Ο εκτός σκηνής γλυπτός διάκοσμος του ρωμαϊκού θεάτρου...

58
ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ Π.Μ.Σ.: «ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ» Ο ΕΚΤΟΣ ΣΚΗΝΗΣ ΓΛΥΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ Διπλωματική εργασία (Μ.Δ.Ε.) Βασίλειος Οικονόμου ΑΜ: 84 Τριμελής Επιτροπή: Επιβλέπων: Martin Kreeb Αναπληρωτής Καθηγητής “Αρχαιολογίας του Αρχαίου Θεάτρου” Θεόδωρος Στεφανόπουλος Καθηγητής Αρχαίου ΘεάτρουΣταύρος Τσιτσιρίδης Καθηγητής “Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας Αρχαίου ΘεάτρουΠάτρα 2014

Upload: uoa

Post on 26-Jan-2023

0 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟ ΠΑΤΡΩΝ

ΣΧΟΛΗ ΑΝΘΡΩΠΙΣΤΙΚΩΝ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ

ΤΜΗΜΑ ΘΕΑΤΡΙΚΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ

Π.Μ.Σ.: «ΑΡΧΑΙΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΘΕΑΤΡΟ»

Ο ΕΚΤΟΣ ΣΚΗΝΗΣ ΓΛΥΠΤΟΣ ΔΙΑΚΟΣΜΟΣ

ΤΟΥ ΡΩΜΑΪΚΟΥ ΘΕΑΤΡΟΥ ΚΑΙ Η ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΟΥ

Διπλωματική εργασία (Μ.Δ.Ε.)

Βασίλειος Οικονόμου

ΑΜ: 84

Τριμελής Επιτροπή:

Επιβλέπων: Martin Kreeb

Αναπληρωτής Καθηγητής “Αρχαιολογίας του Αρχαίου Θεάτρου”

Θεόδωρος Στεφανόπουλος

Καθηγητής “Αρχαίου Θεάτρου”

Σταύρος Τσιτσιρίδης

Καθηγητής “Αρχαίας Ελληνικής Φιλολογίας – Αρχαίου Θεάτρου”

Πάτρα 2014

2

Περιεχόμενα

Α. Εισαγωγή 3

Χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο 4

Τα θέατρα στη Ρωμαϊκή Ελλάδα: «μετασκευή» και «ανασκευή» 5

Β. Εξω-σκηνικός γλυπτός διάκοσμος – επιγραφές - φιλολογικές πηγές: 7

- Θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως 8

- Θέατρο Γυθείου 19

- Θέατρο Μεσσήνης 20

- Θέατρο Σπάρτης 26

- Θέατρο Άργους 38

- Θέατρο Μαντινείας 40

- Θέατρο Κορίνθου 41

- Ωδείο Μεσσήνης 47

Γ. Ερμηνευτική προσέγγιση του εκτός σκηνής γλυπτού διακόσμου 48

Αυτοκρατορική λατρεία 50

Τοπική αριστοκρατία 52

Δ. Συμπεράσματα 53

3

Α. Εισαγωγή

Η παρούσα μελέτη έχει στόχο την προβολή, την ανάδειξη αλλά και τη

διερεύνηση της σημασίας του εκτός σκηνής γλυπτού διακόσμου του ρωμαϊκού

θεάτρου όπως παρουσιάζεται στο σωζόμενο και δημοσιευμένο αρχαιολογικό υλικό

από τον ελλαδικό χώρο. Η σύλληψη αυτής της ιδέας προέκυψε από τον προσωπικό

προβληματισμό για τον τρόπο που αντανακλάται η σχέση της τοπικής αριστοκρατίας

με τους εκπροσώπους της ρωμαϊκής κυριαρχίας στους χώρους των δημοσίων

θεαμάτων και συγκεκριμένα στα θέατρα. Η ψυχαγωγία του πληθυσμού αποτελούσε

μέσο ελέγχου των πολιτών και μέσο επικοινωνίας ανάμεσα στις τοπικές αρχές ή και

τα ανώτερα στρώματα της κοινωνίας από τη μια πλευρά, και την κεντρική εξουσία

από την άλλη.1 Ο γλυπτός διάκοσμος της scaenae frons των ρωμαϊκών θεάτρων στον

ελλαδικό χώρο αποτελούσε συχνά αντικείμενο μελέτης και έρευνας με απόρροια τη

διατύπωση διαφόρων ερμηνειών και προσεγγίσεων για το συμβολισμό της γλυπτής

σύνθεσης.

Από την προσπάθεια αυτή που εστιάζει στη μελέτη του εκτός του κτηρίου της

σκηνής γλυπτού διακόσμου, είναι φανερό ότι ανακύπτουν εύλογα ερωτήματα: Ποιος

είναι ο συμβολισμός και η ερμηνεία του εκτός του κτηρίου της σκηνής γλυπτού

διακόσμου; Διαφοροποιείται από το γλυπτό σύνολο της scaenae frons; Η Παπασταμά

τη – Von Moock, περιγράφοντας τις αλλαγές και προσθήκες που έλαβαν χώρα την

Αδριάνεια περίοδο στο κοίλο του θεάτρου του Διονύσου Ελευθερέως, αναφέρει ότι

ήταν σαφές ότι το πρόγραμμα ανακαίνισης και διακόσμησης της σκηνής εντασσόταν

σε ένα ευρύτερο πρόγραμμα ανακαίνισης και νοηματοδότησης του θεάτρου.2 Η θέση

όμως αυτή δεν φαίνεται να μπορεί να χρησιμοποιηθεί με βεβαιότητα για το σύνολο

των προς εξέταση θεάτρων, καθώς διαφοροποιείται ανά περιοχή ο ρόλος της τοπικής

αριστοκρατίας (ελίτ) έναντι της ρωμαϊκής κεντρικής εξουσίας.

Για την πιο άμεση εισχώρηση στο θέμα της εργασίας είναι ανάγκη να

προσδιοριστεί χωροταξικά ο όρος «εκτός σκηνής» που φέρει ό τίτλος της. Το κοίλο

του θεάτρου αποτελεί τον σημαντικότερο «εκτός σκηνής» χώρο προς μελέτη καθώς

εκεί έχουν ανακαλυφθεί πολλά γλυπτά (ολόγλυφα και ανάγλυφα) ευρήματα. Εδώ

όμως πρέπει να σημειωθεί και ο σημαντικότερος «σκόπελος» της εργασίας: δεν

μπορεί με βεβαιότητα να αποδοθεί η αρχική θέση των γλυπτών αντικειμένων. Οι

1 Di Napoli, (2010), 814.

2 Παπασταμάτη – Von Moock, (2012), 149.

4

προσπάθειες αποκατάστασης της scaenae frons των θεάτρων που σώζουν πλούσιο

διάκοσμο, όπως της Κορίνθου,3 μας πληροφορούν δια της αφαιρετικής μεθόδου ότι ο

τόπος ανίδρυσης των εναπομεινάντων ολόγλυφων ευρημάτων ή τοποθέτησης του

εναπομείναντος ανάγλυφου διακόσμου δεν ήταν η πρόσοψη του κτηρίου της σκηνής.

Επίσης, θα εξεταστούν αναλυτικά τα γλυπτά αντικείμενα που έχουν έρθει στο φως

από τον χώρο της ορχήστρας, των παρόδων (aditi) και των κτηριακών προσθηκών

όπισθεν της σκηνής στα οποία αντίστοιχα με μεγάλη δυσκολία αποδίδεται εκεί η

αρχική τους θέση.

Χρονικό και γεωγραφικό πλαίσιο

Τους δύο πρώτους αιώνες της ρωμαϊκής κυριαρχίας πραγματοποιήθηκε η

σταδιακή συγχώνευση του ελληνικού και ρωμαϊκού πολιτισμού με επίκεντρο την

Αθήνα. Μετά τα μέσα του 2ου αιώνα π. Χ., η Ρώμη ήταν η κυρίαρχη δύναμη στον

ελληνικό χώρο. Οι πόλεις και τα ιερά της Ελλάδας ένιωσαν την καταπίεση των

ρωμαϊκών λεγεώνων και την απληστία των στρατηγών τους, έτσι ο ελληνιστικός

κόσμος σταδιακά αναδιαμορφώθηκε και αναδιοργανώθηκε στις ανατολικές επαρχίες

της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.4

Από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή εποχή (1ος αι. π. Χ. – 4ος μ. Χ.) - που

αποτελεί και το χρονικό πλαίσιο της εργασίας – συντελείται μια μεγάλη αλλαγή: όλα

τα γλυπτά αντικείμενα δεν υπηρετούν μεμονωμένα την τέχνη, αλλά πολλές φορές

λειτουργούν ως φορείς μηνυμάτων. Από τη στιγμή που μπαίνει ο θεατής στο χώρο

του θεάτρου από την πάροδο (aditus) μέχρι να καθίσει στη θέση του στο κοίλο

(cavea) «επικοινωνεί» με τα εντυπωσιακά πορτραίτα που απεικονίζουν τόσο τον

αυτοκράτορα ή τα μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας όσο και φυσιογνωμίες της

τοπικής αριστοκρατίας.5 Αυτό το στοιχείο δεν υπήρχε ποτέ στην ελληνική τέχνη, ούτε

3 Πρβλ. M. C. Sturgeon (2004), Sculpture The Assemblage From The Theater (Corinth

Volume IX, Part III), Princeton.

4 Shear (1981), 356.

5 Οι αγαλματικοί τύποι- πορτρέτα απεικονίζονταν επίσης ανάγλυφα στα νομίσματα και οι

κατασκευαστές τους προκειμένου να καταλήξουν σ’ ένα συγκεκριμένο τύπο έπρεπε να

λάβουν υπόψη τα πολιτικά, ιδεολογικά και θρησκευτικά στοιχεία του επίσημου μηνύματος

5

ακόμα την ελληνιστική εποχή που μπορεί τα έργα να «πλάθονταν» με «ζωντανές»

λεπτομέρειες, ωστόσο παρέμεναν αναπόφευκτα σε μια απόμακρη σφαίρα, σε έναν

ιδεατό κόσμο. Η διαδικασία αυτή, η οποία είχε ήδη ξεκινήσει από τον 1ο αι. π. Χ.,

ολοκληρώθηκε και κορυφώθηκε πλήρως από την εποχή του Αυγούστου και μετά.6

Η επιλογή του γεωγραφικού πλαισίου ορίζεται βάσει του ελαχίστου

διαθέσιμου δημοσιευμένου αρχαιολογικού υλικού από όλο τον σύγχρονο ελλαδικό

χώρο. Η αποφυγή εξέτασης μεμονωμένων αγαλμάτων ή γλυπτού υλικού (κορμοί

σωμάτων – μέλη – αταύτιστα γλυπτά τμήματα), που δεν μπορούν να ενταχθούν σε

κάποια σύνθεση συμβολικού χαρακτήρα ούτε μπορούν να παρέχουν ιδιαίτερα

τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της κατασκευής τους ώστε να αποτελούν σημεία

συγκριτικής μελέτης, αποτελεί τον κύρια αιτία της επιλογής μελέτης γλυπτού υλικού

ενταγμένου στο ευρύτερο σύνολο που ενυπάρχει, δηλ. στο θεατρικό οικοδόμημα. Με

αυτόν τον τρόπο επιτυγχάνεται πιο αποτελεσματικά η ανάδειξη της αξίας τόσο της

θεατρικής κατασκευής όσο και του γλυπτού της διακόσμου μέσα στο πολιτισμικό

περιβάλλον για το οποίο έχουν δημιουργηθεί δίνοντας έμφαση στις κοινωνικές και

πολιτικές συνθήκες. Οκτώ οικοδομήματα ψυχαγωγίας (επτά Θέατρα κι ένα Ωδείο)

αποτελούν - λόγω του δημοσιευμένου υλικού τους - αντιπροσωπευτικά δείγματα για

την άντληση σημαντικών πληροφοριών τα οποία θα παρουσιαστούν σε επόμενο

κεφάλαιο: τα Θέατρα του Διονύσου του Ελευθερέως στην Αθήνα, του Γυθείου, της

Μεσσήνης, της Σπάρτης, του Άργους, της Μαντινείας, της Κορίνθου και το Ωδείο της

Μεσσήνης.

Τα θέατρα στη Ρωμαϊκή Ελλάδα: «μετασκευή» και «ανασκευή».

Τα ελληνιστικά θέατρα της Ελλάδας ξαναχτίστηκαν ή απλά προσαρμόστηκαν

στις νέες ανάγκες των παραστάσεων ή θεαμάτων της Ρωμαϊκής περιόδου. Σε πολύ

σπάνιες περιπτώσεις, όπως στην Επίδαυρο και στην Ήλιδα, τα θέατρα υπέστησαν

εξαιρετικά περιορισμένες ή καθόλου αλλαγές, αλλά συνέχισαν να λειτουργούν, σε

αντίθεση με άλλα, όπως στις Οινιάδες ή στην πόλη της Στράτου που η χρήση τους

που ήθελαν να περάσουν - ή τις προσωπικές φιλοδοξίες του αυτοκράτορα - καθώς επίσης και

τον χαρακτήρα της τοπικού πληθυσμού: βλ. Papageorgiadou - Bani (2004), σελ.38.

6 Di Napoli (2008), 346.

6

σταδιακά ή απότομα διακόπτεται μετά την ρωμαϊκή κατάκτηση. Σε άλλα θέατρα

έγιναν ακόμα πιο εκτεταμένες τροποποιήσεις, όχι μόνο στη σκηνή και στο κοίλο

αλλά και στην ορχήστρα. Χαρακτηριστικά παραδείγματα συνιστούν το προσκήνιο

του ελληνιστικού θεάτρου στο Άργος, το οποίο χτίστηκε κατά τη διάρκεια του

πρώτου τριμήνου του 3ου αι. π. Χ. και αντικαταστάθηκε στα τέλη του 2ου αι. μ. Χ.

από το χαμηλό pulpitum ρωμαϊκού τύπου,7 και το ξύλινο κτήριο της σκηνής του

θεάτρου των Φιλίππων της υστεροκλασικής – ελληνιστικής φάσης, το οποίο αποκτά

στα τέλη του 1ου

αι. μ. Χ. τριώροφο κτήριο σκηνής στη νότια πλευρά του και υψηλό

προσκήνιο με δύο ορόφους στη βόρεια πλευρά του που βλέπει την ορχήστρα, μια

τροποποίηση που εντάσσεται στο πλαίσιο της ανακατασκευής του θεάτρου σύμφωνα

με τη τυπική ρωμαϊκή μορφή,.

Η ισχνή παρουσία των τυπικών ρωμαϊκών θεάτρων8 στον ελλαδικό χώρο

μπορεί να εξηγηθεί εν μέρει επειδή οι επαρχίες της Ελλάδας έδειχναν μια σχετικά

περιορισμένη οικοδομική δραστηριότητα, αλλά κυρίως επειδή πολλά θέατρα της

ελληνιστικής περιόδου επέζησαν και συνέχισαν να χρησιμοποιούνται κατά τους

ρωμαϊκούς χρόνους. Η σημασία της ανακατασκευής ή μετασκευής των θεάτρων

σύμφωνα με τα ρωμαϊκά πρότυπα της αυτοκρατορικής λατρείας και ρωμαϊκής ισχύος

είναι αλληλένδετη με τον συμβολικό χαρακτήρα και την αλληγορία του γλυπτού τους

διακόσμου. Οι παραστάσεις είχαν αναδειχθεί ως μέσο εδραίωσης της αυτοκρατορικής

λατρείας. Ο γλυπτός διάκοσμος μετέφερε τα μηνύματα της νέας πολιτικής αλλά και

θρησκευτικής ιδεολογίας, καθώς η αφοσίωση του αυτοκράτορα σε συγκεκριμένες

θεότητες επέφερε σημαντικές αλλαγές στη σύνθεση του τοπικού πάνθεον, ιδιαίτερα

εκείνη των ρωμαϊκών αποικιών της Κορίνθου και της Πάτρας, αλλά και των

ελληνικών πόλεων που ήταν η πιο «ανοικτές» σε επιρροές της Ρώμης.9

Η νέα κυρίαρχη ιδεολογία δημιουργήθηκε σταδιακά πάνω σε συμβολικές

δομές του παρελθόντος.10

Ο εκρωμαϊσμός της κάθε ελληνικής τοπικής κοινωνίας δεν

θα μπορούσε να στηριχθεί μόνο στην «ανακατασκευή» των κοινωνικών δομών αλλά

περισσότερο στη λιγότερο δαπανηρή «μετασκευή» τους που έμοιαζε με πολιτισμική

συνέχεια. Ζωντανό παράδειγμα αποτελεί το ενδιαφέρον των επιφανών αντρών στην

7 Di Napoli (2010), 255.

8 Για τα στοιχεία του τυπικού ρωμαϊκού θεάτρου πρβλ.: Di Napoli (2010), 254.

9 Camia - Kantiréa (2010), 377.

10 Camia - Kantiréa (2010), 380.

7

αποκατάσταση των αθηναϊκών μνημείων και μαρτυρείται στις προσπάθειες του

Κικέρωνα να διασώσει το σπίτι και την περιουσία του Επίκουρου και στη συμβολή

του Αππίου Κλαύδιου Πουλχέριου (Appius Claudius Pulcher), φίλου και εκπροσώπου

του Κικέρωνα, που πλήρωσε για την κατασκευή των εσωτερικών Προπυλαίων και

του ιερού στην Ελευσίνα.11

Στα θεατρικά οικοδομήματα ανάλογες χαρακτηριστικές

πράξεις βλέπουμε μέσω των πολυάριθμων αναθηματικών επιγραφών που

παρουσιάζουν τον αυτοκράτορα ή μέλη της αυτοκρατορικής οικογένειας ή πρόσωπα

της τοπικής αριστοκρατίας (ιδιώτες) ως ευεργέτες των κατασκευαστικών ενεργειών,

χαρακτηριστική επιγραφή αποτελεί η IG V 1.691 στην οποία καταγράφεται ότι ο

χορηγός του θεάτρου της Σπάρτης ήταν ο Βεσπασιανός το 77/78.12

Αξίζει να

σημειωθεί ότι το πρώτο σωζόμενο παράδειγμα μιας ιδιωτικής αφιέρωσης, λαξευμένης

στο λίθινο επιστύλιο του προσκηνίου, εμφανίζεται από την ελληνιστική περίοδο στη

Θάσο και συγκεκριμένα στις αρχές του 3ου αιώνα π. Χ., από τον Λυσίστρατο γιο του

Κόντη προς τον Διόνυσο.13

Β. Εξω-σκηνικός γλυπτός διάκοσμος – επιγραφές – φιλολογικές πηγές:

Στο κεφάλαιο αυτό θα γίνει προσπάθεια να παρουσιαστούν τα «εκτός

σκηνής» γλυπτά αντικείμενα από επιλεγμένα – όπως έχει προαναφερθεί - θεατρικά

οικοδομήματα, καθώς και οι ενεπίγραφες μαρτυρίες που έχουν ανακαλυφθεί στους

προς μελέτη χώρους τους: κοίλο (auditorium), ορχήστρα (orchestra), πάροδοι (aditi)

και κτηριακές προσθήκες όπισθεν της σκηνής (post- sceaneum). Οι επιγραφές λόγω

της τυχαίας επιβίωσής τους δεν κάνουν πάντα σαφές σε ποια οικοδομική φάση έχουν

σχεδιαστεί, και δεν παρέχουν πάντα πληροφορίες σχετικά με τα στοιχεία του

χορηγού. Υπάρχουν πολλές επιγραφές που καταγράφουν την ύπαρξη πολλών

χορηγών για το ίδιο κτήριο ή το ίδιο τμήμα κτηρίου. Ή, όταν ένας αυτοκράτορας

ανταποκρίνεται σε αίτημα για βοήθεια της πόλης μετά από μια φυσική καταστροφή,

δεν υπάρχουν επιγραφές με το όνομά του. Συγκεκριμένα, οι Scriptores Historiae

Augustae (Had.1 9.9,20.4) δηλώνουν ότι, αν και ο Αδριανός πλήρωσε για πολλά

11

Shear (1981), 357.

12 Sturgeon (2004), 418.

13 Sturgeon (2004), 417.

8

κτήρια, συχνά δεν έβαζε το όνομά του σε αυτά.14

Οι φιλολογικές μαρτυρίες για τον

εξω-σκηνικό γλυπτό διάκοσμο είναι ελάχιστες και αφορούν μόνο τα θέατρο του

Διονύσου και του Άργους χωρίς ωστόσο (ιδιαίτερα στο δεύτερο) να μπορεί να

αποδοθεί με βεβαιότητα η αρχική θέση των αναφερόμενων γλυπτών γιατί δεν δίνεται

η ακριβής τοποθεσία ανίδρυσής τους.

Εξάλλου, η αρχική θέση των γλυπτών ευρημάτων αποτελεί τροχοπέδη στην

πορεία της έρευνας καθώς δεν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις και οι θεωρίες

αποκατάστασης λόγω έλλειψης αρχαιολογικού υλικού είναι ελάχιστες – παράδειγμα

αποτελεί η μελέτη αποκατάστασης της M. Sturgeon για την αδριάνεια περίοδο του

θεάτρου της Κορίνθου - και πολλές φορές προς αμφισβήτηση. Δεν υπάρχει όμως

καμία ολοκληρωμένη θεωρία αποκατάστασης των γλυπτών για τους χώρους πέραν

της scaenae frons. Αυτό συμβαίνει για δύο λόγους, εξαιτίας της έλλειψης ενδεικτικού

υλικού και της τάσης να αποδίδονται σχεδόν όλα τα γλυπτά αντικείμενα στο

διάκοσμο της πρόσοψης της ρωμαϊκής σκηνής. Ωστόσο, η παρούσα συγγραφική

προσπάθεια δεν αποτελεί ερμηνευτική προσέγγιση αποκατάστασης αλλά

παρουσίαση, συγκριτική μελέτη του εξω-σκηνικού γλυπτού διακόσμου επιλεγμένων

– λόγω σχετικά μη επαρκούς δημοσιευμένου αρχαιολογικού υλικού – θεάτρων από

τον ελλαδικό χώρο αλλά και προσπάθεια ανίχνευσης και άντλησης ιστορικών

πληροφοριών που βοηθούν στο να αντιληφθούμε την πολυσημία των θεατρικών

οικοδομημάτων.

Θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως

Το Θέατρο του Διονύσου βρίσκεται στην ανατολική πλευρά της νότιας

κλιτύος του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας. Η συστηματική αρχαιολογική

έρευνα ξεκίνησε το 1862 και η πρώτη ανασκαφική δημοσίευση γίνεται το 1896 από

τους W. Dӧrpfeld και E.Reisch. Σημαντικοί επιστήμονες βοήθησαν στις έρευνες του

μνημείου όπως ο E.Fiechter και ο W.Wurster. Το μνημείο γίνεται μέσο

προσδιορισμού άλλων κτισμάτων από τον Παυσανία χωρίς βέβαια να κάνει ποτέ

ιδιαίτερη μνεία για αυτό.15

Από την παλαιότερη κατασκευαστική φάση που

14 Sturgeon (2004), 412.

15 Πρβλ. Παυσανίας Ι,20, 2-3: "Κοντά στο θέατρο είναι το αρχαιότατο ιερό του Διονύσου".

Ι,20,4: "Κοντά στο ιερό του Διονύσου και στο θέατρο υπάρχει ένα οικοδόμημα που λένε πως

έγινε κατ' απομίμηση της σκηνής του Ξέρξη".

9

χρονολογείται τέλη 6ου

αι. π. Χ. – αρχές 5ου

αι. π. Χ. υπάρχουν αρχαιολογικές

μαρτυρίες για μια κυκλική ορχήστρα (υπολείμματα μιας λίθινης κυκλικής

κατασκευής). Στα τέλη του 5ου

αι. π. Χ. κατά πάσα πιθανότητα υπήρχε μια ξύλινη

σκηνή (χωρίς αυτό να επιβεβαιώνεται αρχαιολογικά), η ορχήστρα και το κοίλο

μετατοπίζονται βορειοδυτικά. Στη Λυκούργεια κατασκευαστική φάση (338-324π. Χ.)

εμφανίζεται κατασκευαστικά η πρώτη λίθινη σκηνή και υπολογίζεται ότι το κοίλο -

με εδώλια από πειραϊκό ασβεστόλιθο – μπορούσε να φιλοξενήσει 16000 θεατές16

.

Στην ίδια περίοδο οι ενεπίγραφοι 67 θρόνοι της προεδρίας, από πεντελικό μάρμαρο,

περιέβαλαν την πεταλόσχημη ορχήστρα. Στις αρχές των ελληνιστικών χρόνων

μαρτυρείται η κατασκευή νέας πρόσοψης του προσκηνίου με 14 δωρικούς κίονες να

εδράζονταν επάνω σε μαρμάρινο στυλοβάτη.

Στη ρωμαϊκή περίοδο το θέατρο λόγω των νέων αναγκών υπέστη αλλαγές. Η

διώροφη ελληνιστική σκηνή μετατρέπεται σε ρωμαϊκή το 62/61 π. Χ.17

Την εποχή

του Αδριανού έχουμε την πληροφορία σχετικά με τον «εκτός σκηνής» διάκοσμο, στο

κοίλο ανιδρύθηκαν 13 αγάλματα του Αδριανού και κατασκευάστηκε ένα θεωρείο για

τον αυτοκράτορα. Στις αρχές του 5ου

αι. π. Χ., την εποχή που χτίστηκε το «Βήμα του

Φαίδρου», τοποθετήθηκαν τα μαρμάρινα θωράκια για τη μετατροπή της ορχήστρας

σε αρένα.18

Αργότερα, η ενίσχυση και

η στεγανοποίησή τους με υδραυλικό

κονίαμα φανερώνει την πρόθεση της

μετατροπής της ορχήστρας σε

κολυμβήθρα για τη διεξαγωγή

«πλασματικών» ναυμαχιών.

Μαρμάρινη πλακόστρωση στην

16

Σύμφωνα με τους πρόσφατους υπολογισμούς του Γ. Καμπουράκη, στο Σ. Γώγος, Το

αρχαίο θέατρο του Διονύσου (2005) 211-213.

17 Σύμφωνα με την επιγραφή στη scaenae frons που ανέφερε ως αναθέτη τον Τιβέριο

Κλαύδιο Νόβιο : πρβλ. Sear (2006), σελ. 389.

18 Πρβλ. Dio Chrysostom (Orationes 31. 121): «Ἀθηναῖοι δὲ ἐν τῷ θεάτρῳ θεῶνται τὴν

καλὴν ταύτην θέαν ὑπ᾽ αὐτὴν τὴν ἀκρόπολιν, οὗ τὸν Διόνυσον ἐπὶ τὴν ὀρχήστραν τιθέασιν:

ὥστε πολλάκις ἐν αὐτοῖς τινα σφάττεσθαι τοῖς θρόνοις, οὗ τὸν ἱεροφάντην καὶ τοὺς ἄλλους

ἱερεῖς ἀνάγκη καθίζειν».

Εικόνα 1. Η ορχήστρα του θεάτρου του Διονύσου.

10

ορχήστρα (εικ.1)

Βρίσκεται κατά χώραν (in situ). Έχει διάμετρο 26,53μ. Η μαρμάρινη

πλακόστρωση σώζεται σε ολόκληρη την επιφάνεια της ορχήστρας. Συγκεκριμένα από

την πρώτη κατασκευαστική φάση των ρωμαϊκών χρόνων (εποχή του Νέρωνα)

διατηρούνται πολύχρωμα μάρμαρα λευκού, πράσινου, ερυθρού και κυανού

χρώματος. Περιβάλλεται από αγωγό μήκους 0,96μ. και βάθους 1μ. Υπήρχαν λίθινες

γέφυρες πάνω από τον αγωγό που βρίσκονταν ακριβώς απέναντι από τις κλίμακες

που διαιρούσαν το κοίλο. Γύρω από την ορχήστρα είχαν κατασκευαστεί 67

μαρμάρινοι θρόνοι, ανάμεσά τους και ο θρόνος για τον ιερέα του Διονύσου. Κατά την

ίδια περίοδο αφαιρείται η χαμηλότερη σειρά καθισμάτων για να τοποθετηθεί η

δεύτερη σειρά των θρόνων της προεδρίας.19

Στο κέντρο της ορχήστρας μικρές ορθογώνιες πλάκες σχηματίζουν ένα

μεγάλο ρομβοειδές διακοσμητικό μοτίβο το οποίο περιβάλλεται από μεγαλύτερες

πολύχρωμες πλάκες. Στο κέντρο του ρομβοειδούς διακοσμητικού θέματος υπάρχει

μια ορθογώνια μαρμάρινη πλάκα με κυκλική οπή (διαμέτρου 0,505 μ.), η οποία ίσως

να χρησίμευε για την τοποθέτηση ενός μαρμάρινου βωμού στη μέση της

ορχήστρας.20

Προτομή βαρβάρου ηγεμόνα (εικ.2)21

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ), αρ.

ευρ. 419. Χρονολογείται περίπου το 200 μ. Χ.

Προτομή ανδρικής μορφής, το κάτω μέρος της οποίας

έχει σπάσει. Η κεφαλή στρέφεται προς τα δεξιά. Έχει

ύψος 0,49 μ. και πλάτος 0,287 μ. Φιλοτεχνήθηκε από

ημίλευκο μάρμαρο. Υπάρχουν ελάχιστες

αποκρούσεις στη μύτη και στα μαλλιά ενώ οι λείες

επιφάνειες του μετώπου και των παρειών αποτελούν

ενδεικτικά στοιχεία της πολύ καλής κατάστασης στην

οποία διατηρούνται. Η πλούσια κόμη που

σχηματίζεται από κυματιστούς βοστρύχους εκτείνεται έως την ωμοπλάτη. Τα γένια

19

Sear (2006), 389.

20 Di Napoli (2007), 198.

21 Ρωμιοπούλου (1997), 104 και Di Napoli (2007), 204.

Εικόνα 2. Προτομή βάρβαρου

ηγεμόνα

11

αποδίδονται με την ίδια τεχνοτροπία των μαλλιών αλλά σε μικρότερη κλίμακα και σε

μια σύλληψη που αναδεικνύει την ισχυρή προσωπικότητα ενός αλλοεθνή ηγεμόνα

που διαθέτει φιλοσοφική έκφραση. Τα πυκνά φρύδια δηλώνονται με εγχάρακτες

λοξές γραμμές και η «ήρεμη» ματιά αποτυπώνεται στην ευδιάκριτη και

καλοσχηματισμένη παρουσία της κόρης και της ίριδας. Οι επιφάνειες των παρειών

και του μετώπου είναι στιλβωμένες. Βρέθηκε το 1876 στο άνω δυτικό τμήμα του

κοίλου.

Κολοσσιαία εικονιστική κεφαλή του Λουκίου Βέρου (εικ.3)22

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕAM), αρ.

ευρ. 350. Χρονολογείται την περίοδο της

συμβασιλείας: 161-169 μ. Χ. Χρησιμοποιήθηκε

πεντελικό μάρμαρο για τη δημιουργία του.

Απεικονίζεται ο Λούκιος Βέρος, αυτοκράτορας που

συμβασίλευε με τον αδελφό του, Μάρκο

Αυρήλιο.23

Προοριζόταν για ένθεση σε άγαλμα

όπως μαρτυρά ο όλμος στο κάτω τμήμα του λαιμού.

Σωζόμενο ύψος 0,65 μ. Φέρει αποκρούσεις στη

μύτη, στο στόμα και στο αριστερό αφτί. Οι

επιφάνειες των παρειών και του χαμηλού

μετώπου είναι στιλβωμένες. Λείπουν το δεξιό

πλάγιο και οπίσθιο τμήμα της κεφαλής. Στην

εικονιστική κεφαλή αναγνωρίζονται τα τυπικά

χαρακτηριστικά γνωρίσματα του Λουκίου

Βέρου, όπως είναι γνωστά από τα επίσημα

πορτραίτα του:24

πυκνοί βόστρυχοι σε

σιγμοειδή σχηματισμό έχουν λαξευτεί για

απόδοση των μαλλιών και των γενιών ενώ το

22 Di Napoli (2007), 203.

23 Mνημείο προς τιμήν του Mάρκου Aυρηλίου και του Λούκιου Bέρου είχε στηθεί και στην

Eλευσίνα με τη φροντίδα του Hρώδου του Aττικού το 166 μ. X.: βλ. Θέμελης (2010), 31.

24 Albertson (1983), 155-163.

Εικόνα 4. Κεφαλή Λουκίου Βέρου

Εικόνα 3. Κεφαλή νέου άνδρα

12

μουστάκι δηλώνεται με ελάχιστα έξεργες καμπύλες εγχαράξεις. Τα μάτια

(διαχωρίζεται η ίριδα από την κόρη) εκφράζουν την πρόθεση για την «αποθέωση»

του αυτοκράτορα. Η εντύπωση ότι το έργο παρέμεινε ατελείωτο ή ότι δεν ήταν

ορατό δίδεται από την αδρή επεξεργασία του πίσω μέρους της κεφαλής. Βρέθηκε το

1878 κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο θέατρο (ορχήστρα).

Εικονιστική κεφαλή νέου άνδρα (εικ.4)25

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕAM), αρ. ευρ. 356. Χρονολογείται στα

μέσα του 2ου αι. μ. Χ. Είναι σπασμένο στη βάση του λαιμού. Έχει σωζόμενο ύψος

της κεφαλής 0,395 μ., σωζόμενο μέγιστο πλάτος 0,327 μ. (διαστάσεις μεγαλύτερες

του φυσικού μεγέθους) και έχει κατασκευαστεί από πεντελικό μάρμαρο. Απεικονίζει

νέο άνδρα, ίσως ιερέα όπως δηλώνει η ύπαρξη στεφανιού σε τύπο πλοχμού με τρεις

σειρές φύλλων φυτού (ελιάς ή μυρτιάς), το οποίο πιθανότατα παριστά στρόφιον. Το

γλυπτό επίσης φέρει αποκρούσεις στα χείλη και σε κάποιους βοστρύχους. Οι λείες

επιφάνειες του μετώπου και των παρειών είναι στιλβωμένες. Ένταση προσδίδουν οι

κυματιστοί βόστρυχοι της κόμης. Εκτός από το στεφάνι στα μαλλιά σώζεται και

ταινία με διπλή απόληξη στο πίσω μέρος τους. Οι πυκνοί βόστρυχοι σε άτακτη

διάταξη καλύπτουν μεγάλο μέρος του μετώπου και τα αφτιά, ενώ τα γένια

δηλώνονται με λιγότερο έξεργους βοστρύχους. Τα φρύδια σε σχήμα τόξου

απαρτίζονται από λεπτές εγχάρακτες γραμμές. Στα έντονα συμμετρικά

αμυγδαλόσχημα μάτια δηλώνονται η ίριδα και η κόρη σε σχήμα μικρής ασπίδας. Το

μικρό στόμα δηλώνεται μισάνοιχτο μέσω αβαθούς σχισμής στην οποία διακρίνεται η

γλώσσα. Βρέθηκε το 1878 στο θέατρο του Διονύσου, μαζί με το πορτρέτο του

Λουκίου Βέρου (εικ.3).

Εικονιστική κεφαλή του Ομήρου (εικ.5)26

Εθνικό Αρχαιολογικό Μουσείο (ΕΑΜ), αρ. ευρ.

626. Χρονολογείται στα τέλη του 3ου - αρχές του

4ου αι. μ. Χ. Η εικονιστική αυτή κεφαλή ανήκει

σε μια σειρά αντιγράφων των πορτραίτων του

Ομήρου, στον λεγόμενο τύπο του Απολλώνιου

Τυανέως, πρώιμο ελληνιστικό έργο από τα τέλη

25

Di Napoli (2007), 204 και Ρωμιοπούλου (1997), 82.

26 Di Napoli (2007), 204. Ρουσόπουλος (1862), 137 και Ρωμιοπούλου (1997), 137.

Εικόνα 5. Κεφαλή Ομήρου

13

του 4ου αι. π. Χ. Έχει δημιουργηθεί από πεντελικό μάρμαρο. Σωζόμενο ύψος 0,33 μ.

Λείπει το κάτω δεξιό τμήμα του προσώπου. Η μύτη είναι σπασμένη, ενώ η επιφάνεια

είναι φθαρμένη και παρουσιάζει απολεπίσεις και αποκρούσεις σε πολλά σημεία. Το

ωοειδές και γεμάτο πρόσωπο χαρακτηρίζεται από υψηλό μέτωπο, στο οποίο πέφτουν

οι μηνοειδείς βόστρυχοι που καλύπτουν και τα αφτιά. Τα μικρά μάτια είναι

τοποθετημένα αρκετά βαθιά μέσα στις κόγχες. Οι παρειές είναι μεγάλες, το μικρό

στόμα είναι μισάνοιχτο και μια βάθυνση παρατηρείται ανάμεσα στο κάτω χείλος και

το σαγόνι. Βρέθηκε στο μνημείο, στην περιοχή του κοίλου, κατά τη διάρκεια των

ανασκαφών του 1861-1862.

Βάθρο για άγαλμα του Φιλοπάππου 27

Βρίσκεται στο θέατρο του Διονύσου, αρ. ευρ. ΝΚ 280. Φιλοτεχνήθηκε από

μάρμαρο Υμηττού. Σωζόμενο ύψος 0,73 μ., μήκος 1,03 μ., πάχος 0,52 μ. Βρέθηκε

κατά χώραν (in situ) κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στο μνημείο. Μεγάλο βάθρο

το οποίο πρέπει να έφερε άγαλμα του Φιλοπάππου. Φέρει την ακόλουθη επιγραφή

(ύψος των γραμμάτων στους στίχους 1-4: 0,037 μ.):

ἠ Οἰνηὶς φυλὴ διὰ τῶν [εὖ] ἀγωνισαμέ|νων χορῷ Διονυσιακῷν τὸν ἄρχον|τα καὶ

ἀγωνοθέτην Διονυσίων Γάιον Ἰούλιον Ἀντίοχον Ἐπιφανῆ Φιλόπαπ|πον Βησαιέα τῆς·

εἰς ἑαυτὴν εὐυεργεσίας | … (συνεχίζει έως τον στοίχο 42).

Σύμφωνα με την αρχή του κειμένου της επιγραφής, η Οινηίδα φυλή ανέθεσε

στον Γάιο Ιούλιο Αντίοχο Επιφανή Φιλόπαππο ένα άγαλμα για την ευεργεσία που

εκείνος έδειξε. Ο Φιλόπαππος την εποχή της ανάθεσης αυτής ήταν επώνυμος άρχων

και αγωνοθέτης και η ανάθεση γίνεται

κατά τη συμμετοχή ενός χορού στα

Διονύσια. Ο ευγενής τότε νέος, που είχε

υιοθετήσει το όνομα του παππού του

(Αντιόχου Δ, τελευταίου βασιλιά της

Κομμαγηνής) για να προβάλει την

αριστοκρατική του καταγωγή, διετέλεσε

δύο φορές αγωνοθέτης των Διονυσίων και

για αυτό το λόγο η χρονολόγηση της επιγραφής μοιράζεται ανάμεσα στο 85/86 και

27

Di Napoli (2007), 200.

Εικόνα 6. Ενεπίγραφο βάθρο για άγαλμα του

Αισχύλου

14

92/93 μ. Χ. Επίσης, αναφέρονται στη συνέχεια της επιγραφής μια σειρά ονομάτων

που δηλώνουν τους συντελεστές του αγώνα (π.χ. ο διδάσκαλος Μοιραγένης).

Βάθρο για άγαλμα του Αισχύλου (εικ.6)28

Βρίσκεται στο Επιγραφικό Μουσείο, αρ. ευρ. 4942. Λαξευμένο σε ελευσίνιο

μάρμαρο. Σωζόμενο ύψος 0,265 μ., πλάτος 0,38 μ., μήκος 0,27 μ. Χρονολογείται τον

2ο αι. μ. Χ. περίπου. Βάθρο για άγαλμα, το οποίο παρουσιάζει αποκρούσεις στην

αριστερή, τη δεξιά και την κάτω πλευρά. Στην εμπρόσθια επιφάνεια φέρει την

επιγραφή (μέγιστο ύψος των γραμμάτων 0,045 μ.): [Αἰσ]χύλος. Βρέθηκε στην

περιοχή του Διονυσιακού θεάτρου για να χρησιμοποιηθεί πιθανώς για το άγαλμα του

τραγικού ποιητή.

Βάθρο για άγαλμα του Θέσπιδος (εικ.7)29

Βρίσκεται στο θέατρο

του Διονύσου, αρ. ευρ. ΝΚ 282.

Λαξευμένο σε ελευσίνιο

μάρμαρο. Μέγιστο σωζόμενο

ύψος 0,248 μ., πλάτος 0,75 μ.,

σωζόμενο μήκος 0,80 μ. Βάθρο

αγάλματος με αποκρούσεις σε

όλες τις επιφάνειες. Στην

εμπρόσθια επιφάνεια φέρει την

επιγραφή (ύψος των γραμμάτων 0,045 μ.): ΘΕΣΠΙΣ. Η επάνω επιφάνεια παρουσιάζει

στις άκρες δύο κοιλότητες ορθογώνιου σχήματος, καθώς και μία κεντρική κοιλότητα

κυκλικού σχήματος, στοιχεία από τα οποία γίνεται αντιληπτό ότι το βάθρο πρέπει να

χρησιμοποιήθηκε για την ανίδρυση χάλκινου καθιστού αγάλματος του Θέσπη.

Σχετίζεται με το αδριάνειο πρόγραμμα διακόσμησης του θεάτρου.30

Βάθρο για άγαλμα του Αδριανού στο κοίλο 31

28

Richter (1965), 121-122 και Di Napoli (2007), 200.

29 Richter (1965), 73-74 και Di Napoli(2007), 200.

30 Παπασταμάτη- Von Moock (2012), 149 υπ. 117.

31 Di Napoli (2007), 201. IG ΙΙ-ΙΠ2 3286 (= Πι 464).

Εικόνα 7. Ενεπίγραφο βάθρο για άγαλμα του Θέσπη.

15

Βρέθηκε στο θέατρο του Διονύσου, στη μεσαία κερκίδα κατά χώραν (in situ).

Λαξευμένο σε μάρμαρο Πεντέλης. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,56μ., πλάτος 0,83μ.,

βάθος 0,83μ. Έχει τετραγωνικό σχήμα και φέρει στην εμπρόσθια επιφάνεια την

ακόλουθη επιγραφή (το ύψος των γραμμάτων διαφοροποιείται μεταξύ 0,015 και

0,03μ.):

P. Aelio Ρ. f(ilio) Serg(ia) Hadriano \ co(n)s(uli), Vllviro epulonum, sodali Augustali,

leg(ato) pro pr(aetore) Imp(eratoris) Nervae Traiani \ Caesaris Aug(usti) Germanici

Dacici Pannoniae inferions, praetori eodemque | tempore leg(ato) leg(ionis) I

Minerviae p(iae) f(idelis) bello Dacico, item trib(uno) pleb(is). quaestori imperatoris \

Traiani et corniti expeditionis Dacicae, donis militaribus ab eo donato bis, trib(uno)

leg(ionis) II \ Adiutricis p(iae) f(idelis), item legionis V Macedonicae, item legionis

XXII Primigeniae p(iae) f(idelis), seviro \ turmae eq(uitum) R(omanorum), praef(ecto)

feriarum Latinarum, Xviro s(tlitibus) i(udicandìs). \ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου βουλὴ καὶ ἡ

τῶν ἐξακοσίων καὶ ὁ | δῆμος ὁ Ἀθηναίων τὸν ἄρχοντα ἑαυτῶν | Ἁδριανόν.

Χρονολογείται το 112/113 μ. Χ.

Τέσσερα βάθρα για αγάλματα τον Αδριανού στο κοίλο 32

Βρέθηκαν το 1862 στο θέατρο του Διονύσου, κατά χώραν (in situ).

Λαξευμένα σε μάρμαρο Πεντέλης. Τα βάθρα για τους χάλκινους ανδριάντες του

Αδριανού εντάσσονται στο πλαίσιο της νεοϊδρυθείσας αυτοκρατορικής λατρείας ως

Νέου Διονύσου.33

Το πρώτο βάθρο έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,62 μ., πλάτος 0,81

μ., βάθος 0,50μ. και βρέθηκε στην πάροδο αλλά τοποθετήθηκε εκ νέου στην έκτη

κερκίδα του κοίλου και φέρει την επιγραφή (εικ.8):

αὐτοκράτορα Καίσαρα, θεοῦ Τραϊανοῦ | Παρθικοῦ υἱόν, θεοῦ Νερούα υἱωνὸν |

Ἁδριανὸν Σεβαστόν, ἡ ἐξ Ἀρείου | πάγου βουλὴ καὶ ἡ βουλὴ τῶν χ καὶ | ὁ δῆμος

ἐπιμελουμένης τῆς Ἐρεχθηίδος φυλῆς

Το δεύτερο βάθρο έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,64 μ., πλάτος 0,83 μ., βάθος 0,83 μ.

και βρίσκεται στην πρώτη κερκίδα από δεξιά και φέρει την επιγραφή:

αὐτοκράτορα Καίσαρα, θεοῦ Τρα|ϊανοῦ Παρθικοῦ υἱόν, θεοῦ Νερούα | υἱωνὸν

Ἁδριανὸν Σεβαστόν, ἡ ἐξ | Ἀρείου πάγου βουλὴ καὶ ἡ βουλὴ | τῶν χ καὶ ὁ δῆμος

ἐπιμελουμένης | τῆς Ἀκαμαντίδος φυλῆς

32

Di Napoli (2007), 201 και Ρουσόπουλος (1862), 179 - 182.

33 Παπασταμάτη- Von Moock (2012), 149.

16

Το τρίτο βάθρο μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,58 μ., πλάτος 0,81 μ., βάθος 0,82 μ. και

βρίσκεται στην πρώτη κερκίδα από αριστερά και φέρει την επιγραφή:

αὐτοκράτορα Καίσαρα, θεοῦ Τραϊανοῦ | Παρθικοῦ υἱόν, θεοῦ Νερούα υἱωνὸν |

Ἁδριανὸν Σεβαστόν, ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου | βουλὴ καὶ ἡ βουλὴ τῶν χ καὶ ὁ δῆμος |

ἐπιμελουμένης τῆς Οἰνηὶδος φυλῆς

Τέλος, δεν είναι βέβαια η τοποθεσία στην οποία βρέθηκε το τέταρτο βάθρο. Φέρει

την επιγραφή (μέγιστο σωζόμενο ύψος των γραμμάτων 0,04 μ.):

αὐτοκράτορα Καίσαρα, θ[εοῦ Τραϊανοῦ] | Παρθικοῦ υἱόν, θεοῦ Νε[ρούα υἱωνὸν] —

Χρονολογούνται περί το 124/125 μ. Χ.

Ενεπίγραφοι θρόνοι της προεδρίας 34

Βρίσκονται στο θέατρο του Διονύσου,

κατά χώραν (in situ). Λαξευμένοι σε μάρμαρο

Πεντέλης. Οι εξήντα επτά μαρμάρινοι θρόνοι

της προεδρίας, οι οποίοι αποτελούν την πρώτη

σειρά των εδωλίων του κοίλου, έχουν

ερεισίνωτο και ερεισίχειρα. Η ακριβής τους

διάταξη αμφισβητείται γιατί δεν βρέθηκαν

34

Di Napoli (2007), 202 και Ρουσόπουλος (1862), 94-102.

Εικόνα 9. Μαρμάρινος θρόνος του ιερέως του

Διονύσου.

Εικόνα 8. Ενεπίγραφο βάθρο για άγαλμα του Αδριανού (αποτύπωση).

17

όλοι στην αρχική τους θέση. Φέρουν διάφορες ανάγλυφες παραστάσεις, πιο

χαρακτηριστικές αποτελούν αυτές στο θρόνο του ιερέως του Διονύσου Ελευθερέως

(εικ. 9) στις οποίες απεικονίζονται ο Ζευς με τον κεραυνό ενώ συγκρούεται με τη

Χίμαιρα (πάνω από την επιγραφή του εμπρόσθιου τμήματος), δύο Σάτυροι που

κρατούν ένα τσαμπί σταφύλι (στην εσωτερική πλευρά του ερεισίνωτου), μια

κοκορομαχία (στο ερεισίχειρο). Απαριθμούνται από τα δυτικά προς τα ανατολικά και

εντός αγκύλων είναι τα ονόματα που δεν βρέθηκαν στην αρχική τους θέση:

1. ΙΕΡΕΩΣ ΔΗΜΗΤΡΟΣ ΚΑΙ ΦΕΡΡΕΦΑΤΤΗΣ, 2. IEP ΕΩΣ ΔΙΟΣ ΤΕΛΕΙΟΥΒΟΥΖΥΓΟΥ,

3. ΙΕΡΕΩΣ ΘΗΣΕΩΣ, 4. ΙΕΡΕΩΣ ΑΙΘΟΦΟΡΟΥ, 5. ΙΕΡΕΩΣΑΥΛΟΝΕΩΣΔΙΟΝΥΣΟΥ, 6.

ΙΕΡΕΩΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΔΑΦΝΗΦΟΡΟΥ, Ί. ΙΕΡΈΩΣ ΗΦΑΙΣΤΟΥ, 8. ΙΕΡΈΩΣ

ΟΥΡΑΝΙΑΣ ΝΕΜΕΣΕΩΣ, 9. ΙΕΡΕΩΣ ΑΝΑΚΩΝ ΚΑΙ ΗΡΩΟΣ ΕΠΙΤΕΓΙΟΥ, 10.

ΦΑΙΔΥΝΤΟΥ ΔΙΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ ΕΝ ΑΣΤΕΙ, 11. ΙΕΡΕΩΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΛΥΚΗΟΥ, 12.

ΦΑΙΔΥΝΤΟΥ ΔΙΟΣ ΕΚ ΠΕΙΣΗΣ, 13. ΙΕΡΕΩΣ ΔΩΔΕΚΑ ΘΕΩΝ, 14. ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΣ

ΦΙΛΙΟΥ, 15. ΙΕΡΕΩΣ ΜΟΥΣΩΝ, 16. ΙΕΡΕΩΣ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ, 17. ΙΕΡΕΩΣ ΕΥΚΛΕΙΑΣ ΚΑΙ

ΕΥΝΟΜΙΑΣ, 18. ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΜΕΛΠΟΜΕΝΟΥ ΕΚ ΤΕΧΝΕΙΤΩΝ, 19. ΙΕΡΕΩΣ

ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΑΤΡΩΟΥ, 20. ΙΕΡΕΩΣ ΑΝΤΙΝΟΟΥ ΧΟΡΕΙΟΥ ΕΚ ΤΕΧΝΕΙΤΩΝ, 21.

ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΚΑΙ ΑΘΗΝΑΣ ΣΩΤΕΙΡΑΣ, 22. ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΣ ΒΟΥΑΑΙΟΥ ΚΑΙ

ΑΘΗΝΑΣ ΒΟΥΛΑΙΑΣ, 23. ΒΟΥΖΥΓΟΥ ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΣ ΕΝ ΠΑΛΛΑΔΙΩΙ, 24. ΙΕΡΕΩΣ

ΜΕΛΠΟΜΕΝΟΥ ΔΙΟΝΥΣΟΥ ΕΞ ΕΥΝΕΙΔΩΝ, 25. ΙΕΡΕΩΣ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΚΟΛΑΙΝΙΔΟΣ,

26. ΙΕΡΕΩΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ ΓΑΙΗΟΧΟΥ ΚΑΙ ΕΡΕΧΘΕΩΣ, 27. ΕΞΗΓΗΤΟΥ ΕΞ

ΕΥΠΑΤΡΙΔΩΝ ΧΕΙΡΌΤΟΝΗΤΟΥ ΥΠΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΔΙΑ ΒΙΟΥ, 28. ΙΕΡΕΩΣ ΧΑΡΙΤΩΝ

ΚΑΙ ΑΡΤΕΜΙΔΟΣ ΕΠΙΠΥΡΠΔΙΑΣ ΠΥΡΦΟΡΟΥ, 29. ΙΕΡΕΩΣ ΠΟΣΕΙΔΩΝΟΣ

ΦΥΤΑΛΜΙΟΥ, 30. ΙΕΡΕΩΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ Δ ΗΛΙΟΥ, 31. ΙΕΡΟΦΑΝΤΟΥ, 32. ΙΕΡΕΩΣ

ΔΙΟΣ ΟΛΥΜΠΙΟΥ, 33. ΠΥΘΟΧΡΗΣΤΟΥ ΕΞΗΓΗΤΟΥ, 34. ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΝΥΣΟΥ

ΕΛΕΥΘΕΡΕΩΣ, 35. ΙΕΡΕΩΣ ΔΙΟΣ ΠΟΛΙΕΩΣ, 36. ΘΥΗΧΟΟΥ, 37. [ΔΑΔΟΥΧΟΥ], 38.

[ΙΕΡΕΩΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ ΠΥΘΙΟΥ], 39. [ΙΕΡΟΜΝΗΜΟΝΟΣ], 40. [ΙΕΡΕΩΣ ΚΑΙ

ΑΡΧΙΕΡΕΩΣ ΣΕΒΑΣΤΟΥ ΚΑΤΣΑΡΟΣ], 4L [ΙΕΡΕΩΣ ΑΔΡΙΑΝΟΥ ΕΛΕΥΘΕΡΑΙΟΣ], 42.

[ΒΑΣΙΛΕΩΣ], 43. [ΑΡΧΟΝΤΟΣ], 44. [ΠΟΛΕΜΑΡΧΟΥ], 45. [ΣΤΡΑΤΗΓΟΥ;], 46.

[ΚΗΡΥΚΟΣ;], 47. ΘΕΣΜΟΘΕΤΟΥ, 48. ΘΕΣΜΟΘΕΤΟΥ, 49. ΘΕΣΜΟΘΕΤΟΥ, 50.

ΘΕΣΜΟΘΕΤΟΥ, 51. ΙΕΡΟΚΗΡΥΚΟΣ, 52. ...[ΚΑΙ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ], 53. ..., 54. ..., 55. ...,

56. ..., 57. [ΔΙΟΓΕΝΟΥΣ ΕΥΕΡΓΕΤΟΥ;], 58. [ΙΕΡΕΩΣ ΑΤΤΑΛΟΥ ΕΠΩΝΥΜΟΥ;], 59. ...,

60. ΙΕΡΕΩΣ ΙΑΚΧΑΓΩΓΟΥ, 61. ΙΕΡΕΩΣ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ ΠΑΙΩΝΟΣ, 62. ΙΕΡΕΩΣ

ΠΥΡΦΟΡΟΥ ΕΞ ΑΚΡΟΠΟΛΕΩΣ, 63. ΙΕΡΕΩΣ ΔΗΜΟΥ ΚΑΙ ΧΑΡΙΤΩΝ ΚΑΙ ΡΩΜΗΣ, 64.

ΚΗΡΥΚΟΣ ΠΑΝΑΓΟΥΣ ΚΑΙ ΙΕΡΕΩΣ, 65. ..., 66. ..., 67. [ΙΕΡΕΩΣ ΑΠΟΛΛΩΝΟΣ

ΖΩΣΤΗΡΙΟΥ].

18

Οι θρόνοι εδράζονται σε πλάκες από πωρόλιθο, καθιστώντας τους περισσότερο

άφθαρτους στο χρόνο. Οι επιγραφές δεν είναι όλες σύγχρονες, αλλά προστέθηκαν

σταδιακά καλύπτοντας ένα ευρύ χρονολογικό φάσμα.

3οςαι. π.Χ.-3ος αι. μ. Χ.

Φιλολογικές Πηγές

Οι φιλολογικές πηγές μαρτυρούν την ύπαρξη αγαλμάτων στον «εκτός

σκηνής» χώρο του θεάτρου που ωστόσο κατασκευστικά ανήκουν στην προρωμαϊκή

περίοδο αλλά διασώζονται έως την εποχή της καταγραφής τους από συγγραφείς και

περιηγητές. Ο ρήτορας Αίλιος Αριστείδης (2ος

αι. μ. Χ.) είδε τα αγάλματα του

Μιλτιάδη και του Θεμιστοκλή τα οποία κοσμούσαν την αριστερή και δεξιά πάροδο

αντίστοιχα και ο κάθε στρατηγός έφερε μαζί του έναν βάρβαρο αιχμάλωτο: "δύο εἰσὶν

ἀνδριάντες ἐv τῷ Ἀθήνησι θεάτρῳ, ὁ μὲν ἐκ δεξιῶν Θεμιστοκλέους, ὁ δ’ ἐξ εὐωνύμων

Μιλτιάδου, πλησίον δὲ αὐτῶν ἑκατέρου Πέρσης αἰχμάλωτος".35

Τα αγάλματα

επαναχρησιμοποιήθηκαν αλλάζοντας τις επιγραφές. Ο Αθήναιος αναφέρει ότι δίπλα

στο άγαλμα του Αισχύλου υπήρχε το άγαλμα ενός διασκεδαστή, του Ευρυκλείδη:

"'Ἀθηναίοι δὲ καὶ Εὐρυκλείδην ἐν τῷ θεάτρῳ ἀνέστησαν μετὰ τῶν περὶ Αἰσχύλον".36

Ο

Παυσανίας μας πληροφορεί ότι στο θέατρο υπήρχαν ανδριάντες τραγικών και

κωμικών ποιητών, μεταξύ των οποίων των τριών μεγάλων τραγικών αλλά και του

Μενάνδρου (στην ανατολική πάροδο).37

Στη ρωμαϊκή εποχή υπήρχε επίσης η

συνήθεια να επαναχρησιμοποιούν ένα άγαλμα για να απεικονίσουν ένα διαφορετικό

35

Di Napoli (2007), 194. και Bieber (1954), 282-284.

36 Πρβλ. Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί 1, 19e

37 Πρβλ. Παυσανίας 1, 21, 1-4.

Εικόνα 10. Οι ενεπίγραφοι θρόνοι της προεδρίας Εικόνα 11. Ενεπίγραφος θρόνος

προεδρίας

19

πρόσωπο αλλάζοντας μόνο το βάθρο που έφερε νέα επιγραφή ή επαναχαράσσοντας

το ίδιο βάθρο.38

Θέατρο Γυθείου

Το θέατρο είναι χτισμένο στους πρόποδες της Ακρόπολης. Διενεργήθηκαν

ανασκαφές στα τέλη του 19ου

αι. από τον Α. Σκιά. Το κοίλο έχει ημικυκλικό σχήμα

και χωρίζεται σε 4 κερκίδες με 5 κλίμακες. Τα υλικά κατασκευής του είναι εντόπιο

μάρμαρο (η προεδρία) και εγχώριος πωρόλιθος (οι αναλημματικοί τοίχοι οι οποίοι

είναι και επενδυμένοι με μαρμάρινες πλάκες). Από τη σκηνή σώζονται μόνο τα

θεμέλιά της και μερικές πήλινες υδρορροές σε σχήμα λεοντοκεφαλής από το γείσο

του θριγκού της. Η απουσία αγαλμάτων του διακόσμου της πρόσοψης της σκηνής

είναι ιδιαίτερα αισθητή.39

Το θέατρο πρέπει να χρονολογείται ήδη από την εποχή του Τιβέριου όπως

μαρτυρείται στην επιγραφή κατά την οποία αναφέρεται η απόφαση των

Ελευθερολακώνων να εισαγάγουν την αυτοκρατορική λατρεία στο κοινό τους το 15

μ. Χ. Συγκεκριμένα, με τοπικό διάταγμα καθιερώθηκαν εορτές που περιελάμβαναν

δραματικούς αγώνες, θυσίες και ιερές πομπές προς τιμή των πέντε μελών της

οικογένειας του Τ. Quinctius Flamininus και προς τα δύο μέλη της τοπικής βασιλικής

οικογένειας τον Euryclids, C. Iulius Eurycles και το γιο του C. Iulius Laco.40

Κορμός αγάλματος νέου άνδρα 41

Βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή Γυθείου. Χωρίς αρ. ευρ. Λαξευμένο

σε λευκό μάρμαρο (αγνώστου προέλευσης). Χρονολογείται στα τέλη του 1ου

αι. μ. Χ.

Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,55 μ. Δεν σώζονται τα χέρια και η κεφαλή. Ο νέος

άνδρας εικονίζεται γυμνός, μετωπικός, με τη χλαμύδα στον αριστερό ώμο. Η Di

Napoli αναφέρει ότι δεν ήταν βέβαιο πως το άγαλμα ανήκε στο διάκοσμο του

38

Bieber (1954), 282.

39 Πρβλ. την μαρτυρία του Α. Σκιά, Prakt 1891, 85: "Έκ γλυπτών έργων διακοσμούντων το

θέατρον ουδέν ευρέθη. Μνημονεύεται δε μόνον υπό των εγχωρίων ότι έτη τινά προ της

επαναστάσεως τοϋ 1821 άνευρέθη άγαλμα τι πωληθέν εις τίνα "Αγγλον άντί πυρίτιδος".

40 Camia - Kantiréa (2010), 377.

41 Γιαννακόπουλος (1966), 160.

20

σκηνικού οικοδομήματος του θεάτρου καθώς δεν μνημονεύεται το ακριβές σημείο

εύρεσης του.42

Βρέθηκε το 1891 στην περιοχή του θεάτρου.

Ενεπίγραφος πώρινος λίθος 43

Βρίσκεται στην Αρχαιολογική Συλλογή του Γυθείου. Μέγιστο σωζόμενο μήκος 0,30

μ., ύψος 0,20 μ. Ο πώρινος λίθος είναι επιχρισμένος με μαρμαροκονίαμα και φέρει την

ακόλουθη επιγραφή σε ερυθρό χρώμα:

ΝΜΟ

ΝΘΙΟΥ • Κ• Κ

Το κείμενο σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση και δεν δύναται να προταθεί ερμηνεία

του. Τα γράμματα ανήκουν στην ύστερη ρωμαϊκή εποχή. Βρέθηκε το 1891 εντοιχισμένος σε

μεταγενέστερο τοίχο στη δεξιά πάροδο του θεάτρου.

Θέατρο Μεσσήνης

Ο Παυσανίας αναφέρει το μνημείο ως μέσο προσδιορισμού θέσης άλλων

μνημείων: "του θεάτρου δέ ού πόρρω Σαράπιδός έστι και Ίσιδος ιερόν".44

Είναι

χτισμένο στη βορειοδυτική περιοχή του ιερού του Ασκληπιού, στο σημερινό

Μαυρομάτι Ιθώμης. Ανασκάφηκε συστηματικά από το 1987 από την Αρχαιολογική

Εταιρία με επικεφαλή τον Π. Θέμελη. Η πρώτη κατασκευαστική φάση ανάγεται στις

αρχές της ελληνιστικής εποχής. Η δεύτερη κατασκευαστική φάση χρονολογείται την

εποχή των αυτοκρατόρων Αυγούστου και Τιβερίου (χτιστή ρωμαϊκή σκηνή με

χαμηλό προσκήνιο). Στα μέσα του 2ου αι. μ. Χ. με έξοδα του ευεργέτη Κλαυδίου

Σαιθίδα Καιλιανού Ι πραγματοποιήθηκαν ανακατασκευαστικές εργασίες που

αφορούσαν το προσκήνιο, την ορχήστρα - η οποία έφερε πλακόστρωση από

πολύχρωμες λίθινες πλάκες -.αλλά και τις παρόδους. Kαμαροσκέπαστη είσοδος

οδηγούσε στην ορχήστρα από τα ανατολικά, όταν καταργήθηκαν οι πάροδοι της

ελληνιστικής φάσης.

42 Di Napoli (2007), 322.

43 Di Napoli (2007), 321. Σκιάς (1892), 193.

44 Παυσανίας 4, 32, 6.

21

Ερμαϊκή στήλη με εικονιστική κεφαλή (εικ.12) 45

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσήνης, αρ. ευρ. 11998.

Λαξευμένη σε μάρμαρο. Αν και βρέθηκε (το 2002)

δίπλα στο άγαλμα της Ίσιδας Πελαγίας το οποίο

κοσμούσε κόγχη του δεύτερου ορόφου της scaenae

frons δεν μπορούσε να αποτελεί τμήμα του

διακόσμου της πρόσοψης αλλά ίσως να βρισκόταν με

πλάτη στον τοίχο κάποιας παρόδου. Έργο της

πρώιμης εποχής των Aντωνίνων (επί Αντωνίνου

Πίου= Ευσεβούς: 138-161 μ. Χ.). Η ακέραιη ερμαϊκή

στήλη φέρει εικονιστική κεφαλή. Η στήλη είναι

τετραγωνικής διατομής ενώ έχει πολλές αποκρούσεις

στα γεννητικά όργανα. Εικονίζεται γενειοφόρος άνδρας, ο οποίος φέρει πλούσια

κόμη. Οι βόστρυχοι της κόμης και των γενιών αποδίδονται ιδιαίτερα έκτυπα. Η

απουσία επιγραφής καθιστά δύσκολη την ταύτιση του εικονιζόμενου προσώπου.

Ερμαϊκή στήλη με εικονιστική κεφαλή (εικ.13) 46

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο

Μεσσήνης. Η ερμαϊκή στήλη έχει αρ. ευρ. 12.341 και η

εικονιστική κεφαλή έχει αρ. ευρ. 12.916. Λαξευμένα σε

μάρμαρο. Βρέθηκε επίσης (το 2002) δίπλα στο άγαλμα

της Ίσιδας Πελαγίας. Έργο της πρώιμης εποχής των

Aντωνίνων (επί Αντωνίνου Πίου: 138-161 μ. Χ.).

Απουσιάζει η ταυτοτική επιγραφή. Οι ελικοειδείς

βόστρυχοι, τα κοντά γένια, το μουστάκι και τα σαρκώδη

χείλη, η έκφραση είναι παρόμοια με εκείνα του

προηγούμενου πορτρέτου και δίνουν την εντύπωση ότι ή

κοσμούσαν όμοιους χώρους (πάροδοι;) ή ήταν ανιδρυμένα αντικριστά.

45

Di Napoli (2007), 310 και Θέμελης (2010), 33.

46 Θέμελης (2010), 33.

Εικόνα 12. Ερμαϊκή στήλη με

κεφαλή

Εικόνα 13. Ερμαϊκή στήλη με

κεφαλή.

22

Θραύσμα ιματιοφόρου αγάλματος 47

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσήνης, αρ. ευρ. 1340. Λαξευμένο

σε μάρμαρο. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,145 μ. Βρέθηκε το 1989 μέσα στην επίχωση

της μεγάλης κλίμακας στη δυτική πάροδο. Θραύσμα από τη δεξιά ωμοπλάτη

ιματιοφόρου αγάλματος διακρίνονται οι πτυχές του ιματίου. Η χρονολόγηση του δεν

μπορεί να προσδιοριστεί.

Ακέφαλο άγαλμα νέας γυναίκας (εικ.14) 48

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσήνης, αρ. ευρ. 9928. Λαξευμένο

σε μάρμαρο. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 1,20 μ., πλάτος 0,40 μ. Βρέθηκε το 1998 στη

γωνία μεταξύ της δυτικής παρόδου και της γένεσης της ορχήστρας. Λείπουν η

κεφαλή και το αριστερό χέρι. μπροστά στο τετράγωνο ασβεστολιθικό βάθρο του. Η

μορφή εικονίζεται όρθια, με στάσιμο το δεξιό σκέλος και ελαφρώς λυγισμένο το

αριστερό. Φορά βαρύ ποδήρη χιτώνα και ιμάτιο. Το δεξιό χέρι είναι ελαφρώς

λυγισμένο και το αριστερό σχηματίζει γωνία. Οι πτυχές του ιματίου εκφράζουν την

πρόθεση κίνησης. Πιθανώς να παρίστανε μια ευεργέτιδα της πόλης καθώς θυμίζει

έντονα το άγαλμα (έργο του

2ου

αι. μ.Χ.) της μητέρας του

Μεσσήνιου ευπατρίδη

Tιβέριου Kλαύδιου Σαιθίδα

Kαιλιανού I, Κλαυδίας

Φροντείνης, που κοσμούσε

κόγχη στην πρόσοψη της

σκηνής στον τύπο της

Μεγάλης Ηρακλεώτισσας

(εικ.15). Το συγκεκριμένο

άγαλμα αποτελούσε

αντίγραφο ενός αγαλματικού

τύπου των μέσων του 4ου

αιώνα π. X., που αποδίδεται στον Πραξιτέλη.49

Φαίνεται ότι αυτή η συσχέτιση

αποτελεί ένδειξη της τάσης που υπήρχε στην τοπική προσωπογραφία να

47

Di Napoli (2007), 314 και Θέμελης (1989), 92.

48 Di Napoli (2007), 315.

Εικόνα 14. Ακέφαλο άγαλμα

νέας γυναίκας.

Εικόνα 15. Άγαλμα

Κλαυδίας Φροντείνης

23

απεικονίζεται μέσω των πορτρέτων της αυτοκρατορικής οικογενείας, πιθανώς της

μητέρας ή γυναίκας του αυτοκράτορα.

Βάθρο για χάλκινο άγαλμα του Αδριανού (εικ.16) 50

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσήνης, αρ. ευρ. 14565.

Ενεπίγραφο βάθρο είναι στημένο αριστερά από τον λίθινο θρόνο του ιερέα του

Διονύσου. Έφερε χάλκινο ανδριάντα του αυτοκράτορα Αδριανού σύμφωνα με την

επιγραφή: Αγαθήι Τύχηι Αυτοκράτορα Καίσαρα Θεού Νέρουα υωνόν, Θεού

Τραϊανού Παρθικού υόν, Τραϊανόν Αδριανόν Σεβαστόν, αρχιερέα μέγιστον Τιβ.

Κλαύδιος Φροντείνος Μάκερ Καμπανός Τιβ.

Κλαυδίου Σαιθίδα Καιλιανού, αρχιερέως και

Ελλαδάρχου των Αχαιών δια βίου υιος, ανέθηκεν.

Ο αναθέτης Τιβέριος Κλαύδιος Φροντείνος,

γιος του Τιβέριου Κλαύδιου Σαιθίδα Καιλιανού Ι,

αρχιερέα των Σεβαστών δια βίου και Ελλαδάρχου

των Αχαιών, υπήρξε ο πρώτος Μεσσήνιος

συγκλητικός επί Αδριανού. Διετέλεσε επίσης ύπατος

(suffectus consul) επί Αντωνίνου του Σεβαστού, 138-

161 μ. Χ. Είναι γνωστό ότι η μεσσηνιακή οικογένεια

των Σαιθιδών κατείχε μεγάλη κτηματική περιουσία

όχι μόνο στη Μεσσήνη, αλλά και στο Abellinum της

Καμπανίας. Ο Τιβέριος Κλαύδιος Φροντείνος χαρακτηρίζεται ως Καμπανός . Είχε

γιους τον Τιβέριο Κλαύδιο Σαιθίδα Καιλιανό ΙΙ και τον Τιβέριο Κλαύδιο Φροντείνο

Νικήρατο.51

Κορμός αγαλματιδίου Αφροδίτης (εικ.17) 52

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσήνης, αρ. ευρ. 10847. Βρέθηκε

το 1999 στην ορχήστρα. Χρονολογείται περίπου τον 1ο αι. μ. Χ. Λαξευμένο σε

μάρμαρο. Σωζόμενο μέγιστο ύψος 0,25 μ., πλάτος 0,145 μ. Διατηρείται το κάτω

49

Θέμελης (2010), 30.

50 Θέμελης (2010), 34.

51 Θέμελης (2010), 35.

52 Di Napoli (2007), 316 και Θέμελης (1999), 79.

Εικόνα 16. Ενεπίγραφο βάθρο για

άγαλμα Αδριανού.

24

μέρος από τον κορμό αγαλματιδίου Αφροδίτης αναδυόμενης με συμφυή την πλίνθο.

Η θεά συγκρατεί με το δεξί της άκρο χέρι τη μάζα των πτυχών του ιματίου ενώ για

άλλη μία φορά, όπως φαίνεται στις σωζόμενες γλυπτές γυναίκειες μορφές του

θεάτρου, οι πτυχώσεις του ιματίου χαρίζουν την πρόθεσης κίνησης στο γλυπτό. Οι

ιδιαίτερα έξεργες πτυχές θυμίζουν το αντίστοιχο κάτω μέρος του μεγαλύτερου σε

μέγεθος μαρμάρινου αγάλματος της Ίσιδας Πελαγίας από την scaenae frons

(εικ.18).53

Ενεπίγραφη πλάκα από βάθρο τιμητικού αγάλματος 54

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσήνης, αρ. ευρ. 10158.

Χρονολογείται περίπου τον 2ο αι. μ. Χ. Υλικό κατασκευής ήταν εντόπιος

ασβεστόλιθος. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,25 μ., πλάτος 1,45 μ. Φέρει την εξής

επιγραφή (ύψος γραμμάτων 0,015-0,020 μ.): Ἁ πόλιςν Νίκωνα

νν Nικι[---].

Το όνομα Νίκων εμφανίζεται συχνά στη μεσσηνιακή, όσο και στη λακωνική

προσωπογραφία. Βρέθηκε εντοιχισμένη σε βυζαντινό τοίχο κοντά στη δυτική

πάροδο.

53

Θέμελης (2010), 32.

54 Θέμελης (1998), 104 και Di Napoli (2007), 312.

Εικόνα 17. Κορμός

αγαλματιδίου Αφροδίτης

Εικόνα 18. Άγαλμα Ίσιδας

Πελαγίας.

25

Ενεπίγραφο βάθρο αγάλματος για τον Παγκράτη Παγκράτεος 55

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσήνης, αρ. ευρ. 10829.

Λαξευμένος ασβεστόλιθος. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,725 μ., μήκος 0,114 μ., πάχος

0,245 μ. Βρέθηκε το 1999 κοντά στην είσοδο της ανατολικής παρόδου.

Χρονολογείται στα τέλη του 2ου

αι. μ. Χ. Το βάθρο, σύμφωνα με την επιγραφή,

προοριζόταν για το χάλκινο άγαλμα του αθλητή Παγκράτη Παγκράτεος από τη

Μεσσήνη που Δαμοχάρης - Ἀγίας ἐπόησαν. Η εμπρόσθια πλευρά διασώζει την

επιγραφή:

Παγκράτη - Παγκράτεοςν νικάσαντα

Πύθια - παῖδας - στάδιον δίαυλον

ὁ δᾶμος ἀνέθηκε

vacat

Δαμοχάρης - Ἀγίας ἐπόησαν

Το ύψος των γραμμάτων διαφοροποιείται από 0,15 έως 0,25 μ. Η λάξευση είναι

βαθιά και τα γράμματα παρουσιάζουν επιμέλεια στην χάραξή τους. Η ανάθεση του

αγάλματος γίνεται από το δήμο. Ο δρομέας Παγκράτης είχε νικήσει στα Πύθια των

Δελφών.

Ενεπίγραφο βάθρο αγάλματος φιλοσόφου (εικ.19)56

Βρίσκεται στο θέατρο, κατά χώραν (in situ), αρ. ευρ. 13067. Λαξευμένος

ασβεστόλιθος. Βρέθηκε το 2003 στη δυτική πλευρά της ορχήστρας. Χρονολογείται

55

Θέμελης (1999), 79-80 και Di Napoli (2007), 312.

56 Di Napoli (2007), 313.

Εικόνα 19. Βάθρο αγάλματος φιλοσόφου

26

στα τέλη 2ου

αι. μ. Χ. Σώζεται σε αποσπασματική κατάσταση (λείπει το επάνω

αριστερό τμήμα). Φέρει την επιγραφή:

Ἡ πόλις [---]

Tι(βέριον) Φλάβιον [---]

κράτη, ἥρωα, [---]

σοφόν, νέον Πλ[ά-]

τωνα, ἀρετῆς πά-

σης ἕνεκεν.

Η επιγραφή, καθώς και το πλέον χαμένο αντίστοιχο άγαλμα, αποδίδει μετά θάνατον

τιμές (χαρακτηριστική της μεταθανάτιας τιμής είναι η λέξη «ήρωας») σε έναν

«νεοπλατωνικό» Μεσσήνιο φιλόσοφο. Ο «νεοπλατωνισμός» σταθεροποιείται στα

τέλη του 2ου

με αρχές του 3ου

αι. μ. Χ. Αγάλματα και κυρίως χάλκινοι ανδριάντες

διακεκριμένων Mεσσήνιων και ευεργετών της πόλης ήταν ανιδρυμένοι γύρω από την

ορχήστρα.57

Θέατρο Σπάρτης

«…θέατρο… από λευκό μάρμαρο και είναι αξιοθέατο»58

Το θέατρο, όπως μας πληροφορεί και ο γνωστός περιηγητής του 2ου αι. μ. Χ.,

ήταν κατασκευασμένο από λευκό μάρμαρο αλλά και από εγχώριο πωρόλιθο.

Χτίστηκε δυτικά της νότιας κλιτύος της Ακρόπολης. Ανασκαφές διενεργήθηκαν από

τη Βρετανική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών στις αρχές του 20ου αι. όπου και

συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Το κυκλικό auditorium διαιρείται από 10 κλίμακες σε 9

κερκίδες και φέρει μαρμάρινα εδώλια εκ των οποίων η προεδρία χαρακτηρίζεται από

τα ψηλά ερεισίνωτα και το διάκοσμο σε σχήμα ποδιού λέοντος που υπάρχει στο κάτω

μέρος. Ανάμεσα στη δεύτερη και στην τρίτη κλίμακα εντοπίσθηκαν τετραγωνικές

οπές για την τοποθέτηση ερμαϊκών στηλών. Το δάπεδο της ορχήστρας κοσμείται τη

ρωμαϊκή περίοδο με μαρμάρινες πλάκες πράσινου, ερυθρού και υποκυάνου

χρώματος. Στον αναλημματικό τοίχο της ανατολικής παρόδου, επενδυμένος από

μάρμαρο, από το τέλος του 1ου έως τις αρχές του 2ου αι. μ. Χ. χαράχτηκαν σε μήκος

14-15 μ. τα ονόματα πολλών Σπαρτιατών αρχηγών (cursus honorum).59

Περίπου το

20 π. Χ. ανάγεται η πρώτη αρχιτεκτονική φάση, όταν ο Γάιος Ιούλιος Ευρυκλής

57

Θέμελης (2010), 33.

58 Πρβλ. Παυσανίας ΙΙΙ, 14,1.

59 Sturgeon (2004), 419.

27

κατείχε σημαντική θέση στη Σπάρτη και χαιρόταν της υποστήριξης του Αυγούστου.

Στη φάση αυτή η σκηνή ήταν ξύλινη και συρόμενη. Η πρώτη μόνιμη, λίθινη σκηνή

χρονολογείται την εποχή του αυτοκράτορα Βεσπασιανού, όπως έχει προαναφερθεί

και μαρτυρείται από ένα θραύσμα στο ενεπίγραφο επιστύλιο. Το 395 μ. Χ. ο

ανθύπατος Πούβλιος Αμπέλιος ευεργέτησε τις εργασίες αποκατάστασης στο μνημείο,

όπως μαρτυρεί μια επιγραφή στην οποία μνημονεύονται οι αυτοκράτορες Φλάβιος

Ονώριος και Φλάβιος Θεοδόσιος.

Εικονιστική κεφαλή άνδρα, πιθανώς αυτοκράτορα 60

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, χωρίς αρ. ευρ. Έχει

φιλοτεχνηθεί σε μάρμαρο. Η κεφαλή σώζεται σε πολύ κακή κατάσταση και φέρει

πολλές αποκρούσεις. Σύμφωνα με τον ανασκαφέα (Woodward), απεικόνιζε

πιθανότατα έναν αυτοκράτορα. Χρονολογείται στα τέλη του 3 ου αι. μ. Χ. Βρέθηκε

κατά τη διάρκεια των ανασκαφών 1924-1925 στο χώρο πίσω από το σκηνικό

οικοδόμημα (post scaeneam).

Ακέφαλο γυναικείο άγαλμα 61

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της

Σπάρτης, αρ. ευρ. Μ5105. Λαξευμένο σε λευκό

μάρμαρο. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 1,674 μ., ύψος

του βάθρου 0,06 μ. Χρονολογείται τον 3ο αι. μ. Χ.

Λείπουν η κεφαλή και το αριστερό άκρο χέρι.

Εικονίζεται όρθια γυναικεία μορφή, μετωπική, με

άνετο το δεξιό σκέλος, φέροντας το άκρο πόδι προς

τα πίσω και πλάγια. Φορά κλειστά υποδήματα που

καταλήγουν σε γωνία, ποδήρη χιτώνα και ιμάτιο, το

οποίο καλύπτει όλο το δεξιό χέρι. Η κεφαλή ήταν

ένθετη γιατί βρέθηκε οπή για την τοποθέτηση του

όλμου. Στην οπίσθια πλευρά το άγαλμα αποδίδεται

με πολύ σχηματοποιημένο τρόπο, στοιχείο που

60

Woodward (1923 - 25), 152 και Di Napoli (2007), 337.

61 Woodward (1925 - 26), 181. Woodward (1926 - 27), 30-31 και Di Napoli (2007), 339.

Εικόνα 20. Ακέφαλο γυναικείο

άγαλμα

28

αποδεικνύει ότι προοριζόταν για μια κόγχη ή για τον τοίχο της ανατολικής παρόδου,

μπροστά από τον οποίο βρέθηκε (in situ;). Η απόδοση των πτυχών και η στάση του

σώματος είναι παρόμοια με το άγαλμα της Κλαυδίας Φροντείνης που κοσμούσε

κόγχη της scaenae frons του θεάτρου της Μεσσήνης (εικ.15). Πιθανώς η μορφή να

απεικόνιζε μια ιέρεια ή ευεργέτιδα της πόλης που ακολουθούσε τεχνοτροπικά ένα

γνωστό γυναικείο αυτοκρατορικό πορτρέτο.

Κεφαλή αγαλματιδίου Αθηνάς 62

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό

Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. Μ5251.

Λαξευμένη σε λευκό μάρμαρο. Έχει

μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,115 μ. Σώζεται

έως τη γένεση του λαιμού. Απεικονίζεται η

Αθηνά μετωπική και αναγνωρίζεται από

την περικεφαλαία αττικού τύπου, η οποία

έχει τρεις λόφους όπως δείχνουν οι

σωζόμενοι τόρμοι. Στις οφθαλμικές κόγχες

δεν αποδίδεται η ίριδα και η κόρη. Οι

παρειές δηλώνονται από λείες επιφάνειες.

Έχει μικρό σαρκώδες στόμα με μια βαθιά

περικοπή διάτρησης που σύμφωνα με τον ανασκαφέα προσδίδει οργισμένη έκφραση.

Χρονολογείται τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή. Βρέθηκε το 1927 στη

νοτιοανατολική εξωτερική γωνία του αναλημματικού τοίχου του θεάτρου.

Εικονιστική κεφαλή ώριμης γυναίκας (εικ. 22 a-b) 63

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 11321.

Λαξευμένη σε λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,244 μ.,

πλάτος 0,215 μ., πάχος 0,222 μ. Χρονολογείται περί το 160-180 μ. Χ. Η κεφαλή

αποδίδεται μετωπικά σε φυσικές διαστάσεις. Φέρει πολλές απολεπίσεις στην

επιφάνεια και αποκρούσεις στο δεξιό μάτι, τη μύτη και το στόμα. Εικονίζεται ώριμη

γυναίκα με ρυτίδες και έντονα βλέφαρα. Η κόμη δεν ακολουθεί έναν τυποποιημένο

62

Woodward (1926 – 27), 31-32 και Di Napoli (2007), 340.

63 Waywell – Walker (1995), 457- 458 και Di Napoli (2007), 337.

Εικόνα 21. Κεφαλή αγαλματιδίου Αθηνάς

29

γλυπτό σχηματισμό. Τα μαλλιά είναι χωρισμένα στη μέση και οι βόστρυχοι

καταλήγουν σε κρόβυλο στον αυχένα. Κάτω από μια ταινία βόστρυχοι πέφτουν στο

μέτωπο. Δεν είναι ευδιάκριτο λόγω των αποκρούσεων εάν τα μάτια αποδίδονται με

λεπτομέρεια. Πιθανολογείται ότι η μορφή έφερε επίθετο στεφάνι (μεταλλικό;) γιατί

στο επάνω μέρος της κεφαλής υπάρχουν έξι οπές. Το στεφάνι στηρίζει τη θεωρία ότι

η μορφή μάλλον απεικονίζει μια ιέρεια. Βρέθηκε το 1993 στο δυτικό τμήμα του

κοίλου, εντοιχισμένη σε τοίχο που ανάγεται στη βυζαντινή εποχή.

Εικόνα 22. Κεφαλή ώριμης γυναίκας

α: Πρόσθια όψη b: Πλάγια αριστερή όψη

30

Θραύσμα από κεφαλή γενειοφόρου άνδρα (εικ.23) 64

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 11323.

Λαξευμένο σε λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,247 μ.,

πλάτος 0,203, πάχος 0,152. Χρονολογείται στα 180-210 μ. Χ. περίπου. Υπολογίζεται

ότι η κεφαλή είχε φυσικές διαστάσεις. Σώθηκαν το πίσω μέρος της κεφαλής, το δεξιό

αφτί και τμήμα των γενιών. Τα μαλλιά αποδίδονται με επαναλαμβανόμενους

σπειροειδείς βοστρύχους σε όχι ιδιαίτερα υψηλό ανάγλυφο καθώς δεν ξεφεύγουν από

τη σχεδιαστική γραμμή του κρανίου. Βρέθηκε το 1992 στο δυτικό τμήμα του κοίλου,

εντοιχισμένο σε τοίχο της βυζαντινής περιόδου.

Εικονιστική κεφαλή γενειοφόρου άνδρα 65

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 11322.

Λαξευμένη σε λευκό λεπτόκοκκο μάρμαρο τοπικής προέλευσης. Έχει μέγιστο

σωζόμενο ύψος 0,32 μ., πλάτος 0,185 μ., πάχος 0,212 μ. Χρονολογείται στα τέλη του

5ου

αι. μ. Χ. Η έντονα μετωπική κεφαλή φέρει αποκρούσεις στη μύτη και σπάσιμο

στη βάση του λαιμού (δεν σώζεται οπή για να γίνει αντιληπτό εάν ήταν ένθετη). Έχει

64

Waywell – Walker (1995), 459 – 460 και Di Napoli (2007), 338.

65 Waywell - Walker (1995), 458 – 459 και Di Napoli (2007), 339.

Εικόνα 23. Θραύσμα κεφαλής

γενειοφόρου άνδρα

31

ωοειδές σχήμα με χαμηλό μέτωπο και απεικονίζει γενειοφόρο άνδρα σε σχεδόν

φυσικές διαστάσεις. Οι αραιοί και τραχείς βόστρυχοι, τα εγχάρακτα γραμμικά

φρύδια, τα έντονα βλέφαρα, η στρογγυλή κόρη, η ευδιάκριτη ίριδα, τα λεπτά χείλη

καθώς και τα ιδιαίτερα αποδοσμένα γένια (επάλληλες αβαθείς οπές που ορίζουν το

τριχωτό) πιθανώς αποτελούν τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας συγκεκριμένης

επίσημης προσωπικότητας της Σπάρτης που ευεργέτησε την ανοικοδόμηση του

θεάτρου (ή τμήμα του) ύστερα από το σεισμό του 375 μ. Χ. Βρέθηκε το 1993 στον

αύλακα που περιβάλλει την ορχήστρα.

Ενεπίγραφη στήλη 66

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, χωρίς αρ. ευρ. Μάρμαρο

λακωνικό, γκριζωπού χρώματος. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,44 μ., πλάτος 0,135

μ. και πάχος 0,06 μ. Βρέθηκε στο θέατρο μεταξύ του 1924 και 1928. Χρονολογείται

τη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή. Η στήλη έφερε την επιγραφή (ύψος των

γραμμάτων 0,04 μ. περίπου):

Βουλῆς

Πιθανώς ο ρόλος της επιγραφής να ήταν «χωροταξικός» και να όριζε τα εδώλια που

προορίζονταν για τα μέλη της Βουλής. Συνεπώς η θέση του μπορεί να ήταν στην

περιοχή του κοίλου.

66

Woodward (1928-1930), 221 και Di Napoli (2007), 325.

Εικόνα 24. Κεφαλή

γενειοφόρου άνδρα

32

Θραύσμα μαρμάρινου κίονα με επιγραφή που μνημονεύει έργα επισκευής 67

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 2760. Το

μάρμαρο είναι γκρίζο. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,38 μ. και διάμετρο 0,40 μ.

Θραύσμα μαρμάρινου κίονα που φέρει επιγραφή (ύψος των γραμμάτων 0,021 μ.

περίπου):

- - - -

Νεικοκράτη[ς ?] - - -

εἰς τὴν στοὰν τ[οῦ θεάτρου ?]

λαμβάνοντ[ες καθ’ ἕκαστον ἔτος]

ἀπὸ τῶν πολ[ειτικῶν προσόδων]

διὰ τοῦ λογιστ[οῦ].

εἰς - -

κ[εραμίδια ?] - -

εἰς - -

ξ[ύλα ?]- -

Το κείμενο αναφέρεται στην κατασκευή μιας στοάς. Ίσως αυτή η στοά

συμπεριλαμβανόταν στο θεατρικό οικοδόμημα. Η χρονολόγηση πιθανολογείται γύρω

στο 359 μ. Χ., την εποχή που διατελούσε ανθύπατος στην επαρχία της Αχαΐας ο

Πούβλιος Αμπέλιος. Μάλλον πρόκειται για την ίδια στοά που μνημονεύεται στην

επιγραφή που υπάρχει σε θραύσματα γείσου με το όνομα του συγκεκριμένου

ανθύπατου.68

Σε αυτή την επιγραφή καταγράφεται η ολοκλήρωση της κατασκευής

μιας στοάς και του πέτασου του θεάτρου:

«Τοῦ θεάτ[ρου μετὰ τῆς στοά]ς… κατὰ πρό]σταγμα δὲ ἴδιον ἀπ[οδοθὲν υπὸ τοῦ

λαμπρ(οτάτου) ἀνθυπ]άτου [Πουβλ(ίου) Ἀ]μπε[λίου], ἐπο[οιήθη ἡ στοὰ καὶ

ἐπευσκευάσθη ὁ πέτασος]»

Βρέθηκε το 1924 στο δυτικό τμήμα του κοίλου του θεάτρου

Θραύσματα από πλάκα με επιγραφή προς τιμήν του νικητή Ποπλίου Αιλίου

Αλκανδρίδα Δαμοκρατίδα 69

67

Woodward (1923-1925), 230-231 και Di Napoli (2007), 328.

68 Woodward (1925-1926), 206-207.

69 Woodward (1927-1928), 41-43 και Di Napoli (2007), 329.

33

Βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 2038 (a), 2065

(b) και 2787α (c). Η επιγραφή είναι λαξευμένη σε κυανωπό μάρμαρο. Τα θραύσματα

αποτελούν συνανήκοντα τμήματα πλάκας η οποία ανήκε σε βάθρο αγάλματος του

νικητή Ποπλίου Αιλίου Αλκανδρίδα Δαμοκράτιδα και χρονολογείται την εποχή του

Μάρκου Αυρηλίου ή του Κόμμοδου. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,32 μ., μήκος

0,505 μ., πάχος 0,13 μ. και το ύψος των γραμμάτων (που φέρουν ίχνη ερυθρού

χρώματος) δεν ξεπερνά τα 0,025 μ.:

[Πό. Αἴλιος Ἀλκανδρίδας Δαμο-]

[κρατίδα νικήσας - - Νέμεια β’ (?)]

πα[ίδων σ]τάδ[ιον, Ἴσθμια β’ (?) ἀνδρῶν]

στάδιον, Ὀλύμπια ἐv [Πείσῃ β' (?)ἀν-]

[δρῶ]ν στά[δι]ον, Πύθια β' ἀνδ[ρῶν δί-]

αυλον, ὁπ[λ]είτην τὸν ἀπό [τροπαί-]

ου ἀνδρῶν ἄ[ρι]στος Ἑλλήνω[ν καὶ]

ἄλλους- πολλοὺς θεματικο[ὺς]

ἀγῶνας, προσδ[ε]ξεαμένου τὸ ἀν[ά-]

[λω]μα Πο. Αἰλίου Δ[αμ]οκρατίδα τοῦ

[Ἀλκανδρίδα (?)]

Στο κείμενο αναφέρονται οι νίκες του αθλητή σε πολλούς

αγώνες: τα Ολύμπια, τα Πύθια, τα Νέμεια και τα Ίσθμια.

Αναφέρονται επίσης θεματικοί αγώνες, όπου δηλαδή το

έπαθλο του νικητή δεν είναι μόνο το στεφάνι αλλά και το

ἀν[ά-][λω]μα (χρήματα). Στο τέλος μνημονεύεται ο αναθέτης

του αγάλματος, ο οποίος πρέπει να ήταν ο πατέρας του νικητή.

Βρέθηκαν αντίστοιχα το 1906 (a, b) στο θέατρο και το 1925

(c) στο υστερορρωμαϊκό τείχος επάνω από τη δυτική πάροδο.

Βάθρο για το άγαλμα του Γαΐου Ιουλίου Χαριξένου(εικ.26) 70

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης,

αρ. ευρ. 2870. Έχει φιλοτεχνηθεί σε λακωνικό μάρμαρο.

Σώζεται σχεδόν ακέραιο και έχει ύψος 0,98 μ., μήκος 0,495 μ.,

70

Woodward (1925-1926), 243-244 και Di Napoli (2007), 334.

Εικόνα 25. Αποτύπωση ενεπίγραφης

μαρμάρινης πλάκας προς τιμήν του νικητή

Ποπλίου Αιλίου Αλκανδρίδα Δαμοκρατίδα.

Εικόνα 26. Βάθρο για άγαλμα

του Γαΐου Ιουλίου Χαριξένου.

34

πάχος 0,355 μ. Φέρει την ακόλουθη επιγραφή (μέγιστο ύψος των γραμμάτων 0,034

μ.):

Λυσανδρία Λου[ι-]

άδα Γ. Ἰούλιον Ἰ[ου-]

λίου Ἀριστοδάμ[ου]

ὑὸν Χαρίξενον,

τὸν Ἰουλίας Νικίου

τάς θυγρατρὸς ὑον

Το κείμενο αναφέρει την ανάθεση ενός αγάλματος για τον Γάιο Ιούλιο Χαρίξενο εκ

μέρους της γιαγιάς του Λυσανδρίας, κόρης του όχι γνωστού, Λουιάδα.71

Βρέθηκε το

1926 σε μεγάλο βάθος, μπροστά στον τοίχο της δυτικής παρόδου.

Μαρμάρινο βάθρο αγάλματος του Πουβλιλίου Οπτατιανού 72

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 2924.

Λαξευμένο σε γκριζωπό μάρμαρο. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,31-0,22 μ., μήκος

0,84 μ. και πάχος 0,47 μ. Χρονολογείται στα 330-334 μ. Χ. Το βάθρο δεν φέρει

κυμάτιο (απλός τύπος). Φέρει την επιγραφή (μέγιστο ύψος των γραμμάτων 0,035 μ.):

Ἡ Πόλις

τὸν διὰ πάντων εὐεργέτην καὶ σω-

τῆρα τῆς Λακεδαίμονος τὸν λαμ(πρότατον) ἀνθ(ύπατον)

Πουβλίλ(ιον) Ὀπτατιανόν, Λυκούργῳ κατὰ τὸ ἦθος καὶ τὴν

πρᾶξιν ὁμοιοῦσα ἀπ’ ἴσων, ἔστησεν παρά τῷ Λυκούργῳ,

προσδεξαμένου τὸ ἀνάλωμα Μάρ(κου) Αὐρ(ηλίου) Στεφάνου

τοῦ δίασ(ημοτάτου) ἀρχιερέως τῶν Αὐγούστων τοῦ

προστάτου τῆς πόλεως

Βρέθηκε το 1927 μπροστά στα εδώλια της κλίμακας VII, στον ανατολικό τομέα του

κοίλου. Το πρόσωπο στο οποίο ανατίθεται το άγαλμα είναι ο ευεργέτης της Σπάρτης,

71

Πρβλ. για το γενεαλογικό δέντρο: Woodward (1925-1926), 244-5.

72 Di Napoli (2007), 334. Woodward (1926-1927), 3-4 και Woodward (1927-1928), 35-37.

Εικόνα 27. Αποτύπωση ενεπίγραφου

βάθρου για άγαλμα του Πουβλιλίου

Οπτατιανού

35

Πουβλίλιος Οπτατιανός, για τον οποίο γνωρίζουμε ότι εξορίστηκε αλλά επέστρεψε

και τιμήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο με το αξίωμα του ανθυπάτου

Αχαΐας. Επίσης, μας δίδεται η πληροφορία ότι στήθηκε δίπλα στο άγαλμα του

Λυκούργου που προφανώς κοσμούσε το θέατρο.

Ενεπίγραφο βάθρο για το άγαλμα του ανθύπατου Ανατολίου 73

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης, αρ. ευρ. 2831. Έχει

σωζόμενο ύψος 0,865 και διάμετρο 0,62 μ. Χρονολογείται περί το τρίτο τέταρτο του

4ου αι. μ. Χ. Το βάθρο έχει σχήμα κίονα και έφερε πορτρέτο όπως μαρτυράται από

την ακόλουθη επιγραφή (μέγιστο ύψος των γραμμάτων 0,04 μ.):

Ἀντολ[ί]η πολύολβε, | σέθεν καλὸν οὔνομα | ἔδεκτο | ἀνθύπατον Ῥώμης | ἄνθος

ἐϋκτιμένης. | Ὡς ἀγαθὸς γὰρ ἐὼν πάν|των ἀπὸ κῆρας ἐρύκει | Σπάρτην τ’

εὔανδρον τεῦ|ξεν ἐρειπομένην,| ἥ οἷ δῶκεν ἄγαλμ(α) κατὰ | πτόλιν ἄγχι

Λυκούργου, | ὄφρα πέλοιτο βροτοῖς \ αἰὲν ἀοιδότατος

Η επιφάνεια του βάθρου έχει αναχαραχτεί, προφανώς πάνω του θα εδραζόταν άγαλμα

παλαιότερης εποχής και τεχνοτροπίας, το οποίο θα απεικόνιζε διαφορετική μορφή

μετά την χάραξη της νέας επιγραφής, πράξη που συνηθιζόταν σε όλη τη ρωμαϊκή

εποχή. Η αναφορά είναι στον πλούσιο ανθύπατο Ανατόλιο, από τον οποίο το άνθος

της καλοχτισμένης Ρώμης έλαβε το όνομα του. Πρόκειται αναμφίβολα για τον ίδιο

Ανατόλιο Ελλάδος ανθύπατο, ο οποίος σε μια μεγάλη καταστροφή που άφησε τη

Σπάρτη ερειπωμένη, διέταξε την ανακατασκευή πολλών κτηρίων: πρόκειται μάλλον

για το σεισμό του 375 μ. Χ. Τέλος, μνημονεύεται ξανά το άγαλμα του περίφημου

Λυκούργου (βλ. εικ.27). Ίσως η κεφαλή γενειοφόρου άνδρα που βρίσκεται στο

Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης με αρ. ευρ. 11322 (εικ.24) να απεικονίζει τον

συγκεκριμένο ανθύπατο. Το βάθρο βρέθηκε το 1926 στην αρχική του θέση, στην

ανατολική πάροδο, κοντά στη μεγάλη κλίμακα που οδηγούσε στο άνω διάζωμα.

Ενεπίγραφο εδώλιο της προεδρίας (εικ.28) 74

Βρίσκεται στο θέατρο της Σπάρτης κατά χώραν (in situ). Φιλοτεχνήθηκε σε

μάρμαρο. Άγνωστες διαστάσεις. Χρονολογείται στα τέλη του 1ου

αι. με αρχές του 2ου

αι. μ. Χ. Η επιγραφή είχε λαξευτεί στο ερεισίνωτο του πρώτου εδωλίου της προεδρίας

73

Woodward (1925-1926), 245-247 και Di Napoli (2007), 335.

74 Spawforth (1994), 434 και Di Napoli (2007), 335.

36

στο ανατολικό τμήμα της κλίμακας V. Σώζονται δύο σειρές της (μέγιστο ύψος των

γραμμάτων 0,028 μ.):

[------] [------]

Τιμόλας Νικοκράτους vac.

Η παρουσία του συγκεκριμένος ονόματος στο εδώλιο της προεδρίας προσδίδει κύρος

και αναγνώριση στην τοπική κοινωνία αλλά ίσως και να δηλώνεται η ιεραρχική

διευθέτηση των εδωλίων. Βρέθηκε στο κοίλο του θεάτρου το 1992.

Ενεπίγραφο εδώλιο της προεδρίας (εικ.29) 75

Βρίσκεται στο θέατρο της Σπάρτης, κατά χώραν (in situ). Κατασκευασμένο

από μάρμαρο. Άγνωστες διαστάσεις. Χρονολογείται στα τέλη του 1ου

με αρχές του

2ου

αι. μ. Χ. Πρόκειται για το δεύτερο εδώλιο της προεδρίας στο ανατολικό τμήμα της

κλίμακας V, ακριβώς δίπλα στο προηγούμενο. Η επιγραφή είναι διαβρωμένη και

σώζονται τρεις σειρές της (μέγιστο ύψος των γραμμάτων 0,39 μ.):

[----------]

Π. Μέμμιο[ς ---]

[--] Σωσικρ[άτ---]

Τα δύο πρόσωπα που αναφέρονται δεν μπορούν να ταυτιστούν. Ωστόσο, το όνομα

Μέμμιος αποτελεί χαρακτηριστικό προσδιοριστικό γνωστού οίκου της ρωμαϊκής

Σπάρτης. Βρέθηκε το 1992 στην αρχική του θέση. Αυτή η επιγραφή ίσως να είναι ένα

ακόμα στοιχείο που προστίθεται στην άποψη ότι υπάρχει έντονη επιθυμία προβολής

και ισχυρός ανταγωνισμός ανάμεσα σε μέλη της τοπικής αριστοκρατίας.

75

Spawforth (1994), 434-435 και Di Napoli (2007), 336.

Εικόνα 28. Τμήμα ενεπίγραφου εδωλίου της προεδρίας

37

Επιγραφές χαραγμένες στον τοίχο της ανατολικής παρόδου του θεάτρου (εικ.30) 76

Βρίσκονται στο θέατρο της Σπάρτης, κατά χώραν (in situ). Οι λιθόπλινθοι,

που βρίσκονται στον τοίχο της ανατολικής παρόδου, έχουν λαξευτεί σε γκριζωπό

μάρμαρο και φέρουν σε ολόκληρη σχεδόν την επιφάνεια τους επιγραφές, οι οποίες

χαράχτηκαν σε διαφορετικές

χρονικές στιγμές. Οι επιγραφές

περιγράφουν την πολιτική

σταδιοδρομία, το cursus

honorum (υποψηφιότητα

αξιωμάτων) συγκεκριμένων

πολιτικών προσώπων της

πόλης. Η λίστα με τα ονόματα

πολιτικών προσώπων της

Σπάρτης μας δίνουν την

ευκαιρία να αντλήσουμε

πληροφορίες για τα πολιτικά

αξιώματα της Σπάρτης της

ρωμαϊκής αυτοκρατορικής εποχής. Καταγράφονται αξιώματα γνωστά σε εμάς για τη

λειτουργία τους λ.χ. γέροντες, ἔφοροι, νομοφύλακες, γυναικονόμοι, αλλά και σπάνια ή

αβέβαιης ερμηνείας: όπως λ.χ. ο πράκτωρ τῶν ἀπὸ Εὐρυκλέους, ο οποίος ίσως να

76

Woodward (1923-1925), 159-200. Woodward (1925-1926), 211-236 και Di Napoli (2007),

336.

Εικόνα 29. Σωζόμενη επιγραφή από εδώλιο της προεδρίας.

Εικόνα 30. Cursus honorum

38

διαχειριζόταν περιουσία του Ευρυκλή ή είχε αναλάβει τη διοργάνωση των αγώνων

προς τιμήν του Ευρυκλή, των Ευρυκλείων. Κατά τη ρωμαϊκή εποχή συνηθίζεται η

διοργάνωση εορτών προς τιμήν τοπικών ηρώων ή αυτοκρατόρων, λ.χ. τα Αδριάνεια

στην Αθήνα, που όπως σωστά παρατηρεί η Παπασταμάτη – Von Moock,

διοργανώνονταν σύμφωνα με τη σαφή κλασικιστική αναφορά στη μακρά κοινωνική,

θρησκευτική και πολιτική σχέση των φυλών με τη μεγάλη λαϊκή γιορτή των

Διονυσίων.77

Οι περισσότερες επιγραφές χρονολογούνται στο πρώτο τέταρτο του 2ου

αι. μ. Χ. ενώ μερικές έχουν χαραχτεί στις αρχές του ίδιου αιώνα.

Ενεπίγραφοι μαρμάρινοι λιθόπλινθοι και ογκόλιθοι(εικ.31) 78

Βρίσκονται στο θέατρο της Σπάρτης. Είχαν χρησιμοποιηθεί για να καλύψουν

τον αγωγό που περιβάλλει την ορχήστρα. Είναι σε δεύτερη χρήση καθώς η αρχική

τους θέση φαίνεται να ήταν η δυτική πάροδος. Παρουσιάζουν επιγραφές με ονόματα

πολιτικών προσώπων μέσω του cursus honorum σε αντιστοιχία (ή συνέχεια;) του

τοίχου της ανατολικής παρόδου. Χρονολογούνται το πρώτο μισό του 2ου αι. μ. Χ.

χωρίς βέβαια να θεωρείται απίθανο περισσότερο χρονολογικό «άνοιγμα».

Θέατρο Άργους

Το θέατρο βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα της αγοράς του Άργους και

είναι βιβλιογραφικά γνωστό ως το «μεγάλο» θέατρο. Ανασκαφές

πραγματοποιήθηκαν για πρώτη φορά από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών

κατά τα έτη 1955-56. Το αρκετά μεγάλο κοίλο (μεγίστης ακτίνας 77,28μ.)

77

Παπασταμάτη – Von Moock (2012), 149.

78 Woodward (1927-1928), 10-20 και Di Napoli (2007), 337.

Εικόνα 31. Ενεπίγραφη μαρμάρινη λιθόπλινθος.

39

παρουσιάζει ανομοιομορφία στο σχηματισμό του καθώς τα δύο κατώτερα διαζώματά

του ορίζουν κανονικό ημικύκλιο σε αντίθεση με τα άλλα δύο που βρίσκονται στο

επάνω μέρος και είναι μικρότερα του ημικυκλίου. Η παρουσία οπών ανάμεσα σε

σειρές εδωλίων μαρτυρά κατά την αυτοκρατορική περίοδο την ύπαρξη ενός velarium

(πέτασος) για την προστασία των θεατών από τον ήλιο. Άξιο αναφοράς αποτελεί η

ύπαρξη postscaenium, το οποίο στο τέλος της ρωμαϊκής περιόδου επεκτάθηκε προς

τα νότια κατά 10 μ. περίπου.

Η πρώτη κατασκευαστική φάση του θεάτρου ανάγεται κατά πάσα πιθανότητα

στο πρώτο τέταρτο του 3ου αι. π. Χ. Η ανακατασκευή της ρωμαϊκής αυτοκρατορικής

περιόδου χρονολογείται στο τελευταίο τέταρτο του 2ου αι. μ. Χ. με χορηγό τον ίδιο

τον αυτοκράτορα Αδριανό, όπως μαρτυρείται επιγραφικά (βλ. επιγραφή σελ. 40). Η

νέα ανακατασκευή της σκηνής με την πλούσια πρόσοψή της (σώζονται τμήματα

κιόνων κορινθιακού ρυθμού) χρονολογείται στα τέλη του 3ου αι. μ. Χ., ενώ η

μετατροπή της ορχήστρας σε κολυμβήθρα για τη διεξαγωγή πλασματικών ναυμαχιών

αλλά και άλλων θεαμάτων ανάγεται στον 4° αι. μ. Χ.

Θραύσμα βάθρου με επιγραφή προς τιμήν του Μάριου 79

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Άργους, χωρίς αρ. ευρ. Το υλικό

κατασκευής είναι ο ασβεστόλιθος. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,585 μ., μήκος

0,735 μ. και πλάτος 0,59 μ. Χρονολογείται περίπου το 100 π. Χ. Βρέθηκε το 1956 στο

θέατρο, κοντά σε ρωμαϊκούς τοίχους που ανακαλύφθηκαν το 1955. Το σωζόμενο

τμήμα του βάθρου φέρει την επιγραφή (μέγιστο ύψος των γραμμάτων 0,028 μ.):

Ὁ δῆμος ό τῶν Ἀργείων

Γαίον Μάριον Γαίου υἱὸν

στρατηγὸν ὕπατον τῶν Ῥωμαίων

Το βάθρο πρέπει να έφερε άγαλμα που ανατέθηκε στο στρατηγό Μάριο από την πόλη

(δῆμος) του Άργους. Πιθανώς το άγαλμα ήταν στημένο στην περιοχή του κοίλου.

Βρέθηκε το 1956 στο θέατρο, κοντά σε τοίχους της ρωμαϊκής εποχής.

Επιγραφή που αναφέρει επισκευές στο θέατρο 80

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο του Άργους, χωρίς αρ. ευρ. Λαξεύτηκε

σε λευκό μάρμαρο. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,55 μ., πλάτος 0,83 μ. και πάχος

79

Di Napoli (2007), 257.

80 Vollgraff (1944-45), 400-401 και Di Napoli (2007), 257.

40

0,045 μ. Χρονολογείται την εποχή του Αδριανού (124 μ. Χ.;). Η πλάκα είναι

θραυσμένη σε τέσσερα τμήματα πάνω στα οποία διασώζονται τέσσερις σειρές της

επιγραφής (μέγιστο ύψος των γραμμάτων της 1ης και της 2ης σειράς: 0,082 μ.):

[Αὐτοκρά]τορα Καῖσαρ, [θεοῦ Τραϊανοῦ Παρθικοῦ υἱός], | [θεοῦ Νέρο]υα υἱωνός,

[Τραϊανὸς- Ἀδριανὸς Σεβαστός], | [ἀρχιερεὺς μέγισ]τος, δημαρχικῆς ἐ[ξουσίας τὸ

., ὕπατος τὸ ., πατὴρ πατρίδος],| [τὸ θέατρον? τελέω]ς? ὑπὸ ἐμπρησμοῦ

δ[ιαφθαρὲν ἀπὸ θεμελίων? ἀνῳκοδόμησεν]

Η επιγραφή πρέπει να σχετίζεται με την ανακατασκευή του θεάτρου από τον ίδιο τον

αυτοκράτορα, Αδριανό. Η πρώτη σωζόμενη σειρά πιθανώς ακολουθεί τον τύπο των

επιγραφών για μνημεία που έχει ευεργετήσει ο προαναφερόμενος αυτοκράτορας (βλ.

επιγραφές από το θέατρο του Διονύσου σελ.15-16). Βρέθηκε το 1930 στο βόρειο

τμήμα της ορχήστρας.

Φιλολογική πηγή:

Γλυπτό σύμπλεγμα των Περιλάου και Οθρυάδα 81

Η ύπαρξη αυτού του συμπλέγματος στο θέατρο του Αργούς μαρτυρείται από

τον Παυσανία (2, 20, 7): «... ένα θέατρο, μέσα στο οποίο ανάμεσα σε άλλα αξιοθέατα

είναι και παράσταση ενός άντρα που σκοτώνει άλλον άντρα, ο Περίλαος ο Αργείος,

υιός του Αλκήνορα, τον Οθρυάδα τον Σπαρτιάτη. Ο Περίλαος αυτός και παλαιότερα

είχε κερδίσει νίκη για πάλη στα Νέμεα».82

Προφανώς αναφέρεται στην γνωστή μάχη

της Θυρεάς (Αρκαδίας) το 546 π. Χ. και χρησιμοποιείται ως μνεία στο ένδοξο ηρωικό

παρελθόν της πόλης.

Θέατρο Μαντινείας

Βρίσκεται στο δυτικό τμήμα της αγοράς της πόλης. Διενεργήθηκαν

ανασκαφές το 1890 με επικεφαλή τον γάλλο G. Fougères. Το κοίλο (διάμετρος 67μ.)

δεν παρουσιάζει κανονιστικό σχήμα λόγω της προΰπαρξης κτισμάτων. Τα εδώλια

είναι κατασκευασμένα από μάρμαρο αλλά και από λευκό ασβεστόλιθο. Από την

επιγραφή, που θα ακολουθήσει η περιγραφή της, λαμβάνουμε την πληροφορία ότι τα

81

Di Napoli (2007), 256.

82 Παυσανίας 2, 20, 7: «…τούτου δέ ἐστιν οὐ πόῤῥω θέατρον: ἐν δὲ αὐτῷ καὶ ἄλλα θέας ἄξια

καὶ ἀνὴρ φονεύων ἐστὶν ἄνδρα, Ὀθρυάδαν τὸν Σπαρτιάτην Περίλαος Ἀργεῖος ὁ Ἀλκήνορος:

Περιλάῳ δὲ τούτῳ καὶ πρότερον ἔτι ὑπῆρχε Νεμείων ἀνῃρῆσθαι νίκην παλαίοντι».

41

εδώλια της πρώτης σειράς (προεδρίας) προορίζονταν αποκλειστικά για τα μέλη της

τοπικής Γερουσίας. Η πρώτη κατασκευαστική φάση του θεάτρου ανάγεται στην

χρονολογία επανίδρυσής της πόλης (μέσα 4ου

αι. π. Χ.) ενώ ο ανασκαφέας

διαφοροποιείται και χρονολογεί το θεατρικό οικοδόμημα στην ελληνιστική εποχή. Η

άσβεστος αποτελεί το κύριο ενδεικτικό στοιχείο για τη χρονολόγηση της κατασκευής

της σκηνής κατά τη ρωμαϊκή περίοδο. Ο Παυσανίας αναφέρει το θέατρο ως μέσο

προσδιορισμού θέσης άλλων μνημείων της αγοράς.83

Επιγραφή σε εδώλιο της προεδρίας 84

Βρίσκεται στο θέατρο της Μαντινείας, κατά χώραν (in situ). Χαραγμένη σε

μάρμαρο. Χρονολογείται τον 2ο αι. μ. Χ. Το συγκεκριμένο εδώλιο της προεδρίας

φέρει την επιγραφή ΓΕΡΟYΣIΑΣ. Από το κείμενο συμπεραίνεται ότι πιθανώς υπήρχε

αποκλειστική χρήση των καθισμάτων από την τοπική Γερουσία. Βρέθηκε κατά τη

διάρκεια των γαλλικών ανασκαφών στο μνημείο.

Θέατρο Κορίνθου

Το θέατρο της Κορίνθου γειτνιάζει με το ωδείο και βρίσκεται βορειοδυτικά

της αγοράς. Το θέατρο είχε πολλές κατασκευαστικές φάσεις, περίπου οκτώ, εκ των

οποίων οι έξι τελευταίες ανήκουν στη ρωμαϊκή περίοδο. Το πεταλόσχημο κοίλο με τα

πώρινα εδώλια (που βρέθηκαν σε δεύτερη χρήση) και η κυκλική ορχήστρα με το

πατημένο χώμα ανάγονται στην κλασική εποχή (τέλη 5ου

αι. π. Χ).. Στις αρχές των

ελληνιστικών χρόνων η σκηνή (που πιθανολογείται ξύλινη κατά την προηγούμενη

περίοδο) ήταν λίθινη με προσκήνιο ύψους και πλάτους περίπου στα 2,50 μ. Η πλήρης

ανακατασκευή του θεάτρου πραγματοποιήθηκε μετά την καταστροφή της πόλης το

146 π. Χ. από τον Λεύκιο Μόμμιο και την ίδρυση της ρωμαϊκής αποικίας της

Κορίνθου, της Colonia Laus Julia Corinthiensis από τον Ιούλιο Καίσαρα. Η

προσθήκη δύο διαζωμάτων διεύρυναν το κοίλο και διαμόρφωσαν τη summa cavea

(άνω κοίλο) την οποία περιέβαλλε στην απόληξή της στοά με δωρική κιονοστοιχία

(porticus). Η κάθε πάροδος (aditus) ήταν καμαροσκεπής. Όπισθεν της σκηνής

χτίστηκε ένα περιστύλιο (porticus post scaenam) ακανόνιστου σχήματος με δωρικούς

κίονες. Η τριώροφη πρόσοψη της σκηνής (scaenae frons) είχε μοναδικό

83

Πρβλ. Παυσανίας 8,9,2 και 8,9,6.

84 Fougères (1896), 122 και Di Napoli (2007), 246.

42

αρχιτεκτονικό σχέδιο με ημικυκλικές και ορθογώνιες κόγχες, με μικρές κλίμακες που

οδηγούσαν στα διαφορετικά επίπεδα και με πλούσιο γλυπτό διάκοσμο κυρίως της

αδριάνειας περιόδου.

Ο σεισμός του 77 μ. Χ. επηρέασε το οικοδόμημα και ακολούθησαν έργα

επισκευής από αυτοκράτορες της δυναστείας των Φλάβιων όπως μαρτυρά και

σχετική επιγραφή (σελ.). Ενδεικτικά, η αλλαγή του ονόματος της αποικίας σε Colonia

Iulia Flavia Augusta Corinthiensis αντικατόπτριζε την έντονη παρουσία τους.85

Η νέα

αυτή ονομασία δεν σήμαινε απαραίτητα την επανίδρυση της Κορίνθου αλλά μάλλον

την αποτελεσματική διαχείριση και μέριμνα που έδειχναν οι αυτοκράτορες της

συγκεκριμένης δυναστείας για τις επαρχίες της Ανατολής καθώς, όπως υποστηρίζει η

Hoskins Walbank, η προσθήκη ενός αυτοκρατορικού ονόματος στο όνομα μίας

υπάρχουσας αποικίας είναι συνήθως μια ένδειξη για τις χάρες που έχουν ληφθεί, ή

μερικές φορές για τις ευεργεσίες που έλπιζε για το μέλλον.86

Το θέατρο μετατράπηκε

σε αρένα θηριομαχιών στις αρχές του 3ου

αι. μ. Χ. (επί αυτοκράτορα Καρακάλλα:

211-217 μ. Χ.) και σε κολυμβήθρα στα τέλη του ίδιου αιώνα.

Μαρμάρινος βωμός για τον Διόνυσο(εικ.32) 87

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της

Κορίνθου, αρ. ευρ. Α-1044. Λαξευμένο κυλινδρικά σε

πεντελικό μάρμαρο. Έχει μέγιστο ύψος 0,45 μ. και

διάμετρο 0,54 μ. Χρονολογείται την πρώιμη ρωμαϊκή

αυτοκρατορική εποχή. Λείπει το επάνω μέρος και φέρει

πολλές αποκρούσεις. Κοσμείται με τρεις

ανθοπλοκάμους που πιθανώς ήταν αναρτημένοι σε

βουκράνια. Οι ανθοπλόκαμοι βρίσκονται σε υψηλό

ανάγλυφο. Χρονολογείται την πρώιμη ρωμαϊκή αυτοκρατορική εποχή. Βρέθηκε στην

ορχήστρα το 1926.

85

Hoskins Walbank (2002), 251.

86 Hoskins Walbank (2002), 252.

87 Di Napoli (2007), 285 και Sturgeon (2004), 159-161.

Εικόνα 32. Βωμός για τον

Διόνυσο.

43

Μαρμάρινος βωμός για τον Απόλλωνα(εικ.33) 88

Βρίσκεται το Αρχαιολογικό Μουσείο

της Κορίνθου, αρ. ευρ. Α-1049. Λαξευμένο

κυλινδρικά σε πεντελικό μάρμαρο. Έχει

σωζόμενο ύψος 0,853 μ. και διάμετρο 0,516 μ.

Χρονολογείται – όπως και ο προηγούμενος

βωμός – την πρώιμη αυτοκρατορική εποχή.

Μαρμάρινος κυλινδρικός βωμός που

παρουσιάζει αποκρούσεις στο επάνω μέρος.

Στο κάτω μέρος φέρει ζώνη με διπλό

εγχάρακτο κυμάτιο ύψους 0,17 μ. Ο κορμός

κοσμείται από τρία βουκράνια στα οποία

δένονται ανθοπλόκαμοι με ταινίες. Στα

διάχωρα εντός τους φέρουν παραστάσεις: στο

ένα, ένα πτηνό επάνω σε κλαδί αρπάζει

κάποιο έντομο στο άλλο μία φιάλη, ενώ μέσα

στο τρίτο δεν φαίνεται να υπάρχει κανένα διακοσμητικό στοιχείο. Βρέθηκε το 1926

στην ορχήστρα.

Εικονιστική κεφαλή Ρωμαίου(εικ.34) 89

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της

Κορίνθου, αρ. ευρ. T-277/Sc. 17. Λαξευμένο σε λευκό,

λεπτόκοκκο μάρμαρο. Έχει ύψος 0,302 μ. και πλάτος 0,14

μ. Η κεφαλή σώθηκε έως τη βάση του λαιμού. Λείπει το

αριστερό τμήμα της κεφαλής με πολλές αποκρούσεις στην

επιφάνεια, κυρίως στη μύτη. Εικονίζεται άνδρας σε

μετωπική όψη. Η μύτη είναι ελλιπής και πιθανώς να ήταν

γαμψή. Τα χείλη είναι μικρά και δηλώνονται σε χαμηλό

ανάγλυφο, Οι οφθαλμικές κόγχες περιβάλλονται από

επίθετες ταινίες με κανθό (αποδοσμένος με τη χρήση τρυπανιού) και σκιαγραφούν τα

88

Stillwell (1952), 126. Di Napoli (2007), 286. Shear (1926), 454 και Sturgeon (2004), 159-

161.

89 Di Napoli (2007), 290.

Εικόνα 33. Βωμός για τον Απόλλωνα.

Εικόνα 34. Κεφαλή

Ρωμαίου

44

εκφραστικά βλέφαρα. Τα κοντά μαλλιά αποδίδονται με χαμηλό ανάγλυφο και φέρουν

μικρότερη επεξεργασία στο πίσω μέρος της κεφαλής σημαίνοντας την τοποθέτηση

του πορτρέτου μπροστά από κόγχη ή τοίχο (της παρόδου;). Σύμφωνα με τους

περισσότερους μελετητές και με τα αναγνωριστικά χαρακτηριστικά χρονολογείται

την εποχή του Τιβερίου και απεικονίζει το ίδιο τον αυτοκράτορα. Ο Shear

υποστηρίζει ότι προβάλλεται ο αυτοκράτορας Γάλβας (68 - 69 μ. Χ.) αλλά στα

γνωστά πορτρέτα απεικονίζεται σε ηλικία εβδομήντα ενός έτους που ανέλαβε την

εξουσία, ηλικία πολύ μεγαλύτερη απ’ αυτή που εκτιμάται ότι συμβόλιζε η εν λόγω

μαρμάρινη κεφαλή.90

Βρέθηκε το 1926 στην κεντρική περιοχή της ορχήστρας.

Ακέφαλο άγαλμα τηβεννοφόρου (togatus) εικ.35 91

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της

Κορίνθου, αρ. ευρ. S-2838. Λαξευμένο σε

πεντελικό μάρμαρο. Έχει ύψος 1,81 μ., πλάτος

(στους ώμους) 0,536 μ. και ύψος της πλίνθου 0,078

μ. Χρονολογείται την πρώιμη ρωμαϊκή

αυτοκρατορική εποχή. Λείπει το αριστερό άκρο

χέρι, που ήταν ένθετο. Φέρει αποκρούσεις και

απολεπίσεις στην επιφάνεια. Η μορφή εικονίζεται

όρθια, μετωπική, με στάσιμο το δεξιό και ελαφρώς

λυγισμένο το αριστερό σκέλος. Φέρει επίσης ιμάτιο

και τήβεννο που αναδιπλώνεται επάνω στο δεξιό

ώμο. Ο αγκώνας του αριστερού χεριού λυγίζει σε

ορθή γωνία ενώ με το δεξιό χέρι συγκρατεί το

ένδυμα. Στα πόδια φέρει υποδήματα. Ως «οδηγός»

(puntello) λειτουργεί ένας κορμός δέντρου, ο

οποίος είναι τοποθετημένος πίσω από το αριστερό

κάτω άκρο. Βρέθηκε το 1928 στην ανατολική

πάροδο με εξαίρεση το αριστερό πόδι που βρέθηκε το 1966 στον περίβολο του ναού

του Απόλλωνα.

90

Sturgeon (2004), 136-138.

91 Di Napoli (2007), 292 και Sturgeon (2004), 144-147.

Εικόνα 35. Άγαλμα τηβεννοφόρου

(togatus)

45

Ακέφαλο άγαλμα χλαμυδοφόρου(εικ. 36-a) 92

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου, αρ. ευρ. S-903. Λαξευμένο

σε λευκό μάρμαρο. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,942 μ. και πλάτος 0,481 (στους

ώμους). Χρονολογείται στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο (μέσα του 4ου

αι. μ. Χ.). Η

αρχαιολογική σκαπάνη έφερε στο φως τέσσερα συνανήκοντα θραύσματα. Λείπουν η

κεφαλή, το αριστερό χέρι από το μέσο του βραχίονα, το δεξιό χέρι και το κάτω τμήμα

της μορφής, από τα γόνατα και κάτω. Φέρει αποκρούσεις και απολεπίσεις σε όλο το

σωζόμενο τμήμα. Εικονίζεται όρθια ανδρική μορφή σε διαστάσεις σχεδόν φυσικού

μεγέθους . Φέρει ιμάτιο και χλαμύδα τα οποία διαφοροποιούνται αισθητά από τη

δήλωση των βαθιών πτυχών. Η χλαμύδα καλύπτει ολόκληρο το αριστερό χέρι, που

είναι λυγισμένο στον αγκώνα και φέρει μεταλλική πόρπη κυκλικού σχήματος στο

δεξιό ώμο. Βρέθηκε το 1903 στο επάνω τμήμα του κοίλου, περιοχή που δηλώνει και

την αρχική του θέση (in situ;) καθώς φαίνεται ότι ήταν τοποθετημένο στη στοά πάνω

από τη summa cavea.

92

Di Napoli (2007), 293 και Sturgeon (2004), 163-165.

Εικόνα 36. Ακέφαλο άγαλμα

χλαμυδοφόρου Εικόνα 36a. Ακέφαλο άγαλμα

χλαμυδοφόρου. Πλάγια όψη.

46

Θραύσμα από άγαλμα (εικ.37) 93

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου, αρ. ευρ. T-863/Sc. 62.

Λαξευμένο σε λευκό μάρμαρο. Έχει μήκος 0,201 μ. και πλάτος 0,08 μ.

Χρονολογείται στην ύστερη ρωμαϊκή περίοδο (μέσα του 4ου

αι. μ. Χ.). Η Sturgeon

θεωρεί πως ήταν ενσωματωμένο σε άγαλμα που βρισκόταν στη στοά επάνω από τη

summa cavea. Φέρει ιζήματα και αποκρούσεις στην επιφάνεια. Το χέρι κρατά ένα

αντικείμενο κυλινδρικού σχήματος. Βρέθηκε το 1929 στη δυτική πάροδο.

Μαρμάρινη ενεπίγραφη πλάκα(εικ.38) 94

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο

Κορίνθου, αρ. ευρ. I-2287. Χαραγμένη σε

μάρμαρο. Έχει μέγιστο σωζόμενο ύψος 0,445

μ., πλάτος 0,394 μ. και πάχος 0,044 μ. Φέρει

αποκρούσεις σε όλες τις πλευρές εκτός από τη

δεξιά. Φέρει την ακόλουθη επιγραφή με

μέγιστο ύψος γραμμάτων 0,05 μ.: ti • claudio ·

| caesari • augusto · | germanico · PONTIFICI

| maximo · TRIB • POTEST • II | imp · iii ·

COS · II | [----]P • F. AEM • PRIMUS • F

Χρονολογείται στα 42 μ. Χ. χάρη

στην αναφορά των επισήμων τίτλων του αυτοκράτορα. Το κείμενο μαρτυρεί την

πρώτη – επιγραφικά - κατασκευαστική φάση του θεάτρου την εποχή του Κλαυδίου. Η

πλάκα βρέθηκε σε δεύτερη χρήση.

93

Sturgeon (2004), 165-166 και Di Napoli (2007), 294.

94 Shear (1928), 476-477. Di Napoli (2007), 288. Kent (1966), 40 και Sturgeon (2004), 45.

Εικόνα 37. Τμήμα άνω άκρου αγάλματος.

Εικόνα 38. Μαρμάρινη ενεπίγραφη

πλάκα.

47

Τέσσερα θραύσματα επιγραφής προς τιμήν του Τραϊανού 95

Βρίσκονται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κορίνθου, αρ. ευρ. 1-2376.

Χαράχτηκαν σε λευκό μάρμαρο. Χρονολογείται την εποχή του Τραϊανού (98-117 μ.

Χ.). Το μέγιστο σωζόμενο ύψος των τεσσάρων συνανηκόντων θραυσμάτων είναι

0,147 μ., 0,278 μ. το μήκος και 0,064 μ. το πάχος. Φέρουν την ακόλουθη επιγραφή με

μέγιστο ύψος γραμμάτων 0,061 μ.:

- - - - neRVAE · Traiano (?) - - -

- - - - TE - - - - - - - - - - - - - - - -

Το κείμενο αυτό ίσως αναφέρεται σε ανάθεση τιμητικού αγάλματος προς τιμήν του

Τραϊανού ο οποίος ευεργέτησε επισκευαστικές εργασίες στο θέατρο. Βρέθηκαν τον

Μάρτιο του 1928 στην ορχήστρα.

Ωδείο Μεσσήνης

Το ωδείο εντοπίστηκε το 1895 από τον Θ. Σοφούλη στη δυτική πλευρά του

ιερού του Ασκληπιού, στο σημερινό Μαυρομάτι Ιθώμης. Διενεργήθηκαν ανασκαφές

από την Αρχαιολογική Εταιρία μεταξύ των ετών 1925 και 1957. Το κοίλο διαιρείται

σε 3 κερκίδες από 4 κλίμακες και έχει 11 σειρές εδωλίων. Το δάπεδο της

πεταλόσχημης ορχήστρας (διαμέτρου 9,7μ.) αποτελείται από τετράγωνες πλάκες

λευκού, ερυθρού και υποκυανού χρώματος. Οι πρώτες εργασίες μετασκευής

μαρτυρούνται σε μια επιγραφή της εποχής των αυτοκρατόρων Αυγούστου –

Τιβέριου. Ο Λύσων Νίκιππος ευεργέτησε την επισκευή του pulpitum τον 1ο αι. μ. Χ.

Η ανακατασκευή της πρόσοψης του κτηρίου της σκηνής πραγματοποιήθηκε τον 3ο αι.

μ. Χ. με υλικό σε δεύτερη χρήση (spolia).

Ενεπίγραφο βάθρο εφίππου αγάλματος(εικ.39) 96

Βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Μεσσήνης, χωρίς αρ. ευρ.

Λαξεύτηκε σε λευκό μάρμαρο. Χρονολογείται στα μέσα του 2ου

αι. μ. Χ. (επί

Αντωνίνου Πίου). Η ακόλουθη επιγραφή είναι χαραγμένη επάνω σε βάθρο, το οποίο

έφερε χάλκινο έφιππο ανδριάντα:

Κλαύδιος [ Ἑ]λλαδάρχης

95

Kent (1966), 48 και Di Napoli (2007), 289.

96 Di Napoli (2007), 319 και Οικονόμος, Γ. Π. (1909), ΠΑΕ 64, 204.

48

Η αναφορά γίνεται στον αρχιερέα Τιβέριο Κλαύδιο Σαιθίδα Καιλιανό Ι που είχε το

τιμητικό αξίωμα του Ελλαδάρχη. Ο ανασκαφέας (Π. Θέμελης) πιστεύει ότι και το

ταφικό μνημείο – «Μαυσωλείο», που βρίσκεται στον νότιο περίβολο των τειχών,

ανήκε στην οικογένεια των Σαιθιδών. Η επιγραφή βρέθηκε το 1909 κοντά στην

κλίμακα της ανατολικής παρόδου και αργότερα (1925) συνδυάστηκε με το αντίστοιχο

βάθρο.

Γ. Ερμηνευτική προσέγγιση του εκτός σκηνής γλυπτού διακόσμου

Γίνεται αντιληπτό ότι ο αγαλματικός τύπος που χρησιμοποιείται περισσότερο

στη ρωμαϊκή περίοδο και κυρίως τον 2ο αι. μ. Χ. είναι το αυτοκρατορικό πορτρέτο

είτε απεικονίζει τον αυτοκράτορα ή μέλη της οικογένειάς του, είτε ιδιώτες («ιδιωτικά

πορτρέτα») που φέρουν όμως τα γενικά χαρακτηριστικά των αυτοκρατορικών

προσώπων. Τα μνημεία μετατρέπονται σε ισχυρούς δείκτες της τοπικής πολιτικής και

του αριστοκρατικού ανταγωνισμού.97

Στις αναγνωρίσιμες εντόπιες εκδοχές των

επαναλαμβανόμενων αυτοκρατορικών πορτρέτων πολλές φορές κρύβονται τα

χαρακτηριστικά των εκπροσώπων της ελίτ της τοπικής κοινωνίας που με επιδέξιο

τρόπο απομακρύνονται νοερά από τα «κεντρικά» πρότυπά τους που αποτελούν

πραγματικές απεικονίσεις της αυτοκρατορικής οικογένειας. Το «φαινόμενο του

Zeitgesicht» ή «period-face» (προσωπο-χρονολόγηση), όπως προτείνει ο Paul Zanker

για την ερμηνευτική και χρονολογική συσχέτιση των πορτρέτων προβάλλει την

επιρροή των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών γνωρισμάτων του αυτοκράτορα και της

συζύγου του με τους επίδοξους υπηκόους του, η οποία συγκεντρώνεται στην

97

Smith (1998), 56.

Εικόνα 39. Κλίμακες ανατολικής παρόδου που ήταν

ανιδρυμένος ο χάλκινος έφιππος ανδριάντας του Σαιθίδα

Καιλιανού Ι.

49

ακόλουθη φράση του μελετητή: «Wenn der Kaiser sich den Bart wachsen liess,

liessen sich die Burger im ganzen Reich den Bart wachsen» (εάν μεγάλωναν τα γένια

του αυτοκράτορα, οι πολίτες ολόκληρης της αυτοκρατορίας μεγάλωναν πάρα πολύ).98

Μπορεί τα αγάλματα να ήταν η εξωτερική έκφραση των πολιτικών,

κοινωνικών, πολιτιστικών και ηθικών ιδεών που καθόριζαν τον καλό έλληνα

αριστοκράτη της περιόδου αυτής, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει ο Smith,99

αλλά η

θέση που ελάμβαναν στο χώρο του θεατρικού οικοδομήματος ίσως να αποτελούσε

απτή απόδειξη της σχέσης των τοπικών ευεργετών με τον αυτοκράτορα και της

σημαντικότητας του ρόλου της εντόπιας ευεργετικής πολιτικής. Ο εκτός της σκηνής

χώρος και ιδιαίτερα το κοίλο φαίνεται ότι αποτελούσε πεδίο έμμεσου ανταγωνισμού

μεταξύ των τοπικών αριστοκρατών που σαν υψηλό στόχο ίσως είχαν την ανίδρυση

της αγαλμάτινης απεικόνισής τους στη scaenae frons εντός του πλαισίου της

θεματικής αφιέρωσης προς τον βασιλεύοντα αυτοκράτορα. Αυτή η αξίωση

μαρτυρείται και στις τιμητικές επιγραφές των ιδιωτών που χαράσσονταν σε κάποιο

ορατό τμήμα (λ.χ. γείσο) της πρόσοψης της σκηνής.

Η ιδιωτική προσωπογραφία στο σύνολο της ρωμαϊκής περιόδου μπορούσε να

θεωρηθεί σαν ένας διάλογος με το στυλ πορτρέτων της Ρώμης, αλλά εντός του

θεάτρου τα ιδιωτικά πορτρέτα φαίνεται να γύρευαν την «έγκριση» και τον θαυμασμό

του αυτοκράτορα. Τεχνοτροπικά, τα περισσότερα σωζόμενα γλυπτά ευρήματα από

τον εξω-σκηνικό διάκοσμο, ακολουθούν το αυτοκρατορικό πρότυπο που βοηθά και

στην χρονολόγησή τους όπως η κεφαλή ρωμαίου από το θέατρο της Κορίνθου με αρ.

ευρ. T-277/Sc (εικ. 34), που ανάγεται στην εποχή του Τιβέριου χωρίς όμως να

ακολουθεί απόλυτα το «κεντρικό» πρότυπο. Ωστόσο το ακέφαλο άγαλμα νέας

γυναίκας από την Μεσσήνη με αρ. ευρ. 9928 (εικ.14) μπορεί να ακολουθεί το

αυτοκρατορικό πρότυπο, αλλά μοιάζει να αποτελεί επανάληψη της απεικόνισης του

ίδιου προσώπου, της Κλαυδίας Φροντείνης (εικ. 15) που κοσμεί κόγχη της scaenae

frons μέσα στο ίδιο οικοδόμημα. Η υπεροχή του οίκου των Σαιθιδών στη Μεσσήνη

ίσως να επιβεβαιώνεται για άλλη μία φορά μέσα από τη συγκεκριμένη συσχέτιση.

Τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα του προσώπου που φέρει η κεφαλή

γενειοφόρου άνδρα από το Αρχαιολογικό Μουσείο της Σπάρτης με αρ. ευρ. 11322

(εικ.24) που πιθανώς απεικονίζει τον ανθύπατο Ανατόλιο (σύμφωνα με την επιγραφή

98

Zanker (1992), 48.

99 Smith (1998), 61.

50

με αρ. ευρ. 2831) επιβεβαιώνει τη θεωρία ότι τα τοπικά εργαστήρια μπορούσαν να

παράγουν το αυτοκρατορικό πρότυπο με περισσότερη ελευθερία.100

Στον εξω-

σκηνικό διάκοσμο περιλαμβάνονταν και απεικονίσεις τόσο αθλητών, όπως μας

πληροφορεί η επιγραφή του βάθρου (αρ. ευρ. 10829) του μη σωζόμενου χάλκινου

αγάλματος του Παγκράτη Παγκράτεος που είχε στηθεί στην περιοχή της ανατολικής

παρόδου του θεάτρου της Μεσσήνης, όσο και ιερειών όπως η εικονιστική κεφαλή

ώριμης γυναίκας (εικ. 22a-b) με αρ. ευρ. 11321 που φέρει μεταλλικό στεφάνι και

βρισκόταν κάπου στο κοίλο του θεάτρου της Σπάρτης. Οι δύο κυλινδρικοί βωμοί από

την περιοχή της ορχήστρας στο θέατρο της Κορίνθου, οι οποίοι φέρουν πολλές

ομοιότητες με τους αντίστοιχους της ελληνιστικής εποχής (στην απόδοση των

ανθοπλοκάμων και βουκράνιων), ίσως να συμβολίζει την τάση των Ρωμαίων να

υιοθετούν βασικές δομές του παρελθόντος και να τις επαναχρησιμοποιούν μέσω της

δημιουργικής συνέχειας στην νέα κοινωνία.

Αυτοκρατορική λατρεία

Η αυτοκρατορική λατρεία δεν μπορούσε να αποτελεί ένα ομοιογενές

φαινόμενο, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι τοπικές πολιτισμικές ιδιαιτερότητες,

όπως είναι η κοινωνική δομή, διοικητική οργάνωση της κάθε πόλης ή της

επαρχίας101

ή ακόμα και η δράση των μελών μιας τοπικής αριστοκρατικής

οικογένειας (λ.χ. ο οίκος των Σαιθιδών στη Μεσσήνη). Ο Shear αναφέρει ότι η

αυτοκρατορική λατρεία έμελε να γίνει το μέσο μέσω του οποίου οι αναγνωρισμένοι

αριστοκράτες των ελληνικών πόλεων εξέφραζαν την πίστη και την υποστήριξή τους

στους νομοθέτες της Ρώμης.102

Με αυτόν τον τρόπο αποτέλεσε ταυτόχρονα και το πιο

χρήσιμο εργαλείο της διαδικασίας του εκρωμαϊσμού.

Κάθε πρόγραμμα ανακαίνισης των θεάτρων στην Ανατολή εντάσσεται στο

πλαίσιο της λατρείας του βασιλεύοντος αυτοκράτορα ως νέου θεού και ακολουθεί η

διοργάνωση τοπικών εορτών προς τιμήν του που φέρουν το όνομά του. Στο θέατρο

του Διονύσου Ελευθερέως η λατρεία του Αδριανού ως Νέου Διονύσου συνδέεται με

την εορτή των Αδριανείων που μοιάζουν να αποτελούν τη συνέχεια της μεγάλης

100

Papageorgiadou- Bani (2004), 39.

101 Camia – Kantiréa (2010), 375.

102 Shear (1981), 363.

51

εορτής των Διονυσίων.103

Η παρουσία του θεοποιημένου αυτοκράτορα εκφράζεται

στο κοίλο μέσω της ανίδρυσης δεκατριών ανδριάντων και μέσω της επιγραφικής

προσθήκης στο θρόνο της προεδρίας: ἱερέως Ἁδριανοῦ (σελ.17). Αντίστοιχο

παράδειγμα διοργάνωσης τιμητικών εορτών συναντάμε σε αφιέρωση προς αγωνοθέτη

των Ίσθμιων αγώνων που περιλαμβάνεται η λέξη Vespasianea, αγώνες προς τιμήν

του βασιλεύοντος αυτοκράτορα, του Βεσπασιανού.104

Στα ενεπίγραφα βάθρα των χάλκινων ανδριάντων που απεικόνιζαν τον

Αδριανό στο κοίλο του Διονυσιακού θεάτρου ενυπήρχε η φράση υἱόν θεοῦ για την

οποία οι Benjamin και Raubitschek δηλώνουν διευκρινιστικά ότι η ελληνική φράση

σημαίνει ο υιός του Θεού ή ο υιός ενός θεού (δυναστική διαδοχή;) σε αντίθεση με τη

λατινική divi filius όπου η γενική του divus λειτουργεί ως πρώτο όνομα.105

Στην

πρώιμη αυτοκρατορική εποχή, η αυτοκρατορική λατρεία στην πόλη της Αθήνας

έφερε την πιο ισχυρή ένδειξή της με την παρουσία δεκατριών μικρών ναών που

έφεραν το όνομα του Αυγούστου (στην ελληνική γλώσσα) σε δοτική ή γενική πτώση,

πράγμα το οποίο σήμαινε σίγουρα θεότητα.106

Η γλώσσα ωστόσο των επιγραφών

δήλωνε και τον τύπο των ελληνικών πόλεων υπό ρωμαϊκή κυριαρχία, στις ελεύθερες

ελληνικές πόλεις (civitas libera) διατηρήθηκαν τα ελληνικά, ενώ στις οι αποικίες, ως

συνέπεια της συνταγματικής κατάστασης τους, χρησιμοποιούνται μόνο τα λατινικά

(λ.χ. Κόρινθος και Γόρτυνα).107

Η αυτοκρατορική λατρεία αποτυπώνεται και στις εικονιστικές κεφαλές από

το θέατρο της Μεσσήνης με αρ. ευρ. 11998 και 12341 (εικ. 12 και 13 αντίστοιχα) που

εντίθενται σε ερμαϊκές στήλες και χρονολογούνται την εποχή του Αντωνίνου Πίου

(138-161 μ. Χ.). Αποδίδονται και στα δύο γλυπτά τα γενικά γνωρίσματα του

αυτοκράτορα με σαφή δήλωση πρόσθετων χαρακτηριστικών που τα κατατάσσουν

στην κατηγορία των «ιδιωτικών» πορτρέτων. Σε αυτές τις δύο περιπτώσεις έχουμε

ταυτόχρονα θεοποιημένη απεικόνιση του αυτοκράτορα αλλά και τοπικού ευεργέτη με

σαφή πρόθεση του γλύπτη η αυτοκρατορική λατρεία να «μεταγραφεί» σε τοπική

λατρεία.

103

Παπασταμάτη – Von Moock, (2012), 149.

104 Hoskins Walbank (2002), 260.

105 Benjamin and Raubitschek (1959), 71.

106 Shear (1981), 362.

107 Papageorgiadou - Bani (2004), 74.

52

Τοπική αριστοκρατία

Από την κλασσική και την ελληνιστική περίοδο οι ιδιώτες χρηματοδοτούν τις

κατασκευαστικές ή επισκευαστικές εργασίες στα θέατρα. Τη ρωμαϊκή εποχή οι

πολίτες σε κάθε τόπο, που βρισκόταν υπό τη νέα κυριαρχία , συνέχισαν το έθος του

παρελθόντος τους. Οι γενναιόδωρες ευεργετικές υπηρεσίες για λογαριασμό της

πατρίδας τους και των θεών της πόλης (το πάνθεον συμπεριλάμβανε και τα μέλη της

αυτοκρατορικής οικογένειας) βραβεύονταν καθώς αποτελούσαν προέκταση του

πολιτικού τους καθήκοντος.108

H Sturgeon αναφέρει ότι αποδεικτικά στοιχεία για την

τοποθεσία των αφιερωματικών κτηρίων επιβιώνουν σε είκοσι επτά θέατρα στην

Ελλάδα και στην Ανατολή,109

πράξεις που φανερώνουν την πίστη προς τον

αυτοκράτορα και την επιθυμία σύνδεσης με τη ρωμαϊκή αριστοκρατία.

Δύο επιγραφικές μαρτυρίες από το εξεταζόμενο υλικό της παρούσας εργασίας

έμμεσα μας πληροφορούν για την τοπική κοινωνική διαστρωμάτωση ή ομαδοποίηση

καθώς κάνουν σαφή την ταξική διευθέτηση του κοίλου. Η επιγραφή Βουλῆς πάνω σε

στήλη (χωρίς αρ. ευρ.) από το θέατρο της Σπάρτης (σελ. 31) και η επιγραφή

ΓΕΡΟYΣIΑΣ χαραγμένη σε εδώλιο της προεδρίας στο θέατρο της Μαντινείας (σελ.

41) ορίζουν την αποκλειστική χρήση καθισμάτων από μέλη συγκεκριμένων

πολιτειακών οργάνων.

Η μέριμνα των ευεργετών για την κατασκευή και την τοποθέτηση του

προσωπικού τους αγάλματος εξέφραζε τη θέληση για την ανάδειξη της

αριστοκρατικής τους καταγωγής διατηρώντας ωστόσο τη διττή τους ταυτότητα

(ελληνική και ρωμαϊκή). Η εικόνα του αυτοκράτορα μπορεί να είχε ένα ισχυρό

«πολλαπλασιαστή» επίδρασης γύρω από την αυτοκρατορία αλλά οι πόλεις

ολόκληρης της αυτοκρατορίας ήταν γεμάτες με απεικονιστικά αγάλματα που

εμπλέκονταν σε έναν θορυβώδη διάλογο ανταγωνιστικών προτεραιοτήτων και

εκφραστικών μέσων.110

Ο ανταγωνισμός αυτός διαφαινόταν και στο θέμα της

ονοματοθεσίας μέσα στο θεατρικό οικοδόμημα προβάλλοντας με τον καλύτερο τρόπο

την ευεργετική πράξη. Οι επιγραφικές μαρτυρίες από τον εξω-σκηνικό χώρο των

θεάτρων φωτίζουν αυτή τη σύγκρουση σε τοπική εμβέλεια με χαρακτηριστικό

παράδειγμα το cursus honorum (υποψηφιότητα αξιώματος: εικ.30) στους τοίχους της

108

Smith (1998), 61.

109 Sturgeon (2004), 416.

110 Smith (1998), 61.

53

ανατολικής και δυτικής παρόδου του θεάτρου της Σπάρτης που τονίζει την πολιτική

σημασία του κτηρίου.111

Η αστική κοινωνία αλλάζει από την ελληνιστική στη ρωμαϊκή εποχή και,

όπως χαρακτηριστικά αναφέρει η Di Napoli για την τοπογραφική κατανομή των

θεατρικών κτηρίων στην Πελοπόννησο, η σταδιακή μείωση του αριθμού τους έχουν

εξεταστεί ως πιθανοί δείκτες της ανάπτυξης της αστικής κοινωνίας, καθώς και της

παρουσίας των τοπικών ελίτ.112

Η προβολή της οικογένειας των Σαιθιδών στη

Μεσσήνη, του Ευρυκλή στην Σπάρτη αλλά και στο Γύθειο, σημαντικών ανθυπάτων

(λ.χ. ο Πουβλίλιος Οπτατιανός ή ο Ανατόλιος) σχηματίζουν την εικόνα ότι τα τοπικά

εργαστήρια γλυπτικής δρούσαν με μεγαλύτερη ελευθερία στην απεικόνιση ιδιωτών

χωρίς όμως να ξεφεύγουν από το αυτοκρατορικό πρότυπο. Αντίθετα, σε πόλεις που

ήταν αποικίες, όπως η Κόρινθος, η Πάτρα ή η Γόρτυνα, που αποτελούσαν και τα

σημαντικότερα διοικητικά κέντρα της Ελλάδας, ή η Αθήνα που αποτελούσε

πνευματικό κέντρο, βρίσκονταν υπό τον αυστηρό έλεγχο του αυτοκράτορα.

Δ. Συμπεράσματα

Ο εκτός σκηνής γλυπτός διάκοσμος χαρακτηρίζεται από την απουσία

αγαλμάτων σε φυσικό ή υπερφυσικό μέγεθος που απεικονίζουν θεότητες γιατί η θέση

τους βρίσκεται στη scaenae frons ως τμήματα που συνθέτουν τον αυτοκρατορικό

θρίαμβο που πραγματοποιείται με τη θεοποίηση του βασιλεύοντα αυτοκράτορα. Το

θρησκευτικό στοιχείο εκπροσωπείται εξω-σκηνικά μόνο από μικρά αγαλματίδια

θεοτήτων (εικ.17 και εικ.21), αγάλματα θρησκευτικών λειτουργών (ιερείς-ιέρειες:

εικ.22) και από «θεοποιημένα» αυτοκρατορικά πορτρέτα (π.χ. οι χάλκινοι ανδριάντες

του Αδριανού στο κοίλο του Διονυσιακού θεάτρου στην Αθήνα).

Η αναχάραξη των ενεπίγραφων βάθρων (εδράζοντας το ίδιο άγαλμα), όπως

το ενεπίγραφο βάθρο για το άγαλμα του ανθύπατου Ανατολίου (σελ.35), δείχνει την

συνήθεια που υπήρχε σε όλη τη ρωμαϊκή περίοδο να αφομοιώνονται δημιουργικά τα

στοιχεία του παρελθόντος και να θεωρείται ότι η εξελικτική συνέχεια ενός άλλου

πολιτισμού αποτελεί υψηλή αξίωση. Επίσης, οι επιγραφές των βάθρων, όπως αυτή

από το θέατρο της Μεσσήνης που έφερε το όνομα Νίκων (σελ.24), και των εδωλίων

111

Sturgeon (2004), 419.

112 Di Napoli (2010), 253.

54

της προεδρίας, όπως αυτές του θεάτρου της Σπάρτης (εικ.28-29), εμπλουτίζουν τα

στοιχεία της εντόπιας προσωπογραφίας.

Τέλος, η επιθυμία προβολής και αναγνώρισης των ευεργετών, που είχαν

σκοπό την κατάκτηση της αυτοκρατορικής εύνοιας και την περαιτέρω διεκδίκηση

ανώτερων αξιωμάτων, μετέτρεπε τον εκτός σκηνής διάκοσμο σε υλικό έμμεσης

κοινωνικοπολιτικής σύγκρουσης. Υψηλή συμβολική αξία παρέμενε πάντα μια θέση

στον διάκοσμο της scaenae frons δηλαδή στον «ιδανικό» κόσμο τον οποίο ζούσε η

αυτοκρατορική οικογένεια. Ίσως με αυτόν τον τρόπο να διαφαίνεται η διαλογική

σχέση στην οποία βρίσκονται ο σκηνικός με τον έξω – σκηνικό διάκοσμο, ο

αυτοκράτορας με την τοπική αριστοκρατία.

55

Βιβλιογραφία

Albertson, F. (1983), «A Bust of Lucius Verus in the Ashmolean Museum, Oxford,

and Its Artist», AJA 87, No 2, 153-163.

Benjamin, A. S. - Raubitschek, A. E. (1959), «Arae Augusti», Hesperia 28, 65-85.

Bieber, Μ. (1954), «Appendix: The Statues of Miltiades and Themistokles in the

Theater at Athens», AJA 58, 282-284.

Bieber, M. (1961), The History of the Greek and Roman Theater2, Princeton.

Camia, F. – Kantiréa, M. (2010), «The imperial cult in the Peloponnese», Ινστιτούτο

Ελληνικής και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος, Μελετήματα 63, 375- 406.

Γιαννακόπουλος, Π. Ε. (1966), Το Γύθειον Αρχαιολογική Και Ιστορική Άποψις Από

Της Προϊστορικής Εποχής Μέχρι Του Μεγάλου Κωνσταντίνου, Αθήνα.

Di Napoli, V. (2007), Ο γλυπτός διάκοσμος των θεάτρων στη ρωμαϊκή επαρχία της

Αχαΐας, Αδημοσίευτη Διδ. Διατριβή, Αθήνα.

Di Napoli, V. (2008), «Δύο Eικονιστικές Kεφαλές από το Ωδείο του Περικλέους και

το Aττικό Πορτρέτο τον 1ο αι. π. Χ. και τον 1ο αι. μ. Χ.» στο: Σ. Βλίζος (επιμ.), Η

Αθήνα κατά τη Ρωμαϊκή Εποχή, Πρόσφατες Ανακαλύψεις, Νέες Έρευνες, Μουσείο

Μπενάκη 4ο Παράρτημα, 337-352.

Di Napoli, V. (2010), «Entertainment Building of the Roman Peloponnese: Theatres,

Odea, and Amphitheatres and their Topographical Distribution», Ινστιτούτο Ελληνικής

και Ρωμαϊκής Αρχαιότητος, Μελετήματα 63, 253-266.

Di Napoli, V. (2010), «Τα Θεατρικά Οικοδομήματα της Ρωμαϊκής Κρήτης:

Προσέγγιση για μια νέα Ερμηνεία», ΑΕΚ 1, 814-826.

56

Fougères, G. (1896), «Inscriptions de Mantinée», BCH 20, 119-166.

Hoskins Walbank, Μ. Ε. (2002), «What’s in a Name? Corinth under the Flavians»,

Zeitschrift für Papyrologie und Epigraphik, Bd. 139, 251-264.

Θέμελης, Π. (2010), Τα Θέατρα της Μεσσήνης, Αθήνα.

Θέμελης, Π.(1989), «Ανασκαφή Μεσσήνης», ΠΑΕ 144, 63-122.

Kent, J. H. (1966), The Inscriptions 1926-1950, Corinth VIII.3, Princeton.

Papageorgiadou – Bani, H. (2004), The Numismatic Iconography of the Roman

Colonies in Greece Local Spirit and the Expression of Imperial Policy, Athens.

Παπασταμάτη - Von Moock, Χ. (2012), «Θέατρο του Διονύσου Ελευθερέως: Τα

γλυπτά της ρωμαϊκής σκηνής. Χρονολογικά, καλλιτεχνικά και ερμηνευτικά

ζητήματα» στο: Θ. Στεφανίδου-Τιβερίου, Π. Καραναστάση, Δ. Δαμάσκος (επιμ.),

Πρακτικά Διεθνούς Συνεδρίου 2009: Κλασική παράδοση και νεωτερικά στοιχεία στην

πλαστική της ρωμαϊκής Ελλάδας, 129-149.

Παπαχατζής, Ν. Δ. (1974), Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Αττικά, Αθήνα.

Παπαχατζής, Ν. Δ. (1979), Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Μεσσηνιακά και Ηλιακά,

Αθήνα.

Παπαχατζής, Ν. Δ. (1980), Παυσανίου Ελλάδος Περιήγησις. Αχαϊκά και Αρκαδικά,

Αθήνα.

Richter, G. M. A. (1965), The Portraits of the Greeks Ι, London.

Ρουσόπουλος, Α. Σ. (1862), «Τα Εκ του Διονυσιακού Θεάτρου», ΑΕ 1862, 153-184.

Ρωμιοπούλου, K. (1997), Ελληνορωμαϊκά γλυπτά του Εθνικού Αρχαιολογικού

Μουσείου, Αθήνα.

57

Sear, F. (2006), Roman Theatres: An Architectural Study, Oxford.

Shear, T. L. (1926), «Excavations in the Theatre District of Corinth in 1926», AJA 30,

444-463.

Shear, T. L. (1928), «Excavations in the Theatre District and Tombs of Corinth in

1928», AJA 32, 474-495.

Shear, T. L. (Oct. - Dec., 1981), «Athens: From City-State to Provincial Town»,

Hesperia 50, No. 4, 356-377.

Σκιάς, Α. Ν. (1892), «ΕΠΙΓΡΑΦΑΙ ΓΥΘΕΙΟΥ», ΑΕ 1892, 185-204.

Smith, R.R.R. (1998), «Cultural Choice and Political Identity in Honorific Portrait

Statues in the Greek East in the Second Century A.D.», The Journal of Roman

Studies, Vol. 88, 56-93.

Spawforth, Α. J. S. (1994), «Excavations at Sparta: The Roman Stoa, 1988-91 the

Inscriptions», BSA 89, 433-441.

Stillwell, R. (1952), Corinth Π. The Theatre, Princeton.

Sturgeon, M. C. (2004), «Dedications of Roman Theaters», Hesperia Supplements,

Vol. 33, ΧΑΡΙΣ: Essays in Honor of Sara A. Immerwahr, 411-429.

Sturgeon, M. C. (2004), Sculpture The Assemblage From The Theater (Corinth

Volume IX, Part III), Princeton.

Vollgraff, W. (1944-45), «Inscriptions d’Argos», BCH 68-69, 391-403.

Waywell, G. B. - Walker, S. E. C. (1995), «Excavations at the Ancient Theatre of

Sparta 1992-4: Preliminary Report», BSA 90, 435-460.

Woodward, Α. Μ. (1923-25), «Excavations at Sparta, 1924-25», BSA 26, 116-310.

58

Woodward, Α. Μ. (1925-26), «Excavations at Sparta, 1926», BSA 27, 173-254.

Woodward, Α. Μ. (1926-27), «Excavations at Sparta, 1927», BSA 28, 1-106.

Woodward, Α. Μ. (1927-28), «Excavations at Sparta, 1924-28», BSA 29, 1-107.

Woodward, Α. Μ. (1928/1929- 1929/1930), «Excavations at Sparta, 1924-28: I. The

Theatre: Architectural Remains», BSA 30, 151-240.

Zanker, P. (1992), «Btirgerliche Selbstdarstellung am Grab im romischen

Kaiserreich», in H. -J. Schalles, H. von Hesberg and P. Zanker, Die rdmische Stadt in

2.Jahrhundert n.Chr.: Der Funktionswandel des offentlichenRaumes, 339-58.