Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΤΙΚΗ...

22
Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ το παράδειγμα των χαρτών στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων Δημήτριος Καλπάκης * Διεθνές Ηλεκτρονικό Περιοδικό ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ Πανεπιστήμιο Αιγαίου Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας Και Επικοινωνίας Τεύχος 7 (υπό έκδοση) ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο εκπαιδευτικός ρόλος των μουσείων θεωρείται εξ’ ορισμού δεδομένος. Ωστόσο, στην υλοποίηση του ρόλου αυτού πολλές είναι οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη και εξίσου πολλές οι επιλογές. Η περίπτωση που μας απασχολεί αφορά τα αρχαιολογικά μουσεία και συγκεκριμένα τη λεγόμενη αρχαιογνωστική διαδικασία, ως βασική λειτουργία που συντελείται στο μουσειακό χώρο, στο πλαίσιο του παραπάνω εκπαιδευτικού ρόλου. Στόχος του συγκεκριμένου πονήματος είναι να αναδειχθεί ο γενικότερα αυτονόητος και εντέλει παραγνωρισμένος- ρόλος της γεωγραφίας εντός της διαδικασίας αυτής, όπως αυτός εκφράζεται μέσα από τη χαρτογραφική αποτύπωση της ιστορικής πληροφορίας. Την όλη θεωρητική προσέγγιση και επιμέρους τοποθέτηση ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση ορισμένων χαρτών που σχεδιάστηκαν για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, στο πλαίσιο οργάνωσης της νέας μόνιμης έκθεσής του, ως συνοδευτικοί της “υποστήριξής” της με πληροφοριακό υλικό. ΛΕΞΕΙΣ ΚΛΕΙΔΙΑ: Γεωγραφία, Χαρτογραφία, Εκπαίδευση, Μουσεία. * Αρχαιολόγος, ΙΒ΄ ΕΠΚΑ, Ιωάννινα. E-mail: [email protected]

Upload: culture

Post on 23-Jan-2023

0 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

Η ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΠΑΡΑΜΕΤΡΟΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΓΝΩΣΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

το παράδειγμα των χαρτών στο Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων

Δημήτριος Καλπάκης*

Διεθνές Ηλεκτρονικό Περιοδικό

ΜΟΥΣΕΙΟΛΟΓΙΑ

Πανεπιστήμιο Αιγαίου – Τμήμα Πολιτισμικής Τεχνολογίας Και Επικοινωνίας

Τεύχος 7 (υπό έκδοση)

ΠΕΡΙΛΗΨΗ Ο εκπαιδευτικός ρόλος των μουσείων θεωρείται εξ’ ορισμού δεδομένος. Ωστόσο, στην

υλοποίηση του ρόλου αυτού πολλές είναι οι παράμετροι που λαμβάνονται υπόψη και εξίσου πολλές οι επιλογές. Η περίπτωση που μας απασχολεί αφορά τα αρχαιολογικά μουσεία και συγκεκριμένα τη λεγόμενη αρχαιογνωστική διαδικασία, ως βασική λειτουργία που συντελείται στο μουσειακό χώρο, στο πλαίσιο του παραπάνω εκπαιδευτικού ρόλου.

Στόχος του συγκεκριμένου πονήματος είναι να αναδειχθεί ο –γενικότερα αυτονόητος και εντέλει παραγνωρισμένος- ρόλος της γεωγραφίας εντός της διαδικασίας αυτής, όπως αυτός εκφράζεται μέσα από τη χαρτογραφική αποτύπωση της ιστορικής πληροφορίας.

Την όλη θεωρητική προσέγγιση και επιμέρους τοποθέτηση ακολουθεί η συνοπτική παρουσίαση ορισμένων χαρτών που σχεδιάστηκαν για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων, στο πλαίσιο οργάνωσης της νέας μόνιμης έκθεσής του, ως συνοδευτικοί της “υποστήριξής” της με πληροφοριακό υλικό.

ΛΕΞΕΙΣ – ΚΛΕΙΔΙΑ: Γεωγραφία, Χαρτογραφία, Εκπαίδευση, Μουσεία.

* Αρχαιολόγος, ΙΒ΄ ΕΠΚΑ, Ιωάννινα. E-mail: [email protected]

1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ

Οι κύριοι όροι του τίτλου (γεωγραφία, αρχαιογνωσία, χάρτες και μουσεία) σκιαγραφούν το πλαίσιο εντός του οποίου κινείται το κείμενο που ακολουθεί, σε μια προσπάθεια ανάδειξης της μεταξύ τους σχέσης. Και, όχι τόσο της αυτονόητης -τρόπον τινά- σχέσης των μουσείων με την αρχαιογνωσία όσο της Γεωγραφίας –με όρους οπτικής απόδοσης- με την ερμηνευτική προσέγγιση που ένα μουσείο επιχειρεί στην Ιστορία.

Αφορμή για τη μελέτη αυτή στάθηκε η σχεδίαση ορισμένων χαρτών για το ανακαινισμένο (2008) Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων (Α.Μ.Ι.).,1 οι οποίοι και παρουσιάζονται ξεχωριστά. Οι εργασίες χαρτογράφησης διήρκεσαν συνολικά (από την αρχική σύλληψη, μέχρι τη συγκέντρωση και επεξεργασία των ιστορικών και γεωγραφικών δεδομένων, την καθαυτή σχεδίαση και τη μουσειακή εφαρμογή) περί τους δεκαοκτώ μήνες (από τα μέσα του 2007 μέχρι τα τέλη του 2008) για τις περιπτώσεις α έως ε και τρεις περίπου μήνες για την περίπτωση στ, στις αρχές του 2010. Από άποψη μεθοδολογίας, η μελέτη εστιάζει κυρίως στη σχέση της Ιστορίας με τη Γεωγραφία, ίσως όχι τόσο με όρους “παραδοσιακούς”, όπως αυτοί που είχαν καθιερωθεί σε όλα τα επίπεδα σχεδόν των εγκυκλίων σπουδών (και όχι μόνο στην Ελλάδα, ασφαλώς),2 αλλά νοούμενη ως ένα δεσμό ιδιαίτερα δυνατό που αποδίδει αυτό που ονομάζουμε ιστορικό γεωχώρο (Λιβιεράτος, 2008: 1-2).

Στις σελίδες που ακολουθούν, εκκινούμε από μία γενική αναφορά στη φύση των μουσείων (και δη των αρχαιολογικών) και στο ρόλο που αυτά διαδραματίζουν στην αρχαιογνωστική διαδικασία, για να περάσουμε στη συνέχεια στην παραπάνω σχέση Ιστορίας-Γεωγραφίας. Η επόμενη ενότητα πραγματεύεται τη φύση των χαρτών, γενικά, ως χωρικών αναπαραστάσεων, τη σχέση τους με το κοινό και τη δυναμική τους. Ακολουθεί μία γενική θεώρηση της λειτουργίας των χαρτογραφικών απεικονίσεων, ως εποπτικών μέσων, εντός των μουσείων, για να περάσουμε, στη συνέχεια, στη συνοπτική παρουσίαση των κύριων χαρτών που σχεδιάστηκαν για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ιωαννίνων.

Κάποιες συμπερασματικές παρατηρήσεις στο τέλος, ανακεφαλαιώνουν με συντομία το θέμα και θέτουν ένα γενικότερο προβληματισμό, τόσο για τα επιμέρους ζητήματα που τέθηκαν όσο και για το κύριο ζητούμενο, τη σχέση δηλαδή του χάρτη με την αρχαιογνωσία, καταδεικνύοντας, μεταξύ άλλων, και το πλήθος των παραμέτρων που «κρύβονται» πίσω από διαδικασίες οι οποίες θεωρούνται αυτονόητες και, ενδεχομένως, ήσσονος σημασίας.

2. ΜΟΥΣΕΙΑ και ΙΣΤΟΡΙΑ Για τη φύση των μουσείων έχουν πολλά γραφτεί ως τώρα. Και η παρακαταθήκη

αυτή θα εμπλουτίζεται, ασφαλώς, όσο ο μουσειακός χώρος θα “πολιορκείται” από νέα γνωστικά αντικείμενα κι επιστημονικές ειδικότητες, αποτέλεσμα της σύγχρονης θεώρησής του αλλά και της αποδοχής των πολλαπλών ρόλων του.

Ρίχνοντας μια ματιά σε ορισμούς και διακηρύξεις που έχουν κατά καιρούς διατυπωθεί, διαπιστώνει κανείς ότι από τις συχνότερα επαναλαμβανόμενες λέξεις είναι η «εκπαίδευση» (βλ. και ICOM 2007: Article 3 - section 1)3. Εδώ, ωστόσο, θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι ο όρος αυτός, σε ό,τι αφορά τα μουσεία, επιδέχεται πολλές ερμηνείες. Γενικότερα, τα τελευταία θεωρούνται ασφαλώς χώρος εκπαίδευσης, ωστόσο γίνεται διάκριση μεταξύ «επίσημης» και «ανεπίσημης» (formal και informal, στη διεθνή βιβλιογραφία – βλ. Wandibba, 1994: 350-355, Brüninghaus-Knubel C., 2004: 119 και επίσης Singh, 2004). Παράλληλα, έχει διατυπωθεί ότι, ενώ δε συνιστούν “places for learning”, τα μουσεία είναι οπωσδήποτε “places of learning” (Reussner et al. 2007: 2). Τα μουσεία είναι λοιπόν πρωτίστως χώροι παρουσίασης της Ιστορίας˙ και, κατά μία γενικότερη παραδοχή, η Ιστορία είναι προορισμένη κυρίως για να διδάσκεται (Braudel, 2008: 32). Στν πράξη, ωστόσο, ο εκπαιδευτικός αυτός

ρόλος, αν και αποτελεί βασική παράμετρο, δε συνιστά πάντα συνειδητή και μεθοδευμένη δραστηριότητα για ένα πλήθος λόγων. Έτσι, η σχέση των μουσείων με την Ιστορίας προκύπτει συχνά μόνον έμμεσα, μέσω δηλαδή των αναφορών που τα ίδια τα εκθέματα «διατυπώνουν».

Παρά τις αναμενόμενες διαφοροποιήσεις, η φύση του μουσείου παραμένει αναλλοίωτη, ακόμη και όταν εξειδικεύουμε στα αρχαιολογικά μουσεία (που αποτελούν ειδική, αναμφίβολα, κατηγορία), και, ακόμη περισσότερο στα ελληνικά αντίστοιχα, τα οποία, βάσει του ισχύοντος θεσμικού πλαισίου, έχουν πολύ συγκεκριμένους στόχους και όρους λειτουργίας.4 Αναφέρουμε τα αρχαιολογικά μουσεία και εστιάζουμε σ’ αυτά, γιατί αυτά αφορούν την περίπτωσή μας, αλλά και γιατί ο ρόλος της αρχαιολογίας στην κατανόηση του παρελθόντος θεωρείται δεδομένος, καθιστώντας την, μεταξύ άλλων, εργαλείο διαμόρφωσης της κοινωνικής συνείδησης (Nikonanou et al., 2004: 51-52 αλλά και Funari, 1994: 121).

Υπό το πρίσμα αυτό, ο ίδιος ο επισκέπτης υπολογίζεται πλέον ως βασική παράμετρος χάραξης, όχι μόνο της «εκπαιδευτικής πολιτικής» των μουσείων, αλλά και αυτής ακόμα της μουσειολογικής σύλληψης και της μουσειογραφικής σύνθεσης. Οι ανάγκες των αποδεκτών του μουσειακού προϊόντος, όσο μπορούν να προβλεφθούν και να ομαδοποιηθούν, λαμβάνονται υπόψη ήδη από τα πρώτα στάδια της όλης διαδικασίας. Έχει, άλλωστε, αποδειχθεί ότι η γνωσιακή εμπειρία στα μουσεία δεν είναι απλώς αναμενόμενη από τους επισκέπτες, αλλά και απόλυτα προσδοκώμενη (Pekarik, et al., 1999)! Έτσι, οι υπεύθυνοι, είτε μόνο αρχαιολόγοι είτε και μουσειοπαιδαγωγοί και άλλοι, προκειμένου το μουσείο να επιτελέσει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον αναβαθμισμένο του ρόλο, καλούνται να συνυπολογίσουν ένα πλήθος στοιχείων: από τις ηλικιακές διαφορές των επισκεπτών και το μορφωτικό τους υπόβαθρο, μέχρι τη φύση και το διαθέσιμο χρόνο της επίσκεψης, το αν ο επισκέπτης συνοδεύεται ή όχι5, τη διαδρομή που θα ακολουθήσει, και πολλούς άλλους παράγοντες. Πάνω απ’ όλα, όμως, θα πρέπει πλέον να λαμβάνεται υπόψη αυτό που χαρακτηρίστηκε ως η «άπληστη» διάθεση του κοινού για την αρχαιολογία (Renfrew and Bahn, 2001: 573-575).

Ανάλογη ήταν και η προεργασία της επανέκθεσης του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων, σε όλα τα στάδια που απαιτήθηκαν: από την αρχική κατάταξη του υλικού και τη συγκρότηση της μουσειολογικής αφήγησης, μέχρι τη χωροταξική οργάνωση και τοποθέτηση των εκθεμάτων και την πλαισίωσή τους από το απαραίτητο συνοδευτικό υλικό. Το Α.Μ.Ι., με τη διπλή ιδιότητα του περιφερειακού μουσείου από τη μια και του κεντρικού ηπειρωτικού μουσείου από την άλλη, παρουσιάζει στις αίθουσές του εκθέματα από την ευρύτερη περιοχή της αρχαίας Ηπείρου, με ένα χρονικο εύρος από την Προϊστορία μέχρι τη Ρωμαιοκρατία. Όσον αφορά την ίδια την ιστορική πληροφορία, το στοιχείο που αποτέλεσε τον κύριο ίσως άξονα της όλης σύλληψης και απόδοσης αφορά την ιδιατερότητα του ηπειρωτικού χώρου με όρους καθαρά γεωγραφικούς. Ο γεωγραφικός κατακερματισμός λόγω του έντονου αναγλύφου που κυριαρχεί απ’ άκρη σ’ άκρη αποτελεί βασική παράμετρο της ιστορικής ερμηνείας που προτείνεται, στη βάση ενός σαφούς γεωγραφικού ντετερμινισμού που διαπνέει όλη την έκθεση.

3. ΙΣΤΟΡΙΑ και ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ

Θεωρούμε πως το ιστορικό γεγονός, για να υπάρξει, έχει ανάγκη από το χώρο, νοούμενο πρωτίστως στη βασική του έννοια. Υπ’ αυτό το πρίσμα, η ίδια η Ιστορία είναι άρρηκτα δεμένη με το χώρο, με την ίδια τη Γεωγραφία. Πρόκειται για μία σχέση τόσο θεμελιώδη της οποίας η φύση και οι παράμετροι απασχολούν την επιστημονική κοινότητα ήδη πολύ καιρό τώρα (Baker A. 2003: 1-36). Ο ιστορικός χωροχρόνος φτάνει στο τέλος να νοείται ως κάτι σχεδόν ομοιογενές και αυθύπαρκτο, καθώς, μετά την παρέμβαση του γεγονότος, ο δεσμός μοιάζει να είναι ακατάλυτος.6

Ωστόσο, δε λησμονούμε ότι ο γεωγραφικός χώρος, στο πλαίσιο της ιστορίας, έχει μια διαρκή και αμφίδρομη σχέση με τον ανθρώπινο παράγοντα. Έτσι, αν οι πολιτισμοί είναι γεωγραφικές περιοχές (Braudel, 2008: 60), τότε είναι οι ίδιες που

ανατροφοδοτούν τους πολιτισμούς, όχι μόνο με την αυτονόητη έννοια του ζωτικού χώρου αλλά και με ένα νόημα βαθύτερο.

Έτσι, η γνώση του χώρου αλλά και των διεργασιών που πραγματοποιούνται σ’ αυτόν, θεωρούνται για τον άνθρωπο «εκ των ουκ άνευ» (Κατσίκης, 2005: 153). Και όχι μόνο σήμερα που η ολιστική προσέγγιση στη μελέτη και ερμηνεία του γεωγραφικού χώρου συνιστά πλέον κανόνα, αλλά και πολύ παλαιότερα (Μοισιόδαξ, 1781: vi). Και στη συνδυασμένη αυτή προοπτική Ιστορίας και Γεωγραφίας, ο τόπος είναι σαν να ανακαλύπτεται εκ νέου, καινούργιος και απάτητος.

Αυτό τον «καινούργιο» χώρο επιχειρούν να αποδώσουν κατά περίπτωση και οι συγκεκριμένες χαρτογραφικές αποδόσεις. Αν και οι επιμέρους προσεγγίσεις διαφέρουν ανάλογα με τη θεματική, η βασική ιδέα του αναλυμένου στα «συστατικά» του ηπειρωτικού χώρου κυριαρχεί σε όλη την έκθεση (ενώ οπτικά αποτυπώνεται στον κεντρικό χάρτη, όπως θα δούμε παρακάτω): η ενιαία κατά τα άλλα επικράτεια της αρχαίας Ηπείρου διαιρείται, στην ιστορικο-γεωγραφική της προσέγγιση, σε ορεινή ενδοχώρα και παράκτια ζώνη, μια διαίρεση με άμεσο αντίκρυσμα στην ιστορία και την πολιτιστική παραγωγή.7

4. ΓΕΩΓΡΑΦΙΑ και ΧΑΡΤΕΣ

Από το ρόλο του χώρου στην ιστορία οδηγείται επαγωγικά κανείς στο ρόλο του χάρτη, ως του κύριου εργαλείου απεικόνισης του χώρου. Για το ρόλο μάλιστα αυτό έχει υποστηριχτεί ότι δίχως χάρτες είναι αδύνατη η σύλληψη του κόσμου. Χωρίς την αφαίρεση στην οποία υπόκεινται και την οποία αυτοί προσφέρουν, είναι αδύνατη η οπτικοποίηση όσων υπάρχουν έξω από την ακτίνα της άμεσης αντίληψής μας (Smith, 2008: 1).

Οι χάρτες σταδιακά εξελίχθηκαν σε μία διεθνή γλώσσα που γέννησε τη δυνατότητα των νοητών γεωγραφιών, προσφέροντας τρόπους να φανταστεί κανείς εκείνο που δε μπορούσε να δει ο ίδιος (Harley, 1983: 22-23). Με άλλα λόγια, και πέρα από την άμεση πληροφόρηση που παρέχουν, οι χάρτες πρόσφεραν εξαρχής την εμπειρία της «σύνδεσης με τον κόσμο» (De Certeau, 1984: 117-118), έδιναν δηλαδή στον αναγνώστη την επιπλέον δυνατότητα να τοποθετηθεί νοητά στον εικονιζόμενο χώρο. Επιπλέον, και για τον ίδιο τον ερευνητή, τα ίδια τα τοπωνύμια των πηγών και της ιστορίας μοιάζουν να αποκτούν νόημα μόνον όταν τοποθετηθούν πάνω στο χάρτη. Αλλιώς, μένουν για πάντα κενά περιεχομένου.

Κατ’ αυτή την έννοια, οι χάρτες φαίνεται να λειτουργούν ως … παράθυρα, ως κάτι δηλαδή μέσα από το οποίο κοιτάζουμε το χώρο ή την Ιστορία, και όχι ως κάτι αυτόνομο το οποίο κοιτάζουμε καθαυτό (Gillies and Mason Vaughan, 1998: 29). Γι’ αυτό και συμβαίνει τελικά –όταν δε λειτουργούν αυτόνομα αλλά υποστηρικτικά, στο πλαίσιο μιας άλλης, ευρύτερης σύλληψης- να λανθάνουν της προσοχής ή να θεωρούνται αυτονόητοι.

Παρόλα αυτά, είναι γεγονός ότι οι χάρτες, ως πηγή πληροφοριών, έχουν σαφώς μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα από άλλες, συμβατικές μεθόδους μετάδοσης της γνώσης. Έχει διατυπωθεί χαρακτηριστικά ότι δέκα λεπτά ανάγνωσης ενός χάρτη οδηγούν σε ακριβέστερη γνώση των γεωγραφικών στοιχείων μιας περιοχής από ό,τι δέκα χρόνια διαβίωσης σ’ αυτήν (Φιλιππακοπούλου, 2005: 8. Επίσης, Gillies, 1994.). Η επιτυχία, ωστόσο, ενός τέτοιου εγχειρήματος δεν έχει να κάνει μόνο με την ποιότητα της ιστορικής πληροφορίας ή την ερμηνεία της. Έχει να κάνει με μια ευρύτερη ερμηνευτική διαδικασία η οποία ξεκινά ήδη από την οργάνωση της ιστορικής πληροφορίας και καταλήγει στην αποκωδικοποίησή της από τον αποδέκτη, κάτι που προϋποθέτει, με τη σειρά του, ένα κατάλληλο υπόβαθρο. Υπό τις κατάλληλες προϋθέσεις, ο χάρτης, ως ιστορικά φορτισμένη χωρική αναπαράσταση, μπορεί να πυροδοτήσει αλληλουχίες διανοητικών διαδικασιών και να αποτελέσει έναυσμα γνωσιακής εμπειρίας.

Αυτή τη σκοπιμότητα είχε να υπηρετήσει και η εν λόγω χαρτογραφική απόπειρα, υπολογίζοντας τόσο τα οφέλη όσο και την πρόκληση της όλης διαδικασίας. Το «δυσανάγνωστο» ηπειρωτικό τοπίο θα έπρεπε όχι μόνο να αποδοθεί γραφικά με

τρόπο εύληπτο αλλά και να συμπεριλάβει αποτελεσματικά την ιστορική παράμετρο, όπως αυτή αποτυπώνεται στη συγκεκριμένη έκθεση μέσω των επιλεγμένων εκθεμάτων. Οπωσδήποτε, οι ιστορικοί χάρτες για την περιοχή ενδιαφέροντος (γενικοί ή θεματικοί) δε λείπουν, αν και είναι δραματικά ανεπαρκείς, τουλάχιστον ποσοτικά. Επιπλέον, οι λιγοστές τέτοιες αποτυπώσεις, αν και εμπεριέχουν έγκυρη κατά τα άλλα ιστορική πληροφορία, ακολουθώντας πεπαλαιωμένη τυπολογία και σημειολογικά πρότυπα, δεν καταφέρνουν να επιτύχουν πλήρως την αποστολή τους, περιοριζόμενες έτσι σε ένα εξειδικευμένο κυρίως κοινό.

5. ΧΑΡΤΕΣ και ΜΟΥΣΕΙΑ Η συγκεκριμένη ένδεια δεν ήταν δυνατό να μη γίνει αισθητή και στους

μουσειακούς χώρους όπου γενικότερα παρατηρείται ανεπάρκεια χαρτογραφικών μέσων.

Κατά κανόνα, εντός του μουσειακού χώρου, οι όποιες χαρτογραφικές απεικονίσεις, αν δεν είναι απλώς διακοσμητικές, δε λειτουργούν αυτόνομα αλλά ως μέρος μιας ευρύτερης εικονογράφησης των ποικίλων ενημερωτικών και επεξηγηματικών κειμένων.

Η χαρτογραφική, λοιπόν, πλαισίωση των εκθέσεων αποτελεί μέρος της ευρύτερης υποστήριξής τους με εποπτικό υλικό, ως ένας τρόπος πειθάρχησης της απρόβλεπτης «ομιλίας» των εκθεμάτων.8 Έτσι, η επίσημη αφήγηση υποστηρίζεται από μια παράλληλη «ανεπίσημη», η οποία εκτυλίσσεται σε δεύτερο επίπεδο και η οποία κατευθύνει ουσιαστικά την ερμηνεία. Γιατί, τελικά, μια αντικειμενοστραφής έκθεση, όπως αυτές των αρχαιολογικών μουσείων, δεν είναι έκθεση τόσο των αντικειμένων καθαυτών όσο των ερμηνειών με τις οποίες αυτά συνδέονται (Χουρμουζιάδη, 2010: 117,132-133).

Αυτή ακριβώς η ερμηνεία αποτελεί κομβικό σημείο στην όλη διαδικασία˙ παρεμβάλλεται ως φίλτρο και κριτήριο ήδη από τα πρώτα στάδια της έρευνας, ενώ ο ρόλος της αναβαθμίζεται όσο εξελίσσεται η διαδικασία, μέχρι την τελική παρουσίαση και την ανάληψη των όποιων εκπαιδευτικών δράσεων. Έτσι, για να μην ξεχνούμε και την χωρική παράμετρο, θα λέγαμε ότι η χαρτογραφική πλαισίωση μιας έκθεσης λειτουργεί ως μέσο επανασύνδεσης με το «πνεύμα του τόπου» -σε αντιστάθμισμα ίσως και της μουσειακής πρακτικής αφαίρεσης των πρωτοτύπων από το φυσικό τους χώρο και της μετεγκατάστασής του στο τεχνητό περιβάλλον του μουσείου- (Stefano, 2008: 2 αλλά και Davis, 1999: 21). Γιατί, όπως υποστηρίχθηκε παραπάνω, εδώ ακριβώς εντοπίζεται μία επαγωγική σχέση: τα υλικά κατάλοιπα μετατρέπονται, με τον καιρό, σε οχήματα συλλογικής μνήμης, ανεξάρτητα από την αρχική λειτουργία τους. Αλλά, η μνήμη αυτή, για να ριζώσει, έχει ανάγκη από έδαφος˙ «είναι απαραίτητο να στηριχτεί σε εδαφικό υπόβαθρο, να επικαλεστεί μιαν αλήθεια σφραγισμένη στη γη» (Schnapp, 2004: 25 και Χουρμουζιάδη, 2010: 116).

Έτσι, οι χάρτες, στο μουσειακό περιβάλλον, κατά κανόνα συνδέουν επιλεγμένα αντικείμενα ή και ολόκληρες ενότητες με το χώρο προέλευσής τους. Από κει κι έπειτα, σε ένα δεύτερο επίπεδο, είναι δυνατό να υπαινιχθούν και κάποιες άλλες σχέσεις και, με τον αφαιρετικό τους λόγο, να προτείνουν ερμηνείες. Συχνά μάλιστα, όταν κάποια νοήματα διαφεύγουν, οι χάρτες μπορούν να γεφυρώσουν τα κενά από τα συμφραζόμενα,9 ωστόσο με ιδιαίτερη προσοχή. Αυτή μάλιστα η ανάγκη διακριτικής προσέγγισης συνιστά και γενικότερη αρχή που εφαρμόζεται σε ολόκληρη τη μουσειολογική σύλληψη και υποστηρίζεται κανονικά και από τη μουσειογραφική σύνθεση.10

Ωστόσο, ο δημιουργός (εν προκειμένω ο χαρτογράφος) θα πρέπει να έχει υπόψη ότι το έργο του, για να να φτάσει στο μέγιστο δυνατό της μεταδοτικότητάς του, είναι απαραίτητο να παρεισφρύσει ένα ποσοστό καλλιτεχνίας και… αισθητικού υποκειμενισμού (Wright, 1947: 9). Συχνά δηλαδή είναι όχι μόνο θεμιτές αλλά και αναγκαίες κάποιες μικρές υπερβάσεις στη δεδομένη συμβατικότητα των χαρτογραφικών απεικονίσεων, μαζί με την υπόμνηση ότι το τελικό προϊόν αποτελεί

αναπόσπαστο μέρος ενός συνόλου που εκτίθεται –κυριολεκτικά- σε ένα ανομοιογενές κοινό.

6. ΤΟ Α.Μ.Ι. και ΟΙ ΧΑΡΤΕΣ Ακολουθώντας την τρέχουσα τάση χαρτογραφικής λιτότητας στα μουσεία, η

αρχική πρόταση για το Α.Μ.Ι. προέβλεπε τη σχεδίαση ενός μόνο χάρτη, σε κομβικό, ωστόσο, ρόλο. Ενός χάρτη που να υποστηρίζει διακριτικά την γεωγραφικά ντετερμινιστική πρόταση της έκθεσης και να αιτιολογεί οπτικά-γραφικά τη διαίρεση του ηπειρωτικού χώρου σε παράκτια ζώνη και ορεινή ενδοχώρα, στο πλαίσιο πάντα της συγκεκριμένης μουσειολογικής αφήγησης (Καλπάκης, 2010: 10)˙ ενός χάρτη που παράλληλα να στηρίζει τη γεωγραφικά αναφορά των αντικειμένων της έκθεσης.

Μια προσεκτικότερη, ωστόσο, ματιά αλλά και η εξοικείωση με την ιδέα της χαρτογραφικής πλαισίωσης στην πορεία, ανέδειξε τη δυνατότητα -αν όχι την αναγκαιότητα- επέκτασης της χρήσης του συγκεκριμένου μέσου. Έτσι, αποφασίστηκε η σχεδίαση ορισμένων ακόμη χαρτών, πάντα στο πλαίσιο της «παράλληλης» αφήγησης μέσω του ενημερωτικού υλικού: για την Προϊστορική Ήπειρο, για τις εκστρατείες του Ηπειρώτη βασιλιά Πύρρου στην Ιταλία, για τη διασπορά των αγγείων τύπου Bratislava και για το Ρωμαϊκό Κόσμο. Αργότερα (2010), ένας επιπλέον χάρτης σχεδιάστηκε για να καλύψει τις ανάγκες μιας περιοδικής έκθεσης νομισμάτων για το Μ. Αλέξανδρο.

Εικ.1: Ο κεντρικός χάρτης του Α.Μ.Ι., στην αρχή του διαδρόμου κίνησης των επισκεπτών, δίπλα στο γενικό χρονολόγιο της ηπειρωτικής ιστορίας.

Το κτίριο του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων αποτελεί μια ιδιαίτερη

περίπτωση, ως μνημείο της σύγχρονης αρχιτεκτονικής. Αποτελώντας χαρακτηριστικό έργο του Άρη Κωνσταντινίδη, διατηρεί έντονα τα γνώριμα εκείνα στοιχεία της διαφάνειας και της λακωνικότητας. Με εμφανή τα λιτά δομικά υλικά του και μια σκόπιμη αίσθηση διαφάνειας –μέσω εκτεταμένων υαλοστασίων και αιθρίων-, το κτίριο αποτέλεσε αφ’ εαυτού πρόκληση στο πλαίσιο του έργου της επανέκθεσής του. Εναλλάξ με τα αίθρια αυτά, κατά μήκος ενός κεντρικού διαδρόμου, διαμορφώνονται οι εκθεσιακοί χώροι στους οποίους παρουσιάζονται θεματικά (με μια «ανεπαίσθητη» χρονολογική οργάνωση σε δεύτερο επίπεδο) οι ενότητες των εκθεμάτων.

Οι απλές, ευθείες γραμμές του κτιρίου, η λιτότητα των χρωμάτων (λευκό, γκρίζο του μπετόν και υπόλευκο του ντόπιου αβεστόλιθου), καθώς και η χαρακτηριστική διαφάνεια και φωτεινότητα αποτέλεσαν βασικά στοιχεία που όχι μόνο λήφθηκαν υπόψη κατά τη σύνθεση της μουσειολογικής και μουσειογραφικής πρότασης αλλά αποτέλεσαν γνώμονα σε όλες τις φάσεις του έργου, επηρεάζοντας ακόμη και αυτές τις γραφικές συνθέσεις και, ασφαλώς τους ίδιους τους χάρτες. Έτσι, βασικές

παραμέτρους που τέθηκαν εξαρχής στη χαρτογραφική διαδικασία αποτέλεσαν στοιχεία όπως η χωροθέτηση, τα υλικά, τα χρώματα, η στοιχειοθεσία, η σημειολογία αλλά και η γενικότερη αισθητική, σε μια προσπάθεια εναρμόνισης των χαρτών με το συνολικό μουσειογραφικό πλαίσιο, παρά τις επιμέρους διαφορές τους ως προς το περιεχόμενο και τους στόχους.

Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να επισημανθεί ότι οι συγκεκριμένες χαρτογραφικές αποτυπώσεις και ιδίως οι περιπτώσεις α και στ (βλ. παρακάτω) αποτελούν ειδικές εφαρμογές, με την έννοια ότι είναι ασφαλώς πρωτότυπες, η δε υλοποίησή τους προϋπέθετε αφενός ένα άρτιο τεχνικό επίπεδο και αφετέρου επάρκεια κατανόησης και ερμηνείας του ιστορικού υποβάθρου. Ειδικότερα για τους δύο αυτούς χάρτες, τονίζεται ότι οι μεγάλες τους διαστάσεις και οι συνακόλουθα μεγάλες κλίμακες έθεσαν εξαρχής διαφορετικούς κανόνες τυπολογίας, οπτικής ευκρίνειας και πληροφοριακής σαφήνειας αλλά ταυτόχρονα και απαιτήσεων σε ηλεκτρονικά μέσα.

α. Κεντρικός χάρτης: η Ήπειρος στους Ιστορικούς Χρόνους11 Βασικός σκοπός της δημιουργίας του χάρτη αυτού ήταν, όπως προαναφέραμε, η

υποστήριξη της γεωγραφικής αναφοράς των μουσειακών εκθεμάτων και η τεκμηρίωση της διαίρεσης του ηπειρωτικού χώρου σε σαφείς γεωγραφικές ζώνες, για τις ανάγκες της έκθεσης.

Ο χάρτης αυτός έπρεπε να αποτελεί κομβικό σημείο της έκθεσης, από άποψη τόσο μουσειολογική όσο και χωροταξική, και, για το λόγο αυτό, τοποθετήθηκε στην αρχή σχεδόν του κεντρικού διαδρόμου (Εικ.1), δίπλα στη γραφική απόδοση της ιστορικής διαδρομής της Ηπείρου, από την Προϊστορία μέχρι και τη Ρωμαιοκρατία (Καλπάκης, 2010: 21). Η ακριβής θέση και οι διαστάσεις της τελικής σύνθεσης, υπαγορευμένες από την προϋπάρχουσα υποδομή του κτιρίου, είχαν ήδη οριστεί στη σχετική μουσειογραφική μελέτη. Σε παρόμοιους «περιορισμούς» πειθάρχησαν και τα υπόλοιπα δομικά στοιχεία της σύνθεσης, όπως σχήμα και χρωματική παλέτα ενώ δεν ήταν ξένη προς αυτούς και η επιλεχθείσα τυπολογία.12 (Εικ.2)

Εικ.2: Ο κεντρικός χάρτης του Α.Μ.Ι., με θέμα την Ήπειρο των ιστορικών χρόνων.

Ως προς το περιεχόμενο, βασικό αξίωμα αποτέλεσε η λεπτομερής απόδοση του γεωγραφικού αναγλύφου, ως στοιχείο ζωτικής σημασίας για την ερμηνευτική προσέγγιση, ενώ ως ελάχιστη πληροφορία κρίθηκε η απόδοση των σημείων προέλευσης του εκθεσιακού υλικού, ενταγμένων, ασφαλώς, σε μια ευρύτερη κατηγοριοποίηση.

Έτσι, πάνω στο φωτοσκιασμένο ανάγλυφο του εδάφους επισημάνθηκαν: α) οι κύριοι ταυτισμένοι οικισμοί των αρχαίων χρόνων, β) οι κύριες αταύτιστες θέσεις (όχι μόνον εκείνες που εκπροσωπούνται με ευρήματα στην έκθεση αλλά και άλλες, ομοειδούς κατηγορίας, προκειμένου να υπαινιχθούν άλλου είδους σχέσεις),13 γ) κύριοι σύγχρονοι οικισμοί, ως σημεία αναφοράς και προσανατολισμού, και δ) χαρακτηριστικά στοιχεία του γεωγραφικού υποβάθρου (ορεινοί όγκοι, υδάτινοι σχηματισμοί κλπ.) Παράλληλα, επιλεγμένες δευτερεύουσες πληροφορίες (ονόματα φυλετικών επικρατειών, όρια σύγχρονων νομών, κύριο οδικό δίκτυο) αποδόθηκαν διακριτικά, πλαισιώνοντας και συμπληρώνοντας την όλη σύνθεση (Εικ.3).

Εικ.3: Λεπτομέρεια του χάρτη, ενδεικτική για τα είδη των παρεχόμενων πληροφοριών, την ιεράρχηση και τη σημειολογική τους διάκριση.

Δε θα ασχοληθούμε εδώ με τα μεθοδολογικά προβλήματα που προέκυψαν και τις

λύσεις που τελικά δόθηκαν˙14 θα σημειώσουμε απλώς ότι η πρωτότυπη αυτή σύνθεση συνιστά όντως σημείο αναφοράς της έκθεσης, ενταγμένο κανονικά στη μουσειακή αφήγηση, όπως προκύπτει και από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των επισκεπτών.15 Τέλος, παρότι ο τίτλος του χάρτη («Η Ήπειρος κατά τους ιστορικούς χρόνους – Πόλεις και θέσεις της αρχαιότητας στην επικράτεια της σύγχρονης Ηπείρου») αναφέρεται μόνο στους ιστορικούς χρόνους, η σαφής απόδοση των χαρακτηριστικών φυσικών σχηματισμών με πρώτο το γεωγραφικό ανάγλυφο αλλά και η ίδια η θέση του χάρτη μέσα στην έκθεση τον καθιστά βασικό εργαλείο για την κατανόηση ολόκληρης της ιστορικής διαδρομής της Ηπείρου.

β) Η Προϊστορική Ήπειρος16 Ο χάρτης αυτός αποδόθηκε σε αισθητά μικρότερες διαστάσεις από τους

υπολοίπους, καθώς έπρεπε να ενσωματωθεί ως εικονογράφηση σε ενιαία επεξηγηματική σύνθεση για τη συγκεκριμένη μουσειακή ενότητα (Εικ.4).

Βασικό ζητούμενο ήταν η απόδοση των κυριότερων από τις γνωστές θέσεις της Παλαιολιθικής Εποχής στην Ήπειρο. Ωστόσο, δεδομένης της σπουδαιότητας του γεωγραφικού παράγοντα στην κατανόηση των αρχαιολογικών δεδομένων και την πρόταση ερμηνευτικών μοντέλων, αποτέλεσε και εδώ προϋπόθεση η απόδοση των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών του τοπίου. Ακολουθώντας τα κείμενα της γενικότερης επεξηγηματικής σύνθεσης, ο χάρτης έπρεπε παραίτητα να αποδίδει με έμφαση το έντονο -σχεδόν δραματικό- γεωγραφικό ανάγλυφο της ηπειρωτικής ενδοχώρας.

Δευτερευόντως, και μτά από τις συγκκριμένες αρχαιολογικές θέσεις, θα ήταν χρήσιμο να αποδοθούν ορισμένοι χαρακτηριστικοί υδάτινοι σχηματισμοί, προκειμένου να διευκολυνθεί η όλη ερμηνευτική διαδικασία.

Αυτή ακριβώς η πρόκριση των γεωγραφικών χαρακτηριστικών του χώρου (σε βάρος, θα έλεγε κανείς, της ίδιας της αρχαιολογικής πληροφορίας) οδήγησε στη σχεδίαση ενός χάρτη με έντονη προοπτική και με έμφαση στον κατακόρυφο άξονα.17 (Εικ.5).

Επικεντρώνοντας στο λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων το οποίο απεικονίζεται σε πρώτο επίπεδο, ο χάρτης δίνει προοπτικά την προς Β-ΒΑ εικόνα, τονίζοντας έτσι το συμπαγές των ορεινών όγκων σε ολόκληρη την περιοχή, με ολόκληρη τη νότια βαλκανική στο βάθος.

Η τυπολογία του χάρτη αυτού είναι σκόπιμα –για λόγους σχετικής ομοιομορφίας-παρόμοια με εκείνη του κεντρικού, παρότι ο πρώτος, ως εμβόλιμος σε άλλη γραφική σύνθεση, θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί κατά το δοκούν.

Εικ.4: Ο χάρτης των παλαιολιθικών θέσεων της Ηπείρου, ενταγμένος σε ενιαία γραφική σύνθεση με πληροφοριακό υλικό για την Προϊστορική περίοδο στη συγκεκριμένη περιοχή.

Εικ.5: Ο χάρτης των παλαιολιθικών θέσεων της Ηπείρου.

γ) Οι εκστρατείες του Πύρρου στην Ιταλία18 Πρόκειται για δύο παρόμοιους μεταξύ τους χάρτες, με ενιαίο υπόβαθρο: ο ένας

αποτυπώνει τα ελληνιστικά βασίλεια της εποχής του Πύρρου και ο άλλος επισημαίνει επιπρόσθετα την πορεία των εκστρατειών του Ηπειρώτη βασιλιά στην ιταλική χερσόνησο τον 3ο π.Χ. αιώνα (Εικ.6).

Εικ.6: Ο χάρτης με τις εκστρατείες του Πύρρου στην Ιταλία και τα ελληνιστικά βασίλεια της εποχής.

Στόχος των χαρτών αυτών ήταν η ενσωμάτωσή τους, ως γεωγραφικές αναφορές, στο ψηφιακό «έκθεμα» της μικρής αίθουσας του Α.Μ.Ι. που είναι αφιερωμένη στους αρχαίους Ηπειρώτες βασιλείς. Οι χάρτες, δηλαδή, αυτοί σχεδιάστηκαν εξαρχής με

σκοπό εντάχθηκαν στο ντοκυμανταίρ που προβάλλεται σε ειδική οθόνη, εντός της συγκεκριμένης αίθουσας (Εικ.7).

Εικ.7: Ενσωμάτωση των χαρτών σε βιντεοπροβολή, μέσα στην ανάλογη αίθουσα της μόνιμης έκθεσης.

Αυτό που έπρεπε να αποδοθεί με τις συγκεκριμένες απεικονίσεις είναι η έκταση και οι σχέσεις γειτνίασης και εξάρτησης των επικρατειών των ελληνιστικών βασιλείων από τη μια, και από την άλλη η πορεία και η χρονική σχέση των εκστρατειών του Πύρρου στη Δύση. Ωστόσο, όλα αυτά θα έπρεπε να «χωρέσουν» στον εξαιρετικά περιορισμένο χρόνο της κινούμενης εικόνας και, ως εκ τούτου, οι συνθέσεις δε θα μπορούσαν παρά να είναι απαλλαγμένες από περιττά στοιχεία που δε θα μπορούσαν να προσληφθούν και να αφομοιωθούν άμεσα.19

Έτσι, η τυπολογία και η γενικότερη αισθητική των συγκεκριμένων χαρτών διαφέρει από των υπολοίπων, με την έννοια ότι έχει σκόπιμα επιλεγεί μία πιο συμβατική και οικεία χαρτογραφική γλώσσα. Κατ’ αυτή την έννοια, οι συγκεκριμένοι χάρτες θυμίζουν σχολικούς άτλαντες όπου, σε ένα ουδέτερο, επίπεδο υπόβαθρο, σημειώνονται δισδιάστατα οι γεωγραφικές και θεματικές πληροφορίες. Με τη βοήθεια της κινούμενης εικόνας, ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα να ακολουθήσει συνολικά την κίνηση του βέλους της πορείας, σχηματίζοντας μια γρήγορη αλλά ουσιαστική εικόνα της ιστορικής πληροφορίας.

δ) Η διασπορά των αγγείων τύπου “Bratislava”20 Πρόκειται για έναν αρκετά εξειδικευμένο χάρτη που απεικονίζει τις κύριες θέσεις

εύρεσης νεολιθικών αγγείων του συγκεκριμένου τύπου. Ο χάρτης δεν είναι αυτόνομος˙ εντάσσεται σε –και υποστηρίζει- ενημερωτική σύνθεση με κείμενο το οποίο αναφέρεται σε εμπορικούς δεσμούς και στη διάχυση της τεχνογνωσίας τέτοιων αντικειμένων από την Κεντρική Ευρώπη στη Νότια Βαλκανική.

Ασφαλώς, δεν πρόκειται για προϊόν πρωτότυπης έρευνας αλλά για μια απλουστευμένη πληροφοριακά εκδοχή άλλων ερευνητικών πονημάτων, προκειμένου να αποδώσει σύντομα και περιεκτικά τη συγκεκριμένη ιστορική πληροφορία η οποία, με τη σειρά της, εξηγεί την παρουσία των αντικειμένων αυτών στη συγκεκριμένη εκθεσιακή ενότητα. Την αναγκαιότητα μάλιστα αυτή, της λιτής απόδοσης, υπαγόρευε και η θέση του χάρτη εντός προθήκης, επιβάλλοντας έτσι αφαιρετική και διακριτική απεικόνιση ώστε να μην αποβαίνει σε βάρος των εκθεμάτων (Εικ.8).

Εικ.8: Ο χάρτης διασποράς των αγγείων τύπου “Bratislava”.

Η σύνθεση λειτουργεί εν μέρει ως διαχωριστικό μεταξύ των δύο όψεων της προθήκης και εν μέρει ως φόντο για τα συγκεκριμένα αντικείμενα. Ο χάρτης, ο οποίος καλύπτει το δεύτερο επίπεδο, απαρτίζεται από ένα λιγότερο λεπτομερές (και λόγω κλίμακας) γεωγραφικό ανάγλυφο για την περιοχή της Κεντρικής και Νότιας Ευρώπης, πάνω στό οποίο αποδίδονται οι κύριοι υδάτινοι όγκοι, και, ασφαλώς, οι βασικές θέσεις εντοπισμού της συγκεκριμένης κεραμικής, αποδίδοντας έτσι τη διασπορά της από τον τόπο προέλευσής της.

Εικ.9: Ο χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στη μέγιστή της εξάπλωση. ε) Ο Ρωμαϊκός Κόσμος21 Πρόκειται για χάρτη ο οποίος, παρότι ολοκληρώθηκε, δεν εντάχθηκε στην έκθεση,

για λόγους κυρίως χωροταξικούς. Και εδώ, πρόκειται για μία διαφορετική προσέγγιση, σε σχέση με τον κεντρικό χάρτη του Μουσείου. Η βασική ιδέα ήταν, με κέντρο την Ήπειρο, να αποδοθεί ο Ρωμαϊκός Κόσμος στο σύνολό του, ως πλαίσιο αναφοράς.

Το υπόβαθρο του χάρτη σκόπιμα αποδόθηκε επίπεδο˙ όχι μόνο γιατί στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν ενδιέφερε άμεσα η φυσική γεωγραφία (και άρα η άσκοπη προσθήκη τέτοιων πληροφοριών θα απέβαινε σε βάρος του χάρτη), αλλά και

γιατί έπρεπε με τον τρόπο αυτό να τονιστεί η ενότητα της επικράτειας, ως αποτέλεσμα της ρωμαϊκής εξωτερικής πολιτικής. Πάνω στο υπόβαθρο αυτό σημειώθηκαν γραμμικά τα όρια της αυτοκρατορίας στη μέγιστή της εξάπλωση (εποχή Αδριανού – Τραϊανού, 2ος-3ος μ.Χ. αιώνας) και αποδόθηκαν με λατινικούς χαρακτήρες (γλωσσικά και μορφολογικά) οι ονομασίες των επίσημων επαρχιών και άλλων χαρακτηριστικών περιοχών, ενώ προστέθηκαν και ορισμένες μεγάλες ελληνικές πόλεις της εποχής, ως σημεία γεωγραφικής και ιστορικής αναφοράς (Εικ.9). Σε μια δεύτερη, λιγότερο λακωνική εκδοχή του, ο χάρτης αυτός συμπεριλάμβανε τους κύριους υδάτινους όγκους της επικράτειας (ιδίως εκείνους που σχετίστηκαν άμεσα ή έμμεσα με συγκεκριμένα ιστορικά γεγονότα ή φαινόμενα: ποταμοί-σύνορα, ποταμοί-εμπορικοί δρόμοι κ.λπ.), καθώς και τις πρωτεύουσες των ρωμαϊκών επαρχιών.

Τελικά, ο αρχικά προορισμένος χώρος ανάρτησης παραχωρήθηκε σε ανατύπωση τμήματος της περίφημης Tabula Peutingeriana22 (επικεντρωμένης στην Ήπειρο), κι έτσι ο χάρτης αυτός δεν ενσωματώθηκε στην έκθεση, παρότι παρέμεινε διαθέσιμος για άλλες μελλοντικές χρήσεις.

Εικ.10: Ο χάρτης της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Λεπτομέρεια από την ευρύτερη περιοχή του ελλαδικού χώρου και της ανατολικής Μεσογείου.

στ) Μέγας Αλέξανδρος: από τη γη της Μακεδονίας στα πέρατα της Οικουμένης23 Εκτός από τους παραπάνω χάρτες της μόνιμης έκθεσης του ΑΜΙ, σχεδιάστηκε,

ενάμιση χρόνο αργότερα, και ένας τρίτος, για να καλύψει τις ανάγκες μιας περιοδικής έκθεσης που περιλάμβανε μέρος της συλλογής της Alpha Bank με νομίσματα του Μ. Αλεξάνδρου και των διαδόχων του (Εικ.10). Ο χάρτης αυτός συγκαταλέγεται μεταξύ των χαρτών του μουσείου αφενός λόγω της ικανής διάρκειας της έκθεσης (έξι μήνες) και αφετέρου λόγω των ιδιαίτερων απαιτήσεών του που μεταφράστηκαν σε χρονοβόρα ενασχόληση και προετοιμασία.

Σε μία διάσταση περίπου 4Χ2,5 μ., ο χάρτης απεικονίζει την πορεία του Μ. Αλεξάνδρου προς ανατολάς, αποδίδοντας με εμφατικό τρόπο τον όρο «πέρατα της Οικουμένης» ώστε να καταδειχθεί το μέγεθος του εγχειρήματος (Εικ.11,12).

Εικ.10: Ο χάρτης της πορείας του Μ. Αλεξάνδρου, ενταγμένος στη συγκεκριμένη περιοδική έκθεση.

Εικ.11: Η πορεία του Μ. Αλεξάνδρου. Λεπτομέρεια του χάρτη.

Έτσι, πριν ακόμη αναζητηθεί η απαραίτητη ιστορική πληροφορία, κρίθηκε αναγκαία μία σημειολογική και αισθητική καινοτομία, ακριβώς για να αποδοθεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο η όλη ιδέα της ίδιας της έκθεσης: ο χάρτης δε θα απέδιδε συμβατικά το γεωγραφικό χώρο ως επίπεδο, αλλά θα αναπαρήγαγε την καμπυλότητα της γήινης σφαίρας στη συγκεκριμένη περιοχή, παρέχοντας μία συνολικότερη εποπτεία του χώρου.

Με δεδομένη την κεντρική ιδέα της μεγάλης επέκτασης με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει- ο αχανής αυτός χώρος έπρεπεν καταρχάς να αποδοθεί με τους κυριόερους φυσκούς σχηματισμούς του οι οποίοι δεν είναι άσχετο με το βαθμό δυσκολίας του όλου εγχειρήματος. Όρη, ποταμοί, υψίπεδα, έρημοι και ακτογραμμές θα έπρεπε να αποδοθούν με σαφήνεια ώστε να μπορεί να αποδοθεί σωστά η κίνηση και η πορεία στο χώρο. Ιδιαίτερα για τον τρόπο απόδοση της πορείας αυτής των στρατευμάτων του Αλεξάνδρου δόθηκε μεγάλη μέριμνα, με όρους τουλάχιστον σημειολογικούς-γραφικούς. Παράλληλα θα έπρεπεν οπωσδήποτε να επισημανθούν οι κύριες πόλεις της εποχής, είτε αποτέλεσαν σταθμό της πορείας είτε όχι. Ιδιαίτερη πληροφορία αποτέλεσε η επισήμανση των σημείων συγκρούσεων ή άλλων σημαντικών γεγονότων, οι χρονολογικές ενδείξεις και, βέβαια, η απόδοση των πόλεων που ιδρύθηκαν στη διαδρομή, στο πρότυπο της πρώτης Αλεξάνδρειας. Ονομασίες ευρύτερων περιοχών αλλά και φυλών (υπονοώντας μιαν αντίστοιχη γεωγραφική επικράτεια) αποτέλεσαν επίσης βασική πληροφορία, ενώ, παράλληλα, ένα δίγλωσσο χρονολόγιο πλαισίωσε, μαζί με το υπόμνημα, την όλη σύνθεση, συμπληρώνοντας έτσι τις απαραίτητες για τον επισκέπτη πληροφορίες.

Η πρωτότυπη αυτή σύνθεση που στηρίχτηκε ασφαλώς στην ισχύουσα βιβλιογραφία, προσπέρασε, για τις συγκεκριμένες ανάγκες, ποικίλα ακανθώδη και άλυτα προς το παρόν ζητήματα ιστορικής γεωγραφίας (ταυτίσεις θέσεων των πηγών με σύγχρονες πόλεις) όπου ήταν απαραίτητο ή δεν προσέθετε το ελάχιστο στην αρτιότητα της σύνθεσης. Επ’ αυτού θα πρέπει να θυμίσουμε ότι η σχετική «αμηχανία» στο ζήτημα αυτό ξεκινά ήδη από τις αρχαίες πηγές, αφορώντας, ωστόσο, ελάσσονες, στην ουσία, συνιστώσες. Βασική παράμετρο στην όλη σύνθεση (ως προς την τυπολογία, γραφική σημειολογία και αισθητική) αποτέλεσαν επίσης οι μεγάλες διαστάσεις του τελικού «προϊόντος» αλλά και η προορισμένη γι’ αυτόν θέση το χώρο της έκθεσης που μεταφράζεται σε συγκεκριμένους όρους αναγνωσιμότητας και πρόσληψης.

Εικ.12: Ο χάρτης της πορείας του Μ. Αλεξάνδρου.

7. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΙΚΕΣ ΠΑΡΑΤΗΡΗΣΕΙΣ Είναι σαφές ότι στο όλο ζήτημα κομβική θέση κατέχει το πολυσυζητημένο –αλλά όχι εξαντλημένο- ζήτημα της σχέσης γεωγραφίας-ιστορίας ή χώρου-ιστορίας, σε ένα πιο γενικευμένο σχήμα. Ανεξάρτητα από την ποικιλία των ζητουμένων στο πλαίσιο των εκάστοτε μουσειολογικών αφηγήσεων, οι χάρτες αποτελούν την αιχμή του δόρατος στην ανάδειξη της σχέσης αυτής, για τους λόγους που αναφέρθηκαν σε προηγούμενο σημείο. Παρόλα αυτά, και ενώ η σχέση χώρου-ιστορίας αποτελεί ζήτημα παλαιό, η οπτική απόδοση της σχέσης αυτής στο πλαίσιο «έμμεσων» διδακτικών διαδικασιών (βλ. μουσεία) δεν έχει ίσως εξεταστεί στο βαθμό που θα όφειλε. Είναι γεγονός ότι οι χάρτες, ως μέσα τεκμηρίωσης της χωροχρονικής συνιστώσας λείπουν, κατά κανόνα, από τα μουσεία. Με αφορμή αυτήν ακριβώς την έλλειψη επιχειρήσαμε την παρουσίαση των συγκεκριμένων πρωτότυπων χαρτών, σε μια προσπάθεια αφενός συνοπτικής παρουσίασής τους ως αυτοτελών, ειδικών και ιδιαίτερα απαιτητικών πονημάτων και αφετέρου ακροθιγούς απόδοσης του προβληματισμού για τις δυνατότητές τους ως βοηθητικών εργαλείων της ιστορικής ερμηνείας.

Οι παραπάνω χάρτες πλαισιώνουν τη νέα μόνιμη έκθεση του Α.Μ.Ι., με εξαίρεση τον τελευταίο, του Μ. Αλεξάνδρου, που σχεδιάστηκε και εκτέθηκε λιγότερο από δύο χρόνια πριν. Το διάστημα των τριών και πλέον ετών έκθεσής τους είναι αρκετό για την εξαγωγή ορισμένων συμπερασμάτων, αναφορικά με τις χαρτογραφικές απεικονίσεις καθαυτές αλλά και με τη σχέση χαρτών-κοινού, στο πλαίσιο της ερμηνευτικής και διδακτικής αποστολής του Μουσείου. Επ’ αυτού, ιδιαίτερα πολύτιμο εργαλείο αποδεικνύεται πρωτίστως η παρατήρηση της συμπεριφοράς των επισκεπτών, ιδίως σε ό,τι έχει να κάνει με τους δύο μεγάλους χάρτες, δηλαδή εκείνον της πορείας του Μ. Αλεξάνδρου αλλά και τον κεντρικό, του οποίου το περιεχόμενο και ασφαλώς η θέση στη γενικότερη χωροταξία της έκθεσης τον καθιστούν κομβικό σημείο της περιήγησης. Εκτός από την παρατήρηση, ιδιαίτερα χρήσιμη είναι συχνά και η απευθείας συνομιλία με ορισμένους από τους επισκέπτες, ενώ, προφανώς, δεν έχουν εξαντληθεί όλες οι σχετικές δυνατότητες.24

Στην περίπτωση της παρατήρησης, αυτό που διαπιστώνει κανείς είναι ότι συχνά αφιερώνεται ένας σημαντικός αναλογικά χρόνος (από τρία έως πέντε λεπτά σε ένα σύνολο είκοσι έως τριάντα λεπτών συνολικής περιήγησης) από τους επισκέπτες μπροστά στον κεντρικό τουλάχιστον χάρτη, σε μία εκ μέρους τους προσπάθεια όχι μόνον ανάγνωσης της βασικής πληροφορίας που παρέχει αλλά και κάλυψης άλλων, δευτερευόντων θεμάτων όπως η αναζήτηση γνωστών χωροσημείων ή η μελέτη και μόνο του τρισδιάστατου αναγλύφου και των φυσικών σχηματισμών στο χώρο. Η αντίστοιχη στάση στο χάρτη της πορείας του Μ. Αλεξάνδρου έχει να κάνει σχεδόν αποκλειστικά με τη μελέτη της καθαυτής ιστορικής πληροφορίας που αυτός αποδίδει αλλά και με μία προσπάθεια εξοικείωσης με τον άγνωστο σχετικά χώρο της Ανατολής. Επιπλέον, οι σκόπιμα μεγάλες διαστάσεις της σύνθεσης και η ιδιαίτερη προοπτική της απόδοσης συμβάλλουν αποφασιστικά στην εξασφάλιση μιας ιδιαίτερα θετικής αξιολόγησης από τους επισκέπτες.

Από την άλλη πλευρά, η απευθείας συνομιλία αφορά συνήθως τη διατύπωση -εκ μέρους των επισκεπτών- ευμενών σχολίων για το εύληπτο της ιστορικο-γεωγραφικής πληροφορίας, ενώ σπανιότερα τίθενται ερωτήματα που αφορούν επιμέρους ιστορικά θέματα. Ωστόσο, ακόμη και ανεξάρτητα από οποιονδήποτε σχολιασμό, θεωρούμε ιδιαίτερα σημαντική και μόνον την ολιγόλεπτη ενασχόληση των επισκεπτών με τις χαρτογραφικές απεικονίσεις, καθώς καθιστά τους πρώτους, κοινωνούς του ευρύτερου προβληματισμού της έκθεσης που σχετίζεται τόσο με την ίδια την πληροφορία όσο και με ερμηνευτικά ζητήματα, στο πλαίσιο αυτού που αποκαλούμε αρχαιογνωστική διαδικασία.

Σε ένα επόμενο βήμα, η βεβαιότητα για την αποτελεσματικότητα του ρόλου των χαρτογραφικών απεικονίσεων οδήγησε στην περαιτέρω αξιοποίηση των συγκεκριμένων χαρτών, με παράλληλες χρήσεις όπως η ενσωμάτωσή τους σε εκδόσεις και επιστημονικά άρθρα αλλά και σε ποικίλες προβολές, στο πλαίσιο εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων εντός του Μουσείου. Ιδιαίτερα η τελευταία αυτή χρήση

φαίνεται να συνιστά σημαντικό εκπαιδευτικό εργαλείο, καθώς, χωρίς να αποτελεί το κέντρο βάρους της εκπαιδευτικής δραστηριότητας, κατορθώνει διακριτικά αφενός να εξοικειώσει το κοινό (εν προκειμένω, τους μαθητές) με τη χαρτογραφική πρακτική και αφετέρου να συμβάλει στην καλύτερη εκ μέρους τους αφομοίωση της ιστορικής πληροφορίας.

Όπως αναφέραμε και σε προηγούμενο σημείο, σε ολόκληρο το φάσμα της ευρείας αυτής έννοιας που ονομάζουμε ιστορικό χωροχρόνο ανιχνεύονται ισχυρές σχέσεις αλληλεπίδρασης. Οι σχέσεις αυτές, είτε γίνονται άμεσα αντιληπτές είτε λάνθάνουν, ενίοτε ως δεδομένες, φαίνεται πως δε διέπουν απλώς τους κανόνες ερμηνείας του παρελθόντος αλλά μοιάζουν να επηρεάζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο με τον οποίον ο καθένας μας αυτοπροσδιορίζεται μέσα στην ιστορία. Υπ’ αυτή την έννοια, η αρχαιογνωστική διαδικασία αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς, μεταξύ άλλων, συνιστά δίαυλο επαφής με τη συσσωρευμένη εμπειρία της ανθρώπινης διαδρομής.

Αν δεχτούμε την επαγωγική σχέση μουσείου και χάρτη, φαίνεται πως η χαρτογραφική πλαισίωση του μουσειακού «προϊόντος» συνιστά όχι μόνο πολύτιμο εργαλείο της μουσειολογικής αφήγησης αλλά ίσως μία από τις απαραίτητες εκείνες συνθήκες για την κατανόηση της ιστορίας. Κατά συνέπεια, θα ήταν σκόπιμη η αναγνώριση στη χαρτογραφία ενός αναβαθμισμένου ρόλου μέσα στην όλη διαδικασία, κατ’ αναλογία με τον αντίστοιχο άλλων γνωστικών πεδίων που «πολιορκούν» σήμερα το μουσειακό χώρο. Με άλλα λόγια, προκειμένου για την πραγματοποίηση της όποιας εκπαιδευτικής αποστολής των μουσείων, είναι ανάγκη να επέλθουν ουσιαστικές αλλαγές στη γενικότερη κατάσταση ανεπάρκειας χαρτογραφικής τεκμηρίωσης, χωρίς, ωστόσο, να επιβαρυνθεί στο ελάχιστο η όλη αφήγηση.25

1 Υπεύθυνος υλοποίησης χαρτογραφικών αποδόσεων και συνολικής πλαισίωσης της έκθεσης με ενημερωτικές συνθέσεις: Δ. Καλπάκης, αρχαιολόγος. 2 Είναι, για παράδειγμα, χαρακτηριστικά τα όσα γράφει σχετικά ο Maurice Aymard στον Πρόλογο της Γραμματικής των Πολιτισμών (Braudel, 2009) για τη σχέση της Ιστορίας και Γεωγραφίας και τη διδασκαλία τους στις διάφορες βαθμίδες εκπαίδευσης στη Γαλλία, κατά τη δεκαετία του ’50. 3 Η εκπαιδευτική αποστολή των μουσείων θεωρείται γενικότερα δεδομένη. Ενδεικτικά αναφέρουμε και τα: ICOM, 2006, καθώς και American Association of Museums, 2005. 4 Ειδικότερα για αρμοδιότητες της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, βλ. Ν.3028/2002 (Αρχαιολογικός Νόμος), καθώς και Π.Δ 191/10-6-2003, ΦΕΚ 146/Α/13-6-2003 (Οργανισμός ΥΠΠΟΤ). Έχει σημασία να επισημανθεί στο σημείο αυτό η ιδιαιτερότητα των ελληνικών περιφερειακών αρχαιολογικών μουσείων τα οποία, σε αντίθεση με τα μεγάλα μουσεία της χώρας ή του εξωτερικού, λειτουργούν –βάσει θεσμικού πλαισίου- υποστηρικτικά στις οικείες εφορείες αρχαιοτήτων. Με άλλα λόγια, ό,τι αφορά την κατεξοχήν μουσειακή πρακτική θεωρείται κατά κανόνα δευτερεύουσα δραστηριότητα που έπεται της ανάλογης διοικητικής της εκάστοτε εφορείας. Συνεπώς, οι όποια εκπαιδευτική δραστηριότητα, πέραν συγκεκριμένων κάθε φορά εκπαιδευτικών προγραμμάτων (κυρίως για παιδιά σχολικής ηλικίας), εντάσσεται συνήθως μέσα στη γενικότερη μουσειολογική αφήγηση. 5 Reussner, et al. 2007: 3: Έχει υποστηριχθεί ότι μια επίσκεψη στο μουσείο αποτελεί, συν τοις άλλοις, μια συμμετοχική διαδικασία. Ελάχιστοι είναι συνήθως οι «μοναχικοί» επισκέπτες. 6 Σχετικά με ανάλογες θέσεις στον Ηρόδοτο, βλ. Κατσίκης Α. 2005: 131. Αντίστοιχα, στο Στράβωνα, βλ. Schmitthussen J. 1970: 41 (η Γεωγραφία ως «πεδίο ανάπτυξης των ανθρώπινων δραστηριοτήτων») 7 Στην πραγματικότητα, η έκθεση περιλαμβάνει και μία υποκατηγορία σε θέση «ισότιμης» κατηγορίας. Πρόκειται για το λεκανοπέδιο των Ιωαννίνων, ως εμβόλιμο σχηματισμό στην ορεινή ενδοχώρα, ο οποίος παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και, για το λόγο αυτό, διαφοροποιείται σαφώς από τις άλλες δύο κατηγορίες. 8 Αφού, δηλαδή, κατά γενική παραδοχή, τα μουσειακά αντικείμενα δεν είναι βουβά, αν αφεθούν να «μιλήσουν» από μόνα τους υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να μην πουν αυτά που θα

επιθυμούσαν οι υπεύθυνοι της έκθεσης, σύμφωνα με τη μουσειολογική σύλληψη (Χουρμουζιάδη, 2010: 132-133). 9 Κατ’ αναλογία γενικότερων θέσεων θεωρίας του τοπίου όπου τα μνημεία εκλαμβάνονται ως σημάδια που πρέπει να ερμηνευτούν˙ και όταν το νόημα διαφεύγει, καταφεύγει κανείς στο γενικότερο ιστορικό υπόβαθρο αλλά και τα συμφραζόμενα (Schnapp, 2004: 244). Επ’ αυτού έχει ειπωθεί χαρακτηριστικά (Smith, 2008: 1): “It is within this gap of imagination and experience that the essence of cartography lies…”. Επίσης, κατά τους Joyce & Preucel (2002: 125) «χρησιμοποιώντας οπτικά στοιχεία, γεμίζει κανείς τα κενά μιας θεωρίας…» 10 Brüninghaus, 2004: 125. Ειδικότερα για το Α.Μ.Ι., βλ. Ζάχος et al., 2007 και Κοτζαμποπούλου-Βασιλείου, 2009. 11 Ψηφιακή εκτύπωση RGB σε λεπτόκοκκο μουσαμά εσωτερικού χώρου, από υβριδικό αρχείο (επεξεργασμένο raster για το ανάγλυφο -εξαχθέν από ψηφιακό μοντέλο εδάφους-, vectors για όλες τις άλλες κατηγορίες δεδομένων). Τελικές διαστάσεις: 2,5 Χ 2,5 μ. με ανάλυση 300dpi. 12 Η τυπολογία που επιλέχθηκε για τις χαρτογραφικές απεικονίσεις ήταν ήδη εναρμονισμένη με την αντίστοιχη που είχε εφαρμοστεί στις ενημερωτικές γραφικές συνθέσεις που συνόδευαν τις εκθεσιακές ενότητες. Αντίστοιχα, οι γραφικές αυτές συνθέσεις είχαν λάβει υπόψη τους –ήδη από τη φάση του αρχικού σχεδιασμού- τους οπτικούς, σημειολογικούς και αισθητικούς κανόνες που υπαγόρευε το ίδιο το κτίριο αλλάκαι η μουσειολογιή ιδέα. 13 Αναφερόμαστε, εν προκειμένω, στις οχυρές θέσεις της ορεινής κυρίως ενδοχώρας και στον ιδιαίτερο ρόλο τους ως κομβικών σημείων του δικτύου ελέγχου και οπτικής επικοινωνίας στην αρχαιότητα. 14 Για προβλήματα, μεθοδολογία και λύσεις βλ.: Καλπάκης, 2010: 13 κ.ε. 15 Η όποια αποτίμηση δεν προκύπτει από τη λήψη κανονικών στατιστικών δειγμάτων αλλά από την παρατήρηση της συμπεριφοράς των επισκεπτών κατά τη διάρκεια της περιήγησής τους στην έκθεση και από την προσωπική επαφή με ορισμένους από αυτούς. Από αυτά διαπιστώνουμε ότι μια μεγάλη πλειοψηφία επισκεπτών –και δη οι γηγενείς- αφιερώνουν σημαντικό μέρος του χρόνου επίσκεψης στη μελέτη του χάρτη, προσπαθώντας αφενός να αφομοιώσουν την πρωτογενή πληροφορία (αρχαίες θέσεις) και αφετέρου να αποκτήσουν μία ευρύτερη εποπτεία του ηπειρωτικού χώρου και των γεωγραφικών σχέσεων των παραπάνω θέσεων μεταξύ τους. 16 Ψηφιακή εκτύπωση CMYK σε λεπτόκοκκο αυτοκόλλητο βινύλιο επικολλημένο σε φύλλο forex και αναρτημένο στον εσωτερικό τοίχο της αίθουσας. Υβριδικό αρχείο προέλευσης με επεξεργασμένο raster για το ανάγλυφο (εξαχθέν από ψηφιακό μοντέλο εδάφους) και vectors για τα υπόλοιπα στοιχεία. Διαστάσεις χάρτη 0,5 Χ 0,3 μ. σε σύνθεση με συνολικές διστάσεις 4 Χ 2 μ.. Ανάλυση 300 dpi. 17 Στην τρισδιάσταση αυτή απόδοση χρησιμοποιήθηκε γραφική «υπερβολή» (exageration) με συντελεστή μεγαλύτερο του συνήθους 1-1,5, προκειμένου ακριβώς να αποδοθεί εμφατικά το ανάγλυφο στην προοπτική, και να μην ατονίσει στην αναλογική σχέση των δύο διαστάσεων με την τρίτη. 18 Ψηφιακό, αποκλειστικά διανυσματικό (vector) αρχείο CMYK, χωρίς περιορισμούς στο μέγεθος εκτύπωσης. Ανάλυση σχεδίασης στα 800dpi. 19 Στην «κινηματογραφική» του αυτή απόδοση, ο χάρτης αποκτά δυναμική, με την απλή τεχνική της κίνησης του πλάνου από μακρινό με κοντινό (για τις επικράτειες των βασιλείων), και ακολουθώντας (για την πορεία του Πύρρου) τα βέλη που υποδηλώνουν τις διαδρομές. 20 Ψηφιακή εκτύπωση CMYK σε λεπτόκοκκο αυτοκόλλητο βινύλιο επικολλημένο σε φύλλο forex και αναρτημένο στο εσωτερικό της προθήκης. Υβριδικό αρχείο προέλευσης με επεξεργασμένο raster για το ανάγλυφο (εξαχθέν από ψηφιακό μοντέλο εδάφους) και vectors για τα υπόλοιπα στοιχεία. Διαστάσεις σύνθεσης 1 Χ 1,5 μ. και ανάλυση 300 dpi. 21 Ψηφιακό, αποκλειστικά διανυσματικό (vector) αρχείο CMYK, χωρίς περιορισμούς στο μέγεθος εκτύπωσης. Ανάλυση σχεδίασης στα 800dpi. Αρχικές διαστάσεις εκτύπωσης 1,5 Χ 1 μ.. 22 Η συγκεκριμένη χαρτογραφική απεικόνιση, λόγω της μεγάλης σπουδαιότητάς της, τείνει να καθιερωθεί σε μουσεία που φιλοξενούν στη συλλογή τους ενότητα ρωμαϊκών αρχαιοτήτων (π.χ. Μουσείο Νικόπολης, Μουσείο Xanten, Μουσείο Κολονίας κ.λπ.). 23 Ψηφιακή εκτύπωση CMYK σε λεπτόκοκκο μουσαμά εσωτερικού χώρου και αναρτημένο στον τοίχο της αίθουσας. Υβριδικό αρχείο προέλευσης με επεξεργασμένο raster για το ανάγλυφο και vectors για όλα τα υπόλοιπα στοιχεία. Διαστάσεις σύνθεσης 4 Χ 2,5 μ. και ανάλυση 200 dpi (η ιδιαίτερα μεγάλη διάσταση εκτύπωσης και ο συνακόλουθα τεράστιος όγκος

του ψηφιακού αρχείου καθιστούσε απαγορευτική οποιαδήποτε απόπειρα αύξησης της ανάλυσης). 24 Στους επισκέπτες δίνεται προαιρετικά για συμπλήρωση ένα γενικό ερωτηματολόγιο που αφορά, ωστόσο, ολόκληρη την έκθεση. Ακόμη κι έτσι, όμως, δε συμπληρώνεται συστηματικά. Και όταν αυτό συμβαίνει, δεν είναι τόσο οι μεμονωμένοι επισκέπτες όσο τα μέλη των οργανωμένων ομάδων-γκρουπ που ανταποκρίνονται, ως ένα βαθμό. Υπάρχει, ωστόσο, η υπόνοια ότι οι απαντήσεις του ερωτηματολογίου στερούνται αυθορμητισμού, τουλάχιστον σε σχέση με τα σχόλια στο Βιβλίο Επισκεπτών –τα οποία, δυστυχώς, είναι κατά κανόνα ιδιαίτερα λακωνικά-. Έτσι, προκειμένου για μια ασφαλέστερη εικόνα θα πρέπει να λαμβάνονται υπόψη τα δεδομένα από όλες συνολικά τις διαθέσιμες πηγές. 25 Οφείλουμε εδώ να υπενθυμίσουμε ότι, παρότι η χαρτογραφική αποτύπωση, ως αυτόνομο προϊόν, εκλαμβάνεται συχνά ως εικαστική απλώς διάνθιση της αφήγησης, δεν παύει να αποτελεί καρπό επιστημονικού κόπου και αποτέλεσμα μιας μακράς σειράς διαδικασιών εφαρμοσμένης ιστορικής γεωγραφίας. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητο οι χάρτες που εντέλει θα ενσωματωθούν σε μια έκθεση να έχουν σχεδιαστεί από ειδικούς, σε συνεργασία πάντα με τους εκάστοτε υπεύθυνους. ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ζάχος, Κ., Ντούζουγλη, Α., Αγγέλη, Α., Αδάμ, Ε., Γιούνη, Π., Κατσαδήμα, Ι.,

Κοντογιάννη, Θ., Κοτζαμποπούλου, Ε., Πλιάκου, Γ., Φάκλαρη, Υ., 2007, «Επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων: Η Μουσειολογική Μελέτη», στο Ηπειρωτικά Χρονικά, 41, σ. 35-168.

Κατσίκης, Α., 2005, Διδακτική της Γεωγραφίας, Τυπωθείτω, Αθήνα. Κοτζαμποπούλου, Ε., Βασιλείου, Ε., 2009, “Ένα μουσείο - πολλές ιστορίες: η

επανέκθεση του Αρχαιολογικού Μουσείου Ιωαννίνων”, στο Αρχαιολογία, 111, (Ιούνιος 2009), σ. 97-105.

Λιβιεράτος, Ε., 2008, Παρουσίαση του βιβλίου του Γ. Τόλια «Ιστορία της χαρτογραφίας του Ελληνικού χώρου 1420-1800. Χάρτες της συλλογής Μαργαρίτας Σαμούρκα», Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών, Αθήνα.

Μοισιόδαξ, Ι., 1781, Θεωρία της Γεωγραφίας, Τυπογραφείο Ιωάννου Θωμά, Βιέννη. Φιλιππακοπούλου, Β., 2005, Κατανόηση του Χάρτη, Εθνικό Μετσόβειο Πολυτεχνείο,

Σχολή Αγρονόμων Τοπογράφων Μηχανικών, Διατμηματικό ΜΠ «ΓΕΩΠΛΗΡΟΦΟΡΙΚΗ», Ενότητα «Ειδικά Κεφάλαια Χαρτογραφίας», τελευταία επίσκεψη στις 1/11/2011: http://geoinformatics.ntua.gr/courses/stcarto/documentation/papers/how_maps_are_understood.pdf

Φουρλίγκα, E., Κασβίκης, K., Νικονάνου, N., Γαβριηλίδου, I., 2002, “Μουσειακή εκπαίδευση και Αρχαιολογία, Παραδείγματα από τρεις ευρωπαϊκές χώρες”, στο Αρχαιολογία και Τέχνες, 85Β, σ. 113-122.

Χουρμουζιάδη, Α., 2010, “Από το εύρημα στο έκθεμα”, στο Ανάσκαμμα, 4, σ. 109-140. American Association of Museums, 2005, Excellence in Practice: Museums Education

Principles and Standards, Committee of Education Baker, A.R.H., 2006, Geography and History: Bridging the Divide, Cambridge

University Press, Cambridge. Braudel, F., 2009, Γραμματική των Πολιτισμών, ΜΙΕΤ, Αθήνα. Brüninghaus-Knubel C., 2004, “Museum Education in the Contextof Museum

Functions”, στο Boylan, P.J., (ed.), Running a Museum: A Practical Handbook, ICOM, Paris.

Davis, P., 1999, Ecomuseums: A sense of Place, Continuum, London and New York. De Certeau, M., 1984, (μτφρ. Rendell, S.) The Practice of Everyday Life, University of

California Press, Berkeley. Durant, J., (ed.), 2001, Museums and the Public Understanding of Science, Science

Museum, London.

Funari, P., 1994, “Rescuing ordinary people’s culture: museums, material culture and education in Brazil”, στο Stone, P.G, and Molyneaux ,B.L., (eds.), The Presented Past. Heritage, Museums and Education, One world Archaeology series, 25, Routledge, London & New York, σ. 120-136.

Gillies, J., 1994, Shakespeare and the Geography of Difference, Cambridge Studies in Renaissance Literature and Culture 4, Cambridge University Press, Cambridge.

Gillies, J. and Mason, Vaughan V. (eds.), 1998, Playing the Globe: Genre and Geography in English Renaissance Drama, Furleigh Dickinson University Press, Madison.

Hall, S., 1992, Mapping the next millennium: the discovery of new geographies, Random House, New York.

Harley, J.B., 1983, “Meaning and Ambiguity in Tudor Cartography”, στο Tyackle, S., (ed.), English Map-Making 1500-1650, British Library, London.

ICOM, 2006, Code of Ethics for Museums. Τελευταία επίσκεψη στις 27-02-2012: http://icom.museum/fileadmin/user_upload/pdf/Codes/code2006_eng.pdf

ICOM, 2007, Statutes. Τελευταία επίσκεψη στις 27-02-2012: http://icom.museum/fileadmin/user_upload/pdf/Statuts/Statutes_eng.pdf

Joyce, R.A. & Preucel, R.W, 2002, The Languages of Archaeology: Dialogue, Narrative and Writing. Blackwell, Oxford.

Lakoff, G., 1987, Women, Fire and Dangerous Things: What categories reveal about the mind, University of Chicago Press, Chicago.

Lefebvre, Η., 1991, The Production of Space (μτφρ. Nicholson-Smith, D.), Blackwell, Oxford.

MacEachren, A. M., 1995, How Maps Work. Representation, Visualization, and Design, New York and London, The Guilford Press.

Nikonanou, N., Kasvikis, K., Fourlinga, E., 2004, “Alternative ways into teaching archaeology: Design, implementation and evaluation”, στο Museology e-journal, 2, University of the Aegean, Μυτιλήνη.

Pekarik, A. J., Doering, Z. D. & Karns, D. A., 1999, “Exploring Satisfying Experiences in Museums,” στο Curator, 42, σ. 152-173.

Ratajsky, L., 1973, “The research structure of theoretical cartography”, στο International Yearbook of Cartography, 13, επίσης στο Cartographica 19 (1977).

Renfrew, C. & Bahn, P., 2001, Αρχαιολογία, Θεωρίες, Μεθολογία και Πρακτικές εφαρμογές, Ινστιτούτο του Βιβλίου – Α. Καρδαμίτσα, Αθήνα.

Reussner, E., et al., “New Technologies for Learning in Museums: An Interdisciplinary Research Project”, στο International Cultural Heritage Informatics Meeting (ICHIM07): Proceedings, J. Trant and D. Bearman (eds), Archives & Museum, Toronto. Informatics. 2007. Published October 24, 2007 at http://www.archimuse.com/ichim07/papers/reussner/reussner.html

Schmitthüsen, J., 1970, “Die Aufgabenkreise der geographischen Wissenschaft“, στο Geogr. Rundschau,22, H.11, σ. 431-437.

Schnapp, A., 2004, Η κατάκτηση του παρελθόντος: Οι απαρχές της Αρχαιολογίας (μτφρ. Δελούκα, Κ.), Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ηράκλειο.

Singh, P.K., 2004, “Museum and Education”, στο Orissa Historical Research Journal (OHRJ), 47/1.

Smith, D. K., 2008, The Cartographic Imagination in Early Modern England: Re-writing the World in Marlowe, Spenser, Raleigh and Marvell, Aldershot, Hants, Ashgate, England.

Stefano, M.L., 2008, “From the Museum Perspective: promoting and safeguarding expressions of ‘spirit of place’ in North East England”, στο Finding the spirit of place – between the tangible and the intangible, 16th ICOMOS General Assembly and International Symposium, Quebec. Τελευταία επίσκεψη στις 24-02-2012: http://openarchive.icomos.org/226/

Stone, P.G., 1994, “The re-display of the Alexander Keiller Museum, Avebury, and the

National Curriculum in England”, στο Stone, P.G, and Molyneaux ,B.L., (eds.), The Presented Past. Heritage, Museums and Education, One world Archaeology series, 25, Routledge, London & New York, σ. 190-205.

Wandibba, S., 1994, “Archaeology and education in Kenya: the present and the future”, στο Stone, P.G, and Molyneaux ,B.L., (eds.), The Presented Past. Heritage, Museums and Education, One world Archaeology series, 25, Routledge, London & New York, σ. 349-358.

Wright, J.,1947, “Terrae incognitae: the place of the imagination in geography”, Annuals of the Association of American Geographers, 37, σ.1-15.

Zimmerman, L.J, Dasovich, S., Engstrom, M.& Bradley, L.E., 1994, “Listening to the teachers: warnings about the use of archaeological agendas in classrooms in the United States”, στο Stone, P.G, and Molyneaux ,B.L., (eds.), The Presented Past. Heritage, Museums and Education, One world Archaeology series, 25, Routledge, London & New York, σ. 360-374.