«Η καθημερινή ζωή», Βενετοκρατούμενη Ελλάδα....

34
Υλικό και Πνευματικό περιβάλλον

Upload: independent

Post on 05-Mar-2023

0 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

353

Η καθημερινή ζωή

Υλικό καιΠνευματικό περιβάλλον

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

354

355

Η καθημερινή ζωή

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

Η καθημερινή ζωή

Η μακραίωνη σχέση της Βενετίας με την ελληνική Ανατολή, όπως ήταν φυσικό, επηρέασε όλους τους τομείς του κοινωνικού βίου του εγχώριου πληθυσμού. Η βενετική επίδραση ανιχνεύεται όχι μόνο στο γλωσσικό ιδίωμα αλλά και στον

οικιακό εξοπλισμό, στην επίπλωση, στην ενδυμασία, στη διατροφή και στις διασκεδά-σεις. Τα νοταριακά έγγραφα (διαθήκες, προικοσύμφωνα, απογραφές και ευρετήρια κι-νητής περιουσίας), αλλά και οι εκθέσεις των βενετών αξιωματούχων, τα λογοτεχνικά κείμενα, τα χρονικά καθώς και οι μαρτυρίες των περιηγητών, παρά την υποκειμενικό-τητά τους, δεδομένου ότι η κρίση τους εξαρτάται από την εθνικότητα, την ειδικότητα, τις πολιτικές τους πεποιθήσεις και τις ιδεολογίες τους, προσφέρουν μία ζωντανή εικό-να της καθημερινής ζωής των ευγενών, των αστών, των μεγαλοκτηματιών αλλά και των χωρικών στις βενετοκρατούμενες περιοχές.

Προικιά - έπιπλα - σκεύη

Στα προικοσύμφωνα και στις στίμες μνημονεύονται ολα τα είδη που συγκροτούσαν την προίκα, ανάλογα με την κοινωνική θέση της οικογένειας της νύφης: ακίνητα αγα-θά, ζώα, γεωργικά προϊόντα, όπλα, εργαλεία, χρήματα, πολύτιμα αντικείμενα (χρυσά και αργυρά), οικιακά σκεύη, κλινοσκεπάσματα, υφάσματα, έπιπλα, κοσμήματα (τζο-γέλα, δαχτυλίδια, πολύτιμες πέτρες, μαργαριτάρια, σκουλαρήκια, πόρπες, καρφίτσες, κωνσταντινάτα, περιδέραια), και ενδύματα.

Οι κοπέλλες ενδιαφέρονταν περισσότερο για τα προσωπικά τους είδη και κυρίως για τα ρούχα που θα έβαζαν στις κασέλες τους, ενώ τα είδη προικός τα επέλεγε η μητέρα τους που φρόντιζε για την άψογη εμφάνιση του νυφικού κρεβατιού και την επίπλω-ση του σπιτιού του νεαρού ζευγαριού: στρώματα (ματαράτζια), γεμισμένα με μαλλί ή με πούπουλα, σεντόνια βαμβακερά καθημερινής χρήσης, και λινά (σκούλινα) ή από λινά-

καθημερινήζωή

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

356

ρι δεύτερης ποιότητας (στούπινα), σκέτα ή με δαντέλλες και κεντήματα· παπλώματα ή δραμπότες, χοντρές κουβέρτες μάλλινες (φελτζάδες ή σκλαβίνες ) και βαμβακερές (μού-στλινες), μαξιλάρια μικρά και μεγάλα (μακρινάρες) γεμισμένα με πούπουλα ή με μαλλί με τις μαξιλαροθήκες τους. Συχνά το κρεβάτι είχε ουρανό (παβιόνι), κουρτίνα από αρα-χνοειδές ύφασμα (δακουρτουνέλα) και σχεδόν πάντοτε λευκό τορναλέτο (κρεβατόγυρο). Απαραίτητα είδη ήταν οι κουρτίνες και τα «εμπροσθοκούρτινα», υφαντά ή πάνινα κε-ντημένα με μετάξι ή με κλωστές, τα χαλιά (ταπέδα, πεύκια), τα τραπεζομάντηλα (μεσά-λια ή μεσάλια της τάβλας ή ταβλομέσαλα), οι πετσέτες φαγητού (τουβαγιούφια, τουβαλίθια, τουβαγέλια), τα κεντήματα και οι δαντέλλες για τον στολισμό του σπιτιού και διάφορα υφάσματα, υφαντά, βαμβακερά (φουστάνια), λινά (σκούλινα και στούπινα), μάλλινα, με-ταξωτά (μπροκαδέλα), βαμβακομεταξωτά ή μαλλινομέταξα (τζαμελέτα), για να τα χρησι-μοποιήσει η νύφη όποτε χρειαζόταν και ανάλογα με τις ανάγκες της.

Ο εξοπλισμός των σπιτιών των μεσαίων τάξεων ήταν λιτός· ένα κρεβάτι, από ξύλο καρυδιάς ή κυπαρισιού, μία ντουλάπα, ένα τραπέζι τετράγωνο ή στρογγυλό (ταύλα ρο-δόντα κυπαρισένη ποδάρια τρία), καρέκλες (οι καλύτερες ήταν «βενετικές») ή κοντά καθί-σματα με πλάτη (θρονιά σκλαβούνικα), σεντούκια και κασέλες «άσπρες βενέτικες χρυσές με την κλείδωσιν» ή καρίτζινες (καριδένιες) ή ταλπεδένιες (κατασκευασμένες από πλατιές και χοντρές σανίδες) για τα ρούχα, μικρά κιβώτια για τα κοσμήματα ή για έγγραφα (αρ-κλία ή άρκλες), μπαούλα («φορτζέρια ταλπεδένια βενέτικα ζωγραφιστά»), σκαμνιά και πάγκοι για την κουζίνα, που ήταν εφοδιασμένη με τα αναγκαία μαγειρικά σκεύη: κακά-βια και κακαβινένες (χύτρες, καζάνια), σαρσαρόλες στάνιες (κατσαρόλες επικασσιτερωμέ-νες), πινιάτες (μεγάλες χάλκινες χύτρες), σκουτέλες (γαβάθες), κούπες (κύπελλα), μαχαι-ροπήρουνα, κουτάλες, τηγάνια, ταψιά, απλάδενες (πιατέλες), σουγλιά (σούβλες), μαστέλια και σκαφήδια βενέτικα (σκάφες διαφόρων χρήσεων), βουτσιά, πιθάρια, σύκλοι (κάδοι για άντληση νερού), κροντήρια (δοχεία για το νερό) και με(ι)τζαρόλες (δοχεία για το κρασί).

Σε αντίθεση, τα σπίτια των ευγενών και των μεγαλοαστών ήταν γεμάτα από πολύ-τιμα είδη, πίνακες, εικόνες, καλοφτιαγμένα έπιπλα, βαρύτιμα χαλιά και υφάσματα αρί-στης ποιότητας, όπως για παράδειγμα το σπίτι του κρητικού Ανδρέα Κορνάρου. Στο πόρ-τεγο, το κυρίως δωμάτιο του σπιτιού, υπήρχαν επίχρυσα φανάρια, πίνακες ζωγραφικής, όπλα (αλαμπάντρες), ασπίδες. Τα δωμάτια, με τους τοίχους καλυμμένους από μεταξωτά υφάσματα διαφόρων χρωμάτων, ήταν επιπλωμένα με επιχρυσωμένες κασέλες, σκρίνια, βελούδινα καθίσματα, επίχρυσα σκαμνιά, τραπέζια, περσικά μεταξωτά χαλιά, δέρματα,

357

Η καθημερινή ζωή

οπλοθήκες περίτεχνες, κρεβάτια καρυδένια σκαλιστά ή σιδερένια επίχρυσα, με μεταξωτό ουρανό και τορναλέτο και με κουρτίνες του ίδιου χρώματος στις πόρτες και στα παράθυρα.

Βεστιάριο (Τοπικές ενδυμασίες)

Όπως είναι ευνόητο, η βενετική μόδα δεν άργησε να γοητεύσει τον γυναικείο πληθυσμό των κτήσεων· οι ευγενείς, οι αστές και αργότερα και οι εύπορες χωρικές εγκατέλειψαν τα παραδοσιακά τους ρούχα και άρχισαν να ντύνονται υπακούοντας στις επιταγές της μόδας που είχαν φέρει οι γυναίκες των βενετών αξιωματούχων. Τα ρούχα που έραβαν ή που παράγγελναν στην ίδια την Βενετία, σχημάτισαν την τοπική τους ενδυμασία, η οποία, αν και δεν διέφερε σημαντικά από περιοχή σε περι-οχή λόγω της κοινής, βενετικής, επίδρασης που είχε δεχτεί, παρουσίαζε και ιδιαιτέ-ροτητες, πρωτοτυπίες και ποικιλομορφίες στην κατασκευή, στο ύφασμα, στο χρώμα ή στη διακόσμηση. Απαραίτητα στοιχεία της γυναικείας αμφίεσης ήταν το πουκάμι-σο (καμιζόλα), λινό με κεντήματα στα μανίκια ή απλό βαμβακερό, η φούστα (ροκέτο, σάρτζα, καρπέτα, βελέσι, βέστα), το φόρεμα (άμπιτο, βέστα, σαγιά, μετενές, μπροκαδέλο, ορμιζένη, διπλέτο) βαμβακερό, μάλλινο, μεταξωτό χρυσοϋφασμένο ή λινό, που έπαιρ-νε την ονομασία του από το ύφασμα κατασκευής του, η ποδιά, το πανωφόρι (κότα, καβάδι, γούνα, επενδύτης, κάπα, γουνέλλα, μανδί), και το κεφαλομάντηλο (σκιέπη, μπόλια, κρεμαστόμπολα, φακιόλι) λινό, μεταξωτό, κεντημένο ή σκέτο ή από λεπτό λευκό ύφασμα (μαγνάδι ή μαγνέα).

Μέσα στις νυφικές κασέλες όμως φυλάσσονταν και άλλα είδη ρουχισμού: λουτρο-μπόλιες ή μπόλιες λουστικές, ρεστομάντηλα (μεγάλα μαντήλια) και κολαγίνες (μεταξωτά μαντήλια για τον λαιμό), μπιακέντες (εσώρουχα), καμιζ(ε)ότα ή σοταμπάρκες (νυχτικές πουκαμίσες), βάτες, μανίκια φτιαγμένα από πολυτελές ύφασμα με σχέδια από χρυσή και ασημένια κλωστή, βαμβακερά, μεταξωτά ή βελουδένια, προμάνικα (επιμάνικα για την προφύλαξη των ενδυμάτων), κολέτα από λεπτό χρυσοκεντημένο ύφασμα με δα-ντέλλες (γιακάδες), μ(π)ουχαγιάρια (φανέλλες μάλλινες), γάντια, σκούφοι (σκούφιες, μπερέτες), ζωνάρια ή πόστες (ζώνες), (σ)καλτζούνια ή καρτζέτες (κάλτσες), τζάκοι, σάρ-κες, σαλταμάρκες, καμιζ(ι)όλες (ζακέτες, κοντά πανωφόρια), καζάκες, καζακίνες και φεραρόλια (μάλλινα επανωφόρια), τουμπλέτα (γιλέκα), ζιπόνια (γιλέκα «χειριδωτά» κε-ντημένα με χρυσές κλωστές, από τσόχα ή βελούδο), σεγκούνια (χοντρά μάλλινα ενδύ-ματα), κάσσοι (μπούστοι ή και φορέματα χωρίς μανίκια) και σοτακάσσοι (μεσοφόρια), καρζίες και μερέζες (κορδέλλες για το στόλισμα του κεφαλιού και των ρούχων).

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

358

Οι πηγές όμως για την ενδυμασία της περιόδου της βενετοκρατίας αναφέρονται κυρί-ως στα ονόματα των υφασμάτων και των ενδυμάτων χωρίς λεπτομερείς περιγραφές της ίδιας της ενδυμασίας. Επιπλέον πολλές φορές με το ίδιο ξενικό ονόμα νοείται διαφορετι-κό ένδυμα από περιοχή σε περιοχή. Για την ανασύνθεση της γυναικείας και της αντρικής αστικής ενδυμασίας πολύτιμες και ιδιαίτερα διαφωτιστικές είναι οι ταξιδιωτικές αναφο-ρές και οι γκραβούρες που τις εικονογραφούν, οι χαλκογραφίες και οι ελαιογραφίες καλ-λιτεχνών της εποχής, καθώς και οι απεικονίσεις αφιερωτών σε τοιχογραφίες και εικόνες ναών και μονών.

Στην Κεφαλονιά, το πουκάμισο, σκούλινο το καλό, στούπινο το πρόχειρο, ήταν απα-ραίτητο στοιχείο της αμφίεσης των γυναικών των ανωτέρων τάξεων μέχρι τα τέλη του 18ου αι. Στη συνέχεια το φορούσαν μόνο οι αγρότισσες που όλα τους τα φορέ-ματα ήταν επηρεασμένα αναγκαστικά από την ενδυμασία των γυναικών της αστικής τάξης, προσαρμοσμένα στις ανάγκες της υπαίθρου. Το πουκάμισο είχε βαθύ τετρά-γωνο άνοιγμα στο λαιμό (vertegura από το ιταλικό apertura), που οι παντρεμένες το σκέπαζαν με ενα διαφανές ύφασμα ή με δαντέλλα (μέρλο), και μανίκια με κεντήματα ή δαντέλλες στις άκρες. Φοριόταν πάνω από την βαμβακερή ή λινή φούστα (βέστα, ρασσέττα), που ήταν μπροστά ανοιχτή για να φαίνεται από μέσα η εσωτερική φού-στα (σοτανέλλα), φτιαγμένη από μεταξωτό ή λινό ύφασμα. Οι αγρότισσες αντίστοιχαν φορούσαν το βελέσι, μπούρδινο (λινό) ή βαμβακερό, και το σοτοβέλεσο, βαμβακερό με κέντημα από μπλε και κόκκινες κλωστές στον ποδόγυρο ή μάλλινο, τον χειμώνα, με πλατιές ρίγες και διάφορα χρώματα στον ποδόγυρο. Πάνω από την φούστα έδεναν την στενόμακρη ποδιά, λευκή λινή ή βαμβακερή με δαντέλλα και κεντήματα, ή από μεταξωτό λουλουδάτο ύφασμα με χρυσή ταινία στην άκρη, ή ακόμη φτιαγμένη από το ίδιο ύφασμα με την φούστα. Πάνω από το πουκάμισο φορούσαν το σωκάρδι, έναν αμάνικο κοντόμεσο μπούστο με στρογγυλό άνοιγμα που ή έκλεινε με κουμπιά, συνή-θως ασημένια, ή έδενε με κορδόνια σταυρωτά (το κυπριακό εσωκάρδιο ήταν γιλέκο που φορούσαν τα νεογέννητα κάτω από τα σπάργανα και πάνω από το πουκάμισο), το ζιμπούνι (κοντή μάλλινη ή μεταξωτή ζακέτα, στολισμένη με ασημένια σιρίτια και ασημένια ή χρυσά κουμπιά) και τον χειμώνα το σεγκούνι.

Στη Λευκάδα οι γυναίκες φορούσαν μακριά φαρδιά κεντημένα παντελόνια κάτω από το φόρεμα που ήταν κεντημένο με χρυσές, ασημένιες και μεταξωτές κλωστές. Στη Ζά-κυνθο, σύμφωνα με την περιγραφή του του προξένου της Γαλλίας στα Επτάνησα Ανδρέα Grasset Saint-Sauveur, οι μεγαλοαστές και οι αρχόντισσες όταν έβγαιναν από το σπίτι

359

Η καθημερινή ζωή

σκέπαζαν το πρόσωπό τους με μάσκα από μαύρο βελούδο γαρνιρισμένο με δαντέλλα και φορούσαν καπέλλο τρίκωχο στολισμένο με φτερά και λουλούδια.

Στην Κέρκυρα οι γυναίκες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων φορούσαν μακριά βε-λούδινα ή μεταξωτά φορέματα, με τετράγωνο ντεκολτέ στολισμένο με πολύτιμες πέτρες, εφαρμοστά στο επάνω μέρος, μανίκια φουσκωτά στους ώμους και στενά στον καρπό με δαντέλλα. ΄Αλλοτε πάλι φορούσαν κοντή ζακέτα με χρυσά σιρίτια και φουσκωτά μα-νίκια, μακριά πολύπτυχη φούστα με χρυσά διακοσμητικά μοτίβα, από πάνω μία κοντή φούστα από το ίδιο ύφασμα με τη ζακέτα και ποδιά με κρόσια. Απαραίτητο συμπλήρωμα της ενδυμασίας οι πλούσιοι επενδύτες ή μανδύες μαύροι ή χρώματος που ταίριαζε με το φόρεμα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 1630 το Συμβούλιο της Κέρκυρας για να καταπολε-μήσει την επιδεικτική πολυτέλεια των αστών και να περιορίσει τα υπερβολικά έξοδα που αντιμετώπιζαν για το ντύσιμο τους, απαγόρευσε σε όλους τους πολίτες, άντρες και γυ-ναίκες, να φορούν ρούχα κεντημένα, υφασμένα ή γαρνιρισμένα με χρυσάφι, ασήμι και μετάξι επιβάλλοντας ποινή διακοσίων δουκάτων στους παραβάτες και αποβολή από το Συμβούλιο για μια δεκαετία.

Στα χωριά η γυναίκα φορούσε κατάσαρκα άσπρο λινό ή χασεδένιο (σκούλινο ή κα-μπρί) πουκάμισο, μακρύ μέχρι το γόνατο, ανοιχτό στο λαιμό, με μανίκια κεντημένα ή γαρνιρισμένα με δαντέλλες, μπουστίνα (λεπτό ύφασμα βαμβακερό, μεταξωτό ή λινό με κεντήματα που κάλυπτε το στήθος και στερεωνόταν με κορδέλλες) και ένα άσπρο βα-μαβακερό ή λινό κότολο ή ασπροβέλεσο (μεσοφόρι) με πιέτες στη μέση και δαντέλλα ή κέντημα στον ποδόγυρο. Πάνω από το κότολο φοριόταν το ροκέτο ή άμπιτο ή καρπέττα ή και βελέσι (μακριά φούστα πεντάφυλλη ή επτάφυλλη διαφόρων χρωμάτων, βαμβακερή ή μεταξωτή και τον χειμώνα μάλλινη μαύρη, η λεγόμενη σάρτζα), φαρδιά χρυσοκεντη-μένη ζώνη από κόκκινο βελούδο και ποδιά (μπροστέλλα) βαμαβακερή, μεταξωτή ή λινή, μονόχρωμη ή πολύχρωμη, με κρόσσια, κορδέλες, φούντες και κεντήματα. Πάνω από το πουκάμισο οι Κερκυραίες φορούσαν ένα γιλέκο (τζιπούνι ή κοτολί), μάλλινο το χειμώνα και βαμβακερό το καλοκαίρι, ενώ το γιορτινό ήταν από βελούδο με χρυσοκέντημα, κο-ντό ή μακρύ, χωρίς μανίκια με πλατύ άνοιγμα στο στήθος πλαισιωμένο με φαρδιές χρυ-σές ταινίες, που έκλεινε με χρυσά ή ασημένια κουμπιά. Το πιο εντυπωσιακό κομμάτι της κερκυραϊκής αγροτικής ενδυμασίας ήταν το πεσελί, κοντή μεσάτη ζακέτα με μανίκια από τσόχα ή βελούδο κόκκινο, μπλε, καφέ ή μαύρο, με χρυσές ταινίες μπροστά και γύρω από τον λαιμό, χρυσοκεντημένη με πουλιά, λουλούδια, ρόδακες και τον δικέφαλο αετό στην πλάτη. Εκτός από το επίσημο πεσελί φοριόταν τις Κυριακές και τις καθημερινές η καμι-

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

360

ζιόλα (ζακέτα) από βελούδο, μετάξι ή μαλλί, διαφόρων χρωμάτων, χωρίς γιακά, ανοι-χτές μπροστά με χρυσή ταινία στις άκρες και κεντήματα. Στα πόδια φορούσαν κάλτσες άσπρες, βαμβακερές και πασούμια από βελούδο κόκκινο ή γαλάζιο, χρυσά κεντήματα και ασημένιες φούμπιες ή μαύρα παπούτσια στιβαλετέδα (μπότες). Στο κεφάλι στόλιζαν τις πλεξίδες των μαλλιών με χρωματιστές μεταξωτές κορδέλες, και φορούσαν μπόλια από μετάξι, λεπτό λινό ή βαμαβακερό ύφασμα με κεντήματα στις άκρες και δαντέλλα, και κόκκινες μεταξωτές κορδέλες στο πίσω μέρος.

Η γυναίκα της Κρήτης ήδη από τον 15ο αι. εγκατέλειψε τη βυζαντινή ενδυμασία (υπο-καμίσιο, δύο ιμάτια λευκά, επενδύτης κόκκινος και τυρμπάν ή λευκό μαντήλι) και άρχι-σε να ντύνεται αλά φορεστιέρα. Οι μοδίστρες έραβαν τα φορέματα των ευγενών και των αστών χρησιμοποιώντας σχέδια που τους προμήθευαν οι βενετσιάνες πελάτισσές τους, ενώ συχνά οι άρχοντες και οι πλούσιοι έμποροι ζητούσαν από συγγενείς και εκπροσώ-πους τους στη Βενετία να αγοράσουν πολυτελή ρούχα για τις γυναίκες της οικογένειάς τους, αν βέβαια δεν αναλάμβαναν οι ίδιες την παραγγελία, όπως έκανε, για παράδειγ-μα, η Quirina, κόρη του Αλεξίου Καλλέργη και σύζυγος του Αντωνίου Muazzo. Η νεαρή ευγενής στις 11 Σεπτεμβρίου 1444 εξουσιοδότησε τον θείο της Φραγκίσκο Dandolo, που βρισκόταν στη Βενετία, να της αγοράσει και να της στείλει στον Χάνδακα ένα φόρεμα χρυσοϋφασμένο (unam vestituram textam cum auro) αξίας 100 δουκάτων και ένα μανδύα από βελούδο πορφυρό ή με βελούδινες πορφυρές ταινίες στον λαιμό και στον ποδόγυρο (pelandam unam de carmisino centanimi velutati vel de carmisino velutato alte et basse).

Αργότερα το φόρεμα χωρίστηκε σε επανωκόρμι και πολύπτυχη φούστα με χρυσή ταινία στον ποδόγυρο (καρπέττα)· το επανωκόρμι σιγά σιγά καταργήθηκε και αντικαταστάθηκε από το πουκάμισο, λευκό, υφαντό, μεταξωτό ή βαμβακερό μέ μανίκια, που συχνά ήταν αποσπώ-μενα, και με κεντήματα ή δαντέλλα στις άκρες· η φορεσιά συμπληρώθηκε με την ποδιά, υφα-ντή λευκή, διακοσμημένη με κεντήματα ή με τη σάρτζα (είδος ποδιάς που δενόταν πίσω στη μέση και οι δυό της άκρες έμπαιναν στην αριστερή πλευρά της ζώνης). Στο κεφάλι φορού-σαν την μπόλια, λευκό ελαφρύ ύφασμα μεταξωτό ή βαμβακερό κεντημένο, και το κοινό μα-ντήλι χρωματιστό ή λευκό, ενώ οι χωρικές στόλιζαν τα μαλλιά τους και το στήθος τους με λουλούδια. Όσο για τα υποδήματα, φορούσαν γόβες από ύφασμα ή μαλακό δέρμα, μπότες με κορδόνια, φελλούς ή φελλοπάπουτσα, συχνά κεντημένα με χρυσό νήμα και στολισμένα με πολύτιμες πέτρες. Ο γάλλος προσκυνητής Ιάκωβος le Saige, που βρέθηκε στον Χάνδακα τον Ιούλιο του 1518, σκανδαλίστηκε από τις γυναίκες που λόγω της ζέστης φορούσαν «τού-λινα φορέματα πολύ τολμηρά, κι όταν τρώνε υπάρχει κάποιος που τις αερίζει με μία μικρή

361

Η καθημερινή ζωή

βεντάλια». Το 1609, σύμφωνα με τις περιγραφές του άγγλου περιηγητή William Lithgow, οι γυναίκες όπως και οι άντρες φορούσαν βράκες και μπότες και από πάνω λινό σουρτούκο που έφτανε μέχρι τη μέση των μηρών.

Σύμφωνα με τη μαρτυρία του γάλλου περιηγητή Νικολάου Nicolay, που επισκέφτη-κε την Χίο το 1551, οι γυναίκες ήταν εξαίσιας ομορφιάς και πολύ κομψές. Οι αστές φο-ρούσαν ανοικτόχρωμα βελούδινα ή μεταξωτά φορέματα, στολισμένα με κορδέλες και με μανίκια πολύχρωμα· λινή ποδιά με κρόσσια, άσπρη μεταξωτή σκούφια κεντημένη με χρυσάφι και μαργαριτάρια, δεμένη με μεγάλες μεταξωτές ταινιές του ίδιου χρώματος με τα μανίκια του φορέματος· στο μέτωπο έβαζαν μία χρυσαφιά μεταξωτή ταινία δεμένη στο πίσω μέρος της σκούφιας και από πάνω έριχναν ένα βέλο στολισμένο με πολύτιμες πέτρες. Στο λαιμό τους φορούσαν χρυσές αλυσίδες, και κοσμήματα από μαργαριτάρια και πολύτιμες πέτρες και στα πόδια τους άσπρες κάλτσες και άσπρα χαμηλά παπούτσια.

Στην Πελοπόννησο οι χωρικές φορούσαν μία απλή βαμβακερή μακρυμάνικη πουκα-μίσα που έφτανε μέχρι τα πόδια κεντημένη στο στήθος και στα μανίκια με κόκκινο με-τάξι, ζώνη δερμάτινη στη μέση, μαντήλα στο κεφάλι και δερμάτινα χαμηλά παπούτσια. Στόλιζαν τις πλεξίδες των μαλλιών τους με ασημένιους κόμπους και στο λαιμό τους, όσες είχαν οικονομική άνεση, κρεμούσαν πολλά ασημένια νομίσματα. Οι αστές ντύνο-νταν all’orientale με λεπτό μαντήλι στο κεφάλι τους, όπως οι καθολικές μοναχές, αλλά διατήρησαν και κάποια στοιχεία από τη βενετική ενδυμασία.

Όταν έφτασε στην Κύπρο η Κατερίνα Cornaro και οι κυρίες της αυλής της οι κύ-πριες αρχόντισσες είχαν ήδη εξοικιωθεί με τη δυτική μόδα και από τη βενετική πήραν μόνο όσα στοιχεία ταίριαζαν στα γούστα τους και στην ενδυματολογική τους παράδοση (μπούστοι, πλουμιστά, μεταξωτά πέπλα, πρόσθετα μανίκια, ποδιές). Το κυριότερο ένδυ-μα ήταν το υποκάμισο, λινό, βαμβακερό, μεταξωτό ή βαμβακομέταξο· φοριόταν κάτω από το φουστάνι που ή ήταν ίσιο, μακρύ με στενά μανίκια και ανοιχτό μπροστά σε όλο του το μήκος (σαγιά) ή είχε βαθύ τετράγωνο άνοιγμα στο λαιμό, στενό μπούστο και πο-λύπτυχη φούστα. Με τέτοια φουστάνια (βενετικά ραμμένα) απεικονίζονται οι δωρήτριες σε τοιχογραφίες και εικόνες της Κύπρου, όπως για παράδειγμα στην εκκλησία του αγίου Ιωάννη Βαπτιστή στην Λευκωσία. Το πουκάμισο συνδυαζόταν επίσης με κοντή ζακέτα (ζιμπούνιν, τζέκκιν ή καμιζόλα) γαλάζια, μαύρη ή πολύχρωμη, μεταξωτή ή βαμβακερή, χρυσοκεντημένη, ανοιχτή μπροστά ή με κουμπιά, ερυθροκάστανο βαμβακερό ρουτζέττιν (ροκέτο) ή με πολύχρωμη μακρυά φούστα (σκαρπέττα ή καρπέττα) μεταξωτή, λινή, χρυ-σοκεντημένη, με ζώνη που έκλεινε με ασημένιες πούκλες και χρυσοΰφαντο ποδόγυρο

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

362

(η καρπέττα αργότερα κατέληξε να σημαίνει το μεσοφόρι). Από πάνω φορούσαν κοντό ή μακρύ επενδύτη (κάπα, καζάκα, σάρκα, γουνέλλα) μάλλινο ή από βελούδο με χρυσά κεντήματα ή ακόμη γούνινο ή με γούνινη επένδυση (γούνα). Ένα άλλο είδος επενδύ-τη, που στην αρχή τον φορούσαν οι ναύτες και στη συνέχεια άντρες και γυναίκες, ήταν η σαλταμάρκα (από το ιταλικό salta in barca), που στην Kεφαλονιά λεγόταν σοταμπάρκα, αλλά σήμαινε ένα τελείως διαφορετικό ρούχο· ήταν η νυχτερινή γυναικεία πουκαμίσα. Οι Κύπριες κάλυπταν το κεφάλι και τους ώμους με τον μαντό (μάλινο ή μεταξωτό σάλι) ή με πολύχρωμο κεντητό μαντήλι, μεταξωτό ή βαμβακερό, ή και σκούφο ψηλό από χρυ-σοΰφαντο ύφασμα που τον συγκρατούσε λευκό μαντήλι τυλιγμένο γύρω από το πρόσω-πο, όπως συνήθιζαν οι βενετσιάνες. Στα πόδια φορούσαν κάλτζες ή κλατζούνια και υπο-δήματα (σκάρπες) στολισμένα με αγκράφες και κορδέλες και στο λαιμό διαφόρων ειδών κοσμήματα. Έναν αιώνα μετά την άλωση της Κύπρου από τους Τούρκους, η βενετική επίδραση στο ντύσιμο των Κυπρίων ήταν ακόμη εμφανής. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του βενετού Αμβροσίου Bembo, που επισκέφτηκε το νησί το 1671, άντρες και γυναίκες φο-ρούσαν βενετσιάνικα ρούχα· οι γυναίκες κυκλοφορούσαν στους δρόμους με ακάλυπτο πρόσωπο και οι άντρες είχαν μακρυά μαλλιά και καπέλλα ιταλικά.

Η αντρική ενδυμασία στα νησιά του Ιονίου δεν παρουσίαζε μεγάλες διαφορές από νησί σε νησί. Οι μεγαλοαστοί, κατ’ απομίμηση των βενετών πατρικίων, φορούσαν βελουδένιο η μάλλινο χρυσοκέντητο σακκάκι διακοσμημένο με πολύχρωμα σιρίτια, βρακί μέχρι το γόνατο από το ίδιο ύφασμα ή μεταξωτό, πουκάμισο με δαντέλλες στο λαιμό και στα μα-νίκια, ζώνη υφασμάτινη στη μέση, γιλέκο ή τζιπούνι τσόχινο μπλε ή μαύρο, κεντημένο με χρυσοκλωστές, γαρνιρισμένο τον χειμώνα με γούνα, και δύο σειρές κουμπιά ασημένια, μακρύ επενδύτη εφαρμοστό στη μέση και με φαρδιά μανίκια ή μανδύα, πλεκτές κάλτσες, πασουμάκια ή παπούτσια με ασημένιες φιούμπες, γάντια και πλατύ στρογγυλό μαύρο κα-πέλλο με χρυσό σιρίτι ή τρίκοχο ή σκούφο, και στη μέση τους κρεμούσαν σπαθί.

Οι αγρότες φορούσαν βαθύ μπλε βαμβακερή βράκα πολύπτυχη (πλατοβράκι, σέλα) μέ-χρι τα γόνατα, πουκάμισο με μικρές πτυχές, από λευκό λινό ή βαμαβακερό ύφασμα, με φαρδιά μανίκια και χωρίς γιακά, αλλά με τετράγωνο σκούρο μαντήλι δεμένο στο λαιμό, μάλλινο σωκάρδι (αμάνικο εφαρμοστό σταυρωτό γιλέκο με ασημένια κουμπιά και σκού-λινη φόδρα), χοντρό βαμβακερό ριχτό σακκάκι ή επενδύτη (καμιζιόλα), ζωνάρι μάλλινο ή μεταξωτό κόκκινο ή με κίτρινες γραμμές και κρόσια, μέσα στο οποίο έβαζαν τη ταμπακέ-ρα ή το πουγγί τους, αλλά και το μαχαίρι ή το πιστόλι τους, σκούφο μάλλινο κόκκινο με φούντα μεταξωτή ή χωρίς φούντα, λευκές κάλτσες (σκαλτσούνια) πλεκτές, βαμβακερές ή

363

Η καθημερινή ζωή

μάλλινες, και τσαρούχια από βακέττα (δερμάτινα). Τον χειμώνα φορούσαν χοντρό μάλλι-νο πανωφόρι με κουκούλα που έφτανε μέχρι τα γόνατα (σεγκούνι, βαρδακούρι, γαμπάς).

Στην Κεφαλονιά η αντρική αγροτική φορεσιά διέφερε από τόπο σε τόπο ως προς το χρώμα. Στα ορεινά μέρη το σκουφί, το ζωνάρι και οι κάλτσες ήταν άσπρες, στα χω-ριά κοντά στα αστικά κέντρα το σκουφί ήταν σκούρου ή μαύρου χρώματος, το ζωνάρι ήταν κόκκινο ή άλλου παρεμφερούς χρώματος και οι κάλτσες με μπλε ή πρασινωπές οριζόντιες ρίγες. Στα τέλη του 18ου αι., σύμφωνα με την μαρτυρία του Ανδρέα Grasset Saint-Sauveur, οι άντρες των πόλεων προτιμούσαν τον σκούφο και μόνο περιστασια-κά φορούσαν το τρίκοχο καπέλλο της εποχής, όπως για παράδειγμα οι Ληξουριώτες, οι οποίοι μόνο όταν πήγαιναν για υποθέσεις τους στο Αργοστόλι φορούσαν καπέλλο και περνούσαν στη ζώνη το σπαθί τους. Επίσης, αναφερόμενος στην κερκυραϊκή αγρο-τική ενδυμασία, σχολίαζε ότι ο χωρικός, στην προσπάθειά του να μιμηθεί το ντύσιμο των αστών, «στερούσε τη γυναίκα και τα παιδιά του από τα αναγκαία, ακολουθώντας τα ολέθρια καμώματα των ψωροπερήφανων της πολιτείας».

Στην Πελοπόννησο οι αγρότες φορούσαν βράκα βαμαβακερή και πουκάμισο από το ίδιο ύφασμα, μερικές φορές κεντημένο με κόκκινες μεταξωτές κλωστές, ζώνη δερμάτινη ή τενεκεδένια, κάλτσες βαμβακερές, παπούτσια από δέρμα δεμένο με σπάγγους και στο κεφάλι ένα μικρό καπέλλο άσπρο με ψηλή κυρτή κορυφή, που έμοιαζε με το καπέλλο των καρδιναλίων, που το έδεναν πίσω στο λαιμό και οι πιο εύποροι κρεμούσαν κορδόνια και φεστόνια από μετάξι με ασημένιους κόμπους. Οι αστοί φορούσαν μακρύ ένδυμα, all’uso di tutto il Levante, και στο κεφάλι καλπάκι.

Στην Κρήτη για δύο περίπου αιώνες μετά την κατάκτηση της από τους Βενετούς οι άντρες συνέχιζαν να φορούν τη βυζαντινή φορεσιά· ένα μακρύ ριχτό ρούχο μέχρι τους αστραγάλους ή μέχρι το γονατο με ζώνη στη μέση και κάλτσες. Με την πάροδο του χρό-νου οι ευγενείς και οι αστοί υπάκουσαν στις επιταγές της βενετικής μόδας και ντύνο-νταν όπως οι Βενετοί· φορούσαν μακρύ και πλατύ φόρεμα, κλειστό ως τον λαιμό, λινό, μάλλινο ή βελούδινο, χρώματος πορφυρού, μαύρου ή πρασινωπού, φοδραρισμένο τον χειμώνα με γούνα, από μέσα άσπρο πουκάμισο και στο κεφάλι φορούσαν μπερέττα. Οι χωρικοί φορούσαν φαρδύ πουκάμισο, ζωνάρι, ψηλά στιβάλια, χοντρό μάλλινο μακρύ επανωφόρι με κουκούλα (γαμπά) τον χειμώνα και σκούφο στο κεφάλι. Στα μέσα του 16ου αιώνα έκανε την εμφάνισή της η βράκα, που θα καθιερωθεί ως επίσημο ένδυμα των Κρητικών, συνοδευόμενη από γιλέκο (ζιπόνι), πουκάμισο, φέσι ή μαντήλι, φαρδιά ζώνη με πόρπη και μπότες μέχρι το γόνατο· αναπόσπαστο εξάρτημα της ενδυμασίας τους

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

364

ήταν το σπαθί ή το μαχαίρι. Στις αρχές του 17ου αι. οι κομψευόμενοι νεαροί αστοί, όπως ο Φαλλίδος του ομώνυμου Θρήνου, φορούσαν βελούδινα και μεταξωτα ρούχα (τζαντου-νιά και καμοκάδες), καπέλλο γενουβέζε και φεραρόλι (επανωφόρι) αλά φραντσέζε, καθώς και λινά και καλής ποιότητας βαμβακερά ενδύματα. Στα μέσα του αιώνα ο γάλλος στρα-τιωτικός Ι. B. Rostagne εντυπωσιάστηκε από την ενδυμασία των ορθόδοξων κληρικών της Κρήτης: μακρύ βιολετί μεταξωτό ράσο με ομοιόχρωμη χοντρή σχοινένια ζώνη με κρεμαστάρια στις άκρες και ψηλά καπέλλα «σαν ζαχαρόψωμα» με πλατύ γείσο, στολι-σμένα με ταφταδένιες πολύχρωμες κορδέλες .

Οι Κύπριοι φορούσαν υποκάμισο, βρακίον (στενό πανταλόνι) και πολύ αργότερα βρά-κα· από πάνω κοντό εφαρμοστό ζιμπούνιν, ζωνάρι από όπου κρεμούσαν το πουγγί, μάλ-λινο ή γούνινο επενδύτη ή κάπα ή γουνέλλα (κοντό επανωφόρι), στο κεφάλι μαντήλι ή σκούφο, κάλτσες και παπούτσια χαμηλά ή μπότες ψηλές ως το γόνατο.

Γαστρονομία και διατροφή

Αρχειακά τεκμήρια όπως για παράδειγμα οικονομικά κατάστιχα, λογαριασμοί, ημε-ρολόγια κ.ά., αλλά κυρίως τα λογοτεχνικά κείμενα της εποχής είναι ανεξάντλητη πηγή πληροφοριών για τις γαστρονομικές προτιμήσεις των κατοίκων. Οι αδηφάγοι υπηρέτες (ο Σκαπίνος, ο Μποζίκης, ο Κατζούρμπος), απαριθμούν τα υλικά που πρέπει να αγορά-σουν για το μεγείρεμα, αναλογίζονται τα εδέσματα που θα καταβροχθίσουν ή περιγρά-φουν με λαιμαργία τρόφιμα και φαγητά, πολλά από τα οποία, όπως μαρτυρούν τα ονό-ματά τους, είχαν εισαχθεί από τη Δύση και αρκετά μαγειρεύονται μέχρι και σήμερα με τον ίδιο ή παρεμφερή τρόπο.

Είναι γεγονός ότι η κουζίνα των Βενετών στους πρώτους αιώνες της ιστορίας τους ήταν λιτή και χωρίς αξιώσεις παρά την αφθονία των βασικών ειδών διατροφής: ψάρια και κρέατα, φρέσκα ή παστά, βραστά ή στα κάρβουνα, ζυμαρικά και λαχανικά. Η γαστρο-νομία τους άλλαξε με την επίδραση της βυζαντινής και της ανατολίτικης κουζίνας, πλού-σιας σε λάδι και μπαχαρικά, και με τον συνδυασμό των ξένων στοιχείων με τις πρώτες ύλες που είχαν στην διάθεσή τους. Η βενετική κουζίνα επέδρασε με την σειρά της στην κουζίνα των βενετοκρατούμενων περιοχών, αλλά ή επίδραση αυτή διαπιστώνεται στις γαστρονομικές συνήθειες των ανώτερων κοινωνικών τάξεων και όχι στη διατροφή των φτωχών και των αγροτών, όπου δεν υπήρχε θέση για τη γαστρονομία δεδομένου ότι ο μοναδικός σκοπός της διατροφής, με τα λιγοστά προϊόντα που είχαν στη διάθεσή τους οι χωρικοί, ήταν η συντήρηση του σώματος. Το συνηθισμένο τους φαγητό, εκτός από λίγο

365

Η καθημερινή ζωή

γάλα, τυρί και αυγά από τα ζώα που είχαν στα σπίτια τους, ήταν τα άγρια χόρτα ή αγριο-λάχανα (βρούβες, πρικόβουβρες, και άλλα είδη), τα σπαράγγια και τα μανιτάρια, τα οποία μάζευαν στους αγρούς, τα λαχανικά που καλλιεργούσαν στους κήπους (τσιμούλια, μπρό-κολα, κοκκάρια, κράμβες, κουνουπίδια, αγγινάρες κ.ά. ), που τα έτρωγαν βραστά ή ωμά με λάδι, και τα όσπρια (μαγε(ι)ρέματα), φασόλια, κουκιά (φάβες), ρεβίθια, λαθύρια, φακές, λούπινα, χλωρά, ξερά ή καβουρδισμένα, μαγειρευτά ή σαλάτα. Μια ευχάριστη και γευστι-κή αλλαγή στη μονότονη κουζίνα τους ήταν τα σαλιγκάρια, που μάζευαν όταν έβγαιναν στα χωράφια και τα έτρωγαν ψητά, τηγανητά ή βραστά, και οι παστές σαρδέλλες.

Απαραίτητο είδος διατροφής, τόσο των πλούσιων όσο και των φτωχών, σε όλα τα γεύματα (πρόγευμα ή κολατσό, μεσημβρινό ή γιόμα, απογευματινό ή δειλινιάτικο ή μα-ρέντα, βραδυνό ή δείπνο), ήταν το ψωμί, σιταρένιο (καθαρός και καθαρότατος άρτος) ή κριθαρένιο, από σμιγάδι ή σιτόσμιγο (κριθάρι ανάμικτο με σιτάρι), σιμιδαλλένο ή σιμιδα-λίτικο (σιμιγδαλένιο), σεμιδαλευράτο (από σιταρένιο αλεύρι και σιμιγδάλι) ή φουσκαρένο (από λεπτό πίτουρο), σησαμωτό (με σουσάμι) ή με σταφίδες, άσπρο ή μαυρο, ζυμωμένο σε διάφορα σχήματα κυρίως όμως σε σχήμα κουλούρας (pane fatto in buzzulai). Οι χωρι-κοί έψηναν το ψωμί στους φούρνους των σπιτιών τους, ενώ στις πόλεις λειτουργούσαν οι δημόσιοι φούρνοι που παρασκεύαζαν τριών ειδών ψωμιού, το ιταλικό (άσπρο και μαύρο), που καταναλωνόταν από τους Ιταλούς αλλά καί από τους πλούσιους ντόπιους, το ελληνικό (για τον εγχώριο πληθυσμό) και το ανάμικτο που το αγόραζαν όλοι. Καλύ-τερης ποιότητας και ακριβότερο ήταν το ιταλικό άσπρο, ακολουθούσε το ανάμικτο, το ιταλικό μαύρο και τέλος το ελληνικό. Εκτός από το ψωμί από το τραπέζι δεν έλειπαν οι διάφορες πίτες, οι κουλούρες και τα κουλουράκια (κουλουράκια, σπετσοκούλλουρα), τα παξιμάδια και το φριζόπο (τριμμένη γαλέτα) που το έτρωγαν σκέτο ή σούπα (τριμ-μένο παξιμάδι βρασμένο σε νερό ή ζουμί). Στον Χάνδακα, την περίοδο της πολιορκίας (1665), σύμφωνα με την μαρτυρία του Rostagne, έδιναν στους πληγωμένους και στους άρρωστους, ένα είδος σούπας, την πανάδα (panada), που ετοίμαζαν βράζοντας σε νερό τεμαχισμένο ψωμί μέχρι να λιώσει τελείως η ψύχα και να γίνει ένα πυκνόρευστος ζω-μός, που δεν ήταν βέβαια δυναμωτικός αλλά κατέβαζε τον πυρετό, οπότε ο άρρωστος συνερχόταν. Η κεφαλονίτικη ζούπα, ζεστό ψωμί μουσκεμένο σε κρασί, ήταν συνηθισμέ-νο φαγητό, για πρωϊνό και για δείπνο, και αν πιστέψουμε τον κεφαλονίτη σπετσιέρη και ντοτόρο Σγαρανέλο όχι μόνο έλυνε τη γλώσσα των μωρών μετά τον απογαλακτισμό τους (ώστε που τρώγοντας αυτά τους έρχετ’ η λαλιά τους και καθαρίζει η γλώσσα τους), αλλά ήταν και μοναδικό φάρμακο κατά της ξαφνικής βουβαμάρας. Η πανάδα όμως ήταν και

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

366

συνηθισμένο φαγητό των λαϊκών τάξεων. Έβρεχαν ξερό ψωμί ή παξιμάδια με ένα ζου-μί που έφτιαχναν με νερό, λάδι, κρεμμύδια και αρωματικά φυτά ή με βραστό νερό και λάδι και συχνά πρόσθεταν τριμμένο τυρί ή μυζήθρα ή και μέλι ή ζάχαρι.

Στις θρησκευτικές γιορτές ή σε ειδικές περιπτώσεις ζύμωναν διαφόρων ειδών ψω-μιά και κουλούρια με διάφορα υλικά, όπως για παράδειγμα τα σπετσοκούλουρα ή τα κυπριακά σιλίχνια (γαμήλια κουλούρια με μπαχαρικά και σουσάμι), το χριστόψωμο, ένα ψωμί με έναν σταυρό στη μέση, με σουσάμι, καρύδια και αμύγδαλα, τα σταυρο-κούλουρα, την κολομπινα (γλυκό ψωμί σε σχήμα πλεξούδας ή περιστεριού), τη φογάτσα (fugassa), το πασχαλινό τσουρέκι, φτιαγμένο με αλεύρι, γάλα προβατίσιο και αυγά, un pane grande come fogazza, σύμφωνα με την περιγραφή του κρητικού πρόσφυγα στην Πά-ντοβα Ιωάννη Παπαδόπουλου, con rivoltadure che dentro erano di vovi intreghi cotti col pane stesso nel forno.

Από το τραπέζι δεν έλειπε επίσης το γάλα (από τα αιγοπρόβατα, τις αγελάδες και τα βουβάλια) και όλα τα γαλακτομικά προϊόντα: το αθόγαλο (ανθόγαλο), το βούτυρο, το τυρί, φρέσκο ή σιτεμένο (σαζουνάδο, από το ιταλ. stagionato) που στην Κρήτη, σύμφωνα με την μαρτυρία του ιππότη Κάρολου Philippe (1532) το αποθήκευαν μέσα σε υπόγεια γεμάτα άρμη, το μανούρι, η αναρή ή αθότυρο (ανθότυρο), η χλωρή μαλάκα (άσπρο μαλακό τυρί), η μυζήθρα ή μιζήτα που την έτρωγαν χλωρή με ζάχαρη ή με μέλι ή την ξέραιναν στον ήλιο ή την ανακάτευαν με ζάχαρη, κανέλλα και άλλα μπαχαρικά και έφτιαχναν τις μυζηθρόπιτες, το χαλλούμιν, από κατσικίσιο ή αγελαδινό γάλα και το γιαούρτι ή γάλα όξινον. Ο φλωρεντινός γιατρός στην υπηρεσία της Βενετίας Αλέξανδρος Pini περιγράφο-ντας στις αρχές του 18ου αι. την Πελοπόννησο και τους κατοίκους της, τους οποίους χα-ρακτηρίζει λαίμαργους, επισημαίνει ότι κατανάλωναν ένα τόσο αλμυρό τυρί, που ήταν αδύνατον να φαγωθεί από τους ξένους και ότι γενικά τα φαγητά τους ήταν ιδιαίτερα αλατισμένα και γι’ αυτό οι Ιταλοί τους αποκαλούσαν «αλμυρούς» (salati). Επίσης, ότι συ-νήθιζαν να τρώνε γιαούρτι που το έπηζαν με λεμόνι ή ξύδι (mangiano assai di quel latte garbo, che gli antichi dicevano oxigala, al presente diagurti, et lo coagulano col limone o aceto). Σύμφωνα με τους εμπειρικούς γιατρούς της εποχής, το τυρί θεράπευε την υδρωπικία γι-ατί ήταν τονωτικό (έχει cordial μέσα, μαργαριτάρι και μάλαμα potabile).

Από το καθημερινό διαιτολόγιο δεν έλειπαν τα ζυμαρικά (οι μανέστρες και τα σπαγκέ-τα) που τόσο παραστατικά μνημονεύονται στα θεατρικά κείμενα της εποχής: μακαρούνες όμορφες, ρύζι κάτασπρο κι όμορφο, ραφιόλια, λαζάνια. Τα βενετικά μακαρόνια ήταν ένα είδος κροκέτας που τα έφτιαχναν με ζύμι από αλεύρι, νερό, ζωμό ή γάλα και κρόκους αυγών·

367

Η καθημερινή ζωή

τα έπλαθαν σε κυλινδρικό σχήμα, έκοβαν τη ζύμη σε κομματάκια και αφού τα έβραζαν τα σερβίριζαν με βούτυρο, τυρί, ζάχαρη και κανέλλα ή ζαφορά, που οι γυναίκες την χρησι-μοποιούσαν, όπως και την χέννα, για να βάφουν τα μαλλιά τους. Τα μακαρόνια είχαν ξε-χωριστή θέση στα κυπριακά τραπέζια των γιορτών και τα μαγείρευαν και τις τρεις μέρες του γάμου· βρασμένα στο ζουμί των ορνίθων ήταν το πιο συνηθισμένο φαγητό την τρίτη ημέρα του γάμου, ενώ απαραίτητο φαγητό για τον γάμο, που το ετοίμαζαν την παραμο-νή, ήταν και το ρέσι, αλεσμένο σιτάρι βρασμένο μαζί με κομμάτια από προβατίσιο κρέας μέχρι να γίνει χυλός.

Με ζύμη από αλεύρι και αυγά έφτιαχναν και τα λαζάνια, τετράγωνα κομμάτια φύλλου, που τα σερβίριζαν βραστά με σάλτσα, βούτυρο και τυρί ή με ζάχαρη και αμύ-γδαλα τριμμένα. Με τον ίδιο τρόπο ετοίμαζαν και τα ραφιόλια (ραβιόλια), μόνο που το φύλλο το έκοβαν σε μικρά κομμάτια, όχι σε ταινίες, τα παραγέμιζαν με μείγμα από χορταρικά, τυρί, αυγά ή αλλα υλικά και τα έβραζαν ή τα τηγάνιζαν. Στην κυπριακή κουζίνα απαντούν ως πουρέκκια ή, όταν είναι λίγο μεγαλύτερα, ως ραβκιόλες, πλατιά ραβιόλια γεμιστά με τον φουκό, μία κρέμα από χαλλούμι, γάλα και κρόκους αυγών, που τα έβραζαν, τα σούρωναν, τα περίχυναν με ζεστό βούτυρο και τα πασπάλιζαν με μυζήθρα ή άλλο είδος μαλακού τυριού και διάφορα αρωματικά. Με τον φουκό παρα-γέμιζαν και το κατ’εξοχήν πασχαλινό έδεσμα, τις φλαούνες ή βλαούνες, πίτες που τις έψηναν στο φούρνο, ενώ στην Κεφαλονιά και στην Λευκάδα οι φλαούνες ήταν καλα-μποκένια ψωμιά, ζυμωμένα χωρίς μαγιά και ψημένα στη χόβολη.

Το κατ’εξοχήν όμως φαγητό της βενετικής κουζίνας ήταν το ρύζι, που το μαγεί-ρευαν πλούσιοι και φτωχοί, τις καθημερινές και τις γιορτές, ακολουθώντας διά-φορες συνταγές ανάλογα με την εποχή. Στις βενετικές κτήσεις δεν είχε όμως με-γάλη επιτυχία, το χρησιμοποιούσαν για να ετοιμάσουν ορισμένα πιάτα και σε ειδι-κές περιπτώσεις, γιατί ως προϊόν εισαγωγής ήταν ακριβό και κατά συνέπεια ήταν είδος πολυτελείας. Για παράδειγμα στην Κρήτη ετοίμαζαν τρία πιάτα με βάση το ρύζι: ρύζι βραστό με ζάχαρη (ρύζι κάτασπρο με ζάχαρη περίσσα), βούτυρο, τυρί και κα-νέλλα, ρύζι βρασμένο σε γάλα με ζάχαρη και κανέλλα (ρυζόγαλο), που το έτρωγαν μόνο τις Αποκριές, και φασουλόρριζο.

Ακόμη και από μία βιαστική ανάγνωση των τροφών που αναφέρονται στις διάφορες πηγές προκύπτει ότι το κρέας ήταν το αγαπημένο φαγητό στις βενετικές κτήσεις. Γουρού-νες ή σκρόφες ή πλατίνες (γουρούνες χρονιάρες) και γουρουνόπουλα ή χοιρίδια, γίδες, βε-τούλια ή μιλιόρες (γίδες που δεν έχουν κλείσει χρόνο), (ε)ρίφια (κατσικάκια), τράγοι και

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

368

τραγόπουλα, πρόβατα ή αρνάδες, ζυγούρια (δίχρονα αρνιά), αρνιά γάλακτος ή βυζασταρά, αρνιά ή κατσίκια ευνουχισμένα, βόδια, μοσχάρια ή δαμάλια ή βοδόπουλα (βιδέλα) και νε-αρές αγελάδες μέχρι τριών χρονών (ματζέτες), μαγειρεμένα στην κατσαρόλα με διάφο-ρους τρόπους, ψητά στον φούρνο, στη σούβλα ή στα κάρβουνα. Στη μαγειρική χρησιμο-ποιούσαν όλα τα μέρη του σφαχτού, όχι μόνο το ψαχνό· το ξύγκι μάλιστα ο μακελάρης (χασάπης) το πουλούσε και χωριστά. Το χοιρινό λίπος, το λαρδί, το φύλαγαν σε πιθάρια και το έτρωγαν ωμό ή το έβαζαν στα φαγητά· σε πήλινα δοχεία φύλαγαν και τα σύγλη-να, κομμάτια χοιρινό τσιγαρισμένα και σκεπασμένα με λιωμένο λίπος που τα μαγείρευαν όπως και το κρέας, αλλά συνήθως τα χρησιμοποιούσαν στο μαγείρεμα των λαχανικών. Με το χοιρινό κεφάλι και με τεμαχισμένο κρέας ή τα πόδια του ζώου έφτιαχναν την πη-χτή, τη λεγόμενη τζελαδιά ή ζαλατίνα (για τη νηστίσιμη παραλλαγή της πηχτής έβραζαν τα κεφάλια των ψαριών)· το παρασύκωτο, δηλάδη τη συκωταριά, την έτρωγαν τηγανητή ή στην κατσαρόλα με άφθονα μπαχαρικά (fongadina), με την κοιλιά έφτιαχναν τις τρίπες (τον πατσά) σούπα ή γιαχνί και με τον ίδιο τρόπο μαγείρευαν και τα πόδια και το κεφά-λι (ποδοκέφαλα) του ζώου. Για να διατηρήσουν τα κρέατα έφταχναν αλλαντικά (μουρτα-δέλλες, λουκάνικα, σαλτιτσούνια, σαλούμια, σαλάδα) παραγεμίζοντας τις κύστεις ή τα λεπτά έντερα του χοίρου ή του μοσχαριού με αλεσμένο χοιρινό ή μοσχαρίσιο κρέας, αλάτι, λαρδί και διάφορα καρυκεύματα. Είδος αλλαντικού, που τρωγόταν κυρίως τα Χριστούγεννα ως φαγητό ή ως επιδόρπιο, ήταν και η οματία ή μπουλντούνα (και μπουλντούνι), ήτοι το παχύ έντερο ή η κύστη του χοίρου παραγεμισμένα με το αίμα του σφαχτού, που το έβραζαν μαζί με διάφορα αρτύματα και το άφηναν να πήξει.

Άλλος τρόπος μακράς διατήρησης του κρέατος ήταν το πάστωμα (κρέας σαλάδο ή παστωμένο), το κάπνισμα ή αποξήρανση στον ήλιο και στον αέρα. Με το άπαχο χοιρινό ετοίμαζαν το απάκι ή νούμπουλο, με το κρέας της κατσίκας, του προβάτου, του τράγου, του βοδιού, του αιγάγρου ή του χοίρου έφτιαχναν το απόχτι που το έτρωγαν ως προ-σφάγι όπως και τα παστά χοιρομεροκόκαλα, που όταν ήταν φρέσκα τα έτρωγαν βραστά. Το χοιρομέρι, καπνιστό (φουμικάδο) ή παστό, ήταν εκλεκτό έδεσμα, το προσέφεραν στα επίσημα τραπέζια και συχνά το έστελναν και ως δώρο.

Με το βοδινό κρέας ετοίμαζαν διάφορα φαγητά όπως για παράδειγμα ματζέτα παλιά (το κρέας της γέρικης αγελάδας ήταν νοστιμότερο) μαγερευτή ή οφτή (ψητή)με αλιάδα, ρευ-στή σάλτσα με βάση το σκόρδο, κοπανισμένο με λάδι, ψίχα ψωμιού, μπαχαρικά και ζωμό (είδος σκορδαλιάς). Με την αλιάδα στη Βενετία περίχυναν τα μακαρόνια και τα λαζάνια, ενώ στην Κύπρο με την ίδια σάλτσα, στην οποία πρόσθεταν και χυμό λεμονιού, σερβίρι-

369

Η καθημερινή ζωή

ζαν τα βαστά λαχανικά. Με βοδινό έφτιαχναν το σγατζέτο, κρεατόσουπα ή ψητό στην κα-τσαρόλα με πολύ ζουμί, λαχανικά, κρεμμύδια και προαιρετικά με σταφίδα, το σοφρίτο (λε-πτές φέτες τηγανισμένες και «σβησμένες» με κρασί και ξύδι) και τη σοφεγάδα (σοφιγάδο ή σφογγάτο), κρέας «πνιγμένο», μαγειρεμένο με διάφορα αρωματικά και καρυκεύματα σε κατσαρόλα σκεπασμένη για να μην εξατμίζεται το ζουμί και να γίνεται νοστιμότερο. Το ψαχνό του κρέατος το ψιλόκοβαν, πρόσθεταν καρυκεύματα, το έπλαθαν σε μικρές σφαί-ρες και έφτιαχναν τις πολπέτες ή το φουκί (από το ιταλικό focaccia), φαγητό αποτελούμενο από διάφορα στρώματα λεπτής ζύμης παραγεμισμένα με το αλεσμένο κρέας και ψημένο στο φούρνο.

Αν και το κρέας ήταν το κύριο πιάτο, την Σαρακοστή και τις νηστείες που όριζε η εκκλησία λαϊκοί και μοναχοί κατανάλωναν ψαρικά· στις αγορές υπήρχαν ψάρια φρέ-σκα (τρίλιες, σαρδέλλες, κέφαλοι, παλαμίδες, κολιοί, κοπάνια, τσιπούρες, μουρούνες) και ψάρια παστά, χέλια, αυγοτάραχο, μύδια, στρείδια, καβούρια, χαβιάρι, χταπόδια, ντόπια ή εισαγωγής. Τα ψάρια εμφανίζονται και στο μενού του κεφαλονίτικου γάμου του Αχιλλέα με την Ιφιγένεια, όπως μας το περιγράφει ο Κατσαΐτης: κρίατα, ψάρια και ψωμιά, κομμάτια από κουλούρες, μανέστρες, μαγειρέματα, βραστά, ψητά, λαζάνια.

Στα γεύματα καταναλώνονταν συχνά και τα πουλερικά, πουλάδες, όρνιθες, ορνιθό-πουλα, πετεινόπουλα, καπόνοι ή καπόνια, γάλλοι (διάνοι αλλά και κόκορες, από το ιταλικό gallo), παπίτσες, χήνες, περιστερόπουλα, μαγειμερένα με διάφορους τρόπους, κατά προτίμη-ση στο φούρνο ή στη σούβλα, ή παστά. Προσιτά σέ όλες τις τάξεις ήταν τα θηράματα, εφό-σον όλοι είχαν τη δυνατότητα να κυνηγήσουν, πολλά από τα οποία ήταν τόσο εκλεκτά που προσφέρονταν στα επίσημα γεύματα ή στα εορταστικά τραπέζια: πέρδικες (ονομαστές οι εξημερωμένες κόκκινες μεγάλες πέρδικες της Χίου), τσίχλες, συκοφάδες, τρουλίδες, κο-τσίφια, ορτύκια, τρυγόνια, παγώνια, λαγοί που τους μαγείρευαν με κρασί ή ξύδι και άφθονα μπαχαρικά ή τους αποξήραιναν στον ήλιο ή στον φούρνο, ελάφια και αίγαγροι.

Το κρασί ή οινάρι, από το αμπέλι του σπιτιού ή αγορασμένο στην ταβέρνα (οσταρία), συ-μπλήρωνε την καθημερινή διατροφή, όπως το ψωμί και το λάδι. Κρασί κόκκινο ή άσπρο (παλαιό, άκρατο ή νερωμένο), γλυκό και ευωδιαστό μοσχάτο, ρομπόλα, μονοβασά ή μονο-βασία ή malvasia, αλλά και κρασί καθημερινής χρήσης και κατώτερης ποιότητας, όπως το κουρουπάτο, το λογάδο, το χοντρόκρασο ή το ξιδωτό. Επιπλέον στην Κρήτη η ρακή και στην Κύπρο η ζιβανία δεν έλειπαν από το αγροτικό και το αστικό τραπέζι. Στην Κεφαλονιά με τσίπουρα, κανέλλα, γαρίφαλο και ζάχαρη έφτιαχναν τον τσιπουρίτη (αρωματικό τσίπου-ρο) και με οινόπνευμα, ζάχαρη και διάφορα αρώματα έφτιαχναν τα ροσόλια (ηδύποτα).

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

370

Η κατανάλωση, με μέτρο, του κρασιού είχε ευεργετικές για την υγεία ιδιότητες, και δεν έλειπε από την δίαιτα ακόμη και των μοναχών με εξαίρεση μόνο την πρώτη εβδο-μάδα της Σαρακοστής. Ο Αγάπιος Λάνδος στο Γεωπονικό του, συμβουλεύει τους ενήλι-κους να βάζουν το ένα τρίτο νερό «εις τα κρασιά της Κρήτης, Κύπρου, Χίου και άλλα παρόμοια, όπου έχουν πολλήν αψάδα». Σύμφωνα με τους κανόνες διατροφής που δί-νει ο Λάνδος, αναφορικά με τη σχέση κρασιού - φαγητού, «να ήναι το φαγί από το πο-τόν διπλάσιον, ήγουν εάν ήναι το φαγητόν οπού έφαγες δύω λίτραις, ας ήναι το κρασί και νερόν όπου ήπιες μία λίτρα, ήγουν το ήμισυ». Φαίνεται όμως, από τις μαρτυρίες των περιηγητών, ότι κανείς δεν τηρούσε αυτό το μέτρο. Στην Κρήτη, σύμφωνα με την πε-ριγραφή του γάλλου γεωγράφου Ανδρέα Thevet (1549) οι άντρες και γυναίκες έπιναν μαλβαζία ανέρωτη, αλλά και κρασί υπόξινο, μέχρι που μεθούσαν, το καλύτερο μοσχάτο ήταν το ρεθυμνιώτικο, και η καλύτερη μαλβαζία έβγαινε στον Χάνδακα. Ανάλογη είναι και η κρίση του άγγλου προσκυνητή Ιερώνυμου Dandini, ο οποίος το 1599 έμεινε 8 μέρες στο Ηράκλειο και «δοκίμασε» τα κρασιά που τα βρήκε όλα εξαιρετικής ποιότητας, οπότε οι Κρήτες δικαίως ήταν μεγάλοι πότες. Συχνά μάλιστα «κάθονταν δύο - τρεις στη βάση ενός βαρελιού και δεν έφευγαν μέχρι αυτό ν’αδειάσει». Στην Πελοπόννησο ανεξαρτή-τως ηλικίας και φύλου έπιναν άφθονο κρασί που για να το διατηρήσουν για περισσότε-ρο χρόνο πρόσθεταν στα βαρέλια που γινόταν η ζύμωση του κρασιού ρετσίνι από έλατα.

Όλα τα γεύματα έκλειναν με τα φρούτα και τα γλυκά με βασικό συστατικό το μέλι. Από τα φρούτα μνημονεύονται τα σταφύλια, οι χουρμάδες (τάταλα), τα αχλάδια (απίδια), τα καρπούζια (χειμωνικά), τα πεπόνια, τα λεμόνια, τα πορτοκάλια, τα ρόδια, τα μήλα, τα κίτρα, τα κυδώνια, τα νεράντζια (τσιτρόμηλα), τα κορόμηλα (πουρνέλλες), τα σύκα, τα φραγκόσυκα, τα δαμάσκηνα, τα βερύκοκα, που τα κατανάλωναν φρέσκα ή τα έφτιαχναν σιροπιαστά (γλυκά του κουταλιού) ή ζαχαρωμένα (κόνδιτα) αλλά και κομπόστα με κόττο (πετιμέζι). Στην Κεφαλονιά, για παράδειγμα, με κυδώνια ψημένα, μέλι και αμύγδαλα έφτιαχναν το περίφημο παστοκύδωνο ή κυδωνόπαστο.

Σε κάθε περιοχή η ποικιλία γλυκών εξαρτιόταν από τα υλικά που είχαν στη διάθεσή τους οι μαγείρισες και από το μεράκι τους. Τα πιο συνηθισμένα γλυκά ήταν τα παστέλια (σησαμάτα ή σησαμόπιτες), που τα έφτιαχναν με σουσάμι και μέλι ή χαρουπόμελο, οι σησαμίδες, γλυκό παρασκεύαμα από αλεύρι, σιμιγδάλι, λάδι, μέλι και σουσάμι, οι μ(ο)υ-στόπιτες ή μουσταλευριές, από βρασμένο μούστο και αλεύρι, διαφόρων ειδών μπισκό-τα (τζαλέτια, μουσταστόνια), οι πασταφλόρες. Στην Κεφαλονιά με το ζουμί από βρασμένο στάρι, στο οποίο πρόσθεταν αλεύρι, ζάχαρη, σταφίδες, αμύγδαλα και καρύδια, έφτια-

371

Η καθημερινή ζωή

χναν το σταρόζουμο, που το σερβίριζαν πασπαλισμένο με κανέλα, σουσάμι, ζάχαρη και μέλι, ενώ με βάση το καλαμποκάλευρο παρασκεύαζαν δύο χειμωνιάτικα γλυκίσματα που τρώγονταν και ως κύρια πιάτα, τη μπομπότα και την πουλέντα. Τα υλικά ήταν πε-ρίπου τα ίδια (λάδι, νερό, ζάχαρη ή μέλι, σταφίδες, κανέλα, σουσάμι), άλλάζε όμως ο τρόπος εκτέλεσης και σερβιρίσματος. Η μπομπότα ψηνόταν στο φούρνο και όταν ήταν έτοιμη περιχυνόταν με ζεστό σιρόπι· η πουλέντα μαγειρευόταν στην κατσαρόλα και όταν ο χυλός ήταν έτοιμος, τον σερβίριζαν σε πιάτα με κανέλα και ζάχαρη ή μέλι. Τα γλυκά πάντως τα εύρισκαν και έτοιμα στα διάφορα εργαστήρια ζαχαροπλαστικής της εποχής, που ήταν και φαρμακεία, τις σπετσαρίες. Ο Σγαρανέλος, για παράδειγμα, ετοι-μάζει και πουλά στην σπετσαρία του κόνδιτα, κυδωνάτο, κιτράτο, νεραντζάτο, μανδ(τ)ολά-το, πανδεσπάνια (που με τον καφέ οι αρχόντισσες πολλά το κυνηγούνε), μαρτζαπάδες (αμυ-γδαλωτά), κονφέττι ή κονφεττούρα ή κονφετταρία (κουφέτα), πετσοκούλλουρα, σαβογιάρ-δους (γλύκισμα σε μορφή πίτας που παρασκευαζόταν με αλεύρι, ζάχαρη και αυγά, κομ-μένο σε φέτες), παστιτσάδες (γλυκό όπως το παστίτσιο, φτιαγμένο με ζύμη ανοιγμένη σε φύλλα με γέμιση από κρέμα και φρούτα) και διάφορα ζαχαράτα, λίσα και γρέντζα.

Διασκεδάσεις και θεάματα

΄Οπως συνέβαινε στη μητρόπολη έτσι και στις κτήσεις της, πλούσιοι και φτωχοί έπαι-ζαν ζάρια, χαρτιά και άλλα τυχερά παιχνίδια, στα σπίτια τους, στις λέσχες και στις τα-βέρνες, παρά τις απαγορευτικές διατάξεις των βενετικών αρχών και τα υψηλά πρόστιμα που επέβαλλαν στους παραβάτες. Την περίοδο του καρναβαλιού, κυρίως στην Κέρκυρα, ήταν διαδεδομένη η βενετσιάνικη «μόρα», ένα τυχερό παιχνίδι στο οποίο συμμετείχαν δύο παίκτες ή δύο ζευγάρια παικτών· ο κάθε παίχτης άνοιγε όσα δάκτυλα του ενός χε-ριού του ήθελε φωνάζοντας τον αριθμό και προσπαθώντας να μαντέψει το σύνολο των ανοικτών δακτύλων και των δύο τους.

Στην ύπαιθρο οι διασκεδάσεις ήταν λιγοστές· οι χωρικοί πήγαιναν στις ταβέρνες, όπου συχνά μεθούσαν, και στα πανηγύρια όπου χόρευαν τοπικούς χορούς και τραγουδούσαν με τη συνοδεία των παραδοσιακών οργάνων. Στις πόλεις τραγουδούσαν και χόρευαν με διαφορετικό τρόπο· πράγματι η ιταλική επίδραση ήταν αισθητή στη μουσική, στο τραγού-δι και στο χορό. Στις χοροεσπερίδες οι σοναδάροι έπαιζαν «τσίτερες, βιολία, λαγούτα, άρ-πες, μπάσσες και φιαούτα, κλαδοτζύμπανα, τρουμπέττες» και τα ζευγάρια χόρευαν δυτι-κούς κυκλικούς ή ζευγαρωτούς χορούς, όπως τις καντρίλιες, τις λατσιέρες (lancieri) ή τη

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

372

φουρλάνα (furlana). Οι ευγενείς και οι αστοί σύχναζαν στη loggia, στις λέσχες, στα πορνεία και παρακολουθούσαν συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις, παρελάσεις και γκιόστρες.

Η γκιόστρα (έφιππο κονταροκτύπημα, η βυζαντινή ξυλοκοντοριά ή τζούστρα) ήταν ιδιαίτερα αγαπητή στη Δύση και ακόμη περισσότερο στη Βενετία. Εκτός από τη κοντα-ρομαχία και τη ξιφομαχία μεταξύ δύο ιππέων με συγκεκριμένα χτυπήματα (giostra all’incontro), διεξάγονταν δύο ακόμη ειδών γκιόστρας: του δαχτυλιδιού (all’anello) και της κουϊντάνας ή του αράπη (alla quintana ή al saraceno ή al moro). Οι «γκιοστράντι», νέοι των ανωτέρων κοινωνικών τάξεων, προσέρχονταν στον περιφραγμένο χώρο, στον οποίο γι-νόταν ο αγώνας (lizza), με εντυπωσιακές στολές, φορούσαν πανοπλία και ήταν οπλισμέ-νοι με το κοντάρι ή το ξίφος. Οι νικητές ελάμβαναν ως έπαλθο ένα περίτεχνο ύφασμα ή μία πολυτελής στολή ή όπλα (αργυρά ξίφη, σπιρούνια) ή και συγκεκριμένο χρηματικό ποσό. Υπεύθυνοι για την διεξαγωγή της γκιόστρας, την τελευταία εβδομάδα των απο-κριών ή σε έκτακτες περιστάσεις (νίκες, επίσημες επισκέψεις, κρατικές επέτειοι κ.λπ)., ήταν οι σύνδικοι της κοινότητας και για την τήρηση της τάξης δύο δημόσιοι λειτουργοί εκλεγόμενοι ετήσια, ο σταδιάρχης και ο αγωνοδίκης. Με την πάροδο του χρόνου, η γκι-όστρα, από δημόσια ιπποτική επίδειξη, έγινε καλλιτεχνική εκδήλωση, τελετουργικό θέ-αμα, αληθινή θεατρική παράσταση κατ’απομίμηση των δρώμενων στη Βενετία.

Οι γκιόστρες στα Επτάνησα οργανώνονταν από την εποχή της φραγκοκρατίας μέ-χρι τα μέσα του 18ου αι. Στην Κέρκυρα το 1594, σύμφωνα με την περιγραφή του Ανδρέα Μάρμορα στην «Ιστορία της Νήσου Κερκύρας» (Βενετία 1672) έλαβε χώρα μία αληθινή έφιππη μονομαχία που έληξε με τον φόνο του ενός μονομάχου. Τέτοιου είδους όμως βί-αια θεάματα απαγορεύτηταν γρήγορα και αντικαταστάθηκαν από τα άλλα δύο είδη γκι-όστρας, που διεξάγονταν με μεγάλη επισημότητα αρχικά στη Σπιανάδα και στη συνέχεια στη δημόσια πλατεία και στο πλατύ καντούνι με έξοδα του δημοσίου ταμείου (34 τζεκί-νια τον χρόνο). Εκτός από την γκιόστρα των πολιτών (giostra pubblica), διεξαγόταν από τους βενετούς στρατιώτες στο Παλαιό Φρούριο μία κωμική παραλλαγή της γκιόστρας, η γκιόστρα των στρατιωτών (giostra dei stradiotti).

Στην Κεφαλονιά η γκιόστρα διεξαγόταν στην πεδιάδα γύρω από το Κάστρο με μεγά-λο χρηματικό έπαλθο για τον νικητή, εις βάρος του δημόσιου προϋπολογισμού, γεγονός που ώθησε τον συνδίκο και εξεταστή της ανατολής Βικέντιο Calbo να εκδόσει διάταγμα, με ημερομηνία 22 Απριλίου 1548, με το οποίο απαγόρευε την υπέρβαση του ποσού των 30 δουκάτων για το βραβείο της γκιόστρας. Δεν υπάρχει περιγραφή του τυπικού της κε-φαλόνιτικης γκιόστρας, αλλά θα ήταν ανάλογο με αυτό της Κέρκυρας και της γειτονικής

373

Η καθημερινή ζωή

Ζακύνθου, όπου τελούνταν, όπως και στην Κεφαλονιά, γκιόστρες από τα μέσα του 16ου αι. και όπου τα ονόματα των νικητών αναγράφονταν στα πρακτικά του Συμβουλίου της κοινότητας. Την πρωτομαγιά του 1600 ο απεσταλμένος της βασίλισσας της Αγγλίας στην Κωνσταντινούπολη Θωμάς Dallam πέρασε από τη Ζάκυνθο και παρευρέθηκε σε αγώνες ιππασίας και οπλασκίας, που δεν του έκαναν ιδιαίτερη εντύπωση και έτσι δεν τους περι-έγραψε με λεπτομέρειες. Έγραψε μόνο ότι τα όπλα των ιπποτών ήταν «βαρελόδουγες και κοντοράβδια και τα παιγνίδια ξύλινες κολώνες και σακκιά από άμμο». Οι Ζακυνθι-νοί μάλιστα δανείστηκαν από τους άγγλους επισκέπτες τις τρομπέτες για τα σαλπίσματα των αγώνων. Στα μέσα του 17ου αι., με βενετικό διάταγμα, ορίστηκε ως ημέρα διεξα-γωγής της γκιόστρας η τσικνοπέμπτη, ως τόπος διεξαγωγής η «πλατεία Ρούγα», και ως έπαθλο των νικητών το ποσό των 32 ρεαλίων που θα χορηγείτο ετήσια από το δημόσιο ταμείο. Ο επτανήσιος ιστορικός Ερμάννος Λούντζης περιγράφει την γκιόστρα με περισ-σότερες λεπτομέρειες: Οι αγωνιστές, από την τάξη των πολιτών, έφιπποι με τις λόγχες τους και με εντυπωσιακές στολές παρουσιάζονταν στις αρχές και δήλωναν τα ονόματά τους· αν και ήταν καρναβάλι, απαγορευόταν η μεταμφίεση και η μάσκα. Μετά την ανά-γνωση του κανονισμού κηρυσσόταν η έναρξη με τον ήχο σάλπιγγας ενώ ο κόσμος στις δύο πλευρές του δρόμου και οι γυναίκες στα παράθυρα των αρχοντικών χειροκροτού-σαν με ενθουσιασμό, ζητωκραύγαζαν και ανέμιζαν μαντήλια. Ο σταδιάρχης κήρυττε τον νικητή, ο οποίος παρουσιαζόταν στις αρχές και έπαιρνε το έπαθλο.

Στην Κρήτη οι γκιόστρες οργανώνονταν από τους βενετούς αξιωματούχους ή και από τα μέλη της Ακαδημίας των Stravaganti και ήταν ιδιαίτερα διαδεδομένες, αν κρί-νουμε από την εκτενή και συναρπαστική περιγραφή του κονταροκτυπήματος από τον Βιτσέντσο Κορνάρο στον «Ερωτόκριτο» και από τη σύνθεση από τον Gian Carlo Persio ενός ολόκληρου ποιήματος, στο οποίο περιγράφεται μία μεγαλόπρεπη γκιόστρα που έγινε στα Χανιά το 1594. Οι κανονισμοί της γκιόστρας της Κρήτης δεν έχουν διασωθεί· θα ήταν πιθανότατα ίδιοι με τους όρους που ίσχυαν στις άλλες βενετοκρατούμενες πε-ριοχές και συγκεκριμένα στην Κέρκυρα. Ένα άλλο ιπποδρομικό αγωνίσμα, το πάλιο, με έπαθλο ένα βελούδινο κόκκινο ύφασμα (palio), θεσπίστηκε στίς 23 Απριλίου 1365 και διεξαγόταν κάθε χρόνο στις 10 Μαΐου, σε ανάμνηση της καταστολής της επανά-στασης του αγίου Τίτου. Αργότερα το πάλιο γινόταν με τόξα ή και πυροβόλα όπλα, σε διαφορετικές ημερομηνίες, το βραβείο ήταν ένα χρηματικό ποσό, είχε ως σκοπό την εκπαίδευση των αντρών και διεξαγόταν και στις άλλες βενετικές κτήσεις.

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

374

Στην Κύπρο, τέλος, διεξαγόταν μία γκιόστρα και στις 25 Απριλίου, ημέρα της εορτής του προστάτη της Βενετίας αγίου Μάρκου. Ο εορτασμός και το έπαθλο, ένα πολύτιμο μεταξωτό ύφασμα αξίας 50 περίπου δουκάτων, μνημονεύονται σε μία πρεσβεία της Κύ-πρου το 1507. Έκτοτε το έθιμο ατόνισε και συνέχισαν να διεξάγονται πιο τακτικά οι γκιόστρες την περίοδο του καρναβαλιού, κατά τις οποίες οι ιππότες εμφανίζονταν με-ταμφιεσμένοι και οπλισμένοι κατά προτίμηση με δόρυ.

Παράλληλα με τις γκιόστρες, ίσως και λίγο νωρίτερα εμφανίζονται στα Επτάνησα τα «καρναβάλια», εορταστικές εκδηλώσεις που διαρκούσαν από τα Θεοφάνεια μέχρι την τελευταία Κυριακή των αποκριών, την Κυριακή της τυροφάγου. Πρόκειται περί παλαι-ότατου βενετικού εθίμου, που μεταφέρθηκε από τους Βενετούς στις κτήσεις τους, δεν αποκλείεται όμως να προϋπήρχαν γιορτές που να έμοιαζαν με τα «καρναβάλια». Σε κάθε νησί εορτάζονταν με την ίδια περίπου λαμπρότητα ανάλογα πάντα με την ιδιοσυγκρα-σία των κατοίκων, το κέφι και τον αυθορμητισμό τους. Τα «καρναβάλια των ευγενών» στις πόλεις λάμβαναν χώρα σε κλειστούς χώρους, στα αρχοντικά τους, στις λέσχες ή στα θέατρα, όπου οργανώνονταν επίσημα γεύματα, χοροί μεταμφιεσμένων (καβαλκίνες) και παραστάσεις. Στην Κέρκυρα η επίσημη έναρξη του καρναβαλιού γινόταν την πρώτη Κυρι-ακή του τριωδίου με γεύμα που παρέθετε ο βάιλος προς τιμήν της πόλης· την δεύτερη Κυ-ριακή παρέθετε γεύμα ο γενικός προβλεπτής: περιστέρια, γαλοπούλες, κάθε λογής κρέατα μαγειρεμένα με άφθονα μπαχαρικά, ψάρια, χαβιάρι, ρύζι φερμένο από τη Βενετία, ζυμα-ρικά, τυριά και άφθονο κρασί. Οι βενετοί αξιωματούχοι με τις γυναίκες τους συμμετείχαν στους χορούς in tabaro e bauta, φορώντας δηλαδή φαρδύ μεταξωτό μανδύα, από πάνω κο-ντή μαύρη κάπα βελούδινη, μεταξωτή ή δαντελλένια, με κουκούλα που σκέπαζε όλο το κεφάλι και από πάνω καπέλλο τρίκωχο· το πρόσωπο κρυβόταν πίσω από άσπρη ή μαύρη μάσκα, που κατέληξε να λέγεται bauta. Κι ενώ στη Βενετία την μπαούτα την φορούσαν όλοι, ευγενείς και λαϊκοί, στην Κέρκυρα απαγορευόταν να την φορούν οι Κερκυραίοι.

Ο λαός όμως διασκέδαζε διαφορετικά. Κάθε χωριό διοργάνωνε τη δική του «μάσκαρα» ή « μασκαρία», ένα δρώμενο δηλαδή με συγκεκριμένους ρόλους και δομή, στην οποία όσοι κάτοικοι συμμετείχαν ήταν ντυμένοι με τις ανάλογες στολές και φορούσαν τις μπαρμπούτες, μάσκες που έμοιαζαν με περικεφαλαία και που κάλυπταν όλο το πρόσωπο μέχρι το λαιμό. Μετά τη συνάντηση σε ένα ορισμένο σημείο του χωριού ξεκινούσε μία πομπή που διέσχιζε τους δρόμους με τη συνοδεία οργάνων και κατέληγε σε έναν ανοιχτό χώρο, όπου διεξαγόταν ο χορός με τη συμμετοχή όλων των κατοίκων. Εκτός από το ορ-γανωμένο όμως καρναβάλι, στα χωριά και στις πόλεις κυκλοφορούσαν στους δρόμους

375

Η καθημερινή ζωή

και οι ελεύθεροι καρναβαλιστές με στολές και μάσκες διαφόρων ειδών, με πρώτες και καλύτερες τις βενετσιάνικες μάσκες (moretta, larva, mattacino, bauta), μεταξωτές, βελούδι-νες ή από χαρτί ζωγραφιστό, που τις κατασκεύαζαν ειδικοί τεχνίτες που είχαν μάθει την τέχνη στην ίδια τη Βενετία. Από τις μάσκες αυτές η πιο απλή και η πιο δημοφιλής ήταν η moretta· μία μάσκα βελούδινη, μαύρου, κόκκινου ή μπλε χρώματος που σκέπαζε το μισό πρόσωπο.

Στην Κρήτη κατά τη διάρκεια του καρναβαλιού γυρνούσαν μεταμφιεσμένοι στους δρόμους και, παρά τις απαγορευτικές διατάξεις, πετούσαν νεράντζια και λεμόνια ο ένας στον άλλο για να πέσει η μάσκα και να φανεί το πρόσωπο του μεταμφιεσμένου. Οργά-νωναν γιορτές, παρίσταναν κωμωδίες και χόρευαν μορέσκες, είδος πολεμικού χορού που θύμιζε τη γκιόστρα και που κατέληξε να γίνει θεατρικός χορός και να παρεμβάλλε-ται σε κρητικά θεατρικά έργα και στα ιντερμέδια τους. H τσικνοπέμπτη (giovedì grasso), όπως και στη Βενετία, ήταν το αποκορύφωμα του καρναβαλιού, αλλά εορταζόταν μόνο στην Κρήτη και όχι στις άλλες κτήσεις. Τα έξοδα της εορτής βάραιναν τη βενετική δι-οίκηση και ο δούκας ήταν υποχρεωμένος να παραθέτει επίσημο γεύμα σε όλους τους βενετούς αξιωματούχους, οι οποίοι στη συνέχεια παρακολουθούσαν από το δουκικό παλάτι την τελετή της σφαγής ενός ταύρου και τριών γουρουνιών, τελετή που πλαισι-ωνόταν από μουσικές, σαλπίσματα, παρελάσεις και πυροτεχνήματα.

Ο Ανδρέας Grasset Saint-Sauveur στο ταξιδιωτικό χρονικό του κατηγορεί τους Κερ-κυραίους ότι απαρνήθηκαν την εθνική τους φορεσιά και ντύθηκαν με βενετικά ρούχα και ότι για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους προτιμούσαν να στερηθούν τα απα-ραίτητα προς το ζην. «Οι ευγενείς ζούσαν μαύρη ζωή» γράφει ο Saint-Sauveur «σε ένα κακοεπιπλωμένο κι’ άβολο σπίτι. Αγόραζαν όμως χρυσοϋφαντες φορεσιές για να επι-δείξουν τα φανταστικά πλούτη τους». Παρά την αυστηρή και ίσως υπερβολική κρίση του γάλλου προξένου, είναι γεγονός ότι σε όλα τα βενετοκρατούμενα μέρη οι ευγενείς και οι αστοί για να δηλώσουν την κοινωνική τους θέση ντύνονταν όπως οι Βενετοί, σύχναζαν στους ίδιους χώρους διασκέδασης, ετοίμαζαν τα ίδια φαγητά, επίπλωναν και διακοσμούσαν τα σπίτια τους με έπιπλα και σκεύη που έφερναν από τη Βενετία και γε-νικά ακολουθούσαν τους ίδιους κανόνες συμπεριφοράς.

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

376

Α ρ χ ε ι Α κ Α Δ ε ι γ μ Α τ Α

1

Καταγραφή των προικιών που παραδόθηκαν στην Λουτσία Δε Φραντζέσκη και στον σύζυγό της Παύλο Πανδόνη από τον αδελφό της νύφης και εκτίμηση των παραδοτέων από δύο στιμα-δόρους.

1561, 31 ΟκτωβρίουΖάκυνθος

Έκδ.: Λ. Ζώης, «Έγγραφα του ΙΣΤ΄αιώνος εκ του Αρχείου Ζακύνθου», Πρακτικά της Χριστιανικής Αρχαιολογικής Εταιρείας των ετών 1934-1936, περ. Γ΄, τομ. Γ΄, Αθήνα 1938, σσ. κζ΄-κθ΄.

Κρεββάτι ένα καινούργιο γεμάτο πτερό, με μία μακρυνάρα γεμάτη πτερό καιπροσκεφαλάδας στ΄ και δύο μικρά στιμάδα φλωρία κορέντε 10.-Σεντόνια δύο ψιλά κεντιστά ξώστηθα με κλοναίς ................................................................. φλ. 12.-Έτερα σεντόνια δύο ψηλά, σκέτα άβρεχα ................................................................................. φλ. 5.-Έτερα σεντόνια φορεμένα ψηλά................................................................................................. φλ. 4.-Πάπλωμα ένα μπλάβο με σωπάνι κόκκινο ............................................................................... φλ. 8.-Έτερο πάπλωμα ένα άσπρο λαβοράδο σουριάνικο ................................................................. φλ. 8.-Εμπροστοκούρτουνα δύο κομμάτια αρμιζίνα, κόκκινα και καρνάδα ...................................................................................................................................... φλ. 5.-Έτερα λινά βεργάδα με το ραντζαούνι τους ............................................................................. φλ. 2.-Ενδεμέλαις λιναίς κεντηταίς με κλοναίς και ένα ζευγάρι με μετάξια μαύρα, ζευγάρια έξη ....................................................................................................... φλ. 6.-Υποκάμισα οκτώ κεντητά με καβέτζα και πάρτι τα μανίκια κεντητά .............................................................................................................................................. φλ. 12.-Ένα φόρεμα γυναίκειο κόκκινο σκαρλατίνο, φορνίδο με φρέζοαρμιζίνο .............................................................................................................................................. φλ. 12.-Οστία μία φουρνίδα κανελάτη με το σοτοκάσι ........................................................................ φλ. 6.-Καριζέα φουρνίδα, λατάδα με λίσταις αρμιζέναις .................................................................. φλ. 6.-Σάρτζα μία πράσινη ουζάδα φουρνίδα, και μία καρπέτα πράσινη .............................................................................................................................................. φλ. 3.-Βελέσι ένα άσπρο φουρνίδο .......................................................................................................... φλ. 3.-Μανίκια ράζινα κόκκινα καρμιζένια ζευγάρι ένα και έτερα δαμάσκηνα κόκκινα ............................................................................................................ φλ. 4.-Τουβάγια μία μεγάλη και τρεις κονταίς καινούριαις ............................................................. φλ. 4.-

377

Η καθημερινή ζωή

Τουβαλήφια καινούρια είκοσι δύο .............................................................................................. φλ. 2.-Ρεστελομάνδυλα λινά έξη κεντητά, πάρτι εξάντα .................................................................. φλ. 4.-Έτερο ένα .......................................................................................................................................... φλ. 1.-Κάπαις πέντε ουζάδαις ................................................................................................................... φλ. 3.40Ποκάμισα τρία της μάνας της ουζάδα ........................................................................................ φλ. 3.-Κασέλα μία δαλμπό και τα κεφάλια κάρινα ............................................................................. φλ. 4.-

2

Είδη ρουχισμού και ενδύματα της Ευγένως, συζύγου του Ανδρέα Παξινού, από την Κέρκυρα.

1567, 17 ΙανουαρίουΚέρκυρα

Έκδ.: Ελένη Αγγελομάτη-Τσουγκαράκη – Γ. Κ. Μαυρομάτης (επιστ. επιμ.), Aντώνιος Σπυρής νοτάρι-ος και πρωτοπαπάς Kερκύρων, Πρωτόκολλο (1560-1567), Kέρκυρα 2007, σσ. 211-213.

αφξζ΄, ημέρα ιζη΄του Ιαννουαρίου. Έσωθεν οικίας κυρ Ανδρέου του Παξηνού...κυράτζα Ευγένω, συμβία του άνωθεν κυρ Ανδρέου...θέλω και ορίζω και αφίω δια την ψυχήν μου της υθγατρός μου της Ντζανέτας τα τέσσαρα σεντώνια τα σκούλινα τα κεντημένα και άλλα τέσσαρα σκέτα, υφα-πλώματα δύο, το εν γεράνιο ραμένω και το έτερο πράσινο και τορναλέτω εν βουλοτώ, μαξηλαρο-ενδύματα πέντε κεντητά και μαξηλαρία με φθερώ πέντε...της θείας μου της Χαψαλέβρενας αφίω της δια την ψυχήν μου την σάρτζα μου την άσπρη...το βελκέσι μου το άσπρω το αφίω δια την ψυχήν μου της ανιψιάς του συμβίου μου...αφίω την καριζία μου την καλιώτερη της θείας μου της κυρα Στάμος...αφίω την γούνα μου δια την ψυχήν μου της Νικολούζας...Ακόμη ενθυμήθην και τούτο· ότι τα τέσσαρα υποκάμυσα τα καινούρια να τα έχει η θυγάτηρ μου η άνωθεν Τζανέτα δια την ψυχήν μου και ένα πεύκη και ένα εμπροσθωκούρτινο...

3

Καταγραφή οικιακών σκευών και ρουχισμού της Θωμαής, χήρας του Μοσχολιού Παπαδάτου.

1641, 1 ΙουνίουΙθάκη

Έκδ.: Σταματούλα Ζαπάντη, Γεώργιος Bλασσόπουλος νοτάριος Bαθέος Iθάκης 1636-1648, Ιθάκη 2002, σσ. 186-187.

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

378

1641 εμινή Ιουνήου πρώτη. τη σίμερο αναφανήστη έμπροστε εμό νοταρίου και τον κάτοθε γε-γραμένο τιμήο μαρτήρο θέλλοτας ι κηρά Θομαή γηνή του προκιμημένου Μοσχολλιού Παπαδά-του, ι οπία ξεκαθαρίζη και πρεζετάρι ιστού κάτοθε γεγραμένους αξιοπίστο μαρτίρο και βεβεόση ότι ιβρίσκοτε μέσα ιστόν ίκος του ατρός μου. ήγου εμπρότης διά λόγου του και εδικά κατζίβελα οπού ήχε και φανερόνοτε σίμερο ένα μετενέ σκαρλάτο και βρακιά τρία παλιά. ακόμι ένα κενόρ-γιο πουκάμισο ένα. μαξιλάρια δίο και μία τεμέλα. ακόμι σετόνια δίο ενα σκέτο και ‘να χοτροσέτο-νο. σκλαβίνα μία και καρπέτα μία μισότριβη. σεκούνι ένα κενόριο δίο πίχες τζούγνα λινάρι λίτρες δόδεκα. ακόμι βαμπάκι λίτρα μία, πανή πίχες δεκάξη. ακόμι ένα ζευγάρι δισ’ακια κενόρια. ακόμι πανί ψιλό πίχες δίο ίμισι εμπόλιες δίο ψιλές σακιά οκτώ μισότριβα. ακόμη μία παλιοσκλαβίνα, ένα κακάβη μικρό και ‘να μεγάλο. ακόμι ένα ταψή, ένα βουδοπέτζη και δίο γουνιά. και μία βαριά και μία άλισο ίγου καδίνα και ένα κομάτι φεραδούρο κάνι λίτρες 11 ήτι έδεκα. ακόμη ένα σκα-φίδι, χερόμιλος ένας και το κρατί διά ένα ριάλι. και μία κρεμαστάλισι διά μισό ριάλι. ακόμι ένα χοτροσέτονο και ‘να γαμπάς μισότριβος. ακόμι ένα τζαπή και ‘να τζεκούρι. ακόμι δίο τουλούφια μάλινα. ακόμι ένα σακί παλιό. ακόμη ένα βουτζή και άλο πόχι σιμάδι από το Λινάρδο Βλασόπου-λο. ακόμι και ήτι ρουχησμό ήφερε ι αυτί κιρά Θομαή διά να ξεκαθαρίσομε ότι ιβρίσκοτε. εμπρότις φουστάνια τέσερα δίχος άκρισι, σετόνια τρία ψιλά το ένα κετιμένο και τα δίο σκέτα. τουβαγέλια πέτε και μεσάλα τις τάβλας πίχες έξη, δίο μαξιλάρια και δίο εμπόλιες. ακόμι εμπόλια μία, δακτι-λίδι ένα. ακόμι μία παλιοκασέλα και μία ποδιά μισότριβη...

4

Ασπρόρουχα και ρουχισμός της Φουντάνας Φουκά του Φιλίππου.

1581, 19 ΔεκεμβρίουΚεφαλονιά

Έκδ.: Σταματούλα Ζαπάντη, Γιάκουμος Σουριάνος νοτάριος Kάστρου, Kατάστιχο 1570-1598, Αργοστόλι 2002, σ. 64.

…εγό Φηλήπος Φουκάσ με την σιμβία μου παντρέβωμεν την πολλοπόθητή μασ θιγατέρα ωνόματι Φουντάνα και τις δίνομεν … εκ πρότις στρόματα δίω, το ένα γιομάτο μαλλί και το άλον αδιανώ. πα-πλόματα δίω, το ένα ραμένον με βαμπάκι και το άλον άσπρο. μαξυλαρία έξι με τα εντίματά τους, η τέσαρισ με μετάξι και ει δίο με κλωνές. σεντονήα έξι κεντιτά, τα δίο με μετάξι και τα έτερα με κλωνές. κουρτίνα μία με το ρατζαούνη τις. βελέσια τέσαρα. ποκάμισα έξι. εμπολήες έξι. καρεζία μία δουκάτον δέκα. ώστια μία δουκάτον έξι. μεσαλήα δίω τις ταύλασ πρότο και δεύτερων, τω ένα πίχεσ οκτό και το άλον πέντε. τουβαέληα δέκα πέντε. κάπα μία μεταξωτί. μανήκια μεταξοτά δαμασκία δουκάτων δίω.

379

Η καθημερινή ζωή

ρεστομάντιλα τέσαρα. αργιροκουκήα άσπρα πενήντα. κούπα δουκάτων πέντε. δουκάτα μετριτά κου-ρέντε πενήντα, είτι 50. δακτιλήδι τζηκηνίων δίω…κασέλα μία τζηκηνίον δίω.

5

Ο κανονισμός της γκιόστρας που διεξαγόταν στην Κέρκυρα.

1633Κέρκυρα

Έκδ.: Ασπασία Παπαδάκη, Θρησκευτικές και κοσμικές τελετές στη βενετοκρατούμενη Κρήτη, Ρέθυμνο 1995, σ. 217.

Copia tratta dal Libro di Consiglio et altro esistente nel Archivio della spettabile comunità del Corfù, 1633

Capitoli della giostraPrimo. Che tutti li cavalieri avanti il principiar della giostra debbano comparir alla presenza

delli spettabili signori sindici darsi in nota, ma dato principio alla giostra e finita la prima cariera da quelli che fossero stati notati et non comparendo, non possino più intervenire in essa.

Secondo. Li proclamati et ad informar la giustizia et altri contumaci relassati con piegaria non possino intervenire in detta giostra et inter tutte le botte che facessero siano nulle.

Terzo. Che li cavalieri che comparirano mascherati debbano avanti il principiar della giostra cavarsi il volto per correr senza quella, altrimente le botte che facessero in quella corsa non vagliano.

Quarto. Che niuno de cavalieri possi correre, se non sarà prima dato il suon di tromba, altrimente le botte che facessero in quella corsa non vagliano.

Quinto. Che li cavalieri debbano correr uno dopo l’altro, conforme saranno notati dal cancelliero, altrimente le botte che facessero in quella corsa non vagliano.

Sesto. Se alli cavalieri sudetti mentre correrano li uscirà la lancia dal pugno, li caderà il capello, la spada o li fuggissero le staffe dalli piedi o li cadesse alcun arnese del cavallo, le botte che facessero in quella corsa non vagliano.

Settimo. Che li cavalieri sudetti non possano correre più delle tre corse ordinarie, altrimente le botte che facessero in quella corsa, come anco le altre che per avanti havessero fatte, s’intendino nulle.

Ottavo. E perché per esperienza s’ha visto gli hanni passati che alcun per bel umore corrono et tollendo l’anello si mettono alla fugga et fano che la giostra sopischi, però quelli che usarano questo artificio caschino in pena di ducato uno.

Demetrio Trivoli cancellier della spettabile comunità di Corfù.

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

380

6

Προκήρυξη του palio στον Χάνδακα.

1374, 27 ΑπριλίουΚρήτη

Έκδ.: Ασπασία Παπαδάκη, Θρησκευτικές και κοσμικές τελετές, σ. 223.

Die XXVII aprilis, indictione XII(1374)Clamatum fuit publice per Iohannem Gradonico, gastaldionem, cum dominatio intendat quod die

X mensis maii proximi curratur ad palium more solito, dominus Ducha, eius consilium faciunt notum omnibus et mandant quod omnes illi qui voluerint ponere suos equos ad currendum pro palio debeant comparere usque ad diem nonum dicti mensis mai precedentem diem palium et scribi facere equos, qui debebunt currere, nominando in regacinos, qui debebunt equitare super eos. Et post cursum palii teneantur statim patroni dictorum equorum presentare dominationi omnies regacinos, qui equitaverint super ipsos equos sub pena yperperorum XX pro quolibet ragacino, qui non fuint presentatus et de hoc ipsi dare debeant fideiusionem.

381

Η καθημερινή ζωή

1. Αργοστόλι, Κοργιαλένειο Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο, βενετική ενδυμασία του 16ου αι. (Χρύσα Μαλτέζου, «Βενετική μόδα στην Κρήτη. Τα φορέματα μιας Καλλεργοπούλας», Βυζάντιον.

Αφιέρωμα στον Ανδρέα Ν. Στράτο, τ. 1, Αθήνα 1986, πίν. IX).

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

382

2. Λευκωσία, Βυζαντινό Μουσείο, Ίδρυμα Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Εικόνα Χριστού, λεπτομέρεια, δωρήτριες, 1549 (Ευφροσύνη Ριζοπούλου–Ηγουμενίδου, Η αστική ενδυμασία της

Κύπρου κατά τον 18ο και τον 19ο αιώνα, Λευκωσία 1996, σ. 103 πίν. 87).

383

Η καθημερινή ζωή

3. Πουλέντα (Μ. Alberini, Antica cucina veneziana, σ. 128).

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

384

4. Μάντολες, παστέλια και παστοκύδωνο(Νιόβη Φωτεινάτου – Καμπίτση, Ρετσέτες απ’ το καντζέλο τση Νιόβης, Αθήνα 2004, σ. 141).

385

Η καθημερινή ζωή

5. Μεταμφιεσμένοι με βενετσιάνικες στολές και μάσκες larva, άσπρη και μαύρη bauta, moretta(Storia del Carnevale di Venezia, Βενετία 1991, σ. 57).

Δέσποινα Ερ. Βλάσση

386