07esnafs-libre.pdf

16
Των ρουφετίων, εγάλων και ικρών Χριστιανικές συντεχνίες της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 18ου αιώνα [Πρακτικά Ε΄ επιστηονικού Συποσίου, Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Οθωανική περίοδος 1430*1912, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 113*136]. “Την επιβίωσιν του Γένους ολοκλήρου δύο κυρίως δυνάεις εστήριξαν ε ίδια εκάστη έσα, αλλ’ εν συζεύξει δραστηριοποιηθέντα: η Εκκλησία και αι συντεχνίαι. Οι επαγγελατίαι και οι βιοτέχναι, υπό το κοινώς γνωστότερον όνοα “τα εσνάφια” ή “ρουσφέτια” ή και “συστήατα” αραιότερον, υπήρξαν οι εκπρόσωποι του όχθου της εργασίας και παραγωγής ε ασύχαστον την πνοήν της Ορθοδοξίας της Ανατολής, η Εκκλησία συνισταένη του Γένους ε την προνοιακώς ανεκτήν εκ της κυριάρχου Εξουσίας ηγετικήν της θέσιν, την εκ παραδόσεως διηρθρωένην ιεραρχίαν της, ως και την απέραντον και ακατάλυτον πνευατικήν αυτής υπόστασιν. Αφότεραι αι δυνάεις κατά δυσκόλως προσδιοριζόενον βάθος και έκτασιν εντασσόεναι υπό την ποικιλίαν των δεινών των συνθηκών της δουλείας και λαβανόεναι εν αοιβαία συναρτήσει και κατά συπαράστασιν της δευτέρας τούτων προς την της Εκκλησίας πρώτην, αποδίδουν πληρέστερον την εικόνα του ήθους και της καταστάσεως των φορέων των, καθώς ούτοι και την κλίακα της εξουθενώσεως δια θυάτων και τραυάτων προσπερνούν και την προς σωτηρίαν οδόν συπορεύονται και εις έργα κοινωνισού οδηγούνται, αλλά και εις φρονήατα υψηλότερα προάγονται”. (Μ. Α. Καλλινδέρη, Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1973, σσ. 22*23). Η οικονοική ζωή του ελληνικού έθνους στην περίοδο της Τουρκοκρατίας δύσκολα πορεί να κατανοηθεί χωρίς να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο συντεχνιακό φαινόενο 1 . Η συντεχνιακή οργάνωση της υλικής παραγωγής στις πόλεις παραένει όως, ως τώρα, άγνωστη. Αν και γνωρίζουε αρκετά σηεία της, από συντεχνιακά καταστατικά που κατά καιρούς δηοσιεύθηκαν 2 , εξακολουθούν και ας λείπουν βασικά στοιχεία από την πραγατική ζωή των συντεχνιών και την οργάνωση της υλικής παραγωγής. Τα καταστατικά αντανακλούν βέβαια πραγατικές ανάγκες και συγκρούσεις, την πραγατική φύση των οποίων εξακολουθούε πάντως να αγνοούε. Το ίδιο, αγνοούε και τη σύνθεση των συντεχνιών, την κατανοή των επαγγελάτων ανάεσα σε διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, τη σχέση των συντεχνιών ε τους ηχανισούς της πολιτικής εξουσίας, την ικροοικονοία της επορευατικής 1 “Θα ηδύνατο λοιπόν να λεχθή, ότι η δράσις των οικονοικών συσσωατώσεων των βιοτεχνών και επόρων, υπήρξεν σηαντικωτέρα παρ’ όσον γενικώς πιστεύεται. Cιότι πολλάκις η πολιτική συνένωσις, η κοινότης, δεν αποτελεί παρά την εξωτερικήν εφάνισιν της οικονοικής συσσωατώσεως. Τούτο εξηγείται εκ του ότι, εφ’ όσον φορολογική ονάς, κατά το ισχύον επί Τουρκοκρατίας διανεητικόν σύστηα ήτο η κοινότης, οι φόροι επεβάλλοντο υπό του κατά περιφερείας διοικητού κατά κοινότητας. Επειδή δε ως επί το πολύ οι φόροι κατεβάλλοντο υπό των συντεχνιών, οι κοινοτικοί άρχοντες προήρχοντο ή υπεδεικνύοντο υπ΄αυτών. Ν. Πανταζόπουλου, “Ελλήνων συσσωατώσεις κατά την Τουρκοκρατίαν”, ΕΕΣΝΟΕ, Τιητικό τόος Νικολάου Πανταζόπουλου, Θεσσαλονίκη 1986, 114*115, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Επίσης, Φρ. Μακρή, “Συντεχνιακή δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη, 17 ος –19 ος αι.”, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Ζ’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 1986, 17*46, για συπληρωατική βιβλιογραφία. 2 Μ. Καλινδέρη, Αι συντεχνίαι της Κοζάνης επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1958, 21 κ.ε. Ε. Βουραζέλη*Μαρινάκου, Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 78 κ.ε. όπου και η σχετική βιβλιογραφία. N. Todorov, Η Βαλκανική πόλη 15 ος –19 ος αιώνας, Αθήνα 1986, σ. 156*179, 184*196, 299*333, 370*385. G. Baer, “Μονοπωλιακές και περιοριστικές πρακτικές των τουρκικών συντεχνιών”, στον τόο Η οικονοική δοή των βαλκανικών χωρών, σσ. 599 κ.ε.

Upload: donla15

Post on 05-Dec-2015

219 views

Category:

Documents


3 download

TRANSCRIPT

Page 1: 07Esnafs-libre.pdf

Των ρουφετίων, εγάλων και ικρών Χριστιανικές συντεχνίες της Θεσσαλονίκης στα τέλη του 18ου αιώνα [Πρακτικά Ε΄ επιστη�ονικού Συ�ποσίου, Χριστιανική Θεσσαλονίκη: Οθω�ανική περίοδος 1430*1912, Θεσσαλονίκη 1993, σ. 113*136]. “Την επιβίωσιν του Γένους ολοκλήρου δύο κυρίως δυνά�εις εστήριξαν �ε ίδια εκάστη �έσα, αλλ’ εν συζεύξει δραστηριοποιηθέντα: η Εκκλησία και αι συντεχνίαι. Οι επαγγελ�ατίαι και οι βιοτέχναι, υπό το κοινώς γνωστότερον όνο�α “τα εσνάφια” ή “ρουσφέτια” ή και “συστή�ατα” αραιότερον, υπήρξαν οι εκπρόσωποι του �όχθου της εργασίας και παραγωγής �ε ασύχαστον την πνοήν της Ορθοδοξίας της Ανατολής, η Εκκλησία συνιστα�ένη του Γένους �ε την προνο�ιακώς ανεκτήν εκ της κυριάρχου Εξουσίας ηγετικήν της θέσιν, την εκ παραδόσεως διηρθρω�ένην ιεραρχίαν της, ως και την απέραντον και ακατάλυτον πνευ�ατικήν αυτής υπόστασιν. Α�φότεραι αι δυνά�εις κατά δυσκόλως προσδιοριζό�ενον βάθος και έκτασιν εντασσό�εναι υπό την ποικιλίαν των δεινών των συνθηκών της δουλείας και λα�βανό�εναι εν α�οιβαία συναρτήσει και κατά συ�παράστασιν της δευτέρας τούτων προς την της Εκκλησίας πρώτην, αποδίδουν πληρέστερον την εικόνα του ήθους και της καταστάσεως των φορέων των, καθώς ούτοι και την κλί�ακα της εξουθενώσεως δια θυ�άτων και τραυ�άτων προσπερνούν και την προς σωτηρίαν οδόν συ�πορεύονται και εις έργα κοινωνισ�ού οδηγούνται, αλλά και εις φρονή�ατα υψηλότερα προάγονται”. (Μ. Α. Καλλινδέρη, Αι Συντεχνίαι και η Εκκλησία επί Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1973, σσ. 22*23). Η οικονο�ική ζωή του ελληνικού έθνους στην περίοδο της Τουρκοκρατίας δύσκολα �πορεί να κατανοηθεί χωρίς να δοθεί ιδιαίτερο βάρος στο συντεχνιακό φαινό�ενο

1. Η

συντεχνιακή οργάνωση της υλικής παραγωγής στις πόλεις παρα�ένει ό�ως, ως τώρα, άγνωστη. Αν και γνωρίζου�ε αρκετά ση�εία της, από συντεχνιακά καταστατικά που κατά καιρούς δη�οσιεύθηκαν

2, εξακολουθούν και �ας λείπουν βασικά στοιχεία από

την πραγ�ατική ζωή των συντεχνιών και την οργάνωση της υλικής παραγωγής. Τα καταστατικά αντανακλούν βέβαια πραγ�ατικές ανάγκες και συγκρούσεις, την πραγ�ατική φύση των οποίων εξακολουθού�ε πάντως να αγνοού�ε. Το ίδιο, αγνοού�ε και τη σύνθεση των συντεχνιών, την κατανο�ή των επαγγελ�άτων ανά�εσα σε διαφορετικές θρησκευτικές κοινότητες, τη σχέση των συντεχνιών �ε τους �ηχανισ�ούς της πολιτικής εξουσίας, την �ικροοικονο�ία της ε�πορευ�ατικής

���������������������������������������� �������������������1 “Θα ηδύνατο λοιπόν να λεχθή, ότι η δράσις των οικονο�ικών συσσω�ατώσεων των

βιοτεχνών και ε�πόρων, υπήρξεν ση�αντικωτέρα παρ’ όσον γενικώς πιστεύεται. Cιότι πολλάκις η πολιτική συνένωσις, η κοινότης, δεν αποτελεί παρά την εξωτερικήν ε�φάνισιν της οικονο�ικής συσσω�ατώσεως. Τούτο εξηγείται εκ του ότι, εφ’ όσον φορολογική �ονάς, κατά το ισχύον επί Τουρκοκρατίας διανε�ητικόν σύστη�α ήτο η κοινότης, οι φόροι επεβάλλοντο υπό του κατά περιφερείας διοικητού κατά κοινότητας. Επειδή δε ως επί το πολύ οι φόροι κατεβάλλοντο υπό των συντεχνιών, οι κοινοτικοί άρχοντες προήρχοντο ή υπεδεικνύοντο υπ΄αυτών. Ν. Πανταζόπουλου, “Ελλήνων συσσω�ατώσεις κατά την Τουρκοκρατίαν”, ΕΕΣΝΟΕ, Τι ητικό τό ος Νικολάου Πανταζόπουλου, Θεσσαλονίκη 1986, 114*115, όπου και η σχετική βιβλιογραφία. Επίσης, Φρ. Μακρή, “Συντεχνιακή δραστηριότητα στην Κωνσταντινούπολη, 17

ος

–19ος

αι.”, Ελληνική Ιστορική Εταιρεία, Ζ’ Πανελλήνιο Ιστορικό Συνέδριο, 1986, 17*46, για συ�πληρω�ατική βιβλιογραφία.�2 Μ. Καλινδέρη, Αι συντεχνίαι της Κοζάνης επί Τουρκοκρατίας, Θεσσαλονίκη 1958, 21 κ.ε. Ε.

Βουραζέλη*Μαρινάκου, Αι εν Θράκη συντεχνίαι των Ελλήνων κατά την Τουρκοκρατίαν, Θεσσαλονίκη 1950, σ. 78 κ.ε. όπου και η σχετική βιβλιογραφία. N. Todorov, Η Βαλκανική πόλη 15

ος –19

ος αιώνας, Αθήνα 1986, σ. 156*179, 184*196, 299*333, 370*385. G. Baer,

“Μονοπωλιακές και περιοριστικές πρακτικές των τουρκικών συντεχνιών”, στον τό�ο Η οικονο ική δο ή των βαλκανικών χωρών, σσ. 599 κ.ε.�

Page 2: 07Esnafs-libre.pdf

συντεχνιακής �ονάδας, το ζήτη�α της διαστρω�άτωσης του συντεχνιακού κόσ�ου κ.ο.κ. Ειδικά για τις συντεχνίες της Θεσσαλονίκης, ελάχιστες πληροφορίες γνωρίζου�ε κι αυτές είναι �ε�ονω�ένες και αποσπασ�ατικές, γεγονός που όχι �όνον δεν διευκολύνει την προσέγγιση της οικονο�ικής ιστορίας της πόλης, αλλά και που έχει ως αποτέλεσ�α η τελευταία να γράφεται �ονο�ερώς, �ε βάση τις προξενικές αλληλογραφίες της εποχής και κυρίως του 18

ου και των αρχών του 19

ου αιώνα. Είναι

ό�ως λογικό να υποθέσου�ε ότι οι πρόξενοι ενδιαφέρονταν για την εξαγωγή πρώτων υλών και την εισαγωγή βιο�ηχανικών ειδών από τις χώρες τους στη �ακεδονική περιφέρεια, κι όχι για τη βιοτεχνική παραγωγή και τις συντεχνίες. Γι’ αυτό και οι προξενικές αναφορές για τις τελευταίες είναι σπάνιες και ασύνδετες �εταξύ τους. Οι γνωστές πηγές που διαθέτου�ε για τη συντεχνιακή οργάνωση στη Θεσσαλονίκη είναι, κυρίως, οι εξής: α. Ο κατάλογος των συντεχνιών του έτους 1759, που �νη�ονεύει ο βενετός πρόξενος διότι*ας ση�ειωθεί*�οίρασε σ’ αυτές �άλλινα είδη, ένεκα του πανηγυρισ�ού για τη γέννηση της κόρης του σουλτάνου. Είναι δηλαδή ένας κατάλογος φιλοδωρη�άτων

3.

β. Άλλες διάσπαρτες πληροφορίες βρίσκονται στις αναφορές των ευρωπαίων προξένων

4, και ιδίως του προξένου της Βενετίας

5.

γ. Ειδήσεις από τις �εταφρασ�ένες οθω�ανικές πηγές, επίσης διάσπαρτες και αποσπασ�ατικές

6.

δ. Το κατάστιχο της ελληνικής κοινότητας (1792*1794)7.

ε. Ο κατάλογος φορολογικού αντισηκώ�ατος του έτους 18658.

στ. Νεότερες �ικρές ειδήσεις από τα τέλη του 19ου

αιώνα και τις αρχές του 20ου , όταν πια το συντεχνιακό φαινό�ενο είχε προχωρήσει στο στάδιο της παρακ�ής

9.

ζ. Αναξιοποίητες �οναστηριακές πηγές, από διάφορες χρονολογίες10

.

���������������������������������������� �������������������3 Κ. Μέρτζιου, “Συ�πλήρω�α εις τα Μνη�εία Μακεδονικής Ιστορίας” στον τό�ο Εις νή ην Κ.

Α άντου, Αθήναι 1960, σ. 62. Το τεκ�ήριο αυτό περιλα�βάνει συνολικά 71 ο�άδες, που δεν είναι όλες συντεχνίες, όπως π.χ. δερβίσηδες, κολυ�βητές, εισπράκτορες φόρου κ.ο.κ. Ο κατάλογος αυτός είναι ση�αντικός διότι περιλα�βάνει ονο�ασίες συντεχνιών που δεν τις συναντού�ε σε άλλες πηγές. Οπωσδήποτε δεν περιορίζεται στις ελληνικές συντεχνίες.�4 Π.χ. Κ. Βακαλόπουλου, “Πως είδαν οι Ευρωπαίοι Πρόξενοι την κατάσταση στη Μακεδονία τον

περασ�ένο αιώνα”, Μακεδονικά 20 (1980), σσ. 79*80, για τη �εγάλη ισχύ του επικεφαλής της συντεχνίας των βυρσοδεψών τσολάκ (�ονόχειρα) Χουσεΐν.�5 Κ. Μέρτζιου, Μνη εία ακεδονικής Ιστορίας, Θεσσαλονίκη 1947, passim.�

6 Ι. Βασδραβέλλη, Ιστορικά Αρχεία Μακεδονίας, τό�ος Α’, Θεσσαλονίκη 1952, σσ. 14, 15, 27,

44, 61, 75, 102, 145, 214, 227, 261, 297, 301, 314, 315, 316, κ.ο.κ. Β. Cη�ητριάδη, Η τοπογραφία της Θεσσαλονίκης κατά την εποχή της Τουρκοκρατίας 143071912, σσ. 179 κ.ε., 376 κ.ε., 406 κ.ε.�7 Τηρείται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας και είναι άτιτλο. Πρβλ. Β. Μυστακίδου, “Τα εσνάφια,

ήτοι ρουφέτια της Θεσσαλονίκης”, Η ερολόγιον Θεσσαλονίκης, 1932, σ. 266 κ.ε. Γ. Στογιόγλου, Η εν Θεσσαλονίκη Πατριαρχική Μονή των Βλατάδων, Θεσσαλονίκη 1971, σ. 273, υποσ. 3. Κυρίως, Κ. Βακαλόπουλου, Ανέκδοτα ιστορικά στοιχεία αναφερό ενα στην Μακεδονία πριν και ετά το 1821, Θεσσαλονίκη 1975, σσ. 8 και 22*34. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισ ού, τό�ος Β’, β’ έκδοση, σ. 362. Προσφάτως, Ν. Πανταζόπουλου, “Η κοινοτική δικαιοταξία στη Μακεδονία. Κρατικές παρε�βάσεις και νοθεύσεις”, Πρακτικά συ ποσίου “Η διαχρονική πορεία του κοινοτισ ού στη Μακεδονία”, Θεσσαλονίκη 1991, σσ. 447*448.�8 Κ. Βακαλόπουλος, “Χριστιανικές συνοικίες, συντεχνίες και επαγγέλ�ατα της Θεσσαλονίκης

στα �έσα του 19ου

αι.”, Μακεδονικά 18 (1978), σσ. 107*108.�9 Ανωνύ�ων, Το ωρόν άλας, ήτοι ο αποκεκυρηγ ένος Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Καλλίδης και

η συντροφία αυτού, χ.τ., 1888, passim. Γ. Μωραϊτόπουλος, “Η Θεσσαλονίκη” / προς χρήσιν των δη οτικών σχολείων της πόλεως, εν Αθήναις 1882, σ. 27*28. Επίσης στον Τύπο της εποχής. Π.χ. Νέα Αλήθεια, 8.7.1909, Μακεδονία, 25.3.1914. Κ. Μοσκώφ, Θεσσαλονίκη 170071912: το ή της εταπρατικής πόλης, Αθήνα 1973, σ. 92 κ.ε. Γ. Χριστοδούλου, Η Θεσσαλονίκη κατά τη λήξασα εκατονταετίαν, Θεσσαλονίκη 1936, σ. 45*48. Μακεδονικόν Η ερολόγιον, επετηρίς 1908, έκδοσις Μακεδονικού Συλλόγου “Ο Μέγας Αλέξανδρος”. Θ. Οικονό�ου, “Τα κατά την 46

ην επέτειον της Φιλοπτώχου Αδελφότητος”, Γρηγόριος Παλα άς, 1917, σ. 391. �

10 Σωφρονίου, πρ. Λεοντοπόλεως, “Κατάλογος των εν τη Μονή των Βλατέων αποκει�ένων

Page 3: 07Esnafs-libre.pdf

η. Οι κώδικες �ε τα πρακτικά της δη�ογεροντίας της κοινότητας Θεσσαλονίκης, της περιόδου 1874*1910

11.

Απ’ όλες τις παραπάνω πηγές (στις οποίες δεν συ�περιλα�βάνου�ε τις απρόσιτες για τους �η τουρκο�αθείς πηγές των ιεροδικαστικών κωδίκων που τηρούνται στο Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας), η πιο αξιόλογη είναι το κοινοτικό κατάστιχο που ο Κ. Βακαλόπουλος, ονό�ασε παλιότερα “άτιτλο κώδικα του Αγίου Αθανασίου”, παρουσιάζοντάς το στις πολύ γενικές γρα��ές του, χωρίς πάντως να επι�είνει στην αξιοποίηση του πλήθους των στοιχείων που υπέκρυπταν τα λογιστικά δεδο�ένα

12.

Τους λόγους που συντάχθηκε αυτό το κατάστιχο και �ερικές ειδήσεις του για τις χριστιανικές συντεχνίες της Θεσσαλονίκης, παρουσιάσα�ε πρόσφατα

13. H

ελληνορθόδοξη κοινότητα της πόλης ήταν συνεχώς χρεω�ένη, ένεκα της βαρύτατης οθω�ανικής φορολογίας αφενός

14, και αφετέρου της προσπάθειας πολλών ευπόρων

�ελών της ν’ αποφύγουν την κοινοτική εισφορά, κάνοντας χρήση των προνο�ίων που συνεπάγονταν η διπλω�ατική ιδιότητά τους ως διερ�ηνέων των ευρωπαϊκών προξενείων και η προστασία που η ιδιότητα αυτή τους παρείχε

15.

Η ελληνορθόδοξη κοινότητα, το “Κοινόν της Πολιτείας” κατά την έκφραση του κατάστιχου

16, ήταν συλλογικώς και αλληλεγγύως υπόχρεη για την καταβολή

���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ��������

κωδίκων”, Γρηγόριος Παλα�άς, 1918, σ. 388: “27. Πλάκα Ρουφετίου αχτζίδων, παραϊτάριδων, και κωντσιάσηδων – Κατάλογος ζώντων και τεθνεώτων των ανωτέρω συντεχνιών καταρτισθείς τω 1820 Ιανουαρίου 25 ίνα �νη�ονεύονται κατά την θείαν και ιεράν λειτουργίαν”. Κ. Σπανός, “Τα ονό�ατα των παντοπωλών και των α�πατζήδων της Θεσσαλονίκης στον κώδικα 8 της �ονής Άγιος Στέφανος των Μετεώρων (1714*1725), Μακεδονικά 26 (1987*1988), σσ. 230 κ.ε. Βλ. και, προσφάτως, Κ. Στα�ατόπουλου, “Στοιχεία �ορφών συσσω�ατώσεων στους βίους Μακεδόνων νεο�αρτύρων ή παρεπιδη�ησάντων στη Μακεδονία”, Πρακτικά συ ποσίου “Η διαχρονική πορεία…”, σσ. 157*164. �11

Π.χ. Ιστορικό Αρχείο Μακεδονίας, κώδικας 19: (συνεδρίαση 19 Μαρτίου 1905), Ενεκρίθη να προσκληθώσι οι πρωτο�αΐστορες των διαφόρων συντεχνιών και προτραπώσι να τηρώσι κλειστά τα εργαστήρια αυτών κατά τας Κυριακάς και λοιπάς εορτάς διαρκούσης της λειτουργίας”. Τους κώδικες έχουν επεξεργαστεί οι Σ. Ζιώγου*Καραστεργίου, “Συ�βολή στην ιστορία των σχολείων της Θεσσαλονίκης”, Μακεδονικά 16 (1976) και Γ. Μουτάφης, “Η Cη�ογεροντία της Θεσσαλονίκης στο κοινωνικό της πλαίσιο (1874*1900), Πρακτικά συ ποσίου “Η διαχρονική πορεία…”, σσ. 235*254.�12

Κ. Βακαλόπουλου, Ανέκδοτα ιστορικά…, ό.π.�13

Ε. Χεκί�ογλου, “Θεσσαλονίκη 1792: σε οικονο�ικό αδιέξοδο η ελληνική κοινότητα”, Μακεδονική Ζωή, τχχ. Σεπτε�βρίου, Οκτωβρίου και Cεκε�βρίου 1991.�14

Κ. Μέρτζιου, Μνη εία…, σσ. 451, 454*456. Του ιδίου, “Συ�πλήρω�α…”, σ. 59. Ι. Βασδραβέλλη, ο.π., σσ. 307 κ.ε., 313 κ.ε., 336*339. Μ. Καλινδέρη, Τα λυτά έγγραφα της Dη οτικής Βιβλιοθήκης Κοζάνης 167671808, Θεσσαλονίκη 1951, σσ. 46*48 και 51. Από το συνδυασ�ό των πηγών αυτών προκύπτει ότι τουλάχιστον από το 1782, υπήρχε συσσωρευ�ένο, συνεχώς, χρέος (�ουκαδέ� �πόρτζι), σε βάρος των ορθοδόξων που υπάγονταν στη Μητρόπολη Θεσσαλονίκης.�15

Ι. Βασδραβέλλη, ο.π., 336: “… τινές εξ αυτών [των ραγιάδων], στηριζό�ενοι κατά τα εκτεθέντα εις τους ισχυρούς και τους δυνάστας αρνούνται, τινές δε υπό διαφόρους προφάσεις καταβάλλουν ελλιπώς τα �ερίδιά των. Ένεκα τούτου τα �ερίδια αυτών επιβαρύνουν κατ’ ανάγκην τους λοιπούς. Οι τοιούτοι ραγιάδες, ους επιβαρύνουν τα �ερίδια των λοιπών, είναι κατάχρεοι και δεν δύνανται να πληρώσουν και τους φόρους και τα από δωδεκαετίας συσσωρευθέντα χρέη των…”, [φιρ�άνι της 9

ης Ιουλίου 1792]. Κ. Μέρτζιου, Μνη εία…, σ. 454:

“Οι εδώ εγκατεστη�ένοι Επτανήσιοι εκφράζουν παράπονα κατά της ελληνικής κοινότητος διότι τους αναγκάζει να συνεισφέρουν και αυτοί δια τα παλαιά της χρέη…”, αναφορά 7.3.1793. Π. Κοντογιάννη, Οι προστατευό ενοι, Αθήνα τχ. 29 (1917), σύ�φωνα �ε τον οποίο τα διοριστήρια βεράτια για τους διερ�ηνείς και τα φιρ�άνια για τους υπαλλήλους τους επωλούντο προς 5.000*10.000 γρόσια και 800*1.200 γρόσια αντιστοίχως, ανάλογα �ε την ε�πορική σπουδαιότητα της κάθε πόλης όπου έδρευε το προξενείο, (σ. 14*15). Μεταξύ των βασικών οικονο�ικών πλεονεκτη�άτων των “προστατευο�ένων” ήταν η απαλλαγή τους από το χαράτζι και το φόρο “αβαρίζ”, καθώς και από τους κοινοτικούς φόρους (ο.π., σ. 25*30). Αντιδράσεις κατά των καταχρήσεων των προστατευο�ένων, κατά της παράνο�ης άσκησης, εκ �έρους τους, διαφόρων επαγγελ�άτων βλ. και Βασδραβέλλη, ο.π., σσ. 339*341 και 353*355.�16

Κατάστιχο, ο.π., (υποσ.7), σελ. 2: “1792 Σεπτε�βρίου 15: ενταύθα ση�ειού�εν το όσον χρέος

Page 4: 07Esnafs-libre.pdf

ορισ�ένων φόρων17

. Για να λύσει το τα�ιακό πρόβλη�ά της, δανειζόταν έναντι ο�ολόγων από Οθω�ανούς, κυρίως, κατοίκους της Θεσσαλονίκης, αλλά και από βακούφια, �ονές και �ε�ονω�ένα �έλη της, �ε επιτόκιο 12*15%

18. Στο ση�είο αυτό

εντοπίζονται οι απαρχές του πιστωτικού συστή�ατος στη νεότερη ιστορία της πόλης19

. Το χρέος διογκώθηκε σταδιακά και στα 1792*παρά τις αντίξοες οικονο�ικές συνθήκες

20*, πιθανόν και �ε την πίεση

21, οπωσδήποτε ό�ως �ε την υποστήριξη των

τοπικών οθω�ανικών αρχών22

, οι χριστιανοί της πόλης κλήθηκαν από την κοινοτική

���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ��������

χρεωστά το Κοινόν της πολιτείας ταύτης Θεσσαλονίκης…”.�17

Οι φόροι Awarid λ.χ. ήταν συλλογικοί. Βλ. Ν. Σαρρής, Οσ ανική πραγ ατικότητα, τό�ος Β’, σελ. 181. Επίσης, σύ�φωνα �ε το κεί�ενο οθω�ανικής πηγής, Ι. Βασδραβέλλη, ο.π., 308, και ο φόρος Nuzul ήταν συλλογικός. Οι φόροι Bedel –I* Nuzul [=επιβάρυνση προ�ηθειών] και Awarid [=έκτακτος φόρος, �ε διπλή �ορφή, ήτοι imdad –I Seferiyye για πολε�ικές περιόδους και Ιmdad*I Hadariyye για περιόδους ειρήνης], επιβάλλονταν από τους τοπικούς άρχοντες [Pashas] εθι�ικώς, λόγω της οικονο�ικής δυσκολίας να διαθρέψουν �εγάλο αριθ�ό οπλοφόρων. Βλ. H. Inalcik, “Military and Fiscal Transformation in the Ottoman Empire”, στο Archivum Ottomanicum, 6 (1980), σ. 317*318.�18

Ε. Χεκί�ογλου, ό.π., τχ. Σεπτε�βρίου, σ. 32*33. Ο κυριότερος δανειστής ήταν κάποιος Αλή εφέντης, γιός του Κούρτ εφέντη, [Κατάστιχο, σ. 2*15]. Το Cεκέ�βριο του 1792 τελώνης ήταν ο φιλάργυρος Κούρτ εφέντης, που λόγω της φιλαργυρίας του είχε καταντήσει “ανυπόφορος εξ αιτίας των ζη�ιών που προξενεί εις το ε�πόριον”, Μέρτζιου, ό.π., σ. 453. Πιθανότατα πρόκειται για το ίδιο πρόσωπο.�19

Το κατάστιχο έχει �εγάλη ση�ασία για την ιστορία των πιστωτικών σχέσεων στη Θεσσαλονίκη, αφού αφήνει και διακρίνονται τρεις τουλάχιστον �ορφές δανεισ�ού: α) η κοινότητα δανείζεται από ιδιώτες, β) η κοινότητα δανείζεται από βακούφια και συντεχνίες �ε τη �εσολάβηση “σαράφηδων”, οι οποίοι ανταλλάσσουν και νο�ίσ�ατα, όπως οι ουσιόν πουρλά, Χατζή ίσουΐν αγά, ο σαράφης ναβάρο και ο εβλή χανέ σάχης, δηλαδή ο ηγού�ενος της �ουσουλ�ανικής �ονής των �εβλεβή [στο ίδιο, 141*142], γ) οι συντεχνίες εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους προς την κοινότητα �ε “χαβαλέδες”, πιστωτικά έγγραφα, ένα είδος συναλλαγ�ατικών, είτε του προαναφερθέντος Αλή εφέντη –όπως γίνεται �ε τους βαφείς, στο ίδιο, σ. 94*είτε του επικεφαλής κάποιας συντεχνίας. Έτσι, λ.χ. οι �πασ�ατζήδες πληρώνουν “από χαβαλέν του �πα�πά εφέντη”, [στο ίδιο, σ. 94]. Οι παπουτσήδες “έδωκαν από ο�ολογίαν του τα�πακλάς �πα�πά” [στο ίδιο, σ. 97 Dabag: βυρσοδέψης]. Πιθανολογείται εδώ �ία πιστωτική δραστηριότητα και των �ουσουλ�άνων ιερω�ένων, αφού δεν εί�αστε σε θέση να διευκρινήσου�ε εάν πρόκειται για τον Εhi Baba, δηλαδή αξιω�ατούχο της συντεχνίας, ή για Baba δερβισικού τάγ�ατος. Το τελευταίο συ�βαίνει στην περίπτωση που δανειστής είναι το “τεκέ βακουφού”, δηλαδή το βακούφι ενός δερβισικού �οναστηριού και η καταβολή του “σου βακουφού”, προφανώς του ση�ερινού Ι. Ναού των Cώδεκα Αποστόλων, οπότε και τα �ετρητά καταβάλλονται “διά χειρός του �ουφτή” [ό.π., σ. 3]. Πιθανόν ό�ως, οι “χαβαλέδες” να ση�αίνουν ένα είδος υποταγής της χριστιανικής συντεχνίας στον προϊστά�ενο συγγενικής �ουσουλ�ανικής συντεχνίας, υποταγής που εν προκει�ένω παίρνει χρη�ατοπιστωτική �ορφή. Cεν αποκλείεται άλλωστε ή χριστιανική συντεχνία να έχει �ουσουλ�άνο επόπτη, ο οποίος να υπογράφει και το πιστωτικό έγγραφο, παραχωρώντας το αντί για τα �ετρητά των χριστιανών συντεχνιτών, ή έναντι χρέους των τελευταίων. �20

Κ. Μέρτζιου, ό.π., σ. 452*459. Σ. Π. Λά�πρου, “Το εν Θεσσαλονίκη Βενετικόν Προξενείον”, ΜΗΠΣ 1912, σ. 240. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισ ού, Θεσσαλονίκη 1973, τό�ος C’, σ. 500*501.�21

Οπωσδήποτε, η έκδοση του φιρ�ανιού της 9.7.1792, [βλ. υποσ. 15], σύ�φωνα �ε το οποίο οι Έλληνες της Θεσσαλονίκης χωρίζονταν σε πέντε φορολογικές κατηγορίες, �ε βάση τις οποίες θα γινόταν η είσπραξη όχι �όνον του φόρου αλλά και του συσσωρευ�ένου χρέους, συνιστούσε εκ των πραγ�άτων πίεση. Ας ληφθεί υπόψη ότι, η κατάταξη σε χα�ηλή φορολογική κλί�ακα, πιθανότατα, συνδεόταν και �ε ενδυ�ατολογικούς περιορισ�ούς. Π.χ. όσοι κατατάσσονταν στην χα�ηλότερη κλί�ακα δεν είχαν δικαίω�α να φορούν… κάλτσες. Βλ. Κοντογιάννη, ό.π.�22

Η υποστήριξη �αρτυρείται από τον Βενετό πρόξενο (Κ. Μέρτζιου, 454) και πιστοποιείται από το ίδιο το κατάστιχο (σελ. 128), σύ�φωνα �ε το οποίο η κοινότητα δωροδόκησε τον πρώτο και τον δεύτερο �ουλά �ε 1.000 γρόσια τον καθένα για τη σφράγιση του κατάστιχου: (1792, Νοε�βρίου 17: τον πρώτον �ουλά εφέντην διά το βούλω�α του καταστίχου της Πολιτείας διά χειρός του ενδοξοτάτου αλή εφέντη… Νοέ�βρ.30: τον δεύτερο �ουλά εφέντη διά χειρός �ουσιόν πουρλά διά το βούλω�α του τεφτεριού �ε �έσον του αλή εφέντη). Είναι προφανώς ο ίδιος ο Αλή Εφέντης, �ε τον κυριότερο πιστωτή της κοινότητας. Ο “�ουσιόν πουρλά” ήταν

Page 5: 07Esnafs-libre.pdf

ηγεσία να “ρίξουν”, κατά την έκφραση του κατάστιχου, δηλαδή να καταβάλουν, �ία πολύ υψηλή έκτακτη εισφορά, ένα είδος εφ’ άπαξ φορολογίας επί της περιουσίας. Η εισφορά αυτή κυ�άνθηκε, κατ’ άτο�ο, από 90 το ελάχιστο

23, έως 7.500 γρόσια το

�έγιστο. Η είσπραξή της έγινε �ε επι�ονή24

*δικαιολογη�ένη από τη διαιώνιση του χρέους*έως και �ε σκληρότητα στην περίπτωση των διερ�ηνέων που αρνήθηκαν να πληρώσουν. Οι τελευταίοι προπηλακίσθηκαν δη�οσίως

25 και �ε ενέργειες της

Κοινότητας *που δωροδόκησε για τον σκοπό αυτόν τις τοπικές αρχές26

* κλείστηκαν στις οθω�ανικές φυλακές της πόλης. Επικεφαλής της όλης προσπάθειας, ήταν ο “ευγενέστατος άρχων” Ιωάννης Γούτα Καυταντζόγλου

27, �ε τη συνδρο�ή των προεστών

28 Χατζηδια�αντή Θω�ά, Νικολάου

���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ��������

Εβραίος τραπεζίτης. (Κ. Μέτρζιου, ό.π., 461).�23

Υπολογίζεται �ε βάση τις τι�ές των τροφί�ων ότι το ποσόν αυτό θα προσέγγιζε το ετήσιο εισόδη�α ενός χειρόνακτα. Θα πρέπει να συγκριθεί �ε την ελάχιστη φορολογική καταβολή που ήταν 15 γρόσια (Βασδραβέλλη, 336). Ο Ν. Σαρρής (ό.π., 186) υπολογίζει ότι για έναν ανειδίκευτο εργάτη, η νό�ι�η φορολογική επιβάρυνση αναλογούσε σε η�ερο�ίσθια δύο �ηνών, διαπίστωση που συ�φωνεί �ε τον υπολογισ�ό �ου.�24

Στην εγκύκλιο του �ητροπολίτη Ιακώβου του 1782, Βλ. Μ. Καλλινδέρη Τα λυτά…, σ. 48, υπάρχει σαφής προειδοποίηση προς όσους δυστροπήσουν ότι “�ε όλους τους δυνατούς τρόπους θέλουν κατατρεχθή από την κοινότητα” και ότι “θέλουν πληρώσει το διορισ�ένον αυτών δόσι�ον πωλου�ένων των οσπητίων τους παρά της πολιτείας, θέλουν δώσει και όσα έξοδα ακολουθήσουν εις την καταδρο�ήν αυτών”. Η συνήθεια της αναγκαστικής πώλησης της κατοικίας δυστροπούντος οφειλέτη για την απόσβεση του κοινοτικού χρέους, απαντάται και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας. Πρβλ. Γ. C. Κοντογιώργη, Κοινωνική δυνα ική και πολιτική αυτοδιοίκηση, οι ελληνικές κοινότητες της Τουρκοκρατίας, Αθήνα 1982, 91). �25

Κ. Μέρτζιου, ό.π.�26

Κατάστιχο, ό.π., “1793 Ιουνίου 14: τον �ουλά εφέντην διά τα τρία Ιλιά�ια [ilam=γνω�άτευση] άπερ εστάλθησαν εις την Πόλιν διά την αντίστασιν του �ουκαδέ� �πορτζίου διά χειρός του Αλή Εφέντη εδόθησαν 520 [γρόσια]”. Cωροδοκήθηκαν επίσης και οι υπηρέτες του �ουλά. Ίσως ένα από τα τρία “ιλά�ια” είναι και αυτό της 24

ης Ιουνίου 1793 (Βασδραβέλλη, 339*340), το οποίο

εκδόθηκε από τον ιεροδικαστή Α�πντούλ Κερί� �ετά από προσφυγή του Χατζή Αχ�έτ εφέντη, emin του τελωνείου, �ε σαφή πρόθεση τον περιορισ�ό των ασυδοσιών των προστατευο�ένων, σύ�φωνα άλλωστε και �ε παλιότερα φιρ�άνια. Το “ιλά�” καταγγέλει ότι καταστρατηγούνται τα προνό�ια των διερ�ηνέων από ραγιάδες ε�πόρους της Θεσσαλονίκης. Από την άλλη �εριά ό�ως στην αναφορά του της 23

ης Αυγούστου 1793, δηλαδή λίγες �έρες �ετά, ο βενετός

πρόξενος πανηγυρίζει στην αναφορά του “… παρά την αντίστασιν των προκρίτων της Ελληνικής Κοινότητος κατώρθωσα και πήρα “ιλά�” από τον Μουλάν υπέρ των καταδιωκο�ένων διά το “�οκαδέ� �πόρτζ” Ενετών υπηκόων”, Κ. Μέρτζιου, 456. Φαίνεται ότι ο ιεροδικαστής χρη�ατιζόταν κι από τις δύο πλευρές.�27

Κατάστιχο, 40 “Ενταύθα ση�ειού�εν το όσον προρριφθέν �ουκαδέ� �πόρτζι εσυνάχθη παρά του ευγενεστάτου άρχοντος Κυρίου Ιωάννου Γούτα Καυταντζιόγλου…” Για τον Ιωάννη Γούτα Καυταντζόγλου βλ. κυρίως Γ. Στογιόγλου, ό.π., σελ. 271 κ.ε. επίσης Κ. Μέρτζιου ό.π., Μ. Καλινδέρη, passim κυρίως σσ. 113*118, Βασδραβέλλη, ό.π., 352, Cη�ητριάδη, ό.π., σσ. 432*433 και 443. Ο C. ταυτίζει τον cici nano �ε τον Ι. Γ. Καυταντζιόγλου ενώ ο Στογιόγλου (ό.π.), τον αναφέρει ως ξεχωριστό πρόσωπο. Για τις οικονο�ικές διευκολύνσεις του Ιωάννου Γούτα Καυταντζόγλου προς τους επισκόπους βλ. Ν. Cελιαλή “Cύο ανέκδοτοι επιστολαί του Ιωάννου Γούτα Καυταντζόγλου”, Μακεδονικόν Η ερολόγιον (Ν. Σφενδόνη), 1936, σσ. 177*180. Οι επιστολές που απευθύνονται στον Σερβίων Βενια�ίν χρονολογούνται από 31.1.1819 και 28.6.1819. Αν λοιπόν ο Καυταντζόγλου πέθανε το 1819, τότε ο θάνατός του τοποθετείται στο δεύτερο εξά�ηνο. Οι δύο επιστολές είναι ιδιαιτέρως αποκαλυπτικές τόσο για την τραπεζική δραστηριότητα του Καυταντζόγλου όσο και για τα συναλλακτικά ήθη και τα νο�ίσ�ατα της εποχής, Α. Βακαλόπουλου “Η Θεσσαλονίκη και η Ελληνική Επανάσταση του 1821”, στον τό�ο Παγκαρπία Μακεδονικής Γης, 77: “Εγκαινιάσθη ο Ναός του Αγίου Μεγαλο�άρτυρος Μηνά και ήτον Κτήτωρ ο �έγας άρχων Κυρίου Κυρ Ιωάννου Καυτατζιόγλου ονο�αζο�ένου καϊ�άκογλος εκ της υπαρχίας της �εγάλης Πόλεως Θεσσαλονίκης”, σύ�φωνα �ε ενθύ�ηση του 1806. Πρβλ. και Στογιόγλου, ό.π., 275, Η προσωνυ�ία “καϊ�άκογλος” είναι πολύ περίεργη, δεδο�ένου ότι σε κα��ία άλλη πηγή δεν αναφέρεται. [Βλ. και τη σχετική �ελέτη περί Καφταντζιόγλου στον παρόντα τό�ο]�28

Κατάστιχο, ό.π., “Παρόντος και του Παναγιωτάτου σοφωτάτου η�ών δεσπότου αγίου Θεσσαλονίκης Κυρίου Κυρίου Γερασί�ου και του προεστώτος, δηλαδή του…” κι ακολουθούν τα

Page 6: 07Esnafs-libre.pdf

Χατζησκαρλάτου, Χατζηνικολάου Γεωργίου, Χατζηπαναγιώτη, Χατζηγεωργίου και Νικολάου Μήτα, �ε τη σύ�πραξη των επί τούτου διορισθέντων επιστατών

29, και �ε την

υποστήριξη βέβαια του �ητροπολίτη Γερασί�ου30

. Τα τρία τέταρτα των εισφορών*που ας ση�ειωθεί ότι παρά το υπέρογκο ύψος τους δεν κάλυψαν στο σύνολό του το χρέος*πλήρωσαν οι συντεχνίες της πόλης, ενώ η άλλη φορολογική κατηγορία, οι “παρακεντέδες”

31 κατέβαλαν �όνο το ένα τέταρτο

32. Το

ση�είο αυτό έχει ση�ασία, γιατί στους παρακεντέδες συ�περιλα�βάνονταν και οι “άρχοντες” της πόλης, οι οποίοι κατέβαλαν ση�αντικού ύψους εισφορά: ο Καυταντζόγλου �ε 7.500 γρόσια, ο Μανόλης Ρίζος

33�ε 6.000 γρ. και άλλοι επίσης �ε

σεβαστά ποσά. {στόσο, ο αριθ�ός των ευπόρων έξω από τις συντεχνίες ήταν περιορισ�ένος. Το �εγαλύτερο �έρος των παρακεντέδων ήταν προφανώς φτωχοί άνθρωποι που επιβαρύνθηκαν �ε την κατώτατη εισφορά ή λίγο πάνω από αυτήν. Γι’ αυτό και όχι �όνον οι συντεχνίες πλήρωσαν �εγαλύτερο τ�ή�α του χρέους, αλλά και η �έση, κατά κεφαλήν, εισφορά των συντεχνιτών ήταν �εγαλύτερη από την αντίστοιχη των παρακεντέδων. Επί πλέον, οι πλουσιότεροι συντεχνίτες επιβαρύνθηκαν �ε ποσά συγκρίσι�α �ε αυτά των “αρχόντων” και σε πολλές περιπτώσεις �εγαλύτερα. Αν ληφθεί υπόψη η σύνθεση των προεστών, άλλα και του σώ�ατος των φορολογου�ένων *και στις δύο περιπτώσεις πλειοψηφούσαν οι συντεχνίτες* πρέπει να αποκλεισθεί η περίπτωση �ιας επίτηδες επαχθούς σε βάρος των συντεχνιών εισφοράς. Οι τελευταίες επιβαρύνθηκαν περισσότερο επειδή προφανώς διέθεταν και την κύρια οικονο�ική δύνα�η, όπως θα δού�ε στη συνέχεια. Τα ποσά στο κατάστιχο είναι σε γρόσια. Για κάθε υπόχρεο ση�ειώνονται δύο ποσά. Εκείνο που χρεώθηκε ο υπόχρεος, άτο�ο ή ο�άδα, και εκείνο που πραγ�ατικά πλήρωσε. Θεωρώ το πρώτο ως το πλέον αντιπροσωπευτικό, αφού εκφράζει την άποψη της κοινότητας για την φοροδοτική ικανότητα εκάστου

34.

���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ��������

ονό�ατα.�29

Ό.π., “…διά χειρός των διορισθέντων παρ’ όλης της συνόδου τι�ιωτάτων επιστατών”. Σύ�φω�α �ε τον βενετό πρόξενο (Μέρτζιου, ό.π., 454) πληρεξούσιος για την είσπραξη του παλιού χρέους ήταν ο Χατζή Cια�αντής, ο Νικόλας Σκαρλάτος (α�φότεροι αναφέρονται και ως προεστοί) και οι Χατζή Νικόλας Μπουγιουκλής, Νικόλας Κο�πούτση, Χατζή Κουκούλης. Για τους δύο προεστούς βλ. υποσ. 41 και 42. {ς προς τα λοιπά τρία πρόσωπα: α) Ο Χατζηκουκούλης ήταν α�πατζής (πίν.4, αρ. 43), β) τον Κο�πούτση δεν �πόρεσα να τον ταυτίσω, γ) ο Νικόλας Μπουγιουκλής είναι πιθανόν ο κεπετζής Νικόλαος Μπικλή και �νη�ονεύεται στο κατάστιχο �αζί �ε τους ο�οτέχνους του.�30

Κατάστιχο, ό.π., Περί του Θεσσαλονίκης Γερασί�ου (1788*1810) βλ. Στογιόγλου, ό.π., 270. Α. Γλαβίνα, “Εγκύκλιος Μητροπόλεως Θεσσαλονίκης υπέρ βοηθείας της Ι. Μονής Εικοσιφοινίσσης”, Μακεδονικά 21 (1981), 353*356. Του ίδιου, “Γεράσι�ος Θεσσαλονίκης (1788*1810) ο είτα Χαλκηδόνος (1810*1820) Κύπριος ή Κρής”, Μακεδονικά 22 (1982), σ. 491*494.�31

Parekente Hisabi: εκτός του καταλόγου, �ε�ονω�ένος. Α. Βακαλόπουλος, “Παγκαρπία…” σ. 290.�32

Ε. Χεκί�ογλου, ό.π., τχ. Cεκε�βρίου, σ. 19 και 23.�33

Κατάστιχο, ό.π., 40. Περί του Ρίζου βλ. Κ. Μέρτζιου, ό.π., 423: ο Μανώλης Ρίζος συνδεόταν �ε τον κό�η Στάρε�περγκ από τη Βιέννη, στου οποίου την υπηρεσία βρισκόταν πολλά χρόνια. Στα 1776, ο κό�ης ίδρυσε �εγάλη εταιρεία για να �ονοπωλήσει τις γερ�ανικές και ιταλικές παραγγελίες του καπνού και του βα�βακιού. Γι’ αυτό το λόγο νοίκιασε ένα �εγάλο κτίριο στη Θεσσαλονίκη. Φαίνεται ότι ο Θεσσαλονικέας Ρίζος ανέλαβε τη διεύθυνση του καταστή�ατος της Θεσσαλονίκης, �ε �εγάλη επιτυχία. {στόσο, πλήν της εισφοράς του στο κατάστιχο δεν τον συναντού�ε αλλού ούτε και τον Στάρε�περγκ. Πρβλ. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία της Μακεδονίας 135471833, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 294. Cεν συ�περιλα�βάνεται στον πίνακα των προστατευο�ένων του έτους 1797 (Βασδραβέλλη, 352*353) αν και θα έπρεπε να τελεί υπό ξένη προστασία. Στα 1794, πάντως, βρίσκεται στη ζωή, αφού στις 11 Νοε�βρίου του έτους αυτού υπογράφει ως �άρτυρας σε δωρητήριο έγγραφο προς την Κοινότητα: Κων. Βακαλόπουλου, Ανέκδοτα ιστορικά…, σελ. 29.�34

Συνολικά, η φοροδοτική υποχρέωση και η πραγ�ατική εισφορά είχαν ως εξής (κατάστιχο σ. 63 και 63*104): Υποχρέωση Εισφορά Ακάλυπτο Περιθώριο

Page 7: 07Esnafs-libre.pdf

Ο πίνακας 1 περιλα�βάνει τις 39 επαγγελ�ατικές ο�άδες35

που συνέβαλαν στην πληρω�ή του χρέους. Θα πρέπει να προσέξου�ε τα εξής ση�εία: α. Ορισ�ένα επαγγέλ�ατα ήταν οργανω�ένα συντεχνιακώς, αλλά �ερικά �έλη τους δεν εντάχθηκαν στη συντεχνία. Έτσι λ.χ. έχου�ε τους “ηνω�ένους �πακάληδες” αλλά και τους 8 “�πακάληδες όπου δεν ηνώθησαν” Επίσης �νη�ονεύονται “παπουτζήδες εντόπιοι” αλλά και “παπουτζήδες ηνω�ένοι”. β. Σε �ερικά επαγγέλ�ατα η οργάνωση περιελά�βανε πάνω από �ία συντεχνία. Έτσι, ση�ειώνονται οι “ζεϊνετζήδες βούλγαροι”, “εντόπιοι ζεϊνετζήδες”, “ζεϊνετζήδες κιλκισλήδες”, αλλά και �ία ξεχωριστή 6�ελής ο�άδα που �νη�ονεύεται απλώς ως “ζεϊνετζήδες”. Οι ραπτάδες ήταν �ία 29�ελής ο�άδα, υπήρχαν ό�ως και “ραπτάδες βούλγαροι”. γ. Αξίζει να ση�ειωθεί η ύπαρξη των δύο προαναφερθεισών “βουλγαρικών” συντεχνιών*που είναι και οι �όνες που αναφέρονται*ενταγ�ένων στην ελληνορθόδοξη κοινότητα Θεσσαλονίκης. Μαζί κάλυπταν ποσοστό 5 τοις χιλίοις των συντεχνιακών εισφορών, αριθ�ός που δείχνει και το ολιγάριθ�ο της συνθέσεώς τους. δ. Από τις 39 ο�άδες του πίνακα, οι πρώτες 17 κατέβαλαν �ία ενιαία συλλογική εισφορά. Ο αριθ�ός των �ελών τους �ας είναι άγνωστος, αν ό�ως εξαιρεθούν οι ψω�άδες, �πακάληδες, �πογιατζήδες και παπουτσήδες, πρέπει να ήταν πολύ �ικρός, αν κρίνου�ε από το χα�ηλό ύψος των εισφορών. Τις τοποθετώ στο πρώτο �έρος του πίνακα 1. ε. Από τις ο�άδες του δεύτερου �έρους του ίδιου πίνακα, οι πέντε ισχυρότερες είναι οι: γουναράδες, α�πατζήδες, κεπετζήδες, �ησηρτζιασλήδες και ακτάρηδες, οι οποίες κατέβαλαν τα τρία τέταρτα των εισφορών όλων των συντεχνιών. Η �ικρότερη από αυτές, οι �ησηρτζιασλήδες *οι έ�ποροι του �ησήρ τσαρσί, δηλαδή της “αιγυπτιακής αγοράς”, που έχει εδώ την έννοια της αγοράς αποικιακών* χρεώθηκε �ε τη διπλή εισφορά απ’ ό,τι η α�έσως επό�ενη που είναι οι “ηνω�ένοι �πακάληδες”. Είναι σαφές από τους αριθ�ούς ότι οι πέντε αυτές ο�άδες συγκεντρώνουν την οικονο�ική ισχύ της χριστιανικής Θεσσαλονίκης. Οι πέντε αυτές ο�άδες είναι πολυ�ελείς, αριθ�ούν στο σύνολό τους 326 πρόσωπα, αλλά η ισχύς τους δεν είναι αποτέλεσ�α �όνον του αριθ�ού των �ελών τους. Αυτό φαίνεται αν συγκριθούν �ε τις ο�άδες 18*34 του ίδιου πίνακα:

* ο�άδες 18*34, άτο�α 216, συ��ετοχή στην εισφορά 11,18% * ο�άδες 35*39, άτο�α 326, συ��ετοχή στην εισφορά 73,57%

Ενώ δηλαδή τα �έλη των πέντε �εγάλων συντεχνιών ήταν 50% περισσότερα από τα �έλη των λοιπών δέκα οκτώ συντεχνιών *αρ. 18*34 του καταλόγου* η εισφορά τους ήταν σχεδόν επταπλάσια, στοιχείο που αποδεικνύει ότι τα �έλη τους ήταν σε πολύ καλύτερη οικονο�ική κατάσταση απ’ ό,τι τα �έλη των λοιπών συντεχνιών.

���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ��������

Παρεκεντέδες 79.910 57.724 22.186 27,76% Συντεχνίες 231.634 171.521 60.113 25,95% Σύνολο 311.544 229.245 82.299 26,41%�35

Περιέργως, �εταξύ των ο�άδων αυτών περιλα�βάνονται και*τελευταίοι*οι “Χιώταις” [σελ. 102*103]. Πρόκειται για δώδεκα πρόσωπα συνολικά, που επιβαρύνονται �ε 3.710 γρ., πληρώνουν ό�ως �όνον 250. Πρβλ. και Καλινδέρη, ό.π., σ. 37, όπου σε σχέδιο πωλητηρίου γρά��ατος της ίδιας εποχής αναφέρεται ως αντικεί�ενο της πωλήσεως “το εν τέταρτον του οσπητίου, εν ώ ήδη κάθεται ο �ουσού Λεπέντρη…, ο�ού �ετά του όπισθεν �αγαζείου πρότερον όντος �παχτζέ, και του όπισθεν χανίου, του δύο �αγαζεία ένδον έχοντος, έτι δε και τα πέντε οσπήτια, εν οις κατοικούν δι’ ενοικίου οι τε Χίοι και �ουσού Μελέκ (;) και σινιόρ Πίρσης (;)…”. Έχου�ε ίσως εδώ �ία παροικία Χίων στη Θεσσαλονίκη �ε status συντεχνίας και κοινό κατάστη�α, ή κατοικία, ή εργαστήριο, για τα �έλη της.�

Page 8: 07Esnafs-libre.pdf

ΠΙΝΑΚΑΣ 1 Χριστιανικές Συντεχνίες και �ερίδιο της εισφοράς τους α/α Συντεχνία Υποχρέωση Εισφορά Συ��ετοχή γρόσια γρόσια εισφοράς % Α. Συλλογικές εισφορές 1. Ψω�άδες, �υλωνάδες, σι�ιτζήδες 9.125 3.856 2,23 2. Σχοινάδες 300 300 0,17 3. Μπογιατζήδες 150 145 0,08 4. Κάπηλοι 850 670 0,38 5. Ραπτάδες βούλγαροι 625 595 0,34 6. Ζεϊνετζίδες βούλγαροι 300 300 0,17 7. Εντόπιοι ζεϊνετζίδες 600 600 0,34 8. Ζεϊνετζίδες κιλκισλήδες 200 200 0,11 9. Παπουτζίδες εντόπιοι 400 367 0,21 10. Εργαστηρίων κεχιατζήδων 240 224 0,13 11. Μπακάληδες ηνω�ένοι 7.116 6.222 3,60 12. Ηνω�ένοι �πογιατζήδες 5.320 5.320 3,08 13. Μπασ�ατζίδες ηνω�ένοι 1.200 1.200 0,70 14. Κοϊ�τζίδες ηνω�ένοι 600 600 0,34 15. Παπουτζίδες ηνω�ένοι 3.958 3.958 2,29 16. Ηνω�ένοι ασταρτζίδες 2.000 1.589 0,92 17. Σα�αράδες ηνω�ένοι 600 285 0,16 1*17 Σύνολο 33.584 26.341 15,25 Β. Ατο�ικές εισφορές 18. Κουντουράδες, άτο�α 10 1.275 335 0,19 19. Απαλταδώροι, άτο�α 8 1.365 434 0,25 20. Σαραϊδαρέοι, κοτζιάσιδες και πετράδες, άτο�α 16 1.545 25 0,01 21. Μάγειροι, άτο�α 13 1.500 55 0,03 22. Βαρελάδες, άτο�α 7 630 31 0,01 23. Ζεκερτζίδες, άτο�α 7 4.170 3.345 1,94 24. Μηιταντζίδες, άτο�α 10 3.070 2.880 1,67 25. Καφταντζίδες, άτο�α 10 1.355 660 0,38 26. Μπακάληδες οπού δεν ηνώθησαν, άτο�α 8 1.540 723 0,41 27. Μαχρα�ατζίδες, άτο�α 9 3.390 2.765 1,60 28. Αλτζίδες, άτο�α 7 2.250 2.058 1,19 29. Ραπτάδες, άτο�α 20 3.245 1.228 0,71 30. Κοϊ�τζίδες, άτο�α 39 5.460 2.487 1,44 31. Ζεϊνετζίδες, άτο�α 6 1.380 934 0,54 32. Μεχτζίδες, άτο�α 9 1.215 406 0,23 33. Κασάπηδες, άτο�α 16 5.300 775 0,44 34. Χιώτες, άτο�α 12 3.710 250 0,14 18*34. Σύνολο, άτο�α 216 42.400 19.391 11,18 35. Γουναράδες, άτο�α 141 74.765 61.914 35,91 36. Καρά*α�πατζίδες, άτο�α 53 24.820 17.498 10,14 37. Κεπετζίδες, άτο�α 48 23.055 19.667 11,40 38. Μησηρτζιαρσλίδες, άτο�α 40 13.250 11.326 6,57 39. Ακτάρδες, άτο�α 44 19.760 15.384 8,92 35*39. Σύνολο, άτο�α 326 155.650 125.789 72,94 1*39. Γενικό Σύνολο 231.634 171.521 100

Page 9: 07Esnafs-libre.pdf

Πηγή: Κατάστιχο, σελ. 63*103. Ση�είωση: Η φιλολογική έκδοση του κατάστιχου, τ�η�ατική ή ολική, αποτελεί �ία ιδιαίτερη εργασία, που δεν ήταν δυνατόν να γίνει εδώ. Μεταφέρα�ε τα ονό�ατα των επαγγελ�ατικών ο�άδων �ε τη �εγαλύτερη δυνατή προσέγγιση, τηρώντας, στις περισσότερες περιπτώσεις, την ιδιόρρυθ�η ορθογραφία του κατάστιχου. Ας ση�ειωθεί ότι �ία και αυτή συντεχνία �πορεί να επαναλα�βάνεται σε διαφορετικές ονο�ασίες, π.χ. “γουναράδες” ή “ηνω�ένοι γουναράδες”. Ας ληφθεί υπόψη επίσης ότι κατατάξα�ε τις ο�άδες ανάλογα �ε τη διάκριση: “συλλογικές εισφορές”, “ατο�ικές εισφορές”, “�εγάλες συντεχνίες”, κι όχι �ε τη σειρά που ε�φανίζονται στο κατάστιχο. Τέλος, στο κατάστιχο υπάρχουν �ερικά αριθ�ητικά λάθη, που σιωπηρώς �εταφέρου�ε εδώ, εντελώς επουσιώδη για την ανάλυσή �ας. Επεξηγήσεις των ονο�ασιών: Σι�ιτζήδες: κατασκευαστές κουλουριών, σι�ιτιών. Μποζατζίδες: κατασκευαστές του ποτού “�ποζάς”. Κάπηλοι: ιδιοκτήτες καπηλειών. Ζεϊνετζίδες: Άγνωστο το νόη�α, ίσως από το “ζεϊν”=στολίδι, πιθανόν οικοδό�οι που κατασκεύαζαν διακοσ�ητικά σχέδια [Ορθό=πωλητές γυναικείων ειδών]. Κεχιατζίδες: άγνωστη η ση�ασία της λέξεως. Μπογιατζίδες: βαφείς υφασ�άτων. Μπασ�ατζίδες: κατασκευαστές στα�πωτών υφασ�άτων. Κοϊ�τζίδες: χρυσοχόοι. Ασταρτζίδες: κατασκευαστές φόδρας. Κουντουράδες: υποδη�ατοποιοί, κατασκευαστές “κουντουριών”, ειδικού τύπου υποδη�άτων. Απαλταδώροι: άγνωστη η ακριβής ση�ασία. Πρβλ. “[της προ�ήθειας] του καπνού όπου έκα�α διά το απάλτο γγενεράλη της βενετίας…” και “προς τους σινιόρους Περούλη ε σαλβι εις το απάλτο του καπνού της βενετίας…” στου Κ. C. Μέρτζιου, “Ε�πορική αλληλογραφία εκ Θεσσαλονίκης”, Μακεδονία 7 (1966*1967), σσ. 112 και 133 αντιστοίχως. Ιταλιστί Appalto = πάκτωση, ενοικίαση. Σαραϊδαρέοι: φύλακες. Κοτζιάσιδες: Από το τουρκ. Kocac, α�αξάς. Πετράδες: ίσως οι λατό�οι. Ζεκερτζίδες: ζαχαροπλάστες. Μηιντατζίδες: εκ του Μeydan = ζακέτα, είδος ενδύ�ατος. Πρβλ. Beaujour, σ. 209. Καφταντζίδες: κατασκευαστές ή πωλητές “καφτανιών”, ενδυ�άτων της εποχής. Μαχρα�ατζίδες: κατασκευαστές εσαρπών, Beaujour, σ. 173. Αλτζίδες: κατασκευαστές ή πωλητές γύψου. Μεχτζίδες: είτε οι κατασκευαστές καρφιών, είτε πετάλων. Χιώτες: βλ. υποση�είωση αρ. 35. Καρά*α�πατζίδες: κατασκευαστές “α�πά”, χοντρού �άλλινου υφάσ�ατος, �ε �αύρο χρώ�α, υπήρχε και λευκός α�πάς. Ειδικός τύπος α�πά κατασκευαζόταν στη Θεσσαλονίκη, �ε την ονο�ασία “σαλονίκια”. Κεπετζίδες: αυτοί που κατασκεύαζαν κάπες, χοντρά �άλλινα πανωφόρια. Μησηρτζιαρσλίδες: από το “�ησήρ τσαρσί” δηλ. “αιγυπτιακή αγορά”, όπως ονό�αζαν την αγορά των αποικιακών. Πρβλ. Χατζηιωάννου, Αστυγραφία Θεσσαλονίκης, σ. 54. Ο�οίως Βασδραβέλλη “Ιστορικά Αρχεία…”, σ. 62: “… το γραφείον … κείται εν τη αγορά Μισίρ Τσαρσί πλησίον της αποβάθρας”. Ακτάρδες: Μυροπώλες, �ικροπωλητές.

Βρισκό�αστε, στο ση�είο αυτό, στην καρδιά του προβλή�ατος. Τα επεξεργασ�ένα στοιχεία του κατάστιχου, όπως αναπτύσσονται στον πίνακα, επικεντρώνουν την προσοχή �ας στις πέντε τελευταίες ο�άδες και πιο συγκεκρι�ένα στους γουναράδες, α�πατζήδες και κεπετζήδες, που ήταν και οι ισχυρότερες από αυτές. Πρέπει εξ αρχής να διευκρινίσου�ε ότι τα �έλη των τριών αυτών συντεχνιών δεν ήταν όλα εύπορα. Έπειτα από τους πολύ πλούσιους συντεχνίτες, τους οποίους θα δού�ε ξεχωριστά, οι λοιποί κατανέ�ονται, ως προς την εισφορά, κατά τρόπο που προδίδει �ία σαφή κοινωνική διαστρω�άτωση, όπως φαίνεται στον πίνακα 2. Η διαστρω�άτωση αυτή, στο βαθ�ό που εκφράζεται από τη φοροδοτική διαφοροποίηση, είναι ήπια, όπως προκύπτει και από τη συχνότητα των �εσαίων φοροδοτικών κλάσεων. Η κατάταξη των �ελών των τριών �εγαλυτέρων συντεχνιών κατά φοροδοτική κλάση παραβάλλεται στον πίνακα 2, �ε το αντίστοιχο σχή�α της κατηγορίας των παρακεντέδων. Η παραβολή δείχνει ότι το “πληβείο” στρώ�α στην τελευταία αυτήν κατηγορία είναι αναλογικά �εγαλύτερο απ’ ό,τι στις συντεχνίες, οι οποίες παρουσιάζουν πιο ενισχυ�ένες τις �εσαίες και ανώτερες φοροδοτικές κλάσεις

36. Με

���������������������������������������� �������������������36

Η σύγκριση της ισοκατανο�ής �εταξύ των φορολογικών κλι�ακίων γίνεται, κατά τον απλούστερο τρόπο, βάσει του δείκτη Herfindhal, σύ�φωνα �ε τον τύπο: n Η=Σ (Χi:X)2 i=1

όπου Η= δείκτης ανισοκατανο�ής*συγκέντρωσης, Xi= τι�ή της �εταβλητής για κάθε

Page 10: 07Esnafs-libre.pdf

άλλες λέξεις: α) οι συντεχνίτες είναι πλουσιότεροι από τους παρακεντέδες, β) ε�φανίζουν �ικρότερες ανισότητες απ’ ό,τι οι τελευταίοι. ΠΙΝΑΚΑΣ 2 Cιαστρω�άτωση συντεχνιών και παρακεντέδων Οι τρεις �εγάλες συντεχνίες Παρεκεντέδες Κλάση Άτο�α Σύνθεση % Άτο�α Σύνθεση % 0*100 73 30,1 141 50,5 101*200 47 19,4 62 22,2 201*300 34 14,1 32 11,5 301*400 14 5,8 10 3,6 401*500 20 8,3 6 2,2 501*900 15 6,2 8 2,9 ___ ___ ___ ___ 203 83,9 259 92,9 1000 & άνω 39 16,1 20 7,1 ___ ___ ___ ___ Σύνολο 242 100 279 100 Πηγή: Κατάστιχο, σ. 40*104. ΠΙΝΑΚΑΣ 3 Οι κατά τεκ�ήριο πλουσιότεροι Θεσσαλονικείς το έτος 1792 α/α Όνο�α Γρόσια 1. Ιωάννης Γούτα Καφταντζιόγλου, παρεκεντές 7.500 2. Μανόλης Ρίζος, παρεκεντές 6.000 3. Αναστάσιος Ιωάννου, γουναράς

37 5.000

4. Ιωάννης Χατζηλάσκαρης, γουναράς 5.000 5. Χατζηαντώνης Cια�αντή, α�πατζής 3.500 6. Αστέριος Φίφα, α�πατζής 3.500 7. Ιακο�ής Πάϊκος, γουναράς

38 3.000

8. Γεώργιος Πάϊκος, παρεκεντές39

3.000 9. Θεοδόσιος Σλαβούϊα, παρεκεντές

40 3.000

10. Γούτας Βαρδαλαπού�πα, παρεκεντές 3.000 11. Γούτας Χατζηδή�ου, γουναράς 3.000 12. Νικόλαος Χατζησκαρλάτου, γουναράς

41 2.600

���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ���������������������������������������� ��������

φορολογική κλί�ακα, Χ= ο συνολικός αριθ�ός, n= ο αριθ�ός των φορολογικών κλι�άκων. Στα συγκεκρι�ένα δεδο�ένα του πίνακα 2, ο δείκτης Henfindhal είναι πολύ πιο �ικρός

για τις 3 συντεχνίες παρά για τους παρεκεντέδες (0,1673 έναντι 0,3198) αντιστοίχως, γεγονός που δείχνει χα�ηλότερη συγκέντρωση και άρα καλύτερη ισοκατανο�ή.�37

Μνεία περί αυτών σε δωρητήριο έγγραφο της εποχής, Κων. Βακαλόπουλου, ό.π.�38

Κατάστιχο, 68, Γ. Στογιόγλου, “Ο εν Θεσσαλονίκη ναός της Παναγούδας”, σελ. 385. Απέθανε προ του 1818. Σύζυγός του η Κοζινή, θυγατέρες του οι Άννα και Μαρία. Η δεύτερη παντρεύτηκε τον Νικόλαο Ρογκότη. Η οικογένεια Πάϊκου συνδέθηκε �ε την ενορία της Παναγούδας. Σύ�φωνα �ε φιρ�άνι του Cεκε�βρίου 1806, δη�οσιευ�ένο από τον Βασδραβέλλη ό.π. 393*396, ο Γιακου�ής Πάϊκος απέκτησε προνό�ια οικονο�ικά, τελωνειακά και δικαστικά ανάλογα προς αυτά των διερ�ηνέων των ξένων κρατών, ως προς την άσκηση ε�πορίου �ε την Ευρώπη. Τα προνό�ια αυτά παραχωρούνταν για ένα έτος σε δύο ε�πόρους που υπεδείκνυαν οι ο�ότεχνοί τους. Οι έ�ποροι αυτοί άλλαζαν κάθε χρόνο. Η παροχή των προνο�ίων από την Πύλη ήταν �έσο της πολιτικής της για την καταπολέ�ηση της επεκτάσεως του φαινο�ένου των “προστατευο�ένων”. Ουσιαστικά οι “�περατλήδες”, όπως ο Πάϊκος, εξο�οιώνονταν προς τους διερ�ηνείς χωρίς να παύουν να πληρώνουν χαράτσι. Κοντογιάννη, ό.π. (30) 1919, 46*47.�39

Κατάστιχο, 40 Γ. Στογιόγλου, ό.π., 382, Βασδραβέλλη, ό.π., 352 (για την ιδιότητά του ως προστατευ�ένου της Αγγλίας), Βλ. και υποση�είωση 68.�40

Κατάστιχο, ό.π., Κ. Μέρτζιου, ό.π., 400 (υπογραφή του σε έγγραφο του έτους 1768).�41

Κατάστιχο, 40 και 68 Κ. Βακαλόπουλου, ό.π., Κ. Μέρτζιου, 454, Βασδραβέλλη, 353, (ως προστατευό�ενον της Ολλανδίας).�

Page 11: 07Esnafs-libre.pdf

13. Χρήστος Χατζηδή�ου, γουναράς42

2.500 14. Χατζηδια�αντής Θω�άς, γουναράς

43 2.400

15. Χατζηγούσιος Χατζηπαναγιώτου, α�πατζής 2.250 16. Χατζηνάνος Χατζηχρήστου, κεπετζής 2.250 17. Cούκας Μπαγλα�αλή, γουναράς

44 2.000

18. Cια�αντής Μπαγλα�αλή, γουναράς 2.000 19. Πανταζής Χατζη�όσχου, γουναράς 2.000 20. Πάνος Γούτα, γουναράς 2.000 21. Γρηγόριος Γούτα, γουναράς 2.000 22. Αββάκης Σχάρου, γουναράς 2.000 23. Γεωργάνογλου �ε τους υιούς του, παρακεντέδες 1.750 24. Γούσιος Χατζηδη�ητράκη, γουναράς 1.750 25. Χατζηνικολάκης, �ησηρτζιαρσλής 1.750 26. Χατζηνικόλας Χατζηχρήστου, κεπετζής 1.500 27. Χατζηνικόλας Σπίθα, κεπετζής 1.500 28. Χατζηνικόλας Γαλατζιάνος, α�πατζής 1.500 29. Κωνσταντίνος Κότζιογλου, γουναράς 1.500 30. Cια�αντής Πατζλή, γουναράς 1.500 31. Αργυρόπουλος Χατζηδη�ητράκη, γουναράς 1.500 32. Χατζηνάνος Καπουρδούκα, γουναράς 1.500 33. Χατζηγεωργάκης Χατζηδια�αντής, γουναράς 1.500 34. Cη�ήτριος Κότζιογλου, γουναράς 1.500 35. Σιόρ τζιανός Κυργιάκου, παρεκεντές

45 1.500

36. Cια�αντής Παπά στάλιου, παρεκεντές 1.500 37. Μήτα Μανουήλ, παρεκεντές

46 1.500

38. Χατζηπανάγηνα, παρεκεντέ 1.500 39. Γεωργιάδης Cέλτα, κεπετζής 1.400 40. Γυναικός του ποτέ Νικόλα Νινί, παρεκεντέ 1.300 41. Cούκας Καστριτσίου, γουναράς 1.250 42. Χατζηαποστόλης, α�πατζής 1.250 43. Κουκούλης Χατζηθεοδωράκη, α�πατζής 1.250 44. Ιωάννης Πάϊκου, �ησηρτζιασλής.

47 1.250

45. Χριστοδουλάκης Γουναρόπογλου, ακτάρης 1.250 46. Μαλάκης Θω�ά, ακτάρης 1.250 47. Θεοδωράκης Χατζη�αλάκη, παρεκεντές 1.250 1*47 Σύνολο 105.700 48*66 Ακό�η 19 πρόσωπα �ε εισφορά 1.000 γροσίων το καθένα 19.000 1*66 Σύνολο 124.700 Γενικό σύνολο εισφορών 311.544 Αναλογία του αθροίσ�ατος 1*66 επί του γενικού συνόλου 40% 48*66: Ακτάρδες: Γιαννάκη Βιδωλής, Νικόλας Βιδωλής, Μησηρτζιαρσλής: Αντώνης Απουσιούρη, Cια�αντής Χατζη�ιχαλάκη, Γούτας Μεσθανέ, Κεπετζήδες: Παναγιώτης Λαδάς, Αντώνης Παντελή, Πολύζος Λουλούδη, Νάνος Βαρλά�η. Α πατζήδες: Μανόλης γα�βρός Χατζηπανάγου, Χρήστος Ναζλιώτης, Μαυρουδής Μαυροδόγλου.

���������������������������������������� �������������������42

Κατάστιχο, 68*Βασδραβέλλη, 353 (ως προστατευο�ένου της Ολλανδίας).�43

Βασδραβέλλη, ό.π., (ως προστατευο�ένου των δύο Σικελιών), Κ. Μέρτζιου, ό.π., (ως πληρεξουσίου για τη συγκέντρωση του χρέους) Κατάστιχο 40 και 68.�44

Περί της οικογενείας Μπαγλα�αλή Βλ. Γ. Στογιόγλου, Η εν Θεσσαλονίκη Πατριαρχική Μονή…, σ. 398.�45

Κάτοικος και επίτροπος της ενορίας της Παναγούδας, βλ. Γ. Στογιόγλου, “Ο εν Θεσσαλονίκη ναός της Παναγούδας”, σ. 373. Μνείες περί αυτού, Καλλινδέρη, ό.π., 56*57, 89, 110*111.�46

{ς Cη�ήτριος (Μήτας) υιός Μανώλη Μπεκλή συναντάται στον κατάλογο των προστατευο�ένων. Βασδραβέλλη, ό.π.�47

Στογιόγλου, ό.π., 384�

Page 12: 07Esnafs-libre.pdf

Γουναράδες: Πούλιος Χατζη�όσχου, Ιωάννης Χατζηγούτηνας. Παρεκεντέδες: Θεοδόσης Παναγιώτου, Ιωάννης Νικόλα Καυταντζιόγλου, Φίλιππος Χατζη�ιχαλάκης, Άγγελος Καρφάς, Ιωάννης Νινί. Πηγή: Κατάστιχο, σ. 40*104. Η γενική εικόνα που προκύπτει, ως προς την κατανο�ή των επιβαρύνσεων στο εσωτερικό της χριστιανικής κοινωνίας της Θεσσαλονίκης, δείχνει ότι υπήρχε ση�αντική περιουσιακή ανισότητα. Ο πίνακας 3 περιλα�βάνει τους Θεσσαλονικείς που πλήρωσαν τις υψηλότερες εισφορές, από 1.000 γρόσια και άνω. Πρόκειται για 66 συνολικά πρόσωπα που χρεώθηκαν 124.700 γρ. έναντι 311.544 γρ. που ήταν το σύνολο των εισφορών. Αν, �ε τα δεδο�ένα των πινάκων 1 και 2, προσπαθήσου�ε να υπολογίσου�ε το συνολικό αριθ�ό των προσώπων που χρεώθηκαν εισφορές, έχου�ε την εξής εικόνα: Α: παρεκεντέδες 279 πρόσωπα Β: �ικρές συντεχνίες, αρ. 18*34, πίν. 1 216 πρόσωπα Γ: �εγάλες

48συντεχνίες, αρ. 35*39, πίν. 1 326 πρόσωπα

821 πρόσωπα, στους οποίους πρέπει να προσθέσου�ε, κατά προσέγγιση, τον αριθ�ό των προσώπων που αντιστοιχεί στις ο�άδες 1*17 του πίνακα 1. Οι ο�άδες αυτές παρουσιάζουν τα ίδια χαρακτηριστικά �ε αυτές της κατηγορίας Β [ό�οια επαγγέλ�ατα, �ικρή συ��ετοχή στην αναλογία της φοροδότησης]. Αν δεχθού�ε ότι η κατά κεφαλήν εισφορά στις ο�άδες αυτές είναι ίση προς την κατά κεφαλήν εισφορά της κατηγορίας Β, τότε ο αριθ�ός των προσώπων που αναλογεί στις ο�άδες 1*17 είναι 295 [(15,25:11,18) Χ 216=295]. Άρα, ο συνολικός αριθ�ός των προσώπων που πλήρωσαν εισφορά είναι, κατά προσέγγιση, 821+295=1.116. Με βάση όσα προαναφέρθηκαν, έχου�ε την ακόλουθη εικόνα:

* 66 πρόσωπα, δηλαδή 5,9% του συνόλου χρεώθηκαν το 40% των εισφορών. * 1.050 πρόσωπα, δηλαδή ποσοστό 94,1% του συνόλου, χρεώθηκαν το 60% των εισφορών.

Πάντοτε λοιπόν �ε βάση την υπόθεση ότι η κατανο�ή των εισφορών ήταν ανάλογη �ε την κατανο�ή της περιουσίας και του εισοδή�ατος, η παραπάνω εικόνα είναι ενδεικτική εντονότατης φοροδοτικής διαφοροποίησης και *κατά τεκ�ήριο* ανάλογων εισοδη�ατικών και περιουσιακών αποστάσεων. Είναι σαφές, έστω και ως γενικό σχή�α, ότι υπήρχε στα πλαίσια της ελληνορθόδοξης κοινότητας της Θεσσαλονίκης ένα κοινωνικό στρώ�α ευπόρων ε�πόρων και βιοτεχνών. Έχου�ε εδώ, συγκεντρω�ένο στον πίνακα 3, τον πυρήνα του αστισ�ού της, προ της επαναστάσεως του 1821, χριστιανικής Θεσσαλονίκης και �ία εικόνα της επαγγελ�ατικής σύνθεσής του. Από τα 66 πρόσωπα του πίνακα, διακρίνου�ε 17 παρεκεντέδες και 49 συντεχνίτες. Από αυτούς έχου�ε:

* 23 γουναράδες * 9 α�πατζήδες * 8 κεπετζήδες * 5 έ�ποροι αποικιακών * 4 ακτάρηδες.

Είναι ίσως περιττό να τονιστεί εδώ η �εγάλη ση�ασία που φαίνεται να είχαν οι παραπάνω συντεχνίες για την οικονο�ική ζωή της Θεσσαλονίκης και την κοινοτική οργάνωση των ορθοδόξων χριστιανών της πόλης. Τα δεδο�ένα που προαναφέρθηκαν συνθέτουν �ία εντελώς διαφορετική εικόνα για τη διάρθρωση των

���������������������������������������� �������������������48

Στο κατάσχιχο (σελ. 390), �ια θεώρηση των λογαριασ�ών γίνεται “παρόντων των εντι�οτάτων κληρικών και ευγενεστάτων αρχόντων της πόλεως ταύτης �εγάλων ρουφετίων και �ικρών και απαξαπάντων των ευσεβών χριστιανών”.�

Page 13: 07Esnafs-libre.pdf

οικονο�ικών δραστηριοτήτων στα τέλη του 18ου

αιώνα. Η γούνα, ο α�πάς και οι κάπες *�αζί �ε το ε�πόριο τροφί�ων* αποκτούν διαστάσεις, πολύ �εγαλύτερες απ’ ό,τι πιστεύα�ε �έχρι σή�ερα, που �ας οδηγούν στην υπόθεση ότι η Θεσσαλονίκη υπήρξε, κατά τη συγκεκρι�ένη περίοδο, ση�αντικό βιοτεχνικό κέντρο παραγωγής των πιο πάνω προϊόντων. {ς προς τη γούνα, που φαίνεται πως ήταν ο κύριος κλάδος

49, διαθέτου�ε �ία είδηση

από το έτος 176750

. Πρόκειται για ένα φιρ�άνι, σύ�φωνα �ε το οποίο δύο γουναράδες της Θεσσαλονίκης, ο Ράλλης και ο Αγγελής, υπέβαλαν αναφορά στην Υψηλή Πύλη και υποστήριξαν ότι από “αρχαιοτάτων χρόνων” οι γουναράδες αγόραζαν τα λαγοδέρ�ατα που απαιτούνταν για το επάγγελ�ά τους, από πωλητές οικειοθελώς προσφερο�ένους. Όσο οι γουναράδες δεν έκαναν τις προ�ήθειές τους, κανείς άλλος δεν είχε το δικαίω�α να αγοράσει λαγοδέρ�ατα. {στόσο, ε�φανίσθηκαν “κερδοσκόποι τινές Εβραίοι” που αγόραζαν τα δέρ�ατα σε τι�ές ψηλότερες, για να τα �εταπωλήσουν στη συνέχεια στους γουναράδες. Μ’ αυτόν τον τρόπο φαλκιδευόταν το συντεχνιακό προνό�ιο των γουναράδων, το οποίο στηριζόταν στον αποκλεισ�ό, από την αγορά της πρώτης ύλης, οποιουδήποτε τρίτου αγοραστή. Η από χρόνια γνωστή αυτή είδηση �ας επιτρέπει να βγάλου�ε δύο συ�περάσ�ατα. Πρώτον, αποδεικνύει, ότι η δραστηριότητα της συντεχνίας δεν ήταν απλώς ε�πορική (�εταπώληση έτοι�ου προϊόντος), αλλά παραγωγική (�εταποίηση της πρώτης ύλης)

51. Cεύτερον, ίσως εξηγεί γιατί ο κλάδος αυτός της παραγωγής έ�εινε σε

χριστιανικά χέρια και δεν τέθηκε υπό τον έλεγχο των γενιτσάρων, όπως έγινε �ε τον άλλο βασικό κλάδο παραγωγής στη Θεσσαλονίκη, τη βυρσοδεψία

52. Οι γενίτσαροι,

���������������������������������������� �������������������49

Η Ε. Βουραζέλη*Μαρινάκου, Αι εν Θράκη…, 37, ση�ειώνει δυστυχώς, χωρίς να αναφέρει, την πηγή της που θα ενίσχυε το συ�πέρασ�ά �ας, ότι “εν Θεσσαλονίκη ελειτούργουν αρτίως πολυ�ελείς και ισχυραί συντεχνίαι, εξ ων την πρώτιν θέσιν κατείχον αι συντεχνίαι των γουναράδων και α�πατζήδων, ων τα βιοτεχνικά προϊόντα έφθανον �έχρις Αλεξανδρείας και Βηρυττού”. Και στην Κωνσταντινούπολη, οι γουναράδες ήταν η πιο ση�αντική συντεχνία (ό.π., 52*55). Εισήγαν κατά τη Βουραζέλη*Μαρινάκου, γούνες από τη Ρωσία, τις επεξεργάζονταν και τις εξήγαν στη Βλαχία, Μολδαβία, Αυστρία, Ουγγαρία, Ολλανδία. “Και η Θεσσαλονίκη εξήγει ωραία γουναρικά”. Cυστυχώς, η συγγραφέας δε ση�είωσε από πού είχε τις πληροφορίες αυτές.�50

Βασδραβέλλης, 261*262.�51

Η περίπτωση να ασχολούνταν η συντεχνία �ε τη �εταπώληση της πρώτης ύλης, ως βασικό έργο της, πρέπει να αποκλεισθεί. Ο Φ. Μπωζούρ, Πίνακας του ε πορίου της Ελλάδος στην Τουρκοκρατία, σ. 135, προσδιορίζει ως τάξη �εγέθους την αγορά λαγοτό�αρων που είναι πολύ �ικρή. Η συνολική παραγωγή ήταν γύρω στις 10.000 οκάδες (1 οκά ζύγιζαν τα 9*10 δέρ�ατα) και η τι�ή ήταν 10*12 παράδες το ζευγάρι (40 παράδες = 1 γρόσι). Με τα δεδο�ένα αυτά, όλη η παραγωγή είχε αξία 15.000 γρόσια, η �ισή ήταν στα χέρια των Ελλήνων. Cεν είναι βέβαια δυνατόν κύκλος εργασιών τόσο χα�ηλός να συντηρούσε 141�ελή συντεχνία γουναράδων, �ε τόσο εύπορα �έλη. Οι αριθ�οί αυτοί είναι οι �οναδικοί που ση�ειώνει ο Μπωζούρ για τη γούνα. Όπως φαίνεται, ο γάλλος διπλω�άτης αγνοούσε τη γουνοποιΐα, προφανώς διότι τα προϊόντα της πουλιόταν όχι στο εξωτερικό, αλλά στα πανηγύρια της Μακεδονίας. Α. Βακαλόπουλου, Ιστορία του Νέου Ελληνισ ού, τό�ος C’, Θ. 1973, σελ. 498.�52

O Leake, που ταξίδεψε στη Θεσσαλονίκη στα 1806, αναφέρει ότι η κυριότερη βιοτεχνία στην πόλη ήταν τα βυρσοδεψεία, η εκ�ετάλλευση των οποίων είχει παραχωρηθεί προνο�ιακώς στο δεύτερο τάγ�α των Γενιτσάρων (Ikinci Orta). Κ. Σι�όπουλου, Ξένοι ταξιδιώτες στην Ελλάδα 180071810, Αθήνα 1975, τό�ος Γ1, σ. 441. Αλλά και η παραγωγή της τσόχας ήταν υπό την “προστασία” των γενιτσάρων, όπως παρατηρεί έναν αιώνα προηγου�ένως ο Souciet, βλ. Α. Ξανθόπουλου*Κυριακού, “Περιγραφή της Θεσσαλονίκης στα 1734 από τον Pere Jean*Bartiste souciet”, Μακεδονικά 8 (1968), 188. Τη φύση της παροχής “προστασίας” από τους γενίτσαρους προς τις συντεχνίες και την ανά�ειξή τους σ’αυτές εξηγεί ο Ρ. Μαντράν, Η καθη ερινή ζωή στην Κωνσταντινούπολη στον καιρό του Σουλεϊ άν του εγαλοπρεπούς, Αθήνα 1991, σ. 137 και 125. Ο καθηγητής Ν. Σαρρής, ό.π., τό�ος Α, σ. 504 κ.ε. είναι ακό�η πιο κατηγορη�ατικός: οι προϊστά�ενοι των συντεχνιών προέρχονταν από τους γενίτσαρους και ασκούσαν “προστασία” στη συντεχνία, ένα είδος “�αφίας” της εποχής. Γενικώς, οι σχέσεις γενιτσάρων και συντεχνιών ήταν στενότατες. Εξ άλλου, οι γενίτσαροι κατά τον 18

ο αιώνα δεν ήταν πλέον κατά κυριολεξία

στρατιωτικό σώ�α, αλλά �άλλον ένοπλη πολιτοφυλακή �ικρε�πόρων και �ικροβιοτεχνών. �

Page 14: 07Esnafs-libre.pdf

όπως είναι γνωστό, ανήκαν στο δόγ�α του “�πεκτασισ�ού”53

. Για τους οπαδούς αυτού του δόγ�ατος ό�ως, ο λαγός είναι ζώο απεχθές και το δέρ�α του αηδιαστικό

54. Ίσως

λοιπόν, γι αυτό οι χριστιανοί γουνοποιοί προτι�ούν αυτό το είδος δέρ�ατος55

, και γι αυτό η σε βάρος τους παρέ�βαση των εβραίων κερδοσκόπων ήταν ιδιαίτερα ενοχλητική. {στόσο, δεν αποκλείεται οι γενίτσαροι να έλεγχαν την γουνοποιία εξωπαραγωγικά. Στο κατάστιχο της κοινότητας, στη φορολογική κατηγορία των παρακεντέδων, περιλα�βάνεται και κάποιο πρόσωπο που προσδιορίζεται ως παραγιός του “γκιουρκτσί�παση”

56.

Ό�ως, ο όρος αυτός υποδηλώνει τον επικεφαλής των γουναράδων. Στο ση�είο αυτό ενδείκνυνται δύο παρατηρήσεις: Πρώτον, σ’ όλο το υπόλοιπο κατάστιχο, πουθενά δεν αναφέρεται η τουρκική λέξη “γκιουρτζής” αλλά �όνον η ελληνική “γουναράς” [πρβλ. “των ηνω�ένων γουναράδων”]. Εξάλλου, όπου �νη�ονεύεται κάποιος ως επικεφαλής χριστιανικής συντεχνίας, αναφέρεται ως “πρωτο�άστορας” και όχι ως “�πασή”

57.

Cεύτερον, αναρωτιό�αστε, γιατί ο παραγιός του γκιουρτζή*�πασή δεν καταχωρήθηκε στη συντεχνία των γουναράδων �όνον αυτός απ’ όλους; Κανένας από τους λοιπούς 278 παρεκεντέδες δεν φαίνεται να έχει σχέση �ε τη γούνα

58.

Είτε λοιπόν υπήρχε και �ουσουλ�ανική συντεχνία γουναράδων, �ε ένα �όνο χριστιανό παραγιό *ενδεχό�ενο �άλλον απίθανο, αφού από κα�ία άλλη πηγή δεν προκύπτει η ύπαρξη τέτοιας συντεχνίας. Εξάλλου, οθω�ανική πηγή του έτους 1804 �νη�ονεύει �όνον �ία συντεχνία γουναράδων. Είτε υπήρχε κάποιος �ουσουλ�άνος επόπτης των χριστιανών γουναράδων. Το τελευταίο είναι πιθανόν, αφού σχέσεις πατρωνίας του είδους αυτού φαίνεται πως υπήρχαν και σε άλλες χριστιανικές συντεχνίες

59.

{ς προς τους α�πάδες, ακό�η και ο Μπωζούρ που αγνοεί τη γουνοποιία [βλ. υποσ. 51], κάνει �νεία της βιοτεχνίας που υπήρχε στην εποχή του. Την αποδίδει ό�ως στους “γιουρούκους” συγχέοντας ίσως την παραγωγή της πρώτης ύλης, δηλαδή του �αλλιού, �ε τη �εταποιητική διαδικασία

60. Ο γάλλος πρόξενος διαπίστωνε ότι υπήρχε

κρίση στις εξαγωγές του α�πά61

. Η πληροφορία αυτή συ�βαδίζει �ε τη �εγάλη �είωση του αριθ�ού των α�πατζήδων, �είωση που, τεκ�ηριω�ένα πλέον, �πορού�ε να διαπιστώσου�ε ανά�εσα στις αρχές και στα τέλη του 18

ου αιώνα

62.

Ο Μπωζούρ αναφέρεται και στην εχθρότητα �εταξύ των γιουρούκων κτηνοτρόφων και των γενιτσάρων, εχθρότητα που σπεύδει να την αποδώσει στην ελληνική καταγωγή

���������������������������������������� �������������������53

Βλ. Μιρ�ίρογλου, Οι Dερβίσαι, χ.χ. Αθήνα, σ. 166 κ.ε.�54

Μιρ�ίρογλου, ό.π., σ. 103. �55

Στα 1753 ο �ητροπολίτης Θεσσαλονίκης απαγόρευσε στους Έλληνες να φορούν γούνες από λευκοϊκτίδα (Ermelino). Οι παραβάτες αφορίζονταν. Κ. Μέρτζιου, 363. Στην Κρήτη υπήρχε περιορισ�ός για τη χρήση γουνών από δέρ�α σκιούρων, Βουραζέλη*Μαρινάκου, ό.π., 53.�56

Κατάστιχο, σ. 60, “γιοβάνης κοντά εις τον γκιουρκτζί�παση” χρεώθηκε 90 γρόσια.�57

Βλ. τις υπογραφές σε δωρητήριο έγγραφο, καταχωρισ�ένο στο κατάστιχο, δη�οσιευ�ένο από τον Κ. Βακαλόπουλο, Ανέκδοτα ιστορικά…, σελ. 29: “Νικόλαος Χατζησκαρλάτου ή προτου�άστορις των �ισιρτζισλίδων”, “θηοδώρης θανάσης και προτο�άστορης τον ακτιρίδον”, “δι�ιτρός �πιγιοκλού και προτη�άστορις του ρουφέτι των στρακαλίδων(;)”, “κού�αρις του στα�άτι και προτο�άστορις του καντζιδόν”, “Χατζη�άρκος Ιωάννου και προτο�αστόρουρις του ρουφέτη τον γουναράδον”, “Χατζηγιαννακός πέτρο: προτο�άστορη των κεπεντζίδον”.�58

Πάνω από το 50% των παρεκεντέ του καταστίχου φέρει προσωνύ�ιο επαγγελ�ατικής προελεύσεως έναντι 2% των �ελών των �εγάλων ρουφετίων.�59

Έχου�ε επιση�άνει την περίπτωση των αρτοποιών, Ε. Χεκί�ογλου, “Ο επισιτισ�ός της Θεσσαλονίκης στα 1802”, Ελληνικός Βορράς, φ. 19.1.1992. Βασδραβέλλης, 383.�60

Μπωζούρ, ό.π., 164*165. Για τους Γιουρούκους βλ. Β. Cη�ητριάδη, “Η ανάπτυξη της κοινοτικής οργάνωσης των χωριών της Μακεδονίας και η φορολογική πολιτική του οθω�ανικού κράτους”, στον τό�ο Dιαχρονικκή πορεία, σ. 308*309, όπου και η σχετική βιβλιογραφία.�61

Ό.π.�62

Οι α�πατζήδες που �νη�ονεύονται στο κατάστιχο στα 1792 είναι λιγότεροι από τους �ισούς που �νη�ονεύονται στα 1714*1725, σύ�φωνα �ε τον κώδικα της �ονής Αγ. Στεφάνου των Μετεώρων (βλ. υποσ. 10).�

Page 15: 07Esnafs-libre.pdf

των τελευταίων63

, ένδειξη ότι του διέφυγε ο ρόλος των γενιτσάρων στην οικονο�ική ζωή της πόλης. Η διακίνηση του �αλλιού από την ύπαιθρο στην πόλη θα ήταν πολύ δύσκολη χωρίς τη �εσολάβηση των γενιτσάρων, για την οποία πάντως δεν υπάρχουν ά�εσες αποδείξεις

64.

Η ισχύς των συντεχνιών που προαναφέρθηκαν, αντανακλά και τη σύνθεση της ηγεσίας της κοινότητας. Από τα ονό�ατα που αναφέρει το κατάστιχο ως προεστούς*όπως έχου�ε ήδη ση�ειώσει*ο Χατζηδια�αντής Θω�ά και ο Νικόλας Σκαρλάτος είναι και οι δύο γουναράδες. Ο πρώτος �άλιστα είναι προστατευό�ενος της Νεάπολης ενώ ο δεύτερος της Ολλανδίας, υπό την τυπική ιδιότητά τους ως υπαλλήλων των διερ�ηνέων των αντιστοίχων προξενείων (βλ. υποσ. 41 και 42). Όπως φαίνεται από τον πίνακα 3, περιλα�βάνονται και οι δύο στους 14 πιο εύπορους Θεσσαλονικείς. Ο Χατζηπαναγιώτης Χατζηγεωργίου είναι κεπετζής, �ε εισφορά 900 γρ.

65. Οι τρεις

τουλάχιστον από τους πέντε προεστούς προέρχονται, δηλαδή, από τις συντεχνίες. Άλλος προεστός είναι ο Χατζηνικόλαος Γεωργίου

66. Τον συναντού�ε στα 1792 και στα

1797 να έχει την ιδιότητα του επιτρόπου της εκκλησίας του αγίου Νικολάου67

. Είναι ίσως συγγενής του προηγού�ενου, αφού έχουν το ίδιο πατρώνυ�ο (του Γεωργίου). Cεν τον έχου�ε ταυτίσει �ε τα ονό�ατα που αναφέρονται στο κατάστιχο. Είναι ίσως ο Χατζηνικολάκης, χωρίς άλλη προσωνυ�ία (πίν. 3, αρ. 25). Πριν κλείσου�ε, θα επιχειρήσου�ε �ία συνολική ανασκόπηση των πληροφοριών του κατάλογου των συντεχνιών (πίν. 1). Οι περισσότερες από τις χριστιανικές συντεχνίες που αναφέρονται, συνδέονται �ε το χώρο της βιοτεχνικής παραγωγής και του �ικρού ε�πορίου. Καλύπτουν τις βασικές ανάγκες των κατοίκων, την τροφή, την ενδυ�ασία, τη στέγαση. Η πρώτη ύλη των βιοτεχνιών προέρχεται, κατά κανόνα, από την κτηνοτροφία της γύρω περιοχής: �αλλιά και δέρ�ατα. Οι συντεχνίες που �νη�ονεύονται στο κατάστιχο είναι ανα�φίβολα όλες χριστιανικές και πιθανότατα αποκλειστικά χριστιανικές. Υπό το πρίσ�α αυτό, η χρησι�ότητα του καταλόγου δεν περιορίζεται �όνον στις ειδήσεις που περιλα�βάνει, αλλά*ακό�η περισσότερο*στα συ�περάσ�ατα που ε��έσως �πορεί να συνάγει ο προσεκτικός αναγνώστης του, σε συσχετισ�ό �ε άλλες πηγές. Στους δανειστές της ελληνικής κοινότητας περιλα�βάνονται και τρεις συντεχνίες: το “ισνάφι των καϊβετζήδων”, οι “�περ�πέρηδες” και οι “καβάφηδες”

68. Οι συντεχνίες

αυτές πρέπει να ήταν είτε �ικτές, είτε �ουσουλ�ανικές. Αξιοποιήσι�ες είναι, ως προς το ση�είο αυτό, και οι ειδήσεις που συνάγονται από τον κατάλογο των παρακεντέδων, ένα �εγάλο �έρος των οποίων καταγράφεται �ε επαγγελ�ατικό προσωνύ�ιο. Έτσι,

���������������������������������������� �������������������63

Μπωζούρ, ό.π.�64

Οι εκθέσεις του βενετού προξένου ασχολούνται συχνότατα �ε τις αυθαιρεσίες των γενιτσάρων και τις επιπτώσεις που αυτές είχαν στην καθη�ερινή, και ειδικώς στην οικονο�ική ζωή των κατοίκων. Στα 1756 π.χ. διαπιστώνει ότι το ψω�ί και όλα τα τρόφι�α είναι στη διάθεση των γενιτσάρων (Κ. Μέρτζιου, 376). Στα 1781 ση�ειώνει ότι οι γενίτσαροι έχουν το �ονοπώλιο των πυλών της πόλεως, από τις οποίες δεν επιτρέπουν να περάσει κανένα είδος, έστω και �ηδα�ινής αξίας, αν δεν δωροδοκηθούν, ακό�η και για είδη που έχουν πληρώσει δασ�ό (ό.π., 426). Στα 1786 “οι γενίτσαροι εξηγριώθησαν. Cεν υπακούουν εις κανένα και κά�νουν ό,τι θέλουν” (ό.π., 433). Στα 1787 “όλα τα τσαρσιά εκλείσθησαν και ο κόσ�ος περιωρίσθη εις τα σπίτια (ό.π., 437) ένεκα των ταραχών των επιστράτων. Στα 1789 έγιναν δύο λαϊκές εξεγέρσεις, �ε επικεφαλής γενιτσάρους λόγω της ελλείψεως ψω�ιού (ό.π., 446 και 448). Στα 1793 λα�βάνονται �έτρα από την Πύλη κατά των γενιτσάρων της Θεσσαλονίκης, �ετά από παράπονα της χριστιανικής και της εβραϊκής κοινότητας (ό.π., 455) αλλά η κατάσταση δεν αλλάζει και δύο χρόνια �ετά, ο πρόξενος φοβάται και πάλι πυρκαϊά ή αι�ατοκύλισ�α εκ �έρους των 2.000 γενιτσάρων της πόλης (ό.π., 462). Σ’ όλο αυτό το διάστη�α, η ύπαιθρος ελέγχονταν από συ��ορίες ληστών, επιστράτων, λιποτακτών κ.λ.π.�65

Κατάστιχο, 83.�66

Ό.π., 40.�67

Ό.π., 14 και Βασδραβέλλης, 349. Είναι επίσης έφορος του “πανουκλόσπιτου”, δηλαδή του ειδικού νοσοκο�είου για τα θύ�ατα της πανούκλας, ενώ έφορος των “έσω οσπιταλίων” είναι ο Γεώργιος Πάϊκος (κατάστιχο, 168 και 170).�68

Κατάστιχο, 4, 9 και 15 αντιστοίχως.�

Page 16: 07Esnafs-libre.pdf

λ.χ. υπάρχουν ανά�εσα στους παρεκεντέδες και 7 “καϊβετζήδες”, ση�άδι ότι η συντεχνία τους ήταν �ικτή και οι χριστιανοί που ήταν �έλη της φορολογούνται, από την κοινότητά τους, �αζί �ε τους ο�οθρήσκους τους και δεν ανήκουν στις χριστιανικές συντεχνίες. Αντιθέτως, δεν υπήρχε κανένας “καβάφης”, ούτε κανένας “�περ�πέρης” στα 279 ονό�ατα που �νη�ονεύει ο κατάλογος των παρακεντέδων. Τούτο βεβαίως αποτελεί ένδειξη ότι οι δύο αυτές συντεχνίες ήταν α�ιγώς �ουσουλ�ανικές. Ακό�η, στον κατάλογο των παρακεντέδων, υπάρχουν σε σχετικά �εγάλη συχνότητα, επαγγέλ�ατα όπως του αλατζιατζή, του �παξεβάνου, του καπνεργάτη [τουτουντζή ή στιβαδούρου], του τζουκαλά, του α�πελά, του καϊκτσή και του �ου�τζή [κηροποιού]. Οι αναφορές αυτές αποτελούν ενδείξεις ότι για τα παραπάνω επαγγέλ�ατα υπήρχαν �ικτές συντεχνίες. Από την άλλη �εριά, στους παρεκεντέδες περιλα�βάνονται και 5 ιδιοκτήτες καπηλειών, αν και στο συντεχνιακό κατάλογο υπάρχει συντεχνία “καπήλων”. Το ίδιο συ�βαίνει και �ε δύο βαρελάδες. Ίσως πρόκειται για πρόσωπα που ασκούσαν το επάγγελ�ά τους έξω από τις συντεχνίες για άγνωστους λόγους. Έτσι, παρατηρού�ε, �ε βάση όλες τις ενδείξεις, τις ακόλουθες περιπτώσεις ως προς τη σύνθεση των συντεχνιών: α. Α�ιγώς χριστιανικές συντεχνίες που καλύπτουν όλο το επάγγελ�α. β. Α�ιγώς χριστιανικές συντεχνίες που συνυπάρχουν �ε συντεχνίες αλλοθρήσκων. γ. Πάνω από �ία α�ιγή χριστιανική συντεχνία στο ίδιο επάγγελ�α. δ. Μικτές συντεχνίες. ε. Α�ιγείς �ουσουλ�ανικές συντεχνίες που καλύπτουν κατ’αποκλειστικότητα το επάγγελ�α. Προκύπτει έτσι η εικόνα ενός οικονο�ικού κόσ�ου κατακερ�ατισ�ένου, ανά�εσα σε ο�άδες �ε διαφορετικά έθι�α και γι’αυτό *όπως ακριβώς φαίνεται από το αντικεί�ενο του κατάστιχου*�ε διαφορετικές οικονο�ικές υποχρεώσεις. Κάτω από ποιες συνθήκες δη�ιουργούνται οι παραπάνω διαφοροποιήσεις, είναι ένα ερώτη�α που, προς το παρόν, παρα�ένει αναπάντητο. Οι �έχρι τώρα προσεγγίσεις έδωσαν ιδιαίτερη βαρύτητα στους εξωγενείς παράγοντες, κυρίως στους διοικητικούς �ηχανισ�ούς του οθω�ανικού κράτους. Συνέδεσαν έτσι αιτιωδώς, το συντεχνιακό �όρφω�α �ε τις ρυθ�ιστικές παρα�έτρους αναπαραγωγής της οικονο�ικής και κοινωνικής ζωής της οθω�ανικής αυτοκρατορίας

69. Πρόκειται για την παγίδα κάθε

λειτουργιστικής προσέγγισης: αποδίδονται, εκ των υστέρων, στα ιστορικά υποκεί�ενα, ιδιότητες που δεν είναι διόλου βέβαιο ότι πράγ�ατι είχαν στην εποχή τους. Από τη �ία πλευρά είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι συντεχνίες έπαιζαν ρόλο ρύθ�ισης και ελέγχου της αγοράς. Από την άλλη πλευρά, η πολυ�ορφία και η άναρχη εικόνα που σχη�ατίζεται από το συντεχνιακό κατακερ�ατισ�ό δε συ�βιβάζεται �ε το ρόλο αυτόν. Απέναντι στους γενικούς αυτούς προβλη�ατισ�ούς, πάντως, οι γνώσεις που έχου�ε για τις συντεχνίες της Θεσσαλονίκης είναι πολύ ελλιπείς. Αν συγκρίνει κανείς τα δεδο�ένα που παρουσιάσα�ε στην εισήγηση αυτή, �ε τον κατάλογο του στρατιωτικού φόρου του 1865

70, θα διαπιστώσει ότι οι τρεις βασικές

συντεχνίες του 1792 έχουν υποστεί �εγάλη φθορά και βρίσκονται στις τελευταίες κλί�ακες της συντεχνιακής ιεραρχίας. Είναι βέβαια η εξέλιξη αυτή απόκτηση των γενικών διαφοροποιήσεων που υπέστη ο ε�πορευ�ατικός το�έας στην κρίσι�η περίοδο του πρώτου �ισού του 19

ου αιώνα, περίοδο που πρέπει να ταυτίσου�ε �ε την

παρακ�ή του συντεχνιακού φαινο�ένου71

.

���������������������������������������� �������������������69

Κυρίως οι αναλύσεις του Baer, ό.π.�70

Κ. Βακαλόπουλου, “Χριστιανικές συνοικίες…” ό.π.�71

Πρβλ. Βουραζέλη*Μαρινάκου, 54*55.�