Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο ...

146

Upload: magdaylenez

Post on 01-Dec-2015

1.736 views

Category:

Documents


11 download

DESCRIPTION

Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο Oliver Sacks

TRANSCRIPT

Page 1: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks
Page 2: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks
Page 3: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΨΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ

ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ και άλλες κλινικές ιστορίες

Page 4: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΤΑ ΜΟΝΟΠΑΤΙΑ ΤΟΥ ΕΓΚΕΦΑΛΟΥ ΣΕΙΡΑ: ΝΕΥΡΟΨΥΧΟΛΟΓΙΑ

Η Νευροψυχολογία, αντικείμενο αυτής της σειράς, μελετά τη σχέση του εγκεφάλου με το νου, με το συναίσθημα, τη σκέψη, την κίνηση του κορμιού και τις αισθήσεις, με ό,τι δηλαδή συνιστά την προσωπικότητα του ανθρώπου.

Το βασικό κλειδί της λειτουργίας του εγκεφάλου εξακολουθεί να εί­ναι κρυμμένο. Μέσα όμως από την απειρία των κυκλωμάτων και των συνδέσεων που τον συνιστούν, μερικά μονοπάτια, ανοιγμένα χάρη στην πειραματική έρευνα και την κλασική παρατήρηση της αρρώστιας, μας επιτρέπουν να περιδιαβάσουμε μέσα σε αυτό το τέλειο όσο και εύθραυστο οικοδόμημα, να νιώσουμε θαυμασμό για αυτά που έχουν αποκαλυφθεί, δέος και περιέργεια για εκείνα που δεν έχουν ακόμα βρει εξήγηση.

Στα Μονοπάτια του Εγκεφάλου θα περιπλανηθούμε με οδηγό μερι­κά από τα πιο ενδιαφέροντα βιβλία του καιρού μας: βιβλία αφηγηματι­κά, που περιγράφουν κλινικές ιστορίες/ιστορικά, και βιβλία θεωρητικά, όμως εξίσου γλαφυρά, που για χάρη τον αναγνώστη, ειδικού και μη, ανακεφαλαιώνουν τα δεδομένα της σύγχρονης έρευνας.

Η δυσκολία αυτής της σειράς έγκειται στα κενά της ορολογίας στα ελληνικά. Η ζωντανή, καθημερινή γλώσσα δεν προλαβαίνει να απορρο­φά έννοιες και όρους. Η ορολογία της ψυχής, του νου και του σώματος επιστρέφει στη γλώσσα από όπου ξεκίνησε, φτιασιδωμένη, ξένη και ακατανόητη πια. Η έλλειψη αυτή είναι και το κίνητρο μας: Δεν υπάρχει καλύτερος τρόπος για την αναβίωση ενός ενεργού λόγου από την εξοι­κείωση με το αντικείμενο του, με το ίδιο το μυστήριο που προσπαθεί να εκφράσει.

ΟΛΙΒΕΡ ΣΑΚΣ

Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΜΠΕΡΔΕΨΕ ΤΗ ΓΥΝΑΙΚΑ ΤΟΥ

ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΠΕΛΟ και άλλες κλινικές ιστορίες

Μ Ε Τ Α Φ Ρ Α Σ Η : Κ Ω Σ Τ Α Σ Π Ο Τ Α Γ Α Σ

ΕΚΔΟΣΕΙΣ ΚΑΣΤΑΝΙΩΤΗ

Page 5: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΤΙΤΛΟΣ ΠΡΩΤΟΤΥΠΟΥ Oliver Sacks The man who mistook his wife for a hat

© Copyright Oliver Sacks 1985 © Copyright για την ελληνική γλώσσα Θανάσης Καστανιώτης

Αθήνα 1990 Εκδόσεις Θ. Καστανιώτη Ζωοδόχου Πηγής 3, 106 78 Αθήνα, τηλ. 360.32.34 — 360.13.31

ISBN 960-03-0475-0

Περιεχόμενα

Πρόλογος 11

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ: ΑΠΩΛΕΙΕΣ

Εισαγωγή 19 1. Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο . . . 25 2. Ο χαμένος ναυτικός 41 3. Η ασώματη γυναίκα 64 4. Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι 77 5. Χέρια 81 6. Φαντάσματα 89 7. Με το αλφάδι 94 8. Κεφαλή δεξιά! 101 9. Ο λόγος του Προέδρου 104

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ: ΕΞΑΡΣΕΙΣ

Εισαγωγή 113 10. Γουίτυ Τίκυ Ρέυ ή Ο βασιλιάς των τικ 119 11. Η νόσος του Μικρού Θεού 131 12. Υπόθεση ταυτότητας 138 13. Ναι, πάτερ-αδελφή 148 14. Οι δαιμονισμένοι 152

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ: ΤΑΞΙΔΙΑ

Εισαγωγή 161 15. Αναπόληση 165

7

Page 6: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

16. Ακράτεια νοσταλγίας 185 17. Ο δρόμος των Ινδιών 189 18. Μέσα στο πετσί του σκύλου 192 19. Φόνος 198 20. Οι οπτασίες της Χίλντεγκαρντ 203

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ: Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ

Εισαγωγή 211 21. Ρεβέκα 217 22. Ένα ζωντανό λεξικό μουσικής 227 23. Οι Δίδυμοι 235 24. Ο αυτιστικός καλλιτέχνης 256

Βιβλιογραφία 278

8

Στον Leonard Shengold, M.D.

Page 7: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Το να μιλάς για αρρώστιες είναι μια διασκέδαση που θυμίζει τις «Χίλιες και Μια Νύχτες».

WILLIAM OSLER

Ο γιατρός (αντίθετα από το φυσιοδίφη) ασχολεί­ται... με έναν και μοναδικό οργανισμό, τον άνθρωπο σαν υποκείμενο, τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του.

IVY MCKENZIE

Πρόλογος

«Το τελευταίο πράγμα που βάζει κανείς γράφοντας ένα βιβλίο», παρα­τηρεί ο Πασκάλ, «είναι αυτό που θα έπρεπε να βάζει πρώτο». Έτσι, έχο­ντας γράψει, συγκεντρώσει και δώσει μορφή σε αυτές τις παράξενες ιστορίες, έχοντας επιλέξει έναν τίτλο και δύο προμετωπίδες, πρέπει τώρα να εξετάσω αυτά που έκανα και γιατί τα έκανα.

Η διπλή προμετωπίδα και η αντίθεση ανάμεσα στα δυο αποσπάσμα­τα της —και τελικά η αντίθεση που ο Ivy McKenzie επισημαίνει ανάμε­σα στο γιατρό και το φυσιοδίφη— αντιστοιχεί σε μια προσωπική μου διττότητα: στο ότι αισθάνομαι εγώ ο ίδιος ταυτόχρονα γιατρός και φυ­σιοδίφης· και ότι ενδιαφέρομαι εξίσου για τις αρρώστιες και για τους ανθρώπους· ίσως, επίσης, γιατί είμαι εξίσου, αν και ατελώς, θεωρητικός και δραματουργός, είμαι εξίσου φτιαγμένος για το επιστημονικό και το ρομαντικό, και βρίσκω συνεχώς και τα δυο στην ανθρώπινη κατάσταση, όσο και στην κατάσταση της αρρώστιας που αποτελεί την πεμπτουσία της ανθρώπινης κατάστασης· και τα ζώα αρρωσταίνουν, αλλά μόνο ο άνθρωπος πέφτει ολόκληρος μέσα στην αρρώστια.

Η δουλειά μου, η ζωή μου, περιστρέφονται γύρω από τον άρρωστο, αλλά οι άρρωστοι και οι αρρώστιες τους με οδηγούν σε σκέψεις που ίσως σε άλλες καταστάσεις να μην έκανα. Σε τέτοιο βαθμό, που είμαι αναγκασμένος να ρωτήσω, όπως ο Νίτσε: «Όσο αφορά την αρρώστια: δε νιώθουμε σχεδόν τον πειρασμό να αναρωτηθούμε αν θα μπορού­σαμε να τα βγάλουμε πέρα χωρίς αυτή;» και να αντιλαμβάνομαι τις ε­ρωτήσεις που ανακινεί σαν θεμελιώδεις για την κατανόηση της φύσης. Σε μόνιμη βάση οι ασθενείς μου με ωθούν σε ερωτήματα και τα ερωτή­ματα μου με πιέζουν να γυρίσω σε ασθενείς και έτσι, στις ιστορίες ή μελέτες που ακολουθούν, υπάρχει μία διαρκής κίνηση από το ένα στο άλλο.

11

Page 8: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Μελέτες, σύμφωνοι· γιατί, όμως, διηγήσεις ή περιγραφές περιπτώσε­ων; Ο Ιπποκράτης εισήγαγε την ιστορική αντίληψη της ασθένειας, την ιδέα ότι η αρρώστια έχει μια πορεία από τα πρώτα σημεία που γνω­στοποιούν την παρουσία της μέχρι την ακμή ή την κρίση της και την ευτυχή ή μοιραία λύση της. Ο Ιπποκράτης εισήγαγε έτσι το ιστορικό περιπτώσεως, μία περιγραφή, μία απεικόνιση, της φυσικής ιστορίας της νόσου, που εκφράζει ακριβώς η παλιά λέξη «παθολογία». Αυτού του τύπου οι ιστορίες είναι πράγματι μία μορφή φυσικής ιστορίας, αλλά δε μας λένε τίποτα για το άτομο και τη δική του ιστορία· δε μεταφέρουν τίποτε από το πρόσωπο, την εμπειρία του ίδιου του ατόμου, καθώς αντιμετωπίζει την αρρώστια του και αγωνίζεται για την επιβίωσή του ενάντια σ' αυτή. Δεν υπάρχει «-υποκείμενο» σε ένα περιορισμένο ιστο­ρικό· τα μοντέρνα ιστορικά αναφέρονται στο υποκείμενο με μια βια­στική φράση («θήλυ, τρισωμία 21, με αλφισμό») που θα μπορούσε να εφαρμοστεί σε ένα ποντίκι του εργαστηρίου, όσο και σε ένα ανθρώπινο ον. Για να ξαναδώσουμε στο ανθρώπινο ον την κεντρική του θέση —το ανθρώπινο υποκείμενο που υποφέρει, βασανίζεται, μάχεται— πρέπει να εμβαθύνουμε ένα ιατρικό ιστορικό στο επίπεδο μιας αφήγησης ή ενός διηγήματος· τότε μόνο έχουμε στη διάθεση μας ένα «ποιος», όπως ένα «τι», ένα αληθινό πρόσωπο, έναν ασθενή σε σχέση με μια αρρώστια, στη σχέση του με το σώμα.

Η ουσία της ύπαρξης του ασθενή σχετίζεται απόλυτα με τις ανώτε­ρες περιοχές της νευρολογίας, όπως και της ψυχολογίας· εδώ η εμπλο­κή της προσωπικότητας του ασθενή είναι ουσιαστική, έτσι που η μελέ­τη της ασθένειας και της ταυτότητας του δεν μπορούν να αποσυνδε­θούν. Τέτοιες διαταραχές, καθώς και η περιγραφή και μελέτη τους, συ­νεπάγονται στην πραγματικότητα μία νέα ειδικότητα που θα έπρεπε να αποκαλέσουμε «νευρολογία της ταυτότητας», γιατί ασχολείται με τις νευρολογικές θεμελιώσεις της προσωπικότητας, με το προαιώνιο πρό­βλημα της σχέσης ανάμεσα στο μυαλό και το νου. Είναι πιθανό το χά­σμα ανάμεσα στο ψυχικό και το σωματικό να είναι εκ των πραγμάτων ανυπέρβλητο· παρ' όλα αυτά, οι ιστορίες που αναφέρονται ταυτόχρονα και αδιάκριτα και στα δυο —και αυτές με συναρπάζουν ιδιαίτερα και αυτές (σε γενικές γραμμές) παρουσιάζω εδώ— μπορεί, παρ' όλα αυτά, να χρησιμεύουν στο να τα φέρουν πιο κοντά, να μας φέρουν ακριβώς επάνω στην τομή του φυσικού μηχανισμού και της ίδιας της ζωής, στη σχέση των φυσιολογικών διαδικασιών με τη βιογραφία.

Η παράδοση των πλούσια ανθρώπινων κλινικών διηγημάτων έφτασε την ακμή της στο 19ο αιώνα και ύστερα παρήκμασε με την επικράτηση

12

μιας απρόσωπης νευρολογικής επιστήμης. Ο Luria έγραφε: «Η περι­γραφική δύναμη, που ήταν τόσο κοινή στους μεγάλους νευρολόγους και ψυχιάτρους του 19ου αιώνα, έχει τώρα σχεδόν εξαφανιστεί... Πρέ­πει να αναβιώσει». Οι τελευταίες του εργασίες, όπως το The Mind of a Mnemonist και το The Man with a Shattered World, είναι απόπειρες α­ναβίωσης αυτής της χαμένης παράδοσης. Έτσι, λοιπόν, τα ιστορικά που παρουσιάζονται σ' αυτό το βιβλίο ξαναγυρνούν στην παλιά παρά­δοση του 19ου αιώνα για την οποία μιλά ο Luria· στην παράδοση του πρώτου ιατρικού ιστορικού, του Ιπποκράτη· και στην οικουμενική και προ-ιστορική παράδοση την οποία ακολουθούσαν οι ασθενείς πάντα όταν διηγόνταν τις ιστορίες τους στους γιατρούς.

Οι κλασικοί μύθοι περιστρέφονται γύρω από αρχετυπικές μορφές, ήρωες, θύματα, μάρτυρες, πολεμιστές. Οι νευρολογικοί ασθενείς είναι όλα αυτά μαζί και —στις παράξενες διηγήσεις που περιλαμβάνει αυτό το βιβλίο— είναι και κάτι περισσότερο. Πώς μπορούμε να κατηγοριο­ποιήσουμε, μ' αυτούς τους μυθικούς και μεταφορικούς όρους, το «χα­μένο ναυτικό» ή τις άλλες παράξενες μορφές αυτού του βιβλίου; Μπο­ρούμε να πούμε πως είναι ταξιδιώτες σε αφάνταστες χώρες, χώρες για τις οποίες αλλιώς δε θα είχαμε την παραμικρή ιδέα ή σύλληψη. Να γιατί οι ζωές τους και τα ταξίδια τους έχουν για μένα μία ποιότητα μυθική, γιατί χρησιμοποίησα την εικόνα του Osler για τις Χίλιες και μια νύχτες σαν προμετωπίδα και γιατί αισθάνομαι αναγκασμένος να μιλάω για διηγήματα και μύθους, όπως και για ιστορικά περιπτώσεων. Σε τέ­τοιες περιοχές το επιστημονικό και το μυθιστορηματικό έλκονται και τείνουν να συνυπάρξουν ο Luria αρεσκόταν να μιλά σ' αυτές τις περι­πτώσεις για «ρομαντική επιστήμη». Συνυπάρχουν στην τομή του γεγο­νότος και του μύθου, στην τομή που χαρακτηρίζει (όπως στο βιβλίο μου Awakenings) τις ζωές των ασθενών που εδώ γίνεται η διήγησή τους.

Αλλά τι γεγονότα! Τι μύθοι! Με τι θα μπορούσαμε να τους συγκρί­νουμε; Δεν υπάρχουν κατάλληλα πρότυπα, μεταφορές ή μυθικά αρχέ­τυπα. Έφτασε, άραγε, ο καιρός για νέα σύμβολα, για νέα μυθικά πρό­τυπα;

Οχτώ από τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου έχουν ήδη δημοσιευτεί. «Ο χαμένος ναυτικός», «Χέρια», «Οι Δίδυμοι» και «Ο αυτιστικός καλλιτέ­χνης» στη New York Review of Books (1984 και 1985), και «Γουίτυ Τίκυ Ρέυ», «Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο» και

13

Page 9: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

«Αναπόληση» στη London Review of Books (1981,1983,1984), όπου μια συντομότερη εκδοχή του τελευταίου είχε τον τίτλο «Μουσικά αυτιά». «Με το αλφάδι» δημοσιεύτηκε στο The Sciences (1985). Μία πολύ πρώι­μη περιγραφή για μια από τις ασθενείς μου — που χρησίμευσε σαν «μοντέλο» για τη Ρόζα Ρ. στο Awakenings και για την Ντέμπορα του Α Kind of Alaska, που ο Χάρολντ Πίντερ εμπνεύστηκε από αυτό το βι­βλίο, βρίσκεται στην «Ακράτεια νοσταλγίας» (που δημοσιεύτηκε αρχικά σαν «Ακράτεια νοσταλγίας από τη χορήγηση L-Dopa» στο Lancet την άνοιξη του 1970). Από τα τέσσερα «Φαντάσματα» μου, τα δύο πρώτα είχαν δημοσιευτεί σαν κλινικές περιγραφές στην British Medical Journal (1984). Δύο σύντομα κομμάτια έχουν παρθεί από προηγούμενα βιβλία: «Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι» προέρχεται από το A Leg to Stand On και οι «Οπτασίες της Χίλντεγκαρντ» από το Migraine. Τα υπό­λοιπα δώδεκα κομμάτια είναι αδημοσίευτα και εντελώς καινούρια και γράφτηκαν όλα κατά τη διάρκεια του φθινοπώρου και του χειμώνα του 1984.

Έχω ένα μεγάλο χρέος προς τους εκδότες μου: πρώτα προς τον Ro­bert Silvers της New York Review of Books και τη Mary-Kay Wilmers του London Review of Books- ύστερα προς την Kate Edgar, τον Jim Silberman της Summit Books της Νέας Υόρκης και τον Colin Haycraft του Duck­worth του Λονδίνου, που έκαναν τόσα πολλά για να πάρει το βιβλίο την τελική του μορφή.

Ανάμεσα στους συναδέλφους μου νευρολόγους, πρέπει να εκφράσω την ιδιαίτερη ευγνωμοσύνη μου στον αείμνηστο δρ James Purdon Mar­tin, στον οποίο έδειξα τις μαγνητοσκοπήσεις της «Χριστίνας» και του «κ. MacGregor» και συζητήσαμε εξαντλητικά γι' αυτούς τους ασθενείς, η «Ασώματη γυναίκα» και «Με το αλφάδι» τού εκφράζουν αυτή τη βα­θιά μου υποχρέωση· στο δρ Michael Kremer, τον παλιό μου διευθυντή στο Λονδίνο, ο οποίος σε απάντηση στο A Leg to Stand On (1984) πε­ριέγραψε μια αντίστοιχη δική του περίπτωση· και οι δύο παρουσιάζο­νται στον «Ανθρωπο που έπεσε από το κρεβάτι»· στο δρ Donald Ma­crae, του οποίου την απίθανη περίπτωση οπτικής αγνωσίας, σχεδόν κωμικά όμοια με τη δική μου, ανακάλυψα τυχαία μόνο δύο χρόνια α­φού είχα γράψει τη δική μου και αναφέρεται σαν υστερόγραφο στον «Ανθρωπο που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο»· και, όλως ιδιαιτέρως, στη στενή μου φίλη και συνάδελφο, τη δρ Isabelle Rapin, στη Νέα Υόρκη, που συζήτησε πολλές περιπτώσεις μαζί μου· μου γνώρισε τη Χριστίνα (την «Ασώματη γυναίκα») και είχε γνωρίσει τον Ζοζέ, τον «Αυτιστικό καλλιτέχνη» για πολλά χρόνια, όταν ήταν ακόμα παιδί.

Επιθυμώ να αναφέρω την αλτρουιστική βοήθεια και γενναιοδωρία των ασθενών (και σε μερικές περιπτώσεις των συγγενών των ασθενών) των οποίων τις ιστορίες γράφω εδώ, που αν και γνώριζαν (όπως συχνά συνέβη) ότι οι ίδιοι δε θα μπορούσαν να βοηθηθούν άμεσα, μου επέ­τρεψαν, και πολλές φορές με ενθάρρυναν, να γράψω για τη ζωή τους, με την ελπίδα ότι άλλοι θα μπορούσαν να μάθουν και να καταλάβουν και ίσως, μια μέρα, να θεραπευτούν. Όπως και στο Awakenings, τα ονόματα και μερικές λεπτομέρειες πάνω στις συνθήκες είναι αλλαγμέ­να για λόγους προσωπικής και επαγγελματικής εμπιστοσύνης, αλλά σκοπός μου ήταν να διατηρήσω την ουσία, την «αίσθηση» που αποπνέ­ει η ζωή τους.

Τέλος θέλω να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου —πολύ περισσότερο από ευγνωμοσύνη— στο δικό μου μέντορα και γιατρό, στον οποίο και αφιερώνω αυτό το βιβλίο. Νέα Υόρκη O.W.S. 10 Φεβρουαρίου 1985

15

Page 10: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

ΑΠΩΛΕΙΕΣ

2. Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο

Page 11: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Εισαγωγή

Οι βασικοί όροι της νευρολογίας είναι η λέξη «έλλειμμα» ή αλλιώς «έκ­πτωση» (και «εκπτωτικά συμπτώματα») και σημαίνουν μια διαταραχή ή μια ανεπάρκεια της νευρολογικής λειτουργίας: απώλεια της γλώσσας, απώλεια της μνήμης, απώλεια της όρασης, απώλεια της δεξιοτεχνίας, απώλεια της ταυτότητας και μυριάδες άλλων «εκπτωτικών καταστάσε­ων» και απωλειών εξειδικευμένων λειτουργιών (ή ιδιοτήτων). Για όλες αυτές τις δυσλειτουργίες (ένας άλλος ευνοούμενος όρος της νευρολο­γίας) διαθέτουμε στερητικές λέξεις κάθε είδους —αφωνία, αφημία, α­φασία, αλεξία, απραξία, αγνωσία, αμνησία, αταξία— μια λέξη για κάθε εξειδικευμένη νευρική ή ψυχική λειτουργία από την οποία, εξαιτίας της ασθένειας, του τραυματισμού ή μιας ελλειμματικής ανάπτυξης, μπορεί να βρεθούμε στερημένοι.

Η επιστημονική μελέτη της σχέσης ανάμεσα στον εγκέφαλο και στο νου άρχισε στα 1861, όταν ο Broca, στη Γαλλία, βρήκε ότι οι ειδικές δυσκολίες στην εκπομπή της ομιλίας, η αφασία, ακολουθούσαν συστη­ματικά την καταστροφή ενός ιδιαίτερου τμήματος του αριστερού ημι­σφαιρίου του εγκεφάλου. Το γεγονός αυτό άνοιξε το δρόμο στη νευρο­λογία του εγκεφάλου η οποία κατέστησε δυνατή, με την πάροδο των δεκαετιών, τη «χαρτογράφηση» του και την απόδοση εξειδικευμένων δυνατοτήτων —γλωσσικών, διανοητικών, αντιληπτικών κ.ά.— σε εξίσου εξειδικευμένα «κέντρα» του εγκεφάλου. Προς το τέλος του αιώνα, ό­μως, είχε γίνει φανερό πια σε πιο οξείς παρατηρητές —και πάνω από όλους στον Freud, στο βιβλίο του Αφασία— ότι αυτός ο τύπος χαρτο­γράφησης ήταν υπερβολικά απλός, καθώς όλες οι ψυχικές επιδόσεις έχουν μια εγγενή εσωτερική δόμηση και πρέπει να έχουν μια εξίσου πολύπλοκη φυσιολογική βάση. Ο Freud διαισθάνθηκε αυτή την αλήθεια, ειδικότερα όσο αφορά ορισμένες συγκεκριμένες διαταραχές της ανα-

19

Page 12: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

γνώρισης και της αντίληψης, διαταραχές για τις οποίες έπλασε τον όρο «αγνωσία». Πίστευε ότι κάθε προσπάθεια ικανοποιητικής κατανόησης της αφασίας ή της αγνωσίας θα απαιτούσε μια νέα και πιο σύνθετη επιστήμη.

Η νέα επιστήμη της μελέτης του εγκεφάλου/νου, που προείδε ο Freud, ήρθε στη ζωή στη διάρκεια του δευτέρου παγκοσμίου πολέμου, στη Ρωσία, σαν μια από κοινού δημιουργία του Α. R. Luria (και του πατέρα του, R. Α. Luria), του Leontev, του Anokhin, του Bernstein και άλλων, που της έδωσαν το όνομα «Νευροψυχολογία». Η ανάπτυξη αυ­τής της άπειρα καρποφόρας επιστήμης υπήρξε το έργο ζωής του Α. R. Luria. Στη Δύση έφτασε με πάρα πολύ μεγάλη καθυστέρηση, αν σκε­φτούμε την επαναστατική της σημασία. Η συστηματική της ανάπτυξη έγινε σε ένα μνημειώδες βιβλίο, το Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου (Higher Cortical Functions in Man, αγγλική μετάφραση 1966) και, με έναν εντελώς αλλιώτικο τρόπο, σε μια βιογραφία ή «παθογρα-φία», στο Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο (The Man with a Shattered World, αγγλική μετάφραση 1972). Παρότι αυτά τα βιβλία ήταν σχεδόν τέλεια στο είδος τους, υπήρχε ένας ολόκληρος τομέας που ο Luria δεν άγγιξε. Στις Ανώτερες φλοιώδεις λειτουργίες του ανθρώπου εξετάζονται αποκλειστικά οι λειτουργίες που ανήκουν στη δικαιοδοσία του αριστερού ημισφαιρίου του εγκεφάλου· ο Zazetsky αντίστοιχα, ο ήρωας του Ο άνθρωπος με το θρυμματισμένο κόσμο, είχε μια τεράστια βλάβη στο αριστερό του ημισφαίριο, ενώ το δεξιό ήταν άθικτο. Πράγ­ματι, ολόκληρη η ιστορία της νευρολογίας και της νευροψυχολογίας μπορεί να συνοψιστεί στην ιστορία της έρευνας του αριστερού ημι­σφαιρίου.

Ένας σημαντικός λόγος για την παραμέληση τον δεξιού ή «ελάσσο­νος ημισφαιρίου», όπως ονομαζόταν πάντα, είναι η δυσκολία με την οποία τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου μπορούν να γίνουν αντι­ληπτά σε σχέση με την ευκολία επίδειξης των συνεπειών μιας οποιασ­δήποτε βλάβης με ποικίλη εντόπιση, πάντα, όμως, στο αριστερό ημι­σφαίριο. Γινόταν η υπόθεση, συνήθως σε έναν περιφρονητικό τόνο, ότι το δεξιό ημισφαίριο είναι πιο «πρωτόγονο» από το αριστερό που εθεω­ρείτο σαν το αποκορύφωμα της ανθρώπινης εξέλιξης. Και κατά μια έννοια αυτό είναι σωστό: το αριστερό ημισφαίριο είναι πιο πολύπλοκο και πιο εξειδικευμένο και αποτελεί ένα πολύ πρόσφατο απόκτημα της εξέλιξης των πρωτευόντων και ειδικά του ανθρώπινου εγκεφάλου. Από την άλλη μεριά, το δεξιό ημισφαίριο είναι εκείνο που έχει κάτω από τον έλεγχό του τις κρίσιμες εκείνες δυνάμεις με τις οποίες αναγνωρίζεται η

20

πραγματικότητα, δυνάμεις απαραίτητες για την επιβίωση του κάθε ζω-ντανού οργανισμού. Το αριστερό ημισφαίριο, σαν ένας ηλεκτρονικός εγκέφαλος προσαρτημένος στο βασικό εγκέφαλο της δημιουργίας, προορίζεται για την επεξεργασία προγραμμάτων και σχηματικών συλλή-ψεων παρόμοια, η κλασική νευρολογία είχε σαν κύρια ασχολία της τις σχηματικές αναπαραστάσεις σε βάρος της πραγματικότητας, έτσι που όταν τελικά ήρθαν σε φως μερικά από τα σύνδρομα του δεξιού ημι­σφαιρίου, θεωρήθηκαν εντελώς αλλόκοτα.

Στο παρελθόν είχαν γίνει κάποιες απόπειρες —για παράδειγμα από τον Anton στη δεκαετία του 1890 και από τον Potzl στα 1928— προς την κατεύθυνση της εξερεύνησης του δεξιού ημισφαιρίου, αλλά και αυ­τές, εντελώς παράδοξα, αγνοήθηκαν. Σε ένα από τα τελευταία του βι­βλία, το The Working Brain, ο Luria αφιέρωσε ένα σύντομο αλλά πολύ ενδιαφέρον τμήμα στα σύνδρομα του δεξιού ημισφαιρίου, καταλήγο­ντας:

«Αυτά τα ελλείμματα, που προς το παρόν δεν έχουν καθόλου μελετηθεί, μας οδηγούν σε ένα από τα πιο βασικά προβλήματα, το ρόλο του δεξιού ημισφαιρίου στην άμεση συνείδηση... Η μελέτη αυτού του τεράστιας ση­μασίας τομέα έχει μέχρι τώρα αγνοηθεί... Θα αναλυθεί λεπτομερώς σε μια ειδική σειρά άρθρων... που η δημοσίευση τους ετοιμάζεται».

Πράγματι, ο Luria έγραψε τελικά μερικά από αυτά τα άρθρα στη διάρκεια των τελευταίων μηνών της ζωής του, όταν πια ήταν θανάσιμα άρρωστος. Δεν πρόλαβε να τα δει να δημοσιεύονται και ούτε άλλωστε δημοσιεύτηκαν ποτέ στη Ρωσία. Τα έστειλε στον R. L. Gregory στην Αγγλία και θα δημοσιευτούν στο βιβλίο του Gregory Oxford Companion to the Mind.

Στις βλάβες του δεξιού ημισφαιρίου, οι δυσκολίες που ο ασθενής αντιμετωπίζει στον εσωτερικό του κόσμο συμπορεύονται με τις εξωτε­ρικές δυσκολίες. Σέ ασθενείς με ορισμένα σύνδρομα του δεξιού ημι­σφαιρίου δεν είναι απλά δύσκολο, είναι αδύνατο να αντιληφθούν την ίδια την ύπαρξη των προβλημάτων τους, μια παράξενη και ειδική κατά­σταση που ο Babinski αποκάλεσε «ανοσαγνωσία». Είναι ιδιαίτερα δύ­σκολο, ακόμα και στον πιο οξυδερκή και ευαίσθητο παρατηρητή, να αναπαραστήσει την εσωτερική εικόνα, την «κατάσταση» στην οποία βρίσκονται αυτοί οι ασθενείς, γιατί πρόκειται για κάτι σχεδόν ασύλλη­πτο, πολύ μακριά από οτιδήποτε γνώρισε ποτέ αυτός ο ίδιος. Αντίθετα, τα σύνδρομα του αριστερού ημισφαιρίου μπορεί κανείς να τα φαντα­στεί σχετικά εύκολα. Παρότι, λοιπόν, τα σύνδρομα του δεξιού ημισφαι-

21

Page 13: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ρίου είναι όσο συχνά και του αριστερού —δε θα υπήρχε κανένας λόγος να μην είναι— συναντάμε μέσα στη νευρολογική και νευροψυχολογική φιλολογία χίλιες περιγραφές συνδρόμων του αριστερού ημισφαιρίου για καθεμιά περιγραφή ενός συνδρόμου του δεξιού ημισφαιρίου. Μοιά­ζει σαν τέτοια σύνδρομα να ήταν ξένα προς το όλο κλίμα της νευρολο­γίας. Ξένα σε τέτοιο βαθμό, που να απαιτούν έναν εντελώς νέο τύπο νευρολογίας, μια «προσωποποιημένη» ή, όπως προτιμούσε να την α­ποκαλεί ο Luria, μια «ρομαντική» επιστήμη· γιατί σε αυτά ακριβώς μας αποκαλύπτεται το φυσικό υπόστρωμα της προσωπικότητας, του Εγώ* Ο Luria πίστευε ότι η ιδανική εισαγωγή για μια επιστήμη αυτού του είδους θα ήταν μια ιστορία, το λεπτομερές ιστορικό ενός ανθρώπου με μια βαθιά διαταραχή του δεξιού ημισφαιρίου, ένα ιστορικό που θα ή­ταν το άμεσο συμπλήρωμα και ο αντίποδας του Ανθρώπου με το θρυμματισμένο κόσμο. Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα μου έγραφε: «Δημοσιεύστε τέτοιες ιστορίες και αν ακόμα πρόκειται για α­πλά σκαριφήματα. Πρόκειται για ένα χώρο ιδιαίτερα εντυπωσιακό». Ο­μολογώ ότι αυτές οι διαταραχές μού κινούν ιδιαίτερα το ενδιαφέρον, γιατί ανοίγουν δρόμους ή αποκαλύπτουν κόσμους που μόλις υποψιαζό­μασταν προηγουμένως, οδηγώντας προς μια πιο ανοιχτή νευρολογία και ψυχολογία, τόσο διαφορετικές από τη μάλλον δύσκαμπτη και μη­χανιστική νευρολογία του παρελθόντος.

Το ενδιαφέρον μου, λοιπόν, απορροφήθηκε λιγότερο από τα ελλείμ­ματα με την παραδοσιακή έννοια του όρου και περισσότερο από τις νευρολογικές διαταραχές που προσβάλλουν το ίδιο το Εγώ. Αυτές οι διαταραχές μπορεί να ανήκουν σε διαφορετικές ποσοτικά κατηγορίες, παίρνοντας τόσο την κατεύθυνση της αναστολής, όσο και της υπερβο­λικής έξαρσης μιας λειτουργίας, και φαίνεται λογικό να τις εξετάσουμε χωριστά. Πρέπει, όμως, να πούμε από την αρχή ότι μια ασθένεια δεν περιορίζεται ποτέ σε μια απλή έλλειψη ή μια υπερβολή, αλλά ότι υπάρ­χει πάντα μια αντίδραση από τη μεριά του οργανισμού ή του ατόμου που έχει προσβληθεί, στην προσπάθειά του να αποκαταστήσει, να α­ντικαταστήσει, να αντισταθμίσει αυτή την έλλειψη και να διατηρήσει την ταυτότητά του, όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα που μετέρχεται γι' αυτό: η μελέτη και η επέμβαση πάνω σε αυτά τα μέσα, όσο και πάνω στην πρωτογενή προσβολή του νευρικού συστήματος, αποτελούν ουσιαστικό μέρος του ρόλου μας σαν γιατρών. Ο Ivy McKenzie το υπο­στηρίζει με ιδιαίτερη δύναμη:

* The self. (Σ.τ.Μ.)

2 2

«Τι είναι άλλωστε αυτό που συνιστά μια "νοσολογική οντότητα" ή μια "νέα ασθένεια"; Ο γιατρός δεν ασχολείται, όπως ο φυσιοδίφης, με ένα ευρύ φάσμα διάφορων οργανισμών θεωρητικά προσαρμοσμένων με ένα μέσο τρόπο σε ένα μέσο περιβάλλον, αλλά με ένα και μοναδικό οργανι­σμό, τον άνθρωπο, σαν υποκείμενο τη στιγμή που, κάτω από αντίξοες συνθήκες, αγωνίζεται να διατηρήσει την ταυτότητά του».

Αυτή η δυναμική, αυτός ο «αγώνας για τη διατήρηση της ταυτότη­τας», όσο παράξενα και αν είναι τα μέσα ή τα αποτελέσματα ενός τέ­τοιου αγώνα, έχει αναγνωριστεί από την ψυχιατρική εδώ και πολύ και­ρό και, όπως και άλλα σημεία, συνδυάζεται ιδιαίτερα με τη δουλειά του Freud. Για παράδειγμα, ο Freud έβλεπε τις παραισθήσεις της παρά­νοιας όχι σαν πρωτογενή φαινόμενα αλλά σαν απόπειρες (αν και σε λανθασμένο δρόμο) για την αποκατάσταση, για την ανακατασκευή ε­νός κόσμου παραμορφωμένου, εξαιτίας ενός πλήρους χάους. Στην ίδια ακριβώς κατεύθυνση, ο Ivy McKenzic έγραψε:

«Η παθολογική φυσιολογία του παρκινσονικού συνδρόμου αποτελεί τη μελέτη ενός οργανωμένου χάους, ενός χάους που προκύπτει στην αρχή από την καταστροφή σημαντικών ενοτήτων και οργανώνεται, στη συνέ­χεια, με τη διαδικασία της αποκατάστασης επάνω σε μια ασταθή βάση».

Το βιβλίο μου Awakenings ήταν η έκθεση της μελέτης ενός «οργανω­μένου χάους» που προκύπτει από μια μοναδική, αν και πολύμορφη, ασθένεια. Αυτά που ακολουθούν εδώ αποτελούν μια σειρά από παρό­μοιες μελέτες γύρω από καταστάσεις «οργανωμένου χάους», προϊόντα μιας μεγάλης ποικιλίας ασθενειών.

Στο πρώτο μέρος, που ακολουθεί αμέσως, με τίτλο «Απώλειες», η πιο σημαντική για μένα περίπτωση είναι «0 άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο», αυτή η ειδική μορφή οπτικής αγνωσίας. Η σημασία της είναι θεμελιώδης. Τέτοιες περιπτώσεις αποτελούν μια ρι­ζική πρόκληση απέναντι σε ένα από τα πιο εδραιωμένα αξιώματα της κλασικής νευρολογίας: την ιδέα ότι η εγκεφαλική βλάβη, η κάθε εγκε-φαλική βλάβη, καταργεί την «αφηρημένη και κατηγορική στάση» (με τους όρους του Kurt Goldstein), μειώνοντας το άτομο στο επίπεδο του συγκινησιακού και του συγκεκριμένου. (Μια πολύ ανάλογη άποψη είχε διατυπωθεί από τον Hughlins Jackson στη δεκαετία του 1860.) Στην περίπτωση του δρ Π., όμως, συναντάμε το εντελώς αντίθετο, έναν άν­θρωπο που έχει χάσει ολοκληρωτικά (έστω και μόνο στη σφαίρα της όρασης) τη δυνατότητα αντίληψης του συγκινησιακού, του συγκεκριμέ­νου, του προσωπικού, του «πραγματικού»... και έχει περιοριστεί στο

Page 14: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

αφηρημένο και το κατηγορικό, με συνέπειες ιδιαίτερα παράλογες. Τι θα έλεγαν ο Hughlins Jackson και ο Goldstein γι' αυτό; Πολλές φορές τους ζήτησα στη φαντασία μου να εξετάσουν το δρ Π., για να τους ρωτήσω μετά: «Λοιπόν, κύριοι! Τι λέτε τώρα;»

24

1 Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του

με ένα καπέλο

Ο δρ Π. ήταν ένας διακεκριμένος μουσικός, πολύ γνωστός για χρόνια σαν τραγουδιστής και, αργότερα, σαν καθηγητής στο τοπικό Ωδείο. Ε­κεί, για πρώτη φορά, παρατηρήθηκαν ορισμένα παράξενα φαινόμενα στις σχέσεις του με τους φοιτητές του. Μερικές φορές, όταν ένας φοι­τητής παρουσιαζόταν μπροστά του, ο δρ Π. δεν κατάφερνε να τον α­ναγνωρίσει ή, για την ακρίβεια, δεν αναγνώριζε το πρόσωπο του. Από τη στιγμή, όμως, που θα μιλούσε, μπορούσε να τον αναγνωρίσει από τη φωνή του. Τέτοια επεισόδια συνεχώς πολλαπλασιάζονταν προκαλώ­ντας αμηχανία, σύγχυση, κάποιο φόβο και μερικές φορές το γέλιο. Για­τί όχι μόνο ο δρ Π. αποτύγχανε όλο και συχνότερα να δει τα πρόσωπα, αλλά άρχισε να βλέπει και πρόσωπα εκεί που δεν υπήρχαν: καθώς περπατούσε κεφάτα στο δρόμο, χτυπούσε χαϊδευτικά τους πυροσβε­στικούς κρουνούς και τα παρκόμετρα, παίρνοντας τα για κεφάλια παι­διών υποκλινόταν με φιλοφρόνηση στα έπιπλα, λίγο ενοχλημένος που δεν του το ανταπέδιδαν. Στην αρχή αυτά τα περίεργα λάθη προκαλού­σαν το γέλιο σαν αστεία, ακόμα και στον ίδιο το δρ Π. Δεν είχε πάντα, έτσι κι αλλιώς, μια ιδιόρρυθμη αίσθηση χιούμορ και δεν πέρναγε τον καιρό του με παράξενα ευφυολογήματα και χωρατά; Οι μουσικές του δυνατότητες παρέμεναν πάντα το ίδιο εντυπωσιακές. Δεν αισθανόταν άρρωστος, ποτέ δεν είχε αισθανθεί καλύτερα, και τα λάθη του ήταν τόσο παράλογα —και τόσο εφευρετικά— που δύσκολα θα μπορούσαν να είναι σοβαρά ή να κρύβουν το οτιδήποτε σοβαρό. Η ιδέα πως «κάτι δεν πήγαινε καλά» δε θα γεννιόταν παρά περίπου τρία χρόνια αργότε­ρα, όταν του παρουσιάστηκε διαβήτης. Γνωρίζοντας πως ο διαβήτης προσβάλλει τα μάτια, ο δρ Π. συμβουλεύτηκε έναν οφθαλμίατρο που του πήρε το ιστορικό και εξέτασε προσεχτικά τα μάτια του.

— Τα μάτια σας δεν έχουν τίποτα, κατέληξε ο γιατρός, αλλά υπάρχει

25

Page 15: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

κάποιο πρόβλημα στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου σας. Δε χρειά­ζεστε τη δική μου βοήθεια, θα πρέπει να δείτε ένα νευρολόγο.

Με αυτή, λοιπόν, την υπόδειξη ο δρ Π. έφτασε σε μένα. Λίγα δευτερόλεπτα μετά τη συνάντησή μας είχε γίνει φανερό ότι δεν

υπήρχε ίχνος άνοιας με τη συνηθισμένη της έννοια. Ήταν άνθρωπος με μεγάλη καλλιέργεια και γοητεία, που μιλούσε όμορφα και αβίαστα, με φαντασία και χιούμορ. Δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί τον είχαν στείλει στην κλινική μας.

Και, εντούτοις, υπήρχε κάτι κάπως παράξενο. Καθώς μιλούσε με α­ντίκριζε, ήταν γυρισμένος προς το μέρος μου και, παρ' όλα αυτά, κάτι δεν πήγαινε καλά, κάτι δύσκολο να εκφραστεί. Είχα την εντύπωση πως με αντίκριζε με τα αυτιά του, όχι με τα μάτια του. Τα μάτια, αντί να με κοιτούν, να με «απορροφούν» φυσιολογικά, καθηλώνονταν σε διάφορα σημεία με τρόπο παράξενο και απότομο: πάνω στη μύτη μου, στο δεξί μου αυτί, χαμηλά στο μάγουλό μου, ψηλά στο δεξί μου μάτι, σαν να παρατηρούσε (ή σαν να μελετούσε) αυτά τα χαρακτηριστικά ένα προς ένα, χωρίς, όμως, να βλέπει ολόκληρο το πρόσωπό μου, τις εκφράσεις μου όταν άλλαζαν, «εμένα» σαν σύνολο. Δεν είμαι σίγουρος ότι το συ­νειδητοποίησα εκείνη ακριβώς τη στιγμή· υπήρχε μόνο κάτι παράδοξο που με βασάνιζε, κάποιο κενό στη φυσιολογική αλληλεπίδραση βλέμ­ματος και έκφρασης. Με κοιτούσε, με ερευνούσε με το βλέμμα του και όμως...

— Τι νομίζετε ότι δεν πάει καλά; τον ρώτησα τελικά. — Τίποτα που να με ενοχλεί, απάντησε χαμογελώντας, αλλά οι άλλοι

δείχνουν να σκέφτονται ότι κάτι συμβαίνει με τα μάτια μου. — Εσείς, όμως, δε νιώθετε ότι έχετε προβλήματα με την όραση σας; —Όχι, όχι άμεσα, αλλά τυχαίνει να κάνω λάθη. Έφυγα για λίγο από το δωμάτιο, για να μιλήσω στη γυναίκα του.

Όταν επέστρεψα, ο δρ Π. καθόταν ήρεμα δίπλα στο παράθυρο, προση­λωμένος, ακούγοντας, μάλλον, παρά κοιτώντας έξω.

— Κίνηση, είπε, ήχοι του δρόμου, μακρινά τρένα — συνθέτουν ένα είδος συμφωνίας, δε νομίζετε; Γνωρίζετε την Pacific 234 του Honegger;

Τι συμπαθητικός άνθρωπος, σκέφτηκα. Πώς είναι δυνατό να υπάρχει κάτι σοβαρό; Άραγε θα μου επέτρεπε να τον εξετάσω;

— Ναι, φυσικά, δρ Sacks. Η ανησυχία μου εκτονώθηκε μέσα από την καταπραϋντική ρουτίνα

της νευρολογικής εξέτασης και ίσως το ίδιο συνέβη και σ' αυτόν. Μυϊκή δύναμη, συντονισμός των κινήσεων, αντανακλαστικά, μυϊκός τόνος... Τη

26

στιγμή που εξέταζα τα αντανακλαστικά του —υπήρχε κάποια ασήμα­ντη ανωμαλία στα αριστερά— συνέβη το πρώτο αλλόκοτο γεγονός.

Είχα βγάλει το αριστερό του παπούτσι και έξυνα το πέλμα του πο­διού του με ένα κλειδί —μια εξέταση αντανακλαστικού που μοιάζει ασήμαντη, αλλά είναι ουσιώδης— και μετά, ζητώντας συγνώμη για να βιδώσω το οφθαλμοσκόπιό μου, τον είχα αφήσει να το ξαναβάλει μό­νος του. Ένα λεπτό αργότερα, με έκπληξη είδα ότι δεν το είχε βάλει ακόμα.

— Μπορώ να βοηθήσω; ρώτησα. — Να βοηθήσετε σε τι; Να βοηθήσετε ποιον; — Να βοηθήσω εσάς, για να βάλετε το παπούτσι σας. — Α, έκανε, είχα ξεχάσει το παπούτσι, προσθέτοντας sotto voce: To

παπούτσι; Το παπούτσι; Έμοιαζε μπερδεμένος. — Το παπούτσι σας, επανέλαβα. Ίσως θα 'πρεπε να το βάλετε. Συνέχισε να κοιτάει κάτω, αν και όχι το παπούτσι, έντονα προσηλω­

μένος αλλά σε λάθος κατεύθυνση. Τελικά το βλέμμα του εντοπίστηκε στο πόδι του:

— Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι; Άκουσα λάθος; Είδε λάθος; — Τα μάτια μου, εξήγησε και ακούμπησε το ένα χέρι στο πόδι του:

Αυτό είναι το παπούτσι μου, έτσι δεν είναι; —Όχι, δεν είναι, αυτό είναι το πόδι σας. Εκεί είναι το παπούτσι σας. — Α, νόμιζα ότι αυτό ήταν το πόδι μου! Αστειευόταν; Ήταν τρελός; Ήταν τυφλός; Αν αυτό ήταν ένα από τα

«παράξενα λάθη» του, ήταν το πιο παράξενο λάθος που είχα ποτέ συ­ναντήσει.

Τον βοήθησα να βάλει το παπούτσι του (το πόδι του), για να αποφύ­γω μεγαλύτερο μπέρδεμα. Ο ίδιος ο δρ Π. έμοιαζε ατάραχος, αδιάφο­ρος και ίσως και να το διασκέδαζε κάπως. Συνέχισα την εξέτασή μου. Η οπτική του οξύτητα ήταν καλή: δε δυσκολευόταν να δει μια καρφί­τσα στο πάτωμα — αν και μερικές φορές την έχανε, αν ήταν τοποθε­τημένη στα αριστερά του.

Εντάξει, έβλεπε, αλλά τι έβλεπε; Άνοιξα ένα τεύχος του National Ge­ographic Magazine και του ζήτησα να περιγράψει μερικές εικόνες.

Οι απαντήσεις του ήταν πολύ περίεργες. Τα μάτια του πετάγονταν εδώ κι εκεί, συλλαμβάνοντας μικροσκοπικά χαρακτηριστικά, απομονω­μένα στοιχεία, όπως και προηγουμένως με το πρόσωπό μου. Ένα έ­ντονο σημείο, κάποιο χρώμα, ένα σχήμα τραβούσαν την προσοχή του και του προκαλούσαν κάποιο σχόλιο, αλλά σε καμιά περίπτωση δε συ-

27

Page 16: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

νελάμβανε τη σκηνή συνολικά. Δεν κατόρθωνε να δει το σύνολο, έβλε­πε μόνο λεπτομέρειες που τις ξεχώριζε σαν να 'ταν τα φωτεινά σημεία στην οθόνη ενός ραντάρ. Ποτέ δε δημιουργούσε σχέση με την εικόνα σαν σύνολο, ποτέ δεν αντίκριζε, για να το πούμε έτσι, τη φυσιογνωμία της ίδιας της εικόνας. Δεν είχε καμιά απολύτως αίσθηση ενός τοπίου ή μιας σκηνής.

Του έδειξα το εξώφυλλο, μια συνεχή έκταση από αμμόλοφους της Σαχάρας.

— Τι βλέπετε εδώ; ρώτησα. — Βλέπω ένα ποτάμι, είπε. Και ένα μικρό πανδοχείο με τη βεράντα

του πάνω από το νερό. Υπάρχουν άνθρωποι που τρώνε έξω στη βερά­ντα. Εδώ κι εκεί βλέπω χρωματιστές ομπρέλες ήλιου. Κοιτούσε —αν αυτό μπορούσε να ονομαστεί κοίταγμα— ακριβώς επάνω από το εξώ­φυλλο, στον αέρα, και έπλαθε ανύπαρκτες μορφές, σαν η απουσία μορφών στη συγκεκριμένη εικόνα να τον είχε ωθήσει να φανταστεί το ποτάμι και τις βεράντες με τις χρωματιστές ομπρέλες.

Πρέπει να έδειξα εμβρόντητος, αλλά έμοιαζε να πιστεύει ότι τα είχε μάλλον πάει καλά. Ένα μικρό χαμόγελο φαινόταν στο πρόσωπο του. Μετά, σαν να αποφάσισε πως η εξέταση είχε τελειώσει, άρχισε να ψά­χνει ολόγυρα για το καπέλο του. Άπλωσε το χέρι του και πιάνοντας το κεφάλι της γυναίκας του, προσπάθησε να το ανασηκώσει και να το φορέσει. Ήταν φανερό ότι είχε μπερδέψει τη γυναίκα του με το καπέ­λο του! Η γυναίκα του έδειξε σαν να ήταν συνηθισμένη σε τέτοια πράγματα.

Αδυνατούσα να εξηγήσω αυτό που είχε συμβεί, χρησιμοποιώντας τους όρους της συμβατικής νευρολογίας (ή νευροψυχολογίας). Σε μερι­κά σημεία ο δρ Π. παρουσιαζόταν ακέραιος, ενώ άλλα ήταν ολοκληρω­τικά, ακατανόητα καταστραμμένα. Πώς μπορούσε, από τη μια, να περ­νά τη γυναίκα του για καπέλο και, από την άλλη, να λειτουργεί, όπως εμφανώς συνέχιζε να το κάνει, σαν καθηγητής στο Ωδείο;

Έπρεπε να σκεφτώ, να τον δω και πάλι, και να τον δω στο οικείο του περιβάλλον, στο σπίτι του.

Μερικές μέρες αργότερα επισκέφτηκα το δρ Π. και τη γυναίκα του, στο σπίτι τους, με τις παρτιτούρες των Dichterliebe στο χαρτοφύλακα μου (ήξερα ότι αγαπούσε τον Σούμαν) και μια ποικιλία παράξενων α­ντικειμένων που θα μου χρησίμευαν για να εξετάσω την αντίληψη του. Η κ. Π. με οδήγησε σε ένα ψηλοτάβανο διαμέρισμα που θύμιζε Βερολί­νο fin-du-siecle. Ένα μεγαλόπρεπο παλιό Bosendorfer βρισκόταν στο κέ­ντρο του δωματίου και ολόγυρα υπήρχαν αναλόγια, όργανα, παρτιτού-

28

ρες... Υπήρχαν βιβλία, υπήρχαν πίνακες, αλλά η μουσική σαφώς κυ­ριαρχούσε. Ο δρ Π. μπήκε στο δωμάτιο, ελαφρά καμπουριαστός και αφηρημένος, προχώρησε με απλωμένο το χέρι προς το παλιό ρολόι του τοίχου, αλλά, ακούγοντας τη φωνή μου, διόρθωσε την κίνηση του και μου έδωσε το χέρι του. Χαιρετηθήκαμε και κουβεντιάσαμε λίγο για τις τελευταίες συναυλίες και παραστάσεις. Δισταχτικά τον ρώτησα αν θα ήθελε να τραγουδήσει.

— Τα Dichterliebel αναφώνησε. Δεν μπορώ, όμως, πια να διαβάσω μουσική. Θα τα παίξετε εσείς;

Είπα ότι θα προσπαθούσα. Πάνω σ' αυτό το υπέροχο παλιό πιάνο, ακόμα και το δικό μου παίξιμο ακουγόταν σωστά, και ο δρ Π. ήταν ένας γέρος αλλά άπειρα μελωδικός Fischer-Dieskau που συνδύαζε ένα τέλειο αυτί με μια φωνή με την πιο κοφτερή μουσική ευστροφία. Ήταν ξεκάθαρο ότι το Ωδείο δεν τον κρατούσε από φιλανθρωπία.

Οι κροταφικοί λοβοί του δρ Π. ήταν κατά τα φαινόμενα άθικτοι: είχε έναν υπέροχο μουσικό φλοιό. Τι δεν πήγαινε καλά, αναρωτήθηκα, στους βρεγματικούς και ινιακούς λοβούς του και ειδικότερα σε εκείνες τις περιοχές όπου εντοπίζονται οι διαδικασίες οι σχετικές με την όρα­ση; Καθώς κουβαλάω διάφορα γεωμετρικά στερεά στη νευρολογική μου τσάντα, αποφάσισα να αρχίσω με αυτά.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα βγάζοντας το πρώτο από αυτά. —Ένας κύβος, φυσικά. — Και αυτό; ρώτησα κουνώντας μπροστά του ένα άλλο. Ρώτησε αν μπορούσε να το εξετάσει, πράγμα το οποίο έκανε γρήγο­

ρα και συστηματικά. —Ένα δωδεκάεδρο, φυσικά. Και μην απασχολείστε με τα υπόλοιπα,

θα βρω και το εικοσάεδρο. Τα αφηρημένα σχήματα δεν παρουσίαζαν προβλήματα. Τι συνέβαινε

με τα πρόσωπα; Έβγαλα μια τράπουλα. Αναγνώρισε όλα τα χαρτιά στη στιγμή, μαζί και τους βαλέδες, τις

ντάμες, τους ρηγάδες και τόν τζόκερ. Αλλά αυτά στο κάτω κάτω είναι στιλιζαρισμένα σχέδια και ήταν αδύνατο να πει κανείς κατά πόσο έ­βλεπε πρόσωπα ή απλές μορφές. Αποφάσισα να του δείξω έναν τόμο με καρικατούρες που είχα στο χαρτοφύλακά μου. Εδώ, επίσης, τα πήγε γενικά καλά. Το πούρο του Ghurchill, η μύτη του Schnozzle: από τη στιγμή που έπιανε ένα χαρακτηριστικό-κλειδί, μπορούσε να αναγνωρί­σει το πρόσωπο. Αλλά τα σκίτσα είναι, επίσης, τυποποιημένα και σχη­ματικά. Έμενε να δει κανείς πώς θα τα κατάφερνε με αληθινά πρόσω­πα, σε ρεαλιστική αναπαράσταση.

29

Page 17: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Άνοιξα την τηλεόραση, κρατώντας τον ήχο κλειστό, και έπεσα σε μια παλιά ταινία της Μπέτυ Ντέιβις. Διαδραματιζόταν μια ερωτική σκηνή. Ο δρ Π. δεν αναγνώρισε την ηθοποιό, αλλά αυτό μπορεί να οφειλόταν στο ότι ποτέ του δεν είχε ασχοληθεί με τον κινηματογράφο. Πιο εντυ­πωσιακό ήταν το γεγονός ότι απέτυχε να αναγνωρίσει τις εκφράσεις του προσώπου της ή του προσώπου του παρτενέρ της, αν και, στη διάρκεια μιας και μοναδικής θυελλώδους σκηνής, αυτές οι εκφράσεις πέρασαν από το φλογερό πόθο σε πάθος, έκπληξη, αηδία και θυμό, για να καταλήξουν σε μια τρυφερή συμφιλίωση. Ο δρ Π. δεν έβγαζε τίποτε από όλα αυτά. Ήταν πολύ ασαφής για το τι διαδραματιζόταν ή για το ποιος ήταν ποιος ή ακόμα για το αν ήταν άντρες ή γυναίκες. Τα σχόλια του γι' αυτή τη σκηνή ήταν αυτά που θα έκανε ένας εξωγήινος.

Έμενε μόνο μια περίπτωση: κάποιες από τις δυσκολίες του να συνδέ­ονταν με τον εξωπραγματικό χαρακτήρα αυτού του κόσμου από ζελα­τίνη, του κόσμου του Χόλιγουντ έτσι, σκέφτηκα ότι θα μπορούσε να είναι πιο αποτελεσματικός στην αναγνώριση προσώπων από την ίδια του τη ζωή. Στους τοίχους του διαμερίσματος υπήρχαν φωτογραφίες της οικογένειάς του, των συναδέλφων του, των μαθητών του, του ίδιου. Μάζεψα μια στοίβα από αυτές και, ξεπερνώντας κάποιους δισταγμούς μου, του τις έδειξα. Αυτό που φαινόταν αστείο, σαν κάποια φάρσα, όταν μιλούσαμε για την ταινία, γινόταν τραγικό, όταν είχε να κάνει με την αληθινή ζωή. Γενικά δεν αναγνώρισε κανέναν: ούτε την οικογένειά του ούτε τους συναδέλφους του ούτε τους μαθητές του ούτε καν τον εαυτό του. Αναγνώρισε μόνο τον Άινσταϊν, επειδή απομόνωσε το χα­ρακτηριστικό μαλλί και το μουστάκι· το ίδιο συνέβη και με ένα ή δύο άλλα πρόσωπα.

— Α, ο Πωλ! είπε, όταν του έδειξα ένα πορτρέτο του αδελφού του. Αυτό το τετράγωνο σαγόνι, αυτά τα μεγάλα δόντια... θα γνώριζα τον Πωλ οπουδήποτε.

Αλλά αναγνώριζε τον ίδιο τον Πωλ ή μόνο κάποια χαρακτηριστικά του, στα οποία και βασιζόταν για να κάνει μια λογική εκτίμηση όσο αφορά την ταυτότητα του προσώπου; Όταν δεν υπήρχαν ολοφάνερες ενδείξεις, ήταν εντελώς, απελπιστικά, χαμένος. Αλλά δεν ήταν απλώς η αναγνώριση, η γνώση, που ήταν προβληματική· υπήρχε κάτι το βαθιά λανθασμένο στο συνολικό τρόπο με τον οποίο ενεργούσε. Προσέγγιζε αυτά τα πρόσωπα —ακόμα και των κοντινών και αγαπητών του αν­θρώπων— σαν να ήταν αφηρημένα παζλ ή τεστ. Δεν αποκτούσε σχέση με αυτά, δεν τα έβλεπε. Κανένα πρόσωπο δεν του ήταν οικείο, δεν ήταν ιδωμένο σαν «εσύ», αλλά αναγνωριζόταν μόνο σαν ένα σύνολο

30

χαρακτηριστικών, σαν «αυτό». Κατά συνέπεια, η συμβατική τυποποιημέ­νη γνώση υπήρχε — ούτε ίχνος, όμως, προσωπικού στοιχείου. Και αυτό συνοδευόταν από αυτή την αδιαφορία ή την τύφλωση που είχε για τις εκφράσεις. Για όλους εμάς, ένα πρόσωπο είναι το ίδιο το άτομο που κοιτάει προς τα έξω· βλέπουμε το άτομο διαμέσου του προσωπείου του (persona), της εικόνας που δείχνει προς τα έξω, διαμέσου του προ-σώπου του, δηλαδή. Αλλά για το δρ Π. δεν υπήρχε προσωπείο με αυτή την έννοια, κανένα εξωτερικό προσωπείο, και κανένα άτομο κρυμμένο πίσω από αυτό το προσωπείο.

Πηγαίνοντας προς το σπίτι του, είχα σταματήσει και είχα αγοράσει ένα χτυπητό κόκκινο τριαντάφυλλο για την μπουτονιέρα μου. Το έβγα­λα και του το έδωσα. Το πήρε σαν να ήταν βοτανολόγος ή μορφολογι-στής που του έδιναν ένα σπάνιο δείγμα και όχι σαν κάποιος που του δίνουν απλώς ένα λουλούδι.

— Γύρω στις έξι ίντσες μήκος, σχολίασε. Μία καμπυλωτή κόκκινη φόρμα με ένα γραμμικό πράσινο στέλεχος.

— Ναι, είπα ενθαρρυντικά. Και τι νομίζετε ότι είναι, δρ Π.; — Δεν είναι εύκολο να πει κανείς. (Έμοιαζε μπερδεμένος.) Λείπει η

απλή συμμετρία των γεωμετρικών στερεών, αν και έχει μια δική του ανώτερη συμμετρία... Θα μπορούσε να είναι ένα φυτό με τους ανθούς του ή ένα λουλούδι.

— Θα μπορούσε; ρώτησα. — Θα μπορούσε, με βεβαίωσε. — Μυρίστε το, του πρότεινα φέρνοντάς τον και πάλι σε αμηχανία,

λες και του είχα ζητήσει να μυρίσει κάποια ανώτερη συμμετρία. Συμμορφώθηκε, παρ' όλα αυτά, με ευγένεια και το πλησίασε στη

μύτη του. Ζωντάνεψε απότομα: — Υπέροχο! αναφώνησε. Ένα πρώιμο τριαντάφυλλο. Τι ουράνια μυ­

ρωδιά! Άρχισε να μουρμουρίζει: «Die Rose, die Lillie...» Έμοιαζε σαν η πραγ­

ματικότητα να του μεταβιβαζόταν μέσω της όσφρησης, όχι μέσω της όρασης.

Δοκίμασα ένα τελικό τεστ. Ήταν μια κρύα μέρα στην αρχή της άνοι­ξης και είχα αφήσει το παλτό μου και τα γάντια μου πάνω στον κανα­πέ.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα σηκώνοντας ένα γάντι. — Μπορώ να το εξετάσω; ρώτησε και, παίρνοντάς το, άρχισε να το

εξετάζει με τον ίδιο τρόπο που είχε εξετάσει τα γεωμετρικά σχήματα. — Μία συνεχής επιφάνεια, ανακοίνωσε τελικά, αναδιπλωμένη στον

31

Page 18: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

εαυτό της. Μοιάζει να έχει, δίστασε, πέντε αποφύσεις, αν αυτή είναι η κατάλληλη λέξη.

— Ναι, είπα επιφυλακτικά, μου δώσατε μια περιγραφή. Πείτε μου τώρα τι είναι.

— Κάποιο είδος θήκης; — Ναι, είπα. Και τι θα μπορούσε να περιέχει αυτή η θήκη; — Θα μπορούσε να περιέχει τα περιεχόμενά της! είπε ο δρ Π. γελώ­

ντας. Υπάρχουν πολλές πιθανότητες. Θα μπορούσε να είναι ένα πουγκί για κέρματα, λόγου χάρη, για κέρματα πέντε μεγεθών. Θα μπορούσε ακόμ' ...

Διέκοψα αυτή την παράλογη ροή: — Σας φαίνεται κάτι γνώριμο; Νομίζετε ότι θα μπορούσε να περιέ­

χει, θα μπορούσε να ταιριάζει με ένα μέρος του σώματός σας; Καμιά λάμψη αναγνώρισης δεν εμφανίστηκε στο πρόσωπό του.* Κανένα παιδί δε θα είχε την ικανότητα να δει και να μιλήσει για «μια

συνεχή επιφάνεια... αναδιπλωμένη στον εαυτό της», αλλά το οποιοδή­ποτε παιδί, το κάθε νήπιο θα αναγνώριζε αμέσως ένα γάντι σαν γάντι, θα το αντιμετώπιζε σαν κάτι οικείο, σαν κάτι που ταιριάζει με ένα χέρι. Όχι ο δρ Π. Δεν αντιμετώπιζε τίποτα σαν οικείο. Οπτικά ήταν χαμένος σε έναν κόσμο αφηρημένων εννοιών, απογυμνωμένων από κάθε ζωή. Ήταν φανερό ότι είχε χάσει κάθε επαφή με τον πραγματικό οπτικό κόσμο, όπως είχε χάσει και το οπτικό του Εγώ. Μπορούσε να μιλάει για αντικείμενα, αλλά δεν τα αντίκριζε καταπρόσωπο. Ο Hughlins Jac­kson λέει, μιλώντας για ασθενείς με αφασία και βλάβες του αριστερού ημισφαιρίου, πως έχουν χάσει τη «θεωρητική» και «προτακτική» σκέψη και τους συγκρίνει με τα σκυλιά (ή, μάλλον, συγκρίνει τα σκυλιά με τους ασθενείς με αφασία). Ο δρ Π., από την άλλη, λειτουργούσε ακριβώς όπως λειτουργεί μία μηχανή. Όχι μόνο έδειχνε προς τον κόσμο την ίδια αδιαφορία που θα έδειχνε και ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής, αλλά —πράγμα ακόμα πιο εντυπωσιακό— ανέλυε τον κόσμο όπως ένας υ­πολογιστής, μέσω χαρακτηριστικών-κλειδιών και σχηματικών σχέσεων. Μπορούσε να αναγνωρίσει το σχήμα χρησιμοποιώντας μια μέθοδο «πορτρέτου-ρομπότ», χωρίς να συλλαμβάνει την ίδια την πραγματικό­τητα στο ελάχιστο.

* Αργότερα, εντελώς τυχαία, το έβαλε στο χέρι του και φώναξε: «Θεέ μου, μα είναι ένα γάντι!» Αυτό θυμίζει τον ασθενή του Kurt Goldstein, τον «Lanuti», που αναγνώριζε τα αντι­κείμενα μόνο όταν δοκίμαζε να τα χρησιμοποιήσει.

32

Η εξέταση, που μέχρι στιγμής είχα κάνει, δε μου έλεγε τίποτα για τον εσωτερικό κόσμο του δρ Π. Ήταν δυνατό η οπτική του μνήμη και η φαντασία του να παρέμεναν άθικτες; Του ζήτησα να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει σε μια από τις πλατείες της πόλης από το βόρειο μέρος της, να τη διασχίζει στη φαντασία ή τη μνήμη του και να μου λέει τα κτήρια που θα πέρναγε περπατώντας. Απαρίθμησε τα κτήρια στα δεξιά του αλλά κανένα στα αριστερά του. Του ζήτησα μετά να φανταστεί τον εαυτό του να μπαίνει στην πλατεία από το νότο. Και πάλι ανέφερε μόνο τα κτήρια που βρίσκονταν στα δεξιά του, παρόλο που ήταν ακριβώς αυτά που είχε παραλείψει προηγουμένως. Τα κτή­ρια που είχε προηγουμένως «δει» μέσα του δεν αναφέρονταν τώρα· πιθανώς δεν τα «έβλεπε» πια. Ήταν φανερό ότι οι δυσκολίες που είχε με την αριστερή του πλευρά αναφέρονταν τόσο στον εσωτερικό του, όσο και στον εξωτερικό κόσμο, διχοτομώντας τόσο την οπτική του μνή­μη, όσο και τη φαντασία του.

Τι συνέβαινε, σε ένα υψηλότερο επίπεδο, με τις εσωτερικές του εικό­νες, τη δυνατότητα εσωτερικής απεικόνισης; Έχοντας στο μυαλό μου τη σχεδόν ψευδαισθησιακή ένταση με την οποία ο Τολστόι αναπαριστά τους χαρακτήρες του και τους δίνει ζωή, ρώτησα το δρ Π. για την Άν­να Καρένινα. Θυμόταν τα γεγονότα χωρίς καμιά δυσκολία, κατείχε από­λυτα την πλοκή, αλλά παρέλειπε εντελώς τα οπτικά χαρακτηριστικά, τις περιγραφές και τις σκηνές οπτικής δράσης· θυμόταν τα λόγια των η­ρώων αλλά όχι τα πρόσωπα τους· ενώ, όταν του το ζητούσα, μπορούσε να παραθέσει με την αξιοθαύμαστη μνήμη του, σχεδόν κατά λέξη, τις περιγραφές στο πρωτότυπο, γινόταν πια φανερό ότι γι' αυτόν ήταν εντελώς άδειες και δεν είχαν κανένα αισθητηριακό, φαντασιακό ή συ­γκινησιακό περιεχόμενο. Υπήρχε, λοιπόν, και μια εσωτερική αγνωσία*

Ήταν σαφές, όμως, ότι αυτό συνέβαινε μόνο με μερικά είδη νοερής απεικόνισης. Η απεικόνιση προσώπων και σκηνών, αφήγησης και πλο­κής που αναφέρονταν στην όραση ήταν βαθιά διαταραγμένη, σχεδόν απούσα. Αλλά η απεικόνιση των σχημάτων ήταν άθικτη, ίσως και ενι-

* Συχνά αναρωτήθηκα για τις οπτικές περιγραφές της Helen Keller κατά πόσο, δηλαδή, δεν είναι, παρ' όλη την ευγλωττία τους, κατά κάποιο τρόπο κενές με τον τρόπο του δρ Π. Κατά πόσο μέσα από τη μεταφορά των εικόνων από τον απτικό χώρο στον οπτικό ή —ακό­μα πιο εκπληκτικό— από το λεκτικό και το μεταφορικό χώρο στον αισθητηριακό και τον οπτικό, έφτανε σε μια τέτοια δύναμη οπτικής αναπαράστασης, αν και ο οπτικός της φλοιός δεν είχε ποτέ δεχτεί άμεσα ερεθίσματα από τα μάτια. Αλλά στην περίπτωση του δρ Π. ήταν ακριβώς ο φλοιός που είχε καταστραφεί, η οργανική προϋπόθεση κάθε εικονογραφικής αναπαράστασης. Είναι ενδιαφέρον και χαρακτηριστικό ότι δεν έβλεπε πια τα όνειρά του σε εικόνες, αλλά το «μήνυμα» των ονείρων μεταφερόταν με μη οπτικούς όρους.

33

Page 19: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

σχυμένη. Έτσι, όταν άρχισα μαζί του μια νοερή παρτίδα σκακιού, δεν είχε καμιά δυσκολία να αναπαραστήσει τη σκακιέρα ή τις κινήσεις και δε συνάντησε καμιά δυσκολία στο να με κατατροπώσει ολοκληρωτικά.

Ο Luria έλεγε για τον Zazetsky ότι είχε χάσει εντελώς την ικανότητα του να παίζει παιχνίδια, αλλά ότι η «παραστατική του φαντασία» ήταν άθικτη. Ο Zazetsky και ο δρ Π. ζούσαν σε κόσμους κατοπτρικούς. Αλλά η πιο θλιβερή διαφορά μεταξύ τους ήταν ότι, όπως είπε ο Luria, ο Zazetsky «αγωνιζόταν για να ξανακερδίσει τις χαμένες του ικανότητες με την αδάμαστη επιμονή του καταδικασμένου», ενώ ο δρ Π. δεν αγω­νιζόταν, γιατί δεν ήξερε τι είχε χαθεί, και στην πραγματικότητα δεν ήξερε καν ότι κάτι είχε χαθεί, Αλλά ποιος ήταν ο πιο τραγικός καταρα­μένος: ο άνθρωπος που το ήξερε ή ο άνθρωπος που το αγνοούσε;

Όταν η εξέταση τέλειωσε, η κ. Π. μας φώναξε στο τραπέζι, όπου υπήρχε καφές και μια υπέροχη ποικιλία γλυκισμάτων. Λαίμαργα και μουρμουρίζοντας κάτι, ο δρ Π. όρμησε στα γλυκίσματα. Γοργά, με άνε­τες κινήσεις, χωρίς σκέψη, τράβηξε τους δίσκους προς το μέρος του και έπαιρνε γλυκίσματα από δω κι από κει και τα καταβρόχθιζε με ένα σχεδόν μελωδικό τρόπο, σαν να «τραγουδούσε» την τροφή του, μέχρις ότου ξαφνικά υπήρξε μια διακοπή: ένα βαρύ, επιτακτικό τακ τακ στην πόρτα. Αιφνιδιασμένος, ξαφνιασμένος, καθηλωμένος από τη διακοπή, ο δρ Π. σταμάτησε να τρώει και κάθισε παγωμένος, ακίνητος, στο τραπέ­ζι με μια αδιάφορη, τυφλή σύγχυση στο πρόσωπο του. Κοιτούσε χωρίς πια να βλέπει το τραπέζι: δεν το αντιλαμβανόταν πλέον σαν ένα τραπέ­ζι φορτωμένο με γλυκίσματα. Η γυναίκα του του έβαλε λίγο καφέ: το άρωμα ερέθισε τη μύτη του και τον επανέφερε στην πραγματικότητα. Η μελωδία του γεύματος του συνεχίστηκε.

Αναρωτιόμουνα πώς ήταν δυνατό να κάνει οτιδήποτε. Τι συνέβαινε όταν ντυνόταν, όταν πήγαινε στην τουαλέτα, όταν έκανε μπάνιο; Ακο­λούθησα τη γυναίκα του στην κουζίνα και τη ρώτησα πώς κατάφερνε, για παράδειγμα, να ντυθεί

— Είναι ακριβώς όπως όταν τρώει, μου εξήγησε. Του βάζω τα συνη­θισμένα του ρούχα στις συνηθισμένες τους θέσεις και ντύνεται χωρίς δυσκολία, τραγουδώντας μόνος του. Αλλά αν κάτι τον διακόψει, χάνει το νήμα και σταματά εντελώς, δε γνωρίζει τα ρούχα του ή και το ίδιο του το σώμα. Τραγουδά συνέχεια, τραγούδια του φαγητού, τραγούδια του μπάνιου, τραγούδια για τα πάντα. Δεν μπορεί να κάνει τίποτε, αν δεν το κάνει τραγούδι.

Ενώ μιλούσαμε, την προσοχή μου τράβηξαν οι πίνακες ζωγραφικής στον τοίχο.

34

— Ναι, με πρόλαβε η κ. Π., ήταν ένας ταλαντούχος ζωγράφος, όσο και τραγουδιστής. Η Σχολή εξέθετε τα έργα του κάθε χρόνο.

Τους περιεργάστηκα αργά· ήταν τοποθετημένοι με χρονολογική σει­ρά. Όλη η πρώιμη δουλειά του ήταν νατουραλιστική και ρεαλιστική, με παραστατική διάθεση και ατμόσφαιρα, αλλά με προσεγμένη και ρεαλι­στική λεπτομέρεια. Στη συνέχεια, καθώς τα χρόνια περνούσαν, οι πίνα­κες γίνονταν λιγότερο παραστατικοί, λιγότερο συγκεκριμένοι, λιγότερο ρεαλιστικοί και νατουραλιστικοί, αλλά πολύ περισσότερο αφηρημένοι, ακόμα και γεωμετρικοί και κυβιστικοί. Στο τέλος, οι τελευταίοι του πί­νακες γίνονταν παράλογοι, ή τουλάχιστον παράλογοι για μένα, απλές χαώδεις γραμμές και κηλίδες μπογιάς. Το σχολίασα στην κ. Π.

— Α, εσείς οι γιατροί είστε τόσο ακαλλιέργητοι! αναφώνησε. Δεν μπορείτε να δείτε την καλλιτεχνική εξέλιξη, πώς εγκατέλειψε το ρεαλι­σμό της πρώιμης περιόδου του και προχώρησε στην αφηρημένη, τη μη παραστατική τέχνη;

Όχι, δεν είναι αυτό, είπα στον εαυτό μου (αλλά απέφυγα να το πω στην καημένη την κ. Π.). Πράγματι, είχε. μετακινηθεί από το ρεαλισμό στο μη παραστατικό, στο αφηρημένο, δεν ήταν, όμως, ο καλλιτέχνης που εξελισσόταν, αλλά η παθολογία που προχωρούσε, οδεύοντας προς μια βαθιά οπτική αγνωσία, μέσα στην οποία η παραστατική δύναμη και η φαντασία, η έννοια του συγκεκριμένου και η έννοια της πραγματικό­τητας χάνονταν και καταστρέφονταν. Αυτός ο τοίχος με τους πίνακες ήταν μία τραγική παθολογική έκθεση, μια έκθεση που ανήκε στο χώρο της νευρολογίας και όχι της τέχνης.

Και όμως αναρωτήθηκα αν η κ. Π. δεν είχε εν μέρει δίκιο. Γιατί συ­χνά υπάρχει ένας αγώνας και κάποτε, ακόμα περισσότερο, μια σύ­γκρουση που φέρνει αντιμέτωπες τις δυνάμεις της παθολογίας και της δημιουργίας. Ίσως στη διάρκεια της κυβιστικής του περιόδου να συνυ­πήρχαν η καλλιτεχνική και η παθολογική ανάπτυξη και να συγκρούο­νταν για να γεννήσουν μια πρωτότυπη μορφή· χάνοντας στο χώρο του συγκεκριμένου, κέρδιζε στο χώρο του αφηρημένου, αναπτύσσοντας μια μεγαλύτερη ευαισθησία απέναντι σε όλα τα δομικά στοιχεία της γραμμής, τα όρια, το περίγραμμα, αποκτώντας μια δύναμη σύλληψης σχεδόν ανάλογη ενός Πικάσο, για να βλέπει και να ζωγραφίζει αυτά τα αφηρημένα σύνολα, ενσωματωμένα και κανονικά χαμένα μέσα στο συ­γκεκριμένο... Μολονότι, στους τελευταίους πίνακες, φοβόμουν ότι υ­πήρχε μόνο χάος και αγνωσία.

Επιστρέψαμε στο μεγάλο δωμάτιο της μουσικής, με το Bosendorfer

35

Page 20: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

στη μέση, όπου ο δρ Π. μουρμούριζε πάντα πάνω από την τελευταία τάρτα.

— Λοιπόν, δρ Sacks, μου είπε, απ' ό,τι καταλαβαίνω με βρίσκετε εν­διαφέρουσα περίπτωση. Μπορείτε να μου πείτε τι βρίσκετε ότι δεν πάει καλά και να μου συστήσετε κάτι;

— Δεν μπορώ να σας πω τι δεν πάει καλά, απάντησα, αλλά θα σας πω τι βρίσκω εντάξει. Είστε ένας εξαίρετος μουσικός και η μουσική είναι η ζωή σας. Σε μια περίπτωση σαν τη δική σας, αυτό που θα συνέ-στηνα θα ήταν μια ζωή που να αποτελείται ολοκληρωτικά από μουσι­κή. Η μουσική υπήρξε το κέντρο της ζωής σας, τώρα κάντε ολόκληρη τη ζωή σας μουσική.

Αυτά συνέβησαν εδώ και τέσσερα χρόνια· ποτέ δεν τον ξαναείδα, συχνά, όμως, αναρωτήθηκα για το πώς αντιλαμβανόταν τον κόσμο, δε­δομένης της περίεργης απώλειας της εικόνας, της παραστατικής δύνα­μης του, και, από την άλλη, της τέλειας διατήρησης μιας έξοχης μουσι­κότητας. Πιστεύω ότι η μουσική γι' αυτόν είχε πάρει τη θέση της εικό­νας. Δεν είχε εικόνα του σώματός του, είχε μουσική του σώματος του: γι' αυτό μπορούσε να κινείται και να ενεργεί με την ευχέρεια που είχε, αλλά σταμάταγε εντελώς μπερδεμένος, αν αυτή η «εσωτερική μουσική» σταματούσε. Το ίδιο συνέβαινε και με τον εξωτερικό του κόσμο*...

Στο βιβλίο του Ο κόσμος σαν αναπαράσταση και βούληση, ο Σοπενά-ουερ χαρακτηρίζει τη μουσική σαν «καθαρή βούληση». Φαντάζομαι πό­σο θα τον συνάρπαζε ο δρ Π., ένας άνθρωπος που είχε εντελώς χάσει τον κόσμο σαν αναπαράσταση, έχοντάς τον, όμως, διατηρήσει σαν μου­σική ή σαν βούληση.

Αυτή η κατάσταση κράτησε ευτυχώς μέχρι το τέλος, γιατί, παρά τη βαθμιαία πρόοδο της νόσου (ένας μεγάλος όγκος ή μια εκφυλιστική διαδικασία στις οπτικές περιοχές του εγκεφάλου του), ο δρ Π. έζησε και δίδαξε μουσική μέχρι τις τελευταίες μέρες της ζωής του.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Πώς να εξηγήσει κανείς την παράδοξη αυτή ανικανότητα του δρ Π. να αντιληφθεί, να ερμηνεύσει ένα γάντι σαν ένα γάντι; Είναι φανερό ότι

* Έτσι, όπως έμαθα αργότερα από τη γυναίκα του, αν και δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τους μαθητές του όσο έμεναν ακίνητοι, αν έμεναν απλές «εικόνες», τους αναγνώριζε ξαφνι­κά μόλις κινούνταν. «Αυτός είναι ο Καρλ!» φώναζε. «Γνωρίζω τις κινήσεις του, τη μουσική του κορμιού του».

36

αδυνατούσε να κάνει μια γνωστικής φύσης κρίση, αν και ήταν παραγω­γικότατος σε γνωστικές υποθέσεις. Η «κρίση» είναι μια ιδιότητα διαι-σθητική, προσωπική, περιεκτική και συγκεκριμένη, «βλέπουμε» πώς στέκονται τα πράγματα το ένα σε σχέση με το άλλο και σε σχέση με τον εαυτό τους. Αυτή ακριβώς η τοποθέτηση, αυτή η συσχέτιση, έλει­παν στο δρ Π. (παρότι η κρίση του, σ' όλες τις άλλες σφαίρες, ήταν άμεση και φυσιολογική). Οφειλόταν αυτό στην έλλειψη οπτικής πλη­ροφορίας ή σε μια ελαττωματική επεξεργασία της οπτικής πληροφο­ρίας; (Αυτή την εξήγηση θα έδινε ένας κλασικός, μηχανιστής νευρολό-γος.) Ή υπήρχε κάτι το λανθασμένο στην ίδια τη στάση του δρ Π., ώστε να μην μπορεί να συμμετάσχει σ' αυτό που έβλεπε;

Αυτές οι εξηγήσεις, ή τρόποι εξήγησης, δεν αλληλαποκλείονται· θα μπορούσαν, από διαφορετικούς δρόμους, να συνυπάρχουν και να είναι και οι δύο αληθινές. Και αυτό είναι κάτι το αποδεκτό στην κλασική νευρολογία, είτε λέγεται ρητά είτε υπονοείται σιωπηρά: υπονοείται α­πό τον Macrae, όταν θεωρεί ανεπαρκή την εξήγηση περί εκπτωτικών σχημάτων ή περί ελαττωματικής οπτικής επεξεργασίας και απαρτίω-σης· διατυπώνεται ρητά από τον Goldstein, όταν μιλάει για την «αφαι-ρετική στάση». Αλλά η αφαιρετική στάση, που επιτρέπει την «κατηγο­ριοποίηση», επίσης δεν προσφέρει κάποια εξήγηση στην περίπτωση του δρ Π. και ίσως ούτε και η έννοια της «κρίσης» γενικά. Διότι ο δρ Π. είχε αφαιρετική στάση και στην πραγματικότητα αυτό ήταν και το μό-νο που είχε. Και ακριβώς αυτή η παράλογη αφαιρετικότητα της στάσης του —παράλογη γιατί αναπτυσσόταν ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλ­λο - τον καθιστούσε ανίκανο να αντιλαμβάνεται την ταυτότητα ή τα επιμέρους, τον έκανε ανίκανο να κρίνει.

37

Περιέργως, η νευρολογία και η ψυχολογία, αν και μιλάνε για οτιδή­ποτε άλλο, σχεδόν ποτέ δε μιλάνε για «κρίση» και, εντούτοις, είναι α­κριβώς η κατάρρευση της κρίσης (είτε σε ειδικούς τομείς, όπως συνέ­βαινε με το δρ Π. είτε συνολικότερα, όπως σε ασθενείς με σύνδρομο Korsakov ή σύνδρομο μετωπιαίου λοβού· βλέπε πιο κάτω τα κεφάλαια 12 και 13) που αποτελεί την ουσία τόσων πολλών νευροψυχολογικών διαταραχών. Η κρίση και η ταυτότητα μπορεί να υφίστανται σοβαρές διαταραχές, αλλά η νευροψυχολογία ποτέ δε μιλά γι' αυτές.

Και, εντούτοις, είτε από φιλοσοφική άποψη (την άποψη του Καντ) είτε από εμπειρική και εξελικτική άποψη, η κρίση είναι η πιο σημαντι­κή ιδιότητα που διαθέτουμε. Ένα ζώο, ή ένας άνθρωπος, μπορεί να τα καταφέρει χωρίς «αφαιρετική στάση», αλλά θα εξαφανιστεί σε πολύ μι­κρό χρόνο, αν στερηθεί την κρίση. Η κρίση πρέπει να θεωρείται σαν η

Page 21: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πρώτη ιδιότητα της ανώτερης ζωής ή του νου και, εντούτοις, αγνοείται ή ερμηνεύεται λανθασμένα από την κλασική (υπολογιστική) νευρολο­γία. Και αν αναρωτηθούμε πώς ένας τέτοιος παραλογισμός είναι δυνα­τός, θα βρούμε την απάντηση στις βάσεις ή στην εξέλιξη της ίδιας της νευρολογίας. Γιατί η κλασική νευρολογία (σαν την κλασική φυσική) υ­πήρξε πάντοτε μηχανιστική, από τα μηχανικά ανάλογα του Hughlins Jackson ως τις αναλογίες με τους ηλεκτρονικούς υπολογιστές που προ­κρίνονται σήμερα.

Φυσικά ο εγκέφαλος είναι μια μηχανή και ένας ηλεκτρονικός υπολο­γιστής, τα πάντα στην κλασική νευρολογία είναι σωστά. Αλλά οι ψυχι­κές διαδικασίες που συνιστούν το είναι και τη ζωή μας δεν είναι απλά αφαιρετικές και μηχανικές, αλλά είναι εξίσου προσωπικές, και σαν τέ­τοιες περιλαμβάνουν όχι μόνο την ταξινόμηση και την κατηγοριοποίη­ση, αλλά και τη διαρκή κρίση και το συναίσθημα. Αν αυτό λείπει, μετα­τρεπόμαστε σε υπολογιστικές μηχανές, όπως ήταν ο δρ Π. Και αν με την ίδια κίνηση απαλείψουμε το συναίσθημα και την κρίση, το προσω­πικό στοιχείο, από τις γνωστικές επιστήμες, τις μειώνουμε σε κάτι τόσο ελαττωματικό, όσο ο δρ Π., και ελαχιστοποιούμε τη δυνατότητα σύλ­ληψης του συγκεκριμένου και του πραγματικού.

Είναι κωμική όσο και τρομαχτική η αναλογία της σύγχρονης μας νευρολογίας και ψυχολογίας με τον καημένο το δρ Π. Το συγκεκριμένο και το πραγματικό μάς είναι αναγκαία, όπως και σε αυτόν, και αποτυγ­χάνουμε να τα δούμε, όπως αποτύγχανε και αυτός. Οι γνωστικές μας επιστήμες υποφέρουν οι ίδιες από μια αγνωσία, στην ουσία της όμοια με αυτή του δρ Π. Ο δρ Π. μπορεί, λοιπόν, να χρησιμεύει σαν μια προ­ειδοποίηση και μια παραβολή γι' αυτό που συμβαίνει σε μία επιστήμη όταν χάνει το κριτικό της στοιχείο, το ατομικό και το προσωπικό στοι­χείο, και γίνεται ολοκληρωτικά αφαιρετική και υπολογιστική.

Υπήρξε για μένα πάντα λυπηρό το γεγονός ότι, λόγω συνθηκών ανε­ξάρτητων από τη θέληση μου, δεν μπόρεσα να παρακολουθήσω την εξέλιξη αυτής της υπόθεσης, είτε για να συνεχίσω τις παρατηρήσεις και την έρευνα, όπως αυτές που περιέγραψα εδώ, είτε απλώς για να εξα­κριβώσω την παθολογία της νόσου.

Έχει κανείς πάντα το φόβο ότι μία περίπτωση είναι «μοναδική», ει­δικά αν είναι τόσο εξαιρετική σαν του δρ Π. Αισθάνθηκα, λοιπόν, μεγά­λο ενδιαφέρον και ευχαρίστηση που συνδυαζόταν με ανακούφιση, ό­ταν, αρκετά τυχαία, βρήκα, φυλλομετρώντας το περιοδικό Brain του 1956, μία λεπτομερή περιγραφή μιας καταπληκτικά όμοιας νευροψυ-χολογικά και φαινομενολογικά περίπτωσης (ίδιας, θα έλεγα), παρότι η

38

υποκείμενη παθολογία (ένας οξύς κρανιακός τραυματισμός) και οι συνθήκες ήταν εντελώς διαφορετικές. Οι συγγραφείς μιλάνε για την περίπτωσή τους σαν «μοναδική στη γραπτή ιστορία αυτής της διατα-

ραχής και προφανώς δοκίμασαν την ίδια έκπληξη με μένα μπροστά στα ίδια τους τα ευρήματα* Παραπέμπω τον ενδιαφερόμενο αναγνώ-στη στο πρωτότυπο άρθρο των Macrae και Trolle (1956), του οποίου παραθέτω εδώ μία σύντομη παράφραση με αποσπάσματα από το πρωτότυπο.

* Μόνο αφού ολοκλήρωσα αυτό το βιβλίο, βρήκα ότι στην πραγματικότητα υπάρχει μια μάλλον εκτεταμένη βιβλιογραφία γύρω από την οπτική αγνωσία γενικά και την προσωπα-γνωσία ειδικότερα. Πιο συγκεκριμένα, είχα πρόσφατα τη μεγάλη ευχαρίστηση να συναντή-σω το δρ Andrew Kertesz ο οποίος δημοσίευσε μερικές εξαιρετικά λεπτομερείς μελέτες ασθενών με τέτοιες αγνωσίες (βλ. για παράδειγμα το άρθρο του γύρω από την οπτική α­γνωσία, Kertesz 1979). Ο δρ Kertesz μου ανέφερε την περίπτωση ενός αγρότη που είχε αναπτύξει μια προσωπαγνωσία που δεν του επέτρεπε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα των αγελάδων του, και ενός άλλου ασθενούς, υπαλλήλου στο Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, που πήρε το είδωλό του στον καθρέφτη για το διόραμα ενός πιθήκου. Όπως στην περίπτωση του δρ Π., έτσι και με τον ασθενή των Macrae και Trolle, αυτό το τόσο παράλογο λάθος γίνεται ειδικά στην αντίληψη του έμψυχου. Οι A.R. και Η. Damasio (βλ. άρθρο στο Mesulam 1985. σελ. 259-288, ή βλ. παρακάτω στο υστερόγραφο του κεφαλαίου 8) έχουν αρχίσει μία λεπτομερή μελέτη των αγνωσιών γενικά και της οπτικής διεργασίας γενικότερα.

39

Ο ασθενής τους ήταν ένας νέος άντρας 32 ετών, ο οποίος μετά από ένα σοβαρό αυτοκινητιστικό δυστύχημα, με ένα κώμα τριών εβδομά-δων «...παραπονιόταν μόνο για μια ανικανότητα να αναγνωρίσει πρό-σωπα ακόμα και τα πρόσωπα της γυναίκας και των παιδιών του». Ού-τε ένα πρόσωπο δεν του ήταν «οικείο», αν και υπήρχαν τρία πρόσωπα που μπορούσε να αναγνωρίσει· ήταν συνάδελφοι από τη δουλειά του: ο ένας με ένα τικ στο μάτι, ο άλλος με μία μεγάλη κρεατοελιά στο μά­γουλο και ο τρίτος «επειδή ήταν τόσο ψηλός και αδύνατος, που δεν έμοιαζε με κανέναν». Ο καθένας από αυτούς, συμπεραίνουν οι Macrae και Trolle, «αναγνωριζόταν αποκλειστικά από το μοναδικό έντονο χα-ρακτηριστικό που αναφέρθηκε». Γενικά, όμως (όπως ο δρ Π.), αναγνώ­ριζε τους γνώριμους του μόνο από τις φωνές τους.

Δυσκολευόταν ακόμα και να αναγνωρίσει τον εαυτό του στον καθρέ-φτη, όπως με λεπτομέρειες περιγράφουν οι Macrae και Trolle: «Συχνά στην πρώιμη φάση της ανάρρωσης του, ιδιαίτερα όταν ξυριζόταν, ρω-τούσε αν το πρόσωπο που τον κοιτούσε ήταν όντως το δικό του και αν και ήξερε, από τα φυσικά χαρακτηριστικά του, πως δεν μπορούσε να είναι κανένα άλλο, σε πολλές περιπτώσεις έκανε γκριμάτσες ή έβγαζε τη γλώσσα του «ίσα για να σιγουρευτεί». Μελετώντας προσεχτικά το πρόσωπό του στον καθρέφτη, άρχισε σιγά σιγά να το αναγνωρίζει αλλά

Page 22: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

«όχι στη στιγμή», όπως στο παρελθόν βασιζόταν στα μαλλιά και στο περίγραμμα του προσώπου, καθώς και σε δύο μικρές ελιές στο αριστε­ρό του μάγουλο.

Γενικά δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τα αντικείμενα «με μια ματιά», αλλά έπρεπε να ψάξει και να μαντέψει από ένα ή δύο χαρακτηριστικά· κάπου κάπου οι εκτιμήσεις του ήταν παράλογα εσφαλμένες, Ιδιαίτερα, σημειώνουν οι συγγραφείς, υπήρχε δυσκολία με τα έμψυχα.

Από την άλλη μεριά, απλά σχηματικά αντικείμενα —ψαλίδι, ρολόι, κλειδί κ.λπ.— δεν παρουσίαζαν δυσκολίες. Οι Macrae και Trolle σημει­ώνουν επίσης: «Η τοπογραφική μνήμη του ήταν παράξενη: υπήρχε το φαινομενικό παράδοξο ότι μπορούσε να βρει το δρόμο του από το σπίτι του στο νοσοκομείο και γύρω από αυτό, αλλά δεν μπορούσε να δώσει τα ονόματα των δρόμων που συναντούσε στην πορεία (αντίθετα από το δρ Π., παρουσίαζε και κάποια αφασία) και δε φαινόταν να σχη­ματίζει εικόνα της τοπογραφίας».

Ήταν φανερό, επίσης, ότι οι οπτικές μνήμες που είχε για τους αν­θρώπους, ακόμα και πολύ παλιά, πριν από το ατύχημα, ήταν σοβαρά εξασθενημένες· υπήρχε η ανάμνηση της συμπεριφοράς, ή ίσως κάποιας ιδιομορφίας, αλλά όχι της οπτικής εμφάνισης ή του προσώπου. Ανάλο­γα, όταν τον ρωτούσαν προσεχτικά, γινόταν φανερό ότι δεν έβλεπε πια εικόνες στα όνειρά του. Έτσι, όπως συνέβαινε και με το δρ Π., δεν ήταν μόνο η οπτική αντίληψη αλλά η οπτική φαντασία και μνήμη, ου­σιαστικά οι θεμελιώδεις δυνάμεις της οπτικής αναπαράστασης, που ή­σαν καταστραμμένες σε αυτό τον ασθενή, τουλάχιστον στο βαθμό που αφορούσαν το προσωπικό στοιχείο, το οικείο, το συγκεκριμένο.

Ένα τελευταίο, χιουμοριστικό σημείο. Εκεί όπου ο δρ Π. θα μπέρ­δευε τη γυναίκα του με ένα καπέλο, ο άρρωστος του Macrae, το ίδιο ανίκανος να αναγνωρίσει τη γυναίκα του, είχε ανάγκη, για να την ανα­γνωρίσει, από ένα ιδιαίτερο οπτικό σημάδι, όπως «...ένα ευδιάκριτο εί­δος ρούχου, όπως ένα μεγάλο καπέλο».

40

2

Ο χαμένος ναυτικός*

Πρέπει κανείς ν' αρχίσει να χάνει τη μνήμη του, έστω και μικρά της κομμάτια, για να αντιληφθεί ότι η μνήμη είναι αυτή που φτιάχνει όλη μας τη ζωή. Μια ζωή δίχως μνήμη δε θα ήταν ζωή... Η μνήμη μας είναι η συνοχή μας, η λογική μας, η δράση μας, το συναίσθημά μας. Χωρίς αυτή, δεν είμαστε τίποτα... (Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική α­μνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μια ολόκληρη ζωή, όπως έκανε στη μητέρα μου...)

Λουίς Μπουνιουέλ**

Αυτό το συγκινητικό και τρομαχτικό απόσπασμα από τα απομνημονεύ­ματα του Μπουνιουέλ βάζει θεμελιώδη ερωτηματικά — κλινικά, πρα­κτικά, υπαρξιακά, φιλοσοφικά: με τι μοιάζει η ζωή (αν μπορούμε να μιλήσουμε για ζωή), τι είδος κόσμου και τι είδος Εγώ εξακολουθεί να υπάρχει για έναν άνθρωπο που έχει χάσει ένα μεγάλο μέρος της μνή­μης του και, μαζί μ' αυτό, το παρελθόν του και τις άγκυρες του στο χρόνο;

* Αφού έγραψα και δημοσίευσα αυτή την ιστορία, αρχίσαμε με το δρ Elkhonon Goldberg — ένα μαθητή του Luria και επιμελητή της πρωτότυπης (ρωσκής) έκδοσης του «The Neuro-

psychology of Memory— μία προσεχτική και συστηματική νευροψυχολογική μελέτη αυτού του ασθενή. Ο δρ Goldberg παρουσίασε μερικά από τα προκαταρκτικά μας ευρήματα σε

συνέδρεια και ελπίζουμε σύντομα να εκδώσουμε μία πλήρη αναφορά. Μία εξαίρετη και βαθύτατα συγκινητική ταινία γύρω από έναν ασθενή με μία βαθιά α­

μνησία [Αιχμάλωτος συνείδησης), που γυρίστηκε από το δρ Jonathan Miller, προβλήθηκε πριν από λίγο καιρό στην Αγγλία (Σεπτέμβριος 1986). Μία άλλη ταινία γυρίστηκε (από τον Hilary l.awson) γύρω από έναν προσωπαγνωσικό ασθενή (με πολλές ομοιότητες με το δρ Π). Η συμβολή τέτοιων ταινιών για την κατανόηση αυτών των προβλημάτων είναι αποφα-σιστική, χάρη στη βοήθεια που προσφέρουν στη φαντασία: «Δεν μπορούμε να πούμε ό,τι μπορούμε να δείξουμε».

** Λουίς Μπουνιουέλ: H τελευταία πνοή. Ελληνική μετάφραση Μαρίας Μπαλάσκα, Ο­δυσσέας 1984.

41

Page 23: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Μου έφερε στο μυαλό έναν ασθενή μου που είναι παραδειγματικός γι' αυτά τα ερωτήματα: ο Τζίμυ Γκ., ένας γοητευτικός, έξυπνος άντρας με ολοκληρωτική αμνησία, μπήκε στον Οίκο Ευγηρίας μας κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης στις αρχές του 1975 με τη συνοδεία ενός σιβυλ­λικού παραπεμπτικού συμειώματος που ανέφερε: «εγκαταλειμμένος, ανοϊκός, συγχυτικός χωρίς προσανατολισμό».

Ο Τζίμυ ήταν ένας καλοβαλμένος άντρας με σγουρά γκρίζα πυκνά μαλλιά, όμορφος και γεμάτος υγεία, σαράντα εννέα χρονών. Ήταν κα-λοδιάθετος, φιλικός και ζεστός.

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Ωραίο πρωινό! Να πάρω αυτή την καρέ­κλα;

Πολύ εγκάρδιος, ήταν πρόθυμος να μιλήσει και να απαντήσει σε όλες τις ερωτήσεις μου. Μου είπε το όνομα και την ημερομηνία γέννησής του, καθώς και το όνομα της μικρής κωμόπολης του Κονέτικατ όπου είχε γεννηθεί. Την περιέγραψε με τρυφερές λεπτομέρειες και μου σχε­δίασε ακόμα και ένα χάρτη της. Περιέγραψε τα σπίτια όπου είχε ζήσει η οικογένειά του, θυμόταν ακόμα και τα νούμερα των τηλεφώνων τους. Μου μίλησε για τα σχολικά του χρόνια, τους φίλους εκείνης της εποχής και για την ιδιαίτερη αγάπη του για τα μαθηματικά και τις φυσικές επιστήμες. Μιλούσε με ενθουσιασμό για τα χρόνια που είχε περάσει στο ναυτικό: όταν κατατάχτηκε, στα 1943, ήταν δεκαεφτά χρονών και είχε μόλις αποφοιτήσει από το Λύκειο. Καθώς ήταν γεννημένος μηχα­νικός, κρίθηκε κατάλληλος για τον ασύρματο και τα ηλεκτρονικά και έτσι, μετά από μια σύντομη εκπαίδευση στο Τέξας, έγινε βοηθός χειρι­στής ασυρμάτου σε ένα υποβρύχιο. Θυμόταν τα ονόματα των διαφό­ρων υποβρυχίων όπου είχε υπηρετήσει, τις αποστολές που είχαν ανα­λάβει, τα λιμάνια που έπιαναν, τα ονόματα των συντρόφων του στο πλοίο. Θυμόταν τον κώδικα Μορς και μπορούσε να τον χρησιμοποιεί για να στέλνει μηνύματα, καθώς και να δακτυλογραφεί άνετα και γρή­γορα.

Είχε περάσει μια γεμάτη και ενδιαφέρουσα νεότητα που την αναθυ-μόταν ζωηρά, με λεπτομέρειες και με τρυφερότητα. Αλλά απ' αυτό το σημείο και πέρα, για κάποιο περίεργο λόγο, οι αναμνήσεις του σταμα­τούσαν. Ανακαλούσε και σχεδόν ξαναζούσε τις μέρες του πολέμου και τη θητεία του, το τέλος του πολέμου και τα σχέδιά του για το μέλλον. Είχε συνδεθεί με το ναυτικό και σκεφτόταν να γίνει μόνιμος. Τελικά, όμως, σκέφτηκε ότι με μια οικονομική υποστήριξη και τον G. I. Bill* θα

* G. I. Bill: η οικονομική βοήθεια στους παλιούς πολεμιστές των ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.)

42

ήταν ίσως καλύτερα αν συνέχιζε τις σπουδές του στο Κολέγιο. 0 μεγά­λος του αδελφός παρακολουθούσε μία σχολή λογιστών και είχε ένα δε-σμό με ένα κορίτσι, μία «καλλονή» από το Όρεγκον.

Καθώς τα αναθυμόταν και τα ξαναζούσε, ο Τζίμυ είχε ζωηρέψει: φαινόταν σαν να μιλούσε όχι για το παρελθόν αλλά για το παρόν και μου έκανε μεγάλη εντύπωση η αλλαγή στην ένταση της διήγησης των αναμνήσεών του, καθώς πέρασε από τις μέρες του σχολείου στις μέρες του ναυτικού. Μέχρι εκείνη τη στιγμή μίλαγε στον αόριστο, αλλά τώρα είχε περάσει στον ενεστώτα, που μου έδινε την εντύπωση ότι δεν ήταν ένας τυπικός ιστορικός ενεστώτας, που χρησιμοποιούμε εμφατικά στη διήγηση, αλλά ένας πραγματικός ενεστώτας, αυτός της άμεσης εμπει-ρίας.

Μία ξαφνική, απίθανη υποψία με κυρίεψε. - Τι χρονιά έχουμε, κύριε Γκ.; ρώτησα κρύβοντας την αμηχανία μου

κάτω από ένα αδιάφορο ύφος. - Σαράντα πέντε, αγαπητέ, Γιατί; Και συνέχισε, χωρίς διακοπή:

Κερδίσαμε τον πόλεμο, ο Ρούσβελτ πέθανε, στην εξουσία είναι ο Τρού-μαν. Ξεκινάνε νέοι, μεγάλοι καιροί.

Και τότε εσείς, Τζίμυ, πόσων χρονών είστε; Πήρε ένα αβέβαιο, περίεργο ύφος και δίστασε για ένα λεπτό, σαν να

υπολόγιζε. - Δηλαδή... νομίζω ότι είμαι δεκαεννιά, γιατρέ, θα γίνω είκοσι στα

επόμενα γενέθλιά μου. Βλέποντας τον γκριζομάλλη άντρα που έστεκε μπροστά μου, είχα

μία παρόρμηση για την οποία ποτέ δε συγχώρησα τον εαυτό μου, και που θα ήταν το αποκορύφωμα της σκληρότητας, αν ο Τζίμυ είχε την οποιαδήποτε δυνατότητα να το θυμάται.

Κοιτάχτε εδώ, είπα και έτεινα έναν καθρέφτη προς το μέρος του. Κοιτάχτε στον καθρέφτη και πείτε μου τι βλέπετε. Μοιάζει για δεκαεν-νιάρης αυτός που βλέπετε στον καθρέφτη;

Χλόμιασε απότομα και γράπωσε την καρέκλα του από τα πλάγια. Χριστέ μου! ψιθύρισε. Χριστέ μου, τι γίνεται; Τι μου συνέβη; Είναι

εφιάλτης; Τρελάθηκα; Πλάκα είναι; Ήταν έξαλλος, πανικόβλητος. - Εντάξει, όλα είναι εντάξει, Τζίμυ, είπα προσπαθώντας να τον κα­

ταπραΰνω. Έγινε λάθος. Δεν υπάρχει κανένας λόγος ν' ανησυχείς. Έλα! Τον πήγα προς το παράθυρο. - Δεν είναι μια πανέμορφη ανοιξιάτικη μέρα; Βλέπεις εκεί τα παιδά­

κια που παίζουν μπέιζμπολ;

43

Page 24: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Ξαναβρήκε το χρώμα του και χαμογέλασε, καθώς έφυγα στα κλεφτά, παίρνοντας μαζί μου τον αποκρουστικό καθρέφτη.

Ξαναμπήκα στο δωμάτιο σε δυο λεπτά. Ο Τζίμυ στεκόταν πάντα δί­πλα στο παράθυρο, χαζεύοντας με ευχαρίστηση τα παιδιά που έπαιζαν μπέιζμπολ από κάτω. Στράφηκε, καθώς άνοιξα την πόρτα, και πήρε μια χαρωπή έκφραση.

— Γεια χαρά, γιατρέ! είπε. Όμορφο πρωινό! Θέλατε να μου μιλήσετε; Να πάρω αυτή την καρέκλα;

Ούτε ίχνος αναγνώρισης στο ειλικρινές, ανοιχτό του πρόσωπο. — Δεν έχουμε ξανασυναντηθεί, κύριε Γκ.; ρώτησα με αδιάφορο ύ­

φος. —Όχι, δε νομίζω. Με μια τέτοια γενειάδα! Εσάς δε θα μπορούσα να

σας ξεχάσω, γιατρέ! — Γιατί με λέτε «γιατρό»; — Μα καλά, είστε γιατρός, δεν είστε; — Ναι, αλλά αν είναι η πρώτη φορά που με συναντάτε, πώς το ξέρε­

τε; — Μιλάτε σαν γιατρός. Βλέπω ότι είστε γιατρός. — Μάλιστα, έχετε δίκιο, είμαι. Είμαι ο νευρολόγος αυτού εδώ του

μέρους. — Νευρολόγος; Ε, τρέχει τίποτα με τα νεύρα μου; Και τι είναι «αυτό

το μέρος»; Πού βρισκόμαστε «εδώ»; Τι είναι αυτό το μέρος εν πάση περιπτώσει;

— Αυτό ακριβώς θα σας ρωτούσα τώρα: πού νομίζετε ότι βρίσκεστε; — Βλέπω αυτά τα κρεβάτια και αυτούς τους ασθενείς ολόγυρα. Μου

φαίνεται σαν ένα είδος νοσοκομείου. Αλλά, διάβολε, τι μπορεί να κάνω εγώ στο νοσοκομείο και μάλιστα μ' όλους αυτούς τους γέρους, τόσο πιο μεγάλους από μένα. Αισθάνομαι καλά στην υγεία μου, είμαι δυνα­τός σαν ταύρος. Ίσως να δουλεύω εδώ... Δουλεύω; Και τι δουλειά κά­νω;... Όχι, κουνάτε το κεφάλι σας, βλέπω στα μάτια σας ότι δε δουλεύω εδώ. Αν δε δουλεύω εδώ, πάει να πει ότι με έβαλαν εδώ. Είμαι ένας ασθενής, είμαι άρρωστος και δεν το ξέρω, γιατρέ; Είναι τελείως τρελό, με τρομάζει... Μήπως είναι κάποια φάρσα;

— Δεν ξέρετε τι συμβαίνει; Δεν ξέρετε καθόλου; Θυμάστε που μου μιλήσατε για τα παιδικά σας χρόνια στο Κονέτικατ, για την εποχή που ήσασταν ασυρματιστής στα υποβρύχια; Και για τον αδελφό σας που έχει ένα δεσμό μ' ένα κορίτσι από το Όρεγκον;

— Ε, σωστά είναι αυτά που λέτε. Αλλά δε σας τα είπα εγώ, ποτέ στη

44

ζωή μου δε σας έχω συναντήσει. Πρέπει να διαβάσατε ό,τι με αφορά στην καρτέλα μου.

- Εντάξει, είπα. Θα σας διηγηθώ μια ιστορία. Πήγε κάποιος στο για-τρό του λέγοντας ότι υποφέρει από κενά στη μνήμη του. Ο γιατρός τού έκανε μερικές ερωτήσεις ρουτίνας και μετά του λέει: «Λοιπόν, αυτά τα κενά; Τι ακριβώς συμβαίνει με αυτά τα κενά;» «Ποια κενά;» απάντησε απορημένος ο ασθενής.

Έτσι, λοιπόν, αυτό είναι το πρόβλημά μου, είπε γελώντας ο Τζίμυ. Μου φαίνεται ότι κάτι είχα προσέξει. Πιάνω τον εαυτό μου να ξεχνάω πράγματα, μια στις τόσες, πράγματα που μόλις έχουν συμβεί. Παρ' όλα αυτά, το παρελθόν το θυμάμαι καθαρά.

Θα μου επιτρέψετε να σας εξετάσω, να σας υποβάλω σε μερικά τέστ;

Βεβαίως, απάντησε ευγενικά. Ό,τι θέλετε.

45

Στα τεστ ευφυίας έδειξε καταπληκτικές ικανότητες. Ήταν πολύ ο-ξυδερκής, παρατηρητικός και λογικός και δε συναντούσε καμία δυσκο-λία στη λύση πολύπλοκων προβλημάτων και γρίφων, καμία δυσκολία υπό τον όρο ότι ήταν δυνατόν να πραγματοποιηθούν γρήγορα. Αν χρειαζόταν πολλή ώρα, ξεχνούσε αυτό που έκανε. Ήταν γρήγορος και καλός στην τρίλιζα και στην ντάμα, πονηρός και επιθετικός, έτσι που μπόρεσε να με νικήσει εύκολα. Στο σκάκι, όμως, έχασε, γιατί οι κινήσεις του παιχνιδιού ήταν πολύ αργές γι' αυτόν.

Εξετάζοντας και πάλι τη μνήμη του, βρήκα μία ασυνήθιστα υπερβο­λική έκπτωση της πρόσφατης μνήμης σε τέτοιο σημείο, που καθετί που θα του έλεγε ή θα του έδειχνε κανείς θα το ξέχναγε σε λίγα δεύτε-ρόλεπτα. Για να το επιβεβαιώσω, έβγαλα το ρολόι μου, τη γραβάτα μου και τα γυαλιά μου και τα έβαλα πάνω στο γραφείο, τα σκέπασα και του ζήτησα να τα απομνημονεύσει. Ύστερα, αφού κουβέντιασα μαζί του για ένα λεπτό, τον ρώτησα τι είχα βάλει κάτω από το κάλυμμα. Δε θυμήθηκε κανένα απ' τα αντικείμενα, ούτε καν ότι του είχα ζητήσει να τα θυμηθεί. Επανέλαβα το τεστ βάζοντας τον αυτή τη φορά να γράψει τα ονόματα των τριών αντικειμένων. Και πάλι τα ξέχασε και έμεινε έκπληκτος όταν του έδειξα το χαρτί με αυτό που είχε γράψει, λέγοντας πως δεν είχε καμία ανάμνηση του ότι είχε γράψει κάτι, παρότι αναγνώ-ρισε το γραφικό του χαρακτήρα, και μόνο μετά του ήρθε μία απόμακρη «ηχώ» του γεγονότος ότι τα είχε γράψει.

Μερικές φορές συγκρατούσε κάποιες απόμακρες αναμνήσεις, κά­ποια συγκεχυμένη ηχώ ή κάποια αίσθηση οικείου. Έτσι, πέντε λεπτά αφού είχα παίξει τρίλιζα μαζί του, θυμήθηκε πως «κάποιος γιατρός»

Page 25: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

είχε παίξει μαζί του αυτό το παιχνίδι «λίγο καιρό πριν»· κατά πόσο αυτό το «λίγο καιρό πριν» ήταν λεπτά ή μήνες δεν είχε ιδέα. Σταμάτησε τότε και είπε: «Θα μπορούσατε να ήσασταν εσείς;» Όταν του είπα ότι ήμουν εγώ, φάνηκε να το διασκεδάζει. Αυτή η αμυδρή ευθυμία και μία κάποια αδιαφορία ήταν πολύ χαρακτηριστικές, όπως ήταν και οι συλ­λογισμοί στους οποίους τον οδηγούσε το γεγονός ότι ήταν τόσο απο­προσανατολισμένος και χαμένος στο χρόνο. Όταν ρωτούσα τον Τζίμυ για την εποχή του χρόνου, θα κοιτούσε αμέσως γύρω του για κάποια ένδειξη —ήμουν αρκετά προσεχτικός, ώστε να τραβήξω το ημερολόγιο από το γραφείο μου— και θα συμπέραινε την εποχή, χοντρικά, κοιτώ­ντας από το παράθυρο.

Προφανώς δεν ήταν το ότι η μνήμη του αποτύγχανε να εγγράψει τα γεγονότα, αλλά ότι τα μνημονικά ίχνη ήταν σε τέτοιο σημείο φευγαλέα, που ήταν δυνατό να σβηστούν μέσα σ' ένα λεπτό, και συχνά σε ακόμα λιγότερο, ειδικά αν υπήρχαν ερεθίσματα που τον αποσπούσαν ή ερεθί­σματα ανταγωνιστικά, ενώ οι ανώτερες διανοητικές και αντιληπτικές του ικανότητες παρέμεναν άθικτες.

Οι επιστημονικές γνώσεις του Τζίμυ ήταν αυτές ενός λαμπρού από­φοιτου του Λυκείου με μία ιδιαίτερη κλίση στα μαθηματικά και στις φυσικές επιστήμες. Ήταν εξαίρετος στους αριθμητικούς (καθώς και στους αλγεβρικούς) υπολογισμούς, αλλά μόνο αν μπορούσαν να εκτε­λεστούν με αστραπιαία ταχύτητα. Αν υπήρχαν πολλές πράξεις και χρει-ζόταν πολύς χρόνος, θα ξέχναγε σε ποιο σημείο βρισκόταν, ακόμα και την ίδια την ερώτηση. Γνώριζε τα φυσικά στοιχεία, τα συνέκρινε και μου έφτιαξε τον περιοδικό τους πίνακα, παραλείποντας τα υπερουρά-νια στοιχεία.

— Είναι πλήρης; τον ρώτησα όταν τελείωσε. — Είναι πλήρης και ενημερωμένος, κύριε, απ' όσο γνωρίζω. — Δεν ξέρετε κανένα στοιχείο μετά το ουράνιο; — Αστειεύεστε; Υπάρχουν ενενήντα δύο στοιχεία και το ουράνιο εί­

ναι το τελευταίο. Έκανα μία μικρή παύση και ξεφύλλισα ένα τεύχος του National Geo­

graphic που ήταν πάνω στο τραπέζι. — Πείτε μου τους πλανήτες, είπα, και κάτι γύρω απ' αυτούς. Χωρίς δισταγμό, με σιγουριά, μου απαρίθμησε τους πλανήτες, τα ονό­

ματά τους, τη χρονολογία της ανακάλυψής τους, την απόστασή τους από τον ήλιο, την εκτιμώμενη μάζα τους, το χαρακτήρα τους και τη βαρύτητά τους.

— Τι είναι αυτό; ρώτησα δείχνοντάς του μία φωτογραφία στο περιο­δικό που κρατούσα.

— Είναι η σελήνη, απάντησε. — Όχι, δεν είναι, του είπα. Είναι μία φωτογραφία της γης τραβηγμέ­

νη από τη σελήνη. — Γιατρέ, αστειεύεστε! Θα έπρεπε κάποιος να είχε ανεβάσει μία κά­

μερα εκεί πάνω! — Φυσικά. — Διάβολε! Με δουλεύετε. Πώς θα γινόταν αυτό; Εκτός κι αν ήταν ένας τέλειος ηθοποιός, ένας απατεώνας που υπο­

κρινόταν μία έκπληξη που δεν αισθανόταν, αυτός ο διάλογος ήταν η πιο πειστική επίδειξη για το ότι είχε παραμείνει στο παρελθόν. Τα λό­για του, τα αισθήματά του, η αθώα απορία του, ο αγώνας του να βγάλει κάποιο νόημα από ό,τι έβλεπε ήταν η αντίδραση που θα είχε ένας έξυπνος νέος της εποχής του '40, αν ερχόταν αντιμέτωπος με το μέλ­λον, μ' αυτά που δεν είχαν ακόμα συμβεί και μ' αυτά που μόλις και μετά βίας μπορούσε να φανταστεί κανείς τότε. «Αυτό περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο», έγραφα στις σημειώσεις μου, «με πείθει ότι η διακοπή που συνέβη στη ζωή του γύρω στα 1945 είναι αυθεντική... Ό,τι του έδειξα και του είπα του προκάλεσε την ίδια γνήσια κατάπληξη που θα είχε προκαλέσει σε έναν έξυπνο νέο της προ του Σπούτνικ περιόδου».

Βρήκα μία άλλη φωτογραφία στο περιοδικό και το γύρισα προς το μέρος του.

— Αυτό είναι ένα αεροπλανοφόρο, είπε. Υπερμοντέρνο σχέδιο. Δεν έχω δει ποτέ μου κάποιο που να του μοιάζει.

— Πώς λέγεται; ρώτησα. Έριξε μια ματιά, φάνηκε αμήχανος και είπε: — Νίμιτς! — Συμβαίνει τίποτα; — Και βέβαια συμβαίνει! απάντησε άγρια. Τα ξέρω όλα με το όνομά

τους και δε γνωρίζω κανένα Νίμιτς... Βέβαια υπάρχει ένας ναύαρχος Νίμιτς, αλλά δεν έχω ακούσει να έδωσαν το όνομά του σε κανένα αε­ροπλανοφόρο.

Θυμωμένα πέταξε κάτω το περιοδικό. Άρχιζε να κουράζεται και γινόταν κάπως ευέξαπτος και αγχώδης

κάτω από τη διαρκή πίεση της ελλειμματικότητάς του, της αντίφασης που ένιωθε και του φόβου που προκαλούσαν οι επιπτώσεις τους, και που δεν ήταν δυνατό να τα ξεχνά εντελώς. Τον είχα ήδη ωθήσει απερί­σκεπτα σε πανικό και ένιωσα ότι ήταν καιρός να τελειώσουμε τη συνε-

47 46

Page 26: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

δρία. Βηματίσαμε πάλι προς το παράθυρο και κοιτάξαμε το ηλιοφώτι-στο γήπεδο του μπέιζμπολ· καθώς κοιτούσε έξω, το πρόσωπό του ηρέ­μησε, ξέχασε το Νίμιτς, τη δορυφορική φωτογραφία, όλες αυτές τις νύξεις για την κατάστασή του και όλα αυτά τα τρομερά και απορροφή­θηκε από το παιχνίδι που έβλεπε. Ύστερα, καθώς ο αέρας έφερνε μία πικάντικη μυρωδιά από την τραπεζαρία, έγλειψε τα χείλη του και, λέ­γοντας: «Φαΐ!», χαμογέλασε και με χαιρέτησε.

Ένιωθα ένα σφίξιμο από τη συγκίνηση· σου ράγιζε την καρδιά, σε σάστιζε, ο παραλογισμός μιας ζωής χαμένης μέσα στη λήθη, σε απο­σύνθεση.

«Σαν να ήταν», έγραψα στις σημειώσεις μου, «φυλακισμένος σε μία μοναδική στιγμή της ύπαρξης, αποκλεισμένος ολόγυρα από μία τάφρο, ένα χάσμα λησμονιάς... Ένας άνθρωπος χωρίς παρελθόν (ή μέλλον), δε­μένος επάνω σε μια στιγμή που συνεχώς μεταμορφώνεται, χωρίς πε­ριεχόμενο και κανένα νόημα». Και στη συνέχεια, πιο πεζά: «Η νευρολο­γική εξέταση είναι εντελώς φυσιολογική κατά τα λοιπά. Υπόθεση: πι­θανό σύνδρομο Korsakov οφειλόμενο σε αλκοολική εκφύλιση των μα­στοειδών σωματίων». Οι σημειώσεις μου ήταν ένα περίεργο μείγμα από γεγονότα και παρατηρήσεις, προσεχτικά και αναλυτικά καταγραμμένα, με ακατάσχετους στοχασμούς επάνω στην «έννοια» που μπορεί να έ­χουν τέτοια προβλήματα σε σχέση με το ποιος και τι και με το πού βρισκόταν αυτός ο καημένος· μέχρι ποιο σημείο μπορούσε, πράγματι, να μιλάει κανείς για μία «ύπαρξη», δεδομένης μιας τόσο απόλυτης έλ­λειψης μνήμης και της οποιασδήποτε συνέχειας.

Συνέχιζα να αναρωτιέμαι, σ' αυτές όπως και σε μετέπειτα σημειώ­σεις μου, εντελώς εξωεπιστημονικά, γύρω από την υπόθεση μίας «χαμέ­νης ψυχής»· πώς θα μπορούσε κανείς να δημιουργήσει κάποια συνέ­χεια, κάποιες ρίζες, σ' αυτό τον άνθρωπο χωρίς ρίζες ή με αυτές τις απλησίαστες ρίζες που είχε στο μακρινό παρελθόν.

Αν ήταν δυνατή μια επανασύνδεση· αλλά πώς θα μπορούσε να επα­νασυνδεθεί και πώς θα μπορούσαμε να τον βοηθήσουμε να το κάνει; Τι ήταν η ζωή χωρίς κάποια σύνδεση; «Τολμώ να βεβαιώσω», έγραψε ο Hume, «ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά ένα δεμάτι ή ένα συνονθύ­λευμα από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με ασύλληπτη ταχύτητα και βρίσκονται σε διαρκή ρευστότητα και κίνη­ση». Με κάποια έννοια, ο Τζίμυ ήταν πια περιορισμένος σε μία ύπαρξη «τύπου Hume»· δεν μπορούσα να σταματήσω να σκέφτομαι πόσο θα είχε συνεπαρθεί ο Hume βλέποντας στον Τζίμυ την ενσάρκωση της ίδιας του της φιλοσοφικής «χίμαιρας», την ανατριχιαστική μεταμόρφω-

48

ση ενός ανθρώπου σε μία ασύνδετη, ασυνάρτητη ρευστότητα και αλ­λαγή.

Έψαξα για μια συμβουλή ή κάποια βοήθεια στην ιατρική βιβλιογρα­φία, μία βιβλιογραφία που, για κάποιο λόγο, ήταν κυρίως ρωσική, από την πρωτότυπη διατριβή του Korsakov (Μόσχα, 1887) πάνω σε ανάλογες περιπτώσεις απώλειας της μνήμης, που εξακολουθούν μέχρι σήμερα να ονομάζονται «σύνδρομο Korsakov», μέχρι τη Νευροψυχολο-γία της Μνήμης του Luria (που μεταφράστηκε στα αγγλικά μόνο ένα χρόνο αφού είδα για πρώτη φορά τον Τζίμυ). Ο Korsakov έγραφε στα 1887:

«Υπάρχει μια σχεδόν αποκλειστική προσβολή της μνήμης των πρόσφα­των γεγονότων κατά τα φαινόμενα οι πρόσφατες εντυπώσεις εξαφανί­ζονται ταχύτερα, ενώ οι πολύ παλιές εντυπώσεις ανακαλούνται σωστά, με τρόπο που η ευφυία του ασθενή, η οξύτητα της αντίληψής τους και η επινοητικότητά του παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτες».

Στις λαμπρές αλλά φειδωλές παρατηρήσεις του Korsakov προστέθη­κε ένας αιώνας περαιτέρω έρευνας, όπου η πλουσιότερη και βαθύτερη συμβολή ήταν αυτή του Luria. Ο Luria μπόρεσε να μιλήσει για το πά­θος της ολοκληρωτικής απώλειας της μνήμης και στα γραπτά του η επιστήμη έγινε ποίηση. «Σε τέτοιους ασθενείς παρατηρούνται πάντα μεγάλες διαταραχές της οργάνωσης των εντυπώσεων που γεννούν τα γεγονότα και της διαδοχής τους στο χρόνο», έγραψε. «Κατά συνέπεια, χάνουν το σύνολο της εμπειρίας του χρόνου και ζουν πια σε έναν κό­σμο που αποτελείται από μεμονωμένες εντυπώσεις». Ακόμα περισσό­τερο, όπως το σημειώνει ο Luria, το ξερίζωμα και η ακαταστασία των αναμνήσεων θα μπορούσε να επεκταθεί προς τα πίσω στο χρόνο «και στις πιο σοβαρές περιπτώσεις ακόμα και σε αρκετά παλιά γεγονότα».

Οι περισσότεροι από τους ασθενείς που ο Luria περιγράφει στο βι­βλίο του έπασχαν από μεγάλους εγκεφαλικούς όγκους που εκδηλώνο­νταν με το σύνδρομο Korsakov, αλλά αργότερα επεκτείνονταν και είχαν συχνά μοιραία κατάληξη. Ο Luria δε συμπεριέλαβε περιπτώσεις «α­πλού» συνδρόμου Korsakov με τη βασική περιορισμένη βλάβη που είχε περιγράψει ο Korsakov: μια καταστροφή των νευρώνων στα μικροσκο­πικά αλλά κρίσιμης σημασίας μαστοειδή σωμάτια που προκαλεί το οινό­πνευμα, ενώ το υπόλοιπο του εγκεφάλου παραμένει απολύτως άθικτο. Έτσι δεν υπήρχε δυνατότητα μακροπρόθεσμης παρακολούθησης των περιπτώσεων του Luria.

Στην αρχή ο Τζίμυ με προβλημάτιζε βαθιά, είχα αμφιβολίες, ακόμα

49

Page 27: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

και υποψίες, γύρω από την κατά τα φαινόμενα απότομη διακοπή που εμφανιζόταν στα 1945, ένα σημείο, μία ημερομηνία που είχε και έναν καθοριστικό συμβολισμό. Σε μία μεταγενέστερη σημείωση έγραφα:

«Υπάρχει ένα μεγάλο κενό. Δεν ξέρουμε τι συνέβη τότε ή αργότερα... Πρέπει να γεμίσουμε αυτά τα χρόνα που "λείπουν"· διαμέσου του α­δελφού ή του ναυτικού ή των νοσοκομείων που νοσηλεύτηκε... Μπορεί να είχε υποστεί κάποιο μεγάλο τραυματισμό εκείνη την εποχή, κάποιο μεγάλο εγκεφαλικό ή συγκινησιακό τραυματισμό στη μάχη, στον πόλε­μο, και αυτό να τον επηρέασε έκτοτε;... Να σκεφτούμε ότι ο πόλεμος ήταν το "απόγειο" του, η τελευταία φορά που ήταν στ' αλήθεια ζω­ντανός, και η ύπαρξη του από τότε δεν είναι παρά μία μακριά πτώ­ση;»*

Του κάναμε διάφορες εξετάσεις (ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, σκάνερ του εγκεφάλου) που δεν έδωσαν καμία ένδειξη μαζικής καταστροφής του εγκεφάλου, αν και η ατροφία των μικροσκοπικών μαστοειδών σω­ματίων δε θα φαινόταν σε τέτοιες εξετάσεις. Το ναυτικό μάς έστειλε εκθέσεις που αποδείκνυαν ότι είχε μείνει στις τάξεις του μέχρι το 1965 και ότι εκείνη την εποχή είχε πλήρη κατοχή των ικανοτήτων του.

Ξεθάψαμε τότε μία σύντομη, απαίσια έκθεση από το νοσοκομείο Bel-levue, με ημερομηνία του 1971, που έλεγε ότι «είχε πλήρη απώλεια του προσανατολισμού του... με ένα προχωρημένο οργανικό εγκεφαλικό σύνδρομο που οφείλεται στο οινόπνευμα» (υπήρχε ακόμα εκείνη την εποχή μία κίρρωση του ήπατος). Από το Bellevue είχε σταλεί σε ένα άθλιο μέρος στο Village, που χαρακτηριζόταν σαν «νοσηλευτήριο», απ' όπου και τον είχε γλιτώσει —βρόμικο και πεινασμένο— το ίδρυμά μας στα 1975.

Εντοπίσαμε τον αδελφό του, για τον οποίο ο Τζίμυ μίλαγε πάντα σαν να βρισκόταν στη σχολή λογιστών και να ήταν αρραβωνιασμένος με μία

* Στη συναρπαστική του ιστορία με βάση προφορικές διηγήσεις Ο καλός πόλεμος (1985) ο Studs Terkel μεταγράφει αναρίθμητες ιστορίες αντρών και γυναικών, ιδιαίτερα μάχιμων αντρών, που ένιωσαν το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο σαν έντονα αληθινό —σαν την πιο αληθινή και σημαντική περίοδο της ζωής τους— και οτιδήποτε έκτοτε ωχριούσε σε σύγκρι­ση μ' αυτό. Τέτοιοι άνθρωποι έχουν την τάση να παραμένουν στην εποχή του πολέμου και να ξαναζούν τις μάχες του, τη συντροφικότητα, τη σιγουριά των ηθικών αξιών και την έντα­ση των συγκινήσεων. Αλλά αυτή η εμμονή στο παρελθόν και μια σχετική νωθρότητα στη στάση τους απέναντι στο παρόν —αυτή η συναισθηματική άμβλυνση σε σχέση με τα τωρι­νά συναισθήματα και τη μνήμη του παρόντος— δεν είναι τίποτα μπροστά στην οργανική αμνησία του Τζίμυ. Είχα πρόσφατα την ευκαιρία να συζητήσω το θέμα με τον Terkel: «Συνά­ντησα χιλιάδες ανθρώπους», μου είπε, «που αισθάνονται ότι από το '45 κι ύστερα απλώς βλέπουν τον καιρό να περνά, αλλά ποτέ δε συνάντησα κάποιον για τον οποίο ο χρόνος να σταμάτησε εντελώς, όπως για τον αμνησικό σας Τζίμυ».

50

κοπέλα από το Όρεγκον. Στην πραγματικότητα είχε παντρευτεί την κοπέλα από το Όρεγκον, είχε γίνει πατέρας και παππούς, και ασκούσε τη λογιστική εδώ και τριάντα χρόνια.

Εκεί που είχαμε ελπίσει σε ένα πλήθος πληροφοριών και περιμέναμε μία μεγάλη συγκίνηση από τον αδελφό του, δεχτήκαμε ένα ευγενικό αλλά κάπως πενιχρό γράμμα. Ήταν φανερό διαβάζοντας το —ιδιαίτε­ρα διαβάζοντας ανάμεσα στις γραμμές— ότι οι δύο αδελφοί είχαν ελά­χιστα ιδωθεί από το 1943 και ύστερα ότι οι δρόμοι τους είχαν χωρίσει, εν μέρει λόγω των επαγγελματικών αλλαγών και των μετακινήσεων και εν μέρει λόγω βαθιών (αν και όχι σε αποξενωτικό σημείο) διαφορών του χαρακτήρα. Ο Τζίμυ, φαίνεται, δεν είχε ποτέ του «νοικοκυρευτεί», «έ­παιρνε πάντα ό,τι του έφερνε η τύχη» και ήταν «αδιόρθωτος πότης». Ο αδελφός του έκανε την υπόθεση πως το ναυτικό τού είχε προσφέρει μία δομή, μία ζωή, και τα προβλήματα άρχισαν όταν το εγκατέλειψε, στα 1965. Χωρίς τη συνηθισμένη του δομή και το αγκυροβόλιο του, ο Τζίμυ είχε σταματήσει να εργάζεται, άρχισε να «αποσυντίθεται» και να πίνει υπερβολικά. Στα μέσα και ιδιαίτερα στα τέλη της δεκαετίας του '60 είχε παρουσιάσει κάποια διαταραχή της μνήμης, του τύπου Korsa-kov, αλλά όχι τόσο σοβαρή, ώστε να μην μπορεί να «τα βγάλει πέρα» με το συνηθισμένο νωχελικό του τρόπο. Στα 1970, όμως, ο αλκοολισμός του επιδεινώθηκε ακόμα περισσότερο.

Γύρω στα Χριστούγεννα εκείνης της χρονιάς ο αδελφός του έμαθε ότι είχε ξαφνικά πάθει μια κρίση, είχε «βγει εκτός εαυτού», είχε παρου­σιάσει ένα διεγερτικό παραλήρημα και σύγχυση, και τότε ακριβώς με­ταφέρθηκε στο Bellevue. Κατά τη διάρκεια του επόμενου μήνα η διέ­γερση και το παραλήρημα κόπασαν, αλλά έμειναν βαθιά και παράξενα κενά μνήμης, ή «απώλεια μνήμης», για να χρησιμοποιήσουμε το ιατρικό ιδίωμα. Ο αδελφός του τον είχε επισκεφτεί εκείνη την εποχή —δεν είχαν συναντηθεί επί είκοσι χρόνια— και με τρόμο κατάλαβε ότι ο Τζί­μυ όχι μόνο δεν τον αναγνώρισε, αλλά του είπε: «Σταματήστε τα α­στεία! Είσαστε αρκετά ηλικιωμένος για να είσαστε ο πατέρας μου. Ο αδελφός μου είναι νέος, μόλις τώρα πηγαίνει στη σχολή λογιστών».

Αυτές οι πληροφορίες αύξησαν τη σύγχυση μου. Γιατί ο Τζίμυ δε θυμόταν τα τελευταία του χρόνια στο ναυτικό; Γιατί δεν ανακαλούσε και δεν οργάνωνε τις αναμνήσεις του μέχρι το 1970; Δεν είχα ακούσει ποτέ ότι τέτοιοι ασθενείς μπορούσαν να παρουσιάσουν μία «παλίνδρο­μη αμνησία» (βλέπε το Υστερόγραφο). «Όλο και περισσότερο αναρωτιέ­μαι», έγραψα τότε, «αν δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο υστερικής αμνη­σίας ή αμνησικής φυγής· κατά πόσο δεν προσπαθεί να ξεφύγει από

51

Page 28: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

κάτι υπερβολικά τρομαχτικό», και πρότεινα να τον δει η ψυχίατρός μας. Η έκθεσή της ήταν διεισδυτική και λεπτομερής· η εξέταση περιελάμβα­νε μέχρι και ένα τεστ με νάτριο αμυτάλ,* με σκοπό την «απελευθέρω­ση» των οποιωνδήποτε αναμνήσεων θα μπορούσαν να παραμένουν καταπιεσμένες. Επιχείρησε, ακόμα, να υπνωτίσει τον Τζίμυ, ελπίζοντας να εκμαιεύσει τις αναμνήσεις που η υστερία καταπίεζε· η μέθοδος αυ­τή έχει συνήθως αποτέλεσμα σε περιπτώσεις υστερικής αμνησίας. Εδώ, όμως, απέτυχε, γιατί ο Τζίμυ δεν ήταν δυνατό να υπνωτιστεί, όχι εξαι­τίας κάποιας «αντίστασης», αλλά εξαιτίας της ακραίας του αμνησίας που τον εμπόδιζε να παρακολουθήσει αυτά που του έλεγε ο υπνωτι­στής. (Ο δρ Μ. Homonoff, που εργάστηκε στο τμήμα αμνησικών του νοσοκομείου Boston Veterans Administration, μου ανέφερε παρόμοιες δικές του εμπειρίες: θεωρεί ότι αυτό είναι απόλυτα χαρακτηριστικό των ασθενών με σύνδρομο Korsakov, σε αντίθεση με τους ασθενείς με υ­στερική αμνησία.)

«Δεν έχω καμία ένδειξη», έγραψε η ψυχίατρος, «οποιουδήποτε υστε­ρικού ή "επιπρόσθετου" εκπτωτικού συμπτώματος. Στερείται τόσο των μέσων, όσο και του κινήτρου, για να δημιουργήσει ένα πλαστό προσωπείο. Η έκπτωση της μνήμης του είναι οργανική, μόνιμη και μη αναστρέψιμη, αν και είναι περίεργο το γεγονός ότι επεκτείνεται σε τέ­τοιο βάθος μέσα στο παρελθόν». Η άποψή της ήταν ότι «από τη στιγμή που του είναι αδιάφορο... που δεν εκδηλοχνει κανένα ιδιαίτερο άγχος... δεν τίθεται το θέμα κάποιας αγωγής» και έτσι δεν υπήρχε τίποτα που μπορούσε να προσφέρει, ή οποιαδήποτε θεραπευτική «διέξοδος» ή κά­ποιο «πάτημα» που να της ήταν δυνατό να διακρίνει.

Σε αυτό το σημείο της αναζήτησής μου, πεπεισμένος πια ότι ήταν πράγματι ένα «καθαρό» σύνδρομο Korsakov, χωρίς την εμπλοκή άλλων παραγόντων, συναισθηματικών ή οργανικών, έγραψα στον Luria και ζή­τησα τη γνώμη του. Στην απάντησή του μου μιλούσε για τον ασθενή του Bel,** του οποίου η αμνησία είχε αναδρομικά ξεριζώσει δέκα χρόνια. Κατά τη γνώμη του δεν ήταν απίθανο μία τέτοια παλίνδρομη αμνησία να απλώνεται στις περασμένες δεκαετίες ή και σε μία ολόκληρη ζωή. «Μπορώ μόνο να περιμένω για την τελειωτική αμνησία», γράφει ο Μπουνιουέλ, «αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή». Η αμνη-

* Τεστ με sodium amytal: η ένεση μιας ναρκωτικής ουσίας με προκαθορισμένη τεχνική, ώστε να προκληθεί χαλάρωση και πτώση του συνειδησιακού επίπεδου, με συνέπεια άρση των αναστολών. (Σ.τ.Μ.)

** Βλ. Α. R. Luria, The Neuropsychology of Memory, αγγλική έκδοση 1976, σελ. 250-2.

52

σία του Τζίμυ, όμως, για οποιουσδήποτε λόγους, είχε σβήσει τη μνήμη και το χρόνο μέχρι το 1945 πάνω κάτω και μετά σταματούσε. Μερικές φορές του τύχαινε να θυμηθεί κάτι πολύ μεταγενέστερο, αλλά αυτή η ανάκληση θα ήταν αποσπασματική και χωρίς διάρθρωση μέσα στο χρό­νο. Μία φορά, βλέποντας τη λέξη «δορυφόρος» στον τίτλο μιας εφημερί­δας, είπε αδιάφορα ότι επρόκειτο να λάβει μέρος σε ένα πρόγραμμα εκτόξευσης δορυφόρου, ενώ βρισκόταν στο πλοίο Chesapeake Bay, ένα θραύσμα μνήμης που προερχόταν από τις αρχές ή τα μέσα της δεκαε­τίας του '60. Στην πράξη, όμως, το σημείο διακοπής του εντοπιζόταν στη διάρκεια των μέσων (ή του τέλους) της δεκαετίας του '40 και οτιδή­ποτε μεταγενέστερο ανακαλούσε ήταν αποσπασματικό και ασύνδετο. Έτσι ήταν τα πράγματα το 1975 και έτσι παραμένουν σήμερα, εννέα χρόνια αργότερα.

Τι μπορούσαμε να κάνουμε; Τι έπρεπε να κάνουμε; «Δεν υπάρχουν συνταγές σε μία τέτοια περίπτωση», έγραφε ο Luria. «Κάντε ό,τι σας υποδεικνύουν η εφευρετικότητα και η καρδιά σας. Υπάρχει ελάχιστη ή και καθόλου ελπίδα να ξαναβρεί τη μνήμη του. Αλλά ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση, ευαισθησίες, πνεύμα· αντικείμενα για τα οποία δεν μπορεί να μιλήσει η νευροψυχολογία. Ε­κεί, πέρα από το χώρο της απρόσωπης ψυχολογίας, είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή. Οι συνθήκες της δουλειάς σας ειδικά σας επιτρέπουν να κάνετε κάτι τέτοιο, γιατί δουλεύετε σε ένα άσυλο, που είναι σαν ένας μικρός κό­σμος, πολύ διαφορετικό από τις κλινικές και τα ιδρύματα όπου εργά­ζομαι εγώ. Νευροψυχολογικά δεν υπάρχει σχεδόν τίποτα που να μπο­ρείτε να κάνετε· στο χώρο του Ατόμου, όμως, ίσως υπάρχουν πολλά που μπορείτε».

Ο Luria ανέφερε τον ασθενή του Kur που είχε μία σπάνια αυτοεπί-γνωση, μέσα στην οποία η απελπισία ήταν ανάμεικτη με μία παράξενη ηρεμία. «Δεν έχω ανάμνηση του παρόντος», έλεγε ο Kur. «Δεν ξέρω τι έκανα ή από πού ήρθα μόλις τώρα... μπορώ να ανακαλέσω πολύ καλά το παρελθόν μου, αλλά δεν έχω μνήμη του παρόντος μου». Όταν τον ρωτούσαν αν είχε ποτέ του δει το πρόσωπο που τον εξέταζε, απαντού­σε: «Δεν μπορώ να πω ναι ή όχι, δεν μπορώ να βεβαιώσω ούτε να αρνηθώ ότι σας έχω δει». Αυτό συνέβαινε μερικές φορές και με τον Τζίμυ. Όπως ο Kur, που παρέμεινε για πολλούς μήνες στο ίδιο νοσο­κομείο, ο Τζίμυ άρχισε να αποκτά σιγά σιγά μία «οικειότητα»· έμαθε να βρίσκει το δρόμο του μέσα στο κτήριο, γύρω από την τραπεζαρία, να γνωρίζει το ίδιο του το δωμάτιο, τα ασανσέρ, τις σκάλες, και κατά κά-

53

Page 29: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ποιο τρόπο αναγνώριζε μερικά πρόσωπα από το προσωπικό, παρότι τα μπέρδευε, και ίσως είχαν πράγματι κάποια ομοιότητα με πρόσωπα από το παρελθόν. Γρήγορα συνδέθηκε με την αδελφή του Οίκου- ανα­γνώριζε αμέσως τη φωνή της, τον ήχο των βημάτων της, αλλά έλεγε πάντα ότι ήταν μια συμμαθήτριά του από το Γυμνάσιο και έμεινε έκ­πληκτος όταν με άκουσε να τη φωνάζω «αδελφή».

— Α, στο καλό! αναφώνησε. Συμβαίνουν τα πιο απίθανα πράγματα. Λοιπόν, αδελφή, ποτέ δε θα μπορούσα να μαντέψω ότι θα γινόσασταν καλόγρια!

Από τότε που βρίσκεται στον Οίκο Ευγηρίας μας —από τις αρχές, δηλαδή, του 1975— ο Τζίμυ δεν κατόρθωσε ποτέ να αναγνωρίσει με συνέπεια κάποιον. Το μόνο πρόσωπο που αληθινά αναγνωρίζει είναι ο αδελφός του κάθε φορά που τον επισκέπτεται από το Όρεγκον. Οι συναντήσεις αυτές είναι βαθιά συγκινητικές για όποιον βρεθεί μπρο­στά· οι μόνες αληθινά συγκινητικές συναντήσεις που έχει ο Τζίμυ. Αγα­πά τον αδελφό του, τον αναγνωρίζει, αλλά δεν μπορεί να καταλάβει γιατί φαίνεται τόσο γέρος: «Υποθέτω πως μερικοί άνθρωποι γερνάνε γρήγορα», λέει. Στην πραγματικότητα ο αδελφός του μοιάζει πολύ νεό­τερος από την ηλικία του και έχει εκείνο το είδος προσώπου και κατα­σκευής που αλλάζουν πολύ λίγο με τα χρόνια. Πρόκειται για συναντή­σεις αληθινές και είναι για τον Τζίμυ ο μόνος σύνδεσμος ανάμεσα στο παρελθόν και το μέλλον, χωρίς, όμως, κάποια έννοια ιστορικότητας ή συνέχειας. Αν κάνουν κάτι, είναι να τονίζουν —τουλάχιστον για τον αδελφό του και για τους άλλους που τους βλέπουν μαζί— το γεγονός ότι ο Τζίμυ εξακολουθεί να ζει και να είναι απολιθωμένος μέσα στο παρελθόν.

Στην αρχή είχαμε όλοι μεγάλες ελπίδες για τη βοήθεια που θα μπο­ρούσαμε να προσφέρουμε στον Τζίμυ· ήταν τόσο ευχάριστος, τόσο συ­μπαθής και έξυπνος, που ήταν δύσκολο να πιστέψει κανείς ότι δε θα ήταν δυνατό να του παρασχεθεί η οποιαδήποτε βοήθεια. Αλλά κανένας μας δεν είχε ποτέ αναλογιστεί ότι η αμνησία μπορούσε να 'ναι τόσο δυνατή, σαν ένας λάκκος όπου θα καταβαραθρώνονταν τα πάντα, η κάθε εμπειρία, το κάθε γεγονός, μέσα σε ένα απύθμενο βάθος, σε μία άπατη τρύπα της μνήμης που μπορούσε να απορροφήσει ολόκληρο τον κόσμο.

Όταν τον είχα πρωτοδεί, είχα προτείνει να κρατάει ένα ημερολόγιο και να τον παρακινούν να κρατάει καθημερινά σημειώσεις από τις ε­μπειρίες του, τα αισθήματά του, τις σκέψεις του, τις αναμνήσεις του, τους συλλογισμούς του. Αυτές οι απόπειρες απέτυχαν, στην αρχή, γιατί

54

διαρκώς έχανε το ημερολόγιο: έπρεπε με κάποιο τρόπο να μένει δεμέ­νο επάνω του. Αλλά και αυτό το σύστημα απέτυχε: κράταγε ευσυνεί­δητα σύντομες καθημερινές σημειώσεις, αλλά δεν μπορούσε να ανα­γνωρίσει τις προηγούμενες. Αναγνώριζε το γραφικό του χαρακτήρα και το ύφος του και έμενε πάντα κατάπληκτος, όταν ανακάλυπτε ότι την προηγούμενη μέρα είχε γράψει κάτι.

Κατάπληκτος —και αδιάφορος— γιατί ήταν ένας άνθρωπος που, στην πραγματικότητα, δεν είχε «προηγούμενη μέρα». Τα γραπτά του παρέμεναν ασύνδετα και χωρίς τη δυνατότητα να του προσφέρουν κά­ποια ενότητα, χωρίς τη δύναμη να δώσουν οποιαδήποτε έννοια χρόνου ή συνέχειας. Εκτός αυτού, ήταν τετριμμένες —«Αυγά για πρωινό», «Εί­δα το ματς στην τηλεόραση»— και ποτέ δεν έφταναν σε κάποιο βάθος. Αλλά τάχα υπήρχε κάποιο βάθος σ' αυτό τον άνθρωπο χωρίς αναμνή­σεις, κάποιο βάθος διαρκούς συναισθήματος και σκέψης, ή είχε άραγε περιοριστεί σε ένα είδος επιφανειακής κατασκευής σαν το επινόημα του Hume, μία απλή διαδοχή άσχετων εντυπώσεων και γεγονότων;

Ο Τζίμυ είχε, και ταυτόχρονα δεν είχε, επίγνωση αυτής της βαθιάς, τραγικής απώλειας από την οποία έπασχε, της απώλειας του εαυτού του. (Αν κάποιος χάσει ένα πόδι ή ένα μάτι, το ξέρει, ξέρει ότι έχει χάσει ένα πόδι ή ένα μάτι· αλλά αν έχει χάσει έναν ολόκληρο εαυτό —τον εαυτό του— δεν μπορεί να το ξέρει, επειδή δεν είναι πια παρών για να το ξέρει.) Δεν ήταν δυνατό, λοιπόν, να κάνω μαζί του λογική συζήτηση γύρω από τέτοια θέματα.

Στην αρχή έδειχνε απόγνωση για το ότι βρισκόταν ανάμεσα σε αρ­ρώστους τη στιγμή που, όπως έλεγε, ο ίδιος δεν αισθανόταν άρρωστος. Τι αισθανόταν, όμως; Είχε δυνατή κατασκευή και ήταν σωματώδης, εί­χε ένα είδος ζωώδους δύναμης και ενέργειας αλλά και μία παράξενη αδράνεια, μια παθητικότητα, και (όπως όλοι παρατήρησαν) μία «α­διαφορία»· έδινε σ' όλους μας την ακατανίκητη εντύπωση πως «κάτι έλειπε», παρόλο που ακόμα και αυτό, αν το αντιλαμβανόταν, το δεχό­ταν με μία παράξενη «αδιαφορία». Μία μέρα τον ρώτησα όχι πια για τη μνήμη του ή για το παρελθόν αλλά για τα πιο απλά και τα πιο στοιχει­ώδη συναισθήματα:

— Πώς αισθάνεστε; — Πώς αισθάνομαι; επανέλαβε και έξυσε το κεφάλι του. Δεν μπορώ

να πω ότι αισθάνομαι άρρωστος. Δεν μπορώ και να πω, όμως, ότι αισθά­νομαι καλά. Δεν μπορώ να πω γενικά ότι αισθάνομαι κάτι, οτιδήποτε.

— Είστε δυστυχισμένος; ξαναρώτησα. — Δεν μπορώ να το πω.

55

Page 30: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

— Χαίρεστε τη ζωή; — Δεν μπορώ να το πω. Δίστασα φοβούμενος ότι το πήγαινα πολύ μακριά, ότι κινδύνευα να

απογυμνώσω έναν άνθρωπο μέχρι το βάθος, μέχρι κάποιο κρυφό ση­μείο, να εκμαιεύσω κάτι που δεν έπρεπε να ειπωθεί, κάτι που θα απε­λευθέρωνε μία αφόρητη απελπισία.

— Δεν απολαμβάνετε τη ζωή; επανέλαβα διστάζοντας κάπως. Τι αι­σθάνεστε τότε για τη ζωή;

— Δεν μπορώ να πω ότι νιώθω οτιδήποτε. — Νιώθετε ζωντανός, παρ' όλα αυτά; — Ζωντανός; Όχι αληθινά. Δεν έχω νιώσει ζωντανός εδώ και πάρα

πολύ καιρό. Μια έκφραση άπειρης στενοχώριας και παραίτησης κάλυπτε το πρό­

σωπό του. Αργότερα, έχοντας διαπιστώσει την ικανότητά του και την ευχαρί­

στηση που του έδιναν τα γρήγορα παιχνίδια και οι γρίφοι, καθώς και τη δύναμη που είχαν να τον «κρατάνε», τουλάχιστον για όσο διαρκούσαν, και να του επιτρέπουν να έχει, έστω και για λίγο, μια αίσθηση συντρο­φικότητας και άμιλλας —δεν παραπονιόταν για μοναξιά, αλλά έμοιαζε τόσο μόνος· δεν εξέφραζε ποτέ του λύπη, αλλά έμοιαζε τόσο λυπημέ­νος— πρότεινα να μπει στα προγράμματα αναψυχής του Οίκου. Αυτό λειτούργησε καλύτερα, καλύτερα από το ημερολόγιο. Συμμετείχε στα παιχνίδια με ζωηράδα και ταχύτητα, αλλά γρήγορα σταμάτησαν να του προσφέρουν οποιοδήποτε κίνητρο: έλυσε όλα τα προβλήματα — που δεν παρουσίαζαν καμία δυσκολία γι' αυτόν ήταν ο καλύτερος και ο εξυπνότερος από οποιονδήποτε άλλον στα παιχνίδια. Και καθώς το αντιλαμβανόταν, γινόταν και πάλι νευρικός και ανήσυχος και περιπλα­νιόταν στους διαδρόμους, στενοχωρημένος και βαριεστημένος, δίνο­ντας μια αίσθηση προσβεβλημένης αξιοπρέπειας: τα παιχνίδια και τα αινίγματα ήταν για τα παιδιά, μια ψυχαγωγία. Έκδηλα και παθιασμένα γύρευε να κάνει κάτι: ήθελε να δρα, να υπάρχει, να αισθάνεται· και δεν μπορούσε· γύρευε κάποιο νόημα, γύρευε σκοπό. Με τα λόγια του Freud, γύρευε «Εργασία και Έρωτα».

Θα μπορούσε να κάνει μία «συνηθισμένη» δουλειά; Ο αδελφός του είχε πει ότι είχε «αποσυντεθεί», όταν σταμάτησε να εργάζεται το 1965. Είχε δύο εντυπωσιακές ικανότητες, τον κώδικα Μορς και τη δακτυλο­γράφηση. Δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τα Μορς, εκτός και αν ανακαλύπταμε κάποια καινούρια χρήση τους μπορούσαμε, όμως, να χρησιμοποιήσουμε έναν καλό δακτυλογράφο, αν ξανάβρισκε τις πα-

5 6

λιές του επιδόσεις, και αυτό θα μπορούσε να είναι μια αληθινή δουλειά, όχι μόνο ένα παιχνίδι. Πράγματι, ο Τζίμυ γρήγορα επανέκτησε την πα­λιά του ικανότητα και έφτασε να δακτυλογραφεί πολύ γρήγορα —του ήταν αδύνατο να το κάνει αργά— και σ' αυτό βρήκε ένα μέρος από τα κίνητρα και την ικανοποίηση που προσφέρει η δουλειά. Αλλά κι αυτό δεν έπαυε να είναι παρά μία επιφανειακή δακτυλογράφηση· ήταν μονό­τονο, δεν είχε κανένα βάθος. Αυτό που δακτυλογραφούσε το δακτυλο­γραφούσε μηχανικά —δεν μπορούσε να συγκρατήσει το νόημα— χτυ­πούσε απλώς τις σύντομες προτάσεις τη μία μετά την άλλη σε μία χω­ρίς νόημα σειρά.

Αυθόρμητα, όλοι είχαν την τάση να τον περιγράφουν σαν ένα θύμα ενός πνευματικού ατυχήματος, σαν μία «χαμένη ψυχή»: ήταν τάχα δυ­νατό να είχε στ' αλήθεια «χάσει την ψυχή του», εξαιτίας μιας ασθένειας; «Νομίζετε ότι έχει ψυχή;» ρώτησα μια μέρα τις αδελφές. Η ερώτησή μου τις έκανε ν' ανατριχιάσουν, αλλά μπορούσαν να καταλάβουν γιατί την έκανα. «Παρατηρήστε τον Τζίμυ όταν είναι στο παρεκκλήσι», μου είπαν, «και κρίνετε μόνος σας».

Το έκανα και συνταράχτηκα. Συγκινήθηκα βαθιά και εντυπωσιάστη­κα, γιατί είδα μία ένταση, μια σταθερότητα προσοχής και μια συγκέ­ντρωση που δεν είχα ποτέ μου δει προηγουμένως στον Τζίμυ, για τις οποίες δεν τον είχα ικανό. Τον παρατηρούσα να γονατίζει και να παίρ­νει τη μετάληψη στο στόμα του και δε μου ήταν δυνατό να αμφιβάλλω για την πληρότητα και για την ολοκλήρωση της θείας κοινωνίας, για την απόλυτη ευθυγράμμιση του πνεύματός του με το πνεύμα της λειτουρ­γίας. Έμπαινε στο μυστήριο και έπαιρνε μέρος σ' αυτό με πληρότητα, με ένταση, με γαλήνη, με την ηρεμία της απόλυτης προσοχής και συγκέ­ντρωσης. Τον συγκρατούσε, τον απορροφούσε ολοκληρωτικά ένα συ­ναίσθημα. Δεν υπήρχε κενό μνήμης, δεν υπήρχε Korsakov εκείνη τη στιγμή, ούτε και έμοιαζε δυνατό ή μπορούσε να φανταστεί κανείς ότι θα μπορούσε να υπάρχει· γιατί δε βρισκόταν πια στο έλεος ενός ελατ­τωματικού και εύθραυστου μηχανισμού —της χωρίς νόημα διαδοχής των μνημονικών χναριών— αλλά ήταν απορροφημένος σε μία πράξη όπου συμμετείχε με όλο του το είναι, μία πράξη όπου τα αισθήματα και το νόημα βρίσκονταν σε μία οργανική ενότητα, είχαν μία συνέχεια τόσο συνεκτική, που δεν μπορούσε να υποστεί την οποιαδήποτε δια­κοπή.

Ήταν φανερό ότι ο Τζίμυ έβρισκε τον εαυτό του, έβρισκε τη συνέ­χεια και την πραγματικότητα μέσα στην απολυτότητα της πνευματικής προσοχής και πράξης. Οι αδελφές είχαν δίκιο: εδώ έβρισκε πράγματι

57

Page 31: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

την ψυχή του. Είχε δίκιο και ο Luria που τα λόγια του μου ξανάρχονταν τώρα: «Ένας άνθρωπος δεν έχει μόνο μνήμη. Έχει αισθήματα, θέληση, ευαισθησίες, πνεύμα... Εκεί... είναι που μπορείτε να βρείτε τρόπους για να τον αγγίξετε και να δείτε μια βαθιά αλλαγή». Η μνήμη, η διανοητική δραστηριότητα, ο νους από μόνος του δεν μπορούσαν να του προσφέ­ρουν βάσεις· αλλά η πνευματική προσοχή και δράση μπορούσαν να τον συγκρατήσουν ολοκληρωτικά.

Ίσως, όμως, η λέξη «πνεύμα» είχε πολύ στενή σημασία· το αισθητικό και το δραματικό συμμετείχαν εξίσου. Όταν είδα τον Τζίμυ στο πα­ρεκκλήσι, άνοιξαν τα μάτια μου και προς άλλες περιοχές που εγκαλούν την ψυχή, όπου η ψυχή καταλαγιάζει και γαληνεύει, όπου βρίσκεται σε κοινωνία και προσοχή. Στο ίδιο βάθος απορρόφησης και προσοχής θα έπρεπε να μπορεί να φτάσει μέσα από τη μουσική και την τέχνη: πα­ρατήρησα ότι δεν αντιμετώπιζε δυσκολία στην «παρακολούθηση» της μουσικής ή απλών θεατρικών έργων: κάθε στιγμή στη μουσική και στην τέχνη αναφέρεται, περιέχει άλλες στιγμές. Του άρεσε ακόμα η κηπου­ρική και είχε αναλάβει ένα μέρος της δουλειάς στον κήπο μας. Στην αρχή αντιμετώπιζε τον κήπο κάθε μέρα σαν να ήταν καινούριος· για κάποιο λόγο, όμως, του είχε γίνει πιο οικείος απ' ό,τι το εσωτερικό του ιδρύματος. Σχεδόν ποτέ δε χανόταν και δεν έχανε τον προσανατολισμό του στον κήπο· νομίζω πως του έφερνε στο μυαλό αγαπημένους κή­πους που είχαν εντυπωθεί στη μνήμη του από τα νιάτα του στο Κονέ-τικατ.

Ο Τζίμυ, που ήταν τόσο χαμένος στον «παρατατικό» χρόνο, στο χρό­νο που συντίθεται από την παράθεση των γεγονότων, ήταν απόλυτα προσανατολισμένος στον μπερξονικό «τελικό» χρόνο· αυτό που γι' αυ­τόν ήταν φευγαλέο και αδυνατούσε να συγκρατήσει σαν φορμαλιστική δομή παρουσιαζόταν σαν απόλυτα σταθερό και άριστα ελεγχόμενο, ό­ταν εμφανιζόταν σαν τέχνη ή σαν θέληση. Ακόμα καλύτερα, στην περί­πτωση αυτή τα πράγματα άντεχαν και επιζούσαν. Αν τον Τζίμυ τον «συγκρατούσε» μία προσπάθεια, ένας γρίφος, ένα παιχνίδι ή ένας υπο­λογισμός, τον συγκρατούσαν στην πραγματικότητα για πολύ λίγο, με βάση ένα καθαρά διανοητικό κίνητρο, και αμέσως μόλις τελείωναν ξα­νάπεφτε στην άβυσσο του δικού του κενού, στην αμνησία του. Αν, ό­μως, εκείνο που τον συγκρατούσε ήταν μία συγκινησιακή και πνευμα­τική εγρήγορση, όπως η ενατένιση της φύσης ή της τέχνης, η ακρόαση της μουσικής, η συμμετοχή στη λειτουργία στο παρεκκλήσι, η εγρήγορ­ση, η διάθεση που όλα αυτά του προκαλούσαν, η γαλήνη τους θα έμε­ναν για λίγο και ο Τζίμυ θα έδειχνε μία περισυλλογή και μία ειρήνη που

58

σπάνια βλέπαμε, αν τη βλέπαμε ποτέ τον υπόλοιπο καιρό στο ίδρυμα. Έχουν περάσει πια εννιά χρόνια που γνωρίζω τον Τζίμυ και νευρο-

ψυχολογικά δεν έχει αλλάξει στο ελάχιστο. Εξακολουθεί να παρουσιά­ζει το πιο απόλυτο σύνδρομο Korsakov, του είναι αδύνατο να συγκρα­τήσει μεμονωμένα θέματα για παραπάνω από μερικά δευτερόλεπτα και έχει μία βαθιά αμνησία που φτάνει μέχρι το 1945. Αλλά από αν­θρώπινη, από πνευματική άποψη, παρουσιάζεται μερικές στιγμές σαν ένας ολωσδιόλου διαφορετικός άνθρωπος· δεν είναι τότε αιωρούμενος, ανήσυχος, βαριεστισμένος και χαμένος αλλά βαθιά προσεχτικός απέ­ναντι στην ψυχή και στην ομορφιά του κόσμου, πλούσιος σύμφωνα με όλες τις κατηγορίες του Κίρκεγκαρντ, καθώς και από κάθε αισθητική, ηθική, θρησκευτική ή δραματική άποψη. Όταν τον πρωτοσυνάντησα, είχα αναρωτηθεί μήπως ήταν καταδικασμένος σε κάποιο είδος ύπαρ­ξης σαν σαπουνόφουσκα, όπως τη φανταζόταν ο Hume, μία αιώρηση που γλιστρά χωρίς νόημα επάνω στην επιφάνεια της ζωής. Με απα­σχολούσε, επίσης, το ερώτημα αν υπήρχε τρόπος να ξεπεραστεί η α­συναρτησία της ασθένειάς του, που θύμιζε τόσο αυτές τις συλλήψεις του Hume: η εμπειρική επιστήμη μού υπαγόρευε ότι δεν υπήρχε κανέ­νας τέτοιος τρόπος· όμως η εμπειρική επιστήμη, ο εμπειρισμός, δεν παίρνει υπόψη του την ψυχή, δεν παίρνει υπόψη του αυτό που καθο­ρίζει και συνιστά την προσωπική ύπαρξη. Υπάρχει ίσως εδώ ένα φιλο­σοφικό, όσο και κλινικό μάθημα: στο σύνδρομο Korsakov, ή στην άνοια, ή σε άλλες τέτοιες καταστροφικές διαδικασίες, όσο μεγάλη και αν είναι η οργανική καταστροφή και η αποσύνθεση που πλησιάζει τον άνθρω­πο στο διανοητικό κατασκεύασμα του Hume, παραμένει εντούτοις α­μείωτη η δυνατότητα της επανενσωμάτωσης διαμέσου της τέχνης, δια­μέσου της επικοινωνίας, της επαφής με το ανθρώπινο πνεύμα: και αυ­τό μπορεί να παραμένει άθικτο κάτω απ' ό,τι μοιάζει στην αρχή σαν μία ανέλπιδη κατάσταση απόλυτης νευρολογικής καταστροφής.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Τώρα πια ξέρω πως η παλίνδρομη αμνησία κάποιου βαθμού είναι πολύ κοινή, αν όχι ο κανόνας, σε περιπτώσεις συνδρόμου Korsakov. Το κλασικό σύνδρομο Korsakov —μία βαθιά και μόνιμη αλλά «καθαρή» καταστροφή της μνήμης, που προκαλείται από την τοξική επίδραση του οινοπνεύματος στα μαστοειδή σωμάτια— είναι σπάνια, ακόμα και στους πολύ μεγάλους πότες. Μπορεί, βέβαια, να συναντήσει κανείς το σύνδρομο Korsakov σε άλλες παθολογίες, όπως στους ασθενείς του

59

Page 32: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Luria που είχαν εγκεφαλικούς όγκους. Μία ιδιαίτερα συναρπαστική μορφή ενός οξέος (και ευτυχώς παροδικού) συνδρόμου Korsakov περι-γράφηκε καλά πριν από λίγο καιρό με το όνομα παροδική ολική αμνη­σία (transient global amnesia) που μπορεί να επέλθει εξαιτίας ημικρανι­ών, κρανιοεγκεφαλικών τραυμάτων ή ελλιπούς παροχής αίματος στον εγκέφαλο. Σε αυτή την κατάσταση παρουσιάζεται μία σοβαρή και ιδιό­μορφη αμνησία που κρατάει λίγα λεπτά ή μερικές ώρες, ενώ ο ασθενής μπορεί να συνεχίζει να οδηγεί το αυτοκίνητό του ή τις ιατρικές ή εκδο­τικές του εργασίες με έναν εντελώς μηχανικό τρόπο. Αλλά κάτω από αυτή τη συνεχιζόμενη δραστηριότητα υπάρχει μία βαθιά αμνησία· κάθε πρόταση που προφέρεται ξεχνιέται μόλις λέγεται, το καθετί ξεχνιέται μέσα σε λίγα λεπτά από τη στιγμή που το βλέπουμε, παρότι οι από μακρού εγκαταστημένες αναμνήσεις και οι καθημερινές συνήθειες είναι δυνατό να παραμένουν εντελώς άθικτες. (Μερικές πολύ αξιόλογες βι­ντεοταινίες ασθενών κατά τη διάρκεια μιας παροδικής ολικής αμνησίας γυρίστηκαν πρόσφατα [1986] από το δρ John Hodges στην Οξφόρδη.)

Σε τέτοιες περιπτώσεις μπορεί επιπλέον να υπάρχει και μία βαθιά παλίνδρομη αμνησία. Ο συνάδελφός μου, δρ Leon Protass, μου μίλησε για την περίπτωση ενός άντρα υψηλής νοημοσύνης που ήταν για μερι­κές ώρες ανίκανος να θυμηθεί τη γυναίκα του και τα παιδιά του. Πράγματι είχε χάσει τριάντα χρόνια από τη ζωή του αλλά, ευτυχώς, μόνο για μερικές ώρες. Τέτοιες προσβολές εξαφανίζονται απότομα και τελείως· παρ' όλα αυτά είναι ίσως οι πιο τρομαχτικές από τις «μικρές προσβολές», εξαιτίας της δύναμης που έχουν να καταργούν ή να σβή­νουν ολόκληρες δεκαετίες μιας πλούσιας ζωής γεμάτης από επιτεύγ­ματα και αναμνήσεις. Συνήθως τον τρόμο τον αισθάνονται οι άλλοι- ο ίδιος ο ασθενής, χωρίς καμιά επίγνωση, αμνησικός για την αμνησία του, μπορεί να συνεχίσει να κάνει αυτό που είχε αρχίσει, εντελώς αμέριμνος, και αργότερα μόνο να ανακαλύψει ότι έχασε όχι μόνο μία μέρα (όπως είναι συνηθισμένο με τα κοινά αλκοολικά «μπλάκαουτ») αλλά το μισό μιας ζωής, χωρίς καν να το καταλάβει. Το γεγονός ότι μπορεί έτσι ξαφ­νικά να χάσει κανείς το μεγαλύτερο μέρος μιας ολόκληρης ζωής προ­καλεί έναν ιδιαίτερο, μεταφυσικό τρόμο.

Στα ηλικιωμένα άτομα η ζωή, η ανώτερη, πνευματική ζωή μπορεί να σταματήσει πρώιμα, εξαιτίας εγκεφαλικών επεισοδίων, γεροντικής ά­νοιας, εγκεφαλικών τραυματισμών κ.λπ., αλλά σ' αυτές τις περιπτώσεις παραμένει συνήθως μία συνείδηση της ζωής που έχει περάσει, η συνεί­δηση του παρελθόντος του αρρώστου. Το γεγονός αυτό γίνεται συνή­θως αποδεκτό σαν κάποιο είδος αντισταθμίσματος: «Τουλάχιστον έζη-

60

σα, γεύτηκα τη ζωή μου όσο μπορούσα, πριν τραυματιστώ στο κεφάλι, πριν από την προσβολή» κ.λπ. Αυτή η αίσθηση της «ζωής που έχει υ­πάρξει», που μπορεί να είναι μία παρηγοριά ή και ένα βάσανο, είναι ακριβώς η αίσθηση που εξαφανίζεται στην παλίνδρομη αμνησία. Η «τε­λική αμνησία, αυτή που μπορεί να σβήσει μία ολόκληρη ζωή», για την οποία μιλάει ο Μπουνιουέλ, μπορεί να επέλθει, ίσως, στην τελική φάση μιας άνοιας, όχι όμως —σύμφωνα με την πείρα μου— απότομα με ένα εγκεφαλικό επεισόδιο. Αντίθετα, υπάρχει ένα είδος αμνησίας διαφορε­τικό —αν και συγκρίσιμο— που μπορεί να παρουσιαστεί απότομα· όχι, δηλαδή, η «ολική» αλλά μία «μερική» αμνησία.

Σε έναν ασθενή, που είχα αναλάβει, μία ξαφνική θρόμβωση στην ο­πίσθια κυκλοφορία του εγκεφάλου προκάλεσε τον άμεσο θάνατο των οπτικών περιοχών του. Ο άρρωστός μου έμεινε αμέσως εντελώς τυ­φλός, χωρίς, όμως, να το καταλαβαίνει. Φαινόταν ότι ήταν τυφλός, αλλά δεν έκανε κανένα παράπονο. Η εξέταση και οι ερωτήσεις που του έγι­ναν έδειξαν πέρα από κάθε αμφιβολία ότι όχι μόνο ήταν «φλοιωδώς» τυφλός, «κεντρικά» τυφλός, εξαιτίας της βλάβης του οπτικού του φλοιού, αλλά και ότι είχε χάσει ολοκληρωτικά όλες τις οπτικές του εικό­νες και τις οπτικές του αναμνήσεις· και, παρ' όλα αυτά, δεν είχε την παραμικρή ιδέα της οποιασδήποτε απώλειας. Στην πραγματικότητα ε­κείνο που είχε χάσει ήταν η ίδια η ιδέα τού να βλέπεις και όχι μόνο ήταν ανίκανος να περιγράψει οπτικά το οτιδήποτε, αλλά ερχόταν σε αμηχανία κάθε φορά που χρησιμοποιούσα λέξεις όπως «βλέπω» και «φως». Στην ουσία είχε μεταβληθεί σε ένα μη οπτικό ον. Ολόκληρη η ζωή του, που τη χαρακτήριζε το ότι έβλεπε, η χρήση της όρασης, είχε στ' αλήθεια χαθεί. Ολόκληρη η οπτική ζωή του είχε σβηστεί, είχε σβη­στεί μόνιμα τη στιγμή που του συνέβη αυτό το εγκεφαλικό επεισόδιο. Μία τέτοια οπτική αμνησία και, ας πούμε, μία τέτοια τύφλωση στην τύφλωση, αμνησία για την αμνησία, στην πραγματικότητα είναι ένα «ο­λοκληρωτικό» σύνδρομο Korsakov που, όμως, περιορίζεται στην όραση.

Μία ακόμα πιο περιορισμένη, αλλά άλλο τόσο ολοκληρωτική, αμνη­σία μπορεί να παρουσιαστεί σε σχέση με τις ιδιαίτερες μορφές της α­ντίληψης, όπως στο προηγούμενο κεφάλαιο, τον «άνθρωπο που μπέρ­δεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο». Σ' αυτή την περίπτωση υπήρχε μία απόλυτη «προσωπαγνωσία» ή αγνωσία προσώπων. Ο ασθενής εκεί δεν ήταν μόνο ανίκανος να αναγνωρίζει πρόσωπα, αλλά ανίκανος και να φανταστεί ή να θυμηθεί οποιοδήποτε πρόσωπο· στην πραγματικό­τητα είχε χάσει την ίδια την ιδέα του «προσώπου», όπως ο άλλος ασθε­νής μου, σε ακόμα πιο άσκημη κατάσταση, είχε χάσει τις ίδιες τις ιδέες

61

Page 33: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

του «βλέπειν» ή του «φωτός». Τέτοια σύνδρομα περιγράφηκαν από τον Anton στα 1890. Το τι, όμως, συνεπάγονται αυτά τα σύνδρομα —του Korsakov και του Anton— το τι σημαίνουν και τι θα έπρεπε να σημαί­νουν για τον κόσμο, τις ζωές, τις ταυτότητες των ασθενών που υποφέ­ρουν από αυτά, πολύ σπάνια έχει γίνει αντικείμενο μελέτης ακόμα και μέχρι σήμερα.

Στην περίπτωση του Τζίμυ αναρωτηθήκαμε μερικές φορές με ποιο τρόπο θα αντιδρούσε αν τον πηγαίναμε πίσω στην ιδιαίτερη πατρίδα του —στην πραγματικότητα πίσω στις μέρες πριν από την αμνησία του— αλλά η μικρή κωμόπολη στο Κονέτικατ είχε γίνει με τα χρόνια μία πόλη σε πλήρη ανάπτυξη. Αργότερα είχα την ευκαιρία να μάθω τι θα είχε. συμβεί κάτω από τέτοιες συνθήκες, αν και αυτό έγινε με κά­ποιον άλλο ασθενή με σύνδρομο Korsakov, τον Στίβεν P., ο οποίος είχε απότομα αρρωστήσει το 1980 και του οποίου η παλίνδρομη αμνησία έφτανε πίσω κατά δύο χρόνια ή κάπου τόσο. Σε αυτό τον ασθενή, ο οποίος είχε επιπλέον και σοβαρές επιληπτικές κρίσεις, σπαστικότητα και άλλα προβλήματα που απαιτούσαν νοσοκομειακή περίθαλψη, με­ρικές σπάνιες επισκέψεις στο σπίτι του, τα Σαββατοκύριακα, προκάλε­σαν μία οδυνηρή κατάσταση. Στο νοσοκομείο δεν μπορούσε να ανα­γνωρίσει κανέναν και τίποτα και βρισκόταν σχεδόν σε μια ασταμάτητη φρενίτιδα, εξαιτίας της απώλειας του προσανατολισμού του. Όταν, ό­μως, η γυναίκα του τον πήρε σπίτι τους, στο σπίτι του, που στην πραγ­ματικότητα ήταν γι' αυτόν ένα «στεγανό» στο χρόνο, που παρέμενε στις μέρες πριν από την αμνησία του, αισθάνθηκε αμέσως σε γνώριμο μέρος. Αναγνώρισε τα πάντα, χτύπησε το βαρόμετρο, έλεγξε το θερμο­στάτη, κάθισε στην αγαπημένη του πολυθρόνα, όπως συνήθιζε πάντα να κάνει. Μίλησε για τους γείτονες, τα μαγαζιά, την τοπική παμπ, έναν κοντινό κινηματογράφο, όπως αυτά ήταν στα μέσα της δεκαετίας του 70. Οι παραμικρές αλλαγές στο σπίτι τον προβλημάτιζαν και του προ­καλούσαν αγωνία. («Άλλαξες τις κουρτίνες σήμερα!» είπε μια μέρα στη γυναίκα του. «Πώς γίνεται αυτό; Τόσο ξαφνικά; Ήταν πράσινες σήμερα το πρωί». Ενώ στην πραγματικότητα πράσινες ήταν στα 1978.) Ανα­γνώρισε τα περισσότερα από τα γειτονικά σπίτια και μαγαζιά —είχαν αλλάξει πολύ λίγο ανάμεσα στα 1978 και στα 1983— αλλά σάστισε από την «αντικατάσταση» του κινηματογράφου. («Πώς θα μπορούσαν να τον κατεδαφίσουν και να χτίσουν ένα σούπερ μάρκετ στη θέση του μέσα σε μία νύχτα;») Αναγνώρισε φίλους και γείτονες· αλλά τους βρήκε ανεξήγητα πιο γέρους απ' ό,τι τους περίμενε. («Ο γερο-τάδε! Στ' αλή­θεια του φαίνονται τα χρόνια του. Ποτέ δεν το είχα παρατηρήσει πριν.

62

Πώς γίνεται ξαφνικά σήμερα να δείχνουν όλοι την ηλικία τους;») Αλλά το πραγματικό δράμα, ο τρόμος, ήταν όταν η γυναίκα του τον έφερνε πίσω στο νοσοκομείο· τον έφερνε με ένα φανταστικό και ανεξήγητο τρόπο (έτσι ένιωθε) σε ένα παράξενο σπίτι που ποτέ του δεν είχε δει, γεμάτο ξένους, και μετά τον εγκατέλειπε εκεί. «Τι κάνεις;» ούρλιαζε τρομοκρατημένος και συγκεχυμένος. «Τι διάβολο είναι αυτό το μέρος; Τι διάβολο συμβαίνει;» Αυτές οι σκηνές ήταν σχεδόν αφόρητες, όταν κανείς ήταν παρών, και θα πρέπει να φαίνονταν σαν τρέλα, ή σαν ε­φιάλτης, στον ίδιο. Ευτυχώς, το ξέχναγε το πολύ μέσα σε δυο λεπτά.

Τέτοιοι ασθενείς, απολιθωμένοι στο παρελθόν, μπορούν να είναι προσανατολισμένοι μόνο μέσα στο σπίτι τους. Ο χρόνος γι' αυτούς έχει σταματήσει. Ακούω ακόμα τον Στίβεν Ρ. να ουρλιάζει με τρόμο και σύγχυση επιστρέφοντας, να ουρλιάζει για ένα παρελθόν που δεν υπάρ­χει πια. Τι μπορούμε, όμως, να κάνουμε; Μπορούμε να δημιουργήσου­με ένα στεγανό στο χρόνο, ένα φανταστικό κατασκεύασμα; Ποτέ μου δε γνώρισα άλλον ασθενή σε τέτοιο βαθμό αντιμέτωπο, τόσο αναστα­τωμένο από τον αναχρονισμό, εκτός από τη Ρόζα Ρ. που έχω περιγρά­ψει στο βιβλίο μου Awakenings (βλ. και το κεφάλαιο 16, «Ακράτεια νο­σταλγίας»).

Ο Τζίμυ μπόρεσε τελικά να φτάσει σε μία ηρεμία· ο Ουίλιαμ (κεφά­λαιο 12) περνάει τον καιρό του φτιάχνοντας μύθους· ο Στίβεν, όμως, υποφέρει πάντοτε από μία πληγή που χάσκει μες στο χρόνο, μία αγω­νία που ποτέ δε θα κλείσει.

63

Page 34: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

3

Η ασώματη γυναίκα

Οι πιο σημαντικές όψεις των πραγμάτων παραμένουν κρυμμένες για μας, εξαιτίας της απλότητας και της οικειότητας τους. (Είσαι ανίκανος να παρατηρήσεις κάτι, γιατί βρίσκεται πάντα μπροστά στα μάτια σου.) Τα πραγματικά θεμέλια της έρευνας του ανθρώπου δεν τραβούν καθόλου την προσοχή του.

Wittgenstein

Η σκέψη αυτή του Wittgenstein, που αναφέρεται στην επιστημολογία, μπορεί να εφαρμοστεί σε τομείς της φυσιολογίας και της ψυχολογίας του καθενός μας και ειδικά σε σχέση με αυτό που κάποτε ο Sherring­ton αποκάλεσε «μυστική αίσθηση, έκτη μας αίσθηση» — την αδιάκοπη αλλά ασυνείδητη ροή ερεθισμάτων που προέρχονται από όλα τα κινη­τά μέρη του σώματός μας (μυς, τένοντες, συνδέσμους), διαμέσου της οποίας η θέση τους, ο τόνος τους και η κίνησή τους ελέγχονται και διορθώνονται συνεχώς, χωρίς όμως ποτέ να το αντιλαμβανόμαστε, γιατί γίνεται αυτόματα και ασυνείδητα.

Οι άλλες μας αισθήσεις —οι πέντε γνωστές αισθήσεις— μας είναι ανοιχτές και εμφανείς· αλλά αυτή —η κρυμμένη μας αίσθηση— έπρεπε πρώτα να ανακαλυφθεί, και ανακαλύφθηκε, στα 1890, από τον Sherring­ton. Την ονόμασε «ιδιοδεκτική αίσθηση», για να τη διαχωρίσει από την «επιπολής αίσθηση» και την «εν τω βάθει αίσθηση», και, επιπλέον, γιατί είναι απόλυτα αναγκαία για την αντίληψη του εαυτού μας· γιατί μόνο χάρη στην ευγενική συγκατάθεση της ιδιοδεκτικής αίσθησης, μπορεί να πει κανείς, αισθανόμαστε το σώμα μας σαν ιδιαίτερό μας γνώρισμα, σαν κτήμα μας, σαν το δικό μας σώμα (Sherrington 1906, 1940).

Τι μπορεί να έχει μεγαλύτερη σημασία για μας, σε ένα στοιχειώδες επίπεδο, από την κατοχή και τη χρήση του φυσικού μας εαυτού; Και

64

όμως είναι τόσο αυτόματη, τόσο οικεία, που ποτέ δεν της αφιερώνου­με μία σκέψη.

Ο Jonathan Miller γύρισε μια πολύ ωραία τηλεοπτική σειρά με τίτλο Ας αναρωτηθούμε για το σώμα, φυσιολογικά, όμως, ποτέ δεν αναρωτιό­μαστε για το σώμα μας: τα σώματά μας είναι πέρα από κάθε απορία, ή ίσως ανάξια απορίας, βρίσκονται απλώς εδώ, χωρίς να αναρωτιόμαστε γι' αυτά. Αυτή η χωρίς συζήτηση αποδοχή του σώματος, η βεβαιότητα για το σώμα μας, αποτελεί, για τον Wittgenstein, την αρχή και το θεμέ­λιο κάθε γνώσης και βεβαιότητας. Έτσι, στο τελευταίο του βιβλίο (Γύ­ρω από τη βεβαιότητα) αρχίζει λέγοντας: «Αν γνωρίζετε ότι αυτό είναι ένα χέρι, χάρισμα σας όλα τα υπόλοιπα». Στη συνέχεια, όμως, με την ίδια πνοή, και πάντα στην πρώτη σελίδα, λέει: «Μπορούμε να αναρω-τηθούμε για το κατά πόσο έχει έννοια να αμφιβάλλουμε γι' αυτό...» και λίγο πιο κάτω: «Μπορώ να αμφιβάλλω γι' αυτό; Λείπουν οι βάσεις που θα στήριζαν την αμφιβολία!»

Στην πραγματικότητα, ο τίτλος του βιβλίου του θα έπρεπε να είναι Γύρω από την αμφιβολία, γιατί το διαπερνά η διαρκής αμφιβολία, όσο και η συνεχής βεβαιότητα. Θέτει ειδικότερα το ερώτημα —και μπορεί κανείς να αναρωτηθεί με αυτή την ευκαιρία κατά πόσο αυτές οι σκέ­ψεις δεν του υποβλήθηκαν ίσως από τη δουλειά του με τους ασθενείς, στο νοσοκομείο, κατά τη διάρκεια του πολέμου— αν θα μπορούσαν να υπάρχουν καταστάσεις ή συνθήκες που καταργούν τη βεβαιότητα του σώματος, που θα έδιναν τις βάσεις για να αμφιβάλλει κανείς για το σώμα του, που θα οδηγούσαν ίσως τελικά στην απώλεια ολόκληρου του σώματος μέσα στην καθολική αμφιβολία. Αυτή η σκέψη μοιάζει να τον καταδιώκει στο τελευταίο του βιβλίο σαν ένας εφιάλτης.

Η Χριστίνα ήταν μία ψηλή νέα γυναίκα είκοσι εφτά χρονών, δοσμένη εντελώς στο χόκεϊ και την ιππασία, γεμάτη σιγουριά, δυνατή σωματικά και ψυχικά. Είχε δύο μικρά παιδιά και εργαζόταν σαν προγραμματί­στρια ηλεκτρονικών υπολογιστών στο σπίτι της. Ήταν έξυπνη και καλ­λιεργημένη, αγαπούσε το μπαλέτο και τους ποιητές του Lakeland (αλ­λά, θα έλεγα, όχι και τον Wittgenstein). Έκανε μία δραστήρια και γεμάτη ζωή· δεν είχε καν γνωρίσει μιας μέρας αρρώστια. Βρέθηκε έτσι προ εκπλήξεως, όταν μετά από μία κρίση πόνων στην κοιλιά της, βρέθηκαν πέτρες στη χολή της και της συστήθηκε να την αφαιρέσει.

Η εισαγωγή στο νοσοκομείο έγινε τρεις ημέρες πριν την εγχείρηση και άρχισε αντιβιοθεραπεία για μικροβιακή προφύλαξη. Επρόκειτο για

65

Page 35: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

καθαρή ρουτίνα, για μία προληπτική ενέργεια, καθώς έτσι κι αλλιώς δεν αναμένονταν κανενός τύπου επιπλοκές. Η Χριστίνα το κατάλαβε και παρότι άνθρωπος ευαίσθητος, δεν είχε μεγάλη αγωνία.

Την παραμονή της εγχείρησης η Χριστίνα, αν και ασυνήθιστη να αφή­νεται σε φαντασιώσεις και όνειρα, είδε ένα πολύ ενοχλητικό, ιδιαίτερα έντονο όνειρο. Είδε πως ταλαντευόταν βίαια επάνω σε δύο εντελώς ασταθή πόδια, δεν ένιωθε σχεδόν καθόλου το έδαφος που πατούσε, δεν αισθανόταν καθόλου σχεδόν τα χέρια της, που χτυπούσαν πέρα δώθε στον αέρα, και ό,τι πήγαινε να πιάσει της έφευγε και έπεφτε.

Το όνειρο τη γέμισε αγωνία. («Ποτέ δεν έχω δει τέτοιο όνειρο», έλεγε. «Δεν μπορώ να το βγάλω απ' το μυαλό μου».) Είχε αναστατωθεί τόσο, που ζητήσαμε τη γνώμη ενός ψυχιάτρου. «Προεγχειρητικό άγχος», μας είπε. «Είναι αρκετά φυσιολογικό, το βλέπουμε συνέχεια».

Αργότερα την ίδια μέρα, όμως, το όνειρο έγινε πραγματικότητα. Η Χριστίνα άρχισε στ' αλήθεια να αισθάνεται πολύ ασταθή τα πόδια της, έκανε άτακτες παράξενες κινήσεις και τα αντικείμενα της ξέφευγαν μέσα από τα χέρια.

Φώναξαν ξανά τον ψυχίατρο που φάνηκε θιγμένος αλλά και —μόνο, όμως, για μια στιγμή— δισταχτικός και μπερδεμένος. «Αγχώδης υστε­ρία», δήλωσε μετά κοφτά, με έναν τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. «Τυπικά συμπτώματα μετατροπής, τα βλέπουμε πολύ συχνά».

Την ημέρα της εγχείρησης, όμως, η Χριστίνα είχε χειροτερέψει ακό­μα περισσότερο. Της ήταν αδύνατο να σταθεί όρθια, εκτός αν κοίταζε τα πόδια της. Δεν μπορούσε να κρατήσει τίποτα στα χέρια της που, όταν δεν τα κοιτούσε, «περιπλανιόντουσαν» από μόνα τους, ανεξέλε­γκτα. Όταν προσπαθούσε να πιάσει κάτι ή όταν προσπαθούσε να φά­ει, τα χέρια της έχαναν το στόχο τους ή τον ξεπερνούσαν βίαια, σαν κάποιος βασικός έλεγχος ή συντονισμός να είχε χαθεί.

Δεν μπορούσε καν να σηκωθεί — το κορμί της «υποχωρούσε». Το πρόσωπό της έμενε παράξενα ανέκφραστο και άτονο, το σαγόνι της έπεφτε και ο τόνος της φωνής της ακόμα είχε αλλάξει.

— Κάτι τρομερό μου συμβαίνει, ψέλλισε αφύσικα με μια φωνή επίπε­δη, σαν φωνή φαντάσματος. Δεν μπορώ να νιώσω το κορμί μου. Νιώθω αλλόκοτα, σαν ασώματη.

Ήταν μια φοβερή, απαίσια κουβέντα που σε άφηνε άναυδο. «Ασώ­ματη;» Μήπως είχε τρελαθεί; Τότε, όμως, τι συνέβαινε με τη φυσική της κατάσταση; Ο τόνος και η στάση των μυών της είχαν καταρρεύσει απ' την κορφή ως τα νύχια· τα χέρια της βρίσκονταν σε διαρκή περιπλάνη­ση την οποία έμοιαζε να μην καταλαβαίνει· χτυπούσαν στο κενό και

66

υπερακοντίζονταν σαν να μην έπαιρνε καμία πληροφορία από την πε­ριφέρεια του σώματός της, σαν τα κυκλώματα ελέγχου του τόνου και της κίνησης να είχαν σπάσει.

— Περίεργη κατάσταση, είπα στους βοηθούς. Είναι σχεδόν αδύνατο να φανταστεί κανείς τι μπορεί να προκάλεσε μια τέτοια εικόνα.

— Μα πρόκειται για υστερία, δρ Sacks, έτσι δεν είπε ο ψυχίατρος; — Ναι, έτσι είπε. Είδατε, όμως, ποτέ σας υστερία με τέτοια εικόνα;

Σκεφτείτε φαινομενολογικά, δεχτείτε αυτό που βλέπετε σαν αυθεντικό φαινόμενο στο οποίο η κατάσταση του σώματός της και η κατάσταση του μυαλού της δεν είναι φανταστικά αλλά μια ψυχοφυσική ενότητα. Θα μπορούσε να υπάρχει κάτι που θα έδινε μια τέτοια εικόνα ακαθό­ριστου σώματος και πνεύματος;

— Δε σας εξετάζω, πρόσθεσα. Είμαι μπερδεμένος όσο και εσείς. Δεν έχω δει ή φανταστεί ποτέ μου κάτι ανάλογο...

Σκέφτηκα, και σκέφτηκαν, σκεφτήκαμε μαζί. — Δε θα μπορούσε να είναι ένα αμφιβρεγματικό σύνδρομο; ρώτησε

ένας τους. — Μοιάζει σαν να ήταν ένα τέτοιο σύνδρομο, απάντησα. Σαν οι

βρεγματικοί λοβοί να μήν παίρνουν τις συνηθισμένες τους αισθητηρια­κές πληροφορίες. Ας κάνουμε μια εξέταση των αισθήσεων και ας εξετά­σουμε και τη λειτουργία των βρεγματικών λοβών.

Έτσι και κάναμε και μία εικόνα άρχισε να αναδύεται. Φαινόταν να υπάρχει μια πολύ βαριά, σχεδόν καθολική, έκπτωση της ιδιοδεκτικής αίσθησης που απλωνόταν από τις άκρες των δαχτύλων της ως το κεφά­λι της οι βρεγματικοί λοβοί της λειτουργούσαν, αλλά δεν είχαν καμία πρώτη ύλη για να επεξεργαστούν. Η Χριστίνα ήταν ίσως υστερική, αλ­λά της συνέβαινε και κάτι πολύ περισσότερο, κάτι που κανείς από μας δεν είχε ποτέ του δει ή συλλάβει με τη φαντασία του. Καλέσαμε επειγό­ντως όχι πια τον ψυχίατρο αλλά τον ειδικό της φυσικής ιατρικής, το φυσίατρο.

Έφτασε αμέσως, καθώς η κλήση ήταν επείγουσα. Όταν είδε τη Χρι­στίνα, γούρλωσε τα μάτια του, την εξέτασε γοργά, αλλά χωρίς να παρα­λείπει τίποτα, και στη συνέχεια πέρασε σε ηλεκτρικά τεστ των νεύρων και της μυϊκής λειτουργίας.

— Είναι εντελώς ασυνήθιστο, είπε. Δεν έχω δει ή διαβάσει ποτέ μου για κάτι ανάλογο. Έχει χάσει κάθε ιδιοδεκτική αίσθηση —όπως το λέ­τε— από την κορφή ως τα νύχια. Δε δέχεται κανένα ερέθισμα από τους μυς, τους τένοντες ή τους συνδέσμους. Υπάρχει ακόμα μία ελα­φρά έκπτωση των άλλων αισθητικών τρόπων —της αίσθησης της ελα-

67

Page 36: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

φράς επαφής, της θερμοκρασίας και του πόνου— και υπάρχει και μία μικρή συμμετοχή των κινητικών νευρικών ινών. Αλλά τη μεγάλη βλάβη έχει υποστεί η αίσθηση της θέσης — η ιδιοδεκτική αίσθηση.

— Και η αιτία; ρωτήσαμε. — Εσείς είστε οι νευρολόγοι. Εσείς θα τη βρείτε. Το απόγευμα η Χριστίνα ήταν ακόμα χειρότερα. Κειτόταν ακίνητη

και άτονη· και η αναπνοή της ακόμα ήταν επιπόλαια. Η κατάσταση της, εκτός από περίεργη, ήταν πολύ σοβαρή και σκεφτήκαμε να τη βάλουμε σε αναπνευστήρα.

Η εικόνα που έδειξε η ανάλυση του εγκεφαλονωτιαίου της υγρού αποκάλυπτε μια οξεία πολυνευρίτιδα αλλά πολυνευρίτιδα ενός σπανιό­τατου τύπου: όχι την πολυνευρίτιδα του συνδρόμου Guillain-Barre, που χαρακτηρίζεται από μία κατακλυσμιαία κινητική προσβολή, αλλά μία αποκλειστικά (ή σχεδόν αποκλειστικά) αισθητική νευρίτιδα που πρό­σβαλε τις αισθητικές ρίζες των νωτιαίων και κρανιακών νεύρων σε όλο το μήκος του νευράξονα*

Η εγχείρηση αναβλήθηκε· θα ήταν τρέλα εκείνη τη στιγμή. Πολύ πιο πιεστικά μας απασχολούσαν οι ερωτήσεις: «Θα επιζήσει; Τι μπορούμε να κάνουμε;»

— Ποια είναι η ετυμηγορία; ρώτησε η Χριστίνα με μια σβησμένη φω­νή και ένα ακόμα πιο σβησμένο χαμόγελο, αφού ελέγξαμε το εγκεφα­λονωτιαίο της υγρό.

—Έχετε αυτή τη φλεγμονή, αυτή τη νευρίτιδα... αρχίσαμε, και της είπαμε ό,τι ξέραμε. Όταν ξεχνούσαμε κάτι ή κάναμε κάποια υπεκφυ­γή, οι καίριες ερωτήσεις της μας σταματούσαν.

— Θα υπάρξει βελτίωση; ρώτησε. Κοιτάξαμε ο ένας τον άλλο και της είπαμε: — Δεν έχουμε ιδέα. Της εξήγησα πως η αίσθηση του σώματος μας μας δίνεται από τρία

πράγματα: την όραση, τα όργανα της ισορροπίας (το αιθουσαίο σύστη­μα) και την ιδιοδεκτική αίσθηση, αυτή που είχε χάσει. Φυσιολογικά, όλα αυτά συνεργάζονταν. Αν ένα τους ήταν ελαττωματικό, τα άλλα μπορού­σαν να το αναπληρώσουν ή να το υποκαταστήσουν αλλά μέχρι κάποιο βαθμό. Της μίλησα ιδιαίτερα για τον ασθενή μου, τον κύριο MacGregor,

* Τέτοιες αισθητικές πολυνευροπάθειες υπάρχουν, αλλά είναι σπάνιες. Αυτό που ήταν μοναδικό στην περίπτωση της Χριστίνας, με βάση τις πιο ολοκληρωμένες γνώσεις που μπο­ρούσαμε να έχουμε εκείνη την εποχή (στα 1977), ήταν η εντελώς ασυνήθιστη επιλεκτικότη­τα που τη χαρακτήριζε, ώστε μόνο οι ιδιοδεκτικές ίνες έφεραν όλο το βάρος της καταστρο­φής. Δες, όμως, τον Sterman (1979).

68

που, ανίκανος να χρησιμοποιήσει τα όργανα ισορροπίας, χρησιμοποιού­σε στη θέση τους τα μάτια του (βλ. παρακάτω, κεφάλαιο 7 ) . Και για τους ασθενείς που έπασχαν από νευροσύφιλη, τη νωτιάδα φθίση (ή tabes), και είχαν παρόμοια συμπτώματα, που περιορίζονταν, όμως, στα πόδια, και ήταν υποχρεωμένοι να αντισταθμίζουν την κατάσταση χρησιμοποιώντας τα μάτια τους (βλ «Φαντάσματα θέσης» στο κεφά­λαιο 6 ) . Πως αν κάποιος ζήταγε από έναν τέτοιο ασθενή να κουνήσει τα πόδια του, αυτός μπορούσε να απαντήσει: «Αμέσως, γιατρέ, μόλις τα βρω».

Η Χριστίνα άκουγε συγκεντρωμένη, με το είδος της προσοχής που δίνει η απελπισία.

— Εκείνο που θα πρέπει να κάνω, δηλαδή, είπε αργά, είναι να χρησι­μοποιήσω την όραση, να χρησιμοποιώ τα μάτια μου, σε κάθε περίστα­ση όπου προηγουμένως χρησιμοποιούσα το —πώς το είπατε;— την ιδιοδεκτική μου αίσθηση. Παρατήρησα κιόλας, πρόσθεσε συλλογισμένη, ότι μου συμβαίνει να «χάνω» τα χέρια μου. Έχω την εντύπωση ότι βρί­σκονται σε μια θέση και τα ανακαλύπτω σε μια άλλη. Αυτή η «ιδιοδε­κτική αίσθηση» πρέπει να είναι σαν τα μάτια του σώματος, το μέσο που έχει το σώμα για να βλέπει τον εαυτό του. Και αν χαθεί, όπως σε μένα, είναι σαν το σώμα να ήταν τυφλό. Το κορμί μου δεν μπορεί να «δει» τον εαυτό του, αν χάσει τα μάτια του, έτσι; Έτσι πρέπει να το κοιτάω εγώ, να είμαι τα μάτια του. Σωστά;

— Σωστά, είπα, σωστά. Θα μπορούσατε να είστε φυσιολόγος. — Μα θα είμαι υποχρεωμένη να είμαι ένα είδος φυσιολόγου, πρό­

σθεσε, γιατί η φυσιολογία μου ακολούθησε λάθος δρόμο και μπορεί να μην ακολουθήσει ποτέ από τη φύση της το σωστό δρόμο...

Ήταν ευχής έργο που η Χριστίνα έδειξε μια τέτοια δύναμη χαρακτή­ρα από την αρχή, γιατί, αν και η οξεία φλεγμονή υποχώρησε και το εγκεφαλονωτιαίο της υγρό απέκτησε και πάλι τις φυσιολογικές του τι­μές, η βλάβη που είχε προκληθεί στις ιδιοδεκτικές της ίνες παρέμεινε, έτσι που δεν υπήρχε βελτίωση της νευρολογικής κατάστασης ούτε μία εβδομάδα ούτε ένα χρόνο αργότερα. Στην πραγματικότητα, δεν υπήρ­ξε καμία βελτίωση στα εννέα χρόνια που έχουν περάσει τώρα πια, αν και μπόρεσε να ζήσει τη ζωή της, ένα είδος ζωής βασισμένο σε προ­σαρμογές και συμβιβασμούς κάθε είδους, συναισθηματικούς και ηθι­κούς, όσο και νευρολογικούς.

Εκείνη την πρώτη βδομάδα η Χριστίνα δεν έκανε τίποτα, έμενε ξα­πλωμένη παθητικά, έτρωγε με δυσκολία. Βρισκόταν σε μία κατάσταση ολοκληρωτικού σοκ, τρομοκρατημένη και απελπισμένη. Τι είδους ζωή

6 9

Page 37: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

την περίμενε, αν δεν εμφανιζόταν κάποια φυσική βελτίωση; Τι είδους ζωή θα ζούσε, αν ήταν υποχρεωμένη να κάνει τεχνητά την κάθε της κίνηση; Και, πάνω απ' όλα, τι ζωή θα ήταν αυτή όπου θα βασίλευε αυτό το περίεργο αίσθημα ότι ήταν ασώματη;

Μετά η ζωή, κακήν κακώς, διεκδίκησε και πάλι τα δικαιώματα της. Η Χριστίνα ξανάρχισε να κινείται. Στην αρχή δεν έκανε τίποτα χωρίς τα μάτια της και κατέρρεε σαν τσουβάλι τη στιγμή που τα έκλεινε. Στην αρχή ήταν υποχρεωμένη να ελέγχει τον εαυτό της με την όραση, κοι­τώντας επίμονα το κάθε μέλος της όταν κουνιόταν, κρατώντας σε μια σχεδόν επώδυνη εγρήγορση τη συνείδηση και την προσοχή της. Οι κινή­σεις της, κάτω από ένα διαρκή συνειδητό έλεγχο και ρύθμιση, ήταν τρομερά αδέξιες και τεχνητές. Στη συνέχεια, όμως —και σ' αυτό το ση­μείο και η ίδια και εγώ νιώσαμε μία ευχάριστη έκπληξη, μπροστά στη δύναμη ενός συνεχώς αυξανόμενου, κάθε μέρα και μεγαλύτερου αυτο­ματισμού— οι κινήσεις της άρχισαν να γίνονται πιο λεπτές, πιο χαριτω­μένες, πιο φυσικές (αν και συνέχιζαν πάντα να είναι εντελώς εξαρτημέ­νες από τα μάτια της).

Όλο και περισσότερο τώρα, βδομάδα με τη βδομάδα, την ασυνείδη­τη ανατροφοδότηση που εξασφαλίζεται κανονικά από την ιδιοδεκτική αίσθηση αντικαθιστούσε μία εξίσου ασυνείδητη ανατροφοδότηση* που γινόταν τώρα μέσω της όρασης, με οπτικούς αυτοματισμούς και αντα­νακλαστικά που ήταν όλο και περισσότερο ενσωματωμένα σε ένα ορ­γανικό σύνολο και γίνονταν όλο και πιο αβίαστα. Μήπως, όμως, συνέ­βαινε επιπλέον και κάτι άλλο, πιο βαθύ; Στον εγκέφαλο, δηλαδή, υπάρ­χει ένα οπτικό πρότυπο του σώματος ή αλλιώς μία σωματική οπτική εικόνα που είναι κανονικά μάλλον ασθενική (και, φυσικά, απούσα στον τυφλό) και, υπό φυσιολογικές συνθήκες, δευτερεύουσα και βοηθητική της ιδιοδεκτικής εικόνας του σώματος: ήταν δυνατό αυτή η οπτική εικό­να, τώρα που η ιδιοδεκτική εικόνα του σώματος είχε χαθεί, να ενισχυό­ταν, να αποκτούσε μέσω αναπλήρωσης ή μέσω υποκατάστασης μία εξαιρετική, ασυνήθιστη ένταση; Σ' αυτό θα μπορούσε να προστεθεί και μία αντισταθμιστική ενίσχυση της αιθουσαίας εικόνας ή πρότυπου του

* To «feed-back», η παλίνδρομη τροφοδότηση ή ανατροφοδότηση, όρος που προέρχεται από την κυβερνητική και σημαίνει τον έλεγχο, στα πλαίσια ενός κλειστού συστήματος, μιας λειτουργίας από μια άλλη λειτουργία και το αντίστροφο: όταν, για παράδειγμα, η παραγωγή μιας ουσίας Β σημειώνει μια πτώση, αυξάνεται η παραγωγή της ουσίας Α που με τη σειρά της προκαλεί την αύξηση της Β. Στον ανθρώπινο οργανισμό το feed-back διέπει τη λειτουρ­γία της κυκλοφορίας του αίματος, της έκκρισης των ορμονών, του νευρικού συστήματος κ.λ.π. (Σ.τ.Μ.)

70

σώματος... και τα δύο συνέβαιναν σε μία έκταση που ξεπερνούσε κάθε μας προσδοκία*

Είτε, όμως, υπήρχε είτε όχι αυξημένη χρήση της ανατροφοδότησης του αιθουσαίου συστήματος ισορροπίας, υπήρχε σίγουρα μία αυξημένη χρήση των αυτιών της, μία ακουστική ανατροφοδότηση. Φυσιολογικά, είναι ένα σύστημα βοηθητικό και μάλλον χωρίς ιδιαίτερη σημασία για την ομιλία· η ομιλία μας παραμένει φυσιολογική αν, εξαιτίας ενός κρυο­λογήματος, δεν ακούμε, και μερικοί εκ γενετής κουφοί είναι ικανοί να αποκτήσουν μια ουσιαστικά άψογη ομιλία. Η ομιλία ρυθμίζεται κανονι­κά με την ιδιοδεκτική αίσθηση και κυβερνάται από τις ώσεις που προ­έρχονται από το σύνολο των φωνητικών μας οργάνων. Η Χριστίνα είχε χάσει αυτή τη φυσιολογική ροή ερεθισμάτων, αυτή την προσαγωγή, και κατά συνέπεια τον κανονικό της ιδιοδεκτικό τόνο και τη στάση της φωνής της, και έτσι της έμενε αντί γι' αυτό να χρησιμοποιεί τα αυτιά της, την ακουστική ανατροφοδότηση.

Εκτός από αυτές τις νέες, αντισταθμιστικές μορφές ανατροφοδότη­σης, η Χριστίνα άρχισε ακόμα να αναπτύσσει —εμπρόθετα και συνει­δητά στην αρχή, αλλά βαθμιαία γινόταν ασυνείδητα και αυτόματα— μια ποικιλία νέων αντισταθμιστικών τύπων «προτροφοδότησης» (σε ό­λα αυτά είχε τη συμπαράσταση ενός προσωπικού ειδικευμένου στην αποκατάσταση με μεγάλη κατανόηση και πολλές ιδέες).

Έτσι, από την εποχή της καταστροφής και για κανένα μήνα μετά, η Χριστίνα παρέμενε χαλαρή σαν χάρτινη κούκλα, ανίκανη ακόμα και να σηκωθεί. Τρεις μήνες αργότερα, όμως, την κοιτούσα εντυπωσιασμένος να κάθεται με πολλή χάρη, υπερβολική χάρη μάλιστα, σαν άγαλμα, σαν χορεύτρια σε πόζα. Γρήγορα κατάλαβα ότι ο τρόπος που καθόταν ήταν όντως μία πόζα, ένα είδος καταναγκαστικής ή εκούσιας ή οιστριονικής στάσης που υιοθετούσε και διατηρούσε είτε συνειδητά είτε αυτόματα, με σκοπό να κρύψει τη συνεχιζόμενη αδυναμία της για μια οποιαδήπο­τε αυθόρμητη, φυσική στάση. Αφού η φύση είχε αποτύχει, ανέλαβε να τη μιμηθεί «τεχνητά» — το τεχνητό, όμως, υπαγορευόταν από τη φύση

* Σε αντίθεση με τη συναρπαστική περίπτωση που περιγράφει ο αείμνηστος Purdon Martin στο The Basal Ganglia and Posture (1967), σελ 32: «Αυτός ο ασθενής, παρά τα χρόνια φυσιοθεραπείας και προπόνησης, ποτέ δεν απέκτησε ξανά την ικανότητα να περπατάει με έναν οποιοδήποτε φυσικό τρόπο. Η μεγαλύτερη δυσκολία του είναι να ξεκινά το βάδισμα και να προωθεί τον εαυτό του προς τα εμπρός... Είναι, επίσης, ανίκανος να σηκωθεί από μία καρέκλα. Δεν μπορεί να συρθεί ή να σταθεί στα τέσσερα. Όταν στέκεται όρθιος ή περπατά, εξαρτάται απόλυτα από την όραση και πέφτει αν κλείσει τα μάτια του. Στην αρχή ήταν ανίκανος να κρατήσει τη στάση του σε μία κοινή καρέκλα όταν έκλεινε τα μάτια του, αλλά αυτό μπόρεσε, βαθμιαία, να το κάνει».

71

Page 38: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

και έτσι γρήγορα μεταβλήθηκε σε «δεύτερη φύση». Κάτι παρόμοιο συ­νέβη και με τη φωνή της γιατί στην αρχή ήταν σχεδόν άφωνη.

Και η φωνή της ήταν φτιαχτή, σαν να απευθυνόταν σε ένα ακροατή­ριο από σκηνής. Ήταν μία σκηνική, μία θεατρική φωνή, όχι όμως εξαι­τίας κάποιας υστερικής προσωπικότητας ή μιας ψυχικής μετατροπής, αλλά επειδή δεν υπήρχε πια η φυσική θέση των φωνητικών οργάνων. Το ίδιο συνέβαινε και με το πρόσωπό της· παρέμενε ακόμα κάπως επίπεδο και ανέκφραστο (αν και οι εσωτερικές της συγκινήσεις ήταν εντελώς κανονικές και έντονες), γεγονός που οφειλόταν στην έλλειψη ιδιοδεκτικού τόνου και στάσης του προσώπου* εκτός αν χρησιμο­ποιούσε και εδώ μια τεχνητή ενίσχυση των εκφράσεών της (όπως οι ασθενείς με αφασία συμβαίνει να υιοθετούν υπερβολικές εμφάσεις και κυματισμούς του τόνου της φωνής).

Και στην καλύτερη περίπτωση, όμως, όλες αυτές οι βελτιώσεις παρέ­μεναν μερικές και ελλιπείς. Έκαναν τη ζωή υποφερτή, αλλά δεν την έκαναν κανονική. Η Χριστίνα μάθαινε να περπατάει, να χρησιμοποιεί τα μαζικά μέσα συγκοινωνίας, να ακολουθεί ένα συνηθισμένο ρυθμό ζωής· μόνο, όμως, με διαρκή και αυξημένη εγρήγορση, κάνοντας τα πά­ντα με τρόπους ιδιόμορφους, τρόπους που μπορεί να κατέρρεαν μόλις μείωνε την προσοχή της. Έτσι, αν έτρωγε μιλώντας ή αν έστρεφε την προσοχή της αλλού, θα έπιανε το μαχαίρι και το πιρούνι με δύναμη σχεδόν οδυνηρή, τα νύχια και τα δάχτυλά της θα άσπριζαν από την πίεση- αλλά αν μείωνε κάπως αυτή την επώδυνη πίεση, θα της έπεφταν κάτω αμέσως σχεδόν νευρικά· δεν υπήρχε κανένας ενδιάμεσος βαθμός, κάθε ρύθμιση έλειπε.

Έτσι, αν και δεν υπήρχε ίχνος νευρολογικής βελτίωσης (από την ά­ποψη της βελτίωσης της ανατομικής καταστροφής των νευρικών ινών), υπήρχε, με τη βοήθεια μιας εντατικής και ποικιλόμορφης θεραπείας —έμεινε στο νοσοκομείο, στο τμήμα αποκατάστασης, για ένα περίπου χρόνο— μια υπολογίσιμη λειτουργική αποκατάσταση, η ικανότητα, δη­λαδή, να λειτουργήσει χρησιμοποιώντας ποικίλα υποκατάστατα και ένα σωρό τρικ. Στο τέλος η Χριστίνα μπόρεσε να φύγει από το νοσοκομείο, να γυρίσει σπίτι της, να ξαναβρεί τα παιδιά της. Ήταν ικανή να ξανα-

* Ο Puritan Martin ήταν σχεδόν ο μόνος από τους σύγχρονους νευρολόγους που μιλούσε, και μάλιστα συχνά, για τη «στάση» του προσώπου και της φωνής και για την ακεραιότητα της ιδιοδεκτικότητας που αποτελεί τελικά τη βάση τους. Ενδιαφέρθηκε πάρα πολύ για τη Χριστίνα, για την οποία του μίλησα και του παρουσίασα μερικές ταινίες και εγγραφές της. Πολλές από τις ιδέες που παρουσιάζω σ' αυτό το βιβλίο στην πραγματικότητα του ανή­κουν.

72

πιάσει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή της που έμαθε τώρα να χειρίζεται με ασυνήθιστη επιδεξιότητα και αποτελεσματικότητα, καθώς σκεφτό­ταν ότι τα πάντα έπρεπε να γίνονται μέσω της όρασης και όχι με τη σωμαισθησία. Είχε μάθει να λειτουργεί — πώς, όμως, ένιωθε; Είχαν κα­ταφέρει αυτά τα υποκατάστατα να διαλύσουν αυτή την αίσθηση του ασώματου, για την οποία μας είχε μιλήσει στην αρχή;

Ούτε στο ελάχιστο. Καθώς εξακολουθεί να μην έχει ιδιοδεκτική αί­σθηση, νιώθει πάντα το σώμα της νεκρό, ότι δεν είναι πραγματικό, ότι δεν είναι δικό της, δεν έχει τη δυνατότητα να το θεωρήσει δικό της. Δε βρίσκει λέξεις γι' αυτή την κατάσταση, αλλά χρησιμοποιεί αναλογίες που προέρχονται από άλλες αισθήσεις: «Νιώθω το κορμί μου τυφλό και κουφό γι' αυτό το ίδιο... δεν έχει αίσθηση του εαυτού του» είναι τα λόγια της. Δε βρίσκει λέξεις, λέξεις που να περιγράφουν άμεσα αυτή την έλλειψη, αυτό το αισθητηριακό σκοτάδι (ή τη σιωπή) που μοιάζει με τύφλωση ή με κώφωση. Δε βρίσκει λέξεις και γενικά δεν έχουμε λέξεις. Η κοινωνία στερείται και των λέξεων και της δυνατότητας να συμπάσχει με τέτοιες καταστάσεις. Οι τυφλοί τουλάχιστον αντιμετωπί­ζονται με ενδιαφέρον μπορούμε να φανταστούμε την κατάσταση τους και η μεταχείρισή μας είναι ανάλογη. Όταν, όμως, η Χριστίνα επώδυνα, αδέξια, σκαρφαλώνει σε ένα λεωφορείο, δεν ακούει τίποτε άλλο παρά θυμωμένα γρυλίσματα χωρίς κατανόηση: «Τι έχεις, κυρά μου; Στραβή είσαι; Ή τύφλα στο μεθύσι;» Τι μπορεί να απαντήσει; «Δεν έχω ιδιοδε­κτική αίσθηση»; Η έλλειψη κοινωνικής υποστήριξης και αλληλεγγύης αποτελεί μια ακόμα δοκιμασία: είναι ανάπηρη αλλά με μια αναπηρία που δεν είναι ξεκάθαρη —δεν είναι στο κάτω κάτω εμφανώς τυφλή ή παράλυτη, δεν έχει τίποτα φαινομενικά— και η τάση είναι να αντιμε­τωπίζεται σαν υποκρίτρια ή τρελή. Αυτό συμβαίνει σ' αυτούς που πά­σχουν από διαταραχές των κρυφών αισθήσεων (αυτό συμβαίνει και στους ασθενείς που έχουν λαβυρινθικές ανωμαλίες ή με λαβυρινθεκτο-μή)·

Η Χριστίνα είναι καταδικασμένη να ζει σε ένα χώρο πέρα από κάθε περιγραφή και φαντασία — αν και «μη χώρος» ή «χώρος του τίποτα» θα ήταν καλύτερες λέξεις γι' αυτό. Κατά καιρούς καταρρέει, όχι δημόσια αλλά μπροστά μου:

— Αν μπορούσα να αισθανθώ! φωνάζει. Αλλά έχω ξεχάσει ακόμα και με τι μοιάζει... Ήμουν φυσιολογική, δεν ήμουν; Κινιόμουν όπως όλοι;

— Ναι, φυσικά. — Δεν υπάρχει «φυσικά». Δεν μπορώ να το πιστέψω. Θέλω αποδεί­

ξεις.

73

Page 39: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Της έδειξα μια οικογενειακή ταινία, όπου ήταν με τα παιδιά της, γυ­ρισμένη μόλις μερικές βδομάδες πριν από την πολυνευρίτιδά της.

— Ναι, φυσικά, αυτή είμαι εγώ! Η Χριστίνα χαμογελά και ύστερα φωνάζει: — Μα δεν μπορώ να ταυτιστώ πια μ' αυτό το κορίτσι που κινείται

όλο χάρη! Χάθηκε, δεν μπορώ να τη θυμηθώ, δεν μπορώ καν να τη φανταστώ. Είναι σαν κάτι να έχει χαθεί μέσα μου, ακριβώς από το κέντρο μου... Αυτό δεν κάνουν με τους βατράχους; Τους βγάζουν το κέντρο τους, το νωτιαίο τους μυελό, τους απουσιώνουν... Αυτό είμαι, απουσιωμένη, σαν βάτραχος... Περάστε, κόσμε, ελάτε να δείτε τη Χρι­στίνα, το πρώτο απουσιωμένο ανθρώπινο ον. Δεν έχει ιδιοδεκτική αί­σθηση, δεν έχει αίσθηση του εαυτού της· η ασώματη Χριστίνα, το α­πουσιωμένο κορίτσι!

Γελάει άγρια, με μια δόση υστερίας. — Ελάτε τώρα! προσπαθώ να την ηρεμήσω, ενώ σκέφτομαι: «Άδικο

έχει;» Με κάποια έννοια είναι «απουσιωμένη», ασώματη, σαν ένα είδος ζω­

ντανού φαντάσματος. Έχει χάσει, μαζί με την ιδιοδεκτική της αίσθηση, το θεμελιώδες οργανικό αγκυροβόλιο της ταυτότητας — τουλάχιστον αυτής της σωματικής ταυτότητας, ή «σωματικό εγώ», που ο Freud βλέ­πει σαν τη βάση του Εγώ: «Το εγώ είναι καταρχήν και κυρίως ένα σω­ματικό εγώ». Μία τέτοια απώλεια της προσωπικότητας ή της πραγμα­τικότητας του εαυτού του είναι αυτό που πρέπει να συμβαίνει στον άνθρωπο κάθε φορά που υπάρχουν βαθιές διαταραχές της αντίληψης του σώματος ή της σωματικής εικόνας. Ο Weir Mitchell το είχε αντιλη­φθεί όταν εργαζόταν με ασθενείς που είχαν υποστεί ακρωτηριασμούς και καταστροφές των νεύρων τους κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου και το έχει περιγράψει ασύγκριτα σε μία φημισμέ­νη, σχεδόν μυθιστορηματική, περιγραφή που παραμένει, όμως, η καλύ­τερη του είδους της, η αρτιότερη φαινομενολογικά απ' όσες διαθέτου­με. Έλεγε (διά στόματος του γιατρού-ασθενούς του, George Dedlow):

«Ανακάλυψα με τρόμο ότι μερικές στιγμές είχα μια ελαττωμένη συνείδη­ση του εαυτού μου, της ίδιας μου της ύπαρξης. Αυτή η αίσθηση ήταν τόσο πρωτόγνωρη, που στην αρχή με κατατάραξε. Ένιωθα σαν να έπρε­πε να ρωτάω συνέχεια κάποιον αν ήμουν πραγματικά ο George Dedlow ή όχι· γνωρίζοντας, όμως, πόσο γελοία θα ήταν μια τέτοια ερώτηση, εμπό­διζα τον εαυτό μου να μιλήσει για την περίπτωση μου και αγωνιζόμουν ακόμα πιο έντονα να αναλύσω τα αισθήματα μου. Κάποιες στιγμές η ανάγκη να είμαι ο εαυτός μου με πλημμύριζε με μια ένταση αφόρητα

74

οδυνηρή. Ήταν, όσο καλύτερα μπορώ να το περιγράψω, μια έκπτωση του εγωιστικού αισθήματος της ατομικότητας».

Για τη Χριστίνα, αυτό το γενικό αίσθημα, αυτή η «έκπτωση του εγωι­στικού αισθήματος της ατομικότητας», λιγόστεψε με το πέρασμα του χρόνου με την προσαρμογή της στη νέα κατάσταση. Ενώ αυτό το ειδι­κό αίσθημα σωματικής προέλευσης, το «αίσθημα του ασώματου», πα­ραμένει τόσο έντονο και μεταφυσικό, όσο και τη μέρα που το αισθάν­θηκε για πρώτη φορά. Το ίδιο αισθάνονται, για παράδειγμα, όσοι έχουν υποστεί διατομές ψηλά στο νωτιαίο μυελό, αν και η διαφορά τους είναι ότι είναι παράλυτοι- ενώ η Χριστίνα, αν και «ασώματη», είναι όρθια πά­νω στα πόδια της.

Υπάρχουν κάποιες σύντομες, σχετικές ανάπαυλες τις στιγμές που το δέρμα της δέχεται κάποια εξωτερικά ερεθίσματα. Βγαίνει έξω όποτε μπορεί, της αρέσουν τα ανοιχτά αυτοκίνητα, όπου μπορεί να αισθάνε­ται τον άνεμο στο σώμα και το πρόσωπο της (η επιπολής αισθητικότη­τα, η αίσθηση του ελαφρού αγγίγματος, δεν έχει υποστεί παρά μια ε­λαφριά διαταραχή). «Είναι θεσπέσιο», λέει. «Νιώθω τον αέρα πάνω στα χέρια και το πρόσωπο μου και τότε ξέρω, αμυδρά, ότι έχω χέρια και πρόσωπο. Δεν είναι η αληθινή αίσθηση, αλλά είναι κάτι· έστω και για λίγο, αυτό το φριχτό, νεκρό πέπλο ανασηκώνεται από πάνω μου».

Η κατάστασή της, όμως, είναι και παραμένει μία κατάσταση όπως αυτή που είχε φανταστεί ο Wittgenstein. Η Χριστίνα αγνοεί ότι «αυτό είναι ένα χέρι» — η απώλεια της ιδιοδεκτικότητας, η αποσύνδεση που έχει υποστεί, την έχει αποκλείσει από την προσαγωγή ερεθισμάτων, την έχει στερήσει από την ίδια την υπαρξιακή της, την επιστημολογική της βάση και τίποτα, ό,τι και να κάνει, ό,τι και να σκεφτεί, δεν μπορεί να αλλάξει αυτό το γεγονός. Δεν μπορεί να έχει καμιά βεβαιότητα για το σώμα της· τι θα έλεγε ο Wittgenstein στη θέση της;

Κατά έναν περίεργο τρόπο, πέτυχε και απέτυχε ταυτόχρονα. Πέτυχε να λειτουργεί αλλά όχι και να είναι. Πέτυχε να κάνει όλους τους συμβι­βασμούς που η θέληση, το θάρρος, η εμμονή, η ανεξαρτησία και η πλαστικότητα των αισθήσεων και του νευρικού συστήματος επιτρέ­πουν. Αντιμετώπισε και αντιμετωπίζει μία κατάσταση χωρίς προηγού­μενο, πολέμησε ενάντια σε αφάνταστες δυσκολίες και επέζησε σαν ένα αδάμαστο, εντυπωσιακό ανθρώπινο ον. Είναι ένας απ' αυτούς τους ή­ρωες ή ηρωίδες του νευρολογικού μαρτυρολογίου που ποτέ δεν έχουν υμνηθεί

Παραμένει, όμως, και θα είναι για πάντα ελαττωματική και ηττημένη.

75

Page 40: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Ούτε όλο το πνεύμα και η εφευρετικότητα του κόσμου ούτε όλα τα υποκατάστατα ή οι αναπληρώσεις που το νευρικό σύστημα επιτρέπει δεν μπορούν να αλλοιώσουν στο ελάχιστο τη συνεχιζόμενη και ολική απώλεια της ιδιοδεκτικότητάς της — αυτής της ζωτικής έκτης αίσθη­σης, χωρίς την οποία ένα σώμα παραμένει πλασματικό, χωρίς ιδιοκτή­τη.

Η καημένη η Χριστίνα είναι «απουσιωμένη» στα 1985 όπως ήταν εδώ και οχτώ χρόνια και όπως θα παραμείνει για το υπόλοιπο της ζωής της. Δεν υπάρχει κανένα τέτοιο προηγούμενο σε μια τέτοιου είδους ζωή. Απ' όσο μπορώ να γνωρίζω, είναι η πρώτη του είδους της, το πρώτο «ασώματο» ανθρώπινο ον.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Τώρα η Χριστίνα έχει συντροφιά στην ατυχία της. Από αυτά που μου είπε ο δρ Η. Η. Schaumburg, ο πρώτος που περιέγραψε το σύνδρο­μο, καταλαβαίνω ότι υπάρχει τώρα ένας μεγάλος αριθμός ασθενών που πάσχουν από σοβαρές αισθητικές νευροπάθειες. Οι σοβαρότερα προσβεβλημένοι έχουν διαταραχές της εικόνας του σώματος σαν τη Χριστίνα. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι άνθρωποι υποχονδριακοί που ακολουθούν παράλογες θεραπείες μεγαβιταμινών και πήραν τερά­στιες ποσότητες βιταμίνης Β6 (πυριδοξίνη). Υπάρχουν, έτσι, τώρα μερι­κές εκατοντάδες «ασώματων» αντρών και γυναικών, αν και οι περισσό­τεροι, αντίθετα από τη Χριστίνα, μπορούν να ελπίζουν σε μία βελτίωση αμέσως μόλις σταματήσουν να δηλητηριάζονται με την πυριδοξίνη.

7 6

4

Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι

Πολλά χρόνια πριν, όταν ήμουν φοιτητής στην ιατρική, με κάλεσαν στο τηλέφωνο, όπου μία νοσοκόμα πολύ συγχυσμένη μου διηγήθηκε την εξής παράξενη ιστορία: αφορούσε ένα νέο ασθενή —ένα νέο άντρα— που είχε μπει στο νοσοκομείο μόλις το ίδιο πρωί. Φαινόταν πολύ γλυ­κός, πολύ φυσιολογικός, όλη την ημέρα, δηλαδή μέχρι πριν από λίγα λεπτά, όταν ξύπνησε μετά από έναν υπνάκο. Έμοιαζε ξαφνικά διεγερ­μένος και περίεργος, εκτός εαυτού. Άγνωστο πώς, είχε πέσει από το κρεβάτι του και τώρα, καθισμένος στο πάτωμα, μιλούσε ασταμάτητα και κραύγαζε και αρνιόταν να γυρίσει στο κρεβάτι του. Θα μπορούσα ίσως να πάω, με παρακαλούσε η νοσοκόμα, και να ξεδιαλύνω τι συνέ­βαινε;

Όταν έφτασα, βρήκα πράγματι τον άρρωστο να κάθεται στο πάτω­μα δίπλα στο κρεβάτι του και να κοιτά έντονα το ένα του πόδι. Η έκφρασή του έδειχνε θυμό, ανησυχία, αμηχανία και κάποια ευθυμία — αμηχανία πιο πολύ απ' όλα, ανάμεικτη με μια ιδέα φόβου. Τον ρώτησα αν είχε σκοπό να ξανανέβει στο κρεβάτι του ή αν χρειαζόταν βοήθεια, αλλά φάνηκε ενοχλημένος απ' τις προτάσεις μου και κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Εγκαταστάθηκα δίπλα του κατάχαμα και πήρα το ιστο­ρικό του στο πάτωμα. Μου είπε ότι είχε εισαχθεί, το ίδιο πρωί, για κάποιες εξετάσεις. Δεν ένιωθε καμία ενόχληση, αλλά οι νευρολόγοι, υ-ποψιαζόμενοι ένα «τεμπέλικο» αριστερό πόδι —αυτή ακριβώς τη λέξη είχαν χρησιμοποιήσει— σκέφτηκαν ότι έπρεπε να νοσηλευτεί. Όλη την ημέρα αισθανόταν εξαίρετα και προς το βράδυ τον είχε πάρει ο ύπνος. Αισθανόταν εξαιρετικά και όταν ξύπνησε, μέχρις ότου μετακινήθηκε στο κρεβάτι του. Τότε, όπως μου είπε, βρήκε «το πόδι κάποιου» στο κρεβάτι του — ένα ακρωτηριασμένο ανθρώπινο πόδι, ένα φρικιαστικό πράγμα! Στην αρχή έμεινε κατάπληκτος, γεμάτος αηδία και έκπληξη —

7 7

Page 41: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

δεν είχε ποτέ νιώσει, ούτε και φανταστεί, ένα τόσο απίστευτο πράγμα. Ψηλάφισε το πόδι πολύ προσεχτικά. Ήταν τέλεια σχηματισμένο αλλά «παράξενο» και κρύο. Εκείνη τη στιγμή τού ήρθε μια έμπνευση. Τότε μόλις αντιλήφθηκε τι είχε συμβεί: ήταν όλα μία φάρσα! Μία μάλλον τερατώδης και κακόγουστη αλλά πολύ πρωτότυπη φάρσα! Ήταν η παραμονή της πρωτοχρονιάς και όλοι γλεντούσαν. Το μισό προσωπικό ήταν μεθυσμένο· πειράγματα και μπισκότα πετούσαν προς όλες τις κα­τευθύνσεις· μια σκηνή καρναβαλιού. Προφανώς κάποια από τις νοσοκό­μες με μακάβριο χιούμορ είχε κλέψει απ' το νεκροτομείο ένα πόδι και μετά, για αστείο, το γλίστρησε κάτω από τα σκεπάσματα του κρεβα­τιού του, ενώ αυτός κοιμόταν βαθιά. Αυτή η εξήγηση τον ανακούφισε πολύ· αλλά θεωρώντας ότι μία φάρσα είναι μία φάρσα και ότι αυτή ξεπέρναγε κάπως τα όρια, πέταξε το καταραμένο πράγμα έξω από το κρεβάτι του. Αλλά —και σ' αυτό το σημείο ο ήρεμος συζητητικός τόνος του τον εγκατέλειψε και ξαφνικά χλόμιασε και άρχισε να τρέμει— όταν πέταξε το πόδι από το κρεβάτι του, εντελώς ακατανόητα το ακολού­θησε και αυτός — και τώρα ήταν κολλημένο επάνω του.

— Κοιτάξτε το! φώναξε με την αποστροφή ζωγραφισμένη στο πρό­σωπο του. Έχετε δει ποτέ σας ένα τόσο ανατριχιαστικό, τόσο τρομα­χτικό πράγμα; Νόμισα πως ήταν ένα φρέσκο πτώμα. Αλλά είναι κάτι απόκοσμο, μοιάζει σαν να 'ναι κολλημένο επάνω μου!

Το έπιασε και με τα δυο του χέρια και με τρομαχτική βιαιότητα προσπάθησε να το αποσπάσει από το σώμα του και, αποτυγχάνοντας, άρχισε να το γρονθοκοπά σε μια κρίση λύσσας.

—Ήσυχα! είπα. Ησυχάστε! Πιο ήρεμα! Δε θα χτύπαγα έτσι αυτό το πόδι, αν ήμουν στη θέση σας.

— Και γιατί; ρώτησε ερεθισμένος, με επιθετικό ύφος. — Γιατί είναι το πόδι σας, απάντησα. Δε γνωρίζετε το ίδιο σας το

πόδι-, Με κοίταξε με ένα βλέμμα γεμάτο έκπληξη ανάμεικτη με δυσπιστία

και τρόμο, απ' όπου δεν έλειπε μια δόση σκωπτικής υποψίας. — Α, γιατρέ! είπε. Με δουλεύετε! Τα χετε κάνει πλακάκια μ' εκείνη

τη νοσοκόμα — δε θα 'πρεπε να κοροϊδεύετε έτσι τους ασθενείς! — Δε σας κοροϊδεύω, είπα. Αυτό είναι το πόδι σας. Είδε στο πρόσωπό μου ότι ήμουν απόλυτα σοβαρός — και το βλέμ­

μα του γέμισε με απερίγραπτο τρόμο. — Είπατε πως είναι το πόδι μου, γιατρέ; Δε νομίζετε πως ένας άν­

θρωπος αναγνωρίζει το ίδιο του το πόδι; — Απολύτως, απάντησα. Θα έπρεπε να αναγνωρίζει το ίδιο του το

7 8

πόδι. Δεν μπορώ να τον φανταστώ να μη γνωρίζει το ίδιο του το πόδι. Μήπως είστε εσείς που κοροϊδεύετε όλη αυτή την ώρα;

— Σας ορκίζομαι στο Θεό, κάνω σταυρό, ούτε σκέφτηκα κάτι τέ­τοιο... Ένας άνθρωπος θα έπρεπε να γνωρίζει το σώμα του, τι είναι δικό του και τι δεν είναι — αλλά αυτό το πόδι, αυτό το πράγμα —και αναρρίγησε πάλι από αηδία— δε μοιάζει κανονικό, δε μοιάζει αληθινό και δε μοιάζει να είναι ένα κομμάτι από μένα.

— Και με τι μοιάζει; Επανέλαβε τα λόγια μου αργά: — Θα σας πω τι μοιάζει. Δε μοιάζει με τίποτα επάνω στη γη. Πώς

μπορεί ένα πράγμα σαν κι αυτό να μου ανήκει; Δεν ξέρω πώς θα μπο­ρούσε να μου ανήκει ένα τέτοιο πράγμα...

Η φωνή του έσβησε κουρασμένη. Φαινόταν τρομαγμένος και σοκα­ρισμένος.

— Ακούστε, είπα. Δε νομίζω ότι είσαστε καλά. Παρακαλώ, αφήστε μας να σας ξαναβάλουμε στο κρεβάτι. Θέλω, όμως, να σας κάνω μία τελευταία ερώτηση. Αν αυτό, αυτό το πράγμα, δεν είναι το αριστερό σας πόδι (σε κάποιο σημείο της συζήτησής μας το είχε αποκαλέσει «πλαστό» και είχε εκφράσει την απορία του για το πώς κάποιος είχε φτάσει σε μια τέτοια τελειότητα μόνο για να «κατασκευάσει» μία «πι­στή απομίμηση»), τότε πού είναι το δικό σας αριστερό πόδι;

Για άλλη μια φορά χλόμιασε — τόσο που νόμισα ότι θα λιποθυμούσε. — Δεν ξέρω, είπε. Δεν έχω ιδέα. Εξαφανίστηκε. Χάθηκε. Κάπου που

δεν μπορώ να το βρω...

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Μετά τη δημοσίευση αυτής της ιστορίας (στο βιβλίο μου A Leg to Stand on, 1984), έλαβα ένα γράμμα από το διαπρεπή νευρολόγο δρ Michael Kremer, όπου μου έγραφε τα εξής:

«Μου ζήτησαν να δω έναν άρρωστο στο καρδιολογικό τμήμα, που παρουσίαζε ένα δύσκολο πρόβλημα. Είχε κολπική μαρμαρυγή και μια μεγάλη αρτηριακή εμβολή τού είχε προκαλέσει μία αριστερή ημιπληγία και μου ζήτησαν να τον δω, γιατί έπεφτε συνέχεια από το κρεβάτι του κατά τη διάρκεια της νύχτας, πράγμα στο οποίο οι καρδιολόγοι δεν μπορούσαν να δώσουν καμία εξήγηση.

«Όταν τον ρώτησα τι συνέβαινε κατά τη διάρκεια της νύχτας, μου είπε απλά ότι όταν ξύπναγε, έβρισκε πάντα δίπλα του ένα νεκρό, κρύο, τριχωτό πόδι, πράγμα το οποίο δεν μπορούσε να εξηγήσει, αλλά και

79

Page 42: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

δεν μπορούσε να ανεχθεί, και με το καλό του χέρι και πόδι το έσπρω­χνε έξω από το κρεβάτι και, φυσικά, βεβαίως, το υπόλοιπο σώμα του ακολουθούσε.

»Αυτός ο άρρωστος πρόσφερε ένα εξαίρετο παράδειγμα του φαινό­μενου ολοκληρωτικής απώλειας αναγνώρισης του ημιπληγικού άκρου* Κάτι επίσης ενδιαφέρον ήταν ότι δεν μπορούσα να τον κάνω να μου πει αν το δικό του πόδι, που αντιστοιχούσε στην ίδια πλευρά, ήταν στη θέση του, γιατί ήταν εντελώς απορροφημένος από αυτό το αποκρου­στικό ξένο πόδι που βρισκόταν εκεί».

* «Ημισωματοαγνωσία». (Σ.τ.Μ.)

80

Χέρια

Οταν η Μανταλένα Τζ. μπήκε στο Νοσοκομείο St. Benedict κοντά στην πόλη της Νέας Υόρκης, το 1980, ήταν εξήντα χρονών. Ήταν τυφλή εκ γενετής και έπασχε από παιδική εγκεφαλική παράλυση. Τη φροντίδα της είχε αναλάβει η οικογένειά της στο σπίτι από τότε που θυμόταν τον εαυτό της. Με δεδομένο αυτό το ιστορικό και τη θλιβερή κατάστα­ση στην οποία την έβλεπα, σπαστική και αθετωσική, δηλαδή με ακού­σιες και αυτόματες κινήσεις των δύο χεριών, και επιπλέον μία ελλειμ­ματική ανάπτυξη των ματιών, περίμενα ότι θα ήταν καθυστερημένη και ανοϊκή.

Τίποτα τέτοιο δε συνέβαινε. Το εντελώς αντίθετο: μιλούσε άνετα, εύ­γλωττα, μια ομιλία που ευτυχώς η σπαστικότητα επηρέαζε ελάχιστα, αποκαλύπτοντας την προσωπικότητα μιας γυναίκας υψηλού πνευμα­τικού επιπέδου και ασυνήθιστης εξυπνάδας και παιδείας.

—Έχετε διαβάσει τρομερά πολύ, της είπα. Πρέπει να χειρίζεστε το Μπράιγ εξαιρετικά καλά.

—Όχι, καθόλου, μου απάντησε. Το διάβασμα γίνεται πάντα είτε από ομιλούντα βιβλία είτε από άλλους ανθρώπους. Δεν μπορώ να διαβάσω σε Μπράιγ ούτε μία λέξη. Δεν μπορώ να κάνω τίποτα με τα χέρια μου, είναι εντελώς άχρηστα.

Τα σήκωσε ψηλά με χλευασμό. —Άχρηστα καταραμένα εξογκώματα από ζυμάρι — δεν τα νιώθω

καν σαν μέλη μου. Αυτό μου φάνηκε πολύ περίεργο. Τα χέρια δε θίγονται συνήθως από

την εγκεφαλική παράλυση — τουλάχιστον όχι κατά κύριο λόγο: μπορεί να είναι κάπως σπαστικά ή αδύναμα ή παραμορφωμένα, αλλά συνήθως παραμένουν σε σημαντικό βαθμό λειτουργικά (αντίθετα με τα πόδια

81

Page 43: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

που μπορεί να είναι εντελώς παράλυτα — στη μορφή που ονομάζεται νόσος του Little ή διπλή παιδική ημιπληγία).

Τα χέρια της Μανταλένας ήταν ελαφρά σπαστικά και αθετωσικά, αλ­λά οι αισθητικές της ικανότητες —όπως το διαπίστωσα με μια γρήγορη εξέταση— ήταν εντελώς άθικτες: αναγνώριζε αμέσως και χωρίς λάθη την ελαφριά επαφή, τον πόνο, τη θερμοκρασία, την παθητική κίνηση των δαχτύλων της. Δεν υπήρχε ανωμαλία αυτής καθαυτής της στοιχει­ώδους αισθητικότητας, αλλά σε δραματική αντίθεση ερχόταν μια πολύ βαθιά διαταραχή της αντίληψης. Της ήταν αδύνατο να αναγνωρίσει ή να ταυτοποιήσει το οτιδήποτε: τοποθέτησα κάθε είδους αντικείμενο στα χέρια της, συμπεριλαμβανομένου και του ενός χεριού μου. Δεν μπορούσε να ταυτοποιήσει και δεν έψαχνε καν έλειπαν οι ενεργητικές «ερευνητικές» κινήσεις των χεριών ήταν, πράγματι, τόσο ανενεργά, τό­σο αδρανή, τόσο άχρηστα, όσο θα ήταν δυο «κομμάτια από ζυμάρι».

Είναι πολύ παράξενο, είπα μέσα μου. Τι νόημα να βγάλει κανείς από όλα αυτά; Δεν υπάρχει σημαντική αισθητική «έκπτωση». Τα χέρια της μοιάζουν να είναι απολύτως καλά, και εντούτοις, δεν είναι. Μπορεί, άραγε, αυτό να οφείλεται στο ότι δε χρησιμοποιούνται —ότι βρίσκο­νται «σε αχρηστία»— γιατί ποτέ της δεν τα χρησιμοποίησε; Το γεγονός ότι ήταν πάντα, από τη γέννηση της, «προστατευμένη», ότι πάντα την «περιποιόνταν», την «κανάκευαν», την είχε ίσως αποτρέψει από την κα­νονική εξερευνητική χρήση των χεριών, που αποκτούν όλα τα μωρά μέσα στους πρώτους μήνες της ζωής τους; Πάντα τη βοηθούσαν και έκαναν τα πάντα γι' αυτή, σε σημείο που να έχει εμποδιστεί να αναπτύ­ξει δυο φυσιολογικά χέρια; Και αν τελικά επρόκειτο γι' αυτό —έμοιαζε παρατραβηγμένο, αλλά ήταν η μοναδική υπόθεση που μπορούσα να κάνω— θα μπορούσε τώρα, στα εξήντα της, να αποκτήσει αυτό που θα έπρεπε να έχει αποκτήσει στις πρώτες εβδομάδες ή στους πρώτους μήνες της ζωής της;

Υπήρχε κανένα προηγούμενο; Είχε ποτέ περιγραφεί ή δοκιμαστεί κά­τι ανάλογο; Δεν το ήξερα, σκέφτηκα, όμως, αμέσως μία πιθανή παράλ­ληλη περίπτωση — που περιγραφόταν από τους Leont'ev και Zaporo-zhets στο βιβλίο τους Rehabilitation of Hand Function (αγγλ. μετάφραση 1960). Η κατάσταση που περιέγραφαν ήταν πολύ διαφορετική όσο α­φορά την προέλευσή της: μία παρόμοια «αλλοτρίωση» των χεριών σε περίπου διακόσιους στρατιώτες μετά από ένα σοβαρό τραυματισμό και μια χειρουργική επέμβαση — τα τραυματισμένα χέρια ένιωθαν «ξέ­να», «χωρίς ζωή», «άχρηστα», «κολλημένα», παρά το ότι από στοιχειώδη νευρολογική άποψη και από άποψη αισθητικότητας ήταν άθικτα. Οι

82

Leont'ev και Zaporozhets συζητούν την ιδέα της «αποσύνδεσης» των «γνωστικών συστημάτων» που επιτρέπουν κανονικά την πραγμάτωση της «γνώσης», ή της αντιληπτικής χρήσης των χεριών, σε τέτοιες περι­πτώσεις σαν αποτέλεσμα ενός τραυματισμού, χειρουργικής επέμβασης και ενός μεγάλου διαστήματος εβδομάδων —ή μηνών— αχρηστίας των χεριών που ακολουθούσε. Στην περίπτωση της Μανταλένας, παρότι το ίδιο το φαινόμενο ήταν πανομοιότυπο —«αχρηστία», «χωρίς ζωή», «αλ­λοτρίωση»— η διαφορά ήταν ότι διαρκούσε μία ολόκληρη ζωή. Δεν είχε μόνο να ξανα-βρεί τα χέρια της, αλλά έπρεπε να τα ανακαλύψει —να τα αποκτήσει, να τα βιώσει— από την αρχή: όχι μόνο να ξανακερδίσει ένα αποσυνδεδεμένο γνωστικό σύστημα, αλλά να κατασκευάσει από την αρχή ένα γνωστικό σύστημα που ποτέ της δεν είχε. Ήταν ποτέ δυνατό κάτι τέτοιο;

Οι τραυματισμένοι στρατιώτες, που περιγράφουν οι Leont'ev και Za­porozhets, πριν τον τραυματισμό τους είχαν φυσιολογικά χέρια. Αυτό που είχαν να κάνουν ήταν να «θυμηθούν» ό,τι είχε «ξεχαστεί» ή «απο­συνδεθεί» ή «αδρανοποιηθεί», εξαιτίας ενός σοβαρού τραυματισμού. Η Μανταλένα, αντίθετα, δε διέθετε μνημονικό ευρετήριο, γιατί δεν είχε ποτέ της χρησιμοποιήσει τα χέρια της — και αισθανόταν σαν να μην είχε χέρια ούτε μπράτσα. Δεν είχε φάει ποτέ της μόνη της, δεν είχε χρησιμοποιήσει μόνη την τουαλέτα, δεν είχε ποτέ καταφέρει να αυτο-βοηθηθεί, αφήνοντας πάντοτε τους άλλους να τη βοηθούν. Για εξήντα ολόκληρα χρόνια είχε συμπεριφερθεί σαν ένα ον χωρίς χέρια.

Αυτή ήταν, λοιπόν, η πρόκληση που αντιμετωπίζαμε: μία ασθενής με άριστη στοιχειώδη αισθητικότητα στα χέρια αλλά, εμφανώς, χωρίς τη δύναμη να απαρτιώσει αυτές τις αισθήσεις στο επίπεδο των αντιλήψε­ων που σχετίζονταν με τον κόσμο και με τον εαυτό της χωρίς τη δύνα­μη να πει: «Αντιλαμβάνομαι, αναγνωρίζω, θέλω, δρω» στο βαθμό που της το επέτρεπαν τα «άχρηστα» χέρια της. Έπρεπε με τον έναν ή τον άλλο τρόπο (όπως οι Leont'ev και Zaporozhets με τους δικούς τους α­σθενείς) να καταφέρουμε να την κάνουμε να δράσει και να χρησιμο­ποιήσει τα χέρια της ενεργητικά και ελπίζαμε ότι κάνοντας το θα πετύ­χαινε την απαρτίωση. Όπως έλεγε ο Roy Campbell, «η απαρτίωση βρί­σκεται στη δράση».

Η Μανταλένα ήταν θετικά διατεθειμένη απέναντι σε όλα αυτά, στην πραγματικότητα γοητευμένη — αλλά προβληματισμένη και απαισιόδο­ξη. «Πώς μπορώ να κάνω οτιδήποτε με τα χέρια μου», ρώτησε, «αφού είναι δύο κομμάτια στόκος;»

«Εν αρχή ην η πράξη», γράφει ο Γκαίτε και μπορεί να είναι πράγματι

8 3

Page 44: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

έτσι όταν αντιμετωπίζουμε ηθικά ή υπαρξιακά διλήμματα, αλλά όχι ό­ταν φτάνουμε στις ρίζες της κίνησης και της αντίληψης. Εντούτοις και σ' αυτή την περίπτωση ακόμα υπάρχει πάντα κάτι που ξεκινά από το μηδέν: ένα πρώτο βήμα (ή μία πρώτη λέξη όπως όταν η Helen Keller είπε «νερό»), μία πρώτη κίνηση, μία πρώτη αντίληψη, μία πρώτη ώθηση — ολοκληρωτική, απροσδόκητη, που εμφανίζεται «σαν κομήτης» εκεί όπου πριν δεν υπήρχε τίποτα ή τίποτα που να είχε σημασία. «Εν αρχή ην η ώθηση». Όχι μία πράξη, όχι ένα αντανακλαστικό, αλλά μία «ώθη­ση» που είναι ταυτόχρονα πιο εμφανής και πιο μυστηριώδης και από τα δύο... Δεν μπορούσαμε να πούμε στη Μανταλένα: «Κάν' το!» αλλά μπορούσαμε να ελπίσουμε στην ύπαρξη μιας παρόρμησης· θα μπορού­σαμε να ελπίσουμε σ' αυτή, να την επιδιώξουμε, θα μπορούσαμε ακό­μα και να την προκαλέσουμε...

Σκέφτηκα το μωρό, καθώς προσπαθεί να φτάσει το στήθος της μητέ­ρας του. «Πού και πού να αφήνετε το φαΐ της, δήθεν κατά λάθος, λίγο έξω από το πεδίο όπου μπορεί να φτάσει», πρότεινα στις νοσοκόμες. «Μην την αφήσετε να πεινάσει, μην την πειράζετε, αλλά δείξτε λιγότε­ρη από τη συνηθισμένη σας προθυμία όταν την ταίζετε». Και μία μέρα συνέβη αυτό που ποτέ δεν είχε συμβεί προηγουμένως: ανυπόμονη, πεινασμένη, αντί να περιμένει παθητικά και υπομονετικά, άπλωσε το χέρι της και ψηλαφητά βρήκε ένα μπέιγκελ* και το έφερε στο στόμα της. Αυτή ήταν η πρώτη φορά που χρησιμοποίησε τα χέρια της, η πρώ­τη χειρωνακτική της πράξη μέσα σε εξήντα χρόνια, η πράξη που σημα­τοδότησε τη γέννηση της σαν «κινητικό άτομο» (ο όρος του Sherrington που καθορίζει το άτομο που κάνει αισθητή την παρουσία του μέσα από τις πράξεις του). Σηματοδοτούσε ακόμα την πρώτη φορά που α­ντιλαμβανόταν κάτι με τα χέρια της και τη γέννηση της έτσι σαν «αντι­ληπτικό άτομο». Η πρώτη της αντίληψη, η πρώτη της αναγνώριση, ήταν αυτή ενός μπέιγκελ, ήταν η ανακάλυψη της έννοιας του μπέιγκελ, η «μπεϊγκελικότητα» — όπως η πρώτη αναγνώριση της Helen Keller, η πρώτη λέξη που πρόφερε ήταν η λέξη «νερό» (η «υδατότητα»).

Μετά από αυτή την πρώτη πράξη, αυτή την πρώτη αντίληψη, η πρό­οδος υπήρξε εξαιρετικά γρήγορη. Όπως άπλωσε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ένα μπέιγκελ, έτσι τώρα άπλωνε το χέρι της για να εξερευνήσει ή να αγγίξει ολόκληρο τον κόσμο. Η πράξη του φαγητού τής έδειξε το δρόμο της αίσθησης, της εξερεύνησης των δια­φόρων τροφών, δοχείων, εργαλείων κλπ. Καθώς η Μανταλένα υπήρξε

* Μπέιγκελ: είδος στρογγυλού κέικ· γλυκό εβραϊκής προέλευσης. (Σ.τ.Μ.)

84

τυφλή και «χωρίς χέρια» από τη γέννηση της, της έλειπαν οι απλούστε­ρες εσωτερικές εικόνες (ενώ, τουλάχιστον, η Helen Keller διέθετε οπτι­κές εικόνες) και έτσι ήταν υποχρεωμένη, για να «αναγνωρίσει», να ακο­λουθεί κάποιο περίεργο, έμμεσο τρόπο εξαγωγής συμπερασμάτων και εικασίας. Αν δε διέθετε μια εξαιρετική εξυπνάδα και καλλιέργεια, με μία πληθωρική φαντασία που υποστηριζόταν, αν μπορούμε να το πού­με έτσι, από τις εικόνες των άλλων, εικόνες που της μετέφερε η γλώσ­σα, υποστηριζόταν από το λόγο, θα είχε παραμείνει τόσο εξαρτημένη και ανήμπορη, όσο και ένα μωρό.

Αναγνώριζε το μπέιγκελ σαν ένα στρογγυλό κέικ με μία τρύπα στη μέση· ένα πιρούνι σαν ένα μακρύ, επίπεδο αντικείμενο με πολλά μυτε­ρά δόντια. Σιγά σιγά, όμως, αυτή η προκαταρκτική ανάλυση άφησε τη θέση της σε μία άμεση διαίσθηση και η ταυτότητα των αντικειμένων αναγνωριζόταν αμέσως και ο χαρακτήρας και η «φυσιογνωμία» τους έγιναν οικεία, ήταν άμεσα αναγνωρίσιμα από τη μοναδικότητα τους, σαν «παλιοί φίλοι». Η ανάπτυξη αυτού του είδους αναγνώρισης, όχι αναλυτικής αλλά συνθετικής και άμεσης, συμπορευόταν με μία δυνατή ευχαρίστηση και την όλο και πιο έντονη αίσθηση ότι ανακάλυπτε έναν κόσμο γεμάτο μαγεία, μυστήριο και ομορφιά.

Μαγευόταν από τα πιο κοινά αντικείμενα — τα αντικείμενα τη μά­γευαν, την ερέθιζαν και της γεννούσαν μία επιθυμία να τα αναπαράγει. Ζήτησε πηλό και άρχισε να φτιάχνει μοντέλα: το πρώτο της μοντέλο, το πρώτο της γλυπτό, ήταν ένα κόκαλο για τα παπούτσια και ακόμα κι αυτό το απλό αντικείμενο ήταν κατά κάποιο τρόπο διαποτισμένο από μία ιδιόμορφη δύναμη και ένα χιούμορ, με ρέουσες, δυνατές, χοντρές καμπύλες που θύμιζαν τον πρώιμο Χένρυ Μουρ.

Ύστερα —και αυτό συνέβη μέσα στο μήνα κιόλας που ακολούθησε τις πρώτες της αναγνωρίσεις— η προσοχή της, η εκτίμηση της, πέρασε από τα αντικείμενα στους ανθρώπους. Στο κάτω κάτω υπήρχαν όρια στο ενδιαφέρον και στις εκφραστικές δυνατότητες των αντικειμένων, ακόμα και αν ήταν μεταμορφωμένα από ένα είδος αθώας, άδολης και συχνά κωμικής ιδιοφυίας. Είχε ανάγκη τώρα να εξερευνήσει το ανθρώ­πινο πρόσωπο και την ανθρώπινη μορφή, όταν ήταν ήρεμη και όταν βρισκόταν σε κίνηση. Το να σε «ψηλαφίσει» η Μανταλένα ήταν μία α­συνήθιστη εμπειρία. Τα χέρια της, που ελάχιστο καιρό πριν ήταν αδρα­νή, πλαδαρά, τώρα έμοιαζαν φορτισμένα από μία υπερφυσική ζωντά­νια και ευαισθησία. Δεν ήταν απλώς το γεγονός ότι σε αναγνώριζε, σε έψαχνε λεπτομερειακά, με έναν τρόπο πιο έντονο και διερευνητικό α­πό οποιαδήποτε οπτική εξονυχιστική έρευνα, αλλά σε «γευόταν» και σε

8 5

Page 45: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

αξιολογούσε αισθητικά με το μυαλό του και τη φαντασία του ένας γεν­νημένος καλλιτέχνης που μόλις είχε γεννηθεί. Ένιωθε κανείς ότι δεν ήταν απλώς τα χέρια μιας τυφλής γυναίκας που εξερευνούσε αλλά ενός τυφλού καλλιτέχνη, ενός στοχαστικού και δημιουργικού πνεύματος που μόλις είχε ανοιχτεί στην πλήρη αισθησιακή και πνευματική πραγ­ματικότητα του κόσμου. Αυτές οι εξερευνήσεις της ήταν οι ίδιες μία εξωτερική πραγματικότητα που την ωθούσε προς την πράξη της ανα­παράστασης και της αναπαραγωγής.

Άρχισε να πλάθει κεφάλια και ανθρώπινες μορφές, και μέσα σ' ένα χρόνο ήταν μια ντόπια διασημότητα γνωστή σαν η Τυφλή Γλύπτρια του St. Benedict. Τα γλυπτά της ήταν συνήθως στο μισό ή στα τρία τέταρτα του φυσικού μεγέθους και αναπαριστούσαν απλές αλλά ανα­γνωρίσιμες μορφές με μία ασυνήθιστη εκφραστικότητα. Για μένα, γι' αυτή την ίδια, για όλους μας, ήταν μία βαθιά συγκινητική, μία εκπλη­κτική, μία σχεδόν θαυματουργή εμπειρία. Ποιος θα τολμούσε να ονει­ρευτεί ότι οι στοιχειώδεις δυνατότητες της αντίληψης, που είχαν αποτύ­χει να αποκτηθούν φυσιολογικά στους πρώτους μήνες της ζωής κά­ποιου, θα μπορούσαν να αποκτηθούν στο εξηκοστό έτος της ζωής του; Ποιοι θαυμαστοί ορίζοντες όψιμης μάθησης, ποιες δυνατότητες μάθη­σης για τους ανάπηρους δε μας αποκαλύπτονται από το γεγονός αυτό! Και ποιος θα μπορούσε να ονειρευτεί ότι σ' αυτή την τυφλή, παράλυτη γυναίκα, χωμένη στο καταφύγιο της, αδρανοποιημένη, υπερπροστα-τευμένη σ' όλη της τη ζωή, υπήρχε ο σπόρος μιας εκπληκτικής καλλι­τεχνικής ευαισθησίας (ανυποψίαστης γι' αυτή, όσο και για τους άλλους) που θα φύτρωνε και θα άνθιζε σε μία σπάνια και όμορφη πραγματικό­τητα, αφού είχε παραμείνει κοιμισμένη, μαραμένη για εξήντα χρόνια;

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Όπως και να 'χει το πράγμα, έμελλε να ανακαλύψω αργότερα ότι η ιστορία της Μανταλένας δεν ήταν σε καμία περίπτωση μοναδική. Μέ­σα σ' ένα χρόνο συνάντησα έναν άλλο ασθενή (Σίμων Κ.) που έπασχε, επίσης, από εγκεφαλική παράλυση που συνδυαζόταν με μια βαθιά δια­ταραχή της όρασης. Ενώ ο κ. Κ. είχε φυσιολογική δύναμη και αίσθηση στα χέρια του, σπάνια τα χρησιμοποιούσε και είχε μια ασυνήθιστη ανι­κανότητα να χειρίζεται, να εξερευνά ή να αναγνωρίζει οτιδήποτε. Ευαισθητοποιημένοι από την περίπτωση της Μανταλένας, αναρωτηθή­καμε αν και αυτός δεν είχε μία ανάλογη «αγνωσία ανάπτυξης» — που να δέχεται, κατά συνέπεια, κάποια «θεραπεία». Και, πράγματι, γρήγο-

8 6

ρα είδαμε ότι αυτό που είχε επιτευχθεί με τη Μανταλένα μπορούσε να επαναληφθεί και με τον κ. Κ. Μέσα σ' ένα χρόνο είχε αποκτήσει μια μεγάλη «επιδεξιότητα» σε όλα και απολάμβανε ιδιαίτερα την απλή ξυ­λουργική, το φορμάρισμα του κόντρα πλακέ και κομματιών ξύλου με τα οποία κατασκεύαζε απλά ξύλινα παιχνίδια. Δεν ένιωθε την παρόρ­μηση να κάνει γλυπτική, να φτιάξει απομιμήσεις — δεν ήταν ένας καλ­λιτέχνης από φυσικού του, όπως η Μανταλένα. Δεν έπαυε, όμως, μετά από μισό αιώνα που είχε περάσει ουσιαστικά χωρίς χέρια, να απολαμ­βάνει τη δυνατότητα του να τα χρησιμοποιεί.

Το σημείο αυτό είναι ίσως πιο αξιοσημείωτο, γιατί ο Σίμων είναι ε­λαφρά καθυστερημένος, ένας αξιαγάπητος αγαθιάρης, σε αντίθεση με τη γεμάτη πάθος και ταλέντο Μανταλένα, Γι' αυτή θα μπορούσαμε να πούμε ότι είναι έξω από το συνηθισμένο, μία Helen Keller, μία γυναίκα στο εκατομμύριο — αλλά τίποτε απ' όλα αυτά δε θα μπορούσε να αποδοθεί στον αγαθό Σίμωνα. Και, εντούτοις, το ουσιαστικό επίτευγμα —το επίτευγμα των χεριών— αποδείχτηκε εξ ολοκλήρου δυνατό και γι' αυτόν, όπως και για εκείνη. Φαίνεται καθαρά ότι η εξυπνάδα, αυτή καθαυτή, δεν παίζει ρόλο στην υπόθεση — ότι το μόνο ουσιαστικό στοιχείο της είναι η χρήση.

Τέτοιες περιπτώσεις αγνωσίας, που οφείλεται σε μια ελλειμματική ανάπτυξη, είναι ίσως σπάνιες, βλέπει, όμως, κανείς συχνά περιπτώσεις επίκτητης αγνωσίας που χρησιμεύουν σαν παραδείγματα για την ίδια θεμελιώδη αρχή, την αρχή της χρήσης. Έτσι, βλέπω συχνά ασθενείς με σοβαρή νευροπάθεια κατανομής «γαντιών και περισκελίδων», όπως λέ­γεται, που οφείλεται στο διαβήτη. Εάν η νευροπάθεια είναι αρκετά σο­βαρή, οι ασθενείς ξεπερνούν την αίσθηση του μουδιάσματος (που είναι η συνηθισμένη παραισθησία σ' αυτές τις νευροπάθειες) και νιώθουν μία αίσθηση πλήρους κενού ή απο-πραγματοποίησης. Τους συμβαίνει να αισθάνονται (όπως το έλεγε ένας ασθενής) «σαν άνθρωποι-κορμοί» που τους «λείπουν» εντελώς τα χέρια και τα πόδια. Μερικές φορές νιώ­θουν ότι τα χέρια και τα πόδια τους καταλήγουν σε κολοβώματα, σαν κομμάτια «ζυμαριού» ή «γύψου» κολλημένα επάνω τους. Συνήθως αυτό το αίσθημα απο-πραγματοποίησης εμφανίζεται εντελώς απότομα... ό­πως και η αίσθηση της πραγματικότητας —αν αυτό συμβεί— επιστρέ­φει εξίσου απότομα. Φαίνεται ότι βρισκόμαστε εδώ μπροστά σε ένα κρίσιμο (λειτουργικά και οντολογικά) κατώφλι. Το να επιτευχθεί η χρή­ση των χεριών και των ποδιών είναι αποφασιστικής σημασίας γι' αυ­τούς τους ασθενείς- ακόμα και, αν αυτό είναι απαραίτητο, να «ξεγελα­στούν» και να νομίσουν ότι το πετυχαίνουν. Υπάρχει έτσι η πιθανότητα

8 7

Page 46: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

να συμβεί μία ξαφνική επανα-πραγματοποίηση — ένα απότομο άλμα στην υποκειμενική πραγματικότητα και «ζωή»... αρκεί να υπάρχει ένα αρκετό φυσιολογικό δυναμικό (αν η νευροπάθεια είναι ολική, αν τα ακραία τμήματα των νεύρων είναι εντελώς νεκρά, μία τέτοια επανα-πραγματοποίηση δεν είναι δυνατή).

Για ασθενείς με σοβαρή αλλά υφολική νευροπάθεια, μία χρήση σε μικρές δόσεις είναι κυριολεκτικά ζωτική, και είναι αυτό που κάνει όλη τη διαφορά ανάμεσα στον «άνθρωπο-κορμό» και στο λογικά λειτουργι­κό άνθρωπο (η υπερβολική χρήση, από την άλλη, μπορεί να προκαλέσει την κόπωση της περιορισμένης νευρικής λειτουργίας και να οδηγήσει και πάλι σε μια απότομη απο-πραγματοποίηση).

Θα προσθέσουμε ότι αυτές οι υποκειμενικές αισθήσεις έχουν ακρι­βείς αντικειμενικές συνιστώσες: τοπικά, στους μυς του χεριού και του ποδιού υπάρχει «ηλεκτρική σιγή»· όσο αφορά την αίσθηση, υπάρχει α­πόλυτη έλλειψη κάθε «προκλητού δυναμικού» σε κάθε επίπεδο μέχρι τον αισθητικό φλοιό. Μόλις τα χέρια και τα πόδια ανα-βιώνουν με τη χρήση, υπάρχει μία πλήρης αναστροφή της ηλεκτρο-φυσιολογικής εικό­νας.

Ένα παρόμοιο αίσθημα «νεκρού» και «μη πραγματικού» έχει περι­γραφεί προηγουμένως στο κεφάλαιο 3, «Η ασώματη γυναίκα».

88

6

89

Φαντάσματα

Ένα «φάντασμα», με την έννοια που έχει η λέξη στη νευρολογία, ση­μαίνει την εικόνα ή την ανάμνηση ενός κομματιού του σώματος, συνή­θως ενός άκρου, που επιμένει για μήνες ή για χρόνια μετά την απώλεια του. Γνωστά από την αρχαιότητα, τα «φαντάσματα» περιγράφηκαν και ερευνήθηκαν σε βάθος από το μεγάλο Αμερικανό νευρολόγο Silas Weir Mitchell κατά τη διάρκεια του Αμερικανικού Εμφύλιου Πολέμου και μετέπειτα.

Ο Weir Mitchell περιέγραψε πολλά είδη φαντασμάτων: μερικά που θυμίζουν παράξενα οπτασίες και μοιάζουν εξωπραγματικά (που τα ονό­μασε «αισθητικά φαντάσματα»)· μερικά που επιβάλλουν αναγκαστικά την παρουσία τους, ακόμα και σε επικίνδυνο βαθμό, σχεδόν πραγματι­κά και ζωντανά· μερικά που είναι έντονα οδυνηρά και άλλα (τα περισσό­τερα) εντελώς ανώδυνα· μερικά που έχουν την ακρίβεια της φωτογρα­φίας, σαν αντίγραφα ή πιστές απομιμήσεις του χαμένου άκρου, άλλα, αντίθετα, χονδροειδώς κοντά ή παραμορφωμένα... όπως και «αρνητικά φαντάσματα» ή «φαντάσματα απουσίας». Ο Mitchell έκανε την υπόθε­ση ότι τέτοιες διαταραχές της «εικόνας του σώματος» —ο όρος εισήχθη (από τον Henry Head) μόλις πενήντα χρόνια αργότερα— θα μπορούσαν να επηρεάζονται είτε από κεντρικούς παράγοντες (ερεθισμός ή βλάβη του αισθητικού φλοιού, και ειδικότερα του φλοιού των βρεγματικών λοβών) ή από παράγοντες που δημιουργούνται από καταστάσεις στην περιφέρεια των νεύρων (νευρικό κολόβωμα, νευρινώματα· νευρικές βλά­βες, νευρικό μπλοκ ή ερεθισμός των νεύρων ανωμαλίες στις νωτιαίες νευρικές ρίζες ή τα δεμάτια των αισθητικών νεύρων στο νωτιαίο μυελό). Προσωπικά, έχω ιδιαίτερα ενδιαφερθεί γι' αυτούς τους περιφερειακούς παράγοντες.

Τα παρακάτω πάρα πολύ σύντομα, σχεδόν ανεκδοτολογικά κομμά-

Page 47: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τια, προέρχονται από τη στήλη «Clinical Curio» της British Medical Jour­nal.

To δάχτυλο-φάντασμα

Ένας ναύτης έκοψε σε ένα ατύχημα το δεξιό του δείκτη. Σαράντα χρόνια μετά βασανιζόταν ακόμη από ένα παρείσακτο φάντασμα του δαχτύλου του άκαμπτα τεντωμένου, έτσι όπως ήταν όταν κόπηκε. Κά­θε φορά που έφερνε το χέρι του προς το πρόσωπο του —για να φάει ή να ξύσει τη μύτη του, για παράδειγμα— φοβόταν ότι το δάχτυλο-φά-ντασμα θα του έβγαζε το μάτι. (Ήξερε λογικά ότι αυτό ήταν αδύνατο, αλλά το συναίσθημα που είχε ήταν ακατανίκητο.) Εκείνη την εποχή ανέπτυξε μία σοβαρή αισθητική διαβητική νευροπάθεια και έχασε ακό­μα και την αίσθηση ότι είχε δάχτυλα. Τότε εξαφανίστηκε και το δάχτυ-λο-φάντασμα.

Είναι γνωστό ότι μία κεντρική παθολογική διαταραχή, όπως ένα ε­γκεφαλικό επεισόδιο που προσβάλλει τις αισθητικές περιοχές, μπορεί να «θεραπεύσει» ένα φάντασμα. Πόσο συχνά, όμως, μία περιφερειακή παθολογική διαταραχή έχει το ίδιο αποτέλεσμα;

Όταν τα μέλη-φαντάσματα εξαφανίζονται

Οι ακρωτηριασμένοι και όλοι όσοι εργάζονται κοντά τους γνωρίζουν ότι ένα μέλος-φάντασμα είναι απόλυτα ουσιώδες, αν πρόκειται να γίνει χρήση ενός τεχνητού άκρου. Ο δρ Michael Kremer γράφει: «Η αξία του φαντάσματος για τους ακρωτηριασμένους είναι τεράστια. Είμαι βέ­βαιος ότι κανένας ακρωτηριασμένος με ένα τεχνητό κάτω άκρο δεν μπορεί να περπατήσει ικανοποιητικά επάνω του πριν η εικόνα του σώματος, με άλλα λόγια το φάντασμα, ενσωματωθεί σ' αυτό».

Παραδόξως, λοιπόν, μπορεί η εξαφάνιση ενός φαντάσματος να είναι καταστρεπτική και η επανάκτηση του, η ανάνηψη του, να γίνεται επεί­γουσα υπόθεση. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με πολλούς τρόπους: Ο Weir Mitchel περιγράφει πώς, με το πέρασμα φαραδικού ρεύματος μέ­σα από το βραχιόνιο πλέγμα —το νευρικό πλέγμα του χεριού— ένα χέρι-φάντασμα, χαμένο για είκοσι πέντε ολόκληρα χρόνια, ξαφνικά «α­ναστήθηκε». Ένας ασθενής που παρακολουθώ περιγράφει με ποιο τρό­πο πρέπει να «ξυπνά» το φάντασμα του τα πρωινά: πρώτα φέρνει το κολόβωμα του μηρού του προς το μέρος του και μετά το χτυπά δυνα­τά με την παλάμη του —«σαν τον ποπό ενός μωρού»— πολλές φορές. Στο πέμπτο ή έκτο χτύπημα το φάντασμα ξαφνικά ξεπετάγεται διε-

90

γερμένο και πάλι, σαν κεραυνοβολημένο από το περιφερειακό ερέθι­σμα. Τότε μόνο μπορεί να βάλει το τεχνητό του πόδι και να περπατή­σει. Αναρωτιέται κανείς ποιες άλλες παράξενες μεθόδους χρησιμο­ποιούν οι ακρωτηριασμένοι, για να 'χουν το ποθούμενο αποτέλεσμα.

Τα φαντάσματα της στάσης του σώματος

Ένας ασθενής απευθύνθηκε σε μας επειδή σκόνταφτε, έπεφτε συ­χνά και ένιωθε ιλίγγους. Υπήρχε η αβάσιμη υποψία ότι έπασχε από διαταραχές του λαβυρίνθου. Όταν τον ρωτούσαμε προσεχτικότερα, γι­νόταν φανερό ότι αυτό που ένιωθε δεν ήταν ίλιγγος αλλά μια σειρά από παραισθήσεις σε σχέση με τη θέση του σώματος του, που φαινό­ταν σαν ολοένα να άλλαζε: ξαφνικά το πάτωμα έμοιαζε να απομακρύ­νεται, μετά ξαφνικά να πλησιάζει, τιναζόταν, τρανταζόταν, έγερνε, ό­πως έλεγε ο ίδιος, «σαν ένα πλοίο σε ταραγμένη θάλασσα». Και ο ίδιος, με, τη σειρά του, κλυδωνιζόταν και τιναζόταν, εκτός αν κοίταζε τα πό­δια του. Η αίσθηση των ποδιών του και του πατώματος είχε γίνει πολύ ασταθής και παραπλανητική και έτσι η όραση του ήταν απαραίτητη για να του δείχνει την αληθινή τους θέση. Μερικές φορές, όμως, ακόμα και η όραση κατακλυζόταν από τη λανθασμένη αίσθηση θέσης, έτσι που το πάτωμα και τα πόδια του έπαιρναν μια τρομαχτική μορφή και φαίνονταν σαν να μετατοπίζονταν.

Σύντομα βρήκαμε ότι η αιτία των προβλημάτων του ήταν μια οξεία προσβολή νωτιάδας φθίσης που —σαν συνέπεια της προσβολής των νωτιαίων αισθητικών ριζών— προκαλούσε ένα είδος αισθητηριακού παραληρήματος με «ιδιοδεκτικές παραισθήσεις» που μεταβάλλονταν ταχύτατα. Τα κλασικά τελικά στάδια της tabes (νωτιάδας φθίσης), στα οποία μπορεί να υπάρχει μία πραγματική ιδιοδεκτική «τύφλωση» για τα πόδια, είναι γνωστά. Έχουν ποτέ οι αναγνώστες σας συναντήσει αυτό το ενδιάμεσο στάδιο —των φαντασμάτων θέσης ή των παραισθήσε­ων— που οφείλεται σε ένα οξύ (και αναστρέψιμο) «ταμπετικό παραλή­ρημα»;

Η εμπειρία που αφηγείται ο ασθενής αυτός μου θυμίζει μία παράξε­νη δική μου εμπειρία που εμφανίστηκε κατά την ανάρρωση από ένα ιδιοδεκτικό σκότωμα* Η εμπειρία αυτή έχει ως εξής (όπως τη διηγή­θηκα στο «Α Leg to Stand on»):

* Σκότωμα: κατ' αναλογία με την όραση: σκότωμα αποκαλείται ένα «τυφλό» κομμάτι του οπτικού πεδίου ή μια προσωρινή τύφλωση. Ο όρος εδώ χρησιμοποιείται κατ' αναλογία για την ιδιοδεκτική αίσθηση.

91

Page 48: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

«Ήμουν εξαιρετικά ασταθής και ήμουν υποχρεωμένος να κοιτώ κάτω. Κάπου κάπου αισθανόμουνα την πηγή της αναταραχής. Η πηγή ήταν το πόδι μου — ή , μάλλον, αυτό το πράγμα, αυτός ο άμορφος κύλινδρος κι­μωλίας που μου χρησίμευε σαν πόδι— αυτό το περίγραμμα του ποδιού καμωμένο από κιμωλία. Τη μια στιγμή ο κύλινδρος μου φαινόταν χίλια πόδια μακρύς, ύστερα δεν έφτανε ούτε τα δύο χιλιοστά· τη μια ήταν παχύς, την άλλη γινόταν λεπτός· πότε έγερνε προς τη μια πλευρά, πότε προς την άλλη. Άλλαζε συνέχεια μέγεθος και σχήμα, θέση και γωνία και οι αλλαγές αυτές γίνονταν τέσσερις και πέντε φορές το δευτερόλεπτο. Η έκταση της μεταμόρφωσης και της αλλαγής ήταν τεράστια — οι διαδοχι­κές "δομές" μπορούσαν να διαφέρουν μεταξύ τους στο χιλιαπλάσιο...»

Φαντάσματα-ζωντανά ή νεκρά;

Συχνά υπάρχει μια ορισμένη σύγχυση γύρω από τα φαντάσματα — αν, δηλαδή, και κατά πόσο είναι χρήσιμο να κάνουν την εμφάνιση τους αν πρόκειται για κάτι παθολογικό ή όχι· αν είναι «αληθινά» ή όχι. Σ' αυτό το σημείο η βιβλιογραφία προκαλεί σύγχυση, οι ασθενείς, όμως, όχι— οι ασθενείς ξεκαθαρίζουν το θέμα περιγράφοντας την ύπαρξη διαφόρων ειδών φαντασμάτων.

Έτσι ένας ασθενής με μεγάλη διαύγεια πνεύματος, που είχε υποστεί έναν ακρωτηριασμό πάνω από το γόνατο, μου περιέγραψε τα εξής:

«Υπάρχει αυτό το πράγμα, αυτό το πόδι-φάντασμα, που μερικές φορές με πονά διαβολεμένα και τα δάχτυλα μου συστρέφονται ή παθαίνουν σπασμούς. Είναι χειρότερο τη νύχτα ή όταν έχω βγάλει την πρόσθεση ή όταν δεν κάνω τίποτα. Εξαφανίζεται όταν δένω το τεχνητό μου πόδι και περπατώ. Εξακολουθώ τότε να αισθάνομαι το πόδι, ζωηρά, αλλά είναι πια ένα καλό φάντασμα, διαφορετικό — ζωντανεύει την τεχνητή του πρόσθεση και μου επιτρέπει να περπατώ».

Σ' αυτό τον άρρωστο, σε όλους τους αρρώστους, δεν υπάρχει παρά η χρήση που είναι ουσιώδης, γιατί διώχνει ένα «κακό» (ή παθητικό, ή πα­θολογικό) φάντασμα, αν αυτό υπάρχει· και, αντίθετα, διατηρεί το «κα­λό» φάντασμα —δηλαδή την παραμένουσα προσωπική μνήμη της εικό­νας του άκρου— ζωντανή, δραστήρια και σε καλή κατάσταση, όπως τους είναι αναγκαίο.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Πολλοί (αλλά όχι όλοι) ασθενείς με μέλη-φαντάσματα υποφέρουν α­πό «πόνους-φαντάσματα» ή, αλλιώς, από πόνο στο μέλος-φάντασμα. Μερικές φορές αυτός ο πόνος έχει έναν πρωτόγνωρο χαρακτήρα για

92

τον ασθενή, αλλά συχνά είναι ένας μάλλον «συνηθισμένος» πόνος, απο­τελεί την προέκταση ενός πόνου που υπήρχε στο μέλος πριν τον α­κρωτηριασμό του ή είναι ο πόνος που θα περίμενε κανείς, αν το μέλος ήταν ακόμα στη θέση του. Από την εποχή της πρώτης έκδοσης αυτού του βιβλίου έχω πάρει πολλά συναρπαστικά γράμματα από ασθενείς γύρω από αυτό το θέμα: ένας ασθενής μού γράφει για τη δυσάρεστη αίσθηση ενός γυρισμένου νυχιού που είχε παραμεληθεί πριν από τον ακρωτηριασμό και που παραμένει χρόνια μετά από αυτόν μου γρά­φουν, επίσης, για έναν εντελώς διαφορετικό πόνο — ένα φριχτό ριζίτι­κο πόνο ή «ισχιαλγία» του μέλους-φαντάσματος — που ήταν η συνέ­πεια μιας οξείας «δισκοκήλης» και που εξαφανίστηκε μετά την αφαί­ρεση του δίσκου και την οστεοσύνθεση των σπονδύλων της σπονδυλι­κής στήλης. Τέτοια προβλήματα, διόλου ασυνήθιστα, δεν είναι κατά κανένα τρόπο «αποκυήματα φαντασίας» και μπορούν πράγματι να διε­ρευνηθούν με νευροφυσιολογικά μέσα.

Έτσι, ο δρ Jonathan Cole, ένας παλιός μου φοιτητής που τώρα είναι νευροφυσιολόγος ειδικός στο νωτιαίο μυελό, περιγράφει με ποιο τρόπο αναισθητοποίησε το μέλος-φάντασμα (στην πραγματικότητα το εξαφά­νισε) για λίγο σε μια γυναίκα που υπέφερε από έναν επίμονο πόνο στο φάντασμα του ποδιού της, αναισθητοποιώντας το σπονδυλικό σύνδε­σμο με λινοκαίνη· ο ηλεκτρικός ερεθισμός των νωτιαίων ριζών προκα­λούσε έναν οξύ καυστικό πόνο στο φάντασμα, εντελώς διαφορετικό από τον υπόκωφο πόνο στον οποίο είχε συνηθίσει· αντίθετα, ο ερεθι­σμός του νωτιαίου μυελού σε ψηλότερο επίπεδο μείωνε τον πόνο-φά-ντασμα (προσωπική ανακοίνωση). Ο δρ Cole έχει, επίσης, παρουσιάσει λεπτομερείς ηλεκτροφυσιολογίες μελέτες ενός ασθενή με μια αισθητι­κή πολυνευροπάθεια διάρκειας δεκατεσσάρων ετών, που μοιάζει σε πολλές απόψεις με την πάθηση της Χριστίνας, της «ασώματης γυναί­κας» (βλέπε Proceedings of the Physiological Society, Φεβρουάριος 1986, σελ. 51P).

93

Page 49: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

7

94

— Ορίστε! είπε με ένα ικανοποιημένο χαμόγελο. Βλέπετε! Κανένα πρόβλημα — περπάτησα ίσιος σαν στέκα.

— Είστε βέβαιος, κ. MacGregor; ρώτησα. Θέλω να κρίνετε μόνος σας. Γύρισα την ταινία και την έπαιξα από την αρχή. Ταράχτηκε βαθιά

σαν είδε τον εαυτό του στην οθόνη. Τα μάτια του πετάχτηκαν, το σαγό­νι του έπεσε και τραύλισε:

— Στο καλό μου! Και ύστερα: —Έχουν δίκιο, λοιπόν, όντως γέρνω προς τα πλάγια. Το βλέπω εδώ

πολύ καθαρά, αλλά δεν έχω καμία αίσθηση. Δεν το νιώθω καθόλου. — Αυτό είναι, είπα. Αυτό είναι το βασικό σας πρόβλημα. Έχουμε πέντε αισθήσεις που αναγνωρίζουμε και δοξάζουμε, αισθή­

σεις που συνθέτουν τον επιστητό μας κόσμο. Αλλά υπάρχουν και άλλες αισθήσεις —κρυφές αισθήσεις, «έκτες» αισθήσεις, αν το θέλετε— εξί­σου ζωτικές αλλά αγνοημένες και ανύμνητες. Αυτές οι αισθήσεις, που είναι ασυνείδητες και αυτόματες, έπρεπε να ανακαλυφθούν για να α­ναγνωριστεί η ύπαρξη τους. Πράγματι, ιστορικά, η ανακάλυψη τους ήρθε αργά: αυτό που οι Βικτωριανοί αποκαλούσαν αόριστα «μυϊκή αί­σθηση» —η επίγνωση της σχετικής θέσης του κορμού και των άκρων, που προέρχεται από τους υποδοχείς που βρίσκονται στους συνδέ­σμους και τους τένοντες— ορίστηκε πλήρως (και ονομάστηκε «ιδιοδε­κτική αίσθηση») μόνο στα 1890. Όσο για τους πολύπλοκους μηχανι­σμούς και τα κυκλώματα ελέγχου μέσω των οποίων το σώμα μας ευθυ­γραμμίζεται και ισορροπεί σωστά μέσα στο χώρο — αυτοί καθορίστη­καν πια στον αιώνα μας και εξακολουθούν πάντα να κρύβουν πολλά σκοτεινά σημεία. Ίσως μόνο στη διαστημική εποχή της παράδοξης ε­λευθερίας και των κινδύνων που χαρακτηρίζουν τη ζωή χωρίς βαρύτη­τα έμελλε να εκτιμήσουμε αληθινά τα όργανα της ισορροπίας που κρύ­βονται στο εσωτερικό του αυτιού μας, τα αιθουσαία μας συστήματα και τα αντανακλαστικά που κυβερνούν τον προσανατολισμό του σώ­ματος μας. Για το φυσιολογικό άνθρωπο, σε φυσιολογικές καταστάσεις, απλά δεν υπάρχουν.

Εντούτοις η απουσία τους μπορεί να γίνει πολύ εμφανής. Η εμπει­ρία που δοκιμάζουμε όταν αυτές οι αγνοημένες και κρυφές μας αισθή­σεις παρέχουν ελαττωματικές (ή παραμορφωμένες) εντυπώσεις είναι βαθιά αλλόκοτη, ισοδύναμη με την εμπειρία τού να είναι κανείς τυφλός ή κουφός, αλλά σχεδόν αδύνατο να μεταδοθεί λεκτικά. Όταν η ιδιοδε­κτική αίσθηση καταργηθεί εντελώς, το σώμα γίνεται, για να το πούμε έτσι, τυφλό και κουφό ως προς τον ίδιο του τον εαυτό —και (όπως το

95

Με το αλφάδι

Έχουν περάσει εννέα χρόνια από τότε που γνώρισα τον κ. MacGregor, στη νευρολογική κλινική του St. Dunstan, έναν Οίκο Ευγηρίας όπου εργάστηκα κάποτε, αλλά τον θυμάμαι ακόμα, τον βλέπω μπροστά μου, σαν να ήταν χθες.

— Τι σας συμβαίνει; ρώτησα, καθώς μπήκε στο δωμάτιο. — Tt να μου συμβαίνει; Τίποτα — τίποτα που να το έχω καταλάβει...

Αλλά οι άλλοι μου λένε ότι γέρνω στο πλάι: «Είσαστε σαν τον Κεκλιμένο Πύργο της Πίζας», μου λένε. «Αν γείρετε λίγο ακόμα, θα πέσετε».

— Ο ίδιος, όμως, δε νιώθετε να γέρνετε; — Νιώθω πολύ καλά. Δεν ξέρω τι εννοούν. Πώς θα μπορούσα να

γέρνω χωρίς να το ξέρω; — Ναι, φαίνεται παράξενο, συμφώνησα. Ας το κοιτάξουμε. Θα ήθελα

να σας δω να στέκεστε όρθιος και να περπατήσετε λίγο — από εδώ σε κείνο τον τοίχο και πίσω πάλι εδώ. Θέλω να σας δω εγώ, θέλω, όμως, να μπορέσετε να δείτε και εσείς. Θα γυρίσουμε γι' αυτό μια βιντεοταινία, καθώς θα περπατάτε, και θα τη δούμε αμέσως μετά.

— Σύμφωνοι, γιατρέ, είπε και μετά από μια δυο απότομες κινήσεις προς τα εμπρός, σηκώθηκε όρθιος.

Τι ωραίος τύπος! σκέφτηκα. Ενενήντα τριών χρονών και δε δείχνει ούτε μια μέρα παραπάνω από εβδομήντα. Ζωντανός, εύστροφος, σαν μπουμπούκι. Θα πάει άνετα μέχρι τα εκατό. Και είναι δυνατός σαν αχθοφόρος, ακόμα και αν πάσχει από τη νόσο του Parkinson.

Περπατούσε τώρα με αυτοπεποίθηση, γρήγορα, αλλά γέρνοντας φο­βερά, τουλάχιστον είκοσι μοίρες, με το κέντρο βάρους μετατεθειμένο προς τα αριστερά, κρατώντας την ισορροπία του στα στενότερα δυνα­τά όρια ασφαλείας.

Page 50: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

δείχνει η έννοια της ρίζας «ίδιος»— παύει να «κατέχει» τον ίδιο του τον εαυτό, να νιώθει τον εαυτό του σαν δικό του (βλέπε το κεφάλαιο 3, «Η ασώματη γυναίκα»).

Ο ηλικιωμένος κύριος, ξαφνικά γεμάτος υπερένταση, συνοφρυώθηκε και έσφιξε τα χείλη του. Στεκόταν ακίνητος, σε βαθιά περισυλλογή, εμφανίζοντας την εικόνα που μου αρέσει να βλέπω: ένας ασθενής τη στιγμή ακριβώς της ανακάλυψης —περιδεής και ταυτόχρονα ικανοποι­ημένος— βλέποντας για πρώτη φορά τι δεν πάει καλά και ανακαλύ­πτοντας, την ίδια στιγμή, αυτό ακριβώς που πρέπει να γίνει. Είναι η «θεραπευτική» στιγμή.

— Αφήστε με να σκεφτώ, αφήστε με να σκεφτώ, μουρμούρισε μιλώ­ντας σχεδόν στον εαυτό του και δίνοντας έμφαση σε κάθε του λέξη με τα δυνατά ροζιασμένα του χέρια. Αφήστε με να σκεφτώ. Σκεφτείτε μαζί μου — πρέπει να υπάρχει μία απάντηση! Γέρνω προς τη μία πλευρά, αλλά δεν μπορώ να το καταλάβω, σωστά; Θα έπρεπε να υπάρ­χει κάποια αίσθηση, να παίρνω ένα καθαρό σήμα, πράγμα που δε συμ­βαίνει, σωστά; Έκανε μία παύση. Ήμουν ξυλουργός, είπε και το πρό­σωπο του φωτίστηκε. Χρησιμοποιούσαμε πάντα ένα αλφάδι, μία στάθ­μη, για να πούμε αν μία επιφάνεια ήταν ευθειασμένη ή όχι, ή αν έγερνε ως προς την κατακόρυφο ή όχι. Υπάρχει κάποιο είδος αλφαδιού στον εγκέφαλο;

Κούνησα το κεφάλι μου καταφατικά. — Και μπορεί να καταστραφεί από τη νόσο του Parkinson; Ξανακούνησα το κεφάλι μου. — Αυτό είναι που έχει συμβεί σε μένα; Κούνησα το κεφάλι μου για μια τρίτη φορά και είπα: — Ναι. Ναι. Ναι. Μιλώντας για το αλφάδι, ο κ. MacGregor είχε συλλάβει μία θεμελιώδη

αναλογία, μία μεταφορά που εξηγεί ένα ουσιώδες σύστημα ελέγχου μέσα στον εγκέφαλο. Ορισμένα μέρη του έσω ωτός έχουν πράγματι μία φυσική ομοιότητα με το αλφάδι — είναι κυριολεκτικά ένα αλφάδι· ο λαβύρινθος μας αποτελείται από ημικυκλικούς σωλήνες που περιέχουν ένα υγρό του οποίου η κίνηση καταγράφεται συνέχεια. Στην περίπτω­ση του κ. MacGregor, όμως, αυτό το ίδιο το όργανο δεν ήταν ελαττω­ματικό· η βλάβη βρισκόταν μάλλον στη δυνατότητα χρησιμοποίησης των οργάνων της ισορροπίας σε συνδυασμό, από τη μια, με την αίσθη­ση που έχει το κορμί για τον εαυτό του και, από την άλλη, με την οπτική εικόνα του κόσμου. Η απλή παρομοίωση που βρήκε ο κ. Mac­Gregor εφαρμόζεται όχι μόνο στο λαβύρινθο αλλά, επίσης, στη συν-

96

δυασμένη απαρτίωση των τριών αυτών κρυφών αισθήσεων: της λαβυ­ρινθικής, της ιδιοδεκτικής και της οπτικής. Η σύνθεση αυτών των τριών αισθήσεων είναι διαταραγμένη στη νόσο του Parkinson.

Ο αείμνηστος Purdon Martin, ένας μεγάλος νευρολόγος, ήταν αυτός που μελέτησε στο μεγαλύτερο βάθος (και ταυτόχρονα με πρακτικό πνεύμα) αυτές τις απαρτιώσεις — και τις περίεργες απο-απαρτιώσεις τους στη νόσο του Parkinson. Οι μελέτες του βρίσκονται στο σημαντικό βιβλίο του The Basal Ganglia and Posture (που εκδόθηκε για πρώτη φο­ρά στα 1967, αλλά αναθεωρήθηκε και επαυξήθηκε στα επόμενα χρόνια· όταν πρόσφατα πέθανε, συμπλήρωνε μία νέα έκδοση). Μιλώντας γι' αυτή την απαρτίωση, αυτό τον απαρτιωτή που βρίσκεται μέσα στον εγκέφαλο, ο Purdon Martin γράφει: «Πρέπει να υπάρχει κάποιο κέντρο ή κάποια "ανώτερη αρχή" στον εγκέφαλο... κάποιος "ελεγκτής", θα μπορούσαμε να πούμε. Αυτός ο ελεγκτής ή η ανώτερη αρχή ενημερώ­νεται οπωσδήποτε για την κατάσταση σταθερότητας ή αστάθειας του σώματος».

Στο τμήμα που αφορά τις «αντιδράσεις κλίσεως», ο Purdon Martin δίνει έμφαση σ' αυτή την τριπλή συνεισφορά για τη διατήρηση μιας σταθερής όρθιας στάσης και τονίζει πόσο συχνά η λεπτή ισορροπία αυτού του συνδυασμού βρίσκεται διαταραγμένη στη νόσο του Parkin­son. Συγκεκριμένα, «το λαβυρινθικό στοιχείο συνήθως χάνεται πριν από το ιδιοδεκτικό και το οπτικό». Κατά τον Purdon Martin πάντα, αυτό το τριπλό σύστημα ελέγχου είναι έτσι κατασκευασμένο, που μία από τις αισθήσεις, ένας από τους μηχανισμούς ελέγχου, μπορεί να αντισταθμί­σει την έλλειψη των άλλων — αν όχι ολοκληρωτικά (εφόσον από τη φύση τους οι αισθήσεις διαφέρουν στις ιδιότητες τους), τουλάχιστον μερικά, και σ' ένα βαθμό που αρκεί για τις ανάγκες του οργανισμού. Τα οπτικά αντανακλαστικά και ο έλεγχος που ασκεί η όραση έχουν ίσως τη μικρότερη σημασία στο φυσιολογικό άτομο. Όσο τα λαβυρινθικά και ιδιοδεκτικό μας συστήματα παραμένουν άθικτα, είμαστε απόλυτα στα­θεροί με τα μάτια μας κλειστά. Δε γέρνουμε ούτε σωριαζόμαστε τη στιγμή που κλείνουμε τα μάτια μας. Ο παρκινσονικός, όμως, με την επισφαλή του ισορροπία, μπορεί να το πάθει. (Βλέπει κανείς συχνά παρκινσονικούς ασθενείς να κάθονται σε υπερβολικά κεκλιμένες στά­σεις, χωρίς καμιά επίγνωση αυτού του πράγματος. Μόλις, όμως, βάλετε μπροστά τους έναν καθρέφτη, έτσι που να μπορούν να δουν τη στάση τους, αμέσως ευθειάζονται.)

Η ιδιοδεκτικότητα μπορεί σ' ένα σημαντικό βαθμό να αντισταθμίσει τις βλάβες του έσω ωτός. Έτσι, ασθενείς που τους έχουν αφαιρεθεί

97

Page 51: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

χειρουργικά οι λαβύρινθοι (όπως γίνεται μερικές φορές για να ανακου­φιστεί ο ανυπόφορος —μέχρις αναπηρίας— ίλιγγος της σοβαρής νόσου του Meniere), ενώ στην αρχή είναι ανίκανοι να σταθούν όρθιοι ή να κάνουν έστω και ένα βήμα, γρήγορα μαθαίνουν να εκμεταλλεύονται και να ενισχύουν την ιδιοδεκτικότητά τους εντυπωσιακά· ιδιαίτερα, να χρησιμοποιούν τους υποδοχείς των vast latissimus dorsi της πλάτης τους —της μεγαλύτερης, της πιο ευκίνητης μυϊκής έκτασης του σώμα­τος— σαν ένα βοηθητικό και καινούριο όργανο ισορροπίας, ένα ζευγά­ρι αχανών ιδιοδεκτών σαν φτερά. Καθώς οι ασθενείς εξασκούνται, και αυτό τούς γίνεται μία δεύτερη φύση, αποκτούν την ικανότητα να στα­θούν όρθιοι και να περπατήσουν — όχι τέλεια, ίσως, αλλά με ασφάλεια, με σιγουριά και άνεση.

Ο Purdon Martin διέθετε μία απεριόριστη συλλογιστική ικανότητα και μία ατέλειωτη εφευρετικότητα που αφιέρωσε στην επινόηση μιας πλειάδας μηχανισμών και μεθόδων που επέτρεπαν και σε πολύ σοβα­ρά προσβεβλημένους παρκινσονικούς να πετύχουν ένα βάδισμα και μια στάση που τεχνητά πλησίαζαν τα φυσιολογικά — γραμμές ζωγρα­φισμένες στο πάτωμα, βαρίδια στη ζώνη τους, πολύ ηχηροί βηματοδό­τες, για να δίνουν το ρυθμό του βήματος. Πάντοτε παραδειγματιζόταν και μάθαινε από τους ίδιους τους ασθενείς του (στους οποίους και είναι αφιερωμένο αυτό το σημαντικό βιβλίο). Ήταν ένας βαθιά ανθρώ­πινος πρωτοπόρος και στην ιατρική που ασκούσε η κατανόηση και η συνεργασία είχαν κεντρική θέση: ο ασθενής και ο γιατρός ήταν ίσοι και συνεργάτες, στο ίδιο επίπεδο, ο καθένας μαθητής και βοηθός του άλ­λου, για να προχωρήσουν σε νέες αντιλήψεις για τα προβλήματα και σε νέες θεραπείες. Απ' όσο ξέρω, όμως, δεν είχε επινοήσει κανένα τεχνητό μηχανισμό για τη διόρθωση της διαταραχής της κλίσης του σώματος και των ανώτερων αιθουσαίων αντανακλαστικών, το πρόβλημα που συγκεκριμένα βασάνιζε τον κ. MacGregor.

—Ώστε αυτό είναι λοιπόν, έτσι; ρώτησε ο κ. MacGregor. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω το αλφάδι που έχω μέσα στο κεφάλι μου. Δεν μπο­ρώ να χρησιμοποιήσω τα αυτιά μου, αλλά μπορώ να χρησιμοποιήσω τα μάτια μου.

Περιπαικτικά, πειραματικά, έγειρε το κεφάλι του στο πλευρό. — Τα πράγματα φαίνονται το ίδιο και έτσι — ο κόσμος δε γέρνει. Ύστερα ζήτησε έναν καθρέφτη και κύλησα προς το μέρος του ένα

μεγάλο καθρέφτη με ροδάκια. — Τώρα βλέπω τον εαυτό μου να γέρνει, είπε. Τώρα μπορώ να ισιώ­

σω — έτσι θα μπορούσα να στέκομαι ίσια... αλλά δεν μπορώ να ζω

98

ανάμεσα σε καθρέφτες ούτε και να κουβαλάω έναν καθρέφτη συνέχεια μαζί μου.

Σκέφτηκε πάλι συνοφρυωμένος από τη συγκέντρωση — ύστερα ξάφνου το πρόσωπό του καθάρισε και έλαμψε από ένα χαμόγελο.

— Το βρήκα! αναφώνησε. Ναι, γιατρέ, το βρήκα! Δε χρειάζομαι κα­θρέφτη, χρειάζομαι μόνο ένα αλφάδι. Δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα αλφάδια μέσα στο κεφάλι μου, αλλά γιατί δε θα μπορούσα να χρησιμο­ποιώ αλφάδια έξω από το κεφάλι μου — αλφάδια που να μπορώ να δω, να τα χρησιμοποιώ με τα μάτια μου;

Έβγαλε τα γυαλιά του αγγίζοντάς τα στοχαστικά με το δάχτυλο και το χαμόγελό του πλάταινε σιγά σιγά.

— Εδώ, παραδείγματος χάρη, στο σκελετό των γυαλιών μου... Αυτό θα μπορούσε να με ειδοποιεί, να ειδοποιεί τα μάτια μου αν γέρνω. Στην αρχή θα το κοιτάω συνέχεια, θα είναι αληθινά κουραστικό. Αλλά μετά θα μπορούσε να μου γίνει μια δεύτερη φύση, αυτόματο. Λοιπόν, γιατρέ, τι σκέφτεστε;

— Σκέφτομαι ότι είναι μια καταπληκτική ιδέα, κ. MacGregor. Ας τη δοκιμάσουμε.

Η θεωρητική αρχή ήταν σαφής, η μηχανική της εφαρμογή λίγο πιο περίπλοκη. Πειραματιστήκαμε αρχικά με ένα είδος εκκρεμούς, ένα νή­μα με ένα βαρίδι κρεμασμένο στο σκελετό των γυαλιών. Αλλά ήταν πολύ κοντά στα μάτια και τον ήταν σχεδόν αδύνατο να το βλέπει. Ύ­στερα, με τη βοήθεια του οπτικού μας και του εργασιοθεραπευτηρίου μας, κατασκευάσαμε ένα συνδετήρα που, ξεκινώντας από τη γέφυρα των γυαλιών, έφτανε προς τα εμπρός σε απόσταση δυο φορές σαν τη μύτη και είχε ένα μικροσκοπικό οριζόντιο αλφάδι πιασμένο από την κάθε πλευρά. Πειραματιστήκαμε με διάφορα σχέδια που δοκιμάστηκαν και τροποποιήθηκαν όλα από τον κ. MacGregor. Σε μια δυο βδομάδες είχαμε ολοκληρώσει ένα πρωτότυπο μοντέλο, ένα ζευγάρι γυαλιά-αλ-φάδια που θύμιζαν τις κατασκευές του Heath Robinson:*

— Το πρώτο ζευγάρι του κόσμου! είπε ο κ. MacGregor γεμάτος θριαμβευτική αγαλλίαση.

Τα μελέτησε σχολαστικά. Έμοιαζαν λίγο δύσχρηστα και παράξενα αλλά ελάχιστα περισσότερο από τα βαρυφορτωμένα γυαλιά με ακου­στικά που έκαναν την είσοδο τους στην αγορά εκείνη την εποχή. Από

* Heath Robinson: Άγγλος σκιτσογράφος (1872-1944), διάσημος για τα σχέδια ιδιαίτερα πολύπλοκων και εφευρετικών κατασκευών στα όρια του γελοίου. Το όνομα του χρησιμο­ποιείται στην περίπτωση ανάλογων μηχανικών κατασκευών. (Σ.τ.Μ.)

99

Page 52: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τότε και ύστερα το ίδρυμα μας απέκτησε ένα περίεργο αξιοθέατο, τον κ. MacGregor να φοράει τα γυαλιά-αλφάδι που είχε εφεύρει και κατα­σκευάσει, με το βλέμμα επίμονα καρφωμένο, σαν τιμονιέρης που κοιτά τη γραμμή πλεύσης του πλοίου του. Ήταν σχετικά αποτελεσματικό και σταμάτησε κάπως να γέρνει: ήταν, όμως, μια άσκηση συνεχής και εξα­ντλητική. Ύστερα, όμως, στη διάρκεια των επόμενων βδομάδων, γινό­ταν όλο και πιο εύκολο· το να κρατά το μάτι του επάνω στο «εργαλείο» του γινόταν πια ασυνείδητα, όπως όταν κοιτά κανείς το ταμπλό του αυτοκινήτου του, ενώ είναι ελεύθερος να σκέφτεται, να κουβεντιάζει και να κάνει άλλα πράγματα.

Τα γυαλιά του κ. MacGregor χάλασαν κόσμο στο St. Dunstan. Είχαμε πολλούς ασθενείς με νόσο του Parkinson που, επίσης, υπέφεραν από διαταραχές των αντιδράσεων της στάσης και των αντανακλαστικών της — ένα πρόβλημα που όχι μόνο δημιουργεί κίνδυνο, αλλά είναι και από τα προβλήματα που γενικά αντιστέκονται σε οποιαδήποτε θεραπεία. Γρήγορα ακολούθησε ένας δεύτερος ασθενής και ύστερα ένας τρίτος, που φορούσαν τα γυαλιά-αλφάδι του κ. MacGregor, και τώρα, σαν κι αυτόν, μπορούσαν να περπατούν όρθιοι και ολόισιοι με την ακρίβεια αλφαδιού.

100

8

Η κ. Σ., μία έξυπνη γυναίκα στα 60 της, είχε υποστεί ένα βαρύ εγκεφα­λικό επεισόδιο που είχε προσβάλει τα βαθύτερα και τα οπίσθια τμήμα­τα του δεξιού της εγκεφαλικού ημισφαιρίου. Παρ' όλα αυτά, διατηρού­σε απόλυτα την εξυπνάδα της — και το χιούμορ της.

Μερικές φορές παραπονείται στις νοσοκόμες ότι δεν της έχουν βά­λει επιδόρπιο ή καφέ. Όταν της λένε: «Μα, κ. Σ., είναι μπροστά σας, στ' αριστερά του δίσκου σας», μοιάζει σαν να μην καταλαβαίνει τι της λένε και δεν κοιτά προς τα αριστερά. Αν γυρίσει το κεφάλι της ελαφρά, έτσι που το επιδόρπιο να είναι μέσα στο άθικτο δεξιό τμήμα του οπτικού της πεδίου και να φαίνεται, λέει: «Α, να το — δεν ήταν εκεί πριν». Έχει χάσει εντελώς την έννοια του «αριστερά», όσο αφορά τον κόσμο γύρω της αλλά και το ίδιο της το σώμα. Μερικές φορές παραπονείται ότι οι μερίδες της είναι πολύ μικρές, αλλά αυτό συμβαίνει επειδή τρώει μόνο από το δεξιό μισό του πιάτου της — και δεν της περνάει καν από το μυαλό ότι υπάρχει και αριστερό μισό. Άλλοτε βάφει τα χείλη της και μακιγιάρει το μισό του προσώπου της, αφήνοντας το αριστερό μισό εντελώς παραμελημένο: υπάρχει έτσι μια σειρά από προβλήματα σχε­δόν άλυτα, εξαιτίας της ελλειμματικής της προσοχής που δεν μπορεί να τα συμπεριλάβει («ημι-απροσεξία» — βλέπε Battersby, 1956) και εξάλ­λου και η ίδια δεν έχει καν συνείδηση της αδυναμίας της. Διανοητικά την αντιλαμβάνεται, μπορεί να την καταλάβει και να γελάσει· αλλά της είναι αδύνατο να έχει την άμεση εμπειρία της.

Γνωρίζοντας διανοητικά το πρόβλημα της, καταλαβαίνοντας το επα­γωγικά, έχει επεξεργαστεί στρατηγικές με σκοπό να καλύψει αυτή την έλλειψη της αντίληψης της. Επειδή της είναι αδύνατο να κοιτάξει α­πευθείας αριστερά, να γυρίσει αυθόρμητα στα αριστερά της, αυτό που κάνει είναι να γυρνά δεξιά και πάλι δεξιά έως ότου διαγράψει έναν

101

Κεφαλή δεξιά!

Page 53: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πλήρη κύκλο. Έτσι, απαίτησε και της έδωσαν μία περιστρεφόμενη πο­λυθρόνα με ρόδες. Αν τώρα δεν μπορεί να βρει κάτι που ξέρει ότι θα έπρεπε να βρίσκεται εκεί που το ψάχνει, αρχίζει να περιστρέφεται προς τα δεξιά, διαγράφοντας έναν κύκλο μέχρι που αυτό που ψάχνει εμφανίζεται μπροστά της. Η μέθοδος αυτή της φαίνεται εξαιρετικά ε­πιτυχής στην περίπτωση που δεν μπορεί να βρει τον καφέ της ή το επιδόρπιο. Αν η μερίδα της της φαίνεται πολύ μικρή, θα αρχίσει να γυρνά προς τα δεξιά, κοιτώντας πάντα προς τα δεξιά, μέχρις ότου το μισό της μερίδας που προηγουμένως έλειπε να εμφανιστεί στο οπτικό της πεδίο· θα φάει αυτό το κομμάτι και θα νιώσει λιγότερο πεινασμένη από πριν. Αν, όμως, εξακολουθεί να πεινά ή αν σκεφτεί λογικά το θέμα και συμπεράνει ότι μπορεί να έχει αντιληφθεί μόνο το μισό του κρυμμέ­νου μισού, θα κάνει μία δεύτερη περιστροφή μέχρις ότου το εναπομέ­νον τέταρτο να εμφανιστεί και, με τη σειρά του, θα το κόψει και αυτό στα δύο. Στις περισσότερες περιπτώσεις η διαδικασία αυτή αρκεί — στο κάτω κάτω έχει φάει τώρα τα εφτά όγδοα της μερίδας— αλλά μπορεί, αν πεινά ιδιαίτερα ή αν την πιάσει το πείσμα της, να κάνει και μία τρίτη περιστροφή, εξασφαλίζοντας άλλο ένα δέκατο έκτο της μερί­δας της (αφήνοντας, βέβαια, το υπόλοιπο δέκατο έκτο, το αριστερό δέκατο έκτο, στο πιάτο της). «Είναι παράλογο», λέει. «Νιώθω σαν το τόξο του Ζήνωνα — ποτέ δε φτάνω στο τέρμα. Μπορεί να φαίνεται αστείο, αλλά τι άλλο μπορώ να κάνω κάτω από αυτές τις συνθήκες;»

Θα μπορούσε να είναι πολύ πιο απλό γι' αυτή να περιστρέφει το πιάτο αντί να περιστρέφεται η ίδια. Συμφωνεί και το έχει δοκιμάσει — ή, τουλάχιστον, επιχείρησε να το δοκιμάσει. Της είναι, όμως, εξαιρε­τικά δύσκολο, δεν της έρχεται φυσικά, αντίθετα από το να γυρνά σαν σβούρα επάνω στην πολυθρόνα της, διότι το βλέμμα της, η προσοχή της, οι αυθόρμητες κινήσεις και παρορμήσεις της στρέφονται όλες πια, αποκλειστικά και αυθόρμητα, προς τα δεξιά.

Εκείνο που τη βασάνιζε ιδιαίτερα ήταν ο χλευασμός των άλλων, όταν εμφανιζόταν μόνο κατά το μισό μακιγιαρισμένη, με το αριστερό μισό του προσώπου της εντελώς παράλογα χωρίς κραγιόν και ρουζ. «Κοιτώ τον καθρέφτη», είπε, «και κάνω αυτό που βλέπω». Αναρωτηθήκαμε τό­τε αν θα μπορούσε να διαθέτει έναν «καθρέφτη» όπου θα έβλεπε το αριστερό μέρος του προσώπου της στα δεξιά. Θα ήταν σαν να την έβλεπε κάποιος άλλος, απέναντί της. Δοκιμάσαμε ένα σύστημα βίντεο, με την κάμερα και το μόνιτορ στημένα απέναντί της. Τα αποτελέσματα ήταν αιφνιδιαστικά και παράδοξα. Γιατί τώρα, χρησιμοποιώντας την ο­θόνη του βίντεο σαν «καθρέφτη», έβλεπε το αριστερό τμήμα του προ-

102

σώπου της στα δεξιά, μία εμπειρία που δημιουργεί σύγχυση ακόμα και σε ένα φυσιολογικό άτομο (όπως το ξέρει όποιος έχει δοκιμάσει να ξυριστεί χρησιμοποιώντας μία οθόνη βίντεο), ενώ αυτή μπερδευόταν διπλά, της ήταν διπλά αφύσικο, γιατί το αριστερό τμήμα του προσώ­που και του σώματός της, που τώρα πια μπορούσε να δει, δεν της παρείχαν κάποια αίσθηση, δεν είχαν ύπαρξη γι' αυτήν, εξαιτίας του εγκεφαλικού της επεισοδίου. «Πάρτε το από μπροστά μου!» φώναξε με απόγνωση και ταραχή, και έτσι δεν ερευνήσαμε το ζήτημα παρακάτω. Είναι κρίμα, διότι, όπως πιθανολογεί και ο R. L. Gregory, τέτοιες μορ­φές ανάδρομης τροφοδοσίας (feed-back), μέσω του βίντεο, θα μπορού­σαν να κρύβουν μεγάλες υποσχέσεις για τέτοιους ασθενείς με ημι-α-προσεξία και απόσβεση του αριστερού οπτικού ημι-πεδίου. Το ζήτημα είναι τόσο περίπλοκο από φυσική, μέχρι και μεταφυσική, άποψη, που μόνο το πείραμα θα μπορούσε να αποφασίσει.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Οι κομπιούτερ και τα ηλεκτρονικά παιχνίδια (που δεν υπήρχαν στα 1976, όταν είδα την κ. Σ.) μπορεί να είναι, επίσης, ανεκτίμητα σε ασθε­νείς με μονόπλευρη απροσεξία για τον έλεγχο του «χαμένου» μισού τους ή για την εκπαίδευσή τους στο να το κάνουν μόνοι τους· πρόσφα­τα (1986) γύρισα μία μικρή ταινία γι' αυτό το θέμα.

Σχεδόν ταυτόχρονα με την πρώτη έκδοση του βιβλίου αυτού, εκδό­θηκε ένα πολύ σημαντικό βιβλίο: Principles of Behavioral Neurology (Φι­λαδέλφεια, 1985), επιμελημένο από τον κ. Marsel Mesulam. Δεν μπορώ να μην παραθέσω την εύγλωττη διατύπωση του Mesulam για την «αμέ­λεια»:

«Όταν η αμέλεια είναι σοβαρή, ο ασθενής μπορεί να συμπεριφέρεται σχεδόν όπως αν το μισό του κόσμου είχε απότομα σταματήσει να υπάρ­χει κάτω από μια οποιαδήποτε μορφή με κάποιο περιεχόμενο... Οι ασθε­νείς με μονόπλευρη αμέλεια συμπεριφέρονται όχι μόνο σαν να μη συμ­βαίνει τίποτα στον αριστερό ημι-χώρο, αλλά και σαν να μην είναι καν δυνατό να συμβεί εκεί κάτι κάποιας σπουδαιότητας».

103

Page 54: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

9

104

χειρονομίες, ολόκληρο το προσωπικό ρεπερτόριο εκφράσεων και στά­σεων, ασυνείδητα σε τεράστιο βαθμό): όλα αυτά πρέπει να παραλείπο­νται (πράγμα που θα σήμαινε την ολοκληρωτική απόκρυψη της προ­σωπικότητας, την ολοκληρωτική αποπροσωποποίηση της φωνής, και θα μπορούσε να φτάνει μέχρι και τη χρήση μιας συνθετικής φωνής από ηλεκτρονικό υπολογιστή), ούτως ώστε η ομιλία να περιορίζεται σε «κα­θαρές» λέξεις, να είναι ολοκληρωτικά στερημένη από αυτό που ο Frege ονόμαζε «χρώμα του ήχου» (Klangenfarben) ή «επίκληση». Με τους πιο ευαίσθητους ασθενείς, μόνο με ένα τέτοιο κατάφωρα τεχνητό, μηχανι­κό σύστημα ομιλίας —κάτι σαν τη φωνή του κομπιούτερ στο Star Trek— μπορεί κανείς να σιγουρευτεί εντελώς για την αφασία τους.

Γιατί όλα αυτά; Διότι η ομιλία —η φυσική ομιλία— δε συντίθεται μόνο από λέξεις ούτε (όπως σκεφτόταν ο Hughlins Jackson) μόνο από «προτάσεις». Συντίθεται από την έκφραση —την εκπομπή όλης της έν­νοιας μας μέσα από όλο μας το είναι— η κατανόηση της οποίας απαι­τεί τη συμμετοχή άπειρα περισσότερων στοιχείων από την απλή ανα­γνώριση των λέξεων. Αυτό είναι και το νήμα που ακολουθούν για να κατανοήσουν την ομιλία οι αφασικοί, ακόμα και όταν αδυνατούν ολο­κληρωτικά να αντιληφθούν τις λέξεις αυτές καθαυτές. Διότι αν οι λέ­ξεις, οι λεκτικές κατασκευές, per se, δε μεταφέρουν τίποτα γι' αυτούς, η προφορική ομιλία φυσιολογικά κατακλύζεται από τη «χροιά», τυλιγμένη μέσα σε μία εκφραστικότητα που υπερκαλύπτει το λεκτικό μέρος, και ακριβώς αυτή η εκφραστικότητα, βαθιά, ποικίλη, περίπλοκη, λεπτή, παραμένει απολύτως άθικτη στην αφασία, αν και η κατανόηση των λέξεων έχει καταστραφεί. Άθικτη — και συχνά κάτι παραπάνω: υπερ­φυσικά ενισχυμένη...

Αυτό είναι, επίσης, φανερό —συχνά με εντυπωσιακό, κωμικό ή δρα­ματικό τρόπο— σε όλους όσους εργάζονται ή ζουν κοντά στους αφα-σικούς: τις οικογένειες τους, τους φίλους ή τις νοσοκόμες και τους για­τρούς. Στην αρχή πιθανόν δε βλέπουμε τίποτα το περίεργο· μετά βλέ­πουμε ότι έχει γίνει μία μεγάλη αλλαγή, σχεδόν μία αναστροφή στον τρόπο κατανόησης της ομιλίας. Είναι αλήθεια ότι κάτι έχει χαθεί, κάτι έχει καταστραφεί, αλλά στη θέση του έχει εμφανιστεί κάτι άλλο, που έχει άπειρα ενισχυθεί, έτσι που —τουλάχιστον διαμέσου της συγκινη­σιακά φορτισμένης έκφρασης— η έννοια μπορεί και συλλαμβάνεται πλήρως, ακόμα και αν η κάθε λέξη παραμένει ακατανόητη. Αυτό, στο είδος μας, τον Homo Loquens* παρουσιάζεται σαν μία σχεδόν πλήρης

* Homo Loquens: ο ομιλών άνθρωπος, κατά το Homo Sapiens. (Σ.τ.Μ.)

Ο λόγος τον Προέδρου

Τι συνέβαινε; Ένας χείμαρρος γέλιων ερχόταν από την πτέρυγα των αφασικών τη στιγμή που άρχιζε ο λόγος του Προέδρου· και όμως περί­μεναν όλοι τόσο πολύ να ακούσουν τον Πρόεδρο να μιλάει...

Να τος μπροστά μας ο γερο-γόης, ο ηθοποιός, με τη δουλεμένη του ρητορική, τους υστερισμούς του, τη συγκινησιακή του έλξη — και όλοι οι ασθενείς τραντάζονταν από τα γέλια. Δηλαδή, όχι όλοι: μερικοί έ­μοιαζαν ταραγμένοι, μερικοί έδειχναν σκανδαλισμένοι, ένας ή δύο έδει­χναν ανήσυχοι — οι περισσότεροι, όμως, έδειχναν να διασκεδάζουν. Ο Πρόεδρος ήταν, όπως πάντα, συγκινητικός — αλλά προφανώς τους συγκινούσε με διάφορους περίεργους τρόπους, κυρίως τους προκαλού­σε το γέλιο. Τι σκέφτονταν άραγε; Μήπως δεν μπορούσαν να τον κα­ταλάβουν; Ή μήπως, αντίθετα, τον καταλάβαιναν υπερβολικά καλά;

Έχει λεχθεί συχνά γι' αυτούς τους ασθενείς, οι οποίοι, αν και κανονι­κής νοημοσύνης, πάσχουν από τη σοβαρότερη αφασία αντίληψης ή από ολική αφασία, που τους καθιστά ανίκανους να καταλάβουν τις λέξεις σαν τέτοιες, ότι παρ' όλα αυτά καταλαβαίνουν τα περισσότερα από όσα ακούν. Οι φίλοι τους, οι συγγενείς τους, οι νοσοκόμες, που τους ξέρουν καλά, δυσκολεύονται μερικές φορές να πιστέψουν ότι εί­ναι αφασικοί.

Αυτό συμβαίνει διότι, όταν τους απευθύνει κανείς το λόγο με φυσικό τρόπο, συλλαμβάνουν κάποια σημεία ή και το μεγαλύτερο κομμάτι του νοήματος. Και, φυσικά, όταν κάποιος μιλά, μιλά «φυσικά».

Έτσι, για να αποδείξει κανείς την ύπαρξη της αφασίας τους, πρέπει, σαν νευρολόγος, να φτάσει πολύ μακριά, να μιλήσει και να συμπερι­φερθεί μη φυσικά, να αφαιρέσει όλες τις εξωλεκτικές ενδείξεις — τη χροιά της φωνής, τον τόνο, την υποβλητική έμφαση και τον κυματισμό, καθώς και όλες τις οπτικές ενδείξεις (τις εκφράσεις του προσώπου, τις

105

Page 55: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

αναστροφή της συνηθισμένης τάξης πραγμάτων: μία αναστροφή, και ίσως και μία παλινδρόμηση προς κάτι πιο πρωτόγονο και πιο στοιχειώ­δες. Αυτός είναι ίσως ο λόγος για τον οποίο ο Hughlins Jackson συνήθι­ζε να συγκρίνει τους αφασικούς με τα σκυλιά (μία σύγκριση που θα μπορούσε να σκανδαλίσει και τους δύο!), παρόλο που, όταν έκανε αυτή τη σύγκριση, σκεφτόταν μάλλον τις γλωσσικές τους αδυναμίες παρά την αξιοπρόσεχτη, και σχεδόν αλάθητη, αίσθηση που έχουν στη «χροιά» και στο συναίσθημα. Ο Henry Head, πιο ευαίσθητος σ' αυτό το σημείο, στην πραγματεία του (1926) για την αφασία, μιλά για την «αίσθηση της χροιάς» (το «feeling-tone») και επισημαίνει το πόσο αυτή η αίσθηση είναι διατηρημένη, και συχνά ενισχυμένη, στους αφασικούς*

Από εκεί πηγάζει και το αίσθημα που έχω μερικές φορές —που έ­χουμε όλοι όσοι εργαζόμαστε πολύ κοντά στους αφασικούς— ότι δεν μπορεί κανείς να πει ψέματα σε έναν αφασικό. Δεν έχει τη δύναμη να συλλάβει τις λέξεις σας και έτσι δεν μπορείτε να τον ξεγελάσετε με αυτές· αυτό που συλλαμβάνει, όμως, το συλλαμβάνει με αλάθητη ακρί­βεια, συγκεκριμένα, δηλαδή, την έκφραση που συνοδεύει τις λέξεις, αυ­τή τη συνολική, αυθόρμητη, ακούσια εκφραστικότητα που δεν μπορεί ποτέ να μιμηθεί ή να παραποιήσει κανείς, όπως μπορεί να κάνει με τις λέξεις μόνες τους τόσο εύκολα...

Είναι κάτι που εύκολα καταλαβαίνουμε όταν πρόκειται για τα σκυ­λιά, και συχνά τα χρησιμοποιούμε γι' αυτό το σκοπό, για την αποκάλυ­ψη του ψέματος ή του δόλου ή προθέσεων που δεν είναι ξεκάθαρες, για να μας δείξουν ποιον μπορούμε να εμπιστευτούμε, ποιος είναι ακέ­ραιος, ποιος δεν κρύβει κάτι, όταν εμείς —τόσο ευαίσθητοι στις λέ­ξεις— δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε τα ίδια μας τα ένστικτα.

Αυτό που μπορούν να κάνουν τα σκυλιά το κάνουν και οι αφασικοί και, μάλιστα, σε ένα ανθρώπινο και αμέτρητα ανώτερο επίπεδο. «Μπο­ρεί κανείς να πει ψέματα με το στόμα», γράφει ο Νίτσε, «αλλά, παρ'

* To «feeling-tone» είναι ένας αγαπημένος όρος του Head, τον οποίο χρησιμοποιεί όχι μόνο σε σχέση με την αφασία αλλά και σχετικά με τη συναισθηματική ποιότητα της αίσθη­σης, στις διάφορες αλλοιώσεις που μπορεί να υποστεί από θαλαμικές ή περιφερειακές δια­ταραχές. Ο Head δίνει την εντύπωση, πράγματι, ότι τείνει, σε όλο του το έργο, σχεδόν υποσυνείδητα προς τη διερεύνηση του «feeling-tone» — μπορούμε να πούμε προς μία νευ­ρολογία του «feeling-tone», σε αντίθεση ή και συμπληρωματικά με μία κλασική νευρολογία που ασχολείται με την πρόταση και τη διαδικασία. Συμπτωματικά η έκφραση αυτή είναι κοινή στις ΗΠΑ, τουλάχιστον μεταξύ των Μαύρων του Νότου: μία κοινή, προσγειωμένη και απαραίτητη έκφραση, «You see there's such a thing as a feeling tone... And if you don't have this, baby, you've had it» (προμετωπίδα στο βιβλίο του Studs Terkel (1967) Division Street: America που είναι βασισμένο σε προφορικές διηγήσεις).

106

όλα αυτά, η γκριμάτσα που τα συνοδεύει λέει την αλήθεια». Οι αφασι­κοί είναι υπερφυσικά ευαίσθητοι σε μία τέτοια γκριμάτσα, στην οποια­δήποτε ψευτιά ή ανακρίβεια της συνολικής εμφάνισης ή της στάσης. Και αν κάποιον δεν μπορούν να τον δουν —όπως στην ειδική περί­πτωση των τυφλών αφασικών— διαθέτουν επιπλέον ένα αλάθητο αυτί για κάθε φωνητική απόχρωση, τον τόνο, το ρυθμό, τις εναλλαγές, τη μουσικότητα, ακόμα και τις λεπτότερες μεταβολές, τους κυματισμούς και τους τονισμούς, που μπορούν να δώσουν —ή να αφαιρέσουν— την αληθοφάνεια στη φωνή ενός ανθρώπου.

Εκεί, λοιπόν, βρίσκεται η δύναμη τους να καταλαβαίνουν — η κατα­νόηση, χωρίς λέξεις, του αυθεντικού ή του ψεύτικου. Κατά συνέπεια ήταν οι γκριμάτσες, οι υστερίες, οι τεχνητές χειρονομίες και, πάνω απ' όλα, οι ψεύτικοι τόνοι και εναλλαγές της φωνής που ηχούσαν ψεύτικα γι' αυτούς τους ασθενείς που δεν έχουν πρόσβαση στις λέξεις, αλλά έχουν μία άπειρη ευαισθησία. Σ' αυτές ακριβώς τις χονδροειδείς, ακό­μα και γελοίες (γι' αυτούς) ασυναρτησίες και ανακρίβειες ήταν που α­νταποκρίνονταν οι αφασικοί μου ασθενείς, χωρίς να ξεγελιούνται και χωρίς να έχουν καν τη δυνατότητα να ξεγελαστούν από τις λέξεις.

Να γιατί γελούσαν με το λόγο του Προέδρου.

Αν είναι αδύνατο να πούμε ψέματα σε έναν αφασικό, εξαιτίας της ειδι­κής του ευαισθησίας στην έκφραση και τη «χροιά» της φωνής, μπορού­με να αναρωτηθούμε τι συμβαίνει με τους ασθενείς —αν υπάρχουν τέτοιοι— που στερούνται ακριβώς κάθε αίσθησης της έκφρασης και της «χροιάς», ενώ διατηρούν αναλλοίωτη τη δυνατότητα κατανόησης των λέξεων: ασθενείς ενός εντελώς αντιδιαμετρικού είδους. Έχουμε έ­ναν αριθμό τέτοιων ασθενών, επίσης στην πτέρυγα των αφασικών, πα­ρόλο που, τεχνικά, δεν έχουν αφασία, αλλά, στη θέση της, μία μορφή αγνωσίας, μία ιδιαίτερη αγνωσία που επονομάζεται «τονική αγνωσία» ή «απροσωδία». Γι' αυτούς τους ασθενείς δεν υπάρχουν πια οι εκφραστι­κές ιδιότητες της φωνής —ο τόνος της, η χροιά της, η αίσθηση της, ολόκληρος ο χαρακτήρας της— ενώ οι λέξεις (και οι γραμματικές κατα­σκευές) παραμένουν απόλυτα κατανοητές. Τέτοιες τονικές αγνωσίες (ή απροσωδίες) συνδυάζονται με βλάβες του δεξιού κροταφικού λοβού του εγκεφάλου, ενώ οι αφασίες που περιγράψαμε συνοδεύουν βλάβες του αριστερού κροταφικού λοβού.

Ανάμεσα στους ασθενείς με απροσωδία που επίσης άκουγαν το λόγο του Προέδρου, στην πτέρυγα των αφασικών, ήταν και η Έμιλυ Ντ. που

107

Page 56: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

έπασχε από ένα γλοίωμα* στο δεξιό κροταφικό λοβό. Πρώην καθηγή-τρια της αγγλικής φιλολογίας και ποιήτρια με κάποια φήμη, με μία σπά-νια αίσθηση της γλώσσας και ισχυρές αναλυτικές και εκφραστικές δυ-νατότητες, η Έμιλυ Ν τ. ήταν σε θέση να αποδώσει την αντίθετη κατά­σταση — πώς ο λόγος του Προέδρου ηχούσε σε κάποιον με απροσω-δία. Η Έμιλυ Ντ. δεν μπορούσε πια να πει αν μία φωνή ήταν θυμωμέ­νη, χαρούμενη, θλιμμένη — οτιδήποτε. Αφού οι φωνές ήταν πια ανέκ­φραστες γι' αυτή, ήταν υποχρεωμένη να κοιτά τα πρόσωπα των ανθρώπων, τις στάσεις και τις κινήσεις τους όταν μιλούσαν, και το έκα­νε με μία φροντίδα, μία ένταση που δεν είχε γνωρίσει ποτέ της προη­γουμένως. Αλλά και αυτό ήταν περιορισμένο, διότι έπασχε από ένα κακόηθες γλαύκωμα και έχανε γρήγορα την όραση της.

Αυτό που βρήκε, λοιπόν, ότι της έμενε να κάνει ήταν να προσέχει πολύ έντονα τις λέξεις και τη χρήση των λέξεων και να επιμένει και οι γύρω της να κάνουν το ίδιο. Μπορούσε, όλο και λιγότερο, να παρακο­λουθεί μία ελεύθερη ομιλία ή την αργκό —που είναι μία ομιλία υπαινι­κτικού τύπου και φορτισμένου συγκινησιακά— και όλο και περισσότε­ρο ζητούσε από τους συνομιλητές της να μιλάνε σε πρόζα— με «σω­στές λέξεις στις σωστές θέσεις». Είχε βρει πως αυτή η «πρόζα» μπορού­σε να αναπληρώνει, σε κάποιο βαθμό, την έλλειψη αντίληψης της χροιάς ή της αίσθησης της φωνής.

Ήταν ικανή, κατ' αυτό τον τρόπο, να διατηρήσει, ακόμα και να ενι­σχύσει, τη χρήση της «εκφραστικής» ομιλίας — όπου, όμως, η έννοια δινόταν εξ ολοκλήρου από την επιδέξια επιλογή των λέξεων και τη σχέση μεταξύ τους, ενώ όλο και περισσότερο ήταν χαμένη απέναντι στην «ποιητική» ομιλία (όπου η έννοια δίνεται ολοκληρωτικά από τη χρήση και την αίσθηση του τόνου).

Η Έμιλυ Ντ. άκουγε, επίσης, την ομιλία του Προέδρου ανέκφραστη και δεχόταν απ' αυτή ένα περίεργο μείγμα εντυπώσεων, άλλων ενισχυ­μένων και άλλων ελλειμματικών — στην αντίθετη ακριβώς αναλογία από αυτό των αφασικών μας. Δεν τη συγκινούσε —καμία ομιλία δεν τη συγκινούσε πια— και ό,τι ήταν υπαινικτικό, αυθόρμητο ή ψεύτικο γλι­στρούσε από πάνω της χωρίς να την αγγίξει. Χωρίς δυνατότητα συγκι­νησιακής αντίδρασης μπορούσε να παρασύρεται (όπως και εμείς οι υ­πόλοιποι) από το λόγο ή να μπαίνει μέσα του; Με κανένα τρόπο. «Δεν είναι πειστικός», είπε. «Δε μιλάει με καλή πρόζα. Ο τρόπος που χρησι-

* Νεοπλασία των υποστηρικτικών κυττάρων του νευρικού συστήματος, της γλοίας. (Σ.τ.Μ.)

108

μοποιεί τις λέξεις είναι λανθασμένος. Είτε έχει κάποια βλάβη στον εγκέ­φαλο του είτε έχει κάτι να κρύψει». Έτσι ο λόγος του Προέδρου δε λειτούργησε ούτε για την Έμιλυ Ντ., εξαιτίας της ενισχυμένης της αί­σθησης της φορμαλιστικής χρήσης της γλώσσας, της ακρίβειας της πρό­ζας, όχι περισσότερο απ' ό,τι λειτούργησε για τους αφασικούς μας με την κώφωση τους στις λέξεις και με την ενισχυμένη αίσθηση της χροιάς της φωνής.

Εδώ, λοιπόν, ήταν το παράδοξο του λόγου του Προέδρου. Εμείς οι φυσιολογικοί, αναμφίβολα βοηθημένοι από την επιθυμία μας να εξα­πατηθούμε, είχαμε πράγματι εξαπατηθεί για τα καλά («Populus vult de-cipi, ergo decipiatur»). Τόσο γοητευτικά συνδυάζονταν η απατηλή χρήση των λέξεων με τον απατηλό τόνο της ομιλίας, που μόνο αυτοί που εί­χαν εγκεφαλική βλάβη παρέμεναν άθικτοι, απρόσβλητοι από την απο­γοήτευση.

109

Page 57: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Ε Ξ Α Ρ Σ Ε Ι Σ

Page 58: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Εισαγωγή

Είπαμε ότι οι όροι «έκπτωση» και «έλλειμμα» είναι οι αγαπημένες λέξεις της νευρολογίας, οι μόνες λέξεις που στην πραγματικότητα έχει στη διάθεση της, για να χαρακτηρίσει οποιαδήποτε διαταραχή μιας λει­τουργίας. Είτε η λειτουργία (που θα τη σκεφτούμε σαν έναν πυκνωτή ή μία ασφάλεια) είναι φυσιολογική, είτε είναι ελαττωματική ή λανθασμέ­νη: ποια άλλη δυνατότητα μένει για μια μηχανιστική νευρολογία που στην ουσία της ασχολείται με ένα σύστημα πυκνωτών και συνδέσεων;

Τι συμβαίνει, όμως, στην αντίθετη περίπτωση, σε μία υπερβολή ή έξαρση της λειτουργίας; Η νευρολογία δε διαθέτει λέξη γι' αυτό, γιατί δε διαθέτει την ίδια την έννοια. Μία λειτουργία, ή ένα λειτουργικό σύ­στημα, δουλεύει ή δε δουλεύει: αυτές είναι οι μόνες δυνατότητες που επιτρέπει. Έτσι, μία ασθένεια που είναι «εκδηλωτική» ή «παραγωγική» αποτελεί πρόκληση στις βασικές μηχανιστικές ιδέες της νευρολογίας και αυτός είναι αναμφίβολα ένας λόγος για τον οποίο τέτοιες διαταρα­χές —αν και είναι συνηθισμένες, σημαντικές και αξιοπρόσεχτες— δεν έχουν ποτέ δεχτεί την προσοχή που τους αξίζει. Γίνεται δεκτή στην ψυχιατρική, όπου μιλάμε για διεγερτικές ή παραγωγικές διαταραχές, για υπερβολές της διάθεσης, της παρόρμησης... για τη μανία. Γίνεται, επίσης, δεκτή στην ανατομία και την παθολογία, όπου μιλάμε για υ­περτροφίες και για τερατώματα. Αλλά η φυσιολογία δε διαθέτει κάποιο ισοδύναμο γι' αυτά, για τα τερατώματα ή τις μανίες. Και μόνο αυτή η διαπίστωση μας υποβάλλει την ιδέα ότι η βασική μας σύλληψη και η οπτική μας για το νευρικό σύστημα —σαν κάποιο είδος μηχανής ή η­λεκτρονικού εγκεφάλου— είναι ριζικά ανεπαρκής και χρειάζεται να συμπληρωθεί από έννοιες πιο δυναμικές, πιο ζωντανές.

Η βασική αυτή ανεπάρκεια μπορεί να περνά απαρατήρητη όταν μας απασχολεί μόνο η απώλεια, η απουσία των λειτουργιών με την οποία

113

Page 59: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ασχοληθήκαμε στο πρώτο μέρος. Αλλά γίνεται αμέσως φανερή όταν έρθουμε αντιμέτωποι με τις υπερβολές αυτών των λειτουργιών, όχι την αμνησία αλλά την υπερμνησία· όχι την αγνωσία αλλά την υπεργνωσία-και όλα τα άλλα «υπέρ» που μπορούμε να φανταστούμε.

Η κλασική νευρολογία του Jackson δεν αντιμετωπίζει ποτέ διαταρα-χές αυτού του τύπου, που καταλήγουν στην υπερβολή, τις πρωτογε-νείς, δηλαδή, περίσσειες ή εξάρσεις των λειτουργιών (σε αντίθεση με τις ονομαζόμενες «απελευθερώσεις»). Ο ίδιος ο Hughlings Jackson είναι α­λήθεια ότι μίλησε για «υπερφυσιολογικές» ή «υπερ-θετικές» καταστά-σεις. Αλλά θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για τα σημεία όπου αφήνεται ελεύθερος, στιγμές όπου αφήνει τη φαντασία του να παίξει ή όπου, απλώς, παραμένει πιστός στην κλινική του εμπειρία, αν και σε αντίφαση με τις ίδιες του τις μηχανιστικές αντιλήψεις περί λειτουργίας (τέτοιες αντιφάσεις, αυτό το χάσμα ανάμεσα στην καθαρή παρατήρηση της φύσης και τον άκαμπτο φορμαλισμό, ήταν χαρακτηριστικές της ι­διοφυίας του).

Πρέπει να φτάσουμε στη σημερινή εποχή σχεδόν για να βρούμε ένα νευρολόγο που απλώς και μόνο να αντιμετωπίζει την περίπτωση μιας λειτουργίας σε έξαρση. Έτσι, οι δύο κλινικές βιογραφίες του Luria είναι αρμονικά ισορροπημένες: το The Man with a Shattered World περιστρέ­φεται γύρω από την απώλεια, ενώ το The Mind of a Mnemonist γύρω από την υπερβολή. Βρίσκω ότι το δεύτερο είναι κατά πολύ πιο ενδιαφέ­ρον και πρωτότυπο από τα δύο, γιατί στην πραγματικότητα αποτελεί μια εξερεύνηση της φαντασίας και της μνήμης (μια εξερεύνηση που δεν είναι δυνατή στην κλασική νευρολογία).

Στο βιβλίο μου Awakenings υπήρχε μία κάποια εσωτερική ισορροπία ανάμεσα στις τρομερές απώλειες λειτουργιών που βλέπαμε πριν την ανακάλυψη της L-Dopa —ακινησία, αβουλία, αδυναμία, ανενεργεία κ.λπ.— και τις σχεδόν εξίσου τρομερές υπερβολές που εμφανίστηκαν μετά τη χορήγηση της L-Dopa: υπερκινησία, «υπερβουλία», «υπερδυνα-μία» κ.λπ.

Βλέπουμε σ' αυτό το σημείο την εμφάνιση ενός νέου είδους όρων, νέων εννοιών, διαφορετικών από αυτούς που αφορούν τη λειτουργία —ώση, θέληση, δυναμισμός, ενέργεια— όρους που είναι ουσιαστικά κι­νητικοί και δυναμικοί (ενώ αυτοί της κλασικής νευρολογίας είναι κυ­ρίως στατικοί). Στο μυαλό του υπερμνήμονα παρακολουθούμε δυναμι­κές μιας πολύ ανώτερης τάξης σε πλήρη λειτουργία, παρακολουθούμε την εισβολή ενός σχεδόν ανεξέλεγκτου συνειρμού σε διαρκή άνθηση, τη διαδοχή ακατάσχετων εσωτερικών εικόνων σε μία τερατώδη ανά-

114

πτύξη, ένα είδος τερατώματος του νου, αυτό που ο ίδιος ο υπερμνήμο-νας ονομάζει «Αυτό».

Αλλά η λέξη «Αυτό», ή η λέξη αυτοματισμός, είναι, επίσης, πολύ μη­χανιστική. Το «άνθισμα» μεταφέρει καλύτερα την ανησυχητικά ζωντανή ποιότητα της διαδικασίας αυτής. Βλέπουμε στον υπερμνήμονα —ή στους δικούς μου υπερενεργητικούς, γαλβανισμένους ασθενείς που παίρναν L-Dopa— ένα είδος ζωτικότητας που φτάνει στην υπερβολή, στο τερατώδες ή στην τρέλα, και όχι απλά μία υπερβολή αλλά μία ορ­γανική νεοπλασία, έναν ανεξέλεγκτο πολλαπλασιασμό· όχι μόνο μία α­νισορροπία, μία διαταραχή της λειτουργίας, αλλά μία διαταραχή της παραγωγής.

Σε μια περίπτωση αμνησίας ή αγνωσίας θα μπορούσαμε να φαντα­στούμε ότι έχουμε να κάνουμε απλώς με τη διαταραχή κάποιας λει­τουργίας ή ικανότητας, αλλά από τους ασθενείς με υπερμνησίες και υπεργνωσίες βλέπουμε ότι η μνήμη και η γνιοση είναι σύμφυτα ενερ­γείς και παραγωγικές· είναι πάντοτε σε δράση που —δυνάμει— μπορεί να φτάσει σε τερατώδη επίπεδα. Έτσι, λοιπόν, είμαστε υποχρεωμένοι να μετακινηθούμε από μία νευρολογία της λειτουργίας σε μία νευρολο­γία της δράσης και της ζωής. Αυτό το κρίσιμο βήμα μάς επιβάλλεται από τις νόσους της υπερβολής — και χωρίς αυτό δεν μπορούμε να αρχίσουμε να εξερευνούμε τη «ζωή του νου». Η παραδοσιακή νευρο­λογία, όντας μηχανιστική, με την έμφαση που δίνει στα εκπτωτικά ση­μεία, μας κρύβει την ενεργή ζωή, τη ζωή που συνιστά το ένστικτο για όλες τις εγκεφαλικές λειτουργίες, τουλάχιστον τις ανώτερες λειτουρ­γίες, όπως αυτές της φαντασίας, της μνήμης και της αντίληψης. Μας κρύβει την ίδια τη ζωή του νου. Μ' αυτά τα ζωντανά (και συχνά εντε­λώς προσωπικά) χαρακτηριστικά του εγκεφάλου και του νου —ιδιαίτε­ρα σε μία κατάσταση υπέρμετρης και κατά συνέπεια φωτισμένης δρα­στηριότητας— θα ασχοληθούμε τώρα.

Η έξαρση επιτρέπει όχι μόνο την εκδήλωση μιας υγιούς ολοκλήρω­σης και πληθωρικότητας αλλά και μιας μάλλον δυσοίωνης υπερβολής, εκτροπής, τερατωδίας — το είδος της «υπερβολής» που συνεχώς δια­γραφόταν στα Awakenings, καθώς υπερδιεγερμένοι ασθενείς έτειναν προς τη διάλυση και την απώλεια κάθε ελέγχου· συντετριμμένοι από την επίταση της παρόρμησης, της εικόνας και της θέλησης· ασθενείς κάτω από την κατοχή (ή σε μια ακραία αποσύνδεση) μίας φυσιολογίας εντελώς ανεξέλεγκτης.

Αυτός ο κίνδυνος είναι έμφυτος στην ίδια τη φύση της ανάπτυξης και της ζωής. Η ανάπτυξη μπορεί να γίνει υπερ-ανάπτυξη, η ζωή «υ-

115

Page 60: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πέρ-ζωή». Όλες οι «υπέρ» καταστάσεις μπορούν να γίνουν τερατώδεις, διεστραμμένες εκτροπές, «παρά-» καταστάσεις: η υπερκινησία τείνει προς την παρακινησία — ανώμαλες κινήσεις, χορεία, τικ· η υπεργνωσία εύκολα γίνεται παραγνωσία — παραισθησίες, φαντάσματα των σε νο­σηρό επίπεδο εξηρμένων αισθήσεων η φλόγα των «υπέρ» καταστάσε-ων μπορεί να μεταβληθεί σε ένα βίαιο πάθος.

Το παράδοξο μίας ασθένειας που εμφανίζεται σαν κατάσταση υ­γείας, σαν ένα υπέροχο αίσθημα υγείας και ευεξίας, και μόνο αργότερα αποκαλύπτει το κακόηθες δυναμικό της, είναι μία από τις χίμαιρες, τα τρικ και τις ειρωνείες της φύσης. Είναι ένα παράδοξο που έχει γοητεύ­σει ένα μεγάλο αριθμό καλλιτεχνών, ειδικά αυτούς που εξισώνουν την τέχνη με την αρρώστια: αποτελεί, λόγου χάρη, ένα θέμα —ταυτόχρονα διονυσιακό, αφροδισιακό και φαουστικό— που επίμονα επανέρχεται στο έργο του Τόμας Μαν— από τα πυρετώδη φυματικά ύφη του Μα­γικού Βουνού στις σπειροχαιτικές εμπνεύσεις του Δρ Φάουστους και την αφροδισιακή κακοήθεια του τελευταίου του μύθου, του Μαύρου Κύκνου.

Πάντα με προβλημάτιζαν αυτού του τύπου οι ειρωνικές καταστάσεις και έχω γράψει γι' αυτές παλιότερα. Στο βιβλίο μου Migraine μιλούσα για τα ύψη τα οποία μπορεί να προηγούνται ή να σημαίνουν την έναρ­ξη των κρίσεων και παρέθετα την παρατήρηση της Τζωρτζ 'Ελιοτ πως το να αισθάνεται «επικίνδυνα καλά» ήταν συχνά γι' αυτή το σήμα ή ο προάγγελος μιας προσβολής. «Επικίνδυνα καλά», τι ειρωνεία: εκφράζει ακριβώς τη διττότητα, το παράδοξο του να αισθάνεσαι «υπερβολικά καλά».

Γιατί η «αίσθηση υγείας» δεν είναι φυσικά αίτιο παραπόνων, οι άν­θρωποι τη χαίρονται, την απολαμβάνουν. Οι άνθρωποι παραπονούνται για το ότι νιώθουν άρρωστοι — όχι γιατί νιώθουν καλά. Εκτός αν, όπως συμβαίνει στην Τζωρτζ Έλιοτ, έχουν κάποια σημάδια ότι κάτι δεν πάει καλά ή ότι υπάρχει κάποιος κίνδυνος, είτε διαμέσου της γνώσης ή κά­ποιου συνειρμού, ή ακριβώς της αίσθησης της υπερβολής. Έτσι, αν και ένας ασθενής δύσκολα θα παραπονεθεί για το ότι είναι «πολύ καλά», μπορεί να έχει υποψίες εάν αισθάνεται «υπερβολικά καλά».

Αυτό ήταν ένα κεντρικό και κάπως σκληρό θέμα στο Awakenings-. ασθενείς βαριά άρρωστοι, με τα βαρύτερα εκπτωτικά συμπτώματα, για πολλές δεκαετίες βρίσκονται, σαν από θαύμα, ξάφνου καλά, μόνο και μόνο για να μετακινηθούν από αυτή την κατάσταση στους κινδύνους, τις δοκιμασίες της υπερβολής, με λειτουργίες ερεθισμένες πολύ πέρα από τα «επιτρεπόμενα» όρια. Μερικοί ασθενείς το αντιλαμβάνονταν,

116

είχαν προαισθήματα, αλλά όχι όλοι. Έτσι η Ρόζα P., στην πρώτη έξαψη και χαρά της αποκαταστημένης υγείας, είπε: «Είναι φανταστικό, είναι υπέροχο!», αλλά καθώς η κατάσταση επιταχυνόταν προς το ανεξέλε­γκτο, είπε: «Τα πράγματα δε διαρκούν. Κάτι τρομερό θα συμβεί». Και παρόμοια, με περισσότερη ή λιγότερη διαίσθηση, συνέβαινε και με τους περισσότερους από τους άλλους, όπως ο Λέοναρντ Α., καθώς πέρναγε από τον κορεσμό στην περίσσεια: «Η πληθωρικότητα της υγείας και της ενεργητικότητας του —της "χάρης", όπως την αποκαλούσε— έγινε υ­περβολικά πληθωρική και άρχισε να έχει μία παράλογα καλή διάθεση. Η αίσθηση αρμονίας, ευκολίας και άκοπου ελέγχου είχε αντικαταστα­θεί από μία αίσθηση "υπερβολικού"... ενός μεγάλου πλεονάσματος, μιας μεγάλης πίεσης κάθε είδους...» που απειλούσε να τον αποσυνθέσει, να τον κάνει να εκραγεί σε κομμάτια.

Αυτό είναι το δώρο και ταυτόχρονα το μαρτύριο, η απόλαυση και η ψυχική οδύνη που παρέχει η υπερβολή. Γίνεται αντιληπτή από διαι­σθητικούς ασθενείς σαν απορία και παραδοξότητα: «Έχω υπερβολικά πολλή ενέργεια», έλεγε ένας ασθενής με το σύνδρομο Tourette. «Το κα­θετί είναι τόσο φωτεινό, τόσο δυνατό, τόσο πολύ. Είναι μία πυρετώδης ενέργεια, μία νοσηρή λαμπρότητα».

«Επικίνδυνη ευεξία», «νοσηρή λαμπρότητα», μία απογοητευτική ευ­φορία που κρύβει κάτω της αβύσσους, αυτή είναι η παγίδα που υπό­σχεται και με την οποία απειλεί η υπερβολή, είτε αυτή εγκαθίσταται φυσικά, με τη μορφή κάποιας τοξικής διαταραχής, είτε εξαιτίας κά­ποιας εκούσιας διεγερτικής εξάρτησης.

Τα ανθρώπινα διλήμματα, σε τέτοιες καταστάσεις, παίρνουν μια ε­ντελώς ασυνήθιστη μορφή: οι ασθενείς έρχονται εδώ αντιμέτωποι με την ασθένεια σαν γοητεία, κάτι απομακρυσμένο και πολύ διφορούμενο σε σχέση με το παραδοσιακό θέμα της αρρώστιας σαν πάθους ή μαρ­τυρίου. Και κανείς, απολύτως κανείς, δεν μπορεί να εξαιρεθεί από τέ­τοιες παραδοξότητες, από τέτοιες ταπεινώσεις. Στις διαταραχές που χαρακτηρίζει η υπερβολή υπάρχει ένα είδος σύγκρουσης, μέσα στην οποία το Εγώ όλο και περισσότερο ευθυγραμμίζεται και ταυτίζεται με την αρρώστια του, έτσι που τελικά μοιάζει να χάνει κάθε ανεξάρτητη ύπαρξη και καταλήγει σε ένα σκέτο παράγωγο της αρρώστιας. Αυτός ο φόβος εξωτερικεύεται από τον Γουίτυ Τίκυ Ρέυ στο δέκατο κεφάλαιο, όταν λέει: «Αποτελούμαι από τικ — δεν υπάρχει τίποτ' άλλο» ή όταν μιλά για την ύπαρξη ενός νεοπλάσματος του νου —ενός «τουρετώμα-τος»— που θα μπορούσε να τον καταβροχθίσει. Γι' αυτόν, με το δυνα­τό του Εγώ και το σχετικά ελαφρύ σύνδρομο Tourette, δεν υπήρχε στην

117

Page 61: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πραγματικότητα κανένας τέτοιος κίνδυνος. Αλλά για ασθενείς με αδύ-νατο ή ανώριμο Εγώ, σε συνδυασμό με μία σοβαρή νόσο που τους κατακλύζει, υπάρχει ένας πολύ αληθινός κίνδυνος μιας τέτοιας «κατο-χής» ή «αποσύνδεσης». Αυτό το θέμα θίγω στους «Δαιμονισμένους».

118

10 Γουίτυ Τίκυ Ρέυ

ή Ο βασιλιάς των τικ

Στα 1885 ο Gilles de la Tourette, ένας μαθητής του Charcot, περιέγραψε το εντυπωσιακό σύνδρομο που τώρα φέρει το όνομα του. Το «σύνδρο­μο Tourette», όπως ονομάστηκε αμέσως, χαρακτηρίζεται από ένα πε­ρίσσευμα νευρικής ενέργειας και μία υπερβολική παραγωγή ιδιότρο­πων κινήσεων και ιδεών: τικ, τινάγματα, μανιερισμοί, γκριμάτσες, ήχοι, βλαστήμιες, ακούσιες μιμήσεις και παρορμήσεις κάθε είδους, με ένα παράξενο εξωτικό χιούμορ και μία τάση για αστεία και παιχνίδια που ξενίζουν. Στις πληρέστερες μορφές του, το σύνδρομο Tourette εμπλέκει κάθε τομέα της συναισθηματικής, ενστικτώδους και φαντασιακής ζωής στις «ελλιπέστερες», και ίσως και συνηθέστερες, μορφές μπορεί να υ­πάρχουν πολύ λίγα πράγματα πέρα από μερικές ανώμαλες κινήσεις και κάποια παρορμητικότητα, αλλά και σ' αυτή την περίπτωση υπάρχει ένα στοιχείο παραδοξότητας. Στα τελευταία χρόνια του προηγούμενου αιώνα το σύνδρομο αυτό εντοπιζόταν και αναφερόταν με μεγάλη συ­χνότητα, γιατί ήταν τα χρόνια μιας νευρολογίας με ευρύ πνεύμα, που δε δίσταζε να επιτρέπει να συνυπάρχουν το οργανικό και το ψυχικό. Για τον Tourette και τους συναδέλφους του δεν υπήρχε αμφιβολία ότι αυτό το σύνδρομο ήταν ένα είδος κατοχής του ανθρώπου από πρωτό­γονες ορμές και ένστικτα: αλλά, επίσης, ότι αυτή η κατοχή είχε οργανι­κή βάση: μία πολύ συγκεκριμένη —αν και άγνωστη— νευρολογική δια­ταραχή.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη δημοσίευση των πρωτότυπων άρ­θρων του Gilles de la Tourette περιγράφηκαν πολλές εκατοντάδες περι­πτώσεων αυτού του συνδρόμου, χωρίς ποτέ ούτε δύο περιπτώσεις να είναι εντελώς ίδιες. Γινόταν σιγά σιγά σαφές ότι υπήρχαν περιπτώσεις που ήταν ελαφρές και καλοήθεις και άλλες τρομαχτικά αλλόκοτες και βίαιες. Αποκαλυπτόταν, επίσης, ότι μερικοί άνθρωποι μπορούσαν να

119

Page 62: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

«αρπάξουν» το Tourette εντάσσοντας το στα πλαίσια μιας άνετης προ-σωπικότητας, βρίσκοντας ακόμα και όφελος στην ταχύτητα της ροής της σκέψης και εναλλαγής των συνειρμών, καθώς και στην εφευρετικό-τητα που το συνοδεύουν, ενώ οι άλλοι θα είχαν πραγματικά «καταλη-φθεί» και θα είχαν μόλις τη δυνατότητα να βρουν μία αληθινή ταυτότη­τα κάτω από την τρομαχτική πίεση και το χάος που επιβάλλουν οι ενορμήσεις του συνδρόμου. Υπήρχε πάντοτε, όπως παρατηρούσε και ο Luria για τον υπερμνήμονά του, μία μάχη ανάμεσα σε ένα «Αυτό» και σε ένα «Εγώ».

Ο Charcot και οι μαθητές του, στους οποίους περιλαμβάνονταν ο Freud και ο Babinski, καθώς επίσης και ο ίδιος ο Tourette, ήταν ανά­μεσα στους τελευταίους του επαγγέλματος τους που είχαν μία συν­δυασμένη άποψη για το σώμα και την ψυχή, για το «Αυτό» και το «Εγώ», για τη νευρολογία και την ψυχιατρική. Με το γύρισμα του αιώνα προέκυψε μία ρήξη ανάμεσα σε μία νευρολογία χωρίς ψυχή και μία ψυχολογία χωρίς σώμα και, μ' αυτή τη ρήξη, κάθε δυνατότητα κατα­νόησης του συνδρόμου Tourette χάθηκε. Το ίδιο το σύνδρομο μοιάζει σαν να εξαφανίστηκε και στο πρώτο μισό του αιώνα δεν αναφέρεται σχεδόν καθόλου. Μερικοί γιατροί το θεωρούσαν σαν κάτι «μυθικό», ένα παράγωγο της πολύχρωμης φαντασίας του Tourette· οι περισσότεροι δεν το είχαν καν ακούσει ποτέ. Ήταν ξεχασμένο σαν τη μεγάλη επιδη­μία της ασθένειας του ύπνου* της δεκαετίας του '20.

Η λήθη που κάλυψε την ασθένεια του ύπνου (τη ληθαργική εγκεφα-λίτιδα) και η λήθη γύρω από το σύνδρομο Tourette έχουν πολλά κοινά. Και οι δύο διαταραχές ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστες και παράξενες σε σχέση με τις κοινές πεποιθήσεις — τουλάχιστον τις πεποιθήσεις μιας συμβατικής ιατρικής. Καθώς ήταν αδύνατο να ενταχθούν στα παραδο­σιακά πλαίσια της ιατρικής, ξεχάστηκαν και μυστηριωδώς «εξαφανί­στηκαν». Υπάρχει, όμως, και μία πολύ πιο βαθιά σχέση ανάμεσα στις δυο αρρώστιες, που υπονοούν στη δεκαετία του '20, οι υπερκινητικές ή φρενιτικές μορφές που έπαιρνε μερικές φορές η ασθένεια του ύ­πνου: οι ασθενείς αυτοί είχαν την τάση, στην αρχή της αρρώστιας τους, να δείχνουν μία ανοδική σωματική και πνευματική υπερδιέγερση, με

* Η ληθαργική εγκεφαλίτιδα εκδηλώθηκε σαν επιδημία βαριάς προσβολής του κεντρικού νευρικού συστήματος, και συγκεκριμένα του εγκεφάλου, στα τέλη του πρώτου παγκοσμίου πολέμου και περιγράφτηκε από το γιατρό των αυστριακών ανακτόρων, Έλληνα Von Eco-nomo. Ο Ο. Sacks έχει αφιερώσει το βιβλίο του Awakenings σε τέτοιους ασθενείς στην κατά­σταση που βρίσκονται 40 χρόνια αργότερα και στην εντυπωσιακή τους βελτίωση χάρη στην L-Dopa. (Σ.τ.Μ.)

120

βίαιες κινήσεις, τικ και παρορμήσεις κάθε είδους. Λίγο καιρό αργότερα έπεφταν στην αντίθετη κατάσταση, σε ένα είδος ολοκληρωτικού, κατα-ληπτικού «ύπνου», μέσα στον οποίο τους βρήκα σαράντα χρόνια αργό­τερα.

Στα 1969 έδωσα σ' αυτούς τους μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς με νόσο του ύπνου την L-Dopa, μία ουσία πρόδρομο της ντοπαμίνης, ενός νευροδιαβιβαστού* που ήταν σημαντικά ελαττωμένος στον εγκέφαλο τους. Το φάρμακο αυτό τους μεταμόρφωσε. Σε πρώτη φάση «ξύπνη­σαν» περνώντας από τη νάρκη στην υγεία: στη συνέχεια, όμως, βρέθη­καν στον αντίθετο πόλο, φρενήρεις και γεμάτοι τικ. Αυτή ήταν και η πρώτη μου εμπειρία από τα σύνδρομα αυτού του τύπου, τύπου Tou­rette: άγρια διέγερση, βίαιες ενορμήσεις, που συχνά συνδυάζονταν με ένα αλλόκοτο, πρωτόγονο χιούμορ. Άρχισα να μιλάω για «τουρετισμό», αν και ποτέ μου δεν είχα δει ασθενή με Tourette.

Στις αρχές του 1971 η Ουάσινγκτον Ποστ, που είχε ενδιαφερθεί για το «ξύπνημα» των μετεγκεφαλιτιδικών μου ασθενών, με ρώτησε πώς πήγαιναν. Απάντησα ότι «έχουν τικ» και αυτό τους έκανε να δημοσιεύ­σουν ένα άρθρο για τα τικ. Μετά τη δημοσίευση αυτού του άρθρου, έλαβα αναρίθμητα γράμματα, τα περισσότερα από τα οποία μεταβίβα­σα στους συναδέλφους μου. Έναν ασθενή, όμως, δέχτηκα να τον δω, τον Ρέυ.

Την επόμενη μέρα από αυτή που είδα τον Ρέυ μου φάνηκε σαν να συνάντησα τρία Tourette στους δρόμους της Νέας Υόρκης. Τα έχασα, γιατί το σύνδρομο αυτό θεωρούνταν εξαιρετικά σπάνιο. Είχα διαβάσει ότι η συχνότητα του είναι ένα στο εκατομμύριο και, παρ' όλα αυτά, εί­χα δει, κατά τα φαινόμενα, τρία παραδείγματα μέσα σε μια ώρα. Βρι­σκόμουν σε μία δίνη έκπληξης και απορίας: ήταν δυνατό όλο αυτό τον καιρό να το παρέβλεπα, είτε επειδή δεν έβλεπα τέτοιους ασθενείς είτε κάνοντας, όταν τους έβλεπα, μία αόριστη διάγνωση του τύπου «νευρι­κότητα», «κατάρρευση», «νευρικοί σπασμοί»; Ήταν ποτέ δυνατό όλοι να το παρέβλεπαν μέχρι τώρα; Ήταν δυνατό το Tourette να μην είναι κάτι σπάνιο αλλά κάτι μάλλον συνηθισμένο, ας πούμε χίλιες φορές πιο συνηθισμένο απ' ό,τι όλοι υπέθεταν μέχρι τότε; Την επομένη, χωρίς να ψάχνω ιδιαίτερα, είδα άλλα δύο στο δρόμο. Σ' αυτό το σημείο έφτιαξα

* Νευροδιαβιβαστές ή μεταβιβαστές είναι οι χημικές ουσίες που στο χώρο του νευρικού συστήματος είναι επιφορτισμένες με τη μετάδοση των μηνυμάτων από κύτταρο σε κύτταρο και από κύτταρο σε όργανο. Τα μηνύματα αυτά αφορούν, σε γενικές γραμμές, μια διέγερση ή μια αναστολή. (Σ.τ.Μ.)

121

Page 63: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ένα εκκεντρικό φανταστικό κατασκεύασμα, ένα αστείο ιδιωτικής χρή-σης.· ας υποθέσουμε, είπα μόνος μου, ότι το Tourette είναι πολύ συνη-θισμένο, αλλά δεν μπορεί να αναγνωριστεί. Από τη στιγμή, όμως, που θα το αναγνωρίσεις μια φορά, το βλέπεις πια συνέχεια και το αναγνω-ρίζεις εύκολα.* Ας υποθέσουμε, λοιπόν, ότι ένας τέτοιος ασθενής με Tourette αναγνωρίζει έναν άλλο, και αυτοί οι δυο έναν τρίτο, και οι τρεις τους έναν τέταρτο, μέχρις ότου, με την αύξουσα αναγνώριση, βρί-σκεται μία ολόκληρη ομάδα από αυτούς: αδέλφια της ίδιας παθολογίας, ένα νέο είδος ανάμεσα μας, ενωμένοι από την αμοιβαία αναγνώριση και το κοινό πρόβλημα. Δε θα μπορούσαν να βρεθούν όλοι μαζί σε μια τέτοια αυθόρμητη συνάθροιση, μία ολόκληρη εταιρεία Νεοϋορκέζων με Tourette;

Τρία χρόνια αργότερα, στα 1974, ανακάλυψα ότι η φαντασία μου είχε γίνει πραγματικότητα: είχε δημιουργηθεί μία Εταιρεία του Συνδρό-μου Tourette (TSA). Τότε περιλάμβανε πενήντα μέλη: τώρα, εφτά χρόνια αργότερα, περιλαμβάνει μερικές χιλιάδες. Αυτή η εκπληκτική αύξηοη πρέπει να αποδοθεί στις προσπάθειες της ίδιας της εταιρείας που α-ποτελείται μόνο από ασθενείς, τους συγγενείς τους και γιατρούς. Υ-πήρξε απίθανα πολυμήχανη στις προσπάθειες της να κάνει γνωστή (ή να «δημοσιοποιήσει», με την καλύτερη έννοια της λέξης) τη σοβαρότη-τα του συνδρόμου Tourette. Κατόρθωσε να αντικαταστήσει την απέ-χθεια και την απόρριψη, που αποτελούσαν τόσο συχνά τη μοίρα των «τουρετικών», με το υπεύθυνο ενδιαφέρον και ανησυχία. Ενθάρρυνε την έρευνα κάθε είδους, από το χώρο της φυσιολογίας ως αυτόν της κοινωνιολογίας: έρευνα της βιοχημείας του εγκεφάλου των ασθενών επάνω στους γενετικούς και άλλους παράγοντες που μπορεί να συ-γκαθορίζουν το Tourette· επάνω στους ανώμαλους και χωρίς διάκριση συνειρμούς και αντιδράσεις που το χαρακτηρίζουν. Αποκαλύφθηκαν έτσι ενστικτώδεις και συμπεριφερειολογικές δομές, αναπτυξιακά και φυλογενετικά πρωτόγονες. Ερευνήθηκε γενικά η γλώσσα του σώματος και ειδικά η γραμματική των τικ και η γλωσσολογική τους δομή· υπήρξε μία απρόσμενη διείσδυση μέσα στη φύση της βλαστήμιας και του α-

* Μία εντελώς ανάλογη κατάσταση συνέβη με τη μυϊκή δυστροφία που ποτέ δεν είχε δει κανείς μέχρις ότου την περιέγραψε ο Duchenne στα 1850. Από τα 1860, μετά την πρώτη περιγραφή του, πολλές εκατοντάδες περιπτώσεις αναγνωρίστηκαν και περιγράφηκαν, τόσο πολλές που ο Charcot αναρωτήθηκε: «Πώς είναι δυνατό μία τόσο συνηθισμένη, τόσο διαδε­δομένη ασθένεια, που την αναγνωρίζεις τόσο εύκολα με μια ματιά —μια ασθένεια που αναμφίβολα πάντοτε υπήρχε— πώς μπορεί να αναγνωρίζεται μόλις τώρα; Γιατί χρειαζόμα­σταν τον κ. Duchenne για να μας ανοίξει τα μάτια;»

122

στεϊσμού (που αποτελούν χαρακτηριστικά και μερικών άλλων νευρολο­γικών διαταραχών)· και, κάτι εξίσου σημαντικό, έγιναν μελέτες της αλ­ληλεπίδρασης των τουρετικών με την οικογένεια τους και τους άλλους και των ιδιόμορφων προβλημάτων που μπορεί να παρουσιάζονται σ' αυτές τις σχέσεις. Οι εντυπωσιακά επιτυχείς προσπάθειες της Εται­ρείας αποτελούν ένα αυτόνομο κομμάτι της ιστορίας του συνδρόμου του Tourette και δεν έχουν κανένα προηγούμενο σε οποιονδήποτε χώ­ρο: ποτέ προηγουμένως οι ίδιοι οι ασθενείς δεν άνοιξαν το δρόμο για την κατανόηση της ασθένειας από την οποία έπασχαν, δεν έγιναν οι ενεργοί και τολμηροί πράκτορες της ίδιας τους της κατανόησης και θεραπείας, όπως για πρώτη φορά συνέβη με την περίπτωση της Εται­ρείας του Συνδρόμου Tourette.

Ό,τι αποκαλύφθηκε αυτά τα τελευταία δέκα χρόνια —σε μεγάλο βαθμό κάτω από την αιγίδα και την ώθηση της TSA— αποτελεί μία σαφή επιβεβαίωση της διαίσθησης του Gilles dc la Tourette ότι πράγμα­τι αυτό το σύνδρομο έχει μία οργανική νευρολογική βάση. Το «Αυτό» στο Tourette, όπως και το «Αυτό» στη νόσο του Parkinson και τη χορεία αντανακλά αυτό που ο Pavlov ονόμαζε «τυφλή δύναμη του υπο-φλοιού», μία διαταραχή αυτών των πρωτόγονων τμημάτων του εγκεφά­λου που κυβερνούν ενορμήσεις και ένστικτα. Στη νόσο του Parkinson, που προσβάλλει την κινητικότητα αλλά όχι την ίδια τη δραστηριότητα, η διαταραχή βρίσκεται στο μεσεγκέφαλο και τις διασυνδέσεις του. Στη χορεία* —που αποτελεί ένα χαώδες συνονθύλευμα κομματιασμένων, μισοτελειωμένων δραστηριοτήτων— η διαταραχή βρίσκεται σε ανώτε­ρα επίπεδα των βασικών πυρήνων. Στο σύνδρομο Tourette, όπου υπάρ­χει μία υπερδιέγερση των συγκινήσεων και των παθών, μία διαταραχή των πρωτογενών, ενστικτωδών βάσεων της συμπεριφοράς, η διαταρα­χή φαίνεται να τοποθετείται στα ανώτατα τμήματα του «παλαιού ε­γκεφάλου»:** το θάλαμο, τον υποθάλαμο, το μεταιχμιακό σύστημα και

* Η χορεία συνίσταται από ακούσιες κινήσεις, ταχείες, σύντομες και απρόβλεπτες. Ο άρ­ρωστος χαρακτηρίζεται, επίσης, από μεταβολές του μυϊκού του τόνου. Αυτό το τελευταίο συμβαίνει και στη νόσο του Parkinson, όπου το κύριο χαρακτηριστικό πέρα από τον τρόμο είναι μία έντονη «ακινητικότητα» και μία δυσκαμψία που αναγκάζει σε χαρακτηριστικές στάσεις και δυσκολεύει όλες τις εκούσιες κινήσεις, όπως συμβαίνει και στη χορεία. Η μανία, τέλος, χαρακτηρίζεται από μία υπερκινητικότητα στο χώρο των ιδεών και έντονη συναισθη-ματική υπερδραστηριότητα. (Σ.τ.Μ.)

** Με βάση φυλογενετικές μελέτες, ο εγκέφαλος χωρίζεται σε τρία υποθετικά μέρη που θα πρέπει να φανταστούμε σαν τρία διαδοχικά γεωλογικά στρώματα του εδάφους ή σαν τρία στρώματα του κρεμμυδιού: τον αρχαιοεγκέφαλο (ή εγκέφαλο των ερπετών) στο εσω-τερικό, τον παλαιοεγκέφαλο και το νεοεγκέφαλο σαν εξωτερικό μανδύα. Με τη σειρά αυτή

123

Page 64: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

την αμυγδαλή του εγκεφάλου, όπου εδρεύουν οι βασικοί συναισθημα-τικοί και ενστικτικοί καθοριστικοί παράγοντες της προσωπικότητας. Έ-τσι, το Tourette —τόσο από άποψη παθολογικής ανατομίας, όσο και από κλινική άποψη— συνιστά ένα είδος «χαμένου κρίκου» ανάμεσα στο σώμα και την ψυχή και συνδέει, ας πούμε, τη χορεία και τη μανία Όσο αφορά τις σπάνιες υπερκινητικές μορφές της ληθαργικής εγκεφα-λίτιδας, και όλους τους μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς που έχουν υπερ-διεγερθεί από την L-Dopa, τους ασθενείς με σύνδρομο Tourette, ή με «τουρετισμύ» οποιασδήποτε άλλης αιτιολογίας (εγκεφαλικά επεισόδια, όγκους του εγκεφάλου, δηλητηριάσεις ή λοιμώξεις), όλοι αυτοί φαίνεται ότι διαθέτουν ένα πλεόνασμα διεγερτικών νευροδιαβιβαστών στον εγκέ-φαλό τους, ειδικά τον διαβιβαστή ντοπαμίνη. Όπως, λοιπόν, οι ληθαρ-γικοί παρκινσονικοί ασθενείς έχουν ανάγκη περισσότερης ντοπαμίνης που θα καταφέρει να τους διεγείρει, όπως οι μετεγκεφαλιτιδικοί μου ασθενείς είχαν «ξυπνήσει» χάρη στην πρόδρομη ουσία της ντοπαμίνης, την L-Dopa, έτσι, αντίθετα, οι φρενήρεις και οι τουρετικοί ασθενείς θα έπρεπε να ελαττώσουν την ντοπαμίνη τους με τη βοήθεια ενός αντα-γωνιστή της ντοπαμίνης, όπως το φάρμακο «αλοπεριδόλη» (Haldol).

Από την άλλη, πάλι, το σύνδρομο Tourette δεν είναι απλά και μόνο ένας κορεσμός του εγκεφάλου σε ντοπαμίνη ούτε και η νόσος του Parkinson μία απλή έλλειψη αυτής της ίδιας ουσίας. Υπάρχουν πολύ πιο λεπτές και διάχυτες μεταβολές, όπως θα το περίμενε κανείς σε μία διαταραχή που φτάνει μέχρι να αλλοιώνει την προσωπικότητα: υπάρ-χουν αναρίθμητα, λεπτότατα μονοπάτια ανωμαλίας που διαφέρουν α-πό ασθενή σε ασθενή και από μέρα σε μέρα στον κάθε ασθενή. Το Haldol μπορεί να είναι μία απάντηση στο Tourette, αλλά ούτε αυτό, ούτε οποιοδήποτε άλλο φάρμακο, αποτελεί την απάντηση, όπως ούτε και η L-Dopa είναι η απάντηση στη νόσο του Parkinson. Πρέπει, εκτός από οποιαδήποτε καθαρά φαρμακευτική, ή ιατρική, προσέγγιση, να υπάρχει επιπλέον μία «υπαρξιακή» προσέγγιση: να υπάρχει, ιδιαίτερα, η ευαισθησία που επιτρέπει να αντιληφθούμε ότι η δράση, η τέχνη και το παιχνίδι είναι στην ουσία τους ελεύθερα και υγιή και ότι κατ' αυτό τον τρόπο αποτελούν τους επίλεκτους ανταγωνιστές των ακατέργα­στων συμπεριφορών και ενορμήσεων, της απελευθερωμένης «τυφλής δύναμης του υποφλοιού» απ' την οποία πάσχουν αυτοί οι ασθενείς. Ο ακίνητος παρκινσονικός μπορεί να τραγουδήσει και να χορέψει, και

τα τρία αυτά στρώματα είναι επιφορτισμένα με ζωτικές λειτουργίες έως τις πιο «ανώτερες» λειτουργίες, όπως μνήμη, ομιλία κ.λ.π. στο επίπεδο του (εξωτερικού) φλοιού. (Σ.τ.Μ.)

124

όταν το κάνει, ελευθερώνεται εντελώς από τον παρκινσονισμό του· και όταν ο σπασμωδικός τουρετικός τραγουδά, παίζει ή δρα, είναι με τη σειρά του εντελώς απελευθερωμένος από το σύνδρομο του. Εδώ το «Εγώ» υποτάσσει και βασιλεύει επάνω στο «Αυτό».

Ανάμεσα στα 1973 και 1977, χρονιά του θανάτου του, είχα το προνό­μιο να αλληλογραφώ με το μεγάλο νευροψυχολόγο Α. R. Luria και του έστελνα συχνά περιγραφές και ταινίες επάνω στο Tourette. Σε ένα από τα τελευταία του γράμματα, μου έγραψε: «Πρόκειται αληθινά για ένα θέμα τρομαχτικής σημασίας. Κάθε στοιχείο που θα προστεθεί στην εξή­γηση ενός τέτοιου συνδρόμου θα ευρύνει απεριόριστα την κατανόηση της ανθρώπινης φύσης γενικότερα... δε γνωρίζω κανένα άλλο σύνδρομο με ανάλογο ενδιαφέρον».

Όταν πρωτοείδα τον Ρέυ ήταν 24 ετών και σχεδόν αχρηστευμένος από τα πολλαπλά, τρομαχτικά βίαια τικ που τον καταλάμβαναν κατά κύμα­τα κάθε λίγα δευτερόλεπτα. Υπέφερε από αυτά από την ηλικία των τεσσάρων ετών και ήταν βαριά στιγματισμένος από την προσοχή που τραβούσαν επάνω του, παρότι η ανώτερη ευφυία του, η ευστροφία του, η δύναμη του χαρακτήρα του και το πρακτικό του πνεύμα τον είχαν βοηθήσει να περάσει με επιτυχία το σχολείο και να τελειώσει το κολέγιο και του είχαν προσφέρει την εκτίμηση και την αγάπη λίγων φίλων και της γυναίκας του. Παρ' όλα αυτά, από τότε που είχε τελειώ­σει το κολέγιο, είχε απολυθεί από καμιά ντουζίνα δουλειές —πάντα εξαιτίας των τικ, ποτέ από ανικανότητα— και βρισκόταν διαρκώς κάτω από το κράτος κρίσεων κάθε είδους που προέρχονταν συνήθως από την ανυπομονησία, την εριστικότητά του και το χυδαίο και ταυτόχρονα ευφυέστατο θράσος του· ο γάμος του, επίσης, ήταν διαρκώς κάτω από την απειλή διάφορων ακούσιων κραυγών του τύπου «Γαμώτο!», «Σκα­τά!» και ούτω καθεξής, που του έφευγαν σε στιγμές σεξουαλικής διέ­γερσης. Όπως πολλοί τουρετικοί, είχε εξαιρετικές μουσικές ικανότητες και δύσκολα θα είχε επιζήσει —συναισθηματικά και οικονομικά— αν δεν ήταν ένας πραγματικά βιρτουόζος ντράμερ τζαζ του Σαββατοκύ­ριακου, διάσημος για τους απότομους και άγριους αυτοσχεδιασμούς του: ξεκινούσαν από ένα τικ ή ένα παρορμητικό χτύπημα ενός ντραμ, που μεταβαλλόταν στιγμιαία στον πυρήνα ενός άγριου και θαυμάσιου αυτοσχεδιασμού, και έτσι ο «ξαφνικός παρείσακτος» μεταβαλλόταν σε ένα πολύ ενδιαφέρον ταλέντο. Το σύνδρομο Tourette πρόσφερε, επί­σης, στον Ρέυ πλεονεκτήματα σε διάφορα παιχνίδια, ειδικά στο πιγκ

125

Page 65: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πογκ, όπου διακρινόταν, εν μέρει λόγω της αφύσικης ταχύτητας των αντανακλαστικών και των αντιδράσεων του, αλλά και πάλι κυρίως εξαι­τίας των «αυτοσχεδιασμών»: «πολύ σύντομα, νευρικά, επιπόλαια χτυπή­ματα» (όπως έλεγε ο ίδιος), που ήταν τόσο απροσδόκητα και αιφνιδια­στικά, ώστε ουσιαστικά να είναι αδύνατο να απαντηθούν. Η μόνη στιγ­μή που τα τικ του τον εγκατέλειπαν ήταν η στιγμή ηρεμίας μετά τη σε­ξουαλική επαφή ή ο ύπνος· ή, ακόμα, όταν κολυμπούσε ή τραγουδού­σε ή εργαζόταν, ομαλά και ρυθμικά, και έβρισκε μία «κινητική μελωδία», ένα παιχνίδι, χωρίς ένταση, χωρίς τικ, ελεύθερο.

Κάτω από μία επιφάνεια σε αναβρασμό, γεμάτη εκρήξεις και πίσω από μία όψη κλόουν, υπήρχε ένας βαθύτατα σοβαρός άνθρωπος και ένας άνθρωπος σε απόγνωση. Δεν είχε ακούσει ποτέ του για την TSA (που πράγματι εκείνη την εποχή μόλις άρχιζε να υπάρχει) ούτε και για το Haldol. Είχε κάνει μόνος του τη διάγνωση του Tourette, όταν διάβα­σε το άρθρο για τα τικ στην Ουάσινγκτον Ποστ. Όταν επιβεβαίωσα τη διάγνωση και του μίλησα για τη δυνατότητα να χρησιμοποιήσουμε Haldol, γέμισε έξαψη, παρέμεινε, όμως, επιφυλακτικός. Του έκανα ένα τεστ με μία ένεση Haldol και έδειξε μία εξαιρετική ευαισθησία στο φάρ­μακο, σε σημείο που τα τικ σταμάτησαν ουσιαστικά για δύο ώρες μετά τη χορήγηση μιας δόσης μικρότερης από το ένα όγδοο του μιλιγκράμ. Μετά από αυτή την ευοίωνη απόπειρα, του άρχισα μία θεραπεία με Haldol, δίνοντας του μία δόση του τετάρτου του μιλιγκράμ τρεις φορές την ημέρα.

Ξανάρθε την επόμενη εβδομάδα, με ένα μαυρισμένο μάτι και τη μύ­τη σπασμένη, λέγοντας μου: «Φτάνει πια το γαμημένο σας το Haldol". Ακόμα και αυτή η ελάχιστη δόση, μου είπε, τον είχε βγάλει από την ισορροπία του, επηρέαζε την ταχύτητα του, το συγχρονισμό του και τα υπερφυσικά γρήγορα αντανακλαστικά του. Όπως και πολλοί άλλοι τουρετικοί, αισθανόταν μία μεγάλη έλξη για τα πράγματα που στροβι­λίζονται και ιδιαίτερα για τις περιστρεφόμενες πόρτες, απ' όπου μπο­ρούσε να μπαίνει και να βγαίνει αποφεύγοντας τες με ταχύτητα α-στραπής: με το Haldol είχε χάσει την επιδεξιότητα του, χρονομέτρησε λάθος τις κινήσεις του και η πόρτα τον είχε χτυπήσει δυνατά στη μύτη. Εκτός, όμως, απ' αυτό, πολλά από τα τικ του, αντί να εξαφανιστούν, είχαν απλά επιβραδυνθεί και είχαν απλωθεί υπερβολικά: μπορούσε να μείνει «καρφωμένος στη μέση ενός τικ», όπως έλεγε, μένοντας σε σχε­δόν κατατονικές στάσεις (ο Ferenczi χαρακτήρισε κάποτε την κατατο-νία σαν το αντίθετο των τικ και πρότεινε γι' αυτά την ονομασία «κατα-κλωνία»). Παρουσίαζε την εικόνα, ακόμα και με αυτή την ελάχιστη δό-

126

ση, ενός σεσημασμένου παρκινσονικού συνδρόμου με δυστονία, κατα-τονία και ψυχοκινητικό «μπλοκάρισμα»: στα πλαίσια μιας αντίδρασης στο φάρμακο, που ήταν τόσο δυσοίωνη όχι γιατί δεν τον έπιανε, λόγω μιας αναισθησίας, αλλά λόγω τέτοιας υπερ-ευαισθησίας, μιας τέτοιας παθολογικής ευαισθησίας, που ίσως το μόνο που θα του ήταν δυνατό θα ήταν να ρίχνεται από το ένα άκρο στο άλλο, από την επιτάχυνση και το σύνδρομο Tourette στην κατατονία και το παρκινσονικό σύν­δρομο, χωρίς δυνατότητα κάποιας ευτυχούς ενδιάμεσης λύσης.

Εύκολα καταλάβαινε κανείς πόσο αποθαρρημένος ήταν απ' αυτό το πείραμα —κι από αυτό το συμπέρασμα— αλλά και από μία άλλη σκέ­ψη που τώρα εξέφραζε για πρώτη φορά: «Υποθέστε ότι θα μπορούσα­τε να μου αφαιρέσετε τα τικ», είπε. «Τι θα έμενε; Αποτελούμαι από τικ, δεν υπάρχει τίποτε άλλο». Έμοιαζε, τουλάχιστον όταν αστειευόταν, να μη διαθέτει καμία αίσθηση της ταυτότητας του έξω από αυτή του αν­θρώπου με τικ: αποκαλούσε τον εαυτό τον «βασιλιά των τίκερ του Μπρόντγουεϊ» και μίλαγε, στο τρίτο πρόσωπο, για τον «Γούιτυ Τίκυ Ρέυ» (για τον «Ρέυ, το σπίθα με τα τικ»), προσθέτοντας ότι ήταν τόσο επιρρεπής σε «ευφυολογήματα με τικ ή τικ με ευφυολογήματα», που δεν ήξερε πια αν ήταν ένα χάρισμα ή μία κατάρα. Έλεγε ότι δεν μπο­ρούσε να φανταστεί τη ζωή χωρίς Tourette, ούτε ήταν σίγουρος ότι επιθυμούσε κάτι τέτοιο.

Σ' αυτό το σημείο θυμήθηκα έντονα αυτό που είχα αντιμετωπίσει με μερικούς από τους μετεγκεφαλιτιδικούς μου ασθενείς που ήταν υπέρ­μετρα ευαίσθητοι στην L-Dopa. Στην περίπτωση τους είχα παρατηρήσει ότι τέτοιες ακραίες φυσιολογικές ευαισθησίες και αστάθειες μπορού­σαν να ξεπεραστούν, αν ο άρρωστος είχε τη δυνατότητα να απορρο­φηθεί από μία ζωή γεμάτη και πλούσια: η βαριά αυτή ανισορροπία της φυσιολογίας θα μπορούσε να κυριαρχηθεί, δηλαδή, από μία «υπαρξια­κή» ισορροπία ή αρμονία. Αισθανόμουν ότι και ο Ρέυ είχε τέτοιες δυ­νατότητες μέσα του, και επειδή, παρά τα όσα έλεγε, στην πραγματικό­τητα δεν είχε καμία επιδειξιμανία ή ναρκισσισμό που να τον υποχρέω­ναν να μένει αδιόρθωτα επικεντρωμένος στην αρρώστια του, του πρό­τεινα να συναντιόμαστε μια φορά την εβδομάδα για μια περίοδο τριών μηνών. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα θα προσπαθούσαμε να φαντα­στούμε τη ζωή χωρίς το Tourette· θα ερευνούσαμε (τουλάχιστον με τη σκέψη και το συναίσθημα) την ποσότητα των πραγμάτων που η ζωή θα μπορούσε να προσφέρει, να του προσφέρει, χωρίς τα διεστραμμένα θέλγητρα και τα πλεονεκτήματα του Tourette· θα εξετάζαμε το ρόλο και την οικονομική σημασία του Tourette γι' αυτόν και τον τρόπο με

127

Page 66: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τον οποίο θα τα έβγαζε πέρα χωρίς αυτά. Δίναμε τρεις μήνες καιρό στη διερεύνηση όλων αυτών των θεμάτων και μετά θα κάναμε άλλη μία απόπειρα με το Haldol.

Ακολούθησαν τρεις μήνες υπομονετικής και βαθιάς εξερεύνησης και σ' αυτό το χρονικό διάστημα, συχνά, παρά τη μεγάλη αντίσταση, το πείσμα και την έλλειψη πίστης στον εαυτό του και στη ζωή, ήρθαν στην επιφάνεια αναρίθμητα υγιή και ανθρώπινα δυναμικά: δυναμικά που εί­χαν με κάποιο τρόπο επιβιώσει είκοσι χρόνων σοβαρού Tourette και «τουρετικής» ζωής, κρυμμένα στο βαθύτερο και σκληρότερο πυρήνα της προσωπικότητας. Αυτή η βαθιά εξερεύνηση ήταν συναρπαστική και ενθαρρυντική και μας έδωσε τουλάχιστον μία περιορισμένη ελπίδα. Αυτό που τελικά συνέβη ήταν πάνω από κάθε μας προσδοκία και α­ποδείχτηκε όχι απλώς μία περαστική λάμψη αλλά μία σταθερή και μό­νιμη μεταμόρφωση της αντιδραστικότητάς του. Γιατί, όταν και πάλι δοκίμασα το Haldol στον Ρέυ, στην ίδια ελάχιστη δόση όπως και προη­γουμένως, βρέθηκε αυτή τη φορά απελευθερωμένος από τα τικ, χωρίς, όμως, σημαντικές νοσηρές παρενέργειες, και αυτό συνεχίστηκε σε όλη τη διάρκεια των εννέα χρόνων που έχουν περάσει από τότε.

Τα αποτελέσματα του Haldol σ' αυτή την περίπτωση ήταν «θαυμα­τουργά», μόνο που αυτό συνέβη όταν οι συνθήκες επέτρεψαν την πραγματοποίηση ενός θαύματος. Τα αρχικά του αποτελέσματα ήταν σχεδόν καταστροφικά: αναμφίβολα αυτό εν μέρει οφειλόταν σε φυσιο­λογικά αίτια- αλλά, επίσης, και στο ότι κάθε «αποθεραπεία» ή εγκατά­λειψη του Tourette θα ήταν εκείνη τη στιγμή ανώριμη και οικονομικά απραγματοποίητη. Έχοντας το σύνδρομο Tourette από την ηλικία των τεσσάρων ετών, ο Ρέυ δεν είχε εμπειρία φυσιολογικής ζωής: εξαρτιόταν σε τεράστιο βαθμό από την εξωτική του αρρώστια και, φυσικά, τη χρη­σιμοποιούσε και την εκμεταλλευόταν με ποικίλους τρόπους. Δεν ήταν, λοιπόν, έτοιμος να αφήσει το σύνδρομο του και —δεν μπορώ να μην το σκέφτομαι— μπορεί ποτέ να μην το μπορούσε χωρίς αυτούς τους τρεις μήνες έντονης προετοιμασίας, της τρομαχτικά σκληρής και συ­γκεντρωμένης σκέψης και βαθιάς ανάλυσης.

Στο σύνολο τους, τα εννέα χρόνια που πέρασαν υπήρξαν ευτυχισμέ­να για τον Ρέυ, καθώς η απελευθέρωση του ξεπέρασε κάθε προσδοκία. Μετά είκοσι χρόνια περιορισμού εξαιτίας του Tourette και εξαναγκα­σμού σε μια σειρά πραγμάτων λόγω της βάναυσης φυσιολογίας του συνδρόμου, απολαμβάνει τώρα μια άπλα και μια ελευθερία που ποτέ δεν είχε διανοηθεί (εκτός ίσως, και μόνο θεωρητικά, κατά τη διάρκεια της ανάλυσης μας). Ο γάμος του είναι τρυφερός και σταθερός και έχει

128

τώρα γίνει πατέρας· έχει πολλούς καλούς φίλους που τον αγαπούν και εκτιμούν σαν προσωπικότητα και όχι απλώς σαν έναν ολοκληρωμένο τουρετικό κλόουν παίζει ένα σημαντικό ρόλο στην κοινότητα του και κατέχει μία υπεύθυνη θέση στη δουλειά. Αλλά τα προβλήματα παραμέ­νουν: προβλήματα που είναι ίσως αναπόσπαστα από το να έχεις Tou­rette, Tourette και Haldol μαζί,

Κατά τη διάρκεια των ωρών εργασίας και της εργάσιμης εβδομάδας, ο Ρέυ παραμένει «νηφάλιος, σταθερός, τυπικός», παίρνοντας Haldol: έτσι περιγράφει τον «αλντολικό εαυτό» του. Είναι αργός και προσεχτι­κός στις κινήσεις και τις κρίσεις του, χωρίς κανένα στοιχείο της ανυπο­μονησίας ή της ορμητικότητας που έδειχνε πριν από την περίοδο του Haldol αλλά και χωρίς καμία άγρια έμπνευση ή αυτοσχεδιασμό. Ακόμα και τα όνειρα του έχουν αλλάξει ποιότητα: «Βλέπω απλώς επιθυμίες που εκπληρώνονται», λέει, «χωρίς κανένα από τα δημιουργήματα, τους .παραλογισμούς του Tourette». Είναι λιγότερο εύστροφος, λιγότερο ε­τοιμόλογος, χωρίς πια να ξεχειλίζει από τικ όλο πνεύμα ή πνεύμα όλο τικ. Δεν απολαμβάνει και δε διακρίνεται πια στο πιγκ πογκ ή σε άλλα παιχνίδια· δεν αισθάνεται πια «αυτό το πιεστικό φονικό ένστικτο, το ένστικτο της νίκης, του να νικήσεις τον άλλο»· είναι, λοιπόν, λιγότερο ανταγωνιστικός και έχει, επίσης, λιγότερη διάθεση για παιχνίδι· έχει χά­σει την ενόρμηση, ή την ικανότητα, των ξαφνικών «επιπόλαιων» κινή­σεων που έβρισκαν τους πάντες απροετοίμαστους. Έχασε τις αισχρο­λογίες του, το χυδαίο του θράσος, το θάρρος του. Όλο και περισσότε­ρο νιώθει ότι κάτι λείπει.

Εκείνο, όμως, που είναι το πιο σημαντικό και αναπηρικό, γιατί ακρι­βώς ήταν κάτι ζωτικό γι' αυτόν, σαν μέσο αφενός υποστήριξης, αφετέ­ρου έκφρασης, είναι η ανακάλυψη του ότι με το Haldol είχε γίνει μου­σικά «κουτός», μέτριος, ικανός μεν αλλά με έλλειψη ενέργειας, ενθου­σιασμού, υπερβολής και χαράς. Λεν είχε πια τα τικ και δε χτύπαγε παρορμητικά τα ντραμς, αλλά ούτε και του έρχονταν ορμητικά κύματα δημιουργίας.

Καθώς αυτό το σχήμα άρχισε να του γίνεται σαφές, και αφού το συζήτησε μαζί μου, ο Ρέυ πήρε μία προσωρινή απόφαση: θα έπαιρνε το Haldol τακτικά και ευσυνείδητα κατά τη διάρκεια της εργάσιμης εβδομάδας, αλλά θα έκανε μία παύση «για να πετάξει» κατά τη διάρ­κεια του Σαββατοκύριακου. Αυτό και έκανε και συνέχισε να κάνει τα τρία τελευταία χρόνια. Έτσι, τώρα υπάρχουν δύο Ρέυ: ο «με» και ο «χωρίς Haldol» (ο «Ρέυ on» και ο «Ρέυ off»). Υπάρχει ο νηφάλιος πολί­της, ο ήρεμος μελετητής των προβλημάτων, από τη Δευτέρα ως την

129

Page 67: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Παρασκευή· και υπάρχει και ο «σπίθας ο Ρέυ των τικ», επιπόλαιος, φρενήρης, εμπνευσμένος, στη διάρκεια των Σαββατοκύριακων. Όπως πρώτος ο Ρέυ το παραδέχεται, είναι μια περίεργη κατάσταση:

«Το να έχεις Tourette είναι σαν να είσαι συνεχώς μεθυσμένος. Το να είσαι με Haldol είναι ανιαρό, σε κάνει τυπικό και νηφάλιο, και, τελικά, καμιά από τις δύο καταστάσεις δεν είναι αληθινά ελεύθερη... Εσείς οι "φυσιο­λογικοί", που έχετε τους σωστούς νευροδιαβιβαστές στις σωστές θέσεις, και τη στιγμή που πρέπει, στους εγκεφάλους σας, έχετε στη διάθεση σας όλα τα αισθήματα, όλα τα στιλ, τη βαρύτητα, ελαφρότητα, οτιδήποτε εί­ναι κατάλληλο για την περίσταση. Εμείς οι τουρετικοί δεν το έχουμε: βρισκόμαστε σε καταναγκαστική ελαφρότητα εξαιτίας του Tourette και σε καταναγκαστική βαρύτητα όταν παίρνουμε Haldol. Είστε ελεύθεροι, έχετε μία φυσική ισορροπία- εμείς πρέπει να παίρνουμε ό,τι καλύτερο υπάρχει σε μία τεχνητή ισορροπία».

Ο Ρέυ παίρνει το καλύτερο αυτής της τεχνητής ισορροπίας και περ­νά μία γεμάτη ζωή, παρά το Tourette, παρά το Haldol, παρά την «ανε-λευθερία», παρά το γεγονός ότι στερείται αυτής της εκ γενετής φυσι­κής ελευθερίας που οι περισσότεροι από μας απολαμβάνουμε. Η αρ­ρώστια του, όμως, τον έχει διδάξει και, κατά κάποιο τρόπο, την έχει ξεπεράσει. Όπως θα έλεγε ο Νίτσε: «Έχω διασχίσει πολλά είδη υγείας και εξακολουθώ να τα διασχίζω... Και η αρρώστια; Δεν αισθανόμαστε την ανάγκη να ρωτήσουμε αν θα μπορούσαμε να ζήσουμε μαζί της; Μόνο ο μεγάλος πόνος ελευθερώνει τελειωτικά το πνεύμα». Παραδό­ξως ο Ρέυ —στερημένος από μια φυσική, ζωικά φυσιολογική υγεία— μέσα από τα σκαμπανεβάσματα που έχει περάσει, βρήκε μία νέα υ­γεία. Εκπλήρωσε αυτό που στον Νίτσε άρεσε να αποκαλεί «Μεγάλη Υγεία»· σπάνιο χιούμορ, γενναιότητα και προσαρμοστικότητα πνεύμα­τος: παρότι, ή επειδή ακριβώς έχει βασανιστεί από το σύνδρομο Tou­rette.

130

11 Η νόσος του Μικρού Θεού

Πρόσφατα στην κλινική μας μπήκε η Νατάσα Κ., μία πανέξυπνη γυ­ναίκα 90 χρονών. Λίγο μετά την ογδοηκοστή όγδοη επέτειο των γενε­θλίων της, μας είπε, είχε παρατηρήσει μία «αλλαγή».

— Τι είδους αλλαγή ήταν αυτή; — Εξαίσια! αναφώνησε. Την απόλαυσα αφάνταστα αυτή την αλλαγή.

Ξαφνικά αισθανόμουνα πιο ενεργητική, πιο ζωηρή, αισθανόμουνα να ξανανιώνω. Άρχισα να ενδιαφέρομαι για τους νέους άντρες. Αισθάνθη­κα, θα έλεγα, «παιχνιδιάρικη», αυτό είναι, παιχνιδιάρικη.

— Και ήταν πρόβλημα αυτό; —Όχι, στην αρχή όχι. Αισθανόμουνα καλά, υπερβολικά καλά. Γιατί

να σκεφτώ ότι κάτι δεν πήγαινε καλά; — Και μετά; — Οι φίλοι μου άρχισαν να ανησυχούν. Τον πρώτο καιρό μου έλεγαν:

«Ακτινοβολείς, ξανάνιωσες!» Μετά, όμως, άρχισαν να σκέφτονται ότι δεν ήταν και πολύ φυσιολογικό. «Ήσουν πάντα τόσο ντροπαλή», μου έλεγαν, «και τώρα ξαφνικά έγινες φιλάρεσκη. Ξεκαρδίζεσαι στα γέλια, λες συνέχεια αστεία, είναι σωστό στην ηλικία σου;»

— Εσείς πώς αισθανόσασταν; —Ήμουν ξαφνιασμένη. Η κατάσταση με παρέσυρε και δε μου ερχό­

ταν να αναρωτηθώ τι μου συνέβαινε. Τότε, όμως, αναρωτήθηκα. Σκέ­φτηκα: «Νατάσα, είσαι 89 χρονών, αυτή η κατάσταση συνεχίζεται εδώ και ένα χρόνο. Ήσουν πάντα τόσο μετρημένη στους τρόπους σου και τώρα τέτοιοι εξωφρενισμοί! Είσαι γριά γυναίκα, πλησιάζεις στο τέλος. Τι θα μπορούσε να δικαιολογήσει μία τόσο ξαφνική ευφορία;» Μόλις σκέφτηκα τη λέξη ευφορία, τα πράγματα πήραν άλλη χροιά... «Είσαι άρρωστη, χρυσή μου», είπα στον εαυτό μου. «Αισθάνεσαι παράλογα καλά, πρέπει να σαι άρρωστη!»

131

Page 68: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

—Άρρωστη; Πώς, δηλαδή; Συναισθηματικά; Ψυχικά; —Όχι, όχι συναισθηματικά, σωματικά άρρωστη. Υπήρχε κάτι στο

σώμα μου, στον εγκέφαλο μου, που με έκανε να νιώθω τόσο στα πάνω μου. Και τότε μου ήρθε: αυτό ήταν, αυτό είναι, η νόσος του Μικρού Θεού!

— Η νόσος του Μικρού Θεού; είπα ανέκφραστα, σαν ηχώ της φωνής της. Ποτέ μου δεν είχα ακούσει αυτό τον όρο.

— Ναι, η νόσος του Μικρού Θεού, του Έρωτα. Ξέρετε, η σύφιλη. Ήμουν σε ένα μπουρδέλο, στη Θεσσαλονίκη, πριν από εβδομήντα χρό­νια σχεδόν. Άρπαξα σύφιλη —ένα σωρό κορίτσια την είχαν— τη λέγα­με νόσο του Έρωτα. Ο άντρας μου με έσωσε, με πήρε από κει, με βοήθησε να γιατρευτώ. Όλα αυτά ήταν, φυσικά, χρόνια πριν από την πενικιλίνη. Είναι δυνατό να με ξανάπιασε ύστερα απ' όλα αυτά τα χρό­νια;

Ανάμεσα στην πρώτη μόλυνση και την εκδήλωση της σύφιλης του νευρικού συστήματος, τη νευροσύφιλη, μπορεί να υπάρχει μία τερά­στια λανθάνουσα περίοδος, ειδικά αν η πρωτολοίμωξη έχει απλά συ-γκαλυφθεί και δεν έχει εκριζωθεί ολοκληρωτικά. Είχα έναν ασθενή που είχε θεραπευτεί με σαλβαρσάνη από τον ίδιο τον Ehrlich και ανέπτυξε νωτιάδα φθίση (tabes dorsalis) —μία μορφή νευροσύφιλης— περισσότε­ρα από πενήντα χρόνια αργότερα.

Ποτέ δεν είχα ακούσει, όμως, για ένα ελεύθερο διάστημα εβδομήντα ολόκληρων χρόνων, ούτε βέβαια μου είχε τύχει ποτέ κάποιος που να ανακινεί μόνος του τη διάγνωση της εγκεφαλικής σύφιλης με έναν τό­σο ήρεμο και ξεκάθαρο τρόπο.

— Είναι μια απροσδόκητη ιδέα, απάντησα μετά από κάποια σκέψη. Ποτέ δε θα μου είχε περάσει από το μυαλό, ίσως, όμως, να έχετε δίκιο.

Είχε δίκιο· το εγκεφαλονωτιαίο της υγρό ήταν θετικό, είχε πράγματι νευροσύφιλη, πράγματι ήταν οι σπειροχαίτες* που ερέθιζαν το γέρικο εγκεφαλικό της φλοιό. Προέκυπτε τώρα το θέμα της θεραπείας. Αλλά εδώ παρουσιάστηκε ένα άλλο δίλημμα που τοποθέτησε, με τη χαρα­κτηριστική της οξύτητα, η ίδια η κ. Κ.

— Δεν ξέρω αν θέλω να θεραπευτώ, είπε. Ξέρω ότι μιλάμε για μια αρρώστια, αυτή η αρρώστια, όμως, με έκανε να νιώθω καλά. Την από­λαυσα, εξακολουθώ να την απολαμβάνω, δεν μπορώ να το αρνηθώ. Με έκανε να αισθάνομαι πιο δραστήρια, πιο παιχνιδιάρικη, απ' ό,τι ήμουν στα είκοσι μου. Ήταν πολύ διασκεδαστικό. Ξέρω, όμως, πότε ένα καλό

* Ωχρά σπειροχαίτη: ο μικροοργανισμός που προκαλεί τη σύφιλη. (Σ.τ.Μ.)

πράγμα αρχίζει να πηγαίνει πολύ μακριά και πότε σταματά να είναι καλό. Μου έρχονταν σκέψεις, ορμές —δε θα σας το ομολογήσω— που ήταν, τέλος πάντων, ανάρμοστες και ανόητες. Στην αρχή ήταν σαν να 'μουν λίγο μεθυσμένη, ελαφρά ζαλισμένη, αλλά αν συνεχιζόταν περισσό­τερο... (Μιμήθηκε τη σπαστική αποχαυνωμένη τρελή.) Υπέθεσα ότι είχα τη νόσο του Έρωτα και γι' αυτό ήρθα σε σας. Δε θέλω να χειροτερέψω, αυτό σίγουρα θα ήταν τρομερό· δε θέλω, όμως, και να θεραπευτώ, θα ήταν εξίσου κακό. Δεν ήμουν εντελώς ζωντανή μέχρι να με πιάσει αυτή η έξαψη. Δε θα μπορούσατε να κρατήσετε τα πράγματα όπως είναι τώρα;

Σκεφτήκαμε για λίγο και η θεραπεία μας, ευτυχώς, ήταν ξεκάθαρη. Της δώσαμε πενικιλίνη που σκότωσε μεν τις σπειροχαίτες, αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα για να αναστρέψει τις αλλαγές στον εγκέ­φαλο, την άρση των αναστολών που έχουν προκαλέσει.

Και τώρα η κ. Κ. το έχει δίπορτο, απολαμβάνοντας, από τη μια, μια ελαφριά άρση των αναστολών, μια απελευθέρωση της σκέψης της και των ενορμήσεων, χωρίς να υπάρχει, από την άλλη, καμιά απειλή για τον αυτοέλεγχό της ή για μια μεγαλύτερη καταστροφή του εγκεφαλικού της φλοιού. Ελπίζει να ζήσει, έτσι ξαναζωντανεμένη και ξανανιωμένη, μέχρι τα εκατό.

— Αστείο πράγμα τελικά, λέει. Πρέπει να πω ευχαριστώ στον Έρω­τα.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Πρόσφατα (τον Ιανουάριο του 1985) αντιμετώπισα μερικά από αυτά τα ίδια διλήμματα και την ίδια ειρωνεία της κατάστασης με έναν άλλο ασθενή (τον Μιγκέλ Ο.) που μπήκε στο κρατικό νοσοκομείο με μία διά­γνωση «μανίας», αλλά γρήγορα έγινε αντιληπτό ότι έπασχε από τη διε­γερτική φάση της νευροσύφιλης. Απλός άνθρωπος, ήταν παλιά εργάτης σε ένα αγρόκτημα στο Πόρτο Ρίκο και καθώς είχε κάποια δυσκολία στην ομιλία και στην ακοή, δεν μπορούσε να εκφραστεί καλά με τα λόγια, αλλά εκφραζόταν και έδειχνε την κατάσταση του, απλά και κα­θαρά, με σκίτσα.

Την πρώτη φορά που τον είδα ήταν πολύ διεγερμένος και όταν του ζήτησα να αντιγράψει ένα απλό σχήμα (Σχήμα Α), έφτιαξε, με πολλή ζωηράδα, μια τρισδιάστατη κατασκευή (Σχήμα Β), ή έτσι την κατάλαβα εγώ, μέχρις ότου μου εξήγησε ότι ήταν ένα «ανοιχτό χαρτόκουτο», και μετά δοκίμασε να σχεδιάσει μερικά φρούτα στο εσωτερικό του. Ενορ-

133 132

Page 69: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Σχήμα A

Σχήμα Β

Σχέδιο σε κατάσταση διέγερσης («Ανοιχτό χαρτονένιο κουτί»).

μητικά εμπνευσμένος από τη διεγερμένη του φαντασία, είχε αγνοήσει τον κύκλο και το σταυρό, αλλά συγκράτησε και συγκεκριμενοποίησε την ιδέα της «περιεκτικότητας». Ένα ανοιχτό κουτί, ένα χαρτονένιο κουτί γεμάτο πορτοκάλια, δεν ήταν κάτι πιο ενδιαφέρον, πιο ζωντανό, πιο πραγματικό, από το πεζό μου σχήμα;

Μερικές μέρες αργότερα τον είδα και πάλι, πολύ ενεργητικό, πολύ δραστήριο, με τις σκέψεις και τα αισθήματα του να πετάνε σ' όλες τις κατευθύνσεις, να πετά ο ίδιος σαν χαρταετός. Του ζήτησα να μου σχε­διάσει το ίδιο σχήμα. Και τώρα, ενορμητικά, χωρίς να σταματήσει ούτε μια στιγμή, μεταμόρφωσε το μοντέλο σε ένα είδος τραπεζοειδούς, ένα ρόμβο, και ύστερα του πρόσθεσε ένα σκοινί και στην άκρη του ένα παιδί (Σχήμα Γ). «Αγόρι πετά χαρταετό, χαρταετός πετά!» φώναξε με έξαψη.

Τον είδα για τρίτη φορά μερικές μέρες αργότερα και τον βρήκα μάλ­λον πεσμένο, μάλλον παρκινσονικό (του είχαν δώσει Haldol για να τον ησυχάσουν, περιμένοντας τις τελικές εξετάσεις του εγκεφαλονωτιαίου υγρού). Και πάλι του ζήτησα να σχεδιάσει το σχήμα κι αυτή τη φορά το αντέγραψε χαζά, πιστά, λίγο μικρότερο, όμως, από το πρωτότυπο (η «μικρογραφία» του Haldol), χωρίς καμία από τις κατασκευές που συνή­θιζε, χωρίς τη ζωηράδα, τη φαντασία των άλλων σκίτσων (Σχήμα Δ). «Δε "βλέπω" πια πράγματα», μου είπε. «Έμοιαζε τόσο αληθινό, τόσο ζω­ντανό πρωτύτερα. Θα μοιάζουν όλα έτσι πεθαμένα όταν θα γίνω καλά;»

134

Σε κατάσταση διέγερσης («Το πέταγμα του αετού»).

Σχήμα Γ

Με φάρμακα, υπό θεραπεία... Η φαντασία και η ζωηρότητα έχουν χαθεί.

Σχήμα Δ

135

Page 70: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Τα σχέδια των ασθενούν με Parkinson, καθώς «ξυπνούν» χάρη στην L-Dopa, παρουσιάζουν μία διδακτική αναλογία. Όταν του ζητούν να σχεδιάσει ένα δέντρο, ο παρκινσονικός έχει την τάση να φτιάχνει ένα μικρό, αδύναμο, ατροφικό πράγμα, χωρίς καθόλου φύλλωμα, ένα φτω­χό, γυμνό, χειμωνιάτικο δέντρο. Καθώς η L-Dopa τον «ζεσταίνει», τον «ξαναφέρνει στον εαυτό του», τον ξαναζωντανεύει, τόσο το δέντρο α­ποκτά σφρίγος, ζωή, φαντασία και φύλλωμα. Αν η L-Dopa τον ανεβά­σει στα ύψη, τον διεγείρει υπερβολικά, το δέντρο μπορεί να αποκτήσει ένα φανταστικό διάκοσμο, μια οργιώδη βλάστηση, με μια εκρηκτική άνθιση κλαδιών και φυλλώματος γεμάτου μικρά αραβουργήματα, κα­μπυλωτούς μαιάνδρους και ό,τι άλλο μπορεί να φανταστεί κανείς, μέ­χρις ότου τελικά η αρχική του μορφή χάνεται ολότελα κάτω απ' αυτή την τεράστια, αυτή την μπαρόκ κατασκευή. Τέτοια σκίτσα είναι, επί­σης, χαρακτηριστικά του συνδρόμου Tourette —η αρχική μορφή, η πρώτη σκέψη, χάνεται μέσα σε μια ζούγκλα ωραιοποίησης— και της λεγόμενης «speed-art» («γρήγορης τέχνης») κάτω από την επίδραση των αμφεταμινών. Στην αρχή η φαντασία ξυπνά, μετά ερεθίζεται και φρε­νιάζει, μέχρι που ξεπερνά τα όρια και φτάνει την απόλυτη υπερβολή.

Πόση παραδοξότητα, πόση σκληρότητα, πόση ειρωνεία δεν υπάρχει εδώ. Στο γεγονός ότι η εσωτερική ζωή και η φαντασία μπορούν να κείτονται νωθρές και κοιμισμένες, εκτός αν απελευθερωθούν, αν ξυπνή­σουν, χάρη σε μια δηλητηρίαση ή σε μια αρρώστια!

Αυτό το παράδοξο αποτελεί την κεντρική ιδέα των Awakenings αυτό το παράδοξο είναι, επίσης, υπεύθυνο για τη γοητεία που ασκεί το σύν­δρομο Tourette (βλ. κεφάλαια 10 και 14) και, αναμφίβολα, για τη χαρα­κτηριστική αβεβαιότητα που μπορεί να συνοδεύει ένα ναρκωτικό σαν την κοκαΐνη (που σαν την L-Dopa, ή το σύνδρομο Tourette, είναι γνω­στό ότι αυξάνει την ντοπαμίνη στον εγκέφαλο). Εξ ου και το απροσδό­κητο σχόλιο του Freud σχετικά με την κοκαΐνη, ότι η αίσθηση ευεξίας και ευφορίας που προκαλεί «...σε καμία περίπτωση δε διαφέρει από τη φυσιολογική ευφορία του υγιούς ατόμου... Με άλλα λόγια, είστε απλά φυσιολογικός και είναι σχεδόν αδύνατο να πιστέψει κανείς ότι είστε κάτω από την επήρεια του οποιουδήποτε φαρμάκου».

Η ίδια παράδοξη αξία μπορεί να αποδοθεί στους ηλεκτρικούς ερεθι­σμούς του εγκεφάλου: υπάρχουν μορφές επιληψίας που είναι ερεθι­στικές και εθιστικές και μπορεί να αυτο-προκαλούνται, κατ' επανάλη­ψη, από τα άτομα που υπόκεινται σ' αυτές (όπως τα ποντίκια του ερ­γαστηρίου με εμφυτευμένα εγκεφαλικά ηλεκτρόδια που παρορμητικά διεγείρουν τα «κέντρα ηδονής» του ίδιου τους του εγκεφάλου)· υπάρ-

136

χουν, όμως, και άλλοι τύποι επιληψίας που προκαλούν ένα αίσθημα γαλήνης και μια αυθεντική ευεξία. Γιατί η ευεξία μπορεί να είναι αυθε­ντική ακόμα και αν προκαλείται από μια ασθένεια. Μία τέτοια παρά­δοξη ευεξία μπορεί να παρέχει ακόμα και ένα μακροπρόθεσμα ευεργε­τικό αποτέλεσμα, όπως με την κ. Ο'Κ. και την παράξενη επιληπτική της «αναπόληση» (κεφάλαιο 15).

Βρισκόμαστε σε απάτητα νερά εδώ πέρα, σε ένα χώρο όπου όλες οι κοινές απόψεις μπορούν να ανατραπούν, όπου η ασθένεια μπορεί να είναι ευεργεσία και η κανονικότητα αρρώστια, όπου η διέγερση μπορεί να είναι και δεσμά και απελευθέρωση, και η πραγματικότητα μπορεί να βρίσκεται μέσα στη μέθη και όχι μέσα στη νηφαλιότητα. Είναι η χώρα του Μικρού Θεού και του Διονύσου.

137

Page 71: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

12 Υπόθεση ταυτότητας

— Τι θα πάρουμε σήμερα; λέει τρίβοντας τα χέρια του. Μισή λίβρα Βιρτζίνια, ένα ωραίο κομμάτι Νόβα;

(Προφανώς με έβλεπε σαν έναν πελάτη· συχνά σήκωνε το τηλέφωνο της πτέρυγας του νοσοκομείου λέγοντας «Παντοπωλείο Τόμσον, ορί-στε».)

— Ω, κ. Τόμσον! του φώναξα. Ποιος νομίζετε ότι είμαι; — Α στο καλό, το φως φταίει, είναι κακό, σας πήρα για πελάτη. Μα

είναι ο παλιός μου φίλος, ο Τομ Πίτκινς... Εγώ και ο Τομ (ψιθυρίζει στο αυτί της νοσοκόμας) πηγαίναμε πάντα στον ιππόδρομο μαζί.

— Κύριε Τόμσον, κάνετε πάλι λάθος. — Όντως κάνω λάθος, συμφωνεί, χωρίς να ενοχληθεί καθόλου. Γιατί

θα φορούσες μια άσπρη μπλούζα, αν ήσουν ο Τομ; Είσαι ο Χίμυ, ο χασάπης κασέρ στη δίπλα πόρτα. Αν και δεν έχεις λεκέδες από αίμα στην μπλούζα σου. Πήγαν άσκημα οι δουλειές σήμερα; Μην ανησυχείς, μέχρι το τέλος της βδομάδας θα μοιάζεις με σφαγείο!

Νιώθοντας και εγώ ο ίδιος να παρασύρομαι σ' αυτό το στρόβιλο των ταυτοτήτων, έδειξα το στηθοσκόπιο μου κουνώντας το στο λαιμό μου, απ' όπου κρεμόταν.

—Ένα στηθοσκόπιο! φώναξε. Και ισχυρίζεσαι ότι είσαι ο Χίμυ! Εσείς οι μηχανικοί έχετε αρχίσει όλοι να παριστάνετε τους γιατρούς στα σο­βαρά, μ' αυτές τις άσπρες μπλούζες και τα στηθοσκόπια, σαν να σας χρειαζόταν ένα στηθοσκόπιο για να ακούσετε ένα αυτοκίνητο! Έτσι, λοιπόν, είσαι ο παλιός μου φίλος ο Μάνερς από το σταθμό της Μόμπιλ στο τέρμα του τετραγώνου. Έλα μέσα να πιεις το ουίσκι σου με κόκα...

Ο Ουίλιαμ Τόμσον έτριψε πάλι τα χέρια του με την κίνηση του μπα­κάλη και αναζήτησε τον πάγκο του. Καθώς δεν τον έβρισκε, με κοίταξε πάλι με απορία.

138

— Πού βρίσκομαι; είπε με ένα βλέμμα ξαφνικά τρομοκρατημένο. Νό­μισα ότι ήμουνα στο μαγαζί μου, γιατρέ, θα 'μουν αφηρημένος φαίνε­ται... Θέλετε να βγάλω την μπλούζα μου να μου πάρετε τα ακροαστικά ως συνήθως;

—Όχι, όχι ως συνήθως. Δεν είμαι ο συνηθισμένος σας γιατρός. — Πράγματι, δεν είσαστε. Μπορούσα να το καταλάβω αμέσως! Δεν

είσαστε ο συνηθισμένος μου γιατρός που μου χτυπά το στήθος. Και, μα το Χριστό, έχετε ένα μούσι! Μοιάζετε με τον Sigmund Freud. Μπας και τρελάθηκα, μουρλάθηκα;

—Όχι, κ. Τόμσον, δεν τρελαθήκατε. Έχετε μόνο μερικά προβλήματα με τη μνήμη σας, μερικές δυσκολίες να θυμάστε και να αναγνωρίζετε τους ανθρώπους.

— Ναι, η μνήμη μου μου κάνει μερικά κόλπα, παραδέχτηκε. Μερικές φορές κάνω λάθη, παίρνω κάποιον για κάποιον άλλο... Τι θα πάρετε τώρα, Νόβα ή Βιρτζίνια;

Έτσι γινόταν πάντα, κάθε φορά με παραλλαγές, με απρόοπτους αυ­τοσχεδιασμούς, πάντα ξαφνικούς, συχνά αστείους, κάποτε έξυπνους και τελικά τραγικούς. Ο κ. Τόμσον θα με αναγνώριζε —θα με αναγνώ­ριζε λάθος, θα με ψευτοαναγνώριζε— σαν μια ντουζίνα διαφορετικούς ανθρώπους στη διάρκεια πέντε λεπτών. Θα πέρναγε ταχύτατα, ανετό­τατα, από μία εικασία, μία υπόθεση, μία πεποίθηση, στην επόμενη, χω­ρίς την παραμικρή ένδειξη αβεβαιότητας καμιά στιγμή· ποτέ δεν ήξερε ποιος ήμουν ή τι ήταν και πού ο ίδιος βρισκόταν: ένας πρώην μπακά­λης, που έπασχε από ένα βαρύ σύνδρομο Korsakov, σε ένα νευρολογι­κό ίδρυμα.

Δε θυμόταν τίποτα για περισσότερο από λίγα δευτερόλεπτα. Έχανε διαρκώς τον προσανατολισμό του. Άβυσσοι αμνησίας ανοίγονταν συ­νεχώς κάτω από τα πόδια του, τις γεφύρωνε, όμως, αμέσως με αυθόρ­μητες μυθοπλασίες και φανταστικές ιστορίες κάθε είδους. Για τον ίδιο, αυτές οι ιστορίες δεν ήταν φανταστικές, ήταν ο τρόπος με τον οποίο ξαφνικά έβλεπε ή ερμήνευε τον κόσμο. Μην μπορώντας ποτέ να ανε­χτεί, να παραδεχτεί, ούτε για μια στιγμή, αυτή τη διαρκή ριζική αλλαγή και την ασυναρτησία που έμοιαζε να έχει ο κόσμος εξαιτίας της αμνη­σίας του, τη θέση τους έπαιρνε αυτή η παράξενη, παραληρηματική, ατελής συνοχή, καθώς ο κ. Τόμσον με τις ασταμάτητες, ασυνείδητες, ταχύτατες εφευρέσεις του αυτοσχεδίαζε συνεχώς έναν κόσμο γύρω του, έναν κόσμο από τις Χίλιες και μια Νύχτες, μία φαντασμαγορία, ένα όνειρο με ανθρώπους, μορφές και καταστάσεις που διαρκώς άλλα­ζαν μια σειρά συνεχών καλειδοσκοπικών μεταλλαγών και μεταμορφώ-

139

Page 72: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

σεων. Για τον ίδιο τον κ. Τόμσον, όμως, όλα αυτά δεν ήταν καθόλου ένας ιστός από διαρκώς μεταβαλλόμενες, φευγαλέες φαντασιώσεις και ψευδαισθήσεις, αλλά αποτελούσαν έναν εντελώς κανονικό, σταθερό και τεκμηριωμένο κόσμο. Για τον ίδιο δεν υπήρχε κανένα πρόβλημα.

Μία μέρα τού συνέβη να βγει· παρουσιάστηκε στο γραφείο της εισό­δου σαν «αιδεσιμότατος Ουίλιαμ Τόμσον», ζήτησε να του βρουν ένα ταξί και έφυγε για όλη τη μέρα. Ο ταξιτζής, με τον οποίο μιλήσαμε αργότερα, μας είπε ότι ποτέ δεν του είχε τύχει ένας τόσο συναρπαστι­κός πελάτης, γιατί ο κ. Τόμσον του διηγόταν τη μία ιστορία μετά την άλλη, εκπληκτικές ιστορίες με ήρωα τον εαυτό του, γεμάτες από φα-νταστικές περιπέτειες. «Έμοιαζε να έχει πάει παντού, να έχει κάνει τα πάντα, να έχει συναντήσει τους πάντες. Μου ήταν δύσκολο να πιστέ­ψω ότι μπορούσαν να έχουν συμβεί τόσα πράγματα σε μία και μοναδι­κή ζωή», μας είπε. Του απαντήσαμε ότι «δεν είναι ακριβώς μία μοναδι­κή ζωή, αλλά πρόκειται για κάτι περίεργο, για μια υπόθεση ταυτότη­τας».*

Ο Τζίμυ Γκ., ένας άλλος ασθενής με Korsakov που έχω περιγράψει εκτεταμένα στο κεφάλαιο 2, είχε ηρεμήσει εδώ και πολύ καιρό, περνώ­ντας την οξεία φάση του συνδρόμου, και έμοιαζε να έχει σταθεροποιη­θεί σε μία κατάσταση όπου ήταν μόνιμα χαμένος (ή, ίσως, μέσα σε ένα διαρκές όνειρο που έμοιαζε με παρόν ή μέσα σε μία διαρκή αναπόληση του παρελθόντος). Ο κ. Τόμσον, όμως, μόλις έβγαινε από το νοσοκο­μείο —το Korsakov είχε εκδηλωθεί μόλις τρεις βδομάδες πριν, όταν παρουσιάστηκε ένας πολύ υψηλός πυρετός, έπεσε σε ένα παραλήρημα και σταμάτησε να αναγνωρίζει την οικογένεια του— και εξακολουθού­σε να βρίσκεται σε βρασμό, εξακολουθούσε να είναι χωμένος μέσα σε ένα σχεδόν φρενήρες μυθοπλαστικό παραλήρημα (αυτό που ονομάζε­ται μερικές φορές «ψύχωση του Korsakov», παρόλο που δεν πρόκειται καθόλου για ψύχωση) και δημιουργούσε ασταμάτητα έναν κόσμο και ένα Εγώ, για να μπορέσει να αναπληρώσει αυτό που συνεχώς ξεχνούσε και έχανε από μπροστά του. Αυτή η φρενίτιδα απαιτεί την ύπαρξη ιδιαίτερα λαμπρών δυνατοτήτων εφευρετικότητας και φαντασίας —μία πραγματική μυθοπλαστική φαντασία— γιατί ένας τέτοιος ασθενής πρέ­πει κυριολεκτικά να επινοεί τον εαυτό του (και τον κόσμο τον) σε κάθε

* Μία ιστορία εντελώς όμοια αναφέρει ο Luria στη Νευροψυχολογία της Μνήμης (1976), όπου ο μαγεμένος ταξιτζής κατάλαβε ότι ο εξωτικός πελάτης του ήταν άρρωστος μόνο όταν αυτός του έδωσε για κόμιστρο ένα φύλλο θερμοκρασίας του νοσοκομείου που κρατού­σε. Μόνο τότε κατάλαβε ότι αυτή η Σεχραζάτ, που ύφανε 1001 παραμύθια, ήταν ένας «απ' αυτούς τους παράξενους ασθενείς» του Νευρολογικού Ινστιτούτου.

140

στιγμή. Ο καθένας από μας έχει μία ιστορία ζωής, μία εσωτερική αφή­γηση, που η εξέλιξη της, η έννοια της είναι η ίδια η ζωή μας. Θα μπο­ρούσε να πει κανείς ότι ο καθένας από μας κατασκευάζει και ζει μία «διήγηση» και ότι αυτή η διήγηση είναι εμείς, αποτελεί, την ταυτότητα μας.

Αν θέλουμε να μάθουμε για κάποιον, ρωτάμε: «Ποια είναι η ιστορία του, η αληθινή εσωτερική ιστορία του;», γιατί ο καθένας μας είναι μία βιογραφία, μία ιστορία. Ο καθένας από μας είναι μία ξεχωριστή διήγη­ση που κατασκευάζεται ασταμάτητα, ασυνείδητα, από εμάς, διαμέσου και μέσα μας, διαμέσου των προσλήψεων μας, των αισθημάτων μας, των σκέψεων μας, των πράξεων μας· και άλλο τόσο, από το λόγο μας και τις προφορικές μας διηγήσεις. Βιολογικά, φυσιολογικά, δε διαφέ­ρουμε πολύ ο ένας από τον άλλο- ιστορικά, όμως, σαν αφηγήσεις, ο καθένας μας είναι μοναδικός.

Για να είμαστε ο εαυτός μας, πρέπει να έχουμε τον εαυτό μας, να τον κατέχουμε και, αν χρειαστεί, να μπορούμε να επανακτήσουμε τον εαυτό μας, την ιστορία της ζωής μας. Είμαστε υποχρεωμένοι να «συ­γκεντρώνουμε» τον εαυτό μας, να αναθυμόμαστε την εσωτερική πλοκή, την αφήγηση του εαυτού μας. Ο άνθρωπος έχει ανάγκη μίας τέτοιας αφήγησης, μίας συνεχούς εσωτερικής αφήγησης, για να διατηρεί την ταυτότητα του, το Εγώ του.

Η ζωτική ανάγκη αυτής της ιστορίας είναι, ίσως, το κλειδί για την κατανόηση της απελπισμένης μυθοπλασίας, της πολυλογίας του κ. Τόμσον. Στερημένος εντελώς κάποιας συνέχειας, μιας ομαλής, αδιάκο­πης, εσωτερικής διήγησης, οδηγείται σε ένα είδος αφηγηματικής φρενί­τιδας και από κει προέρχονται οι ασταμάτητες ιστορίες του, οι μυθο­πλασίες του, η μυθομανία του. Ανίκανος να διατηρεί μια αυθεντική αφή­γηση και μια συνέχεια, ανίκανος να συντηρεί έναν αυθεντικό εσωτερικό κόσμο, αναγκάζεται να πολλαπλασιάζει τις ψεύτικες αφηγήσεις μέσα σε μία ψευτοσυνέχεια, ψεύτικους κόσμους κατοικημένους από πλα­σματικούς ανθρώπους, από φαντάσματα.

Με τι μοιάζει αυτή η κατάσταση για τον ίδιο τον κ. Τόμσον; Επιφα­νειακά, δίνει την εντύπωση ενός αστείρευτου κωμικού. Ο κόσμος λέει ότι «είναι καταπληκτικός». Υπάρχουν πράγματι πολλά στοιχεία φάρσας στην κατάσταση του που θα μπορούσαν να αποτελέσουν τη βάση για μια κωμική νουβέλα.* Είναι κωμική, αλλά άλλο τόσο είναι τρομερή. Έ-

* Μια τέτοια νουβέλα έχει γραφτεί στην πραγματικότητα. Λίγο καιρό μετά τη δημοσίευση του «Χαμένου Ναυτικού» (κεφάλαιο 2), ένας νέος συγγραφέας, ο David Oilman, μου έστειλε

141

Page 73: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

χουμε να κάνουμε με έναν άνθρωπο που βρίσκεται σε μια απελπιστική κατά κάποιο τρόπο κατάσταση, χωμένος μέσα σε μία φρενίτιδα. Ο κό­σμος εξαφανίζεται διαρκώς χάνοντας τη σημασία του, χάνεται. Και αυ­τός είναι υποχρεωμένος να ψάχνει για κάποιο νόημα, να φτιάχνει ένα νόημα, απελπισμένα, αδιάκοπα εφευρίσκοντας, βάζοντας γέφυρες νοή­ματος πάνω από αβύσσους μη νοήματος, πάνω από το χάος που συνε­χώς χάσκει κάτω από τα πόδια του.

Ο ίδιος, όμως, ο κ. Τόμσον το ξέρει αυτό το πράγμα, το νιώθει; Αφού οι άνθρωποι τον θεωρήσουν «αστείρευτο», «γελωτοποιό», «απίστευτα αστείο», αρχίζουν να ανησυχούν, ακόμα και να τρομοκρατούνται από κάτι που κουβαλάει επάνω του. «Δε σταματά ποτέ», λένε. «Μοιάζει με κάποιον που τρέχει σε μια κούρσα, έναν άνθρωπο που προσπαθεί να πιάσει κάτι που συνέχεια του ξεφεύγει». Και, πράγματι, του είναι αδύ­νατο να σταματήσει να τρέχει, γιατί το ρήγμα που έχει στη μνήμη, στην ύπαρξη, στην έννοια, ποτέ δεν κλείνει, αλλά πρέπει να γεφυρώνεται, να «μπαλώνεται» κάθε δευτερόλεπτο. Και οι γέφυρες, τα μπαλώματα, παρ' όλη τους την ευφυία, αποτυγχάνουν να λειτουργήσουν γιατί είναι μυ­θοπλασίες, φανταστικές ιστορίες, που δεν μπορούν να υποκαταστή­σουν την πραγματικότητα, ενώ την ίδια στιγμή αποτυγχάνουν και να ταιριάζουν με την πραγματικότητα. Αυτό το αισθάνεται τάχα ο κ. Τόμ­σον; Ή, αλλιώς, τι «αίσθηση της πραγματικότητας» έχει; Βρίσκεται, ά­ραγε, μέσα σε ένα συνεχές μαρτύριο, το μαρτύριο ενός ανθρώπου χαμέ­νου μέσα στο εξωπραγματικό, που αγωνίζεται για να γλιτώσει, αλλά που όλο και βυθίζεται, εξαιτίας των ασταμάτητων εφευρέσεων, των ψευδαισθήσεων του, που είναι οι ίδιες εντελώς εξωπραγματικές; Το σί­γουρο είναι ότι δεν αισθάνεται άνετα, υπάρχει κάποια ένταση, που φαίνεται συνέχεια στο πρόσωπο του, το πρόσωπο ενός ανθρώπου κάτω από ασταμάτητη εσωτερική πίεση· και κάποτε, όχι πολύ συχνά —γιατί ακόμα και αν υπάρχει, το κρύβει μία μάσκα— βγαίνει στην επιφά­νεια ένα βλέμμα ανοιχτής, γυμνής και αξιολύπητης σύγχυσης. Αυτό που, κατά κάποια έννοια, σώζει τον κ. Τόμσον και, κατά κάποια άλλη,

το χειρόγραφο του βιβλίου του Croppy Boy, την ιστορία ενός αμνησικού σαν τον κ. Τόμσον, που απολαμβάνει την άγρια και αχαλίνωτη ελευθεριότητα του να κατασκευάζει ταυτότητες, νέους εαυτούς, όπως του έρχεται και όπως είναι υποχρεωμένος, μια καταπληκτική φαντα­σία ενός αμνησικού ιδιοφυούς, που εκφράζεται με έναν πλούτο και ένα κέφι που θυμίζουν τον Τζόυς. Δεν ξέρω αν δημοσιεύτηκε· είμαι βέβαιος ότι το αξίζει. Δεν μπορούσα να μην αναρωτηθώ αν ο κ. Gilman είχε συναντήσει (και μελετήσει) στην πραγματικότητα έναν κ. Τόμσον, όπως συχνά αναρωτήθηκα κατά πόσο ο «Φούνες» του Μπόρχες, που τόσο αλλόκοτα μοιάζει με τον υπερμνήμονα του Luria, δε βασίστηκε σε μία προσωπική συνάντηση με έναν τέτοιο υπερμνήμονα.

τον καταδικάζει, είναι αυτή η καταναγκαστική ή αμυντική επιφανειακό-τητα της ζωής του: ο τρόπος της, ο τρόπος με τον οποίο στην πραγμα­τικότητα η ζωή του μειώνεται σε μια επιφάνεια, αστραφτερή, λαμπυρι-στή, ιριδίζουσα, που διαρκώς αλλάζει, αλλά, παρ' όλα αυτά, περιορίζε­ται σε μια επιφάνεια, μια μάζα ψευδαισθήσεων, ένα παραλήρημα χωρίς βάθος.

Και πέρα απ' όλα αυτά, δεν έχει καμία αίσθηση ότι έχει χάσει την ευαισθησία του, καμία αίσθηση ότι έχει χάσει το βάθος του, αυτό το ανεξιχνίαστο, μυστηριώδες βάθος με τα μυριάδες επίπεδα που καθορί­ζει με κάποιο τρόπο την ταυτότητα ή την πραγματικότητα. Αυτό εντυ­πωσιάζει όποιον βρέθηκε σε επαφή μαζί του έστω και για κάποιο μι­κρό διάστημα: κάτω από αυτή τη ροή λόγου, τη φρενίτιδα, θα λέγαμε, υπάρχει μία περίεργη απώλεια της ευαισθησίας, αυτής της ευαισθησίας ή της κρίσης που δίνει τη δυνατότητα διάκρισης ανάμεσα στο «πραγ­ματικό» και το «μη πραγματικό», το «αληθινό» και το «μη αληθινό» (δεν μπορεί κανείς εδώ να μιλήσει για «ψέματα», μόνο για «μη αλήθεια»), το σημαντικό και το κοινό, το σχετικό και το άσχετο. Αυτό που παράγεται σαν χείμαρρος μέσα στην ασταμάτητη μυθοπλασία του έχει τελικά μία παράξενη αίσθηση αδιαφορίας... σαν να μην είχε στ' αλήθεια σημασία το τι λέγεται ή το τι γίνεται από τον ίδιο ή από όποιον άλλο· σαν τίποτα πια να μην είχε στ' αλήθεια σημασία.

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα μας παρουσιάστηκε ένα απόγευμα, όταν ο Ουίλιαμ Τόμσον, φλυαρώντας ακατάπαυτα για κάθε πρόσωπο που επιτόπου δημιουργούσε, στον ίδιο, διεγερμένο αλλά ομαλό και α­διάφορο, τόνο, όπως και στο υπόλοιπο του μονολόγου του, είπε: «Και να ο μικρός μου αδελφός, ο Μπομπ, που περνά μπροστά από το παρά­θυρο». Έμεινα εμβρόντητος όταν, ένα λεπτό αργότερα, ένας άντρας ξεπρόβαλε από την πόρτα και είπε: «Είμαι ο Μπομπ, είμαι ο μικρότε­ρος αδελφός του, μου φαίνεται ότι με είδε να περνάω μπροστά από το παράθυρο». Τίποτα στον τόνο ή τον τρόπο του Ουίλιαμ, στο πληθωρι­κό αλλά αναλλοίωτο και αδιάφορο στιλ του μονολόγου του, δε με είχε προετοιμάσει για την πιθανότητα της... πραγματικότητας. Ο Ουίλιαμ μίλησε για τον αδελφό του, που ήταν αληθινός, με τον ίδιο ακριβώς τόνο ή, μάλλον, την έλλειψη τόνου, με τον οποίο μίλαγε για το μη πραγματικό, και τώρα, έξαφνα, μέσα από τα φαντάσματα πρόβαλε μία πραγματική μορφή! Πέρα απ' αυτό, όμως, δε μεταχειριζόταν το μικρό­τερο αδελφό του σαν «πραγματικό» —δεν έδειχνε καμία αληθινή συ­γκίνηση, η παρουσία του ούτε στο ελάχιστο δεν τον προσανατόλιζε ούτε τον απελευθέρωνε από το παραλήρημα του— αλλά, αντίθετα, άρ-

143 142

Page 74: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

χισε αμέσως να μεταχειρίζεται τον αδελφό του σαν να ήταν κι αυτός μη πραγματικός, εξαλείφοντας τον, χάνοντας τον κι αυτόν μέσα στο στρό-βιλο τον παραληρήματος του· ήταν τελείως διαφορετικό από αυτό που γινόταν στις σπάνιες αλλά βαθιά συγκινητικές στιγμές των συναντήσε-ων του Τζίμυ (βλ. κεφάλαιο 2) με το δικό του αδελφό, στιγμές στις οποίες έπαυε να είναι χαμένος. Ο φτωχός ο Μπομπ ταραζόταν έντονα και επαναλάμβανε ανώφελα: «Με λένε Μπομπ, όχι Ρομπ, όχι Ντομπ». Στη μέση των μυθοπλασιών του, ίσως από κάποιο νήμα μνήμης, από κάποια ανάμνηση συγγένειας ή ταυτότητας που κρατιόταν άθικτη (ή που του ξαναρχόταν για μια στιγμή), ο Ουίλιαμ μίλησε για το μεγαλύτε­ρο αδελφό του, τον Τζωρτζ, χρησιμοποιώντας τον ίδιο, αμετάβλητο παρόντα, οριστικό χρόνο.

— Μα ο Τζωρτζ έχει πεθάνει εδώ και δεκαεννιά χρόνια! είπε ο Μπομπ εμβρόντητος.

— Ναι, ναι, ο Τζωρτζ είναι πάντα ο καλαμπουρτζής μας! Ο Ουίλιαμ έλεγε τις εξυπνάδες του αγνοώντας, όπως φαίνεται, ή μέ­

νοντας αδιάφορος στο σχόλιο του Μπομπ και συνέχισε να μιλά ασυ­νάρτητα για τον Τζωρτζ με το διεγερμένο, πεθαμένο του τρόπο, αναί­σθητος στην αλήθεια, στην πραγματικότητα, στην ορθότητα των πραγ­μάτων, στο καθετί, αναίσθητος, επίσης, στην έκδηλη θλίψη του ζωντα-νού αδελφού του που βρισκόταν μπροστά του.

Αυτό ήταν που με έπεισε, πάνω απ' όλα, ότι υπήρχε μία τελειωτική και ολοκληρωτική απώλεια της μύχιας πραγματικότητας του, της αί­σθησης και του νοήματος, της ψυχής, μέσα στον Ουίλιαμ και με έκανε να ρωτήσω τις αδελφές, όπως τις είχα ρωτήσει για τον Τζίμυ Γκ.: «Νο­μίζετε πως ο Ουίλιαμ έχει ψυχή; Ή έχει απουσιωθεί, έχει αδειάσει, έχει χάσει την ψυχή του, εξαιτίας της αρρώστιας;»

Αυτή τη φορά, όμως, έδειξαν τρομοκρατημένες από την ερώτηση μου, σαν κάτι τέτοιο να είχε ήδη περάσει από το μυαλό τους: δεν μπο­ρούσαν να πουν: «Κρίνετε μόνος σας. Παρατηρήστε τον Γουίλυ στο παρεκκλήσι», γιατί τα ευφυολογήματα του, οι μυθοπλασίες του συνεχί­ζονταν ακόμα κι εκεί. Στον Τζίμυ Γκ. υπάρχει ένα απόλυτο πάθος, μία θλιβερή συναίσθηση τον ότι είναι χαμένος, που δεν αισθάνεται κανείς, ή δεν αισθάνεται άμεσα, στον ασυγκράτητο κ. Τόμσον. Ο Τζίμυ έχει συναισθηματικές μεταπτώσεις και ένα είδος μελαγχολικού συλλογισμού (ή, τουλάχιστον, καημού), ένα βάθος, μία ψυχή που δε μοιάζει να διαθέ­τει ο κ. Τόμσον. Αναμφισβήτητα, όπως είπαν οι αδελφές, είχε μία ψυχή, μια αθάνατη ψυχή, με τη θεολογική έννοια· ο Παντοδύναμος θα τον βλέπει και θα τον αγαπά σαν άτομο- συμφωνούσαν, όμως, πως κάτι

144

πολύ ανησυχητικό του είχε συμβεί, στο πνεύμα του, στο χαρακτήρα του, με τη συνηθισμένη, την ανθρώπινη έννοια.

Είναι επειδή ο Τζίμυ είναι «χαμένος» που μπορεί να σωθεί ή να βρε­θεί, τουλάχιστον για λίγο, μέσα σε μία γνήσια συγκινησιακή σχέση. Ο Τζίμυ βρίσκεται σε απελπισία, σε μία ήρεμη απόγνωση (για να χρησι­μοποιήσουμε ή να προσαρμόσουμε τον όρο του Κίρκεγκαρντ) και, κα­τά συνέπεια, έχει τη δυνατότητα της σωτηρίας, της επαφής με τη βάση του, με το έδαφος της πραγματικότητας, του αισθήματος και της έν­νοιας που έχει χάσει, αλλά εξακολουθεί να αναγνωρίζει, εξακολουθεί πάντα να λαχταρά...

Για τον Ουίλιαμ, όμως, με τη λαμπρή, αστραφτερή του επιφάνεια, το ασταμάτητο αστείο με το οποίο υποκαθιστά τον κόσμο (και αν αυτό το αστείο καλύπτει μία απελπισία, αυτή την απελπισία δεν τη νιώθει), για τον Ουίλιαμ, με την έκδηλη αδιαφορία του για τη σχέση του με τον κόσμο και την πραγματικότητα πιασμένη μέσα σε μια ατέλειωτη φλυα­ρία, μπορεί να μην υπάρχει τίποτα το «λυτρωτικό», απολύτως τίποτα· οι μυθοπλασίες του, οι οπτασίες του, η έξαλλη αναζήτηση νοημάτων είναι το οριστικό εμπόδιο μπροστά στο οποιοδήποτε νόημα.

Παραδόξως, λοιπόν, το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ —της μυθοπλα­σίας που επιστρατευόταν για τη συνεχή υπερπήδηση της παντοτινά ανοιχτής αβύσσου της αμνησίας— το μεγάλο χάρισμα του Ουίλιαμ εί­ναι ταυτόχρονα και η καταδίκη του. Αν, σκέφτεται κανείς, μπορούσε να μείνει σιωπηλός μόνο για μια στιγμή· αν μπορούσε μόνο να σταματή­σει την αδιάκοπη φλυαρία και την κουβέντα· αν μπορούσε να αφήσει την απατηλή επιφάνεια των ψευδαισθήσεων, τότε (αχ, τότε!) μόνο η πραγματικότητα θα μπορούσε να περάσει· κάτι γνήσιο, κάτι βαθύ, κάτι αληθινό, κάτι που να τον αγγίζει, θα μπορούσε να μπει στην ψυχή του.

Γιατί δεν είναι η μνήμη που είναι το τελικό, «υπαρξιακό» θύμα εδώ (παρότι η μνήμη του είναι ολοκληρωτικά καταστραμμένη)· δεν είναι μό­νο η μνήμη που έχει τόσο αλλοιωθεί σ' αυτόν, αλλά κάποια ύστατη ικανότητα αισθήματος που έχει φύγει· με αυτή την έννοια λέμε ότι «έ­χει χάσει την ψυχή του».

Ο Luria μιλάει γι' αυτή την αδιαφορία με τον όρο «ισοπέδωση» (αγ­γλικά: equalisation) και μερικές φορές μοιάζει να τη θεωρεί σαν την τε­λειωτική παθολογία, τον τελικό καταστροφέα κάθε κόσμου, του ο­ποιουδήποτε Εγώ. Νομίζω ότι ασκούσε μία τρομαχτική γοητεία επάνω του και την ίδια στιγμή αποτελούσε γι' αυτόν μία έσχατη θεραπευτική πρόκληση. Γύρναγε σ' αυτό το θέμα ξανά και ξανά, μερικές φορές σε σχέση με το σύνδρομο Korsakov και τη μνήμη, όπως στη Νευροψυχο-

145

Page 75: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

λογία της Μνήμης, πιο συχνά σε σχέση με τα σύνδρομα των μετωπιαί­ων λοβών, ειδικά στο Ανθρώπινος εγκέφαλος και ψυχολογικές διαδικα­σίες, που περιέχει πολλές ολοκληρωμένες ιστορίες περιπτώσεων τέ­τοιων ασθενών, που μπορούν να συγκριθούν απολύτως στην τρομερή τους συνοχή και στα αποτελέσματα τους με τον «άνθρωπο με το θρυμ­ματισμένο κόσμο», συγκρίσιμες και, κατά έναν τρόπο πιο τρομερές, γιατί απεικονίζουν ασθενείς που δεν αντιλαμβάνονται ότι τους έχει συμβεί οτιδήποτε, ασθενείς που έχουν χάσει την ίδια τους την πραγμα­τικότητα, χωρίς να το γνωρίζουν, ασθενείς που μπορεί να μην υποφέ­ρουν, αλλά βρίσκονται στην αθλιότερη δυνατή κατάσταση. Ο Zazetsky (στον Ανθρωπο με το θρυμματισμένο κόσμο) περιγράφεται συνέχεια σαν ένας αγωνιστής, πάντοτε με (ακόμα και παθιασμένη) συνείδηση της κατάστασης του και πάντοτε σε έναν αγώνα «με την επιμονή του καταδικασμένου», για να ξαναβρεί τη χρήση του καταστραμμένου του εγκεφάλου. Ο Ουίλιαμ, όμως (σαν τους ασθενείς του Luria με βλάβη του μετωπιαίου λοβού — βλέπε το επόμενο κεφάλαιο), είναι τόσο κα­ταδικασμένος, που δεν το ξέρει καν, γιατί δεν είναι απλώς μια ιδιότητα ή μερικές ιδιότητες που έχουν καταστραφεί αλλά το ίδιο το κάστρο, το Εγώ, η ίδια η ψυχή. Ο Ουίλιαμ είναι «χαμένος», μ' αυτή την έννοια, πολύ περισσότερο από τον Τζίμυ, εξαιτίας της ζωντάνιας του ποτέ δε νιώθει κανείς, ή νιώθει σπάνια, ότι εξακολουθεί να υπάρχει ένα πρόσωπο, ενώ στον Τζίμυ υπάρχει καθαρά ένα πραγματικό, ηθικό ον, ακόμα και αν τον περισσότερο καιρό είναι αποσυνδεδεμένο. Στον Τζίμυ, τουλάχι­στον, η επανασύνδεση είναι δυνατή, η θεραπευτική πρόκληση μπορεί να συνοψιστεί στο «συνδέστε τον», μόνο αυτό.

Όλες μας οι προσπάθειες να «επανασυνδέσουμε» τον Ουίλιαμ απέ­τυχαν και, αντίθετα, αύξησαν τη μυθοποιητική πίεση. Αφότου, όμως, εγκαταλείψαμε τις προσπάθειες μας και τον αφήσαμε όπως είναι, του συμβαίνει να περπατά μερικές φορές στον ήσυχο κήπο που περιβάλλει το Ίδρυμα και που δε ζητά τίποτε από τον Ουίλιαμ. Εκεί, μέσα σ' αυτή την ησυχία, ξαναβρίσκει την ίδια του την ηρεμία. Η παρουσία των άλ­λων, των άλλων ανθρώπων, τον διεγείρει και τον ταράζει, τον εξαναγκά­ζει σε μία ατέλειωτη, φρενήρη κοινωνική φλυαρία, ένα πραγματικό πα­ραλήρημα κατασκευής και αναζήτησης ταυτοτήτων η παρουσία των φυτών, ένας ήσυχος κήπος, η μη ανθρώπινη τάξη, που δεν έχει κοινω­νικές ή ανθρώπινες απαιτήσεις επάνω του, επιτρέπει σ' αυτό το ταυτο-τικό παραλήρημα να ηρεμήσει, να υποχωρήσει· με την ήσυχη μη αν­θρώπινη αυτάρκεια και πληρότητα τους επιτρέπουν και σ' αυτό τον ίδιο μία σπάνια γαλήνη και αυτάρκεια, προσφέροντας του (κάτω ή πέ-

146

ρα από όλες τις απλώς ανθρώπινες ταυτότητες και σχέσεις) μια βαθιά κοινωνία με την ίδια τη Φύση, χωρίς τη συμμετοχή του κόσμου, και μαζί μ' αυτό την αποκατεστημένη αίσθηση του να ανήκει στον κόσμο, του να είναι πραγματικός.

147

Page 76: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

13 Ναι, πάτερ-αδελφή

Η κ. Μπ., πρώην ερευνήτρια χημικός, είχε παρουσιάσει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα μία αλλαγή της προσωπικότητας της, είχε γίνει «α­στεία», κωμική, έκανε συνέχεια ευφυολογήματα και λογοπαίγνια και ταυτόχρονα είχε γίνει παρορμητική και «επιφανειακή». («Αισθάνεσαι ό­τι δεν ενδιαφέρεται καθόλου για σένα», έλεγε μια φίλη της. «Μοιάζει σαν να μην ενδιαφέρεται πια για τίποτα».) Στην αρχή υπήρξε η σκέψη ότι ήταν υπομανιακή, αλλά τελικά βρέθηκε ότι είχε έναν εγκεφαλικό όγκο. Όταν έγινε η κρανιοτομή, αντί για ένα μηνιγγίωμα —όπως υπήρ­χε η ελπίδα— βρέθηκε ένα τεράστιο καρκίνωμα που απλωνόταν στις οφθαλμικές επιφάνειες και των δύο μετωπιαίων λοβών.

Όταν την είδα, έδειχνε ζωηρή, ευμετάβλητη —«ταραχοποιό» την έ­λεγαν οι νοσοκόμες— όλο πειράγματα και κοροϊδευτικές απαντήσεις, συχνά, όμως, έξυπνη και με χιούμορ.

— Ναι, πάτερ, μου είπε σε κάποια στιγμή. — Ναι, αδελφή, σε κάποια άλλη. — Ναι, γιατρέ, σε μια τρίτη. Έμοιαζε να χρησιμοποιεί τους όρους εναλλακτικά, χωρίς διάκριση. — Τι είμαι; ρώτησα, κεντρισμένος, μετά από λίγο. — Βλέπω το πρόσωπο σας, τα γένια σας, είπε, σκέφτομαι έναν αρχι­

μανδρίτη. Βλέπω τη λευκή σας μπλούζα, σκέφτομαι τις αδελφές. Βλέπω το στηθοσκόπιο σας, σκέφτομαι ένα γιατρό.

— Ολόκληρο δε με κοιτάτε; —Όχι, δε σας κοιτώ ολόκληρο. — Καταλαβαίνετε τη διαφορά ανάμεσα σε έναν παπά, μία αδελφή

και ένα γιατρό; — Ξέρω τη διαφορά, αλλά δε σημαίνει τίποτα για μένα. Παπάς, α­

δελφή, γιατρός, τι σημασία έχει;

148

Ύστερα από αυτό, θα 'λεγε κοροϊδευτικά: «Ναι, πάτερ-αδελφή. Ναι, αδελφή-γιατρέ», και άλλους συνδυασμούς.

Η εξέταση της διάκρισης αριστερού-δεξιού ήταν κατά περίεργο τρό­πο δύσκολη, γιατί χρησιμοποιούσε αδιάκριτα τις λέξεις αριστερό ή δεξί (παρόλο ότι δεν τα μπέρδευε μεταξύ τους, όπως στην περίπτωση που υπάρχει μία πλαγιωμένη έκπτωση της αντίληψης ή της προσοχής). Ό­ταν της το επισήμανα, μου είπε:

— Αριστερό/δεξί. Δεξί/αριστερό. Γιατί κάνετε όλη αυτή τη φασαρία; Ποια είναι η διαφορά;

— Υπάρχει καμία διαφορά; τη ρώτησα. — Φυσικά, είπε με την ακρίβεια ενός χημικού. Θα μπορούσατε να τα

αποκαλέσετε εναντιόμορφα το ένα στο άλλο. Αλλά δε σημαίνουν τίπο­τα για μένα. Χέρια... Γιατροί... Αδελφές... πρόσθεσε προσέχοντας την έκπληξη μου. Δεν καταλαβαίνετε; Δε σημαίνουν τίποτα. Τίποτα για μέ­να. Τίποτα δε σημαίνει τίποτα... τουλάχιστον για μένα.

— Και... αυτό το να μη σημαίνουν τίποτα... δίστασα φοβούμενος να συνεχίσω. Αυτή η έλλειψη σημασίας... σας ενδιαφέρει αυτό καθόλου; Σημαίνει αυτό κάτι για σας;

— Απολύτως τίποτα, είπε αμέσως με ένα λαμπερό χαμόγελο, με τον τόνο κάποιου που κάνει ένα πετυχημένο αστείο, που έχει την τελευ­ταία λέξη, που κερδίζει στο πόκερ.

Ήταν, άραγε, μία άρνηση; Ήταν μία επίδειξη θάρρους; Ήταν το «κά­λυμμα» μιας αφόρητης συγκίνησης; Το πρόσωπο της, πάντως, δεν είχε καμία βαθύτερη έκφραση. Ο κόσμος της είχε αδειάσει από συναίσθημα και νόημα. Τίποτα πια δεν ήταν αισθητό σαν «αληθινό» (ή έστω σαν «μη αληθινό»). Τα πάντα ήταν τώρα «ισοδύναμα» ή «ίδια», ολόκληρος ο κό­σμος είχε περιοριστεί σε μια αστεία ασημαντότητα.

Έβρισκα αυτή την κατάσταση δυσάρεστη, το ίδιο και οι φίλοι και η οικογένεια της. Η ίδια, όμως, παρότι είχε συνείδηση του εαυτού της, ήταν αδιάφορη, απροβλημάτιστη, μέχρι και με κάποια αστεία και τρο­μαχτική ταυτόχρονα νωχελικότητα ή ελαφρότητα.

Η κ. Μπ., αν και ήταν έξυπνη και οξυδερκής, με κάποιο τρόπο ήταν απούσα —«άψυχη»— σαν άτομο. Μου θύμιζε τον Ουίλιαμ Τόμσον (ό­πως, επίσης, και το δρ Π.). Αυτό είναι το αποτέλεσμα της «ισοπέδωσης» που περιγράφει ο Luria, που είδαμε στο προηγούμενο κεφάλαιο και θα συναντήσουμε και στο επόμενο.

149

Page 77: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Αυτό το είδος της κωμικής αδιαφορίας και της «ισοπέδωσης» που παρουσιάζει αυτή η ασθενής δεν είναι ασυνήθιστο· οι Γερμανοί νευρο­λόγοι το αποκαλούν Witzelsucht («νόσο του αστείου», η «μωρία» ή «μω ρολόγια» των Ελλήνων νευρολόγων) και είχε αναγνωριστεί, εδώ και έ­ναν αιώνα, από τον Hughlins Jackson σαν μια θεμελιώδης μορφή της νευρικής «αποσύνθεσης». Δεν είναι ασυνήθιστη, όπως η εναισθησία που χαρακτήριζε αυτή την ασθενή. Η εναισθησία (το «insight»), η επί­γνωση, δηλαδή, της εσωτερικής κατάστασης του εαυτού μας, ευτυχώς ίσως, χάνεται καθώς η «αποσύνθεση» προχωρεί. Κατά τη διάρκεια της χρονιάς, βλέπω πολλές τέτοιες περιπτώσεις με ανάλογη σημειολογία αλλά με τις πιο ποικίλες αιτίες. Μερικές φορές δεν είμαι από την αρχή σίγουρος αν ο ασθενής δεν «αστειεύεται», δεν κάνει τον κλόουν ή αν δεν είναι σχιζοφρενής. Για παράδειγμα, σχεδόν τυχαία, βρήκα τις πα­ρακάτω σημειώσεις μέσα στα χαρτιά μου, γύρω από μία ασθενή με εγκεφαλική σκλήρυνση κατά πλάκες, που την είχα δει στα 1981, αλλά που δεν παρακολούθησα στη συνέχεια:

Μιλά πολύ γρήγορα, παρορμητικά και (απ' ό,τι φαίνεται) αδιάφορα... έτσι που το σημαντικό και το ασήμαντο, το αληθινό και το ψεύτικο, το σοβα­ρό και το αστείο ανακατεύονται σε ένα γρήγορο, αδιαχώριστο, μισομυ-θοπλαστικό ρεύμα... Μπορεί να αντιφάσκει εντελώς με τον εαυτό της μέσα σε λίγα δευτερόλεπτα... θα πει ότι της αρέσει η μουσική, ότι δεν της αρέσει, ότι έχει ένα σπασμένο γοφό, ότι δεν έχει...

Κατέληγα με μία νότα αβεβαιότητας: Πρόκειται για μια λανθάνουσα αμνησία με μυθοπλασία, για μετωπιαία αδιαφορία-ισοπέδωση, για κάποια παράξενη σχιζοφρενική αποσύνθεση που την έχει θρυμματίσει και ισοπεδώσει;

Απ' όλες τις μορφές της «σχιζοφρένειας», ο «ευτυχής ηλίθιος», ο α­ποκαλούμενος «ηβηφρενικός», μοιάζει περισσότερο με τον οργανικό α-μνησικό και με το σύνδρομο των μετωπιαίων λοβών. Είναι η πιο κακοή­θης μορφή και η πιο ασύλληπτη για τη φαντασία- και κανένας δεν επι­στρέφει από τέτοιες καταστάσεις, για να μας πει με τι μοιάζουν.

Σε όλες αυτές τις καταστάσεις —όπου οι ασθενείς παρουσιάζονται σαν «αστείοι» και συχνά έξυπνοι— ο κόσμος είναι θρυμματισμένος, α­καθόριστος, μεταβάλλεται σε χάος και αναρχία. Παύει να υπάρχει το οποιοδήποτε «κέντρο» στο νου, παρόλο που οι κανονικές του δια­νοητικές ικανότητες διατηρούνται ίσως απόλυτα άθικτες. Το τέρμα τέ-

τοιων καταστάσεων είναι μία ανεξιχνίαστη «ηλιθιότητα», μία άβυσσος επιφανειακότητας, μέσα στην οποία τα πάντα είναι αστήριχτα, αιωρού­νται και διαλύονται. Ο Luria κάποτε είπε ότι ο νους κάτω από τέτοιες κα­ταστάσεις μεταμορφώνεται σε «μία κίνηση κατά Brown» και τίποτε άλ­λο. Συμμερίζομαι τον τρόμο που σίγουρα ένιωθε γι' αυτές (αν και αυ­τός ο τρόμος μάλλον με παρακινεί να τις περιγράψω ακριβώς παρά με εμποδίζει). Σκέφτομαι, πρώτα, τον «Φούνες» τού Μπόρχες και την παρα­τήρηση του: «Η μνήμη μου, Κύριε, μοιάζει με ένα σωρό σκουπίδια», και στο τέλος σκέφτομαι την Dunciad (Ηλιθιάδα), το όραμα ενός κόσμου μειωμένου σε Καθαρή Ηλιθιότητα, την Ηλιθιότητα σαν το Τέλος του Κόσμου:

Το χέρι σου, μεγάλε Αναρχικέ, το παραπέτασμα να πέσει αφήνει Και της Οικουμένης το Έρεβος τα Πάντα θάβει.

150

Page 78: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

14 Οι δαιμονισμένοι

Στον Γουίτυ Τίκυ Ρέυ (κεφάλαιο 10) περιέγραψα μία σχετικά ήπια μορφή του συνδρόμου Tourette, αναφερόμουν, όμως, στην ύπαρξη βα­ρύτερων μορφών, «τρομαχτικά αλλόκοτων και βίαιων». Η ιδέα που υπέ­βαλα ήταν ότι μερικοί άνθρωποι έχουν ίσως τη δυνατότητα να προ­σαρμόζουν το σύνδρομο Tourette μέσα στα πλαίσια μιας ανοιχτής προ­σωπικότητας, ενώ άλλοι θα «ήταν πράγματι "δαιμονισμένοι" και δε θα είχαν καν τη δυνατότητα να βρουν μια πραγματική ταυτότητα κάτω από την τρομαχτική πίεση και το χάος που επιβάλλουν οι παρορμήσεις του συνδρόμου».

Ο ίδιος ο Tourette και πολλοί από τους πιο παλιούς κλινικούς για­τρούς συνήθιζαν να ξεχωρίζουν μία κακοήθη μορφή του συνδρόμου, που μπορεί να αποσυνθέσει την προσωπικότητα και να οδηγήσει σε μια παράξενη, φαντασμαγορική, παντομιμική και συχνά αποπροσωπο-ποιητική μορφή «ψύχωσης» ή φρενίτιδας. Αυτή η μορφή του συνδρό­μου Tourette —ένα «υπερ-σύνδρομο Tourette»— είναι πολύ σπάνιο, ως πενήντα φορές σπανιότερο απ' ό,τι η συνηθισμένη μορφή του συνδρό­μου Tourette, και μπορεί να είναι και ποιοτικά διαφορετικό, όπως είναι πολύ πιο έντονο από οποιαδήποτε από τις κοινές μορφές της διατα­ραχής. Αυτή η «ψύχωση του Tourette», αυτή η ιδιόμορφη ταυτοτική φρενίτιδα, είναι πολύ διαφορετική από την κοινή ψύχωση* εξαιτίας της υποκείμενης, ιδιότυπης φυσιολογίας και σημειολογίας της. Εντού­τοις, παρουσιάζει ορισμένες ομοιότητες, από τη μία με τις φρενήρεις κινητικές ψυχώσεις που προκαλεί μερικές φορές η L-Dopa και, από

* Ο συγγραφέας χρησιμοποιεί συχνά καταχρηστικά τον όρο ψύχωση, δίνοντας του την έννοια που έχει στην καθομιλουμένη, και με την αυθαίρετη παραδοσιακή απόδοση του σε διάφορα σύνδρομα, πάντως όχι σε συμφωνία με την αυστηρή έννοια των κατηγοριοποιή­σεων της ψυχιατρικής. (Σ.τ.Μ.)

την άλλη, με τη μυθοπλαστική φρενίτιδα της ψύχωσης του Korsakov (βλέπε παραπάνω, κεφάλαιο 12). Και όπως και αυτές, μπορεί σχεδόν να εξαφανίσει, κάτω από το βάρος της, την προσωπικότητα.

Την επόμενη της μέρας που είδα τον Ρέυ, τον πρώτο μου τουρετικό, τα μάτια μου άνοιξαν, όπως είπα και πιο πάνω, όταν, περπατώντας στους δρόμους της Νέας Υόρκης, είδα, ούτε λίγο ούτε πολύ, τρεις του-ρετικούς, όλους τόσο χαρακτηριστικούς, όσο κι ο Ρέυ, αν και πιο πα­ραγωγικούς. Ήταν μια μέρα οραμάτων για το μάτι του νευρολόγου. Μέσα από μια γοργή εναλλαγή εικόνων, υπήρξα μάρτυρας του τι ση­μαίνει να έχει κάποιος ένα σύνδρομο Tourette σοβαρότερου βαθμού, όχι, δηλαδή, μόνο με τικ και σπασμούς των κινήσεων αλλά με τικ και με σπασμούς της αντίληψης, της φαντασίας, ολόκληρης της προσωπικό­τητας.

Ο Ρέυ μου είχε δώσει μια ιδέα αυτού που θα μπορούσε να συμβαίνει στο δρόμο. Αλλά δεν αρκεί να σου το πουν. Πρέπει να το δεις με τα ίδια σου τα μάτια. Και η κλινική ή ο θάλαμος του νοσοκομείου όπου βρίσκεται συνήθως ο γιατρός δεν είναι πάντα το καλύτερο μέρος για να παρατηρείς την αρρώστια, τουλάχιστον όταν πρόκειται για μια διατα­ραχή, που, αν και οργανική στην προέλευση της, εκφράζεται με πα­ρορμήσεις, με μίμηση, αποπροσωποποίηση, αντίδραση, αλληλεπίδραση, που φτάνουν σε ακραίο και σχεδόν απίστευτο βαθμό υπερβολής. Η κλινική, το εργαστήριο, ο θάλαμος του νοσοκομείου στοχεύουν στον περιορισμό και την επικέντρωση της συμπεριφοράς, αν όχι τελικά στον ολοκληρωτικό αποκλεισμό της. Ο προορισμός αυτών των χώρων είναι η συστηματική και επιστημονική νευρολογία. Είναι αφιερωμένοι σε κα­θιερωμένες εξετάσεις και προσπάθειες συγκεκριμένης κατεύθυνσης και δεν προσφέρονται για την άσκηση μιας ανοιχτής, νατουραλιστικής νευρολογίας. Για να ασκήσει κανείς αυτού του τύπου τη νευρολογία, πρέπει να δει τον άρρωστο τη στιγμή που δεν ελέγχει τον εαυτό του, που δεν υποψιάζεται ότι τον παρατηρούν, ενώ βρίσκεται μέσα στον αληθινό κόσμο, παραδομένος εντελώς στο κέντρισμα και το παιχνίδι της κάθε ενόρμησης, ενώ ο ίδιος ο παρατηρητής δε γίνεται αντιληπτός. Τι το καλύτερο γι' αυτό το σκοπό από ένα δρόμο στη Νέα Υόρκη —έναν ανώνυμο δημόσιο δρόμο σε μία απέραντη πόλη— όπου το ά­τομο που υπόκειται σε παράλογες, παρορμητικές διαταραχές μπορεί να απολαύσει και να επιδείξει σε όλη της την ένταση την τερατώδη ελευθερία, ή τη σκλαβιά, της κατάστασης του;

Η «νευρολογία του δρόμου» στην πραγματικότητα έχει ορισμένα α­ξιοσέβαστα προηγούμενα. Ο James Parkinson, μανιώδης περιπατητής

153 152

Page 79: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

των δρόμων του Λονδίνου —όσο και ο Τσαρλς Ντίκενς σαράντα χρόνια αργότερα— μελέτησε τις βασικές γραμμές της ασθένειας που φέρει το όνομα του όχι στο γραφείο του αλλά στους πολυσύχναστους δρόμους του Λονδίνου. Η νόσος του Parkinson, πράγματι, δεν μπορεί να παρα­τηρηθεί, να κατανοηθεί σε όλη της την έκταση μέσα στην κλινική· α­παιτεί έναν ανοιχτό χώρο που να επιτρέπει πολύπλοκες αλληλεπιδρά­σεις, για να αποκαλύψει εντελώς τον ιδιόμορφο χαρακτήρα της (που δείχνει πολύ ωραία η ταινία Ιβάν, του Τζόναθαν Μίλερ). Η νόσος του Parkinson πρέπει να μελετηθεί μέσα στον κόσμο για να μπορέσει να γίνει τέλεια κατανοητή, και αν αυτό είναι αληθινό γΓ αυτή, πόσο πιο αληθινό δε θα είναι για το σύνδρομο Tourette. Έτσι, μία εξαιρετική πε­ριγραφή ενός μιμητικού και κωμικού ανθρώπου με τικ, στους δρόμους του Παρισιού, δίνεται από την πλευρά του, στο «Les confidences d'un ticqueur» («Οι εξομολογήσεις ενός τίκερ») που αποτελεί τον πρόλογο του μεγάλου βιβλίου των Meige και Feindel Tics (1901), ενώ μία σκια­γράφηση ενός τίκερ με μανιερισμούς, επίσης στους δρόμους του Παρι­σιού, δίνει ο Ρίλκε στις Σημειώσεις τον Μάλτε Λάονριτς Μπρίγκε. Με τον ίδιο τρόπο, δεν ήταν το γεγονός ότι είδα τον Ρέυ στο γραφείο μου, αλλά κυρίως αυτό που είδα την επόμενη μέρα, που υπήρξε μία αποκά­λυψη για μένα. Μία σκηνή, ιδιαίτερα, ήταν τόσο ξεχωριστή, που παρα­μένει στη μνήμη μου τόσο ζωντανή σήμερα, όσο και την ημέρα που την είδα.

Το βλέμμα μου τράβηξε μία γκριζομάλλα γυναίκα στα 60 της που βρισκόταν φανερά έρμαιο μιας φοβερής διαταραχής, παρόλο που αυτό που συνέβαινε, αυτό που τόσο με συντάραξε, δε μου ήταν ξεκάθαρο από την αρχή. Είχε μια επιληπτική κρίση; Τι διάβολο ήταν αυτό που την έκανε να ταράζεται από τους σπασμούς και, από κάποιο είδος αλληλεγγύης ή μεταδοτικότητας, με τα τικ και τις συσπάσεις της έκανε να ταράζεται από σπασμούς καθέναν με τον οποίο διασταυρωνόταν στο δρόμο της.

Καθώς πλησίασα περισσότερο, είδα τι συνέβαινε. Μιμούνταν τους περαστικούς, αν και «μίμηση» ήταν μια πολύ αδύνατη, πολύ παθητική λέξη. Δε θα 'πρεπε μάλλον να πούμε ότι κορόιδευε όποιον περνούσε; Μέσα σ' ένα δευτερόλεπτο, ένα κλάσμα του δευτερολέπτου, είχε «γε-λοιογραφήσει» τους πάντες.

Είχα δει αναρίθμητους μίμους και μιμήσεις, κλόουν και κωμικούς, αλ­λά τίποτα δεν έφτανε αυτό το ανατριχιαστικό θαύμα που παρακολου­θούσα τώρα: αυτό το ουσιαστικά στιγμιαίο, αυτόματο και σπασμωδικό αντικαθρέφτισμα του κάθε προσώπου και φιγούρας. Δεν ήταν, όμως,

154

μία απλή μίμηση, όσο και αν ήταν ασυνήθιστη από μόνη της. Η γυναίκα δεν έπαιρνε μόνο την έκφραση, δεν απορροφούσε μόνο τις μορφές αναρίθμητων ανθρώπων, αλλά επιπλέον τους παρωδούσε. Κάθε αντι­καθρέφτισμα ήταν και μια παρωδία, μία κοροϊδία, μία υπερβολή των πιο χτυπητών κινήσεων και εκφράσεων, μια υπερβολή που, όμως, δεν ήταν μόνο κάτω από τον έλεγχο της βούλησης, αλλά ήταν και σπασμω­δική, σαν συνέπεια της βίαιης επιτάχυνσης και της παραμόρφωσης ό­λων των δικών της κινήσεων. Ένα αργό χαμόγελο, που διαγραφόταν με τερατώδη ταχύτητα, γινόταν μία βίαιη γκριμάτσα που κράταγε μερικά χιλιοστά του δευτερολέπτου· μια πλατιά κίνηση, μ' αυτή την ταχύτητα θα γινόταν ένας φαρσοειδής σπασμός.

Στο χρονικό διάστημα που χρειάστηκε για να προσπεράσει ένα μι­κρό οικοδομικό τετράγωνο αυτή η ηλικιωμένη γυναίκα, εκτός εαυτού, έφτιαξε τις καρικατούρες σαράντα ή πενήντα περαστικών, φρενιτικά, μέσα από μια ταχύτατη διαδοχή καλειδοσκοπικών μιμήσεων που κα­θεμιά διαρκούσε ένα ή δυο δευτερόλεπτα, μερικές φορές λιγότερο, ενώ ολόκληρη αυτή η ιλιγγιώδης διαδοχή δε διήρκεσε περισσότερο από δυο λεπτά.

Υπήρχαν ακόμη αστείες μιμήσεις δεύτερου και τρίτου βαθμού: ο κό­σμος στο δρόμο, έκπληκτος, σκανδαλισμένος, ταραγμένος από τις μιμή­σεις της, ξανάπαιρνε αυτές τις εκφράσεις αντιδρώντας σ' αυτή· και με τη σειρά τους αυτές οι εκφράσεις ξανακαθρεφτίζονταν, ξαναγύριζαν και πάλι παραμορφωμένες από την κυρία με το Tourette, προκαλώντας ακόμα περισσότερο σκανδαλισμό και κατάπληξη. Αυτή η αλλόκοτη, α­κούσια αντήχηση ή η αμοιβαιότητα, από την οποία παρασυρόταν ο οποιοσδήποτε μέσα σε μια παράλογα μεγεθυντική αλληλεπίδραση, ή­ταν η αιτία της αναταραχής που είχα αντιληφθεί από την απόσταση που βρισκόμουν. Αυτή η γυναίκα, που γινόταν ο καθένας, έχανε τον εαυτό της και γινόταν κανένας. Αυτή η γυναίκα με τα χίλια πρόσωπα, τις χίλιες μάσκες, τις personae πώς αισθανόταν η ίδια μέσα σ' αυτό τον ανεμοστρόβιλο των ταυτοτήτων; Η απάντηση ήρθε γρήγορα, χωρίς να αργήσει καθόλου· γιατί η συσσώρευση των πιέσεων, τόσο αυτής που έβγαινε από την ίδια, όσο και από τους άλλους, πλησίαζε πολύ γρήγο­ρα στο εκρηκτικό της σημείο. Ξάφνου, μέσα σε μια απελπισία, η ηλι­κιωμένη γυναίκα έστριψε μέσα σε μια αλέα που απομακρυνόταν από τον κύριο δρόμο. Και εκεί, μέσα σε μια εικόνα κάποιου που υποφέρει από βίαιους ιλίγγους, απέβαλε, άπειρα επιταχυμένες και συντομευμέ­νες, όλες τις κινήσεις, τις στάσεις, τις εκφράσεις, τις συμπεριφορές, ολό­κληρα τα συμπεριφερειολογικά ρεπερτόρια των σαράντα ή πενήντα

155

Page 80: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ανθρώπων που είχε συναντήσει στο δρόμο της. Ξέρασε μία τεράστιο ποσότητα στομαχικού περιεχομένου από παντομίμες, γεμάτο από τις ταυτότητες των τελευταίων πενήντα ανθρώπων που την είχαν κυριαρ­χήσει. Και αν η απορρόφηση τους είχε κρατήσει δύο λεπτά, η αποβολή τους έγινε μέσα σε μία απλή εκπνοή, πενήντα άνθρωποι σε δέκα δευ-τερόλεπτα, ένα πέμπτο του δευτερολέπτου ή και λιγότερο για την πε­ρίληψη του ρεπερτορίου του κάθε προσώπου.

Αργότερα έμελλε να αφιερώσω εκατοντάδες ώρες μιλώντας, παρα­τηρώντας, μαγνητοσκοπώντας και μαθαίνοντας από τους ασθενείς με σύνδρομο Tourette. Παρ' όλα αυτά, τίποτα δε νομίζω ότι με δίδαξε τό-σο γρήγορα και σε τόσο βάθος, τίποτα δε με επηρέασε όσο αυτά τα δύο λεπτά σε ένα δρόμο της Νέας Υόρκης.

Εκείνη η στιγμή με έκανε να σκεφτώ ότι τέτοιοι «υπερ-τουρετικοί», εξαιτίας μιας οργανικής ιδιορρυθμίας, χωρίς οι ίδιοι να έχουν καμιά ευ­θύνη γι' αυτό, βρίσκονται σε μια εντελώς ασυνήθιστη, πραγματικά μο­ναδική, υπαρξιακή θέση που έχει κάποιες αναλογίες μ' αυτή των μα­νιακών «υπερ-Korsakov» αλλά που, φυσικά, έχει μία εντελώς διαφο­ρετική γένεση και εντελώς διαφορετικές συνέπειες. Και τα δύο μπο­ρούν να οδηγήσουν σε μια ασυναρτησία, σε ένα παραλήρημα ταυτότη­τας. Ο κορσακοφικός, ίσως χάρη σε μια σπλαχνική τύχη, ποτέ δεν το ξέρει, ενώ ο τουρετικός αντιλαμβάνεται την τραγική του κατάσταση με μια βασανιστική και, ίσως τελικά, ειρωνική οξύτητα, αν και μπορεί να είναι ανίκανος ή και να μην επιθυμεί να κάνει κάτι γι' αυτή την κατά­σταση.

Γιατί εκεί που οδηγείται ο κορσακοφικός, εξαιτίας της αμνησίας του, της απουσίας του, ο τουρετικός οδηγείται από την υπερβολική του παρόρμηση, παρόρμηση της οποίας είναι ταυτόχρονα ο δημιουργός και το θύμα, παρόρμηση την οποία μπορεί να απεχθάνεται, αλλά δεν μπο­ρεί να απαρνηθεί. Ωθείται έτσι, αντίθετα από τον κορσακοφικό, σε μια διφορούμενη σχέση με τη διαταραχή του: την υποτάσσει και συγχρό­νως υποτάσσεται σ' αυτή, παίζει μ' αυτή: η οποιαδήποτε ποικιλία σύ­γκρουσης ή αντίθετα και συμπαιγνίας είναι δυνατή.

Το Εγώ του τουρετικού, στερημένο από τα φυσιολογικά, προστατευ­τικά εμπόδια της αναστολής, τα φυσιολογικά, οργανικά προκαθορισμέ­να όριά του, υπόκειται σε ένα βομβαρδισμό που διαρκεί σε ολόκληρη τη ζωή του. Ξεγελιέται και υφίσταται την επίθεση παρορμήσεων από έξω κι από μέσα, παρορμήσεων που είναι οργανικές και σπασμωδικές, αλλά επίσης προσωπικές (ή μάλλον ψευδο-προσωπικές) και που του ασκούν γοητεία. Πώς θα καταφέρει, πώς θα μπορέσει το Εγώ να αντέ-

ξει αυτό το βομβαρδισμό; Θα επιβιώσει η ταυτότητα; Μπορεί να συνε­χίσει να αναπτύσσεται απέναντι σε έναν τέτοιο θρυμματισμό, απέναντι σε τέτοιες πιέσεις, ή θα πλημμυρίσει στο βαθμό που να παράγει μία «τουρετική ψυχή» (αυτές ακριβώς τις λέξεις χρησιμοποίησε ένας ασθε­νής που είδα αργότερα); Υπάρχει μία οργανική, μία υπαρξιακή, μία σχεδόν θεολογική πίεση επάνω στην ψυχή του τουρετικού, είτε μπορεί να κρατηθεί ολόκληρη και κυρίαρχη είτε να παρασυρθεί, κατειλημμένη και αποπροσωποποιημένη, από την οποιαδήποτε αμεσότητα και πα­ρόρμηση.

Ο Hume, όπως αναφέραμε, έγραφε: «Τολμώ να βεβαιώσω... ότι δεν είμαστε τίποτε άλλο παρά μία δέσμη ή συλλογή από διάφορες εντυπώσεις που διαδέχονται η μία την άλλη με ασύλληπτη ταχύτητα, σε μία διαρκή ροή και κίνηση».

Για τον Hume, λοιπόν, η προσωπική ταυτότητα είναι μία φαντασίω­ση, δεν υπάρχουμε, δεν είμαστε παρά το αποτέλεσμα εντυπώσεων, α­ντιλήψεων.

Είναι σαφές ότι δε συμβαίνει έτσι με ένα φυσιολογικό ανθρώπινο ον, γιατί κατέχει τις ίδιες του τις αντιλήψεις. Δεν είναι ένα σκέτο ρεύμα, είναι δικές του, ενωμένες από μία διαρκή ατομικότητα ή αλλιώς Εγώ. Αυτό, όμως, που περιγράφει ο Hume μπορεί να είναι ακριβώς η περί­πτωση για ένα ον τόσο ασταθές, όσο ένας υπερ-τουρετικός, του ο­ποίου η ζωή είναι, σε κάποιο βαθμό, μία συνέπεια τυχαίων ή σπασμω­δικών αντιλήψεων και κινήσεων στο κενό, ένα φαντασμαγορικό σύνολο χωρίς κέντρο και χωρίς νόημα. Από αυτή την άποψη είναι μάλλον ένα ον τύπου Hume παρά ένα ανθρώπινο ον.* Αυτή είναι η φιλοσοφική, σχεδόν θεολογική, μοίρα που παραμονεύει, αν το ποσοστό παρόρμη­σης στο Εγώ είναι συντριπτικό. Παρουσιάζει ομοιότητες με μία «φροϋ­δική» μοίρα που επίσης συνίσταται στην υπερεκχείλιση από τις ορμές, η φροϋδική μοίρα, όμως, έχει ένα νόημα —έστω και τραγικό— ενώ αυτή η κατά Hume μοίρα είναι χωρίς νόημα και παράλογη.

Ο υπερ-τουρετικός, λοιπόν, είναι αναγκασμένος να πολεμά, όπως κανένας άλλος, απλώς για να επιβιώσει, να γίνει ένα άτομο, και να επι­βιώσει σαν τέτοιο, αντιμέτωπος με τη διαρκή ενόρμηση. Μπορεί, από την πρώτη παιδική ηλικία, να είναι αντιμέτωπος με εξαιρετικά εμπόδια για την εξατομίκευση του, στην εξέλιξη του σαν πραγματικού ατόμου. Το θαύμα έγκειται στο ότι στις περισσότερες περιπτώσεις το πετυχαί-

* Λ «humean» rather than a human being: αμετάφραστο λογοπαίγνιο. (Σ.τ.Μ.)

157 156

Page 81: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

νει· γιατί οι δυνάμεις της επιβίωσης, της θέλησης για επιβίωση, και για μια επιβίωση σαν ένα ξεχωριστό μη αλλοτριώσιμο άτομο, είναι, απόλυ­τα, οι μεγαλύτερες δυνάμεις της ύπαρξης μας: δυνατότερες από ο-ποιεσδήποτε ορμές, δυνατότερες από την αρρώστια. Η Υγεία, η μαχό­μενη υγεία, είναι συνήθως ο νικητής.

158

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

ΤΑΞΙΔΙΑ

Page 82: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Εισαγωγή

Αν και κάναμε μία πολύ έντονη κριτική της ιδέας της λειτουργίας και αποπειραθήκαμε ένα ριζικό επανορισμό της, θέλοντας και μη προ­σκολληθήκαμε τελικά σ' αυτή περιγράφοντας τις πιο έντονες αντιθέ­σεις που βασίζονται στην «έκπτωση» ή την «υπερβολή». Είναι σαφές, όμως, ότι είμαστε υποχρεωμένοι να χρησιμοποιήσουμε και μια σειρά από εντελώς διαφορετικούς όρους. Μόλις ασχολούμαστε με τα φαινό­μενα αυτά καθαυτά, με την αληθινή ποιότητα της εμπειρίας ή της σκέ­ψης ή της πράξης, υποχρεωνόμαστε να χρησιμοποιήσουμε όρους που θυμίζουν περισσότερο αυτούς ενός ποιήματος ή τις λέξεις που περιγρά­φουν μια ζωγραφιά. Πώς, αλήθεια, μπορεί να γίνει κατανοητό ένα όνει­ρο με την ορολογία της λειτουργίας;

Κινούμαστε πάντα σε δύο κόσμους λόγου, πείτε τους «φυσικό» και «φαινομενολογικό», ή όπως αλλιώς θέλετε, τον έναν που ασχολείται με θέματα ποσοτικής και μορφικής δομής και τον άλλο που ασχολείται με εκείνες τις ιδιότητες που συνιστούν «έναν κόσμο». Όλοι μας έχουμε τους δικούς μας, ξεχωριστούς νοητικούς κόσμους, τις δικές μας εσωτε­ρικές διαδρομές και τοπία, που, για τους περισσότερους από μας, δεν έχουν ανάγκη από κανένα νευρολογικό «συσχετισμό». Μπορούμε συνή­θως να διηγηθούμε την ιστορία ενός ανθρώπου, να αναφερθούμε σε περιόδους και σε συγκεκριμένες σκηνές από τη ζωή του, χωρίς να εισά­γουμε καμία φυσιολογική ή νευρολογική αναφορά που θα φαινόταν τουλάχιστον υπερφίαλη, αν όχι εντελώς παράλογη ή απροκάλυπτα προσβλητική. Γιατί θεωρούμε τους εαυτούς μας, και σωστά, «ελεύθε­ρους» ή, τουλάχιστον, υποκείμενους στο σύνολο των πιο πολύπλοκων ανθρώπινων και ηθικών παραγόντων και ανεξάρτητους από τις απλές μεταβολές των νευρολογικών μας λειτουργιών ή από τα νευρικά μας συστήματα. Συνήθως, αλλά όχι πάντα: γιατί μερικές φορές η ζωή ενός

161

Page 83: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ανθρώπου μπορεί να κοπεί στα δυο και να αλλοιωθεί ολοκληρωτικά, εξαιτίας μιας οργανικής διαταραχής· και σ' αυτή την περίπτωση η διή­γηση της ιστορίας του απαιτεί οπωσδήποτε ένα φυσιολογικό ή νευρο­λογικό συσχετισμό. Αυτό, φυσικά, ισχύει για όλους τους ασθενείς που περιγράφονται εδώ.

Στο πρώτο μισό αυτού του βιβλίου περιγράψαμε περιπτώσεις φανερά παθολογικών καταστάσεων, όπου υπάρχει κάποια κραυγαλέα έξαρση ή έλλειψη νευρολογκής λειτουργίας. Αργά ή γρήγορα, αυτοί οι ασθενείς και οι συγγενείς τους, όσο και οι γιατροί τους, καταλαβαίνουν ότι «κάτι (οργανικό) δεν πάει καλά». Οι εσωτερικοί τους κόσμοι, οι χαρακτήρες τους, έχουν αλλοιωθεί, έχουν μεταμορφωθεί· γίνεται, όμως, φανερό ότι αυτή η αλλοίωση οφείλεται σε κάποια έντονη (σχεδόν ποσοτική) αλλα­γή στη νευρωνική λειτουργία. Σ' αυτό το τρίτο μέρος του βιβλίου, το θέμα που αναπτύσσεται είναι η αναπόληση, η αλλοιωμένη αντίληψη, η φαντασία, το «όνειρο». Τέτοια θέματα δεν τραβάνε συχνά την προσοχή στη νευρολογία ή στην ιατρική. Τέτοια «ταξίδια», που συχνά φτάνουν σε μία οξύτατη ένταση και είναι διαποτισμένα από την προσωπική ευαισθησία και σημασία, τείνουν να αντιμετωπίζονται, όπως και τα ό­νειρα, σαν ψυχικά φαινόμενα: ίσως σαν μια εκδήλωση της ασυνείδητης ή υποσυνείδητης δραστηριότητας (ή γι' αυτούς που έχουν μυστικιστι­κές τάσεις σαν κάτι το «πνευματικό») και όχι σαν κάτι «ιατρικό», και ακόμα λιγότερο σαν κάτι το «νευρολογικό». Έχουν ένα τέτοιο εσωτερι­κό δραματικό, αφηγηματικό ή προσωπικό «νόημα», που δεν επιτρέπει να θεωρηθούν «συμπτώματα». Μπορεί να είναι στην ίδια τη φύση τους το γεγονός ότι τα «ταξίδια» έχουν περισσότερες πιθανότητες να γίνουν αντικείμενο εκμυστήρευσης στους ψυχαναλυτές ή τους εξομολογητές, να θεωρηθούν σαν ψυχώσεις ή να μεταδοθούν σαν θρησκευτικές απο­καλύψεις, παρά να ανατεθούν στους γιατρούς. Ποτέ δεν έρχεται στο μυαλό μας από τη πρώτη στιγμή ότι ένα όραμα μπορεί να είναι «ιατρι­κό»· και αν υπάρχει μια υποψία ή αν βρεθεί μία κάποια οργανική βάση, αυτό μπορεί να θεωρηθεί σαν προσπάθεια «υποτίμησης» του οράματος (παρότι, φυσικά, δεν είναι έτσι, οι αξίες, οι αξιολογήσεις, δεν έχουν κα­μία θέση στην αιτιολογία).

Όλα τα «ταξίδια» που περιγράφονται σ' αυτό το μέρος του βιβλίου υπόκεινται σε οργανικούς καθοριστικούς παράγοντες που είναι λιγότε­ρο ή περισσότερο σαφείς (αν και δεν ήταν φανερό από την αρχή, αλλά αποκαλύφθηκαν μετά από προσεχτική έρευνα). Το γεγονός αυτό δε

162

μειώνει καθόλου την ψυχολογική ή πνευματική τους σημασία. Αν ο Θεός, ή η αιώνια τάξη, αποκαλύφθηκε στον Ντοστογιέφσκι διαμέσου επιληπτικών κρίσεων, γιατί δε θα μπορούσαν άλλες καταστάσεις οργα­νικής αιτιολογίας να χρησιμεύσουν σαν «πύλες» προς το υπερπέραν ή το άγνωστο; Κατά μία έννοια, το μέρος αυτό αποτελεί μία μελέτη τέ­τοιων πυλών.

Ο Hughlins Jackson, στα 1880, περιγράφοντας τέτοιες «παράφορες» ή «πύλες» ή «ονειρώδεις καταστάσεις», που εμφανίζονται στη διαδρομή ορισμένων επιληψιών, χρησιμοποίησε τη γενική λέξη «εκμνησία». Έ­γραψε:

«Δε θα έκανα ποτέ τη διάγνωση της επιληψίας μόνο από την παροξυ-σμική εμφάνιση της "εκμνησίας", χωρίς άλλα συμπτώματα, παρόλο που θα υποψιαζόμουνα την επιληψία αν αυτή η υπερ-θετική πνευματική κα­τάσταση άρχιζε να εμφανίζεται πολύ συχνά... Ποτέ δε ζητήθηκε η γνώμη μου για μία "εκμνησία" και μόνο...»

Εμένα, όμως, ζητήθηκε η γνώμη μου: για την καταναγκαστική ή πα-ροξυστική αναπόληση μελωδιών, «οραμάτων», παρουσιών ή σκηνών, και όχι μόνο σε επιληψίες αλλά και σε μια ποικιλία άλλων οργανικών συνθηκών. Τέτοιες παράφορες ή αναπολήσεις δεν είναι ασυνήθιστες στην ημικρανία (δες το «Οι οπτασίες της Χίλντεγκαρντ», κεφάλαιο 20). Αυτή η αίσθηση της «επιστροφής», με μια επιληπτική είτε μια τοξική βάση, πλημμυρίζει το «Δρόμο των Ινδιών» (κεφάλαιο 17). Μία καθαρά τοξική ή χημική βάση είναι το υπόστρωμα της «Άκρατης νοσταλγίας» (κεφάλαιο 16) και της παράξενης υπεροσμίας του κεφαλαίου 18, στο «Μέσα στο πετσί του σκύλου». Μία επιληπτική δραστηριότητα είτε μια άρση αναστολής, εξαιτίας μιας μετωπιαίας βλάβης, καθορίζει την τρο­μαχτική «αναπόληση» του «Φόνου» (κεφάλαιο 19).

Το θέμα του τμήματος αυτού είναι η ίδια η δύναμη των εικόνων και της μνήμης να «μεταφέρουν» ένα άτομο σαν αποτέλεσμα μιας ανωμα­λίας που προκαλεί ερεθισμό των κροταφικών λοβών και του μεταιχμια-κού συστήματος του εγκεφάλου. Αυτές οι περιπτώσεις μάς προσφέρουν κάποια στοιχεία για την εγκεφαλική βάση ορισμένων οραμάτων και ο­νείρων, για το πώς ο εγκέφαλος (ο «μαγεμένος αργαλειός» του Sherring­ton) μπορεί να μας υφάνει ένα μαγικό χαλί, για να μας οδηγήσει σε τα­ξίδια μέσα σε άλλους κόσμους.

163

Page 84: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

15

165

Αναπόληση

Η κ. Ο'Κ. ήταν ελαφρά κουφή, αλλά κατά τα άλλα η υγεία της ήταν καλή. Κατοικούσε σε έναν Οίκο Ευγηρίας. Μία νύχτα, τον Ιανουάριο του 1979, ονειρεύτηκε πολύ ζωντανά, νοσταλγικά, τα παιδικά της χρό­νια στην Ιρλανδία και ιδιαίτερα τα τραγούδια που χορεύανε και τρα­γουδούσαν. Όταν ξύπνησε, η μουσική συνέχιζε να ακούγεται πολύ δυ­νατά και καθαρά. «Μάλλον ονειρεύομαι ακόμα», σκέφτηκε, αλλά δεν ήταν έτσι. Σηκώθηκε από το κρεβάτι της, προσπάθησε να ξυπνήσει καλά και να καταλάβει. Ήταν μεσάνυχτα. «Κάποιος», σκέφτηκε, «πρέ­πει να έχει αφήσει ανοιχτό το ραδιόφωνο». Γιατί, όμως, ήταν η μόνη που είχε ενοχληθεί; Έλεγξε όλα τα ραδιόφωνα που μπόρεσε να βρει, ήταν όλα κλειστά. Τότε της ήρθε μια άλλη ιδέα: είχε ακούσει κάποτε πως τα σφραγίσματα των δοντιών μπορούσαν μερικές φορές να συ­μπεριφερθούν σαν ραδιοφωνικοί κρύσταλλοι, πιάνοντας σκόρπιες εκ­πομπές με ασυνήθιστη ένταση. «Αυτό είναι», σκέφτηκε. «Ένα απ' τα σφραγίσματα μου με ενοχλεί. Δε θα κρατήσει πολύ. Θα το φτιάξω αύ­ριο το πρωί». Παραπονέθηκε στη νυχτερινή νοσοκόμα που της είπε ότι τα σφραγίσματα της μοιάζαν να είναι μια χαρά. Σκέφτηκε, όμως, τότε κάτι άλλο: «Τι είδους ραδιοφωνικός σταθμός», συλλογίστηκε, «θα έπαιζε ιρλανδέζικα τραγούδια, έτσι εκκωφαντικά, μέσα στα μεσάνυχτα; Τρα­γούδια, μόνο τραγούδια, χωρίς καμιά εισαγωγή, κάποιο σχόλιο; Και μό­νο τραγούδια που ξέρω. Ποιος σταθμός θα έπαιζε τα τραγούδια μου και τίποτε άλλο;» Και τότε αναρωτήθηκε: «Μήπως το ραδιόφωνο είναι μέσα στο κεφάλι μου;»

Τα είχε πια εντελώς χαμένα και η μουσική συνεχιζόταν εκκωφαντικά. Η τελευταία της ελπίδα ήταν ο ωτορινολαρυγγολόγος της, ο ωτολόγος που την παρακολουθούσε: αυτός θα μπορούσε να την καθησυχάσει, να της πει ότι ήταν μόνο «θόρυβοι στο αυτί της», κάτι που είχε να κάνει με

Page 85: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τη βαρηκοΐα της, τίποτα το ανησυχητικό. Όταν, όμως, τον είδε το επό­μενο πρωινό, της είπε: «Όχι, κ. Ο'Κ., δε νομίζω ότι είναι τα αυτιά σας.

Ένα απλό κουδούνισμα ή βουητό ή ένας κρότος, ίσως: αλλά ένα κο­ντσέρτο ιρλανδέζικων τραγουδιών, αυτό δεν μπορεί να προέρχεται από τα αυτιά σας. Ίσως», συνέχισε, «θα έπρεπε να δείτε έναν ψυχίατρο». Η κ. Ο'Κ. κανόνισε να δει έναν ψυχίατρο την ίδια μέρα. «Όχι, κ. Ο'Κ.», της είπε αυτός, «δεν είναι από το μυαλό σας. Δεν είσαστε τρελή, και οι τρελοί δεν ακούνε μουσική, ακούνε μόνο "φωνές". Πρέπει να δείτε ένα νευρολόγο, το συνάδελφο μου, τον κ. Sacks». Και έτσι η κ. Ο'Κ. έφτασε σε μένα.

Η συζήτηση δεν ήταν καθόλου εύκολη, εν μέρει εξαιτίας της βαρη­κοΐας της κ. Ο'Κ., αλλά κυρίως επειδή με σταματούσε κατ' επανάληψη εξαιτίας των τραγουδιών μπορούσε να με ακούσει μόνο όσο άκουγε τα πιο ήσυχα τραγούδια. Ήταν έξυπνη και με συναίσθηση του εαυτού της, δε βρισκόταν σε παραλήρημα ούτε ήταν τρελή, αλλά είχε ένα από­μακρο, απορροφημένο βλέμμα, σαν κάποιον που είναι ο μισός μέσα σε ένα δικό του κόσμο. Δεν έβρισκα κανένα νευρολογικό σύμπτωμα. Υ­ποψιαζόμουνα, παρ' όλα αυτά, ότι η μουσική ήταν «νευρολογική».

Τι μπορούσε να έχει συμβεί στην κ. Ο'Κ., ώστε να βρεθεί σε μια τέτοια κατάσταση; Ήταν 88 χρονών, η υγεία της γενικά ήταν εξαίρετη και δεν είχε ίχνος πυρετού. Δεν έπαιρνε κανένα φάρμακο που θα μπο­ρούσε να διαταράξει την ισορροπία του εξαίρετου μυαλού της. Και, εμφανώς, την προηγούμενη μέρα ήταν ακόμα εντελώς φυσιολογική.

— Νομίζετε ότι είναι εγκεφαλικό, γιατρέ; με ρώτησε διαβάζοντας τη σκέψη μου.

— Θα μπορούσε να 'ναι, είπα, παρόλο που δεν έχω δει ποτέ μου εγκεφαλικό σαν κι αυτό. Κάτι συνέβη, σίγουρα, αλλά δε νομίζω ότι υ­πάρχει κίνδυνος. Μην ανησυχείτε και προσπαθήστε να το αντέξετε.

— Δεν είναι και τόσο εύκολο να κρατήσει κανείς, είπε, όταν περνάει αυτό που περνώ. Ξέρω πως εδώ πέρα έχει ησυχία και όμως είναι σαν να βρίσκομαι μέσα σ' έναν ωκεανό ήχων.

Ήθελα να κάνω ένα ηλεκτροεγκεφαλογράφημα αμέσως, προσέχο­ντας ιδιαίτερα τους κροταφικούς λοβούς, τους «μουσικούς» λοβούς του εγκεφάλου, αλλά οι συνθήκες συνωμότησαν για να το καθυστερήσουν για λίγο. Σ' αυτό το χρονικό διάστημα η μουσική λιγόστεψε, έγινε πιο σιγανή και, το κυριότερο, λιγότερο επίμονη. Μετά τις τρεις πρώτες νύ­χτες μπορούσε πια να κοιμηθεί και όλο και περισσότερο να συζητά και να ακούει αυτά που της έλεγαν ανάμεσα στα «τραγούδια». Όταν μπό­ρεσα να της κάνω το ΗΕΓ, άκουγε πια μόνο σύντομα αποσπάσματα

166

μουσικής μερικές φορές, καμιά δεκαριά φορές πάνω κάτω στη διάρ­κεια της μέρας. Αφού την εγκαταστήσαμε και εφαρμόσαμε τα ηλεκτρό­δια στο κεφάλι της, της ζήτησα να παραμείνει ακίνητη, να μη λέει τίπο­τα και να μην «τραγουδά στον εαυτό της», αλλά να σηκώσει αργά το δείκτη του δεξιού της χεριού —πράγμα που δε θα ενοχλούσε το ΗΕΓ— αν άκουγε οποιοδήποτε από τα τραγούδια «της», καθώς την εγγράφα­με. Στη διάρκεια μιας εγγραφής δύο ωρών, σήκωσε το δάχτυλο της σε τρεις περιπτώσεις και κάθε φορά που το έκανε, οι γραφίδες του ΗΕΓ χτυπήσανε με θόρυβο και καταγράψανε αιχμές και οξύμορφα κύματα από τους κροταφικούς λοβούς του εγκεφάλου. Αυτό επιβεβαίωνε ότι της συνέβαιναν πράγματι κρίσεις των κροταφικών λοβών οι οποίες, ό­πως είχε υποθέσει ο Hughlins Jackson και απέδειξε ο Wilder Penfield, αποτελούν μόνιμα την αιτία της «αναπόλησης» και των βιωματικών ψευδαισθήσεων. Γιατί, όμως, ανέπτυξε έτσι ξαφνικά αυτό το παράξενο σύμπτωμα; Ζήτησα μία αξονική τομογραφία του εγκεφάλου της και αυτή έδειξε ότι πράγματι είχε μία μικρή θρόμβωση (ή έμφρακτο) σε ένα τμήμα του δεξιού κροταφικού της λοβού. Τα ιρλανδικά τραγούδια που άρχισαν ξαφνικά μέσα στη νύχτα, η ξαφνική ενεργοποίηση των μουσικών μνημονικών ιχνών του φλοιού), ήταν λοιπόν η συνέπεια ενός εγκεφαλικού επεισοδίου που, καθώς διαλυόταν, «εξαφανίζονταν» και τα τραγούδια.

Στα μέσα Απριλίου τα τραγούδια είχαν εντελώς εξαφανιστεί και η κ. Ο'Κ. είχε ξαναβρεί τον εαυτό της. Τη ρώτησα τότε πώς ένιωθε για όλα αυτά και, ιδιαίτερα, αν της έλειπαν τα παροξυσμικά τραγούδια που άκουγε. «Είναι αστείο που το ρωτάτε αυτό», μου είπε χαμογελώντας. «Θα έλεγα ότι είναι γενικά μια μεγάλη ανακούφιση. Αλλά, ναι, μου λεί­πουν λιγάκι τα παλιά μου τραγούδια. Τα περισσότερα απ' αυτά δεν μπορώ ούτε να τα θυμηθώ τώρα. Ήταν σαν να μου είχε επιστραφεί πάλι ένα ξεχασμένο κομμάτι από τα παιδικά μου χρόνια. Και μερικά από τα τραγούδια ήταν πράγματι υπέροχα».

Είχα ακούσει να εκφράζουν παρόμοια αισθήματα μερικοί από τους αρρώστους μου με θεραπεία L-Dopa· ο όρος που χρησιμοποιούσα ή­ταν «ακράτεια νοσταλγίας». Αυτό που μου είπε η κ. Ο'Κ., η ολοφάνερη νοσταλγία της, μου έφερε στο μυαλό ένα πολύ δυνατό διήγημα του Η. G. Wells, την «Πόρτα επάνω στον τοίχο». Της διηγήθηκα την ιστορία. «Αυτό είναι», είπε. «Σου γεμίζει τη διάθεση, κυριαρχεί τα αισθήματα σου ολοκληρωτικά. Η δική μου πόρτα, όμως, είναι αληθινή, όπως ήταν πραγματικός και ο τοίχος μου. Η πόρτα μου οδηγεί στο χαμένο μου παρελθόν, αυτά που έχω ξεχάσει».

167

Page 86: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Δεν ξαναείδα παρόμοια περίπτωση μέχρι τον Ιούνιο πέρσι, όταν μου ζητήθηκε να εξετάσω την κ. Ο'Μ. που ήταν οικότροφος στο ίδιο γηρο­κομείο. Η κ. Ο'Μ. ήταν, επίσης, μία γυναίκα στα ογδόντα της, επίσης ελαφρά βαρήκοη, επίσης έξυπνη και με συναίσθηση του εαυτού της. Και αυτή άκουγε μουσική μέσα στο κεφάλι της και ακόμα, μερικές φορές, ένα κουδούνισμα ή σφύριγμα ή κρότους· σε μερικές περιπτώ­σεις άκουγε «φωνές να μιλάνε», συνήθως «μακρινές» και «πολλές μαζί», έτσι που δεν μπορούσε ποτέ να καταλάβει τι έλεγαν. Δεν είχε αναφέρει σε κανέναν αυτά τα συμπτώματα και ανησυχούσε κρυφά, μόνη της, σίγουρη ότι είχε τρελαθεί. Όταν άκουσε από την αδελφή για μια ανά­λογη περίπτωση στο ίδρυμα λίγο καιρό πριν, ησύχασε και ένιωσε πολύ ανακουφισμένη που μπορούσε να μου ανοιχτεί.

Μια μέρα, άρχισε να διηγείται, ενώ καθάριζε χόρτα στην κουζίνα της, κάπου άρχισε να ακούγεται ένα τραγούδι. Ήταν το «Πασχαλινό εμβα­τήριο» που γρήγορα διαδέχτηκε το "Glory, glory, Hallelujah» και το «Καληνύχτα, γλυκέ Ιησού». Όπως και η κ. Ο'Κ., συμπέρανε ότι κάποιο ραδιόφωνο είχε μείνει ανοιχτό, άλλο. γρήγορα διαπίστωσε ότι όλα τα ραδιόφωνα ήταν κλειστά. Αυτό είχε συμβεί στα 1979, τέσσερα χρόνια νωρίτερα. Ενώ, όμως, η κ. Ο'Κ., είχε βελτιωθεί σε λίγες βδομάδες, η μουσική της κ. Ο'Μ. συνεχιζόταν και γινόταν όλο και πιο έντονη.

Στην αρχή άκουγε μόνο αυτά τα τρία τραγούδια, μερικές φορές αυ­θόρμητα, απροσδόκητα, και άλλοτε αν κατά τύχη σκεφτόταν κάποιο από αυτά. Προσπαθούσε, λοιπόν, να αποφεύγει να τα σκέφτεται, αλλά έτσι τα προκαλούσε, όσο και όταν τα σκεφτόταν.

— Σας αρέσουν αυτά τα συγκεκριμένα τραγούδια; ρώτησα ψυχιατρι­κά. Έχουν κάποια ιδιαίτερη σημασία για σας;

—Όχι, απάντησε αμέσως. Ποτέ δε μου άρεσαν ιδιαίτερα και δε νομί­ζω ότι είχαν ποτέ κάποιο ιδιαίτερο νόημα για μένα.

— Και πώς αισθανθήκατε όταν είδατε ότι δε σταματούσαν; —Έφτασα να τα μισώ, απάντησε έντονα. Ήταν σαν κάποιος παλα­

βός γείτονας να βάζει συνέχεια τον ίδιο δίσκο. Για ένα χρόνο ή και περισσότερο αυτά τα τραγούδια διαδέχονταν το

ένα το άλλο με ένα ρυθμό που την οδηγούσε σε απόγνωση. Στη συνέ­χεια —και παρότι από μία άποψη ήταν χειρότερο, ήταν ταυτόχρονα και μια ανακούφιση— η εσωτερική μουσική έγινε πιο πολύπλοκη και ποικίλη. Άκουγε αναρίθμητα τραγούδια, μερικές φορές πολλά μαζί- με­ρικές φορές άκουγε μία ορχήστρα ή μία χορωδία- και, ευκαιριακά, φω­νές ή μία σκέτη βοή από ήχους.

Όταν τελικά εξέτασα την κ. Ο'Μ. δε βρήκα καμιά ανωμαλία εκτός

168

από το πρόβλημα της ακοής της, που παρουσίαζε ένα ιδιαίτερο ενδια­φέρον. Έπασχε από μια κώφωση του έσω ωτός, ενός κοινού τύπου, αλλά, εκτός από αυτό, εμφάνιζε μια περίεργη δυσκολία στην αντίληψη και τη διάκριση των τόνων που οι νευρολόγοι ονομάζουν αμουσία και συσχετίζεται με τη διαταραχή της λειτουργίας των ακουστικών (ή, αλ­λιώς, των κροταφικών) λοβών του εγκεφάλου. Η ίδια παραπονιόταν ότι οι ύμνοι που άκουγε στο παρεκκλήσι έμοιαζαν όλο και περισσότερο μεταξύ τους, έτσι που μόλις και τους ξεχώριζε από τον τόνο ή τη με­λωδία τους και έπρεπε να στηρίζεται στα λόγια ή τους ρυθμούς* Και παρόλο που παλιά τραγουδούσε πολύ καλά, στην εξέταση που της έ­κανα τραγούδησε επίπεδα και παράφωνα. Ανέφερε, επίσης, ότι η «ε­σωτερική» της μουσική ήταν πιο ζωηρή όταν ξύπναγε και γινόταν όλο και πιο αδύναμη στη διάρκεια της ημέρας, καθώς άρχιζαν να συνωστί­ζονται άλλες αισθητηριακές εντυπώσεις· επίσης ότι ήταν λιγότερο πι­θανό να της έρθει όταν ήταν απασχολημένη με κάτι, είτε συγκινησιακά είτε διανοητικά αλλά κυρίως οπτικά. Μέσα στη μία ώρα περίπου που έμεινε μαζί μου άκουσε μουσική μόνο μία φορά, μερικά μέτρα από το «Πασχαλινό εμβατήριο» παιγμένο τόσο δυνατά και ξαφνικά, που μόλις και μετά βίας με άκουγε ανάμεσα στους ήχους του.

Όταν κάναμε ένα ΗΕΓ στην κ. Ο'Μ., έδειξε κύματα μιας εντυπωσιακά υψηλής ηλεκτρικής τάσης και ευερεθιστότητας και στους δύο κροταφι­κούς λοβούς, τα μέρη αυτά του εγκεφάλου που συνδυάζουμε με την κεντρική αναπαράσταση των ήχων και της μουσικής, καθώς και με την ανάκληση των πολυσύνθετων εμπειριών και σκηνών. Και κάθε φορά που «άκουγε» κάτι, αυτά τα κύματα υψηλής τάσης γίνονταν αιχμηρά, οξύμορφα και καθαρά επιληπτοειδή. Αυτό επιβεβαίωσε τη σκέψη μου ότι και η κ. Ο'Μ. έπασχε από μία μουσική επιληψία σχετική με κάποια ασθένεια των κροταφικών λοβών.

Τι συνέβαινε τελικά με την κ. Ο'Κ. και την κ. Ο'Μ.; Ο όρος «μουσική επιληψία» ηχεί αντιφατικά: η μουσική είναι κανονικά γεμάτη αίσθημα και νόημα και αντιστοιχεί σε κάτι βαθύ που υπάρχει μέσα μας, «τον κόσμο πίσω από τη μουσική», όπως τον έχει αποκαλέσει ο Τόμας Μαν, ενώ η λέξη «επιληψία» υποβάλλει την εντελώς αντίθετη ιδέα: ένα ωμό, τυχαίο συμβάν της φυσιολογικής διεργασίας, κάτι το αυθαίρετο, χωρίς αίσθημα και νόημα. Έτσι οι όροι «μουσική επιληψία» ή «βιωματική επι-

* Μία παρόμοια αδυναμία αντίληψης της φωνητικής χροιάς ή έκφρασης (τονική αγνωσία ή απροσωδία) παρουσίαζε και η ασθενής μου Έμιλυ Ντ. (βλέπε τον «Λόγο του Προέδρου», κεφάλαιο 9).

169

Page 87: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ληψία» μοιάζουν αντιφατικού Και όμως τέτοιες επιληψίες υπάρχουν στην πραγματικότητα, έστω και μόνο στα πλαίσια των κρίσεων των κροταφικών λοβών, του τμήματος, δηλαδή, του εγκεφάλου του επιφορ­τισμένου με τις αναπολήσεις. Ο Hughlins Jackson περιέγραψε αυτές τις κρίσεις εδώ και έναν αιώνα και μ' αυτή την ευκαιρία μίλησε για «ονειρι­κές καταστάσεις», «αναπόληση» και «σωματικές κρίσεις»:

«Δεν είναι ασυνήθιστο στους επιληπτικούς να υφίστανται αόριστες και ταυτόχρονα εκπληκτικά επεξεργασμένες διανοητικές καταστάσεις στην αρχή των επιληπτικών κρίσεων... Η επεξεργασμένη αυτή διανοητική κα­τάσταση ή, όπως λέγεται, η διανοητική αύρα, είναι πάντοτε η ίδια ή ου-σιαστικά ίδια, σε κάθε κρίση».

Τέτοιες περιγραφές παρέμειναν εντελώς ανεκδοτολογικές μέχρι τις εξαιρετικές μελέτες του Wilder Penfield, μισό αιώνα αργότερα. Ο Pen-field κατόρθωσε όχι μόνο να εντοπίσει με ακρίβεια τα σημεία προέλευ­σης της «επεξεργασμένης διανοητικής κατάστασης» ή των εξαιρετικά ακριβών και λεπτομερειακών «βιωματικών παραισθήσεων» στους κρο­ταφικούς λοβούς, αλλά και να προκαλέσει τέτοιες κρίσεις με ελαφρούς ηλεκτρικούς ερεθισμούς των επιληπτογόνων σημείων του εγκεφαλικού φλοιού, που αποκάλυπτε με χειρουργική επέμβαση σε ασθενείς που διατηρούσαν όλη τους τη συνείδηση. Τέτοιοι ερεθισμοί προκαλούσαν στιγμιαία έντονες και ζωντανές ψευδαισθήσεις που περιείχαν μελωδίες, πρόσωπα, σκηνές από τη ζωή που βιώνονταν σαν απόλυτα πραγματι­κές παρά την πεζή ατμόσφαιρα του χειρουργείου και που ο ασθενής μπορούσε να περιγράψει στους παρόντες με συναρπαστικές λεπτομέ­ρειες, επιβεβαιώνοντας αυτό που ο Jackson περιέγραφε εξήντα χρόνια νωρίτερα, όταν μίλαγε για το χαρακτηριστικό «διπλασιασμό της συνεί­δησης»:

«Υπάρχει 1) η σχεδόν παρασιτική κατάσταση της συνείδησης (ονειρική κατάσταση) και 2) τα υπόλοιπα της φυσιολογικής συνείδησης, και υπάρ­χει έτσι μία διπλή συνείδηση... μία νοητική διπλωπία».

Αυτό ακριβώς εκφράζανε οι δυο μου ασθενείς· η κ. Ο'Μ. με άκουγε και με έβλεπε, αν και με κάποια δυσκολία, μέσα από το εκκωφαντικό όνειρο του «Πασχαλινού εμβατήριου» ή το πιο ήρεμο, αν και πιο βαθύ, όνειρο του «Καληνύχτα, γλυκέ Ιησού» (που της έφερνε στο μυαλό μια εκκλησία της 31ης οδού όπου συνήθιζε να πηγαίνει και όπου τραγου­δούσαν πάντα αυτό τον ύμνο μετά από μια νοβένα). Η κ. Ο'Κ., επίσης, με έβλεπε και με άκουγε μέσα από την ακόμα πιο βαθιά επιληπτική της κρίση που τη συνέθεταν οι αναμνήσεις των παιδικών της χρόνων

στην Ιρλανδία: «Ξέρω ότι είστε, εδώ, δρ Sacks. Ξέρω ότι είμαι μια γριά γυναίκα, στο γηροκομείο, και ότι έχω ένα εγκεφαλικό, αλλά εκείνο που νιώθω είναι ότι είμαι ένα παιδί πάλι στην Ιρλανδία, νιώθω την αγκαλιά της μητέρας μου, τη βλέπω, ακούω τη φωνή της να τραγουδά». Ο Pen-field έδειξε ότι αυτές οι επιληπτικές ψευδαισθήσεις δεν είναι ποτέ α­πλές φαντασιώσεις: πάντοτε πρόκειται για αυθεντικές αναμνήσεις, και μάλιστα από τις πιο ζωντανές και ακριβείς, που συνοδεύονται και από τις συγκινήσεις που συντρόφευαν την αρχική εμπειρία. Κάθε φορά που ο φλοιός ερεθιζόταν, έρχονταν στην επιφάνεια τόσο εξαιρετικές και συνεκτικές λεπτομέρειες, που ξεπερνούσαν ό,τι θα μπορούσε να ανακαλέσει φυσιολογικά η κοινή μνήμη και υπέβαλαν στον Penfield την ιδέα ότι ο εγκέφαλος εγγράφει με τέλειο σχεδόν τρόπο την κάθε ε­μπειρία της ζωής, έτσι που ολόκληρο το πλέγμα των συνειδητών εμπει­ριών παραμένει στον εγκέφαλο και μπορεί πάντα να ανακληθεί και να ξαναβγεί στην επιφάνεια είτε μέσα από τις συνηθισμένες ανάγκες και τις συνθήκες της ζωής, είτε κάτω από τις εξαιρετικές συνθήκες ενός επιληπτικού ή ηλεκτρικού ερεθισμού. Η ποικιλία, «το παράλογο», που χαρακτηρίζουν τέτοιες επιληπτικές αναμνήσεις και σκηνές, οδήγησαν τον Penfield στο συμπέρασμα ότι μια τέτοια αναπόληση είναι ουσιαστι­κά τυχαία και χωρίς νόημα:

«Κατά τη διάρκεια της επέμβασης είναι συνήθως αρκετά σαφές ότι η προκλητή βιωματική απάντηση δεν είναι παρά μία τυχαία αναπαραγωγή όλων των στοιχείων που συνέθεσαν το πλέγμα των συνειδητών εμπειρι­ών κατά τη διάρκεια κάποιου διαστήματος της προηγούμενης ζωής του ασθενή... Μπορεί να είναι», συνεχίζει ο Penfield, συνοψίζοντας την απίθα­νη ανθολογία επιληπτικών ονείρων και σκηνών που προκάλεσε, «μία στιγμή που ο ασθενής πέρασε ακούγοντας μουσική, μία στιγμή που κοί-ταξε μέσα από μια πόρτα σε μια αίθουσα χορού, μία στιγμή που φαντα­ζόταν τη δράση κάποιων ληστών διαβάζοντας ένα κόμικ, η στιγμή που ξύπνησε ύστερα από ένα πολύ ζωντανό όνειρο, μία ξεκαρδιστική συζή­τηση με φίλους, η στιγμή που έστηνε αυτί για να ακούσει το μικρό του γιο, ώστε να βεβαιωθεί ότι δεν του συνέβαινε τίποτα, μία στιγμή που κοίταζε κάποια φωτεινά σήματα, η στιγμή πάνω στο κρεβάτι της γέννας, μία στιγμή τρόμου μπροστά σε έναν απειλητικό άνθρωπο, μία στιγμή όπου παρατηρεί κάποιους ανθρώπους να μπαίνουν στο δωμάτιο με τα ρούχα τους χιονισμένα... Μπορεί να 'ναι μια στιγμή αναμονής στη γωνία Τζάκομπ και Ουάσινγκτον, στο Σάουθ Μπεντ της Ινδιάνα... μια στιγμή που παρατηρούσε τα βαγόνια ενός τσίρκου κάποια νύχτα εδώ και χρό­νια, όταν ήταν παιδί... μια στιγμή όπου ακούτε (και βλέπετε) τη μητέρα σας να εύχεται καλό δρόμο σε κάποιο φιλοξενούμενο που φεύγει... ή που ακούτε τον πατέρα και τη μητέρα σας να τραγουδούν τα χριστου­γεννιάτικα κάλαντα».

171 170

Page 88: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

1. Μία φωνή (14). (Περίπτωση 28), 2. Φωνές (14), 3. Μία φωνή (15), 4. Μία γνώ­

ριμη φωνή (17), 5. Μία γνώριμη φωνή (21). 6. Μία φωνή (23). 7. Μία φωνή (24), 8.

Μία φωνή (25), 9. Μία φωνή (28), 10. Γνώριμη μουσική (15), 11. Μία φωνή (10),

12. Μία γνώριμη φωνή (17), 13. Γνώριμη φωνή (18), 14. Γνώριμη μουσική (19), 15.

Φωνές (23). Hi. Φωνές (27), 17. Γνώριμη μουσική (14), 18. Γνώριμη μουσική (17),

19. Γνώριμη μουσική (24). 20. Γνώριμη μουσική (25), (Περίπτωση 30), 21. Γνώρι­

μη μουσική (23), (Περίπτωση 31), 22. Γνώριμη φωνή (16). (Περίπτωση 32), 23.

Γνώριμη μουσική (23), (Περίπτωση 5), 24. Γνώριμη μουσική (Υ), 25. Ήχος βημά­

των (I), (Περίπτωση 6), 26. Γνώριμη φωνή (14). 27. Φωνές (22), (Περίπτωση 8),

28. Μουσική (15), (Περίπτωση 9), 29. Φωνές (14), (Περίπτωση 36), 30. Γνώριμος

ήχος (16), (Περίπτωση 35), 31. Μία φωνή (16α). (Περίπτωση 23), 32. Μία φωνή

(26), 34. Φωνές (27), 35. Μία φωνή (28), 36. Μία φωνή (33), (Περίπτωση 12), 37.

Μουσική (12), (Περίπτωση 11). 38. Μία φωνή (17d), (Περίπτωση 24), 39. Γνώριμη

φωνή (14), 40. Γνώριμες φωνές (15), 41. Γάβγισμα σκύλου (17), 42. Μουσική (18),

43. Μία φωνή (20). (Περίπτωση 3), 44. Γνώριμη φωνή (11), 45. Μία φωνή (12), 46.

Γνώριμη φωνή (14), 48. Γνώριμη μουσική (15). 49. Μία φωνή (16), (Περίπτωση

14), 50. Φωνές (2), 51. Φωνές (3), 52. Φωνές (6), 54. Φωνές (10), 55. Φωνές (11),

(Περίπτωση 15), 56. Γνώριμη φωνή (16), 57. Γνώριμη φωνή (16), 58. Γνώριμη

φωνή (22), (Περίπτωση 16), 59. Μουσική (10), (Περίπτωση 17), 60. Γνώριμη φω­

νή (30), 61. Γνώριμη φωνή (31), 62. Γνώριμη φωνή (32). 63. Γνώριμη μουσική (8).

64. Γνώριμη μουσική (10), 65. Γνώριμη μουσική (D2), (Περίπτωση 10), 66. Φωνές

(11), (Περίπτωση 7).

172

Θα ήθελα να μπορούσα να μεταφέρω ολόκληρο αυτό το υπέροχο απόσπασμα του Penfield (Penfield και Perot, σελ. 687 κ.ε.). Δίνει, όπως και οι Ιρλανδέζες κυρίες μου, ένα εκπληκτικό αίσθημα «προσωπικής φυσιολογίας», της φυσιολογίας του Εγώ. Ο Penfield είχε εντυπωσιαστεί από τη συχνότητα με την οποία εμφανίζονταν οι μουσικές κρίσεις (ένα 3% των πάνω από 500 περιπτώσεων επιληπτικών με κρίσεις του κρο­ταφικού λοβού, που μελέτησε) και δίνει πολλά συναρπαστικά και συ­χνά αστεία παραδείγματα:

«Μας προκάλεσε έκπληξη η συχνότητα με την οποία ο ηλεκτρικός ερε­θισμός έκανε τον ασθενή να ακούσει μουσική. Την προκαλούσαν δεκαε­φτά διαφορετικά σημεία σε έντεκα περιπτώσεις (βλέπε το σχήμα). Μερι­κές φορές επρόκειτο για μια ορχήστρα, άλλοτε για φωνές που τραγου­δούσαν ή για ένα πιάνο που έπαιζε ή για μία χορωδία. Πολλές φορές μας έλεγαν ότι ήταν ένα τραγούδι από το ραδιόφωνο... Η θέση όπου παρά­γεται η μουσική βρίσκεται στην ανώτερη έλικα του κροταφικού λοβού, είτε στην πλάγια είτε στην επάνω επιφάνεια της (είναι, λοιπόν, πολύ κο­ντά στο σημείο που συνδυάζεται με την επονομαζόμενη μουσικογενή επιληψία)».

Ο Penfield επιβεβαιώνει τα παραπάνω, με δραματικό και συχνά κω­μικό τρόπο, με τα παραδείγματα που δίνει. Η λίστα που ακολουθεί προέρχεται από το τελικό, μεγάλο του άρθρο:

«White Christmas» (περίπτωση 4). Χορωδιακό. «Rolling Along Together» (περίπτωση 5). Ο ασθενής δεν το αναγνώρι­

σε, αλλά το αναγνώρισε η νοσοκόμα του χειρουργείου, όταν ο ασθενής το μουρμούρισε τη στιγμή του ερεθισμού.

«Hush-a-Bye Baby» (περίπτωση 6). Τραγουδισμένο από τη μητέρα του, αλλά ο ασθενής πιστεύει ότι είναι και το μουσικό θέμα μιας ρα­διοφωνικής εκπομπής.

«Ένα τραγούδι που είχε ακούσει παλιότερα, λαϊκό τραγούδι, στο ρα­διόφωνο» (περίπτωση 10).

«Oh Marie, Oh Marie» (περίπτωση 30). To θέμα μιας εκπομπής στο ραδιόφωνο.

«The War March of the Priests» (περίπτωση 31). Στην πίσω πλευρά από το «Hallclujah Chorus» σε ένα δίσκο του ασθενή.

«Η μητέρα και ο πατέρας, ενώ τραγουδούν τα κάλαντα» (περίπτωση 32).

«Η μουσική από το Guys and Dolls» (περίπτωση 37). «Ένα τραγούδι που είχε ακούσει συχνά στο ραδιόφωνο» (περίπτωση

45).

173

Page 89: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

«I'll Get By» και« You'll Never Know» (περίπτωση 46). Τραγούδια που είχε συχνά ακούσει στο ραδιόφωνο.

Στην κάθε περίπτωση —όπως και με την κ. Ο'Μ.— η μουσική ήταν μόνιμη και στερεότυπη. Η ίδια μελωδία (ή μελωδίες) ακούγονταν ξανά και ξανά, είτε στη διάρκεια αυτόματων κρίσεων είτε με τον ηλεκτρικό ερεθισμό των επιληπτογόνων περιοχών. Έτσι αυτές οι μελωδίες δεν ήταν μόνο δημοφιλείς όταν μεταδίδονταν από το ραδιόφωνο, αλλά εξί­σου δημοφιλείς σαν ψευδαισθησιακές κρίσεις: ήταν, για να το πούμε έτσι, το «Top Ten του φλοιού».

Πρέπει να αναρωτηθούμε αν υπάρχει κάποιος ιδιαίτερος λόγος που συγκεκριμένα τραγούδια (ή σκηνές) επιλέγονται από συγκεκριμένους ασθενείς για την αναπαραγωγή τους κατά τη διάρκεια των επιληπτικών κρίσεων τους. Ο Penfield, απαντώντας σ' αυτό το ερώτημα, θεωρεί ότι δεν υπάρχει κανένας τέτοιος λόγος και ότι σίγουρα η επιλογή που γίνε­ται δεν έχει καμία ιδιαίτερη σημασία:

«Θα ήταν πολύ δύσκολο να φανταστούμε ότι μερικά από τα τετριμμένα περιστατικά και τα τραγούδια που επανέρχονται στη διάρκεια του ερε­θισμού ή της επιληπτικής εκφόρτισης θα μπορούσαν να έχουν την οποια­δήποτε συγκινησιακή σημασία για τον ασθενή, ακόμα και αν δεχόμαστε απόλυτα αυτή τη δυνατότητα»

Η επιλογή, καταλήγει, «είναι εντελώς τυχαία, αν εξαιρέσουμε τον πα­ράγοντα εθισμού του φλοιού για τον οποίο έχουμε κάποια ένδειξη». Αυτή είναι η άποψη, κατά κάποιο τρόπο, της φυσιολογίας. Ίσως ο Pen-field έχει δίκιο, μήπως, όμως, θα μπορούσε να υπάρχει και κάτι άλλο; «Δέχεται απόλυτα αυτή τη δυνατότητα», πράγματι, δέχεται αρκετά, στο επίπεδο που μας απασχολεί, τη συγκινησιακή σημασία που πιθανόν έχουν αυτά τα τραγούδια, αυτού που ο Τόμας Μαν αποκαλούσε «ο κόσμος πίσω από τη μουσική»; Θα αρκούσε, άραγε, μία επιφανειακή ερώτηση, όπως: «Έχει καμιά ιδιαίτερη σημασία για σας αυτό το τραγού­δι;» Ξέρουμε όλοι πολύ καλά, από τη μελέτη των «ελεύθερων συνειρ­μών», ότι οι σκέψεις που μοιάζουν να 'ναι οι πιο τετριμμένες και τυ­χαίες μπορεί να αποκαλυφθούν φορείς ενός απροσδόκητου βάθους και μιας ιδιαίτερης απήχησης, αλλά αυτό αποκαλύπτεται μόνο μετά α­πό μια ανάλυση σε βάθος. Είναι φανερό ότι δεν υπάρχει καμιά τέτοια βαθιά ανάλυση στην έρευνα του Penfield, ούτε και σε οποιαδήποτε ψυ­χολογία της φυσιολογίας. Δεν είναι αυταπόδεικτο ότι μια τέτοια βαθιά ανάλυση έχει κάποια χρησιμότητα, αλλά δεδομένης της εξαιρετικής ευ­καιρίας που παρέχει μια τέτοια ανθολογία επιληπτικών τραγουδιών και

174

σκηνών, θα πίστευε κανείς ότι τουλάχιστον μια απόπειρα θα άξιζε τον κόπο.

Ξαναγυρνώ για λίγο στην κ. Ο'Μ., για να εκμαιεύσω τους συνειρμούς της, τα αισθήματα που συνδύαζε με τα «τραγούδια» της. Μπορεί και να μη χρειάζεται, αλλά πιστεύω ότι αξίζει τον κόπο να το δοκιμάσω. Ήδη προβάλλει κάτι το σημαντικό. Παρόλο που, συνειδητά, δεν μπορεί να αποδώσει σ' αυτά τα τρία τραγούδια καμία ιδιαίτερη σημασία ή συναί­σθημα, θυμάται τώρα, και αυτό επιβεβαιώνεται και από άλλους, ότι μπορούσε να τα σιγοτραγουδήσει, ασυνείδητα, πολύ πριν αρχίσουν να εμφανίζονται με τη μορφή ψευδαισθησιακών κρίσεων. Το γεγονός αυ­τό υπαινίσσεται ότι ήταν ήδη ασυνείδητα «επιλεγμένα», μία επιλογή που στη συνέχεια αρπάχτηκε από μια παρείσακτη οργανική παθολο­γία.

Παραμένουν στις προτιμήσεις της; Έχουν καμιά σημασία γι' αυτή τώρα; Έχει κάποιο όφελος από αυτή την ψευδαισθητική μουσική; Ένα μήνα μετά τη συνάντηση μου με την κ. Ο'Μ. υπήρχε ένα άρθρο στους Νιου Γιορκ Τάιμς με τον τίτλο: «Είχε ο Σοστακόβιτς κάποιο μυστικό;» Το «μυστικό» του Σοστακόβιτς —πρότεινε ένας Κινέζος νευρολόγος, ο δρ Dajue Wang— ήταν η παρουσία ενός μεταλλικού θραύσματος, ενός κινητού θραύσματος οβίδας μέσα στον εγκέφαλο του, στο κροταφικό κέρας της αριστερής εγκεφαλικής κοιλίας. Φαίνεται ότι ο Σοστακόβιτς έδειχνε μεγάλη απροθυμία στο να του το αφαιρέσουν:

«Από τότε που το θραύσμα βρισκόταν εκεί, έλεγε ότι κάθε φορά που έγερνε το κεφάλι του προς τη μια πλευρά μπορούσε να ακούει μουσική. Το κεφάλι του ήταν γεμάτο μελωδίες —διαφορετικές κάθε φορά— που τις χρησιμοποιούσε όταν συνέθετε».

Υποτίθεται ότι οι ακτινογραφίες έδειχναν το θραύσμα να περιφέρε­ται όταν ο Σοστακόβιτς κουνούσε το κεφάλι του, πιέζοντας το «μουσι­κό» κροταφικό του λοβό καθώς έγερνε, παράγοντας μία απειρία μελω­διών που η ιδιοφυία του μπορούσε να χρησιμοποιήσει. Ο δρ R. Α. Hen-son, που επιμελήθηκε το Music and the Brain (1977), απάντησε σ' αυτή την υπόθεση με βαθύ αλλά όχι και απόλυτο σκεπτικισμό: «Θα δίσταζα να βεβαιώσω ότι κάτι τέτοιο είναι αδύνατο να συμβεί».

Αφού διάβασα το άρθρο, το έδωσα στην κ. Ο'Μ., και οι αντιδράσεις της ήταν έντονες και ξεκάθαρες. «Δεν είμαι ο Σοστακόβιτς», είπε, «δεν μπορώ να χρησιμοποιήσω τα δικά μου τραγούδια. Όπως και να 'χει, με έχουν κουράσει, είναι πάντα τα ίδια. Οι μουσικές παραισθήσεις μπορεί να 'ταν ένα θείο δώρο για τον Σοστακόβιτς, για μένα, όμως, είναι βασα-

175

Page 90: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

νιστικές. Αυτός δεν ήθελε να θεραπευτεί, αλλά εγώ το επιθυμώ φοβε­ρά».

Έδωσα στην κ. Ο'Μ. αντιεπιληπτικά φάρμακα και αμέσως οι κρίσεις της σταμάτησαν. Την ξαναείδα πρόσφατα και τη ρώτησα αν της λεί­πουν. «Καθόλου», απάντησε. «Είμαι πολύ καλύτερα χωρίς αυτές». Δε συνέβαινε, όμως, το ίδιο, όπως είδαμε, με την κ. Ο'Κ., της οποίας η ψευδαισθήτωση ήταν συνολικά ενός πιο πολύπλοκου, πιο μυστηριώ­δους είδους με μεγαλύτερο βάθος και, ακόμα και αν η αιτιολογία της ήταν τυχαία, αποδείχτηκε ότι είχε μία μεγάλη ψυχολογική σημασία και χρησιμότητα.

Στην περίπτωση της κ. Ο'Κ., πράγματι η επιληψία ήταν διαφορετική από την αρχή, τόσο από την άποψη της φυσιολογίας, όσο και από την άποψη τον «προσωπικού» χαρακτήρα και της επίπτωσης που είχε επά­νω της. Κατά τη διάρκεια των 72 πρώτων ωρών υπήρχε μία σχεδόν συνεχής κρίση ή «επιληπτικό status» που συνδυαζόταν με μία προσβο­λή του κροταφικού λοβού. Η κατάσταση αυτή, μ' αυτές τις συνθήκες, ήταν αποπνικτική. Κατά δεύτερο λόγο, υπήρχε μία καταπιεστική συ­γκίνηση που συνδυαζόταν με τις κρίσεις και με ένα καταπιεστικό (και βαθιά νοσταλγικό) περιεχόμενο, μία αποπνικτική αίσθηση του να είναι και πάλι παιδί, στο από παλιά ξεχασμένο σπίτι της, μέσα στην αγκαλιά και στην παρουσία της μητέρας της, και η συγκίνηση αυτή είχε, επίσης, μία οργανική βάση (που βρισκόταν τόσο στην απότομη εκδήλωση και στην έκταση του επεισοδίου, καθώς και στη διαταραχή που προκαλού­σε στα βαθιά κέντρα της συγκίνησης, την αιχμή του κροταφικού λοβού, την αμυγδαλή, το μεταιχμιακό σύστημα κ.λπ. στο βάθος του κροταφι­κού λοβού).

Μπορεί τέτοιες κρίσεις να έχουν ταυτόχρονα μία οργανική και μία ψυχολογική βάση, να έρχονται από συγκεκριμένα σημεία του εγκεφά­λου με ένα ιδιαίτερο φορτίο, αλλά να συναντούν επίσης ιδιαίτερες ψυ­χικές περιστάσεις και ανάγκες: όπως σε μία περίπτωση που αναφέρει ο Dennis Williams (1956):

«Ένας ασθενής, 31 ετών (περίπτωση 2770), είχε μια βαριά επιληψία που εμφανιζόταν όταν βρισκόταν μόνος του μεταξύ ξένων. Έναρξη: μία ο­πτική ανάμνηση των γονιών του στο σπίτι, το αίσθημα "Τι υπέροχο να βρίσκομαι πίσω". Περιγράφεται σαν μια πολύ ευχάριστη ανάμνηση. Ανα­τριχιάζει, υπάρχει ένα αίσθημα κρύου και ζέστης και η κρίση είτε υπο­χωρεί είτε εξελίσσεται σε σπασμούς».

Ο Williams αφηγείται ξερά αυτή την εκπληκτική ιστορία και δεν κά­νει καμιά σύνδεση ανάμεσα στα διάφορα μέρη της. Η συγκίνηση απορ-

ρίπτεται σαν κάποιο καθαρά φυσιολογικό φαινόμενο —άκαιρη «κριτική ευφορία»— και η πιθανή σχέση ανάμεσα στο «να βρίσκεται πίσω» και το γεγονός ότι είναι μόνος του μεταξύ ξένων αγνοείται εξίσου. Μπορεί, φυσικά, να έχει δίκιο· ίσως όλα αυτά να είναι εντελώς οργανικά· αλλά δεν μπορώ να μη σκεφτώ ότι αν κάποιος έχει επιληπτικές κρίσεις, αυ­τός ο συγκεκριμένος άντρας, η περίπτωση 2770, κατάφερνε να έχει τις σωστές κρίσεις τη σωστή στιγμή.

Στην περίπτωση της κ. Ο'Κ., η ανάγκη της νοσταλγίας ήταν πιο χρό­νια και βαθιά, γιατί ο πατέρας της πέθανε πριν γεννηθεί και η μητέρα της πριν φθάσει στα 5 της. Ορφανή και μόνη στάλθηκε στην Αμερική σε μία μάλλον αντιπαθητική γεροντοκόρη θεία. Η κ. Ο'Κ. δεν είχε συνει­δητή ανάμνηση των πέντε πρώτων χρόνων της ζωής της, καμία ανά­μνηση της μητέρας της, της Ιρλαδίας, του «σπιτιού» της. Ένιωθε πάντα μια τσουχτερή και οδυνηρή θλίψη γι' αυτή την έλλειψη ή τη λήθη των πρώτων και πιο πολύτιμων χρόνων της ζωής της. Συχνά είχε προσπαθή­σει, χωρίς, όμως; ποτέ να το καταφέρει, να ξαναφέρει στο μυαλό της τις χαμένες και ξεχασμένες παιδικές της αναμνήσεις. Τώρα, με το όνειρο της και τη μακρόσυρτη «ονειρική κατάσταση» που το ακολούθησε, ξα-ναβρήκε μία αποφασιστική αίσθηση της ξεχασμένης και χαμένης παι­δικής της ηλικίας. Το αίσθημα που είχε δεν ήταν απλώς μία «κριτική ηδονή» αλλά μια δονούμενη, βαθιά και έντονη χαρά. Ήταν, όπως έλεγε, σαν το άνοιγμα μιας πόρτας, μιας πόρτας που είχε παραμείνει πεισμα­τικά κλειστή σε όλη της τη ζωή.

Στο πολύ ωραίο βιβλίο της πάνω στις «ακούσιες αναμνήσεις» (A Col­lection of Moments, 1970), η Esther Salaman μιλά για την αναγκαιότητα διατήρησης ή, όταν αυτή δεν υπάρχει, της επανεύρεσης των «ιερών και πολύτιμων αναμνήσεων της παιδικής ηλικίας», καθώς και για το πόσο φτωχιά και χωρίς ρίζες είναι η ζωή χωρίς αυτές. Μιλά για τη βαθιά

ι χαρά, την αίσθηση πραγματικότητας που μπορεί να προσφέρει το να ξαναβρίσκεις αυτές τις αναμνήσεις και δίνει άφθονες και υπέροχες αυ­τοβιογραφικές παραθέσεις, ιδιαίτερα από τον Ντοστογιέφσκι και τον Προυστ. Είμαστε όλοι μας «εξόριστοι από το παρελθόν μας», γράφει, και σαν τέτοιοι, έχουμε ανάγκη να το ξαναβρούμε. Για την κ. Ο'Κ., σχεδόν ενενηντάρα, κοντά στο τέλος μιας μακρόχρονης μοναχικής ζωής, οι «ιερές και πολύτιμες» παιδικές αναμνήσεις ξαναβρέθηκαν, πα­ραδόξως, χάρη σε ένα εγκεφαλικό ατύχημα και χάρη σ' αυτό τής δόθη­κε αυτή η παράξενη και σχεδόν θαυματουργή ανάμνηση που ορθάνοι-ξε την κλειστή πόρτα της αμνησίας των παιδικών της χρόνων.

Αντίθετα από την κ. Ο'Μ., που έβρισκε τις κρίσεις της κουραστικές

177 176

Page 91: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

και εξαντλητικές, η κ. Ο'Κ. ένιωθε τις δικές της σαν μία αναζωογόνηση για το πνεύμα. Της έδωσαν μία αίσθηση ψυχολογικής στήριξης και πραγματικότητας, τη στοιχειώδη αίσθηση ότι είχε μία αληθινή παιδική ηλικία και ένα σπίτι, ότι είχε μία μητέρα, ότι την είχαν αγαπήσει και κανακέψει, αίσθηση που είχε χάσει στις μακριές δεκαετίες της αποκο­πής και της «εξορίας» της. Αντίθετα από την κ. Ο'Μ., που επιθυμούσε να θεραπευτεί, η κ. Ο'Κ. αρνήθηκε τα αντιεπιληπτικά: «Χρειάζομαι αυ­τές τις αναμνήσεις», έλεγε. «Μου χρειάζεται αυτό που συμβαίνει... Έτσι κι αλλιώς, θα σταματήσει από μόνο του αρκετά σύντομα».

Ο Ντοστογιέφσκι είχε «ψυχικές κρίσεις» ή «επεξεργασμένες νοητικές κρίσεις» όταν πλησιάζανε οι επιληπτικές κρίσεις από τις οποίες έπασχε και κάποτε είπε γι' αυτές:

«Εσείς όλοι, οι υγιείς άνθρωποι, δεν μπορείτε να φανταστείτε την ευτυ­χία που νιώθουμε εμείς οι επιληπτικοί μέσα στο δευτερόλεπτο πριν από την κρίση μας... Δεν ξέρω αν αυτή η ευτυχία κρατά για δευτερόλεπτα, ώρες ή μήνες, αλλά, πιστέψτε με, δε θα την άλλαζα για όλες τις χαρές που μπορεί να δώσει η ζωή».

(Τ. Alajouanine, 1963) Η κ. Ο'Κ. θα μπορούσε να καταλάβει αυτά τα λόγια. Και αυτή γνώρι­

ζε, μέσα από τις κρίσεις της, μια ασυνήθιστη ευτυχία. Αλλά γι' αυτήν ήταν το απόγειο της λογικής και της υγείας, το κλειδί ή η ίδια η πόρτα της λογικής και της υγείας. Αισθανόταν, δηλαδή, την ασθένεια της σαν υγεία, σαν γιατρειά.

Καθώς βελτιωνόταν, και το επεισόδιο της διορθωνόταν, η κ. Ο'Κ. πέρασε μια περίοδο μελαγχολίας και φόβου. «Η πόρτα κλείνει», έλεγε. «Τα χάνω πάλι όλα». Και πράγματι, κατά τα μέσα Απριλίου, έχασε τις ξαφνικές εισβολές των σκηνών από την παιδική της ηλικία, της μουσι­κής και των συναισθημάτων, τις έξαφνες επιληπτικές «μεταφορές» πί­σω στον κόσμο των πρώτων παιδικών της χρόνων, που ήταν χωρίς αμ­φιβολία «αναπολήσεις», όχι φαντασιώσεις, αλλά αυθεντικά βιωμένες α­ναμνήσεις, γιατί όπως το έδειξε ο Penfield πέρα από κάθε αμφιβολία, τέτοιες κρίσεις συλλαμβάνουν και αναπαράγουν την πραγματικότητα, πραγματικά τμήματα της ζωής ενός ατόμου και της περασμένης του εμπειρίας.

Αλλά ο Penfield μιλά πάντα για «συνείδηση». Κατά τα λεγόμενα του, οι φυσικές επιληπτικές κρίσεις θα κρατούσαν και θα ξανάπαιζαν σπα­σμωδικά ένα κομμάτι από το ρεύμα που δημιουργούν οι συνειδητές εμπειρίες, το ρεύμα της συνειδητής πραγματικότητας. Αυτό, όμως,

που είναι ιδιαίτερα σημαντικό και συγκινητικό στην περίπτωση της κ. Ο'Κ. είναι ότι εδώ η επιληπτική «αναπόληση» άδραξε κάτι υποσυνείδη­το —πολύ πρώιμες παιδικές εμπειρίες, είτε σβησμένες είτε καταπιεσμέ­νες από τη συνείδηση— και τις επέστρεψε, διαμέσου των κρίσεων, στην πλήρη μνήμη και τη συνείδηση. Γι' αυτό το λόγο μπορεί κανείς να υπο­θέσει ότι αν και από φυσιολογική άποψη η «πόρτα» πράγματι έκλεισε, η ίδια η εμπειρία δεν ξεχάστηκε, αλλά άφησε μία βαθιά και ανθεκτική εντύπωση, αισθητή σαν σημαντική και θεραπευτική εμπειρία. «Είμαι χαρούμενη που μου συνέβη», δήλωσε όταν όλα τελείωσαν. «Ήταν η υγιέστερη και η πιο ευτυχισμένη εμπειρία της ζωής μου. Τώρα πια δε μου λείπει εκείνο το τεράστιο κομμάτι από τα παιδικά μου χρόνια. Δεν μπορώ πια να θυμηθώ τις λεπτομέρειες, αλλά ξέρω ότι όλα είναι εδώ μέσα. Υπάρχει ένα είδος πληρότητας που δεν είχα ποτέ μου».

Δεν ήταν επιπόλαιες κουβέντες αλλά θαρραλέα και αληθινά λόγια. Οι κρίσεις της κ. Ο'Κ. είχαν σαν αποτέλεσμα ένα είδος «μετατροπής», έ­δωσαν ένα κέντρο στην ανερμάτιστη ζωή της, της έδωσαν πίσω την παιδική ηλικία που είχε χάσει, και μαζί μ' αυτό μια ηρεμία που ποτέ δεν είχε προηγουμένως και που της έμεινε για το υπόλοιπο της ζωής της: μία τελειωτική γαλήνη και ασφάλεια που απολαμβάνουν μόνο αυ­τοί που κατέχουν ή που μπορούν να ανακαλούν το αληθινό τους πα­ρελθόν.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ «Ποτέ δε με έχουν συμβουλευτεί για μια "εκμνησία" χωρίς άλλα συ­μπτώματα...» έλεγε ο Hughlins Jackson- αντίθετα, ο Freud έλεγε ότι «η νεύρωση είναι μία αναπόληση». Είναι, όμως, φανερό ότι η λέξη χρησι­μοποιείται με εντελώς αντίθετες σημασίες, γιατί θα μπορούσε να πει κανείς ότι ο σκοπός της ψυχανάλυσης είναι η αντικατάσταση ψεύτικων ή φανταστικών «αναπολήσεων» από την αληθινή μνήμη ή ανάμνηση του παρελθόντος (ακριβώς μια τέτοια αληθινή ανάμνηση είτε σημαντι­κών είτε τετριμμένων γεγονότων βγαίνει στην επιφάνεια κατά τη διάρ­κεια των ψυχικών επιληπτικών κρίσεων). Ξέρουμε πως ο Freud θαύμα­ζε πολύ τον Hughlins Jackson, δεν ξέρουμε, όμως, αν ο Jackson, που έζησε ως τα 1911, είχε ακούσει ποτέ του για τον Freud.

Η ιδιαίτερη γοητεία μιας περίπτωσης σαν της κ. Ο'Κ. έγκειται στο ότι παρουσιάζεται ταυτόχρονα σαν «τζακσονική» και «φροϋδική». Έπασχε από μια τζακσονική «αναπόληση», που ταυτόχρονα, όμως, της χρησί­μευε σαν μέσο για μια σταθεροποίηση και μια συμφιλίωση, όπως λει-

179

Page 92: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τουργεί και μια φροϋδική «ανάμνηση». Περιπτώσεις σαν κι αυτή είναι συναρπαστικές και πολύτιμες, επειδή χρησιμεύουν σαν γέφυρες ανά­μεσα στη σωματική και την ψυχική σφαίρα, και, αν τους το επιτρέψου­με, θα μας δείξουν την κατεύθυνση προς τη νευρολογία του μέλλοντος, μια νευρολογία της ζωντανής εμπειρίας. Δε νομίζω ότι κάτι τέτοιο θα είχε σκανδαλίσει ή θα είχε καν προκαλέσει έκπληξη στον Hughlins Jack­son. Στην πραγματικότητα, είναι ακριβώς αυτό που σίγουρα και ο ίδιος ονειρευόταν, όταν έγραφε για τις «ονειρικές καταστάσεις» και για την «αναπόληση», τότε, στα 1880.

Οι Penfield και Perot τιτλοφόρησαν το σύγγραμμα τους «Η καταγρα­φή των οπτικών και ακουστικών εμπειριών του εγκεφάλου». Μπορού­με τώρα να φανταστούμε τη μορφή ή τις μορφές που μπορεί να πάρει μια τέτοια εσωτερική «καταγραφή». Στη διάρκεια αυτών των εντελώς προσωπικοί «βιωματικών» κρίσεων, εκείνο που συμβαίνει είναι μία ολο­κληρωμένη αναβίωση του κομματιού μιας εμπειρίας. Θα μπορούσαμε, λοιπόν, να αναρωτηθούμε τι ακριβώς είναι αυτό που ξετυλίγεται με τρόπο που να ανασυνθέτει μία εμπειρία. Κάτι που μοιάζει με μία κινη­ματογραφική ταινία ή ένα δίσκο, που παίζεται στη μηχανή προβολής ή το φωνόγραφο του εγκεφάλου; Ή κάτι ανάλογο, που προηγείται, όμως, λογικά, κάτι σαν το σενάριο ή την παρτιτούρα με τις νότες; Ποια είναι η τελική μορφή, η φυσική μορφή, που έχει το ρεπερτόριο της ζωής μας; Αυτό το ρεπερτόριο απ' όπου αντλείται όχι μόνο η μνήμη και η «αναπό­ληση» αλλά και η φαντασία μας σε κάθε της επίπεδο, από τις απλού­στερες αισθητηριακές και κινητικές εικόνες ως τους πιο σύμπλοκους φανταστικούς κόσμους, τα τοπία και τις σκηνές δράσης. Ένα ρεπερτό­ριο, μία μνήμη, μία φαντασία, μιας ζωής που είναι στην ουσία της προ­σωπική, μία δραματουργία και μία διαδοχή «εικόνων».

Οι εμπειρίες αναπόλησης που έχουν οι ασθενείς μάς ανακινούν θε­μελιώδη ερωτήματα γύρω από τη φύση της μνήμης, αυτά τα ίδια ερωτή­ματα που ανακίνησαν, από την ανάποδη, οι διηγήσεις μας γύρω από την αμνησία («Ο χαμένος ναυτικός» και «Υπόθεση ταυτότητας», στα κεφάλαια 2 και 12). Ανάλογα ερωτήματα γύρω από τη φύση της γνώ­σης θέτουν οι ασθενείς μας που πάσχουν από αγνωσίες, όπως η δρα­ματική οπτική αγνωσία του δρ Π. («Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυ­ναίκα του με ένα καπέλο») και οι ακουστικές και μουσικές αγνωσίες της κ. Ο'Μ. και της Έμιλυ Ντ. (κεφάλαιο 9, «Ο λόγος του Προέδρου»). Ανάλογα, επίσης, ερωτήματα γύρω από τη φύση της δράσης θέτει η κινητική αμηχανία ή απραξία ορισμένων καθυστερημένων ατόμων και ασθενών με απραξίες του μετωπιαίου λοβού. Αυτές οι απραξίες μπορεί

να είναι τόσο βαριές, που τέτοιοι ασθενείς φτάνουν μέχρι και στην από­λυτη αδυναμία να περπατήσουν και χάνουν τις «κινητικές τους μελω­δίες», όπως τη «μελωδία» του βαδίσματος τους (αυτό συμβαίνει, επίσης, στους παρκινσονικούς ασθενείς, όπως το ανέφερα στο Awakenings).

Όπως η κ. Ο'Κ. και η κ. Ο'Μ., που έπασχαν από κρίσεις «αναπόλη­σης», μία επιληπτική ανάδυση, δηλαδή, μελωδιών και σκηνών —ένα εί­δος υπερ-μνησίας και υπερ-γνωσίας— οι αμνησικοί και αγνωσικοί μας ασθενείς είχαν χάσει (ή χάνουν) τις εσωτερικές μελωδίες τους και τις διάφορες σκηνές που περικλείονται στη μνήμη τους. Και στις δυο πε­ριπτώσεις επιβεβαιώνεται η ουσιαστικά «μελωδική» και «σκηνική» φύση της εσωτερικής ζωής, η «προυστική» φύση της μνήμης και του νου.

Ερεθίστε ένα σημείο του φλοιού ενός τέτοιου ασθενή και στη στιγμή θα ξεπεταχτεί μία προυστική ανάκληση ή αναπόληση. Ποιος είναι ο φορέας αυτού του γεγονότος; Τι είδους εγκεφαλική οργάνωση το επι­τρέπει; Όλες οι τρέχουσες θεωρίες μας για τις εγκεφαλικές διεργασίες και τις εγκεφαλικές αναπαραστάσεις βασίζονται ουσιαστικά στο μοντέ­λο του ηλεκτρονικού υπολογιστή (για παράδειγμα, βλέπε το εξαίρετο βιβλίο του David Marr Vision: A Computational Investigation of Visual Representation in Man, 1982). Και σαν τέτοιες διατυπώνονται με όρους «σχημάτων», «προγραμμάτων», «αλγορίθμων» κ.λπ.

Θα μπορούσαν, όμως, τα σχήματα, τα προγράμματα και οι αλγόριθ­μοι να μας προσφέρουν από μόνα τους την πλούσια οραματική, δρα­ματική και μουσική ποιότητα της εμπειρίας, αυτή τη ζωντανή προσω­πική ποιότητα που δίνει ακριβώς την ιδιότητα της «εμπειρίας»;

Η απάντηση είναι ξεκάθαρα, ακόμα και με πάθος: «Όχι!» Οι υπολο­γιστικές αναπαραστάσεις —ακόμα και με την έξοχη εκζήτηση που ο­ραματίζονται οι Marr και Bernstein (οι δυο σημαντικότεροι πρωτοπόροι αυτού του χώρου)— δε θα μπορούσαν ποτέ, από μόνες τους, να συνθέ­σουν τις αναπαραστάσεις «σε εικόνες», αυτές τις αναπαραστάσεις που συνιστούν το νήμα και είναι η ίδια η πρώτη ύλη της ζωής.

Έτσι ανοίγεται ένα χάσμα ανάμεσα σ' αυτό που διδασκόμαστε από τους ασθενείς μας και σ' αυτό που μας λένε οι φυσιολόγοι. Μήπως υπάρχει κάποιος τρόπος να γεφυρωθεί αυτό το χάσμα; Ή, αν αυτό είναι (όπως και είναι μάλλον) κατηγορηματικά αδύνατο, μήπως υπάρ­χουν κάποιες θεωρίες πέρα από αυτές που προτείνει η κυβερνητική, με τις οποίες θα μπορούσαμε να καταλάβουμε καλύτερα την ουσιαστι­κά ψυχολογική, προυστική, φύση της αναπόλησης του νου, της ζωής; Θα μπορούσαμε, με άλλα λόγια, να έχουμε στη διάθεση μας μία προ­σωπική ή προυστική φυσιολογία, πέρα και πάνω από τη μηχανιστική

180 181

Page 93: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

φυσιολογία του Sherrington-, (Ο ίδιος ο Sherrington υπαινίσσεται κάτι τέτοιο στο Man on his Nature [1940], όταν φαντάζεται το νου σαν «ένα μαγεμένο αργαλειό» που υφαίνει σχέδια που διαρκώς αλλάζουν, πάντα, όμως, με κάποια έννοια, υφαίνει, δηλαδή, στην πραγματικότητα, σχέδια από έννοιες...)

Τέτοια σχέδια από έννοιες θα υπερέβαιναν τελικά τα καθαρά φορ­μαλιστικά ή υπολογιστικά προγράμματα ή σχήματα και θα επέτρεπαν την ύπαρξη της ουσιαστικά προσωπικής ποιότητας που είναι εγγενής στην αναπόληση, εγγενής σε κάθε μνήμη, γνώση και πράξη. Και αν ρωτήσουμε τι μορφή, τι οργάνωση θα μπορούσαν να έχουν αυτά τα σχέδια, η απάντηση έρχεται άμεσα στο νου, σαν να ήταν αναπόφευκτη. Τα προσωπικά σχήματα, τα σχήματα που ανήκουν στο κάθε άτομο, πρέπει να έχουν τη μορφή σεναρίων ή παρτιτούρας, όπως ακριβώς τα αφηρημένα μοντέλα του υπολογιστή έχουν τη μορφή σχημάτων ή προ­γραμμάτων. Έτσι, επάνω από το επίπεδο των εγκεφαλικών προγραμμά­των, θα πρέπει να υποθέσουμε την ύπαρξη ενός επιπέδου εγκεφαλι­κών σεναρίων και παρτιτούρων.

Υποθέτω πως η παρτιτούρα του «Πασχαλινού εμβατήριου» είναι α­νεξίτηλα εγγεγραμμένη στον εγκέφαλο της κ. Ο'Μ., όπως η παρτιτού­ρα, η δική της παρτιτούρα, κάθε πράγματος που άκουσε και ένιωσε την ίδια τη στιγμή της εγγραφής της εμπειρίας. Παρόμοια, μέσα στα «δραματουργικά» τμήματα του εγκεφάλου της κ. Ο'Κ. πρέπει να βρι­σκόταν, ανεξίτηλα γραμμένο και ολοκληρωτικά ανακτήσιμο —αν και επιφανειακά ξεχασμένο— το σενάριο του δικού της δράματος, των σκηνών της ζωής των παιδικών της χρόνων.

Ας μας επιτραπεί, επίσης, να σημειώσουμε, από την άλλη, ότι, κατά τον Penfield, η αφαίρεση του μικροσκοπικού, επιληπτογενούς σημείου του φλοιού, της ερεθιστικής εστίας που προκαλεί την αναπόληση, μπορεί να εξαλείψει τελειωτικά την επαναλαμβανόμενη σκηνή και να αντικαταστήσει μία απόλυτα συγκεκριμένη αναπόληση ή «υπερ-μνη-σία», με μία εξίσου συγκεκριμένη και ειδική λήθη ή αμνησία. Εδώ ανα­καλύπτουμε κάτι το εξαιρετικά σημαντικό και τρομαχτικό: τη δυνατό­τητα μιας αληθινής ψυχο-χειρουργικής, μιας «νευροχειρουργικής της ταυτότητας» (που θα ήταν απείρως πιο λεπτή και ειδική από τους χον-δροειδείς μας ακρωτηριασμούς και τις λοβοτομές που μπορούν να προκαλέσουν την ύφεση του χαρακτήρα και να τον αλλοιώσουν ολο­κληρωτικά, χωρίς, όμως, να μπορούν να αγγίξουν τις ατομικές εμπει­ρίες).

Η εμπειρία δεν είναι δυνατή μέχρι να οργανωθεί σε εικόνες· η δράση

182

δεν είναι δυνατή μέχρι να οργανωθεί σε εικόνες. «Το αρχείο του εγκε­φάλου» που περιλαμβάνει το καθετί —καθετί το ζωντανό— πρέπει να είναι φτιαγμένο από εικόνες. Αυτή είναι η τελική μορφή του εγκεφαλι­κού αρχείου, ακόμα και αν η προκαταρκτική μορφή είναι υπολογιστική ή έχει ίσως τη μορφή ενός προγράμματος. Η τελική μορφή της εγκε­φαλικής αναπαράστασης πρέπει να είναι μία μορφή «τέχνης» ή να επι­τρέπει την ύπαρξη της «τέχνης», τη σκηνογραφία και τη μελωδία της εμπειρίας και της δράσης, που δεν είναι άλλο από τέχνη.

Η άλλη πλευρά του νομίσματος μας δείχνει τον τρόπο προσέγγισης αυτών των καταστάσεων. Αν οι αναπαραστάσεις του εγκεφάλου έχουν υποστεί μία βλάβη ή έχουν καταστραφεί, όπως στις αμνησίες, τις α-γνωσίες και τις απραξίες, η ανασύσταση τους (αν είναι δυνατή) απαιτεί μια διπλή προσέγγιση: μία απόπειρα ανακατασκευής των καταστραμμέ­νων προγραμμάτων και συστημάτων — όπως αναπτύχθηκε εξαιρετικά από τη σοβιετική νευροψυχολογία· ή, από την άλλη, μία άμεση προσέγ­γιση στο επίπεδο των εσωτερικών μελωδιών και σκηνών (όπως περιγρά­φεται στο A wakenings, στο A Leg to Stand on και σε πολλές περιπτώ­σεις σ' αυτό το βιβλίο, ειδικά στο «Ρεβέκα» [κεφάλαιο 21] και στην εισαγωγή του τέταρτου μέρους). Αν θέλουμε να καταλάβουμε ή να βοηθήσουμε τους ασθενείς με βλάβες του εγκεφάλου, μπορεί να χρη­σιμοποιηθεί η μία από αυτές τις προσεγγίσεις ή και ο συνδυασμός των δύο: μια «συστηματική» θεραπεία ή μια θεραπεία «τέχνης», κατά προτί­μηση και οι δυο.

Για όλα αυτά έχουν γίνει νύξεις εδώ και εκατό χρόνια: στην πρωτό­τυπη περιγραφή της «αναπόλησης» του Hughlins Jackson (1880)· από τον Korsakov σε σχέση με την αμνησία (1887) και από τον Freud και τον Anton στη δεκαετία του 1890 σχετικά με τις αγνωσίες. Οι αξιοση­μείωτες ενοράσεις τους μισοξεχάστηκαν, καλύφθηκαν από την ανά-πτυξη της συστηματικής φυσιολογίας. Τώρα, όμως, ήρθε ο καιρός να τις ανακαλέσουμε, να τις ξαναβάλουμε σε χρήση, έτσι που να μπορέσει να εμφανιστεί στους καιρούς μας μία νέα και όμορφη «υπαρξιακή» ε­πιστήμη και θεραπεία που θα μπορεί να συνδυαστεί με τη συστηματι­κή επιστήμη και θα μας δώσει τη δυνατότητα μίας ευρύτερης κατα­νόησης και μίας μεγαλύτερης θεραπευτικής δύναμης.

Από την εποχή της πρώτης έκδοσης αυτού του βιβλίου ζητήθηκε η γνώμη μου για αναρίθμητες περιπτώσεις μουσικής «αναπόλησης»· προφανώς δεν είναι ασυνήθιστη, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους, αν και

183

Page 94: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ο φόβος μπορεί να αποτελέσει εμπόδιο για να ζητηθεί μια γνώμη. Σε ορισμένες περιπτώσεις (όπως στην κ. Ο'Κ. και στην κ. Ο'Μ.) μπορεί να βρεθεί μία σοβαρή ή σημαντική παθολογία. Άλλοτε —όπως σε μία πρό­σφατη περίπτωση που δημοσιεύτηκε (NEJM, Σεπτέμβριος 5, 1985)— υ­πάρχει μία τοξική βάση, όπως μία υπερβολική λήψη ασπιρίνης. Ασθε­νείς με σοβαρές κωφώσεις νευρικής αιτιολογίας μπορεί να ακούν μου­σικά «φαντάσματα». Αλλά στις περισσότερες περιπτώσεις δε βρίσκεται καμία παθολογική αιτία και η όλη κατάσταση, αν και ενοχλητική, είναι ουσιαστικά καλοήθης. (Το γιατί ειδικά τα μουσικά τμήματα του εγκεφά­λου, περισσότερο από όλα τα υπόλοιπα, είναι τόσο επιρρεπή σε τέ­τοιες «απελευθερώσεις» στις μεγάλες ηλικίες παραμένει πάντα σκοτει­νό.)

184

16

* Lancet: κλασικό, αξιόπιστο ιατρικό περιοδικό που εκδίδεται στη Μ. Βρετανία. (Σ.τ.Μ.)

185

Ακράτεια νοσταλγίας

Ενώ συνάντησα την «εκμνησία» ή αναπόληση μόνο ευκαιριακά σε πε­ριπτώσεις επιληψίας ή ημικρανίας, τη συναντούσα πολύ συχνά στους μετεγκεφαλιτιδικούς μου ασθενείς που είχε διεγείρει η L-Dopa, τόσο συχνά, που έφτασα να αποκαλώ την L-Dopa «ένα είδος παράξενης μη­χανής που ταξιδεύει στο χρόνο, προσωπικής χρήσης». Σε μία ασθενή μου, μάλιστα, ήταν τόσο εντυπωσιακό, που έγραψα γι' αυτή σε ένα «Γράμμα προς τον Εκδότη» που δημοσιεύτηκε στο Lancet* του Ιουνίου του 1970, και το παρουσιάζω πιο κάτω. Εκείνη την εποχή σκεφτόμουν την «αναπόληση» με την αυστηρή έννοια που της έδινε ο Jackson, μια επιληπτική ανάδυση αναμνήσεων από το απόμακρο παρελθόν. Αργό­τερα, όταν έγραψα την ιστορία αυτής της ασθενούς (της Ρόζας Ρ.) στο Awakenings, σκεφτόμουν πιο πολύ με όρους «καθήλωσης» και λιγότερο με όρους «εκμνησίας» («Βγήκε ποτέ της από το 1926;» έγραφα), με τους ίδιους όρους που και ο Χάρολντ Πίντερ κάνει το πορτρέτο της Ντέ-μπορα στο A Kind of Alaska.

Ένα από τα πιο απροσδόκητα αποτελέσματα της L-Dopa, όταν δίνεται σε ορισμένους μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς, είναι η επαναδραστηριο­ποίηση συμπτωμάτων και σχημάτων συμπεριφοράς που ήταν παρόντα σε ένα πολύ πρωιμότερο στάδιο της ασθένειας, αλλά που στη συνέχεια «χάθηκαν». Έχουμε ήδη σχολιάσει, μ' αυτή την ευκαιρία, την έξαρση ή την επανάληψη αναπνευστικών κρίσεων, οφθαλμοστροφικών κρίσεων, επαναληπτικών υπερκινησιών και διάφορων τικ. Παρατηρήσαμε, επί­σης, την επαναδραστηριοποίηση πολλών άλλων πρωτόγονων συμπτω-

Page 95: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

μάτων που βρίσκονταν σε μια «κοιμισμένη», λανθάνουσα κατάσταση, όπως οι μυοκλονίες, η βουλιμία, η πολυδιψία, η σατυρίαση, οι πόνοι κεντρικού τύπου, οι καταναγκαστικές αντιδράσεις κ.λπ. Σε ακόμη ανιο-τερα επίπεδα λειτουργίας είδαμε την επιστροφή και την επαναδρα­στηριοποίηση επεξεργασμένων, συναισθηματικά φορτισμένων ηθικών στάσεων, συστημάτων σκέψης, ονείρων και αναμνήσεων, που είχαν όλα ξεχαστεί, καταπιεστεί ή, αλλιώς, αδρανοποιηθεί στην άβυσσο της βα­θιάς ακινητικής και, μερικές φορές, απαθούς μετεγκεφαλιτιδικής νό­σου.

Ένα εντυπωσιακό παράδειγμα καταναγκαστικής αναπόλησης εμφα­νίστηκε στην περίπτωση μιας 63χρονης γυναίκας που είχε παρουσιάσει ένα προοδευτικό μετεγκεφαλιτιδικό παρκινσονικό σύνδρομο* από την ηλικία των 18 της και είχε ιδρυματιστεί, μέσα σε μία κατάσταση σχεδόν συνεχούς οφθαλμοστροφικής «καταληψίας», για 24 χρόνια. Η L-Dopa είχε αρχικά σαν αποτέλεσμα μία δραματική απελευθέρωση από το παρκινσονικό σύνδρομο και την οφθαλμοστροφική έκσταση της, επι­τρέποντας μία σχεδόν φυσιολογική ομιλία και κίνηση. Γρήγορα ακολού­θησε (όπως σε πολλούς από τους ασθενείς μας) μία ψυχοκινητική διέ­γερση με μία αυξημένη λίμπιντο. Αυτή η περίοδος χαρακτηριζόταν από νοσταλγία, μία χαρούμενη ταύτιση με ένα νεανικό Εγώ και μία ανεξέλε­γκτη ανάδυση απόμακρων σεξουαλικών αναμνήσεων και υπαινιγμών. Η ασθενής ζήτησε ένα μαγνητόφωνο και στη διάρκεια λίγων ημερών μαγνητοφώνησε αναρίθμητα πρόστυχα τραγούδια, αισχρά ανέκδοτα και στιχάκια, που όλα τους προέρχονταν από τα κουτσομπολιά που κυκλοφορούσαν στα πάρτι, από «σόκιν» κόμικς, τα νάιτ κλαμπ και τα μιούζικ χολ των μέσων και του τέλους της δεκαετίας του '20. Αυτά τα «ρεσιτάλ» έπαιρναν το υλικό τους από επαναλαμβανόμενους υπαινιγ­μούς σε γεγονότα εκείνης της εποχής και από τη χρήση παλιομοδίτι­κων εκφράσεων, του τρόπου ομιλίας και των κοινωνικών μανιερισμών που έφερναν ακαταμάχητα στο μυαλό την εποχή του τσάρλεστον. Η ίδια η ασθενής ήταν εκείνη που έδειχνε τη μεγαλύτερη αμηχανία: «Εί­ναι εκπληκτικό», έλεγε. «Δεν το καταλαβαίνω. Ούτε άκουσα ούτε σκέ­φτηκα όλα αυτά τα πράγματα εδώ και 40 χρόνια. Δεν ήξερα καν ότι εξακολουθώ να τα ξέρω. Αλλά τώρα τα έχω συνέχεια στο μυαλό μου». Η διέγερση που ολοένα αυξανόταν απαίτησε τη μείωση της L-Dopa,

* Βλ. στο κεφάλαιο «Γούιτυ Τίκυ Ρέυ» για τη ληθαργική εγκεφαλίτιδα. Η αρρώστια αυτή. που εξαφανίστηκε γύρω στα 1930, είχε σαν επακόλουθο ένα σύνδρομο που ήταν πανομοιό­τυπο με μιας βαριάς μορφής νόσο του Parkinson. (Σ.τ.Μ.)

πράγμα που την έκανε, αν και εξακολούθησε να μπορεί να εκφράζεται καλά, να «ξεχάσει» στη στιγμή όλες αυτές τις πρώιμες αναμνήσεις της σε σημείο που δεν ήταν πια ικανή να ανακαλέσει ούτε μια γραμμή από τα τραγούδια που είχε ηχογραφήσει λίγο πριν.

Η καταναγκαστική αναπόληση, που συνήθως συνδυάζεται με μια αί­σθηση «deja vu» και (με τους όρους του Jackson) «ένα διπλασιασμό της συνείδησης», εμφανίζεται σχετικά συχνά στις κρίσεις επιληψίας και η­μικρανίας, όπως και σε καταστάσεις υπνωτισμού και ψύχωσης, καθώς και, λιγότερο δραματικά, στον οποιονδήποτε άνθρωπο, σαν απάντηση σε ένα δυνατό μνημονικό ερέθισμα που αντιπροσωπεύουν ορισμένες λέξεις, ήχοι, σκηνές και ιδιαίτερα μυρωδιές. Η ανάδυση ξαφνικών ανα­μνήσεων έχει περιγραφεί στη διάρκεια οφθαλμοστροφικών κρίσεων, ό­πως σε μία περίπτωση του Zutt κατά την οποία «ξαφνικά χιλιάδες ανα­μνήσεις κατέκλυσαν το νου του ασθενή». Οι Penfield και Perot κατόρ­θωσαν να προκαλέσουν στερεότυπες ανακλήσεις, ερεθίζοντας ορισμέ­να επιληπτογόνα σημεία του φλοιού και υπέθεσαν ότι οι επιληπτικές κρίσεις, ποτ; είτε συμβαίνουν αυθόρμητα είτε προκαλούνται τεχνητά σε τέτοιους ασθενείς, δραστηριοποιούν «απολιθωμένες αλληλουχίες ανα­μνήσεων» στον εγκέφαλο.

Υποθέτουμε ότι η ασθενής μας (όπως ο καθένας) είναι γεμάτη από ένα σχεδόν άπειρο αριθμό από «κοιμισμένα» μνημονικά ίχνη, μερικά από τα οποία μπορούν να επαναδραστηριοποιηθούν κάτω από ορισμέ­νες ειδικές συνθήκες και ιδιαίτερα συνθήκες υπερβολικής διέγερσης. Θεωρούμε ότι αυτά τα ίχνη —όπως τα υποφλοιώδη εντυπώματα από­μακρων γεγονότων που συμβαίνουν πολύ χαμηλότερα από τον ορίζο­ντα της πνευματικής ζωής— είναι χαραγμένα ανεξίτηλα στο νευρικό σύστημα και μπορούν να παραμένουν επ' άπειρο σε μία κατάσταση αχρηστίας που οφείλεται είτε σε μία έλλειψη ερεθισμού είτε σε μία θετική αναστολή. Τα αποτελέσματα της διέγερσης ή της αναστολής τους μπορεί, φυσικά, να είναι τα ίδια ή να αλληλοπροκαλούνται. Παρ' όλα αυτά, αμφιβάλλουμε για το αν είναι σωστό να μιλάμε για μια απλή «καταπίεση» των αναμνήσεων της ασθενούς μας, κατά τη διάρκεια της ασθένειας της, και για «αποσυμπίεση» που θα προκάλεσε η θεραπεία με την L-Dopa.

Η αναγκαστική αναπόληση που προκαλείται από την L-Dopa, τους φλοιώδεις ερεθισμούς, τις ημικρανίες, τις επιληψίες και τις διάφορες κρίσεις κ.λπ. μοιάζει να είναι, κατά κύριο λόγο, το αποτέλεσμα ενός ερεθισμού· ενώ η ακράτεια των νοσταλγικών αναπολήσεων που εμφα­νίζεται στις μεγάλες ηλικίες και, μερικές φορές, στις καταστάσεις μέθης,

187 186

Page 96: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

μοιάζει πιο κοντά σε μια άρση της αναστολής και μια αποκάλυψη των αρχαϊκών ιχνών. Έτσι κι αλλιώς, όλες αυτές οι καταστάσεις μπορούν να «απελευθερώσουν» τη μνήμη και όλες τους μπορούν να οδηγήσουν σε μία ανα-βίωση και επαναδραστηριοποίηση του παρελθόντος.

188

17 Ο δρόμος των Ινδιών

Η Μπαγκαβχαντί Π. ήταν ένα κορίτσι 19 χρονών, από την Ινδία, που μπήκε στο Ίδρυμα μας το 1978. Είχε έναν κακοήθη όγκο στον εγκέφα­λο. Ο όγκος, ένα αστροκύττωμα, της είχε πρωτοπαρουσιαστεί όταν ή­ταν 7 χρονών, αλλά εκείνη την εποχή ήταν μικρής κακοήθειας και καλά περιγεγραμμένος, επιτρέποντας την πλήρη εκρίζωση του, την επανά­ληψη της κανονικής λειτουργίας και την επιστροφή της Μπαγκαβχαντί στην κανονική της ζωή.

Αυτή η ανάπαυλα κράτησε δέκα χρόνια και μέσα σ' αυτά η Μπα­γκαβχαντί έζησε τη ζωή σε όλη της την ένταση, την έζησε με ευγνωμο­σύνη και πλήρη συνείδηση, γιατί ήξερε (ήταν μια έξυπνη κοπέλα) ότι μέσα στο κεφάλι της είχε μια «ωρολογιακή βόμβα».

Στα 18 της ο όγκος ξανάκανε την εμφάνιση του, αυτή τη φορά πολύ πιο επεκτατικός και κακοήθης, χωρίς πια να αφήνει καμία δυνατότητα αφαίρεσης. Πραγματοποιήθηκε μια εγχείρηση αποσυμπίεσης, για να του επιτραπεί η επέκταση, και ύστερα από αυτό η Μπαγκαβχαντί μπή­κε στην κλινική μας με αδυναμία, ένα μούδιασμα της αριστερής πλευ­ράς, μερικές κρίσεις και κάποια άλλα προβλήματα.

Στην αρχή ήταν ιδιαίτερα πρόσχαρη και έμοιαζε να αποδέχεται εντε­λώς τη μοίρα που την περίμενε, επιζητούσε, όμως, την παρέα των άλλων και επιθυμούσε να κάνει πράγματα, να τα απολαμβάνει και να αποκτά εμπειρίες για όσο καιρό μπορούσε. Καθώς ο όγκος προχωρούσε σιγά σιγά προς τον κροταφικό της λοβό και η αποσυμπίεση άρχισε να διο­γκώνεται (της κάναμε θεραπεία με στεροειδή, για να μειώσουμε το ε­γκεφαλικό οίδημα), οι κρίσεις της γίνονταν πιο συχνές και πιο παράξενες.

Οι κρίσεις που είχε στην αρχή ήταν του τύποιι grand mal* και συνέχι-

* Κρίσεις grand mal: γενικευμένες τονικοκλονικές κρίσεις. (Σ.τ.Μ.)

189

Page 97: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ζε να τις έχει μερικές φορές. Οι νέες της κρίσεις, αντίθετα, ήταν ενός διαφορετικού τύπου. Δεν έχανε τις αισθήσεις της, αλλά έμοιαζε (και αισθανόταν) «μέσα σε ένα όνειρο»· ήταν εύκολο να εξακριβωθεί (και να επιβεβαιωθεί με το ηλεκτροεγκεφαλογράφημα) ότι είχε τώρα συχνές κρίσεις του κροταφικού λοβού, που, όπως δίδαξε ο Hughlins Jackson, χαρακτηρίζονται συχνά από «ονειρικές καταστάσεις» και ακούσιες «α­ναπολήσεις».

Σύντομα αυτή η αόριστη ονειρική κατάσταση άρχισε να παίρνει ένα πιο συγκεκριμένο και πιο οραματικό χαρακτήρα. Έπαιρνε τώρα τη μορφή εικόνων της Ινδίας —τοπίων, χωριών, κήπων— που η Μπαγκαβ-χαντί αναγνώριζε αμέσως σαν μέρη που ήξερε και που είχε αγαπήσει σαν παιδί.

— Σας στενοχωρούν; τη ρωτήσαμε. Μπορούμε να αλλάξουμε τα φάρμακα.

—Όχι, είπε με ένα γαλήνιο χαμόγελο, μου αρέσουν αυτά τα όνειρα, με φέρνουν πάλι πίσω στο σπίτι.

Μερικές φορές επρόκειτο για ανθρώπους, συνήθως την οικογένεια της ή γείτονες από το χωριό της· μερικές φορές επρόκειτο για ομιλίες ή τραγούδια ή χορούς μια φορά ήταν στην εκκλησία, μία άλλη στο νε­κροταφείο· αλλά κυρίως επρόκειτο για τις πεδιάδες, τους αγρούς, τους ορυζώνες κοντά στο χωριό της και για τους χαμηλούς, ήρεμους λόφους που περικύκλωναν τον ορίζοντα.

Ήταν όλες κρίσεις του κροταφικού λοβού; Έτσι έμοιαζε στην αρχή, αλλά τώρα ήμασταν λιγότερο σίγουροι· γιατί (όπως το τόνισε ο Hughlins Jackson και κατόρθωσε να επιβεβαιώσει ο Wilder Penfield με τον ερεθι­σμό του εκτεθειμένου εγκεφάλου — βλέπε το κεφάλαιο «Αναπόληση») οι κροταφικές κρίσεις έχουν την τάση να παίρνουν ένα μάλλον σταθερό σχήμα: μία μοναδική σκηνή ή ένα τραγούδι που επαναλαμβάνεται αμε-τάβλητα, συνοδεύοντας μία εξίσου σταθερή εστία στο φλοιό. Αντίθετα, τα όνειρα της Μπαγκαβχαντί δεν είχαν καμία τέτοια σταθερότητα, αλ­λά παρουσίαζαν μπροστά στα μάτια της πανοράματα που διαρκώς άλ­λαζαν και τοπία που χάνονταν για να έρθουν άλλα. Μήπως, τότε, την είχαν δηλητηριάσει και της δημιουργούσαν παραισθήσεις οι μαζικές δό­σεις των στεροειδών που έπαιρνε; Έμοιαζε πιθανή σαν υπόθεση, αλλά δε θα μπορούσαμε να της μειώσουμε τα στεροειδή, γιατί θα έπεφτε σε κώμα και θα πέθαινε μέσα σε λίγες μέρες.

Από την άλλη μεριά, μια «στεροειδική ψύχωση», όπως λέγεται, είναι συχνά διεγερτική και ανοργάνωτη, ενώ η Μπαγκαβχαντί ήταν πάντα γαλήνια και ήρεμη και είχε το μυαλό της καθαρό. Μπορούσαν να είναι

190

φαντασίες και όνειρα με τη φροϋδική έννοια-, Ή το είδος της ονειρικής τρέλας (ονειροφρένεια) που μερικές φορές εμφανίζεται στη σχιζοφρέ­νεια; Ούτε αυτά ήταν υποθέσεις που θα υποστηρίζαμε με βεβαιότητα· γιατί αν και υπήρχε μια φαντασμαγορία ανάλογου είδους, το περιεχό­μενο της αποτελούσαν οι αληθινές της αναμνήσεις. Εμφανίζονταν ενώ ταυτόχρονα ήταν σε κανονική εγρήγορση και συνείδηση (όπως είδαμε, ο Hughlins Jackson μιλά για «διπλασιασμό της συνείδησης») και δεν ή­ταν προκαθορισμένα ή φορτισμένα με συγκινησιακές ορμές. Έμοιαζαν περισσότερο με ορισμένους ζωγραφικούς πίνακες ή συμφωνικά ποιή­ματα, κάποτε χαρούμενα, κάποτε θλιμμένα, έμοιαζαν με αναβιώσεις, ανακλήσεις, επισκέψεις που έκανε ή που δεχόταν από μία αγαπημένη και φροντισμένη παιδική ηλικία.

Μέρα με τη μέρα, βδομάδα με τη βδομάδα, τα όνειρα, οι οπτασίες γίνονταν όλο και πιο συχνές, όλο και πιο βαθιές. Τώρα πια δεν ήταν ευκαιριακά, αλλά έπιαναν σχεδόν ολόκληρη τη μέρα. Τη βλέπαμε βυθι­σμένη σαν σε έκσταση, με τα μάτια της άλλοτε κλειστά και άλλοτε α­νοιχτά, αλλά χωρίς να βλέπουν, και πάντοτε με ένα αμυδρό, μυστηριώ­δες χαμόγελο στο πρόσωπό της. Αν κάποιος την πλησίαζε ή τη ρωτού­σε για κάτι, όπως έπρεπε να το κάνουν συχνά οι νοσοκόμες, απαντού­σε αμέσως, με διαύγεια και ευγένεια, αλλά υπήρχε, ακόμα και ανάμεσα στα πιο προσγειωμένα μέλη του προσωπικού, ένα αίσθημα ότι βρισκό­ταν σε κάποιο άλλο κόσμο και ότι δε θα έπρεπε να τη διακόπτουμε. Μοιραζόμουν αυτό το συναίσθημα και, αν και ήμουν περίεργος, δεν ήμουν πρόθυμος να την εξετάσω. Μία φορά, μόνο μία, τη ρώτησα:

— Μπαγκαβχαντί, τι σου συμβαίνει; — Πεθαίνω, μου απάντησε. Πάω σπίτι. Γυρνάω εκεί απ' όπου ήρθα.

Μπορείτε να το πείτε παλιννόστηση. Πέρασε άλλη μια βδομάδα. Τώρα η Μπαγκαβχαντί δεν απαντούσε

πια σε εξωτερικά ερεθίσματα, αλλά έμοιαζε εντελώς τυλιγμένη σε ένα δικό της κόσμο και, αν και τα μάτια της ήταν κλειστά, το πρόσωπο της εξακολουθούσε να έχει το αμυδρό, ευτυχισμένο του χαμόγελο. «Είναι στο ταξίδι της επιστροφής», έλεγε το προσωπικό. «Θα φτάσει γρήγορα εκεί». Τρεις μέρες αργότερα πέθανε. Ή μήπως θα έπρεπε να πούμε ότι «έφτασε» έχοντας τελειώσει το ταξίδι της προς την Ινδία;

191

Page 98: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

18

* To PCP ή phencyclidin (και επίσης Peace Pill ή Angel Dust) είναι ένα αναισθητικό που χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική και είναι πολύ διαδεδομένο στους νέους τοξικομανείς στις ΗΠΑ. (Σ.τ.Μ.)

192

σθήσεις, αν και σε έξαρση, ωχριούν μπροστά στην όσφρηση». Όλα αυ­τά τα συνόδευε μια τρεμούλα, μια έντονη συγκίνηση και μια παράξενη νοσταλγία ενός χαμένου κόσμου, ενός κόσμου λησμονημένου, που είχε, όμως, αφήσει κάποια ίχνη αναμνήσεων*

«Πήγα σε ένα κατάστημα αρωμάτων», συνέχισε. «Προηγουμένως δεν είχα πολύ σπουδαία μύτη, τώρα, όμως, ξεχώριζα κάθε μυρωδιά στη στιγμή και έβρισκα την καθεμιά μοναδική, με μια ιδιαίτερη σημασία, σαν τον αντιπρόσωπο ενός ολόκληρου κόσμου». Ανακάλυψε ότι μπο­ρούσε να ξεχιορίσει όλους του τους φίλους — και τους ασθενείς από τη μυρωδιά τους και μόνο: «Πήγαινα στην κλινική, ρουθούνιζα σαν σκύλος και μ' αυτή την εισπνοή, πριν τους δω, αναγνώριζα τους είκοσι ασθε­νείς που νοσηλεύονταν. Ο καθένας είχε τη δική του οσφρητική φικτιο-γνωμία, ένα πρόσωπο-μυρωδιά, πολύ πιο ζωντανό, πιο ευωδιαστό και με μεγαλύτερη σημασία από οποιοδήποτε οπτικό πρόσωπο». Μπορού­σε να καταλάβει με τη μυρωδιά τις σχιγκινήσεις τους —το φόβο, την ικανοποίηση, τη σεξουαλικότητα τους— σαν σκύλος. Μπορούσε να α­ναγνωρίσει τον κάθε δρόμο, το κάθε μαγαζί από την οσμή του και μπορούσε να βρει το δρόμο του στη Νέα Υόρκη, χωρίς λάθος, από τη μυρωδιά.

Μια ορμή τον διακατείχε, που τον έσπρωχνε να μυρίσει και να αγγί­ξει το καθετί («Δε μου φαινόταν αληθινά πραγματικό μέχρι να το αγγί­ξω και να το μυρίσω»), ορμή που καταπίεζε όταν βρισκόταν με άλλοτις, για να μη φανεί απρεπής. Οι σεξουαλικές μυρωδιές ήταν ερεθιστικές και έντονες, χωρίς, όμως, να τις νιώθει πιο έντονα από τις μυρωδιές των φαγητών και τις υπόλοιπες. Η ηδονή που του πρόσφερε η όσφρηση ήταν έντονη —και άλλο τόσο και η δυσαρέσκεια— αλλά για τον ίδιο δεν ήταν τόσο ένας κόσμος απλής ηδονής και απέχθειας, όσο ένιωθε ότι τον περιέβαλλε ένα αισθητικό σύνολο, μία λογική, μία νέα νοηματι-

* Παρόμοιες κάπως καταστάσεις που χαρακτηρίζονται από μία περίεργη συγκίνηση, με­ρικές φορές νοσταλγία, «αναπόληση» και «deja vu» σε συνδυασμό με έντονες οσφρητικές παραισθήσεις, είναι χαρακτηριστικές των «κρίσεων της αγκιστρωτής έλικας», μία μορφή επι­ληψίας του κροταφικού λοβού που περιέγραψε για πρώτη φορά ο Hughlins Jackson εδώ και περίπου έναν αιώνα. Συνήθως η εμπειρία είναι μάλλον ειδική, αλλά μερικές φορές υπάρχει μία γενικευμένη έξαρση της όσφρησης, μία υπεροσμία. Η αγκιστρωτή έλικα, φυλογενετικά τμήμα του αρχαϊκού «οσφρητικού εγκεφάλου» (ή ρινεγκεφάλου), συνδέεται λειτουργικά με ολόκληρο το μεταιχμιακό σύστημα, του οποίου όλο και περισσότερο αναγνωρίζεται ο απο­φασιστικός ρόλος στον καθορισμό και τη ρύθμιση ολόκληρου του συγκινησιακού «τόνου». Η διέγερσή του, με οποιοδήποτε μέσο, παράγει μία αυξημένη συγκινησιακότητα και μία έ­ξαρση των αισθήσεων. Το θέμα αυτό ερεύνησε ο David Bear (1979) σε όλη του την έκταση και με τα εξαιρετικά ενδιαφέροντα παρακλάδια του.

193

Μέσα στο πετσί του σκύλου

Ο Στέφανος Ντ. ήταν 22 χρονών, φοιτητής της ιατρικής, τοξικομανής (κοκαΐνη, PCF* και, κυρίως, αμφεταμίνες).

Μία νύχτα είδε ένα πολύ ζωντανό όνειρο: ήταν σκύλος και ζούσε σ' έναν κόσμο αφάνταστα πλούσιο σε μυρωδιές που του έδιναν τη σημα­σία του («την ευτυχισμένη ευωδιά του ρυακιού... την υπέροχη ευωδιά μιας πέτρας»). Ξυπνώντας βρέθηκε πράγματι να ζει σε έναν τέτοιο κό­σμο. «Λες και προηγουμένως έπασχα από μια πλήρη αχρωματοψία και ξαφνικά βρισκόμουν σε έναν κόσμο γεμάτο από χρώματα». Πράγματι, και η αντίληψη των χρωμάτων είχε ενισχυθεί. («Θα μπορούσα να δια­κρίνω δεκάδες αποχρώσεις του καφέ, που πριν θα έβλεπα απλώς σαν καφέ. Τα δερματόδετα βιβλία μου, που ήταν προηγουμένως όλα ίδια μεταξύ τους, είχαν τώρα εντελώς διαφορετικές και ευδιάκριτα ξεχωρι­στές αποχρώσεις».) Από την άλλη μεριά, υπήρχε και μία δραματική έ­ξαρση της «εσωτερικής» οπτικής αντίληψης και της οπτικής μνήμης. («Ποτέ πριν δεν μπορούσα να σχεδιάσω, ποτέ μου δεν μπορούσα να "δω" τα πράγματα μέσα στο μυαλό μου, αλλά τώρα ήταν σαν να είχα μια camera lucida μέσα στο κεφάλι μου, "έβλεπα" τα πάντα σαν να προβάλλονταν επάνω στο χαρτί και δεν είχα παρά να σχεδιάσω τα πε­ριγράμματα που "έβλεπα". Ξαφνικά μπορούσα να φτιάξω τα πιο ακρι­βή ανατομικά σχέδια».) Το κυριότερο στοιχείο της μεταμόρφωσης του κόσμου του ήταν, όμως, η έξαρση της όσφρησης-. «Στο όνειρο μου είχα δει πως ήμουν σκύλος —ένα όνειρο με μυρωδιές— και τώρα ξύπνησα σε έναν κόσμο άπειρα ευωδιαστό, έναν κόσμο όπου όλες οι άλλες αι-

Page 99: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

κή ενότητα. «Ήταν ένας κόσμος πλημμυρισμένος από το συγκεκριμέ­νο, από λεπτομέρειες», είπε, «ένας κόσμος που σε έπνιγε με την αμεσό­τητα του, με την άμεση σημασία του». Μέχρι τότε ο Στέφανος ήταν περισσότερο ένας διανοούμενος με τάση προς το συλλογισμό και την αφαίρεση, ενώ τώρα, μπροστά στην υποχρεωτική αμεσότητα της κάθε εμπειρίας, η σκέψη, η αφαίρεση, η κατηγοριοποίηση του ήταν πράγμα­τα δύσκολα και εξωπραγματικά.

Μάλλον απότομα, ύστερα από τρεις βδομάδες, αυτή η παράξενη με­ταμόρφωση έπαψε και η όσφρηση του, όπως όλες του οι αισθήσεις, ξαναγύρισαν στο κανονικό· ξαναβρήκε τον εαυτό του με μία ανάμεικτη αίσθηση απώλειας και ανακούφισης, μέσα στον παλιό του ωχρό κόσμο της αισθητηριακής ατονίας, του μη συγκεκριμένου και της αφαίρεσης. «Χαίρομαι που είμαι πάλι πίσω», είπε, «αλλά ταυτόχρονα νιώθω και μια τεράστια απώλεια. Βλέπω καθαρά τώρα ποιο είναι το κόστος τού να είμαστε πολιτισμένοι και ανθρώπινοι. Χρειαζόμαστε και το άλλο, έχου­με εξίσου ανάγκη και από το "πρωτόγονο"».

Έχουν περάσει 16 χρόνια από τότε και οι φοιτητικές μέρες, καθώς και οι μέρες των αμφεταμινών, είναι πια μακριά. Ποτέ δεν επαναλή­φθηκε κάτι, έστω και απόμακρα, ανάλογο. Ο δρ Ντ. είναι τώρα ένας πολύ πετυχημένος νέος παθολόγος, συνάδελφος και φίλος μου στη Νέα Υόρκη. Δε νιώθει καμιά λύπη, αν και μερικές φορές είναι κάπως νοσταλγικός: «Εκείνος ο κόσμος από μυρωδιές, ο ευωδιαστός κόσμος!» αναφωνεί. «Ήταν τόσο ζωντανός, τόσο αληθινός! Σαν μια επίσκεψη σε άλλο κόσμο, στον κόσμο της καθαρής αντίληψης, πλούσιο, ζωντανό, αυτάρκη και πλήρη. Αχ, αν μόνο μπορούσα να επιστρέψω μερικές φο­ρές και να γίνομαι σκύλος και πάλι!»

Ο Freud γράφει συχνά για την ανθρώπινη όσφρηση, αναφερόμενος σ' αυτήν σαν «θύμα» της καταπίεσης που της ασκεί η ωρίμανση και ο πολιτισμός με την κατάκτηση της όρθιας στάσης και την καταπίεση της πρωτόγονης, προγεννητικής σεξουαλικότητας. Ειδικές (και παθολογι­κές) εξάρσεις της όσφρησης έχουν πράγματι αναφερθεί στις διάφορες παραφιλίες, το φετιχισμό και άλλες παραπλήσιες διαστροφές και πα­λινδρομήσεις* Αλλά η άρση της αναστολής που περιγράφουμε στην ιστορία του Στέφανου Ντ. μοιάζει πολύ πιο γενικευμένη και, παρόλο που συνδυάζεται με μια υπερδιέγερση —πιθανόν μία ντοπαμινική υ-

* Αυτό το θέμα έχει περιγραφεί εκτενώς από τον Α. Α. Brill (1932) που αντιπαραθέτει το φαινόμενο με τη συνολική λαμπρότητα και την ευωδία του οσφρητικού κόσμου των μα-κροσωματικών ζώων (όπως τα σκυλιά), των «αγρίων» και των παιδιών.

194

περλειτουργία που προκαλούν οι αμφεταμίνες— δεν ήταν ειδικά εντο­πισμένη στο σεξουαλικό τομέα ούτε συνδυαζόταν με μια σεξουαλική παλινδρόμηση. Μία ανάλογη υπεροσμία, μερικές φορές με παροξυσμι-κή μορφή, μπορεί να παρουσιαστεί σε διεγερτικές υπερντοπαμινεργι-κές καταστάσεις, όπως σε μετεγκεφαλιτιδικούς ασθενείς σε θεραπεία με L-Dopa και σε μερικούς ασθενείς με το σύνδρομο Tourette.

Εκείνο που σίγουρα, αν όχι τίποτε άλλο, καταλαβαίνουμε είναι η οι­κουμενικότητα του φαινομένου της αναστολής, ακόμα και στο πιο στοιχειώδες επίπεδο αντίληψης: την αναγκαιότητα αναστολής του επι­πέδου εκείνου που ο Head θεωρούσε σαν πρωταρχικό και γεμάτο από αισθητηριακό χρώμα και αποκαλούσε «πρωτοπαθητικό», για να γίνει δυνατή η ανάδυση του εξεζητημένου, κατηγορικού και απαλλαγμένου συναισθηματικής φόρτισης «επικριτικού» επιπέδου.

Η ανάγκη μιας τέτοιας αναστολής δεν μπορεί να περιοριστεί σε ένα φροϋδικό επίπεδο ούτε θα έπρεπε η άρση της να εξαίρεται και να ρομαντικοποιείται με τον ποιητικό τρόπο του Μπλέικ. Ίσως είναι α­πλώς αναγκαία, όπως το υπαινίσσεται ο Head, για να είμαστε άνθρωποι και όχι σκυλιά*

Η εμπειρία του Στέφανου Ντ. μας υπενθυμίζει ίσως, όπως το ποίημα του Τζ. Κ. Τσέστερτον, «Το Τραγούδι του Quoodle», ότι έχουμε μερικές φορές την ανάγκη να γινόμαστε από άνθρωποι σκυλιά:

Δεν έχουν μύτη οι έκπτωτοι γιοι της Εύας... Μύτη καμιά για την ευτυχισμένη ευωδιά του ρυακιού για την υπέροχη ευωδιά μιας πέτρας!

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Πρόσφατα αντιμετώπισα μία περίπτωση που θα μπορούσε κανείς να θεωρήσει απόρροια αυτής που περιέγραψα παραπάνω. Την περίπτωση ενός προικισμένου ανθρώπου, θύματος ενός κρανιοεγκεφαλικού τραυ­ματισμού που προκάλεσε σοβαρή βλάβη στις οσφρητικές του οδούς (πολύ τρωτές κατά μήκος της μακριάς τους διαδρομής στο πρόσθιο διαμέρισμα του κρανίου) και έχασε εντελώς την αίσθηση της όσφρη­σης.

Οι συνέπειες αυτού του γεγονότος ήταν, για τον ίδιο, ιδιαίτερα αιφ-

* Δες και την κριτική του Jonathan Miller για τον Head, με τίτλο «Κάτω απ' το πετσί του σκύλου», δημοσιευμένη στο Listener (1970).

195

Page 100: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

νιδιαστικές και βασανιστικές: «Η όσφρηση;» λέει. «Ποτέ δεν της έχω αφιερώσει την παραμικρή σκέψη. Υπό κανονικές συνθήκες κανείς δεν τη σκέφτεται. Όταν, όμως, την έχασα, ήταν σαν ξαφνικά να τυφλώθη­κα. Η ζωή μου έχασε ένα μεγάλο μέρος της νοστιμιάς της, γιατί κανείς δε συνειδητοποιεί σε ποιο βαθμό η "νοστιμιά" υπάρχει χάρη στην ό­σφρηση. Μυρίζεις τους ανθρώπους, μυρίζεις τα βιβλία, μυρίζεις την πό­λη, μυρίζεις την άνοιξη, ίσως όχι συνειδητά αλλά σαν ένα πλουσιότατο υποσυνείδητο υπόβαθρο για οτιδήποτε άλλο κάνεις. Ολόκληρος ο κό­σμος μου βρέθηκε ξαφνικά ριζικά φτωχότερος...»

Υπήρχε εδώ μία οδυνηρή αίσθηση απώλειας και μια οξύτατη αίσθη­ση νοσταλγίας, μία πραγματική «οσφραλγία»: τον διακατείχε ο πόθος να θυμηθεί τον κόσμο των οσμών στον οποίο δεν είχε δώσει ποτέ κα­μιά συνειδητή προσοχή, αλλά ο οποίος, μόλις τώρα καταλάβαινε, απο­τελούσε το έδαφος πάνω στο οποίο στηριζόταν η ζωή. Και τότε, μερι­κούς μήνες αργότερα, με έκπληξη και χαρά αντιλήφθηκε ότι ο αγαπημέ­νος του πρωινός καφές, που είχε γίνει εντελώς «ανούσιος», άρχισε να ξαναπαίρνει νοστιμιά. Πειραματικά, δισταχτικά, δοκίμασε την πίπα του, που δεν είχε αγγίξει για μήνες, και επίσης έπιασε κάτι από το πλούσιο άρωμα που τόσο πολύ αγαπούσε.

Φοβερά αναστατωμένος —καθώς οι νευρολόγοι δεν του είχαν αφή­σει καμιά ελπίδα ανάνηψης— επισκέφτηκε και πάλι το γιατρό του. Αλ­λά αυτός, αφού τον εξέτασε λεπτομερώς, χρησιμοποιώντας μια «διπλή τυφλή» τεχνική, του είπε: «Όχι, λυπάμαι, δεν υπάρχει ίχνος ανάνηψης. Εξακολουθείτε να έχετε μία πλήρη ανοσμία. Είναι, όμως, περίεργο που μου λέτε ότι μπορείτε να "μυρίζετε" τώρα την πίπα και τον καφέ σας...»

Εκείνο που μάλλον συνέβη —και το σημαντικό είναι ότι η κατα­στροφή αφορούσε μόνο τις οσφρητικές οδούς και όχι τον εγκεφαλικό φλοιό— είναι η ανάπτυξη μιας έντονα ενισχυμένης οσφρητικής φαντα­σίας, σχεδόν μιας ελεγχόμενης ψευδαίσθησης, θα λέγαμε, έτσι που τώ­ρα, πίνοντας τον καφέ του και ανάβοντας την πίπα του —καταστάσεις που πρωτύτερα ήταν κανονικά φορτισμένες με οσφρητικούς συνειρ­μούς— είναι σε θέση να ανακαλέσει ή να επαναφέρει αυτούς τους συ­νειρμούς, υποσυνείδητα και με μία τέτοια ένταση, ώστε στην αρχή να μην τους ξεχωρίζει από τους «αληθινούς».

Αυτή η εν μέρει συνειδητή, εν μέρει ασυνείδητη, δύναμη εντάθηκε και επεκτάθηκε με τον καιρό. Έφτασε να οσμίζεται και να «μυρίζει» την άνοιξη. Τουλάχιστον ανακαλεί μία οσφρητική μνήμη ή μία οσφρη-

τική εικόνα τόσο έντονη, που μπορεί σχεδόν να ξεγελάσει τον εαυτό του και τους άλλους, πιστεύοντας ότι στ' αλήθεια τη μυρίζει.

Γνωρίζουμε ότι υπάρχει συχνά μία τέτοια αντιστάθμιση στους τυ­φλούς και στους βαρήκοους. Σκεφτόμαστε, για παράδειγμα, τον κουφό Μπετόβεν και τον τυφλό Πρέσκοτ. Αλλά δεν έχω την παραμικρή ιδέα για το αν αυτό συμβαίνει συχνά με την ανοσμία.

196

Page 101: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

19

198

Ανέκαθεν τα φυτά τραβούσαν το ενδιαφέρον του και αυτό το τόσο δημιουργικό —και τόσο απόμακρο από την επικίνδυνη ζώνη των αν­θρώπινων σχέσεων και πράξεων—ενδιαφέρον ενθαρρυνόταν σταθερά στο νοσοκομείο-φυλακή όπου έμενε τώρα. Ανέλαβε τα τραχιά, απερι-ποίητα κομμάτια γης που περιέβαλλαν το άσυλο και δημιούργησε κή­πους λουλουδιών, λαχανόκηπους και κάθε είδους κήπους. Έμοιαζε να έχει κατακτήσει κάποιο είδος αυστηρής ισορροπίας, στο οποίο οι αν­θρώπινες σχέσεις, τα ανθρώπινα πάθη, που πριν ήταν τόσο θυελλώδη, είχαν αντικατασταθεί από κάποια παράξενη ηρεμία. Άλλοι τον θεωρού­σαν σχιζοειδή και άλλοι πνευματικά υγιή: όλοι, όμως, ένιωθαν πως είχε φτάσει σε κάποιο είδος ηρεμίας. Την πέμπτη χρονιά του εγκλεισμού του άρχισε να βγαίνει από το άσυλο για σύντομα Σαββατοκύριακα με την εγγύηση του λόγου του. Παλιότερα ήταν φανατικός ποδηλάτης και έτσι αγόρασε και πάλι ένα ποδήλατο. Αυτό το γεγονός επέσπευσε τη δεύτερη πράξη του παράξενου δράματος του.

Έτρεχε γρήγορα, όπως πάντα του άρεσε, κατηφορίζοντας έναν από­τομο λόφο, όταν ένα αυτοκίνητο που ερχόταν στην αντίθετη κατεύ­θυνση, που το οδηγούσε κάποιος πολύ άσκημα, έκανε την εμφάνιση του ξαφνικά πίσω από μια κλειστή στροφή. Στρίβοντας απότομα για να αποφύγει μια μετωπική σύγκρουση, έχασε τον έλεγχο και εκσφεν­δονίστηκε βίαια, με το κεφάλι μπροστά, επάνω στο οδόστρωμα.

Έπαθε ένα βαρύ κρανιακό τραυματισμό —μεγάλα αμφίπλευρα υπο-σκληρίδια αιματώματα που εκκενώθηκαν και παροχετεύτηκαν με επεί­γουσα χειρουργική επέμβαση— και σοβαρές θλάσεις στους δύο μετω­πιαίους λοβούς. Έμεινε σε κώμα, ημιπληγικός, για σχεδόν δύο εβδομά­δες και μετά, απροσδόκητα, άρχισε να ανανήφει. Τότε, σ' αυτό το ση­μείο, έκαναν την εμφάνιση τους οι «εφιάλτες».

Η επιστροφή και η βελτίωση της συνείδησης του δεν ήταν ομαλή κι ευχάριστη, αλλά βασανιζόταν από μια φριχτή διέγερση και μια αναστά­τωση, μέσα στην οποία ο μισοξύπνιος Ντόναλντ έμοιαζε σαν να αγωνί­ζεται βίαια και φώναζε συνεχώς: «Θεέ μου!» και «Όχι!». Καθώς η συνεί­δηση όλο και περισσότερο καθάριζε, έκανε την εμφάνιση της και μία πλήρης μνήμη, μία μνήμη που προκαλούσε τρόμο. Υπήρχαν σοβαρά νευρολογικά προβλήματα —μια αδυναμία και μια αναισθησία της αρι­στερής πλευράς, επιληπτικές κρίσεις και πολλά ελλείμματα των λει­τουργιών των μετωπιαίων λοβών— αλλά πέρα και πάνω απ' όλα αυτά, κάτι το εντελώς καινούριο. Ο φόνος, η πράξη, χαμένος μέχρι τότε από τη μνήμη τον, έστεκε τώρα μπροστά του με ολοζώντανες, σχεδόν πα­ραισθητικές λεπτομέρειες. Η ανάμνηση γρήγορα φούσκωσε και τον κα-

199

Φόνος

Ο Ντόναλντ σκότωσε την κοπέλα του, ενώ βρισκόταν κάτω από την επίδραση του PCP. Δε θυμόταν την πράξη του ή, τουλάχιστον, έδινε αυ­τή την εντύπωση, και τόσο η ύπνωση, όσο και το νάτριο αμυτάλ απέτυ­χαν να απελευθερώσουν την οποιαδήποτε ανάμνηση. Κατά συνέπεια, όταν έγινε η δίκη του, κρίθηκε ότι δεν επρόκειτο για κάποια ψυχολογι­κή καταστολή της μνήμης αλλά για μια οργανική αμνησία, το είδος συ­σκότισης που είναι γνωστό ότι προκαλεί το PCP.

Οι λεπτομέρειες του φόνου, που φανέρωσε η ιατροδικαστική εξέτα­ση, ήταν σε τέτοιο βαθμό μακάβριες, που δεν μπορούσαν να αποκα­λυφθούν σε μια δημόσια δίκη. Συζητήθηκαν, λοιπόν, κεκλεισμένων των θυρών και κρατήθηκαν μυστικές τόσο από το κοινό, όσο και από τον ίδιο τον Ντόναλντ. Σαν αντίστοιχο προηγούμενο θεωρήθηκαν πράξεις βίας που τελούνται σε μερικές περιπτώσεις κατά τη διάρκεια των κρί­σεων κροταφικής ή ψυχοκινητικής επιληψίας. Αυτές οι πράξεις δεν α­φήνουν καμιά ανάμνηση και δεν υπάρχει ίσως καμία πρόθεση βίας· αυτοί που τις τελούν δε θεωρούνται υπεύθυνοι ούτε ένοχοι, αλλά, παρ' όλα αυτά, εγκλείονται για την ασφάλεια των ίδιων και των άλλων. Αυτό συνέβη και με τον άτυχο Ντόναλντ.

Πέρασε τέσσερα χρόνια σε ένα ψυχιατρικό άσυλο για φρενοβλαβείς με εγκληματικές τάσεις, παρ' όλες τις αμφιβολίες για το κατά πόσο ήταν είτε εγκληματίας είτε φρενοβλαβής. Ο ίδιος, όμως, έμοιαζε να α­ποδέχεται τον εγκλεισμό του με μια ορισμένη ανακούφιση, ίσως γιατί η τιμωρία τού ήταν ευπρόσδεκτη, ενώ η απομόνωση του πρόσφερε α­ναμφίβολα κάποια ασφάλεια. «Δεν είμαι φτιαγμένος για την κοινωνία», απαντούσε με πένθιμο ύφος, όταν τον ρωτούσαν γι' αυτό. Μια ασφά-λεια απέναντι στην απρόοπτη, επικίνδυνη απώλεια του ελέγχου, καθώς και κάποια γαλήνη.

Page 102: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τέκλυσε, έβλεπε το φόνο συνεχώς, αναπαριστώντας τον ξανά και ξανά. Ήταν, άραγε, ένας απλός εφιάλτης, ήταν, άραγε, τρέλα ή υπήρχε μια «υπερμνησία», μια αναπήδηση αυθεντικών, τρομαχτικά ενισχυμένων α­ναμνήσεων μέσα από ένα ρήγμα;

Του έγιναν λεπτομερείς ερωτήσεις —με τη μεγαλύτερη δυνατή προ­σοχή, για να αποφευχθεί οποιοσδήποτε υπαινιγμός ή υποβολή— και πολύ γρήγορα έγινε φανερό ότι αυτό που παρουσίαζε ήταν μία αυθε­ντική, αν και ανεξέλεγκτη, «αναπόληση». Τώρα γνώριζε και τις παραμι­κρές λεπτομέρειες του φόνου-, όλες τις λεπτομέρειες που είχε φανερώ­σει η ιατροδικαστική εξέταση, αλλά που ποτέ δεν είχαν αποκαλυφθεί στη δημόσια δίκη ούτε σ' αυτό τον ίδιο.

Όλα όσα ήταν ή φαίνονταν να είναι προηγουμένως χαμένα ή ξεχα­σμένα —ακόμα και κάτω από την επίδραση της ύπνωσης ή της ένεσης νάτριου αμυτάλ— είχαν τώρα ξανάρθει στην επιφάνεια και μπορούσαν να ανακληθούν. Ακόμα περισσότερο, αυτή η ανάκληση γινόταν ανεξέ­λεγκτα· και, ακόμα χειρότερα, ήταν μια ανάκληση εντελώς ανυπόφορη. Δύο φορές αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει, ενώ βρισκόταν στη νευρο­χειρουργική μονάδα, και έπρεπε να του δίνονται βαριές δόσεις ηρεμι­στικών και να κρατιέται με τη βία.

Τι είχε συμβεί στον Ντόναλντ, τι ακριβώς του συνέβαινε τώρα; Η υπόθεση μιας ξαφνικής εισβολής ψυχωσικών φαντασιώσεων αποκλειό­ταν από την ίδια την αυθεντικότητα της αναπόλησης του, και αν ακόμα συγκρατούσαμε αυτή την υπόθεση, γιατί μια ψυχωσική φαντασίωση θα έκανε την εμφάνιση της μόλις τώρα, εντελώς ξαφνικά, χωρίς κανένα προηγούμενο, με αφορμή τον κρανιακό τραυματισμό; Υπήρχε σίγουρα μία ψυχωσική, ή σχεδόν ψυχωσική, φόρτιση αυτών των αναμνήσεων —στην ψυχιατρική γλώσσα ήταν αναμνήσεις με έντονη «επένδυση»— τόσο πολύ, ώστε να οδηγούν τον Ντόναλντ σε ασταμάτητες σκέψεις αυτοκτονίας. Αλλά τι είδους φυσιολογική επένδυση θα μπορούσε να έχει μια τέτοια ανάμνηση, μια τέτοια ξαφνική ανάδυση μέσα από την ολοκληρωτική αμνησία, όχι κάποιας δυσεξήγητης οιδιπόδειας σύ­γκρουσης ή ενοχής αλλά ενός πραγματικού φόνου;

Θα μπορούσε η απώλεια της ακεραιότητας των μετωπιαίων λοβών να συνδέεται με την απώλεια μιας απαραίτητης προϋπόθεσης για τη λειτουργία της καταστολής. Ήταν ποτέ δυνατόν αυτό που τώρα βλέ­παμε να είναι μία ξαφνική, εκρηκτική και εντελώς ειδική άρση κάποιας καταστολής; Κανένας από εμάς δεν είχε ακούσει ή διαβάσει για κάτι παρόμοιο, παρόλο που σε όλους μας ήταν πολύ οικεία η γενικευμένη άρση των αναστολών που παρατηρείται στα μετωπιαία σύνδρομα: η

200

παρορμητικότητα, η μωρία, η λογοδιάρροια, η χυδαιότητα, το «Αυτό» του ασθενή που επιδεικνύεται χωρίς αναστολές, σε όλη του την αδια­φορία και τη χυδαιότητα. Δεν ήταν, όμως, αυτά τα χαρακτηριστικά της εικόνας που παρουσίαζε ο Ντόναλντ. Δεν ήταν καθόλου παρορμητικός, η συμπεριφορά του δεν αναφερόταν στα πάντα ανεπίλεκτα, δεν ήταν καθόλου απρεπής Ο χαρακτήρας του, η κρίση του και η γενική του προσωπικότητα έμεναν εντελώς άθικτα·, επρόκειτο ειδικά και αποκλει­στικά για αναμνήσεις και αισθήματα σε σχέση με το φόνο, που τώρα ξεσπούσαν ανεξέλεγκτα, καταδιώκοντας και βασανίζοντας τον.

Υπήρχε ανάμειξη κάποιου ερεθισμού του εγκεφάλου ή κάποιου επι­ληπτικού στοιχείου; Σ' αυτό το σημείο οι ηλεκτροεγκεφαλογραφικές μελέτες υπήρξαν ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες, γιατί, με τη χρήση ειδικών (ρινοφαρυγγικών) ηλεκτροδίων, απέδειξαν ότι, εκτός από τις κρίσεις grand mal που παρουσιάζονταν αραιά και πού, υπήρχε ένας διαρκής κοχλασμός, μία βαθιά, συνεχής επιληψία, εντοπισμένη και στους δυο κροταφικούς λοβούς, που επεκτεινόταν (κατά τα φαινόμενα, θα χρεια­ζόταν, όμως, εμφύτευση των ηλεκτροδίων για να επιβεβαιωθεί) προς τα κάτω, στην αγκιστρωτή έλικα, την εγκεφαλική αμυγδαλή, τις μεταίχμια κές δομές — όλα, δηλαδή, τα συγκινησιακά κυκλώματα που βρίσκονται βαθιά μέσα στους κροταφικούς λοβούς. Οι Penfield και Perot (Brain 1963, σελ. 596-697) είχαν περιγράψει επαναλαμβανόμενες «αναπολή­σεις» ή «βιωματικές παραισθήσεις» σε μερικούς ασθενείς που έπασχαν από επιληψία του κροταφικού λοβού. Οι περισσότερες, όμως, από τις αναπολήσεις και τα βιώματα που περιέγραψε ο Penfield ήταν ενός κά­πως παθητικού τύπου, όπως το άκουσμα μουσικής, η θέα κάποιων σκηνών, ίσως και κάποια παρουσία, αλλά μια παρουσία θεατή, όχι πρωταγωνιστή* Κανείς μας δεν είχε ακούσει περιπτώσεις όπου ο α­σθενής αναβίωνε ή, μάλλον, αναπαριστούσε μία πράξη, αλλά αυτό ήταν που προφανώς συνέβαινε με τον Ντόναλντ. Ποτέ δε φτάσαμε σε κά­ποια σίγουρη διάγνωση.

Μένει μόνο να διηγηθούμε το υπόλοιπο της ιστορίας. Τα νιάτα του, η τύχη, ο χρόνος, η φυσική επούλωση, το ανώτερο επίπεδο της προ-τραυματικής του λειτουργικότητας, με τη βοήθεια μιας θεραπείας που

* Αλλά, παρ' όλα αυτά, υπήρχαν παραλλαγές. Σε μια ιδιαίτερα τρομαχτική, τραυματική περίπτωση που καταγράφει ο Penfield, η ασθενής, ένα κορίτσι 12 χρονών, έβλεπε τον εαυτό του σε κάθε κρίση να τρέχει έξαλλα, για να ξεφύγει από ένα δολοφόνο που την ακολουθού σε κρατώντας ένα σάκο με φίδια που σπαρταρούσαν. Αυτή η «βιωματική παραίσθηση» ήταν μία ακριβής αναπαράσταση ενός πραγματικού, φριχτού γεγονότος που είχε συμβεί πέντε χρόνια πριν.

201

Page 103: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

έχει προτείνει ο Luria για τη μετωπιαία «υποκατάσταση», επέτρεψαν στον Ντόναλντ να πετύχει με τα χρόνια μια θεαματική βελτίωση. Οι λειτουργίες των μετωπιαίων λοβών του είναι τώρα σχεδόν φυσιολογι­κές. Η χρήση νέων αντιεπιληπτικών, που υπάρχουν μόνο εδώ και λίγα χρόνια, επέτρεψε έναν αποτελεσματικό έλεγχο της αναταραχής των κροταφικών του λοβών και ίσως και εδώ η φυσική αποκατάσταση να έπαιξε κάποιο ρόλο. Τελικά, με μία ευαίσθητη και υποστηρικτική συ­στηματική ψυχοθεραπεία, η τιμωρητική βία τού αυτο-κατηγορητικού Υπερεγώ του Ντόναλντ μετριάστηκε και τώρα το πεδίο ελέγχεται από τους ηπιότερους τόνους του Εγώ του. Αλλά το τελικό, το πιο σημαντι­κό επίτευγμα είναι το ότι ο Ντόναλντ γύρισε στην κηπουρική. «Αισθά­νομαι ήρεμος όταν ασχολούμαι με τον κήπο», μου λέει. «Δεν υπάρχουν συγκρούσεις εδώ. Τα φυτά δεν έχουν Εγώ. Δεν μπορούν να σε πληγώ­σουν». Η τελειωτική θεραπεία, όπως το έλεγε ο Freud, είναι η εργασία και η αγάπη.

Ο Ντόναλντ δεν ξέχασε τις λεπτομέρειες του φόνου ούτε τις κατέ­στειλε —ακόμα και αν πράγματι σε πρώτη φάση η καταστολή είχε παί­ξει τον οποιονδήποτε ρόλο— αλλά δεν τον καταδιώκει πια: έχει επι­τευχθεί μια φυσιολογική και ηθική ισορροπία.

Αλλά τι συνέβη ακριβώς με τη μνήμη του που αρχικά είχε χαθεί και στη συνέχεια επανακτήθηκε; Ποιος ήταν ο λόγος της αμνησίας στην αρχή και της εκρηκτικής επιστροφής της μνήμης στη συνέχεια; Ποια ήταν η αιτία του ολοκληρωτικού «μπλάκαουτ» και, στη συνέχεια, των μακάβριων «φλάσμπακ»; Τι συνέβαινε, στην πραγματικότητα, σ' αυτό το παράξενο δράμα που παιζόταν το μισό στο χώρο της νευρολογίας; Όλες αυτές οι ερωτήσεις κρατάνε το μυστήριο τους μέχρι σήμερα.

20 Οι οπτασίες της Χίλντεγκαρντ

Η θρησκευτική φιλολογία όλων των εποχών είναι γεμάτη από περι­γραφές «οπτασιών», όπου εξαίσια και ανέκφραστα συναισθήματα συ­νοδεύονται από μια εμπειρία ακτινοβόλας φωτεινότητας (ο William James μιλά για «φώτιση»). Στη μεγάλη πλειοψηφία των περιπτώσεων είναι αδύνατο να διευκρινιστεί κατά πόσο η εμπειρία αυτή αντιστοιχεί σε μια υστερική ή σε μια ψυχωσική έκσταση, στα αποτελέσματα της επίδρασης μιας τοξικής ουσίας ή σε μια εκδήλωση επιληψίας ή ημικρα­νίας. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση της Χίλντεγκαρντ του Μπίνγκεν (1098-1180), μιας καλόγριας και μυστικίστριας με εξαιρετικές διανοητικές και φιλολογικές δυνάμεις, που έζησε αναρίθμητες «οπτα­σίες» από τα πρώτα παιδικά της χρόνια μέχρι το τέλος της ζωής της και άφησε έξοχες περιγραφές και εικόνες αυτών των οραμάτων σε δυο χειρόγραφους κώδικες που έφτασαν μέχρις εμάς: τα Scivias και το Li­ber Divinorum Operum («Βιβλίο των θείων έργων»).

Μία προσεχτική μελέτη αυτών των περιγραφών και των εικόνων δεν αφήνει την παραμικρή αμφιβολία όσο αφορά τη φύση τους: πρόκειται χωρίς συζήτηση για φαινόμενα ημικρανίας και αναπαριστούν στην πραγματικότητα πολλές από τις ποικιλίες της οπτικής αύρας για την οποία έχουμε ήδη μιλήσει. Ο Singer (1958), σε μία εκτεταμένη μονο­γραφία πάνω στις οπτασίες της Χίλντεγκαρντ, επιλέγει σαν πιο χαρα­κτηριστικά τα παρακάτω φαινόμενα:

«Η μορφή που κυριαρχεί παντού είναι ένα φωτεινό σημείο ή μια ομάδα φωτεινών σημείων που λαμπυρίζουν και μετακινούνται, συνήθως σαν κύ­ματα, συχνά δε ερμηνεύονται σαν αστέρια ή σαν φλογερά μάτια (Εικόνα Β). Σε ένα μεγάλο αριθμό περιπτώσεων, ένα φως, πιο μεγάλο από τα υπόλοιπα, αποτελείται από μία σειρά συγκεντρωτικών κυκλικών σχημά­των ταλαντευόμενης μορφής (Εικόνα Α) συχνά περιγράφονται συγκε-

203

Page 104: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

«Οπτασία της Ουράνιας Πολιτείας". Από ένα χειρόγραφο των Scivias της Χίλ­ντεγκαρντ, γραμμένο στο Bingen γύρω στα 1180. Η εικόνα αυτή είναι σύνθεση διάφορων οπτασιών ημικρανιακής προέλευσης.

κριμένες μορφές οχυρώσεων που σε μερικές περιπτώσεις ξεκινούν και επεκτείνονται γύρω από μια έγχρωμη περιοχή (Εικόνες Γ και Δ). Συχνά τα φώτα έδιναν την εντύπωση ότι εργάζονταν, έβραζαν ή βρίσκονταν σε ζύμωση, όπως έχει περιγραφεί από τόσους οραματιστές...»

Η Χίλντεγκαρντ γράφει: «Τις οπτασίες που είδα δεν τις έβλεπα ενώ κοιμόμουν, ούτε στο όνειρο μου, ούτε χάνοντας το λογικό μου, ούτε με τα μάτια του σώματος, ούτε με τα μάτια της σάρκας, ούτε σε κρυφά μέρη· αλλά ξύπνια, σε εγρήγορ­ση, και με τα μάτια του πνεύματος, και με τα εσωτερικά μάτια, τις είδα με τα μάτια μου ανοιχτά και σύμφωνα με το θέλημα του Θεού».

204

Αναπαραστάσεις ημικρανιακών παραισθήσεων από τις οπτασίες της Χίλντε-γκαρντ.

Στο Σχήμα Α, το φόντο σχηματίζεται από αστέρια που λαμπυρίζουν επάνω σε συγκεντρικές γραμμές. Στο Σχήμα Β, μία βροχή από λαμπερά αστέρια (φωσφέ-νες) εξαφανίζεται αμέσως μετά το πέρασμα της, σε μια διαδοχή από θετικά και αρνητικά σκοτώματα. Στα Σχήματα Γ και Δ η Χίλντεγκαρντ απεικονίζει τυπικά ημικρανικές εικόνες οχυρωμάτων που απλώνονται ακτινωτά γύρω από ένα κε­ντρικό σημείο που, στο πρωτότυπο, είναι λαμπερά φωτεινό και χρωματισμένο.

205

Page 105: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Μία τέτοια οπτασία που εικονογραφείται σαν μια εικόνα αστεριών που πέφτουν και σβήνουν μέσα στο ωκεανό (Εικόνα Β) σημαίνει γι' αυτή την «Πτώση των Αγγέλων»:

«Είδα ένα μεγάλο άστρο εκθαμβωτικότατο και υπέροχο και μαζί μ' αυτό μια απειρία διαττόντων αστέρων που ακολουθούσαν το άστρο προς τα νότια... Ξάφνου όλα εκμηδενίστηκαν, μεταμορφώθηκαν σε μαύρα κάρ­βουνα... και χύθηκαν μέσα στην άβυσσο, έτσι που δεν μπορούσα πια να τα δω».

Τέτοια είναι η αλληγορική ερμηνεία της Χίλντεγκαρντ. Η δική μας κατά λέξη ερμηνεία είναι ότι είχε την εμπειρία μιας βροχής φωτεινών σημείων που διέσχισαν το οπτικό της πεδίο και το πέρασμα τους διαδέ­χτηκε ένα αρνητικό σκότωμα. Οι οπτασίες με τις μορφές των οχυρω­ματικών έργων αναπαριστώνται στο έργο της Zelus Dei (Εικόνα Γ) και το Sedens Lucidus (Εικόνα Δ), όπου οι οχυρώσεις ξεκινάνε από ένα α­στραφτερό, φωτεινό και (στο πρωτότυπο) σπινθηρίζον και χρωματιστό σημείο. Αυτές οι δυο οπτασίες συνδυάζονται σε μία σύνθετη οπτασία (πρώτη εικόνα) και σ' αυτή η Χίλντεγκαρντ ερμηνεύει τις οχυρώσεις σαν το aedificium της πόλης του Θεού.

Μια μεγάλη εκστατική ένταση επενδύει τη βίωση αυτών των μορφών αύρας, ειδικά στις σπάνιες περιπτώσεις όπου ένα δεύτερο σκότωμα ακολουθεί στα ίχνη του αρχικού σπινθηροβολήματος:

«Το φως που βλέπω δεν έχει τόπο σταθερό, αλλά, εντούτοις, είναι πιο αστραφτερό από τον ήλιο και ούτε μπορώ να εξετάσω το ύψος του, την απόσταση του και το πλάτος του και το ονομάζω "σύννεφο του ζώντος φωτός". Και όπως ο ήλιος, το φεγγάρι και τα άστρα αντανακλώνται στο νερό, έτσι και τα γραπτά, τα λόγια, οι αρετές και τα έργα των ανθρώπων λάμπουν μέσα του μπροστά μου...

Μερικές φορές βλέπω μέσα σ' αυτό το φως ένα άλλο φως που ονομά­ζω "το ίδιο το Ζωντανό Φως"... Και όταν το κοιτώ, κάθε θλίψη και πόνος εξαφανίζονται από τη μνήμη μου και γίνομαι πάλι ένα απλό κορίτσι και όχι μια γριά γυναίκα»

Με την επένδυση αυτής της αίσθησης της έκστασης, με τη φλόγα μιας βαθιάς θεοφορίας και μιας φιλοσοφικής σημασίας, οι οπτασίες της Χίλντεγκαρντ ήταν αποφασιστικές για την επιλογή μιας ζωής αγιότητας και μυστικισμού. Προσφέρουν ένα μοναδικό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο ένα φυσιολογικό γεγονός, κοινότοπο, μισητό ή ασήμαντο για τη συντριπτική πλειοψηφία των ανθρώπων, μπορεί να μεταβληθεί από μια προνομιούχα συνείδηση στο υπόστρωμα μιας υπέρτατης εκ­στατικής έμπνευσης. Πρέπει να φτάσει κανείς μέχρι τον Ντοστογιέφ-

206

σκι, που είχε την εμπειρία εκστατικών επιληπτικών επεισοδίων αύρας στις οποίες έδινε μια βαρυσήμαντη σημασία, για να βρει ένα ανάλογο γεγονός μέσα στην Ιστορία:

«Υπάρχουν στιγμές, υπόθεση πέντε ή έξι δευτερολέπτων, όπου νιώθετε την παρουσία της αιώνιας αρμονίας... εκείνο που είναι τρομαχτικό είναι η φοβερή καθαρότητα με την οποία εκδηλώνεται και η έκσταση με την οποία σας γεμίζει. Αν αυτές οι καταστάσεις κρατούσαν παραπάνω από πέντε δευτερόλεπτα, η ψυχή δε θα τις άντεχε και θα έπρεπε να εξαφα­νιστεί. Μέσα σ' αυτά τα πέντε δευτερόλεπτα ζω μια ολόκληρη ανθρώπι­νη ύπαρξη και γι' αυτό θα έδινα ολόκληρη τη ζωή μου, χωρίς καν να σκεφτώ ότι πληρώνω υπερβολικά ακριβά...»

207

Page 106: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΜΕΡΟΣ ΤΕΤΑΡΤΟ

Ο ΚΟΣΜΟΣ ΤΟΥ ΑΠΛΟΥ

Page 107: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Εισαγωγή

Όταν, εδώ και πολλά χρόνια, άρχισα να εργάζομαι με καθυστερημέ­νους, πίστευα ότι θα ήταν κάτι ιδιαίτερα ζοφερό, πράγμα που εξομο­λογήθηκα σε ένα γράμμα μου στον Luria. Η απάντηση του ήταν ιδιαί­τερα αναπάντεχη, καθώς μου μίλαγε με τα πιο θερμά λόγια γι' αυτούς, λέγοντας μου μεταξύ άλλων πως ήταν οι πιο «αγαπητοί» του ασθενείς και ότι οι ώρες και τα χρόνια που είχε περάσει στο Ινστιτούτο Ελλειμ-ματολογίας ήταν ανάμεσα στις πιο ενδιαφέρουσες και συγκινητικές ολό­κληρης της επαγγελματικής του ζωής. Αυτό το συναίσθημα εκφράζει και στον πρόλογο της πρώτης από τις κλινικές του βιογραφίες (Speech and the Development of Mental Processes in the Child, αγγλική μετάφρα­ση 1959): «Αν ο συγγραφέας έχει το δικαίωμα να εκφράζει τα συναισθή­ματα του για την ίδια του τη δουλειά, θα πρέπει να μιλήσω για τη ζεστασιά που νιώθω κάθε φορά που επιστρέφω στο υλικό που δημο­σιεύω σ' αυτό το μικρό βιβλίο».

Τι είδους συναίσθημα είναι αυτή η «ζεστασιά» που αναφέρει ο Luria; Χωρίς άλλο εκφράζει κάτι το συγκινητικό και προσωπικό που σίγουρα δε θα μπορούσε να υπάρχει, αν οι «ελλειμματικοί» δεν «ανταποκρίνο­νταν», αν αυτοί οι ίδιοι δε διέθεταν κάποιες πολύ απτές ευαισθησίες, ένα συγκινησιακό και προσωπικό δυναμικό, οποιαδήποτε και αν είναι τα (νοητικά) ελλείμματα τους. Υπάρχει, όμως, και κάτι παραπάνω στα λόγια του Luria: μία έκφραση επιστημονικού ενδιαφέροντος για κάτι που εντόπιζε σ' αυτούς τους ανθρώπους και που στα μάτια του είχε ένα εντελώς ιδιαίτερο επιστημονικό ενδιαφέρον. Τι θα μπορούσε να ναι αυτό το πράγμα; Οπωσδήποτε κάτι άσχετο από τα «ελλείμματα» και την «ελλειμματολογία» που καθαυτά δεν παρουσιάζουν παρά ένα περιορισμένο ενδιαφέρον. Τι είναι εκείνο που παρουσιάζει ένα ειδικό ενδιαφέρον στα καθυστερημένα, απλοϊκά άτομα;

211

Page 108: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Σχετίζεται με ορισμένες ιδιότητες του μυαλού τους που παραμένουν άθικτες ή είναι ενισχυμένες, έτσι που, αν και, σε ορισμένα θέματα, υ­πάρχει «νοητική καθυστέρηση», σε κάποια άλλα μπορεί να παρουσιά­ζουν πνευματικό ενδιαφέρον, ακόμα και πνευματική πληρότητα. Είναι οι ιδιότητες του νου, εκτός από τη δυνατότητα της σύλληψης ιδεών, που μπορούμε να διακρίνουμε με ασυνήθιστη σαφήνεια στον απλοϊκό νου (ιδιότητες που μπορούμε να βρούμε και στο νου των παιδιών και των «αγρίων», αν και, όπως κατ' επανάληψη τονίζει ο Clifford Geertz, ποτέ δεν πρέπει να εξισώνουμε αυτές τις κατηγορίες: οι άγριοι δεν είναι ούτε καθυστερημένοι ούτε παιδιά τα παιδιά δεν μπορούν να έ­χουν τον πολιτισμό των αγρίων και οι καθυστερημένοι δεν είναι ούτε άγριοι ούτε παιδιά). Υπάρχουν, εντούτοις, σημαντικές ομοιότητες και όλα αυτά που μας αποκάλυψαν, ο Piaget στο νου των παιδιών και ο Levi-Strauss στην Άγρια σκέψη, περιμένουν την αποκάλυψη τους στο νου και τον κόσμο του «απλού».*

Το υλικό που θα αποκάλυπτε αυτή η μελέτη είναι εξίσου ευχάριστο συναισθηματικά και διανοητικά και μας ωθεί στην κατεύθυνση μιας «ρομαντικής επιστήμης», όπως την έβλεπε ο Luria.

Τι είναι εκείνο που δίνει στους καθυστερημένους την έντονη αθωό­τητα τους, τη διαφάνεια, την πληρότητα και την αξιοπρέπεια τους; Ποια είναι εκείνη η ιδιότητα του νου τους, η διάθεση που τους χαρα­κτηρίζει, μια ιδιότητα τόσο χαρακτηριστική και αναγνωρίσιμη, που μας υποχρεώνει να μιλάμε για τον «κόσμο του απλοϊκού» (όπως μιλάμε για τον «κόσμο» του παιδιού ή του άγριου);

Αν έπρεπε να απαντήσουμε με μια μόνο λέξη, θα λέγαμε ότι αυτή τους η ιδιότητα είναι το «συγκεκριμένο»: ο κόσμος τους είναι ζωντανός, έντονος, αλλά και ταυτόχρονα απλοϊκός, ακριβώς γιατί είναι συγκεκρι­μένος: ούτε μπερδεμένος και διαλυμένος ούτε ενοποιημένος από την αφαιρετικότητα.

Οι νευρολόγοι, με μια αναστροφή ή ανατροπή της φυσικής τάξης των πραγμάτων, αντιλαμβάνονται την ιδιότητα του συγκεκριμένου σαν κάτι το αξιοθρήνητο, το ανάξιο λόγου, κάτι το παράλογο, ένα σημείο παλινδρόμησης. Έτσι, για τον Kurt Goldstein, τον άνθρωπο με το πιο συστηματικό πνεύμα της γενιάς του, ο νους, η ίδια η δόξα του ανθρώ-

* Ολόκληρη η πρώιμη δουλειά του Luria έχει γίνει σ' αυτούς τους τρεις συγγενικούς το­μείς: δουλειά πεδίου με τα παιδιά πρωτόγονων κοινοτήτων της Κεντρικής Ασίας, μελέτες στο Ινστιτούτο Ελλειμματολογίας. Η εμπειρία αυτή έβαλε τα θεμέλια της έρευνας της αν­θρώπινης φαντασίας, που συνέχισε σε ολόκληρη τη ζωή του.

212

που, επαφίεται αποκλειστικά και μόνο στην ιδιότητα της αφαίρεσης και της κατηγοριοποίησης, ενώ το αποτέλεσμα ακριβώς μιας βλάβης του εγκεφάλου —της κάθε βλάβης του— είναι να τον αποκλείσει από αυτή την ανώτερη περιοχή και να τον βάλει στη σχεδόν υπάνθρωπη, ελώδη, περιοχή του συγκεκριμένου. Αν ένας άνθρωπος χάσει τη δυνα­τότητα της «αφηρημένης-κατηγορικής στάσης» (Goldstein) ή της «προ­τακτικής σκέψης» (Hughlins Jackson), αυτό που μένει είναι υπανθρώπι-νο και ανάξιο οποιουδήποτε ενδιαφέροντος.

Μιλώ για αναστροφή, γιατί το συγκεκριμένο είναι στοιχειώδες, είναι ακριβώς αυτό που κάνει την πραγματικότητα «αληθινή», που της δίνει ζωή, οικειότητα και νόημα. Όλα αυτά χάνονται, αν χαθεί το συγκεκριμέ­νο, όπως είδαμε στην περίπτωση του σχεδόν εξωγήινου δρ Π., του «αν­θρώπου που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο», που έπεσε (όχι βέβαια με την έννοια του Goldstein) από το συγκεκριμένο στο αφηρημέ­νο.

Είναι πολύ πιο εύκολο —και ταυτόχρονα πιο φυσικό— να συλλά­βουμε την ιδέα της διατήρησης του συγκεκριμένου στην περίπτωση της εγκεφαλικής βλάβης, όχι σαν μια παλινδρόμηση στο συγκεκριμένο αλλά μια διατήρηση του, έτσι που η ουσιαστική προσωπικότητα, η ταυ­τότητα και η ανθρώπινη ιδιότητα, το είναι του πληγωμένου πλάσματος να παραμένουν αλώβητα.

Το βλέπουμε στον Zazetsky —τον «άνθρωπο με το θρυμματισμένο κόσμο»— ο οποίος παραμένει άνθρωπος, διατηρεί την πεμπτουσία του ανθρώπου, με όλη την ηθική βαρύτητα και την πλούσια φαντασία ενός ανθρώπου, παρά την ολοκληρωτική καταστροφή των αφαιρετικών και προτακτικών του δυνατοτήτων. Σ' αυτή την περιγραφή ο Luria, ενώ μοιάζει να υποστηρίζει τη διατύπωση του Hughlins Jackson και του Goldstein, την ίδια στιγμή, αναστρέφει εντελώς τη σημασία τους. Ο Za-zetsky δεν είναι κατά κανένα τρόπο ένα τιποτένιο λείψανο, όπως τον θέλει η θεώρηση των Jackson και Goldstein, αλλά ένας άνθρωπος με όλη του την ανθρωπιά, ένας άνθρωπος με απόλυτα διατηρημένες τις συγκινήσεις και τη φαντασία του, ίσως μάλιστα και ενισχυμένες. Ο κό­σμος του, παρά τον τίτλο του βιβλίου, δεν είναι «θρυμματισμένος», του λείπουν ίσως οι. ενοποιητικές αφαιρέσεις, αλλά βιώνεται σαν μια εξαι­ρετικά πλούσια, βαθιά και συγκεκριμένη πραγματικότητα.

Πιστεύω ότι όλα αυτά ισχύουν και για τους καθυστερημένους, και ακόμα περισσότερο, γιατί, όντας καθυστερημένοι από την αρχή, ποτέ δε γνώρισαν, δεν παρασύρθηκαν από το αφηρημένο, αλλά βίωσαν πά-

213

Page 109: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ντοτε την πραγματικότητα άμεσα, χωρίς μεσάζοντες, με μια στοιχειώδη και, πολλές φορές, συντριπτική ένταση.

Μπαίνουμε σε ένα χώρο γοητείας και παράδοξου που γεννά η αμφι­σημία του «συγκεκριμένου». Πιο συγκεκριμένα, σαν γιατροί, σαν θερα­πευτές, σαν δάσκαλοι, σαν επιστήμονες, καλούμαστε, στην πραγματικό­τητα είμαστε αναγκασμένοι, σε μια εξερεύνηση τον συγκεκριμένου. Αυτή είναι η «ρομαντική επιστήμη» του Luria. Πράγματι, και οι δυο μεγάλες κλινικές βιογραφίες, ή «νουβέλες», του Luria, μπορούν να θεω­ρηθούν σαν εξερευνήσεις του συγκεκριμένου: της διατήρησης του, στην υπηρεσία της πραγματικότητας, στον εγκεφαλικά τραυματισμένο Zazetsky της υπερβολής του, σε βάρος της πραγματικότητας, στον «υ-περ-νου» του Υπερμνήμονα.

Η κλασική επιστήμη δεν έχει να μας πει τίποτα για το συγκεκριμένο· στη νευρολογία και στην ψυχιατρική εξισώνεται με το τετριμμένο. Χρειάζεται μια «ρομαντική» επιστήμη για να του ξεπληρώσει το χρέος που του οφείλεται, για να εκτιμήσει τις εξαιρετικές του δυνατότητες... και τους κινδύνους του: στους καθυστερημένους αντιμετωπίζουμε κα-ταπρόσωπο το συγκεκριμένο, το συγκεκριμένο απλά και καθαρά, σε μια ένταση χωρίς μέτρο.

Το συγκεκριμένο ανοίγει πόρτες, αλλά μπορεί και να τις κλείνει. Μπορεί να είναι η πύλη προς την ευαισθησία, τη φαντασία, το βάθος. Μπορεί, όμως, και να φυλακίσει τον επιβάτη του (ή υποζύγιο του) σε λεπτομέρειες χωρίς νόημα. Και οι δύο αυτές δυναμικές παρουσιάζο­νται ξεκάθαρα, σαν να ήταν μεγεθυσμένες, στον καθυστερημένο.

Οι ενισχυμένες δυνάμεις της εικονοποίησης και της μνήμης του συ­γκεκριμένου, η αντιστάθμιση της Φύσης στην ελλειμματικότητα του ι­δεατού και του αφηρημένου, μπορούν να ωθούν προς την εντελώς α­ντίθετη κατεύθυνση: προς μία ψυχαναγκαστική ενασχόληση με τις λε­πτομέρειες, την ανάπτυξη μιας ειδητικής* εικονογράφησης και μνήμης και τη νοοτροπία του Εκτελεστή ή του «παιδιού-θαύματος» (όπως συνέ­βαινε με τον Υπερμνήμονα και, σε παλιότερους καιρούς, με την υπερ-

* Eidetic, από το γερμανικό Eidetisch (Ε. R. Jaensth, 1920), όρος κατασκευασμένος από το ελληνικό «είδος», με την έννοια της ουσίας, της μορφής, και σημαίνει στην ψυχολογία τη δυνατότητα των παίδων, κυρίων μεταξύ 10 και 15 χρονών, να βλέπουν κατά βούληση πράγ­ματα φανταστικά, ιδιαίτερα πρόσφατες αναμνήσεις, ιδιαίτερα ζωντανές και λεπτομερείς, μιας παραισθητικής καθαρότητας. Ο Jaensch χρησιμοποιεί γι' αυτές τις εικόνες τον όρο Anschaungsbilder, «προβαλλόμενες» ή εικόνες που χτενίζουμε. Ο «ειδητικός» είναι αυτός που βλέπει το πραγματικό όπως αυτό παρουσιάζεται, χωρίς να το ενσωματώνει στον ψυχισμό του. (Σ.τ.Μ.)

214

καλλιέργεια της συγκεκριμένης «τέχνης της μνήμης»:* βλέπουμε τέ­τοιες τάσεις στον Μάρτιν Α. (κεφάλαιο 22), στον Ζοζέ (κεφάλαιο 24) και ιδιαίτερα στους Διδύμους (κεφάλαιο 23), μεγεθυσμένες, ιδιαίτερα στην περίπτωση των Διδύμων, από τις αιτήσεις δημόσιας επίδειξης, σε συνδυασμό με τον ψυχαναγκασμό και την επιδειξιμανία τους.

Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει αυτή καθαυτή η χρήση και η ανάπτυξη του συγκεκριμένου, που, αν και είναι πολύ πιο ανθρώ­πινη, πολύ πιο συγκινητική, πολύ πιο «αληθινή», μόλις και μετά βίας αναγνωρίζεται από τις επιστημονικές μελέτες του καθυστερημένου, αν και γίνεται αμέσως αντιληπτή από τους άμεσα εμπλεκόμενους γονείς και δασκάλους.

Το συγκεκριμένο μπορεί, όσο και οποιαδήποτε αφηρημένη σύλληψη, να γίνει φορέας μυστηρίου, ομορφιάς και βάθους, ένα πέρασμα προς τις συγκινήσεις, τη φαντασία, το πνεύμα (ίσως και περισσότερο από αυτές, όπως το υποστήριζε ο Gershom Scholem (1965) μιλώντας για την αντίθεση ιδεατού και συμβολικού ή ο Jerome Bruner (1984) στην αντί­θεση που θέτει ανάμεσα στο «παραδειγματικό» και το «αφηγηματικό»). Το συγκεκριμένο εμποτίζεται εύκολα με συναίσθημα και νόημα, ίσως πιο εύκολα από οποιαδήποτε αφηρημένη έννοια. Μετατοπίζεται εύκο­λα στο χώρο της αισθητικής, του κωμικού, ή του συμβολικού, στον απέ­ραντο και βαθύ κόσμο της τέχνης και του πνεύματος. Ίσως, λοιπόν, οι πνευματικά καθυστερημένοι, εννοιολογικά να είναι ανάπηροι, όσο α­φορά, όμως, τις δυνάμεις συγκεκριμένης και συμβολικής αντίληψης που διαθέτουν, μπορεί να εξισώνονται πλήρως με το οποιοδήποτε «φυσιολογικό» άτομο. (Και αυτό είναι επιστήμη και ταυτόχρονα ποίη­ση...) Κανένας δεν το έχει εκφράσει καλύτερα από τον Κίρκεγκαρντ, με τα λόγια που έγραψε στο κρεβάτι του θανάτου του (και παραφράζω ελαφρά):« Άκου, απλέ άνθρωπε!. Ο συμβολισμός των Γραφών είναι κά­τι ασύλληπτα ανώτερο... αλλά δεν είναι "ανώτερο" με την έννοια της διανοητικής εξύψωσης, ή εξαιτίας της σχέσης του με τις διανοητικές διαφορές από άνθρωπο σε άνθρωπο... Όχι, είναι για όλους... και όλοι μπορούν να φτάσουν αυτό το ασύλληπτο ύψος».

Ένας άνθρωπος μπορεί να είναι πολύ «χαμηλός» διανοητικά, ανίκα­νος να βάλει ένα κλειδί στην πόρτα, και ακόμα περισσότερο ανίκανος νο, καταλάβει τους νόμους του Νεύτωνα, εντελώς ανίκανος να συλλά­βει τον κόσμο με τη μορφή εννοιών, και, παρ' όλα αυτά, απόλυτα ικα­νός, και τελικά χαρισματικός, στο να καταλαβαίνει τον κόσμο συγκε-

* Βλέπε το εξαίρετο βιβλίο The Art of Memory του Francis Yates (1966).

215

Page 110: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

κριμένα, με τη μορφή συμβόλων. Αυτή είναι η άλλη πλευρά, η σχεδόν θεία πλευρά, αυτών των ιδιόμορφων πλασμάτων, των ταλαντούχων κα­θυστερημένων, του Μάρτιν, του Ζοζέ και των Διδύμων.

Θα μπορούσαμε, όμως, να πούμε ότι είναι ασυνήθιστοι και ελάχιστα τυπικοί. Αρχίζω, λοιπόν, αυτή την τελευταία ενότητα με τη Ρεβέκα, μια εντελώς «συνηθισμένη» νέα γυναίκα, μία καθυστερημένη, με την οποία εργάστηκα εδώ και δώδεκα χρόνια. Όταν τη θυμάμαι, μια ζεστασιά με πλημμυρίζει.

216

21 Ρεβέκα

Η Ρεβέκα δεν ήταν πια παιδί όταν μας την έστειλαν στην κλινική μας. Ήταν 19 χρονών, αλλά, όπως μας είπε η γιαγιά της, ήταν «παιδί σε πολλά πράγματα». Δεν μπορούσε να βρει το δρόμο της γύρω από το τετράγωνο του σπιτιού της, δεν μπορούσε να ανοίξει με σιγουριά μια πόρτα με ένα κλειδί (δεν «έβλεπε» πώς έπρεπε να βάλει το κλειδί και δεν έδειχνε να μπορεί να το μάθει). Μπέρδευε το δεξί με το αριστερό, μερικές φορές έβαζε τα ρούχα της ανάποδα, το μέσα έξω, το μπρος πίσω, χωρίς να φαίνεται να το αντιλαμβάνεται ή, αν το παρατηρούσε, χωρίς να είναι σε θέση να το διορθώσει. Της συνέβαινε να περνά ώρες στριμώχνοντας το χέρι ή το πόδι της στο λάθος γάντι ή παπούτσι, έ­μοιαζε, όπως έλεγε η γιαγιά της, να μην έχει «αίσθηση του χώρου».

Ήταν αδέξια και ασυντόνιστη σε όλες τις κινήσεις της, «ανόητη», όπως έλεγε μία αναφορά, «κινητικά καθυστερημένη», όπως έλεγε κάποια άλ­λη (ενώ όταν χόρευε, κάθε της αδεξιότητα εξαφανιζόταν).

Η Ρεβέκα είχε ένα μερικά χωρισμένο ουρανίσκο που προκαλούσε ένα σφύριγμα όταν μιλούσε· κοντά, κολοβωμένα δάχτυλα με παραμορ­φωμένα νύχια που σταματούσαν απότομα· και μία ψηλή, εκφυλιστική μυωπία που απαιτούσε πολύ χοντρά ματογυάλια· όλα στίγματα της ί­διας συγγενούς κατάστασης που ήταν υπεύθυνη των εγκεφαλικών και πνευματικών της ελλειμμάτων. Ήταν οδυνηρά ντροπαλή και αποτρα-βηγμένη, καθώς ένιωθε σαν «αντικείμενο γέλιων», αυτό που είχε πάντα υπάρξει.

Αλλά ταυτόχρονα ήταν ικανή να δημιουργεί ζεστούς, βαθείς, ακόμα και παθιασμένους δεσμούς. Αγαπούσε βαθιά τη γιαγιά της που την είχε μεγαλώσει από τα 3 της (όταν έμεινε ορφανή μετά από το θάνατο και των δυο γονιών της). Αγαπούσε πολύ τη φύση και πέρναγε πολύ ευτυχισμένες ώρες κάθε φορά που την έβγαζαν βόλτα στα πάρκα και

217

Page 111: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τους βοτανικούς κήπους της πόλης. Αγαπούσε, επίσης, πολύ τις ιστο­ρίες που της διηγόνταν, αν και ποτέ της δεν έμαθε να διαβάζει (παρά τις επίμονες και τρομερές προσπάθειες) και εκλιπαρούσε τη γιαγιά της και άλλους να της διαβάσουν. «Έχει μια δίψα για ιστορίες», έλεγε η γιαγιά της· και ευτυχώς η γιαγιά διάβαζε με μεγάλη ευχαρίστηση και είχε μια πολύ ωραία φωνή που εκστασίαζε τη Ρεβέκα. Όχι μόνο ιστο­ρίες αλλά και ποίηση. Έμοιαζε σαν μια βαθιά ανάγκη ή δίψα για τη Ρεβέκα, μία αναγκαία μορφή τροφής πραγματικότητας για το μυαλό της. Η φύση ήταν όμορφη αλλά μουγγή. Δεν ήταν αρκετό. Είχε ανάγκη να της παρουσιάζεται ο κόσμος μέσα από λεκτικές εικόνες, μέσα από τη γλώσσα, και δε φαινόταν να έχει μεγάλη δυσκολία για να παρακο­λουθήσει τις μεταφορές και τους συμβολισμούς ακόμα και πολύ δύ­σκολων σε νοήματα ποιημάτων, κάτι που ερχόταν σε εντυπωσιακή α­ντίθεση με την ανικανότητα της σε απλές φράσεις και οδηγίες. Η γλώσ­σα των αισθημάτων, του συγκεκριμένου, της εικόνας και των συμβόλων σχημάτιζε έναν κόσμο που αγαπούσε και στον οποίο μπορούσε να μπει σε έναν πολύ αξιόλογο βαθμό. Αν και ήταν βραδύνους ως προς τις έννοιες (και τις «προτάσεις»), αισθανόταν άνετα με τη γλώσσα της ποίη­σης και η ίδια ήταν με ένα δισταχτικό, συγκινητικό τρόπο ένα είδος «πρωτόγονης», φυσικής ποιήτριας. Οι μεταφορές, μεταφορικά στοιχεία του λόγου, παρομοιώσεις μάλλον απροσδόκητες, της έρχονταν φυσικά, αν και απρόοπτα, σαν ξαφνικές ποιητικές εκσπερματώσεις ή υπαινιγ­μοί. Η γιαγιά της ήταν θρήσκα, με έναν πολύ ήρεμο τρόπο, και αυτό ίσχυε και για τη Ρεβέκα: της άρεσε το άναμμα των κεριών του Σαββά­του, οι ευλογίες και οι προσευχές που αποτελούν την εβραϊκή ημέρα· της άρεσε να πηγαίνει στη Συναγωγή, όπου επίσης την αγαπούσαν (και τη θεωρούσαν σαν ένα παιδί του Κυρίου, ένα είδος αθώου, άγιου τρε­λού)· καταλάβαινε πλήρως τη λειτουργία, τους ύμνους, τις προσευχές, τις τελετουργίες και τα σύμβολα από τα οποία αποτελείται η ορθόδοξη εβραϊκή λειτουργία. Όλα αυτά ήταν δυνατά γι' αυτή, προσιτά, αγαπημέ­να, παρά τα μεγάλα αντιληπτικά και χωροχρονικά προβλήματα της και παρά τις μεγάλες της διαταραχές σε οποιαδήποτε σχηματική λειτουρ­γία· δεν μπορούσε να μετρήσει τα ρέστα, οι παραμικροί υπολογισμοί την κατέβαλλαν, δεν μπορούσε να μάθει να γράφει ή να διαβάζει και έφτανε ένα μέσο όρο 60 ή και λιγότερο στο Δείκτη Νοημοσύνης της (παρόλο που πήγαινε πολύ καλύτερα στο λεκτικό από το παραστατικό μέρος της εξέτασης).

Ήταν, λοιπόν, «μωρή», «ιδιώτης», «μπούφος» ή αυτή την εντύπωση έδινε και έτσι την έλεγαν σε ολόκληρη τη ζωή της — αλλά με μια α-

προσδόκητη, παράξενα συγκινητική, ποιητική δύναμη. Επιφανειακά δεν ήταν παρά ένας σωρός από ανικανότητες και ελλείμματα και τις έντονες απογοητεύσεις και αγωνίες που είναι συνδεδεμένες με αυτά· επιφανειακά πάντα ήταν και το αισθανόταν μία διανοητικά ανάπηρη, πολύ χαμηλότερα από τις άκοπες ικανότητες, τις ευτυχισμένες δυνατό­τητες των άλλων αλλά σε κάποιο βαθύτερο επίπεδο δεν υπήρχε αί­σθηση κανενός ελλείμματος ή ανικανότητας αλλά ένα αίσθημα ηρεμίας και πληρότητας, τέλειας ζωντάνιας, ένα αίσθημα ότι ήταν ένας άνθρω­πος, βαθύς και ανώτερος, ίσος με όλους τους άλλους. Νοητικά, λοιπόν, η Ρεβέκα ένιωθε ανάπηρη· πνευματικά ένιωθε σαν ένα πλήρες και ο­λοκληρωμένο ον.

Όταν την πρωτοείδα —αδέξια, χοντροκομμένη, άτσαλη— την είδα απλά, ή συνολικά, σαν ένα θύμα, μία συντριμμένη ύπαρξη, της οποίας θα μπορούσα να βρίσκω τις νευρολογικές διαταραχές και να τις ανατέ­μνω με ακρίβεια: ένα πλήθος απραξίες και αγνωσίες, ένας σωρός από αισθητικοκινητικές διαταραχές και βλάβες, περιορισμοί των διανοητι­κών σχημάτων και εννοιών που αντιστοιχούν (σύμφωνα με τα κριτήρια του Piaget) με αυτά ενός παιδιού 8 χρονών. Φτωχό παιδί, σκέφτηκα μέσα μου, ίσως με ένα «θραύσμα ικανότητας», ένα τερατώδες χάρισμα ομιλίας- ένα σκέτο μωσαϊκό ανώτερων φλοιωδών λειτουργιών, πιαζετι-κών σχημάτων, τα περισσότερα διαταραγμένα.

Την επόμενη φορά που την είδα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Δεν ήταν κάτω από συνθήκες εξέτασης, κλινικής «αξιολόγησης». Έκανα μια βόλτα έξω —ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα— έχοντας λίγα λε­πτά στη διάθεση μου πριν από το άνοιγμα της κλινικής, και τότε είδα τη Ρεβέκα να κάθεται σε ένα παγκάκι κοιτώντας τα απριλιάτικα φυλ­λώματα ήσυχα, με μια φανερή ευχαρίστηση. Καθώς καθόταν εκεί, ντυ­μένη με ένα ανάλαφρο φόρεμα, με το πρόσωπο ήρεμο και με ένα ανε­παίσθητο χαμόγελο, μου 'φερε ξαφνικά στο μυαλό μια από τις νέες κοπέλες του Τσέχοφ —Ειρήνη, Άνια, Σόνια, Νίνα— μέσα σε έναν τσε-χοφικό Βυσσινόκηπο, θα μπορούσε να είναι η οποιαδήποτε νέα γυναί­κα που απολαμβάνει μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα. Αυτή ήταν η αν­θρώπινη οπτική μου σε αντίθεση με τη νευρολογική μου άποψη.

Καθώς πλησίασα, άκουσε τα βήματα μου και γύρισε, μου απηύθυνε ένα πλατύ χαμόγελο και έκανε μια βουβή κίνηση. Έμοιαζε σαν να 'λε-γε: «Κοιτάξτε τον κόσμο. Πόσο όμορφος είναι!» Και τότε άρχισαν να βγαίνουν σε μια τζακσόνεια προσπάθεια παράξενα, απότομα, ποιητικά εκκρίματα: «άνοιξη», «γέννηση», «μεγάλωμα», «ξύπνημα», «έλευση στη ζωή», «εποχές», «το κάθε πράγμα στον καιρό του». Σκεφτόμουν τον

219 218

Page 112: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Εκκλησιαστή: «Για το καθετί υπάρχει μια εποχή, και υπάρχει μια εποχή για καθετί κάτω από τους ουρανούς. Μια εποχή για να γεννηθείς και μια εποχή για να πεθάνεις· μια εποχή για τη σπορά και μια εποχή...» Αυτό ήταν που η Ρεβέκα αναφωνούσε με τον ασύνδετο τρόπο της, ένα όραμα εποχών, καιρών, σαν αυτούς του Προσευχητή. «Είναι ένας ηλί­θιος Εκκλησιαστής», σκέφτηκα. Μ' αυτή τη φράση οι δυο απόψεις που είχα γι' αυτή —ηλίθια και συμβολίστρια— συναντήθηκαν, συγκρούστη­καν και συγχωνεύτηκαν. Τα είχε πάει πολύ άσκημα στα διάφορα τεστ — τα οποία, κατά έναν τρόπο, προορίζονταν, όπως όλα τα νευρολογικά και ψυχολογικά τεστ, όχι απλώς να αποκαλύψουν και να φανερώσουν τα ελλείμματα, αλλά να την αναλύσουν σε λειτουργίες και ελλείμματα. Στα τυπικά τεστ είχε διαλυθεί αξιοθρήνητα, αλλά τώρα ήταν μυστηριω­δώς ένα «όλον» και συνθεμένη.

Γιατί ήταν τόσο αποσυνθεμένη προηγουμένως και τόσο ανασυνδεμέ­νη τώρα; Είχα ένα πολύ έντονο αίσθημα δύο εντελώς διαφορετικών τρόπων σκέψης ή οργάνωσης ή ζωής. Ο πρώτος σχηματικός —αντίλη­ψη διατάξεων, λύση προβλημάτων— αυτός ήταν που είχε εξεταστεί και όπου είχε εμφανιστεί τόσο ελαττωματική, τόσο καταστροφικά ελλειμ­ματική. Αλλά τα τεστ δεν είχαν δώσει την παραμικρή ιδέα για οτιδήπο­τε εκτός από τα ελλείμματα, οτιδήποτε πέρα από τα ελλείμματα της.

Δε μου είχαν κάνει καμιά νύξη για τις θετικές της δυνάμεις, τη δυνα­τότητα της να αντιλαμβάνεται τον πραγματικό κόσμο —τον κόσμο της φύσης και ίσως της φαντασίας— σαν ένα συνεκτικό, ευδιάκριτο ποιη­τικό όλον: την ικανότητα της να το βλέπει, να το σκέφτεται και (όταν μπορούσε) να το ζει· δε μου είχαν δώσει καμιά ιδέα για τον εσωτερικό της κόσμο ο οποίος φανερά ήταν σύνθετος και συνεκτικός και μπορού­σε να προσεγγιστεί σαν κάτι διαφορετικό από μία σειρά προβλημάτων και δοκιμασιών.

Ποιο, όμως, ήταν το συνθετικό στοιχείο που επέτρεπε τη σύνθεση της (σαφώς ήταν κάτι εκτός σχηματικών ικανοτήτων); Άρχισα να σκέ­φτομαι τη λατρεία που έτρεφε στα παραμύθια, την αφηγηματική σύν­θεση και συνοχή. Είναι δυνατό, αναρωτήθηκα, αυτό το ον εδώ μπροστά μου —ταυτόχρονα ένα χαριτωμένο κορίτσι και μια καθυστερημένη, ένα νοητικό ατύχημα— να μπορεί να χρησιμοποιήσει έναν αφηγηματικό (ή δραματικό) τρόπο, για να συνθέτει και να ενοποιεί ένα συνεκτικό κό­σμο, στη θέση του σχηματικού κόσμου που σ' αυτή είναι τόσο ελαττω-ματικός, που απλώς δε λειτουργεί; Και καθώς σκεφτόμουν, τη θυμήθη-κα να χορεύει και θυμήθηκα με ποιο τρόπο αυτή η πράξη οργάνωνε τις κάτω από άλλες συνθήκες αδέξιες και ασύνδετες κινήσεις.

220

Τα τεστ, οι προσεγγίσεις που χρησιμοποιούμε, σκεφτόμουν καθώς την κοίταζα να κάθεται στο παγκάκι —απολαμβάνοντας όχι μόνο μια απλή αλλά μια ιερή θέα της φύσης— η προσέγγιση μας, οι «αξιολογή­σεις» μας είναι εντελώς γελοίες, απροσάρμοστες. Μας δείχνουν μόνο ελλείμματα, δε μας δείχνουν τις δυνάμεις· μας δείχνουν μόνο αινίγματα και σχήματα, όταν έχουμε ανάγκη να δούμε μουσική, αφήγηση, παιχνί­δι, ένα άτομο που χειρίζεται τον εαυτό του αυθόρμητα με το δικό του φυσικό τρόπο.

Ένιωθα ότι η Ρεβέκα ήταν άθικτη και ολοκληρωμένη σαν «αφηγημα­τικό» ον, στις καταστάσεις στις οποίες μπορούσε να οργανώσει τον ε­αυτό της με έναν αφηγηματικό τρόπο· ήταν κάτι πολύ σημαντικό το να το ξέρει αυτό κανείς, γιατί του επέτρεπε να βλέπει αυτή και το δυναμι­κό της κάτω από μια εντελώς διαφορετική γωνία από εκείνη που ο σχηματικός τρόπος επέβαλλε.

Ήμουν τυχερός που μπόρεσα να δω τη Ρεβέκα από όλες τις τόσο διαφορετικές πλευρές της —τόσο καταστραμμένη και αδιόρθωτη από τη μία, τόσο γεμάτη υποσχέσεις και δυναμικό από την άλλη— καθώς και το ότι ήταν μια από τις πρώτες ασθενείς που είδα στην κλινική μας. Γιατί αυτό που είδα σ' αυτή, αυτό που μου έδειξε, το βλέπω τώρα σε όλους τους ασθενείς.

Καθώς συνέχισα να την κοιτάζω, έμοιαζε να βαθαίνει. Ή ίσως μου αποκάλυπτε ή έφτασα να σέβομαι τα βάθη της όλο και περισσότερο. Δεν ήταν πάντα εντελώς ευτυχισμένα βάθη —ποτέ δεν είναι τα βάθη— αλλά ήταν κυρίως ευτυχισμένα κατά το μεγαλύτερο μέρος της χρονιάς.

Ύστερα, το Νοέμβριο, η γιαγιά της πέθανε. Η ελαφράδα, η χαρά που είχε εκφράσει τον Απρίλιο μεταμορφώθηκε τώρα στο βαθύτερο πόνο και σε σκοτάδι. Βρισκόταν σε απόγνωση, αλλά συμπεριφερόταν με με­γάλη αξιοπρέπεια. Η αξιοπρέπεια και το ηθικό βάθος προστέθηκαν τότε για να σχηματίσουν ένα σοβαρό και διαρκές αντίβαρο στην ελα­φριά και λυρική προσωπικότητα που είχα κυρίως δει προηγουμένως.

Την επισκέφτηκα, μόλις έμαθα τα νέα, και με δέχτηκε με μεγάλη αξιοπρέπεια αλλά παγωμένη από τον πόνο στο μικρό της δωμάτιο, στο άδειο πια σπίτι. Η ομιλία της ήταν και πάλι γεμάτη μικρά επιφωνήματα, «τζακσόνεια», με σύντομες αρθρώσεις πόνου και θρήνου. «Γιατί έπρεπε να φύγει;» είπε κλαίγοντας· και πρόσθεσε: «Κλαίω για μένα, όχι γι' αυ­τή». Ύστερα, μετά από μια παύση: «Η γιαγιούλα είναι καλά. Πήγε στο Παντοτινό της Σπίτι». Παντοτινό Σπίτι! Ήταν δικό της αυτό το σύμβο­λο ή ήταν μία ασυνείδητη ανάμνηση ή ένας υπαινιγμός στις Αιώνιες Μονές του Εκκλησιαστή; «Κρυώνω τόσο πολύ», είπε κλαίγοντας και

221

Page 113: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

κουλουριάστηκε. «Δεν είναι έξω, είναι μέσα ο χειμώνας. Κρύος σαν το θάνατο», πρόσθεσε. «Ήταν ένα δικό μου κομμάτι. Ένα μέρος μου πέ­θανε μαζί της».

Ήταν πλήρης στο θρήνο της —πλήρης και τραγική— δεν είχε κανέ­να λόγο εκείνη τη στιγμή να την πει κανείς «νοητικά καθυστερημένη». Μετά από μισή ώρα ξεπάγωσε, ξαναπήρε λίγη από τη ζεστασιά της και τη ζωντάνια της και είπε: «Είναι χειμώνας. Νιώθω νεκρή. Αλλά ξέρω πως η άνοιξη θα ξανάρθει».

Η διεργασία του πένθους υπήρξε αργή αλλά πετυχημένη, καθώς η Ρεβέκα, ακόμα και όταν ήταν περισσότερο τσακισμένη, πήγαινε λίγο πιο μπροστά. Βοηθήθηκε σημαντικά από μια συμπαθητική και υπο-στηρικτική θεία, μία αδελφή της γιαγιάς της, που μετακόμισε τώρα στο σπίτι της. Βοηθήθηκε σημαντικά και από τη Συναγωγή και τη θρησκευ­τική κοινότητα και, πάνω απ' όλα, από την τελετουργία του «shiva» και την ειδική θέση που της δόθηκε σαν ορφανής στην πρωτοκαθεδρία του πένθους. Ίσως βοηθήθηκε και από τη δυνατότητα της να μου μιλά­ει ελεύθερα. Και βοηθήθηκε ακόμα σε ένα ενδιαφέρον επίπεδο από τα όνειρα που διηγόταν με ζωηρότητα και που σαφώς επισήμαναν τα στά­δια της εργασίας πένθους (βλέπε Peters, 1983).

Όπως τη θυμάμαι σαν τη Νίνα του Τσέχοφ στον απριλιάτικο ήλιο, έτσι τη θυμάμαι χαραγμένη με τραγική καθαρότητα στο σκοτεινό Νο­έμβριο εκείνης της χρονιάς, να στέκεται στο μαύρο νεκροταφείο του Κουίνς και να λέει το Kaddish πάνω από τον τάφο της γιαγιάς της. Οι προσευχές και οι ιστορίες από τη Βίβλο ασκούσαν πάνω της γοητεία, συνδυασμένες πάντα με την ευτυχισμένη, τη λυρική, την «ευλογημένη» μεριά της ζωής της. Τώρα στις πένθιμες προσευχές, στον 103ο Ψαλμό, και πάνω απ' όλα στο Kaddish, βρήκε τις σωστές και τις μοναδικές λέξεις για την ηρεμία και το θρήνο της.

Κατά τη διάρκεια όλων των ενδιάμεσων μηνών της (ανάμεσα στην πρώτη φορά που την είδα, τον Απρίλιο, και το θάνατο της γιαγιάς της, το Νοέμβριο) η Ρεβέκα, όπως όλοι μας οι «πελάτες» (μια φριχτή λέξη που γινόταν τότε της μόδας, γιατί υποτίθεται ότι ήταν λιγότερο υποτι­μητική από το «ασθενείς»), συνωστιζόταν σε μια ποικιλία εργαστηρίων και μαθημάτων, σαν μέρος του Αναπτυξιακού και Γνωστικού μας Προ­γράμματος (και αυτοί ήταν όροι «in» εκείνη την εποχή).

Δε λειτούργησε με τη Ρεβέκα, δε λειτούργησε με τους περισσότε­ρους από αυτούς. Τελικά σκέφτηκα ότι δεν ήταν η σωστή τακτική, για­τί αυτό που κάναμε ήταν να τους οδηγούμε καταμέτωπα επάνω στα

222

όριά τους, όπως ήδη το είχαν κάνει μάταια, και συχνά μέχρι κάποιο απάνθρωπο σημείο, σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους.

Δίναμε υπερβολική προσοχή στα ελλείμματα των ασθενών μας, όπως για πρώτη φορά μού το είπε η Ρεβέκα, και άπειρα λιγότερη σε ό,τι ήταν άθικτο και διατηρημένο. Για να χρησιμοποιήσω μερικές ακόμα εκφράσεις του επιστημονικού ιδιώματος, μας απασχολούσε υπερβολι­κά πολύ η «μελέτη των ελλειμματικών καταστάσεων» και πάρα πολύ λίγο η «μελέτη της αφήγησης»*, η παραμελημένη και τόσο απαραίτητη επιστήμη του συγκεκριμένου.

Η Ρεβέκα, με συγκεκριμένες εικόνες, με τον ίδιο της τον εαυτό, έκα­νε σαφείς τις δύο εντελώς διαφορετικές, εντελώς διαχωρισμένες μορ­φές σκέψης και νου, τον «παραδειγματικό» και τον «αφηγηματικό» (με την ορολογία του Bruner). Και παρόλο που και τα δύο είναι εξίσου φυσικά και έμφυτα για το διαστελλόμενο ανθρώπινο μυαλό, το αφηγη­ματικό έρχεται πρώτο, αποτελεί την πνευματική του προτεραιότητα. Τα πολύ μικρά παιδιά αγαπούν και ζητούν τις ιστορίες και μπορούν να καταλάβουν πολύ περίπλοκα θέματα, όταν παρουσιάζονται σαν ιστο­ρίες, τη στιγμή που οι δυνατότητες τους να καταλάβουν τις γενικές ιδέες και τα παραδείγματα είναι σχεδόν ανύπαρκτες. Αυτή ακριβώς η αφηγηματική ή συμβολική δύναμη είναι που δίνει ένα νόημα στη ζωή —μία συγκεκριμένη πραγματικότητα στη φανταστική μορφή του συμ­βόλου και της Ιστορίας— τη στιγμή που η αφηρημένη σκέψη δεν προ­σφέρει απολύτως τίποτα. Ένα παιδί ακολουθεί τη Βίβλο πριν ακολου­θήσει τον Ευκλείδη. Όχι γιατί η Βίβλος είναι απλούστερη (θα μπορούσε να ειπωθεί το αντίθετο), αλλά γιατί είναι φτιαγμένη με ένα συμβολικό και αφηγηματικό τρόπο.

Έτσι η Ρεβέκα στα 19 της παρέμενε, όπως έλεγε η γιαγιά της, «σαν μικρό παιδί». Σαν παιδί, αλλά όχι παιδί, γιατί ήταν ενήλικας. (Ο όρος «καθυστερημένος» υπαινίσσεται ένα άτομο που παραμένει παιδί, ο ό­ρος «πνευματικά ελλειμματικός» έναν ελλειμματικό ενήλικα- και οι δύο όροι, και οι δύο έννοιες συνδυάζουν μια βαθιά αλήθεια και μια βαθιά ανακρίβεια.)

Στην περίπτωση της Ρεβέκας —και άλλων ελλειμματικών ατόμων στα οποία επιτρέπεται ή τα οποία ενθαρρύνονται σε μία προσωπική ανάπτυξη— οι συγκινησιακές, αφηγηματικές και συμβολικές δυνάμεις μπορούν να αναπτυχθούν και να αποκτήσουν δύναμη και πληθωρικότη-τα, και μπορούν να αποδώσουν (όπως στην περίπτωση της Ρεβέκας)

* «Defectology» και «narratology». (Σ.τ.Μ.)

223

Page 114: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ένα είδος γεννημένου ποιητή —ή (όπως στην περίπτωση του Ζοζέ) ένα είδος γεννημένου καλλιτέχνη— ενώ οι παραδειγματικές και εννοιολογι­κές δυνάμεις, φανερά αδύναμες από την αρχή, αναπτύσσονται πολύ αργά και επώδυνα και είναι ικανές μόνο για μια πολύ περιορισμένη και καθυστερημένη εξέλιξη.

Η Ρεβέκα το αντιλαμβανόταν πλήρως, όπως μου το είχε δείξει πολύ καθαρά από την πρώτη μέρα που την είδα, όταν μου μίλησε για την αδεξιότητα της και για τη μετατροπή των ανοργάνωτων και ασύνδετων κινήσεων της σε καλοοργανωμένες, αρμονικές και ρέουσες με την πα­ρουσία μουσικής· και όταν μου έδειξε με ποιο τρόπο ήταν η ίδια συ­γκροτημένη σε μια φυσική σκηνογραφία με μια οργανική, αισθητική και δραματική ενότητα και αίσθηση.

Σχετικά απότομα, μετά το θάνατο της γιαγιάς της, φάνηκε ξεκάθαρη και αποφασιστική. «Δε θέλω άλλα μαθήματα, άλλα εργαστήρια», είπε. «Δε μου προσφέρουν τίποτα. Δεν κάνουν τίποτα για να με συγκροτή­σουν». Και ύστερα, με εκείνη τη δύναμη, που τόσο θαύμαζα, για να βρίσκει τη σωστή παρομοίωση ή μεταφορά που είχε τόσο αναπτυγμέ­νη, παρ' όλο το χαμηλό της Δείκτη Νοημοσύνης, κοίταξε κάτω στο χαλί του γραφείου και είπε: «Είμαι σαν ένα ζωντανό χαλί. Έχω ανάγκη από ένα καλούπι, ένα σχέδιο σαν αυτό που έχετε στο χαλί σας. Γίνομαι κομμάτια και ξεφτάω, εκτός αν υπάρχει κάποιο σχέδιο». Κοίταξα κάτω στο χαλί όταν η Ρεβέκα είπε αυτά τα λόγια και μου ήρθε στο μυαλό η περίφημη εικόνα του Sherrington που σύγκρινε τον εγκέφαλο/νου με ένα «μαγικό αργαλειό» που υφαίνει σχέδια που ολοένα διαλύονται αλλά πάντα με κάποιο νόημα. Σκέφτηκα: μπορεί κανείς να έχει ένα ακατέρ­γαστο χαλί χωρίς σχέδιο; Μπορεί κανείς να έχει το σχέδιο χωρίς το χαλί (αυτό, όμως, θύμιζε το χαμόγελο χωρίς το γάτο του Τσέστερσαϊρ*); Ένα «ζωντανό» χαλί, όπως ήταν η Ρεβέκα, έπρεπε να 'χει και τα δύο, και ειδικά αυτή, με την έλλειψη της μιας σχηματικής δομής (το στημόνι και. το υφάδι, την πλέξη του χαλιού, για να το πούμε έτσι), μπορεί πράγμα τι να ξέφτιζε αν δεν είχε ένα σχέδιο (τη δραματική ή την αφηγηματική δομή του χαλιού). «Μου χρειάζεται ένα νόημα», συνέχισε. «Τα μαθήμα-τα, οι παράξενες εργασίες δεν έχουν νόημα... Αυτό που στ' αλήθεια μου αρέσει», πρόσθεσε με πίκρα και με λαχτάρα, «είναι το θέατρο».

Πήραμε τη Ρεβέκα από το εργαστήριο που μισούσε και τα καταφέ-ραμε να τη γράψουμε σε μια ειδική θεατρική ομάδα. Της άρεσε· την ανασυγκροτούσε- τα πήγε εκπληκτικά καλά: μεταμορφώθηκε σε ένα

* Αναφορά στο γάτο του Τσέστερσαϊρ από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων. (Σ.τ.Μ.)

224

πλήρες πρόσωπο, με αυτοκυριαρχία, άνεση, με στιλ σε κάθε της ρόλο. Αν κάποιος έβλεπε τώρα τη Ρεβέκα στη σκηνή —γιατί το θέατρο και η θεατρική ομάδα έγιναν γρήγορα η ίδια η ζωή της— δε θα μπορούσε ποτέ να μαντέψει ότι ήταν πνευματικά ελλειμματική.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Η δύναμη της μουσικής, της αφήγησης και της δραματουργίας έχει μια πολύ μεγάλη πρακτική και θεωρητική σημασία. Μπορεί κανείς να το καταλάβει ακόμα και στην περίπτωση των ιδιωτών με Δ.Ν. χαμηλό­τερο από 20 και με ακραία κινητική ανικανότητα και σύγχυση. Ο άξε­στος χαρακτήρας των κινήσεων τους μπορεί να εξαφανιστεί στη στιγμή με τη μουσική και το χορό: ξαφνικά, παρουσία μουσικής, ξέρουν πώς να κινηθούν. Βλέπουμε πως οι καθυστερημένοι, ανίκανοι να εκτελέ­σουν σωστά απλές δουλειές, που περιλαμβάνουν ίσως τέσσερις ή πέντε κινήσεις ή διεργασίες σε διαδοχή, μπορούν να τις κάνουν άψογα αν δουλεύουν με μουσική· τη διαδοχή των κινήσεων που δεν μπορούν να συγκρατήσουν σαν σχήμα μπορούν να τη συγκρατήσουν τέλεια σαν μουσική, δηλαδή αν τυλίγεται από μουσική. Το ίδιο μπορεί να παρατη­ρηθεί, πολύ θεαματικά, σε ασθενείς με βαριές βλάβες του μετωπιαίου λοβού και με απραξία, μία ανικανότητα να χάνουν πράγματα, να συ­γκρατήσουν την παραμικρή κινητική διαδοχή ή πρόγραμμα, ακόμα και να περπατήσουν, παρά τη διατήρηση μιας άψογης εξυπνάδας σε όλους τους άλλους τομείς. Αυτό το διαδικαστικό έλλειμμα, η κινητική ιδιωτεία, όπως θα μπορούσε να το αποκαλέσει κανείς, που αδρανοποιεί το ο­ποιοδήποτε συνηθισμένο σύστημα εκπαιδευτικής αποκατάστασης, ε­ξαφανίζεται εντελώς αν εκπαιδευτής είναι η μουσική. Αυτό είναι α­ναμφίβολα η λογική εξήγηση, ή μία από τις λογικές βάσεις, των τρα­γουδιών της δουλειάς.

Αυτό που βλέπουμε βασικά είναι η δύναμη της μουσικής να οργα­νώνει, και να το κάνει αποτελεσματικά (και απολαυστικά!), όταν οι α­φηρημένες ή σχηματικές μορφές οργάνωσης αποτυγχάνουν. Πράγματι, είναι ιδιαίτερα θεαματικό, όπως θα το περίμενε κανείς, όταν ακριβώς καμιά άλλη μορφή οργάνωσης δε λειτουργεί. Έτσι, η μουσική ή η ο­ποιαδήποτε μορφή αφήγησης είναι ουσιώδης όταν εργάζεται κανείς με τους καθυστερημένους ή τους απραξικούς· η επανεκπαίδευση ή η θε­ραπεία τους πρέπει να επικεντρώνεται στη μουσική ή σε κάτι ισοδύ­ναμο. Και στο θέατρο υπάρχουν ακόμα περισσότερα στοιχεία, καθώς υπάρχει η δύναμη του ρόλου να προσδίδει οργάνωση, να παρέχει, όσο

225

Page 115: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

διαρκεί, μία ολόκληρη προσωπικότητα. Η ικανότητα εκτέλεσης, παιξί­ματος, του είναι, μοιάζει να είναι ένα «δεδομένο» της ανθρώπινης ζωής, άσχετα εντελώς από τις διανοητικές διαφορές. Το βλέπει κανείς με τα νήπια, το βλέπει με τους ξεμωραμένους γέρους, το βλέπει κανείς, ακό­μα πιο σπαραχτικά, με τις Ρεβέκες αυτού του κόσμου.

226

22 Ένα ζωντανό μουσικό λεξικό

Ο Μάρτιν Α., 61 χρονών, μπήκε στο ίδρυμα μας προς τα τέλη του 1983, αφού έπαθε πάρκινσον και ήταν πια ανίκανος να φροντίσει τον εαυτό του. Όταν ήταν μωρό, είχε υποστεί μία σχεδόν μοιραία μηνιγγίτιδα που του προκάλεσε καθυστέρηση, παρορμητικότητα, επιληπτικές κρίσεις και κάποια σπαστικότητα στη μία του πλευρά. Η σχολική του εκπαί­δευση υπήρξε πολύ περιορισμένη, αλλά διέθετε μια αξιοπρόσεχτη μουσική καλλιέργεια, καθώς ο πατέρας του ήταν ένας διάσημος τρα­γουδιστής στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης.

Έζησε μαζί με τους γονείς του μέχρι το θάνατο τους και στη συνέ­χεια συμπλήρωνε μια περιθωριακή ζωή σαν παιδί για τα θελήματα, με­ταφορέας και βοηθός μάγειρα, οτιδήποτε μπορούσε να κάνει πριν α­πολυθεί, πράγμα που του συνέβαινε με σταθερότητα, εξαιτίας της βραδύτητας του, της αφηρημάδας ή της ανικανότητας του. Θα μπορού­σε να είναι μια μουντή και αποκαρδιωτική ζωή, αν δεν υπήρχαν τα αξιόλογα μουσικά του χαρίσματα και οι ευαισθησίες του και η χαρά που του πρόσφεραν, όπως και στους άλλους.

Είχε μια εκπληκτική μουσική μνήμη —«Ξέρω πάνω από 2.000 όπε­ρες», μου είπε σε κάποια ευκαιρία— αν και ποτέ δεν είχε μάθει ούτε ήταν ικανός να διαβάζει μουσική. Κατά πόσο αυτό θα ήταν δυνατό ή όχι δεν ήταν σαφές, γιατί στηριζόταν πάντοτε στο εξαιρετικό του αυτί, τη δυνατότητα του να συγκρατεί μία όπερα ή ένα ορατόριο μετά από ένα και μοναδικό άκουσμα. Δυστυχώς, η φωνή του δεν ήταν ισάξια του αυτιού του, γιατί, αν και μελωδική, ήταν απότομη και τραχιά με μια σπαστική δυσφωνία. Το έμφυτο μουσικό του ταλέντο είχε ξεκάθαρα επιβιώσει από τη λεηλασία της μηνιγγίτιδας και τις καταστροφές που είχε επιφέρει στον εγκέφαλο του. Ποιος ξέρει αν τα πράγματα ήταν έτσι; Θα ήταν, άραγε, ένας νέος Καρούζο, αν δεν είχαν γίνει αυτές οι

227

Page 116: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

καταστροφές; Ή μήπως αυτή η μουσική ανάπτυξη ήταν σε κάποιο βαθμό ένα «αντιστάθμισμα» στις εγκεφαλικές του βλάβες και στους διανοητικούς του περιορισμούς; Δε θα το μάθουμε ποτέ. Εκείνο που είναι βέβαιο είναι ότι ο πατέρας του του μεταβίβασε όχι μόνο τα μου­σικά του γονίδια αλλά και τη δική του μεγάλη αγάπη για τη μουσική μέσα από την οικειότητα της σχέσης πατέρα-γιου και, ίσως, μέσα από την ιδιαίτερα τρυφερή σχέση ενός γονιού και του καθυστερημένου του παιδιού. Ο πατέρας του αγαπούσε τον αργό, αδέξιο Μάρτιν και αυτός με τη σειρά του τον λάτρευε· αυτή η αγάπη τους στερεωνόταν από τον κοινό τους έρωτα για τη μουσική.

Η μεγάλη απογοήτευση της ζωής του Μάρτιν ήταν ότι δεν μπορούσε να ακολουθήσει τον πατέρα του και να γίνει κάποτε ένας διάσημος τραγουδιστής της όπερας και των ορατόριων σαν και αυτόν, αλλά αυτό δεν αποτελούσε μια έμμονη ιδέα και έβρισκε και έδινε μεγάλη ευχαρί­στηση μ' αυτά που μπορούσε να κάνει. Τον συμβουλεύονταν, ακόμα και οι διάσημοι, για την αξιοθαύμαστη μνήμη του που επεκτεινόταν πέρα από την ίδια τη μουσική σε όλες τις λεπτομέρειες των εκτελέσε­ων. Απολάμβανε μία ταπεινή φήμη σαν «κινούμενη εγκυκλοπαίδεια» που ήξερε όχι μόνο τη μουσική από δύο χιλιάδες όπερες, αλλά όλους τους τραγουδιστές που είχαν ερμηνεύσει τους ρόλους σε αναρίθμητες εκτελέσεις και όλες τις λεπτομέρειες της σκηνογραφίας, της παραγω­γής, της ενδυματολογίας και του ντεκόρ. (Καμάρωνε, επίσης, για μια δρόμο προς δρόμο και σπίτι προς σπίτι γνώση της Νέας Υόρκης, κα­θώς και για το ότι ήξερε τις διαδρομές όλων των λεωφορείων και των τρένων της.) Ήταν, λοιπόν, ένας φανατικός της όπερας και ταυτόχρονα ένα είδος «ηλίθιου σοφού». Αντλούσε μια ορισμένη παιδική χαρά απ' όλα αυτά, τη χαρά τέτοιων τεράτων και ειδητικών. Αλλά η αληθινή χα­ρά —και το μόνο πράγμα που έκανε τη ζωή υποφερτή— ήταν η πραγ­ματική συμμετοχή του σε μουσικά γεγονότα, το να τραγουδά σε χορω­δίες σε τοπικές εκκλησίες (προς μεγάλη του στενοχώρια δεν μπορούσε να τραγουδά σόλο λόγω της δυσφωνίας του), ειδικά στις μεγάλες γιορ­τές των Χριστουγέννων και του Πάσχα, στα Πάθη του Ιωάννη και του Ματθαίου, το Ορατόριο των Χριστουγέννων, το Μεσσία, στα οποία εί­χε συμμετάσχει για πενήντα χρόνια, σαν παιδί και σαν άντρας, στις μεγάλες εκκλησίες και τους καθεδρικούς της πόλης. Είχε τραγουδήσει, επίσης, στη Μετροπόλιταν Όπερα της Νέας Υόρκης και, όταν κατε­δαφίστηκε, στο Λίνκολν Σέντερ, διακριτικά κρυμμένος ανάμεσα στις α­πέραντες χορωδίες του Βάγκνερ και του Βέρντι.

Σε τέτοιες στιγμές —κυρίως στα ορατόρια και στα πάθη αλλά και

στις πιο ταπεινές χορωδίες των εκκλησιών— καθώς υψωνόταν μέσα στη μουσική, ο Μάρτιν ξέχναγε ότι ήταν «καθυστερημένος», ξέχναγε όλη τη θλίψη και την κακομοιριά της ζωής του, αισθανόταν μια απλο-χωριά να τον τυλίγει, ένιωθε τον εαυτό του ταυτόχρονα αληθινό άν­θρωπο και ένα αληθινό παιδί του Θεού.

Τι μορφή είχε, άραγε, ο εσωτερικός του κόσμος; Είχε μια πολύ πε­ριορισμένη γνώση του έξω κόσμου, τουλάχιστον ζωντανή γνώση, και κανένα ενδιαφέρον γι' αυτόν. Αν του διάβαζαν μια σελίδα εγκυκλοπαί­δειας ή εφημερίδας, ή του έδειχναν ένα χάρτη των ποταμών της Ασίας ή του μετρό της Νέας Υόρκης, αμέσως καταγραφόταν στην ειδητική μνήμη του. Αλλά ο ίδιος δεν είχε καμιά σχέση μ' αυτές τις ειδητικές καταγραφές, ήταν «α-κεντρικές», για να χρησιμοποιήσουμε την έκφρα­ση του Richard Wollheim, χωρίς αυτόν, έξω από οποιονδήποτε ή από οτιδήποτε, σαν ζωντανό κέντρο. Έμοιαζε να υπάρχει πολύ λίγο ή και καθόλου συναίσθημα σε τέτοιες μνήμες —όχι περισσότερη συγκίνηση από αυτή που υπάρχει σε ένα χάρτη των δρόμων της Νέας Υόρκης— ούτε συνδέονταν ή διακλαδίζονταν ή γενικεύονταν με τον οποιονδήποτε τρόπο. Έτσι, με την ειδητική μνήμη —το τερατώδες μέρος του Μάρ­τιν— δε σχημάτιζε ούτε ήταν φορέας καμιάς έννοιας κάποιου «κό­σμου». Ήταν χωρίς ενότητα, χωρίς αίσθημα, χωρίς σχέση με τον εαυτό του. Ένιωθε κανείς ότι ήταν κάτι οργανικό, σαν ένας πυρήνας μνήμης ή μια τράπεζα μνήμης, αλλά κατά κανένα τρόπο μέρος από ένα αληθι­νό και προσωπικό ζωντανό Εγώ.

Και όμως, ακόμα και εδώ, υπήρχε μία μοναδική και εντυπωσιακή ε­ξαίρεση, ταυτόχρονα η πιο θαυμαστή, η πιο προσωπική και η πιο ευ­λαβική πράξη μνήμης. Ήξερε απ' έξω το Grove's Dictionary of Music and Musicians, την τεράστια έκδοση που είχε βγει το 1954, σε εννέα τόμους, ήταν στ' αλήθεια ένα «κινούμενο Grove». Ο πατέρας του, ηλι­κιωμένος και άρρωστος πια, δεν μπορούσε να τραγουδά ενεργά, αλλά πέρναγε το μεγαλύτερο μέρος του χρόνου του στο σπίτι, ακούγοντας τη μεγάλη του συλλογή φωνητικών εγγραφών στο φωνόγραφο, παίζο­ντας και τραγουδώντας όλες του τις παρτιτούρες, μαζί με τον τριαντά­χρονο γιο του (στην πιο στενή και στοργική επικοινωνία ολόκληρης της ζωής τους), και διαβάζοντας δυνατά το λεξικό του Grove —και τις έξι χιλιάδες σελίδες του— που, καθώς το διάβαζε, τυπωνόταν ανεξίτηλα στον απεριόριστα συγκρατητικό, αν και αγράμματο, φλοιό του γιου του. Έτσι, το Grove είχε «ακουστεί» με τη φωνή του πατέρα του και δε θα μπορούσε ποτέ πια να ανακληθεί από τον Μάρτιν χωρίς συγκίνηση.

Τέτοιες θαυμαστές υπερτροφίες της ειδητικής μνήμης, ειδικά αν γί-

229 228

Page 117: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

νεται κάποια χρήση ή «επαγγελματική» τους εκμετάλλευση, μερικές φορές μοιάζουν να εκτοπίζουν το ίδιο το πραγματικό Εγώ ή να το ανταγωνίζονται και να εμποδίζουν την ανάπτυξη του. Και αν δεν υ­πάρχει κανένα βάθος, κανένα αίσθημα, δεν υπάρχει και κανένας πόνος σε τέτοιες αναμνήσεις και μπορούν έτσι να χρησιμεύσουν σαν τρόπος «φυγής» από την πραγματικότητα. Αυτό το πράγμα συνέβαινε καθαρά, σε μεγάλο βαθμό, στον Υπερμνήμονα του Luria και περιγράφεται έ­ντονα στο τελευταίο κεφάλαιο του βιβλίου του. Συνέβη φανερά, σε κάποιο βαθμό, στον Μάρτιν Α., τον Ζοζέ και τους Διδύμους, αλλά επί­σης ήταν σε κάθε περίπτωση και ένα υποκατάστατο της πραγματικό­τητας, ακόμα και σαν μια «υπερ-πραγματικότητα», μια ασυνήθιστη, έ­ντονη και μυστικιστική αίσθηση του κόσμου...

Αν αφήσουμε κατά μέρος τις ουσίες και τα πράγματα, τα ειδητικά αντικείμενα, πώς παρουσιαζόταν γενικά ο κόσμος του; Από πολλές α­πόψεις ήταν μικρός, ασήμαντος, δυσάρεστος και σκοτεινός, ο κόσμος ενός καθυστερημένου που τον κοροϊδέψανε και τον ξεχάσανε σαν παιδί και μετά τον προσλάβανε και τον απολύσανε με περιφρόνηση από ταπεινές δουλειές, όταν έγινε άντρας: ο κόσμος κάποιου που σπά­νια αισθάνθηκε τον εαυτό του ή αισθάνθηκε να τον βλέπουν οι άλλοι σαν κανονικό, ολοκληρωμένο παιδί ή άντρα.

Είχε συχνά παιδική συμπεριφορά, μερικές φορές ήταν κακεντρεχής και είχε μια τάση για απότομους θυμούς, και οι λέξεις που χρησιμο­ποιούσε ήταν αυτές ενός παιδιού. «Θα πετάξω μια πίτα λάσπη πάνω στα μούτρα σου!» τον άκουσα να ουρλιάζει μια φορά και μερικές φορές θα έφτυνε ή θα χτύπαγε στα τυφλά. Ρούφαγε τη μύτη του, ήταν βρό­μικος, φύσαγε τη μύτη του στο μανίκι του, σε τέτοιες στιγμές είχε την εμφάνιση (και αναμφίβολα τα αισθήματα) ενός μικρού μυξιάρικου παι­διού. Αυτά τα παιδικά χαρακτηριστικά, με αποκορύφωμα την ερεθιστι­κή, ειδητική του επίδειξη, δεν τον έκαναν αγαπητό σε κανέναν. Έγινε γρήγορα αντιπαθής στο Ίδρυμα και πολλοί από τους οικότροφους άρ­χισαν να τον αποφεύγουν. Μια κρίση βρισκόταν σε εξέλιξη, ο Μάρτιν παλινδρομούσε βδομάδα τη βδομάδα και καθημερινά και κανείς δεν ήταν αρκετά σίγουρος στην αρχή για το τι έπρεπε να γίνει. Στην αρχή ενοχοποιήθηκαν οι «δυσκολίες προσαρμογής» που ο κάθε ασθενής θα μπορούσε να δοκιμάσει αφήνοντας την ανεξάρτητη ζωή έξω και μπαί­νοντας σε ένα «Ίδρυμα». Αλλά η νοσοκόμα αισθάνθηκε ότι υπήρχε κάτι πιο ειδικό στη διάρκεια της δουλειάς, «κάτι που τον κατατρώει, ένα είδος δίψας, μια δίψα που τον βασανίζει και που δεν μπορούμε να καταπραΰνουμε. Τον φθείρει», συνέχισε. «Πρέπει να κάνουμε κάτι».

230

Έτσι, τον Ιανουάριο, πήγα να δω τον Μάρτιν για δεύτερη φορά και βρήκα έναν εντελώς διαφορετικό άνθρωπο: δεν ήταν πια αναιδής και επιδεικτικός, όπως πριν, αλλά μαράζωνε φανερά από κάποιο είδος πνευματικού και σωματικού πόνου.

— Τι συμβαίνει; ρώτησα. Τι τρέχει; — Πρέπει να τραγουδήσω, είπε βραχνά. Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς

αυτό. Δεν είναι μόνο η μουσική, δεν μπορώ να προσευχηθώ χωρίς το τραγούδι. Ύστερα, ξάφνου, με μια λάμψη παλιάς μνήμης: Η μουσική, για τον Μπαχ, είναι το όργανο της λατρείας. Εγκυκλοπαίδεια Grove, λήμ­μα Μπαχ, σελίδα 304... Ποτέ δεν πέρναγε μια Κυριακή, συνέχισε πιο απαλά, συλλογισμένα, χωρίς να πάω στην εκκλησία, χωρίς να τραγουδή­σω στη χορωδία. Πρωτοπήγα εκεί με τον πατέρα μου μόλις ήμουν αρ­κετά μεγάλος για να μπορώ να περπατώ και συνέχισα να πηγαίνω μετά το θάνατο του στα 1955. Έπρεπε να πηγαίνω, είπε άγρια. Θα με σκο­τώσει αν δεν πάω.

— Και θα πάτε, είπα. Δεν ξέραμε τι σας έλειπε. Η εκκλησία δεν ήταν μακριά από το Ίδρυμα και ο Μάρτιν είχε μια

εξαίρετη υποδοχή εκεί, όχι μόνο σαν πιστό μέλος του εκκλησιάσματος και του χορού αλλά και σαν νους και σύμβουλος της χορωδίας στη θέση του πατέρα του.

Με αυτό η ζωή του άλλαξε απότομα και θεαματικά. Ο Μάρτιν ξανά­βρισκε τη δική του θέση, όπως την αισθανόταν. Μπορούσε να τραγου­δήσει, μπορούσε να λατρέψει, με τη μουσική του Μπαχ, κάθε Κυριακή και να απολαύσει την ήσυχη αυθεντία που του αναγνωριζόταν.

— Βλέπετε, μου είπε στην επόμενη επίσκεψη μου χωρίς έπαρση αλ­λά σαν μια απλή διαπίστωση, ξέρουν ότι ξέρω όλη τη λειτουργική και τη χορωδιακή μουσική του Μπαχ. Ξέρω όλες τις εκκλησιαστικές καντά­τες —και τις 202 που βρίσκονται στον κατάλογο του Grove— και ποιες Κυριακές και γιορτές θα έπρεπε να τραγουδιόνται. Είμαστε η μόνη εκ­κλησία της επισκοπής με μια πραγματική ορχήστρα και χορωδία, η μό­νη που όλες οι φωνητικές δουλειές του Μπαχ τραγουδιόνται συστημα­τικά. Κάνουμε μια καντάτα κάθε Κυριακή και θα εκτελέσουμε τα Κατά Ματθαίον Πάθη το Πάσχα που μας έρχεται.

Έβρισκα περίεργο το ότι ο Μάρτιν, ένας καθυστερημένος, είχε ένα τόσο μεγάλο πάθος για τον Μπαχ. 0 Μπαχ μοιάζει τόσο διανοητικός και ο Μάρτιν ήταν ένας αγαθιάρης. Εκείνο που δεν αντιλαμβανόμουνα, μέχρι που άρχισα να φέρνω μαζί μου κασέτες από τις καντάτες, και μια φορά του Μαγκνίφικατ, όταν τον επισκεπτόμουν, ήταν ότι παρ' όλους τους διανοητικούς του περιορισμούς, ο Μάρτιν είχε μια μουσική εξυ-

231

Page 118: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πνάδα απολύτως ικανοποιητική για να εκτιμήσει ένα μεγάλο μέρος α­πό την τεχνική περιπλοκότητα του Μπαχ· αλλά, πέρα απ' αυτό, δεν υπήρχε καν θέμα μουσικής εξυπνάδας: ο Μπαχ για τον Μάρτιν ήταν ζωντανός και ο Μάρτιν ζούσε μέσα από τον Μπαχ.

Ο Μάρτιν είχε όντως «τερατώδεις» μουσικές ικανότητες, αλλά στην πραγματικότητα φαίνονταν τερατώδεις, όταν απομακρύνονταν από το σωστό και το φυσικό τους πλαίσιο.

Αυτό που ήταν κεντρικό για τον Μάρτιν, όπως είχε υπάρξει κεντρικό για τον πατέρα του, και που το μοιράζονταν μέσα από τη στενή τους σχέση, ήταν πάντα το πνεύμα της μουσικής, ειδικά της θρησκευτικής μουσικής, και η ιδέα της φωνής σαν το θείο μουσικό όργανο που φτιά­χτηκε και ορίστηκε για να τραγουδά και να ανυψώνεται στην αγαλλία­ση και τη δοξολογία.

0 Μάρτιν έγινε ένας άλλος άνθρωπος, όταν επέστρεψε στο τραγούδι και στην εκκλησία, ξαναβρήκε τον εαυτό του, ανασυγκροτήθηκε, έγινε και πάλι αληθινός. Τα ψευδοπρόσωπα —ο στιγματισμένος καθυστερη­μένος, το μυξιάρικο παιδί που φτύνει όπου βρει— εξαφανίστηκαν ό­πως συνέβη και με τον εκνευριστικό, κρύο, απρόσωπο ειδητικό. Το πραγματικό άτομο έκανε και πάλι την εμφάνιση του, ένας αξιοπρεπής, σεμνός άντρας, σεβαστός και εκτιμώμενος από τους άλλους οικότρο-φους πια.

Αλλά το θαύμα, το αληθινό θαύμα, ήταν να βλέπεις τον Μάρτιν όταν τραγουδούσε ή όταν βρισκόταν στην κοινωνία του με τη μουσική —να ακούει με μία ένταση που έφτανε τα όρια της έκστασης— «ένας ά­ντρας με την πληρότητα του σε πλήρη απορρόφηση». Σε τέτοιες στιγ­μές —όπως συνέβαινε με τη Ρεβέκα όταν έπαιζε ή με τον Ζοζέ όταν ζωγράφιζε ή με τους Διδύμους όταν βρίσκονταν στην περίεργη αριθμη­τική τους επικοινωνία— ο Μάρτιν ήταν, με μια λέξη, μεταμορφωμένος.

Ό,τι ήταν ελαττωματικό ή παθολογικό απομακρυνόταν και έβλεπες μό­νο την απορρόφηση και τη ζωντάνια, την πληρότητα και την υγεία.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Όταν έγραψα αυτό το κομμάτι, καθώς και τα δύο που ακολουθούν, έγραφα αποκλειστικά και μόνο με βάση την εμπειρία μου, σχεδόν χω­ρίς γνώση της βιβλιογραφίας πάνω στο θέμα, χωρίς καν να ξέρω ότι υπήρχε μία πλούσια βιβλιογραφία (βλέπε, για παράδειγμα, τις 52 ανα­φορές στο άρθρο του Lewis Hill του 1974). Μία γεύση της, συχνά μπερ-

δεμένη και αξιοπερίεργη, πήρα όταν πρωτοδημοσιεύτηκαν οι «Δίδυμοι» και δέχτηκα μια πλημμύρα γραμμάτων και ανατύπων.

Την προσοχή μου τράβηξε ιδιαίτερα μία ωραιότατη και λεπτομερής σπουδή μιας περίπτωσης από τον David Viscott (1970). Υπάρχουν πολ­λές ομοιότητες ανάμεσα στον Μάρτιν και την ασθενή του, Χάριετ Γκ. Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχουν ασυνήθιστες δυνάμεις που σε με­ρικές περιπτώσεις βρίσκουν μια «α-κεντρική» χρήση με έναν τρόπο που αγνοεί τη ζωή, μερικές φορές με ένα δημιουργικό τρόπο που επιβεβαιώ­νει τη ζωή: έτσι, αφού ο πατέρας της της διάβασε τις τρεις πρώτες σελίδες του τηλεφωνικού καταλόγου της Βοστόνης, η Χάριετ τις απομνημόνευσε («και για πολλά χρόνια μετά μπορούσε να δώσει οποιοδήποτε νούμερο από αυτές τις σελίδες, όταν της το ζητούσαν») με έναν εντελώς διαφορε­τικό και εντυπωσιακά δημιουργικό τρόπο, όμως, μπορούσε να συνθέσει και να αυτοσχεδιάσει με το στιλ που θα είχε ο οποιοσδήποτε συνθέτης.

Είναι φανερό ότι και οι δυο τους —όπως και οι Δίδυμοι (βλέπε το επόμενο κεφάλαιο)— μπορούσαν να ωθούνται, ή να περιορίζονται, στη μοίρα των μηχανικών άθλων που θεωρούνται τυπικοί των «ηλίθιων σο­φών», άθλοι που είναι ταυτόχρονα θαυμαστοί και χωρίς κανένα νόημα· αλλά, επίσης, και οι δυο τους (όπως και οι Δίδυμοι), όταν δεν ωθούνταν ή περιορίζονταν μ' αυτό τον τρόπο, έδειχναν μία συνεπή αναζήτηση της ομορφιάς και της τάξης. Αν και ο Μάρτιν έχει μια εκπληκτική μνή­μη για τυχαία γεγονότα χωρίς νόημα, η αληθινή του ευχαρίστηση προ­έρχεται από την τάξη και τη συνοχή, είτε από τη μουσική και πνευμα­τική τάξη μιας καντάτας είτε από την εγκυκλοπαιδική τάξη του Grove. Τόσο ο Μπαχ, όσο και το Grove μεταδίδουν έναν κόσμο. Ο Μάρτιν δε διαθέτει άλλο κόσμο εκτός από τη μουσική —όπως και στην περίπτω­ση της ασθενούς του Viscott— αλλά αυτός ο κόσμος είναι ένας πραγ­ματικός κόσμος, μπορεί να τον κάνει πραγματικό, μπορεί να τον δια­μορφώσει. Είναι υπέροχο όταν το βλέπει κανείς στον Μάρτιν και, άλλο τόσο ήταν βέβαια, όταν το έβλεπε κανείς στη Χάριετ Γκ.:

«Αυτή η άχαρη, αδέξια, άκομψη κυρία, αυτό το παιδί των 5 χρόνων με την υπερβολική ανάπτυξη, μεταμορφώθηκε εντελώς όταν της ζήτησα να παίξει για ένα σεμινάριο του Boston State Hospital. Κάθισε κάτω σεμνά, κοίταξε ήσυχα το πιάνο, ενώ όλοι σιωπήσαμε, και έφερε τα χέρια της ήσυχα στα πλήκτρα και τα άφησε να ξεκουραστούν για ένα λεπτό. Ύ­στερα κούνησε το κεφάλι της και άρχισε να παίζει με όλο το αίσθημα και την κίνηση ενός σολίστ σε κοντσέρτο. Από εκείνη τη στιγμή ήταν ένα άλλο πρόσωπο».

Μιλά κανείς για «ηλίθιους σοφούς» σαν να είχαν ένα παράξενο «κόλ-

233 232

Page 119: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

πο» ή ταλέντο ενός κάποιου μηχανικού είδους, χωρίς αληθινή εξυπνά-δα ή κατανόηση. Αυτό ήταν πράγματι εκείνο που είχα σκεφτεί στην αρχή με τον Μάρτιν και συνέχιζα να το σκέφτομαι μέχρι που έφερα μαζί μου το Μαγκνίφικατ. Μόνο τότε μου αποκαλύφθηκε ολοκάθαρα ότι ο Μάρτιν μπορούσε να συλλάβει την πλήρη πολυπλοκότητα ενός τέτοιου έργου και ότι δεν ήταν μόνο ένα ταλέντο ή μια αξιοπρόσεχτη παπαγαλίστικη μνήμη που έβλεπε κανείς να λειτουργεί αλλά μία αυθε-ντική και ισχυρή μουσική ιδιοφυία. Ενδιαφέρθηκα, λοιπόν, ιδιαίτερα, μετά την πρώτη έκδοση αυτού του βιβλίου να πάρω ένα συναρπαστικό άρθρο του L. Κ. Miller από το Σικάγο με τίτλο Ευαισθησία στην τονική δομή σε έναν αναπτυξιακό ανάπηρο μουσικό σοφό (που παρουσία στηκε στην Psychonomics Society, Βοστόνη, Νοέμβριος 1985· υπό εκτύ-πωση). Η προσεχτική και λεπτομερής μελέτη αυτού του πεντάχρονου θαύματος, που υπέφερε από σοβαρές πνευματικές και άλλες αναπη-ρίες εξαιτίας μιας μητρικής ερυθράς, δεν έδειξε μία παπαγαλίστικη μνή-μη ενός μηχανικού τύπου αλλά «...μία εντυπωσιακή ευαισθησία στους κανόνες που διέπουν τη σύνθεση και ιδιαίτερα στο ρόλο που κατέχουν οι διάφορες μουσικές νότες στον καθορισμό της (διατονικής) μουσικής δομής... (πράγμα που προϋποθέτει) την απόλυτη γνώση των δομικών κανόνων σε μία γενεσιουργή κατεύθυνση: δηλαδή, όχι μόνο κανόνες που να περιορίζονται στα ειδικά παραδείγματα που παρέχει η εμπειρία κάποιου». Είμαι πεισμένος ότι αυτό συμβαίνει και στην περίπτωση του Μάρτιν και πρέπει να αναρωτηθεί κανείς αν αυτό δεν είναι αλήθεια και σε όλους τους «ηλίθιους σοφούς»: το ότι, δηλαδή, πρέπει να είναι αλη-θινά και δημιουργικά έξυπνοι και δεν έχουν μόνο κάποιο μηχανικό «ταλέντο» στους ειδικούς τομείς —μουσικό, αριθμητικό, οπτικό, οτιδή-ποτε— όπου διακρίνονται. Είναι η εξυπνάδα ενός Μάρτιν, ενός Ζοζέ, των Διδύμων, αν και σε έναν ειδικό και περιορισμένο τομέα, που τελικά επιβάλλεται· και αυτή η εξυπνάδα πρέπει να αναγνωρίζεται και να καλ-λιεργείται.

234

23 Οι Δίδυμοι

Όταν πρωτοσυνάντησα τους Διδύμους, τον Τζων και τον Μάικλ, στα 1966, σε ένα κρατικό νοσοκομείο, ήταν ήδη αρκετά γνωστοί. Είχαν κά­νει εμφανίσεις στο ραδιόφωνο και στην τηλεόραση και ήταν το αντι­κείμενο λεπτομερών επιστημονικών άρθρων και λαϊκών δημοσιευμά­των* Υποψιαζόμουν, μάλιστα, πως είχαν κάνει την είσοδό τους και στο χώρο της επιστημονικής φαντασίας, ίσως ελαφρά «μυθοποιημένοι» αλ­λά με βάση τα πιστά πορτρέτα από τις δημοσιεύσεις που τους αφορού-σαν.**

Οι Δίδυμοι, που ήταν τότε 26 χρονών, είχαν περάσει τη ζωή τους από την ηλικία των 7 σε διάφορα ιδρύματα, με μια ποικιλία διαγνώσεων σαν αυτιστικοί, ψυχωσικοί ή σοβαρά καθυστερημένοι. Οι περισσότερες δημοσιεύσεις κατέληγαν στο συμπέρασμα ότι ήταν σαν όλους τους προικισμένους καθυστερημένους, ότι δεν είχαν «τίποτα το ιδιαίτερο», εκτός από τις αξιοπρόσεχτες «αρχειακές» τους μνήμες που συγκρατού­σαν τις παραμικρότερες οπτικές λεπτομέρειες από την ίδια τους την εμπειρία και τη δυνατότητα χρησιμοποίησης που είχαν του υποσυνεί­δητου, ημερολογιακού αλγορίθμου, που τους επέτρεπε να λένε αμέσως τι μέρα της εβδομάδας έπεφτε μια ημερομηνία στο μακρινό παρελθόν ή στο μέλλον. Αυτή την άποψη έχει υιοθετήσει ο Steven Smith στο πε­ριεκτικό και έξυπνο βιβλίο του The Great Mental Calculators (1983). Δεν υπήρξαν, απ' όσο ξέρω, άλλες μελέτες των Διδύμων από τα μέσα της δεκαετίας του '60, καθώς το σύντομο ενδιαφέρον που ξεσήκωσαν έ­σβησε από τη φαινομενική «λύση» των προβλημάτων που παρουσία­ζαν.

* W.A. Horvitz et al. (1965), Hamblin (1966). ** Βλέπε τη νουβέλα Thorns του Robert Silverberg, κυρίως σελ. 11-17.

235

Page 120: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Πιστεύω, όμως, ότι αυτή ήταν μια λανθασμένη αντίληψη, ίσως μια φυσική εξάντληση σε σχέση με τη στερεότυπη προσέγγιση, τη σταθερή μορφή των ερωτήσεων, τη συγκέντρωση σε μία «δοκιμασία» ή μία άλλη, με τις οποίες οι πρώτοι ερευνητές πλησίασαν τους Διδύμους και στις οποίες τούς περιόρισαν —την ψυχολογία τους, τις μεθόδους τους, τις ζωές τους— σχεδόν σε τίποτα, δηλαδή.

Η πραγματικότητα είναι πολύ πιο παράξενη, πολύ πιο πολύπλοκη, πολύ λιγότερο ευεξήγητη απ' ό,τι η οποιαδήποτε από αυτές τις μελέ­τες υπαινισσόταν, αλλά δε θα μπορούσαμε ούτε φευγαλέα να τη δούμε με το επιθετικό τυπικό «τέστιν» ή τη συνηθισμένη συνέντευξη, υπό μορφή εκπομπής της τηλεόρασης, των Διδύμων.

Όχι γιατί η οποιαδήποτε από αυτές τις μελέτες ή η οποιαδήποτε από τις εκπομπές της τηλεόρασης είναι «λάθος». Είναι αρκετά λογικές, συχνά πληροφοριακές, όσο μακριά μπορούν να φτάσουν, αλλά αυτο­περιορίζονται στη φανερή και εξετάσιμη «επιφάνεια» και δε φτάνουν στα βάθη, δε δίνουν καν ένδειξη ή ίσως δε μαντεύουν ότι υπάρχουν βάθη από κάτω.

Πράγματι, δεν μπορεί να έχει κανείς καμιά ένδειξη του οποιουδήπο­τε βάθους, αν δε σταματήσει να κάνει τεστ στους Διδύμους, να τους θεωρεί «υποκείμενα». Πρέπει κανείς να αφήσει κατά μέρος την ανάγκη του να καθορίζει και να κάνει τεστ και να αποφασίσει να γνωρίσει τους Διδύμους, να τους παρατηρήσει, ανοιχτά, ήσυχα, χωρίς υποθέσεις εκ των προτέρων, αλλά με ένα μυαλό εντελώς ανοιχτό στη φαινομενολο­γία και μια συμπόνια, καθώς ζουν και σκέφτονται και αλληλεπιδρούν ο ένας πάνω στον άλλο, ήσυχα, συνεχίζοντας τη ζωή τους, αυθόρμητα, με τον παράξενο τρόπο τους. Ανακαλύπτει τότε κανείς ότι υπάρχει κάτι πάρα πολύ μυστηριώδες στον τρόπο λειτουργίας τους, κάποιες περίερ­γες δυνάμεις και βάθη ενός πιθανόν στοιχειώδους τύπου που δεν υ­πήρξα ικανός να «λύσω» στα δεκαοχτώ χρόνια που τους γνωρίζω.

Στην πρώτη συνάντηση είναι πράγματι αντιπαθείς, ένα είδος γκροτέ-σκων Τουίτλνταμ και Τουίτλντυ, αδύνατο να τους ξεχωρίσεις, εικόνες αντικατοπτρικές, πανομοιότυποι στο πρόσωπο, στις κινήσεις του σώ­ματος, στην προσωπικότητα, στο μυαλό — πανομοιότυποι, επίσης, στα στίγματα των εγκεφαλικών και των άλλων βλαβών τους. Είναι πολύ μι­κροκαμωμένοι, με άκομψες δυσαναλογίες στο κεφάλι και στα χέρια, ο ουρανίσκος τους και τα πόδια τους κάνουν μία υπερβολική καμάρα, μία μονότονη τσιριχτή φωνή, μία ποικιλία παράξενων τικ και μανιερι­σμών και μία πολύ υψηλή, εκφυλιστική μυωπία που απαιτεί τόσο χο­ντρά γυαλιά, που τα μάτια τους φαίνονται παραμορφωμένα από τη

236

διάθλαση, δίνοντας τους την όψη δυο μικρών, παράλογων καθηγητών που κοιτάνε έντονα και με ενδιαφέρον, με ένα ανάρμοστο, επίμονο και παράλογο συγκεντρωμένο βλέμμα. Αυτή η εντύπωση ενδυναμώνεται μόλις κάποιος αρχίσει να τους κάνει ερωτήσεις ή τους επιτρέψει να αρχίσουν, όπως το συνηθίζουν, αυτόματα, σαν μαριονέτες, μία από τις «ρουτίνες» τους.

Αυτή είναι η εικόνα που παρουσιάστηκε σε άρθρα που δημοσιεύτη­καν, καθώς και πάνω στη σκηνή —είναι οι «βεντέτες» της ετήσιας παρά­στασης στο νοσοκομείο όπου εργάζομαι— και στις συχνές και μάλλον ενοχλητικές εμφανίσεις τους στην τηλεόραση.

Τα πράγματα υπό αυτές τις συνθήκες εξελίσσονται μονότονα. Οι Δί­δυμοι λένε: «Δώστε μας μία ημερομηνία, οποιαδήποτε ημερομηνία στα περασμένα ή στα επόμενα σαράντα χιλιάδες χρόνια». Τη δίνετε και, σχεδόν στιγμιαία, σας λένε ποια μέρα της βδομάδας θα είναι. «Μια άλλη ημερομηνία τώρα!» φωνάζουν και η επίδοση επαναλαμβάνεται. Μπο­ρούν, επίσης, να σας πουν την ημερομηνία που πέφτει το Πάσχα μέσα στην ίδια περίοδο των 80.000 χρόνων. Μπορεί κανείς να παρατηρήσει, παρότι αυτό δεν αναφέρεται συνήθως στις δημοσιεύσεις, ότι τα μάτια τους κινούνται και σταθεροποιούνται με έναν παράξενο τρόπο καθώς κάνουν αυτές τις ασκήσεις, σαν να ξετυλίγουν ή να εξετάζουν προσε­χτικά ένα εσωτερικό τοπίο, ένα πνευματικό ημερολόγιο. Το βλέμμα τους μοιάζει να «κοιτά», να οραματίζεται με έναν πολύ έντονο τρόπο, παρότι το συμπέρασμα που έχει βγει είναι ότι αυτό που λειτουργεί είναι καθαρός υπολογισμός.

Η μνήμη των αριθμών είναι αξιοπρόσεχτη και, ίσως, απεριόριστη. Μπορούν να επαναλάβουν ένα νούμερο από τρεις αριθμούς, από τριά­ντα αριθμούς, από τριακόσιους αριθμούς, με την ίδια πάντα ευκολία. Και αυτό έχει αποδοθεί στη χρήση μιας «μεθόδου».

Αλλά όταν φτάνει κανείς να εξετάσει την ικανότητα τους να υπολογί­ζουν —η ικανότητα που τυπικά αποτελεί το φόρτε όλων των αριθμο-μνημονικών θαυμάτων και των «από μνήμης υπολογιστών»— τα πάνε πολύ άσκημα, σε εντυπωσιακό βαθμό, τόσο όσο ο Δείκτης Νοημοσύ­νης τους, 60 βαθμοί, θα σε έκανε να το περιμένεις. Δεν μπορούν να κάνουν μια πρόσθεση ή μια αφαίρεση με την παραμικρή ακρίβεια και δεν μπορούν ούτε καν να καταλάβουν τι σημαίνει πολλαπλασιασμός ή διαίρεση. Τι είναι, όμως, αυτό: «υπολογιστές» που δεν μπορούν να υπο­λογίσουν και στερούνται ακόμα και των πιο στοιχειωδών δυνατοτήτων στην αριθμητική;

Παρ' όλα αυτά τούς αποκαλούν «ημερολογιακούς υπολογιστές» και

237

Page 121: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

έχει βγει το συμπέρασμα και έγινε αποδεκτό, χωρίς καμιά δυνατότητα απόδειξης, ότι εκείνο που εμπλέκεται δεν είναι καθόλου η μνήμη αλλά η χρήση κάποιου υποσυνείδητου αλγορίθμου για ημερολογιακούς υπο­λογισμούς. Αν κανείς σκεφτεί ότι ακόμα και ο Carl Friedrich Gauss, που υπήρξε κάποτε ένας από τους μεγαλύτερους μαθηματικούς και υπο­λογιστές, δυσκολεύτηκε αφάνταστα για να λύσει έναν αλγόριθμο για την ημερομηνία του Πάσχα, είναι σχεδόν απίστευτο ότι αυτοί οι Δίδυ­μοι, ανίκανοι ακόμα και για τις απλούστερες αριθμητικές πράξεις, θα μπορούσαν να έχουν καταλήξει, να το έχουν λύσει, και θα χρησιμο­ποιούσαν έναν τέτοιο αλγόριθμο. Πολλοί υπολογιστές, είναι αλήθεια, έχουν πράγματι ένα πλατύτερο ευρετήριο πράξεων και αλγορίθμων που έλυσαν για προσωπική τους χρήση και, ίσως, αυτό προκατέλαβε τους W. Α. Horwitz και συνεργάτες να καταλήξουν ότι αυτό θα 'πρεπε να συμβαίνει και με τους Διδύμους. Ο Steven Smith, παίρνοντας αυτές τις πρώτες μελέτες κατά γράμμα, σχολιάζει:

«Κάτι το μυστηριώδες, αν και συνηθισμένο, λειτουργεί σ' αυτή την περί­πτωση, η μυστηριώδης ανθρώπινη ικανότητα να σχηματίζει ασυνείδη­τους αλγορίθμους στη βάση παραδειγμάτων».

Αν τα πράγματα άρχιζαν και τελείωναν εκεί, θα μπορούσε πράγματι να τα δει κανείς σαν κάτι συνηθισμένο και ούτε στο ελάχιστο μυστηρι­ώδη, γιατί ο υπολογισμός αλγορίθμων, που μπορεί να γίνει καλά από μηχανές, είναι ουσιαστικά μηχανικός και κινείται στη σφαίρα των «προ­βλημάτων», όχι, όμως, και των «μυστηρίων».

Και όμως ακόμα και μέσα στις ίδιες τις επιδόσεις τους, στα «κόλπα» τους, υπάρχει μια ποιότητα που σε αφήνει άναυδο. Μπορούν να πουν για τον καιρό και για τα γεγονότα οποιασδήποτε μέρας της ζωής τους μετά τα τέσσερα τους περίπου. Ο τρόπος με τον οποίο μιλούν —που έχει μεταφέρει πολύ ωραία ο Robert Silverberg στην απεικόνιση του χαρακτήρα του Melangio— είναι ταυτόχρονα παιδικός, λεπτομερής και χωρίς συγκίνηση. Δώστε τους μια ημερομηνία: τα μάτια τους γυρνούν για μια στιγμή και μετά σταθεροποιούνται, και με μια επίπεδη, μονότο­νη φωνή σάς λένε για τον καιρό, για τα πιο ασήμαντα πολιτικά γεγονό-τα που είχαν ακούσει και για τα γεγονότα της δικής τους ζωής, που περιλαμβάνουν συχνά το επώδυνο και αιχμηρό άγχος της παιδικής ηλι­κίας, την περιφρόνηση, τις κοροϊδίες και τις ταπεινώσεις που πέρασαν — όλα αυτά, όμως, δοσμένα με έναν επίπεδο και αμετάβλητο τόνο, χωρίς την παραμικρή νύξη οποιουδήποτε προσωπικού κυματισμού ή συγκίνησης. Εδώ είναι φανερό ότι έχει κανείς να κάνει με αναμνήσεις

238

που μοιάζουν να ανήκουν σε μία κατηγορία «ντοκιμαντέρ», μέσα στο οποίο δεν υπάρχει προσωπική αναφορά, προσωπική σχέση, κανένα ζωντανό κέντρο.

Θα μπορούσε να ειπωθεί ότι η προσωπική συμμετοχή, η συγκίνηση, έχει αποκλειστεί από αυτές τις αναμνήσεις με τον τρόπο άμυνας που χρησιμοποιούν οι ψυχαναγκαστικοί και σχιζοειδείς τύποι (και οι Δίδυ­μοι μπορούσαν σίγουρα να θεωρηθούν ψυχαναγκαστικοί και σχιζοει-δείς). Αλλά θα μπορούσε να ειπωθεί εξίσου, και μάλλον θα ήταν πιο πειστικό, ότι αναμνήσεις αυτού του τύπου ποτέ δεν έχουν τον όποιο προσωπικό χαρακτήρα, γιατί αυτό πράγματι είναι το κυρίαρχο χαρα­κτηριστικό της ειδητικής αυτής καθαυτήν μνήμης.

Εκείνο, όμως, που χρειάζεται να τονίσουμε είναι —κάτι που έχει α­νεπαρκώς παρατηρηθεί από τους μελετητές τους, αν και απόλυτα φα­νερό σε έναν αφελή ακροατή προετοιμασμένο να μείνει άναυδος— το μέγεθος της μνήμης των Διδύμων αυτών, η φαινομενικά απεριόριστη (αν και παιδική και συνηθισμένη) έκταση της και ταυτόχρονα ο τρόπος με τον οποίο ξαναβρίσκουν τις αναμνήσεις τους. Και αν τους ρωτήσετε πώς μπορούν να συγκρατούν τόσα πράγματα στο μυαλό τους —έναν αριθμό με τριακόσια ψηφία ή ένα τρισεκατομμύριο γεγονότα τεσσάρων δεκαετιών— απαντούν πολύ απλά: «Τα βλέπουμε». Το να «βλέπουν» —να «οραματίζονται»— με μια εξαιρετική ένταση, σε μια απεριόριστη ακτίνα και με μια απόλυτη πιστότητα φαίνεται ότι είναι το κλειδί για όλα αυτά. Μοιάζει να είναι μία έμφυτη φυσιολογική ικανότητα του μυαλού τους, με κάποιες αναλογίες με το διάσημο ασθενή που ο Luria περιέγραψε στο The Mind of α Mnemonist, ο οποίος επίσης «έβλεπε», αν και οι Δίδυμοι δεν είχαν ίσως την πλούσια εναισθητική και συνειδη­τή οργάνωση των αναμνήσεων του Υπερμνήμονα. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία, όμως, τουλάχιστον για μένα, ότι οι Δίδυμοι έχουν στη διά­θεση τους ένα θαυμαστό πανόραμα, ένα είδος τοπίου ή διαγράμματος από οτιδήποτε έχουν ακούσει ή σκεφτεί ή κάνει και ότι με ένα κλείσι­μο του ματιού, που εξωτερικά φαίνεται σαν ένα σύντομο γύρισμα και μια σταθεροποίηση του βλέμματος, είναι ικανοί (με τα «μάτια του νου») να ξαναβρούν και να «δουν» σχεδόν οτιδήποτε βρίσκεται μέσα σ' αυτό το απέραντο τοπίο.

Τέτοιες μνημονικές δυνατότητες είναι εντελώς ασυνήθιστες αλλά κα­τά κανένα τρόπο μοναδικές. Δεν ξέρουμε παρά ελάχιστα πράγματα ή και τίποτα για την αιτία της ύπαρξης τους στους Διδύμους ή σε ο­ποιονδήποτε άλλο. Υπάρχει τότε τίποτε άλλο που τραβά κάποιο βαθύ­τερο ενδιαφέρον, όπως το υπαινίσσομαι μέχρι τώρα; Πιστεύω πως ναι.

239

Page 122: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Αφορά τον Sir Herbert Oakley, καθηγητή μουσικής στο Εδιμβούργο το 19ο αιώνα, για τον οποίο αναφέρεται ότι μία φορά, καθώς επισκε-φτόταν μια φάρμα, άκουσε ένα γουρούνι να στριγκλίζει και φώναξε αμέσως: «Σολ δίεση!» Κάποιος έτρεξε σε ένα πιάνο και ήταν πράγματι ένα σολ δίεση. Η πρώτη μου αντίληψη για τις «φυσικές» δυνάμεις και τη «φυσική» μέθοδο των Διδύμων μού ήρθε με έναν ανάλογο, αυθόρμη­το και (μου ήταν αδύνατο να μην το σκέφτομαι) μάλλον κωμικό τρόπο.

Ένα κουτί σπίρτα έπεσε στο τραπέζι μπροστά τους και το περιεχό­μενο του άδειασε στο πάτωμα: «111!» φώναξαν και οι δυο τους ταυτό­χρονα· και τότε, με ένα μουρμούρισμα, ο Τζων είπε: «37»· ο Μάικλ το επανέλαβε, ο Τζων το είπε μια τρίτη φορά και σταμάτησε. Μέτρησα τα σπίρτα —μου πήρε κάμποση ώρα— και ήταν 111.

— Πώς μπορείτε να μετράτε τα σπίρτα τόσο γρήγορα; ρώτησα. — Δε μετρήσαμε, είπαν. Είδαμε τα 111 σπίρτα. Παρόμοιες ιστορίες λέγονται για τον Zacharias Dase, το τέρας των

αριθμών, που μπορούσε να πει στιγμιαία «183» ή «79», αν χυνόταν κά­τω ένας σωρός μπιζέλια και εξηγούσε όσο καλύτερα μπορούσε —ήταν επίσης κουτός— ότι δε μέτραγε τα μπιζέλια, αλλά απλώς «έβλεπε» τον αριθμό τους, σαν ένα σύνολο, με ένα βλέμμα.

— Και γιατί μουρμουρίζατε «37» και το επαναλάβατε τρεις φορές; ρώτησα τους Διδύμους.

Είπαν εν χορώ: — 37, 37, 37, 111. Αυτό, αν είναι δυνατόν, το βρήκα ακόμα πιο περίεργο. Το ότι μπο­

ρούσαν να δουν 111 —«το ίδιο το 111»— με μια ματιά ήταν εκπληκτικό αλλά ίσως όχι πιο εκπληκτικό από το «σολ δίεση» του Oakley, ας πούμε ένα είδος «απόλυτου αυτιού» για τους αριθμούς. Αλλά είχαν πάει πα­ρακάτω «παραγοποιώντας» το 111, χωρίς καμιά μέθοδο, χωρίς καν να «ξέρουν» (με το συνηθισμένο τρόπο) τι σημαίνει παράγων. Δεν ανέφερα ήδη ότι ήταν ανίκανοι για τους απλούστερους υπολογισμούς και ότι δεν «καταλάβαιναν» (ή δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν) τι ήταν πολλα­πλασιασμός και διαίρεση; Και, παρ' όλα αυτά, τώρα είχαν αυθόρμητα διαιρέσει ένα σύνθετο νούμερο σε τρία ίσα μέρη.

— Πώς το βρήκατε αυτό; ρώτησα κάπως απότομα. Μου εξήγησαν, όσο καλύτερα μπορούσαν, με φτωχούς, ανεπαρκείς

όρους —αλλά ίσως δεν υπάρχουν όροι που αντιστοιχούν σε τέτοια πράγματα— ότι δεν το είχαν «βρει», αλλά μόνο «δει» με μια ματιά. Ο Τζων έκανε μία κίνηση με δύο τεντωμένα δάχτυλα και τον αντίχειρα του, που έμοιαζε να υπαινίσσεται ότι είχαν αυθόρμητα τριχοτομήσει

τον αριθμό ή ότι είχε «διαχωριστεί» από μόνος του σε αυτά τα τρία ίσα μέρη, με ένα είδος αυτόματης αριθμητικής «διάσπασης». Έμοιαζαν αμή­χανοι μπροστά στην έκπληξή μου, σαν εγώ να ήμουν κάτι σαν τυφλός και η κίνηση του Τζων μετέφερε μια εξαιρετική αίσθηση αμεσότητας, ήταν η πραγματικότητα. Είναι δυνατό, σκέφτηκα, να μπορούν με κά­ποιο τρόπο να «δουν» τις ιδιότητες όχι με έναν εννοιολογικό, αφηρημέ­νο τρόπο αλλά σαν ποιότητες, να τις αντιληφθούν, να τις νιώσουν, με κάποιο άμεσο, συγκεκριμένο τρόπο; Και όχι μόνο απλές απομονωμέ­νες ιδιότητες —σαν την «111-τητα»— αλλά και ποιότητες σχέσης; Ίσως με έναν ανάλογο τρόπο ο Sir Herbert Oakley θα μπορούσε να έχει πει «μία τρίτη» ή «μία πέμπτη».

Είχα ήδη καταλάβει, μέσα από τα γεγονότα και τις ημερομηνίες που «έβλεπαν», ότι μπορούσαν να κρατήσουν στο μυαλό τους, ότι κρατού­σαν πράγματι, ένα απέραντο μνημονικό μωσαϊκό, ένα απέραντο (ή πι­θανόν ατέλειωτο) τοπίο μέσα στο οποίο τα πάντα βρίσκονταν σε θέα, απομονωμένα ή σε μια μεταξύ τους σχέση. Εκείνο που κυρίως επιδεί­κνυαν, όταν ξεδίπλωναν το αδυσώπητο, τυχάρπαστο «ντοκιμαντέρ» τους, ήταν η απομόνωση και όχι η αίσθηση της σχέσης. Τέτοιες θαυμα­στές δυνάμεις σχηματισμού εικόνων στο μυαλό —δυνάμεις ουσιαστικά συγκεκριμένες και εντελώς διαφορετικές από τη δυνατότητα της σύλ­ληψης των εννοιών— τέτοιες θαυμαστές δυνάμεις δε θα τους επέτρε­παν τη δυνατότητα να βλέπουν τις σχέσεις, τις σχέσεις μορφής, τις τυπικές σχέσεις, αυθαίρετες ή σημαντικές; Αν μπορούσαν να δουν την «111-τητα» με μία ματιά (αν μπορούσαν να δουν έναν ολόκληρο «αστε­ρισμό» από νούμερα), δε θα μπορούσαν, επίσης, να «δουν» με μια ματιά —να δουν, να αναγνωρίσουν, να σχετίσουν και να συγκρίνουν με έναν εντελώς αισθησιακό και εξωδιανοητικό τρόπο— άπειρα σύμπλοκους σχηματισμούς και αστερισμούς αριθμών; Μία γελοία, περίπου αχρη-στευτική, δύναμη. Σκέφτηκα τον Φούνες του Μπόρχες.

«Εμείς, με μια ματιά, μπορούμε να διακρίνουμε τρία ποτήρια πάνω σε ένα τραπέζι· ο Φούνες όλα τα φύλλα και τις ψαλίδες και τους καρπούς που αποτελούν μια κληματαριά... Ένας κύκλος σχεδιασμένος πάνω στο μαυροπίνακα, μία ορθή γωνία, ένας ρόμβος: όλα αυτά είναι μορφές που μπορούμε να συλλάβουμε πλήρως και διαισθητικά· ο Ιρενέο μπορούσε να κάνει το ίδιο με την ανάκατη χαίτη ενός αλόγου, με μια αγέλη βόδια πάνω σε ένα λόφο... δεν ξέρω πόσα αστέρια μπορούσε να διακρίνει στον ουρανό».

Μπορούσαν, άραγε, οι Δίδυμοι, που έμοιαζαν να έχουν ένα ιδιόμορ­φο πάθος και μια περίεργη δυνατότητα σύλληψης των αριθμών, μπο-

241 240

Page 123: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ρούσαν αυτοί οι Δίδυμοι, που είχαν δει την «111-τητα» με μια ματιά, να δουν ίσως στο μυαλό τους ένα αριθμητικό «κλήμα» με όλους τους αριθ­μούς-φύλλα, τους αριθμούς - ψαλίδες, τους αριθμούς-καρπούς που το αποτελούσαν; Μία περίεργη, ίσως παράλογη, σχεδόν απίθανη σκέ­ψη, αλλά ό,τι μου είχαν ήδη δείξει ήταν τόσο παράξενο, που ήταν σχε­δόν πέρα από την οποιαδήποτε δυνατότητα κατανόησης. Και απ' όσο κατάλαβα, δεν ήταν παρά η πιο απλή νύξη για τα όσα μπορούσαν να κάνουν.

Σκέφτηκα γύρω από το θέμα, αλλά μετά δυσκολίας σήκωνε την ο­ποιαδήποτε σκέψη. Ύστερα το ξέχασα. Το ξέχασα ώσπου, εντελώς τυ­χαία, έπεσα πάνω σε μία δεύτερη, αυθόρμητη σκηνή, μία μαγική σκηνή.

Αυτή τη δεύτερη φορά τούς βρήκα καθισμένους μαζί σε μια γωνιά, με ένα μυστηριώδες, κρυφό χαμόγελο στα πρόσωπα τους, ένα χαμόγε-λο που δεν είχα ξαναδεί, απολαμβάνοντας την περίεργη ευχαρίστηση και ηρεμία που έμοιαζαν να νιώθουν. Γλίστρησα σιγά προς το μέρος τους, για να μην τους ενοχλήσω. Έμοιαζαν κλεισμένοι σε μία παράξενη, καθαρά αριθμητική, συνδιαλλαγή. Ο Τζων έλεγε έναν αριθμό, έναν εξα-ψήφιο αριθμό. Ο Μάικλ άκουγε τον αριθμό, κουνούσε το κεφάλι του και έμοιαζε να τον γεύεται. Ύστερα αυτός, με τη σειρά του, θα έλεγε έναν άλλο εξαψήφιο αριθμό, και τώρα ήταν η σειρά του Τζων να τον δεχτεί και να τον εκτιμήσει πλήρως. Με την πρώτη ματιά έμοιαζαν σαν δύο οινολόγοι την ώρα που δοκιμάζουν το κρασί, που μοιράζονται σπά­νιες γεύσεις, σπάνιες εμπειρίες. Έμεινα σιωπηλός, αόρατος γι' αυτούς, υπνωτισμένος, χαμένος.

Τι έκαναν; Τι στο καλό συνέβαινε; Δεν μπορούσα να δώσω καμιά απάντηση. Ήταν ίσως ένα είδος παιχνιδιού —αλλά με μια σοβαρότητα και μια ένταση— ένα είδος γαλήνιας και στοχαστικής και σχεδόν ιερής έντασης που δεν είχα ποτέ μου δει σε ένα συνηθισμένο παιχνίδι και που σίγουρα δεν είχα δει στους συνήθως διεγερμένους και αφηρημέ­νους Διδύμους. Αρκέστηκα να σημειώσω τους αριθμούς που πρόφε­ραν, τους αριθμούς που εμφανώς τούς έδιναν μια τέτοια απόλαυση, που «ατένιζαν», γεύονταν, μοιράζονταν από κοινού.

Είχαν οι αριθμοί κάποια σημασία, αναρωτήθηκα καθώς επέστρεφα σπίτι, είχαν κάποια «αληθινή» ή οικουμενική σημασία ή (αν είχαν κά­ποια) μία σκέτη εκκεντρική ή ιδιωτική σημασία, σαν τις μυστικές και ανόητες «γλώσσες» που φτιάχνουν τα αδέλφια για δική τους χρήση; Σκέφτηκα καθώς οδηγούσα προς το σπίτι μου τους Διδύμους του Luria —τον Λιόσα και τον Γιούρα— μονοωογενείς διδύμους με εγκε­φαλική βλάβη και βλάβη του λόγου, που έπαιζαν και φλυαρούσαν παι-

διάτικα ο ένας με τον άλλο σε μια πρωτόγονη, μωρουδίστικη γλώσσα δικής τους κατασκευής (Luria και Yudowich, 1959). Ο Τζων και Μάικλ δε χρησιμοποιούσαν καν λέξεις ή μισο-λέξεις, απλώς έριχναν αριθμούς ο ένας στον άλλο. Ήταν, άραγε, «μπορχεσιανοί» ή «φουνεσιανοί» αριθ­μοί, απλά αριθμητικά κλήματα ή χαίτες αλόγου ή αστερισμοί, ιδιωτικές αριθμητικές μορφές —ένα είδος αριθμητικής αργκό— που γνώριζαν μό­νο οι δυο τους;

Μόλις έφτασα σπίτι, έβγαλα πίνακες δυνάμεων, παραγοντικές σειρές, λογαρίθμους και πρώτους αριθμούς, αναμνηστικά και υπολείμματα μιας παράξενης, απομονωμένης περιόδου της δικής μου παιδικής ηλι­κίας, όταν και εγώ γεννούσα νούμερα, «έβλεπα» νούμερα και είχα ένα ιδιαίτερο πάθος για τους αριθμούς. Είχα ήδη ένα προαίσθημα και τώρα το επιβεβαίωσα: όλοι οι αριθμοί, οι εξαψήφιοι αριθμοί που οι Δίδυμοι είχαν ανταλλάξει, ήταν πρώτοι — αριθμοί, δηλαδή, που δεν μπορούσαν να διαιρεθούν ακέραια με άλλο ολόκληρο αριθμό, εκτός από τον εαυτό τους και τη μονάδα. Είχαν δει, άραγε, ή είχαν στα χέρια τους κάποιο βιβλίο σαν το δικό μου ή ήταν σε θέση κατά κάποιο αφάνταστο τρόπο να «βλέπουν» οι ίδιοι τους πρώτους αριθμούς με κάποιο ανάλογο τρό­πο μ' αυτό που είχαν «δει» την 111-τητα ή την τριπλή 37-τητα; Ασφα­λώς δεν μπορούσαν να τους υπολογίζουν, δεν μπορούσαν να υπολογί­σουν τίποτα.

Επέστρεψα στην κλινική την άλλη μέρα κουβαλώντας το πολύτιμο βιβλία με τους πρώτους αριθμούς μαζί μου. Τους βρήκα και πάλι να συσκέπτονται ιδιαιτέρως μέσα στην αριθμητική τους επικοινωνία, αλλά αυτή τη φορά, χωρίς να πω τίποτα, μπήκα και εγώ στη συντροφιά σιω­πηλά και ήσυχα. Στην αρχή τα έχασαν, αλλά καθώς δεν τους διέκοψα, ξανάπιασαν το «παιχνίδι» τους με τους εξαψήφιους πρώτους αριθμούς. Μετά από λίγα λεπτά αποφάσισα να συμμετάσχω και ριψοκινδύνεψα έναν αριθμό, έναν οκταψήφιο πρώτο. Γύρισαν και οι δύο προς το μέ­ρος μου, ύστερα ξαφνικά σιώπησαν με ένα ύφος έντονης συγκέντρω­σης και ίσως και απορίας στα πρόσωπα τους. Υπήρξε μια μακριά παύ­ση —η μακρύτερη που τους είχα δει να κάνουν, που πρέπει να κράτη­σε μισό λεπτό ή και περισσότερο— και ύστερα ξαφνικά, ταυτόχρονα, άρχισαν και οι δυο τους να χαμογελούν.

Είχαν, μετά από κάποια αφάνταστη εσωτερική διαδικασία ελέγχου, δει ξαφνικά ότι ο δικός μου οκταψήφιος αριθμός ήταν πρώτος και αυ­τό αποτελούσε φανερά μία μεγάλη χαρά, μια διπλή χαρά γι' αυτούς· πρώτον, γιατί είχα εισαγάγει ένα εξαίσιο καινούριο παιχνίδι, έναν πρώ­το που δεν είχαν ξανασυναντήσει· και δεύτερον, γιατί ήταν φανερό ότι

243 242

Page 124: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

είχα δει τι έκαναν, ότι μου άρεσε, ότι το θαύμαζα και ότι μπορούσα και εγώ να συμμετάσχω.

Τραβήχτηκαν ελαφρά κάνοντας μου χώρο — ένας καινούριος σύ­ντροφος στο παιχνίδι με τους αριθμούς, ένας τρίτος στον κόσμο τους. Ύστερα ο Τζων, που πάντα άρχιζε πρώτος, σκέφτηκε για πάρα πολλή ώρα —θα πρέπει να πέρασαν τουλάχιστον πέντε λεπτά, αν και δεν τολμούσα να κουνηθώ και μόλις και ανέπνεα— και έβγαλε έναν αριθμό εννιά ψηφίων και ύστερα από έναν ανάλογο χρόνο, ο δίδυμος του, ο Μάικλ, απάντησε με έναν ανάλογο αριθμό. Ύστερα εγώ, με τη σειρά μου, μετά από ένα λαθραίο βλέμμα στο βιβλίο μου, πρόσθεσα τη δικιά μου ανέντιμη συμβολή, έναν δεκαψήφιο πρώτο που βρήκα στο βιβλίο μου.

Και πάλι υπήρξε, και για ακόμα περισσότερο, μία ήσυχη σιωπή γεμά­τη απορία- και ύστερα ο Τζων, μετά από μια θαυμαστή εσωτερική ενα­τένιση, έβγαλε ένα δωδεκαψήφιο αριθμό. Δεν είχα τρόπο να το ελέγξω και δεν μπορούσα να απαντήσω, γιατί το βιβλίο μου —που απ' όσο ήξερα ήταν μοναδικό στο είδος του— δεν προχωρούσε πέρα από τους δεκαψήφιους πρώτους αριθμούς. Αλλά ο Μάικλ ήταν ικανός να το κάνει, παρόλο που του έπαιρνε πέντε λεπτά, και μια ώρα αργότερα οι Δίδυ­μοι αντάλλαζαν εικοσαψήφιους πρώτους, τουλάχιστον υποθέτω ότι έ­τσι έκαναν, γιατί δεν είχα τρόπο να το ελέγξω. Ούτε και υπήρχε κανέ­νας εύκολος τρόπος, στα 1966, για να το ελέγξει κανείς, εκτός κι αν διέθετε κάποιον υπερμοντέρνο κομπιούτερ. Και ακόμα και έτσι, θα ή­ταν δύσκολο, γιατί είτε κανείς χρησιμοποιεί τον κανόνα του Ερατοσθέ­νη ή οποιονδήποτε άλλο αλγόριθμο, δεν υπάρχει απλή μέθοδος για τον υπολογισμό των πρώτων. Δεν υπάρχει απλή μέθοδος για τους πρώτους αυτής της τάξης και, παρ' όλα αυτά, οι Δίδυμοι το έκαναν. (Βλέπε, ό­μως, και το Υστερόγραφο.)

Σκέφτηκα πάλι τον Dase, για τον οποίο είχα διαβάσει χρόνια νωρίτε­ρα στο γοητευτικό βιβλίο του F.W.H. Myers Human Personality (1903).

«Ξέρουμε ότι ο Dase (ίσως ο πιο πετυχημένος από αυτά τα τέρατα) ήταν παράξενα στερημένος από μαθηματική σύλληψη... Παρ' όλα αυτά, μέσα σε δώδεκα χρόνια έφτιαξε παραγοντικούς πίνακες και πίνακες πρώτων αριθμών για το έβδομο και σχεδόν ολόκληρο το όγδοο εκατομμύριο, έ­νας άθλος που ελάχιστοι άνθρωποι θα μπορούσαν να εκπληρώσουν, χω­ρίς μηχανική βοήθεια, σε μια συνηθισμένη ζωή».

Μπορεί, λοιπόν, να θεωρηθεί, καταλήγει ο Myers, σαν ο μοναδικός άνθρωπος που πρόσφερε ποτέ κάποια πολύτιμη υπηρεσία στα μαθη-

244

ματικά, χωρίς να είναι ικανός να διασχίσει τη Γέφυρα των Γαϊδάρων* Αυτό που δεν εκτίθεται καθαρά από τον Myers, και ίσως δεν ήταν

καθαρό, είναι αν ο Dase είχε κάποια μέθοδο για τους πίνακες που κα­τασκεύαζε ή αν, όπως δείχνουν τα απλά πειράματα όπου «έβλεπε» τους αριθμούς, «έβλεπε» κατά κάποιο τρόπο αυτούς τους μεγάλους πρώτους αριθμούς, όπως φαινομενικά έκαναν οι Δίδυμοι.

Καθώς τους παρατηρούσα σιωπηλά —αυτό ήταν εύκολο, γιατί είχα ένα γραφείο στην πτέρυγα όπου έμεναν οι Δίδυμοι— τους παρατηρού­σα σε αναρίθμητα άλλα είδη αριθμητικών παιχνιδιών ή αριθμητικής ε­πικοινωνίας, τη φύση των οποίων δεν μπορούσα να διευκρινίσω και ούτε καν να μαντέψω.

Φαίνεται, όμως, πιθανό ή βέβαιο ότι ασχολούνται με «αληθινές» ιδιό­τητες ή ποιότητες, γιατί το αυθαίρετο, όπως είναι τα τυχαία νούμερα, δεν τους προσφέρει καμία ευχαρίστηση ή σχεδόν καμία. Είναι φανερό ότι χρειάζονται κάποιο «νόημα» στους αριθμούς τους με τον ίδιο ίσως τρόπο με τον οποίο ο μουσικός πρέπει να έχει αρμονία. Πράγματι, άρχισα να τους συγκρίνω με μουσικούς, ή με τον Μάρτιν (κεφάλαιο 22), επίσης καθυστερημένο, που έβρισκε στις γαλήνιες και μεγαλειώδεις αρχιτεκτονικές του Μπαχ μια ευαίσθητη εκδήλωση της τελειωτικής αρμονίας και τάξης στον κόσμο, που του ήταν εντελώς απρόσβατος εννοιολογικά, εξαιτίας των νοητικών του περιορισμοί.

«Όποιος είναι αρμονικά φτιαγμένος», γράφει ο Sir Thomas Browne, «θέλγεται από την αρμονία... από μία βαθιά ενατένιση του Μεγάλου Συνθέτη. Υπάρχει κάτι το θείο στην αρμονία πέρα από αυτό που το αυτί μπορεί να ανακαλύψει· είναι μια Συμβολική και κρυφή Ανάγνωση ολόκληρου του Κόσμου... μία ευαίσθητη αντήχηση αυτής της αρμονίας που διανοητικά ακούγεται στα αυτιά του Δημιουργού... Η ψυχή... είναι αρμονική και ό,τι πλησιέστερο υπάρχει σ' αυτή είναι η μουσική».

Ο Richard Wollheim στο The Thread of Life (1984) κάνει μία απόλυτη διάκριση ανάμεσα στους υπολογισμούς και αυτό που ονομάζουμε «ει­κονικές» πνευματικές καταστάσεις και προλαβαίνει μια πιθανή αντίρ­ρηση σ' αυτή τη διάκριση:

«Θα μπορούσε κανείς να έχει αντιρρήσεις στο γεγονός ότι όλοι οι υπολο­γισμοί είναι μη εικονικοί με βάση το γεγονός ότι, όταν υπολογίζει, μερι­κές φορές, το κάνει φτιάχνοντας στο μυαλό του την εικόνα του υπολογι-

* Ass's Bridge: το όνομα που δίνεται στη γραφική απόδειξη του Πυθαγόρειου θεωρήμα­τος για το τετράγωνο της υποτεινούσης. Κατ' επέκταση σημαίνει κάτι το συνηθισμένο, γνωστό σε όλους. (Σ.τ.Μ.)

245

Page 125: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

σμού πάνω σε μια σελίδα. Γιατί αυτό που αναπαρίσταται σε τέτοιες πε­ριπτώσεις δεν είναι ο ίδιος ο υπολογισμός αλλά μία αναπαράσταση του· ο υπολογισμός αφορά τους αριθμούς, αλλά αυτό που εικονίζεται είναι τα νούμερα που αναπαριστούν τους αριθμούς».

Ο Λάιμπνιτς, από την άλλη, φτιάχνει μια ερεθιστική αναλογία ανάμε­σα στους αριθμούς και τη μουσική: «Η ευχαρίστηση που αντλούμε από τη μουσική έρχεται από το γεγονός ότι μετράμε, αλλά μετράμε ασυνεί­δητα. Η μουσική δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ασυνείδητη αριθμητι­κή».

Ποια είναι η κατάσταση με τους Διδύμους, όσο μπορούμε να την ερευνήσουμε, όπως ίσως και με άλλους; Ο Ernst Toch, ο συνθέτης —μου έλεγε ο εγγονός του, ο Lawrence Weschler— μπορούσε εύκολα να συ­γκρατήσει στο μυαλό του μια μακριά σειρά αριθμών μετά από ένα μόνο άκουσμα αλλά το έκανε «μετατρέποντας» τη σειρά των αριθμών σε ένα μουσικό σκοπό (μία μελωδία που ο ίδιος σχημάτιζε, έτσι ώστε να «αντι­στοιχεί» στους αριθμούς. Ο Jerediah Buxton, ένας από τους πιο περι­σπούδαστους και επίμονους υπολογιστές όλων των εποχών και ένας άνθρωπος που είχε ένα αληθινό, ακόμα και παθολογικό, πάθος για τον υπολογισμό και το μέτρημα (όπως έλεγε ο ίδιος, μπορούσε «να μεθύσει από τους λογαριασμούς»), «μετέτρεπε» τη μουσική και το θέατρο σε νούμερα. «Κατά τη διάρκεια του χορού», αναφέρει μια σύγχρονη του περιγραφή, στα 1754, «προσηλώθηκε στον αριθμό των βημάτων μετά από ένα υπέροχο κομμάτι, δήλωσε ότι οι αναρίθμητοι ήχοι της μουσι­κής τον είχαν μπερδέψει υπερβολικά και συνέχισε να παρακολουθεί τον κ. Garrick* μόνο για να μετρήσει τις λέξεις που πρόφερε, πράγμα στο οποίο, όπως είπε, πέτυχε απολύτως».

Έχουμε εδώ δύο πολύ ωραία, αν και ακραία, παραδείγματα: ο μου­σικός που γυρνά τους αριθμούς σε μουσική και ο μετρητής που γυρνά τη μουσική σε αριθμούς. Δύσκολα θα μπορούσε κανείς να έχει πιο α­ντιθετικά είδη μυαλού, ή, τουλάχιστον, πιο αντίθετους τρόπους σκέ­ψης.**

Πιστεύω ότι οι Δίδυμοι, που είχαν μία εξαιρετική «αίσθηση» των α­ριθμών, χωρίς να είναι ικανοί να λογαριάσουν ούτε στο ελάχιστο, συγ­γενεύουν περισσότερο με τον Toch παρά με τον Buxton. Εκτός από το

* Διάσημος Άγγλος ηθοποιός του 18ου αιώνα. (Σ.τ.Μ.) ** Κάτι συγκρίσιμο με τον τρόπο του Buxton, που ίσως μοιάζει ο πιο «αφύσικος» από

τους δύο, παρουσίαζε η ασθενής μου Μίριαμ Η. στο Awakenings, όταν είχε τις «αριθμομα-νιακές» κρίσεις της.

246

γεγονός —που για εμάς τους συνηθισμένους ανθρώπους είναι τόσο δύσκολο να φανταστούμε— ότι δε «μετατρέπουν» αριθμούς σε μουσι­κή, αλλά τους νιώθουν πραγματικά, αυτούς καθαυτούς, σαν «μορφές», σαν «τόνους», σαν τις πολυποίκιλες μορφές που συνθέτουν την ίδια τη φύση. Δεν είναι υπολογιστές και η ικανότητα αντίληψης των αριθμών που έχουν είναι «εικονική». Συγκεντρώνονται πάνω σ' αυτούς, κατοι­κούν ανάμεσα σε παράξενες σκηνές από αριθμούς· περιδιαβάζουν ελεύ­θερα μέσα σε απέραντα τοπία αριθμών δημιουργούν δραματουργικά έναν ολόκληρο κόσμο φτιαγμένο από αριθμούς. Έχουν, πιστεύω, μία εντελώς ιδιόμορφη φαντασία της οποίας μία —ίσως η πιο παράξενη— ιδιότητα είναι ότι μπορεί να φανταστεί μόνο με αριθμούς. Δε μοιάζουν να κάνουν πράξεις, να «λειτουργούν» με βάση τους αριθμούς, εξω-εικο-νικά όπως θα έκανε ένας υπολογιστής· τους «βλέπουν», άμεσα, σαν μία απέραντη φυσική σκηνογραφία.

Και αν κάποιος ρωτήσει αν υπάρχουν άλλα ιστορικά ανάλογα μιας τέτοιας «εικονικότητας», πιστεύω ότι θα την έβρισκε σε ορισμένα επι­στημονικά μυαλά. Ο Ντμίτρι Μεντελέγιεφ, για παράδειγμα, μετέφερε μαζί του, γραμμένες σε καρτέλες, τις αριθμητικές ιδιότητες των στοι­χείων, μέχρις ότου του έγιναν απόλυτα «οικεία», τόσο οικεία, που έπα­ψε από κάποιο σημείο και ύστερα να τα σκέφτεται σαν αθροίσματα ιδιοτήτων αλλά (έτσι μας διηγείται) σαν «οικεία του πρόσωπα». Έβλεπε τώρα τα στοιχεία, εικονικά, φυσιογνωμικά, σαν «πρόσωπα», πρόσωπα που σχετίζονταν μεταξύ τους, σαν μέλη μιας οικογένειας, που σαν σύ­νολο, in toto, περιοδικά διευθετημένα, σχημάτιζαν το πλήρες τυπικό πρόσωπο της οικουμένης. Ένα τέτοιο επιστημονικό μυαλό είναι ου­σιαστικά «εικονικό» και «βλέπει» ολόκληρη τη φύση σαν πρόσωπα και σκηνές, ίσως και σαν μουσική. Αυτή η «όραση», αυτή η εσωτερική όρα­ση, αν και φτάνει στο υπερφυσικό, αποτελεί, παρ' όλα αυτά, ένα ακέ­ραιο κομμάτι του φυσικού και η ίδια η μεταφορά που πραγματοποιεί από το ψυχικό στο φυσικό συνιστά μια δευτερεύουσα ή εξωτερική λει­τουργία μιας τέτοιας επιστήμης. («Ο φιλόσοφος αναζητεί να ακούσει μέσα του την ηχώ της παγκόσμιας συμφωνίας», γράφει ο Νίτσε «και να την προβάλει και πάλι κάτω από τη μορφή ιδεών».) Οι Δίδυμοι, υποθέ­τω ότι, αν και ηλίθιοι, ακούν τη συμφωνία του κόσμου αλλά ολοκληρω­τικά με τη μορφή αριθμών.

Η ψυχή είναι «αρμονική» όποιος και αν είναι ο Δείκτης Νοημοσύνης του ατόμου και για μερικούς, όπως για τους φυσικούς επιστήμονες και τους μαθηματικούς, η αίσθηση της αρμονίας είναι ίσως κυρίως νοητική. Δεν μπορώ, όμως, παρ' όλα αυτά, να σκεφτώ το οτιδήποτε νοητικό

247

Page 126: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

που δεν ενέχει ταυτόχρονα, κατά κάποιο τρόπο, και κάποια ευαισθη-σία· η ίδια η λέξη «αίσθηση» έχει πάντα αυτή τη διπλή σημασία* Ευαί­σθητο και ταυτόχρονα «προσωπικό», γιατί δεν μπορούμε να νιώσουμε το οτιδήποτε, να βρούμε κάποιο «νόημα» στο οτιδήποτε, παρά μόνο αν αυτό έχει κάποια σχέση ή αν μπορεί να σχετιστεί με κάποιο τρόπο με εμάς τους ίδιους. Οι μεγάλες αρχιτεκτονικές του Μπαχ παρέχουν, ό­πως το έκαναν για τον Μάρτιν Α., «μια συμβολική και κρυφή ανάγνωση ολόκληρου του κόσμου», αλλά είναι επίσης αναγνωρίσιμες, μοναδικές, βαθιά αγαπητές, σαν Μπαχ· ο ίδιος ο Μάρτιν το ένιωθε αυτό εντονό­τατα και το συσχέτιζε με την αγάπη που έτρεφε στον πατέρα του.

Πιστεύω ότι οι Δίδυμοι δεν έχουν απλώς μια παράξενη «ιδιότητα» αλλά μια ευαισθησία, μια αρμονική ευαισθησία, που ίσως συγγενεύει με την ευαισθησία της μουσικής. Θα μπορούσε πολύ φυσικά κανείς να μιλήσει για μια «πυθαγόρεια» ευαισθησία και, τελικά, αυτό που είναι παράξενο δεν είναι η ύπαρξη της αλλά η φαινομενική της σπανιότητα. Η ψυχή του καθενός είναι αρμονική, όποιος και αν είναι ο Δείκτης Νοημοσύνης του και ίσως η ανάγκη να βρούμε ή να αισθανθούμε μια απόλυτη αρμονία ή τάξη να αποτελεί μια παγκόσμια σταθερά του μυα­λού, όποιες και αν είναι οι δυνατότητες του και όποια μορφή και να παίρνει. Τα μαθηματικά αποκαλούνται ανέκαθεν «η βασίλισσα των επι­στημών» και οι μαθηματικοί αισθάνονται πάντα τους αριθμούς σαν το μεγάλο μυστήριο, καθώς ο ίδιος ο κόσμος είναι οργανωμένος, μυστηρι­ωδώς, με τη δύναμη των αριθμών. Αυτό εκφράζει πάρα πολύ όμορφα στον πρόλογο της Αυτοβιογραφίας του ο Μπέρτραντ Ράσελ·

«Με όμοιο πάθος αναζήτησα τη γνώση, θέλησα να καταλάβω τις καρδιές των ανθρώπων. Θέλησα να μάθω γιατί τα αστέρια λάμπουν. Και προσπά­θησα να αντιληφθώ την πυθαγόρεια δύναμη με την οποία κρατιέται η εξουσία του αριθμού επάνω από την παγκόσμια κίνηση».

Είναι παράξενο να συγκρίνουμε αυτούς τους μωρούς Διδύμους με μία διανόηση, ένα πνεύμα σαν αυτό του Μπέρτραντ Ράσελ. Παρ' όλα αυτά, δε νομίζω ότι είναι μια τόσο παρατραβηγμένη σύγκριση. Οι Δίδυμοι ζουν αποκλειστικά σε έναν κόσμο σκέψης που αποτελείται από αριθ­μούς. Δεν ενδιαφέρονται για τη λάμψη των αστεριών ή για τις καρδιές των ανθρώπων. Και, εντούτοις, οι αριθμοί γι' αυτούς δεν είναι «σκέτοι»

* Η λέξη sense στα αγγλικά, με τη διπλή σημασία της «αίσθηση» και «έννοια». Στα ελληνι­κά θα βρούμε την ίδια αμφισημία στα νέα παράγωγα της λέξης «έννοια», όπως το «νιώθω» (Σ.Τ.Μ.)

248

αριθμοί αλλά νοήματα, σημαίνοντα, των οποίων το «σημαινόμενο» είναι ο ίδιος ο κόσμος.

Δεν προσεγγίζουν τους αριθμούς με ελαφρότητα, όπως κάνουν οι περισσότεροι από τους από μνήμης υπολογιστές. Δεν ενδιαφέρονται, δεν έχουν ικανότητα, δεν μπορούν να καταλάβουν τους υπολογισμούς. Θα λέγαμε μάλλον ότι είναι οι γαλήνιοι παρατηρητές του αριθμού και προσεγγίζουν τους αριθμούς με μια αίσθηση ευλάβειας και δέους. Οι αριθμοί είναι γι' αυτούς ιεροί, γεμάτοι σημασία. Αυτός είναι ο δικός τους τρόπος —όπως ο τρόπος του Μάρτιν ήταν η μουσική— για να συλλάβουν τον Πρώτο Συνθέτη.

Αλλά οι αριθμοί δεν τους προκαλούν μόνο δέος, είναι ταυτόχρονα και φίλοι τους, ίσως οι μόνοι φίλοι που γνώρισαν στις απομονωμένες αυτιστικές τους ζωές. Αυτό είναι ένα μάλλον κοινό συναίσθημα που μοιράζονται όσοι άνθρωποι έχουν ένα ταλέντο για τους αριθμούς, και ακόμα και ο Steven Smith, ενώ βλέπει τη «μέθοδο» σαν αυτό που έχει τη μεγαλύτερη σημασία, δίνει πολλά απολαυστικά παραδείγματα γι' αυτό: όπως ο George Parker Bidder, που έγραψε για τα πρώτα παιδικά του χρόνια με τους αριθμούς: «Οι αριθμοί μέχρι το 100 μού έγιναν από­λυτα οικείοι· ήταν σαν φίλοι μου και γνώριζα όλες τους τις σχέσεις και τις γνωριμίες»· ή ο σύγχρονος μας Shyam Marathe από την Ινδία: «Όταν λέω ότι οι αριθμοί είναι φίλοι μου, εννοώ ότι έχω στο παρελθόν ασχο­ληθεί μ' αυτό το συγκεκριμένο αριθμό για κάμποσο καιρό και με μία ποικιλία τρόπων και ότι σε πολλές περιπτώσεις βρήκα νέες και συναρ­παστικές ιδιότητες κρυμμένες σ' αυτόν... Έτσι, αν στη διάρκεια ενός υπολογισμού συναντήσω έναν αριθμό που γνωρίζω, τον κοιτώ αμέσως σαν κάποιο φίλο μου».

Ο Hermann von Helmholtz, μιλώντας για τη μουσική αντίληψη, λέει ότι αν και οι σύνθετοι μουσικοί τόνοι μπορούν να αναλυθούν και να δια­χωριστούν στα συστατικά μέρη τους, ακούγονται κανονικά σαν ξεχωρι­στές, μοναδικές ποιότητες τόνου, σαν αδιαχώριστα σύνολα. Μιλά σ' αυτό το σημείο για μια «συνθετική αντίληψη» που ξεπερνά την ανάλυ­ση και που αποτελεί τη μη αναλύσιμη ουσία της κάθε μουσικής αίσθη­σης. Συγκρίνει τέτοιους τόνους με πρόσωπα και κάνει την υπόθεση ότι μπορεί να τις αναγνωρίζουμε με τον ίδιο προσωπικό τρόπο. Εν συντο­μία, περίπου υπαινίσσεται ότι οι μουσικοί τόνοι και σίγουρα οι μελω­δίες είναι, πράγματι, «πρόσωπα» για το αυτί και αναγνωρίζονται, γίνο­νται αισθητά, άμεσα σαν «πρόσωπα» (ή «ψευδο-πρόσωπα»), μία ανα­γνώριση που εμπλέκει τη ζεστασιά, τη συγκίνηση και την προσωπική σχέση.

249

Page 127: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Έτσι φαίνεται να συμβαίνει και μ' αυτούς που αγαπούν τους αριθ­μούς. Και αυτοί, επίσης, αναγνωρίζονται σαν «πρόσωπα» μέσα από ένα μοναδικό, διαισθητικό, προσωπικό: «Σε ξέρω!»* Ο μαθηματικός Wim Klein το τοποθέτησε πολύ καλά: «Οι αριθμοί είναι περισσότερο ή λιγό­τερο φίλοι μου. Δεν είναι το ίδιο για σας, ας πούμε το 3.844; Για σας είναι μόνο ένα τρία και ένα οχτώ και δύο τεσσάρια. Αλλά εγώ θα πω: "Γεια σου, 62 στο τετράγωνο!"»

Πιστεύω ότι οι Δίδυμοι, που φαινομενικά είναι τόσο απομονωμένοι, ζουν σε έναν κόσμο γεμάτο φίλους, ότι έχουν εκατομμύρια και δισεκα­τομμύρια αριθμούς στους οποίους λένε «Γεια!» και οι οποίοι, είμαι σί­γουρος γι' αυτό, τους απαντούν «Γεια!» Αλλά κανένας από τους αριθ­μούς δεν είναι αυθαίρετος —όπως δεν είναι το 62 στο τετράγωνο— ούτε (και αυτό είναι και το μυστήριο) γεννήθηκε από κάποια από τις συνηθισμένες μεθόδους, ή από οποιαδήποτε μέθοδο, όσο τουλάχιστον έχω τη δυνατότητα να ψάξω. Οι Δίδυμοι μοιάζουν να χρησιμοποιούν την άμεση γνώση, όπως οι άγγελοι. Βλέπουν άμεσα έναν κόσμο και έναν ουρανό από αριθμούς. Και αυτό, όσο και αν είναι αλλόκοτο, όσο και αν είναι εξωπραγματικό —αλλά με ποιο δικαίωμα θα το αποκαλού­σαμε «παθολογικό»;— εξασφαλίζει στη ζωή τους μια αλλόκοτη αυτάρ­κεια και γαλήνη που θα ήταν τραγικό να παρέμβει κανείς, που θα ήταν τραγικό να τη διακόψει.

Αυτή η γαλήνη, στην πραγματικότητα, διακόπηκε και διαλύθηκε δέ­κα χρόνια αργότερα, όταν υπήρξε η σκέψη ότι οι Δίδυμοι έπρεπε να χωρίσουν, «για το καλό τους», για να εμποδιστεί η «ανθυγιεινή επικοι­νωνία μεταξύ τους» και έτσι που να μπορέσουν να «βγουν έξω και να αντιμετωπίσουν τον κόσμο... με έναν αρμόζοντα και κοινωνικά αποδε­κτό τρόπο» (όπως το τοποθετούσε το ιατρικό και κοινωνιολογικό ιδίω­μα). Χωρίστηκαν, λοιπόν, στα 1977, με αποτελέσματα που θα μπορού­σαν να θεωρηθούν είτε ικανοποιητικά είτε καταστροφικά. Και οι δυο τους εγκαταστάθηκαν σε «ιδρύματα αποκατάστασης» και κάνουν κά­ποιες ταπεινές δουλειές για το χαρτζιλίκι τους κάτω από αυστηρή επι-

* Η αντίληψη και η αναγνώριση των προσώπων ανακινεί ιδιαίτερα συναρπαστικά και θεμελιώδη προβλήματα, καθώς σ' αυτό τον τομέα υπάρχουν πολλά στοιχεία προς την κα­τεύθυνση μιας άμεσης αναγνώρισης (τουλάχιστον όσο αφορά τα οικεία μας πρόσωπα), και όχι προς αυτή κάποιας διεργασίας κομματιαστής ανάλυσης ή αθροίσματος. Αυτό, όπως το είδαμε σε προηγούμενα κεφάλαια, φαίνεται δραματικά στην «προσωπαγνωσία» στην οποία, σαν αποτέλεσμα μιας βλάβης στο φλοιό του δεξιού ινιακού λοβού, οι ασθενείς χάνουν την ικανότητα τους να αναγνωρίζουν τα πρόσωπα σαν τέτοια και υποχρεώνονται να χρήσιμο ποιούν ένα εξεζητημένο, παράλογο και έμμεσο δρόμο που απαιτεί μία τμήμα προς τμήμα ανάλυση χωριστών και χωρίς έννοια μορφών (κεφάλαιο 1).

τήρηση. Είναι ικανοί να πάρουν το λεωφορείο, εάν τους κατευθύνουν προσεχτικά και τους δώσουν ένα κουπόνι, καθώς και να διατηρούν τον εαυτό τους μέτρια παρουσιάσιμο και καθαρό, παρότι ο μωριακός και ψυχωσικός τους χαρακτήρας εξακολουθεί να είναι πάντα αναγνωρίσι­μος με την πρώτη ματιά.

Αυτή είναι η θετική πλευρά, αλλά υπάρχει επίσης και μια αρνητική που δεν αναφέρεται στις καρτέλες τους, γιατί ποτέ δεν αναγνωρίστηκε. Στερημένοι της αριθμητικής τους «επικοινωνίας», καθώς και του καιρού και της ευκαιρίας για την οποιαδήποτε «ενατένιση» και «επικοινωνία», αφού στέλνονται και σπρώχνονται από τη μια δουλειά στην άλλη, μοιά­ζουν να έχουν χάσει την παράξενη αριθμητική τους δύναμη και, μαζί μ' αυτή, τη βασική χαρά και έννοια της ζωής τους. Αλλά αυτό θεωρείται σαν ένα μικρό αντίτιμο, αναμφίβολα, μπροστά στο γεγονός ότι έχουν γίνει σχεδόν ανεξάρτητοι και «κοινωνικά αποδεκτοί».

Φέρνει στο μυαλό τη θεραπεία που είχε γίνει στη Νάντια, ένα αυτι­στικό κοριτσάκι με ένα υπερφυσικό χάρισμα στο σχέδιο (βλέπε παρα­κάτω). Και η Νάντια είχε υποβληθεί σε μία θεραπευτική αγωγή «για να βρει τρόπους με τους οποίους οι δυνατότητες της σε άλλους τομείς μπορούσαν να φτάσουν στο μεγαλύτερο βαθμό τους». Το καθαρό απο­τέλεσμα ήταν ότι άρχισε να μιλά και σταμάτησε να σχεδιάζει. Ο Nigel Dennis σχολιάζει: «Μείναμε με μια ιδιοφυία που της αφαιρέθηκε η ι­διοφυία, αφήνοντας πίσω της μία γενική ελλειμματικότητα. Τι πρέπει να σκεφτούμε για μια τόσο περίεργη θεραπεία;»

Θα έπρεπε να προστεθεί —πράγμα στο οποίο επιμένει ο F.W.H. Myers, του οποίου οι απόψεις για τα αριθμητικά τέρατα ανοίγουν το κεφάλαιο του πάνω στην «Ιδιοφυία»— ότι η ικανότητα αυτή είναι «πα­ράξενη» και μπορεί να εξαφανιστεί αυθόρμητα, παρότι συνήθως διαρ­κεί σε ολόκληρη τη ζωή. Στην περίπτωση των Διδύμων, βέβαια, δεν ή­ταν μόνο μια «ικανότητα» αλλά το προσωπικό και συγκινησιακό κέντρο της ζωής τους. Τώρα ζουν χωριστά, τώρα έφυγε και δεν υπάρχει πια καμία έννοια ή κέντρο στη ζωή τους*

* Από την άλλη, για να μη θεωρηθεί ότι αυτή η διαμάχη είναι εντελώς περίεργη, ή διε­στραμμένη, είναι σημαντικό να πούμε ότι στην περίπτωση των διδύμων που μελέτησε ο Luria, ο χωρισμός τους υπήρξε ουσιώδης για την ίδια τους την ανάπτυξη, τους «ελευθέρω­σε» από ένα χωρίς νόημα και στείρο δεσμό φλυαρίας και τους επέτρεψε να αναπτυχθούν σαν υγιείς και δημιουργικοί άνθρωποι.

251 250

Page 128: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ

Όταν του έδειξα το χειρόγραφο αυτού του άρθρου, ο Israel Rosenfield μου υπέδειξε ότι ιιπάρχουν και άλλες αριθμητικές, ανώτερες και α­πλούστερες από τη «συμβατική» αριθμητική των πράξεων και αναρω­τήθηκε κατά πόσο οι ιδιόμορφες δυνάμεις (και περιορισμοί) των Διδύ­μων δεν αντανακλούσαν τη χρήση μιας τέτοιας «μετρικής» αριθμητικής. Σε ένα σημείωμα που μου απηύθυνε, έκανε την υπόθεση ότι οι μετρι­κοί αλγόριθμοι, του είδους που περιγράφει ο Ian Stewart στο Concepts of Modern Mathematics (1975), θα μπορούσαν να εξηγήσουν τις ημερο­λογιακές ικανότητες των Διδύμων:

«Η ικανότητα τους να καθορίσουν τις ημέρες της εβδομάδας μέσα σε μία περίοδο ογδόντα χιλιάδων ετών υποβάλλει ένα μάλλον απλό αλγόριθμο. Διαιρούμε το σύνολο των ημερών από "τώρα" μέχρι "τότε" με το εφτά. Αν δεν υπάρχει υπόλοιπο, τότε η ζητούμενη ημερομηνία πέφτει την ίδια ημέρα όπως "τώρα"· αν το υπόλοιπο είναι ένα, τότε η ημερομηνία θα πέφτει μια μέρα αργότερα· και ούτω καθεξής. Σημειώστε ότι η μετρική αριθμητική είναι κυκλική: αποτελείται από επαναλαμβανόμενους τύ­πους. Ίσως οι Δίδυμοι είχαν στο μυαλό τους την εικόνα αυτών των τύ­πων, είτε με τη μορφή εύκολα φτιαγμένων πινάκων είτε κάποιου είδους "τοπίου", σαν την έλικα των ακεραίων που εικονίζεται στη σελίδα 30 του βιβλίου του Stewart.

Αυτό δε δίνει απάντηση στο γιατί οι Δίδυμοι επικοινωνούσαν με πρώ­τους αριθμούς. Αλλά η ημερολογιακή αριθμητική απαιτεί τη χρήση του πρώτου "εφτά". Και αν σκεφτούμε τη μετρική αριθμητική γενικά, η με­τρική διαίρεση δίνει σωστούς κυκλικούς τύπους μόνο αν χρησιμοποιού­με πρώτους αριθμούς. Από τη στιγμή που ο πρώτος αριθμός εφτά βοηθά τους Διδύμους να βρουν τις ημερομηνίες και, κατά συνέπεια, τα γεγονό­τα συγκεκριμένων ημερών στη ζωή τους, άλλοι πρώτοι αριθμοί, που πι­θανόν βρήκαν, παράγουν ανάλογους τύπους με αυτούς που τους είναι τόσο σημαντικοί για τις αναμνήσεις τους. (Όταν για τα σπίρτα λένε "111, 37 τρεις φορές", σημειώστε ότι παίρνουν τον πρώτο 37 και τον πολλα­πλασιάζουν επί τρία.) Στην πραγματικότητα, μόνο οι τύποι των πρώτων αριθμών μπορούσαν να τους δώσουν "εικόνες". Οι διάφοροι τύποι που παράγονται από τους διάφορους πρώτους αριθμούς (για παράδειγμα, οι πίνακες του πολλαπλασιασμού) μπορεί να αποτελούν τμήματα οπτικής πληροφορίας που επικοινωνούν μεταξύ τους, όταν επαναλαμβάνουν ένα δεδομένο πρώτο αριθμό. Με δυο λόγια, η μετρική αριθμητική μπορεί να τους βοηθά να ανατρέχουν στο παρελθόν τους και, κατά συνέπεια, οι τύποι που φτιάχνονται όταν κάνουν αυτούς τους υπολογισμούς (που είναι δυνατοί μόνο με τους πρώτους αριθμούς) μπορεί να παίρνουν μια ιδιαίτερη σημασία για τους Διδύμους».

Ο Ian Stewart δείχνει ότι με τη χρήση μιας τέτοιας μετρικής αριθμητι­κής μπορεί κανείς να φτάσει γρήγορα σε μια μοναδική λύση σε κατα-

252

στάσεις που ματαιώνουν την όποια «συνηθισμένη» αριθμητική, ιδιαίτε­ρα όσο αφορά τον έλεγχο (με τη λεγόμενη αρχή της «τρύπας του περι­στεριού») άπειρα μεγάλων και με συμβατικές μεθόδους ανυπολόγιστων πρώτων αριθμών.

Αν θεωρήσουμε αυτές τις μεθόδους, αυτές τις νοητικές εικόνες σαν αλγορίθμους, πρόκειται για αλγορίθμους ενός πολύ περίεργου είδους, οργανωμένους όχι αλγεβρικά αλλά χωρικά, σαν δέντρα, έλικες, αρχιτε­κτονικές, «τοπία σκέψης», διαμορφώσεις ενός τυπικού, αν και σχεδόν αισθητηριακού, πνευματικού χώρου.

Τα σχόλια του Israel Rosenfield και οι αναλύσεις του Ian Stewart πάνω στις «ανώτερες» (και ειδικά τις μετρικές) αριθμητικές μού κίνησαν πολύ το ενδιαφέρον, γιατί έμοιαζαν να υπόσχονται, αν όχι μια «λύση», τουλά­χιστον μία ισχυρή διαφώτιση για δυνάμεις που αλλιώς παρέμεναν ανε­ξήγητες, σαν αυτές των Διδύμων.

Τέτοιες ανώτερες ή βαθύτερες αριθμητικές είχαν συλληφθεί κυρίως από τον Gauss στις Disquisitioncs Arithmeticae του, στα 1801, αλλά άρ­χισαν να βρίσκουν κάποια πρακτική εφαρμογή μόνο τα τελευταία χρό­νια. Αναρωτιέται κανείς κατά πόσο μια «συμβατική» αριθμητική (μια αριθμητική των πράξεων) —συχνά τόσο εκνευριστική για το δάσκαλο και το μαθητή, «αφύσικη» και δύσκολη στη μάθηση της— ή μια βαθιά αριθμητική του τύπου που περιέγραψε ο Gauss δε θα μπορούσαν να είναι αληθινά έμφυτες στον εγκέφαλο, τόσο έμφυτες όσο η «βαθιά» σύνταξη και η «γενετική» γραμματική του Chomsky. Μια τέτοια έμφυτη αριθμητική, σε μυαλά σαν αυτά των Διδύμων, θα ήταν δυναμική και σχεδόν ζωντανή: σφαιρικοί σωροί και νεφελώματα αριθμών που περι­στρέφονται και ξετυλίγονται σε έναν πνευματικό ουρανό που ολοένα και απλώνεται.

Όπως το ανέφερα ήδη, μετά τη δημοσίευση των «Διδύμων», δέχτηκα μία πάρα πολύ μεγάλη αλληλογραφία, τόσο προσωπική, όσο και επι­στημονική. Μερικά γράμματα αναφέρονταν στα ειδικά θέματα της «ό­ρασης» ή της σύλληψης των αριθμών, μερικά στην έννοια ή τη σημασία που θα έπρεπε να αποδοθεί σ' αυτό το φαινόμενο, μερικά άλλα ακόμα στο γενικό χαρακτήρα των αυτιστικών χαρακτηριστικών και ευαισθη­σιών και στον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να καλλιεργηθούν ή να ανασταλούν και μερικά άλλα, τέλος, στο θέμα των μονοωογενών διδύ­μων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσίαζαν τα γράμματα από γονείς τέ­τοιων παιδιών και τα πιο σπάνια και αξιόλογα από γονείς που είχαν οι

253

Page 129: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ίδιοι αναγκαστεί να προβληματιστούν και να ερευνήσουν και που είχαν πετύχει να συνδυάσουν τα βαθύτερα αισθήματα και την προσωπική τους συμμετοχή με μια βαθιά αντικειμενικότητα. Σ' αυτή την κατηγο­ρία ανήκαν οι Parks, ιδιαίτερα χαρισματικοί γονείς ενός ιδιαίτερα χαρι­σματικού αλλά αυτιστικού παιδιού (βλ. C. C. Park, 1967, και D. Park, 1974, σελ. 313-23). Το παιδί των Park, η Έλλα, ήταν μία ταλαντούχα σκιτσογράφος και ήταν επίσης ιδιαίτερα χαρισματική με τους αριθμούς, ειδικά στα πρώτα της χρόνια. Τη συνάρπαζε η «τάξη» των αριθμών, ειδικά των πρώτων. Είναι φανερό ότι αυτή η αλλόκοτη αίσθηση για τους πρώτους δεν είναι ασυνήθιστη. Η C. C. Park μου έγραψε για ένα άλλο αυτιστικό παιδί που γνώριζε, που γέμιζε φύλλα ολόκληρα από αριθμούς που έγραφε «παρορμητικά». «Όλοι ήταν πρώτοι», σημείωνε και πρόσθετε: «Παράθυρα σε έναν άλλο κόσμο». Αργότερα αναφερόταν σε ένα πρόσφατο πείραμα με ένα νέο αυτιστικό άντρα που γοητευό­ταν, επίσης, από τις παραγώγους και τους πρώτους αριθμούς και τους αντιλαμβανόταν στιγμιαία σαν κάτι «ιδιαίτερο». Εξάλλου έπρεπε να χρησιμοποιηθεί η λέξη «ιδιαίτερο», για να του εκμαιεύσει μια αντίδρα­ση:

«Τίποτα το ιδιαίτερο, Τζο, σ' αυτό τον αριθμό (4875);» Τζο: «Απλώς διαιρείται με το 13 και με το 25». Για έναν άλλο (7241): «Διαιρείται με το 13 και με το 557». Και για το 8741: «Είναι πρώτος αριθμός». Η Park σχολιάζει: «Κανένας στην οικογένεια του δεν ενδυναμώνει

τους πρώτους του αριθμούς· είναι μια μοναχική απόλαυση». Σ' αυτές τις περιπτώσεις δεν είναι ξεκάθαρο πώς αυτές οι απαντή­

σεις έρχονται σχεδόν στιγμιαία: κατά πόσο προηγείται κάποια «επε­ξεργασία», είναι «γνωστές» (μνημονικά καταγραμμένες) ή, με κάποιο τρόπο, «ορατές». Αυτό που είναι ξεκάθαρο είναι η χαρακτηριστική αί­σθηση ευχαρίστησης και νοήματος που συνδέεται με τους πρώτους. Μοιάζει να συνδέεται εν μέρει με κάποια αίσθηση ομορφιάς της μορ­φής και της συμμετρίας αλλά και με κάποια χαρακτηριστική συνειρμική «έννοια» ή «δύναμη». Αυτό συχνά ονομαζόταν «μαγικό» στην περίπτω­ση της 'Ελλα: οι αριθμοί, και ειδικά οι πρώτοι, ανακαλούσαν ιδιαίτερες σκέψεις, εικόνες, αισθήματα, σχέσεις, μερικές σχεδόν υπερβολικά «ιδιαί­τερες» ή «μαγικές» για να μπορούν να αναφερθούν. Όλα αυτά περιγρά­φονται αναλυτικά στο άρθρο του David Park (ό.π.).

Ο Kurt Godel, με έναν εντελώς γενικό τρόπο, έχει αναπτύξει το θέμα της χρήσης των αριθμών, ειδικά των πρώτων αριθμών, σαν «σημαδιών» για ιδέες, ανθρώπους, μέρη ή οτιδήποτε· μία τέτοια σηματοδότηση θα

254

άνοιγε το δρόμο σε μια «αριθμοποίηση» του κόσμου (βλ. Ε. Nagel και J. R. Newman, 1958). Αν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι πιθανό οι Δίδυμοι, και άλλοι σαν κι αυτούς, να μη ζουν απλώς σε έναν κόσμο αριθμών αλλά σε έναν κόσμο, τον κόσμο, σαν αριθμούς, και ο αριθμητικός στοχασμός τους ή το παιχνίδι τους θα ήταν ένα είδος υπαρξιακού στοχασμού, και αν κάποιος μπορεί να τον καταλάβει ή να βρει το κλειδί του (όπως μερικές φορές το κάνει ο David Park), μία παράξενη και ακριβής επι­κοινωνία.

255

Page 130: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

24 Ο αυτιστικός καλλιτέχνης

— Ζωγράφισε μου αυτό, είπα και έδωσα στον Ζοζέ το ρολόι μου της τσέπης.

Ήταν γύρω στα 21, βαριά καθυστερημένος υποτίθεται, και λίγη ώρα πριν είχε πάθει μια από τις βίαιες κρίσεις από τις οποίες υπέφερε.

Ήταν αδύνατος και έμοιαζε πολύ εύθραυστος. Η αφηρημάδα του, η ανησυχία του, σταμάτησαν ξαφνικά. Πήρε το

ρολόι προσεχτικά, σαν να 'ταν φυλαχτό ή κόσμημα, το ακούμπησε μπροστά του και το κάρφωσε με το βλέμμα του με μια εντελώς απόλυ­τη συγκέντρωση.

256

— Είναι ηλίθιος, επενέβη ξαφνικά ο επιτηρητής. Μην κάνετε καν το κόπο να τον ρωτήσετε. Δεν ξέρει, ούτε τι είναι, δεν ξέρει να λέει την ώρα. Ούτε καν μιλάει. Λένε πως είναι αυτιστικός, αλλά είναι απλώς ηλί­θιος.

Ο Ζοζέ χλόμιασε, ίσως περισσότερο από τον τόνο του επιτηρητή παρά από τα λόγια του: ο επιτηρητής μού είχε πει προηγουμένως ότι ο Ζοζέ δε χρησιμοποιούσε λέξεις.

— Συνέχισε, του είπα. Ξέρω ότι μπορείς να το κάνεις. Ο Ζοζέ σχεδίασε μέσα σε μια απόλυτη ηρεμία, εντελώς συγκεντρωμέ­

νος στο μικρό ρολόι μπροστά του, αποκλείοντας καθετί άλλο. Για πρώ­τη φορά τον έβλεπα σταθερό, χωρίς δισταγμό, συγκροτημένο, όχι αφη­ρημένο. Σχεδίασε γρήγορα αλλά λεπτομερειακά, με μια καθαρή γραμ­μή, χωρίς σβησίματα.

Σχεδόν πάντα ζητώ από τους ασθενείς μου, αν τους είναι δυνατό, να γράφουν και να ζωγραφίσουν, εν μέρει για να έχω κάποιο γενικό δεί­κτη των διαφόρων ικανοτήτων τους αλλά και μια έκφραση του «χαρα­κτήρα» και του «ύφους» τους.

Ο Ζοζέ είχε σχεδιάσει το ρολόι με μια αξιοπρόσεχτη πιστότητα, μην παραλείποντας κανένα στοιχείο (τουλάχιστον κάθε σημαντικό στοιχείο — δεν είχε βάλει, για παράδειγμα, την επιγραφή «Westclox, shock resi­stant, made in USA»), όχι μόνο την ώρα, που είχε πιστά καταγράψει σαν 11:31 αλλά και κάθε γραμμή δευτερολέπτου, το καντράν των δευτερολέ­πτων και ακόμα το κουμπί του κουρδίσματος και το μικρό τραπεζοειδή κρίκο για την αλυσίδα του ρολογιού. Ο κρίκος ήταν εντυπωσιακά μεγε-θυσμένος, παρότι όλα τα υπόλοιπα παρέμεναν σε σωστές αναλογίες. Αλλά και οι αριθμοί, τώρα που τους πρόσεχα, είχαν διαφορετικά μεγέθη, διαφορετικά σχήματα, διαφορετικό ύφος, μερικοί ήταν χοντροί, μερικοί λεπτοί· μερικοί ευθυγραμμισμένοι, μερικοί χωμένοι προς το εσωτερικό· μερικοί απλοί και μερικοί επεξεργασμένοι, ίσως και με κάποιο «γοτθι­κό» στιλ. Το καντράν με το δείκτη των δευτερολέπτων, μάλλον διακρι­τικό στο μοντέλο, είχε αποκτήσει ένα εντυπωσιακό ανάγλυφο, όπως τα εσωτερικά καντράν των αστρολάβων.

Η γενική σύλληψη της ζωγραφιάς, το «αίσθημα» που απέπνεε ήταν εντυπωσιακά, ακόμα πιο εντυπωσιακά μάλιστα, αν, όπως έλεγε ο επι­τηρητής, ο Ζοζέ δεν είχε πράγματι ιδέα του χρόνου και της ώρας. Κατά τα άλλα, υπήρχε ένα παράξενο μείγμα από μία προσεχτική, σχεδόν ψυ-χαναγκαστική, ακρίβεια με περίεργες (ακόμα και αστείες) τελειοποιή­σεις και παραλλαγές.

Το γεγονός αυτό με προβλημάτισε και συνέχισα να το σκέφτομαι,

257

Page 131: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ενώ γύριζα σπίτι. Ηλίθιος; Αυτιστικός; Όχι. Κάτι άλλο συνέβαινε εδώ. Δε μου ζήτησαν να ξαναδώ τον Ζοζέ. Η πρώτη φορά ήταν μία Κυ­

ριακή βράδυ, σαν επείγον περιστατικό. Είχε κρίσεις ολόκληρο το Σαβ­βατοκύριακο και είχα κάνει κάποιες αλλαγές στα αντιεπιληπτικά του φάρμακα, από τηλεφώνου, το απόγευμα. Τώρα που οι κρίσεις του «ε­λέγχονταν», δεν υπήρχε ανάγκη για περαιτέρω νευρολογική συμβουλή. Εξακολουθούσα, όμως, να αναρωτιέμαι για τα προβλήματα σχετικά με το ρολόι και είχα μια αίσθηση άλυτου μυστήριου γύρω απ' αυτό. Έ­πρεπε να τον δω και πάλι. Κανόνισα, λοιπόν, μία πιο πολύωρη συνά­ντηση και ζήτησα να δω ολόκληρο το φάκελο του, γιατί την προηγού­μενη φορά μού είχαν δώσει μόνο ένα μικρό παραπεμπτικό σημείωμα, όχι ιδιαίτερα πληροφοριακό.

Ο Ζοζέ ήρθε εντελώς ανέμελος στην κλινική, ούτε είχε ιδέα ούτε και πιθανόν τον ένοιαζε γιατί τον είχαν φωνάξει, αλλά το πρόσωπο του φωτίστηκε από ένα χαμόγελο όταν με είδε. Το κουτό, αδιάφορο βλέμ­μα, η μάσκα που θυμόμουν είχε φύγει. Υπήρχε στη θέση της ένα ξαφ­νικό, ντροπαλό χαμόγελο, σαν μια ματιά μέσα από το άνοιγμα μιας πόρτας.

— Σε σκεφτόμουνα, Ζοζέ, του είπα. (Μπορεί να μην καταλάβαινε τις

λέξεις, αλλά κατάλαβε τον τόνο μου.) Θέλω να δω κι άλλα σχέδια, και του έδωσα το στιλό μου.

Τι θα μπορούσα να του ζητήσω να μου σχεδιάσει αυτή τη φορά; Είχα πάνω μου, όπως πάντα, ένα τεύχος του Arizona Highways, ένα περιοδικό με πλούσια εικονογράφηση που μου αρέσει ιδιαίτερα και το κουβαλάω για νευρολογικούς σκοπούς, για να εξετάζω τους ασθενείς μου. Στο εξώφυλλο υπήρχε μια ειδυλλιακή εικόνα δύο ανθρώπων που κάνουν κανό σε μια λίμνη με φόντο τα βουνά και το ηλιοβασίλεμα. Ο Ζοζέ άρχισε με το έδαφος στο πρώτο πλάνο, μία σχεδόν μαύρη μάζα που ξεχώριζε μπροστά στο νερό, έκανε το περίγραμμα του με μια απί­θανη ακρίβεια και άρχισε να μουντζουρώνει το εσωτερικό του. Αυτό, όμως, ήταν σαφώς δουλειά για πινέλο και όχι για λεπτό στιλό.

— Άσ' το αυτό, του είπα και, δείχνοντας του: Συνέχισε με το κανό. Γρήγορα, χωρίς δισταγμό, ο Ζοζέ σχεδίασε τις σιλουέτες των ανθρώ­

πων και το περίγραμμα του κανό. Τις κοίταξε, ύστερα γύρισε το βλέμ­μα του αλλού, λες και τις συγκρατούσε στο μυαλό του, και μετά μου­ντζούρωσε γρήγορα το εσωτερικό τους με το πλάι του μολυβιού.

Για άλλη μια φορά, και ακόμα πιο εντυπωσιακά, γιατί εδώ εμπλεκό­ταν μια ολόκληρη σκηνή, είχα μείνει άναυδος μπροστά στην ταχύτητα και τη λεπτομερειακή ακρίβεια της αντιγραφής, και ακόμα περισσότε­ρο από το ότι ο Ζοζέ την είχε κοιτάξει και ύστερα είχε κοιτάξει αλλού αποτυπώνοντας τη στο μυαλό του. Το γεγονός αυτό ήταν ένα ισχυρό

259 258

Page 132: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

επιχείρημα κατά της ιδέας της σκέτης αντιγραφής που είχε εκφράσει προηγουμένως ο επιτηρητής λέγοντας ότι: «Δεν είναι παρά ένα φωτο­τυπικό μηχάνημα» και υπέβαλε την ιδέα ότι την είχε συλλάβει σαν εικό­να, επιδεικνύοντας μία έντονη δύναμη, όχι μόνο αντιγραφής αλλά και αντίληψης. Γιατί η εικόνα είχε μια δραματική ποιότητα που δεν υπήρχε στο πρωτότυπο. Όλα τα σημεία αυτού που ο Richard Wollheim ονομά­ζει «εικονικότητα»* —η υποκειμενικότητα, η πρόθεση, η δραματοποίη­ση— ήταν παρόντα. Πέρα και πάνω από τις δυνατότητες μιας απλής απομίμησης, λοιπόν, όσο και αν αυτές οι ίδιες ήταν εντυπωσιακές, φαι­νόταν καθαρά ότι είχε δυνάμεις φαντασίας και δημιουργικότητας. Δεν ήταν το οποιοδήποτε κανό αλλά το δικό τον κανό αυτό που αναδυό­ταν μέσα από το σχέδιο.

Γύρισα σε μια άλλη σελίδα του περιοδικού, σε ένα άρθρο σχετικά με το ψάρεμα της πέστροφας, με μια ακουαρέλα σε τόνους παστέλ ενός ποταμιού με φόντο βράχους και δέντρα και σε πρώτο πλάνο μια πέ­στροφα στα χρώματα του ουράνιου τόξου, έτοιμη να πηδήξει.

— Σχεδίασε μου αυτό εδώ, είπα δείχνοντας το ψάρι. Το κάρφωσε με το βλέμμα του διαπεραστικά, φάνηκε σαν να χαμο­

γελούσε στον εαυτό του και γύρισε από την άλλη· τώρα, με φανερή ευχαρίστηση, με το χαμόγελο του διαρκώς να πλαταίνει, σχεδίασε ένα ψάρι δικό του.

Χαμογέλασα με τη σειρά μου αθέλητα, καθώς το σχεδίαζε, γιατί τώ­ρα αισθανόταν άνετα μαζί μου και άφηνε ελεύθερο τον εαυτό του και

* «Iconicity». (Σ.τ.Μ.)

260

αυτό που έβλεπα να προβάλλει σιγά σιγά δεν ήταν ένα απλό ψάρι αλλά ένα ψάρι με το δικό του «χαρακτήρα».

Το πρωτότυπο δεν είχε χαρακτήρα, έμοιαζε χωρίς ζωή, σε δυο δια­στάσεις, θα μπορούσε να πει κανείς ότι ήταν βαλσαμωμένο. Το ψάρι του Ζοζέ, αντίθετα, έγερνε και ζυγιαζόταν, ήταν πλούσια τρισδιάστατο, πολύ πιο αληθινό απ' ό,τι το πρωτότυπο. Δεν είχε προστεθεί μόνο η αληθοφάνεια και η ζωηράδα αλλά και κάτι άλλο, κάτι πλούσια εκφρα­στικό, αν και όχι αποκλειστικά χαρακτηριστικό του ψαριού: ένα μεγάλο, σπηλαιώδες στόμα σαν της φάλαινας ένα ρύγχος που θύμιζε ελαφρά κροκόδειλο· ένα μάτι που ήσουν υποχρεωμένος να πεις ότι ήταν ξεκά­θαρα ανθρώπινο και σίγουρα με τσαχπίνικο βλέμμα. Ήταν ένα πολύ αστείο ψάρι —δεν ήταν περίεργο που είχε χαμογελάσει— ένα είδος ανθρωπόμορφου ψαριού, σαν από παραμύθι, σαν το βάτραχο-υπηρέτη από την Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων.

Τώρα είχα κάτι χειροπιαστό για να συνεχίσω. Η εικόνα του ρολογιού με είχε εντυπωσιάσει, είχε κινήσει το ενδιαφέρον μου, αλλά αυτή κα­θαυτή δε μου είχε επιτρέψει τις όποιες σκέψεις και συμπεράσματα. Το κανό έδειχνε ότι ο Ζοζέ είχε μια εντυπωσιακή οπτική μνήμη και κάτι παραπάνω. Το ψάρι έδειχνε μια ζωηρή και ξεκάθαρη φαντασία, μια αίσθηση χιούμορ και κάτι συγγενικό με την τέχνη των παραμυθιών. Σί­γουρα δεν ήταν μεγάλη τέχνη, ήταν «πρωτόγονη», ίσως παιδική τέχνη· αλλά αναμφίβολα ήταν κάποιου είδους τέχνης. Και η φαντασία, το παι­χνίδισμα, η τέχνη, είναι αυτό που ακριβώς δεν περιμένει να βρει κανείς στους ηλίθιους ή στους σοφούς-ηλίθιους ή στους αυτιστικούς. Τουλά­χιστον αυτή είναι η άποψη που επικρατεί.

Η φίλη και συνάδελφος μου Isabelle Rapin είχε δει τον Ζοζέ χρόνια πριν, όταν είχε μπει στη νευρολογική κλινική για «ανεξέλεγκτες κρί­σεις», και η ίδια, με τη μεγάλη της εμπειρία, δεν είχε αμφιβολίες ότι ήταν αυτιστικός. Γενικά για τον αυτισμό έγραφε:

«Ένας μικρός αριθμός αυτιστικών παιδιών έχουν μία υπερβολική ικανό­τητα αποκωδικοποίησης της γραπτής γλώσσας και γίνονται υπερλεξικά παιδιά ή ασχολούνται αποκλειστικά με τους αριθμούς... Οι εξαιρετικές ικανότητες μερικών αυτιστικών παιδιών στο να φτιάχνουν παζλ, να δια­λύουν μηχανικά παιχνίδια ή να αποκωδικοποιούν γραπτά κείμενα μπο­ρεί να αντανακλούν τις συνέπειες της άμετρης επικέντρωσης της προσο­χής και της μάθησης σε μη λεκτικές οπτικο-χωρικές εργασίες, που είτε προέρχεται είτε αυτή η ίδια προκαλεί μια πλήρη έλλειψη της ανάγκης αυτών των παιδιών για εκπαίδευση των οποιωνδήποτε λεκτικών τους ικανοτήτων» (1982, σελ 146-50).

261

Page 133: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Παρόμοιες παρατηρήσεις, ειδικά γύρω από τη ζωγραφική, έχουν γί­νει από τη Lorna Selfe στο καταπληκτικό της βιβλίο Nadia (1978). Όλες οι ικανότητες και οι επιδόσεις των ηλίθιων-σοφών ή των αυτιστικών που η δρ Selfe συγκέντρωσε από τη βιβλιογραφία βασίζονταν φαινομε­νικά μόνο στον υπολογισμό και τη μνήμη και ποτέ πάνω σε κάποια επίδοση της φαντασίας ή σε κάτι προσωπικό. Ακόμα και αν αυτά τα παιδιά μπορούσαν να σχεδιάσουν —πράγμα που υποτίθεται ότι συνέ­βαινε εξαιρετικά σπάνια— τα σχέδια τους ήταν, επίσης, απλά μηχανικά. Στη βιβλιογραφία γίνεται πάντα λόγος για «απομονωμένες νησίδες ικα­νότητας» και «αποσπασματικές ικανότητες». Δε λαμβάνεται υπόψη μία ατομική προσωπικότητα και πολύ λιγότερο μία δημιουργική προσωπι­κότητα.

Τι ήταν, λοιπόν, ο Ζοζέ — έπρεπε να αναρωτηθώ. Τι είδους ον; Τι συνέβαινε μέσα του; Πώς είχε φτάσει στην κατάσταση που βρισκόταν; Και τι κατάσταση ήταν αυτή, και, τελικά, μπορούσε να γίνει τίποτα γι' αυτή;

Οι διαθέσιμες πληροφορίες, η μάζα «δεδομένων» που είχε συγκεντρω­θεί, από την πρώτη εκδήλωση αυτής της περίεργης αρρώστιας —της «κατάστασης» του— και ύστερα, με βοηθούσαν και ταυτόχρονα μου προκαλούσαν σύγχυση. Είχα έναν παχύ φάκελο στη διάθεση μου, που περιείχε παλιές περιγραφές της αρχικής του αρρώστιας: ένας πολύ υ­ψηλός πυρετός στην ηλικία των 8, που συνδυαζόταν με την εισβολή ασταμάτητων και, στη συνέχεια, συνεχών κρίσεων και τη γρήγορη εμφά­νιση μιας κατάστασης γενικά εγκεφαλικής βλάβης ή αυτιστικής κατά­στασης. (Από την αρχή υπήρχαν αμφιβολίες γύρω από το τι ακριβώς συνέβαινε.)

Το εγκεφαλονωτιαίο του υγρό ήταν παθολογικό κατά την οξεία φά­ση της αρρώστιας του. Υπήρχε κάποια συμφωνία ότι πιθανόν είχε πε­ράσει κάποιου τύπου εγκεφαλίτιδα. Οι κρίσεις του ήταν πολλών ειδών, petit mal, grand mal, «ακινητικές» και «ψυχοκινητικές», που είναι, αυτές οι τελευταίες, κρίσεις ενός εξαιρετικά πολύπλοκου τύπου.

Οι ψυχοκινητικές κρίσεις μπορούν, επίσης, να συνδυάζονται με ξαφ­νικό πάθος και βία, καθώς και με την εμφάνιση αλλόκοτων συμπεριφο-ρικών καταστάσεων ακόμα και μεταξύ των κρίσεων (η ονομαζόμενη «ψυχοκινητική» προσωπικότητα). Συνδυάζονται πάντα με διαταραχές ή βλάβες των κροταφικών λοβών. Στον Ζοζέ αποδείχτηκε με αναρίθμητα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα η ύπαρξη σοβαρών αμφίπλευρων βλαβών των κροταφικών λοβών.

Οι κροταφικοί λοβοί συνδυάζονται, επίσης, με τις ακουστικές ικανό-

262

τητες και, ιδιαίτερα, με την αντίληψη και την παραγωγή του λόγου. Η δρ Rapin δεν είχε μόνο θεωρήσει τον Ζοζέ αυτιστικό, αλλά είχε επίσης αναρωτηθεί αν μία διαταραχή του κροταφικού λοβού δεν είχε προκαλέ­σει μία «λεκτική ακουστική αγνωσία», μία ανικανότητα αναγνώρισης των ήχων της ομιλίας, που τον έκανε ανίκανο να χρησιμοποιήσει ή να καταλάβει τον προφορικό λόγο. Γιατί εκείνο που ήταν εντυπωσιακό, όπως και αν ερμηνευόταν (και δεν έλειπαν τόσο οι ψυχιατρικές, όσο και οι νευρολογικές ερμηνείες), ήταν η απώλεια ή η παλινδρόμηση της ομιλίας, έτσι που ο Ζοζέ, προηγουμένως «φυσιολογικός» (τουλάχιστον έτσι ισχυρίζονταν οι γονείς του), «βουβάθηκε» και σταμάτησε να μιλά στους άλλους όταν αρρώστησε.

Μία ικανότητα ήταν φαινομενικά «άθικτη» και, ίσως με έναν αντιρ-ροπιστικό τρόπο, ενδυναμωμένη: ένα ασυνήθιστο πάθος να σχεδιάζει, που είχε γίνει φανερό από την πρώτη παιδική ηλικία και έμοιαζε σε κάποιο βαθμό κληρονομικό ή οικογενειακό, γιατί ο πατέρας του αγα­πούσε πολύ να σκιτσάρει και ο (πολύ) μεγαλύτερος αδελφός του ήταν ένας πετυχημένος καλλιτέχνης. Με την εκδήλωση της αρρώστιας του, με τις κατά τα φαινόμενα ανεξέλεγκτες κρίσεις του (έφτανε στις είκοσι ή τριάντα μείζονες επιληπτικές κρίσεις την ημέρα με αμέτρητες «μικρές κρίσεις», πτώσεις, «κενά» ή «ονειρικές καταστάσεις») και με την απώ­λεια της ομιλίας και τη γενική διανοητική και συναισθηματική του «πα­λινδρόμηση», ο Ζοζέ βρέθηκε σε μια παράξενη και τραγική κατάσταση. Έκανε όλο και περισσότερες απουσίες από το σχολείο και, παρότι για κάποιο διάστημα του βρήκαν ένα δάσκαλο που του έκανε ιδιαίτερα μαθήματα, τελικά τον γύρισαν οριστικά στην οικογένεια του με την αι­τιολογία ότι ήταν πολύ σοβαρά, σχεδόν σε «μόνιμη βάση» επιληπτικός, ένα αυτιστικό, ίσως και αφασικό, καθυστερημένο παιδί. Θεωρήθηκε ανεκπαίδευτος, αθεράπευτος και, γενικά, χωρίς καμιά ελπίδα. Στα εν­νιά του είχε «εγκαταλείψει» τα πάντα, το σχολείο, την κοινωνία, σχεδόν όλα όσα για ένα φυσιολογικό παιδί θα αποτελούσαν τον «κόσμο».

Για δεκαπέντε χρόνια βγήκε ελάχιστα από το σπίτι του, φαινομενικά εξαιτίας των «ανεξέλεγκτων κρίσεων» που, όπως έλεγε η μητέρα του, πάθαινε είκοσι ως τριάντα μέσα στο δρόμο, μέσα σε μια μέρα, και γι' αυτό δεν τολμούσε να τον βγάλει έξω. Όλα τα είδη αντιεπιληπτικών είχαν δοκιμαστεί, αλλά η επιληψία του έμοιαζε «αθεράπευτη»: αυτή, τουλάχιστον, ήταν η γνώμη που εκφραζόταν μέσα στο φάκελο του. Υ­πήρχαν μεγαλύτεροι αδελφοί και αδελφές, αλλά ο Ζοζέ ήταν κατά πο­λύ νεότερος, το «μεγάλο μωρό» μιας γυναίκας που πλησίαζε τα πενή­ντα της.

263

Page 134: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Έχουμε πολύ λίγες πληροφορίες για τα ενδιάμεσα χρόνια. Ο Ζοζέ λες και εξαφανίστηκε από τον κόσμο, χάθηκε από την «παρακολούθη­ση» που του γινόταν, όχι μόνο ιατρικά αλλά και γενικότερα, και θα μπορούσε να είχε χαθεί για πάντα, περιορισμένος και με τις κρίσεις του στο υπόγειο δωμάτιο του, αν πρόσφατα δεν είχε «εκραγεί» πολύ βίαια. Οδηγήθηκε έτσι για πρώτη φορά στο νοσοκομείο. Στο υπόγειο, παρ' όλα αυτά, δεν του έλειπε η εσωτερική ζωή. Έδειχνε ένα πάθος για εικονογραφημένα περιοδικά, ιδιαίτερα φυσικής ιστορίας, του τύπου του National Geographic, και όταν το μπορούσε ανάμεσα σε κρίσεις και σε κατσάδες, έβρισκε κομμάτια μολύβι και ζωγράφιζε ό,τι έβλεπε.

Αυτά τα σχέδια ήταν ίσως ο μόνος του δεσμός με τον έξω κόσμο και ειδικά τον κόσμο των ζώων και των φυτών, της φύσης, που είχε τόσο αγαπήσει σαν παιδί, ειδικά όταν πήγαιναν βόλτα για να σκιτσάρουν μαζί με τον πατέρα του. Αυτό και μόνο αυτό κατάφερνε να κάνει και αυτός ήταν και ο μόνος δεσμός που διατηρούσε με την πραγματικό­τητα.

Αυτή, λοιπόν, ήταν η ιστορία που έμαθα ή, μάλλον, που συνέθεσα από το φάκελο ή τους φακέλους του, ντοκουμέντα αξιόλογα τόσο ε­ξαιτίας του περιεχομένου τους, όσο και εξαιτίας των όσων παρέλειπαν: η πληροφόρηση για το «κενό» των δεκαπέντε ετών προερχόταν μόνο από μία κοινωνική λειτουργό που είχε επισκεφτεί την οικογένεια, είχε ενδιαφερθεί γι' αυτόν, αλλά δεν μπόρεσε να κάνει τίποτα· και από τους τώρα πια ηλικιωμένους και άρρωστους γονείς του. Αλλά τίποτε από αυτά δε θα είχε έρθει στο φως, αν δεν είχε υπάρξει αυτή η κρίση λύσ­σας μιας ξαφνικής, τρομαχτικής και χωρίς προηγούμενο βιαιότητας, μία κρίση στη διάρκεια της οποίας είχε κομματιάσει αντικείμενα και η ο­ποία οδήγησε τον Ζοζέ για πρώτη φορά σε ένα κρατικό νοσοκομείο.

Η αιτία της κρίσης του ήταν κάθε άλλο παρά καθαρή: ήταν μια έκρη­ξη βίας επιληπτικής προέλευσης (όπως πολύ σπάνια βλέπουμε σε πολύ βαριές επιληψίες του κροταφικού λοβού), μία απλή «ψύχωση», όπως έγραφε σε απλοϊκούς όρους το σημείωμα της εισαγωγής του, ή αντι­προσώπευε κάποια τελική, απελπισμένη κραυγή βοήθειας ενός βασα­νισμένου ανθρώπου που ήταν βουβός και δε διέθετε έναν άμεσο τρό­πο για να εκφράσει την τραγική του κατάσταση, τις ανάγκες του;

Εκείνο που ήταν ξεκάθαρο ήταν ότι μπαίνοντας στο νοσοκομείο και παίρνοντας νέα, ισχυρά φάρμακα που, για πρώτη φορά, έθεσαν τις κρίσεις του υπό έλεγχο, ξαναβρήκε κάποιο δικό του χώρο και κάποια ελευθερία, μια «απελευθέρωση», τόσο οργανική, όσο και ψυχολογική,

264

μια κατάσταση που δεν είχε γνωρίσει από την ηλικία των οχτώ του χρόνων.

Τα νοσοκομεία, τα κρατικά νοσοκομεία, εμφανίζονται συχνά σαν «α­πόλυτα ιδρύματα» με την έννοια που δίνει στον όρο ο Erving Goffman, προσαρμοσμένα κυρίως στην επιδείνωση των ασθενών. Αναμφίβολα αυτό είναι κάτι αληθινό και μάλιστα σε μια πολύ μεγάλη κλίμακα. Μπορεί, όμως, να είναι και «άσυλα» με την καλύτερη δυνατή έννοια του όρου, μία έννοια που ίσως ο Goffman δεν παίρνει σχεδόν καθόλου υπό­ψη του: μέρη που προσφέρουν ένα καταφύγιο στη βασανισμένη ψυχή, την ψυχή που κλυδωνίζεται μέσα σε καταιγίδες — που της προσφέ­ρουν ακριβώς εκείνο το μείγμα τάξης και ελευθερίας που έχει ανάγκη σε μια τέτοια κατάσταση. Ο Ζοζέ είχε υποφέρει από τη σύγχυση και το χάος —από τη μια η οργανική επιληψία, από την άλλη η αταξία της ζωής του— και από την απομόνωση και τη δουλεία, επίσης επιληπτική και υπαρξιακή. Το νοσοκομείο ήταν καλό για τον Ζοζέ, ίσως ένα σωσί­βιο σ' αυτή τη φάση της ζωής του, και δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι ο ίδιος το ένιωθε απόλυτα.

Ξαφνικά, επίσης, μετά από την πνευματική πνιγηρότητα, την πυρε­τώδη στενότητα του σπιτιού του, έβρισκε τώρα άλλους ανθρώπους, έ­βρισκε έναν κόσμο που ήταν «επαγγελματικός» και ταυτόχρονα ενδια­φερόταν γι' αυτόν: που διατηρούσε μια απόσταση από αυτόν, έτσι που να μην τον κρίνει, να μην τον κατηγορεί, να μην του δίνει μαθήματα, αλλά ταυτόχρονα να ενδιαφέρεται αληθινά γι' αυτόν και για τα προβλή­ματα του. Μετά από τέσσερις βδομάδες νοσηλείας, άρχισε να δείχνει ότι υπήρχε κάποια ελπίδα· άρχισε να γίνεται πιο ζωηρός, να στρέφεται προς τους άλλους όπως ποτέ δεν το είχε κάνει προηγουμένως, ποτέ από τότε που είχε εκδηλωθεί ο αυτισμός του, από την ηλικία των οχτώ.

Η ελπίδα, όμως, η στροφή προς τους άλλους, η αλληλεπίδραση, η επικοινωνία ήταν πράγματα «απαγορευμένα» και, χωρίς αμφιβολία, τρομαχτικά περίπλοκα και επικίνδυνα. Ο Ζοζέ είχε ζήσει για δεκαπέντε χρόνια σε ένα φρουρούμενο, κλειστό δρόμο, μέσα σ' αυτό που ο Bruno Bettelheim, στο βιβλίο του για τον αυτισμό, αποκάλεσε «άδειο φρούριο». Γι' αυτόν, όμως, δεν ήταν, ποτέ δεν είχε υπάρξει, εντελώς άδειο· πάντα υπήρχε η αγάπη του για τη φύση, για τα ζώα και τα φυτά. Αυτό το κομμάτι του, αυτή η πόρτα είχε πάντα παραμείνει ανοιχτή. Αλλά τώρα υπήρχε ο πειρασμός και η πίεση μιας «επικοινωνίας», πίεση που συχνά γινόταν αφόρητη, γιατί έκανε την εμφάνιση της πολύ γρήγορα. Ακρι­βώς εκείνη τη στιγμή ο Ζοζέ κινδύνευε να «υποτροπιάσει», σαν σε ανα­ζήτηση μιας ανακούφισης και μιας ασφάλειας, γυρνώντας πίσω προς

265

Page 135: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

την απομόνωση, προς τις πρωτόγονες ταλαντώσεις που έδειχνε στην αρχή·

Την τρίτη φορά που είδα τον Ζοζέ δεν έστειλα να τον φωνάξουν στην κλινική, αλλά ανέβηκα χωρίς προειδοποίηση στην πτέρυγα νοση­λείας. Καθισμένος ταλαντευόταν μέσα σ' εκείνη τη φριχτή αίθουσα, με τα μάτια και το πρόσωπο κλειστά, η ίδια η εικόνα της παλινδρόμησης. Βλέποντας τον έτσι, ένιωσα ένα ανακάτεμα τρόμου, γιατί είχα φαντα­στεί, είχα παραδοθεί στην ιδέα μιας «σταθερής βελτίωσης». Έπρεπε να δω τον Ζοζέ σε μια κατάσταση παλινδρόμησης, πολλές φορές, ξανά και ξανά, για να καταλάβω ότι γι' αυτόν δε θα υπήρχε ένα απλό «ξύπνημα» αλλά ένα στενό μακρύ μονοπάτι γεμάτο από μία αίσθηση κινδύνου, ενός διπλού κινδύνου, τρομαχτικού όσο και διεγερτικού, γιατί είχε φτά­σει να αγαπά τα σίδερα της φυλακής του.

Μόλις τον φώναξα, πετάχτηκε πάνω και πρόθυμα, λαίμαργα, με ακο­λούθησε στο ατελιέ. Για μια φορά ακόμα πήρα ένα λεπτό στιλό από την τσέπη μου, επειδή έμοιαζε να έχει μια αποστροφή για τα μολύβια, που ήταν διαθέσιμα στην πτέρυγα του.

— Το ψάρι που σχεδίασες, και το μιμήθηκα με μια κίνηση στον αέρα μην ξέροντας πόσες από τις λέξεις μου θα καταλάβαινε, αυτό το ψάρι μπορείς να το θυμηθείς, να το σχεδιάσεις και πάλι;

Κούνησε πρόθυμα το κεφάλι του και πήρε το στιλό μέσα από τα χέρια μου. Είχαν περάσει τρεις εβδομάδες από τότε που το είχε δει. Τι θα σχεδίαζε τώρα;

266

Έκλεισε τα μάτια του για ένα λεπτό —ανακαλώντας μια εικόνα;— και ύστερα σχεδίασε. Πάντα μια πέστροφα, με στίγματα, με κροσσωτά πτερύγια και μια διχαλωτή ουρά, αλλά αυτή τη φορά με χαρακτηριστι­κά που ήταν εξόφθαλμα ανθρώπινα, όπως ένα περίεργο ρουθούνι (ποιο ψάρι έχει ρουθούνια;) και δυο χυμώδη ανθρώπινα χείλη. Ετοιμαζό­μουν να ξαναπάρω το στιλό, αλλά, όχι, δεν είχε ακόμα τελειώσει. Τι είχε στο μυαλό του; Η εικόνα ήταν ολοκληρωμένη. Η εικόνα ίσως, αλλά όχι και η σκηνή. Το ψάρι είχε μέχρι τώρα υπάρξει σαν μια αναπαράσταση, σε απομόνωση: τώρα γινόταν μέρος ενός κόσμου, μιας σκηνής. Σχεδία­σε με ταχύτητα ένα μικρό ψάρι, ένα σύντροφο, που βουτούσε μέσα στο νερό, χοροπηδώντας, φανερά παίζοντας. Ύστερα σχεδίασε την ε­πιφάνεια του νερού που σηκωνόταν σε ένα ξαφνικό στροβιλιστό κύμα. Καθώς σχεδίαζε το κύμα, άρχισε να εξάπτεται και άφησε μια παράξε­νη, μυστηριώδη κραυγή.

Δεν μπόρεσε να μην κάνω τη σκέψη, λίγο εύκολη, αλήθεια, ότι αυτό το σκίτσο ήταν συμβολικό, το μεγάλο ψάρι και το μικρό... Ίσως αυτός κι εγώ; Εκείνο, όμως, που ήταν σημαντικό και εξαιρετικά ενδιαφέρον ήταν η αυθόρμητη αναπαράσταση, η εντελώς δική του παρόρμηση, χωρίς καμιά δική μου υποβολή, να εισάγει αυτό το νέο στοιχείο, αυτή τη ζωντανή αλληλεπίδραση στο σχέδιο του. Μέχρι τότε, στα σχέδια του, όπως και στη ζωή του, η αλληλεπίδραση, η επικοινωνία, ήταν πάντα απούσα. Τώρα, έστω και μόνο σαν παιχνίδι, σαν σύμβολο, της επέτρε­πε να επιστρέψει. Της επέτρεπε στ' αλήθεια, όμως; Τι σήμαινε αυτό το θυμωμένο, εκδικητικό κύμα;

Καλύτερα να επιστρέψουμε σε ασφαλές έδαφος, σκέφτηκα· όχι άλ­λοι ελεύθεροι συνειρμοί. Είχα δει το δυναμικό που κρυβόταν εκεί, είχα, όμως, δει και ακούσει και τον κίνδυνο. Πίσω, λοιπόν, στη Μητέρα Φύση, την παραδεισιακή, την πριν από το αμάρτημα φύση. Βρήκα πάνω στο τραπέζι μια χριστουγεννιάτικη κάρτα που παρίστανε έναν κοκκινολαί­μη επάνω σε έναν κορμό δέντρου με χιόνι και γυμνά κλαδιά ολόγυρα.

Έδειξα το πουλί και έδωσα στον Ζοζέ το στιλό. Ζωγράφισε το πουλί πολύ όμορφα και χρησιμοποίησε ένα κόκκινο στιλό για το στήθος του. Τα πόδια είχαν κάπως τη μορφή αρπαχτικού και γράπωναν δυνατά το φλοιό του δέντρου (είχα προσέξει και μου έκανε εντύπωση η ανάγκη του να τονίζει τη συλληπτική δύναμη των χεριών και των ποδιών, έτσι που να κάνει την επαφή σίγουρη, σχεδόν αρπαχτική, ψυχαναγκαστική). Τι ήταν, όμως, αυτό; Το ξερό χειμωνιάτικο κλαδί, που 'βγαινε από τον κορμό του δέντρου, στο σχέδιο του είχε βλαστήσει, μέχρι που είχε βγά­λει μερικά μεγάλα ανοιγμένα λουλούδια. Υπήρχαν και άλλα πράγματα

267

Page 136: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

268 269

Page 137: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

που ήταν ίσως συμβολικά, αν και δεν μπορούσα να είμαι σίγουρος. Αλλά η πιο χτυπητή, συναρπαστική, και η πιο σημαντική μετατροπή ήταν ότι ο Ζοζέ είχε φέρει την άνοιξη μέσα στο χειμώνα.

Τελικά άρχισε να μιλά. Αν και «μιλά» είναι ένας πολύ δυσανάλογος όρος για τις κακόηχες, κομπιαστές, πολύ δύσκολα αντιληπτές εκφρά­σεις που έβγαλε και που του προκάλεσαν τόση έκπληξη, όση και σ' εμάς, γιατί για όλους μας, και του ίδιου του Ζοζέ συμπεριλαμβανομέ­νου, ήταν ολοκληρωτικά και αδιόρθωτα μουγγός, είτε από ανικανότητα είτε από έλλειψη επιθυμίας είτε και τα δυο μαζί (εκτός από το γεγονός καθαυτό του ότι δε μιλούσε, ο Ζοζέ είχε και τη στάση κάποιου που μέ­νει σιωπηλός). Δεν ήταν δυνατό να μετρήσουμε το ποσοστό της «οργα­νικής» ευθύνης σε σχέση με την υπαιτιότητα της έλλειψης «επιθυμίας». Είχαμε μειώσει τις διαταραχές του κροταφικού λοβού, αν και δεν τις είχαμε εξαλείψει· τα ηλεκτροεγκεφαλογραφήματα του δεν ήταν ποτέ φυσιολογικά- εξακολουθούσαν να δείχνουν σ' αυτούς τους λοβούς ένα είδος ηλεκτρικού ψιθυρίσματος χαμηλής τάσης, μερικές αιχμές, μια αρ­ρυθμία και βραδέα κύματα. Υπήρχε, όμως, μια αναμφισβήτητη βελτίω­ση σε σύγκριση με την εικόνα τους όταν είχε μπει στο νοσοκομείο, αν, όμως, οι κρίσεις είχαν εξαφανιστεί, οι βλάβες που είχαν γίνει δεν ήταν αναστρέψιμες.

Δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ότι είχαμε βελτιώσει τα φυσιολογικά του δυναμικά για την ομιλία, αν και υπήρχε μια διαταραχή της δυνατό­τητας χρήσης, κατανόησης και αναγνώρισης της ομιλίας, με την οποία θα έπρεπε αναμφίβολα να παλεύει για πάντα. Εξίσου σημαντικό, όμως, ήταν το γεγονός ότι τώρα αγωνιζόταν για να ξαναβρεί την κατανόηση και την ομιλία του (με την παρότρυνση όλων μας και, ιδιαίτερα, οδηγη­μένος από τον ορθοφωνικό), ενώ προηγουμένως δεχόταν τη διαταραχή του απελπισμένα και μαζοχιστικά, έχοντας στην πραγματικότητα απο­κλείσει κάθε επικοινωνία με τους άλλους, είτε λεκτική είτε οποιουδή­ποτε άλλου είδους. Η διαταραχή της ομιλίας και η άρνηση του να μιλή­σει συνυπήρχαν στη διπλή κακοήθεια της νόσου του· τώρα η ανάνηψη της ομιλίας και οι προσπάθειες του να μιλήσει συνυπήρχαν σε μια δι­πλή βελτίωση. Ακόμα και για τον πιο αισιόδοξο από εμάς, ήταν φανερό ότι ο Ζοζέ δε θα μιλούσε ποτέ με μια ευκολία που να πλησιάζει κάπως τη φυσιολογική ομιλία, ότι η ομιλία δε θα μπορούσε ποτέ γΐ αυτόν να χρησιμεύσει σαν αληθινός φορέας της έκφρασης του αλλά μόνο σαν έκφραση των πιο απλών από τις ανάγκες του. Ο ίδιος φαινόταν να το καταλαβαίνει και, ενώ συνέχισε να παλεύει για την ομιλία του, στράφη­κε ακόμα πιο φανατικά στο σχέδιο, σαν δυνατότητα έκφρασης.

270

Ένα τελευταίο επεισόδιο. Μετέφεραν τον Ζοζέ από τη θορυβώδη πτέρυγα επείγουσας νοσηλείας σε μια πιο ήσυχη ειδική πτέρυγα που έμοιαζε περισσότερο με σπίτι και λιγότερο με φυλακή απ' ό,τι το υπό­λοιπο του νοσοκομείου: μία πτέρυγα με έναν ασυνήθιστο αριθμό και ποιότητα προσωπικού, προορισμένη ειδικά, όπως θα έλεγε ο Bettel-heim, για «μέρος αναγέννησης», για ασθενείς με αυτισμό που απαιτού­σαν μια ιδιαίτερη προσοχή με αγάπη και αφοσίωση, που λίγα νοσοκο­μεία μπορούν να προσφέρουν. Όταν ανέβηκα σ' αυτή τη νέα πτέρυγα και με είδε, κούνησε ζωηρά το χέρι του με μια εξωστρεφή, ανοιχτή κίνηση που δε θα μπορούσα να τον φανταστώ να κάνει λίγο καιρό πριν. Έδειξε την κλειδωμένη πόρτα. Ήθελε να την ανοίξω, ήθελε να βγει έξω.

Κατέβηκε πρώτος τα σκαλιά και βγήκε έξω στον κατάφυτο, ηλιοφώ-τιστο κήπο. Απ' όσα είχα μπορέσει να μάθω, δεν είχε ποτέ του βγει έξω με τη θέληση του από τότε που ήταν 8 χρονών, από την αρχή της αρρώστιας του και την απόσυρση του. Δε χρειάστηκε να του δώσω στιλό, πήρε ένα μόνος του. Περπατήσαμε γύρω από το νοσοκομείο και ο Ζοζέ κοίταζε κάπου κάπου τον ουρανό και τα δέντρα, αλλά πιο συ­χνά κοιτούσε στα πόδια του, στο μοβ και κίτρινο χαλί από τριφύλλια και πικρίδες. Το μάτι του έπιανε αμέσως τις μορφές και τα χρώματα των φυτών, έβλεπε γρήγορα ένα σπάνιο άσπρο τριφύλλι ή ένα ακόμα πιο σπάνιο τετράφυλλο και τα μάζευε. Βρήκε εφτά διαφορετικούς τύ­πους γρασιδιού που έδειχνε να αναγνωρίζει και να χαιρετά τον καθένα τους σαν φίλο του. Πάνω απ' όλα, όμως, τον γοήτευαν οι μεγάλες κί­τρινες πικρίδες που ήταν ανοιχτές με όλα τους τα πέταλα απλωμένα στον ήλιο. Αυτό ήταν το φυτό του και για να το δείξει, και για να δείξει τα αισθήματα του, έπρεπε να το σχεδιάσει. Η ανάγκη του να ζωγραφί­σει, η ανάγκη αυτού του ευλαβικού χαιρετισμού μέσα από το σχέδιο ήταν άμεση και δυνατή: γονάτισε, ακούμπησε το μπλοκ του στο έδα­φος και, κρατώντας την πικρίδα, τη σχεδίασε.

Αυτό είναι, νομίζω, το πρώτο από φυσικού σχέδιο που έκανε ο Ζοζέ από την εποχή που ο πατέρας του τον έπαιρνε μαζί του για να ζωγρα­φίσουν, όταν ήταν παιδί, πριν αρρωστήσει. Είναι ένα εξαίσιο σχέδιο, ακριβές και ζωντανό. Δείχνει την αγάπη του για την πραγματικότητα, για μια άλλη μορφή ζωής. Για μένα θυμίζει και συγκρίνεται με τα περί­τεχνα, ζωηρά λουλούδια που βρίσκει κανείς στις μεσαιωνικές βοτανικές και τα βιβλία βοτανικής θεραπευτικής, σχολαστικά, βοτανολογικά α­κριβές, ακόμα και αν ο Ζοζέ δεν έχει τυπική γνώση της βοτανικής και δε θα μπορούσε καν να τη διδαχτεί ή και να την καταλάβει αν προ-

271

Page 138: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

σπαθούσε. Το μυαλό του δεν είναι φτιαγμένο για το αφηρημένο, για τις έννοιες. Αυτό δεν του προσφέρεται σαν μονοπάτι προς την αλήθεια.

Έχει, όμως, ένα πάθος και μια αληθινή δύναμη για το ειδικό, για τη λεπτομέρεια που αγαπά, μπαίνει μέσα τους, δημιουργεί από την αρχή. Η λεπτομέρεια, όμως, αν είναι κανείς ο ίδιος προσεχτικός, είναι και ένας δρόμος —ο δρόμος της φύσης, θα μπορούσε να πει κανείς— προς την πραγματικότητα και την αλήθεια.

Το αφηρημένο, το κατηγορικό, δεν παρουσιάζει ενδιαφέρον για το αυτιστικό άτομο· το παν είναι το συγκεκριμένο, το ειδικό, η λεπτομέ-

272

ρεια, το χαρακτηριστικό. Άσχετα αν αυτό είναι υπόθεση ικανότητας ή διάθεσης, τα πράγματα παρουσιάζονται με αυτό τον τρόπο. Στερούμε­νοι —ή αρνούμενοι— του γενικού, οι αυτιστικοί μοιάζουν να συνθέ­τουν την εικόνα του κόσμου τους αποκλειστικά από λεπτομέρειες. Έ­τσι, δε ζουν σε έναν κόσμο, αλλά, όπως το είπε ο William James σε έναν πολύκοσμο από αναρίθμητες, ακριβείς και συναρπαστικά έντονες λε­πτομέρειες. Πρόκειται για έναν τρόπο σκέψης στον αντίποδα της γενί­κευσης, της επιστημονικής σκέψης, αλλά που εξακολουθεί να είναι, «πραγματικός», εξίσου αληθινός, σε μια αρκετά διαφορετική κατεύθυν­ση. Ένα τέτοιο μυαλό έχει φανταστεί ο Μπόρχες στο Φούνες, ο μνη­μειώδης (ανάλογο με αυτό του Υπερμνήμονα του Luria):

«Ας μην ξεχνάμε ότι ήταν σχεδόν ανίκανος για ιδέες ενός γενικού, πλα­τωνικού είδους... Στον ξέχειλο κόσμο του Φούνες υπήρχαν μόνο λεπτομέ­ρειες, σχεδόν άμεσα παρούσες... Κανείς... δεν ένιωθε τη ζέστη και την πίεση μιας τόσο ακούραστης πραγματικότητας, σαν αυτή που μέρα και νύχτα συνέκλινε πάνω στον άτυχο Ιρένεο».

Έτσι συνέβαινε και με τον Ζοζέ. Δεν είναι, όμως, απαραίτητα μια άτυχη κατάσταση: στις λεπτομέρειες μπορεί να υπάρχει μια βαθιά ικα­νοποίηση, ειδικά αν λάμπουν, όπως θα το βλέπει ο Ζοζέ, με μια συμβο­λική ακτινοβολία.

Νομίζω ότι ο Ζοζέ, παρότι είναι αυτιστικός και καθυστερημένος, έχει ένα τέτοιο χάρισμα για το συγκεκριμένο, για τη μορφή, που είναι με τον τρόπο του ένας φυσιοδίφης και ένας γεννημένος καλλιτέχνης. Συλ­λαμβάνει τον κόσμο σαν μορφές, μορφές που αντιλαμβάνεται άμεσα και έντονα, και τον αναπαράγει. Η αναπαραγωγή του έχει μια μεγάλη πιστότητα αλλά και μεγάλες μεταφορικές δυνάμεις. Μπορεί να ζωγρα­φίσει ένα λουλούδι ή ένα ψάρι με αξιοπρόσεχτη ακρίβεια, αλλά μπορεί επίσης να το σχεδιάσει κάνοντας μια προσωποποίηση, ένα σύμβολο, ένα όνειρο ή ένα αστείο. Την ίδια στιγμή που υποτίθεται ότι οι αυτιστι­κοί στερούνται φαντασίας, παιχνιδίσματος, τέχνης!

Πλάσματα σαν τον Ζοζέ κανονικά δεν υπάρχουν. Αυτιστικά παιδιά-καλλιτέχνες σαν τη Νάντια υποτίθεται ότι δεν υπάρχουν. Είναι στ' αλή­θεια τόσο σπάνια ή απλώς δεν τους έχει δοθεί προσοχή; Ο Nigel Den­nis, σε ένα λαμπρό του δοκίμιο πάνω στη Νάντια, στη New York Review of Books (4 Μαΐου 1978), αναρωτιέται πόσες από τις Νάντιες αυτού του κόσμου έχουν ξεφύγει ή παραμεληθεί και οι αξιοπρόσεχτες δη­μιουργίες έχουν πεταχτεί τσαλακωμένες στο σκουπιδοτενεκέ ή, απλώς, σαν τον Ζοζέ, τους αντιμετωπίζουν με απερισκεψία, σαν κάποια ιδιόρ-

273

Page 139: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

ρυθμα ταλέντα, απομονωμένα και παράλογα, χωρίς κανένα ενδιαφέρον. Ο αυτιστικός καλλιτέχνης, όμως, ή (για να είμαστε λιγότερο μεγαλόστο­μοι) η αυτιστική φαντασία δεν έχει τίποτα το σπάνιο. Μέσα σε δέκα περίπου χρόνια είδα άλλα τόσα παραδείγματα και αυτό χωρίς να κάνω καμιά ιδιαίτερη προσπάθεια αναζήτησης τους.

Οι αυτιστικοί, από τη φύση τους, είναι σπάνια ανοιχτοί σε εξωτερι­κές επιδράσεις. Είναι η «μοίρα» τους να είναι απομονωμένοι και, κατά συνέπεια, ιδιόρρυθμοι. Οι «εικόνες» του μυαλού τους, αν μπορεί κανείς να τους ρίξει ένα γρήγορο βλέμμα, προέρχονται από το εσωτερικό τους και δείχνουν πρωτόγονες. Όσο περισσότερο τους γνωρίζω, τους θεωρώ σαν ένα παράξενο είδος που βρίσκεται ανάμεσα μας, αλλόκοτοι, πρωτό­τυποι, υποταγμένοι σε μια εσωτερική λογική, εντελώς διαφορετικοί α­πό όλους τους άλλους.

Ο αυτισμός θεωρούνταν κάποτε σαν παιδική σχιζοφρένεια, αλλά φαι­νομενολογικά συμβαίνει το εντελώς αντίθετο. Ο σχιζοφρενικός παραπο­νιέται πάντοτε για «επιδράσεις» απ' έξω: είναι παθητικός, τον χειρίζο­νται, δεν μπορεί να είναι ο εαυτός του. Οι αυτιστικοί, αντίθετα, θα πα­ραπονιόνταν, αν μπορούσαν να παραπονεθούν, για την απουσία επί­δρασης, για την απόλυτη απομόνωση τους.

«Κανείς δεν είναι νησί, δεν είναι ολοκληρωμένος από μόνος του», έγραψε ο Donne. Αλλά ο αυτισμός είναι ακριβώς αυτό το πράγμα, ένα νησί αποκομμένο από την ήπειρο. Στον «κλασικό» αυτισμό, που εκδη­λώνεται και συχνά φτάνει στην ακμή του από τον τρίτο χρόνο της ζωής, η απομόνωση από την ήπειρο είναι τόσο πρώιμη, που μπορεί να μη μείνει καμιά ανάμνηση της. Στο «δευτερογενή» αυτισμό, όπως στην περίπτωση του Ζοζέ, που προκλήθηκε από μια εγκεφαλική ασθένεια at μια ύστερη φάση της ζωής του, υπάρχει κάποια μνήμη, ίσως και κά­ποια νοσταλγία της ηπείρου. Αυτό μπορεί να εξηγήσει το γιατί ο Ζοζέ ήταν πιο προσβάσιμος από τους περισσότερους αυτιστικούς και γιατί μπορούσε να παρουσιάζει, τουλάχιστον στο σχέδιο του, την ύπαρξη κάποιας αλληλεπίδρασης.

Το να είναι κανείς ένα νησί, να είναι αποκομμένος, είναι άραγε απα­ραίτητα ένας θάνατος; Όχι απαραίτητα. Γιατί αν οι «οριζόντιοι» δεσμοί με τους άλλους, με την κοινωνία και τον πολιτισμό, είναι χαμένοι, μπο­ρεί, εντούτοις, να υπάρχουν ζωτικοί και ενισχυμένοι «κάθετοι» δεσμοί με τη φύση, με την πραγματικότητα, έξω από επιδράσεις, χωρίς κάποιο μεσάζοντα, ανέγγιχτοι από τους άλλους. Αυτός ο «κάθετος» δεσμός εί­ναι πολύ εντυπωσιακός στην περίπτωση του Ζοζέ και από κει προέρ­χεται η διαπεραστική του ευθύτητα, η απόλυτη καθαρότητα των αντι-

274

ληπτικών του εικόνων και των σχεδίων του, χωρίς την παραμικρή νύξη ή σκιά αμφισημίας ή παρακαμπτηρίου, μια ανεπηρέαστη απ' έξω δύ­ναμη βράχου.

Αυτό μας φέρνει μπροστά στην τελική μας ερώτηση: υπάρχει κάποιο «μέρος» στον κόσμο για έναν άνθρωπο σαν νησί, έναν άνθρωπο που δεν μπορεί να δεχτεί την καλλιέργεια, να γίνει μέρος της ηπείρου; Μπορεί η «ήπειρος» να φιλοξενήσει, να κάνει χώρο για τον ιδιόμορφο; Σ' αυτό το σημείο υπάρχουν ομοιότητες με τις κοινωνικές και πολιτι­στικές αντιδράσεις στην ιδιοφυία. (Φυσικά δεν υπαινίσσομαι ότι όλοι οι αυτιστικοί είναι ιδιοφυείς, μόνο ότι μοιράζονται με τις ιδιοφυίες το πρό­βλημα της ιδιομορφίας.) Πιο συγκεκριμένα: τι επιφυλάσσει το μέλλον στον Ζοζέ; Υπάρχει στον κόσμο κάποια θέση γι' αυτόν, που θα μπορέ­σει να εκμεταλλευτεί την αυτονομία του — αφήνοντας τον, όμως, άθι­κτο;

Θα μπορούσε, με το οξύ του μάτι και την ιδιαίτερη αγάπη του για τα φυτά, να κάνει την εικονογράφηση για βοτανικές εργασίες ή για βοτα­νολογία; Να γίνει εικονογράφος για ζωολογικά και ανατομικά κείμενα; (Δες στην επόμενη σελίδα το σχέδιο που μου έκανε όταν του έδειξα από ένα βιβλίο την εικόνα ενός ιστού σε διαστρωματώσεις που ονομά­ζεται «κροσσωτό επιθήλιο».) Θα μπορούσε να ακολουθεί επιστημονικές αποστολές και να κάνει σχέδια (ζωγραφίζει και αντιγράφει μοντέλα με την ίδια ευκολία) σπάνιων ειδών; Η απόλυτη συγκέντρωση του στο α­ντικείμενο που βρίσκεται μπροστά του θα τον έκανε ιδανικό για τέ­τοιες καταστάσεις.

Ή, για να κάνουμε ένα ανορθόδοξο, αλλά όχι παράλογο, άλμα, δε θα μπορούσε με τις ιδιομορφίες του, την ιδιοσυγκρασία του, να κάνει σχέ­δια για παραμύθια, για παιδικά βιβλία, για τις ιστορίες της Βίβλου, για μύθους; Ή (καθώς δεν μπορεί να διαβάσει και βλέπει τα γράμματα μό­νο σαν καθαρές και όμορφες μορφές) δε θα μπορούσε να εικονογραφή­σει και να επεξεργαστεί τα υπέροχα κεφάλαια των Συνόψεων και των λειτουργικών βιβλίων; Έχει κάνει όμορφους βωμούς, με μωσαϊκό και βαμμένο ξύλο, για εκκλησίες. Έχει σκαλίσει έξοχες επιγραφές σε ταφι-κές πέτρες. Η τωρινή «δουλειά» του είναι να τυπώνει στο χέρι διάφορες ανακοινώσεις για την κλινική, που διακοσμεί με περίτεχνα στολίσματα, αντάξια μιας σύγχρονης Μάγκνα Κάρτα. Είναι απόλυτα ικανός να ε­κτελέσει τέτοιες εργασίες. Θα μπορούσαν να είναι απολαυστικές γι' αυτόν και χρήσιμες και απολαυστικές για τους άλλους. Θα μπορούσε να τα κάνει όλα αυτά, αλλά, δυστυχώς, δεν πρόκειται να κάνει τίποτε από όλα αυτά, εκτός αν κάποιος με ιδιαίτερη κατανόηση, με δυνατότη-

275

Page 140: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

τες και μέσα, τον καθοδηγήσει και τον χρησιμοποιήσει στη δουλειά του. Όπως έχουν τα πράγματα τώρα, πιθανότατα δεν πρόκειται να κάνει τίποτα και θα περάσει μια άχρηστη, άκαρπη ζωή, όπως τόσοι άλλοι αυτιστικοί, παραμελημένοι, ξεχασμένοι, στην πίσω πτέρυγα ενός κρατικού νοσοκομείου.

ΥΣΤΕΡΟΓΡΑΦΟ Μετά τη δημοσίευση αυτού του κειμένου, έλαβα και πάλι πολλά ανά­τυπα και γράμματα από τα οποία το πιο ενδιαφέρον προερχόταν από τη δρ C. C. Park. Φαίνεται πράγματι ξεκάθαρα (όπως το υποψιαζόταν ο Nigel Dennis) ότι και αν ακόμα η Νάντια υπήρξε κάτι το μοναδικό, ένα είδος Πικάσο, τα καλλιτεχνικά χαρίσματα ενός ανώτερου επιπέδου δεν είναι ασυνήθιστα μεταξύ των αυτιστικών. Η εξέταση του καλλιτε­χνικού δυναμικού, όπως στο τεστ νοημοσύνης του Goodenough, το «Draw-a-man» (Το σχέδιο ενός ανθρώπου), είναι σχεδόν άχρηστα, γιατί αυτά τα παιδιά, όπως η Νάντια, ο Ζοζέ και η Έλλα των Parks, ζωγραφί­ζουν εντελώς αυθόρμητα εντυπωσιακά σχέδια.

Σε μία μεγάλη εικονογραφημένη ανασκόπηση της περίπτωσης της Νάντιας, η δρ Park (1978) αναλύει, τόσο με βάση την εμπειρία του

δικού της παιδιού, όσο και από μία προσεχτική ανάγνωση της παγκό­σμιας βιβλιογραφίας, τα κύρια χαρακτηριστικά τέτοιων σχεδίων. Περι­λαμβάνει «αρνητικά» χαρακτηριστικά, όπως η έλλειψη πρωτοτυπίας και η στερεοτυπία, καθώς και «θετικά» χαρακτηριστικά, όπως η ασυνήθι­στη ικανότητα για μια αποστασιοποιημένη ερμηνεία και για την από­δοση του αντικειμένου, όπως αυτό γίνεται αντιληπτό (και όχι όπως εί­ναι φτιαγμένο): έτσι εξηγείται και αυτό το είδος της τόσο ιδιαίτερης εμπνευσμένης naivete που διαθέτουν. Σημειώνει, επίσης, μία σχετική αδιαφορία απέναντι στις αντιδράσεις των άλλων, που θα έδινε την εντύ­πωση ότι αυτά τα παιδιά είναι ανεκπαίδευτα. Τα πράγματα δεν είναι απαραίτητα έτσι. Αυτά τα παιδιά δεν είναι απαραίτητα αδιάφορα στη διδασκαλία ή το ενδιαφέρον που θα τους δείξουν, παρότι ίσως αυτά χρειάζεται να είναι πολύ ειδικού τύπου.

Εκτός από την εμπειρία της με το ίδιο της το παιδί, που είναι τώρα ένας ολοκληρωμένος ενήλικας καλλιτέχνης, η δρ Park αναφέρει, επίσης, τα συναρπαστικά και ανεπαρκώς γνωστά πειράματα των Ιαπώνων, ει­δικά των Morishima και Motzugi, που κατάφεραν με επιτυχία να μετα­φέρουν αυτιστικά παιδιά από μια ακηδεμόνευτη (και φαινομενικά α­νεκπαίδευτη) χαρισματική παιδική ηλικία σε μια επαγγελματική εκπλη­ρωμένη ενήλικη καλλιτεχνικότητα. Ο Morishima προωθεί ειδικές εκπαι­δευτικές τεχνικές («αυστηρά δομημένη προπόνηση ικανοτήτων»), ένα είδος διδασκαλίας μέσα στην ιαπωνική πολιτιστική παράδοση, και την ενθάρρυνση του σχεδίου σαν μέσου επικοινωνίας. Αλλά μία τυπική εκ­παίδευση αυτού του τύπου δεν είναι αρκετή, αν και αποφασιστικής σημασίας. Μια πιο στενή, ενσυναισθησιακή σχέση είναι απαραίτητη. Οι λέξεις με τις οποίες η δρ Park καταλήγει την ανασκόπηση της ταιριά­ζουν για να κλείσουμε τον «Κόσμο του Απλού»:

«Το μυστικό μπορεί να κρύβεται αλλού- στον αλτρουισμό που οδήγησε τον Motzugi να ζήσει στο σπίτι του με έναν καθυστερημένο καλλιτέχνη και να γράψει: "Το μυστικό στην ανάπτυξη του ταλέντου του Yanamura ήταν να μοιραστείς το πνεύμα του. Ο δάσκαλος πρέπει να αγαπά το όμορφο, τίμιο και καθυστερημένο άτομο και να μπορεί να ζήσει σε έναν αποκαθαρμένο, καθυστερημένο κόσμο"».

277 276

Page 141: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Βιβλιογραφία

ΓΕΝΙΚΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ Ανάμεσα στους πατέρες της νευρολογίας, ο Hughlins Jackson, ο Kurt Goldstein, ο Henry Head και ο Α. R. Luria είναι εκείνοι που συνάντησαν και ασχολήθηκαν ιδιαίτερα με ασθενείς και προβλήματα ανάλογα με αυτά που παρουσιάζονται σ' αυτό το βιβλίο. Υπάρχει συχνά η τάση να παραλείπονται τα πλούσια αντιφατικά σημεία της σκέψης αυτών των συγγραφέων, να μειώνονται οι πολύπλοκες συνθέσεις τους σε απλά στερεότυπα και να απλοποιείται η πληρότητα τους. Συμβαίνει έτσι συ­χνά να μιλώ για την κλασική «τζακσονική» νευρολογία, αν και ο Hugh­lins Jackson, που έγραψε για τις «ονειρικές καταστάσεις» και για «εκ­μνησία», ήταν πολύ διαφορετικός από τον Jackson που θεωρούσε την κάθε σκέψη σαν έναν προτακτικό υπολογισμό. Ο πρώτος ήταν ένας ποιητής, ο δεύτερος ένας λογικός, που συνδυάζονταν σε ένα και το αυτό πρόσωπο. Ο Henry Head, ο άνθρωπος των διαγραμμάτων, ο πα­θιασμένος για τα σχήματα, ήταν εντελώς διαφορετικός από τον Head που έγραψε τόσο δυνατά για το «feeling tone». Ο Goldstein, ο τόσο α­φαιρετικός συγγραφέας του «Αφηρημένου», ευτυχούσε μέσα στον πλούτο του συγκεκριμένου που του πρόσφεραν οι ατομικές περιπτώ­σεις. Στον Luria, τέλος, αυτή η διττότητα ήταν συνειδητή. Ένιωθε ότι ήταν υποχρεωμένος να γράψει δύο είδη βιβλίων: τυπικά δομημένα βι­βλία (όπως το Higher Cortical Functions in Man) και από την άλλη βιο­γραφικές διηγήσεις (όπως το The Mind of a Mnemonist). To πρώτο το ονόμαζε «Κλασική Επιστήμη», ενώ το δεύτερο «Ρομαντική Επιστήμη».

Ο Jackson, ο Goldstein, ο Head και ο Luria αποτελούν το βασικό άξο­να της νευρολογίας και σίγουρα τον άξονα της δικής μου σκέψης και του βιβλίου αυτού. Κατά συνέπεια, η βιβλιογραφία μου πρέπει να α-

278

ναφέρεται κατά πρώτο στα δικά τους έργα: το ιδεώδες θα ήταν να μπορούσα να αναφερθώ σε όλα όσα έγραψαν, καθώς τα πιο δυνατά χαρακτηριστικά της σκέψης κάποιου γίνονται φανερά από το σύνολο του έργου του, από τη δουλειά μιας ζωής, για λόγους πρακτικότητας, όμως, θα αναφέρω ορισμένες μόνο από τις εργασίες-κλειδιά, τις πιο προσιτές στους αγγλόφωνους αναγνώστες.

HUGHLINS JACKSON Πολύ όμορφες κλινικές περιγραφές προϋπάρχουν του Hughlins Jack­son —όπως το Essay on the Shaking Palsy (Δοκίμιο πάνω στην τρομώδη παράλυση) τον Parkinson, ήδη από τα 1817— αλλά καμιά γενική άπο­ψη και συστηματοποίηση της νευρικής λειτουργίας. Ο Jackson είναι ο ιδρυτής της νευρολογίας σαν επιστήμης. Μπορεί κανείς να ξεφυλλίσει τους βασικούς τόμους του έργου του Jackson στην έκδοση Selected Writings of John Hughlins Jackson του J. Taylor, London 1931, επανέκ­δοση New York 1958. Δεν είναι ευκολοδιάβαστα κείμενα, αν και είναι συχνά υποβλητικά και εκπληκτικά ξεκάθαρα σε ορισμένα σημεία. Ο Purdon Martin είχε σχεδόν συμπληρώσει την εποχή του πρόσφατου θανάτου του μια πιο ευρεία συλλογή με καταγραφές συζητήσεων του Jackson και μια βιογραφία του που ελπίζεται να δημοσιευτεί για τα 150 χρόνια από τη γέννηση του Jackson.

HENRY HEAD Ο Head, όπως και ο Weir Mitchell (βλ κεφάλαιο 6) είναι ένας υπέροχος συγγραφέας και οι ογκώδεις τόμοι που έγραψε είναι, αντίθετα από τα γραπτά του Jackson, μια απόλαυση στο διάβασμα. Studies in Neurology, Oxford 1920, 2 τόμοι. Aphasia and Kindred Disorders of Speech, Cam­bridge 1926, 2 τόμοι.

KURT GOLDSTEIN To πιο προσιτό βιβλίο γενικού περιεχομένου του Goldstein είναι το Der Aufbau des Organismus (Χάγη 1934), μεταφρασμένο στα αγγλικά με τίτ­λο The Organism: A Holistic Approach to Biology Derived from Patholo­gical Data in Man (New York, 1939). Βλέπε, επίσης, και το Goldstein Κ. και Sheerer Μ. Abstract & concrete behaviour, Psychol. Monogr. 53 (1941). Τα συναρπαστικά ιστορικά του Goldstein, σκορπισμένα σε πολλά βιβλία και περιοδικά, περιμένουν την ανθολόγηση τους.

279

Page 142: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

A. R. LURIA Ο μεγαλύτερος νευρολογικός θησαυρός της εποχής μας, τόσο για τη θεωρητική του σκέψη, όσο και για τις κλινικές του περιγραφές, είναι τα έργα του Α. R. Luria. Τα περισσότερα απ' αυτά έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά. Τα πιο προσιτά είναι: The Man with a Shattered World, New York 1972. The Mind of a Mnemonist, New York 1968. Speech & the De­velopment of Mental Processes in the Child, London 1959, μια μελέτη γύ­ρω από τα νοητικά ελλείμματα, την ομιλία, το παιχνίδι και τους διδύ­μους. Human Brain and Psychological Process, New York 1966, ιστορικά ασθενών με σύνδρομα του μετωπιαίου λοβού. The Neuropsychology of Memory, New York 1976. Higher Cortical Functions in Man, 2η έκδοση, New York 1980, το κύριο έργο του Luria, η μεγαλύτερη σύνθεση της νευρολογικής εργασίας και σκέψης του αιώνα μας. The Working Brain, Harmondsworth 1973, μία συμπυκνωμένη και ευκολοδιάβαστη προ­σαρμογή του προηγούμενου, η πιο προσιτή εισαγωγή στη νευροψυχο-λογία.

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΤΑ ΚΕΦΑΛΑΙΑ

1. Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο

Macrae, D. & Trolle, Ε. «The defect of function in visual agnosia», Brain (1956) 77: 94-110.

Kertesz Α., «Visual agnosia: the dual deficit of perception and recognition» Cortex (1979) 15: 403-19.

Marr D. Βλ. παρακάτω κεφάλαιο 15. Damasio A. R., Disorders in Visual Processing, in Μ. M. Mesulam (1985),

σελ. 259-88. Βλ. παρακάτω κεφάλαιο 8. 2. Ο χαμένος ναυτικός

Η πρωτότυπη συμβολή του Korsakov (1887) όσο και τα μετέπειτα έργα του παραμένουν αμετάφραστα. Μία πλήρης βιβλιογραφία του, με μεταφρασμένα αποσπάσματα και σχολιασμό, παρουσιάζεται στη Neuro­psychology of Memory του Α. R. Luria (ό.π.) με πολλά εντυπωσιακά πα­ραδείγματα παραπλήσια του «Χαμένου ναυτικού». Όπως και στο προη­γούμενο ιστορικό, αναφέρομαι και εδώ στον Anton, τον Potzl και τον Freud. Από το έργο όλων αυτών, στα αγγλικά έχει μεταφραστεί μόνο η μονογραφία του Freud, μια εργασία μεγάλης σημασίας.

280

Anton G., «Uber die Selbstwarnehmung der Herderkrankungen des Ge-hirns durch den Kranken», Arch. Psychiatr. (1899) 32.

Freud S., Zur Auffassung der Aphasia, Leipzig 1891. Αναγνωρισμένη αγγλική μετάφραση του Ε. Stengel με τίτλο On Aphasia: A Critical Study, New York 1953.

Potzl 0 . , Die Aphasielehre vom Standpunkt der Klinishen Psychiatrie: Die Optische-agnostischcn Storungen, Leipzig 1928. To σύνδρομο που περιγράφει ο Potzl δεν είναι απλά οπτικό, αλλά επεκτείνεται και σε μια πλήρη απώλεια επίγνωσης τμημάτων ή του μισού του σώματος. Γι' αυ­τό το λόγο σχετίζεται επίσης με τα κεφάλαια 3,4, 8. Το αναφέρω, ακό­μα, στο βιβλίο μου A Leg to Stand on (1984).

3. Η ασώματη γυναίκα

Sherrington G. S., The Integrative Action of the Nervous System, Cam­bridge 1906. Ειδικά σελ. 335-43.

Man on his Nature, Cambridge 1940. Κεφ. 11, ειδικά οι σελ. 328-9 σχετίζονται άμεσα με την κατάσταση αυτής της ασθενούς.

Purdon Martin J . , The Basal Ganglia and Posture, London 1967. Ανα­φέρομαι πιο εκτεταμένα σ' αυτό το σημαντικό βιβλίο στο κεφάλαιο 7.

Weir Mitchell S. Βλ. παρακάτω, στο κεφάλαιο 6. Sterman Α. Β. ct al. , «The acute sensory neuronopathy syndrome», Annals

of Neurology (1979) 7: 354-8. 4. Ο άνθρωπος που έπεσε από το κρεβάτι

Potzl Ο., ό.π. 5. Χέρια

Leont'ev Α. Ν. and Zaporozhets Α. V., Rehabilitation of Hand Function, Eng. tr. Oxford 1960.

6. Φαντάσματα

Sterman A. B. et al., ό.π. Weir Mitchell S., Injuries of Nerves 1872. Επανέκδοση Dover 1965.

Αυτό το μεγάλο βιβλίο περιέχει τις κλασικές περιγραφές του Weir Mit­chell για τα μέλη φαντάσματα, την παράλυση των αντανακλαστικών κλπ. από τον Αμερικανικό Εμφύλιο. Είναι πολύ ζωντανό και ευκολοδιά­βαστο, γιατί ο Weir Mitchell ήταν, εκτός από νευρολόγος, και διηγημα­τογράφος. Πράγματι, μερικά από τα πιο έξυπνα νευρολογικά του κεί­μενα (όπως το The Case of George Dedlow) δημοσιεύτηκαν όχι σε επι-

281

Page 143: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

στημονικά περιοδικά αλλά στο Atlantic Monthly της δεκαετίας του 1860 και του 1870 και έτσι δε βρίσκονται πια εύκολα, αν και στην εποχή τους γνώρισαν μεγάλη επιτυχία.

7. Με το αλφάδι

Purdon Martin J . , ό.π., ειδικά κεφ. 3 σελ 36-51. 8. Κεφαλή δεξιά!

Battersby W. S. et al., «Unilateral "spatial agnosia" (inattention) in pa­tients with cerebral lcsions», Brain (1956) 79: 68-93.

Mesulam Μ. M., Principles of Behavioral Neurology, Philadelphia 1985, σελ. 259-88.

9. Ο λόγος τον Προέδρου

Τα ωραιότερα σχόλια του Frege πάνω στον «tone» βρίσκονται στο έρ­γο του Μ. Dummett Frege, Philosophy of Language, London 1973, ειδικά σελ. 83-89.

Τα καλύτερα σχόλια του Head πάνω στην ομιλία και τη γλώσσα, και ειδικά για το «feeling-tone» υπάρχουν στη μελέτη του πάνω στην αφα­σία (ό.π.). Η δουλειά του Hughlins Jackson γύρω από την αφασία ήταν διασκορπισμένη, αλλά ένα μεγάλο μέρος της συγκεντρώθηκε μετά θά­νατο στο «Hughlins Jackson on aphasia and kindred affections of speech, together with a complete bibliography of his publications of speech and a reprint of some of the more important papers», Brain (1915) 38: 1-190.

Για το πολύπλοκο και μπερδεμένο θέμα των ακουστικών αγνωσιών, βλέπε τον Hecaen Η. και Albert Μ. L. Human Neuropsychology, New York 1978. σελ. 265-76.

10. Γουίτυ Τίκυ Ρέυ ή Ο βασιλιάς των τικ

Στα 1885, ο Gilles de la Tourette δημοσίευσε ένα άρθρο σε δύο μέρη, όπου με έντονη ζωηρότητα (καθώς ήταν και θεατρικός συγγραφέας ε­κτός από νευρολόγος) περιέγραψε το σύνδρομο που τώρα φέρει το όνομα του: «Etude sur une affection nerveuse caractorisee par l'incoordina-tion motrice accompagnee d'echolalie et de coprolalie», Arch. Neurol. 9: 1 9 - 4 2 , 158-200. Αγγλική μετάφραση με ενδιαφέροντα σχόλια επιμέ­λειας: Goetz C. G. & Klawans Η. L. Gilles de la Tourette on Tourette Syn­

drome, New York 1982. Στο σημαντικό Les Tics et leur traitement των Meige και Feidel (1902),

πολύ ωραία μεταφρασμένο από τον Kinnier Wilson (1907) στα αγγλικά,

υπάρχει σαν εισαγωγή μια υπέροχη αυτοβιογραφία ενός ασθενή, μο­ναδική στο είδος της: «Les confidences d' un ticqueur».

11. Η νόσος του Μικρού Θεού

Όπως και για το σύνδρομο Tourette, πρέπει να γυρίσουμε πολύ πίσω στην παλιότερη βιβλιογραφία για να βρούμε πλήρεις κλινικές περιγρα­φές. Ο Kraepelin, σύγχρονος του Freud, μας προσφέρει πολλές εντυ­πωσιακές σκιαγραφήσεις της νευροσύφιλης. Ο ενδιαφερόμενος ανα­γνώστης μπορεί να συμβουλευτεί το: Kraepelin Ε., Lectures on Clinical Psychiatry (αγγλ. μετάφρ. London 1904), ειδικά τα κεφάλαια 10 και 12 πάνω στη μεγαλομανία και το παραλήρημα της Προϊούσας Γενικής Παράλυσης.

12. Υπόθεση ταυτότητας

Βλ Luria (1976). 13. Ναι, πάτερ-αδελφή

Βλ Luria (1966). 14. Οι δαιμονισμένοι

Βλ παραπάνω, κεφάλαιο 10. 15. Αναπόληση

Alajouanine Τ., «Dostoievski's epilepsy», Brain (1963) 86: 209-21. Critchley Μ. & Henson R. A. eds. Music and the Brain: Studies in the

Neurology of Music, London 1977. Ειδικά τα κεφάλαια 19 και 20. Penfield W. & Perot P. «The brain's record of visual and auditory expe­

rience: a final summary and discussion», Brain (1963) 86: 595-696. Θεω­ρώ αυτό το υπέροχο άρθρο των 100 σελίδων, τη συμπύκνωση μιας σχε­δόν τριαντάχρονης βαθιάς παρατήρησης, πειραμάτων και σκέψης, σαν ένα από τα πιο πρωτότυπα και σημαντικά ολόκληρης της νευρολογίας. Με άφησε κατάπληκτο όταν δημοσιεύτηκε, στα 1963, και βρισκόταν συνέχεια στο μυαλό μου όταν έγραφα το Migraine στα 1967. Πολύ πιο ενδιαφέρον στο διάβασμα από πολλά διηγήματα, περιέχει ένα τέτοιο πλούτο παράξενου υλικού που οποιοσδήποτε διηγηματογράφος θα ζή­λευε.

Salaman Ε. , A Collection of Moments, London 1970. Williams D. «The structure of emotions reflected in epileptic experiences*,

Brain (1956) 79: 2 9 - 6 7 .

283 282

Page 144: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Ο Hughlins Jackson ήταν ό πρώτος που έστρεψε την προσοχή του στις «ψυχικές κρίσεις», περιέγραψε τη σχεδόν μυθιστορηματική τους σημειολογία και εντόπισε την ανατομική τους τοπογραφία στον εγκέ­φαλο. Έγραψε πολλά άρθρα πάνω στο θέμα. Τα πιο σχετικά με το θέ­μα είναι αυτά που δημοσιεύονται στον πρώτο τόμο των Selected Wri­tings (1931), σελ. 251 και 274, καθώς και στα παρακάτω (που δεν περι­λαμβάνονται σ' αυτό τον τόμο):

Jackson J. Η. «On right- or left- ided spasm at the onset of epileptic pa­roxysms, and on crude sensation warnings, and elaborate mental states», Brain (1880) 3: 192-206.

«On a particular variety of epilepsy ("Intellectual Aura")», Brain (1888) 11: 179-207.

Ο Purdon Martin έκανε τη διεγερτική υπόθεση ότι ο Χένρυ Τζέιμς είχε συναντήσει τον Hughlins Jackson, είχε συζητήσει για τέτοιες επιληπτι­κές κρίσεις μαζί του και ότι χρησιμοποίησε αυτή τη γνώση του για να περιγράψει τις αλλόκοτες εμφανίσεις των φαντασμάτων στο Στρίψιμο της βίδας (British Medical J. [1973] 4: 717-21).

Marr D., Vision: A Computational Investigation of Visual Representation in Man, San Francisco 1982. Έργο εξαιρετικής σημασίας και πρωτοτυ­πίας, δημοσιευμένο μετά θάνατο (ο Marr έπαθε λευχαιμία σε πολύ νεα­ρή ηλικία). Ο Penfield μας δείχνει τις μορφές των τελικών εικόνων του εγκεφάλου —φωνές, πρόσωπα, μελωδίες, σκηνές— το «εικονικό» περιε­χόμενο του: ο Marr μας δείχνει πράγματα που δεν είναι διαισθητικά φανερά, ούτε και βιώνονται υπό φυσιολογικές συνθήκες: τις μορφές των αρχικών εικόνων του εγκεφάλου· ίσως έπρεπε να αναφερθώ σ' αυτό το έργο στο κεφάλαιο 1· είναι βέβαιο ότι ο δρ. Π. είχε κάποια ελλείμματα αυτού του τύπου που περιγράφει ο Marr, δυσκολίες στο σχηματισμό αυτού που ο Marr ονομάζει «πρωτογενές σκίτσο» («primal sketch»), εκτός και επιπλέον από τις φυσιογνωμιστικές του δυσκολίες. Πιθανώς είναι αδύνατο να γίνει μια νευρολογική μελέτη των εικόνων του μυαλού μας ή της μνήμης, χωρίς τις ιδέες που έδωσε ο Marr.

16. Ακράτεια νοσταλγίας

Jelliffe S. Ε., Psychopathology of Forced Movements and Oculogyric Cri­ses of Lethargic Encephalitis, London 1932. Ειδικά σελ. 114, όπου συζητά το άρθρο του Zutt 1930. Βλ. επίσης την περίπτωση «Rose R.» στο Awakenings, London 1973, 3rd. cd. 1983.

284

17. Ο δρόμος των Ινδιών

Αν και δεν είμαι εξοικειωμένος με τη βιβλιογραφία αυτού του θέμα­τος, έχω την προσωπική εμπειρία μιας άλλης άρρωστης —επίσης με ένα γλοίωμα, αυξημένη ενδοκράνια πίεση και επιληπτικές κρίσεις, με θεραπεία στεροειδών— που, πεθαίνοντας, είχε παρόμοια νοσταλγικά οράματα και αναπολήσεις από τη ζωή της στο Μίντουεστ.

18. Μέσα στο πετσί του σκύλου

Bear D., «Temporal-lobe epilepsy: a syndrome of sensory-limbic hyper-connection» Cortex (1979) 15: 357-84.

Brill Α. Α., «The sense of smell in neuroses and psychoses», Psychoanaly­tical Quarterly (1932) 1:7-42. To εκτεταμένο αυτό άρθρο καλύπτει μια πολύ ευρύτερη περιοχή από ό,τι υπονοεί ο τίτλος του. Περιέχει ιδιαί­τερα μια λεπτομερή ανασκόπηση της έντασης και της σημασίας που έχει η όσφρηση σε πολλά ζώα, στους «άγριους» και στα παιδιά, τις εκ­πληκτικές δυνατότητες και δυνάμεις που μοιάζουν να έχουν χαθεί στον ενήλικα.

19. Φόνος

Δεν έχω καμιά εξοικείωση με περιπτώσεις ακριβώς ανάλογες. Εντού­τοις έχω συναντήσει, σε σπάνιες περιπτώσεις τραυματισμού, όγκου του μετωπιαίου λοβού, αγγειακού επεισοδίου του μετωπιαίου λοβού (της πρόσθιας εγκεφαλικής αρτηρίας) και (πράγμα που δεν είναι το λιγότε­ρο) σε περιπτώσεις λοβοτομής, την εμφάνιση ψυχαναγκαστικών «εκ-μνησιών». Φυσικά, οι λοβοτομές αποσκοπούσαν στη «θεραπεία» τέτοιων «εκμνησιών», σε μερικές περιπτώσεις, όμως, προκαλούσαν την επιδεί­νωση τους. Βλ. επίσης Penfield και Perot, ό.π.

20. Οι οπτασίες της Χίλντεγκαρντ

Singer C, «The visions of Hildcgard of Bingen» στο From Magic to Science (Dover repr. 1958).

Βλ. επίσης το Migraine (1970, 3rd ed. 1985), ειδικά το κεφ. 3 πάνω στην ημικρανιακή αύρα.

Βλ. Alajouanine, ό.π., για τις επιληπτικές κρίσεις και τις οπτασίες του Ντοστογιέφσκι.

285

Page 145: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks

Εισαγωγή του Τέταρτου Μέρους

Bruncr J . , «Narrative and paradigmatic modes of thought», παρουσια­σμένο στο Meeting of the American Psychological Association, Toronto, August 1984. «Two Modes of Thoughts, στο Actual Minds, Possible Worlds (Boston 1986), σελ 11-43.

Scholem G., On the Kabbalah and its Symbolism, New York 1965. Yates F., The Art of Memory, London 1966.

21. Ρεβέκα

Bruncr J . , ό,π. Peters L. R., «The role of dreams in the life of a mentally retarded indi­

vidual" Ethos (1983): 49-65. 22. Ένα ζωντανό μουσικό λεξικό

Hill L., «ldiots savants: a categorisation of abilities*, Mental Retardation. December 1974.

Viscott D., «A musical idiot savant: a psychodynamic study, and some speculation on the creative process» Psychiatry (1970) 33 (4): 494-515.

23. Οι Δίδυμοι

Hamblin D. J . , «They are "idiots savants"-wizards of the calendar*, Life 60(18 March 1966): 106-8.

Horwitz W. A. et a l , «Identical twin "idiots savants"-calendar calcula­tors», American J. Psychiat. (1965) 121: 1075-79.

Luria A. R., & Yudowich. F. Ia. Speech and the Development of Mental Processes in the Child, Eng. tr. London 1959.

Myers F.W.H., Human Personality and its Survival of Bodily Death, London 1903. Βλ. κεφ. 3 «Genius», ειδικά τις σελ. 70-87. Ο Myers ήταν εν μέρει μια ιδιοφυία και αυτό το βιβλίο είναι εν μέρει ένα αριστούργη­μα. Αυτό γίνεται φανερό στον πρώτο τόμο, που συχνά συγκρίνεται με το Principles of Psychology τον William James που ήταν στενός του φί­λος. Ο δεύτερος τόμος («Phantasms of the Dead» κ.λπ.) είναι, για μένα, μια αδέξια κατασκευή.

Nagel Ε., & Newmann J. R., Godel's Proof, New York 1958. Park C. C. & D., Βλ. παρακάτω κεφ. 24. Selfe L., Nadia. Βλ. παρακάτω κεφ. 24. Silverberg R., Thorns, New York 1967.

286

Smith S. B., The Great Mental Calculators: The Psychology, Methods, and Lives of Calculating Prodigies, Past and Present, New York 1983.

Stewart L., Concepts of Modern Mathematics. Harmondsworth 1975. Wollheim R., The Thread of Life Cambridge, Mass. 1984. Βλ. ιδιαίτερα

το κεφάλαιο 3 περί «iconicity» και «centricity». Όταν έγραψα για τον Μάρτιν Α., τους Διδύμους και τον Ζοζέ, είχα μόλις διαβάσει αυτό το βιβλίο· έτσι αναφέρομαι σ' αυτό και στα τρία αυτά κεφάλαια (22, 23, 24).

24. Ο αυτιστικός καλλιτέχνης

Buck L. Α. et al, «Artistic talent in autistic adolescents and young adults», Empirical Studies of the Arts (1985) 3 (1): 81 - 104.

«Art as a means of interpersonal communication in autistic young adults» JPC (1985) 3: 7 3 - 8 4 .

(Και τα δυο αυτά άρθρα δημοσιεύτηκαν υπό την αιγίδα του Talented Handicapped Artist's Workshop, που ιδρύθηκε στη Νέα Υόρκη, στα 1981.)

Morishima Α., «Another Van Gogh of Japan: The superior art work of a retarded boy» Exceptional Children (1974) 41: 92-6.

Motsugi K., «Shyochan's drawing of insects», Japanese Journal of Mental­ly Retarded Children (1968) 119: 44 - 7.

Park C. C, The Siege: The First Eight Years of an Autistic Child, New York 1967 (paperback: Boston & Harmondsworth 1972).

Park D. & Youderian P., «Light and number: ordering principles in the world of an autistic child», Journal of Autism and Childhood Schizophrenia (1974) 4 (4): 313-23.

Rapin I., Children with Brain Dysfunction: Neurology, Cognition, Lan­guage and Behaviour, London 1982.

Selfe L., Nadia: A Case of Extraordinary Drawing Ability in an Autistic Child, London 1977. Αυτή η πλούσια εικονογραφημένη μελέτη ενός μοναδικά προικισμένου παιδιού συγκέντρωσε, όταν δημοσιεύτηκε, ένα πολύ μεγάλο ενδιαφέρον και μερικές σημαντικές κριτικές και ανασκο­πήσεις. Παραπέμπω τον αναγνώστη στο άρθρο του Nigel Dennis στο New York Review of Books της 4 Μαΐου 1978, καθώς και στο άρθρο της C. C. Park στο Journal of Autism and Childhood Schizophrenia (1978) 8: 457 - 72. To τελευταίο περιέχει πλούσια σχόλια και βιβλιογραφία του συναρπαστικού έργου των Ιαπώνων με αυτιστικούς καλλιτέχνες, με το οποίο καταλήγει το τελικό μου Υστερόγραφο.

287

Page 146: Ο άνθρωπος που μπέρδεψε τη γυναίκα του με ένα καπέλο      Oliver Sacks