ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣ1 ΗΕλβίρα,χω ένη έσαστηναποθήκη,...

20

Upload: others

Post on 18-Oct-2020

5 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

  • © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • TO Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

    Σειρά: ΡοµάντζοΣυγγραφέας: Μαρία Χανιώτου

    Τίτλος: Το σ’ αγαπώ που δεν είπαµεΣελιδοποίηση: Αλίκη Τριανταφυλλίδου

    Επιµέλεια Κειµένου: Ανθή ΜπίσσαΕκπόνηση εξωφύλλου: Φαίδων Σµυρναίος

    Θεώρηση ∆οκιµίων: Εύη Ζωγράφου

    Απαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ήπεριληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευή του περιε-χοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό,φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίς προηγούµενη γραπτή άδειατου εκδότη. Νόµος 2121/1993 και κανόνες του ∆ιεθνούς ∆ικαίουπου ισχύουν στην Ελλάδα.

    © 2017 Μαρία Χανιώτου & ΕΚ∆ΟΣΕΙΣ ΩΚΕΑΝΟΣΣόλωνος 136, 106 77, Αθήνα

    Τηλ.: 210 3829339, 210 3803925 Φαξ: 2103829659e-mail: [email protected]

    www.oceanosbooks.grISBN 978-618-5104-93-1

  • ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    Τ ο σ ’ α γ α π ώπ ου δ ε ν ε ί π α µ ε

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • 1

    ΗΕλβίρα, χωμένη μέσα στην αποθήκη,ήθελε να κάνει λίγο χώρο για να τοπο-θετήσει καλύτερα τα χαλιά, μια και είχεαποφασίσει να μην τα στρώσει. Πλέον στηζωή της είχε κρατήσει τα απολύτως απαραί-τητα. Και ένα μικρό πατάκι μπροστά στοκρεβάτι έφτανε. Τελικά βρέθηκε μπροστάστα ανοιχτά συρτάρια του παλιού κομοδίνουνα χαζεύει φωτογραφίες. Είχε σταματήσεινα τις τοποθετεί σε άλμπουμ, χρόνια πριν,όταν μετέφερε το κομοδίνο στην αποθήκη.Άλλαξε και την επίπλωση της κρεβατοκάμα-ράς της, προκειμένου να μην κρατήσει τίποτε

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • από την παιδική, πόσω μάλλον την εφηβικήηλικία. Κατέβασε το άσπρο κομοδίνο με ό,τιπεριείχε, να μην το αντικρίζει, να μην της θυ-μίζει τίποτε από όσα την ταλάνισαν. Πού ναφανταζόταν ότι μετά δεκαεννέα χρόνια θαερχόταν έτσι βίαια αντιμέτωπη με το παρελ-θόν. Πάνω που είχε καταφέρει να συνθηκο-λογήσει μαζί του.

    «Όλα ξεπερνιούνται», της είχαν πει. «Έλα,θα ξεχάσεις», κάποιοι άλλοι· «ο χρόνος είναιγιατρός», οι επόμενοι. Μόνο το τελευταίολειτούργησε ως αναλγητικό και όχι ως φάρ-μακο λήθης. Τέτοιο δεν υπάρχει.

    Χάζευε τις φωτογραφίες βιαστικά. Παι-δικές, σχολικές παραστάσεις, εκδρομές, γα-τάκια, σκυλάκια και κάπου εκεί ξεπετάχτη-κε ό,τι είχε αφορίσει με όλη τη δύναμή τηςτόσα χρόνια. Ο Γιώργος. Λες και τον άκουγε,καθώς τον κοιτούσε αποχαυνωμένη στο χαρ-τί να της χαμογελά έως και σαρκαστικά:

    D 8 d

    ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • «Ήθελες να με ξεχάσεις ε; Δεν ξεχνιέμαιγλυκιά μου. Θα είμαι εδώ να σου θυμίζω.Αλήθεια, θυμάσαι τις βόλτες μας, τα παι-χνίδια μας, τις τρέλες μας! Με πετάς πέ-ρα; Και να το κάνεις, πάλι δεν θα κατα-φέρεις ό,τι προσπαθείς. Σου είπα, δενξεχνιέμαι».

    «Μεγάλη ιδέα έχεις για τον εαυτό σουηλίθιε», αναμάσησε μέσα από τα δόντια τηςη Ελβίρα και εκσφενδόνισε τις φωτογραφίεςστην άκρη της αποθήκης. Ο ήχος του σχισί-ματος την κάλμαρε. «Επιτέλους, αυτό σουάξιζε». Και έριξε μια λοξή ματιά να τον δειξεσκισμένο στο πάτωμα ανάμεσα στα τόσαπαλιοπράματα, όπως παλιόπραμα ήταν καιαυτός. Την είχε παιδέψει όσο τίποτε, την είχεπληγώσει με μαχαιριές που τα σημάδια δενθα σβήσουν από τη σάρκα της έως τον θάνα-τό της. Μερικές μάλιστα χαρακιές, πουέφτασαν έως το κόκκαλο, αυτές σίγουρα

    D 9 d

    ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • όταν την ξεθάψουν θα έχουν αφήσει το ση-μάδι τους στα οστά της.

    Μεγάλη αξία δεν του δίνεις; προσπάθησεη λογική της γυναίκας και όχι της παιδούλαςνα τη συνεφέρει.

    «Είχε μεγάλη αξία ο Γιώργος για μένα»,μουρμούρισε και βάλθηκε να ανοίγει τον χώ-ρο για να τοποθετήσει τα χαλιά. Τα χέριαδούλευαν όπως και το μυαλό. Αέναο, δενπτοείτο ακόμη και αν ζοριζόταν να βάλει ψη-λά κάποια αντικείμενα προκειμένου να ανοί-ξει ο διάδρομος. Εκεί, κολλημένη να αναθυ-μάται. Ο Γιώργος της έμαθε τον έρωτα, μεεκείνον γέλασε με την καρδιά της σε ανεί-πωτο χρόνο, συνέχεια ζούσαν σε ξέφρενη χα-ρά και έκαναν έρωτα ευτυχισμένοι. Της είχεκυριέψει την ψυχή. Και την πήρε μαζί του οαθεόφοβος. Αλήθεια, όταν φεύγει κάποιοςτην παίρνει μαζί του; Η Ελβίρα μπορούσε νααποδείξει και ξάστερα να απαντήσει σε αυ-

    D 10 d

    ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • τή τη ρητορική ερώτηση. «Ναι, εκείνος το εί-χε καταφέρει».

    Περιφερόταν χωρίς ψυχή εδώ και δεκαεν-νέα χρόνια.

    Μήνες είχε πέσει σε κατάθλιψη. Η μάνατης μάταια προσπαθούσε να την ταΐσει βλέ-ποντάς την να αργοσβήνει. Είχε συρρικνωθεί,το άλλοτε φωτεινό πρόσωπό της είχε συννε-φιάσει, οι φλέβες έκαναν χάρτη το αγγειακότης σύστημα και το σαγόνι της φάνταζε σαννα ’χε εξαρθρωθεί. Είχε τρομάξει η μάνα.Στην αρχή μίσησε τον πιτσιρίκο που έκανετέτοια ζημιά στο παιδί της. Μετά όμως έφτα-σε στο σημείο να πάει να τον παρακαλέσεινα έρθει κοντά στην κόρη της, έστω και ψεύ-τικα, να την κάνει καλά και μετά ας έφευγε.Ευτυχώς που δεν το είχε δεχτεί ο αλητήριοςΓιώργος, αλλιώς θα είχε σουρομαδήσει τημάνα της όταν θα το μάθαινε.

    Αποφάσισε να αφήσει σύξυλα τα χαλιά

    D 11 d

    ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • μες στη μέση και να κλείσει την πόρτα τωναναμνήσεων με πάταγο. Έσυρε πίσω στοντοίχο το ρημαδιασμένο κομοδίνο να περάσει,ανάθεμα τη στιγμή που το άγγιξε, και τότεπάλι ξεπρόβαλε. Ριγμένος στο πλάι του σεμια φωτογραφία εκεί στο νησί να της φωνά-ζει «Έλα κοντά μου». Το θυμόταν, ήταν στηΣαντορίνη. Της έκανε με τα χέρια νοήματακαι εκείνη τον φωτογράφιζε. Πόσο πολύ τηναγαπούσε της το έδειχνε με ανοιχτή αγκα-λιά, με χαμόγελα πάθους και υποσχέσεων.Τώρα που το σκεπτόταν η αγάπη του φανε-ρωνόταν με κάθε άλλον τρόπο, ποτέ όμωςδεν το είχε ακούσει. Και να πεις πως ήτανμουγκός! Όχι βέβαια, μια χαρά παιδί ήταν.Όμορφος τόσο όσο δεν πήγαινε άλλο. Όλεςτην είχαν βάλει στο στόχαστρο. Άλλες τηνπλησίαζαν με σκοπό να έρθουν κοντά στοναέρα του και άλλες να της βγάλουν τα μάτια.Ώσπου μία τα κατάφερε. Δεν είχε καλύψει

    D 12 d

    ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • τα νώτα της, αφύλαχτο κάστρο γινόταν σεκάθε περίπατο, σε κάθε χορό. Εκείνος όμωςπρόλαβε να τη δει. Τη θαύμασε. Ήταν ηωραία της βραδιάς. Πώς και του είχε ξεφύγεικαι βρέθηκε με τη μετριότητα την Ελβίρα;Έλα μου ντε! Τη φοβήθηκε μάλλον την καλ-λονή. Ενώ η μέτρια του έπεσε σαν ώριμοφρούτο, του είχε και υποχρέωση που κατα-δέχτηκε ο γόης της τάξης να την κοιτάξει.Και η άλλη ήταν η καλλονή του άλλου τμή-ματος. Σμίξανε τις ομορφιές τους και από-μεινε το ασχημόπαπο να περιφέρεται στααπόνερα του ποταμού μονάχο. Την παρέσυ-ρε, και η ροή του δυνατή την έσερνε στο διά-βα του, τη χτυπούσε πάνω σε βράχους, εκ-κωφαντικούς ήχους έκανε το κρανίο της, ταμέλη της παράλυτα έπλεαν κατά πώς ήθελετο ρεύμα, ανάμεσα σε φύλλα και κορμούς,χωρίς να έχει δύναμη να αρπαχτεί από τοοποιοδήποτε κλαρί.

    D 13 d

    ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • «Βρε άντε από ’δώ», νευρίασε η Ελβίρακαι βούτηξε με νεύρο τη φωτογραφία να τηνξεσκίσει. Στον πρώτο ήχο σταμάτησε. Δεντης πήγαινε η καρδιά.

    Ελβίρα, τί εννοείς; Ακόμη δεν τον έχειςξεπεράσει;

    «Τον έχω ξεπεράσει σου λέω», είπε μεστόμφο να το ακούσει και η ίδια, μέσα τηςόμως έπαιρνε όρκο πως ποτέ δεν θα το κα-τάφερνε και αν ήταν θα έδινε και τη ζωή τηςνα άρχιζε από εκεί που την είχε εγκαταλεί-ψει εκείνο το δειλινό. Τοποθέτησε με ιερο-τελεστία τις πεσμένες φωτογραφίες στο συρ-τάρι και πριν το κλείσει πέταξε μέσα καιαυτή με το μικρό σκίσιμο. Μέχρι εκεί άντεχενα κακοποιήσει μια αγάπη που τη χάραξεγια μια ζωή. Ανέβηκε όσο πιο γρήγορα μπο-ρούσε στην κουζίνα, ήπιε αχόρταγα νερό ναξεπλύνει τις δόλιες σκέψεις της που άρχισαννα την περιτυλίγουν πάλι όλο και πιο σφιχτά,

    D 14 d

    ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • έκανε κύκλους ανώφελους από δωμάτιο σεδωμάτιο και μετά κενό.

    Πώς βρέθηκε πάνω στο κρεβάτι με δια-σκορπισμένες φωτογραφίες γύρω της, επάνωτης, δίπλα της, ακόμη και κάτω από το σώματης, δεν κατάλαβε. Ούτε πώς κατέβηκε καιανέβηκε τα σκαλιά από την αποθήκη μέχριτο δωμάτιό της, ούτε πώς φορτώθηκε με πά-κους φωτογραφιών στα χέρια. Δεν θυμότανπια ούτε γιατί είχε ξανακατέβει. Ήταν ανε-ξήγητο. Ή μήπως δεν ήταν;

    Τα χαλιά όρθια στον τοίχο, ανάκατα μι-κροέπιπλα, κούτες ορθάνοιχτες, όλα τα είχεεγκαταλείψει με κενό μνήμης μέχρι πουβρέθηκε στο κρεβάτι περικυκλωμένη απότον θησαυρό της και τα χέρια της να ανα-κατεύουν με απίστευτη ταχύτητα το πρό-σωπό του σε όλες τις εκφάνσεις. Και τότεπου είχε κόψει τα μαλλιά του, και όταν ταείχε αφήσει μακριά, ακόμη και με γενειάδα

    D 15 d

    ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • ήταν ένας πανέμορφος νέος. Τις άφησε νασωριαστούν όπου πήγαιναν και έπιασε τιςυπόλοιπες, από τα εργασιακά της χρόνια,με συναδέλφους να κόβουν τούρτες επετεί-ων, γενεθλίων και Πρωτοχρονιάς. Πουθενάο Γιώργος. Είχε σβηστεί από το χαρτί όπωςκαι από τη ζωή της. Έπρεπε να συνεχίσει χω-ρίς αυτόν και ας τον ένιωθε αγκάθι στηνκαρδιά. Η ακροματιά της έπιανε στο πάτω-μα τα υπόλοιπα κουτιά, που έπρεπε να κα-τεβάσει στην αποθήκη, με ρούχα, παπούτσια,διάσπαρτα· τα αγνόησε καθώς συνέχιζε νααναμοχλεύει το παρελθόν. Ας πρόσεχε πώςθα κατέβαινε από το κρεβάτι μην και σκό-νταφτε πάνω τους και σωριαζόταν. Μιαφωτογραφία έκανε θόρυβο, πίσω στην πλά-τη ήταν, στη μέση, στα οπίσθια, κάπου τέ-λος πάντων. Την τράβηξε και νάτος, πάλιεκεί.

    «Σου το είπα, δεν ξεχνιέμαι», τον άκουσε

    D 16 d

    ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • να της ψιθυρίζει στο αυτί όπως συνήθιζε καιτην ανατρίχιαζε.

    Και συνέχιζε ο άτιμος: «Δεν θα ήταν κα-λύτερα να τα πάρουμε από την αρχή; Δια-φωνείς;»

    Της χαμογελούσε φιλήδονα μέσα από τοχαρτί δεκαεννέα χρόνια πριν, γόης, πλανευ-τής.

    vΉταν σε ένα διάλειμμα, εκείνος καθόταν στο πε-ζούλι με τις βρύσες, εκείνη είχε σκύψει να πιει νερό,τα καλλίγραμμα πόδια της σφιχτά στο μπλουτζίναπαθανατίστηκαν στη φωτογραφία. Της την είχεδώσει ’μέρες μετά λέγοντας:

    «Σε είχα σταμπάρει από όταν ήρθες στην τάξη.Ήσουν η καινούργια και εγώ ο παλιός. Ήθελα νασου δείξω τα κατατόπια του σχολείου, αλλά η πα-γωμένη μάσκα που είχες φορέσει με απομάκρυνε.

    D 17 d

    ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • Ήξερα την ώρα που θα πήγαινες να πιείς νερό,έπιανα θέση και θαύμαζα τα σφιχτά πόδια σου».Και για να το μαλακώσει μετά τη βουρδουλιά τηςματιάς της είχε συμπληρώσει: «Ξέρεις, έχεις ταπιο όμορφα πόδια που έχω δει».

    Κάτι άλλο ήθελε να πει, αλλά αρχή ήταν ακό-μη, μην και την τρόμαζε. Τη φανταζόταν στο κρε-βάτι του με εκείνο το σφριγηλό κορμί να το κυριεύεικαι εκείνη να χάνεται στην αγκαλιά του. Τον κρα-τούσε νύχτες άυπνο, να τη συλλογίζεται να πέ-φτουν τα μακριά μαλλιά της επάνω του και ρίγηηδονής να του διατρέχουν το κορμί. Την ήθελε αυ-τή τη μικρή. Δύο χρόνια μεγαλύτερος, ό,τι ήταννα κάνει έπρεπε να το προλάβει πριν κλείσει η χρο-νιά· μετά τέρμα, θα χάνονταν οι δρόμοι τους. Εκεί-νος θα τέλειωνε το σχολείο και θα ήταν δύσκολονα τη βρει. Και δεν του ταίριαζε να ξεροσταλιάζειέξω από τα κάγκελα να τη δει να βγαίνει. Αφούτην είχε κοντά τώρα, γιατί να περιμένει να κάνειτον ιππότη μετά έναν χρόνο; Στο κάτω–κάτω, δεν

    D 18 d

    ΜΑΡΙΑ ΧΑΝΙΩΤΟΥ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ

  • ήταν και πολύ μικρότερη, δύο χρόνια μόνο, καλήδιαφορά.

    vΈκλεισε τα κουτιά ενοχικά λες και θα τηνέβλεπε η μητέρα της και θα την κατσάδιαζε,σκόνταψε σε ένα, το κλότσησε και σωριάστη-καν σαν χάρτινος πύργος τα υπόλοιπα. Ηκατάσταση του δωματίου χειροτέρεψε. Μεεπίγνωση πλέον του τί έκανε τα παράτησεόλα όπως ήταν ρημαδιό και κατέβασε απότην ντουλάπα τη βαλίτσα της.

    Συνεχί ζεται...

    D 19 d

    ΤΟ Σ’ ΑΓΑΠΩ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΙΠΑΜΕ

    © Ε Κ ∆ Ο Σ Ε Ι Σ Ω Κ Ε Α Ν Ο Σ