κι έχω πατήσει ποτέ το λόγο μου σε οτιδήποτε έχει να κάνει με σένα;»
«Και πού να ξέρω;» αντιρώτησε η Μάντελεϊν. «Δε μου έδωσες ποτέ το λόγο σου για κάτι.» Γύρισε να δει αν θα προσπαθούσε να την αρπάξει. Ήταν λάθος, γιατί ο Ντάνκαν δεν είχε κάνει τον κόπο να σκεπαστεί. Ήταν γυμνός σαν λύκος. Η Μάντελεϊν άρπαξε το σκέπασμα και το πέταξε πάνω του. «Σκεπάσου, Ντάνκαν. Δεν είναι σωστό να με αφήνεις να βλέπω… τα πόδια σου.»
Είχε κοκκινίσει πάλι. Ο Ντάνκαν δεν ήξερε πόσο ακόμα θα διατηρούσε το αδιάφορο ύφος του. «Σε θέλω, Μάντελεϊν,
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 249
θέλω όμως να θέλεις κι εσύ. Θα σε κάνω να με ικετεύεις, ακόμα κι αν πάρει όλη τη νύχτα.»
«Ποτέ δε θα ικετέψω.»«Θα το κάνεις.»Η Μάντελεϊν κοίταξε τον Ντάνκαν στα μάτια. Προ
σπάθησε να καταλάβει αν ήθελε να την ξεγελάσει ή όχι. Η έκφρασή του δε μαρτυρούσε τίποτε από όσα σκεφτόταν. Δάγκωσε το χείλι της ανήσυχη. «Μου το υπόσχεσαι;» ρώτησε τελικά. «Αλήθεια δε θα με πιέσεις;»
Ο Ντάνκαν την άφησε να δει την οργή του, παρόλο που ένευε καταφατικά. Αποφάσισε πως την επόμενη μέρα θα της έλεγε ότι δεν έπρεπε να τον αμφισβητεί με τέτοιο τρόπο. Για απόψε όμως θα το παράβλεπε.
«Σε εμπιστεύομαι» ψιθύρισε. «Είναι περίεργο, νομίζω όμως πως πάντα σε εμπιστευόμουν.»
«Το ξέρω.»Δεν περίμενε την άδειά του. Πήγε στο μπαούλο του,
άνοιξε το καπάκι και έψαξε στα ρούχα ώσπου βρήκε μια από τις πουκαμίσες του. Δεν ήξερε αν την παρακολουθούσε ή όχι, έτσι κράτησε την πλάτη της γυρισμένη όταν έβγαλε τη ρόμπα και φόρεσε το πουκάμισο.
Μόλις που σκέπαζε τα γόνατά της. Μπήκε βιαστικά κάτω από τα σκεπάσματα. Σίγουρα αυτός ήταν ο λόγος που έπεσε κατά λάθος πάνω στον Ντάνκαν.
Έκανε ατέλειωτη ώρα να φτιάξει τα σκεπάσματα όπως ήθελε. Σκέφτηκε πως δε θα ήταν σωστό να τον αγγίξει, ήθελε όμως να πάει κοντά του και να νιώσει λίγη από τη ζεστασιά του. Στο τέλος βολεύτηκε. Άφησε ένα στεναγμό. Είχε ελπίσει πως ο Ντάνκαν θα είχε κουραστεί πια με όσα έκανε. Στην πραγματικότητα, ήθελε να την αρπάξει και να την τραβήξει κοντά του. Ήταν άλλωστε συνηθισμένη να την αρπάζουν και να την τραβούν εδώ κι εκεί, κι αν ήθελε να παραδεχτεί την αλήθεια, μάλλον της άρεσε και λίγο. Πάντα κατέληγε κουλουριασμένη πάνω του, νιώθοντας ζεστή και
250 JULIE GARWOOD
ασφαλής, σαν να την αγαπούσε. Ήταν φαντασίωση βέβαια, εκείνη όμως συνέχιζε να υποκρίνεται. Δεν ήταν αμαρτία να υποκρίνεται, ήταν;
Ο Ντάνκαν δεν είχε την παραμικρή ιδέα από όσα συνέβαιναν μες στο μυαλό της. Είχε χρειαστεί πολύ περισσότερο χρόνο από όσο είχε πιστέψει για να τη φέρει στο κρεβάτι. Το νυχτερινό τελετουργικό μπάνιο στην παγωμένη λίμνη ήταν ασήμαντο μπροστά στη δοκιμασία που περνούσε τώρα. Άξιζε όμως τον κόπο. Με αυτό κατά νου, ο Ντάνκαν γύρισε στο πλάι. Στήριξε το κεφάλι στον αγκώνα και κοίταξε τη γυναίκα του. Έκπληκτος είδε πως τον κοιτούσε κι εκείνη. Περίμενε πραγματικά να τη βρει κρυμμένη κάτω από τα σκεπάσματα. «Καλή σου νύχτα, Ντάνκαν» του ψιθύρισε και του χάρισε άλλο ένα χαμόγελο. Εκείνος ήθελε πολύ πολύ περισσότερα. «Φίλησέ με για καληνύχτα, γυναίκα.»
Ο τόνος του ήταν αλαζονικός. Δεν ενοχλήθηκε η Μάντελεϊν. Έσμιξε τα φρύδια. «Σε φίλησα ήδη για καληνύχτα» του θύμισε γλυκά. «Ήταν τόσο ασήμαντο που το ξέχασες ήδη;»
Προσπαθούσε να τον δελεάσει; Ο Ντάνκαν αποφάσισε πως αυτό έκανε, ίσως γιατί ένιωθε τόσο ασφαλής. Και θριαμβεύτρια. Ναι, τον εμπιστευόταν και παρόλο που αυτό τον ικανοποιούσε ο πόθος μεγάλωνε στις λαγόνες του και δεν τον άφηνε να συγκεντρωθεί. Δεν μπορούσε να πάρει το βλέμμα του από το στόμα της, και ανήμπορος να σταματήσει τον εαυτό του, αργά, αναπόφευκτα, έφερε το στόμα του στο δικό της. Το χέρι του τυλίχτηκε γύρω από τη μέση της εμποδίζοντας κάθε προσπάθειά της να ξεφύγει. Υποσχέθηκε στον εαυτό του πως δε θα την ανάγκαζε να τον φιλήσει, μόνο θα την κρατούσε κοντά του μέχρι να βρει τρόπο να τη λογικέψει.
Το στόμα του άγγιξε το δικό της σε ένα φιλί καμωμένο να λιώσει κάθε αντίσταση. Η γλώσσα του βυθίστηκε στο στόμα της πεινασμένα, άγρια σχεδόν στην αναζήτησή της. Ήθε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 251
λε να της χαρίσει ηδονή και ήξερε πως το κατάφερε όταν η γλώσσα της άγγιξε τη δική του και το χέρι της χάιδεψε το μάγουλό του.
Ένιωσε το στεναγμό της όταν το φιλί του έγινε πιο βαθύ. Το χέρι του χάιδεψε την καμπύλη του λαιμού της, ενώ ο αντίχειράς του έτριψε ράθυμα, κυκλικά τον παλμό που χτυπούσε άγρια εκεί.
Η Μάντελεϊν ήθελε να πλησιάσει λίγο ακόμα, να νιώσει τη ζεστασιά του. Ένιωθε τόσο καλά που τον φιλούσε. Τα χέρια της γλίστρησαν γύρω από το λαιμό του κι όταν έδειξε την ικανοποίησή του για αυτό με ένα βαθύ γρύλισμα, εκείνη χαμογέλασε πάνω στο στόμα του.
Σήκωσε το κεφάλι και την κοίταξε. Έδειχνε απόλυτα ικανοποιημένη. Τα χείλη της ήταν υγρά και πρησμένα και στα μάτια της υπήρχε μια λάμψη που γλύκανε την καρδιά του. Ανακάλυψε πως της χαμογελούσε κι εκείνος, δίχως να μπορεί να εξηγήσει το γιατί. Όταν ένιωσε τα δάχτυλά της να αγγίζουν απαλά τον αυχένα του, δεν μπόρεσε να αντισταθεί και την φίλησε ξανά. Το κάτω χείλι της παγιδεύτηκε ανάμεσα στα δόντια του. Την τράβηξε για να τη φέρει πιο κοντά του. Εκείνη γέλασε χαρούμενη. Ο Ντάνκαν γόγγυσε τυραννισμένος.
Το φιλί έγινε άγριο, καυτό. Τα χέρια του αιχμαλώτισαν το πρόσωπό της κι όταν άρχισε να ανταποκρίνεται, την άφησε να νιώσει τη δίψα του.
Η Μάντελεϊν βόγκηξε και ήρθε πιο κοντά του, ώσπου τα δάχτυλά της χάιδεψαν τις τρίχες των ποδιών του.
Ο Ντάνκαν την ακινητοποίησε παγιδεύοντας τα πόδια της ανάμεσα στα δικά του. Το στόμα του δεν άφησε στιγμή το δικό της. Δεν τη χόρταινε· η γλώσσα του λεηλατούσε το γλυκό εσωτερικό που τόσο πρόθυμα του πρόσφερε.
Δεν του ήταν αρκετό. Το φιλί έγινε άγριο, αδηφάγο. Τα χέρια του, απείθαρχα σαν το στόμα του, κατακτούσαν και ξεσήκωναν χαράζοντας καυτό μονοπάτι από τους ώμους
252 JULIE GARWOOD
ίσαμε τη βάση της ραχοκοκαλιάς της. Ρίγη έκστασης την έκαναν να τρέμει ακόμα περισσότερο. Δεν μπορούσε να κρατήσει σκέψη στο μυαλό της. Ένιωθε σαν να στριφογυρνούσε ανεξέλεγκτα, σαν να μην μπορούσε να σώσει τον εαυτό της. Ο νους της κυβερνιόταν από καινούριες, ερωτικές αισθήσεις που πλημμύριζαν το κορμί της.
Συστρεφόταν στην αγκαλιά του. Ελκυόταν από τη θέρμη του, ώσπου ένιωσε τη σκληρή του στύση ανάμεσα στους μηρούς της. Με μια τρεμάμενη φωνή προσπάθησε να αποτραβηχτεί, μα το καυτό φιλί του έδιωχνε κάθε φόβο. Ήταν απίστευτο πόσο έκαιγε. Ο νους της επαναστατούσε, το κορμί της όμως ήξερε πώς να ανταποκριθεί. Τον αιχμαλώτισε από ένστικτο και τον κράτησε εκεί, αγκαλιάζοντάς τον με τους μηρούς της. Άφησε τη ζεστασιά να εισχωρήσει, όταν όμως ο Ντάνκαν άρχισε να κινεί τους γοφούς του και η στύση του να τρίβεται πάνω της, προσπάθησε να τον σταματήσει. Τα χέρια της άδραξαν τους μηρούς του και τον έσπρωξε. Νόμισε πως θα τον έκανε να σταματήσει, όσο περισσότερο κουνιόταν όμως, τόσο πιο ανίσχυρη γινόταν η αντίστασή της. Το άγγιγμά του άναψε τη φωτιά βαθιά μέσα της και δεν άργησε να κολλήσει πάνω του, να μπήγει τα νύχια στους γοφούς του για να τον κρατήσει κολλημένο πάνω της.
Ο Ντάνκαν κατάλαβε πως είχε τρομοκρατηθεί από τον πόθο που την είχε κυριέψει, ήταν όμως αποφασισμένος να την κάνει να ανταποκριθεί με πάθος όσο και το δικό του. Τα χέρια του σκέπασαν τους γοφούς της σχεδόν άγρια. Τη σήκωσε και την τράβηξε πάνω του, την άφησε να τον νιώσει παντού. Βαθύς ήχος ζευγαρώματος βγήκε από βαθιά μες στο στήθος του, ένας ήχος αρχέγονος, ερωτικός, μαγικός όσο και το τραγούδι των Σειρήνων που καλούσε τη Μάντελεϊν μαγεύοντάς τη. Δεν μπορούσε να αντισταθεί. Τον φίλησε με άγρια, απόλυτη παράδοση. Η δίχως αναστολές ανταπόκριση της Μάντελεϊν έκανε τον Ντάνκαν να χάσει σχεδόν τα λογικά του. Ξεκόλλησε το στόμα του από το δικό της και άρχισε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 253
να σημαδεύει με καυτά φιλιά τη βάση του λαιμού της. Προσπάθησε να συγκρατηθεί μα η προσπάθεια είχε το τίμημά της. Ήταν πια οδυνηρή η προσπάθεια, κι ήθελε όσο τίποτε άλλο να βυθιστεί μέσα της, να γεμίσει το σώμα και την ψυχή της απόλυτα. Δεν μπορούσε φυσικά. Ήταν πολύ νωρίς για εκείνη. Είπε στον εαυτό του να ηρεμήσει, να της δώσει λίγο ακόμα χρόνο, το στόμα όμως και τα χέρια του αρνιόνταν να ακούσουν όσα πρόσταζε ο νους. Ο Θεός να τον βοηθούσε, μα δεν μπορούσε να σταματήσει να την αγγίζει. Η μυρωδιά της τον έκανε να τα χάνει. Ποτέ δεν είχε νιώσει τέτοιο συγκλονιστικό πάθος. Η σκέψη όσων τον περίμεναν τον έκανε να νιώθει έτοιμος να εκραγεί.
Η Μάντελεϊν ήξερε πως έπρεπε να σταματήσει. Είχε κρεμαστεί από πάνω του, τα χέρια της ήταν τυλιγμένα σφιχτά γύρω από τη μέση του. Πήρε μια βαθιά ανάσα προσπαθώντας απεγνωσμένα να ελέγξει τον εαυτό της. Ήταν αδύνατο. Ο Ντάνκαν βασάνιζε το λαιμό της με το στόμα και τη γλώσσα και ψιθύριζε τόσο τολμηρά, ερωτικά, ακατονόμαστα λόγια στο αυτί της, που δεν μπορούσε να σκεφτεί.
Την έλεγε όμορφη, της είπε μια ερωτική λεπτομέρεια που ήθελε να της κάνει. Είπε πως τον έκανε τρελό από πόθο, και καταλάβαινε, από τον τρόπο που έτρεμε όταν έδιωχνε τα μαλλιά από το πρόσωπό της και φιλούσε το μέτωπό της, πως όσα έλεγε τα εννοούσε. Ήξερε πως μπορούσε εύκολα να διαλύσει κάθε της αντίσταση. Η δύναμή του όμως δεν την τρόμαζε πια. Το μόνο που είχε να κάνει ήταν να του πει να σταματήσει. Δε θα την ανάγκαζε. Ο Ντάνκαν κρατούσε πάντα τη δύναμή του τιθασεμένη όταν ήταν μαζί της, όποτε την άγγιζε. Χρησιμοποιούσε μια ακόμα πιο σπουδαία μέθοδο για να την κερδίσει. Ναι, τη μάγευε με τρυφερά χάδια και σιγανές, απαγορευμένες υποσχέσεις.
Αν έβρισκε μόνο τη δύναμη να φέρει λίγη απόσταση ανάμεσά τους, ίσως κατάφερνε να σκεφτεί. Με αυτό κατά νου, κύλησε μακριά του.
254 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν την ακολούθησε. Κατάλαβε τότε πως τα σκεπάσματα είχαν εξαφανιστεί. Τη σκέπασε εκείνος ολοκληρωτικά. Τα γυμνά τους πόδια ήταν πλεγμένα και μόνο ένα λεπτό πουκάμισο προφύλασσε την παρθενιά της από εκείνον.
Απομάκρυνε κι εκείνο το εμπόδιο, τραβώντας αργά το ύφασμα πάνω από τα στήθη της. Ήταν αποφασισμένος και έβγαλε το πουκάμισο πριν προλάβει να πει εκείνη το παραμικρό. Στην πραγματικότητα, ίσως και να τον βοηθούσε.
Κάθε επιφύλαξη χάθηκε όταν το στήθος του άγγιξε το δικό της.
Το πυκνό στρώμα από τρίχες τρίφτηκε πάνω στις θηλές της. Βόγκηξε από ηδονή. Η ανάσα του την ερέθιζε όσο και το άγγιγμά του. Ήταν τραχιά, ανεξέλεγκτη, τρεμάμενη από την ανάγκη, σαν τη δική της.
Ο Ντάνκαν σήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει. Τα μάτια της ήταν σκοτεινά, ληθαργικά.
«Σου αρέσει να με φιλάς, Ντάνκαν;»Δεν ήταν έτοιμος για τέτοια ερώτηση και απάντησε όταν
κατάφερε να βρει τη φωνή του. «Ναι, Μάντελεϊν, μου αρέσει να σε φιλώ.» Χαμογέλασε. «Όσο αρέσει και σε σένα να με φιλάς.»
«Ναι» ψιθύρισε εκείνη. Έτρεμε από πόθο, κι έτριψε νευρικά την άκρη της γλώσσας της στο κάτω χείλι. Ο Ντάνκαν την κοιτούσε. Γόγγυσε και έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια πριν μπορέσει να την κοιτάξει ξανά.
Τον τρέλαινε. Ήταν δύσκολο έργο αυτή η πολιορκία. Την ήθελε. Τώρα. Ήξερε πως δεν ήταν ακόμα έτοιμη για εκείνον. Έπρεπε να συνεχίσει τη δοκιμασία αντοχής, ακόμα κι αν τον σκότωνε. Κάτι που έβρισκε πολύ πιθανό.
Πήρε μια βαθιά ανάσα και φίλησε την άκρη του λεπτού φρυδιού της. Φίλησε τη ράχη της μύτης της, στο κέντρο ακριβώς των ελκυστικών φακίδων, εκείνων που ήξερε πως μάλλον θα αρνιόταν πως είχε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 255
Η Μάντελεϊν κρατούσε την ανάσα της, αποζητώντας το φιλί του. Όταν εκείνος γύρισε προς το πλάι του λαιμού της, προσπάθησε να τον φέρει εκεί που τον ήθελε. «Θέλω να σε φιλήσω ξανά, Ντάνκαν» ψιθύρισε. Ήξερε πως γινόταν αδιάντροπη. Ναι, έπαιζε με απαγορευμένη φωτιά. Έλεγε στον εαυτό της πως φερόταν τόσο τολμηρά επειδή ήταν τόσο απροετοίμαστη. Κανείς δεν της είχε εξηγήσει τι έκαναν οι άντρες και οι γυναίκες. Κανείς δεν την είχε προειδοποιήσει ποτέ για την έντονη ηδονή. Την ηδονή που πάλευε με τη λογική της.
Ξαφνικά συνειδητοποίησε πως η υποτιθέμενη μάχη που έδινε με τον εαυτό της ήταν αυτό ακριβώς: υποτιθέμενη. Προσπαθούσε να αναγκάσει τον Ντάνκαν να πάρει την απόφαση που έπρεπε να πάρει εκείνη. Έτσι, μόνο εκείνος θα ήταν υπεύθυνος για ό,τι γινόταν. Εκείνη θα έμενε αθώα, παγιδευμένη από την ηδονή που της επέβαλλε.
Η αλήθεια την έκανε να ντραπεί. Δεν την πίεζε καθόλου ο Ντάνκαν. «Είμαι δειλή» ψιθύρισε. «Μη φοβάσαι» την καθησύχασε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν γεμάτη τρυφερότητα.
Η Μάντελεϊν προσπάθησε να εξηγήσει, να του τα πει όλα, πόσο πολύ τον ήθελε. Ήθελε να του ανήκει, έστω για απόψε. Δεν πίστευε πως μπορούσε ποτέ να την αγαπήσει, όμως για μία υπέροχη νύχτα, ήθελε να προσποιηθεί πως οι υποσχέσεις που της έδινε ήταν αληθινές. Αν μπορούσε να της δώσει ένα τουλάχιστον κομμάτι από τον εαυτό του, θα αφηνόταν να πιστέψει ότι ήταν αρκετό. «Βάλε τα χέρια σου γύρω μου, Μάντελεϊν» την πρόσταξε. Η φωνή του ήταν συγκρατημένη, τα χέρια του όμως ήταν τρυφερά καθώς έπαιζαν με την καμπύλη του στήθους της.
Οι παλάμες των χεριών του σκέπασαν τα στήθη της. Η Μάντελεϊν από ένστικτο κύρτωσε την πλάτη της. Η ηδονή που της χάριζε ήταν βασανιστικά γλυκιά.
Ο Ντάνκαν αγνόησε το επιφώνημα έκπληξής της. Με
256 JULIE GARWOOD
τους αντίχειρές του χάιδευε τις θηλές της μέχρι να ανταποκριθούν. Όταν σκλήρυναν και στάθηκαν ορθές, έσκυψε και πήρε τη μία στο στόμα του. Η γλώσσα του ήταν ένα μαρτύριο από βελούδο. Κάθε ρούφηγμά του την αποτρέλαινε. Σφάδαζε, βογκούσε, ενώ τα χέρια της έσφιγγαν τους ώμους του.
Ένιωθε τα στήθη της πρησμένα όταν τέλειωσε ο Ντάνκαν. Τα σκέπασε ξανά με το στέρνο του και αιχμαλώτισε το στόμα της σε ένα αργό, καυτό φιλί που την έκανε να θέλει απεγνωσμένα κι άλλο.
Δεν μπορούσε να περιμένει πια. Στο πίσω μέρος του μυαλού του ήξερε πως δεν του είχε δώσει ακόμα την άδεια. Ανασήκωσε το κεφάλι να την κοιτάξει, είδε τα δάκρυα που λαμπύριζαν στα μάτια της. «Θέλεις να σταματήσω;» Την ίδια στιγμή που ρωτούσε αναρωτιόταν πώς για το Θεό θα κατάφερνε να κάνει κάτι τέτοιο.
«Πες μου γιατί κλαις, Μάντελεϊν.» Μάζεψε με τον αντίχειρά του το πρώτο δάκρυ που ξέφυγε από τα βλέφαρά της.
Δεν του απάντησε. Ο Ντάνκαν την έπιασε από τα μαλλιά. Τα δάχτυλά του μπλέχτηκαν στις μεταξένιες μπούκλες. «Μίλα μου με ειλικρίνεια τώρα, γυναίκα, ξεκάθαρα. Βλέπω το πάθος στα μάτια σου. Πες το, Μάντελεϊν.»
Η απαίτηση ήταν τόσο έντονη όσο και η ανάγκη του. Ένιωθε πόσο φλεγόταν. Το κορμί της άγγιζε το δικό του ανυπόμονα.
«Είναι λάθος να σε θέλω, μα σε θέλω» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Σε θέλω τόσο πολύ, που πονώ.»
«Είσαι γυναίκα μου τώρα, Μάντελεϊν» αποκρίθηκε ο Ντάνκαν, με φωνή βραχνή. «Δεν είναι λάθος αυτό που κάνουμε.» Έσκυψε και τη φίλησε ξανά, με ένα καυτό, δίχως όρια φιλί. Ανταποκρίθηκε με το ίδιο πάθος. Όταν τα νύχτα της μπήχτηκαν στις ωμοπλάτες του, εκείνος τραβήχτηκε απότομα.
«Πες μου πως με θέλεις μέσα σου. Τώρα. Πες το, Μάντελεϊν.» Ο Ντάνκαν την κοίταξε στα μάτια ενώ άνοιγε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 257
αργά τα πόδια της με το μηρό του. Πριν προλάβει να καταλάβει τι ήθελε να κάνει, γλίστρησε το χέρι του στην απαλή τούφα που κάλυπτε το πιο ευαίσθητο σημείο της. Τα δάχτυλά του χάιδευαν απαλά μέχρι που την ένιωσε υγρή από πόθο, ενώ παρακολουθούσε την παθιασμένη ανταπόκρισή της.
Το δάχτυλό του διείσδυσε αργά μέσα της. Η Μάντελεϊν τέντωσε από ένστικτο την πλάτη της δίνοντάς του τόση ηδονή με τη δίχως αναστολές αντίδρασή της που νόμισε πως θα πέθαινε. Ήταν τόσο απίστευτα καυτή. Και του ανήκε.
«Σταμάτα το μαρτύριο, Ντάνκαν. Έλα σε μένα.»Βόγκηξε το όνομά της πριν το στόμα του σκεπάσει ξανά
το δικό της. Όσο πιο αργά μπορούσε, κατέβηκε ανάμεσα στους μεταξένιους της μηρούς, σήκωσε τους γοφούς της και άρχισε να μπαίνει μέσα της.
Εκείνη συστράφηκε και τον ώθησε μπροστά. Σταμάτησε όταν ένιωσε την ασπίδα που αποδείκνυε
την παρθενιά της. «Βάλε τα πόδια σου γύρω μου» είπε βογκώντας. Το πρόσωπό του έπεσε στο λαιμό της. Όταν την αισθάνθηκε να κάνει αυτό που της είπε, εκείνος όρμησε μπροστά. Η Μάντελεϊν φώναξε από πόνο και προσπάθησε να αποτραβηχτεί. «Δεν πειράζει, αγάπη μου. Τέλειωσε ο πόνος τώρα, σ’ το υπόσχομαι. Σώπα τώρα» ψιθύρισε.
Ήθελε να περιμένει μέχρι να προσαρμοστεί το σώμα της στην εισβολή, μα η αναμονή είχε γίνει πια αφόρητη. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Άρχισε να κινείται, αργά στην αρχή, ύστερα με όλο περισσότερη ένταση και δύναμη. Το χέρι του κατέβηκε ανάμεσά τους, ερεθίζοντάς τη σε απίστευτο σημείο όταν τα δάχτυλά του τρίφτηκαν πάνω της.
Ο πόνος σύντομα ξεχάστηκε. Ο Ντάνκαν την είχε γεμίσει ολοκληρωτικά. Η Μάντελεϊν άρχισε να κινείται μαζί του, τέντωσε τους γοφούς της για να τον δεχτεί ακόμα πιο βαθιά, κι ένιωσε την αλλαγή που συγκλόνισε τότε το σύζυγό της.
258 JULIE GARWOOD
Η δύναμη ξεδιπλώθηκε, περικύκλωσε, διείσδυσε. Γιόρτασε την αίσθηση, άφησε την απαλότητά της να γίνει το θηκάρι της δύναμής του. Είχαν γίνει τόσο πολύ ο ένας κομμάτι του άλλου τώρα. Ο ένας ανήκε στον άλλο, σώμα, πνεύμα και ψυχή.
Έχασε κάθε έλεγχο. Ήταν άγρια, ελεύθερη σαν τίγρης, προσπαθούσε να αγγίξει το μυστήριο της ολοκλήρωσης που μέχρι τότε ούτε που φανταζόταν. Παραδόθηκε στα αισθήματα, στον άντρα της, τον εραστή της. Κι όλα αυτά γιατί της είχε παραδοθεί εκείνος.
Ψιθύρισε λόγια τολμηρά στο αυτί της, σύντομα όμως δεν μπορούσε να παρακολουθήσει τι της έλεγε. Δεν μπορούσε να σκεφτεί, παρά μόνο να νιώσει τη δύναμη που την τραβούσε, τη χάιδευε, την απαιτούσε. Η κορύφωση ήταν τόσο συγκλονιστική που φώναξε δυνατά. Το όνομά του. Ένιωθε τρομοκρατημένη, τρωτή, ασφαλής. Ένιωθε να την αγαπούν.
Ο Ντάνκαν απάντησε με μια εκρηκτική κορύφωση και ένα άγριο γρύλισμα. Φώναξε το όνομά της, την κράτησε τόσο σφιχτά που νόμισε πως θα την απορροφούσε. Ύστερα σωριάστηκε πάνω της, προφέροντας το όνομά της με ένα στεναγμό γεμάτο ικανοποίηση.
Τα κορμιά τους ήταν νοτισμένα από τον ιδρώτα. Η βαριά μυρωδιά του έρωτα σκέπαζε την πάχνη του πάθους τους. Η Μάντελεϊν άγγιξε με τη γλώσσα της τον ώμο του, γεύτηκε την αρμύρα του.
Ο Ντάνκαν δεν πίστευε πως θα έβρισκε τη δύναμη να φύγει από πάνω της. Σκέφτηκε πως θα έμενε εκεί για πάντα.
Ποτέ του δεν είχε ξαναζήσει τέτοια ικανοποίηση. Όταν κατάφερε τελικά να συνέλθει, ακούμπησε στους αγκώνες του και την κοίταξε. Τα μάτια της ήταν κλειστά. Τα μάγουλά της ρόδινα. Είχε ξαναγίνει το φοβισμένο γατάκι, σκέφτηκε με ένα χαμόγελο ο Ντάνκαν. Πώς μπορούσε, Θεέ μου, να ντρέπεται τώρα, μετά από τον τρόπο που του είχε ανταπο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 259
κριθεί; Σκέφτηκε πως θα κουβαλούσε τα σημάδια της στους ώμους του τουλάχιστον μια βδομάδα.
«Σε πόνεσα;»«Ναι.» Η φωνή της ακούστηκε ντροπαλή. «Πολύ;» Ακούστηκε ανήσυχος. «Πολύ λίγο.» «Και σε ικανοποίησα, Μάντελεϊν;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Εκείνη τόλμησε να τον κοιτάξει. Το αλαζονικό του χαμό
γελο την αιχμαλώτισε. «Ναι» παραδέχτηκε. «Πολύ λίγο;» Κούνησε το κεφάλι της χαμογελώντας τώρα. Η Μάντε
λεϊν κατάλαβε τότε πως είχε ανάγκη να την ακούσει να του λέει πόσο πολύ την είχε ικανοποιήσει – τόσο όσο κι εκείνη. «Πάρα πολύ, Ντάνκαν.»
Εκείνος κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος. Ήξερε πως την είχε οδηγήσει στην ολοκλήρωση, κι η ικανοποίησή του έγινε πιο έντονη με την ειλικρίνειά της. «Είσαι παθιασμένη γυναίκα, Μάντελεϊν. Δεν πρέπει να ντρέπεσαι για τίποτα.» Τη φίλησε αργά, δυνατά, και όταν την κοίταξε ξανά, ένιωσε ικανοποίηση που είδε ότι η ντροπαλοσύνη της είχε χαθεί. Τα μάτια της είχαν γίνει βαθυγάλανα. Θεέ μου, θα μπορούσε να χαθεί ξανά μέσα της.
Ένιωσε ξαφνικά τρωτός. Δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιο λόγο ένιωθε έτσι. Ήταν πολύ ξένη αίσθηση για εκείνον. Αν δε φυλαγόταν, θα μπορούσε να τον μετατρέψει σε Σαμψών. Σκέφτηκε πως ήταν πιο δελεαστική από τη Δαλιδά. Ναι, θα του άρπαζε τη δύναμή του έτσι και την άφηνε.
Σμίγοντας τα φρύδια ο Ντάνκαν γύρισε και ξάπλωσε, έδεσε τα χέρια πίσω από το κεφάλι και έπιασε λίγα από τα μαλλιά της κάτω από τον αγκώνα του. Την αγνόησε και κοίταξε το ταβάνι, ενώ εκείνη πάλευε να ελευθερωθεί.
Ο Ντάνκαν προσπαθούσε να συμβιβαστεί με όλες τις αλήθειες που απαιτούσαν την προσοχή του. Αγνοούσε και
260 JULIE GARWOOD
ρό τώρα την πραγματικότητα. Η μοναδική στιγμή που ήταν ειλικρινής με τον εαυτό του ήταν όταν άγγιζε τη Μάντελεϊν. Δεν μπορούσε να ελέγξει τότε τις αντιδράσεις του, όσο γενναία κι αν προσπαθούσε. Είχε φτάσει να σημαίνει πολλά για εκείνον. Η δύναμη που ασκούσε πάνω του τον ανησυχούσε. Και δεν ήταν άνθρωπος που παραδινόταν εύκολα στην έγνοια.
Η Μάντελεϊν τράβηξε τα σκεπάσματα μέχρι το σαγόνι της. Έμεινε ξαπλωμένη, γύρισε όμως το βλέμμα και είδε την άγρια έκφραση στο πρόσωπο του συζύγου της. Αμέσως τρομοκρατήθηκε. Τον είχε απογοητεύσει με κάποιο τρόπο; Ήξερε πως ήταν λίγο δειλή, αδέξια. «Το μετάνιωσες, Ντάνκαν, τώρα;» ρώτησε με φωνή διστακτική.
Δεν μπορούσε να τον κοιτάξει. Έκλεισε τα μάτια αφήνοντας το φόβο και την ντροπή να μεγαλώσουν.
«Καθόλου.» Είχε μιλήσει απότομα. Η φωνή του ήταν τραχιά. Η Μά
ντελεϊν δεν παρηγορήθηκε καθόλου. Ένιωθε πληγωμένη και ταπεινωμένη. Η λάμψη του έρωτα είχε χαθεί και τη θέση της πήρε η απελπιστική, απεγνωσμένη αίσθηση αποτυχίας. Ο Θεός να τη βοηθούσε, μα άρχισε να κλαίει.
Ο Ντάνκαν δεν έδινε ιδιαίτερη σημασία, αφού μόλις εκείνη τη στιγμή κατάφερνε να αποδεχτεί την πραγματική αλήθεια.
Η παραδοχή τον κλόνισε. Η αναιδής, απρόβλεπτη γυναίκα που έκλαιγε δίπλα του αρκετά δυνατά για να ξυπνήσει και νεκρούς είχε σκοντάψει μες στην καρδιά του.
Ένιωθε ξαφνικά τρωτός σαν τον Αχιλλέα, τον πολεμιστή που του είχε αναφέρει η Μάντελεϊν. Ναι, κι ο Αχιλλέας δε θα είχε χαρεί ιδιαίτερα όταν ανακάλυψε ότι οι φτέρνες του ήταν τρωτές. Μάλλον θα είχε γίνει έξαλλος, όσο ήταν τώρα και ο ίδιος.
Δεν είχε την παραμικρή ιδέα πώς θα προστάτευε τον εαυτό του από εκείνη. Αποφάσισε πως χρειαζόταν χρόνο να
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 261
το σκεφτεί όλο αυτό. Ναι, χρόνο και απόσταση, γιατί ήταν αδύνατο να σκεφτεί τις συνέπειες όσο ήταν η Μάντελεϊν κοντά του. Διάολε, τον εξόργιζε αυτό.
Στέναξε, αργά και δυνατά. Ήξερε τι ήθελε η Μάντελεϊν, τι χρειαζόταν εκείνη τη στιγμή από εκείνον. Γόγγυσε εκνευρισμένος, τίναξε τα σκεπάσματα και την τράβηξε στην αγκαλιά του. Της είπε να σταματήσει να κλαίει, εκείνη όμως τον παράκουσε δίχως δισταγμό και συνέχισε ώσπου ο λαιμός του έγινε μούσκεμα στο σημείο που ακουμπούσε εκείνη το πρόσωπό της.
Η Μάντελεϊν σκόπευε να του πει ότι τον απεχθανόταν και ότι δε θα του ξαναμιλούσε ποτέ ξανά, ότι ήταν ο πιο αναίσθητος, ο πιο αυταρχικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει ποτέ. Έπρεπε όμως να σταματήσει πρώτα να κλαίει, αλλιώς θα ακουγόταν αξιοθρήνητη αντί για οργισμένη.
«Μετανιώνεις τώρα, Μάντελεϊν» τη ρώτησε όταν δεν μπορούσε να αντέξει άλλο τα κλάματά της.
Εκείνη κούνησε το κεφάλι καταφατικά, κουτουλώντας στο σαγόνι του. «Ναι» του είπε. «Είναι φανερό πως δε σε ικανοποίησα. Ξέρω πως είναι αλήθεια γιατί σμίγεις τα φρύδια και μου μιλάς απότομα, φταίει όμως που δεν έκανα αυτό που έπρεπε να κάνω, Ντάνκαν.»
Θεέ μου, πόσο απρόβλεπτη ήταν. Έκλαιγε γιατί πίστευε πως δεν τον είχε ικανοποιήσει. Αυτό τον έκανε να χαμογελάσει.
Η Μάντελεϊν τραβήχτηκε ξαφνικά από τα χέρια του και χτύπησε ξανά πάνω στο σαγόνι του. «Δε θέλω να με αγγίξεις ποτέ ξανά.»
Μες στο θυμό της ξέχασε τη γύμνια της. Το κορμί του Ντάνκαν ανταποκρίθηκε αμέσως στο υπέροχο θέαμα. Η Μάντελεϊν τον κοιτούσε με τα πόδια διπλωμένα κάτω από τους γοφούς της, και τα στήθη της, μεγαλοπρεπή, γεμάτα και ρόδινα, ήταν ακαταμάχητα. Άπλωσε το χέρι του και διέγραψε έναν κύκλο γύρω από τη μια θηλή με τον αντίχειρά του.
262 JULIE GARWOOD
Η θηλή σκλήρυνε πριν προλάβει η Μάντελεϊν να διώξει το χέρι του.
Προσπάθησε να τον αρνηθεί τραβώντας τα σκεπάσματα πάνω της, μα ο Ντάνκαν νίκησε εύκολα, όταν τράβηξε το σκέπασμα από τα χέρια της και το πέταξε στο πάτωμα. Θα το είχε ακολουθήσει και εκείνη αν δεν την είχε αρπάξει από το μπράτσο για να την τραβήξει πάλι πάνω στο στήθος του.
Παγίδεψε τα χέρια της με τα δικά του και χαμογέλασε. Το χαμόγελο έσβησε απότομα όταν το γόνατό της βρήκε ευαίσθητο στόχο ανάμεσα στα πόδια του.
Γόγγυσε, αιχμαλώτισε τα πόδια της με τα δικά του για να τη σταματήσει. Άφησε τα χέρια της και τράβηξε αργά το κεφάλι της προς το δικό του. Ένιωθε την καρδιά της να χτυπά δυνατά πάνω στο στέρνο του, κι ήθελε όσο τίποτε άλλο να τη φιλήσει για να διώξει το θυμό της, όταν όμως έφτασε μιαν ανάσα μακριά, σταμάτησε. «Άκουσέ με καλά, γυναίκα. Δεν ήσουν αδέξια, μόνο αθώα. Και με ικανοποίησες πολύ περισσότερο από όσο πίστευα πως ήταν δυνατό.»
Η Μάντελεϊν τον κοίταξε για ένα ατέλειωτο λεπτό. Δάκρυα πλημμύριζαν ξανά τα μάτια της. «Αλήθεια, Ντάνκαν; Σε ικανοποίησα;»
Εκείνος έγνεψε καταφατικά, εκνευρισμένος. Ορκίστηκε να της εξηγήσει μια και καλή το πρωί ότι δεν έπρεπε να τον αμφισβητεί, κι ύστερα θυμήθηκε πως είχε ήδη δώσει τέτοιον όρκο.
Είχε ηρεμήσει. «Κι εσύ με ικανοποίησες» ψιθύρισε.«Το ξέρω, Μάντελεϊν.» Σκούπισε τα δάκρυα από τα μά
γουλά της και στέναξε βλέποντας το ενοχλημένο ύφος στο πρόσωπό της. «Μη σμίγεις σε μένα τα φρύδια» πρόσταξε.
«Πώς ξέρεις ότι με ικανοποίησες;»«Γιατί ούρλιαξες το όνομά μου και με ικέτεψες να...»«Ποτέ δεν ικετεύω, Ντάνκαν» τον έκοψε η Μάντελεϊν.
«Υπερβάλλεις.»Εκείνος χαμογέλασε αλαζονικά. Η Μάντελεϊν άνοιξε το
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 263
στόμα να του πει πόσο αλαζονικός πίστευε πως ήταν, όμως το στόμα του έκλεισε το δικό της και τη σταμάτησε.
Ήταν καυτό το φιλί. Η Μάντελεϊν ένιωθε τη διέγερσή του πάνω της. Άρχισε να κινεί τους γοφούς της ερεθίζοντάς τον ακόμα περισσότερο.
Ο Ντάνκαν τραβήχτηκε απαλά. «Κοιμήσου τώρα. Θα ήταν πολύ οδυνηρό μια δεύτερη φορά.»
Σταμάτησε τις διαμαρτυρίες του με ένα φιλί. Σκέφτηκε πως της άρεσε να είναι πάνω του, και του το ψιθύρισε ντροπαλά.
Εκείνος χαμογέλασε μα επέμεινε να κοιμηθεί. «Σε διατάζω» της είπε.
«Δε θέλω να κοιμηθώ» είπε η Μάντελεϊν. Πιπίλισε το πλάι του λαιμού του, ριγώντας από πόθο. «Μυρίζεις τόσο ωραία» του είπε. Η γλώσσα της έπαιξε με το λοβό του αυτιού του κάνοντάς τον να τα χάσει.
Αποφάσισε να δώσει τέλος στο παιχνίδι της, πριν φτάσει στο σημείο να μην μπορεί να σταματήσει τον ίδιο του τον εαυτό. Δεν ήθελε να την πονέσει, ήξερε όμως πως ήταν πολύ αθώα για να το καταλάβει.
Έπρεπε να της δείξει πόσο άβολο θα ήταν για εκείνη.Με αυτό κατά νου, το χέρι του κατέβηκε ανάμεσά τους.
Όταν έβαλε μέσα το δάχτυλό του, η Μάντελεϊν βόγκηξε. Τα νύχια της μπήχτηκαν στους ώμους του. «Πες μου τώρα πως με θέλεις» απαίτησε ο Ντάνκαν, με φωνή τραχιά από πόθο.
Η Μάντελεϊν ανασηκώθηκε αργά. Πόνος και ηδονή έγιναν ένα. Έτριψε τα στήθη της πάνω στο στέρνο του. «Αλήθεια σε θέλω, Ντάνκαν» ψιθύρισε.
Εκείνος ένιωσε να χάνει ξαφνικά τον έλεγχό του. Ένιωθε αρκετά δυνατός για να κατακτήσει ολόκληρο τον κόσμο. Όταν προσπάθησε η Μάντελεϊν να ξαπλώσει, κούνησε το κεφάλι.
«Θες στ’ αλήθεια να με αναγκάσεις να σε ικετέψω, Ντάνκαν;» ρώτησε, αν και έμοιαζε περισσότερο με απαίτηση.
264 JULIE GARWOOD
Σκέφτηκε πως η φωνή της έτρεμε γιατί πονούσε από πόθο όσο κι εκείνος.
Έδιωξε την ενοχλημένη έκφραση από το πρόσωπό της με ένα φιλί κι άρχισε να μπαίνει μέσα της αργά.
Η Μάντελεϊν καβάλησε τους γοφούς του βογκώντας με ικανοποίηση. Η τελευταία λογική σκέψη της ήταν μια αποκάλυψη. Δεν ήταν ανάγκη να είναι ανάσκελα.
Κεφάλαιο 15
Όπου γαρ έστιν ο θησαυρός υμών, εκεί και η καρδία υμών έσται.
Κατά Λουκάν Ευαγγέλιο, 12:34
Ο Ντάνκαν πίστευε πάντα πως ήταν πρακτικός άνθρωπος. Ήξερε πως ήταν ξεροκέφαλος, αμετακίνητος από τις συνήθειές του, δε θεωρούσε όμως αυτά τα δύο ελαττώματα. Του άρεσε να ακολουθούν οι μέρες του το ίδιο αυστηρό πρόγραμμα, αφού πίστευε πως η προβλεψιμότητα πρόσφερε ασφάλεια και ευμάρεια. Ως ηγέτης τέτοιου πλήθους, ήταν επιτακτικό για εκείνον να διατηρεί την τάξη και την πειθαρχία. Χωρίς ένα καλά οργανωμένο σχέδιο για κάθε μέρα, θα επικρατούσε χάος.
Χάος. Η λέξη θύμισε στον Ντάνκαν την τρυφερή του γυναίκα. Αν και δεν είπε τη γνώμη του, πίστευε πως η Μάντελεϊν έδινε καινούριο νόημα στη λέξη αναστάτωση. Ένας Θεός ήξερε μόνο πόσο χαοτική, πόσο απρόβλεπτη είχε γίνει η γυναίκα του από τότε που πήρε την απόφαση να την παντρευτεί. Παραδεχόταν φυσικά, αν και μόνο στον εαυτό του, πως ο γάμος του ήταν το πρώτο μη πρακτικό πράγμα που είχε κάνει ποτέ.
Πίστευε στ’ αλήθεια πως θα κατάφερνε να συνεχίσει την καθημερινότητά του χωρίς διακοπές. Πίστευε ακόμα πως θα κατάφερνε να την αγνοήσει όσο και πριν ανταλλάξουν τους δεσμευτικούς εκείνους όρκους. Και είχε κάνει τεράστιο λά
266 JULIE GARWOOD
θος και στα δύο. Ήταν πολύ πιο ξεροκέφαλη από όσο είχε νομίσει. Ήταν η μόνη δικαιολογία που μπορούσε να βρει για να εξηγήσει τον τρόπο που κατάφωρα αγνοούσε τη θέση του.
Ο Ντάνκαν μισούσε τις αλλαγές. Κατά βάθος πίστευε ότι η Μάντελεϊν το ήξερε. Τον κοιτούσε αθώα όταν απαιτούσε να σταματήσει να ανακατεύεται συνεχώς, και μετά έφευγε να αλλάξει κάτι άλλο.
Ήταν αρκετά φοβισμένη η όμορφη γυναίκα του όταν βρισκόταν κοντά του. Έτσι τουλάχιστον έδειχνε. Κοκκίνιζε αρκετά εύκολα. Αρκούσε ένα μόνο επίμονο βλέμμα του για να κερδίσει την άμεση αντίδρασή της. Δεν μπορούσε να καταλάβει γιατί, μα δεν της είχε πει τίποτα για την ολοφάνερη αμηχανία της. Όταν όμως δεν την πρόσεχε, έκανε ό,τι ήθελε.
Οι αλλαγές που επέβαλε η Μάντελεϊν δεν ήταν ανεπαίσθητες. Η πιο εντυπωσιακή και η μόνη για την οποία δε θα παραπονιόταν ιδιαίτερα ήταν η ριζική αλλαγή στην αίθουσά του. Δίχως να πάρει άδεια, είχε διατάξει να βγάλουν την ασταθή εξέδρα. Το παλιό καταγδαρμένο τραπέζι μεταφέρθηκε στο στρατώνα και ένα καινούριο, αψεγάδιαστο, μικρότερο τραπέζι φτιάχτηκε από τον ξυλουργό που είχε προσλάβει η ίδια, πάλι δίχως να ζητήσει την άδειά του.
Η Μάντελεϊν είχε εξαντλήσει τους υπηρέτες με τις κρίσεις καθαριότητας, όπως τις ονόμαζαν οι ίδιοι. Οι υπηρέτες πρέπει να πίστευαν ότι ήταν παρανοϊκή, αν και κανείς δε δήλωνε ανοιχτά κάτι τέτοιο μπροστά στον άρχοντά τους. Ο Ντάνκαν όμως είχε προσέξει πώς έτρεχαν όλοι να εκτελέσουν τις διαταγές της, λες και αν ικανοποιούσαν την αφέντρα τους θα κέρδιζαν κάποιο πολύτιμο θησαυρό. Τα πατώματα είχαν τριφτεί, οι τοίχοι είχαν βαφτεί και στολιστεί. Φρέσκα καλάμια που μύριζαν ύποπτα τριαντάφυλλο είχαν στρωθεί στο πάτωμα. Ένα γιγάντιο λάβαρο, με βασικό χρώμα το σκούρο μπλε και λευκό κέντημα με το οικόσημο του Ντάνκαν, κρεμόταν τώρα πάνω από το τζάκι και η Μάντελεϊν είχε βάλει δύο καρέκλες με ψηλή ράχη ακριβώς μπροστά. Το δωμάτιο έμοιαζε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 267
σε μερικά πράγματα με το δωμάτιο του πύργου. Η Μάντελεϊν είχε κάνει το μέγεθος της αίθουσας να φαίνεται μικρότερο φτιάχνοντας μικρά καθιστικά εδώ κι εκεί. Το γιατί θα ήθελε κανείς να καθίσει στην αίθουσα ήταν κάτι που ξεπερνούσε τη λογική του. Παρόλο που έδειχνε θελκτικό, δεν έπαυε να είναι ένα μέρος όπου έτρωγαν το γεύμα τους και ίσως να έστεκαν μπροστά στη δυνατή φωτιά για μερικά λεπτά για να ζεσταθούν. Κανείς δεν υποτίθεται ότι θα έμενε περισσότερο εκεί. Η σύζυγός του όμως δεν έδειχνε να καταλαβαίνει το απλό αυτό γεγονός και είχε μεταμορφώσει την αίθουσα σε χώρο που επικροτούσε την τεμπελιά.
Ο Ντάνκαν είχε προσέξει ακόμα πως οι στρατιώτες φρόντιζαν να είναι οι μπότες τους καθαρές πριν μπουν στην αίθουσα. Δεν ήξερε αν αυτό τον ικανοποιούσε ή όχι. Ακόμα και οι άντρες του όμως είχαν υποκύψει στις σιωπηλές διαταγές της.
Τα σκυλιά είχαν αποδειχτεί η μεγαλύτερη πρόκλησή της. Τα έσερνε συνεχώς κάτω. Εκείνα ξαναγύριζαν. Η Μάντελειν όμως είχε βρει λύση και για αυτό το πρόβλημα. Μόλις κατάλαβε ποιο ζώο ήταν ο αρχηγός της αγέλης, το καλόπιασε και το κατέβασε από τη σκάλα κουνώντας ένα κομμάτι αρνί μπροστά του για να το κάνει να συμμορφωθεί. Ύστερα έβαλε να του απαγορεύσουν τη σκάλα και τελικά καθιερώθηκε να τρώνε τα σκυλιά κάτω.
Ούτε πετούσε κανένας κόκαλα πίσω του. Ο Γκίλαρντ είπε στον Ντάνκαν πώς στάθηκε η Μάντελεϊν στην κεφαλή του τραπεζιού και εξήγησε με γλυκό τρόπο ότι όλοι τους θα έτρωγαν σαν πολιτισμένοι άνθρωποι αλλιώς δε θα έτρωγαν καθόλου. Οι άντρες δεν παραπονέθηκαν. Έδειχναν το ίδιο πρόθυμοι όσο και οι υπηρέτες να την ευχαριστήσουν.
Ναι, τώρα ήταν περισσότερο τίγρης παρά γατούλα. Αν πίστευε ότι κάποιος από τους υπηρέτες φερόταν έστω και με ελάχιστη ασέβεια προς τους Γουέξτον, τον ταπείνωνε με ένα γερό κήρυγμα.
268 JULIE GARWOOD
Τώρα που το σκεφτόταν, συνειδητοποιούσε πως και σε κείνον έκανε κήρυγμα. Η γυναίκα του ήταν λίγο πιο υποταγμένη μπροστά του, εξακολουθούσε όμως να λέει τη γνώμη της αρκετά συχνά.
Αμφισβητούσε συνεχώς τις απόψεις του. Θυμήθηκε κάτι που είχε γίνει την προηγούμενη μέρα, όταν άκουσε τη συζήτησή του με τον Γκίλαρντ για το βασιλιά Γουίλιαμ και τους αδελφούς του Ρόμπερτ και Χένρι. Μόλις έφυγε ο Γκίλαρντ από την αίθουσα, η Μάντελεϊν είπε στον Ντάνκαν ότι ανησυχούσε για τα αδέλφια του βασιλιά. Με φωνή γεμάτη αυθεντία, είπε πως κανείς από τους δύο δεν είχε αναλάβει αρκετές ευθύνες. Πίστευε ότι, αφού οι δυο άντρες δεν εκτιμούνταν αρκετά, σίγουρα θα ένιωθαν και οι δύο δυσφορία και θα προκαλούσαν προβλήματα στο βασιλιά τους.
Δεν ήξερε φυσικά για τι μιλούσε. Πώς μπορούσε να καταλάβει μια γυναίκα από πολιτική; Ο Ντάνκαν προσπάθησε να της εξηγήσει με υπομονή ότι ο μεγαλύτερος αδελφός Ρόμπερτ είχε πάρει τη Νορμανδία, για τ’ όνομα του Θεού, θησαυρό πολύ μεγαλύτερο από την Αγγλία, και είχε ήδη αποδείξει ότι ήταν ανεύθυνος όταν δέσμευσε τη χώρα στον αδελφό του για να πάρει αρκετά χρήματα ώστε να φύγει για τις Σταυροφορίες.
Η Μάντελεϊν αγνόησε τα λογικά του επιχειρήματα και επέμεινε ότι κι ο ίδιος έκανε ό,τι ο βασιλιάς, αφού κρατούσε τους δυο του αδελφούς υπό την προστασία του και δεν άφηνε κανέναν τους να πάρει αποφάσεις. Άρχισε τότε να του εξηγεί τις ανησυχίες της ότι και ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ θα ένιωθαν σύντομα το ίδιο ανήσυχοι όσο και τα δυο αδέλφια του βασιλιά.
Ο Ντάνκαν την άρπαξε στο τέλος και τη φίλησε. Ήταν ο μόνος τρόπος που μπορούσε να βρει για να την κάνει να το ξεχάσει. Ήταν άλλωστε πολύ ικανοποιητική μέθοδος.
Έλεγε στον εαυτό του τουλάχιστον δέκα φορές τη μέρα πως δεν μπορούσε να ασχολείται με τα ασήμαντα ζητήματα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 269
του σπιτικού του. Είχε πολύ πιο σπουδαία, πολύ πιο σοβαρά πράγματα να κάνει. Ναι, είχε καθήκον να μετατρέψει συνηθισμένους ανθρώπους σε δυνατούς πολεμιστές.
Για αυτόν το λόγο προσπαθούσε να κρατά απόσταση από τους αδελφούς του, την αδελφή του και ειδικότερα την πεισματάρα, απείθαρχη γυναίκα του.
Ενώ μπορούσε όμως να κρατηθεί μακριά από τις υποθέσεις του σπιτιού, δεν κατάφερνε να κρατηθεί μακριά από το πρόβλημα της Μάντελεϊν. Τον απασχολούσε συνέχεια η προστασία της. Στην πραγματικότητα, όλοι οι άντρες του είχαν κάποια στιγμή την ευκαιρία να σώσουν τη ζωή της. Ποτέ δεν το αναγνώριζε σε κανέναν τους, ο Ντάνκαν όμως ήξερε πως δεν το έκανε επειδή ήταν αγενής. Όχι, η αλήθεια ήταν πολύ χειρότερη. Η Μάντελεϊν απλώς δεν μπορούσε να συνειδητοποιήσει πώς ο αυθορμητισμός της την έβαζε συνέχεια σε κίνδυνο.
Βιαζόταν τόσο πολύ να πάει ένα απόγευμα στους στάβλους, που έτρεξε μπροστά από μια σειρά στρατιώτες που ασκούνταν στην τοξοβολία. Ένα βέλος πέρασε ξυστά πίσω από το κεφάλι της. Ο άμοιρος στρατιώτης που το είχε ρίξει έπεσε αμέσως στα γόνατα. Όλη μέρα δεν ξαναβρήκε στόχο, χάρη στη σύντομη εκείνη συνάντηση με τη σύζυγό του. Η ίδια ούτε που κατάλαβε τον κίνδυνο που είχε διατρέξει. Είχε συνεχίσει βιαστικά, ανίδεη για το χάος που είχε προκαλέσει. Τα περιστατικά που έφταναν στο κατώφλι της τραγωδίας ήταν πάρα πολλά για να τα θυμάται. Είχε φτάσει στο σημείο να τρέμει την απογευματινή αναφορά που του έδινε ο Άντονι. Ο πιστός του υπασπιστής έδειχνε καταρρακωμένος από το καθήκον που του είχε ανατεθεί. Αν και ποτέ δεν παραπονέθηκε. Ο Ντάνκαν ήταν σίγουρος πως θα προτιμούσε μια γερή μάχη μέχρι θανάτου παρά να τρέχει πίσω από τη γυναίκα του αρχηγού του.
Χρειάστηκε αρκετό χρόνο, ο Ντάνκαν όμως κατάλαβε γιατί είχε γίνει τόσο ανέμελη, τόσο απελευθερωμένη. Ο λό
270 JULIE GARWOOD
γος ήταν απλός. Και του έδινε απίστευτη χαρά. Η Μάντελεϊν ένιωθε ασφαλής. Όταν είχε κυριέψει το νου της ο πυρετός, ο Ντάνκαν είχε μάθει τα πάντα για την παιδική της ηλικία. Ήταν ένα ήσυχο παιδί που προσπαθούσε να είναι όσο πιο μετρημένο γινόταν. Η μητέρα της είχε προστατέψει την κόρη της από τον πατέρα και τον αδελφό της, τα δυο χρόνια όμως που έζησε η Μάντελεϊν μόνη με τον Λούντον μετά το θάνατο της μητέρας της ήταν απάνθρωπα, πραγματικά οδυνηρά. Είχε μάθει γρήγορα να μη γελάει, να μην κλαίει, να μη δείχνει οργή ή χαρά, γιατί αν το έκανε θα τραβούσε την προσοχή πάνω της.
Μπορεί τα χρόνια που είχε περάσει κοντά στο θείο της να ήταν ευλογημένα, ο Ντάνκαν όμως αμφέβαλλε αν και τότε ακόμα φερόταν σαν φυσιολογικό παιδί. Η ζωή κοντά σε ιερέα θα την είχε κάνει ακόμα πιο συγκρατημένη. Ο Ντάνκαν δεν πίστευε ότι είχε υπάρξει ποτέ άτακτη, αφού είχε να κάνει με ένα γέρο, ευαίσθητο άνθρωπο που μάλλον εξαρτιόταν εκείνος περισσότερο από αυτήν παρά το αντίθετο.
Η Μάντελεϊν είχε μάθει από το θείο της τον έλεγχο. Ο Ντάνκαν ήξερε πως ο ιερέας προσπαθούσε απλώς να της μάθει πώς να επιβιώνει. Της έμαθε πώς να κρύβει τα συναισθήματά της από τον αδελφό της, υποθέτοντας ότι θα γυρνούσε σύντομα κοντά του. Ούτε η Μάντελεϊν ούτε ο θείος της περίμεναν ότι η επίσκεψη θα κρατούσε χρόνια. Για αυτό και ζούσε με το συνεχή φόβο ότι από στιγμή σε στιγμή θα εμφανιζόταν ο Λούντον στην πόρτα του θείου της και θα την έπαιρνε.
Ο φόβος έφερνε την επιφύλαξη. Τώρα που ένιωθε ασφαλής, είχε αφήσει κάθε προφύλαξη στην άκρη.
Ο Ντάνκαν την καταλάβαινε καλύτερα από όσο καταλάβαινε η ίδια τον εαυτό της. Έδειχνε αδέξια, η αλήθεια όμως ήταν πως βιαζόταν τόσο να προλάβει τη ζωή, να γευτεί κάθε εμπειρία, που δεν είχε καιρό για προφυλάξεις. Το καθήκον αυτό βάραινε το σύζυγό της. Η Μάντελεϊν έμοιαζε με μικρό
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 271
πουλάρι που δοκίμαζε τα πόδια του. Ήταν απόλαυση να την κοιτάζει κανείς κι εφιάλτης να την προστατεύει. Αυτό που δεν καταλάβαινε ήταν πώς αισθανόταν ο ίδιος για τη γυναίκα του. Είχε πάει στο οχυρό του Λούντον για να πάρει αιχμάλωτη τη Μάντελεϊν. Το σχέδιό του ήταν να εκδικηθεί: οφθαλμό αντί οφθαλμού. Αυτό του έφτανε.
Μέχρι που ζέστανε τα πόδια του.Όλα είχαν αλλάξει εκείνη τη στιγμή. Ήξερε με σιγου
ριά, που δεν μπορούσε να αρνηθεί, πως από εκείνη τη στιγμή είχαν δεθεί. Δε θα την άφηνε ποτέ να φύγει.
Κι ύστερα την παντρεύτηκε.Το επόμενο πρωί, ο στρατός του Λούντον έφυγε από το
Γουέξτον.Κάθε μέρα ο Ντάνκαν έβρισκε άλλη μια δικαιολογία για
την όχι και τόσο πρακτική απόφασή του να την παντρευτεί. Ναι, ήθελε να χρησιμοποιήσει τον τόσο λογικό νου του για να δικαιολογήσει όσα ένιωθε η καρδιά του.
Τη Δευτέρα είπε στον εαυτό του πως την παντρεύτηκε γιατί ήθελε να έχει εκείνη ένα ασφαλές καταφύγιο, ένα μέρος όπου θα ζούσε δίχως να φοβάται. Η γεμάτη ανιδιοτέλεια κίνησή της να τον σώσει άξιζε τέτοια ανταμοιβή.
Την Τρίτη είπε στον εαυτό του πως την παντρεύτηκε γιατί ήθελε να πλαγιάσει μαζί της. Ναι, ο πόθος ήταν αρκετά καλός λόγος.
Την Τετάρτη άλλαξε γνώμη και αποφάσισε πως είχε δεσμευτεί απέναντί της γιατί ήταν αδύναμη κι εκείνος δυνατός. Η εκπαίδευσή του ήταν αυτή που τον έκανε να αντιδράσει έτσι. Η Μάντελεϊν ήταν σαν υποτελής του και, παρόλο που δεν είχε γονατίσει στο έδαφος να του ορκιστεί αφοσίωση, εξακολουθούσε να αποτελεί καθήκον του να την προστατεύει. Έτσι, τελικά, ο πραγματικός λόγος ήταν η ευσπλαχνία.
Ήρθε η Πέμπτη και μαζί της άλλη μία ιδέα. Είχε παντρευτεί τη Μάντελεϊν όχι μόνο για να την προστατέψει αλλά και για να της δείξει πόσο πολύτιμη ήταν στην πραγμα
272 JULIE GARWOOD
τικότητα. Τα πρώτα χρόνια που έζησε με τον Λούντον ήταν πραγματικά σκληρά χρόνια. Η τρυφερή του γυναίκα είχε διδαχτεί ότι ήταν ανάξια. Δεν πίστευε ότι είχε κάποια αξία. Ο Λούντον την είχε κακομεταχειριστεί για δύο ολόκληρα χρόνια, κι ύστερα την έστειλε στο θείο της Μπέρτον για επίσκεψη. Ήταν φανερό, ακόμα και για τον Ντάνκαν, ότι ο Λούντον είχε ξεχάσει την ύπαρξή της. Ήταν και ο μοναδικός λόγος που θα δικαιολογούσε το ότι η Μάντελεϊν έζησε με τον ηλικιωμένο ιερέα για δέκα σχεδόν χρόνια.
Όταν της έδωσε το όνομά του, την άφηνε στην πραγματικότητα να καταλάβει πόσο άξιζε.
Ο συγκεκριμένος λόγος δυστυχώς δεν άντεξε ούτε καν μια μέρα.
Αγνοούσε πεισματικά την αλήθεια. Πίστευε πραγματικά πως θα μπορούσε να της κάνει παθιασμένο έρωτα κάθε νύχτα και να την αγνοεί όλη την υπόλοιπη μέρα. Του φαινόταν αρκετά λογικό. Άλλωστε, είχε καταφέρει με ιδιαίτερη επιτυχία να διαχωρίσει τη θέση του από την οικογένειά του. Ήταν άρχοντας και αδελφός. Κανένα από τα δύο καθήκοντα δεν ερχόταν σε σύγκρουση με το άλλο. Ναι, ακουγόταν αρκετά εύκολο. Η Μάντελεϊν είχε καταφέρει να μπει στην καρδιά του, αυτό όμως δε σήμαινε πως θα επηρέαζε και τον τρόπο ζωής του.
Η αλήθεια τον τυραννούσε όλη τη βδομάδα, εκνευριστική σαν τους πρώτους ψίθυρους του κεραυνού. Την Παρασκευή το απόγευμα, δύο μόλις βδομάδες αφότου παντρεύτηκε τη Μάντελεϊν, ξέσπασε η καταιγίδα. Και ξέσπασε βίαια.
Ο Ντάνκαν είχε μόλις επιστρέψει στην κορυφή των εξωτερικών τειχών όταν τράβηξε την προσοχή του η κραυγή του Έντμοντ. Γύρισε και πρόλαβε να δει τη Μάντελεϊν να προχωρά αμέριμνη προς τους στάβλους. Οι πόρτες του αχυρώνα ήταν ανοιχτές. Ο Σειληνός είχε ελευθερωθεί. Το ζώο τριπόδιζε προς τη Μάντελεϊν, με το κεφάλι κάτω και τις οπλές να βροντοχτυπούν. Το πελώριο άτι ήταν έτοιμο να την ποδο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 273
πατήσει μέχρι θανάτου. Ο σταβλάρχης το κυνήγησε, με τα χαλινάρια στα χέρια. Ο Άντονι ήταν ξοπίσω του. Φώναζαν και οι δύο προσπαθώντας να προειδοποιήσουν τη Μάντελεϊν, ο Ντάνκαν όμως σκέφτηκε πως ο θόρυβος των οπλών του αλόγου δεν την άφησε να ακούσει, γιατί η γυναίκα του ούτε καν γύρισε να κοιτάξει γύρω της.
Ήταν σίγουρος πως θα σκοτωνόταν.«Όχι!» Η κραυγή βγήκε από τα βάθη της ψυχής του.
Ένιωσε την καρδιά του να ξεριζώνεται από το στήθος του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να πάει κοντά της και να την προστατεύσει.
Όλοι έτρεχαν προς τη Μάντελεϊν στην προσπάθειά τους να τη σώσουν.
Και δε χρειάστηκε καν.Εκείνη αγνοούσε το χάος γύρω της. Είχε στραμμένη την
προσοχή της στον Σειληνό. Κρατούσε τη λιχουδιά του στο χέρι και πήγαινε να τον επισκεφτεί όταν εκείνος όρμησε έξω από το στάβλο και κατευθύνθηκε προς το μέρος της. Σκέφτηκε πως ανυπομονούσε να τη συναντήσει.
Ο Σειληνός πλησίασε σε απόσταση αναπνοής από το να τη σκοτώσει. Σκόνη τύλιξε το πρόσωπό της όταν το άτι σταμάτησε απότομα, λίγα μόλις εκατοστά μπροστά της. Κούνησε το χέρι για να διώξει τη σκόνη. Ο Σειληνός έσπρωξε αμέσως το χέρι της. Αναζητούσε τον κύβο της ζάχαρης, μάντεψε εκείνη.
Όλοι ήταν πολύ αποσβολωμένοι για να σαλέψουν. Παρακολουθούσαν το μεγάλο άτι να σκαλίζει με την οπλή του το χώμα και να τη σπρώχνει ξανά. Εκείνη γέλασε απολαμβάνοντας την επίδειξη αγάπης, και άπλωσε το χέρι για να γλείψει τη ζάχαρη από την παλάμη της.
Όταν τέλειωσε το άλογο με τη λιχουδιά του, η Μάντελεϊν το χάιδεψε. Πρόσεξε ότι ο Τζέιμς και ο Άντονι έστεκαν λίγο πιο πίσω από το ζώο. Ο Άντονι είχε ακουμπήσει πάνω στον Τζέιμς για να σταθεί στα πόδια του.
274 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν τους χαμογέλασε. «Σε ενοχλεί το τραύμα σου, Άντονι; Μου φαίνεσαι λίγο χλωμός» είπε.
Ο Άντονι κούνησε αρκετά ζωηρά το κεφάλι. Η Μάντελεϊν στράφηκε στον Τζέιμς και πρόσεξε το γυάλινο βλέμμα του. «Τελικά κατάφερε το αρνί μου να πετάξει κάτω την πόρτα; Από καιρό το προσπαθούσε.»
Όταν δεν της απάντησε ο Τζέιμς, η Μάντελεϊν αποφάσισε πως μάλλον τον είχε τρομάξει ο Σειληνός. «Έλα, Σειληνέ, νομίζω πως τάραξες τον Τζέιμς» είπε. Προχώρησε αργά γύρω από το ζώο και κατευθύνθηκε στους στάβλους. Ο Σειληνός γύρισε, πειθήνιος τώρα, και επέστρεψε με τα χορευτικά του βήματα στο σπίτι του. Η φωνή της, γλυκιά σαν απαλή μελωδία, έκανε το ζώο να την ακολουθεί ήρεμο.
Ο Ντάνκαν ήθελε να τρέξει κοντά της. Ήθελε να τη σκοτώσει που είχε κοντέψει να τον πεθάνει από το φόβο του. Έπρεπε όμως να περιμένει, το ήξερε, μέχρι να καταφέρουν τα πόδια του να περπατήσουν.
Μα το Θεό, αναγκάστηκε να στηριχτεί στον τοίχο. Η δύναμή του τον είχε εγκαταλείψει. Ένιωθε σαν γέρος με αδύναμη καρδιά. Πρόσεξε πως κι ο Έντμοντ ήταν στην ίδια περίπου κατάσταση. Ο αδελφός του είχε γονατίσει στο έδαφος. Ο Ντάνκαν ήξερε πως δεν είχε γίνει ηθελημένα.
Ο Άντονι έμοιαζε ο μόνος που είχε εκείνη την ώρα την ψυχραιμία του. Πλησίασε σφυρίζοντας σιγανά. Ο Ντάνκαν ήθελε να τον σκοτώσει.
Ο υπασπιστής έφερε το χέρι στον ώμο του. Μάλλον το έκανε από συμπόνια. Δεν ήταν σίγουρος αν ήθελε να τον συλλυπηθεί που είχε παντρευτεί τη Μάντελεϊν ή να του δείξει ότι καταλάβαινε αυτό που είχε μόλις δει. Δεν εκτίμησε την κίνησή του, όποιο κι αν ήταν το κίνητρό του.
«Είναι κάτι που ήθελα να σου πω, Ντάνκαν.»Η φωνή του Άντονι ήταν ήρεμη, τράβηξε όμως την προ
σοχή του. Γύρισε και αγριοκοίταξε τον υπασπιστή του. «Τι συμβαίνει;» ζήτησε να μάθει.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 275
«Η γυναίκα σου είναι αποφασισμένη να ιππεύσει τον Σειληνό» είπε ο Άντονι.
«Όταν θα ’μαι νεκρός και δε θα μπορώ να το δω» βρυχήθηκε ο Ντάνκαν.
Ο Άντονι είχε το θράσος να χαμογελάσει. Γύρισε, προσπαθώντας ολοφάνερα να κρυφτεί από τον Ντάνκαν. «Είναι ασυνήθιστα απαιτητική πρόκληση η προστασία της συζύγου σου. Όταν αποφασίσει να κάνει κάτι, δεν μπορεί να τη σταματήσει τίποτα.»
«Κατέστρεψε το πιστό μου άλογο» φώναξε ο Ντάνκαν.«Ναι» απάντησε ο Άντονι, ανίκανος να κρύψει το γέλιο
από τη φωνή του. «Έτσι είναι.»Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Θεέ μου, νόμισα πως
την έχασα.» Η φωνή του είχε γίνει βραχνός ψίθυρος. Όταν κοίταξε τα χέρια του και είδε πώς έτρεμαν, έγινε και πάλι έξαλλος. «Θα τη σκοτώσω. Μπορείς να σταθείς μάρτυρας, αν θέλεις.»
Είχε αρχίσει να φωνάζει πάλι. Ο Άντονι δε φοβήθηκε. Ο υπασπιστής ακούμπησε στον τοίχο. Ρώτησε απλά, με περιέργεια: «Γιατί;»
«Θα γινόταν η μέρα σου καλύτερη» είπε ο Ντάνκαν.Ο Άντονι τότε έβαλε τα γέλια. «Δεν εννοούσα γιατί να
παρακολουθήσω το θάνατο της Μάντελεϊν, βαρόνε. Εννοούσα μόνο γιατί να θέλεις να τη σκοτώσεις.»
Το γέλιο του Άντονι δεν άρεσε στον αφέντη του. «Πώς θα σου φαινόταν για νέο καθήκον να αναλάβεις το νερό;» τον απείλησε. «Θα το έβρισκες διασκεδαστικό να βγάζεις τον ένα κουβά μετά τον άλλο για την κουζίνα; Θα σου φαινόταν αρκετή πρόκληση ένα τέτοιο καθήκον, Άντονι;»
Ήταν προσβλητικό για κάποιον με το βαθμό του Άντονι. Ο Ντάνκαν φαντάστηκε πως ο υπασπιστής του θα έδειχνε αμέσως μεταμέλεια για την έλλειψη σεβασμού.
Εκείνος όμως δεν έδειξε καμία μεταμέλεια. «Είναι επικίνδυνη η αποστολή που μου έχεις αναθέσει, βαρόνε. Αρκεί
276 JULIE GARWOOD
να ρωτήσεις τον Άνσελ να σου πει πόσο επικίνδυνο είναι το καθήκον τούτο.»
«Τι θέλεις να πεις;»«Ο ιπποκόμος σου κόντεψε να πνιγεί τις προάλλες. Είχε
ανέβει τα σκαλιά του καζανιού με το βρόχινο νερό, όταν τον χτύπησε μια μπάλα καταμεσής στους ώμους. Έχασε φυσικά την ισορροπία του και...»
Ο Ντάνκαν σήκωσε το χέρι για να τον κάνει να σωπάσει. Δεν ήθελε να ακούσει άλλο για αυτή την ιστορία. Έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε να βρει υπομονή. Μπορεί να μην ήξερε όλη την ιστορία, είχε όμως την αίσθηση πως η γλυκιά, μικρή του σύζυγος κρυβόταν πίσω από το ατύχημα του Άνσελ. Την είχε δει κι εκείνος να δείχνει ένα καινούριο παιχνίδι στα παιδιά το προηγούμενο απόγευμα.
Ο Έντμοντ πλησίασε τον Ντάνκαν και τον Άντονι. «Τι σου φαίνεται τόσο αστείο, Άντονι;» ρώτησε. Ο αδελφός του Ντάνκαν ήταν ακόμα πολύ ταραγμένος από το πόσο κοντά έφτασε η Μάντελεϊν στο θάνατο για να βρει το παραμικρό έστω και λίγο αστείο.
«Ο άρχοντάς μας θα σκοτώσει τη γυναίκα του» σχολίασε ο Άντονι.
Ο Έντμοντ έδειχνε εκνευρισμένος. «Για τ’ όνομα του Θεού» μουρμούρισε. «Δείτε τον άρχοντά μας.» Ένα χαμόγελο χάραξε αργά στο πρόσωπό του πριν προσθέσει: «Μα ο Ντάνκαν δε θα μπορούσε να σκοτώσει ούτε αρνί.»
Διάολε, ήταν εξευτελιστικό. Ήταν φανερό πως ο Έντμοντ είχε ακούσει τη Μάντελεϊν να λέει το άτι του αρνί της… Μάλλον όλοι το είχαν ακούσει, κι αν δεν το είχαν ακούσει, θα φρόντιζε ο Έντμοντ να τους το πει.
«Φαίνεται, Άντονι, πως ο κυνηγός μας έγινε θήραμα.»«Δεν έχω καμία διάθεση για τα αινίγματά σου, Έντμοντ»
μουρμούρισε ο Ντάνκαν.«Ούτε να παραδεχτείς πως αγαπάς τη Μάντελεϊν έχεις
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 277
διάθεση. Δες πώς είσαι, αδελφέ, κι η αλήθεια θα σε χτυπήσει κατακούτελα.»
Ο Έντμοντ κούνησε το κεφάλι, γύρισε και απομακρύνθηκε αργά.
«Είναι εύκολο να αγαπήσει κανείς τη Μάντελεϊν, βαρόνε» σχολίασε ο Άντονι όταν έμειναν και πάλι μόνοι.
«Εύκολο; Πιο εύκολο είναι να καταπιείς απελατίκι.»Ήταν τελείως αταίριαστοι. Εκείνος άκαμπτος σαν κορ
μός γέρικου δέντρου. Κι η Μάντελεϊν άστατη σαν τον άνεμο. Και δεν είχε καμία ελπίδα… από τη στιγμή που άγγιξε
τα πόδια του. Το ήξερε τώρα. Θεέ μου, στ’ αλήθεια την αγαπούσε.
«Δε θα ανεχτώ χάος στη ζωή μου.» Μίλησε σαν να έπαιρνε όρκο.
«Ίσως με τον καιρό όλα να ηρεμήσουν...»«Όταν θα είναι η Μάντελεϊν τόσο γριά που δε θα σηκώ
νεται από το κρεβάτι» τον έκοψε ο Ντάνκαν. «Τότε μόνο θα ξαναβρώ γαλήνη.»
«Η γαλήνη μπορεί να είναι βαρετή» είπε χαμογελώντας ο Άντονι. «Η γυναίκα σου έδωσε νέα πνοή στο σπιτικό σου, Ντάνκαν.» Ο Άντονι προσπάθησε με τα λόγια του να τον καθησυχάσει. Από την έκφρασή του κατάλαβε πως το σχέδιό του δεν είχε πετύχει. Ίσως ο αφέντης του να είχε καταλάβει μόλις εκείνη τη στιγμή πόσο σημαντική ήταν η Μάντελεϊν για εκείνον. Αν ήταν έτσι, σκέφτηκε πως ο βαρόνος δεν το είχε δεχτεί και πολύ καλά.
Αποφάσισε να τον αφήσει με τις σκέψεις του, ζήτησε συγγνώμη, έκανε υπόκλιση και απομακρύνθηκε.
Ο Ντάνκαν χάρηκε που έμεινε μόνος. Έβλεπε συνέχεια το άτι του να τρέχει καταπάνω στη μικρή, τρυφερή του γυναίκα, και ήξερε πως δε θα ξεχνούσε τη φρίκη για όλη του τη ζωή.
Είχε μαγέψει το άλογό του όπως είχε μαγέψει και εκείνον. Ξαναβρήκε το χαμόγελό του όταν σκέφτηκε τι κατόρ
278 JULIE GARWOOD
θωμα είχε πετύχει. Είχε δίκιο ο Έντμοντ. Η Μάντελεϊν ήταν τώρα ο κυνηγός, αφού είχε αιχμαλωτίσει την καρδιά του.
Έκρυβε απίστευτη δύναμη η αλήθεια. Ο Ντάνκαν ένιωσε ξαφνικά σαν να είχε μόλις ολοκληρώσει νηστεία σαράντα ημερών. Δεν ήταν ανάγκη πια να την αγνοεί. Ναι, τώρα μπορούσε να τη χαρεί. Άλλωστε, σκέφτηκε, ήταν καιρός να πάρει την κατάσταση στα χέρια του.
Ξεκίνησε να βρει τη γυναίκα του, με τη σκέψη πως θα της έδινε ένα καλό μάθημα κι ύστερα θα τη φιλούσε. Ήταν ακόμα θυμωμένος. Εκείνη έφταιγε φυσικά. Εκείνη είχε κάνει την καρδιά του να χτυπήσει έτσι. Τον είχε τρομάξει απίστευτα. Δεν του άρεσε η αίσθηση, καθόλου μάλιστα. Ούτε ήταν συνηθισμένος να αγαπά. Το πρώτο θα περνούσε καιρός για να το ξεπεράσει και το δεύτερο για να προσαρμοστεί.
Μια άλλη φωνή τον σταμάτησε. Ο Φέργκους, στρατιώτης επικεφαλής της νότιας σκοπιάς, ειδοποίησε ότι πλησίαζε επισκέπτης το οχυρό. Από τα χρώματα στο λάβαρο που κυμάτιζε στον αέρα, ο σκοπός κατάλαβε πως ο βαρόνος Τζέραλντ και η ακολουθία του ζητούσαν άδεια για είσοδο.
Το μόνο που έλειπε για να γίνει η μέρα του Ντάνκαν μαύρη. Κατάρα, είχε στείλει αγγελιαφόρο στον Τζέραλντ εξηγώντας του ακριβώς την κατάσταση της Αντέλα. Είχε πιστέψει πως θα έστελνε κι εκείνος αγγελιαφόρο με τη συμφωνία ακύρωσης του συμβολαίου. Από ό,τι φαινόταν, για να έχει μπει στον κόπο ο Τζέραλντ να διανύσει τέτοια απόσταση, υπήρχε ακόμα κάποιο πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί πριν ξεχαστεί ο αρραβώνας.
Έπρεπε να φανεί διπλωματικός. Κι η Αντέλα θα υποτροπίαζε όταν μάθαινε ότι ο αρραβωνιαστικός της είχε καταφτάσει για επίσκεψη. Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως ίσως κατέληγε σε λάθος συμπεράσματα.
Ο Τζέραλντ ήταν παλιός φίλος. Υπήρχαν πολλοί λόγοι για να τον επισκεφτεί ο βαρόνος. Θεέ και Κύριε, η Μάντε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 279
λεϊν τον επηρέαζε περισσότερο από όσο είχε καταλάβει. Είχε αρχίσει να αποκτά τα ελαττώματά της.
Είχε το χάρισμα να επηρεάζει και την αυτοσυγκέντρωσή του. Μόλις πριν δυο μέρες έδινε μια σημαντική διαταγή στους άντρες του, όταν πέρασε η γυναίκα του από το οπτικό του πεδίο. Ο Ντάνκαν βρέθηκε να παρακολουθεί ξαφνικά το απαλό λίκνισμα των γοφών της καθώς περνούσε, ξεχνώντας τελείως τη διαταγή που έδινε.
Χαμογέλασε στην ανάμνηση. Οι στρατιώτες τον κοιτούσαν με τέτοια προσμονή κι εκείνος έστεκε εκεί, δίχως την παραμικρή ιδέα για τι τους μιλούσε, και μάλλον είχαν νομίσει ότι είχε χαζέψει, μέχρι που μπήκε στη μέση ο Γκίλαρντ και του θύμισε τι έλεγαν.
Ο Φέργκους φώναξε ξανά στον Ντάνκαν διακόπτοντας το συλλογισμό του. Εκείνος έδωσε αμέσως τη διαταγή να αφήσουν το βαρόνο να περάσει.
Η Μάντελεϊν μόλις έβγαινε από τους στάβλους όταν τη σταμάτησε ο Ντάνκαν. Χωρίς άλλη κουβέντα, άρχισε να διατάζει.
«Η Αντέλα είναι μέσα, Μάντελεϊν. Πήγαινε πες της ότι ο βαρόνος Τζέραλντ είναι εδώ. Θα τον δει στο δείπνο.»
Τα μάτια της γούρλωσαν μόλις άκουσε τα απρόσμενα νέα. «Γιατί είναι εδώ, Ντάνκαν; Εσύ τον ειδοποίησες να έρθει;»
«Όχι» απάντησε εκείνος εκνευρισμένος που δεν μάζεψε αμέσως τις φούστες της να τρέξει να κάνει αυτό που της είπε. Ήταν αρκετά κοντά για να τη φιλήσει, κι η σκέψη του φιλιού έσβηνε καθετί άλλο στο μυαλό του. «Τώρα κάνε αυτό που σου όρισα, γυναίκα.»
«Πάντα κάνω αυτό που ορίζεις» απάντησε η Μάντελεϊν με ένα χαμόγελο. Γύρισε και άρχισε να προχωρά προς το κάστρο. «Και καλή σου μέρα, Ντάνκαν» φώναξε πίσω της.
Ήταν σχόλιο που είχε σκοπό να του θυμίσει την έλλειψη τρόπων από μέρους του, υπέθεσε. Κρίμα που δεν είχε χρόνο να την πνίξει, σκέφτηκε. «Μάντελεϊν.»
280 JULIE GARWOOD
Σταμάτησε μόλις τη φώναξε, δε γύρισε όμως μέχρι να το απαιτήσει. «Έλα εδώ.»
Η Μάντελεϊν υπάκουσε με τα φρύδια σμιγμένα, αφού η φωνή του συζύγου της ακουγόταν πολύ τρυφερή. «Ναι, Ντάνκαν;» ρώτησε.
Εκείνος ξερόβηξε, συνοφρυώθηκε και είπε: «Καλό σου απόγευμα.»
Δεν είχε καν σκεφτεί να πει κάτι τέτοιο, ή μήπως όχι; Συνοφρυώθηκε ακόμα περισσότερο όταν είδε τη Μάντελεϊν να χαμογελά. Ξαφνικά την τράβηξε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.
Ήταν πολύ μουδιασμένη στην αρχή για να ανταποκριθεί. Ποτέ δεν την είχε ξαναγγίξει τη μέρα. Πάντα την αγνοούσε. Δεν την αγνοούσε όμως τώρα. Όχι, τη φιλούσε με δύναμη αρκετή, μπροστά σε όλους όσοι τυχόν περνούσαν από εκεί.
Και δεν ήταν τρυφερό φιλί, μα παθιασμένα ερεθιστικό. Μόλις άρχισε να ανταποκρίνεται, ο Ντάνκαν αποτραβήχτηκε.
Της χαμογέλασε. «Μην αποκαλέσεις ποτέ ξανά το άλογό μου αρνί σου. Με κατάλαβες;»
Η Μάντελεϊν κοίταξε καλά καλά τον Ντάνκαν, μπερδεμένη και αναψοκοκκινισμένη.
Πριν προλάβει να απαντήσει, εκείνος έφυγε. Η Μάντελεϊν μάζεψε τις φούστες της και έτρεξε ξοπίσω του. Τον άρπαξε από το χέρι και τον σταμάτησε. Όταν γύρισε να την κοιτάξει, χαμογελούσε ακόμα.
«Είσαι άρρωστος, Ντάνκαν;» ρώτησε. Φόβος ηχούσε στη φωνή της.
«Όχι.»«Τότε γιατί χαμογελάς τόσο;» ρώτησε εκείνη.Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Μάντελεϊν, πήγαινε,
σε παρακαλώ, και πες στην Αντέλα για την άφιξη του Τζέραλντ» είπε.
«Παρακαλώ;» απόρησε η Μάντελεϊν. Έδειχνε τρομαγμένη. «Μου είπες σε παρακαλώ...»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 281
«Μάντελεϊν, κάνε αυτό που σε πρόσταξα» είπε ο Ντάνκαν.Ένευσε μα δεν κουνήθηκε. Έστεκε εκεί, να τον κοιτάζει
που έφευγε από κοντά της. Ήταν τόσο αποσβολωμένη που δεν μπορούσε να τον ακολουθήσει ξανά. Ήταν πάντα τόσο προβλέψιμος. Τώρα προσπαθούσε να αλλάξει. Έστριψε τα χέρια ανήσυχη. Αν ήταν μια ζεστή καλοκαιριάτικη μέρα, θα έλεγε πως του είχε ψήσει ο ήλιος το κεφάλι. Αφού ήταν Γενάρης όμως και το κρύο ήταν τσουχτερό, δεν έβρισκε δικαιολογία που να εξηγούσε την απρόσμενη αλλαγή στη συμπεριφορά του.
Χρειαζόταν χρόνο να σκεφτεί. Αναστέναξε, προσπάθησε να βγάλει από το μυαλό την ασυνήθιστη συμπεριφορά του συζύγου της κι έτρεξε να βρει την Αντέλα.
Δεν ήταν και τόσο απλό να βγάλει τον Ντάνκαν από το μυαλό της. Στην πραγματικότητα, πιο εύκολο θα της φαινόταν να διασχίσει ξυπόλυτη κρεβάτι με καρφιά.
Η Αντέλα όμως τη βοήθησε να τον ξεχάσει για λίγο. Η μικρή αδελφή του Ντάνκαν ήταν στο υπνοδωμάτιό της, καθόταν στην άκρη του κρεβατιού και έπλεκε τα μαλλιά της.
«Έχουμε επισκέπτες, Αντέλα» είπε χαρούμενα η Μάντελεϊν.
Η Αντέλα χάρηκε που την είδε, μέχρι που άκουσε ποιοι ήταν οι επισκέπτες. «Θα μείνω εδώ μέχρι να φύγει» φώναξε. Μου έδωσε το λόγο του ο Ντάνκαν. Πώς μπόρεσε να ζητήσει από τον Τζέραλντ να έρθει εδώ;»
Η Μάντελεϊν είδε πόσο τρομοκρατημένη ήταν. Τα χέρια της έπεσαν στην ποδιά της και οι ώμοι κύρτωσαν.
«Δεν κάλεσε ο Ντάνκαν τον Τζέραλντ. Μην ταράζεσαι, Αντέλα. Ξέρεις πως ο αδελφός σου δε θα αθετήσει την υπόσχεσή του. Η καρδιά σου το ξέρει πως λέω αλήθεια, έτσι δεν είναι;»
Η Αντέλα κούνησε το κεφάλι. «Ίσως αν φέρομαι όπως όταν πρωτοήρθες εδώ, να αηδιάσει τόσο πολύ ο Τζέραλντ και να φύγει αμέσως.»
282 JULIE GARWOOD
«Ανοησίες» είπε η Μάντελεϊν σβήνοντας τη σπίθα αδημονίας από τα μάτια της. «Ο Τζέραλντ θα σκεφτεί απλώς πως είσαι αξιολύπητη. Ίσως να σκεφτεί πως δεν ξεπέρασες αυτό που σου συνέβη» συνέχισε. «Αν εμφανιστείς όσο πιο όμορφη μπορείς και τον χαιρετήσεις με σεβασμό, πιστεύω πως θα καταλάβει ότι είσαι αποφασισμένη και δε θέλεις να τον παντρευτείς. Άλλωστε, ο Ντάνκαν είναι εκείνος που πρέπει να απολογηθεί στον Τζέραλντ, όχι εσύ, Αντέλα.»
«Μα δεν μπορώ να τον αντικρίσω, Μάντελεϊν, δεν το μπορώ» αναφώνησε η Αντέλα. «Ξέρει τι μου συνέβη. Θα πεθάνω από ντροπή.»
«Για το όνομα του Θεού» αποκρίθηκε προσπαθώντας να ακουστεί εκνευρισμένη. Μέσα της πονούσε για την Αντέλα. «Αυτό που σου συνέβη δεν ήταν δικό σου λάθος. Ο Τζέραλντ το γνωρίζει αυτό.»
Τα λόγια της Μάντελεϊν δε φάνηκαν να ανακουφίζουν την Αντέλα, έτσι αποφάσισε να στρέψει τη συζήτηση αλλού. «Πες μου τι θυμάσαι από το βαρόνο Τζέραλντ. Πώς είναι;»
«Έχει μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια, θαρρώ» απάντησε εκείνη ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Λες να είναι όμορφος λοιπόν;» ρώτησε η Μάντελεϊν.«Δεν ξέρω.»«Είναι ευγενικός;» «Οι βαρόνοι δεν είναι ευγενικοί» αποκρίθηκε η Αντέλα.«Γιατί όχι;» ρώτησε η Μάντελεϊν. Την πλησίασε και άρ
χισε να της πλέκει ξανά τα μαλλιά. «Δεν είναι υποχρεωμένοι να είναι ευγενικοί» απάντησε
η Αντέλα. «Τι σημασία έχει αν είναι ευχάριστος στην όψη ή όχι, Μάντελεϊν;» Προσπάθησε να γυρίσει για να την κοιτάξει.
«Στάσου ακίνητη, αλλιώς η πλεξούδα σου θα γίνει στραβή» την έκοψε η Μάντελεϊν. «Απλώς είμαι περίεργη να μάθω για το βαρόνο, αυτό είναι όλο.»
«Δεν μπορώ να κατέβω» είπε η Αντέλα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 283
Άρχισε να κλαίει. Η Μάντελεϊν δεν ήξερε τι να κάνει. «Δεν είσαι υποχρεωμένη να κάνεις κάτι που δε θέλεις, Αντέλα. Ο Ντάνκαν πάντως σου έχει δώσει το λόγο του και μου φαίνεται πως το λιγότερο που θα μπορούσες να κάνεις για να δείξεις την εκτίμησή σου είναι να σταθείς πλάι στον αδελφό σου και να φερθείς στον Τζέραλντ σαν σε τιμώμενο επισκέπτη.»
Η Μάντελεϊν αναγκάστηκε να επιμείνει για αρκετή ώρα. Στο τέλος κατάφερε να μεταπείσει την Αντέλα. «Θα κατέβεις μαζί μου; Θα μείνεις κοντά μου;» ρώτησε εκείνη.
«Φυσικά» υποσχέθηκε η Μάντελεϊν. «Να θυμάσαι: μαζί μπορούμε να αντιμετωπίσουμε κάθε πρόκληση.»
Η Αντέλα ένευσε. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να της φτιάξει τη διάθεση. «Φοβάμαι πως η πλεξούδα σου κρέμεται πάνω από το αυτί σου» είπε. «Πρέπει να την ξανακάνεις, κι ύστερα να αλλάξεις φόρεμα. Πρέπει κι εγώ να δω πώς προχωράει το δείπνο και να αλλάξω φόρεμα επίσης.»
Η Μάντελεϊν χάιδεψε φιλικά την Αντέλα στον ώμο. Τα χέρια της έτρεμαν. Ήξερε πως ήταν πολύ ταραγμένη για τη νέα τούτη δοκιμασία που έπρεπε να υποστεί.
Συνέχισε να χαμογελά μέχρι που έκλεισε πίσω της την πόρτα. Ύστερα άφησε να φανεί η ανησυχία της. Άρχισε να προσεύχεται για ένα θαύμα. Για κουράγιο.
Κεφάλαιο 16
Η αγάπη τα πάντα κατακτά· ας υποκύψουμε κι εμείς στην αγάπη.
Βεργίλιου Εκλογές, Χ
Αφού η Μάντελεϊν έδωσε τις κατάλληλες οδηγίες στην Γκέρτι για το δείπνο, ανέβηκε στο δωμάτιο του πύργου.
Είχαν περάσει δύο βδομάδες από τότε που έσπασε ο Ντάνκαν την πόρτα και μία από τότε που ξαναφτιάχτηκε. Θηλιές όμως δεν υπήρχαν στην καινούρια πόρτα, και η Μάντελεϊν χαμογελούσε όποτε το έβλεπε. Πρέπει να είχε δώσει διαταγή να μην μπουν, για να είναι σίγουρος πως δε θα τον έκλεινε άλλη φορά έξω.
Έψαξε τα φορέματά της και διάλεξε τελικά ένα σκούρο μπλε. Το καινούριο μακρύ φόρεμα αγκάλιαζε το σώμα της και έκανε όμορφη αντίθεση με το υπόλευκο χιτώνιο μέχρι το γόνατο που φόρεσε από πάνω. Ήταν τα χρώματα των Γουέξτον και τα επέλεξε εσκεμμένα. Ήταν άλλωστε σύζυγος του Ντάνκαν και οικοδέσποινα. Ήθελε να είναι απόψε περήφανος για εκείνη.
Βούρτσισε αρκετή ώρα τα μαλλιά της μέχρι που κουλουριάστηκαν στο στήθος της. Αφού είχε άφθονο χρόνο, κάθισε στο κρεβάτι και έπλεξε τρεις μακριές λωρίδες μπλε κορδέλας σε μιαν όμορφη ζώνη. Πέρασε την πλεξούδα γύρω από τη μέση της, αλλά την άφησε αρκετά χαλαρή ώστε να πέφτει πάνω στην καμπύλη των γοφών της, όπως πρόσταζε η μόδα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 285
της εποχής, σύμφωνα με την Αντέλα που ήξερε πολύ περισσότερα από την ίδια στο θέμα αυτό. Τέλειωσε το ντύσιμό της βάζοντας το μικρό μαχαίρι που χρησιμοποιούσε για να καρφώσει το κρέας, στη θηλιά που είχε αφήσει στην πλεξίδα που με τόσο κόπο είχε φτιάξει.
Ευχόταν να είχε έναν καθρέφτη για να δει πώς ήταν, αποφάσισε όμως πως ήταν ματαιόδοξο από μέρους της να επιθυμεί τέτοια ανώφελη υπερβολή.
Κόντευε να φτάσει στο δωμάτιο της Αντέλα, όταν μια κρυφή ανησυχία την έκανε να κοντοσταθεί. Θα της φερόταν ο βαρόνος Τζέραλντ ως σύζυγο του Ντάνκαν ή ως αδελφή του Λούντον; Ένας Θεός ήξερε μόνο πως είχε αρκετούς λόγους για να μισεί τον Λούντον. Ο αδελφός της είχε καταστρέψει το μέλλον του με την Αντέλα. Θα εξαπέλυε άραγε ο βαρόνος εναντίον της την οργή του;
Η Μάντελεϊν έβλεπε με τη φαντασία της τη μια φριχτή σκηνή μετά την άλλη. Όταν φαντάστηκε το βαρόνο Τζέραλντ να την αρπάζει από το λαιμό, πίεσε τον εαυτό της να ηρεμήσει. Φοβόταν, ναι, ο φόβος όμως τη βοηθούσε να βρει την ψυχραιμία της. Ανάγκασε τον εαυτό της να πάρει ήρεμη έκφραση.
Σκέφτηκε πως είχε ζήσει πολύ πιο εξευτελιστικές καταστάσεις. Η σκέψη της έδωσε δύναμη. Άλλωστε, όσο φριχτά κι αν της φερόταν ο Τζέραλντ, ο Ντάνκαν δε θα επέτρεπε να της κάνει κακό.
Η Αντέλα ήταν έτοιμη όταν χτύπησε τελικά η Μάντελεϊν την πόρτα της. Η μικρή αδελφή φορούσε ένα ρόδινο χιτώνιο πάνω από μία ακόμα πιο ανοιχτή ροζ εσθήτα. Τα μαλλιά της ήταν πλεγμένα σε κορώνα πάνω στο κεφάλι της. Η Μάντελειν σκέφτηκε πως έδειχνε όμορφη. «Αντέλα, περιστέρα μου, είσαι υπέροχη.» Η Αντέλα χαμογέλασε. «Με αποκαλείς με τέτοια αστεία ονόματα λες κι είμαι πιο μικρή από σένα, ενώ ξέρεις πολύ καλά πως είμαι δυο χρόνια μεγαλύτερή σου.»
«Δεν είναι τρόπος αυτός να δέχεσαι μια φιλοφρόνηση»
286 JULIE GARWOOD
τη μάλωσε η Μάντελεϊν αγνοώντας την υπενθύμισή της για τη διαφορά ηλικίας τους. Άλλωστε, μπορεί να ήταν μεγαλύτερη, εκείνη όμως ένιωθε πολύ πιο έμπειρη. Δεν ήταν τόσο ευαίσθητη όσο η φίλη της, και ήταν μια παντρεμένη γυναίκα. «Ευχαριστώ που μου είπες ότι δείχνω υπέροχη» είπε η Αντέλα. «Εσύ είσαι πάντα όμορφη, Μάντελεϊν. Απόψε φοράς τα χρώματα του Ντάνκαν. Ο αδελφός μου δε θα μπορεί να πάρει τα μάτια του από πάνω σου.»
«Μάλλον δε θα προσέξει καν ότι είμαι στο δωμάτιο» είπε η Μάντελεϊν.
«Ω, θα σε προσέξει, να ’σαι σίγουρη» πρόβλεψε με χαμόγελο η Αντέλα. «Άλλαξε τώρα η συμπεριφορά σου απέναντι στον άντρα σου;»
Η Αντέλα προσπάθησε να καθίσει στο κρεβάτι σαν να είχε όλο το χρόνο στη διάθεσή της να ανοίξει συζήτηση. Η Μάντελεϊν την πήρε από το χέρι και άρχισε να την τραβά προς την πόρτα. «Ποτέ δεν ξέρω πώς να νιώσω για τον αδελφό σου» παραδέχτηκε όταν η Αντέλα βρέθηκε πια στο πλάι της. «Τη μια στιγμή καμώνομαι πως ο γάμος θα βγει σε καλό και για τους δυο μας, και την άλλη είμαι σίγουρη πως ο Ντάνκαν θα ήθελε να με ξεφορτωθεί. Δεν είμαι χαζή, Αντέλα. Καταλαβαίνω γιατί με παντρεύτηκε.»
«Για να εκδικηθεί τον αδελφό σου;» ρώτησε εκείνη σμίγοντας τα φρύδια.
«Βλέπεις; Κι εσύ το κατάλαβες» αναφώνησε.Είχε αγνοήσει το γεγονός ότι είχε ρωτήσει, δίχως να
απαντήσει με βεβαιότητα. Η Αντέλα σκέφτηκε να εξηγηθεί περισσότερο γιατί δεν πίστευε ότι ο Ντάνκαν θα έφτανε σε κάτι τόσο ακραίο για να εκδικηθεί, η Μάντελεϊν όμως άρχισε να μιλά και πάλι, στρέφοντας αλλού την προσοχή της. «Θα ήταν ανόητο να ελπίζω πως θα συνήθιζε να με έχει για γυναίκα του και ξέρω πως, όπως και να έχει, θα είναι κάτι προσωρινό. Ο βασιλιάς σίγουρα θα απαιτήσει να ακυρώσει η εκκλησία το γάμο μας.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 287
Η Αντέλα κούνησε το κεφάλι. Κι εκείνη είχε σκεφτεί αυτή την πιθανότητα. «Άκουσα τον Γκίλαρντ να λέει πως ο βασιλιάς μας είναι ξανά στη Νορμανδία για να καταπνίξει άλλη μία επανάσταση.»
«Το ίδιο άκουσα κι εγώ» σχολίασε η Μάντελεϊν. «Μάντελεϊν, τι εννοούσες όταν είπες πως ελπίζεις ο
Ντάνκαν να συνηθίσει;» ρώτησε η Αντέλα.«Ο αδελφός σου έκανε μια θυσία όταν με παντρεύτηκε.
Άφησε τη λαίδη Έλινορ. Μακάρι μόνο να μην ήταν δυστυχισμένος…»
«Θεωρείς τον εαυτό σου θυσία;» ρώτησε η Αντέλα. «Δεν καταλαβαίνεις πόσο σημαντική έχεις γίνει για όλους μας;»
Όταν δεν απάντησε, η Αντέλα είπε: «Αγαπάς τον αδελφό μου;»
«Δεν είμαι τόσο ανόητη» απάντησε η Μάντελεϊν. «Όσους έχω αγαπήσει τους έχουν πάρει μακριά μου. Άλλωστε, δεν πρόκειται να δώσω την αγάπη μου σε ένα λύκο. Ήθελα μόνο να ζήσουμε ήρεμα μαζί όσο καιρό είμαστε ενωμένοι.»
Η Αντέλα χαμογέλασε. «Δεν είναι λύκος ο Ντάνκαν, Μάντελεϊν. Είναι άνθρωπος. Και νομίζω πως δε λες την αλήθεια.»
«Πάντα λέω την αλήθεια» ανταπάντησε η Μάντελεϊν, ταραγμένη από τον υπαινιγμό της.
«Τότε λες ψέματα στον εαυτό σου και δεν το ξέρεις» απάντησε η Αντέλα. «Μπορεί να προσπαθείς να προφυλάξεις την καρδιά σου από την απώλεια του Ντάνκαν, νομίζω όμως πως έχεις αρχίσει να τον αγαπάς έτσι κι αλλιώς, διαφορετικά δε θα έδειχνες τόσο ταραγμένη από την ερώτησή μου.»
«Δεν είμαι καθόλου ταραγμένη» ξέσπασε η Μάντελεϊν. Αμέσως μετάνιωσε για το οργισμένο ξέσπασμά της. «Αχ, Αντέλα, η ζωή δεν είναι τόσο απλή όσο θα έπρεπε. Εγώ τον λυπάμαι σχεδόν τον Ντάνκαν. Αναγκάστηκε να αλλάξει το μέλλον του μόνο και μόνο για να ικανοποιήσει το πάθος του
288 JULIE GARWOOD
για εκδίκηση, και τώρα με έχει φορτωθεί για γυναίκα του. Πιστεύω πως μετάνιωσε για την απερισκεψία του. Απλώς είναι πολύ ξεροκέφαλος για να το παραδεχτεί.»
«Ο Ντάνκαν δεν έκανε ποτέ στη ζωή του κάτι που θα μπορούσες να αποκαλέσεις απερίσκεπτο» διαφώνησε η Αντέλα.
«Πάντα υπάρχει μια πρώτη φορά» αποκρίθηκε η Μάντελεϊν ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Η Μοντ είδε τον Ντάνκαν να σε φιλάει έξω» ψιθύρισε η Αντέλα.
«Και σ’ το είπε αμέσως, έτσι;»«Φυσικά» είπε γελώντας η Αντέλα. «Η Μοντ και η Γκέρ
τι ανταγωνίζονται μεταξύ τους. Καθεμία θέλει να είναι η πρώτη που θα πει το τελευταίο κουτσομπολιό.»
«Ήταν το πιο παράξενο πράγμα, Αντέλα. Ο Ντάνκαν με φίλησε μπροστά σε όλους.» Η Μάντελεϊν σώπασε και αναστέναξε. «Νομίζω πως κάποιο κρυολόγημα τον τριγυρνά.»
Έφτασαν στο τελευταίο σκαλί έξω από την είσοδο της αίθουσας. Η Αντέλα κοντοστάθηκε. «Θεέ μου, φοβάμαι τόσο πολύ, Μάντελεϊν.»
«Κι εγώ το ίδιο» παραδέχτηκε εκείνη. «Εσύ; Μα, δε φαίνεται καθόλου πως φοβάσαι» είπε η
Αντέλα αιφνιδιασμένη από την παραδοχή της φίλης της. Φοβόταν πιο λίγο τώρα. «Γιατί φοβάσαι;»
«Γιατί ο βαρόνος Τζέραλντ σίγουρα με μισεί. Είμαι η αδελφή του Λούντον. Το πιο πιθανό είναι πως το δείπνο θα είναι για μένα μια δοκιμασία.»
«Δε θα αφήσει ο Ντάνκαν τον Τζέραλντ να σε προσβάλει, Μάντελεϊν. Είσαι γυναίκα του αδελφού μου τώρα.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι μα δεν πείστηκε καθόλου. Όταν η Αντέλα πήρε το χέρι της και το έσφιξε, χαμογέλασε στη φίλη της.
Σταμάτησαν ξανά όταν έφτασαν στην είσοδο. Η λαβή της Αντέλα έγινε οδυνηρή.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 289
Ο λόγος ήταν φανερός. Ο Ντάνκαν και ο Τζέραλντ έστεκαν μαζί μπροστά από το τζάκι. Κοιτούσαν και οι δύο τη Μάντελεϊν και την Αντέλα. Περίεργο, μα της φάνηκε πως έδειχναν και οι δύο κάπως αποσβολωμένοι. Κανείς τους δεν έδειχνε οργισμένος.
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε στο βαρόνο Τζέραλντ και γύρισε αμέσως να κοιτάξει τον άντρα της. Ο Ντάνκαν την κοιτούσε αρκετά επίμονα. Δε χαμογελούσε. Το βλέμμα του την έκανε να κοκκινίσει. Το αναγνώριζε εκείνο το βλέμμα. Πάντα αυτή την έκφραση είχε μετά από ένα φιλί.
Σύντομα επικράτησε αμηχανία, έτσι που κοιτάζονταν οι τέσσερις. Η Μάντελεϊν ήταν η πρώτη που θυμήθηκε τους καλούς της τρόπους. Έκανε μια μικρή υπόκλιση, σκούντησε την Αντέλα να κάνει το ίδιο και προχώρησε αργά μες στην αίθουσα. Η Αντέλα την ακολούθησε.
Η έκφρασή της ήταν γαλήνια. Έδινε την εντύπωση ότι ήταν ιδιαίτερα ήρεμη.
Η Μάντελεϊν προχωρούσε με αγέρωχο, μεγαλόπρεπο βήμα, και ο Ντάνκαν κατάλαβε αμέσως πως κάτι δεν πήγαινε καλά. Συνάντησε τη γυναίκα του στο κέντρο του δωματίου. Στάθηκε τόσο κοντά της που η πουκαμίσα του άγγιξε το μπράτσο της. «Τι φοβάσαι;» ρώτησε σκύβοντας ώσπου το πρόσωπό του ήταν μια ανάσα μακριά από το δικό της. Η φωνή του ήταν τόσο χαμηλή που αναγκάστηκε να σηκωθεί στις μύτες για να ακούσει τι της είπε.
Ξαφνιάστηκε που κατάλαβε πως ήταν τρομοκρατημένη. «Ο βαρόνος Τζέραλντ ξέρει πως είμαι αδελφή του Λούντον, Ντάνκαν;» ρώτησε. Φόβος χρωμάτιζε τον ψίθυρό της.
Ο Ντάνκαν κατάλαβε. Κούνησε το κεφάλι για να απαντήσει στην ερώτησή της και πέρασε το μπράτσο του γύρω από τους ώμους της. Όταν κούρνιασε στο πλάι του, τη σύστησε στο βαρόνο.
Ο Τζέραλντ δεν έδειξε να προσβάλλεται καθόλου από
290 JULIE GARWOOD
την παρουσία της. Χαμογέλασε με αληθινό, ζεστό χαμόγελο και υποκλίθηκε.
Ήταν καλοβαλμένος άντρας, η Μάντελεϊν όμως δε θα τον αποκαλούσε ωραίο, ειδικά όταν βρισκόταν τόσο κοντά στον Ντάνκαν. Ο άντρας της ήταν πολύ πιο ωραίος. Στην πραγματικότητα, μάλλον επισκίαζε οποιονδήποτε άλλον άντρα στην Αγγλία.
Σήκωσε το βλέμμα και τον κοίταξε. Ήταν έτοιμη να του ζητήσει να βοηθήσει την Αντέλα, χωρίς φυσικά να την ακούσει ο Τζέραλντ, ήταν όμως τόσο κοντά του που δεν μπορούσε να σκεφτεί· το μόνο που μπορούσε να κάνει ήταν να τον κοιτάζει. Ούτε να χαμογελάσει δεν κατάφερε. Τα μάτια του είχαν το πιο απίστευτο γκρίζο χρώμα, με υπέροχες ασημένιες νιφάδες.
«Γιατί με κοιτάς έτσι;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Η μύτη του άγγιξε σχεδόν τη δική της. Ήταν αρκετά κοντά για να τη φιλήσει.
«Πώς σε κοιτώ;» ρώτησε η Μάντελεϊν.Ακούστηκε ξέπνοη και είχε κοκκινίσει αρκετά για να
καταλάβει ο Ντάνκαν τι σκεφτόταν. Ξαφνικά ήθελε απλώς να την πάει πάνω. Ναι, ήθελε να της κάνει έρωτα ίσαμε την άλλη μέρα.
Η ήρεμη έκφραση είχε σβήσει από το πρόσωπο της γυναίκας του. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε ικανοποιημένος. Ο Έντμοντ μπήκε στην αίθουσα τη στιγμή που ήταν έτοιμος να φιλήσει τη γυναίκα του. Η Αντέλα είχε καρφώσει τα μάτια στο πάτωμα, ο Τζέραλντ είχε καρφώσει τα μάτια στην Αντέλα και η Μάντελεϊν έδειχνε μαγεμένη από τον άντρα της.
«Καλήν εσπέρα» βροντοφώναξε ο Έντμοντ στη βουβή αίθουσα.
Όλοι κινήθηκαν ταυτόχρονα. Η Μάντελεϊν αναπήδησε και χτύπησε τον Ντάνκαν στη μύτη. Ο άντρας της έκανε ένα βήμα πίσω κι ύστερα έπιασε βιαστικά τη Μάντελεϊν πριν πέσει στα γόνατα. Η Αντέλα γύρισε και χαμογέλασε βιασμένα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 291
στον Έντμοντ. Ο βαρόνος Τζέραλντ ανταπόδωσε το χαιρετισμό με ένα νεύμα.
«Ωραία βραδιά, δεν είναι Ντάνκαν; Θεέ μου, Τζέραλντ, σαν άσχημος γέρος έγινες» δήλωσε ο Έντμοντ με δυνατή, χαρωπή φωνή.
Το μυαλό του Ντάνκαν καθάρισε. Εξακολουθούσε να θέλει να αρπάξει τη γυναίκα του και να φύγει από εκεί, κατάφερε όμως να συγκρατηθεί μέχρι το τέλος του δείπνου. «Ώρα για φαγητό» ανακοίνωσε. Άρπαξε τη Μάντελεϊν από το μπράτσο και την οδήγησε στο τραπέζι.
Η Μάντελεϊν δεν καταλάβαινε γιατί βιαζόταν. Νόμιζε πως θα συζητούσαν λίγο πριν δειπνήσουν. Το βλέμμα του όμως την έκανε να μη φέρει αντίρρηση.
Ο Ντάνκαν κάθισε στην κορυφή του τραπεζιού με τη Μάντελεϊν αριστερά του. Έδειξε να ξαφνιάζεται όταν εμφανίστηκε ο Άνσελ δεξιά του και άρχισε να σερβίρει. Παρόλο που συνηθιζόταν οι ιπποκόμοι να μαθαίνουν όλα όσα χρειάζονταν για να υπηρετούν τον άρχοντά τους, το μόνο που είχε μάθει ο Ντάνκαν στο αγόρι ήταν να πολεμά.
Άλλη μία αλλαγή που είχε φυσικά φέρει η Μάντελεϊν, δίχως μάλιστα να πάρει την άδειά του. Κούνησε το κεφάλι για το ατόπημά της, ένευσε στον Άνσελ και αγριοκοίταξε τη γυναίκα του.
Είχε το θράσος να του χαμογελάσει. «Το ξέρεις, Ντάνκαν, πως είναι το πρώτο γεύμα που παίρνουμε μαζί;» ψιθύρισε προσπαθώντας να τον κάνει να ξεχάσει τον ιπποκόμο.
Δεν έδειξε διατεθειμένος να απαντήσει. Στην πραγματικότητα, μίλησε ελάχιστα όσο κράτησε το δείπνο. Ο Γκίλαρντ άργησε να καταφτάσει, κάτι που έκανε τον Ντάνκαν να συνοφρυωθεί. Η Μάντελεϊν χάρηκε όμως που δε μάλωσε τον αδελφό του μπροστά στον καλεσμένο τους.
Ο πατέρας Λόρανς δεν εμφανίστηκε καθόλου στο δείπνο. Η Μάντελεϊν ήταν η μόνη που δεν ξαφνιάστηκε από
292 JULIE GARWOOD
την απουσία του. Δεν πίστευε ότι ήταν αδιάθετος, αν και ο Έντμοντ αυτό τους είπε. Εκείνη πίστευε πως ο πραγματικός λόγος ήταν πως ο ιερέας έτρεμε τον Ντάνκαν. Δεν τον κατηγορούσε. Ήταν τρομερά νέος για να μπορεί να τον συμβουλέψει σε ζητήματα θεολογικά ή εκκλησιαστικά.
Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ φλυαρούσαν συνεχώς όσο κράτησε το δείπνο, ρωτώντας πότε ο ένας και πότε ο άλλος τον Τζέραλντ για όσα είχαν συμβεί τη χρονιά που πέρασε, αφού είχαν πολύ καιρό να ιδωθούν.
Η Μάντελεϊν άκουγε τις συζητήσεις τους γοητευμένη από τον άνετο τρόπο που πείραζαν ο ένας τον άλλο. Έλεγαν διάφορα για την εμφάνιση, την ικανότητά τους, γρήγορα όμως κατάλαβε πως έτσι έδειχναν ο ένας τη συμπάθειά του για τον άλλο. Της φάνηκε πολύ ενδιαφέρον.
Ο βαρόνος Τζέραλντ φάνηκε πως ήταν πολύ καλός φίλος των αδελφών Γουέξτον. Είχε ωραίο γέλιο. Όταν τον αποκάλεσε ο Έντμοντ αδύναμο και είπε μια ιστορία για το πώς ο Τζέραλντ είχε χάσει το σπαθί του σε μια σημαντική μάχη, εκείνος φώναξε γελώντας και βρήκε μια δική του ιστορία για να αποδείξει πόσο ανάξιος ήταν ο Έντμοντ.
Η Αντέλα καθόταν απέναντι από τη Μάντελεϊν. Κοιτούσε το τραπέζι, η Μάντελεϊν όμως πρόσεξε πως υπήρξαν στιγμές που χαμογέλασε με τα γελοία σχόλια που ακούγονταν στο τραπέζι. Ο Τζέραλντ δεν της μίλησε απευθείας, ώσπου το δείπνο έφτανε στο τέλος του. Ανάμεσα στους δυο τους καθόταν ο Έντμοντ. Η Μάντελεϊν ήταν σίγουρη πως ο Τζέραλντ θα πάθαινε τίποτα από τις τόσες φορές που έσκυψε το κεφάλι για να κοιτάξει την Αντέλα.
Στο τέλος ο Έντμοντ λυπήθηκε τον επίδοξο μνηστήρα της αδελφής του. Σηκώθηκε και προχώρησε αδιάφορα προς την άλλη πλευρά του τραπεζιού, προσποιούμενος πως ήθελε να πιάσει μια κανάτα μπίρα. Κανείς δεν το πίστεψε, και λιγότερο από όλους η Αντέλα. Ακριβώς μπροστά από την πιατέλα του υπήρχε μία ακόμη κανάτα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 293
«Πώς είσαι, Αντέλα;» ρώτησε ευγενικά ο Τζέραλντ. «Λυπήθηκα που δε σε είδα όταν ήσουν…»
Το πρόσωπό του έγινε κόκκινο, όχι τόσο όμως όσο το πρόσωπο της καημένης της Αντέλα. Ο βαρόνος είχε άθελά του αναφερθεί στο συμβάν.
Αμήχανη σιωπή έπεσε στην παρέα. Ο Ντάνκαν στέναξε και είπε: «Κι η Αντέλα λυπήθηκε που δε σε είδε στο Λονδίνο, Τζέραλντ. Αντέλα; Ο βαρόνος σε ρώτησε πώς είσαι» θύμισε στην αδελφή του.
Η φωνή του ήταν τρυφερή, γεμάτη κατανόηση, όταν μίλησε στην αδελφή του. Θεέ μου, είχε γίνει τόσο εύκολο να τον αγαπά. Υπερβολικά εύκολο. Μήπως ήταν ερωτευμένη με τον άντρα της, και το πείσμα της δεν την άφηνε να το παραδεχτεί;
Η Μάντελεϊν άρχισε αμέσως να ανησυχεί. Αναστέναξε δυνατά, με τρόπο που δεν ταίριαζε σε κυρία και το μετάνιωσε αμέσως. Ο Ντάνκαν γύρισε και της χαμογέλασε. Την αιφνιδίασε διώχνοντας κάθε έγνοια από το μυαλό της όταν της χάρισε ένα αργό, περιπαιχτικό κλείσιμο του ματιού.
«Είμαι πολύ καλά, Τζέραλντ» είπε η Αντέλα.«Δείχνεις πολύ καλά.» «Νιώθω καλά, ευχαριστώ.»Η Μάντελεϊν είδε τον άντρα της να γυρίζει τα μάτια ψη
λά και ήξερε πως θεωρούσε γελοία όλα αυτά για το πόσο καλά έδειχναν και ένιωθαν.
«Μάντελεϊν, δεν έχω ξαναφάει τόσο ωραίο γεύμα» την επαίνεσε ο Τζέραλντ, κάνοντάς τη να ξεχάσει για λίγο τον άντρα της.
«Ευχαριστώ, Τζέραλντ.»«Έφαγα από όλα, και τόσο πολύ» της είπε ο βαρόνος.
Στράφηκε ξανά στην Αντέλα. «Θα ήθελες να περπατήσεις μαζί μου στην αυλή μετά το δείπνο, Αντέλα;» Έριξε μια ματιά στον Ντάνκαν και πρόσθεσε βιαστικά: «Αφού πάρω φυσικά την άδεια του αδελφού σου.»
294 JULIE GARWOOD
Πριν προλάβει η Αντέλα να αρνηθεί, εκείνος είχε δώσει την άδειά του. Αμέσως γύρισε και κοίταξε τη Μάντελεϊν σαν να της ζητούσε βοήθεια.
Εκείνη δεν ήξερε τι να κάνει, αποφάσισε όμως να βρει τρόπο να αλλάξει τη γνώμη του Ντάνκαν. Σκούντησε το πόδι του με το δικό της. Όταν εκείνος δε γύρισε καν να την κοιτάξει, τον σκούντησε ξανά, με περισσότερη δύναμη.
Η υπομονή της άρχισε να εξαντλείται όταν δεν της έδωσε και πάλι καμία σημασία.
Τότε τον κλότσησε, το μόνο που κατάφερε όμως ήταν να της φύγει το παπούτσι κάτω από το τραπέζι. Ενώ όμως ο Ντάνκαν εξακολουθούσε να κάνει πως την αγνοεί, άπλωσε το χέρι κάτω από το τραπέζι, άρπαξε το πόδι της και το τράβηξε στην ποδιά του. Η Μάντελεϊν τρομοκρατήθηκε από την άσεμνη στάση της και ευχαρίστησε το Θεό που κανείς δεν έδειξε να προσέχει πώς είχε αδράξει το τραπέζι με τα χέρια ενώ ο Ντάνκαν χάιδευε την καμάρα του ποδιού της. Προσπάθησε να του ξεφύγει, μα έχασε την ισορροπία της.
Κόντεψε να πέσει από το σκαμνί. Ο Γκίλαρντ καθόταν δίπλα της. Όταν έπεσε πάνω του, την κοίταξε απορημένος και την κράτησε από το μπράτσο για να τη βοηθήσει. Ήξερε πως είχε κοκκινίσει. Η Αντέλα την κοιτούσε επίμονα, για να της υπενθυμίσει την τρομερή βόλτα μάλλον. Αποφάσισε πως ήταν ώρα να πάρει τον έλεγχο.
Μπορεί ο Ντάνκαν να κρατούσε το πόδι της για να την εμποδίσει να τον κλοτσήσει ξανά, δεν μπορούσε όμως να την εμποδίσει και να πει τη γνώμη της, μπορούσε; «Τι υπέροχη ιδέα, να περπατήσουμε έξω μετά το δείπνο» είπε. Κοίταξε τον άντρα της όσο μιλούσε.
Ο Ντάνκαν συνοφρυώθηκε. Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Έβλεπε πως κέρδιζε.
«Ο Ντάνκαν κι εγώ θα θέλαμε πολύ να σας ακολουθήσουμε, έτσι δεν είναι, σύζυγέ μου;» ρώτησε. Έπρεπε να περπατά κανείς στις μύτες των ποδιών γύρω από τον Ντάνκαν,
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 295
ακόμα κι αν αυτές βρίσκονταν στην ποδιά του. Δε θα τολμούσε να αρνηθεί κάτι τέτοιο μπροστά στον καλεσμένο τους. Η Μάντελεϊν στράφηκε στην Αντέλα και της χαμογέλασε. Έδειχνε πραγματικά ανακουφισμένη.
«Όχι, δε θα θέλαμε» ανακοίνωσε με ήρεμη φωνή ο Ντάνκαν στην παρέα.
Η άρνησή του έκανε τη Μάντελεϊν και την Αντέλα να συνοφρυωθούν. «Και γιατί όχι;» είπε προκλητικά η Μάντελεϊν.
Προσπάθησε να του χαμογελάσει γιατί ήξερε πως ο Τζέραλντ παρακολουθούσε την κουβέντα τους. Ο Ντάνκαν της χαμογέλασε. Τα μάτια του όμως έλεγαν άλλα. Μάλλον ήθελε να την πετάξει από κανένα παράθυρο. Είχε προσέξει πως δεν του άρεσε να αμφισβητούν τις αποφάσεις του. Θεωρούσε πως ήταν εκνευριστικό αυτό. Ναι, ήταν εκνευριστικό για τον Ντάνκαν, σκέφτηκε με κάποια συμπάθεια, αφού ήξερε πολύ καλά ότι θα συνέχιζε να αμφισβητεί τις διαταγές του όποτε της ερχόταν. Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς.
«Γιατί, Μάντελεϊν, θα ήθελα να σου μιλήσω ιδιαιτέρως μετά το δείπνο.»
«Να μου μιλήσεις για τι;» ρώτησε εκείνη εκνευρισμένη.«Για τους άντρες και τα άλογά τους» είπε ο Ντάνκαν.Ο Έντμοντ ξεφύσησε, ο Γκίλαρντ ξέσπασε σε γέλια.
Η Μάντελεϊν κοίταξε και τους δυο τους επιτιμητικά πριν στραφεί ξανά στον Ντάνκαν. Δεν πίστευε αυτές τις ανοησίες όπως ακριβώς δεν τις πίστευαν και τα αδέλφια του. Ακούς εκεί άντρες κι άλογα. Το πραγματικό μήνυμα ήταν αρκετά ξεκάθαρο. Θα την έπνιγε που τον αμφισβήτησε. Προσπάθησε να βρει μια καλή απάντηση, δεν τα κατάφερε και αποφάσισε να μην τον κεντρίσει άλλο. Μπορεί να έλεγε κάτι που θα την έκανε να ντραπεί.
Σκέφτηκε να τον αγνοήσει και του γύρισε σχεδόν την πλάτη. Ήταν αγενής κίνηση αλλά και λαθεμένη, αφού είχε ξεχάσει ότι το πόδι της βρισκόταν ακόμα στην ποδιά του. Ο Γκίλαρντ αναγκάστηκε να την ξαναπιάσει.
296 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν ήξερε πως προσπαθούσε να τον αγνοήσει. Το χαμόγελο έφτασε ως τα μάτια του. Όταν γύρισε να γνέψει στον Τζέραλντ, κατάλαβε πως ο φίλος του είχε υποψιαστεί το παιχνίδι της Μάντελεϊν. Ο βαρόνος προσπαθούσε να μη γελάσει.
«Αν το επιτρέπει ο Ντάνκαν, έχω ένα δώρο να σου δώσω, Αντέλα.»
«Αλήθεια;» Η Αντέλα αιφνιδιάστηκε από την ευγένεια του Τζέραλντ. «Ω, δε θα μπορούσα να δεχτώ τίποτε από εσένα Τζέραλντ, αν και ήταν ωραίο που μπήκες στον κόπο να μου φέρεις κάτι.»
«Τι της έφερες;» ρώτησε ο Γκίλαρντ. Δεν ήταν ευγενικό από μέρους του. Ο βαρόνος Τζέραλντ όμως δεν έδειξε να προσβάλλεται. Χαμογέλασε και κούνησε το κεφάλι.
«Λοιπόν;» επέμεινε ο Γκίλαρντ.«Ένα μουσικό όργανο» είπε ο Τζέραλντ. «Ένα ψαλτήρι.»«Η Κάθριν είχε ένα τέτοιο» είπε ο Γκίλαρντ. Γύρισε
προς τη Μάντελεϊν. «Η μεγαλύτερη αδελφή μας όμως δεν έδειχνε να τα καταφέρνει και πολύ καλά μ’ αυτό. Δόξα τω Θεώ, το πήρε μαζί της όταν παντρεύτηκε» πρόσθεσε με ένα χαμόγελο πονηρό. «Από το πρώτο τραγούδι έκανε τα δόντια μας να τρίζουν.»
Ο Γκίλαρντ στράφηκε ξανά στον Τζέραλντ και είπε: «Ήταν καλή η κίνησή σου, Τζέραλντ, το μόνο που θα κάνει όμως εδώ είναι να μαζέψει σκόνη. Η Αντέλα δεν ξέρει να χρησιμοποιεί τις χορδές και ο Θεός να μας βοηθήσει όλους αν γυρίσει η Κάθριν να τη μάθει.»
«Ξέρει η Μάντελεϊν να παίζει» πετάχτηκε η Αντέλα. Θυμήθηκε πως της είχε πει ότι έπαιζε το όργανο αυτό για το θείο της κάθε βράδυ. Η Αντέλα ντράπηκε από τον τρόπο που προσπάθησε ο αδελφός της να μειώσει το δώρο. «Και θα με μάθει κι εμένα, έτσι δεν είναι, Μάντελεϊν;»
«Φυσικά» είπε εκείνη. «Πολύ ευγενικό από μέρους σου να φέρεις τέτοιο δώρο, βαρόνε.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 297
«Ναι» μπήκε στη μέση βιαστικά η Αντέλα. «Ευχαριστώ.» «Λοιπόν;» ρώτησε ο Τζέραλντ κοιτώντας τον Ντάνκαν.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι, ο Τζέραλντ χαμογέλασε –μέχρι και η Αντέλα χαμογέλασε– και η Μάντελεϊν αναστέναξε. «Θα πάω να σας το φέρω τώρα» είπε ο Τζέραλντ. Σηκώθηκε και κίνησε για την πόρτα, αλλά γύρισε και είπε: «Ίσως πείσουμε τη Μάντελεϊν να μας χαρίσει ένα ή δύο τραγούδια πριν κάνουμε τη βόλτα μας, Αντέλα, αν μπορεί να περιμένει η κουβέντα του Ντάνκαν για τους άντρες και τα άλογα λίγο ακόμα.»
Ο Τζέραλντ άκουσε το γέλιο του Ντάνκαν πριν φύγει. Ο Γκίλαρντ σηκώθηκε. «Πού πας;» ρώτησε ο Έντμοντ.
«Να φέρω στη Μάντελεϊν άλλη καρέκλα. Κάτι δεν πάει καλά θαρρώ με τη δική της» πρόσθεσε. «Όλο πέφτει.»
Η Μάντελεϊν γύρισε αργά προς τον Ντάνκαν και τον αγριοκοίταξε. Αν έλεγε έστω μία λέξη, θα τον πετούσε από το παράθυρο.
Η Αντέλα θεώρησε πως ήταν θαυμάσια ιδέα να παίξει η Μάντελεϊν το ψαλτήρι. Θα δεχόταν οτιδήποτε καθυστερούσε τη βόλτα της με τον Τζέραλντ. Ικέτεψε τη Μάντελεϊν να παίξει για όλους.
«Ω, Αντέλα, δε νομίζω πως απόψε είναι κατάλληλη στιγμή...»
«Τόσο πολύ αδημονείς να μείνεις μόνη με τον άντρα σου;» ρώτησε ο Ντάνκαν ψιθυρίζοντας σιγανά.
Η Μάντελεϊν στράφηκε ξανά στον άντρα της, έσμιξε τα φρύδια και ανταμείφθηκε με ένα από τα χαμόγελα εκείνα που έκαναν την καρδιά της να σταματάει. Το βαθούλωμα είχε ξαναγυρίσει στο μάγουλό του. Τότε της έκλεισε το μάτι ξανά, μπροστά σε όλο τον κόσμο.
Ο Ντάνκαν έκοβε ένα κομμάτι ψωμί στα δυο κι εκείνη τον παρακολουθούσε σαν χαζή, μέχρι που συνειδητοποίησε πως δεν κρατούσε τώρα πια το πόδι της. Πόση ώρα ήταν και τα δυο του χέρια μπροστά στα μάτια της;
298 JULIE GARWOOD
Αμέσως έβγαλε το πόδι της από την ποδιά του. «Κι αν τραγουδήσω σαν βάτραχος, Ντάνκαν, και σε ντροπιάσω;» ρώτησε.
«Ποτέ δε θα με ντρόπιαζες» αποκρίθηκε εκείνος.Ήταν τόσο ευγενικό αυτό που είπε. Η Μάντελεϊν δεν
ήξερε πώς να αντιδράσει. Την πείραζε ή της έλεγε την αλήθεια; «Είσαι γυναίκα μου, Μάντελεϊν. Ό,τι κι αν έκανες δε θα με ντρόπιαζες.»
«Γιατί;» ρώτησε εκείνη γέρνοντας προς το μέρος του για να μην τους ακούσουν.
«Γιατί σε διάλεξα» απάντησε ο Ντάνκαν. Έσκυψε κι εκείνος προς τη γλυκιά γυναίκα του. «Είναι πολύ απλό, ακόμα και για...»
«Αν με πεις χαζή, θα αναγκαστώ να πάρω το δώρο της Αντέλα και να σε αφήσω αναίσθητο με δαύτο.»
Η Μάντελεϊν τρόμαξε περισσότερο με τα λόγια της από όσο έδειχνε να έχει φοβηθεί ο Ντάνκαν. Πήρε το χέρι της και την τράβηξε πιο κοντά του. «Σταμάτα να μ’ αγγίζεις» ψιθύρισε εκείνη. Γύρισε και κοίταξε τους υπόλοιπους Γουέξτον. Ο Γκίλαρντ έλεγε μιαν αστεία ιστορία και η Αντέλα με τον Έντμοντ τον άκουγαν.
«Όχι.»Γύρισε και κοίταξε τον Ντάνκαν όταν τον άκουσε να αρ
νιέται αυτό που του ζήτησε. «Δε μου αρέσει, Ντάνκαν.»«Σου αρέσει, Μάντελεϊν. Όταν είσαι στην αγκαλιά μου,
σου αρέσει ό,τι κι αν σου κάνω. Βογκάς και με ικετεύεις να...»
Το χέρι της σκέπασε το στόμα του και έγινε κατακόκκινη σαν τη φωτιά στο τζάκι. Ο Ντάνκαν γέλασε, και το γέλιο του ήχησε δυνατό και βροντερό, πλημμυρίζοντας την αίθουσα θαλπωρή. Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ ζήτησαν να μάθουν τι τον είχε κάνει να γελάσει. Ο Ντάνκαν έδειχνε έτοιμος να τους πει. Η Μάντελεϊν άρχισε να προσεύχεται και κράτησε την ανάσα της.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 299
Ξανάρχισε να αναπνέει όταν ο Ντάνκαν ανασήκωσε απλώς τους ώμους και άλλαξε θέμα. Η Μάντελεϊν πρόσεξε πως η Αντέλα ίσιωνε τα μανίκια του φορέματός της. Έφτιαχνε και τα μαλλιά της.
Τότε, κατάλαβε. Θεέ και Κύριε, ήταν στ’ αλήθεια χαζή. Η Αντέλα ήθελε να είναι όμορφη για τον Τζέραλντ. Τα καμώματα και οι αντιδράσεις της αυτή την εντύπωση έδιναν τουλάχιστον. Τώρα που το σκεφτόταν, συνειδητοποίησε πως και ο Τζέραλντ εξακολουθούσε να νιώθει έλξη για την Αντέλα. Αυτό άφηνε να φανεί ο τρόπος που την κοιτούσε.
Η καρδιά της μαλάκωσε στη σκέψη πως ο Τζέραλντ μπορεί να ήθελε ακόμα την Αντέλα. Την έκανε να νιώθει μεγαλύτερη συμπάθεια για το βαρόνο.
Αμέσως μετά άρχισε να ανησυχεί. Η Αντέλα ήταν αποφασισμένη να μείνει με την οικογένειά της. Ο Ντάνκαν είχε δώσει το λόγο του. Αυτό ήταν ένα πρόβλημα.
«Τι σε κάνει να συνοφρυώνεσαι έτσι, Μάντελεϊν;» ρώτησε ο Γκίλαρντ.
«Σκεφτόμουν απλώς πόσο πιο περίπλοκη γίνεται η ζωή όσο μεγαλώνουμε» απάντησε η Μάντελεϊν.
«Δεν μπορούμε να μείνουμε για πάντα παιδιά» μπήκε στην κουβέντα ο Έντμοντ, με το αναμενόμενο ανασήκωμα των ώμων που έκανε τη Μάντελεϊν να χαμογελάσει. Σκέφτηκε πως ο Έντμοντ ήταν τόσο σταθερός στις συνήθειες και τη συμπεριφορά του όσο και ο θείος της.
«Βάζω στοίχημα πως όλα σου τα παιδικά χρόνια ήσουν κατσούφης» τον πείραξε.
Ο Έντμοντ έδειξε να ξαφνιάζεται από το σχόλιό της. Πήγε να σμίξει τα φρύδια και σταμάτησε. Η Μάντελεϊν γέλασε.
«Δε θυμάμαι πολλά από τα παιδικά μου χρόνια» είπε. «Θυμάμαι όμως τον Γκίλαρντ μικρό, πολύ καθαρά. Ο αδελφός μας ήταν συνέχεια μπλεγμένος σε αταξίες.»
«Εσύ έμπλεκες σε αταξίες όταν ήσουν μικρή;» ρώτησε ο Γκίλαρντ τη Μάντελεϊν για να αποφύγει την αναφορά στις
300 JULIE GARWOOD
δικές του τρέλες. Δεν ήταν ανάγκη να μάθει για τις άγριες τάσεις του. Μπορεί να σκεφτόταν άσχημα για εκείνον.
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Α, όχι, ποτέ δεν έμπλεκα σε αταξίες, Γκίλαρντ. Ήμουν πολύ ήσυχη. Εγώ δεν έκανα ποτέ τίποτα κακό.»
Ο Ντάνκαν γέλασε δυνατά όπως και τα αδέλφια του. Η Μάντελεϊν ενοχλήθηκε ώσπου κατάλαβε πως είχε παρουσιάσει τον εαυτό της σαν αγία. «Ε, καλά, είχα τα ελαττώματά μου» τραύλισε.
«Εσύ; ποτέ» πετάχτηκε ο Έντμοντ χαμογελαστός.Η Μάντελεϊν κοκκίνισε. Δεν ήταν σίγουρη πώς έπρεπε
να πάρει το σχόλιο του Έντμοντ. Εξακολουθούσε να μην εμπιστεύεται απόλυτα τούτον τον Γουέξτον, αν και είχε συνηθίσει στα χαμόγελά του. Γύρισε και κοίταξε τον Ντάνκαν.
«Μη φέρνεις σε δύσκολη θέση τη Μάντελεϊν» μάλωσε ο Ντάνκαν τον αδελφό του.
«Πες μας για τα ελαττώματά σου, Μάντελεϊν» παρακάλεσε η Αντέλα, χαμογελώντας ενθαρρυντικά.
«Να, ξέρω πως θα δυσκολευτείτε να το πιστέψετε, μα ήμουν πολύ αδέξιο παιδί· στην πραγματικότητα, ήμουν άχαρη.»
Κανείς δε δυσκολεύτηκε καθόλου να το πιστέψει. Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι στον Γκίλαρντ που έδειχνε έτοιμος να βάλει τα γέλια με την εξομολόγηση της Μάντελεϊν. Ο Έντμοντ πνίγηκε με το ποτό που προσπαθούσε να καταπιεί τη στιγμή που η Μάντελεϊν παραδεχόταν ντροπαλά το ελάττωμά της. Η Αντέλα κρυφογελούσε ενώ χτυπούσε τον αδελφό της στην πλάτη.
Ο βαρόνος Τζέραλντ επέστρεψε με το ψαλτήρι και το έβαλε στο τραπέζι μπροστά στην Αντέλα, ενώ ο Έντμοντ είχε αρχίσει να συνέρχεται από την κρίση βήχα. Το τριγωνικό όργανο ήταν φτιαγμένο από ελαφρύ, ανοιχτόχρωμο ξύλο. Οι χορδές ήταν δώδεκα και η Μάντελεϊν κοιτούσε με ζήλια την Αντέλα να περνά τον αντίχειρά της πάνω τους.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 301
«Θα πρέπει να ευλογήσει το όργανο ο πατέρας Λόρανς» είπε η Αντέλα.
«Ναι, στη λειτουργία αύριο» πετάχτηκε ο Γκίλαρντ. «Έχω πει στον ιερέα να κάνει λειτουργία στην αίθουσα κάθε πρωί μέχρι να φτιαχτεί το παρεκκλήσι, Ντάνκαν.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Σηκώθηκε, δίνοντας σιωπηρά τη διαταγή ότι το δείπνο είχε τελειώσει.
Η Μάντελεϊν περίμενε να προχωρήσουν όλοι προς τις καρέκλες μπροστά στο τζάκι. Μόλις γύρισαν την πλάτη τους, γονάτισε και έψαξε κάτω από το τραπέζι για το χαμένο της παπούτσι.
Ο Ντάνκαν τη σήκωσε από τη μέση, την τράβηξε πάνω του και κούνησε το παπούτσι μπροστά στο πρόσωπό της.
Εκείνη γύρισε και προσπάθησε να το αρπάξει. «Γιατί μου σμίγεις τα φρύδια;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Τη
σήκωσε στην άκρη του τραπεζιού, πήρε το πόδι της και της φόρεσε το παπούτσι.
«Μπορούσα να το κάνω κι εγώ αυτό» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Και σμίγω τα φρύδια γιατί με πειράζεις, Ντάνκαν. Δε μου αρέσει.»
«Γιατί;» ρώτησε εκείνος και τη σήκωσε ξανά όρθια. Δεν πήρε όμως τα χέρια από τη μέση της, κάτι που την απασχόλησε περισσότερο από όσο ήθελε να παραδεχτεί.
«Γιατί;» ρώτησε προσπαθώντας να θυμηθεί τι ήθελε να πει. Εκείνος έφταιγε για όλα φυσικά, αφού την κοιτούσε σαν να ήθελε να τη φιλήσει. Πώς να σκεφτεί οτιδήποτε άλλο πέρα από το να τον φιλήσει κι εκείνη;
«Γιατί δε σου αρέσει να σε πειράζω;» ρώτησε εκείνος γέρνοντας προς το πρόσωπό της.
«Γιατί δεν είσαι προβλέψιμος όταν με πειράζεις» απάντησε η Μάντελεϊν. «Μοιάζεις με ψηλό χορτάρι του χειμώνα, Ντάνκαν. Παγερός και σκληρός· ναι, άκαμπτος.» Προσπάθησε να κάνει ένα βήμα πίσω, εκείνος όμως την κράτησε πιο σφιχτά και την τράβηξε αργά κοντά του, ώσπου
302 JULIE GARWOOD
άγγιξε το στέρνο του. «Και τώρα κάνεις σαν το χορτάρι του καλοκαιριού, που γέρνεις εδώ κι εκεί…» Έδειχνε τόσο αναστατωμένη που δεν τόλμησε να γελάσει. «Ποτέ δε με σύγκριναν με χορτάρι» της είπε. «Πες μου τώρα την αλήθεια δίχως άλλες παραβολές, σε παρακαλώ.»
«Σε παρακαλώ;» Έδειχνε έντρομη. «Ντάνκαν, δε μου αρέσει να με πειράζεις γιατί με κάνεις να πιστεύω πως είσαι καλός μαζί μου. Σε θέλω θυμωμένο, προβλέψιμο» μουρμούρισε. «Και θα σπάσω το λαιμό μου έτσι που σε κοιτάζω.»
Δεν έβγαζε νόημα από τα λόγια της. Δε θα έπρεπε να τον ξαφνιάζει αυτό, σκέφτηκε. Ήταν τελικά πιο δύσκολο να κατανοήσει κανείς μια σύζυγο από όσο είχε πιστέψει. «Δε θέλεις να είμαι καλός μαζί σου;» ρώτησε δύσπιστα.
«Όχι.» Η δική της φωνή έγινε πιο δυνατή.«Και γιατί στο διάολο όχι;» Ο Ντάνκαν δε ρώτησε ψι
θυριστά. Είχε ξεχάσει την οικογένεια και τον καλεσμένο του. Το μόνο που μπορούσε να σκεφτεί ήταν να πάρει την αντιφατική αυτή γυναίκα στην αγκαλιά του και να της κάνει έρωτα.
Η Μάντελεϊν δεν ήθελε να του απαντήσει. Θα έπρεπε να πει την αλήθεια.
«Θα μείνουμε εδώ όλη τη νύχτα μέχρι να μου απαντήσεις» της υποσχέθηκε.
«Θα γελάσεις.»«Μάντελεϊν, αφού δε γέλασα όταν μου είπες πως μοιάζω με
χορτάρι, αμφιβάλλω αν θα γελάσω με το επόμενο σχόλιό σου.»«Ω, καλά» είπε η Μάντελεϊν. «Όταν είσαι καλός μαζί
μου, θέλω να σε αγαπώ. Ορίστε, ικανοποιήθηκες;»Ικανοποιήθηκε. Πολύ. Αν τον κοιτούσε, θα είχε καταλά
βει πόσο τον ικανοποίησαν τα λόγια της. Για το Θεό, του είχε βάλει τις φωνές. Ένιωθε έτοιμη να
βάλει τα κλάματα. Πήρε μια βαθιά ανάσα, κάρφωσε τα μάτια στο στέρνο του και ψιθύρισε: «Και θα ράγιζε η καρδιά μου τότε, έτσι δεν είναι;»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 303
«Θα την προστάτευα εγώ την καρδιά σου» αποκρίθηκε ο Ντάνκαν.
Ακουγόταν τόσο αλαζονικός. Γύρισε και τον κοίταξε εκνευρισμένη. Δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Το στόμα της ήταν τόσο κοντά για να το αρνηθεί. Όλη του η πειθαρχία εξανεμίστηκε. Έσκυψε και αιχμαλώτισε τα χείλη της σε ένα καυτό φιλί.
«Για τ’ όνομα του Θεού, Ντάνκαν, περιμένουμε όλοι τη Μάντελεϊν να παίξει το ψαλτήρι» φώναξε ο Έντμοντ.
Ο Ντάνκαν στέναξε μες στο στόμα της πριν αποτραβηχτεί. Ο αντίχειράς του έτριψε αργά το κάτω χείλι της. «Ξέχασα πως δεν ήμασταν μόνοι» της είπε με ένα χαμόγελο.
«Κι εγώ το ίδιο» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. Κοκκίνισε και προσπάθησε να ξαναβρεί την ανάσα της.
Την πήρε από το μπράτσο και τη συνόδεψε στη μοναδική κενή καρέκλα. «Εδώ υποτίθεται ότι κάθεσαι εσύ» του είπε. «Έχει την πιο ψηλή ράχη» εξήγησε.
Όταν έγινε φανερό πως δε θα άρχιζε αν δεν καθόταν εκεί που θεωρούσε ότι έπρεπε να καθίσει, συμμορφώθηκε με τη διαταγή της. Και μάλιστα χαμογελαστός.
Ο Έντμοντ έσπρωξε μιαν άλλη καρέκλα προς το μέρος της. «Θα είσαι πιο άνετα εδώ» της είπε όταν εκείνη πήγε να καθίσει σε ένα σκαμνί.
Η Μάντελεϊν τον ευχαρίστησε και κάθισε. Ο Τζέραλντ της έδωσε το ψαλτήρι. Τα χέρια της έτρεμαν όταν ακούμπησε το όργανο στην ποδιά της. Ήταν τρομερά νευρική. Απεχθανόταν να είναι το επίκεντρο της προσοχής. Την ανακούφιζε να περνά απαρατήρητη.
Ο Τζέραλντ στάθηκε πίσω από την καρέκλα της Αντέλα. Το χέρι του ακουμπούσε στη ράχη της. Ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ είχαν ακουμπήσει στο τζάκι δεξιά κι αριστερά. Και όλοι τους κοιτούσαν τη Μάντελεϊν.
«Έχει περάσει τόσο πολύς καιρός» είπε η Μάντελεϊν. Κοίταξε το όργανο. «Και τραγουδούσα μόνο για το θείο και τους φίλους του. Δεν έχω διδαχτεί πραγματικά.»
304 JULIE GARWOOD
«Είμαι σίγουρη πως ο θείος σου και οι φίλοι του θεωρούσαν πως ήσουν υπέροχη» μπήκε στη μέση η Αντέλα. Είχε προσέξει πώς έτρεμαν τα χέρια της και προσπάθησε να την ενθαρρύνει.
«Ω, αλήθεια πίστευαν πως ήμουν υπέροχη» παραδέχτηκε η Μάντελεϊν χαμογελώντας στην Αντέλα. «Αλλά πάλι, ήταν όλοι τους αρκετά κουφοί.»
Ο Ντάνκαν έσκυψε αμέσως μπροστά για να τον δουν όλοι ξεκάθαρα. Το ύφος του άφηνε να φανεί ότι δεν έπρεπε κανείς να γελάσει.
Ο βαρόνος Τζέραλντ ξερόβηξε. Ο Γκίλαρντ γύρισε να κοιτάξει τη φωτιά. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως είχε κουραστεί να περιμένει να ξεκινήσει.
«Θα μπορούσα να πω κάποιον από τους λατινικούς ψαλμούς που λέμε το Πάσχα» πρότεινε.
«Ξέρεις κανένα τραγούδι για χορτάρι;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
Η Μάντελεϊν έδειξε να ξαφνιάζεται. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε.
«Το χορτάρι το χειμώνα μπορεί να σπάσει στα δυο όταν το ποδοπατήσεις» είπε γλυκά η Μάντελεϊν στον Ντάνκαν. «Και το καλοκαίρι μπορεί να λιώσει αν κρατήσεις την μπότα σου πάνω του για αρκετή ώρα» πρόσθεσε.
«Τι είναι αυτά που λες;» ρώτησε ο Γκίλαρντ μπερδεμένος.«Ένα θλιμμένο σκοπό» είπε ο Ντάνκαν.«Προβλεψιμότητα» είπε την ίδια στιγμή η Μάντελεϊν.«Προτιμώ να τραγουδήσεις για τον Πολύφημο» πετάχτη
κε ο Έντμοντ. «Ποιος ή τι είναι ο Πολύφημος;» ρώτησε ο βαρόνος Τζέ
ραλντ. «Ένας μονόφθαλμος γίγαντας» είπε ο Έντμοντ χαμογε
λώντας στη Μάντελεϊν.«Ήταν αρχηγός των Κυκλώπων» είπε η Μάντελεϊν. «Ξέ
ρεις τις ιστορίες για τον Οδυσσέα;» ρώτησε τον Έντμοντ.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 305
«Αποσπασματικά» είπε εκείνος. Δεν εξήγησε πως όσα ήξερε τα είχε μάθει από την ίδια όταν παραληρούσε από τον πυρετό.
«Τζέραλντ; Η Μάντελεϊν λέει τις πιο υπέροχες ιστορίες» είπε η Αντέλα. Μες στον ενθουσιασμό της είχε μάλιστα αγγίξει το χέρι του.
«Δεν έχω ακούσει ποτέ για αυτόν τον Οδυσσέα» είπε ο Τζέραλντ. «Γιατί άραγε;»
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Ο Τζέραλντ φάνηκε να εκνευρίζεται που δεν ήταν πληροφορημένος. Έμοιαζε να ψάχνει να κατηγορήσει κάποιον.
«Δεν είναι ντροπή» του είπε. «Έχετε ακούσει μήπως για τον Ζερμπέρ του Οριγιάκ;»
«Τον καλόγερο;» ρώτησε ο Τζέραλντ.Η Μάντελεϊν ένευσε. Κοίταξε την Αντέλα για να της
εξηγήσει, βέβαιη πως η αδελφή του Ντάνκαν δε θα είχε ακούσει για αυτόν. «Ο Ζερμπέρ έζησε πριν από πολύ καιρό, Αντέλα. Ίσως και εκατό χρόνια πριν. Άφησε το μοναστήρι του και πήγε να μελετήσει στην Ισπανία. Όταν γύρισε στη Γαλλία, έγινε διευθυντής του καθολικού σχολείου στη Ρενς και εκείνη την περίοδο έδωσε στους μαθητές του μερικές από τις αρχαίες ιστορίες που είχε μεταφράσει. Υπήρχε ένας άλλος άνθρωπος που λεγόταν Όμηρος και είχε αφηγηθεί τις ιστορίες ενός σπουδαίου πολεμιστή, του Οδυσσέα, και ο Ζερμπέρ είχε μεταφράσει τις ιστορίες από τα ελληνικά στα λατινικά.»
«Λες ο Όμηρος και ο Ζερμπέρ να ήταν φίλοι;» ρώτησε η Αντέλα.
«Όχι» απάντησε η Μάντελεϊν. «Ο Όμηρος ζούσε την αρχαία εποχή σε ένα μέρος που λέγεται Ελλάδα. Πέθανε εκατοντάδες χρόνια πριν γεννηθεί ο Ζερμπέρ. Οι ιστορίες του Ομήρου έχουν διατηρηθεί ασφαλείς στα μοναστήρια. Κάποιες από αυτές θα μπορούσαν να ενοχλήσουν αρκετούς στην Εκκλησία, εγώ όμως όταν λέω τις ιστορίες αυτές δε θέ
306 JULIE GARWOOD
λω να φανώ ασεβής. Στην πραγματικότητα είναι πολύ απλές για να τις πιστέψει κανείς για αληθινές.»
Όλοι άκουγαν με ενδιαφέρον. Η Μάντελεϊν στράφηκε στον Ντάνκαν, είδε το νεύμα του και άρχισε να παίζει το ψαλτήρι.
Στην αρχή έκανε αρκετά οδυνηρά για το αυτί λάθη. Ύστερα η μπαλάντα του Οδυσσέα που συνάντησε τον Κύκλωπα έγινε το επίκεντρο της προσοχής της. Η Μάντελεϊν κοιτούσε το ψαλτήρι και προσποιήθηκε πως καθόταν δίπλα στο θείο Μπέρτον και του τραγουδούσε. Μόλις συγκεντρώθηκε σε αυτό, τα χέρια της σταμάτησαν να τρέμουν. Η φωνή της απόκτησε δύναμη και καθαρότητα καθώς ζωντάνευε η ιστορία του πολεμιστή.
Το ποίημα αιχμαλώτισε το ακροατήριό της. Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως η φωνή της ήταν μαγευτική. Αντικατόπτριζε πραγματικά την ευγενική γυναίκα που είχε τώρα για γυναίκα του.
Η Μάντελεϊν τους μάγεψε όλους. Ο Ντάνκαν, που δε συνήθιζε να κάθεται πολλή ώρα άπραγος, τώρα είχε ακουμπήσει στην καρέκλα του και χαμογελούσε με ικανοποίηση.
Άρχισε την ιστορία από εκεί που ο Οδυσσέας και οι άντρες του πιάστηκαν αιχμάλωτοι από τον Πολύφημο, αφού ο Έντμοντ είχε ζητήσει αυτή συγκεκριμένα την ιστορία. Ο Πολύφημος αποφάσισε να φάει όλους τους στρατιώτες. Ο μονόφθαλμος γίγαντας τους κρατούσε φυλακισμένους μέσα στη σπηλιά του κλείνοντας την είσοδο με ένα μεγάλο βράχο. Επειδή ο Πολύφημος φύλαγε εκεί και τα πρόβατά του κάθε νύχτα, έπρεπε να μετακινεί το βράχο κάθε πρωί για να αφήσει το κοπάδι του να βγει στα λιβάδια να βοσκήσει. Ο Οδυσσέας τύφλωσε το γίγαντα και μετά έδειξε στους άντρες του πώς να συρθούν κάτω από τα πρόβατα και να κρατηθούν από την κοιλιά τους. Ο Πολύφημος άφησε τα πρόβατα να περάσουν ενώ κουνούσε τα χέρια στον αέρα προσπαθώντας
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 307
να πιάσει τους στρατιώτες. Το έξυπνο σχέδιο του Οδυσσέα τους έσωσε όλους.
Όταν τέλειωσε η Μάντελεϊν, το ακροατήριο την παρακαλούσε να ακούσει άλλο ένα τραγούδι. Όλοι έλεγαν με τη σειρά τους ποιο ήταν το αγαπημένο τους σημείο, και μες στον ενθουσιασμό τους διέκοπταν ο ένας τον άλλο.
«Ήταν πανέξυπνο από μέρους του Οδυσσέα να πει στον Πολύφημο πως το όνομά του ήταν Κανένας» είπε ο Γκίλαρντ.
«Ναι» συμφώνησε ο Τζέραλντ. «Κι όταν οι άλλοι Κύκλωπες άκουσαν τον Πολύφημο να ουρλιάζει επειδή τον τύφλωσε ο Οδυσσέας, πήγαν στη σπηλιά και τον ρώτησαν αν χρειαζόταν βοήθεια και αν ήξερε να τους πει το όνομα του βασανιστή του.» Το γέλιο του Έντμοντ ενώθηκε με των άλλων. «Κι όταν εκείνος φώναξε ότι τον βασάνιζε ο Κανένας, οι φίλοι του τον άφησαν κι έφυγαν.»
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε ικανοποιημένη με την ενθουσιώδη αντίδραση στην ιστορία της. Γύρισε να κοιτάξει τον Ντάνκαν. Ο άντρας της είχε το βλέμμα καρφωμένο στη φωτιά. Χαμογελούσε και το πρόσωπό του φανέρωνε ικανοποίηση.
Είχε όμορφο προφίλ. Συνέχισε να τον κοιτάζει και μια ζεστή λάμψη την τύλιξε. Κατάλαβε τότε ποιον της θύμιζε: τον Οδυσσέα. Ναι, ήταν σαν το δυνατό πολεμιστή που ονειρευόταν όταν ήταν μικρή. Ο Οδυσσέας είχε γίνει ο φανταστικός εξομολογητής της, ο φίλος της, ο έμπιστός της. Του ψιθύριζε όλους τους φόβους της όταν ήταν τρομαγμένη και μόνη. Της άρεσε να προσποιείται ότι μια μέρα ο Οδυσσέας θα εμφανιζόταν μαγικά και θα την έπαιρνε μαζί του. Θα πολεμούσε για εκείνη, θα την προστάτευε από τον Λούντον. Και θα την αγαπούσε.
Όταν έγινε η Μάντελεϊν γυναίκα, άφησε στην άκρη τα παιδιάστικα όνειρα. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μάλιστα είχε ξεχάσει το μυστικό της όνειρο.
308 JULIE GARWOOD
Κι όμως, τούτη την πολύτιμη στιγμή, ενώ κοιτούσε τον άντρα της, συνειδητοποιούσε ότι το όνειρό της είχε γίνει πραγματικότητα. Ο Ντάνκαν ήταν ο Οδυσσέας της. Ήταν ο εραστής της, ο προστάτης της, ο σωτήρας από τον αδελφό της. Θεέ και Κύριε, ήταν ερωτευμένη μαζί του.
Κεφάλαιο 17
Η τιμή της σοφίας είναι υπέρτερη των πολύτιμων λίθων.Ιώβ, 28:18
«Μάντελεϊν, τι σου συμβαίνει; Είσαι άρρωστη;» Η Αντέλα πετάχτηκε όρθια και έτρεξε κοντά στη φίλη της. Νόμιζε πως ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Το πρόσωπό της είχε χάσει τελείως το χρώμα του, κι αν δεν προλάβαινε έγκαιρα, το όμορφο ψαλτήρι θα έπεφτε στο πάτωμα.
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Έκανε να σηκωθεί, αποφάσισε όμως πως τα πόδια της δε θα τη στήριζαν. Στην πραγματικότητα έτρεμε ακόμα από αυτό που είχε μόλις καταλάβει. Ήταν ερωτευμένη με τον Ντάνκαν. «Είμαι καλά, Αντέλα. Λίγο κουρασμένη μόνο, αυτό είναι όλο. Μην κάνεις, σε παρακαλώ, έτσι.»
«Είσαι αρκετά καλά για να πεις άλλο ένα τραγούδι;» ρώτησε η Αντέλα. Ένιωσε αμέσως ενοχές, δικαιολογήθηκε όμως λέγοντας στον εαυτό της πως ήταν απελπισμένη και θα έβρισκε τρόπο να το ξεπληρώσει στη Μάντελεϊν το πρωί.
Η Μάντελεϊν ήξερε πως η Αντέλα το καθυστερούσε. Καταλάβαινε τη φίλη της, μα δεν μπορούσε να σκεφτεί τίποτα για να τη γλιτώσει από τη βόλτα με τον Τζέραλντ. Όταν εκείνος πλησίασε να σταθεί δίπλα στην Αντέλα, η Μάντελεϊν είπε: «Είναι σπουδαίο το όργανο που δώρισες στην Αντέλα. Το διάλεξες με προσοχή, Τζέραλντ.»
310 JULIE GARWOOD
Ο βαρόνος χαμογέλασε. «Κι ο Ντάνκαν διάλεξε με προσοχή.»
Η Μάντελεϊν δεν κατάλαβε το σχόλιό του. Τότε, ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ εξέφρασαν την ικανοποίησή τους για το παίξιμό της. Εκείνη κοκκίνισε από ντροπή. Δεν ήταν συνηθισμένη σε τέτοιους επαίνους. Σκέφτηκε πως οι Γουέξτον ήταν η πιο ασυνήθιστη οικογένεια. Πετούσαν τόσο εύκολα τις φιλοφρονήσεις. Δεν πίστευαν ότι μείωνε την αξία τους.
Ποτέ δεν την είχαν πει όμορφη μέχρι που γνώρισε τους Γουέξτον. Κι όμως, όλοι της είχαν κάνει αυτή τη φιλοφρόνηση, και όχι μόνο μία φορά. Ένιωθε πως πίστευαν αληθινά πως ήταν όμορφη. «Θα με κάνετε αρκετά ματαιόδοξη αν με επαινείτε συνέχεια» παραδέχτηκε χαμογελώντας ντροπαλά.
Πρόσεξε όμως πως ο Ντάνκαν δεν είχε κάνει ακόμα κανένα σχόλιο και αναρωτήθηκε αν του είχε αρέσει.
Ο άντρας της εξακολουθούσε να φέρεται ασυνήθιστα. Ήταν τόσο παράξενη η συμπεριφορά του έξω, όταν την άρπαξε και τη φίλησε μπροστά στον κόσμο. Και την πείραζε στο δείπνο. Αν δεν τον ήξερε καλά, θα έλεγε ότι είχε αίσθηση του χιούμορ. Κάτι που ήταν φυσικά γελοίο.
Κοίταξε τον Τζέραλντ να παίρνει το χέρι της Αντέλα και να τη συνοδεύει έξω από την αίθουσα. Η μικρή αδελφή του Ντάνκαν κοιτούσε νευρικά πίσω προς τη Μάντελεϊν, με βλέμμα γεμάτο ικεσία.
«Μη μείνεις πολύ έξω, Αντέλα» φώναξε η Μάντελεϊν. «Θα κρυώσεις.»
Ήταν το καλύτερο που μπορούσε να κάνει. Η Αντέλα δέχτηκε την υπόδειξη κουνώντας το κεφάλι πριν την τραβήξει ο Τζέραλντ έξω από το δωμάτιο.
Ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ έφυγαν από την αίθουσα αμέσως μετά. Ο Ντάνκαν και η Μάντελεϊν βρέθηκαν ξαφνικά μόνοι. Η Μάντελεϊν έστρωσε το φόρεμά της για να κάνει κάτι. Ευχόταν να μπορούσε να πάει στο δωμάτιο του πύργου,
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 311
να μείνει λίγα λεπτά μόνη. Είχε τόσα να σκεφτεί, τόσα να αποφασίσει.
Ένιωθε τον Ντάνκαν να την κοιτάζει. «Θα ήθελες να μου μιλήσεις για τους άντρες και τα άλογά τους τώρα, Ντάνκαν» ρώτησε «προτού κάνεις το μπάνιο σου στη λίμνη;»
«Τι;» έδειχνε μπερδεμένος.«Είπες πως θα μου μιλούσες για τους άντρες και τα άλο
γά τους» εξήγησε εκείνη. «Δε θυμάσαι;»«Α, αυτό» είπε ο Ντάνκαν. Της χάρισε ένα ζεστό χαμό
γελο. «Έλα πιο κοντά, γυναίκα, και θα αρχίσω τις οδηγίες.»Εκείνη έσμιξε τα φρύδια και σκέφτηκε πως ήταν αρκετά
κοντά. «Φέρεσαι πολύ παράξενα» σχολίασε όταν πλησίασε να σταθεί στο πλευρό του. «Και δείχνεις πολύ χαλαρός. Δεν είσαι καθόλου ο εαυτός σου» πρόσθεσε.
Η Μάντελεϊν δάγκωσε το χείλι της ενώ κοιτούσε τον άντρα της. Ξαφνικά άπλωσε το χέρι και ένιωσε με τη ράχη του χεριού της το μέτωπό του. «Δεν έχεις πυρετό» είπε.
Του φάνηκε πως ακούστηκε απογοητευμένη. Ήταν αρκετά συνοφρυωμένη για να το πιστέψει. Την άρπαξε και την τράβηξε στην ποδιά του.
Η Μάντελεϊν έστρωσε το φόρεμά της και κάθισε όσο πιο σεμνά μπορούσε. Σταύρωσε τα χέρια στην ποδιά.
«Ανησυχείς για κάτι;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Ο αντίχειράς του τράβηξε το κάτω χείλι της για να το ελευθερώσει από τα δόντια της.
Φυσικά και ανησυχούσε. Φερόταν σαν να ήταν ξένος. Δεν αρκούσε αυτό για να κάνει τη γυναίκα του να ανησυχεί; Η Μάντελεϊν αναστέναξε. Έδιωξε μια τούφα από τα μάτια της και χτύπησε κατά λάθος το σαγόνι του με τον αγκώνα της.
Ζήτησε συγγνώμη νιώθοντας ντροπή για την απρόσμενη αδεξιότητά της.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι παραιτημένος.«Δεν τραγουδάς σαν βάτραχος.»
312 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Σκέφτηκε πως ήταν η πιο υπέροχη φιλοφρόνηση που είχε δεχτεί ποτέ. «Ευχαριστώ» είπε. «Και τώρα θα μου μάθεις τις συνήθειες των ανδρών με τα άλογά τους» είπε.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. Το χέρι του προχώρησε αργά στην πλάτη της και στάθηκε στον ώμο. Η κίνηση έκανε το δέρμα της να ανατριχιάσει. Ύστερα την τράβηξε μπροστά.
Βρέθηκε κουρνιασμένη στο στήθος του.«Εμείς οι άντρες έχουμε έναν ιδιαίτερο δεσμό με τα άλο
γά μας, Μάντελεϊν» άρχισε να λέει. Η φωνή του ήταν ζεστή σαν τη θέρμη που ανάδινε η φωτιά. Βολεύτηκε ακόμα καλύτερα, χασμουρήθηκε και έκλεισε τα μάτια.
«Ναι, είναι βασικό για μας να υπακούν τα άλογά μας σε κάθε διαταγή. Δεν μπορεί ένας ιππότης να πολεμήσει σωστά αν πρέπει να ασχοληθεί με τον έλεγχο του αλόγου του. Θα μπορούσε να του κοστίσει τη ζωή αν η μάχη ήταν άγρια και το ζώο απείθαρχο.»
Ο Ντάνκαν συνέχισε να εξηγεί για αρκετά ακόμα λεπτά. «Εσύ, γυναίκα, μάγεψες το άλογό μου και το πήρες από μένα. Θα έπρεπε να είμαι έξαλλος μαζί σου. Τώρα που το σκέφτομαι, είμαι έξαλλος» μουρμούρισε. Το χαμόγελο έσβησε στο πρόσωπό του καθώς σκεφτόταν την απώλεια του πιστού του αλόγου. «Ναι, μου κατάστρεψες τον Σειληνό. Μπορεί να διαμαρτυρηθείς τώρα αν θέλεις, όμως έχω ήδη πάρει την απόφασή μου να σου δώσω τον Σειληνό. Έτσι θα ακούσω πρώτα τη συγγνώμη σου που μου κατάστρεψες το άλογο και στη συνέχεια την ευγνωμοσύνη σου για το δώρο που σου έκανα.» Δεν άκουσε τίποτα. Η Μάντελεϊν ούτε του ζήτησε συγγνώμη ούτε τον ευχαρίστησε. Συνοφρυώθηκε με το πείσμα της και μετά έγειρε το κεφάλι πίσω για να δει το πρόσωπό της.
Κοιμόταν βαθιά. Μάλλον δεν είχε ακούσει λέξη από όσα της είχε πει. Έπρεπε να είναι οργισμένος μαζί της. Ήταν το λιγότερο ασεβές από μέρους της. Αντί να την ξυπνήσει
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 313
όμως, τη φίλησε. Εκείνη κόλλησε ακόμα πιο κοντά του. Τα χέρια της τυλίχτηκαν γύρω από το λαιμό του.
Ο Έντμοντ μπήκε στην αίθουσα τη στιγμή που άφηνε ο Ντάνκαν άλλο ένα φιλί στο κεφάλι της. «Κοιμάται;» ρώτησε.
«Η επίπληξή μου την τρόμαξε τόσο που λιποθύμησε» αποκρίθηκε ξερά ο Ντάνκαν.
Ο Έντμοντ γέλασε, θυμήθηκε πως η Μάντελεϊν κοιμόταν και έκανε τη φωνή του πιο σιγανή.
«Μην ανησυχείς αν θα την ξυπνήσεις, Έντμοντ. Κοιμάται σαν καλοταϊσμένο γατάκι.»
«Η γυναίκα σου κουράζεται πολύ. Το φαγητό στο δείπνο ήταν εξαιρετικό και αυτό οφείλεται στη Μάντελεϊν που απαιτεί τελειότητα από το προσωπικό της. Τέσσερις τάρτες έφαγα» παραδέχτηκε. «Το ήξερες πως η συνταγή ήταν της ίδιας της Μάντελεϊν που την έδωσε στην Γκέρτι;»
«Το προσωπικό της;»«Ναι, είναι αφοσιωμένοι στη Μάντελεϊν τώρα.»«Κι εσύ, Έντμοντ; Είσαι αφοσιωμένος στη Μάντελεϊν;»«Είναι αδελφή μου τώρα, Ντάνκαν. Θα έδινα και τη ζωή
μου για να την προστατεύσω» πρόσθεσε. «Δε σε αμφισβητώ, Έντμοντ» απάντησε όταν ένιωσε την
αμυντική στάση στη φωνή του. «Τότε γιατί με ρώτησες;» είπε ο Έντμοντ. Πήρε μια κα
ρέκλα και κάθισε απέναντι από τον αδελφό του. «Έφερε ο Τζέραλντ νέα για τη Μάντελεϊν;»
Ο Ντάνκαν πήγε να κουνήσει το κεφάλι, μόλις όμως το ανασήκωσε, η Μάντελεϊν κατέλαβε το χώρο κάτω από το πιγούνι του. Χαμογέλασε. «Ναι. Ο βασιλιάς μας είναι ακόμα στη Νορμανδία, ο Λούντον όμως συγκεντρώνει το στρατό του. Ο Τζέραλντ φυσικά συντάσσεται με εμάς.»
«Πρόκειται να γυρίσω στο βαρόνο Ράινχολντ σε τρεις μόλις βδομάδες» παρατήρησε ο Έντμοντ. «Μπορεί να έχω ορκιστεί πίστη και αφοσίωση σε εκείνον, είμαι πρώτα από όλα υποτελής στο βασιλιά μας, μετά σε εσένα και τελευταία
314 JULIE GARWOOD
στον Ράινχολντ. Για αυτό, θα μου επέτρεπε να μείνω εδώ όσο είμαι απαραίτητος.»
«Ο Ράινχολντ θα συντασσόταν με τον Τζέραλντ και εμένα εναντίον του Λούντον αν ήταν απαραίτητο. Μαζί μπορούμε να συγκεντρώσουμε πάνω από χίλιους άντρες.»
«Ξεχνάς τη συμμαχία σου με τους Σκοτσέζους» του θύμισε ο Έντμοντ. «Ο σύζυγος της Κάθριν μπορεί να συγκεντρώσει οχτακόσιους άντρες, μπορεί και παραπάνω.»
«Δεν την ξέχασα, δε θέλω όμως να μπερδέψω την οικογένεια της Κάθριν σε τούτη τη διαμάχη» είπε ο Ντάνκαν.
«Κι αν ο βασιλιάς πάρει το μέρος του Λούντον;»«Δε θα το κάνει.»«Πώς μπορείς να είσαι τόσο σίγουρος;» ρώτησε ο
Έντμοντ.«Επικρατούν πολλές παρεξηγήσεις γύρω από το βασιλιά
μας, Έντμοντ. Έχω πολεμήσει στο πλευρό του πολλές φορές. Θεωρείται ότι έχει ανεξέλεγκτο χαρακτήρα. Μια φορά όμως σε μάχη πέταξε ένας από τους άντρες του κατά λάθος το βασιλιά μας κάτω. Οι στρατιώτες περικύκλωσαν τον Γουίλιαμ κι όλοι τους ορκίζονταν πως θα σκοτώσουν τον απρόσεχτο υποτελή. Ο βασιλιάς γέλασε με το ατύχημα, χτύπησε φιλικά στον ώμο το στρατιώτη που τον πέταξε κάτω, και τον κάλεσε να ανέβει στο άλογό του να τον υπερασπιστεί.»
Ο Έντμοντ αναλογίστηκε την ιστορία. «Λένε πως ο Λούντον έχει ασυνήθιστη επιρροή πάνω στο βασιλιά.»
«Αμφιβάλλω αν θα άφηνε ο βασιλιάς μας κάποιον να τον επηρεάσει.»
«Μακάρι να ’χεις δίκιο, αδελφέ.»«Υπάρχει κάτι άλλο που θέλω να συζητήσω μαζί σου,
Έντμοντ. Το κτήμα Φάλκον, για την ακρίβεια.»«Τι έγινε με αυτό;» ρώτησε ο Έντμοντ συνοφρυωμένος.
Το κτήμα Φάλκον ήταν άκαρπο μα το θεωρούσαν πλούσια, ανοιχτή γη, που ανήκε στον Ντάνκαν. Αποτελούνταν από το νοτιότερο άκρο της γης των Γουέξτον.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 315
«Θα ήθελα να εποπτεύεις την περιοχή εκείνη, Έντμοντ. Φτιάξε ένα οχυρό για σένα εκεί. Θα σου παραχωρούσα τη γη αν ήταν δυνατό. Ο βασιλιάς δε θα το επέτρεπε όμως, εκτός αν βρίσκαμε τρόπο να κερδίσουμε την έγκρισή του.»
Ο Ντάνκαν σώπασε καθώς συλλογιζόταν την πολυπλοκότητα του προβλήματος.
Ο Έντμοντ είχε μείνει άναυδος από τα λόγια του αδελφού του. «Είναι ανήκουστο αυτό που προτείνεις» τραύλισε. Για πρώτη φορά στη ζωή του ο Έντμοντ ήταν πραγματικά ταραγμένος. Και παρόλο που ήταν αρκετά απίθανο να συμβεί, ένας φάρος ελπίδας άναψε στην καρδιά του. Να έχει δική του γη, να κυβερνά σαν κύριος του εαυτού του· ήταν πολύ συνταρακτικό για να το χωνέψει.
«Γιατί θέλεις να αναλάβω τα κτήματα Φάλκον;» ρώτησε. «Η Μάντελεϊν.»«Δεν καταλαβαίνω.»«Η γυναίκα μου άκουσε τον Γκίλαρντ κι εμένα να συ
ζητούμε για τους αδελφούς του βασιλιά. Όταν έφυγε ο Γκίλαρντ από την αίθουσα, η Μάντελεϊν σχολίασε πόσο ανήσυχοι ήταν ο Ρόμπερτ και ο Χένρι. Πιστεύει ότι φταίει που κανείς τους δεν έχει αναλάβει αρκετές ευθύνες.»
«Θεέ και Κύριε, ο Ρόμπερτ έχει πάρει ολόκληρη τη Νορμανδία» διαμαρτυρήθηκε ο Έντμοντ.
«Ναι» είπε χαμογελώντας ο Ντάνκαν. «Ο μικρότερος αδελφός του βασιλιά όμως έχει πάρει χρυσό και ένα μικρό, ασήμαντο κτήμα από τον πατέρα του και καταλαβαίνω πόσο ανήσυχος είναι. Είναι γεννημένος ηγέτης που του έχουν αρνηθεί το δικαίωμα να κυβερνήσει επειδή γεννήθηκε αργότερα από τον αδελφό του.»
«Αν υπάρχει παραλληλισμός, θα ήθελα πολύ να τον ακούσω» είπε ο Έντμοντ.
«Η Μάντελεϊν με έβαλε σε σκέψεις. Είσαι υποτελής σε εμένα και τον Ράινχολντ, και τα καθήκοντα αυτά πρέπει να παραμείνουν ως έχουν· όμως, αν μπορέσουμε να πάρουμε
316 JULIE GARWOOD
την έγκριση του βασιλιά, θα μπορούσες να πάρεις το Φάλκον και να το κάνεις επικερδές. Έχεις την ικανότητα να κάνεις ένα νόμισμα δέκα, Έντμοντ.»
Ο αδελφός του χαμογέλασε ικανοποιημένος από τη φιλοφρόνηση. «Αν δε βγει τίποτα από το αίτημά μας, εσύ θα χτίσεις εκεί το σπίτι σου και θα ενεργείς ως επόπτης μου. Ο βασιλιάς θα καλοδεχόταν την επιπλέον δεκάτη και δε θα τον ένοιαζε ποιος αδελφός θα την πρόσφερε.»
«Συμφωνώ με το σχέδιό σου» είπε ο Έντμοντ χαμογελαστός.
«Ο Γκίλαρντ θα γυρίσει σύντομα στο βαρόνο Θόρμοντ για να ολοκληρώσει τις σαράντα μέρες του» είπε ο Ντάνκαν.
«Ο Γκίλαρντ έχει τον τρόπο του να καθοδηγεί και σύντομα θα γίνει πρώτος στη διοίκηση, όπως έχει γίνει ο Άντονι για σένα» είπε ο Έντμοντ.
«Ο αδελφός μας θα πρέπει να μάθει πρώτα να ελέγχει το χαρακτήρα του» παρατήρησε ο Ντάνκαν.
Ο Έντμοντ ένευσε καταφατικά. «Δε μου έχεις πει ακόμα τι νέα φέρνει ο Τζέραλντ για τη Μάντελεϊν» είπε.
«Ο Τζέραλντ είναι σίγουρος πως ο αδελφός του βασιλιά ο Χένρι μπορεί να προκαλέσει ζημιές. Έχει ζητηθεί από τον Τζέραλντ να μιλήσει με τον Χένρι.»
«Πότε; πού;»«Οι Κλέαρς θα δεχτούν τον Χένρι ως καλεσμένο τους.
Δεν ξέρω πού θα γίνει η συνάντηση.»«Πιστεύεις πως ο Χένρι θα ζητήσει την αφοσίωση του
Τζέραλντ ενάντια στο βασιλιά μας;» ρώτησε ο Έντμοντ. «Κι εσύ; Είσαι κι εσύ καλεσμένος σε αυτή τη μάζωξη;»
«Όχι. Ξέρει πως θα σταθώ στο πλάι του βασιλιά μου» αποκρίθηκε ο Ντάνκαν.
«Θέλεις να πεις πως ο Χένρι θα στραφεί εναντίον του Γουίλιαμ;»
«Αν ήμουν σίγουρος για αυτό, θα έστεκα μπροστά στον
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 317
αρχηγό μας και θα έδινα τη ζωή μου για αυτόν. Με δεσμεύει η τιμή να τον προστατεύω.»
Ο Έντμοντ κούνησε το κεφάλι ικανοποιημένος. «Ο Τζέραλντ είπε ότι το πλήθος όσων αρχίζουν να δυσφορούν αυξάνεται. Είναι αρκετές οι συνωμοσίες που γίνονται για να τον σκοτώσουν. Δεν είναι ασυνήθιστο αυτό. Ο πατέρας του είχε επίσης πολλούς εχθρούς.»
Όταν ο Ντάνκαν δεν είπε τίποτα, ο Έντμοντ συνέχισε. «Ο Τζέραλντ πιστεύει ότι κλήθηκε να συμμετάσχει στη μάζωξη εξαιτίας της φιλίας του με μένα. Νομίζει πως ο Χένρι θέλει να ξέρει αν θα τον τιμήσω ως βασιλιά στην περίπτωση του θανάτου του Γουίλιαμ.»
«Να περιμένουμε να δούμε ποιο θα είναι το αποτέλεσμα της συνάντησης;»
«Ναι, ας περιμένουμε.» Ο Έντμοντ έσμιξε τα φρύδια. «Είναι πολλά αυτά που πρέπει να αναλογιστούμε, αδελφέ.»
«Πες μου κάτι, Έντμοντ» ζήτησε ο Ντάνκαν αλλάζοντας θέμα. «Ο Γκίλαρντ πιστεύει ακόμα πως είναι ερωτευμένος με τη Μάντελεϊν;»
Ο Έντμοντ ανασήκωσε τους ώμους. «Δυσκολεύτηκε να προσαρμοστεί στο γάμο σου» παραδέχτηκε.
«Πιστεύω όμως ότι ξεπέρασε πια το ξελόγιασμα. Αγαπά τη Μάντελεϊν, εκείνη όμως τον αποκαλεί συνέχεια αδελφό και αυτό καταπνίγει το πάθος του. Με ξαφνιάζει όμως που παρατήρησες την ατυχία του Γκίλαρντ.»
«Ο Γκίλαρντ αφήνει τις σκέψεις του να φανούν στο πρόσωπό του» σχολίασε ο Ντάνκαν. «Είδες πώς πήγε να πιάσει το σπαθί του στην τελετή του γάμου, όταν νόμιζε πως ανάγκαζα τη Μάντελεϊν να το κάνει;»
«Μα την ανάγκαζες» ανταπάντησε με πονηρό χαμόγελο ο Έντμοντ. «Και ναι, είδα την κίνηση. Την είδε και η Μάντελεϊν. Νομίζω πως αυτός ήταν ο μόνος λόγος που συμφώνησε ξαφνικά να σε δεχτεί για σύζυγο.»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. «Σωστή παρατήρηση, Έντμοντ.
318 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν θα προσπαθεί πάντα να προστατεύσει οποιονδήποτε θεωρεί πιο αδύναμο. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκε πως θα αντιδρούσα.»
Ο Ντάνκαν άρχισε να χαϊδεύει την πλάτη της γυναίκας του. Ο Έντμοντ παρατήρησε τον τρόπο που χάιδευε ο αδελφός του τη Μάντελεϊν και σκέφτηκε πως ίσως να μην είχε καν συνειδητοποιήσει τι έκανε. «Θέλει, λοιπόν, η Μάντελεϊν να φύγουμε;» ρώτησε.
«Όχι. Φαντάζομαι πως θα ταραχτεί και θα κατηγορήσει εμένα» απάντησε ο Ντάνκαν. «Η γυναίκα μου δεν καταλαβαίνει πως είσαι ταγμένος και στον Ράινχολντ.»
Ο Έντμοντ ένευσε.«Νομίζω πως η Μάντελεϊν ανησυχεί πως θα κρατήσω
εσένα και τον Γκίλαρντ υπό τον έλεγχό μου για το υπόλοιπο της ζωής σας και δε θα επιτρέψω σε κανέναν από τους δυο σας να κάνετε πράξη καμία δική σας σκέψη.»
«Η γυναίκα σου έχει αλλόκοτες ιδέες» είπε ο Έντμοντ. «Έχει αλλάξει όμως τη ζωή σου, έτσι δεν είναι, Ντάνκαν; Και τη δική μας έχει αλλάξει. Είναι η πρώτη φορά που είχαμε τόσο μεγάλη συζήτηση μεταξύ μας για οποιοδήποτε θέμα. Πιστεύω πως η Μάντελεϊν μας έκανε πιο δυνατή οικογένεια.»
Ο Ντάνκαν δεν αποκρίθηκε στο σχόλιό του. Ο Έντμοντ σηκώθηκε και προχώρησε προς την πόρτα. «Κρίμα, ξέρεις» είπε κάποια στιγμή γυρνώντας προς τα πίσω.
«Γιατί κρίμα;» ρώτησε ο Ντάνκαν. «Που δεν την έπιασα πρώτος.»Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. «Όχι, Έντμοντ, ευλογία ήταν.
Μα το Θεό, θα σου την είχα πάρει.»Η Μάντελεϊν ξύπνησε τη στιγμή που έκανε ο Ντάνκαν το
σχόλιο αυτό. Προσπάθησε να ανακαθίσει και χαμογέλασε ντροπαλά στον άντρα της. «Τι θα έπαιρνες από τον αδελφό σου, Ντάνκαν;» ρώτησε με βραχνή φωνή. Έφτιαξε τα μαλλιά της και ο Ντάνκαν απέφυγε τους αγκώνες της πριν απαντήσει.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 319
«Τίποτα που να σε ανησυχεί, Μάντελεϊν.»«Πρέπει πάντα να μοιράζεσαι ό,τι έχεις με τα αδέλφια
σου» τον μάλωσε. Ο Έντμοντ άκουσε το σχόλιό της. Το γέλιο του αντηχού
σε καθώς απομακρυνόταν. Εκείνη τη στιγμή η Αντέλα όρμησε στην αίθουσα. Μόλις
είδε η μικρή αδελφή του Ντάνκαν τη Μάντελεϊν, ξέσπασε σε κλάματα. «Ο Τζέραλντ επιμένει ότι η συμφωνία ισχύει, Μάντελεϊν. Τι θα κάνω; Θέλει ακόμα να με παντρευτεί.»
Η Μάντελεϊν πήδησε από την ποδιά του Ντάνκαν τη στιγμή που έπεφτε η Αντέλα στην αγκαλιά της.
Ο Ντάνκαν σηκώθηκε και στέναξε ενοχλημένος με τη σχεδόν υστερική αντίδραση της αδελφής του.
«Εμένα έπρεπε να ρωτάς, Αντέλα» ξέσπασε. Έπιασε τη Μάντελεϊν από το μπράτσο αγνοώντας το γεγονός ότι η Αντέλα είχε κολλήσει πάνω της σαν βρεγμένο ρούχο, και άρχισε να τραβά τη Μάντελεϊν προς την είσοδο.
«Δεν μπορούμε να αφήσουμε την αδελφή σου σε αυτή την κατάσταση» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. Για το Θεό, ένιωσε σαν να βρισκόταν στη μέση διελκυστίνδας. «Ντάνκαν, θα μου βγάλεις το χέρι.»
Ο βαρόνος Τζέραλντ όρμησε εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα, ματαιώνοντας την επιθυμία του Ντάνκαν να πάρει πάνω τη Μάντελεϊν και να ασχοληθεί με το πρόβλημα της Αντέλα το πρωί. Δεν είχε διάθεση για ατέλειωτες συζητήσεις και αποφάσισε να λύσει αμέσως το πρόβλημα.
Πριν προλάβει ο Τζέραλντ να πει κουβέντα, ο Ντάνκαν ρώτησε: «Εξακολουθείς να θέλεις να παντρευτείς την Αντέλα;»
«Ναι» απάντησε ο Τζέραλντ. Η φωνή του ήταν εριστική, όπως και η στάση του. «Θα γίνει γυναίκα μου.»
«Έχω δώσει στην Αντέλα το λόγο μου ότι μπορεί να μείνει εδώ όσο επιθυμεί, Τζέραλντ.»
Το πρόσωπο του Τζέραλντ φανέρωνε το θυμό του. Ο Ντάνκαν ένιωσε την ανάγκη να γρυλίσει. «Ήταν λάθος να
320 JULIE GARWOOD
δώσω τέτοια υπόσχεση» είπε και παραδέχτηκε ότι είχε κάνει λάθος μπροστά στον Έντμοντ, τη Μάντελεϊν, την Αντέλα και τον Τζέραλντ. Ήταν απίστευτο για έναν άνθρωπο που δεν παραδεχόταν ποτέ κανένα λάθος. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε με τον τρόπο που άφησε όλους άναυδους η παραδοχή του.
Στράφηκε στη Μάντελεϊν και ψιθύρισε: «Η εμμονή σου να λες αλήθεια με επηρέασε, γυναίκα. Κλείσε, αγάπη μου, τώρα το στόμα. Όλα θα πάνε καλά.»
Η Μάντελεϊν κούνησε αργά το κεφάλι. Χαμογέλασε στον άντρα της για να του δώσει να καταλάβει πως τον εμπιστευόταν. Ήταν τόσο ικανοποιημένος, που όταν στράφηκε να αντιμετωπίσει τον Τζέραλντ εξακολουθούσε να χαμογελά.
Ο Τζέραλντ ήξερε αρκετά καλά τον Ντάνκαν ώστε να περιμένει να του εξηγήσει ακριβώς τι θα γινόταν, πριν τον αντιμετωπίσει ανοιχτά. Ο Ντάνκαν πάντα τιμούσε το λόγο του στο παρελθόν.
«Αντέλα» είπε ο Ντάνκαν «σταμάτα να τσιρίζεις σαν κότα και πες στον βαρόνο Τζέραλντ τι ακριβώς υποσχέθηκα».
Ο τόνος της φωνής του δε σήκωνε αντιρρήσεις. Η Αντέλα απομακρύνθηκε από τη Μάντελεϊν και είπε: «Είπες πως μπορούσα να μείνω εδώ μέχρι να πεθάνω, αν αυτή ήταν η επιθυμία μου.»
Ο Τζέραλντ έκανε τότε ένα βήμα προς την Αντέλα, το βλέμμα του Ντάνκαν όμως τον σταμάτησε.
«Λοιπόν, Τζέραλντ; Τι υπόσχεση έδωσα σε σένα;»Η φωνή του Ντάνκαν ήταν ήρεμη και έδινε την εντύπωση
ότι βαριόταν με όλη αυτή τη συζήτηση. Η Μάντελεϊν έσφιξε το χέρι του. Ο Τζέραλντ απάντησε με φωνή δυνατή στον Ντάνκαν.
«Με την ευλογία του βασιλιά, συμφώνησες να γίνει η Αντέλα γυναίκα μου.»
Ο Έντμοντ δεν μπορούσε να μείνει άλλο σιωπηλός. «Πώς για τ’ όνομα του Θεού θα τιμήσεις και τους δύο όρκους;» ρώτησε τον Ντάνκαν.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 321
«Τζέραλντ» είπε ο Ντάνκαν αγνοώντας τον Έντμοντ «ο λόγος μου προς την Αντέλα εξαρτάται από την επιθυμία της να μείνει εδώ. Πιστεύω ότι από εσένα εξαρτάται να της αλλάξεις γνώμη».
«Προτείνεις…»«Είσαι ευπρόσδεκτος καλεσμένος στο σπίτι μου, για όσο
καιρό χρειαστεί» είπε ο Ντάνκαν. Ο Τζέραλντ έδειχνε αιφνιδιασμένος, ύστερα όμως ένα
αυθάδικο χαμόγελο μεταμόρφωσε το πρόσωπό του. Γύρισε στην Αντέλα και της χαμογέλασε. «Αντέλα, αφού δε θα φύγεις, θα μείνω κι εγώ εδώ μαζί σου.»
«Τι θα κάνεις;»Η Αντέλα είχε αρχίσει πάλι να τσιρίζει, η Μάντελεϊν όμως
δεν άκουγε φόβο στη φωνή της, μόνο δυσπιστία και θυμό. «Όπως είπε ο αδελφός σου, για όσο καιρό χρειαστεί να
σε κάνω να καταλάβεις πως σκοπεύω να σε παντρευτώ» είπε ο Τζέραλντ. «Με ακούς;»
Φυσικά και τον είχε ακούσει. Η Μάντελεϊν πίστευε πως ακόμα κι ο σκοπός στη νότια σκοπιά τον είχε ακούσει. Είχε φωνάξει αρκετά δυνατά την πρόθεσή του.
Η Μάντελεϊν έκανε ένα βήμα προς την Αντέλα σκοπεύοντας να την προφυλάξει από την οργή του Τζέραλντ, ο Ντάνκαν όμως έπιασε ξαφνικά πάλι το χέρι της. Την τράβηξε δίπλα του και, όταν εκείνη άνοιξε το στόμα να διαμαρτυρηθεί, η λαβή του έγινε πιο δυνατή και η Μάντελεϊν αποφάσισε να αφήσει τις διαμαρτυρίες της για αργότερα.
Η Αντέλα ήταν πολύ οργισμένη για να μιλήσει. Μάζεψε τις φούστες της και έτρεξε προς τον Τζέραλντ. «Θα είμαι γριά και μαραμένη, κι ακόμα γνώμη δε θα έχω αλλάξει.»
Εκείνος της χαμογέλασε. «Υποτιμάς τις ικανότητές μου» της είπε.
«Είσαι ο πιο πεισματάρης άνθρωπος που ξέρω» ξέσπασε η Αντέλα. «Είσαι… είσαι… πληβείος.» Του γύρισε την πλάτη και έφυγε από την αίθουσα.
322 JULIE GARWOOD
Όλα θα πήγαιναν καλά. Το ένιωθε βαθιά μέσα της η Μάντελεϊν. Η Αντέλα ήταν έξαλλη, μα δεν ήταν τρομοκρατημένη.
«Τι είναι πληβείος;» ρώτησε ο Τζέραλντ τον Έντμοντ.Εκείνος ανασήκωσε τους ώμους και κοίταξε τη Μάντελε
ϊν. «Καμιά από τις λέξεις σου κι αυτή;» ρώτησε. «Ναι» παραδέχτηκε εκείνη. «Είναι το ίδιο δυσάρεστη όσο και ο Πολύφημος;» ρώτησε
ο Έντμοντ.Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Τουλάχιστον η Αντέλα σου δίνει μεγαλύτερη αξία, Τζέ
ραλντ, από όση μου είχε δώσει η Μάντελεϊν όταν γνωριστήκαμε για πρώτη φορά» είπε ο Έντμοντ με ένα χαμόγελο.
Η Μάντελεϊν δεν καταλάβαινε τι εννοούσε. Ο Ντάνκαν ευχήθηκε σε όλους καληνύχτα και έσυρε τη Μάντελεϊν έξω από την αίθουσα πριν προλάβει να ρωτήσει τον Έντμοντ.
Οι δυο τους δεν είπαν κουβέντα μέχρι να φτάσουν στο υπνοδωμάτιό του. Όταν της άνοιξε την πόρτα, η Μάντελεϊν έχασε κάθε διάθεση να τον ρωτήσει για τον Έντμοντ ή την Αντέλα. Την προσοχή της τράβηξε αμέσως το δωμάτιο. Ο Ντάνκαν είχε μεταφέρει τα πράγματά της από τον πύργο στα δικά του διαμερίσματα. Οι δυο καρέκλες βρίσκονταν τώρα μπροστά στο δικό του τζάκι, το κάλυμμα σκέπαζε το δικό του πελώριο κρεβάτι, και η ταπισερί της κρεμόταν πάνω από το δικό του τζάκι.
Εκείνη τη στιγμή έφευγε η Μοντ, που ανακοίνωσε στο βαρόνο ότι το μπάνιο της Μάντελεϊν ήταν έτοιμο για εκείνη, όπως είχε ορίσει.
Μόλις έκλεισε πίσω από την υπηρέτρια η πόρτα, η Μάντελεϊν είπε: «Δεν μπορώ να κάνω μπάνιο μπροστά σου, Ντάνκαν. Σε παρακαλώ, πήγαινε να κολυμπήσεις στη λίμνη σου όσο εγώ...»
«Σε έχω δει αρκετές φορές δίχως τα ρούχα σου, Μάντελεϊν» είπε εκείνος. Έλυσε την πλεκτή της ζώνη, την πέταξε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 323
στη μια από τις καρέκλες και συνέχισε να της βγάζει τα ρούχα.
«Μα πάντα στο κρεβάτι, με τα σκεπάσματα και…» η φωνή της έσβησε.
Ο Ντάνκαν γέλασε απαλά. «Μπες στο λουτρό σου, αγάπη, πριν παγώσει το νερό.»
«Εσύ κάνεις μπάνιο σε παγωμένη λίμνη» του θύμισε η Μάντελεϊν. Ο άντρας της ανέβαζε αργά την εσθήτα πάνω από τους ώμους της. «Γιατί το κάνεις αυτό;» ρώτησε ενώ είχε κοκκινίσει τόσο που ένιωθε τα μάγουλά της να καίνε. «Σου αρέσει να κολυμπάς όταν κάνει τόσο κρύο;»
Σκέφτηκε να του αποσπάσει την προσοχή από το γδύσιμό της, εκείνος όμως δεν έδειχνε να δυσκολεύεται να της απαντήσει και να τη γδύνει ταυτόχρονα.
«Δεν το απολαμβάνω ιδιαίτερα» είπε. Δεν ασχολήθηκε με το εσώρουχό της, ανυπομονώντας να ξεφορτωθεί τα ρούχα που του έκρυβαν την ομορφιά της. Γονάτισε μπροστά της και έβγαλε αργά τις κάλτσες και τα παπούτσια της, κι ύστερα χάραξε ένα καυτό μονοπάτι με το χάδι του ως τη μέση της.
Τα χέρια του την έκαναν να στενάξει από ηδονή. «Γιατί το κάνεις τότε;» τραύλισε ξανά.«Για να σκληραγωγήσω νου και σώμα.»Σταμάτησε να την αγγίζει. Η Μάντελεϊν απογοητεύτηκε.
«Υπάρχουν πιο εύκολοι τρόποι να σκληραγωγήσεις το σώμα σου» ψιθύρισε.
Σκέφτηκε πως ακουγόταν βραχνή. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να καλύψει τα στήθη της φέρνοντας τα μαλλιά μπροστά, μόρφασε όμως όταν κατάλαβε πως δεν ήταν αρκετά μακριά για να τα καταφέρει. Έστριψε τις άκρες των μαλλιών της, κρύβοντας έτσι το στήθος από εκείνον.
Ο Ντάνκαν δεν είχε σκοπό να την αφήσει να του κρυφτεί. Σηκώθηκε και έσπρωξε απαλά τα χέρια της. Οι παλάμες του σκέπασαν το στήθος της ενώ οι αντίχειρές του διέγραφαν ράθυμους κύκλους γύρω από τις ρόδινες θηλές. Τα
324 JULIE GARWOOD
δάχτυλα των ποδιών της κουλουριάστηκαν στο χαλί. Έσκυψε ενστικτωδώς μπροστά, αποζητώντας κι άλλο.
«Αν σε φιλήσω, Μάντελεϊν, δε θα σε αφήσω να κάνεις μπάνιο. Βλέπω το πάθος στα μάτια σου. Νιώθεις κι εσύ πόσο πολύ σε θέλω;» της ψιθύρισε με φωνή που τη χάιδευε τρυφερά σαν τα χέρια του.
Η Μάντελεϊν κούνησε αργά το κεφάλι. «Πάντα σε θέλω, Ντάνκαν.»
Πίεσε τον εαυτό της να γυρίσει και να πάει στην μπανιέρα. Ο Ντάνκαν προσπάθησε να μην κοιτάξει τη γυναίκα του.
Είχε ορκιστεί να προχωρήσει αργά απόψε. Θα της έκανε έρωτα δίχως βιασύνη, όσο κι αν το πάθος του τον έβαζε στον πειρασμό να τη ρίξει στο κρεβάτι και να την κάνει άγρια δική του.
Θα της μιλούσε με λόγια τρυφερά. Το σχέδιό του ήταν να την αναγκάσει να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε. Ήταν ανήσυχος. Ένιωθε την ανάγκη να το ακούσει τώρα που είχε παραδεχτεί στον εαυτό του πόσο πολύ την αγαπούσε.
Ήταν αποφασισμένος να την κάνει να τον αγαπήσει. Και ήταν αρκετά υπερόπτης για να πιστεύει πως αν έμπαινε στη διαδικασία να την κερδίσει δε θα μπορούσε να του αρνηθεί τίποτα.
Χαμογέλασε στον εαυτό του. Θα χρησιμοποιούσε την εμμονή της να λέει την αλήθεια προς όφελός του. Έβγαλε το χιτώνα του και γονάτισε μπροστά στο τζάκι να ρίξει άλλο ένα ξύλο στη φωτιά.
Η Μάντελεϊν πλύθηκε βιαστικά, ανησυχώντας μη γυρίσει ο Ντάνκαν και τη δει να κάνει κάτι τόσο προσωπικό.
Και τότε κατάλαβε πόσο αστείο ήταν όλο αυτό και γέλασε.Ο Ντάνκαν πλησίασε και στάθηκε δίπλα στην μπανιέρα.
Με τα χέρια στους γοφούς, ζήτησε να μάθει τι έβρισκε τόσο αστείο.
Δε φορούσε πια το πουκάμισό του. Η καρδιά της άρχισε να χτυπά δυνατά. Ξαφνικά της κόπηκε η ανάσα. Ω, πόσο εύ
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 325
κολα μπορούσε να την ξεσηκώσει. «Κοιμάμαι πλάι σου κάθε βράδυ, δίχως ίχνος ρούχου, και στ’ αλήθεια δε θα ’πρεπε να ντρέπομαι τώρα. Να γιατί γελούσα» πρόσθεσε ανασηκώνοντας τους ώμους, έτσι που κόντεψε να πνιγεί.
Σηκώθηκε και αντίκρισε τον άντρα της για να αποδείξει στον εαυτό της αλλά και σε εκείνον πως δεν ντρεπόταν πια.
Στάλες γυάλιζαν πάνω στο δέρμα της. Οι άκρες των μαλλιών της είχαν κολλήσει σε υγρές μπούκλες. Είχε ύφος σκανταλιάρικο. Ο Ντάνκαν έσκυψε να τη φιλήσει μια φορά, στο μέτωπό της, κι ύστερα ξανά, στη ράχη της μύτης της. Δεν μπορούσε να σταματήσει. Έδειχνε τόσο υπέροχη και προσπαθούσε τόσο γενναία να μην τον ντρέπεται. Όταν ρίγησε, ο Ντάνκαν πήρε το πανί που είχε αφήσει η Μοντ σε μια από τις καρέκλες. Το τύλιξε γύρω της, τη σήκωσε από την μπανιέρα και τη μετέφερε κοντά στο τζάκι.
Η Μάντελεϊν στάθηκε με την πλάτη στη φωτιά. Έκλεισε τα μάτια όταν το στήθος του άγγιξε το δικό της. Η θέρμη της φωτιάς άγγιξε τους ώμους της και το τρυφερό βλέμμα του Ντάνκαν την καρδιά της.
Ένιωθε πολύτιμη. Ήταν τόσο υπέροχη αίσθηση, που δε διαμαρτυρήθηκε όταν ο Ντάνκαν άρχισε να τη σκουπίζει. Στην αρχή χρησιμοποίησε το πανί για να στεγνώσει το δέρμα της, όταν όμως τέλειωσε με την πλάτη, τράβηξε τις άκρες ξαφνικά προς το μέρος του και την έσυρε πάνω του. Το στόμα του αιχμαλώτισε το δικό της σε ένα καυτό φιλί. Η γλώσσα του τρύγησε το θησαυρό που του πρόσφερε. Ο Ντάνκαν άφησε το πανί και άδραξε τους γοφούς της, τραβώντας την πάνω στην απίστευτη, σκληρή θέρμη του.
Εκείνη βόγκηξε με ηδονή μες στο στόμα του και χάιδεψε τη γλώσσα του με τη δική της. Τα χέρια της άγγιξαν την πλάτη του, όταν όμως τα ακροδάχτυλά της έφτασαν στη ζώνη του παντελονιού, ο Ντάνκαν τραβήχτηκε απότομα.
«Πήγαινέ με στο κρεβάτι, Ντάνκαν» τον ικέτεψε. Προ
326 JULIE GARWOOD
σπάθησε να αιχμαλωτίσει το στόμα του σε άλλο ένα φιλί. Ο Ντάνκαν όμως την απέφυγε.
«Σε λίγο, Μάντελεϊν» της υποσχέθηκε με τραχύ ψίθυρο. Φίλησε την άκρη του πιγουνιού της και κατέβηκε αργά προς τα στήθη της. «Είσαι τόσο όμορφη» της είπε. Ήθελε να τη γευτεί ολόκληρη. Χάιδεψε το ένα στήθος με το ένα χέρι ενώ λάτρευε το άλλο με το στόμα, ρουφώντας ώσπου η θηλή έγινε σκληρή και στρογγυλή.
Ένιωθε τη γλώσσα του σαν καυτό βελούδο. Μόλις που κατάφερνε να σταθεί. Όταν ο Ντάνκαν γονάτισε και άρχισε να βρέχει με καυτά φιλιά την κοιλιά της, πήρε μια βαθιά ανάσα και ξέχασε να την αφήσει. Τα χέρια του χάιδευαν τους μηρούς της, προχωρούσαν ανάμεσά τους, την έκαναν να φτάνει στα όριά της. Χάραξε ένα μονοπάτι με φιλιά κατά μήκος της ουλής της ενώ τα χέρια του συνέχιζαν το γλυκό μαρτύριό τους, αγγίζοντας, χαϊδεύοντας, λατρεύοντας τη ζεστασιά της.
Την κρατούσε από τους γοφούς κι όταν άρχισε το στόμα του να φιλά τον απαλό θύσανο από μπούκλες ανάμεσα στα πόδια της, τα γόνατά της λύγισαν.
Ο Ντάνκαν δεν την άφηνε να σαλέψει. Το στόμα και η γλώσσα του γεύτηκαν την υγρή ζέστη που της είχε προκαλέσει. Ήταν γλυκιά σαν μέλι και μεθυστική σαν το καλό κρασί.
Η Μάντελεϊν νόμισε πως θα πέθαινε από ηδονή. Τα νύχια της μπήχτηκαν στις ωμοπλάτες του. Γόγγυσε απαλά κλαψουρίζοντας. Ο πρωτόγονα ερωτικός ήχος κόντεψε να τον τρελάνει.
Την έφερε αργά στο πάτωμα. Το στόμα του βρήκε το δικό της τη στιγμή που τα δάχτυλά του έμπαιναν στην υγρή της ζέστη. Η Μάντελεϊν τεντώθηκε πάνω του και φώναξε το όνομά του όταν ξέσπασε μέσα της η έκρηξη ηδονής. Το ένα κύμα μετά το άλλο την τύλιγε, ενώ ο Ντάνκαν την κρατούσε πάνω του, ψιθυρίζοντας λόγια αγάπης.
Ένιωθε σαν υγρό χρυσάφι μες στην αγκαλιά του. Σκέφτηκε να του πει πόσο πολύ την είχε ικανοποιήσει, δεν μπο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 327
ρούσε όμως να σταματήσει να τον φιλάει για να προλάβει να του μιλήσει.
Ο Ντάνκαν αποτραβήχτηκε και έβγαλε γρήγορα τα υπόλοιπα ρούχα του. Ξάπλωσε τότε και έφερε τη Μάντελεϊν πάνω του.
Ήξερε πως θα έχανε τον έλεγχο από στιγμή σε στιγμή. Άνοιξε τα πόδια της προσπαθώντας να μην είναι απότομος, κι όταν βρέθηκε πάνω του το χέρι του άρχισε να τη χαϊδεύει ξανά μανιασμένα.
Η Μάντελεϊν γόγγυξε το όνομά του, τον ικέτεψε με τα χέρια και το στόμα να δώσει τέλος στο μαρτύριο.
Σήκωσε τους γοφούς της και μπήκε μέσα της με ορμή. Ήταν περισσότερο από έτοιμη να τον δεχτεί.
Ήταν τόσο απίστευτα καυτή, τόσο σφιχτή.Την άφησε τότε να τον αιχμαλωτίσει. Εκείνη τέντωσε την
πλάτη ώσπου τον σκέπασε ολόκληρο και άρχισε να κινείται με αργές, ενστικτώδεις κινήσεις που τον έκαναν να τρελαθεί.
Ένιωθε αδύναμος σαν ιπποκόμος, δυνατός σαν πολέμαρχος. Την έπιασε από τους γοφούς ζητώντας της να γίνει πιο άγρια.
Η δική του απελευθέρωση ήρθε πριν από της Μάντελεϊν, ο ήχος και η αίσθησή της όμως έφεραν και τη δική της μακάρια παράδοση.
Σωριάστηκε πάνω στο στήθος του. Ο Ντάνκαν βόγκησε, εκείνη ήταν όμως πολύ εξαντλημένη, πολύ ικανοποιημένη για να ζητήσει συγγνώμη.
Πέρασαν αρκετά λεπτά ώσπου να καταφέρει κάποιος από τους δύο να μιλήσει. Τα δάχτυλά της χάιδευαν το στήθος του. Λάτρευε την αίσθηση των σκληρών τριχών, το λείο, καυτό δέρμα, την υπέροχη μυρωδιά του.
Ο Ντάνκαν κύλησε αργά με τη Μάντελεϊν ώσπου βρέθηκε παγιδευμένη από κάτω του. Έκανε στο πλάι, στήριξε το κεφάλι στον αγκώνα και πέρασε αδιάφορα το βαρύ μηρό του πάνω στους δικούς της.
328 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως έδειχνε πολύ υπερόπτης. Την κοιτούσε με τέτοια αυταρέσκεια στο πρόσωπο. Μια τούφα από τα μαλλιά του είχε πέσει και ακουμπούσε στο μέτωπό του.
Ήταν έτοιμη να απλώσει το χέρι να τη βάλει στη θέση της, όταν ο Ντάνκαν μίλησε. «Σ’ αγαπώ, Μάντελεϊν.»
Το χέρι της πάγωσε ανάμεσά τους. Τα μάτια της γούρλωσαν και τότε ο Ντάνκαν συνειδη
τοποίησε τι της είχε πει. Δεν ήταν καθόλου αυτό που είχε σχεδιάσει. Υποτίθεται ότι εκείνη θα του έλεγε πως τον αγαπούσε. Χαμογέλασε με την γκάφα του ενώ περίμενε υπομονετικά να συνέλθει από την παραδοχή του και να του πει πόσο πολύ τον αγαπούσε.
Η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να πιστέψει ότι είχε πει κάτι τέτοιο. Η έκφρασή του έγινε σοβαρή, σαν να της φανέρωνε πως το εννοούσε.
Άρχισε να κλαίει. Ο Ντάνκαν δεν ήξερε τι να σκεφτεί. «Κλαις επειδή σου είπα πως σ’ αγαπώ;»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Όχι» ψιθύρισε. «Τότε γιατί είσαι τόσο ταραγμένη; Σε ικανοποίησα, έτσι
δεν είναι;»Ακουγόταν στ’ αλήθεια λίγο ανήσυχος. Σκούπισε τα δά
κρυα από τα μάγουλά της και τον χτύπησε στο σαγόνι. «Με ικανοποίησες» του είπε. «Φοβάμαι τόσο πολύ. Δε θα ’πρεπε να με αγαπάς.»
Ο Ντάνκαν στέναξε. Αποφάσισε πως έπρεπε να περιμένει μερικά ακόμα λεπτά για να του δώσει μια εξήγηση της προκοπής. Έτρεμε πάρα πολύ για να μιλήσει καθαρά.
Έδειξε πραγματικά μεγάλη υπομονή, όταν όμως την πήρε στην αγκαλιά του και την πήγε στο κρεβάτι τους, εκείνη κουλουριάστηκε πάνω του και δεν είπε λέξη.
«Γιατί φοβάσαι;» της είπε. «Είναι τόσο τρομερό να σε αγαπώ;»
Η φωνή του ήταν γεμάτη τρυφερότητα και την έκανε να
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 329
κλάψει πάλι. «Δεν μπορεί να υπάρξει ελπίδα για μας, Ντάνκαν. Ο βασιλιάς θα...»
«Θα μας δώσει την ευλογία του, Μάντελεϊν. Ο βασιλιάς μας θα αναγκαστεί να εγκρίνει το γάμο αυτό.»
Ακουγόταν τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Αντλούσε γαλήνη από την αυτοπεποίθησή του. «Πες μου γιατί πιστεύεις πως θα πάρει το μέρος σου ο βασιλιάς. Κάνε με να καταλάβω. Δε θέλω να φοβάμαι.»
Ο Ντάνκαν αναστέναξε. «Ο βασιλιάς Γουίλιαμ κι εγώ γνωριζόμαστε από τότε που ήμασταν μικροί. Έχει πολλά ελαττώματα, μα έχει αποδείξει πως είναι καλός ηγέτης. Τον αντιπαθείς εξαιτίας των ιστοριών που έχεις ακούσει από το θείο σου. Και ο θείος σου αντικατοπτρίζει απλώς τις αντιδράσεις της εκκλησίας του. Ο βασιλιάς έχει χάσει τη στήριξη των κληρικών επειδή πήρε θησαυρούς από τα μοναστήρια τους. Άλλωστε ποτέ δε βιάστηκε να αντικαταστήσει αξιωματούχο της εκκλησίας. Οι κληρικοί μειώνουν το βασιλιά επειδή δεν υποκύπτει στις επιταγές τους.»
«Μα γιατί πιστεύεις...»«Μη με διακόπτεις όταν σου εξηγώ κάτι» είπε ο Ντάν
καν. Απάλυνε τη διαταγή με ένα τρυφερό σφίξιμο. «Αν και δε θέλω να καυχηθώ, στην πραγματικότητα έχω βοηθήσει το βασιλιά μας να ενώσει τους Σκοτσέζους και να διατηρήσει μια ειρηνική συνύπαρξη. Ο βασιλιάς ξέρει την αξία μου. Έχω καλά εκπαιδευμένο στρατό, που μπορεί να τον καλέσει όποτε χρειαστεί, Μάντελεϊν. Βασίζεται στην αφοσίωσή μου. Ποτέ δε θα τον πρόδινα. Και αυτό το γνωρίζει.»
«Μα, Ντάνκαν, ο Λούντον είναι ιδιαίτερος φίλος του» τον διέκοψε εκείνη. «Μου το είπε η Μάρτα κι έχω ακούσει τις φήμες από τους φίλους του θείου μου.»
«Ποια είναι αυτή η Μάρτα;»«Μια από τις υπηρέτριες που είχαν παραχωρηθεί στο
θείο μου» απάντησε η Μάντελεϊν.
330 JULIE GARWOOD
«Α, τότε σίγουρα θα είναι το ίδιο αλάθητη όσο και ο πάπας» ανταπάντησε ο Ντάνκαν. «Έτσι σκέφτεσαι;»
«Όχι βέβαια» μουρμούρισε η Μάντελεϊν. Προσπάθησε να γυρίσει να τον κοιτάξει, μα εκείνος δεν την άφηνε να κουνηθεί. Βολεύτηκε ξανά στον ώμο του και είπε: «Ο αδελφός μου καυχιέται για την επιρροή που ασκεί στον Γουίλιαμ.»
«Πες μου, γυναίκα, τι εννοείς ιδιαίτερος;» απαίτησε να μάθει ο Ντάνκαν.
Η Μάντελεϊν κούνησε απότομα το κεφάλι. «Δεν μπορώ να πω. Θα ήταν αμαρτία.»
Ο Ντάνκαν αναστέναξε εκνευρισμένος. Ήξερε πολύ καλά ποιες ήταν οι προτιμήσεις του βασιλιά κι είχε μαντέψει από καιρό ότι ο Λούντον ήταν κάτι παραπάνω από υπάλληλος στην Αυλή του Γουίλιαμ. Του έκανε όμως έκπληξη ότι η αθώα, μικρή του γυναίκα ήξερε τέτοια πράγματα.
«Πρέπει απλώς να με πιστέψεις, Ντάνκαν, όταν σου λέω πως η συμφωνία ανάμεσα στον αδελφό μου και το βασιλιά είναι αμαρτωλή.»
«Δεν έχει σημασία» είπε ο Ντάνκαν. «Δε θα ξαναμιλήσουμε για αυτό, αφού σε κάνει να ντρέπεσαι τόσο. Ξέρω τι εννοείς όταν λες ιδιαίτερος, Μάντελεϊν. Ο βασιλιάς όμως δεν προδίνει τους βαρόνους του. Η τιμή είναι με τη δική μου πλευρά σε αυτή τη διαμάχη.»
«Μιλάμε για την ίδια τιμή που σε άφησε δεμένο σε ένα στύλο στο οχυρό του Λούντον;» ρώτησε η Μάντελεϊν. «Είσαι τόσο έντιμος που τον εμπιστεύτηκες να τιμήσει την προσωρινή ανακωχή, έτσι δεν είναι;»
«Ήταν πολύ προσεχτικά καταστρωμένο το σχέδιό μου» απάντησε ο Ντάνκαν. Η φωνή του δονούνταν στο αυτί της. «Ποτέ δεν εμπιστεύτηκα τον αδελφό σου.»
«Θα μπορούσε να σε είχε σκοτώσει πριν μπουν μέσα οι άντρες σου» ανταπάντησε εκείνη. «Και θα μπορούσες να είχες πεθάνει από το κρύο, αν δε σε έσωζα εγώ φυσικά. Η τιμή δεν είχε καμία σχέση με όλο αυτό.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 331
Ο Ντάνκαν δε διαφώνησε μαζί της. Έκανε λάθος φυσικά, δεν ένιωσε όμως την ανάγκη να της υποδείξει το σφάλμα της.
«Ο Λούντον θα με χρησιμοποιήσει για να σε βλάψει.»Τα λόγια της δεν έβγαζαν καθόλου νόημα. «Δεν υπάρ
χει βαρόνος στην Αγγλία που να μην έχει ακούσει για την Αντέλα. Αν γυρίσει ο βασιλιάς την πλάτη του στην αλήθεια, θα έχει κάνει το πρώτο ανόητο λάθος του. Υπάρχουν άλλοι αφοσιωμένοι βαρόνοι που θα σταθούν στο πλευρό μου. Μας δένει όλους η τιμή απέναντι στο βασιλιά μας, ναι, μα πρέπει να φερθούμε έντιμα και ο ένας απέναντι στον άλλο. Αλλιώς ο όρκος αφοσίωσης δε θα σημαίνει τίποτε. Έχε μου εμπιστοσύνη. Ο Λούντον δεν μπορεί να νικήσει σε τούτο τον πόλεμο. Πίστεψέ με, γυναίκα, όταν σου λέω πως ξέρω τι πρέπει να γίνει.»
Η Μάντελεϊν αναλογίστηκε αρκετά αυτό που της είπε και μετά ψιθύρισε: «Πάντα σε εμπιστευόμουν, από τη νύχτα εκείνη που κοιμηθήκαμε μαζί στη σκηνή σου. Υποσχέθηκες να μη με αγγίξεις όσο κοιμόμουν, και σε πίστεψα.»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε στην ανάμνηση εκείνης της βραδιάς. «Καταλαβαίνεις τώρα πόσο παράλογο ήταν από μέρους μου να πιστεύεις πως θα μπορούσα να σε εκμεταλλευτώ δίχως να το καταλάβεις;»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Κοιμάμαι πολύ βαριά, Ντάνκαν» τον πείραξε.
«Δεν πρόκειται να σε αφήσω να αγνοήσεις το θέμα μας, Μάντελεϊν. Μόλις σου ορκίστηκα αγάπη. Δεν έχεις τίποτα να πεις από την πλευρά σου;»
«Ευχαριστώ, άντρα μου.»«Ευχαριστώ;» φώναξε. Η υπομονή του τον εγκατέλειπε.
Υποτίθεται πως θα του έλεγε πόσο πολύ τον αγαπούσε και τον έκανε έξαλλο το ότι δεν το ήξερε.
Η Μάντελεϊν βρέθηκε ξαφνικά ανάσκελα με τον άντρα της να γέρνει απειλητικά πάνω της. Ο μυς στο σαγόνι του
332 JULIE GARWOOD
συσπάστηκε, κάτι που φανέρωνε πως ήταν πραγματικά οργισμένος. Έδειχνε έτοιμος να πολεμήσει.
Δε φοβήθηκε καθόλου. Χάιδεψε τρυφερά τους ώμους του, ύστερα άφησε τις παλάμες να γλιστρήσουν αργά στα μπράτσα του. Το κορμί του ήταν σφιγμένο, άκαμπτο. Ένιωθε τη δύναμη του ατσαλιού κάτω από τα δάχτυλά της. Δεν πήρε το βλέμμα της από το δικό του όσο τον χάιδευε. Παρόλο που ένιωθε τη δύναμή του, έβλεπε και την ευαισθησία στα μάτια του. Ήταν ένα βλέμμα που δεν είχε δει ποτέ ξανά, το αναγνώριζε όμως.
Ο Ντάνκαν έδειχνε καλός, μα ανήσυχος.Μόλις του χάρισε ένα τρυφερό χαμόγελο, το πρόσωπό
του χαλάρωσε αμέσως. Είδε τη σπίθα στα μάτια της και ανταποκρίθηκε. Το σώμα του χαλάρωσε πάνω στο δικό της.
«Τολμάς να με πειράζεις;»«Δε σε πειράζω» του είπε η Μάντελεϊν. «Μόλις μου
πρόσφερες το πιο υπέροχο δώρο, Ντάνκαν. Είμαι συγκλονισμένη.»
Περίμενε να ακούσει κι άλλα. «Είσαι ο μόνος άντρας που μου είπε ποτέ πως με αγαπά» ψιθύρισε εκείνη. Μια ρυτίδα ζάρωσε το μέτωπό της και πρόσθεσε: «Πώς μπορώ να μη σ’ αγαπώ κι εγώ;»
Έδειχνε σαν να είχε μόλις συνειδητοποιήσει το γεγονός αυτό. Ο οργισμένος στεναγμός του κόντεψε να χωρίσει τα μαλλιά της στα δυο. «Τότε μάλλον είμαι πολύ τυχερός που δε σου είπε ο Γκίλαρντ πρώτος πως σ’ αγαπά.»
«Μου το είπε» ανάγγειλε η Μάντελεϊν και χαμογέλασε όταν είδε πόσο τον ξάφνιασε η παραδοχή της. «Εγώ όμως βλέπεις δε μέτρησα τον όρκο αγάπης του ως πρώτο, γιατί δεν ήταν πραγματικός. Ο αδελφός σου απλώς ξελογιάστηκε λίγο.»
Η Μάντελεϊν τεντώθηκε ξαφνικά και τον φίλησε. Έφερε τα χέρια γύρω από τη μέση του και τον έσφιξε. «Ω, Ντάνκαν, σ’ αγαπούσα τόσο πολύ καιρό. Τι ανόητη που ήμουν να μην το έχω καταλάβει νωρίτερα. Αν και πρέπει να παραδεχτώ, από
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 333
ψε όταν καθόμασταν στο τζάκι με την οικογένειά σου και τον καλεσμένο σου, ήταν η στιγμή που το συνειδητοποίησα. Μου έδωσες αξία. Η καρδιά μου ξέρει πως έχω για σένα σημασία.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Πάντα είχες σημασία, Μάντελεϊν. Πάντα.»
Τα μάτια της πλημμύρισαν δάκρυα. «Είναι θαύμα η αγάπη σου για μένα. Με πήρες αιχμάλωτη για να πραγματοποιήσεις τα σχέδιά σου για εκδίκηση ενάντια στον αδελφό μου. Έτσι δεν είναι;»
«Ναι» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν. «Αυτός είναι ο λόγος που με παντρεύτηκες.» Ξαφνικά
έσμιξε τα φρύδια και κοίταξε τον άντρα της. «Με αγαπούσες τότε;»
«Νόμιζα πως ήταν πόθος» απάντησε ο Ντάνκαν. «Ήθελα να πλαγιάσω μαζί σου» πρόσθεσε χαμογελώντας.
«Εκδίκηση και πόθος» ανταπάντησε η Μάντελεϊν. «Το λιγότερο θλιβεροί λόγοι για να παντρευτεί κανείς.»
«Ξέχασες τη συμπόνια» την πληροφόρησε ο Ντάνκαν. «Συμπόνια; Εννοείς πως με λυπόσουν; Αυτό είναι;» ρώ
τησε καθώς άρχιζε να εκνευρίζεται. «Για το Θεό, με αγαπάς από οίκτο;»
«Αγάπη μου, μόλις απαρίθμησες όλους τους λόγους που έδινα στον εαυτό μου.»
Δεν της άρεσε το γέλιο του. «Αν η αγάπη σου βασίζεται στον πόθο, τον οίκτο, την εκδίκηση, τότε...»
«Μάντελεϊν» την έκοψε προσπαθώντας να την καθησυχάσει «τι σου είπα πριν φύγουμε από το οχυρό του αδελφού σου; Θυμάσαι;»
«Μου είπες ότι ήταν οφθαλμός αντί οφθαλμού» είπε η Μάντελεϊν.
«Με ρώτησες αν ανήκες στον Λούντον. Θυμάσαι την απάντησή μου στην ερώτηση εκείνη;»
«Ναι, αν και δεν την κατάλαβα» είπε η Μάντελεϊν. «Είπες πως ανήκω σε σένα.»
334 JULIE GARWOOD
«Είπα την αλήθεια» της είπε. Τη φίλησε για να διώξει το καχύποπτό της βλέμμα.
«Εξακολουθώ να μην καταλαβαίνω» του είπε η Μάντελεϊν όταν την ξανάφησε να μιλήσει.
«Ούτε κι εγώ καταλάβαινα» είπε ο Ντάνκαν. «Νόμιζα πως θα σε κρατούσα, μα δε σκέφτηκα το γάμο παρά πολύ αργότερα. Στην πραγματικότητα, η κίνηση καλοσύνης σου ήταν αυτή που σφράγισε τη μοίρα σου.»
«Αλήθεια;» Τα μάτια της ξεχείλισαν ξανά δάκρυα. Το ύφος στο πρόσωπό του ήταν τόσο γεμάτο αγάπη, τρυφερότητα.
«Ήταν αναπόφευκτο από τη στιγμή που μου ζέστανες τα πόδια, αν και μου πήρε λίγο χρόνο να αναγνωρίσω την αλήθεια.»
«Με αποκάλεσες απλοϊκή» του είπε χαμογελώντας στη θύμηση της φράσης.
Η σπίθα είχε ξαναγυρίσει στα μάτια της. Δεν ήταν πια θυμωμένη. Ο Ντάνκαν καμώθηκε τον εξοργισμένο για το σχόλιό της, μόνο και μόνο για να πετύχει την αντίδρασή της. «Ποτέ δε σε είπα απλοϊκή. Κάποιος άλλος ήταν και θα τον αντιμετωπίσω αμέσως.»
Η Μάντελεϊν έβαλε τα γέλια. «Εσύ ήσουν, βαρόνε. Σε έχω όμως ήδη συγχωρήσει. Άλλωστε σε έχω αποκαλέσει με διάφορους σκληρούς χαρακτηρισμούς.»
«Αλήθεια; Ποτέ δεν άκουσα κάτι τέτοιο» είπε ο Ντάνκαν. «Πότε έγινε αυτό;»
«Όταν είχες γυρισμένη την πλάτη, φυσικά.»Έδειχνε τόσο αθώα. Το χαμόγελό του έγινε πιο πλατύ.
«Η εμμονή σου να λες την αλήθεια θα σε βάλει μια μέρα σε μπελάδες.» Τη φίλησε ξανά πριν συνεχίσει. «Εγώ όμως θα είμαι στο πλευρό σου να σε προστατέψω.»
«Όπως θα σε προστατεύω πάντοτε κι εγώ» του είπε. «Είναι καθήκον μου ως συζύγου σου.»
Γέλασε όταν την κοίταξε, σαν να μην πίστευε στα αυτιά
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 335
του. «Δε με ανησυχείς» κόμπασε. «Δε θα σε φοβηθώ πια τώρα που έχω την αγάπη σου.»
Σκέφτηκε πως ακουγόταν αυτάρεσκη. «Το ξέρω.»Η Μάντελεϊν γέλασε με την απελπισία στη φωνή του. «Θα ήθελα να σε ακούσω να μου λες άλλη μια φορά πως
μ’ αγαπάς» ζήτησε ο Ντάνκαν.«Τι αλαζονική διαταγή μου δίνεις» ψιθύρισε η Μάντελεϊν.
«Σ’ αγαπώ με όλη μου την καρδιά, Ντάνκαν.» Τον φίλησε στο πιγούνι. «Θα έδινα και τη ζωή μου για σένα, άντρα μου.» Χάιδεψε το κάτω χείλι του με την άκρη της γλώσσας της. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα.»
Ο Ντάνκαν γρύλισε με ικανοποίηση και άρχισε να της κάνει αργά, γλυκά, έρωτα.
«Ντάνκαν;»«Ναι, αγάπη μου;»«Πότε κατάλαβες πως με αγαπούσες;»«Κοιμήσου, Μάντελεϊν. Κοντεύει να χαράξει.»Δεν ήθελε να κοιμηθεί. Δεν ήθελε να τελειώσει η υπέρο
χη τούτη νύχτα. Έτριψε επίτηδες τους γοφούς της πάνω στο στομάχι του. Τα δάχτυλα των ποδιών της τυλίχτηκαν στα πόδια του. «Σε παρακαλώ, πες μου πότε ακριβώς έγινε.»
Ο Ντάνκαν στέναξε. Ήξερε πως δε θα σταματούσε μέχρι να της απαντήσει. «Σήμερα.»
«Χα!» αναφώνησε η Μάντελεϊν.«Χα, τι;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Τώρα αρχίζω να βγάζω νόημα» εξήγησε η Μάντελεϊν. «Δε βγάζεις κανένα νόημα» ανταπάντησε ο Ντάνκαν.«Εσύ είσαι εκείνος που φερόσουν τόσο απρόβλεπτα όλη
μέρα. Για να είμαι ειλικρινής, με έκανες να ανησυχήσω λίγο. Πότε σήμερα;»
«Πότε τι;»«Πότε ακριβώς κατάλαβες πως με αγαπούσες;» Δε σκό
πευε να το βάλει κάτω. «Όταν νόμισα πως θα σε σκότωνε το άλογό μου.»
336 JULIE GARWOOD
«Ο Σειληνός; Νόμιζες πως θα μου έκανε κακό ο Σειληνός;»Άκουσε την έκπληξη στη φωνή της. Χαμογέλασε πάνω
από το κεφάλι της. Εξακολουθούσε να μην έχει την παραμικρή ιδέα για τον τρόμο που του είχε προκαλέσει.
«Ντάνκαν;»Του άρεσε ο τρόπος που ψιθύριζε το όνομά του όταν
ήθελε κάτι από εκείνον. Ήταν τρυφερός, κολακευτικός και τρομερά ερωτικός. «Κατάστρεψες το άτι μου. Αυτό σου έλεγα κάτω όταν αποκοιμήθηκες στην ποδιά μου.»
«Δεν τον κατάστρεψα» διαμαρτυρήθηκε η Μάντελεϊν. «Απλώς του έδειξα καλοσύνη. Δεν μπορεί να είναι κακό να δείχνεις λίγη στοργή.»
«Η στοργή μπορεί να μ’ οδηγήσει στο θάνατο, αν δε με αφήσεις να ξεκουραστώ» απάντησε με ένα χασμουρητό. «Έχεις μετατραπεί σε ακόρεστο γύναιο» πρόσθεσε με έναν ψεύτικο στεναγμό. «Μου ρούφηξες τη δύναμή μου.»
«Ευχαριστώ.»«Μπορείς να πάρεις τον Σειληνό για δικό σου.»«Τον Σειληνό; δικό μου;» Ακουγόταν σαν ανυπόμονο παιδί. «Το ζώο σου είναι πιστό. Το μεγαλόπρεπο άτι μου το έκα
νες αρνί. Δε θα καταφέρω ποτέ να το κάνω να ξεχαστεί.»«Τι να κάνεις να ξεχαστεί;»Ο Ντάνκαν αγνόησε την ερώτησή της. Την ανάγκασε να
γυρίσει και να τον δει. Ύστερα την κοίταξε για ώρα, επίμονα. «Άκουσέ με καλά τώρα, γυναίκα. Δε θα τον ιππεύσεις αν δε σε μάθω σωστά. Με καταλαβαίνεις;»
«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι δεν έχω μάθει σωστά;» ρώτησε η Μάντελεϊν. Δεν είχε σκεφτεί φυσικά ακόμα ότι του είχε κρύψει αυτό της το μειονέκτημα. Ο σύζυγός της όμως ήταν πιο έξυπνος από όσο είχε καταλάβει.
«Απλώς υποσχέσου το» απαίτησε ο Ντάνκαν.«Το υπόσχομαι.» Άρχισε να δαγκώνει το κάτω χείλι της,
όταν μια σκέψη άρχισε ξαφνικά να την ενοχλεί. «Δε θα αλλάξεις γνώμη το πρωί, έτσι;»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 337
«Όχι βέβαια. Ο Σειληνός είναι δικός σου τώρα.»«Δεν εννοούσα τον Σειληνό.»«Τι εννοούσες τότε;»Έδειχνε ανήσυχη. Ο Ντάνκαν έσμιξε τα φρύδια κι εκεί
νη αναγκάστηκε να του ψιθυρίσει το φόβο της. «Δε θα αλλάξεις γνώμη ότι με αγαπάς, έτσι;»
«Ποτέ.»Τη φίλησε για να της το αποδείξει. Ύστερα έκλεισε
τα μάτια και γύρισε ανάσκελα, σκοπεύοντας να κοιμηθεί. Ήταν εξαντλημένος.
«Δε θυμήθηκες να κάνεις μπάνιο στη λίμνη σου απόψε. Ήταν πολύ απρόβλεπτο από μέρους σου.»
Όταν δεν το σχολίασε, η Μάντελεϊν τον σκούντησε. «Γιατί δεν το ’κανες;»
«Γιατί έκανε αναθεματισμένο κρύο.»Ήταν λογική απάντηση, ακουγόταν όμως αλλόκοτη από
τα χείλη του. Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Ω, πόσο τον αγαπούσε. «Ντάνκαν; Σου άρεσε όταν μου έκανες έρωτα κοντά στο τζάκι; Ξέρεις, όταν με φιλούσες… εκεί;»
Ακουγόταν ντροπαλή, αλλά και περίεργη. «Ναι, Μάντελεϊν. Έχεις γεύση γλυκιά σαν μέλι.»
Η θύμηση της γεύσης της τον έκανε να ερεθιστεί ξανά. Ο πόθος για τη γυναίκα του τον αιφνιδίαζε.
Η Μάντελεϊν γύρισε στο πλάι και τον κοίταξε. Τα μάτια του ήταν κλειστά, χαμογελούσε όμως και έδειχνε πολύ ικανοποιημένος.
Το χέρι της άρχισε να χαϊδεύει το πιγούνι του και να κατεβαίνει ως το στομάχι. «Θα μου αρέσει κι η δικιά σου γεύση;» τον ρώτησε με ένα βραχνό ψίθυρο.
Πριν προλάβει να της απαντήσει, η Μάντελεϊν έσκυψε και φίλησε τον αφαλό του. Χαμογέλασε όταν είδε πώς συσπάστηκαν οι μύες του στομαχιού του. Το χέρι της προχώρησε αργά πιο χαμηλά, χαράζοντας μια γραμμή με το στόμα και τη γλώσσα.
338 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν σταμάτησε να ανασαίνει όταν το χέρι της τον έπιασε. «Είσαι τόσο σκληρός, τόσο καυτός» του είπε. «Δώσε μου τη φωτιά σου.»
Ο Ντάνκαν ξέχασε τον ύπνο. Άφησε τη γυναίκα του να υφάνει το μαγικό της ξόρκι πάνω του. Σκέφτηκε πως ήταν ο πιο πλούσιος άντρας του κόσμου ολόκληρου, κι όλα αυτά γιατί τον αγαπούσε η γυναίκα του. Κι ύστερα δεν μπορούσε πια να σκεφτεί.
Κεφάλαιο 18
Δηλώνω πως η ισχύς είναι δικαίωμα. Η δικαιοσύνη ενδιαφέ-ρει τους ισχυρότερους.
Πλάτωνα Πολιτεία
Οι σκληρές μέρες του χειμώνα έφεραν τρομερά χαμηλές θερμοκρασίες μαζί με ανέμους που ούρλιαζαν και άδραχναν τους αγρούς απ’ τα παγωμένα, χιονισμένα δόντια τους. Ο χειμώνας έμοιαζε να υπόσχεται να κρατήσει για πάντα τον κόσμο στο παγωμένο του βασίλειο, ώσπου η άνοιξη, η ευγενική κυρά, εμφανίστηκε με δικές της υποσχέσεις. Έφερνε μαζί το δώρο της αναγέννησης, τυλιγμένο με τη ζεστή λάμψη του ήλιου. Μαγεμένος από την υπόσχεση, ο άνεμος έχασε την παγερή του ανάσα και μεταμορφώθηκε μαγικά σε απαλή αύρα.
Τα δέντρα ήταν τα πρώτα που έδειχναν ότι η υπόσχεση εκπληρωνόταν. Τα κλαδιά δεν ήταν πια ξερά, μόνο λυγούσαν με χάρη όταν τα καλούσε η αύρα. Ευαίσθητα μάτια και πράσινα φύλλα γέμιζαν κάθε κλαρί. Ξεχασμένοι σπόροι που τους φυσούσαν στη γη οι άνεμοι του φθινοπώρου άνθιζαν τώρα σε μια έκρηξη χρωμάτων και αρωμάτων, τόσο μεθυστικών που δελέαζαν τις ματαιόδοξες μέλισσες.
Ήταν μια μαγική εποχή για τη Μάντελεϊν. Γνώριζε τόση χαρά αγαπώντας τον Ντάνκαν. Πίστευε πως ήταν θαύμα που την αγαπούσε κι εκείνος. Οι πρώτες βδομάδες μετά την παραδοχή του ήταν για εκείνη δύσκολες, αφού ανησυχούσε μην τη βαρεθεί. Έκανε ό,τι μπορούσε για να τον ευχαρι
340 JULIE GARWOOD
στήσει, ο αναπόφευκτος όμως πρώτος καβγάς δεν άργησε να έρθει. Μια απλή παρεξήγηση, που θα μπορούσε να λυθεί εύκολα, ξέφυγε από τις πραγματικές της διαστάσεις εξαιτίας της κακής του διάθεσης και της δικής της εξάντλησης.
Στην πραγματικότητα η Μάντελεϊν δεν μπορούσε καν να θυμηθεί τι είχε προκαλέσει τη διαφωνία. Θυμόταν μόνο πως ο Ντάνκαν της είχε φωνάξει. Αμέσως υποχώρησε πίσω από την ασφάλεια της μάσκας της ηρεμίας, ο άντρας της όμως δεν άργησε να διαλύσει την ψεύτικη εικόνα γαλήνης. Ξέσπασε σε κλάματα, του είπε ότι ήταν φανερό πως δεν την αγαπούσε πια, και μετά έτρεξε στον πύργο.
Ο Ντάνκαν την ακολούθησε. Εξακολουθούσε να ουρλιάζει, το θέμα όμως τώρα είχε να κάνει με το συνήθειό της να βγάζει λάθος συμπεράσματα. Όταν κατάλαβε πως ήταν έξαλλος που είχε σκεφτεί πως έπαψε να την αγαπά, σταμάτησε να την απασχολεί η άγρια έκφραση ή οι φωνές. Άλλωστε αυτό που φώναζε ήταν πως την αγαπούσε.
Είχε πάρει ένα σημαντικό μάθημα εκείνη τη νύχτα. Δεν πείραζε να βάλει κι εκείνη τις φωνές. Οι κανόνες είχαν αλλάξει μέσα της από τότε που συνάντησε τους Γουέξτον. Η ελευθερία που είχε τώρα ξεκλείδωνε όλες τις πόρτες των συναισθημάτων της. Δεν ήταν αναγκασμένη να είναι συγκρατημένη. Όταν ένιωθε την ανάγκη να γελάσει, γελούσε. Κι όταν ένιωθε την ανάγκη να φωνάξει, το έκανε, αν και προσπαθούσε να διατηρήσει συμπεριφορά που άρμοζε σε κυρία.
Κατάλαβε ακόμα πως άρχιζε να αποκτά μερικά από τα χαρακτηριστικά του άντρα της.
Η προβλεψιμότητα πρόσφερε ασφάλεια κι είχε αρχίσει να αντιπαθεί τις αλλαγές όσο και εκείνος. Όταν έφυγαν ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ για να προσφέρουν τις σαράντα μέρες υπηρεσίας στους άρχοντές τους, η Μάντελεϊν φρόντισε να κάνει γνωστή τη δυσαρέσκειά της ίσαμε εκεί που έφτανε η φωνή της.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 341
Ο Ντάνκαν της εξήγησε ότι γινόταν παράλογη, της θύμισε μάλιστα ότι είχε διαφωνήσει μια φορά μαζί του για να δώσει στους αδελφούς του περισσότερες ευθύνες. Η Μάντελεϊν όμως δεν άκουγε τη φωνή της λογικής. Είχε μεταμορφωθεί σε μαμά κλώσα που ήθελε όλους τους Γουέξτον να μένουν εκεί, για να μπορεί να τους έχει υπό την προστασία της.
Ο Ντάνκαν καταλάβαινε τη γυναίκα του πολύ καλύτερα από όσο τον καταλάβαινε εκείνη. Τα αδέλφια του και η Αντέλα είχαν γίνει μέλη της οικογένειάς της. Είχε μείνει μόνη τόσο πολλά χρόνια, και η χαρά να έχει πολλούς ανθρώπους να τη νοιάζονται γύρω της ήταν τόσο παρηγορητική που δεν μπορούσε να την αποχωριστεί δίχως διαμαρτυρία.
Ήταν και ειρηνοποιός. Συνεχώς έμπαινε στη μέση αν πίστευε ότι κάποιος αδικούνταν. Ήταν προστάτιδα όλων ξεχωριστά, κι όμως ξαφνιαζόταν όταν κάποιος προσπαθούσε να την προστατέψει.
Στην πραγματικότητα εξακολουθούσε να μην καταλαβαίνει την αξία της. Ο Ντάνκαν ήξερε πως πίστευε πως ήταν θαύμα ότι την αγαπούσε. Δεν ήταν άνθρωπος που εκδήλωνε εύκολα τα αισθήματά του, σύντομα όμως κατάλαβε πως ήθελε να τον ακούει συχνά να ορκίζεται πως την αγαπά. Η αίσθηση φόβου και ανασφάλειας εξακολουθούσε να υποβόσκει, και ήταν κατανοητό λόγω του παρελθόντος της. Είχε αποδεχτεί λοιπόν ότι θα περνούσε καιρός για να αποκτήσει αυτοπεποίθηση για τις ικανότητές της.
Οι μέρες που περνούσε με τη νέα του γυναίκα θα ήταν ειδυλλιακές, αν δεν ήταν η Αντέλα τόσο αποφασισμένη να τους τρελάνει όλους. Ο Ντάνκαν προσπαθούσε να την αντιμετωπίζει με συμπάθεια, η συμπεριφορά της όμως τον έκανε να σκέφτεται συχνά ότι θα ήθελε να τη στραγγαλίσει.
Έκανε το λάθος να πει στη Μάντελεϊν πώς ένιωθε για τη συμπεριφορά της Αντέλα και την παρόρμησή του να της χώσει κανένα πανί στο στόμα. Η Μάντελεϊν το θεώρησε απαίσιο. Αμέσως την υπερασπίστηκε. Του πρότεινε να μάθει να
342 JULIE GARWOOD
είναι πιο συμπονετικός, γιατί όμως θεωρούσε ότι έπρεπε να κάνει κάτι τέτοιο, ο Ντάνκαν δεν μπορούσε να καταλάβει.
Η Μάντελεϊν τον αποκάλεσε αναίσθητο, η αλήθεια όμως ήταν το ακριβώς αντίθετο. Ο Ντάνκαν ήταν ιδιαίτερα ευαίσθητος απέναντι στο βαρόνο Τζέραλντ. Ο φίλος του είχε την υπομονή του Ιώβ και την αντοχή σφυρηλατημένου ατσαλιού.
Η Αντέλα έκανε ό,τι μπορούσε για να αποθαρρύνει το μνηστήρα της. Κορόιδευε, ούρλιαζε, έκλαιγε. Τίποτα δεν είχε σημασία. Ο Τζέραλντ δεν αποθαρρυνόταν ούτε στιγμή από το στόχο του να την κερδίσει. Ο Ντάνκαν πίστευε πως είτε ήταν πεισματάρης σαν γαϊδούρι είτε ηλίθιος σαν ταύρος. Ίσως να ήταν λίγο κι από τα δύο.
Ο Ντάνκαν δεν μπορούσε παρά να τον θαυμάζει. Τέτοια αποφασιστικότητα ήταν αξιέπαινη, ειδικά όταν έβλεπε κανείς το έπαθλο που αποζητούσε να μεταμορφώνεται σε στρίγκλα που ουρλιάζει.
Θα προτιμούσε να αγνοεί την όλη κατάσταση. Η Μάντελεϊν όμως δεν τον άφηνε. Τον ανακάτευε συνέχεια σε οικογενειακούς καβγάδες, εξηγώντας πως ήταν καθήκον του να διορθώσει τα πράγματα.
Του είπε ορθά κοφτά πως μπορούσε να είναι και άρχοντας και αδελφός, αλλά όλες εκείνες οι ανοησίες περί απόστασης από την οικογένειά του ήταν συνήθειες του παρελθόντος και έπρεπε να τις πετάξει από πάνω του.
Η Μάντελεϊν του είχε πει ακόμα πως μπορούσε να διατηρήσει το σεβασμό των αδελφών του και να κερδίσει και τη φιλία τους. Ο Ντάνκαν δε διαφώνησε μαζί της. Άλλωστε δεν είχε κερδίσει ούτε μία διαφωνία από τότε που είχαν παντρευτεί.
Σε αυτή την περίπτωση όμως είχε δίκιο. Δεν μπήκε φυσικά στον κόπο να της το πει, αφού ήξερε πως θα του υποδείκνυε αμέσως κάποια άλλη «συνήθεια» που έπρεπε να πετάξει από πάνω του.
Άρχισε να δειπνεί μαζί με την οικογένεια, γιατί ήξερε πως θα ευχαριστούσε έτσι τη Μάντελεϊν, και ανακάλυψε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 343
πως του άρεσε. Μιλούσε για διάφορα θέματα και απολάμβανε τις ζωηρές συζητήσεις. Οι αδελφοί του ήταν οξυδερκείς και δεν πέρασε πολύς καιρός που ο Ντάνκαν άρχισε να εκτιμά τις προτάσεις τους.
Έβγαλε σιγά σιγά τα εμπόδια που είχε υψώσει για να διαχωρίσει τον εαυτό του από την οικογένεια και ανακάλυψε πως οι ανταμοιβές ήταν πολύ πιο σπουδαίες από την προσπάθεια που κατέβαλλε.
Ο πατέρας του έκανε λάθος. Τώρα πια το ήξερε. Ο πατέρας του μπορεί να κυβερνούσε αυστηρά για να προστατέψει τη θέση του ως άρχοντα. Ίσως να πίστευε πως θα έχανε το σεβασμό τους αν έδειχνε στα παιδιά του στοργή. Ο Ντάνκαν δεν ήταν σίγουρος γιατί το είχε κάνει. Ήξερε μόνο πως δεν ήταν ανάγκη να ακολουθεί πια τις παλιές συνήθειες.
Έπρεπε να ευχαριστεί τη γυναίκα του για την αλλαγή στη συμπεριφορά του. Του έμαθε πως δεν ήταν ανάγκη να συνυπάρχουν ο φόβος και ο σεβασμός. Το ίδιο καλά αποτελέσματα είχαν η αγάπη και ο σεβασμός, ίσως ακόμα καλύτερα. Ήταν ειρωνικό. Η Μάντελεϊν ευγνωμονούσε τον Ντάνκαν που της είχε προσφέρει μια θέση στην οικογένειά του, ενώ στην πραγματικότητα είχε συμβεί το ακριβώς αντίθετο. Εκείνη του είχε προσφέρει μια θέση στο ίδιο του το σπίτι. Του είχε δείξει πώς να είναι αδελφός του Γκίλαρντ, του Έντμοντ, της Αντέλα. Ναι, τον είχε σύρει στη μέση ακριβώς του οικογενειακού κύκλου.
Ο Ντάνκαν συνέχισε να ακολουθεί το ίδιο πρόγραμμα με τους άντρες του, είχε αφήσει όμως μια ώρα το απόγευμα για να μάθει στη γυναίκα του πώς πρέπει να ιππεύει. Μάθαινε γρήγορα και δεν πέρασε πολύς καιρός που την άφησε να πάει βόλτα με τον Σειληνό ίσαμε το χαμηλότερο λόφο έξω από τα τείχη. Την ακολουθούσε, φυσικά, για να είναι σίγουρος. Και γκρίνιαζε με την πεισματική συνήθειά της να πηγαίνει φαγητό στο φανταστικό της λύκο.
344 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν του ζήτησε να της εξηγήσει γιατί η μία πλευρά του λόφου ήταν γυμνή ενώ η άλλη είχε δάσος και άγρια φύση.
Ο Ντάνκαν εξήγησε πως είχαν κοπεί όλα τα δέντρα σε εκείνη την πλευρά του λόφου που έβλεπε προς το οχυρό. Ο σκοπός δεν μπορούσε να δει πέρα από την κορυφή, έτσι δεν ήταν απαραίτητο να κόψει τα δέντρα στην άλλη πλευρά. Όποιος ήθελε να μπει στο σπιτικό του έπρεπε να ανέβει πρώτα τη χαμηλότερη κορφή. Ο σκοπός θα έβλεπε τότε αν ήταν εχθρός ή φίλος. Κι αν ήταν εχθρός, οι τοξοβόλοι θα είχαν εύκολο στόχο, δίχως τα δέντρα να προσφέρουν καταφύγιο και κρυψώνες.
Είχε θαυμάσει την εξήγησή του. Φαινόταν πως ό,τι κι αν έκανε είχε να κάνει με την προστασία. Εκείνος κούνησε το κεφάλι και εξήγησε στη γυναίκα του πως η προστασία ήταν ευθύνη του ως άρχοντα του Γουέξτον.
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Είχε συνηθίσει και τα χαμόγελά της.
Ήξερε πως ανησυχούσε για το μέλλον τους. Εξακολουθούσε να μη θέλει να της θυμίζουν τον αδελφό της και όλοι προσπαθούσαν να μην αναφέρουν το όνομά του σε συζητήσεις. Αφού δεν μπορούσε να την πείσει πως όλα θα πήγαιναν καλά, οι δυο τους απλώς απέφευγαν το θέμα.
Η άνοιξη βοήθησε τον Ντάνκαν να συνειδητοποιήσει κάποια πράγματα. Αναγκάστηκε να αφήσει τη Μάντελεϊν για σχεδόν ένα μήνα για υποθέσεις που έπρεπε να χειριστεί, κι όταν γύρισε, η γυναίκα του έκλαψε από ευτυχία. Έμειναν ξάγρυπνοι όλη νύχτα κάνοντας παθιασμένο έρωτα, και θα είχαν μείνει όλη μέρα στο κρεβάτι αν δεν τους ενοχλούσαν από το σπίτι.
Στη Μάντελεϊν δεν άρεσε καθόλου που έπρεπε ο Ντάνκαν να την αφήσει. Ούτε και σε κείνον άρεσε και, παρόλο που δε θα το έλεγε ποτέ στην ίδια, το μόνο που σκεφτόταν ήταν να γυρίσει κοντά της. Η άνοιξη άφησε το μανδύα από
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 345
ήλιο και λουλούδια πίσω της. Οι ζεστές καλοκαιρινές μέρες έφτασαν επιτέλους στη γη των Γουέξτον.
Ήταν πιο εύκολα τα ταξίδια τώρα. Ο Ντάνκαν ήξερε πως ήταν ζήτημα χρόνου πια να κληθεί για να δώσει λόγο στο βασιλιά του. Έκρυψε τις έγνοιες του από τη Μάντελεϊν ενώ συγκέντρωνε διακριτικά τους στρατιώτες του.
Ο βαρόνος Τζέραλντ επέστρεψε στους Γουέξτον τις τελευταίες μέρες του Ιούνη για άλλη μία προσπάθεια να κερδίσει την Αντέλα. Ο Ντάνκαν συνάντησε το φίλο του στην αυλή. Είχαν και οι δύο σημαντικά νέα να μεταφέρουν. Ο Ντάνκαν είχε μόλις δεχτεί έναν αγγελιαφόρο με μήνυμα που έφερε τη σφραγίδα του βασιλιά. Ο βαρόνος Γουέξτον ήξερε να διαβάζει, κάτι που η γυναίκα του δε γνώριζε, και το γράμμα που είχε μόλις διαβάσει τον έκανε απότομο. Ήταν πολύ απασχολημένος για να υποδεχτεί τον Τζέραλντ κατάλληλα.
Εκείνος έδειχνε να έχει την ίδια διάθεση. Αφού υποκλίθηκε κοφτά στον Ντάνκαν, έδωσε τα γκέμια του αλόγου του στον Άνσελ και στράφηκε ξανά στο φίλο του. «Μόλις γύρισα από τους Κλέαρ» είπε ψιθυρίζοντας σιγά.
Ο Ντάνκαν ένευσε στον Άντονι να πλησιάσει. «Υπάρχουν πολλά να συζητήσουμε και θα ήθελα να ακούσει και ο Άντονι» του εξήγησε.
Ο Τζέραλντ κούνησε το κεφάλι. «Έλεγα στον Ντάνκαν πως μόλις επέστρεψα από τα κτήματα των Κλέαρ» επανέλαβε ο Τζέραλντ. «Ο αδελφός του βασιλιά, ο Χένρι, ήταν εκεί. Ρωτούσε πολλά για σένα, Ντάνκαν.»
Οι τρεις άντρες προχώρησαν με βήμα αργό προς την αίθουσα. «Πιστεύω πως προσπαθούσε να καταλάβει τη στάση σου στην περίπτωση που θα γινόταν βασιλιάς μας» παραδέχτηκε ο Τζέραλντ.
Ο Ντάνκαν συνοφρυώθηκε. «Τι ρωτούσε;» είπε. «Η συζήτηση ήταν επιφυλακτική. Ήταν σαν να ήξεραν
όλοι κάτι που εγώ δε γνώριζα. Δε βγαίνει και πολύ νόημα, έτσι δεν είναι;» ρώτησε.
346 JULIE GARWOOD
«Υπάρχει ανάγκη υπεράσπισης του Γουίλιαμ; Πιστεύεις ότι ο Χένρι θα του επιτιθόταν;»
«Όχι» απάντησε ο Τζέραλντ εμφατικά. «Μου φάνηκε όμως περίεργο. Δεν ήσουν καλεσμένος, όλες οι ερωτήσεις όμως που μου έκαναν αφορούσαν εσένα.»
«Είχαν να κάνουν με την αφοσίωσή μου;»«Η αφοσίωσή σου δε θίχτηκε ούτε μία φορά» απάντησε ο
Τζέραλντ. «Διοικείς όμως ένα στρατό που διαθέτει τους πιο δυνατούς πολεμιστές της Αγγλίας, Ντάνκαν. Θα μπορούσες εύκολα να επιτεθείς στο βασιλιά μας αν το αποφάσιζες.»
«Ο Χένρι πιστεύει πως θα στρεφόμουν εναντίον του άρχοντά μου;» ρώτησε φανερά έκπληκτος από τέτοια πιθανότητα.
«Όχι, όλοι ξέρουν ότι είσαι έντιμος άνθρωπος, Ντάνκαν. Δεν μπορούσα όμως να καταλάβω το νόημα της συνάντησης. Η ατμόσφαιρα ήταν τόσο τεταμένη.» Ο Τζέραλντ ανασήκωσε τους ώμους και είπε: «Ο Χένρι σε θαυμάζει, καταλάβαινα όμως πως ανησυχούσε για κάτι. Ένας θεός ξέρει όμως τι.»
Οι τρεις άντρες ανέβηκαν τα σκαλιά για την κύρια αίθουσα. Η Μάντελεϊν έστεκε δίπλα στο τραπέζι και έφτιαχνε ένα μπουκέτο από αγριολούλουδα σε μια χοντρή κανάτα. Τρία μικρά αγόρια κάθονταν στο πάτωμα δίπλα της και έτρωγαν τάρτες.
Η Μάντελεϊν σήκωσε τα μάτια μόλις άκουσε να πλησιάζουν οι άντρες. Χαμογέλασε όταν είδε τον Τζέραλντ να τους επισκέπτεται για άλλη μια φορά. Υποκλίθηκε και στους τρεις. «Το δείπνο θα είναι έτοιμο σε μία ώρα. Τζέραλντ, χαίρομαι που σε ξαναβλέπω. Δε χαίρεσαι κι εσύ, Άντονι; Η Αντέλα θα χαρεί.» Οι άντρες άρχισαν να γελάνε δυνατά.
«Την αλήθεια σας λέω» επέμεινε η Μάντελεϊν. Στράφηκε τότε στα παιδιά. «Πηγαίνετε να τελειώσετε το γλυκό σας έξω. Γουίλι, πήγαινε, σε παρακαλώ, να φέρεις τη λαίδη Αντέλα. Πες της πως έχει καλεσμένο. Θα θυμηθείς το σημαντικό αυτό καθήκον;» τον ρώτησε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 347
Τα παιδιά σηκώθηκαν κι έτρεξαν έξω. Ο Γουίλι γύρισε ξαφνικά προς τη Μάντελεϊν και αγκάλιασε τα πόδια της. Ο Ντάνκαν είδε τη γυναίκα του να κρατιέται με το ένα χέρι από το τραπέζι και με το άλλο να χαϊδεύει το Γουίλι στο κεφάλι.
Η τρυφερότητά της τον γέμισε ζεστασιά. Όλα τα παιδιά αγαπούσαν τη Μάντελεϊν. Την ακολουθούσαν όπου κι αν πήγαινε. Όλα τους λαχταρούσαν για ένα της χαμόγελο, για τους επαίνους της. Κανένα τους δεν έμενε απογοητευμένο. Η Μάντελεϊν τα ήξερε όλα με το όνομά τους, σπουδαίο κατόρθωμα αν αναλογιζόταν κανείς πως υπήρχαν πάνω από πενήντα παιδιά που ζούσαν στο κάστρο με τους γονείς τους.
Όταν ο Γουίλι άφησε επιτέλους τη Μάντελεϊν και έτρεξε προς την είσοδο, το φόρεμά της ήταν γεμάτο με λεκέδες από το πρόσωπο του μικρού.
Το κοίταξε και στέναξε. Ύστερα φώναξε το παιδί. «Γουίλι, ξέχασες πάλι να υποκλιθείς στον άρχοντά σου.»
Ο μικρός σταμάτησε απότομα, γύρισε και έκανε μια αδέξια υπόκλιση. Ο Ντάνκαν ένευσε. Το παιδί χαμογέλασε και άρχισε πάλι να τρέχει.
«Σε ποιον ανήκουν τα παιδιά;» ρώτησε ο Τζέραλντ. «Στους υπηρέτες» απάντησε ο Ντάνκαν. «Ακολουθούν τη
γυναίκα μου.»Μια κραυγή ταραχής έκοψε τη συζήτησή τους. Ο Ντάν
καν και ο Τζέραλντ στέναξαν ταυτόχρονα. Ήταν φανερό πως ο Γουίλι είχε μόλις ενημερώσει την Αντέλα για την άφιξη του Τζέραλντ.
«Μη σκυθρωπιάζεις έτσι, Τζέραλντ» είπε η Μάντελεϊν. «Η Αντέλα σερνόταν τριγύρω από τότε που έφυγες τελευταία φορά. Πιστεύω πραγματικά πως της έλειψες. Δε συμφωνείς, Άντονι;»
Από το ύφος του υπασπιστή του, ο Ντάνκαν κατάλαβε πως δε συμφωνούσε. Γέλασε όταν ο Άντονι είπε: «Αν το νομίζετε εσείς, τότε θα δεχτώ μια αμυδρή πιθανότητα.»
348 JULIE GARWOOD
Ο Τζέραλντ χαμογέλασε. «Κάνεις το διπλωμάτη, Άντονι;»«Δε θέλω να απογοητεύσω την κυρά μου» είπε εκείνος.«Μακάρι να έχεις δίκιο, Μάντελεϊν» είπε ο Τζέραλντ.
Κάθισε δίπλα στον Ντάνκαν και τον Άντονι στο τραπέζι. Η Μάντελεϊν του έδωσε ένα κύπελλο κρασί κι ο Τζέραλντ ήπιε μια μεγάλη, διψασμένη γουλιά. «Ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ είναι εδώ;» ρώτησε τότε.
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Πήρε την κούπα με το κρασί που του πρόσφερε η Μάντελεϊν, δεν άφησε όμως το χέρι της. Εκείνη έσκυψε στο πλευρό του και του χαμογέλασε.
«Ντάνκαν, ο πατέρας Λόρανς θα κάνει επιτέλους λειτουργία για μας» ανάγγειλε η Μάντελεϊν. Στράφηκε στον Τζέραλντ για να εξηγήσει τι εννοούσε. «Ο ιερέας έκαψε τα χέρια του αμέσως μετά που πάντρεψε τον Ντάνκαν κι εμένα. Ο καημένος έκανε τόσο καιρό να γιατρευτεί. Ήταν τρομερό το ατύχημα, αν και δεν έχει εξηγήσει πώς ακριβώς έγινε.»
«Αν άφηνε τον Έντμοντ να δει τα εγκαύματά του, δε θα είχε πάρει τόσο καιρό να του περάσουν» σχολίασε ο Άντονι. «Τώρα φυσικά ο Έντμοντ λείπει» πρόσθεσε ανασηκώνοντας τους ώμους.
«Σκόπευα να πω δυο λόγια με τον πατέρα Λόρανς» μουρμούρισε ο Ντάνκαν.
«Δεν τον συμπαθείς;» ρώτησε ο Τζέραλντ.«Όχι.»Η Μάντελεϊν ξαφνιάστηκε από το σχόλιο του άντρα της.
«Μα δεν είναι ποτέ τριγύρω, Ντάνκαν. Πώς μπορείς να λες πως τον αντιπαθείς; Ούτε καν τον ξέρεις.»
«Μάντελεϊν, δεν κάνει το καθήκον του. Κρύβεται στο παρεκκλήσι του. Είναι πολύ δειλός για να μου κάνει.»
«Δεν ήξερα πως ήσουν τόσο θρήσκος άνθρωπος» τους διέκοψε ο Τζέραλντ.
«Δεν είναι» είπε ο Άντονι.«Ο Ντάνκαν θέλει απλώς να κάνει ο ιερέας αυτό που τον
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 349
έστειλαν εδώ να κάνει» είπε η Μάντελεϊν. Άπλωσε το χέρι και ξαναγέμισε το κύπελλο του Άντονι με κρασί.
«Με προσβάλλει» είπε ο Ντάνκαν. «Το πρωί έφτασε ένα μήνυμα από το μοναστήρι του. Ζήτησα την αντικατάστασή του. Η Μάντελεϊν έγραψε το αίτημά μου» είπε με φωνή γεμάτη υπερηφάνεια.
Η Μάντελεϊν σκούντησε το χέρι του, γυρίζοντας σχεδόν ανάποδα την κούπα με το κρασί. Ο Ντάνκαν ήξερε πως δεν ήθελε να λέει ότι γνώριζε γραφή και ανάγνωση. Της χαμογέλασε διασκεδάζοντας που ντρεπόταν για το αξιοθαύμαστο αυτό ταλέντο της.
«Τι έλεγε το μήνυμα;» ρώτησε η Μάντελεϊν.«Δεν ξέρω» απάντησε ο Ντάνκαν. «Είχα άλλα σημαντικά
θέματα να κοιτάξω, γυναίκα. Μπορεί να περιμένει για μετά το δείπνο.»
Άλλη μία φωνή έκοψε τη συζήτηση. Η Αντέλα ετοιμαζόταν μάλλον για σπουδαία παράσταση. «Μάντελεϊν, για όνομα του Θεού, πήγαινε κάνε την Αντέλα να σταματήσει τις φωνές. Τζέραλντ, αρχίζω να τρέμω τις επισκέψεις σου» είπε ο Ντάνκαν στο φίλο του.
Η Μάντελεϊν βιάστηκε να διορθώσει το σχόλιο. «Ο σύζυγός μου δεν ήθελε να φανεί αγενής» είπε στον Τζέραλντ. «Έχει πολλά σημαντικά ζητήματα στο μυαλό του.»
Ο Ντάνκαν στέναξε αρκετά για να κάνει τη γυναίκα του να γυρίσει να τον κοιτάξει. «Δε χρειάζεται να δικαιολογείς τη συμπεριφορά μου, Μάντελεϊν. Φρόντισε τώρα την Αντέλα.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Θα καλέσω επίσης τον πατέρα Λόρανς στο τραπέζι μας. Δε θα έρθει, εγώ όμως θα τον καλέσω. Αν μας τιμήσει με την παρουσία του, να είστε, σας παρακαλώ, ευγενείς με τον άνθρωπο μέχρι να τελειώσει το δείπνο. Ύστερα μπορείτε να του βάλετε τις φωνές.»
Το είπε σαν παράκληση, η φωνή της όμως ήταν επιτακτική. Ο Ντάνκαν την κοίταξε ενοχλημένος. Εκείνη του χαμογέλασε.
350 JULIE GARWOOD
Μόλις έφυγε η Μάντελεϊν από την αίθουσα, ο Τζέραλντ είπε: «Ο βασιλιάς μας επέστρεψε στην Αγγλία.» Η φωνή του ήταν χαμηλή, ψιθυριστή.
«Είμαι έτοιμος» αποκρίθηκε ο Ντάνκαν.«Θα έρθω μαζί σου όταν καταφτάσει το αίτημα» είπε ο
Τζέραλντ. Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι.«Δεν μπορεί να πιστεύεις ότι ο βασιλιάς μας θα αγνοήσει
το γάμο σας, Ντάνκαν. Θα πρέπει να δώσεις αναφορά για τις πράξεις σου. Κι έχω το ίδιο δικαίωμα να προκαλέσω τον Λούντον όσο κι εσύ. Ίσως και περισσότερο. Είμαι αποφασισμένος να τον σκοτώσω τον μπάσταρδο.»
«Η μισή Αγγλία θα ήθελε να τον σκοτώσει» είπε και ο Άντονι.
«Το αίτημα έχει ήδη φτάσει» σχολίασε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν τόσο ήρεμη, που χρειάστηκε να περάσει ένα λεπτό για να αντιδράσουν οι υπόλοιποι.
«Πότε;» ζήτησε να μάθει ο Τζέραλντ.«Μόλις πριν φτάσεις εσύ» απάντησε ο Ντάνκαν.«Πότε φεύγουμε;» ρώτησε ο Άντονι.«Ο βασιλιάς απαιτεί να φύγω αμέσως για Λονδίνο» είπε
ο Ντάνκαν. «Μεθαύριο θα είναι καλά. Άντονι, αυτή τη φορά θα μείνεις εδώ.»
Ο υπασπιστής δεν αντέδρασε φανερά στην απόφαση του άρχοντά του. Απόρησε όμως, γιατί συνήθως βρισκόταν στο πλευρό του.
«Θα πάρεις τη Μάντελεϊν μαζί σου;» ρώτησε ο Τζέραλντ. «Όχι, θα είναι πιο ασφαλής εδώ.»«Ασφαλής από την οργή του βασιλιά ή από τον Λού
ντον;»«Από τον Λούντον. Ο βασιλιάς θα την προστατεύσει.»«Έχεις μεγαλύτερη πίστη από εμένα» παραδέχτηκε ο
Τζέραλντ. Ο Ντάνκαν κοίταξε τον Άντονι. «Αφήνω το μεγαλύτερο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 351
θησαυρό μου στα χέρια σου, Άντονι. Θα μπορούσε να είναι παγίδα όλο αυτό.»
«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε ο Τζέραλντ. «Ότι ο Λούντον έχει πρόσβαση στη σφραγίδα του βασι
λιά. Οι οδηγίες στο μήνυμα δε θύμιζαν λόγια του βασιλιά. Αυτό θέλω να πω.»
«Πόσους άντρες θα πάρεις και πόσους θα αφήσεις να φυλάνε τη Μάντελεϊν;» ρώτησε ο Άντονι. Σκεφτόταν ήδη την προστασία του οχυρού. «Θα μπορούσε να είναι σχέδιο για να σε απομακρύνει από εδώ ώστε να μπορέσει να επιτεθεί. Νομίζω πως ξέρει πως δε θα πάρεις τη Μάντελεϊν μαζί σου.»
Ο Ντάνκαν ένευσε. «Το σκέφτηκα κι αυτό.»«Έχω μόνο εκατό άντρες μαζί μου τώρα» είπε τότε ο
Τζέραλντ. «Θα τους αφήσω εδώ με τον Άντονι, αν θέλεις, Ντάνκαν.»
Ο Τζέραλντ και ο Άντονι άρχισαν να συζητούν ενώ ο Ντάνκαν σηκώθηκε και πήγε να σταθεί μπροστά στη φωτιά. Έτυχε να γυρίσει τη στιγμή που είδε τη Μάντελεϊν να στρίβει στη γωνία. Μάλλον πήγαινε να μιλήσει τώρα στον πατέρα Λόρανς, σκέφτηκε. Ο μικρός Γουίλι την κρατούσε από τη φούστα και έτρεχε για να την προφτάσει.
Ο Ντάνκαν έβγαλε τη γυναίκα του από το μυαλό ενώ ο Άντονι και ο Τζέραλντ τον πλησίασαν. Δέκα λεπτά πέρασαν και η συζήτηση είχε ανάψει γύρω από την άμυνα του οχυρού των Γουέξτον. Ο Άντονι και ο Τζέραλντ είχαν τραβήξει καρέκλες, κοντά του, ενώ ο Ντάνκαν είχε καθίσει στην πολυθρόνα που η Μάντελεϊν είχε δηλώσει ότι ήταν δική του.
Ξαφνικά μπήκε τρέχοντας στην αίθουσα ο Γουίλι. Το παιδί σταμάτησε απότομα όταν είδε τον Ντάνκαν. Είχε άγριο, τρομοκρατημένο βλέμμα.
Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως έμοιαζε σαν να είχε μόλις δει το διάβολο. Δεν πήρε τα μάτια του πάνω από το παιδί. Ο Γουίλι πλησίασε φοβισμένα και στάθηκε δίπλα στην πολυθρόνα του.
352 JULIE GARWOOD
«Τι συμβαίνει, παλικάρι μου; Θέλεις να μου μιλήσεις;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Κράτησε τη φωνή του απαλή για να μην τρομάξει ακόμα περισσότερο ο μικρός.
Ο Άντονι πήγε να ρωτήσει κάτι τον Ντάνκαν, μα ο βαρόνος σήκωσε το χέρι να τον σταματήσει.
Ο Ντάνκαν γύρισε μέχρι που βρέθηκε να κοιτάζει το αγόρι καταπρόσωπο. Έσκυψε και του ένευσε να πλησιάσει. Ο Γουίλι άρχισε να κλαψουρίζει, πλησίασε όμως δειλά ανάμεσα στα πόδια του Ντάνκαν, πιπιλώντας τον αντίχειρά του ενώ τον κοιτούσε.
Η υπομονή του Ντάνκαν δοκιμαζόταν. Ξαφνικά ο Γουίλι τράβηξε τον αντίχειρα από το στόμα και ψιθύρισε: «Τη χτυπάει.»
Ο Ντάνκαν πετάχτηκε από την καρέκλα, την αναποδογύρισε και βρισκόταν ήδη στα μισά του δωματίου πριν καταλάβει ο Τζέραλντ και ο Άντονι τι συνέβαινε.
«Τι έγινε;» ρώτησε ο Τζέραλντ τον Άντονι όταν ο υπασπιστής έτρεξε πίσω από τον άρχοντά του.
Ο Τζέραλντ ήταν ο τελευταίος που κατάλαβε. «Η Μάντελεϊν» φώναξε ο Άντονι. Ο Τζέραλντ πετάχτηκε όρθιος και τον ακολούθησε τρέχοντας. Είχε ήδη τραβήξει σπαθί πριν φτάσει στις σκάλες.
Ο Ντάνκαν ήταν ο πρώτος που έφτασε στο παρεκκλήσι. Η πόρτα ήταν αμπαρωμένη, εκείνος όμως τη διέλυσε χωρίς καμιά δυσκολία. Η οργή του έδινε ακόμα μεγαλύτερη δύναμη.
Ο θόρυβος που έκανε προειδοποίησε τον πατέρα Λόρανς. Όταν ο Ντάνκαν έτρεξε στον πρόδομο, ο ιερέας κρατούσε τη Μάντελεϊν σαν ασπίδα. Ένα μαχαίρι σημάδευε το πλάι του λαιμού της.
Ο Ντάνκαν δεν την κοίταξε. Δεν τολμούσε. Η οργή του θα ξεσπούσε. Κράτησε την προσοχή του στραμμένη αποκλειστικά στον παρανοϊκό άντρα που τον απειλούσε.
«Αν πλησιάσεις άλλο, θα της σκίσω το λαιμό» ούρλιαξε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 353
ο ιερέας. Έκανε αργά πίσω, σέρνοντας και τραβώντας την όμηρό του.
Για κάθε βήμα που έκανε ο ιερέας προς τα πίσω, έκανε κι ο Ντάνκαν ένα μπροστά.
Ο ιερέας κρύφτηκε πίσω από ένα μικρό τετράγωνο τραπέζι γεμάτο αναμμένα κεριά. Τόλμησε να ρίξει μια ματιά πίσω του, για να κρίνει μάλλον την απόσταση από το εμπόδιο ως την πλαϊνή πόρτα, κι αυτός ήταν ο λάθος χειρισμός που περίμενε ο Ντάνκαν.
Επιτέθηκε. Τράβηξε το μαχαίρι από το πρόσωπο της Μάντελεϊν και έφερε την αιχμηρή πλευρά στο το λαιμό του ιερέα με μια γοργή, θανατηφόρα κίνηση. Ο ιερέας πετάχτηκε πίσω τη στιγμή που ο Ντάνκαν τραβούσε μακριά του τη Μάντελεϊν.
Ο πατέρας Λόρανς ήταν νεκρός πριν καν αγγίξει το έδαφος.
Το τραπέζι διαλύθηκε στον απέναντι τοίχο και τα κεριά έπεσαν κάτω. Οι φλόγες άρχισαν αμέσως να γλείφουν το ξερό ξύλο.
Ο Ντάνκαν αγνόησε τη φωτιά. Σήκωσε απαλά τη Μάντελεϊν στην αγκαλιά του. Εκείνη έβηξε πνιχτά στο στέρνο του. «Άργησες τόσο πολύ να έρθεις» ψιθύρισε στο λαιμό του. Η φωνή της έτρεμε, κι έκλαιγε σιγανά.
Ο Ντάνκαν πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει. Προσπαθούσε να απαλλαχτεί από την οργή για να είναι τρυφερός μαζί της. «Είσαι εντάξει;» κατάφερε να πει τελικά, αν και η φωνή του ήταν άγρια σαν τη μανία του.
«Έχω περάσει και καλύτερες στιγμές» ψιθύρισε η Μάντελεϊν.
Η ανάλαφρη απάντησή της τον γαλήνεψε. Γύρισε τότε να τον κοιτάξει. Όταν είδε τι είχε πάθει το πρόσωπό της, ένιωσε τη μανία να τον τυλίγει ξανά. Το αριστερό της μάτι ήταν ήδη πρησμένο. Η άκρη των χειλιών της είχε αίμα και ο λαιμός της ήταν γεμάτος γρατσουνιές.
354 JULIE GARWOOD
Ήθελε να σκοτώσει τον ιερέα ξανά. Η Μάντελεϊν ένιωσε το ρίγος που διαπέρασε τον άντρα της. Τα μάτια του καθρέφτιζαν την οργή που ένιωθε. Άπλωσε το χέρι κι άγγιξε με τα ακροδάχτυλά της το μάγουλό του. «Τέλειωσε, Ντάνκαν.»
Μέσα στην εκκλησία όρμησαν ο Τζέραλντ και ο Άντονι. Ο Τζέραλντ είδε τη φωτιά και έτρεξε αμέσως έξω να δώσει διαταγές για βοήθεια στους άντρες που μαζεύονταν εκεί.
Ο Άντονι στάθηκε δίπλα στον αρχηγό του. Όταν γύρισε ο Ντάνκαν και κοίταξε έξω από την πόρτα, ο υπασπιστής του σήκωσε μία από τις τάβλες που έστεκαν ακόμα εκεί, τη μοναδική που είχε απομείνει από την πόρτα που είχε διαλύσει.
Η Μάντελεϊν έβλεπε πόσο ανήσυχος ήταν ο Άντονι. Η έκφρασή του ήταν άγρια όσο και του Ντάνκαν. Προσπάθησε να τον παρηγορήσει και να του δώσει να καταλάβει πως ήταν ακόμα αρκετά καλά. «Παρατήρησες, Άντονι, πόσο αρέσει στο σύζυγό μου να περνά μέσα από πόρτες;» ρώτησε.
Ο Άντονι έδειξε να ξαφνιάζεται για μια στιγμή, κι ύστερα ένα χαμόγελο απλώθηκε αργά στο πρόσωπό του. Ο Ντάνκαν έσκυψε για να προφυλάξει το κεφάλι της Μάντελεϊν καθώς περνούσε από το άνοιγμα. Εκείνη ακούμπησε το μάγουλό της στον ώμο του. Είχαν φτάσει πια στις πόρτες του κάστρου όταν συνειδητοποίησε πως εξακολουθούσε να κλαίει. Απομεινάρι του τρόμου που είχε μόλις ζήσει, σκέφτηκε ριγώντας.
Ώσπου να φτάσουν στο δωμάτιο του Ντάνκαν, τα δόντια της χτυπούσαν. Εκείνος την τύλιξε με κουβέρτες και την κράτησε στην αγκαλιά του ενώ φρόντιζε το μωλωπισμένο πρόσωπό της. Είχε ιδρώσει από τη θέρμη της φωτιάς που είχε ανάψει για εκείνη.
«Ντάνκαν; Είδες το τρελό βλέμμα στα μάτια του;» Η Μάντελεϊν ρίγησε στη θύμησή του. «Θα με…, Ντάνκαν; Θα με αγαπούσες ακόμα αν με βίαζε;»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 355
«Σώπα τώρα, αγάπη μου» την καθησύχασε. «Θα σ’ αγαπώ για πάντα. Ανόητη ερώτηση.»
Η απότομη απάντησή του την παρηγόρησε. Ακούμπησε αμίλητη για αρκετά λεπτά στο στέρνο του. Ήταν τόσα που έπρεπε να του πει και έπρεπε να βρει τη δύναμη να το κάνει.
Ο Ντάνκαν νόμισε πως είχε αποκοιμηθεί όταν την άκουσε ξαφνικά να λέει: «Τον έστειλαν εδώ για να με σκοτώσει.»
Γύρισε στην αγκαλιά του μέχρι που βρέθηκε να τον κοιτάζει. Το βλέμμα του την έκανε να παγώσει ξανά. «Τον έστειλαν;» Η φωνή του ήταν απαλή. Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως ίσως προσπαθούσε να κρατήσει την οργή του κρυμμένη. Δεν τα κατάφερνε, μα δεν ήθελε και να του το πει.
«Πήγα στην εκκλησία να πω στον πατέρα Λόρανς ότι ήταν καλεσμένος στο δείπνο. Τον έπιασα απροετοίμαστο γιατί δε φορούσε τα ράσα του. Ήταν ντυμένος σαν χωρικός, σίγουρα όμως κι εσύ θα το πρόσεξες αυτό. Τέλος πάντων, τα χέρια του δεν ήταν καλυμμένα από επιδέσμους.»
«Παρακάτω» είπε ο Ντάνκαν όταν τον κοίταξε με προσμονή η Μάντελεϊν.
«Δεν είχαν ουλές. Υποτίθεται ότι είχε κάψει τα χέρια του, θυμάσαι; Δεν μπορούσε να κάνει λειτουργία εξαιτίας των τραυμάτων του. Μόνο που δεν υπήρχαν ουλές.»
Ο Ντάνκαν της ένευσε να συνεχίσει. «Δεν είπα τίποτε για τα χέρια του. Έκανα πως δεν το πρόσεξα, μα σκέφτηκα ότι έπρεπε να θυμηθώ να σου το πω. Τέλος πάντων» συνέχισε «του είπα ότι είχαμε λάβει γράμμα από το μοναστήρι του και ότι μετά το δείπνο ήθελες να του μιλήσεις. Αυτό ήταν το λάθος μου, αν και τότε δεν ήξερα γιατί» πρόσθεσε. «Ο ιερέας άρχισε τότε να κάνει σαν μανιακός. Μου είπε πως τον είχε στείλει εδώ ο Λούντον. Πως έπρεπε να με σκοτώσει αν ο βασιλιάς ευνοούσε εσένα αντί για εκείνον. Ντάνκαν, πώς θα μπορούσε ένας άνθρωπος του Θεού να έχει ψυχή διαβόλου; Μάλλον κατάλαβε ο πατέρας Λόρανς πως είχαν τελειώσει τα ψέματα. Μου είπε πως θα το έσκαγε, όχι όμως πριν με σκοτώσει.»
356 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν σωριάστηκε ξανά πάνω στο στήθος του. «Φοβήθηκες, Ντάνκαν;» ρώτησε ψιθυριστά.
«Ποτέ δε φοβάμαι» είπε απότομα εκείνος. Ήταν τόσο έξαλλος με την προδοσία του ιερέα, που μόλις κατάφερνε να συγκεντρωθεί.
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε με την απάντηση του άντρα της. «Εννοούσα αν ανησύχησες, όχι αν φοβήθηκες» διόρθωσε τον εαυτό της.
«Τι;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Κούνησε το κεφάλι και πίεσε τον εαυτό του να αφήσει στην άκρη το θυμό. Η Μάντελεϊν είχε ανάγκη την παρηγοριά του. «Αν ανησύχησα; Διάολε, Μάντελεϊν, έξαλλος ήμουν.»
«Το κατάλαβα αυτό» αποκρίθηκε εκείνη. «Μου θύμισες το λύκο μου έτσι όπως παραμόνευες τον εχθρό μου.»
Ο Ντάνκαν την άφησε να ανακαθίσει για να τη φιλήσει. Ήταν πολύ τρυφερός, γιατί τα χείλη της ήταν πολύ χτυπημένα για να αντέξουν το πάθος του.
Η Μάντελεϊν κατέβηκε από την ποδιά του. Τον πήρε από το χέρι και τον τράβηξε ώσπου να σταθεί και να την ακολουθήσει. Κάθισε στο κρεβάτι και χτύπησε απαλά το χώρο δίπλα του.
Ο Ντάνκαν έβγαλε το χιτώνα του. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα από τη ζέστη. Κάθισε δίπλα στη γυναίκα του, έφερε το χέρι γύρω από τους ώμους της και την τράβηξε κοντά του. Ήθελε να την κρατήσει εκεί, να της πει πόσο πολύ την αγαπούσε. Η αλήθεια ήταν πως περισσότερο είχε ανάγκη εκείνος να το πει παρά εκείνη να το ακούσει. «Μάντελεϊν, εσύ φοβήθηκες;»
«Λίγο» απάντησε εκείνη. Θα είχε ανασηκώσει τους ώμους, το βάρος του χεριού του όμως δεν την άφηνε. Το κεφάλι της ήταν γερμένο, και με τα ακροδάχτυλά της διέγραφε κύκλους στο μηρό του προσπαθώντας ίσως να του τραβήξει την προσοχή, σκέφτηκε.
«Λίγο μόνο;»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 357
«Να, ήξερα πως θα ερχόσουν να με σώσεις, έτσι δε φοβήθηκα τρομερά. Άρχισα όμως να εκνευρίζομαι λιγάκι όταν δεν εμφανίστηκες αμέσως στην πόρτα. Μου έσκιζε το φόρεμα…»
«Θα μπορούσε να σε σκοτώσει» είπε. Η φωνή του έτρεμε από θυμό.
«Α όχι, δε θα τον άφηνες εσύ να με σκοτώσει» του είπε η Μάντελεϊν.
Θεέ μου, πόσο πολύ τον εμπιστευόταν. Ο Ντάνκαν ένιωσε ταπεινωμένος.
Οι αργοί κύκλοι που διέγραφε με τα ακροδάχτυλά της προχωρούσαν προς την ένωση των ποδιών του. Άρπαξε το χέρι της και το ακούμπησε στο μηρό του. Η γυναίκα του ήταν μάλλον τόσο αφηρημένη που δεν καταλάβαινε τι έκανε ή πώς είχε αρχίσει να τον επηρεάζει.
«Θεέ μου, πόση ζέστη κάνει εδώ μέσα» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Γιατί να θέλεις να ανάψεις φωτιά με τούτο τον καιρό, Ντάνκαν;»
«Έτρεμες» της θύμισε εκείνος. «Είμαι καλύτερα τώρα.»«Τότε θα πάω κάτω και θα πάρω το γράμμα από το μο
ναστήρι. Είμαι περίεργος να μάθω τι έχουν να μας πουν οι ανώτεροί του» είπε ο Ντάνκαν.
«Δε θέλω να πας ακόμα κάτω» είπε η Μάντελεϊν.Ο Ντάνκαν την κοίταξε αμέσως ανήσυχος. «Πρέπει να
ξεκουραστείς για καμιά ώρα» της είπε. «Δε θέλω να ξεκουραστώ» απάντησε εκείνη. «Θα με βο
ηθήσεις να βγάλω αυτά τα ρούχα;» ρώτησε τον άντρα της με τόσο αθώα φωνή που ο Ντάνκαν αμέσως έγινε καχύποπτος.
Η Μάντελεϊν στάθηκε ανάμεσα στα πόδια του άντρα της και δε βοήθησε καθόλου όσο εκείνος της έβγαζε τα ρούχα. «Τι σε έκανε να έρθεις στην εκκλησία όταν ήρθες;» σκέφτηκε ξαφνικά να τον ρωτήσει.
«Ο μικρός της Μοντ είδε τον μπάσταρδο να σε χτυπά. Ήρθε να μου το πει» απάντησε εκείνος.
358 JULIE GARWOOD
«Δεν ήξερα πως με ακολούθησε ο Γουίλι στην εκκλησία. Πρέπει να έτρεξε έξω πριν αμπαρώσει ο ιερέας την πόρτα. Πρέπει να τρομοκρατήθηκε. Μόλις πέντε χρόνων είναι. Και πρέπει να τον ανταμείψεις που ήρθε να σε φέρει.»
«Ανάθεμα, όλα αυτά είναι δικό μου λάθος» είπε ο Ντάνκαν. «Έπρεπε να φροντίζω το σπιτικό μου το ίδιο καλά όσο και την εκπαίδευση των αντρών μου.»
Η Μάντελεϊν έβαλε τα χέρια στους ώμους του. «Δικό μου καθήκον είναι να φροντίζω το σπίτι σου. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, τίποτε από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν...»
Ο στεναγμός του τη σταμάτησε. «Ξέρω, τίποτε από όλα αυτά δε θα είχε συμβεί αν ήμουν εκεί να σε προστατεύσω» συμπλήρωσε.
Η φωνή του ήταν γεμάτη αγωνία. Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Δε θα έλεγα αυτό» του είπε. «Δεν πρέπει να καταλήγεις σε δικά σου συμπεράσματα, Ντάνκαν. Είναι κακό συνήθειο. Άλλωστε, έχεις πολύ πιο σημαντικά πράγματα να φροντίσεις.»
«Εσύ είσαι πριν από οτιδήποτε άλλο» δήλωσε με αρκετή έμφαση ο Ντάνκαν.
«Τέλος πάντων, αυτό που ήθελα να σου πω ήταν ότι δε θα είχε συμβεί αυτό αν ήξερα πώς να προστατέψω τον εαυτό μου.»
«Τι θέλεις να πεις;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Δεν είχε πραγματικά ιδέα τι συνέβαινε μες στο μυαλό της. Χαμογέλασε γιατί εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε πως σπάνια είχε ιδέα για το τι συνέβαινε μες στο μυαλό της.
«Ο πατέρας Λόρανς δεν ήταν πολύ πιο μεγαλόσωμος από μένα» είπε. «Ο Άνσελ είναι στο ύψος μου.»
«Πώς έμπλεξε ο ιπποκόμος μου σε τούτη την κουβέντα;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
«Ο Άνσελ μαθαίνει άμυνα» είπε η Μάντελεϊν. «Επομένως, πρέπει να με διδάξεις πώς να αμύνομαι κι εγώ. Καταλαβαίνεις το λόγο, έτσι δεν είναι;»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 359
Δεν καταλάβαινε, αποφάσισε όμως να μη διαφωνήσει μαζί της. «Θα μιλήσουμε αργότερα για αυτό» της είπε.
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Πρέπει τότε να φροντίσεις τις ανάγκες μου, Ντάνκαν. Σε διατάζω.»
Ο Ντάνκαν αντέδρασε στον περιπαιχτικό τόνο της φωνής της. «Και ποια είναι αυτή η διαταγή που τολμάς να δίνεις στον άντρα σου;» ρώτησε.
Η Μάντελεϊν εξήγησε τραβώντας αργά την κορδέλα που κρατούσε στη θέση την εσθήτα της. Το ρούχο κύλησε από τους ώμους της. Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι προσπαθώντας να την αρνηθεί. «Είσαι πολύ χτυπημένη για να σκέφτεσαι...»
«Θα βρεις τρόπο» τον έκοψε εκείνη. «Ξέρω πως δεν είμαι και πολύ ωραία τώρα. Είμαι απαίσιο θέαμα, δεν είμαι;»
«Είσαι άσχημη σαν ένας από τους Κύκλωπές σου, και μόλις που αντέχω να σε κοιτώ.»
Τα λόγια του την έκαναν να γελάσει. Ήξερε πως την πείραζε γιατί προσπαθούσε να την τραβήξει πάνω του και να της βγάλει ταυτόχρονα την εσθήτα.
«Θα πρέπει τότε να κλείσεις τα μάτια όταν μου κάνεις έρωτα» τον πρόσταξε.
«Θα το υποστώ» της υποσχέθηκε.«Νιώθω ακόμα το άγγιγμά του» ψιθύρισε. Η φωνή της
έτρεμε τώρα. «Έχω ανάγκη από το δικό σου άγγιγμα τώρα. Θα με κάνεις να ξεχάσω. Θα νιώσω ξανά καθαρή, Ντάνκαν. Καταλαβαίνεις;»
Εκείνος της απάντησε με ένα φιλί. Σε λίγο η Μάντελεϊν είχε ξεχάσει τα πάντα και τον φιλούσε με το ίδιο πάθος. Μέσα σε λίγα λεπτά το μόνο που είχε σημασία ήταν οι δυο τους.
Κι ένιωσε καθαρή, στην καρδιά και στο κορμί.
Κεφάλαιο 19
Θα γνωρίσετε την αλήθεια, και η αλήθεια θα σας ελευθερώ-σει.
Καινή Διαθήκη, Ιωάννης, 8:38
Όσο ειρωνικό κι αν έμοιαζε, η επίθεση εναντίον της Μάντελεϊν βοήθησε στη συμφιλίωση του Τζέραλντ και της Αντέλα. Η Μάντελεϊν είχε επιμείνει να δειπνήσει με την οικογένεια και τον καλεσμένο τους. Όταν μπήκε στην αίθουσα με τον Ντάνκαν, η Αντέλα καθόταν ήδη στο τραπέζι. Ο Τζέραλντ βημάτιζε μπροστά στο τζάκι χαμένος στις σκέψεις του.
Ο Ντάνκαν αναστέναξε και έδωσε στη Μάντελεϊν να καταλάβει πως δεν είχε καμία διάθεση για άλλη μία από τις σκηνές της Αντέλα. Η Μάντελεϊν πήγε να τον παρακαλέσει να δείξει υπομονή, αποφάσισε όμως να μην το κάνει. Δεν είχε ούτε κι εκείνη διάθεση για διχογνωμίες.
Όταν είδε η Αντέλα τη Μάντελεϊν, της ξέφυγε ένα δυνατό επιφώνημα. Ξέχασε τελείως τον Τζέραλντ. «Τι σου συνέβη; Σε πέταξε κάτω τελικά ο Σειληνός;» ρώτησε.
Η Μάντελεϊν γύρισε και κοίταξε ενοχλημένη τον Ντάνκαν. «Μόλις πριν φύγουμε από το δωμάτιο, θυμάμαι συγκεκριμένα να μου λες πως είμαι μια χαρά» του ψιθύρισε.
«Είπα ψέματα» απάντησε κείνος χαμογελώντας. «Έπρεπε να κοιταχτώ στον καθρέφτη της Αντέλα» του
απάντησε. «Μοιάζει έτοιμη να κάνει εμετό. Λες να χαλάσω την όρεξη όλων;»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 361
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Ούτε εισβολή δε θα μου χαλούσε την όρεξη. Έχω εξαντλήσει όλες μου τις δυνάμεις προσπαθώντας να ικανοποιήσω τις...»
Τον σκούντησε να σωπάσει, γιατί ήταν αρκετά κοντά για να τους ακούσει η Αντέλα. «Είχα ανάγκη τον έρωτά σου» του ψιθύρισε. «Έχω ξεχάσει τώρα το απαίσιο άγγιγμα του ιερέα. Ήταν ο μόνος λόγος που ήμουν λίγο… τολμηρή.»
«Τολμηρή;» Ο Ντάνκαν γέλασε. «Μάντελεϊν, αγάπη μου, εσύ μεταμορφώθηκες σε...»
Τον σκούντησε ξανά, πιο δυνατά, και γύρισε να κοιτάξει τον Τζέραλντ και την Αντέλα.
Ο Τζέραλντ μάλιστα εξήγησε στην Αντέλα για τα τραύματα της Μάντελεϊν.
«Ω, Μάντελεϊν, φαίνεσαι χάλια» εξομολογήθηκε η Αντέλα με συμπόνια.
«Είναι αμαρτία να λες ψέματα» είπε η Μάντελεϊν στον Ντάνκαν και τον αγριοκοίταξε.
Ο Ντάνκαν απαίτησε να μην αναφερθεί το όνομα του πατέρα Λόρανς στο δείπνο. Όλοι υπάκουσαν. Η Αντέλα ξανάρχισε να αγνοεί τον Τζέραλντ. Ο βαρόνος έκανε στην αδελφή του Ντάνκαν φιλοφρόνηση όταν σηκώθηκαν όλοι να φύγουν από το τραπέζι. Η Αντέλα του αποκρίθηκε με ένα αναιδέστατο σχόλιο.
Η υπομονή του Ντάνκαν εξαντλήθηκε. «Θα ήθελα να μιλήσω και στους δυο σας» απαίτησε. Η φωνή του ήταν σκληρή.
Η Αντέλα φάνηκε τρομοκρατημένη, ο Τζέραλντ απορημένος, ενώ η Μάντελεϊν έτοιμη να χαμογελάσει.
Όλοι ακολούθησαν τον Ντάνκαν κοντά στο τζάκι. Εκείνος κάθισε στην πολυθρόνα του, όταν όμως πήγε να πάρει και ο Τζέραλντ μια καρέκλα, ο Ντάνκαν είπε: «Όχι, Τζέραλντ. Στάσου δίπλα στην Αντέλα.»
Γύρισε τότε προς την Αντέλα και ρώτησε: «Με εμπιστεύεσαι ότι ξέρω τι είναι καλύτερο για σένα;»
362 JULIE GARWOOD
Η Αντέλα κούνησε αργά το κεφάλι. Τα μάτια της ήταν μεγάλα σαν πιατέλες, σκέφτηκε η Μάντελεϊν.
«Τότε άσε τον Τζέραλντ να σε φιλήσει. Τώρα.»«Τι;» ρώτησε εκείνη έντρομη.Ο Ντάνκαν την κοίταξε ενοχλημένος από την αντίδρασή
της. «Όταν επιτέθηκε στη γυναίκα μου ο Λόρανς, ήθελε να σβήσω από τη μνήμη της ό,τι είχε γίνει. Αντέλα, δε σε έχει φιλήσει μήτε αγγίξει ποτέ άντρας που να σε αγαπά. Προτείνω να αφήσεις τον Τζέραλντ να σε φιλήσει τώρα και να αποφασίσεις μετά αν σου φαίνεται αποκρουστικό ή διαφωτιστικό.»
Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως ήταν υπέροχο σχέδιο.Η Αντέλα είχε γίνει κόκκινη από ντροπή. «Μπροστά σε
όλους;» ρώτησε. Η φωνή της ακούστηκε τσιριχτή.Ο Τζέραλντ χαμογέλασε. Πήρε το χέρι της Αντέλα. «Θα
σε φιλούσα μπροστά σε όλο τον κόσμο αν μου το επέτρεπες» της είπε.
Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως ο Τζέραλντ το παράκανε λίγο έτσι που άφηνε την Αντέλα να του επιτρέπει ή όχι, κράτησε όμως τη γνώμη του για τον εαυτό του.
Άλλωστε η διαταγή του επιτέλους εκτελέστηκε. Πριν προλάβει η Αντέλα να κάνει πίσω, ο Τζέραλντ έγειρε και άφησε ένα αθώο φιλί στα χείλη της.
Η αδελφή του Ντάνκαν κοίταξε μπερδεμένη τον Τζέραλντ. Και τότε, τη φίλησε ξανά. Τα χέρια του δεν την άγγιξαν στιγμή, το στόμα του όμως την κράτησε αιχμάλωτη.
Η Μάντελεϊν ένιωθε ανόητη έτσι που παρακολουθούσε το ζευγάρι. Πλησίασε και κάθισε στο μπράτσο της πολυθρόνας του Ντάνκαν και προσπάθησε να κοιτάξει το ταβάνι αντί για τους δυο ανθρώπους που φιλιόνταν τόσο παθιασμένα.
Όταν έκανε ο Τζέραλντ ένα βήμα πίσω, η Μάντελεϊν κοίταξε την Αντέλα. Η αδελφή του Ντάνκαν έδειχνε αναψοκοκκινισμένη, αμήχανη και πραγματικά έκπληκτη.
«Δε φιλάει σαν τον Μόρ... » Το χρώμα στράγγιξε αμέσως
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 363
από το πρόσωπό της για την παραλίγο γκάφα, και κοίταξε κατευθείαν τη Μάντελεϊν για βοήθεια.
«Πρέπει να μάθει, Αντέλα.»Ο Τζέραλντ και ο Ντάνκαν συνοφρυώθηκαν. Κανείς δεν
ήξερε τι εννοούσε η Μάντελεϊν. «Δεν μπορώ να του πω» ψιθύρισε η Αντέλα. «Θα αναλάμβανες το φριχτό αυτό καθήκον για μένα; Σε παρακαλώ, Μάντελεϊν. Σε ικετεύω.»
«Αν με αφήσεις να το πω και στον Ντάνκαν» είπε εκείνη.Η Αντέλα κοίταξε τον αδελφό της. Εκείνος είδε πόσο
ανήσυχη ήταν.Στο τέλος κούνησε το κεφάλι. Στράφηκε στον Τζέραλντ
και είπε: «Δε θα θελήσεις να με φιλήσεις ποτέ ξανά όταν μάθεις όλη την αλήθεια για ό,τι μου συνέβη. Συγγνώμη, Τζέραλντ. Έπρεπε να…»
Άρχισε να κλαίει. Ο Τζέραλντ άπλωσε τα χέρια να την πάρει στην αγκαλιά του, εκείνη όμως κούνησε το κεφάλι. «Νομίζω πως στ’ αλήθεια σ’ αγαπώ, Τζέραλντ. Και λυπάμαι τόσο πολύ.» Με τα λόγια αυτά η Αντέλα όρμησε έξω από το δωμάτιο.
Η Μάντελεϊν δεν είχε καμία διάθεση να κάνει αυτό που υποσχέθηκε. Ήξερε πως θα προκαλούσε πόνο στον άντρα της και στον Τζέραλντ. Και οι δύο αγαπούσαν την Αντέλα.
«Κάθισε, σε παρακαλώ, Τζέραλντ, και άκουσέ με» παρακάλεσε η Μάντελεϊν. Η φωνή της ακούστηκε σφιγμένη.
«Ντάνκαν, υποσχέσου πως δε θα θυμώσεις μαζί μου που σ’ το κράτησα κρυφό. Η Αντέλα με έβαλε να υποσχεθώ πως δε θα έλεγα το μυστικό της.»
«Δε θα θυμώσω» είπε ο Ντάνκαν. Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Δεν άντεχε να κοιτάξει
τον Τζέραλντ όσο έλεγε όλη την αλήθεια για την Αντέλα, προτίμησε λοιπόν να κοιτάζει το πάτωμα. Τόνισε το γεγονός ότι η Αντέλα είχε απογοητευτεί πολύ που δεν την είχε βρει ο Τζέραλντ στην Αυλή και για αυτόν το λόγο έγινε εύκολη λεία για τον Λούντον. «Προσπαθούσε, θαρρώ, να σε τιμωρή
364 JULIE GARWOOD
σει» είπε η Μάντελεϊν στον Τζέραλντ. «Αν και δε νομίζω να το έχει καταλάβει.»
Η Μάντελεϊν τόλμησε να κοιτάξει τον Τζέραλντ, είδε το νεύμα του και κοίταξε τον Ντάνκαν. Άρχισε να λέει τα υπόλοιπα χωρίς να αφήσει τίποτα, και όταν μίλησε για την προδοσία του Μόρκαρ, περίμενε να δει έναν από τους δυο άντρες να φωνάζουν οργισμένοι.
Κανείς δεν είπε κουβέντα.Όταν τέλειωσε, ο Τζέραλντ σηκώθηκε και βγήκε αργά
από την αίθουσα. «Τι θα κάνει;» ρώτησε η Μάντελεϊν τον Ντάνκαν. Συνει
δητοποίησε πως έκλαιγε, σκούπισε τα δάκρυα από το πρόσωπό της και μόρφασε όταν άγγιξε τα χτυπήματα.
«Δεν ξέρω» είπε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν σιγανή, αλλά και οργισμένη.
«Είσαι ενοχλημένος μαζί μου που δε σου το είπα νωρίτερα;»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. Μια σκέψη πέρασε ξαφνικά από το μυαλό του. «Ο Μόρκαρ είναι ο άνθρωπος που ήθελες να σκοτώσεις, έτσι δεν είναι;»
Η Μάντελεϊν έσμιξε τα φρύδια. «Μου είπες πως θα σκότωνες κάποιον. Θυμάσαι; Τον Μόρκαρ εννοούσες, έτσι δεν είναι;»
Ένευσε καταφατικά. «Δεν μπορούσα να τον αφήσω να γλιτώσει με κάτι τέτοιο, είχα όμως δώσει το λόγο μου να κρατήσω το μυστικό της Αντέλα» ψιθύρισε. «Δεν ήξερα τι να κάνω, Ντάνκαν. Είναι καθήκον του Θεού να αναλαμβάνει τους αμαρτωλούς. Το ξέρω πολύ καλά αυτό. Και δε θα έπρεπε να θέλω να τον σκοτώσω. Το θέλω όμως. Ο Θεός να με βοηθήσει, το θέλω.»
Ο Ντάνκαν την τράβηξε στην αγκαλιά του. Την κράτησε τρυφερά. Καταλάβαινε το μαρτύριο της γλυκιάς γυναίκας του.
Έμειναν και οι δύο σιωπηλοί για αρκετά λεπτά. Η Μά
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 365
ντελεϊν ανησυχούσε για τον Τζέραλντ. Θα έφευγε τώρα ή θα συνέχιζε να ασχολείται με την Αντέλα;
Ο Ντάνκαν χρησιμοποίησε το χρόνο που πέρασε για να ξαναβρεί τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Δεν κατηγορούσε την Αντέλα για τον ενθουσιασμό της με τον Λούντον. Ήταν τόσο αθώα η αδελφή του που δεν μπορούσε να φταίει. Ο Λούντον όμως κυνήγησε εσκεμμένα την αθωότητά της.
«Θα αναλάβω εγώ τον Μόρκαρ» είπε ο Ντάνκαν στη Μάντελεϊν.
«Δε θα κάνεις τίποτα τέτοιο.»Ο Τζέραλντ ήταν εκείνος που είχε βροντοφωνάξει. Η
Μάντελεϊν και ο Ντάνκαν είδαν τον Τζέραλντ να μπαίνει βιαστικός και να στέκει μπροστά τους. Η οργή του ήταν προφανής. Έτρεμε ολόκληρος. «Εγώ θα τον σκοτώσω κι εσένα μαζί, Ντάνκαν, αν τολμήσεις να μου αρνηθείς το δικαίωμα τούτο.»
Η Μάντελεϊν αναφώνησε. Κοίταξε τον Ντάνκαν. Η έκφρασή του δε φανέρωνε αν είχε προσβληθεί ή ήταν οργισμένος.
Ο Ντάνκαν κοίταξε για αρκετή ώρα τον Τζέραλντ. Ύστερα κούνησε αργά το κεφάλι. «Ναι, Τζέραλντ, είναι δικό σου δικαίωμα. Εγώ θα σταθώ δίπλα σου όταν τον προκαλέσεις.»
«Όπως θα σταθώ δίπλα σου κι εγώ όταν προκαλέσεις τον Λούντον» απάντησε ο Τζέραλντ.
Έχασε τότε την αγριάδα του. Κάθισε στην καρέκλα απέναντι από τον Ντάνκαν.
«Μάντελεϊν, μπορείς να πεις, σε παρακαλώ, στην Αντέλα ότι θα ήθελα να της μιλήσω;»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Έτρεξε να υπακούσει, ένιωθε όμως τρομερή αγωνία μέχρι να φτάσει στην κάμαρη της Αντέλα. Εξακολουθούσε να μην ξέρει τι θα έκανε ο Τζέραλντ.
Η Αντέλα είχε ήδη αποφασίσει ότι ο Τζέραλντ θα την
366 JULIE GARWOOD
εγκατέλειπε. «Είναι καλύτερα έτσι» είπε στη Μάντελεϊν μεταξύ λυγμών. «Τα φιλιά είναι ένα πράγμα, μα δε θα μπορούσα να επιτρέψω τίποτε άλλο. Δε θα μπορούσα να τον αφήσω ποτέ να έρθει στο κρεβάτι μου.»
«Δεν ξέρεις αν θα μπορούσες ή όχι» της είπε η Μάντελεϊν. «Δε θα είναι εύκολο, Αντέλα, μα ο Τζέραλντ είναι υπομονετικός άνθρωπος.»
«Δεν έχει σημασία» είπε εκείνη. «Θα με παρατήσει.»Η Αντέλα έκανε λάθος. Ο Τζέραλντ την περίμενε στην
αρχή της σκάλας. Δίχως να πει λέξη, την πήρε από το μπράτσο και την οδήγησε στην επόμενη σκάλα.
Ο Ντάνκαν πλησίασε τη Μάντελεϊν και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. «Δείχνεις εξαντλημένη, γυναίκα. Ώρα για ύπνο.»
«Καλύτερα να περιμένω να γυρίσει η Αντέλα. Μπορεί να με χρειαστεί» διαμαρτυρήθηκε εκείνη όταν άρχισε ο Ντάνκαν να ανεβαίνει τη σκάλα.
«Σε έχω ανάγκη τώρα, Μάντελεϊν. Ο Τζέραλντ θα φροντίσει την Αντέλα.»
Κούνησε το κεφάλι της. «Μάντελεϊν, πρέπει να φύγω αύριο. Θα είναι για λίγο μόνο» πρόσθεσε πριν προλάβει να τον διακόψει.
«Πού πας;» ρώτησε. «Έχεις σημαντικά θέματα να φροντίσεις;» ρώτησε τότε, βάζοντας τα δυνατά της να φανεί ότι ενδιαφέρεται, ότι δεν είχε απογοητευτεί. Δεν μπορούσε να περιμένει να μένει κάθε λεπτό κοντά της. Άλλωστε, ο Ντάνκαν ήταν σημαντικός άνθρωπος.
«Υπάρχει ένα θέμα που απαιτεί την προσοχή μου» απάντησε ο Ντάνκαν εξηγώντας επίτηδες όσο πιο λίγα μπορούσε. Είχε περάσει αρκετά μαρτύρια σήμερα η Μάντελεϊν. Δεν ήθελε να της προσθέσει άλλη μία έγνοια, και ήξερε πως αν της έλεγε απόψε για το αίτημα του βασιλιά δε θα κατάφερνε να ξεκουραστεί καθόλου.
Μόλις κατέβαινε τα σκαλιά η Μοντ, όταν έστριψε ο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 367
Ντάνκαν στη γωνία. Είπε πως θα φρόντιζε αμέσως το μπάνιο της βαρόνης, ο Ντάνκαν όμως κούνησε το κεφάλι. Είπε στη Μοντ πως θα το φρόντιζε ο ίδιος.
Η Μοντ υποκλίθηκε. «Ο γιος σου Μοντ έκανε κάτι πολύ θαρραλέο σήμερα.»
Το πρόσωπό της φωτίστηκε. Είχε ήδη ακούσει τη γενναία πράξη του γιου της. Ο μικρός είχε κάνει τους γονείς του περήφανους. Είχε σώσει τη ζωή της βαρόνης.
«Πρέπει να σκεφτώ κατάλληλη ανταμοιβή για τέτοια γενναιότητα» είπε ο Ντάνκαν.
Η Μοντ έδειχνε συγκλονισμένη, ανήμπορη να μιλήσει. Έκανε άλλη μια υπόκλιση και τραύλισε: «Ευχαριστώ, άρχοντά μου. Ο Γουίλι μου έχει γοητευτεί από τη βαρόνη. Είναι λίγο ενοχλητικός έτσι που τρέχει συνέχεια ξοπίσω της, μα δε φαίνεται να την ενοχλεί και πάντα έχει να πει μια καλή κουβέντα για το αγόρι μου.»
«Είναι έξυπνο παιδί» τον παίνεσε ο Ντάνκαν.Ο έπαινός του, γεγονός πραγματικά ασυνήθιστο, μαζί
με το ότι της μιλούσε κανονικά, έκανε τη Μοντ να ζαλιστεί. Τον ευχαρίστησε ξανά, μάζεψε τις φούστες της και κατέβηκε πετώντας τις σκάλες. Σίγουρα η Γκέρτι θα έσκαγε να ακούσει όλη την ιστορία. Κι αυτή τη φορά η Μοντ θα την έλεγε πρώτη.
Η Μάντελεϊν χάιδεψε το μάγουλο του άντρα της με το χέρι. «Είσαι καλός άνθρωπος, Ντάνκαν» του ψιθύρισε. «Είναι άλλος ένας λόγος που σε αγαπώ τόσο πολύ.»
Ο Ντάνκαν ανασήκωσε τους ώμους και ανάγκασε τη Μάντελεϊν να κρατηθεί πιο σφιχτά για να μην πέσει. «Κάνω απλώς το καθήκον μου» είπε εκείνος. Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Σκέφτηκε πως ο άντρας της ήταν το ίδιο αμήχανος όταν τον επαινούσαν όσο και η Μοντ.
«Μου αρνήθηκες το μπάνιο» είπε για να τον πειράξει. «Ίσως να κολυμπήσω στη λίμνη σου. Τι λες για αυτό;» πρόσθεσε.
368 JULIE GARWOOD
«Λέω πως είναι καλό το σχέδιό σου, γυναίκα. Θα κολυμπήσω μαζί σου.»
«Σε πείραζα μόνο» βιάστηκε να πει η Μάντελεϊν. «Δε θέλω να κολυμπήσω στη λίμνη σου.» Ρίγησε. «Όταν ήμουν μικρή, πήδησα μες στη λιμνούλα. Δεν ήταν βαθιά και δεν ήξερα να κολυμπώ. Τα δάχτυλα όμως των ποδιών μου κόλλησαν στη λάσπη και το φόρεμά μου έγινε βαρύ σαν το μολύβι, ώσπου να καταφέρω να συρθώ έξω. Αφού ήθελα ξανά μπάνιο μετά από αυτό. Η λάσπη είχε κολλήσει μέχρι και τα μαλλιά μου.»
Ο Ντάνκαν γέλασε. «Πρώτα από όλα, η λίμνη μου έχει πυθμένα από βράχο στα περισσότερα σημεία» είπε. «Και δεν πρέπει να κολυμπάς με τα ρούχα, Μάντελεϊν. Απορώ πώς δεν πνίγηκες.»
Δεν έδειξε να πείθεται ιδιαίτερα για τα πλεονεκτήματα της λίμνης του. «Το νερό είναι καθαρό. Μπορείς σχεδόν να δεις τον πάτο» της είπε.
Έφτασαν στην κάμαρά τους. Η Μάντελεϊν είχε ξεντυθεί και περίμενε τον Ντάνκαν στο κρεβάτι τους πριν καν βγάλει εκείνος το χιτώνα.
«Δε θέλεις να κολυμπήσεις μαζί μου;» τη ρώτησε με ένα χαμόγελο.
«Όχι» είπε εκείνη. «Έχει στρατιώτες έξω. Για το Θεό, ως κι ο Τζέραλντ με την Αντέλα είναι έξω. Δε θα ήταν σωστό από μέρους μου να τριγυρνώ μπροστά τους δίχως ρούχα. Δεν ξέρω τι σκεφτόσουν, Ντάνκαν, για να προτείνεις τέτοιο...»
«Μάντελεϊν, κανείς δεν πάει στη λίμνη τη νύχτα. Άλλωστε, το φεγγάρι δεν είναι αρκετά φωτεινό για να...»
Τον σταμάτησε με ένα πνιχτό επιφώνημα έκπληξης. «Ντάνκαν, τι κάνεις;»
Ήταν φανερό ακόμα και για εκείνη έτσι όπως έστεκε δίπλα στο κρεβάτι με το μανδύα της στα χέρια του. «Τυλίξου με αυτό. Θα σε πάω εγώ στη λίμνη» πρότεινε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 369
Η Μάντελεϊν δάγκωσε αναποφάσιστη το χείλι της. Ήθελε πραγματικά να πάει να κολυμπήσει. Έκανε ζέστη και ένιωθε να κολλάει απόψε. Η σκέψη όμως ότι θα μπορούσε να τη δει κάποιος την έκανε να το σκεφτεί. Ο Ντάνκαν περίμενε με υπομονή να αποφασίσει. Σκέφτηκε πως έδειχνε τρομερά ελκυστική εκείνη τη στιγμή. Με μόνο ένα λεπτό σκέπασμα να την καλύπτει και τις άκρες του στήθους της να αποκαλύπτονται υπέροχες.
«Είπες πως έδειχνα εξαντλημένη» προσπάθησε εκείνη να κερδίσει χρόνο. «Ίσως…»
«Είπα ψέματα.»«Είναι αμαρτία να μου λες ψέματα» τον μάλωσε η Μά
ντελεϊν. Τράβηξε πάνω το σκέπασμα και το κράτησε σαν ασπίδα απέναντί του. «Το σαπούνι μου είναι στο μπαούλο σου» του είπε.
Η Μάντελεϊν σκέφτηκε να τον στείλει να της το φέρει για να τυλίξει με την ησυχία της το μανδύα πάνω της. Δεν είχε συνηθίσει ακόμα να τριγυρίζει γυμνή κοντά του.
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Πήγε στο μπαούλο να πάρει το σαπούνι. Ο μανδύας της ήταν κρεμασμένος στο μπράτσο του. Το σαπούνι ήταν στο ένα του χέρι και ένας μικρός στρογγυλός καθρέφτης στο άλλο.
Της έδωσε τον καθρέφτη. «Έχεις ένα μαύρο μάτι σαν εκείνο που κατάφερες στον Έντμοντ» σχολίασε.
«Δε μαύρισα ποτέ το μάτι του Έντμοντ» διαμαρτυρήθηκε εκείνη. «Με πειράζεις.»
Γύρισε τον καθρέφτη και κοίταξε το πρόσωπό της.Ούρλιαξε. Ο Ντάνκαν γέλασε.«Μοιάζω στ’ αλήθεια με Κύκλωπα» φώναξε. Πέταξε τον
καθρέφτη και άρχισε να τραβά τα μαλλιά πάνω στην τραυματισμένη πλευρά του προσώπου της. «Πώς αντέχεις να με φιλάς;» ρώτησε. «Έχω ένα μαύρο κύκλο γύρω από το μάτι μου και…»
greekleech.info
370 JULIE GARWOOD
Ακουγόταν σαν να θρηνούσε. Το χαμόγελο του Ντάνκαν έσβησε όταν έσκυψε μπροστά. Με την παλάμη του ανάγκασε το πιγούνι της να ανασηκωθεί και να τον κοιτάξει. Η έκφρασή του ήταν πολύ σοβαρή τώρα. «Επειδή σ’ αγαπώ, Μάντελεϊν. Είσαι ό,τι θέλησα ποτέ μου, και πολύ πολύ περισσότερα. Νομίζεις πως μια δυο μελανιές μπορούν να αλλάξουν αυτό που νιώθω; Πιστεύεις πως θα μπορούσε οποιαδήποτε αγάπη να είναι τόσο ρηχή;»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Τράβηξε αργά την κουβέρτα και ύστερα στάθηκε πλάι στον άντρα της.
Δεν τον ντρεπόταν πια. Ο Ντάνκαν την αγαπούσε. Αυτό είχε μόνο σημασία.
«Θα ήθελα να πάω τώρα στη λίμνη σου, Ντάνκαν. Καλύτερα όμως να βιαστούμε, πριν αρχίσω να σε ικετεύω να μου κάνεις έρωτα.»
Ο Ντάνκαν σκέπασε το πιγούνι της με τα χέρια του και τη φίλησε. «Μα θα σου κάνω έρωτα, Μάντελεϊν.»
Η υπόσχεση και το σκοτεινό βλέμμα του τη ζέσταναν. Άκουσε τον εαυτό της να στενάζει, κι ένιωσε ένα ζεστό κόμπο να απλώνεται μέσα της.
Τύλιξε πάνω της το μανδύα, την πήρε στην αγκαλιά του και τη μετέφερε έξω από το δωμάτιό τους.
Δε συνάντησαν κανένα στο δρόμο για τη λίμνη. Ο Ντάνκαν είχε δίκιο, το φεγγάρι δεν έφεγγε πολύ απόψε.
Την πήγε στην άλλη άκρη της λίμνης. Η Μάντελεϊν δοκίμασε το νερό με τα ακροδάχτυλα και δήλωσε πως ήταν πολύ κρύο.
Της είπε να κάνει υπομονή. Εκείνη στάθηκε δίπλα του με το μανδύα γύρω της σφιχτά τυλιγμένο, ενώ τον παρακολουθούσε να βγάζει αδιάφορα τα ρούχα του.
Βούτηξε αμέσως στο νερό. Η Μάντελεϊν κάθισε στην όχθη κι ύστερα πλησίασε δειλά το νερό. Θα είχε πάρει μαζί της το μανδύα αν την άφηνε να το κάνει. Ο άντρας της αναδύθηκε δίπλα της, τράβηξε το μανδύα από τα χέρια της και τον πέταξε στο γρασίδι.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 371
Χρειάστηκε μερικά λεπτά να συνηθίσει το νερό. Ήταν τόσο ερωτική η αίσθηση του να κολυμπά δίχως ρούχα. Ένιωθε λάγνα και το είπε στον Ντάνκαν. Παραδέχτηκε ντροπαλά πως της άρεσε η αίσθηση.
Έκανε βιαστικά το λουτρό της. Έλουσε τα μαλλιά της και τα ξέβγαλε βουτώντας κάτω από το νερό. Όταν βγήκε για τρίτη φορά στην επιφάνεια, ο Ντάνκαν έστεκε μπροστά της. Ήθελε μόνο να της μιλήσει, μα του χαμογέλασε με βλέμμα τόσο μαγευτικό… Το νερό αγκάλιαζε τα στήθη της. Οι θηλές ήταν σκληρές, τον καλούσαν. Τα χέρια του τις σκέπασαν.
Έγειρε πάνω του με το κεφάλι προς τα πίσω για να τον φιλήσει. Δεν ήθελε να αντισταθεί στον πειρασμό. Πήρε πεινασμένα το στόμα της. Η γλώσσα του εξερεύνησε ορμητικά το στόμα της. Υγρά. Άγρια. Τόσο γνώριμα απείθαρχα.
Μόνο αυτό το φιλί θα της έδινε, κι ύστερα θα την πήγαινε στο δωμάτιό τους να της κάνει έρωτα, το στομάχι της όμως τρίφτηκε πάνω του και τα χέρια της κατέβηκαν τολμηρά στο νερό να αγγίξουν τη διέγερσή του.
Ο Ντάνκαν τύλιξε γύρω της τα χέρια του και την τράβηξε απότομα πάνω του. Το φιλί έγινε πιο βαθύ, πιο καυτό.
Ήταν κι εκείνη άγρια. Τα χέρια της χάιδευαν τους ώμους του με μανία. Ο Ντάνκαν τη σήκωσε πιο ψηλά, ώσπου τα στήθη της τρίφτηκαν στο στέρνο του. Τα πόδια της σάλευαν ανήσυχα πάνω του. Το γλυκό της κλαψούρισμα γεμάτο λαχτάρα τον τρέλαινε.
Της έδινε ψιθυριστά οδηγίες, με φωνή τραχιά από τον πόθο. Όταν τύλιξε τα πόδια της γύρω από τους μηρούς του, μπήκε μέσα της αργά, προσεχτικά, ολοκληρωτικά.
Κόλλησε πάνω του, απαιτώντας με τα νύχια. «Ντάνκαν» ικέτεψε.
Φίλησε τον κρόταφό της. «Προσπαθώ να είμαι τρυφερός μαζί σου, Μάντελεϊν» ψιθύρισε με βραχνή φωνή.
«Αργότερα, Ντάνκαν» γόγγυσε εκείνη. «Αργότερα να ’σαι τρυφερός.»
greekleech.info
372 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν παραδόθηκε στον πόθο του. Ήταν δυνατός, της χάρισε όση ηδονή του χάριζε κι εκείνη. Όταν ένιωσε τη Μάντελεϊν να τεντώνεται πάνω του ικανοποιημένη, σκέπασε το στόμα της για να κρύψει τα βογκητά της. Ο σπόρος του την πλημμύρισε και κόλλησε πάνω της καθώς το ρίγος της ευτυχίας ξεσπούσε.
Η Μάντελεϊν έπεσε πάνω του αδύναμη από την ικανοποίηση. Η ανάσα της ζέσταινε το λαιμό του.
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε με αλαζονική ικανοποίηση. «Είσαι άγρια γυναίκα, Μάντελεϊν.»
Γέλασε απολαμβάνοντας τη φιλοφρόνηση, μέχρι που θυμήθηκε πού βρίσκονταν.
«Θεέ και Κύριε. Λες να μας είδε κανείς;»Ακούστηκε τόσο τρομαγμένη. Έκρυψε το πρόσωπό της
στην καμπύλη του λαιμού του. Ο Ντάνκαν γέλασε απαλά. «Κανείς δε μας είδε, αγάπη μου» ψιθύρισε.
«Είσαι σίγουρος;»«Φυσικά, το φως δεν είναι αρκετό.»«Δόξα τω Θεώ για αυτό» είπε εκείνη.Ήταν μεγάλη η ανακούφισή της, ώσπου ο Ντάνκαν ξα
ναμίλησε. «Έκανες βέβαια αρκετό θόρυβο για να ξυπνήσεις και τους νεκρούς. Βογκάς, αγάπη μου. Όσο πιο πολύ καίγεσαι, τόσο πιο δυνατά γίνονται τα βογκητά σου.»
«Ω, Θεέ μου.» Η Μάντελεϊν προσπάθησε να βουλιάξει κάτω από το νερό. Ο Ντάνκαν δεν την άφησε. Γέλασε με βαθύ, αισθησιακό γέλιο και συνέχισε να την πειράζει. «Δεν παραπονιέμαι, γλυκιά μου. Αφού η φωτιά σου είναι για μένα, θα σ’ αφήνω να βογκάς όσο θέλεις.»
Τη στιγμή που ήταν έτοιμη να του πει πόσο αμαρτωλά αλαζονικός γινόταν, ο Ντάνκαν έπεσε επίτηδες προς τα πίσω. Το μόνο που πρόλαβε ήταν να κρατήσει την ανάσα της.
Τη φίλησε ξανά κάτω από το νερό. Τον τσίμπησε όταν χρειάστηκε ανάσα. Δεν ήξερε πώς να παίξει στο νερό. Όταν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 373
την πιτσίλισε, προσβλήθηκε αμέσως. Αναγκάστηκε να της πει να τον πιτσιλίσει κι εκείνη. Της φάνηκε ανόητο παιχνίδι να προσπαθούν να πνίξουν ο ένας τον άλλο, ώσπου να τελειώσει όμως τη φράση της γελούσε και προσπαθούσε να τον αναποδογυρίσει με τρικλοποδιά.
Εκείνη έχασε την ισορροπία της. Όταν την τράβηξε πάνω έφτυνε νερό, έβηχε και προσπαθούσε ταυτόχρονα να του δώσει ένα καλό μάθημα.
Έμειναν στη λίμνη κοντά μια ώρα. Ο Ντάνκαν την έμαθε να κολυμπά σωστά, αν και άρχισε τις οδηγίες με προσβολές. «Δείχνεις έτοιμη να πνιγείς όταν κολυμπάς.»
Δεν προσβλήθηκε και τόσο, μάλιστα τον φίλησε για να του δώσει να καταλάβει πως δεν είχε πληγωθεί.
Όταν την πήγε στο τέλος στο δωμάτιό τους, η Μάντελεϊν ήταν εξαντλημένη. Ο Ντάνκαν όμως είχε διάθεση για συζήτηση. Ήταν στο κρεβάτι με τα χέρια διπλωμένα κάτω από το κεφάλι, και παρακολουθούσε τη γυναίκα του που βούρτσιζε τα μαλλιά της. Ήταν και οι δύο γυμνοί, κανείς όμως δεν ντρεπόταν πια για αυτό.
«Με κάλεσαν να μιλήσω στο βασιλιά μου, Μάντελεϊν» είπε εκείνος. Κράτησε ήρεμη τη φωνή του, για να προσπαθήσει να της δώσει την εντύπωση πως όλο αυτό του ήταν αδιάφορο. «Εκεί θα πάω αύριο.»
«Σε κάλεσαν;» Η βούρτσα έπεσε όταν γύρισε να τον κοιτάξει σκυθρωπή.
«Κλήθηκα» παραδέχτηκε εκείνος. «Θα σ’ το είχα πει νωρίτερα, μα δεν ήθελα να ανησυχήσεις.»
«Είμαι ανακατεμένη σε αυτό, έτσι δεν είναι; Ντάνκαν, δε θα ανεχτώ να με αγνοείς και να με κάνεις πέρα. Έχω δικαίωμα να μάθω τι συμβαίνει.»
«Ούτε σε αγνόησα ούτε σε έκανα πέρα» είπε εκείνος. «Προσπαθούσα απλώς να σε προστατέψω.»
«Θα είναι επικίνδυνο;» Δεν του άφησε χρόνο να απαντήσει. «Φυσικά και θα είναι επικίνδυνο. Πότε φεύγουμε;»
greekleech.info
374 JULIE GARWOOD
«Δε φεύγουμε. Εσύ θα μείνεις εδώ. Θα είσαι πιο ασφαλής εδώ.»
Έδειχνε έτοιμη να διαφωνήσει. Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι και είπε: «Αν είμαι υποχρεωμένος να ανησυχώ για σένα, δε θα είμαι απόλυτα συγκεντρωμένος. Έχω πάρει την απόφασή μου, Μάντελεϊν. Θα μείνεις εδώ.»
«Και θα γυρίσεις κοντά μου;»Η ερώτησή της τον αιφνιδίασε. «Φυσικά.»«Πότε;»«Δεν ξέρω πόσο θα πάρει, Μάντελεϊν.»«Βδομάδες, μήνες, χρόνια;»Είδε το φόβο στα μάτια της και θυμήθηκε την εποχή που
την αγνοούσε η οικογένειά της. Την τράβηξε πάνω του. Τη φίλησε. «Πάντα θα γυρνώ σε σένα. Είσαι η γυναίκα μου.»
«Η γυναίκα σου» ψιθύρισε εκείνη. «Όποτε φοβάμαι ή αρχίζω να τρέμω για το μέλλον, θυμάμαι πως είμαι δεσμευμένη μαζί σου.» Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Δεν έδειχνε πια τρομοκρατημένη. «Αν σκοτωθείς, θα βρω τον τάφο σου και θα τον φτύσω» τον απείλησε.
«Θα πάρω λοιπόν κάθε προφύλαξη.»«Μου το υπόσχεσαι;»«Σ’ το υπόσχομαι.»Έκλεισε τρυφερά το πρόσωπό του στα χέρια της. «Παίρ
νεις μαζί σου την καρδιά μου, αγαπημένε μου απαγωγέα.»«Όχι, Μάντελεϊν. Εγώ είμαι θύμα σου, ψυχή και σώμα.»Και της το έδειξε κάνοντάς της έρωτα ξανά.Είχε ντυθεί πριν καλά καλά χαράξει. Κάλεσε τον Άντονι
και τον περίμενε στην αίθουσα.Όταν εμφανίστηκε ο υπασπιστής του, ο Ντάνκαν έσπαζε
τη σφραγίδα του μηνύματος από το μοναστήρι.Ο Άντονι κάθισε απέναντί του στο τραπέζι και περίμενε
να τελειώσει το διάβασμα. Η Γκέρτι μπήκε με ένα δίσκο γεμάτο ψωμί και τυρί.
Ο υπασπιστής είχε φάει μια γερή μερίδα ώσπου να τε
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 375
λειώσει ο Ντάνκαν το γράμμα. Ήταν φανερό πως τα νέα δεν άρεσαν στον άρχοντά του. Πέταξε την περγαμηνή στο τραπέζι και χτύπησε τη γροθιά του στο ξύλο.
«Σε τάραξαν τα νέα;» ρώτησε ο Άντονι.«Είναι όπως το υποψιαζόμουν. Δεν υπάρχει πατέρας
Λόρανς.»«Μα αυτός που σκότωσες…»«Τον έστειλε ο Λούντον» είπε ο Ντάνκαν. «Το ήξερα ήδη
αυτό, πίστευα όμως πως ήταν ιερέας.»«Τουλάχιστον δε σκότωσες άνθρωπο της εκκλησίας» εί
πε ο Άντονι ανασηκώνοντας τους ώμους. «Δεν μπόρεσε άλλωστε να αναφέρει στον Λούντον, Ντάνκαν. Δεν έφυγε από το οχυρό από τότε που ήρθε. Θα το ήξερα.»
«Αν έδινα λίγη προσοχή, θα είχα παρατηρήσει την αλλόκοτη συμπεριφορά του νωρίτερα. Η απροσεξία μου κόντεψε να κοστίσει τη ζωή της γυναίκας μου.»
«Δε σε θεωρεί υπεύθυνο» σχολίασε εκείνος. «Δεν πήγαν τόσο άσχημα τα πράγματα όσο θα μπορούσαν. Σκέψου να είχε ακούσει όλες μας τις εξομολογήσεις.» Ο Άντονι αναρίγησε στη σκέψη και μόνο.
«Δεν έχω παντρευτεί όμως» είπε ο Ντάνκαν χτυπώντας ξανά τη γροθιά στο τραπέζι. Η περγαμηνή αναπήδησε και κάθισε στον πάτο του βάζου με τα αγριολούλουδα.
«Θεέ και Κύριε, αυτό δεν το είχα σκεφτεί.»«Ούτε και η Μάντελεϊν» απάντησε ο Ντάνκαν. «Θα το
σκεφτεί όμως. Θα πάθει κρίση. Αν υπήρχε χρόνος, θα έβρισκα ιερέα και θα την παντρευόμουν πριν φύγω.»
«Θα σου έπαιρνε βδομάδες…»Ο Ντάνκαν ένευσε. «Είπες στη Μάντελεϊν πού θα πας;»
ρώτησε ο Άντονι.«Ναι, μα δε θα της πω για τον αγύρτη. Όταν γυρίσω, θα
φέρω ιερέα μαζί μου. Θα της πω ότι δεν είμαστε παντρεμένοι ένα δυο λεπτά πριν την παντρευτώ ξανά. Διάολε, τι μπέρδεμα.»
376 JULIE GARWOOD
Ο Άντονι χαμογέλασε. Ο άρχοντάς του είχε δίκιο. Η Μάντελεϊν θα πάθαινε κρίση.
Ο Ντάνκαν πίεσε τον εαυτό του να αφήσει στην άκρη το θέμα της απάτης του Λόρανς. Εξέτασε τα σχέδιά του με τον υπασπιστή του προσπαθώντας να καλύψει κάθε πιθανότητα.
«Έχεις εκπαιδευτεί από τον καλύτερο. Έχω απόλυτη εμπιστοσύνη στην ικανότητά σου» είπε όταν τέλειωσε με τις οδηγίες.
Προσπάθησε να φτιάξει λίγο τη διάθεση με το αυτάρεσκο σχόλιό του, μιας και εκείνος είχε εκπαιδεύσει τον Άντονι. Ο υπασπιστής χαμογέλασε.
«Αφήνεις αρκετούς στρατιώτες για να κατακτήσουμε την Αγγλία» σχολίασε ο Άντονι.
«Είδες τον Τζέραλντ;»Ο Άντονι κούνησε το κεφάλι. «Οι άντρες μαζεύονται
μπροστά στους στάβλους» είπε. «Μπορεί να είναι εκεί και να περιμένει.»
Ο Ντάνκαν σηκώθηκε και πήγε με τον υπασπιστή του στους στάβλους. Ο βαρόνος μίλησε στους στρατιώτες του και τους προειδοποίησε ότι ίσως να τους περίμενε παγίδα. Στράφηκε στους άντρες που θα έμεναν πίσω και τους μίλησε. «Μπορεί ο Λούντον να περιμένει να φύγω για να επιτεθεί στο οχυρό.»
Όταν τελείωσε, επέστρεψε στην αίθουσα. Η Μάντελειν εκείνη την ώρα κατέβαινε τη σκάλα. Χαμογέλασε στον άντρα της. Ο Ντάνκαν την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε.
«Να θυμάσαι την υπόσχεσή σου να προσέχεις πάρα πολύ» του ψιθύρισε όταν την άφησε.
«Το υπόσχομαι» απάντησε ο Ντάνκαν. Πέρασε το χέρι γύρω από τους ώμους της και βγήκαν έξω. Έπρεπε να περάσουν μπροστά από την εκκλησία για να πάνε στους στάβλους. Ο Ντάνκαν στάθηκε να κοιτάξει τη ζημιά. «Πρέπει να ξαναχτίσω τον πρόναο» είπε.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 377
Τα λόγια του θύμισαν στη Μάντελεϊν το γράμμα. «Ντάνκαν, έχεις χρόνο να μου δείξεις το γράμμα από το μοναστήρι του πατέρα Λόρανς; Παραδέχομαι πως είμαι πολύ περίεργη να δω τι λέει.»
«Το έχω διαβάσει ήδη.»«Μπορείς να διαβάσεις! Το υποψιαζόμουν, δεν καυχήθη
κες ποτέ όμως για αυτό. Πάνω που λέω πως σε ξέρω αρκετά καλά, λες ή κάνεις κάτι και με ξαφνιάζεις.»
«Δεν είμαι λοιπόν τόσο προβλέψιμος όσο φανταζόσουν;» ρώτησε χαμογελαστός.
Κούνησε το κεφάλι. «Σε μερικά πράγματα είσαι πάντα προβλέψιμος. Αχ, μακάρι να μην έφευγες. Ήθελα να με μάθεις να αμύνομαι. Αν μπορούσα να υπερασπιστώ τον εαυτό μου σαν τον Άνσελ, ίσως να με άφηνες να έρθω μαζί σου.»
«Δε θα σε άφηνα» είπε εκείνος. «Υπόσχομαι όμως να αρχίσω τα μαθήματα μόλις γυρίσω.» Το είπε για να την καθησυχάσει. Υπήρχαν πράγματι κάποια κόλπα που κάθε γυναίκα θα έπρεπε να ξέρει, σκέφτηκε. Ίσως να μην ήταν και τόσο γελοίο το αίτημά της τελικά. Δεν ήταν πολύ δυνατή η Μάντελεϊν, τον εντυπωσίαζε όμως η αποφασιστικότητά της.
Ο Ντάνκαν παρατήρησε ότι ο βαρόνος Τζέραλντ δεν είχε φτάσει ακόμα. Αφού είχε μερικά ακόμα λεπτά με τη γυναίκα του, γύρισε και της είπε: «Θα σου δώσω τώρα το πρώτο μάθημα. Αφού χρησιμοποιείς το δεξί σου χέρι, πρέπει να κρατάς το μαχαίρι σου στην αριστερή πλευρά του κορμιού σου.» Έβγαλε το μαχαίρι της και το έβαλε σε μια θηλιά της ζώνης στην καμπύλη του αριστερού της γοφού.
«Γιατί;»«Επειδή είναι πολύ πιο εύκολο να τραβήξεις το όπλο
σου. Μερικές φορές, γυναίκα, κάθε δευτερόλεπτο μετρά.»«Εσύ έχεις το σπαθί σου στη δεξιά πλευρά του κορμιού
σου. Ξέρω πως προτιμάς να κρατάς το σπαθί με το αριστερό σου χέρι. Τα σκαλιά! Έχει το μάθημα να κάνει με τα σκαλιά
378 JULIE GARWOOD
που είναι φτιαγμένα στην αριστερή πλευρά του τείχους αντί για τη δεξιά;»
Κούνησε το κεφάλι. «Ο πατέρας μου προτιμούσε την αριστερή πλευρά. Όταν εισβάλλει ο εχθρός, έρχεται από κάτω, όχι από πάνω. Ο πατέρας μου είχε πρόσθετο πλεονέκτημα. Μπορούσε να χρησιμοποιήσει το δεξί του χέρι για να κρατηθεί από τον τοίχο και να πολεμά με το αριστερό.»
«Ήταν ευφυής ο πατέρας σου» είπε η Μάντελεϊν. «Οι περισσότεροι χρησιμοποιούν το δεξί τους χέρι, έτσι δεν είναι; Τι υπέροχη ιδέα να πάει ενάντια στην παράδοση και να χτίσει το σπίτι του ανάλογα με τη δική του ιδιαιτερότητα.»
«Στην πραγματικότητα ο πατέρας μου δανείστηκε την ιδέα από έναν από τους θείους του» είπε ο Ντάνκαν.
Νόμισε πως είχε καταφέρει να στρέψει την προσοχή της από το γράμμα. Έκανε λάθος όμως, γιατί η Μάντελεϊν τον ρώτησε αμέσως μετά: «Τι έλεγε το γράμμα, Ντάνκαν;»
«Δεν ήταν τίποτα το σημαντικό» είπε εκείνος. «Ο Λόρανς έφυγε από το μοναστήρι όταν ήταν διορισμένος στο οχυρό του Λούντον.»
Ήταν δύσκολο να λέει ψέματα στη γυναίκα του. Είχε όμως καλό σκοπό. Προσπαθούσε να την απαλλάξει από έγνοιες όσο θα έλειπε.
«Μάλλον θα ήταν καλός άνθρωπος μέχρι να πέσει στα χέρια του αδελφού μου» σχολίασε η Μάντελεϊν.
«Θα φροντίσω να σταλεί το σώμα του αμέσως στο μοναστήρι, Ντάνκαν. Θα θέλουν να τον θάψουν όπως του ταιριάζει.»
«Όχι.» Συνειδητοποίησε πως είχε φωνάξει. «Θέλω να πω ότι έχουν ήδη γίνει αυτά που πρέπει.»
Η Μάντελεϊν μπερδεύτηκε από τον απότομο τρόπο του Ντάνκαν. Ο βαρόνος Τζέραλντ πλησίασε και τους χαιρέτησε, αποσπώντας την προσοχή τους.
«Η Αντέλα κι εγώ θα παντρευτούμε όταν τελειώσει αυτή η υπόθεση» ανακοίνωσε ο Τζέραλντ. «Συμφώνησε τελικά.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 379
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. Ο Ντάνκαν χτύπησε τον Τζέραλντ στον ώμο. «Πού είναι η Αντέλα;» ρώτησε.
«Στο δωμάτιό της, κλαίει. Την έχω ήδη αποχαιρετήσει» πρόσθεσε με ένα χαμόγελο ο Τζέραλντ.
«Είσαι σίγουρος πως θέλεις να την παντρευτείς, Τζέραλντ; Η αδελφή μου περνά τον περισσότερο καιρό της κλαίγοντας.»
«Ντάνκαν!» διαμαρτυρήθηκε η Μάντελεϊν.Ο Τζέραλντ γέλασε. «Ελπίζω να στερέψουν τα δάκρυά
της πριν παντρευτούμε.»Ο Ντάνκαν γύρισε ξαφνικά και άρπαξε τη Μάντελεϊν.
Τη φίλησε πριν προλάβει να καταλάβει τι σκόπευε να κάνει. «Θα γυρίσω σπίτι πριν δεις πως έχω φύγει» της είπε.
Η Μάντελεϊν προσπάθησε να χαμογελάσει. Δεν θα έβαζε τα κλάματα. Δε θα ήταν πρέπον, έτσι που στεκόταν μπροστά σε όλους εκείνους τους στρατιώτες.
Έμεινε στη μέση της αυλής και κοιτούσε τον άντρα της να φεύγει.
Ο Άντονι πλησίασε και στάθηκε δίπλα της. «Θα γυρίσει κοντά μας» είπε η Μάντελεϊν. «Μου έδωσε το λόγο του, Άντονι.»
«Είναι άντρας που τιμά το λόγο του, Μάντελεϊν. Δε θα πατήσει την υπόσχεσή του.»
«Θα πρέπει να κρατώ τον εαυτό μου απασχολημένο» είπε στον υπασπιστή. «Ο Ντάνκαν υποσχέθηκε να με μάθει μεθόδους άμυνας.»
«Μεθόδους άμυνας;» επανέλαβε ο Άντονι δείχνοντας μπερδεμένος.
«Ναι. Ήθελε να μάθω πώς να προστατεύω τον εαυτό μου» εξήγησε η Μάντελεϊν. Άφησε επίτηδες να εννοηθεί πως ήταν ιδέα του άντρα της. Ήξερε πως θα ήταν πιο εύκολο να κερδίσει τη συνεργασία του Άντονι αν πίστευε πως ήταν επιθυμία του Ντάνκαν. Δε σκέφτηκε πως εξαπατούσε κανέναν. «Ίσως να μπορούσες να μου κάνεις ένα ή δύο μα
380 JULIE GARWOOD
θήματα. Τι λες, Άντονι; Θα μπορούσες να μου αφιερώνεις λίγο χρόνο κάθε μέρα για να μου δείξεις πώς να αμύνομαι;»
Πώς να αμύνεται; Ο Άντονι στην αρχή είχε χάσει τα λόγια του. Κοιτούσε τη Μάντελεϊν και κατάλαβε πως μιλούσε αρκετά σοβαρά.
Η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως δεν έδειχνε τόσο ενθουσιασμένος με το αίτημά της. «Νομίζω πως θα πάω να μιλήσω στον Νεντ. Θα μπορούσε να μου φτιάξει ένα ωραίο τόξο, και βέλη φυσικά. Αν καταπιαστώ με αυτό, πιστεύω πως θα γίνω αρκετά ακριβής πολύ σύντομα.»
Ο Άντονι ένιωσε την ανάγκη να κάνει το σταυρό του. Δεν μπορούσε, φυσικά, γιατί η κυρά του τον κοιτούσε με έκφραση γεμάτη ελπίδα.
Ήταν πολύ δειλός για να της αρνηθεί. «Θα μιλήσω στον Νεντ» υποσχέθηκε.
Η Μάντελεϊν τον ευχαρίστησε θερμά. Ο υπασπιστής υποκλίθηκε και έφυγε.
Ο Άντονι είχε άλλο ένα πρόβλημα να σκεφτεί. Πρωταρχικό καθήκον του ήταν να κρατήσει τη γυναίκα του Ντάνκαν ασφαλή. Τώρα, όμως, τον βάραινε άλλο ένα καθήκον. Να προστατέψει τους άντρες του από τη Μάντελεϊν.
Η αίσθηση του χιούμορ ήταν αυτή που τον έσωσε από την απόγνωση. Ώσπου να φτάσει στην καλύβα του σιδερά, γελούσε. Ο Θεός να τους βοηθούσε όλους. Ίσαμε το τέλος της βδομάδας θα κυκλοφορούσαν όλοι με βέλη στους πισινούς.
Κεφάλαιο 20
Εν ω μέτρω μετρείτε μετρηθήσεται υμίν (με όποιο μέτρο με-τράτε, μ’ αυτό θα σας μετρήσουν).
Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιο, 7:2
Ο Ντάνκαν πρώτος οσμίστηκε τον κίνδυνο. Έδωσε σήμα να σταματήσουν. Οι στρατιώτες παρατάχτηκαν πίσω του. Κουβέντα δεν ειπώθηκε και μόλις ηρέμησαν τα άλογα μια αλλόκοτη σιωπή έπεσε στο δάσος.
Ο βαρόνος Τζέραλντ βρισκόταν στα δεξιά του. Περίμενε, όπως και οι άντρες του, σεβόμενος την κρίση του Ντάνκαν. Η φήμη του ήταν θρυλική. Ο Τζέραλντ είχε πολεμήσει στο πλευρό του και στο παρελθόν. Αναγνώριζε την ανώτερη ικανότητά του και, παρότι είχαν την ίδια σχεδόν ηλικία, θεωρούσε τον εαυτό του μαθητή και τον Ντάνκαν εκπαιδευτή του.
Όταν ύψωσε τελικά το χέρι, αρκετοί στρατιώτες ανοίχτηκαν για να εξερευνήσουν την περιοχή.
«Είναι ήσυχα, υπερβολικά ήσυχα» είπε ο Ντάνκαν στον Τζέραλντ.
Εκείνος κούνησε το κεφάλι. «Δε θα διάλεγα τούτο το μέρος για παγίδα, Ντάνκαν» παραδέχτηκε.
«Ακριβώς.»«Πώς το ξέρεις; Δεν είδα τίποτα» είπε ο Τζέραλντ.«Το νιώθω» αποκρίθηκε. «Είναι εδώ, κάτω, μας περιμέ
νουν.»
382 JULIE GARWOOD
Ένα αχνό σφύριγμα ακούστηκε από το δάσος αριστερά τους. Ο Ντάνκαν γύρισε αμέσως στη σέλα του. Ένευσε στους στρατιώτες να χωριστούν σε τομείς.
Ο στρατιώτης που είχε δώσει το σύνθημα έφτασε κοντά τους. «Πόσοι;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
«Δεν μπορούσα να καταλάβω, είδα όμως αρκετές ασπίδες.»
«Βάλε τότε εκατό φορές πάνω» είπε ο Τζέραλντ. «Στη διασταύρωση της καμπής» είπε ο στρατιώτης. «Εκεί
κρύβονται, άρχοντά μου.»Ο Ντάνκαν ένευσε. Έπιασε το σπαθί του, μα ο Τζέραλντ
του σταμάτησε το χέρι. «Θυμήσου, Ντάνκαν, αν ένας από αυτούς είναι ο Μόρκαρ…»
«Είναι δικός σου» αποδέχτηκε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν τραχιά, συγκρατημένη.
«Κι ο Λούντον δικός σου» είπε ο Τζέραλντ.Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Δε θα είναι εκεί. Ο
μπάσταρδος κρύβεται πίσω από τους άντρες του ή στην Αυλή του Γουίλιαμ. Έχω την απάντησή μου τώρα, Τζέραλντ. Ήταν ψεύτικο γράμμα, που έστειλε ο Λούντον και όχι ο βασιλιάς. Είναι το τελευταίο παιχνίδι απάτης που παίζω μαζί του.»
Ο Ντάνκαν περίμενε να απλωθεί το ένα τρίτο του τάγματός του σε ημικύκλιο στη δυτική πλαγιά. Το δεύτερο τρίτο ακολούθησε με την ίδια τακτική, μόνο που απλώθηκαν σε ημικύκλιο στην ανατολική γέφυρα. Το τελευταίο τρίτο του στρατού του περίμενε πίσω από τους βαρόνους. Είχαν επιλεγεί να κάνουν την απευθείας επίθεση.
Ο Τζέραλντ ήταν ικανοποιημένος με το σχέδιο του Ντάνκαν. «Τους παγιδέψαμε μέσα στην ίδια τους την παγίδα» είπε περήφανα.
«Και τώρα κλείνουμε τον κύκλο, Τζέραλντ. Δώσε το σήμα.»Ήταν μια τιμή που απέδιδε στο φίλο του. Ο Τζέραλντ ση
κώθηκε στη σέλα, ύψωσε το σπαθί στον αέρα και άφησε μια πολεμική κραυγή.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 383
Ο ήχος αντήχησε σε όλη την κοιλάδα. Οι στρατιώτες που είχαν περικυκλώσει τον εχθρό ξεκίνησαν την κάθοδο.
Το δίχτυ έκλεινε. Η μάχη ανήκε στους ικανότερους, η δύναμη ήταν ο κυρίαρχος κατακτητής τούτη τη μέρα.
Οι πονηροί που κρύβονταν σαν γυναίκες πίσω από δέντρα και βράχους, περιμένοντας να ορμήσουν στα ανίδεα θύματά τους, βρέθηκαν σύντομα παγιδευμένοι.
Οι άντρες του Ντάνκαν φανέρωναν τώρα την ανωτερότητά τους. Κυριάρχησαν από την αρχή, πολέμησαν με ανδρεία και σύντομα η νίκη ήταν δική τους.
Δεν πήραν αιχμαλώτους.Η μάχη κόντευε να τελειώσει πια όταν ο Τζέραλντ εντό
πισε τον Μόρκαρ. Τα βλέμματά τους συναντήθηκαν γεμάτα πρόκληση μες στην κοιλάδα. Ο Μόρκαρ γέλασε ειρωνικά και γύρισε να ανέβει στο άλογό του. Νόμιζε πως είχε αρκετό χρόνο να δραπετεύσει.
Το μυαλό του Τζέραλντ σκοτείνιασε. Άρχισε να πολεμά σαν δαιμονισμένος, προσπαθώντας απεγνωσμένα να φτάσει τον Μόρκαρ πριν ξεφύγει. Ο Ντάνκαν βρέθηκε να προστατεύει τα νώτα του Τζέραλντ αρκετές φορές, ενώ φώναζε στο φίλο του να ξαναβρεί την ψυχραιμία του.
Ο Ντάνκαν ήταν έξαλλος. Ήταν άνθρωπος που απαιτούσε πειθαρχία από τον εαυτό του και τους στρατιώτες του. Ο ισότιμός του όμως βαρόνος Τζέραλντ είχε πετάξει στην άκρη κάθε κανόνα εκπαίδευσης. Ο φίλος του ήταν εκτός ελέγχου. Δεν άκουγε καμία προειδοποίηση. Τα μάτια του γυάλιζαν από μένος. Οργή, άγρια και αχαλίνωτη κυριαρχούσε τώρα στο μυαλό και το κορμί του.
Ο Μόρκαρ καθόταν στο άλογό του και παρακολουθούσε τον Τζέραλντ να προσπαθεί να τον πιάσει. Έχασε πολύτιμο χρόνο, μα ένιωθε αρκετά ασφαλής. Ο βαρόνος Τζέραλντ ήταν πεζός.
Το αλαζονικό χαμόγελο έγινε βροντερό γέλιο όταν ο Τζέραλντ σκόνταψε και έπεσε στα γόνατα. Ο Μόρκαρ
384 JULIE GARWOOD
άδραξε την ευκαιρία. Κέντρισε το άλογό του να κατέβει την πλαγιά. Έσκυψε στο πλάι της σέλας και στόχεψε με το καμπυλωτό του ξίφος τον Τζέραλντ.
Εκείνος καμώθηκε τον αδύναμο. Το κεφάλι του ήταν σκυφτό και ήταν γονατισμένος στο ένα πόδι, ενώ περίμενε τον εχθρό του να πλησιάσει αρκετά.
Ο Μόρκαρ τίναξε το σπαθί του τη στιγμή που ο Τζέραλντ αναπηδούσε στο πλάι.
Με την πλατιά πλευρά του δικού του σπαθιού, έριξε τον Μόρκαρ στο χώμα.
Εκείνος έπεσε στο πλάι και κύλησε ανάσκελα, με τη σκέψη να ξαναπιάσει το όπλο και να πεταχτεί όρθιος.
Δεν είχε την παραμικρή ευκαιρία. Το πόδι του Τζέραλντ παγίδεψε το χέρι του. Όταν ο Μόρκαρ σήκωσε το βλέμμα, είδε το βαρόνο να στέκει από πάνω του με την άκρη του σπαθιού να δείχνει το λαιμό του. Όταν τρύπησε το δέρμα, ο Μόρκαρ έκλεισε σφιχτά τα μάτια κλαψουρίζοντας έντρομος.
«Θα έχει γυναίκες στην κόλαση για να βιάζεις, Μόρκαρ;» ρώτησε ο Τζέραλντ.
Τα μάτια του Μόρκαρ άνοιξαν διάπλατα. Εκείνα τα τελευταία δευτερόλεπτα πριν πεθάνει, κατάλαβε πως ο Τζέραλντ είχε μάθει την αλήθεια από την Αντέλα.
Ο Ντάνκαν δεν είχε δει τη μάχη. Όταν τέλειωσαν όλα, πέρασε ανάμεσα στους άντρες του για να μετρήσει τις απώλειές τους και φρόντισε τους λαβωμένους. Αρκετές ώρες αργότερα, όταν ο ήλιος χανόταν από τον ουρανό, πήγε να αναζητήσει τον Τζέραλντ. Βρήκε το φίλο του να κάθεται σε ένα βράχο. Ο Ντάνκαν μίλησε στον Τζέραλντ, δεν πήρε όμως απάντηση.
Κούνησε το κεφάλι. «Τι στο διάολο σου συμβαίνει;» ζήτησε να μάθει. «Πού είναι το σπαθί σου, Τζέραλντ;» ρώτησε σαν να το είχε μόλις σκεφτεί.
Ο Τζέραλντ γύρισε επιτέλους να τον κοιτάξει. Τα μάτια
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 385
του ήταν κόκκινα και πρησμένα. Παρόλο που δε θα το σχολίαζε ποτέ, ο Ντάνκαν κατάλαβε πως ο φίλος του έκλαιγε. «Εκεί που του πρέπει» είπε ο Τζέραλντ. Η φωνή του είχε αδειάσει από συναίσθημα και ήταν κενή, όπως η έκφραση στο πρόσωπό του.
Ο Ντάνκαν δεν κατάλαβε τι εννοούσε, μέχρι τη στιγμή που ανακάλυψε το πτώμα του Μόρκαρ. Το σπαθί του Τζέραλντ ήταν μπηγμένο στον καβάλο του.
Κατασκήνωσαν στην πλαγιά πάνω από το πεδίο της μάχης. Ο Τζέραλντ και ο Ντάνκαν έφαγαν ελάχιστα και δε μίλησαν μεταξύ τους μέχρι που έπεσε το σκοτάδι.
Ο Τζέραλντ χρησιμοποίησε το χρόνο που του δόθηκε για να διώξει από μέσα του το μένος.
Ο Ντάνκαν χρησιμοποίησε το χρόνο που του δόθηκε για να διώξει από μέσα του την οργή.
Όταν άρχισε ο Τζέραλντ να μιλά, η αγωνία ξεχύθηκε από μέσα του. «Ζούσα μιαν απάτη όλο τούτο τον καιρό με την Αντέλα» είπε. «Νόμιζα πως θα αποδεχόμουν όλα όσα της συνέβησαν. Όταν ορκίστηκα να σκοτώσω τον Μόρκαρ, ήταν μια απόφαση λογική. Μέχρι που τον είδα, Ντάνκαν. Κάτι έσπασε μέσα μου. Γελούσε ο μπάσταρδος.»
«Γιατί μου δικαιολογείσαι;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν μαλακή.
Ο Τζέραλντ κούνησε το κεφάλι. Χαμογέλασε αχνά. «Γιατί έχω την αίσθηση πως θέλεις να περάσεις το σπαθί σου από μέσα μου» είπε.
«Πολέμησες σαν ηλίθιος, Τζέραλντ. Αν δεν ήμουν εκεί, δε θα κατάφερνες ποτέ να ανέβεις το λόφο. Θα ήσουν νεκρός τώρα. Η ανάγκη για εκδίκηση κόντεψε να αφανιστεί μαζί σου.»
Ο Ντάνκαν σώπασε για να δώσει στον Τζέραλντ την ευκαιρία να σκεφτεί τι είχε μόλις πει. Η οργή του για την απείθαρχη συμπεριφορά του φίλου του ήταν υπερβολική. Το καταλάβαινε τώρα. Είχε γίνει έξαλλος με τον
386 JULIE GARWOOD
Τζέραλντ επειδή έβλεπε το ελάττωμα στο χαρακτήρα του φίλου του και παραδεχόταν τώρα πως κουβαλούσε κι εκείνος το ίδιο.
«Φέρθηκα σαν ηλίθιος. Δεν έχω άλλη δικαιολογία» είπε ο Τζέραλντ.
Ο Ντάνκαν ήξερε πως ήταν δύσκολο για το φίλο του να παραδεχτεί κάτι τέτοιο. «Δεν απαιτώ δικαιολογίες. Μάθε από αυτό, Τζέραλντ. Δεν είμαι καλύτερός σου. Κι εγώ κυριαρχήθηκα από τη δίψα μου για εκδίκηση. Η Μάντελεϊν λαβώθηκε σε μάχη επειδή την πήρα αιχμάλωτη. Θα μπορούσε να είχε σκοτωθεί. Είχαμε κι οι δυο την ευκαιρία να φερθούμε σαν ανόητοι.»
«Ναι, την είχαμε» είπε ο Τζέραλντ. «Αν και δεν πρόκειται να το αναγνωρίσω ενώπιον κανενός άλλου εκτός από εσένα, Ντάνκαν. Μου λες πως κόντεψες να χάσεις τη Μάντελεϊν. Δε θα είχες ζήσει τη μαγεία της και δε θα είχες καταλάβει ποτέ την απώλειά της.»
«Τη μαγεία της;» Ο Ντάνκαν χαμογέλασε με το σχόλιο. Δε συνήθιζε ο Τζέραλντ να μιλά με τέτοιο τρόπο.
«Δεν μπορώ να το εξηγήσω» είπε ο Τζέραλντ. Κοκκίνισε, φανερά αμήχανος από αυτό που είχε πει. «Είναι τόσο αμόλυντη. Και παρόλο που μετανιώνεις που την πήρες αιχμάλωτη, εγώ είμαι ευγνώμων. Ήταν η μόνη που θα μπορούσε να μου δώσει πίσω την Αντέλα.»
«Ποτέ δε μετάνιωσα που πήρα τη Μάντελεϊν. Λυπάμαι μόνο που μπλέχτηκε στη διαμάχη μου με τον Λούντον.»
«Αχ, η γλυκιά μου Αντέλα» είπε ο Τζέραλντ. «Θα μπορούσα να είχα σκοτωθεί σήμερα. Η Αντέλα θα έχανε για πάντα την ευτυχία που μόνο εγώ μπορώ να της προσφέρω.»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. «Δεν έχω καταλήξει ακόμα μες στο μυαλό μου, Τζέραλντ, αν θα θρηνούσε η Αντέλα ή θα γιόρταζε για το θάνατό σου.»
Ο Τζέραλντ γέλασε. «Θα σου πω κάτι, μα αν το επαναλάβεις θα σου κόψω το λαιμό. Αναγκάστηκα να δώσω
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 387
μιαν υπόσχεση στην Αντέλα πριν συμφωνήσει να με παντρευτεί.»
Ο Ντάνκαν ήταν πολύ περίεργος. Ο Τζέραλντ έδειχνε και πάλι αμήχανος.
«Αναγκάστηκα να της ορκιστώ πως δε θα πλάγιαζα μαζί της.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Λατρεύεις τις τιμωρίες, Τζέραλντ. Πες μου, σκοπεύεις να τιμήσεις τον όρκο σου;» ρώτησε προσπαθώντας να μη γελάσει.
«Ναι» ανακοίνωσε εκείνος αιφνιδιάζοντας τον Ντάνκαν.«Σχεδιάζεις να ζήσεις σαν καλόγερος μες στο ίδιο σου το
σπίτι;» είπε με φρίκη ο Ντάνκαν.«Όχι, αλλά έμαθα κάτι από εσένα, Ντάνκαν.»«Τι θέλεις να πεις;» «Εσύ είπες στην Αντέλα ότι μπορούσε να μείνει μαζί σου
για όλη της τη ζωή, θυμάσαι; Κι ύστερα πρότεινες να μείνω στο οχυρό των Γουέξτον και να της αλλάξω γνώμη. Ήταν έξυπνο το σχέδιό σου και το αντιγράφω.»
«Κατάλαβα» είπε ο Ντάνκαν με ένα νεύμα.Ο Τζέραλντ γέλασε. «Όχι, όχι, δεν καταλαβαίνεις»
είπε. «Υποσχέθηκα στην Αντέλα ότι δε θα πλαγιάσω μαζί της. Εκείνη, όμως, μπορεί να πλαγιάσει μαζί μου όποτε θελήσει.»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε, καταλαβαίνοντας πια.«Θα πάρει καιρό» παραδέχτηκε ο Τζέραλντ. «Με αγαπά,
μα δε με εμπιστεύεται ακόμα. Αποδέχομαι την κατάσταση, γιατί ξέρω πως δε θα μπορέσει να αντισταθεί για πάντα στη γοητεία μου.»
Ο Ντάνκαν γέλασε. «Καλύτερα να ξεκουραστούμε λίγο. Θα φύγουμε για το
Λονδίνο αύριο;» ρώτησε ο Τζέραλντ.«Όχι, για το βαρόνο Ράινχολντ. Το οχυρό του είναι ση
μαντικό για το σχέδιό μου.»«Και ποιο είναι το σχέδιό σου;»
388 JULIE GARWOOD
«Να συγκεντρώσω τους συμμάχους μου, Τζέραλντ. Τα παιχνίδια τέλειωσαν. Θα στείλω μήνυμα από το σπίτι του Ράινχολντ στους υπόλοιπους. Αν πάνε όλα καλά, θα μαζευτούμε στο Λονδίνο σε δυο βδομάδες, το πολύ τρεις.»
«Θα συγκεντρώσεις και τις δυνάμεις τους;» ρώτησε ο Τζέραλντ ενώ σκεφτόταν τη στρατιά που τόσο εύκολα θα μπορούσε ο Ντάνκαν να συγκεντρώσει. Μπορεί οι βαρόνοι να είχαν την τάση να μαλώνουν μεταξύ τους και να συγκρούονται συνεχώς για πιο σημαντική θέση ισχύος, όλοι τους όμως έτρεφαν τον ίδιο σχεδόν σεβασμό και θαυμασμό για το βαρόνο Γουέξτον. Ο καθένας τους έστελνε τους πιο ικανούς ιππότες του να εκπαιδευτούν από τον Ντάνκαν. Και όλοι τους γίνονταν δεκτοί.
Οι βαρόνοι σέβονταν την κρίση του Ντάνκαν. Ποτέ δεν είχε ζητήσει ξανά τη συμπαράστασή τους. Κανείς τους όμως δε θα έστρεφε την πλάτη του στον Ντάνκαν.
«Δε θέλω το στρατό τους στο πλευρό μου, μόνο τους ομότιμούς μου. Δε σκοπεύω να αμφισβητήσω τον ηγέτη μας, παρά μόνο να τον αντιμετωπίσω. Είναι διαφορετικό, Τζέραλντ.»
«Εγώ θα σταθώ πάντως στο πλευρό σου, αν και είμαι σίγουρος πως το ξέρεις ήδη» είπε ο Τζέραλντ.
«Ο Λούντον έκανε την τελευταία του απάτη. Δεν πιστεύω ότι γνωρίζει ο βασιλιάς την προδοσία του. Σχεδιάζω όμως να τον διαφωτίσω. Δεν μπορεί να συνεχίσει να αγνοεί αυτό το πρόβλημα. Η δικαιοσύνη θα αποδοθεί.»
«Θα διαφωτίσεις τον ηγέτη μας μπροστά στους υπόλοιπους βαρόνους;»
«Ναι. Όλοι τους γνωρίζουν για την Αντέλα» είπε. «Καλύτερα να μάθουν λοιπόν την αλήθεια.»
«Γιατί;» το πρόσωπο του Τζέραλντ φανέρωνε την αγωνία του. «Θα χρειαστεί να σταθεί η Αντέλα ενώπιον...»
«Όχι, θα μείνει στο σπίτι μου. Δεν είναι ανάγκη να την υποβάλουμε σε τέτοιο μαρτύριο.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 389
Ο Τζέραλντ έδειξε αμέσως ανακουφισμένος. «Τότε γιατί...»
«Θα παρουσιάσω την αλήθεια ενώπιον του βασιλιά μας και των βαρόνων του.»
«Και θα φερθεί έντιμα ο ηγέτης μας σε αυτό το θέμα;» ρώτησε ο Τζέραλντ.
«Θα το ανακαλύψουμε σύντομα. Είναι πολλοί εκείνοι που πιστεύουν ότι ο βασιλιάς μας είναι ανίκανος να κάνει κάτι τέτοιο. Εγώ δεν είμαι ένας από αυτούς.» Η φωνή του Ντάνκαν ήταν γεμάτη ζέση. «Πάντα φερόταν έντιμα απέναντί μου, Τζέραλντ. Δε θα τον κρίνω τόσο εύκολα.»
Ο Τζέραλντ ένευσε. «Θα πρέπει να έρθει μαζί μας η Μάντελεϊν, έτσι δεν είναι;»
«Είναι απαραίτητο» είπε ο Ντάνκαν.Ο Τζέραλντ κατάλαβε από το ύφος του Ντάνκαν ότι ο
φίλος του δεν ήθελε να πάει η Μάντελεϊν στην Αυλή όσο δεν ήθελε να πάει και η Αντέλα.
«Θα πρέπει η Μάντελεϊν να πει τι συνέβη. Αλλιώς θα είναι ο λόγος του Λούντον εναντίον του δικού μου.»
«Εξαρτάται λοιπόν η έκβαση από τη Μάντελεϊν;» ρώτησε ο Τζέραλντ. Είχε την ίδια έκφραση τώρα με τον Ντάνκαν.
«Όχι, βέβαια» απάντησε εκείνος. «Ήταν όμως ένα πιόνι σε όλη αυτή την υπόθεση. Ο Λούντον κι εγώ τη χρησιμοποιήσαμε. Δεν είναι εύκολο για μένα να αναγνωρίσω κάτι τέτοιο, Τζέραλντ.»
«Την έσωσες από την κακομεταχείριση του Λούντον όταν την πήρες μαζί σου» τόνισε ο Τζέραλντ. «Η Αντέλα μου μίλησε λίγο για το παρελθόν της Μάντελεϊν.»
Ο Ντάνκαν ένευσε. Είχε βαρεθεί τις αντιπαραθέσεις. Τώρα που είχε ανακαλύψει τη χαρά της αγάπης με τη Μάντελεϊν, ήθελε να περνά κάθε ώρα και στιγμή μαζί της. Χαμογέλασε όταν κατάλαβε πως μιμούνταν το φανταστικό ήρωά της, τον Οδυσσέα. Του είχε πει τα πάντα για τον πολεμιστή που είχε αναγκαστεί να περάσει τη μία δοκιμασία
greekleech.info
390 JULIE GARWOOD
μετά την άλλη για δέκα ολόκληρα χρόνια, πριν καταφέρει να γυρίσει σπίτι στην αγαπημένη του.
Θα περνούσαν άλλες δυο βδομάδες μέχρι να την κρατήσει πάλι στην αγκαλιά του. Αναστέναξε ξανά. Είχε αρχίσει να γίνεται αξιοθρήνητος. «Τουλάχιστον θα έχω καιρό πριν φτάσουμε στο Λονδίνο...»
«Καιρό για τι;» ρώτησε ο Τζέραλντ.Δεν είχε καταλάβει πως είχε πει δυνατά τη σκέψη του,
μέχρι που τον ρώτησε ο Τζέραλντ. «Για να παντρευτώ τη Μάντελεϊν.»
Τα μάτια του Τζέραλντ γούρλωσαν. Ο Ντάνκαν γύρισε και χάθηκε στο δάσος, αφήνοντας τον Τζέραλντ να αναρωτιέται τι στο καλό εννοούσε.
Το σπιτικό του Ντάνκαν πέρασε από μερικές διακριτικές αλλαγές όσο έλειπε. Ήταν απαραίτητες προφυλάξεις, και όλες τους είχαν να κάνουν με τη βαρόνη.
Η αυλή ήταν πάντα έρημη τώρα το πρωί. Αν και η ζέστη θα έκανε το προσωπικό να βγει στον εξωτερικό τοίχο για τις καθημερινές δουλειές όπως το πλύσιμο και το πλέξιμο των βούρλων, όλοι προτιμούσαν να δουλεύουν μέσα. Περίμεναν μέχρι αργά το απόγευμα για να βγουν και να πάρουν μια ανάσα στο δροσερό, φρέσκο αέρα.
Και συγκεκριμένα περίμεναν να τελειώσει η Μάντελεϊν την εξάσκηση στην τοξοβολία.
Ήταν αποφασισμένη να βρει το στόχο με ακρίβεια και κόντευε να τρελάνει τον Άντονι για αυτό. Τη δίδασκε, δεν μπορούσε όμως να καταλάβει γιατί δεν τα πήγαινε καλύτερα η κυρά του. Η αποφασιστικότητά της ήταν αξιοθαύμαστη. Η ακρίβειά της, όμως, ήταν άλλη υπόθεση. Χτυπούσε πάντα ένα μέτρο πάνω από το στόχο. Ο Άντονι το σχολίαζε συνεχώς, η Μάντελεϊν όμως δεν έδειχνε να μπορεί να διορθώσει το στόχο της.
Ο Νεντ προμήθευε συνέχεια τη Μάντελεϊν με καινούρια βέλη. Είχε χαλάσει πάνω από πενήντα μέχρι να διορθώσει
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 391
το στόχο της αρκετά για να κρατά τα βέλη κάτω από την κορυφή του τείχους. Κατάφερε έτσι να ξαναβρίσκει τα βέλη για να τα χρησιμοποιήσει πάλι, βέλη που είχαν διαπεράσει δέντρα, καλύβες και μπουγάδες.
Ο Άντονι ήταν υπομονετικός με την κυρά του. Καταλάβαινε το στόχο της. Ήθελε να μάθει να προστατεύει τον εαυτό της, ήταν αλήθεια, μα ήθελε και να κάνει το σύζυγό της περήφανο. Δεν το είχε μαντέψει μόνος του ο υπασπιστής. Όχι, του το έλεγε αρκετές φορές τη μέρα. Ο Άντονι ήξερε γιατί το έλεγε και το ξανάλεγε. Η βαρόνη ανησυχούσε μήπως απογοητευόταν με την κακή της επίδοση και σταματούσε να τη διδάσκει. Εκείνος φυσικά δεν επρόκειτο να αρνηθεί τίποτε στη Μάντελεϊν.
Στο οχυρό των Γουέξτον κατέφτασε αργά το απόγευμα αγγελιαφόρος από το βασιλιά της Αγγλίας. Ο Άντονι τον δέχτηκε στην αίθουσα, έτοιμος να ακούσει προφορικό μήνυμα. Ο υπηρέτης του βασιλιά έδωσε στον Άντονι έναν κύλινδρο περγαμηνής. Ο υπασπιστής ζήτησε τη Μοντ και την πρόσταξε να δώσει στο στρατιώτη φαγητό και ποτό.
Η Μάντελεϊν μπήκε στο δωμάτιο τη στιγμή που ακολουθούσε ο στρατιώτης τη Μοντ στην κουζίνα. Πρόσεξε αμέσως τον κύλινδρο. «Τι νέα λάβαμε, Άντονι; Έχουμε μήνυμα από τον Ντάνκαν;» ρώτησε.
«Το μήνυμα είναι από το βασιλιά» είπε ο Άντονι. Πλησίασε στο μικρό μπαούλο που βρισκόταν απέναντι από το κελάρι. Ένα περίτεχνα σκαλισμένο ξύλινο κουτί καθόταν στην κορυφή του. Η Μάντελεϊν νόμιζε πως ήταν απλώς διακοσμητικό, ώσπου ο Άντονι σήκωσε το καπάκι και έβαλε μέσα τον κύλινδρο.
Ήταν αρκετά κοντά για να δει τις άλλες περγαμηνές που είχε μέσα. Ήταν φανερό πως εκεί κρατούσε φυλαγμένα ο Ντάνκαν τα σημαντικά του έγγραφα. «Δε θα το διαβάσεις τώρα;» ρώτησε τον Άντονι όταν γύρισε κοντά της.
greekleech.info
392 JULIE GARWOOD
«Θα πρέπει να περιμένει να επιστρέψει ο βαρόνος Γουέξτον» είπε εκείνος.
Από το ύφος του εκείνη κατάλαβε πως δε χαιρόταν που θα περίμενε τόσο. «Θα μπορούσα να ειδοποιήσω έναν από τους μοναχούς στο...»
«Μπορώ να σ’ το διαβάσω εγώ» τον έκοψε η Μάντελεϊν.Ο Άντονι έδειξε έκπληκτος. Η Μάντελεϊν ένιωσε τα μά
γουλά της να καίνε και ήξερε πως είχε κοκκινίσει. «Είναι αλήθεια, ξέρω να διαβάζω, αν και θα το εκτιμούσα, Άντονι, αν δεν το έλεγες σε κανέναν. Δε θέλω να γίνω περίγελως» πρόσθεσε.
Ο Άντονι κούνησε το κεφάλι. «Ο Ντάνκαν λείπει πάνω από τρεις βδομάδες τώρα» του θύμισε η Μάντελεϊν. «Και μου είπες πως θα μπορούσε να κάνει άλλον ένα μήνα. Τολμάς να περιμένεις τόσο πολύ για να φέρεις ιερέα να σου διαβάσει το μήνυμα;»
«Όχι, όχι βέβαια» είπε ο Άντονι. Άνοιξε το κουτί και έδωσε τον κύλινδρο στη Μάντελεϊν. Ύστερα ακούμπησε στην άκρη του τραπεζιού, σταύρωσε τα χέρια μπροστά του και άκουσε το μήνυμα του άρχοντά του.
Το γράμμα ήταν γραμμένο στα λατινικά.Η Μάντελεϊν δεν άργησε να το μεταφράσει. Η φωνή της
δεν έτρεμε ούτε στιγμή, τα χέρια της όμως έτρεμαν όταν τέλειωσε το διάβασμα.
Ο βασιλιάς δεν έστελνε χαιρετισμούς στο βαρόνο Γουέξτον. Η οργή του ήταν προφανής όσο και η ψυχρότητά του, σκέφτηκε η Μάντελεϊν. Απαιτούσε, από την πρώτη λέξη ίσαμε την τελευταία, να εμφανιστεί ενώπιόν του η Μάντελεϊν.
Δεν είχε ταραχτεί με τη διαταγή όσο με την ανακοίνωση ότι ο βασιλιάς Γουίλιαμ έστελνε δικούς του στρατιώτες να την πάρουν.
«Ώστε ο βασιλιάς μας στέλνει στρατιώτες να σε πάρουν» είπε ο Άντονι όταν τέλειωσε το διάβασμα. Η φωνή του έτρεμε.
Είχε βρεθεί στη μέση, σκέφτηκε η Μάντελεϊν. Η αφοσί
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 393
ωσή του ανήκε στον Ντάνκαν. Ναι, είχε ορκιστεί πίστη σε εκείνον. Όμως ο Άντονι όπως και ο Ντάνκαν ήταν υποτελείς στο βασιλιά της Αγγλίας. Η διαταγή του Γουίλιαμ έπρεπε να εκτελεστεί πέρα από οποιαδήποτε άλλη.
«Έλεγε τίποτε άλλο, Μάντελεϊν;» ρώτησε ο Άντονι. Εκείνη κούνησε αργά το κεφάλι. Ύστερα κατάφερε να
του χαμογελάσει. «Έλπιζα πως δε θα ρωτούσες» ψιθύρισε. «Φαίνεται, Άντονι, πως για το βασιλιά μας υπάρχουν δύο αδελφές και δύο βαρόνοι. Ο Γουίλιαμ θέλει να λήξει η διαμάχη, και προτείνει ότι ίσως… ναι, αυτή τη λέξη ακριβώς χρησιμοποιεί, ίσως να πρέπει κάθε αδελφή να γυρίσει στον αδελφό της.»
Τα μάτια της Μάντελεϊν πλημμύρισαν δάκρυα. «Η άλλη εναλλακτική είναι να με παντρευτεί ο Ντάνκαν» ψιθύρισε.
«Προφανώς δεν ξέρει ο βασιλιάς ότι έχετε ήδη παντρευτεί» τη διέκοψε ο Άντονι. Σκυθρώπιασε ακόμα περισσότερο αφού ήξερε πως η Μάντελεϊν δε γνώριζε πως δεν ήταν πραγματικά παντρεμένη με τον Ντάνκαν.
«Κι αν με παντρευτεί ο Ντάνκαν, τότε η Αντέλα θα παντρευτεί τον Λούντον.»
«Ο Θεός να μας βοηθήσει» μουρμούρισε αηδιασμένος ο Άντονι.
«Δεν πρέπει να το μάθει αυτό η Αντέλα, Άντονι» βιάστηκε να πει η Μάντελεϊν. «Θα της πω μόνο ότι ο βασιλιάς απαιτεί την παρουσία μου.»
Ο Άντονι κούνησε το κεφάλι. «Ξέρεις και να γράφεις, Μάντελεϊν;» ρώτησε ξαφνικά.
Όταν εκείνη ένευσε καταφατικά, είπε: «Τότε ίσως, αν δεν έχει στείλει ακόμα ο βασιλιάς τους στρατιώτες του, να κερδίσουμε λίγο χρόνο. Χρόνο για να γυρίσει κοντά σου ο άντρας σου.»
Έτρεξε τότε στο μπαούλο, πήρε το ορθογώνιο ξύλινο κουτί και το έφερε στη Μάντελεϊν. «Έχει μπογιά και περγαμηνή μέσα» είπε.
394 JULIE GARWOOD
Εκείνη κάθισε και ετοιμάστηκε γρήγορα να γράψει. Ο Άντονι της γύρισε την πλάτη. Άρχισε να βηματίζει για να αποφασίσει τι θα έλεγε στο βασιλιά του.
Η Μάντελεϊν πρόσεξε το τυλιγμένο μήνυμα πάνω στο τραπέζι, δίπλα στο βάζο με τα λουλούδια. Η σπασμένη σφραγίδα ήταν από το μοναστήρι της Ροάν. Από περιέργεια κάθισε και διάβασε το γράμμα των ανωτέρων του πατέρα Λόρανς.
Ο Άντονι γύρισε κοντά της τη στιγμή που τέλειωνε το μήνυμα. Αναγνώρισε τη σφραγίδα και κατάλαβε πως τα ψέματα είχαν τελειώσει. «Δεν ήθελε να ανησυχείς» της είπε. Ακούμπησε το χέρι στον ώμο της προσπαθώντας να την παρηγορήσει.
Η Μάντελεϊν δεν είπε τίποτα. Έγειρε το κεφάλι και τον κοίταξε. Ο Άντονι έμεινε άναυδος από την απίστευτη αλλαγή στην κυρά του. Έδειχνε πολύ ήρεμη. Κατάλαβε τότε πόσο τρομοκρατημένη ήταν στην πραγματικότητα. Ναι, είχε την ίδια έκφραση που είχε και τις πρώτες εκείνες βδομάδες που ήταν αιχμάλωτη του Ντάνκαν.
Δεν ήξερε πώς να τη βοηθήσει. Αν προσπαθούσε να της εξηγήσει ότι ο Ντάνκαν σκόπευε να την παντρευτεί μόλις επέστρεφε, ίσως να έκανε τα πράγματα χειρότερα. Ήξεραν και οι δύο πως ο βαρόνος είχε πει ψέματα στη Μάντελεϊν. «Ο άντρας σου σε αγαπά, Μάντελεϊν» είπε, στενοχωρημένος που δεν μπορούσε να κρύψει τη βραχνάδα από τη φωνή του.
«Δεν είναι άντρας μου, έτσι, Άντονι;» Δεν του έδωσε χρόνο να απαντήσει, μόνο του γύρισε την
πλάτη. «Τι θέλεις να πω στο βασιλιά μας;» ρώτησε. Η φωνή της ήταν ήρεμη, σχεδόν ευχάριστη.
Ο Άντονι παραδέχτηκε την ήττα του. Θα άφηνε τις εξηγήσεις στον Ντάνκαν, αποφάσισε. Έστρεψε την προσοχή του στην υπαγόρευση.
Στο τέλος το μήνυμα ήταν απλό και ενημέρωνε μόνο ότι ο βαρόνος Γουέξτον δεν είχε επιστρέψει στο οχυρό, οπότε δε γνώριζε τις διαταγές του βασιλιά.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 395
Ο Άντονι έβαλε τη Μάντελεϊν να το διαβάσει δύο φορές. Όταν έμεινε ικανοποιημένος, εκείνη στέγνωσε την περγαμηνή και πέρασε με λάδι την πίσω πλευρά της μέχρι να μπορέσει να την τυλίξει σε κύλινδρο.
Ο Άντονι έδωσε το μήνυμα στο στρατιώτη του βασιλιά και τον διέταξε να βιαστεί να επιστρέψει στον άρχοντά του.
Η Μάντελεϊν πήγε στο δωμάτιό της να μαζέψει τα ρούχα της. Ήξερε πως οι στρατιώτες του βασιλιά μπορεί να κατέφταναν από στιγμή σε στιγμή.
Πήγε και εξήγησε στην Αντέλα τι είχε συμβεί και πέρασε το μεγαλύτερο μέρος του απογεύματος με τη φίλη της. Δεν της είπε τι ακριβώς έλεγε το μήνυμα του βασιλιά. Όχι, η Μάντελεϊν παρέλειψε κάθε αναφορά στην πιθανότητα να πάει η Αντέλα στον Λούντον. Δε θα επέτρεπε ποτέ να συμβεί κάτι τέτοιο. Ούτε θα έβαζε ποτέ τον Ντάνκαν στη δύσκολη θέση να επιλέξει.
Δεν έφαγε βραδινό εκείνη τη φορά, μόνο ανέβηκε στο δωμάτιο του πύργου. Στάθηκε μπροστά στο παράθυρο για πάνω από μία ώρα, κι άφησε τα συναισθήματά της να κυριέψουν το νου.
Θα έπρεπε να είχαν ανακαλύψει νωρίτερα τον Λόρανς. Κατηγορούσε τον εαυτό της που είχε το μυαλό της αλλού και δεν είχε παρατηρήσει όλες εκείνες τις μικρές, αταίριαστες λεπτομέρειες. Ύστερα έριξε το φταίξιμο στον Ντάνκαν. Αν δεν την είχε τρομοκρατήσει τόσο πολύ στην τελετή του γάμου, θα είχε καταλάβει την απάτη του Λόρανς.
Ούτε στιγμή δεν αναλογίστηκε την πιθανότητα να το ήξερε ο Ντάνκαν από την αρχή. Όχι, ήταν σίγουρη πως νόμιζε ότι ο Λόρανς τους είχε πραγματικά παντρέψει. Ήταν ακόμα οργισμένη. Της είχε πει κατάφωρα ψέματα για το περιεχόμενο του γράμματος από το μοναστήρι της Ροάν. Ο Ντάνκαν ήξερε πόσο πολύ εκτιμούσε την αλήθεια. Ποτέ δεν του έλεγε ψέματα εκείνη. «Στάσου και θα δεις τι θα γίνει άμα σε
396 JULIE GARWOOD
πιάσω στα χέρια μου» μουρμούρισε. «Η Αντέλα δεν είναι η μόνη που ξέρει πώς να ουρλιάζει.»
Το ξέσπασμα της οργής δε βοήθησε ιδιαίτερα τη διάθεσή της. Άρχισε να κλαίει πάλι.
Ως τα μεσάνυχτα είχε εξαντληθεί. Έγειρε στο παράθυρο. Το φεγγάρι ήταν λαμπρό. Αναρωτήθηκε αν έλουζε εκείνη την ώρα και τον Ντάνκαν. Να κοιμόταν άραγε έξω απόψε ή σε ένα από τα διαμερίσματα του βασιλιά;
Η προσοχή της στράφηκε στην κορφή του λόφου έξω από τα τείχη. Μια κίνηση είχε τραβήξει την προσοχή της, και κοίταξε τη στιγμή που ο λύκος της σκαρφάλωνε ως εκεί.
Ήταν στ’ αλήθεια λύκος, δεν ήταν; Ίσως να ήταν κι ο ίδιος που είχε δει πριν από μήνες. Έδειχνε αρκετά μεγάλο ζώο.
Ευχήθηκε να ήταν εκεί ο Ντάνκαν, να στεκόταν πλάι της, να του αποδείκνυε πως υπήρχε στ’ αλήθεια ο λύκος της. Παρακολούθησε το ζώο να σηκώνει το γεμάτο κρέας κόκαλο που είχε αφήσει εκεί για εκείνο, να γυρίζει και να χάνεται στην άλλη πλευρά του λόφου.
Ήταν τόσο εξαντλημένη που αποφάσισε πως είχε αρχίσει να φαντάζεται πάλι πράγματα. Ίσως να ήταν τελικά κανένα άγριο σκυλί, ούτε καν το ίδιο που είχε δει την άλλη φορά.
Ο Ντάνκαν ήταν ο λύκος της. Την αγαπούσε. Η Μάντελεϊν δεν αμφέβαλλε ποτέ για αυτό. Ναι, της είχε πει ψέματα για το γράμμα, από ένστικτο όμως ήξερε πως δε θα της έλεγε ποτέ ψέματα για την αγάπη του για εκείνη.
Η σκέψη την παρηγόρησε. Ο Ντάνκαν ήταν πολύ έντιμος για να την εξαπατήσει σε κάτι τέτοιο.
Προσπάθησε να κοιμηθεί. Ο φόβος δεν την άφηνε. Πόσο ικανοποιημένη ήταν όταν άφηνε τον Ντάνκαν να φροντίσει για το μέλλον. Ένιωθε τόσο ασφαλής που είχε το όνομά του. Υπήρχε ένας δεσμός ανάμεσά τους.
Μέχρι σήμερα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 397
Τώρα ήταν και πάλι τρομοκρατημένη. Ο βασιλιάς απαιτούσε να παρουσιαστεί στην Αυλή. Θα γυρνούσε πίσω στον Λούντον.
Άρχισε να προσεύχεται. Ικέτεψε το Θεό να έχει ασφαλή τον Ντάνκαν. Ζήτησε να φροντίσει το μέλλον της Αντέλα, του Τζέραλντ, προσευχήθηκε ακόμα και για τον Έντμοντ και τον Γκίλαρντ.
Ύστερα ψιθύρισε μια προσευχή για την ίδια. Παρακαλούσε να βρει κουράγιο.
Κουράγιο να αντιμετωπίσει το διάβολο.
Κεφάλαιο 21
Να απαντάς στον άμυαλο με τρόπο ανάλογο προς την αμυα-λοσύνη του, διά να μην αυτοθαυμάζεται και θεωρεί τον εαυτό του σοφό.
Παροιμίαι Σολομώντος, 26:5
Ο Ντάνκαν κατάλαβε ότι κάτι δεν πήγαινε καλά από τη στιγμή που μπήκε στο χαμηλότερο εξωτερικό τείχος. Ο Άντονι δεν ήταν εκεί να τον υποδεχτεί, ούτε και η Μάντελεϊν.
Άσχημο προαίσθημα έσφιξε την καρδιά του. Κέντρισε το άλογο να προχωρήσει, πέρασε τη γέφυρα και μπήκε στην αυλή.
Η Αντέλα βγήκε τρέχοντας από το κάστρο τη στιγμή που κατέβαινε εκείνος και ο Τζέραλντ από το άλογο. Δίστασε λίγο πριν φτάσει τους δυο άντρες, στο τέλος όμως έδειξε να παίρνει μιαν απόφαση και έτρεξε στην αγκαλιά του Τζέραλντ. Όταν τον αγκάλιασε, άρχισε να κλαίει.
Χρειάστηκε υπομονή και αρκετά ατέλειωτα λεπτά μέχρι να πάρουν κάποια πληροφορία από την Αντέλα.
Ο δεύτερος υπασπιστής του Ντάνκαν, ένας μεγαλόσωμος αλλά ήπιος άνθρωπος που λεγόταν Ρόμπερτ, πλησίασε τρέχοντας να δώσει αναφορά. Όσο προσπαθούσε ο Τζέραλντ να ησυχάσει την Αντέλα, ο Ρόμπερτ εξήγησε ότι είχαν έρθει οι στρατιώτες του βασιλιά για τη Μάντελεϊν.
«Υπήρχε σφραγίδα του βασιλιά στο μήνυμα;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 399
Ο Ρόμπερτ έσμιξε τα φρύδια. «Δεν ξέρω, βαρόνε. Δεν είδα την κλήτευση. Κι η γυναίκα σας επέμεινε να πάρει μαζί το γράμμα.» Ο Ρόμπερτ χαμήλωσε τη φωνή και πρόσθεσε ψιθυριστά: «Δεν ήθελε να διαβάσει κανείς στην αδελφή σας το περιεχόμενο της κλήτευσης.»
Ο Ντάνκαν δεν ήξερε τι να υποθέσει για την κίνηση της Μάντελεϊν. Σκέφτηκε πως μάλλον το μήνυμα είχε κάποια απειλή για την Αντέλα, και η Μάντελεϊν προσπαθούσε να προστατέψει την αδελφή του από την έγνοια.
Ο βασιλιάς δε θα απειλούσε. Όχι, ο Γουίλιαμ δε θα απειλούσε τους πιστούς βαρόνους του με τέτοιο τρόπο. Ο Ντάνκαν είχε αρκετή εμπιστοσύνη στον ηγέτη του για να πιστεύει πως ο βασιλιάς θα περίμενε να ακούσει κάθε εξήγηση.
Το χέρι του Λούντον κρυβόταν πίσω από αυτή την προδοσία. Ο Ντάνκαν στοιχημάτιζε την ίδια του τη ζωή.
Αμέσως έδωσε διαταγή να ετοιμαστούν για ταξίδι. Ήταν τόσο οργισμένος που δεν μπορούσε να σκεφτεί λογικά. Το μόνο που τον καθησύχαζε κάπως ήταν ότι ο Άντονι είχε πάει μαζί με τη Μάντελεϊν. Ο πιστός του υπασπιστής είχε πάρει μαζί του ένα μικρό απόσπασμα από τους καλύτερους πολεμιστές του Ντάνκαν. Ο Ρόμπερτ εξήγησε πως ο Άντονι δεν τολμούσε να πάρει πολλούς στρατιώτες, για να μην πιστέψει ο βασιλιάς ότι δεν έδειχναν εμπιστοσύνη.
«Ώστε ο Άντονι θεωρεί ότι η κλήτευση έγινε απευθείας από το βασιλιά;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
«Δε γνωρίζω τι σκεφτόταν» απάντησε ο Ρόμπερτ.Ο Ντάνκαν ζήτησε ξεκούραστο άλογο. Όταν ο σταβλάρ
χης του έφερε τον Σειληνό, ο Ντάνκαν ρώτησε γιατί δεν είχε επιλέξει η Μάντελεϊν το άλογό του για να πάει στην Αυλή.
Ο Τζέιμς, άμαθος να μιλά απευθείας στον αφέντη του, τραύλισε: «Ανησυχούσε μήπως κακομεταχειριστεί ο αδελφός της το άλογο αν ανακάλυπτε πως ανήκε σε εσάς, άρχοντά μου. Αυτό ακριβώς είπε.»
400 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν ένευσε και δέχτηκε την εξήγηση. Πόσο χαρακτηριστικό της ευγενικής γυναίκας του να ανησυχεί για το άλογο. «Ζήτησε ένα από τα άλογα του βασιλιά» πρόσθεσε ο Τζέιμς.
Η Αντέλα ικέτεψε να πάει μαζί τους, κι ο Τζέραλντ αναγκάστηκε να ορκιστεί στον τάφο της μητέρας του ότι θα γυρνούσε κοντά της ανέπαφος, όρκο που ο Ντάνκαν ήξερε πως ήταν ψεύτικος αφού η μητέρα του ήταν ακόμα ζωντανή. Δε σχολίασε βέβαια την αντίφαση, γιατί είδε πως η υπόσχεση του Τζέραλντ είχε ηρεμήσει την αδελφή του.
«Θα μπορέσετε να προλάβετε την κυρά;» αποτόλμησε να ρωτήσει ο Τζέιμς τον αφέντη του.
Ο Ντάνκαν γύρισε να κοιτάξει το σταβλάρχη. Είδε το τρομοκρατημένο βλέμμα του και εκτίμησε την ανησυχία του. «Είμαι τουλάχιστον μία βδομάδα πίσω» είπε ο Ντάνκαν. «Θα τη φέρω όμως πίσω την κυρά σου, Τζέιμς.»
Ήταν τα τελευταία λόγια που είπε ο Ντάνκαν μέχρι τα μισά της διαδρομής για το Λονδίνο. Αν δε χρειάζονταν τα άλογα ξεκούραση, ο Τζέραλντ πίστευε πως δε θα είχε σταματήσει καθόλου.
Ο βαρόνος Γουέξτον είχε αποκοπεί από τους άντρες του. Ο Τζέραλντ τον άφησε ήσυχο για μερικά λεπτά και μετά πήγε να του μιλήσει. «Θα ήθελα να σου δώσω μια συμβουλή, φίλε.»
Ο Ντάνκαν γύρισε να κοιτάξει τον Τζέραλντ. «Θυμήσου την αντίδρασή μου όταν είδα τον Μόρκαρ. Μην αφήσεις την οργή να σε καταλάβει, αν και ορκίζομαι να φυλάω τα νώτα σου όσο είμαστε στην Αυλή.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Θα ελέγξω τον εαυτό μου μόλις δω τη Μάντελεϊν. Είναι στην Αυλή εδώ και μία βδομάδα. Μόνο ο Θεός ξέρει τι της έχει κάνει ο Λούντον. Μα το Θεό, Τζέραλντ, αν την έχει αγγίξει, θα…»
«Ο Λούντον διακινδυνεύει πολλά αν της κάνει κακό, Ντάνκαν. Χρειάζεται τη στήριξή της. Όχι, θα είναι πάρα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 401
πολλοί αυτοί που θα τον παρακολουθούν. Ο Λούντον θα κάνει το στοργικό αδελφό.»
«Μακάρι να έχεις δίκιο» απάντησε ο Ντάνκαν. «Ανησυχώ για εκείνη.»
Ο Τζέραλντ τον χτύπησε φιλικά στον ώμο. «Φοβάσαι, φίλε μου, μην τη χάσεις, όπως φοβόμουν κι εγώ μη χάσω την Αντέλα.»
«Τι αλαζονικοί που είμαστε εμείς οι δυο» είπε ο Ντάνκαν. «Μη νοιάζεσαι για την οργή μου. Μόλις δω τη γυναίκα μου, θα βρω ξανά την πειθαρχία μου.»
«Ναι, βέβαια υπάρχει και άλλο ένα θέμα που πρέπει να συζητηθεί» ομολόγησε ο Τζέραλντ. «Η Αντέλα μου είπε για το γράμμα που έλαβες από το μοναστήρι.»
«Πώς γίνεται να ξέρει για το γράμμα;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
«Η Μάντελεϊν της είπε. Φαίνεται πως το βρήκε και το διάβασε.»
Οι ώμοι του Ντάνκαν κύρτωσαν. Οι έγνοιες του πολλαπλασιάστηκαν. Δεν ήταν σίγουρος τι θα έκανε η γυναίκα του. «Σου είπε η Αντέλα πώς αντέδρασε η Μάντελεϊν; Αν ήταν θυμωμένη; Θεέ μου, ελπίζω να ήταν θυμωμένη.»
Ο Τζέραλντ κούνησε το κεφάλι. «Γιατί να τη θέλεις θυμωμένη;»
«Είπα ψέματα στη Μάντελεϊν, Τζέραλντ, κι ελπίζω να είναι θυμωμένη για το ψέμα. Δε θέλω να νομίζει πως τη… χρησιμοποίησα ενώ ήξερα.» Ο Ντάνκαν ανασήκωσε τους ώμους. Ήταν δύσκολο να εξηγήσει με λόγια τι αισθανόταν. «Όταν συνάντησα τη Μάντελεϊν, προσπάθησε να με πείσει πως ο Λούντον δε θα την αναζητούσε. Μου είπε πως δεν άξιζε την προσοχή του. Δεν προσπαθούσε να με ξεγελάσει, Τζέραλντ. Στ’ αλήθεια πίστευε αυτό που έλεγε. Ο Λούντον την έκανε φυσικά να νιώθει έτσι. Ήταν υπό την κυριαρχία του για δύο χρόνια σχεδόν.»
«Δύο χρόνια;»
402 JULIE GARWOOD
«Ναι, από τη στιγμή που πέθανε η μητέρα της μέχρι που την έστειλε στο θείο της, ο Λούντον ήταν ο μοναδικός της κηδεμόνας. Ξέρεις το ίδιο καλά όπως κι εγώ για τι αγριότητα είναι ικανός, Τζέραλντ. Έχω δει τη Μάντελεϊν να γίνεται μέρα με τη μέρα πιο δυνατή, είναι όμως ακόμα… ευάλωτη.»
Ο Τζέραλντ ένευσε. «Ξέρω πως εύχεσαι να ήσουν εσύ εκείνος που θα της έλεγε ότι ο Λόρανς δεν ήταν πραγματικός ιερέας, σκέψου όμως πόσο απροετοίμαστη θα ήταν αν το άκουγε από τον Λούντον.»
«Ναι, θα την είχε βρει απροετοίμαστη» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν. «Ξέρεις ότι η Μάντελεϊν μου ζήτησε να τη μάθω να αμύνεται. Δεν είχα χρόνο. Όχι, δε βρήκα χρόνο. Αν της συμβεί κάτι…»
Ο Ντάνκαν τυραννιόταν. Η αθώα γυναίκα του είχε επιστρέψει στα χέρια του διαβόλου. Η σκέψη και μόνο του πάγωνε την ψυχή.
Ο Τζέραλντ δεν ήξερε τι να πει στον Ντάνκαν για να του προσφέρει παρηγοριά. «Το φεγγάρι μας χαρίζει άφθονο φως για να συνεχίσουμε και τη νύχτα» πρότεινε.
«Τότε θα το εκμεταλλευτούμε.»Οι βαρόνοι δεν ξαναμίλησαν μέχρι να φτάσουν στον
προορισμό τους. Η Μάντελεϊν προσπαθούσε να κοιμηθεί. Ήταν κλειδω
μένη μέσα στο δωμάτιο δίπλα στο δωμάτιο όπου έμενε η αδελφή της Κλαρίσα. Οι τοίχοι ήταν λεπτοί σαν περγαμηνή. Η Μάντελεϊν προσπάθησε να ακούσει τη συζήτηση που είχε ο Λούντον μαζί της.
Είχε ακούσει ήδη αρκετά. Είχε αηδιάσει τόσο με την αδελφή και τον αδελφό της που είχε κάνει εμετό. Το στομάχι της δεν μπορούσε να κρατήσει καμία τροφή, ενώ το κεφάλι της σφυροκοπούσε από πόνο.
Ήταν πολύ προβλέψιμος ο Λούντον. Την υποδέχτηκε μπροστά στους στρατιώτες του βασιλιά, τη φίλησε στο μάγουλο, μέχρι που την αγκάλιασε κιόλας. Ναι, έπαιζε το ρόλο
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 403
του στοργικού αδελφού, ειδικά μπροστά στον Άντονι. Μόλις όμως έμειναν μόνοι στο δωμάτιο, είχε στραφεί εναντίον της. Εξαπέλυε οργισμένος κατηγορίες, ενώ στο τέλος την πέταξε κάτω με μια δυνατή γροθιά στο μάγουλο. Στο ίδιο μάγουλο που την είχε φιλήσει όταν την υποδέχτηκε.
Ο αδελφός της μετάνιωσε αμέσως για το ξέσπασμά του, γιατί κατάλαβε πως το πρόσωπό της θα μελάνιαζε. Επειδή ήξερε πως κάποιοι εχθροί του θα συμπέραιναν ότι εκείνος ήταν υπεύθυνος, κράτησε τη Μάντελεϊν κλειδωμένη στο δωμάτιό της και έλεγε σε όλους ότι η αδελφή του είχε περάσει τέτοια δοκιμασία στα χέρια του βαρόνου Γουέξτον που θα χρειαζόταν μερικές μέρες να ξαναβρεί τις δυνάμεις της.
Ενώ όμως ο Λούντον ήταν προβλέψιμος, η Μάντελεϊν είχε απογοητευτεί απίστευτα από την Κλαρίσα. Όταν βρήκε την ευκαιρία να το σκεφτεί, κατάλαβε πως είχε φτιάξει μια φανταστική εικόνα για τη μεγαλύτερη αδελφή της. Ήθελε να πιστεύει πως η Κλαρίσα νοιαζόταν για εκείνη. Κάθε φορά όμως που έστελνε μηνύματα και στις δύο αδελφές της, ούτε η Κλαρίσα ούτε η Σάρα έκαναν τον κόπο να της απαντήσουν. Εκείνη δικαιολογούσε πάντα τη συμπεριφορά τους. Τώρα, συνειδητοποιούσε την αλήθεια. Η Κλαρίσα ενδιαφερόταν μόνο για τον εαυτό της, όπως ακριβώς και ο Λούντον.
Η Σάρα δεν είχε έρθει καν στο Λονδίνο. Η Κλαρίσα εξήγησε την απουσία της λέγοντας στη Μάντελεϊν ότι είχε μόλις παντρευτεί το βαρόνο Ρουσιέρ και δεν ήθελε να φύγει από το πλευρό του. Η Μάντελεϊν δεν ήξερε καν ότι ήταν αρραβωνιασμένη με κάποιον.
Εγκατέλειψε τις προσπάθειες να ξεκουραστεί. Η φωνή της Κλαρίσα τριβέλιζε τα αυτιά της σαν το στριγκό κρώξιμο πετεινού. Ήταν επιρρεπής στο κλαψούρισμα η αδελφή της, και αυτό έκανε τώρα ενώ παραπονιόταν στον Λούντον για τον εξευτελισμό που της είχε προκαλέσει η Μάντελεϊν.
Ένα απόσπασμα της συζήτησης την τράβηξε στην ενδιάμεση πόρτα. Η Κλαρίσα μιλούσε για τη Ρέιτσελ. Η φωνή της
404 JULIE GARWOOD
ήταν γεμάτη μίσος καθώς συκοφαντούσε τη μητέρα της Μάντελεϊν. Εκείνη ήξερε πως ο Λούντον μισούσε τη Ρέιτσελ, δεν είχε σκεφτεί όμως ποτέ ότι το ίδιο ένιωθαν και οι δύο αδελφές του.
«Την ήθελες τη σκύλα από την πρώτη στιγμή που πέρασε την πόρτα» έλεγε η Κλαρίσα.
Η Μάντελεϊν μισάνοιξε την πόρτα. Είδε την Κλαρίσα να κάθεται σε ένα μαξιλάρι στον πάγκο του παράθυρου. Ο Λούντον έστεκε δίπλα στην αδελφή του. Είχε την πλάτη γυρισμένη στη Μάντελεϊν. Η Κλαρίσα κοιτούσε τον αδελφό της. Και οι δύο κρατούσαν κύπελλα γεμάτα κρασί.
«Ήταν πολύ όμορφη η Ρέιτσελ» είπε ο Λούντον. Η φωνή του ήταν τραχιά. «Όταν στράφηκε εναντίον της ο πατέρας, δεν το πίστευα. Ήταν τόσο ελκυστική γυναίκα. Ο πατέρας πίεσε να γίνει ο γάμος, Κλαρίσα. Πίστευαν πως θα την παντρευόταν ο βαρόνος Ράινχολντ.»
Η Κλαρίσα ξεφύσησε περιφρονητικά. Η Μάντελεϊν την είδε να πίνει μια γερή δόση από το κύπελλό της. Βαθύ κόκκινο κρασί κύλησε στο φόρεμά της, η Κλαρίσα όμως δεν έδειξε να νοιάζεται, μόνο γέμισε ξανά το κύπελλο από την κανάτα που κρατούσε στο άλλο της χέρι.
Ήταν όμορφη όσο κι ο Λούντον, με τα ίδια ξανθά, σχεδόν λευκά μαλλιά, και καστανά μάτια. Η έκφρασή της όταν ήταν οργισμένη ήταν το ίδιο άσχημη όσο και του αδελφού της. «Ο Ράινχολντ δεν μπορούσε να παραβγεί τότε με τον πατέρα μας» είπε η Κλαρίσα. «Ο πατέρας όμως ξεγελάστηκε, έτσι δεν είναι; Στο τέλος η Ρέιτσελ τον κορόιδεψε. Αναρωτιέμαι, Λούντον, αν ξέρει ο Ράινχολντ ότι η Ρέιτσελ κουβαλούσε το παιδί του όταν παντρεύτηκε τον πατέρα μας.»
«Όχι» απάντησε εκείνος. «Δεν επέτρεψαν ποτέ να δει η Ρέιτσελ τον Ράινχολντ. Όταν γεννήθηκε η Μάντελεϊν, ο πατέρας δεν ήθελε ούτε καν να την κοιτάξει. Η Ρέιτσελ τιμωρήθηκε για την τρέλα της.»
«Κι έλπιζες πως θα στρεφόταν σε εσένα για παρηγοριά,
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 405
έτσι Λούντον;» ρώτησε η Κλαρίσα. Γέλασε όταν εκείνος γύρισε να την κοιτάξει αγριεμένα. «Ήσουν ερωτευμένος μαζί της» συνέχισε να τον πειράζει. «Η Ρέιτσελ όμως πίστευε πως ήσουν αηδιαστικός, έτσι δεν είναι; Αν δεν είχε να φροντίζει το μπάσταρδό της, θα είχε στ’ αλήθεια αυτοκτονήσει. Ένας θεός ξέρει πόσες φορές της το πρότεινα εγώ. Ίσως, αγαπητέ μου αδελφέ, να μην έπεσε η Ρέιτσελ από εκείνα τα σκαλιά. Ίσως να την έσπρωξαν.»
«Πάντα ζήλευες τη Ρέιτσελ, Κλαρίσα» ξέσπασε ο Λούντον. «Όπως ζηλεύεις τώρα και την κόρη της, νόμιμη ή όχι.»
«Δε ζηλεύω κανέναν» ούρλιαξε η Κλαρίσα. «Θεέ μου, πώς περιμένω να τελειώνουμε με αυτή την ιστορία. Κι ύστερα ορκίζομαι να πω στη Μάντελεϊν για τον Ράινχολντ. Ίσως της πω μάλιστα ότι σκότωσες τη μητέρα της.»
«Δε θα πεις τίποτα» ούρλιαξε ο Λούντον. Πέταξε το κύπελλο από το χέρι της. «Είσαι ηλίθια, αδελφή. Δε σκότωσα τη Ρέιτσελ. Γλίστρησε και έπεσε από εκείνα τα σκαλιά.»
«Προσπαθούσε να γλιτώσει από σένα όταν έπεσε» χλεύασε η Κλαρίσα.
«Εντάξει» ούρλιαξε ξανά ο Λούντον. «Και κανείς δεν πρέπει να μάθει ποτέ ότι δεν είναι μια από εμάς η Μάντελειν. Η ντροπή θα επηρέαζε και εσένα και εμένα.»
«Θα κάνει η μικρή σκύλα αυτό που θα της πεις; Θα δώσει την παράσταση που θέλεις μπροστά στο βασιλιά μας, όπως έχεις αποφασίσει; Ή μήπως θα στραφεί εναντίον σου;»
«Θα κάνει ό,τι της πω» καυχήθηκε ο Λούντον. «Με υπακούει γιατί φοβάται. Τι δειλή που είναι. Δεν έχει αλλάξει από τότε που ήταν παιδί. Άλλωστε η μικρή μας Μάντελεϊν ξέρει πως θα σκοτώσω τον Μπέρτον αν με δυσαρεστήσει.»
«Κρίμα που πέθανε ο Μόρκαρ» είπε η Κλαρίσα. «Θα πλήρωνε αδρά για τη Μάντελεϊν. Κανείς δε θα τη θέλει τώρα.»
«Κάνεις λάθος, Κλαρίσα. Τη θέλω εγώ. Δε θα αφήσω κανένα να την παντρευτεί.»
406 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν έκλεισε την πόρτα στο τρελό γέλιο της Κλαρίσα. Μόλις που πρόλαβε να φτάσει στο δοχείο νυκτός για να βγάλει τη χολή από το στομάχι της.
Έκλαψε για τη Ρέιτσελ, τη μητέρα της, για την κόλαση που την είχαν υποβάλει ο Λούντον και ο πατέρας του. Ένιωσε φρίκη όταν άκουσε πως η μητέρα της είχε πάει στη γαμήλια κλίνη με το παιδί κάποιου άλλου στην κοιλιά. Και τότε η Μάντελεϊν συνειδητοποίησε όλη την αλήθεια. Έκλαψε με δάκρυα χαράς, γιατί είχε μόλις καταλάβει πως τελικά δεν είχε συγγένεια εξ αίματος με τον Λούντον.
Είχε ακούσει το όνομα Ράινχολντ από τον Ντάνκαν και ήξερε πως ήταν σύμμαχοι. Αναρωτήθηκε αν βρισκόταν στην Αυλή. Ήθελε να δει πώς ήταν. Είχε άραγε παντρευτεί ποτέ του; Είχε δίκιο ο Λούντον. Δεν έπρεπε να μάθει ποτέ κανείς… Κι όμως η Μάντελεϊν ήξερε πως θα έλεγε την αλήθεια στον Ντάνκαν. Ίσως να χαιρόταν όσο κι εκείνη.
Κατάφερε τελικά να θέσει σε έλεγχο τα συναισθήματά της. Έπρεπε να διατηρήσει τα λογικά της. Ναι, έπρεπε να προσπαθήσει να προστατέψει τον πατέρα Μπέρτον και τον Ντάνκαν. Ο Λούντον πίστευε ότι θα πρόδιδε πρόθυμα τον ένα για να σώσει τον άλλο. Υπήρχε και το πρόβλημα της Αντέλα φυσικά, μα η Μάντελεϊν δεν ανησυχούσε τώρα για την αδελφή του Ντάνκαν.
Όχι, ο Τζέραλντ θα παντρευόταν σύντομα την Αντέλα, κι όταν συνέβαινε αυτό, ο βασιλιάς δε θα μπορούσε να απειλήσει πια να δώσει την Αντέλα στον Λούντον.
Η Μάντελεϊν πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της νύχτας καταστρώνοντας το σχέδιό της. Ευχόταν ο Λούντον να παραμείνει προβλέψιμος, ο Ντάνκαν ασφαλής και να της έδινε ο Θεός κουράγιο για τη μάχη που την περίμενε.
Έκλεισε τελικά τα μάτια να κοιμηθεί. Έπαιξε τότε το ίδιο παιχνίδι που έπαιζε και όταν ήταν μικρή. Όποτε φοβόταν πως θα την έπαιρνε πίσω ο Λούντον, προσποιούνταν πως έστεκε πλάι της ο Οδυσσέας και τη φυλούσε. Το παιχνί
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 407
δι όμως είχε αλλάξει τώρα. Δεν έστεκε πια φρουρός της ο Οδυσσέας. Ναι, είχε βρει κάποιον άλλο, πιο δυνατό κι από τον Οδυσσέα. Είχε το λύκο της να τη φυλά τώρα.
Το επόμενο απόγευμα η Μάντελεϊν συνόδεψε τον Λούντον να συναντήσει το βασιλιά. Όταν έφταναν στα ιδιαίτερα διαμερίσματά του, ο Λούντον στράφηκε στη Μάντελεϊν και της χαμογέλασε. «Υπολογίζω στην ειλικρίνειά σου, Μάντελεϊν. Το μόνο που χρειάζεται είναι να πεις στο βασιλιά τι συνέβη στο σπίτι σου και σε σένα. Εγώ θα κάνω τα υπόλοιπα.»
«Κι η αλήθεια θα καταδικάσει τον Ντάνκαν; Έτσι πιστεύεις;» ρώτησε η Μάντελεϊν.
Το χαμόγελο του Λούντον ξίνισε απότομα. Δεν του άρεσε ο τόνος της φωνής της. «Τολμάς να βρεις τώρα θάρρος, Μάντελεϊν; Θυμήσου το μονάκριβό σου θείο. Ακόμα και τώρα έχω έτοιμους άντρες για να φύγουν. Αν δώσω διαταγή, ο λαιμός του Μπέρτον θα κοπεί.»
«Και πώς ξέρω αν δεν τον έχεις ήδη σκοτώσει;» ανταπάντησε η Μάντελεϊν. «Ναι» πρόσθεσε, όταν την άρπαξε απειλητικά από το χέρι. «Δεν μπορείς να ελέγξεις το θυμό σου, Λούντον. Ποτέ δεν μπόρεσες. Πώς ξέρω ότι δεν έχεις ήδη σκοτώσει το θείο μου;»
Ο Λούντον απέδειξε ότι είχε δίκιο σε αυτό που του έλεγε. Σήκωσε απότομα το χέρι και τη χτύπησε στο πρόσωπο. Το στολισμένο με πετράδια δαχτυλίδι που φορούσε έσκισε την άκρη των χειλιών της. Αίμα άρχισε να στάζει αμέσως στο σαγόνι της. «Δες τι με ανάγκασες να κάνω» βρυχήθηκε ο Λούντον. Σήκωσε το χέρι να τη χτυπήσει ξανά, και ξαφνικά βρέθηκε κολλημένος στον τοίχο δίπλα στη Μάντελεϊν.
Ο Άντονι είχε εμφανιστεί μέσα από τις σκιές. Είχε πιάσει τον Λούντον από το λαιμό, και η Μάντελεϊν πίστεψε πως θα τον στραγγάλιζε.
Είχε προκαλέσει ηθελημένα τον αδελφό της για να χάσει την ψυχραιμία του. Και μάλιστα δε χάρηκε ιδιαίτερα με την επέμβαση του Άντονι. «Άντονι, άφησε τον αδελφό μου»
408 JULIE GARWOOD
πρόσταξε. Η φωνή της ήταν άγρια, απάλυνε όμως τη διαταγή ακουμπώντας το χέρι στον ώμο του υπασπιστή. «Σε παρακαλώ, Άντονι.»
Εκείνος συγκράτησε το θυμό του, άφησε τον Λούντον και κοίταξε ατάραχος το βαρόνο να σωριάζεται στο πάτωμα βήχοντας σαν τρελός.
Η Μάντελεϊν εκμεταλλεύτηκε τη στιγμή αδυναμίας του αδελφού της. Ανασηκώθηκε και ψιθύρισε στο αυτί του Άντονι. «Ήρθε η ώρα να βάλω σε λειτουργία το σχέδιό μου. Ό,τι κι αν κάνω ή πω, μην αντιδράσεις. Προστατεύω τον Ντάνκαν.»
Ο Άντονι κούνησε το κεφάλι για να ξέρει η Μάντελεϊν ότι είχε καταλάβει. Ήθελε όσο τίποτε άλλο να τη ρωτήσει αν το σχέδιό της ήταν να παρασύρει τον Λούντον ώστε να τη σκοτώσει. Και γιατί σκεφτόταν να προστατέψει τον Ντάνκαν; Ήταν φανερό πως η κυρά του δεν ασχολιόταν καθόλου με τη δική της ασφάλεια.
Χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλη του την αποφασιστικότητα για να μη δείξει καμία αντίδραση όταν η Μάντελεϊν βοήθησε τον Λούντον να σηκωθεί. Δεν ήθελε να αγγίζει αυτό τον μπάσταρδο.
«Λούντον, δεν πιστεύω ότι δεν έκανες κακό στον θείο Μπέρτον» είπε η Μάντελεϊν όταν προσπάθησε να την τραβήξει μακριά από τον Άντονι. «Θα το λύσουμε αυτό το θέμα εδώ και τώρα.» Ο Λούντον ξαφνιάστηκε με την τόλμη της. Η αδελφή του δεν έδειχνε πια δειλή ή τρομαγμένη. «Τι σκέφτεσαι να πεις στο βασιλιά όταν δει τα σημάδια στο πρόσωπό μου;»
«Δε θα δεις το βασιλιά» βρυχήθηκε εκείνος. «Άλλαξα γνώμη. Θα σε πάω πίσω στα διαμερίσματά σου. Θα μιλήσω εγώ στον ηγέτη μας για σένα.»
Η Μάντελεϊν ελευθερώθηκε από τη λαβή του αδελφού της. «Θα θελήσει να με δει και να ακούσει τις εξηγήσεις μου» είπε. «Σήμερα, αύριο, την επόμενη βδομάδα» πρόσθε
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 409
σε. «Απλώς παρατείνεις την αναμονή. Και ξέρεις τι θα πω στο βασιλιά μας;»
«Την αλήθεια» είπε ειρωνικά ο Λούντον. «Ναι, η ειλικρίνειά σου θα παγιδέψει το βαρόνο Γουέξτον.» Γέλασε με τα ίδια του τα λόγια. «Δεν μπορείς να κάνεις αλλιώς, Μάντελεϊν.»
«Αν μιλούσα στο βασιλιά, θα έλεγα την αλήθεια. Δεν πρόκειται όμως να πω κουβέντα. Θα σταθώ απλώς εκεί και θα σε κοιτάζω όταν κάνει ο βασιλιάς τις ερωτήσεις του. Ορκίζομαι στο Θεό, δε θα πω μήτε λέξη.»
Ο Λούντον οργίστηκε τόσο πολύ με την απειλή της, που παραλίγο να τη χτυπήσει ξανά. Όταν σήκωσε το χέρι, ο Άντονι έκανε ένα απειλητικό βήμα μπροστά. Η παρόρμηση του Λούντον για αντίποινα χάθηκε αμέσως.
«Θα μιλήσουμε αργότερα για αυτό» είπε ο Λούντον. Έριξε ένα άγριο βλέμμα όλο νόημα στον Άντονι πριν συνεχίσει. «Όταν θα είμαστε μόνοι, σου υπόσχομαι ότι θα σου αλλάξω γνώμη.»
Η Μάντελεϊν έκρυψε το φόβο της. «Θα μιλήσουμε τώρα για αυτό, αλλιώς θα στείλω τον Άντονι στο βασιλιά μας να του πει πως με κακομεταχειρίζεσαι.»
«Νομίζεις πως ο Γουίλιαμ θα ενδιαφερθεί;» φώναξε ο Λούντον.
«Είμαι υποτελής του όσο και εσύ» του ανταπάντησε η Μάντελεϊν. «Θα πω στον Άντονι να πει στο βασιλιά πόσο ανησυχώ που θέλεις να σκοτώσεις το θείο Μπέρτον. Αμφιβάλλω αν θα ήθελε ο Γουίλιαμ την αντίδραση της εκκλησίας για ένα βαρόνο που θα δολοφονήσει κάποιον δικό τους.»
«Δε θα σε πίστευε ο βασιλιάς. Και ξέρεις πολύ καλά ότι ο μονάκριβός σου παπάς είναι ζωντανός. Αν επιμένεις όμως να επαναστατείς, θα βάλω να τον σκοτώσουν. Κέντρισέ με λίγο ακόμα, σκύλα, και θα...»
«Θα με στείλεις να μείνω με το θείο Μπέρτον. Αυτό θα κάνεις.»
410 JULIE GARWOOD
Τα μάτια του Λούντον γούρλωσαν και το πρόσωπό του γέμισε κόκκινες κηλίδες. Δεν μπορούσε να πιστέψει τη ριζική αλλαγή στη συμπεριφορά της αδελφής του. Του αντιμιλούσε και μάλιστα μπροστά σε μάρτυρα. Άρχισε να ανησυχεί. Ήταν απαραίτητο να έχει τη συνεργασία της αν ήθελε να πείσει το βασιλιά να αποφασίσει εναντίον του Ντάνκαν. Ναι, είχε υπολογίσει σε εκείνη για να πει πώς είχε καταστρέψει ο Ντάνκαν το οχυρό του και την είχε πάρει αιχμάλωτη. Ξαφνικά η Μάντελεϊν είχε γίνει απρόβλεπτη.
«Περιμένεις από μένα να πω μερικές μόνο αλήθειες, έτσι δεν είναι; Τι θα γινόταν όμως αν ξεκινούσα την αφήγησή μου από το πώς προσπάθησες να σκοτώσεις το βαρόνο Γουέξτον;»
«Θα απαντήσεις μόνο στις ερωτήσεις που θα σου δοθούν» βρυχήθηκε ο Λούντον.
«Τότε δέξου το αίτημά μου. Άσε με να πάω στο θείο μου. Θα μείνω μαζί του και θα σε αφήσω να ασχοληθείς εσύ με το πρόβλημα του βαρόνου Γουέξτον.»
Η Μάντελεϊν ήθελε να κλάψει με όσα έλεγε. Ακούς εκεί πρόβλημα. Ο Λούντον ήθελε απλώς να καταστρέψει τον Ντάνκαν. «Σου το ορκίζομαι, μπορώ να κάνω πολύ μεγαλύτερο κακό στο αίτημά σου αν κληθώ ενώπιον του βασιλιά. Η αλήθεια θα καταδικάσει τον Ντάνκαν, η σιωπή μου όμως θα καταδικάσει εσένα.»
«Όταν τελειώσει όλο αυτό…»«Θα με σκοτώσεις, υποθέτω» είπε η Μάντελεϊν αναση
κώνοντας δήθεν αδιάφορα τους ώμους. Η φωνή της δε φανέρωνε κανένα συναίσθημα όταν είπε: «Δε με ενδιαφέρει, Λούντον. Κάνε ό,τι χειρότερο μπορείς.»
Δε χρειαζόταν να σκεφτεί την απειλή της. Αμέσως κατάλαβε πως έπρεπε να φύγει από το παλάτι. Απλώς δεν είχε αρκετό χρόνο στη διάθεσή του για να τη χτυπήσει όσο χρειαζόταν για να υποταχτεί. Μόλις πριν δυο μέρες είχε μάθει για την αποτυχία του Μόρκαρ να σκοτώσει τον Ντάνκαν.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 411
Ο Μόρκαρ ήταν νεκρός, και ο Ντάνκαν σίγουρα θα έφτανε στο Λονδίνο από στιγμή σε στιγμή.
Ίσως έπρεπε να αφήσει την αδελφή του να κάνει ό,τι ήθελε. Η αναχώρησή της θα ωφελούσε το σκοπό του, αποφάσισε.
«Θα φύγεις μέσα σε μία ώρα» της ανακοίνωσε. «Θα σε συνοδέψουν όμως οι άντρες μου, Μάντελεϊν. Οι άντρες του Γουέξτον» πρόσθεσε κοιτώντας επίμονα τον Άντονι «δεν έχουν κανένα λόγο να σε ακολουθήσουν. Ο βαρόνος δεν έχει πλέον λόγο στις υποθέσεις σου. Έχει πάρει πίσω την αδελφή του κι εσύ ανήκεις τώρα σε μένα.»
Η Μάντελεϊν συμφώνησε πριν προλάβει ο Άντονι να διαφωνήσει. Ο υπασπιστής αντάλλαξε ένα βλέμμα με την κυρά του κι ύστερα ένευσε καταφατικά.
Δεν είχε καμία πρόθεση φυσικά να τιμήσει τη συμφωνία. Θα ακολουθούσε τη Μάντελεϊν όπου κι αν την έστελνε ο Λούντον. Θα ήταν όμως διακριτικός και θα τον άφηνε να πιστέψει πως είχε ολοκληρώσει το καθήκον του. «Θα επιστρέψω λοιπόν στο οχυρό Γουέξτον» ανακοίνωσε πριν γυρίσει και απομακρυνθεί.
«Πρέπει να πάω να πω δυο λόγια στο βασιλιά» μουρμούρισε ο Λούντον. «Μας περιμένει. Θα υποχωρήσω στο καπρίτσιο σου, Μάντελεϊν, εσύ κι εγώ όμως ξέρουμε πως θα έρθει η ώρα που θα πεις στον Γουίλιαμ τι συνέβη.»
«Θα του μιλήσω με όλη μου την ειλικρίνεια» ανταπάντησε η Μάντελεϊν. Όταν την κοίταξε ο Λούντον καχύποπτα, πρόσθεσε βιαστικά: «Και φυσικά θα στηρίξω το σκοπό σου.»
Ο Λούντον έδειξε κάπως πιο ήρεμος. «Ναι, ίσως τελικά να είναι καλύτερη μια επίσκεψη στο θείο σου. Αν τον δεις ξανά, μπορεί να θυμηθείς πόσο λεπτή είναι η θέση σου.»
Η σκύλα πρέπει να θυμηθεί πόσο σημαντικός είναι ο θείος της για εκείνη, αποφάσισε ο Λούντον. Είχε ξεχάσει προφανώς πόσο γέρος και ασθενικός ήταν ο Μπέρτον, πό
412 JULIE GARWOOD
σο αδύνατο θα ήταν για εκείνον να την προστατέψει. Ναι, έπρεπε να ξαναδεί τον παπά της. Και τότε θα ξαναγινόταν η φοβισμένη, δειλή αδελφή που επιθυμούσε.
«Πάντα υπάρχει η περίπτωση να έχω κανονίσει τον Ντάνκαν πριν σου ζητηθεί να επιστρέψεις στο παλάτι, Μάντελεϊν. Γύρισε τώρα στα διαμερίσματά σου και ετοίμασε τα ασήμαντα υπάρχοντά σου. Θα στείλω στρατιώτες να σε συνοδέψουν στην αυλή.»
Η Μάντελεϊν καμώθηκε την ταπεινή. Έσκυψε το κεφάλι και ψιθύρισε την ευγνωμοσύνη της. «Έχω υποστεί πραγματικό μαρτύριο» είπε στον αδελφό της. «Ελπίζω ο βασιλιάς να μην αντιδράσει στο αίτημά σου να φύγω…»
«Το αίτημά μου;» Ο Λούντον γέλασε. Το γέλιο του ήταν αισχρό, άγριο. «Δε θα το καταλάβει καν, Μάντελεϊν. Δε χρειάζεται να μιλώ στον Γουίλιαμ για τέτοια ασήμαντα θέματα.»
Ο Λούντον μετά την επίδειξη ισχύος έκανε μεταβολή και έφυγε. Η Μάντελεϊν τον παρακολουθούσε μέχρι που εξαφανίστηκε στη στροφή του διαδρόμου. Γύρισε τότε για να πάει κι εκείνη για τα διαμερίσματά της. Ο Άντονι περίμενε κρυμμένος στις σκιές και της έκοψε το δρόμο. «Κινδυνεύεις πολύ, κυρά μου» μουρμούρισε. «Ο άντρας σου θα δυσαρεστηθεί.»
«Ξέρουμε κι οι δυο πως ο Ντάνκαν δεν είναι άντρας μου» είπε η Μάντελεϊν. «Είναι σημαντικό να μην ανακατευτείς, Άντονι. Πρέπει ο Λούντον να πιστέψει πως έχει πάρει στ’ αλήθεια πίσω την αδελφή του.»
«Μάντελεϊν, ξέρω πως θέλεις να προφυλάξεις την Αντέλα, μα το καθήκον του Τζέραλντ...»
«Όχι, Άντονι» τον έκοψε εκείνη. «Θέλω απλώς να κερδίσω χρόνο. Και πρέπει να πάω στο θείο μου. Είναι σαν πατέρας για μένα. Ο Λούντον θα τον σκοτώσει αν δεν τον προστατέψω...»
«Πρέπει να προστατέψεις τον εαυτό σου» διαφώνησε ο Άντονι. «Εσύ όμως προσπαθείς να προστατέψεις τον κόσμο
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 413
όλο. Δε θα ακούσεις τη φωνή της λογικής; Θα είσαι τρωτή αν φύγεις από το κάστρο.»
Χάιδεψε φιλικά το χέρι του Άντονι και είπε: «Θα είμαι τρωτή μέχρι να διορθώσει ο Ντάνκαν το πρόβλημα. Θα πεις στον Ντάνκαν πού έχω πάει, Άντονι, κι ύστερα η απόφαση θα είναι δική του.»
«Ποια απόφαση;»«Αν θα έρθει να με βρει ή όχι.»«Στ’ αλήθεια αμφιβάλλεις…»Η Μάντελεϊν αναστέναξε βαθιά. «Όχι, δεν αμφιβάλλω»
είπε κουνώντας το κεφάλι. «Ο Ντάνκαν θα έρθει να με βρει, κι όταν το κάνει, θα αφήσει στρατιώτες να φυλάνε το θείο μου. Εύχομαι μόνο να κάνει γρήγορα.»
Ο Άντονι δεν έβρισκε ψεγάδι στο σχέδιο της Μάντελεϊν. «Δε θα σε χάσω από τα μάτια μου ούτε στιγμή» ορκίστηκε. «Αρκεί να φωνάξεις και θα είμαι εκεί.»
«Πρέπει να μείνεις εδώ και να πεις στον Ντάνκαν...»«Θα αφήσω άλλον για αυτό το καθήκον» είπε ο Άντο
νι. «Έδωσα το λόγο μου στον άρχοντά μου να προστατεύω τη γυναίκα του» πρόσθεσε και έδωσε έμφαση στη λέξη γυναίκα.
Παρόλο που δεν το παραδέχτηκε, η Μάντελεϊν ένιωθε ανακούφιση που είχε τον Άντονι να τη φυλάει. Όταν τέλειωσε με το μάζεμα των ρούχων της, βγήκε βιαστικά στην αυλή δίπλα στους στάβλους του βασιλιά. Τρεις από τους στρατιώτες του Λούντον την είχαν συνοδεύσει. Την είχαν αφήσει τώρα να στέκει μόνη όσο ετοίμαζαν τα άλογά τους.
Η Μάντελεϊν είχε χαρεί που δεν είχε συναντήσει ξανά την Κλαρίσα. Κι ο Λούντον ήταν ακόμα με το βασιλιά… και του γέμιζε το κεφάλι ψέματα για τον Ντάνκαν, ήταν σίγουρη για αυτό. Αρκετοί περίεργοι είχαν μαζευτεί να παρακολουθήσουν την αναχώρηση. Τα σημάδια στο πρόσωπό της ήταν αρκετά εμφανή και δεν μπόρεσε να αποφύγει τα σχόλια πίσω από την πλάτη της.
414 JULIE GARWOOD
Μια ψηλή κοκκινομάλλα ξεχώρισε από τους υπόλοιπους και πλησίασε βιαστικά τη Μάντελεϊν. Ήταν όμορφη γυναίκα με βασιλικούς, κομψούς τρόπους, αρκετά ψηλότερη από τη Μάντελεϊν και λίγο πιο γεμάτη. Δεν της χαμογέλασε, μόνο την κοίταξε εχθρικά.
Η Μάντελεϊν δε δείλιασε και ρώτησε: «Υπάρχει κάτι που θέλετε να μου πείτε;»
«Διακινδυνεύω που σου μιλώ τόσο ανοιχτά» άρχισε η γυναίκα. «Πρέπει να σκεφτώ την υπόληψή μου, βλέπεις.»
«Κι αν μου μιλήσεις την αμαυρώνεις;» ρώτησε η Μάντελεϊν.
Η γυναίκα έδειξε να ξαφνιάζεται με την ερώτηση. «Μα και βέβαια» παραδέχτηκε. «Σίγουρα έχεις καταλάβει ότι δεν είσαι πλέον επιθυμητή...»
Η Μάντελεϊν έκοψε την καλυμμένη προσβολή. «Πες αυτό που θέλεις λοιπόν και φύγε.»
«Είμαι η λαίδη Έλινορ.» Η Μάντελεϊν δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξή της. «Έχεις ακούσει λοιπόν για μένα; Ίσως να μίλησε ο βαρόνος Γουέξτον για...»
«Έχω ακούσει για σένα» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. Η φωνή της έτρεμε. Δεν μπορούσε να μη νιώσει λίγο κατώτερη δίπλα της. Η λαίδη Έλινορ ήταν ντυμένη υπέροχα, ενώ η Μάντελειν φορούσε ένα απλό φόρεμα ταξιδιού σε αχνό γαλάζιο.
Η μέλλουσα σύζυγος του Ντάνκαν ήταν όλα όσα πίστευε η Μάντελεϊν πως δεν ήταν. Ήταν τόσο συγκρατημένη, τόσο αξιοπρεπής. Αμφέβαλε αν υπήρξε ποτέ της αδέξια, ακόμα κι όταν ήταν μικρό κορίτσι.
«Ο πατέρας μου δεν έχει συμφωνήσει ακόμα επίσημα με το βαρόνο Γουέξτον για την ημερομηνία του γάμου μας. Ήθελα απλώς να σου πω ότι έχεις τη συμπάθειά μου, φτωχό παιδί. Δε ρίχνω όμως το φταίξιμο στο μέλλοντα σύζυγό μου. Απλώς ανταπέδιδε τα ανάλογα. Αναρωτιόμουν όμως αν σου φέρθηκε άσχημα ο βαρόνος Γουέξτον.»
Η Μάντελεϊν άκουσε την ανησυχία στη φωνή της και
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 415
έγινε έξαλλη. «Αφού με ρωτάς κάτι τέτοιο, τότε δεν ξέρεις καθόλου καλά το βαρόνο Γουέξτον.»
Της γύρισε την πλάτη και ανέβηκε στο άλογο που της είχε φέρει ένας από τους στρατιώτες. Όταν τακτοποιήθηκε, κοίταξε τη λαίδη Έλινορ και είπε: «Δε με κακομεταχειρίστηκε. Τώρα που έχεις απάντηση στην ερώτησή σου, είναι σειρά μου να σε ρωτήσω κι εγώ κάτι.»
Η λαίδη Έλινορ συμφώνησε κουνώντας κοφτά το κεφάλι. «Αγαπάς το βαρόνο Γουέξτον;»Ήταν φανερό μετά από αρκετά μεγάλη παύση πως η λαί
δη Έλινορ δε θα της απαντούσε. Ανασήκωσε το φρύδι και το περιφρονητικό ύφος στο πρόσωπό της φανέρωνε πως δεν της άρεσε καθόλου η ερώτηση.
«Δεν είμαι φτωχό παιδί, λαίδη Έλινορ» ανάγγειλε η Μάντελεϊν αφήνοντας να ακουστεί η οργή στη φωνή της. «Δε θα σε παντρευτεί ο Ντάνκαν. Δε θα υπογράψει τα συμβόλαια. Θα πρέπει να εγκαταλείψει το μεγαλύτερο θησαυρό του για να σε παντρευτεί.»
«Και ποιος είναι αυτός ο θησαυρός;» ρώτησε η λαίδη Έλινορ με φωνή ήρεμη.
«Μα εγώ είμαι ο μεγαλύτερος θησαυρός του Ντάνκαν. Θα ήταν ανόητος να με αφήσει» πρόσθεσε. «Κι ακόμα και εσύ πρέπει να ξέρεις πως ο Ντάνκαν κάθε άλλο παρά ανόητος είναι.»
Η Μάντελεϊν κέντρισε το άλογό της να προχωρήσει. Η λαίδη Έλινορ αναπήδησε μακριά, για να μην ποδοπατηθεί. Σκόνη σκέπασε το πρόσωπο της ανόητης γυναίκας.
Δεν έδειχνε και τόσο ανώτερη τώρα. Ναι, ήταν φανερό πως ήταν έξαλλη η λαίδη Έλινορ. Η οργή της ικανοποίησε αρκετά τη Μάντελεϊν. Ένιωθε σαν να είχε μόλις κερδίσει μια σημαντική μάχη. Ήταν νίκη για το δικό της τρόπο σκέψης, παιδιάστικη και γεμάτη αναίδεια, ναι, δεν έπαυε όμως να είναι νίκη.
Κεφάλαιο 22
Διά πίστεως γαρ περιπατούμεν, ου διά είδους (περπατάμε βάσει της πίστης, όχι βάσει όσων βλέπουμε).
Επιστολή Παύλου προς Κορινθίους, 5:7
Του είπε τα πάντα. Η αφήγηση όλων όσα είχαν συμβεί στη Μάντελεϊν κρά
τησε δύο ολόκληρες μέρες. Ο καλός ιερέας απαίτησε να μάθει κάθε λέξη, κάθε συναίσθημα, κάθε αποτέλεσμα.
Ο πατέρας Μπέρτον έκλαψε με δάκρυα χαράς όταν μπήκε η Μάντελεϊν στο μικρό του σπίτι. Παραδέχτηκε πως του είχε λείψει τρομερά και δεν μπορούσε να ελέγξει τα συναισθήματά του ολόκληρη την πρώτη μέρα. Κι η Μάντελεϊν φυσικά έκλαψε αρκετά. Ο θείος της δήλωσε πως δεν πείραζε να είναι τόσο απειθάρχητοι, αφού ήταν τελείως μόνοι και κανείς δε θα έβλεπε το συναισθηματικό τους ξέσπασμα. Οι σύντροφοι του πατέρα Μπέρτον είχαν πάει να επισκεφθούν έναν άλλο παλιό φίλο που είχε αρρωστήσει ξαφνικά.
Μόνο αφού ετοίμασε το δείπνο τους και κάθισαν ο ένας πλάι στον άλλο στις αγαπημένες τους καρέκλες, κατάφερε η Μάντελεϊν να αρχίσει την αφήγηση. Όσο έτρωγε ο ιερέας, η Μάντελεϊν έλεγε την ιστορία της. Σκέφτηκε να πει περιληπτικά μόνο τι είχε γίνει, εκείνος όμως δεν επέτρεπε αποσπασματικές αφηγήσεις.
Έδειχνε να απολαμβάνει την κάθε λεπτομέρεια. Δεν την άφηνε να συνεχίσει αν δεν απομνημόνευε κάθε λέξη.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 417
Η εκπαίδευσή του ως μεταφραστή και φύλακα των παλιών ιστοριών δικαιολογούσε για τη Μάντελεϊν αυτή του την ιδιαιτερότητα.
Όταν χαιρέτησε στην αρχή το θείο της, ένιωσε ανησυχία για την υγεία του. Έδειχνε καταβεβλημένος. Σκέφτηκε πως οι ώμοι του ήταν κάπως πιο κυρτοί τώρα. Η πλάτη του έδειχνε λίγο πιο γερμένη και οι κινήσεις του μέσα στο σπίτι δεν ήταν τόσο γρήγορες. Το βλέμμα του όμως ήταν το ίδιο ευθύ, τα σχόλιά του το ίδιο εύστοχα. Ο νους του ήταν το ίδιο οξύς όπως πάντα. Όταν ομολόγησε πως οι σύντροφοί του δε θα επέστρεφαν να ζήσουν τα τελευταία τους χρόνια μαζί του, η Μάντελεϊν υπέθεσε πως η μοναξιά ήταν υπεύθυνη για τις αλλαγές που είχε προσέξει και όχι τα πενήντα καλοκαίρια που είχαν περάσει από πάνω του.
Ήταν σίγουρη πως ο Ντάνκαν θα ερχόταν να την πάρει. Όταν πέρασαν τρεις ολόκληρες μέρες και δεν είχε δώσει ακόμα σημεία ζωής, η αυτοπεποίθησή της άρχισε να εξατμίζεται.
Παραδέχτηκε τους φόβους της στο θείο της. «Ίσως όταν συνάντησε ξανά τη λαίδη Έλινορ, να άλλαξε γνώμη.»
«Ανοησίες είναι αυτά που λες» είπε ο πατέρας Μπέρτον. «Πιστεύω κι εγώ όπως κι εσύ πως ο βαρόνος Γουέξτον δεν ήξερε ότι ο Λόρανς δεν ήταν ιερέας. Νόμιζε πως σε είχε παντρευτεί και, για να κάνει ένας άντρας βήμα σαν κι αυτό, είναι πραγματική η δέσμευση στην καρδιά του. Μου είπες πως σου δήλωσε την αγάπη του. Δεν έχεις λοιπόν καμία εμπιστοσύνη στο λόγο του;»
«Ω, μα φυσικά και έχω» είπε η Μάντελεϊν. «Με αγαπά, πάτερα. Το ξέρω πως με αγαπά βαθιά μες στην καρδιά μου, ένα κομμάτι του μυαλού μου όμως προσπαθεί να με κάνει να ανησυχώ. Ξύπνησα τη νύχτα και η πρώτη μου σκέψη ήταν τρομαχτική. Αναρωτήθηκα τι θα έκανα αν δεν ερχόταν να με πάρει. Κι αν άλλαξε γνώμη;»
«Τότε είναι ανόητος» είπε ο πατέρας Μπέρτον. Μια σπί
418 JULIE GARWOOD
θα φάνηκε στα μάτια του ιερέα. «Πες τώρα ξανά στο γέρο θείο σου, ποια ακριβώς ήταν τα λόγια σου στη λαίδη Έλινορ με τα ωραία κόκκινα μαλλιά και τη βασιλική θωριά;»
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε με τα πειράγματά του για τον τρόπο που είχε περιγράψει τη λαίδη Έλινορ. «Της είπα πως εγώ ήμουν ο μεγαλύτερος θησαυρός του Ντάνκαν. Δεν ήταν και πολύ ταπεινό σχόλιο, έτσι δεν είναι;»
«Είπες την αλήθεια, Μάντελεϊν. Η καρδιά σου το ξέρει αρκετά καλά, συμφωνώ όμως πως ένα μικρό κομμάτι του μυαλού σου πρέπει ακόμα να πειστεί.»
«Δεν είναι ανόητος ο Ντάνκαν» είπε τότε η Μάντελεϊν. Η φωνή της ήταν σταθερή, σίγουρη. «Δε θα με ξεχάσει.» Έκλεισε τα μάτια και ακούμπησε το κεφάλι στο μαξιλάρι της ράχης της καρέκλας. Της είχαν συμβεί τόσο πολλά, σε τόσο λίγο χρόνο. Τώρα, έτσι όπως καθόταν δίπλα στο θείο της, έμοιαζε σαν να μην είχε αλλάξει τίποτε.
Οι παλιοί φόβοι προσπαθούσαν να την καταλάβουν. Σε λίγο θα άρχιζε να κλαίει και να νιώθει οίκτο για τον εαυτό της αν δε φυλαγόταν. Αποφάσισε πως χρειαζόταν λίγη ανάπαυση. Ναι, επειδή ήταν τόσο εξαντλημένη, είχε την τάση να ανησυχεί. «Έχω αξία» είπε ξαφνικά. «Γιατί μου πήρε τόσο καιρό να το καταλάβω;»
«Δεν έχει σημασία πόσο καιρό σου πήρε» είπε ο θείος της. «Το σημαντικό είναι ότι επιτέλους το κατάλαβες.»
Ένας κεραυνός τράβηξε την προσοχή του θείου της. «Φαίνεται πως θα βρέξει για τα καλά σε λίγα λεπτά» είπε καθώς σηκωνόταν και πήγαινε προς το παράθυρο. «Ο κεραυνός είναι αρκετά κοντά για να διαλύσει τη στέγη» σχολίασε η Μάντελεϊν ψιθυρίζοντας νυσταγμένα.
Ο πατέρας Μπέρτον ήταν έτοιμος να συμφωνήσει με το σχόλιο της ανιψιάς του τη στιγμή που έφτασε στο παράθυρο και κοίταξε έξω. Το θέαμα τον εντυπωσίασε τόσο που αναγκάστηκε να κρατηθεί από το περβάζι για να μη χάσει την ισορροπία του και σωριαστεί στα γόνατα.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 419
Η βροντή είχε σωπάσει. Ο ιερέας όμως έβλεπε την αστραπή. Και δεν ήταν στον ουρανό. Όχι, ήταν στη γη… ίσαμε εκεί που έφτανε το μάτι.
Ο ήλιος ενίσχυε την οφθαλμαπάτη, έτσι όπως έπεφτε πάνω στα ασημένια βέλη που αναπηδούσαν από τον ένα θώρακα στον άλλο.
Λεγεώνα ήταν, ενωμένοι πίσω από έναν πολεμιστή, όλοι τους αρματωμένοι, όλοι τους σιωπηλοί, όλοι τους σε αναμονή.
Ο ιερέας μισόκλεισε τα μάτια μπροστά στο μεγαλειώδες θέαμα. Ένευσε μια φορά στον αρχηγό των στρατιωτών και γύρισε ξανά στην καρέκλα του.
Πλατύ χαμόγελο είχε μεταμορφώσει το πρόσωπό του. Όταν κάθισε ξανά δίπλα στη Μάντελεϊν, προσπάθησε να σβήσει το χαμόγελο από τα χείλη του και να δώσει τόνο δυσαρέσκειας στη φωνή του, όταν είπε: «Πιστεύω πως ήρθε κάποιος να σε δει, Μάντελεϊν. Καλύτερα να δεις ποιος είναι, παιδί μου. Είμαι πολύ κουρασμένος για να σηκωθώ ξανά.»
Η Μάντελεϊν έσμιξε τα φρύδια. Δεν είχε ακούσει να χτυπά κανείς την πόρτα. Για να τον ησυχάσει, σηκώθηκε να κάνει αυτό που της ζήτησε. Είπε γυρνώντας να κοιτάξει πίσω, πως μάλλον ήταν η Μάρτα που είχε έρθει να τους φέρει φρέσκα αυγά και μπαγιάτικες ειδήσεις. Ο ιερέας άρχισε να γελά υπερβολικά, και μάλιστα χτύπησε το χέρι στο γόνατο.
Της φάνηκε παράξενη η αντίδραση για κάποιον που είχε μόλις διαμαρτυρηθεί πως ήταν κουρασμένος.
Κι ύστερα άνοιξε την πόρτα.Χρειάστηκε ένα με δύο λεπτά να καταλάβει τι έβλεπε.
Ήταν τόσο αποσβολωμένη που δεν μπορούσε να σαλέψει. Έστεκε απλώς εκεί, καταμεσής της εισόδου, με τα χέρια σφιγμένα στο πλάι, να κοιτάζει τον Ντάνκαν.
Δεν την είχε ξεχάσει τελικά. Άρχισε να το συνειδητοποιεί μόλις το μούδιασμα υποχώρησε.
Και δεν ήταν μόνος. Όχι. Πάνω από εκατό στρατιώτες
420 JULIE GARWOOD
ήταν παραταγμένοι πίσω από τον άρχοντά τους. Όλοι τους πάνω στα άλογα, όλοι τους με περίλαμπρη αρματωσιά, όλοι τους με το βλέμμα καρφωμένο πάνω της.
Σιωπηλό σήμα πέρασε από τη λεγεώνα. Σαν ένας ύψωσαν ξαφνικά τα σπαθιά τους σε χαιρετισμό. Ήταν η πιο υπέροχη επίδειξη αφοσίωσης που είχε δει ποτέ της. Ήταν συγκλονισμένη. Ποτέ της δεν είχε νιώσει τόσο πολύτιμη, τόσο αγαπητή, τόσο πολύ πολύ άξια.
Και τότε κατάλαβε γιατί είχε συγκεντρώσει ο Ντάνκαν τόσο πολλούς στρατιώτες για το ταξίδι αυτό. Ήθελε να της αποδείξει πόσο σημαντική ήταν για εκείνον. Ναι, της αποδείκνυε την αξία της.
Ο Ντάνκαν δεν κουνήθηκε. Δεν είπε λέξη για αρκετή ώρα. Του αρκούσε να κάθεται στη ράχη του Σειληνού και να κοιτάζει την όμορφη γυναίκα του. Ένιωθε την ανησυχία, την αβεβαιότητα, να φεύγει από την καρδιά του. Πίστευε αληθινά πως ήταν ο πιο ικανοποιημένος άνθρωπος όλου του κόσμου.
Όταν πρόσεξε τα δάκρυα που κυλούσαν στο πρόσωπό της, είπε τελικά τα λόγια που πίστευε πως ήθελε να ακούσει: «Ήρθα για σένα, Μάντελεϊν.»
Να ήταν σύμπτωση που έλεγε ξανά τα ίδια ακριβώς λόγια που της είχε πρωτοπεί; Η Μάντελεϊν δεν το πίστευε. Το βλέμμα του την έκανε να πιστέψει πως θυμόταν πολύ καλά.
Απομακρύνθηκε από την πόρτα με την πλάτη ίσια, τίναξε πίσω τα μαλλιά και έφερε επίτηδες τα χέρια στους γοφούς. «Ώρα σου ήταν, βαρόνε Γουέξτον. Περίμενα τόσο καιρό να έρθεις.»
Της φάνηκε πως το αλαζονικό της σχόλιο άρεσε στον Ντάνκαν, δεν ήταν όμως σίγουρη. Οι κινήσεις του ήταν πολύ γοργές για να ξεχωρίσει το πρόσωπό του. Τη μια στιγμή καθόταν στον Σειληνό και την επόμενη την τραβούσε στην αγκαλιά του.
Όταν έσκυψε να τη φιλήσει, η Μάντελεϊν πέρασε τα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 421
χέρια γύρω από το λαιμό του. Κόλλησε πάνω του καθώς το στόμα του ακουμπούσε παθιασμένα στο δικό της, με σχεδόν μανιασμένη κτητικότητα. Η γλώσσα του γλίστρησε στο στόμα της, έτοιμη να κατακτήσει ξανά ό,τι του ανήκε.
Η Μάντελεϊν ένιωθε παρασυρμένη από θύελλα συναισθημάτων. Απάντησε στη δίψα του Ντάνκαν όσο πιο καλά ήξερε. Ήταν το ίδιο άγριος ο πόθος της να τον καταβροχθίσει. Διψούσε το ίδιο για το άγγιγμά του, ήταν το ίδιο μανιασμένη. Ο θόρυβος κατάφερε τελικά να διαπεράσει το νου του Ντάνκαν, δύσκολα όμως ξαναβρήκε το δρόμο της η λογική. Τράβηξε το στόμα του από το δικό της για να ξαναγυρίσει την ίδια στιγμή στα πρησμένα χείλη της.
Κι η Μάντελεϊν άκουσε το θόρυβο. Όταν σήκωσε τελικά ο Ντάνκαν το κεφάλι του από το δικό της, κατάλαβε πως οι στρατιώτες ζητωκραύγαζαν. Θεέ και Κύριε, τους είχε ξεχάσει! Ήξερε πως κοκκίνισε και είπε στον εαυτό της πως δεν την ένοιαζε. Ο Ντάνκαν δεν έδειχνε να νοιάζεται καθόλου, ήταν όμως τόση η σκόνη και η βρομιά πάνω του και το πρόσωπό του τόσο καλυμμένο από γένια μιας βδομάδας, που ήταν αδύνατο να ξεχωρίσει κάποια αντίδραση.
Τη φίλησε ξανά, με ένα βιαστικό, δυνατό φιλί, που φανέρωνε πως δε νοιαζόταν καθόλου ποιος τους έβλεπε. Τα χέρια της τύλιξαν τη μέση του. Ακούμπησε το πρόσωπό της στο στήθος του και τον έσφιξε με όλη της τη δύναμη.
Εκείνος στέναξε ικανοποιημένος από τον ενθουσιασμό της.
Η Μάντελεϊν θυμήθηκε το καθήκον της όταν άκουσε ένα διακριτικό βήξιμο πίσω της. Έπρεπε να συστήσει τον Ντάνκαν στο θείο της. Το πρόβλημα φυσικά ήταν πως δεν έβγαινε άχνα από το λαιμό της. Όταν μάλιστα έσκυψε ο Ντάνκαν και της ψιθύρισε «Σ’ αγαπώ, Μάντελεϊν», άρχισε να κλαίει τόσο πολύ που ήταν αδύνατο να μιλήσει.
Ο Ντάνκαν ένευσε στους άντρες του να αφιππεύσουν και γύρισε να κοιτάξει πάνω από το κεφάλι της το γέροντα που
422 JULIE GARWOOD
περίμενε λίγο πιο πίσω. Τράβηξε τη Μάντελεϊν στο πλευρό του, απρόθυμος να την αφήσει να απομακρυνθεί έστω και λίγο από κοντά του, κι είπε: «Είμαι ο βαρόνος Γουέξτον.»
«Αυτό ακριβώς έλπιζα κι εγώ» αποκρίθηκε ο πατέρας Μπέρτον. Ο ιερέας χαμογέλασε με το ίδιο του το αστείο κι έκανε να υποκλιθεί. Το χέρι του Ντάνκαν τον σταμάτησε.
«Εγώ είμαι εκείνος που θα έπρεπε να γονατίσει μπροστά σας» είπε στον ιερέα. «Είναι τιμή μου που σας γνωρίζω επιτέλους, πάτερ.»
Ο ιερέας συγκινήθηκε από τα λόγια του βαρόνου. «Είναι ο πιο σπουδαίος θησαυρός σας, δεν είναι, βαρόνε;» ρώτησε. Κοιτούσε τη Μάντελεϊν.
«Ναι, είναι» παραδέχτηκε ο Ντάνκαν. «Θα σας χρωστώ για πάντα χάρη» πρόσθεσε. «Την προστατεύατε όλα αυτά τα χρόνια για μένα.»
«Δεν είναι ακόμα δική σου» είπε ο πατέρας Μπέρτον. Χάρηκε όταν είδε την έκπληξη που προκάλεσε το σχόλιό του. «Ναι, ακόμα δε σ’ την έχω παραδώσει. Για γάμο μιλώ, για αληθινό γάμο, βαρόνε, και όσο πιο γρήγορα τόσο το καλύτερο για ένα γέρο άνθρωπο σαν εμένα.»
«Θα μας παντρέψετε λοιπόν το πρωί» είπε ο Ντάνκαν. Ο πατέρας Μπέρτον είχε δει το παθιασμένο φιλί του
βαρόνου με την ανιψιά του. Δεν ήταν καθόλου σίγουρος πως μπορούσαν να περιμένουν ως το πρωί. «Δε θα κοιμηθείς λοιπόν απόψε πλάι στη Μάντελεϊν» τον προειδοποίησε. «Θα συνεχίσω να την προστατεύω καλά, βαρόνε Γουέξτον.»
Ο Ντάνκαν και ο πατέρας Μπέρτον αντάλλαξαν ένα ατέλειωτο, σκληρό βλέμμα. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Ήταν η πρώτη φορά εδώ και πολύ καιρό που ανακάλυπτε πως δεν έκανε κάποιον να δειλιάσει. Όχι, ο ιερέας δε θα υποχωρούσε.
Ένευσε. «Απόψε.»Η Μάντελεϊν παρακολουθούσε τη συνομιλία. Ήξερε
πολύ καλά για ποιο πράγμα μιλούσαν οι δυο άντρες. Σκεφτόταν πως θα έμοιαζε σαν να είχε πάθει έγκαυμα. Ήταν
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 423
άλλωστε ντροπή για το θείο της να ξέρει πως είχε πλαγιάσει με το βαρόνο.
«Θα ήθελα κι εγώ να παντρευτώ τον Ντάνκαν απόψε, μα δεν...» Σώπασε όταν είδε τον Άντονι να πλησιάζει και να στέκει στο πλάι της. «Πατέρα, αυτός είναι ο υπασπιστής που σου έλεγα» είπε χαμογελώντας.
«Εσύ είσαι που μπήκες ανάμεσα στην ανιψιά μου και τον Λούντον όταν προσπάθησε να τη χτυπήσει ξανά;» ρώτησε ο ιερέας και πλησίασε να πιάσει το χέρι του Άντονι.
«Εγώ» παραδέχτηκε εκείνος. «Ξανά;» φώναξε ο Ντάνκαν. «Δεν ήταν υπό την προστα
σία του βασιλιά;»«Δεν ήταν τίποτα» διαμαρτυρήθηκε η Μάντελεϊν.«Θα την είχε σκοτώσει» τη διέκοψε ο ιερέας. «Ναι, ήθελε να της κάνει κακό» είπε ο Άντονι.Η Μάντελεϊν ένιωθε την ένταση στη λαβή του Ντάνκαν
γύρω από τη μέση της. «Δεν ήταν τίποτα» διαμαρτυρήθηκε ξανά. «Ένα απλό
χαστούκι…»«Έχει ακόμα τους μώλωπες» είπε ο πατέρας Μπέρτον
κουνώντας ζωηρά το κεφάλι. Η Μάντελεϊν αγριοκοίταξε το θείο της. Δεν καταλάβαινε
πως τάραζε τον Ντάνκαν με αυτά που έλεγε;Όταν έγειρε το κεφάλι της ο Ντάνκαν για να δει τα σημά
δια, η Μάντελεϊν κούνησε ξανά το κεφάλι. «Δε θα με ξαναγγίξει, Ντάνκαν. Αυτό έχει μόνο σημασία. Ο πιστός σου ακόλουθος με προστάτεψε» πρόσθεσε πριν γυρίσει να κοιτάξει το θείο της. «Γιατί προκαλείς την οργή του Ντάνκαν, θείε;»
«Έχει σημάδια και στους ώμους και την πλάτη, βαρόνε» είπε ο πατέρας Μπέρτον αγνοώντας την ερώτηση της Μάντελεϊν.
«Θείε!»«Δε μου είπες κουβέντα» είπε ο Άντονι στη Μάντελεϊν.
«Θα είχα...»
424 JULIE GARWOOD
«Αρκετά. Πάτερ, σε ξέρω καλά. Τι παιχνίδι παίζεις τώρα;» ζήτησε να μάθει η Μάντελεϊν.
«Ήσουν έτοιμη να πεις στο βαρόνο Γουέξτον ότι θα ήθελες να τον παντρευτείς απόψε, τέκνο μου, μα δεν τέλειωσες τη φράση σου, έτσι δεν είναι; Η αλήθεια είναι, βαρόνε» είπε ο ιερέας καθώς στρεφόταν προς τον Ντάνκαν «ότι η ανιψιά μου θα προσπαθήσει να καθυστερήσει το γάμο τούτο. Έτσι δεν είναι, Μάντελεϊν; Βλέπεις, τέκνο μου» πρόσθεσε χαρίζοντας ένα τρυφερό χαμόγελο στη Μάντελεϊν «ξέρω καλύτερα από όσο νομίζεις πώς σκέφτεσαι.»
«Λέει την αλήθεια;» ρώτησε ο Ντάνκαν συνοφρυωμένος. «Δεν άλλαξαν τα αισθήματά σου, έτσι;» Πριν προλάβει εκείνη να απαντήσει, είπε: «Δεν έχει σημασία. Μου ανήκεις. Δεν μπορείς να γυρίσεις την πλάτη σου σ’ αυτό.»
Η Μάντελεϊν δεν μπορούσε να πιστέψει πως ένιωθε ο Ντάνκαν τέτοια ανασφάλεια. Κατάλαβε τότε πως τα αισθήματά του ήταν το ίδιο τρωτά όσο και τα δικά της. Φαινόταν να έχει ανάγκη να ακούσει λόγια αγάπης από εκείνη όσο και η ίδια. «Σε αγαπώ, Ντάνκαν» είπε αρκετά δυνατά για να ακούσει ο Άντονι και ο πατέρας Μπέρτον.
«Το ξέρω αυτό» είπε ο Ντάνκαν με αλαζονικό και πάλι ύφος. Η λαβή του όμως χαλάρωσε και στάθηκε πιο ήρεμος δίπλα της.
«Είναι πολλά αυτά που πρέπει να τακτοποιηθούν» είπε ο Άντονι. «Πρέπει να σου μιλήσω ιδιαιτέρως, βαρόνε.» Ο υπασπιστής γύρισε και άρχισε να απομακρύνεται.
«Και σίγουρα θα χρειάζεσαι ένα γεύμα» πρόσθεσε ο ιερέας. Γύρισε να μπει στο σπίτι του. «Θα αρχίσω αμέσως τις προετοιμασίες.»
«Πρώτα χρειάζομαι ένα μπάνιο» είπε ο Ντάνκαν σφίγγοντας απαλά τη Μάντελεϊν πριν την αφήσει. Ακολουθούσε το θείο της, όταν τα λόγια της Μάντελεϊν τον σταμάτησαν απότομα. Ο Άντονι και ο πατέρας Μπέρτον τον μιμήθηκαν.
«Δεν μπορούμε να παντρευτούμε ακόμα, Ντάνκαν.»
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 425
Από το ύφος και των τριών, κατάλαβε πως η ανακοίνωσή της δεν άρεσε σε κανέναν.
Έσφιξε τα χέρια της. Μίλησε βιαστικά γιατί ήθελε να καταλάβει ο Ντάνκαν το γιατί πριν αρχίσει να της φωνάζει. «Αν μπορούσαμε μόνο να περιμένουμε να παντρευτεί ο Τζέραλντ την Αντέλα, ο Λούντον δε θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει το επιχείρημα…»
«Το ήξερα» μουρμούρισε ο Άντονι. «Εξακολουθείς να προσπαθείς να προστατέψεις τον κόσμο όλο. Βαρόνε, είναι ένα μόνο από αυτά που πρέπει να σου εξηγήσω.»
«Πάντα προσπαθούσε να προστατέψει όποιον πίστευε ότι το χρειαζόταν» είπε ο ιερέας.
«Δεν καταλαβαίνετε» είπε η Μάντελεϊν κι έτρεξε κοντά στον Ντάνκαν. «Αν παντρευτούμε τώρα, θα αντιταχτείς στο βασιλιά σου. Θα δώσει την Αντέλα στον Λούντον. Αυτό έλεγε το μήνυμα, Ντάνκαν.»
Θα συνέχιζε να μιλά αν δεν έβλεπε το ύφος του. Δεν μπορούσε να σταματήσει να σφίγγει τα χέρια της, κατάφερε όμως να κλείσει το στόμα της.
Ο Ντάνκαν την κοιτούσε για αρκετή ώρα. Δεν καταλάβαινε αν ήταν ικανοποιημένος μαζί της ή θυμωμένος. «Έχω μία μόνο ερώτηση να σου κάνω, Μάντελεϊν. Μου έχεις εμπιστοσύνη;»
Δε χρειαζόταν να το σκεφτεί. Η απάντηση ήρθε γρήγορα και δυνατά. «Ναι.»
Η απάντησή της τον ικανοποίησε. Την αγκάλιασε, άφησε ένα αγνό φιλί στο μέτωπό της και γύρισε να φύγει. «Θα παντρευτούμε απόψε.»
Σταμάτησε, μα δε γύρισε. Ήξερε η Μάντελεϊν τι περίμενε. Ναι, περίμενε τη συναίνεσή της.
«Ναι, Ντάνκαν, θα παντρευτούμε απόψε.»Ήταν φυσικά η σωστή απάντηση. Το κατάλαβε καλά
όταν άκουσε το θείο της να κρυφογελά, τον Άντονι να σφυρίζει και είδε τον Ντάνκαν να γυρνά και να κουνά κοφτά το
426 JULIE GARWOOD
κεφάλι. Δε χαμογελούσε. Αυτό δεν την πείραξε όμως όταν κατάλαβε πως δεν αμφέβαλλε ποτέ για εκείνη. Η απάντησή της ήταν απλώς μια επιβεβαίωση. Τίποτα περισσότερο.
Η επόμενη ώρα ήταν ένα συνονθύλευμα δραστηριότητας. Όσο ο Ντάνκαν καθόταν με τον Άντονι στο μικρό τραπέζι της αγροικίας και έτρωγαν βραδινό, ο πατέρας Μπέρτον πήγε να εξηγήσει την κατάσταση στον οικοδεσπότη του, τον κόμη του Γκρίνστιντ.
Ο κόμης κρατιόταν ακόμα στη ζωή και, παρόλο που δεν είχε τη δύναμη να παραστεί στην τελετή, ο Ντάνκαν θα τον επισκεπτόταν επίσημα μόλις τέλειωνε ο γάμος.
Μαζί με τον υπασπιστή του ο Ντάνκαν πήγε στη λίμνη πίσω από το σπίτι του κόμη για να πλυθεί και να μιλήσουν ιδιαιτέρως. Η Μάντελεϊν βρήκε ευκαιρία να αλλάξει φόρεμα. Χτένισε τα μαλλιά της μέχρι να γυρίσουν όπως ήθελε κι ύστερα αποφάσισε να ξεχάσει τη μόδα και να τα αφήσει λυτά. Ήξερε πως ο Ντάνκαν τα προτιμούσε έτσι.
Φόρεσε φυσικά τα χρώματά του. Τα παπούτσια και η εσθήτα είχαν το αχνό χρώμα της κρέμας, ενώ από πάνω φόρεσε ένα σκούρο μπλε χιτώνιο με σχέδιο κεντημένο στο χέρι. Έκανε σχεδόν ένα μήνα να τελειώσει το λαιμό με μικροσκοπικές κεντιές, όλες στο χρώμα της κρέμας, για να πετύχει το σχέδιο που ήθελε. Στο κέντρο υπήρχε το περίγραμμα του μαγικού της λύκου.
Το πιθανότερο ήταν να μην το προσέξει ο Ντάνκαν, σκέφτηκε. Οι πολεμιστές σαν εκείνον δεν κάθονταν να παρατηρούν τέτοια πράγματα. «Τέλος πάντων» παραδέχτηκε φωναχτά. «Θα με έλεγε πάλι φαντασμένη και σίγουρα θα με πείραζε.»
«Ποιος θα σε πείραζε;» είπε ο Ντάνκαν που έστεκε στην πόρτα.
Η Μάντελεϊν γύρισε με ένα χαμόγελο και κοίταξε τον πολεμιστή της. «Ο λύκος μου» είπε αμέσως. «Κάτι δεν πάει καλά, Ντάνκαν. Δείχνεις… ταραγμένος.»
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 427
«Γίνεσαι όλο και πιο όμορφη κάθε ώρα που περνά» ψιθύρισε εκείνος. Ένιωσε τη φωνή του σαν χάδι.
«Κι εσύ πιο ωραίος» είπε η Μάντελεϊν. Του χαμογέλασε και τόλμησε να τον πειράξει. «Αναρωτιέμαι γιατί φορά ο μέλλων σύζυγός μου μαύρα στο γάμο του. Τι ζοφερό χρώμα» είπε. «Το χρησιμοποιούν στο πένθος. Μήπως πενθείς τη μοίρα σου, άρχοντά μου;»
Ο Ντάνκαν αιφνιδιάστηκε από τα σχόλιά της. Ανασήκωσε τους ώμους πριν απαντήσει. «Είναι καθαρά, Μάντελεϊν. Αυτό μόνο θα ’πρεπε να σε νοιάζει. Άλλωστε, είναι η μόνη φορεσιά που έφερα μαζί μου από το Λονδίνο.» Έκανε να την πλησιάσει, κι η πρόθεσή του ήταν ολοφάνερη στη σκοτεινή του ματιά. «Θα σε φιλήσω τόσο που δε θα έχεις κουράγιο να προσέξεις τη φορεσιά μου.»
Η Μάντελεϊν έτρεξε στην άλλη πλευρά του τραπεζιού. «Δεν μπορείς να με φιλήσεις μέχρι να παντρευτούμε» είπε προσπαθώντας να μη γελάσει. «Και γιατί δεν ξυρίστηκες;»
Ο Ντάνκαν συνέχισε να την πλησιάζει. «Μετά.»Τι εννοούσε τώρα μ’ αυτό; αναρωτήθηκε η Μάντελεϊν.
«Μετά;»«Ναι, Μάντελεϊν, μετά» απάντησε ο Ντάνκαν. Το καυτό
του βλέμμα μαρτυρούσε σχεδόν όσα και η αλλόκοτη απόκρισή του.
Άργησε επίτηδες αρκετά να του παραδοθεί. Ο Ντάνκαν την τράβηξε στην αγκαλιά του. Ήταν έτοιμος να τη φιλήσει, όταν άνοιξε η πόρτα. Ένας δυνατός βήχας τράβηξε την προσοχή του.
«Περιμένουμε να ξεκινήσουμε» ανάγγειλε ο πατέρας Μπέρτον. «Υπάρχει όμως ένα πρόβλημα.»
«Ποιο είναι αυτό;» ρώτησε η Μάντελεϊν μόλις κατάφερε να ξεφύγει από τα χέρια του Ντάνκαν και να φτιάξει τα ρούχα της.
«Θα ήθελα να σε συνοδέψω, μα δεν μπορώ να είμαι σε δύο μέρη ταυτόχρονα. Και ποιος θα είναι μάρτυρας της τέλεσης;» πρόσθεσε σκυθρωπός.
greekleech.info
428 JULIE GARWOOD
«Δεν μπορείτε να συνοδεύσετε τη Μάντελεϊν ως το ιερό και να συνεχίσετε μετά την τελετή;» ρώτησε ο Ντάνκαν.
«Κι όταν ως ιερέας ρωτήσω ποιος δίνει τη γυναίκα αυτή σε γάμο, θα τρέξω στο πλευρό της Μάντελεϊν να απαντήσω;»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε όταν φαντάστηκε τη σκηνή.«Θα είναι αλλόκοτο, μα μπορεί να τα καταφέρω» είπε ο
πατέρας Μπέρτον.«Οι στρατιώτες μου θα είναι μάρτυρες» είπε ο Ντάνκαν.
«Ο Άντονι θα σταθεί πίσω από τη Μάντελεϊν. Σου αρκεί αυτό, πάτερ;»
«Ας είναι λοιπόν» είπε ο πατέρας Μπέρτον. «Πήγαινε τώρα, βαρόνε, και περίμενε στο αυτοσχέδιο ιερό που ετοίμασα έξω. Θα παντρευτείτε κάτω από το φεγγάρι και τα αστέρια. Αυτό είναι το αληθινό παλάτι του Θεού, όπως το κρίνω εγώ.»
«Εντάξει, λοιπόν, ας τελειώνουμε μ’ όλο αυτό.»Η Μάντελεϊν ενοχλήθηκε με τον τρόπο που μίλησε.
Έτρεξε ξοπίσω του και έπιασε το χέρι του για να την κοιτάξει. «Ας τελειώνουμε μ’ όλο αυτό;» ρώτησε σμίγοντας τα φρύδια.
Όταν την κοίταξε, η Μάντελεϊν σκέφτηκε πως την πείραζε. Όταν μίλησε, κάθε αμφιβολία διαλύθηκε. «Είμαστε ενωμένοι από τη στιγμή που συναντηθήκαμε, Μάντελεϊν. Το ήξερε ο Θεός, το ήξερα κι εγώ, και αν αναλογιστείς την αλήθεια, θα παραδεχτείς πως το ήξερες κι εσύ. Είμαστε δεσμευμένοι και μπορεί ο Λόρανς να μην ήταν ιερέας για να μας δώσει την αληθινή του ευλογία, εμείς όμως είμαστε παντρεμένοι.»
«Από τη στιγμή που σου ζέστανα τα πόδια» ψιθύρισε η Μάντελεϊν την εξήγηση που της είχε δώσει κάποτε.
«Ναι, από εκείνη τη στιγμή.»Έδειχνε έτοιμη να κλάψει. Τι ευαίσθητη που είχε γίνει
η γλυκιά του γυναίκα. Παρόλο που η αντίδρασή της τον ικανοποιούσε, ήξερε πως δε θα ήθελε να εμφανιστεί τόσο
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 429
ταραγμένη μπροστά στους άντρες του. Θέλησε αμέσως να τη βοηθήσει να ξαναβρεί τον έλεγχό της. «Πρέπει να χαίρεσαι, ξέρεις.»
«Να χαίρομαι τι, Ντάνκαν;» ρώτησε εκείνη σκουπίζοντας τις άκρες των ματιών της.
«Που δεν ήταν καλοκαίρι όταν συναντηθήκαμε.»Δεν κατάλαβε στην αρχή. Ύστερα όμως γέλασε με ένα
πλούσιο, λάγνο γέλιο που ζέστανε την καρδιά του. «Ώστε ο καιρός με έφερε σε σένα, έτσι θαρρείς;»
«Δε θα χρειαζόταν να μου ζεστάνεις τα πόδια αν ήταν καλοκαίρι» είπε. Και της έκλεισε το μάτι.
Σκέφτηκε πως ήταν πολύ αλαζονικός. «Θα είχες βρει άλλο λόγο» είπε.
Ο Ντάνκαν θα είχε απαντήσει στο σχόλιό της αν δεν άρχιζε ο πατέρας Μπέρτον να τον σπρώχνει προς την πόρτα. «Οι άντρες σε περιμένουν, βαρόνε.»
Μόλις ο Ντάνκαν έφυγε, ο πατέρας Μπέρτον στράφηκε στη Μάντελεϊν. Πέρασε αρκετά λεπτά συμβουλεύοντάς τη γύρω από τα συζυγικά της καθήκοντα. Όταν τέλειωσε, μίλησε μέσα από την καρδιά του και της είπε πόσο πολύ περήφανος ήταν που ανήκε στην οικογένειά του.
Ύστερα πρόσφερε το μπράτσο του στη γυναίκα που είχε βαπτίσει, μεγαλώσει και αγαπήσει σαν κόρη του.
Ήταν όμορφη τελετή και, σαν τέλειωσε, ο Ντάνκαν παρουσίασε τη γυναίκα του στους άντρες του. Εκείνοι γονάτισαν μπροστά της και ορκίστηκαν πίστη και αφοσίωση.
Ο Ντάνκαν ήταν εξουθενωμένος και ανυπόμονος. Άφησε τη γυναίκα του για να κάνει την επίσημη επίσκεψη στον κόμη του Γκρίνστιντ, για να γυρίσει στην αγροικία του πατέρα Μπέρτον σε λιγότερο από είκοσι λεπτά.
Ο ιερέας είχε ήδη πάει για ύπνο. Το πρόχειρο κρεβάτι του ήταν στρωμένο στην άλλη άκρη του δωματίου. Το κρεβάτι της Μάντελεϊν ήταν στον αντικριστό τοίχο, με μια κουρτίνα μόνο να το κρύβει.
greekleech.info
430 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν βρήκε τη γυναίκα του να κάθεται στην άκρη του στενού κρεβατιού. Φορούσε το ρούχο του γάμου.
Αφού έβγαλε τα ρούχα του, ξάπλωσε πάνω από τα σκεπάσματα και τράβηξε τη Μάντελεϊν στο στέρνο του. Τη φίλησε δυνατά και της είπε να ετοιμαστεί για ύπνο. Η Μάντελεϊν δε βιάστηκε. Κοντοστεκόταν συνέχεια να κρυφοκοιτάξει από την κουρτίνα για να δει αν ο θείος της κοιμόταν. Στο τέλος έσκυψε να πει στον Ντάνκαν πως μάλλον έπρεπε να βρουν ένα μέρος έξω για να κοιμηθούν. Ήταν άλλωστε η γαμήλια νύχτα τους και είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που άγγιξαν ο ένας τον άλλο. Σίγουρα καταλάβαινε τι εννοούσε, αφού όταν θα άρχιζε να τον φιλά ήξερε πως θα έκανε σαν τρελή. Κι ήταν αλήθεια πως ήξερε ότι θα ’κανε φασαρία. Εδώ ήταν τώρα έτοιμη να ουρλιάξει.
Ο Ντάνκαν δεν προσπάθησε καν να την κάνει να σωπάσει. Κατάλαβε τότε πως δεν ήταν ανάγκη να του πει όλα αυτά. Ο άντρας της κοιμόταν βαθιά.
Η ενοχλημένη νύφη κουλουριάστηκε πάνω στον άντρα της, έτριξε τα δόντια και προσπάθησε να αποκοιμηθεί.
Οι κινήσεις του πατέρα Μπέρτον μέσα στο δωμάτιο ξύπνησαν τον Ντάνκαν. Σηκώθηκε αμέσως κι ένιωσε πως έλειπε κάτι, που δεν είχε καταλάβει ακόμα τι ήταν.
Πήγε να σηκωθεί όρθιος, αλλά συνειδητοποίησε πως παραλίγο να πατήσει τη Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν χαμογέλασε με το παράλογο της υπόθεσης. Η γυναίκα του κοιμόταν στο πάτωμα, με μια χοντρή κουβέρτα μόνο να τη σκεπάζει. Θεέ και Κύριε, είχε αποκοιμηθεί τη νύχτα του γάμου τους. Κάθισε στο πλάι του κρεβατιού και κοίταξε την υπέροχη γυναίκα του, ώσπου άκουσε την πόρτα να ανοίγει και να κλείνει πίσω από τον ιερέα. Έριξε μια ματιά έξω από το παράθυρο στην άλλη πλευρά του κρεβατιού και πρόλαβε να δει τον πατέρα Μπέρτον να πηγαίνει προς τις πύλες του κάστρου. Ο ιερέας φορούσε τα άμφιά του και κρατούσε ένα μικρό ασημένιο δισκοπότηρο.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 431
Ο Ντάνκαν στράφηκε στη Μάντελεϊν. Γονάτισε δίπλα της και τη σήκωσε στην αγκαλιά του. Ύστερα την άφησε στο κρεβάτι. Εκείνη γύρισε αμέσως ανάσκελα, κλοτσώντας στην άκρη το σκέπασμα.
Δε φορούσε το νυχτικό της. Το φως της αυγής που περνούσε από το παράθυρο χάριζε στο δέρμα της χρυσαφένια απόχρωση. Η μεγαλειώδης χαίτη της είχε μεταμορφωθεί κάτω από τον ήλιο που ανάτελλε σε πύρινο καταρράχτη.
Ο πόθος του Ντάνκαν έγινε τόσο έντονος που πονούσε. Κάθισε στο πλάι του κρεβατιού και άρχισε να κάνει έρωτα στη γυναίκα του.
Η Μάντελεϊν ξύπνησε με ένα στεναγμό. Ένιωθε υπέροχα ληθαργική. Τα χέρια του Ντάνκαν χάιδευαν τα στήθη της. Οι θηλές της λαχταρούσαν περισσότερα. Γόγγυσε και σάλεψε ανήσυχη τους γοφούς της, προσκαλώντας νυσταγμένα τον άντρα της.
Άνοιξε τα μάτια και κοίταξε τον Ντάνκαν. Το καυτό του βλέμμα την έκανε να ριγήσει από πόθο. Τον πλησίασε προσπαθώντας να τον τραβήξει πάνω της, εκείνος όμως κούνησε το κεφάλι αρνητικά.
«Θα σου δώσω ό,τι θέλεις» της ψιθύρισε. «Και πολύ πολύ περισσότερα» υποσχέθηκε. Πριν προλάβει η Μάντελεϊν να του αποκριθεί, ο Ντάνκαν έγειρε και πήρε το στήθος της στο στόμα. Ρούφηξε τη θηλή ενώ τα χέρια του χάιδευαν την επίπεδη κοιλιά της.
Τα βογκητά της Μάντελεϊν έγιναν πιο άγρια, πιο δυνατά. Οι ήχοι που έβγαζε από τα βάθη του λαιμού της τον ικανοποιούσαν, αν και όχι όσο η γεύση της.
Το χέρι του προχώρησε ανάμεσα στα πόδια της. Βρήκε το θησαυρό που αποζητούσε και κόντεψε να χάσει τα λογικά του από την καυτή, άγρια ανταπόκρισή της.
Τον ήθελε ολόκληρο.Γύρισε απότομα στο πλάι. Η Μάντελεϊν γύρισε προς τον
greekleech.info
432 JULIE GARWOOD
άντρα της. Το πρόσωπό της ακούμπησε στο ζεστό μηρό του Ντάνκαν.
Το στόμα του την τρέλαινε. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, η κοιλιά της τραβήχτηκε καθώς ο άντρας της άφηνε υγρά φιλιά γύρω από τον αφαλό της. Τα δάχτυλά του συνέχιζαν το γλυκό τους μαρτύριο. Η Μάντελεϊν κλαψούρισε όταν έσπρωξε απαλά ο Ντάνκαν τους μηρούς της. Ήξερε τι ήθελε να κάνει και του προσφέρθηκε ικετεύοντάς τον να τη φιλήσει εκεί.
Ο Ντάνκαν προχώρησε πιο χαμηλά ώσπου γεύτηκε τη θέρμη της. Η γλώσσα του πείραζε, τυραννούσε. Τα γένια του την τρέλαιναν. Έγδερναν ερεθιστικά το ευαίσθητο δέρμα του εσωτερικού των μηρών της.
Ήθελε να τον γευτεί. Ολόκληρο.Χωρίς καμία προειδοποίηση για την πρόθεσή της, χωρίς
τρυφερά φιλιά που να φτάνουν στο στόχο της, η Μάντελεϊν τέντωσε τους γοφούς της πάνω στον Ντάνκαν καθώς τον έπαιρνε στο στόμα της.
Παραδόθηκε στην ηδονή. Τα χέρια και το στόμα της ήταν το ίδιο ικανοποιητικά, το ίδιο ερωτικά με του Ντάνκαν. Ναι, μαρτύρησε την ηδονή του σαλεύοντας με δύναμη πάνω της.
Ύστερα τραβήχτηκε ξαφνικά μακριά της. Γύρισε, μπήκε ανάμεσα στους μηρούς της και μέσα της. Ο σπόρος του ξεχύθηκε αμέσως και η κορύφωση φάνταζε ατέλειωτη. Η ένταση της παράδοσής του ήταν τέτοια που χάρισε απελευθέρωση και στη Μάντελεϊν, το ίδιο εκπληκτική.
Ήταν πολύ αδύναμη για να κινηθεί, δεν μπορούσε ούτε καν να αφήσει τους ώμους του άντρα της.
Ένιωθε πλήρης. Σκέφτηκε να φιλήσει τη γυναίκα του, να της πει πόσο ικανοποιημένος ήταν, δεν μπορούσε όμως να κάνει ούτε καν αυτό. Ναι, ένιωθε τόσο πλήρης που δεν μπορούσε να σαλέψει.
Έμειναν σαν ένας για αρκετά γεμάτα ικανοποίηση λεπτά.Η Μάντελεϊν ξαναβρήκε τα λογικά της πριν τον άντρα
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 433
της. Θυμήθηκε ξαφνικά πού βρίσκονταν. Όταν την ένιωσε να σφίγγεται, κατάλαβε τι σκεφτόταν. «Ο πατέρας Μπέρτον έχει πάει να λειτουργήσει» ψιθύρισε.
Η Μάντελεϊν χαλάρωσε. «Βέβαια, φώναζες αρκετά για να σε ακούσει όλος μου ο στρατός» πρόσθεσε.
«Κι εσύ το ίδιο φώναζες» του ψιθύρισε.«Τώρα θα ξυριστώ» της είπε ο Ντάνκαν.Η Μάντελεϊν έβαλε τα γέλια. «Καταλαβαίνω τι εννοού
σες όταν μου έλεγες πως θα ξυριστείς μετά. Ήξερες πως θα με τρέλαινε η γενειάδα σου.»
Ο Ντάνκαν στηρίχτηκε στους αγκώνες και κοίταξε τη Μάντελεϊν στα μάτια. «Ξέρεις πόσο πολύ με ικανοποιείς, γυναίκα;»
«Ξέρω» ψιθύρισε. «Σ’ αγαπώ, Ντάνκαν, τώρα και για πάντα.»
«Με αγαπούσες κι όταν κατάλαβες πως ο Λόρανς δεν ήταν αληθινός ιερέας και σου είπα ψέματα;»
«Ναι, αν κι ήθελα να σε πνίξω που δε μου το είπες. Θεέ μου, πόσο θυμωμένη ήμουν.»
«Ωραία» είπε ο Ντάνκαν και χαμογέλασε για το ξάφνιασμα που είχε προκαλέσει το σχόλιό του. «Ανησυχούσα μη νόμιζες πως σου είπα ψέματα για άλλα πράγματα» παραδέχτηκε.
«Ποτέ δεν αμφέβαλλα για την αγάπη σου, Ντάνκαν» είπε η Μάντελεϊν.
«Αμφέβαλλες όμως για την αξία σου» της θύμισε.«Όχι πια» ψιθύρισε εκείνη. Τον τράβηξε κοντά της να
τον φιλήσει και απαίτησε να της κάνει ξανά έρωτα.Ήταν πολύ πιο ράθυμη η δεύτερη φορά, το ίδιο όμως
ικανοποιητική. Ο πατέρας Μπέρτον γύρισε στο σπίτι του και βρήκε τους
δυο τους ντυμένους. Ο βαρόνος καθόταν στο τραπέζι με τα μάτια στραμμένα πάντα στη γυναίκα του που ετοίμαζε το πρωινό τους.
greekleech.info
434 JULIE GARWOOD
«Χρειάζομαι ιερέα, πάτερ» είπε ο Ντάνκαν. «Θα ήθελες να αναλάβεις το καθήκον της φροντίδας της ψυχής μου; Μπορώ να ζητήσω να παρουσιαστείς αμέσως.»
Η Μάντελεϊν χάρηκε τόσο πολύ με την πρόταση του Ντάνκαν που άρχισε να χτυπά παλαμάκια.
Ο πατέρας Μπέρτον χαμογέλασε, κούνησε όμως το κεφάλι αρνητικά. «Ο κόμης με έχει φιλοξενήσει όλα αυτά τα χρόνια, Ντάνκαν. Δεν μπορώ να τον εγκαταλείψω τώρα. Βασίζεται στη συμβουλή μου. Όχι, δεν μπορώ να τον αφήσω.»
Η Μάντελεϊν ήξερε πως ο θείος της ήθελε να φερθεί έντιμα. Ένευσε. «Θα πρότεινα να έρθεις κοντά μας μετά την ανάπαυση του κόμη, μα το Θεό όμως, θαρρώ πως πρόκειται να ζήσει πιο πολύ από όλους μας.»
«Μάντελεϊν! Μη μιλάς με τόση αγένεια για τον κόμη» τη μάλωσε ο πατέρας Μπέρτον.
Η Μάντελεϊν φάνηκε να μετανιώνει αμέσως. «Δεν ήθελα να γίνω αγνώμων, θείε. Και ντρέπομαι, γιατί κατανοώ το καθήκον σου απέναντι στον κόμη.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Τότε θα ερχόμαστε για επίσκεψη, και όταν τελειώσεις με το καθήκον σου, θα έρθεις να ζήσεις μαζί μας.»
Ήταν πολύ πιο διπλωματικός από εκείνη. Η Μάντελεϊν είδε πώς χαμογέλασε ο θείος της και ένευσε καταφατικά. «Πόσο θα μείνουμε εδώ;» ρώτησε τότε τον άντρα της.
«Πρέπει να φύγουμε σήμερα» είπε ο Ντάνκαν.«Θα μπορούσαμε να μείνουμε μέχρι το τέλος του καλο
καιριού» πρότεινε εκείνη πριν προλάβει να κρατηθεί. «Φεύγουμε σήμερα.»Η Μάντελεϊν στέναξε. Ο Ντάνκαν προσπαθούσε να την
υποτάξει με το βλέμμα, σκέφτηκε. «Θα φύγουμε λοιπόν σήμερα» είπε.
Ο πατέρας Μπέρτον έφυγε από την αγροικία δήθεν για να φέρει ψωμί από τη μαγείρισσα. Μόλις έκλεισε πίσω του η πόρτα, η Μάντελεϊν πλησίασε τον άντρα της. «Πρέπει να
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 435
με αφήνεις να έχω κι εγώ γνώμη, άντρα μου. Δε θα σκύβω πάντα το κεφάλι στις προσταγές σου.»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. «Το ξέρω καλά, Μάντελεϊν. Είσαι γυναίκα μου και θα διοικείς στο πλευρό μου. Η ιδέα σου όμως να μείνουμε εδώ είναι πολύ...»
«Παράλογη» συμπλήρωσε η Μάντελεϊν με ένα στεναγμό. Κάθισε στην ποδιά του και έφερε τα χέρια γύρω από το λαιμό του. «Αναβάλλω το αναπόφευκτο. Καλύτερα να μάθεις όλη την αλήθεια για τη γυναίκα σου, Ντάνκαν. Είμαι λίγο δειλή μερικές φορές.»
Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως ήταν διασκεδαστική η ομολογία της. Γέλασε δίχως να νοιαστεί που δεν έδειχνε και τόσο ευχαριστημένη με τους τρόπους του. Όταν ξαναβρήκε τον έλεγχό του, είπε: «Έχεις περισσότερο θάρρος μέσα σου από όλους τους άντρες μου μαζί. Ποια τα έβαλε με το θάνατο για να ελευθερώσει τον εχθρό του αδελφού της;»
«Εγώ, μα...»«Ποια στάθηκε πίσω από τον Γκίλαρντ και τον έσωσε;»«Εγώ, Ντάνκαν, μα ήμουν τόσο τρομοκρατημένη και...»«Ποια ανέλαβε το καθήκον της φροντίδας της αδελφής
μου; Ποια έκανε τον Σειληνό αρνάκι; Ποια...»«Ξέρεις πως ήμουν εγώ» είπε η Μάντελεϊν. Έφερε τα
χέρια στα μάγουλα του Ντάνκαν και είπε: «Ακόμα όμως δεν κατάλαβες. Κάθε φορά που έκανα όλα αυτά που εσύ πιστεύεις ότι με τιμούν, φοβόμουν απίστευτα μέσα μου. Εδώ έτρεμα όταν αντιδρούσα σε σένα.»
Ο Ντάνκαν έσπρωξε τα χέρια της και της έδωσε ένα ατέλειωτο φιλί. «Ο φόβος δε σημαίνει πως είσαι δειλή, αγάπη μου. Για μένα σημαίνει απλώς πως είσαι θνητή. Μόνο τρελός θα αδιαφορούσε για όλα.»
Όταν σώπασε, δεν μπόρεσε να μην την ξαναφιλήσει.«Πρέπει να μου πεις τι να κάνω όταν γυρίσουμε στο
παλάτι, Ντάνκαν» είπε η Μάντελεϊν μετά. «Δε θέλω να σε δυσαρεστήσω ή να πω λάθος πράγματα όταν απαντήσω
436 JULIE GARWOOD
στις ερωτήσεις του βασιλιά. Γιατί θα με ρωτήσει, έτσι δεν είναι;»
Κατάλαβε το φόβο στη φωνή της και κούνησε το κεφάλι. «Τίποτα από όσα κάνεις δε θα με δυσαρεστήσει ποτέ, Μάντελεϊν. Και το μόνο που έχεις να πεις στις ερωτήσεις του βασιλιά είναι η αλήθεια. Δε θα μπορούσα να σου ζητήσω ποτέ κάτι άλλο.»
«Αυτό μου είπε και ο Λούντον» μουρμούρισε η Μάντελεϊν. «Πιστεύει πως οι αλήθειες μου θα σε παγιδέψουν.»
«Τούτη η μάχη είναι δική μου, Μάντελεϊν. Πες την αλήθεια και άσε τα υπόλοιπα σε μένα.»
Εκείνη αναστέναξε. Ήξερε πως είχε δίκιο. Ο Ντάνκαν προσπάθησε να της φτιάξει τη διάθεση.
«Πρέπει να ξυριστώ πριν φύγουμε για το παλάτι» ανακοίνωσε.
Η Μάντελεϊν άρχισε να κοκκινίζει. «Θα προτιμούσα να μην ξυριστείς ποτέ ξανά. Έχω αρχίσει να εκτιμώ τη γενειάδα σου, άρχοντά μου.»
Ο Ντάνκαν χάρηκε με την ειλικρίνεια της γυναίκας του. Το μαρτυρούσε το δυνατό του φιλί.
Ο Ντάνκαν και η Μάντελεϊν έφτασαν στο Λονδίνο δύο μέρες αργότερα. Ο Γκίλαρντ, ο Έντμοντ και ο Τζέραλντ τους συνάντησαν στις πύλες. Είχαν όλοι τους ύφος σκυθρωπό.
Αφού αγκάλιασε τη Μάντελεϊν, ο Έντμοντ είπε στον Ντάνκαν πως οι υπόλοιποι βαρόνοι είχαν ήδη τακτοποιηθεί στα διαμερίσματά τους.
Ο Γκίλαρντ ήταν ο επόμενος που αγκάλιασε τη Μάντελεϊν. Δε βιάστηκε να την αφήσει, κι όταν γύρισε να μιλήσει στον Ντάνκαν το χέρι του ήταν ακόμα γύρω από τη μέση της. «Θα πας στο βασιλιά απόψε;»
Ο Ντάνκαν σκέφτηκε πως ο Γκίλαρντ δεν είχε ξεπεράσει ακόμα το ξελόγιασμά του μαζί της. Τράβηξε τη γυναίκα του στο πλευρό του πριν απαντήσει. «Θα πάω τώρα.»
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 437
«Ο Λούντον θαρρεί πως η Μάντελεϊν είναι με το θείο της. Μάλλον θα μαθαίνει για την επιστροφή της αυτή τη στιγμή, Ντάνκαν. Πρέπει να σου θυμίσω πως ξέρει ότι δεν είστε παντρεμένοι» μπήκε στη μέση ο Τζέραλντ.
«Τώρα είμαστε» είπε ο Ντάνκαν. «Ο πατέρας Μπέρτον μας πάντρεψε, με τους υποτελείς μου για μάρτυρες, Τζέραλντ.»
Ο Τζέραλντ δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει στην είδηση.«Ο βασιλιάς θα οργιστεί» προέβλεψε σκυθρωπός ο
Έντμοντ. «Ο γάμος πριν τη διευθέτηση του προβλήματος θα θεωρηθεί προσωπική προσβολή.»
Ο Ντάνκαν ήταν έτοιμος να απαντήσει στα σχόλιά του, όταν τράβηξαν την προσοχή του οι στρατιώτες του βασιλιά. Με ηγέτη τον αδελφό του Γουίλιαμ, τον Χένρι, οι άντρες προχώρησαν σε σχηματισμό και στάθηκαν μπροστά ακριβώς από τον Ντάνκαν.
Ο Χένρι ένευσε στους στρατιώτες να περιμένουν και είπε στον Ντάνκαν: «Ο αδελφός μου στέλνει τη φρουρά του να συνοδεύσει τη λαίδη Μάντελεϊν στα διαμερίσματά της.»
«Θα πάω τώρα να μιλήσω στον Γουίλιαμ, Χένρι. Δε νιώθω άνετα να αφήσω τη Μάντελεϊν να πάει οπουδήποτε δίχως εμένα. Την κακομεταχειρίστηκαν την τελευταία φορά που ήταν υπό την προστασία του βασιλιά μας» πρόσθεσε με φωνή βλοσυρή.
Ο Χένρι παρέμεινε ανέκφραστος στο απότομο ύφος του Ντάνκαν. «Αμφιβάλλω αν ήξερε καν ο βασιλιάς ότι ήταν εδώ. Ο Λούντον…»
«Δε θα τη θέσω ξανά σε κίνδυνο, Χένρι» αντέδρασε ο Ντάνκαν.
«Θέλεις λοιπόν η αγαπητή κυρά να μπει στη μέση της διαμάχης σου με τον αδελφό της;» ρώτησε ο Χένρι.
Πριν προλάβει να απαντήσει ο Ντάνκαν, συνέχισε: «Έλα, περπάτησε μαζί μου. Είναι κάτι που θέλω να σου πω.»
438 JULIE GARWOOD
Από σεβασμό για το αξίωμά του, ο Ντάνκαν υπάκουσε αμέσως στη διαταγή. Περπάτησαν μαζί σε μια απομονωμένη πλευρά της αυλής.
Εκείνος που μιλούσε περισσότερο ήταν ο Χένρι. Η Μάντελεϊν δεν είχε ιδέα τι έλεγε, καταλάβαινε όμως από το ύφος του άντρα της πως δε χαιρόταν ιδιαίτερα για τη συζήτηση.
Μόλις γύρισαν κοντά στους υπόλοιπους, ο Ντάνκαν στράφηκε στη γυναίκα του. «Μάντελεϊν, πήγαινε με τον Χένρι. Θα φροντίσει εκείνος να τακτοποιηθείς.»
«Στα δικά σου διαμερίσματα, Ντάνκαν;» ρώτησε εκείνη, προσπαθώντας να μην ακουστεί ανήσυχη.
Ο Χένρι απάντησε στην ερώτησή της. «Θα έχεις δικά σου διαμερίσματα, αγαπητή μου, υπό τη δική μου φύλαξη. Μέχρι να τακτοποιηθεί το ζήτημα, ούτε ο Λούντον ούτε ο Ντάνκαν θα επιτρέπεται να σε πλησιάσουν. Είναι γεγονός πως ο αδελφός μου έχει άγριο χαρακτήρα. Ας μην πυροδοτούμε ακόμα τη φωτιά. Απόψε θα είναι αρκετά καλά.»
Η Μάντελεϊν κοίταξε τον Ντάνκαν. Όταν είδε να νεύει, υποκλίθηκε στον Χένρι. Ο Ντάνκαν την πήρε τότε παράμερα, έσκυψε και ψιθύρισε στο αυτί της.
Όλοι ήταν πολύ περίεργοι να μάθουν τη συζήτηση, γιατί όταν γύρισε πίσω η Μάντελεϊν έλαμπε.
Ο Γκίλαρντ την κοιτούσε να δέχεται το μπράτσο του Χένρι και να προχωρά προς την είσοδο. «Τι της είπες, Ντάνκαν; Τη μια στιγμή η Μάντελεϊν έδειχνε έτοιμη να κλάψει και την άλλη χαμογελούσε κι έδειχνε τόσο ικανοποιημένη.»
«Της θύμισα απλώς το τέλος μιας συγκεκριμένης ιστορίας» είπε ο Ντάνκαν ανασηκώνοντας τους ώμους. Ήταν το μόνο που θα έλεγε. Ο Έντμοντ πρότεινε να πάει να φρεσκαριστεί, ίσως να κοιμηθεί για μερικές ώρες.
Παρόλο που του φάνηκε γελοία η πρόταση του Έντμοντ να κοιμηθεί, ακολούθησε τη συμβουλή του και πήγε να αλλάξει.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 439
«Νομίζω πως θα ακολουθήσω τη Μάντελεϊν» είπε τότε ο Έντμοντ. «Ίσως βρω τον Άντονι να στέκει έξω από την πόρτα της και μείνω μαζί του μέχρι το βράδυ.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Μην αφήσεις τον Χένρι να πιστέψει ότι αμφισβητείς τη φρούρησή του» τον προειδοποίησε.
Και με αυτά τα λόγια, ο Ντάνκαν απομακρύνθηκε.Ο Γκίλαρντ στράφηκε τότε στο βαρόνο Τζέραλντ. «Απο
τρέψαμε μια μάχη. Ο Ντάνκαν θα ορμούσε στα διαμερίσματα του βασιλιά και θα απαιτούσε άμεση δικαιοσύνη.»
«Είναι προσωρινό μόνο» απάντησε εκείνος. «Η μάχη δεν έχει δοθεί ακόμα. Θα επισκεφτούν και οι άλλοι βαρόνοι τον Ντάνκαν το απόγευμα. Θα τον κρατήσουν αρκετά απασχολημένο. Ο Χένρι παρενέβη και αξίζει να του αναγνωριστεί. Μια μέρα ο Ντάνκαν θα τον ευχαριστεί για αυτό.»
«Γιατί να ασχοληθεί ο Χένρι με αυτό το θέμα;» ρώτησε ο Γκίλαρντ.
«Θέλει την αφοσίωση του Ντάνκαν» αποκρίθηκε ο Τζέραλντ. «Έλα, Γκίλαρντ, βρες μου ένα δροσερό ποτό να κάνουμε πρόποση για τον επερχόμενο γάμο μου με την αδελφή σου.»
Ο Γκίλαρντ φάνηκε να χαίρεται. «Συμφώνησε λοιπόν;»«Ναι. Θα την παντρευτώ, πριν αλλάξει γνώμη.»Ο Γκίλαρντ γέλασε. Ο Τζέραλντ χαμογέλασε. Χαιρόταν
γιατί είχε στρέψει με επιτυχία την προσοχή του μακριά από τα κίνητρα του Χένρι. Ο Τζέραλντ δεν πίστευε ότι έπρεπε να μάθει για τη μυστική συνάντηση που είχε παρευρεθεί, ούτε για τις αλλόκοτες ερωτήσεις του Χένρι γύρω από την αφοσίωση του Ντάνκαν. Ήταν αρκετά εύκολο να καταλάβει κανείς το γιατί. Μπορεί ο Γκίλαρντ να ρωτούσε λάθος βαρόνους και να προκαλούσε δίχως να το θέλει προβλήματα που δεν ήταν αυτή τη στιγμή απαραίτητα. Ναι, είχαν αρκετά προβλήματα να λύσουν οι αδελφοί Γουέξτον.
«Αφού πιούμε για το γάμο σας, θαρρώ πως θα πάω να σταθώ κοντά στον Έντμοντ.»
440 JULIE GARWOOD
«Θα ’χει πολύ κόσμο στο διάδρομο έξω από τα διαμερίσματα της Μάντελεϊν» σχολίασε ο Τζέραλντ. «Αναρωτιέμαι τι θα κάνει ο Λούντον, Γκίλαρντ, όταν μάθει πως γύρισε η αδελφή του.»
Ο εν λόγω βαρόνος είχε πάει για κυνήγι στο δάσος του βασιλιά. Ήταν πια αργά το απόγευμα όταν γύρισε στο κάστρο. Πληροφορήθηκε αμέσως για την επιστροφή της Μάντελεϊν.
Έγινε φυσικά έξαλλος. Πήγε να πάρει την αδελφή του.Ο Άντονι έστεκε τώρα μόνος έξω από την πόρτα της Μά
ντελεϊν. Ο Έντμοντ και ο Γκίλαρντ είχαν πάει να αλλάξουν για το δείπνο και την αντιπαράθεση.
Όταν ο υπασπιστής είδε τον Λούντον να πλησιάζει, ακούμπησε στον τοίχο και κοίταξε τον αδελφό της Μάντελεϊν με ύφος απέχθειας.
Εκείνος αγνόησε τον υπασπιστή. Χτύπησε την πόρτα και φώναξε ότι ήθελε να μπει.
Ο Χένρι άνοιξε την πόρτα. Χαιρέτησε τον Λούντον ευγενικά και ανακοίνωσε πως κανείς δεν επιτρεπόταν να μιλήσει στη Μάντελεϊν.
Πριν προλάβει να αντιδράσει ο Λούντον, η πόρτα έκλεισε με δύναμη μπροστά του.
Η Μάντελεϊν παρακολουθούσε άναυδη τη σκηνή. Δεν ήξερε τι να σκεφτεί για τη συμπεριφορά του Χένρι. Ο αδελφός του βασιλιά δεν είχε φύγει από το πλευρό της παρά για μερικά μόνο λεπτά, όταν είχε πάει στο υπνοδωμάτιο για να αλλάξει φόρεμα για τη συνάντηση με το βασιλιά.
«Το πρόσωπο του αδελφού σου είναι κόκκινο όσο και του αδελφού μου» είπε ο Χένρι όταν έκλεισε την πόρτα στον Λούντον. Πλησίασε, πήρε το χέρι της και την οδήγησε στο παράθυρο, αρκετά μακριά από την πόρτα.
«Και οι τοίχοι έχουν αυτιά» ψιθύρισε. Η φωνή του, σκέφτηκε η Μάντελεϊν, ήταν πολύ ευγενική.
Αποφάσισε τότε να ξεχάσει τις φήμες για το Χένρι. Δεν
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 441
ήταν πολύ ωραίος άντρας, και μάλιστα ήταν μικρόσωμος αν τον σύγκρινε κανείς με τον Ντάνκαν. Έλεγαν πως ο Χένρι διψούσε για εξουσία, πως ήταν εκμεταλλευτής. Ήταν γνωστός ακόμα για τη λαγνεία του και έλεγαν πως είχε πάνω από δεκαπέντε νόθα παιδιά.
Επειδή ήταν τόσο ευγενικός μαζί της, αποφάσισε να μην τον κρίνει.
«Ευχαριστώ και πάλι που βοηθήσατε το σύζυγό μου σήμερα» είπε όταν συνέχισε να την κοιτάζει με τόση προσμονή.
«Κάτι κεντρίζει την περιέργειά μου όλο το απόγευμα» ομολόγησε ο Χένρι. «Αν δεν είναι ιδιωτικής φύσης, θα ήθελα να μου πεις τι σου είπε ο Ντάνκαν πριν τον αφήσεις. Έδειξες τόσο ικανοποιημένη.»
«Μου είπε να θυμάμαι πως ο Οδυσσέας γύρισε σπίτι.»Όταν δεν έδωσε άλλες εξηγήσεις, ο Χένρι την πρόσταξε
να του πει όλη την ιστορία. Ακούστηκε κάπως αλαζονικό, μα η Μάντελεϊν δεν ενο
χλήθηκε. «Είπα στον άντρα μου μια ιστορία για έναν πολεμιστή που λεγόταν Οδυσσέας. Είχε μείνει μακριά από τη γυναίκα του πολύ καιρό, κι όταν τελικά επέστρεψε, βρήκε το σπιτικό του μιασμένο από κακούς ανθρώπους που προσπαθούσαν να βλάψουν τη γυναίκα του και να κλέψουν τους θησαυρούς του. Ο Οδυσσέας έστειλε στη γυναίκα του το μήνυμα πως είχε γυρίσει. Καθάρισε το σπίτι του από τους τρομερούς άπιστους. Ο Ντάνκαν μου υπενθύμισε ότι θα τακτοποιήσει τον Λούντον.»
«Ο άντρας σου κι εγώ μοιάζουμε λοιπόν στο χαρακτήρα» ανακοίνωσε ο Χένρι. «Ναι, η στιγμή να καθαρίσει τούτο το σπίτι έχει έρθει.»
Η Μάντελεϊν δεν κατάλαβε. «Ανησυχώ μην κάνει ο Ντάνκαν κάτι που θα οργίσει το βασιλιά μας» ψιθύρισε. «Είπατε πόσο άγριος είναι ο χαρακτήρας του βασιλιά.»
«Έχω και κάτι άλλο που πρέπει να κάνω με σένα» είπε ξαφνικά ο Χένρι. Η φωνή του είχε γίνει σκληρή.
442 JULIE GARWOOD
Η Μάντελεϊν προσπάθησε να μη δείξει ξαφνιασμένη. «Είστε φίλος του συζύγου μου όσο και σύμμαχός του;» ρώτησε.
Ο Χένρι ένευσε. «Τότε θα κάνω ό,τι μπορώ να σας βοηθήσω» είπε η Μάντελεϊν.
«Είσαι πιστή όσο κι ο Ντάνκαν» παρατήρησε ο Χένρι. Έδειξε ικανοποιημένος από αυτό. «Αν μεσολαβήσω εκ μέρους σου στο βασιλιά, θα κάνεις ό,τι αποφασιστεί; Ακόμα κι αν σημάνει την εξορία σου;»
Η Μάντελεϊν δεν ήξερε τι να απαντήσει. «Μπορεί να σώσεις τη ζωή του άντρα σου» είπε ο Χένρι.
«Θα κάνω ό,τι είναι απαραίτητο.»«Πρέπει να με εμπιστευτείς όσο εμπιστεύεσαι τον άντρα
σου» την προειδοποίησε ο Χένρι. Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Ο άντρας μου πιστεύ
ει πως είστε ο πιο έξυπνος από τους τρεις...» Αναφώνησε όταν κατάλαβε τι είχε μόλις πει.
Ο Χένρι γέλασε. «Γνωρίζει λοιπόν την αξία μου, έτσι;»Η Μάντελεϊν κοκκίνισε. «Ναι» είπε. «Θα κάνω τα πάντα
για να μείνει ο άντρας μου ασφαλής. Αν αυτό σημαίνει το δικό μου θάνατο, ας είναι.»
«Σκέφτεσαι λοιπόν να θυσιάσεις τον εαυτό σου;» ρώτησε ο Χένρι. Η φωνή του τώρα ήταν στοργική. Χαμογέλασε μάλιστα, κάνοντας τη Μάντελεϊν να τα χάσει. «Δε φαντάζομαι να συμφωνήσει ο Ντάνκαν με το σχέδιό σου.»
«Είναι πολύ περίπλοκο αυτό το θέμα» ψιθύρισε η Μάντελεϊν.
«Μου είπες πως με εμπιστεύεσαι. Θα βοηθήσω το σκοπό σου, αγαπητή μου.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Πήγε να υποκλιθεί, προτίμησε όμως να γονατίσει. «Ευχαριστώ για τη βοήθειά σας.»
«Σήκω, Μάντελεϊν. Δεν είμαι ο βασιλιάς σου.»«Μακάρι να ήσασταν» ομολόγησε εκείνη. Το κεφάλι της
ήταν σκυφτό, άφησε όμως τον Χένρι να τη βοηθήσει να σηκωθεί.
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 443
Δεν αποκρίθηκε στο προδοτικό της σχόλιο. Πλησίασε στην πόρτα. Πριν την ανοίξει, γύρισε στη Μάντελεϊν. «Οι ευχές πραγματοποιούνται, Μάντελεϊν.»
Εκείνη έσμιξε τα φρύδια, μην καταλαβαίνοντας τι εννοούσε. «Μη δείξεις πίστη σε καμία πλευρά όταν μπούμε στην αίθουσα. Άσε τους όλους να κάνουν υποθέσεις, μέχρι να κληθείς να μιλήσεις. Εγώ θα μείνω στο πλευρό σου.»
Με τα λόγια αυτά, ο Χένρι έφυγε.Δύο ώρες πέρασαν μέχρι να επιστρέψει ο αδελφός του
βασιλιά για να την πάρει. Προχώρησε στο πλάι του, με τα χέρια ίσια, την πλάτη στητή. Προσευχόταν να είχε ήρεμη έκφραση. Έλεγε πως θα πέθαινε αν δεν έβλεπε σύντομα τον Ντάνκαν. Ένιωθε την ανάγκη να ξέρει πως ήταν κοντά. Όταν μπήκαν στην κεντρική αίθουσα με τον Χένρι, κατάλαβε πως είχαν αργήσει. Οι περισσότεροι καλεσμένοι είχαν ήδη φάει και οι υπηρέτες μάζευαν τα τραπέζια.
Ένιωθε όλο τον κόσμο να την κοιτάζει. Αντίκριζε τα γεμάτα περιέργεια βλέμματά τους με ήρεμη έκφραση. Ήταν η πιο δύσκολη προσποίηση για εκείνη, κι αυτό γιατί κοιτούσε αργά γύρω της δίχως να μπορεί να εντοπίσει τον Ντάνκαν στο πλήθος.
Ο άντρας της έστεκε στον απέναντι τοίχο. Ο Γκίλαρντ και ο Έντμοντ έστεκαν στο πλευρό του. Ο Ντάνκαν παρακολουθούσε τη γυναίκα του να προχωρά στην αίθουσα. Έδειχνε ήρεμη και πολύ πολύ όμορφη. Φορούσε το φόρεμα του γάμου τους. Η ανάμνηση της ευλογημένης εκείνης στιγμής κράτησε τον Ντάνκαν από το να ορμήσει πίσω της.
«Περπατά σαν βασίλισσα» ψιθύρισε ο Γκίλαρντ.«Δεν είναι αδέξια τώρα» παραπονέθηκε ο Έντμοντ.«Είναι έντρομη.»Ο Ντάνκαν μίλησε ενώ ετοιμαζόταν να προχωρήσει. Ο
Γκίλαρντ και ο Έντμοντ του έκοψαν αμέσως το δρόμο. «Θα έρθει κοντά σου, Ντάνκαν. Δώσε χρόνο στον Χένρι.»
444 JULIE GARWOOD
Ο Λούντον μιλούσε τώρα στη Μάντελεϊν. Ο Χένρι είχε γυρίσει να μιλήσει σε έναν παλιό του γνώριμο.
«Θα μπήξω το μαχαίρι μου στην πλάτη σου αν κάνεις ένα βήμα προς το βαρόνο Γουέξτον» την απείλησε ο Λούντον. «Και θα δώσω διαταγή να σκοτώσουν το μονάκριβό σου ιερέα.»
«Πες μου λοιπόν» ρώτησε εκείνη, ξαφνιάζοντας τον αδελφό της με την οργή που έκρυβε η φωνή της. «Θα σκοτώσεις και τον Ντάνκαν και τους αδελφούς του, κι όλους τους συμμάχους του;»
Ο Λούντον δεν μπορούσε να συγκρατηθεί. Άδραξε το μπράτσο της. «Μη με δοκιμάζεις, Μάντελεϊν. Έχω περισσότερη δύναμη από οποιονδήποτε άλλο στην Αγγλία.»
«Περισσότερη δύναμη κι από το βασιλιά μας;» ρώτησε ο Χένρι.
Ο Λούντον αναπήδησε φανερά ταραγμένος. Γύρισε να αντιμετωπίσει τον Χένρι, συστρέφοντας το μπράτσο της Μάντελεϊν. «Είμαι ταπεινός σύμβουλος του αδελφού σας, τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.»
Ο Χένρι άφησε να φανεί η δυσφορία του για το σχόλιό του. Πήρε το χέρι της Μάντελεϊν, πετώντας από πάνω της το χέρι του Λούντον. Κοίταξε τότε τα κόκκινα σημάδια στο μπράτσο της για μια ατέλειωτη, σιωπηλή στιγμή. Όταν ξαναγύρισε το βλέμμα του στον Λούντον, τα μάτια του καθρέφτιζαν την αηδία του. «Θα συστήσω την αδελφή σου σε μερικούς πιστούς μας φίλους τώρα.»
Η φωνή του ήταν σκληρή, προκλητική. Ο Λούντον έκανε πίσω. Έριξε άλλη μια άγρια, απειλητική ματιά στην αδελφή του και ένευσε στον Χένρι.
«Τι σου είπε;» ζήτησε να μάθει ο Χένρι.«Υποσχέθηκε να σκοτώσει το θείο Μπέρτον αν κάνω ένα
βήμα προς τον Ντάνκαν.»«Λέει ψέματα, Μάντελεϊν. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα
τώρα, όχι μπροστά στους ισότιμούς του. Κι αύριο θα είναι
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 445
πια πολύ αργά. Πρέπει να με πιστέψεις ότι ξέρω τι λέω.»Η Κλαρίσα είχε δει προφανώς τον Λούντον να παραγκω
νίζεται από τον Χένρι. Πλησίασε να χαιρετήσει τη Μάντελεϊν.«Σκόπευα να δείξω στη Μάντελεϊν τους εντυπωσιακούς
κήπους του αδελφού μου» της είπε ο Χένρι.«Α, πολύ θα ήθελα να δω κι εγώ τον κήπο» είπε η Κλα
ρίσα.Το σχέδιό της να μην αφήσει τη Μάντελεϊν από τα μά
τια της έγινε αντιληπτό. Ο Χένρι αμέσως την έκανε πέρα. «Μιαν άλλη φορά, ίσως;» είπε.
Η Κλαρίσα δεν μπόρεσε να κρύψει το μίσος από τα μάτια της. Γύρισε δίχως να πει άλλη κουβέντα και έφυγε.
Η Μάντελεϊν προχώρησε στο πλευρό του Χένρι προς τις πόρτες που οδηγούσαν στη βεράντα. «Ποιος είναι εκείνος που μιλά με τον Έντμοντ;» ρώτησε τότε. «Εκείνος με τα ανοιχτόχρωμα μαλλιά. Έχει τόσο ανήσυχο ύφος στο πρόσωπό του.»
Ο Χένρι εντόπισε αμέσως τον άντρα. «Είναι ο βαρόνος Ράινχολντ.»
«Είναι παντρεμένος; Έχει οικογένεια;» ρώτησε η Μάντελεϊν προσπαθώντας να μην ακουστεί υπερβολικά περίεργη.
«Ποτέ του δεν πήρε σύζυγο» είπε ο Χένρι. «Γιατί δείχνεις τέτοιο ενδιαφέρον για τον Ράινχολντ;»
«Ήξερε τη μητέρα μου» αποκρίθηκε η Μάντελεϊν. Συνέχισε να κοιτάζει το βαρόνο Ράινχολντ, περιμένοντας να γυρίσει προς το μέρος της. Όταν τελικά την είδε, η Μάντελεϊν του χαμογέλασε.
Ήξερε πως ήταν αδύνατο, θα ήθελε όμως να μπορούσε να περάσει μερικά λεπτά μόνη μαζί του. Κατά τα λεγόμενα της Κλαρίσα, ο Ράινχολντ ήταν ο πατέρας της, ο λόγος που μισούσε τόσο πολύ τη Ρέιτσελ ο σύζυγός της.
Η Μάντελεϊν ήταν νόθα. Δεν ένιωθε ντροπή για την αλήθεια. Κανείς δε θα τη μάθαινε ποτέ, εκτός από τον Ντάνκαν φυσικά και… Θεέ και Κύριε, είχε ξεχάσει να του το πει.
446 JULIE GARWOOD
«Θεωρεί ο Ντάνκαν φίλο του τον βαρόνο Ράινχολντ;» ρώτησε τον Χένρι.
«Ναι» απάντησε εκείνος. «Γιατί ρωτάς;»Η Μάντελεϊν δεν ήξερε πώς να του απαντήσει, σκέφτηκε
λοιπόν να αλλάξει θέμα. «Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω μόνο για μια στιγμή με τον Ντάνκαν. Μόλις θυμήθηκα κάτι που πρέπει να του πω.»
«Η τύχη είναι μαζί σου, Μάντελεϊν. Δεν είδες πως ο Λούντον μόλις έφυγε με τους φίλους του; Σίγουρα θα προσπαθήσει για μια τελευταία φορά να μεταπείσει το βασιλιά μας πριν γίνει η συνάντηση. Περίμενε στη βεράντα και θα σου στείλω τον Ντάνκαν.»
Δεν περίμενε για πολύ. «Μάντελεϊν, σύντομα όλα θα τελειώσουν» είπε ο Ντάν
καν αντί να τη χαιρετήσει. Την πήρε στην αγκαλιά του και τη φίλησε τρυφερά. «Σύντομα, αγάπη μου, σ’ το υπόσχομαι. Έχε μου εμπιστοσύνη, γλυκιά μου...»
«Έχε κι εσύ εμπιστοσύνη σε μένα, Ντάνκαν» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Μου έχεις, έτσι δεν είναι;»
«Σου έχω» είπε ο Ντάνκαν. «Έλα, στάσου πλάι μου όταν μιλήσουμε στο βασιλιά. Πρέπει να έρθει από στιγμή σε στιγμή.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Ο Λούντον πιστεύει πως θα σε παγιδέψω. Ο Χένρι θέλει να συνεχίσει ο αδελφός μου να νιώθει αυτοπεποίθηση μέχρι την τελευταία στιγμή. Για αυτό δεν μπορώ να σταθώ στο πλάι σου. Μη σκυθρωπιάζεις έτσι, Ντάνκαν. Σύντομα όλα θα τελειώσουν. Κι έχω να σου πω τα πιο υπέροχα νέα. Βέβαια, αρκετές μέρες ήξερα την αλήθεια μα συμβαίνουν τόσο πολλά που το ξέχασα να σ’ το πω την πρώτη...»
«Μάντελεϊν.»Κατάλαβε τότε πως φλυαρούσε. «Είμαι νόθα. Τι λες για
αυτά τα νέα, σύζυγε;»Ο Ντάνκαν φάνηκε πραγματικά έκπληκτος. «Είμαι νόθα,
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 447
Ντάνκαν. Δε χαίρεσαι για αυτό; Μα το Θεό, εγώ χαίρομαι γιατί σημαίνει πως δεν έχω καμία σχέση με τον Λούντον.»
«Ποιος σε είπε νόθα;» ζήτησε να μάθει ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν απαλή, γεμάτη όμως οργή.
«Κανείς. Άκουσα τον Λούντον να μιλά με την Κλαρίσα. Πάντα αναρωτιόμουν γιατί εκείνος κι ο πατέρας του είχαν στραφεί εναντίον της μητέρας μου. Τώρα ξέρω την αλήθεια. Ήταν έγκυος όταν παντρεύτηκε. Σε εμένα.» Ο Ντάνκαν κοιτούσε τη Μάντελεϊν. Σκέφτηκε πως ίσως να ανησύχησε. «Έχει σημασία για σένα ότι είμαι νόθα;»
«Σταμάτα να μιλάς έτσι» της είπε. Κούνησε το κεφάλι. Χαμογέλασε όμως και η καρδιά της Μάντελεϊν ζεστάθηκε από την αγάπη του. «Είσαι η μοναδική γυναίκα σε τούτο τον κόσμο που θα δεχόταν με τόση χαρά τέτοια νέα, γυναίκα.» Προσπάθησε, μα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει τα γέλια του.
«Ο Λούντον δε θα το πει σε κανέναν» ψιθύρισε η Μάντελεϊν. «Με ελευθέρωσε και δεν το ξέρει καν. Εσένα σε πειράζει;»
«Πώς μπορείς να ρωτάς κάτι τέτοιο;»«Γιατί σε αγαπώ» ψευταναστέναξε η Μάντελεϊν. «Δεν
έχει σημασία αν ενοχλήθηκες ή όχι. Πρέπει να με αγαπάς για πάντα, άντρα μου. Έδωσες το λόγο σου.»
«Ναι, Μάντελεϊν» απάντησε ο Ντάνκαν. «Για πάντα.»Ήχησαν οι σάλπιγγες πίσω τους, τη στιγμή που έσκυβε
ο Ντάνκαν να φιλήσει ξανά τη γυναίκα του. «Ξέρεις μήπως ποιος είναι ο πατέρας σου;» ρώτησε όταν είδε το φόβο να ξαναγυρνά στο βλέμμα της.
«Ο Ράινχολντ» είπε η Μάντελεϊν, κουνώντας ζωηρά το κεφάλι όταν ο Ντάνκαν της χαμογέλασε. «Χάρηκες» είπε. «Το βλέπω πως χάρηκες.»
«Πολύ» ψιθύρισε ο Ντάνκαν. «Είναι καλός άνθρωπος.»Ο Χένρι τους έκοψε όταν στάθηκε πίσω από τον Ντάν
καν. «Ήρθε η ώρα» είπε. «Μάντελεϊν, έλα μαζί μου τώρα. Ο βασιλιάς περιμένει.»
greekleech.info
448 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν ένιωσε τη Μάντελεϊν να τρέμει. Την έσφιξε πριν την αφήσει. Όταν άρχισε να απομακρύνεται, ο νους του πάσχιζε να βρει κάτι, οτιδήποτε για να καταλαγιάσει το φόβο της. Είχε μόλις φτάσει στην είσοδο, όταν της φώναξε ο Ντάνκαν: «Ο Ράινχολντ έχει κόκκινα μαλλιά, γυναίκα. Κόκκινα σαν τη φωτιά.»
Δε γύρισε να τον κοιτάξει. «Είναι περισσότερο καστανά παρά κόκκινα, Ντάνκαν. Σίγουρα μπορείς να το ξεχωρίσεις.»
Άκουσε τότε το γέλιο της και ήξερε πως όλα θα πήγαιναν καλά.
Κεφάλαιο 23
Η ανάμνηση των δικαίων συνοδεύεται πάντοτε από επαίνους και εγκώμια, ενώ το όνομα του ασεβούς σβήνει διαπαντός.
Παροιμίαι Σολομώντος, 10:7
Σιωπή έπεσε καθώς ο Γουίλιαμ Β’ προχώρησε στο θρόνο πάνω στην εξέδρα. Όταν κάθισε ο βασιλιάς, όλοι έκλιναν το κεφάλι.
Το γέλιο είχε χαθεί από τα μάτια της Μάντελεϊν. Έστεκε μόνη στο κέντρο της αίθουσας. Ο Χένρι την είχε αφήσει και μιλούσε τώρα στον αδελφό του.
Ό,τι κι αν έλεγε στο βασιλιά, δε φαινόταν να πηγαίνει καλά. Είδε το βασιλιά Γουίλιαμ να κουνά ξαφνικά το κεφάλι και να νεύει με το χέρι μπροστά στο πρόσωπο του αδελφού του. Ήταν φανερό πως τον έδιωχνε.
Η Μάντελεϊν έκλεισε τα μάτια και προσευχήθηκε να βρει κουράγιο. Ο Χένρι της είπε ότι ο Λούντον θα παρουσίαζε πρώτος τη δική του άποψη, ο Ντάνκαν δεύτερος και τελευταία εκείνη.
Άνοιξε τα μάτια και βρήκε τον Ντάνκαν απέναντί της. Την κοιτούσε καθώς προχωρούσε αργά προς το μέρος της. Κανείς τους δεν είπε κουβέντα, μόνο κοιτούσαν ο ένας τον άλλο για ώρα πολλή. Η Μάντελεϊν ένιωθε σαν να της έδινε λίγη από τη δύναμή του. Σηκώθηκε στις μύτες και φίλησε τον άντρα της, μπροστά στα μάτια όσων βρίσκονταν εκεί.
450 JULIE GARWOOD
Θεέ μου, πόσο τον αγαπούσε. Έδειχνε τόσο σίγουρος, τόσο ατάραχος. Μέχρι που της έκλεισε το μάτι όταν φώναξε ο στρατιώτης το όνομά του.
«Μείνε εδώ μέχρι να σε καλέσουν» είπε ο Ντάνκαν. Άγγιξε με το χέρι το μάγουλό της πριν γυρίσει και πάει κοντά στο βασιλιά του.
Η Μάντελεϊν δεν ήθελε να τον υπακούσει. Πήγε να τον ακολουθήσει, όταν βρέθηκε περικυκλωμένη ξαφνικά από τον Έντμοντ, τον Γκίλαρντ, τον Τζέραλντ και αρκετούς βαρόνους που δεν ήξερε καν. Είχαν σχηματίσει κύκλο γύρω της.
Το πλήθος μέριαζε καθώς ο Ντάνκαν και ο Λούντον προχωρούσαν να σταθούν μπροστά στον άρχοντά τους. Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν από αρκετή απόσταση.
Ο βασιλιάς απευθύνθηκε στον κόσμο. Μίλησε για τη δυσαρέσκειά του με τους δυο βαρόνους που αντιμάχονταν, τη θλίψη και την οργή που ένιωθε για τους νεκρούς στρατιώτες, την απογοήτευσή του που άκουγε τόσο διαφορετικές ιστορίες για όσα είχαν πραγματικά συμβεί. Ο βασιλιάς τελείωσε το λογύδριο απαιτώντας την αλήθεια. Ένευσε τότε σε κάθε βαρόνο και άφησε τον Λούντον να ξεκινήσει.
Εκείνος διαμαρτυρήθηκε αμέσως λέγοντας πως ήταν αθώος για όσα του επέρριπταν. Κατηγόρησε τον Ντάνκαν για προδοσία, δηλώνοντας πως ο βαρόνος είχε καταστρέψει το οχυρό του, είχε σκοτώσει διακόσιους καλούς, πιστούς άντρες του, είχε πάρει αιχμάλωτη την αδελφή του και την είχε σχεδόν καταστρέψει.
Ο Λούντον αμύνθηκε λέγοντας πως ο Ντάνκαν τον κατηγορούσε για κάτι που κάποιος άλλος άντρας είχε κάνει στην αδελφή του την Αντέλα. Ύφανε ιστό από ψέματα γύρω από το βασιλιά, λέγοντας με ψεύτικη ειλικρίνεια πως δεν ήξερε καν ότι ο βαρόνος Γουέξτον θα τον προκαλούσε. Πώς να το ήξερε άλλωστε; Βρισκόταν στο παλάτι όταν ο Ντάνκαν και οι στρατιώτες του επιτέθηκαν στο οχυρό του και είχε μάρτυρες έτοιμους να καταθέσουν για αυτό.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 451
Ο Λούντον τέλειωσε την πειστική του δήλωση επιμένοντας πως ο Ντάνκαν δεν είχε καμία απόδειξη ότι είχε κάνει κάποιο κακό, ενώ εκείνος είχε άφθονες αποδείξεις για τις απαίσιες πράξεις του.
Ξεγλιστρούσε σαν χέλι κι έλεγε ψέματα σαν πόρνη μπροστά στο βασιλιά του. Σειρά είχε η πονηριά. Εξήγησε πως καταλάβαινε πόσο δύσκολο ήταν για το βασιλιά να ξέρει ποιον να πιστέψει και για αυτό καλούσε τρεις άντρες ως μάρτυρές του.
Όταν ο βασιλιάς ένευσε, καθένας από τους άντρες που φώναζε ο Λούντον γονάτιζε μπροστά στον άρχοντά του και έλεγε τα ψέματά του. Η Μάντελεϊν δεν αναγνώρισε κανέναν τους, ήξερε όμως πολύ καλά το όνομά τους. Είχαν όλοι το ίδιο όνομα. Ναι, όλοι τους λέγονταν Ιούδας.
Ο τελευταίος μάρτυρας τέλειωσε τη φανερά προετοιμασμένη ιστορία του και πήγε να σταθεί πίσω από τον Λούντον. Η Μάντελεϊν άρπαξε το πίσω μέρος του χιτώνα του Έντμοντ και άρχισε να στρίβει την άκρη. Ο Έντμοντ γύρισε, τράβηξε το ρούχο και πήρε το χέρι της στο δικό του. Ο Γκίλαρντ άρπαξε το άλλο της χέρι.
Την παρηγορούσαν. Κανείς τους δεν περίμενε ότι ο βασιλιάς θα επέτρεπε μάρτυρες. Ήταν και οι δύο έξαλλοι μα και ανήσυχοι. Και οι δύο προσπαθούσαν να κρύψουν τα συναισθήματά τους από τη Μάντελεϊν. Ο Λούντον προχώρησε τότε πάλι μπροστά. Υποκλίθηκε, είπε μερικές ακόμα εξωφρενικές αλήθειες και τέλειωσε ικετεύοντας δραματικά για πραγματική δικαιοσύνη.
Ήταν η σειρά του βαρόνου Γουέξτον να μιλήσει. Ο βασιλιάς ήταν φανερό πως είχε καλή σχέση με τον υποτελή του, γιατί τον αποκάλεσε Ντάνκαν όταν τον πρόσταξε να πει τη δική του εκδοχή.
Ο Ντάνκαν ήταν άνθρωπος λιγόλογος. Εξιστόρησε αμέσως τα γεγονότα. Δεν κάλεσε κανένα μάρτυρα, εξήγησε όμως ότι ο Λούντον είχε κακοποιήσει την Αντέλα, προσπά
452 JULIE GARWOOD
θησε να τον σκοτώσει και είχε ανταποδώσει το κακό με τον ίδιο τρόπο. Ήταν φανερό σε όλους μέσα στην αίθουσα πως ο Ντάνκαν δεν ικέτευε για δικαιοσύνη. Την απαιτούσε.
«Έχεις μάρτυρες να φέρεις που να επιβεβαιώνουν την αφήγησή σου;» ρώτησε ο βασιλιάς.
«Σας είπα την αλήθεια» απάντησε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήταν σκληρή, συγκροτημένη. «Δε χρειάζομαι μάρτυρες να επιβεβαιώσουν την ειλικρίνειά μου.»
«Επιτεθήκατε ο ένας στον άλλο με άσχημο τρόπο. Υπάρχουν ακόμα ερωτήματα που πρέπει να απαντηθούν μες στο μυαλό μου.»
«Είναι διχασμένος» ψιθύρισε ο Γκίλαρντ στον Έντμοντ.Ο Έντμοντ κούνησε το κεφάλι. Ο ένας αντέκρουε τον
άλλο. Ο Έντμοντ σκέφτηκε πως ο βασιλιάς ήθελε να κρίνει υπέρ του Ντάνκαν. Ο Λούντον όμως είχε γείρει την πλάστιγγα με το να φέρει μάρτυρες που είπαν για χάρη του ψέματα. Ο Ντάνκαν ήταν αφοσιωμένος υποτελής, πολεμιστής επίσης, και μπορούσε να αποτελέσει απειλή αν ένιωθε ότι ο βασιλιάς του τον είχε προδώσει.
Ήταν προσβολή να ζητά από τον Ντάνκαν να φέρει άλλους να καταθέσουν υπέρ του. Είχε πει την αλήθεια. Ο βασιλιάς έπρεπε είτε να τον πιστέψει είτε όχι.
Ο Έντμοντ στέναξε ταραγμένος. Δε θα ακολουθούσε τώρα ο Ντάνκαν το παιχνίδι. Ήταν απόλυτα σίγουρος ότι είχε ενεργήσει έντιμα στο παρελθόν, ότι ο βασιλιάς θα τον πίστευε τώρα. Κι ο Λούντον όμως είχε ένα δίκιο μέσα σε ολόκληρο εκείνο το λαβύρινθο ψεμάτων. Ο Ντάνκαν είχε παντρευτεί τη Μάντελεϊν δίχως να πάρει άδεια. Ήταν ασήμαντο βέβαια παράπτωμα, η κατηγορία όμως ότι είχε καταστρέψει το οχυρό ενός άλλου βαρόνου και είχε σκοτώσει πάνω από διακόσιους άντρες ήταν πολύ πιο σοβαρή. Ο Ντάνκαν είχε δηλώσει ότι ο Λούντον προσπάθησε δύο φορές να τον παγιδέψει, οι κατηγορίες όμως δεν μπορούσαν να αποδειχτούν. Μπορούσε ο Γκίλαρντ να καταθέσει για τη μία
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 453
μάχη, ναι, όχι όμως και να δηλώσει ότι ο Λούντον βρισκόταν πράγματι πίσω από την επίθεση.
Ο Τζέραλντ μπορούσε επίσης να καταθέσει εναντίον του Λούντον όταν στήθηκε η δεύτερη παγίδα, έπρεπε όμως να κατηγορηθεί για αυτήν ο Μόρκαρ. Ο Λούντον δεν ήταν παρών ούτε σε αυτήν.
Ο Έντμοντ άφησε στην άκρη τις σκέψεις του όταν ακούστηκε το όνομα της Μάντελεϊν. Γύρισε να την κοιτάξει. Εκείνη ίσιωσε τους ώμους, πήρε ήρεμη έκφραση και προχώρησε αργά προς το βασιλιά. Σταμάτησε όταν έφτασε στην εξέδρα και γονάτισε με το κεφάλι σκυφτό.
«Ο αδελφός σου με έπεισε ότι έχεις υποστεί πολλά για να δύνασαι μου πεις τώρα τι έγινε» ανακοίνωσε ο βασιλιάς. «Επομένως σε απαλλάσσω από το καθήκον τούτο.»
Η Μάντελεϊν σηκώθηκε και κοίταξε έκπληκτη το βασιλιά. Καταλάβαινε τώρα γιατί έδειχνε ο Λούντον όλο το βράδυ τόσο σίγουρος για τον εαυτό του. Είχε ήδη φροντίσει να μην της επιτραπεί να μιλήσει.
«Είμαι μία από τους πιστούς υπηκόους σας» ανακοίνωσε η Μάντελεϊν. Κατάλαβε πως είχε τραβήξει την προσοχή του βασιλιά, γιατί τα μάτια του φάνηκαν να γουρλώνουν. «Αν και δεν έχω στρατιά υποτελών να σας συνδράμω, θα έκανα οτιδήποτε για να σας υπηρετήσω. Θα ήθελα να απαντήσω στις ερωτήσεις σας.»
Ο βασιλιάς ένευσε αμέσως. «Δε δείχνεις ταραγμένη, όπως υπονόησε ο αδελφός σου» είπε. Έσκυψε μπροστά και με πιο χαμηλή φωνή συνέχισε: «Προτιμάς να εκκενώσω την αίθουσα πριν μου πεις όσα σου συνέβησαν;»
Η Μάντελεϊν αιφνιδιάστηκε από τον ευγενικό τρόπο που της μίλησε ο βασιλιάς. «Δεν το προτιμώ» ψιθύρισε.
«Πες μου λοιπόν όσα μπορείς για το αίνιγμα τούτο.»Η Μάντελεϊν υπάκουσε. Σταύρωσε τα χέρια μπροστά
της, πήρε μια βαθιά ανάσα για να ηρεμήσει και άρχισε να μιλά.
454 JULIE GARWOOD
Ήταν αρκετά ήσυχα για να ακουστεί ποντίκι να μασουλά τυρί. «Θα ήθελα να ξεκινήσω από τη νύχτα της επίθεσης στο οχυρό του αδελφού μου, αν το επιθυμείτε» είπε.
«Θα μου ήταν αρκετό» είπε ο βασιλιάς. «Ξέρω πως είναι δύσκολο για σένα, ευγενική κυρά, μα θα ήθελα να πέσει λίγο παραπάνω φως πάνω στο πρόβλημα.»
Η Μάντελεϊν ευχήθηκε να μην ήταν τόσο ευγενικός μαζί της. Έκανε ακόμα πιο δύσκολο το έργο της. «Ο σύζυγός μου λέει πως είστε έντιμος άνθρωπος» ψιθύρισε.
Ο Γουίλιαμ έσκυψε μπροστά και πάλι. Ήταν ο μόνος που άκουσε τι είχε πει. «Είμαι πολλά πράγματα για πολλούς ανθρώπους» καυχήθηκε. Κράτησε τη φωνή του χαμηλή σαν τη δική της, αφού ήθελε να μοιραστεί μόνο μαζί της τα λόγια του. «Πιστεύω πως είμαι έντιμος για όλους, ακόμα και για ευγενικές κυράδες που δεν έχουν στρατούς να συνδράμουν το σκοπό μου.»
Η Μάντελεϊν χάρισε στο βασιλιά ένα χαμόγελο.«Ξεκίνησε τώρα την ιστορία σου» πρόσταξε ο βασιλιάς,
αρκετά δυνατά για να ακούσουν όλοι.«Ανέβαινα στα διαμερίσματά μου όταν κάποιος από τους
στρατιώτες του αδελφού μου ανακοίνωσε στον Λούντον ότι ο βαρόνος Γουέξτον ήθελε να του μιλήσει.»
«Ο Λούντον ήταν εκεί;» ρώτησε ο βασιλιάς.«Ναι» είπε η Μάντελεϊν. «Τον άκουσα να λέει στο στρα
τιώτη να αφήσει τον Ντάνκαν να περάσει τις πύλες υπό τη σημαία της ανακωχής. Ήταν παγίδα φυσικά, γιατί μόλις μπήκε μέσα στο οχυρό πιάστηκε αιχμάλωτος. Ο αδελφός μου είπε στον υποτελή του ότι θα σκότωνε τον Ντάνκαν. Θεωρούσε, βλέπετε, πολύ έξυπνο τον εαυτό του, γιατί είχε σκεφτεί ένα σχέδιο να σκοτώσει το βαρόνο αφήνοντάς τον να παγώσει από το κρύο.»
Ο Λούντον αναφώνησε. Άρχισε να προχωρά προς τη Μάντελεϊν, σταμάτησε όμως όταν πρόσεξε ότι ο Ντάνκαν πήγε να πιάσει το σπαθί του. «Δεν ξέρει τι λέει» τραύλισε.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 455
«Είναι τόσο ταραγμένη που δεν ξέρει τι λέει. Απαλλάξτε την από το μαρτύριο αυτό!»
Ο βασιλιάς κούνησε το χέρι για να σωπάσει. Ο Λούντον πήρε μια βαθιά ανάσα. Ηρέμησε όταν σκέφτηκε πως τα υπόλοιπα που θα έλεγε η Μάντελεϊν ήταν ευνοϊκά για εκείνον.
«Δε θα υπάρξουν άλλες διακοπές» φώναξε ο βασιλιάς. Στράφηκε ξανά στη Μάντελεϊν και ένευσε κοφτά. «Συνέχισε, αν θέλεις, κι εξήγησέ μου το έξυπνο τούτο σχέδιο να παγώσει μέχρι θανάτου το βαρόνο μου. Δεν το καταλαβαίνω.»
«Ο Λούντον δεν ήθελε να χρησιμοποιήσει όπλο πάνω στο βαρόνο. Μόλις πέθαινε από την πολύ χαμηλή θερμοκρασία, οι άντρες θα έπαιρναν το πτώμα του σε μακρινή περιοχή και θα το άφηναν εκεί ώσπου να τον βρει κάποιος ή να τον φάνε τα ζώα. Του έβγαλαν τα ρούχα και τον έδεσαν σε έναν πάσσαλο στην αυλή.»
Η Μάντελεϊν σώπασε και πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. «Ο Λούντον έφυγε για το Λονδίνο. Άφησε μερικούς από τους άντρες του να φυλάνε τον Ντάνκαν, μα δεν άντεξαν στο κρύο και μπήκαν μέσα τελικά. Μόλις έφυγαν, έλυσα τον Ντάνκαν.»
«Και τότε επιτέθηκαν οι στρατιώτες του στο οχυρό;»«Μπήκαν σκαρφαλώνοντας στα τείχη. Το καθήκον τους
είναι να προστατέψουν τον άρχοντά τους» είπε η Μάντελεϊν.«Μάλιστα.»Η Μάντελεϊν δεν κατάλαβε τι εννοούσε με αυτό. Έριξε
μια ματιά στον Λούντον, τον είδε να χαμογελά ειρωνικά, και κοίταξε τον Ντάνκαν. Ο άντρας της κούνησε ενθαρρυντικά το κεφάλι.
«Μπήκαν είπες μέσα;» ρώτησε ο βασιλιάς μετά από λίγο. «Άρχισε μάχη» είπε η Μάντελεϊν.«Κι ύστερα σε πήραν αιχμάλωτη;»«Στην πραγματικότητα μου πρόσφεραν ελευθερία από
την κακομεταχείριση του αδελφού μου. Του άρεσε να μου
greekleech.info
456 JULIE GARWOOD
κάνει κακό και, μάρτυράς μου ο Θεός, είχα βαρεθεί την κακοποίησή του.»
Έκπληκτα μουρμουρητά ακούστηκαν από το πλήθος. «Ο βαρόνος Γουέξτον με πήρε μαζί του. Φοβόμουν τον Λούντον και σας ομολογώ πάλι πως για πρώτη φορά στη ζωή μου ένιωσα πραγματικά ασφαλής. Ο Ντάνκαν είναι έντιμος άνθρωπος. Μου φέρθηκε καλά. Ποτέ δε φοβήθηκα ότι θα μου κάνει κακό. Ποτέ.»
Ο βασιλιάς αγριοκοίταξε τον Λούντον για μια ατέλειωτη στιγμή κι ύστερα στράφηκε ξανά στη Μάντελεϊν. «Ποιος έκαψε το σπίτι του; Ή μήπως δεν κάηκε καν;»
Η φωνή του είχε γίνει πιο δυνατή.«Ο Ντάνκαν κατάστρεψε το οχυρό μου» φώναξε ο Λού
ντον.«Σιωπή» βρυχήθηκε ο βασιλιάς. «Η αδελφή σου μιλάει
και είναι η μόνη που επιθυμώ να ακούσω. Απάντησε την ερώτηση» είπε στη Μάντελεϊν.
«Ο Λούντον κατάστρεψε το ίδιο του το σπίτι όταν δεν τίμησε την ανακωχή» είπε εκείνη.
Ο βασιλιάς αναστέναξε. Έδειχνε κουρασμένος τώρα. «Μπορώ να υποθέσω λοιπόν ότι δε σου στέρησαν την αρετή σου;»
Η Μάντελεϊν σχεδόν φώναξε: «Δε με άγγιξε.»Άλλο ένα βαρύ μουρμουρητό ξέφυγε από το πλήθος.
Όλοι είχαν μαγευτεί από τον τρόπο που ξετυλιγόταν η παράξενη αυτή ιστορία.
Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Μάντελεϊν δεν είχε πει ούτε ένα ψέμα. «Ο Ντάνκαν δε με άγγιξε, υποσχέθηκα όμως να πω όλη την αλήθεια και έτσι θα σας ομολογήσω ότι προσπάθησα να εκμεταλλευτώ την καλοσύνη του. Η αλήθεια είναι πως τελικά εγώ τον αποπλάνησα.»
Επιφώνημα πήρε τη θέση του μουρμουρητού. Της φάνηκε πως άκουσε τον Ντάνκαν να στενάζει. Ο βασιλιάς έμοιαζε έτοιμος να ουρλιάξει. Ο Ντάνκαν βρέθηκε ξαφνικά δίπλα
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 457
της, με το χέρι του να σκεπάζει το στόμα της. Μάντεψε πως ήθελε να τη σταματήσει.
Όταν τον σκούντησε, ο Ντάνκαν μετακίνησε το χέρι του στον ώμο της.
«Καταλαβαίνεις ότι δυσφημείς τον εαυτό σου, αγαπητή μου γυναίκα;» βρυχήθηκε ο βασιλιάς.
«Αγαπώ τον Ντάνκαν» είπε εκείνη. «Και δεν μπόρεσα να τον αποπλανήσω παρά μόνο αφού παντρευτήκαμε.»
Ο βασιλιάς γύρισε και κοίταξε πάλι βλοσυρά τον Λούντον. «Απορρίπτω πλέον την κατηγορία σου ότι ατιμάστηκε η αδελφή σου. Αρκεί να την κοιτάξω για να καταλάβω ότι λέει την αλήθεια.»
Ο βασιλιάς ρώτησε τότε τη Μάντελεϊν: «Κι η κατηγορία του συζύγου σου ότι ο Λούντον ατίμασε την αδελφή του;»
«Είναι αληθινή» είπε η Μάντελεϊν. «Η Αντέλα μου είπε τι της συνέβη. Ο Μόρκαρ της επιτέθηκε, ο Λούντον όμως ήταν εκεί. Δικό του ήταν το σχέδιο και επομένως ήταν εξίσου υπεύθυνος.»
«Μάλιστα.» Ο βασιλιάς έδειχνε έξαλλος. Συνέχισε να ανακρίνει αρκετή ώρα τη Μάντελεϊν. Δίσταζε να απαντήσει, μα κάθε φορά έλεγε την αλήθεια.
«Ο σύζυγός μου ενέργησε με θάρρος, ο αδελφός μου με απάτη» είπε η Μάντελεϊν.
Κρεμάστηκε από τον Ντάνκαν όταν πια τέλειωσε.«Έχεις να μου πεις κάτι άλλο;» ρώτησε ο βασιλιάς τον
Λούντον.Εκείνος μόλις που κατάφερε να μιλήσει. Το πρόσωπό του
ήταν κατάστικτο από την οργή. «Η αδελφή μου σας λέει κατάφωρα ψέματα» τραύλισε.
«Η ίδια αδελφή που μου επαινούσες ότι λέει πάντα την αλήθεια;» φώναξε ο βασιλιάς.
Δεν του απάντησε ο Λούντον. Ο βασιλιάς στράφηκε ξανά στη Μάντελεϊν. «Είσαι αφοσιωμένη στο σύζυγό σου. Αξι
greekleech.info
458 JULIE GARWOOD
οθαύμαστο χάρισμα. Μου λες αλήθειες τώρα ή προστατεύεις τον Ντάνκαν;»
Πριν προλάβει να απαντήσει η Μάντελεϊν, ο βασιλιάς στράφηκε στον Ντάνκαν. «Έχεις κάτι άλλο να προσθέσεις;»
«Μόνο πως η αποπλάνηση έγινε και από τους δύο» σχολίασε εκείνος. Η φωνή του τώρα ήταν μαλακή. «Και ήταν απόλυτα ικανοποιητική.»
Βοή επευφημιών αντήχησε στην αίθουσα. Ο βασιλιάς χαμογέλασε.
Σηκώθηκε τότε και ανακοίνωσε την απόφασή του. «Λούντον, πρόδωσες την εμπιστοσύνη μου. Απαλλάσσεσαι από αυτή τη στιγμή από όλα σου τα καθήκοντα και απαγορεύεται στο εξής η είσοδός σου στο παλάτι μου.»
Στράφηκε μετά στον Ντάνκαν. «Ο αδελφός μου ο Χένρι πρότεινε να δοθεί χρόνος για να καταλαγιάσει η οργή σου. Είμαι δυσαρεστημένος με την καταστροφή που προκλήθηκε και τις ζωές που χάθηκαν, δέχομαι όμως ότι ανταπέδιδες στα ίσα για την τιμή της αδελφής σου. Ίσως ένας μήνας με τους Σκοτσέζους να είναι αρκετός.»
Η Μάντελεϊν ένιωσε τον Ντάνκαν να σφίγγεται δίπλα της. Πήρε το χέρι του και το έσφιξε ικετεύοντάς τον να μη μιλήσει.
«Αν, όταν επιστρέψεις, εξακολουθείς να επιθυμείς να προκαλέσεις τον Λούντον και τους άντρες που τον υποστηρίζουν σε αυτό, θα επιτρέψω μονομαχία μέχρι θανάτου. Η επιλογή θα ανήκει σε εσένα.»
Ο Ντάνκαν δεν αποδέχτηκε ούτε απέρριψε αμέσως τη διαταγή. Δεν του άρεσε ότι θα περίμενε για να προκαλέσει τον Λούντον.
Ένιωσε τη Μάντελεϊν να τρέμει. Ο φόβος της τον έκανε να αποφασίσει. «Θα φύγω αμέσως.»
Ο βασιλιάς ένευσε. «Απάλλαξα τον Λούντον από τα καθήκοντά του, Ντάνκαν. Του έδωσα ένα μήνα να κρυφτεί από σένα» παραδέχτηκε.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 459
«Θα τον βρω.»Ο βασιλιάς χαμογέλασε. «Για αυτό δεν έχω καμιά αμφι
βολία.»Ο Ντάνκαν υποκλίθηκε στο βασιλιά του. Ο Γουίλιαμ
έφυγε από την αίθουσα, με τον Λούντον να τον κυνηγά. «Θα ήθελα να σου πω δυο λόγια, γυναίκα» ψιθύρισε ο
Ντάνκαν.Η Μάντελεϊν προσπάθησε να του χαμογελάσει. Το πρό
σωπό του ήταν ανέκφραστο. Δεν μπορούσε να καταλάβει αν ήταν οργισμένος ή απλώς εκνευρισμένος. «Είμαι πολύ κουρασμένη, Ντάνκαν. Και είπες στο βασιλιά ότι θα φύγουμε αμέσως.»
«Θα φύγουμε;»«Δε θα με άφηνες εδώ, έτσι δεν είναι;» ρώτησε ολοφάνε
ρα έντρομη.«Όχι.»«Μη με πειράζεις» μουρμούρισε. «Έζησα ένα μαρτύ
ριο.»Ο βαρόνος Ράινχολντ διέκοψε τη συζήτηση. «Η γυναίκα
σου είναι αντάξιά σου σε θάρρος, Ντάνκαν. Αντιμετώπισε το βασιλιά μας και του είπε την ιστορία της. Κι η φωνή της δεν έσπασε ούτε στιγμή.»
«Και τι του είπε;» ρώτησε ο Ντάνκαν με φωνή ήρεμη.Ο βαρόνος Ράινχολντ χαμογέλασε. «Αυτό είναι το
ερώτημα, δεν είναι; Άκουσα τις εξηγήσεις της και ακόμα δεν έχω καταλάβει ποιος έκαψε τι, ποιος επιτέθηκε και ποιος υποχώρησε… ακόμα δεν έχω την παραμικρή ιδέα τι συνέβη.»
«Μόλις περιέγραψες τη ζωή μου με τη Μάντελεϊν» είπε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ακούστηκε τώρα γεμάτη πόνο.
Ο Ντάνκαν κοίταξε τη Μάντελεϊν και είδε πώς κοιτούσε το βαρόνο. «Ξέχασα να σας συστήσω» συνειδητοποίησε φωναχτά. «Βαρόνε, από εδώ η γυναίκα μου, η Μάντελεϊν. Γνώριζες τη μητέρα της από ό,τι έχω καταλάβει.»
greekleech.info
460 JULIE GARWOOD
Ο βαρόνος ένευσε. «Η γυναίκα σου μοιάζει με τη Ρέιτσελ» είπε. «Χαίρομαι που σας γνωρίζω, βαρόνη.»
Είχε τόσο όμορφο χαμόγελο. Η Μάντελεϊν ένιωσε να συγκινείται. Κατάφερε να χαμογελάσει και είπε: «Θα ήθελα να σας μιλήσω για τη μητέρα μου, βαρόνε. Ίσως όταν επιστρέψουμε από την προσωρινή μας εξορία, να μας επισκεφθείτε.»
«Θα ήταν τιμή μου» είπε ο Ράινχολντ.Δεν πρόλαβαν να μιλήσουν άλλο. Οι υπόλοιποι σύμμα
χοι πλησίασαν να εκφράσουν την ικανοποίησή τους για το αποτέλεσμα. Η Μάντελεϊν έστεκε στο πλάι του Ντάνκαν, του κρατούσε το χέρι και ευχόταν να της πει τη γνώμη του για τη συνάντηση αυτή.
Ο Ντάνκαν την αγνόησε. Γύρισε όταν τους πλησίασε ο Τζέραλντ και είπε ότι θα έφευγαν σε μία ώρα.
«Ντάνκαν; Προλαβαίνω να μαζέψω τα πράγματά μου από το δωμάτιο;» ρώτησε η Μάντελεϊν.
«Φοράς τα ρούχα σου, γυναίκα.»Η Μάντελεϊν στέναξε. «Είσαι λοιπόν θυμωμένος;» ρώτησε. Ο Ντάνκαν κοίταξε τη γυναίκα του. Τα μάτια της ήταν
υγρά και δάγκωνε το κάτω χείλι. Κούνησε αργά το κεφάλι. «Με αποπλάνησες; Θεέ μου, είπες στο βασιλιά πως με αποπλάνησες. Όταν αποφασίσεις να πεις ψέμα, δε δειλιάζεις καθόλου.» Ενώ τη μάλωνε, της χαμογελούσε.
«Δεν ήταν ψέμα» του είπε. «Ήθελα να με φιλήσεις και ποτέ δε μου άρεσε όταν σταματούσες. Είναι μια αποπλάνηση κι αυτό, δεν είναι Ντάνκαν; Κι εγώ σε φίλησα την πρώτη εκείνη νύχτα. Εσύ απλώς ανταποκρίθηκες, άντρα μου. Ναι, αλήθεια ήταν. Σε αποπλάνησα.»
«Αν είχες πει όλη την αλήθεια, θα μπορούσα να προκαλέσω τώρα τον Λούντον» είπε ο Ντάνκαν.
«Ω, ξέρω τι θα γινόταν» απάντησε εκείνη. «Θα αντικρούατε ο ένας τον άλλο. Ο βασιλιάς θα σε έβαζε σε μια λίμνη, με τα χέρια και τα πόδια δεμένα σε πέτρες. Κι αν
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 461
βυθιζόσουν στον πυθμένα, θα ήξερε ότι έλεγες την αλήθεια. Φυσικά θα ήσουν πια νεκρός, η τιμή σου όμως θα έμενε ανέπαφη. Ε, λοιπόν, δε θέλω να πλαγιάζω με την τιμή σου τα βράδια. Σε θέλω γερό και ζωντανό. Τι έχεις να πεις για αυτό, άντρα μου;»
Όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερε να κρατήσει τα δάκρυα που κυλούσαν.
Ο Ντάνκαν την κοιτούσε άναυδος.«Μάντελεϊν» είπε αργά στενάζοντας «οι πολεμιστές δεν
περνάνε τέτοιες δοκιμασίες. Η εκκλησία χρησιμοποιεί αυτή τη μέθοδο, όχι ο βασιλιάς.»
«Α.»Ο Ντάνκαν ήταν έτοιμος να βάλει τα γέλια. Πήρε τη Μά
ντελεϊν στην αγκαλιά του και χαμογέλασε όταν την άκουσε να μουρμουρίζει «Πέρασα ένα μαρτύριο».
«Έχεις χρυσή καρδιά» της είπε. «Έλα, γυναίκα. Νιώθω την ανάγκη να σε αφήσω να με αποπλανήσεις.»
Η Μάντελεϊν συμφωνούσε απόλυτα με το σχέδιό του.Κατασκήνωσαν τέσσερις ώρες αργότερα. Η Μάντελεϊν
ήταν κουρασμένη. Η Κλαρίσα την είχε σταματήσει τη στιγμή που έφευγε με τον Ντάνκαν. Τα απαίσια, οργισμένα λόγια που της είχε φωνάξει αντηχούσαν ακόμα μες στο μυαλό της.
Ο Ντάνκαν την άφησε δίπλα σε ένα ρυάκι που είχε βρει, ενώ εκείνος φρόντισε να προφυλάξει το μέρος που θα κοιμόνταν. Δεν την έχασε στιγμή από τα μάτια του όμως. Όσο ήταν ζωντανός ο Λούντον, ο Ντάνκαν δε σκόπευε να την αφήσει ούτε στιγμή.
Η Μάντελεϊν πλύθηκε όσο καλύτερα μπορούσε και μετά γύρισε στην κατασκήνωση. Ο Ντάνκαν είχε μόλις τελειώσει το στήσιμο μιας σκηνής για τους δυο τους. Ήταν λίγο πιο πέρα από το απόσπασμα που ταξίδευε μαζί τους.
«Θα είναι ασφαλής ο πατέρας Μπέρτον; Λες να χρειάζεται να αυξήσεις τους άντρες που τον φυλάνε;» ρώτησε τον Ντάνκαν.
greekleech.info
462 JULIE GARWOOD
«Θα είναι μια χαρά» της είπε. «Άφησα τους καλύτερους επικεφαλής. Μην ανησυχείς, αγάπη μου.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. «Θυμάσαι την πρώτη βραδιά που κοιμηθήκαμε μαζί;»
«Τη θυμάμαι καλά.»«Νόμιζα πως η φωτιά ήταν πολύ κοντά κι ανησυχούσα
μην πιάσει φωτιά η σκηνή μας» είπε.«Για όλα ανησυχούσες» είπε ο Ντάνκαν. Έλυσε την πλε
χτή ζώνη που ακουμπούσε στους γοφούς της. «Κοιμήθηκες με τα ρούχα εκείνη τη βραδιά.»
«Προφύλασσα την αρετή μου» είπε η Μάντελεϊν. «Δεν ήξερα τότε ότι ήθελα να σε αποπλανήσω.» Γέλασε με το ενοχλημένο ύφος του άντρα της.
«Εγώ προφύλαξα την αρετή σου» αντέδρασε εκείνος.Η Μάντελεϊν κάθισε στις προβιές. Ήταν δροσερή, γλυ
κιά βραδιά. Η αύρα ήταν αναζωογονητική και το φως του φεγγαριού τους έλουζε απαλά.
«Βγάλε τα ρούχα σου, Μάντελεϊν» της είπε ο Ντάνκαν. Είχε ήδη βγάλει το χιτώνα και τις μπότες του.
Η Μάντελεϊν ήθελε να το κάνει, ανησυχούσε όμως για τους άντρες. Τον τράβηξε από το χέρι. Όταν έσκυψε πάνω της, του ψιθύρισε: «Δεν μπορούμε να κάνουμε έρωτα απόψε. Θα μας δουν οι στρατιώτες σου.»
Ο Ντάνκαν κούνησε το κεφάλι. «Κανείς δεν μπορεί να μας δει, γυναίκα. Σε θέλω. Τώρα.» Της έδειξε πως το εννοούσε με ένα δυνατό φιλί. Η Μάντελεϊν στέναξε μες στο στόμα του και τύλιξε τα χέρια της στο λαιμό του. Άνοιξε το στόμα, χάιδεψε με τη γλώσσα της τη δική του και κόλλησε αυθόρμητα πάνω του.
«Κάνεις πολύ θόρυβο» ψιθύρισε η Μάντελεϊν όταν τέλειωσε ο Ντάνκαν το φιλί και άρχισε να πιπιλά το λοβό του αυτιού της.
Ρίγησε από την ηδονή που της χάριζε. Ο Ντάνκαν γέλασε σιγανά. «Εσύ είσαι που ουρλιάζεις για ολοκλήρωση, αγάπη
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 463
μου» της είπε. «Εγώ είμαι πολύ πειθαρχημένος για να κάνω θόρυβο.»
«Αλήθεια;» ρώτησε η Μάντελεϊν. Το χέρι της κατέβηκε χαϊδεύοντας αργά μέχρι τον παλλόμενο ανδρισμό του.
Ο Ντάνκαν ξέχασε τι έλεγαν. Άρπαξε ξανά το στόμα της και τράβηξε απότομα το φόρεμα πάνω. Ήθελε τη φωτιά της, κι όταν τα δάχτυλά του άγγιξαν τις σατινένιες πτυχές που σκέπαζαν τον πυρήνα της θηλυκότητάς της, ήξερε πως τον ήθελε. Ήταν υγρή και τεντώθηκε πάνω του όταν έβαλε μέσα της τα δάχτυλά του.
Πέταξαν τα ρούχα τους δίχως να νοιαστούν για τίποτα. Ο Ντάνκαν δεν ήθελε να ηρεμήσει. Ήθελε τη Μάντελεϊν τώρα, κι από την ανταπόκρισή της καταλάβαινε πως δεν είχε ανάγκη από τρυφερότητα. Ναι, ήθελε από εκείνον να χάσει τον έλεγχο.
Έπνιξε τα βογγητά της σκεπάζοντας το στόμα της με το δικό του. Βρέθηκε ανάμεσα στους μηρούς της, μέσα της. Τον οδήγησε στο χείλος της ολοκλήρωσης με τους ερωτικούς ήχους ηδονής, τον παρακινούσε να χύσει το σπόρο του μέσα της ικετεύοντας και μπήγοντας τα νύχια στους ώμους του. Όταν δεν μπορούσε πια να κρατηθεί, γλίστρησε το χέρι ανάμεσά τους και τη χάιδεψε για να φτάσει κι εκείνη στην κορύφωση.
Ο Ντάνκαν ήθελε να φωνάξει. Δεν μπορούσε φυσικά, και το στόμα του σκέπασε ξανά το δικό της, πνίγοντας την κραυγή της.
«Σ’ αγαπώ, γυναίκα» ψιθύρισε αργότερα, όταν ήταν κουλουριασμένη δίπλα του.
«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Ντάνκαν» είπε η Μάντελεϊν. Πέρασε αρκετά ακόμα λεπτά κουρνιασμένη πλάι στον άντρα της. Ύστερα, ρώτησε: «Σε έκανα να ντραπείς στο παλάτι όταν είπα πως σε αποπλάνησα;»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε πάνω από το κεφάλι της. Η Μάντελεϊν γύρισε και τον κουτούλησε.
464 JULIE GARWOOD
«Δεν ντρέπομαι» είπε. Η φωνή του ήταν γεμάτη υπεροψία. «Οι γυναίκες ντρέπονται.»
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε. «Και τι παθαίνουν οι πολεμιστές;»
«Κουράζονται» είπε εκείνος. «Εξαντλούνται αφού κάνουν έρωτα στις γυναίκες τους.»
«Θέλεις να πεις ότι πρέπει να κοιμηθώ τώρα;»«Ναι.» «Θα υπακούσω φυσικά λοιπόν στην πρότασή σου, αφού
μου απαντήσεις σε μόνο μια ερώτηση ακόμα.» Τον άκουσε να στενάζει, μα δεν έδωσε σημασία. «Ποιοι ήταν εκείνοι οι άντρες που είπαν ψέματα για τον αδελφό μου; Ήταν βαρόνοι;»
«Δεν ήταν βαρόνοι, απλώς κάποιοι που ακολούθησαν τον αδελφό σου εναντίον μου» είπε ο Ντάνκαν.
«Δεν έχουν ακολούθους; Δεν έχουν στρατό δικό τους;»Ο Ντάνκαν δίστασε για ένα λεπτό. «Δεν έχουν στρατό,
Μάντελεϊν. Υπάρχουν όμως αρκετοί αδίστακτοι άνθρωποι που θα τους ακολουθούσαν αν τους δινόταν το κατάλληλο κίνητρο. Ο Λούντον δεν έχει αρκετό χρυσάφι τώρα στη διάθεσή του για να αποτελέσει ιδιαίτερη απειλή.»
Η Μάντελεϊν ικανοποιήθηκε με την απάντησή του. Άφησε στην άκρη την έγνοια του Λούντον. «Ντάνκαν; Θα γνωρίσεις και την εξαδέλφη μου την Έντγουιθ όταν πάμε στη Σκοτία. Με εκείνη θα ζούσα. Αυτό ήταν το σχέδιο που είχα πριν σε συναντήσω.»
«Κι εσύ θα γνωρίσεις την αδελφή μου την Κάθριν» είπε ο Ντάνκαν. Η φωνή του ήχησε νυσταγμένη.
«Η αδελφή σου έχει παντρευτεί Σκοτσέζο;» ρώτησε. Έμοιαζε να μην το πιστεύει.
«Ναι.»«Ο άντρας της….»«Όχι, δεν έχει κόκκινα μαλλιά» την έκοψε ο Ντάνκαν.«Δε θα ρωτούσα αυτό» διαμαρτυρήθηκε η Μάντελεϊν.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 465
«Απλώς αναρωτιόμουν αν ξέρει η Κάθριν και ο άντρας της την Έντγουιθ.»
Η βαθιά, ρυθμική ανάσα του Ντάνκαν φανέρωνε πως είχε αποκοιμηθεί. Όταν άρχισε να ροχαλίζει, η Μάντελεϊν βεβαιώθηκε και κούρνιασε κοντά του.
Είδε τα πιο υπέροχα όνειρα εκείνη τη βραδιά. Όνειρα αθώων.
Κεφάλαιο 24
Αγάπη και τιμή, θησαυροί ανεκτίμητοι…
Ο επόμενος μήνας ήταν περίοδος γαλήνης για τον Ντάνκαν και ευτυχίας για τη Μάντελεϊν. Την είχαν γοητέψει οι Σκοτσέζοι. Πίστευε πως ήταν οι πιο σπουδαίοι πολεμιστές όλου του κόσμου, εκτός του άντρα της φυσικά. Οι Σκοτσέζοι της θύμιζαν τους αρχαίους Σπαρτιάτες λόγω της λιτής ζωής και της άγριας αφοσίωσής τους.
Φέρονταν στον Ντάνκαν σαν να ήταν δικός τους. Η Κάθριν χάρηκε που υποδέχτηκε τη Μάντελεϊν στο σπίτι της. Η αδελφή του Ντάνκαν ήταν πολύ όμορφη και πολύ ερωτευμένη με τον άντρα της. Η Μάντελεϊν δεν κατάφερε να δει την Έντγουιθ, αν και η Κάθριν της υποσχέθηκε να της στείλει μήνυμα χαιρετισμού από μέρους της. Η Έντγουιθ ζούσε στα υψίπεδα, αρκετά μακριά από το σπίτι της Κάθριν και πολύ μακριά για την επισκεφθεί.
Έμειναν με τους συγγενείς του Ντάνκαν τριάντα ολόκληρες μέρες.
Εκείνος θυμήθηκε την υπόσχεσή του να μάθει στη γυναίκα του πώς να αμύνεται. Ήταν υπομονετικός μαζί της, μέχρι που πήγε να πάρει το τόξο και τα βέλη. Την άφησε τότε μόνη, από φόβο μη χάσει την υπομονή του αν την έβλεπε να κάνει το ίδιο λάθος ξανά και ξανά. Δεν κατάφερνε ποτέ να βρει το στόχο. Ο Άντονι τον είχε προειδοποιήσει για αυτό. Η Μάντελεϊν αστοχούσε πάντα ένα μέ
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 467
τρο, ίσως και λιγότερο, από το στόχο που ήθελε να πετύχει.Οι δυο τους επέστρεψαν στο οχυρό Γουέξτον στο τέλος
του Αυγούστου. Τότε έμαθαν για το θάνατο του βασιλιά Γουίλιαμ. Οι αναφορές ήταν συγκεχυμένες, όλοι όμως όσοι είχαν γίνει μάρτυρες της τραγωδίας ορκίζονταν πως ήταν πραγματικά ατύχημα. Ο Γουίλιαμ με τον αδελφό του και τους φίλους του είχαν πάει για κυνήγι στο δάσος. Ένας στρατιώτης στόχεψε αρσενικό ελάφι, είπαν, στο δρόμο του βέλους όμως βρέθηκε ο λαιμός του βασιλιά. Είχε πεθάνει πριν καν πέσει στο χώμα.
Η πιο αποδεκτή και λιγότερο πιστευτή μαρτυρία προήλθε από αυτόπτη μάρτυρα που ισχυρίστηκε πως είχε δει τα πάντα, από την αρχή ίσαμε το τέλος. Δήλωσε πως ο πιστός υποτελής είχε στ’ αλήθεια στοχέψει το αρσενικό ελάφι, όταν όμως το βέλος κίνησε να βρει το ζώο, το κόκκινο χέρι του διαβόλου ξεπρόβαλε ξαφνικά μέσα από τη γη. Το βέλος πιάστηκε στη γροθιά του διαβόλου κι από εκεί έφυγε για το βασιλιά.
Η εκκλησία ευλόγησε τη μαρτυρία ως ακριβή. Καταγράφηκε μάλιστα αμέσως. Ο Σατανάς είχε δώσει τέλος στη σύντομη ζωή του βασιλιά, και σίγουρα κανείς από όσους ήταν μάρτυρες δεν ήταν υπεύθυνος.
Ο Χένρι διεκδίκησε αμέσως το θησαυροφυλάκιο και έγινε βασιλιάς.
Η Μάντελεϊν ήταν ευγνώμων που εκείνη και ο Ντάνκαν είχαν φύγει από την Αυλή πριν την τραγωδία. Ο άντρας της ήταν έξαλλος που δεν ήταν εκεί. Πίστευε πως θα κατάφερνε να σώσει τη ζωή του άρχοντά του.
Κανείς δεν πίστεψε την ιστορία για το χέρι του διαβόλου, και κανείς δεν παραδεχόταν πως ίσως να είχε κάποια σχέση ο Χένρι με το ατύχημα του αδελφού του.
Μπορεί η Μάντελεϊν να μην ήξερε τόσο καλά τα θέματα του κράτους όσο ο Ντάνκαν, θυμόταν όμως ότι ο Χένρι είχε προτείνει στο βασιλιά Γουίλιαμ να μείνει ο Ντάνκαν ένα μή
greekleech.info
468 JULIE GARWOOD
να με τους Σκοτσέζους. Πίστευε ότι ήθελε να τον κρατήσει μακριά από το Λονδίνο, όπως πίστευε και ότι ο Χένρι είχε μάλλον σώσει τη ζωή του στέλνοντάς τον μακριά. Ποτέ δε μίλησε όμως για αυτό στον άντρα της.
Ο Τζέραλντ και η Αντέλα παντρεύτηκαν την πρώτη Κυριακή του Οκτώβρη. Ο πατέρας Μπέρτον είχε μόλις φτάσει με τα πράγματά του για να αναλάβει τη διάσωση των ψυχών των Γουέξτον. Ο κόμης του Γκρίνστιντ είχε πεθάνει πέντε μέρες μετά τη γαμήλια τελετή της Μάντελεϊν.
Ο Ντάνκαν είχε στείλει στρατιώτες σε όλη την Αγγλία να ψάξουν για τον Λούντον. Τώρα που ο Χένρι ήταν βασιλιάς, ο Λούντον ήταν απόβλητος. Ο Χένρι δεν είχε κρύψει την αντιπάθειά του για τον Λούντον.
Η Μάντελεϊν πίστευε ότι ο Λούντον είχε φύγει από την Αγγλία. Ο Ντάνκαν δε διαφώνησε μαζί της, ήταν όμως σίγουρος πως κρυβόταν και περίμενε την ευκαιρία να εκδικηθεί.
Κατέφτασε πρόσκληση που ζητούσε από τον Ντάνκαν να γονατίσει μπροστά στο νέο βασιλιά του και να του δώσει όρκο αφοσίωσης. Ο Ντάνκαν δεν μπορούσε να αρνηθεί, δεν ήθελε όμως να αφήσει και τη Μάντελεϊν μόνη.
Καθόταν στην αίθουσα με την πρόσκληση του Χένρι ακόμα στα χέρια, όταν κατέβηκε τελικά η Μάντελεϊν για πρωινό. Ο Ντάνκαν είχε ήδη τελειώσει το μεσημεριανό του.
Η γυναίκα του έδειχνε ξεκούραστη, ήξερε όμως πως σε λίγες μόνο ώρες θα χρειαζόταν έναν υπνάκο. Κουραζόταν εύκολα τούτο τον καιρό. Προσπαθούσε να το κρύψει από τον Ντάνκαν, εκείνος όμως ήξερε πως είχε αδιαθεσίες κάθε πρωί.
Δεν είχε ταραχτεί καθόλου με την αδιαθεσία της. Όχι, περίμενε απλώς να συνειδητοποιήσει κι εκείνη ότι περίμενε το παιδί του.
Η Μάντελεϊν χαμογέλασε όταν είδε τον άντρα της να κάθεται στην καρέκλα του δίπλα στο τζάκι. Είχε αρχίσει να κάνει κρύο και η φωτιά ήταν ευπρόσδεκτη. Ο Ντάνκαν την τράβηξε στην ποδιά του.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 469
«Ντάνκαν, πρέπει να σου μιλήσω. Κοντεύει μεσημέρι και μόλις σηκώθηκα από το κρεβάτι. Πιστεύω ότι είμαι άρρωστη, αν και δε θέλω να σε ανησυχήσω. Ζήτησα όμως από τη Μοντ χτες ένα γιατρικό.»
«Και σου το έδωσε;» ρώτησε ο Ντάνκαν. Προσπάθησε να μη χαμογελάσει, γιατί η έκφραση της γυναίκας του ήταν πολύ σοβαρή.
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Τίναξε πίσω τα μαλλιά, χτυπώντας το στήθος του Ντάνκαν μες στη βιάση της. «Όχι, δε μου το έδωσε» του είπε. «Χαμογέλασε μόνο κι έφυγε. Τι να σκεφτώ τώρα εγώ; Πες μου.»
Ο Ντάνκαν αναστέναξε. Έπρεπε να της το πει. «Θα σε πειράξει πολύ αν ο γιος μας έχει κόκκινα μαλλιά;»
Τα μάτια της γούρλωσαν και το χέρι της κατέβηκε αυθόρμητα στην κοιλιά της. Η φωνή της έτρεμε όταν απάντησε τελικά στην ερώτησή του. «Θα έχει καστανά μαλλιά, σαν τη μητέρα της. Και θα είμαι η πιο υπέροχη μητέρα, Ντάνκαν.»
Ο Ντάνκαν γέλασε και φίλησε τη Μάντελεϊν. «Πήρες την αλαζονεία μου, γυναίκα. Θα μου δώσεις ένα γιο και η συζήτηση τελειώνει εδώ.»
Η Μάντελεϊν ένευσε δήθεν συμφωνώντας, ενώ φανταζόταν το όμορφο κοριτσάκι που θα κρατούσε στην αγκαλιά της.
Ένιωθε τόσο συγκλονισμένη από τη χαρά που νόμισε ότι θα βάλει τα κλάματα.
«Δεν μπορείς να ταΐζεις πια τα άγρια ζώα σου. Δε θέλω να βγαίνεις έξω από τα τείχη.»
«Ο λύκος μου είναι» τον πείραξε. Δεν είχε ακόμα παραδεχτεί στον Ντάνκαν ότι στην πραγματικότητα πίστευε ότι ήταν άγριος σκύλος. «Σήμερα θα είναι η τελευταία φορά που αφήνω φαγητό για εκείνον» υποσχέθηκε. «Σου αρκεί;»
«Γιατί σήμερα;» ρώτησε ο Ντάνκαν.«Γιατί έχει περάσει ακριβώς ένας χρόνος από τότε που
ήρθα εδώ. Μπορείς να έρθεις με τον Άντονι μαζί μου αν θέλεις.» Έκανε πως αναστέναζε. «Θα μου λείψει ο λύκος μου.»
greekleech.info
470 JULIE GARWOOD
Ο Ντάνκαν είδε τη σπίθα στα μάτια της. «Θα σταματήσω να τον ταΐζω γιατί το προστάζεις εσύ,
άντρα μου.»«Δεν το πιστεύω ούτε λεπτό αυτό» απάντησε ο Ντάνκαν.
«Με υπακούς επειδή το θέλεις.»Ο Ντάνκαν υποσχέθηκε τελικά να συνοδέψει τη Μά
ντελεϊν. Τον περίμενε, μα όταν τέλειωσε την εξάσκηση στο στόχο, ο ήλιος είχε αρχίσει να δύει και ο Ντάνκαν δεν είχε τελειώσει ακόμα με τα καθήκοντά του.
Η Μάντελεϊν μάζεψε τα βέλη της, τα έριξε στην υφασμάτινη φαρέτρα που της είχε φτιάξει ο Νεντ, και την έδεσε στην πλάτη.
Ο Άντονι κρατούσε την τροφή στο δισάκι που χρησιμοποιούσε πάντα για αυτό το σκοπό. Εκείνη κρατούσε το τόξο και καυχήθηκε στον υπασπιστή ότι τούτη τη φορά ίσως έπιανε έστω κι ένα λαγό για το δείπνο.
Ο Άντονι δεν το πίστευε ότι θα τα κατάφερνε.Όταν έφτασαν στην κορυφή του λόφου, η Μάντελεϊν
πήρε το φαγητό από τον Άντονι. Άπλωσε το ύφασμα στο χώμα, γονάτισε και απίθωσε το φαγητό σε σωρό. Ένα μεγάλο κόκαλο γεμάτο κρέας ήταν στην κορφή. Αφού η Μάντελεϊν ήξερε ότι δε θα τάιζε πια τα άγρια ζώα, σκέφτηκε να τους αφήσει μια χορταστική, τελευταία λιχουδιά.
Ο Άντονι ήταν ο πρώτος που κατάλαβε το θόρυβο πίσω του. Γύρισε και κοίταξε τα δέντρα πίσω από τη Μάντελεϊν τη στιγμή που σφύριξε το βέλος στον αέρα και καρφώθηκε στον ώμο του. Έπεσε αμέσως καταγής. Προσπάθησε να βρει την ισορροπία του και είδε τον εχθρό να σηκώνει το τόξο για δεύτερη φορά.
Ο φρουρός φώναξε την προειδοποίηση μόλις έπεσε ο Άντονι. Στρατιώτες παρατάχτηκαν κατά μήκος των τειχών, με τα βέλη έτοιμα στα τόξα. Περίμεναν να φανερωθεί ο εχθρός.
Ο Ντάνκαν είχε μόλις ανέβει στο άλογο. Είχε σκεφτεί να κάνει τη χάρη της γυναίκας του και να πάει να τη βρει για
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 471
να τη φέρει πίσω. Άκουσε την κραυγή και κέντρισε το άλογό του να καλπάσει. Η ιαχή της οργής του ακούστηκε σε όλο το οχυρό. Οι άντρες έτρεχαν στα άλογά τους να ακολουθήσουν τον άρχοντά τους.
Η Μάντελεϊν ήξερε πως δεν προλάβαινε να τρέξει. Ένα ημικύκλιο από σχεδόν είκοσι άντρες άρχισε να σχηματίζεται καθώς έβγαιναν από τις κρυψώνες τους πίσω από τα δέντρα. Ήξερε ακόμα πως ο φρουρός και οι τοξότες δε θα τους έβλεπαν πριν φτάσουν στην κορυφή.
Δεν της έμενε άλλη επιλογή. Έπιασε ένα από τα βέλη, το έβαλε στην εγκοπή του τόξου και στόχεψε με προσοχή.
Αναγνώρισε τον άντρα πιο κοντά της. Ήταν ένας από τους τρεις που είχαν καταθέσει τα ψέματα για τον Λούντον. Κατάλαβε τότε πως ο Λούντον ήταν κάπου εκεί κοντά.
Η σκέψη την εξόργιζε περισσότερο παρά την τρομοκρατούσε. Έριξε το βέλος και ετοιμαζόταν για το δεύτερο πριν πέσει ο εχθρός καταγής.
Ο Ντάνκαν δεν ανέβηκε στην κορυφή. Πήγε γύρω από τα ριζά του λόφου, νεύοντας στους άλλους να ακολουθήσουν αντίστροφη πορεία. Σκέφτηκε να ανακόψει τον εχθρό μπαίνοντας ανάμεσα σε εκείνους και τη γυναίκα του.
Μέσα σε λίγα μόνο λεπτά οι στρατιώτες του Ντάνκαν είχαν ξεκινήσει τη μάχη με τον εχθρό. Η Μάντελεϊν έριξε το τόξο και γύρισε για να βοηθήσει τον Άντονι. Ο υπασπιστής είχε κυλήσει στα μισά του λόφου, τώρα όμως έστεκε στα πόδια του και προσπαθούσε να ανέβει προς το μέρος του.
«Μάντελεϊν, πέσε κάτω» φώναξε ξαφνικά ο Άντονι.Άκουσε τη διαταγή του και ήταν έτοιμη να συμμορφω
θεί, όταν την άρπαξαν από πίσω. Η Μάντελεϊν ούρλιαξε ενώ γυρνούσε για να βρεθεί πρόσωπο με πρόσωπο με τον Λούντον.
Το βλέμμα του ήταν τρελό. Η λαβή του βασανιστική. Η Μάντελεϊν χτύπησε το πόδι της με δύναμη στο δικό του και τον ανάγκασε να μετατοπίσει την ισορροπία του. Θυμήθηκε
472 JULIE GARWOOD
τα μαθήματα άμυνας και χτύπησε με το γόνατο τον καβάλο του. Ο Λούντον έπεσε καταγής παρασέρνοντας μαζί τη Μάντελεϊν.
Κύλησε στο πλάι τη στιγμή που ο Λούντον προσπαθούσε να σταθεί στα γόνατα. Χτύπησε με τη γροθιά του τη Μάντελεϊν στοχεύοντας κάτω από το σαγόνι. Ο πόνος ήταν πολύ δυνατός για να αντέξει. Λιποθύμησε. Ο Λούντον πετάχτηκε όρθιος όταν έμεινε αναίσθητη η Μάντελεϊν. Κοίταξε στα ριζά του λόφου και είδε τους άντρες του να το βάζουν στα πόδια. Τον εγκατέλειπαν και προσπαθούσαν να ξεφύγουν από το μένος του Ντάνκαν. Ο Λούντον κατάλαβε τότε πως δε θα του ξέφευγε τούτη τη φορά. «Θα με δεις να τη σκοτώνω» ούρλιαξε.
Ο Ντάνκαν τώρα ήταν πεζός. Ξεκίνησε να ανεβαίνει τρέχοντας το λόφο. Ο Λούντον ήξερε ότι του είχαν απομείνει λίγα μόνο δευτερόλεπτα. Έψαξε σαν τρελός να βρει το μαχαίρι του στο χώμα. Θα το βύθιζε στην καρδιά της πριν προλάβει να τον σταματήσει.
Ο Λούντον άρχισε να γελάει σαν τρελός όταν είδε το μαχαίρι πάνω σε μια στοίβα από σκουπίδια. Γονάτισε και άπλωσε το χέρι να το πιάσει.
Έκανε το λάθος να αγγίξει την τροφή.Το χέρι του ακούμπησε τη λαβή του μαχαιριού. Πήγε να
γυρίσει, όταν τον σταμάτησε ένα βαθύ γρύλισμα. Ο ήχος έγινε πιο έντονος, ώσπου ένιωσε τη γη να τρέμει.
Άκουσε κι ο Ντάνκαν το θόρυβο. Είδε τον Λούντον να σηκώνει τα χέρια μπροστά στο πρόσωπό του.
Κι ύστερα μια καφετιά αστραπή όρμησε στο λαιμό του.Ο Λούντον έπεσε πίσω πνιγμένος στο ίδιο του το αίμα. Ο Ντάνκαν έγνεψε στους άντρες του να σταθούν ακί
νητοι. Κράτησε το βλέμμα καρφωμένο στον πελώριο λύκο καθώς ετοίμαζε αργά τόξο και βέλος. Ο λύκος έστεκε πάνω από τον Λούντον. Τα δόντια του ήταν γυμνωμένα και ένα βαθύ, απειλητικό γρύλισμα διαπερνούσε τη σιγαλιά.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 473
Ο Ντάνκαν προσευχήθηκε να μη συνέλθει η Μάντελεϊν. Προχώρησε μπροστά για να μπορεί να πετύχει καλύτερα το ζώο.
Ο λύκος ξαφνικά προχώρησε και στάθηκε πάνω από τη Μάντελεϊν. Ο Ντάνκαν έπαψε να ανασαίνει.
Πρέπει να γνώριζε τη μυρωδιά της, σκέφτηκε ο Ντάνκαν, γιατί έχασε γρήγορα το ενδιαφέρον του και γύρισε πίσω στο φαγητό. Παρακολουθούσε το λύκο να παίρνει το κόκαλο στα δόντια, να γυρνά και να χάνεται στην άλλη πλευρά του λόφου.
Πέταξε τότε τόξο και βέλος και έτρεξε στη γυναίκα του. Είχε μόλις αρχίσει να συνέρχεται όταν γονάτισε δίπλα της. Τη σήκωσε απαλά στην αγκαλιά του.
Έτριψε το σαγόνι για να δει πόσο δυνατό ήταν το χτύπημα. Μπορούσε να το κουνήσει, πονούσε όμως τόσο που νόμιζε πως είχε σπάσει. Συνειδητοποίησε τότε πως ήταν ο Λούντον εκεί. Έφυγαν;» ρώτησε τον Ντάνκαν. Την κρατούσε τόσο σφιχτά στο στήθος του που μόλις που κατάφερε να ψιθυρίσει.
«Ο Λούντον είναι νεκρός.»Η Μάντελεϊν έκλεισε τα μάτια και είπε μια προσευχή για
την ψυχή του. Δεν πίστευε ότι θα τον ωφελούσε ιδιαίτερα, Παρ’ όλα αυτά την είπε.
«Είναι καλά ο Άντονι; Πρέπει να φροντίσουμε τη λαβωματιά του, Ντάνκαν» είπε η Μάντελεϊν προσπαθώντας να ξεφύγει από το σφιχταγκάλιασμα του άντρα της. «Έχει ένα βέλος στον ώμο.»
Ο Ντάνκαν σταμάτησε να τρέμει. Η Μάντελεϊν μιλούσε επίτηδες χωρίς σταματημό. Ήξερε πως χρειαζόταν λίγα λεπτά να συνέλθει. Όταν χαλάρωσε τα χέρια του, η Μάντελεϊν του χαμογέλασε.
«Τέλειωσε τώρα;» ρώτησε. «Τέλειωσε» είπε εκείνος. «Ο λύκος σου έσωσε τη ζωή.»«Το ξέρω ότι με έσωσες, αγάπη μου, πάντα θα με προ
στατεύεις» του είπε.
greekleech.info
474 JULIE GARWOOD
«Δεν κατάλαβες, Μάντελεϊν» είπε σκυθρωπός ο Ντάνκαν. «Ο λύκος σου σκότωσε τον Λούντον.»
Η Μάντελεϊν κούνησε το κεφάλι. Πόσο του άρεσε του άντρα της να πλάθει ιστορίες όταν εκείνη φοβόταν. Ήξερε πως την πείραζε για να την κάνει να ηρεμήσει.
«Έχεις αρκετή δύναμη να σταθείς;» ρώτησε ο Ντάνκαν. «Νιώθεις...»
«Είμαι μια χαρά. Είμαστε μια χαρά» διόρθωσε. Χάιδεψε την κοιλιά της για να τονίσει τα λόγια της. «Δεν τη νιώθω ακόμα, Ντάνκαν, ξέρω όμως πως είναι ασφαλής.»
Όταν τη βοήθησε να σταθεί, προσπάθησε να κοιτάξει τον Λούντον. Ο Ντάνκαν μπήκε μπροστά της και της έκοψε τη θέα. «Δεν πρέπει να τον δεις, Μάντελεϊν, το μόνο που θα κατάφερνες είναι να ταραχτείς» της είπε. Ο λαιμός του Λούντον είχε κομματιαστεί από τα δόντια του λύκου. Δεν ήταν θέαμα που θα ξεχνούσε σύντομα η Μάντελεϊν έτσι και το αντίκριζε, σκέφτηκε ο Ντάνκαν.
Ο Άντονι πλησίασε και στάθηκε δίπλα τους. Περισσότερο έμοιαζε να μην το πιστεύει, παρά να πονά.
«Άντονι, ο ώμος σου...»«Επιφανειακή πληγή είναι μόνο» είπε εκείνος. «Πέτυχες
έναν τους κατάκαρδα, βαρόνη» τραύλισε. Ο Ντάνκαν δεν τον πίστεψε. «Δικό της ήταν το βέλος;»«Ναι.»Γύρισαν κι οι δυο να την κοιτάξουν. Έδειχναν έκπλη
κτοι. Η Μάντελεϊν εκνευρίστηκε λίγο από την έλλειψη εμπιστοσύνης τους στις ικανότητές της. Για μια στιγμή, σκέφτηκε να μην πει τίποτα. Η αλήθεια όμως κέρδισε όπως πάντα. «Το πόδι του στόχευα.»
Ο Ντάνκαν και ο Άντονι διασκέδασαν απίστευτα με την παραδοχή της. Ο Ντάνκαν σήκωσε τη Μάντελεϊν στην αγκαλιά του και άρχισε να κατεβαίνει το λόφο.
«Ο λύκος έσωσε τη ζωή σου» της είπε άλλη μια φορά, θέλοντας να της εξηγήσει όλη την αλήθεια.
greekleech.info
ΤΟΜΕΓΑΛΕΙΟΤΟΥΕΡΩΤΑ 475
«Το ξέρω, καλέ μου.»Παραιτήθηκε. Θα της τα εξηγούσε όλα αργότερα, όταν
θα έπαυε να υποστηρίζει με τέτοιο πείσμα πως εκείνος ήταν ο σωτήρας της. «Δε θα ταΐσεις πια το ζώο, Μάντελεϊν. Θα φροντίσω εγώ να γίνεται από κάποιον άλλο. Αξίζει στο λύκο να ζήσει άνετη ζωή τώρα. Το κέρδισε.»
«Θα σταματήσεις να με πειράζεις, Ντάνκαν;» είπε εκείνη φανερά εκνευρισμένη. «Πέρασα ένα μαρτύριο.»
Ο Ντάνκαν χαμογέλασε. Ήταν τόσο ξεροκέφαλη, μα και τόσο απολαυστική. Έτριψε το πιγούνι του στην κορυφή του κεφαλιού της ενώ άκουγε τα παράπονά της για τον καινούριο της μώλωπα.
Ο βαρόνος Γουέξτον ανυπομονούσε να πάει τη Μάντελεϊν σπίτι – όσο θα ανυπομονούσε και ο Οδυσσέας να γυρίσει σπίτι στη γυναίκα του, σκέφτηκε.
Το μέλλον τους ανήκε. Στη Μάντελεϊν άρεσε να τον αποκαλεί λύκο της μα ήταν άνθρωπος, ένας άνθρωπος όμως πιο δυνατός από το μαγικό Οδυσσέα.
Γιατί μπορεί ο Ντάνκαν να ήταν ένας κοινός θνητός, είχε καταφέρει όμως έναν απίστευτο άθλο.
Ναι, είχε αιχμαλωτίσει έναν άγγελο. Και του ανήκε.