Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

142

Upload: partsunknown

Post on 17-Mar-2016

235 views

Category:

Documents


3 download

DESCRIPTION

greek

TRANSCRIPT

Page 1: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου
Page 2: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

ΚΥΚΛΟΦΟΡΟΥΝ ΕΠΙΣΗΣ

ΤΗΣ ΙΔΙΑΣΕδώ Πωλούνται Όνειρα

ΜΑΡΙΝΑ ΠΕΤΡΟΠΟΥΛΟΥΓια Όλα Υπάρχει Λόγος

ΒΑΣΩ ΠΑΠΑΚΟΥΗ Κόρη της Θάλασσας

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥΤο Γυάλινο Ρόδο

ΚΑΤΕΡΙΝΑ ΜΑΝΑΝΕΔΑΚΗΓια Έναν Άντρα

ΕΛΕΝΗ ΒΑΗΝΑΟι Κλέφτες της Ευτυχίας

ΕΛΣΑ ΦΑΡΑΖΗΝα Τολµάς, ν’ Αγαπάς, να Ζεις

Page 3: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

ΖΩΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

ΣΤΗ ΣΚΙΑΤΗΣ ΚΛΕΨΥΔΡΑΣ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗΑΘΗΝΑ

Page 4: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Σειρά: ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΛΟΓΟΤΕΧΝΙΑTίτλος: ΣΤΗ ΣΚΙΑ ΤΗΣ ΚΛΕΨΥΔΡΑΣΣυγγραφέας: ΖΩΗ ΧΡΥΣΑΝΘΟΥΓλωσσική επιµέλεια: ΒΑΛΙΑ ΓΥΦΤΟΔΗΜΟΥ

Copyright © Ζωή ΧρυσάνθουCopyright © 2012:EKΔOTIKOΣ OPΓANIΣMOΣ ΛIBANH ABEΣόλωνος 98 – 106 80 Aθήνα. Tηλ.: 210 3661200, Fax: 210 3617791http://www.livanis.gr

Aπαγορεύεται η αναδηµοσίευση, η αναπαραγωγή, ολική, µερική ή περιληπτική, ή η απόδοση κατά παράφραση ή διασκευήτου περιεχοµένου του βιβλίου µε οποιονδήποτε τρόπο, µηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο, χωρίςπροηγούµενη γραπτή άδεια του εκδότη. Nόµος 2121/1993 και κανόνες του Διεθνούς Δικαίου που ισχύουν στην Eλλάδα.

Παραγωγή: Εκδοτικός Οργανισµός Λιβάνη

ISBN 978-960-14-2541-2

Page 5: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Στη Ν. και στη Μ.,από εδώ µέχρι τον ουρανό και πάλι πίσω...

Page 6: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

1

ΞΥΠΝΗΣΕ ΚΑΘΙΔΡΗ και ανασηκώθηκε στο κρεβάτι, χωρίς να ανάψει το φως. Η ανάσα τηςέβγαινε κοφτή και γρήγορη. Δεν µπορούσε να θυµηθεί το όνειρο. Ήξερε όµως ότι το είχεξαναδεί πολλές φορές τα τελευταία πέντε χρόνια. Ποτέ δεν το θυµόταν, όµως πάντα ήταν τόσοζωντανό, δεν τέλειωνε η αγωνία της µόλις ξυπνούσε. Λες και ο εφιάλτης συνεχιζόταν καιπαρέµενε ζωντανός και οδυνηρός. Πάντα παρών, να της θυµίζει...

Κάρφωσε τα µάτια της στο ηµερολόγιο που ήταν κρεµασµένο στον τοίχο, δίπλα στοκορνιζαρισµένο πτυχίο της. Με δυσκολία αναγνώρισε µέσα στο σκοτάδι την ηµεροµηνία: 11Φεβρουαρίου. Να, λοιπόν, γιατί είχε ξαναδεί το όνειρο. Να γιατί ήταν τόσο έντονο. Τόσοζωντανό. Κι εκείνος, µετά από πέντε χρόνια, τόσο αµετάκλητα απών...

Κοίταξε το ρολόι πάνω στο κοµοδίνο: 6.15. Αξηµέρωτα σχεδόν. Ο ήλιος πάλευε να περάσειτις αδύναµες χειµωνιάτικες αχτίνες του µέσα από τις γρίλιες του παντζουριού. Η Αριέττα ήξερεκαλά ότι δεν ήταν η µόνη που ξαγρυπνούσε µέσα στο σπίτι. Ήταν σίγουρη ότι στη διπλανήκρεβατοκάµαρα ο πατέρας και η µητέρα της περίµεναν, όπως κι αυτή, τα βασανιστικά λεπτάνα περάσουν, να πάει η ώρα εφτά, να σηκωθούν.

Όπως κάθε χρόνο τέτοια µέρα, ο Λευτέρης και η Νίνα Στεργίου θα ετοιµάζονταν µεµηχανικές κινήσεις, µέσα στη σιωπή, χωρίς να ανταλλάξουν ούτε µια κουβέντα, µόνο βλέµµαταγεµάτα πόνο. Μετά θα συναντούσαν την Αριέττα στην κουζίνα, όπου θα έπιναν βιαστικά ένανκαφέ. Στις εφτά και µισή ακριβώς, ο Λευτέρης θα έδινε στη γυναίκα και στην κόρη του από έναµπουκετάκι αµάραντα, δεµένα µε κίτρινη κορδέλα, που είχε φέρει το προηγούµενο βράδυ απότο ανθοπωλείο του.

Η Αριέττα µπορούσε να φανταστεί µε βασανιστική ακρίβεια τις κινήσεις τους µέχρι ναετοιµαστούν. Εδώ και πέντε χρόνια, αυτή η συγκεκριµένη µέρα ήταν τόσο ίδια, τόσο οδυνηράπροβλέψιµη, τόσο βαριά...

Γονείς και κόρη θα έκλειναν πίσω τους την πόρτα. Θα άφηναν µόνους στο σπίτι τον πόνο καιτη σιωπή και θα έσερναν τα βήµατά τους µέχρι το νεκροταφείο της περιοχής. Εκεί θασυναντούσαν την Ειρήνη και θα συνειδητοποιούσαν, µέσα στη σιωπή πάντα, ότι είχε περάσειένας ακόµα χρόνος από το θάνατό του. Θα κοιτάζονταν µεταξύ τους µε νόηµα και αγάπη, θαχαµογελούσαν πικρά και θα άλλαζαν τα περσινά αµάραντα µε τα καινούρια στο βάζο.

Μέχρι εκείνη την ώρα, ο ήλιος θα είχε αρχίσει να ανεβαίνει πιο ψηλά στον ουρανό και οιαχτίνες του, κάπως πιο δυνατές τώρα, θα πέρναγαν ανάµεσα από τα αµάραντα και θακαρφώνονταν στο ζωηρό γαλάζιο βλέµµα του νεαρού στη φωτογραφία.

Στη µαρµάρινη πλάκα, οι λέξεις λιγοστές: Ορέστης Στεργίου, ετών 30.Σκουπίζοντας µερικά, αδύναµα πλέον, δάκρυα θα αποµακρύνονταν αφήνοντας τον Ορέστη

µόνο του. Θα έπρεπε να περιµένει πάλι ένα χρόνο για να τους ξαναδεί, όλους µαζί, να ενώνουνγια λίγα λεπτά τη ζωή τους µε το θάνατό του.

Αντίο, γιε µου...Αντίο, παιδί µου...Αντίο, αδερφέ µου...

Page 7: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Αντίο, αγάπη µου...

Εφτά η ώρα. Το ξυπνητήρι χτύπησε. Η Αριέττα το έκλεισε και µε γρήγορες κινήσειςπαραµέρισε τα σκεπάσµατα. Σηκώθηκε και άρχισε να εκτελεί µε µαθηµατική ακρίβεια τιςκινήσεις που είχε ήδη σχεδιάσει µε το νου της νωρίτερα. Τις ίδιες µηχανικές κινήσεις έκανανκαι οι γονείς της στο διπλανό δωµάτιο.

Μετά από µισή ώρα, οι τρεις τους έκλειναν πίσω τους την πόρτα, αφήνοντας το διαµέρισµαστη σιωπή, και κρατώντας σφιχτά από ένα µατσάκι αµάραντα στο χέρι βάδιζαν... πιστοί στοετήσιο ραντεβού τους.

Page 8: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

2

ΤΗΝ ΕΠΟΜΕΝΗ, η Αριέττα ξύπνησε έχοντας αφήσει πίσω της τη θλίψη της προηγούµενηςµέρας. Τα λόγια της κολλητής της φίλης, της Ειρήνης, πάντα τη βοηθούσαν σε αυτό. «Η ζωήσυνεχίζεται. Το ότι ο αδερφός σου έφυγε νωρίς και τόσο άδικα δε σηµαίνει ότι πρέπει ναχάσεις κάθε ενδιαφέρον για τη δική σου τη ζωή. Αν ήταν εδώ ο Ορέστης, θα σε κατσάδιαζε γιατα καλά...»

Η Ειρήνη είχε δίκιο. Η Αριέττα το ήξερε καλά. Και σίγουρα δεν µπορούσε να τηνκατηγορήσει για αδιαφορία. Όχι, δεν µπορούσε να της πει «εσύ δεν καταλαβαίνεις, δεν έχασεςτον αδερφό σου στα τριάντα του».

Η Ειρήνη είχε ζήσει την αγωνία και τον πόνο της οικογένειας Στεργίου από κοντά. Όχι µόνοως αδερφική φίλη της Αριέττας, αλλά και ως σύντροφος του Ορέστη. Ο δεσµός τους είχεκρατήσει ένα χρόνο, και γινόταν όλο και πιο δυνατός, όλο και πιο ουσιαστικός... µέχρι πουστραπατσαρίστηκε µαζί µε τη µηχανή του κάτω από τα χοντρά λάστιχα ενός φορτηγού.

Η Ειρήνη είχε πονέσει όσο και η Αριέττα τότε. Είχε δοθεί σ’ αυτή τη σχέση. Ο Ορέστης, µετο χιούµορ και την ωριµότητά του, ήταν ο πρώτος άντρας που της είχε εµπνεύσει εµπιστοσύνηκαι έρωτα. Ναι... Ο Ορέστης ήταν ο πρώτος και ο µοναδικός άντρας που είχε ερωτευτεί ηΕιρήνη. Και ο χαµός του τη συνέτριψε... Όµως κατάλαβε γρήγορα ότι ήταν το µοναδικόπρόσωπο που θα µπορούσε να συµπαρασταθεί και να στηρίξει την Αριέττα και τους γονείς τηςπου θρηνούσαν µοναχογιό και αδερφό.

Η Ειρήνη είχε φανεί δυνατή και τους είχε βοηθήσει όλους τους εκείνη την εποχή. Κι αυτόείχε δέσει περισσότερο τα δυο κορίτσια, που από µικρές είχαν µάθει να µοιράζονται το θρανίοτους, τις χαρές τους, τα µυστικά και τους πόνους τους.

Ο ήχος του κινητού διέκοψε τις µελαγχολικές σκέψεις της Αριέττας. Κοίταξε την οθόνη καιαναγνώρισε το όνοµα της φίλης της.

– Καληµέρα, Ειρηνάκι, είπε όσο πιο κεφάτα µπορούσε.– Ελπίζω να µη σε ξυπνάω, φιλενάδα. Είχα όµως εφηµερία στο νοσοκοµείο και περίµενα

πώς και πώς να ξηµερώσει, να πω µια κουβέντα. Δεν µπορείς να φανταστείς τι βραδιά ήταναυτή. Οι ιώσεις κάνουν πάρτι αυτές τις µέρες!

Η Αριέττα χαµογέλασε καθώς φαντάστηκε τη φίλη της καθισµένη σε µια καρέκλα, µεεµφανή στο πρόσωπό της τα σηµάδια της εξουθένωσης από τη νυχτερινή βάρδια. Όσο κι ανγκρίνιαζε για την κούραση και τα εξαντλητικά ωράρια του νοσοκοµείου, όλοι, συνάδελφοι καιφίλοι, ήξεραν καλά ότι η Ειρήνη είχε ακολουθήσει συνειδητά το επάγγελµα του γιατρού καιείχε αφοσιωθεί µ’ όλη της την καρδιά στη φροντίδα των ασθενών. Δεν ήταν τυχαίο ότι είχεφτάσει να θεωρείται στα τριάντα εφτά της µια από τις καλύτερες παθολόγους του νοσοκοµείου.

– Εννοείται πως δε µε ξυπνάς. Έχω ξυπνήσει από τις οχτώ. Χτες δεν κατάφερα νασυγκεντρωθώ και σήµερα πρέπει να προχωρήσω στο διάβασµα.

– Πότε είναι οι εξετάσεις του ΑΣΕΠ είπαµε;– Σε δύο βδοµάδες. Δε νοµίζω ότι θα βγάλω την ύλη µέχρι τότε.– Όλα θα πάνε µια χαρά. Είµαι σίγουρη ότι θα πετύχεις!

Page 9: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Να ’σαι καλά, φιλενάδα! Πάντα µου δίνεις κουράγιο. Μακάρι να µε καταλάβαινε κι οΚώστας όπως εσύ, αναστέναξε η Αριέττα και δεν προσπάθησε να κρύψει το παράπονό της.

Ο Κώστας, µε τον οποίο διατηρούσε δεσµό εδώ και δύο χρόνια, δεν έδειχνε ιδιαίτερηκατανόηση στο δύσκολο πρόγραµµά της. Δε διαφωνούσε µε την απόφασή της να δώσειεξετάσεις. Στην αρχή την είχε ενθαρρύνει µάλιστα. Όταν όµως συνειδητοποίησε ότι αυτή ηεπιλογή θα επηρέαζε τη σχέση τους και θα περιόριζε κατά πολύ τις καθηµερινές τους βόλτες,άρχισε να διαµαρτύρεται έντονα. Δεν µπορούσε να καταλάβει ότι η Αριέττα είχε βάλει σκοπότης να πετύχει και θεωρούσε πως δεν έδινε όση σηµασία χρειαζόταν σ’ αυτόν, στις ανάγκες τουκαι στη σχέση τους.

Η Αριέττα είχε συζητήσει άπειρες φορές αυτό το ζήτηµα µε την Ειρήνη. Λύση, ωστόσο, δενείχε βρεθεί.

– Πάλι τα ίδια; τη ρώτησε η Ειρήνη.Μετά από µια κουραστική εφηµερία δε θα άντεχε να ακούσει ξανά τα αιώνια παράπονα του

Κώστα. Κάτι ήξερε αυτή και δεν τον είχε συµπαθήσει από την αρχή. Ωστόσο, ποτέ δεν είχεεκφράσει ανοιχτά τα αρνητικά της συναισθήµατα στη φίλη της. Δε συνήθιζε να επεµβαίνει στηζωή και στις επιλογές της.

– Τα ίδια και χειρότερα, ξεφύσηξε η Αριέττα. Συναντηθήκαµε χτες το βράδυ. Και τι δε µουείπε... Ότι τον παραµελώ, ότι µ’ ενδιαφέρουν περισσότερο τα µαθήµατα απ’ αυτόν. Ότι ανθέλω να χωρίσουµε να του το πω ξεκάθαρα. Στο τέλος µε άφησε έξω απ’ το σπίτι µου και δεµου είπε ούτε «καληνύχτα».

Η Ειρήνη εδώ και καιρό έβλεπε τη σχέση της φίλης της µε τον Κώστα να οδεύει προς έναπροδιαγεγραµµένο τέλος. Δεν ήθελε όµως να τη στεναχωρήσει. Η Αριέττα ήταν ερωτευµένηµαζί του. Το έβλεπε. Και τη στιγµή που χρειαζόταν περισσότερο από ποτέ την κατανόηση καιτη στήριξή του, εκείνος της έκανε παιδιάστικες σκηνές, αποπροσανατολίζοντάς την από τοστόχο της. Αν δεν ήταν τόσο διακριτική, η Ειρήνη θα τον είχε πιάσει και θα του τα είχε ψάλειένα χεράκι. Στη φίλη της όµως θα τα έλεγε έξω απ’ τα δόντια. Ως εδώ και µη παρέκει!

– Δε µου λες, Αριέττα, πού θα πάει αυτή η κατάσταση;– Και τι θες να κάνω δηλαδή;– Να τον πιάσεις και να του πεις πως έχεις κάνει τις επιλογές σου και ότι, αν δεν είναι ικανός

να σε στηρίξει, να σ’ αφήσει στην ησυχία σου!– Είσαι τρελή; Τότε είναι που θα µε χωρίσει!– Σιγά το κελεπούρι! κάγχασε η Ειρήνη, που πρώτη φορά εκδηλωνόταν τόσο ανοιχτά κατά

του Κώστα.Η Αριέττα είχε καταλάβει από την αρχή ότι η φίλη της δεν τον συµπαθούσε ιδιαίτερα και

δεν είχαν ταιριάξει, όµως δεν περίµενε τέτοια αντίδραση.– Ειρήνη, πώς το λες αυτό; Τον αγαπάω τον Κώστα, και αυτός µ’ αγαπάει!Από την άλλη άκρη του τηλεφώνου επικράτησε για λίγο σιωπή. Η Ειρήνη δάγκωσε τα χείλη

της. Είχε µετανιώσει για τα λόγια της την ίδια στιγµή που τα ξεστόµισε. Ό,τι κι αν ήταν οΚώστας, παρέµενε ο σύντροφος της Αριέττας. Όµως, ειδικά για αυτό το τελευταίο που της είχεπει η φίλη της, η Ειρήνη δεν ήταν καθόλου σίγουρη. Αυτή αλλιώς την ήξερε την αγάπη. Αν οΚώστας αγαπούσε πραγµατικά την Αριέττα, θα την καταλάβαινε, θα έκανε υποµονή, θα τηστήριζε.

Και ήταν και το άλλο... Αν την αγαπούσε, θα είχε πάει µαζί της στο µνηµόσυνο του αδερφούτης – έστω µια φορά. Αλλά εκείνος πάντα έβρισκε µια δικαιολογία για να είναι απών στην πιοοδυνηρή µέρα του χρόνου για κείνη και τους γονείς της. Η Αριέττα από τη µεριά της

Page 10: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

προσπαθούσε να δικαιολογεί την απουσία του. Έτσι είναι η αγάπη; Τα προβλήµατά σου και ταπροβλήµατά µου;

Δεν είπε τίποτα, βέβαια, από όλα αυτά. Δεν ήθελε να πληγώσει περισσότερο τη φίλη της.Κατάπιε τις σκέψεις της, µουρµούρισε µια συγνώµη και συνέχισε, πιο ήρεµη τώρα.

– Αριέττα, αυτό που θέλω να πω είναι ότι, όσο κι αν αγαπάς τον Κώστα, δεν πρέπει ν’αφήσεις να επηρεάσει τα διαβάσµατά σου και τις επιλογές σου. Δυο βδοµάδες έµειναν. Αςκάνει υποµονή, και µετά θα έχετε όλο τον καιρό µπροστά σας για βόλτες και ξενύχτια.

Η Αριέττα ήξερε ότι η φίλη της είχε δίκιο. Κάποια στιγµή έπρεπε να ξεκαθαρίσει ταπράγµατα µε τον Κώστα. Αν δυσκολευόταν να τη στηρίξει τώρα, τι θα γινόταν αν τελικάπετύχαινε στις εξετάσεις και χρειαζόταν να φύγει από την Αθήνα; Αυτά τα θέµατα έπρεπε ναλυθούν, και σύντοµα µάλιστα.

– Έχεις δίκιο, παραδέχτηκε κάπως απρόθυµα. Θα του πω να πάµε το βράδυ για φαγητό καιθα προσπαθήσω να του εξηγήσω πώς έχουν τα πράγµατα.

Η Ειρήνη, από το λίγο που γνώριζε το χαρακτήρα του Κώστα, δεν ήταν καθόλου αισιόδοξη.Ήταν σίγουρη ότι, για µια ακόµα φορά, θα αποδείκνυε πόσο πεισµατάρης και εγωιστής ήταν.Δεν ήθελε όµως να στεναχωρήσει και να αποκαρδιώσει τη φίλη της. Εξάλλου, η συζήτηση αυτήέπρεπε να γίνει, ανεξάρτητα απ’ το τι αποτέλεσµα θα είχε.

– Και πολύ καλά θα κάνεις! την ενθάρρυνε. Στο κάτω κάτω, αν δεν µπορεί να σταθεί πλάισου ούτε καν σ’ αυτή την προσπάθεια, δε νοµίζω ότι αξίζει τον κόπο...

Η Αριέττα κατάλαβε ότι η σπόντα της Ειρήνης αφορούσε την απουσία του Κώστα από τοµνηµόσυνο του Ορέστη. Την ενοχλούσε βέβαια που δεν την είχε συνοδεύσει ούτε µια φορά σεαυτή την οδυνηρή επέτειο, αλλά αυτό ήταν κάτι που θα το συζητούσε µαζί του και όχι µε τηνΕιρήνη. Εξάλλου, απόψε το βράδυ άλλο θα ήταν το θέµα συζήτησης. Τον αγαπούσε τονΚώστα. Και χρειαζόταν την αγάπη και τη στήριξή του. Αυτά θα του ζητούσε και ήλπιζε ότι δεθα της τα αρνιόταν.

Ο Κώστας δεν προλάβαινε να περάσει να την πάρει από το σπίτι της. Θα έφευγε αργά από τοδικηγορικό γραφείο όπου εργαζόταν εδώ και ένα χρόνο περίπου. Έδωσαν ραντεβού στηναγαπηµένη τους ταβέρνα.

Η Αριέττα πήρε ένα ταξί για να πάει. Στη διαδροµή σκεφτόταν ποια θα ήταν τα λόγια τηςΕιρήνης αν την ενηµέρωνε και για αυτό. Η κολλητή της τις τελευταίες µέρες τής είχε κάνειξεκάθαρο ότι δε θεωρούσε κατάλληλο για σύντροφό της τον Κώστα. «Ναι, µην κάνει κανέναδροµολόγιο παραπάνω και κρυολογήσει...»

Πλήρωσε τον οδηγό και βγήκε από το ταξί. Από το πρωί έβρεχε και οι δρόµοι είχανπληµµυρίσει. Άνοιξε την οµπρέλα της και διέσχισε γρήγορα το δρόµο µέχρι την ταβέρνα.Μούσκεµα είχε γίνει...

Άνοιξε την πόρτα και µπήκε στο µικρό χώρο. Η µυρωδιά από τους µεζέδες και το κρασίεισέβαλε τα ρουθούνια της και της θύµισε πως όλη τη µέρα δεν είχε βάλει τίποτα στο στόµατης. Αναζήτησε µε το βλέµµα τον Κώστα. Τον είδε να κάθεται στο πιο αποµακρυσµένο τραπέζικαι κατευθύνθηκε προς τα κει. Ήδη είχαν καταφτάσει οι πρώτοι µεζέδες.

– Καλησπέρα. Παρήγγειλες κιόλας;Κατάπιε την µπουκιά του και πήρε το µπουφάν του από τη διπλανή καρέκλα, ώστε να

καθίσει η Αριέττα.– Ναι, πεινούσα πολύ... Δε σε πειράζει, έτσι;

Page 11: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Θα προτιµούσε να την περιµένει, αλλά... Δε βαριέσαι! Εξάλλου, κι αυτή πεινούσε σαν λύκος.Τα πρώτα λεπτά πέρασαν µέσα στη σιωπή. Πεινασµένοι και κουρασµένοι, έφαγαν µε όρεξη

και άναψαν ένα τσιγάρο για να το απολαύσουν µε το κρασί τους.Πρώτος ο Κώστας έσπασε τη σιωπή.– Πάµε καµιά εκδροµή το Σαββατοκύριακο;Η Αριέττα τον κοίταξε µε κάποια ενοχή. Θα ήταν η πολλοστή φορά που θα αναγκαζόταν να

αρνηθεί µια πρότασή του. Η µέρα των εξετάσεων πλησίαζε και έπρεπε να αφιερωθεί στοδιάβασµά της. Δεν είχε χρόνο.

– Αγάπη µου, σε δυο βδοµάδες δίνω εξετάσεις. Δε γίνεται να χάσω δυο ολόκληρες µέρεςδιαβάσµατος. Είµαι στην τελική ευθεία.

Ο Κώστας φύσηξε τον καπνό του τσιγάρου του. Δε χρειαζόταν να πει τίποτα. Το βλέµµα τουτα έλεγε όλα. Ωστόσο, την κοίταξε µε νόηµα και συνέχισε.

– Και πότε, δηλαδή, θα πάµε µια εκδροµή σαν ζευγάρι; Ξέρεις πόσους µήνες έχουµε ναφύγουµε απ’ την Αθήνα;

Η Αριέττα ήταν πολύ κουρασµένη σωµατικά και ψυχικά για να δώσει συνέχεια σε µιασυζήτηση που –το ήξερε καλά– θα κατέληγε σ’ έναν ακόµα καβγά. Δεν µπορούσε όµως να τοαποφύγει. Άγγιξε το χέρι του και προσπάθησε να τον ηρεµήσει µιλώντας χαµηλόφωνα.

– Αγάπη µου, δυο βδοµάδες έµειναν. Λίγη υποµονή σου ζητάω µόνο. Μετά θα έχουµε όλο τοχρόνο να...

– Να τι, Αριέττα; Με δουλεύεις; την έκοψε απότοµα, τραβώντας το χέρι του. Δηλαδή εσύπιστεύεις ότι θα µπορούµε να έχουµε µια φυσιολογική σχέση µετά τις εξετάσεις σου; Γιατί, µηνκοροϊδευόµαστε, θα πετύχεις. Αυτό είναι σίγουρο µε τόσο διάβασµα που έχεις ρίξει.

Η Αριέττα αδυνατούσε να καταλάβει. Μα... αυτός δεν ήταν ο στόχος; Να πετύχει. Γιατί οΚώστας το έκανε να ακούγεται σαν να απευχόταν αυτό που η ίδια ονειρευόταν;

Εκείνος εκµεταλλεύτηκε το σάστισµά της και συνέχισε χωρίς να της δώσει την ευκαιρία νααπαντήσει.

– Κι αν πετύχεις, θα φύγεις για κανένα νησί ή χωριό, έτσι δεν είναι; Οπότε εγώ τι πρέπει νακάνω; Να κάτσω εδώ να σε περιµένω σαν «πιστή Πηνελόπη» ή να µε φάνε τα δροµολόγια µεπλοία, αεροπλάνα και βαπόρια, να έρχοµαι να σε βλέπω κάθε Σαββατοκύριακο;

Τον κοίταξε λες και τον έβλεπε πρώτη φορά. Εντάξει, είχε καταλάβει ότι ένιωθεπαραµεληµένος, αλλά σε καµία περίπτωση δεν περίµενε τέτοια επίθεση.

– Κώστα, δεν καταλαβαίνω... Τι προτείνεις δηλαδή; Να αρνηθώ τη θέση;– Απ’ το να αρνηθείς εµένα, ναι, θα προτιµούσα να αρνηθείς τη θέση! Θα ήταν ένας τρόπος

να µου αποδείξεις ότι σηµαίνω κάτι για εσένα, είπε χωρίς κανένα δισταγµό και ήπιε µονορούφιτο κρασί του.

Η Αριέττα δεν πίστευε αυτά που άκουγε.– Χρειάζεσαι αποδείξεις, Κώστα; ύψωσε τη φωνή της θυµωµένη.– Αριέττα, δεν είναι όλα αυτονόητα, ξέρεις. Οι σχέσεις χρειάζονται διαρκή επιβεβαίωση

και...– Και κατανόηση, τον συµπλήρωσε µε µια δόση ειρωνείας στη φωνή της και περίµενε την

αντίδρασή του.Εκείνος όµως δε φαινόταν διατεθειµένος να παραδεχτεί τα λάθη του. Ο σαρκασµός στο

βλέµµα της τον έκανε να καταλάβει ότι του καταλόγιζε ευθύνες και παραλείψεις και αυτό δε θατο ανεχόταν.

Αµίλητος, έβγαλε από την τσέπη του το πορτοφόλι, άφησε µερικά χαρτονοµίσµατα πάνω

Page 12: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

στο τραπέζι και σηκώθηκε.– Αριέττα, δεν είµαι τύπος των σχέσεων εξ αποστάσεως. Δεν είµαι καλός σ’ αυτά. Καλύτερα

να µη βάλουµε τους εαυτούς µας σ’ αυτή τη δοκιµασία.Τον κοίταξε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυά της. Όχι, δε θα του έκανε το χατίρι

να τη δει να κλαίει! Τελικά, η Ειρήνη είχε δίκιο. Ο Κώστας δεν µπορούσε να σταθεί δίπλα της,τουλάχιστον όχι όπως αυτή το είχε ανάγκη. Και απ’ ό,τι φαινόταν, δεν ήθελε και να το κάνει. Δεθα µπορούσε να της το δείξει πιο ξεκάθαρα.

– Θα προτιµούσα να µιλάς µόνο για τον εαυτό σου, ψιθύρισε βουρκωµένη. Εγώ µπορεί ναείµαι τύπος των σχέσεων εξ αποστάσεως. Τουλάχιστον των σχέσεων που αξίζουν...

Η απάντηση του Κώστα δεν ήρθε ποτέ. Άρπαξε το µπουφάν του από την καρέκλα καιεξαφανίστηκε προς την έξοδο µουρµουρίζοντας κάτι ακατάληπτο. Μόνο όταν τον είδε νακλείνει πίσω του µε πάταγο την πόρτα, η Αριέττα επέτρεψε στον εαυτό της να ξεσπάσει.Δάκρυα άρχισαν να κυλούν από τα µάτια της και αφέθηκε σε ένα βουβό κλάµα που απλώς τηςεπιβεβαίωσε το τέλος. Αυτό ήταν λοιπόν... Όλα είχαν τελειώσει... Και είχε µείνει µόνη.

Μέσα από τη θλίψη της, συνειδητοποίησε κάτι που τη σόκαρε. Αυτό το αφόρητοσυναίσθηµα µοναξιάς δεν ήταν καινούριο. Δυο χρόνια τώρα που είχε σχέση µε τον Κώσταένιωθε µόνη. Η σχέση τους είχε τελειώσει προ πολλού ή, για την ακρίβεια, δεν είχε ξεκινήσειποτέ.

Έµεινε για αρκετή ώρα ακόµα στο ταβερνάκι. Ήπιε τρία ποτήρια κρασί, κάπνισε τουπόλοιπο πακέτο τσιγάρα και όταν είδε και την τελευταία παρέα να φεύγει, πλήρωσε καισηκώθηκε µε δυσκολία. Το κρύο που τη χτύπησε στο πρόσωπο καθώς έβγαινε έξω δεν τηνξάφνιασε. Το κρύο µέσα της ήταν πολύ πιο δυνατό.

Page 13: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

3

Η ΕΙΡΗΝΗ ΕΚΛΕΙΣΕ ΤΟ ΤΗΛΕΦΩΝΟ χτυπώντας το µε δύναµη πάνω στο γυάλινο γραφείο της.– Πού είσαι, ρε Αριέττα, και δεν το σηκώνεις; µονολόγησε εκνευρισµένη.Ήταν η τρίτη φορά που είχε προσπαθήσει να επικοινωνήσει µε τη φίλη της από το πρωί.

Τώρα, µετά από ώρες ορθοστασίας και επισκέψεων στους θαλάµους των ασθενών, είχεεπιστρέψει στο γραφείο της και έκανε µια ακόµα προσπάθεια. Μάταια... Μα πού είχε χαθεί;Τελευταία φορά είχαν µιλήσει το προηγούµενο απόγευµα. Η Αριέττα είχε πάρει την απόφασηνα µιλήσει στον Κώστα ανοιχτά και να του εξηγήσει ότι χρειαζόταν την ουσιαστική του βοήθειακαι στήριξη.

Η Ειρήνη, βαθιά µέσα της, ήξερε ότι αυτή η κουβέντα δε θα είχε αίσιο τέλος, αλλά δενήθελε να την αποθαρρύνει. Ωστόσο, ήταν σίγουρη ότι οποιαδήποτε προσπάθεια της Αριέτταςνα µιλήσει στον Κώστα θα κατέληγε, δυστυχώς, σε τσακωµό. Μήπως αυτό είχε συµβεί; Ναείχαν µαλώσει και για αυτό δε σήκωνε όλη µέρα το τηλέφωνο η Αριέττα;

Πολλή σηµασία είχε δώσει η φίλη της σ’ αυτό τον ανώριµο και σε µια σχέση που ήτανολοφάνερο ότι δε θα κρατούσε για πολύ ακόµα.

Ο ήχος του κινητού την έκανε να αναπηδήσει. Ήλπιζε ότι επιτέλους η φίλη της θααπαντούσε στα τόσα τηλεφωνήµατα που της είχε κάνει, όµως κοιτώντας την οθόνη αναγνώρισετον αριθµό του Μάρκου, του τρίτου µέλους της «τριάδας», όπως χαρακτήριζαν την παρέα τους.

– Έλα, Μάρκο.– Καληµέρα, Ειρήνη. Όλα καλά;– Καλάµια!– Να καλέσω αργότερα; Μήπως ενοχλώ; Απλώς είχα µέρες να σ’ ακούσω...Η Ειρήνη αισθάνθηκε άσχηµα. Τι της έφταιγε τώρα ο Μάρκος; Εξάλλου, χαιρόταν πάντα

όταν τον άκουγε. Έφερε στο νου της την ευγενική φυσιογνωµία του κολλητού της. Ο Μάρκοςήταν υπόδειγµα φίλου και είχε αποδείξει πολλές φορές ότι θεωρούσε και αυτή, αλλά και τηνΑριέττα, σχεδόν συγγενείς του. Μπορεί να ήταν φίλοι από τα παιδικά τους χρόνια και νααποτελούσαν µια αδιαίρετη τριάδα, όµως αυτό που τους ένωνε δεν ήταν απλώς η φιλία, αλλάµια αγάπη που µε τα χρόνια είχε γίνει βαθιά, ουσιαστική, σχεδόν αδερφική.

Όταν µάλιστα η Αριέττα είχε µεσολαβήσει να πιάσει δουλειά ο Μάρκος στο ανθοπωλείο τουπατέρα της, της είχε πει ότι δεν ήξερε πώς να της το ξεπληρώσει. Μετά από τόσα χρόνια, όχιµόνο διατηρούσε ακόµα τη θέση του, αλλά χάρη στη σκληρή δουλειά και το ήθος του, οπατέρας της τον θεωρούσε πια πολύτιµο βοηθό και συνεργάτη του.

Ο Μάρκος είχε έναν τρόπο να κερδίζει αβίαστα τους ανθρώπους, όχι µόνο µε τοεντυπωσιακό παρουσιαστικό του –ψηλός, µε καστανόξανθα σγουρά µαλλιά µέχρι τους ώµουςτου κι ένα µελί, µεθυστικό βλέµµα–, αλλά κυρίως µε τον ευγενικό, πρόσχαρο και ήπιοχαρακτήρα του. Έτσι είχε κερδίσει τη φιλία της Αριέττας και της Ειρήνης, αλλά και τηνιδιαίτερη εκτίµηση του Λευτέρη Στεργίου, ο οποίος τον ένιωθε σχεδόν σαν γιο του, ειδικά µετάτο θάνατο του Ορέστη.

Ακούγοντάς την εκνευρισµένη, ο Μάρκος σοβάρεψε, χάνοντας αµέσως τη διάθεσή του για

Page 14: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

χαβαλέ. Η Ειρήνη ήταν πάντα ψύχραιµη και ευγενική. Τι την είχε αναστατώσει;– Ειρήνη, τι συµβαίνει; Έγινε κάτι;– Έγινε ότι προσπαθώ εδώ και ώρες να βρω την Αριέττα και αυτή δεν απαντά.Ο Μάρκος απόρησε µε την ανησυχία της. Δεν ήταν η πρώτη φορά που συνέβαινε κάτι

τέτοιο. Η σχέση της Αριέττας µε το κινητό της δεν ήταν και πολύ στενή.– Εντάξει, ρε παιδί µου, πώς κάνεις έτσι; είπε ανάλαφρα. Πρώτη φορά είναι που δεν τη

βρίσκεις; Μπορεί να διαβάζει. Ή να έχει βγει καµιά βόλτα να ξεθολώσει λίγο. Εξετάσειςδίνει...

Η Ειρήνη τον διέκοψε ανυπόµονα. Έπρεπε να του εξηγήσει ότι η χτεσινή βραδιά δεν ήτανσυνηθισµένη και η διαίσθησή της της έλεγε ότι κάτι δυσάρεστο είχε συµβεί.

– Μάρκο, δεν είναι απλά τα πράγµατα. Θα σ’ τα πω σύντοµα, γιατί πρέπει να επιστρέψωστους θαλάµους των ασθενών. Χτες το βράδυ η Αριέττα θα έβγαινε για φαγητό µε τον Κώστα.Είχε σκοπό να του εξηγήσει ότι χρειάζεται τη βοήθεια και τη στήριξή του. Κι επειδή εκείνος,όπως ξέρεις και όπως ξέρω, δε φηµίζεται για την ευγένεια και τη συµπόνια του, φοβάµαι ότι ησυζήτηση δεν πήγε καλά. Δεν ξέρω τι έχει γίνει, αλλά για να µην απαντά όλη µέρα στοτηλέφωνο η φίλη µας, κάτι µου λέει ότι είχαµε δυσάρεστες εξελίξεις...

Ο Μάρκος όφειλε τώρα να παραδεχτεί ότι πιθανότατα είχε δίκιο. Η Αριέττα µιλούσεκαθηµερινά στο τηλέφωνο και µε την Ειρήνη και µε τον ίδιο. Για να έχει εξαφανιστεί από τοπρωί, αυτό σήµαινε ότι κάτι σοβαρό είχε συµβεί. Εξάλλου, η Ειρήνη είχε δίκιο για τον Κώστα.Κανένας από τους δυο δεν τον είχε συµπαθήσει, αλλά φρόντιζαν να κρατάνε µια διακριτικήστάση, για χάρη της Αριέττας που ήταν ερωτευµένη µαζί του. Να όµως που, κατά ταφαινόµενα, τελικά είχε πληγωθεί από αυτό τον εγωιστή, αντιπαθητικό τύπο. Το ενδεχόµενοαυτό από τη µια στεναχωρούσε τον Μάρκο, γιατί ήθελε να βλέπει τη φίλη του ευτυχισµένη, απ’την άλλη όµως χαιρόταν, γιατί πίστευε πως της άξιζε κάτι πολύ καλύτερο.

– Ειρήνη, και οι δυο µας ξέρουµε ότι αυτός ο άνθρωπος δεν είναι για την Αριέττα. Μακάρινα το καταλάβει κι αυτή όσο γίνεται πιο γρήγορα! Θα στεναχωρηθεί, θα κλάψει, αλλά θα τηςσταθούµε και θα την κάνουµε να καταλάβει ότι της αξίζει κάτι πολύ καλύτερο στη ζωή της απόέναν αδιάφορο αλαζόνα.

Συµφωνούσε απόλυτα, αλλά δεν έπαυε να ανησυχεί για τη φίλη της. Ένας διακριτικός ήχοςτην ειδοποιούσε ότι είχε δεύτερη γραµµή. Η Αριέττα!

– Μάρκο, µε παίρνει στην άλλη γραµµή. Κλείσε και θα µιλήσουµε.– Περιµένω νέα, έτσι; Μη µε ξεχάσεις!Η Ειρήνη σήκωσε τη δεύτερη γραµµή µε αγωνία και αυστηρό ύφος.– Ξέρεις πόσες φορές σ’ έχω πάρει από το πρωί;– Τρεις.– Ακριβώς! Και ελπίζω να έχεις µια πολύ καλή δικαιολογία για το ότι δεν απάντησες σε

καµία. Το µυαλό µου πήγε στο κακό, ηλίθια!– Όταν λες «κακό», τι εννοείς;– Ξέρω ’γώ; Να, φαντάστηκα ότι τσακωθήκατε µε τον Κώστα, ότι χωρίσατε...Η Αριέττα τη διέκοψε απότοµα. Δεν µπορούσε να συνηθίσει την έκτη αίσθηση της φίλης της

και δεν είχε τη δύναµη να διηγηθεί µε λεπτοµέρειες όλα όσα είχε ζήσει το προηγούµενο βράδυ.– Περισσότερο µέσα δε θα µπορούσες να έχεις πέσει, φιλενάδα!Ακολούθησε µια αµήχανη σιωπή. Η Αριέττα δεν είχε κάτι άλλο να πει και η Ειρήνη δεν

µπορούσε να πιστέψει ότι, για µια ακόµα φορά, είχαν επιβεβαιωθεί οι φόβοι της.– Δηλαδή τι; Χωρίσατε;

Page 15: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Εντελώς!– Γιατί; Αριέττα, µίλα µου! Δεν µπορώ να σου τα βγάζω µε το τσιγκέλι.– Δεν έχω να σου πω και πολλά... Μου έδωσε πολύ απλά να καταλάβω ότι δεν είναι

διατεθειµένος ούτε να µε στηρίξει µέχρι τις εξετάσεις ούτε να µπει στη διαδικασία µιας σχέσηςεξ αποστάσεως σε περίπτωση που πετύχω.

– Κατάλαβα... Ακόµα δεν τον είδαµε, Γιάννη τον βαφτίσαµε!– Ειρήνη, ας µη γελιόµαστε... Κατά πάσα πιθανότητα θα πετύχω. Κι αν πετύχω, θα διοριστώ

σε κάποιο σχολείο της επαρχίας. Αφού δεν µπορεί να σταθεί δίπλα µου, καλύτερα που µου τοείπε από τώρα. Να ξέρω κι εγώ τι µου γίνεται.

– Τότε γιατί σ’ ακούω έτσι;– Δεν είµαι χαζή... Ήξερα ότι ο Κώστας δεν είναι ιδιαίτερα δοτικός άνθρωπος. Όµως

πίστευα ότι αν έκανε λίγη υποµονή και όλα πήγαιναν καλά µε τις εξετάσεις, θα χαιρόταν γιαµένα. Και θα καταλάβαινε ότι η υποµονή του άξιζε. Πώς να σ’ το πω... Νόµιζα ότι θα χαιρότανµε τη χαρά µου και µε την επιτυχία µου.

Ακολούθησε σιωπή, καθώς η Ειρήνη σκεφτόταν µε τι λόγια να απαντήσει στη φίλη της. Ηαλήθεια είναι ότι δεν περίµενε µια τόσο ψύχραιµη αντίδραση από την Αριέττα. Αφού πήρε µιαβαθιά ανάσα, ξεκίνησε να µιλάει.

– Φιλενάδα, µην ξεχνάς πως ο Κώστας δεν ήρθε ούτε σ’ ένα µνηµόσυνο του Ορέστη. Αν καιήξερε πόσο δύσκολο είναι για σένα, ποτέ δε σου συµπαραστάθηκε.

Η Αριέττα δεν καταλάβαινε πώς η συζήτηση είχε πάει ξαφνικά στον αδερφό της.– Τι θες να πεις µ’ αυτό;– Θέλω να πω ότι ένας άνθρωπος που δεν µπορεί να µοιραστεί τον πόνο σου δεν είναι ικανός

να µοιραστεί ούτε τη χαρά σου. Μπορεί να λένε ότι οι φίλοι φαίνονται στα δύσκολα, αλλά εγώδε συµφωνώ. Οι φίλοι φαίνονται στη χαρά, Αριέττα. Εκεί δοκιµάζονται.

Η συζήτησή τους δεν κράτησε πολύ. Η Ειρήνη έπρεπε να επιστρέψει στους ασθενείς της καιη Αριέττα να συγκεντρωθεί στο διάβασµά της. Συµφώνησαν να πάνε στον κινηµατογράφο τηνεποµένη, έτσι θα είχαν το χρόνο να συζητήσουν πιο αναλυτικά όσα είχαν συµβεί.

Η Αριέττα έβγαλε τα γυαλιά και έτριψε τα κουρασµένα από το πολύωρο διάβασµα µάτια της.Κοίταξε το ρολόι της. Περασµένα µεσάνυχτα και δεν είχε κλείσει ακόµα τα βιβλία. Τελευταίοβράδυ πριν από τις εξετάσεις και η αγωνία δεν την άφηνε να ηρεµήσει. Είχε ολοκληρώσει τηνύλη και είχε κάνει και τις απαραίτητες επαναλήψεις, όµως κάθε φορά ένιωθε την ανάγκη ναεπιβεβαιώσει τις γνώσεις της και την προετοιµασία που είχε κάνει. Τις τελευταίες δύοβδοµάδες δεν είχε σηκώσει κεφάλι από το διάβασµα.

Από τον Κώστα δεν είχε κανένα νέο και κανένα τηλεφώνηµα. Ήταν σίγουρος εποµένως γιατην απόφασή του. Όλα είχαν τελειώσει. Η Αριέττα δεν είχε συνειδητοποιήσει καλά καλά τι είχεσυµβεί. Το διάβασµα και η αγωνία των τελευταίων ηµερών δεν της είχαν αφήσει χρόνο.

Τελευταία µέρα λοιπόν... Αύριο έδινε εξετάσεις και µε το τέλος τους θα είχε επιτέλους τηνευκαιρία να χαλαρώσει και να ξεκουραστεί. Πόσο ανάγκη το είχε... Τις τελευταίες µέρεςένιωθε έντονη κούραση, σχεδόν εξάντληση. Ακόµα και τις πρωινές ώρες, µετά από ένα εξάωρούπνου, µε δυσκολία σηκωνόταν από το κρεβάτι της. Δυσκολευόταν να ανέβει σκάλες, αφούλαχάνιαζε µε το παραµικρό. Η κούραση είχε αποτυπωθεί και στο χλοµό πρόσωπό της, όπουµαύροι κύκλοι είχαν κάνει την εµφάνισή τους και είχαν γίνει πια µόνιµοι.

Από αύριο θα ξεκουραστώ, παρηγόρησε τον εαυτό της και αφού φόρεσε τα γυαλιά της, ξεκίνησε

Page 16: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

να κάνει µια τελευταία επανάληψη.Το ελαφρύ χτύπηµα στην πόρτα την ξάφνιασε. Στο άνοιγµα φάνηκε η µητέρα της. Η Νίνα

Στεργίου φορούσε µια χνουδωτή κόκκινη ρόµπα και είχε τα καστανά µαλλιά της πιασµένα σεµια πρόχειρη αλογοουρά. Για τα εξήντα πέντε της χρόνια κρατιόταν καλά και φρόντιζε τονεαυτό της, ακόµα και τις ώρες που βρισκόταν στο σπίτι. Κάθε φορά που η κόρη της ή ο άντραςτης έκαναν κάποιο σχόλιο για την εµφάνισή της, η Νίνα απαντούσε µε ένα λακωνικό«ψυχοθεραπεία».

Μετά το θάνατο του γιου της, πάλευε ακόµα να βρει τις ισορροπίες της. Τον πρώτο καιρόαφοσιώθηκε στη δουλειά της. Το φαρµακείο της ήταν το µοναδικό στη γειτονιά και οι πελάτεςπολλοί. Η κόρη της και ο άντρας της τη µάλωναν τρυφερά και της έλεγαν να µην κουράζεταιτόσο, ενώ αυτή, προσπαθώντας να τους καθησυχάσει, τους απαντούσε λακωνικά:«Εργασιοθεραπεία».

Η πρόωρη συνταξιοδότησή της φάνηκε να είναι η µόνη λύση, όταν, κάποιο πρωινό, οΛευτέρης δέχτηκε ένα τηλεφώνηµα στο ανθοπωλείο του. Από την άλλη άκρη της γραµµής ηΜάγδα, η βοηθός της γυναίκας του στο φαρµακείο, τον ενηµέρωσε µέσα στους λυγµούς της ότιτην είχε βρει αναίσθητη, µ’ ένα άδειο κουτί ασπιρίνες δίπλα της.

Είχε τρέξει στο φαρµακείο και είχε µεταφέρει τη γυναίκα του στο νοσοκοµείο. Μέχρι να τονενηµερώσουν οι γιατροί ότι δεν κινδύνευε η ζωή της, είχε νιώσει και τη δική του ζωή νατελειώνει. Αν έχανε και τη Νίνα του, θα τρελαινόταν...

Μετά από την απόπειρα αυτοκτονίας, η Νίνα δέχτηκε αδιαµαρτύρητα να κάνει τα χαρτιάτης για πρόωρη συνταξιοδότηση. Έτσι, τα τελευταία τέσσερα χρόνια περνούσε τις µέρες τηςστο σπίτι, προσπαθώντας ακόµα να συνειδητοποιήσει το θάνατο του µοναχογιού της. Μόνη τηςσυντροφιά ήταν η Μάγδα, η οποία συνέχιζε να δουλεύει στο φαρµακείο, και δεν παρέλειπε νατην επισκέπτεται τακτικά ή να την παρασύρει σε βόλτες στα µαγαζιά και στο συνοικιακόκινηµατογράφο κάποια βράδια.

Η Αριέττα έµεινε να κοιτάζει τη µητέρα της που είχε σταθεί ακίνητη στην πόρτα.– Οµορφιές, µαµά; Οµορφιές; της είπε παρατηρώντας τη µε µια γρήγορη µατιά.– Ψυχοθεραπεία, Αριεττάκι µου, ψυχοθεραπεία!Η Νίνα άνοιξε διάπλατα την πόρτα και µπήκε στο δωµάτιο. Το ανήσυχο βλέµµα της

απλώθηκε όλο αγάπη στο πρόσωπο της κόρης της.– Ξέρεις τι ώρα είναι;– Μία και µισή;– Δύο παρά. Δεν είναι ώρα να κοιµηθείς; Ούτε στις πανελλήνιες δε διάβαζες τόσο!– Το ξέρω, µαµά µου. Τώρα, να κάνω µια τελευταία επανάληψη και θα ξαπλώσω.Η Νίνα χάιδεψε τρυφερά το µάγουλό της και της έριξε ένα εξεταστικό βλέµµα. Τις

τελευταίες µέρες η κόρη της ήταν πολύ κουρασµένη. Το έβλεπε... Το πρόσωπό της ήταν χλοµόκαι οι µαύροι κύκλοι γίνονταν όλο και πιο έντονοι κάτω από τα µάτια της. Δεν της είχε πειτίποτα, αλλά η εικόνα της την ανησυχούσε πολύ.

– Κουράζεσαι πολύ, κορίτσι µου. Το βλέπω στο προσωπάκι σου.– Μην ανησυχείς, µαµά! Τελευταία µέρα είναι. Θα ξεκουραστώ από αύριο.Η Νίνα ανακουφίστηκε κάπως.– Έτσι µπράβο! Άντε, να κανονίσετε και καµία εκδροµούλα µε τον Κώστα. Καιρό έχω να τον

δω. Δεν έχει φανεί τις τελευταίες µέρες.Η Αριέττα απέφυγε το διερευνητικό βλέµµα της µητέρας της και έκανε ότι αφοσιώνεται στο

βιβλίο µπροστά της.

Page 17: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Νίνα κατάλαβε. Οι υποψίες της είχαν επιβεβαιωθεί. Κάτι δεν πήγαινε καλά. Εξάλλου, είχεαντιληφθεί εδώ και καιρό τους τσακωµούς και τις διαφωνίες τους. Αναζήτησε το βλέµµα τηςκόρης της και επέµεινε.

– Αριέττα, κοίταξέ µε. Συµβαίνει κάτι; Έγινε κάτι µε τον Κώστα; Μήπως µαλώσατε;Ήξερε ότι δε θα γλίτωνε εύκολα από την ανάκριση. Όταν η µητέρα της ήθελε να µάθει

κάτι, το κατάφερνε.– Με τον Κώστα χωρίσαµε.Η Νίνα την κοίταξε ξαφνιασµένη. Είχε καταλάβει ότι είχε γίνει κάποιος καβγάς, αλλά δε

φανταζόταν ότι είχαν φτάσει στο χωρισµό.– Χωρίσατε; Πότε; Γιατί;– Μαµά, ο Κώστας δεν µπορεί να δεχτεί ότι, αν πετύχω, θα φύγω από την Αθήνα. Μου

εξήγησε πως δε θέλει να συνεχίσει µια σχέση εξ αποστάσεως. Ήταν αρκετά ειλικρινής ώστε ναµου το πει εγκαίρως.

Η Νίνα κατάλαβε ότι, ακόµα και τώρα, η κόρη της προσπαθούσε να δικαιολογήσει τησυµπεριφορά του. Κάτι που η ίδια δεν είχε καταφέρει να κάνει στα δύο χρόνια που είχεκρατήσει η σχέση τους. Δεν τον είχε συµπαθήσει τον Κώστα. Στην Αριέττα, βέβαια, δεν είχε πεικάτι, αφού ήξερε ότι δεν ανεχόταν να µπλέκονται στα προσωπικά της. Ούτε στον άντρα της είχεεκµυστηρευτεί την ανησυχία της για το χαρακτήρα αυτού του νεαρού και για την εξέλιξη τηςσχέσης του µε την κόρη τους. Δεν ήθελε να τον ανησυχήσει. Ίσως να ήταν υπερβολική. Ίσωςµετά το θάνατο του Ορέστη να είχε γίνει υπερπροστατευτική απέναντί της.

Ο µόνος άνθρωπος που άκουγε και συµµεριζόταν τους προβληµατισµούς της ήταν ηΕιρήνη. Αυτό το «άγιο κορίτσι», όπως την αποκαλούσε. Την είχε συµπαθήσει από την πρώτηστιγµή. Η φιλία των δύο κοριτσιών κρατούσε χρόνια, και η Νίνα τις καµάρωνε να µεγαλώνουνµαζί, να µοιράζονται και να χαίρονται τα νιάτα τους. Ναι, η κόρη της είχε δύο πολύτιµους,πραγµατικούς φίλους. Ήταν σίγουρη ότι η Ειρήνη και ο Μάρκος θα στέκονταν πάντα στοπλευρό της Αριέττας, ό,τι κι αν της συνέβαινε. Στα ευχάριστα και στα δυσάρεστα! Αυτό το είχαναποδείξει πολλές φορές µέχρι τώρα. Και πόσο είχε χαρεί όταν είχε καταλάβει ότι ο Ορέστηςγλυκοκοίταζε την Ειρήνη! Μια τέτοια κοπέλα ήθελε να δει στο πλευρό του γιου της. Όµως δεντου ήταν γραφτό...

– Μαµά, µε παρακολουθείς;Η φωνή της κόρης της την επανέφερε στην πραγµατικότητα.– Ναι, κοριτσάκι µου. Απλώς σκεφτόµουν ότι κάθε εµπόδιο για καλό. Ίσως να είναι

καλύτερα έτσι...Η Αριέττα κοίταξε τη µητέρα της και χαµογέλασε.– Άσ’ τα αυτά! Κατά βάθος χαίρεσαι. Αφού ποτέ δεν τον συµπάθησες, γιατί δε µου το λες;– Ε, λοιπόν, ναι! Ποτέ δεν τον συµπάθησα. Αλλά περί ορέξεως κολοκυθόπιτα, που λένε.

Μήπως αν σου έλεγα κάτι θα σου άλλαζα γνώµη; Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγµατα καιτο αποφασίσατε µόνοι σας. Αριέττα µου, αυτός ο άνθρωπος δεν ήταν για σένα! Κι η Ειρήνη τοίδιο µου έλεγε...

Η Αριέττα τη διέκοψε δήθεν ενοχληµένη. Κατά βάθος απολάµβανε το ενδιαφέρον τηςµητέρας της και της φίλης της.

– Ώστε αυτά συζητάτε οι φιλενάδες πίσω από την πλάτη µου. Θα τα ψάλω και στην Ειρήνηµε την πρώτη ευκαιρία, την ψευτοµάλωσε.

– Την Ειρήνη να την αφήσεις ήσυχη! Αυτή και ο Μάρκος είναι πραγµατικοί φίλοι σου. Καιίσως κάτι παραπάνω... Είναι αδέρφια σου.

Page 18: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Αριέττα κατάλαβε ότι η συζήτηση έπαιρνε επικίνδυνη τροπή. Λίγες ώρες πριν τιςεξετάσεις, δεν ήθελε ν’ αρχίσουν τα κλάµατα και τις συγκινήσεις. Ωστόσο, ήξερε ότι η µητέρατης είχε απόλυτο δίκιο. Η Ειρήνη και Μάρκος ήταν αδέρφια της πια. Και, ναι, η Ειρήνη είχεδίκιο σχετικά µε τον Κώστα. Δυστυχώς, έπρεπε να το παραδεχτεί ότι ήταν λάθος επιλογή. Δενήταν κακός, αλλά δεν ήταν αυτό που είχε ανάγκη και που έψαχνε στη ζωή της.

Η Νίνα κοίταξε το ρολόι της και σηκώθηκε.– Αρκετά είπαµε. Ό,τι έγινε έγινε και ό,τι διάβασες διάβασες. Ώρα για ύπνο!Έστειλε ένα φιλί στην κόρη της και βγήκε χαµογελαστή από το δωµάτιο, κλείνοντας πίσω

της την πόρτα.Μόλις βρέθηκε µόνη έξω απ’ το δωµάτιο της κόρης της, το χαµόγελο έσβησε από το

πρόσωπό της. Ανησυχούσε πολύ για την Αριέττα. Κάθε µέρα την έβλεπε να σέρνει µε δυσκολίατα βήµατά της και το πρόσωπό της ήταν πιο χλοµό από ποτέ. Αν ήταν να αρρωστήσει για ναδιοριστεί ως δασκάλα, ας µην πετύχαινε ποτέ! Μόνο την υγειά της να ’χε. Τίποτ’ άλλο δενήθελε!

Η πόρτα του διπλανού υπνοδωµατίου άνοιξε και στο διάδροµο φάνηκε ο άντρας της.– Νίνα, δεν κοιµάσαι;– Άκουσα θόρυβο και πήγα να δω αν είναι καλά η Αριέττα.– Ακόµα δεν κοιµήθηκε; Άντε να τελειώσουν αυτές οι εξετάσεις... Έχει εξαντληθεί. Έχεις δει

πόσο κοµµένη και κουρασµένη είναι τον τελευταίο καιρό; ρώτησε χαµηλόφωνα τη γυναίκα του.Προσπάθησε να καθησυχάσει τον άντρα της, κρύβοντας έντεχνα και τη δική της ανησυχία.– Λευτέρη µου, εξετάσεις δίνει το παιδί. Φυσιολογικό είναι να κουράζεται. Από αύριο θα

ηρεµήσει και θα ξεκουραστεί. Άντε, πάµε κι εµείς για ύπνο, να την αφήσουµε να ησυχάσει.Πριν µπει στην κρεβατοκάµαρά τους, έριξε ένα τελευταίο βλέµµα γεµάτο έγνοια προς το

δωµάτιο της Αριέττας.– Μόνο την υγειά της να ’χει, µουρµούρισε, Παναγιά µου... Μόνο την υγειά της...

Η Αριέττα βγήκε σχεδόν τελευταία από την αίθουσα. Αν και ήταν σίγουρη για όσα είχε γράψει,κοίταξε ξανά και ξανά την κόλλα της προτού την παραδώσει στον επιτηρητή. Μόνο όταν βγήκεστον καθαρό αέρα συνειδητοποίησε ότι επιτέλους είχε ξεµπερδέψει µε τα βιβλία, το διάβασµακαι τις εξετάσεις.

Τώρα, ό,τι έγραψα έγραψα, σκέφτηκε, αν και κατά βάθος ήταν αισιόδοξη. Οι προσπάθειές τηςκαι οι κόποι της µάλλον είχαν αποδώσει και ήταν σχεδόν σίγουρη ότι είχε γράψει καλά.

Αναστέναξε µε ανακούφιση και έβγαλε το κινητό της από την τσάντα.Ενηµέρωσε πρώτα τους γονείς της ότι όλα είχαν πάει καλά και µετά τηλεφώνησε στην

Ειρήνη, που σίγουρα θα περίµενε τα νέα της µε την ίδια ανυποµονησία.– Έλα, Ειρηνάκι...– Πώς πήγες; τη ρώτησε κοφτά.– Μµµµ... Νοµίζω καλά!– Ααααα! Μπράβο, φιλενάδα!Η τσιρίδα που έβγαλε η Ειρήνη έκανε την Αριέττα να αποµακρύνει για λίγο το τηλέφωνο

από το αφτί της και να χαµογελάσει.– Με ξεκούφανες, χαζή! Σε λίγο θα είµαι κοντά στο νοσοκοµείο. Θα έχεις χρόνο για

καφεδάκι, να τα πούµε;– Εννοείται! Σε µισή ώρα, στο καφέ που είναι ακριβώς απέναντι. Δυστυχώς δεν έχω πολύ

Page 19: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

χρόνο. Γίνεται χαµός εδώ, οι ιώσεις έχουν αποθρασυνθεί!

Αν και περασµένο µεσηµέρι, το καφέ ήταν γεµάτο από κόσµο. Οι περισσότεροι γιατροίπροτιµούσαν να κάνουν εκεί το διάλειµµά τους για να ξεφεύγουν, έστω για λίγα λεπτά, απ’ τοπεριβάλλον του νοσοκοµείου.

Η Αριέττα αναζήτησε ένα άδειο τραπέζι και κάθισε να περιµένει τη φίλη της. Δεν τηβαστούσαν τα πόδια της. Η µητέρα της είχε δίκιο. Είχε κουραστεί πολύ τον τελευταίο καιρό,σωµατικά και ψυχολογικά. Τώρα επιτέλους όλα είχαν τελειώσει και µπορούσε να ξεκουραστείκαι να χαλαρώσει. Τόση εξάντληση δεν είχε νιώσει ποτέ στη ζωή της. Όµως άξιζε τον κόπο,αφού ήταν σχεδόν σίγουρη ότι θα ήταν µεταξύ των διοριστέων. Έστω και στην επαρχία.

Η Ειρήνη µπήκε φουριόζα στο καφέ, χαιρέτησε µερικούς συναδέλφους της και πλησίασε µεγρήγορα βήµατα την Αριέττα. Της έσκασε δυο φιλιά και κάθισε απέναντί της, ενώ το χαµόγελοστα χείλη της φανέρωνε τον ενθουσιασµό της. Την καµάρωνε!

– Συγχαρητήρια, Αριεττάκι µου!– Κάτσε πρώτα να βγουν τα αποτελέσµατα και µετά µου λες συγχαρητήρια!Η Ειρήνη τη διέκοψε απότοµα.– Καλά, καλά... Για να λες εσύ ότι µάλλον πήγες καλά, τότε είναι σίγουρο ότι έχεις γράψει

άριστα. Τον Μάρκο τον πήρες;– Όχι ακόµα... Έχουν να παραδώσουν µια µεγάλη παραγγελία σήµερα στο ανθοπωλείο και

ξέρω ότι θα πνίγεται στη δουλειά. Θα του τηλεφωνήσω αργότερα.– Εγώ λέω να βγούµε και να το γλεντήσουµε απόψε οι τρεις µας. Όπως τις παλιές καλές

µέρες! Τι λες;Η Αριέττα γέλασε µε τον ασυγκράτητο ενθουσιασµό της Ειρήνης.– Λέω ότι προτρέχεις, αλλά από την άλλη... πολύ µου έχει λείψει ένα γλέντι. Έχω µήνες να

βγω και να διασκεδάσω σαν άνθρωπος. Τώρα βέβαια είµαι πτώµα, αλλά αν γυρίσω καικοιµηθώ µερικές ώρες, το βράδυ θα είµαι µια χαρά.

Η Ειρήνη ένεψε καταφατικά κρύβοντας καλά την ανησυχία της. Η Αριέττα φαινότανπραγµατικά πολύ κουρασµένη. Τον τελευταίο καιρό την είχε ακούσει πολλές φορές ναπαραπονιέται για πόνους στα κόκαλα, για εξάντληση και επίµονα δέκατα. Δεν της είχε πειτίποτα, αλλά τώρα που την κοιτούσε προσεκτικά, η εικόνα της την ανησυχούσε.

Πρέπει να πάψω να τους βλέπω όλους σαν ασθενείς, µάλωσε τον εαυτό της. Η κοπέλα µόλις ξέµπλεξεαπό απαιτητικές εξετάσεις. Λογικό είναι να έχει κουραστεί. Το πιο πιθανό είναι να την τριγυρίζει κάποια απότις ιώσεις της εποχής. Η σκέψη αυτή την καθησύχασε αρκετά.

Οι δυο φίλες ήπιαν τον καφέ τους, κανόνισαν τις λεπτοµέρειες για τη βραδινή έξοδο καιέφυγαν χαµογελαστές και χαρούµενες.

Η Αριέττα επέστρεψε στο σπίτι της και έπεσε κατευθείαν στο κρεβάτι της εξαντληµένη.Βυθίστηκε σ’ έναν ύπνο βαρύ, χωρίς όνειρα, χωρίς εφιάλτες.

Ξύπνησε µετά από τέσσερις ώρες, νιώθοντας τα µέλη της βαριά σαν µολύβι. Αφουγκράστηκετη σιωπή µέσα στο σπίτι και κατάλαβε ότι και οι γονείς της θα είχαν ήδη ξαπλώσει.

Άπλωσε το χέρι και πήρε το κινητό της από το κοµοδίνο. Τηλεφώνησε στον Μάρκο καιαφού δέχτηκε τα συγχαρητήριά του, του εξήγησε ότι της ήταν αδύνατο να βγει απόψε.

– Με συγχωρείς, Μάρκο µου, αλλά µάλλον τώρα µου βγαίνει όλη η κούραση. Δεν µπορώ νακουνηθώ από το κρεβάτι.

Page 20: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Κανένα πρόβληµα. Ξεκουράσου και από τώρα και στο εξής θα έχουµε όλο το χρόνο ναβγούµε και να διασκεδάσουµε. Εξάλλου, κι εγώ είµαι πτώµα. Ξεθεωθήκαµε µε τον πατέρα σουσήµερα στη δουλειά.

Ο Μάρκος ανέλαβε να ενηµερώσει για τη µαταίωση της εξόδου την Ειρήνη, η οποία δεδιαµαρτυρήθηκε, αλλά κλείνοντας το τηλέφωνο αναστέναξε προβληµατισµένη. Πήρε από τηβιβλιοθήκη της έναν τόµο από τη µεγάλη ιατρική εγκυκλοπαίδεια που συµβουλευόταν συχνάκαι ξάπλωσε στο κρεβάτι της. Χώθηκε καλά µέσα στα σκεπάσµατα και γύρισε τις σελίδες µέχριπου έφτασε στο γράµµα Λ...

Page 21: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

4

ΕΔΩ ΚΑΙ ΛΙΓΕΣ ΜΕΡΕΣ η Αθήνα είχε παραδοθεί σ’ ένα πρώιµο καλοκαίρι. Αν και αρχές Μαΐου, οήλιος έριχνε ανελέητα τις καυτές αχτίνες του στους δρόµους και τα κτίρια της τσιµεντούπολης.

Τρεις µήνες είχαν περάσει από τότε που η Αριέττα είχε δώσει εξετάσεις και, επιτέλους, είχεφτάσει η µέρα των αποτελεσµάτων. Η αγωνία της ήταν µεγάλη. Είχε προσπαθήσει πολύ, είχεδιαβάσει, είχε κουραστεί, σχεδόν είχε αρρωστήσει για να πάει καλά και ήλπιζε ότι οι κόποι τηςθα δικαιώνονταν.

Μαζί της αγωνιούσαν και οι γονείς της, αλλά και οι φίλοι της. Ο Μάρκος, ο οποίος ήτανσίγουρος για την επιτυχία της, ανυποµονούσε για την ανακοίνωση των αποτελεσµάτων, αλλάπροσπαθούσε να ελαφρύνει την ατµόσφαιρα.

– Τι αγχώνεσαι, βρε χαζούλα; Αφού όλα θα έχουν πάει καλά. Εγώ σ’ το λέω! Άντε, ευκαιρίαγια πάρτι!

Η Ειρήνη, απ’ την άλλη, αγωνιούσε µαζί µε τη φίλη της, όχι όµως µόνο για τα αποτελέσµατατων εξετάσεων. Τα συµπτώµατα κόπωσης της Αριέττας µετά από τρεις µήνες όχι µόνο δενείχαν υποχωρήσει, αλλά γίνονταν όλο και πιο έντονα. Είχε πάψει εδώ και καιρό να αιτιολογείτην κούραση της φίλης της και να καθησυχάζει τον εαυτό της. Οι εξετάσεις είχαν περάσει, τοδιάβασµα είχε τελειώσει, το κύµα των ιώσεων είχε αρχίσει να υποχωρεί. Η Αριέττα, όµως, κάθεµέρα που περνούσε φαινόταν όλο και πιο κουρασµένη, ενώ το υγιές χρώµα είχε εγκαταλείψειεδώ και καιρό το πρόσωπό της. Η Ειρήνη ήταν πραγµατικά πολύ ανήσυχη. Ήταν σίγουρη ότικάτι συνέβαινε στη φίλη της. Αλλά τι;

Ολοκλήρωσε τις επισκέψεις στα δωµάτια των ασθενών και γύρισε στο γραφείο της. Ήπιεµια γουλιά από τον κρύο, εδώ και ώρα, καφέ της. Κοίταξε το ρολόι της. Κόντευε µεσηµέρι. Δενµπορεί, όπου να ’ναι θα µε πάρει να µου πει τα νέα! Θα έχουν ανακοινωθεί µέχρι τώρα τα αποτελέσµατα.

Σηκώθηκε και άρχισε να τριγυρίζει σαν θηρίο στο κλουβί. Ευχόταν να πήγαιναν όλα καλά.Το άξιζε η Αριέττα! Είχε παλέψει, είχε δώσει τον καλύτερό της εαυτό, και της άξιζε η επιτυχία.

Το κινητό της άρχισε να χτυπά. Το κοίταξε µε αγωνία και βιάστηκε να το σηκώσει. Ούτε πουκοίταξε την οθόνη. Ήταν σίγουρη ότι την καλούσε η φίλη της.

– Λέγε! Τι έγινε;Από την άλλη άκρη της γραµµής, η φωνή της Αριέττας έφτασε γρήγορη και λαχανιασµένη

από την ένταση.– Πέτυχα, Ειρήνη! Πέτυχα! Είµαι στους διοριστέους!Ένιωσε ένα βάρος να φεύγει από τους ώµους της και κάθισε ανακουφισµένη στην καρέκλα.– Μπράβο, Αριεττάκι, συγχαρητήρια! Ήµουν σίγουρη ότι όλα θα πήγαιναν καλά.– Όπως το περίµενα, όµως, δε διορίζοµαι στην Αθήνα.– Αλλά πού;– Στην Τήνο. Σ’ ένα ορεινό χωριό. Καρδιανή λέγεται.– Μµµµ, πολύ ροµαντικό! Λες να είναι σηµαδιακό;– Τι εννοείς;– Να, ρε παιδάκι µου. Καρδιανή. Λες να σε περιµένει ο έρωτας κάπου στην Τήνο;

Page 22: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Αριέττα τη διέκοψε.– Ειρήνη, άρχισες τα χαζά και δεν έχω χρόνο! Πρέπει να ειδοποιήσω τους γονείς µου και

τον Μάρκο. Λοιπόν, τα λέµε το βράδυ, να κανονίσουµε έξοδο να το γιορτάσουµε, έτσι;– Για µισό λεπτό! Δεν τελειώσαµε τη συζήτηση.– Πες µου...Τώρα που είχε κλείσει το µέτωπο των εξετάσεων, η Ειρήνη είχε σκοπό να στριµώξει τη φίλη

της για τα καλά. Κάτι έπρεπε να γίνει µε το ζήτηµα της υγείας της. Και είχε έρθει η ώρα.– Μέσα στη βδοµάδα θέλω να έρθεις από το νοσοκοµείο.– Αφού θα τα πούµε απόψε, τι να έρθω να κάνω στο νοσοκοµείο;– Δε θέλω να έρθεις για βόλτα, Αριέττα, αλλά για εξετάσεις. Αυτά τα δέκατα και τις

κοµµάρες που έχεις πρέπει να τα κοιτάξουµε. Τι φίλη γιατρό έχεις; Πρέπει να µ’εκµεταλλευτείς! προσπάθησε να ελαφρύνει την κατάσταση και να µη µεταδώσει στη φίλη τηςτο δικό της άγχος, που ίσως να ήταν και υπερβολικό.

– Βρε Ειρηνάκι, άσε µε...– Δεν έχει «άσε µε»! Έχεις περίπου δύο χρόνια να κάνεις εξετάσεις. Τι φοβάσαι κοτζάµ

γυναίκα; Τη βελόνα; Απλές εξετάσεις ρουτίνας θα είναι.– Μα...– Δε δέχοµαι αντιρρήσεις! Σήµερα θα βγούµε, θα το γλεντήσουµε, και την Παρασκευή σε

περιµένω στο νοσοκοµείο πρωί πρωί. Σύµφωνοι;Η Αριέττα ήξερε ότι όταν η φίλη της έπαιρνε αυτό το ύφος δεν άφηνε περιθώρια για

αντιρρήσεις. Εξάλλου, είχε δίκιο... Τους τελευταίους µήνες ένιωθε πολύ αδύναµη καιεξαντληµένη. Ίσως να της έλειπε σίδηρος.

Υποσχέθηκε στην Ειρήνη ότι θα πήγαινε, περισσότερο για να γλιτώσει την γκρίνια της καιλιγότερο επειδή συµφωνούσε, και έκλεισε γρήγορα το τηλέφωνο. Έπρεπε να πει τα ευχάρισταστους γονείς της και στον Μάρκο!

Κλείνοντας το τηλέφωνο, η Ειρήνη έµεινε να κοιτά τον τοίχο απέναντί της προβληµατισµένη.Την Παρασκευή λοιπόν... Ευτυχώς είχε καταφέρει να πείσει την Αριέττα για τις εξετάσεις, χωρίςνα της φανερώσει το άγχος της. Όλο αυτό τον καιρό παρακολουθούσε τα συµπτώµατα τηςφίλης της και ανησυχούσε. Απ’ το µυαλό της περνούσαν πολλά. Από το πιο απλό µέχρι το πιοσοβαρό. Από µια απλή αναιµία µέχρι... Όχι, όχι! Αυτό δεν ήθελε ούτε να το σκέφτεται. Αυτόήταν αδύνατο! Ας µην κινδυνολογούσε χωρίς λόγο. Ας έκαναν πρώτα όλες τις εξετάσεις...

Την Παρασκευή λοιπόν...

Η επιτυχία της Αριέττας έγινε δεκτή απ’ όλους µε ενθουσιασµό. Επιτέλους, οι κόποι της είχανανταµειφθεί! Οι γονείς και οι φίλοι της της ευχήθηκαν «καλή τύχη» και όλοι µαζί γλέντησανµέχρι το επόµενο πρωί, χορεύοντας και πίνοντας στην υγειά της. Ήταν η πιο ευτυχισµένη µέρατης ζωής της.

Ως διά µαγείας, σήµερα ένιωθε περίφηµα. Ούτε κούραση ούτε δέκατα ούτε εξάντληση. Ηαπουσία του Κώστα τής είχε γίνει πια συνήθεια και δεν κατάφερε να σκιάσει τη χαρούµενηστιγµή. Είχε κοντά της όσους την αγαπούσαν και τη νοιάζονταν και δε χρειαζόταν τίποτ’ άλλο.Η ευτυχία δεν την άφησε να αντιληφθεί το προβληµατισµένο βλέµµα της Ειρήνης που τηνπαρατηρούσε όλο το βράδυ.

Λίγο προτού πουν «καληνύχτα», οι δυο φίλες κοντοστάθηκαν στην έξοδο του µαγαζιού. ΗΕιρήνη τη φίλησε και την κοίταξε χαµογελώντας.

Page 23: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Άντε, και εις ανώτερα! Και µην ξεχνιόµαστε! Μεθαύριο σε περιµένω στο νοσοκοµείο γιακείνες τις εξετάσεις.

Ζαλισµένη από τη χαρά και το αλκοόλ, η Αριέττα αγκάλιασε τη φίλη της και τη φίλησε.– Τι θα έκανα χωρίς εσένα, µου λες; τη ρώτησε συγκινηµένη απ’ το ενδιαφέρον της.Η Ειρήνη την τράβηξε έξω από το µαγαζί και προσπάθησε να αποφορτίσει τη στιγµή.– Άσε τις µαλαγανιές, και τις εξετάσεις δεν τις γλιτώνεις, πονήρω!

Το πρόσωπο της Ειρήνης είχε γίνει σαν µια κέρινη µάσκα. Τα µάτια της είχαν ανοίξειδιάπλατα και κοιτούσαν µε αγωνία το συνάδελφο που καθόταν απέναντί της. Εκείνος, απ’ τηνάλλη, την παρατηρούσε ανήσυχος. Δεν της είχε πει ευχάριστα νέα... το αντίθετο!

– Ειρήνη, είσαι καλά;Τον κοίταξε µε τα µάτια δακρυσµένα.– Διονύση, είσαι σίγουρος; ρώτησε µε φωνή βραχνή απ’ το σοκ.– Εκατό τοις εκατό... Μακάρι να µπορούσε να της πει κάτι διαφορετικό. Γαµώτο, σκέφτηκε ο

νεαρός µικροβιολόγος. Ποτέ δε θα συνηθίσω να ανακοινώνω δυσάρεστα αποτελέσµατα.Η Ειρήνη συνέχιζε να τον κοιτάζει αµίλητη. Όµως η θύελλα που µαινόταν µέσα της ήταν

κάτι παραπάνω από φανερή. Ο Διονύσης µαζεύτηκε στη θέση του και περίµενε λίγα λεπτά.Ήξερε ότι θα χρειαζόταν κάποιο χρόνο για να συνειδητοποιήσει όσα της είχε µόλις πει.

Η συνάδελφός του του είχε ζητήσει πριν µερικές µέρες να κάνει τις αναλύσεις στο δείγµααίµατος µιας οικογενειακής της φίλης.

– Είναι βιαστικό, Διονύση. Χρειάζοµαι τα αποτελέσµατα όσο γίνεται πιο σύντοµα.– Μείνε ήσυχη! Σε λίγες µέρες θα σου έχω όλες τις αναλύσεις στο γραφείο σου. Κι εύχοµαι

να πάνε όλα καλά! Απ’ ό,τι καταλαβαίνω πρόκειται για στενή σου φίλη.– Όχι απλώς φίλη, Διονύση. Την έχω σαν αδερφή µου...Δυο µέρες µετά οι αναλύσεις είχαν βγει και ο Διονύσης είχε χτυπήσει διστακτικά την πόρτα

του γραφείου της. Πώς να της το έλεγε; Δυστυχώς, ένας τρόπος υπήρχε. Μπορεί να ήταν στενήφίλη της ασθενούς, όµως, ως συνάδελφος, όφειλε να της µιλήσει ξεκάθαρα, χωρίςπεριστροφές.

Η Ειρήνη στεκόταν ακόµα βουβή απέναντί του. Κοίταζε ξανά και ξανά τα χαρτιά µε τααποτελέσµατα των εξετάσεων και πάλευε να συνειδητοποιήσει αυτό που διάβαζε.

– Λευχαιµία; ψέλλισε.– Δυστυχώς...Η Ειρήνη κάλυψε το πρόσωπο µε τα χέρια της και ένιωσε να βυθίζεται στην απελπισία.– Χριστέ µου... Πώς θα της το πω; Τι θα κάνω; µονολογούσε. Σχεδόν είχε ξεχάσει την

παρουσία του συναδέλφου της.Ο Διονύσης την καταλάβαινε. Αν και ήταν γιατρός εδώ και λίγα µόνο χρόνια, είχε ζήσει

πολλές παρόµοιες καταστάσεις. Ωστόσο, η αµηχανία σε κάτι τέτοιες στιγµές ήταν πάντα η ίδια.Έκανε το γύρο του γραφείου, πλησίασε και την άγγιξε στον ώµο.

– Ειρήνη, είναι νέα κοπέλα. Μπορεί και πρέπει να το παλέψει! Κι εσύ πρέπει νααποστασιοποιηθείς από τη φιλική σχέση που σας ενώνει και ν’ αντιµετωπίσεις την περίπτωσήτης όπως αντιµετωπίζεις όλους τους ασθενείς σου. Μόνο έτσι θα µπορέσεις να τη βοηθήσεις. Ανκαταρρεύσεις κι εσύ, τι βοήθεια θα µπορέσεις να της προσφέρεις; Καταρχήν ψυχραιµία! τηςτόνισε µε επαγγελµατικό αλλά και φιλικό ταυτόχρονα ύφος.

Η Ειρήνη πετάχτηκε από την καρέκλα της.

Page 24: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Ψυχραιµία; Διονύση, µιλάµε για την αδερφή µου! Καταλαβαίνεις; Η Αριέττα είναι αδερφήµου κι εγώ πρέπει να της πω ότι πάσχει από λευχαιµία!

– Ναι. Πρέπει να της το πεις. Δε λέω ότι θα είναι εύκολο, αλλά µετά το πρώτο σοκ, θα τηςεξηγήσεις ότι η λευχαιµία πολλές φορές θεραπεύεται. Ότι θα χρειαστεί να κάνει µια σειρά απόχηµειοθεραπείες και ότι µ’ αυτό τον τρόπο ίσως να µην είναι απαραίτητη η µεταµόσχευσηµυελού. Ειρήνη, έχεις αντιµετωπίσει πάρα πολλές παρόµοιες καταστάσεις. Με τον ίδιοακριβώς τρόπο θα αντιµετωπίσεις και αυτήν.

Απόρησε µε το απλουστευτικό σκεπτικό του συναδέλφου της. Σχεδόν θύµωσε.– Μα δεν είναι ένας ξένος, Διονύση. Δεν το καταλαβαίνεις; Είναι η Αριέττα!– Ακριβώς γι’ αυτό θα πρέπει να µαζέψεις όλο σου το κουράγιο και να της σταθείς. Όχι µόνο

ως φίλη της, αλλά και ως γιατρός. Κυρίως ως γιατρός!Η Ειρήνη τον κοίταξε µε συµπάθεια. Είχε δίκιο... Το ήξερε. Η φιλία της δεν µπορούσε να

σώσει την Αριέττα. Τα φάρµακα θα την έσωζαν.– Διονύση, αν δε σε πειράζει, θα ήθελα να µείνω για λίγο µόνη.– Μακάρι να σου είχα φέρει καλά νέα. Αλλά µην ξεχνάς ότι η επιστήµη έχει προχωρήσει

πολύ. Δεν είναι εύκολη κατάσταση, αλλά πιστεύω ότι είναι θεραπεύσιµη, και δεν το λέω για νασε παρηγορήσω. Το πιστεύω... Αν χρειαστείς κάτι από µένα, µη διστάσεις, έτσι;

– Σ’ ευχαριστώ. Σ’ ευχαριστώ για όλα...Ο Διονύσης βγήκε κλείνοντας αθόρυβα την πόρτα πίσω του και άφησε την Ειρήνη να

βουλιάζει σε ένα απύθµενο πηγάδι.Σηκώθηκε µε απίστευτο κόπο από την καρέκλα της και στάθηκε µπροστά από το

παράθυρο. Η ανοιξιάτικη βροχή, που ξέπλενε από το πρωί τους δρόµους, ταίριαζε µε τηνψυχολογική της κατάσταση και σίγουρα δεν τη βοηθούσε να δει αισιόδοξα την κατάσταση.

Ήξερε ότι ο συνάδελφός της είχε δίκιο. Όσα της είχε πει ήταν ειλικρινή και σωστά. Και ηίδια, εξάλλου, είχε επαναλάβει πολλές φορές ακριβώς τις ίδιες λέξεις. Και τις εννοούσε. Μόνοπου ποτέ δεν είχε χρειαστεί να τις πει σ’ έναν τόσο δικό της άνθρωπο. Ποτέ δεν είχε πονέσειτόσο, λες και τα αποτελέσµατα των εξετάσεων αφορούσαν την ίδια κι όχι την Αριέττα. Ποτέµέχρι τώρα δεν είχε νιώσει τη γη να φεύγει κάτω από τα πόδια της.

Ψέµατα... Το είχε νιώσει αυτό το συναίσθηµα ξανά. Πριν πέντε χρόνια. Όταν είχε χάσει τονΟρέστη. Και τώρα... Να λοιπόν που και πάλι ένιωθε ακριβώς το ίδιο συναίσθηµα κενού, αυτήτη φορά για την Αριέττα. Ναι, αλλά η Αριέττα ζει! Και θα ζήσει! µάλωσε τον εαυτό της καιπροσπάθησε να συνέλθει και να συγκεντρωθεί.

Κάθισε πάλι στο γραφείο της και κοίταξε ξανά τις εξετάσεις. Ένιωθε ότι βρισκότανµπροστά στο µεγαλύτερο δίληµµα της ζωής της. Δεν είχε ιδέα τι έπρεπε να κάνει. Να µιλήσειστην Αριέττα ή να ενηµερώσει πρώτα τους γονείς της;

Όχι, όχι, αυτό αποκλείεται! Η κυρία Νίνα και ο κύριος Λευτέρης είχαν χάσει πριν από πέντεχρόνια το µοναχογιό τους. Πώς µπορούσε τώρα να τους πει ότι η Αριέττα έπασχε από µια τόσοσοβαρή ασθένεια; Όχι! Δεν άντεχε να κάνει κάτι τέτοιο. Εξάλλου, δεν είχε νόηµα... Η Αριέτταήταν αυτή που έπρεπε να ενηµερωθεί πρώτη – και άµεσα µάλιστα.

Πάντα πίστευε ότι ο ασθενής πρέπει να γνωρίζει την αλήθεια για την κατάστασή του. Ακόµακαι στις ανίατες περιπτώσεις. Τι νόηµα έχει να τον προστατεύεις από την πραγµατικότητα; Τοµόνο που καταφέρνεις είναι να του στερείς την ευκαιρία να προετοιµαστεί ψυχολογικά αλλάκαι πρακτικά για το τέλος. Στην ουσία τού στερείς τη δυνατότητα να κάνει όλα αυτά που θαδώσουν νόηµα στη ζωή που του αποµένει.

Κούνησε µε δύναµη το κεφάλι της, να διώξει τις δυσάρεστες σκέψεις. Γιατί τα σκεφτόταν

Page 25: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

τώρα όλα αυτά; Η περίπτωση της Αριέττας ήταν διαφορετική. Δύσκολη µεν, αλλάθεραπεύσιµη. Ο Διονύσης έχει δίκιο, σκέφτηκε και µια φλογίτσα αισιοδοξίας ζέστανε την καρδιάτης. Μια σειρά χηµειοθεραπείες ίσως να ήταν περισσότερο αποτελεσµατικές απ’ όσο πίστευε.Στη θεωρία είµαι καλή. Στην πράξη όµως τι κάνω; Πώς θα της το πω;

Μετά από αρκετά λεπτά περισυλλογής, σκούπισε τα µάτια της και έβγαλε από την τσάντα τοκινητό της. Είχε πάρει την απόφασή της και ήξερε ότι ήταν η µόνη και η πιο σωστή λύση. Μεχέρια που έτρεµαν πληκτρολόγησε το τηλέφωνο της φίλης της.

– Λέγετε;Όταν άκουσε τη φωνή της να απαντά, ένιωσε την ανάγκη να το κλείσει, όµως και πάλι

ήρθαν στο µυαλό της τα λόγια του Διονύση. Δεν υπήρχε άλλος τρόπος... Έσφιξε το ακουστικόµέχρι που οι αρθρώσεις της άσπρισαν.

– Αριέττα...– Έλα, Ειρηνάκι µου, εσύ είσαι; Δεν άκουγα τίποτα και ήµουν έτοιµη να το κλείσω.– Αριέττα, είσαι κοντά στο νοσοκοµείο;– Ναι, γιατί;– Πόσο σύντοµα µπορείς να είσαι εδώ;– Έχω να πάω στο υπουργείο Παιδείας, να κανονίσω κάποια πράγµατα για το διορισµό

και...Η Ειρήνη δεν την άφησε να συνεχίσει.– Σε µισή ώρα σε περιµένω στο γραφείο µου!Έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να απαντήσει ή να αρνηθεί και

αναλύθηκε σε ένα κλάµα που την άφησε εξαντληµένη.Δε θα αντέξω να χάσω κι εσένα, Αριέττα... Όχι κι εσένα...

Μετά το παράξενο τηλεφώνηµα της Ειρήνης, η Αριέττα έµεινε σαστισµένη στο σηµείο πουβρισκόταν. Δευτέρα πρωί και η κίνηση στους δρόµους ήταν ανυπόφορη. Με δυσκολία είχεακούσει όσα της είχε πει η φίλη της. Αυτοκίνητα περνούσαν δίπλα της κορνάροντας, οδηγοίέβριζαν τους µπροστινούς τους, ενώ το νέφος έκανε την ατµόσφαιρα πολύ βαριά. Δυσκολευότανακόµα και να πάρει ανάσα.

Κοίταξε το ρολόι της. Εννιά και τέταρτο... Αν ήθελε να ξεµπερδεύει σύντοµα, θα έπρεπε ναβρίσκεται στο υπουργείο Παιδείας µέχρι τις δέκα. Έπρεπε να συµπληρώσει κάποιαδιαδικαστικά χαρτιά για το διορισµό της. Όµως το πιεστικό τηλεφώνηµα της Ειρήνης της είχεαλλάξει τα σχέδια. Τι να την ήθελε; Γιατί της είχε ζητήσει να περάσει από το νοσοκοµείο τόσοβιαστικά; Δεν τη γελούσαν τα αφτιά της. Μπορούσε να καταλάβει αν κάτι απασχολούσε τη φίλητης ακόµα και από την ανάσα της. Και ήταν σίγουρη ότι κάτι σοβαρό της συνέβαινε. Αλλά τι;Σίγουρα κάτι προσωπικό, σκέφτηκε. Να είχε γνωρίσει κανέναν και να ήθελε να της το ανακοινώσει;Μα, ναι! Αυτό θα ήταν. Αχ, βρε Ειρηνάκι... Άντε! Επιτέλους να σε δω λίγο να χαµογελάς! ευχήθηκεανακουφισµένη και έκανε µεταβολή.

Πέρασε στο απέναντι πεζοδρόµιο και πήρε το δρόµο για το νοσοκοµείο. Θα πήγαινε. Όσογια το υπουργείο, θα το άφηνε για αύριο. Η Ειρήνη τη χρειαζόταν! Και µε την ευκαιρία, θα τηρωτούσε και τι είχε γίνει µε κείνες τις εξετάσεις που την είχε βάλει να κάνει την προηγούµενηβδοµάδα. Λογικά θα είχαν βγει τα αποτελέσµατα.

Η Ειρήνη κοίταζε πίσω απ’ τα στόρια του παραθύρου της την Αριέττα να διασχίζει το δρόµο

Page 26: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

προς την είσοδο του νοσοκοµείου. Δεν κουνήθηκε από τη θέση της. Στεκόταν στο ίδιο σηµείοτην τελευταία µισή ώρα. Είχε καρφώσει το βλέµµα της στο κενό και είχε κάνει µέσα τηςδεκάδες πρόβες παλεύοντας να βρει τον τρόπο µε τον οποίο θα της ανακοίνωνε τα νέα.

Τι θα της έλεγε; Ποιες είναι οι κατάλληλες λέξεις για να πεις κάτι τέτοιο; Υπάρχουν λέξεις;Ποιος είναι ο πιο ανώδυνος τρόπος για να ξεστοµίσεις κάτι τόσο επώδυνο; Να της το έκρυβε;Όχι! Αυτό το είχε αποκλείσει από την πρώτη κιόλας στιγµή. Δεν είχε νόηµα. Έπρεπε να µάθειτην αλήθεια και να το παλέψει. Το σοκ θα ήταν µεγάλο, αλλά θα το άντεχε και θα το πάλευε.Στην αρχή µπορεί να έκλαιγε, να θύµωνε, να φοβόταν, όµως η Ειρήνη ήταν αποφασισµένη νασταθεί στο πλευρό της από τη στιγµή που θα µάθαινε για την ασθένειά της µέχρι τη στιγµή πουθα έβγαινε νικήτρια από αυτή την περιπέτεια. Ναι, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Η Αριέττα θα τοπάλευε. Το χρωστούσε στους γονείς της, στους φίλους της, στον Ορέστη, µα, πάνω απ’ όλα, στονίδιο της τον εαυτό!

Το σιγανό χτύπηµα στην πόρτα την έκανε να αναπηδήσει. Πήρε βαθιά ανάσα και κάθισεστην καρέκλα της.

– Περάστε.Η Αριέττα άνοιξε την πόρτα και µπήκε στο γραφείο. Με γρήγορα βήµατα πλησίασε και

στάθηκε απέναντι από τη φίλη της.– Κακοµοίρα µου, το καλό που σου θέλω να µε θες για κάτι σοβαρό! Έπρεπε να είµαι ήδη

στο υπουργείο και δε φαντάζεσαι τι χαρτούρα έχω να συγκεντρώσω για το διορισµό. Κι εγώ,αντί να είµαι εκεί, είµαι εδώ, να συζητάω γκοµενικά µε την κολλητή µου...

Η Ειρήνη ξεροκατάπιε και την κοίταξε µε απορία.– «Γκοµενικά»; Τι γκοµενικά, Αριέττα;– Άσ’ τα αυτά! Είµαι σίγουρη ότι κάτι θες να µου ανακοινώσεις και δεν ξέρεις πώς να µου το

πεις, χαµογέλασε πονηρά και βολεύτηκε καλύτερα στην καρέκλα. Λοιπόν, λέγε! Τρίπτυχοενηµέρωσης: πώς τον λένε, πού τον γνώρισες, πόσων χρόνων είναι;

Ένα µουδιασµένο χαµόγελο σχηµατίστηκε στο πρόσωπο της Ειρήνης. Η Αριέττα είχε όρεξηγια αστεία και η στιγµή δεν το σήκωνε. Έπρεπε να της µιλήσει.

– Αριέττα, δε σε φώναξα άρον άρον να µιλήσουµε για άντρες.– Αλλά γιατί;– Πρόκειται για σένα...– Για µένα; Α, τώρα που το θυµήθηκα. Βγήκαν εκείνες οι εξετάσεις που µου έκανες;Η Ειρήνη έσκυψε πάνω από το γραφείο της και κοίταξε τη φίλη της στα µάτια.– Γι’ αυτό ακριβώς ήθελα να σου µιλήσω. Για τα αποτελέσµατα.Η Αριέττα δυσανασχέτησε. Ήταν σίγουρη ότι η φίλη της θα τη φόρτωνε µε βιταµίνες και

συµπληρώµατα διατροφής.– Πες µου! Αναιµία; Αβιταµίνωση; Υπερκόπωση;Μέσα σε δευτερόλεπτα η Ειρήνη έφερε στο µυαλό της όλες τις φορές που ως γιατρός είχε

αναγκαστεί να ανακοινώσει δυσάρεστα νέα σε ασθενείς. Πάντα ήταν δύσκολο. Αλλά σήµερα,τώρα, έχοντας µπροστά της την καλύτερή της φίλη, της φαινόταν απλά ακατόρθωτο. Μάζεψεόλο της το κουράγιο και ξεστόµισε την αλήθεια που και η ίδια πάλευε ακόµα να πιστέψει.

– Αριέττα... δεν είναι τόσο απλό. Οι εξετάσεις σου έδειξαν κάτι...– «Κάτι»; Τι κάτι δηλαδή;– Είναι πιο σοβαρό απ’ όσο περίµενα, όµως...– Θα µιλήσεις επιτέλους;Είχε έρθει η ώρα. Μια λέξη έµενε να ειπωθεί... Μόνο µια λέξη!

Page 27: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Έχεις µια µορφή λευχαιµίας.Η τελευταία λέξη έπεσε σαν βόµβα µέσα στο γραφείο. Η Αριέττα όµως έµεινε εντελώς

ακίνητη. Μόνο τα βλέφαρά της που τρεµόπαιξαν ελαφρά έπεισαν την Ειρήνη ότι είχεακούσει... είχε µάθει. Είχε καταλάβει όµως; Σίγουρα είχε πολύ δρόµο µέχρι να τοσυνειδητοποιήσει και να το δεχτεί, όµως το πρώτο βήµα είχε γίνει. Η σιωπή ήταν εκκωφαντική.Μέχρι που η Αριέττα κατάφερε να τραβήξει τον εαυτό της από το λήθαργο στον οποίο είχεπέσει και να µιλήσει.

– Λευχαιµία; ψέλλισε κι ένα κοφτό γελάκι ξέφυγε απ’ τα χείλη της. Τι εννοείς; Δεν µπορεί...Κάποιο λάθος θα έχει γίνει µε τις εξετάσεις µου. Ειρήνη, µια απλή κόπωση και δέκατα έχω.Έτσι είναι όσοι πάσχουν από λευχαιµία;

Η Ειρήνη αναστέναξε βαθιά. Ήταν προετοιµασµένη για το πρώτο στάδιο, από το οποίοπερνούν όλοι οι ασθενείς που πάσχουν από σοβαρή ασθένεια: την άρνηση.

– Στην αρχή ναι. Αυτά είναι τα πρώτα συµπτώµατα. Όπως και η εφίδρωση, οι ζαλάδες, τοελαφρύ πρήξιµο, ο πόνος στα κόκαλα. Είµαι σίγουρη ότι κάπως έτσι αισθάνεσαι τον τελευταίοκαιρό, χωρίς όµως να δίνεις σηµασία.

– Μα δεν είναι δυνατό... αντέδρασε πιο αδύναµα τώρα.Η Ειρήνη έπιασε τρυφερά το χέρι της φίλης της και της µίλησε µε αργή, σιγανή φωνή. Δεν

ήθελε να την τροµάξει περισσότερο.– Η ασθένεια είναι ακόµα σε αρχικό στάδιο. Γι’ αυτό δεν έδωσες µέχρι τώρα σηµασία στα

συµπτώµατα. Δε σ’ έχει καταβάλει ακόµα, κι αυτό είναι θετικό. Γιατί µας δίνει το περιθώριο ναδράσουµε άµεσα και αποτελεσµατικά.

Η Αριέττα δεν απάντησε. Το κεφάλι της βούιζε. Δεν µπορούσε να καταλάβει... Μα τι τηςέλεγε η Ειρήνη; Δεν µπορεί... κάποιο λάθος έχει γίνει... Σίγουρα! Λευχαιµία; Μια τόσο σοβαρήασθένεια θα πρέπει να είχε πολύ πιο έντονα συµπτώµατα από µια απλή κόπωση. Τι της είπε;Ότι είναι ακόµα η αρχή... Ποια αρχή; Η αρχή του τέλους;

Η Ειρήνη έµεινε για λίγο αµίλητη. Μπορούσε να καταλάβει ότι εκείνη τη στιγµή µαινότανµια θύελλα στο µυαλό της Αριέττας. Καλύτερα να την άφηνε για λίγο να συνειδητοποιήσει όσατης είχε πει.

Μετά από αρκετή ώρα η φωνή της ακούστηκε σοβαρή.– Ειρήνη, είσαι σίγουρη; Θέλω να πω... Μπορεί να έχει γίνει κάποιο λάθος, έτσι δεν είναι;

Να ξανακάνω εξετάσεις... Δεν είναι δυνατό...– Το δείγµα εξετάστηκε τρεις φορές... τη διέκοψε χαµηλώνοντας το βλέµµα. Δεν υπάρχει

ενδεχόµενο λάθους, αλλά, σου το ξαναλέω, είναι αρχή ακόµα και µπορείς να...Δεν την άφησε να συνεχίσει. Σηκώθηκε απ’ την καρέκλα της και άρχισε να βηµατίζει προς το

παράθυρο.– Μάλιστα... λευχαιµία λοιπόν! Και τι σηµαίνει αυτό σε απλά ελληνικά; Ότι πεθαίνω;

ρώτησε κυνικά. Στην πραγµατικότητα δεν περίµενε κάποια απάντηση. Απλώς έκανε µιαδιαπίστωση. Μια οδυνηρή, σοκαριστική διαπίστωση.

Η Ειρήνη βρέθηκε µε µια δρασκελιά δίπλα της και την αγκάλιασε σφιχτά από τους ώµους.– Όχι, δε σηµαίνει ότι πεθαίνεις! Ότι παλεύεις σηµαίνει! Μη σε τροµάζει η λέξη, κορίτσι

µου. Η λευχαιµία πολλές φορές αντιµετωπίζεται και θεραπεύεται. Και εσύ είσαι νέα καιδυνατή. Μπορείς να τη νικήσεις, της είπε µ’ ένα πάθος που ήθελε να µεταδώσει όχι µόνο στηφίλη της αλλά και στον ίδιο της τον εαυτό.

Η Αριέττα γύρισε και την κοίταξε. Τα µάτια της ήταν δακρυσµένα και ένα πικρό χαµόγελοείχε χαραχτεί στα χείλη της.

Page 28: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Να το νικήσω, ε; Με τι; Με προσευχές;– Όχι µε προσευχές, Αριέττα µου! Η επιστήµη έχει προχωρήσει πολύ. Σε πολλές

περιπτώσεις αρκεί µια σειρά από χηµειοθεραπείες, της είπε ενθαρρυντικά και χάιδεψε µιατούφα από τα καστανά πλούσια µαλλιά της. Έψαξε στα µάτια της να εντοπίσει µια λάµψηαισιοδοξίας και ελπίδας. Δεν είδε παρά µόνο παράδοση και θλίψη. Απέραντη θλίψη...

– Δεν καταλαβαίνω... κατάφερε να ψιθυρίσει η Αριέττα.– Είµαι αισιόδοξη! Πιστεύω ότι οι χηµ... οι θεραπείες ήθελα να πω, θα φέρουν αποτέλεσµα.

Δεν ήθελε να το επαναλαµβάνει ξανά και ξανά. Η λέξη «χηµειοθεραπεία» από µόνη τηςτροµοκρατούσε τους ασθενείς. Τους έδινε την εντύπωση ότι έπρεπε να παλέψουν µε ένααήττητο τέρας. Πάντως, συνέχισε, θα φροντίσω να µπεις άµεσα σε λίστα αναµονής γιαµεταµόσχευση µυελού, ώστε σε περίπτωση που δεν έχουµε αποτελέσµατα µε τις θεραπείες, νατο αντιµετωπίσουµε αλλιώς.

Η Αριέττα γύρισε και κοίταξε τη φίλη της µ’ ένα βλέµµα απαθές.– Δεν πρόκειται να κάνω ούτε χηµειοθεραπείες ούτε µεταµόσχευση. Δε θα γίνει τίποτα απ’

αυτά, οπότε µην µπαίνεις στον κόπο.Η Ειρήνη πάγωσε. Αποκλείεται! Δεν είχε ακούσει καλά.– Τι... τι είπες;– Αυτό που άκουσες!– Μα... γιατί; Αριέττα, τρελάθηκες; Πώς µπορείς να είσαι τόσο απαθής; τη ρώτησε κι έκανε

να την αγγίξει. Εκείνη τινάχτηκε ξεφεύγοντας απ’ το ανεπιθύµητο άγγιγµα.– Νιώθω µια χαρά! Δεν έχω τίποτα!Το ήξερε η Ειρήνη, την περίµενε αυτή την αντίδραση. Την άρνηση. Ενώ όµως την είχε

αντιµετωπίσει πολλές φορές στο παρελθόν µε άλλους ασθενείς, τώρα, µε την Αριέττα απέναντίτης, ένιωθε ανίκανη.

Μάζεψε το κουράγιο της και την πλησίασε ξανά, χωρίς να την αγγίξει αυτή τη φορά. Ηφωνή της ακούστηκε απαλή, τα λόγια της επίτηδες λιγοστά αλλά ξεκάθαρα.

– Αν δεν ήµουν σίγουρη, δε θα σου το έλεγα.Η Αριέττα δε µίλησε αµέσως. Μόνο την κοίταξε προσπαθώντας να διακρίνει στο βλέµµα της

κάτι γνώριµο. Δεν είδε τίποτα. Σχεδόν τη µίσησε τότε. Χρειάστηκε να περάσουν µερικά λεπτάβαριάς σιωπής κι ύστερα η φωνή της ακούστηκε σκληρή.

– Ακόµα κι έτσι να είναι, ξεχνάς τον Ορέστη;Η Ειρήνη δεν καταλάβαινε τίποτα. Τι σχέση είχε τώρα ο Ορέστης στην κουβέντα τους;– Τι θες να πεις;– Δεν είµαι απαθής, Ειρήνη. Ούτε ψυχρή. Ψύχραιµη είµαι. Όποιος έχει ζήσει από κοντά το

θάνατο ενός τόσο κοντινού του ανθρώπου, αντιµετωπίζει πολύ πιο ψύχραιµα το δικό τουθάνατο.

Η Ειρήνη την τράβηξε απότοµα προς το µέρος της ταρακουνώντας την και την ανάγκασε νατην κοιτάξει κατάµατα.

– Μα δεν πρόκειται να πεθάνεις! Εγώ θα είµαι κοντά σου σε όλη τη διάρκεια της θεραπείας.Κι εγώ και ο Μάρκος και οι γονείς σου!

– Αυτό να το ξεχάσεις! Αυτό ακριβώς θέλω ν’ αποφύγω! Πώς µπορώ να πω στους γονείς µουότι έχω λευχαιµία; Θα τους σκότωνε κάτι τέτοιο. Δεν το καταλαβαίνεις; Δεν αντέχω να τους πωότι θα χάσουν και το δεύτερο παιδί τους. Ούτε βέβαια πρόκειται να τους βάλω στη διαδικασίανα µε βλέπουν να αργοπεθαίνω στο κρεβάτι ενός νοσοκοµείου. Ό,τι είναι να γίνει ας γίνει!Καλύτερα να µην ξέρουν... Ούτε αυτοί ούτε ο Μάρκος, συµπλήρωσε αποφασιστικά.

Page 29: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Ειρήνη την κοίταξε σαν να την έβλεπε πρώτη φορά. Δεν είναι δυνατό να εννοεί όλα αυτά πουλέει... Σίγουρα αυτοί οι παραλογισµοί οφείλονται στο σοκ. Προφανώς δεν έχει συνέλθει ακόµα... Τη µιαστιγµή αρνείται την πραγµατικότητα, λες και δεν την αφορά, και την άλλη θεωρεί δεδοµένο το τέλος.Έπρεπε να τη συνεφέρει, γι’ αυτό και πέρασε στην αντεπίθεση.

– Δηλαδή τι; Παραδίνεσαι άνευ όρων;Η Αριέττα σήκωσε αδιάφορα τους ώµους. Ήταν προετοιµασµένη για αυτή την αντίδραση

από την Ειρήνη. Πάντα της άρεσε να δοκιµάζει το φιλότιµό της και τη δύναµή της. Ήταν οτρόπος της για να την πείθει. Άλλοτε ίσως και να κατάφερνε κάτι, όµως σήµερα...

– Πες το όπως θες, Ειρήνη. Την απόφασή µου την έχω πάρει! Είτε συµφωνείς είτε όχι,περιµένω να τη σεβαστείς. Κι αυτό σηµαίνει πως ό,τι είπαµε εδώ µέσα θα µείνει µεταξύ µας. Οιγονείς µου και ο Μάρκος δε θα µάθουν τίποτα. Και τώρα µε συγχωρείς, αλλά νοµίζω ότιπρολαβαίνω το υπουργείο ανοιχτό. Να ξεµπερδεύω και µ’ αυτά. Στο τέλος του µήνα πρέπει ναφύγω για την Τήνο.

Χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να πει κάτι, η Αριέττα πήρε την τσάντα της και προτού βγεικοντοστάθηκε και έριξε µια µατιά στην Ειρήνη.

– Πάντως, σ’ ευχαριστώ για όλα! Δε θ’ άντεχα να µου το έλεγε κάποιος άλλος.Βγήκε αργά, σέρνοντας τα βήµατά της.Η Ειρήνη έµεινε να κοιτά αποσβολωµένη την κλειστή πόρτα. Συνειδητοποίησε ότι η καρδιά

της χτυπούσε σαν τρελή και τα χέρια της είχαν παγώσει. Ήταν τροµοκρατηµένη. Ποτέ δεν είχενιώσει τόσο ανήµπορη. Το θυµό και το ξέσπασµα της Αριέττας θα µπορούσε να τααντιµετωπίσει ίσως. Η αδιαφορία της όµως ήταν ανίκητη και επικίνδυνη. Θα έκανε τα πάνταγια να βοηθήσει τη φίλη της. Ναι, τα πάντα! Μόνο που η Αριέττα δεν της το είχε ζητήσει. Κιαυτό τη σκότωνε...

Η Νίνα µιλούσε εδώ και δέκα λεπτά στο τηλέφωνο µε τη Μάγδα. Είχαν αρκετές µέρες να ταπούνε, αλλά σήµερα κάθισε αναπαυτικά στην πολυθρόνα της και αποφάσισε να αφιερώσει λίγοαπ’ το χρόνο της για να ανακοινώσει στη φίλη της τα ευχάριστα.

– Ναι, Μάγδα µου! Ναι, σου λέω. Στους διοριστέους! Δόξα τω Θεώ, µας έτυχε και µια χαρά!Καλά καλά, δε συγκινούµαι... Όχι, όχι στην Αθήνα. Στην Τήνο διορίζεται. Σ’ ένα ορεινό χωριό.Να δεις πώς µου το είπε... Θυµήθηκα! Καρδιανή! Ε, και βέβαια θα δεχτεί. Ναι, ναι. Όλα καλά!Και θα κάνουµε και κάνα ταξιδάκι να τη βλέπουµε κι εµείς πού και πού... Τι είπες; Ναι,πιστεύω ότι πρέπει να φύγει σύντοµα, να ψάξει και για σπίτι.

Η εξώπορτα άνοιξε και έκλεισε µε δύναµη και η Νίνα είδε την κόρη της να µπαίνει µε φόραστο σαλόνι και να κοντοστέκεται.

– Να τη. Ήρθε. Αριεττάκι, έλα κορίτσι µου. Η κυρία Μάγδα είναι, θέλει να σε συγχαρεί.Η Αριέττα όµως δεν άντεχε να µιλήσει σε κανέναν. Είχε περπατήσει δυο ολόκληρες ώρες και

τα πόδια της δεν τη βαστούσαν άλλο. Το µόνο που ήθελε ήταν να κλειστεί στο δωµάτιό της καινα µην ακούει τίποτα και κανέναν. Διέσχισε σχεδόν τρέχοντας το σαλόνι και µπήκε στο δωµάτιότης κλείνοντας πίσω της την πόρτα µε πάταγο.

Η Νίνα έµεινε ασάλευτη. Μα... τι είχε γίνει; Τι την έπιασε ξαφνικά; Και... σαν να της φάνηκεκλαµένη η κόρη της; Απ’ την άλλη άκρη του τηλεφώνου, η Μάγδα τιτίβιζε ακόµα χαρούµενηµε την επιτυχία της Αριέττας. Η Νίνα τη διέκοψε ευγενικά. Έπρεπε να σιγουρευτεί ότι το παιδίτης ήταν καλά.

– Μάγδα µου, πρέπει να σ’ αφήσω. Ναι, ήρθε η Αριέττα. Να της ετοιµάσω κάτι να φάει...

Page 30: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Εντάξει, θα σου τηλεφωνήσω αύριο, να τα πούµε πιο ήσυχα. Σε φιλώ!Μόλις έκλεισε το τηλέφωνο, έτρεξε στο δωµάτιό της. Μπήκε χωρίς να χτυπήσει την πόρτα

και τη βρήκε ξαπλωµένη πάνω στο κρεβάτι µε τα ρούχα και τα παπούτσια. Πλησίασε µε αργά,διστακτικά βήµατα και κάθισε δίπλα της. Της χάιδεψε τρυφερά την πλάτη και µίλησεχαµηλόφωνα.

– Κοριτσάκι µου, είσαι καλά;Εκείνη γύρισε και την κοίταξε ατάραχη.– Μια χαρά είµαι, µαµά. Γιατί ρωτάς;– Ε, να... έτσι που µπήκες σαν σίφουνας... Ούτε µια κουβέντα δεν είπες. Συµβαίνει κάτι, παιδί

µου;Η Αριέττα δάγκωσε τα χείλη της.– Όχι, µαµά µου, όλα καλά. Τι να συµβαίνει; Απλώς έτρεχα όλη τη µέρα για τα

διαδικαστικά και έπρεπε να περάσω και από το υπουργείο. Δε µπορείς να φανταστείς τι ζητάνεγια το διορισµό. Με τρέλαναν να ανεβοκατεβαίνω στους ορόφους.

Ακούστηκε πειστική, ακόµα και στα δικά της αφτιά.Η Νίνα χαµογέλασε ανακουφισµένη και χάιδεψε τα µαλλιά της κόρης της, που απλώνονταν

µακριά και πλούσια πάνω στο µαξιλάρι της.– Αυτό είναι όλο; Και µε τρόµαξες! Όλα θα γίνουν σιγά σιγά. Όλα θα τακτοποιηθούν,

κοριτσάκι µου. Μην αγχώνεσαι.– Το ξέρω, µαµά, έχεις δίκιο. Απλώς κουράστηκα τόσο µε το διάβασµα και να... µου βγαίνει

όλη η κούραση τώρα.Η Νίνα την κοίταξε χαµογελαστή.– Ξεκουράσου τώρα. Κάνε ένα µπάνιο να χαλαρώσεις, κοιµήσου, κι εγώ θα σου µαγειρέψω

για το βράδυ κάτι ωραίο, σύµφωνοι;Βγήκε από το δωµάτιο κλείνοντας πίσω της την πόρτα. Ήθελε να φανεί ήρεµη µπροστά

στην Αριέττα, ωστόσο, κάτι στο βλέµµα της κόρης της την είχε ανησυχήσει. Αν συνέβαινε κάτιάλλο και δεν της το έλεγε; Μήπως να ρωτούσε την Ειρήνη; Ναι, αυτό θα έκανε! Η Ειρήνησίγουρα θα ήξερε να της πει αν συνέβαινε κάτι. Η κόρη της δεν της έκρυβε ποτέ τίποτα. Μέχριτώρα...

Αργά το ίδιο βράδυ, η Νίνα έπεσε στο κρεβάτι της προσπαθώντας να µην ξυπνήσει τον άντρατης, που είχε γυρίσει κατάκοπος από τη δουλειά του. Έφαγαν όλοι µαζί µε όρεξη, είπαν τα νέατης µέρας και ύστερα η Αριέττα τους καληνύχτισε και πήγε στο δωµάτιό της. Έπρεπε νααρχίσει να ψάχνει για σπίτι στην Τήνο και είχε σκοπό να ρίξει µια πρώτη µατιά στο ίντερνετ.

Η Νίνα δεν κοιµήθηκε αµέσως. Έµεινε για λίγα λεπτά ακίνητη, ν’ αφουγκράζεται τη σιωπήαπ’ το δωµάτιο της κόρης της και την ήρεµη ανάσα του Λευτέρη, που είχε ήδη αποκοιµηθεί.

Δόξα τω Θεώ... σκέφτηκε. Άδικα ανησύχησα.Λίγη ώρα πριν, η Ειρήνη την είχε καθησυχάσει απόλυτα στο τηλέφωνο. Τη διαβεβαίωσε

πως δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί για την Αριέττα. Απλώς είχε κουραστεί πολύ τον τελευταίοκαιρό µε τις εξετάσεις και το διορισµό της.

Ανακουφισµένη η Νίνα, έκλεισε τα µάτια της και αποκοιµήθηκε. Ονειρεύτηκε τον Ορέστη.Βρισκόταν σ’ ένα λόφο γεµάτο µε αµάραντα και κάτι προσπαθούσε να της πει, όµως ο δυνατόςβοριάς που φυσούσε έπαιρνε µακριά τις λέξεις του, τις ανακάτευε µε το κύµα της αφρισµένηςθάλασσας και τις έριχνε µε µανία στα άγρια βράχια...

Page 31: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

5

Ένα µήνα αργότερα

ΤΟ ΠΛΟΙΟ ΣΦΥΡΙΞΕ καθώς πλησίαζε στο λιµάνι της Τήνου. Λίγα λεπτά ακόµα και θα έκανεµεταβολή, να δέσει στην προβλήτα. Οι περισσότεροι επιβάτες είχαν ήδη κατεβεί στα σαλόνιατου πλοίου, να µαζέψουν τα πράγµατά τους και να ετοιµαστούν για την αποβίβαση. ΜέσαΙουνίου και η τουριστική κίνηση ήταν ήδη έντονη. Το πλοίο ήταν σχεδόν γεµάτο.

Η Αριέττα είχε περάσει όλο το ταξίδι στο κατάστρωµα. Δεν άντεχε να κλειστεί µέσα.Προτιµούσε να είναι µόνη της έξω. Μόνο αυτή και ο αέρας, αυτή και ο ήλιος, αυτή και οισκέψεις της... Είχε βρει µια πλαστική καρέκλα και είχε καθίσει απ’ την αρχή του ταξιδιού στηνάκρη της πλώρης. Καλύτερα να έβλεπε όσα βρίσκονταν µπροστά της. Όσα την περίµεναν στοτέλος του ταξιδιού. Αν και δεν ένιωθε απόλυτα προετοιµασµένη για τον τόπο που την περίµενε,προτιµούσε να µη βλέπει όσα άφηνε πίσω της: τους γονείς της, τους φίλους της, το σπίτι της,την πόλη της, τη ζωή της όλη.

Από το σηµείο στο οποίο βρισκόταν µπορούσε να παρατηρεί για ώρες τον κόσµο πουπηγαινοερχόταν ασταµάτητα. Ανέµελα νεαρά παιδιά που ταξίδευαν για τις διακοπές τους,γονείς µε τα µικρά τους, γέλια, πειράγµατα, προσµονή. Όλοι γύρω της φαίνονταν τόσοχαρούµενοι τόσο ξέγνοιαστοι... Και τι δε θα έδινε για να ένιωθε και η ίδια λίγη απ’ τηνανεµελιά τους...

Κάποιοι από τους επιβάτες είχαν ρίξει περίεργες µατιές στην όµορφη κοπέλα µε τα µακριάκαστανά µαλλιά και το άσπρο λινό φόρεµα που καθόταν ολοµόναχη σ’ όλο το ταξίδι. Κάποιοιθέλησαν να της µιλήσουν, να τη ρωτήσουν αν είναι καλά. Όµως όλοι τους δίσταζαν και, αφούτην περιεργάζονταν για λίγο από µακριά, αποµακρύνονταν τελικά προς τις παρέες τους.

Κοίταξε το ρολόι της. Είχαν κάνει ακριβώς τέσσερις ώρες. Σιγά σιγά το πλοίο θα έδενε καιέπρεπε να ετοιµαστεί. Έριξε µια µατιά στην προβλήτα του λιµανιού που ήταν γεµάτη απόκόσµο. Άλλοι περίµεναν να µπουν στο πλοίο για να συνεχίσουν τις διακοπές τους στα κοντινάνησιά, άλλοι περίµεναν τους φίλους τους. Ανάµεσά τους θα ήταν και ο Δήµος Πετρίδης.

Ο κύριος Πετρίδης ήταν ο ιδιοκτήτης του σπιτιού που είχε νοικιάσει η Αριέττα µετά απόσύντοµη έρευνα. Δεν είχε διάθεση για πολύ ψάξιµο κι έτσι είχε αρκεστεί στο πρώτο που τηςφάνηκε ικανοποιητικό.

«Είναι ένα µικρό σπίτι, αλλά καθαρό και περιποιηµένο. Η αυλή του βλέπει στη θάλασσα».Αυτά της είχε πει ο Πετρίδης απ’ το τηλέφωνο και της αρκούσαν.

Είχε κλείσει αµέσως το σπίτι και, αφού συνεννοήθηκε µε τον ιδιοκτήτη για τη µέρα και τηνώρα που θα έφτανε στο νησί, δέχτηκε µε ευγνωµοσύνη την προσφορά του να την παραλάβει οίδιος απ’ το λιµάνι.

– Το νησί µας είναι µεγάλο, κοπέλα µου, και η Καρδιανή δεν είναι κοντά στο λιµάνι.Η Αριέττα τον είχε ευχαριστήσει. Σίγουρα ήταν ανακουφιστικό να την περιµένει κάποιος στο

ξένο µέρος.Ένα αγόρι που έπαιζε κοντά της γλίστρησε και έπεσε σχεδόν δίπλα της. Το βοήθησε να

Page 32: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

σηκωθεί και αφού σιγουρεύτηκε ότι δεν είχε χτυπήσει, το χάιδεψε καθησυχαστικά στα µαλλιά.Το αγόρι την κοίταξε στα µάτια και αυτή δέχτηκε µε ευγνωµοσύνη το ξέγνοιαστο παιδικόχαµόγελο. Είδε το µικρό να αποµακρύνεται και χάθηκε και πάλι στις σκέψεις της.

Οι τελευταίες µέρες προτού φύγει ήταν πραγµατικά βασανιστικές. Εκτός από τις ετοιµασίεςγια τη µετακόµισή της, είχε να αντιµετωπίσει και την Ειρήνη, που µέχρι την τελευταία στιγµήπροσπαθούσε µάταια να της αλλάξει γνώµη και να την πείσει να µείνει στην Αθήνα και ναξεκινήσει άµεσα θεραπείες. Της το είχε ζητήσει, την είχε παρακαλέσει, την είχε απειλήσει,αλλά, στο τέλος, αναγκάστηκε να υποχωρήσει µπροστά στην επιµονή της. Μάλιστα, την είχεσυνοδεύσει µέχρι το λιµάνι. Ακόµα κι εκεί, λίγα λεπτά πριν µπει στο πλοίο, είχε κάνει µιατελευταία προσπάθεια να τη µεταπείσει.

Την είχε πιάσει απ’ τους ώµους και την είχε κοιτάξει µε δάκρυα στα µάτια.– Αριέττα, αυτό που µε στεναχωρεί περισσότερο δεν είναι η ασθένειά σου, αλλά η παράδοσή

σου σε αυτήν.– Φιλενάδα, τα είπαµε χίλιες φορές αυτά...Η Ειρήνη ένιωθε για πολλοστή φορά ότι µιλούσε σε τοίχο. Δεν άντεχε όµως να βλέπει τη

φίλη της να υποχωρεί µπροστά στο πρόβληµα. Δεν µπορούσε να το επιτρέψει αυτό!– Πρέπει να το παλέψεις! Και µπορείς να το παλέψεις, είµαι σίγουρη! Ως γιατρός σου µιλάω

τώρα, όχι ως φίλη. Δε θα σ’ έβαζα σε µια οδυνηρή διαδικασία αν πίστευα ότι δεν υπάρχειελπίδα. Αν ήξερα ότι είσαι καταδικασµένη, θα ήµουν η πρώτη που θα σου έλεγα να ζήσεις όσηζωή σού µένει µε τον τρόπο που εσύ θέλεις. Όµως αυτό που κάνεις είναι δειλία! Ναι, δειλία!Δεν είσαι ο µοναδικός άνθρωπος στον κόσµο που πάσχει από λευχαιµία. Εκατοµµύριαάνθρωποι παλεύουν καθηµερινά.

Η Αριέττα την είχε κοιτάξει θλιµµένα. Την καταλάβαινε. Εξάλλου, κι αυτή το ίδιο ακριβώςθα έκανε αν βρισκόταν στη θέση της. Τα ίδια λόγια ακριβώς θα χρησιµοποιούσε για να τηνπείσει.

– Δε θέλω να παλέψω µε το θάνατο, Ειρήνη. Τι νόηµα έχει; Ο θάνατος πάντα µάς νικάκάποια στιγµή. Προτιµώ να παλέψω µε τη ζωή. Όσο καιρό έχω µπροστά µου θέλω να ζήσωµια φυσιολογική ζωή. Χωρίς νοσοκοµεία, χωρίς θεραπείες, χωρίς φάρµακα, χωρίς δάκρυα. Σ’το ξαναείπα. Αρνούµαι να βάλω σ’ αυτή τη διαδικασία τους γονείς µου. Δε θα το αντέξουν!

Η Ειρήνη χαµήλωσε το κεφάλι ηττηµένη. Και η τελευταία της προσπάθεια είχε πέσει στοκενό. Δεν υπήρχε περίπτωση να την πείσει. Το ήξερε... Ίσως το καλύτερο να ήταν να πήγαινεµε τα νερά της. Θα την άφηνε να πάει στην Τήνο, να προσαρµοστεί, να αλλάξει παραστάσειςκαι ίσως τότε να κατάφερνε να κάνει ξανά µια κουβέντα µαζί της. Ίσως µέχρι τότε να έβλεπεαλλιώς τα πράγµατα. Μόνο να µην ήταν αργά...

Οι δυο φίλες φιλήθηκαν και αγκαλιάστηκαν σφιχτά. Ποτέ ξανά δεν είχαν ζήσει παρόµοιοαποχωρισµό. Ο πόνος ήταν και για τις δυο τους αβάσταχτος. Ύστερα η Αριέττα γύρισε τηνπλάτη και µε αργά, αποφασιστικά, αλλά και φοβισµένα βήµατα, κάλυψε τα λίγα µέτρα που τηχώριζαν από την αποβάθρα και από τη νέα της ζωή και χάθηκε στο εσωτερικό του µεγάλουπλοίου.

Γαντζωµένη στην πρύµνη, η Αριέττα είχε αποχαιρετήσει ξανά την Ειρήνη, αφήνοντας ταδάκρυά της να τρέξουν αβίαστα, λυτρωτικά, ανακουφιστικά.

Καθώς το πλοίο ξεκινούσε, κάρφωσε το βλέµµα της µπροστά, στον ορίζοντα. Έβαζε πλώρηγια µια νέα αρχή. Μια αρχή που θα οδηγούσε σε ένα βέβαιο τέλος. Αλλά, µέχρι τότε, ήταναποφασισµένη να γίνουν όλα µε τους δικούς της όρους...

Ναι, ήταν σίγουρη για την απόφασή της. Ήξερε ότι είχε κάνει το σωστό. Σ’ όλο το ταξίδι

Page 33: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

σκεφτόταν ξανά και ξανά όσα είχαν γίνει τον τελευταίο καιρό. Δε µετάνιωνε για την απόφασήτης.

Τώρα, ενώ πλησίαζε στον προορισµό της, ένιωσε κάποιο έντονο βλέµµα καρφωµένο πάνωτης. Γύρισε διστακτικά και είδε έναν άντρα να την κοιτάζει, έχοντας στηριγµένη την πλάτη τουστον τοίχο πίσω απ’ τη σκάλα που οδηγούσε στο κάτω κατάστρωµα. Ήταν γύρω στα εξήνταπέντε, καλοντυµένος και περιποιηµένος. Το ντύσιµό του, αλλά κυρίως το ναυτικό καπέλο πουφορούσε, έκαναν την Αριέττα να καταλάβει ότι προφανώς είχε µπροστά της ένα νησιώτη πουγύριζε στον τόπο του.

Χωρίς να πάρει το βλέµµα του από πάνω της, ο άντρας µε το ευγενικό βλέµµα πλησίασε καιστάθηκε ακριβώς δίπλα της στην κουπαστή. Δε γύρισε να την κοιτάξει, παρά µόνο άπλωσε τηµατιά του στο τοπίο του νησιού που όλο και πλησίαζε µπροστά τους. Όταν µετά από λίγα λεπτάσιωπής µίλησε, η Αριέττα δεν ξαφνιάστηκε. Ένας άνθρωπος µ’ αυτό το παρουσιαστικό ήτανσίγουρο ότι θα είχε µια φωνή βαθιά και απαλή.

– Όταν κοιτάς ένα όµορφο τοπίο, να βγάζεις τα γυαλιά ηλίου... Αλλοιώνουν τα χρώµατα,είπε και προτού η σαστισµένη κοπέλα προλάβει να τον ρωτήσει τι εννοούσε, συνέχισε να µιλάσαν να ολοκλήρωνε µια συζήτηση που είχαν ξεκινήσει πριν λίγη ώρα και την είχαν αφήσει στηµέση.

»Πολλοί θεωρούν την Τήνο ένα άχαρο ξερονήσι. Όµως δεν είναι έτσι. Εδώ θα δεις το βράχονα πυρώνει κάτω απ’ τον ήλιο της δύσης. Θα δεις τη θάλασσα να µατώνει καθώς τον δέχεταιστην αγκαλιά της. Θα δεις αγριολούλουδα να φυτρώνουν µέσα από άγριες πέτρες και ναθεριεύουν. Θα δεις κορµούς δέντρων να έχουν γίνει οριζόντιοι µε το έδαφος, καθώς είναιχρόνια τώρα παραδοµένα στο βοριά. Το νησί µας είναι φιλόξενο για όλους. Για τους τουρίστες,για τις οικογένειες που θέλουν ένα ήσυχο µέρος να κάνουν τις διακοπές τους, για ταερωτευµένα ζευγάρια, για τους ροµαντικούς, για τους καλοφαγάδες, για τους ξενύχτηδες, γιατους νέους, τους γέρους, µα και για όποιους τους βασανίζει κάτι. Ακόµα κι αυτοί εδώ νιώθουνδιαφορετικά. Δε λέω ότι θα βρουν λύση στα προβλήµατά τους, αν και πολλοί είναι αυτοί πουφτάνουν µε τα γόνατα ως τη χάρη Της, όµως το νησί τούς αγκαλιάζει µε τον αέρα, µε ταχρώµατά του, µε τ’ αρώµατά του και τις οµορφιές του.

Η Αριέττα γύρισε και κοίταξε στα µάτια τον απρόσκλητο άντρα. Είδε ένα πρόσωπο γελαστό,σκαµµένο απ’ το χρόνο, όµως απόλυτα γαληνεµένο. Τον άφησε να συνεχίσει. Τα λόγια του τηνηρεµούσαν. Ή, µάλλον, όχι µόνο τα λόγια του. Η χροιά της φωνής του είχε κάτι το µαγικό... τοσαγηνευτικό... το γνώριµο. Σαν να την είχε ξανακούσει...

Ένιωθε όπως όταν ήταν παιδί και άκουγε παραµύθια από τον παππού της. Και τότε έµενεαµίλητη µέχρι να τελειώσει το παραµύθι. Μόνο που το παραµύθι είχε πάντα καλό τέλος,τουλάχιστον για τους καλούς, ενώ τώρα...

Η φωνή του άντρα ακούστηκε πιο χαµηλή, σχεδόν ψιθυριστή. Σαν να ήθελε να της πεικάποιο µυστικό.

– Δεν έχουν όλα τα προβλήµατα λύση. Όµως όλα αντιµετωπίζονται. Μην το ξεχνάς αυτό!Πολλές φορές ο τρόπος µε τον οποίο θα δεχτείς ένα πρόβληµα σού δίνει µεγαλύτερηικανοποίηση απ’ το να το λύσεις.

Ο άντρας διόρθωσε τη θέση του καπέλου του και µ’ ένα αµυδρό χαµόγελο στα χείληαποµακρύνθηκε το ίδιο ξαφνικά όπως είχε εµφανιστεί, σαν αερικό, αφήνοντάς τη να πιστεύειότι όλη αυτή η συνοµιλία που είχαν ήταν της φαντασίας της.

Τον παρατήρησε να κατεβαίνει τα σκαλιά αθόρυβα, σαν να πετούσε, και τότε µόνοσυνειδητοποίησε ότι, όση ώρα της µιλούσε, αυτή δεν είχε καταφέρει να αρθρώσει λέξη. Την

Page 34: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

είχε µαγνητίσει. Τι παράξενος άνθρωπος! Ένας εντελώς άγνωστος τής είχε πιάσει τηνκουβέντα, όµως αντί αυτό να την τροµάξει, αντίθετα, τα λόγια του της είχαν ακουστεί µελωδικάσαν όµορφο τραγούδι.

Γύρισε και κοίταξε το νησί µπροστά της, που όλο και πλησίαζε. Έβγαλε τα γυαλιά της καικοίταξε ξανά. Ναι... είχε δίκιο! Τα χρώµατα τώρα της φαίνονταν διαφορετικά. Πιο ζωντανά,πιο αληθινά, πιο όµορφα.

Ξαφνικά, ένιωσε την ανάγκη να µάθει ποιος ήταν αυτός ο άντρας. Ήθελε να ξέρει έστω τοόνοµά του... Σίγουρα θα ήταν κάποιος ντόπιος. Γι’ αυτό και της είχε µιλήσει µε τόση αγάπη γιατο νησί. Κοίταξε γύρω της και το βλέµµα της καρφώθηκε στο νεαρό πίσω από το µπαρ τουκαταστρώµατος. Ίσως να ήξερε κάτι.

– Με συγχωρείτε, κύριε. Μήπως ξέρετε ποιος ήταν ο κύριος που µου µιλούσε πριν λίγο εκεί,στην κουπαστή;

Ο νεαρός σκούπισε µηχανικά ένα ποτήρι και µέχρι να της απαντήσει είχε ήδη φτιάξει έναφραπέ για το διψασµένο επιβάτη που περίµενε στο ταµείο.

– Ποιον, τον καπετάνιο λες; Τον είδα που σε κοίταζε για ώρα εκεί που καθόσουν µονάχησου. Και βέβαια τον ξέρω! Όλοι τον ξέρουν, και στο πλοίο και στο νησί. Ταξιδεύει δυο τρειςφορές το µήνα στην Αθήνα, γιατί έχει εκεί τα παιδιά του. Όµως την Τήνο δεν την εγκαταλείπειγια κανέναν και για τίποτα. Όταν έχασε τη γυναίκα του, την κυρα-Λένα, η κόρη του τον έκανεχρυσό να πάει κοντά της στην Αθήνα. Αλλά πού; Αφήνει ο καπετάνιος το νησί και το µαγαζίτου;

– Μαγαζί; τόλµησε να διακόψει το µονόλογό του η Αριέττα.– Έχει ένα από τα πιο παλιά καφενεία του νησιού, πάνω στο λιµάνι, το Γαλήνεµα. Εκεί τον

βρίσκεις απ’ το πρωί ως το βράδυ. Κι εγώ Τηνιακός είµαι κι όταν κατεβαίνω απ’ το καράβι,εκεί αράζω για το καφεδάκι µου. Είναι χρυσή καρδιά ο καπετάνιος. Δε φαντάζοµαι να σετρόµαξε.

– Όχι! Κάθε άλλο... Σας ευχαριστώ πολύ.Η Αριέττα κατάλαβε ότι ο νεαρός είχε όρεξη για κουβέντα και, αφού τον ευχαρίστησε,

επέστρεψε στη θέση της.Το πλοίο άρχισε να κόβει ταχύτητα και να γυρίζει ώστε να δέσει µε την πρύµνη στην

προβλήτα. Είχαν φτάσει. Να, λοιπόν, το νησί της. Το νέο της σπίτι. Ο νέος της τόπος. Ώρα νακατεβεί!

Σηκώθηκε από την καρέκλα της, πήρε τη βαλίτσα της και µπλέχτηκε ανάµεσα στουςυπόλοιπους επιβάτες, που µε φωνές ενθουσιασµού και γέλια κατέβαιναν τα σκαλιά. Μάταιαπροσπάθησε να εντοπίσει τον παράξενο άντρα. Ούτε το όνοµά του δεν είχε καταφέρει να µάθειτελικά.

Βγαίνοντας πια στην προβλήτα, η Αριέττα ένιωσε ζάλη. Τόσος κόσµος... Ποιος απ’ όλους ναήταν ο κύριος Δήµος; Μήπως την είχε ξεχάσει; Και τώρα πώς θα τον έβρισκε;

Ξαφνικά είδε µπροστά της έναν άντρα ψηλό, γεροδεµένο, γύρω στα εξήντα. Κρατούσε µιαχάρτινη ταµπέλα που έγραφε το όνοµά της. Ξεφύσηξε ανακουφισµένη και τον πλησίασε.

– Ο κύριος Πετρίδης; ρώτησε διστακτικά.Ο άντρας έγνεψε καταφατικά και χαµογέλασε καλόκαρδα.– Εγώ είµαι. Κι εσύ ασφαλώς θα είσαι η Αριέττα Στεργίου. Καλώς µας ήρθες, κοπελιά µου!Η Αριέττα έσφιξε το χέρι του ευγενικού άντρα.

Page 35: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Καλώς σας βρήκα, κύριε Πετρίδη!– Δήµο θα µε λες! Να ξηγούµαστε απ’ την αρχή!Χαµογέλασε αβίαστα. Ήταν η πρώτη φορά µετά από πολλές µέρες που κατάφερνε να

χαµογελάσει πραγµατικά.– Εντάξει, λοιπόν. Καλώς σε βρήκα, Δήµο!Άφησαν πίσω τους το πολύβουο λιµάνι και τη Χώρα και κατευθύνθηκαν προς τη δυτική

πλευρά του νησιού. Η Αριέττα κοίταζε έξω από το παράθυρο µε περιέργεια. Ήταν όµορφονησί η Τήνος. Αυτό το κατάλαβε από την πρώτη στιγµή. Είχε περισσότερο πράσινο από ταυπόλοιπα νησιά των Κυκλάδων και εξέπεµπε ένα φως γλυκό, ήπιο, µια αύρα θετική. Ναι, ηπρώτη της εντύπωση για το νησί ήταν πολύ καλή. Το ίδιο και για τον κύριο Δήµο, που από τηνπρώτη στιγµή την έκανε να νιώσει πως δεν ήταν ξένη και ότι είχε έναν δικό της άνθρωπο στονησί.

Άρχισαν να ανηφορίζουν το φιδωτό δρόµο. Η Αριέττα παρατηρούσε τις ταµπέλες στα δεξιάτου δρόµου και απορούσε. Πώς µπορούσε ένα νησί να έχει τόσο πολλά χωριά; Γύρισε καικοίταξε εξεταστικά τον Δήµο.

– Έχει πολλά χωριά η Τήνος; ρώτησε, θέλοντας να σπάσει την αµηχανία.– Ουυυυ, πάνω από πενήντα! Και είναι το ένα πιο όµορφο από τ’ άλλο! καµάρωσε. Και το

καλύτερο απ’ όλα, όχι να το παινευτώ, αλλά είναι η Καρδιανή!Τον παρατηρούσε να της µιλά µε ενθουσιασµό για το νησί του. Ήθελε να τον ακούσει, ήθελε

να µάθει όσο το δυνατό περισσότερες πληροφορίες για το νέο της τόπο. Εδώ θα ήταν το νέο τηςσπίτι.

Λες και το κατάλαβε, ο Δήµος άρχισε να την ξεναγεί στα χωριά από τα οποία περνούσαν καινα της δίνει πληροφορίες για το καθένα ξεχωριστά. Η Αριέττα τον άκουγε µε ενδιαφέρον.

– Το νησί µας έχει την πιο όµορφη ενδοχώρα. Οι περισσότεροι νοµίζουν ότι Τήνος είναιµόνο η Παναγία, κάτω στη Χώρα... Δεν είναι έτσι. Έχει ένα σωρό οµορφιές να σου δείξει. Τιχωριά, τι περιστερώνες, τι µάρµαρα, τι παράδοση! Θα δεις, θα την αγαπήσεις την Τήνο,κοπέλα µου! Όλοι την αγαπούν! Και την Καρδιανή µας, να δεις ότι θα τη βάλεις στην καρδιάσου!

Κοίταζε γοητευµένη έξω απ’ το παράθυρο και ήξερε ότι ο Δήµος είχε δίκιο. Ναι, ήτανσίγουρη ότι θα την αγαπούσε την Τήνο. Ήδη ένιωθε ότι ο ήλιος την καλωσόριζε και ο αέραςτης ψιθύριζε παρηγορητικά λόγια. Έβλεπε τα στάχυα να λυγίζουν απ’ τη δύναµη του ανέµου,έβλεπε γενναία κυκλάµινα να ξεπροβάλλουν µέσα από πέτρες, έβλεπε τα βράχια να µοιάζουνπυρωµένα κάτω από τον καυτό, ανελέητο ήλιο του καλοκαιριού.

Η φωνή του Δήµου διέκοψε τις σκέψεις της.– Ώστε διορίστηκες στο νησί µας;– Ναι, δασκάλα είµαι.– Το χωριό µας έχει ένα όµορφο σχολείο. Μόλις φτάσουµε στην Καρδιανή, θα σε πάω να το

δεις προτού πάµε στο σπίτι. Το έχω καθαρίσει και το έχω ετοιµάσει. Εσύ δε θα χρειαστεί νακάνεις τίποτα. Εξάλλου, για ό,τι χρειάζεσαι θα µε παίρνεις τηλέφωνο και θα πετάγοµαι. Δυοβήµατα είναι το σπίτι µου.

Η Αριέττα θέλησε να τον ευχαριστήσει. Ένιωθε πραγµατικά ευγνωµοσύνη για αυτό τονάνθρωπο που την είχε δεχτεί τόσο θερµά και την είχε κάνει να νιώσει σαν στο σπίτι της.

– Σας ευχαριστώ, κύριε Δήµο.– Επ! τη µάλωσε.– Συγνώµη... Δήµο ήθελα να πω.

Page 36: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Να µη µ’ ευχαριστείς καθόλου! Εµείς είµαστε φιλόξενοι άνθρωποι. Και το χωριό µας τοίδιο. Να τη, φάνηκε και η Καρδιανή!

Το αυτοκίνητο έστριψε αριστερά και η Αριέττα είδε µπροστά της τα πρώτα σπίτια τουχωριού. Ναι, ήταν ένα πανέµορφο µέρος! Τα περισσότερα σπίτια ήταν φτιαγµένα από άσπρο,εκτυφλωτικό µάρµαρο. Η αρχιτεκτονική την εντυπωσίασε. Η θέα ήταν υπέροχη! Το χωριόήταν ένα πραγµατικό µπαλκόνι στο Αιγαίο. Ρίχνοντας το βλέµµα της προς τα κάτω, είδε νααπλώνεται µια υπέροχη παραλία.

Ο Δήµος ακολούθησε το βλέµµα της.– Αυτή είναι η παραλία µας. Θα ευχαριστηθείς τα µπάνια σου µέχρι ν’ ανοίξουν τα σχολεία!

Εξάλλου, ήρθες νωρίς. Έχεις δυο µήνες σχεδόν µπροστά σου. Οι υπόλοιποι συνάδελφοί σου δεθα έρθουν πριν να βγει ο Αύγουστος.

Ένευσε το κεφάλι της καταφατικά. Ναι, είχε αποφασίσει να πάει από νωρίς στο νησί. Όχιόµως µόνο για να προσαρµοστεί στο νέο περιβάλλον και στους καινούριους ανθρώπους, αλλάκαι για να αποφύγει τα διερευνητικά βλέµµατα των γονιών της και την πίεση της Ειρήνης.

Καλύτερα εδώ, σκέφτηκε. Καλύτερα µακριά απ’ όλους. Καλύτερα µόνη µου!– Να και το σχολείο. Εδώ είναι.Έστρεψε το βλέµµα της και αντίκρισε ένα όµορφο λευκό κτίριο µε προαύλιο. Της άρεσε.

Ναι, ήταν ένα όµορφο µέρος για να δουλεύει, για να ξεχνιέται...– Κι εδώ είναι το κέντρο του χωριού. Δε µας λείπει τίποτα, να το ξέρεις! καµάρωσε ο Δήµος.

Εδώ θα βρεις και τα ταβερνάκια σου και το καφενεδάκι σου. Θα δεις, θα περάσεις καλά κοντάµας. Και είπαµε· ό,τι χρειαστείς, εδώ είµαι εγώ!

Πριν προλάβει να τον ευχαριστήσει ακόµα µια φορά, ο Δήµος φρέναρε το αυτοκίνητο καιπάρκαρε.

– Εδώ είµαστε! είπε ανοίγοντας την πόρτα του αυτοκινήτου και βγαίνοντας έξω.Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε τα πράγµατά της από το πορτµπαγκάζ. Η Αριέττα βγήκε

διστακτικά από το αυτοκίνητο, έκανε το γύρο και στάθηκε δίπλα του. Ο Δήµος άνοιξε τηχαµηλή ξύλινη εξώπορτα και µε µια κίνηση του χεριού του της έδειξε το σπίτι.

– Καλώς ήρθες στο νέο σου σπίτι!Η Αριέττα έκανε δυο βήµατα και µπήκε στην πανέµορφη αυλή. Δεν ήταν µεγάλη, όµως ήταν

πεντακάθαρη και περιποιηµένη. Ένα µικρό ξύλινο παγκάκι βρισκόταν κάτω από ένα σκιερόδέντρο και µπροστά του υπήρχε ένα ξύλινο τραπέζι µε δυο καρέκλες. Γύρω γύρω παρτέρια µεπολύχρωµα λουλούδια και γλάστρες. Ένα µονοπάτι που κύκλωνε το κυρίως σπίτι την έκανε νακαταλάβει ότι ο κήπος συνεχιζόταν µέχρι πίσω.

– Σου αρέσει; τη ρώτησε ο ιδιοκτήτης, αν και το βλέµµα της του είχε λύσει ήδη την απορία.Είχε µείνει έκπληκτη µε την οµορφιά που έβλεπε γύρω της. Όλος ο χώρος απέπνεε γαλήνη

και ηρεµία. Αυτό ακριβώς που είχε ανάγκη.– Είναι υπέροχο! ψέλλισε φανερά εντυπωσιασµένη και ακολούθησε τον Δήµο στο εσωτερικό

του σπιτιού, το οποίο ήταν εξίσου περιποιηµένο και καθαρό µε τον κήπο του.Ο σπιτονοικοκύρης τής έδειξε τους λιγοστούς χώρους, µην µπορώντας να κρύψει την

περηφάνια του. Μπορεί να ήταν µικρό, όπως της είχε πει και στο τηλέφωνο, όµως δεν έλειπετίποτα από αυτό το νησιώτικο σπιτάκι.

Η είσοδος έβγαζε σε ένα σαλονάκι, διακοσµηµένο µε ξύλινα παραδοσιακά έπιπλα. Όλα τααντικείµενα είχαν νησιώτικο χαρακτήρα. Στη µέση του σαλονιού υπήρχε µια ξύλινη στρογγυλήτραπεζαρία και γύρω γύρω τέσσερις καρέκλες σκαλισµένες. Το κάθισµά τους ήταν στολισµένοµε όµορφο εµπριµέ ύφασµα.

Page 37: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Αριέττα έφερε στο µυαλό της τα έπιπλα της µητέρας της, την «προίκα» της, όπως τηςάρεσε να λέει και να καµαρώνει. Έµοιαζαν πολύ µ’ αυτά, κι αυτό απ’ τη µια την έκανε να νιώσειοικεία, απ’ την άλλη όµως τη γέµισε µε ένα κύµα µελαγχολίας. Ίσως ήταν νωρίς ακόµα για νααπαρνηθεί οτιδήποτε παλιό και να δεχτεί κάτι καινούριο. Η φλυαρία του Δήµου καθώς τηνξεναγούσε στους χώρους του σπιτιού ήρθε την κατάλληλη στιγµή, αποτρέποντας ένα κύµαλυγµών που φούσκωνε επικίνδυνα µέσα της.

Το σαλόνι επικοινωνούσε µε τη µικρή κουζίνα. Στο µικρό παράθυρο κρεµόταν έναδαντελένιο κουρτινάκι µε γαλάζια κεντηµένα λουλούδια. Τραβώντας το, η Αριέττα είδε ότι ηκουζίνα έβλεπε στην πίσω µεριά του κήπου, όπου ο Δήµος είχε φροντίσει να βάλει ένα τσίγκινοτραπεζάκι και δυο καρέκλες καφενείου.

– Τις µεσηµεριανές ώρες εδώ έχει ίσκιο. Ο ήλιος δεν καταφέρνει να περάσει µέσα απ’ ταφύλλα της καρυδιάς, της εξήγησε, ενώ την ίδια στιγµή άπλωσε το βλέµµα του στο γέρικο, απ’ό,τι φαινόταν, δέντρο. Σχεδόν το χάιδευε µε τη µατιά του. Η Αριέττα έµεινε για λίγο ασάλευτη.

Αυτοί οι άνθρωποι έχουν µάθει να ζουν µε τη φύση, µε τη θάλασσα, µε τον αέρα, µε τα ζώα. Έχουν µάθεινα δέχονται το αναπόφευκτο και να κάνουν ό,τι µπορούν για να το αντιµετωπίσουν. Μαθαίνουν απλώς να ζουνµ’ αυτό. Όταν έχει ήλιο στην µπροστινή µεριά του κήπου, περνούν τη µέρα τους στην πίσω µεριά. Τόσοαπλά... Μακάρι να ήταν πάντα εύκολο να το κάνουµε αυτό... σκέφτηκε και ακολούθησε αµίλητη τονΔήµο που τώρα της έδειχνε την κρεβατοκάµαρα.

– Εδώ είναι το δωµάτιό σου. Δεν είναι τίποτα σπουδαίο, αλλά είναι λειτουργικό.Κούνησε το κεφάλι της συµφωνώντας. Ναι, δεν ήταν µεγάλο, όµως ήταν αυτό ακριβώς που

χρειαζόταν. Απέναντι από την πόρτα βρισκόταν ένα σιδερένιο κρεβάτι διακοσµηµένο µε πολλάµαξιλάρια, κεντηµένα στο χέρι από τη µάνα του Δήµου, όπως την πληροφόρησε. Δίπλαακριβώς υπήρχε ένα κοµοδίνο, ζωγραφισµένο σε καφέ και µπλε τόνους, ενώ µπροστά από τοκρεβάτι είδε ένα µεγάλο ξύλινο µπαούλο.

– Εδώ µέσα έχω τα κιλίµια. Το χειµώνα έχουµε αρκετή υγρασία. Αρχές Νοέµβρη θα έρθωνα σε βοηθήσω να τα στρώσεις, βιάστηκε να της εξηγήσει.

Η Αριέττα πλησίασε το µοναδικό παράθυρο που βρισκόταν ακριβώς απέναντι από τοκρεβάτι. Τράβηξε τη δαντελένια κουρτίνα και τότε ένιωσε την ανάσα της να σταµατά.Μπροστά της απλωνόταν το απέραντο πέλαγος και στο βάθος διέκρινε ένα νησί.

– Η Σύρος, τη διαφώτισε µονολεκτικά ο Δήµος.Αυτή όµως είχε καρφώσει τα µάτια της στη γαλάζια θάλασσα και δεν τον άκουσε. Ποτέ δεν

είχε ξαναδεί τόσο λαµπερό, τόσο εκτυφλωτικό χρώµα. Τα γαλήνια νερά στραφτάλιζαν κάτωαπό το µεσηµεριανό ήλιο. Ήταν σαν να έβλεπε χιλιάδες καθρέφτες ή αστέρια µέσα στηθάλασσα. Λες και ο βραδινός, βελούδινος ουρανός είχε καταρρίψει όλους τους κανόνες και είχερίξει όλα τα αστέρια του στην ακύµαντη θάλασσα του Αιγαίου. Σκέφτηκε, όχι βέβαια χωρίς ναµελαγχολήσει κάπως, ότι θα ήταν πραγµατικά πανέµορφο να ξυπνά κάθε πρωί και νααπολαµβάνει αυτή τη θέα. Ναι, αυτό σίγουρα θα ήταν µια ανακούφιση, ένα κίνητρο για νασηκώνεται το πρωί απ’ το κρεβάτι της.

Το τελευταίο δωµάτιο που έµενε να δει ήταν το µπάνιο. Εκεί πραγµατικά όλα ήταν µικράκαι στριµωγµένα, θυµίζοντας περισσότερο κουκλόσπιτο. Η έλλειψη χώρου, ωστόσο, δεστερούσε τίποτα στο µικρό, λειτουργικό µπάνιο. Ακόµα και ένα µικρό πλυντήριο ρούχων είχετοποθετηθεί έξυπνα µέσα σε ένα ξύλινο, εντοιχισµένο ντουλάπι. Το λευκό µάρµαρολαµποκοπούσε από καθαριότητα σε όλες τις επιφάνειες, ενώ από ένα παραθυράκι πουβρισκόταν ψηλά στον τοίχο η Αριέττα είδε και πάλι το οικείο πια γαλάζιο χρώµα τηςθάλασσας.

Page 38: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Όταν συνόδευσε τον Δήµο στην έξοδο του σπιτιού, δεν ήξερε τι να πει. Έπρεπε ναευχαριστήσει αυτό τον άνθρωπο που χωρίς κόπο, τόσο φυσικά, την είχε υποδεχτεί θερµά καιτην είχε κάνει να νιώσει σαν στο σπίτι της. Εκείνος αντιλήφθηκε γρήγορα την αµηχανία της.

– Δε χρειάζεται να πεις «ευχαριστώ». Εδώ γύρω θα είµαι και θα τα λέµε κάθε µέρα.Κίνησε προς την έξοδο και η Αριέττα τον συνόδευσε µέχρι την εξώπορτα. Βρέθηκαν και

πάλι στην όµορφη αυλή, όπου η κοπέλα ήξερε ήδη ότι θα περνούσε τις περισσότερες ώρες τηςµέρας.

Το σπίτι ήταν περικυκλωµένο από βράχια που το προστάτευαν από το δυνατό βοριά, όπωςτην πληροφόρησε ο Δήµος. Η Αριέττα κοίταξε µε ενδιαφέρον τα µικρά λουλούδια πουφύτρωναν παντού πάνω στις άγριες πέτρες, δίνοντας χρώµα στο κατά τ’ άλλα µονότονο τοπίο.Τα είχε ξαναδεί αυτά τα λουλούδια...

– Δήµο, πώς λέγονται αυτά τα λουλούδια;– Ποια, τα αµάραντα λες; Είναι γεµάτος ο τόπος από δαύτα.Αµάραντα...Η Αριέττα θυµήθηκε πού τα είχε ξαναδεί... Μα ναι, ήταν τα λουλούδια που έδινε πάντα ο

πατέρας της σ’ αυτή, στη µητέρα της και στην Ειρήνη να κρατάνε όταν πήγαιναν στονεκροταφείο. Φεύγοντας, τέσσερα µατσάκια αµάραντα στόλιζαν τον περιποιηµένο και καθαρότάφο του Ορέστη.

Κοίταζε το χρωµατιστό βράχο αµίλητη, όταν άκουσε ακριβώς πίσω της τη φωνή του Δήµου.– Τα λένε έτσι γιατί δε µαραίνονται ποτέ. Ζουν για πάντα. Το Μάιο φτιάχνουµε και στεφάνια

και τα κρατάµε όλο το χρόνο, να στολίζουν τα σπίτια µας και τα µαγαζιά µας.– Αµάραντα... µονολόγησε η Αριέττα, αµάραντα... Είπε ξανά και ξανά τη λέξη µέσα της. Τι

ανακουφιστικό που είναι να υπάρχει κάτι σ’ αυτό τον κόσµο που ζει για πάντα...– Λοιπόν, εγώ φεύγω! Το τηλέφωνό µου το έχεις. Αν χρειαστείς κάτι, να µε πάρεις. Αλλά θα

περνάω κι εγώ τακτικά. Σύµφωνοι;Του χαµογέλασε και τον ευχαρίστησε και πάλι.Εκείνος έγνεψε αντίο και έκλεισε πίσω του τη χαµηλή ξύλινη πόρτα του κήπου. Έκανε

µερικά βήµατα και κοντοστάθηκε.– Το απόγευµα θα έρθω να σε πάω στο µπακάλικο της Αλεξάνδρας. Εκεί θα βρεις ό,τι

χρειάζεσαι για να γεµίσεις το ψυγείο σου για τρεις τέσσερις µέρες.Γύρισε την πλάτη κι έφυγε χωρίς να περιµένει απάντηση ή ευχαριστώ.Η Αριέττα έµεινε για λίγο στον κήπο και τον κοίταζε να ξεµακραίνει. Ένιωθε ευγνωµοσύνη

γι’ αυτό τον άνθρωπο που την είχε καλοδεχτεί και είχε φροντίσει οι πρώτες ώρες της στο ξένονησί να είναι τόσο άνετες. Πρώτα ο µυστηριώδης άντρας στο πλοίο κι έπειτα ο Δήµος της είχανφερθεί λες και τη γνώριζαν από παλιά.

Μόλις τον είδε να χάνεται στη στροφή του σοκακιού γύρισε και κοίταξε το πέτρινο σπίτι.Αυτό, λοιπόν, θα ήταν το σπίτι της από δω και µπρος. Τι κι αν δεν είχε καµία σχέση µε το άνετοοροφοδιαµέρισµα των εκατόν πενήντα τετραγωνικών που µοιραζόταν µε τους γονείς της; Ηδιαφορά δεν την έκανε να νιώθει µικρότερη ευγνωµοσύνη για αυτό το ταπεινό σπίτι που είχενοικιάσει.

Μπαίνοντας και πάλι µέσα, προσπέρασε τα λιγοστά µπαγκάζια της και µπήκε στηνκρεβατοκάµαρα. Στα συρτάρια της ντουλάπας βρήκε σεντόνια και έστρωσε το κρεβάτι. Δενείχε σκοπό να ξεπακετάρει αµέσως. Θα κοιµόταν για λίγη ώρα και το απόγευµα θατακτοποιούσε τα πράγµατά της, περιµένοντας τον Δήµο να έρθει να την πάρει να πάνε για ταψώνια.

Page 39: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Ξάπλωσε στα αφράτα µαξιλάρια και τα δροσερά σεντόνια και βυθίστηκε σχεδόν αµέσως σεέναν ύπνο βαθύ και ήρεµο. Η τελευταία της σκέψη πριν αποκοιµηθεί ήταν ότι ξυπνώντας θαµπορούσε να απλώσει το βλέµµα της ως πέρα, στην απέραντη θάλασσα, που τη χώριζε πια απ’όσα είχαν γίνει τις τελευταίες µέρες.

Ξύπνησε από τις αχτίνες του ήλιου που τρύπωναν από τη δαντελένια κουρτίνα και χόρευανπαιχνιδιάρικα πάνω στο πρόσωπό της. Κοίταξε το ρολόι της και συνειδητοποίησε ότι είχεκοιµηθεί αρκετές ώρες, κάτι που είχε πολύ καιρό να της συµβεί. Από τότε που είχε µάθει απότην Ειρήνη τα νέα για την κατάσταση της υγείας της, η αϋπνία είχε γίνει µόνιµος σύντροφόςτης. Αλλά, ακόµα και τις φορές που κατάφερνε να κοιµηθεί, βυθιζόταν σ’ έναν ύπνο ταραγµένοκαι µετά από λίγες ώρες τιναζόταν κάθιδρη, στην προσπάθειά της να ξεφύγει από τα σκοτεινάόνειρα που την κατέτρεχαν. Τότε η µητέρα της έµπαινε στο δωµάτιο και προσπαθούσε να τηνηρεµήσει, ενώ η Αριέττα έβαζε τα δυνατά της για να την καθησυχάσει και να την πείσει ότι δεντην απασχολούσε κάτι. Ένας εφιάλτης ήταν µόνο...

Και τώρα, λίγες µόλις ώρες µετά την άφιξή της στην Τήνο, είχε καταφέρει, χωρίς καµίαπροσπάθεια, να κοιµηθεί γαλήνια, ενώ κανένα όνειρο δεν είχε έρθει να ταράξει τον ήρεµο ύπνοτης.

Τεντώθηκε νωχελικά και σηκώθηκε από το κρεβάτι της. Τράβηξε την κουρτίνα και τολαµπερό φως του ήλιου έλουσε το δωµάτιο απ’ άκρη σ’ άκρη. Η µατιά της χάθηκε στο λείογαλάζιο σεντόνι που απλωνόταν µπροστά της. Για την ώρα, το «νησί των ανέµων», όπως τοαποκαλούσαν πολλοί, δεν είχε επιβεβαιώσει τη φήµη του. Ωστόσο, είχε ακούσει ότι τοµεγαλύτερο µέρος του χρόνου ο αέρας φυσούσε δυνατός σ’ αυτή τη γωνιά του Αιγαίου,λειαίνοντας τις πέτρες, κάνοντας παραθυρόφυλλα να τρίζουν και παίρνοντας στο πέρασµά τουοτιδήποτε οι κάτοικοι δε φρόντιζαν να προστατεύσουν από τη µανία του.

Η ώρα περνούσε και η Αριέττα κατάλαβε ότι έπρεπε να ξεκινήσει να τακτοποιεί ταπράγµατά της και να καθαρίσει το σπίτι. Ο Δήµος δε θα καθυστερούσε να περάσει να τηνπάρει για τα ψώνια και δεν ήθελε να τη βρει ανάµεσα σε µισάνοιχτες βαλίτσες καιξεσκονόπανα.

Δυστυχώς γι’ αυτήν, δεν της πήρε παραπάνω από µία ώρα για να τακτοποιήσει τα πράγµατάτης. Όσο για το σπίτι, ο σπιτονοικοκύρης της είχε φροντίσει και της το είχε παραδώσει στηνεντέλεια. Θα προτιµούσε να περάσει δυο τρεις ώρες τρίβοντας µε µανία πατώµατα, ντουλάπιακαι παράθυρα. Ίσως έτσι να έδιωχνε την ένταση που φώλιαζε ακόµα βαθιά µέσα της. Ίσως ναένιωθε ότι µαζί µε τη σκόνη πάνω από τα έπιπλα ξέπλενε και τη σκόνη που είχε κατακαθίσειεδώ και µέρες πάνω στην ψυχή της και δεν την άφηνε να ανασάνει. Όσο καλόβολα και να τηςείχαν έρθει όλα µέχρι τώρα, ο θυµός και ο φόβος που κουβάλησε µαζί της φεύγοντας από τηνΑθήνα ήταν ακόµα κάπου εκεί γύρω, µέσα της. Βουβοί παρατηρητές. Και η Αριέττα ήξερε ότι,αργά ή γρήγορα, θα έπρεπε να έρθει πρόσωπο µε πρόσωπο µαζί τους.

Εγώ κι αυτοί, σκέφτηκε. Μόνο που τώρα έχω και συµµάχους. Έχω αυτό το σπίτι, έχω τον αέρα, έχω τααµάραντα...

Τακτοποίησε τα λιγοστά της ρούχα στην ντουλάπα και στα συρτάρια και έβαλε τις βαλίτσεςτης πίσω από το κρεβάτι. Δε θα τις χρειαζόταν για πολύ καιρό... Με κάποια δόση µελαγχολίαςσκέφτηκε το συνήθειο που είχε να µην αδειάζει ποτέ τη βαλίτσα της από τα πράγµατά της ότανπήγαινε διακοπές. Η Ειρήνη και ο Μάρκος την πείραζαν για αυτό το «ελάττωµα», όπως τοχαρακτήριζαν, ενώ δεν ήταν λίγες οι φορές που είχε τσακωθεί µε τον Κώστα, ο οποίος το

Page 40: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

θεωρούσε «δείγµα τσαπατσουλιάς και ανοργανωσιάς», όµως η Αριέττα θεωρούσε περιττό ναβγάζει και να ξαναβάζει τα ρούχα της στη βαλίτσα κατά τη διάρκεια των διακοπών. Τώραόµως ήταν διαφορετικά. Τώρα δεν ήταν σε διακοπές. Εδώ είχε έρθει για να µείνει...

Δε χρειάστηκε να ψάξει για πολύ στα ντουλάπια της κουζίνας για να βρει καφέ και ζάχαρη.Έβαλε στο µπρίκι µια γενναία ποσότητα κι από τα δύο και έφτιαξε τον απογευµατινό της καφέ.Ο Δήµος δεν είχε φανεί ακόµα και είχε χρόνο να κάνει µια λίστα µε όσα θα χρειαζόταν νααγοράσει, πίνοντας τον καφέ της στην αυλή. Δεν ήλπιζε σε µεγάλη ποικιλία. Αν καιπρωτευουσιάνα, είχε υπόψη της ότι τα επαρχιακά µπακάλικα δύσκολα κάλυπταν όλες τιςανάγκες ενός νοικοκυριού. Ωστόσο, κάποια βασικά πράγµατα θα τα έβρισκε. Εξάλλου, οΔήµος είχε φροντίσει ακόµα και να γεµίσει τα ντουλάπια µε κάποια είδη πρώτης ανάγκης.

Μόλις είχε ολοκληρώσει τη λίστα της, όταν ακούστηκε η κόρνα του αυτοκινήτου. Ο Δήµοςείχε σταθεί ακριβώς µπροστά από το σπίτι.

– Έτοιµη; φώναξε απ’ το ανοιχτό παράθυρο του αυτοκινήτου του.– Έρχοµαι αµέσως, απάντησε η Αριέττα. Πήρε την τσάντα της και τα κλειδιά της, έκλεισε

την πόρτα του σπιτιού και µπήκε στο αγροτικό φορτηγάκι.Ο Δήµος γύρισε και την κοίταξε ερευνητικά.– Φρέσκια φρέσκια σε βλέπω! Μάλλον θα κοιµήθηκες καλά.– Είχα µέρες να κοιµηθώ τόσο καλά, επιβεβαίωσε η Αριέττα, χωρίς να δώσει περισσότερες

λεπτοµέρειες για τα αίτια της έως τώρα αϋπνίας της.Η απόσταση µέχρι το µπακάλικο της Αλεξάνδρας ήταν τόσο σύντοµη, που η κοπέλα

απόρησε γιατί ο Δήµος είχε έρθει να την πάρει µε το αυτοκίνητο. Δε θα έκαναν παραπάνω απόδέκα λεπτά αν περπατούσαν ως εκεί.

– Πρέπει ν’ αγοράσω από το κάτω µαγαζί γλάστρες για τη γυναίκα µου, της εξήγησε οάντρας, που είχε µαντέψει τις σκέψεις της. Έχει µια µανία να ζωγραφίζει γλάστρες καιαγοράζουµε τουλάχιστον τριάντα κάθε µήνα! Σκέτη οικονοµική καταστροφή, αλλά χαλάλι της!Πιάνουν τα χέρια της. Αύριο µεθαύριο θα τη φέρω να τη γνωρίσεις, αν δεν έχεις αντίρρηση.Παρέα θέλει και η Άννα.

Η Αριέττα ασφαλώς και δεν είχε αντίρρηση. Ειδικά αν και η Άννα ήταν το ίδιο πρόσχαρηκαι ευγενική µε τον άντρα της, τότε σίγουρα θα έκαναν καλή παρέα.

Ανέβηκαν τα λιγοστά σκαλοπάτια και µπήκαν µέσα σ’ ένα σκοτεινό µαγαζί. Γύρω γύρω ηΑριέττα έβλεπε παντού ράφια ξέχειλα µε κονσέρβες, σαπούνια, τσιγάρα, ψιλικά, ενώ παντούστο πάτωµα ήταν αραδιασµένα σακιά γεµάτα ως πάνω µε όσπρια και ζυµαρικά χύµα. Ήτανπαιδί ακόµα όταν είχε µπει µε τη µητέρα της σε ένα από τα τελευταία, όπως αποδείχτηκε,συνοικιακά µπακάλικα της Αθήνας. Όµως η χαρακτηριστική µυρωδιά είχε αποτυπωθεί στοµυαλό της και να που τώρα ξαναζούσε σχεδόν την ίδια εικόνα.

Ο Δήµος ανέλαβε να συστήσει τη νέα του νοικάρισσα στην Αλεξάνδρα, η οποία ήταν µιαπαχουλή, ξανθιά σαραντάρα µε περιποιηµένο µακιγιάζ και πλατύ χαµόγελο.

– Αλεξάνδρα, η Αριέττα θα µείνει στο χωριό µας. Είναι η καινούρια δασκάλα.Η ευτραφής γυναίκα άφησε το βιβλίο που διάβαζε, βγήκε µε κάποια δυσκολία πίσω από το

στενό πάγκο και χαιρέτησε ευγενικά τη νεοφερµένη. Πάντα χαιρόταν όταν κάτι ή κάποιοςέσπαγε τη µονοτονία της ζωής στο χωριό.

Η Αλεξάνδρα ήταν γέννηµα-θρέµµα της Καρδιανής. Εδώ είχε γεννηθεί, είχε παντρευτεί κιεδώ µεγάλωνε τα τρία της παιδιά. Τον τόπο της τον λάτρευε, ωστόσο, συχνά το µυαλό της έκανετα δικά του «παιχνίδια». Φανταζόταν πώς θα ήταν να ζει σε κάποια µεγαλούπολη. Όµως ταόνειρά της έµεναν όνειρα και ζωντάνευαν µόνο µέσα από τα άπειρα µυθιστορήµατα που

Page 41: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

διάβαζε τις ατέλειωτες ώρες που πέρναγε στο µαγαζί. Τότε αφηνόταν να ζήσει για λίγο τη ζωήκάποιας άλλης. Τη ζωή της εκάστοτε ηρωίδας των βιβλίων, που τα διάλεγε µε προσοχή, ώστε«να έχουν πόνο, δάκρυ, αλλά καλό τέλος».

Άπλωσε το χέρι της και χαιρέτησε εγκάρδια την Αριέττα.– Καλώς µάς ήρθες, κοπέλα µου! Ό,τι χρειάζεσαι για το σπίτι θα µου το λες, έτσι; Δασκάλα

είπαµε; Λες να ξεστραβώσεις και τα δικά µου; Τρία είναι, ζωή να ’χουνε! Τρία και αγόρια! Κιένα ο άντρας µου, τέσσερα! Με φάγανε µια ζωή τώρα, αλλά χαλάλι τους! Να τα ’χει ο Θεόςκαλά όλα τους!

Ο Δήµος κατάλαβε ότι έπρεπε να σώσει την Αριέττα από την πολυλογία της Αλεξάνδρας. Ηκοπέλα µόλις είχε φτάσει στο χωριό και το τελευταίο που χρειαζόταν ήταν κάποιον να τηζαλίσει.

– Αλεξάνδρα, όλο το χειµώνα θα είναι εδώ η κοπέλα. Θα έχετε καιρό να τα πείτε. Μην τηζαλίσεις από τώρα...

Η Αλεξάνδρα κοκκίνισε και του απάντησε δήθεν θιγµένη.– Εγώ να τη ζαλίσω; Εγώ που στόµα έχω και µιλιά δεν έχω; Άντε, γιατί αν ήθελα να µιλήσω,

θα είχα να πω πολλά! Ξέρεις πόσα ξέρουν οι κοµµώτριες και οι µπακάλισσες; Όσα δεν ξέρει οκόσµος όλος. Αλλά έχε χάρη που είµαι διακριτικός άνθρωπος και δε µου αρέσει ναανακατώνοµαι. Δεν είναι του χαρακτήρα µου.

Ακόµα και τη στιγµή που έµπαιναν στο αυτοκίνητο φορτωµένοι µε τσάντες, ο Δήµος και ηΑριέττα άκουγαν τη φωνή της τροφαντής µπακάλισσας, την οποία αναγκάστηκαν νααγνοήσουν.

– Η Αλεξάνδρα είναι χρυσός άνθρωπος, αλλά να της βάζεις ένα φρένο. Να µην την αφήνειςνα σε κουράζει, τη συµβούλεψε ο Δήµος.

Η Αριέττα δεν του απάντησε παρά µόνο χαµογέλασε, θέλοντας να του δείξει ότι δεν υπήρχελόγος να ανησυχεί για αυτήν. Ο Δήµος κατάλαβε το νόηµα που είχε το ύφος της και θέλησε ναδικαιολογηθεί.

– Με συγχωρείς αν σε κουράζω µε τις συµβουλές µου. Είναι που µε την Άννα δεν έχουµεπαιδιά. Δεν µπορέσαµε να κάνουµε και πάντα βλέπω προστατευτικά τους νέους, σαν παιδιάµου. Να µε συµπαθάς...

Η νεαρή γυναίκα είχε συγκινηθεί µε την αυθόρµητη εξοµολόγησή του και βιάστηκε να τονκαθησυχάσει.

– Κι εγώ µόνη µου είµαι σ’ αυτό τον τόπο! Μου κάνει καλό να ξέρω ότι υπάρχουν άνθρωποιπου µε νοιάζονται.

Αποχαιρετίστηκαν βιαστικά έξω από το σπίτι, καθώς ο Δήµος έπρεπε να φύγει γρήγορα γιατο µαγαζί µε τις γλάστρες. Η Αριέττα βγήκε από το αυτοκίνητο και έσκυψε να του πει κάτιτελευταίο.

– Ν’ αγοράσεις µπόλικες γλάστρες για τη γυναίκα σου! Όταν γνωριστούµε, σκοπεύω να τηςζητήσω να µου ζωγραφίσει µερικές, για να τις βάλω σ’ όλη την πρόσοψη του σπιτιού. Θέλω νακάνω µερικές συνθέσεις µε αµάραντα. Είναι τόσο πολλά, που είναι κρίµα να µην ταχρησιµοποιήσω.

Ο Δήµος έγνεψε καταφατικά και χαµογέλασε. Η κοπέλα αυτή ήταν πρόσχαρη καικαταδεκτική µ’ όλους. Την είχε συµπαθήσει πραγµατικά.

Πάτησε γκάζι και το αυτοκίνητο αποµακρύνθηκε αφήνοντας πίσω του ένα σύννεφο σκόνης,ενώ η Αριέττα µπήκε στο σπίτι, αφού πρώτα είδε τη θάλασσα να µατώνει καθώς δεχόταν τονήλιο στην αγκαλιά της. Έτσι δεν της το είχε πει ο καπετάνιος στο πλοίο, εκείνη την πρώτη της

Page 42: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

µέρα στην Καρδιανή;

Η γνωριµία της µε την Άννα Πετρίδη ήταν µια πολύ ευχάριστη έκπληξη για την Αριέττα. Ηγυναίκα του σπιτονοικοκύρη της επέµενε ότι η πρώτη γνωριµία µε τη νοικάρισσά τους θαέπρεπε να γίνει στο δικό τους σπίτι. Να τη φιλέψει έναν καφέ, µια βυσσινάδα, ένααµυγδαλωτό...

Ο Δήµος, που ποτέ δε χαλούσε το χατίρι της Άννας του, αφού άφησε να περάσουν µερικέςµέρες, πέρασε και την πήρε, να τη συνοδεύσει στο όµορφο διώροφο πέτρινο σπίτι πουαποτελούσε την οικία Πετρίδη εδώ και χρόνια.

Αφού έκανε τις πρώτες συστάσεις, άφησε τις δυο γυναίκες να κουβεντιάζουν στη βεράντα. ΗΑριέττα ένιωθε ακόµα αµηχανία και θα προτιµούσε να µείνει µαζί τους και ο Δήµος, µε τονοποίο ένιωθε πιο άνετα.

– Δε θα µείνεις µαζί µας, Δήµο; είπε µε σχεδόν παρακλητικό ύφος.– Αριέττα, εδώ οι δουλειές δεν τελειώνουν ποτέ! Σας αφήνω να τα πείτε εσείς οι γυναίκες, κι

εγώ θα γυρίσω το βραδάκι. Η Άννα θα σε περιποιηθεί όπως πρέπει, τη διαβεβαίωσε µεσιγουριά και περηφάνια.

Έδωσε ένα φιλί στη γυναίκα του, που τον κοίταξε χαµογελαστή, και κατέβηκε σχεδόντρέχοντας τα σκαλιά. Από τη βεράντα οι δυο γυναίκες τον είδαν να µπαίνει στο φορτηγάκι τουκαι να στρίβει στην άκρη του µικρού δρόµου.

– Όλη τη µέρα τρέχει. Δεν ξεκουράζεται καθόλου...Η φωνή της Άννας ακούστηκε ανήσυχη και η Αριέττα γύρισε και την κοίταξε στα µάτια. Στα

πενήντα της χρόνια παρέµενε µια όµορφη γυναίκα. Τα καστανοπράσινα µάτια της και ταρόδινα χείλη φώτιζαν το πρόσωπό της, που πλαισιωνόταν από πλούσια καστανά µαλλιά πουέφταναν µέχρι τους ώµους της. Παρατηρώντας τη για λίγο, µπορούσε να καταλάβει γιατί οΔήµος είχε ερωτευτεί αυτή τη γυναίκα και πώς γινόταν, µετά από τόσα χρόνια γάµου, να τηνκοιτάζει ακόµα στα µάτια µε λατρεία.

Η Αριέττα πήρε τον καφέ της από το χαµηλό ξύλινο τραπέζι και ήπιε µια γουλιά.– Κυρία Πετρίδη...– Άννα!– Άννα... θέλω να σας... να σ’ ευχαριστήσω κι εσένα και τον Δήµο.Η Άννα χαµογέλασε καλοσυνάτα.– Ελπίζω να σε βόλεψε το σπίτι. Δεν είναι µεγάλο, αλλά για ένα άτοµο νοµίζω πως είναι ό,τι

πρέπει. Δε θα έχεις και πολλές δουλειές να κάνεις.– Το σπίτι είναι υπέροχο! Δεν µπορούσα να περιµένω τίποτα καλύτερο. Αλλά δεν εννοώ µόνο

αυτό. Ήταν πολύ σηµαντικό για µένα να νιώσω ευπρόσδεκτη. Είναι ένα καινούριο µέρος καιπρόκειται να περάσω εδώ τουλάχιστον ένα χρόνο από τη ζωή µου. Η υποδοχή του Δήµου µ’έκανε να νιώσω σαν στο σπίτι µου. Κι αυτό σηµαίνει πολλά! ολοκλήρωσε το συλλογισµό της.

Η Άννα έβαλε σ’ ένα πιατάκι ένα αµυγδαλωτό και της το πρόσφερε.– Είναι χαρά µας που νοίκιασε το σπίτι µας µια τόσο συµπαθητική κοπέλα. Αρκετά όµως

τώρα µε τα τυπικά! Για πες µου, πώς σου φάνηκε το νησί ως τώρα;Η Αριέττα κατάπιε µε γρήγορες µπουκιές το φρέσκο αµυγδαλωτό και ξεπερνώντας σιγά

σιγά την αρχική αµηχανία, απόλαυσε την κουβέντα µε τη σπιτονοικοκυρά της.– Είναι υπέροχο! Δεν είδα πολλά πράγµατα από τη Χώρα και το λιµάνι, αλλά η Καρδιανή µ’

έχει µαγέψει! Είστε τυχεροί που κατάγεστε από ένα τόσο όµορφο και περιποιηµένο χωριό.

Page 43: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Ο Δήµος γεννήθηκε και µεγάλωσε εδώ. Εγώ κατάγοµαι από την Αθήνα, αλλά τώρα πιανιώθω λες και πέρασα εδώ όλη µου τη ζωή. Σχεδόν δε θυµάµαι τίποτα πια από τη ζωή στηνπρωτεύουσα...

Η Αριέττα δυσκολεύτηκε να πιστέψει τα λόγια της.– Δηλαδή... δε σου λείπει καθόλου; Δεν έχεις συγγενείς εκεί;Η Άννα ξαφνικά µαζεύτηκε στη θέση της και χαµήλωσε το βλέµµα της, παραµένοντας

αµίλητη. Ήταν ολοφάνερο πως η ερώτηση της Αριέττας είχε χτυπήσει κάποιο αδύναµο σηµείο.Ωστόσο, µετά από σύντοµο δισταγµό, φάνηκε πρόθυµη να της εξηγήσει και η στιγµήαµηχανίας διαλύθηκε, δίνοντας τη θέση της σε µια φιλική κουβέντα, που χαλάρωσεπερισσότερο την ατµόσφαιρα ανάµεσα στις δυο γυναίκες.

– Ας πούµε ότι η οικογένειά µου δε συµπάθησε τον Δήµο όσο τον συµπάθησες εσύ...Ήταν η πρώτη φορά που η Άννα µιλούσε ανοιχτά σε κάποιον για την οικογένειά της και για

όσα την είχαν οδηγήσει να εγκαταλείψει την πρωτεύουσα. Αυτή η κοπέλα τής είχε κάνει καλήεντύπωση και για έναν παράξενο λόγο ένιωθε ότι µπορούσε να της µιλήσει για όσα της είχανσυµβεί. Όσα την είχαν οδηγήσει σ’ αυτό το νησί.

Η Αριέττα άκουσε µε πραγµατικό ενδιαφέρον αλλά και µε έκπληξη την ιστορία της Άνναςπου, όπως έµαθε, καταγόταν από µια από τις µεγαλύτερες οικογένειες της Αθήνας. Ο πατέραςτης ήταν ιδιοκτήτης µιας µεγάλης ναυτιλιακής εταιρείας, τα έσοδα της οποίας ήταν τόσοικανοποιητικά, που η γυναίκα του, η Μάρθα, δεν είχε χρειαστεί ποτέ να δουλέψει καιαπολάµβανε µια ζωή µέσα στη χλιδή, το χρήµα, τα ταξίδια και τα ψώνια. Για αυτό και δενµπόρεσε ποτέ να καταλάβει την κόρη της, που επέµενε να σπουδάσει ψυχολογία.

Με τις επιλογές της κόρης του ήταν αντίθετος βεβαίως και ο πατέρας της. Εφόσον ηµοναχοκόρη του ήθελε να σπουδάσει, θεωρούσε ότι θα έπρεπε να ακολουθήσει ναυτιλιακέςσπουδές, ώστε να αναλάβει κάποια διευθυντική θέση στην οικογενειακή επιχείρηση. Κανείςόµως δεν µπόρεσε να αλλάξει γνώµη στην Άννα, που ήδη από τις πρώτες τάξεις του λυκείουείχε κάνει τις επιλογές της, και τελικά όχι µόνο πέτυχε στην Ψυχολογία Αθηνών, αλλά, µεσκληρό διάβασµα, κατάφερε να πάρει το πτυχίο της µε άριστα.

Ήλπιζε ότι, έστω τότε, οι γονείς της θα την παραδέχονταν, ωστόσο, η µητέρα τηςεξακολουθούσε να αδιαφορεί και να θεωρεί ανεξήγητη την επιµονή της, ενώ ο πατέρας της δεσυγχώρεσε ποτέ την επιλογή της να ασχοληθεί µε µία επιστήµη που κανείς δεν είχεακολουθήσει στην οικογένειά τους.

Γρήγορα η αριστούχος Άννα κατάλαβε ότι ο πατέρας της δεν ήταν πρόθυµος να τη στηρίξειούτε οικονοµικά ούτε ηθικά. Και τότε, στην πιο δύσκολη περίοδο της ζωής της, όταν ένιωθε ότιείχε απογοητεύσει τους πάντες, γνώρισε τον Δήµο...

Εκείνο το καλοκαίρι, επέλεξε να κάνει διακοπές µε την παρέα της στην Τήνο. Η τυχαίαγνωριµία της µε τον Δήµο την έδεσε για πάντα, όχι µόνο µαζί του, αλλά και µε το νησί.Μαγεύτηκε από την Τήνο, και όταν της γνώρισε την Καρδιανή, κατάλαβε ότι η ζωή στηνπολύβουη πρωτεύουσα δεν την εξέφραζε τόσο όσο πίστευε. Αυτό το χωριό θα µπορούσε ναγίνει το σπίτι της και ο Δήµος ο άντρας µε τον οποίο θα περνούσε την υπόλοιπη ζωή της. Τι κιαν η οικογένειά του δεν ήταν πλούσια; Τι κι αν το σπίτι του δεν ήταν µεγάλο; Μόλις τονγνώρισε, η Άννα κατάλαβε ότι αυτός ο άνθρωπος έχει χρυσή ψυχή.

Είχε µάθει να δουλεύει και να κερδίζει τα προς το ζην. Εκτιµούσε όσα του πρόσφερε η τίµιαδουλειά του και απολάµβανε την κάθε µέρα που περνούσε. Έτσι ήθελε να ζήσει και η Άννα. Ανκαι είχε µεγαλώσει µέσα στα πλούτη και την άνεση, ποτέ δε θεώρησε ότι αυτά και µόνο ήταναρκετά για µια ευτυχισµένη ζωή.

Page 44: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Οι διακοπές τελείωσαν, η παρέα της Άννας επέστρεψε στην Αθήνα, αυτή όµως αρνήθηκε νατους ακολουθήσει. Έµεινε τέσσερις ολόκληρους µήνες στο νησί. Ήθελε να σκεφτεί, να πάρεινηφάλια και συνειδητά τις αποφάσεις της. Και τότε ο Δήµος την ξάφνιασε ευχάριστα µε µιααπλή αλλά συγκινητική πρόταση γάµου. Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί για πολύ... Μόλις πέρασεη πρώτη έκπληξη, έπεσε στην αγκαλιά του φωνάζοντας ένα «ναι», που έκανε και τους δυο τουςνα κλαίνε σαν παιδιά από ευτυχία.

Ο γάµος, που είχε παραδοσιακό χαρακτήρα, έγινε στην Καρδιανή. Η Άννα και ο Δήµοςέλαµπαν από χαρά, ενώ οι λιγοστοί καλεσµένοι, όλοι φίλοι και συγγενείς του γαµπρού, έριξανµπόλικο ρύζι στο ευτυχισµένο ζευγάρι. Ο Δήµος είχε προσπαθήσει να την πείσει να καλέσειτους γονείς της και κάποιους φίλους της από την Αθήνα, όµως αυτή αρνήθηκε έντονα.

Ακόµα ηχούσαν στα αφτιά της οι φωνές του πατέρα της, όταν του είχε τηλεφωνήσει για νατον ενηµερώσει ότι είχε αποφασίσει να παντρευτεί και να ζήσει µόνιµα στην Τήνο. Οι γονείςτης δε θα δέχονταν ποτέ αυτή την παράλογη απόφαση της κόρης τους, όµως η ίδια ήταναποφασισµένη. Δεν υπήρχε περίπτωση να επιστρέψει ξανά στη ζωή της πρωτεύουσας! Τογυαλί στις σχέσεις τους είχε ραγίσει...

Λίγους µήνες µετά το γάµο τους, ο Δήµος ένιωθε ο πιο ευτυχισµένος άνθρωπος του κόσµου,όµως πικραινόταν βλέποντας τη γυναίκα του αποκοµµένη εντελώς από την προηγούµενη ζωήτης και από την οικογένειά της. Πίστευε πως µε τον ερχοµό ενός παιδιού οι σχέσεις της Άνναςµε τους γονείς της θα βελτιώνονταν. Τα χρόνια όµως περνούσαν... Όσο κι αν προσπάθησαν,δεν κατάφεραν να αποκτήσουν το παιδί που τόσο ήθελαν. Μία εξέταση που έκανε η Άννα µετάαπό πολλές αποτυχηµένες προσπάθειες τους επιβεβαίωσε αυτό που φοβόντουσαν. Δε θαµπορούσε ποτέ να γίνει µητέρα. Μαζί µε την πιθανότητα να αποκτήσουν παιδί, ξέχασανοριστικά και την πιθανότητα να σµίξουν, έστω και καθυστερηµένα, οι δυο οικογένειες.

Η Άννα αφοσιώθηκε στη δουλειά της. Εδώ και µερικά χρόνια είχε ανοίξει το δικό τηςγραφείο στον κεντρικό δρόµο του λιµανιού. Με υποµονή και επιµονή είχε αποκτήσει µεγάληπελατεία, αφού όλο και περισσότεροι συντοπίτες της της εµπιστεύονταν τα προβλήµατά τους.

Τώρα πια είχαν ξεχάσει την πίκρα που είχαν νιώσει τότε και ζούσαν ευτυχισµένοι καιµονιασµένοι, ενώ δεν είχε γίνει ποτέ ξανά κουβέντα ούτε για παιδί ούτε όµως και γιασυµφιλίωση µε την οικογένειά της. Αυτά τα δύο ανήκαν πια οριστικά στο παρελθόν.

Η σπιτονοικοκυρά της ολοκλήρωσε την αφήγησή της και οι δύο γυναίκες έµειναν αµίλητες.Ο καφές είχε παγώσει εδώ και ώρα στα φλιτζάνια τους. Ο ήλιος κόντευε στη δύση του, ενώ τοµελτέµι είχε πέσει κι αυτό ακολουθώντας, όπως πάντα, την πορεία του ήλιου. Για λίγα λεπτά τοµόνο που ακουγόταν ήταν ένα τριζόνι που είχε κουρνιάσει σε κάποια από τις δάφνες πουστόλιζαν περιµετρικά τον κήπο.

Η Αριέττα ένιωσε να θαυµάζει τη γυναίκα που είχε απέναντί της για τη δύναµη και για τηνεπιµονή της. Αλλά και η Άννα, µόλις ολοκλήρωσε τη διήγησή της, συνειδητοποίησε πως γιαπρώτη φορά στη ζωή της είχε µιλήσει τόσο ανοιχτά σε κάποιον για όσα της είχαν συµβεί, χωρίςνα κρύψει τίποτα απολύτως. Για έναν ανεξήγητο λόγο, αυτή η κοπέλα τής ενέπνεε εµπιστοσύνη.Ίσως να έφταιγε το βλέµµα της που ήταν τόσο καθαρό... Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει,είχε ανοίξει, εκεί µπροστά της, την καρδιά της και είχε µοιραστεί µαζί της όσα γνώριζε µόνο οάντρας της µέχρι τώρα. Λοιπόν, είχε δίκιο ο Δήµος όταν της είχε πει ότι η νέα τους νοικάρισσαείναι διαφορετική κοπέλα!

Η Αριέττα έσπασε πρώτη τη σιωπή µιλώντας χαµηλόφωνα. Της είχε κάνει τροµερήεντύπωση ο τρόπος που µιλούσε η Άννα για τους γονείς της. Πώς ήταν δυνατό να µην τους έχειµιλήσει τόσα χρόνια; Πώς ήταν δυνατό να ζει µακριά τους; Αυτή ήξερε ότι αργά ή γρήγορα θα

Page 45: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

αναγκαζόταν να αποχαιρετήσει για πάντα τους αγαπηµένους της γονείς... Κι αυτό την πλήγωνεόσο τίποτα άλλο. Τη σκότωνε...

– Και δε σου λείπουν; ρώτησε διστακτικά. Δεν ήθελε να τη φέρει σε δύσκολη θέση µε τιςερωτήσεις της. Ούτε να φανεί ότι εκµεταλλευόταν την εµπιστοσύνη που της είχε δείξει τόσοαπρόσµενα.

Σαν να διάβασε τη σκέψη της, η Άννα την κοίταξε στα µάτια και της απάντησε µε φωνήσταθερή και σίγουρη.

– Και βέβαια µου λείπουν! Γονείς µου είναι... Όµως πιστεύω ότι οι γονείς πρέπει ναστηρίζουν τα παιδιά τους στις αποφάσεις και στις επιλογές τους. Ακόµα και αν δεν τιςκαταλαβαίνουν απόλυτα. Ακόµα κι αν αυτοί επέλεξαν να ζήσουν εντελώς διαφορετικά τις ζωέςτους. Γονιός είναι αυτός που παραµένει δίπλα µας, ό,τι κι αν συµβεί. Όσο δύσκολο, όσοσκληρό κι αν είναι αυτό που µας συµβαίνει, οι γονείς στέκονται στο πλευρό µας. Μ’ ένα µαγικότρόπο βρίσκουν τη δύναµη και αντέχουν διπλά, και για µας και για τους ίδιους. Εγώ δεχρειάστηκε καν να ζητήσω από τους γονείς µου κάτι τέτοιο. Απλώς τη συµπαράστασή τουςζήτησα. Και µου την αρνήθηκαν... Κι όταν αρνήθηκαν και το γάµο µου µε τον Δήµο, τότεκατάλαβα ότι οι γέφυρες µεταξύ µας είχαν γκρεµιστεί οριστικά. Να ’ξερες πόσο ζηλεύω τουςανθρώπους που ξέρουν ότι θα ζητήσουν τη βοήθεια των γονιών τους και αυτοί θα κάνουν τααδύνατα δυνατά για να σταθούν πλάι τους...

Η Αριέττα µε δυσκολία πισωγύρισε ένα δάκρυ που ανέβηκε επικίνδυνα στα µάτια της.Αγνοώντας το, η Άννα είχε µιλήσει κατευθείαν στην ψυχή της. Δεν πρόλαβε να της απαντήσει.Δεν είχε κάτι να της πει. Δεν ένιωθε έτοιµη να ανοίξει και αυτή την καρδιά της όπως το είχεκάνει η σπιτονοικοκυρά της. Η Άννα ίσως, λόγω επαγγέλµατος, να ήταν συνηθισµένη να µιλάει.Δε συνέβαινε όµως το ίδιο και µε αυτήν.

Το φορτηγάκι του Δήµου σταµάτησε µε θόρυβο έξω από το σπίτι και τότε µόνο οι δύογυναίκες συνειδητοποίησαν ότι η ώρα είχε περάσει χωρίς να το καταλάβουν.

Η Αριέττα σηκώθηκε και πήρε την τσάντα της. Έπρεπε να γυρίσει στο σπίτι της. Ν’ αφήσεικαι το ζευγάρι να ξεκουραστεί.

– Άννα, σ’ ευχαριστώ πολύ για τη φιλοξενία. Είστε υπέροχοι άνθρωποι! Κι εσύ και ο Δήµος.Η Άννα την πλησίασε και άρχισαν να κατεβαίνουν µαζί τα σκαλιά προς τον κήπο.– Εγώ σ’ ευχαριστώ... Για την κουβέντα. Δεν είχα µιλήσει ποτέ για όλα αυτά σε κανέναν άλλο

εκτός από τον Δήµο. Όποτε θες, να περνάς να τα λέµε, έτσι;Ο άντρας της διέσχισε τον κήπο και τις πλησίασε χαµογελαστός.– Λοιπόν; Πώς περάσατε εσείς οι δύο;– Υπέροχα! απάντησαν µε µια φωνή η Άννα και η Αριέττα και κοιτάχτηκαν στα µάτια. Μόλις

είχαν γνωριστεί, αλλά µοιράζονταν ήδη πολλά.

Η Άννα έβγαλε τη ρόµπα της και ξάπλωσε δίπλα στον άντρα της στο µεγάλο σιδερένιο κρεβάτι.Ο Δήµος σχεδόν είχε αποκοιµηθεί από την κούραση της µέρας. Χώθηκε στην αγκαλιά του καιαφουγκράστηκε τους ήρεµους χτύπους της καρδιάς του. Πόσο τη γαλήνευαν... Αυτή η ηρεµίαπου ένιωθε κοντά του δε θα άλλαζε ποτέ.

– Πώς σου φάνηκε η νέα µας νοικάρισσα; τη ρώτησε δίνοντάς της ένα φιλί στα µαλλιά.Η Άννα έφερε στο νου της την εκ βαθέων συζήτηση που είχε το απόγευµα µε την Αριέττα.– Είχες δίκιο. Είναι πολύ συµπαθητική και ξεχωριστή κοπέλα. Μόνο που... σαν κάτι να τη

βασανίζει. Κάτι την απασχολεί... Τα µάτια της είναι θλιµµένα.

Page 46: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Μπορείς να σταµατήσεις να τους βλέπεις όλους σαν ασθενείς σου; Μια χαρά είναι ηκοπέλα. Τίποτα δεν τη βασανίζει. Άντε, πέσε, κοιµήσου τώρα! τη µάλωσε τρυφερά ο άντραςτης, τραβώντας το σεντόνι προς το µέρος του.

Η Άννα έσβησε το φως και σε λίγα λεπτά άκουγε το ρυθµικό ροχαλητό του Δήµου. Αυτήόµως δεν κοιµήθηκε αµέσως. Έµεινε ακίνητη για να µην τον ξυπνήσει. Αφουγκραζόταν τηναναπνοή του και το τριζόνι που από νωρίς το απόγευµα είχε χωθεί σε κάποιο φυτό του κήπουτης και δεν έλεγε να σταµατήσει το τραγούδι του.

Κι όµως, σκέφτηκε, κάτι τη βασανίζει την Αριέττα. Δεν κάνω λάθος...

Page 47: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

6

ΜΑΖΙ ΜΕ ΤΟΝ ΑΥΓΟΥΣΤΟ έφυγαν και τα µελτέµια, δίνοντας τη θέση τους στο ήπιο φθινοπωρινόαεράκι. Οι κάτοικοι του χωριού, και µαζί τους και η Αριέττα, είχαν συνηθίσει τους τελευταίουςδύο µήνες να κοιµούνται και να ξυπνούν µε τον ήχο του δυνατού αέρα, που δε σταµατούσεπαρά µόνο µετά τη δύση του ήλιου, και όλη τη µέρα έκανε τα λουλούδια απ’ τις βουκαµβίλιεςνα σέρνονται στα πέτρινα δροµάκια του χωριού.

Από τις πρώτες µέρες του Σεπτέµβρη τα σύννεφα άρχισαν να πυκνώνουν στον κυκλαδίτικοουρανό, ενώ οι ντόπιοι, που, όπως υποστήριζαν, είχαν µάθει από παιδιά ακόµα να ερµηνεύουντα µεροµήνια, δήλωναν µε απόλυτη σιγουριά πως ο χειµώνας που πλησίαζε θα ήταν βαρύς.

Η Αριέττα δε συµπαθούσε το φθινόπωρο. Από µικρή, αυτή και ο αδερφός της, ο Ορέστης,λάτρευαν το καλοκαίρι και ποτέ δεν παραπονιόντουσαν για τη ζέστη, ούτε καν όταν έβλεπαν τηµητέρα τους να ξαπλώνει αποκαµωµένη στον καναπέ και να προσπαθεί να δροσιστεί µεαναψυκτικά και βεντάλιες.

Αντίθετα, µόλις έβλεπαν τα πρώτα σηµάδια του φθινοπώρου, µελαγχολούσαν και κλείνοντανστο σπίτι. Μάταια η Νίνα Στεργίου προσπαθούσε να τους πείσει πως κάθε εποχή έχει και ταθετικά και τα αρνητικά της. Η Αριέττα κι ο Ορέστης είχαν πάντα έτοιµη την απάντησή τους:«Δεν υπάρχει τίποτα το θετικό στο φθινόπωρο και τίποτα το αρνητικό στο καλοκαίρι!»

Όµως κάτι µέσα της της έλεγε πως το φετινό φθινόπωρο θα ήταν διαφορετικό απ’ όλα όσαείχε ζήσει ως τώρα. Ξαφνικά της άρεσε να κάθεται µε τις ώρες στην αυλή και να παρακολουθείτα φύλλα να εγκαταλείπουν τα κλαδιά των δέντρων και µετά από ένα σύντοµο µελαγχολικόχορό, να στρώνουν ένα χρυσοκόκκινο χαλί µπροστά της.

Είχαν περάσει κιόλας δυο µήνες από τη µέρα που είχε φτάσει στο νησί. Όλο αυτό τοδιάστηµα το είχε περάσει στην Καρδιανή. Δεν είχε επισκεφτεί κανένα άλλο χωριό, αλλά καιστις προσκλήσεις του Δήµου και της Άννας να τους συνοδεύσει σε κάποια βόλτα τους στο λιµάνιαπαντούσε πάντα αρνητικά.

– Δεν έχω και πολλή όρεξη σήµερα. Πάντως, σας ευχαριστώ. Να περάσετε καλά!Ο Δήµος δεν ήθελε να το παραδεχτεί, αλλά είχε αρχίσει να συµφωνεί µε τη γυναίκα του που

από την πρώτη γνωριµία της µε την Αριέττα είχε διακρίνει πάνω της µια θλίψη που ακόµα καιτώρα, µετά από τόσο καιρό, δεν έλεγε να εγκαταλείψει τα όµορφα µάτια της. Η ζωή στηνεπαρχία, αλλά και το επάγγελµά της, την είχαν κάνει να µπορεί να διαβάζει πίσω από τις λέξειςτων ανθρώπων. Διάβαζε τα µάτια τους και το πρόσωπό τους. Και στο πρόσωπο της νεαρήςδασκάλας ήταν µόνιµα αποτυπωµένος ένας πόνος βουβός, που κανείς δεν είχε καταφέρει ναερµηνεύσει. Ούτε αυτή...

Όλοι οι κάτοικοι του χωριού είχαν συµπαθήσει την όµορφη και ευγενική δασκάλα που είχεδιοριστεί στην Καρδιανή και όλοι είχαν παρατηρήσει την εµµονή της να µένει µόνη τιςπερισσότερες ώρες της µέρας.

Ακόµα όµως κι όταν έβγαινε απ’ το σπίτι της, σπάνια έπιανε κουβέντα µαζί τους. Τουςκαληµέριζε ευγενικά και χανόταν µε τις ώρες στις πιο αποµακρυσµένες περιοχές του χωριού.Μετά από ώρα, την έβλεπαν να επιστρέφει σιωπηλή, κρατώντας πάντα στα χέρια της ένα µάτσο

Page 48: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

αµάραντα, που φύτρωναν ανεξέλεγκτα σε κάθε γωνιά του νησιού.Ο Δήµος στην αρχή δεν είχε δώσει σηµασία στην αγάπη της νοικάρισσάς του για το φυτό

που όλοι τους είχαν συνηθίσει να βλέπουν παντού γύρω τους. Όταν όµως µια µέρα χρειάστηκενα πάει στο σπίτι της για να επιβλέψει κάποιο πρόβληµα µε τα υδραυλικά, έµεινε µε ανοιχτό τοστόµα. Η Αριέττα είχε τοποθετήσει σε κάθε πιθανό κι απίθανο σηµείο του σπιτιού γυάλιναβάζα γεµάτα µε αµάραντα. Το ίδιο και στον κήπο. Η πρόσοψη του σπιτιού είχε στολιστεί µε τιςγλάστρες που είχε φτιάξει πρόθυµα γι’ αυτήν η Άννα και η Αριέττα τις είχε γεµίσει µεαµάραντα.

Ο Δήµος είχε µείνει για λίγο να κοιτάζει έκπληκτος και στο τέλος δεν µπόρεσε νασυγκρατήσει την απορία του.

– Βρε Αριέττα, τι τα θες όλα τούτα; Ούτε καν µυρίζουν.– Απλώς µου αρέσει να έχω στο σπίτι µου κάτι που ζει για πάντα... του είχε απαντήσει και

εκείνος είχε ανασηκώσει αδιάφορα τους ώµους και είχε γελάσει καλόκαρδα.

Από τη µέρα που είχε φτάσει στο νησί, η Αριέττα απέφευγε να τηλεφωνεί στους γονείς της,έχοντας πάντα έτοιµη κάποια δικαιολογία όταν πια η µητέρα της, απηυδισµένη, τηςτηλεφωνούσε µε παράπονο.

– Μαµά, έχω να ετοιµάσω πολλά πράγµατα. Τα µαθήµατα ξεκινούν σε λίγες µέρες καιπρέπει να είµαι έτοιµη για τις παραδόσεις.

Αλλά οι γονείς της δεν ήταν οι µόνοι που είχαν παράπονο. Η Ειρήνη προσπαθούσε νακρατήσει µια διακριτική στάση. Καταλάβαινε ότι η φίλη της χρειαζόταν χρόνο. Όταν όµωςπερνούσαν κάµποσες µέρες χωρίς να µιλήσουν, η ανησυχία της την ωθούσε να τηςτηλεφωνήσει.

– Δηλαδή αν δεν τηλεφωνήσω εγώ, εσύ δεν πρόκειται να σηκώσεις το ρηµάδι το ακουστικόνα πεις µια «καληµέρα»;

Η Αριέττα ήξερε καλά πως από την Ειρήνη δεν µπορούσε να κρυφτεί. Δεν είχε νόηµα νακαταφύγει σε πρόχειρες και χιλιοειπωµένες δικαιολογίες.

– Ειρηνάκι µου, προσπαθώ να συνηθίσω τη νέα κατάσταση. Έχω έρθει σ’ έναν εντελώςάγνωστο τόπο, κατάλαβέ µε...

Τότε η φίλη της µαλάκωνε, άφηνε κατά µέρος το αυστηρό της ύφος και προσπαθούσε ναµάθει όσο το δυνατό περισσότερες λεπτοµέρειες για το θέµα που την απασχολούσεπερισσότερο απ’ όλα, την υγεία της.

– Τέλος πάντων... Πες µου πώς νιώθεις.Η Αριέττα είχε αποφασίσει να είναι απόλυτα ειλικρινής µαζί της. Μπορεί να είχε αρνηθεί να

ακολουθήσει κάποια αγωγή, όφειλε όµως να ενηµερώνει τακτικά το µόνο άνθρωπο πουγνώριζε την αλήθεια για την κατάσταση της υγείας της.

– Τις περισσότερες ώρες νιώθω κουρασµένη και, όταν κοιµάµαι, σχεδόν πέφτω σε λήθαργοκαι ξυπνάω µε δυσκολία. Όµως αισθάνοµαι ότι η αλλαγή κλίµατος µου έχει κάνει καλό. Δελαχανιάζω τόσο εύκολα και δεν έχω πια δέκατα.

Η Ειρήνη χαιρόταν πραγµατικά που τουλάχιστον συζητούσε µαζί της τέτοιες λεπτοµέρειες.Ήταν πολύτιµες για να µπορεί να έχει µια εικόνα για την εξέλιξη της υγείας της, έστω και απόαπόσταση. Μόνο να την έπειθε να ξεκινήσει τη θεραπεία...

– Αυτό είναι ευχάριστο, όµως µην ξεγελιέσαι. Η ασθένεια αργά ή γρήγορα θα προχωρήσεικαι αν δεν αποφασίσεις να την καταπολεµήσεις µε αγωγή, θα σε νικήσει.

Page 49: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Ειρήνη είχε αποφασίσει να λέει τα πράγµατα µε το όνοµά τους. Αν ήθελε να την πείσει ναδεχτεί τη θεραπεία, ο µόνος τρόπος ήταν να την κάνει να καταλάβει τις πραγµατικέςδιαστάσεις του προβλήµατος. Όµως κάθε φορά η κουβέντα τους τελείωνε και έβλεπε τιςπροσπάθειές της να πέφτουν στο κενό. Η Αριέττα ήταν ανένδοτη.

– Αυτά τα έχουµε πει. Δεν υπάρχει περίπτωση να κάνω ούτε χηµειοθεραπείες ούτεµεταµόσχευση. Τέρµα!

Η Ειρήνη ένιωθε να εξοργίζεται κάθε φορά που άκουγε την Αριέττα τόσο αποφασισµένη.– Μα δεν καταλαβαίνεις ότι αυτό που κάνεις είναι παράδοση άνευ όρων; Αριέττα, µη µ’

αναγκάσεις να έρθω εκεί και να σε σύρω µε το ζόρι πίσω στην Αθήνα. Σύνελθε!Οι απειλές και οι φωνές της δεν είχαν αποτέλεσµα.– Δεν υπάρχει λόγος να φωνάζεις ούτε να µε απειλείς. Τις έχω πάρει τις αποφάσεις µου και

το µόνο που ζητώ από σένα είναι να τις δεχτείς και να τις σεβαστείς.– Να δεχτώ τι ακριβώς; Ότι δε θες να παλέψεις; Ότι έχεις επιλέξει να το περάσεις όλο αυτό

µόνη σου, χωρίς να ενηµερώσεις ούτε καν τους δικούς σου; Ούτε καν τον Μάρκο; Έχεις ιδέαπώς θα νιώσουν όταν µάθουν την αλήθεια; Κι εµένα µε σκέφτηκες καθόλου; Μ’ έχειςυποχρεώσει να λέω ψέµατα στους ανθρώπους που σ’ αγαπούν περισσότερο απ’ τον καθένα. Κιαυτό είναι άδικο. Κι όχι τόσο για µένα, εµένα ξέχνα µε! Γι’ αυτούς είναι άδικο, Αριέττα. Και θαέχω τύψεις όλη µου τη ζωή που δέχτηκα να γίνω συνένοχός σου σ’ αυτή την ιστορία!

Η Αριέττα ήξερε πως η Ειρήνη είχε δίκιο σε όσα της έλεγε, όµως ήταν αποφασισµένη ναµην αναγκάσει τους γονείς της να υποφέρουν µαζί της. Γιατί την υποχρέωνε να λέει τα ίδια καιτα ίδια; Άκουγε υποµονετικά τους µάταιους µονολόγους της φίλης της και χωρίς να της δώσεικάποια συγκεκριµένη απάντηση, άλλαζε γρήγορα την κουβέντα σε θέµατα πιο ανώδυνα.

– Ο Μάρκος τι κάνει; Με πήρε πριν λίγες µέρες τηλέφωνο και τον άκουσα κουρασµένο.– Τον έχει τρελάνει στη δουλειά ο πατέρας σου! Σκεφτόταν να πάρει µερικές µέρες άδεια

και να έρθει να σε δει, αλλά µην ανησυχείς, τον συγκράτησα. Του είπα πως έχεις κι εσύ πολλήδουλειά και πως, έτσι κι αλλιώς, θα σε δούµε τα Χριστούγεννα που θα έρθεις στην Αθήνα. Τουλείπεις, Αριέττα... Και σε µένα λείπεις. Η παρέα µας δεν είναι ίδια χωρίς εσένα.

Η Ειρήνη κρατούσε την ανάσα της. Με τις απειλές δεν είχε καταφέρει τίποτα ως τώρα. Ησυναισθηµατική πίεση ίσως να είχε καλύτερα αποτελέσµατα...

Η Αριέττα µε κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά της. Μπορεί να είχε συνηθίσει στο νέο της σπίτι,στη νέα της ζωή, µπορεί να είχε κάνει καινούριους φίλους, όµως η Ειρήνη και ο Μάρκος ήταναδέρφια της και της λείπανε. Της έλειπαν τόσο που πονούσε...

– Κι εµένα µου λείπετε, Ειρήνη. Όµως, δεν ξέρω αν θα τα καταφέρω να έρθω στην Αθήνα ταΧριστούγεννα. Δεν ξέρω πώς θ’ αντιµετωπίσω τις ερωτήσεις των γονιών µου. Κι εξάλλου... Πρινακόµα ολοκληρώσει τη φράση της, ήξερε ποια θα ήταν η αντίδραση της φίλης της.

Τη διέκοψε απότοµα. Ε, αυτό πήγαινε πολύ!– Αυτό να το βγάλεις απ’ το µυαλό σου! Το Δεκέµβρη θα έρθεις στην Αθήνα, και µάλιστα θα

κάνεις και µια ακόµα σειρά εξετάσεων για να δούµε σε ποιο ακριβώς σηµείο βρισκόµαστε.Διαφορετικά θα έρθω και θα σε πάρω σηκωτή!

Το ήξερε καλά αυτό το ύφος η Αριέττα. Η Ειρήνη δε σήκωνε κουβέντα! Το µόνο πουµπορούσε να κάνει ήταν να δεχτεί. Προς το παρόν τουλάχιστον...

– Καλά, θα δούµε...– Δεν κατάλαβες· δεν έχουµε να δούµε τίποτα! Σε κλείνω τώρα. Πρέπει να περάσω απ’ τους

θαλάµους των ασθενών. Γιατί υπάρχουν άνθρωποι, ξέρεις, που παλεύουν καθηµερινά µε τιςασθένειές τους. Και πολλοί απ’ αυτούς βγαίνουν νικητές!

Page 50: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Όταν ήθελε, η Ειρήνη µπορούσε να γίνει πολύ σκληρή. Η Αριέττα δεν την παρεξηγούσε.Δεν µπορούσε να της θυµώσει, την αγαπούσε τόσο πολύ τη φιλενάδα της... Όµως πόσο θαήθελε να την καταλάβαινε λίγο περισσότερο...

Εκείνο το πρωί η Αριέττα σηκώθηκε από τα χαράµατα. Στις οχτώ ακριβώς έπρεπε ναπαρουσιαστεί στο σχολείο, να δηλώσει παρούσα, και να ενηµερωθεί για το ποια τάξη θααναλάµβανε. Η αγωνία της δεν την είχε αφήσει να κοιµηθεί καλά και µόλις οι πρώτες αχτίνεςτου ήλιου τρύπωσαν µέσα από τις γρίλιες στο δωµάτιό της, πέταξε από πάνω της τασκεπάσµατα και άρχισε να ετοιµάζεται. Ανυποµονούσε να γνωρίσει τους νέους τηςσυναδέλφους και να αρχίσει να ετοιµάζει την τάξη της. Σε λίγες µέρες θα ξεκινούσαν ταµαθήµατα και θα γνώριζε και τους µικρούς µαθητές της.

Το διάστηµα αναµονής ως τώρα της είχε κάνει καλό. Είχε το χρόνο να προσαρµοστεί στανέα δεδοµένα της ζωής της και να συνειδητοποιήσει αλλαγές που ίσως και να ήταν µόνιµες. Δενήταν πάντα εύκολο... Ώρες ώρες θύµωνε µε όλο αυτό που της συνέβαινε. Αναρωτιόταν γιατίέπρεπε να συµβεί σε αυτήν. Οι σκέψεις αυτές την άφηναν ένα ψυχολογικό ράκος, ενώ άλλεςφορές βούλιαζε στις ενοχές. Τι είχε καταφέρει µέχρι τώρα στη ζωή της; Τίποτα! Τίποτα εκτόςαπό το να απογοητεύσει όλους όσοι νοιάζονταν για αυτήν. Ένιωθε ότι είχε αποτύχει σε όλα: ωςκόρη, ως φίλη, ως σύντροφος. Υπήρχαν φορές που σκεφτόταν εντελώς παράλογα. Καλύτερα ναείχα πεθάνει εγώ στη θέση του Ορέστη! Πόσες φορές δεν είχε επαναλάβει µέσα της αυτά τα λόγια...Πόσες φορές δεν είχε φέρει στη σκέψη της τον αδερφό της... Πόσο ανάγκη τον είχε τώρα!

Άλλοτε πάλι ένιωθε καλύτερα. Η επαφή της µε τους ανθρώπους του χωριού τής είχε δώσειδύναµη. Στα πρόσωπα του Δήµου και της Άννας είχε βρει δυο νέους φίλους και η Αλεξάνδρα,αλλά και άλλοι κάτοικοι της Καρδιανής, την έκαναν πάντα να νιώθει ευπρόσδεκτη. Αισθανότανέτοιµη να δουλέψει και ήταν ευγνώµων που θα απασχολούσε το µυαλό της µε θέµατα πρακτικάκαι καθηµερινά.

Είχε αρνηθεί επίµονα στην Ειρήνη να ακολουθήσει κάποια θεραπεία, ωστόσο, ήταναποφασισµένη να υποβάλει τον εαυτό της σε µια εργασιοθεραπεία που, όπως ήλπιζε, θα τηβοηθούσε να ξεχαστεί.

Έκανε ένα κρύο ντους, ήπιε τον πρωινό της καφέ και αφού περιποιήθηκε όσο γινόταν τοντύσιµο και το βάψιµό της, κάλυψε µε αργά βήµατα τη µικρή απόσταση που χώριζε το σπίτιτης από το πέτρινο σχολείο. Στην Αθήνα θα χρειαζόταν τουλάχιστον µισή ώρα για να φτάσειστον προορισµό της. Εδώ όµως οι αποστάσεις εκµηδενίζονταν.

Μπαίνοντας κατάλαβε πως ήταν η πρώτη που είχε φτάσει. Περιµένοντας το διευθυντή καιτους υπόλοιπους συναδέλφους, είχε την ευκαιρία να κάνει µια βόλτα στο µικρό προαύλιο καιστους λιγοστούς χώρους του χαριτωµένου επαρχιακού σχολείου.

Δεν µπόρεσε να µην κάνει τη σύγκριση µε το σχολείο από το οποίο είχε αποφοιτήσει.Σίγουρα ο νέος χώρος εργασίας της δε θύµιζε σε τίποτα εκείνο το µεγάλο τσιµεντένιο κτίριο µετις πολλές αίθουσες, το ξεχωριστό γυµναστήριο και το κυλικείο, όπου αυτή και οι συµµαθητέςτης µπορούσαν να βρουν κάθε είδους λιχουδιά.

Μια βαριά φωνή που ακούστηκε πίσω της την ξάφνιασε. Γύρισε και είδε έναν εύσωµο, κοντόάντρα, γύρω στα πενήντα πέντε, µε λίγα µαλλιά στην κορυφή του κεφαλιού του, να στέκεταιµπροστά της. Πίσω απ’ τα γυαλιά του, η Αριέττα διέκρινε δύο γαλάζια µάτια που την κοιτούσανδιερευνητικά.

– Είστε η καινούρια δασκάλα, η κυρία Στεργίου;

Page 51: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Μάλιστα, απάντησε αµήχανα και το µικρό της χέρι χάθηκε αµέσως µέσα στην τεράστιαπαλάµη του.

– Χαίρω πολύ και καλώς ήρθατε! Είµαι ο διευθυντής του σχολείου. Ιάκωβος Μαλέας,συστήθηκε µε επισηµότητα και έπειτα τη συνόδευσε στο γραφείο των εκπαιδευτικών. Σε λίγοθα φανούν και οι υπόλοιποι. Είστε η µόνη νέα συνάδελφος. Όλοι οι υπόλοιποι διδάσκουν εδώκαι αρκετά χρόνια στο σχολείο µας. Η θέση που πήρατε ελευθερώθηκε µόλις πέρσι. Η κυρίαΔελλή, που ανήκε στο προσωπικό µας, πήρε τη σύνταξή της µετά από σαράντα ολόκληραχρόνια εργασίας. Εξαιρετική δασκάλα και υπέροχος άνθρωπος πραγµατικά! Ωστόσο, πάνταείναι χαρά µου να γνωρίζω νέους συναδέλφους που έχουν κουράγιο και όρεξη για δουλειά.

Η Αριέττα παρακολουθούσε µε προσοχή όσα της έλεγε ο ευγενικός κύριος Μαλέας, χωρίςνα τον διακόψει. Μόνο όταν τον είδε να παίρνει τη θέση του πίσω από το µεγάλο γραφείο καινα βολεύεται στην καρέκλα του βρήκε την ευκαιρία να τον ευχαριστήσει.

– Σας ευχαριστώ πολύ! Κι εγώ χαίροµαι που βρίσκοµαι εδώ και πιστέψτε µε, έχω πολλήόρεξη για δουλειά, τον διαβεβαίωσε.

Ο έµπειρος εκπαιδευτικός κοίταξε µε ολοφάνερη ικανοποίηση τη νέα δασκάλα. Έδινεπάντα ιδιαίτερη σηµασία στην πρώτη εντύπωση που αποκόµιζε από τη γνωριµία µε τουςκαινούριους συναδέλφους. Και ήταν σίγουρος ότι και αυτή τη φορά δεν έπεφτε έξω. Η ΑριέτταΣτεργίου ήταν συνεσταλµένη, πρόθυµη και ηθική κοπέλα. Ό,τι έπρεπε δηλαδή για νααναλάβει την πρώτη τάξη, οι µαθητές της οποίας χρειάζονταν µια δασκάλα νέα, αλλάδυναµική, ώστε να µπορεί να τους προσεγγίσει και να τους καθοδηγήσει.

Η Αριέττα και ο διευθυντής δεν έµειναν για πολλή ώρα ακόµα µόνοι, αφού σιγά σιγάάρχισαν να καταφτάνουν και οι υπόλοιποι εκπαιδευτικοί. Το δωµάτιο γέµισε µε χαρούµενεςφωνές, καθώς οι δάσκαλοι, που απ’ ό,τι κατάλαβε η Αριέττα από την οικειότητα µε την οποίααντιµετώπιζαν ο ένας τον άλλο γνωρίζονταν ήδη µεταξύ τους, είχαν καιρό να ιδωθούν καιάρχισαν να µοιράζονται µεγαλόφωνα τα νέα του καλοκαιριού που είχε περάσει.

Ο Μαλέας χρειάστηκε να βήξει διακριτικά αρκετές φορές µέχρι να τους ηρεµήσει. Ήτανώρα να κάνει τις συστάσεις.

– Λοιπόν... Καλό χειµώνα σ’ όλους µας και καλώς ήρθατε πάλι στο σχολείο µας! Μια καιόλοι οι υπόλοιποι γνωρίζεστε µεταξύ σας, θα ήθελα να σας συστήσω τη νέα σας συνάδελφο.Από εδώ, λοιπόν, η κυρία Αριέττα Στεργίου. Θα αναλάβει την πρώτη τάξη και ελπίζω να τηνκαλοδεχτείτε και να τη βοηθήσετε στα νέα της καθήκοντα.

Η Αριέττα ένιωσε τα µάτια όλων να καρφώνονται πάνω της παρατηρητικά και ανταπέδωσεκάποια ευγενικά χαµόγελα που µείωσαν αµέσως την αµηχανία της. Ο διευθυντής, αφού πρώταενηµέρωσε όλους τους δασκάλους για τα νέα τους καθήκοντα, ολοκλήρωσε τη σύντοµη οµιλίατου

– Κυρία Στεργίου, σας αφήνω να γνωριστείτε µε τους νέους σας συναδέλφους. Τις επόµενεςµέρες θα έχω την ευκαιρία να σας γνωρίσω και τον κύριο Παύλο Ρηγόπουλο. Είναι ο δάσκαλοςτης µουσικής. Λόγοι ανωτέρας βίας τον αναγκάζουν να απουσιάζει. Έπρεπε να κάνει κάποιοεπείγον ταξίδι στη Σύρο και θα παρουσιαστεί σε λίγες µέρες.

Η Αριέττα ευχαρίστησε και πάλι το νέο της διευθυντή και ακολούθησε τους υπόλοιπουςδασκάλους που είχαν ήδη ξεκινήσει να βγαίνουν από την ψυχρή αίθουσα στο ζεστό ήλιογελώντας και συζητώντας.

Είχε κάνει λίγα µόλις βήµατα όταν ένιωσε ένα χέρι να τη χτυπάει απαλά στον ώµο. Γύρισεξαφνιασµένη και είδε µια από τις συναδέλφους να της χαµογελά. Την είχε ξεχωρίσει κατά τηδιάρκεια των συστάσεων, ίσως γιατί φαινόταν να είναι στην ηλικία της. Το κοντό ξανθό

Page 52: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

κούρεµά της και το τεράστιο χαµόγελό της όµως την έκαναν να µοιάζει αρκετά χρόνιανεότερη. Το παιχνιδιάρικο βλέµµα της έκανε ολοφάνερο ότι αυτή η κοπέλα δούλευε εδώ καιαρκετά χρόνια µε παιδιά και σίγουρα το απολάµβανε.

– Γεια! Με λένε Αλίκη. Αλίκη, η γυµνάστρια! Έτσι µε φωνάζουν τα παιδιά. Λοιπόν, πώς σουφάνηκε η πρώτη µέρα;

– Κι εσείς και ο κύριος διευθυντής µε κάνατε να νιώσω πολύ άνετα. Σας ευχαριστώ!Η Αλίκη χαµογέλασε και τράβηξε απαλά την Αριέττα προς ένα παγκάκι, το µόνο σκιερό

µέρος στο προαύλιο. Η ώρα είχε περάσει και ο ήλιος είχε αρχίσει ήδη να ανεβαίνει. Απ’ ό,τιφαινόταν, η σηµερινή µέρα θα ήταν ζεστή. Η Αλίκη χαιρέτησε έναν από τους δασκάλους πουκατευθυνόταν προς την έξοδο και γύρισε προς το µέρος της.

– Δεν είσαι από την Τήνο; ρώτησε µε ενδιαφέρον.– Όχι. Στην Αθήνα γεννήθηκα. Φέτος µόλις διορίστηκα εδώ.– Η ζωή στην επαρχία δεν είναι εύκολη. Πόσο µάλλον η δουλειά στην επαρχία! Όµως, όταν

συνηθίσεις, θα δεις ότι δεν είναι κι άσχηµα... Περνάµε καλά! Τόσα χρόνια έχουµε γίνει όλοιµια παρέα. Τα βράδια µαζευόµαστε πότε στο σπίτι του ενός και πότε στου άλλου. Καµιά φοράτο ρίχνουµε έξω και πάµε για φαγητό στην ταβέρνα. Εκεί να δεις γέλια!

– Φαίνεται ότι είστε δεµένοι και σαν συνάδελφοι και σαν φίλοι. Το κατάλαβα αµέσως µόλιςσας είδα.

Η Αριέττα απέφυγε να συµπεριλάβει τον εαυτό της στην παρέα των δασκάλων. Φαίνοντανόλοι πολύ συµπαθητικοί, όµως προτιµούσε να κρατήσει µια διακριτική στάση απέναντί τους.Δεν ένιωθε ακόµα έτοιµη να συµµετάσχει σε φιλικές συγκεντρώσεις και εξόδους.

Η Αλίκη κατάλαβε το δισταγµό της και δεν επέµεινε περισσότερο. Ίσως η νέα συνάδελφοςνα χρειαζόταν λίγο χρόνο για να εγκλιµατιστεί. Η κουβέντα πήγε σε άλλα θέµατα και η Αριέτταένιωθε όλο και πιο άνετα. Η κοπέλα αυτή είχε κάτι χαρούµενο πάνω της, µια θετική αύρα πουτης έφτιαχνε τη διάθεση.

– Μας γνώρισες, λοιπόν, όλους. Εκτός από τον Παύλο, είπε η Αλίκη µετά από λίγο.– Τον Παύλο; αναρωτήθηκε η Αριέττα και τότε θυµήθηκε την αναφορά που είχε κάνει ο

διευθυντής σε κάποιον δάσκαλο που απουσίαζε.– Ναι. Τον «κύριο Ρηγόπουλο», που ανέφερε ο διευθυντής. Έπρεπε να πάει τον πατέρα του

στο νοσοκοµείο, στη Σύρο, γι’ αυτό δεν παρουσιάστηκε σήµερα.Ακούγοντας τη λέξη «νοσοκοµείο» η Αριέττα πάγωσε. Από τη µέρα που είχε µάθει για την

αρρώστια της, είχε γίνει πολύ ευαίσθητη σε θέµατα υγείας, όποιον και αν αφορούσαν.– Ελπίζω... να µην είναι κάτι σοβαρό... ψέλλισε.– Όχι, ευτυχώς! Ο κύριος Ζώης κάνει κάθε χρόνο εξετάσεις ρουτίνας. Παρά τα εβδοµήντα

πέντε του χρόνια, είναι γερός σαν παλικάρι, αλλά φροντίζει να είναι πάντα τυπικός µε τιςεξετάσεις του. Ο Παύλος τον συνόδευσε χτες, αλλά λόγω αέρα έχει απαγορευτικό σήµερα καιµάλλον αύριο θα τα καταφέρουν να γυρίσουν. Ευτυχώς που έχουν κάποιους συγγενείς και θατους φιλοξενήσουν απόψε.

Από τον τρόπο που µιλούσε η Αλίκη για τον Παύλο Ρηγόπουλο, η Αριέττα κατάλαβε ότιµάλλον η σχέση τους δεν είχε µόνο συναδελφικό χαρακτήρα.

– Τον ξέρεις καλά; τη ρώτησε, περισσότερο για να συνεχίσει την κουβέντα µαζί της καιλιγότερο από περιέργεια.

– Ποιον, τον Παύλο; Από µικρά παιδιά είµαστε φίλοι. Μαζί µεγαλώσαµε. Τρέχαµε σ’ όλητην Καρδιανή απ’ το πρωί ως το βράδυ και οι µανάδες µας πάλευαν να µας µαζέψουν στασπίτια µας. Είναι πολύ καλό παιδί και η ψυχή της παρέας. Μέχρι και κιθάρα µάς παίζει όταν

Page 53: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

βγαίνουµε!Η Αριέττα έµαθε τόσα πολλά για τον Παύλο από την Αλίκη που, όταν τελικά τον γνώρισε,

ένιωθε ότι τον ήξερε ήδη.Γέννηµα θρέµµα της Τήνου και της Καρδιανής, δε σκέφτηκε ποτέ να εγκαταλείψει το νησί

του. Ακόµα κι όταν χρειαζόταν να κάνει κάποιο ταξίδι στη Σύρο, είτε για επίσκεψη στουςσυγγενείς του είτε για κάποια δουλειά σε δηµόσια υπηρεσία, φρόντιζε να τελειώνει όσο τοδυνατό γρηγορότερα ώστε να γυρίζει στην Τήνο αυθηµερόν.

Μοναχοπαίδι του Ζώη και της Φωτεινής Ρηγοπούλου, µε δυσκολία άφησε τους γονείς τουκαι το νησί του για λίγα χρόνια, προκειµένου να σπουδάσει µουσική στην Αθήνα. Ο Παύλοςείχε εντοπίσει από νωρίς την κλίση του στη µουσική, και συγκεκριµένα στην κιθάρα. Το ίδιοκαι οι γονείς του, οι οποίοι τον λάτρευαν και δεν έφερναν κανένα εµπόδιο στην επαγγελµατικήτου ζωή και στις επιλογές του. Του είχαν απόλυτη εµπιστοσύνη και το µόνο που ήθελαν ήταν νατον καµαρώσουν µε µια πετυχηµένη καριέρα και µια σωστή κοπέλα στο πλευρό του.

Ο Παύλος δε θαµπώθηκε από τη ζωή της Αθήνας. Όταν µετά από λίγα χρόνια ολοκλήρωσετις σπουδές του γύρισε στην Τήνο. Εργάστηκε στο Ωδείο του νησιού, ενώ παράλληλα διάβαζεγια να δώσει εξετάσεις. Όνειρό του ήταν να διοριστεί στο σχολείο της Καρδιανής, εκεί όπουείχε ζήσει και ο ίδιος τα σχολικά του χρόνια. Με ξενύχτι και σκληρή δουλειά, κατάφερε µέσασε λίγα χρόνια όχι µόνο να θεωρείται ο καλύτερος καθηγητής στο Ωδείο, αλλά και να πετύχειτο διορισµό του στην Καρδιανή.

Η Αλίκη, η καλύτερή του φίλη απ’ όταν ήταν παιδιά, εργαζόταν ήδη ως γυµνάστρια στο ίδιοσχολείο και ήταν και οι δυο τους ενθουσιασµένοι που θα είχαν την ευκαιρία να εργάζονταιµαζί. Οι γονείς του ήταν περήφανοι για την πορεία του γιου τους. Οι κόποι του είχανανταµειφθεί. Το µόνο που απέµενε τώρα ήταν να βρει ένα καλό κορίτσι, να νοικοκυρευτεί.

Η κυρία Φωτεινή, βλέποντας από µικρά παιδιά το γιο της και την Αλίκη να κάνουν στενήπαρέα, πίστευε ότι η σχέση τους θα κατέληγε κάποια στιγµή στο γάµο. Όταν όµως µια µέρατόλµησε να εκµυστηρευτεί τις σκέψεις της στο γιο της, εκείνος την αποπήρε.

– Μάνα, τρελάθηκες; Με την Αλίκη είµαστε φίλοι από παιδιά. Πώς σου ήρθε αυτή η ιδέα;Το καλό που σου θέλω να πάψεις να βάζεις τέτοιες χαζοµάρες µε το νου σου!

Η κυρία Φωτεινή είχε σκύψει ντροπιασµένη το κεφάλι. Από τότε δεν είχε τολµήσει να πειξανά κουβέντα στο γιο της για γάµους και χαρές.

Έχει ο Θεός... σκεφτόταν και µόνο όταν βρισκόταν µόνη της στο σπίτι αναστέναζε βαθιά καισταυροκοπιόταν µπροστά στο εικόνισµα της Παναγίας, ζητώντας Της να στείλει µια καλή τύχηγια το γιο της.

Ο Παύλος, που µια δυο φορές την είχε πιάσει στα πράσα, τη µάλωνε.– Μάνα, σύνελθε! Η Παναγία έχει ν’ ασχοληθεί µε πιο σοβαρά ζητήµατα από το αν θα

παντρευτώ εγώ ή όχι!Όταν όµως αργότερα συναντούσε την Αλίκη, της περιέγραφε τι είχε συµβεί και οι δυο νέοι

γελούσαν καλόκαρδα µε τα καµώµατα της γλυκιάς κυρίας Φωτεινής.Η Αριέττα κοίταξε το ρολόι της. Η κουβέντα µε την Αλίκη την έκανε να ξεχαστεί.– Δύο η ώρα! Πρέπει να γυρίσω στο σπίτι.Οι δυο κοπέλες σηκώθηκαν ταυτοχρόνως. Η Αλίκη έπιασε αγκαζέ την Αριέττα και

προχώρησαν µαζί προς την έξοδο. Η κίνησή της ξάφνιασε την Αριέττα, ωστόσο δεναντιστάθηκε. Η κοπέλα αυτή την έκανε να νιώθει οικεία και, ναι, ήταν σίγουρη ότι η παρέαµαζί της θα της έκανε καλό.

– Σε τρέλανα µε την πολυλογία µου, ε; ρώτησε µε απολογητικό ύφος η Αλίκη. Ο Παύλος µού

Page 54: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

λέει πάντα ότι µιλάω πολύ και ζαλίζω τους άλλους.– Όχι, κάθε άλλο! Χάρηκα πραγµατικά που σε γνώρισα και θα δουλεύουµε µαζί, την

καθησύχασε η Αριέττα.Καθώς έβγαιναν από τη µεγάλη σιδερένια πόρτα, η Αλίκη γύρισε και κοίταξε το προαύλιο

του σχολείου. Ξαφνικά το βλέµµα της είχε χάσει τη λάµψη και τη ζωντάνια του.– Δεν υπάρχει τίποτα πιο καταθλιπτικό από ένα άδειο προαύλιο σχολείου. Δε νοµίζεις; Σαν

κάτι που δεν έχει λόγο ύπαρξης... διαπίστωσε µε µια δόση µελαγχολίας στη φωνή της.Η Αριέττα ακολούθησε το βλέµµα της στον άδειο και ήσυχο χώρο και τελικά συµφώνησε.

Ναι, η Αλίκη είχε δίκιο. Κι αυτή ανυποµονούσε να ξεκινήσουν τα µαθήµατα. Να γεµίσει τοσχολείο από παιδιά και χαρούµενες φωνές. Είχε τόση ανάγκη να βρεθεί ανάµεσα σε µικρά,αθώα, χαρούµενα παιδιά... Αχ, και να µπορούσε να κλέψει λίγη από την ανεµελιά τους, λίγη απ’τη χαρά τους, λίγη από τη ζωντάνια τους...

Οι δυο κοπέλες έκλεισαν πίσω τους τη µεγάλη πόρτα και κατηφόρισαν αργά αργά το µικρόλιθόστρωτο δροµάκι.

Ο δυνατός βοριάς δεν έλεγε να σταµατήσει. Λες και προσπαθούσε να πείσει τους κατοίκους τουνησιού ότι το φθινόπωρο είχε πάρει για τα καλά πια τη θέση του καλοκαιριού.

Λίγοι ήταν αυτοί που είχαν αποφασίσει να συνεχίσουν τα µπάνια τους µέχρι τα µέσα τουΣεπτεµβρίου, κι έτσι οι παραλίες είχαν αρχίσει να ερηµώνουν σιγά σιγά. Η ζωηρή εικόνα πουπαρουσίαζε το νησί τους καλοκαιρινούς µήνες έδινε τώρα τη θέση της σε µια εικόνα πιο ήσυχη,πιο µελαγχολική.

Η Αριέττα έβλεπε το τοπίο γύρω της να µεταµορφώνεται µέρα µε τη µέρα και µαγευόταν.Τα χρώµατα, οι µυρωδιές... όλα γύρω της άλλαζαν. Οι λιγοστοί τουρίστες που είχαν διαλέξειτην Καρδιανή ως προορισµό των καλοκαιρινών τους διακοπών έφευγαν µε τις καλύτερεςεντυπώσεις, αφήνοντας πίσω τους το όµορφο χωριό µε τους φιλόξενους κατοίκους.

Αντί για µελαγχολία, η Αριέττα ένιωσε µια περίεργη ανακούφιση. Όλα σιγά σιγά έµπαινανσε µια σειρά. Οι πρώτες µέρες στο σχολείο είχαν κυλήσει ήσυχα. Είχε γνωρίσει όλους τουςσυναδέλφους της οι οποίοι την καλοδέχτηκαν. Ειδικά η Αλίκη την έκανε να νιώσει ότιγνωρίζονταν ήδη από παλιά!

Ο µόνος που δεν είχε γνωρίσει ακόµα ήταν ο Παύλος Ρηγόπουλος, ο δάσκαλος τηςµουσικής. Τελικά δεν είχε καταφέρει να γυρίσει στο νησί τις προηγούµενες µέρες, αφού οδυνατός αέρας είχε ακινητοποιήσει όλα τα πλοία στα λιµάνια. Βέβαια, η Αλίκη είχε φροντίσεικαι της είχε πει ήδη πολλά για τον καλό της φίλο και συνάδελφο.

Εκείνη τη µέρα η Αριέττα ξύπνησε νωρίς. Επιτέλους, σήµερα θα γνώριζε τους µαθητές της!Ήταν η µέρα του αγιασµού και το σχολείο θα γέµιζε από χαρούµενες φωνές και γέλια. Πόσοανυποµονούσε!

Φτάνοντας στο σχολείο δεν µπήκε αµέσως µέσα. Έµεινε για λίγο να κοιτά χαµογελαστήπίσω από τα κάγκελα το προαύλιο. Παντού έτρεχαν και έπαιζαν πιτσιρίκια µεαναψοκοκκινισµένα µουτράκια.

Είναι πραγµατική ευλογία να δουλεύεις µε παιδιά, σκέφτηκε και προχώρησε στην αίθουσα τωνδασκάλων µε αργά βήµατα. Μπαίνοντας, εντόπισε γρήγορα την Αλίκη και την πλησίασε. Είχαναρκετές µέρες να ιδωθούν. Η Αριέττα ένιωθε αρκετά καταβεβληµένη τις προηγούµενες µέρεςκαι δεν είχε βγει από το σπίτι της παρά µόνο για να ψωνίσει τα απαραίτητα από το

Page 55: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

παντοπωλείο της Αλεξάνδρας. Όσες φορές η Αλίκη της πρότεινε να πάνε µια βόλτα ή να φάνεµαζί, είχε αρνηθεί µε τη δικαιολογία ότι έπρεπε να ετοιµαστεί για την έναρξη των µαθηµάτων.

Ήταν η πρώτη φορά που θα δίδασκε και το άγχος της ήταν δικαιολογηµένο. Η Αλίκη δενείχε επιµείνει, όµως τώρα, καθώς την πλησίαζε, η Αριέττα µπορούσε να διακρίνει στο ύφος τηςκάτι σαν επίπληξη ή παράπονο.

– Εµείς οι δύο θα τα πούµε µετά... Πάµε τώρα έξω γιατί αρχίζει ο αγιασµός, της είπε µενόηµα και την τράβηξε στο πολύβουο προαύλιο.

Μόλις τελείωσε ο αγιασµός, οι δυο κοπέλες αποµακρύνθηκαν από τους άλλους και κάθισανστο παγκάκι της αυλής. Η Αριέττα ήταν προετοιµασµένη για την κατσάδα που θα άκουγε απότη συνάδελφό της για την πολυήµερη απουσία της. Τελικά αυτή η κοπέλα δεν έχανε τοδασκαλίστικο ύφος της ούτε και στην προσωπική της ζωή. Πόσο µου θυµίζει την Ειρήνη, σκέφτηκεκαι ένα θλιµµένο χαµόγελο σχηµατίστηκε στα χείλη της.

Η Αλίκη ήταν έτοιµη να της βάλει τις φωνές, όταν ο Ιάκωβος Μαλέας τις πλησίασε. Ακριβώςπίσω του στεκόταν ένας νεαρός άντρας γύρω στα τριάντα εφτά.

– Κυρία Στεργίου, έστω και καθυστερηµένα, να σας γνωρίσω τον κύριο Παύλο Ρηγόπουλο.Είναι ο δάσκαλος της µουσικής, όπως σας έχω ήδη ενηµερώσει. Κύριε Ρηγόπουλε, η κυρίαΣτεργίου είναι η νέα συνάδελφος που θα αναλάβει την πρώτη δηµοτικού. Εγώ σας αφήνωτώρα. Θα τα πούµε αύριο µε την έναρξη των µαθηµάτων.

Ο Μαλέας αποσύρθηκε διακριτικά αφήνοντας µόνους τους τρεις νέους.Η Αλίκη αγκάλιασε και φίλησε τον Παύλο, σπάζοντας την αµήχανη σιωπή.– Για µια µέρα πήγες και κόντεψες να γίνεις Συριανός! Τι έγινε; Όλα καλά µε τον πατέρα

σου;– Όλα καλά, Αλικάκι, δόξα τω Θεώ! Ο κύριος Ζώης σφύζει από υγεία! απάντησε ο Παύλος

στο τρυφερό πείραγµα της φίλης του και έστρεψε το βλέµµα στην Αριέττα. Δεν ήταν σωστό ναµονοπωλούν τη συζήτηση και να κάνουν τη νέα συνάδελφο να νιώθει παραµεληµένη.

» Παύλος Ρηγόπουλος, χαίρω πολύ! συστήθηκε φιλικά και έτεινε το χέρι του.– Κι εγώ χαίροµαι που σας γνωρίζω, κύριε Ρηγόπουλε, απάντησε η Αριέττα ανταποδίδοντας

τη χειραψία.Ο Παύλος χαµογέλασε και η Αριέττα µπόρεσε να παρατηρήσει για λίγο το πρόσωπό του:

µελιά φωτεινά µάτια, καστανά σπαστά µαλλιά, λευκό δέρµα και ένα περιποιηµένο µουσάκιπου, παραδόξως, δεν του πρόσθετε χρόνια, αλλά, αντίθετα, τόνιζε περισσότερο το λαµπερό τουχαµόγελο. Ναι... Από το πρόσωπό του και µόνο, αλλά κι από όσα της είχε ήδη πει η Αλίκη γιααυτόν, ήξερε ότι είχε µπροστά της έναν άνθρωπο που λάτρευε τα παιδιά, τη µουσική και τονησί του.

Η φωνή της Αλίκης ξάφνιασε τους δυο νέους που είχαν αποµείνει σιωπηλοί.– Τι «κύριος» και «κυρία», ρε παιδιά; Αν είναι να τηρήσουµε το πρωτόκολλο, να µου το πείτε

να το ξέρω, τους πείραξε και γέλασαν όλοι µαζί. Ευτυχώς, η παρέµβασή της έσπασε για τακαλά τον πάγο ανάµεσά τους.

Ο Παύλος πλησίασε τη φίλη του και την αγκάλιασε απ’ τη µέση.– Έχει δίκιο η Αλίκη, θα περάσουµε µαζί µια ολόκληρη χρονιά. Ας αφήσουµε τις

τυπικότητες κατά µέρος! Σκέτο «Παύλος» λοιπόν...– Κι εγώ σκέτο «Αριέττα»...– Λοιπόν... Αλίκη, Αριέττα, τι λέτε να σας κάνω το τραπέζι στο ταβερνάκι; Δεν ξέρω αν σ’ το

παίνεψε η φίλη µου, αλλά έχει υπέροχη θέα και κάτι µεζέδες, να γλείφεις και τα δάχτυλά σου!Η Αλίκη τους κοίταξε απολογητικά.

Page 56: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Παιδιά, εγώ δυστυχώς δεν µπορώ. Θα κατεβώ στο λιµάνι να ψωνίσω κάποια πράγµατα γιατο σπίτι και είναι η τελευταία µέρα προτού ξεκινήσουν τα µαθήµατα που µπορώ να ξεκλέψωλίγο χρόνο. Εσείς όµως να πάτε... βιάστηκε να τους προτρέψει για να µη χαλάσει την παρέα.

Ο Παύλος έστεψε το βλέµµα του στην Αριέττα.– Τι λες, πάµε;Ήταν ολοφάνερο ότι ένιωθε κάπως αµήχανα, αλλά το βλέµµα του ήταν καθαρό και

ειλικρινές. Τόσο που συγκίνησε την Αριέττα. Ωστόσο, δεν ένιωθε άνετα να βγει για φαγητό,µόνη, µαζί του. Εξάλλου, µόλις είχαν γνωριστεί.

– Σ’ ευχαριστώ πολύ για την πρόσκληση, αλλά καλύτερα να το κανονίσουµε για κάποια µέραπου θα µπορεί και η Αλίκη.

– Κανένα πρόβληµα, απάντησε ο Παύλος. Το κανονίζουµε για την άλλη βδοµάδα. Ως τότεθα έχουµε µπει σ’ ένα ρυθµό και µε τα µαθήµατα και θα είναι πιο εύκολο για όλους µας.Λοιπόν... Εγώ σας αφήνω σιγά σιγά. Τα λέµε αύριο!

Ο Παύλος αποµακρύνθηκε και οι δυο κοπέλες έµειναν για λίγο σιωπηλές. Στη συνέχειαβγήκαν κι αυτές από το άδειο πια προαύλιο του σχολείου και πήραν το δρόµο που οδηγούσεστα σπίτια τους.

– Χαζή! είπε ξαφνικά η Αλίκη, χωρίς να γυρίσει να την κοιτάξει.–Τι έπαθες και µε βρίζεις στα καλά καθούµενα;Η Αλίκη σταµάτησε και την κοίταξε εκνευρισµένη.– Δε µου λες... Γιατί δεν πήγες να πιείτε ένα κρασί µε τον άνθρωπο; τη ρώτησε µε φανερή

απορία.– Μα είσαι µε τα καλά σου; Να βγω µόνη µου µ’ έναν άντρα που µόλις γνώρισα; Μου είναι

σχεδόν άγνωστος.– Γι’ αυτό θα βγαίνατε, για να γνωριστείτε λίγο καλύτερα.– Αλίκη µου, µην επιµένεις... Κάποια άλλη µέρα, που θα µπορούµε θα βγούµε όλοι µαζί,

σύµφωνοι;Η προσπάθεια της Αριέττας να αποφύγει τη συζήτηση ήταν ολοφάνερη. Η Αλίκη

υποχώρησε. Δεν ήθελε να την πιέσει. Δικαίωµά της ήταν... Εξάλλου, είχε καταλάβει εδώ καιµέρες ότι κάτι την απασχολούσε. Το έβλεπε στο βλέµµα της, στο θλιµµένο της χαµόγελο, στιςδιαρκείς δικαιολογίες που έβρισκε για να µη βγαίνει από το σπίτι της συχνά. Ναι, σίγουρα κάτιτη βασάνιζε. Κανονικά δεν έπρεπε να ρωτήσει, όµως η εγκράτεια ποτέ δεν ήταν το δυνατό τηςσηµείο...

Πήρε βαθιά ανάσα και, αφού κοντοστάθηκε, κοίταξε τη φίλη της στα µάτια.– Αριέττα... συγνώµη κιόλας για το θάρρος, αλλά σου συµβαίνει κάτι; Θέλω να πω... δυο

βδοµάδες τώρα σε παρακολουθώ και βλέπω ότι κάτι σ’ απασχολεί. Κάθε µέρα πηγαίνεις απότο σπίτι στο σχολείο και από το σχολείο στο σπίτι. Ούτε µια φορά δε µας ακολούθησες στηνταβέρνα... Ακόµα και σήµερα, που µας το ζήτησε τόσο ευγενικά ο Παύλος, εσύ αρνήθηκες.Γιατί είσαι τόσο µαγκωµένη;

Για µια στιγµή η Αριέττα φαντάστηκε τον εαυτό της να λέει στην Αλίκη όλη την αλήθεια γιατο πρόβληµα που αντιµετώπιζε. Όµως αµέσως µετά απέρριψε αυτή την ιδέα. Το τελευταίο πουχρειαζόταν ήταν ο οίκτος και η λύπηση των κατοίκων της µικρής κοινωνίας. Τελικά τηνκοίταξε και απάντησε κοµπιάζοντας.

– Απλώς να... Μόλις χώρισα από µια πολύχρονη σχέση που είχα και ακόµα δεν έχω συνέλθειεντελώς. Δεν είναι εύκολο, καταλαβαίνεις; Συγνώµη αν καµιά φορά δίνω την εντύπωση τηςακατάδεκτης. Πρέπει να αντιµετωπίσω πολλές αλλαγές µέσα σε σύντοµο διάστηµα και

Page 57: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

προσπαθώ ακόµα να προσαρµοστώ.Η Αλίκη ένιωσε ένοχη για την πίεση που είχε ασκήσει στην Αριέττα. Είχε δίκιο... Δεν είναι κι

εύκολο να αφήνεις την πρωτεύουσα και να διορίζεσαι ξαφνικά σ’ ένα χωριό της Τήνου. Καισίγουρα ο χωρισµός που της είχε αναφέρει δικαιολογούσε τη θλίψη που συχνά έβλεπε σταµάτια της όταν µιλούσαν.

– Έπρεπε να µου το έχεις πει, θα είχα συγκρατηθεί. Ε, µα κι εγώ δεν το κρατάω κλειστό τοστοµατάκι µου! Συγνώµη αν ήµουν απότοµη και επίµονη. Ήθελα απλώς να σε κάνω να νιώσειςευπρόσδεκτη και να σου δώσω να καταλάβεις ότι η ζωή στην επαρχία δεν περνάει εύκολα ανκλείνεσαι στον εαυτό σου.

– Το ξέρω, Αλίκη, και µην ανησυχείς. Δε µ’ έκανες να νιώσω άσχηµα. Το αντίθετο... Εγώπρέπει να ζητήσω συγνώµη και από σένα που µε έκανες από την αρχή να νιώσω αποδεκτή καιαπό τον Παύλο που προσφέρθηκε τόσο ευγενικά να µας κεράσει. Θα επανορθώσω όµως, σ’ τουπόσχοµαι!

– Δεν πρόκειται να σε παρεξηγήσει ο Παύλος, µην ανησυχείς, τη διαβεβαίωσε η Αλίκη.Όταν τον γνωρίσεις, θα καταλάβεις ότι είναι ο πιο διακριτικός άνθρωπος του κόσµου.

Καθώς προχωρούσαν, η Αριέττα έφερε στο µυαλό της την έκφραση του προσώπου τουνεαρού άντρα, τα µάτια του, το χαµόγελό του και την ευγένεια µε την οποία είχε δεχτεί τηνάρνησή της. Ξαφνικά, ένιωσε ένοχη. Πώς του είχε φερθεί έτσι; Έπρεπε οπωσδήποτε ναεπανορθώσει.

– Μάνα, γύρισα!Ο Παύλος µπήκε στο σπίτι και άφησε τα κλειδιά του στο ξύλινο επιπλάκι της εισόδου. Η

κυρία Φωτεινή εµφανίστηκε στην πόρτα της κουζίνας, σκουπίζοντας τα χέρια της σε µιαπετσέτα.

– Καλώς µου τον! Πώς πήγε η πρώτη µέρα στο σχολείο; τον ρώτησε µε χαµόγελο.– Μια χαρά, µάνα, µια χαρά! Απ’ αύριο ξεκινάµε τα µαθήµατα, απάντησε και κάθισε στο

ήδη στρωµένο τραπέζι.Η κυρία Φωτεινή ήθελε να τον περιποιηθεί εκείνη τη µέρα και του είχε φτιάξει το

αγαπηµένο του φαγητό: παστίτσιο!– Μµµµ, γεια στα χέρια σου, µάνα, µοσχοβολάει! την παίνεσε. Η µαγειρική της ήταν

άφταστη και φηµισµένη σ’ όλο το χωριό!Τράβηξε µια καρέκλα και κάθισε απέναντι από το γιο της. Για λίγα λεπτά έµειναν και οι

δυο τους σιωπηλοί. Εκείνος φαινόταν απόλυτα αφοσιωµένος στο γεµάτο πιάτο του και έτσι ηµητέρα του είχε την ευκαιρία να τον παρατηρήσει για αρκετή ώρα χαµογελώντας τρυφερά.

Τον καµάρωνε, ήταν περήφανη για αυτόν! Όχι µόνο επειδή είχε κάνει καλές σπουδές καιήταν επιτυχηµένος στη δουλειά του, αλλά κυρίως γιατί ήταν καλό παιδί! Ναι, αυτό τηνενδιέφερε περισσότερο από οποιαδήποτε καριέρα και επαγγελµατική επιτυχία. Όλοι στοχωριό είχαν να λένε για την ευγένεια και το ήθος του Παύλου της. Κι αυτή, κάθε φορά που τηςµιλούσαν για το µοναχογιό της, φούσκωνε από περηφάνια και αγάπη.

Ο Θεός να το έχει καλά το αγόρι µου, σκέφτηκε και ένας αναστεναγµός βγήκε από το στόµα της.Να βρει και µια καλή κοπέλα, να νοικοκυρευτεί, κι ύστερα δε θέλω τίποτ’ άλλο. Να µου κάνει και κανέναεγγονάκι... Να δω χαρά στα γεράµατα... Αλλά πάνω από όλα την υγεία του να έχει το παιδί µου!

Το ονειροπόλο βλέµµα της δε διέφυγε από την προσοχή του γιου της.– Τι σκέφτεσαι, κυρία Φωτεινή; τη ρώτησε σηκώνοντας τα µάτια του από το πιάτο του.

Page 58: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Τίποτα... τίποτα, αγόρι µου.– Πώς τίποτα; Πάλι το µέλλον µου και η αποκατάστασή µου σ’ απασχολούν;– Όχι, αγόρι µου. Είπαµε, εγώ δεν ανακατεύοµαι σ’ αυτά. Μια φορά τόλµησα να σου πω

κάτι και µε πήρες απ’ τα µούτρα... Εσύ να είσαι καλά και θα έρθει ο καιρός! Όλα θα γίνουν...Ο Παύλος κοίταξε τη µητέρα του παραξενεµένος. Η κυρία Φωτεινή και να µη µιλήσει;

Αποκλείεται... Τόση ώρα την έβλεπε, κάτι είχε στο µυαλό της και όπου να ’ναι θα του τοξεφούρνιζε.

– Η... Αλίκη τι κάνει; τον ρώτησε κόβοντας ένα κοµµάτι ψωµί το οποίο εξαφάνισε βιαστικάστο στόµα της µαζί µε µια ελιά.

– Να το! Δεν το ’ξερα; Το ’ξερα! Πάλι η ίδια κουβέντα.– Ποια κουβέντα, µάτια µου; ρώτησε δήθεν θιγµένη. Μια ερώτηση έκανα!– Μάνα, ξέρω πολύ καλά τι κρύβεται πίσω απ’ αυτή την «απλή» ερώτηση. Αυτό που ήθελες

να πεις είναι: «Η Αλίκη τι κάνει; Θα την παντρευτείς τελικά;» Και για να ξεκαθαρίσουµε αυτότο θέµα µια και καλή, θα σου πω για χιλιοστή φορά ότι µε την Αλίκη είµαστε απλώς φίλοι,καλοί φίλοι, και δεν πρόκειται ποτέ να γίνει κάτι άλλο ανάµεσά µας! Συγνώµη αν σεαπογοητεύω...

Η Φωτεινή έσκυψε το κεφάλι και άρχισε να µαζεύει στη χούφτα της µερικά ανύπαρκταψίχουλα. Αχ, αυτός ο γιος της! Όλα τα καλά του κόσµου είχε, αλλά αυτό το πείσµα του τηντρέλαινε. Πνεύµα αντιλογίας!

Βλέποντάς τη σιωπηλή και µαζεµένη στη θέση της, ένιωσε µετανιωµένος για το ξέσπασµάτου. Η µητέρα του ήθελε µόνο το καλό του. Αυτό το ήξερε καλά. Κι εκείνος τη λάτρευε! Όµωςκάποιες φορές τον έκανε έξαλλο! Ιδίως όταν έφτιαχνε ανυπόστατα σενάρια µε το µυαλό της.Συνήθως δεν έδινε σηµασία και την άφηνε να ονειρεύεται. Πού και πού όµως δεν άντεχε καιξεσπούσε για να τη συνεφέρει. Όπως τώρα.

– Έλα, µη µου κρατάς µούτρα... της είπε τρυφερά. Ξέρω πως ό,τι κάνεις το κάνεις απόαγάπη. Απλώς, δε θέλω να λέµε τα ίδια και τα ίδια. Ήρθα να φάω ένα πιάτο φαΐ σαν άνθρωποςκαι δεν καταλαβαίνω πώς βρεθήκαµε πάλι να συζητάµε για την Αλίκη και για το αν θα τηνπαντρευτώ. Ελπίζω να µη συζητάς τέτοιες χαζοµάρες και µε τη µάνα της κοπέλας... Κοίταξεστα µάτια τη µητέρα του.

– Εγώ, αγόρι µου; Τι δουλειά έχω να συζητάω τέτοια θέµατα µε την ξένη γυναίκα; Σε σέναµόνο τα λέω. Κι αν συνεχίσεις να µ’ αποπαίρνεις έτσι, στο τέλος δε θα λέµε κουβέντα εδώ µέσα,του απάντησε ανακτώντας το χαµένο θάρρος της.

Ο Παύλος γέλασε καταπίνοντας την τελευταία µπουκιά από το φαγητό του.Αχ, αυτή η µάνα µου! σκέφτηκε. Δεν µπορώ να τα βγάλω πέρα µαζί της. Ανυπόφορη, αλλά

αξιολάτρευτη!Η Φωτεινή άρχισε να µαζεύει µε γρήγορες κινήσεις το τραπέζι.– Και πάλι γεια στα χέρια σου, µάνα! την παίνεψε ακόµα µια φορά ο Παύλος. Πάω να

ξεκουραστώ λίγο. Και να µε συγχωρείς αν σε πίκρανα, έτσι;Η µικροκαµωµένη Φωτεινή χάθηκε µέσα στην αγκαλιά του γιου της.– Δε µε πίκρανες, αγόρι µου. Απλώς, κι εγώ και ο πατέρας σου, θέλουµε να σε δούµε

τακτοποιηµένο πριν κλείσουµε τα µάτια µας. Εσύ, όµως, ξέρεις καλύτερα...Της έδωσε ένα φιλί και αποσύρθηκε στο δωµάτιό του για να ξεκουραστεί. Είχε ξυπνήσει

νωρίς εκείνη τη µέρα και τα µάτια του έκλειναν. Ξάπλωσε στο µονό κρεβάτι, το ίδιο από ταεφηβικά του χρόνια, και βάλθηκε να περιεργάζεται το ταβάνι.

Ξαφνικά, στο µυαλό του ήρθε η εικόνα της Αριέττας. Συµπαθητική κοπέλα φαίνεται... σκέφτηκε.

Page 59: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Και όµορφη. Τα µάτια της έχουν κάτι... µια λάµψη περίεργη. Κάτι το απροσδιόριστο που σε µαγνητίζει...Μια θλίψη. Ναι, αυτό είναι! Μια παράξενη θλίψη...

Η τελευταία του σκέψη πριν αποκοιµηθεί ήταν ότι το επόµενο πρωί θα την έβλεπε ξανά.Την ώρα που τον έπαιρνε ο ύπνος, ένα χαµόγελο σχηµατίστηκε στα χείλη του.

Page 60: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

7

Τρεις µήνες µετά...

ΑΥΤΑ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ θα ήταν σίγουρα διαφορετικά για την Αριέττα. Το ήξερε... Ακόµα κι αντελικά έπαιρνε την απόφαση και επέστρεφε για τις διακοπές στην Αθήνα, τίποτα δε θα ήταν τοίδιο.

Πόσο µακρινές της φαίνονταν τώρα εκείνες οι µέρες... Τότε που ακόµα δεν είχε συµβείτίποτα. Τότε που δεν ήξερε, δεν είχε µάθει. Πόσο θα ’θελε να υπήρχε ένας µαγικός τρόπος ναξαναβρεθεί εκεί, στο παρελθόν, σε κείνες τις ήρεµες και µελαγχολικές µέρες που η ίδια και οιγονείς της περνούσαν οικογενειακά, µε τη σκέψη τους να ταξιδεύει µελαγχολικά και γαλήνιαστον απόντα Ορέστη. Ακόµα κι εκείνη, η τόσο µελαγχολική, διάθεση των ηµερών τής έλειπε,γιατί τώρα είχε αντικατασταθεί από την αγωνία, την απελπισία, την αίσθηση πως... ναι... Ίσωςφέτος να ήταν τα τελευταία της Χριστούγεννα...

Πότε πέρασαν κιόλας τρεις µήνες... Σαν χτες της φαινόταν που γνώρισε την Αλίκη. Ηκαινούρια της φίλη, µε το χιούµορ και τη µονίµως καλή της διάθεση, την έκανε να γελάει καινα ξεχνιέται. Σαν χτες της φαινόταν επίσης η πρώτη µέρα στο σχολείο, όταν είχε γνωρίσει τουςµικρούς µαθητές της και τον Παύλο. Και να που τώρα στόλιζαν την τάξη µε χριστουγεννιάτικοδέντρο και αγγελάκια από κατάλευκο βαµβάκι και χρυσόσκονη.

Πόσο πολύ αγαπούσε τους µαθητές της... Συχνά το βλέµµα της καρφωνόταν στα αθώαπροσωπάκια που την κοιτούσαν µε προσοχή. Παρατηρούσε τα λαµπερά τους µάτια, τοχαµόγελό τους, τα κόκκινα, αναψοκοκκινισµένα µαγουλάκια. Και τότε, χωρίς να το θέλει, τοµυαλό της ταξίδευε σε επικίνδυνα µονοπάτια που τη βύθιζαν σε µια απόγνωση που τηντρόµαζε.

Συνειδητοποιούσε ότι η ίδια δε θα µπορούσε ποτέ να γίνει µητέρα. Δε θα ένιωθε ποτέ τηνπληρότητα και την ευθύνη της µητρότητας. Δε θα ξαγρυπνούσε ποτέ πάνω από ένα παιδί,παρακολουθώντας µε αγωνία την ανάσα του. Δε θα άκουγε ποτέ τη λέξη «µαµά», ούτε θαένιωθε παιδικά χεράκια να τυλίγονται γύρω της µε λατρεία. Αυτό το όνειρο είχε χαθείοριστικά...

Γι’ αυτό και κάθε µέρα ένιωθε την αγάπη της για τους µαθητές της να µεγαλώνει. Είχεαποφασίσει να προσφέρει απλόχερα όλη της την αφοσίωση σ’ αυτά τα παιδιά, που µε ένα τουςχαµόγελο γαλήνευαν την ψυχή της και τη φουρτούνα που συχνά ένιωθε να µαίνεται µέσα της.Κάτι που δεν είχε καταφέρει ως τότε να κάνει κανείς άλλος.

Η Ειρήνη τής τηλεφωνούσε σχεδόν καθηµερινά, όµως η επικοινωνία µαζί της µόνο καλό δενέκανε στην Αριέττα. Κάθε φορά που σήκωνε το ακουστικό και άκουγε τη φωνή της, θυµόταν τηµέρα που της είχε ανακοινώσει τα αποτελέσµατα των ιατρικών εξετάσεων.

Λευχαιµία... χηµειοθεραπείες... µεταµόσχευση... νοσοκοµείο... ιατρική αγωγή... αγώνας... Οι λέξειςβούιζαν ξανά και ξανά στο κεφάλι της, µέχρι που δεν άντεχε άλλο. Αποχαιρετούσε απότοµα τηφίλη της και έκλεινε το ακουστικό, αφήνοντάς τη για µια ακόµα φορά απελπισµένη καιαπογοητευµένη. Για πολλοστή φορά η Ειρήνη δεν είχε καταφέρει να την πείσει ότι ο τρόπος

Page 61: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

που είχε επιλέξει να αντιµετωπίσει την ασθένειά της δεν ήταν ο σωστός.Ώρες ώρες ένιωθε ότι είχε προδώσει τους δυο ανθρώπους που της είχαν σταθεί περισσότερο

από τον καθένα, µαζί µε τους γονείς της βέβαια. Κι αυτό την πλήγωνε βαθιά. Η Ειρήνη και οΜάρκος ήταν πάντα στο πλευρό της. Ακόµα και στις πιο δύσκολες στιγµές, ένιωθε ότι είχε έναναδερφό και µια αδερφή κοντά της. Χαίρονταν µε τη χαρά της, πονούσαν µε τον πόνο της,στεναχωριόντουσαν µε τη λύπη της και της έδιναν το χέρι τους για να µπορέσει να σηκωθείξανά και να συνεχίσει. Το ίδιο έκανε και αυτή όταν την είχαν ανάγκη. Η φιλία τους ήτανπολύτιµη και δεν µπορούσε να φανταστεί τη ζωή της χωρίς αυτούς.

Όµως τώρα όλα ήταν διαφορετικά... Δεν είχε σκοπό να ακούσει τη γνώµη τους ούτε ναακολουθήσει τις συµβουλές τους. Είχε πάρει τις αποφάσεις της και ήξερε ότι, αν καιαπογοητευµένοι, η Ειρήνη και ο Μάρκος κάποια στιγµή θα συµβιβάζονταν και θα τιςαποδέχονταν. Δεν µπορούσαν να κάνουν και διαφορετικά... Δεν τους είχε αφήσει πολλάπεριθώρια.

Αντίθετα, η καθηµερινή της επαφή µε την Αλίκη και τον Παύλο τη βοηθούσε πολύ. Οι νέοιφίλοι της αγνοούσαν ακόµα το σοβαρό πρόβληµα της υγείας της και µαζί µ’ αυτούς τοξεχνούσε, έστω για λίγο, και η ίδια.

Τρεις µήνες µετά την πρώτη τους γνωριµία, οι τρεις νέοι είχαν δεθεί σαν παρέα καισυναντιόντουσαν καθηµερινά. Τις πρωινές ώρες δούλευαν µαζί στο σχολείο και συχνά, µετά τοσχόλασµα, έκαναν βόλτες ή έτρωγαν στην ταβέρνα του χωριού.

Η Αλίκη, µε τον εκρηκτικό της χαρακτήρα, και ο Παύλος, µε την ευγένεια και τηδιακριτικότητά του, είχαν κερδίσει την καρδιά της Αριέττας που, στην πιο δύσκολη στιγµή τηςζωής της, ένιωθε ότι είχε αποκτήσει δυο ακόµα καλούς φίλους. Βέβαια, δεν είχε βρει το θάρροςνα τους εκµυστηρευτεί την αιτία του συχνά µελαγχολικού της ύφους, και ούτε είχε σκοπό να τοκάνει. Αυτό ήταν κάτι που δεν τους αφορούσε και εξάλλου, δεν ήθελε να τους επιβαρύνει µε ταδικά της προβλήµατα. Όσο και να το συζητούσαν, λύση δε θα έβρισκαν...

Καλύτερα έτσι... σκεφτόταν η Αριέττα και τυλιγόταν όλο και πιο σφιχτά στο θολό πέπλο πουέκρυβε καλά την πραγµατική αιτία της θλίψης της.

Ο Παύλος έβλεπε την Αριέττα όλο και πιο κλεισµένη στον εαυτό της τον τελευταίο καιρό. Τοεπιφανειακό της χαµόγελο και η δήθεν καλή της διάθεση δεν τον ξεγελούσαν. Κάτι έτρεχε...Κάτι την απασχολούσε. Κάτι που δεν ήθελε να το µοιραστεί ούτε µε αυτόν ούτε µε την Αλίκη.Το βλέµµα της συχνά χανόταν σε κάτι αόρατο, απροσδιόριστο, ενώ πολλές φορές την είχε δεινα βυθίζεται σε άγνωστες σκέψεις και να χαµογελάει πικραµένη.

Αν και του είχε δοθεί πολλές φορές η ευκαιρία, δεν είχε τολµήσει να τη ρωτήσει ανοιχτά τιήταν αυτό που τη βασάνιζε. Δεν ήθελε να φανεί αδιάκριτος, όµως, από την άλλη, νοιαζότανπραγµατικά για κείνη. Δεν άντεχε να τη βλέπει να υποφέρει. Γιατί, ήταν φανερό, κάτι σοβαρότην απασχολούσε...

Την είχε συµπαθήσει την Αριέττα! Από την πρώτη µέρα της γνωριµίας τους είχε εκτιµήσειτον ευθύ χαρακτήρα της, την ευγένειά της, το ζεστό της χαµόγελο. Αλλά και στη δουλειά, είχεαποδειχτεί άριστη συνεργάτιδα.

Όταν συνειδητοποίησε ότι ένιωθε µια ιδιαίτερη έλξη για αυτή την κοπέλα, ο Παύλος δενπαραξενεύτηκε ούτε τρόµαξε. Ήταν µια απλή διαπίστωση. Σαν να ήταν κάτι που υπήρχε εδώκαι καιρό µέσα του και απλώς τώρα έπαιρνε µια πιο σαφή εικόνα, ακριβώς µπροστά του.

Τώρα µπορούσε να το παραδεχτεί στον εαυτό του, αλλά µόνο στον εαυτό του. Δεν είχε

Page 62: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

τολµήσει, βέβαια, να µιλήσει στην Αριέττα. Δεν είχε µοιραστεί τις σκέψεις του ούτε καν µε τηνΑλίκη, από την οποία δεν έκρυβε τίποτα. Παρέµενε αµίλητος, σκεφτικός, αινιγµατικάαφηρηµένος, να γυρίζει ξανά και ξανά µέσα στο µυαλό του την αρχική υποψία που είχε γίνειπλέον βεβαιότητα: ήταν ερωτευµένος!

Η κυρία Φωτεινή, καθισµένη στην αγαπηµένη της πολυθρόνα, παρατηρούσε από µακριά τογιο της να στολίζει το χριστουγεννιάτικο δέντρο στη µέση του µικρού σαλονιού, στο ίδιο σηµείοπου το στόλιζε κάθε χρόνο.

Είχαν ξεκινήσει οι διακοπές των Χριστουγέννων και επιτέλους τον είχε περισσότερες ώρεςκοντά της. Ήθελε να τον περιποιηθεί. Να φτιάξει τα καθιερωµένα ταψιά µε τους φηµισµένουςκουραµπιέδες και τα µελοµακάρονα, ίσως και λίγες δίπλες.

Ο Παύλος δεν είχε δείξει ιδιαίτερο ενθουσιασµό στα σχέδια της µητέρας του σχετικά µε ταγλυκίσµατα που απαιτούσαν οι µέρες και που και ο ίδιος περίµενε πώς και πώς κάθε χρόνο.Ακόµα κι όταν τα είδε να βγαίνουν από το φούρνο, αχνιστά και λαχταριστά, είχε τσιµπήσειανόρεχτα µια δυο µπουκιές, απλώς και µόνο για να µην τη στεναχωρήσει.

– Και του χρόνου, µάνα! Να ’σαι καλά να µας φτιάχνεις τα αριστουργήµατά σου! της είχεευχηθεί δίνοντάς της ένα τρυφερό φιλί στο µάγουλο και είχε κλειστεί στο δωµάτιό του, όπουείχε µείνει µέχρι αργά το βράδυ.

Μάταια εκείνη προσπάθησε να του κλέψει δυο κουβέντες. Σ’ ό,τι κι αν τον ρωτούσε, ηαπάντηση ήταν η ίδια: «Καλά είµαι, µάνα. Δε συµβαίνει τίποτα. Απλώς, µε κούρασαν λίγο ταµαθήµατα».

Ούτε την έπειθε ούτε την ξεγελούσε. Τον ήξερε καλά το γιο της η Φωτεινή. Τον είχεγεννήσει, τον είχε αναστήσει, τον είχε κανακέψει, τον είχε µεγαλώσει, και αυτός νόµιζε ότιµπορεί να την κοροϊδέψει; Για χαζή την πέρναγε; Αφού τον έβλεπε· κάτι του συνέβαινε... Ήτανδιαρκώς αφηρηµένος, σκεφτικός και λιγοµίλητος. Μήπως είχε αρρωστήσει; Χριστός καιΠαναγιά! Ούτε να το σκεφτεί δεν ήθελε... Κι αυτός ο άντρας της δεν έκανε κάτι για να µάθειδυο πράγµατα παραπάνω... Η διακριτικότητα µας µάρανε!

– Βρε, Ζώη µου, να χαρείς, µίλα του παιδιού! Εσένα µπορεί να σου πει τι συµβαίνει, τονέπαιρνε µε το καλό.

– Αφού τον ρώτησες εκατό φορές και σου είπε ότι δεν έχει κάτι. Δηλαδή αποκλείεται να είναιαπλώς κουρασµένος; Μήπως κάθεται και καθόλου; Το πρωί στο σχολείο, τα απογεύµατα στοΩδείο...

Η Φωτεινή τον διέκοπτε ανυπόµονα και µε µια απότοµη κίνηση του χεριού της έβαζε τέλοςστην κουβέντα.

– Όχου, δεν καταλαβαίνεις τίποτα! τον απόπαιρνε και τον άφηνε µόνο. Είχε και ένα σωρόδουλειές να κάνει.

Ο κύριος Ζώης χαµογελούσε ικανοποιηµένος. Για λίγη ώρα θα ηρεµούσε από τηνπολυλογία της. Καλή, χρυσή, αλλά όταν άνοιγε το στόµα της, δεν τη σταµατούσε τίποτα.Αληθινό πολυβόλο!

Κάπου µέσα του, ωστόσο, δεν την αδικούσε. Είχε δίκιο... Ο γιος τους ήταν αλλαγµένος τοντελευταίο καιρό. Απόµακρος, αµίλητος, µελαγχολικός... Μόνο που ενώ η Φωτεινή έβαζε µε τονου της τα χειρότερα για την αλλαγή του, ο κύριος Ζώης, ως άντρας, είχε ερµηνεύσει σωστά τα«συµπτώµατα» και είχε αποφασίσει να τον αφήσει στην ησυχία του. Στο κάτω κάτω, δεν ήτανάρρωστος... Ερωτευµένος ήταν!

Page 63: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Περισσότερο ανοιξιάτικο παρά χειµωνιάτικο έµοιαζε κείνο το πρωινό του Δεκέµβρη. Ο ήλιοςέλαµπε στον κυκλαδίτικο ουρανό και τίποτα δε θύµιζε τη χτεσινή µπόρα, που στο πέρασµά τηςείχε καθαρίσει τις αυλές και τα πλακόστρωτα δροµάκια του χωριού. Τα φύλλα στα δέντραέλαµπαν και, έστω πρόσκαιρα, όλοι είχαν ξεχάσει ότι πλησίαζαν τα Χριστούγεννα.

Η ειδυλλιακή εικόνα που αντίκρισε απ’ το παράθυρο του δωµατίου της η Αριέττα µόλιςξύπνησε λειτούργησε σαν τονωτική ένεση στην πεσµένη της διάθεση.

Τις προηγούµενες µέρες τις είχε περάσει κλεισµένη στο σπίτι της. Όσο κι αν είχανπροσπαθήσει να την παρασύρουν σε µια χαλαρή βόλτα ο Παύλος και η Αλίκη, δεν είχανκαταφέρει να την πείσουν να τους ακολουθήσει. Ο άσχηµος καιρός ήταν µια καλή δικαιολογίαγια να αρνηθεί. Γιατί αυτό ήταν· απλώς µια δικαιολογία...

Στην πραγµατικότητα, δεν είχε κανένα λόγο να τους αποφύγει. Παραδόξως, ένιωθεπερίφηµα στην υγεία της. Η κούραση και οι κοµµάρες είχαν περιοριστεί κατά πολύ. Υπήρχανστιγµές που ξεχνούσε και η ίδια ότι ήταν άρρωστη. Ωστόσο, ήξερε καλά ότι αυτό ήταν κάτιπαροδικό. Η ασθένεια προχωρούσε, και κάθε φορά που κάποιο σύµπτωµα επανεµφανιζόταν,συνειδητοποιούσε πόσο µάταια ήταν όλα... Τότε κλεινόταν και πάλι στον εαυτό της,δηµιουργώντας δυσάρεστη αµηχανία στον Παύλο και την Αλίκη, που αδυνατούσαν ναερµηνεύσουν την περίεργη συµπεριφορά της και την κυκλοθυµία της.

Σήµερα όµως δεν είχε καµία δικαιολογία ν’ αρνηθεί να τους ακολουθήσει. Το προηγούµενοβράδυ ο Παύλος της είχε τηλεφωνήσει και της είχε πει ότι θα περνούσαν µε την Αλίκη να τηνπάρουν, νωρίς το πρωί, από το σπίτι της. Θα πήγαιναν µε το αυτοκίνητό τους στη Χώρα γιακαφέ και ψώνια. Δεν ήταν ερώτηση, ήταν απλή δήλωση. Η Αριέττα είχε δεχτεί µε ενθουσιασµό,ξαφνιάζοντας ευχάριστα τον Παύλο, που πίστευε ότι δύσκολα θα την έπειθε.

Κλείνοντας το τηλέφωνο, η κοπέλα χαµογέλασε µε την ολοφάνερη έκπληξη του φίλου της,ενώ την αµέσως επόµενη στιγµή έκανε µια διαπίστωση που την ξάφνιασε. Της είχε λείψει!Χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, η παρουσία του της είχε γίνει απαραίτητη. Μόλις τρειςµήνες µετά την πρώτη τους συνάντηση, είχε συνηθίσει το αυθόρµητο γέλιο του, τα ζεστά τουµάτια, τις δήθεν επιπλήξεις του κάθε φορά που τους απέφευγε, τη διακριτικότητά του ότανκαταλάβαινε ότι η ανάγκη της να µείνει µόνη ήταν πραγµατική, τα αστεία του... Δεν ήταν πλέονένας απλός συνάδελφος. Ήταν ένας καλός φίλος που τη νοιαζόταν και τη σεβόταν.

Εξαιτίας των υπεκφυγών της είχαν να ιδωθούν τουλάχιστον πέντε µέρες και η Αριέττα ένιωθετώρα εντονότερη όσο ποτέ την ανάγκη να τον δει. Για αυτό και είχε δεχτεί χωρίς κανέναδισταγµό την πρότασή του.

Όµως... όµως µια επίµονη σκέψη τριγυρνούσε εδώ και ώρα στο κεφάλι της και δεν τηνάφηνε να ηρεµήσει. Μια σκέψη που κάτι της ψιθύριζε. Μια σκέψη που ερχόταν ξανά και ξανάστο νου της και κάθε φορά την έδιωχνε σαν ενοχλητικό έντοµο.

Μέχρι που ο ψίθυρος έγινε δυνατή φωνή και η Αριέττα δεν µπορούσε παρά να τον ακούσει.Και η Αλίκη φίλη σου είναι, όπως ο Παύλος. Και την Αλίκη την αποφεύγεις εδώ και µέρες. Γιατί δε σου έχειλείψει τόσο πολύ όσο εκείνος; Κοιµήθηκε παλεύοντας µε τις σκέψεις της.

Το επόµενο πρωί ξύπνησε κεφάτη και άρχισε να ετοιµάζεται σιγοτραγουδώντας µιαµελωδία. Οι αρκετές ώρες ύπνου την είχαν βοηθήσει να απωθήσει την αυθάδικη σκέψη που τηνείχε προβληµατίσει το προηγούµενο βράδυ. Ή, τουλάχιστον, έτσι πίστευε...

Φορτωµένοι µε σακούλες, ο Παύλος, η Αριέττα και η Αλίκη αναζητούσαν εδώ και ώρα άδειοτραπέζι σε κάποιο απ’ τα πολλά µαγαζιά που απλώνονταν κατά µήκος του παραλιακού δρόµου

Page 64: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

της Χώρας. Η απρόσµενη καλοκαιρία είχε τραβήξει σαν παιδιά από το χέρι πολλούςκατοίκους του νησιού, που είχαν ήδη κατακλύσει τα µικρά καφέ του λιµανιού. Οι µαγαζάτορεςέτριβαν τα χέρια τους. Με τέτοιο ήλιο είχαν γεµίσει ακόµα και τα εξωτερικά τραπεζάκια και οισερβιτόροι έτρεχαν να προλάβουν τις παραγγελίες.

– Δεν πρόκειται να βρούµε να κάτσουµε πουθενά... ξεφύσηξε η Αλίκη απογοητευµένη,τρίβοντας µεταξύ τους τις πονεµένες από το περπάτηµα γάµπες της.

– Είναι ένα δυο καφενεία ακόµα στη στροφή του δρόµου. Ας πάµε µέχρι εκεί και βλέπουµε...τις ενθάρρυνε ο Παύλος.

Η Αριέττα τον κοίταξε σαν να της είχε θυµίσει κάτι σηµαντικό.– Τι έπαθες; τη ρώτησε παραξενεµένος.– Κάπου εδώ δεν είναι ένα καφενείο... Να δεις πώς το λένε... Α, θυµήθηκα! Το Γαλήνεµα.

Δεν πάµε εκεί;Ο Παύλος και η Αλίκη την κοίταξαν ξαφνιασµένοι. Το Γαλήνεµα ήταν ένα από τα πιο παλιά

καφέ του λιµανιού, όπου σύχναζαν σχεδόν αποκλειστικά ντόπιοι.Αυτή κατάλαβε την έκπληξή τους και βιάστηκε να τους εξηγήσει.– Γνώρισα τυχαία τον ιδιοκτήτη στο πλοίο, όταν ερχόµουν στην Τήνο. Μου φάνηκε

συµπαθητικός άνθρωπος. Δε χάνουµε τίποτα να δοκιµάσουµε κι εκεί, είπε χωρίς να αναφέρειτίποτα για τη σχεδόν µεταφυσική κουβέντα που είχε µε τον παράξενο άντρα.

– Γιατί όχι; συµφώνησε ο Παύλος σηκώνοντας τους ώµους. Δεν τον ενδιέφερε και πολύ τοπού θα καθόντουσαν. Του αρκούσε που η Αριέττα, για πρώτη φορά, έδειχνε να απολαµβάνειτόσο πολύ την παρέα τους και τη βόλτα και δε βιαζόταν να γυρίσει πίσω.

Οι τρεις νέοι προχώρησαν και λίγα λεπτά αργότερα κάθονταν σε ένα απόµερο τραπεζάκικάτω απ’ το λαµπερό ήλιο. Ο σερβιτόρος δεν άργησε να φανεί. Πήρε την παραγγελία τους καιετοιµαζόταν να φύγει, όταν η Αριέττα τον διέκοψε ευγενικά, ενώ κοιτούσε γύρω της σαν ναέψαχνε κάτι.

– Συγνώµη... ο ιδιοκτήτης δεν είναι εδώ;– Ποιος, ο καπετάν Ορέστης; Και βέβαια είναι εδώ! Μέσα θα τον βρείτε.Στο άκουσµα του ονόµατος, η Αριέττα ταράχτηκε. Ορέστης... Ο άγνωστος άντρας του πλοίου

είχε το ίδιο όνοµα µε τον αδερφό της! Τι σύµπτωση... Ξαφνικά ένιωσε ακόµα πιο έντονη τηνανάγκη να τον δει, να του µιλήσει. Ζήτησε συγνώµη από τον Παύλο και την Αλίκη και µπήκεστο εσωτερικό του καφενείου.

Μόλις είχε κάνει δυο τρία βήµατα, όταν µια φωνή πίσω της την ξάφνιασε.– Καλώς την!Γύρισε απότοµα και αντίκρισε τη γνώριµη φιγούρα. Απέναντί της στεκόταν ο καπετάνιος,

όπως ακριβώς τον θυµόταν: καλοντυµένος, µε το ναυτικό του καπέλο, και µ’ ένα αινιγµατικόχαµόγελο να κρέµεται από τα χείλη του.

– Γεια σας... ψέλλισε. Συγνώµη... ήθελα µόνο να πω µια καληµέρα. Δε θα µε θυµάστε...Είχαµε γνωριστεί στο...

– Δεν ξεχνάω ποτέ φυσιογνωµίες, κοπελιά, απάντησε, τακτοποιώντας ταυτόχρονα µερικέςκαρέκλες.

Η Αριέττα έµεινε αµίλητη. Δεν ήξερε τι άλλο να πει. Ο άντρας χαµογέλασε µε την αµηχανίατης και αγγίζοντάς τη στον ώµο τη ρώτησε.

– Την προηγούµενη φορά που σε είδα σ’ απασχολούσε κάτι σοβαρό. Τώρα σε βλέπωκαλύτερα. Λοιπόν, όλα καλά;

Η διορατικότητά του δεν την τρόµαξε ούτε αυτή τη φορά. Ένιωσε και πάλι να µαγνητίζεται

Page 65: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

από τη φωνή του και το βλέµµα του και του απάντησε µε µια ειλικρίνεια που την εξέπληξε.Πώς ήταν δυνατό ένας άγνωστος να την κάνει να ανοίγεται τόσο πολύ; Ούτε ο Παύλος και ηΑλίκη δεν είχαν καταφέρει κάτι τέτοιο µέχρι τώρα.

– Όχι, τίποτα δεν έχει διορθωθεί. Τίποτα δεν µπορεί να διορθωθεί... Ας πούµε όµως ότιέµαθα να ζω µ’ αυτό...

– Δεν αρκεί, της είπε µισοκλείνοντας τα µάτια. Αν δε λύνεται ένα πρόβληµα, πρέπει ναµάθεις όχι απλά να ζεις µαζί του, αλλά να τ’ αγαπάς! Κι ύστερα, πιο χαµηλόφωνα, σαν να έλεγεκάποιο µυστικό. Ακόµα και το πιο σοβαρό πρόβληµα έχει κάτι να σου προσφέρει. Αυτό µην τοξεχνάς ποτέ! Θα σε βοηθήσει πολύ στη ζωή σου.

Τα λόγια του την τάραξαν. Πώς ήταν δυνατό αυτός ο άνθρωπος –αυτός ο εντελώς άγνωστοςάνθρωπος– να της µιλάει λες και την ήξερε από πάντα; Δεν ήταν µόνο τα λόγια του, ήταν τοβλέµµα του που την έκανε να νιώθει ότι δεν κοίταζε απλώς στα µάτια της, αλλά πιο βαθιά.Κοίταζε στην ψυχή της, στην καρδιά της.

Σαν υπνωτισµένη άρχισε να πισωπατά σκοντάφτοντας σε τραπεζάκια και καρέκλες. Οκαπετάν Ορέστης την κοιτούσε αµίλητος. Δεν προσπάθησε να τη σταµατήσει. Η Αριέττα δενµπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ξεροκατάπιε και έκανε µια αποτυχηµένη προσπάθεια ναχαµογελάσει.

– Με... µε περιµένει η παρέα µου... Χάρηκα πολύ που σας ξαναείδα, τον χαιρέτησεβιαστικά.

Βγήκε σχεδόν τρέχοντας από το µαγαζί, σαν να την κυνηγούσαν, και κάθισε λαχανιασµένηστη θέση της.

– Αριέττα, τι έγινε; ρώτησε η Αλίκη καρφώνοντας το βλέµµα της στο ταραγµένο πρόσωποτης φίλης της.

– Τι... τίποτα.– Πώς τίποτα; πήρε το λόγο ανήσυχος ο Παύλος. Εσύ είσαι λες και είδες φάντασµα.– Μια χαρά είµαι... απάντησε πιο ψύχραιµα τώρα η Αριέττα, ανακτώντας ένα µέρος από την

αυτοκυριαρχία της. Θα µε κούρασε το περπάτηµα φαίνεται.Συνηθισµένοι στις συχνές εναλλαγές της διάθεσής της, ο Παύλος και η Αλίκη δεν επέµειναν

περισσότερο. Εξάλλου, είχε δίκιο. Είχαν περπατήσει πολύ. Θα έπιναν έναν ωραίο καφέ, θασυζητούσαν χαλαρά και θα γύριζαν στην Καρδιανή.

Στην επιστροφή µε το αυτοκίνητο και οι τρεις τους παρέµειναν σιωπηλοί.Ο Παύλος πάλευε µε τα συναισθήµατά του και µε την ακατανίκητη πλέον ανάγκη του να τα

εκµυστηρευτεί στην Αριέττα.Η Αλίκη, που είχε παρατηρήσει κάτι απροσδιόριστο στα βλέµµατα και τα λόγια των δύο

φίλων της, πάλευε να συναρµολογήσει ένα αόρατο παζλ στο µυαλό της.Η Αριέττα έφερνε ξανά και ξανά στο µυαλό της τα λόγια του καπετάν Ορέστη. Είχε δίκιο...

Στην πιο δύσκολη στιγµή της ζωής της της είχε συµβεί κάτι µοναδικό: είχε ερωτευτεί... Τώραµπορούσε να το δει καθαρά. Ήταν ερωτευµένη µε τον Παύλο! Και κάτι της έλεγε ότι και αυτήδεν του ήταν αδιάφορη... Το αντίθετο...

Ναι, τώρα µπορούσε να εξηγήσει το βλέµµα του, την αµηχανία που τους τύλιγε όποτεβρίσκονταν µόνοι οι δυο τους. Είχαν ερωτευτεί! Κι αυτό το συναίσθηµα ήταν υπέροχο σανόνειρο και τροµακτικό σαν εφιάλτης ταυτόχρονα. Γιατί, δυστυχώς, κανένας δεν µπορούσε νατην πείσει ότι είχε ακόµα το δικαίωµα να ονειρεύεται...

Εδώ και καιρό έβλεπε µόνο εφιάλτες. Και στους εφιάλτες της δεν ήθελε, δεν επιτρεπόταν, ναέχει συνοδοιπόρο!

Page 66: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

8

Η ΕΙΡΗΝΗ ΔΕ ΧΡΕΙΑΣΤΗΚΕ να προσπαθήσει πολλή ώρα για να πείσει την Αριέττα να περάσει τιςγιορτές στην Αθήνα. Στην τελευταία τους συνοµιλία, η φίλη της την είχε απλώς ενηµερώσει µεποιο πλοίο και τι ώρα θα έφτανε στη Ραφήνα, αφήνοντάς την άφωνη µε την πλήρη µεταστροφήτης. Αυτή δεν ήθελε ούτε ν’ ακούσει για την Αθήνα. Τι είχε γίνει και είχε αλλάξει τόσο ξαφνικάγνώµη; Δεν µπορεί, κάποιος λόγος θα υπήρχε...

Ωστόσο, η χαρά της ήταν τόση, που λίγο την ενδιέφερε η αιτία της απόφασής της. Αυτό πουείχε σηµασία ήταν ότι θα την είχε κοντά της για αρκετές µέρες. Θα την έβλεπε, θα την άκουγε,θα της µιλούσε και, ποιος ξέρει, ίσως αυτή τη φορά να κατάφερνε να την πείσει...

– Μα... νόµιζα ότι θα έµενες εδώ για τις γιορτές... Πώς και άλλαξες γνώµη; ψέλλισεξαφνιασµένος ο Παύλος.

Η Αριέττα µόλις του είχε ανακοινώσει την απόφασή της να φύγει την εποµένη µε το πρωινόκαράβι για την Αθήνα. Στο βλέµµα του έβλεπε απογοήτευση και λύπη. Ούτε για αυτήν ήτανεύκολο, καθόλου εύκολο, αλλά δε γινόταν διαφορετικά. Έπρεπε να φύγει...

– Έχω τόσους µήνες να δω τους γονείς µου... Πρέπει να πάω, δικαιολογήθηκε και ύστερα,αγγίζοντάς τον διστακτικά στον ώµο, συνέχισε. Δε θα είναι για πολύ. Του Αϊ-Γιαννιού θα είµαιπίσω.

Ο Παύλος ένιωσε να καίγεται στο σηµείο που τον είχε αγγίξει και την κοίταξε αµήχανος. ΗΑριέττα τράβηξε το χέρι της και χαµήλωσε το κεφάλι. Έµειναν και οι δυο σιωπηλοί, ναπαλεύουν µε ανείπωτες σκέψεις και ανοµολόγητα συναισθήµατα.

Εκείνος τα έβαλε µε την κακή του τύχη. Πάνω που είχε βρει το κουράγιο και είχεαποφασίσει να της µιλήσει για τα συναισθήµατά του, αυτή θα έφευγε. Τώρα έπρεπε ναπεριµένει την επιστροφή της. Κι αν αργότερα δίσταζε να της µιλήσει; Αν έχανε το κουράγιοτου; Τι θα γινόταν; Μήπως να της το έλεγε τώρα, προτού φύγει; Όχι, όχι! Δεν ήθελε να γίνειέτσι. Θα περίµενε. Λίγες µέρες ήταν...

Την κοίταξε στα µάτια και χαµογέλασε.– Θα σε πάω εγώ στο λιµάνι.– Δε χρειάζεται, Παύλο, θα πάρω το λεωφορείο. Εξάλλου, δε θα έχω πολλά πράγµατα µαζί

µου.– Δεν υπάρχει περίπτωση! Θα περάσω νωρίς το πρωί, να είσαι έτοιµη! της είπε

αποφασιστικά και την έκλεισε στην αγκαλιά του. Μια αγκαλιά που και οι δυο ήξεραν ότι είχεπάψει εδώ και καιρό να είναι µόνο φιλική...

Το ταξίδι της επιστροφής στην Αθήνα το πέρασε στο κατάστρωµα, όπως και όταν ταξίδευε γιατην Τήνο, σχεδόν έξι µήνες πριν. Τότε, αρχές καλοκαιριού, όλοι οι επιβάτες είχαν κατακλύσειτους εξωτερικούς χώρους του πλοίου. Τώρα όµως η Αριέττα ήταν η µόνη τολµηρή.

Τυλίχτηκε σφιχτά στο αγαπηµένο πράσινο µπουφάν της, δώρο της Ειρήνης, και κάθισε στο

Page 67: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

πιο προστατευµένο από τον αέρα σηµείο του καταστρώµατος, από την αρχή ως το τέλος τουταξιδιού.

Πώς είχαν έρθει έτσι τα πράγµατα... Από κει που είχε αποφασίσει να µείνει για τις γιορτέςτων Χριστουγέννων στην Τήνο, ακόµα κι αν αυτό σήµαινε ότι θα έπρεπε να αντιµετωπίσει τηνγκρίνια των γονιών της, του Μάρκου και ειδικά της Ειρήνης, ξαφνικά αυτό το ταξίδι φαινόταννα είναι η µόνη λύση... Σκεφτόταν ξανά και ξανά όσα είχαν γίνει τις προηγούµενες µέρες στονησί και ήξερε ότι έπρεπε να φύγει µακριά, έστω για λίγο. Έπρεπε να σκεφτεί, ν’ αποφασίσει,να αναµετρηθεί µε τον ίδιο της τον εαυτό και µε τα συναισθήµατά της. Όσο κι αν τηντρόµαζαν...

Είχε ερωτευτεί! Ναι, ήταν σίγουρη γι’ αυτό. Πώς αλλιώς θα µπορούσε να ερµηνεύσει τονκόµπο στο στοµάχι κάθε φορά που έβλεπε τον Παύλο; Την ανυποµονησία που ένιωθε κάθεφορά που ήταν να τον συναντήσει; Το αυθόρµητο, µελαγχολικό χαµόγελο που σχηµατιζότανστα χείλη της, όποτε τον κοίταζε να µιλά τρυφερά σε κάποιο µαθητή του στο προαύλιο τουσχολείου; Τα µάτια της που έλαµπαν, την καρδιά της που χτυπούσε πιο γρήγορα, ότανβρισκόταν κοντά του ή όταν την άγγιζε τυχαία...

Τώρα ήταν σίγουρη ότι τον Κώστα δεν τον είχε ερωτευτεί. Όχι, εκείνο που είχε ζήσει µαζίτου δεν µπορεί να ήταν έρωτας! Όµως τώρα ήταν η πρώτη φορά στη ζωή της που ένιωθε ναέχει απόλυτη ανάγκη κάποιον.

Τον κοίταζε στα µάτια και χαµήλωνε το βλέµµα για να µην προδοθεί. Στους περιπάτουςτους ήθελε να τον κρατήσει απ’ το χέρι, να µπλέξει τα δάχτυλά της στα δικά του, αλλά δεν τοείχε τολµήσει, και όταν κάποια σκέψη τη βύθιζε στην απελπισία και την αγωνία, ήθελε ναχωθεί στην αγκαλιά του και να µείνει εκεί χωρίς να µιλάει, χωρίς να εξηγεί... Μόνο να ακούειτους χτύπους της καρδιάς του, δίπλα στη δική της. Πόσο πολύ ήθελε να τον αγγίξει, να τονφιλήσει, να του πει πόσο πολύ τον αγαπάει... Όµως κάθε φορά προσπαθούσε τόσο έντονα νακρατηθεί, που δάκρυζε.

Όχι, δεν πρέπει! προειδοποιούσε αυστηρά στον εαυτό της. Δεν µπορώ να το κάνω αυτό. Είναιαπαγορευµένο! Είναι άδικο για κείνον. Του αξίζει να έχει δίπλα του µια κοπέλα που θα τον αγαπάει και θαµπορεί να του προσφέρει χαρά, ελπίδα και όνειρα για το µέλλον. Εγώ τι έχω να του προσφέρω, παρά µόνοθλίψη, πόνο και... αποχωρισµό. Όχι, όχι! Δεν µπορώ να του το κάνω αυτό. Τον αγαπάω πολύ για να τονπληγώσω! Πρέπει να αποµακρυνθώ από κοντά του. Πρέπει να τον αφήσω να ζήσει τη ζωή που του αξίζει...

Αυτά σκεφτόταν ταξιδεύοντας για την Αθήνα η Αριέττα και πονούσε στη σκέψη ότι ήτανυποχρεωµένη να χάσει το µοναδικό άντρα που είχε ερωτευτεί πραγµατικά, χωρίς καν να του τοοµολογήσει...

Η Ειρήνη παρατηρούσε µε αγωνία τους λιγοστούς επιβάτες να αποβιβάζονται από το πλοίο. Ηφίλη της δεν είχε εµφανιστεί ακόµα. Όταν είδε και τους τελευταίους ταξιδιώτες να κατεβαίνουνκαι να ρίχνονται στην αγκαλιά των αγαπηµένων τους, άρχισε να σκέφτεται παράλογα. Μήπωςδεν ήρθε; Να το µετάνιωσε άραγε και να έµεινε στην Τήνο; Όµως... δεν µπορεί! Αφού χτες το βράδυ πουµιλήσαµε µου είπε ότι θα ταξίδευε µ’ αυτό το πλοίο.

Και τότε, τη στιγµή που η ανυποµονησία της κορυφωνόταν, την είδε! Προχωρούσε µε αργάβήµατα, κρατώντας µόνο µια µικρή βαλίτσα. Ανάσανε ανακουφισµένη και έκανε µερικάβήµατα προς το µέρος της, κουνώντας το χέρι.

– Εδώ! Εδώ!Η Αριέττα δεν άργησε να την εντοπίσει. Σε λίγο στεκόταν ακριβώς µπροστά της,

Page 68: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

χαµογελαστή και αµίλητη. Η Ειρήνη την περιεργάστηκε για λίγα λεπτά. Τίποτα δεν είχεαλλάξει πάνω της. Λες και δεν είχε περάσει ούτε µια µέρα από κείνο το πρωινό που την είχεσυνοδεύσει στο λιµάνι.

Ευτυχώς! σκέφτηκε. Δε φαίνεται καταβεβληµένη. Αυτό σηµαίνει ότι η ασθένεια δεν εξελίσσεται µε ταχύρυθµό. Δεν έχει ακόµα επιθετικό χαρακτήρα.

– Λοιπόν... Θα µε κοιτάς για πολλή ώρα ακόµα; τη ρώτησε η Αριέττα, που ανυποµονούσε ναχωθεί στην αγκαλιά της. Είχε τόσους µήνες να τη δει και µόλις τώρα συνειδητοποιούσε πόσοπολύ της είχε λείψει. Τόση ώρα που µε κοιτάς, είµαι σίγουρη ότι έχεις βγάλει διάγνωση, τηςείπε κοιτώντας τη συγκινηµένη.

Η Ειρήνη την έσφιξε µε λαχτάρα πάνω της. Επιτέλους! Την είχε κοντά της... Όλους αυτούςτους µήνες την κατηγορούσε και τη µάλωνε για την απόφασή της να φύγει από την Αθήνα,αλλά τώρα ήταν εδώ, κοντά της, στην αγκαλιά της. Κι αυτό µόνο είχε σηµασία. Τώρα όλα θαπήγαιναν καλά! Ήταν αισιόδοξη. Την αποµάκρυνε ελαφρά και την κοίταξε ξανά.

– Αυτό δε θα σου το συγχωρήσω ποτέ! Να το ξέρεις! είπε σοβαρά. Έχω να σε δω σχεδόν έξιµήνες και µου έκανες και τη δύσκολη! Σχεδόν µ’ είχες πείσει ότι δε θα ερχόσουν.

Η Αριέττα χαµογέλασε αχνά. Η ίδια Ειρήνη, όπως πάντα... Με τις παρατηρήσεις και τοσοβαρό, σχεδόν µητρικό της ύφος. Πόσο ανακουφιστικό ήταν να βλέπει ότι τίποτα δεν είχεαλλάξει στη σχέση τους...

– Η αλήθεια είναι ότι µου πέρασε απ’ το µυαλό. Όµως δε γινόταν αλλιώς! Όπως ήρθαν ταπράγµατα...

Η Ειρήνη την κοίταξε µε περιέργεια. Η φίλη της δεν την είχε συνηθίσει σε µισόλογα καιαινίγµατα. Φοβήθηκε ότι αναφερόταν στην κατάσταση της υγείας της. Μήπως είχεχειροτερέψει;

Την κοίταξε διερευνητικά.– Δεν το κατάλαβα αυτό. Τι εννοείς;Σηκώνοντας τη βαλίτσα της, η Αριέττα έπιασε αγκαζέ τη φίλη της και προχώρησε. Είχαν

πολλά να πουν. Από την Ειρήνη δε θα έκρυβε τίποτα. Το είχε αποφασίσει. Αυτό τουλάχιστοντης το χρωστούσε! Όµως όχι εδώ...

– Προτείνω να τα πούµε πίνοντας έναν ωραίο καφέ καλύτερα. Δε λέγονται στα όρθια αυτά ταπράγµατα, χαµογέλασε για να την καθησυχάσει.

Προχώρησαν αγκαλιασµένες προς την έξοδο του λιµανιού. Η Ειρήνη ανυποµονούσε ναακούσει όσα είχε να της πει η φίλη της. Ήθελε να µάθει όλα όσα είχαν γίνει τους τελευταίουςµήνες. Αλλά και η Αριέττα ένιωθε έντονη την ανάγκη να µιλήσει, να πει όσα ένιωθε, όσα τηνέπνιγαν, παρόλο που ήξερε ότι δεν υπήρχε κάποια λύση...

Όλα της τα είπε, δεν της έκρυψε τίποτα. Για τις πρώτες µέρες στην Καρδιανή, το όµορφο σπίτιτης, τη θέα από το δωµάτιό της, τους αυθεντικούς ανθρώπους που την είχαν αγκαλιάσει µε τηζεστή φιλοξενία τους, για τον Δήµο και την Άννα, το σχολείο, τους µαθητές της, για ταµαθήµατα και τις πρώτες της εντυπώσεις ως δασκάλας, για την Αλίκη... Και µετά, πίνοντας µιαγενναία γουλιά καφέ, είχε περάσει στα δύσκολα...

Κοµπιάζοντας στην αρχή, της µίλησε για το νεαρό συνάδελφο, δάσκαλο της µουσικής, πουείχε γνωρίσει τη µέρα του αγιασµού. Κι έπειτα, αφήνοντας έναν ορµητικό χείµαρρο να ξεχυθείαπό µέσα της, της περιέγραψε την πρώτη τους γνωριµία, πώς ακριβώς η τυπική, συναδελφικήτους σχέση είχε εξελιχθεί σε κάτι άλλο, κάτι διαφορετικό, κάτι που ήταν πάνω από τις δυνάµεις

Page 69: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

της, κάτι που, ενώ την έκανε να νιώθει υπέροχα, απ’ την άλλη τη βύθιζε στην απελπισία, αφούήξερε ότι έπρεπε να το καταπνίξει.

Και για τις αµφιβολίες της... Πώς ήταν δυνατό να νιώθει για τον Παύλο, που τον γνώριζεµόλις λίγους µήνες, κάτι τόσο δυνατό; Για τον Κώστα δεν είχε νιώσει ποτέ έτσι, ούτε καν µετάαπό τη µακροχρόνια σχέση τους. Κι όµως... Ήταν σίγουρη! Ήταν ερωτευµένη µε τον Παύλο!Τον αγαπούσε! Και κάθε µέρα που περνούσε βυθιζόταν όλο και πιο βαθιά στην απελπισία,αφού ήξερε ότι αυτό που ένιωθε δεν είχε διέξοδο. Ήταν ένα κύµα που φούσκωνε µέσα της καιτελικά θα την έπνιγε. Τουλάχιστον, να µην έπνιγε και τον Παύλο...

Η Ειρήνη την άκουγε αµίλητη. Δεν τη διέκοψε ούτε µια φορά. Ήθελε ν’ ακούσει όλα όσαείχε να της πει. Όταν η Αριέττα ολοκλήρωσε την αφήγησή της, την κοίταξε σκεπτική και ένααδιόρατο χαµόγελο εµφανίστηκε στα χείλη της. Την είχε παρακολουθήσει προσεκτικά και είχεαξιολογήσει όλα όσα είχε ακούσει. Και το συµπέρασµα που είχε βγάλει ήταν πολύ θετικό. Στηνπιο δύσκολη στιγµή της ζωής της, η Αριέττα δεν είχε παραιτηθεί απ’ τη ζωή! Μπορεί να ήταντροµοκρατηµένη και απελπισµένη, όµως η καρδιά της είχε αρνηθεί να την ακολουθήσει σεαυτό το δρόµο της απόλυτης παράδοσης. Είχε ερωτευτεί... Κι αυτό ήταν ό,τι καλύτεροµπορούσε να της συµβεί αυτή τη στιγµή.

Ο έρωτάς της για τον Παύλο θα την έπειθε για όσα δεν είχε καταφέρει να την πείσει ηπολύχρονη φιλία τους και η ιατρική της συµβουλή. Ένιωσε µια απέραντη ευγνωµοσύνη ναξεχειλίζει στην καρδιά της. Ευγνωµοσύνη για αυτό τον άντρα που δε γνώριζε, ήξερε όµως ότιήταν ικανός να τραβήξει τη φίλη της από το βαθύ πηγάδι της απελπισίας. Αρκεί, βέβαια, ναέπειθε και την ίδια την Αριέττα για αυτό!

– Και γιατί είσαι σαν τη Μεγάλη Παρασκευή; τη ρώτησε δήθεν απορηµένη.– Μα... δεν καταλαβαίνεις; Πώς µπορώ να προχωρήσω σε µια σχέση µαζί του; Δεν έχει ιδέα

ότι είµαι άρρωστη.– Ε, τότε να του το πεις!Η Αριέττα σχεδόν θύµωσε µε τη φίλη της. Πώς µπορούσε να παρουσιάζει τόσο απλοϊκά τα

πράγµατα;– Να του πω τι, Ειρήνη; Ν’ αφεθεί και να επενδύσει σε µία σχέση µε ορατή ηµεροµηνία

λήξης; φώναξε εκνευρισµένη. Μα τίποτα δεν καταλαβαίνεις πια;Η Ειρήνη ήπιε µια γουλιά καφέ, έγειρε πίσω στο κάθισµά της και την κοίταξε µε

εκνευριστική απάθεια. Δεν είχε σκοπό να της κάνει το χατίρι...– Αριέττα, θα σ’ το πω κι ας µη σου αρέσει να τ’ ακούς. Την «ηµεροµηνία λήξης», όπως το

λες, την έχεις βάλει εσύ, κι όχι η αρρώστια. Η αρρώστια είναι µε το µέρος σου και σου δίνει τηνευκαιρία να τη νικήσεις και να συνεχίσεις τη ζωή σου φυσιολογικά. Το αν θα αρπάξεις αυτήτην ευκαιρία ή όχι είναι δικό σου θέµα και µόνο δικό σου! Πάψε, λοιπόν, να εναποθέτεις αλλούτις ευθύνες σου! Είχε αποφασίσει να τα πει έξω απ’ τα δόντια, ακόµα κι αν θύµωνε µαζί της.

Η Αριέττα δεν άντεχε να κάνει ξανά την ίδια κουβέντα. Αρνιόταν να πιστέψει ότι τα λόγια τηςΕιρήνης ήταν κάτι παραπάνω από ανώφελες παρηγόριες. Ακόµα και τώρα, µετά από όσα τηςείχε εκµυστηρευτεί, εκείνη προσπαθούσε να την πείσει να µπει στη διαδικασία θεραπειών που,ας µη γελιόµαστε, δε θα έβγαζαν πουθενά. Όχι λοιπόν!

– Ειρήνη, αν δε θες να αρπαχτούµε, ακόµα δεν ήρθα, σταµάτα αυτή την κουβέντα τώρα! τηνέκοψε αποφασιστικά. Δεν ήθελε ν’ ακούσει τίποτα. Είχε καταλάβει τις προθέσεις της φίλης της.

Η Ειρήνη δεν επέµεινε. Καλά ως εδώ... σκέφτηκε. Για να θυµώνει, σηµαίνει ότι κάπου βαθιά µέσατης έχει και η ίδια αµφιβολίες για την απόφασή της. Μπορεί να είναι ακόµα αρνητική σ’ όσα της λέω, αλλάτουλάχιστον δεν έχει πια εκείνο το απαθές βλέµµα της παράδοσης...

Page 70: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Καλά, καλά, µη φωνάζεις! Μια κουβέντα είπα, κι αν θες, σκέψου τη. Άντε, πάµε τώρα,γιατί η κυρα-Νίνα και ο κυρ Λευτέρης θα πούνε ότι σε µονοπωλώ και θα έχουν δίκιο. Α, και τοβράδυ µας περιµένει ο Μάρκος στο σπίτι του. Ανυποµονεί να σε δει.

– Κι εµένα µου έχει λείψει... απάντησε πιο ήρεµη τώρα η Αριέττα που µαλάκωσε στη σκέψητου φίλου τους.

Οι δύο κοπέλες σηκώθηκαν και βγήκαν αµίλητες από το καφέ.Η Αριέττα αναστέναξε βαθιά. Έπρεπε να το περιµένει ότι η φίλη της και γιατρός δε θα

καθυστερούσε να αρχίσει τις συµβουλές της. Έπρεπε να οπλιστεί µε δύναµη, γιατί ήτανσίγουρη ότι τις επόµενες µέρες θα γινόταν ακόµα πιο επίµονη.

Από την άλλη, η Ειρήνη µε δυσκολία συγκρατούσε ένα χαµόγελο αισιοδοξίας καιικανοποίησης. Αν όλα πήγαιναν καλά, ό,τι δεν είχε καταφέρει µε τις νουθεσίες της, θα τοκατάφερνε ο έρωτας µε τη σοφία του...

Η Νίνα έσφιγγε στην αγκαλιά της την κόρη της και δεν έλεγε να την αφήσει. Πόσο της είχελείψει... Τόσοι µήνες και ούτε είχε φανεί στην Αθήνα. Το παλιοκόριτσο!

– Καλώς το µου! Καλώς το µου! έλεγε συγκινηµένη. Δε φαντάζοµαι να φάγατε τίποτα έξω µετην Ειρήνη... Έχω φτιάξει το αγαπηµένο σου: µακαρόνια µε κιµά!

Τράβηξε την κόρη της στο εσωτερικό του σπιτιού και για την επόµενη ώρα την πέρασε απότην καθιερωµένη µητρική ανάκριση: Πώς περνούσε; Της φερόντουσαν καλά στο νησί;Κουραζόταν; Είχε πολλή δουλειά; Έτρωγε καλά;

Η Αριέττα απάντησε πρόθυµα σε όλες τις ερωτήσεις της µητέρας της. Πόσο ωραία ένιωθεπου βρισκόταν ξανά στο σπίτι της, κοντά στους δικούς της ανθρώπους! Πόσο της είχε λείψει ηανησυχία και το ενδιαφέρον των γονιών της, το δωµάτιό της, το καλοµαγειρεµένο φαγητό τηςκυρίας Νίνας, το απογευµατινό καφεδάκι που έπιναν παρέα µάνα και κόρη κουβεντιάζοντας,ενώ ο Λευτέρης έλειπε στο µαγαζί! Για λίγες µέρες, έστω, θα είχε την ευκαιρία να ζήσει όλααυτά που είχε στερηθεί τους τελευταίους µήνες.

Η πόρτα άνοιξε και στο άνοιγµα φάνηκε ο κύριος Λευτέρης. Κρατούσε δύο ανθοδέσµες.Ήξερε ότι θα έβρισκε την κόρη του στο σπίτι και δεν ήθελε να αφήσει καµία από τις γυναίκεςτης ζωής του παραπονεµένη.

– Πού είναι το κορίτσι µου; φώναξε και το πρόσωπό του φωτίστηκε βλέποντας την Αριέττανα τρέχει στην αγκαλιά του. Την έσφιξε γερά και της έδωσε ένα φιλί στο µέτωπο.

– Μπαµπά µου, πόσο µου έλειψες! δεν µπόρεσε να κρύψει τη συγκίνησή της.Η Νίνα από τη θέση της παρακολουθούσε πατέρα και κόρη να αγκαλιάζονται και να γελούν

ευτυχισµένοι. Επιτέλους, ήταν και πάλι όλοι µαζί! Σηκώθηκε και τους πλησίασε χαµογελαστή.– Ελάτε, ώρα για φαγητό! Έχετε όλο το χρόνο να τα πείτε, τους αγκάλιασε τρυφερά και τους

παρέσυρε στην τραπεζαρία.Η Αριέττα και ο Λευτέρης έµειναν ασάλευτοι, να κοιτάζουν το ήδη στρωµένο και

περιποιηµένο τραπέζι. Ακόµα και µετά το θάνατο του Ορέστη, η Νίνα επέµενε να στρώνει τοτραπέζι για τέσσερα άτοµα. Σαν να ήταν κι αυτός εκεί µαζί τους... Μάταια η Αριέττα και οάντρας της είχαν προσπαθήσει να την πείσουν πόσο ανώφελη ήταν αυτή η κίνηση. Η Νίνα είχεαποφασίσει ότι ο Ορέστης θα είχε πάντα τη θέση του στο τραπέζι και στο σπίτι. Διαφορετικάένιωθε ότι τον πρόδιδε... Τώρα όµως πατέρας και κόρη έµειναν εµβρόντητοι να κοιτάζουν τατρία σερβίτσια που µε φροντίδα είχε στρώσει η Νίνα περιµένοντάς τους.

Η Αριέττα γύρισε και κοίταξε τη µητέρα της. Δεν είπε τίποτα. Το βλέµµα της τα έλεγε όλα.

Page 71: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Νίνα κάθισε στη θέση της και έκανε νόηµα στον άντρα και την κόρη της, οι οποίοι τηµιµήθηκαν σχεδόν µουδιασµένοι.

Άρχισε να σερβίρει, αποφεύγοντας το παρατηρητικό βλέµµα τους. Είχε καταλάβει τηνέκπληξή τους, όµως µερικά πράγµατα δε χωρούν συζήτηση και αναλύσεις. Η κίνησή τηςπίστευε ότι τα έλεγε όλα. Δίνοντας το πιάτο µε τη µεγαλύτερη µερίδα στην Αριέττα, την κοίταξεκαι χαµογέλασε. Επιδοκιµασία ή έκπληξη ήταν αυτό που έβλεπε στα µάτια της;

– Τι µε κοιτάτε έτσι και οι δυο σας; Απλώς αποφάσισα ότι είναι καιρός να προχωρήσουµε...να προχωρήσω...

Ο Λευτέρης κοίταξε συγκινηµένος τη γυναίκα του. Ένιωθε κι αυτός ότι είχε έρθει επιτέλουςο καιρός να αποδεχτούν το θάνατο του γιου τους, να συµβιβαστούν, να προχωρήσουν τις ζωέςτους και να τον αφήσουν κι εκείνον να αναπαυθεί. Έπιασε τρυφερά το χέρι της Νίνας.

– Ο Ορέστης θα είναι πάντα στο µυαλό µας και στην καρδιά µας, είπε µε τρεµάµενη φωνή.Αλλά έχεις δίκιο... Πρέπει να προχωρήσουµε. Στη ζωή µας συµβαίνουν δυσκολίες, αλλά δενπρέπει να τις αφήνουµε πίσω µας, να κάνουµε πως τις αγνοούµε. Πρέπει να τις πιάνουµε απ’ τοχέρι και να προχωράµε µπροστά, χωρίς να ξεχνάµε. Μόνο έτσι µπορούµε να αντιµετωπίσουµεόσα µας περιµένουν στη συνέχεια...

Μάνα και κόρη τον κοίταξαν αµίλητες. Η Νίνα ένιωσε ικανοποίηση που η κίνησή της είχεγίνει θερµά αποδεκτή.

Η Αριέττα απ’ την άλλη, µασώντας αργά το φαγητό της, προσπαθούσε να πείσει τον εαυτότης ότι ο πατέρας της µε τα συγκινητικά του λόγια αναφερόταν στον Ορέστη και όχι σε κείνηκαι στον Παύλο.

Αν και κουρασµένη από το ταξίδι και τις συγκινήσεις της µέρας, η Αριέττα ακολούθησε µεχαρά την Ειρήνη στο σπίτι του Μάρκου. Της είχε λείψει πολύ ο φίλος της!

Ο Μάρκος, όσο διάστηµα έλειπε στην Τήνο η Αριέττα, είχε φανεί πολύ διακριτικός. Τηςτηλεφωνούσε σχεδόν καθηµερινά για να µαθαίνει τα νέα της, όµως ούτε µια φορά δεν είχεσχολιάσει αρνητικά την επιλογή της να µην ταξιδέψει νωρίτερα από τα Χριστούγεννα στηνΑθήνα. Της έλεγε απλώς ότι τους έλειπε και πως ανυποµονούσαν όλοι να τη δουν από κοντά.Και επιτέλους, µετά από έξι µήνες, είχε φτάσει ο καιρός που η «τριάδα» ήταν και πάλιενωµένη!

– Κι ό,τι ετοιµαζόµουν να έρθω εγώ στην Τήνο για να σε δω! της είπε αγκαλιάζοντάς την καισηκώνοντάς τη στον αέρα.

Η Αριέττα χώθηκε στην αγκαλιά του και έµεινε εκεί, να µυρίζει το γνώριµο άρωµα. Ήθελενα νιώσει πως τίποτα δεν είχε αλλάξει. Πως όλα ήταν στη θέση τους, ακριβώς όπως τα είχεαφήσει.

Κι έτσι ήταν... Η Ειρήνη είχε τηρήσει την υπόσχεσή της και δεν είχε µιλήσει στον Μάρκο γιατην κατάσταση της υγείας της. Έτσι δεν είχε αλλάξει τίποτα στη σχέση τους, στις αντιδράσειςτου, στα λόγια του. Όταν του µιλούσε, η Αριέττα µπορούσε να υποκρίνεται, και στον εαυτό τηςτον ίδιο, ότι εκείνη η µέρα που είχε µάθει για τα αποτελέσµατα των ιατρικών της εξετάσεων δενήταν παρά ένα όνειρο... ένα κακό όνειρο... Βαθιά µέσα της καταλάβαινε ότι συντηρούσε µιαουτοπία, ωστόσο, αυτό την παρηγορούσε...

Κοίταξε στα µάτια τον Μάρκο, και του χαµογέλασε.– Κι εσύ µου έλειψες! είπε και βολεύτηκε στον αφράτο κατάλευκο καναπέ, που πολλά

βράδια στο παρελθόν είχε φιλοξενήσει την τριάδα.

Page 72: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Ειρήνη κάθισε δίπλα της και παρέµεινε αµίλητη. Δεν ένιωθε άνετα... Τώρα πουξαναβρίσκονταν οι τρεις τους, συνειδητοποιούσε ότι δεν είχαν φερθεί σωστά στον Μάρκο. Αυτήκι η Αριέττα τον είχαν αφήσει έξω από κάτι πολύ σοβαρό. Και ήταν σίγουρη πως, αν κάποιαστιγµή µάθαινε την αλήθεια, δε θα της το συγχωρούσε. Δε θα είχε και άδικο... Όµως τιµπορούσε να κάνει; Βρισκόταν κυριολεκτικά στη µέση!

– Να βάλω τα συνηθισµένα, έτσι; ρώτησε ρητορικά ο Μάρκος και χάθηκε στην κουζίνασιγοτραγουδώντας ένα σκοπό.

Η Ειρήνη βρήκε την ευκαιρία να µιλήσει στην Αριέττα.– Πρέπει να του το πούµε... ψιθύρισε έντονα. Δεν είναι σωστό να τον κρατάµε απέξω!– Αυτό αποκλείεται! Μου υποσχέθηκες ότι θα µείνει µεταξύ µας, απάντησε αποφασιστικά η

Αριέττα και την κεραυνοβόλησε µε το βλέµµα της.Εκείνη τη στιγµή επέστρεψε στο σαλόνι ο Μάρκος κρατώντας το δίσκο µε τα ποτά. Το

περίεργο βλέµµα της Αριέττας και τα ψιθυρίσµατα που είχε ακούσει νωρίτερα του τράβηξαντην προσοχή.

– Τι µουρµουρίζετε εσείς οι δυο; Αριέττα, τι έγινε, έχουµε κανένα µυστικό; ρώτησεακουµπώντας το δίσκο στο χαµηλό τραπεζάκι µπροστά τους.

Η Αριέττα ξεροκατάπιε και έριξε µια σκουντιά στην Ειρήνη. Παραλίγο να τις καταλάβει οΜάρκος µε τις χαζοµάρες της. Άντε να τα µαζέψει τώρα...

– Μυστικό; Τι µυστικό;Ατάραχος ο Μάρκος, σέρβιρε τις κοπέλες, πήρε το ποτό του και κάθισε αναπαυτικά δίπλα

τους.– Ξέρω και ’γώ; Όπως σας είδα να ψιθυρίζετε και να σταµατάτε µόλις µπήκα στο δωµάτιο,

νόµιζα ότι έχετε να πείτε κάτι δικό σας. Ξέρεις... κοριτσίστικο... Αν ενοχλώ, να φύγω... τιςπείραξε.

Η Αριέττα ήπιε µια µεγάλη γουλιά από το ποτό της. Ευτυχώς! Το µυαλό του φίλου της δενείχε πάει στο κακό...

– Μη λες χαζοµάρες! Αν είχαµε να πούµε κάτι µυστικό, δε θα ερχόµασταν να το πούµε στοσπίτι σου. Έλα τώρα, πες µου τα νέα σου. Πώς είσαι; άλλαξε έντεχνα την κουβέντα.

– Όπως τα ξέρεις, βρε Αριεττάκι! Σπίτι-δουλειά, δουλειά-σπίτι. Ειδικά όσο πλησιάζουν οιγιορτές, οι παραγγελίες είναι τόσο πολλές που µένουµε µέχρι το βράδυ µε τον πατέρα σου στοανθοπωλείο.

Παρ’ όλη την κούραση, ο Μάρκος κατά βάθος χαιρόταν που οι δουλειές πήγαιναν τόσοκαλά. Μετά από τόσα χρόνια στη δούλεψη του κυρ Λευτέρη, τον θεωρούσε δεύτερο πατέρα τουκαι πονούσε το µαγαζί. Δεν ένιωθε απλός υπάλληλος αλλά συνεργάτης.

– Άσ’ τα τα δικά µου, όµως, συνέχισε ανυπόµονα. Τα δικά σου θέλω ν’ ακούσω! Όλα καλάστην Τήνο; Περνάς καλά; Τα µαθήµατα πώς πάνε;

Η Αριέττα ενηµέρωσε αναλυτικά τον Μάρκο για όσα είχε πει και στην Ειρήνη και στουςγονείς της νωρίτερα την ίδια µέρα. Απολάµβανε να απαντάει σε ανώδυνες ερωτήσεις που δεντην ανάγκαζαν να λέει ψέµατα. Η επόµενη όµως ερώτησή του τη βρήκε απροετοίµαστη.

– Κανένα φλερτάκι έχουµε;– Τι... τι φλερτάκι δηλαδή; τον ρώτησε κοµπιάζοντας.Δεν ήθελε να µιλήσει στον Μάρκο για τον Παύλο. Η απόφασή της να µη δώσει σε αυτή τη

σχέση την ευκαιρία να εξελιχθεί θα του φαινόταν το λιγότερο παράλογη. Και δε θα είχε καιάδικο, αφού δε γνώριζε το λόγο για τον οποίο η φίλη του είχε πάρει αυτή την απόφαση. Ησυζήτηση προχωρούσε σε επικίνδυνα µονοπάτια και η Αριέττα ένιωθε τα περιθώρια γύρω της

Page 73: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

να στενεύουν.– Με δουλεύεις, ρε Μάρκο; Φλερτάκι στην Καρδιανή; Απ’ το σχολείο στο σπίτι κι απ’ το

σπίτι στο σχολείο πηγαίνω κάθε µέρα. Πού καιρός για τέτοια...– Ό,τι πεις... απάντησε εκείνος, αλλά κάτι στο ύφος του έκανε και την Ειρήνη και την

Αριέττα να καταλάβουν ότι δεν είχε πειστεί.Η υπόλοιπη βραδιά κύλησε οµαλά, χωρίς υπονοούµενα ή άβολες ερωτήσεις. Ο Μάρκος

περιορίστηκε στο να µάθει τα νέα που αφορούσαν τη δουλειά της Αριέττας, τις εντυπώσεις τηςαπό το νησί και τους ανθρώπους που είχε γνωρίσει. Του είπε τα πάντα µε λεπτοµέρειες, χωρίςνα αναφερθεί ούτε µια φορά στο όνοµα του Παύλου.

Ύστερα από αρκετά ποτά και πίτσες, η Αριέττα και η Ειρήνη σηκώθηκαν να φύγουν. Θαείχαν όλο το χρόνο να τα πουν µε τον Μάρκο και τις επόµενες µέρες.

Η Αριέττα τον αποχαιρέτησε και ξεκίνησε να κατεβαίνει από τις σκάλες τους πέντε ορόφουςµέχρι το ισόγειο. Ακόµα και σ’ αυτή την ηλικία δεν µπορούσε να ξεπεράσει τη φοβία της για τοασανσέρ.

Περιµένοντας, η Ειρήνη ένιωσε έντονο το βλέµµα του Μάρκου πάνω της.– Και τώρα λέγε... Τι τρέχει µε τη µικρή; τη ρώτησε αιφνιδιάζοντάς την. Η Ειρήνη ένιωσε

σαν το λαγό, που τυφλωµένος από το φως ακινητοποιείται και περιµένει το τέλος του. ΟΜάρκος δεν πτοήθηκε. Αρκετά τον είχαν δουλέψει...

– Τελικά πρέπει να µε περνάτε για πολύ ηλίθιο και οι δυο σας! Νοµίζεις ότι δεν έχωκαταλάβει τόσους µήνες ότι µου κρύβετε κάτι; Λοιπόν, λέγε, τι συµβαίνει;

Η Ειρήνη τον κοίταξε ικετευτικά. Είχε πιαστεί στην παγίδα και –το ήξερε– δεν υπήρχετρόπος διαφυγής.

– Μάρκο... δεν είναι τίποτα, αλήθεια... Γυναικεία θέµατα... έκανε µια τελευταία προσπάθειανα ξεφύγει.

– Μετά από τόσα χρόνια φιλίας, νοµίζετε ότι µπορείτε να µε ξεγελάσετε έτσι; Νοµίζεις ότιδεν είχα καταλάβει ότι κάτι σοβαρό απασχολούσε την Αριέττα πριν ακόµα φύγει για την Τήνοτον Ιούνιο;

Τον κοίταξε ασάλευτη. Δεν µπορούσε να αρθρώσει κουβέντα. Και τώρα; Τώρα τι θα έκανε;Δεν υπήρχε άλλη λύση... Έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγµατα, ήταν αναγκασµένη να τουµιλήσει. Αλλά έπρεπε να το κάνει µε το σωστό τρόπο. Αυτά που είχε να του πει ήταν πολύσοβαρά και ο Μάρκος δεν ήταν προετοιµασµένος για κάτι τέτοιο...

– Μάρκο, µε περιµένει κάτω η Αριέττα. Θα καταλάβει... Δεν είναι ούτε ο κατάλληλος χώροςούτε ο κατάλληλος χρόνος γι’ αυτή τη συζήτηση. Έλα αύριο το πρωί απ’ το νοσοκοµείο.Μπορείς κατά τις έντεκα; Θα έχω κενό.

– Θα είµαι εκεί, είπε κλείνοντάς της το µάτι.

Page 74: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

9

«Ο ΚΑΙΡΟΣ ΘΑ ΕΙΝΑΙ ΑΣΤΑΤΟΣ, µε τοπικές βροχές και καταιγίδες στην ηπειρωτική χώρα και τιςΚυκλάδες. Οι άνεµοι θα πνέουν βόρειοι 7 και τοπικά 8 µποφόρ, ενώ η θερµοκρασία θακυµανθεί από 6 έως 9 βαθµούς Κελσίου».

Η Αλίκη έκλεισε νευριασµένη την τηλεόραση και στράφηκε προς τον Παύλο.– Αυτό το «τοπικά 8 µποφόρ» που είπε νοµίζω ότι αφορά µόνο την Τήνο! Τι αέρας είναι

αυτός; Χαρά Θεού ήταν πριν από λίγες µέρες!Η απότοµη αλλαγή του καιρού τής είχε χαλάσει τη διάθεση. Σηκώθηκε από τον καναπέ και

κοίταξε σκυθρωπή έξω από το παράθυρο. Μαύρα, βαριά σύννεφα είχαν από ώρα καλύψει τονουρανό και λίγα λεπτά αργότερα χοντρές στάλες βροχής ακούστηκαν να πέφτουν στη στέγη τουσπιτιού.

Ο Παύλος συνέχισε να πίνει τον καφέ που του είχε προσφέρει η Αλίκη χωρίς να τηςαπαντήσει. Σχεδόν δεν την είχε ακούσει. Το µυαλό του ταξίδευε αλλού...

– Ε, Παύλο, µ’ ακούς; Για τον καιρό σού λέω.– Σ’ άκουσα, Αλίκη. Τι να κάνουµε; Χειµώνας είναι, στο Αιγαίο βρισκόµαστε, βροχές και

αέρα θα έχουµε! Τι θες, ήλιο και κοκοφοίνικες;Η Αλίκη τράβηξε την κουρτίνα και τον πλησίασε κοιτάζοντάς τον διερευνητικά.– Προς τι τόσα νεύρα χρονιάρες µέρες; τον ρώτησε και κάθισε δίπλα του. Αν είναι να µη

µιλάµε, ας µείνουµε ο καθένας σπίτι του! Δε χρειαζόταν να έρθεις για καφέ.Ο Παύλος µετάνιωσε αµέσως για την απότοµη αντίδρασή του. Τι του έφταιγε η Αλίκη; Είχε

δίκιο να θυµώνει µαζί του, όµως δεν µπορούσε να συγκρατήσει τα νεύρα του. Από τη µέρα πουείχε φύγει η Αριέττα, ένιωθε ένα φοβερό εκνευρισµό και ο µόνος τρόπος για να αποφύγει τηνανάκριση και τις αδιάκριτες ερωτήσεις της µάνας του ήταν να περάσει το απόγευµα στης φίληςτου. Εξάλλου, είχε αποφασίσει να της µιλήσει ξεκάθαρα γι’ αυτό που τον απασχολούσε τόσοέντονα τον τελευταίο καιρό.

Την κοίταξε µε ένοχο βλέµµα. Ώρες ήταν να τον διώξει από το σπίτι της προτού προλάβεινα της µιλήσει...

– Έχεις δίκιο, µε συγχωρείς... Έλα, κάτσε λίγο να τα πούµε, της έκανε χώρο δίπλα του στονκαναπέ.

– Τι να πούµε; Εσύ µόνο καπνούς που δε βγάζεις! Νοµίζεις δεν έχω καταλάβει ότι κάτι σουσυµβαίνει;

– Φαίνεται; τη ρώτησε. Έπρεπε να το περιµένει... Απ’ την Αλίκη δε γινόταν να κρυφτεί. Τονδιάβαζε σαν ανοιχτό βιβλίο.

– Από χιλιόµετρα! του είπε και κάθισε δίπλα του.Η κατάσταση του φίλου της την είχε ανησυχήσει σοβαρά. Μέρες τώρα τον έβλεπε σκεφτικό

και ανάστατο, αλλά δεν είχε βρει το θάρρος να τον ρωτήσει τι συνέβαινε. Τον ήξερε καλά τονΠαύλο... Αν ήθελε να κρατήσει κάτι για τον εαυτό του, δεν υπήρχε περίπτωση να ανοιχτεί. Γι’αυτό και έκανε υποµονή. Ήταν σίγουρη πως κάποια στιγµή θα ένιωθε την ανάγκη να µιλήσει,και το πρώτο άτοµο που θα εµπιστευόταν θα ήταν η παιδική του φίλη.

Page 75: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Άντε, λέγε, τι συµβαίνει; τον παρακίνησε µε µια φιλική σκουντιά.Δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει. Φοβόταν την αντίδρασή της. Σπάνια µιλούσε στην Αλίκη για τα

αισθηµατικά του και δίσταζε. Τώρα, όµως, ήταν διαφορετικά τα πράγµατα. Η Αλίκη γνώριζετην Αριέττα, ίσως καλύτερα από τον ίδιο. Σαν γυναίκες θα είχαν πει δυο κουβέντες παραπάνω.Ίσως να είχαν συζητήσει κάτι σχετικό µε την προσωπική της ζωή. Να υπήρχε κάποια σχέση;Άραγε την περίµενε κάποιος στην Αθήνα; Μήπως ήταν ερωτευµένη; Αυτά ήθελε να µάθει οΠαύλος. Αυτά θα καθόριζαν το αν θα µιλούσε στην Αριέττα για τα συναισθήµατά του και τοντρόπο µε τον οποίο θα το έκανε.

Την κοίταξε αµήχανα, βάζοντας σε µια τάξη τις σκέψεις του.– Θέλω να σου µιλήσω για την Αριέττα... ξεκίνησε διστακτικά.– Τι, έπαθε κάτι; τον διέκοψε ανήσυχη.– Όχι, χριστιανή µου, τι να έπαθε; Για µένα πρόκειται...– Έπαθες κάτι εσύ;Ο Παύλος την κοίταξε εκνευρισµένος.– Αλίκη, όλοι είναι µια χαρά! Μπορείς να ηρεµήσεις; Αυτό που θέλω να σου πω αφορά την

Αριέττα κι εµένα. Ή, για να είµαι πιο ακριβής, αφορά τα συναισθήµατά µου για την Αριέττα...Τον κοίταξε αµίλητη. Βρε, λες...– Είµαι ερωτευµένος µαζί της, συνέχισε ο Παύλος και έµεινε αµίλητος περιµένοντας την

αντίδρασή της.Η Αλίκη τον κοίταξε για λίγο ανέκφραστη. Μόλις κατάφερε να επεξεργαστεί την

πληροφορία, τον αγκάλιασε ενθουσιασµένη.– Μα αυτό είναι υπέροχο! Γιατί δε µου είχες πει τίποτα; Αχ, Παύλο, ταιριάζετε τόσο πολύ! Κι

αυτή; τον ρώτησε ανυπόµονα.– Αυτή, τι;– Η Αριέττα εννοώ... αισθάνεται το ίδιο; ζήτησε να µάθει.– Δεν ξέρω... Γι’ αυτό το συζητάω µαζί σου, για να µου πεις.Η απορία της ήταν πραγµατική.– Εγώ θα σου πω αν η Αριέττα είναι ερωτευµένη µαζί σου; Παλάβωσες; Τι δουλειά έχω εγώ;Ο Παύλος βιάστηκε να της εξηγήσει.– Βρε Αλίκη, εννοώ ότι, σαν φίλες που είστε, µπορεί να σου έχει πει κάτι παραπάνω. Μπορεί

το γυναικείο σου ένστικτο να έχει αντιληφθεί κάτι. Θέλω να πω, ίσως να έχει κάποια σχέση στηνΑθήνα και να µην το έχει αναφέρει σε µένα. Με σένα όµως είναι διαφορετικά... Σαν γυναίκαπρος γυναίκα ίσως να έχετε µοιραστεί περισσότερα πράγµατα.

Η Αλίκη κατάλαβε το σκεπτικό του Παύλου. Βολεύτηκε καλύτερα στον καναπέ, παίρνονταςαγκαλιά ένα µαξιλάρι.

– Δυστυχώς, ατύχησες! του έκοψε τη φόρα. Η Αριέττα όσο σφίγγα είναι µε σένα, άλλο τόσοείναι και µε µένα!

Δεν µπόρεσε να κρύψει την απογοήτευσή του. Ήταν η µόνη του ελπίδα...– Δηλαδή, βρε Αλίκη, δε σου έχει πει τίποτα;– Τίποτα απολύτως! Λυπάµαι, φιλαράκο, αλλά ό,τι απορία έχεις θα πρέπει να ρωτήσεις την

ίδια.– Αποκλείεται! δήλωσε αποφασιστικά ο Παύλος. Ξαφνικά είχε χάσει όλο του το κουράγιο.

Και σε σένα που τα είπα, δε φαντάζεσαι πόσο δύσκολο µου ήταν.– Το καταλαβαίνω, αλλά δεν είµαι εγώ η ενδιαφερόµενη! Κι εξάλλου, πρέπει να το µάθει!

Έχει το δικαίωµα, δε νοµίζεις;

Page 76: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Δεν ξέρω... Εγώ κοκκινίζω ακόµα κι όταν κάνω πρόβα τα λόγια στον καθρέφτη! Σκέψου νατην έχω και µπροστά µου!

Η Αλίκη τον κοίταξε µε κατανόηση. Καταλάβαινε τους δισταγµούς και την αµηχανία του,όµως δεν έπρεπε να απελπίζεται. Έψαξε να βρει έναν τρόπο να τον ενθαρρύνει.

– Ναι, αλλά σκέψου ότι µπορεί να αισθάνεται κι αυτή ακριβώς όπως εσύ! Δεν είναι κρίµα ναπάει χαµένη µια αγάπη;

– Ναι, αλλά αν είναι ερωτευµένη µε κάποιον άλλο;– Ε, τότε θα σ’ το πει!– Κι αν γελάσει µαζί µου;– Γιατί να γελάσει; Ανέκδοτο θα της πεις; Η Αριέττα είναι σοβαρή κοπέλα. Αν δε θέλει να

προχωρήσει σε σχέση µαζί σου ή αν την εµποδίζει κάτι, θα σ’ το πει και θα παραµείνετε δυοκαλοί φίλοι. Ούτε οι πρώτοι θα είστε, ούτε οι τελευταίοι!

– Κι αν...Η Αλίκη σήκωσε απότοµα το χέρι της, θέλοντας έτσι να δώσει ένα τέλος σ’ αυτή την

υποθετική κουβέντα που δεν έβγαζε πουθενά.– Παύλο, να χαρείς, άσε τα «αν»! Με τις υποθέσεις δε βγάζουµε κανένα συµπέρασµα. Αφού

ζητάς τη γνώµη µου, θα σ’ την πω. Μόλις γυρίσει η Αριέττα, πες της πώς αισθάνεσαι. Ακριβώςόπως το είπες και σε µένα. Τόσο απλά! Και µη χάνεις το κουράγιο σου. Εξάλλου, πιστεύω ότιθα ήσασταν ένα πολύ ταιριαστό ζευγάρι!

– Λες...– Λέω!Ο Παύλος χαµήλωσε το βλέµµα. Κατά βάθος ήξερε ότι η παιδική του φίλη είχε δίκιο. Δεν

υπήρχε άλλος τρόπος... Έπρεπε να µιλήσει ξεκάθαρα στην Αριέττα. Και θα το έκανε αµέσωςµόλις αυτή επέστρεφε από την Αθήνα.

Page 77: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

10

Ο ΜΑΡΚΟΣ ΕΦΤΑΣΕ ΣΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ που δούλευε η Ειρήνη αρκετά νωρίτερα από τοπροκαθορισµένο ραντεβού τους. Τώρα που είχε βεβαιωθεί ότι πράγµατι κάτι έτρεχε µε τηνΑριέττα, η αγωνία και η περιέργειά του είχαν χτυπήσει κόκκινο. Περιµένοντας τη φίλη του νατελειώσει µε τις επισκέψεις των ασθενών της, βηµάτιζε νευρικά έξω από το γραφείο της. Καιδεν µπορούσε να ανάψει και τσιγάρο εκεί µέσα...

Ποτέ του δεν τα χώνεψε τα νοσοκοµεία... Αυτή η µυρωδιά αντισηπτικού και οινοπνεύµατοςπου πότιζε τους τοίχους, οι άρρωστοι άνθρωποι –ακόµα και µικρά παιδιά–, τα φορεία, τοβλέµµα αγωνίας στα πρόσωπα των συγγενών, ο πόνος... όλα κυριαρχούσαν σε κάθε σηµείο τουγκρίζου, ψυχρού κτιρίου.

Ανατρίχιασε ολόκληρος και κάρφωσε το βλέµµα του σε µια παλιοµοδίτικη αφίσα,κολληµένη στον τοίχο, που απεικόνιζε ένα γαλήνιο ηλιοβασίλεµα σε κάποιο ελληνικό νησί.Παρηγοριά στον άρρωστο... σκέφτηκε.

Απορροφηµένος στις σκέψεις του, δεν άκουσε τα βήµατα της Ειρήνης που τον πλησίασεαργά κρατώντας ένα πάκο φακέλους.

– Μάρκο, έλα στο γραφείο µου, του είπε και χωρίς να τον κοιτάξει ξεκλείδωσε την πόρτακαι µπήκε στον προσωπικό της χώρο.

Πρώτη φορά έµπαινε στο γραφείο της φίλης του. Περιεργάστηκε µε µια γρήγορη µατιά τοστενό χώρο. Ένα γυάλινο γραφείο, δυο καρέκλες και στον τοίχο τρεις κορνίζες µε τα πτυχίακαι τις διακρίσεις της.

Κάθισε στην καρέκλα της κι έκανε νόηµα στο φίλο της να κάνει το ίδιο. Ο Μάρκος,αµήχανος ακόµα, κάθισε και τότε το βλέµµα του έπεσε στην ασηµένια εικόνα της Παναγίαςπου είχε πάντα τοποθετηµένη η Ειρήνη πάνω στο γραφείο της.

– Σ’ Αυτήν εναποθέτετε τις ελπίδες σας εσείς οι γιατροί; έδειξε µε νόηµα την εικόνα. Πολύενθαρρυντικό!

Τον κοίταξε χωρίς να χαµογελάσει. Δεν τον παρεξηγούσε. Ήξερε ότι, όταν προσπαθούσε ναξεπεράσει το άγχος του, γινόταν άγαρµπος.

– Μόνο όταν δεν µπορούµε να κάνουµε κάτι ή όταν ο ασθενής δε θέλει να συνεργαστεί,απάντησε µε νόηµα.

Ο Μάρκος όµως δεν µπορούσε να ξέρει τι ακριβώς εννοούσε.– Λοιπόν, Ειρηνάκι, για να µη σε καθυστερώ απ’ τη δουλειά σου κι επειδή δε µου είναι και

πολύ ευχάριστο το κλίµα του νοσοκοµείου, πες µου στα γρήγορα. Τι συµβαίνει µε την Αριέττα;Η Ειρήνη σηκώθηκε από την καρέκλα της, του γύρισε την πλάτη και άρχισε να ψάχνει κάτι

σ’ ένα συρτάρι. Τελικά, τράβηξε ένα λεπτό φάκελο. Επέστρεψε στη θέση της και µε αργέςκινήσεις τον ακούµπησε µπροστά του.

– Άνοιξέ τον, του είπε. Η φωνή της ίσα που έβγαινε.Ο Μάρκος άνοιξε τον φάκελο και άρχισε να ξεφυλλίζει τα χαρτιά που περιείχε και έµοιαζαν

µε ιατρικές εξετάσεις. Του φάνηκαν ακαταλαβίστικα.– Αρκεί να διαβάσεις το πρώτο πρώτο, τον διευκόλυνε.

Page 78: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Αν και δεν καταλάβαινε τίποτα, έκανε όπως του είπε. Αριθµοί... δείκτες... ακαταλαβίστικοιόροι χόρευαν µπρος στα µάτια του. Και µετά µια γνωστή λέξη: «Λευχαιµία».

Μαγκώθηκε, αλλά συνέχισε. Κι άλλοι αριθµοί... κι άλλες λέξεις. Μα τι ήταν όλα αυτάεπιτέλους; Τι τον αφορούσαν; Άρχισε να δυσανασχετεί. Και τότε... πάγωσε! Η µατιά τουκαρφώθηκε στο πάνω σηµείο του χαρτιού. Κάπου εκεί, αριστερά, τέσσερις λεξούλες γκρέµισαντον κόσµο γύρω του λες και ήταν χάρτινος. «Ονοµατεπώνυµο ασθενούς: Αριέττα Στεργίου».

Η καρδιά του σταµάτησε να χτυπά, ένιωσε το στόµα του να στεγνώνει κι όλα µαύρισαν γύρωτου. Νόµιζε ότι είχαν περάσει ώρες όταν βρήκε ξανά τη µιλιά του.

– Η... Αριέττα; κατάφερε να ψελλίσει µε µια φωνή που ούτε ο ίδιος αναγνώριζε. Η Αριέττα...λευχαιµία;

Η Ειρήνη τον κοίταξε µε συµπόνια. Πόσο λυπόταν που δεν είχε βρει ένα λιγότερο οδυνηρότρόπο να του το ανακοινώσει. Πόσο ήθελε να µπορούσε να του πει ότι όλα ήταν µιαπαρεξήγηση, ένα ιατρικό λάθος, απ’ αυτά που γίνονται συχνά, και να γελάσουνανακουφισµένοι.

Δεν είπε τίποτα. Άφησε µερικά λεπτά να περάσουν µέσα στη σιωπή. Είχε ξαναζήσειπαρόµοιες καταστάσεις. Ήξερε πως ο Μάρκος χρειαζόταν χρόνο για να συνειδητοποιήσει τογεγονός. Τον είδε να στριφογυρίζει νευρικά στην καρέκλα του.

– Η Αριέττα το ξέρει; ρώτησε. Δεν ήξερε τι άλλο να πει εκείνη τη στιγµή. Με δυσκολίαµιλούσε.

– Και βέβαια! Απ’ την πρώτη στιγµή.– Και; Τι κάνουµε τώρα; Πώς προχωράµε; Θέλω να πω, τι γίνεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις;

ρώτησε µε την αγωνία να χρωµατίζει τη φωνή του.Τον κοίταξε στα µάτια. Τώρα ξεκινούσαν τα δύσκολα...– Κανονικά, τόνισε, ξεκινάµε µε µια σειρά χηµειοθεραπειών και, σε περίπτωση που δεν

αποδώσουν, προχωράµε σε µεταµόσχευση µυελού των οστών, εφόσον βέβαια βρεθεί οσυµβατός δότης.

– Τι σηµαίνει «κανονικά»; Μέσα στην παραζάλη του ο Μάρκος είχε καταλάβει πως πίσωαπό τα λόγια της φίλης του κρυβόταν κάτι βαθύτερο. Κάτι προσπαθούσε να του πει...

– Σηµαίνει ότι αυτή τη διαδικασία ακολουθούµε όταν ο ασθενής είναι σύµφωνος. Δεν είναιεύκολο να δέσεις έναν ενήλικα στο κρεβάτι, του εξήγησε µε νόηµα.

Τα λόγια της όµως τον µπέρδεψαν περισσότερο. Ήταν δυνατό να εννοούσε ότι η Αριέτταείχε αρνηθεί; Όχι, αποκλείεται! Αυτό αποκλείεται!

– Ειρήνη, τι θες να πεις; Ότι η Αριέττα δε δέχεται να ξεκινήσει τις θεραπείες; Αυτό δεν τοχωρούσε ο νους του.

– Δυστυχώς, αυτό ακριβώς λέω, απάντησε µε ένοχο βλέµµα. Δεν είχε πάψει να νιώθει ένοχηπου δεν είχε καταφέρει ως τώρα, έξι µήνες µετά τη διάγνωση, να µεταπείσει τη φίλη της.

– Μα... αυτό είναι τρελό! Γιατί να κάνει κάτι τέτοιο; σχεδόν φώναξε. Τα µάτια του γυάλιζαν.Από δάκρυα; Από οργή;

– Μάρκο, αµφιβάλλεις ότι προσπάθησα; δικαιολογήθηκε η Ειρήνη. Της εξήγησα, τηνπαρακάλεσα, την ικέτεψα, την απείλησα, όλα τα έκανα... Όµως, στην τελική, η Αριέττα είναιαυτή που θα αποφασίσει. Και, πίστεψέ µε, είµαι εξαγριωµένη µαζί της, γιατί ξέρω ότι µπορεί νατο παλέψει. Έγειρε µπροστά στο γραφείο της και συνέχισε αναλύοντας τη σκέψη της στονΜάρκο.

»Η ασθένεια είναι σε αρχικό στάδιο και µέχρι τώρα δε φαίνεται να έχει επιθετικόχαρακτήρα. Αυτό µπορείς να το καταλάβεις κι εσύ βλέποντάς τη... Όµως είναι αρνητική σε

Page 79: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

οποιαδήποτε αγωγή. Δε θέλει, λέει, να πληγώσει τη Νίνα και τον Λευτέρη. Δε θέλει να τουςβάλει στη διαδικασία να τη δουν να ταλαιπωρείται, µάταια όπως πιστεύει, µε θεραπείες, ούτενα δουν να χάνεται µπρος στα µάτια τους και το άλλο τους παιδί...

Τα τελευταία λόγια της πνίγηκαν σ’ ένα βουβό λυγµό. Ο Μάρκος σηκώθηκε µε ορµή απότην καρέκλα κι άρχισε να βηµατίζει νευρικά.

– Τι παλαβοµάρες είναι αυτές; Κι εσύ; Τι έκανες; Την άφησες να φύγει στην Τήνο; φώναξεέξαλλος.

– Πίστεψέ µε, δεν µπορούσα να κάνω κάτι άλλο... Όλοι οι ασθενείς περνούν το στάδιο τηςάρνησης και το στάδιο του θυµού. Νόµιζα ότι µετά το αρχικό σοκ θα συνερχόταν και θα τοσυζητούσε πιο ήρεµα.

– Σώθηκες! κάγχασε ο Μάρκος. Για την Αριέττα µιλάµε! Δεν την ξέρεις τι πεισµατάρα είναι;Λοιπόν, τέρµα! Τώρα αναλαµβάνω δράση εγώ!

Η Ειρήνη σηκώθηκε και τον πλησίασε βιαστικά. Αυτό ακριβώς ήθελε ν’ αποφύγει. Γι’ αυτόδεν του είχε πει τίποτα τόσο καιρό.

– Μάρκο, όχι! Δεν πρέπει... Θα γίνουν χειρότερα τα πράγµατα. Θα χάσει την εµπιστοσύνητης σε µένα που σ’ το είπα και τότε είναι που δε θα θέλει να ακούσει κουβέντα για θεραπείεςκαι φάρµακα.

Την κοίταξε βαθιά στα µάτια. Δυστυχώς έπρεπε να παραδεχτεί ότι είχε δίκιο. Ένιωσεπαγιδευµένος. Και τώρα; Τι έπρεπε να κάνουν;

– Και, δηλαδή, τι προτείνεις; ρώτησε παραδοµένος.– Η λύση είναι µία: Αφού αρνείται να κάνει τις χηµειοθεραπείες, θα προχωρήσουµε άµεσα

στο επόµενο στάδιο.– Που είναι...– Η µεταµόσχευση. Έχω βάλει ήδη το όνοµά της στη λίστα αναµονής για τον κατάλληλο

δότη. Κι αν όλα πάνε καλά, αν δηλαδή βρεθεί δότης, τότε δε θα µπορέσει να αρνηθεί, τουεξήγησε µε µια δόση αισιοδοξίας.

– Είσαι σίγουρη γι’ αυτό;Εκείνη ανασήκωσε τους ώµους.– Όχι. Όπως είπες κι εσύ, για την Αριέττα µιλάµε... Ελπίζω όµως στη λογική, στο Θεό και

στην αγάπη.– «Στην αγάπη»; Τι εννοείς;– Το «µυστικό» που µου ψιθύριζε χτες το βράδυ στο σπίτι σου η Αριέττα ήταν πως είναι

ερωτευµένη µε ένα συνάδελφό της. Αυτό ίσως να την ταρακουνήσει. Ίσως να την πείσει ότιαξίζει να παλέψει για τη ζωή της! του εξήγησε και περίµενε να δει αν θα µοιραζόταν και κείνοςτην αισιοδοξία της.

Ο Μάρκος δεν απάντησε αµέσως. Μέσα στο κεφάλι του βούιζαν όλες οι σκέψεις, όλα όσαείχε µάθει, όλα όσα του είχαν κρύψει. Και φοβόταν... Φοβόταν για την Αριέττα και την ίδιαστιγµή ένιωθε το θυµό να φουντώνει µέσα του. Πώς µπόρεσε να του κρύψει κάτι τόσο σοβαρό;Πώς µπόρεσε να καταθέσει τόσο εύκολα τα όπλα; Τον είχε απογοητεύσει. Όµως... ίσως να είχεδίκιο η Ειρήνη. Ίσως η αγάπη της για αυτό τον άντρα να ήταν το κλειδί... Ίσως...

Η Ειρήνη, που κατάλαβε τη θύελλα που µαινόταν µέσα του, τον πλησίασε από πίσω και τονέσφιξε δυνατά, θέλοντας έτσι να τον ηρεµήσει, να τον καθησυχάσει, να τον πείσει ότι δεν είχεχαθεί κάθε ελπίδα...

Ο Μάρκος γύρισε και της έριξε µια τελευταία µατιά.Ύστερα µε αργά, βαριά βήµατα βγήκε απ’ το γραφείο. Κάθισε σε µια πλαστική καρέκλα

Page 80: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

και έµεινε εκεί για πολλή ώρα, µε το πρόσωπο µέσα στα χέρια του και τους λυγµούς νατραντάζουν τους ώµους του.

Οι µέρες των διακοπών κύλησαν γρήγορα για την Αριέττα. Της έλειπε βέβαια ο Παύλος, όµωςήθελε να εξαντλήσει τα περιθώρια που είχε και να περάσει όσο το δυνατό περισσότερο καιρόγινόταν µε τους γονείς και τους φίλους της. Ποιος ξέρει πότε θα τους ξανάβλεπε... Κι αν...

Η Ειρήνη και ο Μάρκος, απ’ την άλλη, µοιράζονταν πια ένα κοινό µυστικό και τηνπαρατηρούσαν όσο πιο διακριτικά µπορούσαν. Συχνά έβλεπαν το πρόσωπό της να παίρνει µιαανεξιχνίαστη έκφραση µελαγχολίας. Και οι δύο τώρα ήξεραν ότι η αιτία αυτής της θλίψης δενήταν µόνο η αγωνία για την ασθένεια και την εξέλιξή της, αλλά και ο Παύλος. Ήταν φανερόότι βασανιζόταν µέσα της και πάλευε µε τη συνείδησή της που την πρόσταζε να µην του δώσειψεύτικες ελπίδες αλλά και µε την ίδια της την καρδιά που κάθε µέρα που περνούσε χτυπούσεόλο και πιο γρήγορα, όλο και πιο δυνατά, για το νεαρό δάσκαλο της µουσικής.

Έτσι, µπερδεµένη και διχασµένη, έφυγε η Αριέττα απ’ την Αθήνα στις αρχές Ιανουαρίου,αφήνοντας πίσω τους γονείς της ανυποψίαστους και την Ειρήνη µε τον Μάρκο πιοπροβληµατισµένους και αγχωµένους από ποτέ.

Ο Παύλος είχε επιµείνει να την περιµένει στο λιµάνι για να την παραλάβει. Μάταια ηΑριέττα προσπάθησε να τον πείσει να µην κατέβει στη Χώρα µόνο γι’ αυτό το λόγο. Δεν άκουγεκουβέντα!

Καθώς το πλοίο πλησίαζε πια στο λιµάνι της Τήνου, το άγχος της για τη συνάντησή τους όλοκαι µεγάλωνε. Της είχε λείψει πολύ... Όλες αυτές τις µέρες που έλειπε τον έφερνε συχνά στοµυαλό της. Έπιανε τον εαυτό της να σκέφτεται το πρόσωπό του, τα µάτια του, τα χείλη του, ταλόγια και τις κινήσεις του, την αγκαλιά του, και κάθε φορά συνειδητοποιούσε πόσο πολύ τοναγαπούσε. Πόσο πολύ θα ’θελε να χωθεί στην αγκαλιά του και να του πει όσα ένιωθε, όσα τηβασάνιζαν...

Όµως την είχε πάρει την απόφασή της! Δεν της ήταν καθόλου εύκολο, ήταν όµως σίγουρηότι είχε αποφασίσει σωστά. Τον Παύλο δε θα τον έσερνε µαζί της στον οδυνηρό δρόµο τουσύντοµου µέλλοντός της. Δεν έπρεπε... Δεν είχε το δικαίωµα να το κάνει... Αυτό το µονοπάτιέπρεπε να το περπατήσει µόνη της. Ως το τέλος...

– Καλώς ήρθες... Ο Παύλος την υποδέχτηκε και της έδωσε ένα φιλί στο µάγουλο. Η αµηχανίατου ήταν φανερή.

Η Αριέττα τον παρατήρησε για λίγο. Τώρα πια, ερµηνεύοντας όλα του τα λόγια και όλες τουτις κινήσεις, ήταν σίγουρη ότι κι εκείνος την αγαπούσε. Το έβλεπε στα µάτια του που τηνκοίταζαν και της φώναζαν πόσο πολύ του είχε λείψει όλες αυτές τις µέρες. Το έβλεπε στα χέριατου που δένονταν µεταξύ τους νευρικά για να µην την αγκαλιάσουν. Η εικόνα του ερωτευµένουΠαύλου έκανε ακόµα πιο δύσκολη την απόφασή της. Όµως δε γινόταν αλλιώς... Κάποτε θα τηνκαταλάβαινε και θα τη δικαιολογούσε.

– Καλώς σε βρήκα, Παύλο! Όλα καλά εδώ; προσπάθησε να ακουστεί ανέµελη.– Αν εξαιρέσεις το πόσο µου έλειψες... µας έλειψες εννοώ... διόρθωσε εκείνος ταραγµένος

και χαµογέλασε σφιγµένα.Η Αριέττα το ένιωθε. Η κουβέντα γινόταν επικίνδυνη. Έπρεπε να βάλει ένα τέλος.– Πηγαίνουµε; προχώρησε.Πήρε τη βαλίτσα από το χέρι της και την ακολούθησε. Σ’ όλη τη διαδροµή µέχρι την

Page 81: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Καρδιανή περιορίστηκαν να πουν τα νέα τους από τις µέρες των διακοπών. Μικρές, ανώδυνεςκουβέντες. Πίσω από τυπικά και αµήχανα βλέµµατα έκρυψαν και οι δυο καλά όλα όσα ήθελαννα πουν στην πραγµατικότητα. Ο καθένας για τους λόγους του...

Λίγο αργότερα, κατεβαίνοντας απ’ το αυτοκίνητο του, ακριβώς έξω από το σπίτι της, ηΑριέττα έσκυψε να τον χαιρετήσει.

– Παύλο, σ’ ευχαριστώ πολύ.– Μην το συζητάς! Αύριο το απογευµατάκι είπαµε µε την Αλίκη να πάµε µια βόλτα στον

Πύργο. Θα αγοράσει ένα µαρµάρινο τραπεζάκι για τη βεράντα της και θέλει τη γνώµη µας.Κανονίσαµε να συναντηθούµε στο σπίτι σου για να φύγουµε όλοι µαζί, της είπε για να προλάβειµια πιθανή άρνησή της.

Η Αριέττα χαµογέλασε. Γιατί όχι; σκέφτηκε. Της είχε λείψει τόσο µια βόλτα στα όµορφαχωριά του νησιού!

– Εντάξει, θα σας περιµένω, απάντησε χαµογελαστή και, ανυποψίαστη, έσπρωξε την πόρτα.Ο Παύλος την παρακολούθησε για λίγο να µπαίνει στο σπίτι και χαµογέλασε. Είχε δίκιο η

Αλίκη που του είχε πει ότι δε θα ήταν δύσκολο. Γιατί η αλήθεια ήταν πως δε θα πήγαιναν στονΠύργο την επόµενη µέρα. Όλο αυτό ήταν απλώς µια πρόφαση για να µείνει µόνος για λίγο µετην Αριέττα. Την κουβέντα αυτή ήθελε να την κάνει στο σπίτι της και όχι κάπου έξω, όπου θαένιωθαν εκτεθειµένοι σε περίεργα βλέµµατα.

Σύµφωνα µε το σχέδιό τους, όταν ο Παύλος θα έφτανε στο σπίτι της Αριέττας, η Αλίκη θατους ειδοποιούσε ότι κάτι της είχε τύχει και δεν µπορούσε να τους συναντήσει. Η εκδροµή θααναβαλλόταν κι έτσι ο Παύλος θα είχε την ευκαιρία να µείνει µόνος µαζί της και να τηςµιλήσει. Αν όλα πήγαιναν όπως τα είχε σχεδιάσει, κι αν βέβαια έβρισκε το κουράγιο, αύριο τοαπόγευµα θα της έλεγε, επιτέλους, πόσο ερωτευµένος είναι µαζί της. Και µετά θα περίµενε τηναντίδρασή της...

Τελικά δε χρειάστηκε και πολλή προσπάθεια. Ακόµα κι ο Θεός ήταν µε το µέρος του. Ότανχτύπησε την πόρτα της Αριέττας, αργά το επόµενο απόγευµα, είχε ήδη ξεκινήσει µιακαταρρακτώδης βροχή που δε φαινόταν ότι θα κόπαζε σύντοµα.

Η Αριέττα παραµέρισε και ο Παύλος µπήκε στο εσωτερικό του σπιτιού στάζοντας. Ηκοπέλα έτρεξε να του φέρει πετσέτες για να σκουπιστεί.

– Μούσκεµα έγινες... Θα κρυώσεις! του είπε ενώ τον βοηθούσε να σκουπιστεί.Ταραγµένος από το άγγιγµά της, θέλησε να την καθησυχάσει.– Δεν πειράζει... Να, θα κάτσω κοντά στο τζάκι και θα στεγνώσω.Τον παρακολουθούσε να πλησιάζει τη φωτιά και δεν µπορούσε να πάρει τα µάτια της από

πάνω του. Χοντρές σταγόνες βροχής έτρεχαν απ’ τα µαλλιά του και οι φλόγες φώτιζαν απαλάτο πρόσωπό του. Τι όµορφος που ήταν!

Ο ήχος του τηλεφώνου διέκοψε απότοµα την ονειροπόλησή της. Η καταιγίδα είχε κάνει τορόλο της Αλίκης ακόµα πιο εύκολο. Με τέτοιο καιρό καλύτερα να αναβάλουν την εκδροµή. Θατο κανόνιζαν για κάποια άλλη µέρα.

Η Αριέττα επέστρεψε στο σαλόνι. Ο Παύλος την κοίταξε χαµογελώντας. Μπορούσε βέβαιανα µαντέψει τι θα του έλεγε, όµως έµεινε σιωπηλός.

– Η Αλίκη ήταν... Λέει να τ’ αφήσουµε για σήµερα. Μ’ αυτή τη βροχή... είπε µε νόηµα,αφήνοντας τη φράση της µετέωρη. Μα τι είχε πάθει ξαφνικά; Πού πήγε όλος ο δυναµισµός καιη αποφασιστικότητά της; Έφταιγε που για πρώτη φορά βρισκόταν µόνη µε τον Παύλο στο

Page 82: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

σπίτι της. Χωρίς την ανέµελη παρουσία της Αλίκης ανάµεσά τους, η ατµόσφαιρα ήταν πιοβαριά, η σιωπή πιο οµιλητική...

– Θες καφέ; του πρότεινε κάπως αδέξια.– Κάνε µου έναν, αν δεν είναι κόπος.Η ώρα ήταν περασµένη για καφέ, όµως και οι δυο τους είχαν ανάγκη να µείνουν για λίγα

λεπτά µόνοι. Η Αριέττα για να καταλαγιάσει τους χτύπους της καρδιάς της και ο Παύλος για ναβάλει σε µια τάξη τις σκέψεις του και να αποφασίσει πώς θα ξεκινούσε την κουβέντα του.

Μόνος του στο σαλόνι, σηκώθηκε και άρχισε να παρατηρεί το χώρο γύρω του. Η λιτή,προσεγµένη διακόσµηση επιβεβαίωνε τον απλό χαρακτήρα της Αριέττας. Το µπλε χρώµακυριαρχούσε παντού: στις κουρτίνες, στο χαλί, στα µαξιλάρια του καναπέ, στουςφρεσκοβαµµένους τοίχους του µικρού χαριτωµένου σαλονιού. Είχε φροντίσει να συνδυάσειάριστα τις ψυχρές αποχρώσεις του µπλε µε κίτρινα βάζα και µερικά διακοσµητικά που δεφόρτωναν το χώρο, αλλά, αντίθετα, έδιναν έναν τόνο ζωντάνιας και χαράς.

Ο Παύλος κατευθύνθηκε τώρα προς τον µπουφέ, όπου η Αριέττα είχε τοποθετήσει µερικάµπιµπελό και αρκετές κορνίζες. Περισσότερο από ενδιαφέρον και λιγότερο από περιέργεια,άρχισε να περιεργάζεται τις φωτογραφίες στις οποίες γρήγορα κατάφερε να την εντοπίσει σεδιάφορες φάσεις της ζωής της.

Σε µια από αυτές, ασπρόµαυρη, µια όµορφη γυναίκα κρατούσε στην αγκαλιά της έναχαριτωµένο, στρουµπουλό µωρό και το φιλούσε τρυφερά. Μόνο και µόνο από την οµοιότητατης γυναίκας µε την Αριέττα, ο Παύλος κατάλαβε ότι στη φωτογραφία έβλεπε τη µάνα και τηνκόρη πριν από πολλά χρόνια βέβαια.

Η επόµενη πρέπει να είχε τραβηχτεί λίγα χρόνια αργότερα. Η πεντάχρονη περίπου Αριέττακοιτούσε χαµογελαστή το φακό και έδειχνε τα χεράκια της που ήταν βουτηγµένα στις µπογιές.Τα µατάκια της έλαµπαν από ενθουσιασµό.

Σε µια άλλη, η Αριέττα δεν ήταν µόνη. Αυτή κι ένα αγοράκι, λίγα χρόνια µεγαλύτερό της,χαµογελούσαν κρατώντας δυο πολύχρωµες οµπρέλες.

Τελευταία στη σειρά, αλλά στο πιο εµφανές σηµείο πάνω στον µπουφέ, ήταν τοποθετηµένηµια ασηµένια, καλογυαλισµένη κορνίζα. Ένας νεαρός, γύρω στα τριάντα, χαµογελούσεανέµελα. Το έντονο βλέµµα του είχε κάτι το γοητευτικό, ενώ στηριζόταν µε τον αγκώνα του σεµια µηχανή µεγάλου κυβισµού, για την οποία φαινόταν να καµαρώνει.

Εκείνη ακριβώς τη στιγµή ο Παύλος έκανε µια διαπίστωση που τον πάγωσε. Κι αν αυτός ονεαρός ήταν ο φίλος της Αριέττας; Τι πιο λογικό... Κάποιος άντρας που την αγαπούσε και πουτην περίµενε υποµονετικά στην Αθήνα, κάποιος που η Αριέττα είχε αποφασίσει ότι ήταν οάντρας της ζωής της, ο έρωτάς της. Κάποιος µε τον οποίο, προφανώς, είχε περάσει όλες αυτέςτις µέρες που έλειπε από την Τήνο. Τους φαντάστηκε να αγκαλιάζονται και να φιλιούνται, ναγελούν, να πηγαίνουν σινεµά, να κοιτάζονται στα µάτια, να κάνουν έρωτα...

– Ηλίθιε... µονολόγησε τινάζοντας το κεφάλι για να διώξει τη βασανιστική σκέψη. Κι εσύέκανες πρόβες και σχέδια...

Η µατιά του είχε µείνει εκεί, καρφωµένη στον άγνωστο αντίζηλο µε το σαγηνευτικόχαµόγελο. Τόση ήταν η ζήλια του που τον τύφλωσε και δεν µπόρεσε καν να διακρίνει τηνοµοιότητα του νεαρού µε την Αριέττα...

– Ο Ορέστης... είπε αυτή. Αθόρυβα τον είχε πλησιάσει και είχε σταθεί πίσω του κρατώνταςδυο φλιτζάνια καφέ. Ο αδερφός µου... εξήγησε µετά από σύντοµη παύση και έδωσε στοσαστισµένο Παύλο το φλιτζάνι του.

Εκείνος τρεµόπαιξε λίγο τα βλέφαρά του µέχρι να επεξεργαστεί την πληροφορία.

Page 83: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Ααα... κατάλαβα. Ναι, τώρα που παρατηρώ καλύτερα, µοιάζετε, είπε δήθεν αδιάφορα.– Μοιάζαµε... τον διόρθωσε και κοίταξε µε τη σειρά της τη φωτογραφία που κουβαλούσε

πάντα µαζί της.– Τι εννοείς; τη ρώτησε. Ο τόνος της φωνής της φανέρωνε κάτι βαθύτερο, σηµαντικό, κάτι

που του διέφευγε.Χωρίς να πάρει τα µάτια της από τη φωτογραφία, η Αριέττα µίλησε για πρώτη φορά

ανοιχτά στον Παύλο για τον αδικοχαµένο αδερφό της.– Δε ζει πια... Σκοτώθηκε σε τροχαίο στα τριάντα του. Η µηχανή του σφηνώθηκε κάτω από

µια νταλίκα που πέρασε µε κόκκινο. Ήταν ακαριαίο.Μέσα σε µία µόνο φράση είχε καταφέρει να περιγράψει το γεγονός που είχε διαλύσει

ψυχολογικά την οικογένειά της. Μέσα απ’ τη φωτογραφία, ο Ορέστης την κοίταζε σαν να ήθελενα της δώσει κουράγιο και δύναµη. Λες και ήθελε να την πείσει ότι περνούσε καλά εκεί πουβρισκόταν.

Ο Παύλος βυθίστηκε στα βουρκωµένα µάτια της και παρέµεινε σιωπηλός. Τώρα µπορούσενα εξηγήσει το συχνά θλιµµένο βλέµµα της, τις απότοµες εναλλαγές της διάθεσής της, τοµελαγχολικό της χαµόγελο... Μα γιατί δεν του είχε πει τίποτα µέχρι τώρα; Θα την καταλάβαινε,θα είχε προσπαθήσει να την παρηγορήσει. Πόσο ήθελε εκείνη τη στιγµή να την πάρει στηναγκαλιά του και να της πει ότι, αν τον άφηνε, θα ήταν πάντα δίπλα της. Μόνο αυτό ήθελε! Δε θαάφηνε να της συµβεί ποτέ τίποτα κακό...

Αγνοώντας τις σκέψεις του, η κοπέλα αποµακρύνθηκε και κάθισε αµίλητη στον καναπέ.Εκείνος πλησίασε αργά, χωρίς να πάρει τα µάτια του από πάνω της, και κάθισε δίπλα της.Άγγιξε διστακτικά το χέρι της και έψαξε να βρει τα κατάλληλα λόγια. Σίγουρα όχι αυτά πουήθελε πραγµατικά να της πει.

– Λυπάµαι πολύ... Δεν ήξερα...– Πάνε χρόνια... Όµως είναι σαν χτες. Ο πόνος είναι ακόµα το ίδιο δυνατός. Απλώς, όσο

περνάει ο καιρός, γίνεται βουβός.Κοίταξαν και οι δυο τη φωτογραφία απέναντί τους. Τότε µόνο ο Παύλος παρατήρησε ότι

ακριβώς µπροστά από την κορνίζα η Αριέττα είχε τοποθετήσει ένα βαζάκι γεµάτο µεαµάραντα, κι έπειτα, µε µια γρήγορη µατιά, διέτρεξε το χώρο γύρω του και διαπίστωσε ότιπαντού υπήρχαν µικρά και µεγαλύτερα βάζα ή ποτήρια γεµάτα µε το φυτό που φύτρωνεπαντού, σ’ όλο το νησί.

– Έχεις αδυναµία στα αµάραντα; ρώτησε µόνο και µόνο για να πει κάτι.– Απλώς µου αρέσει που υπάρχει κάτι το οποίο ζει για πάντα. Το βρίσκω... πώς να σ’ το πω...

παρήγορο, του εξήγησε και τράβηξε µε τρόπο το χέρι της. Η επαφή µαζί του την τάραζε, τηζάλιζε, δεν την άφηνε να σκεφτεί καθαρά.

– Δηλαδή θα ήθελες να ζήσεις για πάντα; την ξάφνιασε µε την ερώτησή του.– Δεν ξέρω... Ίσως... Εσύ;– Σίγουρα όχι! απάντησε χωρίς να διστάσει στιγµή. Έχεις σκεφτεί πώς θα ήταν να ζεις

αιώνια; Αληθινό µαρτύριο! Αν ξέραµε ότι θα ζήσουµε για πάντα, δε θα κάναµε τίποτααπολύτως για να ζήσουµε µια ευτυχισµένη ζωή.

– Γιατί το λες αυτό;– Πώς να σ’ το εξηγήσω... Θα ήταν όλα δεδοµένα, επίπεδα. Ο θάνατος είναι το µόνο κοινό

που έχουµε όλοι οι άνθρωποι. Όλοι προς τα εκεί οδεύουµε. Αυτό που διαφέρει είναι ο τρόποςπου αντιλαµβανόµαστε και αντιµετωπίζουµε τη διαδροµή. Αν κοιτάς µόνο µπροστά σου, προςτον τελικό προορισµό, τότε χάνεις όλα όσα περνάνε δίπλα σου. Δεν είναι κουτό;

Page 84: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Αριέττα σκέφτηκε για λίγο τα λόγια του. Ίσως να είχε και δίκιο... Όµως πόσο πιο εύκολοείναι να µιλάει έτσι κάποιος που δεν έχει ζήσει το θάνατο κάποιου τόσο κοντινού τουανθρώπου; Στη θεωρία όλα είναι εύκολα. Στην πράξη, όµως, τι γίνεται;

Λες και µάντεψε τις σκέψεις της, ο Παύλος συνέχισε το συλλογισµό του.– Ο θάνατος του αδερφού σου είναι πρόσφατος ακόµα και είµαι σίγουρος ότι όσα σου είπα

σου ακούγονται παράλογα ή δασκαλίστικα. Με συγχωρείς... Το τελευταίο που θέλω είναι νασου κάνω µάθηµα, όµως...

– Μη ζητάς συγνώµη, Παύλο. Δεν είπες κάτι που µε πείραξε. Το αντίθετο... Είναι η πρώτηφορά που µιλάω για τον Ορέστη και µου είναι δύσκολο. Καταλαβαίνεις, έτσι; Θέλω να πω, ότανσου συµβαίνει κάτι τέτοιο, τα βλέπεις διαφορετικά τα πράγµατα, λιγότερο αισιόδοξα,περισσότερο ρεαλιστικά ίσως.

Χαµογέλασε αµυδρά και µε όσα αποθέµατα θάρρους του είχαν µείνει την έπιασε τρυφεράαπ’ τους ώµους και την ανάγκασε να τον κοιτάξει. Πόσο όµορφα ήταν τα µάτια της! Πρώτηφορά τα έβλεπε από τόσο κοντά.

– Αριέττα, η ζωή είναι µπροστά σου! Είσαι νέα, γερή και δυνατή. Αυτό που συνέβη στηνοικογένειά σου είναι τραγικό, όµως πρέπει να βρεις τη δύναµη να συνεχίσεις τη ζωή σου. Μηνπαραδίνεσαι στη θλίψη. Ερωτεύσου, αγάπησε, γέλα, ζήσε! Αυτό θα ’θελε και ο αδερφός σου!

Τα είπε χωρίς να πάρει ανάσα, γιατί φοβήθηκε µήπως λιγοψυχήσει ή µήπως τον διακόψει ηΑριέττα εκνευρισµένη. Δε θα είχε και άδικο... Ποιος ήταν αυτός που ανακατευόταν σταπροσωπικά της, που της έδινε συµβουλές; Εξάλλου, δεν του είχε ζητήσει κάτι τέτοιο.

Περιµένοντας την αντίδρασή της, κατέβασε το κεφάλι και µαζεύτηκε στη θέση του. Η φωνήτης ίσα που ακούστηκε.

– Έχεις δίκιο. Μη νοµίζεις όµως ότι δεν προσπάθησα... Μετά το θάνατο του Ορέστη είχαµια σχέση. Ο Κώστας ήταν ό,τι καλύτερο µου είχε συµβεί. Πίστευα ότι µπορούσα να ζήσωκοντά του µια ζωή. Όµως... έκανα λάθος. Δεν έχει σηµασία ποιος από τους δυο έφταιξε, ίσωςκαι οι δύο, ίσως κανένας... Σηµασία έχει πως αυτή η σχέση τελείωσε πρόσφατα, κι όπωςκαταλαβαίνεις, ο χωρισµός ήταν επώδυνος. Δυστυχώς, έχω γίνει πολύ ευαίσθητη µετά από τοθάνατο του Ορέστη, δικαιολογήθηκε και διακριτικά προσπάθησε να µεγαλώσει την απόστασηανάµεσά τους.

Δεν ήταν δίκαιη... Δεν είχε φανερώσει όλη την αλήθεια. Του είχε πει τα πάντα για τονΟρέστη, για το δυστύχηµα, ακόµα και για τον Κώστα. Αυτά λίγο πολύ εξηγούσαν τη θλίψη καιτη µελαγχολία που ο Παύλος και η Αλίκη σίγουρα είχαν παρατηρήσει στο βλέµµα της. Όµωςδεν του είχε πει τίποτα για την ίδια, για τη λευχαιµία, για την απόφασή της να µην κάνει σχέδιαγια το σκοτεινό και αβέβαιο µέλλον της... Κι όµως, αυτό τον αφορούσε περισσότερο απ’ όλαόσα βρήκε το κουράγιο να του πει. Γιατί µόνο µαζί του µπορούσε να φανταστεί το µέλλον της.Αν ήταν αλλιώς τα πράγµατα...

Η αναφορά της Αριέττας στην προηγούµενη σχέση της έκανε τον Παύλο να παγώσει. Ώστευπήρχε κάτι... Μπορεί να είχε τελειώσει, όπως του είπε, όµως ποιος µπορούσε να τον πείσειπως η ευαίσθητη ψυχολογία της δεν οφειλόταν και σ’ αυτό το χωρισµό; Δε θα τη ρωτούσε ποτέευθέως, όµως κάτι µέσα του του έλεγε πως ήταν ακόµα ερωτευµένη µ’ αυτό τον Κώστα.Διαφορετικά, δε θα είχε αναφερθεί σε αυτή την άτυχη σχέση. Θα την είχε ξεχάσει, θα την είχεαφήσει πίσω της. Ίσως, µάλιστα, να έκανε µια νέα προσπάθεια, µε κάποιον άλλο.

Τον Ορέστη τον είχε δει, τον είχε «γνωρίσει», είχε µάθει όλα όσα είχαν συµβεί. Όµως αυτότον Κώστα... Κατάλαβε ότι δεν µπορούσε να τα βάλει µ’ έναν αόρατο αντίζηλο που στοίχειωνεακόµα την καρδιά της.

Page 85: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Απογοητευµένος και ηττηµένος από την οδυνηρή διαπίστωση, κατάπιε όλα όσα δενκατάφερε ποτέ να ξεστοµίσει και σηκώθηκε. Ίσιωσε λίγο το πουκάµισό του και ξερόβηξε δυοτρεις φορές πριν καταφέρει να µιλήσει.

– Ο χρόνος θεραπεύει τα πάντα. Μην το ξεχνάς αυτό! είπε µόνο και κίνησε προς την πόρτα.Κοντοστάθηκε και γύρισε να την κοιτάξει. Τα µάτια του έλαµπαν. Η Αριέττα κρατούσε την

ανάσα της. Εκείνη τη στιγµή δεν ακουγόταν τίποτα. Η βροχή έξω είχε σταµατήσει. Απόλυτησιωπή. Μόνο τα βλέµµατά τους µιλούσαν, κι έλεγαν πολλά.

– Και κάτι ακόµα... της είπε µε σταθερή φωνή. Τα µάτια σου είναι πανέµορφα ότανχαµογελάς. Να χαµογελάς συχνά. Η ζωή είναι πολύ µικρή.

– Ναι... αυτό το ξέρω, κατάφερε να ψελλίσει µετά από λίγο η Αριέττα.Τον είδε να βγαίνει και να κλείνει την πόρτα πίσω του και χρειάστηκε να καταβάλει όλη της

τη δύναµη για να µην τρέξει πίσω του. Έµεινε εκεί, στην ίδια θέση, µέχρι που ο ήλιος έπεσεεντελώς και το σκοτάδι τύλιξε το σπίτι και την ψυχή της.

Δε γύρισε αµέσως στο σπίτι του. Δεν µπορούσε. Ήθελε να πάρει λίγο αέρα, να σκεφτεί, νασυνειδητοποιήσει όλα όσα είχε µάθει, να πείσει τον εαυτό του ότι δεν είχε χαθεί κάθε ελπίδα.Δεν τα κατάφερε... Ένιωθε πως βρισκόταν µπροστά σε τοίχο.

Έφερε στο νου του το πρόσωπό της, τα υγρά µάτια της, το θλιµµένο της χαµόγελο, ταόµορφα χείλη της, που τώρα πια ήταν βέβαιος ότι δε θα τα φιλούσε ποτέ. Δεν του το είχε πει µελόγια, όµως µε το βλέµµα της του είχε δώσει να καταλάβει πως δεν υπήρχε χώρος στη ζωή τηςγια κείνον.

Ο ήχος του κινητού διέκοψε την οδυνηρή διαπίστωση: η Αλίκη. Την είχε ξεχάσει. Είχανσυνεννοηθεί να την πάρει αµέσως µόλις έφευγε από το σπίτι της Αριέττας. Ανυποµονούσε καικείνη να µάθει τα νέα.

– Της το είπες; τον ρώτησε µε αγωνία.– Όχι... Δεν µπόρεσα... Βάλε καφέ. Έρχοµαι από κει.– Είναι ήδη έτοιµος, σε περιµένω.

– Ηρέµησε και εξήγησέ µου τι έγινε. Η Αλίκη ακούµπησε µπροστά στον Παύλο ένα δίσκο µεκαφέ και λίγα βουτήµατα.

Από την ώρα που είχε φτάσει στο σπίτι της δεν είχε βγάλει άχνα. Βηµάτιζε νευρικά σ’ όλο τοσαλόνι και κάποια στιγµή πήγε και κάθισε αποκαµωµένος στον καναπέ.

Ήπιε µια γουλιά από τον καφέ του. Ένιωσε το στόµα του πικρό. Τι να της έλεγε; Μήπωςείχε προλάβει κι αυτός να συνειδητοποιήσει τι είχε γίνει;

Εκείνη δεν τον πίεσε. Περίµενε υποµονετικά µέχρι να νιώσει έτοιµος να της εξηγήσει. Απότο βλέµµα του όµως µπορούσε να καταλάβει πως δεν είχαν πάει καλά τα πράγµατα.

– Για πες µου, τώρα. Γιατί δεν της µίλησες;– Τι να της πω, βρε Αλίκη... Δεν έχει νόηµα. Εγώ πήγα αποφασισµένος να της πω ότι είµαι

ερωτευµένος µαζί της, κι αυτή µόνο αγάπες και έρωτες δεν έχει στο µυαλό της. Τουλάχιστον,όχι όσον αφορά εµένα... συµπλήρωσε ειρωνικά.

– Κάθε γυναίκα έχει στο µυαλό της τον έρωτα, τον διαβεβαίωσε η Αλίκη. Κι εξάλλου, τι θαπει «όχι όσον αφορά εµένα»; Τι έχεις εσύ; Μια χαρά παιδί είσαι!

– Δεν είναι τόσο απλά τα πράγµατα, την έκοψε απότοµα. Είχε κάποια σχέση, χώρισεπρόσφατα δηλαδή, αλλά όσο κι αν προσπάθησε να µε πείσει για το αντίθετο, εγώ είµαι

Page 86: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

σίγουρος ότι δεν τον έχει ξεπεράσει ακόµα.– Ο έρωτας µε έρωτα περνάει! προσπάθησε να αλαφρύνει λίγο την ατµόσφαιρα η Αλίκη.

Αυτό ήταν όλο; Τι κι αν υπήρχε κάτι στη ζωή της πριν; Στο χέρι του ήταν να τη διεκδικήσει καινα κερδίσει την καρδιά της. Για να χώρισε, σηµαίνει ότι ήταν κάτι που δεν άξιζε!

– Ο έρωτας µπορεί να περνάει µε έρωτα, όπως λες, ο θάνατος όµως µε τι περνάει; ρώτησεαυτός αινιγµατικά.

– Κουνήσου απ’ τη θέση σου, χριστιανέ µου! Ποιος πέθανε;– Ο αδερφός της...– Ο ποιος; αναφώνησε σαστισµένη η Αλίκη.Με λίγα λόγια, ο Παύλος της εξήγησε όλα όσα είχε µάθει νωρίτερα από την Αριέττα για τον

αδερφό της. Για το δυστύχηµα, για το πόσο είχε στιγµατίσει την ίδια και την οικογένειά τηςαυτός ο τόσο ξαφνικός χαµός, για την εύθραυστη ψυχολογία της, που επιδεινώθηκεπερισσότερο µετά το χωρισµό της. Ακόµα και για τη φωτογραφία τής είπε και για τα βάζα µετα αµάραντα. Για την κουβέντα που είχαν σχετικά µε την αιώνια ζωή... για όλα!

Από τη µια ένιωθε άσχηµα που αποκάλυπτε στην Αλίκη κάτι που η Αριέττα τούς κρατούσεκρυφό τόσο καιρό, απ’ την άλλη, όµως, αν δε µιλούσε σε κάποιον θα τρελαινόταν! Εξάλλου,ήταν βέβαιος πως η Αλίκη θα φερόταν µε διακριτικότητα.

Εκείνη δεν τον διέκοψε καθόλου. Τον άφησε να ολοκληρώσει την αφήγησή του κι έπειτασηκώθηκε κι άρχισε να βηµατίζει νευρικά από τον καναπέ στο παράθυρο.

– Τώρα εξηγείται αυτή η µόνιµη θλίψη στα µάτια της, διαπίστωσε. Δεν έχει περάσει και λίγαη καηµένη! Και µόνο που το σκέφτοµαι ανατριχιάζω.

– Ναι, κι εγώ το ίδιο σκέφτηκα, αλλά δε θα βοηθούσε να της πω κάτι τέτοιο.– Και γιατί δεν της είπες ότι είσαι ερωτευµένος µαζί της; απόρησε η Αλίκη.Ο Παύλος την κοίταξε έκπληκτος. Πόσο πιο λιανά έπρεπε να της το κάνει;– Είσαι µε τα καλά σου, βρε Αλίκη; Αυτή µου έλεγε για τον αδερφό της και το χωρισµό της

απ’ αυτόν τον... τον... Κώστα, κι εγώ τι έπρεπε να κάνω; Να της πω «ξέχνα τα όλα γιατί η αγάπηµου θα σε σώσει»; την ειρωνεύτηκε.

– Αυτό ακριβώς έπρεπε να της πεις! Μ’ άλλα λόγια βέβαια... Δεν µπορώ τουςµελοδραµατισµούς! Βρε, δεν καταλαβαίνεις τίποτα από γυναικεία ψυχολογία;

– Δεν έχω εντρυφήσει! της απάντησε και ετοιµάστηκε να υποµείνει τις υποδείξεις της πουήταν σίγουρος ότι θα ακολουθούσαν.

– Δε λέω, αυτό που της συνέβη είναι τραγικό, όµως πρέπει να βρει τη δύναµη ναπροχωρήσει στη ζωή της. Ένας έρωτας, µια καινούρια σχέση θα τη βοηθήσουν να ξεπεράσειόσα τη βασανίζουν, είπε µε βεβαιότητα.

– Σαν πολύ απλά δεν τα παρουσιάζεις τα πράγµατα; Δεν ήσουν µπροστά... Αν έβλεπες τοβλέµµα της, θα καταλάβαινες πόσο πολύ την έχει πληγώσει ο θάνατος του Ορέστη.

– Ωραίο όνοµα... είπε µελαγχολικά εκείνη και προσπάθησε να σχηµατίσει στο νου της τηνεικόνα του άτυχου νεαρού.

– Κι εξάλλου, αυτό πες ότι µπορώ να το αντιµετωπίσω και να την πείσω ότι πρέπει ναπροχωρήσει στη ζωή της. Την αγάπη της όµως γι’ αυτό τον Κώστα, που δεν τον έχω δει καν,δεν µπορώ να την πολεµήσω και δεν ξέρω κι αν θέλω κιόλας... Δικαίωµά της είναι ναπροσφέρει την καρδιά της σ’ όποιον θέλει.

– Και ποιος σου είπε ότι είναι ακόµα ερωτευµένη µαζί του; τον ρώτησε νευριασµένη µε τηνηττοπάθειά του.

– Το βλέµµα της... Το είδα στο βλέµµα της, εντάξει; Δε µου είπε όλη την αλήθεια, το ξέρω.

Page 87: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Παλεύει κι αυτή να τον ξεπεράσει, αλλά δεν τα ’χει καταφέρει. Κι εγώ δεν έχω σκοπό να τηνπιέσω.

– Παύλο... έκανε µια µάταιη προσπάθεια η Αλίκη.– Δε νοµίζω πως υπάρχει κάτι άλλο να πούµε. Πολύ το αναλύσαµε το θέµα! Έπαιξα κι

έχασα, είπε σηκώνοντας τα χέρια ψηλά. Αν της µιλούσα τώρα, το µόνο που θα κατάφερνα θαήταν να εισπράξω ένα ηχηρό «όχι». Και δε θα τ’ άντεχα! Απ’ το να τη χάσω ολοκληρωτικά,προτιµώ να µείνουµε συνάδελφοι και φίλοι.

Η Αλίκη σήκωσε κι αυτή µε τη σειρά της τα χέρια ψηλά σε µια ένδειξη παράδοσης. Δενµπορούσε να πει κάτι άλλο... Ήταν φανερό ότι ο Παύλος ήταν πεπεισµένος για όσα της έλεγε.

– Δε θα επιµείνω άλλο, υποχώρησε. Αν πιστεύεις ότι αυτό είναι το καλύτερο...– Και πολύ καλά θα κάνεις! Α, και κάτι ακόµα, αν και το θεωρώ αυτονόητο, πρόσθεσε

καθώς σηκωνόταν να φύγει. Δε θα πεις ποτέ στην Αριέττα ότι την αγαπάω. Σύµφωνοι; Καιχωρίς να περιµένει απάντηση έκλεισε πίσω του την πόρτα.

– Γαµώτο... ξεφύσηξε νευριασµένη η Αλίκη και κλότσησε µε δύναµη το χαµηλό τραπεζάκιµπροστά της. Όσο αισιόδοξη κι αν ήταν, έπρεπε να παραδεχτεί ότι τα πράγµατα δενµπορούσαν να είχαν πάει περισσότερο στραβά. Και, το χειρότερο, δεν έβλεπε φως πουθενά!

Λένε ότι η δουλειά είναι ένας καλός τρόπος για να ξεπεράσει κανείς µια σχέση ή κάποιοπρόβληµα που τον απασχολεί. Αυτήν ακριβώς την τακτική αποφάσισαν να εφαρµόσουν οΠαύλος και η Αριέττα. Βέβαια, το ότι βλεπόντουσαν καθηµερινά στο σχολείο δε βοηθούσε τηνκατάσταση. Ωστόσο, ρίχτηκαν και οι δυο τους µε τα µούτρα στη δουλειά και κάθε φορά πουσυναντιόντουσαν στο προαύλιο ή στο γραφείο των δασκάλων, περιορίζονταν σε µια τυπικήσχεδόν «καληµέρα» και έπειτα αποµακρύνονταν µε φλογισµένα από την αµηχανία πρόσωπακαι µε την καρδιά τους να χτυπάει σαν τρελή.

Ένα πρωί, καθώς έβγαινε αφηρηµένη από την αίθουσά της, έπεσε πάνω του. Τα τετράδιατων µαθητών που κρατούσε στα χέρια της σκορπίστηκαν στο πάτωµα και οι δυο τους,ταραγµένοι, έσκυψαν ταυτόχρονα να τα µαζέψουν.

– Άσε µε να σε βοηθήσω, προσφέρθηκε ευγενικά ο Παύλος.– Δεν πειράζει... Με συγχωρείς, ήµουν αφηρηµένη.Καθώς σηκώνονταν, την περιεργάστηκε για όσο προλάβαινε. Ήξερε πως κι αυτή η

συνάντηση, όπως και τόσες άλλες τις τελευταίες µέρες, θα τελείωνε σύντοµα. Περιέφερεανήσυχος το βλέµµα του στο κουρασµένο της πρόσωπο. Παρά το τσουχτερό κρύο, κόµποιιδρώτα έκαναν το µέτωπό της να γυαλίζει στο φως του ισχνού χειµωνιάτικου ήλιου. Τα µάτιατης ήταν θολά και κουρασµένα. Όλα πάνω της έδειχναν ότι δεν ένιωθε καλά.

– Αριέττα, είσαι άρρωστη; τη ρώτησε µε πραγµατικό ενδιαφέρον.Αυτή έκανε ένα βήµα πίσω και άγγιξε νευρικά το µέτωπό της. Εδώ και λίγες µέρες ένιωθε

χειρότερα από ποτέ. Ο πυρετός είχε επανέλθει, η κόπωση και οι πόνοι στα κόκαλα δυσκόλευανκάθε της κίνηση, ενώ κάποια πρηξίµατα στην εσωτερική πλευρά των χεριών της, ακριβώςκάτω από τις µασχάλες, απλώς της επιβεβαίωσαν τον αρχικό της φόβο: η ασθένεια δεν την είχεξεχάσει, αντίθετα, ήταν εκεί και σιγά σιγά κατέτρωγε το ήδη ταλαιπωρηµένο σώµα της.

Έκανε µια προσπάθεια να αποφύγει την ερευνητική µατιά του Παύλου.– Καλά είµαι. Απλώς λίγο κουρασµένη... Έπεσαν όλα µαζεµένα µετά τις γιορτές...– Είσαι σίγουρη;– Ναι, µην ανησυχείς! Σε λίγο σχολάω και θα γυρίσω στο σπίτι να ξεκουραστώ.

Page 88: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Έχω µέρες να σε δω εκτός σχολείου, προσπάθησε να παρατείνει λίγο ακόµα την τυχαίασυνάντηση ο Παύλος.

– Ναι, δίκιο έχεις, ψέλλισε αυτή. Με τις δουλειές... δεν ήταν κι ο καιρός καλός... Θασυνεννοηθώ και µε την Αλίκη, µήπως κανονίσουµε τίποτα για το Σαββατοκύριακο, είπεβιαστικά. Λίγο ακόµα και θα σωριαζόταν εκεί µπροστά του. Τα πόδια της λύγιζαν από τηνεξάντληση.

Εκείνος εξέλαβε την ένταση στο πρόσωπό της σαν ενόχληση. Το τελευταίο που ήθελε ήταννα της γίνει φόρτωµα. Συµφώνησαν να τηλεφωνηθούν τις επόµενες µέρες για να κανονίσουν καιέφυγαν βιαστικά προς αντίθετες κατευθύνσεις, χωρίς να κοιτάξουν πίσω τους.

Και οι δύο ήξεραν ότι δε θα τηλεφωνιόντουσαν. Οι µέρες των ανέµελων φιλικών περιπάτωνανήκαν οριστικά στο παρελθόν.

Page 89: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

11

ΕΝΙΩΣΕ ΤΗΝ ΑΝΑΓΚΗ και το έκανε. Έτσι απλά... Αφού τέλειωσε το µάθηµά της, µπήκε στολεωφορείο και κατέβηκε στο λιµάνι. Εκείνη τη µέρα τον σκεφτόταν από το πρωί τον καπετάνΟρέστη και ήθελε να τον δει, να του µιλήσει, µα πιο πολύ να τον ακούσει.

Ένιωθε να πνίγεται µέσα της, ένιωθε την απελπισία της να φουντώνει, την υποµονή της ναεξαντλείται. Γιατί άραγε η σκέψη της πήγε σ’ αυτόν µια τόσο δύσκολή στιγµή; Δεν κάθισε να τοσκεφτεί... Της αρκούσε µόνο η βεβαιότητα πως αυτά που θα της έλεγε θα την ανακούφιζαν.

Περασµένες δύο έφτασε στο Γαλήνεµα. Οι λιγοστοί θαµώνες είχαν επιλέξει τη θαλπωρή τηςφωτιάς και είχαν καθίσει στα τραπεζάκια που βρίσκονταν κοντά στο τζάκι.

Ο καπετάν Ορέστης καθόταν µε µια απ’ τις παρέες. Μόλις την είδε, σηκώθηκε και τηνπλησίασε χαµογελαστός.

Η Αριέττα ανταπέδωσε το χαµόγελο και έτριψε νευρικά τα χέρια της µπροστά στη φωτιά.– Την προηγούµενη φορά έφυγες σαν κυνηγηµένη. Δεν ήθελα να σε τροµάξω.– Δεν µε τροµάξατε. Απλώς...– Να κεράσω ένα τσίπουρο;– Δε θα έλεγα όχι. Μ’ αυτό το κρύο...Ο καπετάν Ορέστης την οδήγησε σε ένα απόµερο τραπεζάκι, δίπλα στον πάγκο που χώριζε

την αίθουσα από την κουζίνα. Εξαφανίστηκε για λίγα µόνο λεπτά και γύρισε κρατώντας δύοποτήρια κι ένα µπουκάλι. Σέρβιρε και η σιωπή διακόπηκε µόνο όταν το διάφανο υγρό άρχισενα κυλάει στα λαρύγγια τους.

– Ήθελα να σας πω ότι, απ’ την πρώτη στιγµή που σας είδα, ένιωσα ότι µπορώ να σας έχωεµπιστοσύνη. Κι ας µη σας ήξερα. Κι ας σας έβλεπα για πρώτη φορά στη ζωή µου.

Ο καπετάν Ορέστης γέµισε ξανά τα άδεια ποτήρια πριν µιλήσει.– Εγώ, πάλι, πιστεύω πως κατά κάποιο τρόπο όλοι οι άνθρωποι γνωριζόµαστε µεταξύ µας.

Ο καθένας µας βλέπει στους άλλους κάτι από τον εαυτό του, κάτι απ’ αυτό που ήταν ή που είναιή που θα γίνει ή που θέλει να γίνει...

Η Αριέττα χαµογέλασε.– Ίσως να έχετε δίκιο... Πάντως, θέλω να σας ευχαριστήσω. Γι’ αυτό ήρθα.– Να µε ευχαριστήσεις; Γιατί;– Γιατί, χωρίς να το καταλάβετε, ίσως και χωρίς να το θέλετε, µε βοηθήσατε να νιώσω λίγο

καλύτερα. Ξέρετε, εγώ...– Δε χρειάζεται να µου πεις τίποτα, Αριέττα! Όλοι έχουµε τα προβλήµατά µας. Άλλοι πιο

εύκολα, άλλοι πιο δύσκολα. Άλλοι τα λύνουµε, άλλοι όχι. Σηµασία έχει να προσπαθούµε να τ’αντιµετωπίσουµε. Κι αν στην πορεία βρίσκουµε στήριγµα σε κάποιον, ευπρόσδεκτο είναι! Δενυπάρχει λόγος να το αναλύουµε πολύ.

Δε µίλησε. Σήκωσε το ποτήρι της και τσούγκρισε το δικό του. Ήπιε την τελευταία γουλιά. Μ’αυτό τον άνθρωπο ένιωθε περισσότερο άνετα στη σιωπή απ’ ό,τι µε τον οποιοδήποτε.

Άφησε το βλέµµα της να περιπλανηθεί στο χώρο γύρω της. Και τότε την είδε... Ακριβώςπίσω του, στον πάγκο. Μια κορνίζα παλιά, φθαρµένη. Μια φωτογραφία. Ένα πρόσωπο τόσο

Page 90: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

γνώριµο... Ο Ορέστης! Ο αδερφός της! Έβηξε δυνατά καθώς στραβοκατάπιε το καυτό υγρό.– Ποιος... ποιος είναι στη φωτογραφία;Ο καπετάνιος της απάντησε χωρίς να πάρει το βλέµµα του από πάνω της.– Εγώ. Προ αµνηµονεύτων ετών, βέβαια.Η Αριέττα σηκώθηκε αργά, πήρε στα χέρια της την κορνίζα και άφησε τα δάχτυλά της να

ταξιδέψουν στη γνώριµη φιγούρα. Ο καπετάνιος την είδε να δακρύζει, αλλά δε ρώτησε τίποτα.Μόνο χαµογέλασε. Μια παρέα κάπου στο βάθος ζήτησε λογαριασµό.

– Με συγχωρείς, επιστρέφω αµέσως, είπε και αποµακρύνθηκε.Δεν κατάλαβε πόση ώρα έµεινε εκεί η Αριέττα, µε την κορνίζα στα χέρια της, µε τα δάκρυα

να τρέχουν από τα µάτια της. Να γιατί είχε νιώσει αµέσως τόση οικειότητα για τον άγνωστοάντρα. Δεν ήταν µόνο η σύµπτωση του ονόµατος. Ήταν η οµοιότητα: τα ίδια χαρακτηριστικά,το ίδιο χαµόγελο, τα ίδια µάτια, η χροιά της φωνής... Να γιατί της είχε φανεί τόσο γνώριµη.

Δεν τρόµαξε. Δε ρώτησε τίποτα, δεν προσπάθησε καν να εξηγήσει µε τη λογική αυτό πουσυνέβαινε. Τι νόηµα θα είχε; Απλά θα κατέστρεφε αυτή τη µαγική στιγµή. Αποφάσισε ότι στηζωή δεν εξηγούνται όλα µε τη λογική. Προτίµησε να το εκλάβει σαν σηµάδι. Ένα σηµάδι πουτης έδειχνε ότι το πνεύµα του αδερφού της ήταν ζωντανό και την καθοδηγούσε... µέχρι το τέλος,όποιο κι αν ήταν αυτό! Μέχρι τη στιγµή που θα συναντιόντουσαν ξανά, σε κάποια άλληδιάσταση.

Άφησε την κορνίζα στον πάγκο και περνώντας ανάµεσα από τα τραπέζια βγήκε έξω.Περπάτησε για ώρα στο λιµάνι και στους γύρω δρόµους και µόνο όταν τα βήµατά της τηνέφεραν µπροστά στο ναό της Μεγαλόχαρης συνειδητοποίησε ότι κατά τη διάρκεια τηςκουβέντας τους ο καπετάν Ορέστης την είχε αποκαλέσει µε το όνοµά της.

Page 91: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

12

Η ΑΡΙΕΤΤΑ ΕΙΧΕ ΓΙΝΕΙ η καλύτερη πελάτισσα της Άννας. Τουλάχιστον µια φορά το µήνα τήςπαράγγελνε αρκετές γλάστρες. Άλλες τις χρησιµοποιούσε για να µεταφυτεύει τα αγαπηµένατης λουλούδια που θέριευαν σιγά σιγά κι άλλες τις ήθελε απλά και µόνο για να διακοσµήσειτην αυλή ή το σαλόνι της.

Και η ιδιότητά της ως ψυχολόγου όµως είχε βοηθήσει την Αριέττα να νιώσει αµέσως άνεταµαζί της. Δεν της είχε µιλήσει ποτέ για όσα της συνέβαιναν, όµως ήταν πραγµατικάανακουφιστικό να ξέρει ότι, αν κάποια στιγµή ένιωθε την ανάγκη, θα µπορούσε να το κάνει.

Αυτή τη φορά τής είχε ζητήσει γύρω στις εφτά γλάστρες και η Άννα, θέλοντας να τηνπεριποιηθεί, έβαλε όλη της την τέχνη, χρησιµοποιώντας έντονα, χαρούµενα χρώµατα και κάθεείδους σχέδια.

Τις φόρτωσε στο αυτοκίνητό της περήφανη και σε δυο λεπτά βρισκόταν έξω απ’ το σπίτι τηςΑριέττας. Ευκαιρία να πιούµε ένα καφεδάκι και να τα πούµε λίγο, σκέφτηκε. Χαθήκαµε.

Αράδιασε τις γλάστρες στο πεζούλι και ανέβηκε τα σκαλιά. Χρειάστηκε να χτυπήσει αρκετέςφορές την πόρτα µέχρι που κάποια στιγµή άκουσε αργά τα βήµατα της φίλης της ναπλησιάζουν.

Η πόρτα άνοιξε και η Άννα βρέθηκε να κοιτάζει µια Αριέττα αγνώριστη: αχτένιστη,εµφανώς καταβεβληµένη και χλοµή.

– Αριέττα µου, κι ό,τι ετοιµαζόµουν να φύγω. Τι έχεις, κορίτσι µου;– Τίποτα, Άννα µου, λίγο πυρετό µόνο, κι έµεινα µέσα σήµερα, είπε πειστικά η Αριέττα και

παραµέρισε για να αφήσει τη φίλη της να περάσει.– Μα εσύ είσαι χάλια! Να σου κάνω καµία σουπίτσα; Ένα τσαγάκι; προσφέρθηκε µε έγνοια.– Να ’σαι καλά, µόλις έφαγα, είπε ψέµατα. Όµως µη φεύγεις, κάτσε λίγο να σε δω. Έχουµε

καιρό να τα πούµε.Πραγµατικά της είχε λείψει η παρέα της Άννας. Εδώ και µέρες ήταν κλεισµένη στο σπίτι,

χωρίς να σηκώνει τα τηλέφωνα, και ήθελε να πει µια κουβέντα.Κάθισαν άνετα στο σαλονάκι µε δύο πορτοκαλάδες και η Άννα έριξε µια γρήγορη µατιά στο

χώρο.– Ωραίο το έκανες το σπίτι! έκανε την αρχή. Για πες µου... πώς τα πας; Στη δουλειά όλα

καλά;– Μια χαρά, Άννα µου, της απάντησε όσο πιο αδιάφορα µπορούσε. Τα παιδιά είναι χαρά

Θεού!– Ήµουν σίγουρη ότι θα προσαρµοστείς γρήγορα. Εξάλλου, κι οι συνάδελφοί σου είναι

εξαιρετικοί άνθρωποι, τους ξέρω σχεδόν όλους. Είναι πολύ σηµαντικό να µπορείς ναεπικοινωνήσεις µε τους συνεργάτες σου.

– Ναι... είπε µουδιασµένη η Αριέττα. Γιατί έκαναν αυτή την κουβέντα τώρα; Χωρίς να τοκαταλαβαίνει, η Άννα οδηγούσε τη συζήτηση σε επικίνδυνα µονοπάτια.

– Παρατήρησα πως κάνεις αρκετή παρέα µε τον Παύλο και την Αλίκη. Πολύ το χάρηκα!Είναι τόσο καλά παιδιά! συνέχισε καλόκαρδα η Άννα.

Page 92: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Δεν ήθελε να δώσει την εντύπωση πως παρακολουθεί τις κινήσεις της, όµως είχε τύχει νατους δει κάµποσες φορές να φεύγουν µαζί από το σχολείο ή να ξεκινούν µε το αυτοκίνητο γιακάποια βόλτα και πραγµατικά είχε χαρεί πολύ που η µικρή της φίλη είχε δέσει τόσο µε δυονέους της ηλικίας της.

Η Αριέττα στριφογύρισε νευρικά στην πολυθρόνα κι έµεινε αµίλητη. Ένα σφιγµένοχαµόγελο σχηµατίστηκε στα χείλη της, όµως η Άννα δε φάνηκε να το παρατηρεί.

– Με την Αλίκη και τον Παύλο κάνουµε αρκετή παρέα, όµως τώρα τελευταία, µε τιςδουλειές, χαθήκαµε λίγο, είπε τη µισή αλήθεια.

– Κρίµα... Μην αφήνετε τη δουλειά να τρώει όλο το χρόνο σας. Είστε νέοι! Αν δενδιασκεδάσετε και δε βγείτε τώρα, πότε θα το κάνετε; την ψευτοµάλωσε κι ύστερα, παίρνονταςένα παιχνιδιάρικο ύφος, είπε αυτό που εδώ και καιρό στριφογύριζε στο µυαλό της. Δε σουκρύβω ότι κάποια στιγµή µου πέρασε απ’ το µυαλό πως µπορεί να συµβαίνει και κάτι, πώς νατο πω, πιο τρυφερό µεταξύ σας... Για σένα και τον Παύλο λέω.

Η Αριέττα στραβοκατάπιε την πορτοκαλάδα της από την ταραχή. Κι αυτή που νόµιζε ότιείχε καταφέρει να κρατήσει καλά κρυµµένα τα συναισθήµατά της...

– Εγώ κι ο Παύλος; Πώς σου ήρθε αυτό;– Ε, τι πώς µου ’ρθε; Περίεργο είναι; Νέα παιδιά είστε, κάθε µέρα µαζί δουλεύετε, τι πιο

φυσιολογικό απ’ το να δηµιουργηθεί µια ιδιαίτερη συµπάθεια ανάµεσά σας;Εκείνη τη στιγµή το µυαλό της Αριέττας έπαιρνε χιλιάδες στροφές. Ώρες ήταν να φτάσουν

όλα αυτά και στ’ αφτιά του Παύλου... Ωστόσο, ήταν σίγουρη για τη διακριτικότητα της φίληςτης. Ήξερε ότι όσα µοιράζονταν σαν γυναίκες θα έµεναν µεταξύ τους. Βέβαια, αυτό δε σήµαινεότι θα της έλεγε όλη την αλήθεια. Δεν είχε νόηµα...

– Η αλήθεια είναι πως δέσαµε σαν παρέα, τόσο µε την Αλίκη όσο και µε τον Παύλο. Όµως,ως εκεί! Δεν υπάρχει κάτι πιο ιδιαίτερο. Φίλοι είµαστε.

– Να ’ξερες πόσο εύκολα γίνεται η φιλία έρωτας! Καµιά φορά η αγάπη είναι εκεί, µπροστάστα µάτια µας, κι εµείς δεν τη βλέπουµε!

– Ή κάνουµε πως δεν τη βλέπουµε... διαπίστωσε η Αριέττα. Δεν έχεις άδικο! Έχουν υπάρξειπολλές τέτοιες περιπτώσεις, όµως, πίστεψέ µε, εδώ δε συµβαίνει κάτι τέτοιο.

Η Άννα αναστέναξε σχεδόν απογοητευµένη.– Κρίµα... Και θα κάνατε ένα πολύ όµορφο ζευγάρι. Ο Παύλος είναι παιδί µάλαµα! Ξέρεις,

µου θυµίζει τον Δήµο µου στα νιάτα του. Έτσι ήταν κι αυτός: γλυκός, ευγενικός, µε χιούµορ καικαλοσυνάτα µάτια. Έτσι µ’ έκανε να τον ερωτευτώ, και δεν το µετάνιωσα ποτέ! είπε και ταµάτια της χαµογέλασαν στη θύµηση της δικής της αγάπης.

Η Αριέττα άρχισε να νιώθει αµήχανα µ’ αυτή την κουβέντα που δεν έβγαζε πουθενά. Έκρυβεπολλά από τη φίλη της κι ένιωθε άσχηµα γι’ αυτό. Την κοίταξε και προσπάθησε να βάλει ένατέλος στη συζήτηση.

– Τι να πω... Όλα είναι θέµα χηµείας υποθέτω, κατάφερε σχεδόν να χαµογελάσει.– Ίσως να ’χεις δίκιο, παραδέχτηκε η Άννα. Όµως µην τα ρίχνουµε όλα στη χηµεία και στις

επιστήµες. Γιατί πολλές φορές, περιµένοντας το σύµπαν να µας τα φέρει όλα βολικά, αφήνουµετη ζωή να γλιστράει µέσα απ’ τα χέρια µας. Κι η ρηµάδα η ζωή είναι µικρή!

– Ναι... το ξέρω, ρούφηξε την τελευταία γουλιά από την πορτοκαλάδα της η Αριέττα. Τοακούω συχνά αυτό τώρα τελευταία...

Οι επόµενες µέρες κύλησαν µονότονα και ήρεµα για τους κατοίκους του χωριού. Η Αριέττα

Page 93: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

είχε φροντίσει να συναντηθεί δυο τρεις φορές µε την Αλίκη εκτός σχολείου, για να µην τη βάλεισε υποψίες. Βέβαια, διάλεγε πάντα µέρες που ήξερε ότι ο Παύλος δε θα µπορούσε να τιςακολουθήσει.

Η Αλίκη είχε τηρήσει την υπόσχεσή της. Όσο κι αν τρωγόταν µέσα της µ’ αυτό τονανεκπλήρωτο έρωτα του φίλου της, δεν είχε πει κουβέντα στην Αριέττα για το πώς ένιωθε γι’αυτήν ο Παύλος. Ούτε για την απογοήτευσή του της είπε τίποτα. Όσες φορές µάλισταπροσπάθησε να την ψαρέψει για να καταλάβει αν ήταν ακόµα ερωτευµένη µε κείνο τον Κώστα,η Αριέττα έβρισκε τον τρόπο να λήξει τη συζήτηση. Μόλις αντιλαµβανόταν ότι η φίλη τηςσκόπευε να τη ρωτήσει αν υπήρχε κάποια σχέση στη ζωή της, τραβούσε ένα πέπλο µπροστάτης και έκρυβε όλα αυτά που η Αλίκη λαχταρούσε να µάθει.

Εκείνη πάλι έβλεπε µέρα µε τη µέρα τον Παύλο να βυθίζεται όλο και περισσότερο στιςµαύρες σκέψεις του και πληγωνόταν. Η απόρριψη της Αριέττας, αν και είχε έρθει έµµεσα, τονείχε απογοητεύσει τόσο που απέφευγε πια και ο ίδιος την επαφή µαζί της. Η επικοινωνία τουςείχε περιοριστεί στο καθηµερινό ωράριο του σχολείου.

Εκείνο το πρωί, παρά το τσουχτερό κρύο, η Άννα αποφάσισε να περιποιηθεί τον κήπο της.Πότισε τα λουλούδια της και κλάδεψε όσα φυτά είχε παραµελήσει.

Σκυµµένη πάνω από τις αγαπηµένες της πικροδάφνες, δεν έδωσε σηµασία στον ήχο τουαυτοκινήτου που φρέναρε απότοµα, ακριβώς µπροστά στην εξώπορτα.

– Με συγχωρείτε... ακούστηκε µια αντρική φωνή. Μήπως ξέρετε πού είναι το σπίτι τηςΑριέττας της Στεργίου; Είναι δασκάλα στο χωριό σας.

Η Άννα άφησε καταγής το κλαδευτήρι και πλησίασε. Ο ήλιος την τύφλωνε και δεν µπορούσενα διακρίνει τα χαρακτηριστικά του νεαρού που στηριζόταν στο τιµόνι περιµένονταςαπάντηση. Από τη φωνή όµως ήταν σίγουρη ότι δεν τον είχε ξαναδεί στα µέρη τους.

– Δεν είστε µακριά. Πηγαίνετε όλο ευθεία. Στα εκατό µέτρα περίπου θα δείτε το σχολείο.Εκεί κάνετε δεξιά και στο τέρµα του δρόµου θα δείτε το σπίτι. Είναι µικρό, πέτρινο, µε µπλεφράχτη.

Εκείνος ευχαρίστησε βιαστικά και πάτησε γκάζι. Η Άννα επέστρεψε στην κηπουρική της,ενώ αναρωτιόταν ποιος να ήταν ο νεαρός που είχε έρθει χειµωνιάτικα στο χωριό τους.

Μόλις είχε διορθώσει και το τελευταίο από τα τετράδια των µαθητών της. Εκείνη τη µέρα οέντονος πόνος στα κόκαλα την είχε καθηλώσει. Ήταν η πρώτη φορά που ένιωθε ανήµπορη ναπάει στη δουλειά. Είχε ειδοποιήσει αµέσως το διευθυντή για την «ξαφνική» αδιαθεσία της κιεκείνος την είχε καθησυχάσει. Δεν υπήρχε λόγος να ανησυχεί. Όσο για τα τετράδιαορθογραφίας που είχε για διόρθωµα, θα φρόντιζε αυτός να στείλει κάποιον αργότερα να ταπάρει, ώστε να µοιραστούν εγκαίρως στα παιδιά.

Ο ήχος του κουδουνιού ακούστηκε στριγκός, σχεδόν ενοχλητικός. Ποιος να ήταν άραγε; Ναείχαν έρθει τόσο νωρίς για τα τετράδια; Έσυρε µε αρκετή δυσκολία τα βήµατά της και άνοιξετην πόρτα.

– Κώστα... ψέλλισε έκπληκτη και έµεινε να κοιτά µε ανοιχτό το στόµα το µοναδικό άνθρωποπου δεν περίµενε να δει.

– Δε θα µου πεις να περάσω; χαµογέλασε γοητευτικά εκείνος.– Πέρασε... µε συγχωρείς. Απλώς ξαφνιάστηκα... Δε σε περίµενα, κόµπιασε η Αριέττα

παραµερίζοντας.

Page 94: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Το ξέρω. Δεν ενηµέρωσα κανέναν. Πριν λίγους µήνες συνάντησα τυχαία την Ειρήνη καιµου είπε τ’ όνοµα του χωριού που διορίστηκες. Και να µε! είπε απλά, ανασηκώνοντας τα χέριατου.

Η Αριέττα τον κοίταζε και δεν µπορούσε να το πιστέψει. Ο Κώστας; Εδώ; Μετά από τόσουςµήνες; Τι να σήµαινε αυτή η ξαφνική επίσκεψη; Ένα καµπανάκι χτύπησε κάπου µέσα της. Δεθα ’ταν για καλό...

– Ώστε εδώ βολεύτηκες... προχώρησε προς το εσωτερικό και επιθεώρησε το χώρο. Δεν είναικι άσχηµα, διακοπές όλο το χρόνο, ε;

– Δεν είναι ακριβώς έτσι... Τα νησιά αλλάζουν εντελώς όψη το χειµώνα. Εγώ, πάντως, δεναπογοητεύτηκα. Είναι όµορφο µέρος.

Τον παρατήρησε για λίγα λεπτά. Δεν είχε αλλάξει τίποτα πάνω του. Ήταν ο ίδιος Κώσταςπου την είχε γοητεύσει και που την είχε πληγώσει τόσο πολύ. Τον ήξερε καλά. Θα µπορούσε νασέρνει την κουβέντα σ’ ένα σωρό άσχετα θέµατα µέχρι να αποφασίσει να της εξηγήσει τι τονείχε φέρει ως την Καρδιανή. Όµως δε θα του έκανε το χατίρι. Η παρουσία του την ενοχλούσε,την έπνιγε, και είχε ανάγκη από ξεκούραση.

– Κώστα, ας αφήσουµε τα τυπικά. Γιατί ήρθες; τον διευκόλυνε.– Για σένα. Για ποιον άλλο λόγο θα ερχόµουν στην άκρη του Θεού; γέλασε εκείνος.Δεν µπορεί... σκέφτηκε η Αριέττα κι ένιωσε το κεφάλι της να γυρίζει. Ο πυρετός θόλωνε το

µυαλό της. Δεν µπορεί να συµβαίνει αυτό µετά από τόσους µήνες!Μη δίνοντας σηµασία στο χλοµό της πρόσωπο, ο Κώστας πλησίασε κι άρπαξε απότοµα τα

χέρια της στα δικά του. Ήταν καταπαγωµένα, όµως ούτε αυτό το πρόσεξε. Επιστρατεύονταςόλη του τη γοητεία, την κοίταξε στα µάτια και πάλεψε για τη χαµένη του αυτοεκτίµηση.Τόσους µήνες δεν µπορούσε να το χωνέψει ότι αυτό το κοριτσάκι δεν είχε κάνει ούτε µιαπροσπάθεια να τα ξαναβρούν. Τελικά, είχε αποφασίσει να κάνει αυτός το πρώτο βήµα. Ίσωςνα ήταν καλύτερα έτσι. Θα φαινόταν και πιο ευαίσθητος! Αρέσουν κάτι τέτοια στις γυναίκες...

– Μου έλειψες! της είπε µε πάθος. Μου έλειψες πολύ! Σε θέλω πίσω!Η Αριέττα, ξαφνιασµένη απ’ το γερό του κράτηµα, αδυνατούσε να αντιδράσει. Μα τι της

έλεγε; Οι δυο τους είχαν τελειώσει.Κάποια στιγµή κατάφερε να τραβήξει τα χέρια της από τα δικά του και τον κοίταξε

απορηµένη.– Κώστα, εµείς οι δυο χωρίσαµε. Και ο λόγος που χωρίσαµε είναι ότι δεν άντεχες την

απόσταση. Αυτό δεν έχει αλλάξει. Εγώ είµαι εδώ κι εσύ στην Αθήνα, προσπάθησε να τονλογικέψει.

Εκείνος, θολωµένος από την απρόσµενη αντίδρασή της, την τράβηξε προς το µέρος τουαναγκάζοντάς τη να τον κοιτάξει στα µάτια. Τι ήταν τώρα αυτό; Τη δύσκολη του έκανε;

– Εµείς οι δυο είµαστε φτιαγµένοι ο ένας για τον άλλο. Μη µου πεις ότι ξέχασες κιόλας πόσοκαλά περνούσαµε; της είπε µε βραχνή φωνή και την έσφιξε περισσότερο πάνω του. Λίγο ακόµακαι θα την έριχνε...

Η Αριέττα προσπάθησε να ελευθερωθεί από τα χέρια του που την έσφιγγαν σαν τανάλιες.Εκτός από δυσφορία, η επαφή µαζί του της δηµιουργούσε κι ένα αίσθηµα ναυτίας. Πώς ήτανδυνατό κάποτε να νόµιζε πως είχε ερωτευτεί αυτό τον άντρα; Αυτός, ακόµα και τώρα,απαιτούσε· δε ζητούσε! Με τον τρόπο του απλώς της επιβεβαίωνε ότι δεν τον είχε αγαπήσειποτέ.

Όµως δεν ήταν µόνο αυτό... Χωρίς να το προσπαθήσει, έκανε µέσα της µια σύγκριση τουΚώστα µε τον Παύλο. Μια σύγκριση στην οποία ο Κώστας ήταν ασφαλώς ο µεγάλος χαµένος.

Page 95: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Τι σχέση είχαν αυτά τα σκοτεινά, άγρια µάτια µε τα φωτεινά, γελαστά µάτια του Παύλου; Τισχέση είχαν αυτά τα χέρια που δε διεκδικούσαν, αλλά απαιτούσαν µε αγριότητα, µε τατρυφερά χέρια του Παύλου, που όσες φορές την είχαν αγγίξει είχαν µεταδώσει µια θέρµη στηνψυχή της; Τώρα το ήξερε καλά... Η ξαφνική παρουσία του Κώστα την έκανε απλώς νακαταλάβει πόσο βαθιά, πόσο αληθινά αγαπούσε τον Παύλο. Τώρα δεν υπήρχε η παραµικρήαµφιβολία µέσα της...

Με τη δύναµη που της έδωσε αυτή η διαπίστωση, τον έσπρωξε µε φόρα από πάνω της καιτου έδωσε ένα δυνατό χαστούκι.

– Θέλω να φύγεις απ’ το σπίτι µου, τώρα! ούρλιαξε.Εκείνος, σαστισµένος από το απρόσµενο ξέσπασµα, την κοίταξε τρίβοντας το µάγουλό του.– Από πότε µου ’γινες αγριόγατα, µικρή; τη ρώτησε κι ένα σαρκαστικό χαµόγελο έκανε το

πρόσωπό του να µοιάζει ακόµα πιο απωθητικό.Δεν περίµενε τέτοια αντίδραση από την πάντα ήρεµη Αριέττα, η αντίστασή της όµως τον

άναψε περισσότερο. Έκανε ένα βήµα προς το µέρος της φανερώνοντας τις διαθέσεις του.Αυτή οπισθοχώρησε και κόλλησε την πλάτη της στον τοίχο, µεγαλώνοντας όσο µπορούσε

την απόσταση ανάµεσά τους. Δεν τον ήθελε εκεί, δεν άντεχε άλλο! Τα πόδια της λύγιζαν κιένιωθε έτοιµη να καταρρεύσει.

– Κώστα, δε θα είµαστε ποτέ ξανά µαζί! Σε παρακαλώ να φύγεις, του είπε σε πιο ήρεµο τόνοαυτή τη φορά. Ίσως έτσι να το καταλάβαινε και να την άφηνε στην ησυχία της.

Το χαµόγελο χάθηκε αµέσως από τα χείλη του και το πρόσωπό του έµεινε ανέκφραστο, σανµια κέρινη µάσκα. Μόνο στα µάτια του µπορούσε να διακρίνει µια λάµψη θυµού.

– Μάλιστα... Υπάρχει άλλος; τη ρώτησε χαµηλόφωνα.Δεν του απάντησε.– Σε ρώτησα κάτι, µικρή, ούρλιαξε µπροστά στο πρόσωπό της. Υπάρχει άλλος;– Όχι, απάντησε ξέροντας ότι έλεγε ψέµατα. Μπορεί στη ζωή της να µην υπήρχε κάποιος,

δεν το είχε επιτρέψει να συµβεί, στην καρδιά της όµως υπήρχε πια χώρος µόνο για τον Παύλο...Αυτό βέβαια ήταν κάτι που θα το κράταγε για τον εαυτό της. Αυτό το συναίσθηµα που ζέσταινετην καρδιά της ήθελε να το προστατεύσει από τον κυνισµό, το θυµό, το ειρωνικό και σκληρόβλέµµα του.

– Δεν υπάρχει κανένας, Κώστα, του είπε ξανά, προσπαθώντας να δώσει µια αποφασιστικήχροιά στη φωνή της. Απλά, η σχέση µας, για µένα τουλάχιστον, έχει τελειώσει οριστικά. Και σεπαρακαλώ να το σεβαστείς! Μεγάλοι άνθρωποι είµαστε... τον παρακάλεσε και σκούπισεεξουθενωµένη το ιδρωµένο της µέτωπο. Δεν ένιωθε καλά. Δεν ένιωθε καθόλου καλά...

Αναγκάστηκε να παραδεχτεί την ήττα του. Τζάµπα είχε έρθει χειµωνιάτικα σ’ αυτή τηνεξορία. Η µικρή είχε πεισµώσει για τα καλά. Δε βαριέσαι... προσπάθησε να απαλύνει τονπληγωµένο του εγωισµό. Από πρόθυµα κοριτσάκια άλλο τίποτα... Σιγά µην κάτσω να παρακαλάω κιόλας!

Της έριξε µια τελευταία µατιά και άνοιξε την πόρτα. Βγαίνοντας έπεσε µε φόρα πάνω στονΠαύλο, που ετοιµαζόταν να χτυπήσει το κουδούνι. Τελικά αυτόν είχε στείλει ο διευθυντής τουσχολείου για να πάρει τα τετράδια από το σπίτι της Αριέττας.

Οι δυο άντρες κοιτάχτηκαν σαστισµένοι και αναµετρήθηκαν µε το βλέµµα. Η Αριέττα είχεµείνει ασάλευτη να κοιτά πότε τον ένα και πότε τον άλλο.

Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, ένα ειρωνικό χαµόγελο απλώθηκε στο πρόσωπο του Κώστα.Είχε καταλάβει... Δεν ήταν χαζός. Αυτό το λιγωµένο βλέµµα του άγνωστου άντρα προς τηνΑριέττα του τα εξήγησε όλα.

Τα πουλάκια µου... σκέφτηκε. Κι εµένα µε φλόµωσε στο ψέµα η µικρή. Ε, λοιπόν, δεν αξίζει τον κόπο!

Page 96: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Μια ψεύτρα είναι. Πολύ ασχολήθηκα µαζί της!– Αυτό ήταν που µου ’λεγες ότι δεν υπάρχει άλλος; τη ρώτησε µ’ ένα ανάλαφρο γελάκι και,

χωρίς να περιµένει απάντηση, έριξε και στους δύο ένα τελευταίο, απαξιωτικό βλέµµα,προσπέρασε τον Παύλο και κατέβηκε αργά τα σκαλιά. Τουλάχιστον, θα έφευγε µε το κεφάλιψηλά.

Μόνο όταν το αυτοκίνητό του χάθηκε στη στροφή του δρόµου, ο Παύλος γύρισε να κοιτάξειτην Αριέττα. Δεν ήξερε τι να πει. Είχε καταλάβει ποιος ήταν ο άντρας που µόλις είχε φύγει.

– Ήρθα για τα τετράδια... µουρµούρισε αµήχανα.– Ναι... ψέλλισε αυτή. Ακόµα προσπαθούσε να συνέλθει. Μισό λεπτό να σ’ τα φέρω.Έκανε ένα βήµα και στάθηκε. Ο πόνος δυσκόλευε κάθε της κίνηση. Δεν άντεχε... Μια έντονη

ζαλάδα την ακινητοποίησε. Έπρεπε να κρατηθεί από κάπου. Ένιωσε πως όλα γύριζαν γύρωτης και ξαφνικά τυλίχτηκε σε ένα βαθύ σκοτάδι. Έκανε µια τελευταία προσπάθεια να σταθείόρθια, όµως την επόµενη στιγµή έπεσε λιπόθυµη στην αγκαλιά του σαστισµένου Παύλου.

– Αριέττα... Αριέττα!Το τελευταίο που θυµόταν ήταν η φωνή του και το απαλό άγγιγµά του στο µάγουλό της.

Ο Μάρκος τηλεφωνούσε σχεδόν κάθε µέρα στην Ειρήνη. Ήθελε να είναι ο πρώτος που θαενηµερωνόταν όταν θα βρισκόταν συµβατός δότης για την Αριέττα. Γιατί ήταν σίγουρος ότι θαβρισκόταν!

Στο µεταξύ, και οι δυο τους είχαν αυξήσει τα τηλεφωνήµατά τους στη φίλη τους, αφού ηαγωνία για την υγεία της και για το τι θα γινόταν όλο και αυξανόταν. Βέβαια, η Ειρήνη δενέκανε καµία αναφορά στο ότι ο Μάρκος γνώριζε την πραγµατική κατάσταση και ο ίδιος οΜάρκος, κάθε φορά που µιλούσε µε την Αριέττα, κατέβαλλε τεράστια προσπάθεια ναακούγεται όσο το δυνατό πιο ανέµελος και αδιάφορος γινόταν. Ωστόσο, η αντοχή και των δυοτους έφτανε στα όριά της και προσπαθούσαν να δώσουν κουράγιο ο ένας στον άλλο.

Εκείνο το πρωί του Φλεβάρη, η Ειρήνη είχε φτάσει από νωρίς στο νοσοκοµείο. Αν και τοπροηγούµενο βράδυ είχε εφηµερία, κοιµήθηκε ελάχιστα, έκανε ένα µπάνιο και επέστρεψε απότους πρώτους. Είχε ένα προαίσθηµα πως κάτι σηµαντικό θα γινόταν εκείνη τη µέρα...

Έπινε αργά αργά τον καφέ της και ξεφύλλιζε κάποιες ιατρικές ενηµερώσεις, όταν χτύπησεη πόρτα του γραφείου.

– Περάστε.Στο άνοιγµα φάνηκε η Κάτια, συνάδελφός της από το τµήµα µεταµοσχεύσεων. Την κοίταξε

µε αγωνία. Η λογική της της έλεγε πως για να έρθει τόσο νωρίς στο γραφείο της σίγουρα κάτισηµαντικό θα είχε να της πει. Δεν υπήρχε λόγος για τυπικές κουβέντες.

Το ίδιο όµως πρέπει να σκεφτόταν και η Κάτια, αφού ξεκίνησε να µιλάει χωρίς να πει καν«καληµέρα». Εξάλλου, εδώ και ένα µήνα περίπου είχε αντιληφθεί το ιδιαίτερο ενδιαφέρον τηςΕιρήνης για µια συγκεκριµένη ασθενή.

– Ειρήνη, σου ’χω ευχάριστα...– Πες µου... είπε, ενώ ανασηκώθηκε από την καρέκλα της.– Φαίνεται πως βρέθηκε δότης για την Αριέττα Στεργίου, ανακοίνωσε χαµογελώντας.Η Ειρήνη πετάχτηκε πάνω και στη στιγµή βρέθηκε δίπλα στην Κάτια, κοιτάζοντάς την

ερευνητικά.– Τι εννοείς «φαίνεται», θέλησε να µάθει. Η καρδιά της κόντευε να σπάσει απ’ την αγωνία.Η άλλη κοπέλα φρόντισε να της εξηγήσει πώς ακριβώς γινόταν η διαδικασία αναζήτησης

Page 97: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

δότη, ώστε να την καθησυχάσει.– Θέλω να πω πως βρήκαµε συµβατό δότη από τη λίστα εθελοντών δοτών. Όµως ο

συγκεκριµένος έχει κάνει τη δήλωσή του εδώ και εφτά χρόνια. Αυτό σηµαίνει ότι τώρα δενξέρουµε καν πού βρίσκεται, αν είναι υγιής και –το κυριότερο– αν επιθυµεί ακόµα να γίνειδότης.

– Τι εννοείς «αν θέλει»; Και βέβαια θα θέλει! αντέδρασε εµφανώς εκνευρισµένη η Ειρήνη.Αυτό έλειπε τώρα, να πέσουν σε κανέναν ανεύθυνο που δεν καταλάβαινε τι υπέγραφε!

– Ηρέµησε, την καθησύχασε η Κάτια. Η αλήθεια είναι πως όταν κάποιος δηλώνει πως θέλεινα γίνει δότης µυελού των οστών, ενηµερώνεται αναλυτικά για όλη τη διαδικασία. Μ’ αυτό τοντρόπο θέλουµε να αποφύγουµε δυσάρεστες καταστάσεις. Ξέρεις... Να αρνηθεί την τελευταίαστιγµή από φόβο ή άγνοια. Τους εξηγούµε, βέβαια, πόσο δυσάρεστο θα ήταν για κάποιονλήπτη να βρεθεί συµβατός δότης, ο οποίος όµως τελικά θα αρνηθεί.

– Μάλιστα... κατάλαβα, είπε η Ειρήνη που σκεφτόταν όλες τις εκδοχές, από την καλύτερηµέχρι τη χειρότερη. Όχι, όχι, αυτό δεν ήθελε να το σκέφτεται καν! Και τώρα; ρώτησε καικοίταξε τη συνάδελφό της στα µάτια. Η αγωνία δεν την άφηνε να σκεφτεί καθαρά. Περίµενεαπό κείνη όλες τις απαντήσεις.

Η Κάτια έβαλε τα χέρια στις τσέπες κι ανασήκωσε ελαφρά τους ώµους.– Τώρα... επικοινωνούµε µαζί του και τον ενηµερώνουµε. Όλα τα υπόλοιπα εξαρτώνται απ’

αυτόν.– Τον ενηµερώσαµε; ρώτησε µονολεκτικά η Ειρήνη.– Όχι, όχι ακόµα. Εφόσον έχεις εκδηλώσει προσωπικό ενδιαφέρον για τη Στεργίου,

σκέφτηκα µήπως θέλεις να επικοινωνήσεις εσύ η ίδια µαζί του. Για οτιδήποτε χρειαστείς,εννοείται πως είµαι στη διάθεσή σου. Έχω εδώ τα στοιχεία του, της είπε και της έδωσε έναχαρτί.

Το πήρε µε χέρια που έτρεµαν και το κοίταξε. Συνειδητοποίησε ότι ίσως κρατούσε σταχέρια της το όνοµα του σωτήρα της Αριέττας.

– Κάτια, σ’ ευχαριστώ... κατάφερε να ψελλίσει συγκινηµένη.– Δεν έκανα τίποτα για να µ’ ευχαριστείς. Εύχοµαι να πάνε όλα καλά! είπε εκείνη

ικανοποιηµένη και βγήκε από το γραφείο.Η Ειρήνη κάθισε στην καρέκλα της σκεφτική. Και τώρα; Τι θα έκανε τώρα; Από πού θα

ξεκινούσε; Η σκέψη της πήγε στον Μάρκο. Πόσο πολύ ήθελε να του τηλεφωνήσει και να τουπει τα νέα! Όµως ήξερε πως δεν έπρεπε να του δώσει ψεύτικες ελπίδες. Κι αν κάτι πήγαινεστραβά; Αν ο δότης δε δεχόταν; Κι όµως... Κάπου µέσα της ένιωθε πως όλα θα πήγαιναν καλά.

Τελικά ο ενθουσιασµός της και η ανάγκη της να µοιραστεί µε κάποιον την αγωνία τηςνίκησαν. Σήκωσε το ακουστικό και πληκτρολόγησε τον αριθµό του Μάρκου.

– Παρακαλώ; ακούστηκε η γνώριµη φωνή.– Μάρκο, τάξε µου...

Δυο µέρες τώρα, ο Παύλος ένιωθε σαν το θηρίο στο κλουβί. Όσα είχαν γίνει στο σπίτι τηςΑριέττας τις προάλλες τον είχαν αναστατώσει και τον είχαν µπερδέψει πολύ. Ακόµαπροσπαθούσε να συνέλθει από την ταραχή που ένιωσε όταν την είδε να σωριάζεται µπροστάστα µάτια του. Ίσα που είχε προλάβει να τη συγκρατήσει...

Τη µετέφερε στο κρεβάτι της και χρειάστηκε να της βάλει µερικές κοµπρέσες µε δροσερόνερό στο µέτωπο για να τη συνεφέρει, αλλά ακόµα και τότε δεν καθησυχάστηκε καθόλου. Το

Page 98: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

συσπασµένο πρόσωπό της φανέρωνε πόσο πολύ υπέφερε.Μα τι είχε συµβεί; Σίγουρα εκείνος ο Κώστας κάτι της είχε πει και την είχε φέρει σ’ αυτή την

κατάσταση. Μέσα στο παραµιλητό της η Αριέττα είχε επιβεβαιώσει την αρχική του υποψία.Αυτός ο άντρας που έφυγε µε ύφος από το σπίτι της δεν ήταν άλλος από τον πρώην φίλο της,τον Κώστα, που προφανώς είχε αποφασίσει να διεκδικήσει και πάλι τον παλιό του έρωτα. Δεχρειάστηκε να ζητήσει λεπτοµέρειες, ήταν ολοφάνερο ότι η Αριέττα είχε αρνηθεί και ησυζήτησή τους είχε καταλήξει σ’ έναν έντονο καβγά που τη διέλυσε ψυχολογικά.

Μετά από αρκετά λεπτά, η κοπέλα άνοιξε τα µάτια της και τότε ο Παύλος προσπάθησε νακαταλάβει αν αυτό που ένιωσε ήταν ανακούφιση ή απογοήτευση, αφού δεν υπήρχε πια λόγοςνα της κρατά τα χέρια και να αγγίζει το πρόσωπό της.

Αφού βεβαιώθηκε ότι είχε συνέλθει, έφυγε από το σπίτι της µε τα τετράδια ορθογραφίαςπαραµάσχαλα και την ψυχή στα πόδια. Η τόσο έντονη αντίδρασή της απλώς του επιβεβαίωσεαυτό που τον πλήγωνε τόσο: ήταν ακόµα ερωτευµένη µε τον Κώστα... Δεν µπορούσε να ξέρειτον λόγο που την ανάγκαζε να το αρνείται και σε κείνον, αλλά ίσως και στον ίδιο της τον εαυτό,όµως µόνο µια ερωτευµένη γυναίκα θα κατέρρεε µε αυτό τον τρόπο βλέποντας τον αγαπηµένοτης να της γυρίζει την πλάτη.

Βέβαια, ο Παύλος ήξερε πως άθελά του είχε συµβάλει και αυτός στη δραµατική τροπή πουπήρε η σκηνή. Παρεξηγώντας την παρουσία του εκεί, ο Κώστας είχε σαφώς υπαινιχθείεπιτιµητικά πως η Αριέττα είχε προλάβει να τον αντικαταστήσει στην καρδιά της. Και τι δε θαέδινε για να υπήρχε έστω και ένα ψήγµα αλήθειας σ’ αυτό... Η Αριέττα όµως, όπως φάνηκε,πληγώθηκε πολύ από τη λανθασµένη διαπίστωση του Κώστα και δεν άντεξε την ένταση τηςστιγµής. Δεν την αδικούσε, δεν είναι κι εύκολο να βλέπεις τον άνθρωπο που αγαπάς να σουγυρίζει την πλάτη...

Λίγες µέρες µετά το περιστατικό και έπειτα από αρκετή σκέψη, ο Παύλος πήρε µιααπόφαση που φαινόταν να είναι η µοναδική λύση: θα έφευγε... Για πρώτη φορά στη ζωή τουέκρινε πως η εγκατάστασή του στην Αθήνα ήταν απαραίτητη. Για πρώτη φορά ένιωθε τηνανάγκη να εγκαταλείψει την Καρδιανή. Αν ήθελε να ξεπεράσει την Αριέττα και όσα ένιωθε γιακείνη, αυτός ήταν ο µόνος τρόπος. Αν έµενε στην Καρδιανή, θα αναγκαζόταν να τη βλέπεικαθηµερινά. Όµως η ανωνυµία της Αθήνας θα µπορούσε να τον προστατεύσει από επώδυνεςσυναντήσεις, ακόµα κι αν η Αριέττα αποφάσιζε κάποια στιγµή να επιστρέψει και κείνη στοπατρικό της.

Σε τέσσερις µήνες περίπου τα σχολεία θα έκλειναν και τότε θα ενηµέρωνε το διευθυντή τουγια την απόφασή του να µετακοµίσει µόνιµα στην Αθήνα, όπου σκόπευε να ανοίξει ένα µικρόωδείο. Οι γονείς του είχαν αγοράσει πριν από χρόνια ένα διαµέρισµα στην περιοχή τηςΚυψέλης, το οποίο κατά καιρούς το νοίκιαζαν. Αν όλα πήγαιναν όπως τα σχεδίαζε, αυτό τοµικρό διαµέρισµα θα µπορούσε να αποτελέσει τη νέα επαγγελµατική του στέγη.

Όλα γύριζαν στο κεφάλι του... Η Αριέττα, η απόφασή του να φύγει, τα αβέβαιαεπαγγελµατικά σχέδια, ο τρόπος µε τον οποίο θα ανακοίνωνε την απόφασή του στους γονείςτου και στην Αλίκη...

Και µέσα σε όλα ήταν κι εκείνο το τηλεφώνηµα που είχε λάβει την προηγούµενη µέρα... Τονείχαν καλέσει από κάποιο δηµόσιο νοσοκοµείο της Αθήνας. Αν είχε καταλάβει καλά, τον είχανεντοπίσει από τα αρχεία τους ως συµβατό δότη µυελού των οστών για κάποιον ασθενή. Τουζητούσαν να περάσει από το νοσοκοµείο, προκειµένου να τον ενηµερώσουν από κοντά, καιαυτός τους εξήγησε ότι χρειαζόταν δυο τρεις µέρες να οργανώσει το ταξίδι του, καθώς δε ζούσεστην πρωτεύουσα.

Page 99: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Στους γονείς του και στην Αλίκη δεν εξήγησε τους πραγµατικούς λόγους του βιαστικούταξιδιού του. Δεν ένιωθε έτοιµος. Περιορίστηκε στο ότι θα έπαιρνε λίγες µέρες άδεια, ώστε ναπαρακολουθήσει κάποιο επιµορφωτικό σεµινάριο πάνω στο αντικείµενό του.

Δυο µέρες µετά, πήρε το πρωινό πλοίο που αναχωρούσε για την Αθήνα. Βαθιά µέσα του µιαφωνή τού έλεγε πως αυτό ήταν ένα ταξίδι που θα άλλαζε τη ζωή του...

Page 100: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

13

– ΕΛΠΙΖΩ ΝΑ ΕΙΧΑΤΕ καλό ταξίδι...Η Ειρήνη Ιατρού χαιρέτησε ευγενικά τον άντρα που στεκόταν απέναντί της και ευχόταν η

αγωνία που ένιωθε µέσα της να µην αποτυπωνόταν και στο πρόσωπό της. Το τελευταίο πουήθελε ήταν να τον τροµάξει...

Ο Παύλος χαµογέλασε σφιγµένα και κάθισε απέναντί της. Δεν ένιωθε πολύ άνετα και ήλπιζεη ενηµέρωση που θα του έκαναν να ήταν σύντοµη. Ξερόβηξε µερικές φορές αµήχανα.

– Με ειδοποιήσατε για µια ενηµέρωση...– Κύριε Ρηγόπουλε, δε θα σας καθυστερήσω πολύ, τον διέκοψε η Ειρήνη ανυπόµονα. Από

τα αρχεία µας βρήκαµε ότι είστε εθελοντής δότης µυελού των οστών, σωστά;Ο Παύλος σκέφτηκε για λίγο και στο τέλος ένευσε καταφατικά.– Η αλήθεια είναι πως πριν από χρόνια είχα συµπληρώσει µια δήλωση συγκατάθεσης και

είχα δώσει αίµα.– Ναι, αυτό γίνεται για να καθοριστεί ο ιστικός τύπος του δότη, ώστε να µπορεί να συγκριθεί

µελλοντικά µε τους τύπους των ασθενών. Εσείς, ως εθελοντής δότης, καταγραφήκατεαυτοµάτως στο Εθνικό Αρχείο Δοτών. Εκεί ανατρέχουν όλα τα νοσοκοµεία της Ελλάδας ότανκάποιος ασθενής έχει ανάγκη από δωρεά µυελού των οστών.

Ο νεαρός άντρας ένευσε και πάλι καταφατικά.– Θυµάµαι ότι µ’ είχαν ενηµερώσει τότε για όλα αυτά, όµως πάνε χρόνια... Αν κατάλαβα

καλά, ανατρέξατε εκεί και µ’ εντοπίσατε ως συµβατό δότη για κάποιον ασθενή;– Ακριβώς. Οφείλω όµως να σας ενηµερώσω για κάτι ακόµα. Το ότι είστε εθελοντής δότης

δε σηµαίνει ότι είστε υποχρεωµένος να προχωρήσετε στη µεταµόσχευση. Έχετε το δικαίωµα ναανακαλέσετε την απόφασή σας. Βέβαια, όταν κάποιος γίνεται εθελοντής, ενηµερώνεταιπλήρως, ώστε να είναι συνειδητοποιηµένος και απολύτως βέβαιος. Δεν είναι σωστό να δίνουµεψεύτικες ελπίδες στους ασθενείς.

Η Ειρήνη ολοκλήρωσε την τυπική ενηµέρωση και έµεινε σιωπηλή. Ήξερε ότι από ταεπόµενα λόγια αυτού του ανθρώπου ίσως να εξαρτιόταν η ζωή της Αριέττας. Η καρδιά τηςχτυπούσε σαν τρελή και δεν µπορούσε να πάρει τα µάτια της από το πρόσωπό του.

Η σιωπή του την άγχωσε περισσότερο. Μήπως δίσταζε; Μήπως τον είχε τροµάξει; Θέλονταςνα προλάβει κάποια άρνησή του, έβγαλε απ’ το συρτάρι της µια κάρτα και του την έδωσε. Τοχέρι της έτρεµε.

– Καταλαβαίνω ότι ίσως θέλετε να το σκεφτείτε. Καλέστε µε αύριο...Ο Παύλος πήρε την κάρτα και την έβαλε αφηρηµένα στην τσέπη του. Ίσως να ήταν ξαφνικά

όλα αυτά, όµως δεν είχε κάτι να σκεφτεί. Εξάλλου, ήξερε πως το µόνο σύµπτωµα που θα τουπαρουσιαζόταν θα ήταν µια ελαφριά αδυναµία µετά την παρακέντηση.

– Κυρία Ιατρού, δεν έχω να σκεφτώ κάτι άλλο. Η ενηµέρωσή σας ήταν πλήρης και, πιστέψτεµε, όταν υπέγραφα τη δήλωση εθελοντή, το έκανα συνειδητά. Θα περιµένω να µε ειδοποιήσετεγια τα περαιτέρω, υποθέτω... συµφώνησε µε σταθερή φωνή και σηκώθηκε.

Η Ειρήνη µε δυσκολία συγκρατήθηκε να µην τον αγκαλιάσει και περιορίστηκε σε µια

Page 101: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

θερµή χειραψία και ένα πλατύ χαµόγελο που ξαφνικά φώτισε τα µάτια της.– Θα σας ειδοποιήσουµε άµεσα. Σας ευχαριστούµε για την προθυµία σας.Όταν έµεινε µόνη στο γραφείο της, ξέσπασε σ’ ένα ανακουφιστικό κλάµα. Όλα είχαν πάει

καλά! Για πρώτη φορά, µετά από τόσους µήνες, έβλεπε ένα φως...Ο Παύλος, βγήκε από το νοσοκοµείο µε ένα αίσθηµα ικανοποίησης. Όταν συµπλήρωνε

εκείνη τη δήλωση πριν από χρόνια, το είχε κάνει περισσότερο για λόγους ευαισθησίαςαπέναντι στο κοινωνικό σύνολο. Δεν περίµενε όµως ότι θα έφτανε κάποια στιγµή που θα τονειδοποιούσαν. Και να που τώρα ένας συνάνθρωπός του χρειαζόταν τη βοήθειά του... Τισηµασία είχε που επρόκειτο για κάποιον που του ήταν εντελώς άγνωστος;

Κοίταξε το ρολόι του. Ευτυχώς η συνάντηση µε τη γιατρό είχε κρατήσει λιγότερο απ’ όσοπερίµενε. Προλάβαινε να πάει και από το διαµέρισµα στην Κυψέλη, να ρίξει µια µατιά.Σταµάτησε το πρώτο ταξί που πέρασε µπροστά του και µπήκε µέσα.

Όταν η Αριέττα έµαθε ότι ο Παύλος είχε φύγει στην Αθήνα για να παρακολουθήσει κάποιοσεµινάριο, ξαφνιάστηκε από αυτό που ένιωσε. Μπορεί να µην είχε βρει το κουράγιο να τοπαραδεχτεί στον ίδιο, τον εαυτό της όµως δεν µπορούσε να τον ξεγελάσει. Η παρουσία του τηςείχε γίνει πλέον απαραίτητη.

Κάθε µέρα έφτανε στο σχολείο και αναζητούσε µε το βλέµµα τη γνώριµη φιγούρα κάπουστο προαύλιο. Θυµόταν µε νοσταλγία τις µέρες που κάθονταν νωχελικά σε κάποιο παγκάκι καικουβέντιαζαν ή οργάνωναν κάποια βόλτα µετά το σχόλασµα. Τώρα όλα αυτά είχαν αλλάξει. Ηφιλική διάθεση και η άνεση που είχαν αρχίσει να µοιράζονται είχαν δώσει τη θέση τους σεαµήχανες, τυπικές κουβέντες που έφερναν και τους δύο σε δύσκολη θέση. Παρ’ όλα αυτά, ηΑριέττα ένιωθε ότι η απουσία του Παύλου ήταν τώρα πια κάτι παραπάνω από αισθητή. Ώρεςώρες γινόταν βασανιστική...

Εκείνη τη µέρα έκανε το µάθηµά της ανόρεχτα, σχεδόν βιαστικά, και είχε σκοπό να γυρίσειαµέσως στο σπίτι. Μετά από κείνη τη λιποθυµία είχε καταλάβει πως δεν έπρεπε να πιέζει τονεαυτό της περισσότερο απ’ όσο άντεχε.

Διασχίζοντας το προαύλιο, χάιδεψε τρυφερά στο κεφάλι µερικούς µαθητές καικατευθύνθηκε προς την πύλη. Η φωνή της Αλίκης την έκανε να γυρίσει το βλέµµαξαφνιασµένη.

– Αριέττα!– Καληµέρα, Αλίκη, τη χαιρέτησε ευγενικά και χαµογέλασε. Της είχε λείψει... Η παρέα της,

το γέλιο της, τα αστεία της, οι βόλτες τους... Όµως δεν ήθελε να παρατείνει τη συνάντησή τουςγια πολύ. Κάθε φορά που τη συναντούσε συνειδητοποιούσε ότι της είχε κρύψει πολλάπράγµατα και δεν ένιωθε άνετα.

– Πρέπει να φύγεις αµέσως; Πάµε µια βόλτα; της πρότεινε εκείνη ανάλαφρα και όταν είδεµια αδιόρατη δυσφορία στο βλέµµα της, επέµεινε περισσότερο· είχαν τόσες µέρες να τα πουν.Έλα, δε θα αργήσουµε... Πάµε να περπατήσουµε λίγο.

Η Αριέττα υποχώρησε µπροστά στο πείσµα της Αλίκης, αλλά και στην ανάγκη της ναµιλήσει σε κάποιον. Πόσο θα ’θελε να µπορούσε να της πει τα πάντα! Ήξερε πως εκείνη θα τηνάκουγε και θα τη συµβούλευε, όµως... Τι σηµασία είχε; Τώρα πια είχε πάρει τις αποφάσεις της.

Κατηφορίζοντας το µικρό δροµάκι προς το κέντρο του χωριού παρέµειναν αρχικάσιωπηλές. Τελικά, η Αλίκη αποφάσισε να σπάσει τη σιωπή. Τις τελευταίες µέρες είχε σκεφτείξανά και ξανά όσα είχαν γίνει και είχε παλέψει µε τον ίδιο της τον εαυτό. Έβλεπε τον Παύλο να

Page 102: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

υποφέρει κι ένιωθε να πολεµούν µέσα της από τη µία η υπόσχεση που του είχε δώσει και απότην άλλη η ανάγκη της να τον βοηθήσει. Πίστευε πως µερικές φορές τα ζητήµατα της καρδιάςθέλουν λίγο σπρώξιµο και δεν µπορούσε να δεχτεί ότι µια αγάπη κινδύνευε να χαθεί τόσοάδικα.

Εξάλλου, κάτι µέσα της της έλεγε πως η Αριέττα δεν ήταν πια ερωτευµένη. Τουλάχιστον όχιµ’ αυτό τον Κώστα! Γυναίκα ήταν, µπορούσε να ερµηνεύσει τα σηµάδια. Και δεν ήταν λίγες οιφορές που είχε πιάσει τη φίλη της να κοιτά τον Παύλο λιγότερο φιλικά και περισσότεροτρυφερά. Δεν µπορεί να έπεφτε τόσο έξω...

Στα κοµµάτια! σκέφτηκε. Θα της µιλήσω κι ας µου θυµώσει ο Παύλος!– Αριέττα... ήθελα να σου µιλήσω εδώ και µέρες, αλλά δε βρήκα την ευκαιρία.Δε γύρισε να την κοιτάξει, συνέχισε να περπατά αργά, µε το βλέµµα καρφωµένο µπροστά

της. Το ήξερε ότι κάποτε θα έφτανε αυτή η στιγµή και ήταν προετοιµασµένη...– Το ξέρω, Αλικάκι, οι δουλειές, εκείνο το κρυολόγηµα που µε ταλαιπώρησε...Η Αλίκη τη διέκοψε. Ήταν αποφασισµένη να µιλήσει ξεκάθαρα. Μπορεί η Αριέττα και ο

Παύλος να µην είχαν το θάρρος να το κάνουν, αυτή όµως θα το έκανε!– Νοµίζω πως δεν ωφελεί να κρυβόµαστε πίσω από το δάχτυλό µας.– Τι εννοείς; ψέλλισε ξαφνιασµένη η Αριέττα.– Θα σου µιλήσω όπως µιλάω και στον Παύλο, γιατί σε νιώθω φίλη µου. Εδώ και µήνες, σας

παρακολουθώ να παίζετε το κρυφτό. Κι αυτό το παιχνιδάκι µπορεί στην αρχή να ήτανχαριτωµένο, όµως τώρα πια σας οδηγεί σ’ ένα αδιέξοδο που θα πληγώσει και τους δυο σας.Γιατί ξέρω καλά πως κι εσύ είσαι ερωτευµένη µε τον Παύλο. Κάνω λάθος; τη ρώτησε καιπερίµενε µια απάντηση απ’ την Αριέττα, που την κοίταζε αποσβολωµένη.

Όσο προετοιµασµένη κι αν ήταν, δεν περίµενε τόσο ξεκάθαρες κουβέντες από την Αλίκη κιένιωσε παγιδευµένη. Και τώρα τι θα έκανε; Ως πότε θα συνέχιζε να λέει ψέµατα; Με δυσκολίαπαραδέχτηκε µέσα της ότι δεν µπορούσε παρά να πει την αλήθεια, τουλάχιστον ένα µέροςτης...

– Όχι, δεν κάνεις λάθος. Είµαι ερωτευµένη µε τον Παύλο κι έχω καταλάβει ότι κι αυτόςνιώθει κάτι...

– Σ’ αγαπάει σαν τρελός! τη διαβεβαίωσε η Αλίκη κι έσφιξε γύρω της το χοντρό µπουφάν.Τόσα χρόνια που τον ξέρω, είναι η πρώτη φορά που τον βλέπω τόσο ερωτευµένο.

Η διαπίστωση αυτή έκανε την καρδιά της Αριέττας να χτυπήσει πιο γρήγορα. Ώστε δεν είχεκάνει λάθος... Την αγαπούσε κι αυτός... Κοίταξε την Αλίκη στα µάτια και το παραδέχτηκε µεφωνή που έτρεµε.

– Το ίδιο ακριβώς νιώθω κι εγώ! Ήταν η πρώτη φορά που το παραδεχόταν, που το έλεγεφωναχτά, και σχεδόν τρόµαξε.

Η Αλίκη σήκωσε τα χέρια ψηλά µε απόγνωση.– Εσείς οι δυο έχετε βαλθεί να µε τρελάνετε. Αν αγαπιέστε τόσο, τότε µπορεί κάποιος να µου

εξηγήσει γιατί ο Παύλος είναι στην Αθήνα κι εµείς εδώ συζητάµε χωρίς να βγάζουµε νόηµα;– Δεν είναι απλά τα πράγµατα...Η Αλίκη δεν προσπάθησε να κρύψει το πόσο µπερδεµένη και θυµωµένη ένιωθε εκείνη τη

στιγµή.– Τα πράγµατα πάντα είναι απλά, Αριέττα, εµείς τα περιπλέκουµε! Εξήγησέ µου! Μίλα µου!

Φταίει αυτός ο... Κώστας; θέλησε να καταλάβει. Ήταν ολοφάνερο ότι, αν ήθελε κάποιεςαπαντήσεις, θα έπρεπε να επιµείνει.

Η Αριέττα ξαφνιάστηκε πραγµατικά. Πώς είχε πάει η κουβέντα στον Κώστα τώρα; Εδώ και

Page 103: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

καιρό τον είχε βγάλει και από το µυαλό της και από την καρδιά της.– Καµία σχέση... είπε έκπληκτη, έχουµε χωρίσει οριστικά. Αλλά εσύ πώς ξέρεις για τον

Κώστα;– Μου µίλησε ο Παύλος. Ήθελε κάπου να τα πει. Μην του θυµώνεις, προσπάθησε να

προστατεύσει το φίλο της η Αλίκη. Έχει πειστεί ότι είσαι ακόµα ερωτευµένη µε τον πρώην σουκαι γι’ αυτό δεν αφήνεσαι σε µια νέα σχέση.

Η Αριέττα χαµογέλασε.– Δε θα µπορούσα να του θυµώσω... Είναι τόσο καλός, τόσο υπέροχος, κι εγώ νιώθω τόσο

άσχηµα που τον πληγώνω άθελά µου... Όµως, πίστεψέ µε, όσο κι αν αγαπιόµαστε, δενµπορούµε να είµαστε µαζί µε τον Παύλο. Δε γίνεται!

– Γιατί; ρώτησε απλά η Αλίκη, ελπίζοντας σε µια εξίσου απλή απάντηση που όµως δεν ήρθεποτέ.

– Μη µε ρωτάς... είπε η Αριέττα σκύβοντας το κεφάλι. Προτιµώ να µη σου πω την αλήθειαπαρά να σου πω ψέµατα! Αυτό που θέλω να ξέρεις είναι ότι ο Παύλος είναι ό,τι καλύτερο έχειτύχει στη ζωή µου. Απλώς, εύχοµαι να είχε τύχει νωρίτερα...

Ένα ξαφνικό µπουµπουνητό ξάφνιασε τις δύο κοπέλες. Η Αλίκη σήκωσε τα µάτια και είδεµαύρα σύννεφα να σκεπάζουν τον ουρανό. Δεν καταλάβαινε τίποτα... Γρίφοι και µισόλογα...Και δύο άνθρωποι που βασανίζονταν χωρίς λόγο... Γιατί;

Ανασήκωσε τους ώµους και κοίταξε την Αριέττα θλιµµένα. Αυτή η συζήτηση δε θα έβγαζεπουθενά.

– Να πηγαίνουµε καλύτερα, θα πιάσει βροχή, είπε απογοητευµένη και ξεκίνησε αφήνονταςπίσω της την Αριέττα.

Αυτή την πρόλαβε κι έπιασε το χέρι της. Πόσο θα’ θελε να της πει όλη την αλήθεια, να τηςεξηγήσει... Τότε σίγουρα θα την καταλάβαινε, θα κέρδιζε τη συµπαράστασή της, αλλά και τονοίκτο της, κι αυτό δεν το ήθελε...

– Συγνώµη αν σε στεναχώρησα, απολογήθηκε κι αναζήτησε παρακλητικά το βλέµµα της.Η Αλίκη φόρεσε την κουκούλα της για να προστατευτεί από τις χοντρές σταγόνες βροχής

που ήδη έπεφταν.– Μη ζητάς από µένα συγνώµη. Από τους εαυτούς σας µάλλον πρέπει να ζητήσετε, γιατί τους

στερείτε αυτό που έχουν ανάγκη! Δε µου εξήγησες το λόγο που σ’ αναγκάζει να µένεις πίσω,όµως να θυµάσαι κάτι, είπε και έδειξε το βαρύ, συννεφιασµένο ουρανό. Πίσω απ’ αυτά ταµαύρα σύννεφα κρύβεται ένας υπέροχος ήλιος που αργά ή γρήγορα θα φανεί. Έτσι γίνεται καιστη ζωή µας· αρκεί να έχουµε την υποµονή που χρειάζεται και όλα διορθώνονται.

Χωρίς να περιµένει απάντηση, γύρισε κι έφυγε, θέλοντας να δώσει έµφαση στα τελευταίαλόγια της.

Η Αριέττα την παρακολούθησε για λίγο να αποµακρύνεται. Ύστερα έστρεψε το βλέµµα τηςστον ουρανό κι άφησε τις σταγόνες της βροχής να κυλήσουν στο πρόσωπό της και να ενωθούνµε τα δάκρυά της.

Είδε ένα πολύ παράξενο όνειρο εκείνο το βράδυ. Βυθιζόταν αργά και βασανιστικά σ’ έναπηγάδι και ξαφνικά άκουσε τον Παύλο να τη φωνάζει µε αγωνία.

– Αριέττα... Αριέττα...Τον κοίταζε και γαντζωνόταν µε τα νύχια στα κρύα, υγρά τοιχώµατα του πηγαδιού για να

τον φτάσει, όµως, µόλις κατάφερνε να ανεβεί λίγα εκατοστά, γλιστρούσε και βυθιζόταν ακόµα

Page 104: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

πιο βαθιά. Σιγά σιγά η φωνή του Παύλου ξεµάκραινε µέχρι που κάποια στιγµή έπαψε να τηνακούει.

Η Αριέττα σήκωνε το βλέµµα ψηλά και το µόνο που έβλεπε µέσα από το µακρινό στόµιο τουπηγαδιού ήταν ο καυτός, ανελέητος ήλιος, που δεν έφτανε ως κάτω για να τη ζεστάνει.

– Παύλο... Παύλο... φώναζε µε αγωνία το όνοµά του, όµως κανείς δεν την άκουγε πια...Ήταν µόνη...

Και τότε, όταν το συνειδητοποίησε, σήκωσε ξανά το κεφάλι και τον είδε. Ένας άντραςστεκόταν στο χείλος του πηγαδιού και της χαµογελούσε! Τον αναγνώρισε αµέσως: ο Ορέστης!Ο αδερφός της... Η εικόνα του και µόνο της έδωσε τη δύναµη που χρειαζόταν. Αρπάχτηκε απ’τα τοιχώµατα και άρχισε να ανεβαίνει. Και κάθε φορά που γλιστρούσε κι έπεφτε, ένιωθε τηδύναµη να φουντώνει µέσα της και πάλι απ’ την αρχή!

– Αριέττα... άκουσε τη φωνή του.Σήκωσε το κεφάλι να τον κοιτάξει, να γυρέψει βοήθεια. Της χαµογελούσε και κάτι της

έλεγε, αλλά δεν τον άκουγε. Έπρεπε να πλησιάσει κι άλλο. Άρχισε να ανεβαίνει. Πατούσε σταπέτρινα τοιχώµατα και ανέβαινε µε γρήγορες κινήσεις. Με µια δύναµη που δεν µπορούσε νακαταλάβει πού κρυβόταν. Κι όταν έφτασε πάνω, σήκωσε το κεφάλι να τον δει, αλλά είχεεξαφανιστεί. Το µόνο που είδε ήταν το γελαστό πρόσωπο του καπετάν Ορέστη...

Πετάχτηκε αλαφιασµένη και χρειάστηκε να περάσουν µερικά λεπτά για να καταλάβει ότιαυτό που την είχε τραβήξει από το όνειρο ήταν ο ήχος του τηλεφώνου. Ζαλισµένη ακόµα, τοάρπαξε από το κοµοδίνο και απάντησε µε λαχανιασµένη φωνή.

– Ναι...– Αριέττα, η Ειρήνη είµαι. Είσαι καλά;Η φωνή της φίλης της τη συνέφερε γρήγορα. Έκλεισε τα µάτια και έγειρε ξανά στα νωπά

απ’ τον ιδρώτα σεντόνια.– Συγνώµη... µουρµούρισε. Κοιµόµουν και δεν κατάλαβα ποιος ήταν.– Εµένα µε συγχωρείς, δικαιολογήθηκε η Ειρήνη. Σε παίρνω πρωί πρωί, αλλά πρόκειται για

κάτι πολύ σηµαντικό!Κάτι στη φωνή της φίλης της την ανησύχησε. Στη στιγµή σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και

τράβηξε την κουρτίνα αφήνοντας το φως να µπει στο δωµάτιο και να διώξει τις σκιές από τοκακό όνειρο που την είχε ταράξει πάλι.

– Τι συµβαίνει, Ειρήνη; Οι γονείς µου; Ο Μάρκος; τη ρώτησε καθώς συνερχόταν.– Για σένα πρόκειται, ηρέµησε, προσπάθησε να την καθησυχάσει. Στη συνέχεια πήρε µια

βαθιά ανάσα και της είπε τα ευχάριστα. Αριεττάκι... βρέθηκε δότης!– Τι βρέθηκε; ρώτησε διπλώνοντας ταυτόχρονα µερικά ρούχα που είχε αφήσει ακατάστατα

το προηγούµενο βράδυ πάνω στην καρέκλα.– Βρέθηκε συµβατός δότης µέσω του Εθνικού Αρχείου Δοτών. Μπορούµε να προχωρήσουµε

άµεσα στη µεταµόσχευση. Δεν είναι καταπληκτικό; Σ’ το είχα πει ότι όλα θα πάνε καλά! ΗΕιρήνη ήταν τόσο συγκινηµένη που δεν µπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασµό της.

Η Αριέττα προσπάθησε να δώσει ένα νόηµα στα λόγια της φίλης της.– Δεν καταλαβαίνω... Πώς βρέθηκε δότης, αφού εγώ βρίσκοµαι εδώ;– Η παρουσία σου εδώ δεν ήταν απαραίτητη. Το δείγµα σου είχε κρατηθεί στο νοσοκοµείο

και ελεγχόταν τακτικά για πιθανή συµβατότητα, όπως συµβαίνει µ’ όλους τους ασθενείς πουβρίσκονται στη λίστα αναµονής για µόσχευµα.

Η Ειρήνη της εξήγησε βιαστικά και κάπως ανόρεχτα τη συνήθη διαδικασία. Τι σηµασίαείχαν οι λεπτοµέρειες; Αυτή ήθελε µόνο της ανακοινώσει τα ευχάριστα νέα, να της πει ότι όλα

Page 105: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

είχαν πάει καλά και έπρεπε να γυρίσει το συντοµότερο στην Αθήνα για τη µεταµόσχευση.Η Αριέττα όµως δε φάνηκε να µοιράζεται τον ενθουσιασµό της.– Να φανταστώ δηλαδή πως, αν δε βρισκόταν συµβατός δότης, δε θα µάθαινα ποτέ ότι µ’

είχες βάλει σε αυτή τη λίστα, διαπίστωσε σχεδόν µε ειρωνεία.– Μα, Αριέττα, καταλαβαίνεις τι σου λέω;– Πώς µπόρεσες;– Τι; Η Ειρήνη είχε σαστίσει για τα καλά. Μα τι αντίδραση ήταν αυτή;– Πώς µπόρεσες να µου πεις ψέµατα, να µε κοροϊδέψεις; Σου είχα ξεκαθαρίσει απ’ την αρχή

ότι δε θα δεχόµουν ούτε θεραπείες ούτε µεταµόσχευση και σου είχα εξηγήσει και τους λόγους.Κι εσύ τόσο καιρό κανόνιζες άλλα πίσω απ’ την πλάτη µου! Μ’ αγνόησες! Ό,τι σου είπα εκείνητη µέρα το εννοούσα και το εννοώ! Δεν πρόκειται να υποβληθώ σε µια ανούσια και ανώφεληδιαδικασία που θα καταρρακώσει τους γονείς µου.

Η Ειρήνη δεν απάντησε αµέσως. Είχε χάσει τα λόγια της. Όχι, δεν µπορεί, δεν είχε ακούσεικαλά...

– Κοριτσάκι µου, σύνελθε σε παρακαλώ! Οι πιθανότητες επιτυχίας είναι µεγάλες. Για ποια«ανούσια και ανώφελη διαδικασία» µιλάς; Μη θυµώνεις... Ό,τι έκανα το έκανα επειδή είµαιφίλη σου. Εσύ δηλαδή τι θα έκανες στη θέση µου; έκανε µια ακόµα προσπάθεια να τηλογικέψει.

– Πάντως δε θα οργάνωνα διάφορα εν αγνοία σου, ούτε θα σου έλεγα ψέµατα, τηνκατηγόρησε ανοιχτά η Αριέττα.

– Μα...– Δε θέλω ν’ ακούσω τίποτ’ άλλο! Μόνο πες µου ότι δεν έχεις ενηµερώσει τους γονείς µου για

όλ’ αυτά.– Όχι, βέβαια... Δε θα έκανα ποτέ κάτι τέτοιο χωρίς να το γνωρίζεις.– Ωραία... τη διέκοψε η Αριέττα. Αυτό ήθελα µόνο να ξέρω. Και τώρα µε συγχωρείς, αλλά

πρέπει να ετοιµαστώ για το σχολείο.Έκλεισε το τηλέφωνο και στάθηκε µπροστά στον καθρέφτη. Κοίταζε το είδωλό της και

έβλεπε στα µάτια της οργή, θυµό, απογοήτευση... Η Ειρήνη, η καλύτερή της φίλη... Πώςµπόρεσε να την κοροϊδέψει έτσι ύπουλα; Πώς µπόρεσε να της πει ψέµατα, να την ξεγελάσει;Αγνόησε την επιθυµία της και την έφερε προ τετελεσµένου γεγονότος. Δεν το περίµενε αυτόαπό την «αδερφή» της. Ο θυµός φούντωσε µέσα της και ξαφνικά άρχισε να πετά από δω καιαπό κει ό,τι έβρισκε µπροστά της. Μέσα στη µανία της, σε λίγα λεπτά, όλα κατέληξανσπασµένα στο πάτωµα.

Σταµάτησε λαχανιασµένη και κοίταξε ξανά το είδωλό της στον καθρέφτη. Με δυσκολίααναγνώριζε το πρόσωπό της... Και τότε µια σκέψη πέρασε απ’ το µυαλό της, µια σκέψη που τηνέκανε να αµφιβάλλει για το αν η υπερβολική αντίδρασή της ήταν δικαιολογηµένη. Η Ειρήνηδεν της είχε πει ψέµατα, απλώς δεν της είχε πει την αλήθεια! Το ίδιο δεν είχε κάνει και η ίδιαστην Αλίκη; Ναι... τώρα το καταλάβαινε. Είχε αντιδράσει υπερβολικά, δεν έπρεπε να τηςφωνάξει και να την κατηγορήσει. Εξάλλου, ό,τι έκανε το έκανε από αγάπη.

Έκρυψε το πρόσωπό της µέσα στα χέρια της και αναστέναξε βαθιά. Αυτό πουσυνειδητοποίησε την τροµοκράτησε. Σιγά σιγά έδιωχνε από κοντά της όλους όσοι τηναγαπούσαν: τους γονείς της, τον Μάρκο, την Ειρήνη, την Αλίκη, τον Παύλο, τον ίδιο της τονεαυτό. Στην πιο δύσκολη στιγµή της ζωής της, είχε καταφέρει να µείνει εντελώς µόνη... Και τηςάξιζε!

Page 106: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Ειρήνη έκλεισε το τηλέφωνο µε δύναµη και µουρµούρισε µια βρισιά µέσα από τα δόντια της.Ο Μάρκος σηκώθηκε και την πλησίασε. Δε χρειαζόταν να ρωτήσει και πολλά. Είχε καταλάβειότι η κουβέντα δεν είχε εξελιχθεί όπως περίµεναν και όπως ήλπιζαν.

Η αγωνία του τον είχε φέρει από νωρίς το πρωί στο νοσοκοµείο. Ήθελε να είναι κι αυτόςπαρών όταν η Ειρήνη θα ανακοίνωνε τα νέα στην Αριέττα. Μετά από τόσους µήνες, επιτέλουςείχαν και πάλι να µοιραστούν σαν τριάδα κάτι ευχάριστο. Όµως το βλέµµα της Ειρήνης καιόσα είχε ακούσει τον έκαναν να καταλάβει ότι δεν είχαν πάει καλά τα πράγµατα.

– Τι έγινε; ρώτησε, απλά και µόνο για να επιβεβαιωθούν οι φόβοι του.Η Ειρήνη γύρισε και τον κοίταξε κλαµένη.– Τι θες να έγινε; Η Αριέττα! Η αιώνια Αριέττα! Αυτή η κοπέλα θα µε τρελάνει! είπε µέσα

στους λυγµούς της, ενώ βηµάτιζε νευρικά πάνω κάτω.– Τι σου είπε;– Αρνείται, λέει, να κάνει τη µεταµόσχευση. Ακούς; Να δεις πώς το είπε; Α, ναι! «Ανούσια και

ανώφελη διαδικασία». Άσε που µε πέρασε γενεές δεκατέσσερις επειδή, λέει, κινήθηκα πίσωαπό την πλάτη της! Ευτυχώς που δεν πρόλαβα να της πω ότι µίλησα και σε σένα. Ποιος ξέρει τιάλλο θα µου ’λεγε!

Ο Μάρκος δεν περίµενε ν’ ακούσει περισσότερα. Ένιωσε την οργή του να φουντώνει.Άρπαξε το µπουφάν και τα κλειδιά του και κοίταξε την Ειρήνη. Τα µάτια του πετούσαν φλόγες.

– Ως εδώ! Αυτά τα καµώµατα εγώ δεν τα καταλαβαίνω. Αν νοµίζει ότι θα συνεχίσουµε να τηννταντεύουµε, είναι γελασµένη!

– Τι θα κάνεις; τον ρώτησε τροµαγµένη.– Αύριο κιόλας θα πάω στην Τήνο και θα µ’ ακούσει είτε το θέλει είτε όχι. Αρκετά παίξαµε,

νοµίζω!Δεν έφερε αντίρρηση. Δεν άντεχε. Ας πήγαινε... Ίσως αυτή να ήταν η τελευταία τους ελπίδα.

Τον Μάρκο ίσως να τον άκουγε...– Τι θα της πεις;– Δεν ξέρω, ξεφύσηξε εκείνος. Θα αυτοσχεδιάσω! Πάντως να είσαι σίγουρη ότι δε θα γυρίσω

πίσω µόνος µου. Η Αριέττα θα έρθει µαζί µου, είτε οικειοθελώς είτε µε το ζόρι! δήλωσε καιβγήκε από το γραφείο κλείνοντας πίσω του την πόρτα µε πάταγο.

Η αποφασιστικότητα του Μάρκου έκανε την Ειρήνη να αναθαρρήσει κάπως. Ίσως να µηνείχε χαθεί κάθε ελπίδα. Ίσως να κατάφερνε να την πείσει. Έπρεπε να την πείσει! Η φίλη τουςγύριζε την πλάτη στη µοναδική ευκαιρία που είχε να νικήσει την ασθένεια και περίµενε απότους δυο καλύτερούς της φίλους να κάνουν το ίδιο. Ε, όχι! Αυτό δε γινόταν! Ας θύµωνε, ας τουςκατηγορούσε, ας τους έβριζε, ας µην τους µιλούσε ποτέ ξανά! Μόνο να έκανε την επέµβαση...Γιατί αυτό που είχε µεγαλύτερη σηµασία, ακόµα κι από τη φιλία τους, ήταν η ζωή της Αριέττας.Κι αυτή κρεµόταν πια από µια κλωστή...

Στην αρχή, η Νίνα δεν έδωσε ιδιαίτερη σηµασία. Το όνειρο την επισκεπτόταν µια φορά στοτόσο και συνήθως το πρωί που ξυπνούσε δεν κατάφερνε να συγκρατήσει όλες τις λεπτοµέρειες.Τις τελευταίες νύχτες, όµως, το έβλεπε ανελλιπώς και µάλιστα ήταν τόσο έντονο που κάποιαστιγµή πεταγόταν από τον ταραγµένο ύπνο της και χρειαζόταν να µείνει αρκετή ώρα κάθιδρηπροσπαθώντας να βρει ξανά την ανάσα της. Ευτυχώς ο Λευτέρης κοιµόταν πάντα βαριά και δενείχε αντιληφθεί ότι η γυναίκα του δεν ηρεµούσε ούτε στον ύπνο της πια.

Έτσι κι εκείνο το βράδυ, ο Ορέστης είχε έρθει και πάλι στο όνειρό της. Ήταν ακριβώς όπως

Page 107: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

τον θυµόταν. Φορούσε το τριµµένο του τζιν και το αγαπηµένο του φούτερ. Οι τούφες από τακαστανόξανθα µαλλιά του έφταναν µέχρι τη βάση του λαιµού του και το πρόσωπό του έλαµπεκάτω από έναν απαλό ανοιξιάτικο ήλιο. Την κοίταζε στα µάτια χαµογελαστός και της άπλωνετο χέρι, ενώ της ψιθύριζε κάτι που η Νίνα, όσο κι αν προσπαθούσε, δεν κατάφερνε να ακούσει.Ήξερε όµως πως ο γιος της ήθελε να της πει κάτι σηµαντικό, γι’ αυτό και κάθε φορά ξυπνούσεαπογοητευµένη και αγχωµένη που δεν είχε καταφέρει να τον καταλάβει... Τι να σήµαιναν όλααυτά;

– Νίνα;Τι ήταν τόσο σοβαρό που έκανε το γιο της να την επισκέπτεται τόσο τακτικά και επίµονα;– Νίνα;Μήπως συνέβαινε κάτι στην Αριέττα; Όµως της µιλούσε σχεδόν καθηµερινά στο τηλέφωνο

και δεν είχε αντιληφθεί κάτι ανησυχητικό στη φωνή της ή σ’ αυτά που της έλεγε.– Νίνα, δε µ’ ακούς;Ο Λευτέρης είχε ανασηκωθεί στο κρεβάτι και κοιτούσε µε έγνοια τη γυναίκα του. Το βλέµµα

της χανόταν κάπου µακριά και χρειάστηκε να την ταρακουνήσει για να την επαναφέρει στηνπραγµατικότητα.

Έτριψε τα µάτια της προσπαθώντας να συνέλθει.– Καληµέρα, αγάπη µου! Συγνώµη, ήµουν αφηρηµένη, είπε δήθεν ανέµελα και τεντώθηκε

νωχελικά.– Νίνα, συµβαίνει κάτι; Τόση ώρα σού µιλάω και δε µου απαντάς.– Αχ, βρε Λευτέρη µου, όλο ανησυχείς! Τίποτα δε συµβαίνει... Πάω να βάλω να γίνεται ο

καφές.Σηκώθηκε µε γρήγορες κινήσεις από το κρεβάτι και βγήκε από το δωµάτιο βιαστικά,

θέλοντας έτσι ν’ αποφύγει το εξεταστικό βλέµµα του άντρα της. Δεν του είχε πει τίποτα για τοόνειρο, δεν είχε νόηµα να ανησυχούν και οι δυο τους για κάτι ακατανόητο.

Περνώντας από το σαλόνι, πριν µπει στην κουζίνα, κοντοστάθηκε µπροστά στη φωτογραφίατου Ορέστη. Χάιδεψε µε τα ακροδάχτυλά της το κρύο τζάµι και άφησε το βλέµµα της ναταξιδέψει µε λαχτάρα στο χαµογελαστό πρόσωπο του γιου της. Αυτή όµως δεν του χαµογέλασε,συνέχισε να τον κοιτά σκυθρωπή και προβληµατισµένη.

– Τι θες να µου πεις, αγόρι µου; ψιθύρισε. Τι προσπαθείς να µου πεις και γιατί δεν µπορώνα σ’ ακούσω;

Αναστέναξε βαθιά και έριξε µια τελευταία µατιά στο λατρεµένο πρόσωπο. Μετά έσφιξεγύρω της τη ρόµπα και µπήκε στην κουζίνα να ετοιµάσει το πρωινό. Άλλη µια µέρα ξεκινούσε.

Ο Ορέστης εξακολουθούσε να χαµογελά µέσα από την ασηµένια κορνίζα.

Το πλοίο σφύριξε σε ένδειξη αποχαιρετισµού και ξεκίνησε απαλά και γαλήνια το ταξίδι του.Ένα ταξίδι που, απ’ ό,τι φαινόταν, θα ήταν ήρεµο, αφού ο αέρας είχε κοπάσει εντελώς τιςτελευταίες µέρες και η θάλασσα ήταν εντελώς ακύµαντη.

Το εντελώς αντίθετο απ’ την ψυχή µου, σκέφτηκε ποιητικά ο Παύλος, καθώς στεκόταν στηνπρύµνη του πλοίου και χάζευε την πόλη που άφηνε πίσω του. Την πόλη που θα γίνει το σπίτι µου,διόρθωσε τον εαυτό του. Θα πρέπει να το συνηθίσω κι ας µη µ’ αρέσει.

Τρεις µέρες έµεινε στην Αθήνα ο Παύλος. Τρεις µέρες ήταν αρκετές για να εξετάσει όλα ταδεδοµένα και να δροµολογήσει το µέλλον του.

Το διαµέρισµα της Κυψέλης αποδείχτηκε τελικά κάτι παραπάνω από κατάλληλο για το

Page 108: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

σκοπό που το προόριζε. Η τοποθεσία του ήταν ιδανική, αφού βρισκόταν στο κέντρο, κι έτσι θαεξυπηρετούσε πολλές περιοχές. Και η διαρρύθµισή του όµως ήταν κατάλληλη για ένα µικρό,αρχικά τουλάχιστον, ωδείο. Κάποιες µικρές επιδιορθώσεις και παρεµβάσεις που έκρινεαπαραίτητες, καθώς και οι διαδικασίες για την άδεια, µπορούσαν να γίνουν σταδιακά, αφού,έτσι κι αλλιώς, πριν την λήξη της σχολικής χρονιάς δε θα µπορούσε να φύγει από τηνΚαρδιανή.

Έτσι, φορτωµένος µε τα λιγοστά του µπαγκάζια και τα «εύθραυστα» σχέδιά του, ανέβηκεστο πλοίο εκείνο το πρωί ο Παύλος. Δεν είχε να κάνει κάτι άλλο στην Αθήνα. Έτσι κι αλλιώς,από το νοσοκοµείο θα τον ειδοποιούσαν εγκαίρως, όπως του είχαν πει, για το πότε θα έπρεπενα ταξιδέψει και πάλι για την προγραµµατισµένη µεταµόσχευση.

Καθώς άφηνε τη µατιά του να περιπλανηθεί στην τσιµεντένια πόλη που άφηνε πίσω του, ησκέψη του πέταξε στους δικούς του. Έπρεπε να τους µιλήσει όσο το δυνατό συντοµότερα γιατην απόφασή του. Δεν είχε σκοπό, βέβαια, να τους πει λεπτοµέρειες σχετικά µε τους λόγους πουτον είχαν σπρώξει σ’ αυτή. Οι εξηγήσεις θα είχαν να κάνουν αποκλειστικά και µόνο µεεπαγγελµατικά ζητήµατα: «Ήθελα να δοκιµάσω κάτι διαφορετικό από τη διδασκαλία και νααναζητήσω την τύχη µου σε ένα πιο ευρύ κοινωνικό περιβάλλον».

Ήξερε βέβαια ότι, µόλις ανακοίνωνε τα νέα, θα είχε ν’ αντιµετωπίσει τα παρακάλια τηςµητέρας του να το ξανασκεφτεί και το δύσπιστο βλέµµα του πατέρα του, που εδώ και καιρό τονκοιτούσε σαν να του έλεγε «ξέρω τι σου συµβαίνει». Ναι, ήταν βέβαιος ότι ο πατέρας του θαυποψιαζόταν τους πραγµατικούς λόγους της ξαφνικής µετακόµισής του, όµως δε θα έλεγετίποτα. Μόνο µε το βλέµµα του θα έδινε στον Παύλο να καταλάβει πως θα τον στήριζε σε όποιααπόφαση κι αν έπαιρνε. Έτσι ήταν ο πατέρας του· ήρεµη δύναµη...

Όσο για την κυρία Φωτεινή, θα έκλαιγε, θα ικέτευε, θα τον παρακαλούσε να το ξανασκεφτείκι όταν πια θα αναγκαζόταν να το πάρει απόφαση, θα έψαχνε να βρει όλους τους πιθανούςτρόπους για να στέλνει τα νόστιµα, καλοµαγειρεµένα φαγητά της στο γιο της στην Αθήνα, ώστετουλάχιστον να τρώει σπιτικό φαγητό.

Από την Αλίκη δε σκόπευε να κρύψει τίποτα. Θα της έλεγε τα πάντα. Για το ωδείο, για τηνΑριέττα, για το ότι δεν άντεχε να µείνει στην Τήνο και να τη βλέπει κάθε µέρα, για τηραγισµένη του καρδιά, για όλα... Εκτός από τη µεταµόσχευση. Γι’ αυτό είχε αποφασίσει να µηµιλήσει σε κανέναν. Για κάποιον που δε γνωρίζει τη διαδικασία, η λέξη και µόνο«µεταµόσχευση» µπορεί να προκαλέσει πανικό και το τελευταίο που ήθελε ήταν να επιβαρύνειτους γονείς του και την Αλίκη µ’ ένα πρόσθετο άγχος.

Ίσα που πρόλαβε ο Μάρκος να επιβιβαστεί στο καράβι προτού ξεκινήσει. Η ένταση τηςπροηγούµενης µέρας τον έκανε να κοιµηθεί τόσο βαριά που χρειάστηκε να κλείσει τρεις φορέςτο ξυπνητήρι µέχρι να καταφέρει τελικά να σηκωθεί από το κρεβάτι του.

Το πλοίο ήταν σχεδόν άδειο κι έτσι κάθισε στην πρώτη καρέκλα που βρήκε µπροστά του.Όσα τον είχαν αναγκάσει να κάνει αυτό το ταξίδι και όσα ήξερε ότι θα είχε ν’ αντιµετωπίσειστην Τήνο δεν τον άφησαν να ηρεµήσει. Έκανε µια προσπάθεια να χαλαρώσει και νακοιµηθεί, γρήγορα όµως κατάλαβε ότι ήταν ανώφελο και σηκώθηκε να πάρει έναν καφέ απότο µπαρ.

Λίγα λεπτά αργότερα, κάνοντας µεταβολή για να γυρίσει στη θέση του, έπεσε πάνω στονεαρό που στεκόταν πίσω του, µε αποτέλεσµα να ρίξει πάνω του όλο τον καφέ που κρατούσεστα χέρια του.

Page 109: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Έµειναν και οι δυο αµίλητοι, σαστισµένοι, να προσπαθούν να καταλάβουν τι είχε συµβεί. ΟΜάρκος έκανε ένα βήµα πίσω και κοίταξε απολογητικά το θύµα της απροσεξίας του. Μόνο µεχιούµορ µπορούσε να αντιµετωπίσει την κατάσταση. Διαφορετικά, θα έβαζε τα κλάµατα από τανεύρα του.

– Θέλει πολλή προσπάθεια για να τρακάρεις µε κάποιον σ’ ένα πλοίο µε τριάντα το πολύεπιβάτες, είπε µόνο και ευχήθηκε από µέσα του να είχε εξίσου καλή αίσθηση του χιούµορ και ονεαρός. Δε θα άντεχε έναν υστερικό καβγά εκείνη τη στιγµή.

– Μάλλον έχεις δίκιο... Εµείς όµως τα καταφέραµε! γέλασε εκείνος και έκανε µιαπροσπάθεια να σκουπίσει την µπλούζα του.

Ανακουφισµένος ο Μάρκος, του έδωσε µερικές πετσέτες και τον βοήθησε.– Χίλια συγνώµη, ρε φίλε, σ’ έκανα χάλια... Το λιγότερο που µπορώ να κάνω είναι να σε

κεράσω έναν καφέ, πρότεινε και άπλωσε το χέρι του να συστηθεί. Μάρκος.– Χαίρω πολύ, απάντησε ο άλλος, Παύλος. Έναν καφέ θα τον έπινα. Ευχαριστώ...– Ώστε µένεις µόνιµα στο νησί; ρώτησε ο Μάρκος που εδώ και τρεις ώρες απολάµβανε µια

χαλαρή συζήτηση µε τον Παύλο Ρηγόπουλο. Η ήρεµη, ευγενική φυσιογνωµία του νεαρού απότην Τήνο τον έκανε να τον συµπαθήσει αµέσως. Και ο Παύλος όµως, µετά το αρχικό τουσάστισµα από το ατύχηµα µε τον καφέ, δέχτηκε µε ανακούφιση την ευχάριστη παρέα τουΜάρκου Αγγέλου, που του έδωσε την ευκαιρία να ξεχάσει, έστω και για λίγο, όσα τοναπασχολούσαν.

– Προς το παρόν ναι, απάντησε πίνοντας την τελευταία γουλιά από τον καφέ του. Σε λίγουςµήνες όµως σκοπεύω να µετακοµίσω στην Αθήνα.

Ο Μάρκος έκανε ένα µορφασµό.– Δε θέλω να σ’ αποθαρρύνω, αλλά η ζωή στην Αθήνα δεν είναι εύκολη. Μετά από τόσα

χρόνια σ’ ένα νησί του Αιγαίου, πρόσεξε µη σου πέσει βαριά η µετακόµιση!Ο Παύλος ένευσε καταφατικά. Δεν του έλεγε κάτι καινούριο. Τα είχε σκεφτεί όλα αυτά

προτού πάρει τις αποφάσεις του, όµως...– Καλώς ή κακώς, δεν έχω άλλη επιλογή, παραδέχτηκε στον Μάρκο αλλά και στον εαυτό

του.– Να φανταστώ ότι πρόκειται για γυναίκα;Αντί για απάντηση, ο Παύλος κούνησε καταφατικά το κεφάλι του. Τόσο φανερό ήταν

λοιπόν; Ακόµα κι ένας ξένος µπορούσε µε µια µατιά να καταλάβει τι τον βασάνιζε;Στριφογύρισε νευρικά στην καρέκλα του και χαµήλωσε αµήχανος το βλέµµα του. Δεν ήθελε ναπει περισσότερα γι’ αυτό το ζήτηµα. Καλύτερα να περιορίζονταν σε άλλα, πιο ανώδυνα,θέµατα...

Ο Μάρκος, που αντιλήφθηκε αµέσως τη δυσφορία του συνοµιλητή του, βιάστηκε να τονκαθησυχάσει.

– Μην ανησυχείς, δεν πρόκειται να ρωτήσω λεπτοµέρειες. Όµως, πες µου κι εσύ, ρε φίλε, οιγυναίκες δεν µπορούν να σε τρελάνουν ώρες ώρες µε το πείσµα τους και τα καπρίτσια τους;

Ο Παύλος σκέφτηκε για λίγο κι ύστερα χαµογέλασε µελαγχολικά.– Ναι, δεν έχεις άδικο... Όµως σ’ αυτή τη συγκεκριµένη που έχω στο µυαλό µου θα

µπορούσα να ανεχτώ τα πάντα! παραδέχτηκε σε µια στιγµή αδυναµίας.Ο Μάρκος τον κοίταξε έκπληκτος κι έσκυψε ελαφρά προς το µέρος του.– Έχει καταλάβει, τουλάχιστον, πόσο τυχερή είναι; ρώτησε µε νόηµα.– Δε νοµίζω... απάντησε ο Παύλος, αναστενάζοντας ελαφρά, και µε αυτό τον τρόπο έβαλε

τελεία στην κουβέντα που είχε αρχίσει να του προκαλεί αµηχανία.

Page 110: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Ο Μάρκος δεν επέµεινε. Έτσι κι αλλιώς, δεν τον αφορούσαν τα προσωπικά του ξένουανθρώπου.

Για το υπόλοιπο του ταξιδιού παρέµειναν στην ίδια θέση και µόνο όταν ακούστηκε από ταµεγάφωνα η ειδοποίηση για την άφιξή τους στην Τήνο, σηκώθηκαν και κατέβηκαν µαζί προςτην έξοδο. Λίγο προτού χωρίσουν οι δρόµοι τους, αποχαιρετίστηκαν φιλικά.

Η Αριέττα διάβαζε ένα βιβλίο όταν χτύπησε το κουδούνι. Σήκωσε τα µάτια της παραξενεµένη.Ποιος να ήταν; Δεν περίµενε κανέναν... Να παρουσιάστηκε κάποιο πρόβληµα στο σχολείο; Δενείχε πάει ούτε κείνη τη µέρα στη δουλειά. Ένιωθε άσχηµα για τις συχνές πλέον απουσίες της,όµως κάποιες µέρες τής ήταν πραγµατικά αδύνατο να σηκωθεί από το κρεβάτι. Πόσο µάλλοννα δουλέψει κανονικά. Έπρεπε πια να παραδεχτεί πως η ενέργεια που απαιτούσε τοεπάγγελµά της την είχε εγκαταλείψει οριστικά...

Ανοίγοντας την πόρτα, πισωπάτησε αφήνοντας µια ξαφνιασµένη φωνή.– Μάρκο... Τι δουλειά έχεις εσύ εδώ;Μπροστά της στεκόταν ο παιδικός της φίλος, κρατώντας µόνο ένα µικρό βαλιτσάκι. Η

ερώτηση βέβαια ήταν περιττή, αφού το σκυθρωπό του βλέµµα τα έλεγε όλα. Ώστε ήξερε...Ήξερε τα πάντα και προφανώς είχε κάνει αυτό το ταξίδι µε σκοπό να την πείσει να τονακολουθήσει στην Αθήνα.

Οπλίστηκε µε όσο κουράγιο της είχε αποµείνει και παραµέρισε αφήνοντάς τον να περάσει.– Έλα µέσα, µη στέκεσαι στην πόρτα.Ο Μάρκος την ακολούθησε στο σαλόνι, χωρίς να ξεκολλήσει το βλέµµα του από πάνω της.– Έξυπνη κοπέλα είσαι... Θα έχεις καταλάβει το λόγο που βρίσκοµαι εδώ, είπε ήρεµα και

κάθισε δίπλα της στον καναπέ.Η Αριέττα τσάκισε τη σελίδα του βιβλίου της και το ακούµπησε µε αργές κινήσεις στο

τραπεζάκι µπροστά της. Του χαµογέλασε και άφησε τη µατιά της να ταξιδέψει για λίγο στοπρόσωπό του. Πόσο της είχε λείψει... Υπό άλλες συνθήκες θα χαιρόταν πολύ που τον έβλεπε.Έµεινε σιωπηλή. Δεν προσπάθησε να εµποδίσει κάποια δάκρυα που ανέβηκαν στα µάτια τηςκαι σύντοµα βρέθηκε να κλαίει σιγανά στην αγκαλιά του.

Εκείνος την έσφιξε δυνατά πάνω του και φίλησε τρυφερά τα µαλλιά της. Την άφησε ναξεσπάσει κι όταν κάποια στιγµή το αναφιλητό της ηρέµησε, σκούπισε τα δάκρυά της και τηνκοίταξε στα µάτια.

– Γιατί δε µου είπες τίποτα; ρώτησε µε παράπονο.– Δεν... δεν ήθελα να πικράνω κανέναν σας. Ούτε εσένα ούτε τους γονείς µου. Συγνώµη...– Μάλιστα... Και θεώρησες λογικό να το περάσεις όλο αυτό µόνη σου... Φαντάζοµαι πως, αν

δεν είχε κάνει η Ειρήνη τη διάγνωση, δε θα γνώριζε ούτε εκείνη την αλήθεια.– Μάρκο, εγώ δεν...– Τέλος πάντων, τη διέκοψε µε µια κίνηση του χεριού του, αυτά δεν έχουν σηµασία τώρα

πια. Δεν ήρθα να σου κάνω σκηνή επειδή µ’ άφησες έξω από το πρόβληµά σου. Η λύση του µεενδιαφέρει.

– Σου µίλησε η Ειρήνη, έτσι;– Ποιος άλλος; ανασήκωσε τους ώµους. Αριέττα, δεν έχεις ιδέα τι έχει τραβήξει όλο αυτό τον

καιρό. Όταν έµαθε ότι βρέθηκε συµβατός δότης για την περίπτωσή σου, ένιωσε σαν ναξαναγεννήθηκε.

Ο Μάρκος ήξερε πως τα λόγια του θα της δηµιουργούσαν τύψεις, όµως είχε αποφασίσει να

Page 111: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

της µιλήσει έξω από τα δόντια. Με τις ευγένειες και τη διακριτικότητα δεν είχαν καταφέρειτίποτα µέχρι τώρα.

– Λες να µην το ξέρω; Η Ειρήνη είναι σαν αδερφή µου.– Και πώς της το δείχνεις ακριβώς; Με το να την κατηγορείς και να τη στήνεις στον τοίχο

επειδή διέπραξε το φοβερό αδίκηµα να προσπαθήσει να σε σώσει;Η Αριέττα σηκώθηκε µαγκωµένη από τη θέση της. Δεν άντεχε το έντονο, αποδοκιµαστικό

του βλέµµα. Δεν άντεχε την αλήθεια που έκρυβαν τα λόγια του. Είχε δίκιο... Είχε φερθείαπαίσια στην καλύτερή της φίλη. Τώρα που σκεφτόταν πιο ψύχραιµα, το καταλάβαινε.

– Έχεις δίκιο, παραδέχτηκε χαµηλώνοντας το κεφάλι και πλέκοντας νευρικά τα δάχτυλάτης. Δεν έπρεπε ν’ αντιδράσω έτσι, όµως δεν είχα ιδέα για όσα κανόνιζε εν αγνοία µου και τα’χασα όταν µου το είπε. Της είχα εξηγήσει απ’ την αρχή ότι δε θα ακολουθούσα θεραπείες,ούτε θα δεχόµουν να κάνω µεταµόσχευση. Όλοι ξέρουµε πώς τελειώνουν αυτές οι ιστορίες, είπεπικρά και τον κοίταξε στα µάτια. Το µόνο που ζητάω είναι, σαν φίλοι µου, να σεβαστείτε τηνεπιθυµία µου.

Αφού την άφησε να τελειώσει, ο Μάρκος σηκώθηκε και την πλησίασε αργά. Είχεαποφασίσει να µη φωνάξει. Η φωνή του ακούστηκε τόσο ήρεµη που η Αριέττα τρόµαξε.

– Λυπάµαι, αλλά ο σεβασµός µάς τελείωσε.– Τι είπες; ψέλλισε σαστισµένη.– Είπα, «ο σεβασµός µάς τελείωσε»! Αν θες το σεβασµό µας, θα τον διεκδικήσεις, θα

παλέψεις γι’ αυτόν, δεν είναι κάτι δεδοµένο. Τίποτα δεν είναι δεδοµένο σ’ αυτή τη ζωή! Όσοσηκώνεις τα χέρια ψηλά και περιµένεις το µοιραίο, δεν µπορείς να ζητάς το σεβασµό κανενός,µόνο τον οίκτο προκαλείς έτσι. Αυτό θες; Οίκτο; Γιατί από αυτόν µου βρίσκονται δυο τρία κιλά!

Η Αριέττα ένιωσε σαν να είχε δεχτεί ένα δυνατό χαστούκι. Η ειρωνεία του την πλήγωνε. Ένανέο κύµα λυγµών άρχισε να φουντώνει µέσα της και δάγκωσε δυνατά τα χείλη. Δεν ήθελε νακλάψει ξανά, δεν ήθελε ν’ ακούσει άλλα...

– Να χαρείς, Μάρκο... µη µε βασανίζεις, του είπε γυρίζοντας την πλάτη.– Αριέττα, δεν έκανα τόσο δρόµο για να σου χαϊδέψω τ’ αφτιά. Όσα έχω να πω θα τα πω και

µετά κάνε ό,τι καταλαβαίνεις! Σου συνέβη κάτι δύσκολο· δεν είσαι ούτε η πρώτη ούτε ητελευταία. Το ν’ αρνείσαι να το πολεµήσεις δε σε τιµά. Αρνείσαι την ίδια τη ζωή, εγκαταλείπειςτο παρελθόν σου, καταδικάζεις το παρόν και γυρίζεις την πλάτη σου στο µέλλον σου.

Με τις λιγοστές της δυνάµεις, προσπάθησε να αντιδράσει. Έπρεπε να πει κάτι, ναυπερασπιστεί τον εαυτό της και τις αποφάσεις της, να δικαιολογηθεί.

– Μέλλον; Για ποιο µέλλον µιλάς, ρε Μάρκο; Κοροϊδευόµαστε; Δε θέλω να περάσω τιςτελευταίες µέρες της ζωής µου στο κρεβάτι ενός νοσοκοµείου γεµάτη σωληνάκια καιπεριτριγυρισµένη από θλιµµένα πρόσωπα και βλέµµατα οίκτου. Τόσο κακό είναι; ψιθύρισετρέµοντας.

Ο φίλος της την έπιασε απ’ τους ώµους και προσπάθησε να την ηρεµήσει.– Δεν είναι κακό να φοβάσαι, Αριέττα. Αντίθετα, είναι απόλυτα λογικό. Εγώ στη θέση σου θα

είχα τροµοκρατηθεί. Όµως δεν είσαι µόνη σου σε αυτή τη ζωή.– Τι εννοείς;– Η ζωή σου αφορά και άλλους, όχι µόνο εσένα! Οι γονείς σου, οι φίλοι σου, τα προσωπικά

σου ζητήµατα. Δεν έχεις όνειρα; Δεν ονειρεύεσαι να παντρευτείς, να κάνεις οικογένεια, ναζήσεις µια φυσιολογική ζωή; Δεν υπάρχει τίποτα για το οποίο αξίζει να παλέψεις; της φώναξε,κι όταν την είδε να δακρύζει, συνέχισε χαµηλόφωνα. Δεν καταλαβαίνεις; Δεν το οφείλεις σε µαςνα ζήσεις, τ’ οφείλεις πάνω απ’ όλα στον εαυτό σου, στα παιδιά που θα κάνεις, στον άντρα που

Page 112: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

θα ερωτευτείς και θα γίνει ο πατέρας των παιδιών σου. Εγώ ξέρεις τι βλέπω; Μια κοπέλα πουεγκαταλείπει τη ζωή, ενώ αυτή την κρατά ακόµα σφιχτά από το χέρι και της δείχνει το δρόµο.Πώς µου ζητάς να το καταλάβω αυτό και να το σεβαστώ;

Η Αριέττα δεν άντεξε να ακούσει περισσότερα. Ρίχτηκε µε φόρα στην αγκαλιά του καιπαραδόθηκε σ’ ένα κλάµα λυτρωτικό, ανακουφιστικό. Λες και τα λόγια του είχαν ανοίξει έναπαράθυρο στην ψυχή της. Πόσο δίκιο είχε... Πώς µπόρεσε να απογοητεύσει τους φίλους της...Πώς µπόρεσε να προδώσει την καρδιά της, τον Παύλο, την αγάπη της γι’ αυτόν, την ελπίδα τηςγια το µέλλον και για µια ευτυχισµένη ζωή µαζί του...

Ακόµα και όταν η Ειρήνη τής ανακοίνωσε ότι βρέθηκε δότης, φάνηκε δειλή. Αυτό ήταν: µιαδειλή, µια αχάριστη! Η ζωή τής είχε φερθεί µε γενναιοδωρία, ακόµα και τώρα, και είχε στείλειστο δρόµο της τον Παύλο. Κι αυτή, αντί να ερµηνεύσει σωστά τα σηµάδια, τι είχε κάνει; Είχεγυρίσει την πλάτη της. Ο Παύλος ήταν ό,τι καλύτερο της είχε τύχει κι αυτή τον είχε κλειδώσειέξω από τη ζωή της, έξω από την καρδιά της. Πόσα λάθη, Θεέ µου... Πόσα λάθη...

Χρειάστηκε να περάσει αρκετή ώρα για να συνέλθει κάπως. Αποτραβήχτηκε από τηναγκαλιά του φίλου της και κάθισε αποκαµωµένη σε µια καρέκλα. Η ένταση την είχεεξαντλήσει. Βλέποντάς τη σε αυτή την κατάσταση, ο Μάρκος ένιωσε τύψεις. Μήπως της είχεµιλήσει πολύ σκληρά; Μήπως την είχε πληγώσει; Όµως δεν υπήρχε άλλος τρόπος. Αυτή ήτανη τελευταία του ελπίδα για να την πείσει. Έσκυψε και έκλεισε τα χέρια της στα δικά του.

– Συγνώµη, κορίτσι µου, αλλά έπρεπε να σου τα πω. Τώρα η απόφαση είναι δική σου, τηςείπε τρυφερά.

Αναζήτησε ψύχραιµη πια το βλέµµα του.– Μη µου ζητάς συγνώµη. Εγώ θα ’πρεπε να το κάνω κανονικά. Είχες δίκιο... σ’ όλα! Κι εγώ

τόσο καιρό ήµουν τυφλή, παρίστανα την τυφλή, επειδή φοβόµουν να δω την αλήθεια,παραδέχτηκε και τον κοίταξε µε λαχτάρα. Μάρκο... θα γυρίσουµε µαζί στην Αθήνα;

Εκείνος την κοίταξε συγκινηµένος και ένα πονηρό χαµόγελο σχηµατίστηκε στο πρόσωπότου.

– Αυτό εννοείται! Γιατί νοµίζεις έκανα κράτηση για δύο εισιτήρια επιστροφής;– Ο αιώνιος Μάρκος... Τι θα έκανα χωρίς εσένα, µου λες;– Θα έκλαιγες λιγότερο, της απάντησε και σκούπισε τρυφερά τα δάκρυα από τα µάγουλά

της.Η Αριέττα σηκώθηκε αποκαµωµένη.– Ελπίζω να µην είναι για αύριο τα εισιτήρια που έκλεισες, κύριε βιαστικέ... Πρέπει να

τακτοποιήσω κάποιες εκκρεµότητες. Να ενηµερώσω το διευθυντή µου ότι παραιτούµαι γιαλόγους ανωτέρας βίας, να ειδοποιήσω την Αλίκη, τον Δήµο, την Άννα... µονολογούσε κι ένιωσενα ζαλίζεται. Είχε τόσα να κάνει... Έπρεπε να ξεκινήσει από τώρα τα τηλεφωνήµατα.

Όταν ο Μάρκος έµεινε µόνος, τηλεφώνησε αµέσως στην Ειρήνη. Ήταν σίγουρος ότι θαπερίµενε εδώ και ώρα πάνω από το ακουστικό.

– Λέγε, τι έγινε; ακούστηκε η αγχωµένη φωνή της.Ο Μάρκος βολεύτηκε στον καναπέ.– Τι να γίνει; Η φίλη µας µπορεί να σκάσει µέχρι και γάιδαρο... Εγώ όµως µπορώ να σκάσω

µέχρι και βόδι! χαµογέλασε αυτάρεσκα.– Τι θα πει αυτό;– Φρόντισε για τις λεπτοµέρειες. Σε λίγες µέρες θα είµαστε στην Αθήνα!

Page 113: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Δεν είναι εύκολο να αποχαιρετήσεις έναν τόπο που σε καλοδέχτηκε και σ’ αγκάλιασε σαν ναήσουν παιδί του. Για την Αριέττα ήταν πολύ δύσκολο να πει αντίο στην Τήνο, στο σπίτι που µετόση φροντίδα είχε φτιάξει, στον κήπο που την είχε φιλοξενήσει τις ώρες της µοναξιάς και τηςαπελπισίας της, στην Καρδιανή, σε όσα έζησε εκεί και στους ανθρώπους που µε τον καιρόείχαν γίνει πια καλοί της φίλοι.

Όλα έπρεπε να γίνουν πολύ γρήγορα, δεν υπήρχε χρόνος... Την επόµενη κιόλας µέρα απότην αιφνίδια επίσκεψη του Μάρκου και µέσα σε φορτισµένο κλίµα, η Αριέττα ενηµέρωσε τοδιευθυντή της για τους «σοβαρούς οικογενειακούς λόγους» που την ανάγκαζαν να παραιτηθείκαι να επιστρέψει άµεσα στην Αθήνα.

Ο Ιάκωβος Μαλέας ξαφνιάστηκε από τα απρόσµενα νέα, όµως έδειξε κατανόηση καιφρόντισε να την καθησυχάσει σχετικά µε τις εκκρεµότητες που άφηνε πίσω της. Αυτό που τηςστοίχισε περισσότερο ήταν ότι δεν της δόθηκε η ευκαιρία να αποχαιρετήσει τους µαθητές της.Ο Μαλέας έκρινε προτιµότερο να µην ενηµερωθούν από την ίδια για την παραίτησή της,καθώς κάτι τέτοιο θα τα αναστάτωνε.

Στη συνέχεια επισκέφτηκε το σπιτονοικοκύρη της. Ο Δήµος και η Άννα την άκουσανέκπληκτοι. Κανείς από τους δυο δεν προσπάθησε να κρύψει τη συγκίνησή του και δακρυσµένοιτης ευχήθηκαν «καλή τύχη», δίνοντας υπόσχεση να µη χαθούν.

Η Αριέττα άφησε τελευταία στη σειρά την Αλίκη, ξέροντας πως αυτός ο αποχαιρετισµός θαήταν και ο πιο δύσκολος.

– Τι εννοείς όταν λες «φεύγω»; ρώτησε σαστισµένη εκείνη.Η Αριέττα µπήκε αρχικά στον πειρασµό να της πει όλη την αλήθεια, όµως τελικά

αποφάσισε πως ήταν καλύτερα να µην ξέρει κανείς.– Είναι κάτι πολύ σοβαρό. Πίστεψέ µε, δε γίνεται αλλιώς...Η Αλίκη καταλάβαινε πως µόνο κάτι πραγµατικά σοβαρό θα έκανε την Αριέττα να φύγει

τόσο ξαφνικά. Ωστόσο, από το βλέµµα της και µόνο, ένιωσε ότι ακόµα και να ρωτούσε τιακριβώς συνέβαινε, δε θα έπαιρνε κάποια απάντηση. Έτσι αρκέστηκε στο να την κοιτάξειλυπηµένη και να τη ρωτήσει αυτό που την ενδιέφερε περισσότερο απ’ όλα.

– Και ο Παύλος; Δε θα του το πεις; Γύρισε χτες από την Αθήνα, ξέρεις...Η Αριέττα δεν είχε πρόβληµα να της απαντήσει. Τώρα ήξερε πως ό,τι έκανε το έκανε όχι

µόνο για την ίδια αλλά και για τον Παύλο ― κυρίως για τον Παύλο. Για να µπορέσει κάποιαστιγµή να τον κοιτάξει στα µάτια και να του πει πως, ναι, τελικά είχε βρει τη δύναµη ναπαλέψει, να πολεµήσει. Και κείνος, χωρίς να το ξέρει, την είχε βοηθήσει. Γιατί αυτό που τηςείχε δώσει τη δύναµη και το κουράγιο που χρειαζόταν ήταν η αγάπη της γι’ αυτόν. Μπορείβέβαια να µην τον έβλεπε ποτέ ξανά, µπορεί οι δρόµοι τους και οι ζωές τους να χώριζανοριστικά, όµως του το όφειλε...

– Δε µου είναι καθόλου εύκολο που φεύγω χωρίς να του εξηγήσω, όµως έτσι είναικαλύτερα... Δεν ξέρω αν θα τ’ άντεχα να τον δω.

– Και θα φύγεις έτσι απλά; Χωρίς µια κουβέντα; τη ρώτησε απότοµα η Αλίκη. Δεν µπορούσενα πιστέψει ότι η Αριέττα, ακόµα και τώρα που έφευγε για πάντα, φερόταν µε αυτό τον τρόπο.

– Είναι καλύτερα έτσι, αλήθεια... Αν σε ρωτήσει, πες του απλά πως το µόνο που του ζητάωείναι να µη µου κρατήσει κακία. Και κάτι ακόµα... Πες του ότι φεύγω γι’ αυτόν. Για ναµπορέσω µια µέρα να τον κοιτάξω στα µάτια. Κάποτε, ίσως να καταλάβει τι εννοώ...

Η Αλίκη δε ρώτησε τίποτ’ άλλο. Συγκινηµένη από τον αποχαιρετισµό τους και αγχωµένη γιατο πώς θα αντιµετώπιζε τα νέα ο Παύλος, τη συνόδεψε µέχρι την πόρτα και έπειτα στάθηκε στοπαράθυρο και την παρακολούθησε να αποµακρύνεται.

Page 114: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Δε γύρισε ούτε µια φορά να κοιτάξει πίσω της...

Έτσι γύρισε στην Αθήνα η Αριέττα µαζί µε τον Μάρκο µετά από τόσους µήνες απουσίας.Αφήνοντας πίσω την καρδιά της και το µοναδικό άνθρωπο για τον οποίο είχε αποφασίσει πωςάξιζε πραγµατικά να ζήσει.

Στο λιµάνι τους περίµεναν µε αγωνία η Ειρήνη, η Νίνα και ο Λευτέρης. Η Αριέττα είχεπαρακαλέσει την φίλη της να πει στους γονείς της όλη την αλήθεια. Η ίδια δεν ένιωθε έτοιµηγια µια τέτοια κουβέντα. Προτιµούσε, όταν θα τους αντίκριζε, να µην υπήρχε πια κανένα ψέµαανάµεσά τους.

Όταν έµαθαν την αλήθεια, η Νίνα και ο Λευτέρης έκλαψαν, πόνεσαν, φοβήθηκαν, όµωςούτε για µια στιγµή δεν τους πέρασε από το µυαλό ότι η κόρη τους δε θα έβγαινε νικήτρια απόαυτή την περιπέτεια. Η Ειρήνη και ο Μάρκος τούς στήριξαν σαν πραγµατικά τους παιδιά σ’αυτή τη δοκιµασία.

Λίγες µέρες µετά, η Ειρήνη είχε κανονίσει τα πάντα και όλα ήταν έτοιµα για την επέµβαση.Όλα εκτός από την ίδια την Αριέττα, που όσο πλησίαζαν οι µέρες για τη µεταµόσχευση ένιωθετο φόβο µέσα της να φουντώνει όλο και περισσότερο. Δεν ήταν λίγες οι φορές που λιγοψύχησεκαι σκέφτηκε να κάνει πίσω, όµως τώρα δεν ήταν µόνη. Η Ειρήνη και ο Μάρκος ήταν δίπλατης, να της δίνουν κουράγιο και δύναµη. Αλλά και οι γονείς της, από τη στιγµή που έµαθαν τηναλήθεια, στάθηκαν δίπλα της και τη στήριξαν. Δεν έφυγαν στιγµή από το πλευρό της καιπραγµατικά την εξέπληξαν µε την αισιοδοξία και την πίστη τους πως όλα θα πήγαιναν καλά.Πόσο λάθος είχε κάνει που δεν είχε µοιραστεί όλη αυτή την περιπέτεια µαζί τους από τηναρχή...

Δέκα µέρες µετά την επιστροφή της στην Αθήνα, η Αριέττα έκανε εισαγωγή στο νοσοκοµείο.Μετά τον προεγχειρητικό έλεγχο, όλα ήταν έτοιµα για την επέµβαση. Είχε φτάσει η ώρα.

Ξαπλωµένη σ’ ένα φορείο χαιρέτησε συγκινηµένη τους γονείς της, την Ειρήνη και τονΜάρκο, και τους έστειλε ένα φιλί από µακριά. Ύστερα οι µεγάλες διπλές πόρτες τουχειρουργείου έκλεισαν µπροστά της και δεν µπορούσε πια να τους βλέπει. Ήξερε όµως πωςβρίσκονταν κοντά της, µε το µυαλό και την καρδιά τους, και θα τους έβρισκε ξανά εκεί, δίπλατης, όταν θα τελείωναν όλα...

Έκλεισε τα µάτια και άφησε τα δάκρυά της να κυλήσουν.– Μην ανησυχείς, ακούστηκε απαλή και ήρεµη η φωνή του αναισθησιολόγου. Σε λίγο θα

ξυπνήσεις και όλα θα έχουν περάσει...Του χαµογέλασε σφιγµένη και δέχτηκε µε ανακούφιση το χάδι του στα µαλλιά της.Πόσο θα ’θελε να ήταν µαζί της και ο Παύλος, να της χαϊδεύει έτσι τα µαλλιά, να της κρατά

το χέρι, να την ενθαρρύνει, να την κοιτάζει στα µάτια, να της µιλάει σιγανά, να της χαµογελάεινα την αγαπάει...

Αυτή ήταν η τελευταία σκέψη της προτού η επήρεια του αναισθητικού τη βυθίσει σ’ ένανύπνο βαθύ. Και µετά... πυκνό σκοτάδι.

Page 115: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

14

Μερικούς µήνες µετά...

ΤΟ ΜΙΚΡΟ ΑΓΟΡΙ ΚΑΤΕΒΑΣΕ τα χεράκια του από τα πλήκτρα του πιάνου και έσκυψεαπογοητευµένο το κεφαλάκι του.

– Δεν µπορώ, κύριε...Ο Παύλος κάθισε δίπλα του, στο µεγάλο δερµάτινο σκαµπό, και ανακάτωσε µε µια τρυφερή

κίνηση τα µαλλιά του µικρού µαθητή.– Αυτό δε θέλω να το ξανακούσω, Δηµήτρη. Mπορείς! Το πιάνο θέλει υποµονή και σε

παρακαλώ να µην είσαι τόσο αυστηρός µε τον εαυτό σου, εντάξει; τον ενθάρρυνε. Άντε, πήγαινετώρα να ξεκουραστείς και θα τα πούµε την ερχόµενη βδοµάδα.

Το αγόρι µάζεψε τα λιγοστά του πράγµατα και βγήκε µε καλύτερη διάθεση από τη µεγάλη,φωτεινή αίθουσα. Όσο κι αν δυσκολευόταν µε τα µαθήµατα, ο δάσκαλός του είχε πάντα έναµαγικό τρόπο και έκανε τα πράγµατα να φαίνονται πιο εύκολα, πιο απλά.

Ο Παύλος κοίταξε το ρολόι του: 3.20... Είχε κενό µιας ώρας µέχρι το επόµενο µάθηµα.Ευκαιρία να ελέγξω λίγο τα λογιστικά µου, σκέφτηκε καθώς πήγαινε προς το µικρό δωµάτιο που

είχε διαµορφώσει σε γραφείο του.Τους πρώτους µήνες λειτουργίας του ωδείου δεν είχε φροντίσει να προσλάβει κάποια

γραµµατέα κι έτσι ήταν αναγκασµένος να κάνει µόνος του όλες τις δουλειές. Όχι ότι τονπείραζε, το αντίθετο. Οι υποχρεώσεις και οι ευθύνες δεν άφηναν χώρο στο µυαλό του γιασκέψεις που πονούσαν... Όλη τη µέρα έτρεχε για το ωδείο και έδινε τον καλύτερό του εαυτόστις παραδόσεις των µαθηµάτων. Τα αθώα παιδικά προσωπάκια και τα φωτεινά τουςχαµόγελα γαλήνευαν και ηρεµούσαν την ψυχή του. Όταν όµως τα βράδια γύριζε στο µικρόδιαµερισµατάκι που είχε νοικιάσει, τότε οι αναµνήσεις ζωντάνευαν ξανά και έστηναν µπροστάτου έναν ξέφρενο χορό, που τις περισσότερες φορές τον άφηνε ξάγρυπνο.

Όλο αυτό τον καιρό η Αριέττα δεν είχε φύγει στιγµή από το µυαλό του. Είχε τόσους µήνες νατη δει και του έλειπε, του έλειπε αφόρητα... Πολλές φορές, όταν η απουσία της γινόταναβάστακτη, έβγαζε από το συρτάρι του τις λιγοστές φωτογραφίες που είχαν προλάβει ναβγάλουν µαζί στην Τήνο. Μία στον Πύργο, µία στο λιµάνι.

Η αγαπηµένη του, όµως, ήταν αυτή που είχε τραβήξει ο ίδιος. Η Αριέττα στεκόταν σταπέτρινα σκαλάκια της Καρδιανής, φορούσε ένα µακρύ τυρκουάζ καφτάνι και µακριά κοκάλινασκουλαρίκια στόλιζαν τα αφτιά της. Τα µαλλιά της ήταν λυτά και οι µπούκλες της έφτανανµέχρι τους ώµους. Είχε βάλει το χέρι αντήλιο και τον κοίταζε χαµογελαστή. Κάθε φορά πουκοιτούσε αυτή τη φωτογραφία, ο Παύλος κάρφωνε το βλέµµα του στα µάτια της και σαν ναέβλεπε πως η κοπέλα δεν κοιτούσε το φακό, αλλά λίγο πιο δεξιά, κοιτούσε αυτόν... ήτουλάχιστον έτσι ήθελε να πιστεύει...

Στο τέλος µάζευε όλες τις φωτογραφίες και τις έκρυβε και πάλι µέσα στο συρτάρι, µέχρι τοεπόµενο βράδυ.

Αυτό που τον είχε πληγώσει περισσότερο και από την απουσία της από τη ζωή του ήταν ο

Page 116: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

τρόπος που είχε επιλέξει να φύγει από την Τήνο. Σαν τον κλέφτη... Ούτε ένα αντίο, ούτε µιαεξήγηση... Πόσο είχε πονέσει τότε!

Θυµόταν µε κάθε λεπτοµέρεια εκείνο το πρωινό... Μόλις είχε επιστρέψει από την Αθήνα καιτην επόµενη µέρα είχε πάει, όπως πάντα, στην ώρα του στο σχολείο. Η Αλίκη τον είχεπλησιάσει λίγο πριν µπει στην αίθουσά του και τον είχε τραβήξει παράµερα. Εκεί, βιαστικά καιχαµηλόφωνα, του ανακοίνωσε πως η Αριέττα είχε παραιτηθεί και είχε αναγκαστεί να φύγειοριστικά από την Τήνο λόγω ενός σοβαρού οικογενειακού προβλήµατος.

Είχε µείνει εκεί, ακίνητος, να ακούει κάτι που δεν µπορούσε να συλλάβει ή να εξηγήσει. Είχεφύγει; Γιατί; Τι είχε συµβεί; Τι ήταν τόσο σηµαντικό που την ανάγκασε να παραιτηθεί πριναπό τη λήξη της σχολικής χρονιάς; Και γιατί δεν τον είχε χαιρετήσει; Γιατί δεν είχε πάει να τονβρει, να του µιλήσει; Αυτό ήταν που τον πλήγωνε περισσότερο απ’ όλα.

Είχε πει στην Αλίκη να του µεταφέρει πως «έφευγε γι’ αυτόν, για να µπορέσει να τον κοιτάξεικάποια στιγµή στα µάτια», όµως αυτό δεν τον ανακούφιζε καθόλου, δεν περιόριζε τον πόνο καιτην απογοήτευσή του... Ώστε δε σήµαινε τίποτα για κείνη; Δεν είχε νιώσει καν την ανάγκη νατον δει για τελευταία φορά και να τον αποχαιρετήσει; Τι ήταν; Μια ακόµα τυχαία, ασήµαντηγνωριµία; Μάλλον... Και αυτό το «οικογενειακό πρόβληµα»; Να συνέβαινε κάτι τόσο σοβαρό;Κι αυτόν γιατί δεν τον ήθελε εκεί, δίπλα της, να τη βοηθήσει;

Ο Παύλος είχε δεχτεί µε φαινοµενική ηρεµία τα νέα, όµως η Αλίκη ήξερε πόσο πολύ είχεπληγωθεί και όταν µετά από λίγο καιρό της ανακοίνωσε πως θα έφευγε οριστικά για τηνΑθήνα, δε χρειάστηκε να τον ρωτήσει το λόγο. Ήταν ολοφάνερος...

Από τη µέρα που έφτασε στην πρωτεύουσα, ο Παύλος δε σκέφτηκε ούτε µια φορά νααναζητήσει την Αριέττα, τι νόηµα είχε... Εξάλλου, η ανωνυµία της Αθήνας θα τον προφύλασσεαπό δυσάρεστες και άβολες συναντήσεις. Με τον καιρό, ήλπιζε ότι θα ξεχνούσε ίσως και τηµορφή της. Ίσως να έφτανε µια µέρα που θα τη συναντούσε στο δρόµο και δε θα πονούσε τόσοπολύ... Ίσως µάλιστα να µην την αναγνώριζε καν. Είχε την ελπίδα πως µε τον καιρό η Αριέτταθα αποτελούσε µια θαµπή, µακρινή ανάµνηση...

Προς το παρόν όµως η ανάµνησή της ήταν ζωντανή µέσα του και η αγάπη του για κείνηπαρέµενε δυνατή, αληθινή και προδοµένη... Μόνο να είχε ζητήσει τη βοήθειά του...

Ωστόσο, ο Παύλος δεν την κατηγορούσε, δεν µπορούσε να της κρατήσει κακία... Ήξερεκαλά πως µερικές φορές είναι πολύ πιο δύσκολο να ζητήσουµε βοήθεια από κάποιον γνωστό,παρά από κάποιον εντελώς άγνωστο.

Ναι, αυτό του το είχε µάθει καλά η διαδικασία µεταµόσχευσης µυελού των οστών στην οποίαείχε υποβληθεί πριν από µερικούς µήνες. Είχε κάνει ένα δώρο ζωής σε κάποιον άνθρωπο πουούτε καν γνώριζε! Και η Αριέττα, µε την οποία είχαν ζήσει τόσους µήνες στον ίδιο τόπο καιείχαν έρθει κοντά, δεν του είχε ζητήσει τίποτα, δε χρειαζόταν τίποτα απ’ αυτόν, ούτε καν τηνπαρουσία του... Αυτή η σκέψη τον τρέλαινε!

Μετά την επέµβαση, ο Παύλος είχε κάνει µια προσπάθεια να µάθει ορισµένες πληροφορίεςγια τον ασθενή που είχε πάρει το µόσχευµα. Είχε ζητήσει να µάθει το όνοµά του, ίσως τοτηλέφωνό του... Είχε ανάγκη να τον δει, να του µιλήσει, να διαπιστώσει αν όλα είχαν πάει καλά.Όµως η γιατρός τού είχε εξηγήσει πως το ιατρικό απόρρητο τη δέσµευε να µην αποκαλύψειτην ταυτότητα της λήπτριας.

– Ώστε είναι γυναίκα... Αυτό ήταν το µόνο που είχε συµπεράνει από τα λόγια της γιατρού.Τώρα είχε τουλάχιστον ένα στοιχείο για την ταυτότητα του ανθρώπου µε τον οποίο είχε δεθείγια πάντα µε έναν αόρατο τρόπο.

Εκείνη είχε χαµογελάσει.

Page 117: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Μάλιστα... γυναίκα. Και εσείς της κάνατε το πιο όµορφο και πολύτιµο δώρο. Της χαρίσατετη ζωή!

Ο Παύλος είχε καταλάβει πως είχε δίκιο. Τι σηµασία είχε το όνοµα, το τηλέφωνο ή τοπαρουσιαστικό αυτής της γυναίκας; Σηµασία είχε πως όλα είχαν πάει καλά και αυτή θαµπορούσε τώρα πια να αντικρίζει τη ζωή που απλωνόταν µπροστά της µε ελπίδα, αισιοδοξία,χαρά· όλα αυτά που είχαν χαθεί από τη δική του ζωή.

Τελικά, σκέφτηκε, ίσως να της πρόσφερα περισσότερα απ’ όσα νόµιζα... Ίσως να της έδωσα όσα έχασαεγώ...

Αυτές οι σκέψεις ήταν η µοναδική παρηγοριά του κάθε φορά που θυµόταν την Αριέττα, τασβησµένα του όνειρα και όσα δεν είχαν ειπωθεί ποτέ ανάµεσά τους.

Ήταν µια τυπική µέρα του Οκτώβρη. Το φθινόπωρο είχε µπει για τα καλά και τα πρωινάξεκινούσαν ηλιόλουστα, όµως µετά το µεσηµέρι βαριά σύννεφα σκέπαζαν τον ουρανό καιέπειτα ξεκινούσε µια βροχή που σταµατούσε µόνο αργά το βράδυ, οπότε ο ουρανός ξαστέρωνεκαι το αεράκι γινόταν δροσερό, σχεδόν κρύο.

Εκείνο το ηλιόλουστο σαββατιάτικο πρωινό η Αριέττα και η Ειρήνη αποφάσισαν να πιουνένα αναψυκτικό κοντά στη θάλασσα. Η Ειρήνη πέρασε και την πήρε µε το αυτοκίνητό της καισε µισή ώρα βρίσκονταν σ’ ένα καφέ του Φαλήρου. Διάλεξαν ένα τραπέζι απ’ όπου µπορούσαννα δουν µπροστά τους τη θάλασσα και τους λιγοστούς πια λουόµενους και κάθισαν νωχελικά,απολαµβάνοντας για αρκετή ώρα µια χαλαρή κουβέντα, όπως παλιά...

Οι δυο κοπέλες είχαν αφήσει πίσω τους την περιπέτεια που είχε σηµαδέψει τη ζωή τους. Ηεπέµβαση της Αριέττας είχε πάει πολύ καλά και τώρα πια µπορούσαν να ανασάνουνξαλαφρωµένες. Βέβαια, η Ειρήνη την είχε ενηµερώσει πως θα έπρεπε για τα επόµενα τρίαχρόνια να κάνει τακτικά εξετάσεις και να προσέχει. Μετά και από αυτό το χρονικό διάστηµα οφόβος µετάστασης θα ήταν πια µηδαµινός και θα µπορούσε να θεωρήσει πως όλα αυτά ήτανένα κακό όνειρο... Ένα όνειρο που την είχε κάνει να κοιτάξει κατάµατα την πραγµατική ζωή.

Η Αριέττα µοιραζόταν τον ενθουσιασµό και την ανακούφιση της Ειρήνης, όχι όµως και τηνάκρατη αισιοδοξία της... Αυτά τα τρία χρόνια που έπρεπε να περιµένει την άγχωναν και δεν τηνάφηναν να απολαύσει τη ζωή της µετά την επέµβαση.

Γι’ αυτό άλλωστε δεν είχε επικοινωνήσει τόσο καιρό και µε τον Παύλο... Όσο και αν της είχελείψει, όσο κι αν τον σκεφτόταν, όσο κι αν ήθελε να τον δει και να του µιλήσει, δεν είχετολµήσει να τον πάρει τηλέφωνο· ούτε αυτόν ούτε την Αλίκη. Τίποτα δεν ήταν ακόµα απόλυταξεκάθαρο στη ζωή της και το µέλλον της παρέµενε, ακόµα και µετά από τόσους µήνες, αρκετάαβέβαιο και µελαγχολικό.

Μάταια η Ειρήνη προσπαθούσε να την πείσει πως έπρεπε να είναι αισιόδοξη και νασυνεχίσει τη ζωή της σαν φυσιολογική κοπέλα. Παρακολουθούσε διακριτικά τη φίλη της καιτην έβλεπε συχνά να κλείνεται στον εαυτό της. Πολλές φορές δεν έβγαινε µαζί τους καιπροτιµούσε να µένει κλεισµένη στο σπίτι. Δεν είχε αναζητήσει ακόµα κάποια δουλειά, και αυτόσίγουρα δε βοηθούσε καθόλου την κατάσταση. Γι’ αυτό εκείνο το απόγευµα η Ειρήνη έφτασεστο σπίτι της αποφασισµένη να την πάρει και να πάνε µια βόλτα, ακόµα και µε το ζόρι.

Τελικά η Αριέττα την είχε ακολουθήσει σχετικά πρόθυµα, όµως η Ειρήνη δεν άργησε νααναγνωρίσει στο βλέµµα της κείνη τη γνωστή, µόνιµη πια, µελαγχολική σκιά που την εµπόδιζενα δει τι ακριβώς έκρυβε στην ψυχή της.

– Στα µουγκά θα τη βγάλουµε; τη ρώτησε κοιτώντας τη να πίνει αργά το αναψυκτικό της.

Page 118: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Αριέττα της χαµογέλασε και άφησε το βλέµµα της να πλανηθεί στη θάλασσα µπροστάτης. Πόσο της έλειπε η θάλασσα που έβλεπε από το παράθυρό της στην Καρδιανή... Πόσο τηςέλειπε η Τήνος... ο Παύλος...

– Ειρηνάκι, σ’ το είπα, δε θα είµαι πολύ καλή παρέα. Εσύ επέµεινες.– Και πολύ καλά έκανα, γιατί έχω καταλάβει εδώ και καιρό πως µόνο υπό πίεση

συµµορφώνεσαι! Να σου πω, είπε χωρίς να της δώσει το περιθώριο ν’ απαντήσει, ως πού θαπάει αυτό το βιολί;

Δεν κατάλαβε αµέσως τι εννοούσε η φίλη της.– Τι θες να πεις;– Θέλω να πω πως έχουν περάσει σχεδόν έξι µήνες από την επέµβαση. Και συ, αντί να ζήσεις

τη ζωή σου όπως όλες οι κοπέλες της ηλικίας σου, µένεις συνέχεια κλεισµένη στο σπίτι µε ταµούτρα κατεβασµένα ως το πάτωµα.

– Τι θες να κάνω δηλαδή; Να πάρω σβάρνα τα πάρτι και τους χορούς; προσπάθησε νααστειευτεί η Αριέττα, αν και ήξερε τι θα επακολουθούσε.

– Να λείπουν τ’ αστεία! Εγώ δε µίλησα για πάρτι και χορούς. Εγώ µίλησα για τηνπραγµατική, καθηµερινή ζωή. Για δουλειά, για βόλτες, για σινεµά, για ένα νέο έρωτα... είπεκαι περίµενε την αντίδραση της Αριέττας µε αληθινή περιέργεια. Τόσους µήνες η φίλη της δενείχε αναφέρει τίποτα για κείνο το νεαρό που είχε ερωτευτεί στην Τήνο... Καιρός ήταν να µάθειτι σκεφτόταν για αυτό.

Η Αριέττα ένιωσε σαν να τη χτύπησε ηλεκτρικό ρεύµα. Νέο έρωτα; Μα τι της έλεγε ηΕιρήνη; Αυτό δε γινόταν, αυτό ήταν αδύνατο... Κοίταξε µακριά τον ορίζοντα και της απάντησεαργά και σταθερά.

– Αυτό δε γίνεται... Πώς µπορώ να αφεθώ σ’ ένα νέο έρωτα τη στιγµή που η καρδιά µου έχειµείνει πίσω; Και απορώ πώς ξεστόµισες κάτι τέτοιο, αφού σου έχω µιλήσει για τον Παύλο...

– Ναι, µου είχες µιλήσει, και είχα καταλάβει πόσο πολύ ερωτευµένη ήσουν µαζί του. Γι’ αυτόκαι απορώ.

– Γιατί απορείς;– Γιατί δεν τον παίρνεις τηλέφωνο; Γιατί δεν του εξηγείς τι έχει γίνει;Η Αριέττα κούνησε αρνητικά το κεφάλι.– Δεν υπάρχει λόγος! Εξάλλου, δεν έχω κάτι να του εξηγήσω. Να του πω τι; Πως είχα

λευχαιµία, έκανα µεταµόσχευση και τώρα πρέπει να περιµένω τρία χρόνια για να σιγουρευτώπως όλα έχουν πάει καλά; Δε µου ακούγεται και πολύ ευχάριστο θέµα συζήτησης...

Η Ειρήνη είχε κουραστεί να αντιµετωπίζει την απαισιοδοξία και τις σκοτεινές σκέψεις τηςφίλης της. Καταλάβαινε την αγωνία της, όµως κάθε φορά προσπαθούσε µάταια να την πείσειπως δεν έπρεπε να αφήνει αυτό το άγχος να κατατρώει ακόµα και τώρα τη ζωή της. Έπρεπε ναδει µπροστά της, το µέλλον της! Και το µέλλον της ήταν αυτός ο νεαρός δάσκαλος τηςµουσικής. Το ότι µετά από τόσους µήνες τον σκεφτόταν ακόµα, κάτι σήµαινε...

– Τον αγαπάς; τη ρώτησε ξαφνικά, ποντάροντας στο πλεονέκτηµα του αιφνιδιασµού.– Όσο δε φαντάζεσαι... παραδέχτηκε η Αριέττα χωρίς κανένα δισταγµό. Αυτή ήταν µια

ερώτηση που είχε κάνει άπειρες φορές στον εαυτό της και ήταν πια σίγουρη για την απάντηση.– Εκείνος; Σ’ αγαπάει;– Ναι... έτσι νοµίζω... Τι να σου πω; Μα γιατί µου τα ρωτάς αυτά τώρα; δυσανασχέτησε.

Κάθε αναφορά στον Παύλο και στο κοινό τους παρελθόν ήταν µια µαχαιριά στην καρδιά της.– Τότε όλα θα διορθωθούν, χαµογέλασε µε σιγουριά η Ειρήνη καθώς έγερνε πίσω στην

καρέκλα της.

Page 119: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Πώς θα διορθωθούν δηλαδή;– Α, δεν ξέρω, µη µου ζητάς λεπτοµέρειες... Εντάξει, µπορεί να είµαι επιστήµονας, όµως και

λίγη πίστη στη µοίρα δε βλάπτει...

Όσο κι αν προσπαθούσε, η Ειρήνη δεν µπορούσε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της εκείνο τοπρωινό. Είχαν περάσει λίγες µέρες από τη βόλτα τους και η κουβέντα τους την είχεπροβληµατίσει πολύ. Στη φίλη της δεν είχε πει τίποτα εκτός από τις συνηθισµένες πιασυµβουλές, όµως ανησυχούσε πραγµατικά και φοβόταν πως η Αριέττα είχε µπει πλέον σε ένατέλµα από το οποίο δύσκολα θα έβγαινε.

Όσες προσπάθειες κι αν είχε κάνει να την πείσει ότι όφειλε να είναι δυνατή και αισιόδοξηείχαν πέσει στο κενό. Είχαν περάσει τόσοι µήνες από τη µεταµόσχευση, όµως η λευχαιµίαέριχνε ακόµα βαριά τη σκιά της πάνω στη ζωή της και της έκλεβε µέρα µε τη µέρα όλες τιςευτυχισµένες στιγµές που µπορούσε τώρα πια να απολαύσει µε τους γονείς και τους φίλους της.Είχε χαρεί, βέβαια, που όλα είχαν πάει καλά, όµως ήταν ολοφάνερο πως είχε αποφασίσει ναπαραµείνει συγκρατηµένα αισιόδοξη και για τα επόµενα τρία επίφοβα χρόνια.

Η Ειρήνη από τη µια κατανοούσε την αγωνία και την επιφυλακτικότητά της, από την άλλη,όµως, φοβόταν ότι αυτή η αβεβαιότητα θα πήγαινε ακόµα πιο πίσω τη ζωή της φίλης της.Γιατί, ενώ η ζωή ήταν µπροστά, την περίµενε και της έγνεφε, εκείνη προχωρούσε κοιτώνταςσυνέχεια πίσω της τροµαγµένη...

Αναστέναξε βαθιά και κάθισε στην καρέκλα του γραφείου της. Την περίµεναν ένα σωρόδουλειές και αυτή από το πρωί δεν έκανε τίποτ’ άλλο απ’ το να φέρνει στο µυαλό της τηνκουβέντα τους µε την Αριέττα. Ούτε καν µε την αναφορά της στον Παύλο δεν είχε καταφέρει νατην ταρακουνήσει... Κι όµως, τον αγαπούσε, το έβλεπε στα µάτια της που γέµιζαν αναµνήσειςκαι δάκρυζαν κάθε φορά που αναφερόταν σ’ αυτόν και εξάλλου το είχε παραδεχτεί. Ήταναπόλυτα ερωτευµένη, αλλά δεν ήθελε να αφεθεί σε µία σχέση µαζί του όσο η ζωή της διέτρεχεκίνδυνο.

Τι κουτή... σκέφτηκε η Ειρήνη. Κάθε µέρα διατρέχουµε χιλιάδες κινδύνους. Αν ήταν µε αυτή τη λογικήνα µην κάνουµε όνειρα και σχέδια, δε θα υπήρχε λόγος να ζούµε... Η Αριέττα όµως δε συµµεριζόταναυτή την άποψη και είχε αποφασίσει να κρατήσει για πολύ καιρό ακόµα έξω από τη ζωή τηςτον άνθρωπο που είχε αγαπήσει τόσο πολύ.

Αυτά σκεφτόταν η Ειρήνη εκείνο το πρωινό και έφερνε ξανά και ξανά στο µυαλό της ταλόγια της φίλης της. Όµως δεν ήταν µόνο το νόηµα όσων της είχε πει που την προβληµάτιζε,αλλά και τα ίδια τα λόγια. Κάτι στις λέξεις που είχε χρησιµοποιήσει η Αριέττα τηνπαραξένευε... Ήταν λες και είχε ακούσει κάποια στιγµή τα ίδια ακριβώς λόγια, όµως πώς, πούκαι από ποιον; Η ιδέα µου θα είναι, σκέφτηκε και τίναξε το κεφάλι. Ώρα για δουλειά...

Η αλληλογραφία της την περίµενε πάνω στο γραφείο και έπρεπε να τη βάλει µια τάξηπροτού ξεκινήσει τις επισκέψεις στους ασθενείς. Με µηχανικές κινήσεις άρχισε να ανοίγει καινα ταξινοµεί φακέλους. Ώσπου ξαφνικά, σαν αναλαµπή, πέρασε από το µυαλό της µια σκέψη...Μια σκέψη που τόση ώρα βρισκόταν εκεί, αλλά δεν την έβλεπε, δεν την άκουγε...

Μα βέβαια, ο δότης! Να πού είχε ακούσει αυτές τις λέξεις. Τι σύµπτωση! Η ιστορία τηςΑριέττας έµοιαζε τόσο πολύ µ’ αυτή του δότη της!

Η Ειρήνη θυµήθηκε µε συγκίνηση την τελευταία της συνάντηση µε τον νεαρό που είχε σώσειτη ζωή της Αριέττας. Οι τακτικές τους επαφές πριν και µετά την επέµβαση είχαν δηµιουργήσειανάµεσά τους ένα κλίµα οικειότητας, κι έτσι, όταν κάποια στιγµή πήρε το θάρρος να τον

Page 120: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

ρωτήσει λίγα πράγµατα για τον εαυτό του, εκείνος δε δίστασε να της πει ότι ήταν δάσκαλοςµουσικής σε κάποιο νησί, όµως είχε µετακοµίσει πρόσφατα στην Αθήνα, λόγω κάποιουανεκπλήρωτου έρωτα. Τότε τα λόγια του της είχαν φανεί αρκετά ροµαντικά, ίσως καιµελοδραµατικά, όµως τώρα, τόσους µήνες µετά, η Ειρήνη θυµόταν µε συµπάθεια αυτό τονάνθρωπο και την τελευταία τους συζήτηση...

Όµως... για στάσου... Σύµπτωση; Ήταν δυνατό όλο αυτό να είναι µια απλή σύµπτωση; Δενµπορεί... Το µυαλό της έπαιρνε χιλιάδες στροφές.

Την επόµενη στιγµή παράτησε τους φακέλους που κρατούσε στα χέρια της και άνοιξε τονυπολογιστή της. Έπρεπε να ελέγξει τα αρχεία των ασθενών. Εκεί την περίµενε η απάντηση πουζητούσε.

Πατούσε µε µανία τα κουµπιά. Σελίδες... ονόµατα... ηµεροµηνίες... και ξαφνικά, να το! Είχεβρει την καρτέλα εισαγωγής της Αριέττας. Προσπέρασε βιαστικά τις λεπτοµέρειες σχετικά µετα στοιχεία της ασθενούς και προχώρησε αµέσως στα στοιχεία του δότη. Μόλις τα βρήκεδιάβασε δυνατά.

Ονοµατεπώνυµο δότη: Παύλος Ρηγόπουλος.Κάτοικος: Καρδιανής Τήνου.Επάγγελµα: εκπαιδευτικός.

Η Ειρήνη δε χρειάστηκε να διαβάσει περισσότερα για να καταλάβει... Ήταν ολοφάνερο, ηλύση του µυστηρίου βρισκόταν εκεί, µπροστά της! Ο δότης της Αριέττας και ο άντρας που είχεαγαπήσει στην Καρδιανή ήταν το ίδιο πρόσωπο! Μα πώς δεν το είχε καταλάβει νωρίτερα; Πώςδεν είχε συνδυάσει τις πληροφορίες στο µυαλό της; Έµεινε για αρκετή ώρα να κοιτάζει τηνοθόνη του υπολογιστή χωρίς να µπορεί να πιστέψει αυτό που συνέβαινε.

Μα αυτό ήταν υπέροχο! Έπρεπε να ενηµερώσει αµέσως την Αριέττα. Αυτό έπρεπε να τοµάθει! Σήκωσε το ακουστικό και άρχισε να πληκτρολογεί τον αριθµό της φίλης της, όταν µιασκέψη πάγωσε κάθε της κίνηση.

Δε γινόταν... Aυτό δεν µπορούσε να το κάνει... Το ιατρικό απόρρητο τη δέσµευε: δεν είχε τοδικαίωµα να δώσει πληροφορίες στο λήπτη για την ταυτότητα του δότη του, ούτε και τοαντίστροφο βέβαια. Τα χέρια της ήταν δεµένα... Κατέβασε το ακουστικό απογοητευµένη.

Όµως αυτό ήταν ένα νέο που έπρεπε να µοιραστεί µε την Αριέττα, εξάλλου την αφορούσεάµεσα. Πώς θα της το έλεγε όµως; Έπρεπε πάση θυσία να βρεθεί ένας τρόπος... Αυτοί οι δύοάνθρωποι έπρεπε να ξαναβρεθούν, το άξιζαν! Μπορεί να τους είχαν χωρίσει οι συνθήκες, όµωςτους ένωνε κάτι άλλο, πολύ πιο δυνατό: η ίδια η µοίρα, η ίδια η τύχη· η Ζωή!

Το µόνο που χρειάζεται είναι µια αφορµή... σκέφτηκε η Ειρήνη. Μια καλή αφορµή για να τους φέρωκοντά. Μετά, όλα θα πάρουν το δρόµο τους. Μετά η ίδια η ζωή θα δροµολογήσει τα πράγµατα, όπως το έκανεµέχρι τώρα, χωρίς τη δική µας συµµετοχή.

Το διακριτικό χτύπηµα στην πόρτα την έβγαλε από τις σκέψεις της.– Εµπρός;Στο άνοιγµα φάνηκε η κυρία Οικονόµου, προϊσταµένη του ορόφου.– Ειρήνη µου, συγνώµη, αυτή η αλληλογραφία είναι δική σου, αλλά από λάθος έφτασε στο

δικό µου γραφείο, είπε και άφησε δυο φακέλους µπροστά της. Την καληµέρισε και έφυγεβιαστικά.

Μετά τη σύντοµη διακοπή, η Ειρήνη συνέχισε τις σκέψεις της ανοίγοντας ταυτόχρονα τουςφακέλους. Μια αφορµή... µια αφορµή... µια αφ...

Page 121: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Ξαφνικά η µατιά της καρφώθηκε πάνω στα µεγάλα µαύρα γράµµατα της πρόσκλησης πουκρατούσε µπροστά της.

Ηµερίδα ενηµέρωσης και ψυχολογικής υποστήριξης για δότεςκαι παραλήπτες µυελού των οστών.

Τοποθέτησε ξανά µε αργές κινήσεις την πρόσκληση στο φάκελο, ενώ µια λάµψη φάνηκεστα µάτια της. Μήπως αυτή ήταν η λύση; Μήπως είχε βρει τον τρόπο να πετύχει αυτό πουήθελε;

– Δεν είναι κακή ιδέα... µουρµούρισε. Δεν είναι καθόλου κακή ιδέα... Ίσως και να πετύχει...Ένα χαµόγελο αισιοδοξίας είχε ήδη σχηµατιστεί στα χείλη της.

Με δυσκολία κρατήθηκε η Ειρήνη να µην πει όλη την αλήθεια στον Παύλο Ρηγόπουλο όταντου τηλεφώνησε.

Εκείνος αρχικά ξαφνιάστηκε µε το απρόσµενο τηλεφώνηµά της, όµως χαιρόταν που τηνάκουγε. Εξάλλου, ήταν ευκαιρία, µετά από τόσους µήνες, να ρωτήσει και για την υγεία τηςλήπτριας.

– Όλα πάνε µια χαρά, κύριε Ρηγόπουλε, χάρη σ’ εσάς, τον ενηµέρωσε η Ειρήνη.– Ωραία, αυτό είναι πολύ ευχάριστο, απάντησε και σώπασε. Δεν είχαν κάτι άλλο να πουν µε

τη νεαρή γιατρό.Φρόντισε αµέσως να του εξηγήσει τους λόγους του τηλεφωνήµατός της.– Κύριε Ρηγόπουλε, σας καλώ για συγκεκριµένο λόγο, προσπάθησε να δώσει έναν όσο το

δυνατό πιο αδιάφορο τόνο στη φωνή της.– Σας ακούω...– Σε δύο βδοµάδες διοργανώνεται µία ηµερίδα ενηµέρωσης και ψυχολογικής υποστήριξης

για δότες και παραλήπτες µυελού των οστών. Θα γίνει σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας.Σκέφτηκα ότι θα θέλατε να παραστείτε... είπε και περίµενε µε αγωνία την απάντησή του.

Ο Παύλος σκέφτηκε για λίγο το πρόγραµµα των επόµενων ηµερών. Στους µήνες που είχανπεράσει, τα µαθήµατα είχαν αυξηθεί κατά πολύ, το ίδιο και οι υποχρεώσεις του. Δεν υπήρχεπολύς ελεύθερος χρόνος.

– Φαντάζοµαι πως θα είστε πολύ απασχοληµένος, µάντεψε τις σκέψεις του η Ειρήνη, όµωςπιστεύω πως θα σας έκανε καλό να πάτε. Όσο απλή κι αν είναι η επέµβαση αυτή για το δότη,δεν παύει να είναι µια ιδιαίτερη διαδικασία που χρήζει ενηµέρωσης και υποστήριξης,πρόσθεσε σε πιο σοβαρό τόνο αυτή τη φορά.

– Σίγουρα έχετε δίκιο, όµως...Δεν τον άφησε να τελειώσει. Δεν είχε σκοπό να δεχτεί ένα «όχι» σαν απάντηση.– Εξάλλου, πού ξέρετε; Ίσως να είναι εκεί και η λήπτρια που βοηθήσατε εσείς, επέµεινε.

Βέβαια, δε θα µπορείτε να το γνωρίζετε, αφού, όπως σας έχω εξηγήσει, δεν ενηµερώνεται οένας για την ταυτότητα του άλλου, όµως και µόνο το γεγονός ότι µπορεί να βρίσκεται κάπουεκεί, κοντά σας, πιστεύω πως θα σας γεµίσει µε ικανοποίηση για το καλό που κάνατε...

Δε χρειάστηκε να πει τίποτα άλλο. Ο Παύλος είχε συµβιβαστεί µε την ιδέα ότι δε θα γνώριζεποτέ από κοντά τη γυναίκα που είχε βοηθήσει, όµως να που του δινόταν η ευκαιρία να βρεθείσε ένα χώρο όπου πιθανότατα θα ήταν και κείνη. Ναι, αυτό σίγουρα θα ήταν µια κάποιαικανοποίηση.

Page 122: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Η Ειρήνη κατάλαβε πως τον είχε πείσει.– Θέλετε να µου πείτε σε ποια διεύθυνση µπορώ να σας ταχυδροµήσω την πρόσκληση;

ρώτησε ανάλαφρα.– Ναι, βεβαίως. Σηµειώνετε;Μπορεί µε τον Παύλο Ρηγόπουλο να µη δυσκολεύτηκε και πολύ, όµως το να πείσει τη

φιλενάδα της να παραστεί στην ηµερίδα δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση.Η Αριέττα θεωρούσε πως όλες αυτές οι διοργανώσεις δεν είχαν κανένα νόηµα, τουλάχιστον

όχι για την ίδια, που είχε κοντά της τόσους ανθρώπους να τη στηρίξουν. Δε χρειαζόταν ούτεενηµέρωση ούτε ψυχολογική υποστήριξη· της αρκούσε η αγάπη των γονιών της και η φιλία τηςΕιρήνης και του Μάρκου.

Μάταια προσπαθούσε να την πείσει πως αν πήγαινε θα λύνονταν πολλές απορίες της και θαµειωνόταν το άγχος της για την περαιτέρω εξέλιξη της υγείας της.

– Και γιατί να πάω; ρώτησε για πολλοστή φορά η Αριέττα.Η Ειρήνη ξεφύσηξε εκνευρισµένη.– Τι πάει να πει «γιατί να πας», κορίτσι µου; Γιατί σ’ αφορά, γιατί όλο αυτό γίνεται για σας,

που έχετε περάσει αυτή τη δοκιµασία. Γιατί θα σου κάνει καλό και θα σε ηρεµήσει! Θες καιάλλους λόγους, δε σου φτάνουν αυτοί;

– Ειρήνη µου, αυτές οι ηµερίδες γίνονται για ανθρώπους που είναι µόνοι και φοβισµένοι.Εγώ δε χρειάζοµαι τίποτα! Έχω τους γονείς µου, έχω τον Μάρκο, έχω εσένα... Τι παραπάνω θαµου προσφέρουν δυο τρεις οµιλίες και ένας καφές στα όρθια, παρέα µ’ ένα σωρό ανθρώπουςπου ούτε γνωρίζω ούτε πρόκειται να ξαναδώ στη ζωή µου;

Με τα λόγια δε θα κατάφερνε τίποτα. Η Ειρήνη κατάλαβε πως σ’ αυτή την περίπτωση θαέπρεπε απλώς να επιβληθεί.

– Αριέττα, τέρµα η κουβέντα! Τώρα σου µιλάω ως γιατρός σου και ως φίλη σου. Θα πας καιθα πεις κι ένα τραγούδι! Θα περάσω µετά τη δουλειά να σου αφήσω την πρόσκληση. Λοιπόν, σ’αφήνω τώρα, θα τα πούµε αργότερα, είπε απότοµα και έκλεισε το τηλέφωνο χωρίς να τηςδώσει την ευκαιρία να απαντήσει κάτι.

Η Αριέττα κατέβασε το ακουστικό, έκλεισε τα µάτια και έγειρε πίσω στην πολυθρόνα. Τηνήξερε την Ειρήνη. Αν έβαζε κάτι στο µυαλό της, κανένας δεν µπορούσε να της το βγάλει. Αυτότης το είχε αποδείξει πολλές φορές...

Ας είναι... σκέφτηκε. Θα πάω. Όχι τίποτ’ άλλο, αλλά αυτή η γκρίνια της δεν αντέχεται!

Η πτέρυγα του ξενοδοχείου που είχε διαµορφωθεί κατάλληλα για την ηµερίδα ήτανκατάµεστη. Ο κόσµος έφτανε µέχρι την κεντρική σκάλα και τους γύρω διαδρόµους. Κάποιοιείχαν ήδη καταλάβει τις θέσεις τους, ενώ άλλοι παρέµεναν ακόµα έξω από την αίθουσα,πίνοντας καφέ και συζητώντας χαλαρά µέχρι την ώρα της έναρξης.

Η Αριέττα έσπρωξε απαλά την κυκλική γυάλινη πόρτα και µπήκε στο λόµπι τουξενοδοχείου. Μία µεγάλη αφίσα, κολληµένη στον τοίχο που βρισκόταν απέναντί της,ενηµέρωνε όσους προσέρχονταν για την αίθουσα που θα γινόταν η εκδήλωση.

Η πρώτη της αντίδραση ήταν να γυρίσει πίσω και να φύγει, όµως τα αυστηρά λόγια τηςΕιρήνης αντηχούσαν ακόµα στα αφτιά της και την ανάγκασαν να προχωρήσει µε αργά,διστακτικά βήµατα µέχρι την αίθουσα Καλλιρρόη.

Προσπέρασε όσους στέκονταν µπροστά στην είσοδο και αναζήτησε αµέσως ένα ελεύθεροκάθισµα. Δεν ήθελε ούτε καφέ ούτε πορτοκαλάδα ούτε κουβέντες µε τους υπόλοιπους. Το µόνο

Page 123: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

που ήθελε ήταν να τελειώνει όσο το δυνατό πιο σύντοµα µε αυτή την ενοχλητική υποχρέωση καινα γυρίσει στην ασφάλεια και την ηρεµία του σπιτιού της.

Παρά το συνωστισµό στάθηκε τυχερή. Βρήκε µία κενή θέση ανάµεσα σε µια κοπέλα που θαπρέπει να ήταν στην ηλικία της και σ’ έναν κύριο γύρω στα σαράντα πέντε. Κάθισε καιαναστέναξε ανακουφισµένη.

Προσπαθώντας να αποφύγει το παρατηρητικό βλέµµα των διπλανών της και την εµφανήδιάθεσή τους για γνωριµίες, άπλωσε δήθεν αδιάφορα τη µατιά της σε όλη την αίθουσα. Μεπραγµατική έκπληξη διαπίστωσε τον όγκο του κοινού. Αυτό σήµαινε ότι όλοι αυτοί οιάνθρωποι είχαν αντιµετωπίσει ή αντιµετώπιζαν ακόµα το ίδιο πρόβληµα µε κείνη!

Οι περισσότεροι απ’ όσους βρίσκονται εδώ µέσα έχουν περάσει ακριβώς ό,τι έχω περάσει κι εγώ... Άραγεόλοι αυτοί είχαν κοντά τους σ’ αυτή τη δύσκολη στιγµή ανθρώπους να τους αγαπούν; Φίλους; Γονείς;Συγγενείς; Συντρόφους; αναρωτήθηκε και άρχισε να τους παρατηρεί πιο προσεκτικά. Αυτό πουτης έκανε εντύπωση ήταν ότι αντίκριζε ανθρώπους χαµογελαστούς, όχι σκυθρωπούς ήθλιµµένους. Τα πρόσωπα όλων είχαν µια παράξενη ζωντάνια, εξέπεµπαν αισιοδοξία, πίστη καιελπίδα.

Ξαφνικά ένιωσε παράταιρη. Ένιωσε πως ήταν ξεχωριστή, πως δεν έπρεπε να βρίσκεται εκεί,µαζί µε όλους αυτούς. Δεν είχε καµία θέση ανάµεσά σ’ αυτούς τους ανθρώπους. Αν εκείνη τηστιγµή δεν ανέβαινε κάποιος στο βήµα, θα είχε σηκωθεί να φύγει, όµως ξαφνικά κάθισαν όλοιστις θέσεις τους και επικράτησε απόλυτη σιγή.

Ο οµιλητής καλωσόρισε τους παρευρισκοµένους εν µέσω χειροκροτηµάτων και µετά απόµια σύντοµη εισαγωγή σχετική µε τη λευχαιµία και τις αυξηµένες πλέον πιθανότητες ίασης τηςασθένειας, έδωσε το λόγο σε ασθενείς που είχαν θεραπευτεί ή που νοσούσαν ακόµα καιπερίµεναν να βρεθεί συµβατός δότης.

Ένας ένας ανέβηκαν στο βήµα περίπου επτά οµιλητές, οι οποίοι, µέσα σε κλίµα συγκίνησης,µοιράστηκαν µε το κοινό την εµπειρία τους από την ασθένεια που µε τον έναν ή τον άλλο τρόποτούς ένωσε µεταξύ τους.

Εκείνη τη στιγµή ήταν όλοι ένα, δεν τους χώριζε τίποτα, δεν υπήρχαν δότες και λήπτες·υπήρχαν µόνο άνθρωποι που ήθελαν να ζήσουν και άνθρωποι που είχαν αποφασίσει ναδωρίσουν ζωή. Η λευχαιµία δεν τους διαχώριζε σε ασθενείς και δωρητές, αντίθετα, τους ένωνεόλους σε µια δυνατή γροθιά.

Στην αρχή η Αριέττα παρακολουθούσε µε ενδιαφέρον τις οµιλίες, όσο περνούσε όµως η ώραάρχισε να νιώθει έντονη αµηχανία ανάµεσα σε τόσους ανθρώπους που είχαν αντιµετωπίσει τηναρρώστια τους µε τόση δύναµη, θέληση και πίστη, όση η ίδια δεν είχε καταφέρει ποτέ να βρειµέσα της.

Άρχισε να κουνιέται νευρικά στην καρέκλα της και να ψάχνει µε το βλέµµα την πιο κοντινήέξοδο. Τότε ακριβώς ο κεντρικός οµιλητής ενηµέρωσε το κοινό ότι θα ακολουθούσε ένασύντοµο διάλειµµα και η Αριέττα βρήκε την ευκαιρία που ζητούσε. Αρκετά είχε ακούσει... Είχεκάνει και το χατίρι της Ειρήνης. Τώρα µπορούσε, επιτέλους, να φύγει.

Σηκώθηκε απότοµα από τη θέση της και άρχισε να προσπερνά βιαστικά τους διπλανούς τηςστην προσπάθειά της να βγει όσο γινόταν πιο γρήγορα από τη στενή, ασφυκτική σειρά τωνκαθισµάτων. Οι φωνές γύρω της τη ζάλιζαν, ένα κύµα πανικού και αγοραφοβίας άρχισε ναφουντώνει επικίνδυνα µέσα της και άρχισε σχεδόν να τρέχει προς την πόρτα.

Η σύγκρουση µε τον άντρα που πετάχτηκε απότοµα µπροστά της ήταν αναπόφευκτη.Σαστισµένη η Αριέττα έσκυψε να µαζέψει την τσάντα της και το φάκελο µε τα ενηµερωτικάφυλλάδια που της είχαν δώσει καθώς έµπαινε και που τώρα βρίσκονταν σκορπισµένα παντού.

Page 124: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Χίλια συγνώµη... ψέλλισε ντροπιασµένη και σήκωσε αργά το βλέµµα της προς το θύµα τηςβιασύνης της.

– Δεν πειράζει, δεν έγινε τίπ...Η κουβέντα του νεαρού άντρα έµεινε µετέωρη.Το βλέµµα της Αριέττας πάγωσε, τα χαρτιά έπεσαν ξανά από τα χέρια της και η ίδια

χρειάστηκε να στηριχτεί στην καρέκλα που βρισκόταν δίπλα της για να µη σωριαστεί κάτω απότην έκπληξη.

– Παύλο... ψιθύρισε χωρίς να µπορεί να πιστέψει αυτό που έβλεπε.– Αριέττα... ψέλλισε εκείνος, µε κάπως πιο σταθερή φωνή από τη δική της.Το πλήθος που κατευθυνόταν προς την έξοδο τούς παρέσυρε και ο Παύλος την τράβηξε

απαλά από το µπράτσο σε µια πιο ήσυχη γωνιά της αίθουσας. Όταν τελικά η φασαρία γύρωτους κόπασε, η Αριέττα τον κοίταξε ταραγµένη στα µάτια, παλεύοντας να ξαναβρεί τη φωνήτης.

– Παύλο, τι κάνεις εδώ;Εκείνος δεν είχε πάρει στιγµή το βλέµµα του από πάνω της. Χρειάστηκε να ανοίξει δύο ή

τρεις φορές το στόµα του, µέχρι που κάποια στιγµή άκουσε τη φωνή του, µια φωνή που µεδυσκολία αναγνώρισε και ο ίδιος.

– Εγώ... βρίσκοµαι εδώ σαν δότης. Θέλω να πω... Έγινα πρόσφατα δότης µυελού των οστώνκαι θεώρησα καλό να έρθω στην ηµερίδα. Εσύ; τη ρώτησε, ενώ ένιωθε ήδη το πρόσωπό του νακαίγεται και την καρδιά του να χτυπάει σαν τρελή.

Η Αριέττα δεν κατάφερε να του απαντήσει αµέσως. Η έκπληξή της ήταν τόσο µεγάλη πουείχε χάσει τη µιλιά της. Ο Παύλος εδώ; Στην Αθήνα; Σαν δότης; Αυτό ήταν απίστευτο! Πίεσετον εαυτό της να πάψει να τον κοιτάζει τόσο έντονα και να του δώσει την απάντηση πουζητούσε. Όµως τι να του έλεγε; Πώς να του δικαιολογούσε την παρουσία της εκεί; Ξαφνικάκατάλαβε πως είχε παγιδευτεί. Δεν µπορούσε να του πει ψέµατα.

Χαµήλωσε το βλέµµα και επιτέλους ξεστόµισε αυτό που του είχε κρύψει τόσο καιρό αλλάπου τόσο ξεκάθαρα εξηγούσε η παρουσία της εκεί.

– Εγώ... ήρθα εδώ σαν λήπτης.Ο Παύλος τίναξε το κεφάλι του προς τα πίσω σαν να είχε δεχτεί ένα δυνατό χαστούκι και

τρεµόπαιξε τα βλέφαρά του προσπαθώντας να κατανοήσει το νόηµα της απάντησής της.Λήπτης; Η Αριέττα; Αυτό σηµαίνει ότι... Δεν καταλάβαινε τίποτα, το κεφάλι του βούιζε...

Αυτή κατάλαβε τη σύγχυση που επικρατούσε µέσα του και ένιωσε την ανάγκη να τουεξηγήσει. Τώρα πια δεν υπήρχε κανένας λόγος για µισόλογα και ψέµατα. Ανακάλυψε µέσα τηςµερικά αποθέµατα δύναµης και αποφασιστικότητας και συνέχισε.

– Φαντάζοµαι πως η Αλίκη θα σου είπε πως έπρεπε να φύγω εσπευσµένα από την Τήνο, γι’αυτό και παραιτήθηκα τόσο ξαφνικά.

– Ναι, µου είπε µερικά πράγµατα...– Αυτός ήταν ο λόγος, Παύλο... Είχα λευχαιµία και µόλις µε ειδοποίησαν ότι βρέθηκε

συµβατός δότης, έπρεπε να γυρίσω άµεσα στην Αθήνα για τη µεταµόσχευση.Χαµογέλασε σφιγµένα και ανασήκωσε τα χέρια θέλοντας να του δώσει να καταλάβει πως

τώρα πια δεν υπήρχε καµιά σκιά ανάµεσά τους, κανένα ψέµα, κανένα µυστικό. Έστω τώρα,έστω καθυστερηµένα, όλα είχαν µπει στη θέση τους. Αυτό, βέβαια, δε σήµαινε πως ο Παύλοςθα συγχωρούσε αµέσως όλη την προηγούµενη συµπεριφορά της. Δεν ήταν υποχρεωµένος. Τοαντίθετο... Είχε κάθε λόγο να είναι θυµωµένος µαζί της. Του είχε πει ψέµατα, τον είχεξεγελάσει. Ακόµα και τη στιγµή που κατάλαβε ότι τον αγαπούσε και ότι και εκείνος είχε πάψει

Page 125: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

να τη βλέπει φιλικά, τον αποµάκρυνε και τον κράτησε έξω από τη ζωή της, από το πρόβληµάτης... Αυτό σίγουρα δεν ήταν κάτι που θα της το συγχωρούσε τόσο εύκολα, απλά και µόνοεπειδή στεκόταν τώρα µπροστά του και του εξηγούσε µέσα σε µία φράση όσα είχαν γίνει τουςµήνες που είχαν περάσει.

Εξάλλου, ακόµα και αυτό δεν το είχε κάνει επειδή το ήθελε ούτε επειδή το είχε επιλέξει, τοέκανε γιατί ήταν αναγκασµένη, γιατί εκείνη τη στιγµή οποιοδήποτε ψέµα ξεστόµιζε θακατέρρεε αµέσως, καταπλακώνοντας και τα τελευταία ψήγµατα εκτίµησης που έτρεφε οΠαύλος για αυτήν.

Ο νεαρός άντρας δεν µπορούσε ακόµα να συνειδητοποιήσει τι γινόταν. Μετά από τόσουςµήνες απουσίας, έπεφτε κυριολεκτικά πάνω στην Αριέττα, η οποία, αν είχε καταλάβει καλά, τουέλεγε ότι έπασχε από λευχαιµία και ότι αυτός ήταν ο λόγος της ξαφνικής παραίτησής της, αλλάκαι της όλης αλλοπρόσαλλης συµπεριφοράς της κατά την παραµονή της στο νησί. Γι’ αυτόλοιπόν τα θλιµµένα βλέµµατα, οι έντονες αδιαθεσίες, οι απουσίες από τα µαθήµατα. Γι’ αυτό οιµελαγχολικές κουβέντες, οι µοναχικές µέρες που διαδέχονταν η µία την άλλη, οι λιποθυµίες...

Και ξαφνικά τα κατάλαβε όλα! Αυτό που βρισκόταν τόσο καιρό ανάµεσά τους δεν ήτανκάποιος άντρας από το παρελθόν της όπως πίστευε, δεν ήταν ο ζωντανός ακόµα έρωτάς της γιακείνον τον Κώστα, αλλά µια ασθένεια που είχε εξαφανίσει από την ψυχή της κάθε σταγόναχαράς, αισιοδοξίας και ελπίδας.

Ώστε όλο αυτό τον καιρό υπέφερε, φοβόταν, πονούσε... Και αυτός δεν είχε κάνει τίποτα, δενµπορούσε να κάνει τίποτα... Δεν του είχε δώσει το δικαίωµα η ίδια η Αριέττα να κάνει τίποτα!Το αίσθηµα απογοήτευσης και πικρίας που εδώ και µήνες πληµµύριζε την καρδιά τουεπανήλθε ξαφνικά ακόµα πιο έντονο.

– Γιατί δε µου είπες τίποτα; ήταν το µόνο που κατάφερε να ρωτήσει.Χάιδεψε µε το βλέµµα της το πρόσωπό του, κοίταξε τα χείλη του, τα µάτια του και είδε µέσα

τους όλο τον πόνο και την απογοήτευση που αυτή η ίδια, µε τα λόγια της, είχε προκαλέσει.Εκείνη τη στιγµή µίσησε τον εαυτό της, ναι, τον µίσησε! Πώς µπόρεσε να τον πληγώσει τόσο

πολύ, να τον πονέσει, να τον πικράνει; Το µόνο που ήθελε ήταν να πέσει στην αγκαλιά του, νατον φιλήσει και να του ζητήσει χίλιες φορές συγνώµη για όσα είχαν γίνει. Αυτό θα έπρεπεκανονικά να κάνει, όµως δε βρήκε τη δύναµη...

Κάτι στο θολό, υγρό βλέµµα του, κάτι στο ανέκφραστο πρόσωπό του την εµπόδισαν. Δεν είχετο δικαίωµα να το κάνει. Η ίδια είχε θέσει τα όρια ανάµεσά τους και τώρα ήταν υποχρεωµένηνα τα τηρήσει...

Έσφιξε τις γροθιές της, τον κοίταξε µε ένοχο βλέµµα, και έκανε µια τελευταία προσπάθειανα υπερασπιστεί τον εαυτό της.

– Δεν ήθελα... Θέλω να πω... πίστευα πως δεν ήταν σωστό να το κάνω.– Δεν καταλαβαίνω, Αριέττα... Δεν καταλαβαίνω τίποτα! Εξήγησέ µου.– Δεν ήθελα να σε µπλέξω σε µία κατάσταση που ούτε εγώ η ίδια µπορούσα να ξέρω τι τέλος

θα είχε... Καταλαβαίνεις τώρα; τον ρώτησε µε αγωνία.Εκείνος απέφυγε το βλέµµα της και κοιτώντας κάπου πίσω απάντησε περισσότερο στον

εαυτό του παρά σ’ αυτήν.– Μάλιστα... Εποµένως µου λες ότι επέλεξες να µε κρατήσεις έξω από ένα τόσο σοβαρό

πρόβληµά σου για να µη µε πληγώσεις. Σωστά; Και ήταν προτιµότερο να µου λες ψέµατα, να µ’αφήνεις να απορώ, να µην καταλαβαίνω, να σκέφτοµαι χίλια δυο άλλα πράγµατα, εκτός βέβαιααπό την αλήθεια, αφού είχες φροντίσει να την κρύψεις πολύ καλά. Καλά δεν τα λέω;

Την κοίταξε στα µάτια έντονα και συνέχισε χωρίς να της δώσει την ευκαιρία να πει

Page 126: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

οτιδήποτε. Δε χρειαζόταν να µάθει τίποτ’ άλλο. Αρκετά είχε ακούσει! Τώρα είχε έρθει η ώραπου θα µιλούσε εκείνος... Και θα έλεγε όλα αυτά που τον έπνιγαν µέσα του τόσο καιρό, όλααυτά που τον πονούσαν και τον είχαν πείσει ότι η δική του βοήθεια, η δική του αγάπη δεν είχανκανένα απολύτως νόηµα για τη γυναίκα που είχε αγαπήσει.

– Και είναι βέβαια κάτι παραπάνω από σαφές ότι δε χρειαζόσουν τίποτα από µένα... Ούτε τηβοήθειά µου ούτε τη συµπαράστασή µου ούτε τη φιλία µου ούτε την αγάπη µου! Η αλήθειαείναι ότι αυτό µου έδωσες να το καταλάβω πολύ καλά, δεν έχω παράπονο! φώναξε, χωρίς ναµπορέσει να κρύψει την ειρωνεία του.

Στο άκουσµα του ξεσπάσµατός του, η Αριέττα τροµοκρατήθηκε. Δεν τον είχε ακούσει ποτέξανά να µιλάει τόσο έντονα. Το τελευταίο που ήθελε ήταν να τον κάνει να πιστέψει πως δεν τονείχε ανάγκη. Και τώρα συνειδητοποιούσε πως µε τη συµπεριφορά της αυτό ακριβώς είχεκαταφέρει! Είχε καταστρέψει όλα αυτά που θα µπορούσαν να τους ενώσουν. Ήταν όµως καικάτι άλλο... Ο ήρεµος, γλυκός, ευγενικός Παύλος είχε µεταµορφωθεί σε ένα θυµωµένο,αγριεµένο πλάσµα µε πληγωµένο βλέµµα.

Δικό µου είναι αυτό το δηµιούργηµα, συλλογίστηκε και έφερε το χέρι στο στόµα για να πνίξει έναλυγµό. Τον χάνω...

Άπλωσε το χέρι της να αγγίξει το πρόσωπό του, εκείνος όµως τινάχτηκε αµέσως προς ταπίσω αποφεύγοντάς την. Η Αριέττα έκανε ένα βήµα πίσω ηττηµένη, ωστόσο, βρήκε τοκουράγιο και τον κοίταξε για µια τελευταία φορά κατάµατα. Τώρα πια δεν είχε να κρύψειτίποτα. Τώρα πια δεν είχε να χάσει τίποτα. Αυτό της έδωσε τη δύναµη που χρειαζόταν για νατου πει αυτό που ένιωθε.

– Ένας Θεός ξέρει πόση ανάγκη σ’ είχα! Και σένα και τη φιλία σου και, πάνω απ’ όλα, τηναγάπη σου! Την έβλεπα στα µάτια σου κάθε φορά που µε κοίταζες και ήθελα τόσο πολύ να σουπω ότι ένιωθα ακριβώς το ίδιο... Όµως δεν ήταν δίκαιο να σου φορτώσω το δικό µουπρόβληµα. Ένα πρόβληµα που, τουλάχιστον εκείνη τη στιγµή, δε φαινόταν να έχει καµίαλύση...

Ο Παύλος προσπάθησε να αποφύγει το βλέµµα της, όµως η Αριέττα τον τράβηξε προς τοµέρος της, αναγκάζοντάς τον να την κοιτάξει και συνέχισε.

– Νοµίζεις ότι έχουν περάσει όλα; Κάνεις λάθος! Ακόµα και τώρα που µιλάµε, δεν µπορώ ναείµαι σίγουρη για τίποτα, Παύλο! Πρέπει να περιµένω τρία χρόνια και να κάνω τακτικέςεξετάσεις. Μόνο τότε οι γιατροί θα µπορούν να πουν µε σιγουριά ότι η αρρώστια µ’εγκατέλειψε οριστικά. Πώς θα µπορούσα να σε δεσµεύσω σε µια τόσο αβέβαιη κατάσταση;Βρισκόµουν και βρίσκοµαι σε µια κινούµενη άµµο!

Την άφησε να ολοκληρώσει και στη συνέχεια την κοίταξε αδιάφορα, σχεδόν ψυχρά.– Αν τελείωσες, να πηγαίνω... έκανε µια κίνηση να φύγει.– Στάσου! προσπάθησε να τον σταµατήσει. Δεν ήξερε τι άλλο να του πει, όµως δεν άντεχε να

τον δει να φεύγει. Τον πλησίασε διστακτικά. Δεν υπάρχει τίποτα που µπορώ να πω για να σεπείσω για την αγάπη µου;

Η απάντησή του ήταν ακόµα µια µαχαιριά...– Αριέττα, δεν αµφιβάλλω για την αγάπη σου. Δεν αµφέβαλλα ποτέ για αυτό... Από τότε που

ήµασταν στην Τήνο είχα καταλάβει ότι υπήρχε κάτι περισσότερο από φιλία ανάµεσά µας. Γιατην ειλικρίνειά σου αµφιβάλλω... Για το αν θα µπορούσα ποτέ ξανά να είµαι σίγουρος ότι µουλες την αλήθεια, ότι δε µε κλείνεις έξω από τη ζωή σου και απ’ ό,τι σοβαρό σου συµβαίνει. Δεχτίζονται έτσι οι σχέσεις. Λυπάµαι...

Ήξερε πως δε θα του έλεγε τίποτα. Δεν υπήρχε κάτι άλλο να ειπωθεί ανάµεσά τους. Γύρισε

Page 127: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

την πλάτη και βγήκε µε αργά βήµατα από την αίθουσα.Η Αριέττα τον κοίταζε µαγνητισµένη και µόνο όταν χάθηκε από το οπτικό της πεδίο

κατάλαβε ότι δάκρυα κυλούσαν στα µάγουλά της. Τον είχε χάσει, οριστικά... Τώρα πια ήτανσίγουρη. Ωστόσο, αυτό που την πονούσε περισσότερο ήταν η οδυνηρή διαπίστωση ότι από εδώκαι στο εξής θα ήταν αναγκασµένη να ζήσει µε αυτή την τελευταία εικόνα του, µ’ αυτό τοτελευταίο βλέµµα του, από το οποίο είχε χαθεί κάθε ίχνος τρυφερότητας και ενδιαφέροντος.Γιατί το τελευταίο πράγµα που πρόλαβε να αντικρίσει µέσα στα µάτια του, προτού της γυρίσειτην πλάτη, ήταν η απόλυτη περιφρόνηση.

Page 128: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

15

ΕΔΩ ΚΑΙ ΜΕΡΕΣ, η Αριέττα έµενε για ώρες κλεισµένη στο δωµάτιό της και έβγαινε µόνο για ναφάει, κι αυτό µετά από πίεση της µητέρας της. Η Νίνα, που τη συναντούσε νωρίς το πρωί στηνκουζίνα, καταλάβαινε αµέσως µόλις αντίκριζε το πρόσωπό της πως η κόρη της δεν είχε κλείσειµάτι όλη τη νύχτα.

Η Αριέττα έπαιρνε αµίλητη τον καφέ της, άφηνε άθικτο στο τραπέζι το τοστ που τηςέφτιαχνε η µητέρα της και κλεινόταν και πάλι στο δωµάτιό της, όπου θα έµενε µέχρι αργά τοµεσηµέρι.

Η Νίνα κόντευε να τρελαθεί... Τις πρώτες µέρες δεν είπε τίποτα στον άντρα της. Δεν ήθελενα τον ανησυχήσει.

Ίσως να είναι µια φυσιολογική αντίδραση. Εξάλλου, δεν έχει περάσει και λίγα... παρηγορούσε τονεαυτό της, θέλοντας να τον πείσει πως το άγχος της ήταν µάλλον αδικαιολόγητο καιυπερβολικό, ως συνήθως.

Οι µέρες όµως περνούσαν και η Αριέττα, αντί να συνέρχεται, κλεινόταν όλο και περισσότεροστον εαυτό της. Τις λίγες φορές που είχε τολµήσει να τη ρωτήσει τι τη βασάνιζε, είχε κουνήσειαπλώς το κεφάλι της αρνητικά και είχε κοιτάξει τη µητέρα της µ’ ένα βλέµµα θολό, αδιάφορο,σχεδόν νεκρό...

Όταν η Ειρήνη τη διαβεβαίωσε πως δε γνώριζε τίποτα παραπάνω, η Νίνα πανικοβλήθηκε.Της είχε τηλεφωνήσει νωρίς ένα πρωί στο κινητό της. Αυτή θα ήξερε, δεν µπορεί... Κάτι θα τηςέλεγε.

– Ειρήνη, κορίτσι µου, πες µου τι συµβαίνει, γιατί κοντεύω να τρελαθώ. Δεν την έχω ξαναδείποτέ ξανά τόσο χάλια. Ούτε καν όταν γύρισε από την Τήνο δεν ήταν τόσο απογοητευµένη. Τιγίνεται;

Η Ειρήνη ευχόταν να ήταν σε θέση να πει κάτι, τουλάχιστον να µπορούσε να τηνκαθησυχάσει. Όµως, δυστυχώς, η Αριέττα είχε µέρες να της τηλεφωνήσει και όσες φορές είχεπροσπαθήσει να την πετύχει, δεν τα είχε καταφέρει. Μετά και από αυτό, το όλο αγωνίατηλεφώνηµα της Νίνας, αποφάσισε πως έπρεπε πια να περάσει η ίδια από το σπίτι της φίληςτης για να της µιλήσει. Κατά κάποιο τρόπο ένιωθε υπαίτια για όλη αυτή την κατάσταση, αφούεντόπιζε πως η αλλαγή στη συµπεριφορά της είχε ξεκινήσει αµέσως µετά την ηµερίδα στηνοποία είχε επιµείνει να πάει.

Μήπως δεν έπρεπε να την πιέσει τόσο πολύ; Κι αν όσα άκουσε εκεί της προκάλεσαν σοκ ήτην τροµοκράτησαν; Προφανώς ήταν πολύ νωρίς για µια τέτοια εµπειρία. Μήπως είχε γίνεικάτι µε τον Παύλο; Κι αν είχαν συναντηθεί εκεί και είχε συµβεί κάτι µεταξύ τους που τηνπλήγωσε; Αυτές οι σκέψεις τριγυρνούσαν όλη τη µέρα στο µυαλό της Ειρήνης και δεν τηνάφηναν να ησυχάσει. Έπρεπε να µάθει...

Αλλά και ο Λευτέρης δε χρειάστηκε να µάθει από τη γυναίκα του για την άσχηµηψυχολογική κατάσταση της κόρης του. Εδώ και µέρες είχε αντιληφθεί και ο ίδιος πωςσυνέβαινε κάτι σοβαρό. Όταν είδε πως η κατάσταση χειροτέρευε, άφησε κατά µέρος τηδιακριτικότητά του και αποφάσισε να απευθυνθεί στον Μάρκο για βοήθεια. Όσες φορές όµως

Page 129: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

και αν τον ρώτησε, έπαιρνε πάντα την ίδια απογοητευτική απάντηση.– Δεν έχω ιδέα, κύριε Λευτέρη... Έχω µέρες να της µιλήσω, δε σηκώνει το τηλέφωνο.Είχαν σηκώσει όλοι τα χέρια ψηλά. Όλες τους οι προσπάθειες έπεφταν στο κενό και η

Αριέττα βυθιζόταν σε µια απόγνωση που µέρα µε τη µέρα καθρεφτιζόταν όλο και πιο έντοναστο θαµπό βλέµµα της.

Οι µέρες ηρεµίας και ανακούφισης είχαν κρατήσει λίγο... Ο εφιάλτης είχε επιστρέψει γιαόλους τους...

Η Αριέττα περνούσε ίσως τις πιο δύσκολες στιγµές της ζωής της. Ούτε όσο βρισκόταν στηνΚαρδιανή δεν είχε νιώσει τόσο άσχηµα.

Αυτό που την εξαντλούσε περισσότερο απ’ όλα ήταν οι έντονες ψυχικές µεταπτώσεις. Τη µιαστιγµή παραδινόταν στην απόλυτη απογοήτευση, καθώς καταλάβαινε πως όλα είχαν τελειώσει,και την αµέσως επόµενη πολεµούσε την ηττοπάθεια που την τύλιγε και προσπαθούσε να πείσειτον εαυτό της πως, ακόµα και τώρα, έπρεπε και µπορούσε να διεκδικήσει τον άντρα πουαγαπούσε.

Σε µια τέτοια αναλαµπή ελπίδας και αισιοδοξίας, αποφάσισε πως αυτό που έπρεπε να κάνειήταν να βρει τον Παύλο. Έπρεπε να του µιλήσει, να τον πείσει ν’ ακούσει όσα είχε να του πει.Όµως, όσες φορές τον κάλεσε στο κινητό του, αυτό ήταν απενεργοποιηµένο. Τώρα; Πώς θατον έβρισκε; Δε γνώριζε ούτε καν αν βρισκόταν ακόµα στην Αθήνα ή είχε γυρίσει ήδη στηνΚαρδιανή.

Τότε ήταν που σκέφτηκε την Αλίκη. Αυτό ήταν! Η Αλίκη σίγουρα θα ήξερε. Μ’ αυτήν έπρεπενα µιλήσει αν ήθελε να εντοπίσει τον Παύλο. Θα της τηλεφωνούσε τώρα κιόλας...

Όµως, τι να της έλεγε; Θα κατάφερνε να της εξηγήσει µέσα σε λίγα λεπτά όλα όσα είχανγίνει; Μήπως το µόνο που θα κατάφερνε θα ήταν να την εξοργίσει µε το θράσος της να τηςτηλεφωνεί µετά από τόσους µήνες σιωπής; Ωστόσο, ήξερε πως δεν υπήρχε άλλη λύση. Αφού οΠαύλος είχε µάθει την αλήθεια, έπρεπε να τη µάθει και η Αλίκη!

– Όχι άλλα ψέµατα! Όχι άλλα µυστικά! µονολογούσε την ώρα που σήκωνε το ακουστικό καιπληκτρολογούσε το νούµερο.

Ακούγοντας τη φωνή της δίστασε. Θέλησε να κλείσει το τηλέφωνο και να χωθεί ακόµα πιοβαθιά στην ασφάλεια της σιωπής και της αποµόνωσης. Όµως όχι... Δεν έπρεπε να δειλιάσει.

– Αλίκη, εγώ είµαι, είπε µε φωνή που έτρεµε.Για λίγο επικράτησε σιωπή, µέχρι που η Αλίκη συνήλθε από την έκπληξη και κατάφερε να

απαντήσει.– Αριέττα... εσύ;Η φωνή της φανέρωνε όχι µόνο έκπληξη αλλά και αµηχανία. Η τελευταία τους κουβέντα

προτού εγκαταλείψει η Αριέττα την Τήνο σκίαζε ακόµα τη σχέση τους. Τότε και οι δύο είχανπιστέψει πως δε θα µιλούσαν ποτέ ξανά.

– Σου τηλεφωνώ επειδή ψάχνω τον Παύλο... Προσπαθώ να τον βρω στο κινητό του, αλλάείναι αδύνατο. Το έχει συνέχεια κλειστό. Δεν ξέρω πού να ψάξω, πώς να τον βρω, είπεδιστακτικά και συνέχισε. Αλίκη, έχουν γίνει πολλά που πρέπει να σου πω... Συναντηθήκαµε εδώστην Αθήνα και...

Εκείνη τη διέκοψε απότοµα.– Δεν έχουν σηµασία οι λεπτοµέρειες! Σηµασία έχει πως τον ψάχνεις. Μόνο που δεν είναι

εδώ.

Page 130: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Τι εννοείς;– Αριέττα, ο Παύλος έχει µετακοµίσει στην Αθήνα εδώ και µήνες.– Στην Αθήνα;– Ναι, φύγατε σχεδόν ταυτόχρονα από την Τήνο. Έχει ανοίξει ένα ωδείο στην Κυψέλη, στην

οδό Κερκύρας.Η Αριέττα έµεινε άφωνη. Ο Παύλος στην Αθήνα; Μα αυτό σήµαινε ότι τόσο καιρό ζούσαν

στην ίδια πόλη και δεν το γνώριζε, ήταν τόσο κοντά της και αυτή δεν το είχε καταλάβει, δεν τοείχε νιώσει. Χρειάστηκε να περάσουν µερικά λεπτά µέχρι να καταφέρει να µιλήσει.

– Δηλαδή, µένει εδώ; ψέλλισε. Ακόµα δεν µπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε ακούσει.Η Αλίκη κατάλαβε πως, για να της τηλεφωνήσει µετά από τόσο καιρό, κάτι σοβαρό είχε

συµβεί. Είχαν συναντηθεί τυχαία και κάτι είχε ειπωθεί ανάµεσά τους. Δεν ήθελε να µάθειπερισσότερα, της αρκούσε που η τύχη είχε κάνει καλά τη δουλειά της.

– Αριέττα, σου δίνω τη διεύθυνσή του, ξέροντας ότι ο Παύλος θα µου θυµώσει, ίσως να κάνεικαιρό να µου µιλήσει µετά απ’ αυτό, όµως εσείς οι δύο είστε φτιαγµένοι ο ένας για τον άλλον.Αυτό που έχει σηµασία είναι να είστε µαζί!

Τα λόγια της Αλίκης τη συγκίνησαν και της έδωσαν το θάρρος που χρειαζόταν για νασυνεχίσει. Ξαφνικά ένιωθε έντονη την ανάγκη να µοιραστεί µαζί της την αγωνία της.

– Δεν ξέρω αν υπάρχει πια περιθώριο για κάτι τέτοιο. Έχουν γίνει πολλά που δεν ξέρεις,παραδέχτηκε. Φοβάµαι πως κάνω πια απελπισµένες κινήσεις που δε θα έχουν κανένααποτέλεσµα.

– Τουλάχιστον, προσπαθείς... Αυτό είναι πιο σηµαντικό από το αν θα καταφέρεις κάτι!Εκείνη τη στιγµή η Αριέττα συνειδητοποίησε πως όσοι µήνες και αν είχαν περάσει, ό,τι κι αν

είχε γίνει, η Αλίκη παρέµενε φίλη της. Και αυτή τι είχε κάνει; Της είχε φερθεί µε αχαριστία. Θαµπορούσε άραγε να τη συγχωρέσει ποτέ για όλα αυτά;

Χαµήλωσε το κεφάλι και έδωσε µια βουβή υπόσχεση στον εαυτό της πως κάποια στιγµή, στοσύντοµο µέλλον, θα έκανε µια ειλικρινή συζήτηση µαζί της και θα της έλεγε όλη την αλήθεια.Της το όφειλε...

Σηµείωσε τη διεύθυνση του Παύλου σ’ ένα χαρτί και έσφιξε µε δύναµη το ακουστικό. Είχεπάρει την πληροφορία που χρειαζόταν, όµως δεν ήθελε να κλείσει πριν πει κάτι τελευταίο.

– Αλικάκι...– Ναι;– Μου έλειψες...– Κι εσύ µου έλειψες, φιλενάδα! Πολύ... Να µε κρατάς ενήµερη, έτσι;

Βγήκε από το ταξί και κοντοστάθηκε στην άκρη του πεζοδροµίου. Σήκωσε τα µάτια της καιαντίκρισε την ταµπέλα του µικρού νεοκλασικού κτιρίου που ξεχώριζε ανάµεσα στις ψηλές,γκρίζες από το καυσαέριο, πολυκατοικίες.

ΩΔΕΙΟ ΠΑΥΛΟΥ ΡΗΓΟΠΟΥΛΟΥ

Τη διάβασε ξανά και ξανά. Σκέφτηκε πόσες φορές είχε περάσει από κείνο το σηµείο, κιόµως ούτε µια φορά δεν είχε τύχει να την παρατηρήσει.

Ανέβηκε αργά τα σκαλιά ακολουθώντας τη µουσική του βιολιού που ξεχυνόταν µέχρι τηνείσοδο. Ο ήχος που έφτανε στα αφτιά της ήταν κάπως άτσαλος, δεν είχε αρµονία, ενώ κατά

Page 131: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

διαστήµατα σταµατούσε και ξεκινούσε ακόµα πιο απότοµος και ανυπόµονος. Κατάλαβεαµέσως ότι έπαιζε κάποιο παιδί και χαµογέλασε.

Όταν έφτασε στο σωστό όροφο, η µουσική είχε σταµατήσει και ένιωσε ξαφνικά ότι είχεµείνει µόνη. Κοντοστάθηκε για λίγα λεπτά µπροστά από την κλειστή πόρτα διστάζοντας. Είχεκάνει καλά που ήρθε; Μήπως έπρεπε να φύγει όσο υπήρχε χρόνος; Όχι! Δεν είχε πια τοπεριθώριο για πισωγυρίσµατα...

Κάποτε βρήκε το κουράγιο και σήκωσε το χέρι της να χτυπήσει το κουδούνι, την ίδια στιγµήόµως η πόρτα άνοιξε απότοµα και ένα κοριτσάκι βγήκε µε φόρα κρατώντας στα χέρια του µιαθήκη βιολιού που ήταν λίγο µικρότερη από κείνη. Η µικρούλα προσπέρασε τη σαστισµένηΑριέττα χωρίς να της δώσει καµία σηµασία και κατέβηκε τρέχοντας τις σκάλες.

Η πόρτα τώρα ήταν ανοιχτή και η Αριέττα έκανε µερικά διστακτικά βήµατα κοιτώνταςτριγύρω της. Δε φαινόταν κανένας πουθενά. Ήταν µόνη. Προχώρησε ακόµα λίγο. Τα βαριάβήµατα που ακούστηκαν κάπου πίσω της την έκαναν να αναπηδήσει τροµαγµένη.

– Ισµήνη, στάσου! Ξέχασες την κασετίνα σου...Ο Παύλος είχε προσπαθήσει να προλάβει τη µικρή του µαθήτρια, όµως έτσι όπως είδε

ξαφνικά µπροστά του την Αριέττα πάγωσε στη θέση του και η κασετίνα έπεσε από τα χέρια του.– Πώς βρέθηκες εσύ εδώ; ρώτησε προσπαθώντας να κρύψει την ταραχή του.Έκανε αυθόρµητα ένα βήµα πίσω, τροµαγµένη από το απότοµο ύφος του, όµως γρήγορα

ανέκτησε την αυτοκυριαρχία της, καθώς αναλογίστηκε το λόγο της επίσκεψής της.– Ξέρω πως έχεις δουλειά και πως ήρθα απρόσκλητη. Δεν έχω σκοπό να σε καθυστερήσω

για πολύ. Θα ήθελα να σου πω ορισµένα πράγµατα. Μπορώ; ρώτησε διστακτικά.– Η Αλίκη; ρώτησε εκείνος µαντεύοντας την πηγή πληροφόρησής της.Η Αριέττα προσπέρασε την ερώτησή του.– Μπορώ; επανέλαβε κοιτώντας τον στα µάτια.Ο Παύλος δεν απάντησε αµέσως. Χρειαζόταν χρόνο για να συνειδητοποιήσει ότι για µια

ακόµα φορά τον είχε αιφνιδιάσει και για να ηρεµήσει την καρδιά του που χτυπούσε σαν τρελή.Ανάθεµά την! συλλογίστηκε, θυµωµένος περισσότερο µε τον εαυτό του και την αντίδρασή του

παρά µε κείνη. Δεν µπορεί να πετάγεται ξανά έτσι απότοµα µπροστά µου και να απαιτεί. Ό,τι είχαµε ναπούµε το είπαµε. Τι άλλο µένει;

Ωστόσο, δεν ήθελε να τη διώξει. Η παρουσία της είχε µια δύναµη που τον µαγνήτιζε. Μεκόπο τράβηξε το βλέµµα του από πάνω της.

– Σ’ ακούω, είπε σοβαρά. Μόνο συντόµευε, γιατί σε δέκα λεπτά ξεκινάει το επόµενο µάθηµακαι δε θέλω να καθυστερήσω.

Η Αριέττα έπλεξε νευρικά τα χέρια της και ξερόβηξε για να κερδίσει λίγο χρόνο.– Ξέρεις τι λέει µια φίλη µου; Πως το µεγαλύτερο λάθος που κάνουµε πολλές φορές οι

άνθρωποι είναι που γυρνάµε την πλάτη στη ζωή, ενώ αυτή είναι ακόµα εκεί και µας απλώνει τοχέρι. Μου πήρε καιρό για να καταλάβω πόσο δίκιο έχει...

– Και τώρα δηλαδή το κατάλαβες;– Ναι, κατάλαβα... Γιατί αυτό ήταν το µεγάλο µου λάθος. Εµφανίστηκες στην πιο δύσκολη

στιγµή της ζωής µου. Στην αρχή πρόθυµος, φιλικός, ευγενικός, και έπειτα τρυφερός καιυπέροχος. Κι εγώ τι έκανα; Ύψωσα µπροστά µου ένα ψηλό τείχος και σ’ έκλεισα έξω, µε τηδικαιολογία ότι προσπαθούσα να σε προστατέψω. Ψέµατα! Τον εαυτό µου ήθελα ναπροστατέψω απ’ αυτό που ένιωθα. Γιατί ήταν τόσο δυνατό, τόσο ξεχωριστό, που τρόµαξα. Καιπίστεψα ότι είχα το δικαίωµα να επιλέξω εγώ αυτό που θεωρούσα καλύτερο και για τους δυοµας. Πόσο λάθος έκανα, Θεέ µου! Τώρα το καταλαβαίνω, το βλέπω, κι ας ξέρω πως είναι αργά

Page 132: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

πια...– Αργά για ποιο πράγµα, Αριέττα; τη ρώτησε, µόνο και µόνο για να της δώσει µια αφορµή

να µιλήσει. Δεν τον ένοιαζε η απάντησή της, το µόνο που ήθελε ήταν να ακούει τη φωνή της.– Αργά για να ξεπεράσουµε αυτή την ιστορία, για να παλέψουµε µαζί για ένα κοινό µέλλον.

Αργά για να είµαστε µαζί...Μαζί... επανέλαβε µέσα του τη λέξη ο Παύλος. Μαζί... Τι ωραία που ακουγόταν! Αυτό ήταν το

µόνο που ήθελε κι αυτός, όµως µήπως είχε δίκιο η Αριέττα; Μήπως ήταν αργά; Μήπως αυτάπου τους χώριζαν ήταν τώρα πια περισσότερα απ’ αυτά που θα µπορούσαν να τους ενώσουν;

Ίσως... Αλλά αυτό σήµαινε πως θα έπρεπε να περάσει την υπόλοιπη ζωή του χωρίς να τηβλέπει, χωρίς να την αγγίζει, χωρίς να την ακούει, κι αυτό ξαφνικά φάνταζε αδύνατο... Ήξερεκαλά πως µετά από την ξαφνική τους συνάντηση σε κείνη τη συγκέντρωση η ζωή του δε θαήταν ποτέ ξανά η ίδια. Ό,τι είχε καταφέρει να χτίσει µέσα σε τόσους µήνες είχε γκρεµιστείσυθέµελα µέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Μία της λέξη ήταν αρκετή... Όπως και τώρα. Ηπληγωµένη του αξιοπρέπεια όµως δεν του επέτρεπε να το παραδεχτεί. Τουλάχιστον, όχι τόσοεύκολα...

Την πλησίασε µε αργά βήµατα, µέχρι που τους χώριζαν µερικά εκατοστά, και την κοίταξεβαθιά στα µάτια.

– Πάλι το ίδιο λάθος κάνεις. Πάλι αποφασίζεις και για τους δυο µας, είπε µην µπορώντας νασυγκρατήσει ένα πονηρό χαµόγελο που σχηµατίστηκε αµέσως στα χείλη του. Για µια φορά στηζωή σου, προσπάθησε απλώς να ρωτήσεις αντί να κάνεις δηλώσεις. Δεν είναι κακό!

– Έχεις δίκιο... Σε ρωτάω λοιπόν: Πιστεύεις πως µπορούµε να τ’ αφήσουµε όλα πίσω µαςκαι να προχωρήσουµε µαζί; έκανε την ερώτηση απλά και µόνο επειδή της το είχε ζητήσει.Βαθιά µέσα της ήξερε ποια θα ήταν η απάντησή του. Τουλάχιστον, όµως, είχε προσπαθήσει...

Ο Παύλος την πλησίασε κι άλλο ξαφνιάζοντάς την και τύλιξε το χέρι του στη µέση τηςτραβώντας την προς το µέρος του.

– Μόνο µε τον όρο ότι δε θ’ αφήσεις ποτέ ξανά κανένα πρόβληµα και καµία δυσκολία ναµπει ανάµεσά µας! απάντησε µε φωνή βραχνή από το πάθος και κόλλησε τα χείλη του στα δικάτης. Είχε πια καλύψει το κενό που τους χώριζε.

Η Αριέττα πισωπάτησε και βρέθηκε στριµωγµένη ανάµεσα στο ξύλινο γραφείο και τησφιχτή αγκαλιά του. Τα χέρια του την έσφιγγαν και τα χείλη του εξερευνούσαν το στόµα της,τρυφερά στην αρχή, κι έπειτα παθιασµένα.

Εκείνος την ένιωσε να παραδίνεται στα χέρια του και να τον καλωσορίζει. Το φιλί του έγινεακόµα πιο έντονο, βυθίζοντας και τους δυο τους σε µια γλυκιά άβυσσο.

Τα βήµατα που ακούστηκαν κάπου εκεί κοντά τους τους ανάγκασαν να ξεκολλήσουναπρόθυµα ο ένας από την αγκαλιά του άλλου. Ένα µικρό αγόρι στεκόταν µπροστά τους καιτους κοιτούσε µε πρόσωπο αναψοκοκκινισµένο και µάτια λαµπερά.

Ο Παύλος έβηξε δυο τρεις φορές, ανέκτησε αµέσως το επαγγελµατικό του ύφος και κοίταξετο παιδί σοβαρά, ενώ έσπρωξε διακριτικά την Αριέττα µακριά του.

– Μάριε, πήγαινε στην αίθουσα και σε πέντε λεπτά θα είµαι εκεί.Ο µικρός πέρασε δίπλα τους µε το κεφάλι χαµηλωµένο και λίγο πριν µπει στην αίθουσα

γύρισε και κάρφωσε τα µάτια του στην Αριέττα, που εκείνη τη στιγµή έπιανε αµήχανα ταφλογισµένα της µάγουλα.

– Κύριε, αυτή δεν είναι η κυρία στη φωτογραφία που έχετε πάνω στο γραφείο σας; ρώτησεµε παιδική αφέλεια.

– Ναι, Μάριε, αυτή είναι, επιβεβαίωσε ο Παύλος χαµογελώντας. Η παρατηρητικότητα του

Page 133: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

µικρού τον είχε εντυπωσιάσει.Ο µαθητής του έκανε ένα βήµα προς το µέρος του, έβαλε τα χεράκια του µπροστά στο

στόµα του και ψιθύρισε σιγανά σαν να έλεγε κάποιο µυστικό µεταξύ αντρών.– Να σας πω κάτι; Από κοντά είναι πολύ πιο όµορφη!Ο Παύλος γύρισε και κοίταξε την Αριέττα. Τα µάτια του χαµογελούσαν.– Τώρα που την κοιτάζω καλύτερα, σαν να ’χεις δίκιο, βρε Μάριε!

Page 134: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

16

– ΔΗΛΑΔΗ ΕΙΝΑΙ ΜΑΖΙ; ρώτησε ο Μάρκος.Η Ειρήνη άφησε τον καφέ της στο τραπέζι και έσκυψε προς το µέρος του χαµογελώντας. Το

πρόσωπό της έλαµπε από χαρά.– Τι σου λέω τόση ώρα...; Πήγε και τον βρήκε, τα είπαν και όλα τακτοποιήθηκαν. Αχ,

Μάρκο, πρέπει να τη δεις πώς λάµπει! Είχα τόσο καιρό να δω την Αριέττα τόσο ευτυχισµένηκαι ήρεµη...

– Μάλιστα... Και έπρεπε να περάσουν όλα αυτά για να καταλάβουν πως αγαπιούνται και ότιθέλουν να είναι µαζί;

Ο Μάρκος δεν µπορούσε να πιστέψει ότι λίγο έλειψε η φίλη του να µείνει για πάντα µακριάαπό τον άνθρωπο που αγαπούσε. Ας είναι καλά η Ειρήνη, συλλογίστηκε. Αν δεν είχε σκεφτεί το κόλποµε την ηµερίδα για να τους φέρει κοντά, δε θα είχε γίνει τίποτα απ’ όλα αυτά.

– Και δε µου λες, τη ρώτησε, πότε έχεις σκοπό να της πεις την αλήθεια;– Ποια αλήθεια;– Να, ότι γνώριζες ήδη τον Παύλο και η συνάντησή τους σε κείνη τη συγκέντρωση δεν ήταν

τόσο τυχαία όσο νοµίζουν...Η Ειρήνη ακούµπησε το ποτήρι µε τον καφέ στο τραπέζι και κάθισε οκλαδόν στον καναπέ

δίπλα του.– Δεν έχω σκοπό να κάνω κάτι τέτοιο. Μέχρι τώρα η ζωή και η τύχη έχουν κάνει τη δουλειά

τους περίφηµα, δεν υπάρχει λόγος να πω εγώ κάτι παραπάνω. Εξάλλου, αργά ή γρήγορα θασυναντηθούµε όλοι µαζί και τότε ο Παύλος θα µ’ αναγνωρίσει. Τίποτα δε µένει κρυφό τελικά!

Ο Μάρκος δε σχολίασε τη διαπίστωση της Ειρήνης. Είχε δίκιο. Κάποια στιγµή όλα βγαίνουνστο φως.

– Αλήθεια, εγώ πότε θα γνωρίσω επιτέλους τον περίφηµο Παύλο; τη ρώτησε. Ήτανπραγµατικά περίεργος να γνωρίσει από κοντά τον άντρα που είχε κλέψει την καρδιά τηςΑριέττας και την είχε κάνει να γυρίσει πίσω στη ζωή. Χωρίς να τον ξέρει, τον είχε ήδησυµπαθήσει.

– Λογικά, µόλις επιστρέψουν από την Τήνο. Η Αριέττα µού είπε πως θα µείνουν εκεί για δυοτρεις βδοµάδες, να δει και ο Παύλος τους γονείς του.

– Ωραία. Εποµένως δε µένει να κάνουµε τίποτ’ άλλο απ’ το να περιµένουµε την επιστροφήτου ευτυχούς ζεύγους!

Δε χρειάστηκε να γίνει τίποτα από όλα αυτά. Η ίδια η ζωή, για ακόµα µία φορά, φρόντισεγια όλα πολύ πιο σύντοµα από όσο περίµενε η Ειρήνη...

Η Αριέττα και ο Παύλος έµειναν στην Τήνο αρκετές µέρες. Μόλις βρέθηκαν ξανά στο µέροςπου τους ένωσε, το παρελθόν ξύπνησε και οι αναµνήσεις τούς τύλιξαν γλυκά. Οι δύο νέοι δεχόρταιναν τις βόλτες στα λιθόστρωτα σοκάκια και τα γνώριµα µέρη που τόσο τους είχαν λείψει.

Η Αλίκη τούς περίµενε στο λιµάνι και µόλις τους είδε να κατεβαίνουν πιασµένοι χέρι χέριαπό το πλοίο, έτρεξε και τους αγκάλιασε. Με δυσκολία συγκρατούσε τα δάκρυά της.

Page 135: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Βλαµµένα! αστειεύτηκε προσπαθώντας να κρύψει τη συγκίνησή της. Έπρεπε να µουβγάλετε το λάδι µέχρι να σας δω έτσι αγκαλιασµένους και αγαπηµένους;

Ο Παύλος έσφιξε και τις δυο τους στην αγκαλιά του και χαµογέλασε.– Απ’ ό,τι φαίνεται, έτσι έπρεπε να γίνει! Όµως, κυρία µου, δεν είσαι άµοιρη ευθυνών, το

έβαλες κι εσύ το χεράκι σου, της είπε δήθεν σοβαρά.– Δεν έκανα καλά δηλαδή;– Άριστα έκανες!Η γνωριµία της Αριέττας µε τους γονείς του έγινε µέσα σε κλίµα χαράς και συγκίνησης. Ο

Παύλος είχε φροντίσει να ενηµερώσει µέρες πριν τη µητέρα του πως θα έφερνε να τουςγνωρίσει την αγαπηµένη του. Τους εξήγησε πως δεν ήταν άλλη από τη νεαρή δασκάλα τουχωριού που όµως δεν είχε τύχει να γνωρίσουν.

Η κυρία Φωτεινή, µόλις συνήλθε από την αρχική έκπληξη, άρχισε να µετρά τις µέρες και ναυπολογίζει αν της έφταναν για να συµµαζέψει το σπίτι και για να µαγειρέψει όλα τα φαγητάπου είχε στο µυαλό της. Μάταια ο κύριος Ζώης προσπαθούσε να την ηρεµήσει και να τηνπείσει πως όλα θα πήγαιναν καλά και δε χρειαζόταν να κάνουν ιδιαίτερες ετοιµασίες. Στο κάτωκάτω, το παιδί τους περίµεναν, όχι κανέναν επίσηµο!

Κι εκείνος, όµως, δεν µπορούσε να κρύψει τον ενθουσιασµό του. Ο γιος του, επιτέλους, θατους γνώριζε την κοπέλα που αγαπούσε. Ήξερε καλά πως ο Παύλος δε θα έκανε ποτέ κάτιτέτοιο δεν έβλεπε σοβαρά αυτό το κορίτσι. Ας είναι καλά τα παιδιά µου... Ας ευτυχήσουν στη ζωή τους,σκεφτόταν όλη τη µέρα και όταν ήταν σίγουρος ότι η γυναίκα του δεν τον παρατηρούσε, ταµάτια του δάκρυζαν από χαρά.

Τελικά η Φωτεινή έβαλε τα δυνατά της και όταν η Αριέττα µπήκε στο σπίτι τους αντίκρισεένα τραπέζι στρωµένο µ’ ένα σωρό φαγητά και γλυκά.

– Βρε µάνα, τέσσερα άτοµα είµαστε, εσύ µαγείρεψες για ένα λόχο! αστειεύτηκε ο Παύλος,θέλοντας έτσι να σπάσει τον πάγο ανάµεσά τους.

Όµως δεν ήταν απαραίτητο. Η Φωτεινή και ο Ζώης συµπάθησαν αµέσως την Αριέττα. Ταµάτια αυτής της κοπέλας έλαµπαν από αγάπη κάθε φορά που κοίταζε το γιο τους, και αυτόήταν αρκετό για να την αγαπήσουν και να νιώσουν ότι είχαν µόλις αποκτήσει ένα ακόµα παιδί,µία κόρη...

Γυρίζοντας στην Αθήνα, ο Παύλος και η Αριέττα έκαναν µία ειλικρινή συζήτηση για τηνπορεία της σχέσης τους.

Όσο ερωτευµένη και όσο ευτυχισµένη και αν ένιωθε η Αριέττα, δεν µπορούσε να µησκέφτεται πως το µέλλον που απλωνόταν µπροστά της δεν ήταν απόλυτα ρόδινο. Τα τρίαεπόµενα χρόνια ήταν αρκετά επίφοβα και αυτή δεν ήθελε να µεταφέρει το άγχος της στονΠαύλο.

Εκείνος έκανε ό,τι µπορούσε για να την πείσει πως όσο εύκολη ή δύσκολη κι αν ήταν ηκατάσταση, ήταν αποφασισµένος να σταθεί δίπλα της και να τη στηρίξει. Μαζί θα τοπερνούσαν και θα το ξεπερνούσαν.

Τελικά, αποφάσισαν να αφήσουν τα τρία αυτά χρόνια να περάσουν χωρίς να κάνουν σχέδια.Το µόνο που της ζήτησε ήταν να µετακοµίσει και να ζήσει µαζί του.

– Το σπίτι µου δεν είναι µεγάλο όπως το δικό σου, ένα δυαράκι είναι, όµως θα βολευτούµε.Τι λες;

Ακόµα και να το ήθελε, η Αριέττα δεν µπορούσε να αρνηθεί. Ένιωθε πως δεν µπορούσε πιανα ζήσει ούτε µια µέρα µακριά του. Τον είχε κοιτάξει στα µάτια και µε την απάντησή της τονέκανε ακόµα πιο ευτυχισµένο.

Page 136: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

– Λέω πως είµαι η πιο τυχερή γυναίκα στον κόσµο!Η µετακόµιση και η εγκατάστασή της στο διαµέρισµα του Παύλου την κράτησαν

απασχοληµένη αρκετές µέρες. Η Ειρήνη και ο Μάρκος της τηλεφωνούσαν συχνά και τηςζητούσαν να κανονίσουν κάποια έξοδο, όµως αυτή τους ζητούσε να κάνουν υποµονή λίγεςµέρες ακόµα. Μόλις ξεµπέρδευε µε τη µετακόµιση, θα φρόντιζε και γι’ αυτό. Εξάλλου, και ηίδια ήθελε όσο τίποτ’ άλλο να γνωρίσουν οι φίλοι της τον Παύλο. Ήταν σίγουρη ότι θα τονλάτρευαν...

Εκείνο το πρωινό η Αριέττα ήταν µόνη της. Εδώ και λίγες µέρες είχε ολοκληρώσει τηµετακόµισή της στο σπίτι του και απολάµβανε τη συγκατοίκηση µε τον Παύλο. Εκείνος µε τοζόρι άφηνε το κρεβάτι για να πάει στη δουλειά του. Δεν µπορούσε να πιστέψει ότι η αγαπηµένητου ήταν εκεί, κοντά του, κοιµόταν και ξυπνούσε δίπλα του. Όταν είχε εγκατασταθεί στηνΑθήνα πριν µήνες, σίγουρα δεν µπορούσε να φανταστεί ότι θα ζούσε τέτοια ευτυχία.

Η Αριέττα χουζούρεψε για λίγο κι έπειτα σηκώθηκε. Είχε υποσχεθεί στην Ειρήνη πως απόσήµερα θα ξεκινούσε να ψάχνει για δουλειά. Για όσο διάστηµα δεν ήταν απόλυτα σίγουρη γιατην πορεία της υγείας της, δεν ήθελε να διδάξει σε σχολείο. Φοβόταν πως ίσως µετέφερε στουςµαθητές της τις φοβίες και τα άγχη της, και δεν το ήθελε. Θα έψαχνε στις αγγελίες για κάποιαθέση στην οποία θα µπορούσε να ανταποκριθεί µε το πτυχίο και τις γνώσεις της.

Έφτιαξε τον καφέ της και κάθισε στο γραφείο του Παύλου, µπροστά στον υπολογιστή του.Είχε αρχίσει να σηµειώνει τηλέφωνα, ονόµατα και διευθύνσεις, όταν ξαφνικά η µατιά τηςκαρφώθηκε σε µια επαγγελµατική κάρτα που βρισκόταν αφηµένη µπροστά της. Περισσότεροµηχανικά και λιγότερο από περιέργεια, την πήρε στα χέρια της και τη διάβασε.

ΕΙΡΗΝΗ ΙΑΤΡΟΥΙΑΤΡΟΣ-ΠΑΘΟΛΟΓΟΣ

Δεν καταλάβαινε τίποτα... Τι δουλειά είχε η κάρτα της Ειρήνης στο γραφείο του Παύλου;Κάτι της διέφευγε, αλλά τι; Άρχισε να σκέφτεται όλες τις πιθανές εκδοχές, όµως το γεγονός ότιη Ειρήνη και ο Παύλος δεν είχαν ακόµα γνωριστεί την µπέρδευε και την προβληµάτιζεπερισσότερο. Εκτός αν... εκτός αν γνωρίζονταν... Αυτό σήµαινε ότι οι δυο τους συζητούσαν πίσωαπό την πλάτη της για την κατάσταση της υγείας της και αυτή δεν ήξερε τίποτα. Κι άλλαµυστικά λοιπόν; Κι άλλα ψέµατα;

Δεν κάθισε να το σκεφτεί για πολλή ώρα. Ήξερε πως ήταν µάταιο. Μόνο δύο άνθρωποιµπορούσαν να λύσουν την απορία της: η Ειρήνη και ο Παύλος. Αποφάσισε να ξεκινήσει απότην πρώτη.

Άφησε ένα πρόχειρο σηµείωµα πάνω στο γραφείο του Παύλου, που τον ενηµέρωνε ότι είχεκάποιες δουλειές να κάνει, έβαλε την κάρτα της Ειρήνης στην τσέπη της, και βγήκε από τοδιαµέρισµα, χτυπώντας δυνατά την πόρτα πίσω της.

Ήταν µια πολύ δύσκολη µέρα στη δουλειά για την Ειρήνη. Το προηγούµενο βράδυ είχεεφηµερία και δεν είχε κοιµηθεί καθόλου. Μόλις ολοκλήρωσε τις τελευταίες επισκέψεις στουςασθενείς, έσυρε τα κουρασµένα πόδια της µέχρι το γραφείο της. Το µόνο που ήθελε ήταν ναµαζέψει τα πράγµατά της και να γυρίσει στο σπίτι της, να κοιµηθεί µέχρι το βράδυ.

Φτάνοντας έξω από το γραφείο, είδε την Αριέττα να βηµατίζει νευρικά. Προφανώς την

Page 137: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

περίµενε αρκετή ώρα. Σαν όαση της φάνηκε η ξαφνική επίσκεψη της φίλης της µετά από µιαεξαντλητική νύχτα.

– Αριεττάκι, πώς από δω; Έλα, πέρνα µέσα, την υποδέχτηκε ξεκλειδώνοντας την πόρτα.Η Αριέττα µπήκε στο γραφείο αµίλητη, όχι µόνο επειδή δεν ήξερε πώς να ξεκινήσει την

κουβέντα µαζί της, αλλά και επειδή ο γνώριµος χώρος ξύπνησε µέσα της οδυνηρές αναµνήσεις.Εκεί, µέσα σε κείνο το γραφείο, είχε µάθει, πριν από πολλούς µήνες, ότι έπασχε από λευχαιµία.Ένιωσε µια ξαφνική ανατριχίλα, όµως γρήγορα κατάφερε να συνέλθει. Για άλλο λόγο είχεβρεθεί εκεί...

Η Ειρήνη κάθισε πίσω από το γραφείο της και αυτή στάθηκε όρθια µπροστά της. Έβγαλετην κάρτα από την τσέπη της και την άφησε µπροστά στη φίλη της. Εκείνη την κοίταξε για λίγοκαι ύστερα έστρεψε το ερωτηµατικό βλέµµα της στην Αριέττα.

– Τι σηµαίνει αυτό; τη ρώτησε µε πραγµατική απορία.– Κανονικά εγώ θα έπρεπε να το ρωτήσω αυτό, αλλά µε πρόλαβες.Η Ειρήνη έτριψε τα κουρασµένα της µάτια και έγειρε πίσω στην καρέκλα.– Φιλενάδα, έχω περάσει µια εφιαλτική νύχτα και δεν έχω σταθεί ούτε λεπτό. Το µόνο που

δε χρειάζοµαι τώρα είναι αινίγµατα και παιχνίδια, λυπήσου µε...Η Αριέττα ρώτησε κατευθείαν αυτό που είχε στο µυαλό της, όχι όµως επειδή τη λυπήθηκε,

αλλά επειδή απαιτούσε επιτέλους µία εξήγηση.– Βρήκα αυτή την κάρτα πάνω στο γραφείο του Παύλου. Μήπως µπορείς να µου εξηγήσεις

πώς βρέθηκε εκεί;Η Ειρήνη πήρε την κάρτα στα χέρια της και την κοίταξε σαν να την έβλεπε για πρώτη φορά.

Η κάρτα της... πάνω στο γραφείο του Παύλου... Δε δυσκολεύτηκε πολύ να καταλάβει τι είχεσυµβεί. Προφανώς την είχε κρατήσει από την πρώτη τους συνάντηση και τώρα είχε βρεθεί σταχέρια της Αριέττας. Για την ακρίβεια, η φίλη της είχε βρει ένα αδιάσειστο στοιχείο που τηβεβαίωνε ότι η Ειρήνη και ο Παύλος γνωρίζονταν, και µάλιστα αρκετά καλά, ώστε εκείνος ναέχει κρατήσει τα στοιχεία της.

Και τώρα; Τι πρέπει να της πω τώρα; αναρωτήθηκε πανικόβλητη, όµως αµέσως κατάλαβε πως ηµόνη λύση ήταν να της πει την αλήθεια. Όλη την αλήθεια... Είχε φτάσει η ώρα.

– Καταρχήν κάθισε, της είπε δείχνοντάς της την καρέκλα.Η Αριέττα υπάκουσε. Κάτι µέσα της της έλεγε πως αυτά που επρόκειτο να ακούσει έπρεπε

να τ’ ακούσει καθιστή.– Σ’ ακούω, είπε κοφτά.– Πρώτα θέλω να µου υποσχεθείς πως ό,τι ακούσεις θα το αντιµετωπίσεις ψύχραιµα και

λογικά.– Ειρήνη, µπορείς ν’ αφήσεις τις εισαγωγές και τις συµβουλές και να µου εξηγήσεις

επιτέλους τι έχει συµβεί; φώναξε η Αριέττα που είχε αρχίσει να δυσανασχετεί.– Όπως θες. Λοιπόν, άκου πώς έχουν τα πράγµατα...

Μετά την επίσκεψή της στο νοσοκοµείο, η Αριέττα δε γύρισε αµέσως στο σπίτι. Ήξερε πως οΠαύλος θα είχε γυρίσει και θα την αναζητούσε. Σύντοµα θα άρχιζε να ανησυχεί για τηνπολύωρη απουσία της, όµως δεν ήταν ακόµα έτοιµη να τον αντιµετωπίσει. Άφησε τοαυτοκίνητό της στον περιφερειακό του Λυκαβηττού και έκανε µια µεγάλη βόλτα στους ήσυχουςδρόµους της περιοχής.

Έπρεπε να σκεφτεί... έπρεπε να βάλει σε µια τάξη όλα όσα της είχε πει η Ειρήνη και να

Page 138: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

πείσει τον εαυτό της πως αυτή ήταν η αλήθεια και όχι ένα αστείο ή κάποιο σενάριο φαντασίας.Μα ήταν δυνατό να είναι αλήθεια; Ο Παύλος; Δότης της; Αυτό ήταν απίστευτο! Η Ειρήνη

όµως της είχε εξηγήσει αναλυτικά όσα είχαν γίνει και πώς η αναζήτηση για δότη την είχεοδηγήσει στον Παύλο Ρηγόπουλο, που ήταν εγγεγραµµένος στη λίστα εθελοντών εδώ καιχρόνια. Ήταν µια καθαρή σύµπτωση, µια απίστευτη σύµπτωση που δεν τη χωρούσε το µυαλότης...

Στη συνέχεια της εξήγησε πως η συνάντησή τους στην ηµερίδα σχετικά µε τη λευχαιµία δενήταν καθόλου τυχαία. Αυτή είχε φροντίσει να ενηµερωθούν και οι δύο για την εκδήλωση καιαπλώς ήλπιζε να παρευρεθούν. Με λίγη τύχη, όλα θα έπαιρναν το δρόµο τους. Όπως καιέγινε...

Δεν µπόρεσε να της θυµώσει. Όχι, δε θα έκανε ξανά το ίδιο λάθος. Θυµήθηκε πόσο την είχεπικράνει µε τη συµπεριφορά της τότε στην Τήνο. Εντάξει, η Ειρήνη λειτουργούσε πάντααυθόρµητα, όµως τώρα πια ήξερε πως οι πράξεις της ήταν αποτέλεσµα αγάπης καιενδιαφέροντος. Εξάλλου, µ’ αυτό που είχε κάνει είχε φέρει κοντά της τον Παύλο. Αυτό και µόνοτη γέµισε ευγνωµοσύνη για τη φίλη της.

Είχε φτάσει πια στο εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου και κατάλαβε πως βρισκόταν στηνκορυφή του λόφου. Στάθηκε και άπλωσε το βλέµµα της στον ορίζοντα. Από κει µπορούσε ναδει την Ακρόπολη, τον Παρθενώνα, όλη την Αθήνα. Σκούπισε τα δάκρυα από τα µάτια της καισυνειδητοποίησε πως δεν είχε να σκεφτεί κάτι άλλο. Ώρα να πάω στο σπίτι, σκέφτηκε και έναζεστό αίσθηµα γαλήνης πληµµύρισε την ψυχή της. Στο σπίτι µου...

Έριξε µια τελευταία µατιά γύρω της, αναστέναξε βαθιά και πήρε το δρόµο του γυρισµού.

Δεν πρόλαβε να ανοίξει την πόρτα µε τα κλειδιά της. Ο Παύλος βρισκόταν προφανώς ακριβώςαπό πίσω και της άνοιξε απότοµα. Στο βλέµµα του καθρεφτιζόταν αγωνία και θυµός.

– Πού ήσουν τόση ώρα; Ούτε το κινητό σου δε σκέφτηκες να πάρεις µαζί σου! Το ξέρεις πωςκόντεψα να τρελαθώ;

Η Αριέττα έκλεισε πίσω της την πόρτα, άφησε την τσάντα της σε µια καρέκλα και τονπλησίασε. Τύλιξε τα χέρια της στο λαιµό του και τον κοίταξε βαθιά στα µάτια.

– Μ’ αγαπάς; τον ρώτησε απαλά.Εκείνος, ξαφνιασµένος από την ερώτησή της και θυµωµένος ακόµα, αποµάκρυνε τα χέρια

της από πάνω του και της γύρισε την πλάτη.– Τι ερώτηση είναι τώρα αυτή; Αυτό είναι το θέµα µας;Η Αριέττα τον ακολούθησε και στάθηκε ακριβώς πίσω του.– Μ’ αγαπάς; επανέλαβε χαµηλόφωνα.Ο Παύλος γύρισε και την κοίταξε στα µάτια. Ο θυµός του είχε αρχίσει να εξατµίζεται.

Αρκούσε ένα της βλέµµα για αυτό.– Και βέβαια σ’ αγαπάω... Θα έδινα και τη ζωή µου ακόµα για σένα, δεν το ξέρεις αυτό; τη

ρώτησε αδύναµα.– Το ξέρω... Μου το έδειξες µε τον καλύτερο τρόπο.– Τι εννοείς; Αριέττα, µίλα καθαρά! απαίτησε τώρα ο Παύλος. Δεν έβγαζε κανένα νόηµα και

είχε αρχίσει να κουράζεται.Αντί να του απαντήσει, χάθηκε στο εσωτερικό του σπιτιού και µετά από λίγα λεπτά γύρισε

στο σαλόνι. Στα χέρια της κρατούσε µια φωτογραφία. Την έδωσε στον Παύλο, ο οποίος τηνκοίταξε σαστισµένος. Στη φωτογραφία αναγνώρισε αµέσως την Αριέττα, σαφώς σε νεότερη

Page 139: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

ηλικία, αγκαλιά µε µία άλλη συνοµήλική της κοπέλα. Θα πρέπει να την είχαν τραβήξει κατά τηδιάρκεια διακοπών, καθώς και οι δύο φορούσαν πολύχρωµα µαγιό και κοιτούσαν το φακόχαµογελαστές πίνοντας από ένα κοκτέιλ.

– Δεν καταλαβαίνω, Αριέττα. Τι σηµαίνει αυτή η φωτογραφία;– Τι βλέπεις; τον ρώτησε χαµογελαστή.– Βλέπω εσένα µαζί µε µία φίλη σου.– Δηλαδή δεν την αναγνωρίζεις; επέµεινε, παρατείνοντας το βάσανό του.– Όχι, δεν την αναγνωρίζω. Θα ’πρεπε; ρώτησε χωρίς να µπορεί να κρύψει τον εκνευρισµό

του. Μπορούµε κάποια στιγµή να τελειώνουµε µ’ αυτό το παιχνίδι;– Έχεις δίκιο, αγάπη µου. Με συγχωρείς... Λοιπόν, την κοπέλα αυτή την ξέρεις. Για δες

καλύτερα...Ο Παύλος κοίταξε ξανά τη φωτογραφία.– Την ξέρω; Εγώ; Αποκλείεται! Δε µου λέει κάτι η φυσιογνωµία της.– Για να τη θυµηθείς θα πρέπει να τη φανταστείς µε ιατρική ποδιά, ίσως και µ’ ένα

στηθοσκόπιο κρεµασµένο στο λαιµό της, κι όχι µε µαγιό και αλογοουρά.Ο Παύλος κοίταξε και πάλι, αν και ήταν σίγουρος πως την έβλεπε πρώτη φορά στη ζωή του.

Παρατήρησε τα µάτια, τα µαλλιά, τα χείλη, το χαµόγελο... Και τότε, έτσι ξαφνικά, σαναναλαµπή, ήρθε στο µυαλό του µια εικόνα από το πρόσφατο παρελθόν. Μα βέβαια... ηγιατρός...

– Έχεις δίκιο! αναφώνησε έκπληκτος. Αυτή η κοπέλα είναι η γιατρός που µε είχεειδοποιήσει για τη µεταµόσχευση πριν µήνες. Μα δεν καταλαβαίνω... Είναι φίλη σου;

– Όχι µόνο φίλη µου... είναι η γιατρός µου. Αυτή µε ειδοποίησε όταν βρέθηκε συµβατόςδότης για την περίπτωσή µου.

Ο Παύλος αναλογίστηκε για λίγο αυτό που είχε µόλις ακούσει. Βρισκόντουσαν λοιπόνµπροστά σε µια φοβερή σύµπτωση... Τελικά, η ζωή παίζει απίστευτα παιχνίδια!

Η φωνή της Αριέττας διέκοψε τη σκέψη του.– Παύλο, ακόµα δεν κατάλαβες; Δεν πρόκειται για σύµπτωση.– Τότε;– Πρόκειται για την ίδια περίπτωση. Εσύ ήσουν ο δότης µου! Νωρίτερα ήµουν µε την

Ειρήνη και µου είπε όλη την αλήθεια.– Εγώ... ψέλλισε εκείνος.Όχι, αυτό δεν µπορούσε να το πιστέψει, ήταν αδύνατο. Δεν µπορούσε να συµβαίνει κάτι

τέτοιο!Η Αριέττα κατάλαβε την ταραχή του, εξάλλου και η ίδια είχε περάσει από το ίδιο ακριβώς

στάδιο πριν από λίγη ώρα. Τώρα όµως ήταν ψύχραιµη και έπρεπε να δώσει και στον Παύλο τοχρόνο που χρειαζόταν για να συνειδητοποιήσει όσα του είχε πει.

– Είναι δυνατό; τη ρώτησε, όταν κάποια στιγµή κατάφερε να βρει τη µιλιά του και τηνκοίταξε στα µάτια σαν να έψαχνε µέσα τους την απάντηση.

Η Αριέττα πήρε τα χέρια του στα δικά της και τα φίλησε τρυφερά.– Αγάπη µου, όσα έζησα µέχρι τώρα µ’ έκαναν να καταλάβω ότι όλα είναι πιθανά. Η ίδια η

ζωή φροντίζει για όλα. Εµείς απλώς επιλέγουµε αν θα την ακολουθήσουµε ή όχι. Κι εµείςαποφασίσαµε να την ακολουθήσουµε µαζί, πιασµένοι χέρι χέρι...

Δεν τον άφησε να πει κάτι. Ήξερε πως θα περνούσε αρκετή ώρα µέχρι να συνέλθει, µέχρι ναξεκαθαρίσει τις µπερδεµένες σκέψεις του. Όµως είχαν όλο τον καιρό µπροστά τους. Τώρα τοµόνο που ήθελε ήταν να χωθεί στην αγκαλιά του και να σταµατήσει το χρόνο...

Page 140: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

Τον πήρε από το χέρι, τον τράβηξε στο υπνοδωµάτιο, και έκλεισε πίσω τους την πόρτα.

Page 141: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

17

Τρία χρόνια µετά...

Η ΑΡΙΕΤΤΑ ΕΙΧΕ ΕΠΙΜΕΙΝΕΙ να τη συνοδεύσει και ο Μάρκος. Ωστόσο, χρειάστηκε ναπροσπαθήσει αρκετά ώσπου να τον πείσει.

– Αυτή είναι δουλειά του πατέρα σου και µόνο! Εγώ δεν έχω καµία θέση.– Εγώ ξέρω πως τη νύφη τη συνοδεύουν ο πατέρας της και ο αδερφός της. Κι εγώ µπορεί να

έχασα έναν αδελφό, έχω όµως εσένα!Ο Μάρκος την πλησίασε και την κοίταξε συγκινηµένος. Δεν µπορούσε να πιστέψει πως η

καλή του φίλη επιτέλους παντρευόταν. Όλα όσα είχε περάσει αποτελούσαν πια µια µακρινήανάµνηση και τώρα το µέλλον και η ζωή απλώνονταν µπροστά της γενναιόδωρα.

Μια ζωή δίπλα στον Παύλο, τον κολλητό του πια, ο οποίος όλα αυτά τα χρόνια είχεαποδείξει πόσο πολύ την αγαπούσε και πόσο πολύ άξιζε τη δική της αγάπη.

Καθώς την κοιτούσε κατάλαβε πως είχε δίκιο.Τι κι αν δεν ήταν πραγµατικός αδερφός της; Αυτός ένιωθε πως εκείνη τη µέρα παντρευόταν

όχι η καλύτερή του φίλη αλλά η αδερφή του.Τι πιο φυσιολογικό, εποµένως, από το να τη συνοδεύσει στην εκκλησία και να την

παραδώσει στον Παύλο!– Έχεις έναν απίστευτο τρόπο να µε τουµπάρεις... της είπε κεφάτα. Είσαι έτοιµη;– Έτοιµη! είπε και έριξε µια τελευταία µατιά στον καθρέφτη. Είµαι καλή;– Είσαι µια κούκλα!Τον έπιασε από το µπράτσο και βγήκαν µαζί από το παιδικό της δωµάτιο.Το πατρικό της σπίτι ήταν γεµάτο συγγενείς που είχαν έρθει να τη βοηθήσουν µε τις

ετοιµασίες και να της ευχηθούν.Σε λίγα λεπτά όλοι µπήκαν στα αυτοκίνητά τους και ξεκίνησαν για την εκκλησία.Το σπίτι απέµεινε άδειο, οι µουσικές σταµάτησαν, τα φώτα έκλεισαν, οι φωνές σώπασαν και

ο Ορέστης κοιτούσε όπως πάντα χαµογελαστός µέσα από την ασηµένια κορνίζα του. Ίσωςσήµερα λίγο περισσότερο...

Ο επίµονος ήχος της κόρνας έκανε τους καλεσµένους που είχαν κατακλύσει την εκκλησία νακαταλάβουν ότι η νύφη πλησίαζε. Ο Παύλος κοίταξε νευρικά το ρολόι του και διόρθωσε λίγοτη γραβάτα του.

Όλη αυτή την ώρα που περίµενε, το χαµόγελο δεν έλεγε να φύγει από τα χείλη του. Ηευτυχία ήταν ζωγραφισµένη σ’ όλο του το πρόσωπο, που έλαµπε κάτω από το φωτεινό ήλιο τουΙουνίου.

Το λευκό αυτοκίνητο σταµάτησε έξω από την εκκλησία και η Αριέττα κατέβηκε.Με τη βοήθεια του πατέρα της και του Μάρκου, άρχισε να ανεβαίνει αργά αργά τα σκαλιά.Ο Παύλος την κοίταζε και ένιωθε πως η καρδιά του θα σπάσει. Μέσα στο κατάλευκο νυφικό

Page 142: Στη σκιά της κλεψύδρας ζωή χρυσάνθου

της ήταν πιο όµορφη και πιο λαµπερή από ποτέ. Και ήταν δική του!Μέσα σε χειροκροτήµατα και ευχές τον πλησίασε και σήκωσε το βλέµµα της στο πρόσωπό

του. Τα βουρκωµένα της µάτια του έλεγαν πόσο ευτυχισµένη ήταν, πόσο τον αγαπούσε.Εκείνος τη φίλησε απαλά στα χείλη και της έδωσε να κρατήσει την ανθοδέσµη µε τα

αµάραντα.Χέρι χέρι προχώρησαν στο στολισµένο διάδροµο και µπήκαν στη φωταγωγηµένη εκκλησία.

Μόλις είχαν κάνει τα πρώτα τους βήµατα στη νέα τους ζωή.Κάπου στο βάθος, κρυµµένος ανάµεσα στο πλήθος των καλεσµένων, ο καπετάν Ορέστης

χαµογέλασε. Κοίταξε τα ευτυχισµένα πρόσωπα της Αριέττας και του Παύλου, της Νίνας και τουΛευτέρη, της Ειρήνης και του Μάρκου. Ύστερα, ίσιωσε το καπέλο του, έκανε µεταβολή καιέφυγε, όπως είχε έρθει. Σαν αερικό...