ΟΓΕΙΟ eΑΙΔΕΙΑ ΚΑΙ ΘΗΚΕΜΑ hΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΑΜΜΑΕΙΑ …3 «Κύρι x,...

198
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ Έκθεση 2018 Περιστατικά εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα

Upload: others

Post on 28-Sep-2020

8 views

Category:

Documents


0 download

TRANSCRIPT

  • ΥΠΟΥΡΓΕΙΟ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ ΓΕΝΙΚΗ ΓΡΑΜΜΑΤΕΙΑ ΘΡΗΣΚΕΥΜΑΤΩΝ

    ΔΙΕΥΘΥΝΣΗ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΗΣ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ ΤΜΗΜΑ ΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΩΝ ΚΑΙ ΔΙΑΘΡΗΣΚΕΥΤΙΚΩΝ ΣΧΕΣΕΩΝ

    Έκθεση 2018

    Περιστατικά

    εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα

  • 2

    Εικόνα εξωφύλλου: Γεωγραφική απεικόνιση του συνόλου των περιστατικών της Έκθεσης έτους 2018. Πηγή χαρτογραφικού υποβάθρου: Ελληνική Στατιστική Αρχή

    Εικόνα οπισθοφύλλου: λεπτομέρεια πινακίδας, Ιερά Μονή Αγίου Γεωργίου Χοζεβίτου, Ισραήλ.

    Όλοι οι χάρτες (πλην του ΙΙ.Α.2.γ.iii), καθώς και η στατιστική επεξεργασία και παρουσίαση των δεδομένων πραγματοποιήθηκαν, κατόπιν αιτήματος και σχετικών οδηγιών της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, από τον Πανοσιολογιώτατο Αρχιμανδρίτη π. Ιωάννη-Γεώργιο Περιστερίδη, Χημικό-Μηχανικό MSc – Θεολόγο ΜΑ, Υπ. Διδάκτορα της Σχολής Αγρονόμων & Τοπογράφων Μηχανικών ΕΜΠ - τον οποίο ευχαριστούμε θερμά - με την υποστήριξη της ερευνητικής ομάδας Γεωχωρικής Ανάλυσης και Γεωγραφικών Συστημάτων Πληροφοριών «GeoCHOROS» του Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου και η χρήση τους παραχωρήθηκε δωρεάν.

    Copyright ©2019 Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων, YΠΑΙΘ Διατίθεται με την άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού 4.0 Διεθνές (CCBY 4.0) This work is licensed under the Creative Commons Attribution 4.0 International License http://creativecommons.org/licenses/by/4.0/ Η παρούσα Έκθεση διατίθεται σε ηλεκτρονική μορφή στην ιστοσελίδα του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων: www.minedu.gov.gr

    http://creativecommons.org/licenses/by/4.0/http://www.minedu.gov.gr/

  • 3

    «Κύριε, ἠγάπησα εὐπρέπειαν οἴκου σου καὶ τόπον σκηνώματος δόξης σου» (Ψαλ. 25,8)

    ה--הָיהְי ַה ְָ ב ָןעְמ ,יית מ ,םָןְְּו ;ֶָךהיֵּ ָכשת ב ןה .ָשְְבְֵּּת ח) ִה ִּה (םי

    “Domine dilexi decorem domus tuae et locum habitationis gloriae tuae” (Ps. 25,8)

    .ََّْدْجي ََّْنَكسْر َضََّْضْومَر َبْاتْيَر َََّتحَر َُْتَبْبحَر َُّبَر َاي

    ) مزامير٨(

  • 4

    Πίνακας περιεχομένων Πρόλογος ................................................................................................................................... 5 Εισαγωγικό Σημείωμα ............................................................................................................... 6 Σύνοψη Περιεχομένων .............................................................................................................. 8 I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ .............................................................................................................................. 9

    Α. Η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων ............................................................................... 9

    1. Ιστορική Ανασκόπηση ................................................................................................... 9 2. Ισχύον θεσμικό πλαίσιο .............................................................................................. 13

    Β. H προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας ................................................................... 14

    1. Θεσμικό πλαίσιο .......................................................................................................... 14 2. Η έννοια της «επικρατούσας θρησκείας» ................................................................... 15 3. Η απαγόρευση του προσηλυτισμού ........................................................................... 17 4. Θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης για την ανέγερση και λειτουργία λατρευτικών χώρων (Ευκτηρίων Οίκων και Ναών) .............................................................................. 17 5. Το Δίκτυο καταγραφής περιστατικών εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας και η σχετική Έκθεση ................................................................................................................ 26

    ΙI. ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ ΕΤΟΥΣ 2018 .................................................................................................... 30

    Α. Χριστιανισμός .................................................................................................................. 30

    1. Ορθόδοξη Εκκλησία .................................................................................................... 30 2. Καθολική Εκκλησία .................................................................................................... 141 3. Άλλες Χριστιανικές Θρησκευτικές Κοινότητες .......................................................... 146

    Β. Ιουδαϊσμός .................................................................................................................... 151

    1. Εισαγωγικά ................................................................................................................ 151 2. Θεσμικό πλαίσιο ........................................................................................................ 152 3. Περιστατικά ............................................................................................................... 155 4. Επίμετρο .................................................................................................................... 164

    Γ. Μουσουλμανισμός ........................................................................................................ 172

    1. Μουσουλμανική Μειονότητα Θράκης ...................................................................... 172 2. Μουσουλμάνοι εκτός Θράκης................................................................................... 174 3. Ισλαμικό Τέμενος Αθηνών ......................................................................................... 176 4. Περιστατικά ............................................................................................................... 177 5. Επίμετρο .................................................................................................................... 178

    Δ. Άλλα Θρησκεύματα ....................................................................................................... 190

    III. ΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ & ΣΤΑΤΙΣΤΙΚΗ ΑΠΕΙΚΟΝΙΣΗ ......................................................................... 191

    Α. Γεωγραφική απεικόνιση περιστατικών έτους 2018 ανά Θρησκευτική Κοινότητα ...... 191 Β. Στατιστική απεικόνιση στο σύνολο των περιστατικών της Έκθεσης 2018 .................. 195

    IV. Βιβλιογραφία: .................................................................................................................. 197

  • 5

    Πρόλογος

    Η ελευθερία είναι στο κέντρο της πολιτικής μας γιατί ο στόχος μας είναι η ευημερία των πολιτών. Όμως δεν νοείται ελευθερία σε μια κοινωνία, χωρίς την ελευθερία του θρησκεύεσθαι ή του μη θρησκεύεσθαι. Η ιστορία της Ευρώπης επί αιώνες ήταν και μια ιστορία θρησκευτικών πολέμων που, τελικά, διαμόρφωσαν συνειδήσεις, ταυτότητες και κοινότητες. Ευρωπαϊκά έθνη γεννήθηκαν και ολοκλήρωσαν την πορεία αυτοσυνειδησίας τους μέσα από την ίδρυση δικών τους Εκκλησιών. Η κοινωνική ειρήνη δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς την θρησκευτική ειρήνη, και η θρησκευτική ειρήνη δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο μέσα σε ένα πολιτικό σύστημα που εξασφαλίζει και εγγυάται τη θρησκευτική ελευθερία όλων κάτω από την προστασία και υπό τους όρους που θέτει ο νόμος. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι Έλληνες από την πρώτη στιγμή που επαναστάτησαν για να κερδίσουν την ελευθερία τους, διακήρυξαν ότι το νέο κράτος θα ήταν ανεξίθρησκο και θα επέτρεπε σε όλους να θρησκεύονται ελεύθερα.

    Η Έκθεση Περιστατικών εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα είναι μια καταγραφή κάθε είδους πράξεων που, τελικά, στοχεύουν τη θρησκευτική ελευθερία, τον αλληλοσεβασμό, την κοινωνική ενότητα αλλά και την οικονομική ανάπτυξη της χώρας μας. Είναι μια αναγκαία καταγραφή για να θυμόμαστε ότι η ελευθερία δεν έχει μόνο φίλους αλλά και εχθρούς. Είναι μια διαρκής υπενθύμιση ότι η θρησκευτική ελευθερία, όπως και γενικότερα η ελευθερία, δεν είναι μια δεδομένη κατάσταση αλλά ένας διαρκής αγώνας ενάντια στην ανασφάλεια, στη βία, στα fake news και στον φανατισμό.

    Σ’ αυτήν την προσπάθεια, το Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι παρόν αναπτύσσοντας πολιτικές και πρωτοβουλίες, όπως η σύνταξη και η δημοσιοποίηση της Έκθεσης Περιστατικών εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας στην Ελλάδα, με στόχο την υποστήριξη της θρησκευτικής ελευθερίας και του αλληλοσεβασμού αλλά και την καταπολέμηση της μισαλλοδοξίας και του αντισημιτισμού.

    Νίκη Κεραμέως

    Υπουργός Παιδείας και Θρησκευμάτων

  • 6

    Εισαγωγικό Σημείωμα

    Η Έκθεση για τα Περιστατικά εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας συμπλήρωσε 4 έτη εκδοτικής ζωής. Το 2015 (το πρώτο έτος αναφοράς της Έκθεσης) καταγράφηκαν 147 Περιστατικά, το 2016 καταγράφηκαν 215 Περιστατικά, το 2017 καταγράφηκαν 556 Περιστατικά και το 2018 καταγράφηκαν 591 Περιστατικά. Από το 2015 έως το 2018 καταγράφεται αύξηση 300%. Όμως, είναι σαφές ότι ένα σημαντικό ποσοστό της αύξησης των περιστατικών που καταγράφονται, συνδέεται με την ανάπτυξη του δικτύου καταγραφής, με την ανταπόκριση της Αστυνομίας αλλά και με την προσπάθεια των ίδιων των θρησκευτικών κοινοτήτων της χώρας μας να συγκεντρώσουν τα αναγκαία στοιχεία. Αξίζει να σημειωθεί ότι η θρησκευτική κοινότητα που παρουσιάζει τις μεγαλύτερες δυσκολίες συγκέντρωσης των σχετικών στοιχείων, είναι η Ορθόδοξη Εκκλησία.

    Η Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως προκύπτει από τα στοιχεία και των τεσσάρων ετών, είναι το πρώτο και μεγαλύτερο θύμα επιθέσεων/βεβηλώσεων/κλοπών/ιεροσυλιών (σε ποσοστό 95%). Είναι, επίσης, αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η χειρότερη επίθεση τρομοκρατικού χαρακτήρα στη χώρα μας εναντίον πολιτών που απλώς ήθελαν να προσευχηθούν, πραγματοποιήθηκε το 2018 εναντίον των Ορθοδόξων Χριστιανών στο κέντρο της Αθήνας. Η τοποθέτηση βόμβας στον Άγιο Διονύσιο είναι η μοναδική τρομοκρατική επίθεση που στόχευε στην πρόκληση νεκρών μεταξύ όσων ήθελαν να προσευχηθούν.

    Όμως, αυτή η επίθεση εναντίον των Ορθοδόξων Χριστιανών δεν πραγματοποιήθηκε από φανατικούς πιστούς μιας άλλης θρησκευτικής κοινότητας αλλά, σύμφωνα με την σχετική προκήρυξη, από τρομοκράτες με συγκεκριμένη πολιτική και ιδεολογική στόχευση.

    Είναι αξιοσημείωτο ότι πολλοί συμπολίτες μας αλλά και οργανώσεις που δείχνουν δικαιολογημένο ενδιαφέρον για θέματα θρησκευτικών ελευθεριών και ανθρωπίνων δικαιωμάτων, αγνοούν συστηματικά την Ορθόδοξη Εκκλησία και τους Ορθόδοξους Χριστιανούς, δηλαδή αγνοούν συστηματικά τη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού για διάφορους λόγους. Σε ορισμένες περιπτώσεις αυτή η τακτική ακολουθείται και από συντάκτες εκθέσεων διεθνούς χαρακτήρα για τις θρησκευτικές ελευθερίες καθώς η κύρια πηγή πληροφόρησής τους είναι εγχώριες οργανώσεις. Αυτή η τακτική αγνόησης των Ορθοδόξων Χριστιανών καλλιεργεί -έστω και αθέλητα- την αντίληψη ότι τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν αφορούν την πλειοψηφία της χώρας αλλά μόνο τις εκάστοτε μειοψηφίες και μάλιστα σε αντιπαράθεση με την πλειοψηφία. Όμως, τα ανθρώπινα δικαιώματα δεν είναι ένα παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος μεταξύ μιας πλειοψηφίας και διαφόρων μειοψηφιών. Είναι η ίδια η βάση του πολιτισμού μας, η sine qua non προϋπόθεση της κοινωνικής ειρήνης και μια από τις σημαντικότερες αιτίες για την ανάπτυξη της οικονομίας και την ευημερία όλων των πολιτών.

    Όπως προκύπτει από τα στοιχεία και των τεσσάρων ετών έκδοσης της Έκθεσης, ο αντισημιτισμός είναι υπαρκτός στη χώρα μας. Δεν έχει τις μορφές που έχει σε άλλα κράτη όπου εκδηλώνεται με βίαιες επιθέσεις εναντίον προσώπων ή περιουσιών, αλλά δεν πρέπει να κρυβόμαστε ή να ωραιοποιούμε καταστάσεις, αν δεν θέλουμε να βρεθούμε αντιμέτωποι με εφιάλτες. Η δέσμευσή μας στην καταπολέμηση του αντισημιτισμού, του ρατσισμού και της μισαλλοδοξίας πρέπει να είναι ειλικρινής και, κυρίως, να παράγει συγκεκριμένα αποτελέσματα, όχι να αποτελεί ένα σύνηθες -και βολικό- ρητορικό τέχνασμα. Οι Έλληνες Εβραίοι αποτελούν το 0,05% του ελληνικού πληθυσμού, αλλά τα περιστατικά που έχουν αντισημιτικό χαρακτήρα φτάνουν το 3,38% (το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό μεταξύ όλων των θρησκευτικών κοινοτήτων) για το 2018 έχοντας παρουσιάσει αύξηση 81% σε σχέση με το 2017.

    Σύμφωνα με τα διαθέσιμα επιστημονικά δεδομένα για τον ρόλο και την επιρροή της θρησκείας στις σύγχρονες κοινωνίες και ειδικότερα στην ελληνική κοινωνία (μεταξύ άλλων βλ. σχετικές εκθέσεις του Pew Research Center), η θρησκεία παίζει έναν όλο και

  • 7

    σημαντικότερο ρόλο όχι μόνο στην ιδιωτική αλλά και στη δημόσια σφαίρα. Η θρησκεία θα ήταν πράγματι μια ιδιωτική υπόθεση εάν δεν παρήγαγε αποτελέσματα που τελικά επηρεάζουν -θετικά ή αρνητικά- την κοινωνία. Ως εκ τούτου είναι αναγκαία η έκφραση του ενδιαφέροντος του Κράτους με στόχο την προστασία και την εγγύηση της θρησκευτικής ελευθερίας καθώς αυτή είναι εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση για τη θρησκευτική ειρήνη, τον διάλογο και τον αλληλοσεβασμό.

    Αποτελεί ύψιστο εθνικό και κοινωνικό συμφέρον να καταβληθεί κάθε προσπάθεια για την αποφυγή συγκρούσεων θρησκευτικού χαρακτήρα. Γι’ αυτό, εκτός από τις θετικές δράσεις και πρωτοβουλίες που αναπτύσσει ή υποστηρίζει η Πολιτεία με στόχο την εδραίωση της κουλτούρας του διαθρησκειακού διαλόγου και αλληλοσεβασμού, είναι αναγκαίο ταυτοχρόνως να εκπέμπει ένα σταθερό και δημόσιο μήνυμα αποδοκιμασίας και τιμωρίας των πράξεων εξαιτίας των οποίων μπορεί να διακυβευθεί η θρησκευτική ειρήνη. Αυτό το μήνυμα δεν εκφράζεται μόνο μέσω των σύγχρονων κοινοτικών και εθνικών νομοθετικών παρεμβάσεων για την προστασία του ατόμου από άμεσες ή έμμεσες διακρίσεις, λόγω και έργω, βάσει (και) των θρησκευτικών πεποιθήσεών του (ν. 4443/2016), ήτοι με τη ρητή απαγόρευση προσβολής των δικαιωμάτων του ατόμου λόγω των θρησκευτικών πεποιθήσεών του αλλά αυτή η προστασία πρέπει να ολοκληρώνεται με την ποινική απαξία συμπεριφορών και δη βίαιων πράξεων που αποδεδειγμένα ενέχουν τέτοια διάκριση.

    Η θρησκευτική ειρήνη ήταν, είναι και θα παραμείνει ένα μείζον κοινωνικό αγαθό. Δεν υπάρχει κανείς άλλος -και δεν πρέπει να υπάρξει κανείς άλλος- που να την εγγυάται παρά μόνο η Ελληνική Πολιτεία, όπως το έχει πράξει με ιδιαίτερα μεγάλη επιτυχία ως σήμερα.

    Γιώργος Καλαντζής

    Γενικός Γραμματέας Θρησκευμάτων

  • 8

    Σύνοψη Περιεχομένων

    Στο Εισαγωγικό μέρος (Ι) παρουσιάζεται το ιστορικό και το ισχύον θεσμικό πλαίσιο της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων, καθώς και το θεσμικό πλαίσιο που διέπει την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας στην Ελλάδα, με ειδική αναφορά στην ανέγερση και λειτουργία λατρευτικών χώρων. Ακολούθως, γίνεται αναφορά στο Δίκτυο καταγραφής περιστατικών, προσδιορίζονται τα είδη χώρων θρησκευτικής σημασίας που ελήφθησαν υπόψη και παρατίθεται κατάλογος με τους συνεργαζόμενους θρησκευτικούς και κρατικούς φορείς.

    Στο δεύτερο μέρος (ΙΙ) παρατίθενται τα πάσης φύσεως περιστατικά σε βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας, τα οποία περιήλθαν σε γνώση της Yπηρεσίας κατά το έτος 2018, ανά θρησκευτική κοινότητα, συνοδευόμενα από ιστορικά, νομικά και στατιστικά στοιχεία κατά περίπτωση.

    Συνολικά, για το έτος 2018 κατεγράφησαν πεντακόσια ενενήντα ένα (591) περιστατικά εις βάρος χώρων θρησκευτικής σημασίας, κατανεμόμενα ανά θρήσκευμα ως εξής:

    - Χριστιανισμός: Πεντακόσια εξήντα εννέα (569) περιστατικά πάσης φύσεως (βανδαλισμοί, διαρρήξεις, κλοπές, ιεροσυλίες, τοποθετήσεις εκρηκτικών μηχανισμών και λοιπές βεβηλώσεις).

    Ειδικότερα:

    στην Ορθόδοξη Εκκλησία αφορούν πεντακόσια εξήντα τέσσερα (564) περιστατικά, αρκετά από τα οποία, πέραν του κατά περίπτωση ειδικότερου ποινικού τους χαρακτηρισμού, φέρουν χαρακτηριστικά θρησκευτικής μισαλλοδοξίας (ενδεικτικώς τα υπ’αριθ. 27, 28, 49-51, 99, 112, 123, 124, 130, 161-164, 168-172, 204, 210, 228, 301, 380, 405-407, 426, 515, 524, 536, 564), συμπεριλαμβανομένου του απροειδοποίητου τρομοκρατικού χτυπήματος της 27ης Δεκεμβρίου στον Ι. Ναό Αγίου Διονυσίου Αρεοπαγίτου στην Αθήνα (βλ. περιστατικό υπ’αριθ. 535), το οποίο είχε ως αποτέλεσμα τον τραυματισμό δύο ατόμων, αν και σύμφωνα με την σχετική ανάληψη ευθύνης αποσκοπούσε σε μεγαλύτερο αριθμό θυμάτων. Είναι η πρώτη φορά στην Ελλάδα που πραγματοποιείται τρομοκρατική επίθεση σε θρησκευτικό χώρο με διακηρυγμένο σκοπό την πρόκληση νεκρών και αξίζει να τονιστεί ότι αυτή η επίθεση στράφηκε εναντίον της Ορθόδοξης Εκκλησίας,

    ένα (1) περιστατικό αφορά στην Καθολική Εκκλησία,

    τρία (3) περιστατικά αφορούν στους Χριστιανούς Μάρτυρες του Ιεχωβά και

    ένα (1) περιστατικό στο Γερμανικό στρατιωτικό νεκροταφείο Αττικής.

    - Ιουδαϊσμός: Είκοσι (20) περιστατικά ρατσιστικού/αντισημιτικού χαρακτήρα.

    - Μουσουλμανισμός: Δύο (2) περιστατικά.

    Δεν αναφέρθηκαν περιστατικά σε βάρος χώρων άλλων θρησκευμάτων.

    Στο τρίτο μέρος (ΙΙΙ) ακολουθεί γεωγραφική και στατιστική απεικόνιση των δεδομένων υπό μορφή χαρτών και γραφημάτων, με αποτύπωση: α) της γεωγραφικής κατανομής των περιστατικών στην Επικράτεια ανά Θρήσκευμα,

    β) της γεωγραφικής κατανομής του συνόλου των καταγεγραμμένων περιστατικών ανά Περιφέρεια,

    γ) της χρονολογικής κατανομής των περιστατικών ανά μήνα,

    δ) των εξιχνιασθέντων και μη εξιχνιασθέντων περιστατικών.

  • 9

    I. ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΑ

    Α. Η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων

    1. Ιστορική Ανασκόπηση

    Η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων είναι συνυφασμένη με το Υπουργείο Παιδείας, αφού τα θέματα της θρησκείας που ανήκουν στην αρμοδιότητά της αντιμετωπίζονταν από κοινού με την παιδεία από τότε που δημιουργήθηκε ανεξάρτητο Ελληνικό κράτος. Για να γίνει καλύτερα κατανοητή η σχέση αυτή, σκόπιμη είναι μια συνοπτική παρουσίαση της γένεσης και της εξέλιξης του υπουργείου που σήμερα ονομάζεται Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων και ειδικότερα της πορείας της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων μέσα στο χρόνο.

    Αναλυτικότερα, στην Α΄ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου που αποτελεί την πρώτη συνέλευση του νομοθετικού σώματος του νέου Ελληνικού κράτους (Επίδαυρος, 20 Δεκεμβρίου 1821 - 16 Ιανουαρίου 1822), ψηφίστηκε την 1η Ιανουαρίου 1822 το «Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἐλλάδος», που αποτελεί το πρώτο Σύνταγμα της Ελλάδας. Στο κείμενο αυτό μεταξύ άλλων ορίζεται ότι η Διοίκηση αποτελείται από δύο «σώματα», το «Βουλευτικὸν» και το «Ἐκτελεστικόν». Το Εκτελεστικό σώμα εκλέγει οκτώ υπουργούς ενιαύσιας θητείας, ένας εκ των οποίων είναι «ὁ τῆς Θρησκείας». Διορίζεται μάλιστα ως «Μίνιστρος τῶν Θρησκευτικῶν» ο επίσκοπος Ανδρούσης Ιωσήφ (Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἐλλάδος κατά τὴν ἐν Ἐπιδαύρῳ Α΄ Ἐθνικὴν Συνέλευσιν, σελ. 9).

    Στη Β΄ Εθνοσυνέλευση που έγινε ένα χρόνο αργότερα στο Άστρος αναθεωρήθηκε το «Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἐλλάδος» και ψηφίστηκε νέο Σύνταγμα με την ονομασία «Νόμος τῆς Ἐπιδαύρου», δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο τη σύνδεση του νέου Συντάγματος με το προηγούμενο. Στο κείμενο αυτό ορίζεται ότι το Εκτελεστικό σώμα έχει επτά υπουργούς, ένας εκ των οποίων εξακολουθεί να είναι «ὁ τῆς Θρησκείας» (Προσωρινὸν Πολίτευμα τῆς Ἐλλάδος κατά τὴν ἐν Ἄστρει Α΄ Ἐθνικὴν Συνέλευσιν, σελ. 5).

    Λίγο αργότερα, στο «Πολιτικὸν Σύνταγμα τῆς Ἐλλάδος» της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης της Τροιζήνας γίνεται λόγος για τους έξι Γραμματείς της Επικρατείας από τους οποίους αποτελείται η νομοτελεστική εξουσία, ένας εκ των οποίων είναι «ὁ ἐπὶ τοῦ δικαίου καὶ τῆς παιδείας», στις αρμοδιότητες του οποίου συγκαταλέγονται τα θέματα θρησκευμάτων.

    Τέλος, το «Ηγεμονικό» σύνταγμα του 1832, το οποίο δεν εφαρμόστηκε ποτέ, όριζε ότι οι Υπουργοί Γραμματείς είναι επτά (κατ’ ανώτατο όριο), ένας εκ των οποίων ήταν «ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως».

    Το 1833, ο Βασιλιάς Όθωνας με διάταγμά του ορίζει ότι όλοι οι επικεφαλής των Υπουργείων θα ονομάζονται εις το εξής «Γραμματεῖς τῆς Ἐπικρατείας». Ένας εξ αυτών είναι και «ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» (Α΄2). Στο ίδιο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως αναγράφεται χαρακτηριστικά, σχετικά με τον σκοπό της Γραμματείας επί των Εκκλησιαστικών και της Δημοσίου Εκπαιδεύσεως, ότι «θέλομεν ἀπονέμει εἰς αὐτοὺς (τους υπηκόους μας οποιασδήποτε θρησκείας) τὴν ἐντελεστάτην, ὡς πρὸς τὰς θρησκευτικάς των δοξασίας, ἐλευθερίαν». Το ίδιο έτος ιδρύονται με Βασιλικό Διάταγμα οι επτά Γραμματείες, τις οποίες διοικεί ως ανώτατος διευθυντής ο αντίστοιχος Γραμματέας της Επικρατείας.

    Το Βασιλικό Διάταγμα της ίδρυσης των επτά Γραμματειών ορίζει ότι η Γραμματεία «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» είναι τέταρτη κατά την τάξη των Γραμματειών (Α΄13, 1833). Σε επόμενο φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως του Βασιλείου της Ελλάδας, καθορίζονται οι αρμοδιότητες της Γραμματείας «ἐπὶ τῶν

  • 10

    Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως». Αυτές διακρίνονται σε δύο μέρη, το πρώτο από τα οποία περιλαμβάνει τα σχετικά με τις Εκκλησιαστικές υποθέσεις:

    α) η τήρηση των νόμων που ρυθμίζουν τις σχέσεις των διαφόρων χριστιανικών εκκλησιών και των θρησκευτικών κοινοτήτων,

    β) η διατήρηση των νομίμων ορίων μεταξύ πολιτικής Αρχής και εκκλησιαστικών Αρχών και η διαφύλαξη των δικαιωμάτων του Δημοσίου σε διενέξεις σχετικές με τα εκκλησιαστικά κτήματα και καταστήματα,

    γ) η εξέταση όλων των διαταγμάτων των εκκλησιαστικών Αρχών, κυρίως των «αὐτογράφων», των « βουλῶν» και των «πιτακίων» του Πάπα της Ρώμης και η εξασφάλιση βασιλικής άδειας πριν αυτά δημοσιοποιηθούν,

    δ) η εγκαθίδρυση συνοδικών Αρχών, η επιτήρηση των πράξεών τους και η έκδοση των σχετικών αποφάσεων,

    ε) η επιτήρηση της θείας λατρείας και ο περιορισμός ή η ακύρωση μη ουσιωδών πανηγύρεων και εορτών,

    στ) η εξασφάλιση του Βασιλικού Διατάγματος,

    ζ) η άδεια συστάσεως θρησκευτικών εταιριών και καταστημάτων και η καθαίρεση αυτών, αν υπάρχουν ευλογοφανή στοιχεία,

    η) η ανακαίνιση και η σύσταση ιερατικών καταστημάτων για την εκπαίδευση, συντήρηση και βελτίωση του Κλήρου, καθώς και τα σχετικά με τις εξετάσεις των υποψηφίων για θέσεις της εκκλησιαστικής ιεραρχίας,

    θ) η διαίρεση των επαρχιών των διαφόρων εκκλησιαστικών Αρχών,

    ι) η φροντίδα για την ανέγερση και διατήρηση των οικοδομών για εκκλησίες και για κατοικία των εφημερίων,

    ια) η επιτήρηση στη διοίκηση και διαχείριση της περιουσίας που είναι αφιερωμένη για θρησκευτικές ανάγκες.

    Το δεύτερο μέρος αφορά τις υποθέσεις της «Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» και περιλαμβάνονται τα εξής καθήκοντα:

    α) η επιτήρηση όσων αφορούν τα σχολεία και την εκπαίδευση γενικά, τη φροντίδα για σύσταση αρμόδιου οργανισμού των στοιχειωδών και των υψηλότερων παιδευτικών καταστημάτων, ενός Πανεπιστημίου και μιας Ακαδημίας των επιστημών,

    β) η φροντίδα για εξοπλισμό των σχολείων και των διδακτικών καταστημάτων και η επιτήρηση της διοίκησης της περιουσίας των σχολείων,

    γ) η φροντίδα μορφώσεως άξιων δασκάλων για τα σχολεία και καθηγητών και η ανέγερση των απαιτούμενων καταστημάτων,

    δ) η εξασφάλιση υποτροφιών για μαθητές εξαιρετικής ευφυΐας,

    ε) η σύσταση και επιτήρηση δημοσίων βιβλιοθηκών, Αστεροσκοπείου και άλλων σχετικών ιδρυμάτων,

    στ) η διεύθυνση της Βασιλικής Τυπογραφίας και η επίσπευση της μετάφρασης στα ελληνικά των αξιολογότερων ξένων συγγραμμάτων,

    ζ) η πρόοδος στις τέχνες και η σύσταση τεχνοδιδακτικών σχολείων και συλλογών και η ανέγερση Ακαδημίας των «πλασματογραφικῶν» τεχνών, η προετοιμασία για την ανασκαφή και ανακάλυψη των απολεσθέντων «ἀριστουργημάτων τῶν τεχνῶν», η διαφύλαξη των ήδη υπαρχόντων και η επαγρύπνηση να μην εξάγονται από το Κράτος,

  • 11

    η) η εμψύχωση της επιστημονικής έρευνας για τη διεύρυνση της σφαίρας των ανθρώπινων γνώσεων και η δημοσίευση των χειρογράφων των μοναστηρίων τα οποία θα μπορούσαν να φανούν αξιόλογα για οποιαδήποτε επιστήμη,

    θ) προτάσεις για το προσωπικό που θα στελεχώσει τις διδασκαλικές θέσεις ή τα δημόσια ιδρύματα που προάγουν την πρόοδο των επιστημών και των τεχνών,

    ι) η επιτήρηση στη διοίκηση και η διαχείριση της περιουσίας και των εισοδημάτων αφιερωμένων στην εκπαίδευση και η φροντίδα για την ανέγερση και διατήρηση των οικοδομών που απαιτούνται για την εκπαίδευση του λαού και την ανάπτυξη των τεχνών.

    Επίσης, ο Γραμματέας «ὁ ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» έχει την ευθύνη για τη διατήρηση της πειθαρχίας του υπό την εποπτεία του προσωπικού, καθώς και για την επιβολή πειθαρχικών ποινών. Το προσωπικό της Γραμματείας, σύμφωνα με το ίδιο Διάταγμα, αποτελείται από δύο Συμβούλους, τρεις Γραμματείς, δύο γραφείς και έναν κλητήρα. Το προσωπικό μπορεί να αυξηθεί ύστερα από κατεπείγουσα ανάγκη της υπηρεσίας.

    Με το Σύνταγμα του 1844 οι Γραμματείες της Επικρατείας ονομάζονται Υπουργεία και οι Γραμματείς της Επικρατείας Υπουργοί.

    Το 1846 ο νόμος ΛΓ΄ «Περὶ διοργανισμοῦ τῶν Ὑπουργείων» (Α΄14), καθιερώνει και νομοθετικά τον όρο Υπουργεία. Διατηρεί τα επτά Υπουργεία, που μέχρι πρότινος ονομάζονταν Γραμματείες της Επικρατείας, αλλά προβλέπει για πρώτη φορά τη διαίρεση της εσωτερικής υπηρεσίας των Υπουργείων σε τμήματα και εισάγει τον θεσμό του Γενικού Γραμματέα. Ο ίδιος νόμος ορίζει ότι το προσωπικό του Υπουργείου «τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» αποτελείται από δύο τμηματάρχες, τρείς Γραμματείς α΄ και β΄ τάξεως, τρείς Γραφείς α΄, β΄ και γ΄ τάξεως και δύο κλητήρες.

    Με τον νόμο ΣΙΕ΄ της 16ης Δεκεμβρίου 1852, προστίθεται ένας υπουργικός γραμματέας και ένας γραφέας α΄ τάξεως (Α΄ 65).

    Τέσσερα χρόνια αργότερα, το 1856 με τον νόμο ΤΟΣΤ΄ που ψηφίστηκε στις 12-10-1856, προστίθεται ένας Υπουργικός Γραμματέας α΄ τάξεως (Α΄60).

    Στη συνέχεια, με νομοθετικό διάταγμα στις 29-12-1925 (Α΄5) ιδρύεται στην Κεντρική Υπηρεσία του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών, η Διεύθυνση Θρησκευμάτων, ο προϊστάμενος της οποίας φέρει τον τίτλο του Γενικού Διευθυντή και ασκεί μαζί με τον Υπουργό την ανώτατη εποπτεία «ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν» ή με ειδική εντολή του Υπουργού την εποπτεία «ἐπὶ εἰδικῶν θεμάτων». Ο Γενικός Διευθυντής Θρησκευμάτων αναλαμβάνει επίσης όλα τα καθήκοντα και τις δικαιοδοσίες που μέχρι τώρα είχε ο τμηματάρχης των Εκκλησιαστικών.

    Το 1926, με νέο νομοθετικό διάταγμα το Υπουργείο των «Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς Δημοσίας Ἐκπαιδεύσεως» μετονομάζεται σε Υπουργείο «Θρησκευμάτων καὶ Παιδείας», το οποίο αποτελείται από δώδεκα τμήματα, πρώτο από τα οποία είναι το Τμήμα Θρησκευμάτων. Το ίδιο νομοθετικό διάταγμα καταργεί αυτό του 1925, που προέβλεπε την ίδρυση της Διεύθυνσης Θρησκευμάτων (Α΄140).

    Λίγα χρόνια αργότερα, το 1937, ανασυστήνεται η Διεύθυνση Θρησκευμάτων. Με τον αναγκαστικό νόμο 782 (Α΄267) καθιερώνεται για το Υπουργείο «Θρησκευμάτων και Παιδείας» η ονομασία Υπουργείο «Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας», που αποτελείται από τις εξής υπηρεσίες:

    α) το Γραφείο Υπουργού,

    β) τη Γενική Διεύθυνση Αρχαιοτήτων, Γραμμάτων και Καλών Τεχνών,

    γ) τη Γενική Διεύθυνση Παιδείας,

  • 12

    δ) τη Διεύθυνση Θρησκευμάτων, που περιλαμβάνει δύο τμήματα: 1) των Εκκλησιαστικών και 2) του Διοικητικού,

    ε) τη Διεύθυνση Οργανώσεως Νέων και

    στ) τη Διεύθυνση Προσωπικού, Διεκπεραιώσεως και Αρχείων.

    Το 1951, με τον αναγκαστικό νόμο 1671 (Α΄33), το Υπουργείο «Θρησκευμάτων και Εθνικής Παιδείας» μετονομάζεται σε Υπουργείο «Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων», ονομασία που διατηρείται μέχρι το 20091.

    Το 1976, με το π.δ. 147 (Α΄56), δημιουργείται η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων, η οποία συγκροτείται από τρεις Διευθύνσεις:

    α) «Ἐκκλησιαστικῆς Διοικήσεως», η οποία περιλαμβάνει δύο τμήματα: 1) το Τμήμα Εκκλησιαστικών Διοικητικών Θεμάτων και 2) το Τμήμα Ιερών Ναών, Ιερών Μονών και Εφημεριακού Κλήρου,

    β) «Ἐκκλησιαστικῆς Ἐκπαιδεύσεως και Θρησκευτικῆς Ἀγωγῆς», την οποία συγκροτούν τα τμήματα: 1) Προσωπικού και 2) Διοικητικού και

    γ) «Ἑτεροδόξων και Ἑτεροθρήσκων», που συγκροτείται από τα τμήματα 1) Ετεροδόξων και 2) Ετεροθρήσκων.

    Στη συνέχεια, το 1987 με το π.δ. 417 (Α΄186) συστήνεται η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων και προβλέπεται θέση Γενικού Γραμματέα ως Προϊσταμένου αυτής με βαθμό 1ο της κατηγορίας των ειδικών θέσεων. Στις αρμοδιότητες της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων ανήκει η εφαρμογή της Κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα των Θρησκευμάτων, καθώς και οι αρμοδιότητες των Διευθύνσεων που μέχρι τότε υπάγονταν στη Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων, όπως αυτές καθορίζονται στα άρθρα 5, 6 και 7 του π.δ. 147/1976. Οι Διευθύνσεις αυτές μαζί με το προσωπικό τους μεταφέρθηκαν στη Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων.

    Τρία χρόνια αργότερα, το 1990, με το π.δ. 339 (Α΄135) συστήνονται Γενικές Διευθύνσεις στο Υπουργείο Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η πρώτη κατά σειρά είναι η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων, που συγκροτείται από τις Διευθύνσεις:

    α) Εκκλησιαστικής Διοίκησης,

    β) Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και

    γ) Ετεροδόξων και Ετεροθρήσκων.

    Η Γενική Διεύθυνση συντονίζει τη δράση των επί μέρους υπηρεσιακών μονάδων από τις οποίες συγκροτείται, με σκοπό την εξειδίκευση, συγκριτική ανάλυση και αξιολόγηση της ακολουθούμενης πολιτικής στο χώρο των Θρησκευμάτων.

    1Το 2009 μετονομάσθηκε σε Υπουργείο «Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ 2234 Β΄/07-

    10-2009). Ακολούθως, το 2012 ιδρύθηκε το Υπουργείο «Παιδείας και Θρησκευμάτων, Πολιτισμού και Αθλητισμού» (ΦΕΚ 141 Α΄/21-06-2012). Ένα χρόνο αργότερα, μετονομάσθηκε σε Υπουργείο «Παιδείας και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ 152 Α΄/25-06-2013). Τον Ιανουάριο του 2015 συστήνεται το Υπουργείο «Πολιτισμού, Παιδείας και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ 20 Α΄/27-01-2015). Στις 22 Σεπτεμβρίου 2015 μετονομάστηκε σε Υπουργείο «Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ 114 Α΄/22-09-2015) και ανασυστάθηκε το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, ενώ στις 8 Ιουλίου 2019 μετονομάστηκε σε «Υπουργείο Παιδείας και Θρησκευμάτων» (ΦΕΚ Α΄119 Α΄/8-7-2019).

    https://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%A0%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82,_%CE%88%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%98%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%85%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BDhttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%A0%CE%B1%CE%B9%CE%B4%CE%B5%CE%AF%CE%B1%CF%82,_%CE%88%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1%CF%82_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%98%CF%81%CE%B7%CF%83%CE%BA%CE%B5%CF%85%CE%BC%CE%AC%CF%84%CF%89%CE%BDhttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%91%CE%B8%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8Dhttps://el.wikipedia.org/wiki/%CE%A5%CF%80%CE%BF%CF%85%CF%81%CE%B3%CE%B5%CE%AF%CE%BF_%CE%A0%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D_%CE%BA%CE%B1%CE%B9_%CE%91%CE%B8%CE%BB%CE%B7%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CE%BF%CF%8D

  • 13

    Η Γενική Διεύθυνση Θρησκευμάτων διατηρείται μέχρι το 2014, οπότε και καταργείται με το π.δ. 114 (Α΄181), το οποίο προβλέπει ότι η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων περιλαμβάνει δύο Διευθύνσεις:

    α) τη Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης, η οποία περιλαμβάνει τα τμήματα: 1) Εκκλησιαστικής Διοίκησης και 2) Ετεροθρήσκων και Ετεροδόξων και

    β) τη Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης, η οποία περιλαμβάνει τα τμήματα: 1) Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής και 2) Θρησκευτικών Ελευθεριών και Διαθρησκευτικών Σχέσεων.

    Αξίζει να επισημανθεί ότι στο ως άνω π.δ. περιελήφθη, για πρώτη φορά, ως πεδίο της αποστολής του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της θρησκευτικής λατρείας και η εποπτεία των λειτουργών όλων των γνωστών θρησκειών.

    2. Ισχύον θεσμικό πλαίσιο

    Σύμφωνα με τον Οργανισμό του Υπουργείου (άρθρο 1 του π.δ. 18/2018) αποστολή του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων είναι:

    « […] η ανάπτυξη και η συνεχής αναβάθμιση της παιδείας με σκοπό:

    α) την ηθική, την πνευματική και τη φυσική αγωγή των Ελλήνων,

    β) την ανάπτυξη της εθνικής συνείδησης,

    γ) την προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της λατρείας και την εποπτεία των λειτουργών όλων των γνωστών θρησκειών,

    δ) την καλλιέργεια του σεβασμού στην ελευθερία του λόγου και της έκφρασης,

    ε) την ανοχή στη διαφορετικότητα,

    στ) τη διαπαιδαγώγηση με βάση τις αρχές της δημοκρατίας, της ισότητας, της αλληλεγγύης, της απαγόρευσης των διακρίσεων, της διαφάνειας και της αξιοκρατίας,

    ζ) τον σεβασμό στο περιβάλλον, φυσικό και πολιτιστικό, και την εμπέδωση της αρχής της αειφορίας,

    η) τη διαμόρφωση ελεύθερων, ενεργών και κριτικά σκεπτόμενων πολιτών,

    θ) την ανάπτυξη και την προαγωγή της επιστήμης, της έρευνας, της καινοτομίας, της τεχνολογίας, της κοινωνίας της πληροφορίας,

    ι) τη μέριμνα για την ποιοτική αναβάθμιση της εκπαίδευσης της νέας γενιάς και της δια βίου μάθησης».

    Περαιτέρω, σύμφωνα με την παρ. 1 του άρθρου 57 του ως άνω προεδρικού διατάγματος, όπως αντικαταστάθηκε με την παρ. 3 περ. α΄ του άρθρου 72 του ν. 4589/2019 (Α΄13): «Σκοπός της Γενικής Γραμματείας Θρησκευμάτων είναι η προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης και της θρησκευτικής λατρείας, η εποπτεία του θρησκευτικού εκπαιδευτικού συστήματος και των λειτουργών των γνωστών θρησκειών, καθώς και η σύνδεση θρησκείας, παιδείας και πολιτισμού με την ταυτόχρονη προαγωγή δράσεων κατά του φανατισμού και της μισαλλοδοξίας και υπέρ των διαθρησκευτικών σχέσεων και διαλόγου προς όφελος της θρησκευτικής ειρήνης και της κοινωνικής συνοχής».

    Η Γενική Γραμματεία Θρησκευμάτων συγκροτείται από τις ακόλουθες οργανωτικές μονάδες:

    α) τη Διεύθυνση Θρησκευτικής Διοίκησης, με τα Τμήματα Α΄ Εκκλησιαστικής Διοίκησης, Β΄ Διοικητικών Υποθέσεων και Μητρώου και Γ΄ Μουσουλμανικών Υποθέσεων και

  • 14

    β) τη Διεύθυνση Θρησκευτικής Εκπαίδευσης και Διαθρησκευτικών Σχέσεων, με τα Τμήματα Α΄ Εκκλησιαστικής Εκπαίδευσης και Θρησκευτικής Αγωγής, Β΄ Θρησκευτικών Ελευθεριών και Διαθρησκευτικών Σχέσεων και Γ΄ Μουσουλμανικών Ιεροσπουδαστηρίων.

    Β. H προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας

    1. Θεσμικό πλαίσιο

    Όλα τα ελληνικά συνταγματικά κείμενα από το 1821 και μετά, πέραν της αναγνώρισης της θρησκείας της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ως επικρατούσας2, εξασφάλιζαν την ελεύθερη τέλεση της λατρείας και κάθε άλλης γνωστής θρησκείας. Ωστόσο, από το Σύνταγμα του 1927 και μετά, με τη ρητή κατοχύρωση της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης, η ανεξιθρησκία μετεξελίσσεται ουσιαστικά σε «θρησκευτική ελευθερία». Η κατοχύρωση αυτή έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι θεμελιώνει δικαίωμα των ατόμων απέναντι στην Πολιτεία, αφενός για αποχή από κάθε ενέργεια που θα παρεμπόδιζε την υλοποίησή του και αφετέρου για λήψη κάθε πρόσφορου (νομοθετικού, διοικητικού κλπ.) μέτρου για την εξασφάλιση της άσκησής του3. Κατά την καθιερωμένη άποψη, το ατομικό δικαίωμα της θρησκευτικής ελευθερίας περιλαμβάνει την ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης και την ελευθερία της λατρείας4.

    Στο άρθρο 13 του Συντάγματος της Ελλάδας ορίζεται ότι:

    «1. Η ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης είναι απαραβίαστη. Η απόλαυση των ατομικών και πολιτικών δικαιωμάτων δεν εξαρτάται από τις θρησκευτικές πεποιθήσεις καθενός. 2. Κάθε γνωστή θρησκεία είναι ελεύθερη και τα σχετικά με τη λατρεία της τελούνται ανεμπόδιστα υπό την προστασία των νόμων. Η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη. Ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. […] 4. Κανένας δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεων προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. […]».

    Το ως άνω προστατευτικό της θρησκευτικής ελευθερίας άρθρο του Συντάγματος δεν υπόκειται σε αναστολή κατά την «κατάσταση πολιορκίας» (άρθρο 48 Συντ.), ενώ η παρ. 1 αυτού δεν υπόκειται ούτε σε αναθεώρηση (άρθρο 110 παρ. 1 Συντ.).

    Στο άρθρο 18 της Οικουμενικής Διακήρυξης για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (που υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε στις 10/12/1948), ορίζεται:

    «Κάθε άτομο έχει το δικαίωμα της ελευθερίας της σκέψης, της συνείδησης και της θρησκείας. Στο δικαίωμα αυτό περιλαμβάνεται η ελευθερία για την αλλαγή της θρησκείας ή πεποιθήσεων, όπως και η ελευθερία να εκδηλώνει κανείς τη θρησκεία του ή τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, μόνος ή μαζί με άλλους, δημόσια ή ιδιωτικά, με τη διδασκαλία, την άσκηση, τη λατρεία και με την τέλεση θρησκευτικών τελετών».

    Στο άρθρο 9 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την προάσπιση των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των θεμελιωδών ελευθεριών (Ε.Σ.Δ.Α.) που κυρώθηκε με το ν.δ. 53/1974 (Α΄256) ορίζονται τα εξής:

    «1. Παν πρόσωπον δικαιούται εις την ελευθερίαν σκέψεως, συνειδήσεως και θρησκείας. Το δικαίωμα τούτο επάγεται την ελευθερίαν αλλαγής θρησκείας ή πεποιθήσεων, ως και την ελευθερίαν εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων μεμονωμένως ή συλλογικώς δημοσία ή κατ’ ιδίαν, δια της λατρείας, της παιδείας και της ασκήσεως των θρησκευτικών

    2 Για την έννοια του όρου «επικρατούσα θρησκεία» βλ. κατωτέρω ενότητα I.Β.2.

    3 Βλ. Σπ. Τρωιάνου, Παραδόσεις Εκκλησιαστικού Δικαίου, Σάκκουλας 1984, β΄ έκδοση, §§2.1.4 και 2.2.2.

    4 Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου, Συνταγματικό Δίκαιο – Ατομικά Δικαιώματα, Σάκκουλας 1991, §554.

  • 15

    καθηκόντων και τελετουργιών. 2. Η ελευθερία εκδηλώσεως της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν επιτρέπεται να αποτελέση αντικείμενον ετέρων περιορισμών πέραν των προβλεπομένων υπό του νόμου και αποτελούντων αναγκαία μέτρα, εν δημοκρατική κοινωνία, δια την δημόσιαν ασφάλειαν, την προάσπισιν της δημοσίας τάξεως, υγείας και ηθικής ή την προάσπισιν των δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων».

    Στο άρθρο 10 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (2000/C 364/01) ορίζεται ότι: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Το δικαίωμα αυτό συνεπάγεται την ελευθερία μεταβολής θρησκεύματος ή πεποιθήσεων, καθώς και την ελευθερία εκδήλωσης του θρησκεύματος ή των πεποιθήσεων του, ατομικά ή συλλογικά, δημόσια ή κατ’ ιδίαν, με την λατρεία, την εκπαίδευση, την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων και τις τελετές».

    Στο άρθρο 18 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με το ν.2462/1997 (Α΄25) αναφέρεται: «1. Κάθε πρόσωπο έχει δικαίωμα στην ελευθερία σκέψης, συνείδησης και θρησκείας. Αυτό το δικαίωμα περιλαμβάνει την ελευθερία να έχει ή να υιοθετεί κανείς τη θρησκεία ή την πεποίθηση της επιλογής του, καθώς και την ελευθερία να εκδηλώνει τη θρησκεία ή την πεποίθησή του, ατομικά ή από κοινού με άλλους μέσω της λατρείας, πράξεων ιεροτελεστίας, πρακτικής και διδασκαλίας. 2. Κανείς δεν υπόκειται σε καταναγκασμό, που θα μπορούσε να παρεμποδίσει την ελευθερία του να έχει ή να υιοθετήσει τη θρησκεία ή τις πεποιθήσεις της επιλογής του. 3. Η ελευθερία εκδήλωσης της θρησκείας ή των πεποιθήσεων δεν μπορεί να υπόκειται παρά μόνο σε όσους περιορισμούς ορίζει ο νόμος και είναι απαραίτητοι για την προστασία της δημόσιας ασφάλειας, τάξης και υγείας ή της ηθικής ή των θεμελιωδών δικαιωμάτων και ελευθεριών των άλλων. 4. Τa Συμβαλλόμενα Κράτη στο παρόν Σύμφωνο αναλαμβάνουν την υποχρέωση να σέβονται την ελευθερία των γονέων ή των νόμιμων κηδεμόνων, να φροντίζουν για τη θρησκευτική και ηθική αγωγή των παιδιών τους σύμφωνα με τις πεποιθήσεις τους».

    2. Η έννοια της «επικρατούσας θρησκείας»

    Στο ισχύον Σύνταγμα, όπως και σε όλα τα Συντάγματα από την ίδρυση του νεοελληνικού κράτους γίνεται διάκριση ανάμεσα στην «επικρατούσα θρησκεία στην Ελλάδα» και τις «γνωστές θρησκείες». Ειδικότερα, σύμφωνα με το άρθρo 3 του Συντάγματος: «1. Eπικρατoύσα θρησκεία στην Eλλάδα είναι η θρησκεία της Aνατoλικής Oρθόδoξης Eκκλησίας τoυ Xριστoύ. […]».

    Επισημαίνεται ότι η αναγνώριση της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας ως «επικρατούσας» θρησκείας έχει αποκλειστικά διαπιστωτικό χαρακτήρα, ο οποίος οφείλεται στο γεγονός ότι η μεγάλη πλειονότης των Ελλήνων (σε ποσοστό άνω του 95%) συνδέεται με την Ορθόδοξη Εκκλησία, όπως έχει πολλές φορές διευκρινιστεί τόσο στον δημόσιο λόγο όσο και στις επιστημονικές εργασίες εγκρίτων Συνταγματολόγων.

    Σύμφωνα με τον Καθηγητή Ευάγγελο Βενιζέλο: «... ο όρος "επικρατούσα θρησκεία" έχει ένα περιεχόμενο αφενός μεν ιστορικό και πολιτισμικό, το οποίο δεν είναι νομικά κρίσιμο, αφετέρου δε ένα περιεχόμενο πραγματολογικό, που είναι νομικά κρίσιμο εφόσον περιγράφει την ορθόδοξη εκκλησία ως το πολυπληθέστερο συλλογικό υποκείμενο άσκησης της θρησκευτικής ελευθερίας υπό όλες τις εκδοχές και σε σχέση πάντοτε με όλο τον άλλο κατάλογο των συνταγματικών δικαιωμάτων…»5.

    5 Βλ. Ευ. Βενιζέλου, "Οι Σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας ως σχέσεις συνταγματικά ρυθμισμένες", σελ. 146,

    εκδόσεις Παρατηρητής, εκδ. γ', Θεσσαλονίκη 2000.

  • 16

    Σήμερα γίνεται ευρύτατα δεκτή η άποψη ότι «επικρατούσα θρησκεία» δεν σημαίνει «κρατική θρησκεία» ή «επίσημη θρησκεία», ούτε συνεπάγεται εκ του Συντάγματος κυριαρχικό ή ηγεμονικό ρόλο μιας ορισμένης θρησκείας6.

    Περαιτέρω, από νομολογιακής προσέγγισης, η σκέψη 14 της αριθμ. 660/2018 απόφασης Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρει ότι: «Επειδή, κατά την κρατήσασα στο Δικαστήριο γνώμη, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως “επικρατούσης” στην Ελλάδα, της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού αποτελούσε την εναρκτήρια διάταξη όλων των προϊσχυσάντων Συνταγμάτων (1844, 1864, 1911, 1927, 1952) και συνιστά μέχρι σήμερα βασικό στοιχείο της συνταγματικής παραδόσεως της Χώρας. Η αναφορά αυτή - όπως άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος, της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος» - συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως π.χ. η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα (παραβ. και Ολομ. ΣΕ 100/2017).[…]».

    Ομοίως, στην αριθμ. 926/2018 απόφαση Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρεται ότι: «[…] το άρθρο 3 του Συντάγματος, το οποίο υπόκειται σε αναθεώρηση κατ’ άρθρο 110 παρ. 1 αυτού, αναφέρεται απλώς στο πραγματικό γεγονός ότι η πλειοψηφία του ελληνικού λαού ασπάζεται το θρήσκευμα της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, περιλαμβανόμενο δε στα ελληνικά συντάγματα από την Επανάσταση και εξής ετέθη και στο Σύνταγμα του 1975 κυρίως για λόγους ιστορικούς (βλ. Πρακτ. Ολομ. Συντ., σ. 402). Η διάταξη αυτή έχει περιορισμένο κανονιστικό περιεχόμενο, το οποίο συνάπτεται ιδίως με τον καθορισμό επίσημων θρησκευτικών αργιών για τη διευκόλυνση της ασκήσεως θρησκευτικών καθηκόντων των ενδιαφερομένων (βλ. ΣΕ 100/2017 Ολομ.) κλπ. Όπως όμως έχει κριθεί με τις προαναφερθείσες αποφάσεις 2280-2285/2001 της πλήρους Ολομελείας του Δικαστηρίου, η διάταξη αυτή του άρθρου 3, το οποίο άλλωστε εντάσσεται στο Τμήμα Β΄ του πρώτου μέρους του Συντάγματος, που αφορά τις σχέσεις Εκκλησίας και Πολιτείας, δεν επηρεάζει την άσκηση του κατοχυρούμενου με το άρθρο 13 ατομικού δικαιώματος της θρησκευτικής ελευθερίας, το οποίο περιλαμβάνεται στο δεύτερο μέρος του Συντάγματος με αντικείμενο τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα, ούτε εισάγει προνομιακή μεταχείριση υπέρ των Ελλήνων Ορθόδοξων Χριστιανών κατά την άσκηση του δικαιώματος αυτού. Κάτι τέτοιο, άλλωστε, θα αντέβαινε και στην ειδική διάταξη της παραγρ. 1 του άρθρου 13, που επιβάλλει την ίση μεταχείριση στην απόλαυση και των ατομικών δικαιωμάτων, ανεξάρτητα από θρησκευτικές πεποιθήσεις […]».

    Τέλος, η σκέψη 16 της αριθμ. 1749/2019 απόφασης Ολομελείας του Συμβουλίου της Επικρατείας αναφέρει ότι: «Επειδή, η περιεχόμενη στο άρθρο 3 παρ. 1 του Συντάγματος αναφορά ως «επικρατούσης» στην Ελλάδα της θρησκείας της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας του Χριστού -όπως, άλλωστε, και η επίκληση στην κεφαλίδα του Συντάγματος της «Αγίας, Ομοουσίου και Αδιαιρέτου Τριάδος»- συναρτάται με τον καίριο ρόλο της Ορθόδοξης Εκκλησίας στην ιστορική πορεία του Ελληνισμού, ιδίως κατά την προηγηθείσα της εθνικής ανεξαρτησίας χρονική περίοδο της τουρκοκρατίας, αποτελεί δε και διαπίστωση του πραγματικού γεγονότος ότι την θρησκεία αυτήν πρεσβεύει η πλειοψηφία του ελληνικού λαού, ενώ δεν στερείται η αναφορά αυτή και κανονιστικών συνεπειών (όπως, ενδεικτικώς, η καθιέρωση χριστιανικών εορτών ως υποχρεωτικών αργιών σε εθνικό και τοπικό επίπεδο, στον δημόσιο και στον ιδιωτικό τομέα) (βλ. ΣτΕ 660, 926/2018 Ολομ.)».

    6 Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου έ.α., §569

  • 17

    3. Η απαγόρευση του προσηλυτισμού

    Σύμφωνα και με το τρίτο εδάφιο της παρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος, ο προσηλυτισμός απαγορεύεται. Και τούτο όχι μόνο όσον αφορά την επικρατούσα αλλά και οποιαδήποτε άλλη θρησκεία. Υπάρχει μάλιστα, και παλαιότερη του Συντάγματος και του Ποινικού Κώδικα σχετική ποινική κύρωση7.

    Συγκεκριμένα, το άρθ. 4 του α.ν. 1363/1938, όπως τροποποιήθηκε με το άρθ. 2 του α.ν. 1672/1939 και ισχύει, προβλέπει ότι: «1. Ο ενεργών προσηλυτισμόν τιμωρείται δια φυλακίσεως και χρηματικής ποινής […]. 2. Προσηλυτισμός ιδία είναι η δια πάσης φύσεως παροχών ή δι΄ υποσχέσεως τοιούτων ή άλλης ηθικής ή υλικής περιθάλψεως, δια μέσων απατηλών, δια καταχωρήσεως της απειρίας ή εμπιστοσύνης ή δι’ εκμεταλλεύσεως της ανάγκης, της πνευματικής αδυναμίας ή κουφότητος άμεσος ή έμμεσος προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων επί σκοπώ μεταβολής του περιεχομένου αυτής. 3. Η εν σχολείω ή ιδρύματι μορφωτικώ ή φιλανθρωπικώ εκτέλεσις της πράξεως θεωρείται ως ιδιαιτέρως επιβαρυντική αιτία».

    Όπως προκύπτει δε από σχετική αναφορά του τότε Υπουργού Δικαιοσύνης στις συζητήσεις για το σημερινό άρθρο 13 Συντ. στην Ε' Αναθεωρητική Βουλή, ο συντακτικός νομοθέτης εννοούσε ως προσηλυτισμό μόνο την «δια παρανόμων ή ανήθικων μέσων, καταχρήσεως σχέσεως εξαρτήσεως ή δι' υποσχέσεως πάσης φύσεως παροχών, προσπάθεια προς διείσδυσιν εις την θρησκευτικήν συνείδησιν ετεροδόξων ή ετεροθρήσκων»8. Επομένως, ως συνταγματικά απαγορευόμενος αλλά και ποινικά κολάσιμος προσηλυτισμός νοείται η προσπάθεια διείσδυσης στη θρησκευτική συνείδηση κάποιου με αθέμιτα μέσα, και δη κυρίως με εκβίαση ή απάτη.

    Επομένως, με βάση τα ανωτέρω, δεν συνιστούν προσηλυτισμό ενδεικτικώς τα εξής: α) η δημόσια διακήρυξη ή ομολογία των θρησκευτικών πεποιθήσεων κάποιου, β) η μετάπειση κάποιου να αλλάξει θρησκευτικές πεποιθήσεις δια πειθούς ή επιχειρημάτων, γ) το κήρυγμα, δ) η ιεραποστολή προς αλλόδοξους ή αλλόθρησκους, ε) η δημοσίευση, πώληση και αποστολή εντύπων και στ) η διενέργεια δημόσιων ή και υπαίθριων διαλέξεων με ελεύθερη προσέλευση και αποχώρηση και σαφή τυχόν δήλωση της θρησκείας ή του δόγματος του οποίου επιχειρείται η διάδοση9.

    4. Θεσμικό πλαίσιο αδειοδότησης για την ανέγερση και λειτουργία λατρευτικών χώρων (Ευκτηρίων Οίκων και Ναών)

    Αν και η αδειοδότηση για την ανέγερση και λειτουργία λατρευτικών χώρων ακολουθεί τις ίδιες βασικές αρχές, έχει επικρατήσει ο διαχωρισμός της διαδικασίας μεταξύ της Ανατολικής Ορθοδόξου του Χριστού Εκκλησίας και των λοιπών θρησκευμάτων. Οι βασικοί λόγοι της διαμόρφωσης αυτής της πρακτικής είναι, κυρίως, τεχνικοί, αφού λόγω της θρησκευτικής σύνθεσης του πληθυσμού (σε ποσοστό άνω του 95% οι κάτοικοι της Ελλάδας είναι Ορθόδοξοι Χριστιανοί) οι ανάγκες ανέγερσης και λειτουργίας Ιερών Ναών της Ορθοδόξου Εκκλησίας είναι πολλαπλάσιες, αλλά και ιστορικοί/πολιτισμικοί, οι οποίοι ανάγονται στις συνθήκες ίδρυσης του νεότερου Ελληνικού Κράτους.

    Στο πλαίσιο ίσης πρόνοιας για τις θρησκευτικές κοινότητες της χώρας, η Πολιτεία ενισχύει έμμεσα τους χώρους λατρείας όλων των θρησκευμάτων με προστατευτικές διατάξεις, όπως:

    7 Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου έ.α., §596

    8 Βλ. Κ. Χ. Χρυσόγονος, «Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα», Νομική Βιβλιοθήκη, 2006, σελ. 281

    9 Βλ. Π.Δ. Δαγτόγλου έ.α., §597

  • 18

    α) του ν.4223/2013 (Α΄287), με τον οποίο εξαιρούνται από την καταβολή φόρου ακινήτων όλοι οι χώροι προσευχής και λατρείας όλων των γνωστών θρησκειών και

    β) του ν.4301/2014 (Α΄223), με τον οποίο εξαιρούνται από την καταβολή ανταποδοτικών τελών στους Ο.Τ.Α. όλα τα αυτοτελή κτίρια Ιερών Ναών και χώρων προσευχής όλων των γνωστών θρησκειών και δογμάτων.

    α. Ανέγερση και Λειτουργία Ιερών Ναών της Ανατολικής Ορθοδόξου Εκκλησίας του Χριστού

    Σύμφωνα με το άρθρο 32 «Έκδοση οικοδομικών αδειών σε εκκλησιαστικά ιδρύματα» του ν. 4495/2017 (Α΄167):

    «1. Για την έκδοση της οικοδομικής άδειας ακινήτων των νομικών προσώπων του ν. 590/1977, καθώς και των νομικών προσώπων του ν. 4149/1961 (Α΄ 41) εφαρμόζονται οι διατάξεις του παρόντος.

    2. Για κάθε οικοδομική εργασία, που αφορά Ιερούς Ναούς, Μητροπολιτικά Μέγαρα, ένα (1) σε κάθε Μητρόπολη, που ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σε εκκλησιαστικά νομικά πρόσωπα είτε του ν. 590/1977 είτε του ν. 4149/1961 και σε Ιερές Μονές και τα υφιστάμενα Μετόχια αυτών, καθώς και στον περίβολο και ό,τι περικλείεται εντός αυτών και εξυπηρετεί την κοινοβιακή ζωή, καθώς και τα προσκτίσματα αυτών, η προέγκριση της οικοδομικής άδειας είναι υποχρεωτική και εκδίδεται από την οικεία Υ.ΔΟΜ.

    3. Για τα έργα των παραγράφων 1 και 2 της Εκκλησίας της Ελλάδας η γνωμοδότηση επί των αρχιτεκτονικών μελετών εκδίδεται πριν από την προέγκριση από το Κεντρικό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής (ΚΕ.Σ.Ε.Α.) της παραγράφου 5.

    4. Για τα έργα των παραγράφων 1 και 2 της Εκκλησίας της Κρήτης και της Πατριαρχικής Εξαρχίας Πάτμου η γνωμοδότηση επί των αρχιτεκτονικών μελετών εκδίδεται, πριν από την προέγκριση, από το Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής Κρήτης και Δωδεκανήσου (ΣΕΑΚΔ) της παραγράφου 6.

    5. Συνιστάται στην Εκκλησία της Ελλάδος Κεντρικό Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής (ΚΕ.Σ.Ε.Α.), το οποίο συνεδριάζει με επταμελή σύνθεση κάθε φορά και αποτελείται από:

    α) έναν (1) κληρικό, απόφοιτο ΑΕΙ ή Καθηγητή Αρχιτεκτονικής σε Πολυτεχνική Σχολή, ως Πρόεδρο,

    β) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, υπάλληλο της Διεύθυνσης Αρχιτεκτονικής Οικοδομικού Κανονισμού και Αδειοδοτήσεων της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό με τον αναπληρωτή του,

    γ) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, που υποδεικνύεται από αυτό, με τον αναπληρωτή του,

    δ) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, μέλος Σ.Α.Δ.ΑΣ.,

    ε) έναν (1) πολιτικό μηχανικό ή μηχανολόγο μηχανικό ή ηλεκτρολόγο μηχανικό, ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης,

    στ) έναν (1) αγιογράφο ή ξυλογλύπτη ή μαρμαρογλύπτη ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης,

    ζ) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, υπάλληλο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό με τον αναπληρωτή του.

  • 19

    Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο Γραμματέας του Συμβουλίου. Η θητεία των μελών είναι διετής και μπορεί να ανανεώνεται.

    6. Συνιστάται στην Εκκλησία της Κρήτης Συμβούλιο Εκκλησιαστικής Αρχιτεκτονικής Κρήτης και Δωδεκανήσου (ΣΕΑΚΔ) που συνεδριάζει με επταμελή σύνθεση κάθε φορά και αποτελείται από:

    α) έναν (1) κληρικό, απόφοιτο ΑΕΙ ή Καθηγητή Αρχιτεκτονικής σε Πολυτεχνική Σχολή, ως Πρόεδρο,

    β) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, υπάλληλο της Διεύθυνσης Αρχιτεκτονικής Οικοδομικού Κανονισμού και Αδειοδοτήσεων της Γενικής Διεύθυνσης Πολεοδομίας του Υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό με τον αναπληρωτή του,

    γ) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό εκπρόσωπο του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος, που υποδεικνύεται από αυτό, με τον αναπληρωτή του,

    δ) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, μέλος Σ.Α.Δ.ΑΣ.,

    ε) έναν (1) Πολιτικό Μηχανικό ή Μηχανολόγο Μηχανικό ή Ηλεκτρολόγο Μηχανικό, ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης,

    στ) έναν (1) αγιογράφο ή ξυλογλύπτη ή μαρμαρογλύπτη ανάλογα με το θέμα της συνεδρίασης,

    ζ) έναν (1) αρχιτέκτονα μηχανικό, υπάλληλο του Υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού, που υποδεικνύεται από τον Υπουργό με τον αναπληρωτή του.

    Το Συμβούλιο συγκροτείται με απόφαση της Ιεράς Επαρχιακής Συνόδου της Εκκλησίας της Κρήτης. Με την ίδια απόφαση ορίζεται και ο Γραμματέας του Συμβουλίου. Η θητεία των μελών είναι διετής και μπορεί να ανανεώνεται.

    Η θητεία των Συμβουλίων που έχουν συσταθεί σύμφωνα με το άρθρο 2 του ν. 4030/2011 λήγει αυτοδικαίως σ�