Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

45
ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ / ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ / ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ / Ο Μονόλογος του Μώμου Ο Μονόλογος του Μώμου ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΙΗΣΟΥΣ ΜΩΜΟΣ Η ΜΑΝΑ ΓΗΣ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ Ανοιξιάτικο απομεσήμερο ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ (απάνου από τον Καύκασο) Ω! Ωώ!..Τί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό! Ανάλαμπος και κρύος του ηλιού ο δίσκος, σαν από ξερό πηλό, θαρρείς, όπου και να ’ναι, θα πέσει απάνου στ’ αντικρινά τα βράχια και θα γίνει θρούψαλα… Πόσο πνιχτά ανασαίνουνε της γης τα σπλάχνα, που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μ’ ένα χαρούμενο σπασμό!… Πώς κρέμονται μέσα στα βάραθρα, τα σκοτεινά νερά, άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμένα!… Με φτάνει από μακριά ένα κλάμα σφαγερό. Ποιός να ’ναι; Κατά σένα, όπου και να ’σαι, άγνωστε

Upload: -

Post on 17-Mar-2016

229 views

Category:

Documents


3 download

DESCRIPTION

 

TRANSCRIPT

Page 1: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΚΩΣΤΑΣ ΒΑΡΝΑΛΗΣ ΤΟ ΦΩΣ ΠΟΥ ΚΑΙΕΙ ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ Ο Μονόλογος του Μώμου

Ο Μονόλογος του Μώμου

ΤΑ ΠΡΟΣΩΠΑ ΤΟΥ ΜΟΝΟΛΟΓΟΥ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ ΙΗΣΟΥΣ ΜΩΜΟΣ Η ΜΑΝΑ ΓΗΣ ΕΝΑ ΑΗΔΟΝΙ

Ανοιξιάτικο απομεσήμερο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απάνου από τον Καύκασο)Ω ΩώΤί μέγα βάρος σήμερα βουλιάζει τον ουρανό Ανάλαμπος και κρύος του ηλιού ο δίσκος σαν από ξερό πηλό θαρρείς όπου και να rsquoναι θα πέσει απάνου στrsquo αντικρινά τα βράχια και θα γίνει θρούψαλαhellip Πόσο πνιχτά ανασαίνουνε της γης τα σπλάχνα που κάποτε με ξεπετάξανε στον ανοιξιάτικον αέρα μrsquo ένα χαρούμενο σπασμόhellip Πώς κρέμονται μέσα στα βάραθρα τα σκοτεινά νερά άνηχα κι ανάφριστα σαν πετρωμέναhellip Με φτάνει από μακριά ένα κλάμα σφαγερό Ποιός να rsquoναιΚατά σένα όπου και να rsquoσαι άγνωστε αδερφέ δε μrsquo αφήνουνε τα καρφιά μου να στραφώ Λιγάκι σα σαλέψω με δαγκάνουν αγριεμένα σαν τα φίδια που τα πατάει κανείς την ώρα που κοιμούνται Όμως απάνου από τις άβυσσες και δώθε από τα μάκρη σε νιώθουνε πολύ ζεστά κατάσαρκα οι πληγές μουhellipΜπορεί να rsquoναι κι η δικιά μου η φωνή που μου την

ξαναστέλνουν πίσου τα σκοτάδια των βυθώνhellip

ΙΗΣΟΥΣ

(απάνου από το Γολγοθά)Τί γλυκά που γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι Τί γλυκά που βυθούσανε τα κόκαλα κι οι σάρκες μου μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας όπου λιώνανε σαν τrsquo αλάτι μέσα στο νερόΚι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κι η καρδιά μου ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σα φτερά οι ψηλότεροι ουρανοίΑνάμεσα Θανάτου και Ζωής πέρrsquo από τη Γης και πέρrsquo από τον Ήλιο καρφιά λοχίσματα φτυσίματα βλαστήμιες δε φτάνανε την ψυχή μου που έφευγε και δε γυρνούσεΌλα γινόντανε ίσκιος και πνοή γύρω από τον ίσκιο μου και τη στερνή πνοή μουΠοιά τώρα με ξυπνάει φωνή κι από ποιό λαρύγγι βραχνό και ραγισμένοΠούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη Φθορά και στον Πόνο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑμέτρητους αιώνες ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αυτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμόΣαπίσανε οι κολόνες της ουράνιας Σφαίρας μα η πληγή μου σαπίζει ξεσαπίζει Κι είναι πάντα φρέσκη και λαχταριστήhellipΔω και χιλιάδες χρόνια περνάει από μπροστά μου ο Κόσμος mdash κι όλα του τα ιστορικά κείτονται μέσα στο νου μου ασάλευτα και στείρα σαν ένα στρώμα κόκαλα στα βάθη των ωκεανώνΣrsquo απανωσιά σε βάθος και σε ψήλος δεν είναι τίποτα παντοτινό δεν είναι τίποτα καινούριο Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτες και το χτες με τrsquo αύριο που με τον καιρό έπαψα να βλέπω να συλλογίζομαι και να θυμάμαι Έτσι μου φαίνεται πως τώρα δα έχω γεννηθεί καρφωθεί και λησμονήσειhellipΤί να τρέχει σήμερα

ΜΩΜΟΣΠεθαίνει ο Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(ξαφνισμένος δυσάρεστα)Πάλι εσύΠούθε μου ξεφύτρωσες

ΜΩΜΟΣΑυτός είναι ο ρόλος μου Να ξεφυτρώνω ακάλεστος mdash κι ανεπιθύμητος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠεθαίνει λες ο ΘεόςΟ Δίας τάχα

ΜΩΜΟΣΌχιΟ ένας Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά ο ένας Μα ποιός απrsquo όλους

ΜΩΜΟΣΟ Ένας και ΜοναδικόςΔεν υπάρχει άλλοςΓιrsquo αυτό είναι κι ο Αληθινός Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑληθινός και να πεθαίνει

ΜΩΜΟΣΑφού είναι παντοδύναμος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ θάνατος είναι αδυναμία των ανθρώπων Δεν είναι δύναμη των Θεών

ΜΩΜΟΣΜα δεν πεθαίνει ο ίδιος Είναι πνέμαΠεθαίνει το σώμα τουΤο θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωποςΜα σε τρεις μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς απrsquo όπου ήρθε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤο πνέμα ή το σώμα του

ΜΩΜΟΣΡώτα τον ίδιονε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τονε λένε

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τον είπες

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΙησούς hellipΙησούς hellipΠερίεργοΕγώ τους ξέρω όλους τους θεούς Έναν ένανε μεγάλους και μικρούς ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια τις γυναίκες τα παιδιά τις ερωμένες και τα παρασπόριαΤέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά

ΜΩΜΟΣ

(μισοκλείνοντας το μάτι)Μα δεν είναι Έλληνας

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν είναι ΈλληναςΜα τότε τί μπορεί να είναι

ΜΩΜΟΣΕβραίος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕβραίοςΚαι δε μου το rsquoλεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάωΈνας βάρβαρος Άρα ψεύτικος θεός

ΜΩΜΟΣΤο ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες θεούς Πώς είναι

ψεύτικοι και βάρβαροι

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Δίας μάλιστα Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί

(φωτισμένος ξαφνικά)Ιησούς hellip Ιησούς hellipΚαλά λες Τώρα θυμάμαιΜου μίλησε γιrsquo αυτόν εδώ και λίγον καιρό ο Μορφονιός ο Ερμής Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου αν βαστούνε Και νrsquo αλλάζει τα όσα τα rsquoφαγε η σκουριά hellipΤονε λυπάμαι Δεν είναι μικρή η αγγάρειαΜε λυπάται κι αυτός mdash έχει καλή καρδιάΜε τον καιρό γενήκαμε φίλοι Κι όντας αργεί να μου έρθει στενοχωριέμαιΜου δηγιέται με τrsquo αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωποΕίναι κουτσομπόλης μα με γούστο πολύ

(δυνατά στο Μώμο)Ε συΑκούς

ΜΩΜΟΣ

(δυναμώνοντας τη φωνή του)Ακούω και παρακούω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά laquoΚανακάρη γιε του Ιαπετού Ένας Εβραίος Θεός Ιησούς(Ιησούςhellip Χριστόςhellip νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και νrsquo αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου γιατί δε θα υπάρχειςraquo Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής ο Γλάρος ο Ιθύφαλλος ο Κοσμογυρισμένος mdash το Κοπέλι του Δία Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε laquoΕβραίος θεόςhellip Εβραίος θεόςraquoΉτανε μεσημέρι καλοκαιρινό μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά που ενώ γελούσε χτυπούσανε τα δόντια

του από το τούρτουρο χι χι χι τάκα τάκα τάκα Τόσο μου φαινότανε αστείος που άρχισα να γελώ κι εγώ Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπιαhellip Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια σα να μας κορόιδευε κι ο αντίλαλοςΠόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγαΉταν η πρώτη μου φορά που γέλασα Από τότες που καρφώθηκα

(στον Ιησού)ΚλαιςΝτροπή

ΙΗΣΟΥΣΒαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τrsquo αγκάθια Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυραhellip Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες mdash κι από την τρυπημένη μου καρδιά mdash βγαίνει νερό μονάχαΕίμαι καρφωμένος σαν και σένα Και κάτωθέ μου αστράφτουνε βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητεςΚαι γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνεΚι αργώ να πεθάνω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔε σου καρφώσανε υποθέτω και τη γλώσσα σουΒλαστήμα τους και συ και φτύνε τουςΈτσι θαν τους δείξεις πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαιΔε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)ΠατέραhellipΣυχώρεσέ τους Είναι αθώοιΔεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 2: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ξαναστέλνουν πίσου τα σκοτάδια των βυθώνhellip

ΙΗΣΟΥΣ

(απάνου από το Γολγοθά)Τί γλυκά που γλαρώνανε τα μάτια μου γεμάτα αστραφτερό σκοτάδι Τί γλυκά που βυθούσανε τα κόκαλα κι οι σάρκες μου μέσα στην απεραντοσύνη της Ανυπαρξίας όπου λιώνανε σαν τrsquo αλάτι μέσα στο νερόΚι όπως αδειάζανε στάλα τη στάλα οι φλέβες κι η καρδιά μου ένιωθα την ψυχή μου όλο και πιότερο να λαφραίνει και να την παίρνουνε σα φτερά οι ψηλότεροι ουρανοίΑνάμεσα Θανάτου και Ζωής πέρrsquo από τη Γης και πέρrsquo από τον Ήλιο καρφιά λοχίσματα φτυσίματα βλαστήμιες δε φτάνανε την ψυχή μου που έφευγε και δε γυρνούσεΌλα γινόντανε ίσκιος και πνοή γύρω από τον ίσκιο μου και τη στερνή πνοή μουΠοιά τώρα με ξυπνάει φωνή κι από ποιό λαρύγγι βραχνό και ραγισμένοΠούθε βρίσκει τόση δύναμη να ξαναδένει την ψυχή μου με το σώμα και να με ξαναφέρνει πίσω στη Φθορά και στον Πόνο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑμέτρητους αιώνες ζω με το θάνατο αγκαλιά κι αυτή μας η αγάπη δεν έχει τελειωμόΣαπίσανε οι κολόνες της ουράνιας Σφαίρας μα η πληγή μου σαπίζει ξεσαπίζει Κι είναι πάντα φρέσκη και λαχταριστήhellipΔω και χιλιάδες χρόνια περνάει από μπροστά μου ο Κόσμος mdash κι όλα του τα ιστορικά κείτονται μέσα στο νου μου ασάλευτα και στείρα σαν ένα στρώμα κόκαλα στα βάθη των ωκεανώνΣrsquo απανωσιά σε βάθος και σε ψήλος δεν είναι τίποτα παντοτινό δεν είναι τίποτα καινούριο Τόσο μοιάζουνε το σήμερα με το χτες και το χτες με τrsquo αύριο που με τον καιρό έπαψα να βλέπω να συλλογίζομαι και να θυμάμαι Έτσι μου φαίνεται πως τώρα δα έχω γεννηθεί καρφωθεί και λησμονήσειhellipΤί να τρέχει σήμερα

ΜΩΜΟΣΠεθαίνει ο Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(ξαφνισμένος δυσάρεστα)Πάλι εσύΠούθε μου ξεφύτρωσες

ΜΩΜΟΣΑυτός είναι ο ρόλος μου Να ξεφυτρώνω ακάλεστος mdash κι ανεπιθύμητος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠεθαίνει λες ο ΘεόςΟ Δίας τάχα

ΜΩΜΟΣΌχιΟ ένας Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά ο ένας Μα ποιός απrsquo όλους

ΜΩΜΟΣΟ Ένας και ΜοναδικόςΔεν υπάρχει άλλοςΓιrsquo αυτό είναι κι ο Αληθινός Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑληθινός και να πεθαίνει

ΜΩΜΟΣΑφού είναι παντοδύναμος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ θάνατος είναι αδυναμία των ανθρώπων Δεν είναι δύναμη των Θεών

ΜΩΜΟΣΜα δεν πεθαίνει ο ίδιος Είναι πνέμαΠεθαίνει το σώμα τουΤο θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωποςΜα σε τρεις μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς απrsquo όπου ήρθε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤο πνέμα ή το σώμα του

ΜΩΜΟΣΡώτα τον ίδιονε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τονε λένε

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τον είπες

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΙησούς hellipΙησούς hellipΠερίεργοΕγώ τους ξέρω όλους τους θεούς Έναν ένανε μεγάλους και μικρούς ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια τις γυναίκες τα παιδιά τις ερωμένες και τα παρασπόριαΤέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά

ΜΩΜΟΣ

(μισοκλείνοντας το μάτι)Μα δεν είναι Έλληνας

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν είναι ΈλληναςΜα τότε τί μπορεί να είναι

ΜΩΜΟΣΕβραίος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕβραίοςΚαι δε μου το rsquoλεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάωΈνας βάρβαρος Άρα ψεύτικος θεός

ΜΩΜΟΣΤο ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες θεούς Πώς είναι

ψεύτικοι και βάρβαροι

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Δίας μάλιστα Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί

(φωτισμένος ξαφνικά)Ιησούς hellip Ιησούς hellipΚαλά λες Τώρα θυμάμαιΜου μίλησε γιrsquo αυτόν εδώ και λίγον καιρό ο Μορφονιός ο Ερμής Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου αν βαστούνε Και νrsquo αλλάζει τα όσα τα rsquoφαγε η σκουριά hellipΤονε λυπάμαι Δεν είναι μικρή η αγγάρειαΜε λυπάται κι αυτός mdash έχει καλή καρδιάΜε τον καιρό γενήκαμε φίλοι Κι όντας αργεί να μου έρθει στενοχωριέμαιΜου δηγιέται με τrsquo αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωποΕίναι κουτσομπόλης μα με γούστο πολύ

(δυνατά στο Μώμο)Ε συΑκούς

ΜΩΜΟΣ

(δυναμώνοντας τη φωνή του)Ακούω και παρακούω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά laquoΚανακάρη γιε του Ιαπετού Ένας Εβραίος Θεός Ιησούς(Ιησούςhellip Χριστόςhellip νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και νrsquo αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου γιατί δε θα υπάρχειςraquo Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής ο Γλάρος ο Ιθύφαλλος ο Κοσμογυρισμένος mdash το Κοπέλι του Δία Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε laquoΕβραίος θεόςhellip Εβραίος θεόςraquoΉτανε μεσημέρι καλοκαιρινό μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά που ενώ γελούσε χτυπούσανε τα δόντια

του από το τούρτουρο χι χι χι τάκα τάκα τάκα Τόσο μου φαινότανε αστείος που άρχισα να γελώ κι εγώ Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπιαhellip Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια σα να μας κορόιδευε κι ο αντίλαλοςΠόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγαΉταν η πρώτη μου φορά που γέλασα Από τότες που καρφώθηκα

(στον Ιησού)ΚλαιςΝτροπή

ΙΗΣΟΥΣΒαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τrsquo αγκάθια Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυραhellip Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες mdash κι από την τρυπημένη μου καρδιά mdash βγαίνει νερό μονάχαΕίμαι καρφωμένος σαν και σένα Και κάτωθέ μου αστράφτουνε βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητεςΚαι γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνεΚι αργώ να πεθάνω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔε σου καρφώσανε υποθέτω και τη γλώσσα σουΒλαστήμα τους και συ και φτύνε τουςΈτσι θαν τους δείξεις πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαιΔε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)ΠατέραhellipΣυχώρεσέ τους Είναι αθώοιΔεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 3: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

(ξαφνισμένος δυσάρεστα)Πάλι εσύΠούθε μου ξεφύτρωσες

ΜΩΜΟΣΑυτός είναι ο ρόλος μου Να ξεφυτρώνω ακάλεστος mdash κι ανεπιθύμητος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠεθαίνει λες ο ΘεόςΟ Δίας τάχα

ΜΩΜΟΣΌχιΟ ένας Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά ο ένας Μα ποιός απrsquo όλους

ΜΩΜΟΣΟ Ένας και ΜοναδικόςΔεν υπάρχει άλλοςΓιrsquo αυτό είναι κι ο Αληθινός Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑληθινός και να πεθαίνει

ΜΩΜΟΣΑφού είναι παντοδύναμος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ θάνατος είναι αδυναμία των ανθρώπων Δεν είναι δύναμη των Θεών

ΜΩΜΟΣΜα δεν πεθαίνει ο ίδιος Είναι πνέμαΠεθαίνει το σώμα τουΤο θέλησε μοναχός του να γεννηθεί και να ζήσει για λίγα χρόνια σαν άνθρωποςΜα σε τρεις μέρες θα βγει από τον τάφο του και θα ξαναπάει στους ουρανούς απrsquo όπου ήρθε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤο πνέμα ή το σώμα του

ΜΩΜΟΣΡώτα τον ίδιονε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τονε λένε

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τον είπες

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΙησούς hellipΙησούς hellipΠερίεργοΕγώ τους ξέρω όλους τους θεούς Έναν ένανε μεγάλους και μικρούς ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια τις γυναίκες τα παιδιά τις ερωμένες και τα παρασπόριαΤέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά

ΜΩΜΟΣ

(μισοκλείνοντας το μάτι)Μα δεν είναι Έλληνας

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν είναι ΈλληναςΜα τότε τί μπορεί να είναι

ΜΩΜΟΣΕβραίος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕβραίοςΚαι δε μου το rsquoλεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάωΈνας βάρβαρος Άρα ψεύτικος θεός

ΜΩΜΟΣΤο ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες θεούς Πώς είναι

ψεύτικοι και βάρβαροι

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Δίας μάλιστα Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί

(φωτισμένος ξαφνικά)Ιησούς hellip Ιησούς hellipΚαλά λες Τώρα θυμάμαιΜου μίλησε γιrsquo αυτόν εδώ και λίγον καιρό ο Μορφονιός ο Ερμής Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου αν βαστούνε Και νrsquo αλλάζει τα όσα τα rsquoφαγε η σκουριά hellipΤονε λυπάμαι Δεν είναι μικρή η αγγάρειαΜε λυπάται κι αυτός mdash έχει καλή καρδιάΜε τον καιρό γενήκαμε φίλοι Κι όντας αργεί να μου έρθει στενοχωριέμαιΜου δηγιέται με τrsquo αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωποΕίναι κουτσομπόλης μα με γούστο πολύ

(δυνατά στο Μώμο)Ε συΑκούς

ΜΩΜΟΣ

(δυναμώνοντας τη φωνή του)Ακούω και παρακούω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά laquoΚανακάρη γιε του Ιαπετού Ένας Εβραίος Θεός Ιησούς(Ιησούςhellip Χριστόςhellip νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και νrsquo αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου γιατί δε θα υπάρχειςraquo Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής ο Γλάρος ο Ιθύφαλλος ο Κοσμογυρισμένος mdash το Κοπέλι του Δία Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε laquoΕβραίος θεόςhellip Εβραίος θεόςraquoΉτανε μεσημέρι καλοκαιρινό μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά που ενώ γελούσε χτυπούσανε τα δόντια

του από το τούρτουρο χι χι χι τάκα τάκα τάκα Τόσο μου φαινότανε αστείος που άρχισα να γελώ κι εγώ Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπιαhellip Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια σα να μας κορόιδευε κι ο αντίλαλοςΠόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγαΉταν η πρώτη μου φορά που γέλασα Από τότες που καρφώθηκα

(στον Ιησού)ΚλαιςΝτροπή

ΙΗΣΟΥΣΒαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τrsquo αγκάθια Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυραhellip Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες mdash κι από την τρυπημένη μου καρδιά mdash βγαίνει νερό μονάχαΕίμαι καρφωμένος σαν και σένα Και κάτωθέ μου αστράφτουνε βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητεςΚαι γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνεΚι αργώ να πεθάνω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔε σου καρφώσανε υποθέτω και τη γλώσσα σουΒλαστήμα τους και συ και φτύνε τουςΈτσι θαν τους δείξεις πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαιΔε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)ΠατέραhellipΣυχώρεσέ τους Είναι αθώοιΔεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 4: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΜΩΜΟΣΡώτα τον ίδιονε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τονε λένε

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώς τον είπες

ΜΩΜΟΣΙησού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΙησούς hellipΙησούς hellipΠερίεργοΕγώ τους ξέρω όλους τους θεούς Έναν ένανε μεγάλους και μικρούς ημίθεους και ηρώους με όλα τους τα σόγια τις γυναίκες τα παιδιά τις ερωμένες και τα παρασπόριαΤέτοιο όνομα δεν υπάρχει πουθενά

ΜΩΜΟΣ

(μισοκλείνοντας το μάτι)Μα δεν είναι Έλληνας

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν είναι ΈλληναςΜα τότε τί μπορεί να είναι

ΜΩΜΟΣΕβραίος

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕβραίοςΚαι δε μου το rsquoλεγες από την αρχή να μην πονοκεφαλάωΈνας βάρβαρος Άρα ψεύτικος θεός

ΜΩΜΟΣΤο ίδιο λέει κι αυτός για τους Έλληνες θεούς Πώς είναι

ψεύτικοι και βάρβαροι

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Δίας μάλιστα Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί

(φωτισμένος ξαφνικά)Ιησούς hellip Ιησούς hellipΚαλά λες Τώρα θυμάμαιΜου μίλησε γιrsquo αυτόν εδώ και λίγον καιρό ο Μορφονιός ο Ερμής Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου αν βαστούνε Και νrsquo αλλάζει τα όσα τα rsquoφαγε η σκουριά hellipΤονε λυπάμαι Δεν είναι μικρή η αγγάρειαΜε λυπάται κι αυτός mdash έχει καλή καρδιάΜε τον καιρό γενήκαμε φίλοι Κι όντας αργεί να μου έρθει στενοχωριέμαιΜου δηγιέται με τrsquo αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωποΕίναι κουτσομπόλης μα με γούστο πολύ

(δυνατά στο Μώμο)Ε συΑκούς

ΜΩΜΟΣ

(δυναμώνοντας τη φωνή του)Ακούω και παρακούω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά laquoΚανακάρη γιε του Ιαπετού Ένας Εβραίος Θεός Ιησούς(Ιησούςhellip Χριστόςhellip νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και νrsquo αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου γιατί δε θα υπάρχειςraquo Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής ο Γλάρος ο Ιθύφαλλος ο Κοσμογυρισμένος mdash το Κοπέλι του Δία Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε laquoΕβραίος θεόςhellip Εβραίος θεόςraquoΉτανε μεσημέρι καλοκαιρινό μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά που ενώ γελούσε χτυπούσανε τα δόντια

του από το τούρτουρο χι χι χι τάκα τάκα τάκα Τόσο μου φαινότανε αστείος που άρχισα να γελώ κι εγώ Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπιαhellip Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια σα να μας κορόιδευε κι ο αντίλαλοςΠόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγαΉταν η πρώτη μου φορά που γέλασα Από τότες που καρφώθηκα

(στον Ιησού)ΚλαιςΝτροπή

ΙΗΣΟΥΣΒαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τrsquo αγκάθια Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυραhellip Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες mdash κι από την τρυπημένη μου καρδιά mdash βγαίνει νερό μονάχαΕίμαι καρφωμένος σαν και σένα Και κάτωθέ μου αστράφτουνε βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητεςΚαι γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνεΚι αργώ να πεθάνω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔε σου καρφώσανε υποθέτω και τη γλώσσα σουΒλαστήμα τους και συ και φτύνε τουςΈτσι θαν τους δείξεις πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαιΔε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)ΠατέραhellipΣυχώρεσέ τους Είναι αθώοιΔεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 5: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ψεύτικοι και βάρβαροι

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Δίας μάλιστα Οι άλλοι όμως είμαστε αληθινοί

(φωτισμένος ξαφνικά)Ιησούς hellip Ιησούς hellipΚαλά λες Τώρα θυμάμαιΜου μίλησε γιrsquo αυτόν εδώ και λίγον καιρό ο Μορφονιός ο Ερμής Έρχεται μια δυο φορές το χρόνο και με βλέπει Τονε στέλνει ο Δίας να δοκιμάζει τα καρφιά μου αν βαστούνε Και νrsquo αλλάζει τα όσα τα rsquoφαγε η σκουριά hellipΤονε λυπάμαι Δεν είναι μικρή η αγγάρειαΜε λυπάται κι αυτός mdash έχει καλή καρδιάΜε τον καιρό γενήκαμε φίλοι Κι όντας αργεί να μου έρθει στενοχωριέμαιΜου δηγιέται με τrsquo αλέγρο του ύφος όλες τις βρομιές που γίνονται στον Όλυμπο κι όπου αλλού ανταμωθούνε θεός με θεό ή θεός με άνθρωποΕίναι κουτσομπόλης μα με γούστο πολύ

(δυνατά στο Μώμο)Ε συΑκούς

ΜΩΜΟΣ

(δυναμώνοντας τη φωνή του)Ακούω και παρακούω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου είπε το λοιπόν την τελευταία φορά laquoΚανακάρη γιε του Ιαπετού Ένας Εβραίος Θεός Ιησούς(Ιησούςhellip Χριστόςhellip νομίζω) θέλει να γκρεμίσει τον Όλυμπο και νrsquo αφανίσει όλους τους Έλληνες θεούς Έτσι θα λυτρωθείς και συ από τα βάσανά σου γιατί δε θα υπάρχειςraquo Κι έσκασε στα γέλια ο Μορφονιός ο Ερμής ο Γλάρος ο Ιθύφαλλος ο Κοσμογυρισμένος mdash το Κοπέλι του Δία Κι όλο ξανάλεγε και ξανάλεγε laquoΕβραίος θεόςhellip Εβραίος θεόςraquoΉτανε μεσημέρι καλοκαιρινό μα έκανε τόσο κρύο εδώ ψηλά που ενώ γελούσε χτυπούσανε τα δόντια

του από το τούρτουρο χι χι χι τάκα τάκα τάκα Τόσο μου φαινότανε αστείος που άρχισα να γελώ κι εγώ Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπιαhellip Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια σα να μας κορόιδευε κι ο αντίλαλοςΠόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγαΉταν η πρώτη μου φορά που γέλασα Από τότες που καρφώθηκα

(στον Ιησού)ΚλαιςΝτροπή

ΙΗΣΟΥΣΒαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τrsquo αγκάθια Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυραhellip Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες mdash κι από την τρυπημένη μου καρδιά mdash βγαίνει νερό μονάχαΕίμαι καρφωμένος σαν και σένα Και κάτωθέ μου αστράφτουνε βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητεςΚαι γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνεΚι αργώ να πεθάνω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔε σου καρφώσανε υποθέτω και τη γλώσσα σουΒλαστήμα τους και συ και φτύνε τουςΈτσι θαν τους δείξεις πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαιΔε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)ΠατέραhellipΣυχώρεσέ τους Είναι αθώοιΔεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 6: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

του από το τούρτουρο χι χι χι τάκα τάκα τάκα Τόσο μου φαινότανε αστείος που άρχισα να γελώ κι εγώ Και τα χάχανά μας ξαφνίσανε τα πεθαμένα τούτα ερημοτόπιαhellip Μαζί μας γελούσε κοφτερά κι απαίσια σα να μας κορόιδευε κι ο αντίλαλοςΠόσο φριχτά πονούσε το συκώτι μου σε κάθε τίναγμά του Πόσον αίμα χύθηκε τη μέρα εκείνη από τις πληγές μου Οι στοιχειωμένες αυλακιές της όψης μου σκαμμένες από τα πάγη και τους πόνους ακόμα κρατάνε μέσα τους μια θύμηση καυτή σα φλόγαΉταν η πρώτη μου φορά που γέλασα Από τότες που καρφώθηκα

(στον Ιησού)ΚλαιςΝτροπή

ΙΗΣΟΥΣΒαθιά στο μέτωπο και στα μελίγγια μου είναι χωμένα τρομερά τrsquo αγκάθια Το αίμα τώρα έχει πήξει ολόγυραhellip Κι από τα πόδια μου και τις απαλάμες mdash κι από την τρυπημένη μου καρδιά mdash βγαίνει νερό μονάχαΕίμαι καρφωμένος σαν και σένα Και κάτωθέ μου αστράφτουνε βροντολογάνε και με σουβλίζουνε λάμες αμέτρητεςΚαι γλώσσες αμέτρητες με βλαστημάνε και με φτυούνεΚι αργώ να πεθάνω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔε σου καρφώσανε υποθέτω και τη γλώσσα σουΒλαστήμα τους και συ και φτύνε τουςΈτσι θαν τους δείξεις πως είσαι άντρας και δεν τους φοβάσαιΔε μπορούνε να σου κάνουνε τίποτα παραπάνου

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)ΠατέραhellipΣυχώρεσέ τους Είναι αθώοιΔεν ξέρουνε τί κάνουνε και τί λένε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένα στο Μώμο)

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 7: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Ποιοί μωρέ δεν ξέρουνε τί λένε και τί κάνουνεΕμείς

ΜΩΜΟΣΟι ΕβραίοιΑυτοί που τον έχουνε σταυρώσει

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤίΑνθρώποι τονε σταυρώσανεΤί θεός είναι

(στον Ιησού δυνατά και σηκώνοντας το κεφάλι του ψηλά όσο μπορεί)Εμένα με καρφώσανε θεοί Πολλοί θεοί μαζίΠώς το δέχτηκες μοναχά και να σrsquo αγγίξουν αυτά τα ζωντόβολα

(προσταχτικά)Κατέβα γρήγορα αποκείΝτροπιάζεις το σόι μας

ΙΗΣΟΥΣ

(πάντα γαλήνια)Θα υπάρξουνε μαθητές μου που θαν τους καρφώνουνε τα πόδια με σφήνες τρεις πιθαμές βαθιά στη γης κι αυτοί πάλι θα περπατάνεΜπορούσα το λοιπόν κι εγώ πολύ πιο εύκολα να κατέβω από το σταυρό μου Μα δε θέλωΉρθα στον κόσμο επίτηδες για να πεθάνωhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓια ποιό λόγο

ΙΗΣΟΥΣΓια ναν τονε σώσω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Τους ΕβραίουςΧαρά στο πράμαΑμ τους ξέρω τους ΕβραίουςΌντας ήμουνα λεύτερος και νιος mdash και δε με χωρούσε ο τόποςmdash ξέπεσα κάποτε στη χώρα τουςΠώς βρομάνε Λάδι ταγκόΚόκκινα μαλλιά σαν του τσακαλιού μύτες μεγάλες και καμπουρωτές mdash όρνια μονάχα μάτια γρήγορα κι αναμμένα σαν

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 8: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

της γάτας τη νύχτα σκουλαρίκια στrsquo αυτιά και πανάδες στα μάγουλα και στα χέρια φωνές στριγκλιάρικες σαν το γάβγισμα της φώκιαςΛωβιασμένοι και ψεύτες πατριώτες και θρήσκοι πουλάνε πατρίδα και θεό για λίγες δεκάρες

ΜΩΜΟΣΟι Έλληνες είναι καλύτεροι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΧειρότεροιΟι Έλληνες θεοί αυτοί είναι καλύτεροι Πιο όμορφοι πιο ξυπνοί πιο παλικάρια Και φαγάδες και γυναικάδες όσο δεν παίρνει

ΜΩΜΟΣΘα σώσει και τους Έλληνες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΣώθηκε

ΜΩΜΟΣΘα σώσει όλους τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤους έσωσα κι εγώ μια φορά και πρόκοψαΚαλά τους είχα φκιάσει ολάκερους από λάσπη Τί μου κατέβηκε να τους δώσω και πνέμαΠώς ήτανε αλήθεια στην αρχήΤριχωτοί απrsquo την κορφή ώς τη φτέρνα με τα μάτια κολλητά το ένα με τrsquo άλλο στη ρίζα της μύτης Δείχνανε τα σουβλερά τους δόντια συναμεταξύ τους και γρούζανε στριγκλιάρικαhellip Τα χέρια τους μακρύτερrsquo απrsquo τα πόδια σερνόντανε χάμου στη γης σαν περπατούσανε γέρνοντας μπροστά και τρεκλίζοντας ζερβά δεξιάΣωστές μαϊμούδεςΈκλεψα τη φωτιά από τον Όλυμπο και τους την έφερα Τους έδωσα το λογικό και τη γλώσσα Τους ανέβασα ψηλά ίσαμε τους θεούςΚι αυτοί με προδώσανεΜε το λογικό ανακαλύψανε την μπαμπεσιά και την αχαριστία και με τη γλώσσα το ψέμα και πάλι το ψέμαΚαι τί τους γύρεψα γιrsquo αντάλλαγμα Να με βοηθήσουνε κι αυτοί ενάντια στο Δία για να του πάρω την εξουσία του Κόσμου Και να με τιμάνε πιότερο

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 9: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

από το Δία mdash γιατί θαρρώ το αξίζωΕ λοιπόν Σαν τους ρώτηξε ο Δίας αστράφτοντας απάνου ώς κάτου από το θυμό laquoΠοιός σας έδωσε την ουράνια φωτιά μουraquo mdash laquoΟ Προμηθέας Ο Προμηθέαςraquo φωνάξαν ούλοι μαζί και χιλιάδες δάχτυλα βουτηγμένα στο φαρμάκι με δείχνανε στον ΤύραννοΑυτοί με χέρια και με δόντια βοηθήσανε το Κράτος και τη Βία να με πιάσουνε και να μrsquo αλυσοδέσουν Κι όντας ετούτrsquo οι ανελέητοι μπράβοι του Δία με καρφώναν εδώ ψηλά τα ζαγάρια ξελαρυγγιζόντανε αποκάτου laquoΈτσι και χειρότεραhellip ΆνομεraquoΔε θά rsquoρτω μια μέρα στα πράματα

ΜΩΜΟΣ

(ήσυχα)Δε φταίνε αυτοί

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιός φταίει δηλαδήΟ Δίας

ΜΩΜΟΣΕσύ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(οργισμένα)Εγώ

ΜΩΜΟΣΝαι Εσύ Που νικήθηκεςΑν νικούσες το Δία τότες όλοι θα rsquoτανε μαζί σου Και θεοί κι ανθρώποι Όλοι τότες θα βοηθούσανε την αφεντιά σου να πιάσεις τον οχτρό σου και να τον αλυσοδέσεις Και το Κράτος κι η Βία θα σε παραστεκόντανε μπράβοι δικοί σου Και θα τον καρφώνανε κατά δική σου προσταγή στο ίδιο μέρος με τα ίδια καρφιάΚι ο Μορφονιός ο Ερμής θα rsquoτανε κοπέλι δικό σου να πηγαινοέρχεται για τη δοκιμή των καρφιών και των χαλκάδων τουΤότες ο Δίας θα rsquoταν ο αποστάτης κι ο άνομος Κι ώς τώρα θα τον είχαν ούλοι ξεχάσει όπως ξεχάσανε και σέναΔεν το

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 10: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ξέρεις Πάντα οι νικημένοι έχουνε τrsquo άδικο Και τrsquo άβουλο πλήθος πάει ταχτικά με τους νικητέςΏς τώρα η ιστορία του Κόσμου είναι ιστορία των Νικητών

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι όμως εγώ θέλησα ναν τους λευτερώσω από τον Τύραννο

ΜΩΜΟΣΑυτά να μην τα λες σε μένα Για ναν τους υποτάξεις στην τυραννία τη δικιά σουΤους γέλασες πως θα πολεμούσανε για το δικό τους το συφέρο για λευτεριά δικιοσύνη και παντοτινή ευτυχία Ενώ πολεμήσανε μονάχα για νrsquo αλλάξουν αφέντη mdash για το δικό σου το συφέροΤα ίδια κάνουνε κι οι αφέντες οι τυράννοι της ΓηςhellipΩστόσο δεν είναι δα πιο αχάριστοι και προδότες οι λαοί απrsquo όσο του λόγου σας άδικοι και ψεύτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε του Ήλιου και της Νύχτας Παραείσαι μου φαίνεται σοφιστής Πιότερο βαστάς από τη μάνα σου παρά από τον μπαμπά σουΠάντα μου χαλνάς το κανονικό περπάτημα της σκέψης μου τον αιώνιο Ρυθμό του ΚόσμουΔεν ήτανε δύσκολο να rsquoχες και συ μια ψίχα λογικό mdash αφού έχουν ακόμα κι οι ανθρώποι

(σε λίγο)Κι από τί θα σώσει τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΑπό την αμαρτία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚι αυτό το λέει σωτηρίαΜα η αμαρτία είναι όλrsquo η ευτυχία κι η λευτεριά των Θεών

ΜΩΜΟΣΚαι των Κυρίων της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 11: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Αν θυμάμαι τώρα τίποτα και ζηλεύω mdashύστερις από τόσων αιώνων κάρφωμαmdash είναι οι αμαρτίες που έχω κάνειΚαι για να μπορέσω να ξανακάνω πάλι μου χρειάζεται η εξουσίαΝά γιατί δεν υποτάζομαιΑν ήθελε ναν τους σώσει θα rsquoπρεπε ναν τους έδινε τη λευτεριά να κάνουν αμαρτίεςΜα λευτεριά θα πει δύναμη Και μεις οι Έλληνες θεοί δε θrsquo αφήναμε σε κανένανε να μας πάρει τη δύναμή μας

ΜΩΜΟΣ

(στον ίδιο τόνο)Ούτε κι οι δυνατοί του Κόσμου

(σιγότερα)Δεν μπορούνε να σωθούν οι ψυχές από τίποτα όσο παραμένει όξω τους η αιτία του Κακού

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιά

ΜΩΜΟΣΗ Ανισότητα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜε σκότισεςΠάψε

(σε λίγο)Μα δεν καταλαβαίνω πώς για να σωθούν οι ανθρώποι από την αμαρτία πρέπει αυτός να πεθάνει

ΜΩΜΟΣΟι ανθρώποι θα σωθούν άμα τον πιστέψουνε γιrsquo αληθινό θεό Μα για να τον πιστέψουνε θα κάνει το θάμα νrsquo αναστηθεί Για νrsquo αναστηθεί πρέπει να πεθάνει πρώτα Γιrsquo αυτό συχωρνάει τους σταυρωτήδες του ακόμα δεν ξέρουνε πως είναι Θεός

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑυτά είναι πράματα πολύ ανατολίτικαΚαι ποιά η ανάγκη να

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 12: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

σωθούνε οι ανθρώποι Εμείς οι Έλληνες θεοί δε δίνουμε ένα όβολο για δαύτους Όχι να πεθάνουμε κιόλαςΚαι το κάτω της γραφής αν ήθελε να τον πιστέψουνε για θεό μπορούσε ναν τους έκανε κανένα μεγάλο κακό για ναν τονε φοβηθούνεΝαν τους έκαιγε μrsquo αστροπελέκια κι αυτουνούς και τα χωριά τους Ναν τους ζεμάτιζε με βραστό νερό Ναν τους έστελνε πανούκλα σεισμούς και καταποντισμούςhellip

ΜΩΜΟΣΑυτά ξεχνιούνται γρήγορα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Μα θαρρώ πως άμα τον πιστέψουν αυτός θα σωθεί κι όχι εκείνοι

ΜΩΜΟΣΜα δεν τους ζητάει όπως εσείς οι Έλληνες θεοί σφαχτάρια και γυναίκεςΓια τον εαυτό του δε ζητάει τίποτα

(σιγότερα)Παραδίνει όμως τα κοπάδια των σκλάβων ψυχικά δεμένα στους Κυρίους της Γης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΞέχασα να ρωτήσω Θα τον ιδούν οι Εβραίοι νrsquo ανασταίνεται

ΜΩΜΟΣΚανέναςΜοναχά μετά την ανάστασή του θα παρουσιαστεί στους μαθητάδες του Σαν όραμα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔηλαδή σε κεινούς που τονε πιστέψανε και πριν πεθάνειΜα τότες ήτανε ολότελα περιττό να πεθάνειΝα παρουσιαστεί στους σταυρωτήδες του Σε κεινούς που δεν τονε πιστεύουνε Μέρα μεσημέρι στην Αγορά Κι ολόσωμοςΕδώ τονε θέλωΕξόν αν φοβάται

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 13: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΜΩΜΟΣΤί ΈλληναςΆμα τονε βλέπανε τότες ίσα ίσα δε θα τονε πίστευε κανέναςΘα μαθευτεί όμως από στόμα σε στόμα πως αναστήθηκε Και τότες όλοι θα πιστέψουνεΔεν ξέρεις καημένε τη λαϊκή ψυχήΟι λαοί πιστεύουνε πιότερο τrsquo αυτιά τους παρά τα μάτια τους Πιότερο το Μύθο παρά τα γεγονότα Πιότερο τη φαντασιά τους παρά την κρίση τουςΜήπως εσένα το Δία την Αφροδίτη mdash κι όλους τους άλλους mdash σας έχουν ιδωμένα οι Έλληνες και σας πιστεύουνεΕμείς θα σας δ ε ί ξ ο υ μ ε στους λαούς Έτσι μονάχα θα πάψουνε να σας πιστεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜη μου κάνεις είπα τον έξυπνο

(στον Ιησού)Αυτά δεν είναι λογικά πράματα

ΙΗΣΟΥΣΤο λογικό δε φελά σε τίποτα Μήτε το πολύ μήτε το λίγοΜήπως οι φιλοσόφοι ξέρουνε περισσότερα απrsquo τα πουλιά τrsquo ουρανού κι απrsquo τα σκουλήκια και τα λούλουδα της γης Μήπως είναι καλύτεροι απrsquo τους άλλους ανθρώπουςΌσο πιο ξανοίγεται η σκέψη τόσο πιο στενεύουν οι καρδιές Κι ο άνθρωπος χάνεταιΕγώ προσπάθησα να φωτίσω την καρδιά τους Να της δώσω μεγαλύτερην άπλα και πιότερο βάθοςΗ βασιλεία των ουρανών είναι βασιλεία της ΚαρδιάςΌπως εγώ θυσιάστηκα για όλους τους ανθρώπους από καλοσύνη εγώ ο Βασιλιάς των Ουρανών και Θησαυρός των Αγαθών έτσι θα μάθουνε κι οι βασιλιάδες της Γης να θυσιάζονται για τους σκλάβους και ναν τους αγαπάνεΤότε δε θα υπάρχουνε ψευτιά κι αδικία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(απότομα)Έτσι εΝα ξοδιάζουνε το πνέμα τους να χαραμίζουνε τη δύναμή

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 14: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

τους οι άξιοι για τους τιποτένιους Για ναν τους μοιάσουνεΑυτό δεν ξανακούστηκεΕίμαι παλιότερος από σένα Αύριο μεθαύριο θα rsquoμαι κι ο πρώτος απrsquo όλους σας Μπορώ να σε διατάζω και να σε δασκαλεύωΜάθε το λοιπόν από μένα Είναι κανείς δυνατός γιατί αγαπάει μοναχά τον εαυτό του και μπορεί να θυσιάζει τους αλλουνούςΟ δυνατός έχει χρέος να πληθαίνει τη δύναμή του κι όχι ναν τηνε λιγοστεύει Κι η περισσότερη δύναμη δε χαρίζεται Παίρνεται Παίρνεται με τη βία από τους άλλους δυνατούςΑυτό δεν είναι νόμος που τονε φκιάσαμrsquo εμείς οι θεοί Υπάρχει πριν από μας Είναι Α ν ά γ κ η

ΜΩΜΟΣ

(κοροϊδευτικά)Σεις οι δυνατοί mdashπρώτα της Γης κι ύστερα τrsquo Ουρανούmdash δε μπορείτε να υπάρχετε χωρίς τους αδύνατουςΤη δύναμή σας την κλέβετε από δαύτους Κι ύστερα πολεμάτε συναμεταξύ σας ποιός θα μπορέσει να την κάνει ολάκερη δικιά του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Μώμο θυμωμένα)Εσύ να μην ανακατεύεσαι

(στον Ιησού)Μπας και σου πέρασε η ιδέα mdashεπειδή με βλέπεις καρφωμένον εδώmdash πως τάχατε θυσιάστηκα κι εγώ για τους ανθρώπουςΔε θυσιάστηκα για κανένανε Την έπαθα mdash για λογαριασμό μουΔεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τα μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα φαινόμενα

ΜΩΜΟΣ

(πειραχτικά)Μα και δεν πρέπει να στοχάζεται κανείς με τrsquo αυτιά του και δίχως μάτια Να πηγαίνει πέρrsquo απrsquo τα λεγόμεναhellip Μην ακούς λοιπόν τι λέειΈννοια σου Δεν ήρθε να καταλύσει τη Δύναμη Ήρθε να τη στεριώσει πιο πολύΕίσαι λιγάκι πρωτόγονος και

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 15: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

χοντροκομμένος Τα λες όξω από τα δόντιαΟ νέος θεός (όσοι θα μιλάνε για λογαριασμό του) είναι πιο πιτήδειος πιο διπλωμάτης Ξέρει τη δουλειά του καλύτεραΗ μέθοδο η δική σου (των Ελλήνων και των Ρωμαίων) είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλω εγώ ο αφέντηςraquo Η μέθοδο η δική του είναι η μέθοδο του laquoέτσι θέλει ο Θεός έτσι θέλουνε κι οι σκλάβοιraquoΕίναι μέθοδο πολιτισμένη Χάρη σrsquo αυτήνε θα μπει ρυθμός και τάξη στο μυαλό και στην ψυχή των αδικημένων Θα ζητάνε μοναχοί τους νrsquo αδικιούνται mdash για καλό τους Μα θα ρωτήξεις laquoπού είναι τέλος πάντων αυτή η θυσία των δυνατώνraquoΚαι λίγο το έχεις να κοπιάζουνε να κυβερνάνε και νrsquo αδικούνε το βρομολαό για καλό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΔεν πολυκαταλαβαίνω

ΜΩΜΟΣΉρθε λέει να σώσει όλους τους ανθρώπουςhellip μετά θάνατονΜα θα σώσει μοναχά τους αφέντες εδώ στη Ζωή Αυτουνούς που κατέχουν όλα τrsquo αγαθά κι όλη τη δύναμη Τους σωσμένουςΜα εκεινούς που έχουν ανάγκη να σωθούνε εκεινούς που τα στερούνται όλα τους απαγορεύει να πιθυμούνε τrsquo αγαθά των αλλωνών και νrsquo αντιστέκονται στη δύναμή τους Αυτοί θα πλουτίσουνε και θα λευτερωθούνε αφού πεθάνουνε πρώτα Εις αιώνα τον άπανταΔιδάχνει καθώς βλέπεις την αγιότητα της Σκλαβιάς και της Πείνας δηλαδή το δίκιο της Δύναμης και της Βίας από την ανάποδηΟι θεωρίες σας διαφέρουνε μονάχα στη διατύπωση Κατά βάθος είναι οι ίδιες κι απαράλλαχτες

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(βαριεστημένα)Κατάλαβαhellip

ΜΩΜΟΣΑν δεν ήμουν εγώ να σου ξηγώ δε θα καταλάβαινες και σπουδαία πράματαΚι ας καμαρώνεις πως είσαι τάχατες ο θεός

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 16: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

της Λογικής

(πειραχτικά)Έχει δίκιο να σου λέει πως το λογικό δε φελά σε τίποταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον ίδιο τόνο)Σπουδαία πράματα μου ξηγάςΣπουδαία πράματα καταλαβαίνωΑς λείπανε

ΙΗΣΟΥΣ

(γαλήνια)laquoΜακάριοι οι πεινώντες και διψώντεςhellip Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματιhellipότι αυτών εστιν η βασιλεία των ουρανώνraquo

ΜΩΜΟΣΣιγάΜη σrsquo ακούσουν οι χορτάτοι κι οι ξυπνοί και ζηλέψουνε τους πεινασμένους και κουτούς

ΙΗΣΟΥΣ

(στον ίδιο τόνο)laquoΗ πίστη σου σέσωκέ σεraquoΌποιος πιστεύει στον αληθινό θεό σώζεται Κι ο πλούσιος κι ο ξυπνός

ΜΩΜΟΣΠερισσότερο απrsquo όλους θα σε πιστέψουν οι πλούσιοι Γιατί rsquoναι ξυπνοί Υπάρχει αληθινότερος θεός από κείνον που τους επιτρέπει να rsquoναι πλούσιοι δηλαδή να κλέβουνε τους φτωχούς Απrsquo όλες τις αρετές βάζεις πρώτη και καλύτερη την πίστη Κι απrsquo όλες τις αμαρτίες πρώτη και χειρότερη την απιστίαΈτσι ο θεομπαίχτης που πιστεύει από εξυπνάδα είναι καλύτερος από τον άθεο που δεν πιστεύει από γνώση

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 17: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Με κούρασε ο π ε λ ά τ η ς σουΠότε θα πεθάνει

ΜΩΜΟΣΒιάζεσαιΌπου και να rsquoναι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΖηλεύωΤονε ζηλεύω που θα ξεκουράσει το σώμα του Για τρεις μέρες

ΜΩΜΟΣΓια πάντα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑχ Να μπορούσα κι εγώ να κοιμηθώ μιαν ώρα Έτσι να σταματήσει για λίγο το προαιώνιο σβούρισμα του Κόσμου ολόγυρά μου και το σπάραμα της πληγής μου ολόγυρα από τον Κόσμο Να ξεχάσω για λίγο τον πόνο μουhellip

ΜΩΜΟΣΤο μίσος και την πλεονεξία σου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜου φαίνεται πως έχω καρφωθεί και ριζώσει απάνου στο Χρόνο Και φεύγω και ξανάρχομαι ακατάπαυτα μαζί του χωρίς να κουνιέμαι από τη θέση μουΜάνα μου γηςΞανακλείσε με για μια στιγμή μονάχα μέσα στrsquo απέραστα βάθια της κοιλιάς σου Κοίμισέ με για μια στιγμή μέσα στην απεραντοσύνη και την κρυάδα της ύλης σουΜrsquo αγαπάς το λοιπόν λιγότερο από τις πέτρες σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΠοιός είσαι

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟ Προμηθέας Ο γιος σου

ΜΑΝΑ ΓΗΣΔε σε ξέρωΔεν ξέρω με τrsquo όνομα κανένα από τα παιδιά μου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 18: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΕίμαι ο θεός της Φωτιάς και του ΛογικούΈνας από τους Τιτάνες

ΜΑΝΑ ΓΗΣΘεόςΚαι ζητάς εγώ να σε βοηθήσω Και να μπορούσα δε θα το rsquoκανα Να φύγετε να φύγετε όλοι εσείς αποπάνω μουΕξαιτίας σας υποφέρω κι εγώ Έγινα ΧτήμαΓεννώ καρπίζω λουλουδίζω στολίζομαι κι ομορφαίνω για όλα τα παιδιά μου Μα με χαίρονται λίγοι Αυτοί που με κατέχουνε Και δε μπορώ να γλιτώσω από τη φάρα τους Ναν τους έκαιγα με λιωμένο μαντέμι Νrsquo άνοιγα τα σπλάχνα μου ναν τους εκατάπιναΆμα χαλάσω έναν από δαύτους ξεφυτρώνουνε δυο και πέντεΑυτοί rsquoναι οι χαμοθεοί μου Και τους μισώ Εσείς οι πανωθεοί είσαστε παιδιά δικά τους Όχι δικά μου Και σκοτώνεστε ο ένας με τον άλλονε ποιός θα με φάει μονάχος

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Δε σε βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΕγώ σε βλέπω

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΘα rsquoσαι νέος πολύ Έτσι δείχνουν οι κουβέντες σου

ΜΩΜΟΣΤριαντατριώ χρονώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΚαλά το rsquoλεγα ΠαιδίΚι οι στοχασμοί του παιδιάστικοι

(στον Ιησού)Και για ποιάν αφορμή σε σταυρώσαν οι Εβραίοι

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 19: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΙΗΣΟΥΣΔίδαξαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κοροϊδευτικά)Καμιάν επανάσταση βέβαιαΜάταια πράματαΌλοι στην ηλικία σου έχουν αυτήνε τη λόξα Με τα χρόνια τούς περνάει mdash όπως κι εμένα

ΙΗΣΟΥΣΑπαγόρεψα κάθε επανάστασηΔίδαξα την υποταγή στο ΝόμοΤην Αγάπη του πόνου και τον Πόνο της αγάπης

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΜα τότε πώς σε θανάτωσε ο ΝόμοςΕσύ δεν πήγες κόντρα Τονε θεοποίησες καθώς βλέπω

ΙΗΣΟΥΣΜε θανάτωσε για επαναστάτη και γιrsquo αντίθεο

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠερίεργο

ΜΩΜΟΣΈλεγε και ξανάλεγε πως θα rsquoδινε τάχα στους φτωχούς (αν καθόντανε φρόνιμα) τη βασιλεία των ουρανών Μα τουτrsquo οι κακομοίρηδες ακούγανε μοναχά το laquoβασιλείαraquo δεν τrsquo ακούγανε το laquoουρανώνraquo Και πήρανε τα μυαλά τους αέρα Γιατί νομίζανε πως θα rsquoδιωχνε τον ξένο τύραννο τους Ρωμαίους και θα rsquoδινε σrsquo αυτούς τη βασιλεία της ΙουδαίαςΜα οι ντόπιοι τυράννοι οι πλούσιοι Εβραίοι mdashΦαρισαίοι και μεγαλοπαπάδεςmdash φοβηθήκανε πως άμα χάνανε την προστασία των ξένων θαν τους παίρναν οι κουρελήδες τα πλούτια τους και τα εισοδήματά τουςΓιrsquo αυτό μεγαλοπαπάδες και Φαρισαίοι κάνανε συμβούλιο και τον κατηγορήσανε από τη μια μεριά στη ρωμαϊκή εξουσία για οχτρό του Νόμου κι από την άλλη στον ιουδαϊκό λαό για

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 20: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

οχτρό του ΘεούΟχτρός του Θεού Τότες ο λαός των κουρελήδων που είναι θρήσκος (όλα κι όλα) αγρίεψε ξεσηκώθηκε και ζήτησε από τους Ρωμαίους το θάνατό του Κι οι Ρωμαίοι (ένας Εβραίος λιγότερος στον κόσμο τόσο το καλύτερο) τον παραδώσανε στους Φαρισαίους στους μεγαλοπαπάδες και στο λαό κι αυτοί τονε σταυρώσανε μετά χαράς

ΙΗΣΟΥΣΑυτό ήθελα Έπρεπε να με σκοτώσουνε για να συχωρεθούνεhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠάλι τα ίδια

(σιγή)

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες όλους του κόσμου ύστερrsquo από λίγα χρόνια θα σε κάνουνε θεό Θα σου χτίζουνε μεγαλόπρεπες εκκλησιές και θα σε προσκυνάνε ντυμένοι στο μάλαμα Και θα καίνε ζωντανόν όποιονε σrsquo αρνιέταιΕσύ ο Θεός mdash Πνέμα Σωτήρας της Ψυχής θα γίνεις ο Θεός mdash Σωτήρας της Κοιλιάς σου Γιrsquo αυτουνούς απόθανεςΑντίς να φέρεις τη βασιλεία των Ουρανών θεμέλιωσες τη βασιλεία του ΠλούτουΘα rsquoπρεπε νrsquo αφάνιζες τους Φαρισαίους και τους μεγαλοπαπάδες αν ήθελες να σώσεις τα μιλιούνια των σκλάβωνΜα τότε δε θα γινόσουνα θεός

ΙΗΣΟΥΣΚάθε εγκόσμια εξουσία είναι προσωρινήΤις άφησα όλες να υπάρχουνε γιατί χρειάζονται Αλλιώς οι ανθρώποι θα γινόντανε χειρότεροι κι η δυστυχία τους μεγαλύτερηΗ μεγάλη κι ακατάλυτη εξουσία στον κάτου κόσμο είναι ο Θάνατος Αυτόνε τον κατάργησα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠώςΈκανες τους ανθρώπους αθάνατους

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 21: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΜΩΜΟΣΜετά θάνατονΣου το ξανάπα μα δεν πρόσεξεςΜετά θάνατον θαν τους αναστήσει όλους στον ουρανό

ΙΗΣΟΥΣΕκεί καθένας θα κριθεί κατά τα έργα τουΑυτή rsquoναι η Αλήθεια ΜΟΥΗ ΑΛΗΘΕΙΑ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΦαίνεται πως από τότες που καρφώθηκα πολύ ψηλά εγώ ο πνεματικός Λύχνος του Κόσμου το σκοτάδι πήχτωσε μέσα στο μυαλό και των θεών και των ανθρώπων

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Συ που έκανες το θάμα των πέντε ψωμιών δεν έδινες στους πεινασμένους τη χάρη να κάνουνε κι αυτοί το ίδιο θάμαΈτσι θα καταργούσες την Πείνα Και μαζί της θrsquo αφανιζόντανε κι η Άγνοια κι η Κάκητα Και τότες δε θα ύπαρχε ανάγκη σωτηρίας μετά θάνατονhellipΜα όσα ψωμιά και να φκιάνανε είτε πέντε χιλιάδες είτε κι ένα μοναχό πάλι θα πεινούσανεΘαν τους τα παίρναν όλα οι ΔυνατοίΑφού δεν τους ξεπάστρεψες αυτουνούς ας έδινες σε κάθε σκλάβο αντίς την αθανασία ένα στιλέτο

ΙΗΣΟΥΣΈνα στιλέτοΤί ναν τον κάνανε

ΜΩΜΟΣΓια να δίνανε το γρηγορότερο στους Δυνατούς τη βασιλεία των ουρανών

ΙΗΣΟΥΣ

(μέσα του με παράπονο)Πόσο τονε λυπάμαιΕίναι καταδικασμένος για πάντα

ΜΩΜΟΣ

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 22: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Αφού δεν κατάλαβες τα γνωστά πώς ξέρεις τrsquo άγνωσταΚι αφού δε κατάλαβες τα τωρινά πώς ξέρεις τα μελλούμενα

ΙΗΣΟΥΣΤο Άγνωστο είμrsquo εγώ Ο Θεός Και θέλεις να μην το ξέρωΤα γνωστά που τόσο τα γνοιάζεσαι είναι όλα ψεύτικα Γιrsquo αυτό και τα αγνοώΌσο για τα μελλούμενα πότε σου είπα πως υπάρχει μέλλονΚατόπι μου έρχεται η συντέλεια του Κόσμου Μόλις απομένει στους ανθρώπους λίγος καιρός να ετοιμαστούνε για την αιώνια ζωή Να με πιστέψουνε και να μετανιώσουνε για τrsquo αμαρτήματά τους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Τα λόγια του δεν έχουνε νόημα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ μrsquo αυτά μου τα λόγια που δεν έχουνε νόημα θα ρίξω όλους εσάς τους ψεύτικους θεούς

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(πειραγμένος)Θα μας ρίξεις με τα λόγιαΔε μπορώ να γελάσω Πονάει το συκώτι μουΟι θεοί ρίχνουν ο ένας τον άλλονε με τη Βία και με το ΦονικόΈτσι λένε τα ιστορικά της θεοσύνηςΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της ΓηςΈτσι λένε τα ιστορικά της ανθρωπότηταςΜιλάς σαν ένας ξυλουργός ή σαν ένας τρατάρηςΔεν έμαθες γράμματα

ΙΗΣΟΥΣΕγώ έπλασα τον κόσμο και τους ανθρώπους Κι οι ανθρώποι τα γράμματαΤί μπορούσα να μάθω από τους ανθρώπους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κόκκινος από το θυμό)

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 23: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Εσύ έπλασες τους ανθρώπους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου Δηλαδή Εγώ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στο Μώμο)Γιατί με γέλασες πως είναι ο μόνος θεόςΝα που έχει και Πατέρα

ΜΩΜΟΣΔε σε γέλασαΟ ίδιος είναι Πατέρας του εαυτού του Ο ίδιος γέννησε τον εαυτό του

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)Θα έχεις φαίνεται πυρετόΣrsquo έπιασε το παραμιλητό του θανάτου

(δυνατότερα)Ο κόσμος γεννήθηκε από το ΧάοςΚι εγώ έπλασα τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσα και ψυχή από λάσπηhellipΗ λάσπη αυτή μένει πάντα ογρή και βρόμικη μέσα τους

ΙΗΣΟΥΣΟ Πατέρας μου έπλασε τους ανθρώπους με λάσπηΚαι τους έδωσε για ψυχή την πνοή του την ίδιαΆρα ψυχήν αθάνατη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟύτε ο ίσκιος της λάσπης δε μένει μετά το θάνατο ΤίποταΌταν υπόσκεσαι μεταθανάτια ζωή στους απλοϊκούς τους λες ψέματα

ΜΩΜΟΣΚι οι δυο σας δε λέτε την αλήθειαΟ κόσμος δεν έχει αρχή Δεν έχει δημιουργό Ύπαρχε πάντα Και γίνεται πάντα μοναχός τουΌσο για τον άνθρωπο τον έπλασεhellip η μαϊμού Κι εσάς οι ανθρώποιΣας πλάσαν οι αφέντες της Γης laquoκατrsquo εικόνα και

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 24: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ομοίωσή τουςraquoΔουλειά σας είναι να διατηρείτε την Ανισότητα και να προστατεύετε την ΑδικίαΚαι μετά θάνατον mdash Αέρας φρέσκοςΌξω από το συφέρο των Κροίσων (με κορόνα και δίχως κορόνα) κι όξω από τη φαντασιά των φοβισμένων και των ανίδεων δεν υπάρχετε πουθενάhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΓιε της ΝύχταςΣου απαγορεύω να παίζεις μαζί μουΑπαιτώ να με σέβεσαι

ΜΩΜΟΣ

(σκάει στα γέλια)Χα χα χαhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(κατακόκκινος από το θυμό του)Τί γελάς ξετσίπωτε

ΙΗΣΟΥΣ

(ξαφνιασμένος)Ποιός γελάει έτσι

ΜΩΜΟΣΕγώ ο Μώμος Ένας από τους Μώμους (Είμαστε πολλοί)Και δε γελάω που θυμώνετε μα που θυμώνετε δίχως να υπάρχετε Και που σας κουβεντιάζω ενώ ξέρω πως δεν υπάρχετεΑφού όμως όλοι οι ανθρώποι σάς πιστεύουνε και σας βλέπουνε μπορώ κι εγώ να μη σας βλέπω και να μη σας κουβεντιάζωΤι Μώμος θα ήμουναΕξόν αυτό δε θα σας ρίξω εγώ μοναχός μου Θα σας ρίξουν οι σκλάβοι σαν ξυπνήσουνε μια μέρα

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(περιφρονετικά)Για να γίνουν αυτοί θεοί

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 25: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΜΩΜΟΣΓια να γίνουν ανθρώποιΤί να την κάνουνε τη θεοσύνη σαςΤί να την κάνουνε την εξουσία της Πρόληψης και του ΜύθουΚι ούτε καν θα κοπιάσουνε για να σας ρίξουνεΘα πέσετε μοναχοί σας χωρίς να μεταχειριστούν ενάντια σας ούτε σαγίτες ούτε σφεντόνες ούτε αστροπελέκιαΑυτά θα τα μεταχειριστούν ενάντια στους αφέντες της ΓηςΆμα ρίξουν αυτουνούς θα πέσετε και σεις ο επουράνιος ίσκιος τουςhellip

(σιγή)

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΟχhellipΣταθείτε μια στιγμήΟ αϊτός του Δία μού βύθισε το κοφτερό του ψαλίδι ώς τα βάθη της καρδιάςΠονάω όσο ποτέςΚι όσο πονάω τόσο μεγαλώνει το μίσος μουΑν είχα τόση δύναμη στα χέρια όσο μίσος μέσα στα σπλάχνα μου θα μπορούσα μrsquo ένα τράνταγμά μου να ξεριζώσω τον Καύκασο από τα θεμέλια του και ναν τονε πετάξω πάνου από την Ασία και τηνΑσπροθάλασσα κατάκορφα στον ΌλυμποΘα rsquoλιωνα το κακομοιριασμένο δωδεκάθεο την ώρα που τσακώνεται μαλλιοτραβιέται και γρατσουνίζεται σαν ένα τσούρμο μαϊμούδες για ένα καρύδιhellipΘα rsquoλιωνα και τους ανθρώπους

ΜΩΜΟΣΆσε τους ανθρώπουςΤον Καύκασο τον κουβαλάνε στη ράχη τους περισσότερους αιώνες απrsquo όσο σε κουβαλάει εσένα η ράχη του Καύκασου

ΙΗΣΟΥΣΠατέραΈκανα το χρέος μουΤα νεφρά μου τσακιστήκανεΤα πόδια μου παγώσανε ώς τα γόναταΔιψώΚρυώνω

(Όσο πλησιάζει να γείρει ο ήλιος ο αέρας γίνεται πιο ζεστός και πιο μυρωμένος Μια ρόδινη άχνα πλέει απάνου σε βουνά πεδιάδες και

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 26: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

θάλασσες Πουλιά και ζουζούνια αχολογούνε στα δέντρα και στα χορτάρια mdash ένα πολύβοο κύμα ζωής ανεβαίνει ολούθε γιομάτο χαρές και λαχτάρες Άξαφνα από κάποια ρεματιά σκάζουνε κι ανατινάζονται ψηλά οι τρίλιες ενός αηδονιού Όλrsquo η πλάση βυθίζεται αμέσως σrsquo ατέλειωτη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)Άκου άκου τrsquo αηδόνιΊσως στερνά καταλάβεις πόσο δεν πρόσεξες τις ομορφιές της ζωής για να διδάξεις την ομορφιά του θανάτου

ΤΟ ΑΗΔΟΝΙΜάνα ζεστή αγουροξυπνάς μέσα σε χίλια αρώματαφώτα πολλά και χρώματακαι μοναχά απrsquo το γγίματrsquo αγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι και κόσμοι χύμα

Ερωτοφύσημα κι εγώ το λαμπερό σου φλούδιτο σπάω με το τραγούδιπου την απλή χαρά μουυψώνει στα μεσούρανα πλέον άξια απrsquo τα φτερά μου

Μες στrsquo άνθη της ροδακινιάς στης λεύκας την κορφήόπου ίσκιωμα βαθύκι όπου κρυές βρυσούλεςπάω της καρδιάς μου και μετράω λαχτάρες και τρεμούλες

Μrsquo αστροφεγγιές ολόβαθες τριανταφυλλιά χαράματαμε φεγγαρομαλάματακι όταν σιγά κι αγάλιβρέχει ουρανός σε μια μεριά κι ηλιοφωτάει στην άλλη

του λαρυγγιού δονώ αψηλά τη φουσκωμένη φλέβακι ανέβα ο αχός ανέβαόλο και πιο μεστώνεικαι τον αγέρα ξέχειλον από ηδονές ματώνει

Κι όταν σωπάσει μου η καρδιά και το λαρύγγι σπάσειστη

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 27: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

μαγεμένη πλάσηκαι στην καρδιά που νιώθεικαιρό βαστά ο αντίλαλος καιρό πονάνε οι πόθοι

Ω δε θαμπώνει τη λαλιά μου θάνατου φοβέραγης και νερού κι αγέραδεν ξέρουνε τα γένηπως ότι ζει και χαίρεται σύντομrsquo αργά πεθαίνει

Ο χορτασμένος έρωτας της ζωής οι γλυκάδεςτης πλάσης οι ομορφάδεςέτσι βαθιά με ορίζουνπου της καρδιάς το ξέσπασμα λυγμό μού το γυρίζουν

ΜΩΜΟΣ

(στον Ιησού)ΆκουσεςΚαταλαβαίνεις τη γλώσσα των πουλιών

ΙΗΣΟΥΣΔε θέλω να καταλάβω τίποτες από τραγούδιαΣrsquo όλη μου τη ζωή έσκυβα μέσα μου νrsquo ακούω το θέλημα του Πατέρα μουΌποιος ακούει πολύ τα έξω χάνει την ψυχή τουΚι εγώ ο πρώτος θεός κι ο πρώτος άνθρωπος έπρεπε να δώσω το παράδειγμα στους άλλουςΟ βασιλιάς Σολομώντας ο σοφός που καταλάβαινε τη γλώσσα των πουλιών ήτανε φιλήδονος Σοφός με χίλιες γυναίκεςΆρα δεν ήτανε σοφός Ήτανε μονάχα βασιλιάς

ΜΩΜΟΣΒγήκες καμιά φορά την άνοιξη τα χαράματα να περπατήσεις όξω στους ανθισμένους κάμπουςΕίδες πώς μένει στα μαλλιά σου στα μάτια και στα χείλια σου ώρες πολλές η δροσιά του χαμομηλιού το μπάρσαμο του πεύκουΑκόμα κι η ανάσα σου μοσκοβολάειΚαι τα σωθικά σου φωτεινά και γαλάζια σαν τον ουρανό βουίζουν από τα κελαδήματα λες και πήρανε μέσα τους όλα τα πουλιά όλα τα δέντρα κι όλο τον ήλιο της Αυγής

ΙΗΣΟΥΣΤί τrsquo όφελοςΠολλές φορές μετάνιωσα που γεννήθηκα άνθρωπος Μου ερχότανε να παρατήσω το έργο μου και να

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 28: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

φύγω πίσου στον ουρανόhellipΔε βαστούσα να περιμένω το πλήρωμα του χρόνου για να σταυρωθώ Έμεινα ολονήστικος σαράντα μέρες Ακίνητος στην ίδια βουνοκορφή ενώ γύρα μου τα πουλιά τα νερά ο αγέρας σπαρταρούσαν από κέφι και χαράhellipΉταν ο ΠειρασμόςΜα εγώ δεν έβλεπα δεν άκουγα δε σάλευαΟ εαυτός μου mdash το Χρέος μουmdash σκέπαζε τα πάντα

ΜΩΜΟΣΚαι δεν ερωτεύτηκες ποτέ σου

ΙΗΣΟΥΣΌσες φορές συναντούσα σε ρούγες και σε δημοσιές όμορφες γυναίκες αρχόντισσες μέσα στα φορεία γεμάτες αρώματα φκιασίδια μαλάματα κι αλαζονεία λαϊκές ξυπόλυτες εύκολες κι αφόβιστες με το λαγήνι στο κεφάλι και την πρόκληση στα μάτια γύριζrsquo αλλού το πρόσωπό μουΗ ψυχή μου μάτωνε Έβλεπα πίσου από το πλανερό σκήμα της ομορφιάς και πίσου από την πρόσκαιρη λάμψη της νιότης να παραμονεύουνε τα νύχια του Οξαποδώ τα σκουλήκια κι η σαπίλα του τάφου κι η αιώνια τιμωρία

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΚρίμαΠαιδί πράμα και να rsquoσαι τόσο κουρασμένοςΚαθώς φαίνεται θα τελειώνει με σένα κάποια παλιά αρχοντογενιά που ξεσοΐστηκε

ΜΩΜΟΣΟι Φαρισαίοι κι οι παπάδες θαν του δώσουνε μεθαύριο βασιλικιά καταγωγήΜα είναι φτωχόπαιδο γιος ξυλουργού που γεννήθηκε στη φάτνη των αλόγων

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(στον Ιησού)ΜπαΚαι τί δουλειά έκανες πριν σου κατέβει να διορθώσεις τον κόσμο

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 29: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΙΗΣΟΥΣΜικρός που πήγαινα σκολειό βοηθούσα και τον πατέρα μου στη δουλειά τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΠοιόν πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΤον Ιωσήφ

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΆλλος πάλι αυτός

(στο Μώμο)Μα δε μου είπες πως είναι ο ίδιος πατέρας του εαυτού τουΠοιός είναι πάλι αυτός ο νέος πατέρας

ΜΩΜΟΣΟ άντρας της μητέρας του και πατέρας των αδερφών τουhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί ψιλορωτάωΠαραμιλάνε κι οι δυο τους

(στον Ιησού)Κι άμα τράνεψες ξακολούθησες τη δουλειά του πατέρα σου

ΙΗΣΟΥΣΆμα τράνεψα δεν έκανα καμιά δουλειάΜου άρεζε λιγάκι η ψαρικήΎστερα τίποταhellip

(σιγότερα)Το δικό μου το Τίποτα ήτανε η αρχή της Αιωνιότητας για τους άλλους

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣ

(θυμωμένος)Παιδί του λαού και να μη δουλεύειςΤότε ποιός θα

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 30: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

δουλεύειΤέτοιο παράδειγμα έδωσες στους φτωχούςΟ φτωχός που είναι ακαμάτης καταντάει στην κρεμάλαΚαλά λοιπόν είσαι εκεί που βρίσκεσαι

ΙΗΣΟΥΣΠήγα κι απομονώθηκα στην ερημιά τα καλύτερα χρόνια της ζωής μου ώς τα τριάνταΖούσα ανάμεσα σε αμμουδιές και θάμνα κι αγριομέλισσεςhellipΈτρωγα κάπου κάπου κανένα ακροβλάσταρο ή άγριο μέλιhellipΔεν είχα ανάγκη από τίποταΜοναχά σκεφτόμουνα πρωί μεσημέρι βράδυ mdash κι όλη τη νύχταhellip

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΌποιος δουλεύει δε σκέφτεταιΓιrsquo αυτό είναι χαρούμενος

ΜΩΜΟΣΌταν δουλεύει ο άλλος για μας εμείς καθόμαστε κι είμαστε χαρούμενοιhellipΟ σκλάβος με την κούραση της δουλειάς που του κλέβουνε δεν έχει καιρό και δύναμη να σκεφτείΔε γνωρίζει την αθλιότητα της ψυχής του

(στον Ιησού)Ωστόσο σαν έριχνες για τον εαυτό σου τα δίχτυα στη θάλασσα με την αστροφεγγιά και τα σήκωνες την αυγή με την ανάλαφρην άχνα πάνου στα τριανταφυλλιά νερά τα χείλια σου δεν τραγουδούσανε ποτές

ΙΗΣΟΥΣΤα χείλια μου προσευχόντανεhellip

ΜΩΜΟΣΚι όταν άδειαζες από τα μαύρα δίχτυα σου μέσα στο πανέρι το λαχταριστό ασήμι των βυθών τα μάτια σου δε λαμποκοπούσαν από χαρά

ΙΗΣΟΥΣΤα μάτια μου ήτανε πάντα δακρυσμένα Από λύπη

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 31: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΑ ΕγώhellipΉμουνα παιδί της Γης Μέσα μου βράζαν όλες οι φουσκοδεντριές από μένα ξεκινούσαν όλες οι δύναμες των στοιχείων όλες οι φωτιέςhellipΎστερrsquo από τόσων αιώνων μαρτύρια με παρηγοράει η σκέψη πως τα νιάτα μου δεν πήγανε χαμένα Τα χάρηκαΚαι γέλασα και τραγούδησα κι ερωτεύτηκαhellip Ερωτεύτηκα σα θεός χωρίς αρχή και τέλοςΚι όντας με καρφώναν εδώ ξεφωνούσα τιναζόμουνα δάγκωνα Ήξερα τί αξίζουν η κίνηση το ξόδιασμα της δύναμης ο χορτασμός της αποθυμιάςΚαι θα μισώ αιώνια τον Οχτρό μου όχι τόσο γιατί μου πήρε τον ουρανό όσο γιατί μου στέρησε τη γηςhellipΕσύ δε θα rsquoβγαλες τσιμουδιά όντας σε σταυρώνανεΈτσι δεν καρφώσαν ένα ζωντανόν άνθρωπο παρά ένα πτώμαΚαι συχωρνάς τους φονιάδες σου γιατί τους φοβάσαι ακόμαΚι έτσι πρέπει αφού είσαι λαός Είναι το μόνο πράμα που έκανες σωστό ίσαμε τώρα να φοβάσαι

ΜΩΜΟΣΚαλά τα λεςΜα θέλεις τη χαρά της ζωής μοναχά για τον εαυτό σου Θέλεις μοναχός σου νrsquo ακούς τα πουλιά μοναχός σου να είσαι χορτασμένος Να rsquoναι δικά σου όλα γης δέντρα ήλιος θάλασσα κι ανθρώποιΤο ίδιο κάνουνε κι οι αφέντες της Γης οι αφέντες ΣαςΜα θα έρθει κι αυτωνών η ώρα να σταυρωθούνε όταν τους βάλει ο λαός με το ζόρι να δουλεύουνε

ΠΡΟΜΗΘΕΑΣΤί λες μωρέΓίνονται αυτά τα πράματαΚρίμα που σε είχα για έξυπνοΟύτε όλοι μπορεί να rsquoναι αφέντες mdashτότε ποιός θα δουλεύειmdash ούτε όλοι φτωχοί mdash τότε δε χρειάζεται η δουλειά γιατί η δουλειά πλουταίνειhellipΈτσι είναι κανονισμένο από την αρχή του κόσμου οι φτωχοί που δουλεύουνε δε θα μπορούσανε να σταθούνε ούτε μια στιγμή χωρίς τους αφέντες που τους δίνουνε δουλειά

ΜΩΜΟΣ

(γελώντας)

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 32: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Εμείς θα ξαναφκιάσουμε τον κόσμο άλλη μια φοράhellip από την αρχή

ΙΗΣΟΥΣ

(μόλις ακούγεται)laquoΤα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τω Θεώraquo

ΜΩΜΟΣΓελιέσαιΌσο το σώμα θrsquo ανήκει στον Καίσαρα θαν του ανήκει μαζί κι ο νους κι η ψυχήΑυτά δε χωρίζονταιΤα χρέη στο Θεό και τα χρέη στον Καίσαρα είναι το ίδιο πράμαΔε θέλουμε Καίσαρες

ΙΗΣΟΥΣ

(ξέπνοα)laquoΤετέλεσταιraquo

ΜΩΜΟΣΤί είπες

(σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(στον Προμηθέα)Τί είπε

(βαθύτερη σιγή)

ΜΩΜΟΣ

(μέσα του)Δεν ακούγονταιΧαθήκανε κι οι δυο τους μαζί απrsquo το πρόσωπο της γης

(Νύχτωσε Σιγοβγαίνει το φεγγάρι

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου
Page 33: Κωστασ βαρναλησ o μονολογος του μωμου

Ο Μώμος βρίσκεται καθισμένος σrsquo ένα μεγάλο γεφύρι απάνου από μιαν τεράστιαν άβυσσο Είναι το γεφύρι που δένει τα περασμένα με τα μελλούμενα Καθώς κοιτάει στο βάθος τα νερά που κυλάνε αστράφτοντας σα μαύρο ατσάλι και βογκάνε συλλογίζεται)Όλα τούτα ήτανε πλάσματα της φαντασιάς μου ένα ξέσπασμα και ξαλάφρωμα του στοχασμού μουΜου αρέσει κάπου κάπου να μιλάω μοναχός μου Να χωρίζω τον εαυτό μου σε λογής αντίθετα σύμβολα και να τα βάζω να μαλώνουνεΠοιός ξέρειΊσως κάποιος να με άκουσεhellipΑν όχι θα έρθει καιρός που θα πληθαίνουνε τόσο οι Μώμοι που μονόλογοι σαν κι αυτόνε θα rsquoναι ολότελα περιττοίΜα πρώτα θα rsquoχουμε περάσει το γεφύριhellip

  • Ο Μονόλογος του Μώμου