Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - r. m. rilke

233

Upload: aiol

Post on 08-Apr-2016

267 views

Category:

Documents


13 download

DESCRIPTION

Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φωνάζει, για να τον προσέξουν γράφει γράμματα: στο σπίτι του, στον κύριο φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυχαία γνώρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει ως τώρα, και περιμένει, να δει που θα του απαντήσουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν, θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δεν φτάνει πουθενά...

TRANSCRIPT

Page 1: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 2: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τίτλος πρωτοτύπου: Ewald Tragy

und andeve evrählungen

© 1987, Σ. 1. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E. Αθήνα, Σταδίου 5, Τηλ. 32.31.525—32.25.011

Page 3: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

ΕΒΑΛΝΤ ΤΡΑΓΚΥ και άλλα διηγήματα

Μετάφραση: ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ Σ. I. ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΣ & ΣΙΑ O.E. ΑΘΗΝΑ

Page 4: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 5: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ΠΟΛΗ, γεμάτη από αετώματα και πύργους, είναι παρά-ξενα χτισμένη: η μεγάλη Ιστορία αντηχεί άπειρα σ' αυτήν. Η ηχώ που παρατείνει τις ηχηρές μέρες της κάνει να δο-νούνται τα σβησμένα ντουβάρια. Λαμπρά ονόματα φωτί-ζουν, σαν μυστικό φως, τις προσόψεις των σιωπηλών πα-λατιών. Ο Θεός τυλίγεται με σκοτάδια μέσα στις ψηλές γοτθικές εκκλησίες. Ιερά λείψανα έχουν αποσυντεθεί μέσα σε ασημένια φέρετρα και κατακάθονται σαν γύρη ανάμεσα σταμετάλλινα φύλλα. Άγρυπνα σήμαντρα σημαίνουν κά-θε ώρα που περνά κ οι μονήρεις φωνές τους συναντούνται μέσα στη νύχτα. Γιοφύρια ρίχτηκαν πάνω από το κιτρινω-πό ποτάμι, που φαρδαίνει, πέρα από τις τελευταίες, ανα-μαλλιασμένες, από άχυρο και καλαμωτές, καλύβες, χττην καμπίσια χώρα της Βοημίας. ^Επειτα, χωράφια και πάλι χωράφια. Στην αρχή χωράφια λίγο ανήσυχα κι άθλια, που η κάπνια των τελευταίων, όλο θόρυβο, εργοστασίων φτάνει ως τα αυτιά και που τα σκονισμένα καλοκαίρια τους παρα-μονεύουν την πόλη. Μετά, δεξιά κι αριστερά από τις μα-κρές λεωφόρους με τις ψηλές λεύκες, υψώνονται όλο και πιο ψηλά τα κύματα των θημωνιών. Μηλιές, βασανισμένες από τις συγκομιδές των χρόνων της αφθονίας, προβάλλο-νται, ποικιλόχρωμες, πάνω στα σταροχώραφα. Στο πρώτο πλάνο, στην άκρη του δρόμου, ένα πατατοχώραφο, άσπρο από τη σκόνη, και, σαν το βραδινό ίσκιο που πέφτει αργά, ένα τρίγωνο από μενεξελιά λάχανα μαυρίζει μπροστά στη λόχμη. Έλατα κλείνουν σιωπηλά, μακριά, τον τόπο. Μι-κροί βιαστικοί άνεμοι, πολύ ψηλά, στον αέρα. Ολα τ' άλ-λα δεν είναι παρά ουρανός. Τέτοιος είναι ο τόπος μου...

19Θ0

Page 6: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 7: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Ο τ α ν ο μεγάλος ηθοποιός Νορίνσκι μπήκε, στις τρεις το απόγευμα, στο «Καφενείο το Εθνικό», απέναντι στο Τσεχικό Θέατρο της Πράγας, σκίρτησε ελαφρά, μα σχεδόν αμέσως φάνηκε στα χείλη του το πιο ακατάδεχτο χαμόγελό του: μέσα στον καθρέφτη, που έκοβε λοξά την ξυλεία του τοίχου, αντικριστά στην πόρτα, μια γωνιά, απομονωμένη από την κυρίως αίθουσα του καφενείου, ήταν κιόλας πια-σμένη, κ' εκεί, κάτω από μια γερτή μαρμάρινη κολόνα, α-ναγνώρισε έναν κοντούλη καμπούρη, που τα παράξενα μά-τια του, χωμένα σ' ένα άσκημο κεφάλι έμοιαζαν να παρα-κολουθούν με σταθερό βλέμμα τον καινουργιοφτασμένο. Η αλλοκοτιά αυτού του βλέμματος, που κανείς δεν ήξερε τι ανήκουστο έμοιαζε ν' αντανακλάται αόριστα στα βάθη του, τρόμαξε, για μια στιγμή, τον ηθοποιό. ' Οχι πως ανήκε στις ιδιαίτερα φοβιτσιάρικες φύσεις, μα εξαιτίας της στο-χαστικής και βαθιάς αφηρημάδας που ιδιάζει στους μεγά-λους καλλιτέχνες, σαν αυτόν, και που κάθε γεγονός πρέπει ν' ανοίγει, κατά κάποιο τρόπο, ένα δρόμο, περνώντας μέσα απ' αυτήν. Μπροστά σ' ένα πρόσωπο με σάρκα και οστά, ο Νορίνσκι δε δοκίμαζε πια τίποτα παρόμοιο. Επί ένα ολό-κληρο λεπτό, μάλιστα, μέτρησε από την κορφή ως τα νύ-χια τον καμπούρη, σκορπίζοντας, ταυτόχρονα, μ' ένα ύφος ανώφελα σπουδαιοφανές, χειραψίες, στους τακτικούς συ-ντρόφους του τραπεζιού του. Οι χειραψίες αυτές παίρνανε κάμποσο καιρό, γιατί η καθεμιά αναλυόταν σε τρεις κινή-σεις. Πράξη πρώτη: το χέρι του ηθοποιού αποκρίνεται, δι-στάζοντας, στην παράκληση των χεριών που του απλώνο-νται. Πράξη δεύτερη: το χέρι του μιλά με δύναμη στο χέρι

Page 8: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

που σφίγγει: «Νιώθετε τη σπουδαιότητα αυτής της στιγ-μής;». Πράξη τρίτη και κάθαρση: ο Νορίνσκι αφήνει καθέ-να, με τη σειρά του, όλα τα χέρια που του προσφέρθηκαν, παρατώντας τα με περιφρόνηση: «Ω! οι δυστυχισμένοι, οι ανυποψίαστοι...». Οι δυστυχισμένοι αυτοί ήταν, κατά σύ-μπτωση: ο Καράς, ο χλομός και μακρυλέλεκας κριτικός του «Τσας», που το χαραχτηριστικό γνώρισμά του ήταν έ-νας υπερβολικά μακρύς λαιμός και, όπως το είπε μια μέρα ένας κακεντρεχής Εβραίος συνάδελφος, ένα μήλο του Α-δάμ ιδιαίτερα ευγενικό, που συνώδευε κάθε μπουκιά, μέσα από τη μοναξιά του λάρυγγα ίσαμε την άκρη του λαιμού, όπου δεν μπορούσε πια να χάσει το δρόμο της, κ' ύστερα, εξυπηρετικό και πρόθυμο, ξανανέβαινε στο πόστο του, για να επαναλάβει την ίδια δουλειά με την επόμενη μπουκιά* ο Σιλέντερ, ο ωραίος ζωγράφος, που ζωγράφιζε τόσο θλιμμέ-να πράγματα* ο συγγραφέας Πάτεκ, ο ποιητής Μάχαλ και, τέλος, ο φοιτητής Ρέτσεκ, που καθότανε κάπως παράμερα, έπινε, από ένα μεγάλο ποτήρι, ζεστό «τκιάι», με πολύ κο-νιάκ, και δε μιλούσε.

Επιτέλους, ο Νορίνσκι φάνηκε ότι είδε και τον καμπού-ρη. Γέλασε:

—Ο βασιλιάς Μπόχους! Και με ειρωνική μεγαλοπρέπεια άπλωσε το χέρι του πά-

νω από το μαρμάρινο τραπέζι. Ο κοντός αναπήδησε και, για να μην κάμει τον ηθοποιό

να περιμένει, έστειλε, σε συνάντησή του, με υπερβολική βιάση, τα κίτρινα και παραμορφωμένα δάχτυλά του, με τέ-τοιο τρόπο, που τα δυο χέρια γυρέψανε, για μια στιγμή, το ένα τ άλλο, μέσα στον αέρα, σαν δυο πουλιά. Το πράγμα φάνηκε κωμικό στον Μπόχους, που άφησε ν' ακουστεί ένα τρεμουλιαστό και ραγισμένο γέλιο, μα που το έκοψε φοβι-σμένα αμέσως, μόλις είδε τα σημάδια της ευλογιάς στο μέ-τωπο του Νορίνσκι να χάνονται κάτω απ' οργισμένες ρυτί-δες. Ο ηθοποιός μουρμούρισε μερικές λέξεις, τράβηξε το χέρι του, χωρίς να 'χει πιάσει το χέρι του άλλου, κ είπε στον Καράς, μ' έναν τόνο που μαρτυρούσε την κακή του

Page 9: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

διάθεση: —Μα τι 'ναι αυτά τα σαλιαρίσματα που γράφετε, αγαπη-

τέ μου; Σας το είπα και σας το ξαναλέω: εγώ θα εξακολουθή-σω να παίζω τον Άμλετ, όπως τον έπαιξα χτες. Καταλάβε-τέ το καλά, αγαπητέ μου, πως εγώ παίζω τον ' Αμλετ μου.

Ο Καράς στραβοκατάπιε και μίλησε αόριστα για το πώς αντιλαμβάνονταν πολύ σημαντικά πρόσωπα το ρόλο του Άμλετ. Έφτασε ν' αναφέρει, λόγου χάρη, τ' όνομα του Καιντς...

Ο φοιτητής Ρέτσεκ άδειασε το ποτήρι του με μια βίαιη κίνηση κι ο Νορίνσκι είπε φλογερά:

—Μα τι σχέση μπορεί να έχω εγώ μ' ένα Γερμανό ' Αμ-λετ, αγαπητέ μου; Δε θα ισχυριστείς, βέβαια, πως δεν δι-καιούμαστε να έχουμε κ' εμείς τη γνώμη μας! Ο Σαίξπηρ είναι μήπως Γερμανός; Τι δουλειά 'χουν απάνω σ' αυτό οι Γερμανοί; Εγώ εμπνέομαι άμεσα από το αγγλικό πρωτότυ-πο.

—Και το σωστό είναι αυτό, είπε επιδοκιμαστικά ο Πά-τεκ, χαϊδεύοντας, με το περιποιημένο χέρι του, το κομμένο, σύμφωνα με την τελευταία λέξη της μόδας, μούσι του.

—Το κουστούμι σου, άλλωστε, και μιλώ από ζωγραφική άποψη, ήταν τέλειο, πρόσθεσε κι ο ωραίος ζωγράφος κα-ταπραϋντικά, έτσι, που ο Νορίνσκι στράφηκε ζωηρά προς το μέρος του.

—Ναι, χασμουρήθηκε με νωχέλεια, κ' ύστερα πρόσθεσε με φωνή που έδειχνε συγκατάβαση: Και τι γίνεται το θεα-τρικό έργο σας, Μάχαλ;

Ο ποιητής κοίταξε μια στιγμή σιωπηλά τον πάτο του πο-τηριού του με το αψέντι, κ' ύστερα αποκρίθηκε με γλυκιά και κλαψούρικη φωνή:

—Είναι άνοιξη. Ό λ ο ι περίμεναν μια πληρέστερη εξήγηση, μα ο ποιη-

τής είχε ξαναφύγει κιόλας για τον ωχρό κήπο των ονείρων του.

Κοίταζε το ποτήρι του με το αψέντι να μεγαλώνει αδιά-κοπα, ίσαμε που ένιωσε κι ο ίδιος στη μέση αυτού του οπα-

Page 10: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

λιόχροου φωτός, ανάλαφρος και διαλυμένος μέσα σε τούτη την παράξενη ατμόσφαιρα. Μόνο ο Σιλέντερ είχε πάρει στα σοβαρά αυτή την παντοδύναμη λέξη. Την ένιωσε, πά-νωθέ του, τόσο κοντά, που δεν μπόρεσε καν να μισοκλείσει τα βλέφαρά του. Στο βάθος του, σκεφτόταν: Θεέ μου, καθέ-νας θα μπορούσε να πει το ίδιο. Τι το ιδιαίτερο είπε, λοι-πόν; Κ' εγώ θα μπορούσα να πω: «Είναι...».

Δεν του δόθηκε ο καιρός να τελειώσει. Όλοι γελούσαν κι ο Σιλέντερ ανάσανε με ανακούφιση, όταν κατάλαβε από την έκφραση των άλλων πως δεν είχαν αποδώσει στη λέξη του Μάχαλ τόσο μεγάλη σημασία.

Ο Καράς στράφηκε προς τον ποιητή: —Θέλεις να πεις πως το έργο σου άνθισε; Στα λόγια αυτά, ο Μάχαλ αποχαιρέτησε τη Μούσα του

με μια υπόκλιση: «Με συγχωρείτε», και παράτησε με κρύα καρδιά τον οπαλιόχροο κόσμο του. Μα η παρεξήγηση ή-ταν, χωρίς άλλο, πολύ μεγάλη.

— Ό χ ι , αποκρίθηκε. Θέλω να πω, ότι είμαι πάρα πολύ θλιμμένος, τώρα. Θέλω να πω ότι είναι μια εποχή που η φύ-ση αποδοκιμάζει κάθε γίγνεσθαι, που είμαι κουρασμένος, κουρασμένος απ' αυτή την οδυνηρή βλάστηση.

—Μα, με συγχωρείτε —ο συγγραφέας χτύπησε ελαφρά με το κίτρινο γάντι του τον ώμο του ποιητή— δεν είναι βέ-βαια αδύνατο, μα έτσι είναι η άνοιξη;

Κι ο ζωγράφος σκέφτηκε: όχι, δεν είναι έτσι η άνοιξη. —Τον όμορφο Μάη μήνα... απάγγειλε ο ηθοποιός. —Άλλοτε, αποκρίθηκε, με μιαν ανάσα, ο ποιητής (και

με μια κίνηση του χεριού απόδιωξε αυτόν το μακρινό και-ρό), άλλοτε η άνοιξη ήταν άνοιξη. ' Οπως λέγεται στα πα-λιά ποιήματα, η άνοιξη ήταν φως, έρωτας, ζωή. Μα αυτός που το πιστεύει ακόμη, σήμερα, λέει απλούστατα ψέματα στον ίδιο τον εαυτό του.

«Τι κρίμα!» σκέφτηκε ο ζωγράφος. «Δεν υπάρχει πια ά-νοιξη, λοιπόν;».

Μα ο Μάχαλ ύψωσε, μέσα στο απομεσημεριάτικο φως, το πρόσωπό του, που ήταν παραμορφωμένο από μεγάλες

10

Page 11: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κόκκινες βούλες, κι από το παράθυρο διέκρινε ακριβώς τα σκαλοπάτια του Εθνικού Θεάτρου, όπου πηγαινορχότανε έ-νας αστυφύλακας. Δεν ήταν, βέβαια, για την ακρίβεια, αυ-τό που ήθελε να δείξει στους συνομιλητές του, μα είπε:

—Κοιτάξετε έξω. Αυτόν τον αγώνα με τον βλακώδη σβώλο της γης που πρέπει να κάμει καθένας από τους λε-πτούς κι αδύναμους βλαστούς για να φτάσει ως το καλο-καίρι του. Εδώ —κι ανασηκώθηκε αλαφριά— ο αφοπλισμέ-νος βλαστός που θέλει ν' ανθίσει, κ' είναι το μόνο δα που μπορεί να κάμει, δεν μπορεί παρά ν' ανθίσει, χωρίς να θέ-λει να ενοχλήσει κανέναν, κ' εν τούτοις όλα είναι εναντίον του : οι μαύροι σβώλοι της γης που δεν τον αφήνουν να περάσει παρά ύστερα από μακράν αναμονή, οι μέρες που αφήνουν να πέσουν πάνω του, στην τύχη, η ζέστα του ή-λιου, η βροχή κι ο άνεμος, κ' οι νύχτες που σιμώνουν αργά για να τον στραγγαλίσουν με τα παγερά δάχτυλά τους. Αυ-τός ο ύπουλος και θλιβερός αγώνας είναι η άνοιξη.

Ο Μάχαλ αναρρίγησε* τα μάτια του σβήστηκαν. Ο βα-σιλιάς Μπόχους είχε καρφώσει το βλέμμα πάνω του. Του φάνηκε πως ο ποιητής μίλησε με αδικία, και πολλές αντιρ-ρήσεις πλημμύρισαν τη σκέψη του. Είχε δοκιμάσει να ση-κωθεί και, ορθός και χαρούμενος, ν' αναλάβει την υπερά-σπιση της άνοιξης, που, παρ' όλα και παρ' όλ' αυτά, ήταν γεμάτη νίκες και ήλιο. Τόσο ωραίες σκέψεις του είχαν α-νεβεί στο κεφάλι, που ένιωσε τα μάγουλά του να ζεσταίνο-νται, μια στιγμή μάλιστα ξέχασε να πάρει και την ανάσα του. Μα ποιο το όφελος και να σηκωνόταν; Μόλις που θα τον διέκριναν, γιατί ο Μπόχους, καθισμένος στο ψηλό βε-λούδινο κάθισμα, φαινόταν σχεδόν πιο ψηλός απ' όσο αν στεκόταν όρθιος. Όμοια κ' η φωνή του ήταν ζήτημα αν θα έφτανε ως τ' αυτιά του Νορίνσκι* τέτοιες αποστάσεις την έκαναν κιόλας να μην είναι σίγουρη για τον εαυτό της και πετάριζε αδέξια σαν πληγωμένο πουλί. Έτσι, σώπασε, έ-σφιξε τα χείλη του, που έμοιαζαν σκαλισμένα πάνω σε ξύ-λο, κι άρχισε, όπως έκανε συχνά σαν ήταν παιδί, να παίζει σιωπηλά με πολλές μαλαμοκαπνισμένες σκέψεις, να υψώ-

11

Page 12: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νει ολόκληρα βουνά και πύργους, που από τα ψηλά κολονά-τα παράθυρά τους τον χαιρετούσαν τα όνειρά του. Κ' ήταν τόσο πλούσιος, που μπορούσε να υψώνει αδιάκοπα και-νούργια παλάτια, που κανένα δεν έμοιαζε ποτέ με το προη-γούμενο, κι αυτό δεν είναι λίγο, γιατί ο κοντός είχε αφοσι-ωθεί σ' αυτό το παιχνίδι πάνω από τριάντα χρόνια, αρχίζο-ντας από τα πέντε του, πάνω-κάτω, χωρίς να επαναλάβει ποτέ ό,τι είχε ήδη οικοδομήσει.

Την ώρα που ο Μάχαλ είχε, σίγουρα, χαθεί πάλι μέσα στο ποτήρι του με το αψέντι, οι άλλοι μιλούσαν, όλοι μαζί, για χίλια όσα κοινά, καθημερινά πράματα και πάνω απ' όλ' αυτά πλανιότανε, σαν ένα πουλί με ορθάνοιχτες φτερού-γες, η μπάσα φωνή του ηθοποιού. Μα ο Μπόχους, στη γω-νιά του, συνέχιζε την απολογία του της άνοιξης. Στην πραγματικότητα την άνοιξη δεν την είχε γνωρίσει παρά κά-τω από την όψη που είχε στον υγρό Λάκκο με τα λάφια ή στο κοιμητήρι της Μαλβαζίνκα* μια μέρα, πολύ μικρός α-κόμη, την είχε δει στην άγρια Χιάρκα, και σήμερα ακόμη διατηρούσε στο στήθος του μια διεισδυτική και παλιά ηχώ εκείνης της κυριακάτικης μέρας. Μα τι ευτυχία ήταν, χω-ρίς άλλο, να τη βλέπει εκεί που είναι η πατρίδα του, μακριά από την πόλη και την τύρβη της, κι ο Μπόχους ένιωθε ερε-θισμένος και πληγωμένος καθώς σκεφτόταν πως οι άνθρω-ποι αυτοί που ήταν γύρω του και που είχαν εν τούτοις δει πολλές χώρες, άφηναν να συκοφαντούν την άνοιξη. Δεν έ-πρεπε να τους το πει; Μα μια δισταχτική απόπειρα των χειλιών του χάθηκε, χωρίς ν' αφήσει ίχνη, μέσα στη γενι-κή σύγχυση της συζήτησης, κι ο Μπόχους δεν μπόρεσε να πει τίποτα περισσότερο. Σαν να φοβόντουσαν μήπως προ-δοθούν, οι σκέψεις του, με μιαν ανήσυχη σφοδρότητα, από-φευγαν την όμορφη συντροφιά, και, στη θέση της, μια εικό-να μόνο απασχολούσε το μυαλό του, που την εξέφραζε χω-ρίς κόπο και χωρίς να το προσέχει, άλλωστε, κανείς: «Ναι, ο πατέρας μου». Μια στιγμή κύλησε πριν ο καμπούρης εν-νοήσει καθαρά γιατί κείνη κει τη στιγμή ακριβώς ο νους του είχε πάει στον πατέρα του. Τον έβλεπε: Μέσα στον απέ-

12

Page 13: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ραντο μανδύα του από βοστρυχωτή γούνα, που ο γιακάς του έμοιαζε να συγχέεται με τη μεγάλη γενειάδα του, ο κ. Μπόχους περπατούσε με μεγάλα και σίγουρα βήματα μες στον ψηλό, πασπαλισμένο από φως, προθάλαμο του πα-λιού παλατιού της οδού του Πτερνιστήρος. Η χρυσή λαβή της ράβδου του σχεδόν άγγιζε τις χρυσαφένιες φράντζες του γύρου του καπέλου του, που κάτωθέ του αγρυπνούσαν, σοβαρά και προσεχτικά, τα μάτια του. Το φιλάσθενο παιδί στεκόταν, τότε, συχνά, πίσω από την πόρτα του θυρωρείου του πατέρα του, κι από μια χαραμάδα τον κοίταζε που ξε-περνούσε στο ανάστημα όλους τους άλλους, ακόμη και τον ίδιο το γηραιό πρίγκιπα, που μπροστά του ο πατέρας του έβγαζε με σεβασμό το καπέλο του, χωρίς εν τούτοις να υ-ποκλίνεται πολύ βαθιά. Ο Μπόχους, όσο κι αν βασάνιζε τη μνήμη του, δεν μπορούσε να θυμηθεί ένα φιλί ή ένα χαμό-γελο αυτού του ανθρώπου, μα το ανάστημά του κ' η φωνή του αποτελούσαν αναπόσπαστο μέρος των πιο σαφών συ-γκινήσεων των παιδικών χρόνων του. Γι' αυτό και θυμόταν πάντα τον πατέρα του κάθε φορά που λαχταρούσε να 'χει ένα απ' αυτά τα δυο πλεονεκτήματα του μακαρίτη, και σκεφτόταν: «Και το 'να και τ' άλλο τώρα δα μένουν άχρη-στα· δε χρειάζεται ούτε τη φωνή του ούτε το ψηλό του ανά-στημα. Γιατί τα πήρε μαζί του όλ' αυτά;». Και κάθε φορά που ο καμπούρης το σκεφτόταν αυτό, ένιωθε σαν αρπαγμέ-νος, παρασυρμένος, από τον εαυτό του. Οι σκέψεις του δεν ήταν πια μέσα του, έτρεχαν μπροστά του, κ' έπρεπε να τρέ-ξει αποπίσω τους, για να τις ξαναπιάσει. Μπορούσε να τις αφήσει να τρέχουν έτσι; Λαχανιασμένος, τις πρόφτανε κά-θε φορά στο ίδιο μέρος: ' Ηταν μια όμορφη φθινοπωριάτι-κη νύχτα, με γρήγορα σύννεφα. Το φευγαλέο φως ήταν α-κριβώς αρκετά υπομονετικό για να επιτρέψει στον Μπό-χους ν' αναγνωρίσει μια μαρμαρένια πλάκα, που πάνω της, ανάμεσα από τα πυκνά κλαδιά, μπόρεσε να διαβάσει: Βι-τεσλάβ Μπόχους, δουκικός θυρωρός. Και κάθε φορά που ο κοντούλης το διάβαζε, άρχιζε να σκάβει με τ' άπληστα νύ-χια του μέσα στη χλόη και το χώμα, ίσαμε που ένιωθε κου-

13

Page 14: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ρασμένος, όλο και πιο κουρασμένος, και πως η οσμή της νοτισμένης γης γινόταν όλο και πιο βαριά, όλο και πιο δροσερή, και πως τα νύχια του άρχιζαν να τσαγκρουνίζουν πάνω στο λείο ξύλο του μεγάλου κίτρινου φερέτρου. Και τότε οι σκέψεις του τον ανάγκαζαν να βλέπει τον εαυτό του να γονατίζει πάνω στο φέρετρο, μέσα στο σκοτεινό λάκκο, και να μένει αναποφάσιστος για κάμποσα δευτερόλεπτα. Ίσαμε που, τελικά, έβρισκε μια λύση: Θα έπρεπε να σπά-σει κανείς αυτή τη σανίδα, χτυπώντας τη με το κεφάλι του, όπως ακριβώς μπορούσε να σπάσει κ' ένα τζάμι. Μη και δεν τον κορόιδευαν πάντα εξαιτίας του τόσο γερού κρανίου του; Σ* αυτό, τουλάχιστον, το κρανίο του θ' αποδειχνόταν καλό. Κραχ! Η σανίδα υποχωρεί σαν τζάμι, κι ο Μπόχους απλώνει το φλογισμένο χέρι του και τραβά, μέσα απ' αυτή τη νοτισμένη σκοτεινιά, το στήθος του πατέρα του, το κρεμά, σαν θώρακα, από τους δειλούς ώμους του, και πάλι απλώνει το χέρι του και ψαχουλεύει, και ψαχουλεύει με συσπασμένα τα δάχτυλά του, βοηθιέται κι από το άλλο του χέρι, και δεν καταφέρνει να καταλάβει γιατί τα δυο ματωμέ-να χέρια του δεν μπορούν να βρουν τη φωνή του πατέρα τού στο φέρετρό του.

14

Page 15: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Τ Α ΠΡΩΤΑ ανοιξιάτικα βράδια, ο αέρας έχει μια υγρή δροσιά που επικάθεται απαλά πάνω σ' όλα τα χρώματα και τα ζωη ρεύει, κάνοντάς τα να χωνεύονται το ένα μέσα στο άλλο. Τα φωτεινά σπίτια στο μάκρος των κρηπιδωμάτων έ-χουν πάρει, όλα σχεδόν, τη χλομή χροιά τ' ουρανού και μόνο τα παράθυρα σκιρτούν από καιρό σε καιρό μέσα σε μια ζεστή φεγγεράδα και, συμφιλιωμένα, σβήνουν κατά το σούρουπο, όταν ο ήλιος παύει να τα ενοχλεί. Μόνο το κα-μπαναριό του Αγίου Βιτ μένει ακόμη όρθιο μέσα στο άρ-χαίο κ' αιώνιο τεφρό χρώμα του.

—Είναι ένα σινιάλο, αληθινά, είπε ο Μπόχους στο σιω-πηλό φοιτητή, επιζεί όλων των σούρουπων και παραμένει πάντα όμοιο με τον εαυτό του. Θέλω να πω: στο χρώμα, δε νομίζετε;

Ο Ρέτσεκ δεν είχε ακούσει τίποτα. Κοίταζε κατά τη γέ-φυρα της Μαλαστράνα, όπου την ώρα κείνη ακριβώς άνα-βαν τα φανάρια της.

Ο Μπόχους εξακολούθησε: —Γνωρίζω τη μητερούλα μου την Πράγα ως το βάθος

της καρδιάς της — ως το βάθος της καρδιάς της, ξανάπε, σαν να υπήρχε κανείς που αμφισβητούσε τα λεγόμενά του, γιατί χωρίς άλλο είναι η καρδιά της, τούτη δω η μεριά με τον Χράντχιν. Στην καρδιά βρίσκεται πάντα το πιο κρυφό μέρος, κ' υπάρχουν, βλέπετε, τόσα κρυφά πράγματα, εδώ σ' αυτά τα παλιά σπίτια. Θα σας το πω, Ρέτσεκ, γιατί είστε ντόπιος και δεν το ξέρετε ίσως. Μα υπάρχουν, στα σπίτια αυτά, παλιά παρεκκλήσια, Θεέ μου, και πόσα παράξενα α-ντικείμενα βρίσκονται σ' αυτά! Εικόνες, και καντήλες κι

15

Page 16: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ολόκληρα κιβώτια, δε λέω ψέματα, ολόκληρα κιβώτια γε-μάτα χρυσάφι. Κι από τα παλιά τούτα παρεκκλήσια υπό-γειοι διάδρομοι οδηγούν πολύ μακριά, κάτω από την πόλη, μπορεί κ' ίσαμε τη Βιέννη.

Ο Ρέτσεκ κοίταξε λοξά τον καμπούρη. —Στην ψυχή μου, ορκίστηκε αυτός, κ' έφερε το χέρι του

στο στενό, βασανισμένο στήθος του, ποτέ δε θα το πίστευα κι ο ίδιος εγώ, ποτέ. Μα μια μέρα το είδα* όχι σε παρεκκλή-σι, μα...

—Πού; ρώτησε ξαφνικά ο φοιτητής, μ' ένα τόσο αποφα-σιστικό ενδιαφέρον, που ο κοντός φοβήθηκε.

—Εσείς, βλέπετε, δε θέλετε να με πιστέψετε. Μα στο βά-θος-βάθος του υπογείου μας υπάρχει, κάπου, μια κοιλότη-τα, κατεβαίνεις δυο σκαλοπάτια ίσως, και βρίσκεσαι μπροστά σε μια τρύπα του τοίχου, τόσο μεγάλη ακριβώς ό-σο χρειάζεται για να μπορεί να περάσει κανείς μέσ' απ αυτή, με τα τέσσερα, φυσικά.

Το ραγισμένο γέλιο του Μπόχους έλιωσε. —Καλά, κ* ύστερα; επέμεινε ο Ρέτσεκ, που αμέσως μετά

πρόσθεσε με ηρεμότερη φωνή, ενώ την ίδια στιγμή τύλιγε ένα τσιγάρο με τα ευκίνητα δάχτυλά του: Κ' ύστερα;

—Δε θα τρύπωνα ποτέ εκεί μέσα. Θεός φυλάξοι! Μα το κερί που κρατούσα κατεβαίνοντας, μου ξέφυγε μια μέρα κ' έπεσε ανάμεσα σε κάτι ξερά καυσόξυλα, που βρίσκονταν εκεί από παλιά. Μαντεύετε το φόβο μου, Ρέτσεκ: ένα αναμ-μένο κερί μέσα σε παλιά ξερά ξύλα! Επιτέλους, το ξανα-βρίσκω* είχε σβήσει, φυσικά, μ' από το φόβο μου μην είχα βάλει φωτιά, εξακολούθησα να ψαχουλεύω. Κάπου θα μπορούσε να είχε πεταχτεί καμιά σπίθα. Έτσι, ξαφνικά, γλιστρώ μ' όλα τα ξύλα μου και βρίσκομαι καθισμένος μπροστά στο άνοιγμα. Κοιτάζω. Δεν είναι δυνατό! Κι άλλο υπόγειο; Ανάβω το κερί. Και βλέπω ένα πέρασμα που ο Θεός ξέρει πού οδηγεί. Ναι, μόνο ο Θεός το ξέρει.

Κατέβαιναν αργά το κρηπίδωμα του ποταμού, κατά την πέτρινη γέφυρα. Ο Ρέτσεκ τράβηξε μια βαθιά ρουφηξιά α-πό το διαπερασμένο ολόκληρο από υγρασία μικρό τσιγάρο

16

Page 17: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

του, κ' είπε, χωρίς να χαμηλώσει το βλέμμα του πάνω στον Μπόχους:

—Μα η τρύπα αυτή θα χτίστηκε από καιρό τώρα, δεν εί-ναι έτσι;

—Αν χτίστηκε; κακάρισε ο Μπόχους, αν χτίστηκε; Μό-λις που μπορούσε να συγκρατήσει τα γέλια του. Και ποιος, λοιπόν, θα την έχτιζε;

—Μα, καλά, δεν είπατε τίποτα σε κανένα για την ύπαρξη αυτού του περάσματος;

Ο φοιτητής έμοιαζε ερεθισμένος σχεδόν. Τα σκοτεινά μάτια του παραμόνευαν στο χλομό πρόσωπό του, σαν να 'θελαν να ριχτούν πάνω στην απάντηση του κοντού.

Ο τελευταίος αυτός είχε ξαναβρεί την ηρεμία του. —Φαντάζεσθε, βέβαια, πως το είπα στη μητέρα μου, αυ-

τό 'ναι αυτονόητο. Μα είπε: «Μια τρύπα; Και τι μας νοιά-ζει εμάς Μπόχους; Ξαναβάλε τα ξύλα στη θέση τους». Και, λοιπόν, ξανάβαλα τα ξύλα στη θέση τους. Κ' έχει δίκιο πέ-ρα για πέρα. Τι σχέση μπορεί να έχει με μας αυτή η τρύπα;

Ο φοιτητής επιδοκίμασε αφηρημένα, κ' ύστερα είπε γρή-γορα:

—Κάνει ακόμη κρύο, τον Απρίλη. Σήκωσε τους τετράγωνους ώμους του και κούμπωσε το

κιτρινωπό και παλιωμένο καλοκαιρινό παλτό που φορούσε ολόκληρο το χειμώνα.

—Δεν μπαίνομε σ' αυτό το καφενείο; Ένα «τκιάι» θα μας κάμει καλό. Ελάτε!

Γλίστρησε το χέρι του κάτω από το μπράτσο του καμπού-ρη και θέλησε να τον τραβήξει. Μα ο Μπόχους αντιστά-θηκε.

—Μα τι λέτε, τώρα, Ρέτσεκ; Τόση ώρα καθόμασταν στο καφενείο.

—Ναι, μα μ' εκείνους κει τους ανθρώπους —κι ο Ρέτσεκ στα λόγια αυτά έβαλε την έκφραση όλης του της περιφρό-νησης— θέλω να μιλώ με σας, κι όχι μ' αυτούς τους κυ-ρίους, μ' αυτούς τους «καλλιτέχνες».

—Μα τι λέτε εκεί! διαμαρτυρήθηκε, έκπληκτος, ο Μπό-

17

Page 18: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χους. Εγώ πιστεύω πως ο λαός μας μπορεί να είναι περή-φανος γι' αυτούς.

Ο Ρέτσεκ στάθηκε απότομα και χλόμιασε. —Οι άνθρωποι αυτοί θα έπρεπε μάλλον να είναι περή-

φανοι για το λαό μας. Αν θέλετε όμως, με πιστεύετε: αγνο-ούνται αμοιβαία, ο λαός αγνοεί αυτούς, κι αυτοί το λαό. Τι είναι, λοιπόν, παρακαλώ; Μήπως είναι Τσέχοι; Πάρτε έ-ναν, οποιονδήποτε, από δαύτους. Ο Καράς γράφει σε γερ-μανικές εφημερίδες για την τέχνη μας. Κ' η τέχνη μας, τ' είναι; Τραγούδια μήπως, όπως θα μπορούσε να τα τραγου-δήσει αυτός ο νεότατος, υγιής και μόλις ξυπνημένος λαός; Αφηγήσεις για τη δύναμή του, το θάρρος και την ελευθε-ρία του; Εικόνες του τόπου του; Ναι; Ποτέ, για όλο τον κό-σμο! Ιδέα δεν έχουν απ' όλα αυτά τούτοι δω οι κύριοι. Δεν ανήκουν στο σήμερα, όπως αυτός ο λαός που βρίσκεται α-κόμη σ' όλη του την παιδικότητα, γεμάτος επιθυμίες, και που δεν έχει πραγματοποιήσει ακόμα τίποτα. Ωριμάσανε μέσα σε μια μόνο νύχτα. Παραγέρασαν κιόλας. Αυτό δεν είναι απείρως πιο άνετο, από το ν' ακολουθεί κανένας το δρόμο του μέσα από την καταπίεση που υποφέρει ο λαός; Πετυχαίνει κανείς το σκοπό του άκοπα. Εισάγουν τα πάντα από το Παρίσι: τα φορέματα, τις σκέψεις και την έμπνευ-ση. Χτες ακόμη ήταν παιδιά, και σήμερα είναι νεαροί γέ-ροι, μπουχτισμένοι κιόλας. Ξαφνικά μάθανε τα πάντα. Και προσαρμόζουν την τέχνη τους σ' αυτή την κατάσταση. Ι-στορούν σκηνές φρίκης κι οργίων. Ζητούν το κορίτσι στη γυναίκα, και το εκθειάζουν στα μυθιστορήματα* κ' ύστερα, στα επιπόλαια τραγούδια τους, καταδικάζουν αυτό το κο-ρίτσι κ' εξυμνούν τον αρσενικόν έρωτα σε μαζικές στρο-φές. Και να που φτάνουν επιτέλους στο σκοπό τους: δεν ε-ξυμνούν πια, δεν καταδικάζουν πια. ' Ολ' αυτά τους κουρά-σανε. Τα ξεπέρασαν όλ' αυτά. ' Εγιναν μυστικιστές. Δε νι-ώθει πια κανείς στο σπίτι του, εδώ, στη Βοημία. Και γιατί όχι; ' Εχουν την πατρίδα τους, δεν ξέρω πού, στην πηγή, ας πούμε, όλης της ζωής. Είναι, δεν είναι παράξενο; Ενώ αυ-τός ο λαός ξεθεώνεται στην κούραση, και για πρώτη φορά

18

Page 19: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ανακαλύπτει πως είναι νέος κ' υγιής, και νιώθει όλη την ανήσυχη δύναμη της προέλευσής του που τρέχει μέσα στις φλέβες του, οι καλλιτέχνες βεβηλώνουν τη γλώσσα του καταχρώμενοι την άνοιξή του για να εκφράσουν μια πα-ρακμή μέσω της νοσηρής τέχνης τους.

Ο φοιτητής είχε ζεσταθεί μιλώντας κ' η φωνή του είχε βραχνιάσει. Δεν είχαν κουνήσει από κει που στέκονταν. Μερικοί περαστικοί άρχισαν να τους προσέχουν κ' ένας αστυφύλακας έριχνε πότε-πότε ένα δύσπιστο βλέμμα προς το μέρος αυτών των δυο παράξενων περιπατητών. Ο Μπό-χους, σιωπηλός, σήκωνε τα μάτια προς το φοιτητή, που του φαινόταν ότι ορθωνόταν ως τον ουρανό, τόσο ψηλά και τόσο περήφανα, όσο κ' εκεί κάτω, το παλιό καμπαναριό του καθεδρικού ναού.

Με φωνή αλλοιωμένη ξαφνικά, ο Ρέτσεκ, ερεθισμένος από την περιέργεια των περαστικών, είπε:

—Ελάτε, λοιπόν, στο καφενείο. Κι ο Μπόχους, υπακούοντας, σαν να τον είχανε προστά-

ξει, τον ακολούθησε. Μήτε που φαντάστηκε καν ότι μπο-ρούσε να πει όχι. Εν τούτοις, όταν σταμάτησαν πάλι μπρο-στά στην πόρτα του'μικρού καφενείου, είπε δειλά:

—Κύριε Ρέτσεκ, με συγχωρείτε, μα αληθινά δεν μπορώ. Η μητέρα μου, το ξέρετε, με περιμένει κάθε βράδυ.Και θ' ανησυχήσει, αν δε γυρίσω απόψε στο σπίτι. Έτσι είναι πλασμένη. Με συγχωρείτε...

Ο φοιτητής δεν τον άφησε να συνεχίσει:» —Αφού είναι έτσι, θα σας συνοδεύσω. Δε φαινότανε να κρυώνει καθόλου πια. Και κατευθύνθη-

καν προς την Μαλαστράνα. Σιωπηλοί. Όταν πέρασαν δί-πλα από τον αστυφύλακα, ο καμπούρης πρόσεξε πως ένα δύσπιστο και σκοτεινό βλέμμα του ακολούθησε τον Ρέ-τσεκ. Σήκωσε τα μάτια: μα ο φοιτητής είχε στρέψει κιόλας από την άλλη μεριά το κεφάλι του κ' έφτυνε, ενώ το μόνο που έμοιαζε να τον απασχολεί προπαντός ήταν πώς το σά-λιο του να φτάσει σ' ένα ορισμένο σημείο.

Ο Μπόχους σκεφτόταν ένιωθε μια συγγένεια στις ω-

19

Page 20: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ραίες σκέψεις που του είχαν έρθει το ίδιο εκείνο απόγεμα στο «Εθνικό», και σ' αυτά που είχε πει ή που θα έλεγε ακό-μη ο Ρέτσεκ. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε αυτό το αί-σθημα, μόλο που συναντούσε συχνά το φοιτητή* πάντα τον πίστευε βλάκα. Γιατί;' Ισως γιατί 'ταν μάλλον φιλήσυχος. Για τον ίδιο λόγο, χωρίς άλλο, που θεωρούσαν και τον ί-διον αυτόν τον Μπόχους, ασθενή τω πνεύματι. Μα πόσο ω-ραίο είχε γίνει το ισχνό κι άσκημο πρόσωπο του φοιτητή, όταν πρόφερε τα γεμάτα ενθουσιασμό λόγια του! ' Ο,τι στα χαραχτηριστικά του και στις χειρονομίες του έμοιαζε τε-τράγωνο και βαρύ, έπαιρνε έναν τόνο που τον ύψωνε ως το υπέροχο* γινόταν σοβαρός, αυταρχικός, απόλυτος. Αυτός ο ψηλός νέος άντρας, που είχε μεγαλώσει πολύ γρήγορα, που ήταν κακοθρεμμένος και κακοντυμένος, είχε πάρει, ξαφν̂ ι̂ 'α, στα μάτια του Μπόχους, μια στοιχειακή κ' αιώ-νια όψη, κ' ενώ βάδιζε πάλι, πλάι στον καμπούρη, ο τελευ-ταίος αυτός δεν έπαυε να νιώθει πως κείνη κει η μέρα ήταν ιδιαίτερα σημαντική και πως έπρεπε να συγκρατήσει στη μνήμη του την ημερομηνία της: Σάββατο, 17 Απριλίου. Η πεποίθηση αυτή μεγάλωνε μέσα του, μα, κατά κάποιο τρό-πο, στο τελευταίο βάθος της ψυχής του, ενώ, στο μπροστι-νό, ορθωνόταν το ίδιο του το Εγώ, υποκλινόταν κ' έλεγε στον Μπόχους: Όχι , δεν το παραδέχομαι, αντιτίθεμαι ρη-τά σ' αυτό. Δεν έχεις το δικαίωμα, αγαπητέ μου, να κρατάς για τον εαυτό σου όλους τους θησαυρούς που σου δίνω, σε σένα, τον Μπόχους. Εμπρός, δείξε τους. Μίλησε. Οι άν-θρωποι τιρέπει να ξέρουν πως είμαι πλούσιος. Ξέρω τι θέ-λεις να πεις. Είσαι άσκημος. Άρχισε, όμως, να μιλάς. Η ομιλία ομορφαίνει. Θα το δεις και μόνος σου. Θέλω να μου το υποσχεθείς. Κι ο φτωχός Μπόχους έδωσε το λόγο της τιμής του στον εαυτό του ότι θα μιλούσε. Κι ο Μπόχους ετοιμαζόταν κιόλας ν' αρχίσει, όταν ο φοιτητής σταμάτη-σε δίπλα του, και, με το δάχτυλο, έδειξε κάτι, πέρα από το Μολδάβα, που πάνω στα φουσκωμένα και σκοτεινά κύματα του ταλαντεύονταν χαμένα φώτα.

—Κοιτάξετε, εκεί πέρα, το Βυχεράντ, τον παλιό πύργο

20

Page 21: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

της οικογενείας των Λιμπούχια, κ' εκεί κάτω τον Χράντχιν και, πίσω μας, την εκκλησία του Τυν, όλ' αυτά τα ιερά. Αν οι κύριοι αυτοί φεύγουν προς το παρελθόν, όπως λένε πά-ντα, τότε γιατί όχι προς αυτό το παρελθόν; Γιατί μας μι-λούν πάντα γι' Ανατολή και Σταυροφορίες και σκοτεινό Μεσαίωνα; Ζήτημα αισθητικής, λένε. 'Οχι, λέω γω, ζήτη-μα καρδιάς. Δεν είναι τυχαίο τ' ότι τους συγκινούν μόνο τα μακρινά πράγματα κι ότι τα κοντινά, τα γνώριμα, δεν τους συγκινούν ποτέ. Είναι, απλούστατα, ξένοι. Κι ο λαός καλ-λιεργεί μ' ανησυχία την παλιά αδέξια παράδοσή του, που, παρ' όλες τις φροντίδες, από εγγονό σ' εγγονό, γίνεται όλο και πιο ωχρή, έτσι, που μόλις-μόλις γνωρίζει ακόμη τα ζω-ντανά πλούτη του τόπου του. Χωρίς άλλο, θα ήταν πάρα πολύ ταπεινωτικό γι' αυτούς τους μεγάλους κυρίους να ο-δηγήσουν αυτόν το λαό μπροστά στην ιερή κληρονομιά του, και να του πουν, με νέα και σαφή λόγια, τη μεγάλη α-ξία και την ιερή αξιοπρέπεια αυτής της κληρονομιάς.

Ο Μπόχους κοίταζε, με σταθερά μάτια, τις πέτρες του πεζοδρομίου, κ' είπε, σαν να εξανάγκαζε τον εαυτό του, σι-γά, διακοπτόμενος πολλές φορές από έναν αλαφρό βήχα:

—' Εχετε δίκιο, Ρέτσεκ, έχετε απόλυτα δίκιο. ' Ολ' αυτά δεν τα καταλαβαίνω και πολύ καλά, γιατί δεν είναι εντελώς τόσο απλά, όσο μοιάζουν στα λόγια σας. Μα έχ^ϋε δίκιο. Μερικές φορές έκαμα τις ίδιες σκέψεις κ' εγώ. Γιατί γρά-φουν έτσι, κι όχι αλλιώς; Εν τούτοις, αν μου επιτρέπετε, θα παρατηρήσω, ότι, γενικά, δεν ενδιαφέρει πολύ τ' ότι οι ποιητές μας δε μας λένε τίποτα για τον Χράντχιν και για την εκκλησία του Τυν. Πιστεύω, βλέπετε, ότι γνωρίζω κα-λά τη μητερούλα μου την Πράγα ως τα μύχιά της, κι αυτό χωρίς να μου το έχει πει ποτέ κανένας ποιητής. Αρκεί να μεγαλώσει κανείς ανάμεσα σ' αυτές τις εκκλησίες και τα παλάτια. Ο Θεός ξέρει πως δεν έχουν ανάγκη κανενός με-σίτη, που να μιλά γι' αυτές και γι' αυτά. Αρκεί να θέλει κα-νείς να τα εννοεί. Αχ, πόσες και πόσες ιστορίες δεν ξέ-ρουν! Θέλω, κάποια μέρα, αγαπητέ μου, να σας διηγηθώ μερικές απ' αυτές, ναι. Ή , ακόμη καλύτερα, πρέπει ν' α-

21

Page 22: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κούσετε τη μητέρα μου να τις διηγείται. Ο Ρέτσεκ έκαμε μια κίνηση γεμάτη ανυπομονησία. Ο

Μπόχους το πρόσεξε αμέσως και, για μια στιγμή, σταμά-τησε να μιλά, μα ξανάρχισε:

—Με συγχωρείτε. Αυτό που ήθελα να πω ακόμη είναι τούτο δω: Ναι, είναι, χωρίς άλλο, κρίμα για τον Χράντχιν, μα το ίδιο είναι και για κάθε τι άλλο που δεν ανήκει στο παρελθόν. Τούτοι δω οι δρόμοι, κι αυτοί οι άνθρωποι, και προπαντός τα χωράφια πίσω από την πόλη, κ' οι άνθρωποι εκεί πέρα. Ό λ ' αυτά τα έχετε δει, σίγουρα: ένα χωράφι, ξέ-ρετε, ένα χωράφι ατέλειωτο, θλιβερό και γκρίζο, κι από κοντά το βράδυ. Και τίποτ' άλλο, εκτός από κάμποσα δέ-ντρα και μερικούς ανθρώπους· και τα δέντρα είναι γερμένα, το ίδιο κ' οι άνθρωποι. Ή ακόμη κ' ένα λατομείο, σαν κι αυτά που είναι εκεί έξω, πέρα από τον Σμίχιοβ. Από ένα γυμνό και θλιβερό γήλοφο κυλούν τα χαλίκια, κι ο θόρυ-βος που κάνουν είναι ένα τραγούδι κι αυτός. Και, κάτω από το λόφο, ολάκερη τη μέρα, άνθρωποι κόβουν την γκρίζα πέτρα και κάνουν μικρούς, όμορφους, πολύ λείους, κύβους και δε βλέπουν παρά έναν πολύ θολό ήλιο μέσα από τα κε-ρατένια ματογυάλια τους. Κ' οι πιο νέοι, ανάμεσά τους, ξεχνιούνται καμιά φορά κι αρχίζουν να τραγουδούν σιγά. Ω! όχι τολμηρά κ' εύθυμα τραγούδια, μα ένα οποιοδήποτε τραγούδι που συνοδεύει, ή κι ακολουθεί, το ρυθμό της δου-λειάς τους, το «Κντε ντόμοβ μουν», λόγου χάρη, ή κάτι τέ-τοιο. Και τότε όλοι γροικούν. Μ' αυτό δεν κρατά πολύ. Ο νέος ξαναθυμάται γρήγορα πως η σκόνη από τις πέτρες που λειαίνονται είναι πολύ ερεθιστική για τους πνεύμονες, και σωπαίνει... Μα με συγχωρείτε...

Ο κοντός, σαν ενοχλημένος, κοίταξε γύρω του. Συνήλθε, βλέποντας το μάτι του φοιτητή καρφωμένο απάνω του σο-βαρό και προσεχτικό, και την προσοχή τούτη την εξήγησε σαν μια νίκη, γι' αυτό και συνέχισε με περισσότερη σι-γουριά:

—Ήθελα ακόμη να πω και τούτο δω: γιατί δεν το κά-νουν αυτό ζωγραφική, γιατί δεν το κάνουν ποίημα; Αφού

22

Page 23: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

είναι τσεχικό — αφού είναι θλιβερό... Ο Ρέτσεκ κούνησε το κεφάλι του κ' είπε: —Πιστεύετε πως ο λαός μας είναι πολύ θλιμμένος; Ο Μπόχους συλλογίστηκε. —Η αλήθεια είναι, έκαμε, πως γνωρίζω πολύ λίγα πράγ-

ματα, ποτέ δεν απομακρύνομαι πολύ από δω. Μα πιστεύω, παρ' όλ' αυτά...

—Γιατί; —Ρωτάτε γιατί; Θεέ μου! Και ρωτάτε εμένα γι' αυτό; Οι

γονείς είναι θλιμμένοι κ' είναι θλιμμένα και τα παιδιά, και παραμένουν. Μόλις μάθουν να περπατούν, βλέπουν κιόλας μπροστά στην πόρτα τους τον Ιωάννη Νεπομυκήνα που κρατά τον σταυρωμένο στην αγκαλιά του, και τη γέρικη ι-τιά στον όχτο του βάλτου του χωριού και τα λιοτρόπια στο μικρό κήπο, που μαραίνονται τόσο γρήγορα κάτω από έναν ειρηνικό ήλιο. Αυτό, όλ' αυτά, κάνουν κανέναν εύθυμο; Κ' ύστερα, από πολύ νωρίς κιόλας μαθαίνουν να μισούν. Οι Γερμανοί είναι παντού και πρέπει να μισούν τους Γερμα-νούς. Γιατί αυτό παρακαλώ; Το μίσος θλίβει. Οι Γερμανοί ας κάνουν ό,τι θέλουν τον τόπο μας οπωσδήποτε δε θα τον εννοήσουν ποτέ κ' επομένως ποτέ δε θα μπορέσουν να μας τον πάρουν. Στα σύνορά μας υπάρχουν, ίσως, μεγάλα δάση και ψηλά βουνά, όπου έχουν εγκατασταθεί οι Γερμανοί, δεν είναι έτσι; Μα τα δάση αυτά κι αυτά τα βουνά το μόνο που κάνουν είναι να κορνιζώνουν τον τόπο μας. ' Ο,τι βρί-σκεται μέσα στην κορνίζα, όλ' αυτά τα χωράφια, τα λιβά-δια, τα ποτάμια, όλ' αυτά είναι ο τόπος μας, όλ' αυτά μας ανήκουν, όπως τους ανήκουμε μ' ό,τι υπάρχει μέσα μας.

—Σαν σκλάβοι, έκαμε ο Ρέτσεκ περιφρονητικά. —Μην το λέτε αυτό, σας παρακαλώ. ' Οχι, όχι σαν σκλά-

βοι, σαν παιδιά... Σαν παιδιά, ίσως όχι πέρα για πέρα νόμι-μα, που δεν είναι δεχτά να παραλάβουν την κληρονομιά, για την ώρα τουλάχιστον. Μα εν τούτοις σαν παιδιά αυθε-ντικά και φυσικά. Θα το νιώθετε αυτό. Το λέτε κι ο ίδιος: ο λαός είναι ακόμη πολύ νέος και πολύ υγιής, θα γίνει επομέ-νως δυνατός και δε θα παραδοθεί. Είναι δυνατό, αυτός ή ε-

23

Page 24: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κείνος να 'ναι αλυσοδεμένος—σήμερα. Μ' αυτό 'ναι πε-ραστικό. Ξέρω πως ένας από τους παλιότερούς μας έγραψε «Τραγούδια των σκλάβων». Είχε άδικο. Κανείς τίμιος άν-θρωπος του λαού μας δε θα κάμει θόρυβο με αλυσίδες. Σί-γουρα όχι. Ακόμη και περπατώντας τις ανασηκώνει προ-φυλαχτικά, για να μη νιώθει η αγαπημένη γη τίποτα από τη θλίψη του... Έτσι φέρονται σε μας οι ειλικρινείς άνθρω-ποι.

Είχαν φτάσει μπροστά στην οδό της Γέφυρας, ανοίξανε δρόμο μέσα από το πυκνότερο πλήθος των περαστικών και πήραν γρήγορα το πρώτο λοξό σοκάκι. Στη λάμψη του πρώτου φαναριού του δρόμου ο φοιτητής κοίταξε μ' έκ-πληξη, που δεν προσπάθησε να την κρύψει, το σύντροφό του* κούνησε το κεφάλι του, κάτι σαν να 'τρίψε ανάμεσα στα χείλη του και είπε:

—Είστε ρήτορας, Μπόχους. —Ω! έκαμε ο κοντός, και το πρόσωπό του πήρε απότομα

την έκφραση ενός παιδιού που του έκαμαν δώρο. — Ό χ ι , σοβαρά, μ' αφήστε με να σας πω: ό,τι είπατε για

τους Γερμανούς... Αν είστε λογικός, μπορεί νά 'ρθει μέρα να σας χρειαστεί ο λαός μας.

—Τι; έκαμε ο Μπόχους, και θέλησε να γελάσει από έκ-πληξη και δειλία.^

Μα ο Ρέτσεκ, με σφιγμένα χείλη, τον κοίταζε σοβαρά και σιωπηλά. Ο καμπούρης δοκίμασε ξαφνικά μια συγκε-χυμένη αγωνία. Σίμωσε το φοιτητή και ψιθύρισε:

— Ό λ ' αυτά δεν είναι παρά εικασίες μου και μόνο. Τα πράγματα μπορεί να 'ναι κ' εντελώς διαφορετικά. Δε θα μπορούσα, φυσικά, να το πω με βεβαιότητα. Μη μου κακι-ώσετε γι' αυτό, κύριε Ρέτσεκ.

Και, ξαφνικά, ολότελα συντετριμμένος, κλαψούρισε: —Είμαι ένας φουκαράς, το βλέπετε. Αν ξέρατε πόσο α-

ξιολύπητος είμαι! Το πρωί κάνω αντίγραφα στη σύνταξη και το βράδυ μένω κοντά στη γρια μητέρα μου που δε βλέ-πει σχεδόν πια. Έτσι περνούν οι μέρες μου. Και την Κυ-ριακή, όταν βλέπω τη Φραντίσκα μου, ξέρετε πού πηγαί-

24

Page 25: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νουμε μαζί; Στο κοιμητήριο της Μαλβαζινκα. Εκεί που βρίσκονται, δίπλα-δίπλα, όλοι αυτοί οι πράσινοι σταυροί που ο ένας είναι όμοιος με τον άλλο. Δεν υπάρχουν παρά μόνο παιδιά σ' αυτό το μέρος του κοιμητηρίου και πάνω σε στενές πινακίδες από τσίνκο μπορεί κανείς να διαβάσει ένα οποιοδήποτε βαφτιστικό όνομα: «Ο μικρός Κάρελ» ή «Η μικρή Μαρία» κι από κάτω μια προσευχή. Κ' εκεί ακριβώς περνούμε την Κυριακή μας.

«Είμαστε μόνοι εδώ, μιλάτσκου», λέει η Φραντίσκα μου. «Ναι, Φραντίσκα», λέω, «είμαστε μόνοι εδώ». —Και ξέρω, παρ' όλ' αυτά, πως τριγυριζόμαστε από πε-

θαμένους. Μα τι σημασία έχει! Πάντα υπάρχει κάτι ανάμε-σα σε μας και σ' αυτούς, πότε η άνοιξη, πότε το χιόνι. Ναι, ξανάπε, δεν είμαι παρά ένας φουκαράς.

—Ελάτε, ελάτε τώρα, αποκρίθηκε παρηγορητικά ο Ρέ-τσεκ.

Είχαν κιόλας φτάσει μπροστά στο σπίτι, που κάτω από τη στέγη του ο Μπόχους κρατούσε δυο κάμαρες μαζί με τη γρια μητέρα του. Ο φοιτητής έμοιαζε να βιάζεται να ξανα-φύγει.

—Δε μου κακιώσατε, κύριε Ρέτσεκ; παρακάλεσε άλλη μια φορά ο καμπούρης.

—Μα δεν έχω κανένα λόγο να κακιώσω μαζί σας, απο-κρίθηκε αυτός μ' απότομη φωνή. Καληνύχτα. Θα σας δω αύριο στο καφενείο, δεν είναι έτσι;

—Ναι, αύριο, μόλο που η Κυριακή είναι η μέρα που η Φραντίσκα... Ναι, καληνύχτα.

Ο Ρέτσεκ που είχε κάμει κιόλας κάμποσα βήματα, ξανα-γύρισε πίσω ξαφνικά. ' Εβαλε το ταραγμένο χέρι του στον ώμο του κοντού και πρόσθεσε, χωρίς ιδιαίτερο τόνο:

—Πραγματικά, κεντρίσατε την περιέργειά μου, Μπό-χους, με την ιστορία που μου είπατε για το υπόγειό σας, ναι, αυτό με μπερδεύει. Δε θα μου δείξετε καμιά μέρα το υ-πόγειό σας;

—Το υπόγειο; —Ναι, ξέρετε, εκείνη την τρύπα...

25

Page 26: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Ω! μα χωρίς άλλο, αν θέλετε. —Καλά, και πότε; —Όποτε θέλετε. —Αύριο το πρωί. —Αύριο το πρωί! Και συμφώνησαν μια ορισμένη ώρα.

26

Page 27: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΚΆΝΕΙς δεν είχε αντιληφθεί τον Μπόχους, που, το πρωί κείνης της Κυριακής, οδήγησε έναν πρωινό επισκέπτη στο υπόγειο του παλιού και σκοτεινού σπιτιού της οδού Αγίου Ιερωνύμου. Κ' οι δυο είχαν κατεβεί μ' όλες τις δυνατές προφυλάξεις, σαν να 'ταν να μην ξυπνήσουν κανέναν κοι-μισμένο. Παραμέρισαν τα ξύλα κ' ύστερα, ο επισκέπτης, που ήταν υπερβολικά σιωπηλός, είχε χωθεί μέσα στο μυ-στικό πέρασμα. Ο καμπούρης στεκόταν και τον κοίταζε ν' απομακρύνεται. Για ένα ακόμη λεπτό, το άνοιγμα παράμε-νε φωτισμένο, κ' ύστερα οι ακτίνες του φωτός σβήστηκαν στις γωνιές των ντουβαριών, κάμποσες ανταύγειες πετάρι-σαν μέσα στο σκοτεινό χώρο, έπεσαν πάνω στα τοιχώματα και βούλιαξαν μέσα στην ατέρμονη σκοτεινιά. Ο Μπόχους τέντωσε το αυτί. Τα βήματα ακούγονταν όλο και πιο μα-κρινά. Ξαφνικά φοβήθηκε. Σκέφτηκε· γιατί το κάνει αυτό; Στο τέλος δεν άκουγε τίποτα πια, κι άρχισε να φωνάζει τον Ρέτσεκ. Τα λόγια του είχαν έναν παράξενο ήχο* είχαν μέσα τους τους χτύπους της καρδιάς του, που τους ένιωθε ανε-βασμένους στο λαιμό του, και που γίνονταν όλο και πιο ταραγμένοι, πιο βίαιοι.

—Προσοχή, Ρέτσεκ. Ρέτσεκ, μην πηγαίνετε πιο πέρα. Μα τι κάνετε, λοιπόν; Μη συνεχίζετε άλλο. Εδώ, εδώ. Μ' ακούτε; Ιησού, Μαρία, πού είστε; Μην κάνετε κουταμάρες, ποτέ δεν ξέρει κανείς...

Ξαφνικά, ολόκληρο το φως του φαναριού έπεσε πάνω του. ' Ηταν τόσο απροσδόκητο, που τα σημάδια του φόβου του δε χάθηκαν αμέσως και μες στην ταραχή του η έκφρα-σή του παρουσίαζε κάτι σχεδόν κωμικό. Ο Ρέτσεκ, μ' ένα

27

Page 28: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πήδημα βρισκόταν πάλι κοντά του, μα έμοιαζε να μην πο-λυγνοιάζεται για την παρουσία του. Μια σίγουρη ικανο-ποίηση έλαμπε στα σκοτεινά μάτια του, μα έσβησε γρήγο-ρα, για να πάρει τη θέση της εκείνη η κλειστή και σοβαρή έκφραση, που απολίθωνε κάθε χαρακτηριστικό της φυσιο-γνωμίας του.

—Ε, λοιπόν; πρόφερε επιτέλους ο Μπόχους, και ξαναπή-ρε το φανάρι από το χέρι του άλλου, για να 'χει το φως πο-λύ κοντά του και να νιώθει, έτσι, πιο ασφαλισμένος.

Ο φοιτητής του φάνηκε ξαφνικά βλάκας, κωμικός σχε-δόν όταν παρατήρησε, άλλωστε, πως μέσα στο φόβο του είχε καταλήξει να γυρεύει να δει το πέρασμα πολύ μακριά από το μέρος που βρισκόταν, ο τρόμος του διαλύθηκε αμέ-σως, λιώνοντας, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στο ξέσπασμα ενός μεταλλικού κι ατέρμονου γέλιου. Τώρα ήταν διατε-θειμένος να τα πάρει όλα από τη γελαστή τους όψη και τον διασκέδαζε να βλέπει το φοιτητή να σωριάζει πάλι τα ξύλα μπροστά στη μυστική δίοδο με κινήσεις γεμάτες συνετή α-ξιοπρέπεια. Καθώς ξανανέβαιναν, προσκάλεσε τον Ρέτσεκ να περάσει, για λίγη ώρα, στο σπίτι του. Η μητέρα του, εί-πε, θα ήταν χωρίς άλλο εκεί, κι ο Ρέτσεκ δε θα μετάνιωνε αν άκουγε μερικές ωραίες ιστορίες, παίρνοντας ίσως και κανένα ποτηράκι «γκίλκα» (γιατί είχαν, καμιά φορά, και κά-τι τέτοιες πολυτέλειες).

Ο φοιτητής όμως δικαιολογήθηκε με λίγα λόγια: είχε κά-ποια δουλειά, θα ερχόταν μιαν άλλη φορά. 'Ο,τι είχε δει του κίνησε ζωηρά το ενδιαφέρον κ' ευχαριστούσε τον Μπό-χους πολύ γι' αυτό. . Τούτος δω φάνηκε εξαιρετικά απογοητευμένος* θα του ά-ρεσε τόσο πολύ να μιλήσουν τώρα. Μα ο Ρέτσεκ δεν τον άφησε ν' αρχίσει τα παρακάλια. Χαιρέτησε με μια βιαστι-κή κίνηση και, κατεβαίνοντας, άκουσε τον καμπούρη που, ξανανεβαίνοντας με μεγάλες δρασκελιές και φτάνοντας στο πρώτο πάτωμα, φώναξε σε κάποιο γείτονα ένα ηχηρό «καλημέρα». Ο φοιτητής, ξανανηφόρισε με γρήγορο βήμα την οδό της Γεφύρας. Ανάμεσα στους περιπατητές η δική

28

Page 29: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

του βιάση ξάφνιαζε κ' η μαύρη και λυγερή σιλουέτα του έμοιαζε να προχωρεί στηριζόμενη πάνω στο φωτεινό και νωχελικό κύμα του πλήθους, που κατευθυνόταν προς την εκκλησία του Αγίου Νικολάου.

Μέσ' απ αυτό το κυριακάτικο πλήθος, πρόβαλε, λίγο αργότερα, κ' η άθλια φιγούρα του βασιλιά Μπόχους. Οι πιο πολλοί τον ήξεραν σ' αυτά τα μέρη, καθώς και το πα-ρατσούκλι που του είχε δοθεί, μόνο ο Θεός ξέρει γιατί, από τον καιρό του σχολείου. Και γινόταν, κάτι χαμίνια, χωρίς έλεος μέσα τους, να του φωνάζουν το παρατσούκλι του, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν φορούσε την κυριακάτι-κη ρεντικότα του, που τον έκανε ακόμη πιο άσκημο και πιο χτυπητό. Μα ο καμπούρης, χωρίς να χάνει τίποτα από την αταραξία του, εξακολούθησε να βαδίζει μέσα στο πλήθος, κ' ύστερα ξαναγύρισε τα μπρος-πίσω και πήρε το δρόμο, χαμογελώντας πάντα, προς την παλιά πόλη. ' Ηθελε να συ-ναντήσει κανένα γνωστό, ένιωθε τη διάθεση να εξηγήσει σε κάποιον πως η ζωή, παρά τα ελαττώματά της, είχε εν τού-τοις και τα καλά της, πως οι Τσέχοι ήταν ένας λαός φιλό-πατρης και θαυμαστός, κ' η Πράγα μια πόλη... (Κοιτάξετε μάλλον αυτό το Ρουντολφίνουμ, θα έλεγε)... μια πόλη που δεν είχε την όμοια της σ' όλο τον κόσμο. Τις περισσότερες πιθανότητες να συναντήσει κανέναν τις είχε στην οδό Φερδινάνδου και στο Βουλεβάρτο, που από τα φαρδιά πε-ζοδρόμιά του περνά ολόκληρη η σύγχρονη Πράγα το από-γεμα της Κυριακής, και πήρε αυτή την κατεύθυνση με την ελπίδα πως κάποιον θα ' παίρνε το μάτι του, έστω και τον Μάχαλ ή τον Πάτεκ.

Μόλις πήγε ο νους του στον τελευταίο αυτόν, τον ανα-γνώρισε κιόλας. Ο κοσμικός συγγραφέας περπατούσε λίγα βήματα μπροστά του. Φορούσε ένα καινούργιο ανοιχτό-γκριζο κουστούμι, που κάτωθέ του προφύλαγε, χωρίς άλλο, την κάπως ανήσυχη άνοιξή του, κ' η τσάκιση του παντα-λονιού, που τα βήματά του δεν την τάραζαν ούτε το πιο λί-γο, έφτανε ως τα φρεσκοβερνικωμένα σκαρπίνια του, αξιο-ποιώντας τα με πολλή χάρη. ^Οταν ο Μπόχους τον πλη-

29

Page 30: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σίασε, ο Πάτεκ έφερε ένα ανέμελο και γαντοφορεμένο χέρι (καφέ ανοιχτό 6 3/4) στο γύρο του χαμηλού καπέλου του, και δε φάνηκε πολύ διατεθειμένος ν' αρχίσει συζήτηση. Μα ο Μπόχους ήταν τόσο ευτυχισμένος που είχε βρει κά-ποιον, ώστε ξέχασε τη δειλία του και, χωρίς να περιμένει να του το πουν πρώτα, συνόδεψε το συγγραφέα. Ο Πάτεκ άφηνε, από καιρό σε καιρό, να πέφτει μια λέξη πάνω στον κοντό σύντροφό του, που την έχανε δηλαδή, γιατί δε γνοιαζόταν, αν ο καμπούρης άρπαζε ή όχι αυτά τα πολύτι-μα ψίχουλα. Αντίθετα, αυτός εδώ μιλούσε ασταμάτητα, και δεν ξανάσαινε παρά, πότε-πότε, αφήνοντας ένα δυνατό γέ-λιο. ' Ολα ήταν γι' αυτόν ένα πρόσχημα, για να μιλά. Οι αστεϊσμοί του, που δεν ήταν πάντα ιδιαίτερα ευτυχείς, τραβούσαν την προσοχή δεξιά κι αριστερά, ή εξόργιζαν, κι ο κομψός νεαρός συγγραφέας, που σκόρπιζε πολυάριθ-μους χαιρετισμούς προς όλες τις μεριές, ένιωθε αρκετά ντροπιασμένος από τη συντροφιά αυτού του «ελλιπούς προλεταρίου», όπως συνήθιζε ν' αποκαλεί τον Μπόχους. ' Ετσι, στο πρώτο σταυροδρόμι που έφτασαν, έκαμε πως α-ναγνώρισε κάποιο φίλο του στην αντίθετη μεριά του δρό-μου, μισόκλεισε τα μάτια, μουρμούρισε μερικά ακατάλη-πτα λόγια κ' ^φυγε πριν ο Μπόχους το πάρει καν μυρουδιά.

Ο καμπούρης, στην αρχή, εξακολούθησε το δρόμο του, ύστερα, σε καμιά δεκαριά βήματα απόσταση, στάθηκε, γύ-ρεψε, με τα μάτια, μέσα στο πλήθος, τη σιλουέτα του φυγά-δα κ' είδε πως ο Πάτεκ ήταν μόνος. Το γέλιο έσβησε τότε από το φαρδύ πρόσωπό του* πέταξε μια βρισιά σε κάποιον μέσα στο πλήθος που, περνώντας, τον είχε σπρώξει, κ' ύ-στερα, με πεσμένους ώμους, χώθηκε σ' έναν πλαϊνό δρόμο, όπου δεν υπήρχε μήτε ήλιος μήτε άνθρωπος. Δάκρυα ανά-βρυσαν από τα μάτια του. Μια στιγμή, σκέφτηκε να πάει να βρει τον Σιλέντερ στο ατελιέ του. Αυτός πάντα τον ανεχό-ταν. Ακόμη κι όταν ο ζωγράφος ήταν αληθινά απασχολημέ-νος, μπορούσε να καθίσει μ' ένα οποιοδήποτε άλμπουμ σε μιαν άνετη γωνιά του μεγάλου δωματίου και να κοιτάζει ει-κόνες επί ώρες ολόκληρες, ή να περπατά τα βλέμματά του

30

Page 31: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στο μάκρος των κορνιζών της οροφής, που κάτωθέ της συμβιβάζονταν τα πιο ετερόκλητα αντικείμενα κάτω από το πυκνό πέπλο μιας σκόνης που είχε σωριαστεί εκεί από χρόνια. Στο ατελιέ του Σιλέντερ είχε περάσει ολόκληρες ώρες, χωρίς να προσέχει κανείς την παρουσία του, κι όταν έβρισκε κάπου ένα κομμάτι βελούδο ή αστραφτερό, πολύ-χρωμο μεταξωτό, δεν το άφηνε από τα μάτια του, ίσαμε που ο ζωγράφος του το έκανε ευχαρίστως δώρο. Τότε ανέβαινε, τρέχοντας, τη σκάλα του σπιτιού του, τρελός από ανυπο.-μονησία, φόραγε αυτό το κομμάτι το ύφασμα και κοιταζό-ταν στον καθρέφτη. Ναι, ο φουκαράς ο Μπόχους έκρινε τη μαύρη ρεντικότα του, που ήταν πολύ παλιά πράγματι, ε-ντελώς ανεπαρκή για κυριακάτικο ρούχο και, ολότελα παιδί κιόλας, ονειρευόταν να μπορεί να πηγαίνει στον κό-σμο ντυμένος μ' εξαίσια και σπάνια φορέματα. Μη και τον καιρό που πήγαινε σχολείο δεν υπηρετούσε τη λειτουργία, για να 'χει την ευκαιρία να φορεί το φελόνιο; Και δε θέλη-σε να πάει στρατιώτης, επίσης, μόνο από αγάπη για τη στολή; Ό λ α αυτά πήγαινε καιρός που είχαν περάσει, και δεν μπορούσε πια να ελπίσει ότι θα φορούσε ποτέ, με την ευκαιρία των πιο μεγάλων εορτών, τίποτ' άλλο, εκτός από τη μαύρη, παλιά και φθαρμένη ρεντικότα του, εφόσον του-λάχιστον η Φραντίσκα δεν αποφάσιζε ακόμη να τον πα-ντρευτεί. Για μια τέτοια εορτή θ' αποφάσιζε, βέβαια, να παραγγείλει ένα καινούργιο ένδυμα και θα έλεγε μάλιστα να του το γαρνίρουν μ' ένα φαρδύ βελούδινο γιακά. Το κε-ντημένο σακάκι του πατέρα του, που ο Μπόχους θα το έδι-νε να του το επισκευάσουν, το κράταγαν φυλαγμένο γι' αυ-τή τη μεγάλη μέρα. Δεν επρόκειτο να σπαταλήσει ανώφελα χρήματα. Μα θα 'ρχόταν, άραγε, ποτέ αυτός ο καιρός;... Την τελευταία Κυριακή, του κάκου περίμενε ο Μπόχους τη φίλη του. Κι αν δεν ερχόταν και σήμερα ακόμη στο ραντε-βού;

Να πώς έχουν τα πράγματα, στα φτωχά κοιμητήρια, ό-που κανένα μαρμάρινο μνημείο δε στολίζεται από το επι-δέξιο χέρι του καλλιτέχνη κηπουρού: η άνοιξη μπαίνει μέ-

31

Page 32: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σα στο κοιμητήριο μ' όλη της την αθωότητα κι ο τελευ-ταίος θόρυβος που ακούει είναι το τρίξιμο της σκουριασμέ-νης σιδερένιας πόρτας. Δεν υποπτεύεται καν πού βρίσκε-ται. Μα της αρέσει ανάμεσα σ' αυτούς τους τόσο ήσυχους τοίχους, που η ζωή συνεχίζεται πέρα από δαύτους, και πλάι σ' αυτούς τους μικρούς αγγέλους από οπτή, γυαλιστερή γη, που έχουν ενώσει τα χέρια τους και της απευθύνουν τις προσευχές τους. Σε ποιον άλλο θα προσεύχονταν; Το ίδιο και για τους νεαρούς, δειλούς ανέμους, δεν υπάρχει καλύ-τερο στήριγμα απ' αυτούς τους σταυρούς που μπορούν να τρίβονται πάνω τους, όταν μάλιστα είναι αρκετά μεγάλοι. Κι όπως, παρ' όλ' αυτά, εκεί μέσα νιώθει πολύ άνετα, η ά-νοιξη μεγαλώνει πιο γρήγορα εδώ, παρ' όσο αλλού. Το μι-κρό ανάστημα του Μπόχους χανόταν, εν πάση περιπτώσει, πραγματικά, μέσα στο πλήθος τις πριμαβέρες και τις ανε-μώνες, και πάνωθέ του ο άνεμος παραμόνευε σε κάθε δέ-ντρο, που άνθιζε, πριν ακόμη πετάξει φύλλα, και, από και-ρό σε καιρό, του έστελνε και κανένα λουλούδι εκεί που κα-θόταν και ταλάντευε τόσο πονηρά τα χαριτωμένα κλαδιά του, που ήταν σαν, από στιγμή σε στιγμή, να ήθελε να σκε-πάσει με λουλούδια το μοναχικό επισκέπτη. Μα ο καμπού-ρης δεν ήθελε να καταλάβει. Αποσπούσε τα πέταλα από τα μαύρα μανίκια του και κοίταζε πέρα από τον ήλιο, σε μιαν άλλη, σε μια εντελώς άλλη μέρα. Το ίδιο είχε γίνε, πάνε τρία χρόνια πια, σ' ένα άλλο κοιμητήρι. Μερικά μαυρο-ντυμένα πρόσωπα στέκονταν γύρω από έναν ανοιχτό τάφο. Οι άντρες που φορούσαν, με ιπποτική κομψότητα, τις μα-κριές γενειάδες τους και τα ξυρισμένα πρόσωπά τους, εί-χαν γύρω από τα χείλη τους αυτές τις ρυτίδες, που λέγεται ότι σημαίνουν τη θλίψη ή τη συγκίνηση* οι γυναίκες, πολύ λιγότερο σημαντικές, κρατούσαν τα μαντίλια τους και, στη μέση αυτού του σοβαρού ομίλου, μια κοντή, απελπισμένη γυναίκα, με λευκά μαλλιά. Βασανιζόταν από έναν πόνο που δεν την άφηνε, που την είχε υποτάξει ολότελα. Κάθε σκίρ-τημα της κακόμοιρης θωριάς της, κάθε ικετευτικό παράπο-νο της πνιγμένης φωνής της ανήκε σε τούτον τον πόνο. ' Ε-

32

Page 33: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τσι, είχε ξεχάσει κάθε τι απ' ό,τι την τριγύριζε, ακόμη και το γιο της, τον κακόμοιρο Μπόχους. 'Ηταν πολύ έκπλη-κτος. Δεν είχε δει ποτέ τη μητέρα του σε τέτοια κατάστα-ση. Ο ίδιος αυτός δεν ήταν ιδιαίτερα συγκινημένος. Ανα-ρωτιόταν μονάχα, πώς μπόρεσε να χωρέσει μέσα στο φέρε-τρο ο πατέρας του. Η κάσα δεν ήταν πολύ μεγάλη, και χω-ρίς άλλο θα έπρεπε να ήταν πλαγιασμένος έτσι: ο Μπόχους φανταζόταν τον πατέρα του με τα γόνατα λίγο διπλωμένα κ' έκανε τη σκέψη πως, αν στο νεκρό πατέρα του ερχόταν η ανήκουστη ιδέα να τεντώσει τις γάμπες του, το φέρετρο θα υποχωρούσε κι από τη μεριά του κεφαλιού κι από τη με-ριά των ποδιών. Βυθισμένος σε παρόμοιες σκέψεις, περί-μενε ήσυχος ν' αποφασίσει η συντροφιά να ξαναπάρει το δρόμο για το σπίτι τους. Καθώς όμως η μητέρα του, που οι λυγμοί της τη συγκλόνιζαν, εξακολούθησε να μη θέλει να τον αναγνωρίσει, άρχισε να τον παίρνει ο φόβος. Δεν μπο-ρούσε να καταλάβει πως η γρια γυναικούλα, που σ' ολό-κληρα τα σαράντα χρόνια του γάμου της, εκτός από τα δυο πρώτα, δεν είχε κλάψει ποτέ, από το φόβο του συζύγου της, που του ήταν αδύνατο να υποφέρει τις σκηνές, έχυνε τώρα όλα τα συγκρατημένα δάκρυα μιας ολόκληρης ζωής, κλαί-γοντας τη μια χρονιά πίσω από την άλλη, με τη γλυκιά από-λαυση της ανακούφισης. Και σαράντα χρόνια δεν κλαίγο-νται μέσα σε μια στιγμή! Κι ο Μπόχους κοίταζε σαν χαμέ-νος πότε τον ένα και πότε τον άλλο. ' Ολοι οι φίλοι κ' οι σύντροφοι του μακαρίτη πατέρα του πέρασαν από μπρος του, κ' οι πιο ευγενικοί απ αυτούς του 'σφιξαν το χέρι σι-ωπηλοί, πράγμα που προκάλεσε νέους κρουνούς δακρύων στη μάνα του, που τους παρακολουθούσε όλους, κι ο Εγγλέ-ζος καμαριέρης της Αυτού Υψηλότητας είπε μάλιστα σε ά-ψογα, ξενικά γερμανικά: «Ήταν πολύ νέος ο πατέρας σας». Μ' αυτό, ήθελε να θυμίσει πως ο μακαρίτης θυρωρός ήταν δυο χρόνια μεγαλύτερος απ' αυτόν, τον Εγγλέζο κα-μαριέρη της Αυτού Υψηλότητας. Τα χειροσφιξίματα κείνα είχαν κάμει τον Μπόχους ν' ανησυχεί όλο και πιο πολύ* τώρα μόνο άρχιζε να καταλαβαίνει πως κάτι εξαιρετικό έ-

33

Page 34: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πρεπε να έχει συμβεί, και, τρομαγμένος από την αλύγιστη επισημότητα αυτών των ανθρώπων, έμεινε μερικά βήματα πιο πίσω από τη συνοδεία. Τότε, ένιωσε, ξαφνικά, δυο μπράτσα να κατεβαίνουν ως σ' αυτόν, κι όταν σήκωσε τα μάτια του, μια νέα ξανθιά γυναίκα τον φίλησε στη μέση του μετώπου του. Ένιωσε πως είχε χείλη δροσερά και κάτι ακόμη, που του άρεσε περισσότερο: ότι δεν έκλαιγε. Μόνο που τα μάτια της ήταν άπειρα θλιμμένα. Μα όταν ο καμπού-ρης συνάντησε το βλέμμα της, ο νους του πήγε σ' ένα σκο-τεινό δάσος. Όχι , δε σκέφτηκε τίποτα το τρομερό, σ* ένα σκοτεινό δάσος μονάχα, όπου θα μπορούσε, άλλωστε, να κατοικήσει κανείς. Έτσι, αγάπησε αμέσως αυτά τα θλιμμέ-να μάτια, τα θλιμμένα μάτια της Φραντίσκα. Κανείς δε γνώριζε, άλλωστε, αυτή τη γυναίκα, και κανένας από κεί-νους που ακολούθησαν τη νεκρική πομπή δεν ήξερε, τότε, τ' όνομά της* απλά είχε ακολουθήσει κι αυτή. Στην πόρτα του κοιμητηρίου στέκονταν δυο ζητιάνες, που κρατούσαν ροζάρια στα μαραμένα τους δάχτυλα. Βρίσκονταν στο δέ-κατο έβδομο «Χαίρε, Μαρία» κι όταν ο Μπόχους πέρασε από μπροστά τους με την καινούργια του φίλη, κρατημένοι από το χέρι, διάκοψαν την προσευχή τους, κ' η μια τους είπε, καγχάζοντας:

—Αυτή, που πάει με τον καμπούρη, ήταν η ερωμένη του μακαρίτη.

Κι ο ψιθυριστός καγχασμός τους χάθηκε σιγά-σιγά μέσα στο δέκατο όγδοο «Χαίρε, Μαρία» του ροζαρίου τους. Μα ο Μπόχους δεν είχε ακούσει τίποτα. Εξακολούθησε να συ-ναντά τη νέα ξανθιά γυναίκα, κι όταν του ξαναχάιδεψε το μέτωπο, λέγοντας: «Είσαι ένα καλό, πολύ καλό αγόρι», φί-λησε το χέρι της κ' η καρδιά του χτύπησε πιο γρήγορα. Είχε νιώσει ένα παγωμένο ρίγος να διατρέχει την πλάτη του κι όλα ξέσπασαν με πάταγο μέσα στο κεφάλι του, έ-σφιξε τα χέρια του τόσο πολύ, που πήγε να φωνάξει από τον πόνο, κι αντί να φωνάξει, ψιθύρισε:

—Είσαι η αγαπημένη μου, δεν είσαι; Εκείνη είχε γελάσει τότε, είχε γελάσει δυνατά, επιδοκι-

34

Page 35: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μάζοντας με το κεφάλι* τα μάτια της ήταν γεμάτα από κείνη την αγαπημένη θλίψη. Μα πήγαινε πολύ καιρός από τότε, κι ο Μπόχους που καθόταν τώρα κάτω από ένα ανθισμένο δέντρο του κοιμητηρίου της Μαλβαζίνκα, ευχαρίστως θα ξανάκανε πάλι την ίδια ερώτηση στη Φραντίσκα. Αντί γι' αυτό, κάρφωνε τα μάτια του στο κόκκινο πρόσωπο του βραδιού, και σκεφτόταν: «Τώρα, δε θά 'ρθει πια». Μέσα του δεν υπήρχε πια η παραμικρή ελπίδα, παρ' όλ' αυτά ό-μως έμενε καθισμένος ανάμεσα στους χωματοσωρούς και στους τάφους, συγκρατημένος από τη σκοτεινή επιθυμία να μπορούσε να παραμείνει εδώ, με τα ίδια δικαιώματα των πολυαρίθμων γειτόνων του. Τι έπρεπε να κάμει γι' αυτό; Θεέ μου, τα μάτια του δεν είχαν παρά να εγκαταλείψουν αυτά τα καμπαναριά, αυτές τις στέγες, το απαλό γέρσιμο της λοφοπλαγιάς, ν' αποχαιρετήσει τον ουρανό, το πρώτο αστέρι της βραδιάς, και κάθε πράγμα που ήταν βαθιά χωμέ-νο μέσα του, θα έπαιρνε για μια τελευταία φορά ανάσα και θα έλεγε «Φραντίσκα», κ' ύστερα ποτέ πια. Αυτό θα 'ταν όλο. Είναι τόσο δύσκολο, λοιπόν; —Πρέπει να ήταν δύ-σκολο, γιατί ο Μπόχους σηκώθηκε και ξανακατηφόρισε το δρόμο, που ήταν γιομάτος αυλακιές, ως τη δημοσιά. Μια γκρίζα και σπιθηριστή καταχνιά είχε πέσει στο μεγά-λο, πολυσύχναστο δρόμο, και κρατούσε, να πούμε, τις φλό-γες του γκαζιού φυλακισμένες μέσα στον αέρα, έτσι, που δεν μπορούσαν πια να διαχύσουν το φως τους πάνω στις πυκνές ομάδες των κουρασμένων περιπατητών, που, δυο βή-ματα πιο μπροστά από το μοναχικό πρόβαλαν μέσα από το αξεδιάλυτο, σαν ομάδες από φαντάσματα, για να ξαναχω-θούν αμέσως, πίσω του, μέσα στο μηδέν. Κι αν ο Μπόχους, ακολουθώντας το βαθύτερο ένστικτό του, εξακολουθούσε να περπατά, χωρίς να σηκώνει τα μάτια του, θα έπεφτε, χω-ρίς άλλο στο Μολδάβα, που ήταν ταραγμένος από το λιώ-σιμο των πάγων, όπως ένα κουρασμένο άλογο βρίσκει το δρόμο του στάβλου του, χωρίς ν' ανοίξει τα μάτια. Μα ο Μπόχους σήκωσε το κεφάλι του. Η ομίχλη γύρω του άρχι-σε να μιλά με όλο και πιο δυνατούς ήχους, κι όλα τα κα-

35

Page 36: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μπαναριά που θέλησε ν' αποχαιρετήσει, ύψωσαν τις επί-σημες φωνές τους του «Άβε». \Ηταν σάμπως, πάνω από τις στέγες, πίσω από τις συμπαγείς πτυχές της ομίχλης, να γιορταζόταν δεν ξέρει κανείς ποια μεγάλη γιορτή, κ' η ψυ-χή του καμπούρη, υψώθηκε, ξαφνικά, και πριν μπορέσει να τη συγκρατήσει, διαλύθηκε μέσα στη μυστική αγαλλίαση τ' ουρανού. Κι ο φτωχός Μπόχους στεκόταν εκεί και πα-ρακολουθούσε το πέταγμά της.

Θυμήθηκε πως σε οχτώ μέρες ήταν η Κυριακή του Πά-σχα, και στη σκέψη τούτη τον πλημμύρισε τόση χαρά, που μπήκε χαμογελώντας στο δωμάτιο της γριάς μητέρας του, κι ολόκληρο κείνο το βράδυ μπόρεσε να της διηγηθεί τόσο αστεία πράγματα, που της στάθηκε αδύνατο να συγκρατή-σει τα γέλια της. Τι σημασία είχε, τ' ότι ο Μπόχους ονει-ρεύτηκε αργότερα πως παντρευόταν με τη Φραντίσκα; Έ-ζησε τα πάντα, ως την πιο μικρή λεπτομέρεια, ως τα στο-λισμένα με σμαράγδια σκουλαρίκια που, σαν σταγόνες αί-μα, στραφτάλιζαν στ' αυτιά της μνηστής του. Κι όλα πή-γαν καλά. Ο γάμος έγινε στο μεγάλο νάρθηκα της εκκλη-σίας του Αγίου Νικολάου κι ο Μπόχους αναγνώρισε ακόμη και τον ιερέα που ευλόγησε το μυστήριο. Ίσαμε κείνη την στιγμή όλα ήταν ομαλά κ' έγιναν σαν σε μέρα μεσημέρι. Απότομα, όμως, όλα άλλαξαν, έγιναν παράξενα. Μια νέα, ω! μια πολύ νέα κοπέλα έπνιγε τη νεόνυμφη, που ήταν γονατισμένη μπροστά στο βωμό, και της φώναζε:

—Δε θα σου τον αφήσω, τον αγαπώ τόσο πολύ! Φώναζε πολύ δυνατά κ' έκανε σαν τρελή, μόλο που βρι-

σκόταν, αν αγαπάτε, στη μεγάλη εκκλησία του Αγίου Νι-κολάου. ' Ηταν πολύ φυσικό, ο γαμπρός, που, άλλωστε φο-ρούσε πραγματικά μια ρεντικότα καινούργια με βελούδινο γιακά, να εξετάσει από κοντά αυτή τη νέα κοπέλα που τον αγαπούσε τόσο πολύ. Αναγνώρισε την Κάρλα, τη μικρότε-ρη αδελφή της Φραντίσκα, που μόλις τη γνώριζε, και θύ-μωσε πολύ για τη φασαρία που έκανε την ώρα της τελετής. Μα όταν την κοίταξε από πιο κοντά ακόμη, παρατήρησε πως η νέα τούτη ξανθιά κοπέλα φορούσε ράσο καλογριάς

36

Page 37: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κ' η χαρά που δοκίμασε σ' αυτή τη θέα ήταν τόσο μεγάλη, που αναπήδησε και ξύπνησε. Πέρασε κάμποση ώρα πριν, καθισμένος στο κρεβάτι του, συνέλθει εντελώς. Ύστερα, υπολόγισε πόσες μέρες θα περνούσαν ακόμη ίσαμε τη Με-γάλη Πέμπτη. Κι όταν πείστηκε πως μόνο τρεις μέρες τον χώριζαν απ' αυτή, ο Μπόχους χαμογέλασε και κοιμήθηκε μ' αυτό το χαμόγελο, χωρίς να ονειρευτεί πια, ίσαμε το πρωί.

37

Page 38: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ΠΛΑΤΕΙΑ των Ανακτόρων στην Πράγα έχει, παρά την άθλια λεωφόρο που τη διασχίζει, αρκετά περήφανη ό-ψη. Κι αυτό γιατί τριγυρίζεται από παλάτια. Η φαρδιά πρό-σοψη του παλιού βασιλικού παλατιού, με τη μεγάλη λευκή αυλή του, που πίσω από τις μπαρόκ γρίλιες της πηγαινόρ-χεται ο φρουρός, ακούραστος σαν εκκρεμές, είναι η πιο ε-πιβλητική. Ο πύργος των πριγκίπων φον Σβάρτσενμπεργκ κ' ένα άλλο οικοδόμημα κάπως πληκτικό παρουσιάζονται από την άλλη μεριά σαν να υποκλίνονται μόνιμα μπροστά στο βασιλικό παλάτι, και, δεξιά των Ανακτόρων, το παλάτι του αρχιεπισκόπου, φρεσκοσοβαντισμένο, επιτηρεί, σε μια στάση κάπως επηρμένη, τις ταπεινές κατοικίες των αρ-χιερέων και των κανονικών που γειτονεύουν δειλά με το πανίσχυρο αφεντικό τους. Από τη μια μεριά μόνο του πα-λατιού, εκεί που ξεμπουκάρουν η σκάλα και το κατηφορι-κό καλντερίμι της οδού του Πτερνιστήρος, υπάρχει ένα κενό στο βάθος της· βλέπει κανείς, σφιγμένη ανάμεσα στο βουνό του Αγίου Λαυρεντίου και το Μπελβεντέρε, σ' ένα θαυμάσιο πανόραμα, την Πράγα, αυτό το πλούσιο, αυτό το γιγαντένιο επικό ποίημα της αρχιτεκτονικής. Γεμάτη από φως και ζωή, ξετυλίγεται κάτω από τα μάτια του Χράντχιν, και, στις παλιές προσθέτονται άξια πάντα νέες στροφές και πιο λαμπρές. Στην άλλη άκρη αυτής της γραμμής των σπι-τιών, που στη μια μεριά ορίζεται από αυτή τη φωτεινή πα-ρεκτροπή, βρίσκεται ένα άθλιο και παλιό μονώροφο κτί-ριο, που, μέρα τη μέρα, στέκεται εκεί, με τα χέρια μπροστά στα μάτια, και δε θέλει να δει τίποτε απ' αυτό το μεγαλείο. Τα παιδιά της περιοχής περνούν μ' ένα ρίγος φόβου μπρο-

38

Page 39: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στά από την αυστηρή σιωπή του, κι αν κατά τύχη τους έ-χουν μιλήσει γι' αυτό το σπίτι, δεν κοιμούνται ολόκληρη τη νύχτα, ή βλέπουν πυρωμένα όνειρα με κατάχλομες καλό-γριες που κάνουν παράξενες χειρονομίες. Είναι αλήθεια, πως η νεανική φαντασία τους μπορεί να 'χει ξυπνήσει από το γεγονός πως οι Βαρναβίτισσες που ζουν το συνεχή και βουβό θάνατό τους πίσω απ' αυτούς τους άγριους τοίχους, χωρίς ν' ανταλλάζουν ποτέ ούτε μια λέξη μεταξύ τους, και που δεν μπορούν καν να δώσουν στον εαυτό τους τόσο ήλιο μόνο όσο η μια τους θα μπορούσε να βρει μέσα στα μάτια της άλλης, πως οι Βαρναβίτισσες περνούν τις ταραγμένες, από τις αγωνιώδεις προσευχές, νύχτες τους, μέσα σε ξύλινα φέρετρα, και πως δεν αργούν να τις θάψουν, μέσα στα ίδια αυτά φέρετρα, κάτω από το τετράγωνο της γης που τους δί̂ νεται στα κατάβαθα αυτών των σκοτεινών τοίχων, κι όπου σίγουρα δεν μπαίνει ποτέ καμιά άνοιξη. Το τάγμα των Βαρναβιτών αδελφών έσβησε τώρα και πολλά χρόνια. Τα μισοσαπισμένα κρανία των δυο τελευταίων συντρόφων έ-χουν μείνει πάνω σ' έναν πέτρινο βωμό, μέσα στις νεκρικές κατακόμβες της Σάντα Μαρία ντέλλα Βιτόρια, και χαίρο-νται τη δίχως προσευχές ανάπαυση της σήψης. Μα οι α-δελφές είναι πιο καρτερικές στον πόνο. 'Οταν τώρα και δεκαπέντε χρόνια ταράχτηκε για τελευταία φορά η γαλήνη των σκουριασμένων ρεζέδων της πόρτας, γείτονες με λευκά μαλλιά, καλόγριες μ' αβέβαιη κιόλας μνήμη, ισχυρίστη-καν ότι ξέρουν πως μια όγδοη μοναχή είχε προστεθεί στις εφτά που ζούσαν ακόμη, μα δεν επρόκειτο παρά για υποθέ-σεις χωρίς καμιά βάση. Αντίθετα, νεότεροι άνθρωποι και με πιο σίγουρα μάτια είχαν κοιτάξει μέσα στην άμαξα που είχε οδηγήσει το πιο πρόσφατο θύμα, κι αυτοί ορκίζονταν πως είχαν δει μια πάρα πολύ νέα κοπέλα, απερίγραπτης καλλονής και νεότητας, και πρόσθεταν πως ήταν αμαρτία ν' αφήνεται να μαραίνεται αυτή η τελειότητα της ομορφιάς μέσα στο πιο φοβερό απ' όλα τα μοναστήρια. Κ' έλεγαν κι άλλα πράγματα ακόμη. Η φλυαρία αυτή αναφερόταν στους λόγους που είχαν αποφασίσει αυτή την πρόωρη αναχώρη-

39

Page 40: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ση από τη ζωή. Έπλεκαν ατέλειωτες ρομαντικές ιστορίες, στιλέτα στραφτάλιζαν κάτω από τα πιο πολύχρωμα βεγγα-λικά κ' οι πιο δαιμονικοί πρίγκιπες όλων των παραμυθιών μιας παραμάνας αντλούσαν από τις υποθέσεις αυτές πιθανό-τητες ύπαρξης. Φυσικά, ήταν με βεβαιότητα γνωστό πως το κίνητρο αυτής της απάρνησης των εγκόσμιων ήταν κά-ποιο φοβερό και συνταραχτικό γεγονός και ξεχνούσαν, ό-πως πάντα,_ πως αυτό μπορούσε, εξίσου καλά, επίσης, να ή-ταν μια σχεδόν ανεπαίσθητη πείρα, μια από κείνες τις βα-θιές και σιωπηλές απογοητεύσεις που δίδουν στις πιο ντε-λικάτες ψυχές τη σκοτεινή βεβαιότητα πως έχουν περάσει οι κορυφές και οι άβυσσοι της ζωής και πως τώρα πια δεν υπάρχει παρά η απέραντη πεδιάδα μόνο, με τους μικρούς τάφους και τους χλευαστικούς χωματοσωρούς, που είναι πολύ κουραστικό να τη διατρέχει κανείς.

Η όμορφη κουρασμένη κοπελίτσα ανήκε στο ψηλό και σκοτεινό παλάτι της οδού του Πτερνιστήρα, που υπήρξε ε-πίσης ο τόπος των δειλών παιδικών παιχνιδιών του Μπό-χους, και η μέρα, που το κλειστό αμάξι οδήγησε την πρι-γκίπισσα Αγκλάγια προς την καινούργια μοναξιά της, ή-ταν και γι' αυτόν επίσης, που τότε ήταν έφηβος, μια αλλα-γή. Εν τούτοις δεν μπορούσε καν να φανταστεί πια πώς θα 'ταν η πριγκίπισσα κείνον κει τον καιρό* έφερνε μέσα του την εικόνα της των ημερών που το χρυσό γέλιο της πετού-σε σαν χελιδόνι χαμένο μέσα στις παγερές αίθουσες, ίσαμε που, τελικά, χάθηκε, παρά την αλύγιστη και κατατρομαγμέ-νη Εγγλέζα γκουβερνάντα της μέσα στα ελεύθερα μάκρη του πάρκου. Εκεί συναντούνταν καμιά φορά και φλυαρού-σαν τα δυο παιδιά, γελούσαν ή κυνηγούσαν το ένα τ' άλλο, όπως κάνουν τα λυτρωμένα από κάθε εμπόδιο παιδιά: η Α-γκλάγια, από την γκουβερνάντα της, κι ο Μπόχους από την άφωνη και πιστή θλίψη του. Ύστερα, ήρθαν χρόνια, που ο γιος του θυρωρού δεν ξανάδε πια τη συντρόφισσα των παι-χνιδιών του, που, στο μεταξύ, είχε γίνει μεγάλη κυρία, κ' ήρθαν έτσι τα πράγματα που, στη μνήμη του, τοποθέτησε πλάι-πλάι τη μέρα της απάρνησης των εγκοσμίων από την

40

Page 41: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Αγκλάγια με τις χαρούμενες μέρες των παιδικών χρόνων τους κ' είχε την εντύπωση πως η πιο λαμπερή μέρα μπορού-σε να γίνει η πιο σκοτεινή νύχτα, το πιο πλούσιο καλοκαί-ρι η πιο απελπισμένη χειμωνιάτικη μέρα, χωρίς κανενός είδους μετάβαση από τη μια στην άλλη κατάσταση. Βρι-σκόταν μπροστά σ' ένα γεγονός που το τελεσίδικό του τον τρόμαζε, που η σημασία του ήταν τέτοια, ώστε να του α-φαιρεί για πάντα την πίστη του, ότι οι πλούσιοι κ' οι προ-νομιούχοι ήταν, κατά κάποιο τρόπο, οι σύμμαχοι μιας μοί-ρας, που δεν εχθρευόταν και δε μισούσε παρά αποκλειστι-κά και μόνο τους φουκαράδες. Ένας σωρός προλήψεις έ-πεσε για μιας μέσα από τα χέρια του* του είχε δοθεί μια α-ντίληψη του κόσμου, μια θρησκεία, σπέρματα που θα μπο-ρούσαν να ωριμάσουν μέσα του και να εκδηλωθούν, αν ήταν πιο θαρραλέος. Μ' αυτό που θα μπορούσε να μετα-βληθεί σε πράξεις που μεγαλώνουν ελεύθερα κ' επίσημα μέ-σα σ' ένα κανονικό σώμα, σ' αυτόν διαλύθηκε σε πολύ-χρωμα κι αλλόκοτα όνειρα, σε δειλές ονειροπολήσεις που αφορούσαν σ' έναν όλο και πιο μικρό κόσμο, ίσαμε που στο τέλος δεν ήταν η\α παρά ένα στενό φωτοστέφανο γύρω από την εικόνα της πριγκίπισσας. Η αδύναμη ευγνωμοσύ-νη του στόλιζε τόσα χρόνια την εικόνα, που από το γελα-στό κι αγαπημένο κοριτσάκι κατάληξε να βγει μια κρυφή αγαπημένη κι από την αγαπημένη μια λατρευτή αγία, που έμοιαζε πολύ με την Παρθένο Μαρία και που, γρήγορα, δεν υπήρχε πια παρά μόνο για να εισακούει τις παράξενες αρε-τές που η ακούραστη φαντασία του δεν έπαυε να της απο-δίδει. Και πόσο πλεονεκτούσε ο Μπόχους πάνω στους άλ-λους πιστούς, έχοντας μιαν αγία που, μόλο που δεν ήταν δυνατό να την πλησιάσει, ζούσε εν τούτοις και τον γνώριζε σαν σύντροφο των παιδικών χρόνων της, που θα πρέπει, παρ' όλ' αυτά, να τα έχει πάρει μαζί της, σαν τα μόνα πολύ-τιμα κοσμήματά της πίσω απ' αυτά τα αιώνια ντουβάρια!

Οι σχέσεις αυτές δεν έπαθαν την παραμικρή αλλοίωση, όταν ο καμπούρης ονόμασε τη Φραντίσκα φίλη του, γιατί κείνον κει τον καιρό η θεοποίηση της Αγκλάγια είχε κιό-

41

Page 42: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

λας προχωρήσει τόσο πολύ, που η μετουσιωμένη μορφή της βρισκόταν πολύ ψηλότερα απ' όλες τις ταπεινές επιθυ-μίες κι απ' όλα τα ταραγμένα όνειρα. Ο Μπόχους δεν αφο-σιωνόταν σ' αυτή παρά μια φορά μόνο το χρόνο, κι ακρι-βώς τη Μεγάλη Πέμπτη, γιατί κείνη κει τη μέρα η εκκλη-σία του μοναστηριού των Βαρναβιτισσών ήταν ανοιχτή σ' όλους τους επισκέπτες. Αυτή η μικρή, σκοτεινή κι αρκετά στερημένη από στολίδια εκκλησία, κλείνει πίσω από την πρώτη αγία τράπεζα μ' ένα μεσότοιχο και πίσω από το με-σότοιχο τούτον οι καλόγριες παραβρίσκονταν, αθώρητες, στην ακολουθία.

Την παραμονή της ημέρας των Παθών, και μόνο κείνη τη μέρα, οι φωνές των καλογριών φιλτράρονται πολύ απα-λά μέσα από το μεσότοιχο της αγίας τράπεζας και κατεβαί-νουν σαν ένας μακρινός θρήνος πάνω στους λίγους εκκλη-σιαζόμενους. Τότε η μικρή συνάθροιση των πιστών τεντώ-νει το αυτί, συγκρατεί την ανάσα της, νιώθει ρίγη* ο ιερέας στην αγία τράπεζα διακόπτει τις δεήσεις του, τα παιδιά του χορού ρίχνουν ανήσυχα βλέμματα προς τις σκοτεινές γω-νιές της εκκλησίας, κ' οι σκοτεινές εικόνες στους τοίχους ξυπνούν. Το καθαρό κουδούνισμα της ύψωσης των ιερών μυστηρίων διακόπτει τη γοητεία. Οι εικόνες στους τοίχους είναι πάλι νεκρές, ο ιερέας σκύβει πάνω από το άγιο δι-σκοπότηρο, κ' οι πιστοί σέρνονται προς τα πίσω, στους πά-γκους τους, φυσούν δυνατά τη μύτη τους και ψιθυρίζουν:

—Δεν ακούγονταν δυνατά. Οχτώ είναι ακόμη; Και σηκώνουν τους ώμους, αναστενάζουν και φυσούνε

τη μύτη τους. Το ίδιο έγινε κ' εκείνη τη Μεγάλη Πέμπτη. Ο Μπόχους

ήταν γονατισμένος στην πρώτη σειρά και περίμενε ν' ακού-σει τη φωνή της αγίας του. Δεν είχε ξεχάσει τον ήχο της φωνής της και πάντα πίστευε ότι την αναγνώριζε με σιγου-ριά μέσα στο μακρινό χορό. Την έπιανε, την αποσπούσε α-πό τις άλλες σαν κανένα μεταξωτό νήμα από ένα ξεθωρια-σμένο ύφασμα. Την κρατούσε κατά κάποιο τρόπο και δεν την άφηνε να φτάσει, όπως οι άλλες, στους υπόλοιπους α-

42

Page 43: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κροάτες· μα σήμερα, από τον πρώτο ήχο κιόλας, το ήξερε πως έλειπε. Και μάταια δεν ήθελε να το παραδεχτεί ο φό-βος του, ήξερε πως εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Κ' έσκυβε προς τα μπρος, κι ο φόβος του παραμόνευε κ' έπνιγε και τον πιο μικρό ήχο* μα όλο και περισσότερο βεβαιωνότανε πως εκείνη έλειπε* και, στο τέλος, μέσα σε μια αγωνία δί-χως όρια, άπλωσε τα χέρια του προς τα μπρος, μακριά, μα-κριά, κι άκουσε με την άκρη των δαχτύλων του, μα εκείνη δεν ήταν πια εκεί. Τότε, κάτι ούρλιαξε μέσα του, ενώ την ίδια στιγμή το κουδουνάκι της ακολουθίας φώναξε μια μό-νο φορά, και σωριάστηκε πάνω στο σκληρό πάγκο σαν κά-ποιος που τον εγκαταλείπει ο Θεός του.

43

Page 44: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ο ΖΩΓΡΑΦΟΣ Σιλέντερ ήταν ο πρώτος που πρόσεξε τη μεγάλη μεταμόρφωση στον Μπόχους. Σκέφτηκε γρήγορα τις πιθανές αιτίες αυτής της αλλαγής, χωρίς να φτάσει σε κανένα συμπέρασμα. Μήτε κ' η Ματθίλδη, η γυναίκα του, μπόρεσε να την εξηγήσει. Ξέχασαν, λοιπόν, αυτή την εκ-πληκτική εξέλιξη, ίσαμε κάποιο πρωί, λίγο καιρό ύστερα από το Πάσχα, που μπήκε στο ατελιέ ο Πάτεκ και είπε:

—Τι αυθάδεια! Ο Σιλέντερ παράτησε το πινέλο και την παλέτα του και

κοίταξε τον οργισμένο επισκέπτη του, που, χωρίς να βγά-λει το καπέλο του, πηγαινορχότανε μέσα στο δωμάτιο.

—Καλημέρα, τι συμβαίνει, λοιπόν; Μα ο συγγραφέας επανάλαβε πολλές φορές: «Τι αυθά-

δεια!» κ' ύστερα σταμάτησε και θέλησε με πολλές προφυ-λάξεις ν' αποθέσει το αψεγάδιαστο ημίψηλό του πάνω σε μια στοίβα σκονισμένα χαρτόνια. Στην αρχή τ άγγιξε μ' ένα γαντοφορεμένο δείχτη που τον αποτράβηξε αμέσως σαν να 'χε αγγίξει καμιά πυρωμένη θερμάστρα. Γεμάτος συγκινητική αμηχανία, ταλάντευσε το καπέλο του ανάμε-σα στις δυο παλάμες του κ' έριξε στο ζωγράφο ένα βλέμμα γεμάτο μομφή.

—Στο σπίτι σου όλα είναι γεμάτα σκόνη, πουθενά δεν μπορείς ν' ακουμπήσεις κάτι.

Τέλος, βρήκε πού να καθίσει κι άρχισε να διηγείται μ' έναν τρόπο αρκετά άταχτο ότι ερχόταν από το «Εθνικό», ότι είχε συναντήσει εκεί τη συνηθισμένη παρέα, κι ότι μί-λησαν γι' αυτό και για κείνο.

—Σου βρίσκεται κανένα τσιγάρο; διακόπηκε, και δε συ-

44

Page 45: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νέχισε παρ' αφού πρώτα ο Σιλέντερ του πρόσφερε ένα. Μιλούσαν, λοιπόν, γι αυτό και για κείνο. Κι ο «ελλιπής

προλετάριος» είχε πάρει μέρος στη συζήτηση μ' έναν τρό-πο τόσο επίμονο κ επηρμένο, ώστε αυτός, ο Πάτεκ, έκρινε πως ήταν χρέος του να δώσει, μια για πάντα, ένα καλό μά-θημα σ' αυτόν τον αδιάκριτο.

—Μήπως σου βρίσκεται κονιάκ; ρώτησε πάνω σε κείνη την κρίσιμη στιγμή. Ήπιε μονορούφι το κονιάκ που του προσφέρθηκε κ είπε, μ' ένα μορφασμό, ενώ ταυτόχρονα ά-πλωνε τα μπράτσα του, σαν ν' αποταυριζόταν, και πλησιά-ζοντας στο παράθυρο:

—Και ξέρεις τι τόλμησε το υποκείμενο αυτό; Μου αντι-μίλησε! Πού ξανακούστηκε ποτέ τέτοιο πράμα; Μου αντι-μίλησε! Κάτι ακόμη χειρότερο: Είχε το θράσος να με προ-σβάλει κιόλας.

—Και τι είπε, λοιπόν; ζήτησε να μάθει ο ζωγράφος. —Δεν έχω ιδέα. Ο Σιλέντερ τον κοίταξε μ' ένα ύφος τόσο έκπληκτο, που

ο Πάτεκ, όχι δίχως κάποιαν αμηχανία, πρόσθεσε γρήγορα: —Νομίζεις πως είχα τον καιρό να συγκρατήσω τέτοιες

ανοησίες; ' Οτι τάχα ντρεπόμουνα γι' αυτσν, ή κάτι παρό-μοιο. Το γεγονός είναι ότι με πρόσβαλε. Πώς να μην κοκ-κινίζει κανείς για ένα τέτοιο υποκείμενο;

Για κάμποσα ακόμη λεπτά, ο κομψός μυθιστοριογράφος εξεδήλωσε την πιο ζωηρή αγανάχτηση, μα γρήγορα άρχι-σε να ενδιαφέρεται για την εργασία του Σιλέντερ, κοίταζε πότε αυτό, πότε κείνο, κρατώντας με πολλή σύνεση, μη και λερωθεί, ανάμεσα στον αντίχειρα και στο δείχτη, πολλά τελάρα που ήταν γυρισμένα προς τον τοίχο. Ο Σιλέντερ τον άφηνε φιλόφρονα και δεν απόρησε καθόλου, όταν ο νεαρός κύριος τον αποχαιρέτησε με την καλύτερη διάθεση του κόσμου. Ο Πάτεκ φερνόταν πάντα του έτσι. Με μια σύ-ντομη σκηνή, που λίγο ως πολύ τη στεφάνωνε η επιτυχία, λυτρωνόταν από ένα οποιοδήποτε δυσάρεστο γεγονός, ί-σαμε που, στο τέλος, «ξανάπαιρνε την απάνω βόλτα», όπως συνήθιζε να λέει ο ίδιος, πράγμα που δεν εμπόδισε το με-

45

Page 46: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

γάλο νικητή να επαναλάβει, το ίδιο κείνο πρωί, πέντε φο-ρές ακόμη, την ιστορία της λογομαχίας του με τον Μπό-χους, και κάτω από ένα φως όλο και πιο ευνοϊκό γι' αυτόν, έτσι, που η πέμπτη έκδοση της ιστορίας, στο μπουντουάρ μιας τραγουδίστριας που διέπρεπε στις σύγχρονες οπερέ-τες, συμπεριλάβαινε τη χαριτωμένη έκθεση μιας δυαδιστι-κής φιλοσοφίας, που η ανώτατη αρχή της εξεικονιζόταν από την κοσμική σιλουέτα του μυθιστοριογράφου. Και μέ-σα σ' αυτό που, τελικά, έμαθε όλος ο κόσμος, είτε από τις διηγήσεις του Πάτεκ, είτε κι από άλλες πηγές, υπήρχε στο βάθος κάμποση αλήθεια: ο Μπόχους είχε γίνει ένας άλλος. Η αγαπημένη του, η αγία του, τον είχε εγκαταλείψει. Από τη στιγμή κείνη κ' ύστερα παρατήρησε πως είχε δώσει τό-σα πολλά από τον εαυτό του, που δεν είχε κρατήσει παρά ένα ελάχιστο υπόλοιπο. Για κάμποσες ώρες ακόμη, αγωνί-στηκε να μάθει, αν το μικρό υπόλοιπο τούτο, χωρίς να το αγγίξει καθόλου, θα το έριχνε μέσα στο Μολδάβα ή αν το κεφάλαιό του ήταν αρκετά μεγάλο ακόμα ώστε να μπορεί να το καταθέσει στην τράπεζα της Ζωής. Την ώρα που το σκεφτόταν αυτό, θυμήθηκε ξαφνικά τα λόγια που του είχε πει ο Ρέτσεκ, κ' η ανάμνηση αυτή τον συνεπή ρε. Ο Ρέτσεκ, το αξιομνημόνευτο εκείνο βράδυ, του είχε πει: «Ίσως να σας χρειαστεί ο λαός». Είναι αλήθεια, πως ο Ρέτσεκ είχε προσθέσει: «Αν είστε λογικός». Για το ότι σήμερα ήταν πιο λογικός απ' όσο ποτέ άλλοτε, ο Μπόχους θα έπαιρνε όρκο. Σκεφτόταν πολύ και σε κάθε ευκαιρία έλεγε αυτό που σκεφτόταν με περίπλοκες φράσεις κι άχρηστες περιστρο-φές και κάθε φορά ο πιο προσεχτικός ακροατής του ήταν ο ίδιος αυτός. Πάρα πολύ σπάνια, σαν να ξεχνούσε την υπό-σχεσή του, ξαναγινόταν δειλός και σιωπηλός. Φοβόταν τον ίδιο τον εαυτό του σε κάτι τέτοιες στιγμές, που ο πα-λιός Μπόχους, με τις χρυσωμένες ονειροπολήιτεις του, ορ-θωνόταν μπροστά του σαν ένα φάντασμα και τον παρακα-λούσε να ξαναβυθιστεί μέσα στη σιωπηλή θλίψη του πα-ρελθόντος του. Μα ο καινούργιος Μπόχους επέμενε. Ολό-κληρη τη μέρα βρισκόταν στο καφενείο, στο δρόμο, τρα-

46

Page 47: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

γουδούσε, σφύριζε και γελούσε, έτσι που οι άνθρωποι γύ-ριζαν και τον παρακολουθούσαν με τα μάτια ή πάλι στεκό-ταν μπροστά στις βιτρίνες, χωρίς να βλέπει τίποτε άλλο, πέρ' από την ασταθή αντανάκλαση της ίδιας του της ασκή-μιας, κ' ήταν σαν κάποιος που περιμένει αυτό που δε συμ-βαίνει κάθε μέρα. Σχεδόν από ένστιχτο, ζητούσε προπα-ντός να συναντήσει τον Ρέτσεκ. Του φαινόταν πως μόνο α-πό το στόμα του φοιτητή θα μάθαινε αυτό που θα 'ταν γι' αυτόν το «γεγονός», μα δεν μπόρεσε να τον βρει πουθενά. Ο Ρέτσεκ είχε εγκαταλείψει το δωμάτιο που κρατούσε, χωρίς ν' αφήσει διεύθυνση και κανείς δεν τον είχε ξαναδεί στο «Εθνικό».

—Τι παράξενος τύπος! είπε μια μέρα ο Νορίνσκι. Ο Σιλέντερ επιδοκίμασε με το κεφάλι, μα ο καινούργιος

Μπόχους κάγχασε: —Ανοησίες! κι άρχισε να γελά με το παλιό, άθλιο γέλιο

του, που δεν έβρισκε τον απόηχό του σε κανέναν. Και να που το βράδυ της ίδιας εκείνης μέρας έγινε το

παράξενο. Ο Μπόχους που παραμελούσε όλο και πιο πολύ τη γρια μητέρα του, γύρισε σπίτι του αργότερα απ όσο συνήθιζε. Ανέβηκε κάμποσα σκαλοπάτια, κρατώντας στο χέρι ένα αναμμένο σπίρτο. Το βλέμμα του ερευνούσε το πυκνό σκοτάδι του γιομάτου γωνιές διαδρόμου. Ξαφνικά, του φάνηκε πως η πόρτα του υπογείου δεν ήταν καλά κλει-σμένη. Πλησίασε πασπατευτά, την άνοιξε με προφύλαξη και κατέβηκε, παράξενα αποφασισμένος, τα γνώριμα σκα-λοπάτια. Η σιλουέτα του χάθηκε ολότελα μέσα στην υγρή σκοτεινιά, που στο βάθος της το αυτί του ξεχώρισε παρά-ξενους και μακρινούς ήχους. Μόνο όταν, έχοντας γλιστρή-σει σ' όλο το μάκρος του τοίχου, ανακάλυψε πως είχαν με-τακινήσει τα ξύλα και πως από το μυστικό πέρασμα ερχό-ταν μια αδύναμη λάμψη, τον πήρε ο φόβος. Μα ένα δυνατό-τερο αίσθημα τον ανάγκασε να πλησιάσει περισσότερο. Στην αρχή άκουσε τις φωνές που αντηχούσαν από την άλ-λη μεριά, κι όταν αντιλήφθηκε πως δεν μπορούσε να κατα-λάβει τίποτα, προχώρησε με μιαν αθέλητη κίνηση, που η

47

Page 48: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

επιδεξιότητα της τον ξάφνιασε, μέσα στο άνοιγμα, τόσο α-κριβώς, όσο χρειαζόταν για να κορνιζωθεί απ' αυτό, χωρίς να ριψοκινδυνεύσει να το περάσει ολότελα. Στην αρχή διέ-κρινε ένα μεγάλο φανάρι, που το φως του έμοιαζε να κυλά πάνω στις τετράγωνες πλάκες σαν χυμένο νερό. Γύρω απ' αυτό το τέλμα από φως, μπορούσες να δεις πόδια νεαρών ανδρών και, στη μέση αυτού του κύκλου, τα πόδια μιας κο-πέλας. Το βλέμμα του Μπόχους ανέβηκε αργά όλο το μά-κρος του κορμιού της και, μέσα στο μισόφωτο, βρήκε, πά-νω σ' ένα φόρεμα απροσδιόριστου χρώματος, δυο φωτεινά και ζωηρά χέρια νεαρού κοριτσιού, που οι έντονες χειρο-νομίες τους έρχονταν σε βοήθεια εκείνων των λόγων που ο Μπόχους δεν μπορούσε πάντα να καταλάβει. Καταλάβαινε, όμως, τα χέρια. Απότομα κατάλαβε πως τα ευκίνητα εκείνα χέρια κράδαιναν κάτι, πως ήθελαν να σταματήσουν δεν ξέ-ρει κανείς ποια αδικία με τη, γεμάτη νιάτα και ιερότητα, βιαιότητά τους. Κι άρχισε ν' αγαπά εκείνα τα χέρια. Σιγά-σιγά, σήκωσε το κεφάλι κι αναζήτησε μέσα στο σκοτάδι το πρόσωπο της κοπέλας που είχε εκείνα τα χέρια. Τα μάτια του άρχισαν μια γρήγορη και πεισματερή πάλη με τις φθο-νερές σκιές που έσβηναν τα μόλις μισοϊδωμένα χαρακτη-ριστικά, ίσαμε που, τελικά, θριάμβευσαν. Αναγνώρισε την Κάρλα. Και τώρα έμενε εκεί, και το έκπληκτο, βαρύ από θαυμασμό, βλέμμα του δεν άφηνε πια το όμορφο, ενθουσι-ώδες πρόσωπο της κοπέλας· έπινε τα λόγια που ξέφευγαν από τα χείλη της, ίσαμε που πήραν τον ιδιαίτερο εκείνον ήχο που είχαν στο όνειρό του: «Τον αγαπώ τόσο, τον αγα-πώ τόσο...». ' Ολα αυτά έγιναν μέσα σ' ένα ανοιγοκλείσιμο του ματιού. Και τα επόμενα λεπτά έφεραν τούτο δω: Η κοπέ-λα μίλησε με χαμηλή φωνή, σαν κάποιος που απομακρύνε-ται όλο και πιο πολύ. Τα λόγια που πριν λίγο μόλις κυλού-σαν από τα χείλη της τόσο έντονα και τόσο περήφανα, σέρνονταν τώρα γυμνά κι άσκοπα, μέσα στη σκοτεινιά, ντρέπονταν, και τ' άδεια μάτια της έμεναν κρεμασμένα από κάπου, πολύ χαμηλά, ίσαμε που έσβησαν σιγά-σιγά. Έγι-νε κάποια κίνηση ανάμεσα στη συγκέντρωση. Τα βλέμμα-

48

Page 49: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τα των ακροατών ακολούθησαν τα δικά της και για ένα δευτερόλεπτο το μεγάλο ακίνητο μάτι του Μπόχους τα κρά-τησε όλα αιχμάλωτα. Για ένα δευτερόλεπτο μονάχα, γιατί ξαφνικά πανικοβλήθηκαν, επαναστάτησαν σαν σκλάβοι αντάρτες, το πλήθος τους κατάφυγε, με ταραγμένα ψιθυρί-σματα και δυνατές βλαστήμιες, στο βάθος της υπόγειας διά-βασης, και το φως πήδησε στο πρόσωπο του Μπόχους σαν κίτρινος γάτος. Ο Μπόχους ξεξύπνησε κι ανατρίχιασε.

—Ρέτσεκ! φώναξε. Αυτός πραγματικά έσκυβε πάνω από τον καμπούρη. —Μπόχους, σκυλί, κατασκοπεύεις, ε; φώναξε. Ο Μπόχους έστρεψε αλλού τα μάτια του. Φοβόταν το

φοιτητή. —Ρέτσεκ! ούρλιαξε ο καμπούρης, ακόμη πιο δυνατά από

τον άλλο, μέσα από τα βάθη του φόβου του. Δεν είχε βρει να πει τίποτ' άλλο απ' αυτό τ όνομα. Την

ίδια στιγμή, η στάση του μέσα σ' εκείνη τη στενή τρύπα τον έκαμε να πονά κ' ένιωσε έτοιμος να βάλει τα κλάματα από απελπισία. Ο φοιτητής τον βοήθησε, τότε, να σταθεί στα πόδια του, κι αμέσως μετάνιωσε για την αδυναμία του, σκέφτηκε τα σχέδιά του κ' είπε μ' ένα ύφος πολύ λίγο πει-στικής υπεροχής:

—Τα ξέρω όλα. Λέγοντάς το αυτό, δε σκεφτόταν παρά τα δυο οργισμένα

χέρια της κοπέλας. —Άκουσες, λοιπόν; ρώτησε ο φοιτητής, απειλητικός. Ο Μπόχους δεν τον αντιμετώπισε δίχως φόβο. —Ρέτσεκ, είπε, ω, Ρέτσεκ, μην είστε έτσι. Μη και δεν εί-

μαι από τους δικούς σας; Είμαι μαζί σας, μ' όλη μου την καρδιά μαζί σας.

Ο φοιτητής τον κοίταξε μ' ανελέητη προσοχή, κι ο κα-μπούρης ένιωσε ν' αφοπλίζεται από κείνο το διαπεραστικό βλέμμα που ζητούσε να χωθεί μέσα στις ίδιες του τις σκέ-ψεις, κ' επανάλαβε πάλι, πριν βρει κάτι καλύτερο:

—Δίχως μου, θα την είχατε βρει ποτέ; Εννοούσε την υπόγεια διάβαση.

49

Page 50: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Ξέρω καλά, συνέχισε, πως τη χρειαζόσασταν... και για ποιο λόγο, πρόσθεσε πονηρά.

Ο φοιτητής αφέθηκε να πειστεί. Ξαφνικά, είπε αποφασι-στικά:

—Το χέρι σου και σιωπή! Με κάποια σίγουρη περηφάνια, ο καμπούρης έβαλε τα

κοντά δάκτυλά του μέσα στο χέρι του φανατικού* το χει-ροσφίξιμό του δεν επιδοκίμαζε, δεν παραχωρούσε τίποτα. ' Ηξερε τον εαυτό του νικητή κι άρχισε να θέτει τους όρους του. Πήρε ψηλά τον αμανέ: ήθελε να μιλήσει στη μέση τους, εκεί, μέσα στην υπόγεια διάβαση, για το λαό και την ^ελευθερία. Ω! είχε πολύ σπουδαία σχέδια. Μα ο Ρέτσεκ έ-πρεπε να του δώσει τη βεβαιότητα πως θα μπορούσε να μι-λήσει.

—Ναι, αποκρίθηκε ο φοιτητής, κ' επέμεινε άλλη μια φορά: Σιωπή!

Ο Μπόχους επιδοκίμασε με αδιαφορία και ξαναρώτησε: —Λοιπόν, είναι σίγουρο, ότι θα μπορέσω να μιλήσω; Ο άλλος το υποσχέθηκε κ' έσπρωξε τον Μπόχους προς

την πόρτα. Δε φοβόταν πολύ τον ανάπηρο, που τον θεωρού-σε προπαντός οχληρό και, φυσικά, δεν περίμενε τίποτε από δαύτον. Από την κάτω μεριά της σκάλας τον φώναξε πάλι. Του σύστησε για τρίτη φορά «Σιωπή» κι άπλωσε προς το μέρος του Μπόχους, που χαμογελούσε, ένα αντικείμενο. Ο Μπόχους έκαμε να το πιάσει, όταν είδε πως το σκληρό κι άγριο χέρι του φοιτητή κρατούσε ένα μακρύ και στενό στιλέτο, που το φανάρι έριχνε πάνω στη λάμα του μια μα-κριά, χλομή λάμψη, σαν αίμα. Κι ο Μπόχους του κάκου προσπάθησε να επιβληθεί στον εαυτό του, δεν κατάφερε πια να χαμογελάσει. Εξαναγκάστηκε σ' έναν απογοητευμέ-νο μορφασμό και, ριγώντας, ξανανέβηκε στο σπίτι του. 'Οπου να 'ταν ξημέρωνε, άλλωστε.

Από τότε, ο Μπόχους δεν κοιμότανε πια τη νύχτα. Περί-μενε μέρα και νύχτα να τον καλέσει ο Ρέτσεκ και σκεφτό-ταν τι θα έλεγε τότε... Πολλά, πάρα πολλά πράγματα. Η φαντασία του ανακάτευε το οξυδερκέστερο με το πιο χο-

50

Page 51: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ντροφτιαγμένο, κι αν τη μια στιγμή σκεφτόταν να τους πει με ποιο τρόπο έπρεπε να συντρέξουν τα ορφανά, την άλλη αποφάσιζε να τους πείσει, να τους διατάξει να καταλάβου-νε μ' έφοδο τις εκκλησίες και τα παλάτια. Ναι, προπαντός τις εκκλησίες. Μα όποιο κι αν ήταν το θέμα των ομιλιών αυτών, πάντα έβλεπε τον εαυτό του στο κέντρο του ομίλου, σαν αρχηγό, που η ωραία Κάρλα κ' οι πολυάριθμοι ρωμα-λέοι νεαροί της θα τον υπάκουαν τυφλά και με σεβασμό. ' Ενιωθε σαν κανένας παραγνωρισμένος που, επιτέλους, έ-παιρνε την αληθινή θέση του και βάδιζε μέσα στη δίχως όρια εποχή του, όπου η μέρα κ' η νύχτα συγχέονταν σ* ένα ομοιόμορφο σούρουπο, εμψυχωμένος από την επιθυμία να τους υποχρεώσει όλους να του αφιερώσουν όλη τους την προσοχή. Η άπιστη αγία του είχε οχυρωθεί άνανδρα, για ν' αποφύγει την αγάπη του και το μίσος του, πίσω από τα αι-ώνια ντουβάρια του μοναστηριού* μα στη Φραντίσκα, που χωρίς άλλο θ' άκουγε γρήγορα από το στόμα της Κάρλας να γίνεται λόγος για τη δόξα του, θα έδινε τη δυνατότητα να κερδίσει τη συγνώμη του. Αναρωτιόταν αν έπρεπε να πά-ει σπίτι της, και πέρασε δυο νύχτες και τρεις μέρες γράφο-ντας ένα μεγάλο γράμμα στην ανάξια αγαπημένη του. Το επιμελημένο και διανθισμένο γράψιμό του, παρά τω αρχι-συντάκτη, είχε ξεπεραστεί κατά κάποιο τρόπο, σ' αυτά τα επιστολόχαρτα. Τα πιο πολλά γράμματα έμοιαζαν να γε-λοιοποιούν ξαδιάντροπα τον αντιγραφέα, και, με παράξε-νες μετεμφιέσεις και τρέλες κάθε είδους, επιβεβαίωναν το κοροϊδιλίκι τους, χλευαζόμενα αμοιβαία το ένα πίσω από την πλάτη του άλλου. Στο πρώτο μέρος της μακράς αυτής επιστολής εβεβαίωνε τη Φραντίσκα, κατά τον τρόπο των ηγεμόνων του Μεσαίωνα, για τα καλά του αισθήματα και για την ευμένειά του απέναντί της* στο δεύτερο μέρος, μι-λούσε με άπειρες περιφράσεις για τη σπουδαιότητα της μυστικής αποστολής του και στο τρίτο της πρότεινε τούτο δω:

«Εν τούτοις, εξαιτίας του μεγάλου μυστηρίου και της ά-φατης σπουδαιότητας των υποχρεώσεών μου, βρίσκομαι,

51

Page 52: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

προς μεγάλη μου θλίψη, σε πλήρη κι απόλυτη αδυναμία να σε καλέσω να παραβρεθείς στη συνέλευση που θα συμβά-λει στην προετοιμασία της ανεξαρτησίας του λαού μου και στη θεμελίωση της δικής μου δόξας, γι' αυτό σε προσκα-λώ, δια της παρούσης μου, να έρθεις σπίτι μου την... (στο σημείο αυτό ήταν ενδεδειγμένη μια κοντινή ημερομηνία), στις έξι ή στις εφτά το βράδυ. Μπροστά στη μητέρα μου και σε σένα, θα μιλήσω, τότε, όσο θα μου είναι επιτετραμμέ-νο, χωρίς να γίνω προδότης προσώπων που, άλλωστε, δε φοβούμαι καθόλου, για την υψηλή και δίκαιη και θαυμά-σια υπόθεσή μας».

Κ' η μακρά τούτη πρόσκληση υπογραφόταν ως εξής: «Βασιλεύς Μπόχους. Εγένετο εν Πράγα».

' Οταν ο καμπούρης ξαναδιάβασε τον εαυτό του για πολ-λοστή φορά, χρειάστηκε να χαμογελάσει και παρά λίγο να καταστρέψει το γράμμα. Ύστερα, σκέφτηκε: Όχι , είναι τουλάχιστον ένα όμορφο αστείο, ναι, χωρίς άλλο, κ' έ-κρυψε το μήνυμα, και το πήγε ό ίδιος στο ταχυδρομείο. ' Οταν το άκουσε να πέφτει μέσα στο κουτί, ανάσανε ανα-κουφισμένος.

52

Page 53: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ΦΡΑΝΤΙΣΚΑ δεν απάντησε* μα, στην πραγματικότη-τα, ο Μπόχους δεν περίμενε καμιάν απάντηση. Ήταν πε-πεισμένος ότι θα ερχόταν, σχεδόν ταπεινά, να βρει τον καινούργιο Μπόχους, που η φιλία του θα της φαινόταν τώ-ρα σαν μέγα, κι ανάξιό της, δώρο. Αργά και διστάζοντας, θα της παραχωρούσε τη συγνώμη του, κ' ύστερα την Κυ-ριακή, δε θα πήγαιναν πια, βέβαια, στο κοιμητήριο της Μαλβαζίνκα, μα με όλο τον άλλο κόσμο, σ' έναν από τους δημόσιους κήπους.

Ό λ ' αυτά, ο Μπόχους τα συλλογιζόταν γρήγορα, κατά τα σπάνια διαλείμματα που του άφηνε η κυριαρχικότερη έ-γνοια για τα μεγάλα θέματα στα οποία είχε αφιερώσει από δω και πέρα τη ζωή του. Ήταν αληθινά ξεθεωτική δου-λειά, το να επιδιώκει τώρα, κι όλες ταυτόχρονα, τις σπου-δαίες εκείνες σκέψεις που του είχαν έρθει στο μυαλό, η μια πίσω από την άλλη, κατά τα χρόνια της αθλιότητάς του κι όλες να τις κυριαρχεί με το βλέμμα του, και να τις εκφράζει ύστερα με τάξη. ' Ηταν μια τέτοια πλημμυρίδα από γνώμες, σχέδια, αναμνήσεις, που ένα ολόκληρο σμήνος του ήθελε, αδιάκοπα, να πετάξει από τα χείλη του, παράφορο κι ανελέ-ητο, σαν πλήθος που προσπαθεί να φύγει ^ποτρελαμένο, πατείς με πατώ σε, από ένα θέατρο που πήρε φωτιά. Μετά, όμως, ο Μπόχους έπαιρνε μιαν αυστηρή έκφραση και πρό-σταζε:

—Ηρεμία, η μια μετά την άλλη. Καθεμιά στη σειρά της. Και σε κάτι τέτοιες ευκαιρίες, ακριβώς, γινόταν ολό-

κληρο κείνο το πλήθος να λιποθυμά απότομα, να σωριάζε-ται πάρα πολύ απλά κι ο Μπόχους να νιώθει ξαφνικά ολό-

53

Page 54: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τελα άδειο το κεφάλι του και να γίνεται ανίκανος να σκε-φτεί και να πει το παραμικρό. ' Οταν εν τούτοις έπινε μερι-κά φλιτζάνια «τκιάι», το παρδαλό τούτο πλήθος ξανάκανε την εμφάνιση του κι ο καμπούρης ήταν ευτυχισμένος και γελούσε ίσαμε που άρχιζαν να τρέχουν δάκρυα από τα μά-τια του. Η αστάθειά του ωστόσο είχε μεγαλώσει πιο πολύ. Διάβαζε πολύ εφημερίδες, παλιά βιβλία, γέμιζε ολόκληρα τετράδια με γελοία γράμματα κι ο ύπνος τον έπαιρνε ξαφ-νικά, στη μέση των ασχολιών του, μέρα ή νύχτα, δεν έχει σημασία, σ' ένα καφενείο ή σε μια εκκλησία, σπάνια στο σπίτι του, για ν' αναπηδήσει ύστερα από κάμποση ώρα από ένα ταραγμένο μισουπνι.

Έτσι, έφτασε το πρωί της μέρας, που ο Μπόχους είχε υποσχεθεί στη μητέρα του και στη Φραντίσκα, που κ' οι δυο δεν μπορούσαν να παραβρεθούν στον αληθινό θρίαμβό του, να μιλήσει μπροστά τους. Είχε περάσει τη νύχτα σε πολλά καφενεία και ταβέρνες και τώρα γύριζε, κουρασμέ-νος από το ξενύχτι, πηγαίνοντας τοίχο-τοίχο και κοιτάζο-ντας μ' αδιάφορο ύφος μες στην πυκνή τριανταφυλλόχροη ομίχλη αυτού του ανοιξιάτικου πρωινού. Συνάντησε πολύ λίγους ανθρώπους. Κοντά στον Πύργο Πουρντριέρ δια-σταυρώθηκε με δυο υπηρέτριες, που κρατούσαν καλάθια γελαστές και φλύαρες. Τα μάτια τους ήταν δροσερά και ξύ-πνια* τα φορέματα κ' οι μπροστοποδιές τους είχαν ακόμη το κολλάρισμα του καινούργιου υφάσματος. Λίγο πιο πέρα ακόμη τον προσπέρασαν δυο φαντάροι. Περπατούσαν μ' έ-να βήμα ενεργητικό, που ο ρυθμός του αντηχούσε εύθυμα, και τα κουμπιά των αμπέχωνών τους έκλεβαν τις πρώτες α-χτίνες του ήλιου και τις έριχναν τολμηρά στα γιομάτα ύ-πνο μάτια του Μπόχους. ' Υστερα, ένα φουρναρόπαιδο σφύ-ριξε κατάμοΟτρα του καμπούρη και γέλασε πολύ δυνατά πίσω του, κ' ένας αστυφύλακας σιγοτραγούδησε ένα οτιδή-ποτε κάτι, ενώ το φτερό της κάσκας του κυμάτιζε μέσα στον πρωινό άνεμο. Παντζούρια ανέβαιναν και τζάμια α-νοίγονταν πλατιά στον ήλιο κ' έπαιρναν πυρκαγιά με λευ-κές φλόγες.

54

Page 55: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Μέσ' απ' αυτό το δροσερό και χαρούμενο ανανέωμα α-κριβώς σερνόταν ο καμπούρης, βλοσυρός και στραπατσα-ρισμένος» με το πουκάμισο ολοζάρωτο, βρόμικα τα ρούχα, μοιάζοντας μ' ένα φρικτό φρύνο που βρίσκει κανείς μέσα σ' ένα σωρό αρωματισμένων ρούχων. Απ' όλη τούτη τη λάμψη δεν είχε προσέξει τίποτα, εκτός ίσως ότι του ήταν ενοχλητική. Ναι, δεν ήξερε καν ότι ήταν πρωί κι ότι ήταν άνοιξη. Εν τούτοις, όσο προχωρούσε το πρωί, τόσο σαν να έπιανε περισσότερο μια συγκεκριμένη ταραχή όσους συ-ναντούσε. ' Ανθρωποι που χαιρετιούνταν κάθε μέρα χωρίς να μιλούν, σταματούσαν, μ' έκπληκτα ή ανήσυχα πρόσω-πα, κ' έσφιγγαν επιτέλους τα χέρια τους με κάποια συμβα-τική αναγνώριση, για να ξανασταματήσουν δέκα βήματα παραπέρα. ' Ηταν φανερό πως ένιωθαν την ανάγκη ν' ανα-κοινώσουν ο ένας στον άλλο μια είδηση που αφορούσε και ενδιέφερε όλο τον κόσμο. Στη γωνιά της οδού Φερδινάν-δου ένας αστυνόμος διάβαζε στη μέση ενός ομίλου από ά-ντρες κ' υπηρέτριες ένα άρθρο του «Τσέσκυ Κουρίρ» και, λίγο πιο πέρα, ένας γηραιός κύριος που έβγαινε από ένα καφενείο έλεγε στο συνοδό του, στα γερμανικά: «Είναι άν-θρωποι αληθινά επικίνδυνοι. Θα 'πρεπε...». Μα ο Μπόχους δεν μπόρεσε ν' ακούσει τη συνέχεια. Ο ηλικιωμένος κύ-ριος συνέχισε το δρόμο του πάνω στα καλογυαλισμένα πα-πούτσια του, κι ο νεαρός συνοδός του επιδοκίμαζε κάθε λέ-ξη του, κουνώντας καταφατικά, με σεβασμό, το κεφάλι του* έμοιαζαν να 'ναι πέρα για πέρα της ίδιας γνώμης. Όταν ο Μπόχους έφτασε έξω από το «Εθνικό», αναγνώρισε, πίσω από το παράθυρο, τον Νορίνσκι, που, με το συνηθισμένο ηρωικό τρόπο του, κάτι έμοιαζε να διηγείται στους άλλους. Για μια στιγμή ο καμπούρης δίστασε. Ύστερα, συνέχισε το δρόμο του και κατέβηκε το κρηπίδωμα του ποταμού, για να γυρίσει στο σπίτι του. Ήταν κουρασμένος.

Ο Νορίνσκι εν τούτοις είχε τελειώσει. Ήπιε τον καφέ του με μια νωχελική κίνηση —αυτό το φλιτζάνι του καφέ που θα μπορούσε να 'ναι ένα γκομπλέν γεμάτο δηλητή-ριο— και είπε με μεγαλοπρέπεια:

55

Page 56: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Κανείς από σας δε θα τολμήσει να ισχυριστεί πως δεν είμαι ένας καλός Τσέχος. Και δε θ' αφήσω να χαθεί καμιά ευκαιρία να πείσω τους άθλιους αυτούς Γερμανούς για το ανίθετο. Ας μου σιμώσει κανείς τους! Θα του συντρίψω το κρανίο. Δεν πρέπει όμως να υπερβάλλουμε τη σημασία αυ-τών των ιστοριών. Είναι παιδιαροκαμώματα, πιστέψτε με.

Ύστερα, σηκώθηκε, ξέχασε να πληρώσει τον καφέ του, μοίρασε γενναιόδωρα χειροσφιξίματα σε τρεις πράξεις και, με το κεφάλι ψηλά, κατευθύνθηκε προς το σπίτι του, που ήταν εκεί κοντά. Οι άλλοι ξανάσφιξαν τον κύκλο τους κι ο Καράς άρχισε να διαβάζει τις πληροφορίες που αφο-ρούσαν σ* αυτό το περιστατικό. ' Ολοι, απάνω-κάτω, έδι-ναν την ίδια εκδοχή: από την καταγγελία μιας γυναίκας εί-χε ανακαλυφτεί ένας συνωμοτικός σύνδεσμος νέων, φοιτη-τών και μαθητευόμενων κυρίως, που έκαναν μυστικές συ-γκεντρώσεις στο υπόγειο ενός σπιτιού της οδού Αγίου Ιε-ρωνύμου, συγκεντρώσεις όπου προφέρονταν λόγοι που, καθαυτοί, συνιστούσαν εσχάτη προδοσία. Είναι ενδιαφέ-ρον να υπογραμμιστεί το γεγονός, πώς στις συγκεντρώσεις αυτές λάβαιναν μέρος και κορίτσια. Κ' οι γερμανικές εφη-μερίδες συνέχαιραν για την καταστροφή αυτής της φωλεάς των κακούργων και λυπούνταν που, εξαιτίας της πεισματε-ρής σιωπής των συλληφθέντων συνωμοτών, δεν έγινε ακό-μη δυνατό να συλλάβουν και τον αρχηγό, πράγμα που, χά-ρις στην αξία και την οξυδέρκεια της αστυνομίας μας, δε θ' αργήσει να γίνει. Τέλος, οι γερμανικότερες εφημερίδες έ-γραφαν ακόμη, πως οι νεαροί εγκληματίες αυτοί, τα κα-θάρματα αυτά κι αυτοί οι προδότες του τόπου, έπρεπε να τιμωρηθούν παραδειγματικά και χωρίς οίκτο. Ό λ ' αυτά μπορούσε να τα διαβάσει κανείς στο «Καφενείο το Εθνι-κό». Ο Σιλέντερ ήταν ειλικρινά αγαναχτισμένος: είπε με-ρικά λόγια για το θάρρος αυτών των νεαρών, που δεν έλε-γαν μόνο λόγια, παρά ήθελαν και να δράσουν κιόλας. Δεν ήξερε πώς να τα εκφράσει όλ' αυτά, και σώπασε, δειλά, ό-ταν είδε πως δε συνάντησε πολλές επιδοκιμασίες. Όλοι, χωρίς άλλο, κούνησαν μια στιγμή το κεφάλι τους κ' έριξαν

56

Page 57: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μια λεξούλα, σαν ελεημοσύνη, στο χέρι της Δικαιοσύνης. Τελικά όμως έκαμαν μια στροφή αρκετών μοιρών αφού βρίσκονταν μεταξύ τους, μπορούσαν να μιλούν ειλικρινά. Ο Πάτεκ καταδίκασε απλά αυτόν το ρομαντισμό των σπη-λαίων, που δεν ήταν παραδεχτός ούτε και μέσα σ' ένα μυ-θιστόρημα, κι ο ποιητής Μάχαλ, που δεν είχε παρά μια πο-λύ αόριστη ιδέα για ό,τι είχε συμβεί, χασμουρήθηκε και, ανάμεσα σε δυο απόπειρες νέου χασμουρητού, παρατήρη-σε πως πάντα του η υπόθεση αυτή του φαινόταν χτηνώδης, ναι, φοβερά χτηνώδης. Ο Καράς, που ένιωθε να γίνεται κά-θε μέρα και πιο κοσμοπολίτης, έβγαλε έναν αρκετά μακρύ λόγο, που, κατά τη διάρκειά του, το μήλο του Αδάμ ανεβο-κατέβαινε στο λαιμό του σαν βατράχι βασανισμένο από αμφιβολίες. Το συμπέρασμά του ήταν, πως έξω έπρεπε α-πολύτως να τροφοδοτήσουν την κοινή γνώμη, ότι οι νεα-ροί αυτοί δεν ήταν μόνο μάρτυρες της ιδέας, μα οι ήρωες μιας εθνικής υπόθεσης. ' Οσο, τώρα, γι' αυτόν, τον Καράς, δεν μπορούσε να μην καταδικάσει ανοιχτά παρόμοιες παι-δαριωδίες —μάλιστα, παιδαριωδίες!— νέων, ανώριμων ακό-μη, ανθρώπων. Στο κάτω-κάτω, ήταν αρκετά καλλιεργημέ-νοι, ώστε να ξέρουν πως ο λαός θ' ανακτούσε τα δικαιώμα-τά του με μια εθνική δράση, τόσο στη ζωή όσο και στην πολιτική σκηνή (μια έκφραση, τούτη δω, που ο Καράς τη χρησιμοποιούσε μ' ευχαρίστηση, συχνά-πυκνά, στις επι-φυλλίδες του) ποτέ, όμως, με τέτοιες ασχημοσύνες. Είχε κρατήσει ακόμη κάμποσες εφεδρικές φράσεις, μα διακό-πηκε απότομα. Δεν ήξερε κι ο ίδιος γιατί. Οι άλλοι σήκω-σαν τα μάτια και είδαν τον Ρέτσεκ που στεκόταν μπροστά τους. Ο φοιτητής, που στο χλομό πρόσωπό του τα σκοτει-νά μάτια του έλαμπαν με μια παράξενη λάμψη, δε φάνηκε να είδε τα χέρια που του απλώνονταν. Ίσως να είχε ακού-σει τα τελευταία λόγια του κριτικού, μα δεν απάντησε τί-ποτα, κάθισε στη συνηθισμένη θέση του κ' ήπιε το «τκιάι» του. Τα σκληρά χέρια του έτρεμαν ελαφρά. Δεν τόλμησαν να πουν λέξη. Επιτέλους, ο Πάτεκ άρχισε να μιλά για ένα καινούργιο βιβλίο κ' οι καλλιτέχνες ξεχάστηκαν, παρα-

57

Page 58: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κολουθώντας τον. Επρόκειτο για μια νουβέλα, στο είδος του Μωπασσάν, που ήθελε να δημοσιεύσει ένας νέος συνά-δελφος. Αλλ' έμπαιναν στη μέση χρηματικά ζητήματα κι .αναρωτιόταν κανείς αν έπρεπε να βοηθήσει, σ' αυτό, το συγγραφέα. Ο παντοδύναμος Καράς δε φαινόταν καθόλου διατεθειμένος να το κάμει. Ο Πάτεκ φώναξε, τότε, αγανα-χτισμένος:

—Μα, σας παρακαλώ, πρόκειται περί εθνικού ζητήμα-τος!

Ο Ρέτσεκ σηκώθηκε μ' ένα παγερό χαμόγελο: —Είστε Τσέχοι; ρώτησε. ' Ολοι σώπασαν και τον κοίταξαν, αμήχανοι. Ο Σιλέντερ

είχε σηκωθεί. —Είστε Τσέχοι; επανάλαβε ο φοιτητής. Ο Καράς τον καλόπιασε: —Τι σας πιάνει, Ρέτσεκ; Μας προκαλείτε; —Μα είστε ώριμοι, δεν είναι έτσι; εξακολούθησε ο Ρέ-

τσεκ* ώριμοι κ' ικανοί. —Είναι μεθυσμένος, ψιθύρισε ο Μάχαλ περιφρονητικά. Ο Ρέτσεκ έσφιξε τις γροθιές του. Μα συγκρατήθηκε. —Ξέρω πως συνηθίζετε να θυμώνετε, κι όχι αδικαιολό-

γητα, για τη μέθη. Το ξέρω. Μα θα σας το πω άλλη μια φο-ρά, ο λαός δεν είναι ώριμος, κι αν νιώθετε τόσο ολοκλη-ρωμένα εσείς, είστε εχθροί του, είστε προδότες.

—Είμαι αξιωματικός, είπε ο Πάτεκ, μ' ανησυχητική φω-νή κ' έκαμε ένα βήμα προς τα μπρος.

Ο Ρέτσεκ του έβαλε τη γροθιά του στα μούτρα και, περ-νώντας από μπροστά του, χωρίς να προσθέσει άλλη λέξη, βγήκε από το καφενείο.

58

Page 59: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ο ΜΠΟΧΟΥΣ δεν μπορούσε να υπολογίζει στη Φραντί-σκα πριν από τις έξι ή τις εφτά, γιατί κι ο ίδιος αυτός, άλ-λωστε, είχε προτείνει αυτή την ώρα στο γράμμα του* εν τού-τοις, από τις τρεις κιόλας είχε αρχίσει ν' αναρωτιέται γιατί δεν ερχόταν η αγαπημένη του, ύστερα, κατά τις τέσσερις, ήταν έτοιμος να πάει να τη ζητήσει, μα παραιτήθηκε, απ' αυτό, με κρύα καρδιά και διστάζοντας, από περηφάνια ή κι από κάποιο άλλο λόγο. Με τα χέρια στη ράχη, πηγαινορχό-ταν μέσα στο μικρό δωμάτιο, όπου η υπερβολικά πολυά-ριθμη παλιά επίπλωση, που είχαν μεταφέρει εκεί από το θυρωρείο, δυσκόλευε πολύ αυτά τα πήγαινε-έλα, και δε στεκόταν παρά αραιά και πού μπροστά στο παράθυρο, ό-που καθόταν η μητέρα του και έραβε.

—Μητέρα, είπε, στο τέλος, βασανισμένος, πρέπει να πας να τη ζητήσεις.

Η γρια κούνησε το κεφάλι, έβγαλε τα χοντρά ματογυά-λια της κ' επιδοκίμασε. Ούτε στιγμή δε δίστασε: φυσικά, έπρεπε να πάει να ζητήσει τη Φραντίσκα. Κι άλλαξε τη σκούφια της μ' ένα καπέλο, ρίχνοντας κ' ένα όμορφο κί-τρινο σάλι στους ώμους της.

—Μπορείς να πεις πως περνούσες ακριβώς από κει. Θεέ μου, ναι, περνούσες ακριβώς από κει, τυχαία. Δεν είναι έ-τσι; Γιατί δε θα μπορούσες να περνάς από κει; Από κει περνά τόσος και τόσος κόσμος!

Ο Μπόχους γέλασε ραγισμένα. —Πες μου, συνέχισε μ' ένα θυμό ανυπόμονο, μπορείς; Η κυρία Μπόχους κούνησε καταφατικά το κεφάλι της,

δειλιασμένη.

59

Page 60: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Ξέρεις, είπε, θα πάω πρώτα στην κοντινή εκκλησία. ' Ετσι, θα μπορώ να της πω: έρχομαι από την εκκλησία.

Δίσταζε ακόμη. Ο Μπόχους εν τούτοις, τώρα και κάμπο-ση ώρα, σκεφτόταν κάτι άλλο. Ήταν ζήτημα, αν έβλεπε ακόμη τη γρια γυναίκα κι απόρησε, καθώς πηγαινορχόταν μέσα στο δωμάτιο, βρίσκοντάς την, απότομα, πάλι μπρο-στά του. Το κίτρινο σάλι, στον ήλιο του απογεύματος, είχε μια ωμότητα ανυπόφορη. Κοιτάχτηκαν μια στιγμή σιωπη-λοί, αυτά τα δυο κοντακιανά, άθλια κι ανάπηρα πλάσματα. Ύστερα, η γρια πήγε με μικρά βήματα κατά την πόρτα κουνώντας το κεφάλι της. Ξαφνικά, ο Μπόχους βρέθηκε κοντά της.

—Μαμίνκο, είπε, κ' η φωνή του ήταν σαν άρρωστου παιδιού.

Κ* η γρια φοβισμένη γυναίκα κατάλαβε. Απόχτησε ανά-στημα, έγινε πλούσια, έγινε μητέρα. Μόνο αυτή η λέξη τα είχε προξενήσει όλ' αυτά. ' Ολη η ανησυχία της έλιωσε σε καλοσύνη, ξαφνικά: κι αυτή, που πριν μια στιγμή μόλις φαινόταν ακόμη τόσο άοπλη, έγινε για μιας δυνατή, τώρα που άπλωνε γλυκά τα μπράτσα της κ' ήταν σαν μια επι-στροφή για τον Μπόχους. Ακούμπησε το μεγάλο, βαρύ και ταραγμένο κεφάλι του στο στήθος της μάνας του κ' έκλει-σε τα πυρωμένα μάτια του, βουλιάζοντας μέσα σ' αυτή τη βαθιά κι άπειρη αγάπη. Σώπαζε. Και να που κάτι άρχισε να κλαίει μέσα του. Θα πρέπει να ήταν μέσα του, κάπου πολύ βαθιά, τόσο ήταν αδύναμο. Κι άνοιξε περίεργα τα μάτια του* ήθελε να μάθει πού έκλαιγε αυτό. Και να: δεν έκλαιγε αυτός· η μάνα του. Ο Μπόχους τώρα πια δεν μπορούσε να χαμηλώσει τα βλέφαρά του* πίσω τους περίμεναν δάκρυα, πολλά δάκρυα. Ξαφνικά έγινε σαν γιορτή μέσα στην κάμα-ρα. Τα αντικείμενα γύρω απ' αυτά τα δυο πλάσματα πήραν μια λάμψη που δεν την είχαν ποτέ, ακόμη και στις καλύτε-ρες μέρες τους. Κάθε μικρό βάζο, κάθε μικρό ποτήρι απάνω στην εταζέρα είχε ξαφνικά το φώς του και καυχόταν γι' αυ-τό κ' ήθελε να παραστήσει το άστρο. Και μπορεί κανείς να φανταστεί πόσο φως είχε διαχυθεί μέσα σε κείνη την κά-

60

Page 61: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μαρα. Ύστερα το ρολόι σήμανε, συνετά, σαν να λυπόταν γι'

αυτό. Μα σήμανε πέντε φορές κ' η μητέρα έφυγε. —Πού πας; ανησύχησε ο καμπούρης. —Πρέπει να πάω να βρω τη Φραντίσκα. Ο Μπόχους, απότομα, ξαναβρήκε τη μνήμη του. Δίστα-

σε, κ' ύστερα είπε, με θλίψη σχεδόν: —Αλήθεια, τη Φραντίσκα... ' Ηταν ο αποχαιρετισμός. Όταν ο Μπόχρυς έμεινε μόνος του, ξανάρχισε τα πυρε-

τικά κι ανήσυχα πήγαινε-έλα του. Πότε δω, πότε κει, περ-νώντας, κάτι τακτοποιούσε, σκούπιζε τη σκόνη από το τραπέζι, ξεχνιόταν άθελά του στο να βάζει τάξη στα βιβλία του και στα χαρτιά του. Και κάνοντάς τα αυτά, ζεστάθηκε. Κι όταν βρήκε το φλεγόμενο πρόσωπό του, κάπου μέσα στον καθρέφτη, σταμάτησε, έκπληκτος: φορούσε στους ώ-μους του το κίτρινο μεταξωτό σάλι της μητέρας του. Του φάνηκε άστείο. Θέλησε να γελάσει, μα το ξέχασε και τύλι-ξε την πλάτη του μέσα στις απαλές πτυχές του υφάσματος, με αθέλητες κινήσεις ικανοποίησης. Ένιωθε κουρασμέ-νος κι αφέθηκε να πέάει στον ανθοστολισμένο καναπέ που έπιανε, με το ωοειδές τραπέζι, τη μέση της καλύτερης κά-μαράς τους. Σκεφτόταν και σκεφτόταν. Ο φτωχός κι όμορ-φος καναπές έτριξε κάτω από το βάρος του. Αναπήδησε και χάιδεψε με κάποια τρυφερότητα το κροσσωτό κάλυμ-μα, κ' ύστερα κάθισε σε μιαν από τις κοντινές καρέκλες. Το πρόσωπό του, που μπορούσε καμιά φορά να 'ναι παιδι-κό, γερνούσε τώρα από στιγμή σε στιγμή, εξαιτίας της έ-ντασης των συλλογισμών του* καταβροχθιζόταν, σαν να πούμε, από τις ρυτίδες που απλώνονταν πάνω του, σαν σκουλήκια μέσα σ' άρρωστο φρούτο. Ήξερε, λοιπόν, όλα αυτά που θα έλεγε; Ένας ακαθόριστος φόβος κρεμόταν α-πό πάνω του. Αιστάνθηκε τόσο εγκαταλειμμένος, να ιλιγ-γιά τόσο, σαν κάποιος που τον ξεχάσανε στην κορφή ενός ψηλού πύργου. Και την επομένη στιγμή φαντάστηκε ότι τά-ραζε την τάξη που βασίλευε μέσα στην κάμαρα, αυτή την

61

Page 62: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

όμορφη τάξη μιας γιορτάσιμης μέρας, μόνο και μόνο γιατί καθόταν σ' αυτή την καρέκλα. Φοβήθηκε για την υπόνοια του. Κατάφευγε όλο και πιο μακριά και στο τέλος κατάλη-ξε να μαζευτεί, κουρνιάζοντας, πάνω σ' ένα ψηλό ταμπου-ρέ, σε μια γωνιά της κάμαρας, δίπλα στην πόρτα. Τότε ένι-ωσε πιο ήρεμος. Σκέφτηκε: «Πέρασε κι αυτό, ό,τι είχα να πω, το είπα κιόλας», κ' ήξερε εν τούτοις πως το μόνο που είχε κάμει, ήταν να κλάψει, κάτι δηλαδή εντελώς διαφορε-τικό από το να έχει μιλήσει. Παρ' όλ' αυτά, επέμεινε με πείσμα: «Τα είπα όλα, η μητέρα τα ξέρει, το ίδιο κ' εσύ», πρόσθεσε δυνατά και γύρεψε τα μάτια του κίτρινου γάτου που ερχόταν, αργά και με πονηρό περπάτημα, προς το μέ-ρος του. Κανένα νύχι δεν έτριξε πάνω στο σκούρο, γυαλι-στερό πάτωμα. Αθόρυβα, το ζώο πλησίαζε, γινόταν όλο και πιο μεγάλο, κΐ όταν έγινε τόσο μεγάλο, που ο Μπόχους δεν μπορούσε πια να δει, πίσω απ' αυτό, μέσα στην ήρεμη κ' επίσημη κάμαρα, είχε κιόλας αποκοιμηθεί. Και, χωρίς άλ-λο, ονειρευόταν, γιατί είπε με μια φωνή που έμοιαζε να έρ-χεται από μακριά:

—Αυτό 'ναι, Ρέτσεκ, παρακαλώ, αυτό 'ναι το μυστικό. Ο ζωγράφος πρέπει να ζωγραφίζει το λαό και να του λέει: εί-σαι όμορφος.

Το κεφάλι του έπεσε προς τα μπρος και πάλι ξαναπήρε τη θέςιη του, με κόπο.

—Ο ποιητής, εξακολούθησε, πρέπει να εξυμνεί το λαό και να του λέει: είσαι όμορφος.

Και μέσα στ' όνειρό του, αναστέναξε. «Να είσαι όμορ-φος, να τι χρειάζεται». Ύστερα, ένα χαμόγελο άρχισε να σχηματίζεται στις γωνιές των χειλιών του, ένα αγαθό κ' ευλαβικό χαμόγελο που απλώθηκε στο πρόσωπο του κοι-μισμένου και το ξανάνιωσε. Και πάλι αναστέναξε: «Δε θα προδώσω ποτέ», ύστερα τ' όνειρό του έγινε τόσο βαθύ, που καμιά λέξη δεν ξανανέβηκε πια στα χείλη του.

Η πόρτα άνοιξε. Μα ο καμπούρης δε σήκωσε τα μάτια του παρά μόνο όταν ο Ρέτσεκ τον είχε αρπάξει κιόλας από το λαρύγγι, φωνάζοντάς του κατάμουτρα:

62

Page 63: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—To μυστικό, γιατί δεν κράτησες το μυστικό; Ο Μπόχους ένιωσε τη λέξη τούτη να του καίει το μάγου-

λο. Τα χέρια του έκαμαν μια σπασμωδική προσπάθεια να υπερασπίσουν τον κάτοχό τους, μα τα μάτια του δεν κατα-λάβαιναν. Χαμογελούσαν ακόμη. Χαμογελούσαν στο φο-βερό εκδικητή, ίσαμε τη στιγμή που πέθαναν. Τότε, το κί-τρινο μεταξωτό σάλι γλίστρησε πάνω στο κακόμοιρο σώ-μα του, σκεπάζοντας το βασιλιά και το μυστικό του.

63

Page 64: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

α ν ν ο υ σ κ α

ΚΕΊΝΟ ΚΕΙ το καλοκαίρι, η κυρία Μπλάχα, η σύζυγος ε-νός μικροϋπαλλήλου του σιδηροδρόμου του Τουρνάν, του Βενσεσλάς Μπλάχα, πήγε να περάσει μερικές εβδομάδες στο χωριό όπου είχε γεννηθεί. Ήταν ένα πολύ φτωχό κι αρκετά κοινό κεφαλοχώρι στη βαλτώδη πεδιάδα της Βοη-μίας, στην περιοχή του Νίμπουργκ. ' Οταν η κυρία Μπλά-χα, που, παρ' όλ' αυτά, ένιωθε ακόμη, ίσαμε έναν ορισμένο βαθμό, αστή, ξανάδε όλα αυτά τα μικρά άθλια σπίτια, πί-στεψε πως μπορούσε να κάμει μια φιλάνθρωπη πράξη. Μπήκε στο σπίτι μιας χωριάτισσας που γνώριζε και που, όπως ήξερε, είχε μια κόρη, για να της προτείνει να πάρει μαζί της, στο σπίτι της, στην πόλη, την κοπέλα, σαν υπηρέ-τρια. Θα της έδιδε, βέβαια, κάτι, για μισθό, αλλά η κοπέλα θα είχε το μεγάλο κέρδος ότι θα έμενε στην πόλη, όπου και θα μάθαινε ένα σωρό πράγματα. ( Ό σ ο τώρα για την κυρία Μπλάχα, μήτε κ' η ίδια δεν ήξερε καλά-καλά τι θα ήταν αυτός ο σωρός τα πράγματα που θα μάθαινε η κοπέλα στην πόλη). Η χωριάτισσα κουβέντιασε το πράγμα με το σύζυγό της, που δε σταμάτησε να ζαρώνει τα φρύδια και που, κατ' αρχήν, περιορίστηκε να φτύσει μπροστά του σαν είδος απά-ντηση. Επιτέλους, ρώτησε:

—Και δε μου λες, η κυρία το ξέρει πως η Ά ν ν α είναι λίγο...

Και λέγοντάς το αυτό, κούνησε το μελαψό και ρυτιδωμέ-νο χέρι του μπροστά στο μέτωπό του, σαν φύλλο καστα-νιάς.

—Βλάκα, αποκρίθηκε η χωριάτισσα. Και μήπως εμείς θα...

64

Page 65: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

' Ετσι, η ' Αννα πήγε στους Μπλάχα. Το πιο συχνά έμενε μόνη στο σπίτι, ολάκερη την ημέρα. Ο κύριος της, Βεν-σεσλάς Μπλάχα, βρισκόταν στο» γραφείο του κ' η κυρία της πήγαινε κ' έραβε στα σπίτια* παιδιά δεν υπήρχαν. Η ' Αννα καθόταν στη μικρή σκοτεινή κουζίνα, που ένα παρά-θυρό της έβλεπε στην αυλή και περίμενε τη ρομβία. Κι αυ-τό, κάθε βραδάκι, πριν από το σούρουπο. Έσκυβε, τότε, όσο μπορούσε πιο πολύ από το μικρό παράθυρο και, ενώ ο άνεμος ανάδευε τ' ανοιχτόχρωμα μαλλιά της, χόρευε μέσα της, ίσαμε που ζαλιζόταν κ' ίσαμε που οι ψηλοί και βρόμι-κοι τοίχοι έμοιαζαν να ταλαντεύονται ο ένας απέναντι στον άλλο. ' Οταν άρχιζε να την παίρνει ο φόβος, διάτρεχε ολόκληρο το σπίτι, κατέβαινε τη σκοτεινή κι ακάθαρτη σκάλα, ίσαμε τα καπνισμένα ταβερνάκια, όπου κάποιος ά-ντρας, στην αρχή του μεθυσιού του ακόμη, τραγουδούσε. Στην αυλόπορτα, συναντούσε πάντα τα παιδιά που αλή-τευαν ολόκληρες ώρες μέσα στην αυλή, χωρίς οι γονείς τους να προσέξουν την απουσία οποιουδήποτε από δαύτα, και, πράγμα παράξενο, τα παιδιά τής ζητούσαν πάντα να τους διηγηθεί ιστορίες. Καμιά φορά, μάλιστα, την ακο-λουθούσαν ίσαμε την κουζίνα. Η ' Αννα καθόταν, τότε, δί-πλα στο φουρνέλο, έκρυβε το άδειο και χλομό πρόσωπό της μέσα στα χέρια της, κ' έλεγε:

—Να σκεφτώ. Και τα παιδιά υπομονεύονταν για κάποση ώρα. Μα όταν

η Αννούσκα εξακολουθούσε να σκέφτεται, ίσαμε που η σιωπή μέσα στη σκοτεινή κουζίνα άρχιζε να γίνεται ανη-συχητική, τα παιδιά το έβαναν στα πόδια και δεν έβλεπαν πια, πως η κοπέλα άρχιζε να κλαίει, μ' ένα απαλό σιγανό κλάμα, και πως η νοσταλγία την έκανε ολότελα μικρή-μι-κρή κι αξιολύπητη. Τι ν' αποζητούσε άραγε; Κανείς δε θα μπορούσε να το πει. Μπορεί και το ξύλο που της έδιναν στο χωριό της. Το πιο συχνά δεν ήξερε τι το ακαθόριστο, που είχε υπάρξει μια μέρα, που δεν έπαψε τουλάχιστον να το ονειρεύεται. Από το πολύ να σκέφτεται, κάθε φορά που τα παιδιά της ζητούσαν ιστορίες, το θυμήθηκε σιγά-σιγά.

65

Page 66: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Στην αρχή ήταν κόκκινο, κόκκινο, ύστερα ήταν ένα πλή-θος. Κ' ύστερα μια καμπάνα, ένας δυνατός ήχος καμπάνας, και μετά: ένας βασιλιάς, ένας χωριάτης κ' ένας πύργος. Και μιλούν:

—Αγαπητέ βασιλιά, λέει ο χωριάτης... —Ναι, λέει τότε ο βασιλιάς, με φωνή πολύ περήφανη. Ξέ-

ρω. Και πραγματικά, πώς θά ' ταν δυνατό να μην ξέρει ένας

βασιλιάς αυτό που θα είχε να του πει ένας χωριάτης; Λίγο καιρό αργότερα, η γυναίκα οδήγησε την κοπέλα να

κάμει ψώνια. Καθώς πλησίαζαν τα Χριστούγεννα κ' ήτανε βράδυ, οι βιτρίνες ήταν άπλετα φωτισμένες κ' εφοδιασμέ-νες με πλήθος πράγματα. Σ' ένα κατάστημα παιχνιδιών, η Άννα είδε ξαφνικά την ανάμνησή της: το βασιλιά, το χω-ριάτη, τον πύργο... Ω! κ' η καρδιά της χτύπησε πιο δυνατά από το θύρυβο των βημάτων της. Μ' απόστρεψε γρήγορα τα μάτια της και, χωρίς να σταματήσει, συνέχισε ν' ακο-λουθεί την κυρία Μπλάχα. Είχε το συναίσθημα, πως δεν έ-πρεπε να προδώσει τίποτα πια. Και το κουκλοθέατρο έμει-νε πίσω τους, σαν να μην το 'χαν προσέξει. Πραγματικά, η κυρία Μπλάχα, που δεν είχε παιδιά, δεν το είχε δει καν.

Λίγο αργότερα, η Ά ν ν α είχε τη μέρα εξόδου της. Δε γύ-ρισε πίσω το βράδυ. ' Ενας άντρας, που τον είχε κιόλας συ-ναντήσει κάτω, στο καφενείο, της κράτησε συντροφιά, και δε θυμόταν πια ακριβώς πού την είχε οδηγήσει. Της φάνη-κε πως είχε λείψει ολόκληρη χρονιά. Όταν, κουρασμένη, ξαναβρήκε την κουζίνα της, τη Δευτέρα το πρωί, της φά-νηκε πιο κρύα και πιο γκρίζα ακόμη απ' όσο ήταν συνή-θως. Κείνη κει τη μέρα έσπασε μια σουπιέρα, πράγμα που της στοίχισε ένα γερό κατσάδιασμα. Η κυρία της δεν το πρόσεξε καν πως δεν είχε γυρίσει τη νύχτα. Μετά, προς το Νέο 'Ετος, ξενοκοιμήθηκε πάλι, επί τρεις νύχτες συνέ-χεια. Ύστερα, σταμάτησε απότομα να τριγυρίζει μέσα στο σπίτι, έκλεισε φοβισμένα τις πόρτες των δωματίων κ' έπα-ψε να φαίνεται στο παράθυρο, ακόμη κι όταν έπαιζε η ρομ^ βία.

66

Page 67: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

' Ετσι κύλησε ο χειμώνας, κι άρχισε μια ωχρή και δειλή άνοιξη. Είναι μια εντελώς ιδιαίτερη εποχή για τις εσωτε-ρικές αυλές. Τα σπίτια είναι μαύρα και υγρά, μα ο αέρας είναι φεγγερός σαν συχνολευκασμένο λινό. Τα κακοπλυμέ-να παράθυρα ρίχνουν ανταύγειες που σκιρτούν και στον ά-νεμο χορεύουν ελαφρές νιφάδες σκόνης, που κατεβαίνουν απ' όλο το μάκρος των ορόφων, ως κάτω, στην αυλή. Ακού-γονται οι θόρυβοι ολόκληρου του σπιτιού, οι κατσαρόλες ντιντινίζουν αλλιώς, ο ήχος τους είναι πιο καθαρός, πιο διαπεραστικός, και τα κουταλομάχαιρα κάνουν διαφορετι-κό θόρυβο.

Κείνον κει τον καιρό, η Αννούσκα γέννησε ένα παιδί. Ήταν γι' αυτή μια μεγάλη έκπληξη. Αφού επί μακρές ε-βδομάδες ένιωσε νωθρή και βαριά, ένα ωραίο πρωί το παιδί γλίστρησε από μέσα της κ' ήρθε στον κόσμο, μόνο ο Θεός ξέρει από πού βαστώντας. 'Ηταν Κυριακή κι ακόμη κοι-μούνταν στο σπίτι. Κοίταξε μια στιγμή το παιδί, χωρίς το πρόσωπό της ν' αλλοιωθεί ούτε το πιο λίγο. ' Ισα-ίσα που κουνιότανε, μα, ξαφνικά μια διαπεραστική φωνή βγήκε α-πό το μικρό στήθος του. Την ίδια στιγμή ακούστηκε το κά-λεσμα της κυρίας Μπλάχα κ' οι σούστες ενός κρεβατιού που τρίξανε στην κρεβατοκάμαρα, Η Αννούσκα άρπαξε τό-τε τη γαλάζια μπροστοποδιά της που ήταν ακόμη ριγμένη πάνω στο κρεβάτι, έσφιξε τα κορδόνια της γύρω από το μι-κρό λαιμό κ' έκρυψε ολόκληρο κείνο το δέμα στο βάθος του μπαούλου της. Μετά, μπήκε στα δωμάτια, τράβηξε τις κουρτίνες στα παράθυρα κι άρχισε να ετοιμάζει τον καφέ.

Μιαν από τις επόμενες μέρες, η Αννούσκα λογάριασε τους μισθούς που είχε πάρει ίσαμε κείνη την ώρα. ' Ηταν δεκαπέντε φλορίνια. Ύστερα, έκλεισε την πόρτα της, ά-νοιξε το μπαούλο κι απόθεσε την τυλιγμένη γαλάζια μπρο-στοποδιά, που ήταν βαριά κι ακίνητη, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας. Την έλυσε αργά, κοίταξε το παιδί, και, με τη βοήθεια ενός υποδεκάμετρου, το μέτρησε από τα πόδια ως το κεφάλι. Μετά, έβαλε πάλι τάξη και βγήκε έξω. Μα —τι κρίμα!— ο βασιλιάς, ο χωριάτης κι ο πύργος ήταν πολύ

67

Page 68: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πιο μικροί. Τους πήρε, παρ' όλ' αυτά, μαζί της και, κοντά σ' αυτούς, κι άλλες κούκλες. Δηλαδή: μια πριγκίπισσα με κόκκινες στρογγυλές βούλες στα μάγουλα, ένα γεροντάκο που είχε ένα σταυρό στο στήθος του και που έμοιαζε κιό-λας του Αϊ-Βασίλη, εξαιτίας της μακριάς γενειάδας του, και δυο-τρεις άλλες, λιγότερο όμορφες και λιγότερο σημα-ντικές. Εκτός απ' αυτά, ένα θέατρο που η αυλαία του ανέ-βαινε και κατέβαινε, όπως κι όποτε ήθελες παρουσιάζο-ντας ή αποκρύβοντας τον κήπο που αποτελούσε το σκηνι-κό.

Η Αννούσκα είχε επιτέλους με τι ν' απασχολείται τις ώρες της μοναξιάς της. Τι είχε απογίνει η νοσταλγία της; Έστησε το θαυμαστό θέατρό της (είχε στοιχίσει δώδεκα φλορίνια) και πήγε και στάθηκε πίσω του, όπως πρέπει. Μα, κάποτε-κάποτε, όταν η αυλαία ήταν ανεβασμένη, έ-τρεχε μπροστά στο θέατρο και κοίταζε σ' αυτούς τους κή-πους και τότε ολόκληρη η γκρίζα κουζίνα εξαφανιζότανε πίσω από τα μεγάλα εξαίσια δέντρα. Ύστερα, έκανε κά-μποσα βήματα προς τα πίσω, έπαιρνε δυο ή τρεις κούκλες και τις έβανε να μιλούν καταπώς ήθελε. Δεν ήταν ποτέ ένα αληθινό θεατρικό έργο* οι κούκλες μιλούσαν και αποκρί-νονταν συνέβαινε, επίσης, καμιά φορά, δυο κούκλες, σαν τρομαγμένες, να υποκλίνονται ξαφνικά η μια μπροστά στην άλλη. Ή ακόμη να υποκλίνονται κ' οι δυο μαζί μπροστά σ' ένα γεροντάκο, που δεν μπορούσε να λυγίσει τη μέση του, όχι γιατί πονούσε, μα γιατί 'ταν ολόκληρος από ξύλο. Γι' αυτό κ' η συγκίνηση τον έκανε, κάθε φορά, να πέφτει τ ανάσκελα.

Η φήμη αυτών των παιχνιδιών που έπαιζε η Αννούσκα, δεν άργησε να κάμει το γύρο των παιδιών. Και γρήγορα τα παιδιά της γειτονιάς, δειλά στην αρχή, κ' ύστερα με όλο και μεγαλύτερη εμπιστοσύνη, έκαμαν την εμφάνισή τους στην κουζίνα των Μπλάχα, στημένα στις γωνιές, όταν άρ-χιζε να πέφτει η νύχτα, και μη χάνοντας από τά μάτια τους τις όμορφες κούκλες που επαναλάβαιναν τα ίδια πάντα πράγματα.

68

Page 69: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Μια μέρα, η Αννούσκα, με πυρωμένα τα μάγουλα, είπε: —Έχω ακόμη μια κούκλα πολύ πιο μεγάλη. Τα παιδιά έτρεμαν από την ανυπομονησία τους. Μα η

Αννούσκα έμοιαζε να έχει ξεχάσει ό,τι είπε. Τοποθέτησε όλους τους ήρωές της στον κήπο, ακουμπώντας στα σκη-νικά τις κούκλες που δεν μπορούσαν να σταθούν όρθιες α-πό μόνες τους. Μετά, έκαμε την εμφάνισή του ένα είδος αρλεκίνου, με χοντρό, στρογγυλό πρόσωπο, που τα παιδιά δε θυμούνταν να ξανάδαν ποτέ τον όμοιό του. Μα η περιέρ-γειά τους κεντρίστηκε περισσότερο ακόμη απ' όλο αυτό το μεγαλείο και παρακάλεσαν να τους δείξει την «πολύ πιο μεγάλη» κούκλα. Μια φορά μόνο την «πολύ πιο μεγάλη»! Μια στιγμή μόνο την «πολύ πιο μεγάλη!».

Η Αννούσκα ξαναπήγε στο μπαούλο της. Η νύχτα έπε-φτε κιόλας. Τα παιδιά κ' οι κούκλες στέκονταν αντικριστά, σιωπηλά, μοιάζοντας σχεδόν. Μ' από τα ορθάνοιχτα μάτια του αρλεκίνου, που έμοιαζαν να περιμένουν ένα φριχτό θέ-αμα, ένας τέτοιος φόβος μεταδόθηκε απότομα στα παιδιά, που, βγάζοντας κραυγές, το έβαλαν όλα στα πόδια, χωρίς να μείνει ούτ' ένα. Κρατώντας ένα μεγάλο γαλαζωπό πράγ-μα στα χέρια της, η Α^ούσκα ξαναφάνηκε. Τα χέρια της άρχισαν, ξαφνικά να τρέμουν. Η κουζίνα, εγκαταλειμμένη από τα παιδιά, ήταν παράξενα άδεια και σιωπηλή. Η Αννού-σκα δε φοβήθηκε. Γέλασε σιγά και με μια κλοτσιά γκρέμι-σε το θέατρο, ύστερα ποδοπάτησε κ' έκαμε κομμάτια τις μικρές σανίδες που παράσταιναν τον κήπο. Μετά, όταν η κουζίνα βυθίστηκε μέσα στη νύχτα, έκαμε το γύρο της και σύντριψε το κρανίο κάθε κούκλας — και βέβαια και της μεγάλης γαλάζιας κούκλας.

69

Page 70: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

α ν τ α ύ γ ε ι ε ς

Λ ί Γ Ο καιρό ύστερα από τη Γαλλική Επανάσταση, η δού-κισσα ντε Βιλλερόζ έκαμε, ξαφνικά, την εμφάνισή της στη Βοημία. Έλεγαν πως ο δούκας φον Φρίντλαν της είχε προσφέρει έναν από τους πύργους του. Και, πραγματικά, είδαν να φτάνουν στο Ντεμίν δυο μεγάλες ταξιδιωτικές ά-μαξες. Κείνους τους ταραγμένους καιρούς ικανοποιόταν κανείς κι από μια συνοδεία περιορισμένη στο εντελώς α-παραίτητο. Ο πύργος, εν τούτοις, ήταν κάθε άλλο παρά έ-ρημος. Φάνηκε —κάτι αναπάντεχο— πως ένας μεγάλος α-ριθμός ευγενών ζούσαν σ' αυτή την περιοχή: εμιγκρέδες και άλλοι. Υπήρχαν προπαντός πολλοί Πολωνοί.

Οι πρώτες δεξιώσεις της Δούκισσας προξένησαν μερι-κές στενόχωρες καταστάσεις. Κάτω από την ψηλή, έντονα φωτισμένη πύλη, που μπροστά της σταματούσαν οι άμα-ξες, η μια πίσω από την άλλη, οι άντρες αναρωτιόνταν μ' ένα έκπληκτο βλέμμα και με τα μάτια γεμάτα σκοτεινές α-ναμνήσεις, κ' οι γυναίκες χαιρετούσαν η μια την άλλη, χαμογελώντας ειρωνικά. Προφέρονταν ονόματα με δυνατή φωνή, μα πολύ γρήγορα: η κόμισσα Πόλόνσκα, η πριγκί-πισσα του Λίγκνιτς, κι άλλα, ακόμη λαμπρότερα. Ανάμεσα στους επισκέπτες αυτούς ήταν και μερικοί που έμοιαζαν να μη θυμούνταΓτο όνομά τους και το βαθμό τους παρά μόνο την τελευταία στιγμή, στον προθάλαμο, κουμπώνοντας τα γάντια τους.

Μα η δούκισσα ντε Βιλλερόζ ήξερε, με το ελεύθερο και φυσικό φέρσιμό της, να θεραπεύει της μικροαμηχανίες αυ-τές. Όλοι τούτοι που υποδεχόταν, όλοι τούτοι που τα χεί-λη τους ακράγγίζαν μ' έναν ίσκιο το λεπτό και δροσερό χέ-

70

Page 71: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ρι της, ήταν αληθινά αυτό που φαίνονταν να είναι. Η δού-κισσα συγκρατούσε αυτά τα παράξενα ονόματα και τα επα-ναλάβαινε ελαφρά και καλόκεφα, σαν να σκόρπιζε μαργα-ριτάρια γύρω της· κι όλοι οι επισκέπτες τα έπιαναν στον αέρα.

Κοντά στη δούκισσα —μια ντελικάτη ξανθιά, που είχε εκείνη την άπειρα διαφανή ηλικία, όπου οι γυναίκες μοιά-ζουν να συγκεντρώνουν τις όμορφιές πολλών γενεών— οι επισκέπτες έβρισκαν ακόμη, στο Ντεμίν.την πριγκίπισσα Σύλβα-Βαλτάρα, χήρα κι αδελφή της δούκισσας, μόλο που δεν έμοιαζαν καθόλου* τον κόμητα 'Αλμα, έναν άντρα αδιά-φορο στις γυναίκες, και που γι' αυτό κ' οι γυναίκες τον θαύ-μαζαν περισσότερο, βασιλικό θαλαμηπόλο, ντυμένο στα μαύρα και, καταπώς έλεγαν, οπαδό του Σβέντενμποργκ* α-κόμη, τον αβά Λύκ, που πάντα σχεδόν στεκόταν στο ά-νοιγμα κάποιου παράθυρου, σιωπηλός, τυλιγμένος από σκια, μ' ένα νεκρό χαμόγελο στα λεπτά του χείλη.

Εκτός απ' αυτούς, μια νέα κοπέλα πηγαινορχόταν στη μέ-ση αυτής της λαμπρής συντροφιάς, σιωπηλή και μοναχι-κή, σαν να βρισκόταν-στην καρδιά ενός δάσους: ήταν η Ε-λένη, η κόρη της δούκισσας, ντυμένη πάντα στα κατάλευ-κα. Η δούκισσα έμοιαζε να την αγαπά πολύ. Μόλις η νεα-ρή πριγκίπισσα έκανε την εμφάνισή της στο σαλόνι, η οι-κοδέσποινα παρατούσε τους συνομιλητές, για να πάει να φιλήσει την κοπέλα στο μέτωπο.

Η τρυφερότητα αυτή ενθουσίαζε όλο τον κόσμο. —Τι γυναίκα! φώναξε ο κόμης Μπαλλίν, με κάπως υπερ-

βολικά δυνατή φωνή. Και μια γρια, ξερακιανή δεσποσύνη, που ποτέ δεν υπήρξε κάτι περισσότερο από αρραβωνιασμέ-νη, πρόσθεσε, διορθώνοντάς τον:

—Τι μητέρα, ναι, τι μητέρα, αγαπητέ μου κόμη! Αυτή η σκηνή, ενέπνευσε τους πρώτους του στίχους σ'

ένα νέο άντρα. Το ίδιο κείνο βράδυ τους απάγγειλε, κοκκι-νίζοντας συχνά-πυκνά, σε μια γωνιά του σαλονιού, κ' οι κυρίες του έδωσαν μια επιτυχία. Υπήρχαν, όμως, κι αληθι-νοί ποιητές στο Ντεμίν. Καμία φορά, διέκρινες σιωπηλές

ΤΙ

Page 72: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σιλουέτες να πηγαινόρχονται στις πιο. βαθιές δεντροστοι-χίες του πάρκου, κι όταν τους πλησίαζες, έβλεπες να υψώ-νουν ένα πρόσωπο που το φώτιζε η μοναξιά και μάτια που τα εμψύχωναν παράξενες, μακρινές εικόνες.

Στις γιορτές του Ντεμίν έρχονταν άνθρωποι που μπορού-σαν ν' αυτοσχεδιάζουν, σε κάποια ήσυχη, απομακρυσμένη γωνιά, μια μελωδία, που πάνω στους ήχους της χόρευαν το ίδιο βράδυ. Μέσα σε μια στιγμή είχε συντεθεί ένα δραματά-κι, και δυο ώρες αργότερα παιζότανε κιόλας, με παράξενα και πολύχρωμα κουστούμια. Κιόλας τα χειρόγραφα έβγα-ζαν φλόγες μέσα στα τζάκια: ποιος ο λόγος να τα κρατήσει κανείς; Κάθε μέρα έφερνε κ' έναν καινούργιο χορό κ' ένα καινούργιο παιχνίδι, όσο συχνά μπορούσε να το επιθυμή-σει κανείς. Κάτι σαν αυλή σχηματίστηκε. Εδώ ήταν το βα-σίλειο της δούκισσας και το Ντεμίν ήταν το κέντρο του.

Ανάλογα με τους προσκεκλημένους, και το προσωπικό του πύργου γινόταν όλο και πολυπληθέστερο. Από παντού προσέτρεχαν άνθρωποι, κ' οι πιο πολλοί τους γίνονταν δε-χτοί. Υπήρχε φαγητό για όλους. Ξαφνικά, βρέθηκε κ' ένας αρχιμάγειρος που διοικούσε περισσότερους από εκατό υ-πηρέτες κ' υπηρέτριες. Το τολμηρό πρόσωπό του ερχόταν σε αλλόκοτη αντίθεση με τα ταπεινά και σερπετά χέρια του.

Ο κόμης Άλμα είπε μια μέρα στη δούκισσα: —Διώξετε αυτόν τον αρχιμάγειρο. —Γιατί; ρώτησε η δούκισσα, έκπληκτη. Είμαι ευχαρι-

στημένη απ' αυτόν. Ο κόμης σήκωσε τους ώμους του. Ο αρχιμάγειρος έμει-

νε. ' Ηξερε κατά το θαυμασιότερο τρόπο να κρατά το σπίτι: σε κάθε δείπνο, σε κάθε γιορτή, η επιρροή του ήταν αισθητ τή. Ακόμη κ' οι καλλιτέχνες άκουαν, καμιά φορά, τις συμ-βουλές του. Μια κυρία είπε, μια μέρα, γι' αυτόν:

—'Εχει καλαισθησία. Ο αρχιμάγειρος βρισκόταν, τυχαία, κοντά της κ' υπο-

κλίθηκε σιωπηλά, με τέτοια διακριτικότητα μέσα στη σε-μνότητά του, που η κυρία χαμογέλασε, χωρίς να το θέλει.

72

Page 73: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Κείνον κει τον καιρό, οι γιορτές γίνονταν όλο και πιο πλούσιες και πιο θορυβώδεις. Και για ένα λόγο περισσότε-ρο, μάλιστα, καθώς ένας καινούργιος φιλοξενούμενος, με βασιλικό αίμα στις φλέβες του, είχε επιπέσει απροειδο-ποίητα, ένας πρίγκιπας γεμάτος νιάτα και λαμπρότητα, που έλεγαν πως ήταν αδελφός εκείνου του δούκα του Ανγκιέν που έμελλε να πεθάνει λίγο αργότερα μ' έναν τόσο σκληρό θάνατο. Ήταν σαν ένα χρυσό νόμισμα ριγμένο στο πλή-θος: όλος ο κόσμος τον ήθελε δικό του* κ' είχε αρκετό μυαλό, ώστε να επωφεληθεί αυτής της κλίσης που ένιωθε η κοινωνία γι' αυτόν, σαν ένα υψηλό δικαίωμα που ασκούσε πάνω της. Αποσπούσε τις μορφές του περιβάλλοντός του λαξεύοντάς τες σαν κομμάτια μάρμαρου, σύμφωνα με το υ-λικό που προσφερόταν: όμορφες και πομπώδεις μορφές, άλλες που λαχταρούσαν την ομορφιά, άλλες συγκινητικές. Ήταν μια πλούσια δραστηριότητα, γιατί τις περισσότε-ρες, μόλις υποτυπώδεις, μορφές, τις επινοούσε. Μόνο ένα πλάσμα του φάνηκε τέλειο: η Ελένη, με τα μεγάλα λυπημέ-να μάτια. Μόνο πάνω σ' αυτήν ξαπόσταζε από την αδιάκο-πη δημιουργική του τφοσπάθεια. Δεν της έλεγε παρά λίγες λέξεις μιλώντας της κυρίως για την πατρίδα του, γι' αυτή τη μεγάλη χώρα, που βρισκόταν στην άκρη μιας επικίνδυ-νης θάλασσας. Και του άρεσε να μιλά, σαν να μην ήταν παρά ο γιος ενός ψαρά ή το παιδί κάποιου δίχως όνομα. Ποτέ πύργος ή πάρκο δεν αποτέλεσαν το βάθος αυτών των συνομιλιών. Τίποτα δεν ύψωνε εκεί τη φωνή, κι ο πρίγκι-πας δεν πρόφερε κανένα όνομα που θα συνέδεε τις διηγή-σεις του μ' έναν ορισμένο τόπο ή χρόνο. Μόλις πέτυχε να ζωογονήσει το περιβάλλον, μόλις άρχισαν να ζουν όλοι τη ζωή του και τα κύματα του αίματός του, ν' αναπαράγονται, μεγάλα και ορατά, μέσα σε χίλιες χειρονομίες, ο πρίγκιπας αποχωρούσε διακριτικά και ξανάβρισκε τη σιωπηλή νεα-ρή κοπέλα, που τον περίμενε για τις μυστικές συνομιλίες τους.

' Ενα βράδυ την είδε να στέκεται στο πλαίσιο της ψηλής πόρτας του σαλονιού που έβγαζε στην ταράτσα. Την πλη-

73

Page 74: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σίασε και, μαζί, κοίταζαν έξω: πάνω από τις δεντροκορφές, η νύχτα σφύριζε πολύ δυνατά. Κ' η σιωπηλή κοπέλα, νιώ-θοντάς τον δίπλα της, είπε, σαν ν' απαντούσε σ' ερώτηση:

—Σκέφτομαι αυτά τα σύννεφα... Πώς σχηματίζονται και μεταμορφώνονται, υποτασσόμενα ως το τελευταίο σημείο της περιμέτρου τους, κι ωστόσο πάντα έτοιμα να μεταμορ-φωθούν πάλι. Μπαίνει κανείς στον πειρασμό να φανταστεί, πως καθένα τους θα μπορούσε να διαρκέσει μια ολόκληρη ζωή κάτω από την ίδια αυτή μορφή... Διαφορετικά, προς τι να παίρνει μορφή;

Απότομα, οι δυο νέοι στράφηκαν και κοιτάχτηκαν μέσα στα μάτια, κάνοντας την ίδια σκέψη. Για κάμποση ώρα α-κόμη στάθηκαν ο ένας πλάι στον άλλο, αντίκρυ στη νύχτα. Μα κάτω από την επίδραση Κύριος οίδε ποιας πίεσης, ο πρίγκιπας στράφηκε ξαφνικά κ' είδε πως βρισκόταν κάτω από τα βλέμματα του αβά, και, κατά κάποιο τρόπο, μέσα στον ίσκιο του.

Ο πρίγκιπας ανακατεύτηκε με τις άλλες συντροφιές, πή-ρε ένα αμέριμνο ύφος, μα, παρ' όλ' αυτά, προσπάθησε να πλησιάσει στο άνοιγμα του διπλανού παράθυρου. Σκια-γραφώντας ένα χαμόγελο, είπε:

—Και, κατά τη γνώμη σας, κύριε αβά, τι θα 'πρεπε να κάνουμε τώρα;

Ο τόνος του ήταν δισταχτικός, κι ο πρίγκιπας κουρά-στηκε να ξαναβρεί τη σιγουριά του.

—Υπάρχει καμιά αρκετά μεγάλη γιορτή, για να συγκινή-σει τις αισθήσεις σας; Βρίσκεται πάντα έξω από κάθε χα-ρά, μου φαίνεται.

Ο αβάς υποκλίθηκε ελαφρά. —Απατάσθε, πρίγκιπα. Οι αισθήσεις μου είναι γεμάτες

ζωή. Ας υποθέσουμε, αν θέλετε, ότι αποτελούν ένα νησί, έ-να νησί όλο σκια σ' αυτή τη θάλασσα που εσείς τη φωτίζε-τε σαν πρωινό.

—Ο τρόπος που μιλάτε, κύριε αβά, αποκαλύπτει την αι-τία της απομόνωσής σας. Πέφτω έξω, υποθέτοντας ότι εί-σθε ένας ποιητής... ή ένας στοχαστής;

74

Page 75: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Τίποτα τέτοιο, πρίγκιπα. Αν είναι απόλυτα αναγκαίο να μου αποδοθεί ένα έργο, σ' αυτό το μέρος που δε συναντά κανείς παρά μόνο εκλεκτούς ανθρώπους, ονομάσετέ με, ε-ντελώς απλά: θεατή. Είναι λίγο, νομίζετε; Αυτό εξαρτάται. Ο θεατής μεγαλώνει, κατά κάποιο τρόπο, μαζί με το θέαμα. Άντρες, που έχουν πάρει μέρος σε μια μάχη, διαφέρουν πολύ από κείνους που υπήρξαν θεατές κάποιας συμπλοκής.

—Κι αν κρίνουμε απ' αυτό το θέαμα; —Μα το είπατε, πρίγκιπα. Κολακεύω ο ίδιος τον εαυτό

μου, βλέπετε. ' Ηθελα να πω: μ' αυτό το θέαμα του πλούτου, της ομορφιάς και της δύναμης κάτω από τα μάτια μου γί-νομαι κ' εγώ ένας ανώτερος άνθρωπος... με συγχωρείτε: έ-νας ανώτερος θεατής. Τώρα, όμως, φανταστείτε, παρακα-λώ, μια στιγμή, τι θα συνέβαινε, αν ο ίδιος ο θεατής επενέ-βαινε, ξαφνικά, στη δράση. Θ' αναστάτωνε το παιχνίδι, θα το διέκοπτε απότομα. Κάτω από το ψιμύθιο θα παρουσιά-ζονταν άλλα πρόσωπα* κάτω από τα φορέματα, άλλα φορέ-ματα* κάτω από τις φωνές, άλλες φωνές...

Ο αβάς μιλούσε κοφτά, κι ο τόνος του είχε σκληρύνει ξαφνικά.

—Αυτή η δούκισσα, βλέπετε, είναι ακόμη η καλύτερη α-νάμεσά μας. Είναι κόρη βαρόνου. Όχι , βέβαια, ενός Γάλ-λου βαρόνου, μα δεν έχει σημασία... είναι κόρη βαρόνου, όσο να 'ναι. Κανείς δε θα μπορούσε να πει το ίδιο, απ ό-σους βρίσκονται εδώ! Η μητέρα της ήταν... ήταν... —με συγχωρείτε, χάνω τη μνήμη μου μπροστά σ' αυτές τις ά-πειρες δυνατότητες— ναι, ήταν χορεύτρια. Τη βλέπετε; Αυτή τη στιγμή χαμογελά με το γοητευτικό κι ακίνητο χα-μόγελό της. Κι αυτό γιατί δε χρειάζεται να το μεταμφιέσει πάνω στη σκηνή και δε φορεί κοντά φορέματα ώστε το χα-μόγελο αυτό να φαίνεται πως το κληρονόμησε από τη μητέ-ρα της! Παρ' όλ' αυτά, είναι προικισμένη για το ρόλο της δούκισσας. Κοιτάξετε, πλάι της, αυτή τη Σύλβα-Βαλτάρα. Μια Ισπανίδα;—τι ιδέα! Πιστεύω πως την εποχή που ήταν ακόμη λεπτή και χαριτωμένη υπήρξε καμαριέρα. Τώρα που πάχυνε, προτιμά να περνά για χήρα πρίγκιπα που δεν πέθα-

75

Page 76: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νε ποτέ. Αυτές είναι οι μεγαλοκυρίες μας! Να σας πω τώρα ποιοι είναι οι κύριοί μας;

Ο πρίγκιπας είχε φέρει το χέρι του στη λαβή του ξίφους του. Έτρεμε τόσο πολύ, που τα δαχτυλίδια του κρότησαν πάνω στο μέταλλο.

Ο αβάς δεν άφησε τη νωχελική στάση του. —'Οπως βλέπετε, πρίγκιπα, έχω κ' εγώ τη δική μου ευ-

θυμία. Εξακολουθείτε να με κατηγορείτε ότι δεν παίρνω μέ-ρος στις γιορτές; Ο ίδιος εσείς μου υποβάλατε αυτά τ' α-στεία...

Με μιαν απότομη κίνηση ο πρίγκιπας γύρισε την πλάτη στον κληρικό.

Την ίδια σχεδόν στιγμή ξέσπασε ένας θόρυβος στην άλ-λη άκρη του σαλονιού. Ο αρχιμάγειρος, ελαφρά μεθυσμέ-νος, χωρίς άλλο, είχε πιάσει τον κόμητα Μπαλλίν από το μπράτσο και του είπε κάποια αισχρότητα. Για την ακρί-βεια, είχαν καταφέρει ν' αποκρύψουν αυτό το γεγονός. Μα τη στιγμή που πήγαιναν να σπρώξουν έξω από το σαλόνι τον αρχιμάγειρο, ο κόμης, μανιασμένος, ρίχτηκε πάνω του, έτσι, που, ξαφνικά, ξέσπασε μια συμπλοκή μπροστά στα μάτια των κυριών. Ο αρχιμάγειρος όχι μόνο δεν ήταν με-θυσμένος παρά και, ξαφνικά, φάνηκε ότι ήταν και πολύ δυ-νατός. Έσπρωξε τον κόμητα σε μια γωνιά του σαλονιού, κ' ύστερα, ολοκουρέλιαστος και καταματωμένος, όρμησε στη μέση-μέση του σαλονιού και φώναξε με φοβερή φωνή:

—Σκυλιά, είστε σκυλιά, όσοι κι αν είστε. Η δούκισσα αυτή δεν είναι, δούκισσα. Είστε όλοι σας...

Η αναστάτωση που επακολούθησε ήταν φοβερή. Πολλά σπαθιά απαστράψανε. Οι γυναίκες το έβαλαν στα πόδια με σκισμένες τις ουρές των φορεμάτων τους. Ξαφνικά, τις γε-νικές κραυγές διαδέχτηκε μια βαθιά σιωπή. Η δούκισσα στεκόταν μπροστά στον αρχιμάγειρο, με την κόρη της δί-πλα της. Σ' ολόκληρο το σαλόνι ακούστηκαν τα λόγια που πρόφερε με σταθερή φωνή, κατανικώντας ένα ελαφρό αρ-χικό τρεμούλιασμα.

—Συμεών, θα τολμήσεις να επαναλάβεις μπροστά σ' αυ-

76

Page 77: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τό το παιδί ό,τι είπες; Το βλέμμα της Ελένης ήταν προσηλωμένο, ήρεμο και

θλιμμένο, πάνω στο ταραγμένο μέτωπο του άντρα. ' Ολοι κράτησαν την ανάσα τους. Μετά, ακούστηκε η φωνή της Ελένης, που απευθυνόταν στη δούκισσα:

—Πείτε του να πηγαίνει! ' Αφωνος κ' υποταχτικός, ο αρχιμάγειρος βγήκε από το

σαλόνι. Την άλλη μέρα είχε εγκαταλείψει το Ντεμίν. Το ίδιο κ' η δούκισσα εξέφρασε την επιθυμία να φύγει

για την Πολωνία, με την πρόθεση να πάει σ' ένα φιλικό πύργο. ' Ολοι την επιδοκίμασαν. Μα τα διαβατήρια που ζή-τησαν από τη Βιέννη αργούσαν νά 'ρθουν, κι ο κόμης Άλμα άρχισε να γίνεται ανυπόμονος. Στο τραπέζι δεν άρ-χιζε καμιά συζήτηση κάπως εύθυμη, τόσο σκυθρωπό ήταν το πρόσωπό του και συννεφιασμένο το μέτωπό του. Η δού-κισσα του παραπονέθηκε γι' αυτό.

—Σας παρακαλώ, αποκρίθηκε, ας φύγουμε σήμερα, σή-μερα κιόλας...

Η δούκισσα χαμογέλασε. —Μα,' Αλμα, πώς θα μπορέσουμε να ταξιδέψουμε χωρίς

διαβατήρια; —Ας φύγουμε από 'δω, τουλάχιστον. Ας πάμε τουλάχι-

στον ως τα σύνορα. —Και πού θα πλαγιάσουμε, ' Αλμα; Κάτω από τ' άστρα;

Έχετε άσκημα προαισθήματα; Είδατε κακά όνειρα; Ο κόμης αποκρίθηκε προφασιστικά: —Κοιμάμαι δύσκολα. Γι' αυτό και βλέπω σύντομα και

φοβερά όνειρα. Την άλλη μέρα έφτασαν τα διαβατήρια, κ' οι ετοιμασίες

της αναχώρησης άρχισαν. Ο κόμης έδειχνε μεγάλη βιάση, και κανείς δεν του αντιμιλούσε. Οι υπηρέτες έβγαλαν τα πά-ντα από τους τοίχους κι από τα ερμάρια* οι κασέλες και τα κοφίνια γέμισαν σαν βαρέλια κάτω από νεροποντή.

' Ολες οι κάμαρες ήταν ανοιχτές κι ο άνεμος φύσαγε από τις ορθάνοιχτες πόρτες. Μες στα σαλόνια σπρωχνόταν,

77

Page 78: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

περίεργο, το πλήθος των ξένων υπηρετών. Νόμιζε κανείς παραβρισκόταν σε μια σκηνή λεηλασίας. ' Εβλεπε κα-

νείς ρπηρέτες να κοιμούνται σε βελουδένιες πολυθρόνες, ηοο τους είχαν πει να τις μεταφέρουν, κ υπηρέτριες, κρα-τώντας βαριούς και λαμπρούς καθρέφτες, να κοιτάζουν μέ-σα τους το κόκκινο μούτρο τους, γιομάτο φακίδες, και να το σπρώχνουν μπροστά τους, σαν πιάτο, γελώντας ηλίθια μέσα στο κρύσταλλο.

Κο^ένας από τους ανθρώπους αυτούς δε μετρίαζε τη φω-νή του· γελούσαν όλοι κ' έκαναν τόσο θόρυβο, σαν να 'ταν μεθυσμένοι. Μα η πιο θορυβώδης απ' όλες ήταν μια νέα γυναίκα, με προκλητική, ξαδιάντροπη ομορφιά. Την έλε-γαν Αουρόρα, κ' έμοιαζε να 'ναι η ερωμένη όλων των α-ντρών. Μα μόνο ο αβάς Λυκ μπόρεσε να μάθει πως, στην πραγματικότητα, ήταν η γυναίκα του Συμεών, του τέως αρ-χιμαγείρου, που την είχε αφήσει με το άλλο προσωπικό, α-ναθέτοντάς της μια ορισμένη αποστολή.

Η Αουρόρα δεν έλεγε στους άλλους πως η δούκισσα και οι άλλοι κάτοικοι του πύργου είχαν σφετεριστεί τους τίτ-λους των αντίθετα, προσπαθούσε να δώσει σ' όλους να κα-ταλάβουν πόσο γελοία ήταν η τύχη των γεννήσεων, που ευνοούσε πιο πολύ μερικούς από τους άλλους. Και οι ά-ντρες κυρίως —που θα ήξεραν περισσότερα απάνω σ' αυ-τό— ευχαρίστως παραδέχονταν, πως από το λαιμό και τους γοφούς της Αουρόρας δεν έλειπαν παρά οι πολύτιμες πέ-τρες και τα μεταξωτά φορέματα της δούκισσσας, για να της δώσουν μια εμφάνιση καθόλου λιγότερο περήφανη και πριγκιπική. Εν τούτοις, ο αβάς, που δεν έπαυε να παρακο-λουθεί προσεχτικά το κάθε τι, καταλάβαινε, από τη θρασύ-τητα της Αουρόρας, που όλο και μεγάλωνε, ότι κάποιο γε-γονός ετοιμαζόταν. Είχε ακουστεί, ακόμα, πως ο Συμεών είχε ξανακάμει πρόσφατα την εμφάνισή του στον πύργο, κατά τη νύχτα, και πως το πρωί είχε εξαφανιστ,εί.

Την παραμονή της αναχώρησης, η Ελένη ήταν καθισμέ-νη με τον πρίγκιπα σ' ένα μικρό σαλόνι που δεν το είχαν απογυμνώσει. Από καιρό σε καιρό ακούγονταν, μακριά, οι

78

Page 79: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ετοιμασίες της αναχώρησης. Μα η φθινοπωρινή καταιγί-δα, έξω, ανάμεσα στα γέρικα δέντρα, ήταν πιο δυνατή, κι όλοι οι θόρυβοι καταπνίγονταν μέσα της. Μια μικρή φωτιά σκιρτούσε στο τζάκι, μα δεν κατάφερνε να λαμπαδιάσει χαρούμενα. Οι σκιές του σούρουπου έμοιαζαν να την ανη-συχούν, και τα δυο αυτά πλάσματα αποτελούσαν ένα κομμά-τι του σύθαμπου.

Ο πρίγκιπας ρώτησε: —Αγαπάτε τη μητέρα σας; Σιωπή. —Την αγαπώ γιατί δεν είναι μητέρα μου, είπε η κοπέλα

με απλότητα. Υπήρχε κάτι συγκινητικό στην εμπιστοσύνη της. —Η μητέρα σας πέθανε; Η Ελένη έκλινε το κεφάλι. Σιωπή. Ξαφνικά, ο νέος άντρας είπε: —Μπορείτε να με συγχωρήσετε, Ελένη. Η Ελένη κούνησε αργά το κεφάλι της, με σκεφτικό ύ-

φος. —Απαντάτε: ναι. Ξέρετε τι έχετε να μου συγχωρέσετε; —Όχι . Μα απαντώ στην ερώτησή σας. Μπορώ να σας

συγχωρήσω τα πάντα. Ο νέος σηκώθηκε με μια γρήγορη κίνηση κ' έκαμε μιαν

ανυπόμονη χειρονομία προς το λαιμό του, ρίχνοντας το κεφάλι πίσω:

—Δεν είμαι... Δεν είμαι... πρίγκιπας... ούτε καν ευγε-νής... Είμαι... είμαι... φτωχός... πολύ φτωχός, είπε, τελειώ-νοντας κοφτά και σκληρά, ανίκανος να πει το όνομά του.'

Η νεαρά πριγκίπισσα δε φάνηκε ούτε έκπληκτη ούτε τρομαγμένη. Αποκρίθηκε, σαν να μιλούσε σ' ένα παιδί:

—Γιατί ν' αναστατώνεστε; Καθίστε. Μιλήστε μου για τον τόπο σας, που είναι σίγουρα δικός σας. Σας ανήκουν τόσα πράγματα.

Ακράγγιξε το χέρι της κοπέλας, αυτό το χέρι που για λί-γα λεπτά άφησε μέσα στα δικά του, με τα χείλη του, που η

79

Page 80: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ομολογία τα έκανε να τρέμουν ακόμη, και του φάνηκε πως η επαφή αυτή του απόνεμε μια καινούργια ευγένεια.

' Οταν η δούκισσα μπήκε στο μικρό σαλόνι, όπου κάθο-νταν οι δυο νέοι, φώναξε:

—Αυτή τη φορά φεύγουμε πραγματικά. Αύριο, την αυγή, μπαίνουμε στο δρόμο. Πρέπει ν' αποχαιρετιστούμε. Πού θα πάτε, πρίγκιπα;

Ο πρίγκιπας σηκώθηκε: —Παρακάλεσα την πριγκίπισσα Ελένη να μου επιτρέψει

να ταξιδέψω μαζί σας... —Και βλέπω ότι σας το επέτρεψε, είπε χαμογελώντας η

δούκισσα και φίλησε την κόρη της στο μέτωπο. Λίγο αργότερα έμπαινε μέσα κ' η πριγκίπισσα Σύλβα-

Βαλτάρα. Μια υπόκωφη αγωνία την κυνηγούσε παντού και πηγαινορχόταν, ασταμάτητα, από δωμάτιο σε δωμάτιο. Το μικρό σαλόνι της φάνηκε όμοια ανησυχαστικό κι αυτό. Ζή-τησαν φώτα. Μα χρειάστηκαν να περιμένουν.

Όλοι αναπήδησαν, όταν ο κόμης Άλμα φάνηκε, ξαφ-νικά, πάνοπλος. Καθώς άρχισαν να γελούν, είπε με βρα-χνιασμένη φωνή:

—Είμαι έτοιμος κιόλας για το ταξίδι. Επιτέλους, ακούστηκαν βήματα στο διπλανό δωμάτιο. Ο

πρίγκιπας πήγε κατά την πόρτα, για ν' ανοίξει στους υπηρέ-τες που θα έφερναν τις λάμπες. Το αυτί τους συνέλαβε ένα θόρυβο από πολλά βήματα: είχαν ζητήσει πολλά φώτα. Η πόρτα άνοιξε: Το ταλαντευόμενο φως των πυρσών θάμπωσε τον πρίγκιπα και την ίδια στιγμή ένιωσε ένα χτύπημα κ' έναν πόνο στον αριστερό ώμο. Τρέκλισε. Μα ένα λεπτό πιο ύστερα, με τεντωμένο το ξίφος, αντιμετώπιζε τους εισβο-λείς. Ο κόμης 'Αλμα στεκόταν δίπλα του. ' Ενιωθε μια πα-ράξενη διαύγεια. Τα ονόματά τους και τα ρούχα τους τους έδιναν έξαρση. Αγωνίζονταν μανιασμένα. Ούτε κ' οι ευπα-τρίδες ενός παλιού βασίλειου δε θα μπορούσαν να πέσουν πιο γενναία. Μα οι αντίπαλοί τους, που είχαν ΐη δύναμη του αριθμού, νίκησαν. Πρώτος πέθανε ο κόμης. Ο πρίγκι-πας έχανε το αίμα του από πολλές πληγές. Το ετοιμοθάνα-

80

Page 81: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

το βλέμμα του αναζήτησε την Ελένη. Δε βρισκόταν πια στο σαλόνι. Όμοια κ' οι άλλες γυναίκες το είχαν βάλει στα πόδια. Η ορδή πλημμύρισε το δωμάτιο ουρλιάζοντας. Ο Συμεών εμφανίστηκε επικεφαλής τους* σκέφτηκε, πως δεν είχε πια να φοβάται καμιάν αντίσταση. Σ' ένα σκοτει-νό διάδρομο, σκόνταψε πάνω σ' ένα σωρό ρούχα. ' Ηταν η πριγκίπισσα Σύλβα-Βαλτάρα. Την έσφαξε, χωρίς να σταθεί περισσότερο.

Στο μεταξύ, η δούκισσα ζητούσε την Ελένη στο μεγάλο σαλόνι. Όταν το πλήθος χειμάρρισε μέσα, από παντού, ο Συμεών ρίχτηκε πάνω της, μα ξαφνικά δίστασε.

—Ξαναδώστε μας την πριγκίπισσα Ελένη, φώναξε η δού-κισσα, απειλώντας τον μ' ένα στιλέτο, που έλαμψε στο φεγγαρόφωτο, πληγώνοντάς τον στο χέρι.

Ο Συμεών άφησε ένα ουρλιαχτό. —Είσαι άντρας; Την έριξε κάτω, χτυπώντας τη με το κοντάκι του τουφε-

κιού του. Ύστερα, τη σήκωσε στα χέρια του —ήταν αλα-φριά σαν παιδί— και την πέταξε από το αψιδωτό παράθυρο στο κενό της αυλής.

Αμέσως σχεδόν η μεγάλη ταξιδιωτική άμαξα προχώρη-σε μπροστά στο κατώφλι. Μέσα στον πύργο, η ορδή είχε ριχτεί στις κασέλες και στα κοφίνια, λεηλατώντας τα. Κά-ποιος μάλιστα είχε ανακαλύψει κρασί στο υπόγειο. Απάνω σ' αυτό ακριβώς υπολόγιζε ο Συμεών. Κάτω από ένα μακρύ μανδύα φορούσε τη μαύρη στολή του βασιλικού θαλαμηπό-λου του κόμητα Άλμα. Τα διαβατήρια βρίσκονταν στις τσέπες της στολής. Η Αουρόρα ανέβηκε στην άμαξα πριν απ' αυτόν, έχοντας σκεπάσει με πέπλο, προσεχτικά, το πρό-σωπό της· τα δίχως γάντια χέρια της ήταν φορτωμένα με δαχτυλίδια. Πάνω στο αντικρινό τους κάθισμα ένας υπηρέ-της απόθεσε μια λευκοφόρετη καΐ- πεπλοσκεπασμένη κοι-μισμένη γυναίκα.

Η άμαξα ξεκινούσε, όταν και κάποιος άλλος ακόμη πή-δησε στο πίσω κάθισμα. Ο Συμεών δεν αναγνώρισε αμέσως αυτόν τον πρόσθετο σύντροφο. Μα την ίδια στιγμή το πρό-

81

Page 82: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σωπο ξεπρόβαλε μέσα από τη σκια και μια φωνή, ψυχρή και καθαρή, είπε:

—Κυρία δούκισσα... ' Ηταν ο αβάς. ' Εμειναν σιωπηλοί. ' Εκανε κρύο σ' αυτή την αλλόκοτη

άμαξα. Φώτα αναπηδούσαν, δεν ξέρει κανείς από πού, κ' οι ανταύγειες του περνούσαν από τα πρόσωπα τους σαν τρε-λές σκέψεις. Η Αουρόρα αναρρίγησε. Ξαφνικά, ρώτησε ψιθυρίζοντας:

—Ποια είναι; Και με το δάχτυλο έδειξε τη λευκοντυμένη και πεπλοφό-

ρετη μορφή. Ο Συμεών γέλασε: —Η κόρη σας, από 'δω και πέρα, αγαπητή δούκισσα. Ο αβάς σήκωσε το πέπλο και, σαν εσωτερικά φωτισμένο

από ένα λευκό και θαμπό φως, φάνηκε το πρόσωπο της βα-θιά κοιμισμένης Ελένης. Ένα λεπτό αργότερα η νέα κοπέ-λα ξυπνούσε από τη λιποθυμιά της* ύστερα από μερικά α-νοιγοκλεισίματα τα βλέφαρά της σηκώθηκαν και φάνηκαν τα μάτια της, που τίποτα δεν μπορούσε να τα εκπλήξει πια, γεμάτα από μια παράξενη περηφάνια και θλίψη.

Κάτω απ' αυτό το βλέμμα, ο Συμεών κ' η γυναίκα του ζά-ρωσαν σαν δαρμένα σκυλιά. Απότομα το συναιστάνθηκαν: τούτη δω, οπωσδήποτε, είναι μια πριγκίπισσα.

82

Page 83: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

t o φ α ν τ α σ μ α

Ο ΚΟΜΗΣ Πάουλ περνούσε για χολερικός. ' Οταν ο θά-νατος του πήρε πρόωρα τη νεαρή σύζυγο του, άρχισε να σκορπά ό,τι είχε και δεν είχε: τα χτήματά του, τα χρήματά του, ακόμη και τις μαιτρέσες του. Κείνον κει τον καιρό υ-πηρετούσε στους δραγόνους του Βίντισκραιτς.

Ο βαρόνος Στέροβιτς του είπε μια μέρα: —'Εχεις εντελώς το στόμα της μακαρίτισσας κόμισσας. Τα λόγια αυτά συγκίνησαν το χήρο. Από τότε, πάντα θα

βρισκόταν κοντά του ένα ποτήρι κρασί. ' Ηταν, του φαινό-ταν, το μόνο μέσο που είχε, για να βλέπει εκείνο τ όμορφο και πολυαγάπητο στόμα να έρχεται πάντα σε συνάντησή του. Το γεγονός είναν, πως δυο χρόνια αργότερα δεγ του έ-μενε πια ούτε δεκάρα.

Εν τούτοις, όταν βρεθήκαμε, κάποτε, τυχαία, να γειτο-νεύουμε με τα κτήματα της οικογενείας των Φελντερόντε, ο κόμης μας κάλεσε να τον συνοδεύσουμε.

—Πρέπει να σας δείξω το μέρος όπου έζησα ευτυχισμέ-νος, δήλωσε, και, στρεφόμενος προς τις κυρίες: Το μέρος όπου πέρασα τα παιδικά χρόνια μου.

Κ' ένα όμορφο αυγουστιάτικο βράδυ φτάσαμε, πολλοί μαζί, στο Μέγα Ροχοζέκ. Η χαρούμενη διάθεση του κόμη-τα μας κράτησε ως αργά. Το πνεύμα του ήταν σπινθηροβό-λο. 'Ημασταν ευχαριστημένοι ο ένας από τον άλλο, και κανείς δε ζητούσε τίποτ' άλλο. Στο τέλος, επειδή η ώρα των επισκέψεων είχε περάσει, εν πάση περιπτώσει, απο-φασίσαμε να μην πάμε στον πύργο, παρά την άλλη μέρα, έτσι, που να δούμε το ηλιοβασίλεμα από τις επάλξεις του ερείπιου. '

83

Page 84: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—To ερείπιο μου! φώναξε ο κόμης, κ' έμοιαζε να τυλίγει την ευκίνητη σιλουέτα του μ' αυτά τα γέρικα ντουβάρια, όπως με το μανδύα του, του αξιωματικού των δραγόνων.

Ξαφνιαστήκαμε, ανακαλύπτοντας ένα μικρό πανδοχείο, κ' η χαρούμενη διάθεση μας έγινε ακόμη πιο εύθυμη.

—Είμαι αφοσιωμένος σ' αυτές τις παλιές πέτρες μ' όλες τις ίνες του κορμιού μου, είπε ο κόμης Πάουλ, καθώς πη-γαινοερχόταν πίσω από τις επάλξεις του φρουρίου.

—'Οταν ξανάρθε κοντά μας, κάποιος ρώτησε: —Ανάγγειλαν την επίσκεψη μας γι' αύριο, εκεί πέρα; Και μια γυναικεία φωνή ρώτησε: —Σε ποιον ανήκει τώρα το Μέγα Ροχοζέκ; Ο κόμης ευχαρίστως θα έκανε τον κουφό: —Ω! σ' έναν εξαίρετο νέο... Πολύ οικονόμο, φυσικά...

Είναι, θαρρώ, πρόξενος, ή κάτι τέτοιο. —Παντρεμένος; ρώτησε μια άλλη γυναικεία φωνή. — Ό χ ι , για την ώρα τον επιβλέπει η μητέρα του, απο-

κρίθηκε ο κόμης γελώντας. Ύστερα, βρήκε το κρασί εξαίρετο, τη συντροφιά όμορ-

φη, τη βραδιά βασιλική, και μεγαλειώδη την ιδέα να ' ρθουμε εδώ. Πότε-πότε, τραγουδούσε, όχι χωρίς πάθος, ι-ταλικές καντσονέτες και χωριάτικους χορούς, κάνοντας, ταυτόχρονα, και τ' απαραίτητα πηδήματα.

Όταν έπαψε, κάποτε, να τραγουδά, έκρινα καλό να δώ-σω το σήμα της αναχώρησης. Προφασιστήκαμε κούραση, τον υποχρεώσαμε να μείνει καμιά ωρούλα ακόμη στο «ε-ρείπιό του» και, όσο για μας, θα κατεβαίναμε στο μικρό πανδοχείο του χωριού. Ο δρόμος μας περνούσε μπροστά από τον πύργο, που, κείνο κι το βράδυ, περιφρονούσε τη νύχτα μ' όλα του τα παράθυρα. Ο πρόξενος έδινε ακριβώς μια δεξίωση.

Ήταν κοντά μεσάνυχτα, όταν τα τελευταία αμάξια ε-γκατάλειπαν το πάρκο. Η μητέρα του πρόξενου έσβηνε τα καντηλέρια στο μισάνοικτό προθάλαμο. Κάθε καινούργια λουρίδα σκοταδιού έμοιαζε ν' αποτελεί ένα σώμα μ' αυτή. Ό σ ο ξεκούμπωνε το μεταξωτό φόρεμά της με το στενό

84

Page 85: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κορσάζ, τόσο έχανε σιγά-σιγά το σχήμα της. Έμοιαζε να είναι η ίδια η σκοτεινιά, που δε θ' αργούσε να πλημμυρίσει ολόκληρο τον πύργο.

Το ίδιο κι ο γιος, πηγαινορχότανε μυτερός και γωνιώδης σαν τορπίλη· θα 'λεγε κανείς πως ζητούσε να συγκρατήσει τη μητέρα του στην άκρη των σκοταδιών. Στην πραγματι-κότητα, κινιότανε αδιάκοπα, αξαιτίας της δροσιάς. Η μητέ-ρα κι ο γιος διασταυρώνονταν, το πιο συχνά, μπροστά στον πομπώδη καθρέφτη, που βιαζόταν να πετάξει από πάνω του αυτό το κουβάρι από πτυχές και μέλη. Είχε κακομάθει από τις εικόνες που είχε συλλογιστεί αυτή τη νύχτα: δυο κόμη-τες, ένα βαρόνα, πλήθος κυριών και κυρίων εξαιρετικά ευ-παρουσίαστων. Και, τώρα, να συμβιβαστεί μ' αυτόν το μαύ-ρο, ξερακιανό πρόξενο;

Αγαναχτισμένος, ο καθρέφτης έδειχνε τον καινούργιο ι-διοκτήτη του πύργου το πρόσωπό του. ' Ηταν μια φυσιο-γνωμία αρκετά απολιθωμένη. Ο ενδιαφερόμενος, εν τού-τοις, την έκρινε ανέγγιχτη ακόμη και πολύ νεανική.

Στο μεταξύ, όμοια κ' η μητέρα είχε σωπάσει. Ήταν σαν ζαρωμένη σε μια γωνιά του δωματίου, και μόνο ύστερα από μερικά λεπτά αντιλήφθηκε ο πρόξενος τους μικρούς με-ταλλικούς κρότους που ξέφευγαν από κει.

—Μα αφήστε, λοιπόν, τους υπηρέτες..., φώναξε, γαλλι-κά, όρθιος μπροστά στον καθρέφτη, όταν κατάλαβε.

Ύστερα ξεχάστηκε κ' έκαμε ο ίδιος τη μετάφραση: —Τι θα σκεφτούν οι άνθρωποι; Παράτα τα, λοιπόν, μα-

μά! Πήγαινε να πλαγιάσεις, θα φωνάξω τον Φρέντερικ. Η τελευταία απειλή είχε αποφασιστικό αποτέλεσμα. Εί-

χαν τύχη που κράτησαν τον παλιό αρχιθαλαμηπόλο του κό-μητα. Διαφορετικά, πώς θα κατάφερναν να οργανώσουν αυτό το δείπνο; Μα ήταν κ' ένας συνεχής κίνδυνος. Ποτέ δεν ήξερε κανείς ποια ρούχα έπρεπε να φορέσει, κ' υπήρ-χαν τόσα άλλα παρόμοια προβλήματα. Ενα ήταν βέβαιο, εν πάση περιπτώσει, αυτή τη στιγμή: ποτέ δεν πρέπει να μετρά ο ίδιος ο ιδιοκτήτης τ ασημικά του, ύστερα, μάλι-στα, από μια δεξίωση, δεν είναι έτσι;

85

Page 86: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Παράτα, λοιπόν, το μέτρημα, μαμά, σε παρακαλώ. Η βαθύπλουτη δέσποινα, με το μαύρο μεταξωτό φόρεμα, απο-τραβήχτηκε. Στο βάθος, περιφρονούσε λίγο το γιο της, το Λεόν. Γιατί δεν είχε αγοράσει έναν επιβλητικότερο τίτλο, που η λάμψη του ν' αντανακλά και πάνω της; «Πρόξενος! Κ' εγώ;» σκεφτόταν. «Ήταν ντροπή!». Παρ'

όλ' αυτά, αποτραβήχτηκε. Ο Λεόν αμέλησε να επιτηρεί τα χέρια του, και ξαφνικά,

τα βρήκε ν' απασχολούνται με το μέτρημα των ασημένιων κουταλιών. «25, 28, 29», μετρούσε, σαν ν' απάγγελλε στί-χους. Ξαφνικά, άκουσε μια διαπεραστική κραυγή.

—Τι συμβαίνει; φώναξε, ανενόχλητος, σαν να βρισκό-ταν πίσω από τον πάγκο κανενός εμπορικού καταστήμα-τος.

«30, 32», μέτρησε μηχανικά. Μην παίρνοντας καμιάν απάντηση, κατάλαβε πως δεν

μπορούσε να μετρήσει παρά ίσαμε την τρίτη δωδεκάδα, και, καταπίνοντας ένα 36, διάσχισε τρέχοντας το κίτρινο σαλόνι, την αίθουσα παιχνιδιού και το πράσινο σαλόνι.

Μπροστά στην τζαμόπορτα, που οδηγούσε στην κρεβα-τοκάμαρα της μητέρα του, ήταν σωριασμένη μια γυναίκα στα μαύρα. Ήταν εκείνη, η γυναίκα που δεν είχε τίτλο. Βογκούσε. Στην αρχή προσπάθησε να τη συνεφέρει μα, ξαφνικά, παράτησε αυτή την προσπάθεια και, τρομαγμέ-νος, κοίταξε μέσα από την πόρτα με τα κρύσταλλα. Σαν να πάλευε με το μισοσκόταδο, μια ψηλή και λευκή σκια προ-χωρούσε πασπατευτά τοίχο-τοίχο, έσκυβε, βυθιζόταν μέσα στο σκοτάδι, κ' ύστερα ξαναφαινόταν, απροσδιόριστη, σαν ένα τεράστιο ξωτικό.

Ο Λεόν κατάλαβε, όχι ύστερα από συλλογισμό, μ' από το φόβο που δοκίμασε, ότι, κατά τα φαινόμενα, έβλεπε έ-ναν πεθαμένο, ένα μακρινό πρόγονο των Φελντερόντε* κ' ύστερα, συνειδητοποίησε πως το δίχως προηγούμενο αυτό γεγονός ήταν ιδιαίτερα επικίνδυνο, γιατί δεν είχαν αφαιρέ-σει ούτε από την οροφή ούτε από τα καθίσματα το οικόση-μο των κομήτων των Φελντερόντε. Επομένως, το φάντασμα

86

Page 87: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

αυτό δεν μπορούσε να υποψιαστεί πως ο πύργος είχε που-ληθεί. Θ' ακολουθούσαν ατέλειωτα μπερδέματα, τέτοιου είδους, στο μέλλον. Παρά τη σπανιότητα του περιστατι-κού, ο πρόξενος ξέχασε, για μερικά λεπτά, την ίδια του την κατάσταση κ' εξέτασε όλες τις πιθανότητες. Μια διαβολι-κή εμφάνιση! ήταν το συμπέρασμα όπου κατάληξε. Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο πήρε την απόφαση να τρέξει στο πα-ρεκκλήσι του πύργου, και πάλι μετάνιωσε: σκέφτηκε πως παραήταν πρωτάρης κι άπειρος στα ζητήματα του χριστια-νισμού, για να σταθεί στο ύψος μιας τόσο δύσκολης κατά-στασης.

Την ίδια κείνη στιγμή που δέχτηκε την καημένη τη μητέ-ρα του στην αγκαλιά του, ο διάκοσμος άλλαξε στο εσωτε-ρικό της κρεβατοκάμαρας. Ακούστηκε να προφέρεται ένα είδος οργίλου μαγικού εξορκισμού κι αμέσως μετά άναψε το κερί πάνω στο κομοντίνο. Το φάντασμα ξαπλώθηκε πά-νω στο κρεβάτι και φάνηκε να υλοποιείται με πολύ θόρυβο, γιατί οι κινήσεις του γίνονται όλο και πιο ανθρώπινες, όλο και πιο κατανοητές. Ο Λεόν ένιωσε, ξαφνικά, τη διάθεση να ξεσπάσει σ' ένα δυνατό γέλιο και το πνεύμα του φωτί-στηκε.

«Να άλλη μια απ αυτές τις αριστοκρατικές ικανότητες! ' Οταν εμείς οι άλλοι πεθαίνουμε, πεθαίνουμε για καλά. Μα τούτοι δω κάνουν σαν να μη συνέβηκε τίποτα, ακόμη και πέντε αιώνες ύστερα από το θάνατό τους».

' Εφτασε ίσαμε το σημείο να δείξει κακία. «Άλλοτε, φυσικά, οι κύριοι αυτοί δεν ήταν παρά μισο-

ζωντανοί, ενώ, τώρα, δεν είναι παρά μισοπεθαμένοι...». Την άποψη αυτή την έκρινε τόσο αξιόλογη, που θέλησε,

οπωσδήποτε για λόγους καθαρά πρακτικούς, να την ανα-κοινώσει στη μητέρα του. Τούτη δω είχε ξαναβρεί τις αι-σθήσεις της πάνω στην πιο κατάλληλη, ακριβώς, στιγμή, για να δει το φάντασμα να τραβά κάτω από το προσκέφαλο τη νυχτικιά της και να την πετά μακριά, σαν μέσα στη'θά-λασσα. Λίγο ακόμη και θα λιποθυμούσε ξανά, μα το ηθικό της πήρε την απάνω βόλτα και φώναξε:

87

Page 88: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Τι πρόστυχο υποκείμενο! Φρίντριχ, Γιοχάννα, Αου-γκούστα!

' Υστερα, άρπαξε το γιο της άπό το μπράτσο, αναγκάζο-ντάς τον να καταπιεί την ιλαρότητά του, και τον πίεσε:

—Πήγαινε, Λεόν, πάρε τα πιστόλια, και πήγαινε! Ο Λεόν ένιωσε τα γόνατά του να λυγίζουν. —Αμέσως! αναστέναξε, με στεγνή φωνή, σπρώχνοντας

και με τα δυο χέρια την πόρτα, που υποχώρησε. ' Ενα χέρι, όμως, υψώθηκε από το κρεβάτι, σαν να έκανε

μια κίνηση προειδοποίησης, κινήθηκε μέσα στον αέρα και ξανάπεσε πάνω στο κερί, που έσβησε ταπεινά.

Την ίδια στιγμή, ο γερο-Φρίντριχ παρουσιάστηκε στο κατώφλι του πράσινου σαλονιού. Κρατούσε μπροστά του ένα βαρύ ασημένιο καντηλέρι, κ' είχε μια στάση αναμο-νής, απόλυτα ακίνητος, όση ώρα η μητέρα του πρόξενου εξακολουθούσε να ουρλιάζει:

—Τι πρόστυχο υποκείμενο! Τι πρόστυχο υποκείμενο! Αντίθετα, ο Λεόν έδειξε ετοιμότητα και θάρρος. Εξηγή-

θηκε με περισσότερη σαφήνεια από τη μητέρα του: —Ένας ξένος, Φρίντριχ, κλέφτης, χωρίς άλλο, κρύβε-

ται στην κάμαρα της κυρίας. Πήγαινε μέσα, Φρίντριχ! Βά-λε τα πράγματα στη θέση τους, καλέστε και τους άλλους. Δεν μπορώ μόνος μου...

Ο γέρος αρχιθαλαμηπόλος κατευθύνθηκε γρήγορα προς τη βυθισμένη στο σκοτάδι κρεβατοκάμαρα. Δεν περίμενε, σαν να λέμε, να τελειώσει ο πρόξενος όσα είχε να του πει. Οι άλλοι δυο τον ακολούθησαν με τα μάτια γεμάτα αγωνία κι ανυπομονησία.

J0 Φρίντριχ άρπαξε το σκέπασμα του κρεβατιού και φώ-τισε με μιαν απότομη κίνηση το πρόσωπο του ξαπλωμένου άντρα. Οι κινήσεις του ήταν τόσο ενεργητικές, που ο Λεόν ένιωσε ικανός για ηρωισμούς και φώναξε με στρίγκλικη φωνή:

—Πέτα τον έξω, τον αγροίκο... τον παλιάνθρωπο... Με το θυμό του ζητούσε να εξιλεωθεί στα μάτια της μητέ-

ρας του.

88

Page 89: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Μα ο Φριντριχ βρέθηκε, ξαφνικά, μπροστά του, αλύγι-στος κι αυστηρός, σαν δικαστής. Είχε φέρει το άγρυπνο δά-χτυλο του στα διακριτικά χείλη του. Με την κίνηση αυτή έσπρωξε απαλά τον κύριο του έξω από την κρεβατοκάμα-ρα, ξανάκλεισε προσεχτικά την πόρτα με τα κρύσταλλα, ά-φησε να πέσει μπροστά της η πολύπτυχη κουρτίνα, κ' έ-σβησε αργά τα τέσσερα κεριά του καντηλεριού, το ένα με-τά το άλλο. Η μητέρα κι ο γιος παρακολουθούσαν όλες τις κινήσεις του με άφωνες ερωτήσεις.

Τότε, ο γέρος υπηρέτης υποκλίθηκε με σεβασμό μπρο-στά στον κύριό του κι ανάγγειλε, όπως αναγγέλλει κανείς έναν επισκέπτη:

—Η Εξοχότης Του, ο κόμης Πάουλ φον Φελντερόντε, διοικητής ιππικού εν αποστρατεία.

Κάτι θέλησε να πει ο πρόξενος, μα η φωνή τού έλειψε. Πέρασε πολλές φορές το μαντίλι του από το μέτωπό του. Δεν τολμούσε να κοιτάξει τη μητέρα του. Μα, ξαφνικά, έ-νιωσε τη γρια γυναίκα να του παίρνει το χέρι και να το κρατά απαλά μέσα στο δικό της. Αυτή η μικρή τρυφερότη-τα τον συγκίνησε. ' Ενωνε αυτά τα δυο πλάσματα, υψώνο-ντάς τα πάνω από την καθημερινή ζωή και κάνοντάς τα να συμμεριστούν, για μια στιγμή, τη μοίρα όλων εκείνων που δεν έχουν στέγη πάνω από το κεφάλι τους.

Ο Φρίντριχ υποκλίθηκε άλλη μια φορά, πιο βαθιά απ' ό-σο πριν και είπε."̂

—Μπορώ να ετοιμάσω τα δωμάτια των ξένων; Ύστερα, έσβησε τα κεριά μέσα στο πράσινο σαλόνι κι

ακολούθησε τους κυρίους του, περπατώντας στ' ακροδά-χτυλά του.

89

Page 90: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

t o γ ε λ ι ο τ ο υ π α ν μ ρ α ζ

Η ΙΣΤΟΡΙΑ του Παν Βακλαβ Μραζ χρειάζεται τούτο δω το συμπλήρωμα: Δε στάθηκε ποτέ δυνατό να μαθευτεί με βεβαιότητα με τι είχε απασχοληθεί ο κ. Μραζ ως τα σαρά-ντα του, το πράγμα δεν έχει ιδιαίτερη σημασία, άλλωστε. Εν πάση περιπτώσει δεν είχε σπαταλήσει τα χρήματά του, γιατί σ' αυτή την ηλικία ακριβώς είχε αγοράσει τον πύργο και το κτήμα στο Βέζιν, μ' όλα του τα εξαρτήματα κι ό,τι ανήκε στον ιδιοκτήτη του, τον κόμητα φον Μπούμπνα-Μπούμπνα, που ήταν χρεωμένος ως το λαιμό.

Οι γεροντοκόρες που υποδέχτηκαν τον καινούργιο πυρ-γοδεσπότη, με κατάλευκα κοριτσίστικα φορέματα, μπρο-στά στην πύλη του πύργου, δε θα σας πουν ότι αυτό έγινε πριν είκοσι χρόνια. Θυμούνται, όμως, σαν να 'τανε χτες, πως ο Παν Μραζ έφτυσε τρεις φορές μπροστά του, όταν του πρόσφεραν ένα μεγάλο μπουκέτο τριαντάφυλλα, κομμέ-να από τον κήπο του προσβυτέριου. Αυτό το έκαμε, άλλω-στε, τυχαία και χωρίς πονηριά.

Την άλλη μέρα, ο καινούργιος ιδιοκτήτης διάτρεξε όλα τα δωμάτια του παλιού πύργου. Δε σταμάτησε πουθενά. Μια και μοναδική φορά μόνο στάθηκε για μερικά λεπτά μπροστά σε μια τεντωμένη κ' επίσημη πολυθρόνα, στυλ αυτοκρατορίας, κ' έβαλε τα γέλια. Αυτά τα μικρά τραπεζά-κια με τα στριφτά πόδια, αυτά το πομπώδη τζάκια με τα σταματημένα ρολόγια τους, κι αυτοί οι γεμάτοι σκια πίνα-κες, φαινόταν να διασκεδάζουν πολύ τον κ. Μραζ, ενώ μεγά-λωνε το βήμα του, πηγαίνοντας μπροστά από το λαχανια-σμένο επιστάτη.

Μα το γκρίζο-ασημί σαλόνι, λουσμένο σ' ένα θαμπό

90

Page 91: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

φως, άλλαξε τη διάθεση του. Οι πεινασμένοι καθρέφτες, που περίμεναν τώρα και πάρα πολύ καιρό έναν επισκέπτη, άρχισαν να πετούν ο ένας στον άλλο το κόκκινο κεφάλι του κ. Μραζ, σαν ένα τεράστιο και πολύ ώριμο μήλο, ίσαμε πια που ο Παν Βάκλαβ πετάχτηκε έξω, βροντώντας με θυμό πίσω του την πόρτα κ' έδωσε διαταγή να κλειδώσουν μια για πάντα αυτό το χτίριο, μ' όλα του τα γελοία έπιπλα και τ άχρηστα δωμάτιά του.

' Ετσι κ' έγινε. Ο κ. Μραζ έμεινε στο παλιό διαμέρισμα του επιστάτη,

επιπλωμένο με βαριές καρέκλες και μεγάλους γυαλιστε-ρούς πίνακες. Εκεί στήσανε και το διπλό δρύινο κρεβάτι. Για κάμποσο καιρό, ο Παν Μραζ πλάγιαζε μόνος ανάμεσα στα μεγάλα σεντόνια* μα ένα βράδυ τραβήχτηκε προς τη δεξιά μεριά του κρεβατιού, αφήνοντας τόπο στην αξιότιμη Αλοΐζα Μραζ, το γένος Μάνους. Και να πώς έγινε το πράγ-μα. ' Ολος ο κόσμος ξέρει πως η κύρια δουλειά κάθε οικο-νόμου είναι να σας κλέβει μπροστά και πίσω από τη μύτη σας· γι' αυτό, λοιπόν, το καλύτερο που έχετε να κάμετε, εί-ναι ν' αποχτήσετε μιαν ανδρεία και άγρυπνη σύζυγο. Κ' η Αλοΐζα Μάνους είχε,'φαίνεται, τις απαραίτητες αυτές αρε-τές. Έπειτα, ένας πύργος χρειάζεται απολύτως και τον κληρονόμο του. Αλλ' αυτός δεν υπήρχε ανάμεσα στα ε-ξαρτήματα του πύργου, μολονότι η απογραφή είχε γίνει με πάσα προσοχή. Έπρεπε, επομένως, να δημιουργηθεί. Ο Παν Βάκλαβ σκέφτηκε, λοιπόν, πως το καλύτερο που είχε να κάμει, ήταν να τον ζητήσει από την Αλοΐζα · γιατί 'ταν ξανθιά, γερή σαν χωριάτισσα και γεμάτη υγεία. Κι αυτό α-κριβώς ήθελε ο κ. Μραζ.

Μα η γενναία Αλοΐζα δε στάθηκε στο ύψος του καθήκο-ντός της. Πρώτα-πρώτα, έφερε στον κόσμο ένα πλάσμα τό-σο μικροκαμωμένο, που ο Παν Μραζ το έχανε αδιάκοπα α-πό τα μάτια του, σαν να 'πεφτε μέσα από τις τρύπες του σουρωτήριού, κι απάνω που ακόμη αναρωτιόταν κανείς, αν το γελοίο αυτό μικροσκοπικό πλάσμα ήταν πραγματικά ζωντανό, πέθανε κ' η ίδια η Αλοΐζα, χωρίς να βγάλει λέξη

91

Page 92: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

από το στόμα της. Κ' η βασιλεία της οικονόμου ξανάρχι-σε.

Ο Παν Μραζ δεν ξέχασε αυτή τη διπλή απογοήτευση. Ξαπλώνει στις φαρδιές πολυθρόνες και δε σηκώνεται, πα-ρά μόνο όταν του έρχονται επισκέψεις. Κάτι παράξενο: λέ-ει ν' ανεβάσουν κρασί και μιλά για πολιτική, με το μελαγ-χολικό και κουρασμένο τρόπο του, σαν να μιλούσε για κά-τι βαθύτατα θλιβερό. Δεν τελειώνει καμιά φράση, μα θυμώ-νει κάθε φορά που ο συνομιλητής του τη συμπληρώνει στραβά. Κάποτε-κάποτε, σηκώνεται και φωνάζει:

—Βάκλαβ! Ύστερα από κάμποσα λεπτά, βλέπει κανείς να μπαίνει

μέσα ένας ψηλός και λιγνός νεαρός. —Έλα δω, χαιρέτησε τον κύριο! ουρλιάζει ο Παν

Μραζ. Και στον επισκέπτη του: —Με συγχωρείτε, είναι ο γιος μου. Ναι, δε θα 'πρεπε να

τ' ομολογήσω. Θα το πιστέψετε πως είναι δεκαοχτώ χρο-νών; Μ' ακούτε; Δεκαοκτώ χρονών! Μιλήστε ελεύθερα. Θα μου πείτε πως δε φαίνεται μεγαλύτερος από δεκαπέντε.

Και πάλι στο γιο του: —Δεν ντρέπεσαι; Κ' ύστερα τον διώχνει. —Δεν ξέρετε πόση έγνοια μου δίνει! είπε. Δεν είναι ικα-

νός για τίποτα. Κι αν κλείσω αύριο τα μάτια μου... ' Ενας επισκέπτης, μια μέρα, αποκρίθηκε: —Αλλά, αγαπητέ κ. Μραζ, αν το μέλλον σάς ανησυχεί

πραγματικά... Θεέ μου, είστε τόσο νέος ακόμη... Κάμετε άλλη μια προσπάθεια, παντρευτείτε...

—Πώς; ούρλιαξε ο κ. Μραζ, κι ο ξένος βιάστηκε να χαι-ρετήσει τον οικοδεσπότη και να το βάλει στα πόδια.

Μα μόλις δεκαπέντε μέρες αργότερα, ο Παν Βάκλαβ φο-ρά τη μαύρη ρεντικότα του και πηγαίνει στο Σκρμπεν.

Οι Σκρμπένσκυ είναι μια πολύ παλιά οικογένεια ευγενών και πεθαίνουν της πείνας σιωπηλά, στο τελευταίο οικογε-νειακό κτήμα τους. Εκεί ακριβώς πάει ο κ. Μραζ, να ζητή-

92

Page 93: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σει το χέρι της μικρότερης κόρης, της κόμισσας Σίτα. Οι αδελφές της τη ζηλεύουν, γιατί ο Μραζ είναι πολύ πλού-σιος. Ο γάμος έγινε αμέσως σχεδόν, χωρίς καμιά πολυτέ-λεια.

Μόλις γύρισαν στο σπίτι του, ο κ. Μραζ ανακαλύπτει πό-σο λεπτή και χλομή είναι η Σίτα. Αρχίζει να φοβάται μη σπάσει «αυτή τη μικρή, εύθραυστη κόμισσα». Και σκέφτε-ται: «Αν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο, θα πρέ-πει να μου δώσει έναν αληθινό γίγαντα». Και περιμένει.

Μα, καταπώς φαίνεται, δεν υπάρχει δικαιοσύνη σ' αυτόν τον κόσμο.

Η κυρία Σίτα εξακολουθεί να μοιάζει με παιδί. Τα μάτια της μόνο παίρνουν μια έκφραση απορίας. Δε γίνεται τίπο-τα. Κάνει ατέλειωτους περιπάτους στο πάρκο, στην αυλή, ή μέσα στο σπίτι. Κάθε στιγμή πρέπει να τη γυρεύεις. Μια μέρα, μάλιστα, δεν παρουσιάστηκε καν στο τραπέζι.

«Είναι σαν να μην είχα καθόλου γυναίκα», φωνάζει ο κ. Μραζ, βρίζοντας. Κείνον κει τον καιρό, τα μαλλιά του άρ-χισαν ν' ασπρίζουν γρήγορα και να περπατά δύσκολα.

Εν τούτοις, ένα απόγευμα, βάλθηκε να γυρεύει ο ίδιος την κυρία Σίτα. ' Ενας υπηρέτης τού έδειξε μια πτέρυγα του πύργου,που συνήθως έμενε κλεισμένη. Γλιστρώντας πάνω στις μαλακιές παντούφλες του, ο κ. Βάκλαβ διασχίζει το α-ρωματισμένο μισόφωτο των νωθρών δωματίων. Μουρμου-ρίζοντας, περνά μπροστά από τα πομπώδη τζάκια και τις επίσημες πολυθρόνες. Δεν έχει καμιά διάθεση να γελάσει.

Επιτέλους, φτάνει στο κατώφλι του αργυρόγκριζου σα-λονιού, με τους αμέτρητους καθρέφτες, και μένει μ' ανοι-χτό στόμα από την έκπληξη. Μόλο που είχε αρχίσει να βραδιάζει, μέσα στους καθρέφτες βλέπει ν' αντανακλού-νται η κυρία Σίτα κι ο γιος του, ο χλομός Βάκλαβ. Κάθο-νται πολύ μακριά ο ένας από τον άλλο, ακίνητοι, πάνω στα καθίσματα με το ανοιχτόχρωμο μεταξωτό ύφασμα, και κοι-τάζονται. Δε μιλούν. Θα μπορούσε να πιστέψει κανείς πως ακόμη δεν είχαν πει τίποτα μεταξύ τους. Παράξενο! «Και;» σκέφτεται ο κ. Μραζ, μ' ένα ερωτηματικό πίσω από τη λέ-

93

Page 94: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ξη. «Και;» Ίσαμε που χάνει την υπομονή του. —Τι επιθυμείτε να σας προσφέρουμε; ουρλιάζει. Σας πα-

ρακαλώ κυρίες και κύριοι, μην ενοχλείσθε! Ο γιος του αναπηδά και στρέφεται κατά την πόρτα, μα ο

Παν Μραζ τον προστάζει να καθίσει εκεί που κάθεται. Από κείνη τη μέρα, έχει κάτι να περνά την ώρα του, κατά

τις ατέλειωτες ώρες του απογεύματος. Κάθε φορά που νιώ-θει πολύ δυσαρεστημένος, διατρέχει με τις σιωπηλές πα-ντούφλες του το ένα μετά το άλλο τα κοιμισμένα δωμάτια, ως το μικρό σαλόνι με τους καθρέφτες. Συμβαίνει, καμιά φορά, να μην έχουν έρθει ακόμη οι δυο νέοι, Και τότε στέλνει και τους φωνάζει.

—Τη γυναίκα μου και το νέο κύριο, ουρλιάζει στον υπη-ρέτη.

Και να που πρέπει να καθίσουν ο ένας απέναντι στον άλ-λο, στα ίδια καθίσματα που κάθονται συνήθως.

—Μην ενοχλείστε για μένα, φωνάζει ο κ. Βάκλαβ, σέρ-νοντας τη φωνή του, και κάθεται μ' όλη του την άνεση στη μεγάλη κεντρική πολυθρόνα. Φορές-φορές μοιάζει να κοι-μάται, ή τουλάχιστον ανασαίνει σαν να κοιμόταν. Μα, όσο να 'ναι, έχει μισάνοιχτα τα μάτια του και παρατηρεί τους δυο νέους. Σιγά-σιγά συνήθισε στο μισοσκόταδο. Βλέπει πολύ καλύτερα, απ' όσο την πρώτη φορά.

Βλέπει τα μάτια του νέου και της νεαράς γυναίκας, που αποφεύγουν να κοιταχτούν και που συναντιούνται, παρ' όλ' αυτά, αδιάκοπα, μέσα σ' όλους τους καθρέφτες. Δεν του ξεφεύγει πως φοβούνται μην πέσουν ο ένας μέσα στα μάτια του άλλου, όπως σε μιαν άβυσσο δίχως βυθό. Και πως, εν τούτοις, ριψοκινδυνεύουν ως τα χείλη του βαρά-θρου. Απότομα τους πιάνει ένας ίλιγγος· και κλείνουν κ' οι δυο, την ίδια στιγμή, τα μάτια τους, σαν να 'τανε να πηδή-σουν μαζί από την κορφή ενός ψηλού καμπαναριού.

Και τότε ο Παν Μραζ γελά ασταμάτητα. ' Υστερα από έ-να μικρό διάλειμμα, ξαναβρήκε το γέλιο του. Καλό σημά-δι: θα φτάσει, χωρίς άλλο, σε βαθιά γεράματα.

94

Page 95: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

β λ α ν τ ι μ η ρ ο ζ ω γ ρ α φ ο σ τ ω ν σ υ ν ν ε φ ω ν

Ν Α ΠΟΥ έφτασαν, για μιαν ακόμη φορά, ως το τέλος, ά-χρηστοι, απογοητευμένοι, απατημένοι από κάθε άποψη. Καθένας, αρχίζοντας από τον εαυτό του, περιφρονεί όλους τους άλλους, από την κορφή ως την κάτω μεριά της κλίμα-κας.

Τυράγνισμένος από το αίσθημα αυτό, ο βαρόνος δήλω-σε:

—Δεν μπορείς να ξανάρθεις πια σ' αυτό το καφενείο. Ού-τε εφημερίδες, ούτε υπηρεσία, τίποτα!

Οι άλλοι είναι απολύτως της ίδιας γνώμης. Να τους, λοιπόν, που κάθονται γύρω από το μικρό μαρμά-

ρινο τραπέζι, που αναρωτιέται τι μπορεί να περιμένουν απ' αυτό οι τρεις τύποι που το τριγυρίζουν. Θέλουν την ησυχία τους, απλά και μόνο την ησυχία τους. Ο ποιητής εκφράζει το αίσθημα αυτό με μια ευφράδεια, που η ενάργειά της συ-ναγωνίζεται τη λακωνικότητά της.

—Ηλιθιότητες! λέει, ύστερα από μισή ώρα πάνω-κάτω. Και πάλι οι άλλοι είναι της ίδιας γνώμης. Εξακολουθούν να περιμένουν, μόνο ο Θεός ξέρει τι. Ο ζωγράφος αρχίζει να κουνά τη μια γάμπα του. Την

κοιτάζει κάμποση ώρα με βαθυστόχαστο ύφος. ' Οταν επιτέ-λους συνειδητοποίησε την κίνηση, βάλθηκε να τραγουδά, σιγά και με αίσθημα:

Αποχτήνωση, αποχτήνωση, μοναδική χαρά μου...

Εμπρός, είναι ώρα πια να διαλυθεί η συγκέντρωση. Και φεύγουν, ο ένας πίσω από τον άλλο, με σηκωμένο γιακά. Γιατί κι ο καιρός είναι ανάλογος. Για κλάματα, δηλαδή.

95

Page 96: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Τι να κάμουν; Δεν απομένει παρά μια διέξοδος. Να πάνε πέντε μ' έξι, το σούρουπο, στον Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ. Πραγματικά. Εμπρός, λοιπόν! Οδός Πάρκου, αριθμός 17. Στο κτίριο με τ ατελιέ.

Δεν μπορείς να φτάσεις κοντά στον Βλαντιμήρ Λου-μπόβσκυ, παρά περνώντας ανάμεσα από τα έργα του. Γιατί αρχίζει να ζωγραφίζει, καπνίζοντας όλους του τους πίνα-κες. Ολόκληρο το ατελιέ είναι γιομάτο από έναν απίστευτο καπνό. Μπορείς να συγχαρείς τον εαυτό σου, ότι είχε τύχη, όταν κατορθώσεις να φτάσεις, μέσα απ' αυτή την κοσμο-γονική ομίχλη, από το συντομότερο δρόμο, ως τον παλιό φθαρμένο καναπέ, όπου ζει, μέρα-νύχτα, ο Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ.

Και σήμερα, φυσικά. Χωρίς να ενοχληθεί ούτε το πιο λί-γο, περιμένει ήσυχα τα τρία «θύματα της ύπαρξης». Τον τριγυρίζουν, καθένας με τον τρόπο του και σύμφωνα με τις

' διαθέσεις του. Κάπου ξετρυπώνουν πράσινη Σαρτρέζ και τσιγάρα. Σερβίρονται, φυσικά, ελεύθερα, με την έκφραση κάποιου που θυσιάζεται αδιάκοπα. Τα τσιγάρα, μάλιστα, είναι εξαιρετικής ποιότητας. Θεέ μου, ναι, και τι δεν κάνει κανείς για χάρη αυτής της άθλιας ύπαρξης;

Ο ποιητής γέρνει προς τα πίσω. —Τι καταραμένο επάγγελμα κι αυτή η ζωή! Δεν είναι

καλή παρά μόνο για ερασιτέχνες, ε; Ο Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ δεν απαντά. Οι άλλοι περιμένουν φιλόφρονα. Είναι τόσο καλά σ' αυ-

τό το αρωματισμένο μισοσκόταδο! Φτάνει μόνο να είσαι ή-συχος για να σε πάρει στην αγκαλιά του και να σε νανου-ρίσει.

—Μα πώς τα καταφέρνετε, Λουμπόβσκυ, και δε μυρίζει ούτε το πιο λίγο τερεβινθίνη εδώ μέσα; ρωτά ο ζωγράφος.

Κι ο βαρόνος προσθέτει: —Θα 'λεγε κανείς, μάλλον, πως κάπου έχετε λουλού-

δια...

96

Page 97: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Σιωπή. Ο Βαντιμήρ μένει πίσω από τα σύννεφα του. Μα οι τρεις φίλοι είναι υπομονετικοί. Έχουν καιρό,

άλλωστε, όπως και Σαρτρέζ. Ξέρουν πως πρέπει να περιμένουν. Στο τέλος όλα συμ-

βαίνουν, πραγματικά. Και, πραγματικά, συνέβηκαν όλα. Καπνός, καπνός, καπνός, κ' ύστερα λέξεις σιγανές και

προσφιλείς, που διασχίζουν τον κόσμο και θαυμάζουν τα πράγματα, από μακριά. Τα σύννεφα υψώνονται. Μυστικές αναλήψεις.

Λόγου χάρη: Καπνός. Και ακολουθεί: —Οι άνθρωποι πάντα αποστρέφουν τα βλέμματά τους α-

πό το Θεό. Τον γυρεύουνε μέσα στο φως που γίνεται όλο και πιο ψυχρό και πιο διαπεραστικό όσο ανεβαίνει κανείς.

Καπνός. —Μα ο Θεός περιμένει αλλού... περιμένει... στο βάθος

όλων των πραγμάτων. Πολύ μακριά. Εκεί που 'ναι οι ρίζες. Εκεί που 'ναι ζεστά και σκοτεινά.

Καπνός. Κι ο ποιητής αρχίζει, απότομα, να πηγαινόρχεται. Κ' οι τρεις τους σκέφτονται το Θεό, που βρίσκεται κά-

που, πίσω από τα πράγματα... Μόνο ό ίδιος ο Θεός ξέρει πού.

Κι αργότερα: —Να φοβάσαι;... Καπνός. —... Για ποιο λόγο; Καπνός. —Πάντα ξεπερνά κανείς τον εαυτό του. Σαν ένα φρούτο,

που κάτω του θα του κρατούσε κανείς μια όμορφη χρυσή κούπα, που θ' απαστράπτει μέσα στην πρασινάδα. Κι όταν ο καρπός είναι ώριμος, αφήνεται...

Και να που ο ζωγράφος έσκισε τον καπνό, με τη βίαιη χειρονομία του.

—Καταραμένε Θεέ, είπε, κι απότομα φανερώνει πάνω

97

Page 98: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στον καναπέ ένα χλομό ανθρωπάκο, με μεγάλα παράξενα μάτια, μάτια γεμάτα με μια αιώνια λύπη πίσω από τη λάμ-ψη τους, και με μια γυναικεία γλυκύτητα, και με παγωμένα χέρια.

Ο ζωγράφος νιώθει αμήχανος κι αδέξιος μπροστά σ' αυ-τό το θέαμα. Δεν ξέρει καλά-καλά τι ' θελε να πει.

Ευτυχώς, επεμβαίνει ο βαρόνος: —Πρέπει να το ζωγραφίσετε αυτό, Λουμπόβσκυ, λέει. Τι; Μήτε κι ο ίδιος ο βαρόνος ξέρει καλά-καλά τι ακρι-

βώς. Μα, παρ' όλ' αυτά, ξαναλέει: —Ναι, αλήθεια, Λουμπόβσκυ. Αλήθεια! Χωρίς να το θέλει, ο τόνος του ήταν ενός Μαικήνα. Στο μεταξύ, ο Βλαντιμήρ έχει αφήσει πίσω του ένα τερά-

στιο διάστημα. Μια στιγμή φρίκης, κ' ύστερα περνά μέσα από μια σκοτεινή έκπληξη. Στο τέλος, ξεμπουκάρει δίπλα σ' ένα χαμόγελο και μουρμουρίζει, ονειροπόλος:

—Ω, ναι! Αύριο. Καπνός.

Να όμως, που ο Λουμπόβσκυ διασχίζει τώρα τεράστια δια-στήματα, κ' οι τρεις αυτοί δεν έχουν χώρο μέσα στο ατε-λιέ. Κάθε τόσο, ο ένας σκουντά τον άλλο. Φεύγουν κ' οι τρεις.

—Γεια σου, Λουμπόβσκυ. Στην πρώτη γωνιά του δρόμου αποχαιρετιούνται, με μιαν

ανώφελη θερμότητα. Βιάζονται να παρατήσουν ο ένας τον άλλο.

Καθένας τους πάει στο δρόμο του, πολύ μακριά. Ένα μικρό, συμπαθητικό καφενείο. Ούτε ένας γάτος,

και λάμπες που ρονρονίζουν. Ο ποιητής βάλθηκε να γρά-φει στίχους στο φάκελο μιας επιστολής που εϊχε λάβει. Τα γράμματά του γίνονται όλο και πιο μικρά, πιο γρήγορα. Γιατί νιώθει να 'ρχονται πολλοί στίχοι.

98

Page 99: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Αλλού, στο πέμπτο πάτωμα, στο ατελιέ του ζωγράφου, πυρετός ετοιμασιών για την άλλη μέρα. Σφυρίζοντας ένα τραγουδάκι, έδιωξε τη σκόνη που είχε καθίσει στο καβαλέ-το του. Παλιά σκόνη. Να ένας καινούργιος μουσαμάς, φω-τεινός, σαν μέτωπο. Ένα μέτωπο που θα 'θελες να το στε-φανώσεις.

Μόνο ο βαρόνος βρίσκεται ακόμη στο δρόμο. «Δέκα και μισή. Θέατρον Ολύμπια. Έξοδος καλλιτεχνών», εμπιστεύ-θηκε σ' έναν αμαξά, πριν συνεχίσει ήσυχα το δρόμο του. ' Εχει ακόμη όσο καιρό χρειάζεται για να ξεκουραστεί λί-γο και να κάμει όπως μπορεί την τουαλέτα του.

Κανείς τους δε σκέφτεται τον Βλαντιμήρ Λουμπόβσκυ.

Στο μεταξύ, ο Βλαντιμήρ είχε κλείσει πια την πόρτα του και περίμενε να νυχτώσει. Να τον που κάθεται, μικροσκο-πικός, στην άκρη του καναπέ του, και κλαίει μέσα στα λευκά και παγωμένα χέρια του. Τα δάκρυα του έρχονται σιγά, ελαφρά, χωρίς προσπάθεια και χωρίς πάθος. Είναι το μόνο πράμα που δεν.το πρόδωσε ακόμη και που δεν ανήκει παρά μόνο σ' αυτόν. Η μοναξιά του.

99

Page 100: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ

Δ ε ί π ν ο στο καλύτερο ξενοδοχείο της Ν. Πάνω στους μαρμάρινους τοίχους της υψηλής και κατάφωτης τραπεζα-ρίας σπάζει το κύμα της ανθρώπινης βοής κ' η κλαγγή των μαχαιροπίρουνων. Βιαστικά, όμοια με βουβές σκιές, τα μαυροντυμένα γκαρσόνια πηγαινόρχονται, κρατώντας τις ασημένιες πιατέλες. Μέσα στους κάδους με τον πάγο, σπινθηροβολούν τα μπουκάλια της σαμπάνιας. ' Ολα σπιν-θηροβολούν, άλλωστε, κάτω από τις ηλεκτρικές λάμπες: τα ποτήρια, τα μάτια, τα κοσμήματα των γυναικών, τα φαλα-κρά κεφάλια των κυρίων, ακόμη και οι λέξεις πετάγονται σαν σπίθες. ' Οταν πετυχαίνουν το στόχο τους, ξεσπάζει, άλλοτε κοντινότερο, άλλοτε πιο μακρινό, το διαπεραστικό σπινθηροβόλημα ενός σύντομου γέλιου μες στο λαρύγγι μιας γυναίκας. Ύστερα, οι κυρίες ρουφούν τ' αχνιστό κονσομέ από λεπτές διαφανείς φλιτζάνες, ενώ οι νέοι κύ-ριοι στερεώνουν το λορνιόν τους και διατρέχουν με κριτι-κό βλέμμα το ποικιλόχρωμο τραπέζι.

' Ολοι ήταν θαμώνες που γνωρίζονταν τώρα και κάμπο-σες μέρες. Μα κείνη κει τη μέρα, στην άκρη του τραπεζιού είχε πάρει θέση ένας άγνωστος. Οι άντρες τον ακράγγιξαν μ' ένα γρήγορο βλέμμα, γιατί τα ρούχα του χλομού και σο-βαρού άνδρα, που κρατούσε κείνη τη θέση, δεν ήταν της τελευταίας μόδας. 'Ενα ψηλό λευκό κολάρο ανέβαινε ως το πιγούνι του, κ' η μαύρη φαρδιά γραβάτα, που φορούσαν στην αρχή του αιώνα, έσφιγγε το λαιμό του. Το μαύρο σα-κάκι, που δεν αποκάλυπτε κανένα πλαστρόν πουκαμισιού, έπεφτε με αξιοπρέπεια πάνω στους φαρδιούς ώμους του. Μα το πιο εκπληκτικό ήταν τα μέγαλα γκρίζα μάτια του ά-

100

Page 101: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

γνωστού, αυτό το επίσημο και δυνατό βλέμμα που έμοιαζε να διαπερνά ολόκληρη τη συντροφιά, καθώς και τους μεσό-τοιχους της τραπεζαρίας, και που έλαμπε, σάμπως κάποιο μακρινό κι ακτινοβόλο σχέδιο να μην έπαυε ν' αντανακλά-ται μέσα του. Το μάτι αυτό τραβούσε τα βλέμματα των πε-ρίεργων γυναικών, που το ρωτούσαν κρυφά. Μουρμουρί-στηκαν κάθε είδους υποθέσεις, πόδια σπρώχτηκαν κάτω α-πό το τραπέζι, έγιναν ερωτήσεις, ανταλλάχτηκαν ανύπαρ-χτες πληροφορίες, σηκώθηκαν ώμοι, κι ωστόσο η τελευ-ταία λέξη για τούτη την παρουσία δε βρέθηκε.

Η Πολωνέζα βαρόνη Βιλόβσκυ μια νέα και πνευματώδης Βιπ, βρισκόταν στο κέντρο της συζήτησης. Κ' εκείνη επί-σης έμοιαζε να συμμερίζεται το ενδιαφέρον γι' αυτόν τον ήσυχο άγνωστο. Τα μεγάλα μαύρα μάτια της κρέμονταν με μια παράξενη επιμονή από τα ισχνά χαραχτηριστικά του ξένου. Το λεπτό χέρι της τυμπάνιζε, με τα δάχτυλά του, νευρικό, πάνω στο δαμασκινό ύφασμα του λευκού τραπε-ζομάντιλου, κάνοντας να πετά σπίθες το εξαίσιο μπριγιάν που στόλιζε ένα από τα δαχτυλίδια της. Με ανυπόμονη και παιδιάτικη βιάση άρχιζε τη συζήτηση πότε γι' αυτό, πότε για κείνο, κ' ύστερα σταματούσε απότομα, βλέποντας πως ο ξένος δεν έπαιρνε καθόλου μέρος στη συζήτηση. Θα στοιχημάτιζε ότι ήταν καλλιτέχνης. Με πολλή επιδεξιό-τητα έδενε το νήμα γύρω από τις πιο διαφορετικές τέχνες. Του κάκου. Ο μαυροντυμένος άγνωστος κοίταζε μακριά, με χαμένο βλέμμα. Μα η βαρόνη Βιλόβσκυ δεν παράτησε το παιχνίδι.

—Ακούσατε γι' αυτή τη φοβερή πυρκαγιά στο χωριό Μπ.; ρώτησε το διπλανό της.

Και καθώς απάντησαν καταφατικά: —Σας προτείνω να κάμετε μια επιτροπή, για να ερευνή-

σετε τα αίτια και να βοηθήσετε τα θύματα αυτής της πυρ-καγιάς. Κ' έριξε γύρω της ερωτηματικά βλέμματα.

Ζωηρές επιδοκιμασίες υποδέχτηκαν την πρόταση. Ένα σαρκαστικό χαμόγελο φώτισε το πρόσωπο του άγνωστου. Η βαρόνη ένιωσε αυτό το χαμόγελο, χωρίς να το δει. ' Ενας

101

Page 102: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

δυνατός θυμός την πλημμύρισε. —Είναι όλοι σύμφωνοι; φώναξε μ' επιτακτικό τόνο, που

δεν επέτρεπε αντίρρηση. ' Ενα χάος φωνές ακολούθησε: —Ναι! —Σύμφωνοι! —Φυσικά! Ο αντικρινός μου, ένας τραπεζίτης από την Κολωνία, με

μιαν εύγλωττη χειρονομία, έβαζε κιόλας το χέρι του στην τσέπη του, όπου είχε το πορτοφόλι του, φουσκωμένο με χαρτονομίσματα.

—Μπορούμε να υπολογίζουμε και σε σας, κύριε; ρώτησε η βαρόνη τον άγνωστο.

Η φωνή της έτρεμε. Ο άγνωστος ανακάθισε ελαφρά κ' είπε δυνατά, χωρίς να

την κοιτάξει, και κοφτά: - • Ο χ ι ! Η βαρόνη αναπήδησε. Πίεσε τον εαυτό της να χαμογελά-

σει. ' Ολα τα μάτια είχαν καρφωθεί πάνω στον ξένο. Αυτός, γύρισε το βλέμμα του προς τη βαρόνη, και συνέχισε:

—Κάνετε μια πράξη που την εμπνέει η αγάπη· εγώ, τρι-γυρίζω τον κόσμο για να σκοτώσω την αγάπη. Παντού, ό-που τη συναντώ, τη δολοφονώ. Και τη συναντώ αρκετά συ-χνά, στις καλύβες και στους πύργους, στις εκκλησίες και στη φύση. Μα την κυνηγώ ανελέητα. Κι όπως οι δυνατοί ανοιξιάτικοι άνεμοι σκοτώνουν το ρόδο που βιάστηκε ν' ανθίσει, το ίδιο κ' η μεγάλη και λυσσαλέα μου θέληση κα-ταστρέφει την αγάπη· γιατί μας επέβαλαν πάρα πολύ νωρίς το νόμο της αγάπης.

Η φωνή του ηχούσε σπηλαιώδης, σαν τον αντίλαλο της καμπάνας του εσπερινού. Η βαρόνη θέλησε ν' απαντήσει, μα ο άγνωστος εξακολούθησε:

—Δε με καταλάβατε ακόμη. Ακούστε με, λοιπόν. Οι άν-θρωποι δεν ήταν ώριμοι, όταν ήρθε σ' αυτούς ο Ναζωραίος και τους κήρυξε την αγάπη. Αυτός, μέσα στην παιδιάτικη και γελοία γενναιοψυχία του, πίστεψε πως θα τους έκανε

102

Page 103: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

καλό. Για μια ράτσα γιγάντων, η αγάπη θα ήταν ένα λα-τρευτό προσκεφάλι, που πάνω στη λευκότητά του θα μπο-ρούσαν να ονειρευτούν με ηδονή καινούργια ανδραγαθή-ματα. Μα για τους αδύναμους, δεν είναι παρά η ίδια τους η κατάπτωση.

' Ενας καθολικός ιερέας, που βρισκόταν εκεί, έφερε το χέρι του στο κολάρο του, σαν να μην μπορούσε ν' αναπνεύ-σει.

—Η κατάπτωση, φώναξε ο ξένος. Δε μιλώ για την αγά-πη, για τον έρωτα, ανάμεσα στα φύλα. Μιλώ για την αγάπη προς τον πλησίον, για τη φιλανθρωπία και την ελεημοσύ-νη, για τη χάρη και τη συγνώμη. Δεν υπάρχουν χειρότερα δηλητήρια μέσα στην ψυχή μας!

Ένας απροσδιόριστος ήχος έβρασε ανάμεσα στα παχιά χείλη του ιερέα.

—Τι έκαμες, Χριστέ; Μου φαίνεται πως μας ανάθρεψαν σαν εκείνα τ' αγρίμια, που κάνει κανείς ό,τι περνά απ' το χέρι του, για να χάσουν τη συνήθεια των βαθύτερων ενστί-κτων τους, ώστε να μπορεί να τα χτυπά ατιμώρητα, με το κνούτο, όταν θα έχουν εξημερωθεί εντελώς. Το ίδιο μας λι-μάρισαν τα δόντια και τα νύχια, και μας κήρυξαν την αγά-πη. Μας άρπαξαν από τα χέρια το αστραφτερό ακόντιο της περήφανης θέλησής μας και μας κήρυξαν την αγάπη. Κ' έτσι μας παράδωσαν γυμνούς στην καταιγίδα της ζωής, ό-που μας χτυπά με το ρόπαλό του το πεπρωμένο—κηρύσσο-ντάς μας αδιάκοπα την αγάπη!

Κρατώντας την αναπνοή τους, άκουγαν όλοι. Τα γκαρσό-νια δεν τολμούσαν πια να κινηθούν και στέκονταν πλάι στο τραπέζι, με τις ασημένιες πιατέλες στα χέρια. Τα λόγια του εξημμένου άγνωστου ξέσπαζαν σαν θύελλα μέσα στην αποπνιχτική σιωπή.

—Κ' υπακούσαμε, συνέχισε. Υπακούσαμε τυφλά κ' ηλί-θια σ' αυτή την παράλογη προσταγή. Φύγαμε σ' αναζήτη-ση εκείνων που διψούσαν, εκείνων που πεινούσαν, των άρ-ρωστων, των λεπρών, των αδύναμων, των δυστυχισμένων, κ' είμαστε κ' οι ίδιοι εμείς άρρωστοι και δυστυχισμένοι.

103

Page 104: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Θυσιάσαμε τη ζωή μας για να κρατήσουμε στα πόδια τους εκείνους, για να συμβουλέψουμε εκείνους που αμφέβαλαν, για να παρηγορήσουμε εκείνους που ήταν θλιμμένοι, ίσαμε που γνωρίσαμε κ' οι ίδιοι την απελπισία. Εκείνων που εί-χαν δολοφονήσει τις γυναίκες μας και τα παιδιά μας, που είχαν ρίξει τη διχόνοια στα σπιτικά μας, δεν γκρεμίσαμε τα σπίτια τους, για να μπορούν να περιμένουν ειρηνικά κι ασφαλισμένοι το τέλος των ημερών τους.

Ένας φριχτός τόνος κοροϊδίας έκανε τη φωνή του να τρέμει.

—Εκείνος που τον εγμωμιάζουν ως Μεσσία, μεταμόρ-φωσε ολόκληρο τον κόσμο σ' ένα τεράστιο άσυλο ανιά-των. Οι αδύναμοι, οι δυστυχισμένοι κ' οι ανάπηροι είναι τα παιδιά του, οι ευνοούμενοί του. Κ' οι δυνατοί δε θα υ-πάρχουν παρά μόνο για να προστατεύουν, να περιποιού-νται και να υπηρετούν αυτόν τον δίχως δύναμη στόχο; Κι αν νιώσω μέσα μου μια φλογερή, έντονη και ουράνια τάση για το φως, αν ανεβώ με σταθερό πόδι στο απόκρημνο, γιο-μάτο πέτρες μονοπάτι της πραγμάτωσης, πρέπει, όταν βλέ-πω ν' ακτινοβολεί ο θείος σκοπός, να σκύψω πάνω από το συρμένο στην άκρη του δρόμου μου ανάπηρο, για να τον ενθαρρύνω, να τον στήσω στα πόδια του, να τον σύρω μαζί μου και ν' ασωτέψω τη φλογερή δύναμή μου γι' αυτό το αδύναμο πτώμα, που θα ξανασωριαστεί κάτω, κάμποσα βή-ματα πιο πέρα; Πώς θ' ανεβούμε, αν σπαταλούμε τις δυνά-μεις μας στους δυστυχισμένους, στους τυραννισμένους, στους'αχρείους τεμπέληδες που μήτε μεδούλι έχουνε μήτε μυαλό;

' Ενας μούρμουρος υψώθηκε. —Ησυχία! φώναξε ο ξένος, με βροντερή φωνή. Είστε

πολύ αδύναμοι για να παραδεχτείτε ότι έτσι έχουν τα πράγματα. Θέλετε να συνεχίσετε ως τον αιώνα τον άπαντα να τσαλαβουτάτε μέσα στο τέλμα. Νομίζετε πως βλέπετε τον ουρανό, γιατί βλέπετε την αντανάκλασή του μέσα στο ρυάκι. Καταλάβετέ με καλά! 'Εδεσαν τη δύναμή μας πάνω στη γη. Θα σβήσει άθλια πάνω στις εστίες της ευσπλα-

104

Page 105: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χνίας. Δε θα 'ναι καλή, παρά μόνο για ν' ανάβει το θυμίαμα του οίκτου, για να δημιουργεί τους καπνούς που αποβλα-κώνουν τις ίδιες μας τις αισθήσεις. Ποια; Η δύναμη αυτή που θα μπορούσε να υψωθεί σαν τεράστια φλόγα ελεύθερη και χαρούμενη, κατά τον ουρανό!

Ό λ ο ι σώπαιναν. Ο άγνωστος ξένος συνέχισε, χαμογε-λώντας:

—Κι αν οι πρόγονοί μας ήταν πίθηκοι, άγρια ζώα που τα εμψύχωναν ρωμαλέα φυσικά ένστικτα; κ' ένας μεσσίας τους κύρυσσε την αγάπη προς τον πλησίον; Υπακούοντας στα λόγια του, δε θα επέτρεπαν στον εαυτό τους να προο-δεύει. Ποτέ η μεγάλη και βλακώδης ανθρώπινη μάζα δεν μπορεί να φέρει την πρόοδο* μόνο «ο μοναδικός», ο μεγά-λος, που μισεί το λαϊκό άνθρωπο, με την αόριστη συνείδη-ση της μικρότητάς του, μπορεί να βαδίσει ελεύθερα πάνω στο δρόμο της θέλησής του, με μια θεία δύναμη κ' ένα θριαμβευτικό χαμόγελο. Μήτε κ' η δική μας γενιά βρίσκε-ται στην κορυφή της άπειρης πυραμίδας του γίγνεσθαι. Μή-τε κ' εμείς είμαστε τελειωμένοι. Μήτε κ' εμείς είμαστε αρ-κετά ώριμοι, όπως-επηρμένα πιστεύετε. Εμπρός, λοιπόν! Δεν οφείλουμε να υψωθούμε πάνω από τον εαυτό μας με τη γνώση, τη θέληση και τη δύναμη; Οι δυνατοί δεν πρέπει να πετύχουν να ξεφύγουν από την ατμόσφαιρα της πίεσης και της ζήλειας των μαζών, υψωνόμενοι προς το φως;

»Ακούστε με όλοι! Αυτή τη στιγμή βρίσκεστε στην καρ-διά της μάχης. Δεξιά και αριστερά σας πέφτουν οι διπλα-νοί σας- πέφτουν, χτυπημένοι από την αδυναμία, την αρ-ρώστια, το βίτσιο, την τρέλα... κι απ' όλα τ άλλα βλήματα που φτύνει το φριχτό πεπρωμένο. Αφήστε τους να πέσουν. Αφήστε τους να πεθάνουν, μόνοι κι άθλιοι! Να είστε σκληροί, να είστε τρομεροί, να είστε ανελέητοι! Πρέπει να πάτε μπροστά!

»Γιατί αυτά τα τρομαγμένα βλέμματα; Είστε δειλοί; Φο-βάστε και προτιμάτε να βρίσκεστε πίσω; Μείνετε πίσω! Ψοφήσετε σαν σκυλιά! Μόνο ο δυνατός έχει το δικαίωμα να ζήσει. Ο δυνατός πάει μπροστά... κ' οι στοίχοι αραιώ-

105

Page 106: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

\Όυν. Μα όσο λίγοι κι αν είναι, οι μεγάλοι, οι δυνατοί, οι θεϊκοί, θα φτάσουν με τα μάτια γεμάτα ήλιο, στην και-νούργια ιερή γη. Σε χιλιάδες χρόνια από σήμερα, ίσως. Και με τα δυνατά, μυώδη κ' επιτακτικά μπράτσα τους θα χτίσουν μιαν αυτοκρατορία πάνω στα κορμιά των αρρώ-στων, των αδύναμων και των ανάπηρων... Μια αιώνια αυ-τοκρατορία...

Τα μάτια του έλαμπαν. Είχε σηκωθεί. Η σιλουέτα του ορθωνόταν μ' ένα υπερφυσικό μεγαλείο. Έμοιαζε στεφα-νωμένος από φως. ' Ηταν σαν Θεός.

Το βλέμμα του φάνηκε να κοντοστέκεται πάνω στο θαυ-μάσιο όραμα, κ' ύστερα ξαναγύρισε απότομα στην πραγ-ματικότητα και είπε:

—Τριγυρίζω στον κόσμο για να σκοτώσω την αγάπη. Η δύναμη ας είναι μαζί σας. Τριγυρίζω τον κόσμο και κη-ρύσσω στους δυνατούς: Μίσος, μίσος και μόνο μίσος!

Όλοι κοιτάχτηκαν άφωνοι. Η βαρόνη, συνεπαρμένη α-πό μιαν έντονη συγκίνηση, έσφιγγε το μαντίλι της στα βλέ-φαρά της.

Όταν σήκωσε τα μάτια, η θέση στην άκρη του τραπε-ζιού ήταν άδεια. Ένα ρίγος τους διάτρεξε όλους. Κανείς δεν είπε λέξη. Τα γκαρσόνια, χωρίς σιγουριά, ξανάρχισαν το σερβίρισμά τους.

Ο αντικρινός μου, ο παχύς τραπεζίτης, ήταν ο πρώτος που ξαναβρήκε τη συνήθεια τού να μιλά κανείς.

Γόγγυσε: — 'Ηταν ένας τρελός ή... Δεν άκουσα τη συνέχεια, γιατί μασούσε, με φουσκωμένα

και τα δυο μάγουλα, μια γερή μπουκιά αστακόπιτας.

106

Page 107: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

^ TO ΜΥΣΤΙΚΟ

ΤΩΡΑ και τριάντα χρόνια, κάθε αυθεντικός κάτοικος του Κάρμπαχ που έλεγε: «Ροζίνε», έπρεπε να προσθέσει αμέ-σως: «Κλοτίλντε». Ή αντίστροφα. Κι αυτό, γιατί η Ροζίνε κ' η Κλοτίλντε έμεναν μαζί στο Κάρμπαχ από αμνημόνευ-τους, όπως ισχυρίζονταν, χρόνους, κ' οι αγαθοί αστοί του τόπου θα ένιωθαν, χωρίς άλλο, μικρότερη έκπληξη, αν η παλιά εκκλησία, «σήμα κατατεθέν» της μίκρής πολιτείας, έχανε ξαφνικά το ένα από τα δυο καμπαναριά της, παρά αν, μια μέρα, τα αυστηρά τεζαρισμένα και περιέργως σκούρα μαλλιά της Κλοτίλντε δε θα 'χαν κάμει την εμφάνιση τους πίσω από τα κόκκινα γεράνια, πλάι στο λευκό κεφάλι της Ροζίνε, με τον «κεκρύφαλο». Είχαν συνηθίσει να θεωρούν τις δυο ηλικιωμένες κόρες σαν κάτι ενιαίο, πράγμα που δεν ήταν, όσο να πεις, παραμικρή θυσία για τις φλύαρες κυ-ρίες, γύρω από τα φλιτζάνια του καφέ τους, γιατί, εξαιτίας αυτής της συγχώνευσης της Κλοτίλντε και της Ροζίνε, εί-χαν ένα πρόσωπο λιγότερο για την κριτική αεικινησία της γλώσσας τους. Μα, από τη μια, ήταν αληθινά δύσκολο ν' ασχολείσαι με τις προθέσεις που έκρυβε το λευκό κεφάλι, ξεχωρίζοντάς τες από τις ιδέες που περιείχε το καστανό-μαλλο κεφάλι, και, από την άλλη, ένιωθες μιαν ανέκφρα-στη παρηγοριά στη σκέψη, πως η σχέση αυτή θα δημιουρ-γούσε, ίσως, περισσότερα του ενός γεγονότα, επιδεκτικά «εκμεταλλεύσεως» γύρω από το τραπέζι του καφέ, απ' όσο αν κάθε μια από τις δυο ηλικιωμένες δεσποσύνες αυτές έ-σβηνε ολομόναχη σαν ξεχασμένο κερί.

Οι συγκάτοικοί τους ήξεραν πως από καιρό σε καιρό ξε-σπούσαν θύελλες πίσω από τα κόκκινα γεράνια και πως,

107

Page 108: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στις περιπτώσεις αυτές, η Ροζίνε έκανε την αστραπή κ' η Κλοτιλντε το αστροπελέκι, όπως αρμόζει, για να γίνει μια πλήρης κι αυθεντική θύελλα. Ήξεραν, εξάλλου, πως ο α-ριθμός των καταιγίδων αυτών ήταν πολύ μεγαλύτερος απ' όσο θα τολμούσε να προφητεύσει και το πιο κακόβουλο μετεωρολογικό δελτίο, κι από τριάντα χρόνια κοντά κου-νούσαν το κεφάλι τους, έτσι που, περισσότερα του ενός α-πό τα κεφάλια αυτά, είχαν γίνει λευκά, ενώ, κατά το πρώτο κούνημά τους, ήταν κατάξανθα. Αναρωτιούνταν τι ήταν αυτό που μπόρεσε να κάμει τις δυο δεσποινίδες αυτές, που δεν ήταν ούτε συγγενείς μήτε κ' ιδιαίτερα φίλες, να πάρουν την απόφαση να εγκαταλείψουν την πρωτεύουσα, όπου δεν είχαν συγκατοικήσει ποτέ, για να εγκατασταθούν στο Κάρμπαχ, και ν' αποδείξουν, εκεί, μ' έναν πόλεμο που δεν έλεγε να σταματήσει, από τριάντα χρόνια τώρα, ότι μπο-ρούσανε, μια χαρά, ν' αποκαλούνται φίλες.

Το πρόβλημα ήταν δύσκολο να λυθεί. Γιατί ήταν σπά-νιοι εκείνοι που μπορούσαν να ρίξουν μια ματιά πίσω από τα κόκκινα γεράνια, κι αυτό που θ' ανακάλυπταν θα ήταν πάντα η εικόνα μιας ομόνοιας πέρα για πέρα ειδυλλιακής. ' Εξω από το σπίτι, το ζευγάρι δεν έκανε την εμφάνισή του παρά μόνο στην αγορά και στην εκκλησία. Ενώ η καστανό-μαλλη Κλοτίλντε ήταν αξιοθαύμαστα ειδική στα κοτόπου-λα, η Ροζίνε είχε μεγαλύτερη αρμοδιότητα για τις λειτουρ-γίες και σε κάθε «Ντόμινους βομπίσκουμ» άλλαζε ένα βλέμμα γεμάτο φιλική κατανόηση με τον πλημμυρισμένο από ιερή ταχύτητα εφημέριο. Κι όπως η Ροζίνε είχε απο-χτήσει μια εκλεπτισμένη ευαισθησία στην άκρη των δαχτύ-λων από το πολύ ξεκούκισμα των χαντρών του ροζαρίου της, όμοια κ' η Κλοτίλντε ήταν σε θέση να ξέρει το βαθμό της ωρίμανσης των μικρών μπιζελιών, στριφογυρίζοντάς τα κάτω από τα δάχτυλά της.

Ο επιπόλαιος αναγνώστης κινδυνεύει, επομένως, να πει-στεί ότι είναι πολύ πιο έξυπνος απ όλους μαζί τους κατοί-κους του Κάρμπαχ· γιατί θα νομίζει πως εξεχνίασε άκοπα το αίνιγμα, που οι οξυνούστεροι κάτοικοι της πολιτείας,

108

Page 109: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

επί σειρά ετών, προσπάθησαν να ξεφλουδίσουν, χρησιμο-ποιώντας κάθε είδος και μέγεθος πένσας και τανάλιας. Η εξήγηση του είναι αυτή: Οι διανοητικές και θρησκευτικές από τη μια, κ' οι υλικές, ωφελιμιστικές και πρακτικές ικα-νότητες, από την άλλη, των δυο γυναικών, αλληλοσυ-μπληρώνονταν τόσο ευεργετικά, που η κοινή τους ζωή όχι μόνο δεν έχει τίποτα το εκπληκτικό, παρά και παρουσιάζε-ται σαν φυσική αναγκαιότητα, κ' έπρεπε να πραγματοποι-ηθεί, μ όλες τις διαφορές που χώριζαν τις δυο γυναίκες, ώστε η Ροζίνε, ακόμη κι αν κατοικούσε στη Γροιλανδία, θα συναντούσε οπωσδήποτε την Κλοτίλντε, την κάτοικο, ας πούμε, κάποιας μακρινής Θούλης των τροπικών. Η συνά-ντηση τούτη έπρεπε, εν τούτοις, να πραγματοποιηθεί ναι και καλά στο Κάρμπαχ; Για να λέμε την αλήθεια, στο ση-μείο αυτό δε θα μπορούσε να δώσει καμιάν απάντηση κι ο πιο πολύξερος αναγνώστης.

Αν, παρ' όλ' αυτά, ένας από τους εκλεχτούς, που είχαν εισχωρήσει πίσω από τα κόκκινα γεράνια, μπορούσε να εισαγάγει και τον αναγνώστη, ο τελευταίος αυτός θ' αποκό-μιζε, χωρίς άλλο, από το αρχαίο τούτο νοικοκυριό, μια ε-ντύπωση ομόνοιας, θα ήταν, όμως, υποχρεωμένος να ομο-λογήσει στον εαυτό του, πως, παρ' όλα και παρ' όλ' αυτά, υπήρχε, εκεί, μέσα, κ' ένα στοιχείο μυστηρίου, που, παρά το δραστήριο ξεσκονόπανο της Κλοτίλντε, είχε επικαθί-σει, σαν πέπλος, πάνω στα ντουλάπια από ακαζού και στο καρυδένιο τραπέζι. Κι αυτόν τον πέπλο, ακριβώς, τραβά α-πό δω, σέρνει από κει, ολόκληρο το Κάρμπαχ, αναρωτού-μενο ποια φήμη θα μπορούσε να ικανοποιήσει απόλυτα τη φλογερή περιέργειά του.

' Ενα πλήθος φήμες κυκλοφορούν. Μα το πέπλο είναι τό-σο στέρεο, που δε λέει να σκιστεί, κάποτε. Κι αυτός είναι ο λόγος που οι κάτοικοι του Κάρμπαχ δεν μπορούν πια ν' α-ναφέρουν τη Ροζίνε, χωρίς να προσθέσουν αμέσως και την Κλοτίλντε. Υπάρχει ένα μυστικό.

Και πού φωλιάζει τούτο το μαύρο έντομο, αυτό το αιώνια καταβροχθιστικό σκουλήκι; Κάτω από τα περιέργως κα-

109

Page 110: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στανά μαλλιά, άραγε, ή κάτω από το λευκό, με τον κεκρύ-φαλο, κεφάλι; Στη Ροζίνε δε θα 'χε κάμει στάχτη η παρα-στιά του. ' Οταν υποσχόταν σε κάποιον, με το επισημότερο ύφος του κόσμου, ότι θα έμενε «σιωπηλή σαν τάφος» (πράγμα, άλλωστε, που το έκανε συχνά, γιατί αυτή η μυθι-στορηματική διατύπωση της θύμιζε τα βιβλία με τα πολύ-χρωμα εξώφυλλα, που διάβαζε άλλοτε, κρυφά, σαν ήταν νέο κορίτσι ακόμα), όταν υποσχόταν, λοιπόν, κατά τρόπο τόσο επίμονο, μια μυθιστορηματική σιωπή, μπορούσες να είσαι σίγουρος, πως την εκμυστήρευσή σου θα την επανα-λάβαινε μισή ώρα γρηγορότερα, απ' όσο θα το έκανε χωρίς αυτή την επίσημη κατηγορηματική διατύπωση.

Η Κλοτίλντε και η Ροζίνε ήταν συνδεμένες με φιλία από τα παιδικάτα τους. Ύστερα το οικοτροφείο τις είχε χωρί-σει κι άλλα τυχαία περιστατικά απομάκρυναν τη μιαν από την άλλη, ίσαμε που η πρώτη φάση ενός γεροντοκορίστι-κου πεσσιμισμού τις έκαμε να συναντηθούν στην πόλη ό-που έμεναν. Ξανασυναντήθηκαν σαν δυο ταξιδιώτες που έ-χασαν τη συγκοινωνία σε κάποιον μικρό σταθμό της ενδο-χώρας που προσπαθούν να διασκεδάσουν αμοιβαία την πλήξη τους μέσα στην αναγκαστική αναμονή τους. Συμ-βαίνει καμιά φορά να περιμένουν έτσι δυο άνθρωποι, κι ό-ταν δεν αποφασίζει κανένα τρένο νά' ρθει, παίρνουν το δρό-μο, μαζί, για το πιο κοντινό χωριό, όπου και μένουν.

Στην εν λόγφ περίπτωση, το χωριό τούτο λεγότανε Κάρ-μπαχ.

Στην αρχή χάρηκαν που είχαν ξαναβρεθεί ύστερα από τό-σα χρόνια, μα η σκέψη να ζήσουν μαζί μήτε που πέρασε καν από το μυαλό τους. Η Ροζίνε ήταν τόσο ξεχειλισμένη από μυστικά, που δεν ήξερε από πού ν' αρχίσει- και δεν κουραζόταν να περηφανεύεται, καθώς μέσα στις περιπέ-τειές της υπήρχε ένας μυστηριώδης «Εκείνος», όχι σαν κε-ντρικό πρόσωπο ακριβώς, μα οπωσδήποτε σαν κομπάρσος. Κι ο τρόπος που τα 'βγάζε πέρα, πότε 'δω, πότέ εκεί, μαρ-τυρούσε αρκετά πόσο της άρεσε να στολίζει τα πράγματα. Εαναι αλήθεια, πως φερνόταν κάπως σαν τις αστικές εκεί-

110

Page 111: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νες οικογένειες, που, μη διαθέτοντας παρά ένα και μόνο α-σημικό για το τζάκι τους, το μεταφέρουν από το ένα δωμά-τιο στο άλλο, για να δώσουν στον ενδεχόμενο επισκέπτη τους μια εντύπωση φαντασμαγορικού πλούτου. Το ασημι-κό τούτο βρίσκεται παντού. Πότε γίνεται ζαχαριέρα, πότε ανθοδοχείο, πότε φρουτιέρα· εν ανάγκη, μάλιστα, αποθέ-τεις σ' αυτό κ' επισκεπτήρια, όταν, φυσικά, ανήκουν σε τιτλούχους ή περίβλεπτα πρόσωπα.

Η Κλοτίλντε άκουγε με πολλή κατανόηση και μ' έναν αληθινό θησαυρό υπομονής την εξιστόρηση των μυστικών της Ροζίνε και δεν παράλειπε να θαυμάσει το μαρτύριο που τόσο ηρωϊκά είχε υποστεί και ν' αναγνωρίζει την αξία της να μη νιώθει παρά μόνο περιφρόνηση για το άλλο φύλο, το τόσο επιρρεπές, ως γνωστόν, στις κακές πράξεις, και, μαζί, τόσο άπιστο.

Πραγματικά, η Ροζίνε ήταν ακόμη ικανή, όταν μιλούσε για «άντρες», να δίνει στη φωνή της ένα υπόλοιπο παρθε-νικής δειλίας και σήκωνε κοριτσίστικα τα μάτια της, που, παρ' όλ' αυτά, της έρχονταν σαν ένα ζευγάρι γυαλιά, πολύ αδύνατα πια, που έμοιαζαν να την πονούνε. Το φωτοστέφα-νο του πόνου την έκανε να ξεχνά όλες τις δυσαρμονίες* γιατί η Ροζίνε ήταν πεπεισμένη πως όλες οι δυστυχίες της οφείλονταν στ' όνομά της. Είναι πλάσματα, που οι γονείς τους τους δίνουν, από τα γεννοφάσκια τους, ένα όνομα που από μιας αρχής δημιουργεί την εντύπωση, πως θα πρέπει να έψαξαν πολύ ίσαμε να το βρούνε, μέσα σε κανένα λεξι-κό* οι άνθρωποι αυτοί είναι προορισμένοι, ό,τι κι αν συμ-βεί, να γίνουν περίφημοι. ' Οταν σπάζουν τα μούτρα τους, από μικρά παιδιά κιόλας, είναι κάτι που μαρτυρά πως έ-χουν αρχίσει ήδη να παίρνουν αυτό το δρόμο της φήμης. Λοιπόν, οι άτυχοι και τυφλοί γονείς της Ροζίνε της είχαν δώσει ένα όνομα που την καταδίκαζε να μείνει γεροντοκό-ρη, ακόμη και στην περίπτωση που θα συνδύαζε την ομορ-φιά μιας μαχαρανής με τη χάρη της ωραίας Οτερό.

Σαν η κύρια ηρωίδα αυτής της φριχτής τραγωδίας που ήταν το πεπρωμένο της, θεωρούσε τον εαυτό της, φυσικά,

111

Page 112: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τόσο σπουδαίο όσο κι άξιο λύπησης. Εν τούτοις, είχε τον καιρό να παρατηρήσει το μέρος που έπαιρνε η Κλοτίλντε στην τύχη της. Κι αν κ' η χαρά, που βρήκε μια τόσο θερμή συμπάθεια, είχε αρχίσει να την κυριεύει, δεν άργησε, ωστό-σο, από τις πρώτες μέρες κιόλας της κοινής τους ζωής να υποψιάζεται πως, για να μπορεί η Κλοτίλντε να δείχνει τό-σο ζωηρή συμπάθεια, θα πρέπει, κ η ίδια αυτή, να έχει ζή-σει και υποστεί μιαν ανάλογη με τη δική της περιπέτεια.

Μια τέτοια υποψία μοιάζει με αεικίνητο ρευματισμό. Πό-τε σας πιάνει εδώ, πότε αλλού. Εκεί που πιστεύεις πως, επι-τέλους, εγλίτωσες από το κακό, ξαφνικά αρχίζεις και πο-νάς αλλού. Η Ροζίνε δεν μπορούσε να βρει πουθενά ησυ-χία. Δε χώνευε πια και, συχνά-πυκνά, ξεχνούσε να περάσει σε μπικουτί τα μαλλιά της. Αντιμετώπιζε κάθε δυνατότητα και το συμπέρασμά της ήταν πάντα το ίδιο: η Κλοτίλντε θα πρέπει χωρίς άλλο, να είχε τραβήξει περισσότερα κι απ' αυτή την ίδια. Μπορούσε, εν τούτοις, να φυλάσσει το μυ-στικό της, εξαιτίας της αναμφισβήτητης υπεροχής που έ-χαιρε: εκείνη, απλούστατα, δεν τη λέγανε Ροζίνε.

Κι όταν οι μέρες άρχισαν να περνούν η μια πίσω από την άλλη, κ' η Κλοτίλντε άρχισε να κουβεντιάζει όλο και πιο πολύ, ότι θα εγκαταστηνόταν στο Κάρμπαχ, τη Ροζίνε την έπιασε ένας ανείπωτος φόβος, ότι το μεγάλο μυστικό ήταν δυνατό να της ξεφύγει για πάντα. Ήξερε, πως η Κλοτίλντε έκρυβε στην ντουλάπα της μια καλοκλεισμένη κασετίνα που την έλεγε «το κουτί των χρεογράφων». Γέλασε πικρά. Το «κουτί των χρεογράφων»! Τι υποκρισία! Για να σε κά-μει να πιστέψεις πως περιείχε χρεόγραφα. Και να δεις που, το δίχως άλλο, εκεί μέσα έκρυβε γράμματα ή μια φωτογρα-φία — τη φωτογραφία του «Εκείνου»!

Η σκέψη αυτή δεν έλεγε να την αφήσει ήσυχη. ' Εδειχνε όλο και μεγαλύτερη διάθεση για εκμυστηρεύσεις, γιατί έ-λεγε με το νου της: η εκμυστήρευση προκαλεί εκμυστή-ρευση, κ' ένα βράδυ κατά το σούρουπο, η Κλότίλντε σί-γουρα που θα πήγαινε να φέρει την κασετίνα της. Μα η η-μερομηνία, που η Κλοτίλντε θα έφευγε, πλησίαζε, κ' η Ρο-

112

Page 113: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ζίνε, που είχε εξαντλήσει ολόκληρη τη φαντασία της σ' εκμυστηρεύσεις, ένιωθε άπειρα δυστυχισμένη, σαν εγκα-ταλειμμένο παιδί.

Και, τότε, μέσα σε μια νύχτα που δε στάθηκε δυνατό να την πάρει ο ύπνος, το αποφάσισε: πρέπει να μείνουμε μαζί. Κ' εξακολούθησε να φαντάζεται: όταν δυο άνθρωποι ζούνε μαζί μέρα τη μέρα, όταν πίνουν από ίδιο κρασί, όταν τρώνε το ίδιο αλάτι και το ίδιο ψωμί, όταν έχουν την ίδια πείνα και, τη νύχτα, ενοχλούνται αμοιβαία, ροχαλίζοντας, οι άν-θρωποι αυτοί θα πρέπει, κατ' ανάγκη, αν όχι ν' αποτελούν ένα, τουλάχιστον ν' αποτελούν ένα συμμετρικό όλον, που τα δυο μισά του μπορούν να συμφωνούν ακριβώς.

Κιόλας κείνον κει τον καιρό, η Ροζίνε δεν παράβλεπε τις δυσκολίες μιας τέτοιας συμβίωσης. Ήξερε την αυστηρό-τητα και την ακρίβεια της Κλοτίλντε, το ζήλο της που πά-ντα έτεινε σε κάποιο σκοπό, και δεν έκρυβε από τον εαυτό της, πως οι προσωπικές κλίσεις της επανειλημμένα θα βρίσκονταν στην ανάγκη να πολεμήσουν για να υποστηρί-ξουν τα δίκαιά τους. Σε κάτι τέτοιες στιγμές διαύγειας, συλλάβαινε επ' αυτρφώρω τον εαυτό της σε κούφιες ονει-ροπολήσεις. Ήξερε πως ο μυστηριώδης άγνωστος εξακο-λουθούσε να είναι ο βασιλιάς αυτών των ονείρων, κι ότι κουραζόταν να τρέχει μια ολόκληρη μέρα μέσα σ' όλο το σπίτι, χωρίς να κάνει τίποτε άλλο, από το ν' αλλάζει θέση σε μερικές καρέκλες και να ρίχνει κάποιο μπιμπλό πάνω στο κομοντίνο. Μα παρηγοριόταν, καθώς σκεφτόταν, πως όταν θα ήταν μαζί, η ώρα της τελευταίας εκμυστήρευσης δε θ' αργούσε πολύ και πως ύστερα από κανένα χρόνο το πο-λύ-πολύ, θα μπορούσε να την αποχαιρετήσει, ρίχνοντας δυο τελευταία βλέμματα κατανόησης, το ένα στην κασετί-να και το άλλο στην καημένη την Κλοτίλντε, που κι αυτή ήταν όμοια ανίκανη να κρατήσει ένα μυστικό. Με τη φα-ντασία της έριχνε κιόλας εκείνα τα βλέμματα. Κ' εξασκού-νταν σ' αυτή τη φανταστική σκηνή, που της εξασφαλιζε εκ των προτέρων ένα αληθινά διακοσμητικό αποτέλεσμα.

Με κάποια δειλία και με πολλή κακή συνείδηση στο βε-

113

Page 114: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

βιασμένο χαμόγελο των ματιών της, εξέθεσε το σχέδιο της στην Κλοτίλντε. Αυτή ούτε έκπληξη έδειξε ούτε και δί-στασε. Είπε απλά:

—Ναι, αν το θέλεις. Είναι ζήτημα, αν κοίταξε καν τη Ροζίνε. Αυτηνής, όμως,

της φάνηκε πως η Κλοτίλντε είχε καταπνίξει ένα κοροϊ-δευτικό χαμόγελο. Και το σχέδιό της ριζώθηκε πιο πολύ ακόμη μέσα της, γιατί εννοούσε να πάρει εκδίκηση γι' αυ-τό το χαμόγελο.

Η μέρα της μετακόμισης έφτασε* αξημέρωτα κιόλας η Κλοτίλντε άρχισε να τρέχει από τη μια κάμαρα στην άλλη, δίνοντας διαταγές με δυνατή φωνή, βοηθώντας παντού, ό-που χρειαζόταν, κ' η Ροζίνε είχε την ψευδαίσθηση πως βοηθούσε κι αυτή, το κατά δύναμη — δηλαδή πολύ. Χτυ-πιότανε σαν παιδί που το ρέμα είχε παρασύρει τη βάρκα του και που νομίζει πως θα τη στρέψει προς τα πίσω, φτά-νει μόνο να τραβά κουπί μ' όλη του τη δύναμη.

Επανειλημμένα, μέσα στην άσκοπη βιάση της, έπεσε πά-νω στην Κλοτίλντε, πότε στο διάδρομο και πότε στη σκά-λα. Στο τέλος, η Κλοτίλντε την πήρε από το χέρι και της είπε με κάποιαν απροσδιόριστη διάθεση:

—Δεν κάνεις άλλο από το να μπαίνεις στα πόδια των αν-θρώπων. Πρέπει να πάω για το ζύμωμα και δε θα 'θελα να χάσω τούτο δω από τα μάτια μου. Θέλεις να το προσέχεις, στο μεταξύ;

Κ' είχε φύγει κιόλας. Η Ροζίνε έμεινε εκεί που βρισκό-ταν, σαν να ' βλεπε όνειρο, κ' ένιωσε μέσα στο δεξί χέρι της ένα πράγμα παράξενα βαρύ, που ήταν σαν να το 'χαν ξεθάψει μέσα από τη γη. 'Ηταν «τα χρεόγραφα». Άρχισε να τρέμει σύγκορμη από τρόμο και συγκίνηση. Κατάφυγε με το πολύτιμο αντικείμενο σε μια σκοτεινή γωνιά του δια-δρόμου. Βρήκε μια πολυθρόνα, όπου και κάθισε μαλακά, σαν λαθραία, για να εξετάσει αυτή τη μαύρη κασετίνα που ήταν ακουμπισμένη στα γόνατά της. Φορές-φορές της φαι-νόταν πως το σκέπασμα δεν ήταν και τόσο καλά κλεισμέ-νο. ' Εσκυβε, αμέσως, λοιπόν, από πάνω του, μα κάθε φορά

114

Page 115: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

αναγκαζόταν να πειστεί πως η κλειδαριά αντιστεκόταν πά-ντα με το ίδιο πείσμα.

Καθόταν μπροστά στο μαύρο μυστικό, σαν Ινδός μπρο-στά στο ξύλινο είδωλό του^ με τα χέρια ενωμένα στα γόνα-τά της και με ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά μάτια. Είχε ε-μπιστοσύνη στα σημάδια της μοίρας και μια βαθιά και ρο-μαντική αντίληψη για τις ανεξιχνίαστες προθέσεις αυτής της μοίρας. Από τη στιγμή που κράτησε τα «χρεόγραφα» μέσα στα χέρια της, ήξερε: η αποστολή της ήταν να εξε-ρευνήσει τα σκοτάδια αυτού του μεταλλείου. Κ' η αποστο-λή τούτη της φάνηκε τόσο σπουδαία, όσο κ' η εξερεύνηση των πηγών του Νείλου ή τα πειράματα των κρυπτόγαμων πάνω στη ζωή των ζώων.

Ένας ιερός ζήλος τη συνεπήρε, με την ηρωική απόφα-ση να μη γνωρίσει ούτε ώρα ανάπαυσης, πριν διεισδύσει, με τη βία, την πονηρία ή τη πανουργία, στο μυστικό αυτής της κλειδαριάς. ' Ενιωσε, ότι γινόταν πιο σπουδαία και πιο μεγάλη, εξαιτίας αυτού του χρέους που είχε επιβάλει στον εαυτό της. ' Ετσι, έφτασε στο Κάρμπαχ, γεμάτη ελπίδα και μεγάλη απόφαση, και δεν άφησε από τα χέρια της το μαύρο μυστικό της, ίσαμε τη στιγμή που του έδωσε τη θέση του μέσα στο καινούργιο σπιτικό.

Η Ροζίνε ήταν από κείνες τις γυναίκες που ξέρουν να πα-ρουσιάζονται εξαιρετικά αξιαγάπητες όταν θέλουν να πετύ-χουν κάποιο σκοπό. Σ' αυτό, θα μπορούσαμε να προσθέ-σουμε, πως η κατάσταση τούτη ήταν εντελώς καινούργια στη ζωή της. Είχε ένα μυστικό, κ' ήταν, ένα αληθινό μυ-στικό. Κ' ήταν καθαυτό ένα ολόκληρο μυθιστόρημα ή, τουλάχιστον, το προτελευταίο κεφάλαιο του μυθιστορήμα-τος. ' Ενιωθε στο πόστο της σαν ένας πρέσβης επιφορτισμέ-νος ν' αναζητήσει μεταξύ των αγρίων φυλών κάποια πλη-ροφορία, από την οποία θα εξαρτιόταν η τύχη ολόκληρων κρατών, ο πόλεμος ή η ειρήνη στον κόσμο. Κ' η μοίρα θα προσανατολιζόταν προς το σημείο που εκείνη θα έδειχνε

115

Page 116: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

περισσότερη ή λιγότερη πονηριά και διεισδυτικότητα σ' αυτή την αναζήτηση.

Τα πρώτα χρόνια, η κοινή ζωή με τη Ροζίνε φάνηκε, ε-πομένως, τόσο φωτεινή, σάμπως ο ίδιος ο ήλιος να είχε νοικιάσει μια κάμαρα στο σπίτι τους. Δε σκεφτόταν πια αυτή τη μαύρη σιδερένια κασετίνα* η Ροζίνε θυμόταν μονά-χα, πως μια υψηλή αποστολή την κρατούσε εδώ μέσα και πως έπρεπε να χαμογελά ασταμάτητα για να πετύχει το σκοπό της. Γενικά, το πράγμα δεν ήταν και πολύ δύσκολο.

Ταυτόχρονα ένιωθε για τον εαυτό της μεγάλη εκτίμηση, που, σύμφωνα με τη διάθεσή της, τη χώνεψή της και τον καιρό, εκδηλωνόταν με την έκπληξη ή το θαυμασμό που έ-νιωθε μπροστά στην ίδια της τη στάση.

Βρήκε τρόπο να εκπληρώσει την υψηλή αποστολή της, ζώντας επί χρόνια δίπλα στην Κλοτίλντε, χωρίς να προδο-θεί, έστω κι από ένα βλέμμα της, χωρίς να εκδηλώσει ποτέ την παραμικρή περιέργεια μήτε και να σκιρτήσει καν, ό-ταν η κασετίνα έβγαινε από το συνηθισμένο κρυψώνα της. Τις πρώτες φορές, λοξοκοίταξε ελαφρά, χωρίς άλλο, πάνω από την εφημερίδα που κρατούσε ξεδιπλωμένη μπροστά της, μα ντράπηκε για τον εαυτό της και σε κάτι τέτοιες στιγμές όλο και κάτι θα ' βρίσκε να κάνει σε κάποια απο-μακρυσμένη γωνιά του δωματίου ή σ' άλλες κάμαρες. «Η ώρα μου θά ' ρθει», συλλογιζόταν μ' εμπιστοσύνη στον ε-αυτό της.

Μα κατά το διάστημα μιας κακής νύχτας, που οι γάτες φώναζαν έξω, σαν παιδιά, που τα στραγγαλίζουν, και που οι σταγόνες της βροχής χτυπούσαν, μονότονες, σαν τα σκουλήκια μέσα στο ξύλο του παλιού δρύινου ερμαριού, οι πρώτες αμφιβολίες υψώθηκαν μέσα της, αναφορικά με την τακτική που ακολουθούσε ως τότε. Το πρωί, σηκώθηκε χλομή και κουρασμένη* το στήθος της την πονούσε, σαν να το πίεζαν ολόκληρη τη νύχτα τα «χρεόγραφα». Αμέσως ύστερα από το πρωινό ρόφημά τους άρχισε να παραπονιέ-ται. Η Κλοτίλντε, ξαφνιασμένη απ' αυτόν το νεοτερισμό, ανησύχησε σοβαρά κ' η συμπάθειά της βοήθησε τη φίλη

116

Page 117: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

της να εγκαινιάσει το νέο της αγωνιστικό σύστημα, που το «σήμα κατατεθέν» του ήταν κάποια εξηρμένη μελαγχολία.

Μέσα σε μερικές εβδομάδες, η παλιά Ροζίνε είχε εξαφα-νιστεί, και τη θέση της την πήρε μια καινούργια Ροζίνε, ελεγειακή, που περπατούσε μέσα στις κάμαρες σαν να φο-βόταν μην ξυπνήσει κάποιον κι αραιώνοντας το κρασί της με τόσο νερό, που τα έξοδα του μηνός περιορίστηκαν αι-σθητά. Η Ροζίνε, η ίδια, μόνο κέρδος αποκόμισε από τούτη την αλλαγή. Η συντρόφισσά της φοβήθηκε μη κ' εργαζό-ταν πάρα πολύ και την απάλλαξε απ' όλες τις δουλειές του σπιτιού. Η Ροζίνε έβρισκε, έτσι, τρόπο, να περνά πολλές ώρες ήσυχη και κάθε μια από τις ώρες αυτές είχε και μια σιωπηλή πόρτα, που μόνο ο «Εκείνος» είχε το κλειδί της. Το όνειρο που τον έφερνε μπροστά της γινόταν όλο και πιο συχνό. Σκεφτόταν τη συγκίνησή του, όταν κι ο ίδιος αυτός θα ονειροπολούσε την ίδια τούτη ανάμνηση. Και, τότε, τον φανταζόταν: ένα σοφό, μπορεί μάλιστα και φημισμένο (κείνον τον καιρό, κανείς δεν ήξερε με βεβαιότητα τι θα γι-νόταν, μια μέρα, ο Εκείνος), μέσα στο μισόφωτο ενός γρα-φείου, που οι τοίχοι του έμοιαζαν χτισμένοι από βιβλία μονάχα, να ζητά το κομμάτι της τριανταφυλλιάς κορδέλας, το μόνο αναμνηστικό που είχε διατηρήσει απ' αυτή. Και τον έβλεπε να φιλά την κορδέλα αυτή και, μέσα στ' όνειρό της, δεχόταν το μεγάλο και πολύτιμο ανδρικό δάκρυ, που κυλούσε σαν μαργαριτάρι μέσα από τα κύματα της πλού-σιας γενειάδας του. Κλαίει, κλαίει εξαιτίας της! Κ' η Ροζί-νε πνιγόταν από συγκίνηση, γι' αυτόν, για τον εαυτό της και για την Κλοτίλντε που γνώριζε ολόκληρη την περιπέ-τεια* δεν της είχε αποκρύψει παρά μόνο τ' όνομα.

Σε τελευταία ανάγκη, της απόμενε επομένως κάτι ακόμη για εκμυστήρευση. Αν, μια μέρα, την γκρίζα ώρα του σού-ρουπου, έκανε αυτή την ιερή ομολογία, μήτε κ' η Κλοτίλ-ντε θα μπορούσε να κρύψει τίποτε πια και θ' άνοιγε, με το μοναδικό κλειδί της, όλες τις καρδιές κι όλες τις σιδερέ-νιες κασετίνες.

Μα δεν άργησε να εγκαταλείψει αυτή την ιδέα, γιατί θυ-

117

Page 118: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μήθηκε, ξαφνικά, πως η Κλοτίλντε είχε γνωρίσει τον Εκεί-νον, αν κ' επιπόλαια μόνο και χωρίς να υποψιάζεται τίπο-τα. Την ίδια στιγμή ένιωσε πως ο αγαπημένος, που τόσες φορές τον είχε περιγράψει με τόσο θαυμάσια χρώματα, θα έχανε την ακτινοβολία του μέσα στο πνεύμα της φίλης της και θα περιοριζόταν στις ψυχρές διαστάσεις μιας απλής α-νάμνησης. Η ανάμνηση αυτή δεν μπορούσε, σίγουρα, να είναι ευχάριστη στην Κλοτίλντε, αφού ο Εκείνος την είχε, άλλοτε, φανερά παραβλέψει, προτιμώντας, σύμφωνα μ' ό-λες τις ενδείξεις, τη Ροζίνε, κι ας τη λέγαν Ροζίνε. Κ' η Ρο-ζίνε δεν μπόρεσε να μη χαμογελάσει σε τούτη τη σκέψη. Άλλωστε, η εκμυστήρευση τούτη, του «ονόματος», θα προκαλούσε κι άλλες παρατηρήσεις. Στην πραγματικότη-τα, δεν είχε το όνομα που θα του ταίριαζε. Λεγόταν: Γιά-κομπ Γκάνς. Αυτό 'ταν δυσάρεστο, γιατί, εκτός που ο Γιά-κομπ είναι ένα όνομα κοράκου κι όχι όνομα που αρμόζει σε ήρωες του προτελευταίου κεφαλαίου ενός μυθιστορήμα-τος, το Γκανς δεν ήταν ούτε ωραίο ούτε ακριβώς στη θέση του, αφού θα έπρεπε να το γράφει, τουλάχιστον: Γκαίνσε-ριχ. Γιατί η συνήθεια που είχε η Ροζίνε να τον αποκαλεί Ρολφ ή Ρόμπερτ δεν άλλαζε πια αυτή τη μοίρα, όσο και το γεγονός ότι η Ροζίνε λεγότανε Θέα στα όνειρά της, ή έτσι, τουλάχιστον, την αποκαλούσε ο Ρόμπερτ των ονείρων της.

Κ' οι δυο υπόφεραν, γενικά, από την ίδια ατυχία, γι' αυ-τό και δέθηκαν ο ένας με τον άλλον τόσο στέρεα. Ο Θεός συγχώρεσε, βέβαια, τον Γιάκομπ Γκανς που άλλαξε γνώμη μετά· γιατί τ όνομα του Γιάκομπ Γκανς (που θα μπορούσε, ίσως, και να μεταφραστεί στα λατινικά) ήταν, παρ' όλ' αυ-τά, πιο επιδεκτικό φήμης, από το φριχτό όνομα της Ροζίνε, σε περίπτωση γάμου.

Η Ροζίνε ήταν, λοιπόν, κείνον κει τον καιρό γεμάτη συνδιαλλακτικότητα κ' επιείκεια* τα μουδιασμένα δάχτυλά της προσπαθούσαν να τραβήξουν από το ξεκούρντιστο πιά-νο μερικές μελωδίες του Σούμαν, ξεχασμένες από καιρό τώρα, διάβαζε Χάινε στο αντίτυπο που της είχαν χαρίσει τη μέρα που είχε δεχτεί το Χρίσμα και, πριν πέσει στο

118

Page 119: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κρεβάτι, πηγαινορχότανε στην κάμαρα της με λυμένα τα μαλλιά.

Μα τα χρόνια δε σταματούσαν ούτε μπροστά στα τραγού-δια του Σούμαν μήτε και μπροστά στις λυμένες πλεξούδες. ' Ετσι, αφού γιόρτασε την τεσσαρακοστή επέτειο των γε-νεθλίων της, ξαφνικά παραιτήθηκε από το να παίζει Σού-μαν, να διαβάζει Χάινε και να λύνει τα μαλλιά της. Ένιω-σε να γερνά πάνω στην εκπλήρωση της αποστολής της. Παρατήρησε πως, ακόμα και μέσα σε μια σκοτεινή κάμα-ρα, μπορούσε να διακρίνει μέσα στον καθρέφτη το αραίω-μα των μαλλιών της, που περιβάλλανε ένα είδος σεληνό-φωτος: δηλαδή, φαλάκρας. Κι αυτό το σεληνόφως γινόταν κάθε μέρα πιο ζωηρό και πιο αντιληπτό. Η μελαγχολία της, με το να εκδηλωθεί, είχε γίνει εντελώς ασύνειδη. Η Ροζίνε, χωρίς να το καταλάβει καν, χωνότανε όλο και πιο βαθιά μέσα σ' αυτή τη σκια, όπως σ' ένα μεγάλο δάσος. Στο τέλος, όταν πια είχε βρεθεί μέσα στην καρδιά του δά-σους, ξέσπασε η θύελλα. Και τέτοιες θύελλες είναι επικίν-δυνες. Ξαφνικά δεν είχε πια μέσα της παρά μόνο μίσος. Μίσος εναντίον τηςτόσο άσπλαχνης μοίρας, που είχε επι-βάλει αυτό το κουραστικό κι απελπιστικό καθήκον, σαν έ-ναν ατσάλινο ζυγό, μίσος εναντίον της ίδιας της της αδρά-νειας, μίσος για τις κάμαρες, όπου περίμενε, σαν φυλακι-σμένη εφ' όρου ζωής, και πέθαινε αργά, θύμα μιας κρυφής υπόθεσης, μίσος προπαντός εναντίον της Κλοτίλντε, που η φαινομενική της αδιαφορία της φαινόταν χυδαία και πρό-στυχη.

Να μπορούσε να μυήσει έναν τρίτο στα σχέδιά της! Δεν άργησε, όμως, να καταλάβει, πως αυτό ήταν αδύνατο, για τον πολύ απλό λόγο κιόλας, ότι δεν ένιωθε ικανή να πείσει έναν ξένο για το μεγαλείο και τη σπουδαιότητα του ζωτι-κού της καθήκοντος. Θα ήταν μια παρηγοριά γι' αυτή, αν'ο άγριος αυτός αγώνας της ψυχής της γινόταν αντιληπτός α-πό κάποιον, κι αν ο δίχως προηγούμενο ηρωισμός της έ-βρισκε τουλάχιστον ένα βιογράφο με κατανόηση, η συγκι-νητική αυτοθυσία της έναν ενθουσιώδη ποιητή. Μα δεν

119

Page 120: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μπορούσε να ελπίζει σε τίποτα τέτοιο, κ' έκλαιγε πολύ, τη μέρα από θυμό, τη νύχτα από συγκίνηση, καθώς σκεφτόταν τη δίχως προηγούμενο αφιλοκέρδειά της.

Στο τέλος, ο θυμός αυτός και τούτα τα δάκρυα την αρρώ-στησαν.

Κάθε πρωί ο γιατρός ερχόταν ν' αναπαυτεί ένα τεταρτά-κι της ώρας στο προσκέφαλό της και καθάριζε τα στρογ-γυλά ματογυάλια του, ζαρώνοντας τα φρύδια* μια μέρα, ρώ-τησε, όχι χωρίς οπισθοβουλία, αν ο εφημέριος ερχόταν στο σπίτι τους. Δε θα μπορούσαν να οργανώνουν, από και-ρό σε καιρό, καμιά παρτίδα ουίστ, για τρεις;

Η έκπληξη της Ροζίνε ήταν μεγάλη, βλέποντας την Κλοτίλντε να επιδοκιμάζει αυτή την πρόταση· ο εφημέριος ήρθε, μίλησε για την αιώνια ζωή, για την προσεχή λει-τουργία και για το προσεχές γεύμα με χοιρινό κρέας, στο «Κόκκινο Βόδι», από το οποίο δεν μπορούσε να λείψει.

Την ακόλουθη νύχτα, η Ροζίνε είδε τρία όνειρα. Ονειρεύ-τηκε την αιώνια ζωή και τον κύριο εφημέριο. ' Ηταν πραγ-ματικά ένα ωραίο όνειρο. Είδε κ' ένα άλλο όνειρο για την αιώνια ζωή, τον κύριο εφημέριο και το εκκλησιαστικό όρ-γανο* κι αυτό 'ταν ένα ωραίο όνειρο. Είδε κι άλλο ένα ό-νειρο, όπου το εκκλησιαστικό όργανο ήταν ο ίδιος ο κύ-ριος εφημέριος κι όπου η αιώνια ζωή προσέφερε το ίδιο θέ-αμα ενός γεύματος με χοιρινό κρέας. ' Ηταν ένα όνειρο πο-λύ λίγο χριστιανικό, όσο να πεις, μα, παρ' όλ' αυτά, το πιο ωραίο όνειρο απ' όλα.

Κι όταν τέλειωσε και το τρίτο όνειρο, η Ροζίνε τα πακε-τάρισε όλα, χωρίς ν' αφήσει έξω το γεύμα με το χοιρινό κρέας και την αιώνια ζωή, μέσα στην κασετίνα με τα χρεό-γραφα, κι άρχισε να περιέρχεται ολόκληρο το σπίτι, βο-γκώντας στο βάθος του κρεβατιού της. Αυτό 'ταν το τέταρ-το όνειρό της, ή, ακριβέστερα, ο παροξυσμός του πυρετού της.

Την επαύριο, η Ροζίνε δεν είχε πια πυρετό, μα ένιωθε θα-νάσιμα θλιμμένη. Ήξερε, πως ο εφημέριος δεν είχε 'ρθει μήτε για το γεύμα με το χοιρινό κρέας, ούτε για την προσε-

120

Page 121: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χή λειτουργία, παρά μόνο και μόνο γιατί 'χε στο νου του την αιώνια ζωή. Κι αυτό 'ταν τρομαχτικό: τώρα, ήξερε πως θα πέθαινε, και θα πέθαινε χωρίς να 'χει εκπληρώσει την αποστολή της. Όπως ο Μωυσής. Την έπιασε άπειρη α-πελπισία. Ολόκληρη τη μέρα δε σκεφτόταν παρά ένα μόνο: να σηκωθεί και να χρησιμοποιήσει ό,τι βρισκόταν στο δωμάτιο ή κρεμόταν στον τοίχο, για να παραβιάσει την κλειδαριά της κασετίνας. Ωστόσο ένιωθε βαριά σαν μολύ-βι, ξαπλωμένη στα προσκέφαλά της, και δε θα 'χε καν τη δύναμη να σηκωθεί, ακόμη κι αν άρχιζαν να καίγονται οι κουρτίνες του κρεβατιού της. Περίμενε αδιάκοπα να συμ-βεί κάτι. Μα το βράδυ ήρθε, όπως συνήθως, κ' η Κλοτίλντε απόθεσε πάνω στο τραπέζι τη λάμπα με το πράσινο αμπα-ζούρ.

Ύστερα, πλησίασε την άρρωστη με πρόθυμο βήμα. —Νιώθεις καλύτερα; την άκουσε να ρωτά. Η Ροζίνε δεν αποκρίθηκε. Ποιος μπορούσε να την ανα-

γκάσει να μιλήσει; Η Κλοτίλντε τη νόμισε κοιμισμένη κ' έκαμε μερικά βή-

ματα προς τα πίσω. Μα, την ίδια στιγμή, η Ροζίνε αναπήδησε στα προσκέ-

φαλά της. Το κακόμοιρο κορμί της, τυλιγμένο μέσα στη ριγέ νυχτικιά της, ανασηκώθηκε:

—Α! είπε με βραχνή φωνή, ανησυχείς για την κατάστα-σή μου; Αυτό 'ναι συγκινητικό. Μα άφησέ μου ακόμη λίγο καιρό. Κάνω ό,τι μπορώ. Δεν μπορώ, όμως, να πεθάνω και τόσο γρήγορα.

—Ροζίνε! φώναξε η Κλοτίλντε, τρομαγμένη. Με μια καθησυχαστική κίνηση, θέλησε να βάλει το χέρι

της στο μέτωπο της άρρωστης. Εκείνη όμως το έπιασε και το τίναξε πέρα, σαν να 'ταν κανένα δηλητηριώδες ερπετό.

—Μη μ' αγγίζεις, άκαρδη. Εσύ μ' οδήγησες στον τάφο. Εσύ, ναι, εσύ...

Παρά λίγο να πνιγεί. Την έπιασε ένας βίαιος και ξηρός βήχας, που την έκανε να τρέμει ολόκληρη. Όταν συνήλ-θε, ήταν σαν παιδί. ' Ενωσε τα χέρια της και ικέτεψε με ά-

121

Page 122: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χρωμη κι απαλή φωνή: —Κλοτίλντε, αγαπητή μου Κλοτίλντε, μοναδική μου φί-

λη, δείξε μου την κασετίνα σου, δείξε μού τη μια φορά μό-νο.

Η Κλοτίλντε απόδωσε το πράγμα στον παροξυσμό του πυρετού της. Πλησίασε την πράσινη λάμπα στο κρεβάτι, και πήγε να φέρει τη μαύρη κασετίνα, που το σκέπασμά της, υπακούοντας, σε κάποιαν άκρη του, σε μιαν απαλή πίεση, ανοίχτηκε, σπρωγμένο από κάποιο ελατήριο. Η Ρο-ζίνε βύθισε μέσα, με μιαν άπληστη κίνηση, τ' απισχνασμέ-να δάχτυλά της, όπως θα έκανε ένας άνθρωπος, που θα πέ-θαινε από δίψα, σε μια πηγή. Δεν άφησε τίποτα που να μην το εξετάσει. Βρήκε δυο παλιά λαχεία που, χωρίς άλλο, θα έληγαν στο υπερπέραν, επιστολές, σαπισμένες σχεδόν, που ήταν αδύνατο να βγάλεις τίποτε απ' αυτές, τόσο κακο-γραμμένες ήταν, ξερά λουλούδια που έλιωναν κάτω από τα δάχτυλα, παράξενα αρωματισμένες εικόνες αγίων και ξε-θωριασμένες φωτογραφίες. Στο πίσω μέρος μιας απ' αυτές, μπορούσαν να διαβαστούν αυτές οι λέξεις: «Τη ωραία Κλοτίλντε, τεκμήριον πιστού έρωτος, ο θαυμαστής αυτής Γιάκομπ Γκανς».

Η Ροζίνε είχε διαβάσει κιόλας τέσσερις φορές συνέχεια τα λόγια αυτά, χωρίς να ξέρει πως τα είχε διαβάσει, και τα διάβασε άλλες τρεις φορές πριν καταλάβει αυτό που είχε διαβάσει.

Τα χέρια της έπεσαν, χωρίς δύναμη, ξεφεύγοντάς τους ό,-τι κρατούσαν. Η Κλοτίλντε έτρεξε να μαζέψει όλα αυτά τα κειμήλια και να τα ξανακλείσει στη βαριά κασετίνα που ή-ταν ακουμπισμένη στα γόνατά της. Τη στιγμή κείνη, της Ροζίνε της φάνηκε πως της άδειαζαν τη ζωή απ όλα τα μέ-λης της. Ένιωθε παράξενα αλαφριά κ' ένας αόριστος ί-λιγγος τη μεθούσε. Ανάπνευσε βαθιά. Μα κάμποση ώρα πιο ύστερα από τη στιγμή που η Κλοτίλντε είχε αφήσει το δωμάτιο, σήκωσε τα μάτια, έριξε γύρω της ανήσυχα και γρήγορα βλέμματα, κ' ύστερα εγκαταλείφτηκε σε δάκρυα, σιγανά στην αρχή, που, όμως, σιγά-σιγά, παράσερναν, τά-

122

Page 123: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ραζαν και τίναζαν το αδυνατισμένο κορμί της σαν ένας μα-νιασμένος χείμαρρος. ' Ενιωθε να παρασέρνεται σε σκοτά-δια ατέρμονα. Αόριστα συναιστάνθηκε ότι επί τριάντα χρό-νια ζητούσε να εισχωρήσει μέσα στη μαύρη αυτή κασετί-να, για να βρει, τελικά, τι; — τα ερείπια του ονείρου της.

' Εκλαιγε σαν παιδί, κ' η Κλοτίλντε, γεμάτη αμηχανία, καθόταν δίπλα στο προσκεφάλι της. Ο γιατρός έφτασε λί-γο αργότερα. ' Εστειλε αμέσως να φωνάξουν τον κ. εφημέ-ριο, κι αυτή τη φορά δεν ήταν για μια παρτίδα ουίστ. Κι ο κ. εφημέριος έφτασε το γρηγορότερο, κι αυτή τη φορά δε μίλησε παρά για την αιώνια ζωή. Δεν είχε ώρα για χάσιμο.

Η Ροζίνε είχε λύσει το αίνιγμα. Στο εξής δεν ήταν πια αναγκαίο να συζεί με την Κλοτίλντε πίσω από τα κόκκινα γεράνια. Μπορούσε να μείνει μόνη. Θα έμενε στην άκρη-ά-κρη της πόλης. Η μετακόμισή της δεν μπορούσε να μην εί-ναι παράξενη: οδηγήθηκε εκεί από τέσσερα λευκά άλογα κι απ' όλους τους κατοίκους του Κάρμπαχ, που επί τριάντα χρόνια δεν μπορούσαν να πουν «Ροζίνε», χωρίς να προσθέ-σουν αμέσως «Κλοτίλντε», και τα παιδιά του σχολείου έ-ψαλλαν έναν ευλαβικό ψαλμό.

123

Page 124: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ΘΕΙΑ ΜΠΑΜΠΕΤ

Η ΘΕΙΑ Μπαμπέτ πήρε άλλη μια βαθιά ανάσα. Ο πρωι-νός ήλιος είχε κρυφοκοιτάξει, σαν εγγόνι που του αρέσει να πειράζει, μέσα από τις τούλινες κουρτίνες, που ήταν πλημμυρισμένες από λευκές ανταύγειες, πήρε την πιο μα-κριά ακτίνα του, την τύλιξε, σαν χρυσό φτερό, γύρω από το λευκό νυχτερινό σκούφο και το νοτισμένο μέτωπο της γριούλας, κ' ύστερα άρχισε να σκιρτά και να παίζει, χωρίς σταματημό, γύρω από τα μάτια, τα χείλη και τη μύτη της, ίσαμε πια που η θεία πήρε αυτή τη βαθιά ανάσα και γύρισε, δειλά, τα κοκκινισμένα κ' έκπληκτα μάτια της κατά το πα-ράθυρο. Αχ! Χασμουρήθηκε μ' ευεξία κι αποταυρίστηκε. Παρά την τεμπέλικη τούτη κίνηση, στον ήχο αυτού του χασμουρητού υπήρχε κάτι το αποφασιστικό και το συμπε-ρασματικό: κάτι σαν τη γραμμή που χαράζει κανείς, όταν έχει τελειώσει και πετύχει ένα γραφτό. Αχ...!

Ξανάκλεισε τα μάτια κ' έμεινε τεντωμένη με την έκφρα-ση κάποιου που ήπιε μια κουταλιά ζαχαρωμένου καφέ ή που είπε μια πετυχημένη κακία. Το δωμάτιο ήταν φωτεινό κ' ήσυχο. Ο ήλιος έριχνε μέσα όλο και πιο πολλές αχτίνες, καρφώνοντάς τες σαν ακόντια, που πάλλονταν, πάνω στα φωτεινά ελάσματα του παρκέτου, στα απαστράπτοντα τρα-πεζάκια στυλ αυτοκρατορίας, και κάποιο αόρατο φάντα-σμα του τις ξανάστελνε πίσω, καταπρόσωπα, από το βάθος του καθρέφτη.

Σαν μακρινή πολεμιστήρια μουσική, μια ορχήστρα από μυγιαλούδια βόμβιζε στα παράθυρα, συνοδεύοντας το φεγ-γερό πήγαινε-έλα του χαρούμενου ακοντίσματος* το ελα-φρό τούτο σούσουρο τρύπωνε μέσα στο μισοΰπνι της αγα-

124

Page 125: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

θής θείας, και τα δροσερά κύματα μιας ανοιξιάτικης ανταύ-γειας έσβηναν σιγά-σιγά τις ρυτίδες από τα χαμογελαστά χαρακτηριστικά της. Φάνηκε αληθινά νέα, τη στιγμή που ανασηκώθηκε, με αρκετή ενεργητικότητα, στα προσκέφα-λά της, και κοίταξε γύρω της, στην κάμαρα. ' Ολα τα πράγ-ματα είχαν κάτι δεν ξέρει κανείς τι ακριβώς, μα που έλα-μπε, που ήταν καινούργιο, κι αυτό την έκαμε να χαρεί. ' Ε-να λεπτό άρωμα υακίνθων υψωνόταν από τα λουλούδια που στόλιζαν το παράθυρο κ' ανακατευόταν με τη μυρουδιά της λεβάντας που ανάδιναν τα προσκέφαλά της.

Η ηλικιωμένη δεσποινίς έριξε ένα γρήγορο βλέμμα στην εικόνα της Παρθένου, που οι σκιές της είχαν, μέσα στο ά-πλετο φως, πράσινες ανταύγειες. Τ' αδύνατα και σκληρυμέ-να χέρια της διάγραψαν στον αέρα ένα βιαστικό σημείο του σταυρού και, αμέσως μετά, μάλωσε το κοιμισμένο κα-ναρίνι, που το κλουβί του κρεμόταν πάνω από το παράθυρο και που, παρ' όλο αυτό το θαυμάσιο πρωινό, δεν αποφάσιζε να τραγουδήσει. Γυρίζοντας από το παράθυρο, το βλέμμα της έμεινε αγκιστρωμένο στον καναπέ. Εκεί πάνω, ήταν α-ραδιασμένα, προσεχτικά, ένα μαύρο καπέλο, με φαρδύ κρέ-πι που έπεφτε σ' όλο το μάκρος της ράχης του καναπέ σαν νυχτερινός χείμαρρος, ένα ζευγάρι μαύρα γάντια, καθένα μόνο του, σαν να τα χώριζε κάποια ανεπανόρθωτη έχθρα, ένα παλιό προσευχητάρι, ακόμη πιο μαύρο, και, πιο πέρα, απάστραπταν δυο κατάλευκα μαντίλια, ανάμεσα σ' όλο κείνο το πένθος, σαν δυο άσπρα άλογα, ζεμένα στη νεκρο-φόρα μιας νέας κοπέλας.

Η θεία κοίταξε τα πράγματα αυτά μ' ένα βλέμμα γιομάτο έκπληξη, κι όλες οι ρυτίδες ξανάκαμαν την εμφάνισή τους, σαν σκοτεινές κάμπιες, πάνω στο γέρικο πρόσωπό της. Υ-πολόγισε: Δευτέρα 12, Τρίτη 13, Τετάρτη 14, Πέμπτη 15, Παρασκευή 16. Και μ' ένα κουρασμένο και καρτερικό κού-νημα του κεφαλιού, διαπίστωσε: σήμερα έχουμε 16 Απρι-λίου, Παρασκευή, εφτά χρόνια από τότε που πέθανε ο α-δελφός μου, ο οικονομικός επιθεωρητής Γιόχαν Άου-γκουστ Ερντμάννερ. ' Ηταν τρία χρόνια μεγαλύτερός της

125^

Page 126: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

και, πεθαίνοντας απάνω σ' όλη τη ρώμη των πενήντα του χρόνων, μεταλαβωμένος, άφησε πίσω του μιαν απαρηγό-ρητη χήρα και δυο ανήλικα παιδιά. Είχε πεθάνει το απόγε-μα, στις τέσσερις, τη στιγμή ακριβώς που είχαν βγει όλοι έξω, για να πάρουν ένα φλιτζάνι καφέ. Κ' η φωτισμένη από το χαρούμενο ήλιο κάμαρα έσβησε στα μάτια της ηλικιωμέ-νης δεσποινίδας.

Θυμήθηκε τον εξαίρετο Γιόχαν, αδύνατο, συρρικνωμέ-νο, και τη νεαρή χήρα που έζησε δεν έζησε πέντε χρόνια δίπλα του, και το γιατρό με το κοκκινισμένο πρόσωπο. (Κ' η Ερμίνε, η χήρα, που τολμούσε να ισχυρίζεται πως ο για-τρός δεν έπινε!). Κ' η καλόγρια που ήξερε τόσο καλά να ρίχνει τα χαρτιά, σταυρωτά! Ναι, αλήθεια, τα χαρτιά την πληροφορούσαν για όλα, αυτή την καλόγρια. Και, την άλ-λη μέρα, ήταν όλα τόσο όμορφα! Αυτές οι ολόκληρες στή-λες στις εφημερίδες, κ' οι επισκέψεις: όλ' αυτά τα σοβαρά και λουσμένα στα δάκρυα πρόσωπα, το αχαμνό στέφανο ε-κείνου τού σπαγκοραμμένου του σπιτονοικοκύρη κι όλα τα άλλα ωραία και πλούσια στέφανα. Ναι, είχε πολύ καλή κη-δεία ο κύριος οικονομικός επιθεωρητής Γιόχαν 'Αου-γκουστ Ερντμάννερ! Κι άξια τον μνημόνευαν κάθε χρόνο, την επέτειο του θανάτου του.

Στις δέκα, ολόκληρη η οικογένεια, πενθοφορώντας, συ-γκεντρωνόταν στην εκκλησία της Κοιμήσεως, με μαύρα γά-ντια, χλομά μάγουλα και κόκκινα μάτια. Κι ολόκληρη τη μέρα, όλοι μιλούσαν σιγά και βραχνά, σαν πνιγμένοι, κ' έ-καναν επίσημα νεύματα με το κεφάλι. ' Οταν έμπαιναν στη σπηλαιώδη εκκλησία, ευχαριστούσαν τις γριές που κρατού-σαν τα φύλλα της πόρτας, με φωνή γεμάτη συγκίνηση, και βύθιζαν τόση ώρα τα μαυρογαντωμένα δάχτυλα στο νερό του αγιασμού, που κάθε σταυροκόπημα άφηνε, μετά, μαύρα σημάδια πάνω στα καρτερικά και σαν φοβισμένα πρόσωπά τους. Τα λευκά μαντίλια κάτω από τα διπλωμένα δάχτυλά τους έμοιαζαν να καιροφυλαχτούν τη στιγμή που θ' ανέ-βαιναν στα ξεχειλισμένα από δάκρυα μάτια. Κ' οι ευκαι-ρίες που τους δίνονταν ήταν συχνές. Ακόμη και στο δρο-

126^

Page 127: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σερό πρόσωπο του ίδιου του εφημέριου σχεδιάζονταν με-ρικές οδυνηρές ρυτίδες, γύρω από τα χορτασμένα χείλη του, και θα' λεγε κανείς πως δεχόταν, με μια γλώσσα γεμά-τη υπολογισμό, τις τελευταίες σταγόνες ενός ξινού πιοτού. ' Οταν, λίγο αργότερα, κατέβαινε τα σκαλοπάτια του σκο-τεινού βωμού, κ' η σιλουέτα του ζάρωνε και συστελλόταν, σαν πουτίνγκα που δεν είχε πετύχει, και, συνοδευόμενος α-πό τη βραχνή φωνή του λειτουργού, έλεγε, με κουφωτή φωνή: «Ας προσευχηθούμε, αδελφοί μου!», απ όλη τη συ-ντροφιά δεν απόμενε πια παρά ένας απροσδιόριστος σωρός από κρέπια και μαύρη τσόχα. Η συγκίνηση περνούσε σαν σιδηρόδρομος πάνω από τους πενθούντες επιζώντες· ήταν σκορπισμένοι ανάμεσα στους γυαλιστερούς πάγκους, σαν διαμελισμένοι ανάμεσα στις ράγιες.

' Ολα αυτά επαναλαβαίνονταν έξι χρόνια συνέχεια, κ' η γρια θεία, ακουμπισμένη στ' αρωματισμένα από τη λεβά-ντα προσκέφαλά της, ήξερε πως το πράγμα θα ξαναγινό-ταν, για μια εβδόμη φορά, όμοια ακριβώς κι απαράλλαχτα, σήμερα.

Έριξε στο μαργαρώδες καντράν του εκκρεμούς, στυλ αυτοκρατορίας, ένα'βλέμμα τόσο απελπισμένο, σάμπως οι δείχτες του να είχαν σημάνει την ίδια της την τελευταία ώρα. Θέλησε να σηκωθεί μα ύστερα από μιαν απότομη κί-νηση τα χέρια της γλίστρησαν χωρίς δύναμη στο μάκρος του λευκού παπλώματος, σάμπως κάτω από το βάρος ενός πελώριου παγόβουνου. Ένιωσε πάλι στα νεφρά και στην πλάτη κείνους τους δυνατούς πόνους που είχαν εκδηλωθεί μερικές βδομάδες νωρίτερα. ' Ενα ρίγος διάτρεξε τη ράχη της· το κεφάλι της ήταν βαρύ κ' ιδρωμένο.

Χλόμιασε και αναστέναξε. Ναι, έτσι ακριβώς είχε πεθά-νει η μητέρα της· ένα όμορφο πρωινό, ύστερα από μια κα-κή νύχτα. Κ' η γριούλα θυμήθηκε, ξαφνικά, πως ούτε κ' η ίδια αυτή είχε κλείσει μάτι την τελευταία τούτη νύχτα. ' Ο-χι, δεν είχε κλείσει μάτι, ήταν εντελώς σίγουρη γι' αυτό. Παγωμένος ιδρώτας ανάβλυσε απ' όλους τους πόρους της. Και θυμήθηκε, πως η αγαθή αδελφή που έριχνε τόσο καλά

127^

Page 128: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τα χαρτιά, ήταν υποχρεωμένη κάθε τόσο να σφουγγιζει το μέτωπο του καημένου του πατέρα της, όσο μεγάλωνε η α-γωνία του. Είχε 'ρθει, λοιπόν, κ' η δική της σειρά; Με μια σπασμωδική κίνηση, ένωσε τα χέρια της πάνω στο λευκό σκέπασμα.

Το καναρίνι επαναλάβαινε αδιάκοπα τους λαρυγγισμούς του. Οι υάκινθοι έμοιαζαν κουρασμένοι κιόλας, κ' η φω-τεινή και λευκή μέρα, ξάπλωνε, μακρά και ψυχρή, πάνω στο παρκέ.

Η θεία Μπαμπέτ μισοκοιμόταν. Ξαφνικά αναρωτήθηκε: πώς πέθανε ο πατέρας της; Η προσπάθεια που έκαμε, για να θυμηθεί, ρυτίδωσε το μέτωπό της. Ανάπνευσε: ναι, ακρι-βώς, τον είχαν κουβαλήσει στο σπίτι. Είχε πέσει, από συ-γκοπή, στο δρόμο. Και σκέφτηκε: είναι, όσο να πεις, χάρη Θεού... να... να... έτσι, κανείς... στο κρεβάτι του...

Και δεν κουνήθηκε πια.

128^

Page 129: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

κ ι σ μ ε τ

Φ α ρ δ υ κ ο ρ μ ο ς και βαρύς, ο Κραλ ο δυνατός καθότανε στην άκρη του δρόμου με το αυλακωμένο από τις ρόδες των κάρων χωματόστρωμά του. Η Τζάνα καθόταν πάνω στις φτέρνες της, δίπλα του. Κρατούσε το παιδικό πρόσωπό της ανάμεσα στα ηλιοκαμένα χέρια της και περίμενε, με τα μά-τια ορθάνοιχτα, κατασκοπευτικά, σιωπηλή. Κοίταζαν κ' οι δυο το φθινοπωριάτικο βράδυ. Μπροστά τους, στο άχρωμο και κακομοίρικο λιβάδι, ήταν σταματημένη η πράσινη κα-ρότσα* ένα μάλλινο παρδαλόχρωμο ύφασμα κυμάτιζε απα-λά πάνω από την πόρτα της. Ελαφρός, γαλαζωπός καπνός υψωνόταν από τη στενή τσίγκινη καπνοδόχο του και δια-λυόταν στο ριγιλό αέρα. Πιο πέρα, πάνω στους χωματόλο-φους που έμοιαζαν σάν μακρουλά, ομαλά κύματα, το άλογο της καρότσας, κουρασμένο, ήταν σαν να κορφολογούσε με μικρές, γρήγορες δαγκωματιές, το λίγο θερισμένο άχυρο που απόμενε. Από καιρό σε καιρό σταματούσε, σήκωνε το κεφάλι και κοίταζε με τ αγαθά, υπομονετικά μάτια του, μέ-σα στο βράδυ, όπου άναβαν κι αλληλοχαιρετιούνταν τα μικρά παράθυρα του χωριού.

—Ναι, είπε ο Κραλ ο δυνατός, μ' ένα ύφος άγριας από-φασης. Εξαιτίας σου είναι εδώ.

Η Τζάνα δεν είπε τίποτα. —Αλλιώς, τι θα 'ρχόταν να κάμει 'δω πέρα, ο Προκόπ;

πρόσθεσε ο Κραλ, με κάποια ακαθόριστη διάθεση. Η Τζάνα σήκωσε τους ώμους, ξερίζωσε με ζωηρή κίνη-

ση κάμποσους μακρούς μίσχους ενός ασημένιου αγριό-χορτου, και, ευθυμώντας, τα πήρε ανάμεσα στα λευκά και στιπνά δόντια της. Σιωπηλή πάντα, έμοιαζε να μετρά τα

129^

Page 130: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

φώτα του χωριού. Η καμπάνα του εσπερινού σήμανε εκεί κάτω. Το μικρό, ασθενικό σήμαντρο έβιαζε την κίνησή του,

σαν να 'θελε να ξεμπερδεύει το γρηγορότερο. Ο ήχος στα-μάτησε απότομα, και θα 'λεγε κανείς πως στον αέρα είχε μείνει αιωρούμενο ένα παράπονο. Η μικρή Τσιγγάνα έριξε τα όμορφα μπράτσα της προς τα πίσω κι ακούμπησε στο χώμα. ' Ακουε το δισταχτικό τραγούδι των γρύλων και την κουρασμένη φωνή της αδερφής της που τραγουδούσε ένα νανούρισμα μέσα στην καρότσα.

Για μερικά λεπτά τέντωσαν κ' οι δυο τους το αυτί. Ύ-στερα, το παιδί άρχισε να κλαίει μέσα στην καρότσα, με μακρόσυρτους, απελπισμένους λυγμούς. Η Τζάνα γύρισε το κεφάλι προς τον Τσιγγάνο και του είπε, κοροϊδευτικά:

—Τι περιμένεις και δεν πας να βοηθήσεις τη γυναίκα σου, Κραλ; Το παιδί κλαίει.

Ο Κραλ φούχτωσε το χέρι του κοριτσιού: —Για σένα ήρθε ο Προκόπ, μούγκρισε, γι' απάντηση. Η κοπέλα κούνησε το κεφάλι με σκοτεινό ύφος. —Το ξέρω. Τότε, ο Κραλ ο δυνατός άρπαξε και το άλλο της χέρι και

το πίεσε πάνω στο χώμα. Η Τζάνα ήταν σαν σταυρωμένη. Δάγκωσε τα χείλη της ίσαμε να ματώσουν, για να μη φωνά-ξει. ' Εσκυψε πάνω της απειλητικός. Η Τζάνα δεν έβλεπε τίποτα πια από το φθινοπωρινό βράδυ. Δεν έβλεπε παρά αυτόν μόνο, με τους φαρδιούς και δυνατούς ώμους του. ' Η-ταν τόσο μεγάλος, καθώς έσκυβε από πάνω της, που της έ-κρυψε την καρότσα, το χωριό και το φαρδύ, πελιδνό ουρα-νό. ' Εκλεισε μια στιγμή τα μάτια της και σκέφτηκε: «Κραλ σημαίνει βασιλιάς. Ναι, κ' είναι ένας βασιλιάς, πραγματι-κά».

Μα την ίδια στιγμή ένιωσε τον τσουχτερό πόνο στους καρπούς των χεριών της, σαν ντροπή. Αναπήδησε, λευτε-ρώθηκε μ' ένα βίαιο τίναγμα από τα χέρια του κι ορθώθηκε μπροστά στον Κραλ, με μανιασμένα μάτια, που πετούσαν σπίθες.

130^

Page 131: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Τι θέλεις; ρώτησε υπόκωφα αυτός. Η Τζάνα χαμογέλασε. —Να χορέψω. Σήκωσε τα όμορφα, λεπτού κοριτσιού, μπράτσα της και

τα στριφογύρισε αργά κ' ελαφρά, κ' ήταν σάμπως τα με-λαμψά χέρια της να μεταμορφώνονταν σε φτερούγες. Έ-γειρε το κεφάλι προς τα πίσω, πολύ βαθιά, αφήνοντας να κυματίζουν τα μαύρα και βαριά μαλλιά της, και χάρισε το αινιγματικό χαμόγελό της στο πρώτο άστρο που φάνηκε. Τα γυμνά πόδια της, με τους λεπτούς αστραγάλους, σαν να 'ψαχναν να βρούνε το ρυθμό* μέσα στο νεανικό κορμί της υπήρχε μια λαχτάρα για λίκνισμα και χάδια, συνειδητής χαράς κι ακούσιας εγκατάλειψης, όπως θα πρέπει να νιώ-θουν τα λουλούδια με τους λεπτούς μίσχους, όταν τ' α-κραγγίζει το βράδυ.

Ο Κραλ στεκόταν μπροστά της με τρεμάμενα γόνατα. Κοίταξε το χλομό μπρούντζο των γυμνών ώμων του κορι-τσιού. Κι αόριστα ένιωθε: Η Τζάνα χορεύει τον έρωτα.

Κάθε πνοή του ανέμου που περνούσε μέσα από τα λιβά-δια έμοιαζε να συγχέεται με τις κινήσεις της, σαν ένα ανά-λαφρο χάδι, κι όλα τα λουλούδια έβλεπαν στο πρώτο τους όνειρο, ότι όμοια έγερναν και ταλαντεύονταν κι αυτά. Η Τζάνα πλησίαζε όλο και πιο πολύ τον Κραλ κ' έσκυβε προς το μέρος του τόσο παράξενα, που τα μπράτσα του ά-ντρα έμοιαζαν παραλυμένα από το άφωνο κοίταγμα. Στεκό-ταν εκεί σαν σκλάβος, ακούγοντας να χτυπά η καρδιά του. Η Τζάνα τον ακράγγιζε σαν πνοή, κ' η φλόγα της τόσο κο-ντινής κίνησής της έφτανε σαν κύμα σ' αυτόν. 'Υστερα, η Τζάνα απομακρύνθηκε, χαμογέλασε, με μιαν έκφραση νι-κητήριας υπερηφάνειας, και σκέφτηκε: «Δεν είναι, όσο να πεις, βασιλιάς».

Ο Τσιγγάνος συνερχόταν σιγά-σιγά και την ακολουθού-σε σαν να 'ταν καμιά οπτασία του ονείρου του, πασπατευτά και κρυφά. Ξαφνικά, σταμάτησε. Κάτι έμπαινε κι ανακα-τευόταν στη λικνιστική κίνηση της Τζάνα. Ένα αλαφρό και κυματιστό τραγούδι που έμοιαζε να 'χει φωλιάσει απ'

131̂

Page 132: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ώρα μέσα στο χορό της και που, βγαίνοντας, σαν μέσα από ένα μακρύ ύπνο, έμοιαζε ν' ανθίζει με όλο πιο πλούσιους και πιο ολοκληρωμένους ρυθμούς. Η χορεύτρια δίστασε. ' Ολες οι κινήσεις της έγιναν πιο αργές, πιο μαλακές, σαν να βρισκόταν σ' ενέδρα. ' Αθελά τους, τα μάτια τους στρά-φηκαν προς την ίδια κατεύθυνση κ' είδαν τον Προκόπ που ερχότανε. Η λεπτή σιλουέτα του νεανικού κορμιού του σχεδιαζόταν πάνω στο αργυρόγκριζο σούρουπο. Περπατού-σε, σαν ασύνειδα, με ναρκωμένο βήμα, κι αντλούσε τους ή-χους του γλυκού τραγουδιού του από ένα χωριάτικο φλά-ουτο. Τον είδαν να πλησιάζει. Ξαφνικά, ο Κραλ όρμησε προς το μέρος του κι άρπαξε το φλάουτο από τα χείλη του. Ο Προκόπ, μ ετοιμότητα πνεύματος, άδραξε με τ' αντρί-κια χέρια του τα μπράτσα τού επιτιθέμενου, τα έσφιξε με δύναμη και δέχτηκε μ' ερωτηματικό μάτι το εχθρικό και φλογερό βλέμμα του Κραλ.

Οι δυο άντρες στέκονταν έτσι, πρόσωπο με πρόσωπο. Γύ-ρω τους απόλυτη σιωπή. Η πράσινη καρότσα έμοιαζε να κοιτάζει την περιοχή με την αβέβαιη λάμψη των φεγγιτών της, σάμπως με λυπημένα, γιομάτα αναμονή, μάτια.

Χωρίς να βγάλουν λέξη, οι δυο Τσιγγάνοι παράτησαν το σφίξιμο. Ο Κραλ με πεισματωμένο θυμό, κι ο νέος, αντίκρυ του, με μιαν απαλά ερωτηματική συγκατάθεση στα σκοτει-νά μάτια του. Κάτω από τα βλέμματα των δυο αντρών, η Τζάνα είχε παραλύσει. Της φάνηκε πως έπρεπε να πάει στον Προκόπ, να τον αγκαλιάσει και να τον ρωτήσει: «Από πού έρχεται αυτό το τραγούδι;». Μα δεν είχε τη δύναμη. Κά-θισε πάλι στις φτέρνες της, στην άκρη του δρόμου, ακίνη-τη, σαν παιδί που κρυώνει, και σώπαινε. Τα χείλη της σώ-παιναν. Τα μάτια της σώπαιναν.

Οι άντρες στάθηκαν κάμποσο έτσι, κ' ύστερα ο Κραλ έ-ριξε στον άλλο ένα εχθρικό και προκλητικό βλέμμα κ' έ-φυγε. Ο Προκόπ έμοιαζε να διστάζει. Η Τζάνα είδε τα λυ-πημένα μάτια του νεαρού Τσιγγάνου να την αποχαιρετούν. Ρίγησε. Ύστερα, η λεπτή και λυγερή σιλουέτα άρχισε να σβήνει, ίσαμε που χάθηκε προς την κατεύθυνση που είχε

132^

Page 133: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πάρει ο Κραλ. Η Τζάνα άκουσε τα βήματα να χάνονται μέ-σα στα λιβάδια. Κράτησε την ανάσα της, τεντώνοντας τ αυτί μέσα στη νύχτα.

Μια ριπή ανέμου, ζεστή κ' ειρηνική, διέτρεξε τον κά-μπο, σαν ανάσα κοιμισμένου παιδιού. ' Ολα ήταν φωτεινά κ' ήσυχα* κι από τη μεγάλη κείνη σιωπή αποσπούνταν οι ελαφροί ήχοι της ανήλικης νύχτας: το θρόισμα των γέρι-κων φιλυρών, μια αθώρητη νεροσυρμή, και το βαρύ πέσιμο ενός ώριμου μήλου μέσα στο φθινοπωριάτικο χορτάρι.

133^

Page 134: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ΦΥΓΗ

Η ΕΚΚΛΗΣΙΑ ήταν έρημη. Πάνω από την Αγία Τράπεζα, μια αχτίδα του ήλιου, που

βασίλευε, είχε πέσει, φαρδιά και απλή, όπως την παρά-σταιναν οι παλιοί ζωγράφοι στους Ευαγγελισμούς των, στον κεντρικό νάρθηκα, από τα χρωματιστά τζάμια, ζωη-ρεύοντας τους ξεθωριασμένους χρωματισμούς του χαλιού που ήταν απλωμένο στα σκαλοπάτια. Ο άμβωνας, με τις μπαρόκ, ξυλόγλυπτες κολόνες του, έκοβε, μετά, την εκ-κλησία* το σκοτάδι πύκνωνε και τα μικρά αιώνια καντήλια τρεμούλιαζαν, όλο και πιο ελκυστικά, μπροστά στις μαυ-ρισμένες εικόνες.

Κάτω από την τελευταία βαριά κολόνα από ψαμμόλιθο, βασίλευε ένα απαλό μισόφωτο. Εκεί είχανε καθίσει, και πά-νωθέ τους υπήρχε ένας παλιός πίνακας που παράσταινε το δρόμο του Γολγοθά. Η χλομή κοπέλα, με την μπεζ ζακέτα, ήταν κουβαριασμένη στην πιο σκοτεινή γωνιά του μαύρου και βαριού δρύινου πάγκου. Το τριαντάφυλλο που στόλιζε το καπέλο της άγγιζε το πιγούνι του ξύλινου άγγελου, που ήταν σκαλισμένος στη ράχη του πάγκου, και θα 'λεγε κα-νείς πως τον έκανε να χαμογελά. Ο Φριτς, το γυμνασιόπαι-δο, κρατούσε τα λεπτά χέρια του κοριτσιού με τα σκισμένα γάντια, όπως κρατά κανείς ένα μικρό πουλί, με τρυφερή σταθερότητα. Ήταν ευτυχισμένος και σκεφτόταν: θα κλείσουν την εκκλησία, δε θα προσέξουν την παρουσία μας και θα μείνουμε ολομόναχοι. Χωρίς άλλο, τη νύχτα, θα έρχονται πνεύματα εδώ μέσα.

Σφίγγονταν ο ένας με τον άλλο, κ' η ' Αννα ψιθύρισε ανή-συχη:

134^

Page 135: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Μήπως αργήσαμε; Κ' οι δυο έκαμαν, την ίδια στιγμή, την ίδια θλιβερή σκέ-

ψη: Εκείνη θυμήθηκε, ξαφνικά, τη συνηθισμένη θέση της στο παράθυρο, όπου έραβε κάθε μέρα* από κει πέρα δεν έ-βλεπε παρά ένα φριχτό μαύρο μεσότοιχο και δε δεχόταν μή-τε την πιο μικρή αχτίνα του ήλιου. Εκείνος, πάλι, ξανά-βλεπε το γραφειάκι του, σκεπασμένο από μαθητικά τετρά-δια, που στην κορφή μιας στοίβας βιβλίων, ανοιχτό, το «Συμπόσιο» του Πλάτωνος. Κοίταξαν κ' οι δυο μπροστά τους, και με τα μάτια ακολουθούσαν την ίδια μύγα που είχε βγει σε προσκύνημα κατά μήκος των αράδων, με τις πα-νάρχαιες ρούνες, πάνω στο προσκυνητάρι.

Κοιτάχτηκαν στα μάτια. Η Ά ν ν α στέναξε. Ο Φριτς, με μια τρυφερή, προστατευτική κίνηση, πέρα-

σε το χέρι του γύρω της και είπε: —Αχ! αν μπορούσαμε να φεύγαμε! Η 'Αννα τον ρώτησε με το βλέμμα και είδε τη νοσταλγία

να λάμπει στα μάτια του. Χαμήλωσε τα βλέφαρα, κοκκίνι-σε και τον άκουσε να συνεχίζει:

—Άλλωστε, γενικά, τους σιχαίνομαι, τους σιχαίνομαι όλους. Νιώθω φρίκη για τον τρόπο που με κοιτάζουν, όταν γυρίζω σπίτι, από τις συναντήσεις μας. Δυσπιστία μόνο και μια μοχθηρή ευχαρίστηση, να τι δείχνει το βλέμμα τους, και τίποτ' άλλο! Δεν είμαι πια παιδί. Σήμερα-αύριο, μόλις μπορέσω να κερδίζω τη ζωή μου, θα φύγουμε μαζί, πολύ μακριά από 'δω. Και παρά τη θέλησή τους!

—Μ' αγαπάς; Το χλομό αγόρι τέντωσε το αυτί. —Σε λατρεύω. Κι ο Φριτς έκοψε την ερώτηση που πήγαινε ν' ανεβεί

στα χείλη του. —Θα με πάρεις γρήγορα μαζί σου; ρώτησε η μικρή, δι-

σταχτικά. Το γυμνασιόπαιδο σώπασε. Σήκωσε μηχανικά τα μάτια

του, ακολούθησε με το βλέμμα τη γύψινη άκανθα της βα-

135^

Page 136: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ριάς κολόνας από ψαμμόλιθο και, πάνω από την παλιά στά-ση, διάβασε: «Πάτερ, άφες αυτοις...».

Ρώτησε ανυπόμονα: —Φοβούνται τίποτα σπίτι σου; Και πίεσε την κοπέλα: —Πες μου! Αργά, έκαμε ναι, με το κεφάλι. Θύμωσε: —Αυτό ακριβώς. Αυτό ακριβώς περνούσε από το μυαλό

μου. Κάποτε θα συνέβαινε. ' Ολοι αυτοί οι φλύαροι! Αχ, αν μπορούσα...

' Εχωσε το κεφάλι μέσα στα χέρια του. Η Άννα ακούμπησε στον ώμο του. Του είπε απλά: —Μη στενοχωριέσαι. Κ' έμειναν έτσι. Ξαφνικά, ο νέος ανασηκώθηκε κ' είπε: —Ναι, να φύγουμε! ' Ενα βιασμένο χαμόγελο φάνηκε στα όμορφα μάτια της

Άννας, που ήταν γεμάτα δάκρυα. Κούνησε το κεφάλι, μαρτυρώντας τη βαθιά θλίψη που τη βασάνιζε. Και το γυ-μνασιόπαιδο ξαναπήρε τα μικρά χέρια, με τα φθαρμένα γά-ντια, στα δικά του. Κοίταξε κατά τον κεντρικό νάρθηκα. Ο ήλιος είχε χαθεί, τα χρωματιστά τζάμια δεν ήταν πια παρά γκρίζες και θαμπές στάμπες. Η εκκλησία ήταν σιωπηλή.

Ύστερα, στην κορφή του νάρθηκα ακούστηκε ένα πίπι-σμα. Σήκωσαν κ' οι δυο τα μάτια τους. Κ' είδαν ένα μικρό χελιδόνι που είχε παραπλανηθεί και που, πεταρίζοντας, σαν χαμένο προσπαθούσε να ξεφύγει.

Στο δρόμο, το γυμνασιόπαιδο θυμήθηκε μια εργασία του στα λατινικά, που την είχε ξεχάσει ολότελα. Αποφάσισε να την κάμει παρά την αηδία που του προκαλούσε και την κούρασή του. Μα, χωρίς να θέλει έκαμε έναν αρκετά μεγά-λο ανέγυρο και παραλίγο να χάσει το δρόμο του, περιπλα-νούμενος στα σοκάκια της πόλης, που, εν τούτοις, την ή-

136^

Page 137: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ξερε πολύ καλά. Ήταν νύχτα πια, όταν μπήκε στην καμα-ρούλα του. Πάνω στα λατινικά τετράδια βρήκε ένα γράμ-μα. Το διάβασε στην αβέβαιη λάμψη ενός κεριού:

«Τα ξέρουν όλα. Σου γράφω, κλαίγοντας. Ο πατέρας μου μ' έδειρε. Είναι φοβερό. Τώρα, δε θα με ξαναφήσουν πια να βγω μόνη μου. Ας φύγουμε. Στην Αμερική, ή όπου θέλεις. Αύριο, στις έξι, θα πάω στο σταθμό. Είναι ένα τρένο που παίρνει ο πατέρας συνήθως, πηγαίνοντας στο κυνήγι. Δεν έχω ιδέα πού πάει αυτό το τρένο. Σταματώ, κάποιος έρχε-ται.

Περίμενέ με, λοιπόν. Θά ' ρθω σίγουρα. Αύριο, στις έξι. Δική σου ως το θάνατο. Άννα.

Άδικα αναστατώθηκα. Δεν ήταν κανείς. Πού νομίζεις πως θα μπορούσαμε να πάμε; ' Εχεις χρήματα; Εγώ έχω ο-χτώ τάληρα. Το γράμμα θα το δώσω στην υπηρέτρια, για τη δική σας, κι αυτή σε σένα. Τώρα, δε φοβούμαι καθόλου πια.

Θαρρώ πως φλυάρισε η θεία Μαρία. Θα πρέπει να μας είδε, την τελευταία Κυριακή». Το γυμνασιόπαιδο πηγαινοερχότανε στην κάμαρά του,

με μεγάλα, αποφασιστικά βήματα. Ένιωθε λυτρωμένος. Η καρδιά του χτυπούσε βίαια. Ξαφνικά σκέφτηκε: να γίνω ά-ντρας! Μου έχει εμπιστοσύνη. Μπορώ να την προστατέψω. Ένιωθε πολύ ευτυχισμένος κ' ήξερε: θα είναι όλη δική μου. Το αίμα του ανέβηκε στο κεφάλι. Χρειάστηκε να ξα-νακαθίσει, και, ξαφνικά, αναρωτήθηκε: μα πού να πάμε;

' Ο,τι κι αν έκανε, η ερώτηση αυτή ξαναγύριζε αδιάκοπα. Δοκίμασε να τη διώξει από το μυαλό του, ετοιμάζοντας τα πράγματα που θα 'παίρνε μαζί του, φεύγοντας. Κάμποσα ε-σώρουχα, μερικά ρούχα* και τις οικονομίες του στο μαύρο πορτοφόλι του. Ήταν γεμάτος ενθουσιασμό. Ανοιγόκλει-νε, χω]3ίς λόγο, όλα τα συρτάρια, έπαιρνε και ξανάφηνε στη θέση τους τα πράγματα, πέταξε τα τετράδιά του σε μια γωνιά της κάμαρας, κ' έκανε ό,τι μπορούσε για να δείξει τον ενθουσιασμό του στους τέσσερις τοίχους του δωμα-τίου: Εδώ μέσα γίνεται αλλαγή προγράμματος. Ήρθε η ώ-

137^

Page 138: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ρα της μεγάλης φυγής. Τα μεσάνυχτα είχαν περάσει κι αυτός καθόταν ακόμη

στην άκρη του κρεβατιού του. Δε σκεφτόταν να κοιμηθεί. Στο τέλος, ξάπλωσε εντελώς ντυμένος, γιατί από το να κά-θεται πολλή ώρα σκυμμένος, τον πόνεσε η πλάτη. Αναρω-τήθηκε ακόμα πολλές φορές: Πού να πάμε; ίσαμε που απο-κρίθηκε ο ίδιος στον εαυτό του με δυνατή φωνή: «Όταν αγαπιέται κανείς αληθινά...».

Το ρολόι του τοίχου τικτάκιζε. ' Εξω, πέρασε μια άμαξα, που έκαμε τα τζάμια να τρίξουν. Το ρολόι του τοίχου, λα-χανιασμένο ακόμη από τους δώδεκα χτύπους, του μεσονυ-χτιού, που είχε σημάνει, είπε με κόπο: «Μία». Δεν μπόρεσε να πάει πιο πέρα.

Κι ο Φριτς εξακολουθούσε να το ακούει, από πολύ μα-κριά. Ονειρευόταν: «Όταν αγαπιέται κανείς... αληθινά...».

Μα στις πρώτες λάμψεις της αυγής, ανατρίχιασε, καθι-σμένος στο προσκέφαλό του, και κατάλαβε καθαρά πως δεν αγαπούσε πια την Άννα. Το κεφάλι του ήταν βαρύ. Δεν αγαπώ πια την Άννα, σκεφτόταν. Ήταν πραγματικά σοβαρό; Να θέλουν να φύγουν εξαιτίας μερικών χαστουκι-ών; Και πού να πάνε, λοιπόν; ' Αρχισε να το συλλογίζεται, σαν να του το είχε αναθέσει αυτή. Πού ήθελε, λοιπόν, να πάμε; Οπουδήποτε, αδιάφορο πού. Αγανάχτησε: Κ' εγώ; Θα έπρεπε, φυσικά, να εγκαταλείψω τα πάντα, τους γονείς μου, και... τα πάντα. Κ' ύστερα; Και το μέλλον; Πόσο α-νόητη ήταν, αυτή η Άννα, πόσο άσκημη ήταν! Το άξιζε το ξύλο που έφαγε, αν ήταν πραγματικά ικανή για κάτι τέ-τοιο.

Αν ήταν ικανή για κάτι τέτοιο. Όταν ο φωτεινός μαγιάτικος ήλιος πλημμύρισε τόσο

χαρούμενα την κάμαρα, σκέφτηκε: Δεν είναι δυνατό να μι-λούσε σοβαρά. Ένιωσε καθησυχασμένος και μια διάθεση να μη σηκωθεί από το κρεβάτι. Ύστερα αποφάσισε: Θα πάω στο σταθμό, μόνο και μόνο για να πειστώ πως δε θά ' ρθει.

Φανταζόταν κιόλας τη χαρά που θα δοκίμαζε, αν δεν ερ-

138

Page 139: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χόταν. Ριγώντας μέσα στην πρωινή δροσιά, με κουρασμένα τα

γόνατα, πήγε με τα πόδια ίσαμε το σταθμό. Η αίθουσα ανα-μονής ήταν έρημη.

Μισοανήσυχος, μισοκαθησυχασμένος, κοίταξε γύρω του. Πουθενά μπεζ ζακέτα. Ο Φριτς ανάσανε μ' ανακούφι-ση. Διάτρεξε όλους τους διαδρόμους κι όλες τις αίθουσες. Ταξιδιώτες, κακοξυπνημένοι κι αδιάφοροι, πηγαινόρχο-νταν αχθοφόροι στέκονταν, περιμένοντας, πλάι στις κολό-νες* άνθρωποι λαϊκοί, φτωχοί, κάθονταν στους πάγκους, α-νάμεσα στους μπόγους και στα καλάθια τους, ακόμη και στις κόχες των παραθυριών.

Ένας υπάλληλος του σταθμού φώναξε κάτι ονόματα σε μιαν από τις αίθουσες αναμονής και κούνησε ένα κουδούνι με διαπεραστικό ήχο. Ύστερα, πιο κοντά τώρα, ξανάπε, με μια φωνή που έβγαινε από τη μύτη του, τα ονόματα των σταθμών απ' όπου θα περνούσε το τρένο, και ξανάρχισε την ίδια δουλειά στην αποβάθρα, κουνώντας κάθε φορά το καταραμένο κουδούνι του. Ο Φριτς ξαναγύρισε πίσω, και με νωχελικό ύφος και τα χέρια στις τσέπες μπήκε πάλι στην κεντρική αίθουσα του σταθμού. Ήταν ικανοποιημέ-νος και σκεφτόταν με ύφος νικητού: Πουθενά μπεζ ζακέτα. Ήμουν βέβαιος.

Έχοντας γίνει θρασύδειλος από την ανακούφιση, πλη-σίασε στην κολόνα με τα ωράρια των δρομολογίων, για να μάθει τουλάχιστον πού πήγαινε αυτό το μοιραίο τρένο των έξι. Διάβασε μηχανικά τα ονόματα των σταθμών, με την έκφραση κάποιου που κοιτάζει τη σκάλα απ' όπου παρά λίγο θα είχε πέσει.

Ξαφνικά, βιαστικά βήματα ακούστηκαν πάνω στις μεγά-λες τετράγωνες πλάκες. Σηκώνοντας τα μάτια, ο Φριτς δεν πρόλαβε παρά ίσια-ίσια να διακρίνει την μπεζ ζακέτα, και το στολισμένο μ' ένα τριαντάφυλλο καπέλο να χάνονται πίσω από το πορτάκι που οδηγούσε προς την αποβάθρα.

Ο Φριτς κοιτάζει με ακίνητο μάτι την κοπέλα να χάνε-ται.

139^

Page 140: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Ξαφνικά, τον έπιασε ένας φριχτός φόβος γι' αυτό το χλομό κ' εύθραυστο κοριτσάκι που ήθελε να παίξει με τη ζωή. Και σαν να φοβήθηκε μη κ' ήταν δυνατό να ξαναγυ-ρίσει πίσω, να τον δει και να τον αναγκάσει να φύγει μαζί της για τον άγνωστο κόσμο, άρχισε να τρέχει, φεύγοντας από το σταθμό, όσο γινόταν πιο γρήγορα, χωρίς να στρα-φεί πίσω του, κατά την πόλη.

140^

Page 141: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ε β α λ ν τ τ ρ α γ κ υ

Ο ΕΒΑΛΝΤ Τράγκυ κάνει τον περίπατο του, στο πλάι του πατέρα του, στο «Λάκκο». Πρέπει να έχει κανείς υπόψη του ότι είναι Κυριακή και μεσημέρι κι ώρα περιπάτου. Τα φορέματα προδίνουν την εποχή: είναι, επομένως, αρχές Σεπτέμβρη, φθαρμένο, κουρασμένο καλοκαίρι. Για μερικές τουαλέτες, οπωσδήποτε, δεν ήταν το πρώτο. ' Οπως, λόγου χάρη, για την πράσινη, του συρμού, της κυρίας φον Ρονάυ, κι ακόμα, για το γαλάζιο φουλάρ της κυρίας Βάνκα* αν επι-διορθωθούν και φρεσκαριστούν λίγο, συλλογίζεται ο νεα-ρός Τράγκυ, σίγουρα που θα τον βγάλουν ένα χρόνο ακό-μα. ' Υστερα, έρχεται μια νεαρή κοπέλα και χαμογελά. Φο-ρεί ένα χλομό τριανταφυλλί κρεμ ντε σιν — μα καθαρισμέ-να γάντια. Οι κύριοι πίσω της κολυμπούν όλοι τους μέσα σε δυνατή οσμή βενζίνης. Κι ο Τράγκυ τους περιφρονεί, γενικά, άλλωστε, όλους αυτούς τους ανθρώπους. Αλλά, παρ' όλ' αυτά, χαιρετά πολύ ευγενικά, με μια, κάπως πα-λιάς μόδας, τονισμένη καταδεχτικότητα.

Μόνο όταν ευχαριστεί ή χαιρετά ο πατέρας του — φυσι-κά. Ο ίδιος αυτός δεν έχει δικούς τους γνωστούς. Εν τού-τοις πρέπει να βγάζει κάθε τόσο το καπέλο του, γιατί ο πα-τέρας του είναι ένα διακεκριμένο πρόσωπο της κοινωνίας, σεβαστός, μια προσωπικότητα, ούτως ειπείν. ' Εχει πολύ αριστοκρατική εμφάνιση κ' οι νεαροί αξιωματικοί και υ-πάλληλοι είναι περήφανοι σχεδόν, όταν μπορούν να τον χαιρετήσουν. Ύστερ' απ' αυτό, ο ηλικιωμένος κύριος, μέ-σα από μια μακρά σιωπή ρότητα, λέει: «Ναι», κ' ευχαριστεί μεγαλόψυχα. Αυτό το δυνατόφωνο «Ναι», σκοπόν έχει να βοηθήσει να διαδοθεί η πλάνη, ότι ο κύριος Επιθεωρητής

141̂

Page 142: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

είχε με το γιο του, μέσα σ' εκείνη την ανακατωσούρα του κυριακάτικου περίπατου, μια βαθιά και σημαντική συνο-μιλία, κι ότι ανάμεσα στους δυο τους υπήρχε σπάνια ομο-φωνία. Να, όμως, πώς έχουν τα πράγματα ακριβώς, αναφο-ρικά με τις συνομιλίες τους:

—Ναι, λέει ο κύριος φον Τράγκυ, και μ' αυτό ανταμεί-βει, σαν να πούμε, την ιδεατή ερώτηση που εκφράζεται σ' ένα δοσμένο χαιρετισμό, κ' έχει ως εξής πάνω-κάτω: «Δεν είμαι καθώς πρέπει;» — «Ναι», λέει ο κύριος Επιθεωρητής, κ' είναι κάτι σαν άφεση αμαρτιών.

Καμιά φορά, ο Τράγκυ, υιός, το «Ναι» αυτό το παίρνει σαν να 'χει αληθινό αντίκρισμα, και ρωτά γρήγορα:

—Ποιος ήταν αυτός, μπαμπά; Και τότε το κακόμοιρο το «Ναι» κοντοστέκεται με την

ερώτηση, σαν λοκομοτίβα με τέσσερα βαγόνια πάνω σε λαθεμένη τροχιά, που δεν μπορεί να κάμει μήτε μπρος, μή-τε πίσω.

Ο κύριος φον Τράγκυ, ο πρεσβύτερος, κοιτάζει γύρω του, ψάχνοντας για τον τελευταίο που τον χαιρέτησε, δεν έχει ιδέα ποιος μπορούσε να 'ταν, μα δεν το σκέφτεται πα-ρά μόνο όσο διαρκούν τρία βήματα, κ' ύστερα λέει αξιολύ-πητα αβοήθητος:

—Ναιίι; Ευκαιρίας δοθείσης, προσθέτει: —Το καπέλο σου είναι, πραγματικά, ολοσκόνιστο. —Τόσο πολύ; υπολαμβάνει ο νεαρός, υποτασσόμενος εις

τας θείας βουλάς. Και, για μια στιγμή, είναι κ' οι δυο λυπημένοι. Ύστερα από δέκα βήματα ακόμη, η παράσταση του

σκονισμένου καπέλου έπαιρνε τεράστιες διαστάσεις στη σκέψη πατέρα και γιου.

«Όλος ο κόσμος κοιτάζει προς το μέρος μας, αυτό 'ναι πια σκάνδαλο», συλλογίζεται ο πρεσβύτερος, κι, ο νεότερος σπάζει το κεφάλι του να θυμηθεί τι εμφάνιση απάνω-κάτω παρουσιάζει το άτυχο καπέλο του και πού μπορεί να κάθι-σε πάνω του η σκόνη. Καθώς κάνουν το γύρο, του ξανάρ-

142^

Page 143: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χεται στο νου, και σκέφτεται: «Τώρα δα, όσο να 'ναι, δε γί-νεται τίποτα. Θα 'πρεπε ν' ανακαλυφτεί μια βούρτσα...».

Ξαφνικά, βλέπει το καπέλο του, με σάρκα και οστά, κατά το κοινώς λεγόμενον, μπροστά στα μάτια του. Νιώθει φρί-κη: απλά ο κύριος φον Τράγκυ του το πήρε από το κεφάλι και το στριφογυρίζει, προσεχτικά, πάνω στις άκριες των κοκκινογαντοφορεμένων δαχτύλων του. Ο Έβαλντ μένει μια στιγμή το κοιτάζει, σαν απλός θεατής, ξεκαπέλωτος. Ύστερα, αποσπά, μ' ένα επαναστατημένο άρπαγμα το ε-πονείδιστο αντικείμενο από τα προσεχτικά χέρια του ηλι-κιωμένου κυρίου, και χώνει άγρια κι ορμητικά το κετσένιο καπέλο στο κεφάλι του. Σάμπως οι τρίχες του να ορθώνο-νταν φλόγες:

—Μα, μπαμπά! Και θέλει να προσθέσει: «Έκλεισα πια τα δεκαοχτώ,

στο κάτω-κάτω, κ' εσύ να μου παίρνεις το καπέλο από το κεφάλι, κυριακάτικα και μεσημεριάτικα μπροστά σ' όλο τούτον τον κόσμο!». Μα καταπνίγει τα λόγια αυτά μέσα του και δε βγάζει λέξη από το στόμα του. Νιώθει ταπεινωμέ-νος, μικρός, σαν να 'χανε φαρδύνει τα ρούχα του, ξαφνικά, απάνω του.

Κι ο κύριος Επιθεωρητής απομακρύνεται, απότομα, από κοντά του, κατά την άλλη άκρη του πεζοδρομίου, αλύγι-στος κ' επίσημος. Δεν ξέρει να 'χει κανένα γιο. Κι ανάμε-σά τους μπαίνει σαν φουσκωμένη ανθρωποθάλασσα ολό-κληρη η Κυριακή. Μόνο που δεν υπήρχε μήτε ένας μέσα σ' όλο εκείνο το πλήθος των περιπατητών, που να μην ή-ξερε, πως οι δυο αυτοί ταιριάζανε σ' όλα τους κι όλοι ένιω-θαν λύπηση γι' αυτή την αδιάκριτη και κακή συγκυρία,που έδιωχνε τον ένα μακριά από τον άλλο. Παραμέριζαν μπρο-στά και στους δυο τους γιομάτοι συμπάθεια και κατανόη-ση, και δεν ησύχαζαν παρά μόνο όταν ξανάβλεπαν πατέρα και γιο τον ένα δίπλα στον άλλο. Επ' ευκαιρία, διαπίστω-ναν μια κάποιαν αύξουσα ομοιότητα στο περπάτημα και στις χειρονομίες πατέρα και γιου, και χαίρονταν γι' αυτό. Πριν λίγο καιρό μόλις, ο νεαρός, πιο συγκεκριμένα, βρι-

143^

Page 144: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σκόταν μακριά από το σπίτι του, σπουδάζοντας, καθώς λέ-νε, σε κάποια Στρατιωτική Σχολή. Από κει γύρισε, κάποια μέρα —μόνο ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο— πολύ αλλαγμέ-νος. Μα τώρα:

—Κοιτάξετε, παρακαλώ, λέει ένας αγαθός ηλικιωμένος κύριος, που λίγο πιο πριν είχε φιλοδωρηθεί μ' ένα «Ναι» από τον Επιθεωρητή, γέρνει κιόλας το κεφάλι του κάπως προς τα αριστερά —όπως ο πατέρας— κι ο ηλικιωμένος κύ-ρις λάμπει από ευχαρίστηση γι' αυτή του την ανακάλυψη.

Ακόμη κ' οι πιο ηλικιωμένες κυρίες ενδιαφέρονται για το νεαρό κύριο. Τον τοποθετούν κατά το πήγαινε-έλα του περιπάτου, κάτω από τα φαρδιά βλέμματά τους, και τον ζυ-γίζουν από την κορφή ως τα νύχια* κρίνουν: ο πατέρας του ήταν όμορφος άντρας. Και δεν έπαψε να 'ναι. Ο Έβαλντ δε θα γίνει. 'Οχι. Μόνο ο Θεός ξέρει τίνος μοιάζει. Ίσως της μητέρας του (όπου κι αν βρίσκεται τώρα). Μα είναι έ-τσι φτιαγμένος, που θα μπορούσε να γίνει ένας καλός χο-ρευτής, αν ήθελε... Κ' η πιο ηλικιωμένη κυρία ρωτά την κοπέλα με το τριανταφυλλί φόρεμα:

—Χαιρέτησες φιλικά και τον κύριο Τράγκυ, Έλλη; Πλην όλ' αυτά είναι πράγματι περιττά — κ' η χαρά του

ηλικιωμένου κυρίου κ' η πονηρή φροντίδα της μητέρας της Έλλης. Γιατί, καθώς οι δυο άντρες στρίβουν από .τον περίπατο, για να μπουν στην άδεια και στενή Χάρρεν-γκάσσε, ο νέος είπε:

—Η τελευταία Κυριακή. Το είπε, μάλιστα, αρκετά δυνατά. Παρ' όλ' αυτά, ο ηλι-

κιωμένος κύριος δεν έχει σκοπό να δώσει καμιάν απάντη-ση.

«Αυτή η βουβαμάρα!» σκέφτεται ο Έβαλντ. «Είναι σαν κανένα κελί για μανιακούς, άδεια και τόσο αλύπητα κλει-σμένη απ' όλες τις μεριές».

' Ετσι, προχωρούν ως το Γερμανικό Θέατρο. Εκεί, ο Τράγκυ, πατήρ, ρωτά, χωρίς να 'χει μεσολαβή-

σει τίποτα: - Τ ι ;

144^

Page 145: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Kl ο Τράγκυ υιός, επαναλαβαίνει υπομονετικά: —Η τελευταία Κυριακή. —Ναι, αποκρίνεται λιγόλογα ο Επιθεωρητής, για ό-

ποιον δεν παίρνει από συμβουλές... Σιωπή. Ύστερα, προσθέτει: —Μόνο όταν τσουρουφλίσεις τα φτερά σου, τότε μόνο

θα καταλάβεις τι σημαίνει να είναι υποχρεωμένος κανείς να σταθεί στα πόδια του. Καλά, κάμε ό,τι θες. Δεν έχω κα-μιάν αντίρρηση.

—Μα, μπαμπά, λέει ο νεαρός με κάποια σφοδρότητα, νομίζω πως όλ' αυτά τα κουβεντιάσαμε αρκετά και πολλές φορές.

—Χωρίς όμως και να μάθω ποτέ τι ζητάς πραγματικά. Δεν είναι δα και τόσο εύκολο να πετάξει κανείς μονομιάς ως τα σύννεφα. Δε μου λες μόνο, άλλη μια φορά, παρακα-λώ, τι θες να κάμεις στο Μόναχο;

—Να εργαστώ... αποκρίθηκε ετοιμόλογα ο Έβαλντ. —Ώστε έτσιιι... σαν να μην μπορούσες να εργαστείς κ'

εδώ! —Εδώ; Κι ο νέος κύριος χαμογελά συλλογισμένα. Ο κύριος φον Τράγκυ είναι εντελώς ήρεμος: —Τι σου λείπει εδώ, λοιπόν; ' Εχεις την κάμαρά σου, το

φαγητό σου, όλοι θέλουνε το καλό σου. Και, στο κάτω-κα-τω, εδώ μας γνωρίζουν όλοι κι αν ξέρεις να φερθείς όπως πρέπει με τον κόσμο, τα καλύτερα σπίτια θα είναι ανοιχτά για σένα...

—Πάντα ο κόσμος και μόνο ο κόσμος, συνεχίζει ο γιος, στον ίδιο χλευαστικό τόνο, σαν να ήταν αρκετό αυτό μόνο. Τον κόσμο εγώ τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια (ξεστομίζοντας την επηρμένη αυτή φράση, θυμάται την ι-στορία με το καπέλο και νιώθει πως, τώρα δα, λέει ψέματα, γι' αυτό και τονίζει άλλη μια φορά): ας με δέχεται ευχαρί-στως — ο κόσμος. Και τι 'ναι αυτός ο κόσμος, παρακαλώ; ' Ανθρωποι — μήπως;

Τώρα είναι η σειρά του ηλικιωμένου κυρίου να χαμογε-

145^

Page 146: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

λάσει, και στο λεπτό πρόσωπο του, παντού, παρουσιάζεται ένα τόσο ιδιαίτερα δικό του χαμόγελο, που δε θα 'ξερε να πει κανείς, αν το χαμόγελο αυτό βρισκόταν γύρω στα χείλη του, κάτω από το λευκό μουστάκι ή στα μάτια του.

Μα κι αυτό πέρασε αμέσως. Ωστόσο, ο δεκαοχτάχρονος νεαρός δεν μπορεί να το ξεχάσει* ντρέπεται, και για να κρύ-ψει την ντροπή του, υψώνει τη φωνή.

—Γενικά, λέει, επιτέλους, και με το χέρι διαγράφει μέσα στον αέρα μια ελικοειδή κίνηση ανυπομονησίας, μοιάζεις να μην ξέρεις παρά δυο πράγματα μονάχα, τον κόσμο και το χρήμα. Γύρω απ' αυτά τα δυο στρέφονται τα πάντα για σένα. Το να κάνει κανείς τεμενάδες στον κόσμο, είναι ο δρόμος που πρέπει ν' ακολουθήσει. Και το να σέρνεται με την κοιλιά, για να κερδίσει χρήματα, είναι ο σκοπός. Ή όχι;

—Και τα δυο αυτά θα τα χρειαστείς, παιδί μου, λέει υπο-μονετικά ο ηλικιωμένος κύριος, και δε χρειάζεται να σέρ-νεται κανείς για να κερδίσει χρήματα, φτάνει να 'χει πάντα χρήματα.

—Κι όταν δεν έχει, τότε... Ο νεαρός Τράγκυ διστάζει λίγο. —Τότε; ρωτά ο πατέρας και περιμένει. —Ωωωω! κάνει ο άλλος αμέριμνα, και κοιτάζει αλλού.

Του φαίνεται καλό, ν' αλλάξει κουβέντα. Μα ο ηλικιωμένος κύριος επιμένει: —Τότε; Και συμπληρώνει ο ίδιος τη φράση, χωρίς επιφύλαξη: —Τότε γίνεται ένας παλιάνθρωπος και ντροπιάζει το

καλό, τίμιο όνομά του. —Ω, εσείς οι παλιοί έχετε κάτι ιδέες! λέει ολότελα αγα-

ναχτισμένος ο νέος κύριος. —Ναι, εμείς, βλέπεις, δεν είμαστε σημερινοί, λέει ο ηλι-

κιωμένος κύριος, αρκετά όμως ως εδώ! —Περί αυτού ακριβώς πρόκειται, θριαμβεύει ο Τράγκυ,

υιός, είσαστε μιας οποιασδήποτε άλλης εποχής, είστε οι πάλαι ποτέ, σκονισμένοι, αποστεγνωμένοι, γενικά...

146^

Page 147: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Μη φωνάζεις! προστάζει ο Επιθεωρητής, προδίδοντας τον πρώην αξιωματικό.

—Έχω δα το δικαίωμα... —Σιωπή! —Έχω το δικαίωμα να μιλήσω... —Μίλα... του πετά περιφρονητικά ο κύριος φον Τράγκυ.

Κι αυτό το λακωνικό «Μίλα!» είναι σαν ράπισμα. Κ' ύστε-ρα ο Τράγκυ, πατήρ, απομακρύνεται, αλύγιστος κ' επίση-μος, στην άλλη μεριά του δρόμου. Επειδή ο δρόμος είναι εντελώς άδειος, οι δυο αυτοί δεν ξαναπλησιάζουν ο ένας τον άλλο, κ' είναι σάμπως το ζεστό, ηλιόλουστο κατά-στρωμα του δρόμου να γινόταν όλο και πιο φαρδύ ανάμεσά τους. Τώρα δα δε μοιάζουν καθόλου ο ένας με τον άλλο. Ο ηλικιωμένος κύριος γίνεται ολοένα πιο άψογος κατά το βή-μα και το παράστημα, και τα υποδήματά του στραφταλί-ζουν κάθε φορά που θα φέρει το πόδι μπροστά του. Κάτι αλλάζει, επίσης, και πάνω στον άλλο, στην αντίπερα μεριά του δρόμου. 'Ολα πάνω του κατσαρώνουν κι ανορθώνο-νται, σαν χαρτί που καίγεται. Το κουστούμι του γεμίζει ξαφνικά ένα πλήθος ζαρωματιές, η γραβάτα του φουσκώνει κι ο γύρος του καπέλου του μεγαλώνει. Έχει πιάσει το ε-λαφρό μοντέρνο πανωφόρι του και το φορεί σαν για να προφυλαχτεί απ' οποιαδήποτε θύελλα. Τα βήματά του α-γωνίζονται. Μοιάζει με παλιάν εικόνα, που κάτωθέ της έχει τη λεζάντα: «1848» ή «Ο επαναστάτης».

Από καιρό σε καιρό, παρ' όλ' αυτά, κοιτάζει προσεχτικά κατά την αντίπερα μεριά. 'Υπάρχει κάτι το ανησυχητικό γι' αυτόν, στο να βλέπει τον ηλικιωμένο κύριο έτσι ολότε-λα εγκαταλειμμένο στο ατέλειωτα έρημο πεζοδρόμιο'. «Πό-σο μόνος είναι!» σκέφτεται και: «αν του συμβεί τίποτα...».

Τα μάτια του δεν αφήνουν πια τον πατέρα του, τον ακο-λουθούν και σχεδόν πληγώνονται από τη μεγάλη ένταση.

Επιτέλους, κ' οι δυο αυτοί άνθρωποι σταματούν μπρο-στά στο ίδιο σπίτι. Καθώς μπαίνουν στο διάδρομο, ο Έ-βαλντ παρακαλεί:

—Μπαμπά!

147^

Page 148: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Για μια στιγμή νιώθει αμήχανος, μα ύστερα κατανικά την αμηχανία του:

—Σήκωσε το γιακά σου, μπαμπά... κάνει τόσο κρύο πά-ντα, στη σκάλα.

Η φωνή του είναι δειλή και μολονότι δεν πρόκειται για κανενός είδους ερώτηση, έχει κάτι το ερωτηματικό στο τέ-λος.

Μήτε κι ο πατέρας αποκρίνεται, προστάζει μόνο: —Φτιάξε τη γραβάτα σου! —Ναι, βεβαιώνει σχολαστικά ο ' Εβαλντ και φτιάχνει τη

γραβάτα του. 'Υστερα ανεβαίνουν αργά, καταπώς αρμόζει, από υγιει-

νή άποψη. Μια σκάλα δεξιά, μένει η κυρία φον Βάλλμπαχ, η επιλε-

γομένη θεία Καρολίνα, και σ' αυτήν τρώει κάθε Κυριακή η οικογένεια — στη μιάμιση.

Οι κύριοι Τράγκυ, πατήρ και υιός, είναι ακριβέστατοι στην ώρα τους. Παρ' όλ' αυτά, όλοι βρίσκονται κιόλας ε-κεί. Γιατί η έκφραση «ακριβής στην ώρα του» αφήνει με-ρικά περιθώρια, ως γνωστόν.

Ο ' Εβαλντ κοντοστέκεται, μια στιγμή, στον προθάλαμο, μπροστά στον καθρέφτη. Δίδει στο πρόσωπό του την έκ-φραση «η τελευταία Κυριακή» και μπαίνει, έτσι, πίσω από τον πατέρα του, στο κίτρινο σαλόνι.

—Α!... Η συντροφιά εκφράζει υπέρμετρη έκπληξη, καθένας

μοιάζει να εκπλήσσεται πάντα πιο πολύ από τον άλλο. Η είσοδος των δυο Τράγκυ γίνεται έτσι, όπως είναι ευνόητο, ένα γεγονός. Πρέπει δα να ξέρει κανείς να κάνει τη ζωή πλούσια — μ' έναν οποιοδήποτε τρόπο. ! Πλήθος χαιρετούρες. Η άσκηση ενός στοιχειοθέτη έ-γκειται στο ν' απλώνει το χέρι του, να παίρνει σωστά τα στοιχεία από την κάσα τους, και να τα τοποθετεί στην αρά-δα τους, χωρίς να κάνει τυπογραφικά λάθη. Ο 'Εβαλντ τα καταφέρνει σήμερα σπουδαία με το πρόσωπο «της τελευ-ταίας Κυριακής». Ενώ ο ηλικιωμένος κύριος χαιρετά ακό-

148^

Page 149: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μη την αδελφή του Γιοχάννα, ο νεότερος έχει ξεμπερδέψει με τρεις θειες, τέσσερις ξαδέλφες, το μικρό Έγκον και τη «Μαντμαζέλ», χωρίς να προσέξει κανείς απάνω του την παραμικρή κούραση.

Επιτέλους, έφτασε κι ο κύριος φον Τράγκυ στο τέλος του σκοπού του, και τώρα δα έχουν πάρει όλοι τους θέση, ο έ-νας απέναντι στον άλλο και πεινούνε. Οι τέσσερις ξαδέλ-φες βρίσκουν, οπωσδήποτε, πω^ κάτι πρέπει να πουν. Και το ψάχνουν, πότε δω, πότε κει, πάνω σ' ένα αντικείμενο — λόγου χάρη, στο βαρόμετρο, στις αζαλέες που είναι αρα-διασμένες στο παράθυρο, στο χαλκογραφημένο δίπλωμα που βρίσκεται πάνω από τον καναπέ. Μα όλ' αυτά τ'αντι-κείμενα είναι απιστεύτως γλιστερά, και τα λόγια πέφτουν από πάνω τους σαν χορτασμένες βδέλλες. Μια σιωπή γλι-στρά, τότε, ανάμεσά τους, κι απλώνεται γύρω απ' όλους αυτούς σαν ένα μακρύ, μακρύ φάδι ξεθωριασμένου διχτυού. Κ' η πιο ηλικιωμένη της οικογένειας, η χηρευάμενη ταγ-ματάρχαινα Ελεονώρε Ρίχτερ, κουνά τα κοκαλιάρικα δά-χτυλά της πάνω από την κοιλιά της, σαν να τύλιγε σε κου-βάρι, προσεχτικά, όλη κείνη την απέραντη πλήξη. Είναι φανερό: η ταγματάρχαινα ανήκει πάντα σ' εκείνη τη λα-μπρή εποχή, που οι γυναίκες δεν μπορούσαν να καθίσουν μήτε στιγμή με σταυρωμένα χέρια.

Μ' ακόμη κ' η γενιά, που η χηρευάμενη ταγματάρχαινα την ονομάζει «νέα», τη στιγμή τούτη κάθε άλλο παρά ο-κνηρή αποδείχνεται. Σχεδόν ταυτόχρονα λένε κ' οι τέσσε-ρις δεσποινίδες:

—Λόρα! Ύστερα απ' αυτή την ομοφωνία χαμογελούν όλοι, σαν

να τους είχαν φιλοδωρήσει κάτι. Κ' η θεία Καρολίνα, η οικοδέσποινα, ανοίγει τη συζήτηση:

—Πώς κάνει το σκυλί; —Γαβ, γαβ... γαβγίζουν οι τέσσερις δεσποινίδες. Ακόμη κι ο μικρός ' Εγκον έρχεται έρποντας από κάποια

μεριά, για να πάρει κι αυτός ζωηρά μέρος στη συζήτηση. Μα η οικοδέσποινα θεωρεί εξαντλημένο αυτό το θέμα

149^

Page 150: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

και προτείνει ένα άλλο: —Κ' η γάτα; Και τώρα, όλοι, γενικά βάλνονται να νιαουρίζουν, να

κράζουν, να μηκούνται και να βελάζουν, κατά την μπόρεση και την κλίση του ο καθένας. Είναι δύσκολο να πει κανείς ποιος απόδειξε ότι είχε το μεγαλύτερο ταλέντο, γιατί πάνω απ' όλο αυτόν το θόρυβο των βρούχων, των τσιριχτών και των κουτρουβαλισμάτων κυριαρχεί αποκλειστικά και μόνο το κακαριστικό όργανο της χηρευάμενης ταγματάρχαινας, κάτι που πραγματικά την κάνει πιο νέα.

—Η θεία κακαρίζει, λέει κάποιος γεμάτος σεβασμό. Μα δεν επιμένουν πολλή ώρα σ' αυτό. Παρασέρνονται

από το πλήθος των δυνατοτήτων, κάνουν όλο και τολμηρό-τερες δοκιμές, δίδουν όλο και πιο πολύ από το ατομικά δι-κό τους στους παράξενα τυποποιημένους έναρθρους ήχους. Κ' είναι συγκινητικό, να λέει κανείς ότι, παρ' όλο τον ε-ξατομικισμό, πάντα υπήρχε μια λεπτή οικογενειακή ομοιό-τητα στις φωνές — ο κοινός βασικός τόνος της καρδιάς, που μόνο πάνω του μπορεί να γεννηθεί μια αληθινή, αμέρι-μνη ευθυμία.

Ξαφνικά, πίσω από τα κίτρινα κάγκελα του κλουβιού του, αρχίζει να κινείται ένας παπαγάλος, και μπορεί να πει κανείς, ότι στη βουβή, στοχαστική κλίση του κεφαλιού του υπάρχει μια συγκεκριμένη, ευγενική αναγνώριση. Ό -λοι τουλάχιστον το νιώθουν έτσι, γι' αυτό και γίνονται λι-γότερο θορυβώδεις και χαμογελούν μ' ευγνωμοσύνη.

Κι ο παπαγάλος μοιάζει μ' Εβραίο δάσκαλο της μουσι-κής, που κουνά αρνητικά το κεφάλι του στους μαθητές του κάνα-δυο φορές ακόμη. Είναι γεγονός πάντως, πως από τό-τε που η Λόρα έγινε συγκάτοικος, όλοι στην οικογένεια έ-μαθαν έναν αριθμό ηχηρών λέξεων, που πρωτύτερα μήτε που τις είχαν ονειρευτεί καν, κ' έτσι μεγάλωσε σημαντικά ο γλωσσικός πλούτος τους. Με το σιωπηρό -έπαινο του πουλιού, το πράγμα ανεβαίνει στη συνείδηση καθενός από δαύτους και τον κάνει περήφανο και χαρούμενο. 'Ετσι, πηγαίνουν να καθίσουν στο τραπέζι, με την καλύτερη διά-

150^

Page 151: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

θεση. Κάθε Κυριακή, ο ' Εβαλντ περιμένει ίσαμε να χαμογελά-

σει η τρίτη από τις θείες, η δεσποινίς Αουγκούστε: —Το φαγητό δεν είναι πραγματικά καμιά κενή λέξη. Και τότε, καθένας τους, από καλή συνήθεια, πρέπει να

επιβεβαιώσει: —Ό χι , δεν είναι καμιά κενή λέξη! Αυτό συμβαίνει συνήθως ύστερα από το δεύτερο πιάτο.

Κι ο Έβαλντ ξέρει επακριβώς τι θα συμβεί ύστερα από το τρίτο, και καθεξής. Την ώρα που έρχονται στο τραπέζι τα φαγητά, μιλούν λίγο, τη μια εξαιτίας του «υπηρετικού προσωπικού», την άλλη γιατί ο καθένας τους θεωρεί αρκε-τό το διάλογο που έχει ανοιχτεί ανάμεσα σ' αυτόν και στο πιάτο του. Το πολύ-πολύ να εμποδίσουν απ' αυτόν το διά-λογο το μικρό ' Εγκον, που δεν έχει το δικαίωμα να μιλά, παρά μόνο όταν τον ρωτούν, με μια φιλόστοργη επέμβαση, πότε για να τον ρωτήσουν αν χόρτασε και πότε, απλά και μόνο, για να του συστήσουν να μασάει καλά τις μπουκιές του. ' Ετσι, συμβαίνει να νιώθει πάντα πρώτος ο μικρός το δυσάρεστο συναίσθημα του υπερκορεσμού και να κάνει έ-μπιστη των οικειοτέριον αισθημάτων του τη «Μαντμαζέλ» που, ακούοντάς τον, γίνεται όλο και πιο κόκκινη. Οι άλ-λοι, δεν είναι και τόσο διακριτικοί για πολλή ώρα. Κανείς δε γεμίζει το πιάτο του, χωρίς να στενάξει σιγά, κι όταν η υπηρέτρια κάμει την εμφάνισή της με μια κρέμα γλυκό, ό-λοι τους αφήνουν δυνατούς κι οδυνηρούς αναστεναγμούς. Η παγωμένη αμαρτία ορμά προς κάθε μεριά του τραπεζιού, και ποιος έχει τη δύναμη να της αντισταθεί; Ο κύριος Επι-θεωρητής συλλογίζεται: «Αν πάρω καμιά σόδα μετά...» κ' η δεσποινίς Αουγκούστε στρέφεται προς την οικοδέσποινα:

—Μήπως σου βρίσκεται τίποτα χωνευτικό, Καρολίνα; Η κυρία φον Βάλλμπαχ τραβά προς το μέρος της, μ' ένα

πανούργο χαμόγελο, ένα μικρό τραπεζάκι, που πάνω του βρίσκονται αραδιασμένα ένα πλήθος κουτιά και κουτάκια, πλάι σε φιαλίδια με τα πιο αλλόκοτα σχήματα. Χαμογε-λούν, αρχίζει να μυρίζει φαρμακείο, κ' η κρέμα μπορεί πια

151̂

Page 152: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

να κάμει, ακόμη μια φορά, το γύρο του τραπεζιού. Ξαφνικά, γίνεται μια αναπάντεχη σύγχυση. Η πιο ηλι-

κιωμένη από τις θείες θεία σηκώνεται ως προμάμη και φω-νάζει παραινετικά:

—Κ* εσύ, Έβαλντ; Το πιάτο του Έβαλντ είναι καθαρό. «Κ* εσύ;» ρωτούν όλα τα μάτια κ' η οικοδέσποινα σκέ-

φτεται: «Να θέλει, ναι και καλά, να ξεχωρίζει πάντα του απ όλη την οικογένεια! Αύριο όλοι εμείς οι άλλοι θα υπο-φέρουμε — κ' εκείνος... Τι ανάρμοστα πράγματα!».

—Ευχαριστώ, λέει λακωνικά ο νέος και σπρώχνει το πιά-το του λίγο πιο πέρα. Πράγμα που σημαίνει: «Εγώ, παρα-καλώ, τέλειωσα πια μ' όλη αυτή την υπόθεση».

Μόνο που κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει. Χαίρονται που βρήκανε θέμα και προσπαθούν να πετύχουν περαιτέρω διευκρινίσεις.

—Δεν ξέρεις πόσο νόστιμο είναι..., λέει κάποια. —Ευχαριστώ. ' Υστερα, οι τέσσερις ξαδέλφες απλώνουν, όλες την ίδια

στιγμή, τα κουταλάκια τους προς το μέρος του: —Δοκίμασε. —Ευχαριστώ..., ξαναλέει ο Έβαλντ και τα καταφέρνει

με τέτοιο τρόπο, που να κάμει δυστυχισμένα, την ίδια στιγμή, τέσσερα νεαρά κορίτσια.

Η διάθεση παίρνει την κάτω βόλτα, ίσαμε να υπενθυμί-σει η θεία Αουγκούστε:

—Η γιαγιά πάντα έλεγε: « Ό σ ο τρώει κανείς...», όχι — «πώς να υποφέρει κανείς...».

— Ό χ ι , διορθώνει η θεία Καρολίνα: «Να υποφέρει κα-νείς όσο...».

Μα πάλι το πράγμα δε συμφωνεί. Οι τέσσερις ξαδέλφες βρίσκονται σ' αμηχανία. Ο κύριος φον Τράγκυ κάνει νόημα στο γιο του: «Επιδεί-

ξου τώρα, εντυπωσίασέ τους — εμπρός!». Ο Τράγκυ, ο νεότερος, σωπαίνει. Ξέρει: όλοι περιμένουν

βοήθεια απ αυτόν, κ' επειδή είναι η τελευταία Κυριακή,

152^

Page 153: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

παίρνει επιτέλους την απόφαση: —«Να τρώει κανείς όσο θέλει και να υποφέρει όσο μπο-

ρεί», πετά γεμάτος περιφρόνηση. Απότομα, όλοι μένουν έκθαμβοι από θαυμασμό. Επε-

κτείνουν το ρητό, το εξετάζουν από δω κι από κει, το ζυγί-ζουν — το επαναλαβαίνουν, σαν για να το χωνέψουν καλύ-τερα, και το καταστρέφουν τόσο, που όταν πια έχει κάμει το γύρο του τραπεζιού και ξαναγυρίζει στον ' Εβαλντ έχει γίνει πάλι ολότελα αγνώριστο.

Το αφήνει στο στόμα της «Μαντμαζέλ», μιας κιτρινιά-ρας Γαλλίδας, που το παίρνει για γλωσσική άσκηση και το επαναλαβαίνει, σκύβοντας προς το μικρό Έγκον: « Ό σ ο θέλει κανείς να τρώγει...».

Ο Έβαλντ μένει, για κάμποση ώρα, το πνευματικό κέ-ντρο της οικογένειας. Όλοι θαυμάζουν την ετοιμότητα της μνήμης του — ίσαμε που η θεία Καρολίνα σουφρώνει τα χείλη της:

—Χμ!... όταν είναι τόσο νέος κανείς... Οι τέσσερις ξαδέλφες σκέφτονται, φυσικά: «' Οταν είναι

τόσο νέος κανείς...». Ως και το χλομό προσωπάκι του μικρού ' Εβαλντ αντα-

νακλά αυτή την περιφρονητική άποψη: «Όταν είναι τόσο νέος κανείς...» — τόσο πια, που ο δεκαοχτάχρονος νέος νιώθει: «Τι συμβαίνει πάλι, λοιπόν; Χωρίς άλλο, τώρα δα περιμένουν να τους πω και πότε γεννήθηκα!».

Είναι οπωσδήποτε εξοργισμένος και δε θέλει να χάσει την ευκαιρία. ' Ετσι, καθώς η θεία Αουγκούστε διηγείται, ανάμεσα σε δυο μπουκιές, την ιστορία των δοντιών της — την ευτυχία και το τέλος των δοντιών της— κι απάνω α-κριβώς στο πιο κρίσιμο σημείο της ιστορίας της, πετά ίσια μέσα στ' ορθάνοικτο στόμα της θείας:

—Νομίζω, πως στο τραπέζι... Κ' ελπίζει πως θα του αποκριθούν: «Βλέπουμε, πως βαρέ-

θηκες κιόλας κοντά μας, μπορεί επομένως να πηγαίνεις, αν δε σ' αρέσει».

Μα όλοι νιώθουν πειραγμένοι και μένουν βουβοί.

153^

Page 154: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Αργότερα, καθώς με το «Καντενάκ» κάνουν διάφορες προπόσεις, ο νέος σκέφτεται: «Κάποιος θα υψώσει τώρα το ποτήρι του και για μένα: Λοιπόν, Έβαλντ...».

' Υστερα, ακολουθεί μια μακρά ανάπαυλα—κι ο ' Εβαλντ βρίσκει τον καιρό να κάμει μερικές τρομαγμένες σκέψεις* νιώθει, ξαφνικά, πως όλων τα βλέμματα προσηλώνονται πά-νω του με αδιαφορία ή μοχθηρία και προσπαθεί να τ' απο-τινάξει από πάνω του με κάμποσες δειλές χειρονομίες. Μα με κάθε κίνηση που κάνει, μπερδεύει μόνο ακόμη περισσό-τερο αυτό το αόρατο δίχτυ — στην αρχή θυμώνει, ύστερα γίνεται αδέξιος, και αδιάκοπα η σκέψη του γυρίζει γύρω α-πό ένα και το αυτό σημείο. Γιατί από την αγανάχτηση και την ανυπομονησία του πάντα φτάνει σε τούτο δω: «Θα 'πρεπε να σας πει κανείς κάτι τρομερό, ανήκουστο, να σας χτυπήσει θανάσιμα τα μάτια, με μια χοντρή λέξη, που να τα κάμει να πεταχτούν έξω, να τι θα 'πρεπε να κάμει κα-νείς». Μα αυτό δεν ξεπερνά τα όρια της ευχής, γιατί κι ο ίδιος αυτός αγαπά πολλά απ αυτή την άνετη, άθλια καθη-μερινότητα, που μέσα της τον μεγάλωσαν, κ' είναι σαν το παιδί του κλέφτη, που περιφρονεί την τέχνη των γονιών του κι ωστόσο σιγά-σιγά μαθαίνει να κλέβει.

Απάνω στις έγνοιες του η θεία Αουγκούστε λέει: —Αν στο νεαρό μας κύριο, εκεί κάτω, δεν αρέσει τίποτε

απ' αυτά που λέμε, δεν έχει παρά ν' ανοίξει, τουλάχιστον, μια συζήτηση που να 'ναι του γούστου του. Τότε θα βλέ-παμε κ' εμείς... λοιπόν, Έβαλντ, γυρίζεις, αλήθεια, σ' όλο τον κόσμο;

Ο Έβαλντ, που δεν είχε ακούσει καλά, κοιτάζει και χα-μογελά λυπημένα:

—Ω, εγώ... Αντιλαμβάνεται μόνο, σαν από μακριά, επίσης, πως οι

τέσσερις ξαδέλφες του θυμίζουν: —Πριν από τέσσερις-πέντε εβδομάδες είχες αρχίσει να

διηγείσαι μια ιστορία... Και θέλει να σκεφτεί γρήγορα τι είδους ιστορία μπορού-

σε να 'ταν.

154^

Page 155: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Ευγενικά ζητά να πληροφορηθεί: —Περί τίνος επρόκειτο, παρακαλώ; Οι τέσσερις ξαδέλφες σκέφτονται, προσπαθώντας να θυ-

μηθούν. Στο μεταξύ, η οικοδέσποινα στρέφεται προς το μέρος

του: —Γράφεις ακόμα ποιήματα; Ο 'Εβαλντ χλομιάζει και λέει στις ξαδέλφες: —Δε θυμηθήκατε, λοιπόν, ακόμη; Κι ακούει τη χηρευάμενη ταγματάρχαινα να εκφράζει

την έκπληξή της: —Till, γράφει ποιήματα; και κουνά το κεφάλι της: Στην

εποχή μου... Μα, παρ' όλ' αυτά, θέλει να θυμηθεί την ιστορία που εί-

χε αρχίσει πριν από πέντε-έξι εβδομάδες. Ελπίζει: «Δε γί-νεται, θα βρεθεί κάποια ευκαιρία να ειπωθεί πως σήμερα είναι η τελευταία Κυριακή, κ' ύστερα πια θα μπορέσει να ξανασάνει κανείς». Μόνο που, ξαφνικά, τον διακόπτει η κυρία φον Βάλλμπαχ.

—Οι ποιητές είναι πάντα αφηρημένοι. Νομίζω, πως μπορούμε να περάσουμε στο σαλόνι. Και πάλι στον Έ-βαλντ: ' Οσο για την ιστορία, έχει καιρό δα να μας την πει την ερχόμενη Κυριακή, δεν είν' έτσι;

Χαμογελά με πνεύμα, και σηκώνεται. Ο νεαρός άντρας είναι σαν κατάδικος. Νιώθει: «Πάντα θα υπάρχει, λοιπόν, μια «ερχόμενη» Κυριακή κι όλα θα 'ναι μάταια». «Μάταια» στενάζει κάτι από μέσα του.

Μόνο που αυτό δεν το ακούει κανένας πια. Κάνουν προς τα πίσω τις καρέκλες, τεντώνονται, λένε με παχιά, ευχαρι-στημένη φωνή, που κυλά πάνω από πολλούς λόξυγγες, ό-πως πάνω από κακά μπλάστρια, «Καλή χώνεψη!» — και πά-νε με νοτισμένα χέρια κατά το σαλόνι. Εκεί, τα πράγματα είναι όπως και πριν. Μόνο που τώρα κάθονται ο ένας μα-κρύτερα από τον άλλο και το αίσθημα του δεσμού μεταξύ τους δεν είναι πια τόσο ζωηρό, όπως ήταν πριν καθίσουν στο τραπέζι.

155^

Page 156: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η χηρευάμενη ταγματάρχαινα ανεβοκατεβαίνει μπρο-στά στο πιάνο και κάνει τις αρθρώσεις των δαχτύλων της να τρίζουν. Η οικοδέσποινα λέει:

—Η θεία παίζει τα πάντα εξ ακοής — είναι εκπληκτικό. —Αληθινά, θαυμάζει η θεία Αουγκούστε, απέξω; —Απέξω, διαβεβαιώνουν οι τέσσερις ξαδέλφες και στρέ-

φονται προς την ταγματάρχαινα: —Παίξε, παρακαλώ. Η χηρευάμενη Ρίχτερ αφήνει να την παρακαλέσουν

πολλή ώρα, πριν ρωτήσει μεγαλόψυχα: —Τι θέλετε, λοιπόν; —Μασκάνι, ονειρεύονται οι τέσσερις ξαδέλφες, γιατί

'ναι ακριβώς πολύ της μόδας. —Ναι, λέει η κυρία Ελεονώρε Ρίχτερ και δοκιμάζει τα

πλήχτρα. Καβαλερία; —Ναι, λένε μερικοί. —Ναι, νεύει η γηραιά κυρία και σκέφτεται. —Η θεία παίζει τα πάντα εξ ακοής..., λέει η θεία Αου-

γκούστε, που σιγά-σιγά είχε αποκοιμηθεί, και κάποιος προσθέτει, με βαθιάν αναπνοή:

—Ναι, είναι κάτι καταπληκτικό... —Ναι..., κοντοστέκεται η ταγματάρχαινα και δοκιμάζει

τα πλήκτρα: Κάποιος μόνο να μου σφυρίξει το σκοπό. Ο κύριος Επιθεωρητής σφυρίζει: «Έτσι ζητώ την ευθυ-

μία...» — Μικάδο. —Σωστά..., χαμογελά η θεία: «Καβαλερία» και χαμογε-

λά, σαν να 'ταν η «νεότης» της. Αρχίζει, λοιπόν, με το «Μικάδο» κ' ύστερα παίζει, συμ-

φιλιώνοντάς τα κατά τον πιο αξιοθαύμαστο τρόπο: το «Ζη-τιάνο φοιτητή» και τις «Καμπάνες της Κορνεβίλλης».

Οι άλλοι μισοκοιμούνται, γεμάτοι ευγνωμοσύνη, ίσαμε που ακολουθ&ί το παράδειγμά τους κ' η ίδια η ταγματάρ-χαινα.

Τότε πια ο ' Εβαλντ δεν μπορεί να κρατηθεί άλλο, πρέπει να το πει πάση θυσία, και σαν να 'ταν η αυτονόητη συνέ-πεια των «Καμπάνων της Κορνεβίλλης», λέει:

156^

Page 157: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Η τελευταία Κυριακή. Κανείς δεν το άκουσε, παρά μόνο η δεσποινίς Ζαν. Προ-

χωρεί αθόρυβα πάνω στον πυκνό τάπητα και πάει και κάθε-ται στο παράθυρο, απέναντι στο νέο.

Για μια στιγμή κοιτάζονται εξεταστικά κ' οι δυο τους. Ύστερα, η Γαλλίδα ρωτά σιγά: —Est-ce que vous partirez, Monsieur? —Να ,̂ της αποκρίνεται ο Έβαλντ γερμανικά, φεύγω,

δεσποινίς. Φεύγω... ταξίδι, επαναλαβαίνει, τραβώντας τα λόγια του, και χαίρεται για το φάρδος που τους δίνει.

Στην πραγματικότητα, μιλά για πρώτη φορά με τη Ζαν κ' είναι έκπληκτος. Νιώθει άμεσα, πως δεν είναι απλά η «Μαντμαζέλ», όπως νομίζουν οι άλλοι, και σκέφτεται: «Εί-ναι αξιοπαρατήρητο, πως αυτό δεν το είχα αναγνωρίσει ποτέ. Είναι μια, που μπροστά της πρέπει να υποκλίνεται κανείς — μια ξένη». Και μόλο που μένει ήρεμος και παρα-τηρητικός, κάτι υποκλίνεται μέσα του μπροστά στην ξένη —βαθιά— τόσο υπερβολικά βαθιά, που αυτή αναγκάζεται να χαμογελάσει. Είναι ένα χαριτωμένο χαμόγελο, που δια-γράφεται με σπείρες μπαρόκ γύρω από τα λεπτά χείλη της και δε φτάνει ως τη θλίψη των σκιερών ματιών της, που μοιάζουνε πάντα σαν ύστερα από κλάμα. «Οπουδήποτε, λοιπόν, χαμογελούν έτσι» — μαθαίνει ο Τράγκυ, ο νεότε-ρος.

Και αμέσως μετά νιώθει την ανάγκη, να της πει κάτι που να την ευχαριστήσει, που να της δώσει χαρά. Του είναι, σαν να πρέπει να της θυμίσει κάτι, κάτι που να το είχαν κοινό, να της πει, λόγου χάρη: «Χθες», και να της φανεί λογικό. Μα δεν υπάρχει, σ' ολόκληρο τον κόσμο, τίποτα, που να το 'χουν κοινό αυτοί οι δυο.

Ξαφνικά, μέσα σε τούτη την αμηχανία του, τον ρωτά, στα ρευστά γερμανικά της:

—Γιατί; Γιατί φεύγετε έξω; Ο ' Εβαλντ στηρίζει τους αγκώνες του στα γόνατά του κι

ακουμπά το πιγούνι του ανάμεσα στις δυο παλάμες του. —Μα κ' εσείς φύγατε μακριά από το σπίτι σας, αποκρί-

157^

Page 158: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νεται. Κ' η Ζαν ξεφεύγει γρήγορα: —Θα νιώσετε νοσταλγία. —Ναι, θα νοσταλγήσω, παραδέχεται ο Έβαλντ, κ' έτσι

μιλούν ο ένας με τον άλλο για κάμποση ώρα, καθένας ακο-λουθώντας τις δικές του σκέψεις.

Ύστερα, όμως, συνέρχονται κι ο ένας πάει πάλι να συ-ναντήσει τον άλλο* γιατί η Ζαν εκμυστηρεύεται σιγαλό-φωνα:

—Έπρεπε να φύγω αναγκαστικά, στο σπίτι είμαστε ο-χτώ αδελφές, μπορείτε επομένως να τό φανταστείτε και μό-νος σας — μα όλα με τρομάζουν πολύ. ' Ολοι, φυσικά, είναι καλοί μαζί μου εδώ πέρα, προσθέτει φοβισμένα — κ' ύστε-ρα, η κοπέλα ρωτά:

—Κ' εσείς; —Εγώ; Κι ο νέος είναι αφηρημένος —εγώ;— Όχι , δεν

είμαι αναγκασμένος να φύγω μακριά από το σπίτι μου, το αντίθετο, μάλιστα, μόνο ο Θεός το ξέρει. Το βλέπετε δα: κΐιθένας τους εδώ το ξέρει, ότι είναι η τελευταία Κυριακή μου εδώ, κι ωστόσο κάνει πως δεν το ξέρει. Παρ' όλ' αυτά, όμως... Γιατί χαμογελάτε; διακόπηκε.

Εκείνη διστάζει λίγο, κ' ύστερα: —Είστε ποιητής; Είναι κατακόκκινη και τρομαγμένη σαν παιδί. —Κάτι τέτοιο, δεσποινίς, εξηγεί — δεν ξέρω. Κι ωστόσο

είναι κάτι που πρέπει να το ξέρει κανείς, δεν είναι έτσι; Ού-τως ή άλλως. Τα πράγματα, αναφορικά μ' αυτό, είναι πολύ μπερδεμένα. Πώς μπορεί να συνεχίσει κανείς, όταν του λείπει η ησυχία, του λείπει ο χώρος, οι προοπτικές. Το κα-ταλαβαίνετε αυτό, δεσποινίς;

—Ίσως, νεύει η Γαλλίδα, μα... θέλω να πω... ο κύριος πατέρας σας πρέπει αληθινά να χαίρεται κ' ύστερα η...

—Η μητέρα μου, θέλετε να πείτε. Χμ. Ναι, το ισχυρί-στηκαν κιόλας μερικοί. Ξέρετε, η μητέρα μου-είναι άρρω-στη. Χωρίς άλλο θα το ακούσατε... μόλο που εδώ αποφεύ-γουν ν' αναφέρουν τ' όνομά της. Εγκατάλειψε τον πατέρα

158^

Page 159: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μου. Ταξιδεύει. ' Οταν ταξιδεύει παίρνει μαζί της, ακόμη κι από αγάπη, μόνο ό,τι της είναι απόλυτα αναγκαίο... Πάει πολύς καιρός που δεν ξέρω τίποτα γι' αυτή, πάει κιόλας χρόνος που δεν αλληλογραφούμε πια. Μα σίγουρα πως, α-νάμεσα σε δυο σταθμούς, θα έχει να λέει στο κουπέ της: «Ο γιος μου είναι ποιητής».

Σιωπή. —Ναι, κ' ύστερα είναι ο πατέρας μου. Είναι εξαιρετικός

άνθρωπος. Τον αγαπώ. Είναι τόσο ευγενικός κ' έχει χρυσή καρδιά. Μα ο κόσμος τον ρωτά: «Τι είναι ο γιος σας;» Και τότε ντρέπεται και τα χάνει. Τι να πει. Μόνο ποιητής; Μ' αυτό 'ναι απλούστατα γελοίο. Ακόμη κι αν αυτό ήταν δυ-νατό — πάλι δε σημαίνει καμιά κοινωνική θέση. Δεν απο-φέρει τίποτα, ο ποιητής δεν ανήκει σε καμιά κοινωνική τά-ξη, δε συνταξιοδοτείται, με λίγα λόγια: ο ποιητής δεν έχει καμιάν άμεση σχέση με τη ζωή. Γι' αυτό δεν μπορεί κανείς να το υποστηρίξει και να πει «εντάξει» και «αμήν» στο τί-ποτα. Καταλαβαίνετε τώρα, πως δεν δείχνω τίποτα στον πατέρα μου — σε κανένα γενικά, εδώ* γιατί δεν κρίνουν τις προσπάθειές μου, τις μισούν από πριν και, μαζί μ' αυτές μισούν και μένα. ' Επειτα, κι ο ίδιος εγώ έχω τόσες αμφί-βολες. Αληθινά: ολόκληρες νύχτες πλαγιάζω με σταυρωμέ-να τα χέρια, ξύπνιος, και βασανίζομαι: «Είμαι άξιος;».

Ο ' Εβαλντ μένει θλιμμένος και σιωπηλός. Στο μεταξύ, οι άλλοι έχουν ξυπνήσει και πηγαίνουν δυο-

δυο στο διπλανό δωμάτιο, όπου έχουν ετοιμαστεί τα τραπέ-ζια του ουίστ.

Ο Επιθεωρητής είναι στα κέφια του. Χτυπά ελαφρά το γιο του στον ώμο:

—Λοιπόν, γέρο; Κι ο ' Εβαλντ δοκιμάζει να χαμογελάσει και του φιλεί το

χέρι. «Ε, λοιπόν, θα μείνει» — σκέφτεται ο Επιθεωρητής: «αυ-

τό 'ναι και το λογικό». Κ' έτσι ακολουθεί τους άλλους, στο διπλανό δωμάτιο.

Ο νεαρός Τράγκυ ξεχνά αμέσως το χαμόγελό του και

159^

Page 160: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

παραπονιέται: —Βλέπετε; Έτσι μου φέρνεται. Πολύ μαλακά, χωρίς ν'

ασκήσει βία ή χωρίς να ζητά να με επηρεάσει, σχεδόν μό-νο με μιαν ανάμνηση, σαν να 'λεγε: «Κάποτε ήσουν μι-κρός, και κάθε χρόνο σου στόλιζα ένα χριστουγεννιάτικο δέντρο, ανάβοντας όλα τα κεριά του — το θυμάσαι;» Και έτσι με κάνει ό,τι θέλει. Δεν υπάρχει καμιά έξοδος από την καλοσύνη του, και πίσω από το θυμό του είναι ένα βάρα-θρο. Δεν έχω αρκετό θάρρος γι' αυτό το πήδημα. Είμαι, πι-θανώς, πέρα για πέρα τεμπέλης — τεμπέλης και ασήμα-ντος, μπορείτε να με πιστέψετε. Θα ήταν πάρα πολύ καλά για μένα το να μείνω εδώ, όπως το σκέφτονται όλοι, να εί-μαι καλός και μετριόφρων, και να ζω τις ίδιες κι άθλιες μέ-ρες μαζί τους τη μια πίσω από την άλλη...

— Ό χ ι , λέει η Ζαν αποφασιστικά* τώρα δα λέτε ψέμα-τα...

—Ω, ναι, ίσως. Πρέπει δηλαδή να ξέρετε, ότι λέω ψέμα-τα πολύ συχνά. Κατά την ανάγκη, άλλοτε προς τα πάνω, άλλοτε προς τα κάτω* κάπου στη μέση έπρεπε να είμαι εγώ, μα είναι φορές που νομίζω, ότι δεν υπάρχει τίποτα σ' αυτή τη μέση. Πηγαίνω, λόγου χάρη, επίσκεψη στη θεία Αου-γκούστε. Είναι φωτεινά, και το πατριαρχικό καθημερινό δωμάτιο είναι τόσο οικείο πραγματικά! Και κάθομαι χωρίς πολλά-πολλά στην καλύτερη καρέκλα, βάζω τις γάμπες μου τη μια πάνω στην άλλη και λέω: «Αγαπητή θεία», λέω περίπου, «είμαι κουρασμένος, και γι' αυτό θα βάλω τα σκονισμένα πόδια μου στον καναπέ σου, πάνω ακριβώς στο καθαρό κάλυμμα, μου επιτρέπεις». Και καθώς η αγαθή θεία, από τη χαρά της γι' αυτό το αστείο, το θεωρεί περιττό να μ' εμποδίσει, άμ' έπος άμ' έργον εγώ· γιατί 'χω πολλά να πω ακόμη, αυτό, λόγου χάρη: « Ό λ α είναι αληθινά ό-μορφα και καλά* ξέρω πως υπάρχουν νόμοι και έθιμα, κ' οι άνθρωποι λίγο ως πολύ φροντίζουν να κρατηθούν μέσα σ' αυτά. Δεν πρέπει, όμως, να με λογαριάζεις ανάμεσα στους αξιότιμους αυτούς πολίτες, αγαπητή θεία. Είμαι ο νομοθέ-της κι ο βασιλιάς του εαυτού μου, από πάνω μου δεν υπάρ-

160^

Page 161: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χει κανείς, μήτε και θεός...». Μάλιστα, δεσποινίς, κάτι τέ-τοια, απάνω-κάτω, λέω στη θεία μου, κι αυτή γίνεται κατα-κόκκινη από την αγανάκτηση. Τρέμει: «Έννοια σου, μα κι άλλοι έμαθαν να προσαρμόζονται,..». «Μπορεί», αποκρί-νομαι εγώ αδιάφορα. «Δεν είσαι ο πρώτος, και γι' ανθρώ-πους που έχουν τέτοιες ιδέες υπάρχουν, δόξα τφ Θεφ τρε-λοκομεία και φυλακές». Κ' η θείοφου κλαίει κιόλας: «Σαν εσένα εκατοντάδες». Μα, τότε πια, παραφέρομαι: «Όχι», της φωνάζω, «δεν υπάρχει κανείς σαν εμένα, ποτέ δεν υ-πήρξε άλλος σαν εμένα...» Φωνάζω και φωνάζω, γιατί πρέ-πει μ' αυτή τη φράση να σκεπάσω τις φωνές του ίδιου του εαυτού μου. Ίσαμε που, ξαφνικά, παρατηρώ, ότι βρίσκο-μαι σ' ένα ξένο δωμάτιο, μπροστά σε μιαν απροστάτευτη ηλικιωμένη κυρία και παίζω έναν οποιοδήποτε ρόλο. Ύ-στερα ξεγλιστρώ τρομαγμένος από κει μέσα, παίρνω τρέ-χοντας το δρόμο και μπαίνω στην κάμαρά μου την τελευ-ταία στιγμή, πριν με πάρουν τα δάκρυα. Κ' ύστερα...». Ο Έβαλντ Τράγκυ τινάζει ζωηρά το κεφάλι του, σαν να 'θε-λε να γκρεμίσει τις σκέψεις που χΐίζονται αδιάκοπα μέσα του. Ξέρει: «Κ' ύστερα κλαίω, φυσικά, γιατί πρόδωσα τον εαυτό μου. Μα πώς να το εξηγήσω αυτό και προς τι; Κι αυ-τό^α 'ταν πάλι μια προδοσία». Και διαβεβαιώνει γρήγορα: Ανοησίες δεσποινίς, δεν πρέπει να πιστέψετε πως κλαίω στ' αλήθεια...

Και το ψέμα τον κάνει κιόλας να πονά. Του έκανε τόσο καλό να εκμυστηρευτεί σε κάποιον, και

τώρα τα χάλασε πάλι όλα. Δεν πρέπει να ξαναρχίζει κανείς ολοένα, σκέφτεται ο Τράγκυ, κ' είναι δύσθυμος και βου-βός.

Η «Μαντμαζέλ» σωπαίνει κι αυτή. Ακρουμάζονται: τα χαρτιά πέφτουν πάνω στα τραπέζια

του παιχνιδιού, σαν σταγόνες από δέντρα, που κάποιος τα τινάζει. Κι από καιρό σε καιρό, με μεγάλη σοβαρότητα:

—Η θεία δίνει. Η:

—Ποιος ανακατεύει;

161̂

Page 162: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η: —Παίζει το ατού. Και: το χαχάνισμα των τεσσάρων ξαδέλφων. Η Ζαν συλλογίζεται. Θέλει να πει κάτι ευχάριστο, γι'

αυτόν: κάτι γερμανικό. Μα δεν ξέρει πώς να θερμάνει τις ξένες λέξεις, γι' αυτό, στο τέλος, παρακαλεί:

—Μην είσαι λυπημένος. Και ντρέπεται. Ο νέος σηκώνει τα μάτια και την κοιτάζει σοβαρά και

σκεφτικά στο πρόσωπο, τόση ώρα, ίσαμε πια που εκείνη έπαψε να πιστεύει: «Είπα ανοησία, χωρίς άλλο». Ύστερα, νεύει με το κεφάλι και παίρνει εντελώς σοβαρά το χέρι της, που το βάζει προσεχτικά ανάμεσα στα δικά του. Είναι σαν δοκιμή, και δεν ξέρει τι να κάμει μ' αυτό το κοριτσίστικο χέρι, γι' αυτό κι ο νέος το λευτερώνει, το αφήνει απλά να πέσει.

Στο μεταξύ, η Ζαν έχει βρει μια δεύτερη γερμανική φρά-ση, για την οποία είναι πολύ περήφανη:

—Δε χάσατε τίποτα ακόμη, πραγματικά; Απάνω σ' αυτό, ο ' Εβαλντ σταυρώνει τα χέρια στο στή-

θος του και κοιτάζει έξω από το παράθυρο. Σιωπή. —Είστε τόσο νέος..., τον παρηγορεί δειλά το κορίτσι. —Ω, κάνει αυτός. Είναι αληθινά πεπεισμένος, ότι η ζωή έχει τελειώσει ει-

δικά γι' αυτόν όχι, γιατί τάχα τη διάτρεξε, μα γιατί η ίδια αυτή πέρασε μια για πάντα. Τώρα δε λέει ψέματα, λοιπόν, κ' είναι αληθινά λυπημένος:

—Νέος; Αυτό 'ναι, τάχα; Τα έχασα όλα... Σιωπή. —... ακόμη και το Θεό, και προσπαθεί ν' αποφύγει να

δείξει πάθος. Εκείνη χαμογελά, τότε* είναι ευσεβής. Δεν καταλαβαίνει αυτό το χαμόγελο, τώρα δα ακριβώς

τον ενοχλεί, κ' είναι λίγο πειραγμένος. Εκείνη διαισθάνε-ται πως πρέπει να του ζητήσει συγνώμη, σηκώνεται και λέ-

162^

Page 163: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ει: —Έβαλντ... και προφέρει τ' όνομα με λανθασμένο το-

νισμό, πάνω στο α, και μ' ένα σκοτεινό, άφωνο ε στο τέλος, ^που ηχεί μυστηριώδες και σαν υπόσχεση: πιστεύω πως θα τα βρείτε όλα μόνο...

Και την ίδια στιγμή στέκεται μπροστά του πολύ ψηλή και επίσημη.

Χαμηλώνει περισσότερο ακόμα το μέτωπό του και θέλει να καμαρώσει:

—Παιδί... Μ' αυτόν το μελαγχολικό τρόπο θέλει να φανεί ανώτε-

ρος της, κι ωστόσο, την ίδια στιγμή νιώθει τόσο ανάλαφρα ευγνώμων, που θα 'θελε να μπορούσε ν' αλαλάξει: «Ξέρω». Και δεν κάνει ούτε το ένα, μήτε το άλλο.

Κάποιος, τότε, στο δωμάτιο του παιχνιδιού, αντιλαμβά-νεται, πως στο διπλανό δωμάτιο δεν ακούγεται τίποτα. Η κυρία φον Βάλλμπαχ ζαρώνει το μέτωπο κι αμέσως προστά-ζει:

—Ζαν! Η οικοδέσποινα είναι αληθινά γνοιασμένη, κ' οι τέσσε-

ρις ξαδέλφες τη βοηθούν: —Μαντμαζέλ! Τ ο̂τε η Γαλλίδα υποκλίνεται, δεν ξέρει κανείς αν πρό-

κειται για ερώτηση ή για διαταγή: —Και... θα φύγετε έξω; —Ναι, ψιθυρίζει γρήγορα ο ' Εβαλντ. Την ίδια στιγμή και για ένα δευτερόλεπτο, νιώθει το χέρι

της στα μαλλιά του κ' υπόσχεται σ' ένα ξένο νεαρό κορί-τσι, ότι θα φύγει μες στο μεγάλο κόσμο, και δεν ξέρει καν πόσο παράξενα είναι όλ' αυτά.

Δε θα μπορούσε να το πιστέψει κανείς: ο ' Εβαλντ Τράγκυ κοιμάται δεκατέσσερις ώρες σωστές. Κ' είναι σ' ένα ξένο άθλιο κρεβάτι ξενοδοχείου, και στο σιδηροδρομικό σταθ-

163^

Page 164: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μό έχει τόσο θόρυβο και ήλιο, από τις πέντε κιόλας το πρωί. Έχει ξεχάσει, μάλιστα, να ονειρευτεί, ξέρει εν τού-τοις ότι τα «πρώτα» όνειρα έχουν ιδιαίτερη σημασία. Πα-ρηγοριέται, όμως, με τη σκέψη, ότι τώρα μπορεί να εκπλη-ρώσει τα πάντα, αδιάφορο αν ονειρεύεται ή αν δεν ονειρεύ-εται κανείς, και τραβά αυτόν τον άδειο ύπνο πίσω από κάθε τι Χθεσινό, σαν μια μακριά, μακριά σειρά από σκέψεις. ' Ετοιμος. Ωραία, και τώρα; Και τώρα μπορεί ν' αρχίσει — τη ζωή, ή αυτό που έχει για ν' αρχίσει ακριβώς, ακολου-θώντας τη σειρά.

Ο νέος ξαπλώνει αναπαυτικά στα προσκέφαλα. Μήπως θέλει, ίσως, να υποδεχτεί εδώ, σ' αυτή την ευχάριστη θαλ-πωρή, τα γεγονότα; Περιμένει κάπου μισή ώρα ακόμη, μα η ζωή δεν έρχεται. Τότε σηκώνεται κι αποφασίζει να πάει σε συνάντησή της. Κι ότι αυτό έπρεπε να κάνει κανείς, εί-ναι η διάγνωση του πρώτου πρωινού.

Τον καθησυχάζει, του δίδει ενεργητικότητα και σκοπό και τον τραβά έξω, στην καινούργια φωτεινή πολιτεία. Το μόνο που ξέρει, κοντά σ' αυτό, είναι πως οι δρόμοι είναι απέραντα μακρείς και πως οι τροχιές των τραμ είναι γελοία μικρές, και σκέφτεται να διαφωτίσει, χωρίς άλλο, καθένα από τα δυο τούτα φαινόμενα, από τα άλλα, κ' η σκέψη αυτή τον καθησυχάζει ασυνήθιστα. Ό λ α τα πράγματα τον εν-διαφέρουν, κι όχι τελευταία τα μεγάλα και τα σημαντικό-τερα. Μα όσο προχωρεί βαθύτερα μέσα στη μέρα, τόσο πε-ρισσότερο χάνουν όλα σ' αξία απέναντι στις υδρορρόες, που μπροστά τους στέκεται όλο και πιο συλλογισμένος ο Τράγκυ. Δε χαμογελά πια για τα κολλητά δίπλα μικρά χαρ-τιά και τις υποσχέσεις τους, και δεν έχει καθόλου καιρό πια να εκπλήσσεται για την παράξενη γλώσσα που είναι συνθεμένες. Τις μεταφράζει με σπασμωδική ενεργητικότη-τα και γράφει ένα πλήθος ονόματα και αριθμούς στο ση-μειωματάριό του.

Επιτέλους, κάνει την πρώτη απόπειρα. Στο διάδρομο, φτιάχνει τη γραβάτα του κι αποφασίζει: «Θα πω πολύ ευγε-νικά: Με συγχωρείτε, εδώ δεν ενοικιάζεται ένα δωμάτιο για

164^

Page 165: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μοναχό κύριο;». Χτυπά το κουδούνι, περιμένει και λέει την ετοιμασμένη φράση του ευγενικά, σε καθαρά γερμανικά και χωρίς εμφαντικό τονισμό. Μια χοντρή, φαρδιά γυναί-κα τον σπρώχνει αμέσως προς τ αριστερά, σε μια πόρτα, πριν ακόμη τελειώσει τη φράση του.

—Ξέρ' τε, σας λέγου αμέσ' ς πώς είν'. Καθαρό είν'. Κι αν χρειάζ'στε ακόμη τίποτις...

Και μ' αυτά, περιμένει, με τα χέρια ακουμπισμένα στα γοφιά της, την απόφαση του.

Είναι ένα μικρό δωμάτιο, με δυο παράθυρα, και πολλά παλιά έπιπλα, που σκοτεινιάζουν κιόλας ολότελα το δωμά-τιο, τόσο πια που έχει κανείς το συναίσθημα ότι ενοικιάζει κανείς με το δωμάτιο κ' ένα πλήθος πράγματα που μήτε τα φαντάστηκε ποτέ.

Κι όπως τώρα ο νέος άντρας δε λέει τίποτα και δεν κοιτά-ζει καν γύρω του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο, η γυναίκα προσθέτει δισταχτικά:

—Το νοίκι είναι είκοσι μάρκα το μήνα, μαζί με πρωινό, τόσα παίρναμε πάντα...

Ο Τράγκυ νεύει μια-δυο φορές με το κεφάλι. Ύστερα, προχωρεί κατά το παλκ) σεκρετέρ, που βρίσκεται σε μια γωνιά, δοκιμάζει το φαρδύ, πτυχωτό σανίδι για το γράψιμο, κα^χαμογελά, τραβά δυο-τρία από τα μικρά συρτάρια του βάθους και ξαναχαμογελά:

—Το γραφείο θα μείνει εδώ; ρωτά, κ' είναι πέρα για πέρα απαφασισμένος: Θα μείνω κ' εγώ.

Μα ύστερα, θυμάται τη μακρά σειρά από αριθμούς στο σημειωματάριό του σαν ένα καθήκον, και λέει γρήγορα:

—Δηλαδή: μπορώ να σκεφτώ ως αύριο; —Ναι, ένεκα η... Κι ο Τράγκυ βλέπει καλά το σπίτι και γράφει στο ση-

μειωματάριό του: «Κυρία Σούστερ, Φινκενστράσσε 17, όχι επί της προσόψεως, ισόγειον, γραφείο». Πίσω από το «γραφείο» τρία κουμπιά πρόσκλησης. Ύστερα, νιώθει πο-λύ ευχαριστημένος με τον εαυτό του και κείνη κει τη μέρα δεν αναζητά τίποτ' άλλο.

165^

Page 166: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Μα την άλλη μέρα αρχίζει πρωί-πρωί ν' ακολουθεί τις σημειώσεις του της προηγούμενης μέρας. Κι αυτό δεν είναι μικρό πράγμα. Το πρωί, όσο οι άνθρωποι χορταίνουν τον ύπνο τους και τα δωμάτια είναι καλοαερισμένα, η περιπλά-νηση του τον ευχαριστεί ίσαμε ένα σημείο. Σημειώνει λε-πτομερώς όλα τα πλεονεκτήματα — εκεί, μια προεξοχή με θέα, απέναντι ένας καναπές κ' ένα δωμάτιο μπάνιου στον αριθμό 23, δυο σκάλες, πουθενά πια γραφείο, βέβαια. Γι' αυτό μημονεύει εδώ κ' εκεί μικροαποτροπές, λόγου χάρη: «μικρά παιδιά», ή: «πιάνο» ή: «ζυθοπωλείο». 'Υστερα οι σημειώσεις γίνονται όλο και πιο φειδωλές και πιο γρήγο-ρες* πολύ σπάνια ν' αλλάξουν οι εντυπώσεις του. ' Οσο με-γαλώνει η ανικανότητα των ματιών του, μεγαλώνει κ' η ευαισθησία των οσφραντικών νεύρων του, και προς το με-σημέρι έχει τόσο πολύ καλλιεργήσει αυτή την παραμελη-μένη αίσθηση, που η συνείδησή του προσλαμβάνει τον ε-ξωτερικό κόσμο αποκλειστικά και μόνο με τη δική της με-σολάβηση. Σκέφτεται: Αχά, φακές! Ή: Ξιδάτα λάχανα! και παίρνει στροφή κιόλας πάνω στο κατώφλι, όταν κάπου τον υποδέχεται η καπνίλα της μπουγάδας. Ξεχνά ολότελα το σκοπό της επίσκεψής του και περιορίζεται να εξακρι-βώνει απλά την ιδιαιτερότητα της κάθε ατμόσφαιρας, που ορμά σε προϋπάντησή του από τα γελοία κουζινάκια, σαν αμολυμένο σκυλί. Κοντά σ' αυτό ρίχνει κάτω μικρά παιδιά που ουρλιάζουνε, χαμογελά ευχάριστα στις καταγοητευμέ-νες μανάδες και διαβεβαιώνει τους άλαλους γέροντες, που ταράζει τη γαλήνη τους, στη γωνιά κάποιου δωματίου, για τη μεγάλη του υπόληψη απέναντί τους.

Στο τέλος, σκοτεινιάζουν όλοι οι διάδρομοι, και τότε σε κάθε πόρτα, όπου κι αν θελήσει vct χτυπήσει, τον υποδέχε-ται πάντα η ίδια παχιά γυναίκα, τα ίδια παιδιά ουρλιάζουνε παντού γύρω του, και στο βάθος υπάρχει πάντα αυτός ο ε-νοχλημένος γηραιός κύριος με τα τρομαγμένα, χωρίς κα-μιά κατανόηση, μάτια του.

Και τότε ο ' Εβαλντ Τράγκυ το βάζει στα πόδια, χωρίς να παίρνει ανάσα. Όταν συνέρχεται απ' όλη αυτή την ταλαι-

166^

Page 167: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πωρία, βρίσκεται μπροστά στο παμπάλαιο γραφείο με τα πολλά συρτάρια και συρταράκια και μόλις έχει αρχίσει να γράφει:

«Αγαπητέ μπαμπά, το σπίτι μου είναι, λοιπόν: Φινκεν-στράσσε 17, παρά τη κυρία Σούστερ». Ύστερα κάθεται ε-κεί και σκέφτεται πολλή ώρα, ίσαμε που στο τέλος αποφα-σίζει να συνεχίσει το γράψιμο της επιστολής του αύριο.

Κι αργότερα σπάνια χρησιμοποιεί το σεκρετέρ. Τις πρώτες βδομάδες τις περνά έτσι, μένοντας έξω από το σπίτι ολόκληρη τη μέρα, χωρίς καθορισμένο πλάνο, και πάντα με το αίσθημα: Ναι, τι θέλω πραγματικά; Πηγαίνει στις πι-νακοθήκες κ' οι πίνακες τον απογοητεύουν. Αγοράζει έναν «Οδηγό Μονάχου» και κουράζεται ακολουθώντας τον. Στο τέλος κοιτά να φερθεί έτσι, σαν να *ταν να ζήσει για χρό-νια εδώ, κι αυτό δεν είναι εύκολο. Την Κυριακή κάθεται α-νάμεσα στους μικροαστούς, στον κήπο μιας μπιραρίας, και τριγυρίζει στα οκτωβριανά λιβάδια, όπου ορθώνονται οι παράγκες και τα παχνίδια με τους κρίκους, και το απόγεμα πηγαίνει, με άμαξα, στον «Αγγλικό Κήπο». Εκεί ζει, καμιά φορά, μια ώρα, που δε θα 'θελε να την ξεχάσει. Μεταξύ πέ-ντε μ' έξι όταν τα σύννεφα, πάνω στον ψηλό ουρανό, γίνο-νται τόσο φανταστικά, σε σχήμα και χρώμα, και σωριάζο-νται, ξαφνικά, σαν βουνά πίσω από τα επίπεδα λιβάδια του «Αγγλικού Κήπου», ώστε να σκέφτεται κανείς: «Αύριο θ' ανέβω σ' αυτή την κορυφή». Κ' ύστερα, το αύριο αυτό εί-ναι μια μέρα βροχής κ' η ομίχλη απλώνεται πυκνή και βα-ριά πάνω από τους ατέρμονους δρόμους. Πάντα έρχεται έ-να τέτοιο αύριο, που σου παίρνει τα πράγματα μέσα από τα χέρια, κι ο Έβαλντ περιμένει ίσαμε ν' αλλάξει η κατά-σταση. Δεν έχει κανέναν, που να μπορούσε να τον ρωτήσει τι κάνει στην περίπτωσή του. Με τη σπιτονοικοκυρά του μιλά, όταν του φέρνει το πρωινό του, πολύ λίγο, και κάθε βράδυ συναντά τον άντρα της, που εργάζεται ως αμαξάς σ' έναν κόμητα, και τον χαιρετά πολύ ευγενικά. Ξέρει πως έ-χουν μια κόρη κι ακούει συχνά, μέσα από τον τοίχο, όταν το σπίτι είναι βυθισμένο στη σιωπή: «Μαμά...» και μια λ^-

167^

Page 168: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πτή κοριτσίστικη φωνή. Κάτι διαβάζει δυνατά, και καμιά φορά θα μπορούσε να πει κανείς πως είναι στίχοι.

Το αποτέλεσμα είναι, ότι ο Έβαλντ γυρίζει τώρα νωρί-τερα στο σπίτι, πίνει το τσάι του και μένει άγρυπνος ως βα-θιά μέσα στη νύχτα, πότε εξαιτίας κάποιας εργασίας και πό-τε ενός βιβλίου. Κάθε φορά, όταν αρχίζει δίπλα η φωνή, χαμογελά, κ' έτσι το δωμάτιό του του γίνεται σιγά-σιγά α-γαπητό. Ασχολείται περισσότερο μαζί του, φέρνει λουλού-δια στο σπίτι και, συχνά, τη μέρα, μιλά δυνατά, σαν να μην είχε πια μυστικό απ' αυτούς τους τέσσερις τοίχους.

Μα όσο κι αν μοχθεί γι' αυτό, πάντα μένει κάτι παγερό, αρνητικό, πάνω στα πράγματα, και πολλές φορές, το βρά-δυ, έχει το συναίσθημα, σαν κάποιος να κατοικούσε δίπλα του, που χρησιμοποιεί, επωφελούμενος της απουσίας του, όλα τα αντικείμενά του, και πως αυτά του προσφέρονται με τη θέλησή τους. Το συναίσθημα αυτό δυνάμωσε μέσα του από το ακόλουθο περιστατικό:

—Είναι περίεργο, λέει ο ' Εβαλντ ένα πρωί, τη στιγμή α-κριβώς που η κυρία Σούστερ αποθέτει τον καφέ, μα για κοιτάξετε, παρακαλώ, τα δυο αυτά συρτάρια του γραφείου δε θέλουν ν' ανοίξουν. Έχετε ίσως κανένα κλειδί τους; Αλλιώς, δε θα μπορούσε κανείς να παραγγείλει...; Και κου-νά και τα δυο κρυφά συρτάρια του σεκρετέρ.

—Θα πρέπει να με συγχωρήσετε..., διστάζει η κυρία Σού-στερ, και μέσα στην αμηχανία της μιλά σε καθαρή γερμα-νική, μα δεν έχω το δικαίωμα ν' ανοίξω τα δυο αυτά συρτά-ρια, δηλαδή...

Ο Τράγκυ σηκώνει έκπληκτα τα μάτια του πάνω της. —Πρέπει να ξέρετε, δηλαδή, κύριε, τούτο δω: κάποτε εί-

χαμε έναν κύριο, που τα πράγματα του ήρθαν στραβά. Κ' επειδή δεν μπόρεσε να μας πληρώσει, μας άφησε εδώ αυτό το έπιπλο και μας είπε: σ' αυτά τα δυο συρτάρια σας αφήνω μερικά σπουδαία χαρτιά ως ενέχυρο... έτσι μας είπε και πή-ρε το κλειδί μαζί του...

—Α, έτσι... κάνει ο Τράγκυ και μοιάζει αδιάφορος. Και πάει πολύς καιρός από τότε:

168^

Page 169: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Μ... να, σκέφτεται η γυναίκα, κάπου εφτά χρόνια ή θα μπορούσε να πηγαίνουν κι οχτώ πια... που δεν ακούσαμε τίποτα γι' αυτόν μα μπορεί και νά ' ρθει καμιά φορά να τα πάρει. Δεν είναι έτσι; Πώς να ξέρει κανείς...

—Φυσικά, φυσικά... κάνει ο Τράγκυ επιπόλαια, παίρνει το καπέλο του και φεύγει. Ξέχασε ολότελα να πάρει το πρωινό του.

Από τότε ο Τράγκυ εργάζεται στο στρογγυλό τραπέζι του καναπέ, που το έχει σπρώξει λοξά, μπροστά στο άλλο παράθυρο, γιατί ο Οκτώβρης κάνει προόδους, και το σε-κρετέρ βρίσκεται πάρα πολύ κοντά στα τζάμια. Αυτή την εξήγηση δίδει στον εαυτό του για τούτη την αλλαγή, κατά τον πιο φυσικό τρόπο. Κι ο νέος βρίσκει κ* ένα-άλλο ακόμη πλεονέκτημα στην καινούργια θέση, λόγου χάρη: ότι έτσι βλέπει ακριβώς μέ-σα στο παράθυρο. Είναι κάτι σαν πίνακας. Αυτή η αυλή, όπου οι καστανιές γίνονται τόσο αργά. (Είναι, πραγματικά, καστανιές;). Μια παλιά πέτρινη κρήνη, εντελώς στο βάθος του «πίνακα», τρέχει και τρέχει, σαν τραγούδι, σαν να συ-νοδεύει με τη μελωδία της το κάθε τι. Κ' είναι, μάλιστα, κάτι σαν ανάγλυφο πάνω σε βάθρο. Ναι, να μπορούσε μόνο να δει κανείς τι παρασταίνει. Αχ, πόσο γρήγορα, αλήθεια, σκό^ινιάζει, κι αμέσως πρέπει ν' ανάβει κανείς τη λάμπα. Εν τούτοις: όταν έξω δε φυσά καθόλου ο αέρας, όπως τώρα δα, πόσο αργά πέφτουν τότε τα φύλλα, γελοία αργά. Τότε κάποιο στέκει σχεδόν μέσα στον πυκνά υγρό άνεμο και κοιτάζει μέσα, κοιτάζει μέσα — σαν πρόσωπο, σαν πρό-σωπο, σαν πρόσωπο... συλλογίζεται ο Τράγκυ και κάθεται σιωπηλός κι άπρακτος και περιμένει να συμβεί κάτι, κά-ποιος, λόγου χάρη, ακουμπά στο παράθυρο και κοιτάζει μέ-σα, από τόσο κοντά, που κολλά τη μύτη του στα τζάμια και τα χαρακτηριστικά του προσώπου του παίρνουν κάτι το φαρδύ, το βρικολακίστικο, το αδηφάγο. Τα βλέμματα του ' Εβαλντ παρακολουθούν, ολότελα χαμένα, τις γραμμές αυ-τού του προσώπου, ίσαμε που, ξαφνικά, γκρεμίζονται μέσα στα κατασκοπευτικά ξένα μάτια, όπως σε βάραθρο. Αυτό

169^

Page 170: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τον κάνει να συνέρχεται. Πηδά πάνω και τρέχει στο παρά-θυρο. Οι σύρτες του παραθυριού δεν υποχωρούν αμέσως κά-τω από τα χέρια του, που τρέμουν, κι ο έξω είναι κιόλας μακριά, όταν ο Τράγκυ γέρνει έξω, μέσα στην ομίχλη.

Είναι φανερό, πως ο κρύος αέρας τον έχει καθησυχάσει* γιατί δεν κάνει τίποτε απολύτως ασυνήθιστο. Ανάβει τη λά-μπα, ετοιμάζει το τσάι του, όπως κάθε μέρα, και μπορεί να πει κανείς πως το βιβλίο, μπροστά του, τον ενδιαφέρει.

Παράξενο είναι τούτο δω μόνο: δεν πηγαίνει να κοιμη-θεί. Περιμένει ίσαμε ν' αρχίσει να σβήνει η λάμπα* αυτό γίνεται κατά τη μιάμιση. Τότε ανάβει το κερί και κάθεται υπομονετικά, περιμένοντάς το, ίσαμε να λιώσει μέσα σ' έ-να δυνατό φως. Και τότε υπάρχει ακόμη και πίσω από το τζάμι ένα φοβισμένο φως. Μια σύντομη νύχτα, δεν είναι έ-τσι; Ο Έβαλντ μήτε που το συλλογίζεται, αν πρέπει να γδυθεί. Κι αυτό 'ναι φυσικό. Σκέφτεται μόνο, πώς θα το πει: «Λυπούμαι, κυρία Σούστερ», ή: «Έμεινα αληθινά ευ-χαριστημένος από το σπίτι σας, αλλά...». Και χτίζει και χτίζει πάνω σ' αυτή την ταλαίπωρη φράση.

Και, με το πρωί, έχει πειστεί κιόλας, πως δεν μπορεί κα-νείς να σκεφτεί να προειδοποιήσει ότι θ' αδειάσει το δωμά-τιο, γιατί είναι κάτι που δεν εκφράζεται με κανέναν τρόπο. Κ' έτσι μένει. Πρέπει, μάλιστα, να ταχτοποιήσει τη ζωή του. Το ίδιο γίνεται και με τούτο δω το δωμάτιο* αυτοί που έμεναν πρωτύτερα εδώ, δεν έφυγαν πέρα για πέρα, κι αυτοί που θα έρθουν μετά τον ' Εβαλντ, περιμένουν κιόλας. Τι α-πομένει, λοιπόν, από το να συμβιβάζεται εύκολα κανείς; Και τούτη την Κυριακή, ο Έβαλντ αποφασίζει να γίνει ό-σο το δυνατό μικρότερος, για να μην ενοχλήσει κανέναν από τους άγνωστους συγκατοίκους του δωματίου του, και να ζει απλά μαζί τους ως ο ελαχιστότατος μέσα σ' αυτή τη μαζική συγκατοίκηση, στο σπίτι της Φινκενστράσσε.

Και, για δες: Υπάρχουν κάνα-δυο εντελώς υποφερτές βδομάδες, και μπαίνει κανείς τόσο αργά στο Νοέμβριο και για τις σύντομες, θλιβερές μέρες δέχεται δώρο μια μακριά νύχτα, που μέσα της βρίσκουν χώρο τα πάντα.

170^

Page 171: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Kl αμέσως μετά: «To Λούιτπολντ». Κι αυτό είναι κάτι, πραγματικά. Κάθεσαι σ' ένα από τα μικρά μαρμάρινα τρα-πεζάκια και βάζεις δίπλα σου μια στοίβα εφημερίδες κι αμέ-σως μοιάζεις φοβερά απασχολημένος. Ύστερα έρχεται η δεσποινίς με τα μαύρα και, περνώντας, γεμίζει το φλιτζάνι σου μ' έναν ελαφρό καφέ, και το γεμίζει, ω Θε μου, τόσο πολύ, που δεν τολμάς πια να ρίξεις μέσα μήτε τη ζάχαρη. Συνάμα λες: «Μέτριο» ή «Μαύρο». Επί πλέον λες και κανέ-να αστείο, αν το 'χεις, βέβαια, έτοιμο, και τότε η Μίννα ή η Βέρθα χαμογελά κάπως κουρασμένα, σαν μέσα στο αό-ριστο, και κουνά τη νικέλινη κανάτα, στο δεξί χέρι της, α-πό δω κι από κει.

Ο Τράγκυ τα βλέπει αυτά μόνο στα άλλα τραπέζια. Ο ί-διος αυτός περιορίζεται σ' ένα ευχαριστώ, γιατί οι μαυρο-ντυμένες αυτές κυρίες, που στο φως της μέρας φαίνονται τό-σο μαραμένες, του είναι πολύ αντιπαθητικές* δε λυπάται παρά μόνο τη μικρή Μπέττυ, που του φέρνει το νερό. Μόνο ο Θεός ξέρει γιατί θα 'θελε να της πει κάτι συμπαθητικό, το γεγονός πάντως είναι, πως μαζί με τα ψιλά του καφέ τής βάζει στο χέρι κ' ένα μικρό διπλωμένο χαρτί, που κάνει τα μάτια της να λάμψουν. Είναι ένας λαχνός κάποιου φιλαν-θρωίζίκού λαχείου, και μ' αυτόν μπορεί να κερδίσει κανείς 50.000 μάρκα. Μα η μικρή Μπέττυ μοιάζει πολύ απογοη-τευμένη, όταν, ύστερα από λίγο, προβάλει πίσω από τις κολόνες, και δε λέει παρά ένα ξερό «ευχαριστώ».

Είναι τόσο μικρά αυτά τα περιστατικά που, καθώς πιστεύ-ει ο ίδιος, τον συγκινούν βαθύτερα. Του δίνουν το συναί-σθημα ότι αποκλείεται γι' αυτόν, κατά κάποιο τρόπο, να εξακολουθήσει να ζει τα έθιμα ένος ξένου τόπου, ανάμεσα σ' όλους αυτούς τους ανθρώπους, που συνεννοούνται μ' έ-να χαμόγελο, καθώς αντιπερνούν ο ένας τον άλλο. Θα ήθε-λε τόσο πολύ να ήταν ένας από δαύτους, ένας οποιοσδήπο-τε μέσα στο ρεύμα, κ' είναι φορές που σχεδόν το πιστεύει αυτό. ' Ισαμε να συμβεί κάτι ελάχιστο, που αποδείχνει, πως τίποτα δεν άλλαξε σχετικά: αυτός από τη μια μεριά κι όλος ο κόσμος από την άλλη. Και τότε ζει κανείς μόνος του.

171̂

Page 172: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Ακριβώς αυτόν τον καιρό, που ο Τράγκυ νιώθει την ανά-γκη να γνωρίσει κάποιον, παίρνει ένα γράμμα, που λέει:

«Μαθαίνω τυχαία, ότι βρίσκεστε στο Μόναχο. Έχω διαβάσει μερικά πράγματα δικά σας και δε βλέπω την ώρα πότε να ιδωθούμε, στο σπίτι σας, στο σπίτι μου ή σ' ένα τρίτο μέρος, όπως θέλετε και — οπόταν θέλετε».

Κι ο Τράγκυ δε θέλει. Γνωρίζει το όνομα, που βρίσκεται κάτω από τα γραφόμενα, από καιρό τώρα, έχοντάς το συ-ναντήσει σε περιοδικά και ποιητικές ανθολογίες και δεν έ-χει τίποτα εναντίον του Βίλελμ φον Κραντς, απολύτως τί-ποτα. Μα τούτη δω τη στιγμή, που ο κύριος αυτός τον αγ-γίζει, χώνεται μέσα στο καβούκι του σαν σάλιαγκας. Αυτό που χτες μόλις επιθυμούσε, γίνεται ένας κίνδυνος τούτη δω τη στιγμή που μπορεί να εκπληρωθεί, και του φαίνεται ανή-κουστο, τ ότι υπάρχει κάποιος που έτσι, χωρίς πολλά-πολλά, θέλει να μπει, με σκονισμένα παπούτσια, σαν να πούμε, μέσα στη μοναξιά του, που ο ίδιος αυτός δεν το τολμά παρά μόνο πατώντας στα δάχτυλα των ποδιών του. ' Ετσι, όχι μόνο δε δίνει καμιάν απάντηση, παρά κι αποφεύ-γει, μάλιστα, κάθε «τρίτο μέρος», μένει συχνά στο σπίτι κι από καιρό σε καιρό βλέπει προσωπικά και την κόρη του σπιτιού, που ίσαμε τότε δεν την ήξερε παρά μόνο από τη φωνή;

Κάποτε, καθώς του φέρνει τον καφέ, της λέει: —Και τι διαβάζετε πάντα το βράδυ, δεσποινίς Σόφη; —Ω, ό,τι ακριβώς υπάρχει στο σπίτι. Δεν έχουμε πολλά

βιβλία — μα, ακούγεται από δω; —Λέξη προς λέξη, υπερβάλλει ο Έβαλντ. —Σας ενοχλεί; Κι ο Τράγκυ λέει μόνο: — Ό χ ι , δε μ' ενοχλεί. Μα αφού σας αρέσει το διάβασμα,

θα σας δώσω ό,τι μου βρίσκεται. Δεν είναι πολύ, είναι όμως μεγάλο. '

Και της δίνει έναν τόμο Γκαίτε. Είναι μια μικρή, μικρότατη σχέση ανάμεσά τους, μα γε-

μίζει κάπως τον Έβαλντ, γίνεται μια μόνιμη σκέψη του μέ-

172^

Page 173: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τα στο Πολύ που διαρρέει την ψυχή του και που ξεκουρά-ζεται ευχαρίστως μέσα σ' αυτή. Το να δανείζεις τέτοια βι-βλία σε κάποιον είναι, τελικά, σαν να σου χαρίζουν ένα λαχνό. Μα τούτη τη φορά ο Τράγκυ φιλοδωρείται από ένα συμπαθητικό χαμόγελο. Κι αυτό τον κάνει χαρούμενο.

Ήταν καλόκεφος και το απόγεμα, γυρίζοντας αναπά-ντεχα στο σπίτι, ακούει φωνές στο δωμάτιό του. Κοντοστέ-κεται κι ακρουμάζεται. Γρήγορες, μισόφωνες λέξεις, που μοιάζουν να το βάζουν στα πόδια μπροστά στα δικά του βή-ματα, κ' ύστερα, στην πόρτα του μπροστά στέκει ένας νέος άντρας, με φαρδύ, χοντρό πρόσωπο, και σφυρίζει — σφυ-ρίζει μέρα-μεσημέρι, «τίποτα για μένα, τίποτα για σένα». Κι απάνω που ο Έβαλντ κάνει να του μιλήσει, βγαίνει η Σόφη από την πόρτα του, πολύ χλομή, και κάνει σάμπως όλ' αυτά να ήταν αυτονόητα. Ύστερα λέει, αβέβαια:

—Ο κύριος από δω είναι αυτός... που... ήθελε να δει το δωμάτιο, κύριε Τράγκυ.

Οι δυο νέοι κοιτάζονται καταπρόσωπο. Ο ξένος σταματά να σφυρίζει και χαιρετά. Και καθώς χαμογελά ευγενικά, ταυτόχρονα το πρόσωπό του φαρδαίνει και μαρτυρά αμη-χανία, έτσι που ο νους του Τράγκυ πηγαίνει σε κάτι άσκη-μΟϊ^Ευχαριστεί φευγαλέα, εν τούτοις, φέρνοντας το χέρι στο γύρο του καπέλου του, και μπαίνει στο δωμάτιό του.

Μόνο ύστερα από λίγα λεπτά παρατηρεί πως η Σόφη στέ-κεται μπροστά στην, κλεισμένη πίσω της, πόρτα, και, ξαφ-νικά, έχει να κάμει πάρα πολλά, μεταφέρει πράγματα, κατά τον πιο περιττό τρόπο, από το ένα τραπέζι στο άλλο και κάθε τόσο σκύβει για να σηκώσει κάτι από το πάτωμα. Κά-ποτε, όμως, τελειώνει, επιτέλους, μ' αυτή την άτυχη τα-κτοποίηση, κ' είναι φανερό πως πρέπει πια να ρωτήσει το κορίτσι: «Τι θέλετε;» Γιατί δεν μπορεί να θέλει να στέκεται εκεί χωρίς λόγο.

Ξαφνικά, κάτι περνά από το μυαλό του και μιλεί προς την άλλη μεριά, προς μια οποιαδήποτε γωνιά:

—Μπορείτε να είστε ήσυχη, δε θα πω τίποτα. Έχει κα-λώς. Μα θα φύγω τον άλλο μήνα, είχα οπωσδήποτε σκοπό

173^

Page 174: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

να... Κι απότομα κάθεται στο τραπέζι και γράφει, βυθισμένος

στις σκέψεις του, σαν να 'γράφε από δυο ώρες τώρα. Μα δεν πρόκειται παρά για ένα πολύ σύντομο γράμμα προς τον κύριο φον Κραντς, με το οποίο τον παρακαλεί να βρίσκε-ται αύριο γύρω στις τέσσερις στο «Λούιτπολντ», αν του πά-ει η ώρα. Και μόνο όταν έχει τελειώσει και το γράψιμο της διεύθυνσης πάνω στο φάκελο, κοιτάζει γύρω του προσε-χτικά. Δεν είναι κανείς πια εκεί μέσα, κι ο ' Εβαλντ αλλά-ζει παπούτσια και κουστούμι, γιατί έχει σκοπό να δειπνή-σει έξω αυτή τη νύχτα.

174^

Page 175: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ώρα του πάει, του κυρίου φον Κραντς, όπως θα του πή-γαινε και κάθε άλλη ώρα. Δεν είναι υπέρμετρα αποσχολη-μένος, δηλαδή. Γράφει κάτι μεγάλο, ένα έπος ή κάτι για το έπος, κάτι οπωσδήποτε εντελώς καινούργιο, κάτι «στο ζε-νίθ», όπως βεβαίωσε το νέο του γνώριμο απάνω στην πρώ-τη μισή ώρα της συνάντησής τους. Μα μια τέτοια εργασία, όπως ξέρει κανείς, δεν εξαρτάται αποκλειστικά και μόνο από την έμπνευση, από το βαθύ ενθουσιασμό, που (κατά τον κύριον φον Κραντς) πραγματοποιεί «το όνειρο του σκοτεινού Μεσαίωνα και ξέρει να μεταβάλει το κάθε τι σε «χρυσάφι». Κάτι τέτοιο συμβαίνει, φυσικά, μέσα στη νύχτα ή και σ' άλλη απίθανη ώρα, όχι όμως και στις τέσσερις το απόγεμα, σε μια ώρα, δηλαδή, που, όπως είναι γνωστό, μπορούν να συμβούν τα πιο συνηθισμένα πράγματα. Γι' αυτό, λοιπόν, ο κύριος φον Κραντς είναι ελεύθερος κ' έτσι κάθεται στο «Λούιτπολντ» απέναντι στον Τράγκυ. Είναι πολύ ομιλητικός, γιατί ο Έβαλντ σωπαίνει πολύ, κι ο Κραντς, καταπώς φαίνεται, δεν αγαπά τη σιωπή. Τη θεωρεί προνόμιο του μοναχικού, μα εκεί που βρίσκονται δυο και τρεις άνθρωποι μαζί, η σιωπή δεν έχει πραγματικά, κανένα νόημα, κανένα τουλάχιστον που να μπορεί να το συλλάβει κανείς με την πρώτη ματιά. Στο κάτω-κάτω δεν υπάρχει τί-ποτε το σκοτεινό και το ακατανόητο, στη ζωή τουλάχι-στον. Στην τέχνη; Α, αυτό 'ναι κάτι άλλο πια, εδώ έχουμε, βέβαια, το σύμβολο, δεν είναι έτσι; Σκοτεινά διαγράμματα πάνω σε φωτεινό βάθος, δεν είναι έτσι; Πεπλοσκέπαστες εικόνες, δεν είναι έτσι; Μα στη ζωή—σύμβολα, ω—γελοίο.

Από καιρό σε καιρό ο Έβαλντ λέει: «Ναι», κι απορεί πού βρίσκονταν, για όνομα του Θεού, μέσα του τόσα αμέ-τρητα αχρησιμοποίητα «Ναι». Κι απορεί για τα μεγάλα λό-για και για τη μικροζωή, οπουδήποτε, πολύ βαθιά. Γιατί τούτο δω το απόγεμα πληροφορείται ολόκληρη την κο-

175^

Page 176: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

σμοθεωρία του κυρίου φον Κραντς, αυτή την κοσμοθεωρία τη σχηματισμένη σαν μέσα από κιάλια ή κι από μάτια, πιο απλά, πουλιών, και—και παραξενεύεται μάλιστα. Είναι νέος, παίρνει τα πράγματα σαν γεγονότα και τις αισθήσεις για πεπρωμένα κι από καιρό σε καιρό νιώθει την ανάγκη να σημειώσει κάτι από τις ακτινοβολούσες εξομολογήσεις αυτές, γιατί ολόκληρη η συνοχή τους του φαίνεται πάρα πολύ απρόοπτη. Αυτό, όμως, που περισσότερο απ' όλα τον καταπλήσσει, είναι το τελεσμένο όλων αυτών των πεποιθή-σεων, η αμέριμνη ελαφρότητα με την οποία ο Κραντς το-ποθετεί τη μια γνώση δίπλα στην άλλη, σαν να 'ταν κανένα αβγό του Κολόμβου: όταν είναι κάτι που δε θέλει να σταθεί αμέσως ορθό, ένα χτύπημα πάνω στο μάρμαρο του τραπε-ζιού και—στέκεται. Αν πρόκειται για επιτηδειότητα ή για δύναμη—ποιος μπορεί να το κρίνει; Ο κύριος φον Κραντς είναι ευθύς με τα πράγματα. Μιλά πολύ δυνατά κ' είναι φα-νερό πως έχει ξεχάσει όλότελα το μέρος όπου βρίσκονται. Σαν καταιγίδα, που ανοίγει βίαια τα παράθυρα των ξένων δωματίων, η ομιλία του ορμά μέσα σ' όλες τις συνομιλίες, έτσι που, στο τέλος, ενδίδει κανείς κι αφήνει παντού τα παράθυρα ανοιχτά. Και τότε πια κυριαρχεί η καταιγίδα. Α-κόμη κ' η όμορφη Μίννα ξεχνά να κενώσει καφέ στα φλι-τζάνια, μένει ακουμπισμένη σε μια κολόνα κι ακούει. Μό-νο, δυστυχώς, μ' ολότελα ξαδιάντροπα μάτια. Και, ξαφνι-κά, μ' αυτά τα μεγάλα, πράσινα μάτια συλλαβαίνει τ α-στραφτερά βλέμματα του ποιητή και τα δαμάζει και τα κά-νει μικρά, ασήμαντα, μηδαμινά, κ' ύστερα, μ' ένα άτιμο· χαμόγελο, τ' αφήνει να πέσουν.

Ο κύριος φον Κραντς χάνει, για μια στιγμή, το νήμα. Ταλαντεύεται πάνω στη σέλα, μα κάνει σάμπως το ταλά-ντεμα τούτο να είχε γίνει εξεπίτηδες, και πετά στην ωραία ένα λογάκι, ένα τόσο κολλητικό λογάκι, πιο δροσερό κι α-πό λουλούδι. Ύστερα ξαναγυρίζει στο θέμα του, βρίσκε-ται μάλιστα σ' έναν Κολοφώνα και, για την ακρίβεια, στο σημείο: «Πώς ξεπέρασα το Νίτσε».

Μα ο ' Εβαλντ Τράγκυ δεν ακούει, ξαφνικά, πια. Κι αυτό

176^

Page 177: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

δεν το καταλαβαίνει παρά μόνο πολύ αργότερα, όταν ο Κραντς βρίσκεται σ' ένα οποιοδήποτε τέλος και περιμένει. Η αναμονή τούτη σημαίνει: «Κ' εσείς; Έχετε, βέβαια, ελ-πίζω, κ' εσείς, κάτι σαν μια άποψη πάνω στα πράγματα. Δεν θέλετε ν' ανταλλάξουμε τις κοσμοθεωρίες μας;»..

Ο Τράγκυ δεν το συλλαβαίνει αμέσως κι όταν τελικά το καταλαβαίνει, πέφτει σ' απερίγραπτη σύγχυση. Βρίσκεται έτσι στη μέση όλων αυτών των πραγμάτων, όπως μέσα σ' ένα βαθύ δάσος, και δε βλέπει τίποτε άλλο, εκτός από κορ-μούς, κορμούς, κορμούς μόνο, και δεν ξέρει καλά-καλά, αν είναι μέρα ή νύχτα πάνωθέ τους. Κ' εν τούτοις πρέπει να πει ακριβώς την ώρα, ακόμη και τα δευτερόλεπτα, ώστε να μην είναι δυνατή καμιά αμφιβολία. Φοβάται μη και με τη σιωπή του προσβάλει τον κύριο φον Κραντς· αυτός, όμως, γίνεται όλο και πιο μαλακός, όλο και πιο γεμάτος συμπά-θεια, πατρικός σχεδόν. Και προστάζει γρήγορα:

—Το λογαριασμό! Τόσο ευγενικά αισθήματα έχει ο φον Κραντς. Την άλλη μέρα, όμως, ο Τράγκυ νιώθει όλο και πιο κα-

θαρά, πως πρέπει να δώσει στον καινούργιο γνώριμό του κάτι από τον εαυτό του, όχι από συμπάθεια, παρά γιατί, ύ-στερα από κείνο το ελευθερόστομο απόγεμα, έχει γίνει χρεώστης του στο ζήτημα της εμπιστοσύνης. Κι όταν, κά-ποτε, πηγαίνουν μαζί στον «Αγγλικό Κήπο» —είναι πάλι ένα από κείνα τα σούρουπα με τα συννεφοβουνά στον ορί-ζοντα— λέει, χωρίς προεισργωγές:

—Πάντα ήμουν εντελώς ]ίιόνος. Έφυγα δέκα χρονών α-πό το σπίτι και κλείστηκα σε μια στρατιωτική σχολή, ανά-μεσα σε πεντακόσιους συμμαθητές —κ' εν τούτοις... Ή-μουν πολύ δυστυχής εκεί— πέντε χρόνια. Κ' ύστερα μ' έ-κλεισαν πάλι σε μιαν άλλη σχολή, κ* ύστερα σε μιαν άλλη, και πάει λέοντας. Ήμουν πάντα μόνος, ξέρετε...

Αφού δεν υπάρχει τίποτ' άλλο, σκέφτεται ο κύριος φον Κραντς, τότε πρέπει να τον απαλλάξω από τον εαυτό του.

Κι από τότε, κάθε στιγμή, βρίσκεται με τον Έβαλντ, πρωί, μεσημέρι, και συχνά ως βαθιά μέσα στη νύχτα. Κι

177^

Page 178: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

αυτό το κάνει τόσο φυσικά, που ο Τράγκυ δεν τολμά πια να κλειδαμπαρώσει τη μοναξιά του* ζει, σαν να πούμε, μ' α-νοιχτές τις πόρτες. Κι ο κύριος φον Κραντς έρχεται και φεύγει, έρχεται και φεύγει. Κ' έχει κάποιο δίκιο γι' αυτό, γιατί:

—Έχουμε πέρα για πέρα την ίδια τύχη, αγαπητέ φίλε Τράγκυ, ισχυρίζεται. Κ' εμένα, επίσης, δε με καταλαβαί-νουν στο σπίτι, φυσικά. Με λένε εκκεντρικό, τρελό, σά-μπως...

Ποτέ δεν ξεχνά, μ' αυτή την αφορμή, να προσθέσει, ότι ο πατέρας του είναι στρατάρχης σε κάποια μικρή γερμανι-κή Αυλή, και πως στους κύκλους αυτούς —κατά τα φαινό-μενα δεν τους εκτιμά πολύ— έχουν τις γνωστές, συντηρη-τικές, καθωσπρεπικές ιδέες. Σ' αυτές τις ιδέες χρωστά α-κριβώς, ότι χρειάστηκε να γίνει ανθυπολοχαγός — ανθυ-πολοχαγός της Φρουράς, να εννοούμαστε, και διαβεβαιώ-νει πως χρειάστηκε να κοπιάσει φοβερά για να περάσει, ύ-στερα από ένα χρόνο, στην εφεδρεία, παρά τις συμπάθειες, κατά κάποιο τρόπο, των προϊσταμένων και των κατωτέρων του. Κι ακόμη, ότι στο σπίτι του, στον πύργο Σέεβιες-Κρα-ντς δεν ήταν καθόλου, μα καθόλου σύμφωνοι με το νέο ε-πάγγελμα που είχε διαλέξει* τ ότι παρά λίγο και θα 'τρώγε της χρονιάς του δε χρειαζόταν δα να το διαβεβαιώσει. Παρ' όλ' αυτά, όμως, δεν το έβανε κάτω. Το αντίθετο. Αρ-ραβωνιάστηκε μάλιστα, αρραβωνιάστηκε μ' όλους τους τύ-πους, αρραβωνιάστηκε με τυπωμένα αγγελτήρια. Η μνη-στή του είναι από τις καλύτερες οικογένειες, φυσικά, κα-θώς πρέπει, με καλή ανατροφή, όχι πλουσία, μα σχεδόν ευ-γενής (η μητέρα της είναι μια κόμισσα Ετσικέτσι). Τώρα, ακόμη κι αυτό του το διάβημα, ν' αρραβωνιαστεί δηλαδή, που το έκαμε χωρίς πολλά-πολλά, δεν είναι, κατά κάποιο τρόπο, παρά μια απόδειξη της ελευθερίας του. Δε θ' αργή-σει, άλλωστε, να παντρευτεί, και μόνο τότε θα επακολουθή-σει το σπουδαιότερο, δηλαδή:

—Η έξοδός μου από την Εκκλησία! Ο Κραντς στρίβει το ξανθό μουστάκι του και χαμογελά.

178^

Page 179: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Ναι, λέει, ασυνήθιστα ευχαριστημένος με τον εαυτό του και με την έκπληξη του Τράγκυ, αυτό 'ναι το εντυπω-σιακό, ε; Ταυτόχρονα θα παραιτηθώ, φυσικά, κι από τη θέ-ση μου στο στρατό — τη θυσιάζω για τις πεποιθήσεις μου. Το ν' ανήκεις σε μια κοινότητα, που δεν τηρείς τους νό-μους της, είναι μια απιστία εναντίον του ίδιου του εαυτού σου...

Αυτό το «απιστία εναντίον του ίδιου του εαυτού σου» ξα-νάρχεται, κάποτε, μέσα στη νύχτα, στο μυαλό του Τράγκυ, κ' είναι τόσο αποφασιστικό, τόσο σαφές, τόσο θριαμβευ-τικό! Κι από τότε θυμάται, κάθε νύχτα σχεδόν, όπου κι αν βρίσκεται, τις συνομιλίες του με τον Κραντς, κι όλες του φαίνονται όμοια εξαίσιες κι αξιοσημείωτες. Οι συνέπειες δε θα λείψουν.

Ένα πρωί, μέσα στο Νοέμβρη ακόμη, ο Τράγκυ ξυπνά κ' έχει μια κοσμοθεωρία. Αληθινά. Δε διαψεύδεται, είναι εδώ, όλες οι ενδείξεις μιλούν γι' αυτή. Ο Τράγκυ δεν ξέρει καλά-καλά σε ποιον ανήκει η κοσμοθεωρία αυτή, μα μια και τη βρήκε δίπλα του, τη θεωρεί δικιά του. Αμέσως, φυ-σικά, την παίρνει μαζί-του στο «Λούιτπολντ». Και πριν τη δείξει καν, έχει κιόλας ένα πλήθος γνωστούς, που είναι σαν φιΤ^ι σχεδόν, του μιλούν για τα ποιήματά του, που τα ξέρουν όλοι τους και κάθε πέντε λεπτά του προσφέρουν τσιγάρα:

Μα πάρετε, λοιπόν! Δε λείπει παρά ν' αρχίσουν να τον χτυπούν στον ώμο και

να του μιλούν στον ενικό. Μα ο Τράγκυ δεν καπνίζει, μ' όλο που νιώθει πως και το κάπνισμα ανήκει στην κοσμο-θεωρία του, όσο και το τσέρι που βρίσκεται μπροστά του, κ' η ιδέα να πάει κι αυτός, το βράδυ, στα «Μπλουμενζαί-λεν», όπου τραγουδά η περίφημη Μπράνικα.

Κι απάνω σ' αυτό κάποιος ισχυρίζεται ακριβώς ότι ο Κραντς γνωρίζει πάρα πολύ καλά την Μπράνικα. «Μάλι-στα!».

Ο Κραντς σηκώνει τους ώμους του και στρίβει ψηλά το μουστάκι του* είναι πάντως ανθυπολοχαγός, είναι «φον»

179^

Page 180: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Κραντς. Και κάποιος αστειεύεται: —Ναι, ύστερα από τις ώρες που περνά κοντά στη μνη-

στή του, χρειάζεται αλήθεια και μερικά μαθήματα! Γελούν, γιατί όλοι το βρίσκουν πολύ επιτυχημένο, «κα-

λό», όπως είναι η τεχνική έκφραση, κι όπως λέει κι ο ίδιος ο Κραντς.

Νιώθει απόλυτα εγκάρδια ανάμεσα σ' αυτούς τους νέους, που έχουν κ' ένα όνομα επιπλέον, μόλο που θ' αρκούσε, για να τους ξεχωρίζει, να τους δώσει έναν αριθμό. Ο Κρα-ντς οπωσδήποτε δεν είχε και μεγάλη ιδέα για τους καθημε-ρινούς συντρόφους του, του είναι κάτι σαν φόντο για την ίδια του την προσωπικότητα, κι όταν ο Τράγκυ κάποτε τον ρωτά για κάποιον απ αυτούς, του απαντά επιπόλαια:

—Αυτός; Μπα, κανείς δεν μπορεί να ξέρει, αν έχει ταλέ-ντο, ίσως...

Και αυτό του γίνεται αφορμή για μια μακρύτερη ομιλία απάνω στα «Προβλήματα της Τέχνης», απάνω στις «Τεχνι-κές απαιτήσεις του Δράματος» ή πάνω στο «Μυθιστόρημα του μέλλοντος».

Κ' εδώ επίσης ο Τράγκυ νιώθει ολότελα αδαής, και δεν μπορεί ν' ανοίξει καμιά σωστή συζήτηση, γιατί σπάνια ξέ-ρει ν' αποκριθεί σε κάτι. Αλλ' αν η άγνοιά του τον ανησυ-χεί στις άλλες περιπτώσεις, μπροστά στα πράγματα αυτά τη νιώθει σαν μια ασπίδα, που πίσω της μπορεί να κρύβει οτιδήποτε αγαπητό, βαθύ —δε θέλει να σκεφτεί τι ακρι-βώς— απ' οποιοδήποτε ξένο κίνδυνο. Δειλιάζει επίσης λί-γο, πράγμα που το κατορθώνει σε μια σιωπηλή ώρα, να πα-ρουσιάσει στο σύντροφό του μερικούς χλομούς στίχους του και μόνο εντελώς σπάνια του τους διαβάζει, με μισή, ασύνειδα θρηνητική φωνή, κι αμέσως το μετανιώνει και ντρέπεται μπροστά στην έτοιμη επιδοκιμασία του άλλου,

/που είναι τόσο δυνατή και τόσο ανεπιφύλακτη πάντα. Μα οι στίχοι του ίσια-ίσια είναι άρρωστοι, και δεν πρέπει να μιλά κανείς δυνατά μπροστά τους.

Του Τράγκυ, άλλωστε, δεν του μένει πολύς καιρός για

180^

Page 181: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

παρόμοιες μυστικότητες. Για μιας παρουσιάζονται τόσο πολλά πράγματα στις μέρες του, κι ωστόσο τώρα τα βγάζει πέρα μαζί τους πολύ ευκολότερα απ όσο παλαιότερα, που ήταν άδειες και που δεν μπορούσε κανείς να βρει πουθενά έναν τόπο να σταθεί. Υπάρχει ένα πλήθος μικροκαθήκο-ντα, καθημερινές συνεννοήσεις με τον Κράντς και τον κύ-κλο του, μια αδιάκοπη απασχόληση χωρίς ιδιαίτερο νόη-μα, και συνομιλίες που παντού, σ' οποιοδήποτε μέρος, μπορούσε να τις τελειώνει κανείς. Λείπει ο ερεθισμός, η α-νησυχία* πρόκειται για μιαν αδιάκοπη συνοδοιπορία, όπου η ατομική θέληση δεν έχει καμιά δουλειά εδώ. Ένας και μόνος αληθινός κίνδυνος υπάρχει ακόμη: το να είναι κα-νείς μόνος — κι από τον κίνδυνο τούτον καθένας ξέρει πώς να προφυλάσσει τον άλλο.

' Ετσι πήγαιναν τα πράγματα, ίσαμε κείνο το απόγευμα, που ο κύριος φον Κραντς, σπουδαιότερος απ' όσο ποτέ, κά-θεται στο «Λούτπολντ» κ' εξηγεί στον Τράγκυ:

— Ό σ ο δεν το πετυχαίνουμε αυτό — δεν κάνουμε τίπο-τα. Χρειαζόμαστε μια υψηλή τέχνη, αγαπητέ φίλε, κάτι υ-ψηλότερο από χίλια 'άλλα. Σινιάλα, που καπνίζουν στις κορφές όλων των βουνών, από χώρα σε χώρα — μία τέχνη -έκκληση, μια τέχνη - σινιάλο...

—Σαχλαμάρες, λέει κάποιος πίσω του, πράγμα που πέ-φτει σαν υδαρής σουβάς πάνω στη στραφταλιστή ευγλωτ-τία του ποιητή, σκεπάζοντάς τη.

Το «σαχλαμάρες» αυτό βγήκε από το στόμα ενός κοντού μελαχρινού άντρα, που αφήνει μια μακριά λουρίδα καπνού από ένα απίστευτα μικρό αποτσίγαρο και που τα μεγάλα μαύρα μάτια του κουφοκαίουν με τη στάχτη και με τη στά-χτη σβήνουν. Ύστερα προχωρεί πιο πέρα, κι ο κύριος φον Κραντς φωνάζει οργισμένα πίσω του:

—Φυσικά, Τάλμαν... Και, για τον Έβαλντ, προσθέτει: —Είναι ένας τραμπούκος. Κάποτε θα πρέπει να του ζητή-

σει κανείς το λόγο. Μα δεν έχει τρόπους. Δεν είναι να τον λαβαίνει κανείς υπόψη του. Το καλύτερο είναι να μην του

181̂

Page 182: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

δίνει κανείς σημασία... Κ' έχει όλο το κέφι να ξαναρχίσει την ομιλία του για

την υψηλή τέχνη. Μόνο που ο Τράγκυ αντιδρά μ' ασυνή-θιστη ενεργητικότητα και ρωτά ατάραχος:

—Ποιος είναι αυτός; —Ένας Εβραίος, που Κύριος οίδε από ποιο κοτοφώλι

κρατά η σκούφια του, γράφει μυθιστορήματα, θαρρώ. Μια από κείνες τις αμφίβολες υπάρξεις, που υπάρχουν κατά ντουζίνες και ντουζίνες εδώ πέρα, και που κάνουν σήμερα την εμφάνισή τους, ερχόμενες κανείς δεν ξέρει από πού, και μεθαύριο φεύγουν και πάλι δεν ξέρεις για πού, χωρίς ν' αφήνουν τίποτα πίσω τους, παρά λίγη βρομιά μονάχα. Δεν πρέπει ν' αφήνετε ν' απατάστε από τέτοια υποκείμενα, α-γαπητέ Τράγκυ.

Η φωνή του γίνεται ανυπόμονη, πράγμα που σημαίνει: μια για πάντα κι αρκετά γι' αυτόν τον τύπο. Κι ο Τράγκυ μένει επίσης απόλυτα σύμφωνος, κ' έτοιμος να μην αφήσει ν' απατηθεί.

Μα δεν πρόκεται παρά για μια λεπτομέρεια εκείνου του απογεύματος. Δεν μπορεί να ξεχάσει αυτό το γελοίο «Σα-χλαμάρες», που έπεσε τόσο βαρύ κι απλωτό πάνω στον εν-θουσιασμό του προφήτη και, που είναι και το χειρότερο, το ακούει αδιάκοπα να πέφτει — να πλατσουρίζει πάνω σε κάθε μεγάλη ομολογία του κυρίου φον Κραντς και παντού, σε κάθε τι που θυμάται βλέπει τον κοντό, μελαχρινό άντρα, με τους φαρδιούς ώμους και το ψωραλέο κουστούμι, να στέ-κει και να χαμογελά.

Κ' έτσι ακριβώς τον συναντά μια βδομάδα αργότερα, το βράδυ, στα «Μπλουμενζαίλεν». Εκείνος, ο Τράγκυ, είναι που πρέπει, φυσικά, να πάει σ' αυτόν και να τον χαιρετή-σει. Μόνο ο Θεός ξέρει για ποιο λόγο. Μήτε κι ο άλλος δεν εκπλήσσεται γι' αυτό, παρά ρωτά μόνο:

—Είστε δω με τον Κραντς; —Ο Κραντς θα έρθει μετά. Σιωπή. Κ' ύστερα:

182^

Page 183: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Δεν τον συμπαθείτε τον Κραντς; Ο Τάλμαν νεύει με το κεφάλι του σε κάποιον στην πλα-

τεία και συνάμα απαντά: —Αν τον συμπαθώ... μη μεταχειρίζεστε, αλήθεια, τέ-

τοιες λέξεις. Τον βαριέμαι. —Διαφορετικά δε βαριέστε ποτέ; Ο Τράγκυ είναι γοητευμένος από τον περιφρονητικό τρό-

πο του άλλου. —Δε μου μένει καιρός. —Δεν είναι περίεργο που βρίσκεστε εδώ μέσα; —Γιατί; —Μα εδώ ' ρχεται μόνο από πλήξη κανείς. —Ίσως άλλοι, όχι εγώ. Ο Τράγκυ εκπλήσσεται για την ίδια του την επιμονή.

Δεν το βάνει κάτω: —Νιώθετε ενδιαφέρον, λοιπόν; — Ό χ ι , κάνει ο μελαχρινός και προχωρεί. Ο Τράγκυ από κοντά: —Τότε; —Οίκτο. —Για ποιον; —Πρώτα-πρώτα για σας! Κ' έτσι αφήνει τον Τράγκυ πίσω του και φεύγει ήρεμος,

όπως τότε στο «Λούιτπολντ». Κι ο Έβαλντ στις έντεκα βρίσκεται κιόλας στο σπίτι

του και κείνη τη νύχτα κοιμάται άσκημα. Την άλλη μέρα έχει χιονίσει. Όλος ο κόσμος χαίρεται

το γεγονός, κι όσοι συνανταμώνονται στους ολόλευκους δρόμους χαμογελούν ο ένας στον άλλο: «Δεν έλιωσε», και χαίρονται. Ο ' Εβαλντ συναντά τον Τάλμαν στη γωνία της Τερεζιενστράσσε, και κάμποσο δρόμο τον κάνουν μαζί. Μακρά σιωπή, ίσαμε που αρχίζει ο Έβαλντ:

—Γράφετε, δεν είναι αλήθεια; —Ναι, ακόμη κι αυτό, κατά την περίσταση. —Κι αυτό; Δεν είναι, λοιπόν, η κυρία απασχόλησή σας; - Ό χ ι . . .

183^

Page 184: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Σιωπή. —Αλλά, τότε, τι κάνετε; —Κοιτάζω. —Πώς; —Κοιτάζω, και τα λοιπά: τρώγω, πίνω, κοιμούμαι, και,

από καιρό σε καιρό, τίποτα το ιδιαίτερο. —Θα 'λεγε κανείς πως διασκεδάζετε πολύ. —Μπα; Με τι; —Με όλα, με το Θεό και με τον κόσμο. Σ' αυτό ο Τάλμαν δεν απαντά, χαμογελά μόνο. —Κ' εσείς, γράφετε πολλά ποιήματα; Ο Τράγκυ κοκκινίζει και σωπαίνει. Δεν μπορεί να δώσει

καμιάν απάντηση. Κι ο Τάλμαν χαμογελά μόνο. —Το θεωρείτε ντροπή αυτό; βιάζει τον εαυτό του να ξε-

στομίσει ο Τράγκυ, και νιώθει ρίγη. —'Οχι. Δεν έχω απολύτως τίποτα... μα τίποτα. Το βρί-

σκω μόνο... περιττό. Αλλά έφτασα στον προορισμό μου. Και μπροστά στην πόρτα: —Γεια σας, κ' ίσως έχετε δίκιο σ' αυτό που είπατε για τη

διασκέδασή μου. Και τώρα ο Τράγκυ είναι πάλι μόνος. Και θυμάται την

εποχή που, δεκάχρονος και μαλθακός, έφυγε από το σπίτι του, για να κλειστεί μέσα στην ωμότητα και στην αδιαφο-ρία, και νιώθει ακριβώς όπως τότε, τρομαγμένος, αβοήθη-τος, ανίκανος. Πάντα το ίδιο. Μήπως του έλειπε, αλήθεια, κάτι απαραίτητο για τη ζωή, ένα σπουδαίο όργανο, να πού-με, που δίχως του δεν μπορεί να πάει κανείς μπροστά; Γιατί ολοένα αυτή η αναζήτηση;

Γυρίζει κουρασμένος στο σπίτι του, σαν να 'χε κάμει πολύ δρόμο, και δεν ξέρει τι να κάμει τον εαυτό του. Ψά-χνει μέσα σε παλιά γράμματα κι αναμνήσεις, διαβάζει ακό-μη και τα ποιήματά του, εκείνα τα τελευταία, τοί πιο σιω-πηλά, που μήτε κι ο ίδιος ο κύριος φον Κραντς' τα ξέρει. Και, τότε, ξαναβρίσκει κι αναγνωρίζει πάλι τον εαυτό του, σιγά-σιγά, χαρακτηριστικό το χαρακτηριστικό, σαν να εί-

184^

Page 185: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χε λείψει χρόνια μακριά. Και πάνω στην πρώτη χαρά, κά-θεται και γράφει ένα γράμμα στον Τάλμαν, και ξεχειλίζει από ευγνωμοσύνη:

«' Εχετε απόλυτο δίκιο», του γράφει, «είχα γίνει πραγμα-τικά τόσο ψεύτικος, τόσο φρασεολόγος! Τώρα το βλέπω καθαρά και το καταλαβαίνω. Με ξυπνήσατε από ένα κακό όνειρο. Πώς να σας ευχαριστήσω γι' αυτό; Το μόνο που μπορώ, είναι να σας στείλω αυτά τα τραγούδια, τα πιο αγα-πητά και πιο οικεία που έγραψα...».

Κ' ύστερα, γράμματα και ποιήματα τα πηγαίνει ο ίδιος ο Τράγκυ στη διεύθυνση του φακέλου, γιατί το ταχυδρομείο του φαίνεται, ξαφνικά, χωρίς ασφάλεια. Είναι αργά, και πρέπει ν' ανεβεί, πασπατεύοντας στα σκοτεινά, τέσσερις σκάλες, ίσαμε το ατελιέ της Γκιζελλαστράσσε, όπου κα-τοικεί ο Τάλμαν. Τον βρίσκει μες στη γελοία μικρή τρύπα του, που στην πραγματικότητα δεν είναι παρά ένα πλαίσιο γύρω από το επικλινές τεράστιο βορινό παράθυρο, να γρά-φει. Μια παλιά, αόρατη λάμπα ανάβει εδώ, ψηλά μέσα στη νύχτα, και δεν έχει τη δύναμη να ξεχωρίσει το ένα από το άλλο όλ' αυτά τα παλιά πράγματα που κυλιούνται ανάκατα, δίχως νόημα, εδώ μέσα.

Ο Τάλμαν την κρατά μπροστά στο πρόσωπο του εισερχό-μενου:

—Α, εσείς είστε; Και σπρώχνει προς το μέρος του τη μοναδική πολυθρό-

να. —Καπνίζετε; — Ό χ ι , ευχαριστώ. —Δεν μπορώ να σας κάνω, δυστυχώς, άλλο καφέ. Μου

τέλειωσε το οινόπνευμα. Αν θέλετε, όμως, μπορείτε να πιείτε από το δικό μου.

Και τοποθετεί ανάμεσά τους μια παλιά χύτρα, χωρίς αυ-τιά.

Και στέκει εκεί, με σταυρωμένα χέρια, καττνίζοντας, κοι-τώντας ήρεμα, τέλεια αδιάφορος.

Ο Τράγκυ δεν μπορεί να πάρει την απόφαση.

185^

Page 186: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

-Θέλετε να μου πείτε τίποτα; Ο Τάλμαν πίνει μια γουλιά καφέ και σκουπίζει το στόμα

του με την ανάστροφη του χεριού. —Σας έφερα κάτι, αποτολμά ο ' Εβαλντ. Ο άλλος δεν κάνει την παραμικρή κίνηση. —Ναι; Αφήστε το δω πάνω. Θα του ρίξω καμιά ματιά, μό-

λις βρω καιρό. Και τι είναι; —Ένα γράμμα... κι ο Τράγκυ διστάζει, ένα γράμμα

και... μα ίσως να το διαβάσετε αμέσως, σας παρακαλώ. Ο Τάλμαν έχει σκίσει κιόλας το φάκελο, τόσο απρόσε-

χτα, με μια κίνηση. Κρατά το τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του και διαβάζει φευγαλέα, διακρίνοντας τα γράμματα μέ-σα από τον καπνό. Ο ' Εβαλντ έχει σηκωθεί από τον ερεθι-σμό και περιμένει. Μα τίποτα δεν αλλάζει πάνω στο χλομό πρόσωπο του μελαχρινού, μόνο ο καπνός φαίνεται να τον ενοχλεί πολύ. Στο τέλος κουνά το κεφάλι του:

—'Ετσι λοιπόν, και τα λοιπά. Και στον Τράγκυ: —Αν βρω καιρό, θα σας γράψω καμιά φορά, τι σκέφτο-

μαι γι' αυτά τα πράγματα, δε θέλω να μιλώ για κάτι τέτοια. Και πίνει όλο τον καφέ μονορούφι. Ο Τράγκυ πέφτει πάλι στην πολυθρόνα, και κάθεται εκεί

και δε θέλει να ενδώσει στην πίεση των δακρύων. Νιώθει πάνω στο μέτωπό του τη θύελλα, που πιέζει τα τεράστια τζά-μια, μέσα από τη νύχτα, για να μπει, σ' εκείνη την τρύπα, μ' όλο το φάρδος της.

' Υστερα, ο Τάλμαν ρωτά: —Κρυώνετε; Έχετε ρίγη; Ο Έβαλντ κουνά το κεφάλι του. Και πάλι σιωπή. Πότε-πότε τα τζάμια τρίζουν σιγά, λαθραία, όταν τα τινά-

ζει ο άνεμος, σαν σβώλοι πάγου την εποχή που λιώνει. Επιτέλους ο Τράγκυ μιλά: —Γιατί μου φέρνεστε έτσι; Μοιάζει ασυνήθιστα ασθενικός και λυπημένος. Ο Τάλμαν καπνίζει με μανία.

186^

Page 187: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

—Σας φέρνομαι; Το ονομάζετε φέρσιμο αυτό; Είστε α-ληθινά μετριόφρων. Σας δείχνω, αρκετά πειστικά, μάλι-στα, πως δεν έχω καμιά προκατάληψη να σας φέρνομαι μ' οποιοδήποτε τρόπο. Αν θέλετε να πάρω, έτσι ή αλλιώς, μια θέση απέναντι σας, κατ' αρχήν πρέπει να ξεσυνηθίσετε τα χτυπητά λόγια, γιατί δε μ' αρέσουν.

—Μα ποιος είστε, λοιπόν; φωνάζει ο Τράγκυ κι ορμά πά-νω στο μελαχρινό, σαν να ' θελε να τον χτυπήσει στο πρό-σωπο. Τρέμει από τη λύσσα του. Ποιος σας δίνει, λοιπόν, το δικαίωμα να μου καταστρέφετε τα πάντα;

Μα στο σημείο αυτό τα δάκρυα τρέμουν μέσα στη φωνή του, και τον κατανικούν και τον κάνουν τυφλό, αδύναμο, ξεσφίγγουν τις γροθιές του.

Ο άλλος τον σπρώχνει απαλά πίσω στην πολυθρόνα και περιμένει. Σε λίγο κοιτάζει την ώρα και λέει:

—Αφήστε τα τώρα αυτά. Πρέπει να πάτε στο σπίτι σας, κ' εγώ έχω να γράψω· είναι μεσάνυχτα. Ρωτάτε ποιος είμαι: ένας εργάτης είμαι, καθώς βλέπετε, κάποιος με πληγωμένα χέρια, κάποιος που εμβαθύνει στα πράγματα, κάποιος που αγαπά την ομορφιά κ' είναι πολύ φτωχός γι' αυτό. Κά-ποιος, που πρέπει να αισθάνεται, πως τον μισούν, για να ξέ-ρει πως δεν τον λυπούνται... Ανοησίες, άλλωστε.

Κι ο Τράγκυ σηκώνει τα μάτια του, που καίνε κ' είναι στεγνά, και κοιτάζει τη λάμπα. Τώρα θα σβήσει, σκέφτεται και σηκώνεται και φεύγει.

Ο Τάλμαν του φωτίζει τη στενή σκάλα, από πάνω. Και του Τράγκυ του φαίνεται πως η σκάλα αυτή δε θέλει να τε-λειώσει ποτέ.

187^

Page 188: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ο Τράγκυ είναι άρρωστος. Γι' αυτό και δεν μπορεί να φύ-γει κ' έτσι κρατά το δωμάτιο του στην Φινκενστράσσε ί-σαμε την πρώτη Ιανουαρίου. Είναι πλαγιασμένος στον κά-θε άλλο παρά άνετο καναπέ και συλλογίζεται εκείνους τους κήπους με τα φαρδιά, χλομά λιβάδια και τους λόφους, όπου σιωπηλές, οι απέριττες σημύδες υψώνονται. Πού; Στον ου-ρανό. Και ξαφνικά παρουσιάζεται μπροστά του, ανήκου-στα κωμική, μια σημύδα, μια μικρή, ισχνή σημύδα, οπουδή-ποτε αλλού υψωμένη, μα όχι στον ουρανό. Μόνο στον ου-ρανό υπάρχουν σημύδες, βέβαια. Και, τότε, οι κάτω; Μόνο δίπλα σ' αυτούς τους φαρδιούς, σκουρόχρωμους κορμούς σκέφτεται κανείς — όμοια θα μπορούσαν να υπάρχουν α-στέρια και στην οροφή. Μα, ξαφνικά, ρωτά:

—Τι μαζεύεις Ζαν; —Αστέρια. Σκέφτεται λίγο, κ' ύστερα λέει: —Αυτό 'ναι ωραίο, Ζαν, πολύ ωραίο. Και νιώθει μια ευεξία σ' ολόκληρο το κορμί, ίσαμε που

ένας δυνατός πόνος στη μέση την εξαφανίζει. Κουράστηκα πάρα πολύ, ολόκληρο δα το πρωί μάζευα λουλούδια. Πώς το μπορεί κανείς; Πρωί; Γελοίο: δυο μέρες, δεκατέσσερις μέρες, ωωω γενικά. Μα ξαφνικά έρχεται, βέβαια, η Ζαν α-πό τη δενδροστοιχία, απ' αυτή τη μακρά δενδροστοιχία με τις λεύκες. Επιτέλους πλησιάζει. Παπαρούνες! λέει ο Έ-βαλντ απογοητευμένος. Παπαρούνες! ποιος θα φέρει, λοι-πόν, παπαρούνες; Μια θύελλα κι όλες μαδούν. Θα το δείτε. Κ' ύστερα; ναι, κ' ύστερα;...

Απότομα ο Τράγκυ ανακάθεται, έχει το σκοτεινό αίσθη-μα ενός κήπου, και θέλει να σκεφτεί. Πότε έγινε αυτό, αλή-θεια, χτες ήταν; Και βασανίζεται: πριν από βνα χρόνο; Και σιγά-σιγά του ' ρχεται στο νου, πως ήταν όνειρο, ένα όνει-ρο μόνο, δηλαδή απολύτως τίποτα. Κι αυτό δεν τον αφήνει

188^

Page 189: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

να ησυχάσει. «Πότε είναι όνειρα;» αναρωτιέται με δυνατή φωνή. Και στον κύριο φον Κράντς, που τον επισκέπτεται, το βράδυ, λέει:

—Η ζωή είναι τόσο πλατιά, κι ωστόσο, αλήθεια, πολύ λίγα μόνο πράγματα υπάρχουν σ' αυτή, ένα μόνο για ολό-κληρη την αιωνιότητα. Η μετάβαση αυτή τρομάζει και κουράζει. Σαν παιδί βρέθηκα κάποτε στην Ιταλία. Δεν ξέ-ρω πολλά γι' αυτή. Μα όταν συναντήσεις εκεί, στην εξο-χή, κανένα χωριάτη και τον ρωτήσεις: «Πόσο απέχει το χωριό από δω;», σου απαντά: «Ούν' μέτζ' όρα».-Κι ο επόμε-νος το ίδιο, καθώς κι ο τρίτος, σαν να 'ναι συνεννοημένοι. Και περπατάς ολόκληρη τη μέρα κι ακόμη δε φτάνεις στο χωριό. Το ίδιο συμβαίνει και στη ζωή. Μα στο όνειρο είναι όλα κοντινά. Και δε φοβάσαι καθόλου^ Είμαστε καμωμέ-νοι, πραγματικά, μόνο για το όνειρο, δεν έχουμε κανένα όργανο για τη ζωή, μα είμαστε σαν ψάρια που θέλουν ο-πωσδήποτε να πετάξουν. Μπορούμε να κάνουμε τίποτα;

Ο κύριος φον Κραντς το εννοεί απολύτως και συμφωνεί: —Περίφημο, γελά, αληθινά περίφημο! Πρέπει να το πεί-

τε σε στίχους αυτό, αξίζει. Κ' είναι πέρα για πέρα του εί-δους σας...

' Υστερα, δεν αργεί να φύγει* δε νιώθει άνετα με κάτι τέ-τοιες συνομιλίες κ' έρχεται όλο και πιο σπάνια. Ο Τράγκυ τον ευγνωμονεί γιν αυτό. Τώρα ζει αληθινά μέσα στ' όνει-ρο και δε θέλει να τον ενοχλούν γιατί ύστερα πρέπει να κοιτάζει έξω, μέσα στις θλιβερές γκρίζες μέρες και στο ξέ-νο, υγρό δωμάτιο, που δε θέλει να ζεσταθεί, και που τώρα είναι, αλήθεια, τόσο κακοσυνηθισμένο από τα χρώματα και τις γιορτές. Μόνο οι νύχτες είναι κακές και γεμάτες τρόμο. Τότε έρχονται πολύ παλιές θλίψεις, που κατάγονται από τις πολλές νύχτες με πυρετό των παιδικών χρόνων του, και τον σκεπάζουν ολόκληρο και τον εξουθενώνουν: πέτρα είναι κάτω από τα μέλη του, και στα χέρια του, που πασπα-τεύουν, ορμά ένας γκρίζος γρανίτης, παγερός, σκληρός, α-νεπιφύλακτος. Το κακόμοιρο ζεστό κορμί του βουλιάζει μέ-σα σ' αυτά τα βράχια, και τα πόδια του είναι ρίζες και βυ-

189^

Page 190: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ζαίνουν την παγωνιά, που ανεβαίνει αργά μέσα από τις φλέ-βες του που κοκαλιάζουν σιγά-σιγά... Ή: αυτό, με το παρά-θυρο. Ένα μικρό παράθυρο ψηλά, πίσω από τη θερμά-στρα. Ψηλά, πίσω από τη θερμάστρα ένα μικρό παράθυρο. Ω, όπως κι αν ειπωθεί κανείς δεν μπορεί να συλλάβει πόσο φοβερό είναι αυτό το παράθυρο. Πίσω από τη θερμάστρα ένα παράθυρο, παρακαλώ. Δεν είναι φοβερό να σκέφτεσαι πως εκεί πίσω υπάρχει κάτι ακόμα; Μια κάμαρα; Μια αί-θουσα; Ένας κήπος; Ποιος μπορεί να το ξέρει;

—Φτάνει μόνο να μην ξαναρχόταν αυτό, γιατρέ. —Είμαστε νευρικοί..., χαμογελά ο γιατρός και μοιάζει,

γενικά, ευχαριστημένος. Δεν πρέπει να ερεθιζόμαστε χω-ρίς λόγο. Είναι ένας μικροπυρετός, που, όπου να 'ναι, τον στέλνουμε περίπατο* κ' ύστερα δυναμωτική τροφή...

Ο Έβαλντ χαμογελά πίσω από τις πλάτες του γηραιού κυρίου. Νιώθει τόσο άρρωστος, τόσο μ' όλη του την καρ-διά άρρωστος, κι όλα ταιριάζουν τόσο καλά σ' αυτό. Τούτα τα θολά όνειρα της μέρας, που ακουμπούν τόσο βαριά πά-νω στα τζάμια, και τούτο το δωμάτιο, όπου το σούρουπο ε-πικάθεται σ' όλα τα πράγματα σαν παλιά σκόνη, κι αυτή η λεπτή μαραμένη μυρουδιά, που αναδίνεται πάντα και πάντα από τα έπιπλα και τις σανίδες.

Και, καμιά φορά, ηχούν κάπου μεγάλες καμπάνες, που πρωτύτερα δεν τις είχε ακούσει ποτέ, και τότε διπλώνει τα χέρια στο στήθος του και κλείνει τα μάτια κι ονειρεύεται πως στις κορφές τους καίνε κεριά, εφτά ψηλά κεριά, με ή-ρεμες, κόκκινες φλόγες, που ορθώνονται σαν ανθήσεις μέ-σα σ' αυτή την εορτάσιμη θλίψη.

Μα ο γηραιός κύριος έχει δίκιο: ο πυρετός περνά, κι ο Τράγκυ, απότομα, δε βλέπει όνειρα πια. Η ξεκούραστη καινούργια δύναμη κινείται ανυπόμονα μέσα στα μέλη του και τον διώχνει από το κρεβάτι, άθελά του σχεδόν. Παίζει ακόμη, για λίγο, τον άρρωστο, μα, από καιρό σε καιρό, ξα-ναβρίσκει τον εαυτό του και χαμογελά, χωρίς κανένα λόγο, παρά μόνο γιατί μια σύμπτωση κάνει τον ήλιο να φανεί, για ένα λεπτό, μέσα στη χειμωνιάτικη μέρα, φεγγοβολώ-

190^

Page 191: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ντας τη και στραφταλίζοντάς τη παντού. Κι αυτό το χαμό-γελο είναι ένα σύμπτωμα.

Δεν πρέπει να βγει στον αέρα, κ' έτσι μένει στο δωμάτιό του και περιμένει. Τώρα όλα είναι πρόσφορα, για να του προξενήσουν χαρά* κάθε ήχος, που έρχεται απέξω, γίνεται δεχτός σαν ένας τραγουδιστής που ταξιδεύει και πρέπει να τον διηγηθεί. Κ' ένα γράμμα, ένα οποιοδήποτε γράμμα γε-μίζει μ' ελπίδα τον Τράγκυ. Κι ο κύριος φον Κραντς που χτυπά καμιά φορά στην πόρτα του. Μα οι μέρες περνούν. ' Εξω χιονί^ζει, κι ο θόρυβος πνίγεται μέσα στο βαθύ χιόνι. Κανένα γράμμα, καμιά επίσκεψη. Και τα βράδια είναι ατέ-λειωτα. Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φω-νάζει, για να τον προσέξουν. Γράφει: στο σπίτι του, στον κύριο φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυχαία γνώρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει ως τα τώρα, και περιμένει, να δεις που θα του απαντήσουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν. Θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δε φτάνει πουθενά.

Κι ακριβώς τούτη δω τη μέρα η ανάγκη του για συμπά-θεια είναι πολύ μεγάλη* αυξαίνει μέσα του και γίνεται μια βίαιη στεγνή δίψα, που δεν τον ταπεινώνει, παρά του δίνει πίκρα και πείσμα. Ξαφνικά σκέφτεται, μη και μπορεί, αυτό που μάταια ζητά παρακαλεστά απ' όλο τον κόσμο, να το απαιτήσει απ' οποιοδήποτε, σαν δικαίωμα, σαν παλιό χρέος, που το εισπράττει κανείς μ' όλα τα μέσα, χωρίς κα-μιά επιφύλαξη. Κι απαιτεί από τη μητέρα του: «Έλα, δώσε μου ό,τι μου ανήκει».

Αυτό γίνεται ένα μεγάλο, μεγάλο γράμμα, κι ο Έβαλντ γράφει και γράφει ως βαθιά μέσα στη νύχτα, όλο πιο γρή-γορα κι όλο με μεγαλύτερη θέρμη. Με το γράμμα αυτό άρ-χισε ν' απαιτεί ένα χρέος, και, πριν το νιώσει, ικετεύει για μια χάρη, για ένα δώρο, για θαλπωρή και στοργή. «Υπάρ-χει ακόμη καιρός...», γράφει, «ακόμη είμαι μαλακός και μπορώ να' μαι σαν κερί μέσα στα χέρια σου. Πάρε με, δώσε

191̂

Page 192: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μου μορφή, τελείωσε με...». Είναι μια κραυγή που ζητά μητρικότητα^ που δεν απευθύ-

νεται σε μια γυναίκα, μα που φτάνει ως εκείνη την πρωταρ-χική αγάπη, όπου η άνοιξη είναι χαρούμενη κι αμέριμνη. Τα λόγια αυτά δεν απευθύνονται σε κανέναν πια, παρά ορ-μούνε μέσα στον ήλιο με ανοιχτή αγκαλιά. — Κ' έτσι δεν είναι να εκπλήσσεται κανείς, αν ο Τράγκυ αναγνωρίζει, τελικά, πως δεν υπάρχει κανείς, για να μπορεί να του στεί-λει αυτό το γράμμα, και πως κανείς δε θα τον καταλάβαινε, κι ακόμη λιγότερο αυτή η λιγνή, νευρική κυρία. Είναι πε-ρήφανη δα, που στο εξωτερικό την περνούν για «δεσποινί-δα», σκέφτεται ο Έβαλντ και ξέρει: Το γράμμα αυτό πρέ-πει να καεί το γρηγορότερο.

Και περιμένει. Μα το γράμμα καίγεται πάρα πολύ αργά, με μια υπερβο-

λικά μικρή, τρεμουλιαστή φλόγα.

192^

Page 193: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟΥ

RAINER MARIA RILKE TA ΝΕΑΝΙΚΑ ΤΟΥ ΧΡΟΝΙΑ

193^

Page 194: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 195: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Ο τ α ν πρωτογνώρισα τον Rainer Maria Rilke, δυο-τρία χρόνια πριν από τον τελευταίο μεγάλο πόλεμο, ήμουν τόσο νέος ακόμα και τόσο αφοσιωμένος στον Rimbaud, που δεν μπορώ να πω ότι τον αγάπησα αμέσως, μολονότι η εντύ-πωση που μου προκάλεσε ήταν σπάνιας έντασης. Να έ-φταιγαν οι, ολίγιστες άλλωστε, μεταφράσεις του στη γλώσσα μας, που πολύ λίγα πράγματα διάσωζαν από το με-γαλείο του ποιητή (τι πομπώδης λέξη, προκειμένου για τον Ρίλκε! — αληθινή, εν τούτοις), ή αυτή τούτη η ιδιότητα της νεότητας στην ηλικία μου, που μ' έκανε ανίκανο να τον εννοήσω (δηλαδή: να τον στήσω μέσα μου), μια και τα νιάτα εύκολα γοητεύονται από το κάλλος του σώματος — πιο εύκολα, τουλάχιστον, παρ' όσο από το αβυσσαλέο βά-θος της ανθρώπινης ψυχής, που τόσο τρομάζει το νέο, όταν το αντικρίσει, αν, φυσικά, του δοθεί η χάρη να του συμβεί κάτι τέτοιο; Οπωσδήποτε, δεν είναι ο Ρίλκε που με πήρε από τον Ρεμπώ. Ανάμεσα στις δυο τούτες αγάπες που κυ-ριαρχικά με παίδεψαν, πέρασε ένα αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα τυφλό. Η πρώτη έφτασε στο απόγειό της με την ήττα της Γαλλίας στα 1939 — μέσα σ' εκείνο τον ποιητικό έρωτα, που έφτανε ως το πάθος, υπήρχε όλη μου η βαθιά θλίψη, η απελπισία σχεδόν, κ' ένα είδος διαμαρτυρίας και πληγωμένης υπερηφάνειας για λογαριασμό ενός έθνους που μου έχε δώσει τις πιο μεγάλες, ως τότε, πνευματικές χαρές. Αλλ' όλ' αυτά ήταν περιβλημένα με τις άχνες iov ονείρου, έξω από κάθε πραγματικότητα: κι ο φοβερός πό-λεμος, ακόμη, που είχε απλωθεί σ' ολόκληρη τη Δύση, μου ήταν τόσο, πρακτικά, άγνωστος, τόσο, ποιητικά και φα-

195^

Page 196: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νταστικά, γνωστός, όσο., λόγου χάρη, κι ο Τρωικός Πόλε-μος ή οι Σταυροφορίες. Χρειαζόμουν ένα συγκλονιστικό γεγονός, για να διαλυθεί η γοητεία αυτή, να γίνει δυνατό ν' αλλάξω ριζικά μέσα μου — όχι ακριβώς ν' αλλάξω, αλλά: το αισθητικό να γίνει ηθικό, ακριβέστερα: το αισθητικό να προβληθεί πάνω στο ηθικό βάθος του μέσα μου. Και το γε-γονός αυτό στάθηκε η βίαιη έφοδος της πραγματικότητας μέσα μου. Όχι ο πόλεμος καθαυτός, που είχε φτάσει και στην Ελλάδα — γιατί και τον πόλεμο ακόμη τον έβλεπα ω-ραίο, ονειρικό, ελληνικό: ώσπου τον έζησα σαν στρατιώ-της, σαν ένας αριθμός δηλαδή, ανάμεσα σε χιλιάδες τέ-τοιους αριθμούς, κι ολότελα απροετοίμαστος, χτυπημένος σ' ό,τι πιο πολύτιμο είχα, κι όχι, όχι μόνο στο πιο πολύτι-μο, παρά σ' ό,τι ήμουν, στο ίδιο μου το εγώ, αιστάνθηκα έναν τόσο ανείπωτο πανικό, που όλες οι δυνάμεις του θυμι-κού και του πνεύματος νεκρώθηκαν μέσα μου. Δεν είχα α-πομείνει παρά ένα ένστικτο που δρούσε μηχανικά, ή μια μηχανή που ενεργούσε όσο μόνο βρισκόταν στα ξένα χέ-ρια. Πέρασα μέσ' απ' όλες τις δοκιμασίες και τις φάσεις του πολέμου ναρκωμένος, σχεδόν αναίσθητος, ενώ μέσα μου δεν ανάδευαν παρά μόνο δυο αισθήματα, το ένα κάτω από τη συνείδηση, μέσα στη συνείδηση το άλλο: ο σκλη-ροτράχηλος πόνος της εμποδισμένης επιστροφής στη μά-να μου, και η, άρρωστη από ανησυχία και άγνοια, περιέρ-γεια να γνωρίσω τι τερατώδη πλάσματα ήταν οι εχθροί — οι Γερμανοί. Κάτι παράξενο: οι νίκες μας στην Αλβανία είχαν αφήσει απείραχτους μέσα μου τους Ιταλούς* δεν εί-χαν βγει έξω από τ' ανθρώπινα μέτρα, έξω από το κανονικό ανθρώ^ίΐνο ανάστημα. Ενώ, αντίθετα, οι Γερμανοί, φορείς του τρόμου και της καταστροφής, είχαν ξεπεράσει όχι μό-νο το ανθρώπινο μέτρο, μα και την ανθρώπινη μορφή: τους φανταζόμουν κάτι σαν τέρας, ένα είδος μηχανής-ζώου. Κ' ήμουν σχεδόν βέβαιος γι' αυτό. Ο πόλεμος που ζούσα δεν είχε καμιά σχέση με τους πολέμους των βιβλίων, του Ομή-ρου, να πούμε: τρομοκρατημένος από την εθνική παιδεία κι από τ' αντιπολεμικά ελληνικά βιβλία, κ' έρμαιο των τρό-

196^

Page 197: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

μων μου, ύστερα απο το ανεμογκάστρι των φουσκωμένων λόγων των προϊσταμένων μου και την εξαφάνισή τους, στο μακεδονικό μέτωπο, όπου είχα βρεθεί τελικά, έβλεπα τον εαυτό μου, μ' όλα κείνα τα διαλυμένα ελληνικά και γιου-γκοσλαβικά στρατεύματα, αιχμάλωτο, κουρελή και βρόμι-κο, να σπάζει πέτρες, κάτω από έναν ανελέητα πυρωμένο ήλιο, σε μακρινές δημοσιές, μην ξέροντας ακόμη πως η δουλεία χτυπά πιο άμεσα την ψυχή παρ' όσο το σώμα. Ά -γνοια; Παραφροσύνη; Μπορεί* όλη η τάξη είχε, οπωσδή-ποτε, χαλάσει μέσα μου.

Η αρχή της γερμανικής κατοχής του τόπου μ' είχε βρει ώριμο. Δηλαδή: ερειπωμένο μέσα μου, αλλά μ' ερείπια κα-τάλληλα να χρησιμοποιηθούν σε καινούργια ηθικά και πνευματικά χτίσματα. Και, στην Κρήτη, θεληματικά απο-μονωμένος επί ολόκληρους μήνες στο σπίτι μου, κάτω από τη σκέπη της μάνας μου, αφοσιώθηκα απερίσπαστος στη μέσα μου αναδιοργάνωση, με την πιο συστηματική μελέτη. Τα παιδικά, τα εφηβικά χρόνια, ήταν πια πάρα πολύ μα-κρινά.— κι ο Ρεμπώ, σαν ένα αόριστο όνειρο, μαζί τους: Un soir, j' ai assis la Beaute sur mes genoux — Et je 1' ai trou-vee amere. Ti πείρα! Τι άπειρη πείρα! Όχι πια μόνο του Ρεμπώ. Μα και δική μου, επιτέλους. Μα κι όλης της άπει-ρης νεότητας της πενταετίας γύρω στα 1940.

Η ομορφιά! Μαχαίρι δίκοπο, από γήινο πόνο κι ουράνια έκσταση. Ολόκληρη η ζωή μου πλάστηκε φυσικά, για να σταθεί πάνω στις κόψεις αυτού του μαχαιριού, κ' έκεί πάνω ακριβώς να βρει τη θέση που της ανήκει σε τούτον τον κό-σμο. Έναν κόσμο κοινό για όλους μας, ώστε να μη χρειά-ζεται να δημιουργούμε έναν άλλο, πλασματικό, κ' ελεφά-ντινους πύργους. Έπρεπε, λοιπόν, να βρω τη θέση μου. Αλλ' ο ίδιος εγώ ήμουν ήδη μια θέση οικοδομήσιμη, ένα έδαφος δυναμωμένο από τη φωτιά και το σίδερο που πέρα-σε από πάνω μου, ετοιμασμένο για μια καινούργια σπορά. Και τότε ήρθαν οι καλοί σπορείς: ο Leon Isaakowitch Sche-stow κι ο Rainer Maria Rilke* τους αφέθηκα διψασμένος και γεμάτος ευγνωμοσύνη, κι αυτοί μου δίδαξαν τον τρόπο της

197^

Page 198: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

αναζήτησής μου. Ο πρώτος μου έδωσε τη μέθοδο: ν' απε-χθάνομαι τις έτοιμες ιδέες και να μη δέχομαι τίποτε απέξω* το αντίθετο, μάλιστα: να γκρεμίζω το έξω, για να χτίζω το μέσα μου, ζώντας κ ερευνώντας μέσα στο άγνωστο και στο δημιουργικά φανταστικό. Ο δεύτερος μου έδωσε τις πνευ-ματικές αισθήσεις του, για να βιώνω το άγνωστο: να βλέπω πέρα από το ορατό και, για ν' ακούω, να παραβιάζω αυτή τούτη την τρομερή σιωπή των, ζωντανών όλων, πραγμά-των. Κι όλ' αυτά, όχι απλά μόνο γι' αυτό τούτο το κάλλος της αισθητικής ευφροσύνης, το τόσο πολύτιμο, άλλωστε, για την εσώτερη αρμονία και ισορροπία μας, παρά, κυρίως, για το κάλλος που παιδεύει ηθικά κι ολοκληρώνει τον άν-θρωπο σ αρετή και κατανόηση. Σε κατανόηση των πραγμά-των (όχι για τα ίδια αυτά, γιατί είναι ό,τι είναι: τελειωμένα, αυτάρκη, και δε μας έχουν ανάγκη, αλλά για τους ίδιους ε-μάς) και, προπαντός, του ανθρώπου για τον άνθρωπο.

Τον Σεστώβ, για να είμαι συνεπέστερος σ ό,τι με δίδαξε, τον άφησα πίσω μου, χωρίς να πάψω να του χρωστώ αιώνια ευγνωμοσύνη και να τον αγαπώ πάντα — έτσι μπόρεσα να μιλήσω, κάποτε, γι' αυτόν. Πότε θα μιλήσω για τον Ρίλκε; Αλλά ο Ρίλκε δεν τέλειωσε ακόμη το έργο του μέσα μου: ζει και δουλεύει αδιάκοπα μέσα μου και ζυμώνεται με το μέ-σα μου κι ακόμη δε μου 'πε τον τελευταίο λόγο του. Επί χρόνια άρχιζε και τέλειωνε η μέρα μου μ' αυτόν, κι αν ε-ξαιρέσω τα νεανικά θεατρικά έργα του, μπορώ να πω, ότι τον διάβασα ολόκληρο κι ακόμη, ό,τι σημαντικότερο γρά-φτηκε γι' αυτόν στον τόπο του, στην Αγγλία, στη Γαλλία και στην Ιταλία. Δεν αρκεί, όμως. Για να μιλήσει κανείς για τον Ρίλκε, θα πρέπει να έχει φτάσει στα ύστατα βάθη της πιο αυστηρής Σιωπής, που είναι η μήτρα του λόγου, ως τις πιο βαθιές ρίζες της αρχέτυπης ανθρωπιάς, τότε που το πράγμα συνεκφερόταν ως λόγος και Λόγος, ακ9λουθώντας τον. Διαφορετικά, δε θα δει παρά ένα μέρος μονάχα, λειψό, και, το πιο συχνά, δε θα πει παρά, για να θυμηθούμε τον αηδιασμένο Αμλετ, words, words, words — παίρνοντας την

198^

Page 199: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

αντίθετη κατεύθυνση από κείνη που πήρε ο ποιητής.

199^

Page 200: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ο ΡΙΛΚΕ τέλειωσε, λοιπόν, το έργο του μέσα μου, μου ' πε και τον τελευταίο λόγο του, έτσι που, σήμερα, ν' απο-φασίζω να μιλήσω, να μπορώ να μιλήσω, γι' αυτόν; Βέ-βαια, το πράγμα θα μπορούσε, αληθινά, να είχε συμβεί, μέ-σα στα δεκατρία ολόκληρα χρόνια αυτά που πέρασαν από τότε που ένιωθα ανίκανος να το κάμω, και που ρητά τόνιζα αυτή την αδυναμία μου. Αλλά συνέβη, πράγματι, αυτό; Ας το πω αμέσως: Αν τα δεκατρία χρόνια αυτά είναι δυνατό, σ' ορισμένες περιπτώσεις, να συνιστούν μια ολόκληρη ζωή, αν, εν πάση περιπτώσει, είναι πολλά, ή αν δεν είναι λίγα (δεν πρόκειται για ταυτολογία: ανάμεσα στο «είναι πολλά» και στο «δεν είναι λίγα» υπάρχει αναμφισβήτητη διαφορά) για την πραγματικότητα, για την κανονικότητα των πραγ-μάτων ή για οποιοδήποτε κανονικό άνθρωπο, για μένα δε συνιστούν ούτε μια στιγμή* ίσως, μάλιστα, κι όταν αναφέ-ρομαι σε «στιγμή», σε μια οπωσδήποτε χρονική διάρκεια, να μην κυριολεκτώ, γιατί τα δεκατρία χρόνια αυτά, στην προσωπική μου περίπτωση, δε συνιστούν καμιά διάρκεια: δεν πέρασαν καν. Είμαι ένας άνθρωπος χωρίς οποιαδήποτε θέληση ζωής* να ζω, για μένα σημαίνει ότι δέχομαι τη ζωή σαν μιαν αναγκαιότητα, σαν κάτι μοιραίο, που δεν μπορώ να του αντισταθώ, που δεν αξίζει το μάταιο κόπο να πάω ενάντιά του. Δεν ξέρω αν ήμουν ή αν ένιωθα έτσι πάντα, ή αν έγινα έτσι, μέσα σ' αυτά τα δεκατρία χρόνια — που δεν πέρασαν. Κι αφού δεν πέρασαν, καταλήγω να πιστέψω, πως̂ έτσι ήμουν πάντα* απλά μόνο, σήμερα, που το σκέφτομαι, το συνειδητοποιώ, όπως και κάτι άλλο, που όχι μόνο δεν το είπα ποτέ, μα που είναι και το αντίθετο απ ό,τι έλεγα, ας

200^

Page 201: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

πούμε, ως πριν έξι μήνες ακόμη: η ζωή, για να είναι τόσο όμορφη, για να μας γοητεύει τόσο πολύ, ώστε να την αγα-πούμε κι όταν ακόμη μας κυνηγά, δεν μπορεί να είναι άλλο τι από μια παγίδα, δηλαδή: κακή. Η ωραιότητά της δεν εί-ναι παρά ένα μέσο για να μας δελεάσει, κάτι ανέντιμο επο-μένως, κι αυτό μόνο για τους δικούς της μυστηριώδεις σκοπούς, που τη διερεύνησή τους την αφήνω στους φιλοσό-φους, σε ανθρώπους, δηλαδή, κατά τεκμήριο πιο νηφά-λιους και, όλα είναι πιθανά, πιο απροκατάληπτους: δε μ' ενδιαφέρουν απλούστατα, αφού είναι, οπωσδήποτε, αδιά-φοροι, για να μην πω εχθρικοί, για τον άνθρωπο. Τη ζωή αυτή, λοιπόν, τη δέχομαι, μα δεν μπορώ πια να την αγαπώ.

Θα το μαντέψατε: ο Ρίλκε, για μένα, δεν ήταν απλά ένας μεγάλος ποιητής, έστω κι ο Ποιητής, υπήρξε ουσία της ί-διας μου της ύπαρξης: το να μιλήσω γι' αυτόν, θα έπρεπε αναγκαστικά να μιλώ για μένα — το είπα και μιαν άλλη φορά: είναι το μόνο θεμιτό, το μόνο ενάρετο. Υπάρχουν εν τούτοις πράγματα που ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σ' αυτόν, και σε κανέναν άλλο: ο χώρος όπου κινήθηκε, ο χρό-νος που μέσα του έζησε, οι άνθρωποι που τον έφεραν σε τούτον τον κόσμο, οι φίλοι του, οι έρωτές του, η πείρα του απ' όλ' αυτά. Ίσως, μάλιστα, τα πάντα ν' ανήκουν απο-κλειστικά και μόνο σ' αυτόν — τα πάντα, εκτός μόνο από τις γεννήσεις που προκάλεσαν μέσα μας, μέσα μου, τα «πά-ντα» του αυτά. Υπάρχουν, επομένως, αρκετά σημεία επα-φής, συνεννόησης και συμφιλίωσης, ανάμεσα στον Ρίλκε και στον αναγνώστη μου, ανάμεσα στο δικό μου Ρίλκε και στον αναγνώστη μου, ανάμεσα σε μένα και στον αναγνώ-στη μου. Ο σωστός αναγνώστης εύκολα αντιλαμβάνεται αυτό που θέλω να πω — ο Έλληνας αναγνώστης, μάλιστα, έχει αδιάκοπα στ' αυτιά του και στο στόμα του το τόσο δι-κό μας «εξ ιδίων τα αλλότρια». Βρισκόμαστε, ή όχι, λοι-πόν, μέσα στη σφαίρα του μόνου θεμιτού και του μόνου ενά-ρετου;

Εν τούτοις, μέσα σε τούτο το χρονικό κενό ή το χρονικό ταυτόχρονο των δεκατριών χρόνων, συνέβησαν πάρα πολ-

201^

Page 202: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

λά, κι ανάμεσα σ' αυτά, τα πιο σπουδαίο, αναφορικά με τον Ρίλκε, ήταν πως ο ίδιος ο Ρίλκε, αμέσως μετά την έκδοση της «Εκλογής» μου (από το ποιητικό έργο του), έπαψε να με απασχολεί κατά συνέχεια τουλάχιστον, εξωτερικά κι ά-μεσα. Αλλά παράμενε πάντα το μέγα Πρότυπο — ο Ποιη-τής, το Μέτρο που χρησιμοποιούσα για να μετρήσω τα ποιητικά μεγέθη που με απασχολούσαν εκάστοτε. Τον διά-βαζα από καιρό σε καιρό, κατά καιρούς άρχιζε να με απα-σχολεί πάλι όπως και πριν, παρακολουθούσα από κοντά τη βιβλιογραφία του. Κι ανεπαίσθητα, μ' όλ' αυτά, και παρ' όλ' αυτά, το μέγα Πρότυπο άρχισε να γυμνώνεται απ' όλα τα υποκειμενικά στοιχεία που το είχα φορτώσει και να γί-νεται αντικείμενο, κάτι, δηλαδή, που βρισκόταν έξω από μένα πια: κοντολογής, αισθητός* επομένως, ερευνητέος. Η εσωτερική περιπέτεια μαζί του είχε τελειώσει. Δεν άργησε η εξωτερική: η αναζήτηση των ιχνών του πάνω στους χώ-ρους που είχαν πατήσει τα πόδια του, στα πράγματα που είχαν αγγίξει τα χέρια του και που είχαν καθρεφτιστεί κι ακινητοποιηθεί μέσα στα μάτια του: στο Μόναχο, στο Βε-ρολίνο, στο Βορπσβέντε, στην Ιταλία, στη Φλάντρα, στη Σκανδιναβία και, τέλος, στο Βαλμόν της Ελβετίας, όπου ά-φησε την τελευταία αναπνοή του, και στο Ραρόν όπου βρί-σκεται ο τάφος του.

Νομίζω, πως ό,τι είχα να πω, ό,τι ήταν απαραίτητο να πω, για τις σχέσεις μου με τον Ρίλκε —τις πιο στενές και μακρόχρονες σχέσεις που είχα ποτέ μ' έναν ποιητή— το είπα. Από δω και πέρα, θα προσπαθήσω να μιλήσω μόνο για ό,τι αποκλειστικά ανήκει σ' αυτόν. Ότι, εκφέροντάς τον, θα συνεκφέρομαι, αυτό 'ναι μια αναγκαιότητα, όπως είπαμε, που κανείς δεν μπορεί να πάει εναντίον της. Πώς; Κάθε πράγμα, κάθε ανθρώπινη περίπτωση μας το μαρτυρά, μηδέ του Ρίλκε εξαιρουμένου.

202^

Page 203: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ — πώς να μιληθεί ένα έργο, χωρίς να μι-ληθεί η οπωσδήποτε συνεκφραζόμενη μ' αυτό εποχή του, και, φυσικά, όχι μόνον η εποχή του; Είναι δυνατό να νοη-θεί μια συγκεκριμένη προσωπικότητα, ο Ρίλκε, στην περί-πτωσή μας, χωρίς την εξάρτησή της από τις συνθήκες που τη διαμόρφωσαν έτσι κι όχι αλλιώς; Όταν δε λαβαίνουμε υπόψη μας τις συνθήκες αυτές, πολύ συχνά οι εντυπώσεις που αποκομίζουμε από μια προσωπικότητα είναι τόσο σφαλερές, που η πραγματική εικόνα της διαστρεβλώνεται — παραβλέποντας, βέβαια, το γεγονός, πως δεν είμαστε ποτέ σίγουροι, ότι είναι αληθινά δυνατό να δώσουμε, να δοθεί η πραγματική εικόνα μιας προσωπικότητας, καθώς πάντα θα παραμένουν άγνωστοι για μας ένα πλήθος από τους ψυχολογικούς παράγοντες της διαμόρφωσής της. Τέ-τοιες εντυπώσεις, σφαλερές, δημιουργεί αρκετές το έργο του Ρίλκε, κι όχι μόνο το έργο του παρά κ' η ίδια του η συμπεριφορά, καμιά φορά. Ο Eudo C. Mason' αναφέρει κά-μποσες απ' αυτές, τις πιο χτυπητές τουλάχιστον: πως έδινε την εντύπωση, ότι ήταν γεννημένος και μεγαλωμένος αρι-στοκράτης, που ο τρόπος ζωής των μικροαστών ή των με-σαίων τάξεων του ήταν γνωστός μόνον εξ ακοής* ότι ήταν ο πιο τέλειος, κι από φυσικού του, κοσμοπολίτης, που υ-πήρξε ποτέ, εκτός πια, κι αυτή την εντύπωση είχαν, για καιρό, στη Γαλλία κυρίως, αν τον έπαιρναν για σλαβονι-κής καταγωγής μάλλον, για Τσέχο πιο συγκεκριμένα, κα-θώς οι ειδικά γερμανικές αναφορές του σπανίζουν στο έργο

1. «Rilke», Edinburg and London, 1963, σελ. 2.

203^

Page 204: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

του — ο ίδιος, πραγματικά, λέει για τον εαυτό του, ότι ήταν «σε μερικά σημεία ένας βαθύτατα σλαβονικός τύπος»· ότι σε καμιά περίοδο της ζωής του δεν είχε ποτέ κανενός εί-δους πείρα από πρώτο χέρι μιας οποιασδήποτε θρησκείας, ότι «δέχεται το Θεό κι αναφέρεται σ' αυτόν σαν σε κάτι δε-δομένο» αντί «να δοκιμάσει πάνω Του τα χέρια του δη-μιουργικά», μ' ένα «δικό του εφευρετικό πvεύμα»^

Δεν ξέρω πολλές περιπτώσεις ανθρώπων, που το τέλος τους —κ' εννοώ το φτάσιμο κάπου, την ολοκλήρωση μιας οποιασδήποτε πορείας— να είναι έτσι ακριβώς, όπως το είχαν προοιωνιστεί, ή και προετοιμάσει οι απαρχές τους, και που να μοιάζει τόσο πολύ μ' αυτό που θα μπορούσε να περιμένει κανείς σαν αποτέλεσμα μιας ορισμένης αιτίας — όπως, να πούμε, ένα αναμμένο τσιγάρο, πεταμένο στα ξερά βελονόφυλλα ενός πευκόδασου, το καλοκαίρι, δεν μπορεί παρά να προκαλέσει την καταστροφή από πυρκαγιά του δά-σους— σαν αυτή του Ρίλκε.

Οι συνθήκες, που μέσα τους τοποθετούνται οι απαρχές του Ρίλκε, μοιάζουν απίστευτες, κάτι πιο πολύ: φτάνουν ως τα όρια του εφιαλτικά φανταστικού. Ο πατέρας του, ο Ιω-σήφ Ρίλκε, προορισμένος κι από την ίδια του τη φύση για τη στρατιωτική σταδιοδρομία, αναγκάστηκε να παραιτη-θεί, σ' ηλικία εικοσιεφτά χρονών μόλις, από το στρατό, πριν ακόμη ονομαστεί αξιωματικός, εξαιτίας μιας χρονίας πάθησης του λαιμού, κ' έγινε υπάλληλος —επόπτης— μιας βοημικής εταιρείας σιδηροδρόμων. Η διακοπή της στα-διοδρομίας του στο στρατό κ' η ελάχιστα ικανοποιητική βαθμολογικά πρόοδός του στην υπηρεσία σιδηροδρόμων, θα πρέπει να τον γέμισαν πίκρα, αλλοιώνοντας έτσι, ίσαμε ένα βαθμό, το χαρακτήρα του. Το 1873, παντρεύτηκε την κατά εικοσιτρία χρόνια νεότερή του Σοφία —της άρεσε να τη λεν Φία— Εντς, κόρη εμπόρου κι αυτοκρατορικού συμ-βούλου, αλσατικής καταγωγής κατά πάσα πιθανότητα,

1. «Briefe», Wiesbaden 1950. Τόμος 1. (Επιστολή προς Marlise Gerding, 14 Μαΐου 1911), σελ. 304.

204^

Page 205: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

γεννημένη και μεγαλωμένη σ' ένα παλιό, με τεράστια δωμά τια, μέγαρο μπαρόκ, που βρισκόταν στην αριστοκρατική συνοικία της Πράγας, στην Χερρενγκάσσε. Ήταν μια κο-πέλα κομψή, παράξενη, ονειροπαρμένη, επιπόλαιη, εγω-κεντρική, μα και προικισμένη* με θέληση, αλλά χωρίς συ-γκεκριμένη κατεύθυνση στους σκοπούς της — εκτός, ίσως, από μια και μόνη περίπτωση, όπως θα δούμε αμέσως πιο κάτω* ευσεβής καθολική ως την υπερβολή και, συχνά, το θεατρινισμό^ αλλά και με άλλο τόσο έντονη κλίση προς την κοσμικότητα· ακόμη και με λογοτεχνικές φιλοδοξίες^

Τι ήταν αυτό που την έκαμε να δεχτεί έναν τέτοιο γάμο, που έμελλε να εκμηδενίσει όλες τις κοριτσίστικες ελπίδες της; Υποθέτω (κανείς από τους βιογράφους του ποιητή δεν πρόσεξε αυτό το σημείο ή, τουλάχιστον, δεν του έδωσε τη σημασία που έπρεπε), υποθέτω, λοιπόν, ότι, έχοντας αδιά-κοπα στα χέρια της, μαζί με τη Βίβλο, φυσικά, και τον Go-tha^ επίστευε, βοηθημένη, χωρίς άλλο, σ' αυτό, από τον ί-διο τον άντρα της και την οικογένειά του, πως οι Ρίλκε της Πράγας κατάγονταν πράγματι από τους παμπάλαιους ευγε-νέίς Rülke ή Rüliken της Καρινθίας ή Σαξονίας, κι ότι παίρ-

1. «Προσευχόταν, όπως άλλοι πίνουν καφέ», έγραφε ο ίδιος ο ποιητής στην Magda von Hattingberg (βλ. το βιβλίο της «Rilke und Benvenuta», αγγλ. μετάφρ., London 1949, σελ. 8). 2. Δημοσίευσε ποιήματα και, το 1900, ένα μικρό τόμο αφορι-σμούς, με τον τίτλο «Εφημερίδες», που και σήμερα μπορεί να τους βρει κανείς, στην επανέκδοσή τους από τον W. Schneditz (Graz, Kienreich Verlag, 1949). Μεταφέρω δυο, πολύ χαρακτηρι-στικούς, που υπογραμμίζουν αρκετά μερικά από τα καθέκαστα που εκθέτω εδώ: «Πολλές γαμήλιες τελετές είναι σαν την προ-σευχή πριν από τη μάχη». - «Είναι πολλοί που τους αρέσει ν' α-ναπαύονται στη σκια του γενεαλογικού δέντρου τους». (Σελ. 88). Κ' οι δυο αυτοί αφορισμοί, εκτός από τ' άλλα, μοιάζουν να είναι άμεσα αποκυήματα των συζυγικών σχέσεών της: στο βάθος και των δυο υπάρχει ο σύζυγος. 3. Το Who is who των Γερμανών ευγενών.

205^

Page 206: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νοντας τον πολύ μεγαλύτερο της βέβαια, αλλά και με το τό-σο ωραίο κ' επιβλητικό στρατιωτικό παράστημα, Ιωσήφ Ρίλκε, θα είχε στα χέρια της το εισιτήριο εισόδου της στο λαχταρισμένο κόσμο της γερμανικής αριστοκρατίας. Το λάθος της, φυσικά, δε θ' άργησε να το ανακαλύψει. Η απο-γοήτευσή της, σε συνδυασμό με τη μέτρια οικονομική κα-τάσταση του σιδηροδρομικού υπαλλήλου, που δεν έφτανε καν για τη συντήρηση του μεγάρου της Χερρενγκάσσε, υ-πήρξε αποφασιστική για το συζυγικό της δεσμό. Όσο για τον εαυτό της, δεν πιστεύω, όπως λέει ο Carl Sieber^ (ο σύ-ζυγος της εγγονής της και γαμπρός του ποιητή), ότι άρχισε να ζει στα ονειροπολήματά της ό,τι δεν μπορούσε να είναι στην πραγματικότητα, ως προς αυτό το συγκεκριμένο ση-μείο, τουλάχιστον είχε πάρα πολλή θέληση, για να μείνει απλά παθητική· όλες της τις ενέργειες, στο εξής θα πρέπει να τις κατηύθυνε στην παραχάραξη της πραγματικότητας: οι περίφημες οικογενειακές παραδόσεις των Ρίλκε για την αριστοκρατική καταγωγή τους έπρεπε να συντηρηθούν πά-ση θυσία, βασισμένες, πολύ σοφά, πάνω στη μεσαιωνική κι αναγεννησιακή διπλογραφία και τριπλογραφία των κυ-ρίων ονομάτων. Η προικισμένη με λογοτεχνικό ταλέντο Φία θα πρέπει να υπήρξε, επομένως, ο κύριος συντηρητής του μύθου περί το ευγενές της καταγωγής των Ρίλκε. Ο Sie-ber ήταν αυτός που, αργότερα, ύστερα από το θάνατο του ποιητή, κατέλυσε το μύθο: οι Ρίλκε της Πράγας κατάγο-νταν απλούστατα από μια εντελώς άσχετη με τους ευγενείς Rülke ή Rüliken της Καρινθίας ή Σαξονίας οικογένεια γνη-σίων Γερμανών χωρικών, εγκατεστημένης από χρόνια στη Βοημία. Στο μεταξύ, όμως, ο αδελφός του Ιωσήφ Ρίλκε είχε καταφέρει να υψωθεί ως την κληρονομική τάξη των ευγε-νών και να του δοθεί η αυτοκρατορική άδεια, από τη Βιέν-νη, να χρησιμοποιεί το περίφημο οικόσημο της οικογε-νείας: ο Γιαροσλάβ Ρίλκε, ιππότης φον Ρύλικεν, πρόεδρος αργότερα της Ενώσεως Συμβολαιογράφω^ν της Πράγας, ή-

1. «Rene Rilke. Die Jugend Rainer Maria Rilkes». Leipzig, 1932.

206

Page 207: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ταν ο μοναδικός δεσμός που υπήρχε ανάμεσα στις κενόδο-ξες επιθυμίες της Φιας και στην πενιχρότητα του κόσμου όπου ζούσε'.

Η δυσαρμονία του ζεύγους είχε ήδη αρχίσει πριν από τη γέννηση του ποιητή —μόλο που πολύ χαϊδεύω την ιδέα (και θα εξηγήσω αμέσως πιο κάτω το λόγο), ότι άρχισε κα-τά την περίοδο της εγκυμοσύνης της κυρίας Ρίλκε. Η ορι-στική ρήξη επήλθε το 1884— οπότε η Σοφία Ρίλκε έφυγε από την Πράγα, αλλάζοντας συχνά διαμονές, όταν δεν έμε-νε στη Βιέννη, που την προτιμούσε, για να βρίσκεται πιο κοντά στην αυτοκρατορική Αυλή. Πέθανε είκοσι πέντε χρόνια ύστερα από τον άντρα της, κ' έξι χρόνια ύστερα α-πό το γιο της.

1. Else Buddeberg: «R.M.R. Eine innere Biographie». Stuttgart 1954, σελ. 2.

207^

Page 208: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Α ς ΜΕΤΑΦΕΡΟΥΜΕ, όμως, αυτή την ψυχολογική α-συμφωνία των συζύγων Ρίλκε στον τομέα της Βιολογίας: Η συμφωνία του παράγοντα Ρέζους μεταξύ συζύγων έχει ανα-γνωριστεί σήμερα σαν ένο̂ ς από τους πιθανούς λόγους των ασθενειών του αίματος (της ερυθροβλάστωσης, πιο συγκε-κριμένα), ακόμη και του θανάτου του παιδιού. Είναι γνω-στό, πως το παιδί κληρονομεί πάντα τον παράγοντα Ρέζους του πατέρα, κι αν είναι θετικός, η μητέρα με τον αρνητικό παράγοντα φέρει μέσα της ένα παιδί με θετικό παράγοντα. Το αίμα της μητέρας αρχίζει, τότε, ν' αναπτύσσει αντισώ-ματα, για να καταστρέψει τους ανταγωνιστικούς παράγο-ντες των ερυθρών αιμοσφαιρίων του παιδιού —πράγμα που συμβαίνει κατά τους τελευταίους μήνες της εγκυμοσύνης— αποτέλεσμα: η ερυθροβλάστωση ή ακόμη κι ο θάνατος του παιδιού πριν ή μετά τη γέννηση. Υπάρχει ένας ανάλογος παράγων Ρέζους και στην περιοχή της Ψυχολογίας;

Το γεγονός είναι, πως από τον αταίριαστο τούτο γάμο, τη νύχτα της 3ης προς την 4η Δεκεμβρίου 1875, είδε το φως, στην Πράγα, ένα αγόρι, ο ποιητής, χωρίς να περιμέ-νει την πλήρη του εμβρυακή ωρίμανση στο μητρικό κόλπο —επταμηνίτικο, δηλαδή— σαν να ήταν ένας απόβλητος, ή σαν να βιάστηκε ν' απομακρυνθεί όσο γινόταν πιο γρήγο-ρα από τον εχθρικό μητρικό κόλπο, προτιμώντας να βγει λειψός (: ασθενικός, αδύναμος) σ' έναν αφιλόξενο κόσμο, σε μια παγιδεύουσα, ανειλικρινή ζωή (αργότερα, στον αυ-τοβιογραφικό «Έβαλντ Τράγκυ», νιώθοντας «τρομαγμέ-νος, αβοήθητος, ανίκανος», θ' αναρωτηθεί: «Μήπως του έ-λειπε, αλήθεια, κάτι απαραίτητο για τη ζωή, ένα σπουδαίο

208^

Page 209: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

όργανο, να πούμε, που δίχως του δεν μπορεί να πάει κανείς μπροστά;» και σάμπως με την τέτοια του γέννηση να υπο-γράμμιζε αυτή τούτη την αποτυχία του συζυγικού δεσμού των γονέων του. Τον βάφτισαν, σύμφωνα με το καθολικό δόγμα, Ρενέ Καρλ Βίλελμ Γιόχαν Γιόζεφ Μαρία — ένα ό-νομα εμπνευσμένο από τις αριστοκρατικές τάσεις των γονέ-ων του.

Και το παιδί αυτό, κατά τα πρώτα εννιά χρόνια του, τα μοναδικά που είχε πατέρα και μητέρα, τα έζησε κυριολε-κτικώς τραγελαφικά, κάτω από την απόλυτη εξουσία της μητέρας του προπαντός. Μια δεσποτεία που τον υποχρέωνε να παρουσιάζεται ως κορίτσι' (το ζεύγος είχε αποχτήσει, πραγματικά πριν από τον ποιητή, ένα κοριτσάκι που πέθα-νε πολύ μικρό): με μπούκλες, κοριτσίστικα φορεματάκια κ' υποκλίσεις και να μιλά γαλλικά, με τη μάνα του και τους επισκέπτες της, τουλάχιστον, απαγορεύοντάς του, ταυτό-

1. «Μας ήρθε στο νου, πως υπήρξε καιρός, που η μαμά επιθυμού-σε να 'μουν ένα κοριτσάκι, κι όχι αυτό το αγόρι που ήμουν τώρα. Αυτό το είχα μαντέψει κάπως, και μου ήρθε η ιδέα, να χτυπήσω κάποτε τ' απόγευμα την πόρτα της μαμάς. Κι όταν τότε ρωτούσε ποιος ήταν, ήμουν ευτυχής να φωνάξω απέξω, «η Σοφία», κάνο-ντας τη μικρή φωνή μου τόσο λεπτή, που με γαργαλούσε στο λά-ρυγγα. Κι όταν ύστερα έμπαινα μέσα (με το μικρό, κοριτσίστικο σπιτικό φόρεμα, που φορούσα οπωσδήποτε με τα μανίκια αναδι-πλωμένα ολότελα), ήμουν απλώς η Σοφία, η μικρή Σοφία της μα-μάς που φρόντιζε το σπίτι, κ' έπλεκε μια πλεξούδα της μαμάς, για να γίνεται σύγχυση με τον κακό Μάλτε, αν ποτέ ξαναρχό-^ν. Τού-το βέβαια δεν ήταν επιθυμητό* τόσο στη μαμά όσο κρΗΤστη Σοφία ήταν ευχάριστο να είναι μακριά τους, και οι συνομιλίες τους (που η Σοφία τις συνέχιζε με την ίδια ψιλή φωνή) απαρτίζονταν τις πιο πολλές φορές με το ν' απαριθμούν τις αταξίες του Μάλτε και να διατυπώνουν παράπονα εναντίον του...» («Malte Laurids Drigge», σελ. 800, τόμος VI, της εξάτομης έκδοσης των Απάντων, Wiesba-den 1955, σελ. 74 της ελληνικής μετάφρασης του Δ. Κ. Μπέσκου, Αθήναι, 1965).

209^

Page 210: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

χρονα, τη συντροφιά με άλλα παιδιά. Αλλ' η τόσο επικίν-δυνη τούτη μοναξιά —που τον έκαμε ανίκανο, απροετοί-μαστος καθώς ήταν, για μια επαφή με τους ανθρώπους— δεν ήταν, σίγουρα, η χειρότερη που γνώρισε ο ποιητής. Α-ντίθετα, ο πατέρας του, βλέποντας σ' αυτόν το μελλοντικό αξιωματικό που δεν μπόρεσε να γίνει ο ίδιος, προσπαθούσε να του δώσει μια σπαρτιατική ανατροφή: το τόσο εύθραυ-στο παιδί υποχρεωνόταν να κοιμάται χειμώνα-καλοκαίρι με μια ελαφριά κουβέρτα και χωρίς προσκέφαλο, και να γυμνάζεται σαν στρατιώτης* τα δώρα που γνώρισε ήταν αλ-τήρες, μολυβένιοι στρατιώτες και μια πλήρης στρατιωτική στολή από πατέρα και θείο, και, φυσικά, κούκλες, από τη μεριά της μητέρας του. Αλλ' ήρθε ο τελειωτικός χωρισμός των συζύγων, και το αγόρι βρέθηκε κάτω από την αποκλει-στική κηδεμονία του πατέρα, για να σταλεί, σε ηλικία έ-ντεκα χρονών, στη στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Παίλ-τεν'. Το πράγμα αγγίζει τα όρια του εφιαλτικού, αν δεν ή-ταν το ίδιο αυτό ένας εφιάλτης. Ύστερ' από τριάντα πέντε, κοντά, χρόνια, ο στρατηγός von Sedlakowitz, που είχε κάμει κείνη την εποχή καθηγη-τής στο Σαιντ-Παίλτεν, έγραψε στον ποιητή, ρωτώντας τον αν είναι αυτός, πράγματι, ο αλλοτινός μαθητής του στη στρατιωτική σχολή. Κι ανάμεσα σε κάμποσα άλλα, που μαρτυρούσαν το αδιέξοδο του επιστολογράφου που δεν ή-θελε ν' ανοιχτεί, ο ποιητής έγραφε, στο απαντητικό γράμ-μα του\ και τούτα δω: «Μια φωνή που αναφέρεται (κ' είναι η μοναδική τέτοιου είδους που δοκίμασε ποτέ να φτάσει ως σε μένα) σ' εκείνα τα μακρινότατα χρόνια, έπρεπε πρώτα-πρώτα —συγχωρήστε την αμεσότητα της έκφρασής μου— να μου φανεί απίστευτη. Πιστεύω, πως δε θα είχα μπορέσει να πραγματοποιήσω τη ζωή μου, αυτό που μπορώ, για καλή μου τύχη, να ονομάζω «ζωή μου», αν δεν είχα αρνηθεί και

1. Πριν, μόλις είχε κλείσει τα πέντε χρόνια του, είχε σταλεί στο νηπιαγωγείο του μοναστηριού των Πιαριστών. 2. «Briefe» Wiesbaden 1950, II τόμος, σελ. 200-201 και 204.

210^

Page 211: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

παραγκωνίσει, επί δεκαετίες ολόκληρες, κάθε ανάμνηση των πέντε ετών της στρατιωτικής μου εκπαίδευσης* ναι, και τι δεν έκαμα γι' αυτόν τον παραγκωνισμό! Ήταν και-ροί, που κ' η παραμικρότερη επίδραση αυτού του απο-κρουσμένου παρελθόντος θα κατάστρεφε την καινούργια γόνιμη και ιδιαίτερα δική μου συνείδηση, για την οποία α-γωνιζόμουν (...) Αν βρίσκετε, στρατηγέ μου, υπερβολική την πίκρα, που δίχως της μου είναι αδύνατο, ως σήμερα α-κόμη, και μόνο ν' απαριθμήσω εκείνα τα περιστατικά της πρώτης μου νεότητας, τότε, πολύ σας παρακαλώ, σκεφτείτε για μια μικρή στιγμή μόνο, ό,τι κείνον κει τον καιρό, βγαί-νοντας από την Ανωτάτη Στρατιωτική Σχολή', βρέθηκα σ' ηλικία δεκάξι χρονών, μπροστά στα τεράστια καθήκοντα της ζωής μου, σαν ένα πλάσμα εξαντλημένο, καταχpασJίlέ-νο σωματικά και πνευματικά, καθυστερημένος, αποστερη-μένος από το αγνότερο μέρος της δύναμής μου και, συνά-μα, από κείνη την, αδύνατο να ξανακερδηθεί ποτέ πια, προετοιμασία, που θα μου είχαν οικοδομήσει αγνά σκαλο-πάτια, για ένα ανέβασμα, που έπρεπε πια να το επιχειρήσω, αδύναμος και βλαμμένος, σκαρφαλώνοντας πάνω στα πιο απότομα τείχη του μέλλοντός μου. (...) Αν δεν παραγκώνι-σα πέρα για πέρα αυτό το παρελθόν μου στη στρατιωτική σχολή, του έδωσα οπωσδήποτε μια θέση, χοντρικά και γε-νικά, κάπου πίσω μου. Για μιαν ανάλυση και προπαντός για μια επεξεργασία των λεπτομερειών του πράγματος, οι δυνάμεις μου, απασχολημένες μ' άλλα πράγματα και με το μέλλον μου, δε θα επαρκούσαν ποτέ...» Μια πρώτη εξομο-λόγηση έχουμε, πάντως, στον «Έβαλντ Τράγκυ», όπως θα προσέξατε: «Πάντα ήμουν εντελώς μόνος. Έφυγα δέκα χρονών από το σπίτι και κλείστηκα σε μια στρατιωτική σχολή, ανάμεσα σε πεντακόσιους συμμαθητές —κ' εν τού-τοις... Ήμουν πολύ δυστυχής εκεί— πέντε χρόνια. Κ' ύ-

1. Μετά τη στρατιωτική σχολή του Σαιντ-Παίλτεν, που μ' επιτυ-χία την τέλειωσε, ο Ρενέ Ρίλκε έκαμε άλλο ένα χρόνο (1890-1891) στην Ανωτάτη Στρατιωτική Σχολή του Mährisch-Weisskirchen.

211^

Page 212: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στερα μ' έκλεισαν πάλι σε μιαν άλλη σχολή, κ' ύστερα σε μιαν άλλη, και πάει λέοντας. Πάντα ήμουν μόνος, ξέρε-τε...».

Επανειλημμένα εξέφρασε, κατά καιρούς, σε φίλους του, την πρόθεσή του να γράψει το «στρατιωτικό μυθιστόρημά» του, όπως τ' ονόμασε στη Lou Andreas - Salome, να διηγη-θεί τη φοβερή πείρα του από τη ζωή του στις στρατιωτικές σχολές, για να μπορέσει να λυτρωθεί από την ανάμνησή τους. Δεν το έκαμε — έμεινε πάντα με την εντύπωση, ότι όλο αυτό το πεντάχρονο διάστημα ήταν σαν να 'χε το κεφά-λι του μέσα στο νερό: «κανείς δεν έμεινε ποτέ τόσο πολύ με το κεφάλι κάτω από την επιφάνεια του νερού», έγραφε τον Φεβρουάριο του 1914 στην Magda von Hattingberg — τη γνωστή, στη ριλκική φιλολογία, ως Μπενβενούτα. Σε γράμμα του (2 Δεκεμβρίου 1915), εξάλλου, προς την πρι-γκίπισσα Maria von Tour und Taxis, θα πει ότι η στρατιωτι-κή εκπαίδευσή του ήταν γι' αυτόν «το αλφαβητάρι του τρό-μου». Αλλ' ήταν πράγματι τόσο τρομερή η ζωή στο Σαιντ-Παίλτεν και στο Μαίρις-Βαϊσκίρχεν; Αντικειμενικά μοιά-ζει να μην ήταν, αφού επιτρεπόταν στους μαθητές να διαβά-ζουν, κατά τις συγκεντρώσεις τους, όχι μόνο στίχους, αλλά τους στίχους τους. Διασώθηκαν, άλλωστε, κάμποσα από τα λογοτεχνικά πρωτόλεια του Ρίλκε αυτής της περιόδου. Το πράγμα αλλάζει, εν τούτοις, κοιταγμένο υποκειμενικά, από τη μεριά του ποιητή: η σωματική του κατάσταση ήταν α-πλούστατα αντιστρατιωτική, ενώ η πειθαρχία, οι όροι γε-νικότερα και στις δυο Σχολές ήταν αυστηροί και σπαρτια-τικοί\ Ο ηθικός πόνος είναι οπωσδήποτε ακόμη δριμύτε-ρος: σ' ένα γράμμα του, της 4ης Δεκεμβρίου 1894, προς την πρώτη φίλη του, τη Βάλλη, τη Valerie von David - Rhonfeld, μιλά για τη φρίκη του, αναφορικά με τις άγριες βαναυσό-τητες που γίνονταν μέσα «στα άγια των αγίων της ψυχής ενός παιδιού». Η έκφραση είναι χαρακτηριστική για τη θρησκευτική στάση του εφήβου. Στο ίδιο γράμμα διηγεί-

1. Carl Sieber: «Rene Rilke», ό. π. σελ. 86.

212

Page 213: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ται: «Έκαμα περηφάνια μου το να υπομένω τα μαρτύρια μου. Πίστευα, με την παιδιάστικη σκέψη μου, πως με την υπομονή μου θα βρίσκομαι πιο κοντά στις αρετές του Ιη-σού Χριστού, κι όταν, μια μέρα, δέχτηκα ένα δυνατό χτύ-πημα στο πρόσωπο, σε σημείο που τα γόνατά μου λύγισαν, είπα σ' αυτόν που μ' είχε χτυπήσει άδικα, κι ακόμη αντη-χούν τα λόγια μου στ' αυτιά μου, με ήρεμη φωνή: Το υπομέ-νω, γιατί ο Χριστός το υπόμεινε, χωρίς λέξη, χωρίς παρά-πονο, κ' ενώ με χτυπούσες παρακαλούσα το Θεό μου να σε συγχωρέσει μέσα στην αγαθότητά του». Το πράγμα μοιάζει απίστευτο, μα είναι αληθινό: στα γράμματά του εκείνης της εποχής δεν κατηγορεί κανέναν και τίποτα, απλά μόνο αποδίδει τα βάσανά του στη σωματική του αδυναμία. «Τα παράπονα είναι σχετικώς σπάνια κι αναφέρονται μονάχα στη φιλασθένειά του», τονίζει κι ο Sieber^ Όλο αυτό το διάστημα, η μητέρα του, από διαίσθηση το πιο πολύ, ένιω-θε όλο το άδικο που έκαναν στο γιο της — ένα αίσθημα που δεν πρέπει, οπωσδήποτε, να το αποδώσουμε ναι και καλά στην αντίδρασή της προς κάθε απόφαση του συζύγου της: αλλά τα γράμματά της προς το γιο της περνούσαν από την αυστηρή λογοκρισία των Ιωσήφ και Γιάροσλαβ Ρίλκε. Όσο για τον ίδιο το Χριστό, δεν άργησε να τον αποστρα-φεί ο κατοπινός ποιητής. Για την ώρα, οπωσδήποτε, και για κάμποσα χρόνια ακόμη, το όνειρο κι ο Θεός θα γίνουν τα καταφύγιά του, όπως συμβαίνει πάντα με τους αδύνα-μους, μέσα σ' έναν εχθρικό κόσμο.

1. Ο. π. σελ. 97.

213^

Page 214: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Η ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ εκπαίδευση του είχε αφαιρέσει πέντε ολόκληρα χρόνια από τη ζωή του — τα πιο αποφασιστικά για ένα παιδί. Όχι μόνο δεν του έδωσε τη στοιχειώδη παι-δεία, που θα τον προετοίμαζε για τη ζωή, παρά του πήρε, όπως άλλωστε τονίζει κι ο ίδιος στα γράμματά του προς το στρατηγό φον Σεντλάκοβιτς, και τις αναγκαίες δυνάμεις για να ζήσει αυτή τη ζωή. Τα πέντε χρόνια αυτά έπρεπε να ξανακερδηθούν. Έτσι, όταν ο πατέρας του, βλέποντας την κλονισμένη υγεία του γιου του, τον πήρε επιτέλους από την Ανωτάτη Στρατιωτική Σχολή, ο νεαρός Ρενέ άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Εμπορική Ακαδημία του Λιντς, για να τα παρατήσει κι αυτά, ακατάλληλος καθώς ή-ταν και για το εμπόριο, και να επιστρέψει στην Πράγα το Σεπτέμβριο του 1892, όπου ο θείος Γιάροσλαβ είχε κατα-στρώσει ένα σχέδιο σπουδών του για να κερδηθεί ό,τι ήταν δυνατό από το χρόνο που χάθηκε. Ο Ρενέ έπρεπε να πέσει με τα μούτρα στη μελέτη, προετοιμαζόμενος, κατ' οίκον, επί της γυμνασιακής ύλης, από καθηγητές, με σκοπό να σπουδάσει, αργότερα, νομικά. Δεν είναι άσκοπο, να διευ-κρινισθεί εδώ το ενδιαφέρον του θείου: ύστερα από το θά-νατο των γιων του, στον ανιψιό του έβλεπε τον τελευταίο των Ρίλκε, κ' ήθελε να τον κάμει συμβολαιογράφο, για να του αφήσει, με τον καιρό, την αφοσιωμένη πελατεία του. Στο μεταξύ του είχε κόψει ένα αξιοπρεπές μηνιαίο εισόδη-μα, για τα έξοδά του. Πράγματι, τον Ιούλιο του 1895 ο Ρενέ πέρασε με μεγάλη επιτυχία τις γυμνασιακές ξέτάσεις του, κι άρχισε να φοιτά στο Πανεπιστήμιο της Πράγας, στη Φιλολογία αρχικά, στη Νομική τελικά.

214^

Page 215: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Τα χρόνια αυτά, του Λιντς και της Πράγας, υπήρξαν, χωρίς άλλο, από τα πιο φωτεινά στη ζωή του ποιητή — και κάθε άλλο παρ' αφιερωμένα, αποκλειστικά και μόνο, στην επιστήμη. Είναι χρόνια ρεμπελιού και ξεγνοιασιάς, η επο-χή που υπογράφει τα γράμματά του ως Ρενέ Μαρία Καίσαρ Ρίλκε και που σκανδαλίζει τη θεία Αουγκούστε (πίσω απ αυτό το όνομα να βρίσκεται, άραγε, η θεία Γαβριέλλα, η αδελφή του πατέρα του, που μένει στο σπίτι της, καθώς η μητέρα του βρίσκεται στη Βιέννη;) λέγοντάς της: «Όλα είναι, πράγματι, όμορφα και καλά* ξέρω πως υπάρχουν νό-μοι κ' έθιμα, κ' οι άνθρωποι, λίγο ως πολύ, φροντίζουν να κρατούνται μέσα σ' αυτά. Δεν πρέπει, όμως, να με λογαριά-ζεις ανάμεσα σ' αυτούς τους αξιότιμους πολίτες, αγαπητή θεία. Εγώ ' μαι ο νομοθέτης κι ο βασιλιάς του εαυτού μου, πάνω μου δεν υπάρχει κανείς, μήτε και ο Θεός...»' Είναι η εποχή κάποιων κοινωνικών αναζητήσεων ίσως, μπλεγμέ-νος καθώς ήταν μέσα στο ανήσυχο τσεχικό περιβάλλον του, η εποχή της γνωριμίας του με τη ζωή και τον έρωτα* είναι,, προπαντός, χρόνια δοσμένα με πάθος στη λογοτε-χνία, όπου θέλει να παίξει το ρόλο του, να διακριθεί, να κά-μει όνομα.

Ο έρωτας κ' η πρώτη εμφάνιση του Ρενέ Ρίλκε στη λο-γοτεχνία, πέρα από τις δημοσιεύσεις σε περιοδικά κ' ημε-ρολόγια, είναι αλληλένδετα. Πραγματικά, τον Ιανουάριο του 1893 γνωρίζει τη Valerie von David - Rhonfeld — τη Val-ly, Kl αυτή εγκαινιάζει τη μακρά σειρά των γυναικών που μπήκαν στη ζωή του Ρίλκε. Η σημασία αυτού του ερωτικού δεσμού συζητήθηκε αρκετά κι άλλο τόσο αμφισβητήθηκε — το πιο πολύ από τον Sieber. Μεταγενέστερα στοιχεία που ήρθαν στο φως και κυρίως τα γράμματά του προς αυτή (περισσότερα από εκατό...) τοποθέτησαν το ζήτημα μέσα στις αληθινές διαστάσεις του. Έτσι, τον έρωτα αυτόν, ό-πως άλλωστε και το λογοτεχνικό έργο του εκείνης της ε-ποχής, θα πρέπει να τον δούμε ως έναν πρωτόλειον έρωτα

1. Βλ. «Έβαλντ Τράγκυ».

215^

Page 216: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

— αλλ' οπωσδήποτε έρωτα: «Όλόκληρη η ζωή μου μου φαίνεται ένας δρόμος που οδηγεί σ' εσένα, μια μακρά πο-ρεία χωρίς φώτα, που στο τέλος της θα 'χω την ανταμοιβή μου: το να προσπαθώ για σένα και να σε ξέρω ολόκληρη δική μου σ' ένα κοντινό μέλλον», της λέει σ' ένα γράμμα του (της 4ης Δεκεμβρίου 1894), επ ευκαιρία των γενεθλίων του. Ήταν αλσατικής καταγωγής, ένας αδελφός του πατέ-ρα της, ο βαρόνος φον Νταβίντ-Ρόνφελντ έκαμε Κυβερνή-της της Δαλματίας κι ο Τσέχος ποιητής Julius Zeyer ήταν θείος της. Όμορφη και ρομαντική, καλΰεργημένη, διανο-ούμενη και με καλλιτεχνικές διαθέσεις κ' η ίδια (έγραφε και ζωγράφιζε), μπορούσε ν' ασκεί κάποια επίδραση στον κατά ένα χρόνο νεαρότερό της Ρενέ και ν' αποτελεί, χωρίς άλλο, γι' αυτόν, ένα είδος διεγερτικού': «Με δυνάμωσες, με γιάτρεψες, με παρηγόρησες, μου έδωσες ζωή, ύπαρξη, ελ-πίδα, μέλλον», της γράφει στο ίδιο γράμμα — λόγια που, χωρίς άλλο, δεν έχουν τίποτα κοινό μ' όσα υπαγορεύει ο επιπόλαιος δεσμός που είδε στη σχέση αυτή ο Sieber, λό-για που δε λέγονται χωρίς εσωτερική ανάλωση. Και δεν τον βοήθησε μόνο ηθικά —με δικά της έξοδα τυπώθηκε και το πρώτο βιβλίο του Ρενέ Ρίλκε, «Ζωή και Τραγούδια»— αφιερωμένο σ' αυτή, άλλωστε. Ήταν τόσο σίγουρος για τον έρωτά του, που την ονομάζει μνηστή του και, μάλιστα, καταστρώνει ένα πλάνο της κοινής τους ζωής ως το 1900. Τα πράγματα, όμως, ήρθαν αλλιώς: κατά τις διακοπές του 1895, ερωτεύεται μιαν άλλη κοπέλα —περαστικά, βέβαια, αλλ' αρκετά, ώστε να χωρίσει από τη Βάλλη, αφού την ευ-χαρίστησε πρώτα για ό,τι του είχε δώσει— και δεν ήταν λίγα, για το νεαρότατο Ρίλκε. Αργότερα, ηλικιωμένη πια, έχοντας ανάγκη από χρήματα, η Βαλερί φον Νταβίντ-Ρόν-φελντ θα πουλήσει τα πολύτιμα νιάτα της: τα γράμματα και τ' αναμνηστικά του Ρενέ Ρίλκε. Κάτι πιο πολύ: θα είναι γε-μάτη μετάνοια που πλήρωσε τον έρωτά της Χ«το πάθος της», γράφει ο Angelloz) για τον Ρενέ, με την ευτυχία της

1. J.-P. Angelloz: «Rilke», Paris 1952, σελ. 31.

216

Page 217: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ζωής της, καθώς θα της έχει δημιουργηθεί η εντύπωση, πως είχε θυσιαστεί για να τον σώσει: Στην αρχή, έλεγε, εί-χε τρομάξει από την ασκήμια του, μα ύστερα ένιωσε λύπη-ση για το νεαρό, καθώς δεν ενδιαφερόταν κανένας γι' αυ-τόν τον ενθάρρυνε, λοιπόν, στις λογοτεχνικές ασχολίες του, γι' αυτό κι αποτραβήχτηκε από την κοινωνία... Ναι, όλ' αυτά μπορεί να 'ναι κι αλήθεια (από μιαν αλήθεια ξε-κινούν, άλλωστε), μα πως αποτραβήχτηκε από την κοινω-νία για χάρη του Ρενέ, και μάλιστα στην ηλικία που βρί-σκονταν κ' οι δυο τους, δεν μπορεί να 'ναι αλήθεια. Η μεγά-λη χρονική απόσταση και το μεγάλο όνομα του ποιητή εί-χαν παίξει απλούστατα το μεγεθυντικό ρόλο τους στη φα-ντασία της γηραιάς κυρίας...

217^

Page 218: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

Γ ι α το πρώτο βιβλίο του Ρενέ Ρίλκε «Ζωή και Τραγού-δια» (Leben und Lieder, 1894), που φέρει τον υπότιτλο «Εικό-νες και φύλλα ημερολογίου», δε θα 'χε να πει κανείς πολλά πράγματα: δεν ήταν άλλο τι από τα πρωτόλεια ενός αισθη-ματικότατου νεαρού, που δε μαρτυρούσαν κανένα ταλέντο κι ακόμη λιγότερο την αγωνία μιας προσωπικότητας να εκφραστεί.

Αντίθετα, το αμέσως επόμενο, που είδε το φως το Δεκέμ-βριο του 1895, η «Προσφορά στους Λάρητες» («Larenop-fer») παρουσιάζει σημαντικό ενδιαφέρον — και ποιητικό, οπωσδήποτε, αλλά, περισσότερο ακόμη, ψυχολογικό: φω-τίζει τις σχέσεις του ποιητή με τη γενέτειρά του Πράγα — σχέσεις που πολύ,επίσης, συζητήθηκαν: αισθηματικές α-ναφορές στο νεορομαντικό ύφος της εποχής, αν δεν ήταν κιόλας ένα πρώτο μήνυμα του εξπρεσιονισμού, που δε θ' αργούσε να κάμει την εμφάνισή του στη Γερμανία, νατου-ραλιστικές εξεικονίσεις πραγμάτων κ' ενδεών ανθρώπων από το βοημικό περίγυρό του, ένας ολόκληρος κύκλος ποιημάτων στον τύπο της ä la Liliencron μπαλλάντας πάνω στον Τριακονταετή Πόλεμο (προσφιλές θέμα του, που τον είχε απασχολήσει και σε παλαιότερο κείμενό του — το χειρόγραφο, από 81 σελίδες, βρίσκεται σήμερα στα αρχεία της Βαϊμάρης) και προπαντός, μια σειρά «περιγραφικά» ποιήματα με εικόνες και τοπία της Βοημίας, που πολύ συ-χνά κατορθώνουν να ζωντανέψουν τους δρόμους, τα σπί-τια, τις εκκλησίες και τα γεφύρια της παλιάς Πράγας, ε-μπρεσιονιστικά λυρικά στιγμιότυπα της ψυχικής του διά-θεσης μπροστά στη βοημική πατρίδα και στους ανθρώπους

218^

Page 219: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

της. Κ' οι αναφορές του στη Βοημία δεν περιορίζονται μό-νο σ' ό,τι αφορούσε στην τοπιογραφία της ή στο αίσθημά του, παρά και στην ιστορία της (στους ήρωες της, όπως ο αυτοκράτορας Ροδόλφος κι ο Ιωάννης Χους, στους συγ-γραφείς της, όπως ο δραματικός ποιητής Kajetan Tyi ή κ' οι σύγχρονοι του νεαρού ποιητή Julius Zeyer και Jaroslav Vrchlisky, στους σοφούς της, όπως ο Rabbi Low) και στα λαϊκά κινήματα, που περί τα τέλη του 19ου αιώνα άρχισαν ν' αποχτούν μεγάλη πολιτική σημασία. Στα ποιήματα αυτά «παρουσιάζεται γι' άλλη μια φορά η τσεχογερμανική συμ-βίωση κάτω από το φως μιας ευτυχισμένης συμπάθειας».

Νομίζω, ότι, στο σημείο αυτό θα πρέπει να σταματήσου-με λίγο πάνω στο ζήτημα των σχέσεων του Ρίλκε με τη γε-νέτειρά του — κατά πόσον, ή όχι επηρεάστηκε σταθερά, ή όχι, από το βοημικό χώρο και τον τσεχισμό'. Γενικά, αρκεί να σκεφτεί κανείς, πως στην Πράγα γεννήθηκαν, ταυτό-χρονα σχεδόν, τρεις από τους μεγαλύτερους συγγραφείς της Γερμανικής Λογοτεχνίας (Rilke, Werfel, Kafka — για να μην επεκταθώ στους von Mayrink, Kornfeld, Ernst Weiss κ.ά.) και το ζήτημα παύει αυτόματα να υπάρχει από τη βά-ση του: το κλίμα αποδείχνεται πέρα για πέρα πρόσφορο στην καλλιτεχνική δημιουργία. Αλλά κ' ειδικά: η «Προ-σφορά στους Λάρητες» και σειρά ολόκληρη διηγημάτων του (γραμμένων την εποχή αυτή και στην αμέσως επόμενη περίοδο, ως το 1900) αποδείχνουν πως ο Ρίλκε, για ολό-κληρο τουλάχιστον το διάστημα της βοημικής διαμονής του και για όσο διάστημα ακόμη θα τον ενοικεί, επηρεάζο-ντάς τον, η βοημική πείρα του, όχι μόνο δεν έμεινε αδιά-φορος από τον τσεχισμό, αφού μάλιστα ασχολήθηκε μαζί του, τον αγάπησε και τον ύμνησε παρά κ' επηρεάστηκε απ' αυτόν: ο Vaclav Cerny, στο βιβλίο του που αναφέραμε, δίδει την απάντησή του στο ζήτημα αυτό, ερευνώντας μέσα στη

1. Στο πρόβλημα αυτό ακριβώς αναφέρεται, σε σχετικώς πρό-σφατο βιβλίο του, ο Τσέχος καθηγητής Vaclav Cerny, - γερμ. με-τάφρ.: «R.M.R., Prag, Böhmen und die Tschechen», Prag. 1967.

219^

Page 220: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ζωή και στο έργο του Ρενέ Ρίλκε, καθώς και στις γνωριμίες του με την Τσεχική Λογοτεχνία: τον Julius Zeyer και τα λαϊκά τραγούδια και παραμύθια το πιο πολύ. Ζητά, κατ' αρχή, να βρει την αλήθεια ανάμεσα στον Sieber, που ισχυ-ρίστηκε πως ο Ρίλκε δεν ήξερε λέξη τσεχική (βέβαια, η α-λήθεια είναι, πως η μητέρα του του απαγόρευε να μιλά τσεχικά — μα δεν απαγορεύει κανείς κάτι παρά μόνο όταν το κάτι αυτό συμβαίνει) και στον Τσέχο συμβολιστή Jiri Karasek ze Lvovic, που ισχυρίστηκε ότι ο Ρίλκε μιλούσε ά-νετα τσεχικά, κι απόδειξε, πως ο ποιητής, στην «Προσφο-ρά στους Λάρητες» δε χρησιμοποίησε απλά τσεχικές και σλοβακικές λέξεις, παρά και πως ήξερε να διακρίνει ακρι-βώς τα διάφορα γλωσσικά ιδιώματα του τόπου, αντλώντας, μάλιστα, πολλές ρίμες από τα ιδιώματα αυτά. Ο Cerny, παρ' όλ' αυτά, δε δίδει ιδιαίτερη σημασία στις γνώσεις της τσεχικής του ποιητή — γιατί δεν αποκλείει ως γεγονός την περίπτωση, η Βαλερί φον Νταβίντ-Ρόνφελντ, ανιψιά του Zeyer, όπως είπαμε, να μετέφρασε στο νεαρό φίλο της τους «Τρεις θρύλους για τον Εσταυρωμένο» του θείου της, που απηχήσεις τους συναντούμε στο βοημικό έργο του ποιητή. Την προσοχή του τη στρέφει στο ίδιο το έργο του Ρίλκε, και στις «Δυο ιστορίες της Πράγας» του ανακαλύπτει τσε-χικούς και σλοβακικούς θρύλους. Καταλήγοντας ο Τσέχος καθηγητής λέει: η Βοημία δεν μπορούσε να προσφέρει κα-μιά «χρήσιμη συνείδηση πατρίδας» στον Ρίλκε, κι αμέσως, και μ' όλο του το δίκιο, ρωτά, αν μια τέτοια συνείδηση μπό-ρεσε να του τη δώσει καμιά άλλη χώρα, μηδέ της Γερμα-νίας εξαιρουμένης, μα πως τον βοήθησε στη δημιουργία ε-νός «αυτόνομου πνευματικού κόσμου», που «αψηφούσε τη συμφωνία με την αντικειμενική πραγματικότητα, που πά-ντα του άφηνε να τη νικούν (ή να τη σκεπάζουν με πέπλα) ο συμβολισμός και τ' όνειρο». Τελειώνοντας, θα έλεγα κάτι πιο πολύ: ακριβώς επειδή η Βοημία δεν μπόρ,εσε να του προσφέρει καμιά «χρήσιμη συνείδηση πατρίδας», τον βοή-θησε να διοψιορφώσει τη μόνη χρήσιμη συνείδηση που εί-χε σ' ολόκληρη τη ζωή του: της ανεστιότητάς του. Συνεί-

220^

Page 221: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

δηση οδυνηρή, που τα αίτια της απλώνονται σε κάθε εί-δους ανεστιότητα: από τον κόλπο της μάνας ως την πατρί-δα του αίματος και των ιδεών. Το λαϊκό τσεχικό τραγούδι "Kde domov muj" (: «Πού είναι το σπίτι μου;»), που το ανα-φέρει στο «Βασιλιά Μπόχους», υπήρξε κάτι πολύ βαθύτερο από μια γνώση γι' αυτόν: ένα βίωμα.

Λίγα ακόμη απ' όσα ανήκουν στην ποίηση της «Προ-σφοράς στους Λάρητες»: στα ποιήματα αυτά υπάρχει ευσυ-γκινησία, ευαισθησία, ναι, αλλά μιας ψυχής που παρατη-ρεί αποκλειστικά και μόνο το Έξω, ποτέ το Μέσα της, τον εαυτό της. Αν τα μάτια του ποιητή, ακόμη κι αυτά της ψυ-χής τbυ, είναι «ανοιχτά πάντα κι άγρυπνα», για να συλλά-βει, για να δεχτεί την εντύπωση — απουσιάζει εν τούτοις το προσωπικό, το Εγώ, από τον καθρέφτη του Έξω, του κό-σμου. Τα καλύτερα ποιήματα της συλλογής είναι, χωρίς άλλο, αυτά όπου κυριαρχεί η διάθεση της ψυχής, αυτά ό-που η εντύπωση εξαναγκάζει το αίσθημα να εκφραστεί, αυ-τά όπου το αίσθημα μπορεί ν' ανταποκριθεί στην εντύπω-ση.

Πολύ κατώτερο από την «Προσφορά στους Λάρητες» εί-ναι το τετράδιο των «Αγριοράδικων» («Wegwarten», 2 Ια-νουαρίου 1896), που φέρει τον υπότιτλο «Τραγούδια χαρι-σμένα στο λαό». Το ενδιαφέρον που παρουσιάζει περιορί-ζεται κυρίως στον πρόλογο του, όπου μας αποκαλύπτεται κάτι σαν πίστη στην κοινωνική αποστολή του ποιητή: «Μια λέξη μόνο: Τα έργα σας τα δίνετε σε φτηνές εκδό-σεις, ευκολύνοντας έτσι την αγορά τους μόνο από τους πλούσιους· δε βοηθάτε τους φτωχούς. Για τους φτωχούς ό-λα είναι ακριβά. Ακόμη κι αν δεν πρόκειται παρά για δυο δεκάρες μονάχα, όταν μπαίνει στη μέση το ερώτημα: βι-βλίο ή ψωμί, το ψωμί θα διαλέξουν θα τους κρατήσετε κα-κία γι' αυτό; Λοιπόν, αν θέλετε να δώσετε σ' όλους, δώσε-τε. Ο Παράκελσος διηγείται κάπου, πως μια φορά κάθε αι-ώνα, το αγριοράδικο γίνεται ένα ζωντανό πλάσμα: στα τραγούδια αυτά, ο θρύλος θα γίνει εύκολα πραγματικότη-τα* μπορεί και να ξυπνήσουν σε μια πιο υψηλή ζωή μέσα

221^

Page 222: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

στην ψυχή του λαού. Φτωχός είμαι κ' εγώ, μα τούτη η ελ-πίδα με κάνει πλούσιο. Τα «Αγριοράδικα» θα βγαίνουν μια-δυο φορές το χρόνο. Συνάζετέ τα και μακάρι να 'ναι μια χαρά για σας!» Στα ποιήματα αυτά, εν τούτοις, είναι φανε-ρές η μεγάλη στιχουργική δεξιοτεχνία του ποιητή, η μεγά-λη ευκολία του στην έκφραση και, προπαντός, μια εσωτε-ρική αίσθηση της μελωδίας, που δεν είναι πάντα η εξωτε-ρική μουσικότητα.

Τον επόμενο χρόνο βλέπει το φως μια τρίτη ποιητική συλλογή, με τον τίτλο «Στεφανωμένος με όνειρο» («Trau-mgekrbnt», 1897), που την είχε όμως έτοιμη από το Μάιο του 1896. Πρόκειται, κ' εδώ, για μια σειρά λυρικών στιγμιό-τυπων, όπου το ρομαντικό στοιχείο πλεονάζει του εμπρε-σιονιστικού — και τα κέρδη της «Προσφοράς στους Λά-ρητες» μοιάζουν σαν χαμένα.

Είναι περίεργο: ο νέος αυτός, με την άφθονη στιχουργι-κή παραγωγή, που τόσο βιάζεται ν' αποχτήσει ένα όνομα στους λογοτεχνικούς κύκλους, και που οπωσδήποτε βρί-σκεται μέσα στο εμπρεσιονιστικό και νεορομαντικό κλίμα της εποχής του (ο Detlev von Liliencron δεν τον άφησε ανε-πηρέαστο όλη αυτή την περίοδο — η επίδρασή του θα επι-βιώσει ακόμη και στα «Τετράδια του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε» — τον γνώρισε και προσωπικά, άλλωστε, και ποικιλοτρόπως ασχολήθηκε μαζί του) δεν περιορίζεται α-πλά στην ποίηση, παρά γράφει και διηγήματα και, το πιο παράξενο απ' όλα, οι φιλοδοξίες του στρέφονται κυρίως προς το θέατρο — σ' ένα είδος, δηλαδή, για το οποίο δε διαθέτει καθόλου ταλέντο και που δε θ' απασχολήσει ποτέ πια τον Ρίλκε στα ώριμα χρόνια του. Απ' όλο το σκηνικό έργο του, δε θα επιζήσει παρά ένα σύντομο μονόπρακτο, «Η λευκή Πριγκίπισσα», κι αυτό χάρη στην υψηλή ποιη-τική του ποιότητα το πιο πολύ.

Όταν, το Σεπτέμβριο του 1896, φεύγει από την Πράγα, για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Μόναχο —μια φυγή που θ' αποδειχτεί αποφασιστική μέσα σ' αυτή την πορεία προς αναζήτηση ενός αυτόνομου Εγώ, που αφήνει πίσω

222^

Page 223: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

της τον Ρενέ Ρίλκε, για να γεννηθεί ο Ράινερ Μαρία Ρίλ-κε— ο Ρενέ Ρίλκε είχε ήδη αποχτήσει τη φήμη του ποιητή, ενός ποιητή, ήταν κιόλας Κάποιος, για τους καλλιτεχνι-κούς κύκλους της Πράγας. Ανάμεσα στα πολύτιμα στοι-χεία αυτής της εποχής που μας διέσωσε ο Richard von Mises είναι κ' ένα αποκαλυπτικό πορτραίτο του Ρίλκε του 1896, δοσμένο από τον Hugo Steiner, καλλιτέχνη επίσης: «Ήταν ο Ρενέ Μαρία Ρίλκε», ψιθυρίζει ο ένας απ' αυτούς, κι όλοι οι άλλοι κοιτάχτηκαν χαμογελώντας ευτυχισμένα. Μέσα από την κοσμοπλημμύρα της οδού των Λάκκων προχωρεί ατάραχος ένας νεαρός, που φορεί μια μαύρη ρεντικότα πα-λιάς μόδας· μια^ιαύρη γραβάτα τυλίγει το ντεμοντέ κολάρο του· φαρδύ μαύρο καπέλο στο κεφάλι. Το παράξενο τούτο πλάσμα κρατά στο χέρι ένα ζωηρόχρωμο λουλούδι, μια ί-ριδα με μακρύ μίσχο. Την κρατά μπροστά του, επίσημα σχεδόν, σαν το κερί μιας θρησκευτικής θυσίας. Από καιρό σε καιρό συναντά κανείς, στους δρόμους της πόλης, το νε-αρό αυτόν, που δεν είναι ακόμη μήτ' είκοσι χρονών, μα πά-ντα μόνο, πάντα μ' ένα χαμόγελο χαμένο στα μακρινά και μ' ένα βλέμμα που ακραγγίζει μόνο τους περαστικούς. Προχωρεί σαν να ζητούσε κάτι που κανένας πριν απ' αυ-τόν δεν το είχε δει στους δρόμους αυτής της πόλης. Έτσι, μοιάζει να μην προσέχει μήτε τους ανθρώπους που στρι-μώχνονται γύρω του, μήτε καν τη συγκινημένη ομάδα ό-λων αυτών των νεαρών που μαζεύονται σε μια γωνιά του δρόμου και καρφώνουν τα μάτια τους μ' ενθουσιασμό πάνω στον ανθοφόρο». Άγνωστο, ίσαμε ποιο σημείο ανταπο-κρίνεται η περιγραφή τούτη με την πραγματικότητα του ποιητή του 1896. Αυτό που οπωσδήποτε έχει επιβεβαιωθεί είναι ότι, αφήνοντας την Πράγα, για να πάρει το δρόμο της μοίρας του, ο νεαρός αυτός ήταν ήδη «ο Ρενέ Μαρία Ρίλ-κε», ο ποιητής: η μαρτυρία έρχεται, όχι από τις αναμνήσεις των άλλων —επηρεασμένων, χωρίς άλλο, από τη μεταγενέ-στερη δόξα του ποιητή— μ' από το ίδιο το ως τότε έργο του: την «Προσφορά στους Λάρητες» προπαντός.

Όλα τα διηγήματα, που συγκεντρώνονται σε τούτον τον

223^

Page 224: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

τόμο, μόλο που γράφτηκαν αφού πια ο ποιητής είχε φύγει από τη γενέτειρά του, και συγκεκριμένα από το Σεπτέμβριο του 1896 ως τα τέλη του 1899, ανήκουν ως μνήμες και ως βιώματα, στην πρώτή νεανική περίοδο του Ρίλκε, εκείνη της Πράγας — στην ίδια την Πράγα, αποτελώντας, κατά κάποιο τρόπο, το αφηγηματικό αντίστοιχο της «Προσφο-ράς στους Λάρητες». Η Πράγα, η Βοημία γενικότερα, ο τό-πος όπου γεννήθηκε και πέρασε τα παιδικά χρόνια του, ο τόπος που μπορούσε να είναι η πατρίδα του, μα που δεν έ-γινε η πατρίδα του, ο τόπος που είχε ακόμη μια μάνα, μα κι όπου είχε χάσει αυτή τη μάνα, θα τον βασανίζει σαν βίωμα νοσταλγίας, αλγούσης μνήμης, ίσαμε τη μέρα, τουλάχι-στον, που θα γνωρίσει τη Ρωσία της Αγίας Πετρούπολης· τη μέρα κείνη που έμελλε ν' αστράψει μέσα του, να φωτί-σει το μέσα του και να γνωρίσει το μέσα του άπειρο — τον εαυτό του. Αλλ' ίσαμε τότε, θα του είναι μια βαθύτατη ανά-γκη να γράφει, αναβιώνοντας τα παιδικά χρόνια του και τον τόπο όπου τα έζησε, τα βοημικά αυτά διηγήματα.

Όταν, στα 1899, δημοσίευσε τις «Δυο ιστορίες της Πρά-γας», (το «Βασιλιά Μπόχους», γραμμένο την ίδια χρονιά της δημοσίευσής του, και το «Αδελφός και αδελφή», που δε συμπεριλάβαμε στην εκλογή μας) έγραφε, προλογίζοντάς τες: «Το βιβλίο αυτό ανήκει στο παρελθόν. Ο τόπος κ' η παιδική ηλικία —και τα δυο έχουν απομακρυνθεί από μένα τώρα και χρόνια— αποτελούν το βάθος του. Σήμερα δε θα το έγραφα πια έτσι και, χωρίς άλλο, δε θα το έγραφα καθό-λου... Μα όταν το έγραφα μου ήταν αναγκαίο. Μου ξανά-κανε αγαπητό ό,τι είχα σχεδόν ξεχάσει και μου το δώρισε, γιατί από το παρελθόν δεν κρατούμε παρά ό,τι αγαπούμε μονάχα. Και θέλουμε να κρατούμε ό,τι έχουμε ζήσει».

Το σημαντικότερο διήγημα του βιβλίου είναι, χωρίς άλ-λο, ο «Έβαλντ Τράγκυ» — ένα από τα σπάνια, αν όχι το μοναδικό, από τα γνήσια κι άμεσα αυτοβιογραφικά κείμε-να του Ρίλκε. Το χειρόγραφο (χωρίς τίτλο και χωρίς χρο-νολόγηση, μα που με σιγουριά εικάζεται ότι γράφτηκε στα 1898) ο ποιητής το άφησε αδημοσίευτο. Το λόγο θα πρέπει

224^

Page 225: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

να τον ζητήσουμε, ίσως, στις τελευταίες αράδες του διηγή-ματος (η μητέρα του ποιητή πέθανε, όπως είπαμε, έξι χρό-νια ύστερα απ' αυτόν) — και, κυρίως, στο γεγονός, ότι ολό-κληρη τη ζωή του την είχε κρατήσει, σ' ολόκληρη τη ζωή του, μακριά από τα οποιαδήποτε ξένα βλέμματα: είναι γνωστό, άλλωστε, πως ακόμη και τις φωτογραφίες του ή και τα πιστά πορτραίτα του δεν τ' αναγνώριζε, γιατί δεν α-πόδιδαν την πραγματικότητα του:

«Δεν πρέπει να βγει στον αέρα, κ' έτσι μένει στο δωμάτιό του και περιμένει. Τώρα όλα είναι πρόσφορα, για να του προξενήσουν χαρά* κάθε ήχος που έρχεται απέξω γίνεται δεχτός σαν ένας τραγουδιστής που ταξιδεύει και πρέπει να του διηγηθεί κάτι. Κ' ένα γράμμα, ένα οποιοδήποτε γράμ-μα γεμίζει μ' ελπίδα τον Τράγκυ. Κι ο κύριος φον Κραντς που χτυπά καμιά φορά την πόρτα του. Μα οι μέρες περ-νούν. Έξω χιονίζει, κι ο θόρυβος πνίγεται μέσα στο βαθύ χιόνι. Κανένα γράμμα, καμιά επίσκεψη. Και τα βράδια εί-ναι ατέλειωτα. Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φωνάζει, για να τον προσέξουν γράφει γράμματα: στο σπίτι του, στον κύριο'φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυ-χαία γνώρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμ-ματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμο-ποιήσει ως τώρα, και περιμένει, να δεις που θα του απαντή-σουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν. Θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δε φτάνει πουθενά. Κι ακριβώς τούτη δω τη μέρα, η ανάγκη του για συμπάθεια είναι πολύ μεγάλη* αυξαίνει μέσα του και"γίνε-ται μια βίαιη στεγνή δίψα, που δεν τον ταπεινώνει, παρά του δίνει πίκρα και πείσμα. Ξαφνικά, σκέφτεται μη και μπορεί, αυτό που ζητά παρακαλεστικά απ' όλο τον κόσμο, να το απαιτήσει απ' οποιοδήποτε σαν δικαίωμα, σαν παλιό χρέος, που το εισπράττει κανείς μ' όλα τα μέσα, χωρίς κα-μιά επιφύλαξη. Κι απαιτεί από τη μητέρα του: «Έλα, δώσε μου ό,τι μου ανήκει». Κι αυτό γίνεται ένα μεγάλο, μεγάλο γράμμα, ο Έβαλντ γράφει και γράφει ίως βαθιά μέσα στη

225^

Page 226: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

νύ,χτα, όλο πιο γρήγορα κι όλο με μεγαλύτερη θέρμη. Με το γράμμα αυτό άρχισε ν' απαιτεί ένα χρέος, και, πριν το νιώσει, ικετεύει για μια χάρη, για ένα δώρο, για θαλπωρή και στοργή. «Υπάρχει ακόμη καιρός...», γράφει, «ακόμη είμαι μαλακός και μπορώ να 'μαι σαν κερί μέσα στα χέρια σου. Πάρε με, δώσε μου μορφή, τελείωσέ με...» Είναι μια κραυγή που ζητά μητρικότητα, που δεν απευθύνεται σε μια γυναίκα, μα που φτάνει ως εκείνη την πρωταρχική αγάπη, όπου η άνοιξη είναι χαρούμενη κι αμέριμνη. Τα λόγια αυ-τά δεν απευθύνονται σε κανέναν πια, παρά ορμούνς μέσα στον ήλιο με ανοιχτή αγκαλιά. — Κ' έτσι δεν είναι να εκ-πλήσσεται κανείς, αν ο Τράγκυ αναγνωρίζει, τελικά, πως δεν υπάρχει κανείς, για να μπορεί να του στείλει αυτό το γράμμα, και πως κανείς δε θα τον καταλάβαινε, κι ακόμη λιγότερο αυτή η λιγνή, νευρική κυρία. Είναι περήφανη δα, που στο εξωτερικό την περνούν για «δεσποινίδα», σκέφτε-ται ο ' Εβαλντ, και ξέρει: Το γράμμα αυτό πρέπει να καεί το γρηγορότερο. Και περιμένει. Μα το γράμμα καίγεται πά-ρα πολύ αργά, με μιαν υπερβολικά μικρή, τρεμουλιαστή φλόγα».

Αλλ' οι συγκλονιστικές αυτές αράδες αγγίζουν ένα από τα πιο αινιγματικά, τα πιο περίπλοκα, και βασικά, προβλή-ματα της ψυχικής ζωής του ποιητή: τις σχέσεις του με τη μητέρα του. Για να το θίξουμε, πρέπει να τον παρακολουθή-σουμε ίσαμε τη μέρα που θα «προστεθεί» (τι θαυμάσια έκ-φραση των Εβδομήκοντα!) στους προγόνους του — τι ση-μασία είχε πια, αν ήταν Ρίλκε ή Ρύλικεν!... — γιατί υπήρ-ξαν, αλληλομισούμενοι, αλληλοαγαπούμενοι, αλληλοβα-σανιζόμενοι, αλληλοπαραξηγούμενοι, ίσαμε την τελευταία στιγμή μαζί, όντας ένα, κι ας ζούσαν χωριστά, κι ας βλεπό-ντουσαν σπάνια. Αλλά, για την ώρα, μόλις αφήσαμε μαζί του την Πράγα — είμαστε πολύ νέοι, λοιπόν, ακόμη. Έ-χουμε μπροστά μας κάπου εικοσιεφτά, εικοσιοχτώ χρόνια ζωής ακόμα...

226^

Page 227: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 228: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 229: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΚΛΑΧ1ΚΗ ΑΟΓΌΤΕΧΝΙΑ 30

ΤΖΑΚ ΑΟΝΤΟΝ

η σιδερενια φτέρνα

Page 230: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΚΛΑΣΙΚΗ ΑΟΓότεΧΝΙΑ 5β

τ ζ α κ Aömm

μ€ τους ι̂ ειρατΕς τ ο ϋ uymi) φ^wfκwmυ

i ^ ^ f c e i i i iiiil»ii»

^ ^ ΖΑΧΑΡΟΠΟΥΛΟΙ: ^

Page 231: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 232: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke
Page 233: Έβαλντ Τράγκυ & άλλα διηγήματα - R. M. Rilke

ΡΑΪΝΕΡ ΜΑΡΙΑ ΡΙΛΚΕ

Ε Β Α Λ Ν Τ Τ Ρ Α Γ Κ Υ ΚΑΙ ΑΛΛΑ ΔΙΗΓΗΜΑΤΑ

Ο Τράγκυ βλέπει τον εαυτό του σαν έναν που τον ξέχασαν, κι αρχίζει, χωρίς να το θέλει, να κινείται, να φωνάζει, για να τον προσέξουν γράφει γράμματα: στο σπίτι του, στον κύριο φον Κραντς, σ' όλους αυτούς που τυχαία γνώ-ρισε, στέλνει μάλιστα κάνα-δυο συστημένα γράμματα, που τα είχε φέρει από το σπίτι, χωρίς να τα χρησιμοποιήσει ως τώρα, και πε-ριμένει, να δει που θα του απαντήσουν με προσκλήσεις. Του κάκου. Τον ξέχασαν. Θέλει να φωνάξει και να δώσει σημεία ζωής. Η φωνή του δεν φτάνει πουθενά...

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΙΚΟΣ

Σ , L· Ζ Α Χ Α Ρ Ο Π Ο Υ Λ Ο Σ & Σ Ι Α Ο , Ε , _ ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΣΤΑΔΙΟΥ 5, ΑΘΗΝΑ - 105 62, ΤΗΛ. 32.31.525 32.25.011

ΒΙΒΛΙΟΠΩΛΕΙΟ ΠΡΑΞΙΤΕΛΟΥΣ 141, ΠΕΙΡΑΙΑΣ - 185 35, ΤΗΛ. 41.16.530