ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ-Αν τον άνεμο ρωτήσεις

500

Post on 06-Aug-2015

875 views

Category:

Art & Photos


183 download

TRANSCRIPT

ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΕΥΣΤΑΘΙΟΥ

ΕΚΔΟΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΒΑΝΗ ΑΘΗΝΑ

Στη Νικολέττα και στον Αλέξανδρο.

Με αγάπη. Πάντα.

Ευχαριστώ τα παιδιά μου, Νικολέττα και Αλέξανδρο, που μουδίδαξαν τι σημαίνει αγνή, απόλυτη κι αληθινή αγάπη. Τώραμπορώ να γράψω γι αυτή χωρίς απλά να τη τραντάζομαι.

Ευχαριστώ τους γονείς μου επειδή ήταν πάντα

παρόντες όταν έπρεπε.

Ευχαριστώ τον Θόδωρο επειδή πολλές ιρορές με ανέχεται, ανκαι λίγες με καταλαβαίνει.

Ευχαριστώ τη Βάσια, που με επαναφέρει -κοπιάζοντας-στηνπραγματικότητα.

Τέλος, ευχαριστώ καθέναν από εσάς που διαβάζετε τις ιστορίεςμου κι αντικρίζετε ένα κομμάτι από την ‘ψυχή μου.

Ευχαριστώ ειλικρινά.

2

ΑΝ ΤΟΝ ΑΝΕΜΟ ΡΩΤΗΣΕΙΣ

Α ΜΕΡΟΣΣκιές

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

Φεβρουάριος 2010, ΓαλλίαΤα ΜΑΤΙΑ ΤΗΣ υψώθηκαν στον ουρανό σε μια απέλπιδαπροσπάθεια να βρει τη μόνη βοήθεια που θα μπορούσε να τηςδοθεί χωρίς όρους. Όμως κι

Εκείνος έδειχνε να την έχει εγκαταλείψει. Δεν μπορούσε ναεξηγήσει αλλιώς την οργή που αντίκριζε στα σύννεφα, εκείνεςτις γκρίζες φορτωμένες μάζες που απειλούσαν να ξεβράσουναπό στιγμή σε στιγμή όλους τους χειμάρρους νερού πουκουβαλούσαν εδώ και ώρες.

Κρύωνε. Τα χέρια της, παγωμένα και άκαμπτα, πάσχιζαν νατυλίξουν γύρω της τη λεπτή της καμπαρντίνα και ταυτόχρονα ναπροσφέρουν λίγη παραπάνω ζεστασιά στο κορμάκι πουαναπαυόταν ανυποψίαστο στον κόρφο της. Ο άνεμος, άγριος κιάστοργος. Έπεσαν οι πρώτες χοντρές σταγόνες και τα δόντιατης κροτάλισαν. Έκλεισε για μια στιγμή τα μάτια, λες κι έτσι θαξέφευγε απ’ όλους τους δαίμονες που έδειχναν να τηνκυνηγούν.

Ο κεραυνός έπεσε κάπου εκεί γύρω. Ο κρότος τής τρύπησε τααφτιά, θα μπορούσε να κάνει μεταβολή και να γυρίσειτρέχοντας στην ασφάλεια του αυτοκινήτου της, αλλά τα πόδια

3

της, υπακούοντας, θαρρείς, στην ίδια θέληση που είχεκυριεύσει το πανικόβλητο μυαλό της, καρφώθηκαν πεισματικάστο χώμα. «Δειλή!» ψέλλισε πασχίζοντας να ανακτήσει τοκουράγιο της. «Ήρθες ως εδώ για να φύγεις; Τι μπορεί να σουκάνει; Πόσο πιο πολύ θα σε πονέσει;»

Κοίταξε γύρω της. Παντού βουνά· οι ανεμοδαρμένες κορυφέςτους έμοιαζαν στο μισοσκόταδο με τέρατα. Τις κοιλάδες δενμπορούσε πια να τις δει. Καθώς ανέβαινε τους φιδογυριστούςδρόμους με το νοικιασμένο της αυτοκίνητο, η θέα τωναπέραντων καταπράσινων εκτάσεων την είχε καλμάρει λίγο,αλλά τώρα η πραγματικότητα τη χτυπούσε πάλι καταπρόσωπο.Ήταν μόνη· στη μέση του πουθενά· στην καρδιά μιας ξένηςχώρας, ανάμεσα σε παγωμένα βουνά, έχοντας γύρω τηςανθρώπους που της είχαν δείξει σαφέστατα πως ήτανανεπιθύμητη.

Ήθελε πολύ να βάλει τα κλάματα, αλλά κρατήθηκε. Τώρα ήτανεκεί. Κι αδιαφορούσε για τις συνέπειες. Η— εξοχότητά τουέπρεπε να τη δει και να την ακούσει.

Άφησε το αυτοκίνητο σε ένα χωματόδρομο, κράτησε σφιχτά τοκοιμισμένο σωματάκι στην αγκαλιά της και κατευθύνθηκεγρήγορα προς το πρώτο σπίτι που είδε. Χτύπησε την πόρταδυνατά, επίμονα, φωνάζοντας στα γαλλικά πως δεν επρόκειτονα φύγει αν δεν της ανοίξουν. Οι χτύποι έγιναν βρόντοι, οιφωνές στριγκλιές. Το κλάμα του μωρού μπλέχτηκε με τιςικεσίες της. Δε θα της άνοιγαν, το ’ξερε. Προτιμούσαν να τηναφήσουν να πεθάνει από το κρύο παρά να έρθουν αντιμέτωποιμε την οργή του ευεργέτη τους· του ήρωά τους. Εκείνου πουπεριφρουρούσε τον πολύτιμο κόσμο του ελέγχοντας μεμαεστρία τις συνειδήσεις τους. «Ανόητοι!» φώναξε στα

4

ελληνικά. «Ένας άνθρωπος είναι κι αυτός. Ένας απλόςάνθρωπος!» συνέχισε να μονολογεί στη γλώσσα της.

«Έλα μέσα», της είπε η ηλικιωμένη γυναίκα που βγήκε ξαφνικάστο κατώφλι.

Υπάκουσε. Τα πόδια της κινήθηκαν γρήγορα από φόβο μήπως ηγυναίκα άλλαζε γνώμη. Ένιωσε αμέσως τη ζεστασιά τουχώρου. Το μωρό σταμάτησε να κλαίει και βολεύτηκεανακουφισμένο στην αγκαλιά της. Κοίταξε γύρω της με μάτιαθολά. Κάτω από άλλες συνθήκες, θοΓτης άρεσε όλη,αυτή ηαπλότητα. Κάτω από άλλες συνθήκες. το τρίξιμο των ξύλωνστη σόμπα θα τη γέμιζε θαλπωρή κι η μυρωδιά τουφρεσκοψημένου ψωμιού θα έφερνε ένα ζεστό χαμόγελο στοπρόσωπό της. Ναι, σκέφτηκε. Κάτω από άλλες συνθήκες, σεμια περασμένη, αθοία εποχή, ο ρομαντισμός της θα την έστεφεβασίλισσα αυτού του φτωχικού σπιτιού και θα την έβαζε ναφαντάζεται πόσο όμορφα θα ήταν να ζούσε εκεί, για να ξυπνάμε τις πρώτες ακτίνες του ήλιου και να κοιμάται νωρίς, με τοτραγούδι του ανέμου νανούρισμα στ’ αφτιά της, φυλαχτό απόκάθε κακό···

«Δε θέλουμε ξένους εδώ», της είπε τραχιά η γριά και της έδειξεεπιφυλακτικά, απρόθυμα σχεδόν, μια καρέκλα. «Είμαστεήσυχοι άνθρωποι. Δε μας αρέσουν οι επισκέψεις».

Η κοπέλα παρέμεινε όρθια απέναντι στη γυναίκα. Αναζήτησε ταμάτια της, μα η ηλικιωμένη κρατούσε το βλέμμα στυλωμένοστη σόμπα. «Χρειάζομαι βοήθεια», είπε ήρεμα. «Θέλω να μεπάει κάποιος στο κτήμα Ραβέν. Θέλω να δω τον—»

«Ο μεσιέ Γκρέι δε δέχεται κανέναν χωρίς πρόσκληση», τηνέκοψε η γυναίκα απότομα. «Και το κτήμα είναι κλειστό τις

5

τελευταίες μέρες. Φύγε—» την παρότρυνε πιο ήρεμα. «Δεσυμφέρει κανέναν μας ο θυμός του. Από κείνον ζούμε. Θα τοξέρεις, για να έχεις φτάσει ως εδώ». Κοίταξε με νόημα το μωρόστην αγκαλιά της. Ο συνειρμός της ήταν ολοφάνερος. «Ουί,σίγουρα θα το ξέρεις καλά—»

Ένιωσε τα μάγουλά της να πυρώνουν, αλλά κράτησε το κεφάλιτης ψηλά. Με θάρρος, προχώρησε προς το κρεβάτι, άφησετρυφερά το μωρό στο στρώμα κι έκανε μεταβολή για νααντικρίσει την ηλικιωμένη γυναίκα, που την κοιτούσε μεπεριφρόνηση. Τέντωσε το μελανό από το κρύο χέρι της και τηςτο ’δείξε. Στο λιγοστό φως του δωματιού, η βέρα της άστραψε.Το σοκ που προκάλεσε στη γριά η κίνησή της τη γέμισε άγριαχαρά. «Σωστά. Αυτόν σίγουρα τον ξέρω καλά», είπε στον ίδιοτόνο. «Γιατί είμαι η γυναίκα του, και στο κρεβάτι σας κοιμάται ηκόρη του».

Οι λέξεις ακούστηκαν σαν πυροβολισμοί. Η γυναίκασταυροκοπήθηκε κι έκανε ένα βήμα πίσω λες και της μιλούσε οδιάβολος. “Ηταν φανερό πως τα πόδια της ίσα που τηνκρατούσαν. Το πρόσωπό της φούντωσε ξαφνικά και λεπτέςσταγόνες ιδρώτα νότισαν το δέρμα της. Οι ρυτίδες της βάθυνανκαι μια ανάσα βαριά σαν σίδερο βγήκε αργά απ’ τα στήθη της.Κάτι ψιθύρισε κάτι που μόνο εκείνη -κι ο Θεός, ίσως- ήθελε ν’ακούσει.

«Σίγουρα σας έπεισε πως ήμουν κι εγώ ένα ψέμα», της είπε ηκοπέλα με πίκρα. «Προτιμά να προσποιείται πως δεν υπήρξαποτέ. Ένας γάμος είναι πολύ ανθρώπινος, μαντάμ, δεσυμφωνείτε; Κι ο κύριος— Γκρέι δεν ανήκει σε αυτό τοταπεινό είδος. Δυστυχώς γι’ αυτόν όμως, δεν είναι ούτε θεός»,συνέχισε με κακία. «Κρίμα, γιατί τώρα θα πρέπει να

6

αντιμετωπίσει τα πάθη που ο ίδιος προκάλεσε!»

Προς μεγάλη της έκπληξη, τα λόγια της δεν προκάλεσαν οργήστη χωρική. Αντιθέτως, το δωματιάκι πλημμύρισε, λες,μελαγχολία, που έκανε ακόμα και τη φωτιά στη σόμπα νατρεμοπαίξει παράξενα. «Είναι καλός άνθρωπος· » μονολόγησε ηγυναίκα. «Ποτέ μου δεν τον κατάλαβα, αλλά ξέρω πως είναικαλός. Όμως προτιμά τη μοναξιά του- τη γαλήνη του. Κι εμείςτο σεβόμαστε».

«Θέλω να τον δω. Πρέπει να τον δω», τόνισε η κοπέλα.«Καλώς ή κακώς, η ζωή μου έχει δεθεί με τη δική τού τώραπια. Λέτε να έκανα τόσα χιλιόμετρα μόνο και μόνο για ναγυρίσω άπρακτη; Μου πήρε μέρες να βρω αυτό το μέρος. Θαμε δεχτεί, θέλει δε θέλει. Θα μ’ ακούσει, και μετά ας κάνει ό,τινομίζει. Τουλάχιστον δε θα γυρίσει να πει ποτέ πωςαδιαφόρησα, πως δεν έκανα όσες προσπάθειες μουαναλογούσαν· »

Η γυναίκα αναστέναξε. Η έκφρασή της απάλυνε κάπως.Εντελώς αναπάντεχα, πλησίασε την κοπέλα και την αγκάλιασεαπ’ τους ώμους Την οδήγησε ήσυχα προς το τραπέζι και τηνέσπρωξε μαλακά για να καθίσει. Έκανε κι εκείνη το ίδιο.Έπειτα ξεσκέπασε ένα ψάθινο καλαθάκι με ζυμωτό ψωμί και τοέτεινε προς το μέρος της. Χαμογέλασε με κατανόηση όταν ηκοπέλα αρνήθηκε να φάει. «Δεν τον αγαπάς», είπε έπειτα ήρεμα,κι αυτή τη φορά τα δικά της λόγια αντήχησαν σανπυροβολισμός.

«Δεν ξέρω· »

«Δεν τον αγαπάς», επέμεινε με τη σοφία που της έδιναν ταχρόνια της. «Αν τον αγαπούσες, δε θα έφευγε από κοντά σου.

7

Όμως φοβήθηκες κι εσύ, όπως όλοι. Σε τρόμαξε η φουρτούνακαι δεν είδες ποτέ το βυθό. Δεν ξέρω γιατί ήρθες, αλλά να σαισίγουρη πως πάλι φουρτούνα θα δεις. Δε θα σου επιτρέψει ποτένα γνωρίσεις το βυθό. Όχι όσο θα καθρεφτίζεται αυτό πουβλέπω κι εγώ στα μάτια σου: φόβος, όχι αγάπη· πείσμα, όχιπίστη· αμφιβολία, όχι αποδοχή· »

Άθελά της, ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της και την έκαψε.Ακόμα κι η ίδια της η ανάσα την έκανε να ασφυκτιά. Ένιωσεζάλη. Αρκούσαν αυτές οι λίγες λέξεις για να γίνει το θάρροςτης σκόνη. Όλοι εκείνοι οι δήθεν ατράνταχτοι λόγοι που τηνώθησαν να καταπιεί τόση απόσταση για να τον βρει ξεθώριασανσαν ζωγραφιές λεηλατημένες απ’ το χρόνο. Τι γύρευε στ’αλήθεια από κείνον; Τι ήρθε να κάνει; Πώς θα μπορούσε ποτένα ταιριάξει η ζωή της με τη δική του; Ακόμα κι αν λαχταρούσεμέσα της να τον αγαπήσει για όσα ήταν, για όσα μάντευε πωςέκρυβε ο βυθός κάτω από τη φουρτούνα, όπως είχε πει ηηλικιωμένη γυναίκα, εκείνος δε θα της το επέτρεπε ποτέ.«Αυτός είμαι», της είχε δηλώσει περιφρονητικά. «Κι είναι πολύαργά να αλλάξω. Σ’ ευχαριστώ για την ψευδαίσθηση, αλλάπρέπει να φύγω. Μην τολμήσεις να με αναζητήσεις ποτέ!»

«Θα ξυπνήσω τον άντρα μου να σε πάει ως το κτήμα, αλλιώς θαχαθείς», της είπε η γυναίκα σχεδόν με συμπόνια. «Ακόμα κι ανο κύριος δεν επιθυμεί την παρουσία σου, είμαι σίγουρη ότι θασου επιτρέψει να περάσεις εκεί τη νύχτα».

«Για να με διώξει το πρωί···» μουρμούρισε λυπημένα.

«Πώς σε λένε;» τη ρώτησε η χωρική, σαν να μην είχε ακούσειτην τελευταία της φράση.

«Σάνια», αποκρίθηκε κουρασμένα.

8

«Ωραίο όνομα. Και τη μικρή;»

«Δεν την έχω βαφτίσει ακόμα, αλλά τη φωνάζω Ρέα».

«Εμένα με λένε Μαρί, και τον άντρα μου Αντρέ. Ισως σεξαναδώ, ίσως όχι. Όπως και να ’χει, σου εύχομαι να βρεις ό,τιζητάς. Καμιά φορά, ξέρεις, καταφέρνουμε να βρούμε αυτό πουψάχνουμε ακόμα κι αν όλα γύρω μας αντιστέκονται. Η θέλησηείναι πολύ καλός σύμμαχος, παιδί μου. Να το θυμάσαι».

Η θέληση, σκεφτόταν ξανά και ξανά καθώς οι ρόδες τουξεχαρβαλωμένου ημιφορτηγού έβαζαν σε σκληρή δοκιμασία τοαμορτισέρ αναπηδώντας στον κακοτράχαλο δρόμο. Θέληση.Μακάρι να μπορούσε να καρφώσει αυτή τη λέξη στο μυαλό τηςγια να την έχει κάθε στιγμή οδηγό της. Χρειαζόταν θέληση, καιμάλιστα πανίσχυρη, για να ξεχάσει πως είχε έρθει ολομόναχηως εκεί για να αναμετρηθεί με έναν άντρα που το όνομά του καιμόνο προκαλούσε δέος σε τόσους ανθρώπους. Χρειαζότανθέληση και κουράγιο για να σταθεί ξανά απέναντί του και νααντιμετωπίσει το βλέμμα του, τα λόγια του, το θυμό του.

Η βροχή είχε δυναμώσει. Πίσω από τα θολά τζάμια έβλεπε τοσκοτεινό τοπίο παραμορφωμένο. Παντού βουνά, γυμνά δέντρακαι αχανείς εκτάσεις γεμάτες ομίχλη και σκοτάδι. Το φεγγάριθολό, μικρό, ασήμαντο. Κι ο άνεμος ανίκητος, ένας αόρατοςγίγαντας που τύλιγε τα πάντα με την παράφωνη κραυγή του.Κοσμοχαλασιά: ουρανός και γη στο ίδιο μολυβένιο χρώμα -ένας σκοτεινός ωκεανός γεμάτος σκιές και δαίμονες.

«Φτάσαμε, κυρία», της ανακοίνωσε ο άντρας φρενάρονταςπαραδόξως ομαλά το αυτοκίνητο έξω από μια πανύψηλησιδερένια πίλη. «Χτυπήστε το κουδούνι. Μπορεί να μοιάζει μετο κάστρο του Δράκουλα, αλλά σας διαβεβαιω πως έχει όλες

9

τις σύγχρονες ανέσεις. Πστεύω ότι θα σας αρέσει με το φωςτης μέρας— »

«Μερσί—» ψιθύρισε ασθενικά. “Εσφιξε ίο μωρό προστατευτικάστην αγκαλιά της και βγήκε έξω. Σχεδόν ταυτόχρονα ο άνιραςέβαλε μπρος για να φύγει. Της ήρθε να ξεσπάσει σε υστερικάγέλια. Ήταν φανερό πως κανείς δεν ήθελε να παραμείνει ούτεγια ένα δευτερόλεπτο απρόσκλητος εκεί.

Ένιωσε το κορμί της να μουσκεύει. Δεν είχε χρόνο ούτε για νααμφιβάλλει πια κι ήταν πολυτέλεια πλέον να μετανιώσει. Είχεαπομείνει μόνη. Μέχρι και η ελπίδα πως όλα θα πήγαιναν καλάτην είχε εγκαταλείψει. «Σώπα, καρδούλα μου», είπε στην κόρητης, που σαν από ένστικτο έδειχνε να συμμερίζεται το φόβοτης. «Εσύ τουλάχιστον δεν κινδυνεύεις—»

Μόλις αντίκρισε το θυρεό στην πύλη, της κόπηκε η ανάσα: τοκεφάλι του αετού, σκαλισμένο σε μαύρο μαντέμι, την έκανε ν’ανατριχιάσει. Κατάπιε με κόπο και άπλωσε τα παγωμένα τηςδάχτυλα στο τριγωνικό κουμπί κάτω απ’ το ράμφος του.Έκλεισε τα μάτια και το πάτησε.

Τώρα δεν υπήρχε περίπτωση να κάνει πίσω.

Ενενήντα πέντε μεγάλοι διασκελισμοί ήταν η απόσταση από τηνκεντρική πύλη μέχρι την εξώπορτα εκείνου του γκρίζουκολοσσού που η ίδια δε θα αποκαλούσε ποτέ της σπίτι. Αυτή τηφορά δεν ήταν η παγωνιά η αιτία της ανατριχίλας της. Και οιπεριγραφές του Ζακ, παρά τη γλαφυρότητά τους,αποδεικνύονταν τώρα ανίκανες να αποδώσουν έστω κι έναψήγμα της πραγματικότητας. Μαυσωλείο, σκέφτηκεαυθόρμητα. Μια γοτθική πινελιά σε πίνακα φιλοτεχνημένο απόσύγχρο-νο καλλιτέχνη. Γιατί δεν έλειπε ο πολιτισμός, απ’ όσο

10

πρόλαβε να δει. Υπήρχαν παντού προβολείς για νααναδεικνύουν τη μεγαλοπρέπεια του κτίσματος, κι ήταν σίγουρηπως εκείνο το γαλάζιο φωτάκι στο οριζόντιο δοκάρι της πόρταςσήμαινε την ύπαρξη συστήματος συναγερμού, και μάλιστα απότα πλέον εξελιγμένα.

Κοντοστάθηκε στο κατώφλι αναποφάσιστη. Έσφιξε τα χείλη κιέκλεισε για λίγο τα μάτια, θυμήθηκε. Το μυαλό της ταξίδεψεστο πρόσφατο παρελθόν, και η γνώριμη πια αίσθηση τηςεξαπάτησης πλημμύρισε κάθε κύτταρό της. Είχε κι εκείνηδικαίωμα να είναι θυμωμένη. Ο δικός της λόγος έπρεπε να έχειτην ίδια βαρύτητα με τον δικό του. Υπήρξε πιόνι του υποχείριότου σε μια μάχη ανάμεσα στο καλό και το κακό, και μάλισταχωρίς να ξέρει ακριβώς πότε υπηρετούσε το ένα και πότε τοάλλο. Τόσα ψέματα, τόση υποκρισία, τόσα λάθη·

Οπλισμένη με το ίδιο εκείνο θάρρος που την ώθησε να πάρει τοπρώτο αεροπλάνο για τη Γαλλία, τέντωσε το χέρι και χτύπησεξανά το κουδούνι. Η τέλεια ηχομόνωση δεν της επέτρεψε να τοακούσει, αλλά επανέλαβε την κίνηση πολλές φορές,αδιαφορώντας για την πιθανή ενόχληση του οικοδεσπότη. Τι θαμπορούσε να της κάνει τώρα πια; Δεν ήταν εκείνη ο εχθρόςστον πόλεμό του.

Ήταν προετοιμασμένη για όλα εκτός από αυτό που αντίκρισεμόλις άνοιξε η βαριά πόρτα. Κάτι πήγε να πει, αλλά οι λέξειςμπερδεύτηκαν στο λαρύγγι της και μετατράπηκαν σ’ έναστριγκό επιφώνημα. Την ξαφνική χλομάδα της ολοκλήρωσε έναανεπιθύμητο πορφυρό χρώμα, που απλώθηκε από ταζυγωματικά μέχρι και τους λοβούς των αφτιών της. Κατά ταφαινόμενα, ο··· πυργοδεσπότης δεν προτιμούσε καθόλου τημοναξιά. Απεναντίας, είχε παρέα - μια πολύ εντυπωσιακή παρέα

11

με σχεδόν ανύπαρκτη περιβολή, μακριά μαύρα μαλλιά καιδεκάδες προδοτικά σημάδια που κραύγαζαν ότι δεναπολάμβανε μια απλή διασκέδαση, αλλά κανονικό ξεφάντωμα!

«Πού είναι ο Ρωμ··· ο κύριος Γκρέι;» διόρθωσε αμέσως.

«Κι εσείς είστε—;» ρώτησε με νόημα η Γαλλιδούλα υψώνονταςτα καλοσχηματισμένα της φρύδια με απορία.

Δεν έκανε τον κόπο να της απαντήσει. Ήταν πολύ οργισμένη γιανα μπει στη διαδικασία να κάνει πολιτισμένο διάλογο με μιαγυναίκα που μόλις είχε σηκωθεί απ’ το κρεβάτι του εραστή της.Λίγο ακόμα και θα της σάλευε. Ποιος ήταν επιτέλους ο άντραςπου είχε παντρευτεί; Για τι παραπάνω ήταν ικανός; Πώςτολμούσε να—

Η κοπέλα την άδραξε απ’ το μπράτσο. Φαινόταν κι εκείνηθυμωμένη. Έριξε μια ματιά στο μωρό και συνοφρυώθηκε.«Περίμενε», είπε νευρικά. «Ποια είσαι; Εγώ και ο Άλεξ— »

«Ξέρω πολύ καλά τι κάνατε εσύ κι ο Άλεξ δευτερόλεπτα πρινχτυπήσω το κουδούνι! Δεν είμαι χαζή. Κι ειλικρινά, δε μ’ενδιαφέρει. Μόνο μαζέψου λίγο, σε παρακαλώ, γιατί δεν είμαιυποχρεωμένη να βλέπω πάνω σου πώς ακριβώς το κάνατε καισε τι στάση!» «Μιλάς πολύ καλά γαλλικά· » παρατήρησε ηκοπέλα, επιδεικνύοντας παντελή αδιαφορία για τις προσβολέςπου δέχτηκε.

«Είχα πολύ καλό δάσκαλο».

«Θα πρέπει να είσαι η· »

«Θέλω να τον δω!» την έκοψε άγρια. «Φώναξε τον!»

12

«Εντάξει. Περίμενε εδώ. Δίπλα στο τζάκι είναι η κάβα. Βάλεκάτι να πιεις, θα σου χρειαστεί».

Η Σάνια δε μετακινήθηκε ούτε χιλιοστό. Με την καρδιά της ναχτυπά ξέφρενα από θυμό και ταπείνωση, παρατήρησε το αργό,βαριεστημένο λίκνισμα της άλλης καθώς ανέβαινε τημαρμάρινη σκάλα. Αρχισε να τρέμει. Τι γινόταν εδώ; Πόσοεύκολο ήταν, τέλος πάντων, να αλλάξει ζωή και χαρακτήραένας άνθρωπος που επί δεκαοχτώ ολόκληρα χρόνια κρατούσεολόκληρο το σύμπαν έξω απ’ τον κόσμο του; Άλλα της είχε πειο ίδιος κι ο Ζακ. Άλλα την άφησαν να καταλάβει οι πράξεις του.Κι εκείνη η, ηλίθια τα είχε πιστέψει όλα. Σχεδόν τον είχελυπηθεί κιόλας. Ο καημένος, είχε σκεφτεί. Τόσο μόνος, τόσοσημαδεμένος από τη μοίρα, τόσο αδικημένος—

Δαγκώθηκε για να εμποδίσει το λυγμό και τα μάτια τηςπλανήθηκαν ταραγμένα στο χώρο. Η καρδιά της σφίχτηκε,τρόμαξε: παντού μαύρο, γκρι και μπλε σκούρο· αψιδωτέςοροφές και έπιπλα βγαλμένα, λες, κατευθείαν απ’ το μεσαίωνα·κηροπήγια.και σιδερένιοι καθρέφτες· αμπαζούρ με σώματαδράκων και πόρτες με πόμολα κεφαλές αετών μαύροιδερμάτινοι καναπέδες, ίδιες πολυθρόνες και χαλιά μεεκκεντρικά σχέδια σαν φλόγες. Μόνο το τζάκι ανέδιδε κάποιαζεστασιά κι ασφάλεια, αλλά μάλλον ήταν ψευδαίσθηση κι αυτό,όπως οι υποθέσεις της.

Ζαλίστηκε. Το μόνο που την εμπόδιζε να λιποθυμήσει ήταν τομωρό της. Αν έπεφτε, θα το παράσερνε κι αυτό. Άθελά της τοέσφιξε τόσο πολύ που το πόνεσε, κι εκείνο έβαλε τα κλάματα.

Πάσχισε να το καθησυχάσει. Δεν έπρεπε να πάει εκεί. Δενέπρεπε να ψάξει για απαντήσεις που ήξερε ότι θα την πλήγωναν.Έπρεπε να το είχε φανταστεί. Έπρεπε να ακούσει τις

13

προειδοποιήσεις της αδερφής της και να μείνει πίσω, στονισορροπημένο, ασφαλή κόσμο της, μακριά από όλη αυτή τηνπαράνοια που υποψιαζόταν αλλά έσπευσε να συναντήσει. Τιαφελής που είχε αποδειχτεί! Δεν ήταν τυχαίο. Είχε γνωρίσει απόπρώτο χέρι τα σκοτάδια του μυαλού του, κι όμως αψήφησεβλακωδώς τον κίνδυνο. Νόμιζε πως···

«Λίγο κονιάκ, αγαπητή μου; Έχω την εντύπωση πως τοχρειάζεσαι. Είσαι τυχερή. Τρία μπουκάλια απ’ αυτό έχουναπομείνει σε ολόκληρο τον πλανήτη. Μου ανήκουν και τα τρία,φυσικά, αλλά να, άνοιξα ένα για χάρη σου. Καλώς ήρθες στοσπίτι μου, Σάνια. Στην υγειά σου».

Η φωνή του, εκείνη η βαθιά, αρρενωπή φωνή που στοίχειωνεεδώ και καιρό τα όνειρά της, ακούστηκε πίσω της. Γύρισεαπότομα να τον κοιτάξει και, πριν προλάβει να ελέγξει τηναντίδρασή της, ο εγκέφαλός της έδωσε στα πόδια της επείγονσήμα για οπισθοχώρηση. Αν δεν κρατούσε το μωρό, θακάλυπτε παιδιάστικα τ’ αφτιά της για να μην ακούει το βραχνότου γέλιο. Τελικά αντέδρασε εξίσου παιδιάστικα: γούρλωσε ταμάτια και πισωπάτησε. Είχε πάρει ωστόσο μια ιδέα ποιος ήτανστην πραγματικότητα στο τελευταίο τους αντίο, εκείνη τηβραδιά που όλες οι μάσκες του είχαν πέσει, για να απομείνειγυμνός ο αληθινός εαυτός του. Ήξερε μέσα της, ήξερε, αλλάσαν ηλίθια που ήταν, προτιμούσε να το αγνοεί.

Της φάνηκε ακόμα πιο ψηλός απ’ όσο τον θυμόταν ακόμα πιοαπρόσιτος κι επιβλητικός. Με τη μαύρη μεταξωτή του ρόμπαέμοιαζε με φιγούρα περασμένης εποχής, αλλόκοτη καισαγηνευτική συνάμα, ακατανόητη κι ελκυστική, όπως ο φόβοςπου της προκαλούσε. Καθώς έτεινε το χέρι του με τοκρυστάλλινο ποτήρι προς το μέρος της, η Σάνια πρόσεξε πως

14

έλειπε η βέρα, σε αντίθεση με το ασημένιο δαχτυλίδι του: τοκαλλιτεχνικό λατινικό R, σκαλισμένο περίτεχνα στην τετράγωνηπλάκα, ολόιδιο με εκείνο που κοσμούσε τις ετικέτες τωνκρασιών του, έδειχνε να την περιγελά. Ραβέν και Ρωμανός· τοκτήμα του και το όνομά του. Αυτό που άλλαζε ανάλογα με τιςεποχές και τις περιστάσεις - ανάλογα με τα πάθη του.

Αγνόησε το ποτήρι κι αποτόλμησε να τον κοιτάξεικαταπρόσωπο. Όπως κάθε φορά που έβρισκε το κουράγιο ναέρθει σε ευθεία αντιπαράθεση μαζί του, ταράχτηκε: το βλέμματου ήταν αρκετό για να στείλει πάνω της όλο το μένος πουκουβαλούσε στην ψυχή του. Οι πυκνές σκουρόχρωμεςβλεφαρίδες του δεν μπορούσαν να κρύψουν τα σκοτάδια - ήτανόλα εκεί, ανεξιχνίαστα κι απειλητικά όπως πάντα, έτοιμα να τηνκαταπιούν.

Ζάρωσε κι έκανε άλλο ένα βήμα πίσω, προκαλώντας ξανά τογέλιο του. Τα δόντια του άστραψαν. Οι λεπτές ρυτίδες γύρωαπό το στόμα και το γερό, ακάλυπτο μάτι του σχημάτισανμικρές χαραγματιές στην επιδερμίδα του. Ο φόβος και ητρυφερότητα ζευγάρωσαν παράτολμα μέσα της. Με την ίδιαδύναμη που ποθούσε να τρέξει μακριά, ήθελε να απλώσει τοχέρι και να απομακρύνει απ’ τη δεξιά πλευρά του προσώπουτου εκείνη την καλοραμμένη δερμάτινη καλύπτρα. Πώςμπορούσε ένας άντρας με τη δική του δύναμη να φοβάται τηναπόρριψη; αναρωτιόταν συχνά. Δεν μπορούσε να καταλάβει ότιένα χαμένο μάτι και μερικά σημάδια στο δέρμα, παρότιανεπανόρθωτα, ήταν ανίκανα να μειώσουν τη γοητεία πουεξέπεμπε ολόκληρο το είναι του; Η μόνη απάντηση πουμπορούσε να δώσει η Σάνια ήταν πως τον βόλευε η μασκαράτατου. Έδινε πανίσχυρο άλλοθι στην έμφυτη ανάγκη του να είναιμόνος και την απόκοσμη επιθυμία του να ακροβατεί συνεχώς

15

ανάμεσα στη φαντασία και την πραγματικότητα. Ο ίδιος πίστευεεπίσης πως για την παραμόρφωση της ψυχής του, για τηστρέβλωσή της από τα αλλεπάλληλα χτυπήματα που είχεδεχτεί, αρκούσε για δικαιολογία η παραμόρφωση της όψης του.«Δεν επινοώ το μυστήριο γύρω μου, πριγκιπέσα», της είχε πεικάποτε. «Είναι ένα χάρισμα που μου έφεραν οι συνθήκες, κιεγώ το εκμεταλλεύομαι για να κρατάω τους παρείσακτουςμακριά. Είναι δικό σου πρόβλημα αν έλκεσαι από αυτό που σετρομάζει.

Δεν το επιδίωξα, και να σαι βέβαιη ότι δε θα το επιδιώξω ούτεστο μέλλον···»

«Ήρθες ως εδώ», την ξύπνησε η φωνή του. «Μπράβο, γενναίοκορίτσι. Τώρα, ας κουβεντιάσουμε ήρεμα τον τρόπο που θαφύγεις».

«Δεν ήρθα μόνη μου, απ’ ό,τι βλέπεις», του είπε παγερά. «Κιείτε το θέλεις είτε όχι, η κουβέντα μας θα κρατήσει λίγοπαραπάνω. Ο τρόπος που θα φύγω από εδώ είναι εύκολοζήτημα. Ο ρόλος σου στη ζωή της κόρης μας, όμως, όχι».

Το βλέμμα του δεν ξέφυγε χιλιοστό απ’ το πρόσωπό της. Ήτανφανερό πως το μωρό δεν του προκαλούσε κανένα ενδιαφέρον.«Άφησέ το κάπου και πες ό,τι έχεις να πεις, να τελειώνουμε. Δεσε θέλω εδώ, και είμαι σίγουρος πως ούτε εσύ θέλεις τηνπαρέα μου. Ας είμαστε ρεαλιστές, Σάνια. Εμείς οι δύοτελειώσαμε - απ’ όλες τις απόψεις».

«Τι άνθρωπος είσαι εσύ;» ψιθύρισε θυμωμένη. Άφησεπροσεκτικά το μωρό στον καναπέ και στράφηκε να τον κοιτάξει.«Μιλάμε για το παιδί σου, για την κόρη σου!»

16

«Θα προσπαθήσω να παραμείνω ψύχραιμος», της είπε ήρεμα,κι αφού ήπιε μονοκοπανιά το ποτό του την πλησίασε τόσο όσοτου ήταν αρκετό να νιώσει την αποστροφή της. Δεν ήταν ηπρώτη φορά. Αν διέγραφε από τη μνήμη του εκείνη τη μία καιμοναδική φορά που πλάγιασαν στο ίδιο κρεβάτι, όλες οιυπόλοιπες επαφές τους είχαν την ίδια γεύση: αυτή του φόβουκαι της αποστροφής· σαν να είχε μπροστά της ένα τέρας. «Σουπρότεινα να παντρευτούμε για τους δικούς μου λόγους καιδέχτηκες για τους δικούς σου. Μέχρι εκεί όμως, πριγκιπέσα.Δεν έχω καμία υποχρέωση σε αυτό το παιδί, γιατί, πολύ απλά,δεν είναι δικό μου».

Τον χαστούκισε. Έτσι, χωρίς να το σκεφτεί, χωρίς ναυπολογίσει τις συνέπειες, τον χαστούκισε. Παρέμεινε αντίκρυτης ασάλευτος. Ακούμπησε απαθής το ποτήρι του στο διπλανότραπεζάκι και της γύρισε την πλάτη. «Υπάρχουν οχτώελεύθερες κρεβατοκάμαρες. Διάλεξε όποια προτιμάς ναβγάλεις τη νύχτα. Το πρωί όμως θέλω να έχεις εξαφανιστεί. Κιαυτό είναι διαταγή».

Τον είδε να ανεβαίνει με το γνωστό ατάραχο βηματισμό του τησκάλα και να χάνεται πίσω από κάποια πόρτα στον πάνω όροφο.Έβαλε τη γροθιά της στο στόμα, αλλά ο λυγμός τής ξέφυγε. Κιέπειτα έγινε κλάμα. Σιγανό κλάμα, που σταμάτησε μόνο όταντην εξάντλησε τελείως. Για άλλη μια φορά, διαπίστωσε πόσοανόητη ήταν. Είχε κάνει το λάθος να νομίσει πως ο Άλεξ τηνήξερε αρκετά καλά για να την πιστέψει.

Για άλλη μια φορά, είχε πέσει έξω.

Ξημέρωνε. Ούτε νύχτα ούτε μέρα: η πιο αγαπημένη του ώρα.Στάθηκε στο παράθυρο κι έφερε τα κιάλια στα μάτια του. Τογερό μάτι του του αποκάλυψε όλες τις λεπτομέρειες του τοπίου.

17

Είχε δώσει μεγάλες μάχες για να νιώσει ξανά αυτάρκης. Ήτανασήμαντη η αναπηρία του πια - τουλάχιστον σε ό,τι αφορούσεστη δουλειά του..

Η εποχή του τρύγου είχε τελειώσει από καιρό. Τα αμπέλια τουαπλώνονταν ως πέρα στον ορίζοντα χωρίς τους πολύτιμουςκαρπούς τους, που είχαν γίνει μούστος κι έπειτα κρασί. Ήμάλλον νέκταρ. Έτσι χαρακτήριζαν το κρασί του οι απανταχύύγευσιγνώστες, και γι αυτό το λόγο πουλιόταν πανάκριβα καιφυλασσόταν σε ελάχιστα εκ\εκτά κελάρια πλούσιωνσυλλεκτών. Η οινοποιία ήταν μια μεγάλη του αγάπη και τοκρασί Ραβέν άλλη μια κατάκτηση.

Χαμογέλασε. Στο ταλαιπωρημένο του πρόσωπο απλώθηκε λίγηζεστασιά. Κάποια πράγματα δε θα τον απογοήτευαν ποτέ. Κιαυτά ήταν άψυχα συνήθως, χωρίς τη δυνατότητα αντίλογου,χωρίς την ικανότητα να εκφράσουν την αποδοκιμασία τους γι’αυτό που ήταν ο κάτοχός τους· γι’ αυτό που είχε καταντήσει:άνθρωπος στην όψη και δαίμονας στην ψυχή θύτης και θύμα.Ένα πρόσωπο με πολλές μάσκες, πότε γοητευτικές και πότετρομακτικές, ανάλογα με το σκοπό, τις περιστάσεις και τακίνητρα. Δημιουργός και δημιούργημα του εαυτού του - ίσωςκαι της μοίρας, παρόλο που είχε πάψει εδώ και χρόνια να τηναναθεματίζει.

Χίλια εξακόσια πενήντα στρέμματα καλλιεργήσιμης γης, έναάρτια εξοπλισμένο οινοποιείο κι ο γνήσιος σεβασμός τουπλήθους των ανθρώπων που δούλευαν γι’ αυτόν ήταν ο κόσμοςτου. Εκεί του άρεσε να ζει κι εκεί ήθελε να πεθάνει. Είχεδιαλέξει και το μέρος: κάτω από την αγαπημένη τουυπεραιωνόβια ελιά, που όλα αυτά τα χρόνια εκτελούσεταυτόχρονα χρέη παρατηρητηρίου και εξομολογητηρίου. Δεν

18

ήταν λίγα τα κρίματά του. Και παρότι πίστευε πως είχεεξιλεωθεί για τα περισσότερα απ αυτά, πού και πού κάποιαφαντάσματα ξέφευγαν από τις κρύπτες του νου του και τονφιλοδωρούσαν με άγρυπνες νύχτες.

Κατέβασε τα κιάλια, έκλεισε τις κουρτίνες και κάθισε στηνπολυθρόνα δίπλα στο σιδερένιο σκαλιστό κρεβάτι του. Ηκοπέλα που είχε γεμίσει ευχάριστα το χρόνο του τις τελευταίεςτέσσερις μέρες είχε φύγει. Την είχε διώξει, για την ακρίβεια, μετο αζημίωτο ωστόσο. Όπως έκανε με όλες.

Ήθελε να τελειώσει το μπουκάλι με το κονιάκ, αλλάαντιστάθηκε. Για την τελευταία εκείνη κουβέντα που θα έκανεμαζί της ήταν προτιμότερο να είναι νηφάλιος. Μάλιστα,σκέφτηκε πως δεν’ είχε νόημα να παρατείνει περισσότερο τηναναμονή. Όσο πιο γρήγορα ερχόταν η στιγμή που θα έμενε ξανάμόνος, τόσο πιο εύκολο θα του ήταν να επιστρέψει στη ζωή τουμε τις λιγότερες δυνατές απώλειες. Τον τελευταίο καιρό οωραίος, απομονωμένος κόσμος του είχε γίνει άνω κάτω. Μετην επιστροφή του στην Ελλάδα είχε κερδίσει πράγματα εξίσουπολύτιμα με αυτά που είχε χάσει. Είχε δει τις ισορροπίες του ναανατρέπονται και τις άμυνές του να καταρρέουν. Και με-σα σ’όλο αυτό τον ανεμοστρόβιλο είχε επιτρέψει επίσης σε μιαγυναίκα να τον πλησιάσει, να τον κατακτήσει. Λάθος. Ένα απότα πολλά, αλλά σίγουρα ένα από τα τελευταία.

Ήταν το σπίτι του, και ήξερε ακριβώς σε ποια κρεβατοκάμαρααντιστοιχούσε το τρίξιμο της πετούγιας που άκουσε νωρίτεραμέσα στη νύχτα. Πήγε κατευθείαν εκεί και άνοιξε χωρίς ναχτυπήσει. Όπως είχε μαντέψει, τη βρήκε ξύπνια. Καθόταν στοκρεβάτι ντυμένη κανονικά και η όψη της πρόδιδε ότι έκλαιγεώρες τώρα. Καημένη Σάνια, σκέφτηκε, φροντίζοντας ωστόσο

19

να παραμείνει ανέκφραστος. Σε είχα προειδοποιήσει·

«Καλημέρα», του είπε εκείνη ψυχρά και τα γαλάζια μάτια τηςάστραψαν. «Θα πρόσθετα και το όνομά σου, αλλά δεν ξέρωποιο απ’ όλα να χρησιμοποιήσω».

«Είμαι ό,τι βλέπεις. Διάλεξε το όνομα που νομίζεις. Το ίδιο μουκάνει».

Βούρκωσε ξανά και της ξέφυγε μια βρισιά. «Με κορόιδεψες.Κέρδισες την εμπιστοσύνη μου δείχνοντάς μου αυτό που δενείσαι».

«Έτσι έπρεπε να γίνει. Αν είχα άλλη επιλογή, θα το είχααποφύγει-«Όμως εγώ εκείνο τον άντρα αγάπησα. Τα δικά τουσημάδια δε με τρόμαξαν ποτέ».

«Είσαι πολύ μικρή για τόσο μεγάλες κουβέντες, πριγκιπέσα.Την ασφάλειά σου αγάπησες και τίποτα περισσότερο. Ήμουνένα πείραμα για σένα, όπως ήσουν κι εσύ ένα πείραμα για μένα.Όμως το πείραμα απέτυχε και για τους δυο μας. Κυλάει τελικάστο αίμα σου μια τάση προς το απαγορευμένο, κι εγώ δενμπορώ να νιώσω ευτυχία με το κοινότοπο. Ας το δεχτούμε».

«Λες ψέματα!» τον κατηγόρησε. «Εκείνο το βράδυ— »

«Ούτε λέξη παραπάνω», την προειδοποίησε. «Θα φωνάξωκάποιον απ’ το χωριό να σε πάρει από δω και να σε πάει μέχριτο Μα-ζεστέ. Από εκεί μπορείς να πας όπου θέλεις. Για τοκαλό και των δυο μας, μην επαναλάβεις αυτό το εγχείρημα,πριγκιπέσα. Ο Ζακ θα φροντίσει για τις λεπτομέρειες τουδιαζυγίου. Δε χρειάζεται επίσης να ανησυχήσεις ποτέ σου γιατη διατροφή. Παρόλο που τα χρήματα σου περισσεύουν, θα

20

αναλάβω πρόθυμα τις οικονομικές υποχρεώσεις που μουαναλογούν. Είδες τον κόσμο μου. Τώρα ξέρεις πως η πιοσυνετή απόφαση για όλους είναι να μείνεις μακριά μου».

«Ναι!» ούρλιαξε αρπάζοντας το μωρό στην αγκαλιά της. Ήθελενα φύγει όσο το δυνατόν πιο γρήγορα από κείνο το μέρος.Σηκώθηκε απ’ το κρεβάτι και τον προσπέρασε τρεκλίζονταςαπό την ταραχή. «Αυτό θα κάνω! Θα φύγω αμέσως! Γιατί είσαιαληθινό τέρας, Ρωμανέ ή Άλεξ ή Ραφαέλ ή όπως αλλιώς σελένε. Και τα τέρατα παραμένουν τέρατα, ακόμα κι αν φορούντις ωραιότερες μάσκες του κόσμου!»

Ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσε απ’ τα χείλη της. Ταελάχιστα δευτερόλεπτα που μεσολάβησαν μέχρι να πάρει τηναπόφαση να την αρπάξει από το μπράτσο και να της δώσει τησαρκαστική απάντησή του ήταν αρκετά για να γίνει το κακό.

Πρώτα άκουσε το δυσοίωνο γδούπο που έκανε το σώμα τηςκαθώς κατρακυλούσε στις σκάλες και μετά αντίκρισε το θέαμα:αίματα παντού και δύο κορμιά άψυχα σαν κούκλες σωριασμέναστο χαλί.

«Φίλε μου· »

Μόνο αυτές οι λέξεις κατόρθωσαν να ακουστούν καθαρά. Οιυπόλοιπες πνίγηκαν ανάμεσα στα δάκρυα δύο αντρών που είχανξεχάσει από χρόνια να κλαίνε. Οι νοσοκόμες, βουρκωμένες κιαυτές, χαμήλωσαν το κεφάλι. Ο γιατρός είχε κρύψει τοπρόσωπο στις παλάμες τον, ανήμπορος να το συνειδητοποιήσει.Όχι στον Άλεξ, σκεφτόταν ξανά και ξανά. Όχι στον Άλεξ..:

«Ήταν δική μου, Ζακ···» μουρμούρισε ο Άλεξ. «Χρειάστηκε ναδώσω αίμα: μηδέν ρέζους αρνητικό. Σπάνιο, ε; Δεν την πίστεψα

21

όταν μου το είπε, αλλά ήταν δική μου· » «Η Σάνια;»

«Δεν ξέρω. Η ζωή της κρέμεται από μια κλωστή. Θεέ μου, τιέκανα, Ζακ; Τι έκανα;»

Ο Ζακ προτίμησε να αφήσει το φίλο του για λίγο μόνο, ναπενθήσει με τον τρόπο του. Έφυγε λοιπόν απ’ το δωμάτιο κιέκλεισε μαλακά την πόρτα πίσω του. Παρότι απαγορευόταν στοχώρο του νοσοκομείου, έβγαλε τα άφιλτρα τσιγάρα του κιάναψε ένα. Ένιωσε σαν να εισέπνευσε οξυγόνο. Τα χέρια τουέτρεμαν, τα μάτια του έτσουζαν. Αντίκρισε το είδωλό του στοτζάμι απέναντί του και γέλασε μέσα στο κλάμα του. Και το δικότου πρόσωπο είχε σημάδια. Και τα δικό του δεξί ζυγωματικόείχε θρυμματιστεί από σφαίρα. Κι η δική του η ζωή είχε γίνεικομμάτια. Έμοιαζε με το φίλο του· στην ψυχή και την όψη.Μόνο στο μυαλό διέφεραν, ευτυχώς γι αυτόν.

Γιατί ο Άλεξ ήταν διάνοια· κι η υψηλή ευφυΐα του ήταν τοχάρισμά του και η κατάρα του.

Καημένε Άλεξ, σκέφτηκε ο Ζακ. Κάθισε στις φτέρνες, έσκυψεμπροστά και έκλαψε. Δεν πίστευε στο Θεό, αλλά απόψε θαπροσευχόταν. Τίποτ’ άλλο δεν ήθελε. Μόνο να ζήσει η Σάνια.

Μόνο αυτό.

Τρία χρόνια πριν, κτήμα Ραβέν,ΓαλλίαΟ ΗΛΙΟΣ ΚΟΝΤΕΥΕ ΝΑ ΔΥΣΕΙ. Το δερμάτινο γάντι τουστερούσε την ολοκληρωτική απόλαυση της αίσθησης να αγγίζει

22

την περιποιημένη χαίτη του αλόγου, αλλά παρηγορήθηκε με τησκέψη πως για το ζώο η επιβράβευση δεν έχανε στο ελάχιστοτη σημασία της. Το άλλο χέρι του κράτησε σταθερά τα γκέμιακαι με την άκρη του ματιού του έριξε μια ματιά στο σκύλο του,που καθόταν ήσυχα στα πίσω πόδια πανέτοιμος να δεχτεί τηνπρόκληση.

Χαμογέλασε. Για μια στιγμή παρέμεινε εντελώς ακίνητος στηράχη του επιβήτορα και κοίταξε γύρω του. Πάντα του άρεσε νατο κάνει αυτό: επιβεβαίωνε τον εαυτό του πως πλέον είχεκατακτήσει τη γαλήνη του και πως εκεί, στους πρόποδες τωνΠυρηναίων, στην καρδιά μιας γης ευλογημένης απ’ το Θεό, είχεβρει το δικό του παράδεισο.

Το ανοιξιάτικο βοριαδάκι απομάκρυνε τα μαλλιά απ’ το μέτωπότου και γέμισε τα πνευμόνια του με οξυγόνο. Τίποτα στονκόσμο δε θα τον έκανε να αποχωριστεί ό,τι ήταν πια δικό του.Όσους δρόμους κι αν είχε διαβεί, όσες καταιγίδες κι αν τονείχαν απειλήσει, τώρα όλα είχαν περάσει. Έτσι την ήθελε τηζωή του: απομονωμένη, γαλήνια, παραγωγική, μακριά από τουςπερίεργους, απόλυτα ελεγχόμενη πλέον από τη δική τουβούληση και τις δικές του ανάγκες.

Όχι ότι είχε απαρνηθεί τον πολιτισμό, ίσα ίσα. Χρειάστηκε ναξοδέψει πολύ χρόνο και χρήμα για να μετατρέψει το μέρος σεμια σύγχρονη Εδέμ, μεσαιωνική στην όψη, αλλά απόλυταλειτουργική. Το παλιό αρχοντικό του κτήματος είχεανακαινιστεί από τα θεμέλια σχεδόν, το οινοποιείο είχεξαναχτιστεί από την αρχή κι είχε εξοπλιστεί με τα καλύτεραμηχανήματα, κι όλα εκείνα τα παρατημένα στρέμματα γηςαποτελούσαν τώρα το πιο προσοδοφόρο τμήμα της κοιλάδας.Με περηφάνια σκέφτηκε πως δικό του κατόρθωμα ήταν κι η

23

μικρή, έστω, αύξηση του μόνιμου πληθυσμού της περιοχής τατελευταία χρόνια. Οι νέοι δε χρειαζόταν να φύγουν πια για νααναζητήσουν στις πόλεις την τύχη τους, και το χωριό τονώθηκεπολύ οικονομικά με το πλήθος των τουριστών που ήθελαν ναεπισκεφτούν το κτήμα Ραβέν και τις εγκαταστάσεις του. Βέβαια,για να εξασφαλίσει την ιδιωτικότητά του, είχε θέσει μεαυστηρότητα τους όρους του: η ξενάγηση γινόταν αποκλειστικάαπό τις εφτά ως τις εννιά το βράδυ και όποιος τυχόνεπιχειρούσε να εισβά- . λει στην περιοχή γύρω από το «κάστρο»τιμωρούνταν αυστηρά. Οι δημοσιογράφοι απαγορεύονταν, τοίδιο κι οι φωτογραφικές μηχανές. Όποιος δεν τηρούσε τουςκανονισμούς απομακρυνόταν αμέσως από το κτήμα, με τρόποαρκετά εχθρικό ώστε να μην αποτολμήσει κάτι παρόμοιο στομέλλον.

Το άλογο χλιμίντρισε, υπενθυμίζοντάς του με τον τρόπο τουπως τα γονίδιά του, γονίδια πρωταθλητή, απεχθάνονταν τηστασιμότητα.

Ο Άλεξ συμμορφώθηκε αμέσως, αναγνωρίζοντας με σεβασμότην ιδιαίτερη φύση του αλόγου. Ο Ντάρκο ήταν πλασμένος γιανα καλπάζει άγρια -αυτός ήταν άλλωστε κι ο λόγος που τον είχεαποκτήσει. Ένα ζώο σαν αυτό ήταν πάντα το όνειρό του. Απόμικρός φανταζόταν τον εαυτό του κυρίαρχο μιας τέτοιαςεκπληκτικής δύναμης· ενός συνδυασμού ρώμης και ορμήςαπρόσιτου για τον άνθρωπο. Από μικρός, σκέφτηκε σφίγγονταςτα χείλη. Τότε που το αδύναμο κορμί του ταίριαζε τέλεια με τονεξίσου αδύναμο χαρακτήρα του, και μόνο στη φαντασία τουμπορούσε να είναι τόσο διαφορετικός.

«Είσαι έτοιμος, Κινγκ;» ρώτησε το σκύλο του, αποδιώχνονταςτις ενοχλητικές σκέψεις, και ως απάντηση πήρε ένα γάβγισμα

24

γεμάτο αυτοπεποίθηση. Ο Άλεξ ξέσπασε σε βροντερά γέλια.Αυτός ο σκύλος ήταν αδιόρθωτος. Πάντα πίστευε ότι θαξεπερνούσε επιτέλους τον Ντάρκο και πάντα κατέληγεδεύτερος, με τη γλώσσα να κρέμεται και τα πνευμόνια του ναφουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν δαιμονισμένα. Για τονΚινγκ όμως δε μετρούσαν οι απογοητεύσεις. Την επόμενηστιγμή κιόλας τις ξεχνούσε, κι έδινε με το δικό του σκυλίσιοτρόπο την υπόσχεση πως την επόμενη φορά θα ερχότανπρώτος. «Έχεις ψυχή πολεμιστή, πεισματάρη μου», τον παίνεψεο Άλεξ, κι ο Κινγκ όρθωσε τα αφτιά του και στύλωσε το κορμίτου πανέτοιμος να ξεχυθεί μπροστά μόλις δοθεί σύνθημα.

«Φύγαμε!» φώναξε ο Άλεξ, και ο αγώνας άρχισε. Έγειρε τοκορμί του μπροστά και καθοδήγησε το άλογο τραβώνταςεπιδέξια τα γκέμια.

Η κούρσα ήταν όπως πάντα φρενήρης. Στο πρώτο χιλιόμετρο,άλογο και αναβάτης είχαν δίπλα τους σαν σκιά το σκύλο, πουέτρεχε βολίδα. Ο Άλεξ ένιωθε τύψεις, σκεφτόταν πως ίσως θαπρεπε να τον αφήσει να κερδίσει μια φορά, αλλά ο Κινγκ δενήθελε χατίρια. Ήταν διαβολεμένα έξυπνο αυτό το ζωντανό. Σαντον αφέντη του, δεν ήθελε να κερδίσει τίποτα από οίκτο:προτιμούσε να πεθάνει αγωνιζόμενος παρά να αποκτήσει κάτιπου δεν του άξιζε.

Στο τρίτο χιλιόμετρο, λίγο πριν τη γέρικη ελιά που ήταν πάντατο σημείο τερματισμού, ο Κινγκ σταμάτησε απότομα καικαρφώθηκε στο έδαφος. Ήταν ξεθεωμένος, αλλά ο Άλεξαντιλήφθηκε αμέσως πως δεν ήταν αυτή η αιτία της ξαφνικήςτου παραίτησης. Τράβηξε τα χαλινάρια του Ντάρκο και κοίταξεπίσω. Μπήκε αυτόματα σε επιφυλακή. «Τι συμβαίνει, αγόριμου;» ρώτησε οδηγώντας ήρεμα τον επιβήτορα κοντά στο

25

σκύλο. «Σε τρόμαξε κάτι; Δε σε θυμάμαι ποτέ να το βάζειςκάτω· »

Ξεπέζεψε και πλησίασε τον Κινγκ. Κάθισε δίπλα του στιςφτέρνες και ακολούθησε το σταθερό βλέμμα του σκύλου.Απειλή, αποκωδικοποίησε αμέσως. Ο Άλεξ ένιωσε το σώματου να σφίγγεται. Γνώριμο συναίσθημα. Η αναγνώριση τουκινδύνου ήταν ένα από τα χαρίσματα του πολεμιστή, κι εκείνοςτο είχε καλλιεργήσει στο έπακρο. Αμέσως οι αισθήσεις τουοξύνθηκαν. Η ακοή του συνέλαβε παράταιρους ήχους πίσω απότην κοντινή συστάδα θάμνων κι η όρασή του ανίχνευσε μιααταίριαστη με τη φορά του ανέμου κλίση της φυλλωσιάς.Έβρισε χαμηλόφωνα. Είχε περάσει πολύς καιρός από τηντελευταία φορά που ένιωσε κυνηγημένος.

Έβγαλε το περίστροφο από το πίσω μέρος της ζώνης του καικατευθύνθηκε θυμωμένος προς τους θάμνους. Οι κινήσεις τωνφύλλων μπροστά του έγιναν απότομες, σχεδόν αγωνιώδεις.Κάποιος, κρυμμένος προφανώς από ώρα εκεί, κάποιος πουήξερε τις συνήθειές του, πάσχιζε τώρα να το σκάσει. Δεν τουέκανε τη χάρη. Κινήθηκε πολύ πιο έξυπνα από τον εισβολέαακολουθώντας το διπλανό μονοπάτι, . και με το όπλοπροτεταμένο στάθηκε ακριβώς μπροστά από την— απειλή, πουβρέθηκε αιφνιδιαστικά πεσμένη στα γόνατα μπροστά στα πόδιατου και κλαψούριζε κατατρομαγμένη.

«Μια γυναίκα···» μονολόγησε έκπληκτος ο Άλεξ κι έβαλε τοόπλο στη θέση του. «Τι στο διάβολο γυρεύεις εδώ;»

Το κορίτσι ύψωσε δειλά το κεφάλι κι έφερε τα χέρια μπροστάστο πρόσωπο, φοβούμενη κάποιο χτύπημα. Τα μάτια της ήτανγεμάτα δάκρυα και τα κοντοκομμένα κόκκινα μαλλιά τηςπετούσαν προς διάφορες κατευθύνσεις. Ήταν λαχανιασμένη και

26

κάθιδρη. Το λευκό μπλουζάκι της είχε σκιστεί από τα αγκάθιατων θάμνων και το τζιν παντελόνι της είχε γεμίσει λάσπες.«Συγγνώμη· » ψέλλιζε συνέχεια. «Δεν ήθελα να··· Σκέφτηκαότι· ω, συγγνώμη, συγγνώμη · »

«Με παρακολουθούσες;» τη ρώτησε ήρεμα, αν και πολύ θαήθελε να τη δει να τα κάνει πάνω της απ’ την τρομάρα. «Σήκωκαι απά-ντησέ μου, μικρή. Με παρακολουθούσες;»

Το κορίτσι στάθηκε με πολύ κόπο στα πόδια του. Δεν τολμούσενα τον κοιτάξει κατάματα. Το τρεμάμενο χέρι της προσπάθησενα περιορίσει τις αποκαλύψεις της σκισμένης μπλούζας ψηλάστον ώμο της. Ο Άλεξ σκέφτηκε με κακία πως της άξιζε ναζήσει μερικά λεπτά αληθινής αγωνίας για την τύχη της. Ήξερεόσα λέγονταν γι’ αυτόν στο χωριό. Το γεγονός ότι τον έβλεπανμόνο μετά το ηλιοβασίλεμα θέριευε τη φαντασία τους και τουςέκανε να του αποδίδουν ιδιότητές που άγγιζαν τα όρια τουθρύλου. Μερικοί μάλιστα είχαν φτάσει στο σημείο να τοναποκαλούν Φάντασμα. Οι πιο φαντασιόπληκτοι διέδιδαν πως τοαρχοντικό ήταν στοιχειωμένο και πως ο ιδιοκτήτης του είχεέρθει εκεί από κάποια άλλη εποχή για να βρει τη γαλήνη του. Δεθα τον εξέπληττε καθόλου αν άκουγε κιόλας πως τις νύχτεςμεταμορφωνόταν σε νυχτερίδα που αναζητούσε αίμα για νατραφεί ή πως ήταν κάποιος δαίμονας με ανθρώπινη μορφή πουείχε ανέβει στα επίγεια σκοτάδια από τις φλόγες της κόλασης.

«Ουί, μεσιέ···» μουρμούρισε το κορίτσι. «Δε··· δεν πίστευα όλ’αυτά που άκουγα στο χωριό και· »

«Κοίταξέ με».

Η κοπέλα υπάκουσε προσπαθώντας να συγκρατήσει τα δάκρυάτης. Στο μισοσκόταδο σίγουρα δεν μπορούσε να διακρίνει πολύ

27

καθαρά το πρόσωπό του, αλλά ο Άλεξ ήξερε πως κι αυτά ταλίγα ήταν αρκετά για να μην επαναλάβει ποτέ το τόλμημά της. Ηκαλύπτρα στο μάτι του δεν ήταν αποκρουστική, αλλά σίγουρα ηύπαρξή της και μόνο θα την τρόμαζε. Οτιδήποτε διαφέρει απότα συνηθισμένα τρομάζει τους ανθρώπους. Ό,τι δεν μπορούννα εξηγήσουν και να κατανοήσουν το κρατούν σε απόσταση.Μερικοί βέβαια είναι πιο δύσπιστοι και χρειάζονταιπερισσότερες αποδείξεις, σκέφτηκε κοιτώντας το κορίτσι, αλλάπάντα παίρνουν κι αυτοί το μάθημά τους.

«Δε σου είπαν πως αντιπαθώ τους παρείσακτους;» τη ρώτησε.

«Μου το είπαν».

«Αλλά πίστευες πως δε θα γίνεις αντιληπτή».

«Μάλιστα».

«Πώς σε λένε;»

«Νικόλ, μεσιέ».

«Είσαι θαρραλέο κορίτσι, Νικόλ, αλλά θα προτιμούσα να μηνξα-

νάρθεις εδώ. Τώρα ξέρεις πως δεν έχω δυο κεφάλια και ουράδράκου. Νομίζω πως θα πρέπει να σου αρκεί αυτό».

«Μάλιστα».

«Δεν υπάρχει λόγος να με φοβάσαι τόσο πολύ· » της είπε πιομαλακά. «Έχω ενοχλήσει ποτέ κανέναν; Έχει ακουστεί κάποιοπαράπονο; Είσαι νέα κοπέλα δε θα πρεπε να επηρεάζεσαι απότις φήμες και τις δεισιδαιμονίες· »

28

Η κοπέλα κοίταξε επιφυλακτικά το γαντοφορεμένο χέρι που τηςέτεινε, αλλά γρήγορα αναθάρρησε και τόλμησε να το αγγίξει.Δέχτηκε τη βοήθειά του για να ξεσκαλώσουν τα πόδια της απότις λάσπες και τον ακολούθησε πειθήνια μέχρι το άλογό του.Δεν ήταν τελικά και τόσο τρομερός. Εκκεντρικός, οπωσδήποτε,αλλά άνθρωπος όπως όλοι · τους.

«Κανονικά θα ’πρεπε να σε αφήσω να επιστρέψεις μόνη, αλλάτο σκοτάδι πύκνωσε. Ούτε που θέλω να φανταστώ τιςδιαδόσεις αν σου επιτεθεί κανένα άγριο ζώο. Αύριο το πρωί θαείναι όλοι σίγουροι πως τις νύχτες μεταμορφώνομαι σελυκάνθρωπο. Κι ας μην έχει φεγγάρι απόψε· »

Το γέλιο της ήταν αυθόρμητο, πηγαίο, απαλλαγμένο από κάθεφόβο πια. Αντήχησε όμορφα στ’ αφτιά του. Καιρό είχε ναακούσει γυναίκα να γελά ανεπιτήδευτα. Δεν ήταν τέτοιου είδουςγέλια αυτά που είχε συνηθίσει από το αντίθετο φύλο στιςπεριπτώσεις που επισκεπτόταν την πόλη. Ήταν γέλιαπληρωμένα για να ακουστούν, συνήθως πριν και μετά τηνεκτόνωση των φυσιολογικών αναγκών του.

«Πόση ώρα είσαι εδώ;» τη ρώτησε απομακρύνοντας τιςδυσάρεστες σκέψεις από το μυαλό του.

«Από νωρίς».

«Από πόσο νωρίς, Νικόλ;»

«Απ’ το μεσημέρι», αποκρίθηκε ένοχα εκείνη. «Την ώρα τουδιαλείμματος των εργατών. Δε με είδε κανείς».

«Και πώς πέρασες το φράχτη;»

29

«Εδώ και μέρες ερχόμουν την ίδια ώρα κι έσκαβα λίγο λίγο τοχώμα. Πέρασα από κάτω».

Ήθελε να γελάσει με την εφευρετικότητά της, αλλάσυγκρατήθηκε. Μόνο μια γυναίκα θα μπορούσε να το κάνειαυτό. Στην πατρίδα του έλεγαν πως η γυναίκα έχει τη δύναμη νακλείσει το διάβολο σε μπουκάλι. «Θα πρέπει να πεινάς», τηςείπε, διασκεδάζοντας πια. «Έλα. Θα πάμε μαζί στο σπίτι μου.Μέχρι να αρχίσουν να σε αναζητούν, θα έχεις φάει και θα έχειςφύγει».

«Δεν πεινάω, μεσιέ», αποκρίθηκε βιαστικά το κορίτσι. «Καιξέρω πολύ καλά τα μονοπάτια για να γυρίσω. Έχω μαζί μουφακό. Δε θα μου συμβεί τίποτα· »

«Ούτε στο σπίτι μου θα σου συμβεί τίποτα, Νικόλ», της είπε,καταλαβαίνοντας αμέσως την αιτία του δισταγμού της. «Θα φαςκαι θα φύγεις με ασφάλεια. Μόνη σου», της τόνισε. «Χορταίνωτην πείνα μου αποκλειστικά με αυτά που μπορεί να χωνέψει τοστομάχι. Με τίποτ’ άλλο, Νικόλ. Να το θυμάσαι».

«Δεν ήθελα να σας προσβάλω· »

«Ανέβα στο άλογο».

Η κοπέλα υπάκουσε κι ο Άλεξ, με μια άνετη κίνηση, ανέβηκεπίσω της. Ο σκύλος ετοιμάστηκε κι αυτός για την επιστροφή.«Ακολού-θησέ μας,

Κινγκ», τον διέταξε, κι εκείνος, εκπαιδευμένος να εκτελεί πιστάτις εντολές του αφεντικού του, παρέμεινε πίσω από τον Ντάρκομέχρι που έφτασαν στο σπίτι.

30

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ

Η Σάνια παράτησε το ποδήλατο στο πεζοδρόμιο, στερέωσε τοσάκο στην πλάτη της κι αφού πέρασε την πύλη του σπιτιούβάλθηκε να τρέχει ξέφρενα προς την εξωπορτα. «Γεια σου, κυρΝίκο!» χαιρέτησε χαρούμενα τον κηπουρό, κι έκανε το ίδιοπροσπερνώντας σαν βολίδα τις δυο αλλοδαπές υπηρέτριες, πουχαίρονταν τη μεσημεριανή τους ανάπαυλα κάνοντας μια βόλταστους κήπους. Χαιρέτησε τη Σόντι, τη γάτα της, τον υπάλληλοτης μεταφορικής εταιρείας που πάσχιζε να κουμαντάρει μόνοςτου μια πολυθρόνα, χαιρέτησε ακόμα και το άγαλμα στοσιντριβάνι, το νεαρό Ερμή που ανάβλυζε νερό από το στόμα καιτα φτερά των σανδαλιών του.

Η χαρά της ήταν αδύνατο να κρυφτεί. Κι ήταν τόσο μεταδοτική,που ακόμα κι ο Ερμής τής φάνηκε πως έσκασε ένα γελάκι. Ματι όμορφη ανοιξιάτικη μέρα ήταν στ’ αλήθεια τούτη! Η εικοστήένατη επέτειος των γενεθλίων της ξεκίνησε με το ωραιότεροδώρο: τη δημοσίευση ενός διαφορετικού άρθρου της στοΜικροσκόπιο, το έγκυρο και δημοφιλές ελληνικό περιοδικό μεθέματα για το φυσικό κόσμο’ αλλά και για τον άνθρωπο.

Να που το πρόβλημα της ζωής της είχε μετατραπεί σεδημιουργία, τελικά. Χιλιάδες αναγνώστες θα διάβαζαν τηνιστορία της. «Αμνησία: Κάντε τον Εχθρό Σύμμαχο», ήταν οτίτλος του πρώτου κομματιού του άρθρου της, που φιγουράριζεστις κεντρικές σελίδες του περιοδικού και έφερε φαρδιά πλατιάτην υπογραφή της ως απόδειξη των κόπων

της.

«Θεία!» φώναξε περιχαρής μόλις στάθηκε στο κέντρο τηςσάλας. «Βέρα, Μίνα, Παύλο! Είναι κανείς εδώ;» Μα πού είχαν

31

πάει όλοι; Αρνιόταν να πιστέψει ότι δε συμμερίζονταν τηναγωνία της και τη χαρά της. Αρνιόταν να δεχτεί πως δεν είχαναναβάλει για λίγο τις δουλειές τους για χάρη της. Μόνο το θείοΠέτρο μπορούσε να δικαιολογήσει για την απουσία του: οκαίριος ρόλος του στην πολιτική ζωή της χώρας δεν τουεπέτρεπε να απομακρύνεται από το προσκήνιο και τις εξελίξεις.

Κι όμως, το σπίτι ήταν άδειο. Ούτε μια φωνή, ένας ψίθυρος γιανα αναπτερώσει τις ελπίδες της και να πιστέψει πως δεν τηνείχαν ξεχάσει. Σαν παραπονεμένο παιδί που δεν του έφεραν τησοκολάτα που του υποσχέθηκαν, βούρκωσε. Πώς ήταν δυναιόν;Πώς ήταν δυνατόν οι άνθρωποι που αγαπούσε περισσότεροστον κόσμο να προτιμήσουν τις δουλειές τους από εκείνη; Ηκαρδιά της βούλιαξε. Αφού ήξεραν πόσο σημαντικό τής ήταν.Ήξεραν από πρώτο χέρι τις μάχες της όλ’ αυτά τα χρόνια, κιήταν οι δικές τους παροτρύνσεις που της έδωσαν το κουράγιονα αντιμετωπίσει κατά μέτωπο το πρόβλημά της μαθαίνονταςσχεδόν τα πάντα για την πάθησή της, που άλλοτε προτιμούσε νατην αγνοεί. Και τώρα που τα ’χε καταφέρει, πού ήταν όλοι τους;Ούτε η καλύτερή της φίλη δεν απαντούσε στο τηλέφωνο, για τ’όνομα του Θεού! Εκείνη που είχε ζήσει από κοντά τιςπερισσότερες κρίσεις της, σφίγγοντάς της τα χέρια καιμιλώντας της για να μη χάσει την επαφή της με το περιβάλλον.

«Πού είστε;» ψιθύρισε, με τη λύπη να δένει το στομάχι τηςκόμπο και να γεμίζει τα μάτια της δάκρυα.

«Χρόνια πολλά!»

Η ευχή ακούστηκε ταυτόχρονα με τη μελωδία μιας κιθάρας πουέπαιζε το γνωστό τραγουδάκι των γενεθλίων. Γελώντας καικλαίγοντας μαζί, είδε όλα τα αγαπημένα της πρόσωπα νακατεβαίνουν χαμογελαστά τη σκάλα τραγουδώντας παράφωνα

32

τις ευχές τους: «· μεγάλη να γίνεις, με άσπρα μαλλιά· »

«Είστε απαράδεκτοι!» τους μάλωσε τρυφερά.

«· παντού να σκορπίζεις της γνώσης το φως· » «Θα σας πνίξω!»

«··· και όλοι να λένε “Να μία σοφός”!»

Φύσηξε τρισευτυχισμένη το κέρινο 29 που δέσποζε στηνπερίτεχνη τούρτα κι αντιστάθηκε στον πειρασμό μαζί με τηβουβή ευχή της να τους λούσει μ’ ένα μεγαλόφωνο βρισίδι.

«Χρόνια πολλά, Σάνια», άκουσε τη φωνή του Παύλου. «Να ταεκα-τοστήσεις».

Η συγκίνηση της έφραξε το λαιμό. Δεν την είχαν ξεχάσει. Πώςμπόρεσε να πιστέψει ότι θα την ξεχνούσαν; Δεκαοχτώολόκληρα χρόνια ήταν πάντα εκεί, κοντά της, δίπλα της,μοιράζονταν κάθε χαρά και λύπη της. Την αγαπούσαν. Κι εκείνηανταπέδιδε στο υπερδιπλάσιο την αγάπη τους, προσπαθώνταςπάντα να τους προσφέρει μόνο χαρές. Ήταν η οικογένειά της, οκόσμος της. Και θα τους ευγνωμονούσε πάντα γιατί είχανκαταβάλει κάθε δυνατή προσπάθεια να μετατρέψουν τηναπώλεια των αναμνήσεων από τα πρώτα έντεκα χρόνια τηςζωής της σε προτέρημα.

«Ευχαριστώ—» μουρμούρισε μέσα απ’ την καρδιά της καιχαμογέλασε.

Ήταν ευτυχισμένη.

ΚΤΗΜΑ ΡΑΒΕΝ, ΓΑΛΛΙΑ

Ο Ζακ άνοιξε με το τηλεχειριστήριο τη βαριά εξωτερική πύλη κι

33

οδήγησε αργά το λασπωμένο τζιπ στην αριστερή πτέρυγα τωνκήπων. Εκεί ένα τεράστιο γκαράζ προφύλασσε από τακαπρίτσια του καιρού τα αγαπημένα παιχνίδια του φίλου του:ένα μαύρο Range Rover και μια προπολεμική BMW R35αγορασμένη κατευθείαν από συλλέκτη.

Η ανοιξιάτικη ψύχρα τον υποχρέωσε να ανεβάσει το φερμουάρτου μπουφάν του. Τράβηξε από τη θέση του συνοδηγού τοδερμάτινο χαρτοφύλακά του, άναψε ένα τσιγάρο καικατευθύνθηκε χωρίς βιασύνη προς το σπίτι. Δε χρειαζόταν ναχτυπήσει το κουδούνι. Όχι εκείνος. Ξεχώρισε το κλειδί του καιάνοιξε χωρίς να φοβάται την ενεργοποίηση του συστήματοςασφαλείας. Ο Άλεξ τον περίμενε. Κι όταν συνέβαινε αυτό, οσυναγερμός ήταν πάντα εκτός λειτουργίας.

Έσβησε το τσιγάρο του σ’ ένα μαύρο μαρμάρινο σταχτοδοχείοπου αναπαριστούσε το κεφάλι της Μέδουσας. Τι μανία που έχειμε τα τέρατα αυτός ο άνθρωπος! σκέφτηκε μισογελώντας. Α\λάκαι με τι ιδιοφυή τρόπο είχε κατορθώσει να ενσωματώσει όληαυτή την αοχήμια.των λεπτομερειών ο’ ένα χώρο καλαίσθητο,που προκαλούσε τελικά δέος. Έτσι ήταν όμως ο φίλος του: δυοόψεις σ’ ένα πρόσωπο· παράδεισος και κόλαση στην ίδια ψυχή·ικανός για την απόλυτη καλοσύνη αλλά και για την απόλυτησκληρότητα.

Ο διάδρομος που οδηγούσε στο τελευταίο δωμάτιο τουισογείου ήταν μεγάλος, αλλά ο Ζακ τον διέσχισε αργά,νιώθοντας όπως κάθε φορά τον ίδιο θαυμασμό. Οι πίνακες κατάμήκος των τοίχων άξιζαν μια περιουσία κι ο έντεχνος φωτισμόςστην οροφή μεγέθυνε την υποβλητική αίσθηση. Θυμήθηκε ταβάσανα του αρχιτέκτονα όταν προσπαθούσε να υλοποιήσει τιςαπαιτήσεις του ιδιοκτήτη και χαμογέλασε νοσταλγικά. Ο Άλεξ

34

ήταν τυραννικός όταν επρόκειτο για την πραγματοποίησή τωνσχεδίων του. θα μπορούσε να οδηγήσει σε αυτοκτονία ακόμακαι τον πιο αναίσθητο εντολοδόχο.

Άνοιξε το τελευταίο δωμάτιο του διαδρόμου χωρίς ναακολουθήσει τους τυπικούς κώδικες ευγένειας. Όπως ακριβώςτο φανταζόταν, ο φίλος του ήταν καθισμένος στην αγαπημένητου θέση πίσω από το ακατάστατο δρύινο γραφείο του κιέπλαθε τους φανταστικούς κόσμους του βυθισμένος σεέκσταση. Έγραφε, φυσικά. Μαύρο μελάνι και λευκό χαρτί, οισύντροφοι κι οι εξαγνιστές του.

«Συγχαρητήρια!» είπε ο Ζακ πετώντας το χαρτοφύλακα στη μίααπό τις δύο πολυθρόνες σε στιλ Λουδοβίκου XV μπροστά απ’το γραφείο. Στην άλλη στρογγυλοκάθισε και άναψε ακόμα ένατσιγάρο. «Μόλις έγινες κατά μερικές δεκάδες εκατομμύριαπλουσιότερος. Το Κόκκινο Πέπλο ταξιδεύει ήδη για τοΧόλιγουντ. Σου βγάζω το καπέλο, Γιατρέ. Δε νομίζω ναυπάρχει άλλος άνθρωπος στον κόσμο που να πουλά τόσοακριβά τη διαστροφή του».

Ο Άλεξ παράτησε την πένα του κι έγειρε στην πλάτη τηςκαρέκλας του. Έβγαλε ένα πούρο από την ασημένια ταμπακέραμπροστά του, το έκοψε και το άναψε. Το φίνο άρωμα τουκαπνού πότισε αμέσως την ατμόσφαιρα. Διέλυσε με μιαανυπόμονη κίνηση του χεριού του τη μικρή ομίχλη πουδημιουργήθηκε. «Ποιος θα παίξει τον Ρο-μάν Καρτέ;» θέλησενα μάθει.

«Εκείνος ο Σκοτσέζος που σου χει καρφωθεί στο κεφάλι απόπέρσι, ο Τζέρι Πίτερς».

Ο Άλεξ συγκατένευσε επιδοκιμαστικά. «Και την Άννα;» «Α,

35

έδωσα πραγματικό ρεσιτάλ ερμηνείας για την Άνν α. Προσποι-ήθηκα πως ήμουν έτοιμος να χαλάσω τη συμφωνία, ανεπέμεναν να δώσουν το ρόλο στην Κέλι Σάμιουελς. Το ’χαψαν,φυσικά. Η Αλεξάνδρα Μόρις θα με ευγνωμονεί. Πιστεύω πωςμόλις της χαρίσαμε ένα Όσκαρ».

«Ωραία».

«Και τώρα, τσακίσου να μου βάλεις ένα ουίσκι. Το χρειάζομαι.Κάθε φορά που αναγκάζομαι να παραστήσω την αφεντιά σου,χάνω πέντε χρόνια απ’ τη ζωή μου».

Ο Άλεξ του έκανε τη χάρη γελώντας βροντερά. Του έδωσε τοουίσκι του και βολεύτηκε ξανά στην καρέκλα του. «Νομίζωπως με δουλεύεις, φίλε», είπε εύθυμα. «Όπως νομίζω επίσηςπως έχεις το θέατρο στο αίμα σου. Αν ο κόσμος γνώριζε τικάνουμε εμείς οι δυο και με πόση επιτυχία, εσύ θα είχες τοΌσκαρ στο τσεπάκι σου».

Ο Ζακ σοβαρεύτηκε. «Παραδέχομαι πως το απολαμβάνω»,συμφώνησε κοιτώντας με γνήσια αγάπη το φίλο του. «Σουδανείζω το πρόσωπό μου και κλέβω ένα κομμάτι απ’ το πνεύμασου. Λειτουργεί μια χαρά, Άλεξ, κι έχουμε κι οι δύο αυτό πουθέλουμε, αλλά ειλικρινά αισθάνομαι ότι σφετερίζομαι τη ζωήσου. Δεν μπορώ να γράψω σωστά ούτε μισή αράδα, κι όμωςαπολαμβάνω δόξα και πλούτη παριστάνοντας τον πολύ ΡαφαέλΆλντες. Δε δικαιούμαι εγώ όλη αυτή τη δημοσιότητα, φίλε. Δεμου αξίζει να···»

«Κόφ’ το, Ζακ». Σηκώθηκε και πήγε μπροστά στο τζάκι. Τοβλέμμα του αγκάλιασε τη φωτιά. «Είμαι απόλυταικανοποιημένος με τη ζωή μου», δήλωσε. «Έχω αυτό που θέλω:ελευθερία και μοναξιά. Το χρήμα είναι μόνο ένα μέσο για να

36

συντηρώ τον κόσμο μου. Η δόξα και η δημοσιότητα μου είναιαδιάφορες. Έχω κάνει από καιρό τις επιλογές μου. Ποτέ δενήμουν συνηθισμένος άνθρωπος, Ζακ. Απάτό-τε που άρχισα νακαταλαβαίνω τον εαυτό μου, ένιωθα διαφορετικός. Έπαψαόμως από καιρό να κατηγορώ τον κόσμο γι’ αυτό. Όλοι είναιμαθημένοι να ζουν με όρια, με νόμους, με νόρμες· υψώνουν τοδάχτυλο για να σε δείξουν όταν είσαι αδύναμος, αλλά κάνουντο ίδιο και όταν είσαι δυνατός. Έχεις την εντύπωση ότι θαδιάλεγα άλλο τρόπο ζωής, αν η ζημιά στο πρόσωπό μου δενήταν ανεπανόρθωτη; Έχεις την εντύπωση ότι θα προσπαθούσανα τους μοιάσω; Με ξέρεις. Πάλι κάπως έτσι θα ζούσα: μόνοςκι αποκομμένος. Μόνο το στίγμα του δολοφόνου δε θακουβαλούσα και τις αναμνήσεις από την πτέρυγα τωνβαρυποινιτών. Όμως θα ’μουν πάλι ένας λεγεωνάριος, Ζακ, μεπατρίδα και οικογένεια που θα είχα επιλέξει ο ίδιος».

«Έτσι θέλεις να πιστεύεις», αποτόλμησε ο άλλος. «Έτσι είναι».

«Έχει κι άλλες ομορφιές η ζωή. Παράγεις εξαιρετικό κρασί,γράφεις συναρπαστικά βιβλία, κι αν ήθελες να υπηρετήσειςφανερά την επιστήμη σου, θα ήσουν κορυφαίος ψυχίατρος.Αναλογίστηκες όμως ποτέ πόσα άλλα αφήνεις πίσω; Ως πότεθα σε ικανοποιεί το σεξ χωρίς συναίσθημα, Άλεξ; Γιατί δεδίνεις μια ευκαιρία στον έρωτα; Δεν μπορώ να πιστέψω ότισκοπεύεις να στερήσεις για πάντα από τον εαυτό σου τη χαράμιας βόλτας κάτω από το φεγγαρόφωτο με μια γυναίκα που θατη νοιάζεσαι πραγματικά».

«Το ’χουμε συζητήσει χιλιάδες φορές·» αποκρίθηκε ο Άλεξκουρασμένα.

«Ποτέ δε θα αποκαλυφθείς. Μπορείς να ζήσεις φυσιολογικά,όπως όλος ο κόσμος».

37

«Για μένα αυτό είναι το φυσιολογικό», δήλωσε αδιάλλακτα,δείχνοντας με μια ελαφριά κίνηση του κεφαλιού τηνελαιογραφία πάνω απ’ το τζάκι που απεικόνιζε με μουντάχρώματα το κτήμα Ρα-βέν το σούρουπο. Έπειτα άγγιξε τηνκαλύπτρα του και κοίταξε το φίλο του. «Κι αυτό είναι η άμυνάμου απέναντι στον πειρασμό του λάθος δρόμου. Δε θέλωβόλτες κάτω από το φεγγαρόφωτο με κα-μια γυναίκα, Ζακ. Δενμπορώ να συμβιβαστώ με τα καθημερινά και τα τετριμμένα».

«Θα μπορούσε να είναι κάποια ξεχωριστή. Κάποια που θα σεκαταλαβαίνει».

«Τα πάντα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά», τουυπενθύμισε ο άλλος. «Αλλά δεν είναι. Μην κουράζεσαι. Είμαιστ’ αλήθεια ικανοποιημένος».

Ο Ζακ σηκώθηκε και στάθηκε απέναντι από το φίλο τουξέροντας πως δεν ήταν φρόνιμο να συνεχίσει την κουβέντα.Ήπιε μια γουλιά ουίσκι και κοίταξε κι εκείνος την ελαιογραφία.«Ο πατέρας μου είναι περήφανος με όσα κατάφερες», είπεσιγανά. «Όταν δέχτηκε να σου πουλήσει το κτήμα κάποιαχρόνια πριν, μου εξομολογήθηκε ότι ένιωσε σαν να έκλεβεεκκλησία. Πού να φανταζόταν ότι αυτά τα παρατημένα χωράφιαθα απέφεραν τόσο πλούτο! Τον ξέρεις τον πατέρα μου:υποφέρει πολύ που δεν μπορεί να καυχηθεί δημόσια για τακρασιά Ραβέν. Κι υποφέρει ακόμα περισσότερο που η φήμητους ξεπερνά τη φήμη των δικών του».

Ο Άλεξ γέλασε. «Τι κάνει ο γερο-Ολιβιέ;» «Τη ζωή του κόσμουδύσκολη, όπως πάντα. Τώρα τα χει βάλει με τον καινούριο φίλοτης Κατρίν. Φυσικά, το τροπάρι δεν αλλάζει: είναι άλλος έναςανεπρόκοπος, πονηρός και προικοθήρας - κατά τη γνώμη τουπάντα. Αρνείται να τον γνωρίσει. Η Κατρίν έχει φρικάρει».

38

«Έχει αργήσει να κάνει την επανάστασή της. Κοντεύει τατριάντα, έτσι δεν είναι; Θα πρέπει να το πάρει απόφαση πως οπατέρας σας δε θα εγκρίνει ποτέ κανέναν, και να κάνειανεπηρέαστη την επιλογή της».

«Εγκρίνει εσένα», του πέταξε μεταξύ αστείου και σοβαρού.«Δεν παίρνω όρκο για την Κατρίν, όμως. Αλήθεια, ποτέ σου δεσκέφτηκες να· »

«Όχι». Αυτή τη φορά ο τόνος του ήταν κοφτός.

«Καλά, καλά·» Ο Ζακ έκανε μια χειρονομία παραίτησης καιτεντώθηκε για να ξεπιαστεί. «Λέω να μείνω δυο τρεις μέρες·»άλλαξε θέμα.

«Χρειάζομαι αποτοξίνωση από τη διασημότητα και ησυχία».

«Πήγαινε στο δωμάτιό σου, Ζακ, και φύγε απ’ την καμπούραμου. Ήμουν απόλυτα ήρεμος πριν έρθεις».

«Μου χρωστάς έναν ισότιμο αγώνα», του υπενθύμισε ο άλλοςπηγαίνοντας προς την πόρτα. «Εγώ τον Ντάρκο κι εσύ τηφοράδα αυτή τη φορά. Αύριο. Πριν δύσει ο ήλιος».

«Έγινε», αποδέχτηκε γελώντας την πρόκληση.

Μόλις έμεινε μόνος, έβαλε ένα ποτό. Δεν είχε όρεξη να γράψειπια, αλλά ούτε και να κοιμηθεί. Ήταν ωραία βραδιά απόψε και ηψύχρα είχε πέσει. Ήρα να ψάξει τον Κινγκ και να κάνουν μαζίεκείνη τη βόλτα κάτω απ’ το φεγγάρι.

Μόνοι και σιωπηλοί, όπως τα περισσότερα βράδια μέχρι τώρα·όπως τα περισσότερα βράδια που θα ακολουθούσαν μέχρι τοτέλος της ζωής του.

39

Έτσι τουλάχιστον ήλπιζε και ήθελε να πιστεύει.

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ

«Παύλο!» αναφώνησε έκπληκτη η Σάνια. Τοποθέτησε μεπροσοχή τους φακούς της φωτογραφικής μηχανής στις ειδικέςθήκες τους, κι αφού μάζεψε πρόχειρα τα μαλλιά της με ένακοκάλινο κλιπ, σηκώθηκε για να μιλήσει στον αδερφό της. Δενήταν πραγματικός αδερφός της, αλλά μετά από δεκαοχτώχρόνια συμβίωσης και ανατροφής από τους ίδιους γονείς, έτσιτον ένιωθε. Δεν ήξερε γιατί έσπευσε να κουμπώσει τοπουκάμισό της με την αιφνίδια άφιξή του, και τα βάλε με τονεαυτό της. Όλο φανταζόταν πράγματα που δεν υπήρχαν. Όσο κιαν πολεμούσε την τάση της να προσπαθεί να βρει τι κρυβότανκάτω από την επιφάνεια, δεν μπορούσε να της αντισταθεί.Αναζητούσε με αρρωστημένη επιμονή τους λόγους για τουςοποίους συνέβαινε κάτι, πιστεύοντας ακράδαντα πως πάντα απόπίσω υπήρχε μια αιτία. «Δεν έφυγες ακόμα για το γραφείο;»ρώτησε πρόσχαρα τον Παύλο. «Πώς κι έτσι; Ο θείος είναικέρβερος. Δέκα λεπτά καθυστέρησης είναι αρκετά για ναξαμολήσει μέχρι κι ελικόπτερα προκειμένου να σε βρουν».

«Έμαθα πως είχες πάλι κρίση χτες», της είπε ανππαρερχόμενοςχωρίς ίχνος τακτ την απόπειρά της να αστειευτεί. Τα μάτια τουκαρφώθηκαν στις κούτες γύρω της και στο μικρό χάος πουεπικρατούσε στο δωμάτιό της. «Η μητέρα ανησυχεί. Ούτεεκείνη πήγε στο γραφείο της ακόμα. Μου είπε πωςεπισκέφτηκες ξανά την Κατρά. Και όλως τυχαίως, μόλιςεπέστρεψες, είχες άλλη μία από τις κρίσεις σου—»

Το ύφος του ήταν τόσο επιτιμητικό, που ένιωσε, εντελώςαδικαιολόγητα, ένοχη. Κοκκίνισε κι έχωσε τα χέρια στις τσέπεςγια να κρύψει τη νευρικότητά της. «Αυτό δε σε αφορά, Παύλο»,

40

είπε ήσυχα.

«Αλήθεια;» Την πλησίασε κι άπλωσε το χέρι του για να διώξειμια ιδρωμένη τούφα μαλλιών απ’ το μέτωπό της. Δεν τουξέφυγε η ανεπαίσθητη κίνηση του κεφαλιού της προς τα πίσω.«Νοιάζομαι για σένα, μικρή. Μεγαλώσαμε σαν αδέρφια και σεπονάω. Αν οι επισκέψεις σου εκεί δεν είχαν επίπτωση στηνυγεία σου, δε θα με αφορούσαν. Συμβαίνει να έχουν, όμως.Είμαι βέβαιος ότι αυτή η γυναίκα σού γεμίζει το μυαλό μεαηδίες. Ξέρεις όσα πρέπει να ξέρεις για το παρελθόν σου,Σάνια, και, πίστεψέ με, τα ’χεις ακούσει από τους σωστούςανθρώπους. Όσα ακούς από τους λάθος ανθρώπους σεστέλνουν στο νοσοκομείο».

Η Σάνια έσφιξε πεισμωμένη τα χείλη. «Ήταν μια επίσκεψηαβροφροσύνης», απολογήθηκε, παρότι δεν το ήθελε. «Η ΜαρίαΚατρά είναι μια μορφωμένη, αξιοπρεπής γυναίκα που κοιτάζειμόνο μπροστά, και χάρηκε ειλικρινά με τη δημοσίευση τουάρθρου μου. Μόνο γι’ αυτό μιλήσαμε. Πάντα μιλάμε γιαοτιδήποτε άλλο εκτός από αυτό που φαντάζεστε όλοι. Οικρίσεις μου δεν έχουν σχέση με τις επισκέψεις στο σπίτι της».

«Με κοροϊδεύεις, Σάνια». Η διαπίστωσή του ειπώθηκε μεαπογοήτευση και πικρία. «Και υποτιμάς τη νοημοσύνη μου. Σεξέρω πάρα πολύ καλά για να πιστέψω ότι δε νιώθεις τίποτααπολύτως κάθε φορά που πας στο σπίτι όπου δολοφονήθηκε ημάνα σου. Στο υπόγειό του χάθηκε η μνήμη σου, ξεχνάς; Εκείέχασες μέσα σε μια νύχτα τα παιδικά σου χρόνια, και μου λεςότι δε νιώθεις τίποτα, ότι δε σε επηρεάζει; Αν συμπαθείς τόσοπολύ τη Μαρία Κατρά, μπορείς να τη βλέπεις οπουδήποτεαλλού, Σάνια. Και μπορείς -αν έχεις την απαιτούμενηευαισθησία- να σεβαστείς τη θεία σου και την οδύνη που της

41

προκαλούν οι επισκέψεις· αβροφροσύνης σου».

Επιχείρησε να τον σπρώξει για να τον προσπεράσει, αλλά πόσανα πετύχουν τα μικρά της χέρια απέναντι στο ψηλό, γεροδεμένοσώμα του; Ήταν λες και προσπαθούσε να μετακινήσειμαρμάρινη κολόνα. Και σαν να μην έφτανε η αποτυχία της,υποχρεώθηκε να πιαστεί από τους ώμους του για να κρατήσειτην ισορροπία της. Αντιλήφθηκε πως για κείνον η επαφή αυτήήταν καλοδεχούμενη, κι η απελπισία της μεγάλωσε. Δεν έπρεπενα νιώθει έτσι ο Παύλος. Είχαν μεγαλώσει σαν αδέρφια. «Μεκαθυστερείς·» είπε πνιχτά.

«Α, ναι. Ξέχασα πως ανυπομονείς να το σκάσεις απ’ το ίδιο σουτο σπίτι. Εσύ, που μέχρι χτες έκλαιγες επειδή νόμισες πως τααγαπημένα σου πρόσωπα δε θυμήθηκαν τα γενέθλιά σου».

«Δεν πάω μακριά. Ένα τετράγωνο πιο κάτω—»

«Σε μια μικρή παράγκα. Για να στεγάσεις την ανεξαρτησίασου», την ειρωνεύτηκε.

«Το έχω ανάγκη. Θέλω το χώρο μου».

«Δε θυμάμαι να σου στέρησε κανείς το χώρο σου. Το δωμάτιόσου μοιάζει με διαμέρισμα. Έχεις την ησυχία σου, μπαίνεις καιβγαίνεις ό,τι ώρα θες και δε σε ενοχλεί κανένας. Η Μαργαρίτασου βάζει αυτές τις ηλίθιες ιδέες στο κεφάλι; Θέλει να σε κάνειόμοιά της; Είσαι κόρη της Μιράντας Βαλέρη, Σάνια! Με το πουθα μιμηθείς τις ακολασίες της φιλενάδας σου, θα γίνεις αμέσωςπρωτοσέλιδο!»

Πισωπάτησε για να πάρει φόρα και βρήκε τη δύναμη να τονσπρώξει. «Αρκετά είπες, Παύλο.

42

Από μικρό κοριτσάκι σε άκουγα και σε σεβόμουν. Αν δεν τοπαρατραβήξεις με την υπερπροστατευτικό-τητά σου, το ίδιο θακάνω και τώρα που μεγάλωσα: θα σε ακούω και θα σε σέβομαι.Το μόνο που θα αλλάξει είναι η τελική επιλογή: σωστή ή λάθος,θα είναι μόνο δική μου».

«Ακούς τον εαυτό σου;»

«Φύγε, σε παρακαλώ».

«Ακούς τι λες, Σάνια; Μου επιτίθεσαι».

«Γιατί με πνίγεις!» του φώναξε και δάκρυα άρχισαν νααυλακώνουν τα μάγουλά της. «Δεν καταλαβαίνεις; Αν δε μ’αφήσεις κι εσύ και όλοι σας να κάνω τα λάθη μου, δε θα μάθωποτέ ποια είμαι και πόσα μπορώ να καταφέρω στηριγμένη σταπόδια μου. Εγώ έχω κενά μνήμης, όχι εσύ. Εσύ ξέρεις τοπαρελθόν σου, αλλά εγώ μόνο το φαντάζομαι. Κι αν είναιγραφτό να μοιάζω τελικά στη μάνα μου, θα της μοιάσω ακόμακι αν με αλυσοδέσετε. Το κατάλαβες; Είδα το πρόσωπό τηςχτες!» του αποκάλυψε τρέμοντας. «Ήταν η πρώτη φορά μέσασε όλα αυτά τα χρόνια. Και το είδα κατάχλομο, με τα μάτιακλειστά και μια έκφραση φρίκης. Έτσι ήταν εκείνο το βράδυ,Παύλο; Είναι αληθινή αυτή η εικόνα ή το μυαλό μου μου παίζειπαιχνίδια; Οι γιατροί θεωρούν πως είναι δύσκολο να ταξαναθυμηθώ όλα, αλλά εγώ ξέρω πως κάτι μου συμβαίνει κάθεφορά που βυθίζομαι. Το ίδιο έγινε και χτες. Δεν κόντεψα ναπάω στο νοσοκομείο επειδή είχα σπασμούς, αλλά επειδή ήμουνβέβαιη ότι αυτό που ήρθε στο νου μου το είχα ξαναδεί».

Ο Παύλος την πλησίασε και την έκλεισε στην αγκαλιά τουταραγμένος από το ξέσπασμά της. Δεν έπρεπε να την πιέσει, θααπελπιζόταν αν της συνέβαινε κάτι εκείνη τη στιγμή και

43

ευθυνόταν ο ίδιος. Είχε αδυναμία στη Σάνια. Την αγαπούσε. Δενμπορούσε να ξεκαθαρίσει με ποιο τρόπο ακριβώς, αλλά τηναγαπούσε. «Ησύχασε· » της είπε τρυφερά. «Ρίξε λίγο νερό στοπρόσωπό σου και ξέχασε τα όλα αυτά. Είτε επρόκειτο γιαγνήσια ανάμνηση είτε όχι, τώρα έχεις τη ζωή σου στα χέριασου, Σάνια. Ζήσε την όπως πιστεύεις καλύτερα, κι εγώ θα είμαικοντά σου».

«Μπορούσες να μου το έχεις πει νωρίτερα αυτό»,παραπονέθηκε. «Σας έχω απογοητεύσει ποτέ; Σας έχωντροπιάσει; Δεν προσπαθώ με όλες μου τις δυνάμεις να αφήσωπίσω τα σκοτάδια; Είναι σκληρό να μην ξέρεις, Παύλο. Είναιπολύ σκληρό—»

Την άφησε να κλάψει και να ανακουφίσει τον πόνο τηςπροσφέροντάς της την αγκαλιά του. Σχεδόν πονούσε από τηναγάπη του γι’ αυτή. Και με τρόμο συνειδητοποίησε πως, ανκάποιος την πλήγωνε, τότε θα ήταν απόλυτα ικανός μέχρι και νασκοτώσει.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝΑΘΗΝΑ

Ο γιατρός τράβηξε ευγενικά την καρέκλα απέναντι απ’ τογραφείο του και έγνεψε ευγενικά στη γυναίκα να καθίσει.Κοίταξε με κατανόηση τη φουσκωμένη κοιλιά της καιχαμογέλασε για να την κάνει να αισθανθεί άνετα. Ήξερε καλάπώς ένιωθαν όσοι υγιείς άνθρωποι επισκέπτονταν αυτό το χώροκαι καταλάβαινε την επιφύλαξή τους απέναντι στηνεπαγγελματική του ιδιότητα. Όλοι αναρωτιούνται αν οιψυχίατροι τρελαίνονται, μήπως η καθημερινή επαφή με τηνπαράνοια όντως τους επηρεάζει.

44

«Από πότε είναι έτσι, γιατρέ;» ρώτησε χωρίς περιστροφές ηγυναίκα προσπαθώντας να βολευτεί όσο γινόταν καλύτερα στηνκαρέκλα.

«Τις τελευταίες τρεις βδομάδες».

«Ποια είναι η γνώμη σας; Νομίζετε πως· αυτό είναι κάποιοείδος βελτίωσης;»

«Εξαρτάται απ’ το πόση αλήθεια κρύβουν όσα λέει. Κι αυτό δενμπορώ να το κρίνω εγώ, απ’ ό,τι καταλαβαίνετε. Την ακούσατε,κυρία Κατρά. Εσείς θα μου πείτε αν παραληρεί ή αν έχει στ’αλήθεια κάποια επαφή με την πραγματικότητα».

Η Μαρία παρέμεινε ανέκφραστη. «Ορισμένα πράγματα είναισωστά», αποκρίθηκε με προσοχή. «Τα περισσότερα όμως δεστέκουν».

«Ξέρω την ιστορία», της είπε χωρίς υπεκφυγές ο γιατρός. «Καιέχω γνωρίσει προσωπικά τον Ρωμανό· τον αδερφό σας»,πρόσθεσε ήπια. «Είναι φανερό πως τώρα τελευταία η μητέρασας τον αναφέρει πολύ συχνά. Η γνοίμη μου είναι πως δεν έχειαποκοπεί ολοκληρωτικά από το παρελθόν. Ή, μάλλον, ας είμαιπιο σαφής: Έχει την πεποίθηση, την εμμονή, θα έλεγα, πως θαπεθάνει σύντομα, και συνειδητά ζητά μια τελευταία συνάντησημε το γιο της· »

«Αυτό δε θα γίνει ποτέ», τον έκοψε απότομα η Μαρία και τονκοίταξε με αγωνία. «Πώς να της το πω; Πώς να της δώσω νακαταλάβει ότι ο Ρωμανός δε θα γυρίσει ποτέ ξανά; Κάθε φοράπου τη βλέπω, μου φαίνεται όλο και πιο εύθραυστη. Της λέωόσα θέλει να ακούσει, αλλά δε θα τολμήσω ποτέ να της δώσωψεύτικες ελπίδες γι αυτό το θέμα. Δεν υπάρχει Ρωμανός. Δεν

45

ξέρω καν αν ζει ή αν πέθανε».

Αυτό το τελευταίο ήταν ψέμα, αλλά πάντα έπαιρνε τα μέτρα της.Παρότι ο γιατρός ήταν πρόσωπο εμπιστοσύνης, δε θα έμπαινεποτέ στον πειρασμό να του πει την αλήθεια: να του πει πως οΡωμανός ήταν ζωντανός και πως αραιά και πού μάθαινε νέατου.

«Πολλές φορές το ψέμα λειτουργεί θεραπευτικά, Μαρία», τηςείπε ο γιατρός εγκαταλείποντας τις τυπικότητες. «Πες της ό,τιθέλει να ακούσει, αποφεύγοντας μόνο τις σαφείς υποσχέσεις. Ημητέρα σου υποφέρει από ανίατα ψυχικά τραύματα. Λίγηελπίδα, έστω και ψεύτικη, θα την ανακουφίσει».

Η κοπέλα παρέμεινε ανέκφραστη, αλλά μέσα της ήταν πολύταραγμένη. Τόσα βάρη μαζεμένα ήταν αδύνατο να τα αντέξειακόμα κι εκείνη, που υπήρξε τέρας αντοχής για όλη της τη ζωή.Ήταν έφηβη όταν είχε ζήσει το άγριο διαζύγιο των γονιών της,τον καινούριο γάμο του πατέρα της με μια γυναίκακαταστροφική σαν θεομηνία, την ψυχική κατάρρευση τηςμητέρας της και τον εγκλεισμό της σε ίδρυμα, κατόπιν τηδολοφονία του πατέρα της και της μητριάς της από άγνωστουςδράστες και τη φυλάκιση του αδερφού της με την κατηγορία τηςανθρωποκτονίας από πρόθεση και προμελέτη. Τα ’χε αντέξειόλα, ένα προς ένα, επιδεικνύοντας απίστευτο θάρρος καιδύναμη, τη στιγμή που όλοι πίστευαν ότι οι εξελίξεις θα τηνοδηγούσαν με μαθηματική ακρίβεια στην αυτοκτονία.

Ένα βουνό προβλήματα και το ’χε ανέβει όλο, φτάνοντας στηνκορυφή με πολλές απώλειες, αλλά τουλάχιστον ζωντανή. Κιαπό κει ψηλά είχε δει την αυτοκρατορία του πατέρα της νακαταρρέει, τους δανειστές να κατασπαράζουν σαν θηρία όλητους την περιουσία και τον αδερφό της, πίσω απ’ τα κάγκελα

46

ενός κελιού, να φωνάζει υπερασπιζόμενος την αθωότητά του,χωρίς να τον πιστεύει κανείς.

Ένοχος για τη δολοφονία του Αλέξανδρου Κατρά και τηςμητριάς του Μιράντας Βαλέρη ήταν η ετυμηγορία. Κίνητροθεωρήθηκε η ερωτική αντιζηλία. Ποινή ήταν η ισόβια κάθειρξήτου κι εκατοντάδες πρωτοσέλιδα, που είχαν μετατρέψει τη ζωήδύο οικογενειών σε κολαστήριο και είχαν ρίξει τη δική της ζωήστον κατήφορο. Είχε χάσει τα πάντα: την οικογένειά της, τοκαλό της όνομα, την περιουσία της, και τώρα το σύζυγό της.Πόσο ν’ άντεχε κι αυτός; Είχε κάνει φιλότιμες προσπάθειες ναπαραμείνει στο πλευρό της ανεπηρέαστος από τις συνεχείςψυχικές μεταπτώσεις της, αλλά στο τέλος λύγισε. Τον κέρδισεκάποια άλλη γυναίκα, περισσότερο ευχάριστη, από την ίδια.Κάποια με λιγότερους εφιάλτες και φυσιολογική ζωή. Κάποιαπου απολάμβανε την ερωτική του επιθυμία και τις εκδηλώσειςτης τρυφερότητάς του, και δεν υπέμεινε τη συνεύρεση μαζί τουμόνο και μόνο για να γίνει μητέρα. Κάποια που, πολύ απλά,ζούσε στο παρόν και δε συνομιλούσε με φαντάσματα.

Αχ, Ρωμανέ, σκέφτηκε κλείνοντας τα μάτια. Αν ήσουν κοντάμου, δε θα φοβόμουν τίποτα. Πάντα είχες το χάρισμα νακαταλαβαίνεις τους ανθρώπους, να διαβάζεις το μυαλό τους.Ήσουν ικανός να σχεδιάζεις την άμυνα για κάθε επίθεση. Σουαρκούσε ένα βλέμμα για να διακρίνεις την υποκρισία και ναξεχωρίσεις όσους άξιζαν. Κανείς δεν μπορούσε να σεξεγελάσει. Σου έφτανε μία λέξη για να ξεμπροστιάσεις το ψέμα.Αν σε άκουγαν· αν σου έδιναν την ευκαιρία να αποδείξεις τηναθωότητά σου·

Τι έχει μείνει τώρα; αναρωτήθηκε η γυναίκα βουρκώνοντας. Ηζωή συνεχίζεται για όλους εκτός από μας. Κι αν καταντήσω κι

47

εγώ σαν τη μαμά, τρελή ανάμεσα σε τρελούς, με σποραδικέςεκλάμψεις διαύγειας που δε θα ναι ποτέ αρκετές για ναμεγαλώσω σωστά το παιδί μου·

«Πήγαινε στο σπίτι σου, Μαρία», τη συμβούλεψε τρυφερά ογιατρός. «Ξεκουράσου και σταμάτα να βασανίζεσαι. Έχειςπεράσει πολλά, δε χρειάζεται να τα περάσει όμως και το παιδίσου. Η μητέρα σου είναι σε καλά χέρια. Έχει όση βοήθειαχρειάζεται εδώ. Τώρα πρέπει να κοιτάξεις και τον εαυτό σου· »«Έχετε δίκιο», ψέλλισε κι αφού σκούπισε αμήχανα τα μάτιατης, σηκώθηκε. «Θα έρθω πάλι την άλλη βδομάδα».

«Θα σε περιμένω».

Ήταν μια όμορφη ανοιξιάτικη μέρα.

Κάτω από άλλες συνθήκες, σε κάποια άλλη εποχή, η ΜαρίαΚατρά θα χαμογελούσε.

ΚΤΗΜΑ ΡΑΒΕΝ, ΓΑΛΛΙΑ

«Αυτή η γυναίκα έχει απίστευτο θράσος!» μουρμούρισε μέσααπ’ τα δόντια του ο Άλεξ ξεκαβαλικεύοντας τη φοράδα. Τηνέδεσε πρόχειρα σ ένα δοκάρι στο στάβλο και περίμενεανυπόμονα να κάνει το ίδιο κι ο Ζακ με τον Ντάρκο. «Είναιυπερβολικά θαρραλέα ή υπερβολικά ηλίθια», συνέχισε τοθυμωμένο του μονόλογο. «Της είπα να μην ξαναπατήσει εδώ, κιαυτή το βιολί της. Δεν την τρόμαξα την πρώτη φορά. Τώρα θατο κάνω!»

Μέχρι κι ο Ζακ λιγοψύχησε για μια στιγμή. Έτσι όπως ήτανμαυροντυμένος και έξαλλος από θυμό, έμοιαζε με τον Σατανάαυτοπροσώπως. Δεν είχε καταλάβει ακριβώς τι συνέβαινε, αλλά

48

άπλωσε το χέρι του για να σταματήσει το φίλο του. «Ποιαείναι;» θέλησε να μάθει.

«Μια πιτσιρίκα απ’ το χωριό. Με παραμόνευε τις προάλλες.Ήθελε να διαπιστώσει αν όντως συγγενεύω με το τέρας τουδόκτορα Φρανκενστάιν».

«Και τώρα τι; θα της επιβεβαιώσεις τη συγγένεια;» σάρκασε.«Άσε με να της μιλήσω εγώ. Ίσως ο δικός μου τρόπος να φανείπιο αποτελεσματικός».

«Έλα μαζί μου, αν θες. Δε με απασχολεί. Την κουβέντα όμωςθα την κάνω εγώ, κι εσύ δε θα τολμήσεις να παρέμβεις».

Ο Ζακ δε θα ήθελε καθόλου να βρίσκεται στη θέση τηςκοπέλας εκείνη τη στιγμή. Έτσι όπως πήγαινε προς το μέροςτης, ψηλός, επιβλητικός και· διαολισμένος, ήταν τρομακτικόθέαμα. Η δύστυχη κοπέλα θα νόμιζε ότι αντίκριζε τον κόμηΔράκουλα.

«Καλημέρα, κύριε», είπε φιλικά το κορίτσι, τολμώντας μάλιστανα διαβεί την πύλη που άνοιξε μπροστά της. Δεν έδειχνε νααντιλαμβάνεται το θυμό του Άλεξ. Ήταν περισσότεροαπασχολημένη με τον αγώνα της να ξελαχανιάσει. «Καλημέρακαι σε σας, μεσιέ». Πήρε μια ανάσα. «Δε θα τολμούσα ναξαναπατήσω το πόδι μου εδώ, αν δεν έκρινα πως ήταν επείγον.Ήρθαν κάποιοι ξένοι στο χωριό. Μιλούσαν αγγλικά. Έκατσανγια φαγητό στην ταβέρνα της μαμάς και τους σερβίρισα εγώ.Σίγουρα νόμιζαν πως επειδή είμαι από χωριό δε θακαταλάβαινα τη γλώσσα τους. Όμως ξέρω αρκετά καλάαγγλικά, κύριε. Τα έμαθα μόνη μου. Τους άκουσα λοιπόν ναλένε πως θα έρθουν το βράδυ για τις φωτογραφίες. Μάλλονθέλουν να φωτογραφίσουν το σπίτι και το κτήμα. Συμπέρανα

49

πως τους έχει στείλει κάποιο περιοδικό·»

Ο Άλεξ μαλάκωσε. Έστρεψε το κεφάλι του λίγο για να μηφαίνονται τόσο οι ουλές κάτω από την καλύπτρα. Ο ήλιοςάρχιζε να ανεβαίνει κι ένιωθε άβολα απέναντι στην ανθρώπινηπεριέργεια.

Δεν το επιδίωξε, αλλά έριξε μια κλεφτή ματιά στο νεανικόστήθος που ανεβοκατέβαινε κοφτά με κάθε της ανάσα. Διάβολε,είχε περάσει καιρός απ’ την τελευταία φορά που επισκέφτηκετην πόλη. Θα το τακτοποιούσε. Σύντομα κιόλας.

Ξερόβηξε κι αγριοκοίταξε τον Ζακ, που σαν παμπόνηρη αλεπούαντιλήφθηκε αμέσως τις σκέψεις του. «Πήγαινε βρες τους καιμήνυσε’ τους πως μπορούν να έρθουν και τώρα, αν τοεπιθυμούν. Θα τους υποδεχτούν τα σκυλιά μου».

Το κορίτσι χαχάνισε. «Έτσι να πω;»

«Κατά λέξη».

«Όπως επιθυμείτε». Κίνησε να φύγει, πολύ ευχαριστημένη μαυτή τη μικρή συνωμοσία.

«Νικόλ», τη σταμάτησε ο Άλεξ. «Θα σου ήμουν αληθινάυπόχρεος, αν ειδοποιούσες πριν έρθεις. Είναι επικίνδυνο,ξέρεις. Πολλές φορές αφήνω τα σκυλιά ελεύθερα έξω απ’ τηνπύλη. Δε θα διστάσουν να σε κομματιάσουν».

Η κοπέλα τον κοίταξε δίχως να κρύψει την απογοήτευσή της.«Θα είμαι ειλικρινής μαζί σας, μεσιέ. Ήξερα πως θαμπορούσατε να τα βγάλετε πέρα μια χαρά με μια χούφταπερίεργους, αλλά ήρθα ως εδώ γιατί το ήθελα. Δε σας

50

πολυσυμπαθώ, αλλά σκέφτηκα να σας προτείνω κάτι».

Ο Ζακ χαμήλωσε το κεφάλι για να κρύψει το γέλιο του. Ανμπορούσε, θα είχε ξεκαρδιστεί.

«Έχεις κάτι να μου προτείνεις;» Ο Άλεξ δεν πίστευε στ’ αφτιάτου.

«Ναι. Το σκέφτηκα όταν με πήγατε στην κουζίνα σας για να μουπροσφέρετε φαγητό. Με όλο το σεβασμό, κύριε, αλλά αυτή ηκουζίνα κάνει μόνο για γουρούνια. Είστε λίγο· πώς να το πω;εεε··· ακα-τάστατοςΛΚι είναι πολύ λογικό, αφού είστε εργένης.Μαγειρεύετε, δε, απαίσια. Πως θα σας φαινόταν λοιπόν αναναλάμβανα το νοικοκυριό;» του πέταξε, και δεν πτοήθηκεκαθόλου όταν είδε τον Άλεξ να κουνά αμέσως αρνητικά τοκεφάλι. Για να μη χάσει το κουράγιο της, συνέχισε: «Το χωριόείναι βαρετό κι η δουλειά στην ταβέρνα δε μ’ αρέσει καθόλου.Αφήστε που τα χρήματα είναι λίγα. Είμαι δουλευταρού καιμαγειρεύω εξαιρετικά. Αν συμφωνήσουμε να αναλάβω το σπίτισας και τη διατροφή σας, θα βγούμε κι οι δύο κερδισμένοι. Εγωθα μαζέψω γρήγορα χρήματα για να φύγουμε με τοναρραβωνιαστικό μου στο Παρίσι και να ζήσουμε εκεί, κι εσείςθα ξεβρομίσετε. Δε χρειάζεται καν να συναντιόμαστε·κανονίζεται αυτό. Θα σας λέω την ώρα που θα ’ρχομαι, κι εσείςτότε θα ασχολείστε με τις δουλειές σας. Τι λέτε, μεσιέ; Δενείναι καλή η ιδέα μου;»

Ο Άλεξ πέταγε τη σκούφια του για λίγο νόστιμο σπιτικόφαγητό, αλλά φρόντισε να μην το δείξει. Έκανε πως ζύγιζε στομυαλό του την πρότασή της.

Γιατί όχι; σκέφτηκε. Με το ζόρι εκτελούσε τα χρέη τουνοικοκυριού τόσο καιρό. Κι η παρουσία αυτής της θρασύτατης

51

δεσποινίδας στο σπίτι του θα μπορούσε πράγματι να περάσειαπαρατήρητη, αν φαινόταν προσεκτικός. «Θα δούμε αν είναικαλή η ιδέα σου μετά τη δοκιμαστική περίοδο», είπε ξερά. «Ωςεργοδότης έχω απαιτήσεις, και είμαι αμείλικτος σε αυτούς πουχώνουν παντού τη μύτη τους. Μπορεί να μη με βλέπεις, αλλάνα ξέρεις πως ανά πάσα στιγμή θα ελέγχεσαι. Σύμφωνοι;»

«Σύμφωνοι!» αναφώνησε ενθουσιασμένη η κοπέλα και τουέδωσε το χέρι.

Ο Άλεξ ανταπέδωσε τη χειραψία κρατώντας το πρόσωπό τουστραμμένο στο πλάι.

Όταν το κορίτσι έφυγε, ξεκίνησε πρώτος πάλι για τουςστάβλους, ξέροντας πως πίσω του ερχόταν ο Ζακ σκασμένοςστα γέλια. «Σ’ ακούω», τον προειδοποίησε φτάνοντας μεμερικές δρασκελιές τον Ντάρκο. Τον έλυσε απ’ το δοκάρι κιέσφιξε τα γκέμια τόσο δυνατά, που παρά τα γάντια πουφορούσε, τον έτσουξαν τα χέρια του.

«Κοίταξες το στήθος της», είπε ήρεμα ο Ζακ μόλις έλυσε με τησειρά του τη φοράδα.

«Είσαι διεστραμμένος. Παιδί είναι».

«Δεν το κοίταξα εγώ, φίλε. Εσύ το ’κάνες. Πότε ήταν ητελευταία φορά που·»

«Βοΰλωσ’ το, Ζακ», του πέταξε θιγμένος, αλλά αμέσως μετάσυνοφρυώθηκε. «Τρεις μήνες», παραδέχτηκε ένοχα στο φίλοτου.

«Τρεις μήνες, ε;» Του έδωσε ένα παρηγορητικό χτύπημα στην

52

πλάτη. «Είναι σοβαρή η κατάστασή σου, αδερφέ. Κι από αύριοσε βλέπω να κάνεις κρύα ντους κάθε τρεις και λίγο».

Ο Άλεξ του έριξε ένα φαρμακερό βλέμμα. «Ώρες ώρεςαναρωτιέμαι γιατί έσωσα τότε το παλιοτόμαρό σου.Υποψιάζομαι πως θα ήμουν πιο ευτυχισμένος αν σε άφηνα νασε φάνε οι λύκοι της Βο-σνίας».

«Ώρες ώρες κι εγώ αναρωτιέμαι γι αυτό, Γιατρέ. Αφού πάνταζήλευες την ομορφιά μου..’.»

Ο Άλεξ γέλασε, αλλά δεν παρέλειψε να τον στολίσει με μιαβλαστήμια ειπωμένη μελιστάλαχτα στη μητρική του γλώσσα.Άρχισαν να βαδίζουν πλάι πλάι προς το σπίτι.

«Με έβρισες τώρα», παρατήρησε ο Ζακ! «”Οταν μιλάςελληνικά, συνήθως με βρίζεις».

«Δε σ’ έβρισα».

«Μ’ έβρισες».

Θα πρέπει να συνέχισαν σε αυτό το μοτίβο για πάνω από πέντελεπτά, μέχρι που βαρέθηκαν κι άρχισαν να αναζητούν άλλολόγο για να στήσουν καβγά.

Πάντα έτσι ήταν. Απ’ την εποχή που έπρεπε να εφεύρουν απλάπαιχνίδια για να μην τρελαθούν. Απ’ την εποχή πουυπηρετούσαν μαζί τη μόνη πατρίδα που δεν τους πρόδωσε ποτέ:τη Λεγεώνα των Ξένων.

Τρία χρόνια πριν, αρχές

53

καλοκαιριού, κτήμα Ραβέν, ΓαλλίαΟι ΕΠΙΣΚΕΨΕΙΣ ΤΟΥ ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ αποτελούσαν κοσμογονικόγεγονός, γι’ αυτό επικράτησε απόλυτη σιωπή μόλις τον είδαν. Ημουσική σταμάτησε και τα βλέμματα όλων στράφηκαν πάνωτου, άλλα με θαυμασμό, άλλα με δέος, αρκετά με φόβο, καιελάχιστα με γνήσια χαρά. Ένα απ’ αυτά τα χαρούμενα βλέμματαήταν και της νεαρής Νικόλ, που μάζεψε την ουρά του νυφικούτης και έτρεξε να τον προϋπαντήσει. «Ελάτε, μεσιέ!» φώναξε μεενθουσιασμό. «Η θέση σας είναι εκεί, στην κορυφή τουτραπεζιού. Σας περιμέναμε».

Κάποιοι έσκυψαν το κεφάλι στο πέρασμά του και μερικοί δεναντιστάθηκαν στον πειρασμό να τον παρατηρήσουν καλύτερα.Δεν τους παρεξήγησε. Απ’ τη στιγμή που πήρε την απόφαση ναμοιραστεί τη χαρά της Νικόλ και να παραστεί στο γαμήλιογλέντι, ήξερε καλά τι θα αντιμετώπιζε. Θα ήταν το κύριο θέμασχολιασμού όλη νύχτα. Θα ένιωθε συνεχώς τα γεμάταπεριέργεια βλέμματά τους και θα έκανε τους ψιθύρους νασταματούν όποτε θα έριχνε στους περίεργους μιαπροειδοποιητική ματιά. Απ’ αυτόν εξαρτιόταν αν θα ενοχλείτο ήαν θα διασκέδαζε. Κι απόψε είχε επιλέξει να διασκεδάσει.

«Έξυπνο κορίτσι», παίνεψε χαμηλόφωνα τη Νικόλ μόλις είδε τηθέση που του είχε κρατήσει: στην κορυφή του. τραπεζιού, όπωςτου άξιζε, αλλά με τα διπλανά καθίσματα άδεια και διακριτικόέως ελάχιστο φωτισμό. «Θα είμαι καλά, μην ανησυχείς», τηδιαβεβαίωσε. «Απόψε είναι η βραδιά σου. Ορίστε το γαμήλιοδώρο μου».

Έβγαλε απ’ την τσέπη της μαύρης καμπαρντίνας του ένα μοββελούδινο κουτί σε σχήμα κοχυλιού και της το έδωσε. «Το

54

διάλεξε ο Ζακ. Είπε πως θα ταιριάζει θαυμάσια με τα χρώματάσου».

Η Νικόλ άνοιξε με τρόπο το κουτί και έβγαλε το μενταγιόνκοιτώντας το έκθαμβη. Ένα ρουμπίνι ολόιδιο με δάκρυπεριστοιχισμένο από λευκές πέτρες -δεν τολμούσε να υποθέσειότι ήταν διαμάντιαάστραψε στο ημίφως, και άφησε να τηςξεφύγει ένα επιφώνημα έκπληξης και θαυμασμού. «Μην τοφορέσεις τώρα», τη συμβούλεψε ο Άλεξ. «Είναι η μέρα τουγάμου σου. Δε θέλουμε να δώσουμε τροφή στις κακέςγλώσσες, έτσι δεν είναι;»

«Βάλτε φαγητό και κρασί στον κύριο Γκρέι!» διέταξεσυγκινημένη η Νικόλ. «Τι κάθεστε; Τώρα που είμαστε όλοιεδώ, ας γλεντήσουμε μέχρι το πρωί!»

Ο Άλεξ ύψωσε το ποτήρι του και ήπιε την πρώτη γουλιά. Τονμιμήθηκαν όλοι. Το μούδιασμα που προκάλεσε η παρουσία τουξεπεράστηκε γρήγορα. Οι οργανοπαίκτες ξαναβρήκαν το ρυθμότους, η φωτιά στο κέντρο της πλατείας φούντωσε και τατραπέζια εφοδιάστηκαν με πήλινες κανάτες γεμάτες με τομεθυστικό κρασί της περιοχής.

Ήπιε κι εκείνος αρκετά. Χαλάρωσε. Η μπότα του κάτω απ’ τοτραπέζι ανεβοκατέβαινε ρυθμικά στους σκοπούς τωνπαραδοσιακών και λαϊκών τραγουδιών και τα χείλη τουχαμογέλασαν πολλές φορές κατά τη διάρκεια της νύχτας. Είχεμισομεθύσει. Έχασε τον πλήρη έλεγχο των σκέψεών του και,καθώς τα γέλια και τα τραγούδια αντηχούσαν στο κεφάλι του, οιεικόνες ήρθαν και τον αιφνιδίασαν. Ένας άλλος γάμος στομακρινό παρελθόν’ μια όμορφη νύφη που και μόνο το χαμόγελότης σου έκοβε την ανάσα· ένας γαμπρός να χορεύειπαραληρώντας από έρωτα: ο πατέρας του. Ήταν η αρχή του

55

τέλους. Πέντε χρόνια μόνο κράτησε η ευτυχία.

Ο Ρωμανός Κατράς ήταν το πρωτότοκο παιδί του Αλέξανδρουκαι της Μελίνας Κατρά, δύο ανθρώπων που παντρεύτηκαν μόνοκαι μόνο για να ενωσουν τα πλούτη τους και τη δύναμή τους.Αργότερα ήρθε και η αγάπη, όχι με το σαρωτικό τρόπο πουπαρουσιάζεται στα μυθιστορήματα, αλλά ήρθε. Ήτανπερισσότερο αμοιβαίος σεβασμός και γαλήνη. Όσα δεν είχε οένας τα συμπλήρωνε ο άλλος, κι η ζωή κυλούσε δίχωςανατροπές κι εκπλήξεις. Η Μελίνα ήταν στοργική μητέρα κι οΑλέξανδρος ισχυρό πατρικό πρότυπο. Ανέτρεφαν τα δυο τουςπαιδιά δείχνοντάς τους από νωρίς ποιος ήταν ο προορισμόςτους: να συνεχίσουν την παράδοση της οικογένειας και ναγίνουν πρωταγωνιστές των εξελίξεων. Να γίνουν οι άξιοιδιοικητές ενός εμπορικού στόλου που όργωνε τις θάλασσες τουπλανήτη και γεννούσε το θαυμασμό και το φθόνο τωνανταγωνιστικών εφοπλιστικών ομίλων.

Σύντομα ωστόσο έγινε φανερό πως ο γιος τους δεν είχε τιςικανότητες να αντεπεξέλθει σε αυτό το ρόλο. Θα πρέπει ναπήγαινε ακόμα στο δημοτικό, όταν ο Αλέξανδροςσυνειδητοποίησε πως το αγόρι του δεν ήταν πλασμένο για ναδίνει μάχες στο σκληρό χώρο των επιχειρήσεων και να παίρνειμεγάλα ρίσκα. Προτιμούσε τα βιβλία του κι ήταν ασθενικός.Δεν έπαιζε ποτέ ποδόσφαιρο όπως οι συνομήλικοί του, είχε μιαευγένεια παράταιρη για αρσενικό, και στους καβγάδες έβγαινεπάντα χαμένος. Ήταν τόσο αδύνατος, που τα κόκαλά τουδιαγράφονταν με λεπτομέρειες κάτω απ’ τα ρούχα του, καιφοβόταν με το παραμικρό: με τα αδέσποτα σκυλιά πουσυναντούσε στο δρόμο, με τα βαρελότα της Ανάστασης· Μόνοστα βιβλία του και στους σκοτεινούς ήρωες των ιστοριών τουέβρισκε την ευτυχία. Κλεισμένος στο δωμάτιό του,

56

απρόσβλητος από τις προσδοκίες των άλλων, ήτανπαντοδύναμος. Γιατί ένιωθε πως κρατούσε τη ζωή του σταχέρια του δεν υπέφερε πασχίζοντας να γίνει το αγόρι πουήθελαν όλοι. Κρυμμένος στο δωμάτιό του, δεν ήταν η ντροπήτων Κατράδων. Εκεί μπορούσε να χάνεται με τις ώρες στιςμελωδίες της κλασικής μουσικής που τόσο αγαπούσε και ναμελετά τα μυστήρια της ανθρώπινης ψυχής διαβάζοντας τιςμελέτες κορυφαίων ψυχιάτρων και ψυχαναλυτών.

Δε θυμόταν να είχε ποτέ φίλους. Δε θυμόταν να είχε ακούσειμια καλή κουβέντα από παιδιά της ηλικίας του. Μόνο οιδάσκαλοι και οι καθηγητές του τον ξεχωριζαν. Τον θεωρούσανπαράδειγμα προς μίμηση. «Εσύ θα πας μπροστά», συνήθιζαν ναλένε. «Μια μέρα θα γίνεις διάσημος, κι εμείς θα λέμε μεπερηφάνια πως υπήρξαμε δάσκαλοί σου».

Όλες οι προσπάθειες των γονιών του να δυναμώσουν τοχαρακτήρα του απέτυχαν παταγωδώς. Τα πανάκριβα αγορίστικαπαιχνίδια που του έπαιρναν στοιβάζονταν το ένα πίσω απ’ τοάλλο στο πατάρι του δωματίου του. «Η Μαρία έπρεπε να είχεγεννηθεί άντρας», του είπε μια μέρα κατάμουτρα ο πατέρας του.«Είσαι ελεύθερος να διαλέξεις όποιο δρόμο θες στη ζωή σου,αλλά να ξέρεις πως με έχεις απογοητεύσει. Ο γιος μουκαθηγητάκος!» αναφώνησε περιφρονητικά. «Όλη μέρα μεχαρτιά και βιβλία σαν γυναικούλα. Εσύ, που έπρεπε να λυγίζειςσίδερα και να τρως με το κουτάλι τους ωκεανούς! Είχα άλλαόνειρα για σένα, Ρωμανέ. Τι έφταιξε και βγήκες έτσι;»

Τι να του εξηγούσε; Τον καταλάβαινε κι αυτόν. Είχε έμφυτο τοχάρισμα να συναισθάνεται τους ανθρώπους, κι η ψυχικήκατάσταση του πατέρα του ήταν εύκολα ερμηνεύσιμη. Δενμπορούσε να τον ανακουφίσει όμως, όπως θα έκανε μια μέρα

57

με τους δικούς του ασθενείς. Δεν μπορούσε να γίνει κάτι πουδεν ήταν. Θα παρέμενε πάντα μια ψηλόλιγνη, ασθενική φιγούρασκυμμένη πάνω από βιβλία και συγγράμματα. Θα συνέχιζε ναακούει κλασική μουσική και να αποστρέφεται τις λεγόμενες«αντρικές» ασχολίες. Και θα ξενυχτούσε άγρια μόνο για τηνεπιστήμη του, όχι για να εντυπωσιάσει τα κορίτσια και να δείξειτη μαγκιά του. Αυτό ήταν το πεπρωμένο του. Και θα τοακολουθούσε πιστά, αδιαφορώντας για τις επιθυμίες τωνάλλων.

Καθώς περνούσαν τα χρόνια και συνειδητοποιούσαν όλοι πωςτίποτα δεν άλλαζε, τον άφησαν επιτέλους ήσυχο. Ο Ρωμανόςυπήρχε και δεν υπήρχε στο σπίτι· ήταν μαζί τους και δεν ήταν.Η ζωή του και τα ενδιαφε’ροντά του τους απασχολούσαν όσομια μύγα που μπήκε στην τραπεζαρία την ώρα του δείπνου.Ήταν ενοχλητική, αλλά παρέμενε ένα ασήμαντο έντομο, που θαμπορούσαν, αν ήθελαν, να το διώξουν με μια απλή κίνηση τουχεριού.

Ήταν δεκαοχτω χρόνων όταν φάνηκε η πρώτη ρωγμή στομονότονο προκαθορισμένο μονοπάτι του. Χαμένος όπως ήτανστον κόσμο του, δεν είχε αντιληφθεί τα σημάδια, τα πρώτασύννεφα. Η λέξη «διαζύγιο» τον χτύπησε σαν κεραυνός. Καιτου ανακοινώθηκε την ίδια μέρα που έγινε δεκτός με υποτροφίασε ένα από τα σπουδαιότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Του τοείπαν ψύχραιμα, πολιτισμένα, αλλά εκείνος κατάλαβε το ψέμαμε την πρώτη ματιά που έριξε στη μητέρα του. Το βλέμμα τηςήταν γεμάτο πόνο κι απόρριψη. Η επιφάνεια παρέμενε ατσαλάκωτη,

λουστραρισμένη, αλλά μέσα της μαινόταν καταιγίδα. Δενέκλαιγε, όμως ο Ρωμανός θα προτιμούσε να τη δει να σπαράζει

58

να θρηνεί να εξωτερικεύει την πίκρα της αντί να τη θάβει όσο τοδυνατόν πιο βαθιά. Ήταν επικίνδυνο αυτό, το ήξερε καλά. Δε θαείχε καλή κατάληξη η μητέρα του.

Και δεν έπεσε έξω.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και την είδε να διαβαίνει αμίλητη τιςπύλες της νευρολογικής κλινικής για πρώτη φορά. Δενξανάκουσε τη φωνή της από τότε, παρότι την επισκεπτόταν όσοσυχνότερα του επέτρεπαν η απόσταση ενός ωκεανού και οιαπαιτητικές σπουδές του. Μόνο την έβλεπε καθισμένη στηνπολυθρόνα της, δίπλα στο παράθυρο του δωματίου της, με τοβλέμμα καρφωμένο στο ίδιο απροσδιόριστο σημείο, να μπλέκεικαι να ξεμπλέκει αφηνιασμένα τα δάχτυλά

της.

Η ψυχική ασθένεια της μητέρας του είχε ως αποτέλεσμα νακλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και να αφοσιωθείσε βαθμό εμμονής στην επιστήμη του. Κι όταν ο πατέρας τουτου ανακοίνωσε πως μια νέα γυναίκα θα μοιραζόταν τη ζωή καιτο επώνυμό του, αποδέχτηκε την είδηση στωικά, δίχως ναεκδηλώσει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Ήταν δικαίωμά του,ακόμα κι αν αποφάσιζε να κάνει δέκα γάμους. Όπως ήταν καιδικαίωμα δικό του να αποστασιοποιηθεί και να δείξει από τηνπρώτη κιόλας στιγμή σ εκείνη τη γυναίκα και την κόρη της πωςδε θα τις θεωρούσε οικογένειά του.

Η αδερφή του το είχε πάρει πιο βαριά. Καθώς η αγάπη πουέτρεφε για τον πατέρα τους άγγιζε τα όρια της λατρείας,βρισκόταν σε κατάσταση υστερίας για πολύ καιρό. «Είναι μιαπόρνη, Ρωμανέ!» του έλεγε συνέχεια. «Τη Μιράντα Βαλέρηβρήκε να παντρευτεί; Δεν ξέρει; Δεν έχει ακούσει; Θα

59

κουβαληθεί στο σπίτι μας με το μυξιάρικο της και θαπαριστάνει την κυρία. Ποια, αυτή! Μια βρομοθεατρίνα!»

«Ο καθένας κάνει τις επιλογές του», της απαντούσε εκείνος,«θα δούμε πώς θα πάει».

«Δεν τη θέλω στο σπίτι μας, Ρωμανέ. Δεν τη θέλω!»

«Δείχνει ωστόσο να νοιάζεται γι’ αυτόν· »

«Περνιέσαι για ιδιοφυΐα, αλλά μου φαίνεται ότι δεν μπορείς ναδεις πέρα από τη μύτη σου. Τώρα που ξόφλησε, ψάχνει γιαεξασφάλιση. Και μα την Παναγία, πέτυχε τον πρώτο λαχνό. Δενήξερε ως τώρα σε ποιο κρεβάτι κοιμόταν και σε ποιο ξυπνούσε,και βρήκε τον ηλίθιο τον μπαμπά για να πλασάρει τα κόλπα της.Τη μισώ! Τους μισώ και τους δύο!»

Το μίσος της Μαρίας δε στάθηκε τελικά εμπόδιο στηνπραγματοποίηση αυτού του γάμου. Η Μιράντα Βαλέρη πήρε τηθέση της μητέρας τους στο σπίτι και φρόντισε απ’ την αρχή ναχτίσει μια υποφερτή σχέση με τα παιδιά του άντρα της. Έναχρόνο κράτησαν μόνο οι μάχες με τη Μαρία. Έπειτα η αδερφήτου ηρέμησε κι έπαψε να ασχολείται. Είχε καταλάβει ότι ήτανανώφελο να το πολεμάει. Η Μιράντα Βαλέρη, από την πλευράτης, είχε αποδείξει ότι δεν ήταν το τέρας που νόμιζαν όλοι.

Το μυαλό του Ρωμανού ταξίδεψε στην κόρη της Μιράντας, καιχαμογέλασε. Αυτή μάλιστα, ήταν στ’ αλήθεια αξιαγάπητη. Τοπαιδικό της χαμόγελο μπορούσε να φωτίσει τον κόσμοολόκληρο. Εντάτραπεζαρία την ώρα του δείπνου. Ήτανενοχλητική, αλλά παρέμενε ένα ασήμαντο έντομο, που θαμπορούσαν, αν ήθελαν, να το διώξουν με μια απλή κίνηση τουχεριού.

60

Ήταν δεκαοχτώ χρόνων όταν φάνηκε η πρώτη ρωγμή στομονότονο προκαθορισμένο μονοπάτι του. Χαμένος όπως ήτανστον κόσμο του, δεν είχε αντιληφθεί τα σημάδια, τα πρώτασύννεφα. Η λέξη «διαζύγιο» τον χτύπησε σαν κεραυνός. Καιτου ανακοινωθηκε την ίδια μέρα που έγινε δεκτός με υποτροφίασε ένα από τα σπουδαιότερα πανεπιστήμια των ΗΠΑ. Του τοείπαν ψύχραιμα, πολιτισμένα, αλλά εκείνος κατάλαβε το ψέμαμε την πρώτη ματιά που έριξε στη μητέρα του. Το βλέμμα τηςήταν γεμάτο πόνο κι απόρριψη. Η επιφάνεια παρέμενε ατσαλάκωτη,

λουστραρισμένη, αλλά μέσα της μαινόταν καταιγίδα. Δενέκλαιγε, όμως ο Ρωμανός θα προτιμούσε να τη δει νασπαράζει· να θρηνεί· να εξωτερικεύει την πίκρα της αντί να τηθάβει όσο το δυνατόν πιο βαθιά. Ήταν επικίνδυνο αυτό, τοήξερε καλά. Δε θα είχε καλή κατάληξη η μητέρα του.

Και δεν έπεσε έξω.

Δεν πέρασε πολύς καιρός και την είδε να διαβαίνει αμίλητη τιςπύλες της νευρολογικής κλινικής για πρώτη φορά. Δενξανάκουσε τη φωνή της από τότε, παρότι την επισκεπτόταν όσοσυχνότερα του επέτρεπαν η απόσταση ενός ωκεανού και οιαπαιτητικές σπουδές του. Μόνο την έβλεπε καθισμένη στηνπολυθρόνα της, δίπλα στο παράθυρο του δωματίου της, με τοβλέμμα καρφωμένο στο ίδιο απροσδιόριστο σημείο, να μπλέκεικαι να ξεμπλέκει αφηνιασμένα τα δάχτυλά

της.

Η ψυχική ασθένεια της μητέρας του είχε ως αποτέλεσμα νακλειστεί ακόμα περισσότερο στον εαυτό του και να αφοσιωθείσε βαθμό εμμονής στην επιστήμη του. Κι όταν ο πατέρας του

61

του ανακοίνωσε πως μια νέα γυναίκα θα μοιραζόταν τη ζωή καιτο επώνυμό του, αποδέχτηκε την είδηση στωικά, δίχως ναεκδηλώσει επιδοκιμασία ή αποδοκιμασία. Ήταν δικαίωμά του,ακόμα κι αν αποφάσιζε να κάνει δέκα γάμους. Όπως ήταν καιδικαίωμα δικό του να αποστασιοποιηθεί χρόνων, αλλάσυγκατένευσε. Ήξερε το λόγο: απόψε είχε ανοίξει μέσα του τοκουτί της Πανδώρας.

Με ένα χορό ξεκίνησαν όλα και τότε. Ήταν παραμονήΠρωτοχρονιάς, θυμόταν. Η μέρα των γενεθλίων του. Μόλιςείχε κλείσει τα είκοσι τέσσερα. Μια γυναίκα του ζήτησε ναχορέψουν.

Η Μιράντα.

«Θα χορέψεις μαζί μου, Ρωμανέ;» ρώτησε η Μιράντα και τοντράβηξε από την καρέκλα του. Ακολουθώντας με χάρη ταάτσαλα βήματά του όσο χόρευαν, συνέχισε: «Μπορεί ο πατέραςσου να μην το δείχνει, αλλά είναι περήφανος για σένα. Είναιτεράστια ακαδημαϊκή επιτυχία να καταφέρεις σε τόσο λίγαχρόνια να πάρεις πτυχίο και να αρχίσεις τη διατριβή σου στηνεπιστήμη σου, ακόμα και σε ένα πανεπιστήμιο των ΗΠΑ πουδίνει τη δυνατότητα στους καλυτέρους των καλύτερων νααποφοιτούν συντομότερα. Μονάχα που ο

Αλέξανδρος σε φοβάται λίγο. Ξέρει πολύ καλά πως είναιπανεύκολο για σένα να καταλαβαίνεις με μια ματιά ό,τιαισθάνεται».

Ο Ρωμανός κοκκίνισε. Ήταν πολύ ψηλός, γύρω στο ένα κιενενήντα, αλλά μπροστά σ’ αυτή τη γυναίκα ένιωθε νάνος. ΗΜιράντα Βαλέρη-Κατρά μπορεί να μην ήταν στην πρώτη τηςνεότητα, αλλά έμοιαζε σχεδόν συνομήλική του. Δεν τολμούσε

62

ούτε να την κοιτάξει. Οι παλάμες του είχαν ιδρώσει κι οικινήσεις του ήταν άγαρμπες. Αντιλήφθηκε κάποιουςκαλεσμένους να χαμογελούν συγκαταβατικά, κι ιδρώταςέλουσε όλο του το κορμί.

«Δεν έχεις ξαναχορέψει με γυναίκα, Ρωμανέ;» τον ρώτησε ηΜιράντα, διασκεδάζοντας ολοφάνερα με την ταραχή του.

«Δε συνηθίζω να χορεύω».

«Δε με συμπαθείς, Ρ,ωμανέ; Δεν είμαι αρκετά καλή μητριά;»«Αν δε σε πειράζει, δε θέλω να χορέψουμε άλλο».

Σταμάτησε απότομα και την απομάκρυνε. Το κεφάλι του βούιζε.

Ψέλλισε μια δικαιολογία και πήγε σχεδόν τρέχοντας στηβεράντα. Έκανε παγωνιά, αλλά εκείνος συνέχιζε να ιδρώνει. Τοστομάχι του ανακατευόταν. Αφού δεν ήταν μαθημένος στοποτό, τι τον έπιασε και ήπιε τόσο; Μόλις συνερχόταν λίγο, θαέβρισκε το κουράγιο να καληνυχτίσει ευγενικά και να ανέβειστο δωμάτιό του. Εκεί θα ηρεμούσε, θα βρισκόταν στο γνώριμοκαταφύγιό του.

«Τι παράξενος που είσαι! Ο πατέρας σου με έστειλε να σεφωνάξω. Είσαι καλά;» άκουσε μετά από λίγο.

Ο Ρωμανός κοίταξε τη γυναίκα του πατέρα του σαν να ήταν ηΛερναίαΎδρα. Τυλιγμένη στη λευκή της γούνα, με τα μακριάξανθά μαλλιά της να κάνουν την όψη της απατηλά αθώα,ξύπνησε μέσα του συναισθήματα που πίστευε ότι δε θαδοκίμαζε ποτέ τουλάχιστον για εκείνη. Του άρεσε το άρωμά τηςκαι η γυαλάδα των χειλιών της το καθαρό γαλάζιο βλέμμα τηςκαι η θέα του γυμνού λαιμού της. Μέσα στη ζάλη του, του

63

άρεσαν πράγματα που απαγορευόταν να του αρέσουν. «Πήγαινεμέσα», της ψιθύρισε, ικετευτικά σχεδόν. «Θα έρθω κι εγώ σελίγο».

Άπλωσε το χέρι της για να απομακρύνει κάποιες τούφες απ’ τοπρόσωπό του. Εκείνος τινάχτηκε προς τα πίσω λες και τονπλησίασε φίδι. Τι του συνέβαινε; Πώς τολμούσε να νιώθειεκείνο το κάψιμο χαμηλά στο υπογάστριό του;

Η Μιράντα ήταν έμπειρη γυναίκα. «Ξέρω τι σου συμβαίνει», τουείπε τρυφερά. «Και δε χρειάζεται να νιώθεις ενοχές. Δεν μπορείνα μη σου έχει ξανασυμβεί. Απλώς τώρα έτυχε να σου το.προκαλέσω εγώ. Δεν μπορείς να απαρνηθείς τη φύση για χάρητης επιστήμης, Ρωμανέ. Έχει τους δικούς της νόμους· είναιαδύνατο να τη ναρκώνεις κατά βούληση. Έπρεπε να είχαμεκάνει νωρίτερα αυτή τη συζήτηση. Στην πραγματικότητα,έπρεπε να είχες κουβεντιάσει με τον πατέρα σου. Φέρεσαι σαννα μην έχεις πάει ποτέ με γυναίκα—»

Το κοκκίνισμά του ήταν ορατό ακόμα και στο φεγγαρόφωτο.«Κάνεις λάθος», κατάφερε να πει.

«Εντάξει, ίσως να χεις πάει. Αλλά όχι με αληθινή γυναίκα’ όχιμετά από αληθινό φλερτ. Το να πληρώνεις για να ανακουφιστείςή να εκτονώνεσαι με σχέσεις της μιας βραδιάς δε θεωρείταιακριβώς σεξουαλική εμπειρία».

«Δε ζήτησα τα φώτα σου», θέλησε να την προσβάλει, αλλά ηΜιράντα ξέσπασε σε γέλια.

«Α, είσαι στ’ αλήθεια πολύ αστείος, Ρωμανέ», είπε μόλιςξαναβρήκε την ανάσα της.

64

«Ο πατέρας μου θα σε ψάχνει», της υπενθύμισε.

«Ας με ψάχνει. Άλλωστε αυτό κάνει πάντα. Έχω βαρεθεί να μεψάχνει!»

Ο Ρωμανός κατάλαβε τι συνέβαινε. Ήταν καταπιεσμένη απ’ τηζήλια του άντρα της, κι αν δε φοβόταν την οργή του, θααναζητούσε νωρίτερα τρόπου’ς διαφυγής. Απόψε ο ίδιος ήτανμια διέξοδος· ήταν το παιχνίδι της, η μικρή αμαρτία που θαέσπαγε τη ρουτίνα της.

«Σου υπόσχομαι να κουβεντιάσουμε μια μέρα όλα όσα σεαπασχολούν», της είπε ήρεμα. «Μόνο πήγαινε μέσα».

«Ποιος μιλάει τώρα; Ο άντρας, ο γιος ή ο ψυχίατρος;»

«Και τα τρία».

«Ε λοιπόν δε θέλω να πάω μέσα, γιατρέ. Έχω ανάγκη από λίγηψυχανάλυση. Πειράζει; Στο κάτω κάτω, ο Αλέξανδρος μεέστειλε να σε βρω. Είσαι το μόνο αρσενικό που δε θα ζήλευεποτέ του. Δε σε έχει ικανό για τέτοια. Σε θεωρεί μαλθακό, καιυποστηρίζει πως δε θα συγκινήσεις ποτέ σου μια πραγματικήγυναίκα. “Ισως να μην έχει άδικο, αλλά αυτό δε με εμποδίζει ναθέλω τη συντροφιά σου».

«Εγώ όμως δε θέλω τη δική σου».

«Λες ψέματα». Τον πλησίασε, σηκώθηκε στις μύτες τωνποδιών της κι έκλεισε το πρόσωπό του στα χέρια της. «θες νασου αποδείξω πόσο μεγάλος ψεύτης είσαι, Ρωμανέ;»

Και του το απέδειξε. Τον φίλησε με όλη τη μαεστρία που τηςχάριζε η πείρα κι όλο το πάθος που γεννούσε η γνώση πως αυτό

65

που έκανε ήταν λάθος. Εκείνος ήταν αδύνατο να της αντισταθεί,αλλά του ήταν αδύνατο επίσης να αντιμετωπίσει τηθριαμβευτική έκφραση που απλώθηκε μετά στο όμορφοπρόσωπό της. Γι’ αυτό έφυγε τρέχοντας, έχοντας την αίσθησηπως σ’ αυτή την ένοχη πράξη υπήρχαν κι άλλοι μάρτυρες εκτόςαπ’ τις γυμνές τριανταφυλλιές του κήπου και το φεγγάρι.

Τα γεγονότα έδειξαν πως είχε δίκιο εκείνο το φιλί έγινε στηνπορεία ο δήμιός του. Γιατί εκείνο που πέρασε μες στη θολούρατου για μακρινή αστραπή ήταν το φλας μιας φωτογραφικήςμηχανής. Κι η καταγραφή αυτής της στιγμής από έναν αδιάκριτοφακό έγινε το δεύτερο ατράνταχτο ενοχοποιητικό στοιχείο πουοδήγησε τους δικαστές στην καταδίκη του.

Το διπλό φονικό έγινε περίπου ένα χρόνο αργότερα.

Ο Ρωμανός Κατράς συνελήφθη το ίδιο βράδυ καικαταδικάστηκε σε ισόβια κάθειρξη.

Δυόμισι χρόνια αργότερα εκμεταλλεύτηκε μια εξέγερση τωνκρατουμένων και κατόρθωσε ν’ αποδράσει.

Όλο αυτό το διάστημα που πέρασε σε εκείνο το κελί, οευγενικός και φιλήσυχος επιστήμονας Ρωμανός Κατράς πέθανεμέσα του, για να γεννηθεί κάποιος άλλος, που έμοιαζε αληθινόθηρίο. Μέσα σ£ εκείνες τις φυλακές απέκτησε τα πρώτασημάδια του τόσο στο σώμα όσο και στην ψυχή.

Δεν ήταν φονιάς, αλλά έγινε. Δεν ήταν ληστής, αλλά λήστεψε.Δεν είχε πεινάσει ποτέ του, αλλά έμαθε να τρώει κι απ’ τασκουπίδια. Δεν πολέμησε ποτέ του, αλλά έγινε στρατιώτης.

Ο πιο φονικός απ’ όλους.

66

Και το όνομα Άλεξ Γκρέι, αυτό που του δόθηκε από τηΛεγεώνα των Ξένων όταν οι περιπλανήσεις του τον οδήγησανεκεί, σίγουρα θα συζητιόταν ακόμα ανάμεσα στουςμισθοφόρους.

Ο χορός τελείωσε κι έκανε μια μικρή υπόκλιση προς τιμήν τηςνύφης. Το μυαλό του επέστρεψε στο παρόν. Δεν ξαφνιάστηκεκανείς όταν τον είδαν να ξεμακραίνει. Μόνος όπως πάντα,μαυροντυμένος κι απόμακρος. Σκοτεινός άγγελος κιαταίριαστος θνητός την ίδια στιγμή. Βαδίζοντας με το δικό τουτρόπο στα δικά του μονοπάτια.

Η μουσική σταμάτησε κι η Νικόλ βούρκωσε. Τη σιωπή πουαπλώθηκε ξαφνικά διέκοψε το μακρινό κλάμα ενός λύκου.

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ

Ο πόνος ήταν τόσο οξύς, που την έριξε στα γόνατα. Η. βούρτσατής έπεσε απ’ τα χέρια και η ανοιχτόχρωμη μπογιά έβαψε τοπαντελόνι της και τους μουσαμάδες. Άκουσε φωνές, αλλά δενκατάλαβε σε ποιους ανήκαν. Η πραγματικότητα άρχισε ναξεθωριάζει—

«··· Μια φορά κι έναν καιρό—» της έλεγε η φωνή, κι είδε τονεαυτό της παιδί να κάθεται στο κρεβάτι του στη σοφίτα. Οχώρος ήταν γεμάτος βιβλία: στο τραπέζι, στη βιβλιοθήκη, στοπάτωμα, παντού. Ακόμα κι η ντουλάπα ήταν ξέχειλη από χαρτιάκαι βιβλία. Αλλά της άρεσε. Τα παιδικά της δαχτυλάκιαστριφογύριζαν μια τούφα απ’ τα μαλλιά της καθώς τα μάτια της,ορθάνοιχτα, είχαν καρφωθεί στο στόμα που της διηγούντανεκείνη την όμορφη ιστορία.

«··· η μάγισσα λεγόταν Ρουέν, και ήταν τόσο λυπημένη που δεν

67

την ήθελε κανείς, ώστε τις νύχτες το κλάμα της ακουγόταν ωςτα πέρατα του κόσμου· »

Τι καλός που ήταν ο Ρωμανός! Μιλούσε τόσο όμορφα, κι οιιστορίες του ήταν τόσο συναρπαστικές! Θα μπορούσε νακάθεται όλη νύχια και να τον ακούει. Μέσα απ’ τα παραμύθιατου γινόταν κι εκείνη όμορφη πριγκίπισσα που, καβάλα στοάλογο με το βασιλόπουλο, πετούσε πάνω από θάλασσες, βουνάκαι μαγικούς καταρράκτες.

Ο Ρωμανός ήταν το είδωλό της. Δεν ήταν ιδιαίτερα όμορφος,αλλά ήταν τόσο ευγενικός και τόσο έξυπνος, που κανένας δενμπορούσε να συγκριθεί μαζί του. Όταν μεγάλωνε λίγο, θα τουζητούσε να την παντρευτεί. Έτσι, θα τον είχε πάντα δικό της γιανα της λέει συνέχεια τις ωραιότερες ιστορίες· «Ώρα για ύπνο,πριγκιπέσα», της έλεγε όταν περνούσε η ο5ρα. «Έχεις σχολείοαύριο και πρέπει να είσαι ξεκούραστη».

«Πότε θα μου συνεχίσεις το παραμύθι;»

«Όταν σκεφτώ σε τι θα μεταμορφώσει η Ρουέν τον πρίγκιπαΛορ».

«Να τον κάνει αετό, για να πετάει και να ναι δυνατός».

«Δεν ξέρω. Θα δούμε».

Κι αφού τη φιλούσε τρυφερά στην κορφή του κεφαλιού, τηνπήγαινε αγκαλιά στο δωμάτιό της και την έβαζε να ξαπλώσει.Α, ναι, ήταν πολύ καλός ο Ρωμανός. Κι εκείνη το πιο τυχερόκορίτσι του κόσμου που είχε γίνει αδερφός της—

«Σάνια! Σάνια!»

68

Ανοιξε τα μάτια της απότομα και άρχισε να τρέμει. Τώρα θαακολουθούσε το τρέμουλο, ήταν σίγουρη. Το φλας μπακκράτησε πιο πολύ αυτή τη φορά, κι ήταν πολύ ζωντανό. Κάτιπήγε να πει, αλλά οι λέξεις χάθηκαν. Αναγνώρισε μεανακούφιση τα πρόσωπα των ξαδερφών της και παραιτήθηκε.Ήξερε πως θα την πήγαιναν στο νοσοκομείο, αλλά δεν τηνένοιαζε. Η εξάντληση ήταν πολύ μικρό τίμημα μπροστά στηνανάγκη της να θυμηθεί, να μάθει.

«Τι κάνουμε τώρα;» βόγκηξε έντρομη η Μίνα:

«Εγώ θα πάρω τη μαμά κι εσύ το 166. Πες τους να κάνουν όσοπιο γρήγορα μπορούν».

Μέσα σε λίγα λεπτά τα πάντα είχαν τακτοποιηθεί. Οι δυοκοπέλες συνόδευσαν τη Σάνια στο ασθενοφόρο και δεν τηνάφησαν απ’ τα μάτια τους μέχρι να την αναλάβουν οι γιατροί.Άλλη μία κρίση η δεύτερη αυτό το μήνα. Μα δεν μπορούσεεπιτέλους ο Θεός να πάψει να τη βασανίζει;

Πήγαν και οι δυο στο εκκλησάκι του νοσοκομείου για ναανάψουν ένα κερί. Είπαν μαζί βουβά την ίδια προσευχή: Ναγινόταν καλά η Σάνια. Ποτέ δε ζητούσαν τίποτ’ άλλο.

Η Δανάη Βαλέρη-Μαρκάτου κάθισε στο προσκεφάλι τηςανιψιάς της και κοίταξε με απέραντη αγάπη το πρόσωπό της.Ήταν απίστευτα όμορφη ακόμα και μέσα στη χλομάδα της.«Γλυκό μου παιδί—» μονολόγησε χαϊδεύοντας τα μάγουλά της.«Αγγελούδι μου—»

Σκούπισε ένα δάκρυ κι αναστέναξε. Την είχαν προειδοποιήσειοι γιατροί πως ίσως συνέβαινε αυτό. Οι περιπτώσεις απώθησηςμνήμης σαν τη δική της συνοδεύονταν συχνά από περιόδους

69

σύντομων, ολιγόλεπτων επαναφορών κάποιων αναμνήσεων.Ακολουθούσαν βίαιοι σπασμοί που θύμιζαν επιληπτικέςκρίσεις. Ποιες εικόνες την είχαν ταράξει αυτή τη φορά; Ποιαπρόσωπα κατάφερε να ξεχωρίσει;

Η Δανάη πίστευε πως είχε κάνει ό,τι ήταν δυνατόν απ’ τηνπλευρά της να βοηθήσει τη Σάνια. Όταν έμεινε ξαφνικά ορφανή,την πήρε κοντά της κι ορκίστηκε να κατορθώσει να σβήσει απόμέσα της και το παραμικρό τραύμα. Μέχρι πρόσφατα πίστευεότι τα είχε καταφέρει: μέχρι που οι αναμνήσεις άρχισαν ναέρχονται αποσπασματικά και να την εξουθενώνουν.

«Θεία·»

«Εδώ είμαι, αγάπη μου», είπε, πασχίζοντας να μην κλάψει.Έσκυψε και τη φίλησε.

«Θέλω να φύγω από δα). Καλά είμαι. Δεν καταλαβαίνω γιατίμου δίνουν τόσα χάπια·»

«Σήμερα κιόλας θα φύγεις. Συνεννοήθηκα με το γιατρό. Είσαιαπόλυτα υγιής και δε χρειάζεται να φοβάσαι. Θα πρέπει όμωςνα έχεις πάντα πάνω σου αυτό», της είπε δείχνοντάς της μιαμικροσκοπική μεταλλική συσκευή στο μέγεθος αμυγδάλου.«Είναι βομβητής τελευταίας τεχνολογίας. Αφού αποφάσισες ναμένεις μόνη σου, κι επειδή μπο-ρεί να σου ξανασυμβεί αυτό,θέλουμε όλοι να είμαστε σίγουροι πως θα έχεις ανά πάσαστιγμή βοήθεια. Το μόνο που έχεις να κάνεις είναι να πατήσειςτο κουμπί και θα σταλεί αμέσως ασθενοφόρο».

«Δεν είναι δύσκολο· » Πήρε το βομβητή και τον περιεργάστηκε.«Ωστόσο μπορεί και να μην το χρειαστώ, έτσι δεν είναι;»

70

«Ο γιατρός είπε πως τίποτα δεν αποκλείεται. Τοεγκεφαλογράφημα ήταν μια χαρά, όπως και όλες οινευρολογικές εξετάσεις σου. Πρόκειται για σύντομα φλας μπακκαι τίποτα περισσότερο. Δεν είσαι ανάπηρη, και μας τόνισεπολύ αυστηρά να μη σε κάνουμε ποτέ να αισθανθείς έτσι».

Η Σάνια χαμογέλασε κι ανασηκώθηκε. «Θεωρεί απίθανο τοενδεχόμενο να επανέλθει στο ακέραιο η μνήμη μου, ε;»μάντεψε.

«Δε θεωρεί σκόπιμο να ελπίζεις σε κάτι τέτοιο».

«Αυτή τη φορά είδα εκείνον», είπε χαμηλώνοντας τα μάτια.«Είδα τον Ρωμανό Κατρά. Μου έλεγε παραμύθια. Θα πρέπει ναήμουν οχτώ με εννιά χρόνων. Και στην ανάμνησή μου τοναγαπούσα».

«Έτσι ήταν», συγκατένευσε η Δανάη. «Ο Ρωμανός ήταναπόμακρος και ιδιόρρυθμος, αλλά ποτέ δεν έδωσε λαβή ναυποθέσουμε πως κάποια μέρα θα γινόταν δολοφόνος. Η αδερφήμου μου έλεγε ότι της άρεσε να τον πειράζει. Φαίνεται πως ταπειράγματά της τα ερμήνευσε αλλιώς και το πάθος τοντύφλωσε».

«Τι να απέγινε;» αναρωτήθηκε η Σάνια μεγαλόφωνα.

«Κανείς δεν ξέρει. Με έχεις ρωτήσει χιλιάδες φορές, και πάνταπαίρνεις την ίδια απάντηση. Απέδρασε κι εξαφανίστηκε. Κατάπάσα πιθανότητα είναι νεκρός. Δεν ξανακούσαμε νέα του.Σίγουρα τιμωρήθηκε όπως του άξιζε για τα εγκλήματά του».

«Δεν έπαψες ποτέ να τον μισείς. Έτσι δεν είναι;»

71

«Ποτέ». Σηκώθηκε και στηρίχτηκε στη μαγκούρα της. Ήταννέα, ούτε πενήντα πέντε ετών, αλλά η αρθρίτιδα την έκανε νανιώθει ογδόντα. Μόνο τα παυσίπονα την κρατούσαν όρθια, αλλάτης είχαν διαλύσει το στομάχι. «Αν ζει, εύχομαι να υποφέρει, κιαν πέθανε, εύχομαι να μην αναπαυθεί ποτέ η ψυχή του. Μαςέκανε μεγάλο κακό. Η Μιράντα δεν ήταν άγγελος, σύμφωνοι,αλλά ήταν η αδερφή μου. Κι εσύ ήσουν παιδάκι. Σε καταδίκασεστην ορφάνια και στα σκοτάδια. Δε θα τον συγχωρέσω ποτέμου».

«Αχ, θεία μου, δε θέλω να σε βλέπω έτσι», προσπάθησε να τηνηρεμήσει η Σάνια. «Όλα αυτά πέρασαν, δεν μπορούμε ναγυρίσουμε το χρόνο πίσω. Ευχαριστώ το Θεό που έχω μόνοκαλές αναμνήσεις. Δε θα μπορούσα να φανταστώ καλύτερουςγονείς από το θείο Πέτρο κι εσένα, ούτε καλύτερα αδέρφια.Σίγουρα η μαμά από κει ψηλά ξέρει πως είμαι καλά, και θα ναιευτυχισμένη».

Η Δανάη δε μίλησε. Για την αφέλεια και την υπερβολικήαθωότητα της Σάνιας έφταιγε δυστυχώς η ίδια. Ήταν είκοσιεννιά χρόνων γυναίκα πια, όμως σε μερικά πράγματαλειτουργούσε σαν παιδί. Ενώ είχε φιλοπερίεργο πνεύμα, τηςαρκούσε να βρει -ή να της δοθείμια εξήγηση που να αιτιολογείτο αποτέλεσμα. Μετά, απλώς αποδεχόταν το γεγονός, είτε καλόείτε κ κκό. «Έλα να σε βοηθήσω να ντυθείς», είπε αφήνονταςασχολίαστα τα τελευταία της λόγια. Προτιμούσε να καταπιεί τηγλώσσα της παρά να της ξεφύγει η σκέψη που έκανεαυθόρμητα εκείνη τη στιγμή: Ούτε από τον ουρανό δε θαασχολείται μαζί σου, έννοια σου. Ακόμα κι εκεί θα τψενδιαφέρει μόνο ο εαυτός της·

Η Δανάη συνόδευσε την ανιψιά της στο σπίτι της κι έφυγε μόνο

72

όταν βεβαιώθηκε ότι η κοπέλα ήταν αρκετά καλά ώστε ναπεράσει με ασφάλεια τη νύχτα.

ΚΤΗΜΑ ΡΑΒΕΝ, ΓΑΛΛΙΑ «Δεκαοχτώ στα είκοσι», σχολίασεμε καμάρι ο Ζακ. «Όπως τον παλιό καλό καιρό. Θα το χάσεις τοστοίχημα, φίλε».

Ο Άλεξ έφερε την καραμπίνα στο γερό μάτι και σημάδεψε. Οιβολές του ήταν σταθερές και ακριβείς, παρά τη μεγάληαπόσταση.

«Δεκαεννιά στα είκοσι», ανακοίνωσε μόλις κατέβασε το όπλο.«Σ’ έχει φάει η ντόλτσε βίτα».

«Κάνεις εξάσκηση», τον κατηγόρησε ο άλλος. «Δεν εξηγείταιαλλιώς. Ήμουν καλύτερος από σένα στο σημάδι».

«Σωστά. Ήσουν».

«Αϊ στο διάολο».

Σχεδόν ταυτόχρονα άρχισαν να ασφαλίζουν τα όπλα τους.Αδειασαν μηχανικά τα φυσίγγια που είχαν απομείνει στηθαλάμη, τα έβαλαν στις τσέπες τους και τοποθέτησαν μεπροσοχή τις καραμπίνες στις θήκες τους. Κοιτάχτηκαν. Σίγουραέκαναν και τις ίδιες σκέψεις. Μεγάλη η δύναμη της συνήθειας.Πέντε χρόνια στη Λεγεώνα ισοδυναμούσαν με μια ζωή θητείαςσε κανονικό τακτικό στρατό. Για όλα υπήρχε χρονοδιάγραμμα·και για κάθε ενέργεια εκτός προγράμματος επιφυλασσότανσκληρή τιμωρία.

Περπάτησαν αμίλητοι ως το ύψωμα στη δυτική πλευρά τουκτήματος. Η πρωινή ομίχλη σκέπαζε την κοιλάδα κι έκανε το

73

τοπίο να δείχνει πιο φιλόξενο απ’ ό,τι πραγματικά ήταν. Ηεπαρχία Ταρν δε φαινόταν από κει. Στέκονταν εμπόδιο μερικέςαπ’ τις ψηλότερες βουνοκορφές των Πυρηναίων, που τούτη τηνώρα της μέρας έμοιαζαν να γλείφουν τα σύννεφα.

Όποιος τους έβλεπε εκείνη τη στιγμή, ακόμα κι αν δεν είχε τηνπαραμικρή ικανότητα ανάλυσης χαρακτήρων, θααντιλαμβανόταν αμέσως τη συντροφικότητά τους. Μέχρι και ηστάση τους ήταν ίδια: με το κεφάλι ελαφρά γερμένο προς ταπίσω για να εισπνέουν το μυρωμένο καθαρό αέρα και τα χέριαχωμένα χαλαρά στις τσέπες των στρατιωτικών παντελονιώντους, ασάλευτα όπως κάθε φορά που τέλειωνε μια μάχη.

Είχαν πολλές ομοιότητες, αν εξαιρούσε κανείς το χρώμα τηςεπιδερμίδας τους και τα μαλλιά τους. Ο Ζακ ήταν καστανός καιτου άρεσε να διατηρείται κοντοκουρεμένος όπως τότε που ήτανστρατιώτης. Ο Άλεξ ήταν μελαχρινός και είχε αφήσει τα μαλλιάτου πιο μακριά, ασύμμετρα κομμένα, να καλύπτουν το σβέρκοτου και φυσικά τη σημαδεμένη δεξιά πλευρά του προσώπουτου. Ήταν όμως και οι δύο ψηλοί και καλογυμνασμένοι, καιάφηναν να φανούν πολύ λιγότερα απ’ όσα σκέφτονταν. Ο Ζακείχε επίσης σημάδια στο πρόσωπο, αλλά το θέμα δεν τοναπασχολούσε ιδιαίτερα. Ίσως γιατί η σφαίρα τού είχεπροκαλέσει λιγότερη ζημιά. Τα μάτια του, στο χρώμα τουκάρβουνου, προκαλούσαν αμηχανία με το έντονο βλέμμα τους,όπως συνέβαινε και με τον Άλεξ.

«Κάπως έτσι έδειχναν κι εκείνα τα βουνά—» μουρμούρισε οΖακ. «Ήξερα πως κάτι θα γινόταν. Το είχα νιώσει».

«Είμαστε ζωντανοί», είπε μόνο ο Άλεξ. Ποτέ δεν έβρισκε τις·κατάλληλες λέξεις για να τον παρηγορήσει.

74

«Legio patria nostra, σωστά. Η Λεγεώνα είναι η πατρίδα μας.Δεν αφήνουμε κανέναν δικό μας πίσω. Δεν εγκαταλείπουμετους ανθρώπους μας—»

«Το ίδιο θα έκανες κι εσύ στη θέση μου».

«Φοβήθηκα».

«Κι εγώ. Τα ’κανα πάνω μου, για την ακρίβεια. Αλλά ξέρω πως,αν ήμουν στη θέση σου, θα σ’ έβλεπα να κάνεις το ίδιο».

«Σκατά».

«Έκανες κάτι πολύ πιο δύσκολο, Ζακ: ζήτησες τη βοήθεια τουπατέρα σου για χάρη μου. Τα λεφτά του μου έδωσαν ξανάανθρώπινη όψη. Έχω τις καλύτερες βίδες στα πόδια μου»,προσπάθησε ν’ αστειευτεί. «Είναι λίγο αυτό; Ξέρω πολύ καλάπως από τη στιγμή που στράφηκες σ’ αυτόν έχασες τηνπερηφάνια σου, και στο δικό μας κόσμο, φίλε, η απώλεια τηςπερηφάνιας είναι πιο σημαντική από την απώλεια ενός ματιού ήενός χεριού».

«Εκ των υστέρων αποδείχτηκε πως δεν ήταν και τόσο τραγικό.Τότε που την κοπάνησα απ’ το γέρο μου και κατατάχτηκα σι ηΛεγεώνα, ναι, ήταν θυσία να δείξω πως τον είχα ανάγκη. Τώραόμως τα πράγματα είναι διαφορετικά. Γουστάρω αυτό τον τρόποζωής. Χαίρομαι που δεν είμαι πια στρατιώτης. Ώρες ώρες,νομίζω ότι δε θα μπορούσα ούτε ν’ αναπνεύσω χωρίς τοαυτοκίνητό μου και τις ανέσεις μου. Κι αν μείνω με την ίδιαγυναίκα παραπάνω από ένα μήνα, τρέχω στον ψυχίατρο».

«Σε ποιον; Θες να πεις ότι έχεις άλλο τρελογιατρό;» τον ρώτησεεκείνος παριστάνοντας τον θιγμένο.

75

«Ακούς τι σου λέω;»

«Και βέβαια». Χτύπησε τον Ζακ συντροφικά στην πλάτη. «Καιδε βρίσκω κανένα κακό σε όλα αυτά. Είναι τύχη νααπολαμβάνεις πράγματα που άλλοι θα χρειάζονταν εκατό ζωέςγια να έχουν. Η Λεγεώνα ήταν η επανάστασή σου, κι αυτό πουέχεις τώρα είναι ο προορισμός σου. Δε χρειάζεται να αναλύειςτα πάντα. Αυτό είναι δική μου δουλειά, στο κάτω κάτω».

«Συνάντησα το διοικητή χτες», είπε ο Ζακ μετά από μιασύντομη σιωπή.

«Αυτό σημαίνει μπελάδες—» σχολίασε ο Άλεξ.

«Με φόρτωσε με ένα κιβώτιο έγγραφα και μου ζήτησε να σ’ ταπαραδώσω. Μονάχα να τους ρίξεις μια ματιά, είπε. Ηαστυνομία είναι σε απόγνωση. Η θέση του αδερφού του στοΣώμα παίζεται κορόνα γράμματα. Τα θύματα είναι παιδιά,κορίτσια, το πολύ μέχρι δώδεκα χρόνων. Το κάθαρμα ταεξαντλεί με βασανιστήρια, τα βιάζει και στο τέλος ταπετσοκόβει. Χρειάζονται από σένα το ψυχολογικό προφίλ του.Τα υπόλοιπα είναι δική τους δουλειά».

Ο Άλεξ ένιωσε αμέσως την αδρεναλίνη να τον κατακλύζει καιίδρωσε, παρά την πρωινή ψύχρα. Άλλη μία απ’ τις ικανότητέςτου που για τον ίδιο ήταν κατάρα: το ότι μπορούσε να μπαίνειστο μυαλό των χειρότερων αποβρασμάτων. Δεν ήθελε ναεμπλακεί σε αυτή την υπόθεση, αλλά αφού του το ζητούσε οδιοικητής τους δεν μπορούσε να το αρνηθεί. Του χρωστούσεμεγάλη χάρη: τότε που ήταν όμηρος των ανταρτών στιςζούγκλες της Νότιας Αμερικής, έστειλε αποστολή διάσωσης,αδιαφορώντας για το κόστος και τις πιθανές απωλειες.

76

«Ποιοι το έχουν αναλάβει;» «Είναι συλλογική προσπάθεια. ΗΓαλλική Αστυνομία συνεργάζεται με την Interpol. To FBIακούστηκε ότι θα προσφέρει τεχνογνωσία και, αν χρειαστεί,τεχνική υποστήριξη».

Αρχισαν να κατεβαίνουν το ύψωμα βυθισμένοι στις σκέψειςτους. | Ο καθένας για τους δικούς του λόγους διαπίστωσεεκείνες τις στιγμές πως παραείχέ περιπλέξει τη ζωή του.

ΑΓΙΟΣ ΣΤΕΦΑΝΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ

Το σπιτάκι ήταν φρεσκοβαμμένο και τα λιγοστά έπιπλα είχανκαλυφθεί με μουσαμάδες. Τα υπόλοιπα έπιπλα θα έρχονταν σελίγες μέρες, αλλά θα ήταν ευτυχισμένη ακόμα κι αν κοιμότανσ’ εφημερίδες.

Ένιωθε ελεύθερη, επιτέλους. Τι κι αν δεν ήταν το καλύτεροσπίτι του κόσμου; Τι κι αν τα υδραυλικά χρειάζονταν γενικήεπισκευή, ενώ τα ξύλινα πατώματα έτριζαν σε κάθε της βήμα;θα τα διόρθωνε κι αυτά. Σιγά σιγά, με τα δικά της χρήματα, πουθα προέρχονταν απ’ τη δική της δουλειά, και χωρίς να δεχτείυποδείξεις από κανέναν. Επιτέλους.

Έβαλε τις πίτσες στο κέντρο του δωματίου που προοριζόταν γιακαθιστικό, κι αφού βολεύτηκε πάνω σε μια κούτα, άρχισε ναανοίγει ένα ένα τα δώρα της. Δίπλα της ήταν οι ξαδέρφες τηςκαι η καλύτερή της φίλη, η Μαργαρίτα. Το δώρο τηςΜαργαρίτας το άνοιξε τελευταίο, γιατί απ’ τη στιγμή που είδε τησυσκευασία κατάλαβε τι ήταν, και ήθελε να του αφιερώσει τοχρόνο που του άξιζε.

«Το φαντάστηκα!» αναφώνησε μ’ ενθουσιασμό μικρού παιδιού,κι αφού πήρε το ογκώδες βιβλίο στα χέρια της, χάιδεψε με

77

στοργή και σεβασμό το εξώφυλλο. Όπως και στα τρίαπροηγούμενα βιβλία του Ραφαέλ Άλντες, ήταν κι αυτό μαύρο,με μαύρο οπισθόφυλλο, χωρίς κάποια εικόνα ή γραφικό σχέδιοπου να αφήνει να εννοηθεί έστω κι ένα στοιχείο της ιστορίας. Οτίτλος ήταν γραμμένος με ανάγλυφα ασημένια γράμματα στηνκορυφή του εξωφύλλου και της ράχης: Η Τρίτη Ευχή.

«Σήμερα κυκλοφόρησε», είπε η Μαργαρίτα, ευχαριστημένη πουτο δώρο της έκλεψε την παράσταση. «Ξέρω πως έχεις μανία μαυτό τον άνθρωπο. Ασε, μην κάνεις τον κόπο», τη σταμάτησεαπ’ τη φούρια της να δει το «αφτί» του βιβλίου. «Ούτε σ’ αυτόυπάρχει φωτογραφία ή βιογραφικό».

«Καλύτερα», πετάχτηκε αμέσως η Μίνα, η μεγαλύτερη ξαδέρφητης. «Προτιμώ να φαντάζομαι τον περιβόητο κύριο ΡαφαέλΆλντες. Θα μου την έσπαγε αν ήξερα πως είναι γέρος, χοντρός,καραφλός και άσχημος».

«Εγώ πάλι δεν καίγομαι να τον διαβάσω», σχολίασε η Βέρα, ημικρότερη ξαδέρφη της Σάνιας, μασουλώντας με απόλαυση έναμεγάλο κομμάτι πίτσα. «Για να είμαι ειλικρινής, δενκαταλαβαίνω γιατί γίνεται τόσος ντόρος γι’ αυτό τον τύπο. Είδαεκείνη την ταινία που γυρίστηκε πρόπερσι με βάση ένα βιβλίοτου και είχα εφιάλτες για μια βδομάδα. Άνθρωπος πουσκέφτεται τέτοια πράγματα δεν μπορεί να είναι ισορροπημένος,σας το λέω».

«Καλά, αν σου ζητήσει να τον παντρευτείς, αρνήσου», τηςπέταξε η Μαργαρίτα, κι η Βέρα στραβομουτσούνιασε.

«Η ταινία δεν έχει καμία σχέση με το βιβλίο», είπε η Σάνια μεύφος ονειροπόλο. «Ο τρόπος που αφηγείται την ιστορία, τοβάθος των χαρακτήρων·»

78

«Έμαθα ότι στο Κόκκινο Πέπλο το ρόλο του Ρόμαν Καρτέ θατον παίξει ο Τζέρι Πίτερς. Νομίζω πως του πάει γάντι», τουςπληροφόρησε η Μαργαρίτα.

Η Σάνια ανυπομονούσε τρομερά να το διαβάσει. Μπορεί οΡομάν Καρτέ να ήταν ένας αμφιλεγόμενος χαρακτήρας, όπωςκάθε σκληροπυρηνικός ντετέκτιβ με χίλια δυο ελαττώματα καισχεδόν μόνιμα προβληματική συμπεριφορά, αλλά ο κυνισμόςτου έκρυβε τις ευαισθησίες του. Η εύστοχη σκιαγράφηση ενόςτόσο πολυσύνθετου ήρωα ήταν βέβαιη πως πήγαζε από ταβιώματα του δημιουργού του. Ο Καρτέ είχε σίγουρα στοιχείατου ίδιου του Αλντες. Γι’ αυτό και η Σάνια συγκινούνταν τόσομε το γράψιμό του και παθιαζόταν με τις ιστορίες του. Ηαπουσία φωτογραφίας και βιογραφικού δεν την πείραζεκαθόλου. Είχε δίκιο η Μίνα: προτιμούσε ο Άλντες να μείνειπρόσωπο της φαντασίας της.

«Και τώρα, παλαβή μου φιλενάδα, πρέπει να φας», την έβγαλεαπό το ρεμβασμό της η Μαργαρίτα. «Έχουμε πολλή δουλειά ναρίξουμε ακόμα για να γίνει σπίτι αυτό εδώ το αχούρι».

Η Βέρα χασκογέλασε. «Όταν τελειώσει, θα κάνουμε ένα ωραίοπάρτι στην αυλή».

«Αχ! Σαν να το βλέπω μπροστά μου: θα

κρεμάσουμε φαναράκια στα πεύκα και στα

παρτέρια θα είναι ανθισμένες οι τριανταφυλλιές—» είπε ηΜίνα.

«Ναι, η εικόνα είναι μαγική», συμπλήρωσε η Μαργαρίτα, «θαείμαστε όλοι εδώ, το κρασί θα ρέει άφθονο, η μουσική θα

79

χαϊδεύει τ’ αφτιά μας σαν καλοκαιρινή αύρα, τα άστρα θατρεμοσβήνουν στον ουρανό και ο Παύλος θα μετράει με τημεζούρα το μήκος της φούστας μας».

Το ΐελευταίο σχόλιο προκάλεσε κελαρυστά γέλια, πουαντήχησαν στο σχεδόν άδειο δωμάτιο. Μόνο ο Παύλος δε θαγελούσε αν το άκουγε, αλλά δεν ήταν εκεί, κι έτσι δεν είχεσημασία.

To τηλέφωνο ήχησε μέσα στη νύχτα σαν σειρήνα.

Η Μαρία έσπρωξε απρόθυμα το σεντόνι κι έψαξε στα τυφλά τησυσκευή. Έφερε στο αφτί της το ακουστικό. «Ναι;» ρώτησεβραχνά.

«Μαρία, πρέπει να ’ρθεις εδώ».

Αναγνώρισε αμέσως τη φωνή του γιατρού και ξύπνησεεντελώς. Το μωρό κλότσησε μέσα της σαν να αντιλήφθηκε τηναγωνία της μάνας του.

«Τι συμβαίνει;»

«Η μητέρα σου. Δεν είναι καθόλου καλά. Αναγκαστήκαμε νατης κάνουμε ηρεμιστική ένεση γιατί ταράζει τους άλλουςασθενείς. Σε ζητάει συνεχώς. Ζητάει και τον αδερφό σου».

«Έρχομαι».

Έκλεισε το τηλέφωνο και σηκώθηκε δίχως δεύτερη σκέψη.Έβαλε ό,τι ρούχα βρήκε μπροστά της, άρπαξε τα κλειδιά τουαυτοκινήτου απ’ το κομοδίνο και κατέβηκε τη σκάλα όσο πιογρήγορα της επέτρεπαν τα πρησμένα πόδια της. Μία μετά ταμεσάνυχτα, είδε στο εκκρεμές δίπλα στο τζάκι. Αυτό δεν ήταν

80

καλό καθόλου καλό.

«Δεν ξέρω τι ώρα θα γυρίσω·» πληροφόρησε τη. νεαρήΒουλγάρα που δούλευε στο σπίτι της ως οικιακή βοηθός τοντελευταίο μήνα όταν την είδε να βγαίνει ανήσυχη απ’ τοδωμάτιό της.

«Μα, κυρία, δεν μπορείτε να οδηγήσετε!» «Ξέρεις το κινητόμου. Πάρε με σε μία ώρα ακριβώς. Αν δε σου απαντήσω,άρχισε να τηλεφωνείς στα νοσοκομεία».

Η κοπέλα έμεινε για λίγο εμβρόντητη και μετά έτρεξε νακλείσει την εξώπορτα. Λυπόταν τη Μαρία. Ο πρώην άντρας τηςθα πρέπει να ήταν τρομερό κάθαρμα για να την παρατήσειέγκυο γυναίκα εντελώς μόνη. Όταν επέστρεφε στη χώρα της,με όλα αυτά που είχαν δει τα μάτια της εδώ, θα φρόντιζε να μησυμβεί κάτι τέτοιο στην ίδια.

Αναστέναξε και κάθισε δίπλα στο τηλέφωνο. Άρχισε να μετράτα λεπτά μέχρι να συμπληρωθεί μία ώρα.

ΚΤΗΜΑ ΡΑΒΕΝ, ΓΑΛΛΙΑ

Η Νικόλ ήταν παντρεμένη πια, αλλά συνέχιζε να δουλεύει στοαρχοντικό. Κι όταν αντίκρισε έτσι το αφεντικό της, δενμπορούσε να μείνει ασυγκίνητη από το θέαμα. Εκείνος νόμιζεπως ήταν μόνος, όμως η Νικόλ είχε καθυστερήσει με τηνκαθαριότητα του πάνω ορόφου επειδή απ’ το πρωί έκανεσυνέχεια ζημιές πρώτα έκαψε το φαγητό, μετά της έπεσε οκαφές στο πάτωμα και πριν από λίγο είχε παραπατήσει κι είχετραβήξει την κουρτίνα, με αποτέλεσμα να σκιστεί. Τηνεπιδιόρθωσε σε ικανοποιητικό βαθμό, αλλά δυστυχώς η ώραείχε περάσει και τώρα δεν ήξερε πώς στην ευχή θα κατέβαινε τη

81

σκάλα δίχως να γίνει αντιληπτή.

Έτσι, τον είδε.

Ήταν κρυμμένη πίσω απ’ την κολόνα κρατώντας την ανάσα της.

Φορούσε μόνο ένα στρατιωτικό παντελόνι παραλλαγής, τιςαρβύλες και την καλύπτρα του. Από τη μέση και πάνω ήτανγυμνός. Στεκόταν όρθιος στη μέση του σαλονιού μ’ ένα ποτήριγεμάτο κρασί και στα πόδια του ήταν απλωμένα εκατοντάδεςχαρτιά και φωτογραφίες.

Δαγκώθηκε για να συγκρατήσει μια κραυγή. Θα πρέπει ναμάτωσαν τα χείλη της, γιατί ένιωσε μια στυφή γεύση στοστόμα. Το σώμα του θύμιζε άγαλμα: σκληρό, ανάγλυφο,παγωμένο. Οι μύες του ξεχώριζαν ως την τελευταίαλεπτομέρεια, έμοιαζαν σφυρήλατοι. Στη βάση τηςραχοκοκαλιάς του φαινόταν πεντακάθαρα ένα τατουάζ: ηδιχαλωτή γλώσσα ενός φιδιού.

Αλλά δεν ήταν αυτό που την τρόμαξε. Ήταν τα σημάδια· όλεςεκείνες οι ουλές που χάραζαν την πλάτη και τα πλευρά του.Έμοιαζαν με μαχαιριάς, αλλά θα μπορούσαν κάλλιστα να έχουνγίνει κι από νυστέρι. Τι του είχε συμβεί; Ποιος ήταν αυτός οάνθρωπος; αναρωτήθηκε. Πόσο πόνο έκρυβαν τα μυστικά του;

Τον είδε να σηκώνει μία φωτογραφία και να την κοιτάεξεταστικά πίνοντας μια γουλιά κρασί. Τα χείλη του σχημάτισανμια καμπύλη που θύμιζε αμυδρά χαμόγελο. Έδειχνε σαν να ’χεμόλις κάνει μια σημαντική διαπίστωση.

Η Νικόλ ξεροκατάπιε. Ήταν σαν να τον έβλεπε πρώτη φορά.Της θύμιζε πληγωμένο θηρίο. Ένιωσε την ανάγκη να φύγει όσο

82

το δυνατόν πιο γρήγορα από κει. Πισωπάτησε κι ανάσανε βαθιά.Όχι, δε θα τολμούσε να περάσει από μπροστά του.

«Σε είχα προειδοποιήσει πως απεχθάνομαι την κατασκοπία».

Τη μια στιγμή ήταν με τα μάτια κλειστά πίσω απ’ την κολόνακαι την άλλη βρέθηκε στον ώμο του φορτωμένη σαν σακί μεκρεμμύδια. Η διαδρομή ήταν σύντομη και τερματίστηκε σε έναδωμάτιο του πάνω ορόφου. Τον είδε να κλειδώνει την πόρταπίσω τους και ζάρωσε στη θέση της. Το ακάλυπτο μάτι τουάστραφτε σαν λεπίδα. Ένα πουκάμισο ριγμένο πρόχειρα πάνωτου έκρυβε τα περισσότερα σημάδια, ωστόσο όσα φαίνονταντης προξενούσαν θλίψη και αποστροφή. Διαπίστωσε πως άλλημια ουλή σημάδευε διαγώνια το στήθος και το στομάχι του·πρόλαβε και διέκρινε χαμηλά στην κοιλιά του ένα παλιόέγκαυμα. Της ήρθε να ουρλιάξει.

«Δε— δεν το ’θελα—» τραύλισε. «Έσκισα την κουρτίνα και—και— καθυστέρησα για να την μπαλώσω. Σας παρακαλώ, κύριεΓκρέι. Μη με— μη μου κάν—»

«Πάψε!» Άρχισε να βηματίζει πέρα δώθε σαν ύαινα που τηνέχουν αιχμαλωτίσει. «Πρέπει να ξέρω πόσα είδες. Και .θέλω ναμου πεις την αλήθεια, Νικόλ».

Του την είπε.

Εκείνος την άρπαξε απ’ το μπράτσο και την ταρακούνησε. «Μηντολμήσεις να το ξανακάνεις αυτό! Τ’ ακούς; Δε θα διστάσω νασε σκοτωσω».

Η κοπέλα έβαλε τα κλάματα κι έγνεψε καταφατικά. Έτριψε τοχέρι της όταν την άφησε.

83

«Τα έπαθα στο στρατό», της είπε απροσδόκητα.

«Δε θέλω να ξέρω», ψιθύρισε εκείνη.

«Δεν είμαι τίποτα απ’ όσα ίσως φαντάζεσαι. Και πιθανόν να έχωκάνει πολύ λιγότερα από όσα ίσως υποψιάζεσαι».

«Σας παρακαλώ· »

«Το καλό που σου θέλω, να ξεχάσεις όσα είδες. Να τα θάψειςμέσα σου όσο πιο βαθιά μπορείς. Το σώμα μου και όσακουβαλά είναι η ταυτότητά μου».

Η Νικόλ δεν μπορούσε να σταματήσει τους λυγμούς. Μεμισόλογα και πνιχτές κουβέντες, του υποσχέθηκε πως θα έκανεό,τι της ζητούσε. Της ξεκλείδωσε την πόρτα. Είχε βλέμμαπαράφρονα, αλλά οι κινήσεις του τώρα ήταν ήρεμες. «Να ’ρθειςαύριο στην ώρα σου», της είπε δείχνοντάς της την έξοδο. «Ανδεν το κάνεις, θα έρθω να σε πάρω εγώ με το ζόρι. Φαντάζομαιότι ο άντρας σου δε θα έβλεπε και με τόσο καλό μάτι μια τέτοιακίνηση εκ μέρους μου. Έτσι δεν είναι;»

«Γιατί· γιατί· » Δεν μπόρεσε να συνεχίσει.

«Γιατί θέλω να ξανάρθεις;» τη βοήθησε. «Μα για να βλέπω σταμάτια σου κάθε μέρα αν με πρόδωσες ή όχι, μικρή μου. Τοκαταλαβαίνω αμέσως το ψέμα, μάθε το κι αυτό. Είναι άλλωστετο τελευταίο πράγμα που μαθαίνεις για μένα».

Η Νικόλ το έβαλε στα πόδια έντρομη.«Τι είδους επαγγελματικές δοσοληψίες μπορεί να έχεΑνατρίχιασε.Αφού η κάβα ακόμα δεν είχε οργανωθεί, πήρε νευρικά

84

«Σάνια;» Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Η φωνή του ήτΓ’ ΜΕΡΟΣ«Μην την κατηγορείτε για την παράλειψή της. Εδώ εγΔ’ ΜΕΡΟΣ«Η Κατρίν δεν αντέχει άλλο το γιο σου», είπε γελών

85

Η Νικόλ το έβαλε στα πόδια έντρομη.

Από δω και μπρος, η παρουσία της στο σπίτι του θαισοδυναμούσε με καταναγκαστικά έργα.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝΑΘΗΝΑ

Την είχαν μεταφέρει στο πιο απομονωμένο δωμάτιο τηςπτέρυγας. Φαινόταν ήρεμη τώρα, το πρόσωπό της είχεγαληνέψει. Τα μακριά γκρίζα μαλλιά της, που παρέμενανπυκνά, στεφάνωναν το μαξιλάρι.

«Μανούλα— » ψιθύρισε με τρυφερότητα η Μαρία. «Ήρθα,μανούλα μου. Δε χρειάζεται πια να φοβάσαι—»

Γα μάτια της άνοιξαν, κι αμέσως, σαν να συγκρατούνταν ώρα,πλημμύρισαν δάκρυα, που άλλα κύλησαν στο στρώμα κι άλλαταξίδεψαν στα μικρά αυλάκια που σχημάτιζαν οι ρυτίδες σταμάγουλά της και κατέληξαν στη γουβίτσα του λαιμού της. Τοβλέμμα της, καθαρό και φωτεινό όπως τον καιρό της νιότης της,αγκάλιασε με αγάπη την κόρη της. Έδειχνε να καταλαβαίνει, ναεπικοινωνεί. Ήξερε ακριβώς ποια ήταν απέναντί

της.

«Μου είπαν πως δε φέρθηκες καθόλου σαν κυρία λίγο πριν», τημάλωσε τρυφερά η Μαρία, που έκατσε στο πλευρό της και τηςχάιδεψε το μάγουλο. «Μου είπαν πως άρχισες να φωνάζεις και.να τρομάζεις τον κόσμο. Θέλεις— θέλεις να μου πεις τισυμβαίνει;»

Η Μελίνα Κατρά έβγαλε το χέρι απ’ τα σκεπάσματα, έσφιξε το

86

μπράτσο της κόρης της και το χρησιμοποίησε σαν στήριγμα γιανα ανασηκωθεί. Ανοιξε κι έκλεισε το στόμα πολλές φορές,χωρίς να καταφέρει να πει κάτι με νόημα.

Όλα της τα λόγια ήταν σκόρπιες λέξεις. Τα δάκρυα έτρεχανποτάμι τώρα.

«Ηρέμησε—» την παρακάλεσε η κόρη της. «Είμαι εδώ, δενπρόκειται να φύγω. Θα περιμένω μέχρι να συνέλθεις. Δε σ’ έχωξαναδεί έτσι, μαμά».

«Σάνια— »

Η Μαρία κοκάλωσε. Κούνησε το κεφάλι για να βεβαιωθεί πωςδεν είχε παραισθήσεις. Σάνια; Άκουσε καλά; Πώς της ήρθεαυτό το όνομα; Η καρδιά της χτύπησε ακανόνιστα. Έναςπαράξενος φόβος έσφιξε σαν αόρατο χέρι το λαρύγγι της.Προσπάθησε να κρατήσει την ψυχραιμία της. «Γιατί θυμήθηκεςτη Σάνια, μαμά; Τι θέλεις να μου πεις γι’ αυτή;»

«Εκείνη φταίει».

«Η Σάνια; Για ποιο πράγμα; Σε παρακαλώ, προσπάθησε ναηρεμήσεις, μαμά. Είσαι αναστατωμένη και— » «Το ξέρω»,συνέχισε κλαίγοντας η Μελίνα. «Το θυμάμαι. Εκείνη φταίει».

«Τι θυμάσαι, μαμά; Μιλάς για εκείνο το βράδυ; Δεν είναι δυνα-τον να ξέρεις τι έγινε εκείνο το βράδυ. Ήσουν σε μια κλινική,μανούλα. Τα νεύρα σου είχαν κλονιστεί· »

«Πού είναι ο Ρωμανός;» Παρά την ηλικία της, η Μελίνα πήρεμια παραπονεμένη έκφραση που την έκανε να μοιάζει μεκοριτσάκι. «Πού πήγε; Γιατί δεν ήρθε να με δει; Πρέπει να

87

’ρθει».

«Δεν μπορεί να ’ρθει ο Ρωμανός, μαμά. Σ’ το έχω πει χιλιάδεςφορές. Δεν είναι εδώ. Έχει πολλές δουλειές».

«Τον έδιωξα, ε;» Το κλάμα της ήταν σιγανό τώρα. «Το αγοράκιμου έφυγε γιατί δε μ’ αγαπάει πια. Τον κορόιδευα· έλεγα για ταβιβλία του φοβόμουν πως θα τον χάζευαν. Όμως εγώ είμαι πουχάζεψα, εγώ είμαι· » «Μαμά, ανέφερες τη Σάνια— » τηςυπενθύμισε μαλακά.

«Πες του να ’ρθει», επέμεινε εκείνη. «Βρες τον και πες του ναρθει. Τον θέλω εδώ. Θέλω να ’στε κι οι δύο εδώ όταν θαφεύγω. Τα παιδιά μου—»

«Σώπασε, μανούλα μου!» Η Μαρία την αγκάλιασε, κλαίγονταςκι εκείνη πια. Ένιωσε στα χέρια της το αδύναμο, αποστεωμένοκορμί της κι ο πόνος της έγινε ανυπόφορος. «Δε θα παςπουθενά. Περιμένεις το εγγονάκι σου. Θυμάσαι;»

«Μην αργήσει. Πες του να μην αργήσει», συνέχισε στον ίδιομελαγχολικό τόνο η Μελίνα. «Εκείνος ξέρει. Εκείνος θακαταλάβει. Η Σάνια— η Σάνια— »

«Μαμά— »

Όμως η Μελίνα δεν την άκουγε πια. Κρίνοντας πως είχε πειαυτά που έπρεπε, επέτρεψε στον εαυτό της να αφεθεί σταφάρμακα και βυθίστηκε σε λήθαργο!

Η Μαρία την κούνησε ελαφρά από τους ώμους. Μάταια. Στοτέλος, εξαντλημένη κι εκείνη από την ταραχή, αποκοιμήθηκεδίπλα στη μητέρα της.

88

Τρία χρόνια ηριν, Μονμάρτρη,ΓαλλίαΤο ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΟ γαλλικό ταβερνάκι στο γραφικό στενό τηςπόλης είχε θέα τον επιβλητικό ναό της Σακρ Κερ, της ΙερόςΚαρδίας, στην κορυφή του λόφου. Ακόμα κι οι ντόπιοικοντοστέκονταν συχνά και κοιτούσαν με θαυμασμό τηνεκκλησία. Ο Άλεξ θα μπορούσε να τη χαζεύει με τις ώρες. Δενήταν ποτέ του θρήσκος, αλλά αυτός ο ναός είχε τη δύναμη νατον γαληνεύει. Δεν ήξερε το λόγο, και δεν τον ενδιέφερε να τονμάθει. Του έφτανε που συνέβαινε.

Οι τρεις άντρες ύψωσαν τα ποτήρια τους γιορτάζοντας μιαμοναδική επιτυχία: είχαν συμβάλει στη σύλληψη εκείνου τουπαρανοϊκού φονιά που είχε τρομοκρατήσει τις ανατολικέςσυνοικίες του Παρισιού. Ο Σηκουάνας θα έπαυε πλέον ναξεβράζει πτώματα μικρών κοριτσιών. Κι ο πρώην διοικητής τηςΛεγεώνας των Ξένων θα χρωστούσε εφ’ όρου ζωής χάρη σεεκείνο τον Έλληνα που τον αντιπάθησε την πρώτη στιγμή πουτον είδε, αλλά τον αγάπησε στην πορεία.

«Οι Αμερικανοί τάζουν στον αδερφό μου τον ουρανό με τ’άστρα για να τους αποκαλύψει τον ειδικό που συνέταξε τοπροφίλ», είπε ο διοικητής λοξοκοιτώντας τον Άλεξ καιπεριμένοντας τη γνωστή γκριμάτσα δυσφορίας. Μόλις την είδε,συνέχισε: «Φυσικά, δε χρειάζεται να ανησυχείς. Η συμβολή τουΓκάρνετ τέλειωσε απόψε διά παντός».

«Χαίρομαι», αποκρίθηκε ο Άλεξ. «Δε θα μου λείψουν καθόλουτα ειδυλλιακά απογεύματα που πέρασα κοιτώντας πτώματαπαιδιών και διαβάζοντας ιατροδικαστικές εκθέσεις».

89

Ο Ζακ τέντωσε τα πόδια του . κάτω απ’ το τραπέζι και ήπιε λίγοκρασί. «Αναρωτήθηκες ποτέ γιατί σου είναι τόσο εύκολο ναδιαβάζεις το μυαλό αυτών των διεστραμμένων τύπων;» τονρώτησε ανέμελα.

«Πιθανότατα γιατί ένα κομμάτι του εαυτοΰ μου τους μοιάζει.Αυτό δεν ήθελες ν’ ακούσεις;»

«Δεν ξέρω. Είναι αλήθεια;»

«Όταν με συλλάβουν και με ανακρίνουν για τη δολοφονία σου,φαντάζομαι πως θα το εξακριβώσουμε», του πέταξε, κι ο Ζακξέσπασε σε γέλια. Το να διαολίζει τον Άλεξ Γκρέι ήταν τοαγαπημένο του παιχνίδι.

Ο Άλεξ στράφηκε στο διοικητή, αλλάζοντας θέμα. «Τι νέα απ’τη Λεγεώνα;»

«Κάνει τις βρόμικες δουλειές όπως πάντα», αποκρίθηκεεκείνος. «Έτσι ήταν και έτσι θα είναι πάντα. Μου λείπει».

Σε όλους έλειπε. Όσοι είχαν περάσει απ’ τα συντάγματά τηςεπέστρεψαν στην κανονική ζωή διαφορετικοί: άλλοι καλύτεροικι άλλοι χειρότεροι ανάλογα με το πόσο μικρό ή μεγάλο ήταν τομικρόβιο της περιπέτειας που τους είχε προσβάλει, κι ανάλογαμε το αν κατατάχθηκαν στη Λεγεώνα από επιλογή ή απόανάγκη. Όλοι ανεξαιρέτως πάντως φόρεσαν με καμάρι το kepiblanc το λευκό πηλήκιο που αποτελεί το σήμα κατατεθέν τηςΛεγεώνας των Ξένων. Όλοι παρέλασαν με περηφάνια με τοχαρακτηριστικό αργό, επιβλητικό βηματισμό των λεγεωνάριωνκι όλοι ήταν έτοιμοι να σφραγίσουν με το αίμα τους τουςόρκους που πήραν όταν πέρασαν τη βασική εκπαίδευση,τιμώντας τον κώδικα τιμής της Λεγεώνας. Είχαν δεσμευτεί να

90

υπηρετήσουν με θάρρος, πίστη και τιμή, αναλαμβάνονταςαποστολές που έπρεπε να φέρουν εις πέρας με κάθε τίμημα,γιατί κάθε αποστολή ήταν γι’ αυτούς ιερή. Με τη σκληρήπειθαρχία είχαν αναπτύξει αδερφικούς δεσμούς, κι είχαν μάθεινα πολεμούν χωρίς πάθος και χωρίς μίσος, σεβόμενοι τονηττημένο εχθρό. Κάθε λεγεωνάριος είναι αδερφός στα όπλα,και δεν επιτρέπεται να εγκαταλείψει τους δικούς τους νεκρούςή τραυματίες στη μάχη.

Οι τρεις άντρες βυθίστηκαν στη σιωπή. Ο καθένας για τουςλόγους του ένιωθε πως χρωστούσε πολλά (πη Λεγεώνα. Ο Ζακγιατί έκανε την επανάστασή του απέναντι στον αυταρχικόπλούσιο πατέρα του, ο πρώην διοικητής Πιέρ Φερμέν γιατί τουέδωσε την ευκαιρία να πλάσει άξιους πολεμιστές, κι ο Άλεξγιατί εκεί έγινε όσα δεν ήταν.

Έβαλε κι άλλο κρασί στο ποτήρι του, αδυνατώντας ναεμποδίσει τον ποταμό των αναμνήσεων. Όταν έφτασε σανκυνηγημένο σκυλί στο γραφείο κατάταξης του Φορτ ντε Νοζόνστο Παρίσι, ο αξιωματικός υπηρεσίας που τον υποδέχτηκε τονκοίταξε περιφρονητικά. Κάποιος τον περιγέλασε για το αδύνατοκορμί του, φυσώντας για να δει αν θα έπεφτε. Έβαλαν πολλάστοιχήματα για το αν θα περνούσε τη φάση της επιλογής,ιδιαίτερα στις ασκήσεις φυσικής κατάστασης. Κανένας δενπερίμενε ότι θα τα καταφέρει.

Κανείς τους όμως δεν ήξερε το πείσμα του. Κανείς δεν ήξερεπως αυτό το λιπόσαρκο σώμα που κορόιδευαν είχε αντέξειδυόμισι χρόνια στις φυλακές. Και κανείς δεν μπορούσε ναφανταστεί πως εκείνος ο μίζερος νεαρός με τα ευγενικάχαρακτηριστικά είχε κοιμηθεί σε σπηλιές τη μέρα κι είχεδιασχίσει πεζός βουνά ολόκληρα μέσα στη νύχτα προκειμένου

91

να βγει απ’ τα σύνορα της χώρας του. Αλλά δεν υπήρχε λόγοςνα τους πει τίποτα. Στη Λεγεώνα πολλά πράγματα δεν είχανσημασία. Δεν τους ενδιέφερε αν ο υποψήφιος ήταν ζάπλουτος ήπάμφτωχος, αν ήταν νομοταγής ή παράνομος· φτάνει να είχεπράγματι τα προσόντα να γίνει λεγεωνάριος.

Έχασαν λοιπόν ένα προς ένα όλα τους τα στοιχήματα.

Ο άντρας που υπέγραψε την αίτηση κατάταξης με το όνομαΆ\εξ Γκρέι, το όνομα που του έδωσε η Λεγεώνα, πέρασεπανηγυρικά όλες τις δοκιμασίες. Όταν έφτασε στο στρατόπεδοεκπαίδευσης στο Καστελνονιρί, τον συνόδευε ο φάκελός τουμε τα πορίσματα των ιατρικών εξετάσεων: εξαιρετική φυσικήκατάσταση, άψογο ιατρικό ιστορικό, απόλυτη επιτυχία στιςψυχοτεχνικές δοκιμασίες και δείκτης ευφυΐας από τουςυψηλότερους που είχαν δει σε υποψήφιο. Ηπροσαρμοστικότητά του ήταν άριστη. Μόνο σε όγκουστερούσε, αλλά αυτό ήταν ζήτημα χρόνου. Είχε ορκιστεί ναγίνει ο άντρας που ποτέ δεν ήταν. Αυτό άλλωστε δεν ήθελανόλοι κάποτε; Είχε αποφασίσει να νικήσει τους φόβους του καινα μάθει να χειρίζεται τα όπλα καλύτερα απ’ ό,τι τα μέσα τηςεπιστήμης του. Δε θα συγχωρούσε καμία στιγμή αδυναμίαςστον εαυτό του. Έπρεπε να έχει το σθένος να πυροβολήσει, ανήταν ξανά απαραίτητο. Να μη δειλιάσει όπως τότε, εκείνη τηνκαταραμένη νύχτα.

Οι σύντροφοί του τον φώναζαν Γιατρό. Παρότι ο ίδιος μιλούσεσπάνια για τη ζωή του, η πληροφορία πως είχε σπουδάσειψυχιατρική είχε με κάποιο τρόπο διαρρεύσει, και είχε φτάσειστο 2e REP, το δεύτερο σύνταγμα Αλεξιπτωτιστών των Ξένων,όπου υπηρετούσε. Δεν ήταν συνηθισμένο να συναντά κανείςεκεί άντρες με υψηλό μορφωτικό επίπεδο. Εκεί ήταν μόνο τα

92

θηρία: άψογες πολεμικές μηχανές που διψούσαν για μάχες ηέλίτ των στρατιωτών οι άνθρωποι για όλα.

Είχε γίνει το επίκεντρο της προσοχής χωρίς να το επιδιώξει.Στις ελάχιστες στιγμές αδυναμίας τους, πολλοί έτρεχαν σεεκείνον για να βεβαιωθούν πως δεν τους είχε σαλέψει.Φρόντιζε να είναι πάντα ειλικρινής μαζί τους, κι έκανε ό,τιμπορούσε για να βοηθήσει.

Εκεί γνώρισε τον Ζακ. Ήταν κι αυτός ένας απ’ τους συντρόφουςπου κόντεψαν να λυγίσουν. Είχε χάσει έναν καλό φίλο σε μιααποστολή και δεν μπορούσε να διαχειριστεί το βάρος τηςαπώλειας. Μίλησε ατέλειωτες ώρες μαζί του, μέχρι που στοτέλος τον είδε να συνέρχεται. Από τότε έγιναν αχώριστοι. Μαζίστα εύκολα, μαζί και στα δύσκολα, στις πραγματικές και τιςψυχικές τους μάχες, όλα τα χρόνια που κράτησε η υποχρεωτικήθητεία τους. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο. Κι έμοιαζαν είχανμεγαλώσει και οι δύο με το βάρος των προσδοκιών ενόςισχυρού πατέρα.

Ακόμα κι αν μπορούσε με κάποιο τρόπο να γυρίσει πίσω τοχρόνο, αν βρισκόταν στην ίδια θέση, πράγματι εκείνο το βράδυστη Βοσνία τα ίδια θα έκανε. Είχαν αναλάβει το καθήκον ναπεριφρουρούν ένα στρατόπεδο προσφύγων, όιαν μια νεαρήγυναίκα, αρρωοιημέ-νη απ’ την παράνοια του πολέμου,πετάχτηκε απ’ το πουθενά κι άρχισε να τρέχει προς τα βουνά.Κρατούσε ένα μωρό στην αγκαλιά της και φώναζε. Ήθελε νααυτοκτονήσει μαζί με το παιδί της, να προκαλέσει τονκρυμμένο εχθρό να την πυροβολήσει. Ο Ζακ την ακολούθησεχωρίς δισταγμό για να τη γυρίσει πίσω.

Οι σφαίρες σκότωσαν ακαριαία τη γυναίκα κι οι αντάρτεςπροειδοποίησαν τον Ζακ να μην πλησιάσει. Δεν τους άκουσε.

93

Ήθελε να σώσει το βρέφος. Το πήρε στην αγκαλιά του ακριβώςτη στιγμή που μια σφαίρα διαπερνούσε το πρόσωπό του.Σωριάστηκε στο έδαφος. Κι ο Άλεξ όρμησε να καλύψει τοαναίσθητο σώμα του φίλου του.

Πυροβολούσε στα τυφλά, σέρνοντας ταυτόχρονα τον Ζακ προςτα πίσω. Οι σφαίρες συνέχιζαν να σφυρίζουν πάνω απ’ τοκεφάλι του. Κόντευε να φτάσει στην ασφάλεια τουστρατοπέδου, όταν όλα άρχισαν να σβήνουν γύρω του. Ένιωσεαίμα να τινάζεται απ’ το μάτι του κι έπεσε κάτω. Συνέχισε νατραβά τον Ζακ όσο μπορούσε λίγα εκατοστά, μισό μέτρο. Δενέμαθε ποτέ τι απέγινε το μωρό. Μόνο φωνές άκουσε, κι έπειτασκοτάδι.

Τρεις μήνες κράτησε το κώμα. Ξύπνησε στο λευκό δωμάτιοενός νοσοκομείου με το κορμί μπανταρισμένο και το κεφάλιτυλιγμένο με γάζες. Ο Ζακ ήταν εκεί μέρα νύχτα, κι απειλούσεθεούς και δαίμονες για την τύχη του φίλου του. Εκείνος είχεμόνο μερικές ουλές στο πρόσωπο ως ενθύμιο εκείνης τηςνύχτας. Ο Άλεξ, αντίθετα, χρειάστηκε δεκαπέντε πλαστικέςεπεμβάσεις στη μία πλευρά του προσώπου για να αποκτήσειξανά ανθρώπινη όψη. Το μάτι του όμως χάθηκε οριστικά, και ταοστά στο δεξί ζυγωματικό και τον κρόταφο είχαν θρυμματιστεί.Πολύ αργότερα, μια μεταμόσχευση δέρματος κάλυψε ελάχιστατη ζημιά. Χωρίς την καλύπτρα, φαίνονταν πεντακάθαρα τασημάδια και τρόμαζαν το απαίδευτο σε δυσμορφίες βλέμμα. Γι’αυτό και δεν την αποχωριζόταν ποτέ. Ούτε ο ίδιος άλλωστεήθελε να βλέπει τον τέλειο γυάλινο οφθαλμό που του έβαλαν,κι ας κόστισε στον πατέρα του Ζακ μια περιουσία.

Οι πλαστικές επεμβάσεις αποκατάστασης στο πρόσωπο και τοσώμα του κράτησαν ένα χρόνο. Τα έξοδα καλύφθηκαν εξ

94

ολοκλήρου απ’ τον Ολιβιέ Λαρουά, τον πατέρα του Ζακ. Στονοσοκομείο, πατέρας και γιος δέθηκαν ξανά και έκαναν τιςαμοιβαίες υποχωρήσεις τους. Ο Ολιβιέ δε θα ξεχνούσε ποτέ ότιο Άλεξ έσωσε τη ζωή του γιου του. Το να αναλάβει τα ιατρικάτου έξοδα ήταν γι’ αυτόν ελάχιστο δείγμα της ευγνωμοσύνηςτου. Έτσι ένιωθε. Και αυτός ήταν ο λόγος που κάποια χρόνιααργότερα πούλησε στον Άλεξ το κτήμα Ραβέν σε εξευτελιστικήτιμή, μόνο και μόνο επειδή ο φίλος του γιου του αρνιότανπεισματικά να το δεχτεί ως δώρο.

Στο νοσοκομείο ο Άλεξ γνώρισε καλύτερα και το διοικητή τηςΛεγεώνας, τον Πιέρ Φερμέν. Ήθελε να συναντήσει προσωπικάτο λεγεωνάριο που φέρθηκε με τόση αυτοθυσία εκείνο τοβράδυ. Τον επισκέφτηκε πολλές φορές. Κουβέντιαζαν με τιςώρες για διάφορα θέματα. Η ευφυΐα και η καλλιέργεια του Άλεξτον είχαν εντυπωσιάσει. Σε μια απ’ αυτές τις επισκέψεις οδιοικητής του μίλησε για το φόνο που είχε γίνει στο σύνταγμαόσο εκείνος νοσηλευόταν. «Ξέρω πως έχεις μελετήσειεγκληματολογία. Θέλω να τον βρεις. Σ’ το ζητώ ως προσωπικήχάρη», είχε πει.

«Πώς είσαι βέβαιος ότι πρόκειται για φόνο;» ήταν η απάντησητου Άλεξ. «Έχω δει αρκετούς τυλιγμένους στη γαλλική σημαίανα μπαίνουν στο χώμα, διοικητά. Όχι πάντα σε καιρό πολέμου,ωστόσο σε όλες τις περιπτώσεις έπεσαν εν ώρα καθήκοντος».

«Μόνο που στη συγκεκριμένη περίπτωση το θύμα δεν ήτανλεγεωνάριος. Ήταν η ανιψιά μου».

«Η ανιψιά σου;»

«Η κόρη του αδερφού μου. Η δική μου οικογένεια, βλέπεις,ήταν ανέκαθεν η Λεγεώνα. Δεν παντρεύτηκα και δεν απέκτησα

95

ποτέ παιδιά. Όμως την Ελέν, την ανιψιά μου, την αγαπούσα σανκόρη μου. Ήρθε να με δει στο στρατόπεδο στο Κάλβι, και τοίδιο βράδυ τη βρήκαν στραγγαλισμένη και πεταμένη σανσκουπίδι πίσω απάτα βράχια.

Σ’ εκείνο το μέρος κάναμε πάντα τη βόλτα μας όταν μεεπισκεπτόταν. Της άρεσε η Κορσική. Θα ερχόταν πιο συχνά, αντης το επέτρεπε η δουλειά της. Υπηρετούσε στη ΓαλλικήΑστυνομία, ξέρεις. Ο πατέρας της ήταν πολύ περήφανος γι’αυτήν, όπως κι εγώ άλλωστε. Όλοι οι Φερμέν ταγμένοι στηνπατρίδα».

Όταν ο Άλεξ επέστρεψε στη μονάδα έκανε μυστικά τις έρευνέςτου. Με το πρόσχημα μιας φιλικής κουβέντας, στην ουσίαανέκρινε κάθε λεγεωνάριο, χωρίς κανένας να το υποπτευθεί.Κατέγραφε τις λεπτομέρειες σε ένα σημειωματάριο, και ταβράδια τις διάβαζε ξανά και ξανά. Τρεις μήνες χρειάστηκε γιανα καταλήξει. Ο ένοχος ήταν ένας νεοσύλλεκτος Ρουμάνος.Ήταν πρώην κατάδικος, και μισούσε τρομερά τις γυναίκες. Ημητέρα του ήταν πόρνη και τον πατέρα του δεν τον γνώρισεποτέ. Κλασική περίπτωση. Του τη βίδωσε το χρώμα τωνμαλλιών της Ελέν: σκουροκόκκινο όπως η φτηνή βαφή πουέβαζε η μάνα του στα δικά της μαλλιά.

Ποτέ δεν έμαθε κανείς τι απέγινε ο νεοσύλλεκτος Ρουμάνος.Κάποιοι αρχικά νόμισαν ότι λιποτάκτησε. Δε βρέθηκαν όμωςίχνη του. Το γεγονός είναι ότι εξαφανίστηκε μία μέρα αφότου οΆλεξ αποκάλυψε στο διοικητή με βεβαιότητα την ταυτότητα τουδράστη.

Όταν ήρθε η σειρά του Άλεξ να χρειαστεί τη βοήθεια τουδιοικητή, δέκα άντρες έτοιμοι να δώσουν τη ζωή τουςστάλθηκαν για να τον ελευθερώσουν από τους αντάρτες που

96

τον είχαν αιχμαλωτίσει.

Στα χρόνια που ακολούθησαν τη λήξη της θητείας του, ηΛεγεώνα παρέμεινε η μόνη αληθινή του οικογένεια. Στουςκόλπους της έκανε έναν πραγματικό φίλο κι απέκτησε εμπειρίεςπου εξάλειψαν για πάντα ό,τι είχε μείνει πάνω του από τονΡωμανό Κατρά. Δεν ήταν πια αδύναμος· δεν άκουγε κλασικήμουσική, ούτε γοητευόταν απ’ την ομορφιά της φύσης με εκείνοτον εκστατικό τρόπο των ρομαντικών. Είχε γίνει «αληθινός»άντρας, με την έννοια που αποδέχονταν όλοι: ρωμαλέος καιδυνατός, απόλυτα έτοιμος να χρησιμοποιήσει τις γροθιές του ήνα πατήσει τη σκανδάλη, αν χρειαζόταν. Όσα κάποτε κορόιδευεκι αποστρεφόταν, τώρα τα έκανε, και με το παραπάνω.Παρακολουθούσε τις εξελίξεις στο πρωτάθλημα ποδοσφαίρου,οδηγούσε «ανδροπρεπή» οχήματα, έπινε απ’ το μπουκάλι, κιόταν κάτι πήγαινε στραβά, έβριζε θεούς και δαίμονες. Δενεπέτρεπε στον εαυτό του να εκδηλώσει καμία αδυναμία, όπωςκάθε αρσενικό που σεβόταν τη φύση του. Έγινε κάτι που μιαφορά κι έναν καιρό σιχαινόταν και που τώρα έμαθε να εκτιμά.Έτσι, δε θα έπεφτε ξανά σε παγίδες και θα ήταν ικανός ναυπερασπιστεί τον εαυτό του κι ό,τι αγαπούσε.

Ο καινούριος εαυτός του ήταν πολυπράγμων και εφευρετικός.«Καμιά ευκαιρία χαμένη» αυτό ήταν το πιστεύω της καινούριαςτου ζωής. Το δάνειο που ζήτησε μέσω του Ζακ από την αδερφήτου ήταν το τελευταίο πράγμα που χρειάστηκε απ’ το παρελθόν.Με αυτό αγόρασε το κτήμα Ραβέν, και επέστρεψε στη Μαρία ταχρήματα με την πρώτη ευκαιρία.’

Έγινε εξαιρετικός οινοποιός επειδή βρήκε τις εγκαταστάσειςστο κτήμα και θεώρησε πως ήταν κρίμα να μείνουναναξιοποίητες. Τη σκληρή χειρωνακτική εργασία της μέρας

97

ακολουθούσε η συγγραφή βιβλίων τα βράδια. Ούτε αυτό τοταλέντο του άφησε να πάει χαμένο. Είχε πάρει τη ζωή του σταχέρια του, κι εφάρμοζε τέλεια τη λαϊκή συμβουλή «Καλύτερανα σε μισούν παρά να σε λυπούνται».

Υπήρξε κάποτε ο Ρωμανός Κατράς.

Τώρα ήταν ο Άλεξ Γκρέι, πρώην λεγεωνάριος, Γάλλος πολίτης.

Στα εξώφυλλα των βιβλίων του έμπαινε το όνομα ΡαφαέλΆλντες, κι υπηρετούσε την επιστήμη του ως Α. Γκάρνετ όποτεχρειαζόταν.

Ήταν κτηματίας, οινοπαραγωγός, συγγραφέας και ψυχίατρος.Μια σκιά με χίλια πρόσωπα. Μαθημένος να κοιτάζει πάνταμπροστά.

Για τον Ρωμανό Κατρά ή Άλεξ Γκρέι ή Ραφαέλ Άλντες ή Α.Γκάρνετ μισό βήμα πίσω ισοδυναμούσε με εκατό χαμένεςμάχες—

«Άλεξ, πρέπει να μιλήσουμε».

Η ομίχλη χάθηκε κι επέστρεψε στο παρόν μ’ ένα μικρό τίναγμα.Κοίταξε τον Ζακ και δεν του ξέφυγε το προβληματισμένοβλέμμα που αντάλλαξε με το διοικητή. Ο φίλος του έβγαλε απ’την πίσω τσέπη του τζιν του ένα φάκελο και τον ακούμπησε στοτραπέζι. Ο Άλεξ διάβασε τα καλλιγραφικά στοιχεία στη θέσητου παραλήπτη. Σφίχτηκε. Ο φάκελος μπροστά του ήταν μιανάρκη.

«Αυτός ήταν ο λόγος που κανόνισα να βρεθούμε εδώ και οιτρεις. Το κουβέντιασα με το διοικητή. Είναι έτοιμος να

98

βοηθήσει με κάθε τρόπο. Έχει όλες τις άκρες».

«Διάβασες το γράμμα», διαπίστωσε ήρεμα ο Άλεξ, παρόλο πουοι σφυγμοί του επιταχύνθηκαν.

«Ναι. Και νομίζω πως ήρθε η ώρα».

«Η ώρα για ποιο πράγμα;» Η φωνή του έγινε άγρια τώρα. Σαν ναπροειδοποιούσε πως δεν έπρεπε να πάρει λάθος απάντηση.

«Το γράμμα είναι από τη Μαρία, Άλεξ. Η μητέρα σου δεν είναικαθόλου καλά. Σου ζητά να γυρίσεις».

Ακόμα και ο Πιέρ Φερμέν χαμήλωσε το κεφάλι. Ήξερε κι αυτόςόλη την ιστορία. Στην πολυετή παρασημοφορημένησταδιοδρομία του έβρισκε πάντα μια λύση για κάθε πρόβλημα.Στην περίπτωση αυτή όμως—

Ο διοικητής σώπασε. Σώπασε κι ο Ζακ.

Ένα μαύρο περιστέρι πεινασμένο για λίγα ψίχουλαπροσγειώθηκε στο διπλανό τραπέζι. Κακός οιωνός, σκέφτηκανκι οι τρεις άντρες.

ΑΥΓΟΥΣΤΟΣ, ΕΛΛΑΔΑ

Προτίμησε να πάρει το ποτό του, να πάει στην πιο ήσυχη γωνιάτης αυλής -εκεί που δεν υπήρχε ούτε ένα από εκείνα τα γελοίαφαναράκιακαι να παρατηρήσει απερίσπαστος το χώρο. Το···κοτέτσι έγινε λοιπόν σπίτι, διαπίστωσε. Μικρό, άβολο κιεντελώς ακατάλληλο για τη Σάνια, αλλά τουλάχιστον θαμπορούσε να το αποκαλέσει κανείς σπίτι.

Αναστέναξε. Την αναζήτησε με το βλέμμα και μόλις την

99

εντόπισε δεν πήρε τα μάτια του από πάνω της. Γελούσε μεκάποιο αστείο που της έλεγε εκείνη η ανόητη φίλη της. Είχερίξει το κεφάλι της πίσω κι απολάμβανε τη στιγμή. Ήτανανεξάρτητη κι ελεύθερη πια. Έτοιμη να κάνει τις επιλογές τηςκαι τα λάθη της μόνη, όπως ονειρευόταν πάντα. Να απλώσει ταφτερά της για να κατακτήσει τη ζωή, αδιαφορώντας για τιςπροειδοποιήσεις όσων την αγαπούσαν. «Τα σπασμένα φτεράδεν μπορούν να μπουν σε γύψο, Σάνια», της έλεγε συχνά.«Μόλις σπάσουν είναι άχρηστα, κι εσύ δε θα μπορέσεις ναξαναπετάξει χωρίς βοήθεια. Γιατί την αρνείσαι; Τι είναι αυτόπου σε κάνει να φεύγεις μακριά από ό,τι όλοι οι άνθρωποιλαχταρούν να έχουν;»

«Ξέρεις, Παύλο», του έλεγε με εκείνη τη γοητευτικήμελαγχολία της, «πρέπει να δω, να μάθω. Μπορεί να μοιάζω μετη μητέρα μου, τελικά. Μπορεί να είμαι σαν κι αυτή. Γιατί σαςείναι τόσο δύσκολο να δεχτείτε ότι έχω δικαίωμα να ξέρω;»

Γιατί θα ήταν ολέθριο για όλους να μοιάζει τελικά η κόρη στημάνα, σκεφτόταν ο Παύλος, χωρίς να το ξεστομίσει ποτέ. Νασπέρνει την καταστροφή στο πέρασμά της και να διαλύειοικογένειες με τη συχνότητα που άλλαζε βερνίκι στα νύχια της.Η Μιράντα ήταν σαν λαίλαπα. Θα πρέπει να χε χάσει κι εκείνητο λογαριασμό των αντρών που πέρασαν απ’ τη ζωή της πριναποφασίσει ότι ο Αλέξανδρος Κατράς θα ήταν ο τελευταίος τηςσταθμός. Τους έπεισε όλους. Όπως τους είχε πείσει κάποτε ότιτελευταίος της σταθμός θα ήταν ο πατέρας της Σάνιας. Η ίδιαιστορία: απόλυτη καταστροφή.

Και τώρα η κόρη της, ό,τι πιο καλό και πολύτιμο άφησε πίσωτης στη σύντομη ζωή της, ήθελε να δει αν της έμοιαζε: αν ηομοιότητα επεκτεινόταν και πέρα από την εξωτερική εμφάνιση·

100

αν ήταν όντως το γλυκό, αθώο κορίτσι που κέρδιζε τους πάντεςμ’ ένα της χαμόγελο ή αν ήταν κι εκείνη μια γυναίκαπροορισμένη να έλκει τον κίνδυνο και το λάθος. Για τον Παύλοήταν εύκολη η απάντηση: Όχι. Για τη Σάνια όμως ήταν δύσκολη:Ίσως.

Η καρδιά του μούδιασε. Την έβλεπε τώρα να συνομιλεί μ’ ένασυνάδελφό της απ’ το περιοδικό πίνοντας ανέμελα το κρασίτης, και ζήλεψε. Η ίδια δεν είχε επίγνωση της ομορφιάς της,δεν αντιλαμβανόταν την απήχησή της στο αντίθετο φύλο. Τοπρόσωπό της ήταν καθαρό, τα μάτια της, ειλικρινή,αποκάλυπταν κάθε της συναίσθημα κι η αύρα της τραβούσε τααρσενικά όπως ένας πλανήτης τους δορυφόρους του. Οι άντρεςβρίσκονταν σε τροχιά γύρω της, ποτέ πολύ κοντά ή πολύμακριά της. Τους άρεσε η παρουσία της, το γέλιο της, η πηγαίακαλοσύνη της. Τους έκανε να ξεχνούν πως οι δικές τουςσύντροφοι ή σύζυγοι ήταν πάντα ανικανοποίητες με όσα είχανκαι λοξοκοιτούσαν για να εντοπίσουν το διαφορετικό και τοκαλύτερο.

Απόψε φορούσε ένα έξωμο, ασύμμετρο μαύρο φόρεμα που οιμύτες του άγγιζαν τους αστραγάλους της. Τα ολόισια μαύραμαλλιά της ίσα που χάιδευαν τους ώμους της. Δε φορούσεκοσμήματα ούτε μακιγιάζ. Δε χρειαζόταν άλλωστε στολίδια γιαν’ αρέσει. Δεν ήταν καλλονή, στο πέρασμά της δεν άφηνεξερούς τους άντρες, ήταν όμως διαφορετική· ανεπιτήδευτη καιπροκλητική με τον τρόπο της. Το γεγονός ότι δεν ήξερε πώς ναχρησιμοποιήσει τα φυσικά της θέλγητρα για να ελκύσει τουςάντρες ήταν αυτό ακριβώς που τους μαγνήτιζε. Εκείνος ονεαρός έδειχνε σαν υπνωτισμένος.

Ο Παύλος αποφάσισε να κάνει πιο αισθητή την παρουσία του.

101

Κατευθύνθηκε με σιγουριά προς το μέρος της, έχονταςαπόλυτη επίγνωση της αναστάτωσης που προκαλούσε στιςγυναίκες. Μόλις τον αντιλήφθηκε, το βλέμμα της αποκάλυψεγνήσια χαρά. Ένα βλέμμα αδερφής προς αδερφό η τύχη του καιη κατάρα του.

Έσκυψε και τη φίλησε στο μάγουλο. Ταράχτηκε απ’ το άρωμαβανίλιας και την υφή βελούδου. Σιχάθηκε τον εαυτό του πουεπέτρεψε στο βλέμμα του να βυθιστεί έστω και στιγμιαία στομπούστο της. Αμαρτία. Βεβήλωση. Δε θα τον έβλεπε ποτέ σανάντρα η Σάνια. «Τι κάνει το κορίτσι μου;» ρώτησε ανάλαφρα.Ευτυχώς, δεν έγινε αντιληπτή η βραχνάδα στη φωνή του.

«Τον ξέρεις τον Μιχάλη, το συνάδελφό μου. Λέγαμε για τιςφωτογραφίες που μου ανέθεσε να βγάλω η Ηρώ. Θα πρέπει ναπάμε στο Πήλιο σε λίγες μέρες. Μας περιμένει αρκετήταλαιπωρία. Αυτά τα βότανα δε φυτρώνουν σε γλάστρες. Θαχουμε ανάβαση—» «Οι δυο σας θα πάτε;»

«Θα ρθει κι η Μαργαρίτα. Εκείνη ανέλαβε τα διαδικαστικά.Ξέρεις: ξενοδοχεία, διαδρομές, σημεία λήψης— όλα αυτά ταβαρετά».

«Μ’ αρέσει το σπίτι σου», άλλαξε θέμα εκείνος, και παρόλοπου ήταν ευγενής, ήταν τόσο επικεντρωμένος στην ίδια, ώστεανάγκασε τον Μιχάλη να ζητήσει συγγνώμη και να αναζητήσειαλλού παρέα.

«Είσαι ψεύτης, αλλά δεν πειράζει. Σ’ αγαπώ έτσι κι αλλιώς». ·

«Κι εγώ σ’ αγαπώ, Σάνια. Γι’ αυτό και σου είπα από την πρώτηστιγμή τη μόνη μου ένσταση. Είναι σαν να διάλεξες να μένειςστο μάτι του κυκλώνα».

102

Η κοπέλα κατσούφιασε. «Αυτό βρήκα. Ήταν το μόνο κοντινόστο σπίτι μας, όπως θέλατε όλοι».

«Είναι πολύ κοντά επίσης στο σπίτι των Κατράδων», τηςυπενθύμισε.

«Έτυχε».

«Δε θέλω να πληγωθείς, Σάνια, αυτό είναι όλο».

«Είμαι μεγάλο κορίτσι. Ξέρω να φροντίζω τον εαυτό μου».

«Θύμωσες».

«Φυσικά και θύμωσα. Δεν ξέρω πώς τα καταφέρνεις, Παύλο,αλλά τον τελευταίο καιρό καταλήγουμε πάντα νατσακωνόμαστε. Γιατί; Γιατί σου είναι τόσο δύσκολο να δεχτείςτις επιλογές μου; Μου λείπει η σχέση που είχαμε παλιά»,ξέσπασε. «Που ήμουν το μικρό σοο κοριτσάκι, αλλά με τοσωστό τρόπο. Τώρα δεν μπορώ να τρέξω σ’ εσένα όταν έχωκάτι. Τώρα— τώρα σε φοβάμαι».

«Μπα;» «Ναι, σε φοβάμαι», του είπε πιο θαρρετά. «Γιατί ξινίζειςτα μούτρα σου με το παραμικρό και γαβγίζεις συνέχεια. Ποτέδεν εγκρίνεις αυτό που κάνω. Δεν είσαι πια ούτε αδερφός ούτεφίλος· κέρβερος είσαι. Θα με αναγκάσεις να σου κρύβωπράγματα, ενώ δεν το θέλω».

«Με παρεξήγησες, μικρή», της εξήγησε προσπαθώντας νακρύψει την ταραχή του. «Απλώς δε θέλω να καταντήσεις σανόλες τις άλλες. Έχω γνωρίσει πολλές γυναίκες στη ζωή μου, τοξέρεις. Σιχάθηκα τη θηλυκή πονηριά και το πρόστυχο φέρσιμο.Εσύ είσαι διαφορετική. Είσαι ανεκτίμητη για μένα. Θα σου πω

103

κι εγώ ειλικρινά τι αισθάνομαι, Σάνια. Φοβάμαι μήπωςαλλάξεις».

«Τι εννοείς;» Το πρόσωπό της σκοτείνιασε.

«Ε, να— τώρα που έχεις ξαφνικά όλη αυτή την ελευθερία,φοβάμαι μήπως—»

«Μήπως γίνω σαν τη μάνα μου;» του πέταξε βουρκώνοντας.«Αυτό δε θέλεις να πεις, Παύλο;» «Σχεδόν», παραδέχτηκε.

«Και λοιπόν;» Έβαλε επιθετικά τα χέρια στη μέση. Τα μάτια τηςσπίθισαν. «Πες ότι γίνομαι. Πες πως ξαφνικά αρχίζει να μ’αρέσει η περιπέτεια και το φλερτ και ο έρωτας, και όλ’ αυτάπου όλοι οι υπόλοιποι απολαμβάνετε και για μένα είναιαπαγορευμένα. Θέλω κι εγώ να γίνω γυναίκα της εποχής μου,Παύλο. Και μάλιστα σύντομα».

Του ήρθε να της αστράψει ένα ξεγυρισμένο χαστούκι, αλλάσυγκρατήθηκε. Δεν ήταν μόνο δικό του το λάθος πουκατέληγαν να τσακώνονται. Όταν έπαιρνε ανάποδες, γινότανμεγάλη γλωσσοκοπάνα κι απ’ τις πιο φαρμακερές του είδους.«Με μυαλό νηπίου, Σάνια, απέχεις πολύ από τις γυναίκες τηςεποχής σου. Πρόσεχε μήπως κι αρχίσεις να αναζητάς γρήγοραδεκανίκια για τα φτερά σου».

«Αυτό θα το δούμε».

Την άρπαξε αγριεμένος απ’ το μπράτσο και την τράβηξε κοντάτου. «Κάνε ό,τι διάολο θες στην προσωπική σου ζωή, δε μουκαίγεται καρφί», σφύριξε πολύ κοντά στ’ αφτί της. «Ζήσε τηνπολύτιμη ελευθερία σου μ’ όποιο τρόπο νομίζεις· επίσης δεδίνω δεκάρα. Φρόντισε όμως να κρατάς τα προσχήματα. Η

104

οικογένειά μας τράβηξε πολλά με τα καπρίτσια της μάνας σουκαι κατάφερε με πολλές θυσίες να ξαναφτιάξει το καλό τηςόνομα. Μην επαναλάβεις την ιστορία, σε προειδοποιώ. Εκτόςαπό Παρίση, είσαι και Μαρκάτου τα τελευταία δεκαοχτώχρόνια. Να το θυμάσαι».

Τράβηξε το χέρι της το ίδιο αγριεμένη και τον κοίταξε. «Δεν τοξέχασα ποτέ, Παύλο. Τα καλά και τα ωραία δεν τα ξεχνάω. Μηντολμήσεις να μου ξανακάνεις παρόμοια υπόδειξη, λοιπόν. Ιδίωςτις στιγμές που σε τυφλώνει ο εγωισμός σου!»

Και έχοντας πει την τελευταία λέξη, απομακρύνθηκε από κοντάτου. Ήταν το πάρτι της, η αρχή της νέας της ζωής, και δε θαάφηνε τίποτα και κανέναν να της το χαλάσει.

Εκείνο το βράδυ μέθυσε για πρώτη φορά.

«Καλοσύνη σου που ήρθες να δεις το γιο σου», είπε η Μαρία μ’ένα βεβιασμένο χαμόγελο. «Πέρνα μέσα, Δημήτρη. Σαν στοσπίτι σου», πρόσθεσε δηκτικά, κι ένιωσε μια υπέροχηικανοποίηση όταν είδε την ενοχή στο πρόσωπό του. Έκλεισετην πόρτα πίσω του και τον ακολούθησε. Ο πρώην σύζυγός τηςπήγε κατευθείαν στην κάβα. Τον κακομοίρη, σκέφτηκε, χωρίςνα τον λυπάται πραγματικά. Εκείνος δεν έπινε ποτέ του.

«Πώς πάει;» τη ρώτησε, μην τολμώντας να την κοιτάξει σταμάτια.

«Ο γιος σου εννοείς ή η ζωή μου; Μια χαρά και τα δύο, απ’ ό,τιβλέπεις».

Εκείνος την αγνόησε. «Θέλω να τον δω. Πού είναι;» είπε κοφτά.

105

«Στην κρεβατοκάμαρά μου», τον πληροφόρησε, θέλονταςαπεγνωσμένα να τον διώξει από κοντά της.

Δεν τον άντεχε. Δεν άντεχε να τρέφει ακόμα αισθήματα γι’αυτόν.

«Είσαι πιο όμορφη απ’ όσο σε θυμάμαι», σχολίασε. «Σου πάει ημητρότητα, Μαρία. Σε γλυκαίνει. Δε θυμάμαι να έχω δει ποτέαυτή την πλευρά σου όσα χρόνια ήμασταν παντρεμένοι».

«Αυτό ήταν ένα απ’ τα λάθη μου. To να την αναζητήσεις άλλουήταν ένα απ’ τα δικά σου».

«Κοιμόμουν μ’ ένα κούτσουρο», της πέταξε. «Τι περίμενες;Άντρας είμαι. Μια ζωή προβλήματα, κι η σχέση σου μαζί μουήταν πάντα το τελευταίο που σε απασχολούσε».

«Δες το παιδί και φύγε, Δημήτρη. Εξακολουθώ να έχωπροβλήματα κι εξακολουθώ να ψάχνω τρόπους να τααντιμετωπίσω. Το διαζύγιο έλυσε τα δικά σου δεσμά. Άσε μεήσυχη να δω τι θα κάνω με τα δικά μου».

Η έκφρασή του μαλάκωσε. «Πώς είναι η μητέρα σου;»

«Τα ίδια».

«Αν χρειάζεσαι χρήματα—»

Του γύρισε την πλάτη κι έφυγε απ’ το σαλόνι για να κόψει μιακαι καλή την κουβέντα. Κλειδώθηκε στο γραφείο της κιακούμπησε ξέπνοη στην πόρτα πασχίζοντας να πάρει ανάσα.Τον άκουσε να ανεβαίνει στην κρεβατοκάμαρα. Πέρασε μίαώρα μέχρι να τον ακούσει πάλι να φεύγει.

106

Δεν έκλαψε. Η απέραντη μοναξιά που ένιωθε μούδιαζε όλα τηςτα συναισθήματα. Κοίταξε τη φωτογραφία στον απέναντι τοίχο.Ο πατέρας και ο αδερφός της αγκαλιά με τον Κινγκ, τονπανέμορφο γερμανικό ποιμενικό τους, που πέθανε την επομένητης τραγωδίας. Σαν να ήξερε κι αυτό. Σαν να ήθελε να ξεφύγειαπ’ τη μοναξιά που το απειλούσε. «Σε παρακαλώ, έλα—» είπεστο χαμογελαστό πρόσωπο του αδερφού της. «Σε χρειάζομαι,Ρωμανέ. Βρες έναν τρόπο να γυρίσεις· »

Πλησίασε το παράθυρο και κοίταξε το σπιτάκι που φαινόταν στοσκοτάδι σαν πυγολαμπίδα. Εκεί θα έμενε πλέον η Σάνια. Δενείχε τολμήσει να την καλέσει στο πάρτι της, αλλά της είχε πειπως εκείνο θα ήταν το καινούριο της σπίτι. «Σάνια·»μουρμούρισε αγγίζοντας το τζάμι. «Η μαμά λέει συνέχεια πωςφταις εσύ. Αλλά δεν είναι δυνατόν, πώς θα μπορούσε; Έντεκαχρόνων παιδί ήσουν τότε· »

Πήγε στο δωμάτιο του γιου της μόνο όταν άκουσε το κλάματου. Τον θήλασε κι έμεινε κοντά του μέχρι το πρωί. Ήξερε απότώρα το όνομα που θα του έδινε: Αλέξανδρος Ρωμανός, προςτιμήν του παππού και του θείου του. Μόνο την τύχη τους δενευχόταν να κληρονομήσει, και γι’ αυτό θα πάλευε με όλες τηςτις δυνάμεις.

«Νομίζω πως ο Παύλος ανησυχεί άδικα για τη Σάνια», είπε οΠέτρος μόλις ξάπλωσε. Τα μάτια του αναζήτησαν το πρόσωποτης γυναίκας του μέσα από τον καθρέφτη. «Γύρισε έξαλλος απότο πάρτι. Έχει πάρει πολύ στα σοβαρά το ρόλο του προστάτη».

Η Δανάη άφησε τη βούρτσα της και πλησίασε τον άντρα τηςκουτσαίνοντας. Ξάπλωσε δίπλα του και χώθηκε στην αγκαλιάτου. «Το φοβόμασταν, και να που έγινε. Νομίζω ότι είναιερωτευμένος μαζί της».

107

«Το ξέρω», αναστέναξε ο Πέτρος. «Το έχω υποψιαστεί εδώ καικαιρό».

«Τι θα κάνουμε;»

«Δεν είναι πραγματικά αδέρφια, Δανάη. Δε θα ήταν σκάνδαλονα συμβεί κάτι ανάμεσά τους. Ήμουν χήρος όταν σε γνώρισα, οκόσμος το ξέρει».

«Δε μιλώ για τον κόσμο. Εννοώ τι θα κάνουμε με τα παιδιά. ΗΣάνια μπορεί να έχει διαισθανθεί κάτι, αλλά δεν ξέρει τιςσυνέπειες. Αν η σχέση τους περάσει σε άλλο επίπεδο, τίποτα δεθα ναι το ίδιο. Κάποιος απ’ τους δύο είναι πιθανό να πληγωθείβαθιά».

«Ας ελπίσουμε ότι δε θα συμβεί κάτι τέτοιο», ευχήθηκε οΠέτρος. «Η Σάνια ζει το όνειρό της τώρα, είναι σε άλλο κόσμο.Δεν έχει καιρό για έρωτες. Τον ξέρω το γιο μου: θα το κρατήσεικρυφό μέχρι να ξεφτίσει. Μου μοιάζει. Όταν δεν υπάρχειανταπόκριση, κάνει πίσω».

«Πότε τον είδες εσύ να κάνει πίσω και δεν τον είδα εγώ; Αφούποτέ δεν τον έχει απορρίψει θηλυκό. Τον κυνηγούν μέχριτελικής πτώοεως».

«Τον ξέρω», επέμεινε εκείνος. «Οι γυναίκες είναι όπως ηπολιτική: όταν δεν είναι με το μέρος σου οι δημοσκοπήσεις,ψάχνεις να βρεις τι φταίει και αναζητάς αλλού τις λύσεις».

«Μακάρι να έχεις δίκιο».

Ο Πέτρος έκλεισε το φως κι ακούμπησε το πιγούνι του στηνκορυφή του κεφαλιού της. «Έχω δίκιο», είπε με σιγουριά κι

108

έπειτα της ψιθύρισε τρυφερά καληνύχτα.

Ξύπνησε κάτωχρη και μουσκεμένη στον ιδρώτα. Το κεφάλι τηςκόντευε να σπάσει. Αναζήτησε το μπουκαλάκι με τα χάπια κιέσπρωξε δύο στο στόμα της. Τα κατάπιε χωρίς νερό καιξανάπεσε εξαντλημένη στο στρώμα. Είχε λαχανιάσει καισύντομες λευκές λάμψεις σαν φλας εμφανίζονταν μπροστά τηςκάθε φορά που άνοιγε τα μάτια. Κράτησε σφιχτά το βομβητήστα χέρια της για να τον πατήσει αν ένιωθε ότι κινδύνευε ναχάσει την επαφή της με το περιβάλλον. Βόγκηξε. Η ομίχληέφυγε, τα φλας σταμάτησαν κι η εικόνα φάνηκε πεντακάθαραμπροστά της—

«Ρωμανέ, μου βάζεις, σε παρακαλώ, λίγο κρασί;»

Η μητέρα της ήταν πανέμορφη, τα χείλη της βαμμένακατακόκκινα. Δίπλα της καθόταν κατσουφιασμένη η Μαρία καιαπό την άλλη μεριά ο Αλέξανδρος Κατράς, που διάβαζεεφημερίδα.

«Θα μου βάλεις κι εμένα λίγη κόκα κόλα;» ρώτησε η Σάνια.

Ο Ρωμανός γέμισε αμίλητος τα ποτήρια τους κι έπειτα έσκυψεπάνω απ’ το πιάτο του. Η Σάνια πρόσεξε πως τα χέρια τουέτρεμαν. Άπλωσε το δικό της χεράκι και το ακούμπησε στηνανάστροφη της παλάμης του. Ένιωσε την έντασή του, άκουσετη βαριά του ανάσα. Μάλλον θα τον είχε πειράξει το φαγητό.Δεν του άρεσαν τα κανελόνια και η κόκκινη σάλτσα, η Σάνια τοήξερε. «Τι έχεις;» του ψιθύρισε στ’ αφτί. «Πονάς πουθενά,αδερφούλη;»

«Ισως είναι ερωτευμένος», πέταξε πειρακτικά η μαμά της.

109

Η αντίδρασή του τους άφησε όλους άναυδους. Πετάχτηκε μετόση φόρα απ’ τη θέση του, που έριξε το κρασί πάνω του.Έκανε πίσω ζητώντας αμήχανα συγγνώμη. Σίγουρη ότι θαπήγαινε στο δωμάτιό του, η Σάνια έσπευσε ανήσυχη να τονακολουθήσει.

«Τι έπαθες;» ρώτησε ο πατέρας του παρατώντας την εφημερίδα.«Μια φορά είπαμε να καθίσουμε όλοι μαζί στο τραπέζι!»

«Συγγνώμη», απολογήθηκε ο Ρωμανός. «Δεν είμαι καλά. Μεενοχλείτο στομάχι μου. Προφανώς υποφέρω από κάποια ίωσηαυτές τις μέρες. Συνεχίστε το φαγητό σας».

«Αν χρειαστείς κάτι— οτιδήποτε— μη διστάσεις να φωνάξεις»,είπε η μαμά της κι ήπιε μια γουλιά από το κρυστάλλινο ποτήριτης. «Είναι πολύ ύπουλη ίωση αυτή με το στομάχι. Την περνάωκι εγώ κατά καιρούς. Ίσως να σε κόλλησα κιόλας. Η τελευταίαφορά που είχα αρρωστήσει θα πρέπει να ήταν στα γενέθλιά σου—»

Ο Ρωμανός έγινε κατάχλομος ξαφνικά.

«Αλήθεια, αγάπη μου; Δε μου είπες τίποτα», παρατήρησε οΑλέξανδρος Κατράς.

«Δεν ήταν σημαντικό. Δε θέλω άλλωστε να σε ενοχλώ από τιςδουλειές σου».

Η στιγμή πέρασε. Όλοι συνέχισαν το δείπνο τους εκτός από τονΡωμανό και τη Σάνια, που έτρεξε σαν κουτάβι ξοπίσω του. «Θασε βάλω να ξαπλώσεις», του είπε ανήσυχη. «Θα σε σκεπάσωόπως κάνεις εσύ σε μένα, και θα φύγω μόνο όταν θακοιμηθείς».

110

Τον είδε να σωριάζεται στο κρεβάτι του. Αν πονούσε στοστομάχι, γιατί κρατούσε το κεφάλι του; «Θέλω να μ’ αφήσειςήσυχο, πριγκιπέσα», της είπε βραχνά. «Προτιμώ να μείνωμόνος. Αύριο θα είμαι καλύτερα και θα τα Πούμε».

Τον,φίλησε τρυφερά και τον καληνύχτισε γεμάτη έγνοια—

Η εικόνα έφυγε αφήνοντάς τη να παλεύει με την ίδια της τηνανάσα. Είχε καιρό να της συμβεί. Το καλό ήταν ότι δε χάθηκεστις αναμνήσεις της αυτή τη φορά και δε χρειάστηκε νακαταφύγει σι ο βομβητή.

Σηκώθηκε κι άρχισε να ντύνεται μηχανικά. Για κάποιοανεξήγητο λόγο, ένιωσε την ακατανίκητη επιθυμία να δει τηΜαρία. Αποφάσισε ότι θα πήγαινε να την επισκεφτεί μόλιςγύριζε από τη δουλειά της.

Η κοπέλα έσκυψε κι ακούμπησε με ευλάβεια τα λουλούδια στομνήμα. Την τελευταία φορά που είχε επισκεφτεί τον τάφο τουπατέρα της, έβρεχε. Τώρα ο ήλιος κόντευε να δύσει κι οιασθενικές του ακτίνες απάλυναν κάπως την παγωμένηλευκότητα του μαρμάρινου τοπίου. Δεκάδες καντηλάκιαέκαιγαν στη μνήμη των νεκρών. Κάποια σιγανά κλάματατάραζαν την ησυχία, ξυπνώντας και το δικό της θρήνο. Τι κι ανείχαν περάσει τόσα χρόνια;

Θαρρείς πως ήταν χτες εκείνη η σκοτεινή μέρα που έβλεπε τοφέρετρο να κατεβαίνει στη γη φορτωμένο με ό,τι πιο αγαπημένοείχε κάποτε στον κόσμο: το μόνο γονιό που γνώρισε ποτέ, τονπατέρα της.

Το δάκρυ που κύλησε απ’ τα μάγουλά της έπεσε πάνω σταλιγοστά αγριολούλουδα που είχαν φυτρώσει στο μικρό παρτέρι.

111

Ο πόνος της δεν την άφηνε να ησυχάσει. Ποτέ δεν έφυγαν οιμνήμες, ποτέ δεν κατάφερε να ξεχάσει. Ήταν έφηβη τότε, αλλάήξερε. Οι συνθήκες της ζωής την είχαν ωριμάσει απότομα, καιμπορούσε να καταλαβαίνει αρκετά καλά τα κίνητρα πίσω απότις περισσότερες πράξεις των ανθρώπων. Κι εκείνη το ίδιο θαέκανε, αν ένιωθε τόσο εξαπατημένη. Ήταν απλή πράξη ο φόνος,αυτό το είχε συνειδητοποιήσει με τα χρόνια: αρκούσε ναπατήσεις τη σκανδάλη. Ένας θα έφευγε, πολλοί θα σαΐζονταν.Τουλάχιστον αυτό ήταν βέβαιη πως είχε σκεφτεί κι εκείνος.

«Δε θα μάθει ποτέ κανείς», υποσχέθηκε στον πατέρα τηςχαμηλόφωνα. «Μου είναι δύσκολο, αλλά θα κάνω αυτό πουπρέπει. Δεν μπορούν να φτάσουν σ’ εσένα, μπαμπά. Θαφροντίσω ώστε τα σκοτάδια να παραμείνουν σκοτάδια».

Σκούπισε τα μάτια της και χαμογέλασε.

Ήξερε ακριβώς ποια θα ήταν από δω και μπρος η τακτική της.

Όπως κάθε φορά που επισκεπτόταν το πάλαι ποτέ αρχοντικότης οικογένειας Κατρά, έτσι και τώρα το κοιτούσεπροσπαθώντας απεγνωσμένα να νιώσει κάτι.

Υποτίθεται πως είχε περάσει τα πιο ευτυχισμένα χρόνια τηςεκείνο το σπίτι. Της είχαν πει πως της άρεσε να οργώνει με τοποδήλατό της τους κήπους, να κάνει κούνια με τις ώρες και νατσαλαβουτά στην πισίνα με την πρώτη ευκαιρία. Της είχαν πειπως είχε δηλώσει ότι δεν ήθελε να φύγει ποτέ από κει. Ήξερεκάθε κρυφή γωνιά και κάθε σπιθαμή των κήπων. Της είχανφτιάξει ακόμα κι ένα δεντρόσπιτο για να κοιμάται τα καλοκαίριαπαρέα με τα τιτιβίσματα των σπουργιτιών, όπως της άρεσε.

Τίποτα δε μαρτυρούσε την τραγωδία που θα ακολουθούσε. Ο

112

καινούριος της μπαμπάς ήταν στοργικός μαζί της και τακαινούρια της αδέρφια τη λάτρευαν. Ειδικά ο Ρωμανός. Όλοιτην είχαν διαβεβαιώσει πως ο Ρωμανός της είχε αδυναμία. Δενείχε σημασία που ήταν τόσο μεγαλύτερος της. Υπήρχε από τηνπρώτη στιγμή ένας μαγικός δεσμός ανάμεσά τους, που εκείνηαδυνατούσε να θυμηθεί, αλλά κανείς δεν αμφισβητούσε.

Τώρα τα πάντα γύρω της έμοιαζαν στοιχειωμένα. Η πισίνα ήτανάδεια και οι κήποι μαραμένοι. Δεν έβλεπε πουθενά κούνια καιδεντρόσπιτο, κανέναν από τους δέκα κηπουρούς που φρόντιζανκάποτε να μοιάζει αυτός ο τόπος ονειρεμένος. Εγκατάλειψηπαντού. «Συντηρώ μόνο τα απαραίτητα», της είχε πει η Μαρία.

Αφησε το ποδήλατό της δίπλα σε ένα καχεκτικό δεντράκι καιπήγε στην εξώπορτα. Χτύπησε το κουδούνι με πείσμα. Για άλλημια φορά ήξερε ενστικτωδώς πως όλοι της έλεγαν αυτά πουήθελε να ακούσει. Αν ήταν όλα τέλεια, γιατί έχασε τη μαμά τηςκαι τον παιριό της;

Αν ήταν όλα όμορφα, γιατί ο Ρωμανός δεν ήταν εδώ και γιατί ηΜαρία τα έβγαζε πέρα τόσο δύσκολα; Ποια φρίκη δεν μπόρεσενα χωνέψει το μυαλό της και προτίμησε να απωθήσει τιςμνήμες της; Αν δε μάθαινε, αν δεν καταλάβαινε, θα έμενε πάνταμισός άνθρωπος. Ήθελε απεγνωσμένα πίσω τα πρώτα χρόνιατης ζωής της.

«Η κυρία φροντίζει το μωρό», την πληροφόρησε η νεαρήγυναίκα που φάνηκε στο κατώφλι. «Μου είπε να μην τηνενοχλήσει κανείς».

«Θα περιμένω», είπε η Σάνια και πέρασε μέσα χωρίς ναπεριμένει πρόσκληση. Στα χέρια της έσφιγγε μια συσκευασίαδώρου·: ήταν μια παιδική κουβερτούλα που είχε αγοράσει για το

113

μωρό.

Σίγουρα η Μαρία θα πίστευε ότι η Σάνια θα βαριόταν και θαέφευγε, γιατί πέρασαν σχεδόν δύο ώρες πριν τη δει νακατεβαίνει επιτέλους τη σκάλα. Χαμογέλασε αμήχανα καισηκώθηκε. «Γεια σου, Μαρία. Έφερα κάτι για το μωρό», είπεόσο πιο πρόσχαρα μπορούσε.

«Καλοσύνη σου». Την πλησίασε και τη φίλησε. «Δεν έχω πολύχρόνο», εξήγησε αμέσως. «Πρέπει να κάνω μερικά τηλέφωνα,Σάνια. Ξέρεις πως μόνο η εταιρεία μού απέμεινε. Αν τηνπαρατήσω κι αυτή—»

Η Σάνια δεν έχασε καιρό. Παλεύοντας τόσα χρόνια με τηναμνησία της, είχε μάθει πια καλά πως, αν ήθελε να μάθει κάτι,έπρεπε να μπήξει το μαχαίρι στο κόκαλο. «Την αγαπούσε,Μαρία;» ρώτησε κοφτά.

«Τι εννοείς; Ποιος να αγαπούσε ποια;»

«Ο Ρωμανός τη μαμά μου. Την αγαπούσε;» «Τι σ’ έπιασε; Τιερωτήσεις είναι αυτές, Σάνια; Αν μάθουν οι δικοί σου πωςήρθες εδώ· »

«Δε με νοιάζει! Πες μου, έχει σημασία. Θέλω να ξέρω».

«Η θεία σου τι λέει; Γιατί σίγουρα τη ρώτησες κι αυτή. Ήτανδεμένες σαν σιαμαία με την αδερφή της».

«Εσύ θέλω να μου πεις, Μαρία. Κι εσείς ήσασταν δεμένοι σανσιαμαία με τον Ρωμανό. Ποτέ δε μου είπες, όσες φορές κι ανσε ρώτησα».

«Τι σε κάνει να πιστεύεις πως θα σου πω τώρα;» Πήρε ένα

114

τσιγάρο από την ταμπακέρα της και το άναψε νευρικά. «Ήμουνο μόνος μάρτυρας υπεράσπισης στη δίκη, αυτό τουλάχιστον τοθυμάσαι. Ποτέ όεν έπιασαν τόπο όσα είπα. Η θεία σου φρόντισεγι’ αυτό. Ήταν στις δόξες της τότε. Δεν υπήρχε εισαγγελέας καιδικαστής που να μην τον γνώριζε».

«Πες μου, Μαρία».

«Ε λοιπόν, όχι!» έβαλε τις φωνές εκείνη. «Δεν την αγαπούσε. Κιαν θες τόσο πολύ τη γνώμη μου, πιστεύω πως μάλλον τησιχαινόταν. Αλλά και η αποστροφή είναι κίνητρο για φόνο. Έτσιαποφάνθηκε το δικαστήριο. Ό,τι κι αν έλεγα, τα ίδιασυμπεράσματα θα έβγαζαν. Ο αδερφός μου καταδικάστηκε απότην πρώτη στιγμή».

«Εσύ πιστεύεις πως είναι αθώος;» τη ρώτησε χαμηλώνοντας ταμάτια.

«Ο Ρωμανός, γλυκιά μου, δεν μπορούσε να πειράξει ούτε μύγα.Έβλεπε αίμα κι ανακατευόταν. Κι αν έπιανε ποτέ του όπλο, θαλιποθυμούσε. Κάποτε ο πατέρας του έκανε δώρο ένααεροβόλο, κι εκείνος το πέταξε στα σκουπίδια το ίδιο κιόλαςβράδυ. Αλλά εσείς είπατε ότι θόλωσε από ερωτική αντιζηλία.Όμως, Σάνια, ο αδερφός μου δεν είχε τέτοια πάθη. Ακόμα κιόταν θύμωνε, δε θόλωνε, δεν έχανε την ψυχραιμία του. Ήτανπάντα πολύ ισορροπημένος. Για να μην πω ο πιοισορροπημένος απ’ όλους μας τότε, τουλάχιστον—»

Η Σάνια πήρε βαθιά ανάσα κι έβαλε τα χέρια στις τσέπες για ναμη φανεί η ταραχή της. «Εντάξει—» είπε μόνο. «Μάλλον δε θαμάθω ποτέ». Κίνησε προς την έξοδο με μάτια βουρκωμένα.«Ίσως δεν υπάρχεί λόγος που το .μυαλό μου με βασανίζει αυτότον καιρό. Δεν πρέπει να σκαλίζω το παρελθόν. Όλα πέρασαν.

115

Καληνύχτα, Μαρία», πρόσθεσε με ραγισμένη φωνή και έφυγε.

Η Μαρία έσβησε το τσιγάρο της και κάθισε για λίγο ακίνητη μετο βλέμμα στην κλειστή πόρτα. Κάτι θα γινόταν, το ένιωθε.Μετά από δεκαοχτώ χρόνια αποδοχής και ηρεμίας, τοοικοδόμημα άρχιζε να κάνει ρωγμές. Η καρδιά της σφίχτηκε.Εμπιστευόταν πάντα τα προαισθήματά της.

Θέλοντας να απασχολήσει το μυαλό της, αφοσιώθηκε στηδουλειά της. Κάθισε στο κρεβάτι κι άπλωσε γύρω της όλες τιςφωτογραφίες που είχε εμφανίσει, μαζί με τα βιβλία που τηςήταν απαραίτητα. Η βοτανολογία και η φωτογραφία, η επιστήμηκαι το πάθος της, είχαν συνδυαστεί τέλεια μέσα απ’ τη δουλειάτης στο Μικροσκόπιο. Οι υπεύθυνοι του περιοδικού τηνπροσέλαβαν δοκιμαστικά στην αρχή, αλλά χρειάστηκαν μόλιςδύο βδομάδες για να πειστούν πως είχαν βρει τον άνθρωπότους. Η καθιερωμένη στήλη «Περιήγηση στην Ελλάδα» είχε πιατην υπογραφή της. Η Μαργαρίτα έδενε τις σκόρπιες σημειώσειςτης μεταμορφώνοντάς τες σε κείμενα, κι εκείνη έφερνε τουλικό. Υπέροχες φωτογραφίες ελληνικών τοπίων, σπάνιωνφυτών και βοτάνων παρουσιάζονταν στις ιλουστρασιόν σελίδεςτου περιοδικού, μαζί με λαογραφικές αναφορές πουαποσπούσαν πάντα τα καλύτερα σχόλια από ειδήμονες καιαπλούς αναγνώστες. Έτσι ήθελε να ζει τη ζωή της, κι έτσι τηζούσε: ταξιδεύοντας σε κάθε γωνιά αυτής της χώρας, σε κάθεαπομακρυσμένο χωριουδάκι ή δυσπρόσιτο βουνό, για νατραβήξει τις φωτογραφίες της και να παρουσιάσει τους μύθουςτης περιοχής, θα μπορούσε να περιμένει ώρες ολόκληρεςπεσμένη μπρούμυτα στο χώμα προκειμένου να βρει την πιοενδιαφέρουσα γόητα λήψης και την καλύτερη στιγμή. Ήθελε τοαποτέλεσμα να είναι τέλειο, με τα χρώματα και το φως ναζευγαρώνουν ακριβώς την κατάλληλη στιγμή για να αναδείξουν

116

τη μεγαλοσύνη της φύσης και τη σοφία του Θεού. Όλα είναικομμάτι της δημιουργίας, αναπόσπαστα στοιχεία της ζωής. Καισκοπό της είχε να αιχμαλωτίζει αυτή την ομορφιά στιςφωτογραφίες της για να τη δουν όσο το δυνατόν περισσότεροιάνθρωποι, μήπως επέτρεπαν σε κάποια άκρη του μυαλού τουςτο δισταγμό, στην περίπτωση που θα μπαιναν στον πειρασμό ναλεηλατήσουν τη φύση.

«Valeriana dioscoridis βαλεριάνα του Διοσκουρίδη: φάρμακο γιατα γυναικολογικά προβλήματα, σύμφωνα με τον Ιπποκράτη,ιδανικό καταπραϋντικό», μουρμούρισε σημειώνονταςταυτόχρονα στο μπλοκ της. «— Η ρίζα της βαλεριάνας ήτανπαντοδύναμο αντίδοτο στη μαγεία. Ένα κομμάτι αυτής τηςρίζας θεωρούνταν το καλύτερο φυλαχτό από τις κακόβουλεςδυνάμεις—»

Σήκωσε την επόμενη φωτογραφία και χαμογέλασε νοσταλγικά.«Achillea ageratifolia ή αγριαψιθιά», αναγνώρισε αμέσως. Είχεχρέιαστεί ώρες για να την εντοπίσει μαζί με την ομάδα της σεκάποια απόκρημνη πλαγιά το.υ Ολύμπου. Η Μαργαρίτα κι οΜιχάλης είχαν χάσει χρόνια απ’ τη ζωή τους μόλις την είδαν νασκύβει στην άκρη του γκρεμού για να τη φωτογραφίσει. Μπορείνα την έβρισαν τότε, αλλά μόλις έβλεπαν αυτές τιςφωτογραφίες σίγουρα θα της ζητούσαν συγγνώμη. Ήταν τέλειαμ’ ένα απλό κλικ ο χρόνος είχε σταματήσει τη στιγμή τουμεγαλείου. Μια μικρή συνωμοσία με το Θεό, όπως συνήθιζε ναλέει για την τέχνη της.

Κατέγραψε πρόχειρα τις λαογραφικές αναφορές για το φυτό κιετοιμάστηκε να καταπιαστεί με την τρίτη φωτογραφία.

Ο θόρυβος ήταν εκκωφαντικός. Το τζάμι του δωματίου τηςέγινε θρύψαλα και η πέτρα, έχοντας ευτυχώς χάσει λίγη φόρα

117

από την πρόσκρουση, έπεσε δίπλα στο κρεβάτι της. Η Σάνιαέμεινε παγωμένη απ’ το σοκ να κοιτάζει το διπλωμένο χαρτίπου κάποιος είχε δέσει πάνω στην πέτρα με ένα λαστιχάκι.Έφερε το χέρι στην καρδιά για να καταλαγιάσει τους ξέφρενουςχτύπους της και παρέμεινε για λίγο ασάλβυτη. Δεν ήξερε τι νακάνει, είχε κατατρομάξει. Ευχήθηκε να ήταν φάρσα, αλλά βαθιάμέσα της είχε αμφιβολίες.

Επιασε την πέτρα τρέμοντας και τράβηξε το χαρτί. Τοξεδίπλωσε κρατώντας την αναπνοή της. Τα γράμματα έστησανένα μικρό χορό μπροστά στα μάτια της πριν ξεκαθαρίσουν καιτην κάνουν να λουφάξει απ’ τον τρόμο. Είχαν κοπεί ένα έναπροσεκτικά από έντυπα για να σχηματίσουν μία και μοναδικήπρόταση: «Αν τον άνεμο ρωτήσεις, θα σου πει να σωπάσεις».

Πέταξε ταραγμένη το χαρτί και κουλουριάστηκε στο κρεβάτιφέρνοντας τα γόνατα στο στήθος. Απ’ το σπασμένο τζάμιεισέβαλε μια ξαφνική ριπή αέρα.

Ο εγκέφαλός της έκανε δυο ολόκληρα λεπτά για να δώσει τηνεντολή στα δάχτυλά της να κινηθούν και να καλέσουν το κινητότου Παύλου.

«Όποιος κι αν είναι, θα τον σκοτώσω».

Μπρος στην οργή του Παύλου σώπασαν όλοι. Η Δανάη δεν είχεπάψει στιγμή να κλαίει, τα κορίτσια στέκονταν σαν φαντάσματαστη μέση της σάλας κι ο Πέτρος άναβε το ένα τσιγάρο μετά τοάλλο.

«Η Σάνια δεν έχει πειράξει ούτε κουνούπι. Ποιοςδιεστραμμένος τόλμησε να της το κάνει αυτό; Όλη η χώραξέρει τι έχει περάσει, θα τον σκοτώσω, θα τον κάνω να

118

μετανιώσει πικρά για την ηλίθια φάρσα του».

«Κι αν δεν είναι φάρσα, γιε μου;» ρώτησε ο Πέτρος. «Η Σάνιαμπορεί να μην έχει εχθρούς, αλλά έχουμε εμείς. Τόσακαθάρματα έχει στείλει στη φυλακή η Δανάη, κι εγώ δεν έχωδυσαρεστήσει λίγους στην κυβέρνηση με τις αποφάσεις μου.Μέχρι κι εσύ έχεις εχθρούς άλλος ένας Μαρκάτος με υψηλήδημοτικότητα δεν είναι κι ό,τι καλύτερο για τους αντιπάλους».

«Γιατί τη Σάνια;» γρύλισε εκείνος. «Μας έχουν απειλήσει στοπαρελθόν ευθέως. Γιατί να μην το κάνουν και τώρα;»

«Γιατί εμείς δεν είμαστε εύκολος στόχος πια. Έχουμεσωματοφύλακες και άμεση επαφή με τα σώματα ασφαλείας. ΗΣάνια -και ειδικά τώρα που μένει μόνη τηςείναι πιο εύκοληλεία. Όλοι ξέρουν την αδυναμία που της έχουμε. Αν κάποιοιήθελαν να περάσουν το μήνυμά τους, αυτός ήταν ο πιοαποτελεσματικός τρόπος. Μην ανησυχείς όμως, γιε μου. Δενπρόκειται να ξανασυμβεί κάτι τέτοιο».

«Θα κάνεις ό,τι είναι απαραίτητο», τον απείλησε σχεδόν οΠαύλος. «Θα βάλεις να την προσέχουν μέρα νύχτα και θααγνοήσεις τις διαμαρτυρίες της.

Κάν’ το εσύ, πατέρα, γιατί, αν το κάνω εγώ, θα με μισήσει».

«Ήδη ερευνούν το σπίτι της», τον διαβεβαίωσε, «και την έπεισανα μείνει εδώ μέχρι να βεβαιωθούν οι Αρχές πως ο χώρος είναιασφαλής. Θα κανονίσω να παρακολουθούν το σπίτι για λίγεςμέρες. Ισως μάθουμε κάτι παραπάνω».

Ο Παύλος ηρέμησε κάπως. Μπορεί πραγματικά αυτή η πέτρανα ήταν μια κούφια απειλή και να μην προοριζόταν άμεσα για τη

119

Σάνια, όπως και να ’χε όμως δε θα καθόταν με σταυρωμέναχέρια για να το διαπιστώσει. Κι η αρχή θα γινόταν κάνοντας μιακουβέντα μαζί της: ντόμπρα κι εφ’ όλης της ύλης.

ΚΤΗΜΑ ΡΑΒΕΝ, ΓΑΛΛΙΑ

Το σχέδιο του Ζακ ήταν κα\ό, αλλά ο Άλεξ ίσα που το άκουσεπριν το απορρίψει. Η απόφασή του ήταν οριστική καιαμετάκλητη: ο δρόμος του δεν είχε γυρισμό. Ποτέ ξανά.

Όμως τώρα ένα δεύτερο γράμμα, σταλμένο πάλι στην ίδιαασφαλή διεύθυνση, είχε φτάσει στον παραλήπτη του μετά απόολόκληρο ταξίδι. Ο Ζακ του το παρέδωσε νωρίς το απόγευμα κιέφυγε αμέσως. Δεν άντεχε να ξανατσακωθεί με το φίλο του. ΟΆλεξ το διάβασε πολλές φορές, αμέτρητες, πίνονταςασταμάτητα για να μεθύσει. Και τα κατάφερε. Είχε στο ένα χέριτο ποτήρι και στο άλλο το τσαλακωμένο χαρτί, πιοκαταστροφικό απ’ όλες τις χειροβομβίδες που είχε ποτέκρατήσει. Απ’ τις ανοιχτές κουρτίνες της κρεβατοκάμαραςφαίνονταν οι σκοτεινές κορυφές των βουνών τα μαύρα σύννεφατο θολό φεγγάρι. Τα γεμάτα καρπό αμπέλια του δε διακρίνοντανστο σκοτάδι. Ήταν όμως εκεί ο κόσμος του η γαλήνη του κι ηερημιά του.

Γέλασε δυνατά. Στο κάτω κάτω δεν μπορούσε να τον ακούσεικανένας. Αυτά τα ξεσπάσματα τα απολάμβανε δίχως φόβο.Μισό άνθρωπο και μισό δαίμονα, έτσι τον είχαν καταντήσει. Γιαποιο λόγο να γυρίσει; Γιατί να τα σκαλίσει; Κι αν ακόμαέβρισκε κάτι, τι θα μπορούσε να αλλάξει; Δεν του καιγότανκαρφί για την ταμπέλα του φονιά ανάμεσα στις τόσες τηςσυλλογής του. Η ζημιά είχε γίνει, ο χαρακτήρας του είχεαλλοιωθεί. Κι είχε μάθει να δέχεται τη φθορά του σαν να ήτανχάρισμα, κι όχι πληγή.

120

Αλλά το γράμμα ήταν εκεί. Μια ιδρωμένη, τσαλακωμένη μάζαφυλακισμένη στο χέρι του, που συνέχεια εκλιπαρούσε, λες, τηνπροσοχή του. Και την έδωσε αυτή την προσοχή. Εκατό φορέςείχε διαβάσει την επιστολή. Και κάθε φορά που την τελείωνε,έβριζε. Κόντευε να λυγίσει, το ήξερε.

Έπεσε στο πάτωμα, ανίκανος να ελέγξει πια το τρέκλισμα τωνποδιών του. Ακόμα κι ανάσκελα, έφερε το ποτήρι στο στόμα.Έτσι μπορείς να οδηγηθείς τελικά στην τρέλα, σκέφτηκε. Με τονα αρνείσαι ό,τι δέχεσαι την ίδια στιγμή. Να επιθυμείς ό,τιαποστρέφεσαι. Να προσκαλείς και να διώχνεις. Να προχωράςκαι να μένεις πίσω. Να ξέρεις το σωστό και να κάνεις το λάθος.Ναι, έτσι καταλήγεις στην τρέλα, εύκολα. Το μυαλό παλεύει νασχηματίσει τις λέξεις, αλλά είναι πάντα αυτές που δενκαταλαβαίνουν οι άλλοι οι λογικοί, οι καθωσπρέπει.

Πέταξε μια βλαστήμια. Οι προτάσεις που μόλις είχε διαβάσειάρχισαν να παρελαύνουν στο συγχυσμένο μυαλό του. Βόγκηξε.Προσπάθησε, αλλά του ήταν αδύνατο να κλάψει. Έσφιξε κιάλλο στο χέρι του το γράμμα της αδερφής του.

(—) Κάτι συμβαίνει, Ρωμανέ. Δεν ξέρω τι ακριβώς και γιατίτώρα, αλλά κάτι συμβαίνει. Η μαμά αναφέρει συχνά τη Σάνια τηθυμάσαι;

Λέει πως εκείνη φταίει για— τότε. Δε σ’ το είπα τηνπροηγουμένη φορά, αλλά τώρα μια ανεξήγητη δύναμη μεσπρώχνει να σ’ το αποκαλύψω. Πιστεύω πως στο μυαλό τηςείναι το κλειδί. Κάποιος θέλει να μη θυμηθεί ποτέ. Τηναπείλησαν τις προάλλες. Αν βρεις έναν τρόπο να γυρίσεις (— )να την πλησιάσεις—

(— ) Μου έχεις πει πως θα είναι αδύνατο να σε αναγνωρίσουν

121

τώρα πια πως ίσως κι εγώ να δυσκολευτώ. Βρες έναν τρόπο,αδερφέ μου. Αν δεν το κάνεις για μένα, καν’ το για τη μαμά καιτη μνήμη του πατέρα μας. Έχει έρθει η κατάλληλη στιγμή, τονιώθω.

(···) Απάντησέ μου τουλάχιστον αυτή τη φορά. Θα σεβαστώ ό,τικι αν αποφασίσεις. Εσύ ξέρεις καλύτερα, πάντα ήξερες. Δε θατολμήσω να σου ξαναγράψω, ξέρω πως παίρνω ρίσκο.Ειδοποίησέ με με κάποιο τρόπος μη με αφήνεις να περιμένωάδικα. Α, ναι! Γεννήθηκε κι ο ανιψιός σου. Σου μοιάζει—

Με αγάπη, Μαρία

Ο Άλεξ αποκοιμήθηκε πάνω στο χαλί εξαντλημένος απ’ τημάχη του. Είχε ηττηθεί. Έπρεπε να γυρίσει.

Τρία χρόνια πριν, Οκτώβριος,κτημα Ραβέν,Η ΝΙΚΟΛ ΕΒΓΑΛΕ απ’ το σακίδιό της το φάκελο και με ταμάτια καρφωμένα στο πάτωμα τον έτεινε προς το μέρος τους.Τον πήρε ο Ζακ, αφού ο Άλεξ κοιτούσε το κορίτσι, πουαπέφευγε να του απευθύνει το λόγο.

«Εντάξει, μικρή. Τα κατάφερες μια χαρά», την παίνεψε ο Ζακ, κιεκείνη του χαμογέλασε. Μόλις όμως το βλέμμα της έπεσε στοαφεντικό της, κατσούφιασε. Δεν του άξιζε καμία ευγένεια, τοείχε αποφασίσει εδώ και καιρό. Εξακολουθούσε να είναισυνεπής στα καθήκοντά της, αλλά δεν ήθελε πάρε δώσε μαζίτου. Όχι μετά τον απαράδεκτο τρόπο που της είχε φερθεί τότε,στο ίδιο δωμάτιο.

122

Όταν ο Αλεξ Γκρέι τη διέταξε να κάνει εκείνο το ταξίδι, δεντόλμησε να αρνηθεί. Πέρα απ’ το γεγονός ότι τον έτρεμε, τηςείχε προσφέρει ένα σωρό χρήματα για να φέρει σε πέρας τηναποστολή. Έτσι την είχε χαρακτηρίσει ο μεσιέ Ζακ, που τηςέδωσε τις οδηγίες: αποστολή.

Σιγά το πράγμα! Βρήκε τη διεύθυνση, παρέδωσε το γράμμα,πήρε το φάκελο, κι αυτό ήταν όλο. Με τα χρήματα που της έδινεγι’ αυτή τη δουλίτσα, θα μπορούσε να περάσει μαζί με τονάντρα της έναν ολόκληρο χρόνο στο Παρίσι κάνοντας τουρισμό.Ήταν μεγάλο το δέλεαρ. Παρέστησε την απρόθυμη, έτσι, γιατίτον είχε άχτι, αλλά στην πραγματικότητα το είχεκαταδιασκεδάσει. Πολύ ωραία χώρα η Ελλάδα. Δεν ήξερε τη-σχέση της Ελλάδας με το αφεντικό της, αλλά δε θα του έκανεποτέ αυτή την ερώτηση. Τέρμα η περιέργεια της την είχε κόψειμαχαίρι.

«Με θέλετε τίποτ άλλο, μεσιέ Γκρέι;» ρώτησε με σφιγμέναδόντια. Τι ωραία που θα ’ταν να του άστραφτε ένα χαστούκι!Πάλι την κοιτούσε σαν να την απεχθανόταν. Και γι ακόμα μιαφορά διάβαζε το μυαλό της.

«Ναι». Της πέταξε κάτι κλειδιά και την πλησίασε. «Θέλω ναπροσέχεις το σπίτι όσο θα λείπω. Επίσης να πεις στον άντρασου να αναλάβει το οινοποιείο και τους εργάτες. Σε εκείνον έχωαπόλυτη εμπιστοσύνη, είναι τίμιος και διακριτικός άνθρωπος.Σε εσένα, μικρή μου Νικόλ, έχω εμπιστοσύνη, αλλά μέχρι ενόςσημείου. Τα κλειδιά λοιπόν είναι μόνο για την εξώπορτα και τιςαποθήκες. Κάθε άλλο δωμάτιο αυτού του σπιτιού είναιμανταλωμένο. Έγινα αντιληπτός;»

«Φυσικά». Το όμορφο προσωπάκι της μελάνιασε από θυμό.«Έχετε τον τρόπο σας εσείς για να σας αντιλαμβάνονται όλοι

123

μια χαρά».

«Κόψε τα παράπονα. Θα πληρωθείς για τις υπηρεσίες σου, καιμάλιστα αδρά».

Η Νικόλ κοκκίνισε. Δεν της ξέφυγε ο πόνος στη φωνή του.Μπορεί να έμοιαζε τρομερός έτσι όπως ήταν μαυροντυμένοςσαν χάρος, μπορεί η ανάμνηση των ουλών στο σώμα του να τηςέφερνε ανατριχίλα, αλλά, όπως όλοι οι άνθρωποι, είχε κι αυτόςτο μερίδιό του στον πόνο. Θα πρέπει να είχε συμβεί κάτιαδιανόητο για να αναγκαστεί να φύγει, και μάλιστα εκτόςΓαλλίας. Μόνο κάτι πραγματικά φοβερό θα τον έκανε ν’αποχωριστεί το καταφύγιό του. «Θα αργήσετε να γυρίσετε;»αποτόλμησε την ερώτηση.

«Μπορεί». .

«Υπάρχει κάτι που πρέπει να ξέρω; Θέλω να πω··· μήπως είναικάτι που·»

«Ό,τι κι αν μάθεις, όποιος κι αν έρθει εδώ, θα κρατήσεις τοστόμα σου κλειστό. Δεν ξέρεις τίποτα για μένα, ούτε εσύ ούτεοι κάτοικοι του χωριού. Είναι πιθανό να συμβούν διάφορα, ναδεχτείς επισκέψεις· »

«Από την αστυνομία;»

«Δεν αποκλείεται».

Το κορίτσι έπαιξε νευρικά τα κλειδιά στα δάχτυλά του. «ΚύριεΓκρέι—» Πήρε βαθιά ανάσα και βούρκωσε. Πέρασε τη γλώσσαπάνω απ’ τα ξεραμένα χείλη της. «Κύριε Γκρέι, πείτε μου μόνοαυτό: Έχετε κάνει κάποιο έγκλημα; Μήπως έγινα άθελά μου

124

συνεργός σας;»

Ο Άλεξ συγκινήθηκε με την αγωνία της κι άπλωσε αυθόρμητατο χέρι του για να της ανακατέψει καθησυχαστικά τα μαλλιά.«Να κοιμάσαι με ήσυχη τη συνείδησή σου, μικρή. Ο λόγος μουέχει αξία σε αυτά τα μέρη. Να τον πιστέψεις».

Η κοπέλα ένευσε καταφατικά κι έφυγε.

Ο Ζακ πήγε στο παράθυρο να βεβαιωθεί πως είχεαπομακρυνθεί και μετά επέστρεψε στο φίλο του. «Εγώ είμαιέτοιμος. Το ίδιο και ο διοικητής. Έχουν γίνει όλες οιαπαραίτητες ενέργειες κι ο πατέρας μου μου υποσχέθηκε ναμην κάνει ερωτήσεις. Ήδη έστησε το παραμύθι. Υποτίθεται ότιείμαι στις Μαλδίβες αυτή τη στιγμή. Όταν θα συλλάβουν τονΡωμανό Κατρά, ίσως κάποιοι δουν ότι είναι φτυστός ο ΡαφαέλΆλντες, αλλά δε θα γίνει κάποιος συσχετισμός. Πολλοίάνθρωποι μοιάζουν μεταξύ τους, και τον Άλντες τον έχουν δειελάχιστοι και για λίγο».

Ναι, το σχέδιο ήταν καλό, αλλά ο Άλεξ δε θα το κουνούσερούπι αν δε βεβαιωνόταν πως όλα θα πήγαιναν ρολόι. Ηεπιστροφή του στην Ελλάδα θα γινόταν με επεισοδιακό τρόπο,για να θορυβηθούν οι πάντες. Ο αδερφός του διοικητή θαφρόντιζε να κάνουν τη σύλληψη οι Γάλλοι αστυνομικοί. Ο Ζακθα έπαιζε το ρόλο του Ρωμανού Κατρά και θα έδινε τησυγκατάθεσή του να εκδοθεί στην Ελλάδα. Με αυτό τον τρόποθα άνοιγε ο ασκός του Αιόλου. Κι όσο κάποιοι θα έχαναν τονύπνο τους απ’ την ένταση των ανέμων, εκείνος, εν γνώσει τωνελληνικών και των γαλλικών Αρχών, θα έκανε απερίσπαστοςτις έρευνές του ως Άλεξ Γκρέι, καθηγητής ψυχιατρικής,ψυχίατρος του Ρωμανού Κατρά, και θα βοηθούσε στιςανακρίσεις.

125

«θα φροντίσω να έχεις άψογη μεταχείριση», του υποσχέθηκε οΆλεξ, λες και τον Ζακ τον ένοιαζε αν θα τονκακομεταχειριστούν. «Το μόνο που θα κάνεις θα είναι να είσαιμυστηριώδης και μυστικοπαθής. θα ισχυριστώ ως ψυχίατρόςσου πως έχεις απαρνηθεί την καταγωγή σου, αν σε κάποιονφανεί περίεργο που δε θα λες λέξη στα ελληνικά. Η αδερφήμου θα κάνει την ταυτοποίηση, κι όσοι σε συναντήσουν δε θα’χουν λόγο να σε αμφισβητήσουν. Είναι πιθανό να κρατήσειπολύ η ιστορία, ωστόσο, μπορεί και μήνες. Πες μου, Ζακ, είσαιέτοιμος γι’ αυτό;»

«Εσύ τι λες;» Η ερώτηση ήταν γελοία. «Όσο δε θα σκύβω γιανα πιάνω το σαπούνι, θα την περνάω μια χαρά», αστειεύτηκε.

«Μη λες βλακείες, θα επικαλεστούμε ακαταλόγιστο, θα παςκάπου φρουρούμενος. Δε θα σε βάλουν με τους βαρυποινίτες».

«θα μου στερήσεις τη χαρά να δω από κοντά πώς είναι τααληθινά κακά παιδιά; Ντροπή σου, φίλε. Δεν το κάνω για τηφάτσα σου, αλλά για τις εμπειρίες μου. Λείπουν απ’ τησυλλογή μου τα νταραβέρια με ισοβίτες. Δεν το ανέχομαι ναυπερτερείς σε αυτό. Με θίγει».

Ο Άλεξ κάγχασε.

«Το ζήτημα είναι πώς θα τα καταφέρεις εσύ», συνέχισε ο Ζακνα . στρίβει το μαχαίρι στην πληγή. «Κόβω το κεφάλι μου πωςαυτός ο φάκελος ζητάει όλα όσα δε θέλεις να δώσεις, θαπρέπει να κερδίσεις την εμπιστοσύνη του μόνου αυτόπτημάρτυρα εκείνης της νύχτας, και για να το κάνεις θα πρέπει ναγίνεις ξανά αυτό που ήσουν: ο διανοούμενος, ο ευαίσθητος,.ορομαντικός γραφιάς, ο καθωσπρέπει— »

126

«Όσοι μπαίνουν στο χορό χορεύουν», αποκρίθηκε ο Άλεξ κιέσκισε ανυπόμονα το φάκελο. Το γράμμα ήταν πολυσέλιδο, μελεπτομερείς αναφορές για τη ζωή του μοναδικού ανθρώπουπου, εκτός από τον ίδιο, είχε δει τι είχε συμβεί εκείνη τη νύχτα:της Στεφανίας Παρίση.

Το διάβασε μεγαλόφωνα από την αρχή ως το τέλος. Μετάκανείς δεν είχε όρεξη για αστεία. «Βλέπεις;» ψιθύρισε ο Ζακ.«Είχα δίκιο».

Η Σάνια παιδί ήταν μια εικόνα που γέμιζε ευχάριστα το μυαλότου. Κάποτε επικοινωνούσε μαζί της πολύ καλύτερα απ’ ό,τι μεκάποιον ενήλικο. Οι αταξίες της του έφτιαχναν το κέφι κιομόρφαιναν την άχαρη ζωή του. Όταν της έλεγε τις ιστορίεςτου, ήταν οι πιο ευτυχισμένες στιγμές του. Πάντα αναπολούσεμε τρυφερότητα τα ειλικρινή γαλανά μάτια της και τις μακριέςκοτσίδες της. Τις ελάχιστες φορές που ταξίδευε με το νου τουστο παρελθόν, η Σάνια ήταν ο μόνος λόγος να σκάσει έναχαμόγελο ένα αθώο παιδί’ μια γλυκιά νότα στη μελαγχολία του.

Με τη Σάνια γυναίκα όμως τα πράγματα έδειχναν διαφορετικά.Οι απωθημένες μνήμες της είχαν κάνει το θαύμα τους στοασύνειδητό της. Οποιαδήποτε μορφή βίας, συμφωνά με ταλεγόμενα της αδερφής του, την έκανε να κλείνεται στον εαυτότης. Όλοι της οι φίλοι ήταν άνθρωποι καλοσυνάτοι και πράοι,ευγενικοί, με αγάπη για τη φύση και ρομαντικοί. Ακόμα κι όσοιδεν είχαν τις ευαισθησίες της υποκρίνονταν πως τις είχαν μόνοκαι μόνο για να μη χάσουν τη φιλία και την εκτίμησή της.

Ο κήπος της ήταν γεμάτος λουλούδια κι αγαπούσε την κλασικήμουσική. Δεν εμπιστευόταν τους άντρες και προτιμούσε οισχέσεις της μαζί τους να είναι φιλικές, παρά προσωπικές.Αγαπούσε τα βιβλία και τις κλασικές ταινίες. Ονειρευόταν με τα

127

μάπα ανοιχτά.

Η Σάνια γυναίκα ήταν μπελάς.

Δεν έπρεπε να είναι τόσο καλή, γιατί θα αναγκαζόταν7 να τηνκοροϊδέψει.

«Μπορεί να χρειαστεί να την κάνεις ακόμα και να σεερωτευτεί», τον προειδοποίησε ο Ζακ. «Δεν είμαι εγώ οψυχίατρος, φίλε, αλλά κάτι μου λέει πως μόνο έτσι θα σεεμπιστευτεί απόλυτα. Ισως ο έρωτας να είναι ο καταλύτης γιατη μνήμη της το σκέφτηκες αυτό;»

«Μου πέρασε απ’ το μυαλό».

«Ισως χρειαστεί να τη φλερτάρεις».

«Αν χρειαστεί, θα το κάνω».

«Αυτό σημαίνει πως θα τη χρησιμοποιήσεις».

«Κάποια στιγμή στη ζωή μας όλοι γινόμαστε αντικείμεναεκμετάλλευσης. θα είναι για καλό σκοπό. Αν είναι πραγματικάη δεσποινίδα Τέλεια, όπως ισχυρίζεται η αδερφή μου, θα βρειτη δύναμη να με συγχωρέσει».

«Έτσι απλά;»

«Το ίδιο απλά όπως με πέταξαν κάποτε σ’ ένα κελί».

«Εσύ ξέρεις».

Παρέμειναν για λίγο σιωπηλοί. Ο Ζακ έβαλε ποτό και για τουςδυο τους.

128

«Πρέπει να δώσουμε τα αποτυπώματά σου στο διοικητή για νακανονίσει τα της σύλληψης. Να μην ξεχάσω τη φωτογραφία·πρέπει να την έχω πάνω μου».

«Όλα θα γίνουν όπως πρέπει».

«Μεθαύριο;»

«Θα είμαι έτοιμος», είπε ο Ζακ.

Μέχρι το βράδυ δεν αντάλλαξαν άλλη κουβέντα. ΠΗΛΙΟ,ΕΛΛΑΔΑ

Μετά από μια κοπιαστική μέρα δουλειάς, η χαλάρωση ήτανεπιβεβλημένη. Τουλάχιστον αυτό ισχυριζόταν ο τύραννος πουλεγόταν Μαργαρίτα και που την είχε τραβολογήσει με το ζόριμέχρι εκείνο το μπαρ. Η Σάνια μετά βίας έκρυβε το χασμουρητότης. Το σώμα της ήταν πιασμένο απ’ την ορειβασία στακατσάβραχα κι ο αυχένας της την πονούσε. Το Τρικέρι Πηλίουήταν μαγευτικό, αλλά όχι τώρα. Της ήταν αδύνατο να νιώσει τηνόποια χαρά μέσα σε ένα σκοτεινό χώρο γεμάτο καπνό καιβαβούρα. Η Μαργαρίτα ήταν το άκρο αντίθετό της κι όχι μόνοτρελαινόταν για μπαρ, αλλά ζούσε κάπως σαν νυχτερίδα: όλη τημέρα σε νάρκη και το βράδυ το μάτι γαρίδα.

«Αυτός εκεί σε γουστάρει», την πληροφόρησε δείχνονταςδιακριτικά έναν άντρα. «Μπορεί να σε αναγνώρισε, δεν ξέρω.Πάντως δεν έχει πάρει τα μάτια του από πάνω σου».

Μόλις η Σάνια έκανε το λάθος να κοιτάξει τον τύπο, εισέπραξεμια ματιά όλο νόημα. Γύρισε αλλού το κεφάλι θορυβημένη καικόντεψε να πνιγεί με το κρασί της. Η Μαργαρίτα κι ο Μιχάληςγέλασαν. Το να βλέπουν τη Σάνια να πελαγοδρομεί με το φλερτ

129

των αρσενικών .ήταν η καλύτερή τους διασκέδαση.

«Δεν πάμε καλύτερα για φαΐ;» τους πρότεινε. «Δεν αντέχω πιαεδώ μέσα. Δεν έχω όρεξη για κανένα· θαυμαστή με τηνκούραση που έχω τραβήξει».

Ο Μιχάλης κάμφθηκε πρώτος. «Εδώ που τα λέμε, το στομάχιμου γουργουρίζει από ώρα. Άσε που είναι πήχτρα εδώ πέρα.Άντε, πάμε να φάμε σε κάνα ταβερνάκι, να πούμε και δυοκουβέντες σαν άνθρωποι».

«Είστε μεγάλοι σπασίκλες!» γκρίνιαζε η Μαργαρίτα, πουαπρόθυμα έβγαλε το πορτοφόλι

της.

«Την επόμενη φορά θα κάνουμε όλη μέρα ό,τι θες εσύ»,προσπάθησε να την εξευμενίσει η Σάνια. «Μόνο που εγώ θαγράφω και θα κάνω τις δημόσιες σχέσεις κι εσύ θαγκρεμοτσακίζεσαι για μια λήψη της προκοπής. Να μη με λένεΣάνια, αν τότε θα εξακολουθήσεις να ονειρεύεσαι κοκτέιλ αντίγια μακαρονάδες».

«Εντάξει, κόψε την γκρίνια. Φταίω εγώ που φροντίζω να μηνπεθάνεις γεροντοκόρη».

Συνέχισαν να ψευτοτσακώνονται μέχρι τη στιγμή που κάθισανστο τραπέζι μιας ταβέρνας γεμάτης κόσμο. Η Σάνια κοίταξεδιακριτικά το ρολόι της. Είχε πάει έντεκα. Λίγο φαγητό σταγρήγορα και μετά ύπνος, επιτέλους, κατέστρωσε το σχέδιό της.Γι’ αυτό έκανε βιαστικά νόημα στον πρώτο σερβιτόρο που είδεκοντά στο τραπέζι τους. «Τι;» παρέστησε την· αθώα μόλις οιφίλοι της την αγριοκοίταξαν. «Βιάζομαι επειδή πεινάω—»

130

Δυστυχώς, ο σερβιτόρος δεν αντιλήφθηκε το νεύμα της, καιπαρόλο που το μαγαζί ήταν γεμάτο, στήθηκε με άλλουςτέσσερις συναδέλφους του μπροστά στη μικρή τηλεόρασηκοντά στο ταμείο.

Τι γίνεται εδώ; αναρωτήθηκε θυμωμένη η Σάνια. Θέλουν ναδιώξουν τους πελάτες;

«Ας ελπίσουμε να μην έπεσε κάνα αεροπλάνο», είπε ο Μιχάληςμόλις αντιλήφθηκε την αιτία ενόχλησης της Σάνιας. «Όλοδυστυχήματα ακούω στις ειδήσεις τελευταία».

«Τι θα γίνει, ρε παιδιά;» Η Μαργαρίτα, πιο πρακτική, ανέλαβεδράση. Αδιαφορώντας για τα επιτιμητικά βλέμματα των άλλωνπελατών, σφύριξε κιόλας. Η Σάνιά κόντεψε να λιποθυμήσει απ’την ντροπή.

Ένας απ’ τους σερβιτόρους έσπευσε κοντά τους με το μπλοκστα χέρια. Με το ένα αφτί περίμενε την παραγγελία και με τοάλλο προσπαθούσε να ακούσει το δημοσιογράφο. Ετοιμάστηκενα παπαγαλίσει το μενού, όταν βουβάθηκε ξαφνικά ήταν τοδευτερόλεπτο που χρειάστηκε για να αναγνωρίσει τη Σάνια. Τουέπεσε το μπλοκ κι έδειχνε να τα ’χει εντελώς χαμένα.

«Κατάλαβα. Δε θα φάμε ποτέ εδώ μέσα», αγανάκτησε ηΜαργαρίτα. «Ναι, η Σάνια Παρίση είναι», του είπε αργά, σαν νααπευθυνόταν σε άτομο με νοητική υστέρηση. «Πεινάει κι αυτή ηκαημένη, όπως όλοι μας».

«Με συγχωρείτε· » ψέλλισε ο νεαρός, αλλά δεν έκανε καμίαΚίνηση να μαζέψει το μπλοκ παραγγελιών. Τα μάτια του είχανκαρφωθεί στη Σάνια. «Σίγουρα δεν το ξέρετε·» διαπίστωσε σανχαμένος.

131

«Τι να ξέρω;» Η Σάνια τον κοίταξε με μάτια πελώρια, γεμάταγνήσια απορία.

«Από το μεσημέρι γίνεται χαμός στα κανάλια, έχει βουίξει οτόπος. Μάλλον δεν είδατε τηλεόραση·»

«Μας δουλεύεις, ρε φίλε;» Η Μαργαρίτα αγρίεψε. «Τισυμβαίνει; Ήρθαμε να φάμε σαν άνθρωποι, κι αντί γι’ αυτό· »

«Τι έδειξε η τηλεόραση;» ρώτησε η Σάνια, που ένιωσε πως κάτιπολύ σοβαρό συνέβαινε.

«Τον συνέλαβαν», είπε ο νεαρός διστακτικά. Σκέφτηκε πως μιατέτοια είδηση δεν έπρεπε να φτάσει στ’ αφτιά της από εκείνον,αλλά συνέχισε. Ήταν άδικο να αφήσει αυτό το συμπαθητικόκορίτσι στην άγνοια. «Συνέλαβαν τον Ρωμανό Κατρά μετά απότόσα χρόνια. Ζούσε με άλλη ταυτότητα στη Γαλλία».

Η Σάνια πετάχτηκε απ’ τη θέση της και τα βλέμματα όλωνστράφηκαν πάνω της. Κάποιοι την αναγνώρισαν. Τα γέλια και οιζωηρές κουβέντες κόπηκαν. Τώρα ακούγονταν μόνο ψίθυροι.

«Είστε καλά; Να σας φέρω λίγο νερό;»

Οι φίλοι της αρνήθηκαν για λογαριασμό της, αφού εκείνη δενμπορούσε να αρθρώσει λέξη. Την έβγαλαν από την ταβέρναυποβασταζόμενη. Ο Μιχάλης αναζήτησε ταξί κι η Μαργαρίτατην αγκάλιασε. Έβγαλε τη ζακέτα της και την τύλιξε γύρω απότους ώμους της φίλης της, που κοιτούσε με βλέμμα απλανές τοσκοτεινό ουρανό.

«Σάνια;» της ψιθύρισε. «Σάνια, γλυκιά μου, μ’ ακούς;» «Ήξεραότι κάτι θα γινόταν», μουρμούρισε εκείνη. «Το ένιωθα,

132

Μαργαρίτα, και δε με πίστευε κανείς—»

«Θα κοιμηθούμε απόψε στο ξενοδοχείο, κι αύριο το πρωί— »

«Όχι!» Η φωνή της αντήχησε στη σιγαλιά. «Τώρα θα φύγουμε.Απόψε. Θέλω να μιλήσω με τους δικούς μου, να μάθω. Γιατίδε μου τηλεφώνησαν να με ενημερώσουν; Μα βέβαια, έχωκλειστό το κινητό. Θα με ψάχνουν! Η θεία— ο Παύλος— θαείναι όλοι αναστατωμένοι—»

«Σάνια μου, λογικέψου. Δεν μπορούμε να φύγουμε μέσα στηνύχτα—»

«Πόσων χρόνων να ’ταν ο σερβιτόρος; Δεκαέξι; Δεκαοχτώ μετο ζόρι. Δεν ήταν παραπάνω. Όμως ήξερε. Ήξερε. Όλοι ξέρουντι έχει συμβεί. Έκαναν το φόνο των ανθρώπων μου τραγούδι.Τώρα θα με λυπούνται πάλι, θα με κυνηγούν για μιαφωτογραφία. “Η καημένη η Σάνια”, θα λένε. “Το δύστυχοκορίτσι. Έχει πάθει αμνησία από τότε·” Θα με λυπούνται· θα μελυπούνται· »

«Στεφάνιο Παρίση, σύνελθε!» Η Μαργαρίτα άρχισε να τηνταρακουνά. «Δεν είσαι πια παιδί, και στο χέρι σου είναι να τουςδείξεις πως πρέπει να σε σέβονται, όχι να σε λυπούνται.Αλίμονό σου, αν δε φερθείς ανάλογα! Πρέπει να σταθείς στούψος σου. Αν δε θέλεις να σε λυπούνται, θα κόψεις τιςυστερίες. Το κάθαρμα θα χωθεί και πάλι στη φυλακή. Τίποταδεν μπορεί να σου κάνει πια. Τίποτα!»

Η Σάνια λαχταρούσε να δείξει πως ήταν γενναία, αλλά έτρεμεακόμα σύγκορμη και ένας κόμπος έφραζε το λαιμό της.Υποχώρησε. Το ταξί σταμάτησε μπροστά της κι η Μαργαρίτατην έσπρωξε στο πίσω κάθισμα.

133

Ένα δάκρυ που κύλησε στο παγωμένο της μάγουλο μαρτύρησεόλα όσα ένιωθε η καρδιά της.

Ήταν έξι το πρωί και το σπίτι των θείων της πολιορκούνταν ήδηαπό τους δημοσιογράφους. Οι φωνές έφταναν καθαρές στ’αφτιά τους, παρά τα διπλά τζάμια και την ηχομόνωση. Υπόκανονικές συνθήκες, το σπίτι τους δεν το φρουρούσαν τόσοιάντρες. Υπό κανονικές συνθήκες, το πρώτο πράγμα πουαντίκριζες το πρωί πίσω από τις ίδιες κουρτίνες ήταν το άγαλματου Ερμή και η αρμονική παράταξη των φυτών στους κήπους—

Σήμερα όμως οι συνθήκες δεν ήταν κανονικές. Πάνω απόείκοσι άντρες ειδικευμένοι στη φύλαξη υψηλών προσώπωνέδιναν τη μάχη τους με τους δημοσιογράφους: εκείνοιαπωθούσαν και οι εκπρόσωποι του Τύπου έσπρωχναν. Έ απλάνο ζητούσαν μόνο, μια μικρή δήλωση: «Τι έχετε να πείτε,κύριε Μαρκάτο;», «Πώς νιώθει η ανιψιά σας;», «Τι στάση θακρατήσετε από δω και πέρα;».

Έξω επικρατούσε πανζουρλισμός και μέσα η ατμόσφαιραθύμιζε νεκροταφείο. Τα πρόσωπα όλων ήταν σκυθρωπά, καιπαρόλο που δε μιλούσε κανείς, οι σκέψεις τους είχαν τον ίδιοαποδέκτη: τη Σάνια. Παρακολουθούσαν ακόμα και το παίξιμοτων βλεφάρων της, από φόβο μήπως ερχόταν κάποια κρίση. Ανήταν στο χέρι τους, θα την έκλειναν σε ένα κλουβί με όλες τιςανέσεις και θα την κρατούσαν μακριά από τον κόσμο και όσασυνέβαιναν σε αυτόν.

Την είδαν να πατά ξανά το κουμπί του βίντεο και νααφοσιώνεται με κέρινη έκφραση στην οθόνη. Δεν έδειχνεκανένα συναίσθημα: ούτε λύπη ούτε χαρά, ούτε φόβο ούτεανακούφιση. Έβλεπε το δολοφόνο της μάνας της και τουπατριού της δεμένο με χειροπέδες να μπαίνει σε ένα περιπολικό

134

κάπου στο Παρίσι, κι έμοιαζε να μη συνειδητοποιεί γεγονός.Μόνο πατούσε την παύση στο ένα και μοναδικό κοντινό πλάνοπου έ(πειλε η γαλλική τηλεόραση, για να από-τυπώσει στο νουτης το πρόσωπό του και τις αλλαγές που έφερε πάνω του οχρόνος. Το χρώμα των μαλλιών του ήταν λίγο πιο ανοιχτό απ’όσο το έβλεπε στα φλας μπακ της και στις παλιές φωτογραφίες,τους είχε πει. Τα μάτια ήταν ολόιδια: μαύρα κι ανταριασμένα,σαν να κουβαλούσαν μέσα τους την κόλαση.

«Σαν να μην είναι αυτός· » μονολογούσε συνέχεια. «Μοιάζει μεθηρίο·»

«Κλείσ το επιτέλους!» της φώναξε η Βέρα. «Τι προσπαθείς νακαταλάβεις; Είναι εγκληματίας. Πώς περίμενες να μοιάζει;Κρυβόταν μια ζωή. Μπορεί να ’κανε και πλαστικές, δεν είναικαθόλου απίθανο».

«Πάρτε της το τηλεχειριστήριο!» πετάχτηκε κι η Μίνα. «Τικάθεσαι, ρε Παύλο; Πώς μπορούμε να καθόμαστε όλοι μουγκοίκαι να τη βλέπουμε να βασανίζεται έτσι;»

«Σάνια, για το Θεό», παρενέβη ο Παύλος. «Δεν μπορεί να σουκάνει τίποτα πια αυτό το κάθαρμα. Θα τον φέρουν εδώ, θα τονκλείσουν μέσα και θα μείνει εκεί. Θα φροντίσω προσωπικά γι’αυτό».

Δεν του απάντησε. Δε μίλησε σε κανέναν. Άφησε ήσυχα τοτηλεχειριστήριο σ’ ένα τραπεζάκι και, πριν προλάβει να τησταματήσει κανείς, άνοιξε την εξώπορτα και βγήκε. ΗΜαργαρίτα είχε δίκιο: το πρώτο που έπρεπε να κάνει ήταν ναδείξει στα όρνια πως έπρεπε νά ψάξουν άλλο ψοφίμι για νατραφούν. Είχε τη ζωή της πια, και την είχε κατακτήσει με πολύκόπο. Δε θα γινόταν βορά στην πείνα τους για δράμα και

135

σκάνδαλα. Είχε μεγαλώσει. Ήταν κυρία του εαυτού της.

Ναι, θα τους έδειχνε πως δεν ήταν πρόθυμο θύμα.

ΝΟΕΜΒΡΙΟΣ, ΚΤΗΜΑ ΡΑΒΕΝ

Όλα πήγαιναν σύμφωνα με το σχέδιο. Ο Άλεξ έβαλε κάτιτελευταίο στο δερμάτινο σακβουαγιάζ του, έκλεισε τοφερμουάρ και βγήκε απ’ το δωμάτιό του δίχως να κοιτάξειπίσω. Είδε τη Νικόλ σκυμμένη πάνω στο χαλί να κουμαντάρειεπιδέξια την ηλεκτρική σκούπα. Η αντίδρασή της στηνκαινούρια του εμφάνιση θα ήταν το πιο καθοριστικό τεστ. Γι’αυτό την πλησίασε αθόρυβα και στάθηκε πίσω της με τα χέριαστις τσέπες.

Η κοπέλα τον αντιλήφθηκε αμέσως. Συνηθισμένη καθώς ήταννα δουλεύει όταν εκείνος απουσίαζε, ταράχτηκε κι έριξε μιαματιά στο ρολόι της για να βεβαιωθεί πως δεν είχε λαθέψει.Έπειτα γύρισε, τον κοίταξε κι έμεινε με το στόμα ανοιχτό.

«Λοιπόν;» τη ρώτησε ο Άλεξ ανήσυχα. «Κάπως έτσι μοιάζουνσήμέρα οι επιστήμονες; Εσύ βλέπεις πιο πολλή τηλεόραση απόμένα. Κάτι θα ξέρεις παραπάνω—»

Ήξερε, αλλά· είχε βουβαθεί. Το μόνο κοινό με τον Άλεξ Γκρέιπου γνώριζε ήταν η καλύπτρα του. Όλα τα υπόλοιπα είχαν γίνεικαπνός. Τα ακατάστατα μαύρα του μαλλιά είχαν αντικατασταθείαπό ένα περιποιημένο κοντό κούρεμα και τα μαύρα ρούχα τουείχαν δώσει τη θέση τους σ’ ένα μοντέρνο γκρικοστούμι/ραμμένο σίγουρα κατά παραγγελία. Φορούσε μαύροπουκάμισο και μαύρα παπούτσια πάνε οι μακριές καμπαρντίνεςκι οι μπότες. Τα γάντια χαλούσαν λίγο το σύνολο, αλλά ήτανμια ενδιαφέρουσα παραφωνία. Μπορεί να θέλει να κρύψει

136

κάποιο κάψιμο στα χέρια, σκέφτηκε η Νικόλ.

Ακόμα έστρεφε ελαφρά το κεφάλι του, ίσως από συνήθεια,αλλά η κοπέλα δεν έβρισκε τίποτα άσχημο στο πρόσωπό τουεκείνη τη στιγμή. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σκληρά όπωςπάντα, όμως για πρώτη φορά της φάνηκαν γοητευτικά. Τοκούρεμα απάλυνε την εντύπωση: κοντό σαν στρατιωτικό, μεμερικές ατίθασες τούφες πάνω απ’ το μέτωπο καιπεριποιημένες, κοντές φαβορίτες. Μπορεί η καλύπτρα να ήτανλίγο μεγαλύτερη, για να καλύψει όσα έκρυβαν πριν τα μαλλιά,αλλά η γενική εικόνα δεν άλλαζε: εκείνη τη στιγμή ο ΆλεξΓκρέι ήταν ίοως ο πιο σαγηνευτικός άντρας που είχε δει ποτέστη ζωή της.

«Τι να πω;» αποκρίθηκε μόλις μπόρεσε να ξεπεράσει τηβουβαμάρα. «Δεν περίμενα··· δε φανταζόμουν· »

«Θα ο’ το θέσω αλλιώς», τη βοήθησε. «Αν με έβλεπες γιαπρώτη φορά, θα σου προκαλούσα φόβο ή θα σου ενέπνεαεμπιστοσύνη;» «Δεν ξέρω», αποκρίθηκε εκείνη με ειλικρίνεια.«Αυτό που αποπνέει ένας άνθρωπος δεν αλλάζει τόσο εύκολα,απ’ τη μια στιγμή στην άλλη. Τα ρούχα βοηθούν, βέβαια, πολύ.Ίσως αν χαμογελούσατε και λιγάκι—»

«Αυτό είναι; Το χαμόγελο λείπει απ’ τη συνταγή;»

«Και η συμπεριφορά», πήρε θάρρος εκείνη. «Δεν είναι σωστόνα κοιτάτε μια γυναίκα σαν να είναι κατσαρίδα. Και τώρα αυτότο ύφος έχετε, ξέρετε. Με κοιτάτε με δυσφορία και απέχθεια.Αν η αλλαγή σας έχει στόχο κάποιο θηλυκό, πρέπει ναδιορθώσετε αυτό το σημείο. Μια τέτοια ματιά αρκεί για να τοβάλει στα πόδια».

137

Χαμήλωσε το βλέμμα προβληματισμένος. Το σκέφτηκε καιξεστόμισε σιγανά μια βρισιά. Τα χαμόγελα ήταν δύσκοληυπόθεση για κείνον. Τουλάχιστον αυτά που απευθύνονταν σεγυναίκα. Δε χρειαζόταν να χαμογελάσει για να ρίξει στο κρεβάτικάποια όταν πήγαινε στην πόλη: είτε πλήρωνε για τις υπηρεσίεςτης είτε κερνούσε κάνα δυο ποτά. Εύκολη δουλειά, απλή καισύντομη. Ήταν μια δοσοληψία χωρίς προκαταρκτικά καισυναίσθημα. Όπως γενικά ο τρόπος ζωής του.

«Κάνατε όμως μια πολύ καλή αρχή», θέλησε να τουαναπτερώσει το ηθικό η κοπέλα. «Είναι απαραίτητα τα γάντια;»ρώτησε αμέσως μετά.

«Λίγο πολύ. Υποτίθεται πως δεν ειδικεύομαι σε χειρωνακτικέςεργασίες».

«Κι οι επιστήμονες δεν μπορούν να αλλάξουν ούτε λάμπα, ε;Δίκιο έχετε. Μπορείτε να πείτε πως έχουν σημάδια απ’ τοατύχημα. Απ’ το ίδιο ατύχημα που σας στέρησε το μάτι, εννοώ—» συνέχισε δειλά.

«Κάτι θα βρω». Σήκωσε το σακβουαγιάζ του και της έτεινε τοάλλο χέρι. «Πρόσεχε το σπίτι μου, μικρή. “Οταν τελειώσουνόλα, εδώ θα γυρίσω πάλι. Θέλω να το βρω όπως το άφησα.Βασίζομαι πάνω σου».

«Μην ανησυχείτε, μεσιέ», είπε η Νικόλ σφίγγοντας πρόθυμα τοχέρι του. «Αυτό το σπίτι είναι το στολίδι της περιοχής. Θα τοπροσέχω σαν τα μάτια μου, σας το υπόσχομαι».

Τον είδε να φεύγει σηκώνοντας άνετα το μικρό του φορτίο.Έτρεξε ξοπίσω του, αλλά δε γύρισε να την κοιτάξει. Έβαλε τονΚινγκ στο πίσω κάθισμα και πήγε στη θέση του οδηγού. Το

138

πρόσωπό του δε διακρινόταν πίσω απ’ το φιμέ τζάμι. Μόνο τοχέρι του είδε να σηκώνει σε ένδειξη αποχαιρετισμού.

Δεν ήξερε γιατί, αλλά σφίχτηκε η καρδιά της.

ΕΛΛΑΔΑ

Τα προβλήματα αυτής της χώρας είχαν ως διά μαγείας εκλείψει.Τις δύο τελευταίες μέρες μοναδικό θέμα συζήτησης στατηλεοπτικά παράθυρα ήταν η σύλληψη του στυγερούδολοφόνου και η έκδοσή του στην Ελλάδα από τις γαλλικέςΑρχές. Ο κόσμος ζητούσε την παραδειγματική τιμωρία του γιατο διπλό φονικό εκείνης της νύχτας. Ήταν πολύ αγαπητοί οι δύοάνθρωποι που έφυγαν από τη ζωή. Ο Αλέξανδρος Κατράς ήτανο μεγιστάνας που έκανε το όνομα της χώρας του να ακούγεταιστα πέρατα του κόσμου, και η Μιράντα Βαλέρη ήταν ητελευταία αυθεντική σταρ, η μόνη Ελληνίδα που κοσμούσεεξώφυλλα ξένων περιοδικών με συχνότητα ίδια με τουςομότεχνους αλλοδαπούς αστέρες, κι η μόνη που συνεργάστηκεμε τόσους κορυφαίους σκηνοθέτες του Χόλιγουντ. Ότανδιέβλεπε ότι το ενδιαφέρον του κόσμου ατονούσε, ήξερε πώςνα το αναθερμαίνει: οι έρωτες καΛοι δύο γάμοι της είχαν γίνειτότε εξώφυλλο στα περισσότερα περιοδικά κι είχαναπασχολήσει μέχρι και σοβαρές πολιτικές εφημερίδες.

Η Σάνια διέσχιζε με βήμα αργό τους διαδρόμους της ΓενικήςΑσιυνομικής Διεύθυνσης Αθηνών, όπου ακόμα κρατούνταν οδραηέ-της. Επικρατούσε σύγχυση για την αντιμετώπισή του. Οιγαλλικές Αρχές εξέφραζαν επιφυλάξεις για την ψυχική τουισορροπία και είχαν μεσολαβήσει ώστε να σταλεί στην Ελλάδαειδικός συνεργάτης της Γαλλικής

Αστυνομίας, ένας ψυχίατρος που παρακολουθούσε τον Κατρά

139

και υποστήριζε ότι έχει το ακαταλόγιστο. Στην Ελλάδα το κλίμαήταν πολύ φορτισμένο, και οι περισσότεροι ήθελαν να δουν τονΡωμανό Κατρά ξανά πίσω από τα σίδερα το συντομότεροδυνατόν.

«Θέλω να τον δω», είπε ήρεμα η Σάνια στο διοικητή τουΤμήματος Ανθρωποκτονιών. «Η αδερφή του τον επισκέφτηκεήδη. Το ίδιο θέλω να κάνω κι εγώ».

Δεν της αρνήθηκε, ξέροντας πολύ καλά ότι η κοπέλα είχε κάθεδικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Έδωσε λοιπόν εντολή σε δύοάντρες του να τη συνοδεύσουν στο κρατητήριο. Το έκανε απόευαισθησία, κι όχι επειδή ο θείος της θα μπορούσε να τουδημιουργήσει προβλήματα στην καριέρα του, αν το ήθελε. ΗΣάνια Παρίση ήταν αγαπητή σε όλους. Παρά την τραγωδία πουέζησε μικρή, είχε μεγαλώσει με αξιοπρέπεια και αρχές. Οχαρακτήρας της ήταν που τόσα χρόνια εμπόδιζε τουςδημοσιογράφους από το να την ενοχλούν, όχι το παρελθόν της.Με κάποιο παράξενο τρόπο, η Σάνια Παρίση είχε κερδίσει τηνησυχία της και σπάνια απασχολούσε τον Τύπο. Ναι, είχε κάθεδικαίωμα να βρίσκεται εκεί και να ζητά προσωπική συνάντησημε τον άνθρωπο που είχε ανατρέψει με τόσο οδυνηρό τρόπο τηζωή της.

Τον είχαν σε ένα απομονωμένο δωμάτιο με κάγκελα σαν κελί.Τα τακούνια της αντήχησαν μονότονα καθώς μείωνε τηναπόσταση που τη χοίριζε από εκείνον. Το πρόσωπό της έμοιαζεμε πορσελάνινη μάσκα, αλλά μέσα της έβραζε σαν. λάβα.Στάθηκε λίγα εκατοστά πίσω απ’ τα χοντρά κάγκελα και τονείδε, πεντακάθαρα αυτή τη φορά με τα μάτια της, όχι μέσα απότο φακό των δημοσιογράφων.

Τα βλέμματά τους διασταυρώθηκαν· χτυπήθηκαν στον αέρα

140

σαν ξίφη μονομάχων. Το δικό της αποκάλυπτε μίσος καιπεριφρόνηση. Το δικό του· τίποτα, πέρα από απέραντο κενό.Κανένα συναίσθημα· ούτε καν η ανάγκη να υποστηρίξει τηναθωότητά του. Δεν ήταν ο Ρωμανός αυτό το πλάσμα με τηνψυχή θηρίου. Τα μαύρα ρούχα του έκαναν, λες, το ογκώδεςκορμί του να ασφυκτιά. Ήταν όλος νεύρα και μυς. Στιςαναλαμπές της μνήμης της ήταν ψηλός κι ευγενικός. Στηνπραγματικότητα έδειχνε γιγαντιαίος και άγριος. Είχε όψη φονιάκαι χαμόγελο παράφρονα.

Γιατί το κάθαρμα τόλμησε να της χαμογελάσει.

Ο Ζακ είχε μπει για τα καλά στο πετσί του ρόλου.Ακολουθώντας κατά γράμμα τις οδηγίες του Άλεξ, δεν έκανετην παραμικρή απόπειρα να τη συγκινήσει. Σύμφωνα με τιςεκτιμήσεις του, το μίσος και ο θυμός ίσως μπορούσαν ναξυπνήσουν τις αναμνήσεις της καλύτερα από τουςσυναισθηματισμούς. Έπρεπε να την μπερδέψει και να διαλύσειτις όποιες άμυνές της. Ήταν η μοναδική αυτόπτης μάρτυρας καιέπρεπε με κάθε τρόπο να κλονιστεί το ναρκωμένο κομμάτι τουμυαλού της.

Βλέποντάς τη, συνειδητοποίησε πως το να γίνει ενοχλητικόςδεν ήταν εύκολη δουλειά. Τα μάτια της καθρέφτιζαν μίσος,αλλά, ακόμα κι έτσι, η όψη της παρέμενε αγγελική. Ήτανλεπτεπίλεπτη και γλυκιά ο τύπος γυναίκας που θα απέφευγε μεκάθε τρόπο ο Άλεξ Γκρέι.

«Έχεις ένα τσιγάρο;» τη ρώτησε στα γαλλικά. Έπειτα πλησίασετα κάγκελα, τα κράτησε σφιχτά και ακούμπησε ανάμεσα σε δύοσίδερα το πρόσωπό του. Την κοίταξε απ’ την κορφή ως τανύχια. «Μεγάλωσες, πριγκιπέσα. Με ζόρια, απ’ ό,τι έμαθα,αλλά μεγάλωσες. Έγινες ολόκληρη γυναίκα».

141

Η Σάνια κρατήθηκε για να μην κάνει ούτε μισό βήμα πίσω.Ήθελε να φαίνεται δυνατή. «Ξέρεις ελληνικά», του είπε παγερά.«Αν θες τσιγάρο, να μου το ζητήσεις στη γλώσσα μου. Είσαιατή χώρα σου και (πα παλιά σου λημέρια. Κοίτα να τοσυνηθίσεις».

Άπλωσε το χέρι του και άγγιξε μια τούφα απ’ τα μαλλιά της.Εκείνη δεν κινήθηκε. Είμαι αιψαλής, υπενθύμιζε tnov εαυτό ιης.

«Δεν έχω πατρίδα», της είπε συνεχίζοντας στα γαλλικά. «Θαπρέπει να ’μαθές για μένα. Αν οι τρελοί είχαν γλώσσα, αυτή θαμιλούσα. Δεν ξέρω πώς διάβολο ζητάνε τσιγάρο στη γλώσσατων τρελών».

«Αν περιμένεις ευνοϊκή μεταχείριση επειδή κάποιοιυποστηρίζουν ότι δεν έχεις σώας τας φρένας· »

«Στα γαλλικά!» φώναξε ξαφνικά κι άρχισε να κοπανάει τιςγροθιές του στα κάγκελα. «Ξέρω πως τα μιλάς, πριγκιπέσα.Είναι η γλώσσα των εραστών, η γλώσσα των αληθινών ηρώων.Δε μ’ έσπρωξε τυχαία ο Θεός σε εκείνα τα μέρη. Θα μάθεις.Έχεις να μάθεις πολλά για μένα· »

«Μόνο ένα πράγμα θέλω να μάθω για σένα, Ρωμανέ», του είπεθλιμμένη, κάνοντάς του τη χάρη να μιλήσει στα γαλλικά. «Γιατί;Γιατί τους σκότωσες;»

Δεν της απάντησε. Έκανε πίσω και σωριάστηκε στο στενόράντσο του κελιού του. Αρχισε να τραγουδά ένα γαλλικό σκοπόπου θύμιζε εμβατήριο και το βλέμμα του υψώθηκε στο ταβάνι.Η Σάνια είδε τη δεξιά πλευρά του προσώπου του κιανατρίχιασε. Δεν ήταν πρόσφατα τα σημάδια. Ισως είχαν γίνειτότε. Η νεκροψία είχε δείξει πως ο πατέρας του αντιστάθηκε. Οι

142

εφημερίδες της εποχής έγραψαν για σφαγή: αίμα παντού, δύονεκροί κι ο μισοπεθαμένος φονιάς. Ναι, τότε είχαν γίνει αυτά τασημάδια στο πρόσωπό του.

Έφυγε με το γέλιο του να αντηχεί στ’ αφτιά της ενοχλητικό, σανφάλτσο τραγούδι. Ήταν πιο ήσυχη τώρα. Ονειρευόταν αυτή τηστιγμή χρόνια. Μπορεί να μην πήρε απάντηση στις ερωτήσειςτης, αλλά τουλάχιστον ήξερε πως δεν ήταν χέρι ανθρώπου αυτόπου κατέστρεψε τη ζωή της· ήταν χέρι κτήνους.

Τυλίχτηκε στο πανωφόρι της, σταμάτησε ένα ταξί και ξεκίνησεγια το σπίτι της. Έπρεπε με κάποιο τρόπο να συνεχίσει τη ζωήτης.

Από τη στιγμή που το μαύρο Range Rover πέρασε τα σύνορατης Ελλάδας, ο νους του δεν ήταν απόλυτα συγκεντρωμένοςστην οδήγηση.

Ήταν βράδυ, αλλά διέσχιζε τα βουνά σαν να έβλεπεολοκάθαρα. Τα πιο απρόσιτα απ’ αυτά είχαν γίνει το καταφύγιότου κάμποσες μέρες πριν εξασφαλίσει διαβατήριο από τοσυνεργάτη του Αλβανού πλαστογράφου που γνώρισε στηφυλακή. Όλα τα χρήματα που του είχε δώσει κρυφά η αδερφήτου δαπανήθηκαν για την πρώτη του ταυτότητα: ΝτιμίτριΓκόλεφ.

Με αυτό το όνομα έφτασε στη Γαλλία και με αυτό τοδιαβατήριο παρουσιάστηκε στο γραφείο κατάταξης. Εκεί έγινεΆλεξ Γκρέι. Η Λεγεώνα δεν έκανε ερωτήσεις. Δεν ήταν ούτε ηπρώτη ούτε η τελευταία φορά που φυγάδες, παράνομοι καιγενικώς άνιρες με ύποπτο παρελθόν διάβαιναν τις πύλες της. Ηδοκιμασία επιλογής ήταν εξαιρετικά σκληρή, αλλά σεπερίπτωση που ο υποψήφιος επιτύγχανε, η κάλυψη ήταν

143

πλήρης.

Ήταν περασμένα μεσάνυχτα όταν έσβησε τη μηχανή τουαυτοκινήτου του. Άνοιξε το παράθυρο, άναψε ένα πούρο καιβολιδοσκόπησε την περιοχή. Τα πάντα είχαν αλλάξει. Ήτανανέκαθεν πλούσια γειτονιά, αλλά τώρα η χλιδή ήτανπροκλητική: τεράστιες βίλες, υπέροχοι κήποι, πισίνες. Μόνο τοδικό του σπίτι έμοιαζε φθαρμένο απ’ το χρόνο, γερασμένο,άχρωμο. Οι προβολείς είχαν ξηλωθεί και σκοτάδι βασίλευεπαντού. Οι κήποι είχαν γίνει μια μικρή ζούγκλα.

Φύσηξε τον καπνό και σμίγοντας τα φρύδια κοίταξε τη σοφίτατης πρώην έπαυλης. Εγκαταλειμμένη, με σιδεριές σταπαράθυρα πνιγμένες στον κισσό και στη βρόμα. Ήταν κάποτετο δωμάτιό του, ο μικρός του επίγειος παράδεισος.

Τράβηξε το σακβουαγιάζ απ’ το πίσω κάθισμα και άνοιξε τηνπόρτα του αυτοκινήτου. Βγήκε έξω με το πούρο στο χέρι,ελπίζοντας ο ήρεμος βηματισμός του να κατάφερνε νακαταλαγιάσει την ταραχή της ψυχής του. Η πύλη άνοιξε μ’ έναελαφρύ σπρώξιμο: καμία ασφάλεια, ούτε ένα απλό λουκέτο.

Ο Κινγκ δίπλα του γρύλισε. Είχε διαισθανθεί, φαίνεται, τηναρνητική ενέργεια του χώρου. Πιθανόν και τότε ο αληθινόςδράστης να είχε μπει έτσι εύκολα. Με τη γνώση πως μοναδικόςτου αντίπαλος θα ήταν μια αδύναμη γυναίκα. Μία νεκρή, έναθύμα· αυτό ήταν το σχέδιό του. Αλλά χάλασε απ’ την ξαφνικήεπιστροφή των υπολοίπων. Είχε γυρίσει εκείνος, ο πατέρας τουκαι η μικρή Σάνια. Η Μαρία ήταν τυχερή: είχε κανονίσει νακοιμηθεί σε μια φίλη της μετά από έναν άσχημο καβγά πουέκανε το απόγευμα με τον πατέρα τους.

Βεβαιώθηκε πως δεν υπήρχαν παρείσακτοι τριγύρω και έφτασε

144

μέχρι την εξώπορτα. «Οικογένεια Αλεξάνδρου Κατρά», έγραφεακόμα στην εσωτερική ετικέτα. Μόνο που τα γράμματα είχανξεθωριάσει· τα γράμματα της μητέρας του.

Στην πόρτα φάνηκε μια κοπέλα. Φώναξε την κυρία της, καιμόνο όταν εκείνη της έδωσε την άδεια του είπε να περάσει. ΟΆλεξ μπήκε μέσα με σφιγμένη καρδιά. Όλα ήταν ίδια, σαν ναείχε σταματήσει ο χρόνος. Άφησε την τσάντα του στο πάτωμακαι διέταξε τον Κινγκ να παραμείνει απέξω. Η όσφρησή τουήταν ο καλύτερος συναγερμός: θα γάβγιζε ακόμα κι ανπερνούσε ποντίκι.

«Θεούλη μου—»

Μόνο αυτό είπε η Μαρία πριν πέσει στην αγκαλιά του καιξεσπάσει σε λυγμούς. Την αγκάλιασε κι εκείνος. Ρούφηξε τοάρωμα των μαλλιών της κι έσφιξε με ευχαρίστηση το κορμί τηςπάνω του. Τι όμορφη που ήταν! Και πόσο είχε αλλάξει!Βούρκωσε, η συγκίνηση τον έπνιξε. Η μικρή του αδερφή. Τομόνο θηλυκό μετά τη μητέρα του που είχε αγαπήσει.

Η οικιακή βοηθός αποσύρθηκε ταραγμένη. Σίγουρα υπέθετεπως η αφεντικίνα της είχε μόλις υποδεχτεί κάποιο παλιόεραστή. Φορούσε άλλωστε μόνο το νυχτικό της.

«Γιατί δε μου είπες;» τη μάλωσε μόλις την απομάκρυνε λίγο καικοίταξε το κλαμένο της πρόσωπο. «Γιατί μου έκρυψες τηνκατάστασή σου, Μαρία;»

«Δεν είναι ώρα γι’ αυτά». Σκούπισε τα μάτια της και του έβγαλεπανωφόρι. Η καλύπτρα του δεν την τρόμαξε ούτε για μιαστιγμή.

145

Έδειχνε πως τον περίμενε κάπως έτσι: άντρα πια, δυνατό,τελείως διαφορετικό απ’ τον δειλό νεαρό που είχε χαθεί τόσαχρόνια πριν. «Έχουμε όλο τον καιρό μπροστά μας για ναδώσουμε εξηγήσεις».

«Θα με αποκαλείς Άλεξ», της υπενθύμισε. «Ακόμα κι ότανείμαστε οι δυο μας». Έβγαλε τα γάντια του και τα μάτια τηςστάθηκαν αμέσως στα τραχιά του χέρια. Το βλέμμα της γέμισετρυφερότητα. Για κανέναν απ’ τους δυο τους δεν ήταν εύκολατα χρόνια που πέρασαν.

«Θα πρέπει να είσαι ξεθεωμένος—»

«Είσαι πανέμορφη, Μαρία— »

Γέλασαν κι οι δύο. Από κάπου έπρεπε ν’ αρχίσουν, είχαν ναπουν πάρα πολλά. Ο Άλεξ δέχτηκε πρόθυμα το ποτό που τουέβαλε η αδερφή του και βολεύτηκε σε μια πολυθρόνα. Η Μαρίακάθισε απέναντί του συγκινημένη.

«Πού θα μείνεις;» τον ρώτησε. Αυτό δεν το είχαν ξεκαθαρίσει.

«Εδώ». Η γουλιά του κονιάκ ήταν αληθινό βάλσαμο. «Έχωμιλήσει ήδη με τους υπευθύνους. Ως ψυχίατρος του ΡωμανούΚατρά και ο μόνος έμπιστός του, δεν είναι παράξενο ναφιλοξενηθώ από την αδερφή του. Αύριο θα τον δω. Θα δω και— τη Σάνια».

«Θα ετοιμάσω το δωμάτιό σου».

«Είναι κλειδωμένο».

«Όπως και το μισό σπίτι. Από πείσμα εξακολουθώ να μένωεδώ, Ρωμ— Άλεξ. Με ξέρεις. Αυτό το σπίτι είναι ό,τι απέμεινε

146

απ’ τους γονείς μας. Δεν ήθελα να το εγκαταλείψω».

«Θα το ξεκλειδώσεις», της είπε κοφτά. «Όλο. Αλλά θα ναιμπροστά και η Σάνια. Είναι σημαντικό αυτό».

«Όλα θα γίνουν όπως τα θες». Σηκώθηκε απ’ τη θέση της καιχώθηκε ξανά στην αγκαλιά του. «Θέλω να μου πεις όλα όσαπέρασες— Άλεξ: Τίποτα να μη μου κρύψεις, τ’ ακούς; Μουέλειψες. Μου έλειψες τόσο πολύ— Και κοίτα πώς άλλαξες!Επιτέλους νιώθω ασφαλής. Κάθε γυναίκα θα ένιωθε ασφαλήςκοντά σου—»

«Η αλήθεια είναι πως πάχυνα λιγάκι», αστειεύτηκε εκείνος.

«Στα μάτια μου είσαι πολύ γοητευτικός. Τρόμαξα να σεαναγνωρίσω. Είσαι· είσαι·»

Τη φίλησε στο μάγουλο και της ζήτησε να σωπάσει. Είχανκαιρό να μιλήσουν. Τώρα ήταν εκεί στη γενέτειρά του, που ήτανκι ο τάφος της νιότης του. Είχε πολύ τρυφερές και πολύοδυνηρές αναμνήσεις από εκείνο το μέρος. Ναι, θα τα έλεγανόλα, αλλά όχι τώρα. Ένα βήμα τη φορά. Συναίσθημα με μέτρο.Για να μη γίνει το λάθος.

«Πώς είναι ο Ζακ;» τη ρώτησε.

«Τι να σου πω; Το απολαμβάνει».

Ο Άλεξ ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Δεν το παίζει. Στ’ αλήθειαδεν πάει καλά!»

«Τους έχει πείσει όλους· » ψιθύρισε η Μαρία, για τηνπερίπτωση που η νεαρή Βουλγάρα είχε στήσει αφτί. «Δε θέλουνπολύ να του φορέσουν τη γνωστή ωραιότατη φόρμα που· δένει

147

πίσω. Πότε τραγουδάει πολεμικά εμβατήρια και πότεαπαγγέλλει ποίηση. Στα μεσοδιαστήματα σκυλοβρίζει τουςπάντες. Ισχυρίζεται ότι είναι διάνοια και αναφέρει συνέχειακάποιο καβγά. Αν δεν ήταν αυτός ο καβγάς, υποστηρίζει, ηφάκα δε θα χε πιάσει ποτέ το ποντίκι».

«Το παρακάνει το κάθαρμα», είπε ο Άλεξ, αλλά χωρίς ναθυμώσει. Μόνο ο Ζακ μπορούσε να φέρει εις πέρας αυτή τηδουλειά. Ήταν ειδικός στο να κουρελιάζει τα νεύρα των άλλων.Το ίδιο έκανε και με τους εχθρούς στις αποστολές τους. Πρώτατους τρέλαινε και μετά τους έφερνε σε απόσταση βολής. Κάτιτέτοια ήταν βούτυρο στο ψωμί του.

«Για ποιο καβγά μιλάει;» θέλησε να μάθει η Μαρία.

«Τα ’κανε γυαλιά καρφιά σ’ ένα μπαρ. Έτσι τον συνέλαβαν.Μόνο που η ταυτοποίηση των αποτυπωμάτων έδειχνε εμένα.Ήταν απλή δουλειά. Όλα είναι σκηνοθετημένα— »

Η Μαρία δεν καταλάβαινε και πολλά, αλλά δε βιαζόταν.Σώπασε. Ήθελε να απολαύσει όσο περισσότερο μπορούσε τηναγκαλιά του αδερφού

της.

Έμειναν έτσι μέχρι το ξημέρωμα, αποκοιμισμένοι στην ίδιαπολυθρόνα, με τον πιστό Κινγκ ξαπλωμένο στο χαλάκι τηςεξώπορτας. Μόνο η οικιακή βοηθός δεν κοιμήθηκε καθόλου.Συνέβαιναν σημεία και τέρατα σ’ αυτό το σπίτι! Και φαινόταντόσο αξιοπρεπής η κυρία—

Συστήθηκε με την άνεση επαγγελματία παραμυθά. Για κάθεερώτηση είχε προετοιμάσει μια απάντηση, κι ήταν τόσο

148

πειστικός, που του υποσχέθηκαν απόλυτη συνεργασία χωρίς ναχρειαστεί να το διαπραγματευτεί. Συμφωνά με την κάρτα του,ήταν ο «Άλεξ Γκρέι,’Ψυχίατρος, Ειδικός Συνεργάτης τηςΓαλλικής Αστυνομίας». Τα άπταιστα ελληνικά τουδικαιολογήθηκαν από την καταγωγή του, καθώς είπε πως είχεΈλληνα πατέρα και Γαλλοκαναδή μάνα. Είπε πως έζησε στοΚεμπέκ τα δεκαπέντε ΐχρώτα χρόνια της ζωής του, αλλά κάθεκαλοκαίρι ερχόταν στην Ελλάδα. Σπούδασε στο Βανκούβερ, καικατόπιν πήγε να διδάξει σε πανεπιστήμιο του Παρισιού. Ησυνεργασία του με τις Αρχές ξεκίνησε την τελευταία πενταετία,όταν κάποιος ασθενής του αποκαλύφθηκε ότι ήταν δολοφόνοςκατά συρροήν. Υποτίθεται πως διατηρούσε ιδιωτικό ιατρείο στοΠαρίσι, όπου ο Ρωμανός Κατράς τον επισκεπτόταν με άλληταυτότητα.

Όλοι πείστηκαν από τους τρόπους του και τη μικρή επίδειξη τηςεπιστημονικής του κατάρτισης πως, αν το επιδίωκε, θα ήτανδιάσημος στη χώρα του. Το φρικτό τροχαίο που επινόησε για ναδικαιολογήσει την καλύπτρα του εξηγούσε πολύ καλά τοχαμηλό προφίλ του. ‘Οταν τους ζήτησε να χαμηλώσουν τοφωτισμό, το έκαναν πρόθυμα. Το προσηνές χαμόγελο και ηπροσωπικότητά του είχαν γεννήσει σεβασμό -στουςαστυνομικούς και τους ωθούσαν να συνεργαστούν στο πλαίσιοτης ευγενούς άμιλλας. Ήταν φίλος, τους ξεκαθάρισε. Δεν είχεέρθει ως εκεί για να αθωώσει έναν ένοχο, αλλά για να βοηθήσεινα αποδοθεί δικαιοσύνη. Για να κερδίσει το χρόνο πουχρειαζόταν, είχε αφήσει να εννοηθεί ότι ήξερε διάφορα μυστικάγια τον Ρωμανό Κα-τρά, δημιουργώντας έτσι μια ατμόσφαιραμυστηρίου γύρω από τον πελάτη του. Όσα δεν είπε κέντρισαντην περιέργειά τους για τον κατηγορούμενο. Ήταν απαραίτητονα προκαλέσει αμφιβολίες για την ενοχή του. Με αυτό τοντρόπο ο πραγματικός δράστης -ον ήταν ακόμα ζωντανόςίσως

149

έκανε κάποια κίνηση απελπισίας. Δεν το έδειξε, αλλά οιπροσδοκίες του επιβεβαιώθηκαν όταν τον πληροφόρησαν γιατην πέτρα με το σημείωμα που πέταξαν στη Σάνια. «Είναιαυτόπτης μάρτυρας», τους δήλωσε τότε, αφήνοντάς τουςάναυδους. «Έτσι μου έλεγε συνέχεια ο πελάτης μου, και ίσωςνα είναι αλήθεια, αν κρίνω από την απώλεια μνήμης πουακολούθησε».

Τίποτ άλλο δεν είπε σ εκείνη τη συνάντηση. Όταν ετοιμάστηκενα φύγει, οι δύο αστυνομικοί του Τμήματος Ανθρωποκτονιώνκαι ο προϊστάμενός τους του έδωσαν το χέρι. Ανταπέδωσε τηχειραψία. Χαμογελούσε ακόμα όταν χτύπησε η πόρτα.

Οι επισκέπτες δε χρειάζονταν αναγγελία, προφανώς επειδήείχαν το δικαίωμα, δεδομένων των συνθηκών, να βρίσκονταιεκεί. Ο Άλεξ γύρισε να κοιτάξει τους νεοφερμένους. Υψηλάπρόσωπα. Δε χρειαζόταν συστάσεις για να τους αναγνωρίσει, κιας είχαν περάσει τόσα χρόνια: ο γιος του νυν υπουργούΔικαιοσύνης και η Σάνια Παρίση. Σύμφωνα με τη Μαρία, είχανμεγαλώσει’σαν αδέρφια.

Μόνο εκείνα τα λίγα δευτερόλεπτα που το βλέμμα τουσυνάντησε εκείνο της Σάνιας έχασε την αυτοκυριαρχία του.Θυμόταν ένα ατίθασο παιδί και τώρα αντίκριζε μια χαμένηγυναίκα. Δεν τη φανταζόταν έτσι τις λίγες φορές που την είχεσκεφτεί. Εκείνο το καθαρό οβάλ πρόσωπο με τα μεγάλα, υγράγαλάζια μάτια δεν είχε ίχνος από την αυτοπεποίθηση τωνπαιδικών της χρόνων. Έμοιαζε να κρύβεται στις σκιές τωνανθρώπων γύρω της, εκείνη που στη μικρή της σκιά χωρούσεκάποτε τον κόσμο όλο. Ο Άλεξ ως ειδικός την καταλάβαινε Δενήταν λίγο να αγνοεί την πιο τρυφερή χρονική περίοδο της ζωήςτης. Ως άνθρωπος τη λυπόταν. Ήταν εξουθενωτικό να μην

150

μπορεί να κουβαλήσει το βάρος της ίδιας της της ύπαρξης. Κιως άντρας σά-στίζε. Δε θυμόταν να έχει δει ποτέ θηλυκό τόσοαμήχανο μπροστά σε ένα απλό αντρικό βλέμμα. Η έμφυτηευγένεια της Ιόνιας την εμπόδιζε να κοιτάξει απευθείας τηνκαλύπτρα του, αλλά η νευρικότητά της δεν κρυβόταν.

Οι συστάσεις έγιναν, και το χέρι του απλώθηκε πρώτο προς τομέρος της. Την ένιωσε να τρέμει παρά το εμπόδιο των γαντιώντου. Το χαμόγελό του δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα. Δεστάθηκε ικανό να γκρεμίσει το τείχος που υψώθηκε αμέσωςανάμεσά τους. Την είδε να στριμώχνεται, παραπατώνταςσχεδόν, στο πλευρό του ξαδέρφου της. Πρόσεξε πως κι εκείνοςτην αγκάλιασε προστατευτικά από τους ώμους και την κράτησεδίπλα του με ύφος αλαζονικό, σαν να ήταν τρόπαιό του.

«Παύλος Μαρκάτος», είπε ο άντρας κοφτά, με τον αέρα και τηδύναμη που χαρίζει η εξουσία.

«Άλεξ Γκρέι», ανταπέδωσε στον ίδιο τόνο, μ’ ένα χαμόγελο πουδεν άφηνε περιθώρια παρερμηνείας: ήταν τυπικό, επιβεβλημένοαπό τις περιστάσεις.

«Μάθαμε πως· »

«Όσα μάθατε είναι αλήθεια», του έκοψε το βήχα. Η αντιπάθειαανάμεσά τους ήταν αμοιβαία, «θα μείνω εδώ όσο καιρόχρειαστεί. Ο κύριος Ρωμανός», τόνισε τη λέξη «κύριος», «ξέρειπολλά περισσότερα απ’ όσα μου έχει αποκαλύψει. Μεεμπιστεύεται. Όταν θα αποφασίσει να μιλήσει, θα μιλήσει μόνοσ’ εμένα».

Η Σάνια λούφαξε ακόμα περισσότερο. Κοιτούσε σταθερά τιςμύτες των παπουτσιών της. Πότε ανεβοκατέβαζε το χέρι της

151

στο λουρί της τσάντας της και πότε έστρωνε νευρικά τα μαλλιάτης. Ακόμα και το κακόγουστο ροζ φουλάρι της την ενοχλούσε.Το ένιωθε σαν θηλιά. Ήταν ολοφάνερο πως ασφυκτιούσε.

«Για να σας πει τι;» Ο Παύλος έδειξε ανοιχτά πια την απέχθειάτου. «Και γιατί να μας ενδιαφέρει αυτό; ‘Ο,τι είχε να πει το είπεστη δίκη. Η υπόθεση έχει κλείσει»

«Για σας, μπορεί». Αρχισε να κινείται προς την έξοδο. Με τηνάκρη του ματιού του είδε την κοπέλα να ξεφυσάειανακουφισμένη. «Πώς ωστόσο να είναι απόλυτα σίγουροςκανείς, όταν εξακολουθούν να υπάρχουν χαμένες αναμνήσεις;»

Βγαίνοντας, έκλεισε την πόρτα μαλακά. Ήξερε όμως πως όλοιόσοι βρίσκονταν πίσω της ένιωσαν σαν να την είχε βροντήξει.

«Λοιπόν, αποφάσισαν για την τύχη μου;»

Ο Ζακ παρέμεινε ξαπλωμένος στο ράντσο του, δείχνονταςιδιαίτερη προσήλωση στα δαχτυλίδια του καπνού που έβγαιναναπ’ το στόμα του. Ήξερε ποιοι στέκονταν έξω απ’ το κελί τουχωρίς καν να κοιτάξει. Η κοπέλα φορούσε το ίδιο άρωμα με τηνπροηγούμενη φορά, κι ο άντρας ακριβά ιταλικά δετά παπούτσιαμε σόλες από χοιρόδερμα. Είχαν χαρακτηριστικό ήχο, εύκολααναγνωρίσιμο στον ίδιο, αφού διέθετε καμιά δεκαριά τέτοιαζευγάρια.

Πού να ’ξέραν, συλλογίστηκε διασκεδάζοντας. Η μασκαράτατου ήταν τόσο πετυχημένη, που κόντευε να πειστεί κι ο ίδιος.Τα φρικτά μαύρα ρούχα του Άλεξ τον είχαν βάλει στο πετσί τουρόλου, κι όταν είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη μετά τημεταμφίεση, έπαθε πλάκα. Ισως να καθιέρωνε το μακρύτερομαλλί· του άρεσε. Και αυτό και το μόνιμο μακιγιάζ που τόνιζε

152

τις σκιές στο πρόσωπό του και του είχε δημιουργήσει μερικάακόμα σημάδια. Μόνο την αξυρισιά θα εγκατέλειπε. Ήταναπαραίτητη για να μην είναι αναγνωρίσιμος ως Ζακ Λαρουά,αλλά του προκαλούσε φαγούρα. Είχε πολύ καλή σχέση με τοξυράφι του.

Απάντησε η Σάνια. «Όπου και να καταλήξεις, το ίδιο δε θα ναιγια σένα;»

«Τους δεσμοφύλακες δεν μπορώ να τους χουφτώνω. Προτιμώτις νοσοκόμες».

«Πού ήσουν τόσα χρόνια, Ρωμανέ; Τι έκανες;»

«Καίγεσαι να μάθεις, πριγκιπέσα;» Πέταξε το τσιγάρο του στοπάτοψα και σηκώθηκε. Τους πλησίασε και κοίταξεπεριφρονητικά τόσο εκείνη όσο και το λιμοκοντόρο στο πλευρότης. Ούτε ο Άλεξ θα τον συμπάθησε. Ήταν βέβαιος. «Μμμ, ναι·» συνέχισε, βραχνιάζοντας επίτηδες τη φωνή του. Έπειτα τηςπρόσφερε μια τέλεια θέα της σημαδεμένης πλευράς τουπροσώπου του. «Καίγεσαι», διαπίστωσε. «Θέλεις να μάθεις ανη σιωπή σου καταδίκασε κάποτε έναν αθώο. Η αμνησία σεκάνει να υποφέρεις. Σκέφτεσαι πως αν μπορούσες να πεις όσαείδες, ίσως να μην ήμουν εδώ. Ισως να ζούσα ακόμα στο σπίτιμου παρέα με την αδερφή μου· μπορεί μάλιστα να είχα κι έναωραίο ιατρείο για να βοηθάω τους τρελούς αυτής της πόλης.Ισως—» επανέλαβε γελώντας. «Μπορεί να μάθεις, μπορεί καιόχι. Ο φίλος μου ο Άλεξ ξέρει αρκετά. Θα τον γνωρίσεις καλά,του έχω μιλήσει για σένα. Είμαι πρόκληση γι αυτόν. Απ’ όλουςτους παλαβούς που πέρασαν απ’ τα χέρια του, μόνο εγώ τονέχω προκαλέσει τόσο. Θα σου πει. Αν και όταν σε εμπιστευτεί.Αν και όταν το θελήσω— »

153

Η Σάνια τον είδε ν’ ανάβει άλλο ένα τσιγάρο. Αυτή τη φορά οκαπνός πήγε στο πρόσωπό της. Έβηξε, αλλά δεν έκανε πίσω.«Μην ελπίζεις να επανεξεταστεί η υπόθεση», θέλησε να τονπονέσει.

Το γέλιο του αντήχησε σε όλο το διάδρομο. «Αυτό πίστεψες;Πως ελπίζω να ξαναρχίσουν οι έρευνες; Είσαι πιο τρελή απόμένα, πριγκιπέσα. Δε συνηθίζω να χάνω το χρόνο μου. Ξέρωπως ποτέ δε θα γίνει κάτι τέτοιο. Κάπως όμως πρέπει να παίξωκι εγώ, έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα. Να περάσω την ώραμου. Όλοι κάποια στιγμή θα εγκαταλείψουν τις προσπάθειεςεκτός από σένα και το φίλο μου τον Άλεξ», είπε με σιγουριά.«Και μόλις κλείσουν οι κάμερες και σβήσουν τα φώτα, θα χαρώπολύ να σας δω να με ψάχνετε και να προσπαθείτε να πάρετεμια ασφαλή απάντηση: Λογικός ή τρελός; Διάνοια ή ηλίθιος;Άνθρωπος ή τέρας; Πού ξέρεις, πριγκιπέσα; Μπορεί σιο τέλοςνα φανώ τυχερός. Μπορεί, ας πούμε, να ξυπνήσουν οιαναμνήσεις—»

«Κάνεις λάθος!» του είπε αρπάζοντας τα κάγκελα. «Δενπρόκειται να σε ξαναδώ. Δε θέλω!»

«Βάζεις στοίχημα;» τη ρώτησε απαλά. «Δε χρειάζομαι το πτυχίομου για να διαβάσω την ψυχή σου. Ξέρω πολλά που δεθυμάσαι. Και θα ’ρθεις ξανά εδώ -γονατιστή, αν χρειαστείγια νατα μάθεις».

Ο Ζακ έκρινε πως είχε πει αρκετά κι άρχισε να τραγουδά. Ηπαράστασή του ήταν μεγαλειώδης. Τους γύρισε την πλάτη καιένα θριαμβευτικό χαμόγελο απλώθηκε στο πρόσωπό του.

Τρεις ΜΕΡΕΣ ΑΝΤΕΞΕ ο όρκος της να μακριά απ’ αυτή τηνιστορία. Τρεις μέρες προσποιούνταν -με απόλυτη επιτυχία, είναι

154

αλήθειαπως είχε επιστρέψει στους φυσιολογικούς ρυθμούς τηςζωής της, κατορθώνοντας να απαλλαγεί από την υπερβολικήπροσοχή των οικείων της ώστε να συνεχίσει τις δραστηριότητέςτης με ακόμα μεγαλύτερη αφοσίωση. Μέχρι και τουςδημοσιογράφους αντιμετώπιζε στωικά, με μιασυγκαταβατικότητα που δεν υποψιαζόταν καν ότι την είχε. «Όλααυτά ανήκουν στο παρελθόν», έλεγε κοιτώντας με θάρρος τοφακό. «Ειλικρινά, δε με ενδιαφέρει ποια θα είναι η κατάληξητου κυρίου Κατρά. Πήγα να τον δω μόνο από περιέργεια·»

Δήλωνε πάντα το ίδιο, με την ίδια έκφραση καρμπόν στοπρόσωπό της. Ώσπου στο τέλος παραιτήθηκαν. Η Σάνια Παρίσηδεν ήταν το λαβράκι που φαντάζονταν. Τους μιλούσε σαν ναήταν κασετόφωνο που έπαιζε την ίδια κασέτα όλη την ώρα. Καιτώρα, τρεις μέρες μετά τη δεύτερη επίσκεψή της σε εκείνο τοκελί, ο κουρνιαχτός είχε κατακαθίσει και το τοπίο έδειχνε πιακαθαρό.

Υπήρχε η ίδια, η δουλειά της, η οικογένειά της και οι φίλοι τηςη ρουτίνα της: το πρωί στο περιοδικό, το μεσημέρι σε διάφορεςδουλειές και το βράδυ χαλάρωση με βιβλία και καλή μουσική.

Τίποτα δεν απείχε περισσότερο από την αλήθεια.

Κοίταξε το ρολόι της. Περασμένα μεσάνυχτα. Ωραία. Αυτή τηνώρα θα είχε απομείνει μόνο ο ένας φρουρός απ’ τους τέσσεριςπου είχε προσλάβει ο Παύλος μετά την ιστορία με την πέτρα.Θα τον ξεγελούσε. Αρκεί η Μαργαρίτα να έκανε αυτό πουέπρεπε.

Άκουσε συνομιλίες κι έπειτα το χαρακτηριστικό γέλιο πουεπιστράτευε η φίλη της όταν ήθελε να γοητεύσει. Κούμπωσε τοπανωφόρι της κι έβαλε την τελευταία πινελιά στο μακιγιάζ της.

155

Έπρεπε να μοιάζει με γυναίκα που θα πήγαινε σε ερωτικόραντεβού. «Όχι κι άσχημα—» είπε στο είδωλό της, πουπρόβαρε μερικά πονηρά χαμόγελα στον καθρέφτη. ’

Ανάσανε βαθιά και πήρε το τσαντάκι της. Έπειτα άνοιξε τηνπόρτα και βγήκε έξω, προσπαθώντας να μη δείξει το φόβο τηςστο ντόμπερμαν που εκτελούσε κι αυτό χρέη φύλακα. «Καλόσκυλάκι— » το παίνεψε και πήγε στην εξώπορτα της αυλής. Οάντρας, ένας σωματώδης τύπος αποσπασμένος προσωρινά απότην ασφάλεια του υπουργού, της χαμογέλασε. Η πονηρή τουέκφραση έδειχνε πως είχε χάψει το παραμύθι.

«Δε θ’ αργήσω», έσπευσε να τον καθησυχάσει η Σάνια. «Γιαένα ποτό θα πάμε μόνο».

«Εξηγούσα στη φίλη σου πως θα παρακολουθώ απόαπόσταση», της είπε.

Η Σάνια το είχε προβλέψει αυτό. Το σχέδιό της ήτανμελετημένο με προσοχή, κι έτσι δεν έφερε αντιρρήσεις. «Κάνεό,τι νομίζεις. Δε θα σταθώ εμπόδιο στη δουλειά σου. Το μόνοπου θέλω είναι να ζήσω για λίγο φυσιολογικά—» «Εσείς με τοαυτοκίνητο κι εγώ με τη μηχανή», την έκοψε ο άντρας, χωρίς ναδείχνει ιδιαίτερα συγκινημένος από τα λόγια της.

«Εντάξει».

Τρία στενά πιο κάτω, το σχέδιο μπήκε σε εφαρμογή. ΗΜαργαρίτα σταμάτησε το αυτοκίνητο σε ένα σκοτεινό σημείο κιη Σάνια βγήκε έξω. Έφερε το κινητό της στο αφτί καιπροσποιήθηκε πως άρχισε να μιλά. Βεβαιώθηκε ότι ο φρουρόςτην έβλεπε και βάλθηκε να χειρονομεί έντονα. Από μακριάέδειχνε σαν να καβγάδιζε άσχημα. Έκανε ένα

156

οφθαλμοφανέστατο νόημα στη Μαργαρίτα να περιμένει λίγο καιχώθηκε στο μικρό παράπλευρο δρομάκι, δήθεν για να μηνακούγεται. Εκεί την περίμενε η Βέρα, που είχε ντυθεί ακριβώςσαν εκείνη. Από μακριά ήταν ολόιδιες: ίδιο ύψος, ίδια μαύραμαλλιά, ίδια κίνηση. Η μικρότερη ξαδέρφη της ψοφούσε γιαπεριπέτειες κι ήταν μες στην τρελή χαρά. Δεν υπήρχεπερίπτωση αποτυχίας με τέτοια σκηνοθεσία.

Πέρασε ένα λεπτό μέχρι να ακούσει τους χαρακτηριστικούςθορύβους του αυτοκινήτου και της μηχανής. Όλα πήγαιναν κατ’ευχήν. Περίμενε λίγο για να βεβαιωθεί πως απομακρύνθηκαν,κι έβαλε σε εφαρμογή το δεύτερο μέρος του σχεδίου της. Δεναπείχε πολύ από εκεί το σπίτι των Κατράδων. Δυο δρόμοι ήτανόλοι κι όλοι, όμως έπρεπε να τους διασχίσει ισορροπώντας σταλεπτά τακούνια των κομψών παπουτσιών της.

Όταν έφτασε, επιχείρησε να ανοίξει την εξωτερική πύλη σανκυρία, αλλά αντιμετώπισε μια έκπληξη: την εμπόδιζε μίαολοκαίνουρια κλειδαριά ασφαλείας. Συγχύστηκε για μια στιγμή,αλλά δεν το έβαλε κάτω. Τα κάγκελα της περίφραξης δεν είχαναντικατασταθεί, και ήξερε πολύ καλά πως μπορούσε νασκαρφαλώσει και να μπει μέσα από ένα σημείο στο πίσω μέροςτων κήπων. Περπάτησε στις μύτες ως εκεί, κι αφού βεβαιώθηκεότι δεν υπήρχε ψυχή γύρω, ανέβηκε τα κάγκελα. Προσγειώθηκεάγαρμπα στο έδαφος στην άλλη μεριά, αλλά δεν την ένοιαξε.Αφού θεοί και δαίμονες συνεργάζονταν για να την κρατήσουνμακριά από τη μόνη πηγή αλήθειας γι’ αυτή, θα τους ξεγελούσε.Ήταν να μην της καρφωθεί κάτι στο κεφάλι. Δε θα ησύχαζε αν—

Τη μια στιγμή ήταν όρθια και βάδιζε αποφασισμένη προς τοσπίτι, και την άλλη βρέθηκε ξαπλωμένη ανάσκελα στο χώμα με

157

δυο τριχωτά πόδια να την πατάνε στο στήθος. Οι παλάμες τηςχώθηκαν στις λάσπες για να ανασηκώσουν ελαφρά το σώμα τηςκαι να της επιτρέψουν να δει. Είδε λευκά δόντια, κοφτερά σανσταλακτίτες είδε μια μουσούδα να ζαρώνει απειλητικά είδε μιαυγρή μαύρη μύτη να τρέμει σαν κομπρεσέρ και δυο αφτιάορθωμένα να σημαδεύουν τον ουρανό. Στο γρύλισμα τουσκύλου, της κόπηκε η μιλιά. Νόμισε πως ήρθε το τέλος.

«Κινγκ!»

Μία λέξη, και αυτομάτως τα τριχωτά πόδια έπαψαν να στερούναπ’ τα πνευμόνια της το οξυγόνο. Η μουσούδα χαλάρωσε, τογρύλισμα έπαψε και μια χαριτωμένη ροζ γλώσσα ξεμύτισεανάμεσα απ’ τα σουβλερά δόντια. Η Σάνια είδε την ουρά τουσκύλου να κουνιέται πέρα δώθε από χαρά. Τα αφτιά κατέβηκανγια να υποδεχτούν το επιβραβευτικό χάδι του αφεντικού.

«Κινγκ;» αναρωτήθηκε έκπληκτη, λες κι από όλη τηνκατάσταση αυτό ήταν το μόνο λογικό να ρωτήσει.

Ο Άλεξ της εξήγησε αμέσως. «Είπα· Μινγκ, όχι Κινγκ». Τηςέτεινε το χέρι για να τη βοηθήσει να σηκωθεί. Από ένστικτο,λες, είχε προλάβει να φορέσει τα γάντια.

«Μινγκ;» επανέλαβε. Δεν αναγνώριζε τον εαυτό της. Θαμπορούσε σίγουρα να πει κάτι πιο έξυπνο και πιο ταιριαστόστην παράδοξη αυτή περίσταση. Ένα «Συγγνώμη για τηναπροειδοποίητη επίσκεψη», ας πούμε. Είχε τα χάλια της. Ηφούστα της είχε σκιστεί, η μπλούζα της είχε δυο λασπωμένααποτυπώματα σκυλίσιας πατούσας, έτρεμε ακόμα ολόκληρηαπ’ την ταραχή και υποπτευόταν πως το ωραίο της μακιγιάζ είχεγίνει ένα πασάλειμμα από μέικ απ, κραγιόν, μάσκαρα καιλάσπη. Πού να φανταστεί ότι θα υπήρχε σκύλος! Το φιλόδοξο

158

σχέδιό της δεν κάλυπτε αυτή την πιθανότητα.

Ήταν σκοτάδι και δεν μπόρεσε να διακρίνει καλά το πρόσωπότου. Τη μαύρη του καλύπτρα την έβλεπε, αλλά από κει και πέρατίποτα. Η ψ(ονή του δεν έδειχνε θυμό όμως. Κάτι ήταν κι αυτό.Άλλοι ίσως να είχαν βγάλει καμιά καραμπίνα σε τέτοιαπερίπτωση. Φέρθηκε περίπου σαν διαρρήκτης: μπήκε στο χώρούπουλα, κρυφά. Τι μπέρδεμα!

«Τον ονόμασα Μινγκ γιατί στα νιάτα του ορμούσε σανσοβιετικό καταδιωκτικό», της είπε ο Άλεξ, εξαίροντας νοεράτην ετοιμότητά του. Πώς να εξηγούσε αλλιώς την ύπαρξη ενόςγερμανικού ποιμενικού ολόιδιου με εκείνο που είχε κάποτε οΡωμανός Κατράς και που πρωταγωνιστούσε στις περισσότερεςοικογενειακές φωτογραφίες και μάλιστα με το ίδιο όνομα;Ευτυχώς, το μυαλό του λειτούργησε γρήγορα. Το Μινγκ ήτανένα όνομα που θα άκουγε ο σκύλος του μπροστά της καιταυτόχρονα θα απομάκρυνε την πιθανότητα δυσάρεστωνσυνειρμών. Παρά τρίχα να γίνει κακή αρχή, σκέφτηκε.

«Τον κορόιδευα τον κακομοίρη για τη συνήθειά του να εφορμάστις άτυχες γάτες, αλλά οφείλω να του ζητήσω συγγνώμη.Καταδιώκει μια χαρά και τους παρείσακτους, απ’ ό,τι είδα».

«Κύριε Γκρέι— » ξεκίνησε απολογητικά, αλλά σταμάτησε. Πώςνα δικαιολογήσει αυτή τη συμπεριφορά; Θα ακουγόταν γελοίο.

«Ναι, δεσποινίς Παρίση;»

Εντάξει, ας το πάρουμε απ’ την αρχή, αποφάσισε η Σάνια.«Κύριε Γκρέι, λυπάμαι πολύ», είπε, αποφεύγοντας το βλέμματου, που πίστευε ότι ήταν ανατριχιαστικά διορατικό ακόμα καιστο σκοτάδι. Ένιωσε να κρυώνει και τύλιξε τα χέρια της γύρω

159

από τον εαυτό της. «Ήθελα να σας δω, και δεν είχα άλλοτρόπο», ομολόγησε·. «Η οικογένειά μου δε μου επιτρέπει ναέρχομαι εδώ, και τον τελευταίο καιρό μού ’χουν φορτώσει καιφρουρούς. Όμως έπρεπε να μιλήσουμε. Αντιστάθηκα πολύ σεαυτή την επιθυμία, αλλά δεν κατάφερα να την προσπεράσω.Θέλω να μου μιλήσετε για τον· για τον· γι’ αυτόν. Αποκόμισατην εντύπωση πως με ξέρει πάρα πολύ καλά. Έχω την ανάγκηνα μάθω· » Έκανε μια παύση, ξεροκατάπιε και κοίταξε τοέδαφος. Τη φόβιζε η θέα της καλύπτρας, του ματιού πουκρυβόταν από πίσω· «Είστε ο ψυχίατρός του», συνέχισε μεκόπο. «Σίγουρα θα σας έχει εκμυστηρευτεί αρκετά για τοπαρελθόν του. Ισως ξέρει πράγματα για μένα που δεν τολμούννα μου πουν οι άλλοι. Βλέπετε, από μικρή με προστατεύουνόλοι. Μου λένε ό,τι θέλω να ακούω. Δεν ξέρω πώς να σας τοπω, αλλά· αλλά· συχνά νιώθω πως με κοροϊδεύουν. Ισως θαέπρεπε να είμαι κάποια άλλη. Ισως είμαι αυτή που είμαι μόνοκαι μόνο για να είμαι χαρούμενη και ελέγξιμη. Δεν ξέρω·ειλικρινά δεν ξέρω·»

Ο Άλεξ έκρυψε καλά την τρυφερότητα που ένιωθε. Είχεμπροστά του μία απ’ τις ελάχιστες ανθρώπινες υπάρξεις πουτου έδιναν κάποτε αληθινή χαρά, όμως έπρεπε να της φέρεταισαν να ήταν ξένη. Το πρόσωπό της διατηρούσε κάποια παιδικάχαρακτηριστικά, διαπίστωσε. Έτρεμε ακόμα όταν φοβόταν καιδάγκωνε με τον ίδιο αμήχανο τρόπο τις άκρες των χειλιών τηςόταν δυσκολευόταν να αντιμετωπίσει μια κατάσταση. Τηλυπήθηκε για όσα πέρασε και εξακολουθούσε να περνάει.Λυπόταν και τον εαυτό του που έπρεπε να τη μεταχειριστεί σανάψυχο κλειδί το μόνο που μπορούσε να ανοίξει την πόρτα.

«Θέλετε να πάμε μέσα, δεσποινίς Παρίση;» τη ρώτησεευγενικά. Ανεξάρτητα από τα συναισθήματά του γι αυτήν,

160

έπρεπε να μείνει πιστός στο σχέδιό του. Θα της έδειχνε ένανάντρα που δε θα την τρόμαζε, και θα τη βοηθούσε να νιώσειάνετα. Δεν του επιτρεπόταν να διστάσει, ούτε ελάχιστα.

«Γι αυτό ήρθα», μουρμούρισε εκείνη. «Άσχετα αν δεν πρόλαβανα σας χτυπήσω την πόρτα—» «Θα σε αναζητούσα κι εγώκάποια απ’ αυτές τις μέρες», της είπε καθώς περπατούσανχωρίς βιασύνη. Πρόσεξε πως εκείνη στα δέκα βήματασκουντούφλησε πέντε φορές. «Για να είμαι ειλικρινής, αυτόςήταν κι ο λόγος που προτίμησα να αποδεχτώ την πρόταση τηςκυρίας Κατρά να με φιλοξενήσει. Έμαθα πως μένεις κοντά. Δεθα ’ναι λοιπόν καθόλου δύσκολο να κανονίσουμε μερικέςσυναντήσεις—»

Ο Άλεξ της άνοιξε την πόρτα και την περίμενε ιπποτικά ναπεράσει. Η πρώτη του κίνηση ήταν να ανάψει δυο μικράπορτατίφ και να δέσει σφιχτά τη ζωνη της ράμπας του. Εναντέτοιο άντρα θα εμπιστευόταν εύκολα η Σάνια: έναν τζέντλεμανπου εκδήλωνε αμηχανία μπροστά σε μια γυναίκα όταν οισυνθήκες απαιτούσαν την απομόνωσή τους.

«Η Μαρία;» ρώτησε η κοπέλα δείχνοντας ιδιαίτερη προσήλωσηστα σχέδια του χαλιού.

«Θα διανυκτερεύσει στην κλινική. Η μητέρα της δεν είναι καιτόσο καλά».

«Ναι· ξέρω· »

«Είμαστε μόνοι μας», επιβεβαίωσε τις υποψίες της. «Μπορείς,αν θέλεις, να κάνεις ένα μπάνιο και να βάλεις κάποιο ρούχο τηςκυρίας Κατρά. Είμαι βέβαιος πως δε θα χει αντίρρηση».

161

«Όχι», είπε κάπως απότομα.

«Να σου βάλω ένα ποτό; Δείχνεις να το χρειάζεσαι».

«Ναι, ευχαριστώ».

Γέμισε δύο ποτήρια κονιάκ και της έδωσε το ένα, φροντίζονταςπάντα να κρατά το κεφάλι του ελαφρώς στραμμένο αλλού.Προσποιήθηκε πως δεν αντιλήφθηκε τις σύντομες, όλοπεριέργεια ματιές της, ούτε την προσπάθειά της να δείχνειψύχραιμη. Νόμιζε πως οι κοφτές της ανάσες δεν ακούγονταν,αλλά, καθώς ήταν εκπαιδευμένος να αντιλαμβάνεται ακόμα καιτο πέταγμα κουνουπιού, ήξερε μέχρι και τον αριθμό τωνσφυγμών της.

«Έμαθα πως ο πατέρας σας ήταν Έλληνας», ξεκίνησε η κοπέλα.

«Σωστά. Λεγόταν Νίκος Γκρίζος, κι εγώ βαφτίστηκαΑλέξανδρος. Αργότερα καθιέρωσα το Άλεξ Γκρέι. Πρόκειταιγια απλή μετάφραση, χωρίς καμιά φαντασία, απ’ ό,τικαταλαβαίνεις».

«Είστε νεότερος από ό,τι είχα φανταστεί. Στην ίδια ηλικία με τονΡωμανό περίπου—;»

«Είμαι σχεδόν σαράντα δύο», ικανοποίησε την περιέργειά της.«Ζω στο Παρίσι τα τελευταία χρόνια παρέα με το σκύλο μου.Έχω ένα μεγάλο διαμέρισμα κι ένα αυτοκίνητο. Περνώ τιςπερισσότερες ώρες μου στο ιατρείο και στον υπολογιστή μου.Είμαι φιλήσυχος, μάλλον αντικοινωνικός, και υπήρξαπαντρεμένος. Συνήθως δε μιλάω τόσο πολύ, αλλά έχω τηναίσθηση -και διόρθωσε με αν κάνω λάθοςπως πρέπει να σουπω κάποια πράγματα για μένα προκειμένου να με εμπιστευτείς.

162

Υποθέτω πως υποφέρεις γιατί δεν έχεις μια κανονική αντίληψητου κόσμου που σε περιβάλλει. Τα κάνει αυτά η αμνησία δε σεαφήνει να πειστείς εύκολα για πράγματα που ένας φυσιολογικόςάνθρωπος θα δεχόταν ανενδοίαστα».

«Με εντυπωσιάσατε, κύριε Γκρέι», είπε αυθόρμητα η Σάνια.«Ακριβώς έτσι νιώθω. Επιτέλους, συναντώ κάποιον πουκαταλαβαίνει το λόγο για τον οποίο κάνω τόσες ερωτήσεις».

Ήπιε λίγο ποτό και πήγε κοντά στο τζάκι. Της έστρεψεεσκεμμένα την πλάτη. Ήθελε να φαίνεται σκεφτικός καιαπόμακρος. Η μελαγχολία πάντα συγκινεί τις γυναίκες. Οιπερισσότερες ηρωίδες των βιβλίων του έπασχαν απ’ αυτή τηναδυναμία και κατέληγαν να εξαπατούνται σαν κορόιδα.

Όπως το περίμενε, η κοπέλα τον πλησίασε. Στάθηκε πίσω τουσε απόσταση ασφαλείας. Την άκουσε να καταπίνει η γουλιάκατέβηκε κοφτά στο λαιμό της. Ωραία, σκέφτηκε. Έψαχνε τοκουράγιο που χρειαζόταν για να πάρει τις απαντήσεις της. Ήτανπροετοιμασμένος.

«Γιατί χωρίσατε από τη γυναίκα σας;» τον ρώτησε.

«Δε χώρισα». Έβαλε τον κατάλληλο πόνο στη φωνή του.«Σκοτώθηκε στο δυστύχημα που είναι υπεύθυνο για τη δικήμου αναπηρία. Οδηγούσα εγώ».

«Λυπάμαι·»

«Κι εγώ λυπάμαι. Είναι το μόνο που κάνω όταν δεν ασχολούμαιμε τη δουλειά μου. Λυπάμαι και θυμάμαι. Ίσως είναι καλύτεραπου δεν έχεις το προνόμιο της μνήμης το έχεις σκεφτεί αυτό;Δεν μπόρα) πια να μετρήσω τις στιγμές που ευχήθηκα να έχω

163

ξεχάσει».

«Αχ, κύριε Γκρέι, μην το λέτε αυτό!» Ένιωσε το χέρι της ναστέκεται παρηγορητικά στον ώμο του. Καημένη Σάνια! Εύκολοθύμα. «Η θεία μου λέει πως όλα γίνονται για ένα σκοπό, τίποταδεν είναι τυχαίο. Θα ξαναφτιάξετε τη ζωή σας—»

«Καλοσύνη σου να το λες, αλλά αυτό που έχω τώρα δεν μπορείνα βελτιωθεί περισσότερο. Προτιμώ τη συντροφιά του σκύλουμου και τα βιβλία μου. Προσπαθώ να καταλάβω τα “γιατί” στιςπράξεις των ανθρώπων και να βοηθώ από τη θέση μου ώστε ναυπάρχει λιγότερη παράνοια σε αυτό τον κόσμο. Είμαιικανοποιημένος. Για την ακρίβεια, δεν μπορώ να φανταστω πουυπάρχει περισσότερη χαρά από εκείνη που βρίσκω στα φυτά καιστη μουσική μου, στα βιβλία μου και στη μοναξιά μου. Μεβλέπεις—» -η φωνή του ράγισε όπως έπρεπε«—ακόμα κι αν οέρωτας ήταν πράγματι το γιατρικό για όλα, δε θα τολμούσα νατον αναζητήσω. Προκαλώ το φόβο. Δε θέλω καμιά γυναίκα νακλείνει τα μάτια όταν με κοιτάζει— »

«Μα πώς είναι δυνατόν να το πιστεύετε αυτό;» Η Σάνια πήρε τοθάρρος να σταθεί δίπλα του. «Είστε πολύ— Θέλω να πω— δενείστε άσχημος.

Καθόλου μάλιστα. Εμένα μου αρέσετε, δηλαδή. Εννοώ—»

«Απέφυγες κι εσύ να με κοιτάξεις», της υπενθύμισε.

«Όχι επειδή σας φοβήθηκα».

«Τότε γιατί;»

«Επειδή — Επειδή — δεν είστε — συνηθισμένος—» «Τι

164

σημαίνει αυτό;»

«Δεν ξέρω, για να είμαι ειλικρινής. Αυτό νιώθω, αυτό λέω. Καιμάλλον δεν πρέπει να μιλάω τόσο πολύ—»

«Όμως το ρίσκο που πήρες για να ρθεις ως εδώ ήταν μεγάλο.Γιατί το έκανες, αν όχι για να μιλήσεις;» «Είναι πολλά, νκοθωπολύ μπερδεμένη». Απομακρύνθηκε από κοντά του, άφησε τοποτήρι της στο τραπεζάκι του σαλονιού και πήγε προς τηνπόρτα. «Πρέπει να φύγω», είπε αλαφιασμένη από τααλλοπρόσαλλα συναισθήματά της. «Καληνύχτα, κύριε Γκρέι».

Ο σκύλος παρέμεινε ακίνητος στο πέρασμά της αυτή τη φορά,ακόμα κι όταν το βάδισμά της έγινε τρεχαλητό. Η Σάνια δενήξερε το λόγο, αλλά ένιωθε πως μόλις είχε κάνει ένα λάθος.

Ο Άλεξ την είδε πίσω απ’ τις κουρτίνες να σκαρφαλώνει τηνπερίφραξη και να χάνεται στο σκοτάδι. Χαμογέλασε κι ήπιεχωρίς βιασύνη το υπόλοιπο ποτό του. Δεν είχε σχεδιάσει έτσιακριβώς την πρώτη τους επαφή, αλλά παραδέχτηκε πωςστέφθηκε με επιτυχία. Η Σάνια είχε ταραχτεί τόσο, που δεν τουζήτησε να της ανοίξει την πύλη, δεν το σκέφτηκε καν, κι όταν τοσκέφτηκε δεν ξαναγύρισε. Λίγες μέρες ακόμα, συλλογίστηκε.Για να κοπάσει ο θόρυβος και να μπορώ να κινηθώ ελεύθερος.

Βλέποντας το ξεχασμένο της τσαντάκι πάνω στην πολυθρόνα,βρήκε άλλωστε την τέλεια δικαιολογία.

Ένα άσπρο τοπίο με μυριάδες αστράκια και μια βαθιά αναπνοήήταν τα μόνα που κατάλαβε πριν κλείσει τα μάτια. Τώρα δενείχαν σημασία ούτε οι φωνές ούτε οι καβγάδες. Δε θυμόταν κανποιοι ήταν γύρω της. Άκουσε κάποιες σκόρπιες λέξεις, αλλάδεν μπόρεσε να αναγνωρίσει τα πρόσωπα που μιλούσαν. Δεν

165

ήταν εκεί, είχε φύγει. Είδε τον εαυτό της σε ένα μεγάλο πάρκο,με έναν άντρα να την κρατά απ’ το χέρι κι ένα σκύλο ναπροπορεύεται νωχελικά.

Έκανε ζέστη. Στο ελεύθερο χέρι της κρατούσε ένα μεγάλοπαγωτό χωνάκι, που είχε στάξει και είχε λερώσει το μπλουζάκιτης. Ήταν πασίχαρη. Της άρεσε να κάνει βόλτα μαζί του και ναχαζεύει τα παπάκια στη λίμνη. Τους είχε πετάξει και ψωμάκιπριν. Τίποτα δεν της απαγόρευε ο Ρωμανός. Πόσο τοναγαπούσε!

«Έχεις ένα σημαδάκι στην πλάτη», του είπε μισομπουκωμένηαπ’ την παγωμένη σοκολάτα. «Το πρωί ήρθα να σε ξυπνήσω καιτο είδα Τι είναι αυτό, Ρωμανέ; Πώς το παθες;»

«Πάλι με κατασκόπευες, πριγκιπέσα;» Σταμάτησε και κάθισεστις φτέρνες για να τη φτάνει στο ύψος. Τη φίλησε στομάγουλο. «Είναι μια ελιά,Την έχω από τη μέρα που γεννήθηκα».

«Εγώ έχω;»

«Δε νομίζω».

«Γιατί δεν έχω;»

«Δεν έχουν όλοι».

«Μοιάζει με τη μουσούδα του Κινγκ. Τι μοιάζει, δηλαδή,ολόιδια είναι».

«Πότε θα σταματήσεις να είσαι περίεργη;» Της σκούπισε τοστόμα με ένα χαρτομάντιλο. «Δεν κάνει να είσαι περίεργη,πριγκιπέσα. Δε θα σου βγει σε καλό· »

166

«Έχεις κορίτσι;» τον ρώτησε, σαν να μην είχε ακούσει λέξη απ’όσα της είπε. «Όλα τα αγόρια έχουν κορίτσι».

«Η αλήθεια είναι ότι τα κορίτσια είναι μπελάς. Δε με αφήνουννα συγκεντρωθώ, και πρέπει να διαβάσω για να πετύχω».

«Πώς το είπες αυτό που σπουδάζεις;»

«Ψυχιατρική».

«Είναι δύσκολο;»

«Πολύ».

«Κι εμένα, που είμαι κορίτσι, γιατί μ’ αφήνεις να σ’ ενοχλώ;»

«Γιατί είσαι μικρή και σ’ αγαπάω».

«Κι εγώ σ’ αγαπάω, Ρωμανέ!» του είπε αγκαλιάζοντάς τον. Ό,τιείχε απομείνει απ’ το παγωτό της κατέληξε στην μπλούζα του.«Δε θέλω ποτέ να σε χάσω. Και τον αληθινό μου μπαμπά τοναγαπούσα, αλλά έφυγε. Η μαμά είπε πως τον πήρε ο Θεούλης.Αλήθεια είναι;»

«Αλήθεια είναι, μικρή. Πάμε τώρα. Σε λίγο θα στρώσουν τοτραπέζι και θα μας περιμένουν».

Γύρισε στο παρόν μ’ ένα βίαιο τράνταγμα ταυ κορμιού της. Τηνπονούσε το κεφάλι της και δεν άντεχε να βλέπει τα χλομάπρόσωπα των αδερφών της. Ήθελε να μείνει μόνη. Ήθελε νακουκουλωθεί κάτω απ’ το πάπλωμά της και να κλάψει. Πάνταόμως ήθελε αυτό που δεν μπορούσε να έχει.

«Τι είδες;» τη ρώτησε ο Παύλος χαϊδεύοντάς της τρυφερά το

167

μέτωπο.

Δεν πρόλαβε να απαντήσει. Ο ήχος του κουδουνιού την έκανενα πιάσει τα μηνίγγια της· της τρύπησε τ’ αφτιά. Μα τι ζητούσανεπιτέλους από εκείνη;

Κανέναν δεν ήθελε να βλέπει τέτοιες στιγμές. Κι όμως, λες κιήταν συνεννοημένοι, διάλεξαν όλοι την ίδια ώρα για να κάνουντην επίσκεψή τους.

Ανοιξε ο Παύλος.

Η Σάνια, εξαντλημένη και κάτωχρη, είδε από τη θέση της στονκαναπέ τον επισκέπτη.

Για πρώτη φορά, το σπίτι της φάνηκε μικρό σαν σπιρτόκουτο.Και το πιο παράξενο απ’ όλα ήταν πως ένιωσε μια ανεξήγητηζεστασιά όταν το βλέμμα της συναντήθηκε μ’ εκείνο του ΆλεξΓκρέι.

«Θα σας έλεγα να περάσετε, αλλά—»

«Είμαι καλά, Παύλο», τον πρόλαβε η Σάνια. «Μίνα, κλείσε ταφώτα και άσε μόνο τα πορτατίφ. Βέρα, πάρε, σε παρακαλώ, τοπανωφόρι του κυρίου Γκρέι. Θα τα έκανα μόνη μου όλ’ αυτά—» έσπευσε να δικαιολογήσει τις απανωτές διαταγές, «αλλά απ’ό,τι φαίνεται είχα μια ανάμνηση. Είμαι πολΛ τυχερή. Ο Θεόςμου έστειλε τον ειδικό ακριβώς τη στιγμή που τον χρειαζόμουν·»

Ο Άλεξ πέρασε το κατώφλι αποκωδικοποιώντας μέσα σεδευτερόλεπτα τις διαθέσεις όλων. Οι ξαδέρφες της καίγονταναπ’ την επιθυμία να τον γνωρίσουν καλύτερα, η φίλη της

168

επιδοκίμαζε με το βλέμμα την κίνησή του να φέρει λουλούδιακι ο Παύλος Μαρκάτος· απλώς τον μισούσε. Σε εκείνον έκανετη χάρη να τον κοιτάξει καταπρόσωπο. Ήταν σαν να του έλεγεπως ήξερε πάρα πολύ καλά το είδος του ενδιαφέροντός του γιατη Σάνια. Ήταν μια κοινή γνώση μεταξύ αντρών που δεχωρούσε αμφισβήτηση, κι ας μην υπήρχε φανερή παραδοχή.

«Λυπάμαι που ταράζω την οικογενειακή γαλήνη», είπε χωρίς ναλυπάται καθόλου. «Η επίσκεψή μου είναι καθαράεπαγγελματική, φυσικά. Τα λουλούδια είναι μια απλή κίνησηαβροφροσύνης», πρόσθεσε λοξοκοιτωντας τον Παύλο.

Η Σάνια σηκωθηκε με δυσκολία και πήρε το μπουκέτο. Ηστιγμιαία επαφή με τα γαντοφορεμένα του δάχτυλα την τάραξε.Σαν να τσιμπήθηκαν όλοι ξαφνικά από μύγα, άρχισαν νααναζητούν τα πανωφόρια τους. Όλοι εκτός από τον Παύλο.Εκείνος πήγε και στήθηκε δίπλα της σαν μπουλντόγκ.

169

«Τι είδους επαγγελματικές δοσοληψίες μπορεί να έχει η Σάνιαμαζί σας;» ρώτησε. «Γιατί δεν την αφήνετε να ησυχάσει; Δεθέλει να έχει καμία απολύτως σχέση με εκείνο το καθίκι. Είναιτελειωμένη ιστορία και αυτός και το σινάφι του».

«Παύλο—» θέλησε να τον σταματήσει η Σάνια.

«Ποιος το λέει αυτό;» ρώτησε με αξιοθαύμαστη αυτοκυριαρχίαο Αλεξ. «Από πότε χρειάζονται κηδεμονία κι οι ενήλικοι;Μήπως.πιστεύετε ότι την απειλώ με κάποιο τρόπο; Ότι είμαιεπικίνδυνος για κείνη;» «Ναι, αυτό πιστεύω». Η έλλειψηψυχραιμίας οδήγησε τον Παύλο να απλώσει το χέρι και νααρπάξει τον Άλεξ απ’ το πέτο. «Ο σύμμαχος του εχθρού μαςείναι κι αυτός εχθρός μας. Πάρε τα λουλούδια σου και φύγε. Ηοικογένειά μας πέρασε αρκετές δύσκολες ώρες τις τελευταίεςμέρες».

Ο αληθινός Άλεξ Γκρέι θα άρπαζε εκείνο το χέρι και θα τουτσάκιζε τα κόκαλα σε δευτερόλεπτα. Ο αληθινός Άλεξ Γκρέι δεθα υπολόγιζε ούτε το μπόι του άλλου άντρα ούτε τη δύναμήτου. Θα διέλυε τον εγωισμό και την περηφάνια του με μία τουκίνηση και θα γελούσε πάνω απ’ τα συντρίμμια.

Δεν ήταν όμως ο αληθινός Άλεξ Γκρέι. Ήταν η ραφιναρισμένηεκδοχή του που λειτουργούσε μεθοδευμένα για να πετύχει τουςστόχους της. Έτσι, δεν άφησε την ευκαιρία να πάει χαμένη.«Ισως έχετε δίκιο», είπε δήθεν με ηττοπάθεια. «Παραείμαιρομαντικός. Ήρθα να προσφέρω κάτι από ενδιαφέρον, κι ας μημου το έχουν ζητήσει— » «Παύλο, άσε ήσυχο τον άνθρωπο!»αντέδρασε η Σάνια. «Πώς συμπεριφέρεσαι έτσι; Δεν τοπερίμενα από σένα».

Ο ξάδερφος της υποχώρησε απρόθυμα. Παρ’ όλ’ αυτά, δεν

170

έκανε καμία κίνηση να φύγει. Είχε αντιπαθήσει αυτό τοσημαδεμένο τύπο από την πρώτη στιγμή. Δεν του άρεσε ηφάτσα του και μισούσε τον αέρα του υπεράνω που πότιζε τιςκινήσεις του. Τον έθετε σε επιφυλακή. Όχι, δεν τονεμπιστευόταν καθόλου.

«Μπορείς τώρα να μας αφήσεις μόνους με τον κύριο Γκρέι;»άκουσε τη Σάνια να του ζητά.

«Γιατί;» Δεν μπορούσε με τίποτα να ελέγξει τον εαυτό του.«Γιατί να μείνεις μόνη μαζί του; Δεν έχεις να του πεις και νασου πει τίποτα. Μένει στη Μαρία Κατρά, για το όνομα τουΘεού! Είναι φίλος τους. Δεν το καταλαβαίνεις;»

«Ούτε πρόκειται ποτέ να καταλάβει όσα θέλεις να της πεις, όταντης τα λες έτσι», τον διαβεβαίωσε ο Άλεξ. «Α\λος είναι οασθενής κι άλλος χρήζει θεραπείας, απ’ ό,τι βλέπω».

Ο Παύλος αμόλησε μια βρισιά και έκανε να φύγει. Δε θαπερνούσε έτσι αυτή η προσβολή. Υποχωρούσε για χάρη τηςΣάνιας, αλλά θα είχε το νου του. Το ένιωσε απ’ την πρώτηστιγμή πως η ανόητη θα άρχιζε τα πάρε δώσε μαζί ίου. Το είδεστον τρόπο που τον κοίταξε και στην ταραχή που τηςδημιούργησε η παρουσία του. Σίγουρα πίστευε πως οι ιατρικοίφάκελοι του Γκρέι έκρυβαν πληροφορίες για το παρελθόν της·λεπτομέρειες που οι δικοί της δεν της είχαν πει. Μα δενκαταλάβαινε; Δεν ήξερε ότι όταν ξύνονται οι πληγές πονάνε;

«Μην τον παρεξηγείς τον Παύλο», είπε απαλά η Σάνια. «Είναικαλό παιδί. Απλώς μου έχει αδυναμία».

«Παιδί;» Το ένα του φρύδι, αυτό που της επέτρεπε να βλέπεικαθαρά, υψώθηκε με ειρωνική διάθεση. «Σου έχει αδυναμία,

171

είναι ολοφάνερο, αλλά δε θα έλεγα πως σου τη δείχνει όπωςένα παιδί. Δεν το έχεις καταλάβει;»

«Ας μη μιλάμε για τον αδερφό μου, κύριε Γκρέι— » τονικέτεψε σχεδόν. «Καθίστε. Θα σας βάλω κάτι να πιείτε—»

Το χέρι του απλώθηκε στο μπράτσο της για να τη σταματήσει.Την ένιωσε να θέλει να τραβηχτεί, αλλά συνέχισε να τηναγγίζει. Διαισθανόταν την αδυναμία της όπως η μάναδιαισθάνεται τη λύπη του παιδιού της. Την τάραζε και τηντρόμαζε. Έβγαλε γρήγορα τα συμπεράσματά του: Δεν ήτανμαθημένη σε οικειότητες με το άλλο φύλοαντίθετά, τιςαπέφευγε σαν την πανούκλα. Δεν ήθελε να μοιάσει στη μάνατης, κι ας είχε μια λαμπερή φωτογραφία της κρεμασμένη σεπερίοπτη θέση στο καθιστικό.

«Κύριε Γκρέι— σας παρακαλώ—»

Την άφησε. «Δε θέλω να πιω τίποτα», της είπε ήρεμα. «Θέλωμόνο να μιλήσουμε. Αλλά πρώτα πρέπει να ηρεμήσεις. Δεδαγκώνω. Ξέχνα το πρόσωπό μου κι άκου με μονάχα. Είσαιελεύθερη, αν θέλεις, να μου γυρίσεις την πλάτη».

«Δεν είναι αυτό· »

«Ο Ρωμανός μου είπε ότι η μητέρα σου δεν ήταν πραγματικάκοντά σου», την αιφνιδίασε. «Δε νοιαζόταν ειλικρινά για σένα.Σου πρόσφερε ένα σωρό υλικά αγαθά, αλλά δε σε αγκάλιαζεποτέ. Μου είπε πως αποζητούσες απελπισμένα την προσοχήτης».

«Πότε σας το είπε;» ύψωσε τη φωνή της. Αρχιζαν πάλι εκείνεςοι σφυριές στο κεφάλι της, κι η ένταση έκανε τα χείλη της να

172

τρέμουν. Ήταν αδύνατο να συγκρατηθεί. «Μα βέβαια, σαςεπισκεπτόταν: ο ψυχίατρος έβλεπε τον ψυχίατρο. Αν ο ίδιοςένιωθε πως τα έχανε, γιατί εγώ πρέπει να τον πιστέψω;»

«Ο άνθρωπος αυτός έχει βαθιά ψυχικά τραύματα, αλλά, πίστεψέμε, δεσποινίς Παρίση, δεν ήταν καθόλου τρελός όταν μουμιλούσε».

«Η μητέρα μου δεν ήταν αγία, το ξέρω καλά. .Όμως όλοιυποστηρίζουν ότι με αγαπούσε. Γιατί μου λέτε τέτοια πράγματα;Δεν είναι δίκαιο αυτό που κάνετε, κύριε Γκρέι. Καθόλου δίκαιο—»

«Δεσποινίς Παρίση—» Την πλησίασε κι εκείνη πισωπάτησε.«Σάνια—» είπε πιο ήσυχα, προσέχοντας το ύφος και τον τόνοτης φωνής του. «Άκουσέ με, σε παρακαλώ—» Ήθελε μεγάληλεπτότητα ο χειρισμός της. «Νομίζω πως ο Ρωμανός Κατράςήθελε να συλληφθεί. Στις τελευταίες συνεδρίες μας μου έδωσετην εντύπωση ότι κάποια στιγμή θα επέστρεφε και θα έβρισκετον τρόπο να ξανανοίξει η υπόθεση.

Δε μου έλεγε τότε ιδιαίτερες λεπτομέρειες για το συμβάν,φυσικά, αλλά καταλάβαινα ότι δεν μπορούσε να ησυχάσει. Όσακι αν είχε καταφέρει, όποιος κι αν είχε γίνει, το νήμα που τονέδενε με το παρελθόν τον κρατούσε πάντα αιχμάλωτο. Η λύσηείναι στη μνήμη σου, μου το έχει πει πολλές φορές. Έχασε κιεκείνος τον πατέρα του, άλλωστε. Κι ο πόνος του ήταν διπλός,γιατί θεωρήθηκε υπεύθυνος ο ίδιος».

«Εσείς τον πιστεύετε;» Η ερώτησή της ήταν επιθετική,διατυπωμένη με προκαταβολική κατηγόρια. Ύψωσε το πιγούνικαι τον κοίταξε με πείσμα. «Μπορείτε να με κοιτάξετε σταμάτια και να μου πείτε με βεβαιότητα ότι κρατούν λάθος

173

άνθρωπο σε εκείνο το κελί;»

«Δεν είμαι Θεός», αποκρίθηκε ανταποδίδοντας το βλέμμα της.«Όμως ανήκω στην κατηγορία των ανθρώπων που δενκαταλήγουν αβασάνιστα σε συμπεράσματα. Μέχρι τώρα οιδιαγνώσεις μου είναι σχεδόν αλάνθαστες. Έχω υποδείξειενόχους που ορκίζονταν ακόμα κι οι πέτρες ότι ήταν αθώοι κιαθώους που όλοι ήταν βέβαιοι πως ήταν ένοχοι. Μου ζήτησεςτην άποψή μου όμως και θα την έχεις. Ναι, πιστεύω πωςκρατούν λάθος άνθρωπο σε εκείνο το κελί».

Ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. «Δεν είναι τρελός, έτσι;»«Όχι, δεν πιστεύω ότι είναι».

«Όμως εξηγηθήκατε να μην προφυλακιστεί μέχρι τη δίκηκανονικά, αλλά να πάει φρουρούμενος στην ψυχιατρικήπτέρυγα».

«Εκεί θα έχουμε πιο εύκολη πρόσβαση και οι δύο».

«Είναι καταπληκτικός ηθοποιός, πάντως», του είπε πικραμένα.«Αναρωτιέμαι γιατί ελπίζει. Δεν μπορώ να θυμηθώ, δε θαθυμηθώ ποτέ μου·»

«Άσε με να σε βοηθήσω».

Σκούπισε τα μάτια της και γέλασε. Στην αρχή σιγανά κι έπειταπιο δυνατά, σαν να μην είχε ακούσει καλύτερο αστείο. «Γιατί νασας εμπιστευτώ;» Πήγε στη μικρή της κάβα και, παρότι δεν τοσυνήθιζε, βρήκε ένα κλειστό μπουκάλι ουίσκι και γέμισε έναποτήρι. Εβηξε στην πρώτη γουλιά, μα το κάψιμο της δεύτερηςήταν ευχάριστο. «Νομίζετε πως είναι αρκετά τα διπλώματά σαςγια να πιστέψω τυφλά την κάθε σας λέξη; Δύο φορές σας έχω

174

δει όλες κι όλες. Για τόσο ανόητη με περνάτε;»

Ο Άλεξ έβγαλε απ’ την εσωτερική τσέπη του σακακιού του έναπούρο, το άναψε, την προσπέρασε και στάθηκε κάτω απ’ τηφωτογραφία της μητέρας της. Παρέμενε με την πλάτηγυρισμένη, κι έτσι εκείνη δεν μπορούσε να δει την έκφρασήτου. Την ψυχή του πλημμύρισε το μίσος και η περιφρόνηση.Είχε χρόνια να δει το πρόσωπό της. Μόνο την ανάμνησή τουείχε. Εκείνη η φωτογραφία ήταν η καλύτερη απάντηση σ’αυτούς που αναρωτιούνται αν μπορεί να χωρέσει σε δυο μάτιαη απόλυτη υποκρισία.

Κύρτωσε τους ώμους του επίτηδες για να δείχνει κουρασμένος.Μ’ ένα μικρό βήχα δοκίμασε τη χροιά της φωνής του. Η Σάνιααποζητούσε απεγνωσμένα μια ένδειξη της αξιοπιστίας του, κιήταν έτοιμος να της τη δώσει.

«Δε σε θεωρώ ανόητη, δεσποινίς Παρίση», της είπε απαλά.«Απεναντίας, είμαι βέβαιος ότι είσαι ιδιαίτερα ευφυής. Αυτόείναι που σε κάνει να υποφέρεις. Γιατί αν δεν ήσουν ευφυής,δεσποινίς

Παρίση, θα είχες πειστεί με όσα σου λένε οι γύρω σου. Θα τα’χες καταπιεί όπως τα ψάρια το δόλωμα και θα σουν ευτυχήςμέσα στην άγνοιά σου. Πιθανόν να είχες θεραπευτεί κιόλας.Όσο λιγότερες είναι οι επίφυλάξεις μας τόσο πιο επίπεδη είναιη εικόνα του κόσμου γύρω μας. Όμως εσύ δε βλέπεις μια ίσιαγραμμή — Έτσι δεν είναι;» Γύρισε και την κοίταξε. Η χλομάδατης ήταν ορατή ακόμα και στο ημίφως. «Δεν έχουν σκιές οιίσιες γραμμές, κι εσύ βλέπεις παντού σκιές. Αμφιβάλλεις»,συνέχισε με σιγουριά. «Κι ο εγκέφαλός σου αντιδρά σε αυτήτην αμφιβολία».

175

Εκείνη δεν παραδέχτηκε και δεν αρνήθηκε τίποτα.

«Η αμνησία σου είναι αποτέλεσμα χρόνιας διαταραχής μετά απόψυχοτραυματικό στρες. Ο τρόμος και οι σπασμοί είναισωματικές αντί-δράσεις στην πίεση που δέχεσαι. Οιιδιαιτερότητες κάνουν την περίπτωσή σου σπάνια, αλλά όχιμοναδική. Είμαι σίγουρος ότι έρχονται ζωηρά στο νου σουψήγματα του παρελθόντος, που τα θυμάσαι μετά και σε κάνουννα υποφέρεις και να αμφιβάλλεις ακόμα πιο πολύ. Πες μου πωςείδες έναν κακό δράκο στα κομμάτια που επανέρχονται στημνήμη σου, Σάνια, και δε θα χρειαστεί να με ξανασυναντήσειςποτέ σου».

Δεν ήθελε να τον κοιτά, δεν άντεχε την αναμέτρηση. Ήπιεβιαστικά όλο το ποτό της και παραπάτησε. Οι σφυριές στοκεφάλι της έγιναν σειρήνες.

«Σας βρίσκω πολύ ενήμερο», μουρμούρισε.

«Ήταν κακός δράκος ο Ρωμανός, Σάνια;» επέμεινε εκείνος.

«Όχι· »

«Έμοιαζε με δολοφόνο;»

«Όχι· »

«Ένιωσες να τον μισείς, σε έκανε να ταράζεσαι, σε πλήγωνε;»«Όχι—»

«Τον αγαπούσες, Σάνια;»

«Ναι!» φώναξε υστερικά αυτή τη φορά κι έχωσε το πρόσωποστις παλάμες της κλαίγοντας γοερά. «Σταματήστε—» ψέλλιζε.

176

«Σταματήστε—»

«Το ίδιο μου έλεγε κι εκείνος όταν τον πίεζα», της είπεσυνεχίζοντας να γκρεμίζει τα τείχη της. «Να σταματήσω. Κιόταν δεν το κανα, σηκωνόταν κι έφευγε. Περνούσε καιρόςμέχρι να τον ξαναδώ. Κάθε φορά έδειχνε πιο ρωμαλέος στοσώμα και πιο αδύναμος στην ψυχή. Δε φέρονται έτσι-οι ένοχοι,Σάνια. Προσπάθησε να του δώσεις μια ευκαιρία—»

Κρατήθηκε για να μην την παρηγορήσει κλείνοντάς τη στηναγκαλιά του όπως τότε που ήταν παιδί. Έβγαλε τομικροσκοπικό τσαντάκι της απ’ την τσέπη του και το άφησε στομπράτσο του καναπέ της. «Αύριο θα πάω να τον δω», της είπεφεύγοντας. «Αν θελήσεις να με βρεις, ξέρεις πού μένω· »

Η Σάνια έπεσε στα γόνατα, αφού τα πόδια της έτρεμαν από ώρα.Έπιασε το βομβητή της κι έγειρε πίσω το κεφάλι. Δεν το νιώσε,αλλά τα μάτια της γύρισαν κι οι σπασμοί απλώθηκαν απ’ τοστήθος στην κοιλιά και στα πόδια. Ξάπλωσε στο πάτωμα. Ήτανπολύ έντονο αυτή τη φορά, κι η τελευταία της σκέψη πριν χαθείστην ανάμνηση ήταν πως θα κρατούσε αρκετή ώρα·

Ήθελε να πάει στην τουαλέτα και σηκώθηκε μέσα στη νύχτα.Φορούσε τις καινούριες της πιτζάμες. Πήρε αγκαλιά τοναγαπημένο λούτρινο δεινόσαυρό της και βγήκε ήσυχα από τοδωμάτιο. Στη διαδρομή σταμάτησε. Άκουσε τη φωνή της μαμάςτης στο σαλόνι και κοντοστάθηκε στην κορυφή της σκάλας. Δενήταν μόνη της. Μιλούσε με το θείο Πέτρο.

«Πρέπει να σταματήσουν αυτά!» της έλεγε ο θείος. «Μαςρεζιλεύεις. Δεν είσαι μόνη σου, Μιράντα. Υπάρχουν κι άλλοιπίσω σου».

177

Η μαμά της γέλασε. Τίναξε τα μακριά ξανθά μαλλιά της και τουγύρισε την πλάτη. «Αυτός είναι ο τρόπος που ζω, και δενμπορώ να τον αλλάξω. Ο κόσμος μού τα συγχωρεί όλα. Βλέπεισ’ εμένα όσα θα ήθελε να είναι, αλλά δεν τολμά».

«Ο κόσμος γελάει μαζί σου. Είσαι η διασκέδασή του και τίποταπερισσότερο. Εγώ και η γυναίκα μου χτίζουμε κι εσύγκρεμίζεις. Μεγαλώνεις ένα παιδί, Μιράντα. Τι σόι άνθρωπο θαπλάσεις μέσα σε τόση φτήνια;»

«Η κόρη μου είναι δικός μου λογαριασμός», του είπε φυσώνταςτον καπνό του τσιγάρου της στο πρόσωπό του. «Όπως επίσηςκαι το κρεβάτι μου. Να μη σε αφορά ποιος μπαίνει και ποιοςβγαίνει από κει. Ούτε εσένα ούτε την αδερφή μου».

«Κάποτε θα ξεφτίσει η ομορφιά», της είπε ο θείος Πέτρος, πουάρπαξε το τσιγάρο απ’ το χέρι της και το έλιωσε στο πάτωμα μετο παπούτσι του. «Κάποτε θα κοιτάς τον καθρέφτη και θαβλέπεις μόνο την ασχήμια σου. Αυτή που έφερε ο χρόνος κιαυτή που κουβαλά η ψυχή σου. Ποιος θα ναι τότε κοντά σου γιανα σε παρηγορήσει, Μιράντα;»

«Ας μην είναι κανείς. Δεκάρα δε δίνω!» του πέταξε. «Και τώρα,έξω απ’ το σπίτι μου, και μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις εδώ.Θα κάνω ό,τι γουστάρω, και δεν μπορείς να μ’ εμποδίσεις!»

«Όπως νομίζεις»

Η μαμά της έκλεισε πίσω του την πόρτα με δύναμη. Ο θόρυβοςήταν τόσο δυνατός, που δεν μπόρεσε να κρατηθεί: τα μάτια τηςγέμισαν δάκρυα. Μα γιατί κανείς δεν αγαπούσε τη μαμά της;

Η επιστροφή της Σάνιας στο παρόν ήταν βίαιη. Πρώτα

178

τραντάχτηκε ολόκληρη κι έπειτα φύσηξε όσο αέρα υπήρχε σταπνευμόνια της. Τα μάγουλά της ήταν υγρά· η στάση τουσώματός της σαν του εμβρύου. Τώρα το ήξερε με βεβαιότητα: ημαμά της δεν την αγαπούσε όσο της έλεγαν οι άλλοι.

Τον είχε δει να φεύγει από το σπίτι της περπατώντας με μιασιγουριά που την είχε τρομάξει. Ήταν βλοσυρός, κι ο τρόποςπου κρατούσε το πούρο του δεν της θύμιζε καθόλου αρσενικόπου προτιμούσε τα χαρτιά του. Η κίνησή του ήταν γεμάτηδύναμη κι η έκφρασή του μόνο ευγένεια δεν είχε. Τονθεωρούσε επικίνδυνο και συνειδητοποίησε πως, αν δεν τονπρόσεχε, θα της δημιουργούσε μπελάδες.

Έκοψε τα τελευταία γράμματα από τις εφημερίδες και με ένατσιμπιδάκι φρυδιών τά έβαλε προσεκτικά σε σειρά πάνω στολευκό χαρτί. Χαμογέλασε. Είχε Περάσει τόσος καιρός. Αν ηΣάνια θυμόταν κάτι, καλά θα έκανε να το βουλώσει. Όπως καλάθα έκανε να μείνει μακριά απ’ τον ψυχίατρο με τη σημαδεμένημούρη. Ηταν τόσο ηλίθια, που μπορεί κιόλας να τονερωτευόταν. Μια ζωή την τραβούσαν τα θύματα και οικατατρεγμένοι. Γιατί να αλλάξει κάτι τώρα;

Αυτή τη φορά διάλεξε μια άλλη φράση άπό το βιβλίο τουΡαφαέλ Ά\ντες: «Αν τον άνεμο ρωτήσεις, θα σου πει ναστρέψεις αλλού το βλέμμα. Άγγιζε τον ήλιο και θα δεις ηώς θακαείς. Κοίτα τον ώρα πολλή και θα δεις πως θα τυφλωθείς.Ακου τον άνεμο, άκου τον. Αυτός λέει πάντα την αλήθεια».

Έβαλε το χαρτί σε ένα φάκελο και πήρε τα κλειδιά τουαυτοκινήτου της. Θα τον ταχυδρομούσε από άλλη πόλη.

Έβρεχε δυνατά κι η νύχτα ήταν σκοτεινή, αφέγγαρη. Ο άνεμοςανακάτεψε τα βρεγμένα μαλλιά της και την έσπρωξε προς τα

179

πίσω. Η Σάνια κρατήθηκε από μια τριανταφυλλιά και τα αγκάθιατής τρύπησαν τα χέρια. Νερό και δάκρυα δεν ξεχώριζαν στοπρόσωπό της καθώς πάλευε να οδηγήσει τα πόδια της στηνπόρτα. Είχε πάρει την απόφασή της και δεν υπήρχε γυρισμός.Πόσο περισσότερο να πονέσει; Αποζητούσε τη λύτρωση και θαεπιχειρούσε να τη βρει με κάθε κόστος.

Χτύπησε το κουδούνι πολλές φορές. Το χτυπούσε ακόμα κιόταν η πόρτα μπροστά της άνοιξε. Η Μαρία την κοίταξεέκπληκτη. «Σάνια;»

«Θέλω να δω τον κύριο Γκρέι— » Η φωνή της ίσα πουακουγόταν.

«Πέρασε μέσα, κορίτσι μου. Είσαι χάλια, έχεις ξεπαγιάσει— »

Περπάτησε σαν ρομπότ. Η θέα του τζακιού και του σκύλου πουκοιμόταν στο χαλί μπροστά του τη γέμισε θαλπωρή. Γνώριμηεικόνα, την είχε ξαναδεί κάποια στιγμή, κάποτε. Την είχεκαταχωνιάσει σε κάποια αθέατη ακρούλα του μυαλού της μετην ταμπέλα «Ασφαλής μνήμη».

Τα μάτια της έπειτα στάθηκαν στις δύο πολυθρόνες μπροστάαπ’ την τηλεόραση. Είδε δύο άντρες καθισμένους. Ο ένας ήτανο Άλεξ Γκρέι κι ο άλλος ο Δημήτρης Καλιμαντής, ο πρώηνσύζυγος της Μαρίας. Μόνο εκείνος όμως έδειξε έκπληκτος μετην άφιξή της. Ο Γκρέι ήταν ατάραχος. Την περίμενε. Ίσως όχιτόσο σύντομα, αλλά την περίμενε.

«Έλα, καλή μου, να σου βγάλω το μπουφάν», είπε η Μαρίαμόλις πήγε κοντά της, και φώναξε την οικιακή βοηθό. Τηςζήτησε να φέρει μια κουβέρτα και ζεστό τσάι. «Κάθισε».Κοίταξε με νόημα τον πρώην σύζυγό της. «Ο Δημήτρης

180

ετοιμαζόταν να φύγει. Η στιγμή δεν είναι και τόσο ακατάλληληόσο νομίζεις».

Η Σάνια δεν πρόσεξε τον εχθρικό τρόπο που κοίταξε ο Άλεξ τονπρώην σύζυγο της οικοδέσποινάς του. Τον είδε μονάχα νασηκώνεται ευγενικά για να αποχαιρετίσει τον άλλο άντρα με μιαχειραψία. Λούφαξε στη θέση της και δέχτηκε με ανακούφισητην κουβέρτα. Δε θα ’πρεπε, αλλά συλλογίστηκε την εμφάνισήτης. Ήξερε ακριβώς πώς έδειχνε: πολυφορεμένο τζιν βρεγμένοστα μπατζάκια, φαρδύ πουλόβερ γεμάτο κόμπους, παπούτσιαβουτηγμένα στα λασπόνερα και όψη τρελής πλαισιωμένη απόμπερδεμένα μαλλιά και μισοβγαλμένα τσιμπιδάκια.

Αντιθέτως, εκείνος ήταν ατσαλάκωτος, όπως κάθε φορά πουτον έβλεπε, με τα μαύρα γάντια του στη θέση τους και ταακριβά παπούτσια του καλογυαλισμένα σαν καθρέφτες. Ητέλεια αυτοκυριαρχία κόντρα στην τέλεια συντριβή. Η γνώσηκόντρα στην άγνοια. Τα σίγουρα βήματα κόντρα στοπαραπάτημα. Η τάξη κόντρα στο χάος.

Το βλέμμα της πήγε στη Μαρία Κατρά. Πόσο όμορφη ήταν μετο κομψό ροδακινί φόρεμα και τα μακριά μαύρα μαλλιά ναπέφτουν καλοχτενισμένα στους ώμους της! Κι αν είχεαντιμετωπίσει καταιγίδες αυτή η γυναίκα, κι αν είχεαντιμετωπίσει απανωτές καταστροφές! Τη ζήλεψε. Είχε μιαδύναμη που εκείνη δε θα αποκτούσε ποτέ. Ήταν κυρία τουεαυτού της. Πανέτοιμη να δεχτεί τις συνέπειες των λαθών τηςαλλά και να δρέψει τους καρπούς των επιτυχημένων επιλογώντης. Δε θυμόταν να έχει δει ποτέ τη Μαρία Κατρά σεαπόγνωση. Πάντα της έδινε την εντύπωση πως θα μπορούσε ναεπιβιώσει ολομόναχη ακόμα και στο φεγγάρι, αν το απαιτούσανοι περιστάσεις.

181

Πήρε το τσάι που της πρόσφερε και χαμήλωσε το κεφάλι. Κάτιέπρεπε να κάνει για να ξεφύγει από την αυτολύπηοη και τημιζέρια.

Με κάποιο τρόπο έπρεπε να πάψει να νιώθει σαν σκυλίεξαρτημένο από το αφεντικό του, που αρκούσε ένα τουσφύριγμα για να ικανοποιήσει ακόμα και την πιο παράλογηεπιθυμία του. Ίσως τελικά να ήταν κόρη της μάνας της. Ίσως—

«Πρέπει να φροντίσω το μωρό», είπε η Μαρία ανταλλάσσονταςένα γρήγορο βλέμμα με τον Άλεξ. «Ξέρετε τα κατατόπια, κύριεΓκρέι. Αν χρειαστεί κάτι η Σάνια, μη διστάσετε να της τοπροσφέρετε— »

Ο Άλεξ έπρεπε να είναι πολύ προσεκτικός μαζί της. Μόλιςέμειναν μόνοι, κράτησε τις αποστάσεις του, ξέροντας πόσοεύθραυστη ήταν η ισορροπία της. Φαινόταν αδύναμη καιχαμένη, αλλά τη φλόγα στα μάτια της την αναγνώρισε αμέσωςτην είχε δει στους συμπολεμιστές του. Ήταν μια φλόγα πουδήλωνε ξεκάθαρα πως, αν χρειαζόταν, θα μάχονταν μέχριτελικής πτώσης.

Άθελά του το βλέμμα του πήγε απ’ το πρόσωπο στο κορμί της.Ήταν λεπτή, αλλά όχι κοκαλιάρα. Τα πόδια της ήταν μακριά, τοπρόχειρο παντελόνι τα αδικούσε εντελώς. Το στήθος τηςφαινόταν σφριγηλό ούτε μεγάλο ούτε μικρό, ιδανικό για τααντρικά χέρια. Ήταν όμορφη. Η πρώτη γυναίκα στη ζωή τουπου την παρατηρούσε αληθινά και τη χαρακτήριζε όμορφη.Όλες οι άλλες ήταν αναλώσιμες: φτηνό κορμί, φτηνή ψυχήλαγνεία κατά παραγγελία. Ο όρος του ήταν «Όχι έρωτας», τοσύνθημά του «Ποτέ δεύτερη φορά». Έδινε ψεύτικο όνομα καισ’ αυτές. Τους απαγόρευε να. αγγίξουν το πρόσωπό του και νακάνουν ερωτήσεις. Εκείνες το θεωρούσαν μια γοητευτική

182

διαστροφή. Εκείνος απόλυτη προϋπόθεση, οχπε μην πέσουνποτέ οι μάσκες.

Η Σάνια αναδεύτηκε στην καρέκλα της. Το βλέμμα του τηνέκανε να νιώθει άβολα. Αναρωτήθηκε τι να σκεφτόταν πόσοεύκολο του ήταν να διαβάζει με μια ματιά το μυαλό της πώς θαέθετε τους όρους της σ’ έναν άνθρωπο που έδειχνε ευγενής σανσπάνιο λουλούδι και ταυτόχρονα σκοτεινός σαν τα βάθη τουωκεανού— Τη φόβιζε και τη γοήτευε συνάμα. Ήταν εντελώςακατάλληλη η στιγμή, αλλά συνειδητοποίησε πως η παρουσίατου τη μαγνήτιζε με τρόπο πρωτόγνωρο κι ακατανόητο. Κάποτεθα πρέπει να ήταν πολύ όμορφος. Κάποτε θα πρέπει να είχε τηδύναμη να εμπνεύσει το πάθος που διάβαζε σταμυθιστορήματα. Ήταν ψηλός, ευγενικός,καλλιεργημένοςευφυέστατος, με βαθιά φωνή. Κάποτε,σκέφτηκε. Όταν είχε μια σύζυγο όπως όλοι και μιαφυσιολογική ζωή. Όταν δεν υπήρχε καλύπτρα για να σκεπάζειτην παραμόρφωση και γάντια για να κρύβουν ίσως άλλασημάδια—

Μάζεψε όλο της το κουράγιο και σηκώθηκε για να τονπλησιάσει. Η κουβέρτα έπεσε στα πόδια της κι εκείνος έστρεψεγια μια ακόμα φορά ελαφρά το κεφάλι του για να κρύψει τησημαδεμένη πλευρά του προσώπου του·, «θέλω να σαςγνωρίσω», του είπε σφίγγοντας τις γροθιές της. «Ας πούμε ότιαπό δω και μπρος θα βοηθήσει ο ένας τον άλλο. Θα κάνω ό,τικρίνετε πως είναι απαραίτητο για να δω κάποιο φως. Ισως έτσιβοηθήσω και τον— ασθενή σας. Δε θα είμαι όμωςυποχρεωμένη να σας ενημερώνω αν προοδεύω ή όχι. Στηνπερίπτωση που θυμηθώ κάτι, θα το κρατήσω για τον εαυτό μουμέχρι να βεβαιωθώ πως μπορώ να σας εμπιστεύομαι. Έτσιθέλω να γίνει, και δεν πρόκειται να αλλάξω γνώμη. Αν δε

183

δεχτείτε, θα φύγω. Αυτό ήρθα να σας πω».

«Δίκαιο», της είπε ήρεμα. «Αλλά αν πρέπει να περνάμε τόσοχρόνο μαζί, θα πρέπει να βρεις μια δικαιολογία για τουςσυγγενείς σου και για τον Τύπο».

«Κάτι θα σκεφτω».

«Ήρθες ως εδώ αποφασισμένη κι αδιάλλακτη. Έπρεπε ήδη ναέχεις σκεφτεί».

Τα-μάτια της στάθηκαν στη βιβλιοθήκη απέναντί της. Η ΤρίτηΕυχή του Ραφαέλ Αλντες δέσποζε στο πρώτο ράφι. Μια νύχταήταν αρκετή για να διαβάσει και τις εξακόσιες πενήντα σελίδες.Σκέφτηκε τον ψεύτικο αρραβώνα της Αννας με τον Ρόμαν, καιτο πρόσωπό ιης ψωιίσιηκε. Ναι, υπήρχε μια πολύ καλήδικαιολογία.

Ακολούθησε το βλέμμα της και γέλασε δυνατά. Πού να ξερε,σκέφτηκε. Ούτε η πιο ζωηρή φαντασία δεν μπορούσε να φτάσειτην παραδοξότητα της αλήθειας. «Ο έρωτας;» μάντεψε. «Αυτήθα ναι η δικαιολογία σου, Σάνια;»

«Γιατί όχι;»

«Είναι ολοφάνερο το γιατί», της είπε αγγίζοντας με ταακροδάχτυλα το δερμάτινο κάλυμμα που έκρυβε το χαμένο μάτιτου. «Είμαι σαράντα δύο χρόνων και είσαι είκοσι εννιά.Γνωριστήκαμε μόλις προχτές. Και δεν αντέχεις ούτε νακοιτάξεις το τέρας».

«Η ηλικιακή διαφορά μας δεν είναι και τόσο μεγάλη», άρχισε νακαταρρίπτει τα επιχειρήματά του. «Επίσης, υπάρχει ο

184

κεραυνοβόλος έρωτας και— και δεν είστε καθόλου τέρας. Ανπω κάτι τέτοιο στους δικούς μου, θα εκφράσουν τις αντιρρήσειςτους, αλλά δε θα τολμήσουν να με εμποδίσουν. Με αγαπούνπάρα πολύ για να το κάνουν».

Παρέστησε τον δύσκολο. «Δεν ξέρω, δεσποινίς Παρίση—» είπεδιστακτικά. «Πάει πολύς καιρός από τότε που έκανα στενήπαρέα με γυναίκα, κι είμαι πολύ μεγάλος πια για τέτοιαπαιχνίδια. Εσύ είσαι μια κοπέλα γεμάτη ζωή και όνειρα. Κι έναςτυφλός θα έβλεπε ότι θα ήμουν η πλέον ακατάλληλη επιλογήγια σένα—»

«Δεν υπάρχει άλλος τρόπος, κύριε Γκρέι», τον έκοψε χωρίς νααμφισβητήσει τα λεγόμενά του. «Απ’ όποια πλευρά και να τοδείτε, είναι η μόνη λύση. Δε βιαζόμαστε», έσπευσε νατουξεκαθαρίσει. «Θα το κάνουμε να φανεί σαν να εξελίχθηκεφυσιολογικά, σαν να το φερε έτσι η τύχη. Πολλά παράξενασυμβαίνουν στις μέρες μας· ένας αταίριαστος έρωτας δε θασοκάρει κανέναν».

«Κι είχα την εντύπωση ότι ήσουν ένα απονήρευτο, χαμένοπαιδί», την πείραξε.

Ο πάγος έσπασε κι η προηγούμενη απελπισία της μετατράπηκεξαφνικά σ’ ένα κύμα ελπίδας. «Κι είχα την εντύπωση πως δενπέφτετε ποτέ έξω».

«Είναι περιττός ο πληθυντικός πλέον, δε νομίζεις;»

«Έχεις δίκιο— Άλεξ. Είναι περιττός». Το χαμόγελό της φώτισεόλο το σαλόνι. «Και τώρα, συνόδευσέ με μέχρι το σπίτι. Τι σόιερωτευμένος θα είσαι αν μ’ αφήνεις να γυρνάω μόνη στασκοτάδια;»

185

Έβγαλε το σακάκι του και με μια γρήγορη κίνηση το πέρασεγύρω από τους ώμους της. «Το μπουφάν σου είναι βρεγμένο»,της υπενθύμισε. «Και δε θέλω να κρυώσεις καθώς θαδιασχίζουμε μαζί τα σκοτάδια».

Η κοπέλα κοκκίνισε, κι εκείνος, παρ’ όλο που το πρόσεξε,έκανε πως δεν το είδε. Της άνοιξε την πόρτα και την άφησε ναπεράσει. Το σκοτάδι ήταν στ’ αλήθεια πυκνό. Τέλεια. Δεφάνηκε καθόλου το ψυχρό χαμόγελό του.

Ότι είχε γυρίσει απ’ τη δουλειά. Όπως κάθε μέρα, έβγαλε τομπουφάν της και το πέταξε μαζί με την τσάντα της στον καναπέ.Έβαλε το ραδιόφωνο στον αγαπημένο της σταθμό καιαναζήτησε ξυπόλητη τις παντόφλες της στη γνώριμη θέση τουςστην κρεβατοκάμαρά της. Τις βρήκε. Αλλά μαζί μ’ αυτές βρήκεκαι τον αδερφό της ξαπλωμένο στο κρεβάτι της. Στα χέρια τουκρατούσε ένα απ’ τα βιβλία του Ραφαέλ Άλντες. Το πρόσωπότου ήταν αξύριστο, τα μάτια του αγριεμένα κι η ανάσα τουμύριζε οινόπνευμα.

«Αυτό που έκανες το λένε διάρρηξη», του είπε θυμωμένα.

«Απ’ τη δουλειά γύρισες;» τη ρώτησε με ύπουλη ηρεμία.

«Πάντα απ’ τη δουλειά γυρνάω τέτοια ώρα».

«Τηλεφώνησα και δεν ήσουν εκεί»

«Ήμουν στο στούντιο κι εμφάνιζα φωτογραφίες. Δεν τους τοείχα πει».

«Πολλά δε λες. Και κατά σύμπτωση τα πιο σημαντικά. Ή δεθεωρείς σημαντική τη βραδινή βολτίτσα σου σιο σπίτι του

186

φονιά;»

«Με παρακολουθούσες;» Ήταν έτοιμη να τον λιντσάρει. Ηφωνή της ακούίπηκε σαν σφύριγμα σφαίρας.

«Κάποιος πρέπει να το κάνει», της είπε χωρίς ίχνος ντροπής.«Έχεις άγνοια του κινδύνου, Σάνια. Κάποιος πρέπει να σεπροστατεύσει από την ίδια σου τη βλακεία».

Ένιωσε τους τοίχους να στενεύουν μόλις ο Παύλος σηκοίθηκεκαι την πλησίασε. Δεν έκανε πίσω όμως. Αρκέστηκε στο νακοπανήσει το χέρι του στον αέρα, όταν εκείνος επιχείρησε νατην πιάσει απ’ τον ώμο. Τα ωραία γκρίζα μάτια του στένεψανκαι τα χείλη του σφίχτηκαν τόσο πολύ, που σχεδόνεξαφανίστηκαν.

«Θέλω να κόψεις τα πάρε δώσε μ’ αυτόν», της είπε χωρίςπεριστροφές. «Θέλω να θυμάσαι κάθε μέρα που περνά ότιμεγάλωσες σε μία ευυπόληπτη οικογένεια που δε σε πλήγωσεποτέ. Ήμασταν εκεί όταν μας χρειάστηκες. Δεν το αξίζουμεαυτό, Σάνια».

Έκανε να φύγει, αλλά ο Παύλος την άρπαξε απ’ το μπράτσο καιτη γύρισε ξανά προς το μέρος του. Απέστρεψε το πρόσωπό της.Η ανάσα του βρόμαγε αλκοόλ και τσιγάρο.

«Άκουσες τι σου είπα;»

«Θέλω να μ’ αφήσεις ήσυχη—» «Η θεία σου κοντεύει νατρελαθεί», την ταρακούνησε. «Εκείνη η νύχτα την τσάκισε πιοπολύ απ’ ό,τι εσένα», της υπενθύμισε. «Γιατί εκείνη θυμάται,Σάνια. Είδε την αδερφή της και το γαμπρό της να κολυμπούνστο αίμα πεσμένοι στο κρύο πάτωμα. Είδε εσένα κρυμμένη σ’

187

ένα υπόγειο, καταματωμένη, να τσιρίζεις ασταμάτητα. Ο εαυτόςσου σε προστάτευσε διαγράφοντας την ανάμνηση. Τι να πει κιεκείνη που ακόμα κοιμάται και ξυπνάει με τον ίδιο εφιάλτη;»

Δεν του απάντησε.

Την τράβηξε πάνω του κι έσκυψε το κεφάλι του πάνω στο δικότης. Οσμίστηκε το φόβο της όπως τα πεινασμένα αγρίμιαοσμίζονται τη σάρκα. Ένα μάθημα χρειαζόταν η Σάνια. Έναμάθημα που θα της έδειχνε πόσο εύθραυστη μπορούσε να γίνειη εμπιστοσύνη, ακόμα κι αν ήταν δεδομένη. Αυτός όμως τηναγαπούσε πολύ για να της το δώσει.

«Παύλο·» του είπε εκείνη πισωπατώντας, «είναι πάνω απ’ τιςδυνάμεις μου. Το ίδιο το μυαλό μου με σπρώχνει εκεί. Δενμπορώ να το σταματήσω·»

«Θα το σταματήσεις», της είπε με σιγουριά. «Κι αν δεν τοκάνεις εσύ, θα το κάνω εγώ. Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο».

«Είναι δική μου η ζωή!» ούρλιαξε σπρώχνοντάς τον. «Όσοήμουν αδύναμη και άβουλη δεν ενοχλούσα κανέναν, ε; “Ναι,θεία”, “Ναι, θείε”, “Ναι, Παύλο”· Πάντα ναι! Το καλό κοριτσάκι,το παράδειγμα προς μίμηση. Όλα τότε ήταν ήσυχα καιτακτοποιημένα. Μόνο λουρί που δε μου βάλατε για ναεπιδεικνύετε τη σπάνια ράτσα μου και την εκπληκτική πειθαρχίαμου όταν βγαίναμε βόλτα. Κι εγώ έπεισα τον εαυτά μου’πως, ανεσείς καμαρώνατε, τότε ήμουν ευτυχισμένη· »

«Δεν ήσουν;» Του ερχόταν να τη σκαμπιλίσει μπας και τη δει νασυνέρχεται.

«Α, ναι ήμουν, δεν έχω παράπονο. Οι επιθυμίες μου, διαταγές

188

σας: πανεπιστήμιο, μεταπτυχιακό, πιάνο, ξένες γλώσσες κι έναπαλάτι για να ζω. Ποιος λογικός άνθρωπος δε θα τανευτυχισμένος; Τίποτα δε μου έλειπε, με πρώτο και βασικότεροτην αγάπη, που την έπαιρνα σε υπερβολικές δόσεις. Δε μεαπογοητεύσατε και δε σας απογοήτευσα ποτέ. Κι ας μηναναρωτήθηκε κανείς σας ούτε μια στιγμή αν οι επιθυμίες μουήταν πρώτ’ απ’ όλα δικές σας».

«Και τώρα ξύπνησες», την κορόιδεψε. «Ήρθε ο καιρός για τηνεπανάστασή σου. Αυτό είναι, Σάνια; Περνάς αργοπορημένημετεφηβεία ή μήπως άρχισαν να επικρατούν τα κακά γονίδια;Κάπως έτσι λειτουργούσε κι η μάνα σου, απ’ όσο ξέρω: μιαζωή λάθος επιλογές, μια ζωή σκάνδαλα. Έτσι θέλεις νακαταντήσεις;»

«Ο χρόνος θα δείξει», του αποκρίθηκε με πείσμα. «Ό,τι είναι ναγίνει θα γίνει. Θα προτιμούσα να σε είχα σύμμαχο στο πλευρόμου, (ίλλά, αν δεν μπορείς, το ίδιο μου κάνει. Το δικό σουμυαλό είναι καθαρό και δεν πήρες ποτέ φάρμακα για να μηντρελαθείς. Επίτρε-ψέ μου να καθαρίσω κι εγώ το δικό μουμυαλό. Είναι δικαίωμά μου».

«Ξέρεις σε τι πας να μπλέξεις;»

«Ξέρω».

«Διάλεξες λάθος στρατόπεδο, μικρή», της είπε πηγαίνονταςστην πόρτα. «Και θα με βρεις απέναντί σου».

Μόλις έμεινε μόνη, κάθισε στην άκρη του κρεβατιού καιδίπλωσε τα χέρια στην κοιλιά της. Κανείς δεν την καταλάβαινε,κανείς δεν ήταν στο πλευρό της. Μα γιατί δεν το έβλεπαν; Δενήταν εκείνη που όριζε τη μοίρα της πια, αλλά η μοίρα που όριζε

189

εκείνη. Η μοίρα κρατούσε γερά τα ηνία της ζωής της. Κι οκαλπασμός της είχε αρχίσει—

Έπιασε το βιβλίο του Ραφαέλ Άλντες και το κράτησε τρυφερά.Ποτέ δε θα την απογοήτευαν τα βιβλία. Οι σελίδες τους ήταν τομόνο μέρος στον κόσμο όπου μπορούσε να χαθεί και να αφεθεί,νιώθοντας πραγματικά ελεύθερη.

Ο ΑΛΕΞ ΠΑΡΚΑΡΕ το αυτοκίνητο στον ειδικό χώρο στοπροαύλιο της φυλακής κι έσβησε τη μηχανή. Κοίταξε τηνκοπέλα δίπλα του κι απαγόρευσε στον εαυτό του να τησυμπονέσει. Ήταν ντυμένη με μαύρο παντελόνι, λευκό ζιβάγκοκαι μαύρο σακάκι. Ήταν τελείως αμακιγιάριστη, με τα μαλλιάτης πιασμένα σε αλογοουρά, και δε φορούσε άλλα κοσμήματαπέρα από ένα ζευγάρι διακριτικά ασημένια σκουλαρίκια.Κοίταζε ευθεία μπροστά της, χωρίς να δείχνει ότιεπικεντρώνεται κάπου συγκεκριμένα. Έμοιαζε αδιάφορη, όμωςεκείνος πρόσεξε σπ τα χέρια της, ακουμπισμένα στη δερμάτινητσάντα της, έτρεμαν.

Σε όλη τη διάρκεια της διαδρομής δεν είχαν αλλάξει κουβέντα,κι απέφευγε συστηματικά να τον κοιτάξει. Η μόνη αντίδρασηπου είχε αντιληφθεί από μέρους της ήταν ένα επιδοκιμαστικόνεύμα για τη μουσική που είχε βάλει στο στερεοφωνικό τουαυτοκινήτου: μια απαλή μελωδία του Μπραμς που κάποτε κι οίδιος αγαπούσε πολύ.

Είχε φορέσει αυστηρό σκούρο γκρίζο κοστούμι, ανοιχτό γκρίζοπουκάμισο και παλτό στο χρώμα του κάρβουνου. Ήτανκαλοξυρισμένος κι είχε βάλει μια υφασμάτινη καλύπτρα, από τακαινούρια αποκτήματα της συλλογής του. Έμοιαζε όπωςακριβώς ήθελε να δείχνει: ένας σοβαρός επιστήμονας μευποφερτό γούστο, χωρίς ιδιαίτερη διάθεση να γοητεύσει το

190

άλλο φύλο. Ισως να μην έδειχνε τόσο ευαίσθητος όσο θαέπρεπε για να συγκινήσει μια κοπέλα σαν τη Σάνια, αλλά ήταννωρίς ακόμα. Είχε σκηνοθετήσει νοερά κάμποσα περιστατικάπου θα ξυπνούσαν την τρυφερότητά της, ώστε ανάλογα να τονλυπηθεί ή να τον υπερασπιστεί, να νιώσει άνετα, φιλικά, έωςκαι μητρικά. Είχε στήσει ήδη σε μεγάλο βαθμό την τέλειαπαγίδα για να κατορθώσει να διεισδύσει στο μυαλό της και ναμάθει τα μυστικά της ψυχής της.

Της άνοιξε την πόρτα, τη βοήθησε να βγει από το αυτοκίνητο κιέπειτα προπορεύτηκε ελαφρώς, για να της δείξει με τρόπο ότισε χώρους σαν κι αυτόν ήξερε καλά πώς να κυριαρχεί. Αφούυπέστη τον τυπικό σωματικό έλεγχο κατά την είσοδό τους στηνψυχιατρική πτέρυγα και επέδειξε στους υπεύθυνους ταδιαπιστευτήριά του, πήγε, με τη Σάνια να τον ακολουθείαμίλητη, στο χώρο όπου κρατούνταν ο Ζακ. Του είχαν τονίσειότι η επίσκεψη δεν έπρεπε να διαρκέσει πάνω από τριάνταλεπτά, κι ο Άλεξ δέχτηκε το χρονικό περιορισμό χωρίς ναπροβάλει καμιά διαμαρτυρία. Τους αρκούσε κι ένα τέταρτο.

Μόλις η βαριά λευκή πόρτα έκλεισε πίσω τους, άρχισε ηπαράσταση, Ο Ζακ άναψε βουβός τσιγάρο και σηκώθηκε απ’την καρέκλα. Οι κύκλοι καπνού που σχημάτισε κατευθύνθηκανπρος το πρόσωπο ίου Άλεξ. Εκείνος παρέμεινε ατάραχος,παρόλο που ήθελε να βάλει τα γέλια. Ο Ζακ ήταν ο τέλειοςΡωμανός Κατράς. Μιμούνταν ακόμα και τις κινήσεις του:μισόκλεινε τα μάτια με τον ίδιο τρόπο και χαμογελούσε σαν ναήταν έτοιμος να δαγκώσει.

Ήξερε πως θα πήγαιναν, γι’ αυτό, παρά το κρύο, φορούσε έναμαύρο φανελάκι που δεν άφηνε καμία αμφιβολία για τηνεξαιρετική φυσική κατάστασή του και το μέγεθος των μυών

191

του. Ο Άλεξ εντυπωσιάστηκε. Ήταν σαν να κοίταζε τον εαυτότου στον καθρέφτη. Η μόνη διαφορά ήταν τα χαρακτηριστικάτου προσώπου και το τατουάζ: το φίδι με τη διχαλωτή γλώσσαπου είχαν χτυπήσει μαζί στη Μαλαισία. Εκείνος το είχε κάνειστη βάση της ραχοκοκαλιάς κι ο Ζακ στο στέρνο, κοντά στηναριστερή κλείδα. Οι δυο αδελφικοί φίλοι ήταν νέοι κι ατρόμητοιτότε. Ήθελαν να έχουν στο κορμί τους κάτι που θα έδειχνε γιαπάντα ότι είναι φτιαγμένοι από την ίδια πάστα: δυο ριψοκίνδυνοιμαχητές, έτοιμοι για όλα.

«Καλώς τους», είπε τελικά ο Ζακ πλευρίζοντας τη Σάνια. Έκανεμια στροφή γύρω της σέρνοντας το βλέμμα του επιδοκιμαστικάστο κορμί της. Ήθελε να τη φοβίσει, και τα κατάφερε. Μεικανοποίηση, την είδε να κολλά στο πλευρό του φίλου του καινα τον πιάνει από το μπράτσο. Γέλασε ειρωνικά. «Δεν είμαιβέβαιος ότι ο φιλαράκος μου από δω μπορεί να σεπροστατεύσει από μένα, πριγκιπέσα. Ο φίλτατος κύριος Γκρέιεπιτίθεται και μάχεται μόνο στον ύπνο του και, με τον τρόποτου, στα δικαστήρια. Αλλά με γουστάρει, το ξέρω καλά. Είμαιβέβαιος ότι ενσαρκώνω όλα όσα θα ήθελε κι αυτός ο καημένοςνα είναι».

Ο Άλεξ κοίταξε με την άκρη του ματιού του τη Σάνια. Για λίγο,για μια στιγμή μονάχα, είχε θυμώσει μαζί της. Απορρίπτονταςτην όψη του Ζακ, ήταν σαν να απέρριπτε τον ίδιο. Δεν έχειδικαίωμα, σκέφτηκε. Δεν έχει κανένα δικαίωμα να βάζει έτσιεπιπόλαια ετικέτες στους ανθρώπους. Δεν είχε γίνει μόνος τουαγρίμι ο Ρωμανός Κατράς. Κάποιοι τον είχαν αναγκάσει. «Πώςαισθάνεσαι σήμερα;» ρώτησε τον Ζακ παίζοντας το ρόλο του.

«Εσύ πώς με βλέπεις;» του πέταξε ο Ζακ.

«Αγενή όπως πάντα», απάντησε κοφτά ο Άλεξ. Άνοιξε το

192

χαρτοφύλακά του κι έβγαλε ένα δημοσιογραφικό κασετόφωνο.Το ακούμπησε στο μικρό τραπεζάκι. Του έγνεψε να καθίσει στημία από τις δύο καρέκλες και πρότεινε το άλλο κάθισμα στηΣάνια. Ο Ζακ υπάκουσε πειθήνια, η κοπέλα απρόθυμα. Ο ίδιοςπροτίμησε να στηριχτεί στον τοίχο και να σταυρώσει τα χέρια.«Λοιπόν, εδώ είμαστε», είπε κοιτώντας με νόημα το ρολόι του.«Εγώ, εσύ και το κορίτσι. Εγώ ξέρω, εκείνη όχι. Είναι ηευκαιρία σου, Ρωμανέ. Αν είσαι αθώος, κοίτα να την αρπάξεις».

Ο Ζακ τέντωσε τα πόδια κι έγειρε στην πλάτη της καρέκλας.Έφερε τα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι και κοίταξε λοξά τη Σάνια.Η απελπισία ήταν ολοφάνερη στο απίστευτα γλυκό προσωπάκιτης, και κόντεψε να τα χάσει. Το άγριο βλέμμα που εισέπραξεαπ’ τον Άλεξ τον συνέφερε. Έπρεπε να βάλει τα δυνατά του.«Πες τους να κλείσουν τα μικρόφωνα», είπε στον Άλεξ με ταμάτια καρφωμένα στη Σάνια. «Η συζήτησή μας είναιεμπιστευτική».

«Το έχω κάνει ήδη».

Ξαφνικά ο Ζακ άπλωσε το χέρι του και άρπαξε το δικό της πάνωστο τραπέζι. Το έκλεισε στις παλάμες του, και μάτωσε η καρδιάτου όταν την είδε να παλεύει να απαγκιστρωθεί. Ο αντίχειράςτου κινήθηκε κατευναστικά πάνω στα παγωμένα δάχτυλά τηςκαι τα ένιωσε να χαλαρώνουν. «Τι θυμάσαι από μένα,πριγκιπέσα;» τη ρώτησε αναζητώντας το βλέμμα της, κοιτώνταςτην κατάματα με συμπάθεια κι ενδιαφέρον.

Η Σάνια αναστέναξε. Με δυσκολία, του είπε τα λίγα πουθυμόταν. Ήταν πολύ πιο αδύνατος τότε, άρχισε να λέει, καιπολύ ευγενικός. Μιλούσε σαν ποιητής και μελετούσεατέλειωτες ωρες. Της φερόταν ϊιάντα καλά και την πρόσεχε σαννα ήταν το αγαπημένο του παιχνίδι. Ήταν μοναχικός και

193

απρόσιτος, αλλά δεν ενοχλούσε κανέναν. Ταραγμένη, μεσύντομες και κοφτές φράσεις, του αποκάλυψε επίσης όσεςπληροφορίες της είχαν δώσει οι άλλοι για το χαρακτήρα του.Δεν πείραζε, της είχαν πει, ούτε μυρμήγκι, κι απέφευγε τουςκαβγάδες. Κατά γενική ομολογία, ήταν ήρεμος και φιλήσυχος.Η προσωπικότητά του περνούσε απαρατήρητη, γιατί όλα ταέκανε με μέτρο. Δεν εκδήλωνε ούτε τη χαρά ούτε τη λύπη του.Δε θύμωνε, αλλά ούτε και ενθουσιαζόταν. Ήταν ανέκφραστος,ήσυχος, σαν κομμένο λουλούδι. Αλλά εκείνη τον συμπαθούσε,γιατί της διηγούνταν πανέμορφες ιστορίες. Τον συμπαθούσεπολύ.

«Και τι βλέπεις τώρα;» τη ρώτησε σιγανά αφήνοντας το χέρι τηςγια να ανάψει άλλο ένα τσιγάρο.

«Δε— δεν μπορώ να ταυτίσω ό,τι βλέπω τώρα με αυτά πουξέρω για σένα», κατάφερε να του πει.

«Σε τρομάζω;»

Εκείνη ένευσε καταφατικά.

«Έτσι πρέπει», της είπε σκληρά. «Να σε τρομάζω. Γιατί όσαδεν μπόρεσες να πεις με έκαναν αυτό που είμαι τώρα. Μέχρι τημέρα που με έχωσαν εκεί μέσα με ενοχλούσε η θέα τουαίματος. Σήμερα μπορώ να το πιω κιόλας».

Η Σάνια κοίταξε τον Άλεξ ζητώντας βοήθεια. Τα μάτια τηςδάκρυσαν και αναζήτησε νευρικά ένα χαρτομάντιλο στηντσάντα της. Δεν έπρεπε να δειλιάσει τώρα. Ούτε ωφελούσαν σετίποτα οι ενοχές.. Ήταν παιδί όταν συνέβησαν όλα αυτά. Δενέφταιγε εκείνη που είχαν διαγραφεί τα πάντα από τη μνήμη της.Πού να ήξερε ότι—

194

«Θα επιτρέψω στο φίλο μου τον Άλεξ να σου πει κάποια από ταμυστικά μου», της είπε ξαφνικά ο άντρας απέναντί της. «Εγώ δεσε συμπαθούσα μονάχα, πριγκιπέσα. Σε αγαπούσα. Αλλά τώραθέλω να σε βλέπω να πονάς, αργά και με δόσεις, όπως πόνεσακι εγώ, μήπως και καταλάβεις πόσο δυσάρεστη μπορεί να γίνειμερικές φορές η γνώση».

«Δε φταίω εγώ που—»

«Μην κλαψουρίζεις!» Ωραία. Η τραχύτητα της φωνής τουτρόμαξε ακόμα και τον ίδιο. «Φταις!»συνέχισε. «Γιατί αργότεραείχες τη δυνατότητα να αμφισβητήσεις όσα σου είπαν για μένα.Σε μπούκωσαν με παραμύθια κι εσύ τα έχαψες. Σου είπαν τηνεκδοχή τους και επέλεξες να την πιστέψεις. Τυφλώθηκα, λένε,από ερωτικό πάθος—» Γέλασε δυνατά. «Για ποια, πριγκιπέσα;Για τη μάνα σου; Και μόνο που την έβλεπα μου γύριζαν ταάντερα. Ήταν μια ξεδιάντροπη σκύλα».

«Η φωτογραφία— » πήγε να του πει, αλλά η γροθιά του κόντεψενα σπάσει το τραπέζι.

«Όλα ήταν τέλεια», είπε περιφρονητικά. «Το όπλο, τααποτυπώματα, η φωτογραφία— μια φωτογραφία που είχετραβηχτεί τόσο καιρό πριν, κι ο πατέρας μου την είχε μαζί τουεκείνο ακριβώς το βράδυ που γυρίσαμε εκτάκτως από αυτή τηνεκδήλωση και μου ζήτησε το λόγο! Αδιάσειστη λογική,δεσποινίς Βαλέρη. Βέβαια, ήμουν φοβερός αντίζηλος»,σάρκασε. «Εραστής περιωπής. Τόσο επίφοβος, που ο μεγάλοςκαι τρανός Αλέξανδρος Κατράς ένιωσε εντελώςετεροχρονισμένα ότι απειλείται! Φοβερή ιστορία. Αλλά δεθυμάσαι—» συνέχισε αρπάζοντας ξανά το χέρι της. «Πού ναθυμάσαι εσύ. Ένα αθώο κοριτσάκι ήσουν, κι αργότερα έπαθεςμάλιστα αμνησία. Εξαιρετικά βολική κατάσταση· »

195

«Ρωμανέ· »

«Πάρ’ την από μπροστά μου, Γκρέι», απαίτησε ο Ζακ δήθεναπογοητευμένος. «Δεν έχει να μου πει τίποτα, και θα το σκεφτώπολύ σοβαρά αν θα πρέπει να της πω κι εγώ. Δεν είμαι πια οκαλός Σαμαρείτης. Την έχω κόψει εδώ και χρόνια τη συνήθεια,από τότε που με βγάλανε φονιά».

Η Σάνια σηκώθηκε βιαστικά και ζήτησε από τους φρουρούς πουβρίσκονταν έξω να της ανοίξουν. Βγήκε μόνη, χωρίς ναπεριμένει τον Άλεξ.

«Είσαι αποκάλυψη», είπε εκείνος μαζεύοντας τοδημοσιογραφικό κασετόφωνο.

«Τόσες πρόβες κάναμε. Τι διάολο;» ψιθύρισε ο Ζακ.

«Δεν πιστεύω ότι χρειάζεται να σου πω πως δεν είμαι τόσοαπαίσιος όσο με παριστάνεις».

«Όχι, δε χρειάζεται. Είσαι περισσότερο», συμφώνησε σοβαρά οΖακ, προκαλώντας το γέλιο του φίλου του.

‘Οταν ο Αλεξ βγήκε από το δωμάτιο είδε τη Σάνια στηριγμένη σέναν τοίχο να παλεύει να συνέλθει. Πρόσεξε τις ασυνείδητεςκινήσεις των ματιών της, την ένταση του προσώπου της, τιςφλέβες που διακρίνονταν στα μηνίγγια της. Δεν έχασε καιρό.Προβλέποντας την κρίση που θα την έπιανε μέσα στα επόμεναλεπτά, έτρεξε κοντά της, τη σήκωσε στα χέρια και την οδήγησεστο αυτοκίνητό του.

Εκεί απέμεινε συγκλονισμένος να κοιτάζει τους σπασμούς τουκορμιού της, το σφίξιμο όλων των μυών της. Το κεφάλι της

196

χτύπησε με ορμή στο πάνω μέρος της θέσης του συνοδηγού.Έπιασε με το ένα χέρι το βομβητή και με το άλλο έκανε στοναέρα μια εύγλωττη χειρονομία: έδιωχνε τον αόρατο για τονΆλεξ εχθρό της.

Καθόντουσαν με τη Μαργαρίτα στην κούνια του κήπου καιλικνίζονταν απαλά. Η φίλη της γελούσε κι εκείνη έσφιγγε στοστήθος της το ημερολόγιό της. «Δε θα σ αφήσω να τοξαναδιαβάσεις», έλεγε θυμωμένη. «Συνέχεια με κοροϊδεύεις.Όμως δεν είσαι και πολύ μεγαλύτερή μου, γι’ αυτό μη νομίζειςότι τα ξέρεις όλα!»

«Πώς μπορείς να σκέφτεσαι αυτό το σκιάχτρο; Άσε που είναικαι μεγάλος. Θα πρέπει να σου γνωρίσω κάποιο φίλο μου· »

«Δε θέλω κανένα αγόρι. Όλα τα αγόρια είναι ηλίθια. Κι εσύ δενέχεις γνωρίσει τον Ρωμανό, και δεν ξέρεις. Είναι ο πιο έξυπνοςάνθρωπος του κόσμου!»

«Είναι πολύ μεγάλος για σένα».

«Δε με νοιάζει. Ούτε εσένα να σε νοιάζει. Αν θες να είμαστεφίλες, δε θα ξαναμιλήσεις ποτέ άσχημα για αυτόν».

«Καλά, καλά—»

Η Σάνια την κοίταξε με μάτια που πέταγαν φλόγες. «Μου δίνειςτο λόγο σου;»

«Είπα, εντάξει».

«Μα γιατί δεν τον χωνεύεις;» τη ρώτησε στεναχωρημένη. «Τισου έχει κάνει; Ο Ρωμανός δεν πειράζει κανέναν. Μακάρι ναήμουν λίγο μεγαλύτερη. Τότε θα ήμουν το κορίτσι του και δε θα

197

άφηνα κανέναν να τον κοροϊδεύει».

«Ο μπαμπάς μου λέει πως ο Ρωμανός δεν είναι στα καλά του»,της είπε η Μαργαρίτα. «Λέει πως τα γράμματα τον έχουνχαζέψει και ότι, έτσι όπως πάει, ποτέ δε θα γυρίσει γυναίκα νατον κοιτάξει».

«Θα τον κοιτάξω εγώ. Περίμενε μόνο να μεγαλώσω».

«Αχ, Σάνια, είσαι ακόμα μωρό. Εγώ ξέρω από αγόρια. Ζεις μεπαραμύθια, κι αν δεν ξυπνήσεις, θα τρελαθείς. Έτσι ήταν κι ημαμά μου: ζούσε στον κόσμο της. Ούτε τα αδέρφια μουμπόρεσε να σταματήσει από την κατρακύλα ούτε τον άντρα τηςνα κρατήσει. Γι αυτό αυτοκτόνησε. Μην είσαι χαζή. Πρέπει ναέχεις τα μάτια σου ανοιχτά, να βλέπεις τι γίνεται γύρω σου. Εγώβλέπω τα πάντα».

«Α, ναι; Και τι κακό βλέπεις στον Ρωμανό;»

«Είναι αλλόκοτος», απάντησε διστακτικά η Μαργαρίτα. «Ποτέδε δείχνει αυτό που σκέφτεται. Όταν με κοιτάζει, μουσηκώνονται οι τρίχες. Δε με χωνεύει, το ξέρω. Νομίζει ότι θασε διαφθείρω».

«Θα με διαφθείρεις; Δηλαδή;»

«Θα σου εξηγήσω εγώ, πριγκιπέσα».

Αναπήδησαν κι οι δύο τρομαγμένες. Στράφηκαν και είδαν τονΡωμανό να στέκεται πίσω απ’ την κούνια με τα χέρια στιςτσέπες. Δίπλα του καθόταν ήσυχος ο Κινγκ. Τα κορίτσιακοκκίνισαν. Πόσα να είχε ακούσει;

«Εγώ φεύγω», είπε βιαστικά η Μαργαρίτα πηδώντας απ’ την

198

κούνια. Ούτε που τόλμησε ν.α κοιτάξει τον Ρωμανό. «Θα ταπούμε αύριο, Σάνια».

Η Σάνια κατέβηκε απ’ την κούνια και πλησίασε τον αδερφό της.Έτσι κοντούλα που ήταν,της φάνηκε ότι στεκόταν απέναντι σεγίγαντα. Δεν της άρεσε να την κοιτάζει έτσι ο Ρωμανός. Εδειχνεσαν να τον είχε απογοητεύσει. «Εγώ σε υπερασπίστηκα·» είπεδειλά.

«Το ξέρω».

«Τότε γιατί θύμωσες;»

«Θέλω μονάχα να προσέχεις, μικρή μου. Η Μαργαρίτα έχεικαλή ψυχή, αλλά έχει περάσει πολλά, κι αυτά τη σκλήρυναν. Δεθέλει γύρω της χαρούμενους ανθρώπους, αλλάδυστυχισμένους. Μόνο έτσι αισθάνεται ανώτερη. Κι όταν ηΜαργαρίτα νιώθει ανώτερη, παρηγοριέται».

«Δεν καταλαβαίνω—»

«Έλα να πάμε μια βόλτα. Θα σου εξηγήσω».

Αποφεύγοντας να μιλήσει εναντίον της Μαργαρίτας, ενώπερπατούσαν ο Ρωμανός της εξήγησε όσα πίστευε ότι έπρεπενα της πει.

Όλη εκείνη τη νύχτα, η Σάνια δεν έκλεισε μάτι από το κλάμα.Δεν ήθελε να αμφισβητήσει τη μόνη αληθινή φίλη της.

Το πρώτο πράγμα που ένιωσε μόλις επανήλθε ήταν ασφάλειακαι το πρώτο που είδε ήταν ένα αντρικό πρόσωπο πολύ κοντάστο δικό της, ελαφρά γερμένο στο πλάι για να μη διακρίνεται ηκαλυμμένη δυσμορφία του. Μύρισε το άρωμά του, ένα μείγμα

199

από ακριβό καπνό και άφτερ σέιβ. Ήταν σκοτάδι, αλλά ησκούρα ματιά του έμοιαζε να ξεγυμνώνει την ψυχή της. Τι κι ανήταν ακόμα χαμένη στην παραζάλη της; Μπορούσε νααντιληφθεί την ταραχή του τώρα που βρισκόταν τόσο κοντά του.Είχε αναζητήσει την αγκαλιά του κατά τη διάρκεια της κρίσηςτης. Κι εκείνος -μάλλον επειδή δεν μπορούσε να κάνειαλλιώςτης την είχε προσφέρει.

«Είσαι καλά;» τη ρώτησε μόνο. Η φωνή του ακούστηκε πιοβραχνή απ’ ό,τι συνήθως.

«Είπα τίποτα;» θέλησε να μάθει εκείνη.

«Όχι». Την έσπρωξε μαλακά και κοίταξε μπροστά του μέσα απότο παρμπρίζ. «Επανήλθες ήσυχα. Τώρα μπορείς να ηρεμήσεις».

«Δε θα με ρωτήσεις τι είδα;»

«Θα μου έλεγες, αν σε ρωτούσα;» «Όχι—» παραδέχτηκε.

Ο Άλεξ έβαλε μπροστά το αυτοκίνητο. «Θα σε πάω στο σπίτισου. Αρκετά για σήμερα, δεσποινίς Παρίση».

«Πώς θα βοηθήσεις τον ασθενή σου, αν βιάζεσαι τόσο να μεξεφορτωθείς;» θέλησε -άγνωστο γιατίνα τον πικάρει.

«Χρειάζεσαι τα φάρμακά σου και πρέπει να ξεκουραστείς.Ξέρω πολύ καλά το σοκ που προκαλούν αυτά τα επεισόδια στονοργανισμότο σώμα και το πνεύμα σου χρειάζονται χρόνο καιηρεμία. Θα βοηθήσω τον ασθενή μου μόνο αν εσύ είσαιδυνατή. Δε συμφέρει κανέναν μας να καταρρεύσεις».

«Α, γι’ αυτό—»

200

«Είμαι καλός στη δουλειά μου, Σάνια», της είπε ανεβάζονταςταχύτητα. «Δε θα έχεις καμιά δυσάρεστη έκπληξη από μένα. Οιμνήμες σου είναι δικές σου. Εσύ μου έβαλες τους όρους. Τι σεκάνει να πιστεύεις ότι θα τους παραβώ;»

«Τίποτα·»

«Ωραία».

Δεν είπαν τίποτ’ άλλο μέχρι να φτάσουν στο σπίτι της. Τηνκαληνύχτισε ευγενικά κι έκανε αναστροφή για να φύγει. Οαληθινός Άλεξ Γκρέι θα ανάγκαζε τον κινητήρα να μουγκρίσεικαι τα λάστιχα να στριγκλίσουν απ’ την απότομη εκκίνηση.Αλλά υποδυόταν τον ιδεατό Άλεξ Γκρέι.

Επιδεικνύοντας αξιοθαύμαστη ηρεμία, άφησε το αυτοκίνητο ναγλιστρήσει μαλακά στο οδόστρωμα κι έβαλε μια παλιά κλασικήμελωδία στο στερεοφωνικό.

Στάθηκε πάνω απ’ το κρεβατάκι του μωρού και παρατήρησε τοπροσωπάκι του καθώς κοιμόταν γαλήνια. Δε χωρούσανανάλυση τα συναισθήματά του εκείνη τη στιγμή.. Αγάπη. Ό,τιπιο καλό κι ό,τι πιο αυθεντικό μπορούσε να νιώσει τοεισέπραττε αυτό το μωρό: ο ανιψιός του.

Ωστόσο δεν μπορούσε να εκφράσει αυτά τα συναισθήματα, δενήξερε ικός. Φοβόταν πως αν το έπαιρνε στα χέρια του, θαέσπαγε σε χίλια κομμάτια τόσο εύθραυστο του φαινόταν.Πενήντα πέντε εκατοστά όλα κι όλα, με κεφαλάκι λίγομικρότερο από πεπόνι και κοκαλάκια τόσο εύπλαστα, που θαμπορούσαν να πάρουν μορφή μέχρι και μ’ ένα απλό άγγιγμα.Μια αθώα ζωή, άμαθη ακόμα στις συμπληγάδες και τιςκακοτοπιές. Κι όμως, ήταν κι αυτού του παιδιού η μοίρα

201

σημαδεμένη. Εκείνη η νύχτα πάντα εκείνη η νύχτα. Ο ίδιος είχεβρεθεί σ’ ένα κελί, κι η Μαρία, μαθήτρια ακόμα, είχεαναγκαστεί να παλέψει μόνη με τόσα προβλήματα και πίκρες.

Ήταν ηρωίδα που είχε φτάσει ως εδώ διατηρώντας την πίστηκαι την αξιοπρέπειά της. Είχε δεχτεί ισχυρό πλήγμα, αλλά είχεεπιβιώσει. Μία απ’ τις πολλές της απώλειες ήταν κι ηοικογενειακή της ευτυχία. Το διαζύγιο την είχε τσακίσει, κι αςφερόταν μπροστά στον πρώην της σαν να ήταν πανευτυχής.

Το κάθαρμα, σκέφτηκε. Το άνανδρο καθίκι. Τολμούσε ναδιεκδικεί τα πατρικά του δικαιώματα, ενώ είχε απαρνηθεί τορόλο του πατέρα πριν καν γεννηθεί το παιδί του. Κρίμα που δενμπορούσε να του τσακίσει τα κόκαλα. Κρίμα που έπρεπε νακρύβεται και να μη δείχνει ανοιχτά ότι ήταν ικανός να τον κάνεινα σέρνεται σαν φίδι, ικετεύοντας για συγχώρεση. Ούτεχειραψία δεν ήθελε ν’ ανταλλάξει μαζί του. Κι όταν αυτό έγινε,αναγκαστικά, το χέρι του τον έκάψε σαν πυρωμένο σίδερο πουάγγιξε κατά λάθος.

Η Μαρία κράτησε την αναπνοή της για να μην την αντιληφθεί.Έβαλε το χέρι στο στόμα και φρόντισε τα μάτια της να μηχυσουν ούτε δάκρυ. Δεν της είχε πει με λεπτομέρειες όσα είχανσυμβεί στη ζωή του, αλλά βλέποντας τη γυμνή πλάτη τουκατάλαβε πως είχε βασανιστεί. Τόσα σημάδια, τόσες ουλέςκαμωμένες σίγουρα από βία— Όχι, δε φοβήθηκε, ήξερε καλάτην ψυχή του. Η θέα του κορμιού του μπορεί να προκαλούσετρόμο σ’ όποιον ήθελε να αναμετρηθεί μαζί του, αλλά η ψυχήτου ήταν εκεί, ίδια παρά τα βάθη όπου είχε κρυφτεί, πλούσια σεσυναίσθημα και ποιότητα. Μακάρι να γύρισες για καλό,ευχήθηκε βουβά κοιτώντας την ψηλή του φιγούρα με αγάπη.Μακάρι να δικαιωθείς, αδερφέ μου·

202

«Κατατάχτηκα στη Λεγεώνα των Ξένων», της είπε με την πλάτητου ακόμα γυρισμένη. Την είχε αντιληφθεί, φυσικά. Η κοπέλακατάλαβε πως ο Ρωμανός είχε αναπτύξει την ικανότητα νααντιλαμβάνεται τα πάντα γύρω του, ακόμα κι αν κοιμόταν. Είχεδει το όπλο στις αποσκευές του. Ήξερε πως κουβαλούσε έναμικρό σουγιά πάνω του. Τον είχε δει να περιφρουρεί το χώροπροσέχοντας με αεικίνητο βλέμμα όλες τις λεπτομέρειες. Ήτανεπίκτητη συνήθεια αυτή· σίγουρα αποτέλεσμα της έντασης πουπροκαλεί η

μάχη.

«Ποιος να το πίστευε!» προσπάθησε να απαλύνει το φορτισμένοκλίμα η Μαρία. Μιλούσαν κι οι δύο χαμηλόφωνα για να μηνξυπνήσει το μωρό.

Γύρισε και την κοίταξε. Φορούσε μόνο το κάτω μέρος τηςπιτζάμας του. Άπλωσε το χέρι και της χάιδεψε τρυφερά τομάγουλο. «Τον αγαπάς ακόμα;» θέλησε απρόσμενα να μάθει.

«Όχι». Φοβήθηκε να του πει ναι.

«Λες ψέματα».

«Κάποτε— κάποτε— τον είχα αγαπήσει—»

«Αλλά δεν άντεξε. Είχες πολλά προβλήματα, έτσι δεν είναι;»

«Κι εγώ δε θα άντεχα στη θέση του, Ρωμανέ—»

«Άλεξ», τη διόρθωσε. «Και δε σε πιστεύω, αδερφούλα. Εγώ κιεσύ είμαστε φτιαγμένοι από το ίδιο υλικό. Αντέχουμε· πολλάπερισσότερα απ’ τον καθένα».

203

«Μη· μην του κάνεις κακό».

Ο Άλεξ γέλασε σιγανά. «Ασφαλώς», την καθησύχασε. «Δε θαπειράξω τρίχα απ’ τα μαλλιά του. Προς το παρόν», συμπλήρωσεψυχρά. «Γιατί όταν έρθει η ευλογημένη ώρα που θα μάθουνόλοι ποιος είμαι, θα μετανιώσει πικρά, Μαρία. Δεν του αξίζει ηαγάπη σου. Τον κοίταξα-στα μάτια, ξέρω τι είναι έναανθρωπάκι, ένας δειλός. Ναι· θα μετανιώσει·»

«Ρωμανέ·»

«Άλεξ», της είπε ήσυχα, κι αφού τη φίλησε στο μέτωπο, βγήκεαπί) το δωμάτιο. Απόψε θα περνούσε τη νύχτα του ξάγρυπνος,παρέα με τον Κινγκ.

Δεν ήταν ούτε η πρώτη φορά ούτε η τελευταία.

Περπατούσε μισονυσταγμένη μ’ ένα φλιτζάνι γεμάτο ως απάνωδυνατό καφέ, όταν το είδε. Ο φάκελος είχε περάσει τηχαραμάδα της πόρτας της και είχε γλιστρήσει ο μισός κάτω απ’το χαλί. Ταράχτηκε. Δεν αλληλογραφούσε με κανέναν, κι οφάκελος αυτός δεν ήταν εταιρικός ή από κάποια δημόσιαυπηρεσία. Ήταν κατακόκκινος και το όνομά της φαινότανκαθαρά, γραμμένο με μαύρα καλλιγραφικά γράμματα.

Έσυρε τα πόδια της μέχρι την πόρτα και τον σήκωσε τρέμοντας.Άφησε το φλιτζάνι στο τραπεζάκι και τον άνοιξε. Αφού διάβασετο χαρτί που περιείχε, το άφησε να πέσει απ’ τα χέρια της. Ηαπειλή ήταν ξεκάθαρη, κι ας είχε ειπωθεί με προτάσειςκλεμμένες από αλλού. Όποιος κι αν ήταν ο αποστολέας,γνώριζε τις συνήθειές της και τις αδυναμίες της. Δεν μπορούσενα εξηγήσει αλλιώς την επιλογή του να πει αυτά που ήθελεχρησιμοποιώντας ένα απόσπασμα από κάποιο βιβλίο του

204

Ραφαέλ Άλντες. Δηλαδή το σημείωμα στην πέτρα δεν ήταντόσο τυχαίο—

Δεν πήγε στη δουλειά εκείνη τη μέρα. Ειδοποίησε τηνοικογένειά της. Έπρεπε να είναι όλοι εκεί απόψε· όλοιανεξαιρέτως.

Όλοι φώναζαν και κανείς δεν άκουγε, ούτε καταλάβαινε τιέλεγε ο άλλος. Ο Παύλος είχε αναφέρει τη λύση τουσωματοφύλακα πάνω από πενήντα φορές, η θεία της επέμενε ναγυρίσει στο σπίτι τους, ο θείος της αναθεμάτιζε την ώρα και τηστιγμή που επέστρεψε στη χώρα ο Ρωμανός Κατράς, κι οιαδερφές της τη στόλιζαν με διάφορα κοσμητικά επίθετα, απ’ ταοποία μπόρεσε να συγκρατήσει μόνο τα «ξεροκέφαλη» και«ηλίθια». Ωστόσο, υπήρχε ένα πράγμα στο οποίο συμφωνούσανόλοι: επρόκειτο για ξεκάθαρη απειλή από κάποιον που φοβόταντα όσα πιθανόν να θυμόταν η Σάνια.

Αυτή η κοινή διαπίστωση τη δικαίωσε για την επιλογή της να μημείνει αμέτοχη στις προσπάθειες του Άλεξ Γκρέι για τηδιαλεύκανση της υπόθεσης, αλλά κράτησε αυτή την αίσθησηγια τον εαυτό της. Μόνο για ένα πράγμα λύθηκε για τα καλά ηγλώσσα της: δεν ήθελε σωματοφύλακα, ούτε πάρε δώσε με τηναστυνομία. Η εμπειρία μετά το πετροβόλημα του παραθύρουτης κόντεψε να την εξοντώσει. Δεν άντεχε να περπατά έχονταςδέκα ζευγάρια μάτια στραμμένα πάνω της. Δεν άντεχε κανέναδημοσιογράφο να στήνει καραούλι έξω απ’ το σπίτι της, καιπροτιμούσε να πεθάνει παρά να βλέπει ακόμα και τονταχυδρόμο της γειτονιάς να αντιμετωπίζεται από τους άντρεςτης ασφάλειας του θείου της σαν δολοφόνος κατά συρροήν.

«Αν τα σημειώματα έχουν σχέση με τη μνήμη της Σάνιας, τότε

205

πρέπει να υποθέσουμε πως ίσως να μην έγιναν τα πράγματαόπως τα ξέρουμε εκείνο το βράδυ— » είπε η Μίνααγκαλιάζοντας την αδερφή της. «Κι αν δεν έγιναν όπως ταξέρουμε, τότε αυτός ο άνθρωπος κλείστηκε άδικα στη φυλακή.Πάντα μιλούσε για ένα ακόμα πρόσωπο. Έτσι δεν είναι, μαμά;»

Η Δανάη στηρίχτηκε τόσο στη μαγκούρα της, που οι αρθρώσειςτης έγιναν κάτασπρες. «Δεν υπήρχε κανένα στοιχείο που νααποδεικνύει την παρουσία άλλου ατόμου», αρκέστηκε να πει.

«Τότε ποιος φοβάται;» ρώτησε η Βέρα. «Γιατί απειλούν τη Σάνιαμας;»

«Μπορεί να το ’κανε ο φιλαράκος σου», είπε ο Παύλος μεκακία στη Σάνια. «Για να θολώσει τα νερά και να ξανανοίξει ηυπόθεση».

«Δεν είναι φιλαράκος μου!» αγρίεψε η Σάνια. «Κι αν θες τηγνώμη μου, Παύλο, αποκλείεται να το κανε αυτός. Είναισοβαρός και φιλήσυχος άνθρωπος. Άσε που δεν ήταν καν στηνΕλλάδα όταν πέταξαν την πέτρα!»

«Τότε να πας ο’ αυτόν, αφού τον εμπιστεύεσαι τόσο πολύ. Γιατίήρθες εδώ, Σάνια; Τι σκατά ζητάς από μας, απ’ τη στιγμή πουεναντιώνεσαι σε κάθε μας λέξη;»

«Παύλο!» φώναξε ο πατέρας του.

«Θέλω να βοηθήσετε». Ή τώρα ή ποτέ, σκέφτηκε. «Θέλω νακάνετε γνωστό σε όλους ότι θα λείψω για λίγο καιρό. Ας πούμεότι πάω για ιατρικές εξετάσεις στο εξωτερικό ή κάτι τέτοιο. Δεθέλω να μάθει κανείς για το δεύτερο σημείωμα. Θέλω ναηρεμήσουν τα πράγματα για λίγο, και μετά βλέπουμε τι θα

206

κάνουμε—»

«Είσαι τρελή—» αντέδρασε αμέσως ο Παύλος. «Δε γίνονταιαυτά τα πράγματα! Δεν εξαφανίζεται έτσι μια ανιψιά υπουργού.Οι δημοσιογράφοι μάς την έχουν διαρκώς στημένη στη γωνία.Πώς τολμάς να ζητάς κάτι τέτοιο απ’ την οικογένειά μας, Σάνια;Αν αποκαλυφθεί ότι ο πατέρας μου ψεύδεται για το παραμικρό,δε θα τολμήσει να περάσει έξω απ’ τη Βουλή ούτε για βόλτα,πόσο μάλλον να ξανακάτσει στα έδρανα».

«Και πού σκοπεύεις να πας, για να ’χουμε καλό ερώτημα;»πετάχτηκε η Μίνα.

«Κάπου — κοντά—» «Μέχρι το σπίτι του Κατρά, γιαπαράδειγμα;» μάντεψε ο Παύλος. «Τόσο κοντά, Σάνια;»

«Δεν ξέρω· δεν ξέρω· Θα ’ναι για λίγο», υποσχέθηκε. «Μέχρινα ηρεμήσουν τα πράγματα· »

«Πέτρο, κάν’ το», παρενέβη η γυναίκα του, που είχε το χάρισμανα τους καθηλώνει όλους με το λόγο της. Ήταν εξαιρετικήδικηγόρος κάποτε. Ήξερε να τραβά την προσοχή τουακροατηρίου, κι είχε τον τρόπο της να τη σέβονται όλοι. «Μόνοβεβαιώσου, σε παρακαλώ, για το παρελθόν του κυρίου Γκρέι.Είναι φανερό πως η Σάνια θα στραφεί σ’ εκείνον. Τουλάχιστοννα ξέρουμε ότι το αξίζει».

Ο Πέιρος Μαρκάτος πλησίασε τη Σάνια και την κοίταξεερευνητικά. Κάπνιζε ήρεμα την πίπα του, αλλά τα μάτια τουπρόδιδαν ανησυχία. Την αγαπούσε. Υπήρξε πατέρας γι’ αυτήαπό τα έντεκα της. Ποτέ δεν την είδε μονάχα σαν ανιψιά τηςΔανάης. Τη θεωρούσε κόρη του, και την αντιμετώπιζε ακριβώςόπως τη Μίνα και τη Βέρα: με τρυφερότητα και αφοσίωση.

207

«Τι γυρεύεις απ’ αυτό τον άνθρωπο, Σάνια;» τη ρώτησεαπαιτώντας μια ντόμπρα απάντηση.

Εκείνη του την έδωσε χωρίς δισταγμό. «Είναι ο μόνοςάνθρωπος που γνωρίζει καλά τον Ρωμανό Κατρά και στονοποίο έχω πρόσβαση. Ισως βρω απαντήσεις και για τον εαυτόμου. Όχι ότι αμφισβητώ όσα μου έχετε πει, εννοείται»,βιάστηκε να ξεκαθαρίσει. «Βασίζομαι όμως περισσότερο στοένστικτό μου, και θα είμαι απόλυτα ειλικρινής: τον έχωανάγκη».

«Τον εμπιστεύεσαι;»

«Όχι ακόμα, θείε», αποκρίθηκε ήρεμα. «Ωστόσο, εκείνος είναισίγουρος για μένα. Πιστεύει πως θα βρεθεί κάποιος καταλύτηςγια τη μνήμη μου, και θα αποδειχτεί πως ο πελάτης του είναιαθώος. Δε θα με πιέσει, μου το υποσχέθηκε, και δεν ξέρω γιατί,αλλά διαισθάνομαι πως έχει δίκιο. Στα θραύσματα τωναναμνήσεών μου δεν είδα ποτέ έναν εγκληματία», είπεαπευθυνόμενη σε όλους τους. «Είδα έναν άνθρωπο βαθιάαφοσιωμένο στην επιστήμη του, εξαιρετικά δυστυχή που οπερίγυρός του δεν μπορούσε να τον αποδεχτεί όπως ήταν.Απείχε πολύ απ’ το κλασικό πρότυπο αρσενικού και δενέμοιαζε με μελλοντικό φονιά, γι’ αυτό παίρνω όρκο».

«Λοιπόν, έχω ήδη ψάξει το παρελθόν του κύριου Γκρέι»,αποκάλυψε ο θείος της, και μετά απ’ αυτή τη δήλωσηεπικράτησε απόλυτη σιωπή. Μαρμάρωσαν όλοι,συμπεριλαμβανομένου του Παύλου, που μέχρι εκείνη τη στιγμήβημάτιζε πάνω κάτω νευρικά σαν να μην τον χωρούσε το σπίτι.«Το έκανα απ’ την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του στηχώρα μας», συνέχισε ο Πέτρος Μαρκάτος. «Έχω τηνπροσωπική ανεπίσημη διαβεβαίωση του αρχηγού της Γαλλικής

208

Ασιυνομίας πως ο Αλεξ Γκρέι είναι (χυτός ακριβώς πουδηλώνει: ένας εξαιρετικά ευφυής ψυχίατρος, που θα ήτανπαγκοσμίως γνωστός αν δεν είχε πάθει εκείνο το ατύχημα.Χάρη σ’ εκείνον συνελήφθησαν δυο στυγεροί δολοφόνοι και ταψυχολογικά προφίλ εγκληματιών που έχει συντάξει γιαλογαριασμό των Αρχών βοήθησαν σημαντικά στη σύλληψη κιάλλων. Με δυο λόγια, του έπλεξαν το εγκώμιο. Μίλησα, όπωςσας εξήγησα, με τον ίδιο τον αρχηγό», συνέχισε. «Μπορώ ναπω ότι προσβλήθηκε σχεδόν με την κίνησή μου να ερευνήσω τοποιόν του Γκρέι. Τον έχουν σε μεγάλη εκτίμηση».

Η Σάνια ξεφύσηξε ανακουφισμένη, κι οι υπόλοιποι φάνηκαν ναηρεμούν. Ακόμα κι ο Παύλος έδειχνε προβληματισμένος. Δενεπρόκειτο να συμπαθήσει ποτέ το συγκεκριμένο άνθρωπο,αλλά μετά απ’ αυτές τις δηλώσεις έπρεπε να παραδεχτεί πωςδεν ήταν εχθρός. Ένιωθε μπερδεμένος. Ήταν από τις λίγεςφορές στη ζωή του που δεν είχε τη δυνατότητα να ορίσει ο ίδιοςτις εξελίξεις, αλλά οι εξελίξεις όριζαν τις επιλογές του. Τώραθα ακουγόταν παράλογος και εμπαθής, αν διατύπωνε ξανάαντιρρήσεις.

«Θέλω να προσέχεις, παιδί μου», είπε η Δανάη προσπαθώνταςνα μη βουρκώσει. «Και πριν αποφασίσεις ν’ ανοίξεις τηνψυχούλα σου σ’ αυτόν ή σε οποιονδήποτε άλλο, να βεβαιωθείςπως δε θα πληγωθείς. Εμείς θα ’μαστέ μαζί σου».

Η Σάνια έτρεξε και την αγκάλιασε. «Σ’ ευχαριστώ», της είπεμέσα απ’ την καρδιά της. «Σ’ ευχαριστώ που είσαι πάντα δίπλαμου».

Η φορτισμένη στιγμή πέρασε κι η οικογένειά της έδειχνε τώραπιο χαλαρή. Τους χαιρέτησε όλους μ’ ένα ζεστό φιλί ακόμα καιτον Παύλο. Δεν έκλαψε μπροστά τους, αλλά κρατήθηκε μέχρι

209

τη στιγμή που έφτασε στο σπίτι της. Εκεί άδειασε από μέσα τηςόλους τους φόβους κι όλες τις ανησυχίες της μ’ ένα κλάμα πουκράτησε ώρα πολλή.

Έπειτα ήσυχη, με ένα μικρό σακίδιο στο χέρι, ελαφρώς αβέβαιηγια αυτό που επρόκειτο να κάνει, περίμενε να νυχτώσει.

«Ξύπνα— Α\εξ». Η Μαρία τον σκούντησε ελαφρά, κι εκείνος,αμάθητος καθώς ήταν να τον ενοχλούν στον ύπνο του,λειτούργησε αυτόματα: άρπαξε αστραπιαία το άγνωστο χέρι πουακουμπούσε στον ώμο του και το έστριψε με μια λαβή πουέκανε τον εισβολέα να τσιρίξει. Μόλις συνειδητοποίησε ότι οιφωνές ανήκαν στην αδερφή του, τραβήχτηκε και αναζήτησε στατυφλά την καλύπτρα του. Τη φόρεσε γρήγορα, πέταξε τασκεπάσματα, σηκώθηκε και άναψε το πορτατίφ. Έπειτα άρπαξετη ρόμπα του και την έριξε πάνω του. Οι κινήσεις του κράτησανλίγα δευτερόλεπτα, αλλά πρόλαβε να ξεστομίσει κάμποσεςβρισιές. Σιχαινόταν να χάνει τον έλεγχο έστω και για λίγο.

«Ήρθε η Σάνια», τον πληροφόρησε η Μαρία τρίβοντας τονπονεμένο καρπό της. «Κρατάει κι ένα σακίδιο. Έχει αυτό τούφος που είχε και μικρή όταν ήθελε κάτι. Κι εγώ ομολογώ ότιένιωσα ακριβώς όπως τότε: μου ’ρθε να την πιάσω απ’ το μαλλίκαι να τη γυρίσω δέκα σβούρες!»

Ο Άλεξ ξέχασε το κακό του ξύπνημα και έβαλε τα γέλια. Τοθυμόταν αυτό το ύφος το ’παίρνε κάθε φορά που της έταζανκάτι και το ξεχνούσαν: στύλωνε τα πόδια στο πάτωμα και δενέπαυε να ενοχλεί τους πάντες μέχρι να της γίνει το χατίρι. Αν δεγινόταν αυτό που της είχε καρφωθεί στο μυαλό, ήταν ικανή ναφέρει τα πάνω κάτω. Κάποια πράγματα δεν αλλάζουν,σκέφτηκε ο Άλεξ. Είναι στοιχεία του χαρακτήρα, κιαφυπνίζονται από τις περιστάσεις.

210

«Σάνια;» παρέστησε τον έκπληκτο μόλις βρέθηκε μπροστά της,δήθεν τρομερά ανήσυχος. Φρόντισε μάλιστα να δείχνει ότινιώθει αμήχανα για την αμφίεσή του. Κατάφερε να κοκκινίσεικιόλας.

«Πόσο πολύ θέλετε να βοηθήσετε τον Ρωμανό, κύριε Γκρέι;»τον ρώτησε εκείνη παραμένοντας ακίνητη στο κέντρο τηςσάλας.

«Όσο οποιονδήποτε άλλο αθώο», αποκρίθηκε αποφασιστικά.

«Δηλαδή πολύ».

«Ας το πούμε κι έτσι».

«Κι αν είναι επικίνδυνη αυτή η επιθυμία σας;»

«Τι θέλεις να μου πεις, Σάνια;» τη ρώτησε μετατοπίζοντας πολύγρήγορα το βλέμμα του απ’ το αποφασισμένο της πρόσωπο στανευρικά της χέρια.

«Έλαβα άλλο ένα σημείωμα με το ταχυδρομείο αυτή τη φορά»,είπε βγάζοντας απ’ την τσέπη της ένα χαρτί. «Ζήτησα απ’ τηνοικογένειά μου να με καλύψει για λίγο. Θα πουν ότι αναχωρώγια το εξωτερικό προκειμένου να κάνω κάποιες ιατρικέςεξετάσεις. Θέλω να περάσουμε μαζί αυτό το χρονικό διάστημα,κύριε Γκρέι, και να δουλέψουμε απερίσπαστοι. Δε θέλω ναξέρει κανείς πού βρίσκομαι, τι κάνω, ποιον συναντώ και κατάπόσο λειτουργεί ή όχι η μνήμη μου. Είναι πολύ σημαντικό γιαμένα», του τόνισε. «Ό,τι δω θέλω να το δω με καθαρό μυαλό,χωρίς να έχω συνεχώς την αίσθηση ότι με παραμονεύουν».

Ο Άλεξ πήρε το χαρτί απ’ τα χέρια της και το διάβασε. Είδε τα

211

ίδια του τα λόγια προσποιούμενος ότι τα αποκρυπτογραφούσεμόλις εκείνη τη στιγμή. Κούνησε με νόημα το κεφάλι καιεπέστρεψε το σημείωμα στη Σάνια.

«Τι σε κάνει να πιστεύεις ότι μετά την υποτιθέμενη επιστροφήσου αυτά θα σταματήσουν;» τη ρώτησε.

«Τίποτα. Θέλω απλώς να κερδίσω λίγο χρόνο. Μετά θαδηλώσω στον Τύπο πως δε γίνεται τίποτα για την περίπτωσήμου και πως οι γιατροί θεωρούν ότι είναι εξαιρετικά δύσκολονα επανέλθει η μνήμη μου. Μόνο εσείς θα ξέρετε την αλήθεια».

«Κι η παρουσία σου στο πλευρό μου θα δικαιολογηθεί απ’ τορομάνιζο μας—» συνέχισε τη σκέψη της. «Η καημένη ασθενήςπου δε θα θεραπευτεί ποτέ κι ο σημαδεμένος ψυχίατρος πουπροσπαθεί να απαλύνει τον πόνο της. Δυο τραγωδίες πουγέννησαν έναν έρωτα. Και πιστεύεις πως θα το χάψει τόσοεύκολα αυτός που καίγεται να μην αποκαλυφθεί η ενοχή του;»

«Μήπως μπορείτε να σκαρφιστείτε εσείς κάτι καλύτερο, κύριε

Γκρέι;» αρπάχτηκε αμέσως. «Γιατί εγώ σας ορκίζομαι πωςπέρασα ώρες προσπαθώντας να σκεφτώ έναν τρόπο ναδιατηρήσω την ψυχραιμία μου, έχοντας ταυτόχρονα στο κατόπιμου καμιά διακοσαριά δημοσιογράφους και τη μισή ΕλληνικήΑστυνομία. Θέλετε να δείξω αυτό το σημείωμα στις Αρχές,κύριε Γκρέι, για να δείτε πόσο εύκολη θα γίνει η δουλειά μας;Κόβω το κεφάλι μου πως μετά εμείς οι δύο δε θα μπορούμεούτε καλημέρα να ανταλλάξουμε χωρίς να γίνει πρωτοσέλιδοστις εφημερίδες».

Ο Άλεξ πλησίασε το τζάκι και πήρε ένα πούρο απ’ τηνταμπακέρα πάνω στο ράφι. Έπειτα παρέμεινε μακριά της,

212

δείχνοντάς της έτσι πως θεωρούσε τη μείωση των αποστάσεωνάβολη και για τους δύο.

Έκανε πως το σκέφτεται. Την κοίταξε δήθεν προβληματισμένοςκι έτριψε το πιγούνι του. «Θέλεις τη γνώμη μου γι’ αυτό τοσημείωμα;» τη ρώτησε παίρνονται το επαγγελματικό του ύφος.

«Κάποιος μου λέει να μην πω ό,τι θυμηθώ», του απάντησεανυπόμονα.

«Κι αυτός ο κάποιος δεν έχει τη δυνατότητα να κάνει κάτιπερισσότερο απ’ το να σε φοβίζει. Επίσης αυτός ο κάποιοςβλέπει πολλές κινηματογραφικές ταινίες. Χρησιμοποιεί ένακλασικότατο τέχνασμα των σεναριογράφων για να κρύψει τογραφικό του χαρακτήρα και λέει αυτά που θέλει με κλεμμένεςφράσεις από άλλα κείμενα. Δεν είναι ιδιαίτερα οργανωμένοςαυτός ο κάποιος, δεσποινίς Παρίση, και μπορώ να πάρω όρκοπως δεν έχει απασχολήσει ποτέ τις Αρχές στο παρελθόν.Νομίζω επίσης πως σε ξέρει πολύ καλά. Γνωρίζει τις κινήσειςσου δεν είναι καθόλου απίθανο ακόμα και να τονσυναναστρέφεσαι», την προειδοποίησε.

«Αυτό μου έλειπε τώρα», είπε ακουμποΐντας το σακίδιό της σεμια πολυθρόνα. «Να υποψιάζομαι τους πάντες».

«Έτσι όπως ήρθαν τα πράγματα, αυτό θα έπρεπε να κάνεις. Ημητέρα σου ήταν ο στόχος, κι απ’ όσο ξέρω η Μιράντα Βαλέρηείχε δκΛ)ορές με όλους».

«Μπορώ να μείνω εδώ, κύριε Γκρέι;» τον ρώτησε, θέλοντας νακόψει αυτή την κουβέντα.

Της έκανε τη χάρη. «Αν πάρουμε τα μέτρα μας, δε βλέπω γιατί

213

όχι. Η Μαρία δε θα χει πρόβλημα».

«Η— Μαρία;» Τα φρύδια της υψώθηκαν με νόημα.

«Προτιμώ να προσφωνώ τους ανθρώπους που κερδίζουν τηνεκτίμηση και το σεβασμό μου με το μικρό τους όνομα», ταμπάλωσε αμέσως. «Μένω στο σπίτι της· έχω στήσει ένα μικρόγραφείο σε κάποιο απ’ τα δωμάτιά της· χρησιμοποιώ τοτηλέφωνό της. Πώς περίμενες να την αποκαλώ, δεσποινίςΠαρίση;»

Η κοπέλα αισθάνθηκε ένοχη για την καχυποψία της. Θα έμοιαζεσίγουρα με παιδί που έκανε κάποια αταξία. Ευτυχώς, τηνπροσοχή του δόκτορα Γκρέι απέσπασε η οικοδέσποινά του.Είχε αγκαλιά το μωρό της και το τάιζε με το μπιμπερό.

«Άθελά μου άκουσα ένα μέρος απ’ τη συνομιλία σας», εξήγησεη Μαρία χαμογελώντας απολογητικά. «Άλεξ, σ’ ευχαριστώ γιατα καλά σου λόγια. Κι εσύ, Σάνια, γλυκιά μου, μπορείς ναμείνεις εδώ για όσο καιρό θες. Φυσικά, δε θα έχεις το παλιόσου δωμάτιο. Είναι κι αυτό κλειδωμένο μαζί με τ άλλα τηςπτέρυγας· ξέρεις ποια·» πρόσθεσε αμήχανα κοιτάζοντας τονΆλεξ νευρικά.

«Ελπίζω να πήρες τα μέτρα σου πριν έρθεις εδώ», της είπε οΆλεξ.

Η Σάνια κούνησε το κεφάλι καταφατικά.

«Προτείνω τότε να τακτοποιηθείς, και ξεκινάμε αύριο το πρωί».

«Τι— τι— ξεκινάμε;»

«Έχεις κάνει ένα σωρό υπερβάσεις τον τελευταίο καιρό,

214

δεσποινίς Παρίση, μην παριστάνεις την ανόητη, λοιπόν.Ξεκινάμε την απόπειρα να μάθουμε το παρελθόν. Δεν πρέπει ναχάσουμε χρόνο. Αύριο θα ξεκλειδώσουμε κάποιες από τιςπόρτες που δεν ξανάνοιξαν από τότε. Μαζί, μία μία. Δεν είσαιυποχρεωμένη να μου πεις όλα όσα έρθουν πιθανόν στο νουσου, όμως θα πρέπει να μου περιγράψεις επακριβώς όλα σουτα συναισθήματα. Αυτός είναι ο δικός μου όρος».

«Καλή μου, δε θα ναι εύκολο ούτε και για μένα», προσπάθησενα της δώσει κουράγιο η Μαρία.

Η Σάνια αναστέναξε, «θα δούμε—» είπε μονάχα, και μετάζήτησε απ’ τη Μαρία να την οδηγήσει στο προσωρινό τηςκατάλυμα.

Ο Άλεξ την παρακολούθησε ν’ ανεβαίνει τις σκάλες μέχρι πουχάθηκε από το οπτικό του πεδίο. Έξυπνη κίνηση, παίνεσε νοεράτην αδερφή του, όταν είδε ότι έδωσε στην κοπέλα το δωμάτιοπου ήταν δίπλα στο δικό του. θα έπειθε τη Σάνια να το κρατάειξεκλείδωτο, κι έτσι θα μπορούσε να μπαίνει αθόρυβα σαν σκιάόποτε ήθελε. Ισως ακόμα κι οι εκφράσεις του προσώπου τηςτην ώρα που κοιμόταν να του έδιναν κάποιο στίγμα, θαεκμεταλλευόταν τα πάντα, μέχρι και τις ανάσες

της.

Ο χορός είχε αρχίσει για τα καλά, κι η Σάνια χόρευε ήδη χωρίςνα το ξέρει.

Το άκουσε στις πρωινές ειδήσεις και τώρα ήταν τόσοταραγμένη που δεν μπορούσε να κάνει σωστά κι οργανωμέναούτε μια δουλειά. Δεν ήξερε τι να πιστέψει. Απ’ τη μιασκεφτόταν πως δε θα μπορούσε να είναι ψέμα η ξαφνική

215

αναχώρηση της Σάνιας για τη Γερμανία λόγω της κατάστασήςτης, κι απ’ την άλλη της φαινόταν υπερβολικά εσπευσμένη.Όμως ο θείος της το είχε ανακοινώσει στους δημοσιογράφους.Δεν καταλάβαινε, ένιωθε φοβερά μπερδεμένη.

Προσπάθησε να συγκεντρωθεί στην οθόνη του υπολογιστή της,αλλά τα δάχτυλά της έτρεμαν στο πάτημα των πλήκτρων.Μπορεί το σημείωμα να της προκάλεσε μεγάλη κρίση, άρχισενα υποθέτει. Μπορεί να κινδύνευσε μέχρι και η ζωή της και ναέφυγε βιαστικά για το εξωτερικό.

‘Οταν γυρίσει, θα είμαι πιο προσεκτική, υποσχέθηκε στονκαυτό της. Όχι άλλες κινήσεις απελπισίας. Ισως έπρεπε να έχωσκεφτεί κάτι διαφορετικό. Μπορεί να·

«Περιμένω ακόμα τα στοιχεία», την ξύπνησε η προϊσταμένη τηςαπό την άλλη άκρη της αίθουσας. «Φέρεσαι παράξενα. Σουσυμβαίνει κάτι;»

«Όχι, όχι· » βιάστηκε να πει και προσπάθησε να διώξει απ’ τομυαλό της κάθε εμβόλιμη σκέψη. Υπομονή και θα δούμε,κατέληξε νοερά και πάτησε την εντολή της εκτύπωσης.

Έπρεπε να συγκεντρωθεί στη δουλειά της. Καμία αλλαγήσυμπεριφοράς από δω και μπρος, αποφάσισε. Μπορούσαν νατης καταλογίσουν πολλά ελαττώματα εκτός από έλλειψηψυχραιμίας.

Δε θα το επέτρεπε αυτό.

Ποτέ.

«Ο Άλεξ μου ζήτησε να σου φέρω αυτό το βιβλίο».

216

Η Μαρία ακούμπησε το Κόκκινο Πέπλο στο τραπεζάκι καιπροσπάθησε να δείχνει επιφυλακτική για να καταγράψουν τησωστή εικόνα οι κάμερες. Μόνο ο Άλεξ είχε το δικαίωμα ναζητά παύση της καταγραφής· ήταν παράκληση των γαλλικώνΑρχών.

Ο Ζακ πήρε το βιβλίο στα χέρια του και το ξεφύλλισε. Είδε τιςελαφρώς τσακισμένες σελίδες και κατάλαβε αμέσως πως εκείκρυβόταν αυτό που ήθελε να του πει. Θα το μελετούσε με τηνησυχία του κι έπειτα θα έβγαζε τα συμπεράσματά του.

«Ο γιατρός υποθέτει ότι έχω όρεξη για διάβασμα;»ειρωνεύτηκε, ακολουθώντας πιστά το στιλ που είχε υιοθετήσει.Σαρκασμός και άρνηση απάντηση ακόμα και στην πιο απλήερώτηση με καυστικά σχόλια και ειρωνεία. Φτυστός ο αληθινόςΡωμανός Κατράς όταν ήταν στα μπουρίνια του δηλαδή σχεδόνπάντα.

«Δεν μπορούσε να σ’ το φέρει ο ίδιος», προσπέρασε το σχόλιοη Μαρία κοιτώντας τον με νόημα. Είχε φροντίσει ώστε καμίααπό τις κάμερες να μη γράφει το πρόσωπό της. «Ήταν πολύαπασχολημένος—»

«Δουλεύει πολύ, ε;» Εκείνος ήξερε πια πού σημάδευαν οικάμερες, και φρόντισε να βλέπουν μόνο την πλάτη του. «Πεςτου να μην ανησυχεί—» σχημάτισε τις λέξεις με τα χείλη του.«Να πάει αργά και μεθοδικά, όπως πάντα— »

Τα γαλλικά της ήταν λίγο σκουριασμένα, αλλά μέσες άκρεςκατάλαβε τι της είχε πει ο Ζακ. Έγνεψε καταφατικά και κοίταξετο ρολόι της. Έπειτα, παριστάνοντας πως βιάζεται, τονπλησίασε για να τον φιλήσει όπως θα έκανε κάθε αληθινήαδερφή.

217

Ο Ζακ της ανταπέδωσε εγκάρδια την αγκαλιά και μετά πήγε στοράντσο του με το βιβλίο υπομάλης. Την είδε να φεύγει. Ταμάτια του επιδοκίμασαν για μια στιγμή την κομψή σιλουέτα της,μα γρήγορα υιοθέτησαν πάλι το γνωστό απόκοσμο βλέμμα του.Είχε πείσει όσους τον παρακολουθούσαν στα μόνιτορ πως ήτανθεότρελος, αλλά αναγνώριζε πως το να θαυμάζει τα οπίσθια τηςίδιας του της αδερφής ήταν μάλλον παρατραβηγμένο.

Αρχισε να γελά δυνατά. Αυτό μάλιστα, ήταν πειστήριο γνήσιαςτρέλας.

Πού να ’ξέραν ότι γελούσε με τη σκέψη των μούτρων που θαέκανε ο φίλος του, αν έπαιρνε χαμπάρι πως γλυκοκοίταζε τηναδερφή του. Ο

Άλεξ ήταν παλαιών αρχών, συντηρητικός κατά βάθος. Γι’ αυτόκαι δεν είχε ερωτευτεί ποτέ. Κατά τη γνώμη του, όλες οισύγχρονες γυναίκες ήταν αντικείμενα πολλαπλής χρήσης μεδυνατότητες περιορισμένης εμβέλειας και τίποτα περισσότερο.

Ωστόσο, εκείνη η κοπέλα που έπασχε από αμνησία δε φαινότανκαθόλου να ανήκει σε αυτή την κατηγορία. Ο Ζακ μυριζότανεξελίξεις και σκέφτηκε πως, αν ήταν να πάρουν τα πράγματατην τροπή που φανταζόταν, ο περιορισμός του σε αυτό τονάθλιο χώρο άξιζε κάθε λειπό.

To μισό σπίτι ήταν βαμμένο, καθαρό και περιποιημένο και τοάλλο μισό προμήνυε με τις κλειδαμπαρωμένες του πόρτες πωςκρατούσε το χρόνο φυλακισμένο στο παρελθόν, διατηρώνταςακόμα και τη σκόνη του. Ο διάδρομος που οδηγούσε στις δυοκρεβατοκάμαρες, το καθιστικό, οι δυο τουαλέτες και η σοφίταείχαν κλειστεί με μια πόρτα που δεν προέβλεπαν τα αρχικάαρχιτεκτονικά σχέδια.

218

Ο Άλεξ κράτησε την αρμαθιά με τα κλειδιά στα χέρια του και τηρώτησε αν ήταν έτοιμη. Εκείνη αποκρίθηκε καταφατικά με μιασιγουριά τόσο υπερβολική, που δεν κατάφερε να καλύψειτελικά το άγχος της.

Ο άντρας έκανε πως την πίστεψε κι αφού εντόπισε το πρώτοκλειδί, το έβαλε στη θέση του. Ζορίστηκε λίγο, αλλά ηκλειδαριά υπάκουσε. Η καρδιά του χτύπησε δυνατά. Για κείνονήταν πολύ πιο δύσκολο. Δεν είχε ξεχάσει, και ταυτόχροναέπρεπε να παριστάνει πως έβλεπε τα πάντα για πρώτη φορά.

Την άφησε να περάσει πρώτη. Τα βήματα και των δύοακούστηκαν σαν μικρές εκρήξεις στο βρόμικο μάρμαρο. Σεκάθε τους βήμα σηκωνόταν ένα σύννεφο σκόνης, πουκατακαθόταν έπειτα αργά, υποκύπτοντας στη βαρύτητα.

Ο Άλεξ ταράχτηκε. Ήξερε πού βρισκόταν η κάθε πόρτα,θυμόταν την κάθε λεπτομέρεια του εσωτερικού διακόσμου.Εκείνος ο αραχνιασμένος αναγεννησιακός πίνακας με τιςπαρθένες στο λουτρό τους ήταν κάποτε ο αγαπημένος του.Μόνο ή βαριά κορνίζα με τα χρυσά σκαλίσματα που τονπεριέβαλλε δεν ήταν του γούστου του, αλλά τι σημασία είχε;Τώρα πια έδειχνε νεκρός κι αυτός. Τα χρώματά του ήτανξεθωριασμένα, κάνοντας τις νεαρές γυναίκες που απεικόνιζε ναμοιάζουν σχεδόν διαβολικές, χωρίς ίχνος αγνότητας καιγαλήνης.

Και στη Σάνια άρεσε κάποτε αυτός ο πίνακας. Τώρα του έριξεμόνο μια αδιάφορη ματιά και τον προσπέρασε σαν να μην είχεφιλοτεχνηθεί από ένα διάσημο δάσκαλο, σαν να ήταν ένα φτηνόαντίγραφο σε χαρτί, που κάποιος μπήκε στον κόπο να τοκορνιζάρει και να το κρεμάσει.

219

«Πού θα πάμε πρώτα;» την άκουσε να ρωτά με φωνή τόσοάνετη, που τον έκανε να θυμώσει. Ένιωσε τη σφοδρή επιθυμίανα τη βουτήξει απ’ τους ώμους και να την υποχρεώσει νακοιτάξει καλύτερα γύρω της, για να έχει σύντροφο στην οδύνητου. Η Σάνια είχε την πολυτέλεια της λήθης.

Εκείνος όμως όχι. Ακόμα και τη θέα των γύψινωνδιακοσμητικών στο ταβάνι την ένιωθε σαν μαχαιριά. Μία απότις πολλές που τον είχαν σημαδέψει.

«Στη σοφίτα», αποκρίθηκε περισσότερο ψυχρά και κοφτά απ’όσο σκόπευε.

Το βάρος ήταν δυσβάσταχτο. Με το ζόρι κρατιόταν να μην τηςβάλει τις φωνές. Ή σκόνη τον έπνιγε και οι αναμνήσεις έκαναντο στομάχι του να ανακατεύεται. Ήθελε να πιάσει εκείνες τιςμαύρες αράχνες που κινήθηκαν στο πέρασμά τους και ναξεσπάσει πάνω τους την οργή του συνθλίβοντάς τες ανάμεσαστα γαντοφορεμένα του δάχτυλα.

Έπρεπε να ηρεμήσει. Ανάσανε βαθιά και έσφιξε τα κλειδιά.Ευτυχώς η κοπέλα νόμισε πως τον είχε ταράξει η θέα τωνεντόμων. Ο παλιός Ρωμανός, εκείνος που μια φορά κι ένανκαιρό τη γοήτευε μ’ αυτές τις αδυναμίες, σίγουρα θαταραζόταν.

«Είστε καλά, κύριε Γκρέι;» τον ρώτησε αγγίζοντας μετρυφερότητα το μπράτσο του.

Τραβήχτηκε απότομα. Έτσι όπως είχαν σφιχτεί οι μύες του, θατην έκαναν να αναρωτηθεί με ποιο τρόπο τους είχε αποκτήσει.«Σιχαίνομαι τις αράχνες», αρκέστηκε να πει και προπορεύτηκε.

220

Ανέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας σχεδόν, κι έφτασε έξω απ’ τοεφηβικό τοϋ δωμάτιο πασχίζοντας να ανακτήσει την ψυχραιμίατου. Προσποιήθηκε πως έψαχνε το κλειδί, και το ’βάλε σιηθέση του με βία αταίριαστη για το χαρακτήρα που υποδυόταν.Είδε ιην απορία οτο βλέμμα ιης κι έπνιξε μια βρισιά. Είχε γίνειέξαλλος απ’ ιην ψυχολογική πίεση, κι όσο εκείνη έδειχνε άνετηκαι αφελής, τόσο περισσότερο ήθελε να τη χαστουκίσει.

Η πόρτα υποχώρησε μ’ ένα παλιομοδίτικο τρίξιμο που το ’χεακούσει πολλές φορές στα θρίλερ του κινηματογράφου και το’χε κι ο ίδιος περιγράψει πολύ παραστατικά στα βιβλία του.Ένιωσε σαν να άνοιγε μια πόρτα στο χωροχρόνο. Ατέλειωτηζάλη και θολούρα το χτες που πονούσε και το σήμερα που είχεπαγώσει. Πέρασε μέσα πρώτος. Η αποφορά της κλεισούρας τούέφερε ναυτία.

Την είδε να στέκεται ακίνητη στη μέση της σοφίτας και να κοιτάτριγύρω σαν περίεργο κουτάβι. Το βλέμμα της αγκάλιαζε τοπαλιό του κρεβάτι, τα τσαλακωμένα σκεπάσματα, τα ξέχειλα μεσκονισμένα βιβλία ράφια. Πλησίασε το κομοδίνο και πήρε σταχέρια της μια κορνίζα φτιαγμένη από παιδικό χέρι, γεμάτηχαρούμενα λαγουδάκι βαμμένα σε όποιο χρώμα μπορούσε ναφανταστεί ο ανθρώπινος νους. Έδειχνε να μην την αναγνωρίζει,κι ας ήταν δικό της δημιούργημα.

«Ποιοι είναι αυτοί;» ρώτησε κοιτώντας τα πρόσωπα στηφωτογραφία.

«Δεν ξέρω». Αλλά ήξερε. Ήταν ο ίδιος μαζί με δύοσυμφοιτητές του τη μέρα της ορκωμοσίας του. Ήταν πολύχαρούμενος τότε. Είχε κατακτήσει το όνειρό του, και μάλισταπολύ πιο σύντομα απ’ ό,τι φανταζόταν. Αποφοίτησε μετ’επαίνων, με τη διατριβή του ήδη στα σκαριά, όμως ούτε τότε

221

θυμόταν να χάρηκε ιδιαίτερα ο πατέρας του. Του είχε πει έναξερό «μπράβο» και τίποτ’ άλλο. Μόνο η Σάνια είχε χαρεί,παρότι δεν καταλάβαινε απόλυτα πόσο σημαντικό ήταν έναπτυχίο.

«Σωστά, πού να ξέρεις;» του είπε βάζοντας τη φωτογραφία στηθέση της. «Πρώτη φορά μπαίνεις εδώ μέσα».

«Ναι».

«Δε μιλάς και πολύ, ε;»

«Μιλάω όσο πρέπει».

Ανασήκωσε τους ώμους σαν να του έλεγε «Εσύ ξέρεις», καιπλησίασε το κρεβάτι. Το πάπλωμα ήταν τσαλακωμένο και τομαξιλάρι είχε στριμωχτεί κάθετα ανάμεσα στο στρώμα και τοκεφαλάρι. Πέρασε το χέρι της πάνω απ’ τα σκεπάσματα κιέκλεισε τα μάτια. Τίποτα. Όλ’ αυτά της φαίνονταν εντελώςκαινούρια.

Πρόσεξε πως δίπλα στο κρεβάτι ήταν πεταμένες πρόχειρα έναζευγάρι μαύρες αντρικές παντόφλες. Νούμερο σαράντα πέντε,υπολόγισε πρόχειρα. Παραδίπλα, στη μεγάλη καρέκλα μπροστάαπ’ το γραφείο, είδε ένα παντελόνι και μια ζώνη αφημένη μεπροσοχή πάνω του. “Ηταν πραγματικά πολύ αδύνατος τότε οΡωμανός, σκέφτηκε. Δεν είχε καμία σχέση με τον ογκώδηάντρα που είχε γίνει τώρα.

Κατακλύστηκε από τρομερή περιέργεια. Σημείωσε στο μυαλότης να κάνει μερικές ερωτήσεις στον κύριο Γκρέι καιπροχώρησε προς το γραφείο.

222

«Ωραίο γραφικό χαρακτήρα έχει», παρατήρησε μόλις φύσηξεένα σκονισμένο μπλοκ και διάβασε την πρώτη σελίδα. «Γράφεικαλύτερα κι από γυναίκα. Ακόμα έτσι είναι το γράψιμό του;»

«Ναι».

«Σίγουρα τον έβαλες να κάνει όλα εκείνα τα τεστ που δίνουνσυνήθως οι ψυχίατροι. Κι εμένα μ’ έβαλαν να τα κάνω. Ήτανπολύ βαρετά. Άσε που για να μη βγω τρελή προσπαθούσακαταγχωμένη να βρω λογικές απαντήσεις σ’ αυτές τις αηδίες.Όταν σου δείχνουν μια μουντζούρα σ’ ένα λευκό χαρτί και σερωτάνε τι βλέπεις, ήθελα να ’ξέρα τι περιμένουν ν’ ακούσουνγια να μη σε βγάλουν ανισόρροπο. Μ’ ακούτε, κύριε Γκρέι;»

Την άκουγε· η φλυαρία της όμως τον ενοχλούσε αφόρητα.«Πώς νιωθεις μέσα σ’ αυτό το δωμάτιο;» τη ρώτησε απότομα.Έπρεπε να πάρει τον έλεγχο. Αν την άφηνε να τον παρασύρει,θα προχίορούσαν με ρυθμό χελώνας.

«Καλά», του απάντησε αόριστα. «Δεν αισθάνομαι καμίαφόρτιση, τίποτα αρνητικό. Δε θα πρέπρι να ερχόμουν και πολύεδώ, παρότι είδα ότι καθόμουν σ’ αυτό το κρεβάτι και άκουγατον Ρωμ— αυτόν να μου λέει παραμυθία».

«Σου άρεσαν τα παραμυθία του;»

«Μάλλον. Αυτή την εντύπωση αποκόμισα».

«Πιστεύεις πως ένας σκληρός άνθρωπος, μια εγκληματικήπροσωπικότητα, θα μπορούσε να πλάσει όμορφα παραμύθια;»

«Δεν ξέρω· »

«Σύμφωνα με τις σχετικές μελέτες, όχι, δε θα μπορούσε. Οι

223

άνθρωποι που είναι ανίκανοι να αισθανθούν συμπόνια δενμπορούν να επινοήσουν κανενός είδους ομορφιά· οι γνήσιοι,αμετανόητοι εγκληματίες μπορούν να φανταστούν μόνοασχήμια. Θέλεις να μάθεις τι λέει αυτός ο χώρος σ εμένα,Σάνια;»

Δεν του απάντησε. Τον κοίταξε απορημένη. Την ξένιζε ο κάπωςεπιθετικός τόνος της φωνής του και η αίσθηση που είχε τόσηώρα ότι την κατηγορούσε για κάτι.

«Μου λέει πως ένας πολύ μοναχικός άνθρωπος έκλεινε εδώμέσα ολόκληρο τον κόσμο του. Μου λέει πως ήταν ταυτόχρονατο σπίτι του και το καταφύγιό του. Μου λέει επίσης πως αυτός οάνθρωπος ανησυχούσε που δεν του πήγαινε να στολίσει τουςτοίχους του -όπως όλοι οι νέοι της ηλικίας τουμε αγωνιστικάαυτοκίνητα και ημίγυμνες γυναίκες. Ώρες ώρες ήταν ντροπή γι’αυτόν οι έπαινοι και τα αριστεία του, Σάνια. Γι’ αυτό τα είχεκρεμάσει και τα είχε ξεκρεμάσει πολλές φορές», της είπεδείχνοντάς της τα σημάδια απ’ τα καρφιά και ταπαραλληλόγραμμα κομμάτια του τοίχου με το πιο έντονοχρώμα.

«Εγω βλέπω ένα θλιμμένο άνθρωπο σ’ αυτό το χώρο»,συνέχισε να περιγράφει τον παλιό εαυτό του. «Έναν άνθρωποπου γεννήθηκε σε λάθος εποχή, με λάθος πρότυπα και λάθοςαξίες. “Ηταν μεγάλο ελάττωμα τότε να είσαι ευγενικός,ντροπαλός, ευαίσθητος και ταγμένος στην επιστήμη σου. Οιάλλοι σε θεωρούσαν είτε αλλόκοτο είτε ομοφυλόφιλο. Και, ανδεν απατώμαι, τα πράγματα δεν έχουν βελτιωθεί ιδιαίτερα μετάαπό τόσα χρόνια».

Της γύρισε την πλάτη και πήγε στη βιβλιοθήκη. Τα ράφια τηςλύγιζαν απ’ το βάρος. Ανίκανος να επιβληθεί στον εαυτό του,

224

άρχισε να ξεσκονίζει νευρικά τις ράχες των βιβλίων μέχρι ναφανούν πεντακάθαρα όλοι οι τίτλοι. Οι μισοί ήταν μελέτεςδιάσημων ψυχολόγων και ψυχιάτρων και οι άλλοι μισοί έργακλασικών λογοτεχνών. Τράβηξε ένα και της το έδειξε.

«Συλλεκτική έκδοση», της είπε αδιαφορώντας για τησαστισμένη της όψη. «Τυπωμένη στην Αγγλία στα μέσα τουδέκατου ένατου αιώνα. Σήμερα θα κοστίζει αρκετά και τότεκόστιζε. Να πώς περνούσε τις ελεύθερες ώρες του ο διαβόητοςδολοφόνος σας, Σάνια: αλωνίζοντας τα παλαιοπωλεία για ναξοδέψει τα λεφτά του σε πράγματα που οι συνομήλικοί του δεθα καταδέχονταν να χρησιμοποιήσουν ούτε για προσάναμμαστα ακριβά τους τζάκια. Ήταν πιο σημαντικό γι αυτούς ναεξασφαλίσουν φαντεζί ζάντες για τα αυτοκίνητά τους παρά νακάνουν κάτι για να περιορίσουν την άγνοιά τους. Κι έτσι όλοικατέληγαν να περιγελούν ή να λυπούνται έναν άνθρωπο πουείχε καταλάβει από πολύ νωρίς το νόημα του αληθινού πλούτουκαι τον τρόπο που μπορούσε να τον αποκτήσει· »

Έβαλε το βιβλίο στη θέση του και πήγε προς το παράθυρο. Δενήθελε να βλέπει το απορημένο πρόσωπό της ούτε τη συμπόνιαστα μάτια της. Ήταν παιδί ακόμα η Σάνια ανίδεη καιπαραπλανημένη όπως όλοι. Τι ιδιαίτερο είχε αυτή για ναξεφύγει απ’ τη μάζα; Επειδή τον συμπαθούσε κάποτε; Επειδήτον θαύμαζε; Άλλωστε, του έδειχνε την ίδια αγάπη που θαέδειχνε και σ’ ένα κατοικίδιο. Το ήξερε πάντοτε. Απλώς, είχεεπιλέξει να το παραβλέπει.

Την ένιωσε πίσω του. Αντιλήφθηκε την πρόθεσή της να τοναγγίξει και τσκορμί του σφίχτηκε. Ένιωσε το χέρι της να τρέμει.Σαν να μην είχε αλλάξει τίποτα. Έτσι τον άγγιζε και τότε, όταννόμιζε πως τον είχε στεναχωρήσει: ανάλαφρα, διστακτικά, σαν

225

παιδί που τραβούσε τη φούστα της μαμάς του για να τηςομολογήσει πως έκανε αταξία.

«Κι εσείς νιώθετε έτσι, κύριε Γκρέι;» τον ρώτησε μ’ εκείνη τηναπαλή φωνούλα να τρέμει σαν φλόγα. «Νιώθετε κι εσείςαταίριαστος στην εποχή σας; Σαν κι εκείνον;»

«Οι άνθρωποι μπορούν να γίνουν απίστευτα σκληροί», της είπεμόνο.

«Εγώ— εγώ— σας θαυμάζω, κύριε Γκρέι», αποτόλμησε.

«Ποιον πας να κοροϊδέψεις, δεσποινίς Παρίση;»

Γύρισε απότομα και την κοίταξε καταπρόσωπο. Το φως πουέμπαινε απ’ το παράθυρο της πρόσφερε μια τέλεια θέα τωνχαρακτηριστικών του. Εμπόδισε την αυθόρμητη κίνησή της ναπισωπατήσει, αρπάζοντας τα χέρια της. Το μαύρο δέρμα τωνγαντιών του ήρθε σε πλήρη αντίθεση με το λευκό τηςεπιδερμίδας της.

Γέλασε όταν την είδε να στρέφει αλλού το κεφάλι. Ήταν έναγέλιο παρανοϊκό, άγριο κι αφύσικο, σαν να ήθελε στηνπραγματικότητα να κλάψει.

«Με θαυμάζεις;» τη ρώτησε ειρωνικά. «Εσύ δεν μπορείς καλάκαλά να με κοιτάξεις!»

Τον κοίταξε, αλλά μόνο από πείσμα. Ούτε τη σύγχυσή τηςμπόρεσε . να κρύψει ούτε το φόβο που ένιωθε άθελά της.Μπορούσε να διακρίνει το παραμορφωμένο δέρμα κάτω απ’την καλύπτρα. Μπορούσε να φανταστεί τις ουλές δίπλα στονκρόταφο και το μικρό βαθούλωμα που μαρτυρούσε ότι έλειπε

226

κάποιο κόκαλο. Ένιωσε ψεύτρα, παρόλο που δεν ήταν. Δενήξερε αν θα άντεχε να τον δει χωρίς αυτό το μικρό κομμάτιύφασμα που κάλυπτε ένα μέρος του προσώπου του. Ήτανπαράξενο: ήθελε να απομακρυνθεί από κοντά του με την ίδιαπαθιασμένη δύναμη που ήθελε να παραμείνει εκεί. Είχε κάτι τομεθυστικό το άγγιγμά του. Η μυρωδιά του δέρματός του τημαγνήτιζεη φωτιά σία βάθη του βλέμματός του την απωθούσε.Αν επιχειρούσε να ξεφύγει, θα δικαίωνε την άποψή του πως τονκορόιδευε. Αν, πάλι, παρέμενε απαθής, κινδύνευε να παραδοθείσ’ εκείνη την πρωτόγνωρη έλξη και να υψώσει το κεφάλι τηςγια να δει αν θα της άρεσε η γεύση των χειλιών του.

«Με συγχωρείς». Εκείνος ήταν που την απάλλαξε απ’ ταδιλήμματά της. «Δε συνηθίζω να φέρομαι έτσι». Τηνπροσπέρασε και πήγε προς την πόρτα. «Φαίνεται πως μεεπηρέασε αυτό το μέρος. Εγώ κι ο Ρωμανός εκείνης της εποχήςέχουμε πολλά κοινά. Δε θα επαναληφθεί αυτό, δεσποινίςΠαρίση. ‘Ισως δεν είναι σκόπιμο να μένουμε συνέχεια εδώ, σ’αυτό το σπίτι. Ελπίζω να μη σε πόνεσα·» πρόσθεσεαπολογητικά.

Της ήταν αδύνατο να αρθρώσει λέξη, κι έτσι αρκέστηκε νακουνήσει αρνητικά το κεφάλι. Τα μάγουλά της έκαιγαν σαν ναείχε πυρετό. Τον προσπέρασε βιαστικά για να μη γίνειαντιληπτή η ταραχή τψ;·

Δεν πήγαν σε κανένα άλλο δωμάτιο του σφραγισμένου σπιτιούεκείνη τη μέρα. Κλείστηκε ο καθένας στο δωμάτιό του μέχρι τοβράδυ.

Δεν έφαγαν καν. Κάθε ανθρώπινη ανάγκη τους ξεχάστηκε απ’τις πολλές, μπερδεμένες σκέψεις.

227

ΞΥΠΝΗΣΕ ΚΛΕΙΣΜΕΝΗ σε μια ζεστή αγκαλιά, νιώθονταςδυο αντρικά χέρια δεμένα γύρω απ’ το κορμί της ναανεβοκατεβαίνουν τρυφερά απ’ τα μαλλιά στην πλάτη της. Ηφωνή τής έλεγε να ηρεμήσει και της ψιθύριζε συνέχεια πωςείχε περάσει. Της ήταν αδύνατο ν’ ακολουθήσει τη συμβουλή,όμως. Συγκλονιζόταν ακόμα από λυγμούς και χωνόταν όλο καιπιο βαθιά στην ασφάλεια που της πρόσφερε το άγγιγμά του. Δενήθελε να φύγει από κει. Ποτέ στο παρελθόν -τουλάχιστον αυτόπου μπορούσε να θυμηθείδεν είχε αισθανθεί τόσο παρήγορητην παρουσία κάποιου. Οι εικόνες που την τάραξαν λίγο πρινάρχισαν κιόλας να ξεθωριάζουν. Το μόνο που είχε σημασίατώρα πια ήταν εκείνος. Πώς είχε τολμήσει, η ανόητη, να τονφοβηθεί το πρωί; Σίγουρα δε θα χε φανεί στα μάτια τουκαλύτερη απ’ όλους τους άλλους που χαμήλωναν το βλέμμαστη θέα του και του μιλούσαν χωρίς να βρίσκουν το θάρρος νατον κοιτούν.

«Πάει, πέρασε···» της είπε απαλά, αντιμετωπίζοντας το κορμίτης σαν να ήταν κομψοτέχνημα κατασκευασμένο απόεύθραυστο υλικό. «Φαίνεται πως ο εγκέφαλός σουαποδελτίωσε τις εικόνες που είδες το πρωί και αντέδρασεπροκαλώντας αυτή τη σωματική αντίδραση. Είσαι ασφαλήςτώρα. Είμαι κοντά σου· »

Την είδε να τραβιέται ελαφρά χωρίς να φαίνεται διατεθειμένη νααποχωριστεί το άγγιγμά του. Τον κοίταξε με παράπονο, σαν ναμην μπορούσε να καταλάβει γιατί της συνέβαιναν όλα αυτά. Ηκρίση την είχε εξαντλήσει: το σώμα της είχε παγώσει, ταμάγουλά της ήταν κάτασπρα και τα χείλη της έτρεμαν στηνπροσπάθεια να ψελλίσει λίγες λέξεις.

Τα δάκρυα έτρεχαν σαν νερό από πηγή που βρήκε αναπάντεχη

228

διέξοδο στην επιφάνεια του εδάφους. Ο Άλεξ χαιρόταν πουήταν σκοτάδι σχεδόν, γιατί προσπαθούσε σκληρά να δείχνειανεπηρέαστος και να κρύβει την ανάγκη του να της φερθεί όπωςόταν στεναχωριόταν τότε: γεμίζοντας φιλιά τα νοτισμένα τηςμάγουλα, αποκαλώντας τη «μικρή του πριγκιπέσα».

«Τι— τι— μου συμβαίνει;» τον ρώτησε ψάχνοντας το βλέμματου.

«Θα πρέπει να μάθεις να ζεις μ’ αυτό, δεσποινίς Παρίση».

«Σταμάτα να με αποκαλείς έτσι!» αντέδρασε αναπάντεχα,σκουπίζοντας με την ανάστροφη της παλάμης της όσα δάκρυαμπορούσε. «Ακόμα δε νιώθεις άνετα μαζί μου ή έχεις σεμεγαλύτερη εκτίμηση τη Μαρία;»

Παραληρούσε, ήταν φως φανάρι. Οι ευαισθησίες της είχανοξυνθεί και της έφταιγαν όλα. Κανονικά θα έπρεπε να νιώθειευτυχισμένος με την πρόωρη αδυναμία που του έδειχνε, αλλάεκείνη τη στιγμή επικράτησε η αμηχανία. Θυμήθηκε τα λόγιατου Ζακ: «Ίσωςχρειαστεί να τη φλερτάρεις».

«Τίποτα απ’ τα δυο», της απάντησε μιλώντας τηςκαθησυχαστικά, όπως θα απευθυνόταν σε έναν ασθενή του, ανασκούσε τυπικά το επάγγελμα. «Σ’ έχω αποκαλέσει και με τομικρό σου, δεν πρέπει να θυμώνεις—»

«Ναι, όταν η απόσταση ανάμεσά μας είναι μεγαλύτερη από δύομέτρα. Με θεωρείς ανώριμη!» τον κατηγόρησε. «Νομίζεις πωςδεν είμαι ικανή να ξεχωρίσω τα συναισθήματα των ανθρώπωνκαι πως είμαι αρκετά αφελής για να βγάλω λάθοςσυμπεράσματα από μια απλή οικειότητα».

229

Έκλεισε το πρόσωπό της ανάμεσα στα χέρια του και τηνκοίταξε. «Καταλαβαίνεις τι μου λες;» τη ρώτησε απαλά. «Μεκατηγορείς που είμαι κύριος απέναντί σου ή σου ’χω δώσειλάθος εντύπωση για τη σχέση ανάμεσά μας; Συνεργαζόμαστε»,της υπενθύμισε. «Προσπαθούμε να βρούμε μια άκρη. Το ότιείμαι καθισμένος στο κρεβάτι σου μια τόσο ακατάλληλη ώραδε σημαίνει τίποτα. Μη με κάνεις να νιώθω ανόητος πουυποχρεώνομαι να σ’ το ξεκαθαρίσω».

Τράβηξε τα χέρια του απ’ το πρόσωπό της και το βλέμμα τηςέγινε ξανά προκλητικό. «Κοίταξέ με, γιατρέ», τον πρόσταξε.«Δε σου αρέσω καθόλου;»

Το βλέμμα του σκοτείνιασε σαν ουρανός που ετοιμαζόταν ναξεβράσει απ’ τα σπλάχνα του καταιγίδα. Αρνήθηκε να τηνκοιτάξει με τον τρόπο που του ζητούσε. Αρνήθηκε να δώσειτροφή στην ανάγκη της για αποδοχή, και δε ρίσκαρε να χαλάσειτην καλή της εντύπωση για το χαρακτήρα του ξεστομίζονταςλάθος λόγια. «Δεν είναι υποχρεωτικό να μοιάζουμε στουςγονείς μας, Σάνια», της είπε, διατηρώντας την αυτοκυριαρχίατου. «Δεν ξέρω τι είδες, τι επανήλθε στη μνήμη”σου και σεκάνει να φέρεσαι έτσι αυτή τη στιγμή, όμως ξέρω πως αύριο θαθυμάσαι αυτό το διάλογο μεταξύ μας και θα νιώθεις άβολα.Κάτω από φυσιολογικές συνθήκες δε θα με φλέρταρες»,πρόσθεσε ψυχρά. «Κι αν άπλωνα το χέρι να σ’ αγγίξω, θαέτρεχες μακριά σαν να σε κυνηγούσε ο διάβολος. Ξέρω τι σουλέω», συνέχισε με βεβαιότητα. «Υπήρξαν αρκετές στοπαρελθόν που προσπάθησαν να παίξουν μαζί μου επειδή τιςγοήτευε το μυστήριο της εμφάνισής μου: η διαστροφή τουαλλόκοτου, η έλξη του αντισυμβατικού. Σου ορκίζομαι ότιέγιναν καπνός μόλις έκανα κι εγώ με τη σειρά μου να τιςπλησιάσω. Ξαφνικά έπαψα να είμαι μυστηριώδης, και το

230

σύννεφο διαλύθηκε. Έτσι, έμενα πάντα εγώ, ο σκύλος μου καιτα χαρτιά μου·»

θα πρέπει να κοκκίνισε ως τα πέλματα των ποδιών της, γιατί ηπαγωνιά που ένιωθε τόση ώρα μετατράπηκε σε ανυπόφορηζέστη. Τον κοίταξε κατάματα. Φαινόταν πως είχε αρχίσει να ταχάνει, «θέλω να δούμε και τα άλλα δωμάτια·» είπε μεδυσκολία. «Τώρα, αν είναι δυνατόν. Για να φύγουμε όσο πιοσύντομα γίνεται από δω μέσα».

«Είδες τη μητέρα σου, Σάνια;»

Την είδε, ναι. Ήταν το επίκεντρο, όπως τις περισσότερες φορές.Πάντα όμορφη, τόσο όμορφη που έδειχνε ψεύτικη. Και την είχεδει σε εκείνο το δωμάτιο.

Την αναζητούσε απεγνωσμένα σε όλο το σπίτι και τη βρήκε στομόνο μέρος όπου δεν περίμενε να τη δει ποτέ: στη σοφίτα, τονπροσωπικό χώρο του Ρωμανού Κατρά, τυλιγμένη μ’ έναμπουρνούζι, να περπατά ξυπόλητη απ’ το κρεβάτι του ως τοπαράθυρο κρατώντας ένα λεπτό τσιγάρο. Έδειχνε να τονπεριμένει κι ήταν θυμωμένη απ’ την απουσία του.

«Ξεκουμπίσου από δω!» είπε με κακία στην κόρη της, κι ηΣάνια είδε καθαρά τον εαυτό της να φεύγει με μάτια κλαμένα.

Έπειτα η εικόνα άλλαξε. Βρέθηκε ξαφνικά στην κουζίνα τηςθείας Δανάης, απρόσκλητη πάλι, με τα γόνατά τηςγρατσουνισμένα και μια πλαστική μπάλα ξεφούσκωτη. Τιςδιέκοψε από κάποια σοβαρή συζήτηση, γιατί η μάνα της έγινεέξαλλη και η θεία Δανάη σκούπισε τα μάτια της. Είχε ακούσειτη φράση «θα το μετανιώσεις».

231

Το σκηνικό άλλαξε ξανά και ήταν τώρα στην αυλή αυτού τουσπιτιού να παίζει με τον Κινγκ ξεκαρδισμένη στα γέλια. Μιαγυναίκα την πλησίασε χωρίς εκείνη να την αντιληφθεί.

«Ίδια η μάνα σου», της είπε αρπάζοντάς την απ’ τα μαλλιά.«Πάντα ανάσκελα με τα φουστάνια σηκωμένα».

Είδε τον εαυτό της να κλαίει και να τσιρίζει, αλλά η γυναίκα δεντην άφηνε. Η λαβή της την πονούσε τρομερά και πρόσεξε ότι ταμάτια της ήταν γουρλωμένα σαν ψαριού στο σκοτάδι.

«Περνάς καλά, σκατόπαιδο;» τη ρώτησε. «Σου αρέσει η αυλήτου σπιτιού μου; Ποιος ξέρει σε πόσες αυλές θα κυλιστείςακόμα με τέτοια πόρνη που σε γέννησε και πόσους πατεράδεςθ’ αλλάξεις! Ίδια θα γίνεις, ολόιδια! Ατιμη φάρα, ξεδιάντροπη!

Για να γελάς εσύ και να βουτάς τους άλλους στη δυστυχία!»

Μετά τα πρόσωπα εναλλάσσονταν σαν χορευτές σε γαϊτανάκι.Πρώτη φορά της συνέβαινε αυτό. Ποτέ πριν δεν είχε δει τόσαπρόσωπα μαζεμένα, ούτε τόσες διαφορετικές περιόδους τηςζωής της. Πότε ήταν πολύ μικρή, ούτε τριών χρόνων, και πότεέντεκα, λίγο πριν την τραγωδία. Σαν να άνοιγε όλο καιπερισσότερο η πόρτα στο μυαλό της, ελευθερώνοντας σκόρπιεςεικόνες και περιστατικά. Πώς μπορούσε να μιλήσει γι’ αυτάστον κύριο Γκρέι; Πώς να του πει ότι κάθε φορά πουσυνερχόταν είχε κι από έναν καλό λόγο για να θεωρεί ύποπτουςόλους τους ανθρώπους που αγαπούσε;

«Δε θέλεις να μου πεις», μάντεψε εκείνος. «Σε καταλαβαίνω·»

Τον έπιασε απ’ το μανίκι. «Πάμε να δούμε και τα άλλα δωμάτια,κύριε Γκρέι», τον παρακάλεσε.

232

«Τώρα;»

«Ναι».

«Σάνια, δεν ξέρω αν αντέχει ο οργανισμός σου κι άλλοεπεισόδιο σαν το αποψινό—»

«Είσαι εσύ εδώ, Άλεξ», κατάργησε κι εκείνη τις τυπικότητες.«Θα με φροντίσεις».

«Μπορώ να δω τα φάρμακά σου;»

Τέντωσε το χέρι κι έπιασε ένα λευκό νεσεσέρ που το χε πάνταστο κομοδίνο της σαν φύλακα άγγελο. Εκείνος το άνοιξε κιάρχισε να βγάζει ένα ένα τα μπουκαλάκια. Το λιγοστό φως δεφάνηκε να τον εμποδίζει να διαβάσει τις ετικέτες. Τρικυκλικάαντικαταθλιπτικά, διαπίστωσε αμέσως. Τίποτα το ανησυχητικό.Ακριβώς η ενδεδειγμένη συνταγολογία. Διέγραψε αμέσως απότο νου του την υποψία πως κάποιος γιατρός δε βοηθούσε όσοέπρεπε την προσπάθεια να επανέλθει η μνήμη της.

«Δεν είναι βαριά», είπε επιστρέφοντάς της το νεσεσέρ.

«Εσύ δίνεις χειρότερα, ε;»

«Πολύ χειρότερα», αποκρίθηκε. «Και αρκετές φορές σχεδόνόλα αποδεικνύονται ανεπαρκή στις περιπτώσεις σχιζοφρένειαςή άλλης σοβαρής ψύχωσης. Δε θα ήθελες να βρισκόσουν στηθέση αυτών των ανθρώπων, Σάνια, ούτε των συγγενών τους. Ηκαθημερινότητά τους είναι κόλαση».

«Με τέτοιο μέτρο σύγκρισης, πρέπει να αισθάνομαι τυχερή»,συμφώνησε.

233

«Καλά, βάλε κάτι πάνω σου και περίμενέ με στο σαλόνι. Θαπάρω τα κλειδιά και θα σου κάνω τη χάρη. Δεν είμαι απόλυτασύμφωνος, φυσικά, αλλά κάτι μου λέει πως θα είναι ανώφελονα διαφωνήσω».

Το χαμόγελό της, ένα μικρό λαμπερό μισοφέγγαρο στοδακρυσμένο της πρόσωπο, τον συγκίνησε. Για μια στιγμή τηνκοίταξε πιο έντονα απ’ όσο έπρεπε, κι έπειτα σηκώθηκε καιέφυγε ήσυχα απ’ το δωμάτιό της.

Όλα πήγαιναν όπως τα είχε προβλέψει. Γιατί λοιπόν ένιωθεεκείνο το βάρος στο στήθος;

Οι δύο άντρες κάθισαν στις πολυθρόνες απέναντι απ’ το τζάκικρατώντας από ένα ποτήρι ουίσκι στο χέρι. Κόντευε ναξημερώσει κι η αμφίεση τους πρόδιδε πως μόλις είχαναποχωριστεί τα κρεβάτια τους για να αναζητήσουν αλλού τηνηρεμία που δε βρήκαν εκεί. Πατέρας και γιος έμοιαζαν πολύ σεόλα. Ήταν κι οι δύο τελειομανείς, αφοσιωμένοι στους στόχουςτους, κι απεχθάνονταν την ήττα. Είχαν ακόμα και τις ίδιεςσυνήθειες: όταν δεν τους κολλούσε ύπνος, προτιμούσαν νακάθονται απέναντι απ’ το τζάκι και να κοιτούν την αδύναμηφωτιά μέχρι το πρωί.

«Πρέπει να της έχουμε εμπιστοσύνη», είπε ο Πέτρος Μαρκάτοςκοιτώντας με ανησυχία το κουρασμένο πρόσωπο του γιου του.«Το έλεγα καιρό στη Δανάη. Η Σάνια πρέπει να στηριχτεί σταπόδια της πια. Είναι πολλά τα χρόνια που περπατούσε μεδεκανίκια».

«Δεν μπορώ να μην τη σκέφτομαι— » είπε νευρικά ο Παύλος.Δεν είχε πρόβλημα να ανοιχτεί στον πατέρα του. Οι σχέσειςτους ήταν ανέκαθεν άριστες. «Δεν μπορώ να μην ανησυχώ.

234

Πάντα προβληματιζόταν για το παρελθόν, αλλά τώρα της έχειγίνει έμμονη ιδέα. Παράτησε τη δουλειά της, τους φίλους της,τα πάντα. Έχει προσκολληθεί σ’ αυτόν— σ’ έναν άγνωστο πουήρθε απ’ το πουθενά, και προτιμά τη δική του βοήθεια από τηδική μας».

«Ισως γιατί της την προσφέρει χωρίς παρωπίδες», υπέθεσε οπατέρας του. «Ισως γιατί την αντιμετωπίζει πολύ πιο δίκαια απόό,τι εμείς, δείχνοντάς της πως περιμένει μόνο όσα μπορεί νατου δώσει. Για ποιο λόγο να ενδιαφερθεί ο Άλεξ Γκρέι αν θαακολουθήσει τα χνάρια της μητέρας της; Δεν έχει λόγο να τοκάνει. Αντιθέτως, εμείς παραφυσήξαμε το γιαούρτι επειδήκαήκαμε στο χυλό. Για όλους η Σάνια είναι μια υπέροχη νέαγυναίκα, αλλά καθίσαμε να σκεφτούμε ποτέ αν ήθελε εκείνη ναείναι έτσι; Την καταλαβαίνω—» συνέχισε μόλις ήπιε,μια γουλιάαπ’ το ουίσκι του. «Απομακρύνεται, γιε μου, αλλά όχι επειδή δεμας αγαπά ή δε μας νοιάζεται. Απομακρύνεται επειδή τηβάλαμε σ’ ένα ωραίο καλούπι και την πλάσαμε σύμφωνα με ταγού<πα μας. Δεν είναι κακό που θέλει να μάθει αν της ταιριάζειτελικά αυτό το καλούπι. Πρέπει να το δεχτούμε. Και στο κακόκάπο.

έχει δίπλα της έναν ειδικό. Κάτι μου λέει πως αυτός οάνθρωπος θα μπορέσει να κουμαντάρει μια χαρά τις εκρήξειςτης, αν και όποτε προκύψουν—»

«Είναι αλλόκοτος», είπε με πείσμα ο Παύλος. «Δεν μπορώ ναδιανοηθώ αρσενικό με την ηρεμία τη δική του. Φέρεται σαν ναέχει τα πάντα υπό έλεγχο, κι είναι αφύσικο αυτό. Εδώ πήγα νατον πνίξω, και δεν αντέδρασε καθόλου. Ποιος φυσιολογικόςάντρας δε θα αντιδρούσε;» «Κανείς μάλλον. Και αυτή ακριβώςη πραότητα είναι που έλκει τη Σάνια».

235

«Βλακείες!» Ήπιε μονοκοπανιά το ποτό του και μετά, μεσφιγμένα χείλη, βάλθηκε να στριφογυρίζει το άδειο ποτήρι σταχέρια του. «Δεν της έχει φερθεί κανείς με μεγαλύτερη ευγένειααπό εμένα! Ήμουν πάντα κύριος απέναντί της, γλυκομίλητοςκαι ήρεμος σαν αληθινός ιππότης. Ούτε μήλο δεν είχα τολμήσεινα καθαρίσω μπροστά της, μην τυχόν και φοβηθεί βλέποντάς μενα κρατάω μαχαίρι. Σεβόμουν το ασυνείδητό της κρατούσαπάντα μακριά αυτά που την τρόμαζαν και δεν έχανα ποτέ τηνψυχραιμία μου μπροστά της: δεν έβριζα, δε φώναζα, απέφευγατην όποια μορφή βίας και της φερόμουν σαν να ήταν ένα μικρό,εύθραυστο στολίδι. Γιατί στο διάβολο δεν ένιωσε έλξη γιαμένα, λοιπόν;» είπε κοκκινίζοντας ολόκληρος από θυμό. «Έχωφτάσει στο σημείο να εξευτελίζω γυναίκες και να μηνξεκολλάνε από πάνω μου. Είμαι άψογος στη μία και μοναδικήπου μ’ ενδιαφέρει αληθινά, κι εκείνη δε γυρίζει ούτε να μεκοιτάξει. Δεν μπορώ να το χωνέψω αυτό. Δεν μπορώ να τοκαταπιώ με τίποτα, πατέρα!»

«Είσαι ωραίος άντρας», είπε ήρεμα ο Πέτρος. «Έχεις τα πάντα,δε σου λείπει τίποτα. Ξέχνα τη Σάνια», τον συμβούλεψε. «Γιακείνη θα είσαι πάντα ο μεγάλος της αδερφός. Αν διεκδικήσειςκάτι περισσότερο, θα την πληγώσεις. Ίσως παραπάνω απ’ όσοθα πληγωθείς εσύ από την απόρριψή της».

«Δε θα μ’ απορρίψει». Σηκώθηκε και έδεσε τη ζώνη της ρόμπαςτου. «Θα κάνω υπομονή. Και θα είμαι εκεί όταν θα αναζητήσειξανά βοήθεια. Η Σάνια δεν είναι παιχνίδι για μένα, πατέρα. Δενείναι απλώς μια πληγή στον εγωισμό μου. Είμαι ερωτευμένοςμαζί της, το έχεις καταλάβει. Και όταν έρθει η ώρα, θα τηδιεκδικήσω».

Έφυγε χωρίς να δει τον πατέρα του να κουνά

236

προβληματισμένος το κεφάλι. Ο γιος του είχε την τόλμη και τηνπίστη, αλλά εκείνος είχε την πείρα. Κανένας μονόπλευροςέρωτας δεν έχει οδηγήσει ποτέ στην ευτυχία. Αντιθέτως, ηκατάληξή του είναι πάντα, με μαθηματική ακρίβεια, η τραγωδία.

Κάποτε θα πρέπει να ήταν ένα ονειρεμένο παιδικό δωμάτιο.

Η Σάνια προσπάθησε να tl φανταστεί χωρίς την ξεφτισμένημπογιά των τοίχων και τους τόνους σκόνης που είχαν αλλάξειχρώμα στα έπιπλα. Στο δικό της δωμάτιο επικρατούσεπερισσότερη τάξη απ’ ό,τι στου Ρωμανού. Είδε μια μικρήπορτοκαλιά βιβλιοθήκη γεμάτη σχολικά βιβλία και παραμύθια,ένα όμορφο ξύλινο κρεβάτι με πάπλωμα και μαξιλάρι στο ίδιοκυπαρίσσι χρώμα, μια καρέκλα σαν θρόνο πριγκίπισσαςμπροστά από το γραφείο σε σχήμα αχιβάδας κι ένα πορτοκαλίψάθινο καλάθι σίγουρα ακόμα γεμάτο με παιχνίδια.

«Δεν πείραξαν τίποτα;» θέλησε να μάθει.

«Η Μαρία μου είπε πως όχι», της απάντησε ο Άλεξ, χωρίς ναχάνει ούτε για κλάσμα δευτερολέπτου τις αντιδράσεις της.«Μετά τις έρευνες της αστυνομίας, όλα τα δωμάτιασφραγίστηκαν και παρέμειναν ακριβώς όπως τότε. Αυτή θαπρέπει να ήταν η σχολική σου τσάντα», της είπε δείχνοντας σεμια γωνιά. «Από τότε—’»

Η Σόγια πλησίασε διστακτικά την τσάντα, κι αφού γονάτισε στοπάτωμα, την άνοιξε. Προσπαθώντας να κρατά το χέρι τηςσταθερό, έβγαλε από μέσα ένα σχολικό τετράδιο. Η ετικέταέγραφε «Τηράδω

Γραμματικής, της μαθήτριας Σανίας Παρίση-Κατρά, σχολικόέτος 19891990».

237

Το άνοιξε δαγκώνοντας τα χείλη, για να μην τρέμουν κι αυτάόπως ολόκληρο το κορμί της. Πρώτη φορά έβλεπε τον παιδικόγραφικό χαρακτήρα της. Πρώτη φορά στα τόσα χρόνια έπαιρνεαληθινή γεύση από την παιδική της ζωή όπως ήταν, κι όχι όπωςτη φανταζόταν. Τι ωραία στρογγυλά γράμματα που έκανε! Πόσηπερηφάνια τη γέμιζαν τα δεκάρια που έβλεπε στο κάτω μέροςτων σελίδων! Σίγουρα δε θα είχε απογοητεύσει ποτέ τουςδασκάλους της, και τώρα ήξερε με βεβαιότητα πως ένα κομμάτιτης ζωής της θα ακολουθούσε την ίδια πορεία ακόμα κι αν δενείχε συμβεί η τραγωδία. Οι σπουδές θα ήταν επιλογή της, δε θατην καθοδηγούσαν άλλοι για να τις κάνει. Θα είχε πάρει καιπάλι πτυχίο. Θα αρίστευε παντού και τα βήματά της θακατέληγαν στο πανεπιστήμιο χωρίς να την πιέσει κανένας.

Ήταν υπέροχο να το ξέρει αυτό. Κι η ανακούφιση που ένιωσετης έφερε ένα χαμόγελο..

Ξαφνικά συνοφρυώθηκε. Καθώς ξεφύλλιζε το τετράδιο, έφτασεστις τελευταίες γραμμένες σελίδες. Οκτώβριος τον 1989,διάβασε. Γράμματα τρεμάμενα, γεμάτα ταραχή. Βαθμός έξι.Όλες οι μέρες τού Οκτωβρίου την ίδια πορεία έδειχναν. Οιβαθμοί της δεν ξεπερνούσαν το επτά και ο γραφικός τηςχαρακτήρας θύμιζε πιτσιρίκι του νηπιαγωγείου.

Πέταξε το τετράδιο μακριά λες και της έκαψε τα χέρια. Ξεχνώντας πως ο άντρας την παρακολουθούσε άγρυπνα, αναζήτησεάλλα τετράδια, στη βιβλιοθήκη της αυτή τη φορά.Αδιαφορώντας για τη σκόνη, έβγαλε μερικά απ’ τη θέση τουςκαι άρχισε να τα ανοίγει ένα ένα. Οι υποψίες τηςεπαληθεύτηκαν: όλα ήταν άψογα, οι επιδόσεις της άριστες· ογραφικός χαρακτήρας της σταθερός, καθαρός, ευανάγνωστος.

«Τι μου είχε συμβεί λίγο πριν τις δολοφονίες;» αναρωτήθηκε

238

μεγαλόφωνα συγκρίνοντας τα τετράδια και δείχνοντάς του.«Γιατί αυτή η ξαφνική πτώση;»

Ο Άλεξ έβαλε τα χέρια στις τσέπες. Δεν του ήταν καθόλουευχάριστο να τη βλέπει να βασανίζεται. «Μπορεί να ξέρει οΡωμανός», είπε. «Ίσως θα πρέπει να τον ρωτήσεις».

«Δε θα μου πει, επειδή νομίζει ότι δεν τον πιστεύω».

«Δοκίμασε να τον πείσεις πως τον πιστεύεις», τη συμβούλεψε.

«Είναι έξυπνος. Θα καταλάβει».

«Δοκίμασε να τον πιστέψεις πραγματικά τότε, Σάνια. Θαεκπλαγείς αν μάθεις πόσες αλήθειες αποδείχτηκε ότι μου ’χεπει, όταν εγώ, ο δήθεν εξαιρετικός ψυχίατρος, ήμουν έτοιμος ναπάρω όρκο πως ήταν ψέματα».

«Δεν είχα το μυαλό μου στα μαθήματα εκείνο τον Οκτώβριο—»μονολόγησε ζορίζοντας το μυαλό της να της δείξει λίγο φως.Έκλεισε τα μάτια κι έτριψε τους κροτάφους της. Τίποτα μαύρητρύπα πάλι, σκοτάδι.

«Ο φόνος έγινε στις 22 Οκτωβρίου εκείνης της χρονιάς», τηςθύμισε, παρότι ήξερε ότι ήταν περιττό. «Η αλλαγή στην επίδοσήσου φάνηκε ένα μήνα μετά το άνοιγμα των σχολείων, κατά τις12 Οκτωβρίου. Τώρα που το σκέφτομαι, μπορεί να μη γνωρίζειτίποτα γι’ αυτό ο Ρωμανός, Σάνια. θα μου το είχε αναφέρει.Προφανώς το κράτησες μέσα σου. Κι αν ήσουν τόσοεξωστρεφής όσο μου έχει πει, τότε θα πρέπει να υποθέσουμεότι πρόκειται για κάτι σοβαρό. Κάτι που δεν τολμούσες ναμοιραστείς με κανέναν ούτε καν με εκείνον, που τονεμπιστευόσουν τυφλά· και του είχες αδυναμία· »

239

«Δεν μπορώ να θυμηθώ· » μουρμούρισε με αγωνία. «’Οτανθέλω, δεν μπορώ να θυμηθώ το παραμικρό! Αχ, γιατί να είναιόλα τόσο δύσκολα και μπερδεμένα;»J

«Μη ζορίζεσαι·» -πήγε να πει «πριγκιπέσα», αλλά κρατήθηκετην τελευταία στιγμή«Σάνια·» πρόσθεσε ξεφυσώντας.

«Αν δε ζορίίπώ, δε θα καταφέρουμε τίποτα!» Η αγωνία τηςεκφράστηκε με ακατάπαυστα νευρικά βήματα απ’ τη βιβλιοθήκηως την πόρτα και πάλι πίσω. «Κάθε μέρα που περνά,διαισθάνομαι όλο και βαθύτερα πως ο Ρωμανός δεν είχε καμίασχέση με αυτό το φόνο. Πώς θα το αποδείξω όμως, αν δενμπορώ να θυμηθώ τα πιο σημαντικά; θέλω να μου μιλήσεις γι’αυτόν· » είπε ξαφνικά, μόλις ο υστερικός βηματισμός τηςσταμάτησε ακριβώς μπροστά του. «Πριν πάμε να τονξαναδούμε, θέλω να ξέρω ακριβώς με ποιον άνθρωπο έχω νακάνω».

Ο Άλεξ κοίταξε τη μικρή λαμπερή κουκκίδα πίσω από τιςβρόμικες κουρτίνες. Ξημέρωνε. «Προς το παρόν πρέπει ναφύγουμε απ’ αυτό το σπίτι», είπε.

«Δεν έχουμε δει ακόμα το— το— εκείνο το δωμάτιο—»

«Ίσως θα πρέπει να το δεις όταν πειστείς πως ο Ρωμανός είναιαθώος».

Έκανε ένα βήμα πίσω. Δεν άντεχε να την έχει τόσο κοντά του.Τα γεμάτα ελπίδα μάτια της έδειχναν να έχουν τη δύναμη ναβγάλουν από πάνω του όλες του τις μάσκες. Ξυπνούσε μέσατου συναισθήματα που δεν ήθελε να νιώθει, π’ ανάθεμά τη! Δενήθελε ούτε να την προστατεύει σαν στοργικός πατέρας ούτε νατην κανακεύει σαν αδερφός ούτε να την ποθεί σαν εραστής.

240

Ειδικά αυτό το τελευταίο ήταν εξαιρετικά επικίνδυνο. Αν θες νακερδίσεις μια παρτίδα σκάκι, απαγορεύεται να λυπάσαι ταπιόνια σου. Οφείλεις να είσαι πάντα έτοιμος να τα θυσιάσεις γιανα νικήσεις.

«Φοβάσαι μήπως δα) λάθος εικόνες;» επέμεινε η Σάνια. «Αυτόφοβάσαι, Άλεξ;»

«Ναι».

«Είναι δυνατόν να επινοήσει ο εγκέφαλος μια παραλλαγμένηεκδοχή της πραγματικότητας;»

«Το ξέρεις πως είναι». Άθελά του, ο τόνος του έγινε κάπωςεπιθετικός. «Σίγουρα έχεις κάνει την ίδια ερώτηση και σεάλλους γιατρούς, και σίγουρα έχεις πάρει την ίδια απάντηση.Πολλά μπορεί να κάνει ο εγκέφαλος όταν πρόκειται για τηναυτοπροστασία του. Αν σε βολεύει να είναι στ’ αλήθεια ένοχοςο Ρωμανός, Σάνια, γιατί να μη σε πείσει γι αυτό το μυαλό σου;»

«Θύμωσες; Έκανα κάτι που—» «Καλύτερα να πάμε ναετοιμαστούμε», την έκοψε. «Θα ’ρθει η ώρα για το τελευταίοδωμάτιο και το υπόγειο. Ας μη βιαζόμαστε. Ποτέ δε βιάζομαιστη δουλειά μου».

«Εγώ δεν είμαι· δουλειά», του πέταξε θιγμένη.

«Δουλειά όχι», συμφώνησε. «Είσαι όμως το εργαλείο μου, καιδε σου το ’κρυψα ποτέ».

Σαν να μπήκε κάποιο διαβολάκι μέσα της, ύψωσε το πιγούνι μεπείσμα και τον κοίταξε προκλητικά. «Σου πέρασε απ’ το μυαλόη τραγική πιθανότητά να πάψεις να με βλέπεις σαν απλό

241

εργαλείο· Αλεξ;»

Αν ήταν άλλη στη θέση της, θα την είχε κάνει να καταπιεί τηγλώσσα της μαζί με το θράσος της και μετά να πνιγεί κι απ’ ταδυο. «Όχι», της είπε χαμογελώντας γλυκά. «Μήπως πέρασε απ’το δικό σου μυαλό· Σάνια;»

«Απ’ το δικό μου μυαλό περνούν και φεύγουν διάφορα. Δενμπορώ να σου δώσω αξιόπιστη απάντηση».

«Πες μου· » Της χαμογέλασε λοξά και την κοίταξε, κρύβονταςόπως μπορούσε την επιθυμία του να της βάλει τις φωνές για τηνεπιπολαιότητά της. «Αν δεν είχες απέναντί σου έναν άνθρωποσαν κι εμένα, θα του έκανες τις ίδιες ερωτήσεις; Θα τονπροκαλούσες να πάψει να σε σέβεται, Σάνια;»

Ένιωσε αφόρητη ντροπή. «Όχι», παραδέχτηκε.

«Δεν ξέρω αν πρέπει να κολακευτώ ή να προσβληθώ με τηναπάντησή σου. Είναι κολακευτικό να σε θεωρεί μια όμορφηκοπέλα όπως εσύ τέρας αυτοκυριαρχίας και πειθαρχίας, αλλάείναι επίσης εξίσου προσβλητικό το ότι υποθέτεις πως δε θαέκανα ποτέ ό,τι θα έκανε ένας οποιοσδήποτε άλλοςφυσιολογικός άντρας σι η θέση μου: ν’ αρπάξω την ευκαιρία καινα μεταφέρω τη συνεργασία μας και στο κρεβάτι».

«Δεν είσαι τέτοιος άνθρωπος— » μουρμούρισε ένοχα.

«Ασφαλώς», την καθησύχασε. «Δεν κινδυνεύεις από μένα. Ό,τικι αν κάνεις, θα σε δω όπως πρέπει να σε δω. Ακόμα κι αναποφασίσεις να τριγυρνάς μπροστά μου θεόγυμνη, θα σαιπάντα το εργαλείο μου: ελκυστικό, ναι, αλλά τίποταπερισσότερο και τίποτα λιγότερο από ένα καλό εργαλείο. Έγινα

242

σαφής, δεσποινίς Παρίση;»

«Μάλιστα», είπε αυθόρμητα, και νευρίασε που ακούστηκε σανμεταμελημένη άτακτη μαθήτρια.

Πήγε να τον προσπεράσει για να φύγει, αλλά της έφραξε τοδρόμο με το σώμα του. «Μια ερώτηση ακόμα—» είπε.

«Απ’ ό,τι φαίνεται, δεν μπορώ να την αποφύγω».

«Τι θα ’κάνες αν αντί για μένα έπρεπε να συνεργαστείς μ’ έναντύπο σαν τον Ρωμανό Κατρά, Σάνια;»

«Είναι εύκολη η απάντηση, κύριε Γκρέι. Δε θα συνεργαζόμουν.Θα προτιμούσα την αμνησία».

Ο Άλεξ την άφησε να φύγει και έμεινε μόνος για λίγο.

Έπρεπε να καταλαγιάσει μέσα του η οργή που του γέννησανεκείνα τα λόγια.

ΚΛΙΝΙΚΗ ΨΥΧΙΚΩΝ ΝΟΣΗΜΑΤΩΝ, ΚΑΠΟΥ ΣΤΗΝΑΘΗΝΑ

«Δεν μπορεί να ’ρθει να σε δει, μαμά. Λυπάμαι. Σ’ το έχω πειτόσες φορές· »

Η Μαρία φίλησε το ζαρωμένο μέτωπο της μητέρας της και τηςχάιδεψε το μάγουλο για να την ηρεμήσει. «Είναι στη φυλακή καισε σκέφτεται. Θα αποδείξει πως είναι αθώος. Έχει βρει τοντρόπο· »

Η γυναίκα χαμογέλασε όπως μπορούσε, μα αυτό πουσχηματίστηκε στο πρόσωπό της ήταν περισσότερο γκριμάτσα

243

παρά χαμόγελο. Κατά έναν παράξενο τρόπο, έδειξε να πείθεται.Η ανάσα της επανήλθε στους φυσιολογικούς ρυθμούς κιέκλεισε τα μάτια για να απολαύσει το χάδι της κόρης της. «Σουείπα πως φταίει η Σάνια;» ρώτησε με τα μάτια κλειστά.

«Δεν μπορεί να φταίει η Σάνια, μαμά— »

«Ναι, ναι— φταίει. Εγώ το ξέρω— το ξέρω—» «Αχ, μαμά—»

«Θέλω να τη δω—»

«Δεν πρόκειται να το επιτρέψω αυτό». Ακούστηκε σκληρή,αλλά έπρεπε. «Έχει κι αυτή βασανιστεί αρκετά στη ζωή της. Θατην ταράξεις».

«Θέλω να της ζητήσω συγγνώμη».

«Εντάξει, εντάξει—» είπε ria να κόψει την κουβέντα.

«Δεν ήμουν καλή μαζί της, δεν ήμουν—»

«Πρέπει να φύγω, μαμά. Μη στεναχωριέσαι για τη Σάνια.Ακόμα κι αν θυμηθεί αυτό που νομίζεις ότι της έκανες, θα σεσυγχωρέσει. Είναι καλό κορίτσι».

«Ναι, είναι». Άλλο ένα δάκρυ κύλησε στο μάγουλό της. «Δεμοιάζει μ’ αυτή! Τώρα το ξέρω. Δεν μπορεί να της μοιάσει».

«Θα ’ρθω πάλι όποτε μπορέσω», της υποσχέθηκε η Μαρία καιτη φίλησε. «Θέλω να είσαι καλή με τους γιατρούς και ναπαίρνεις τα φάρμακά σου. Πρέπει να φροντίζεις κι εσύ λίγο τονεαυτό σου. Δε θέλεις να είσαι γερή και δυνατή όταν θα ξαναδείςτον Ρωμανό;»

244

«Θέλω».

«Μπράβο». Φόρεσε το παλτό της και την αποχαιρέτισε.

Δεν πρόλαβε να δει το όμορφο, αυτή τη φορά, χαμόγελο στοπρόσωπο της Μελίνας.

To σπιτάκι ήταν χτισμένο ακριβώς δίπλα στο κύμα σε κάποιοναπ’ τους αμέτρητους γραφικούς κόλπους της βόρειας Εύβοιας.Είχαν πάει ως εκεί μ’ ένα νοικιασμένο τζιπ φορτωμένο με τιςαποσκευές τους και εφόδια για μια βδομάδα. Είχαν ξεκινήσειγύρω στις δέκα το βράδυ, και τώρα η ώρα ήταν δύο. Θα είχανφτάσει πολύ νωρίτερα, αλλά ο Άλεξ είχε προσποιηθείκάμποσες φορές ότι συμβουλευόταν τον οδικό χάρτη για να μηχάσει τον προσανατολισμό του. Στην πραγματικότητα, ήξερεπολύ καλά πού βρισκόταν το σπίτι. Όταν είχε μάθει ότι οπατέρας του το είχε αγοράσει για να στεγάζει τον παράνομοέρωτά του με τη Μιράντα Βαλέρη, είχε πάει τότε να το δει απόκοντά κρυφά, φυσικά. Ήταν κι αυτή η επίσκεψη μία από τιςπολλές κινήσεις που είχε προτιμήσει να κάνει εν αγνοία τωνυπολοίπων.

Το σπίτι εγκαταλείφθηκε από την πρώτη στιγμή που η ΜιράνταΒαλέρη-Παρίση έγινε κι επίσημα κυρία Κατρά. Δεν πουλήθηκεποτέ, ωστόσο. Ο Άλεξ είχε αποδώσει την άρνηση του πατέρατου να το πουλήσει στις αναμνήσεις του. Για τον Αλέξανδροήταν πολύτιμες, μικρές κρυφές στιγμές που κρατούσαν μέσωτης αναπόλησής τους άσβεστο το πάθος του.

Τίποτα δεν είχε αλλάξει. Εξακολουθούσε να μοιάζει με ερωτικήφωλιά ικανή να χωρέσει την ευτυχία δύο ανθρώπων. Ήτανμικρό, λειτουργικό και άνετο. Διέθετε μεγάλο καθιστικό,πλήρως εξοπλισμένη κουζίνα, ευρύχωρο λουτρό και μία

245

κρεβατοκάμαρα. Ήταν όλο στρωμένο με παχιές μοκέτες σεζεστό μπεζ χρώμα. Είχε κατασκευαστεί εξ ολοκλήρου απόξύλο, και στην πρόσοψή του δέσποζε μια τεράστια βεράντα μεξύλινα κάγκελα, σκαλιστή κουπαστή και πέργκολα. Ηπαλιομοδίτικη σιδερένια κούνια βρισκόταν ακόμα στη μία τηςάκρη κι ένα μεγάλο κιούπι, γεμάτο με ξερόχορτα τώρα,στεκόταν στην άλλη.

Η Σάνια χάζευε το σπίτι με έκφραση ονειροπόλα. Άνοιγεντουλάπια και περιεργαζόταν τα μικροαντικείμενα μεενθουσιασμό μικρού παιδιού. Δεν του είχε κάνει ερωτήσειςπρος το παρόν, αλλά, αν του έκανε, ο Άλεξ θα της έλεγε τηναλήθεια. Ήταν αποφασισμένος να φτάσει το μαχαίρι στοκόκαλο. Κάθε μέρα που περνούσε κρατούσε το φίλο του στηφυλακή και τον εαυτό του σε ατέλειοπη αγωνία.

«Είπες πως το σπίτι ανήκει στη Μαρία», φώναξε η Σάνιαέχοντας το κεφάλι χωμένο στο ντουλάπι κάτω απ’ το νεροχύτη.Εκείνος στηριζόταν στο οβάλ ξύλινο τραπέζι και κοιτούσε ταχαριτωμένα της οπίσθια που κουνιόνταν ρυθμικά καθώςπροσπαθούσε να συμμαζέψει τα μπουκαλάκια που ανακάλυπτε.

«Τώρα πια», έγινε πιο συγκεκριμένος. «Κάποτε ανήκε στονπατέρα της. Μου είπε πως το διατηρούσε για να περνά μερικάπαράνομα Σαββατοκύριακα με τη μητέρα σου».

Η είδηση την τάραξε τόσο γ ολύ, που πετάχτηκε απότομα καιχτύπησε το κεφάλι της στο ντουλάπι. Μπουσούλησε άτσαλαπρος τα πίσω, σηκώθηκε παραπατώντας, έτριψε το πονεμένοσημείο και τον κοίταξε ταραγμένη. «Με τη μητέρα μου;»

«Γιατί απορείς; Σίγουρα θα έχεις διαβάσει τον Τύπο της εποχής.Ήταν πολύ μεγάλο το σκάνδαλο. Όταν ο Αλέξανδρος Κατράς

246

έκανε σχέση με τη μητέρα σου, ήταν ακόμα παντρεμένος».

«Κάθε πότε έρχονταν εδώ;»

«Δύο φορές το μήνα ή και παραπάνω. Έφταναν Παρασκευή καιέφευγαν Δευτέρα πρωί. Το ομολόγησε αργότερα, φυσικά», τηςείπε χωρίς να δείχνει κανένα απολύτως συναίσθημα. «Αμέσωςμόλις την παντρεύτηκε».

«Πού με άφηνε εμένα;» ρώτησε με παράπονο, ξεχνώντας πως οΆλεξ Γκρέι ήταν ξένος, και άρα δε θα μπορούσε να έχει όλεςτις απαντήσεις.

«Στη θεία σου, προφανώς. Απ” όσο ξέρω, ήταν πάντα πρόθυμηνα σε φροντίσει».

«Δεν έχει σημασία», παρέστησε την άνετη, αλλά αμέσως μετάέκλεισε εκείνο το ντουλάπι με μια ξεγυρισμένη κλοτσιά.«Βρομάει εδώ μέσα! Θα πρέπει να καθαρίζω όλη νύχτα για ναγίνει ξανά κατοικήσιμο το μέρος. Έχει ένα σωρό σκόνη καιείναι γεμάτο αράχνες. Μυρίζει κλεισούρα και· » «Εγώ πάω νατακτοποιήσω τα πράγματά μου», την έκοψε συγκρατώντας έναχαμόγελο. Έδειχνε έτοιμη να γκρεμίσει τους τοίχους με τα ίδιατης τα χέρια. «Αν χρειαστείς κάτι, φώναξέ με. Μόνο, σεπαρακαλώ, μην ανάψεις όλα τα φώταμε ενοχλούν».

Δε χρειάστηκε παραπάνω από δέκα λεπτά για να βολευτεί.Άφησε τα ρούχα του στο δερμάτινο σακβουαγιάζ του καιμετέτρεψε ένα ξύλινο τραπέζι σε γραφείο τοποθετώντας τοφορητό του υπολογιστή, γραφική ύλη και δύο βιβλίαδιακεκριμένων ψυχιάτρων που υποτίθεται ότι θα μελετούσε.Έπειτα έστρωσε στον καναπέ ένα σεντόνι που του είχε δώσει ηαδερφή του και μια κουβέρτα, που φρόντισε να την τινάξει

247

σχολαστικά, όταν η Σάνια άρχισε να σκουπίζει με μανία τοσαλόνι. Την είχε μελετήσει· είχε προσέξει πως στο σπίτι τηςεπικρατούσε τάξη και καθαριότητα. Και μπορεί εκείνος στοκτήμα του να λειτουργούσε σαν γνήσιος εργένης παρατώνταςτα προσωπικά του αντικείμενα στα πιο απίθανα μέρη, όμωςτώρα έπρεπε να υιοθετήσει ξανά τις συνήθειες του παλιού τούεαυτού: εκείνου που είχε τη δύναμη κάποτε να εμπνεύσει σ’ έναμικρό κορίτσι το θαυμασμό και το πρώτο άγουρο καρδιοχτύπι.

Δεν εκδήλωσε την παραμικρή ενόχληση που η παρέλασή της μετους κουβάδες και τα σφουγγαρόπανα έδειχνε να συνεχίζεταιμε αμείωτη ένταση ακόμα και όταν κόντευε πια πέντε το πρωί.Προσφέρθηκε κάμποσες φορές να τη βοηθήσει, αλλά εκείνηπάντοτε αρνιόταν. Ήταν πασιφανής ο λόγος: έπρεπε ναδιοχετεύσει κάπου τη νευρικότητά της, και το πάτωμα τηςφαίνονταν ιδανικό γι αυτό το σκοπό.

«Κύριε Γκρέι, δε σας χωράει ο καναπές», του είπε κάποιαστιγμή, ενώ εκείνος παρίστανε τον μισοκοιμισμένο. «Μεακούτε, κύριε Γ κρέι;»

«Ας συμφωνήσουμε να καταργήσουμε επιτέλους τονπληθυντικό». Τράβηξε την κουβέρτα, ανακάθισε κι έπνιξε ένααληθοφανές χασμουρητό. Τεντώθηκε κιόλας. Ήθελε ναβεβαιωθεί πως θα ενέκρινε τις ωραίες μεταξωτές πιτζάμες τουμε τους ρόμβους. Κι ο πάππους της, αν ζούσε, μάλλον τέτοιεςθα φορούσε. Ποια γυναίκα δε θα ένιωθε ασφαλής απέναντι σ’έναν άντρα με τόσο φρικτές πιτζάμες; Απ’ το ύφος της καιμόνο, κατάλαβε πως ήταν έτοιμη να του προσφέρει καιχαμομήλι.

«Εντάξει λοιπόν, Άλεξ, θα το επαναλάβω: αυτός ο καναπές δεσε χωράει».

248

«θα βολευτώ. Η μία και μοναδική κρεβατοκάμαρα σου ανήκει.Τι σόι κύριος θα ήμουν αν δε σου την παραχωρούσα;»

«Το εκτιμώ, αλλά αφού εγώ δεν πρόκειται να κοιμηθώ σ’εκείνο το κρεβάτι, είσαι ελεύθερος να πας».

Κούνησε το κεφάλι του με κατανόηση. Το· αμαρτωλό δωμάτιοτης φαινόταν χειρότερο κι από φέρετρο. Όταν η μητέρα τηςκοιμήθηκε σ’ αυτό, ο πατέρας του ήταν ακόμα εραστής της.Ήξερε μέχρι και τι εικόνες περνούσαν απ’ το μυαλό της. Τιςδιάβαζε πεντακάθαρα στα πορφυρά της μάγουλα και στον τρόποπου δάγκωνε τα χείλη της.

«Έχω να προτείνω κάτι καλύτερο». Είδε τα φρύδια της ναυψώνονται με απορία. «Να μεταφέρω εδώ το στρώμα απόμέσα, και να μοιραστούμε το σαλόνι, θα είμαι κοντά σου ανάπάσα στιγμή, κι επιπλέον δε θα χρειαστεί να καθαρίσεις τουπνοδωμάτιο. Τι λες;»

Δε χρειάστηκε να το σκεφτεί. Το πρόσωπό της φωτίστηκεαμέσως. Ο Άλεξ ένιωσε μεγάλη ικανοποίηση με αυτή τηνεξέλιξη. Αν και νωρίς ακόμα, η παρουσία του στο πλευρό τηςέδειχνε να της είναι απαραίτητη. Φοβόταν τις κρίσεις της, καιτώρα που βρίσκονταν αρκετά χιλιόμετρα μακριά απ’ τοπλησιέστερο κένιρο υγείας, τον έβλεπε σαν σανίδα σωτηρίας.

«Είσαι πολύ καλός άνθρωπος», του είπε ντροπαλά. «Εσύ τοσιρώμα κι εγώ τον καναπέ», πρόσθεσε με ύφος που δε σήκωνεαντιρρήσεις. «Θα κοιμηθώ κάνα δυο ώρες και μετά θα σηκωθώνα μαγειρέψω.

Αφού σε ξεσπίτωσα, θα φροντίσω τουλάχιστον να σεπεριποιηθώ. Είναι το λιγότερο που μπορώ να κάνω—»

249

«Πάω να φέρω το στρώμα».

«Κάτσε να σε βοηθήσω», προσφέρθηκε αμέσως εκείνηπαρατώντας τον κουβά.

«Δεν είμαι δα και τόσο άχρηστος, κορίτσι μου. Θα τακαταφέρω».

Την προσπέρασε φροντίζοντας να δείχνει αμήχανος κι ανέβηκετα λίγα ξύλινα σκαλιά που οδηγούσαν στο υπνοδωμάτιο. Μόλιςέκλεισε την πόρτα πίσω του, χαμογέλασε σκληρά. Είχε μίαβδομάδα καιρό για να της γίνει απαραίτητος όσο και το οξυγόνοπου ανέπνεε και τώρα ήξερε πως δεν ήταν δύσκολο. Ήδη τομυαλό της ανταποκρινόταν τέλεια στους χειρισμούς του.Απέμενε η ψυχή της, κι αυτή γνώριζε ακριβώς τον τρόπο να τηναιχμαλωτίσει.

Σήκωσε εύκολα το στρώμα απ’ τη θέση του, μπροστά της όμωςέκανε σαν να μετέφερε ολόκληρο βυτίο.

Αντιλήφθηκε το τρυφερό βλέμμα της και έκρυψε έντεχνα τηνικανοποίησή του.

Ξύπνησε πρώτη και κοίταξε το ρολόι. Μόλις οκτώ, διαπίστωσεκατσουφιάζοντας. Από μικρή είχε αυτό το ελάττωμα. Σεπεριόδους έντονου άγχους, όπως όταν έδινε κατατακτήριες στοπανεπιστήμιο, ήταν θαύμα αν κατόρθωνε να συμπληρώνειτέσσερις ώρες ύπνου. Πήγαινε πέρα δωθε ασταμάτητα σανρομπότ και καταπιανόταν με όλες τις δουλειές της νευρικά,επιδεικνύοντας ωστόσο μια τελειομανία που έκανε τους άλλουςνα αγανακτούν. Στην αρχή τη συμβούλευαν να χαλαρώσει, αλλάμε τον καιρό δέχτηκαν την ιδιοτροπία της και δεν της μιλούσαν.Μόνο αντάλλαζαν βλέμματα όλο νόημα κάθε φορά που

250

περνούσε σαν σίφουνας από μπροστά τους κρατώντας πότεβιβλία, πότε άλλου είδους χαρτιά και πότε σφουγγαρόπαναστυμμένα με περίσσεια προσοχή. Η νεύρωση σε όλο της τομεγαλείο.

Ο άντρας που θα την παντρευόταν μια μέρα θα έπρεπε ναδιαθέτει γερό στομάχι για να την αντέξει. Ένα στομάχι σαν τουκύριου Γκρέι, για παράδειγμα. Ούτε στιγμή δε διαμαρτυρήθηκεο κακομοίρης, παρά την κούρασή του. Ανέχτηκε τις μάχες τηςμε τα πατώματα, τους τοίχους και τα κουζινικά χωρίς να βγάλειάχνα. Δεν τον παρεξήγησε που τώρα κοιμόταν με το μαξιλάριπάνω απ’ το κεφάλι του. Ήταν το λιγότερο που μπορούσε νακάνει.

Γονάτισε δίπλα του κι έσκυψε ελαφρά το κεφάλι για να δει τοπρόσωπό του το λίγο δηλαδή που φαινόταν. Η καλύπτρα πουφορούσε στον ύπνο του. ήταγ φτιαγμένη από μαύρο μετάξι καικατά τα φαινόμενα δεν τον ενοχλούσε καθόλου. Τι βάσανο κιαυτό, να πρέπει να κρύβεσαι ακόμα και στον ύπνο σου,σκέφτηκε. Άραγε να κάλυπτε την πληγή κι όταν έμενε μόνος;Δεν άντεχε να το βλέπει ούτε κι ο ίδιος; Η συμπεριφορά τουμέχρι τώρα αυτό της έδειχνε. Ποτέ δεν τον είχε δει καλά στοφως της μέρας. Κι αν εκείνη άναβε τα φώτα από συνήθεια,εκείνος είχε πάντα το νου του να τα χαμηλώνει.

Την έπιασε τρομερή περιέργεια για την προσωπική του ζωή. Σετι σπίτι να ζούσε; Πώς περνούσε τις μέρες του; Και το ιατρείοτου στο Παρίσι πώς να ήταν; Σίγουρα μισοσκότεινο κι αυτό, γιανα νιώθει άνετα απέναντι στους ασθενείς του—

Τον είδε να αναδεύεται και σηκώθηκε σαν αυτόματο από φόβομη την τσακώσει να τον παρατηρεί. Νυχοπατώντας πλησίασε τοανοιχτό του σακβουαγιάζ δίπλα στο πρόχειρο γραφείο του. Δεν

251

ήταν του χαρακτήρα της να ψαχουλεύει ξένα πράγματα, αλλάεκείνη τη στιγμή ο πειρασμός ήταν πιο δυνατός απ’ τις αρχέςτης. Βεβαιώθηκε με μια ματιά ότι ο άντρας κοιμόταν ακόμα, καιτράβηξε το πρώτο ρούχο: ένα γκρι πουλόβερ από κασμίρι πουέφερε δυο φαρδιές λωρίδες στο χροίμα του μολυβιού. Έδειχνεολοκαίνουριο. Και τα υπόλοιπα ρούχα του έμοιαζαν ενιελώςαφόρετα. Είχαν τη χαρακτηριστική μυρωδιά του καινούριου καιτις τσακίσεις της συσκευασίας τους. Άλλο ένα πουλόβερ καιδύο παντελόνια· μια ζώνη, λίγα εσώρουχα και μερικά ζευγάριακάλτσες· ένα δερμάτινο τζάκετ με το ταμπελάκι της φίρμας νακρέμεται ακόμα απ’ το μανίκι· ένα ζευγάρι παντόφλες χωρίςίχνος φθοράς στις δερμάτινες σόλες τους.

Παραξενεύτηκε. Αποκλείεται να μην ήξερε τον προορισμό τουςπριν ετοιμάσει τις αποσκευές του. Πού ήταν τα πρόχειρα,καθημερινά ρούχα που θα χρειαζόταν ένας φυσιολογικόςάνθρωπος; Γιατί ήταν όλα ολοκαίνουρια; Δεν μπορούσε ναφανταστεί τον Άλεξ Γκρέι, έναν άνθρωπο με μηδαμινήματαιοδοξία, να ανανεώνει την γκαρνταρόμπα του για να έρθεισε μια ξένη χώρα και να αναζητήσει την αλήθεια για έναδολοφόνο. Δεν ήταν λογικό, και φαινόταν εντελώς αταίριαστομε το χαρακτήρα του.

Τοποθέτησε με προσοχή τα ρούχα πίσω στη θέση τους καιπλησίασε το γραφείο του. Δεν μπορούσε να συγκρατηθεί.Αγνόησε τα δύο ογκώδη βιβλία δίπλα στον υπολογιστή, κι αφούέριξε μια ένοχη ματιά προς το μέρος του, βεβαιώθηκε ότικοιμόταν ακόμα και άνοιξε το δερματόδετο μπλοκ που βρήκεμπροστά της.

Ο καλλιγραφικός του χαρακτήρας την ηρέμησε κάπως. Τηςήταν οικείος με έναν τρόπο που έδιωξε μακριά κάθε δυσάρεστη

252

σκέψη. Έσυρε τα δάχτυλά της πάνω στις γραμμένες προτάσειςκαι, χωρίς να ξέρει γιατί, χαμογέλασε. Ένιωσε σαν να είχεξαναζήσει τη στιγμή. To deja-vu της αυτή τη φορά δεν ήτανκαθόλου δυσάρεστο. Για μια στιγμή είδε τον εαυτό της πάνωαπό ένα άλλο τετράδιο, πολλά χρόνια πριν, να διαβάζει μεκρυφό ενθουσιασμό τις γραμμένες αράδες.

Ο Ρωμανός ήθελε να γίνει συγγραφέας.

Η διαπίστωση την έκανε να παγώσει. Πώς στην ευχή της ήρθεαυτή η σκέψη, κι ένιωθε μάλιστα τόση βεβαιότητα ότι είχεδίκιο; Η ομοιότητα στο γραφικό χαρακτήρα θα πρέπει ναέφταιγε. Είχε δει τις σημειώσεις του όταν είχαν πάει στησοφίτα, τις προάλλες. Έτσι έγραφε κι εκείνος: καλλιγραφικά, μεελαφριά κλίση στη φορά των γραμμάτων, χωρίς ίχνοςπροχειρότητας. Το κάπα ήταν απαράλλακτο, μάλιστα. Παρότιαυτές οι σημειώσεις ήταν στα γαλλικά, το κάπα δεν άλλαζε:είχε μια χαρακτηριστική ουρά στο κάτω μέρος του, που θύμιζεσπαθί.

253

Ανατρίχιασε.

Ήταν σύμπτωση φυσικά, το ήξερε, αλλά ακόμα κι έτσι, έφτανεκαι περίσσευε για να της έρθει η ανάμνηση: Ο Ρωμανός ήθελενα γίνει συγγραφέας.

«Σε προτιμούσα όταν φερόσουν σαν κινητή χειροβομβίδα»,άκουσε ξαφνικά τη βραχνή φωνή του. Τα μάτια της κινήθηκανπρος το μέρος του κι έμειναν εκεί, άψυχα σαν αγάλματος. Τονείδε να πετά την κουβέρτα και να σηκώνεται. Οι απαίσιεςπιτζάμες του δεν είχαν καμία σημασία πια. Αυτό που ηετροΰσετώρα ήταν ο όγκος του. Πολύ σωματώδης για επιστήμονας,πρόλαβε να σκεφτεί, πριν ο— όγκος βρεθεί λίγα εκατοστάμακριά της. Πάνω στο φορητό υπολογιστή ήταν τα γάντια του.Τον είδε να τα αρπάζει και να τα φορά αστραπιαία.

«Καλημέρα— » του είπε δειλά. Η ενοχή της ήταν ολοφάνερη.

«Είχα ξεχάσει πόσο περίεργα μπορούν να γίνουν τα θηλυκά»,της πέταξε χωρίς να παίρνει το βλέμμα του από πάνω της,σίγουρα για να την αναγκάσει να χαμηλώσει το δικό της.

Δεν του έκανε τη χάρη. «Δεν έκανα και τίποτα τραγικό! Ανήθελες να κρύψεις τις σημειώσεις σου, δε θα τις άφηνες πάνωστο τραπέζι».

«Σωστά. Σου οφείλω μια ταπεινή συγγνώμη για την κακή μουκρίση. Πίστευα πως ήσουν διακριτική».

«Τα γράμματά σου μοιάζουν με του Ρωμανού», του είπε εκείνηπαραβλέποντας την ειρωνεία.

« Γην ίδια παρατήρηση έκανε κι εκείνος όταν τα είδε».

254

«Το κάπα είναι ολόιδιο».

«Και το άλφα το κάνουμε ολόιδιο. Υπάρχει εξήγηση, σύμφωναμε τους γραφολόγους, αλλά δε σκοπεύω να σου κάνω το χατίρικαι να σου την πω.

Πρέπει πρώτα να βρεις ένα λιγότερο γελοίο λόγο για να μεαντιπαθήσεις».

«Με συγχωρείς—» ψέλλισε ταραγμένη. «Είναι πράγματι γελοίο.Κι εγώ κάνω πολλά ίδια γράμματα με τη Μίνα. Μονάχα πουταράχτηκα, γιατί— γιατί θυμήθηκα κάτι». Κατάπιε με δυσκολίακαι αποφάσισε να του το εξομολογηθεί: «Είμαι σίγουρη πως οΡωμανός ήθελε να γίνει συγγραφέας. Δε μου έλεγε απλώςσυναρπαστικά παραμυθία, τα έγραφε κιόλας».

«Πολυτάλαντος άνθρωπος, έτσι;»

«Και με πολλά μυστικά, που εσύ τα ξέρεις».

Της γύρισε την πλάτη και πήγε στην κουζίνα. Όπως τοπερίμενε, οι προμήθειές τους ήταν ήδη στη θέση τους.Ανακάλυψε εύκολα τη ζάχαρη και τον καφέ, έβαλε τις δόσεις σ’ένα μπρίκι και άναψε το καμινέτο. Ο δικός της καφές ήτανπάνω στο τραπέζι. Δε χρειάστηκε να τη ρωτήσει αν ήθελε νατης φτιάξει.

Την ένιωσε πίσω του με όλες της τις απορίες να χτυπούν σανπαλιρροϊκά κύματα την πλάτη του. Στεκόταν εκεί σαν βρεγμένηγάτα και περίμενε τις απαντήσεις της. Εντάξει, θα τις έπαιρνε,αλλά όχι χωρίς αντάλλαγμα. Ήταν καιρός να κάνει κι εκείνοςτην κίνησή του. Θα κινούσε το πρώτο πιόνι, και γρήγορα.

255

«Μου ζητάς να παραβιάσω το ιατρικό απόρρητο;» Ανακάτεψεαπότομα τον καφέ και πέταξε το κουταλάκι στο νεροχύτη.Καθώς η σιωπή της συνεχιζόταν, περίμενε κι εκείνος να βράσειο καφές και να τον ρίξει στην κούπα. Έπειτα πήγε στοπαράθυρο, έκλεισε νευρικά τις κουρτίνες κι άναψε το φωτάκιτου απορροφητήρα. Πολύ καλύτερα έτσι. Τώρα οι συνθήκεςήταν με το μέρος του ημίφως και σκιές: η ζωή του.

«Κάθισε», την πρόσταξε. Την είδε να υπακούει πειθήνια, κιαφού πήγε να φέρει ένα πούρο από το σακβουαγιάζ του,επέστρεψε και κάθισε απέναντί της. Το έκοψε και το άναψε. Ομικρός βήχας ενόχλησης που ακούστηκε τον έκανε να χαρεί.

Ήταν ευγενικός, αλλά μέχρι ενός σημείου. Σε κανέναν δενέκανε ποτέ καλό το υπερβολικό ντάντεμα.

«Δώσε μου έναν καλό λόγο για να παραβώ τους όρκους μουστην επιστήμη μου», της είπε φυσώντας ακόμα ένα σύννεφοκαπνού. «Πείσε με πως είναι δίκαιο εγώ να μιλάω κι εσύ ναπαραμένεις σιωπηλή».

«Είχαμε συμφωνήσει να· · ·»

«Να μη σε πιέσω και να σου πω ορισμένα πράγματα για τονΡωμανό, το ξέρω», την έκοψε. «Δε σε πιέζω. Ούτε όμωςμπορώ και να σου προσφέρω γεμάτο πιάτο παίρνοντας γιααντάλλαγμα ψίχονλα. Θα είμαι απόλυτα ειλικρινής μαζί σου.Θεωρώ τον Ρωμανό Κατρά και φίλο μου εκτός από ασθενή.Χρειάζομαι κι εγώ γεμάτο πιάτο, Σάνια. Έτσι κάνουν οι ισότιμοισυνεργάτες».

Το χέρι της κουνήθηκε πέρα δώθε για να διαλύσει τον καπνό.Έβηξε ξανά. Περιεργάστηκε τα τραβηγμένα χαρακτηριστικά του

256

προσώπου του, τον τρόπο που έσφιγγε τα χείλη του, τονανεπαίσθητο παλμό σ’ ένα νεύρο κοντά στον κρόταφο που δενέκρυβε η καλύπτρα. Είδε το πιγούνι του να συσπάται, τοβλέμμα του να σκληραίνει. Αυτή η κατάσταση του ήταν εξίσουδύσκολη. Ο Ρωμανός λοιπόν ήταν και φίλος του, πέρα απόασθενής του. Ένας φίλος που είχε στηρίξει πάνω του όλες τουτις ελπίδες για δικαίωση. Τον καταλάβαινε. Η διαίσθησή τηςτης έλεγε να τον εμπιστευτεί, αλλά, πάλι, πώς μπορούσε ναξεστομίσει όλα εκείνα που σκεφτόταν;

Οι λέξεις βγήκαν από μόνες τους, σαν να είχαν τη δική τουςδυναμική, που ήταν πολύ πιο ισχυρή από τις αμφιβολίες της.«Έχω φτάσει να θεωρώ τους πάντες ύποπτους», του έδωσε τογεμάτο πιάτο του. «Όσα έΛω δει μέχρι τώρα όταν επανέρχεται ημνήμη μου, μου δείχνουν πως πολλοί θα προτιμούσαν νεκρή τημητέρα μου. Πολλοί, αλλά όχι ο Ρωμανός. Όχι εκείνος».

«Ποιοι είναι αυτοί οι πολλοί;»

«’Οσοι με περιβάλλουν», βρήκε το κουράγιο να πει. «Ο θειοςμου, η θεία μου, ακόμα και η αδερφή του Ρωμανού. Κανείς δεσυμπαθούσε τη μητέρα μου. Όλοι όσοι αγαπούσαν εμέναμισούσαν εκείνη. Δεν ξέρω γιατί κάνω αυτό το συσχετισμό, μημε ρωτήσεις. Κάθε φορά που συνέρχομαι όμως, έχω την ίδιααίσθηση. Αυτό εισπράττω. Το μόνο άτομο που μισούσε και τιςδυο μας ήταν η μητέρα του· η μητέρα του Ρωμανού. Με είχεπροσβάλει πολύ άσχημα μια μέρα. Δεν της είχα κάνει τίποτα,αλλά με είχε βρίσει— »

«Υποθέτω πως τώρα είναι η σειρά μου». Η φωνή τουακούστηκε άχρωμη, αλλά το μυαλό του αξιολογούσε ήδη τιςπληροφορίες. Αγαπούσε τη μητέρα του, αλλά ποτέ δεν την είχε

257

διαγράψει από τη λίστα των υπόπτων. Ωστόσο, την είχεκαταχωρισμένη τελευταία, γιατί ήδη ήταν στη νευρολογικήκλινική, κουρέλι συναισθηματικά. Όμως δεν ήταν μόνιμακλεισμένη μέσα τότε· έμπαινε για κάποια διαστήματα κι έβγαινεπάλι.

Θα μπορούσε να είχε αναθέσει σε κάποιον άλλο το φόνο τηςΜιράντας. Και πάλι, η Μελίνα Κατρά, παρότι είχε καλό κίνητρονα διαπράξει το φόνο, δεν είχε λόγο να παγιδεύσει τον ίδιο τηςτο γιο. Εκτός κι αν ο πληρωμένος δολοφόνος είχε αυθαιρετήσειγιατί αιφνιδιάστηκε.

Πράγματι, τίποτα δεν είχε πάει σύμφωνα με το σχέδιό τουεκείνο το βράδυ. Όλα είχαν στραβώσει από την απροσδόκητηεμφάνιση τριών ακόμα προσώπων του ίδιου, της Σάνιας και τουπατέρα του. Ήταν φανερό πως είχε ταραχτεί. Ηρέμησε μόνοόταν ήρθε η στιγμή να αναμετρηθεί με τον ίδιο. Έβλεπε το όπλοστο χέρι του και γελούσε πίσω από την κουκούλα του. Ήξερεπως ο Ρωμανός Κατράς δε θα μπορούσε να πυροβολήσει,παρότι ο πατέρας του τον παρακινούσε να το κάνει ενώψυχορραγούσε. Για κάποιο λόγο, το ήξερε. Και σαν να έβλεπεένα πλαστικό παιχνιδάκι να τον σημαδεύει, τον πλησίασε καιτον αφόπλισε εύκολα.

Έπειτα ακολούθησαν οι μαχαιριές η απώλεια των αισθήσεώντου· η ακατάσχετη αιμορραγία και η παγίδευσή του. Συνήλθεκρατώντας το περίστροφο του πατέρα του, έχοντας δίπλα τουένα μαχαίρι γεμάτο με τα αποτυπώματά του. Στο σακάκι τουπατέρα του βρέθηκε η φωτογραφία που τον έδειχνε να φιλιέταιμε τη Μιράντα Βαλέρη στη βεράντα του σπιτιού τους τη βραδιάτων γενεθλίων του. Και μέσα στο γενικό κομφούζιο, έλειπε ηΣάνια.

258

Τη βρήκαν αργότερα αιμόφυρτη στο υπόγειο του σπιτιού ναουρλιάζει χωρίς σταματημό και να πασχίζει μάταια να τους πειόσα είδε.

«Εγώ θα είμαι περισσότερο αποκαλυπτικός», είπε με το βλέμμακαρφωμένο πάνω της. «Θα σου πω κάποια πράγματα για τονΡωμανό, αφού πρώτα απαντήσω στο αρχικό σου ερώτημα».Έκανε μια μελετημένη παύση, για να δει την αγωνία της νακορυφώνεται. Δεν ήταν δύσκολο: η Σάνια τον κοιτούσε λες καιήταν προφήτης που θα ανακοίνωνε από στιγμή σε στιγμή τηνακριβή ημερομηνία της συντέλειας του κόσμου. «Ναι, έγινε καισυγγραφέας».

Αποδέχτηκε την είδηση στωικά, αλλά μέσα της ένιωσε χαράπου το ένστικτό της επαληθεύτηκε. Όλα όσα έβλεπε απ’ τοπαρελθόν της αποδεικνύονταν αληθινά καμία ψευδής εικόνα,καμία λάθος πληροφορία. Κάθε παράθυρο που άνοιγε τηςαποκάλυπτε τη σωστή θέα.

«Διάσημος», τον άκουσε να συμπληρώνει, και πάγωσε ξανά.Διάσημος; Καλά είχε ακούσει; Μα πώς ήταν δυνατόν νακαταφέρει κάτι τέτοιο ένας καταζητούμενος;

«Χρησιμοποιούσε ψευδώνυμο, φυσικά», την πληροφόρησε.«Συνεργαζόταν με τον εκδοτικό του οίκο μέσω ενός πολύέμπιστου προσώπου το οποίο είχε αναλάβει και τις οικονομικέςτου συναλλαγές. Δεν άφηνε τίποτα στην τύχη. Ο έμπιστοςμεσάζοντάς του μεταμφιεζόταν πριν συνομιλήσει μεκινηματογραφικούς παραγωγούς και σεναριογράφους. Οισυναντήσεις τους ήταν ελάχιστες, πάντα μυστικές και σεδιαφορετικό χίόρο κάθε φορά. Δεν κατάφεραν να του τραβήξουνούτε μια φωτογραφία. Κι έτσι, γεννήθηκε ένας μύθος στοχίόρο. Μαύρα εξώφυλλα και τίτλοι με ασημένια γράμματα

259

καμία φωτογραφία ή πληροφορία για το συγγραφέα ούτε έναασήμαντο βιογραφικό.

»Έτσι γέμιζε τις ατέλειωτες ώρες της μοναξιάς του ο Ρωμανός,Σάνια: πλάθοντας ψεύτικους κόσμους με ήρωες πουαποζητούσαν τη λύτρωση. Τα βιβλία του ήταν η ιδεατήπραγματικότητά του και η εξιλέωσή του. Δεν περίμενε ότι θακέρδιζε χρήματα απ’ αυτό. Ήρθαν όμως· και ήταν πολλά, πάραπολλά. Δηλωμένα ως το τελευταίο φράγκο στην Εφορία στοόνομα του ανύπαρκτου Γάλλου πολίτη Ραφαέλ Άλντες».

Της ξέφυγε μια κραυγή. Έπιασε τα μάγουλά της με τα χέριατης, σαν να είχε αντικρίσει μια τρομερή καταστροφή. Οεγκέφαλός της δεν μπορούσε να δεχτεί την πληροφορία. Δε θατο φανταζόταν ποτέ, δε θα το έβλεπε ούτε στα όνειρά της. ΟΡαφαέλ Άλντες! Αν ήταν δυνατόν! Τι είδους παρανοϊκούςιστούς μπορούσε να πλάσει η μοίρα ή το ανθρώπινο μυαλό;Θύματα της γοητείας της πένας του Ραφαέλ Άλντες υπήρξανχιλιάδες εκτός απ’ αυτή. Κι άλλοι τόσοι είχαν ταυτιστεί με τιςπροσωπικότητες και τα πάθη των ηρώων του. Πού να ’ξέραν!Δε θα κατάφερναν ούτε σε εκατό ζωές να διανοηθούν ότι οΡομάν Καρτέ, ο ήρωας που σαγήνευε τους αναγνώστες με τηνιδιοφυή σκέψη του και την καλυμμένη με σκληρότηταευαισθησία του, είχε γεννηθεί και ωριμάσει στο μυαλό ενόςάντρα που κατηγορούνταν για ένα τόσο ειδεχθές έγκλημα.Πόσες γυναίκες τον είχαν ερωτευτεί— πόσα βράδια είχεπεράσει κι εκείνη χαμένη σε ρομαντικές φαντασιώσεις για ένανήρωα φτιαγμένο από μελάνι και σκοτεινά όνειρα—

«Δεν είναι τυχαίο που βρίσκει πάντα τους ενόχους του ο ΡομάνΚαρτέ, Σάνια», της είπε ήσυχα, για να μην την αναστατώσειπερισσότερο. «Ό,τι δεν κατάφερε να κάνει στην πραγματική

260

ζωή ο Ρωμανός, το έκανε στα βιβλία του. Ρωμανός-Ρομάν»,παραλλήλισε απαλά. «Ο άλλος του εαυτός με το ίδιο όνομα. Οένας θαμμένος στην άβυσσο που τον πέταξαν τα ψέματα κι οάλλος στο θρόνο του, θριαμβευτής και νικητής με όπλο τηδιάνοια και την αλήθεια. Τον λυπάμαι», κατέληξε σβήνοντας τομισοκαπνισμένο πούρο του. «Ζούσε σαν πλάσμα τουσκοταδιού, αλλά ποθούσε να αντικρίσει το φως, ελεύθερος καιήρεμος, όπως τα περισσότερα πλάσματα της μέρας— »

«Τι να πω;» βόγκηξε εκείνη. «Τι μπορώ να πω;»

«Εκείνος δε θα ήθελε να πεις τίποτα. Περιμένει μονάχα να τονβοηθήσεις».

«Φοβάμαι—»

«Εκείνον ή τον εαυτό σου;» την προκάλεσε. «Μισείς το πλάσματου σκοταδιού ή τρομάζεις στην ιδέα πως σε έλκει κατά βάθος;Στην καθημερινότητά σου δε θα επέλεγες ποτέ ένα σύντροφοσαν κι αυτόν, αλλά στα όνειρά σου το κάνεις. Το ξέρω πως τοκάνεις. Είδα ποια θέση έχουν στη βιβλιοθήκη σου τα μαύρα τουβιβλία, και είναι προφανής ο λόγος που επέλεξαν αποσπάσματααπό αυτά για να σε απειλήσουν.

»Όλα είναι εδώ, Σάνια·» της είπε δείχνοντας με το δάχτυλο τονκρόταφό του. «Μ’ αυτό επιβιώνουμε, δεχόμαστε,απορρίπτουμε, επιλέγουμε, νιώθουμε. Μ’ αυτό ερωτευόμαστε.Τα πάντα είναι εδώ. Έχει τεράστια δύναμη αυτό το μικρόσύστημα κυττάρων: είναι η χαρά μας και η λύπη μας, οπαράδεισος και η κόλασή μας, ανάλογα με τον τρόπο που τουεπιτρέπουμε να μας καθοδηγεί». Σηκώθηκε και έκανε να φύγει.«Γι’ αυτό όταν θα εγκαταλείψουμε αυτή την κρυψώνα, θαπρέπει να έχεις επιλέξει. Θα σου πω και θα μου πεις. Θα

261

κρίνεις και θα αποφασίσεις. Εγώ έχω ήδη επιλέξει: Θαπροχωρήσω με ή χωρίς τη βοήθειά σου».

Η Σάνια απέμεινε καθισμένη στο μικρό τραπέζι να παλεύει νασυνέλθει. Μια ηλιαχτίδα γλίστρησε απ’ το παράθυρο καισημάδεψε τα χέρια της, που είχαν κοκαλώσει πάνω στην κούπαμε τον παγωμένο πια καφέ της.

Φως· σκέφτηκε.

Κι εκείνη την απειροελάχιστη στιγμή του χρόνου, αποφάσισεακαριαία να το ακολουθήσει.

To δάκρυ που κύλησε οτο μάγουλό της στέγνωσε γρήγορα.Σηκώθηκε και πήγε ήρεμα στο νεροχύτη για να πλύνει τοφλιτζάνι της. Όταν τέλειωσε, κοίταξε ξανά το ξύλινο τραπέζι. Ηηλια)(τίδα είχε μεγαλώσει.

Χαμογέλασε.

Β’ ΜΕΡΟΣΤον Άνεμο Ρώτα

«ΕίΝΑΙ ΚΑΘΑΡΟ;» ρώτησε σκύβοντας το κεφάλι για να μηδιακρίνονται τα χαρακτηριστικά της. Η περούκα και τα μαύραγυαλιά την έκαναν να νιώθει ασφαλής, αλλά δεν έβλαπτε ναπάρει τα μέτρα της.

Ο νεαρός τής έδωσε το πακέτο κοιτώντας επιφυλακτικά γύρωτου. Όλα έδειχναν εντάξει. Ο κόσμος στην Ομόνοιαπηγαινοερχόταν με φρενήρη ρυθμό όπως συνήθως, κι οι

262

μπάτσοι είχαν στήσει πηγαδάκι δίπλα στα περιπολικά τουςψάχνοντας τον επόμενο ατυχή που δεν είχε βάλει κράνος.«Μπερεκέτι», αποκρίθηκε χαμηλόφωνα. «Ο σειριακός αριθμόςέχει σβηστεί, είναι οκέι. Πέσε το χρήμα να τελειώνουμε. Οψηλός θα τσαντιστεί αν δεν είμαι πίσω στην ώρα μου».

Ένας φάκελος που περιείχε το ακριβές αντίτιμο της συμφωνίαςπέρασε απ’ το ένα χέρι στο άλλο με μαεστρία. Ο νεαρός τονέχωσε στην τσέπη του κι έφυγε βιαστικά. Εκείνη έβαλε τοπακέτο στην τσάντα της και τρέμοντας κατευθύνθηκε προς τηστάση. Ένιωθε ναυτία. Είχε πολλά χρόνια να νταραβεριστεί μ’αυτό το σινάφι. Μόνο που τότε δεν είχε ιδέα—

Τώρα τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Μόλις είχε εξασφαλίσειτο μέσο για να απειλήσει μια ζωή, αν χρειαζόταν. Η υπομονήτης είχε εξαντληθεί.

Σιχαινόταν την άγνοια και την ανασφάλεια. Ήταν η πρώτη φοράστα τόσα χρόνια που δεν μπορούσε να είναι βέβαιη. Πού στοδιάβολο εξαφανίστηκες, Σάνια; αναρωτήθηκε βρίσκοντας μιαθέση στο λεωφορείο. Δεν έπρεπε να κρύβεσαι από μένα, δενέπρεπε. Ελπίζω να λες την αλήθεια. Για το καλό σου—

Κοίταξε το ρολόι της. Προλάβαινε να φτάσει εγκαίρως στηδουλειά. Έπρεπε να είναι σε όλα της τυπική, να μην αλλάξει τιςκαθημερινές της συνήθειες. Μακάρι να μη χρειαζόταν ναχρησιμοποιήσει το όπλο! Υπήρχαν στιγμές μέσα σ’ όλα αυτά ταχρόνια που ένιωθε να την αγαπά στ’ αλήθεια, να τη νοιάζεται.Ήταν χρυσό κορίτσι, γαμώτο! Όλα θα ήταν τέλεια αν το μυαλότης δεν αποφάσιζε ξαφνικά να θυμηθεί—

Έκλεισε τα μάτια για να ηρεμήσει. Ας ελπίσουμε να πάνε όλακαλά, ευχήθηκε κι έπειτα άρχισε να μετρά μηχανικά τις στάσεις

263

που απέμεναν μέχρι να φτάσει στον προορισμό της.

Να που συνέβαινε κι αυτό!

Δε θυμόταν ποτέ τον εαυτό της χαλαρό όταν βρισκόταν στονίδιο χώρο μ’ έναν άντρα, κι όμως τώρα είχε περάσει τρίαολόκληρα μερόνυχτα συμβίωσης νιώθοντας σχεδόνευτυχισμένη. Δεν υπήρχε πιο γλυκός και πιο καλόβολοςάνθρωπος απ’ τον Άλεξ Γκρέι. Η σεμνότητα και ηδιακριτικότητά του την είχαν σκλαβώσει. Κύριος με κάπακεφαλαίο. Φερόταν σαν ιππότης σε μια εποχή που ο ιπποτισμόςείχε καταντήσει ελάττωμα. Μέχρι και ξύλα είχε πάει να κόψει οκακομοίρης, παρότι δεν είχε κάνει κάτι τέτοιο ποτέ του. Δενπαραπονιόταν για τίποτα. Έτρωγε όποτε ήταν έτοιμο το φαγητό,δούλευε στον υπολογιστή του ή έγραφε ήσυχος κι έκανε μπάνιομόνο όταν εκείνη κοιμόταν, φροντίζοντας να παίρνει τηνπετσέτα και τα ρούχα του στο λουτρό για να μη χρειαστεί νααλλάξει μπροστά της.

Ήταν αρκετά ντροπαλός για άντρας, αλλά αυτό ακριβώς τηνείχε αιχμαλωτίσει. Η αμηχανία του την έκανε να θέλει να τουφέρεται σαν να ήταν μεγάλο παιδί, κι αυτό τη γέμιζετρυφερότητα. Μια φορά του ανακάτεψε παιχνιδιάρικα τα μαλλιάτην ώρα που εργαζόταν αφοσιωμένος στον υπολογιστή του, κιεκείνος έριξε τον καφέ του απ’ την ταραχή. Άλλη μια φοράξεχάστηκε και άλλαξε την μπλούζα της μπροστά του, κι εκείνοςκόντεψε να σκοτωθεί σκουντουφλώντας στον καναπέ καθώςπροσπαθούσε να απομακρυνθεί. Ώρες ώρες αναρωτιόταν αναυτός ο άντρας ήταν αληθινός ή κάποια καλή νεράιδα τον είχεστείλει κοντά της θέλοντας να διώξει τις φοβίες της για τοαντίθετο φύλο. Ένας τέτοιος άντρας δε θα την πλήγωνε ποτέ,ήταν σίγουρη. Μάλιστα, είχε αρχίσει να τον θεωρεί τέλειο, και

264

καθώς τον κοιτούσε τώρα να καπνίζει σκεφτικός το πούρο τουδίπλα στο τζάκι, φανταζόταν πως δεν ήταν καθόλου δύσκολοακόμα και να τον ερωτευτεί. Μπορεί να ντυνόταν σανσυνταξιούχος δημόσιος υπάλληλος, αλλά καμία γυναίκα δε θατον έβρισκε απωθητικό. Απεναντίας, όλες θα συμφωνούσανπως ήταν εξαιρετικά γοητευτικός. Ο τρόπος που κάπνιζε, τολοξό του χαμόγελο, το χαριτωμένο στράβωμα των χειλιών του,το βαθύ του βλέμμα κι εκείνη η αισθησιακή φωνή που γινότανπότε τραχιά και πότε μελωδική, όλ’ αυτά μαζί και άλλα τόσαπου αδυνατούσε να τα ξεχωρίσει θα μπορούσαν να κάνουν κάθεγυναικεία καρδιά να χτυπήσει όπως χτυπούσε η δική της εκείνητη στιγμή. Έπρεπε να προσέξει, γιατί κινδύνευε ν’ αρχίσει ναφέρεται σαν ερωτοχτυπημένη μαθήτρια. Ήδη κοκκίνιζε πολύόταν της μιλούσε, γελούσε νευρικά και ήθελε συνεχώς ναβρίσκεται γύρω του προβάλλοντας όλο και πιο ανόητεςπροφάσεις. Χώρια που είχε αρχίσει ν’ αφαιρείται χαζεύοντάςτον σαν ηλίθια. Ευτυχώς που είχε τη σύνεση να κρύψει τηνεπιθυμία της να κλειστεί στην αγκαλιά του.

«Ξέρεις τάβλι;» τον ρώτησε μόλις κάθισε στις φτέρνες δίπλατου. Τον λοξοκοίταξε. Έβλεπε το καλό του προφίλ καικρυφοθαύμασε την καλογραμμένη μύτη του. Διαπίστωσε πωςτου πήγαινε η ελαφριά αξυρισιά και της άρεσε ο μελαγχολικόςτρόπος που το βλέμμα του αγκάλιαζε τις φλόγες στο τζάκι.Ήθελε ν’ απλώσει το χέρι και ν’ αγγίξει τον ώμο του, αλλάήξερε ότι ο Α\εξ ένιωθε άβολα με τις σωματικές επαφές. Τηςείχε πει πως ήταν τόσο ογκώδης από φυσικού του και πως δενείχε γυμναστεί ποτέ του γιατί δεν προλάβαινε, αλλά η Σάνια δενμπορούσε να φανταστεί το παραμικρό ίχνος λίπους κάτω απ’ ταφαρδιά του ρούχα. Έδειχνε σφριγηλός και μυώδης σαν να είχεπεράσει όλη του τη ζωή στα γυμναστήρια. Ήταν απορίας άξιοαυτό, αλλά αφού έτσι της είχε πει, δεν είχε λόγο να τον

265

αμφισβητήσει.

«Όχι», της απάντησε μετά από αρκετή ώρα. «Μόνο σκάκι παίζωπού και πού, τις σπάνιες εκείνες φορές που ένας άλλοςάνθρωπος θα θελήσει να περάσει λίγες ώρες μαζί μου».

«Δεν έχεις φίλους;»

«Οι άνθρωποι αποφεύγουν τις φιλίες με όσους έχουν τη δύναμηνα καταλαβαίνουν τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους.Νιώθουν απροστάτευτοι. Κάποιος σαν κι εμένα θα τους έκανενα αισθάνονται γυμνοί όλη την ώρα. Όχι, δεν έχω φίλους»,κατέληξε.

«Κι ο Ρωμανός;» τόλμησε να ρωτήσει.

«Εκείνος δε με φοβήθηκε ποτέ. Έχει άλλωστε το ίδιο ταλέντο».

«Δεν ταιριάζετε όμως. Είστε τελείως αντίθετοι χαρακτήρες,αλλά, πάλι, θα μου πεις ότι τα ετερώνυμα έλκονται— »

«Δε θα σου πω τίποτα, Σάνια». Την κοίταξε και μετά βίαςκράτησε το βλέμμα του στα μάτια της. Το θέατρο που τηςέπαιζε τις τρεις τελευταίες μέρες είχε αποδώσει, και τώρα ηαφεντιά της ένιωθε την άνεση να κάθεται απέναντί τουφορώντας το μισάνοιχτο πουκαμισάκι της και την κολλητή τηςφόρμα χωρίς να υποψιάζεται πόσο ελκυστική ήταν και τι είδουςεπιθυμίες μπορούσε να ξυπνήσει σ’ έναν άντρα. Μύριζεσαπούνι και τα μαλλιά της, πιασμένα σε μια πρόχειρηαλογοουρά, ήταν ακόμα νωπά. Μερικές σταγόνες νερό είχανστάξει απ’ τις άκρες τους στο λαιμό της, και εκείνος έπρεπε νακάνει υπερπροσπάθεια για να φαίνεται ατάραχος όπωςσυνήθως.

266

«Όμως θέλω να μάθω γι’ αυτόν», του είπε αγγίζοντας τονκαρπό του. «Θέλω να τον γνωρίσω, να καταλάβω—»

«Κι εγώ θέλω να καταλάβω τι συμβαίνει στο μυαλό σου, αλλάεπιμένεις να κρατάς τις πόρτες κλειστές. Ακόμα δε μεεμπιστεύεσαι;»

Χαμήλωσε ένοχα τα μάτια. «Δεν είδα τίποτα καινούριο».

«Δεν ξέρω ούτε τα παλιά».

«Είπες πως δε θα με πιέσεις».

«Είμαστε συνεργάτες», της υπενθύμισε. «Δε βλέπω όμως ναδουλεύουμε μαζί. Με φοβάσαι— »

«Όχι!» «Δεν βλέπω άλλο λόγο γι’ αυτή την έλλειψηεμπιστοσύνης».

«Ά\εξ, κατάλαβέ με· »

«Όχι, γλυκιά μου, εσύ πρέπει να με καταλάβεις». Γύρισε τοσώμα του προς το μέρος της και, αφού έδιωξε το χέρι της απ’τον καρπό του, άδραξε αποφασιστικά αλλά όχι βίαια τουςώμους της. «Δεν είμαι μικρό παιδί. Σου έδειξα ποιος είμαι καιξέρεις τι περιμένω από σένα. Δεν μπορώ να προχωρήσω μευποθέσεις. Χρειάζομαι ντοκουμέντα για να σχεδιάσω και ναοργανώσω τη δράση μου. Πρέπει να αποφασίσεις αν θα μεεμπιστευτείς ή όχι. Τώρα όμως. Αυτή τη στιγμή. Μαζί σου θαπροχωρούσα νιώθοντας μεγαλύτερη βεβαιότητα, αλλά, ανπρέπει, θα το κάνω μόνος. Σ’ το έχω ξαναπεί».

Το άγγιγμά του την έκανε να τα χάσει με τα συναισθήματα πουτης ξύπνησε. Ανάμεσα στο δέρμα του και το δικό της

267

μεσολαβούσαν το λεπτό ύφασμα του πουκαμίσου της και ταγάντια του, αλλά ήταν βέβαιη πως η αίσθηση δε θα άλλαζε ανδεν υπήρχε κανένα εμπόδιο. Ένιωθε τη ζεστασιά του.Λαχταρούσε να πέσει στην αγκαλιά του και να μείνει εκεί μέχριτο πρωί. Εκείνη τη στιγμή γκρεμίστηκαν και οι τελευταίεςάμυνές της απέναντί του. Τον ήξερε λίγο, αλλά είχε τηναίσθηση πως αυτό το λίγο ήταν στην πραγματικότητα μιαολόκληρη ζωή. Με κανέναν δεν είχε νιώσει τόσο ασφαλής. Τηνέπιασε πανικός μόνο και μόνο στη σκέψη πως θααπομακρυνόταν από κοντά της για να συνεχίσει μόνος. Εκείνοςτην έβλεπε σαν πολύτιμο συνεργάτη. Εκείνη τον έβλεπε σαν τα— πάντα. Με κάποιο παράξενο κι ακατανόητο τρόπο, της είχεγίνει απαραίτητος.

«θα σ’ τα πω όλα—» αποφάσισε πέφτοντας ξαφνικά στηναγκαλιά του. Έκρυψε το πρόσωπό της στο στέρνο του. Πήγε ναχαϊδέψει την πλάτη του, αλλά την έσπρωξε μακριά. Σάστισε. Κιέπειτα ένιωσε αφόρητη ντροπή με την απόρριψή του. Μα γιατί,γιατί δεν ήθελε να τον πλησιάζει; Τι ήταν αυτό που τον έκανε νατην κοιτάζει τώρα με τόσο πόνο;

«Θα μου τα πεις από απόσταση», της είπε απαλά. «Επειδή είσαισίγουρη ότι με εμπιστεύεσαι, και έχοντας καθαρό μυαλό. Δεθέλω τίποτα να σου δημιουργεί σύγχυση, Σάνια. Απολύτωςτίποτα».

Εμμέσως πλην σαφώς, της έλεγε πως είχε αντιληφθεί τιςρομαντικές της διαθέσεις, και τη συμβούλευε να τιςπαραμερίσει. Κανονικά εκείνη θα ’πρεπε να θυμώσει, αλλά αντίγι’ αυτό αισθάνθηκε απέραντο θαυμασμό. Οι αρχές του ήτανακλόνητες κι ο επαγγελματισμός είχε τον πρώτο λόγο. Τηνκατέκλυσε μια ανακουφιστική σιγουριά. Είναι καιρός να πέσουν

268

τα προσωπεία και να σταματήσει το κρυφτό, αποφάσισε.

Η διήγησή της κράτησε πάνω από μία ώρα. Του περιέγραψε’μεκάθε λεπτομέρεια όλες τις αναμνήσεις που της είχαν έρθειξαφνικά τον τελευταίο καιρό, απ’ την πρώτη ως την τελευταία,ακόμα κι αν καθιστούσαν ύποπτους τους ανθρώπους πουαγαπούσε. Της έκανε καλό που την άκουγε χωρίς να εκδηλώνειτο παραμικρό συναίσθημα. Η σιωπή του και το ανέκφραστοπρόσωπό του τη βοηθούσαν να ανοίξει την ψυχή της μεειλικρίνεια.

Όταν τέλειωσε, ένιωσε άδεια κι απονεκρωμένη από κάθεσκέψη. Ό,τι ήταν να γίνει, θα γινόταν, σκέφτηκε. Σωστό ήλάθος, είχε πάρει την απόφαση να μοιραστεί τα εσώψυχά της μ’έναν άνθρωπο που περισσότερο διαισθανόταν παρά ήξερε ότιθα τη βοηθούσε, και τώρα δεν υπήρχε γυρισμός. Καλύτεραέτσι. Τώρα θα μπορούσε να κάνει κι εκείνη τις ερωτήσεις τηςχωρίς το φόβο πως θα έπεφτε στον τοίχο άρνησης και σιωπήςπου είχε υψωμένο ως τώρα απέναντί της. «Είναι η σειρά σου ναμου πεις κι εσύ για τον Ρωμανό», ζήτησε αμέσως ταανταλλάγματά της. «Τα πάντα. Δε θέλω να μου κρύψεις τίποτα».

Εκείνος προτίμησε να σηκωθεί. Θα έκανε ό,τι του ζητούσε,αλλά δεν ήταν εύκολο να περιγράψει τον εαυτό του, ούτε ναμιλήσει για τη ζωή του. Ωστόσο ήταν το τίμημα που έπρεπε ναπληρώσει, και είχε προετοιμάζει εδώ και πολύ καιρό για τοψυχικό κόστος. «Απέδρασε με τη βοήθεια της αδερφής του»,ξεκίνησε βάζοντας τα χέρια στις τσέπες. «Από αυτό το σημείοκαι μετά ενδιαφέρεσαι να μάθεις, έτσι δεν είναι;»

«Πες μου πρώτα πώς ήταν μέσα στη φυλακή. Έδειχνε ράκοςτότε. Θυμάμαι τα πλάνα στην τηλεόραση—»

269

Ήταν η σειρά του να της διηγηθεί με κάθε λεπτομέρεια τη ζωήτου Ρωμανού Κατρά μέχρι τη στιγμή που έφτασε με πλαστόδιαβατήριο στη Γαλλία. Όση ώρα της μιλούσε, την έβλεπε πότενα ταράζεται, πότε να τρομάζει και πότε να συμπονά. Πολλέςφορές έβαλε το χέρι στο στόμα για να συγκρατήσει ταεπιφωνήματα φρίκης. Κι ενώ το πρόσωπό της είχε στην αρχή τοροδαλό εκείνο χρώμα που προκαλεί η έξαψη και η περιέργεια,κατέληξε γρήγορα να δείχνει χλομή σαν άρρωστη.

«Δεν είχε άλλη λύση—» έλεγε τώρα ο Αλεξ κοιτώντας τη φωτιάστο τζάκι. «Είχε ακούσει για τη Λεγεώνα των Ξένων καιαποφάσισε να καταταχθεί. Εκεί δεν κάνουν καμία ερώτηση γιατο παρελθόν σου», της εξήγησε. «Δεν τους ενδιαφέρει από πούήρθες, ποιος ήσουν και τι έκανες πριν φτάσεις σε αυτούς. Έχειςτο δικαίωμα να χρησιμοποιήσεις ψεύτικο όνομα και ναάποστρατευτείς με αυτό. Μόλις ολοκληρωθεί το υποχρεωτικόπενταετές συμβόλαιο, είσαι συνήθως ελεύθερος να φύγειςέχοντας στην κατοχή σου γαλλικό διαβατήριο και γαλλικήυπηκοότητα. Εκεί μέσα ο Ρωμανός έγινε όσα δεν ήταν»,συνέχισε σφίγγοντας τις γροθιές του μέσα στις τσέπες του.«Απέκτησε μυς, τσαμπουκά και θράσος. Σκλήρυνε. Ή μάλλονέγινε σκληρός μέχρι αναισθησίας. Και τη σκανδάλη που δενμπόρεσε να πατήσει τότε δε δίστασε να την πατήσει πολλέςφορές στη μάχη, πότε για να αμυνθεί και πότε για ναπροστατεύσει κάποιο σύντροφό του. Μεταμορφώθηκε. Έμαθενα αγαπά όσα κάποτε μισούσε και να μισεί όσα αγάπησε.Κανείς δεν τολμούσε πλέον να αμφισβητήσει τον ανδρισμότου, γιατί μεταλλάχθηκε με επιτυχία στο πρότυπο τουδύσκολου, σκληρού άντρα. Όποιος ήθελε να τα βάλει μαζί τουέπρεπε πρώτα να το σκεφτεί πολύ καλά. Εκείνος που άλλοτεέβλεπε καβγά και άλλαζε γωνία κατέληξε να απειλεί με μαχαίριόποιον του έλεγε μια στραβή καλημέρα. Απαγόρευσε στον

270

εαυτό του κάθε είδους ευαισθησία. Ένιωθε καλύτερα έτσι.Προτιμούσε να τον μισούν ή να τον φοβούνται παρά να τονλυπούνται, κι η ίδια η ζωή έχασε το αληθινό της νόημα γι’αυτόν έμαθε να μην την υπολογίζει. Ζήτησε να εκπαιδευτεί στοδεύτερο σύνταγμα αλεξιπτωτιστών, όπου υπηρετούσαν οιεπίλεκτοι, κι έκανε πιο συχνά πτώσεις απ’ τα ελικόπτερα απ’όσο ξυριζόταν. Κάποιοι τον παρομοίαζαν με φονική μηχανή, καιτους άφηνε να το πιστεύουν. Δεν έμαθαν ποτέ πως όσες φορέςαναγκάστηκε να σημαδέψει με το όπλο του έναν άλλοάνθρωπο, το έκανε είτε για να σώσει τη ζωή του είτε για ναπροστατεύσει κάποιο σύντροφό του. Δεν υπήρχε όρκος τιμήςτης Λεγεώνας που να μην τηρούσε κατά γράμμα. Ήταν πλέον ομόνος κώδικας τιμής γι’ αυτόν. Η. μόνη του οικογένεια·

»· Μόλις αποστρατεύτηκε, αποφάσισε να ζήσει όπως είχεονειρευτεί. Αγόρασε ένα κτήμα κι έκανε τη ζωή του αγρότη.Παράλληλα έγραφε τα βιβλία του κι άρχισε να νιώθει πως είχεπια ριζώσει κάπου. Μέσω ενός φίλου, εκδόθηκε γρήγορα τοπρώτο βιβλίο του, που έγινε μπεστ σέλερ. Ακολούθησε ηκινηματογραφική μεταφορά του και ο ξαφνικός πλούτος. Μέσαστα επόμενα χρόνια έπαψε να υπολογίζει τα έσοδά του. Σαν ναξεπλήρωνε η μοίρα με χρήμα τα βάσανα που του είχε δώσει.Όμως δεν μπορούσε να ξεχάσει. Δε θα ερχόταν σ’ εμένα, ανείχε καταφέρει να ξεπεράσει τις αναμνήσεις και την αίσθησητης αδικίας—»

Πρόσεξε πόσο συνεπαρμένη ήταν και τη λυπήθηκε. Ήταν τόσοεύκολο να τη χειραγωγήσει! Στα χέρια του ήταν ένα πλάσμαάβουλο, που πίστευε τυφλά την κάθε του λέξη. Ένιωσε ξαφνικάνα στεγνώνει το στόμα του. Αν αυτό το κορίτσι ανακάλυπτε μεκάποιο τρόπο την παγίδα που της είχε στήσει, θα διαλυόταν.Όφειλε να είναι πολύ προσεκτικός. Ο Ρωμανός Καιρός έπρεπε

271

να αθωωθεί και κατόπιν να χαθεί ξανά απ’ τη ζ(οή της. Όπως θαχανόταν κι ο Άλεξ Γκρέι. Για πάντα.

«Δε— δεν ερωτεύτηκε ποτέ του;» θέλησε να μάθει η Σάνιαβγάζοντας τον απ’ τις σκέψεις του.

«Όχι».

«Ισως μια γυναίκα να τον μαλάκωνε λίγο—»

«Τις έριχνε στο κρεβάτι του κι έφευγε. Δεν επέτρεψε ποτέ σεκαμιά να τον πλησιάσει και να δεθεί μαζί του».

«Θες να πεις ότι οι γυναίκες τον κυνηγούσαν;»

«Ας πούμε ότι τους άρεσε αρκετά».

«Εμένα με κάνει ν’ ανατριχιάζω—» της ξέφυγε.

«Κι εκείνες ανατρίχιαζαν, αλλά για διαφορετικούς λόγους,προφανώς».

Αντιλήφθηκε το υπονοούμενο και κοίταξε αλλού. «Δεν μπορώνα τις καταλάβω—» είπε ξεψυχισμένα.

«Δε χρειάζεται να τις καταλάβεις. Τα γούστα διαφέρουν.Ανάλογα με το τι ψάχνει ο καθένας, κάνει και τις επιλογές του».

«Και στη Μαργαρίτα θα άρεσε, εδώ που τα λέμε», παρατήρησεαυθόρμητα. «Όλο τέτοιους τύπους κυνηγάει. Μου λέει ότι δενξέρω τι χάνω. Είναι φορές Που μου περιγράφει τις ερωτικέςεπαφές της μαζί τους και μου έρχεται να το βάλω στα πόδια. Οέρωτας δε θα ’πρεπε να είναι ζωώδης. Οι άνθρωποι δε θαέπρεπε να σμίγουν χώρίς συναίσθημα—»

272

«Αυτό σου θυμίζει ο Ρωμανός, Σάνια; Ζώο;»

«Τώρα πια, ναι— » Κοίταξε τη φωτιά και μελαγχόλησε. «Ανπέρασε πράγματι όσα μου είπες, τον δικαιολογώ, αλλά αυτό δεμ’ εμποδίζει να τον φοβάμαι. Το ξέρω πως είναι ικανός για όλα.Το βλέπω στα μάτια του».

«Κι όμως κάποτε είχε τις ίδιες αντιλήψεις με εσένα τώρα: ποτέέρωτας χωρίς συναίσθημα, ποτέ ένωση χωρίς αγάπη. Κάποτεείχε σε μεγάλη εκτίμηση τις γυναίκες. Με τα χρόνια έμαθεόμως να τις περιφρονεί και να τις χρησιμοποιεί. Πιστεύω πωςστη νέα του κοσμοθεωρία έπαιξε μεγάλο ρόλο η μητέρα σου.Είχε γίνει το παιχν ιδάκι της μια εποχή», της είπε κάπωςσκληρά. Την πλησίασε και στάθηκε όρθιος από πίσω τηςξέροντας την πίκρα που ζωγραφιζόταν στο πρόσωπό της, κι αςμην την έβλεπε. «Αφού είναι η μέρα των εξομολογήσεων, άκουκι αυτό: Η μητέρα σου επιχείρησε πολλές φορές να τοναποπλανήσει. Μπορεί σαν άντρας να μην ήταν του γούστου της,αλλά την ερέθιζε η ιδέα πως είχε τη δύναμη να τον κατακτήσει,και μάλιστα κάτω απ’ τη μύτη του συζύγου της. Τον κυνηγούσεανελέητα. Κι όσο εκείνος αρνιόταν να ενδώσει, τόσο την έπιανελύσσα. Μου είπε ότι τον επισκεπτόταν ξημερώματα στοδωμάτιό του φορώντας μόνο τη ρόμπα της. Μου είπε ότι τηνείχε βρει στο μπάνιο του μόνο με τα εσώρουχα. Μου είπε κιάλλα πολλά, διστάζω όμως να σου τα αποκαλύψω—»

Είδε τους ώμους της να τρέμουν και το σώμα της να κινείταιμηχανικά μπρος πίσω. Δεν μπορούσε να χωνέψει αυτές τιςπληροφορίες. Μπορεί και να τον μισούσε εκείνη τη στιγμή, δενήταν καθόλου απίθανο.

«Γιατί διστάζεις;» την άκουσε να ρωτά εκνευρισμένη. «Μπορείνα μου είναι οικεία όλα αυτά. Μπορεί στ’ αλήθεια να έχω

273

μοιάσει στη μάνα μου».

«Δεν της μοιάζεις, Σάνια».

«Πού το ξέρεις;»

«Απλώς το ξέρω».

«Ναι, φυσικά. Ο μεγάλος ψυχίατρος Άλεξ Γκρέι· »

«Δεν κάνω λάθος, Σάνια. Όχι σε αυτό το θέμα τουλάχιστον»,της είπε σταθερά, σίγουρα, κοιτώντας την ίσια στα μάτια.

«Θα μπορούσες!» του πέταξε με κακία. «Δεν είσαι σε όλουςτους τομείς αυθεντία. Έχεις μεσάνυχτα από γυναίκες γιατίλοιπόν είσαι σίγουρος για μένα; Δε με ξέρεις. Θα μπορούσα ναδείχνω άγγελος και να κάνω ένα σωρό βρόμικες σκέψεις.Μπορεί να είμαι χειρότερη απ τη μάνα μου! Μπορεί ανμεγάλωνα κοντά της να κατέληγα να αποπλανώ αγόρια σπςτουαλέτες!»

«Μπορεί», συμφώνησε μαζί της για να τη φέρει στα άκρα.«Δυστυχώς όμως δεν έχουμε τη δυνατότητα να γυρίσουμε τοχρόνο πίσω για να μάθουμε. Η μοίρα άλλαξε βίαια τροχιά.Κάποιος άλλος αποφάσισε για σένα εκείνο το βράδυ. Και γιατον Ρωμανό, επίσης. Ισως εκείνος να μην είχε γίνει ζώο κι ίσωςεσύ να είχες ενστερνιστεί τη θεωρία πως είναι διασκεδαστικότελικά να σμίγουν οι άνθρωποι ακόμα και χωρίς συναίσθημα.Αλλά βρέθηκες καταχτυπημένη σ’ ένα υπόγειο·» της είπε,προκαλώντας το μυαλό της να θυμηθεί. «Ήσουν πνιγμένη στοαίμα στο δικό σου αίμα, μα και σε εκείνων που αγαπούσες.Είχες υποστεί αρκετές κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις και η ψυχήσου δεν άντεξε να κουβαλήσει τόση φρίκη. Ευτυχώς για σένα,

274

βρέθηκε η φωλιά που θα σε κρατούσε προστατευμένη για μιαολόκληρη ζωή. Ο Ρωμανός δεν είχε την τύχη σου. Κι όσοκαιρό έμεινε μέσα σ’ εκείνο το κελί δεν είχε την πολυτέλειαούτε να φανταστεί πώς θα κατέληγε. Εσύ αναρωτιόσουν.Εκείνος απλώς επιβίωνε».

Άκουσε το λυγμό της, αλλά δεν της χαρίστηκε. Την τράβηξε απ’το μπράτσο και την υποχρέωσε να σηκωθεί για να τοναντιμετωπίσει. Όσο τσακισμένη κι αν έδειχνε’ έπρεπε νασυνεχίσει να την πιέζει. «Το μεγάλο σου πρόβλημα όλα αυτά ταχρόνια ήταν αν θα έμοιαζες στη μάνα σου στην περίπτωση πουδεν είχες δεχτεί την καθοδήγηση και την προστασία των δικώνσου. Μην κατηγορείς τον Ρωμανό που δεν μπορεί να σεσυμπονέσει, γιατί το δικό του μεγάλο πρόβλημα ήταν αν θαξυπνούσε ζωντανός την επόμενη μέρα. Βλέπεις, οι ισοβίτεςήθελαν να διασκεδάσουν μαζί του ακριβώς όπως η μάνα σου.Από καθαρή τύχη δεν τα κατάφεραν, αλλά δεν παρέλειψαν νααφήσουν με άλλο τρόπο τη στάμπα τους στο κορμί του.

Καλύτερα να μην έχεις καθόλου μνήμες, Σάνια, και νααναρωτιέσαι Παρά να γνωρίζεις και να θυμάσαι— »

«Το ξέρω!» του φώναξε με όλη της τη δύναμη και προσπάθησεμε μια απότομη κίνηση να του ξεφύγει. «Λες να μην το ξέρω; Τιμπορώ να κάνω, όμως; Δεν μπορώ να πάρω τη θέση του,μπορώ; Μη με βασανίζεις άλλο—» τον ικέτεψε. «Δε διάλεξαεγώ να μη θυμάμαι— »

Έχασε την ισορροπία της και σωριάστηκε στο στρώμα. Αρχισενα κοπανά τις γροθιές της στο μαξιλάρι και να προσπαθεί νασταματήσει το τρέμουλο. Δεν τα κατάφερε. Πρώτα ένας οξύςπόνος τίναξε το κεφάλι της προς τα πίσω κι έπειτα το κορμί τηςτεντώθηκε. Τα μάτια της έκλεισαν και τα χέρια της ήρθαν

275

παράλληλα με τον κορμό της. Έβηξε μερικές φορές, ανάσανεβαθιά και στο τέλος ηρέμησε.

Για μια ακόμα φορά είχε γυρίσει πίσω.

Αυτό δεν πρέπει να το μάθει ούτε ο Ρωμανός, σκέφτηκε ηΣάνια’πετώντας τη σχολική της τσάντα πάνω στο κρεβάτι τηςκαι σκύβοντας έπειτα για να λύσει τα κορδόνια στ’ αθλητικά τηςπαπούτσια. Αν το μάθαινε, δε θα της επέτρεπε να ξανακάνειπαρέα με τη Μαργαρίτα. Θα άρχιζε ξανά το ίδιο τροπάρι, καιδεν το άντεχε, γιατί τη φίλη της την αγαπούσε πολύ και τηθαύμαζε. Ήταν τόσο έξυπνη και όμορφη! Όλα τα αγόρια τηνείχαν ερωτευτεί, κι εκείνη με τα νάζια της κατάφερνε να τηςκάνουν όλα τα χατίρια.

Όμως τώρα το ’χε παρατραβήξει. Δεν έπρεπε να φέρεται με τονίδιο τρόπο σε εκείνους τους άντρες. Αυτοί δεν ήταν αγόρια.Ήταν μεγάλοι, οδηγούσαν αυτοκίνητο και κάπνιζαν. Θα τησκότωνε ο μπαμπάς της, αν το μάθαινε. Μόνο η κόρη του τουείχε απομείνει, κι αν τον απογοήτευε κι αυτή, η καρδιά του θαράγιζε. Θα αρρώσταινε ο άνθρωπος, δεν υπήρχε περίπτωση.

Έβαλε τις παντόφλες της και προσπάθησε να σκεφτεί μια λύση.Δεν άντεχε να ξαναδεί τη φίλη της σ’ αυτά τα χάλια. Όλο τοπρωί έκλαιγε, κι εκείνη δεν πήγε στο σχολείο, θέλοντας να τηνπαρηγορήσει. Ή μάλλον πήγε, αλλά την κοπάνησε πρινχτυπήσει το κουδούνι για προσευχή. Πέρασε όλο το πρωινόμαζί με τη Μαργαρίτα στον τελευταίο όροφο εκείνης τηςοικοδομής. Η φίλη της μιλούσε κι εκείνη άκουγε. Το μπλέξιμοήταν μεγάλο, σκέτη καταστροφή. Μα πώς μπόρεσε και δέχτηκενα κάνει τέτοια πράγματα η Μαργαρίτα; Αν το μάθαινε ομπαμπάς της, αν το μάθαινε—

276

«Που ήσουν, μικρή;»

Έβαλε τις τσιρίδες απ’ την τρομάρα της. Με τόσα που είχε στομυαλό της, δεν πήρε χαμπάρι τον Ρωμανό που μπήκε στοδωμάτιο. Της έκοψε να φορέσει το πιο αθώο ύφος της και ναχαμογελάσει αγγελικά. «Τι εννοείς που ήμουν; Μόλις γύρισααπ’ το σχολείο».

«Κι εγώ μόλις είχα μια ενδιαφέρουσα συνομιλία με τη δασκάλασου».

«Ααα—»

«Τα επιφωνήματα δεν είναι απάντηση. Αυτή περιμένω ναακούσω».

«Δε θέλω να σου πω».

«Μπα;» Κλείδωσε την πόρτα πίσω του. Τα χαρακτηριστικά τουδεν έδειχναν καθόλου μα καθόλου ευγενικά τώρα. Έμοιαζεπερισσότερο με τα θυμωμένα τέρατα των παραμυθιών του. Τονφαντάστηκε να μεταμορφώνεται σε δράκο με πέντε κέρατα καισουβλερά δόντια. Έτσι ψηλός που ήταν, την έκανε να νιώθεισαν ψείρα. «Κι εγώ σου λέω πως θα μου πεις», τον άκουσε ναλέει γλυκά. «Γιατί σκοπεύω να ζητήσω απ’ τη δασκάλα σου τατηλέφωνα των συμμαθητών σου και να μάθω από εκείνους πούπέρασες αυτή την ωραία ηλιόλουστη μέρα— »

Είπε το πρώτο ψέμα που της ήρθε στο μυαλό. «Ήμουν με ένααγόρι».

«Αλήθεια;»

«Καθίσαμε στο πάρκο και φάγαμε παγωτά. Παίξαμε και λίγη

277

μπάλα. Έπειτα κάναμε βόλτες μέχρι το μεσημέρι. Είχαδιαγώνισμα στη γεωγραφία και δεν είχα διαβάσει. Δε θα τοξανακάνω», του υποσχέθηκε.

«Ποιο αγόρι ήταν αυτό;»

«Δεν τον ξέρεις. Είναι σε άλλο τμήμα».

«Μάλιστα». Την κοίταξε για λίγο κι έπειτα την κατατρόμαξεαρπάζοντάς την απ’ το μπράτσο. «Αν τολμήσεις και ξανακάνειςκοπάνα, θα σου τις βρέξω, Σάνια. Ξέρω πως δε μ’ έχεις ικανόγια κάτι τέτοιο, αλλά σου ορκίζομαι ότι θα το κάνω. Δεν έχειςκαμία δουλειά να το σκας απ’ το σχολείο και να τριγυρνάς μεαγόρια. Μη με αναγκάσεις να σε παρακολουθώ. Σου χω πει, δεσου χω πει τι μπορεί να συμβεί στα παιδάκια που δεν ακούντους μεγάλους; Δε σου χω διαβάσει στην εφημερίδα τι μπορείνα πάθεις; Ξέρεις πως σ’ αγαπώ, έτσι δεν είναι; Για το καλόσου φωνάζω, Σάνια—»

Ντρεπόταν που του έλεγε ψέματα, αλλά δε γινότανδιαφορετικά. Του υποσχέθηκε πως δε θα ξανακάνει κοπάνα καιμετά του έδώσε ένα ζεστό φιλί για να θολώσει τα νερά.Φαίνεται πως τα κατάφερε, γιατί ο Ρωμανός την αγκάλιασε καιτης χάιδεψε τα μαλλιά.

Μόλις έφυγε απ’ το δωμάτιό της, έδωσε άλλη μία υπόσχεση,αυτή τη φορά κοιτώντας τον kc θρέφτη της. «Ποτέ δε θα τουξαναπείς ψέματα!» είπε στο είδωλό της υψώνοντάς τουαυστηρά το δάχτυλο, και μετά πέρασε όλο το απόγευμαπροσπαθώντας να σκεφτεί μια λύση για τη Μαργαρίτα.

Δεν ήταν εύκολο όμως.

278

Κατέληξε στο συμπέρασμα πως έπρεπε να κάνουν λίγο καιρόυπομονή, μέχρι να δουν τι θα γίνει.

Ένιωθε σαν να ψηνόταν ολόκληρη στον πυρετό. Τα βλέφαράτης έγιναν ξαφνικά απίστευτα βαριά, κι αδυνατούσαν ναπαραμείνουν ανοιχτά για να τη βοηθήσουν να δει. Προσπάθησενα ανασηκωθεί, αλλά έπεσε άτσαλα στο στρώμα. Πήγε κάτι ναπει, αλλά οι λέξεις σκάλωσαν, μπφδεύτηκαν, ακούστηκαν σανκλαψούρισμα κουταβιού. Δεν της είχε ξανασυμβεί αυτό. Ούτενα την πλακώνει τόσο βάρος είχε αισθανθεί ποτέ ούτε είχε τηνεντύπωση ότι αιωρούνταν, σαν να την τραβούσε μια αόρατηδύναμη απ’ το ταβάνι.

«Ζεματάς—» άκουσε σαν ηχώ μια αντρική φωνή. Πάσχισε νακαταλάβει τι συνέβαινε κι επιχείρησε να κρατήσει τα μάτια τηςανοιχτά. Κατάλαβε. Δεν ήταν καθόλου μαγική κι αόρατη ηδύναμη που τη σήκωσε απ’ το στρώμα. Βρισκόταν στα χέριατου Άλεξ Γκρέι, ο οποίος την πήγαινε σηκωτή στο μπάνιο.

Τα γάντια του δεν τον εμπόδισαν καθόλου να ξεκουμπώσειεπιδέξια το πουκάμισό της και να της κατεβάσει τη φόρμα. Μετην ίδια αξιοθαύμαστη επιδεξιότητα ξεκούμπωσε το σουτιέν τηςκαι τράβηξε τις φουρκέτες απ’ τα μαλλιά της. Κι έπειτα, αυτός οντροπαλός άντρας που δεν μπορούσε να κουμαντάρει καλάκαλά το βάρος ενός κουβά γεμάτου νερό, την κράτησε όρθια μετο ένα χέρι και άνοιξε τη βρύση της μπανιέρας με το άλλο.

Πήγε να τον σπρώξει καθώς δεν άντεχε την ταπείνωση τηςγύμνιας της, αλλά έπεσε κυριολεκτικά σε ντουβάρι. Κάτω απ’τις τρισάθλιες πιτζάμες άγγιξε πέτρωμα. Το μπράτσο που τηνκρατούσε σταθερή ήταν τόσο σκληρό, που την πόνεσε. Τον είδενα την κοιτάζει με τόση αυστηρότητα που την έκανε ναπαγώσει. Ήλπιζε να τα φανταζόταν όλα αυτά, γιατί δεν ήξερε τι

279

να υποθέσει. Πώς είχε μεταμορφωθεί ξαφνικά σε ρωμαλέοΗρακλή ο μυγιάγγιχτος κύριος Γκρέι; Πού πήγε η αγαρμποσύνητου; Έκανε τόσες κινήσεις ταυτόχρονα χωρίς να χάνει τονέλεγχο και χωρίς να διστάζει λεπτό, θα περίμενε κανείς πως θαδυσκολευόταν, λίγο έστω, να κουμαντάρει τα κιλά της καθώςτη σήκωνε στον αέρα για να την εναποθέσει προσεκτικά μέσαστην μπανιέρα.

Συνήλθε απ’ τη θολούρα αμέσως μόλις ήρθε σε επαφή με τοπαγωμένο νερό. Είδε με φρίκη τον Άλεξ γονατισμένο δίπλα τηςνα πιέζει το γυμνό της σώμα στο νερό και τα στήθη της ναζωντανεύουν ξεδιάντροπα από το κρύο. Καμία παρηγοριά δεναισθάνθηκε με το τακτ του άντρα να κοιτά μόνο το πρόσωπότης. Ευχήθηκε να πεθάνει.

«Πώς αισθάνεσαι;» τη ρώτησε αργότερα ρίχνοντας νερό σταμαλλιά της.

«Ξεπαγιασμένη».

«Πίστεψέ με, είναι πολύ πιο υγιές απ’ το να νιώθεις ψητή στακάρβουνα. Αντέδρασες με υψηλό πυρετό αυτή τη φορά. Πρινεπανέλθεις, έτρεμες ολόκληρη. Λυπάμαι, αλλά δεν είχα άλληλύση».

Της άφησε μια πετσέτα δίπλα στην μπανιέρα και σηκώθηκε.Γύρισε ευγενικά την πλάτη του μέχρι να βγει απ’ το νερό και νατην τυλίξει γύρω της. Μπορεί να το ’κρύβε μια χαρά, όμωςτώρα η δική του θερμοκρασία είχε ανέβει επικίνδυνα. Δεθυμόταν να είχε κρατήσει ποτέ στα χέρια του μια γυναίκα σαντη Σάνια Παρίση. Το δέρμα της ήταν κατάλευκο σαν μωρούπαιδιού, κι ερχόταν σε τέλεια αντίθεση με τα στιλπνά μαύραμαλλιά της. Ήταν καλλίγραμμη και χυμώδης εκεί που έπρεπε.

280

Είχε βρεθεί στο κρεβάτι με πολύ πιο αισθησιακά θηλυκά απ’αυτή, αλλά καμιάς η θέα δεν τον είχε αναστατώσει τόσο. Ησυστολή της έφταιγε και η έλλειψη επίγνωσης της επίδρασηςπου μπορούσε να έχει σε ένπν άντρα.

Ασχολήθηκε τόσο μανιασμένα με την ανάγκη του ναεξοστρακίσει τις ακόλαστες σκέψεις, που κόντεψε να γκρεμίσειτα μισά έπιπλα στο πέρασμά του. Ένας πορσελάνινοςδιακοσμητικός πίθηκος έγινε κομμάτια πέφτοντας στο πάτωμακαι δυο καρέκλες αναποδογύρισαν με πάταγο. Αναζήτησε ταπούρα του, και μόλις τα βρήκε έκοψε απότομα ένα και το έφερεστο στόμα του. Απώλεια ελέγχου: θανάσιμο λάθος.

«Άλεξ·»

Την αγριοκοίταξε. «Καλύτερα να ξαπλώσεις, Σάνια·»

«Δεν έφταιγα που·»

«Δεν είπα ότι έφταιγες. Ξάπλωσε, και αύριο το πρωί που θαείμαστε και οι δύο καλά, θα κουβεντιάσουμε».

«Ντράπηκα εξίσου με σένα», τον διαβεβαίωσε κοιτώντας τονπερήφανα.

«Το ξέρω. Για το Θεό όμως, ας μην το συζητήσουμε. Θα κάνωμια βόλτα. Όταν γυρίσω, θέλω να έχεις κοιμηθεί».

«Μα τι έπαθες; Εγώ θα έπρεπε να είμαι θυμωμένη. Δεσυνηθίζω να· να· »

«Το ξέρω και αυτό», την έκοψε, κι αφού ξέθαψε το τζάκετ τουαπ’ το σακβουαγιάζ, το φόρεσε νευρικά.

281

«Κρέμεται το ταμπελάκι», του είπε σφίγγοντας την πετσέταγύρω της.

Συγκράτησε την τελευταία στιγμή την επιθυμία του να τηςπεριγράψει πολύ γλαφυρά πού ακριβώς το είχε γραμμένο τοταμπελάκι. Αντί γι’ αυτό, το τράβηξε άγρια, το κοπάνησε στοτραπέζι και βγήκε έξω βροντώντας με την ανάλογη διάθεση τηνπόρτα.

Η Σάνια ρούφηξε τη μύτη της. Ένιωθε πολύ πληγωμένη απ’ τησυμπεριφορά του. Δεν έγινε δα και τίποτα τρομερό, πώς έκανεέτσι; Αντιδρούσε λες και τον είχε προκαλέσει επίτηδες. Τιαλλόκοτος άνθρωπος! Τη μια την κατηγορούσε που έστρεφε τοβλέμμα της αλλού όταν την κοιτούσε κατάματα και την άλλητην αντιμετώπιζε σαν να είχε εκείνη τα δικά του σημάδια.

Φόρεσε τις πιτζάμες της και κουκουλώθηκε στον καναπέ. Αςσέρβιρε μόνος του το φαγητό του απόψε.

Προσποιήθηκε πως κοιμόταν, αλλά κοίταξε κάτω απ’ τιςκουβέρτες τους φωσφορίζοντες δείκτες του ρολογιού της, όταντον άκουσε να μπαίνει στο σπίτι. Πεντέμισι το πρωί. Σίγουρα θαπροτιμούσε ακόμα και να κοιμηθεί στην παραλία, αν δεν είχεαρχίσει ξαφνικά να βρέχει.

Ένιωσε τόσο θιγμένη, που αποφάσισε να του κρατήσει μούτρα.

Απαντούσε στις ερωτήσεις του κοφτά, φροντίζοντας να κοιτάπότε τα νύχια της και πότε τις παντόφλες της. Προς μεγάλη τηςαπογοήτευση όμως, ο Άλεξ Γκρέι δε φαινόταν ναστεναχωριέται ιδιαίτερα με τη στάση της. Καθότάν ατάραχοςστην καρέκλα του και αράδιαζε τα ωραία του καλλιγραφικάγράμματα στις λευκές σελίδες του ση-μειωματαρίου του

282

καπνίζοντας. Της ζήτησε να του περιγράψει την τελευταίαανάμνησή της με κάθε λεπτομέρεια, κι εκείνη το έκανεαπρόθυμα. Κι όσο αυτός χανόταν στα χαρτιά του, η Σάνιαένιωθε ολοένα και περισσότερο σαν παραμελημένος σκύλοςπου εκλιπαρεί λίγη τρυφερότητα απ’ το αφεντικό του.

Δεν της είχε ξανασυμβεί αυτό. Μια ζωή θυμόταν ναπεριβάλλεται από ανθρώπους που πάσχιζαν να τραβήξουν τηνπροσοχή της κι έπειτα να διατηρήσουν το ενδιαφέρον της.Χωρίς να είναι εξίσου εντυπωσιακή με τη μητέρα της,κατόρθωνε με κάποιο τρόπο να είναι πάντα το επίκεντρο στιςσυναναστροφές της και να έλκει τον κόσμο γύρω της όπως ομαγνήτης τα ρινίσματα σιδήρου. Δεν είχε ξεμείνει ποτέ απόπαρέες, κι όπως ήταν μεγαλωμένη σε πολυμελή οικογένεια,είχε συνηθίσει να νοιάζονται συνεχώς γι’ αυτή και να τηνπροσέχουν. Μπορεί να γκρίνιαζε μερικές φορές για την έλλειψηπροσωπικού χώρου, αλλά τώρα, έχοντας απέναντί της ένανάνθρωπο που κρατούσε μετά μανίας τις αποστάσεις του απόεκείνη, κυριολεκτικά και μεταφορικά, αναγνώριζε πως κατάβάθος αποζητούσε την προσοχή των άλλων. Ισως ήταναπωθημένο απ’ την παιδική της ηλικία, δεν ήξερε. Το σίγουροήταν πως πλέον άρχιζε να καταλαβαίνει καλύτερα τον εαυτότης.

«θέλετε τίποτ’ άλλο από μένα, κύριε Γκρέι;» ρώτησε χτυπώνταςνευρικά τα δάχτυλά της στο τραπεζάκι.

Άφησε το στιλό, έτριψε λίγο το μέτωπό του κι έγειρε στη ράχητης καρέκλας. Για λίγο την κοίταξε αμίλητος. Απ’ όλα ταπρόσωπα που είχε «διαβάσει» στη ζωή του, το δικό της ήταν τοπιο εύγλωττο. Τόση ώρα έκανε φιλότιμες προσπάθειες για ναδείχνει μια ενοχλημένη πλην αξιοπρεπής κυρία, αλλά το μόνο

283

που κατάφερνε ήταν να μοιάζει με σΐριμμένο πεκινουά που δεβρήκε το φαγητό του στο πιάτο του. Στριμμένη και εξαιρετικάχαριτωμένη αυτό δεν μπορούσε να το παραβλέψει. Αλλά πάνταέτσι ήταν. Από μικρή είχε το διαβολεμένο ταλέντο να προκαλείνευρικές κρίσεις ατούς άλλους την ίδια στιγμή που αποσπούσετη συγχώρεσή τους με τις απίθανες γαλιφιές της. Δεν είχεαλλάξει στο παραμικρό. Παιδί την άφησε και παιδί τη βρήκε.Μονάχα που φορούσε πια σώμα γυναίκας.

«Ξέρεις τι μου είπε ο Ρωμανός μετά την πρώτη σου επίσκεψη;»τη ρώτησε υιοθετώντας ύφος ανάλογο με το δικό της,μισοεπιθετικό και μισοειρωνικό.

«Αλλος ένας μεγάλος ψυχίατρος—» σάρκασε.

«Πως δε μεγάλωσες καθόλου», συνέχισε απτόητος. «Πως η νέασου οικογένεια σε ανέθρεψε φροντίζοντας με κάθε τρόπο να σεκρατήσει σε νηπιακό στάδιο, με αποτέλεσμα να μην μπορείς ναδεις πέρα απ’ τη μύτη σου».

Εκείνη ένιωσε βαθιά προσβεβλημένη. «Του είπες πως τελείωσατη γεωπονική κι ότι έχω ειδικευτεί στη βοτανολογία;»αρπάχτηκε αμέσως. «Του είπες πως συνεργάζομαι επίσης μεένα από τα μεγαλύτερα περιοδικά της χώρας και πως η δουλειάμου έχει αποσπάσει πολύ καλές κριτικές; Του είπες, κύριεΓκρέι, πως πλέον συντηρώ μόνη μου τον εαυτό μου και πωςέχω την ικανότητα να κλείσω μέσα σε μια φωτογραφία όλη τηνομορφιά και όλη την ασχήμια; Σκασίλα μου τι σκέφτεται γιαμένα ο Ρωμανός Κατράς! Μεγάλη μου σκασίλα τι σκέφτεσαι κιεσύ, εδώ που τα λέμε. Εγώ είμαι ένα απλό εργαλείο, και είναιδικό σου πρόβλημα αν πιστεύεις ότι το εργαλείο σου έχειπροδιαγραφές νηπίου!»

284

«Βλέπεις;» Το χαμόγελό του έμοιαζε μ’ αυτό ενός λογικού πουπροσπαθεί να ηρεμήσει έναν τρελό. «Δεν αντιδράς καθόλουσαν ώριμη γυναίκα».

«Και πού ξέρεις εσύ πώς αντιδρούν οι ώριμες γυναίκες;» Το νασυγκρατήσει τη γλώσσα της ήταν πιο δύσκολο απ’ το ναμετακινήσει μόνη της ένα τρένο. «Άλλο πράγμα να έχειςσπουδάσει την ψυχή των ανθρώπων, κι άλλο να την έχειςαντιμετωπίσει. Σε ποιο επίπεδο είχες εσύ πάρε δώσε με ώριμεςγυναίκες; Πότε τις γνώρισες; Πριν ή μετά το δέσιμο τους μεζουρλομανδύα; Μπορώ να σ’ εμπιστευτώ σε ένα σωρό θέματα,αλλά δε δέχομαι την εμπειρογνωμοσύνη σου στο θέμα τωνγυναικών. Ξέρω άντρες δεκαπέντε χρόνια νεότερους από σέναπου θα μπορούσαν να γράψουν διατριβή για τις γυναίκες χωρίςνα υποπέσουν ούτε σε μισή ανακρίβεια».

Κρίμα που δεν μπορούσε να της ανταποδώσει τα ίσα. Κρίμαπου έπρεπε να στέκεται απέναντί της παριστάνοντας τονπληγωμένο αντί να κάνει σκόνη τις βαρύγδουπες δηλώσεις της.Της είχε δώσει επίτηδες το δικαίωμα να του μιλά έτσι, και δενμπορούσε να κάνει πίσω. Ήταν οδυνηρό να χορεύουν μέσα τουδαίμονες, κι αντί να τους ξαμολήσει όλους καταπάνω της, ναχαμηλώνει μ’ επίπλαστο πόνο το βλέμμα και να καταπίνει τιςπροκλήσεις της αδιαμαρτύρητα.

«Συγγνώμη—» την άκουσε να λέει λίγα δευτερόλεπτα κιόλαςμετά τις θρασύτατες.βολές της. «Δεν έπρεπε να μιλήσω έτσι.Είμαι— είμαι— εκνευρισμένη—»

Ήταν η πλέον κατάλληλη στιγμή για να την κάνει σκλάβα του.Η έκφρασή του γέμισε ψεύτικο πόνο κι έστρεψε με επαρκήτραγικότητα τη σημαδεμένη πλευρά του προσώπου του μακριάαπ’ το μετανιωμένο της βλέμμα. Αν τον έβλεπε ο Ζακ, σίγουρα

285

θα τον χειροκροτούσε.

«Αχ, Άλεξ, δεν ήθελα να σε πληγώσω!»

Την είδε να πετάγεται απ’ τη θέση της, να κάνεισκουντουφλώντας το γύρο του τραπεζιού και να κάθεται σταγόνατά του. Αιφνιδιάστηκε απ’ την τόση διαχυτικότητα, αλλάτην καλοδέχτηκε. Τώρα η ερμηνεία του έπρεπε να είναιαψεγάδιαστη. Προσποιήθηκε ότι ήθελε να την απωθήσει, αλλάμόλις εκείνη επέμεινε, την άφησε να τον κλείσει στην αγκαλιάτης και να του δώσει ένα φιλί μεταμέλειας στο μάγουλο. «Είσαιένας υπέροχος άνθρωπος», του είπε χαϊδεύοντάς του τα μαλλιάσαν να ήταν αυτή ο στοργικός γιατρός κι εκείνος ο ασθενής. «Τιπήγα και σου είπα;»

Την άφησε ν’ απλώσει το τρεμάμενο χέρι της και ν’ αγγίξει μεάπειρη προσοχή την καλύπτρα του. Την άφησε να σύρει έπειταία δάχτυλά της στο αξύριστο μάγουλο και στο πλαϊνό μέρος τουλαιμού του Της επέτρεψε να κουρνιάσει ακόμα πιο πολύ πάνωτου και να αφήσει τα δάκρυά της στο γιακά του. Δεν τηναπομάκρυνε ούτε όταν τα χείλη της κατευθύνθηκαν προς τοστόμα του.

Παρέστησε τον ταραγμένο και πήγε δήθεν να διαμαρτυρηθεί,ίσα ίσα για να τη δει να φέρνει απαγορευτικά το δείκτη σταχείλη του. «Δεν είναι κακό—» του ψιθύρισε. «Δε θα φταις εσύ.Νιώθω πως έτσι πρέπει να σου δείξω ότι εννοώ τη συγγνώμημου—»

Και του έδειξε. Αργά και απίστευτα τρυφερά, τα χείλη τηςμάλαξαν τα δικά του αποζητώντας ανταπόκριση. Την άφησελίγο να προσπαθεί, κι έπειτα υποκρίθηκε πως ενδίδει. Φρόντισενα φαίνεται άπειρος και αδέξιος. Φρόντισε να γίνει απόλυτα

286

κατανοητό ότι είχε πολύ καιρό, ίσως και χρόνια, να κάνει κάτιτέτοιο. Έφτασε ακόμα και στο σημείο ν’ αφήσει ένα πνιχτόβογκητό, σαν να τον θύμωνε η παράδοσή του. Ήταν μιαδύσκολη στιγμή. Καθώς η μικρή της γλώσσα ξεθάρρευεσυνέχεια, εκείνος καταπίεζε τις ορμές του σφίγγοντας άγρια ταχέρια του στους μηρούς του.

Το φιλί της έγινε πιο απαιτητικό. Την ένιωσε να κολλά σανστρείδι πάνω του και να χώνει τα χέρια της στα μαλλιά του.Ένιωσε κάθε λεπτομέρεια της ανατομίας της, και σίγουραένιωσε κι εκείνη τις λεπτομέρειες της δικής του. Την άκουσε ναβογκά και τα χείλη της κατέβηκαν στο λαιμό του. Η καρδιά τουάρχισε να βροντά στο στήθος του. Ήταν εύκολο να χάσει τονέλεγχο, κι ίσως να τον έχανε, αν δεν ένιωθε ξαφνικά τα χέριατης να αναζητούν να αγγίξουν το δέρμα κάτω απ’ το πουκάμισότου.

Έπιασε τους καρπούς της απότομα και σταθερά. Τηναπομάκρυνε μαλακά, προσέχοντας να μήν την προσβάλει. Δενάφησε καθόλου να φανεί η θριαμβευτική του διάθεση επειδή τοποντίκι είχε πιαστεί στη φάκα. Εκείνη τη στιγμή δεν είχεαπέναντί του ένα θηλυκό που δεν μπορούσε να επιβληθεί στιςορμόνες του, αλλά ένα θηλυκό που δεν μπορούσε να επιβληθείστην καρδιά του.

«Με παρεξήγησες;» τον ρώτησε, έντρομη σχεδόν. Είχε γίνεικατακόκκινη και κόντευε να κλάψει. «Τώρα πιστεύεις ότι είμαικι εγώ σαν τη μάνα μου;»

Η απόλυτη παράδοσή της θα ερχόταν σε λίγο. Αμέσως μετά ταεπόμενα λόγια του: «Συμβαίνει να μετρά περισσότερο η δικήσου γνώμη αυτή τη στιγμή. Πόσο έπεσα σαν άντρας στα μάτιασου, Σάνια;»

287

Το ’ξερε. Το ’ξερε πως στα γαλάζια μάτια της θα έβλεπε νακαθρεφτίζεται απόλυτος θαυμασμός και τεράστιος σεβασμός.«Δεν υπάρχουν πια άντρες σαν εσένα, Άλεξ Γκρέι·» του είπε μεειλικρίνεια.

«Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα τι να κάνω μαζί σου,δεσποινίς Παρίση».

«Δε χρειάζεται να κάνεις τίποτα. Ξέρω πως δεν είσαι άνετος μετις γυναίκες, όπως κι εγώ δεν έχω άνεση με τους άντρες. Όμωςμ’ αρέσει να είμαι κοντά σου, και μόλις ανακάλυψα ότι μ’αρέσει επίσης να βρίσκομαι στην αγκαλιά σου. Ας μηναρχίσουμε τις αναλύσεις», τον παρότρυνε. «Ας δεχτούμε ότιβρήκαμε ο ένας τον άλλο σε μια στιγμή που έπρεπε ναβρεθούμε. Δεν είχα επιτρέψει σε κανέναν να με πλησιάσειόπως εσύ, τόσο αυθόρμητα, τόσο σύντομα», τουεξομολογήθηκε. «Υπέφερα πάντα από φοβίες. Δεν ήθελα να μεαγγίζει κανείς. Σίγουρα εκείνο το βράδυ φταίει. Δε νομίζω ναυπάρχει άλλη γυναίκα στον κόσμο που να βλέπει αντρικά χέριακαι να νιώθει πρώτα απ’ όλα ότι απειλείται. Είναι πολύπαράξενο—» συνέχισε πιάνοντας το χέρι του και χαϊδεύονταςτην παλάμη του. «Πριν γνωρίσω εσένα, ένιωθα απέχθεια στηθέα των γαντιών. Είμαι σίγουρη ότι ο δολοφόνος φορούσεγάντια. Όχι δερμάτινα, αλλά μάλλινα, και μάλιστα απ’ ταφτηνότερα του είδους—»

«Ελπίζω να ξέρεις ότι δε θα σου κάνω ποτέ κακό», της είπεβραχνά, για να της δείξει πως δεν είχε συνέλθει ακόμα απ’ τησκηνή που προηγήθηκε ανάμεσά τους.

Το γέλιο της ήταν πηγαίο, ένα γάργαρο κοριτσίστικο ξεφωνητό.

κι ένιωσε κτήνος μπροστά σε τόση αθωότητα. «Τι κακό να μου

288

κάνεις εσύ, κύριε Γκρέι; Είσαι πάντα τόσο ευγενικός· αληθινόςιππότης! Κάπως έτσι ήταν κι ο Ρωμανός στα όνειρά μου.Έδειχνε ανίκανος να βλάψει ακόμα και μυρμήγκι, όμως τοπνεύμα του ήταν τόσο δυνατό, που τους τρόμαζε όλους—»Κατέβηκε απ’ τα γόνατά του και στάθηκε στη μέση τουδωματίου με μια πεισματική έκφραση στο πρόσωπο. «Θέλω νακάνουμε τα πάντα για να τον βοηθήσουμε», δήλωσεαποφασιστικά. «Θέλω να βρει ξανά όσα έχασε σ’ αυτή τη ζωήκαι να αποδείξει πως άδικα τον κατηγόρησαν. Ξέρω πως είναιαθώος, το ξέρω. Ένας άντρας που ήταν κάποτε όπως εσύ, δε θαμπορούσε ποτέ να είναι ένοχος—»

Μόνο το χειροκρότημα του κοινού έλειπε να επιβραβεύσει τουςχειρισμούς του. Τυφλή εμπιστοσύνη: σε αυτή στόχευε και τηνείχε κερδίσει. Δεν ήταν πια καθόλου δύσκολο να χοντρύνει τοπαιχνίδι. Έπρεπε να τρυπώσει στα άδυτα της οικογένειάς τηςκαι να αποκτήσει το δικαίωμα να μπαινοβγαίνει στο σπίτι τουςόποτε του έκανε κέφι. Η Σάνια του είχε προτείνει λίγες μέρεςπριν να παραστήσουν τους ερωτευμένους, αλλά δεν τουαρκούσε. Βλέποντάς τη τόσο ενθουσιασμένη μαζί του, έκρινεπως η δική του πρόταση θα ήταν πολύ πιο αποτελεσματική.

Έφερε ένα ξεχασμένο μπουκάλι κρασί απ’ το ντουλάπι τηςκουζίνας, το άνοιξε και γέμισε δύο ποτήρια. Η δύναμη τηςσυνήθειας τον έσπρωξε να κινήσει ελαφρά το ποτήρι του ώστενα αναδευτεί το περιεχόμενό του κι έπειτα να πλησιάσει τοποτήρι στη μύτη του. Η μηχανική τελετουργία του πέρασεαπαρατήρητη, γιατί η Σάνια είχε στρέψει την προσοχή της στοδικό της ποτήρι, που φρόντισε να το αδειάσει μονοκοπανιά καινα το ξαναγεμίσει αμέσως.

Την έπιασε απ’ τη λεπτή μέση της και την παρέσυρε στη μεγάλη

289

τζαμαρία της μπαλκονόπορτας. Τέλεια. Έμοιαζαν στ’ αλήθειαμε εραστές που απολάμβαναν την ανάπαυλα των ερωτικών τουςδραστηριοτήτων χαζεύοντας τα κύματα να γίνονται βορά τουανέμου. Φρόντισε να την κρατά κοντά του για να της μεταδίδειτη θέρμη του σώματός του και να συντηρεί τη λαχτάρα της.

Ήταν πολύ φυσικό εκείνη τη στιγμή να γείρει το κεφάλι τηςστον ώμο του παραζαλισμένη απ’ τη ρομαντική ατμόσφαιρα. Τοτζάμι καθρέφτισε το σκληρό του χαμόγελο.

«θα πρέπει να γνωρίσω καλά τους δικούς σου», της είπεπαρατηρώντας τα κύματα να εφορμούν στην ακτή.

«Το ξέρω—»

«Πολύ καλά», τόνισε. «Και με τέτοιο τρόπο που να μη φαίνεταιότι τους ανακρίνω».

Η κοπέλα αναστέναξε. «Κι αυτό το ξέρω».

«θα πρέπει λοιπόν να πειστούν όλοι για τις καλές μουπροθέσεις απέναντί σου και ταυτόχρονα να τους αφαιρεθεί, αςπούμε, το δικαίωμα να προσπαθήσουν να σε μεταπείσουν. Ισωςνα πρέπει να τους παρουσιάσουμε κάτι τετελεσμένο, Σάνια— »«Τι εννοείς;» Ένιωσε ταχυπαλμία ξαφνικά.

«Εννοώ πως μια απλή σχέση ανάμεσά μας δεν αρκεί για ναμπαινοβγαίνω στο σπίτι ενός υπουργού. Χρειάζεται κάτι πιοτελεσίδικο: ένας αρραβώνας, για παράδειγμα· »

Με την τροπή που είχαν πάρει τα πράγματα, το παράδοξο πλέοντης φαινόταν φυσιολογικό. Καταλάβαινε το σκεπτικό του, καιαναγνώρισε σχεδόν στιγμιαία τη λογική του. «Ούτε αυτό θα

290

εμπόδιζε τον αδερφό μου να σου κάνει συνέχεια τη ζωήδύσκολη», τον προειδοποίησε.

«Δεν είναι αδερφός σου!» Ο θυμός του ήταν γνήσιος και ήρθεσε τέλεια αντιδιαστολή με τα συναισθήματα που επιδείκνυεεδώ κοι ώρα. «Δεν είναι καν ξάδερφός σου όπως η Μίνα και ηΒέρα. Ξέρω πως θα με θεωρήσει αντίζηλό του».

«Επομένως δε θα σε αφήσει σε χλωρό κλαρί».

«Τότε ας αφήσουμε να περάσει ένα μικρό χρονικό διάστημα,και ας παντρευτούμε». Ήταν έμπνευση της στιγμής, αλλά θα ταέπαιζε όλα για όλα. Κάθε κρυμμένος (ίσος, ακόμα κι εκτόςσχεδίου, θα ήταν προς όφελός του.

Η Σάνια γέλασε δυνατά. «Αυτό μάλιστα! Θα του έκοβε τη φόραοπωσδήποτε».

«Δεν αστειεύομαι».

«Ούτε κι εγώ». Τρίφτηκε πάνω του σαν γάτα που αποζητάχάδια. «Είναι πολύ καλή ιδέα, κύριε Γκρέι. Μόνο ο ΡαφαέλΆλντες θα μπορούσε να εμπνευστεί κάτι τέτοιο—» πρόσθεσεαδειάζοντας ξανά το ποτήρι της.

«Θα του το πεις όταν τον δούμε», της χαμογέλασε.

«Λέω να μαγειρέψω τώρα». Αποτραβήχτηκε απρόθυμα και πήγεμε χορευτικά βήματα προς την κουζίνα. «Τι σόι σύζυγος θαγίνω, αν αφήνω τον αντρούλη μου νηστικό;» φώναξε, κι έπειτα,σιγοτραγουδώντας, καταπιάστηκε με τις κατσαρόλες.

Ο Άλεξ συνέχισε να κοιτά τη θαλασσοταραχή, και παρότι είχεθριαμβεύσει, του ήταν αδύνατο να συμμεριστεί την καλή της

291

διάθεση. Είδε την αντανάκλασή του στο τζάμι και τρόμαξε νααναγνωρίσει τον εαυτό του. Η ένταση τον είχε αγριέψει και ηγνώση πως εσκεμμένα εκμεταλλευόταν μια αγνή ψυχή, από τιςσπάνιες, τον είχε γεμίσει θλίψη. Η Σάνια είχε μετατραπεί σεπρόθυμο συνεργάτη, όπως ακριβώς το είχε σχεδιάσει. Ηαθωότητά της την έκανε να τον εμπιστευτεί γρήγορα, όπωςακριβώς το είχε μαντέψει. Και τώρα άρχισε να ξυπνά μέσα τηςο έρωτας, όπως ακριβώς το απευχόταν.

Ήπιε το κρασί του με μια γουλιά. Καλό, αλλά αναμφίβολακατώτερο απ’ το δικό του. Η σκέψη του ταξίδεψε στο κτήματου, και η ξαφνική νοσταλγία έκανε το στομάχι του να σφιχτεί.Του έλειπε ο κόσμος του. Η αίσθηση της απόλυτης ελευθερίαςστη ράχη του Ντάρκο ήταν κάτι που δε θα γευόταν στον κόσμοπου ζούσε τώρα. Εδώ δεν μπορούσε να κάνει βόλτες στ’αμπέλια, ούτε να μεθά με το άρωμα του μούστου. Δεν υπήρχε ηγέρικη ελιά του σ’ αυτά τα μέρη, κι ο άνεμος δεν έλεγε το ίδιοτραγούδι στο πέρασμά του. Όλα ήταν διαφορετικά· ξένα· μιααπλή εκκρεμότητα που έπρεπε να τακτοποιηθεί πριν μπει στοαυτοκίνητό του μαζί με το σκύλο του κι επιστρέψει εκεί πουανήκε πραγματικά·

Ο οξύς ήχος του κινητού του απέσπασε τις σκέψεις του απ’ τομελαγχολικό τους ταξίδι. Το εντόπισε γρήγορα και διάβασε τοναριθμό στην οθόνη. Κόντεψε να του πέσει το ποτήρι απ’ ταχέρια. Βλέποντας τη Σάνια να ξεμυτίζει απ’ την κουζίναφορώντας μια γελοία ποδιά και τα μαλλιά της πιασμένα άτσαλα,σχεδόν κωμικά, στην κορφή του κεφαλιού της, μπήκε στονπειρασμό να μην απαντήσει.

«Δε θα το σηκώσεις;» απόρησε με το δισταγμό του.

«Ουί;» απάντησε αμέσως εκείνος, καθώς δεν ήθελε να χάσει

292

την εμπιστοσύνη της. «Α, Νικόλ!» αναφώνησε αμέσως μετά καικοίταξε τη Σάνια, που στεκόταν με την κουτάλα μετέωρη στοχέρι κι ένα παγωμένο χαμόγελο.

«Δε χρειάζεται πανικός—» είπε όσο πιο χαμηλόφωνα μπορούσεστα γαλλικά, γιατί ήξερε ότι τα αφτιά της Σάνιας είχανμετατραπεί σε υπερσύγχρονα ραντάρ. Δεν ξεχνούσε επίσης πωςστα ακριβά σχολεία όπου έχει φοιτήσει είχε διδαχτεί γαλλικάαπό εξαιρετικούς καθηγητές. Την είχε ακούσει να μιλά με τονΖακ, κι είχε εκπλαγεί από την άνεσή της κι από την ευκολία πουχρησιμοποιούσε ιδιαίτερα δύσκολους ιδιωματισμούς. «Θα σουπω πού έχω τα μετρητά. Πάρ’ τα και κάνε ό,τι πρέπει. Δεχρειάζεται να μπλέξουν οι ασφάλειες. Δώσε όσα ζητήσουν. Ανδε φτάσουν, μπορώ να σου ταχυδρομήσω μια επιταγή.Ασφαλώς και είμαι μια χαρά—» την καθησύχασε μόλις εκείνηαπόρησε για το συνωμοτικό τρόπο που της μιλούσε. «Ποτέ δενήμουν καλύτερα, γλυκιά μου—» πρόσθεσε, προσέχοντας πώςπέντε λεπτά δάχτυλα απέναντί του έσφιξαν την κουτάλα σανφονικό όπλο.

«Εκεί— είναι όλα εντάξει; Καλώς. Θα σε πάρω κάποια άλληστιγμή. Καληνύχτα, Νικόλ—» πρόσθεσε και τερμάτισε τησυνομιλία με ένα απολογητικό γελάκι στη Σάνια.

Η περηφάνια της την εμπόδισε να διατυπώσει την ερώτηση πουγράφτηκε στα μάτια της. Μπορεί ο ίδιος να μην είχε σχετκπείποτέ σοβαρά με κάποια, ήξερε όμως να αναγνωρίζει μια χαράτη ζήλια όταν την έβλεπε. Οι περισσότερες γυναίκες, εκτός απόπς επαγγε-ματιές, γύρευαν μερτικό απ’ τη ζωή του, γι αυτό καιδεν ήθελε να τις βλέπει για δεύτερη φορά. Δε δίσταζαν ναδιεκδικούν και να φέρονται ζηλότυπα, παρότι τους είχε δώσειεξαρχής σαφέστατες εξηγήσεις: Δε ζητούσε τίποτε άλλο από

293

εκείνες πέρα από σεξ. Σκέτο σεξ, ωμό πολλές φορές, συχνάχωρίς να χρειαστεί να μάθει καν το όνομά τους.

«Ήταν η γραμματέας μου·» είπε στριφογυρίζοντας το κινητόστα χέρια του. Αυτή τη φορά ήθελε να φανεί πως έλεγε ψέματα,και μάλιστα καθόλου πειστικά. Η ζήλια είναι αναπόσπαστη απότην εξάρτηση, και δε θα άφηνε τέτοια ευκαιρία να πάει χαμένη.

«Βιάστηκες να της το κλείσεις», παρατήρησε σφιγμένα εκείνη.

«Δε νομίζω. Έτσι μιλάω συνήθως».

Όπως ήταν αναμενόμενο, η κοροϊδία του προκάλεσε αμέσωςτην έκρηξή της. Την είδε να τσιτώνεται σαν γάτα πριν απόκαβγά. Προφανώς της είχε ανέβει και το αίμα στο κεφάλι, γιατίτα χλομά συνήθως μάγουλά της έγιναν ξαφνικά κατακκόκινα.

«Πάλι το κάνεις!» τον κατηγόρησε. «Πάλι μου φέρεσαι σαν ναείμαι παιδί. Δεν έπρεπε να ξαποστείλεις έτσι τη Νικόλ σου. Τινόμισες, πως θα ζήλευα; Μάλλον ξέχασες ότι υποκρινόμαστετους ερωτευμένους, κύριε Γκρέι. Δεν είμαστε. Δε θα μεπείραζε ακόμα κι αν σας άκουγα να κάνετε τηλεφωνικό σεξ.Κάνε ό,τι θες λοιπόν με αυτή τη Νικόλ και την κάθε Νικόλ,όταν δε μας βλέπουν άλλοι. Ποσώς με απασχολεί!»

«Ειλικρινά δεν τρέχει τίποτα μαζί της—» υπερασπίστηκε τονεαυτό του. «Δουλεύει για μένα, αυτό είναι όλο. Παρουσιάστηκεένα πρόβλημα και θέλησε να με συμβουλευτεί. Δεν είναι δα καικάτι σπουδαίο— »

Η Σάνια βούρκωσε. «Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου».

«Κατάλαβα. Θα μείνω νηστικός απόψε», αποπειράθηκε να

294

αστειευτεί.

«Δεν είμαι τόσο εκδικητική». Του γύρισε την πλάτη θέλονταςμε

κάθε τρόπο να αποχωρήσει δείχνοντας αξιοπρέπεια καιαταραξία. Τα δαιμόνια που την τριβέλιζαν όμως την ανάγκασαννα σταματήσει. Γύρισε και τον κοίταξε. Δε θα ησύχαζε αν δεμάθαινε. «Απαγορεύεται να μου πεις το παραμικρό ψέμα, κύριεΓκρέι. Έχει μεγάλη σημασία για μένα. Λόγω και τηςκατάστασής μου, δεν εμπιστεύομαι εύκολα τους άλλους. Γιααυτό,.τώρα που εμπιστεύτηκα εσένα, δε θα ήθελα νααπογοητευτώ. Είναι στ’ αλήθεια απλώς μια υπάλληλος για σένααυτή η Νικόλ;»

«Για μένα, ναι». Έδειχνε απόλυτος. «Παραδέχομαι όμως πωςίσως εγώ να μην είμαι γι’ αυτή απλώς το αφεντικό της».

«Θες να πεις πως είναι ερωτευμένη μαζί σου;» «Μπορεί».

«Μου φαίνεται παράξενο που δεν έχεις βγάλει ακόμα πόρισμα».

«Ξέρεις πόσο μπορούν να σε μπερδέψουν τα θηλυκά, όταν τοεπιδιώξουν;» “,-

Η απάντησή τόυ φάνηκε να την ικανοποιεί. «Είναι· είναιόμορφη;»

«Ναι».

«Και γιατί δεν ανταποκρίθηκες;»

«Γιατί δεν ήθελα». Τώρα έπρεπε να γίνει δραματικός.«Διέγραψα το κεφάλαιο “Γυναίκες” απ’ τη ζωή μου από τη

295

στιγμή που έχασα την· Κατρίν». Το όνομα της αδερφής του Ζακήταν το πρώτο που του ήρθε στο μυαλό.

«Την αγαπούσες πολύ;»

«Πολύ· » Αναστέναξε και πήρε πληγωμένο ύφος. «Δε νομίζωνα ξανανιώσω κάτι ανάλογο. Φυσικά, γνώρισα κι άλλεςγυναίκες μετά από εκείνη, αλλά δε σχετίστηκα μαζί τους».Σειρά είχε το ντροπαλό ύφος. «Δεν ξέρω πώς να σ’ το πω. Ολόγος που τις συναναστράφηκα ήταν καθαρά· σεξουαλικός. Τοήξεραν απ την αρχή. Μπορεί να δείχνω μίζερος καιαντικοινωνικός, αλλά οργανικά είμαι φυσιολογικός, όπως κάθεάντρας. Καταλαβαίνεις, φαντάζομαι, τι εννοώ—»

«Ναι, βέβαια—» βιάστηκε να πει παριστάνοντας την άνετη. «Δενείμαι εντελώς ανίδεη. Έχω κάνει τους πειραματισμούς μου.Έτσι είναι η φύση. Γιατί να διαφέρεις λοιπόν εσύ;»

«Χαίρομαι που τα βρήκαμε». Της χάρισε ένα πλατύ χαμόγελο.«Κι αν κρίνω απ το ύφος σου, μάλλον δεν κινδυνεύω νακαταπιώ κατσαριδοκτόνο μαζί με το φαγητό μου».

Του χαμογέλασε κι εκείνη πλατιά. «Δεν κινδυνεύεις από μένα,κύριε Γκρέι. Σε περίμενα τόσα χρόνια· δε θα ρίσκαρα με τίποτανα σε χάσω».

Απέμεινε να κοιτάζει αποσβολωμένος την όμορφη φιγούρα τηςκαθώς έμπαινε πάλι οτην κουζίνα. Εκείνη πίστευε ότι μόλις τουείχε πει ένα χαριτωμένο αστείο, αλλά εκείνος ήξερε πωςσοβαρολογούσε.

Έφαγε νιώθοντας κάθε μπουκιά να του πλακώνει το στήθος.

296

ΗΤΑΝ Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ νύχτα τους στο μικρό εξοχικό σπίτι. Τοπρωί η Σάνια υπέστη ακόμα ένα επεισόδιο, πιο έντονο απ’ τοπροηγούμενο, και τώρα, δώδεκα ώρες μετά, αδυνατούσε νασυνέλθει. Ο Άλεξ είχε μεταφέρει το στρώμα δίπλα στο τζάκι,την είχε σκεπάσει με όλες τις διαθέσιμες κουβέρτες κι είχεκάνει όλες τις απαραίτητες ενέργειες για να της ρίξει τονπυρετό, χωρίς όμως να υπάρξει αποτέλεσμα. Η κοπέλα έτρεμεσύγκορμη και παραπονιόταν ότι πονούσε παντού σαν να είχεπροσβληθεί από γρίπη.

Δεν μπορούσε να συγκεντρωθεί στις σημειώσεις τουβλέποντάς την έτσι και δεν τολμούσε να τη ρωτήσει τι είχεθυμηθεί, σεβόμενος τη σύγχυση και την αδυναμία της. Έκλεισετο σημειωματάριο και σηκώθηκε απ’ τη θέση του. Η αντίδρασητου οργανισμού της τον προβλημάτιζε. Δε θυμόταν παρόμοιοπεριστατικό με το δικό της, όσο ενδελεχώς κι αν ανέτρεχε στησχετική βιβλιογραφία. Οι κρίσεις της γίνονταν ολοένα και πιοέντονες. Ο εγκέφαλός της της έδινε πληροφορίες, αλλάταυτόχρονα απορροφούσε όλη της την ενέργεια. Τι θα γινόταναν ερχόταν η στιγμή που η μνήμη της θα της αποκάλυπτε τηνύχτα του φόνου; Στην κατάσταση που βρισκόταν, ο Άλεξ δεναπέκλειε τη δυσάρεστη πιθανότητα να κατέρρεε εντελώς. Όσοτην αντίκριζε να σπαρταρά απ’ τον πυρετό και τους πόνους,υπέφερε μαζί της. Νοιαζόταν γι αυτή. Περισσότερο απ’ όσοέπρεπε, ίσως.

«Είδα τον αληθινό μου μπαμπά· » άκουσε τη βραχνή φωνή τηςκάτω απ’ τις κουβέρτες. «Δεν μπορώ να ζεσταθώ με τίποτα· »παραπονέθηκε αμέσως μετά. «Θέλεις· θέλεις να έρθεις κοντάμου;»

Του ζητούσε ‘να ξαπλώσει δίπλα της, να την πάρει στην

297

αγκαλιά του και να τη ζεστάνει με το σώμα του. Ήταν κάτιαπόλυτα λογικό και βαθιά ανθρώπινο, αλλά εκείνος ένιωσε σαννα τον διέταξαν να βάλει το κεφάλι του στην γκιλοτίνα. Δενήθελε τόσο στενές επαφές μαζί της. Είχε λάβει υπόψη τουσχεδόν τα πάντα· δε χρειαζόταν περισπασμούς.

Ωστόσο, έτσι όπως είχαν έρθει τα πράγματα, δεν μπορούσε νακάνει κι αλλιώς. Η επιλογή του ήταν μονόδρομος και θα τονακολουθούσε προσπαθώντας με όλες του τις δυνάμεις ναλειτουργήσει σαν γιατρός και όχι σαν άντρας.

Πράγματι, ξάπλωσε δίπλα της κι εκείνη αμέσως τον αγκάλιασεσφιχτά, αναστενάζοντας με ανακούφιση. Ακούμπησε το κεφάλιτης στο στήθος του, έφερε τα πόδια της κοντά στα δικά του καικόλλησε πάνω του το τρεμάμενο κορμί της. Αναστέναξε κιαυτός, α.\λά από απόγνωση. Δεν ήξερε πώς να φερθεί. Δεν είχεπλαγιάσει ποτέ έτσι με γυναίκα. Απαξιούσε να μοιραστείοποιαδήποτε είδους τρυφερότητα, κι η θέση ενός θηλυκού στοκρεβάτι εξαρτιόταν αποκλειστικά απ’ τις εμπνεύσεις και τιςορέξεις του: από πάνω, από κάτω, ανάσκελα ή γονατιστή, δενείχε σημασίαποτέ όμως στο πλευρό του.

Διστακτικά και αμήχανα, αγκάλιασε κι εκείνος με το ένα χέρι τοκορμί της και ακούμπησε το άλλο με τον ίδιο δισταγμό στοκεφάλι της. Βλαστήμησε από μέσα του για αυτό το μπλέξιμο.Αν τον έβλεπε ο Ζακ από μια μεριά, θα έχανε τον έλεγχο τηςκύστης του απ’ τα γέλια. Φανταζόταν ακόμα και τα λόγια του:«Μπράβο, φίλε», θα τον επαινούσε. «Κατάφερες να ξαπλώσειςδίπλα σε γυναίκα χωρίς να δείχνεις ότι θα προτιμούσες να ήτανστη θέση της ο Τζακ ο Αντεροβγάλτης. Μεγάλο κατόρθωμα!»

«Μπορείς να βγάλεις τα γάντια;» τον παρακάλεσε η Σάνια. «Μεπαγώνουν—»

298

«Σάνια— »

«Δε με νοιάζουν τα σημάδια σου», του είπε σφίγγοντάς τονακόμα πιο πολύ. «Σε παρακαλώ, Άλεξ— »

Της έκανε κι αυτή τη χάρη, βρίζοντας νοερά. Ακούμπησε ταγάντια δίπλα στο στρώμα κι ετοιμάστηκε να ξεφουρνίσει τιςγνωστές δικαιολογίες μόλις τα κρύα της δάχτυλα άρχισαν ναψηλαφίζουν τα χέρια του.

«Είναι ουλές αυτά που πιάνω;» τον ρώτησε ανασηκώνοντας λίγοτο κεφάλι της. Απέστρεψε αμέσως το δικό του. Τα πρόσωπάτους ήταν πάρα πολύ κοντά. Δεν ήθελε να τη δει να χαμηλώνειπάλι τα μάτια. Η φωτιά ήταν ζωηρή και το φως της περισσότεροαποκαλυπτικό απ’ όσο θα τον έκανε να νιώθει άνετα.

«Ναι», της απάντησε ξερά. Τρεις μακριές ουλές από αδέξιοχειρισμό εκρηκτικών στα πρώτα στάδια της εκπαίδευσής τους,δύο μικρά εγκαύματα -απομεινάρια της νύχτας στη Βοσνίακαιδιάφορες γρατσουνιές και μικρσιραύματα από τιςχειρωνακτικές εργασίες στο κτήμα. Δεν υπήρχε εργαλείο με τοΟποίο να μην είχε πάθει ατύχημα ειδικά τον πρώτο καιρό, τότεπου τα χέρια του ήταν πιο συνηθισμένα στο χειρισμό όπλων καιιμάντων αλεξίπτωτου παρά φτυαριών και αξινών.

«Τις έπαθες στο ατύχημα;»

«Ναι».

«Και γιατί δεν έκανες πλαστική, αφού σε ενοχλούν τόσο;»

«Γιατί δεν άντεχα να μου πετσοκόψουν το ελάχιστο υγιές δέρμαπου μου είχε απομείνει. Σχεδόν με έγδαραν ολόκληρο στην

299

προσπάθεια να αναπλάσουν το δεξιό μου κρόταφο και διάφοραανάλογα τραύματα στο στομάχι και στην πλάτη μου». Ξεφύσηξεσαν φάλαινα που βγήκε επιτέλους, την τελευταία στιγμή, στηνεπιφάνεια της θάλασσας. Ήταν η μισή αλήθεια και δεν τουάρεσε καθόλου να τη λέει.

«Θέλω να δω!»

Πριν προλάβει να αρνηθεί, η Σάνια τράβηξε το ένα του χέρι κιαφοσιώθηκε στο θέαμα σχεδόν μ’ ευλάβεια. Αν ήταν άλλη, θατην καρύδωνε. Θα ένιωθε λιγότερο γυμνός εκείνη τη στιγμήαπό ό,τι αν του κατέβαζε το σώβρακο.

Εκνευρισμένος, έχωσε το χέρι του ξανά κάτω απ’ την κουβέρτακαι την έσφιξε τόσο πολύ πάνω του, που την άκουσε να βήχει.«Σου κατέστρεψα τις φαντασιώσεις;» την ειρωνεύτηκε. «Πώςνιώθεις τώρα που ανακάλυψες ότι δεν έχω χέρια για πιάνο,δεσποινίς Παρίση;»

«Είσαι τόσο ανόητος!» τον μάλωσε αφού του έσκασε ένα φιλάκιστο μέρος της καρδιάς. «Λίγα σημαδάκια είναι μόνο. Εμέναμου αρέσουν τα χέρια σου, Άλεξ. Είναι πολύ αντρικά, όπως θαέλεγε κι η φίλη μου η Μαργαρίτα».

«Σου έπεσε ο πυρετός;» τη ρώτησε καχύποπτα. «Ακούγεσαικαλύτερα· »

Μ’ ένα μαγικό τρόπο το τρέμουλο και τα βογκητά ανημποριάςξανάρχισαν. Ήταν έτοιμος να πιστέψει ότι τον κορόιδευε, ότανάγγιξε το μέτωπό της. Όχι, διαπίστωσε. Ψηνόταν ακόμα στονπυρετό, απλώς τα τραύματα στα χέρια του την είχαν κάνει λίγονα ξεχαστεί.

300

«θέλω να σου πω αυτά που είδα».

Ο Αλεξ άπλωσε το χέρι του και κάλυψε το δικό της πριναρχίσει να ψαχουλεύει το σώμα του. «Θα μου πεις. Πρώταόμως θέλω να μου υποσχεθείς ότι θα είσαι φρόνιμη. Δε θακινείσαι καθόλου. Ούτε εσύ ούτε τα χέρια σου».

«Δεν είσαι καθόλου πλαδαρός», πρόλαβε να εκτιμήσει εκείνη.«Περίεργο! Σπάνια βλέπεις σε τόσο καλή φυσική κατάστασηέναν επιστήμονα—»

«Σάνια, κόφτο!» Η φωνή του πήρε την αυστηρή χροιά πουανάγκαζε τους συνομιλητές του να καταπίνουν τη γλώσσα τους.Του ξέφυγε μια βρισιά στα γαλλικά. «Σου το χω ξαναπεί. Έτσιήμουν από μικρός. Είχα γερό σκελετό και καλό μυϊκό τόνο απόγεννησιμιού μου. Απεχθανόμουν και απεχθάνομαι ακόμα τηγυμναστική. Η ζωή μου είναι υπερβολικά καθιστική, όμως ογιατρός μού συνέστησε να κάνω λίγο τζόκινγκ πού και πού καινα σηκώνω κάνα βαράκι για να αποφύγω τυχόν πρόωροέμφραγμα. Το σώμα μου ανταποκρίθηκε γρήγορα, κι οιεξηγήσεις τελειώνουν εδώ. Δε νομίζω να σε ρώτησα ποτέ πώςκατάφερες να έχεις τόσο στητό στήθος απ’ τη στιγμή που ήσουνκι εσύ μια ζωή σκυμμένη πάνω από τα βιβλία».

Η κοπέλα τραβήχτηκε αμέσως τόσο όσο έπρεπε για να μηνακουμπά το στήθος της πάνω του. Δεν έβλεπε το πρόσωπό της,αλλά μπορούσε να πάρει όρκο ότι είχε γίνει κόκκινη σανπαπαρούνα. Έδωσε συγχαρητήρια στον εαυτό του για τονεπιτυχή παραλληλισμό. Τώρα απέμενε να συγκεντρωθεί σταλόγια της αντί στο μικρό ξεσηκωμό που συνέβαινε στουπογάστριό του.

«Είδα τον μπαμπά μου—» επανέλαβε μετά από καποια

301

δευτερόλεπτα. «Καβγάδιζαν άσχημα με τη μαμά. Δενκαταλάβαινα τι έλεγαν, ήμουν πολύ μικρή, οι κινήσεις τουςόμως ήταν ξεκάθαρες. Η μαμά ήρθε πάνω απ’ το κρεβατάκι μουκαι απείλησε ότι θα με χτυπήσει αν δε σταματήσω να κλαίω. Ομπαμπάς τότε την πλησίασε, την άρπαξε απ’ τα μαλλιά, τηνπέταξε στο πάτωμα και την έφτυσε κατάμουτρα. Εκείνη άρχισενα ουρλιάζει σαν λυσσασμένη. Μόνο δύο λέξεις κατάλαβα,Άλεξ. Τις επαναλάμβανε ξανά και ξανά, μέχρι που έκλεισε ολαιμός της. “Εσύ φταις, εσύ φταις, εσύ φταις..”»

Ξέχασε τις επιφυλάξεις του όταν την αγκάλιασε και κράτησε τοπρόσωπό της στο στέρνο του για να την ηρεμήσει. Η υγρασίααπ’ τα μάτια και τη μύτη της νότισε την πιτζάμα του, μα ούτεπου το πρόσεξε. Τα πράγματα περιπλέκονταν πολύ. Οι έρευνέςτου έπρεπε να ξεκινήσουν από πιο παλιά ίσως από πριν ακόμαγεννηθεί εκείνη.

«Ο πατέρας σου ήταν ο Αλκής Παρίσης, ο γνωστόςσκηνοθέτης. Έτσι δεν είναι;» «Ναι, αυτός ήταν. Έχω δειμερικές φωτογραφίες του. Ήταν πολύ μεγαλύτερος από τημητέρα μου, την περνούσε σχεδόν είκοσι πέντε χρόνια. Τονπαντρεύτηκε στο απόγειο της καριέρας της,.όταν ήταν ακόμαπολύ νέα. Εκείνος την εκτόξευσε ακόμα πιο ψηλά όσο ήτανπαντρεμένοι. Άργησαν να με αποκτήσουν. Ρώτησα αρκετέςφορές τη θεία μου, διάβασα και τον Τύπο της εποχής, αλλά δεδιαφωτίστηκα και πολύ για τη σχέση τους. Ήξερα βέβαια πως ογάμος τους είχε πολλά προβλήματα. Απ’ ό,τι κατάλαβα, ημητέρα μου δεν του ήταν πιστή. Το μόνο που μου είπε η θείαμου, κι αυτό με τα χίλια ζόρια, ήταν πως ο πατέρας μου τηνεκδικήθηκε κλείνοντάς της όλες τις πόρτες στο θέατρο και στονκινηματογράφο. Κατέστρεψε την καριέρα της. Κατέθεσαν απόκοινού αίτηση διαζυγίου λίγο πριν το τροχαίο. Ξέρεις για το

302

τροχαίο, φαντάζομαι».

«Οδηγούσε μεθυσμένος κι έπεσε σε μια κολόνα».

«Ναι». Αναστέναξε. «Κι η μητέρα μου θα πρέπει να το χάρηκεπολύ».

«θυμάσαι κάτι σχετικό;»

«Όχι, αλλά το ξέρω. Είναι απ’ αυτά τα πράγματα που γνωρίζειςσχεδόν ασυνείδητα, και πάντα επαληθεύονται. Λένε πωςκληρονόμησα απ’ τον πατέρα μου το ταλέντο στη φωτογραφία— » άλλαξε θέμα. «Το μυαλό μου λειτουργεί σαν νασκηνοθετεί το περιβάλλον, όπως και το δικό του. Δεν έχω ποτέεπισκεφτεί το πατρικό μου. Δεν ήθελα. Ωστόσο, ίσως πρέπει νατο κάνουμε μαζί»

«Γιατί δεν ήθελες;»

«Δεν ξέρω. Άλλη μια ασυνείδητη γνώση. Ήμουν σίγουρη ότιδεν υπήρχε ευτυχία σε εκείνο το σπίτι. Εξάλλου, ελάχιστο καιρόέζησα εκεί. Τι να προλάβω να μάθω για τον εαυτό μου; Μωρόήμουν. Ισα που είχα πετάξει τις πάνες και είχα αρχίσει ναπερπατάω. Άργησα πολύ να περπατήσω, ξέρεις. Μου το είπε ηθεία Δανάη. Καθυστέρησα αρκετά συγκριτικά με τα παιδιά τηςηλικίας μου—» «θα τα ψάξουμε όλα», της υποσχέθηκεσκεπάζοντάς την καλά με την κουβέρτα. «Εγώ κι εσύ. Μαζί. Δεχρειάζεται να φοβάσαι τίποτα».

«Μην πας στον καναπέ απόψε, κύριε Γκρέι», του είπεμαζεύοντας όλο της το θάρρος. «Ας κοιμηθούμε μαζί. Σ’ έχωανάγκη. Δεν είναι δύσκολο. Απλώς θα κλείσουμε τα μάτια καιθα μας πάρει ο ύπνος. Πες πως είμαι ένα φιλαράκι σου. Δεν

303

είναι κακό— είναι;»

«Αρκεί να μην κινείσαι πολύ», αστειεύτηκε. «Αν μείνεις έτσιμέχρι το πρωί, μπορεί να καταφέρω ακόμα και να ροχαλίσω.Πού ξέρεις;»

«Από πότε— θέλω να πω— έχεις καιρό να—;»

«Να κοιμηθώ με γυναίκα;» τη διευκόλυνε.

«Εεε— ναι—»

«Κάμποσο—» αποκρίθηκε αόριστα.

«Δεν υπάρχουν άντρες εγκρατείς όσο εσύ», τον παίνεσε. «ΟΠαύλος αλλάζει μία γυναίκα τη βδομάδα. Κάποτε τον είπααχόρταγο, και κόντεψε να με χαστουκίσει».

«Καμιά φορά είναι αναγκαία η ποσότητα για να βρεις τηνποιότητα», φιλοσόφησε εκείνος κι ακούμπησε το πιγούνι τουστο κεφάλι της. «Όσοι την αποκτούν χωρίς να αναλωθούν είναιτυχεροί. Κοιμήσου τώρα. Είσαι ταλαιπωρημένη, κι αύριο μαςπεριμένει ταξίδι».

«Καληνύχτα, Άλεξ», του είπε απαλά κι έκλεισε τα μάτιααπολαμβάνοντας τη θαλπωρή της αγκαλιάς του.

«Καληνύχτα», είπε κι εκείνος στον ίδιο τόνο, ενώ ονειρευόταννα χωθεί στο λουτρό για κρύο ντους. Δεν έκλεισε μάτι όληνύχτα.

Η σκηνή τής φάνηκε απίστευτα οικεία. Στάθηκε ακίνητη, σχεδόνμουδιασμένη, βλέποντας τον Άλεξ να αγκαλιάζει το σκύλο τουκαι να τον πειράζει τραβώντας τις στητές άκρες των αφτιών του.

304

Ο Μινγκ, σίγουρα αμάθητος σε τόσο μεγάλη απουσία τουαφεντικού του, πότε γρύλιζε και πότε κλαψούριζε, μηνξέροντας καν τι αισθανόταν πιο έντονα εκείνη τη στιγμή: θυμόγια την πολυήμερη εγκατάλειψή του σ’ ένα ξένο σπίτι ή χαράγια την επιστροφή του αφέντη του;

Η εικόνα ήρθε κι έφυγε αστραπιαία. Είδε τον εαυτό της νακρατά ένα παιδικό σακίδιο και τον Ρωμανό να τρέχει νααγκαλιάσει έναν ολόιδιο γερμανικό ποιμενικό στο ίδιο ακριβώςσημείο του κήπου. Έσκυβε με τον ίδιο τρόπο κατέβαζε τα αφτιάτου σκύλου με απαράλλακτες κινήσεις. Κι όταν το ζώοξάπλωσε ανάσκελα για να υποδεχτεί τα γαργαλητά τουαφεντικού του, ο Ρωμανός -όπως κι ο Άλεξ τώραβύθισε ταδάχτυλά του στην πλούσια καφετιά γούνα του και τον έκανε ναγαβγίσει ευτυχισμένος.

«Σου έλειψα, αγόρι μου;» τον άκουσε να ρωτά στη στιγμιαία τηςπαραίσθηση, και μόλις συνήλθε διαπίστωσε ότι η ερώτηση πουέκανε στο σκύλο του αυτός ο άντρας στο παρόν ήταν η ίδια.

Πλησίασε κάτωχρη άντρα και σκύλο και στάθηκε δίπλα τους. ΟΜινγκ έσπευσε να της κάνει χαρές, κι εκείνη τις ανταπέδωσε μεμισή καρδιά. Το μυαλό της δεν έλεγε να ξεκολλήσει απ’ τηνεντύπωση της τρομερής ομοιότητας. Είχαν το ίδιο ύψος κιέσκυβαν με τον ίδιο τρόπο, το είδε καθαρά: με τα γόναταλυγισμένα για να μην καμπουριάζουν και τους ώμους στητούς.Το κεφάλι και των δύο έγερνε ελαφρά στο πλάι καιχαμογελούσαν περίεργα, κάπως στραβά, σαν τον Τζον Γουέινστα παλιά γουέστερν που παρακολουθούσαν μαζί με τονΡωμανό.

«θες να σε πάω στο σπίτι σου ή θα μείνεις εδώ;» τη ρώτησεπαίρνοντας το σακίδιό της.

305

«Δε θέλω να μείνω μόνη μου απόψε. Ακόμα δεν έχω συνέλθειαπό χτες· » «Πάμε μέσα, τότε. Έχω ειδοποιήσει τη Μαρία. Θαμας περιμένει».

Τον είδε να προπορεύεται με τον Μινγκ να χοροπηδά στοπλευρό του και στέγνωσε το σάλιο της. Κούνησε το κεφάλι γιανα διώξει τις ανόητες εντυπώσεις. Ήταν παιχνίδια τουασυνειδήτου της και τίποτα περισσότερο. Αφού κάποτε λάτρευεσαν θεό τον Ρωμανό Κατρά, ήταν πολύ λογικό τώρα να τονψάχνει σε έναν άντρα που ο ίδιος τον θεωρούσε φίλο. Το ότιείχαν το ίδιο ύψος και τον ίδιο σωματότυπο, πλέον, ενίσχυε τηνπλάνη της. Κατά βάθος επιδίωκε να τους ταυτίσει, λαχταρώνταςνα βιώσει στο παρόν κάποια απ’ τα τρυφερά συναισθήματα τουαπωθημένου παρελθόντος της.

Τον σταμάτησε δευτερόλεπτα πριν τον δει να χτυπά τοκουδούνι, αγγίζοντας το μπράτσο του. «Θέλω να μάθω κάτι»,του είπε.

«Τι;» «Είναι και η Μαρία Κατρά στη λίστα των υπόπτων;»

«Θα δούμε. Αύριο θα επισκεφτούμε τον Ρωμανό. Θα του θέσωευθέως την ίδια ερώτηση, κι ας ελπίσουμε να μας απαντήσει».

«Δε σου χει πει;» επέμεινε. «Δε σου χει πει τι έκανε η Μαρία τοβράδυ του φόνου;»

«Κοιμήθηκε σε μια φίλη της. Τα στοιχεία της υπάρχουν στοφάκελο της υπόθεσης. Το είχε επιβεβαιώσει τότε».

Ένα ξαφνικό ράπισμα του βοριά έφερε τα μαλλιά στο πρόσωπότης κι ανακάτεψε τα δικά του. Παρατήρησε πωςη καλή τουδιάθεση είχε εξαφανιστεί. Τη θέση της πήρε μια σκυθρωπή

306

έκφραση και χείλη σφιγμένα, λες και τον μαστίγωναν. «Εσύ τινομίζεις;» τον ρώτησε ψάχνοντας το βλέμμα του.

«Εγώ νομίζω πως το τελευταίο που χρειάζεται τώρα είναι να τηνυποπτευόμαστε. Αντιλαμβάνεσαι καλύτερα απ’ όλους τι έχειτραβήξει, όπως επίσης γνωρίζεις αν και κατά πόσο θρήνησε. Κιείμαι βέβαιος πως ξέρεις ότι από έφηβη παλεύει με χίλιακύματα για να ορθοποδήσει, την ώρα που εσύ μεγάλωνες σταπούπουλα. Έχω μιλήσει μαζί της», πρόσθεσε ψυχρά την ώραπου χτυπούσε το κουδούνι. «Δε μου κρύψε ότι μισούσε με όλητης την ψυχή τη μητέρα σου, όπως δε μου κρύψε ότι λάτρευετον αδερφό και τον πατέρα της».

Όταν η Μαρία φάνηκε στο κατοίφλι και υποδέχτηκε και τουςδυο τους με μια ζεστή αγκαλιά, η Σάνια ένιωσε το χειρότεροαπόβρασμα της οικουμένης. Ντράπηκε φοβερά για τις σκέψειςτης, κι απέφυγε να την κοιτάξει στα μάτια όση ώρα της μιλούσε.Έτσι, δεν είδε το βλέμμα που αντάλλαξε με τον Άλεξ, ούτε τοχαρακτηριστικό νεύμα του που της δήλωνε ότι όλα ήτανεντάξει.

Με τεράστια προσπάθεια έφαγε μερικές μπουκιές απ’ τονόστιμο παστίτσιο της οικοδέσποινας, κι έπειτα, ζητώνταςσυγγνώμη, αποσύρθηκε στο δωμάτιό της. Δεν μπόρεσε ναυπολογίσει την ώρα που πέρασε καθισμένη στην άκρη τουκρεβατιού, με το βλέμμα χαμένο στο άπειρο και την ανάγκη νακλάψει, μέχρι τελικά να την πάρει ο ύπνος.

«Πώς πήγε;» θέλησε να μάθει η Μαρία μόλις έμειναν μόνοι.Του πρόσφερε ένα ποτό κι εκείνος ήπιε το μισό με μια γουλιά.

«Τέλεια».

307

«Αρχίζει να θυμάται;»

«Και να μην εμπιστεύεται πια ούτε τη σκιά της».

«Εσένα όμως σ’ εμπιστεύεται, το είδα. Πριν πει οτιδήποτε, ζητάτην έγκρισή σου με το βλέμμα».

«Θα σου πω τι θα γίνει από δω και μπρος».

Και της είπε.

Πήγαν στην ασφαλή απομόνωση της κουζίνας και κουβέντιασανμέχρι το πρωί. Έπειτα η Μαρία αποσύρθηκε, κι εκείνος είδε τοξημέρωμα παρέα με τον Κινγκ, καθισμένος στο χώμα σεκάποια σκοτεινή γωνιά του κήπου. Ήταν αδύνατο να τουκολλήσει ύπνος, και ήξερε ότι με την καταιγιστική τροπή πουθα έπαιρναν οι εξελίξεις, δε θα πολυκοιμόταν στο εξής.

Η Δανάη χτύπησε τη μαγκούρα της στο πάτωμα βλέποντας τοπλάνο στην τηλεόραση. Ταυτόχρονα άρχισε να χτυπάδαιμονισμένα το τηλέφωνο, κι η Μίνα έτρεξε να απαντήσει.«Ναι, Παύλο μου—» έλεγε ταραγμένη η κοπέλα. «Το δείχνεισυνέχεια. Τι κάνει ο μπαμπάς;»

Όση ώρα μιλούσε η Μίνα, η Δανάη ήπιε αμέτρητα ποτήριανερό, το ένα μετά το άλλο. Δεν μπορούσε να ηρεμήσει. Αν δενπάθαινε καρδιακή προσβολή τώρα, δε θα πάθαινε ποτέ. Τορεπορτάζ ωστόσο δε σήκωνε αμφισβήτηση. Δεκάδες κάμερεςκαι μικρόφωνα χώνονταν κάτω απ’ τη μύτη της Σάνιας και τουΆλεξ Γκρέι, και η εικόνα μιλούσε από μόνη της. Δε χρειαζόταννα αναφέρει η δημοσιογράφος ότι είχαν γίνει ζευγάρι. Δεχρειαζόταν να απαντηθούν τα «γιατί» και τα «πώς», όταν ηγλώσσα του σώματος μιλούσε τόσο ξεκάθαρα. Την κρατούσε

308

στην αγκαλιά του, της έδινε πεταχτά φιλιά στο μάγουλο, κι όσοπροσπαθούσε να την προστατεύσει από τα φλας, τόσο εκείνηκρυβόταν στο στέρνο του με απόλυτη εμπιστοσύνη, σαν ναήταν το μοναδικό της στήριγμα. Έπειτα τους είδε να διαβαίνουνμαζί τις πύλες των φυλακών, χέρι χέρι, με τα σώματά τους σετέλειο συγχρονισμό, λες και ήταν ζευγάρι από χρόνια. Η Δανάηδε γελιόταν. Ήξερε τη Σάνια πολύ καλά! Μπορούσε ναμεταφράσει αλάνθαστα ακόμα και τις αναπνοές της. Ήτανερωτευμένη μαζί του, και άφηνε τον εαυτό της και το μυαλό τηςστα χέρια του με την ίδια εμπιστοσύνη που ένα νεογνό αφήνεταιστον κόρφο της μάνας του.

«Μαμά, ο Παύλος είναι έξαλλος!» είπε τρέμοντας η Μίνα. «Τιγίνεται εδώ; Τι κάνει η Σάνια;»

«Ο πατέρας σου πώς είναι;» «Τον έχουν πολιορκήσει οιδημοσιογράφοι. Τώρα φεύγει από το υπουργείο κι έρχεται εδώ.Άκουσα καλά; Είναι αλήθεια όσα λένε; Η Σάνια και ο ΆλεξΓκρέι, ο ψυχίατρος του φονιά·;»

«Φοβάμαι πως ναι».

«Μαμά, τι θα κάνουμε;»

«Θα το υποστούμε, τι άλλο; Ας ελπίσουμε ότι είναι μιαπεραστική τρέλα. Πρώτη φορά τη βλέπω να ερωτεύεταιαληθινά. Είναι λογικό να ακολουθεί την καρδιά της. Θα δούμε,θα δούμε·»

Η εξώπορτα άνοιξε με ορμή και εισέβαλε η Βέρα,εκσφενδονίζοντας την τσάντα της σιον καναπέ. «Τρελάθηκε;»ούρλιαξε. «Είναι αλήθεια όσα λένε; Η Σάνια και ο μονόφθαλμοςψυχίατρος του Ρωμανού Κατρά;»

309

«Να ηρεμήσετε αμέσως κι οι δυο σας», διέταξε η Δανάη. «Δεθέλω να έρθουν ο αδερφός και ο πατέρας σας και να σας δουνέτσι. Δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα. Ας μη ρίξουμε κι άλλολάδι στη φωτιά».

«Μαμά, ο Παύλος θα τον σκοτώσει!» μουρμούρισε η Βέραβουρκώνοντας. «Αν πληγώσει τη Σάνια, θα τον αφήσει στοντόπο!»

«Καλά θα κάνουμε να τον καλμάρουμε. Όλοι», πρόσθεσεκοιτώντας αυστηρά τις κόρες της. «Η Σάνια δεν είναι μικρόπαιδί πια. Είναι επιλογή της. Θέλουμε δε θέλουμε, θα τησεβαστούμε».

«Μα είναι σκάνδαλο!» διαμαρτυρήθηκε η Μίνα, που μέσα στηνταραχή της ξεχάστηκε κι άναψε τσιγάρο μπροστά στη μητέρατης. «Είναι ο ψυχίατρος του δολοφόνου της μάνας της. Τι θαπουν όλοι; Τι θα σκεφτούν αν ξανανοίξει η υπόθεση, γιαπαράδειγμα; Ότι την έπεισε να πει ψέματα για να αθωώσουναυτό το κάθαρμα να τι θα πουν. Δεν το περίμενα από τη Σάνιααυτό, δεν το περίμενα!» «Έχουμε άλλη επιλογή;» αναρωτήθηκεη Δανάη. «Αν της επιτεθούμε, θα τη χάσουμε τελείως. Μπορείνα ναι μια μπόρα που θα περάσει, ένας απλός ενθουσιασμός.Αν την κρατήσουμε μακριά μας, δε θα μάθουμε ποτέ. Είναιικανή να εξαφανιστεί μαζί του, την ξέρω καλά. Όταν της μπεικάτι στο μυαλό·»

Η Βέρα άλλαξε κανάλι κι έπεσε πάλι στα ίδια πλάνα, σε άλλοτηλεοπτικό δελτίο. «Δεν ταιριάζουν», είπε με πείσμα. «Είναιπολύ μεγάλος γι’ αυτή μουντός, σοβαρός και ξινός. Μα τι τηνέπιασε;»

Το απότομο φρενάρισμα που ακούστηκε απέξω τις έκανε να

310

μαρμαροκίουν. Η Βέρα έκλεισε την τηλεόραση κι η Μίναέτρεξε να πα-ρει προκαταβολικά παυσίπονο. Έπειτα άκουσαντους μεντεσέδες της πόρτας να διαλύονται και χαμήλωσανταυτόχρονα τα μάτια.

Ακολούθησε ένας ορυμαγδός από βλαστήμιες.

Ο Ζακ άκουσε τα βήματα που σταμάτησαν απέξω καιταυτοποίησε αμέσως τα πρόσωπα στα οποία ανήκαν. Οιμονοκόμματοι, γεμάτοι αυτοπεποίθηση διασκελισμοί φώναζαναπό μακριά ότι ήταν του Άλεξ και τα ανυπόμονα, βιασηκάβηματάκια πρόδιδαν τη Σάνια. Φόρεσε στη στιγμή το αγενές τουπροσωπείο, ξάπλωσε στο στενό του κρεβάτι, κι αφούακούμπησε το ένα του πόδι στο λυγισμένο γόνατο του άλλου,βάλθηκε δήθεν να μελετά το Κόκκινο Πέπλο. Είχε καταλάβει τιέπρεπε να κάνει, αφού διάβασε πολλές φορές τις τσακισμένεςσελίδες. Αρκεί να έπαιρνε το οκέι από τον Άλεξ πως όλα είχανπάει καλά μέχρι τώρα.

Πρόσεξε πως η Σάνια κοίταξε κοροϊδευτικά το βιβλίο πουκρατούσε, και στράφηκε στον Άλεξ. Ένα ανεπαίσθητο νεύματού έδωσε αυτό που ήθελε για να προχωρήσει.Απολαμβάνοντας το ρόλο του, ήταν για μια ακόμα φοράεκπληκτικός στην παράστασή του. Με το βιβλίο στα χέριασηκώθηκε, πλησίασε αργά τη Σάνια κι έσκυψε για να φέρει τοπρόσωπό του ακριβώς απέναντι απ’ το δικό της. «Τι έχουμεεδώ, πριγκιπέσα;» ρώτησε κοιτώντας την πειρακτικά. «Πάει οφόβος σου;»

Η Σάνια του χαμογέλασε. Κατόρθωσε να δείχνει ατάραχημπροστά σ’ όλα εκείνα τα μούσκουλα που φούσκωναν καιξεφούσκωναν με την παραμικρή του κίνηση. Νευρίασε αφόρηταμε τον τρόπο που τα μάτια του περιεργάζονταν το κορμί της,

311

αλλά δεν το έδειξε. Δε θα τον άφηνε να πάρει το πάνω χέρι όχιαυτή τη φορά.

«Μμμ, ακόμα μυρίζεις βανίλια—» είπε ο Ζακ φέρνοντας τημύτη του κοντά στο λαιμό της. Τα μάτια του καρφώθηκανειρωνικά στον Άλεξ, που στεκόταν λίγο πιο πίσω. «Μυρίζειπαντού βανίλια, γιατρέ;» θέλησε να μάθει. «Μήπως έχει την ίδιαγεύση, κιόλας;»

«Γίνεσαι χυδαίος!» του πέταξε η Σάνια με θυμό.

«Α\ήθεια;» Παίρνοντας την έγκριση του Άλεξ με μια αστραπιαίαματιά, άπλωσε το χέρι και την τράβηξε κοντά του. Βλέπονταςτην προσπάθειά της να απαγκιστρωθεί, γέλασε δυνατά. Έπειταέκανε πως ήταν έτοιμος να τη φιλήσει.

Ένα γαντοφορεμένο χέρι βρέθηκε τυλιγμένο στο λαιμό του μεμανία. Η Σάνια ελευθερώθηκε κι ο Ζακ προσποιήθηκε τονσυγκλονισμένο. «Μπράβο, γιατρέ!» μουρμούρισε μεθαυμασμό. «Τι αλλαγές είναι αυτές; Εσύ, βία; Εσύ, οργή;Απίστευτο! Δε σε γουστάρω έτσι. Μου θυμίζεις εμένα όπωςείμαι τώρα. Προτιμούσα να μου θυμίζεις τον εαυτό μου όπωςήταν παλιά: όταν αλώνιζα τα καταστήματα καλλυντικώνκατακόκκινος από ντροπή για να βρω άρωμα βανίλια».·

Ο Άλεξ τράβηξε το χέρι του αμίλητος κι έβγαλε τοσημειωματάριο και το κασετοφωνάκι απ’ το χαρτοφύλακά του.Από μέσα του πανηγύριζε. Ένιωσε το χέρι της Σάνιας να τονχτυπά παρηγορητικά στον ώμο, κι έπειτα την είδε να ορθώνει τοανάστημά της στο φοβερό και τρομερό Ρωμανό Κατράτινάζοντας σαν αμαζόνα το κεφάλι.

Ύψωσε με έκπληξη τα φρύδια του, και ο Ζακ το πρόσεξε.

312

«Πριγκιπέσα, μου φαίνεται πως τον έχεις ξεμυαλίσει»,παρατήρησε ανάβοντας ατάραχος τσιγάρο.

«Είσαι απαίσιος!» του επιτέθηκε εκείνη. «Αυτός ο άνθρωπος σεθεωρεί φίλο του κι είναι διατεθειμένος να κάνει τα πάντα για νασε βοηθήσει. Γιατί φέρεσαι έτσι; Γιατί δεν κάνεις κάτι για ναβοηθήσεις κι εσύ τον εαυτό σου;»

Είχε έρθει η στιγμή να δείξει πως οι αντιστάσεις του λύγιζαν,όπως στη σκηνή του Κόκκινον Πέπλου που ο Ρομάναποκάλυψε την πραγματική ταυτότητά του στην Άννα. «Έχωκάνει ήδη πάρα πολλά. Το γεγονός πως είμαι εδώ θα πρέπει νασου λέει πόσα».

«Είχε δίκιο ο Άλεξ, λοιπόν—» Τον πλησίασε. «Ήθελες νασυλληφθείς. Και φυσικά τα έχεις τετρακόσια».

«Έχουν κλείσει τα μικρόφωνα και τα σχετικά;» Φύσηξε τονκαπνό σαν ταύρος έτοιμος να ορμήσει στο κόκκινο πανί.

«Ναι», είπε από τη γωνιά του ο Άλεξ.

«Πόσα σου είπε για μένα ο γιατρός;» τη ρώτησε κοιτώντας τημε μάτια μισόκλειστα.

«Τα πάντα». Την τρόμαζε. Είχε σκοπό να φαίνεται ανεπηρέαστηαπό την αγριωπή συμπεριφορά και το φονικό ύφος του, αλλάδεν τα κατάφερε. Πισωπάτησε λίγο, κι εκείνος κούνησε μελύπη το κεφάλι.

«Τα πάντα, ε; Ελπίζω όχι χωρίς ανταλλάγματα», πέταξε τησπόντα του.

«Μείνε ήσυχος. Του μίλησα κι εγώ. Ξέρει τι έχει συμβεί κάθε

313

φορά που έχει επανέλθει η μνήμη μου, κι αποφασίσαμε απόκοινού να σταθούμε στο πλευρό σου. Όμως έχει σημασία να τοακούσω κι από σένα, Ρωμανέ. Θέλω να με κοιτάξεις στα μάτιακαι να μου πεις ότι δεν το έκανες».

«Σε κοιτάζω και σ’ το λέω. Θα με πιστέψεις;»

«Δοκίμασε!»

«Τότε, άκου το, πριγκιπέσα». Ακολούθησε πιστά τη σκηνή τουβιβλίου: την τράβηξε κοντά του και την υποχρέωσε να τονκοιτάξει απ’ τη μικρότερη δυνατή απόσταση. «Δεν το έκανα»,δήλωσε. Παρασύρθηκε από το όμορφο πρόσωπό της και τημυρωδιά των μαλλιών της, και ξέχασε προς στιγμήν ότι ο φίλοςτου παρακολουθούσε από πίσω της σαν γεράκι. «Μισούσα τημάνα σου γι’ αυτά που με έκανε να νιώθω, αλλά δε θα έφταναποτέ στο σημείο να τη σκοτώσω. Δυστυχισμένη ύπαρξη ήταν κιαυτή. Ο Θεός την είχε καταραστεί να είναι πλεονέκτρια,ματαιόδοξη και ρηχή. Ήταν μονίμως ανικανοποίητη. Κατάβάθος τη λυπόμουν, πριγκιπέσα. Ίσως περισσότερο απ’ όσολυπόμουν τον πατέρα μου, που είχε καταντήσει σκλάβος της.

Ισως περισσότερο κι απ’ όσο λυπόμουν εσένα, που έψαχνεςμονίμως κάποιον να σ’ αγαπήσει· »

Η Σάνια άρχισε να τρέμει, αλλά δεν προσπάθησε να τουξεφύγει. «θα μου πεις;» τον ρώτησε με την ελπίδα να φωτίζει ταμάτια της. «θέλω να ξέρω, Ρωμανέ. Γιατί δε μ’ αγαπούσε;»

Ο Ζακ ταυτίστηκε απόλυτα σχεδόν με την προσωπικότητα τουφίλου του, παραμέρισε εντελώς τον αληθινό του εαυτό. Ήθελετόσο πολύ να την αγκαλιάσει για να την παρηγορήσει ήθελετόσο πολύ να διαπιστώσει αν τα καλογραμμένα χείλη της είχαν

314

στ’ αλήθεια τη γλύκα που υπόσχονταν. Τα συναισθήματά τουτου δημιούργησαν σύγχυση. Μπερδεύτηκε, και εκεί που τηνέσφιγγε γερά από τα μπράτσα, τα χέρια του έκαναν να τηχαϊδέψουν. Ευτυχώς, μια ματιά του Άλεξ τον συνέφερεαμέσως. Ξερόβηξε κι οπισθοχώρησε. Θα ένιωθε λιγότεροπαγωμένος αν κολυμπούσε γυμνός στον Ατλαντικό. «Γιατίαγαπούσε περισσότερο απ’ όλους τον εαυτό της», κατόρθωσενα πει. «Γιατί της θύμιζες πάντα την αποτυχία της να παραμείνειστην κορυφή. Γιατί γεννήθηκες από λάθος».

Ήταν η σειρά της να παγώσει. «Τι εννοείς; Προσπαθούσεαρκετά χρόνια να με αποκτήσει έτσι μου είπε η θεία μου. Ήτανευτυχισμένη όταν γεννήθηκα».

«Εμένα άλλα μου είπε όταν τη ρώτησα κάποτε. Μου είπε πως ηΜιράντα έπαιρνε αντισυλληπτικά κρυφά από τον άντρα της γιαχρόνια και πως τα σταμάτησε μόνο όταν είχαν φτάσει σταπρόθυρα του διαζυγίου. Ήθελε να τον κρατήσει κοντά της μεκάθε τρόπο. Όχι βέβαια επειδή τον αγαπούσε, αλλά επειδή είχετη δύναμη να τη συντρίψει ή να την απογειώσει με ένα τουτηλεφώνημα».

Αρνήθηκε να τον πιστέψει. «Η θεία μου είναι σφίγγα σε ό,τιαφορά την οικογένειά της. Για ποιο λόγο να ανοιχτεί σε σένα;»

«Γιατί δεν μπορούσε να μου πει ψέματα. Κανείς δεν μπορούσενα μου πει ψέματα, πριγκιπέσα. Δε σ’ το είπε αυτό ο γιατρός;Δε σου είπε το λόγο που με κρατούσαν όλοι τους σε απόσταση;Ήμουν μέσα στο μυαλό τους, είχα τη δύναμη να καταλαβαίνωτι σκέφτονταν. Προτιμούσαν λοιπόν να με αποφεύγουν απ’ τονα επιχειρήσουν να με κοροϊδέψουν».

Ήταν λογικό. Της το επιβεβαίωσε κι ο Άλεξ, όταν ζήτησε με

315

ένα βλέμμα την επιβεβαίωσή του. «Μου φερόταν άσχημα;»ρώτησε, βουρκώνοντας τώρα.

Ο Ζακ τη λυπήθηκε. Καημένο κορίτσι! Απ’ ό,τι φαινόταν, τηνείχαν φλομώσει όλοι στα ψέματα. Θυμήθηκε τις ολονυχτίεςσυζητήσεις με τον Άλεξ στη Λεγεώνα. Είχαν περάσει χρόνια,αλλά παρέμεναν ζωντανές στο νου του σαν να είχαν γίνει χτες.«Όταν δεν την έβλεπαν, ναι», αναγκάστηκε να ομολογήσει.«Σου μιλούσε άσχημα και δεν ήθελε να την πλησιάζεις. Ότανήμουν εγώ ή ο πατέρας μου μπροστά, γινόταν άγγελος. Ισωςαυτός να ήταν κι ένας από τους λόγους που δεν ξεκολλούσεςαπό δίπλα μου. Κοντά μου έπαιρνες απ’ τη μητέρα σου ό,τιαποζητούσες».

«Σε ξελόγιασε;» Το δάκρυ που κύλησε στο μάγουλό της ήτανανεπιθύμητο, αλλά δεν μπόρεσε να το εμποδίσει.

«Προσπάθησε πολλές φορές», αποκρίθηκε με ειλικρίνεια. «Δενείχε με τι να παίξει, και βρήκε εμένα. Το μόνο που κατάφερε ναπάρει ήταν ένα φιλί. Δυστυχώς για μένα, αποδείχτηκε πως ήτανκαι μοιραίο».

Η Σάνια αναζήτησε την καρέκλα και κάθισε νιώθοντας ταγόνατά της να κόβονται. Είδε τον Ρωμανό να φέρνει τη δική τουκαρέκλα απέναντί της και να κάθεται κοιτώντας τη σκεπτικός. ΟΆλεξ του έκανε νόημα να συνεχίσει, κι εκείνος έριξε τα χαρτιάτου στο τραπέζι σβήνοντας το τσιγάρο του και παίρνοντας ταχέρια της στα δικά του. Μόλις εκείνη τη στιγμή πρόσεξε τοασημένιο δαχτυλίδι του με το λατινικό καλλιτεχνικό Rσκαλισμένο περίτεχνα στην πλατιά του επιφάνεια. ΡωμανόςΡομάν: η πραγματικότητα και η φαντασία στο ίδιο πρόσωπο νατην κοιτούν με το ίδιο σκοτεινό βλέμμα. «Είμαι σίγουρος πωςστο μυαλό σου κρύβονται οι απαντήσεις», της είπε απαλά. «Δεν

316

ήταν τυχαία η χρονική στιγμή που διάλεξα να επιστρέψω. Είχαεπικοινωνήσει με την αδερφή μου. Ήξερα για τις κρίσεις σου,κι ήμουν βέβαιος πως άνοιξε κάποια πύλη στη μνήμη σου. Έχωσπουδάσει κι εγώ την επιστήμη του φίλου μου του Άλεξ.Περιπτώσεις σαν τη δική σου υπάρχουν κι άλλες. Είναιμετρημένοι στα δάχτυλα βέβαια αυτοί που επανήλθε ακέραιη ήμνήμη τους, αλλά έστω κι ένα επιβεβαιωμένο περιστατικό θαμου ήταν αρκετό για να προσπαθήσω. Σου μίλησε ο Άλεξ,Σάνια;» τη ρώτησε κλείνοντας τα μάγουλά της στα χέρια τουσαν να ήταν μικρό κοριτσάκι. «Μπορείς να συναισθανθείς έστωκάτι από την κόλαση που έζησα;»

«Λυπάμαι πολύ—» του είπε, χωρίς ανάσα σχεδόν.

«Από σένα εμπνεύστηκα την Άννα», την πληροφόρησε,εισπράττοντας μια φαρμακερή ματιά απ’ τον Άλεξ. Αυτή ηδήλωση ήταν εκτός σχεδίου, αλλά ο Ζακ το εννοούσε. «Έτσι σεφανταζόμουν όταν πια θα ήσουν ενήλικη: ένα τρυφερό πλάσμαγεμάτο χαρίσματα και ψυχή παιδιού. Δε φταις εσύ πουπαραπλανήθηκες, το ξέρω. Θα έρθει η ώρα όμως που θα πρέπεινα κοιτάξεις τον κόσμο με τα δικά σου μάτια, και τότε θαπρέπει να έχεις σκληρύνει αρκετά, για να μην αφήσεις όσα δειςνα σε πληγώσουν—»

Μετά το επιτυχημένο του λογύδριο, σηκώθηκε και πλησίασετον Άλεξ, που τον κοιτούσε σαν να ήθελε να τον πνίξειεπιτόπου. Μα τι φαντάστηκε, ο ανόητος; Πως την φλέρταρε;Του χρωστούσε ένα γερό καβγά όταν με το καλό θα τέλειωνανόλα. «Λοιπόν, γιατρέ;» ρώτησε διασκεδάζοντας με τα ξινισμένατου μούτρα. «Πώς είναι ο κόσμος εκεί έξω;»

«Όπως τον άφησες. Λιγότερο ασφαλής από δω μέσα».

317

«Πεθύμησα το άλογό μου και το μοναχικό σπίτι μου. Λέωμόλις αθωωθώ να πάω τη Σάνια στα μέρη μου και να τημεθύσω με το κρασί του κτήματός μου».

«Αν είναι το λογικό κορίτσι που δείχνει ότι είναι, δε θατολμήσει να σ’ ακολουθήσει· Ρωμανέ», είπε ο άλλος έξαλλοςαπό θυμό.

Την κοίταξε και σταύρωσε τα χέρια στο στήθος. Τα φρύδια τουσχημάτισαν δυο μικρά τόξα και λεπτές ρυτίδες αυλάκωσαν τομέτωπό του. .«Γιατί όχι;» ρώτησε, περιμένοντας από εκείνη τηναπάντηση. «Αφού ξέρει πως είμαι καλό παιδί· κατά βάθος».

Η Σάνια κοίταξε και τους δυο τους έτσι όπως στέκονταν πλάιπλάι, κι η απάντηση της φάνηκε εύκολη. Ο ένας ήτανκαλοντυμένος, αψεγάδιαστος, απέπνεε ασφάλεια και κύρος. Οάλλος φαινόταν επί-κίνδυνος και άγριος σαν πολεμιστής τουμεσαίωνα που σκορπούσε τον όλεθρο και την καταστροφή στοπέρασμά του. Πρόσεξε τις μαύρες μπότες και το στενό μαύροπαντελόνι που φορούσε. Πρόσεξε τα νεύρα που διαγράφοντανστα γυμνά του μπράτσα και τους μυς που τεντώνονταν κάτω απ’το μαύρο του φανελάκι. Ναι, ήταν εύκολη απόφαση: Μόνοαλυσοδεμένη θα ξεμοναχιαζόταν μαζί του.

«Με πληγώνεις, πριγκιπέσα», της είπε δήθεν απογοητευμένος.Είχε μαντέψει την απάντησή της, φυσικά. Ένα μυαλό σαν τοδικό του, αυτό που θυμόταν όταν επανερχόταν για λίγο η μνήμητης, δε θα μπορούσε παρά να διαβάζει με ευκολία τιςαπαντήσεις στην έκφραση των συνομιλητών του. «Και κλοτσάςτην ευκαιρία να δεις πώς είναι ο κόσμος στη ράχη ενόςπανάκριβου, πολύτιμου επιβήτορα. Η πρόσκληση πάντως θαείναι μονίμως ανοιχτή για σένα. Μπορείς να την αποδεχτείςακόμα και παρέα με το γιατρό σου».

318

«Δεν είναι γιατρός μου», του ξεκαθάρισε, «αλλά θα είμαι τίμιαμαζί σου. Φοβάμαι αυτό που έγινες. Φοβάμαι οποιονδήποτε έχειξεπεράσει το δισταγμό ακόμα και να σκοτώσει».

«Είμαι ο ίδιος άνθρωπος που σε αποκοίμιζε με παραμύθια,πριγκιπέσα», της υπενθύμισε. «Ποτέ δεν ξέρεις πώς τα φέρνει ηζωή. Μπορεί κι εσύ να αναγκαστείς μια μέρα να κάνεις κάτιπου θεωρείς αδιανόητο ή αμαρτία. Είμαστε άνθρωποι. Η αρετήκαι η αμαρτία είναι τόσο κοντά, που μπορεί να περάσεις τα όριαχωρίς να το καταλάβεις— »

«Ας ελπίσουμε ότι δε θα συμβεί αυτό». Πήρε την τσάντα τηςκαι κοίταξε τον Άλεξ. Έπειτα άπλωσε το χέρι και το έτεινε στονΖακ. «Τέλειωσε ο χρόνος μας, αλλά θα ξανάρθω. Θα σεκρατάμε ενήμερο. Ελπίζω να πάνε όλα καλά—»

Την εξέπληξε μ’ ένα παλιομοδίτικο χειροφίλημα. «Είμαιβέβαιος ότι όλα θα πάνε καλά. Δε διάλεξα στην τύχη τον ΆλεξΓκρέι είναι to alter ego μου. Για το μόνο που λυπάμαι είναι πουδεν μπορώ να συνεργαστώ άμεσα μαζί του. Δύο τόσο γεράμυαλά θα έλυναν το μυστήριο στο μισό χρόνο απ’ αυτόν πουαπαιτείται». Άφησε το χέρι της και προχώρησε στο εσωτερικότου δωματίου. «Ορεβουάρ, για την ώρα. Ελάτε πάλι όποτεμπορέσετε. Δεν πρόκειται να πάω πουθενά», συμπλήρωσεγελώντας.

Ο Άλεξ και η Σάνια έφυγαν έχοντας διαφορετικά συναισθήματααπ’ αυτή τη συνάντηση. Εκείνη ένιωθε ανατριχίλα, κι εκείνοςπροσπαθούσε να καταλαγιάσει την οργή που ξύπνησε μέσα τουη εύκολη επιλογή της. Ποτέ μόνη μ’ έναν άντρα σαν τονΡωμανό Κατρά δηλαδή ποτέ μόνη μαζί του.

Έβαλε δυνατά μουσική στο αυτοκίνητο για να εμποδίσει .την

319

οποιαδήποτε απόπειρα συζήτησης. Του ήταν ανυπόφορο εκείνητη στιγμή να δείχνει πράος και ευγενής, ενώ μέσα του ήταν σανηφαίστειο έτοιμο να εκραγεί. Τον πονούσε η απόρριψή της.Περισσότερο απ’ όσο έπρεπε κι απ’ όσο ήθελε να παραδεχτεί.

«Άλεξ, συμβαίνει κάτι;»

Έκανε πως δεν την άκουσε. Αφοσιώθηκε στην οδήγηση κιαφιέρωσε όλη του την ενέργεια στην ψυχολογική τουπροετοιμασία για την επόμενη δοκιμασία: τη συνάντηση με τηνοικογένειά της.

Περίμενε υπομονετικά καπνίζοντας το πούρο του να τη δει ναβγαίνει επιτέλους απ’ τη μικρή της κρεβατοκάμαρα. Αν άφηνετον αληθινό εαυτό του να πάρει τα ηνία, θα έσπαγε την πόρτακαι θα την έβγαζε σηκωτή έξω ακόμα κι αν ήταν θεόγυμνη, θαπρέπει να ’χε αλλάξει ρούχα πάνω από δέκα φορές. Ο Ζακ τουείχε πει πόσο υστερικές μπορούσαν να γίνουν οι γυναίκες μετην εμφάνισή τους όταν επρόκειτο για κάποιο σπουδαίοραντεβού, και δεν τον είχε πιστέψει. Δεν είχε μοιραστεί τέτοιεςστιγμές με μια γυναίκα. Δεν είχε συμβιώσει ποτέ με θηλυκό,και ο ίδιος στα ραντεβού του αδιαφορούσε για την εμφάνισήτου.

Η Σάνια επέμενε πως έπρεπε vex δείχνει ερωτευμένη από χιλιό-μέτρα, κι εκείνος αδυνατούσε να την καταλάβει. Πώς ντύνονταιδηλαδή οι ερωτευμένοι; Γιατί να αλλάξουν τις καθημερινέςτους συνήθειες και να φέρονται σαν να συμμετέχουν σ’ έναατέλειωτο πάρτι μεταμφιεσμένων;

Πήρε την απάντησή του αμέσως μόλις άνοιξε ηαναθεματισμένη πόρτα. Ξέχασε να βγάλει τον καπνό από ταπνευμόνια του, και εκείνα διαμαρτυρήθηκαν μ’ έναν ηχηρό

320

βήχα. Η Σάνια Παρίση στο ρόλο της ερωτευμένης γυναίκαςήταν μια αποκάλυψη. Ποτέ δεν τη φαντάστηκε έτσι. Ούτε κανεκείνο το βράδυ που την είχε ξαπλωμένη δίπλα του καιονειρευόταν μια ψυχρολουσία στο λουτρό.

Φορούσε κομψό μαύρο σατέν παντελόνι, λευκό μεταξωτόπουκάμισο και λεπτή ζώνη με στρας. Τα συνήθωςχαμηλοτάκουνα παπούτσια της είχαν ανυικατασταθεί μεμυτερές μπότες λουστρίνι, που έκαναν τα πόδια της ναμοιάζουν ψηλότερα. Απ’ το διαφανές πουκάμισό της φαινότανκαθαρά ο δαντελένιος της στηθόδεσμος, παρότι είχε προσέξεινα είναι στο χρώμα του δέρματος. Είχε τραβήξει τα μαλλιά τηςσε χαλαρό σινιόν, κι έτσι ο Άλεξ μπόρεσε να διακρίνει όλες τιςλεπτομέρειες του μακριού λαιμού της, από το φίνο απαλόδέρμα μέχρι τις λεπτές φλεβίτσες που ανταποκρίνονταν μεσφυροκόπημα στο έντονο βλέμμα του. Είχε βαφτεί απαλά, καιτα ήδη ελκυστικά χείλη της ήταν ακαταμάχητα με το ελαφρύροζ λιπ γκλος. Το σώμα της μύριζε βανίλια. Μόνο που πάνωτης αυτό το άρωμα έχανε την απλότητά του και μετατρεπότανσε ισχυρό αφροδισιακό, έτοιμο να παίξει με τις αισθήσεις όσωνείχαν την τύχη -ή την ατυχίανα νιώσουν την επίδρασή του.

Το κινητό της χτύπησε και ψαχούλεψε ταραγμένη την τσάντατης. Έτρεμαν τα πόδια της. Το βλέμμα αυτού του άντρα τηνέκανε μερικές φορές να πιστεύει ότι στεκόταν μπροστά τουολόγυμνη όπως τη μέρα που γεννήθηκε. Ώρες ωρες δεν είναικαθόλου ντροπαλός, σκέφτηκε. Ώρες ώρες, αρκούσε μία καιμόνη ματιά του για να νιώσει το δέρμα της να καίγεται. Και τότετης καρφωνόταν στο μυαλό η εντύπωση πως ο σοβαρός καιαπαίδευτος στα ερωτικά ζητήματα Άλεξ Γκρέι ήταν κατά βάθοςένας πολύπειρος εραστής, που θα μπορούσε να μετατρέψει μιαανυποψίαστη γυναίκα σε αχόρταγο, ηδονικό θηλυκό.

321

Μίλησε με τη Μαργαρίτα μηχανικά, χωρίς να μπορεί ναεκφράσει τη χαρά της που την άκουγε μετά από τόσο καιρό. Τηςυποσχέθηκε ότι το επόμενο πρωί θα ήταν κανονικά στο πόστοτης, κι ότι θα τα έλεγαν από κοντά, αποφεύγοντας έτσι νααπαντήσει με λεπτομέρειες στις ερωτήσεις της. Κατάλαβε πωςαπογοήτευσε τη φίλη της με τη βιασύνη της, αλλά δεν είχε άλληεπιλογή. Ο Άλεξ της είχε απαγορεύσει να πει την αλήθειαακόμα και στη Μαργαρίτα. Δεν είχε περάσει τη δοκιμασίαεμπιστοσύνης της εξεταστικής ματιάς του, και παρότι η Σάνιαδιαφωνούσε μαζί του, δεν του είχε φέρει αντίρρηση. Άλλωστε,μέχρι τότε ο έγκριτος ψυχίατρος δεν είχε πέσει έξω στιςεκτιμήσεις του.

Κοιτάζονταν χωρίς ν ανταλλάζουν λέξη. Ήταν κι εκείνος πολύκομψός απόψε. Φορούσε σκούρο γκρι κοστούμι, γαλάζιοπουκάμισο και ανοιχτή γκρι καμπαρντίνα. Τα παπούτσια τουήταν καλογυαλισμένα και τα χειροποίητα γάντια του από μαύρομαλακό δέρμα εφάρμοζαν στα χέρια του απόλυτα. Από το ίδιοδέρμα ήταν και η καλύπτρα του, που έκανε έντονη αντίθεση μετο καλοξυρισμένο πρόσωπό του. Μόλις σηκώθηκε για να τηνπλησιάσει, ένιωσε έντονη ταραχή. Ήταν άλλη μία από εκείνεςτις στιγμές που η εικόνα του ερχόταν σε πλήρη αντίθεση με τηναύρα του.

Αδυνατούσε να πιστέψει πως αυτό το δυνατό, καλοφτιαγμένοσώμα ήταν σκυμμένο πάνω από βιβλία μια ολόκληρη ζωή. Κιέτσι όπως άστραφταν τα δόντια του στο μισοσκόταδο, είχε τηνεντύπωση πως της χαμογελούσε λύκος αντί για άνθρωπος.

«Είσαι πολύ όμορφη, αγαπητή μου», της είπε κάνοντας μιαμικρή υπόκλιση. «Φαίνεσαι εντελώς ·· · διαφορετική».

«Έτσι πρέπει». Του χαμογέλασε κι εκείνη, αλλά με τόση

322

ένταση, που την πόνεσαν οι μύες του προσοψιού της. «Δεσυνηθίζω να ντύνομαι τόσο— επίσημα. Μάλιστα, αυτά ταρούχα δεν τα έχω καν ψωνίσει εγώ. Είναι όλα δώρο τηςΜαργαρίτας».

«Έχει εξαιρετικό γούστο».

«Όμως δεν τη συμπαθείς».

«Τη θεωρώ ακατάλληλη παρέα για σένα. Πάντα—» Πήγε να πει«··· τη θεωρούσα», αλλά κρατήθηκε στο παρά πέντε. «Πάνταάλλωστε στις γυναικείες σχέσεις υπάρχει κάποιοςανταγωνισμός, και νομίζω ότι στην περίπτωσή σας μόνο εκείνηέχει λόγο να προσπαθεί να σου μοιάσει».

«Θα αλλάξεις γνώμη άμα τη γνωρίσεις», του είπε λίγο απότομα,παίρνοντας σαν προσωπική μομφή την απόρριψή του.

«Το ελπίζω». Μιμούμενος επίτηδες την αβροφροσύνη του Ζακ,πήρε το χέρι της και το έφερε στα χείλη του. Φιλώντας τοαπαλά, αισθησιακά σχεδόν, ύψωσε το βλέμμα του για νασυναντήσει το δικό της. «Ειλικρινά, το ελπίζω. Γιατί σεσυμπαθώ, Σάνια. Παραπάνω απ’ όσο πρέπει να συμπαθεί έναςγιατρός μια ασθενή ή ένας επιχειρηματίας το συνέταιρό τον».

Η Σάνια ένιωσε τα μηνίγγια της να σφυροκοπούν και το αίμα νακυλάει με ταχύτητα στις αρτηρίες της. «Μου χες πει ότι δενξέρεις να φλερτάρεις, κύριε Γκρέι—» προσπάθησε ναελαφρύνει τη στιγμή.

«Όσο μεγαλώνει κανείς, μαθαίνει». Απομάκρυνε το στόμα τουαπ’ το χέρι της, έστρεψε λίγο το κεφάλι και ίσιωσε το κορμίτου. «Ιδιαίτερα όταν θέλει να μάθει», συμπλήρωσε και της

323

έκανε νόημα να περάσει πρώτη.

Αυτή τη φορά δεν ένιωσε θρίαμβο για την αναστάτωση πουεσκεμμένα της προκάλεσε. Τον εμπόδισε η καρδιά του: εκείνοτο ανεπιθύμητο μούδιασμα που συνήθως προερχόταν από τηνενοχή. Κι όσο έβλεπε τη λεπτή της σιλουέτα να προσπαθεί ναισορροπήσει στις εξεζητημένες μπότες της, η τρυφερότητα πουτον κατέκλυσε έκανε τις τύψεις του ακόμα πιο δυσβάσταχτες.

Έκρυψε την κακή του διάθεση με τη σιωπή του.

Το δείπνο ήταν προσεγμένο μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια. ΗΣάνια φερόταν σαν αληθινά ερωτευμένη, γεμίζοντας το πιάτοτου και ψιθυρίζοντάς του διάφορα ακατανόητα στο αφτί.Εκείνος ανταπέδιδε άμεσα και αβίαστα την τρυφερότητά της,καταφέρνοντας να εξαλείψει τις όποιες αμφιβολίες υπήρχαν γιατα συναισθήματά του. Ο Άλεξ είχε κλέψει τις εντυπώσεις. Ήτανπολύ ευχάριστος στη συζήτηση, σχολίαζε τα πάντα μεοξυδέρκεια και χιούμορ και φρόντισε να είναι ακαταμάχηταιπποτικός με τις γυναίκες της παρέας, κάνοντας όσεςφιλοφρονήσεις ήταν απαραίτητες για να νιώσουν κολακευμένες,χωρίς όμως ο ίδιος να φαίνεται γλοιώδης ή ότι ζητάαπελπισμένα την έγκρισή τους. Ήταν όλοι του χεριού του. Δεχρειάστηκε παραπάνω από δέκα λεπτά για να καταλάβει τιακριβώς έπρεπε να κάνει για να κερδίσει την εκτίμησή τουκαθενός. Μόνο με τον Παύλο τα βρήκε μπαστούνια. Ήτανπροκατειλημμένος εναντίον του απ’ την αρχή, δεν έκρυβε τονεκνευρισμό του, κι ήταν φως φανάρι πως γύρευε αφορμή ναστήσει καβγά μαζί του. Μάλιστα, έφτασε στο σημείο νακοιτάζει με απροκάλυπτη απέχθεια την καλύπτρα του και ναδείχνει ανοιχτά πως τον θεωρούσε ακατάλληλο για τη Σάνια.Έπινε πολύ και κάπνιζε το ένα τσιγάρο μετά το άλλο,

324

αδιαφορώντας για τις επιταγές της ευγένειας. Ισα που άγγιξε τοφαγητό του, κι εκείνες τις λίγες μπουκιές απ’ την ψητή πάπιαπου έκοψε τις μάσησε σαν να ήταν έτοιμος να του τις φτύσειστα μούτρα.

Αντιθέτως, η Βέρα και η Μίνα ήταν δυο αξιαγάπητα πλάσματα,που ξεπέρασαν γρήγορα τους δισταγμούς τους κι επιχείρησαννα τον γνωρίσουν καλύτερα. Η μεγαλύτερη έμοιαζε πολύ στοχαρακτήρα στη μητέρα της, ήταν λίγο εσωστρεφής αλλά καιαξιοθαύμαστα δυναμική. Τον πληροφόρησε πως ήτανδημοσιογράφος σε μια εφημερίδα ιδεολογικά προσκείμενηστην παράταξη του πατέρα της, αλλά η θεματολογία της δενήταν πολιτική. Της άρεσε το κοινωνικό ρεπορτάζ. Όπουυπήρχαν κατατρεγμένοι, η Μίνα έβγαινε μπροοτάμισθα στοναγώνα τους και μαχόταν για τα δικαιώματά τους με πάθος καιπείομα. Ο Άλεξ προέβλεψε πως αυτό το κορίτσι θα πήγαινε ψη-λα. Ήταν αντισυμβατική και ιδεαλίστρια. Είχε δαιμόνιο πνεύμα,και δε δίστασε να πει μπροστά σε όλους πως, αν χρειαζόταν, θαερχόταν σε αντιπαράθεση ακόμα και με τον πατέρα της.

Η Βέρα ήταν εντελώς διαφορετική. Σπούδαζε στη ΣχολήΚαλούν Τεχνών, έμοιαζε στον πατέρα της, ήταν εξωστρεφής,λίγο αφελής λόγω της νεαρής της ηλικίας, κι έβλεπε τον κόσμομε καλλιτεχνική ματιά, εξωραΐζοντας τις ασχήμιες καιδιαστρεβλώνοντας την πραγματικότητα με απώτερο σκοπό ναπροστατεύσει τις ευαισθησίες της. Ήταν μια ρομαντικήεπαναστάτρια, καλόπιστη και πρόσχαρη. Εξέφρασε ανοιχτά τηγνώμη της γι αυτόν μόλις τον γνώρισε καλύτερα κι έδιωξε τουςδισταγμούς της. Είπε πως της άρεσε και πως τον έβρισκε πολύγοητευτικό. Του πρότεινε ακόμα και να του κάνει το πορτρέτο,προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του αδερφού της, που τησυμβούλεψε ειρωνικά να μην πιει άλλο κρασί. Του απάντησε

325

βγάζοντάς του τη γλώσσα και αποκαλώντας τον γρουσούζη.Μπορεί και να πιάνονταν στα χέρια, αν δεν επενέβαινε η ΔανάηΒαλέρη-Μαρκάτου, που διέθετε περισσότερο απ’ όλους τοχάρισμα της διπλωματίας.

Ο Άλεξ είχε βγάλει και για αυτή τα συμπεράσματά του. Αφούκουβέντιασαν μαζί για λίγο, διαπίστωσε πως ήταν οεξισορροπητικός παράγοντας της οικογένειας: διευθετούσε ταπάντα ώστε να μη δυσαρεστηθεί κανένας και να λειτουργούνόλα αρμονικά. Η οικογένειά της ήταν τα πάντα για τη Δανάη.Αγαπούσε τον άντρα της και τα παιδιά της εξίσου, αλλά, όσο κιαν προσπαθούσε, δεν μπορούσε να κρύψει τη μικρή αδυναμίαπου είχε στη Σάνια. Ο τρόπος που την κοιτούσε διέφερε· ακόμακι ο τρόπος που της χαμογελούσε. Ήταν η πρώτη που τονυποδέχτηκε θερμά, δηλώνοντας συγκινημένη πως υποστήριζετις επιλογές της ανιψιάς της και πως τον θεωρούσε ήδη φίλο.Σε μια αποστροφή της συζήτησης, πρόλαβε να τονπροειδοποιήσει πως, αν την πλήγωνε, θα έβρισκε απέναντί τουένα θανάσιμο ε’χθρό, αλλά εκείνος απέφυγε έντεχνα τηνυπόσχεση, χωρίς να προκαλέσει τον προβληματισμό της.

Όλα έδειχναν καλά μέχρι τώρα. Από την πρώτη αυτή επαφή,κανείς δε θα έβγαζε το συμπέρασμα πως η οικογένειαΜαρκάτου έκρυβε μυστικά. Ωστόσο, ο Άλεξ ήξερε πως δενέπρεπε να κρίνει απ’ τα φαινόμενα. Η πορεία της ζωής του τουείχε αποδείξει πολλές φορές πως η αψεγάδιαστη επιφάνειακάλυπτε συνήθως μεγάλη ασχήμια και σαπίλα.

Ο νους του ταξίδεψε στον Ζακ. Τέτοια ώρα στο Παρίσι, στηναγαπημένη του πόλη, θα αναζητούσε τρόπους να περάσειευχάριστα το βράδυ του παρέα με μία ή και περισσότερεςγυναίκες, που θα αντάλλαζαν ευχαρίστως μια εξερεύνηση στις

326

καμπύλες τους με μια βόλτα με την Πόρσε του. Τέτοια ώρα οΖακ θα ήταν μεθυσμένος, ευτυχισμένος κι ελεύθερος. Καιπάνω στον παροξυσμό της μέθης του, θα του τηλεφωνούσε καιθα του έλεγε πολύ γλαφυρά πόσο ηλίθιος ήταν που προτιμούσετο μακάβριο πύργο του απ’ το μικροσκοπικό κιλοτάκι της Μαρίή της Ελέν ή της Ζενεβιέβ ή οποιασδήποτε άλλης πουμοιραζόταν πρόθυμα το αυτοκίνητο και το κρεβάτι του.

Σκυθρώπιασε. Έπρεπε να δράσει γρήγορα. Έπρεπε οι ζωέςόλων τους να επιστρέψουν στο φυσιολογικό τους ρυθμό και ναβρεθεί ο καθένας όπου ανήκε: ο Ζακ στο Παρίσι του, εκείνοςστα ανεμοδαρμένα του βουνά κι η Σάνια στην ασφάλεια τουκόσμου της, της δουλειάς της και των φίλων της. Πίστευε πολύσ’ αυτή, είχε διακρίνει τη δύναμή της. Ό,τι κι αν γινόταν, θαέβρισκε τον τρόπο για να προχωρήσει νιώθοντας σίγουρη καισυγκροτημένη.

«— Ήταν αυτό που λέμε κεραυνοβόλος έρωτας— » εξηγούσε ηΣάνια γέρνοντας το κεφάλι στον ώμο του Άλεξ, που τηςανταπέδωσε την τρυφερή κίνηση μ’ ένα ανάλαφρο φιλί στονκρόταφο. «Ήρθε ξαφνικά και αναπάντεχα, όπως όλοι οικεραυνοβόλοι έρωτες. Δε χρειάστηκε καν να τοκουβεντιάσουμε και να το αναλύσουμε. Απλώς το δεχτήκαμε,και τώρα το απολαμβάνουμε. Ο Άλεξ είναι εκπληκτικόςάνθρωπος!» τον παίνεψε θερμά, κι έπειτα, παρασυρμένη κι απ’τα τέσσερα ποτήρια κρασί που είχε πιει σε ανύποπτο χρόνο,αυτοσχέδιασε: «Νομίζω πως του θυμίζω τη γυναίκα του. Δε μεπειράζει. Οΰτε.θα καθίσω να εξετάσω αν είναι σωστό ή όχιαυτό που μας ενώνει. Αρκεί που είμαστε μαζί».

«Τι ξέρεις εσύ από έρωτα;»

Το περιφρονητικό σχόλιο του Παύλου έφερε βουβαμάρα. Ένα

327

ζευγάρι φωτεινά μάτια, ολόιδια με αιλουροειδούς που στόχευαντο θήραμά τους στο σκοτάδι, καρφώθηκαν με κακία πάνω της.Γέμισε κι άδειασε το ποτήρι του με δυο κινήσεις. Το βλέμματου έφερε μια βόλτα στα πρόσωπα όλων κι έπειτα ξαναστάθηκεαμείλικτο στο δικό

της.

«Νομίζω πως είναι καιρός να μάθω», του είπε στο ίδιο ύφος,αλλά διατηρώντας την ψυχραιμία της.

«Με πολύ καλές προοπτικές ξεκινάς. Ως υποκατάστατο μιαςπεθαμένης».

«Ντροπή σου!» του είπε η Σάνια κοπανώντας το χέρι της στοτραπέζι. Το ποτήρι της έπεσε βάφοντας με το περιεχόμενό τουκόκκινο το τραπεζομάντιλο. Οι υπόλοιποι κράτησαν την ανάσατους. Ακόμα και η Δανάη.

«Για ποιο λόγο να ντραπώ;» Το βλέμμα του καρφώθηκε στονΆλεξ. «Επειδή λέω την αλήθεια; Εδώ είμαστε όλοι. Τρώμε καιπίνουμε μαζί. Δεν υπάρχει καλύτερη στιγμή απ’ αυτή για ναμιλήσουμε ανοιχτά. Εγώ πιστεύω ότι δεν ταιριάζετε. Αν οσυμπαθής κατά τα άλλα κύριος Γκρέι έχει αντίθετη άποψη, αςεπιχειρηματολογήσει».

Ο Άλεξ σκούπισε τα χείλη του με την πετσέτα, άναψε έναπούρο κι έπαιξε χωρίς δισταγμό το παιχνίδι του. «Για ποιο λόγονα το κάνω;» αναρωτήθηκε ήρεμα. «Πώς μπορούμε ναεξηγήσουμε με επιχειρήματα τις επιλογές της καρδιάς; Μπορείςεσύ, κύριε Μαρκάτο; Μπορείς να επιχειρηματολογήσεις για τιςεπιλογές της δικής σου καρδιάς; Εξήγησέ μου ποια λογική έχεινα ερωτεύεσαι μια γυναίκα που μεγάλωσε δίπλα σου σαν

328

αδερφή σου, και μετά είμαι πρόθυμος να σου δώσω τις δικέςμου εξηγήσεις—»

«Πολύ καλό αυτό», σφύριξε μέσ’ απ’ τα δόντια του ο Παύλος.

«Χτύπημα κάτω από τη ζώνη, αλλά καλό. Το θέμα είναι όμωςπως εγώ δε χρειάζεται να δώσω εξηγήσεις σε σένα ή σεοποιονδήποτε άλλο. Δεν είμαι εγώ στο πλευρό της αυτή τηστιγμή. Είσαι εσύ, μετά από λίγες σκάρτες μέρες γνωριμίας, μεαρκετά χρόνια να σας χωρίζουν και με το βάρος της υπόνοιαςπως την εκμεταλλεύεσαι για να αθωώσεις ένα φονιά. Αν όλααυτά δε χρειάζονται εξηγήσεις, κύριε Γκρέι, τότε ποιαχρειάζονται;»

«Το περίμενα αυτό—» Ανασηκώθηκε λίγο, έβγαλε έναβελούδινο κουτάκι απ’ την τσέπη του και το ακούμπησε στοτραπέζι. Όλοι το κοίταξαν σαν να επρόκειτο να ξεπηδήσει απόμέσα καμιά δηλητηριώδης αράχνη. Οι κοπέλες αναφώνησαν κιη Δανάη κράτησε’την ανάσα της. Ο Παύλος έσφιξε τα χείλη κι οΠέτρος Μαρκάτος τον κοίταξε ερωτηματικά:

Όσο για τη Σάνια, είχε απομείνει εμβρόντητη να κοιτάζει μια τοκουτάκι και μια την ανεξιχνίαστη έκφραση του Άλεξ. Μάντευετι θα γινόταν, αλλά δεν την είχε προειδοποιήσει. Η ταραχή τηςκαι η σαστιμάρα της ήταν γνήσιες. Χρειάστηκε να ξαναγεμίσειτο ποτήρι της για να πάρει κουράγιο.

«Λοιπόν;» τον άκουσαν να ρωτά φυσώντας αργά τον καπνό του.«Στον πατέρα ή στο γιο θα πρέπει να απευθύνω τις εξηγήσειςμου;»

«Πλάκα μας κάνεις—» μουρμούρισε αυθόρμητα η Βέρα.

329

«Δεν το πιστεύω!» αναφώνησε κι η Μίνα.

Όμως το πίστεψαν για τα καλά μόλις ο φιλοξενούμενος τουςάνοιξε το κουτάκι κι έβγαλε από μέσα ένα εντυπωσιακόμονόπετρο. «Αφού δε μου απαντά κανείς, θα απευθυνθώ στηνκεφαλή της οικογένειας, ακολουθώντας την παράδοση». Έπιασετο ιδρωμένο αριστερό χέρι της Σάνιας και της πέρασε τοδαχτυλίδι στον παράμεσο. Της ταίριαζε τέλέία. Έτσι όπωςέτρεμαν τα δάχτυλά της, το διαμάντι λαμπύρισε αντανακλώνταςτο φως των κεριών. Τα λόγια προορίζονταν για τον ΠέτροΜαρκάτο, αλλά το βλέμμα του βυθίστηκε στο δικό της. «ΚύριεΜαρκάτο, σας ζητώ και επισήμως το χέρι της κόρης σας. Αυτήείναι η εξήγησή μου στους προβληματισμούς του γιου σας. Τηναγαπώ», πρόσθεσε, χωρίς να ακουστεί γλυκανάλατος. «Κι ανδεχτεί να γίνει γυναίκα μου, ορκίζομαι να την κάνωευτυχισμένη—»

Η Σάνια είπε το «Δέχομαι» μ’ ένα γνήσιο δάκρυ να κυλάορμητικά στο μάγουλό της.

Όλοι πίστεψαν πως ήταν από τη συγκίνηση. Μόνο εκείνη ήξερεπως το προκάλεσε η στιγμιαία της ευχή να ήταν όλα αυτάαληθινά.

ΟΙ ΕΠΙΣΗΜΟΙ ΑΡΡΑΒΩΝΕΣ γιορτάστηκαν με μια λαμπρήδεξίωση δυο βδομάδες μετά. Όλο αυτό το διάστημα κύλησεμέσα σε προετοιμασίες και παροιμιώδεις μάχες με τουςδημοσιογράφους, που είχαν βρει το σίγουρο χαρτί για τηνκατακόρυφη άνοδο της τηλεθέασης και της κυκλοφορίας τωνεντύπων τους. Το αναπάντεχο ρομάντζο ανάμεσα στο Γάλλοψυχίατρο ενός από τους πλέον διαβόητους εγκληματίες καιστην κόρη των θυμάτων, του έκανε τους αρθρογράφους ναξενυχτούν πάνω από τους υπολογιστές τους για να δίνουν κάθε

330

μέρα και νέες αναλύσεις αυτής της σχέσης. Μόνο στατηλεοπτικά παράθυρα δεν κατάφεραν να βγάλουν κανέναν,αφού η εντολή του υπουργού ήταν ρητή: Έτσι και προσέγγιζαντον οποιονδήποτε από το περιβάλλον τους, θα τους έκανε τηζωή αφόρητη.

Τώρα, λίγες μόλις ώρες μετά τη δεξίωση, ο αχός είχεκαταλαγιάσει. Οι φωτογραφίες τραβήχτηκαν, η περιέργεια τουκόσμου είχε ικανοποιηθεί και στις καθημερινές εμπνεύσεις τωνδημοσιογράφων είχε επιτέλους μπει φρένο. Άλλο ένα παραμύθιμε αίσιο τέλος. Η κοσμαγάπητη Στεφανία ΓΙαρίση, το κορίτσιπου από μικρό είχε συγκινήσει τις καρδιές του κόσμου με τηντραγωδία του, έδειχνε επιτέλους ευτυχισμένη. Τους είχε πείσειτο λαμπερό της χαμόγελο κι οι ζωηρές δηλώσεις της στον Τύποπως τώρα πια ένιωθε ήρεμη, κι ας μην ανακτούσε ποτέ τημνήμη της. Τους είχε πείσει ακόμα και να μην την ενοχλούν απόδω και μπρος. Ήθελε να φτιάξει τη ζωή της απ’ την αρχή, έστωκαι με μισές μνήμες, στο πλευρό ενός ανθρώπου που αγαπούσεπερισσότερο από καθετί.

Η οικογένεια παραχώρησε στο ζευγάρι ένα από ταδιαμερίσματα του σπιτιού μέχρι να τακτοποιηθούν. Ο Άλεξ είχεδεχτεί την προσφορά χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, κι αφούπρώτα δεσμεύτηκε ότι θα έψαχνε σπίτι για να μείνει με τηγυναίκα του στο άμεσο μέλλον. Προφασίστηκε τηντακτοποίηση των υποχρεώσεών του στη Γαλλία και τημεταφορά των λογαριασμών του στην Ελλάδα για ναδικαιολογήσει το χρόνο που’θα χρειαζόταν μέχρι να αγοράσειτην καινούρια τους κατοικία. Αυτό δεν τους ενδιέφερε και πολύ.Δεν είχαν πρόβλημα να τους έχουν κοντά τους ακόμα και γιαμια ολόκληρη ζωή. Το σπίτι ήταν τεράστιο, και θα μπορούσαννα ζήσουν εκεί τουλάχιστον τρία νιόπαντρα ζευγάρια,

331

διατηρώντας απόλυτα την αυτονομία και την ιδιωτικότητά τους.

Υποτίθεται πως θα έβγαζε άδεια άσκησης επαγγέλματοςσύντομα και πως θα άνοιγε ιατρείο κάπου στο κέντρο τηςΑθήνας. Αρνήθηκε κατηγορηματικά την προσφορά του ΠέτρουΜαρκάτου να συνεισφέρει στα έξοδα μέχρι να τακτοποιηθούντα οικονομικά του, και τους διαβεβαίωσε ότι τα χρήματά τουέφταναν και περίσσευαν τόσο για την αγορά σπιτιού και τηνενοικίαση επαγγελματικής στέγης, όσο και για να ζήσουνεκείνος, και η Σάνια άνετα όλη την υπόλοιπη ζωή τους.Ιδιαίτερα σ’ αυτό το τελευταίο είχε δώσει μεγάλη έμφαση.Ήθελε να ξέρουν πως η Σάνια αντιπροσώπευε γι’ αυτόν ταόνειρά του μέχρι το τέλος τής ζωής του. Όσο ήταν πολύτιμη γιαεκείνους ήταν και για τον ίδιο. Δε θα καθυστερούσε ο γάμος,τους είπε. Το πολύ μέχρι την άνοιξη, η Σάνια Παρίση θα έπαιρνεκαι το επώνυμο Γκρέι.

Τέλεια ως εδω, σκεφτηκε μόλις βεβαιώθηκε ότι είχε κλειδώσειτην πόρτα του μπάνιου. Ξεφορτώθηκε το φρικτό κοστούμι τουκαι φόρεσε τις ακόμα πιο φρικτές πιτζάμες του. Τώρα θ’ άρχιζετο ψάξιμο. Το πλάνο του ήταν έτοιμο: όλα τα πρόσωπα πουέπρεπε να ανακριθούν, όλες οι ερωτήσεις που έπρεπε ναδιατυπωθούν, όλοι οι χοίροι όπου έπρεπε να δεχτούν τουςεπισκέπτες τους. Πρώτος σταθμός ήταν η μητέρα του, πουκατείχε κυρίαρχη θέση στις αναμνήσεις της Σάνιας. Τιςπροάλλες η Σάνια την είχε θυμηθεί να περιφέρεται σαν στοιχειόστην αυλή του σπιτιού, εξαπολύοντας κατηγορίες για τον πρώηνάντρα της και τη νέα του σύζυγο. Είχε δει τη Μαρία να τρέχεικαι να την απομακρύνει κλαίγοντας. Και μέσα στις φωνές, είχεακούσει τον Κινγκ να ουρλιάζει σαν αληθινός λύκος,προσπαθώντας με τον τρόπο του να ξορκίσει τα δαιμόνια.

332

Δεν ήθελε τη Σάνια μαζί του σε αυτή την επίσκεψη. Δεν ήτανκαθόλου απίθανο να τον αναγνωρίσει η μητέρα του, παρά τηνκατάστασή της, και δε σκόπευε να το ρισκάρει. Ούτε τηναδερφή του ήθελε να τον συνοδεύσει. Όσο μικρότερες ήταν οισυναισθηματικές φορτίσεις, τόσο μεγαλύτερες θα ήταν κι οιπιθανότητες ν’ ακουστούν κάποιες αλήθειες.

«Άλεξ, αργείς;»

Η φωνή της λειτούργησε σαν συναγερμός. Άλλαξε τοσκυθρωπό του ύφος, δίπλωσε τα ρούχα του και ξεκλείδωσεφροντίζοντας να δείχνει ντροπαλός. Έμεναν στον ίδιο χώρο.Έπρεπε να της δώσει την εντύπωση του άντρα που δε θαεκμεταλλευόταν ποτέ τις καταστάσεις.

«Θα σου πάρω καινούριες πιτζάμες», τον πείραξεπροσπερνώντας τον με χορευτικές κινήσεις. Εκείνη δενκλείδωσε. Την άκουγε να γδύνεται σιγομουρμουρίζοντας μιαμπαλάντα. Έπειτα άκουσε το νερό να τρέχει και βλαστήμησε.Έτσι όπως πήγαινε, θα καταντούσε να τριγυρνά μονίμωςερεθισμένος.

Μέσα σε δέκα μέρες, το ευρύχωρο διαμέρισμα είχεμεταμορφωθεί. Η Σάνια είχε φροντίσει προσωπικά τηνεπίπλωση και τη διακόσμηση χρησιμοποιώντας δικά τουχρήματα, αφού είχε προηγηθεί μεγάλος καβγάς για να τηνπείσει. Η Νικόλ, η υπηρέτριά του στο κτήμα, είχε αποδειχτείθησαυρός. Χρησιμοποιώντας την εξουσιοδότηση που τηςέδωσε ο αδερφός του Πιερ Φερμέν μετέφερε στο λογαριασμότου χρήματα αρκετά για να εξοπλιστούν πλήρως τρία πολυτελήδιαμερίσματα σαν κι αυτό. Θα την αποζημίωνε για τον κόπο τηςμόλις επέστρεφε. Ήταν πάντα γενναιόδωρος στις αμοιβές τουόταν οι αποδέκτες τους τις άξιζαν.

333

Κοίταξε το διπλό κρεβάτι με τα μοντέρνα μεταξωτά στρωσίδιακι ανάσανε βαριά. Η Σάνια ήταν απόλυτη στο θέμα αυτό. Δενυπήρχε λόγος να κοιμούνται χωριστά, αφού το κρεβάτι είχεδιαστάσεις για τρία άτομα με τη δική του σωματική διάπλαση.Ούτε που της περνούσε απ’ το μυαλό φυσικά πως εκείνος θαβασανιζόταν όσο η ίδια θα απολάμβανε τον άνετο ύπνο της. Οεγκρατής κι ευγενικός Αλεξ Γκρέι δεν είχε κανένα από ταελαττώματα του φύλου του: δεν έμπαινε σε πειρασμό,μπορούσε άνετα να χαλιναγωγήσει τις ορμές του, κι ο πόθοςήταν μια κατάσταση που βίωνε από σπάνια ως καθόλου, καθώςδεν ταίριαζε με την ποιότητα του πνεύματος και του χαρακτήρατου.

Χρειαζόταν ένα ποτό, διπλό, βαρύ και σκέτο. Για να το πιειμονορούφι και να ναρκώσει τους νευρώνες του εγκεφάλου τουπου μετέδιδαν εντελώς άκαιρες πληροφορίες σε πολύσυγκεκριμένα σημεία του σώματός του. Ήθελε με πάθος νααναισθητοποιηθεί, για να μη θέσει σε κίνδυνο τηνκαλοδουλεμένη ψεύτικη προσωπικότητά του κάτι που σίγουραθα συνέβαινε, αν δε φρόντιζε να κρατά τις αποστάσεις, όπωςόφειλε. Η Σάνια δεν τον βοηθούσε καθόλου. Αντιμετώπιζε τηνκατάσταση ανάμεσά τους σαν το μόνο διασκεδαστικό κομμάτιμιας κατά τα άλλα δυσάρεστης υπόθεσης.

334

Αφού η κάβα ακόμα δεν είχε οργανωθεί, πήρε νευρικά τοσημειωματάριό του, ξάπλωσε στο κρεβάτι και βάλθηκε ναμελετά. Απορροφήθηκε γρήγορα. Είδε το όνομα Μαργαρίταυπογραμμισμένο τριπλά κι έφερε <πο μυαλό του όσα ήξερε γι’αυτή την κοπέλα. Θυμόταν πως δεν ήθελε να τη βλέπει δίπλαστη Σάνια. Θυμόταν πως κι εκείνη δεν τον συμπαθούσε και πωςπροσπαθούσε συνεχώς να τον διαβάλλει. Ήταν πέντε χρόνιαμεγαλύτερη από τη Σάνια, και τον καιρό που εδραιώθηκε ηφιλία τους αντιμετώπιζε ένα σωρό προβλήματα. Είχε χάσει καιτους δύο αδερφούς της από ναρκωτικά, κι είχε βρει τη μητέρατης νεκρή στην κουζίνα του σπιτιού τους’ είχε αυτοκτονήσειπαίρνοντας δηλητήριο. Τον πατέρα της Μαργαρίτας τονθυμόταν αμυδρά. Το μόνο που ήξερε γι’ αυτόν ήταν ότι έκανεόσες δουλειές του τύχαιναν προκειμένου να συντηρήσει τηνοικογένεια που του απέμεινε, και πως για λίγο είχε απασχοληθείκαι ως οδηγός του πατέρα του. Θα πρέπει να ήταν το εξάμηνοπριν την αποφράδα νύχτα. Τότε που η Μιράντα έβγαινεσυχνότερα απ’ το σπίτι για να καταπολεμήσει την ανία της κι οΑλέξανδρος της είχε παραχωρήσει τον οδηγό του ώστε να έχειτη δυνατότητα να ελέγχει τις κινήσεις

της.

Έβαλε ένα κύκλο κι ένα ερωτηματικό πάνω από το ήδηυπογραμμισμένο όνομα νιώθοντας ένα παράξενο σφίξιμο. Τοένστικτό του του έλεγε να σταθεί στη Μαργαρίτα. Διαβάζονταςξανά και ξανά τις περιγραφές των αναμνήσεων της Σάνιας, είχεκαταλήξει στη διαπίστωση ότι ο εγκέφαλός της δεν επέλεγετυχαία τα περιστατικά που της αποκάλυπτε. Όλα τα πρόσωπαείχαν σχέση με τη μητέρα της εκτός από την κολλητή της φίλη,κι όμως την είχε δει αρκετές φορές. Γιατί; Τι προσπαθούσε νατης πει το μυαλό της; Και πόσο συμπτωματικό ήταν το γεγονός

335

πως δεν έχασαν ποτέ επαφή οι δυο κοπέλες; Βρέθηκαν ναδουλεύουν ακόμα και στον ίδιο χώρο. Μοιράζονταν τα πάντα,από απλές καθημερινές στιγμές μέχρι τα πιο προσωπικά τουςθέματα, όπως ήταν τα όνειρα, τα προβλήματα και οι επιθυμίεςτους. Δε θα το προσπερνούσε αυτό. Ως τώρα, σε όλες τιςπεριπτώσεις που είχε διαισθανθεί ότι έπρεπε να επιμείνει σεκάτι, είχε αποδειχτεί ότι είχε δίκιο. Οι λεπτομέρειες ήταν αυτέςπου τον είχαν οδηγήσει στη λύση κάποιων ανάλογων γρίφωνστο πρόσφατο παρελθόν, κι όχι αυτά που χτυπούσαν στο μάτι.

«Είναι η πρώτη νύχτα που περνάμε μαζί επίσημα ως ζευγάρι»,τον επανέφερε στην πραγματικότητα η χαρούμενη φωνή τηςΣάνιας, που βρέθηκε μ’ ένα σάλτο στο κρεβάτι και κάθισεοκλαδόν δίπλα του. Ευτυχώς ήταν κι οι δικές της πιτζάμεςφρικτές: σε αντρικό στιλ, αλλά με κάτι ανανάδες διάσπαρτουςαπ’ το γιακά μέχρι τα μπατζάκια. «Δώρο ενός συναδέλφου γιατα γενέθλιά μου», του εξήγησε αποκρυπτογραφώντας τηνέκφρασή του. «Τι; Δε σου αρέσουν;»

«Ευτυχώς, όχι».

«Ευτυχώς;» Τον κοίταξε με απορία.

«Τις προτιμώ ωστόσο από το σέξι νεγκλιζέ που πήρε το μάτιμου τις προάλλες στο σπίτι της Μαρίας. Ξέρω, είναι δώρο τηςΜαργαρίτας», την πρόλαβε. «Απ’ ό,τι φαίνεται, καίγεται να σεμπάσει στα κόλπα».

Αγνόησε το σχόλιό του κι άρχισε να παίζει με μια τούφα απ’ ταμαλλιά της. Έπειτα γέλασε πονηρά. «Ξέρεις τι θα νομίζουν όλοιότι κάνουμε αυτή τη στιγμή;» «Προβάρω ήδη το χαμόγελο τουευτυχισμένου αρραβωνιαστικού για αύριο».

336

«Αλήθεια, έτσι θα ένιωθες, Άλεξ; Ευτυχισμένος;»

«Γιατί σου κάνει εντύπωση;» Έκλεισε το σημειωματάριο, έβαλετα χέρια πίσω απ’ το κεφάλι του και την κοίταξε, φροντίζονταςνα κρύβει πάντα τη σημαδεμένη πλευρά του προσώπου του.«Ποιος άντρας δε θα ήταν ευτυχισμένος με μια γυναίκα σανεσένα στο πλευρό του. Ξεφεύγεις από τα πρότυπα των θηλυκώντης γενιάς σου, Σάνια—»

«Δηλαδή τι έχουν τα θηλυκά της γενιάς μου;»

«Κάπου έχουν χάσει το νόημα της λέξης “ελευθερία”, δενομίζεις; Είμαι κάπως συντηρητικός, συμφωνώ, αλλά δεν είμαιοπισθοδρομικός. Πιστεύω με θέρμη ότι η ελευθερία είναιπολύτιμη και απαραίτητη σε κάθε τομέα της ζωής μας, φτάνειόμως να μη μεταιρέπειαι σε ασυδοσία».

Τι φιλοσοφημένος και ώριμος που ήταν! Τον θαύμαζε τόσοπολύ! Θα μπορούσε να την πατήσει για τα καλά μαζί του, αν δεσυγκρατούσε λίγο τον εαυτό της. Όμως πώς μπορούσε να τοαποφύγει; Ήταν ο ευφυέστερος κι ο πιο συγκροτημένος άντραςπου είχε γνωρίσει. Δεν είχε καμία σχέση με όλους αυτούς πουτην πλησίαζαν κατά καιρούς. Όλοι ήταν δήθεν κι αναλώνοντανστην ωραία αλλά άχρηστη επιφάνεια. Προτιμούσαν ν’αποστηθίσουν τα αποτελέσματα των αγωνιστικών τουπρωταθλήματος ποδοσφαίρου απ’ το να διαβάσουν ένα καλόβιβλίο. Τδρωναν για να αποκτήσουν το τελευταίας τεχνολογίαςκινητό κι έφταναν ένα βήμα πριν το εγκεφαλικό αν τα ηχεία στο«φτιαγμένο» αυτοκίνητό τους ακούγονταν λιγότερο απ’ το πιοπολυσύχναστο μπουζουξίδικο της παραλιακής.

«Σου έχει πει ποτέ καμία γυναίκα πόσο ξεχωριστός είσαι, κύριεΓκρέι;» τον ρώτησε χωρίς να κρύβει τη συγκίνησή της.

337

«Μου το λες εσύ, κι υποψιάζομαι πως το απολαμβάνωπερισσότερο απ’ όσο θα το απολάμβανα αν μου το ’λέγαν δέκαάλλες».

«Δε χρειάζεται να κρύβεις από μένα το πρόσωπό σου—» τουείπε απλώνοντας το χέρι για να τον χαϊδέψει. Δεν ενοχλήθηκεπου της το ’πιάσε στον αέρα σταματώντας τη. Ήταν αμάθητος οκαημένος σε τέτοιες οικειότητες και πάντα προσπαθούσε νακρατάει αποστάσεις ανάμεσά τους.

«Μη σε παρασύρει ο οίκτος σου, Σάνια», της είπε αργά για ναγίνει απόλυτα κατανοητός. «Και θα γίνω βαρετός ανυποχρεωθώ να σου πω ξανά τι είδους σχέση μάς δένει. Θαφύγω κάποια στιγμή. Θα επιστρέψω εκεί που ανήκω. Καλά θακάνεις να μην το ξεχνάς».

«Κι αν μ ερωτευτείς στο μεταξύ;» Τράβηξε το χέρι της και τουχάρισε ένα σκανδαλιάρικο χαμόγελο. «Οι ταινίες και ταμυθιστορήματα παίρνουν παραδείγματα απ’ τη ζωή, ξέρεις.Απλά τα διογκώνουν για να κάνουν πιο ελκυστική την ιστορία.Τέτοιου είδους σχέσεις καταλήγουν πάντα στον έρωτα. Γιατί ναμη συμβεί το ίδιο και μ’ εμάς;»

«Γιατί δεν πρέπει».

«Δε σου αρέσω; Ούτε λίγο;»

Αυτή τη φορά την κοίταξε καταπρόσωπο χωρίς δισταγμό. Π’ανάθεμά σε, ήθελε να της φωνάξει. Μεγάλωσε λίγο, Σάνια.Όλα είναι παιχνίδι για σένα, ένα καινούριο φρούτο που πρέπειοπωσδήποτε να δοκιμάσεις. «Μου αρέσεις», είπελοξοδρομώντας το βλέμμα του στη γουβίτσα του λαιμού της.

338

«Τότε γιατί απορρίπτεις την πιθανότητα να συμβεί κάτι ανάμεσάμας; Εμένα θα μου άρεσε. Είσαι πολύ γοητευτικός, όταν θέλεις.Είδα πώς σε κοίταζαν οι αδερφές μου και βλέπω πώς αντιδρούνοι γυναίκες στο δρόμο όταν περπατάς κοντά τους. Μόνο εσύπιστεύεις πως είσαι απωθητικός, Άλεξ. Δεν καταλαβαίνω γιατίυποτιμάς έτσι τον εαυτό σου—» «Μου τα ρίχνεις, δεσποινίςΠαρίση;» την πείραξε. Έπρεπε να το γυρίσει στην πλάκα, γιατίδεν εμπιστευόταν καθόλου τις αντιδράσεις του εκείνη τηστιγμή.

«Δεν αναγνωρίζω τον εαυτό μου—» ψέλλισε εκείνησυνειδητοποιώντας τα λόγια της και ξάπλωσε δίπλα τουκοιτώντας το ταβάνι. «Θα πρέπει να τρελάθηκα—» μονολόγησε.«Ξέχνα όσα σου είπα, σε παρακαλά Δεν ξέρω τι μ’ έχει πιάσει— »

Εκείνος ήξερε όμως. Διαολόστειλε τον εαυτό του για τηναδυναμία του να συγκρατηθεί κι έγειρε το κορμί του στο πλάιγια να τη βλέπει καλύτερα. Η βλακεία του ολοκληρώθηκε με τοάπλωμα του χεριού του στο πρόσωπό της. Άγγιξε το μάγουλότης κι έπειτα κατέβασε αργά τα δάχτυλά του στο λαιμό της. Ηαίσθηση της επιδερμίδας της ήταν εκπληκτική. Τώρα που δεμεσολαβούσαν τα γάντια ανάμεσα στο δέρμα του και το δικότης, ένιωσε σαν να άγγιζε το ακριβότερο βελούδο. Την είδε ναγυρνά το κεφάλι και να τον κοιτάζει κρατούντας την ανάσα της.Άκουσε τους χτύπους της καρδιάς της κι ένιωσε το κάθε τηςρίγος σαν να ήταν δικό του. Ωραία χείλη, σκέφτηκε. Μια μικρήμισάνοιχτη αχιβάδα κι ένα υγρό ροζ μαργαριτάρι να προοδοκείτην αποκάλυψή του.

Τη ν είδε να κλείνει τα μάτια και ν’ αφήνει μια πνιχτή ανάσα. Τοσώμα της κινήθηκε προς το μέρος του και οι ώμοι της

339

ανασηκώθηκαν για να υποχρεώσουν το χέρι του να ταξιδέψειπιο χαμηλά. «Κάν’ το—» την άκουσε να λέει σιγανά καιπαραλίγο να υπακούσει.

Τράβηξε το χέρι του και πετάχτηκε απ’ το κρεβάτι. «Όχι!»αρνήθηκε γυρίζοντάς της την πλάτη, για ευνόητους λόγους. «Θακάνω ένα ντους και θα ξαπλώσω αργότερα».

Εκείνη κουκουλώθηκε ντροπιασμένη. «Εγώ θα κοιμηθώ— »

Κανείς απ’ τους δύο δεν κοιμήθηκε. Πέρασαν τη νύχτα στο ίδιοκρεβάτι με τα μάτια κλειστά αλλά σε πλήρη εγρήγορση.

Αναστέναξαν με ανακούφιση όταν αντίκρισαν την πρώτηηλιαχτίδα.

Να τη πάλι η ίδια εντύπωση. Ο τρόπος που οδηγούσε και πουβάδιζε όταν ήταν μόνος του ήταν εντελώς διαφορετικός. Είχετην αγέρωχη περπατησιά λιονταριού που μόλις είχε χορτάσειτην πείνα του. Τα χαρακτηριστικά του ήταν σκληρά, τραχιά,επιφυλακτικά. Έπρεπε να ξέρει με ποιον άνθρωπο είχε να κάνει.Αυτός ήταν το πρόβλημα, όχι η Σάνια. Κάθε φορά που τονέβλεπε την ίδια εντύπωση αποκόμιζε, και γι’ αυτό δεν ήτανάσχημη ιδέα να αλλάξει τα σχέδιά της.

Λίγο πριν τον δει να περνά την είσοδο της ψυχιατρικήςκλινικής, προσποιήθηκε πως έχασε την ισορροπία της κι έπεσεπάνω του. Κράτησε το κεφάλι της σκυφτό, αλλά πρόσεξε πολύκαλά την αντίδρασή του: ήταν άμεση, δυναμική, ακαριαία ηαντίδραση ενός άντρα που αντιμετωπίζει το απρόβλεπτο μεενστικτώδη επίθεση. Αγγιξε σκληρούς, νευρικούς μυς κι έναστομάχι ατσάλινο. Κρυφοκοίταξε το λοξό του χαμόγελο καιδιέκρινε την ένταση στο πρόσωπό του. «Συγγνώμη—» είπε

340

τρίβοντας το κορμί της πάνω του καθώς προσπαθούσε νασταθεί ξανά στα πόδια της. «Ήμουν αφηρημένη—»

Δεν την άφησε αμέσως, όπως σίγουρα θα έκανε με μια κοπέλα

«Τι άκουσες;» τη ρώτησε ήρεμα, για να μην την τρομάξει.

«Η Δανάη την απείλησε. Είπε πως αν δε φερόταν όπως έπρεπε,θα την έκανε να μετανιώσει. Για τη Σάνια έλεγε. Δεν ήθελε ναβλέπει τη Σάνια να υποφέρει— »

«Κι εκείνη; Η Μιράντα; Τι έκανε η Μιράντα, μητέρα;» «Έβαλετα γέλια και την έβρισε. “Δεν έχεις κανένα δικαίωμα να μεκρίνεις”, της είπε. “Αλλά αν θέλεις να συνεχίσεις έτσι, κανέναπρόβλημα. Θα χαρώ πολύ να τα πω ιδιαιτέρως με τον αντρούλησου. Θα το απολαύσω, για την ακρίβεια. Και μετά θα τοαπολαύσουν κι όλοι οι άλλοι. Ο κόσμος ψοφάει για σκάνδαλα.Ιδιαίτερα όταν τα δημιουργούν άτομα υπεράνω πάσης υποψίας—”

»— Έπειτα είδα τη Δανάη να κλαίει και να της δίνει ένα φάκελο.Η άλλη τον πήρε και τον έκρυψε σ’ ένα συρτάρι. Μετά τηνέδιωξε απ’ το σπίτι κι έμεινε μόνη. Πότε γελούσε, πότε έκλαιγεκαι πότε έβριζε. Τη Σάνια έβριζε. Τα ’χε βάλει με το ίδιο της τοπαιδί, κι έλεγε πράγματα που ντρέπομαι να επαναλάβω. Ήτανκακιά γυναίκα, πολύ κακιά. Τη μισούσα. Θα έβρισκα έναντρόπο να την ξεκάνω εγώ, αν δε βρισκόταν εκείνος ο καλόςάνθρωπος να το κάνει— »

«Δεν πρέπει να το λες αυτό, μητέρα—»

Η Μελίνα έσφιξε με πείσμα τα χείλη της. «Γιατί να μην το πω;Αφού αυτό θα έκανα. Θα τη σκότωνα! Κι ίσως θα ’πρεπε να τον

341

προλάβω. Αν το έκανα, δε θα έμπαινες στη φυλακή, θαέμπαινες; Όχι—» απάντησε μόνη της. «Θα ήσουν ελεύθερος,γιε μου. Δε θα ’φευγες, δε θα εξαφανιζόσουν. Γιατί εγώ θαπαραδεχόμουν το κρίμα μου, θα ’βγαινα να το πω δυνατά για ναμ’ ακούσουν όλοι. Θα πανηγύριζα, γιε μου— Αν είχα σκοτώσειεγώ τη σκύλα, θα έκανα γιορτή—»

Τα λόγια της άρχισαν να γίνονται ασυνάρτητα. Άφησε το σώματης να πέσει βαρύ στο κρεβάτι και κάρφωσε το βλέμμα σε έναακαθόριστο σημείο στο ταβάνι. «Είναι καλό κορίτσι η Σάνια»,μουρμούρισε. «Πολύ καλό, πολύ πολύ καλό—»

«Αρκετά. Πρέπει να ηρεμήσεις τωρα».

«Δε θέλω να μάθει κανείς πως ήρθα εδώ, μητέρα—» τηςψιθύρισε. «Μπορείς να το κρατήσεις μυστικό; Μπορείς;»

Το κεφάλι της, ίδιο στο μέγεθος με μικρού παιδιού, κινήθηκεπάνω κάτω σε ένδειξη κατάφασης.

Ο Α\εξ την απομάκρυνε λίγο προσπαθώντας να ηρεμήσει. Είχανπεράσει τόσα χρόνια, κι εκείνη ήταν ακόμα στην ίδιακατάσταση: στο νοσοκομειακό κρεβάτι, φορώντας νυχτικό κιέχοντας το ίδιο θολό βλέμμα στο ωχρό της πρόσωπο. Η καρδιάτου βούλιαξε κι η ψυχή του θρήνησε. Την είχε φανταστεί έτσιπολλές φορές, αλλά η πραγματικότητα ήταν πιο σκληρή από τηφαντασία του. Η Μελίνα Κατρά είχε γίνει πια ένα ζωντανόλείψανο, ένα θλιβερό απομεινάρι του παλιού της εαυτού,εκείνου που κοσμούσε τα περιοδικά της εποχής με τηναπαράμιλλη κομψότητα και την αριστοκρατική του θωριά.

Συγκράτησε το δάκρυ του, αλλά η φωνή του βγήκε βαριά,βραχνή, γεμάτη καταπιεσμένη οργή κι ανείπωτη θλίψη. «Θέλω

342

να μου μιλήσεις για τη Σάνια, μητέρα—» της είπε. «Λες πωςφταίει για κάτι. Θέλω να μου εξηγήσεις, όπως μπορείς. Θαμείνω εδώ όσο χρειαστεί. Μη βιαστείς. Προσπάθησε νασυγκεντρωθείς και μίλα μου».

«Όλα έγιναν για τη Σάνια—» Τον κοίταξε με αγωνία. «Το ξέρω.Τις άκουσα να το λένε—»

«Ποιες άκουσες; Πότε;»

«Αυτή και την αδερφή της. Λίγο πριν αρρωστήσω για τα καλά.Ήταν το σπίτι μου, είχα δικαίωμα να πάω!» πρόσθεσε με θυμό.

Ο Άλεξ θυμήθηκε όλες εκείνες τις ξαφνικές επισκέψεις τηςμάνας του λίγο πριν από το δεύτερο γάμο του Αλέξανδρου.Πήγαινε συχνά έξω απ’ το σπίτι και φώναζε, έβριζε καικαταριόταν. Είχε γίνει ο περίγελος της γειτονιάς, το ανέκδοτοτου κόσμου. Πότε την έδιωχναν οι άντρες που φύλαγαν το σπίτικαι πότε τη μάζευαν εκείνος και η Μαρία. Προφανώς κάποιαφορά δεν είχε γίνει αντιληπτή. Ήταν το σπίτι της, ήξερε τακατατόπια κι ήταν εύκολο να τρυπώσει κάποια σπγμή χωρίς νατην πάρουν είδηση.

«Τι άκουσες;» τη ρώτησε ήρεμα, για να μην την τρομάξει.

«Η Δανάη την απείλησε. Είπε πως αν δε φερόταν όπως έπρεπε,θα την έκανε να μετανιώσει. Για τη Σάνια έλεγε. Δεν ήθελε ναβλέπει τη Σάνια να υποφέρει— »

«Κι εκείνη; Η Μιράντα; Τι έκανε η Μιράντα, μητέρα;»

«Έβαλε τα γέλια και την έβρισε. “Δεν έχεις κανένα δικαίωμα ναμε κρίνεις”, της είπε. “Αλλά αν θέλεις να συνεχίσεις έτσι,

343

κανένα πρόβλημα. Θα χαρώ πολύ να τα πω ιδιαιτέρως με τοναντροΰλη σου. Θα το απολαύσω, για την ακρίβεια. Και μετά θατο απολαύσουν κι όλοι οι άλλοι. Ο κόσμος ψοφάει γιασκάνδαλα. Ιδιαίτερα όταν τα δημιουργούν άτομα υπεράνωπάσης υποψίας—”

»— Έπειτα είδα τη Δανάη να κλαίει και να της δίνει ένα φάκελο.Η άλλη τον πήρε και τον έκρυψε σ’ ένα συρτάρι. Μετά τηνέδιωξε απ’ το σπίτι κι έμεινε μόνη. Πότε γελούσε, πότε έκλαιγεκαι πότε έβριζε. Τη Σάνια έβριζε. Τα χε βάλει με το ίδιο της τοπαιδί, κι έλεγε πράγματα που ντρέπομαι να επαναλάβω. Ήτανκακιά γυναίκα, πολύ κακιά. Τη μισούσα. Θα έβρισκα έναντρόπο να την ξεκάνω εγώ, αν δε βρισκόταν εκείνος ο καλόςάνθρωπος να το κάνει— »

«Δεν πρέπει να το λες αυτό, μητέρα— »

Η Μελίνα έσφιξε με πείσμα τα χείλη της. «Γιατί να μην το πω;Αφού αυτό θα έκανα. Θα τη σκότωνα! Κι ίσως θα ’πρεπε να τονπρολάβω. Αν το έκανα, δε θα έμπαινες στη φυλακή, θαέμπαινες; Όχι—» απάντησε μόνη της. «Θα ήσουν ελεύθερος,γιε μου. Δε θα ’φευγες, δε θα εξαφανιζόσουν. Γιατί εγώ θαπαραδεχόμουν το κρίμα μου, θα ’βγαινα να το πω δυνατά για ναμ’ ακούσουν όλοι. Θα πανηγύριζα, γιε μου— Αν είχα σκοτώσειεγώ τη σκύλα, θα έκανα γιορτή—»

Τα λόγια της άρχισαν να γίνονται ασυνάρτητα. Άφησε το σώματης να πέσει βαρύ στο κρεβάτι και κάρφωσε το βλέμμα σε έναακαθόριστο σημείο στο ταβάνι. «Είναι καλό κορίτσι η Σάνια»,μουρμούρισε. «Πολύ καλό, πολύ πολύ καλό—»

«Αρκετά. Πρέπει να ηρεμήσεις τωρα».

344

«Θα με συγχωρέσει ποτέ;»

«Ναι, μητέρα. Σ’ έχει ήδη συγχωρέσει».

«Την είδες;»

«Ναι».

«Είναι όμορφη;»

«Θα μου πεις εσύ όταν τη δεις».

Τη φίλησε και σηκώθηκε. Η Μελίνα είχε αρχίσει πάλι ναβυθίζεται στον κόσμο της.

Ο Άλεξ έφυγε νιώθοντας μεγάλο βάρος. Κάθε καινούρια πόρταπου άνοιγε απειλούσε να αποκαλύψει όλο και μεγαλύτερηβρομιά. Η δυσωδία τον έπνιγε ήδη.

Για μια στιγμή, που έφυγε όσο γρήγορα είχε έρθει, ευχήθηκε ναμπορούσε να κάνει πίσω.

«Δεν πήγες στη δουλειά σου».

Αναπήδησε τρομαγμένη απ’ την εισβολή του Παύλου στοδωμάτιό της. Για την ακρίβεια, στο δωμάτιο τους, της ίδιας καιτου Άλεξ. Πώς τολμούσε; Δεν είχε χτυπήσει καν την πόρτα!«Έχω πάρει άδεια άνευ αποδοχών για τις ετοιμασίες, Παύλο.Αύριο θα γυρίσω στο περιοδικό. Ξέχασες ότιαρραβωνιάστηκα;»

Έσφιξε το μπουρνούζι της κι άρχισε να τακτοποιεί το κρεβάτιεντοπίζοντας ανύπαρκτες ζάρες στο στρωμένο πάπλωμα.

345

«Ποιος να το περίμενε!» άκουσε την ειρωνική φωνή του πίσωτης. «Το καλό κοριτσάκι, η αυστηρή και απρόσιτη Σάνια Παρίσηνα συγκατοικεί με τον γκόμενο μέσα στο σπίτι που μεγάλωσε.Αυτό κι αν είναι πρόοδος. Αλλά αυτή είναι η μοίρα των μήλων.Δεν είναι δυνατόν να πέσουν κάτω από ροδακινιά, έτσι δενείναι;»

«Κάποτε θα ερωτευόμουν κι εγώ», του είπε διατηρώντας μενύχια και με δόντια την ψυχραιμία

της.

«Λοιπόν; Αποδείχτηκε αντάξιος των προσδοκιών σου;» Έσυρετο βλέμμα του στο άνοιγμα του μπουρνουζιού της. «Τη βρήκεςμαζί του ή περάσατε τη νύχτα σας μιλώντας για τον Φρόιντ;»

«Πώς τολμάς;» τσίριξε.

«Έλα τώρα, Σάνια. Τόσες υπερβάσεις έκανες για χάρη τουέρωτά σου, μην περιμένεις να πιστέψω ότι ντρέπεσαι να μιλάςγι’ αυτό. Ελπίζω να του σκέπασες τη μούρη. Αλλιώς φοβάμαιπως θα τρόμαξες την κρίσιμη στιγμή—»

«Πάψε!» «Γιατί να πάψω; Είμαι ο μεγάλος σου αδερφός.Κάποτε μοιραζόμασταν όλα μας τα μυστικά. Γιατί όχι και τώρα;Τόσο κακό είναι να μου πεις αν σου άρεσε; Θα σου πω κι εγώτις εμπειρίες μου, αν θες. Έτσι ίσως δώσεις και στον κύριοκαθηγητή καμιά καινούρια ιδέα, γιατί κάτι μου λέει όττ έχειμείνει στα κλασικά. Ξέρεις τώρα— αυτά που συνηθίζονταν τηνεποχή των δεινοσαύρων—»

«Παύλο, θέλω να φύγεις από δω μέσα!»

346

«Και γιατί να γίνεται πάντα αυτό που θέλεις εσύ;» Με δυονευρικά βήματα την πλησίασε και τα χέρια του άδραξαν ταμπράτσα της. «Ό,τι θέλει η Σάνια— Ό,τι πει η Σάνια— Μηστεναχωρήσουμε τη Σάνια— Συμπεριφέρεσαι σαν να είναιτσιφλίκι σου εδώ μέσα. Φεύγεις και γυρνάς όποτε σουκαπνίσει, θεωρώντας δεδομένο ότι δε θα σου χαλάσει κανείςχατίρι. Αν ήθελες να ζήσεις τον έρωτά σου, να πήγαινεςαλλού!» της έμπηξε τις φωνές. «Ας τσακιζόσουν να βρεις έναμέρος να μείνεις για να μη σε βλέπουμε και να μη σ’ ακούμε.Μας έχεις ξεφτιλίσει στο πανελλήνιο· κουβεντιάζουν πίσω απ’την πλάτη μας. Πέρασαν πολλά χρόνια για να βγάλουμε τηνμπόχα της μάνας σου από πάνω μας. Δεν έχεις το δικαίωμα ναμας γυρίζεις πίσω!»

«Άφησέ με, Παύλο. Με πονάς!» διαμαρτυρήθηκε.

«Δεν καταλαβαίνω,γιατί σε ανέχονται», συνέχισε το τροπάρι τουεκείνος. «Αν ήμουν στη θέση του πατέρα μου, θα σου άστραφταένα χαστούκι και θα σ’ έστελνα στον αγύριστο. Κι εσένα καιτον ξενέρωτο τον αγαπητικό σου».

«Έχεις χάσει την ψυχραιμία σου!» του ανταπέδωσε τις φωνές.«Δεν ξέρεις τι λες απ’ τη ζήλια σου!»

Τι κι αν δαγκώθηκε; Δεν μπορούσε να πάρει πίσω αυτό πουξεστόμισε. Το να παραδέχεται ανοιχτά πως ήξερε τασυναισθήματά του γι’ αυτή και πως αδιαφορούσε, λειτούργησεσαν να είχε ανάψει με τα ίδια της τα χέρια το φιτίλι της βόμβας.Τα δάχτυλά του θ’ άφηναν σίγουρα αποτυπώματα στο δέρματης απ’ το μένος με το οποίο σφίχτηκαν. Τα ωραία τουχαρακτηριστικά έγιναν μια τρομακτική μάσκα. Κι έτσι όπωςέφερε το κεφάλι του μισό χιλιοστό απ’ το δικό της, τα μάτια τουέμοιαζαν με γκρίζους ωκεανούς παραδομένους στην αντάρα

347

της καταιγίδας.

«Παύλο!» ούρλιαξε μόλις τα χέρια του άνοιξαν με μια κίνηση τομπουρνούζι της και την άφησαν εκτεθειμένη στο εξοντωτικόβλέμμα του. «Μη, σε παρακαλώ. Όχι, Παύλο μου!»

Γέλασε με κακία πριν τη ρίξει με μια σπρωξιά στο κρεβάτι.Έλυσε τη ζώνη του, ξεφορτώθηκε το πουλόβερ του καισκαρφάλωσε πάνω της για να μην του ξεφύγει. Μάγκωσε ταχέρια της στο στρώμα· έσφιξε με τα γόνατά του τους γοφούςτης κι έκανε αδύνατη κάθε απόπειρά της να τον κλοτσήσει.«Όχι;» αναρωτήθηκε φωναχτά. «Κι αν σου αρέσει περισσότερο;Δε θέλεις να μάθεις;»

Έστρεψε το κεφάλι της και τα χείλη του βρήκαν τα μάγουλάτης. Ένιωσε τη γλώσσα του στο λοβό του αφτιού της και στοπιγούνι της. Βόγκηξε απ’ το φόβο, αλλά δεν ακούστηκε. Τουφώναξε «Μη» δεκάδες φορές, μέχρι που έκλεισε ο λαιμός της.Αδυνατούσε να πιστέψει ότι της συνέβαινε αυτό· ευχήθηκεκλαίγοντας να πεθάνει.

Κι έπειτα αισθάνθηκε σαν να παρέλυσε. Αφέθηκε σανανδρείκελο στα χέρια του και το κεφάλι της τεντώθηκε προς ταπίσω. Δυο μάτια γυάλινα κοίταξαν με τρόμο τη μαύρη τρύπαπου εμφανίστηκε ξαφνικά στο ταβάνι. Ανέπνεε με δυσκολία.Άκουσε μια πόρτα να ανοίγει και να κλείνει με εκκωφαντικόκρότο. Άκουσε αντρικές φωνές ν’ ανταλλάζουν λόγια πουέμοιαζαν βλαστήμιες. Άκουσε ένα γδού-ηο κι ένα βογκητόπόνου. Και καθώς η μαύρη τρύπα μεταμορφωνόταν σ’ ένανπολύχρωμο φωτεινό στρόβιλο, εκεί στο ίδιο ταβάνι, ένιωσε δυοάλλα χέρια να την αγγίζουν με προσοχή και να τη σηκώνουν απ’το κρεβάτι.

348

Τεντώθηκε. Άναρθρες κραυγές ξεπήδησαν απ’ το λαρύγγι της.Άκουσε το όνομά της, αλλά δεν μπορούσε να καταλάβει τηνπηγή του ήχου. Αυθόρμητα έπιασε σφιχτά το βομβητή της.

Τινάχτηκε στην αγκαλιά του αγνώστου που την κρατούσε μετόση προσοχή κι όλοι της οι μύες της συσπάστηκαν σαν να είχεδεχτεί ηλεκτροσόκ.

«Συγγνώμη—» άκουσε από κάπου μακριά. «Θεέ μου,συγγνώμη—»

Μ’ ένα βαρύ αναστεναγμό σαν να ξεψυχούσε, παραδόθηκεστην πολύχρωμη δίνη που την προσκαλούσε. Το κεφάλι τηςγύριζε κι οι απρόσκλητες εικόνες πήραν μορφή. «Πού είσαι,μανούλα;» ρώτησε δυνατά, χωρίς να το συνειδητοποιεί.,

«Μανούλα; Πού είσαι, μανούλα;»

Ήταν απομεσήμερο μιας κρύας και βροχερής μέρας τουΟκτώβρη. Το υπηρετικό προσωπικό είχε αποσυρθεί για λίγεςώρες και το σπίτι έμοιαζε έρημο. Έλειπαν όλοι. Ο πατριός τηςείχε φύγει για επαγγελματικό ταξίδι εδώ και τρεις μέρες και οΡωμανός είχε κατέβει στην Αθήνα, στη βιβλιοθήκη της ιατρικήςσχολής, γιατί έψαχνε κάποιο συγκεκριμένο βιβλίο. Τη Μαρίαδεν έκανε τον κόπο να την ψάξει. Σπάνια βρισκόταν στο σπίτι.Προτιμούσε να περνά την ώρα της με τις φίλες της παρά ναβρίσκεται στον ίδιο χώρο με τη μητριά της.

«Μαμά;» Έψαξε όλο το σπίτι. Άνοιξε όλες τις πόρτες, αλλά ημαμά της δεν ήταν πουθενά. Τι θα έκανε τώρα; Πονούσε πολύ ηκοιλιά της κι είχε τρομάξει. «Μανούλα, θέλω να σου πω. Πούείσαι;»

349

Τα βήματά της σταμάτησαν έξω από την πόρτα του υπογείου.Εν-σπκτωδώς έπαψε να φωνάζει.

Κρατώντας το χέρι στην κοιλιά της για να καλμάρει όσο γινόταντους πόνους, κατέβασε με το άλλο την πετούγια κι ακολούθησετους ψιθύρους που είχε ακούσει.

Ήταν σκοτεινά, αλλά δεν τόλμησε ν’ ανάψει φως. Στηρίχτηκεστον παγωμένο τοίχο κι άρχισε να κατεβαίνει τα σκαλιάξυπόλητη. Μετά το τελευταίο σκαλί, έμεινε ακίνητη να κοιτάζειτις σκιές που κουνιόνταν ρυθμικά πίσω απ’ τα ράφια με τακρασιά. Έκλεισε το στόμα της για να μην της ξεφύγει οπαραμικρός ήχος.

«Το ξέρω πως έτσι το θέλεις!» είπε μια θυμωμένη αντρικήφωνή, κι η σκιά του χεριού του, διαστρεβλωμένη απ’ το λιγοστόφως, φάνηκε να τυλίγεται γύρω απ’ το λαιμό της γυναικείαςφιγούρας. «Το προκαλούσες απ’ την πρώτη στιγμή που μεείδες. Γιατί μου κάνεις τη ζόρικη τώρα; Ή παριστάνεις τηζόρικη; Αυτό είναι, κυρία Βαλέρη; Γουστάρεις τα παιχνίδια;»

Η Σάνια άκουσε καθαρά τη μάνα της να διαμαρτύρεται και είδετη σκιά της να παλεύει. Φοβόταν πολύ, αλλά έκανε μερικάβήματα μπροστά. Έπρεπε να σώσει τη μαμά της.

«Είναι η πρώτη και η τελευταία φορά— » άκουσε τη φωνή τηςμητέρας της και κοκάλωσε. Την έβλεπε καθαρά τώρα. Ο άντραςτην είχε στριμώξει στον τοίχο, της είχε ανασηκώσει τη φούστακαι κουνιόνταν σαν τρελός μπρος πίσω. «Θα γίνει και θα τοξεχάσουμε. Αλλιώς θα πω στον άντρα μου ότι με βίασες, καιτότε θα πρέπει ν’ αλλάξεις πλανήτη—»

Η Σάνια κόντεψε να κάνει εμετό. Άκουσε καθαρά το γέλιο του

350

άντρα και τους αναστεναγμούς της μητέρας της. Ήταν παιδί,αλλά ήξερε μερικά πράγματα γι’ αυτά. Της τα ’χε πει ηΜαργαρίτα. Δεν πάλευε πραγματικά η μητέρα της, το ήξερεκαλά. Απολάμβανε αυτό που γινόταν και ικέτευε τον άντρα ναμη σταματήσει.

Έκανε να φύγει, αλλά απ’ τον πανικό της σκουντούφλησε.Έχασε την ισορροπία της κι έπεσε πάνω σ’ ένα ράφι με κρασιά.Δυο μπουκάλια έγιναν κομμάτια μπροστά στα πόδια της.Άρχισε να κλαίει.

Την ίδια στιγμή άκουσε μια άσχημη βρισιά και είδε τη Μιράνταπάνω απ’ το κεφάλι της σε έξαλλη κατάσταση. Τη χαστούκισεδυνατά πολλές φορές. Το δαχτυλίδι που φορούσε τηςχαράκωσε το μάγουλο και οι άκρες των χειλιών της γέμισαναίμα. «Δε θα τολμήσεις να μιλήσεις πουθενά!» τηνπροειδοποίησε ταρακουνώντας τη. Δε νοιάστηκε ούτε τη γύμνιατης να κρύψει. «Άχνα δε θα βγάλεις, παλιοκόριτσο! Αλλιώς θασε παρατήσω, και κανείς δε θα νοιαστεί για σένα ποτέ! Τ’ακούς;» Την έσπρωξε κι η Σάνια έπεσε πάνω στα σπασμέναμπουκάλια. Ένιωσε τα γυαλιά να την κόβουν. «Ισακίσου φύγεαπό δω τώρα. Τράβα να σε περιποιηθούν οι υπηρέτριες. Σεβαρέθηκα! Ούτε ζωγραφιστή δε θέλω να σε βλέπω!»

Έφυγε κλαίγοντας σιγανά, από φόβο μην την ακούσουν.Κλείστηκε στο δωμάτιό της και κουκουλώθηκε στο κρεβάτι τηςόπως ήταν, με τις πληγές της ανοιχτές να βάφουν κόκκινα τασεντόνια. Μόνο στον Ρωμανό ξεκλείδωσε την πόρτα της αργάτο βράδυ και, αρνούμενη να του πει το παραμικρό, τον άφησενα της βάλει ιώδιο και τσιρότα. Εκείνος ήταν που τηνπαρηγόρησε. Στη δική του αγκαλιά κούρνιασε όλη νύχταακούγοντας τα τρυφερά του παραμύθια που ξόρκισαν τους

351

φόβους της.

Το επόμενο πρωί του είπε ότι μπήκε κρυφά στο υπόγειο για νατο εξερευνήσει και ότι έσπασε κατά λάθος τα μπουκάλια με τοκρασί. Είπε ότι έχασε την ισορροπία της, έπεσε στα γυαλιά καικόπηκε.

Ήξερε πως δεν την είχε πιστέψει, αλλά και πως δεν υπήρχετρόπος να την αναγκάσει να του πει την αλήθεια. Από κείνη τημέρα και μετά έγινε η χειρότερη μαθήτρια στην τάξη της.

Ο Παύλος έβαλε την παγοκύστη στο μάτι του και στάθηκε πιοπίσω όρθιος, παρόλο που δεν του ’χε περάσει ακόμα η ζαλάδααπ’ το χτύπημα. Έβλεπε θολά, ήταν σίγουρος πως είχε σπάσειένα δόντι και το πουλόβερ του είχε γεμίσει πιτσιλιές απ’ το αίμαπου είχε πεταχτεί από τη μύτη και τα χείλη του. Απέναντί του,ευτυχώς σε απόσταση ασφαλείας, στεκόταν ο Άλεξ Γκρέι μετην πλάτη γυρισμένη, τα χέρια χωμένα στις τσέπες του και τοκεφάλι σκυμμένο για να ελέγχει τις αντιδράσεις της Σάνιας πουβρισκόταν ακίνητη στο κρεβάτι.

Ένιωθε τρομερή ντροπή για το φέρσιμό του. Όσο έφερνε στομυαλό του αυτό που πήγε να της κάνει, τρελαινόταν. Πότεβούρκωνε και πότε βλαστημούσε. Από μέσα του παρακαλούσεν’ ακούσει τον Άλεξ Γκρέι να τον βρίζει, γιατί δεν άντεχε τησιωπηλή και περιφρονητική στάση του. Μπήκε στο δωμάτιοακριβώς τη στιγμή που η μισόγυμνη Σάνια χανόταν βίαια στοπαρελθόν, κι εκείνος σαστισμένος δεν ήξερε πώς να τησυνεφέρει.

Ούτε που κατάλαβε για πότε βρέθηκε όρθιος, με το βαρύ σώματου σε απόσταση τουλάχιστον πέντε εκατοστών απ’ το πάτωμα.Δεν πρόλαβε ούτε να εκπλαγεί που ο πράος και φιλήσυχος

352

ψυχίατρος τον φιλοδώρησε με μερικά κροσέ άψογης τεχνικής.Δεν κατάφερε ν’ αντιδράσει και ούτε ήθελε, άλλωστε. Ποιον ναυπερασπιστεί; Τον εαυτό του; Για ποιο λόγο να το κάνει, αφούείχε φερθεί σαν κτήνος; Ισως μάλιστα έπρεπε να πει κιευχαριστώ για το ξύλο που έφαγε. Αν μη τι άλλο, ήταν μιαμικρή εξιλέωση για την αθλιότητά του.

Ξαφνικά, ο άλλος άντρας γύρισε προς το μέρος του κι άρχισενα τον πλησιάζει εκνευρισμένος σαν να τον τσίμπησε μύγα.Μετά από μία ώρα αφόρητης σιωπής, τον είδε να στέκεταιαπέναντί του και να σφίγγεται ολόκληρος στην προσπάθεια ναμην τον χτυπήσει ξανά. Ο Παύλος τα χρειάστηκε εκείνη τηστιγμή. Είχαν το ίδιο ύψος περίπου, αλλά ένιωσε σαν σπουργίτιαπέναντι σε πεινασμένη γάτα.

«Αν πάθει κάτι, θα το μετανιώσεις πολύ πικρά», του είπε ο Άλεξαδιαφορώντας για την εικόνα που παρουσίαζε εκείνη τη στιγμή,μια εικόνα απόλυτα αντίθετη με αυτή που τους είχε δείξει ωςτώρα. Ήξερε ότι φαινόταν εκτός εαυτού, αλλά ήταν τόσοοργισμένος, που δεν του καιγόταν καρφί για την κάλυψή του.

«Υπάρχει— υπάρχει κίνδυνος;»

«Για το καλό σου, ελπίζω πως όχι». Της έριξε μια ματιά.Κοιμόταν ακόμα. «Ξέρω ότι μετάνιωσες», του είπε.

Ο Παύλος χαμήλωσε ένοχα το βλέμμα. «Δε θα με συγχωρέσειποτέ. Ένας θεός ξέρει τι μνήμες της ξύπνησα μ’ αυτό που τηςέκανα».

«Θα σε συγχωρέσει, μην ανησυχείς». Τον βούτηξε απ’ τοπουλόβερ. «Είναι γεννημένη για να συγχωρεί και να καταπίνειόσα την πληγώνουν. Όσα δεν μπορεί να τα καταπιεί τα απωθεί.

353

Δεν το ξέρεις;»

«Θα το πεις στους άλλους;»

Ο Άλεξ τον άφησε νιώθοντας την επαφή να τον γεμίζει αηδία.«Δε νομίζω πως πρέπει».

«Θα επανορθώσω—» είπε ο Παύλος παραπατώντας. Η φωνήτου ήταν ανάμεικτη από ανακούφιση και τύψεις. «Θα την κάνωνα ξεχάσει— »

«Όχι, φίλε μου». Κούνησε το δείκτη του απειλητικά προς τομέρος του. «Δε θα κάνεις τίποτα περισσότερο απ’ το να τηναποφεύγεις. Δε σε θέλω κοντά της. Την πρόσβαλες, την έκανεςνα νιώσει φτηνή και την τρόμαξες. Πώς είναι δυνατόν ναισχυρίζεσαι ότι την αγαπάς και να της φέρεσαι έτσι; Μ’ εμένατα χεις, εγώ σου χω μπει στο μάτι. Ας τα βαζες μαζί μου, ανείχες τα κότσια. Σαν άντρας προς άντρα. Για να δεις αν θα ’χα κιεγώ τα κότσια να λύσουμε τις διαφορές μας με τον τρόπο σου.Εκτός κι αν με λυπήθηκες—» σάρκασε. «Παίζει κι αυτό, τώραπου το σκέφτομαι. Ο νταής και το ανθρωπάκι. Θα ήταν σαν νακλέβεις εκκλησία».

Ο Παύλος κούνησε το κεφάλι. «Η αλήθεια είναι πως δε σε είχαικανό για τέτοια— »

«Τώρα ξέρεις ότι είμαι». Έπρεπε πλέον να κρατήσει ταπροσχήματα. «Όλοι οι άνθρωποι είναι ικανοί για το χειρότερο,ανάλογα με τις περιστάσεις. Είμαστε φτιαγμένοι απόαντιθέσεις. Εγώ επέλεξα στη ζωή μου τους χαμηλούς τόνουςκαι την επιστήμη μου. Υπήρξαν και θα υπάρξουν στιγμές όμως-κι ελπίζω να ναι λίγεςπου όσα επέ-λεξα να μην είμαι θαπάρουν τα ηνία. Κι αν πρέπει να λύσω τις διαφορές μου με

354

γροθιές, θα το κάνω».

«Την αγαπάς, έτσι;»

«Η ερώτησή σου είναι γελοία!» Άφησε ένα περιφρονητικόκαγχασμό. «Και βέβαια την αγαπώ. Με το σωστό τρόπο και στησωστή δόση. Όχι λιγότερο απ’ όσο αξίζει κι όχι περισσότεροαπό τα όρια του υγιούς. Μα πάνω απ’ όλα τη σέβομαι. Αυτό πουδε σου έμαθαν οι εμπειρίες σου τόσα χρόνια και μου έμαθαν ταβιβλία μου είναι πως ο σεβασμός αποτελεί το θεμέλιο λίθο γιακάθε ειλικρινή σχέση συγγενική, φιλική ή ερωτική, δεν έχεισημασία, και ποτέ δε θα ’πρεπε να έχει».

Το αδύναμο μουρμουρητό που ακούστηκε απ’ το κρεβάτι τούςέκανε να κόψουν την κουβέντα και να τρέξουν στο πλευρό της.Την είδαν να ανοίγει τα μάτια και να προσπαθεί να δει καθαρά.Όταν αναγνώρισε τον Παύλο, γύρισε το κεφάλι. Ο Άλεξ τηνανασήκωσε και την αγκάλιασε. «Εντάξει, γλυκιά μου, είσαικαλά τώρα—» την παρηγόρησε. «Ο Παύλος έχει μετανιώσειπολύ. Δε θα επαναληφθεί αυτό που έγινε—»

«Θέλω να φύγει! Πες του να φύγει!»

«Σάνια—» άρχισε ο Παύλος, αλλά εκείνη τον κοίταξε με μάτιαπου έσταζαν μίσος και οργή.

«Με απογοήτευσες!» είπε κλαίγοντας. «Δεν το περίμενα απόσένα αυτό, ποτέ από σένα! Ήσουν ο μόνος άντρας πουεμπιστευόμουν μέχρι σήμερα. Ο μόνος, Παύλο!» «Έχεις δίκιο.Λυπάμαι, Σάνια— λυπάμαι τόσο πολύ!»

«Πώς— πώς έγινες έτσι;» Τραβήχτηκε απ’ τον Άλεξ και κοίταξετον Παύλο καλύτερα: πρησμένο μάτι, πρησμένα χείλη και μύτη

355

που έβγαζε ακόμα αίμα από το αριστερό ρουθούνι. Τοπουλόβερ του είχε γεμίσει κόκκινους λεκέδες ο λαιμός τουήταν γεμάτος μελανιές. «Άλεξ;» γύρεψε αμέσως μια απάντηση.

Ο Παύλος τον πρόλαβε. Είχε την ευκαιρία να αλαφρύνει κάπωςτις ενοχές απ’ την απαίσια πράξη του. «Μου άξιζε», είπεαμέσως. «Και σε πληροφορώ ότι άργησε κιόλας να με δείρει.Εγώ τον προκαλούσα, κι εκείνος κρατιόταν. Στο τέλος δενάντεξε. Τις άρπαξα για τα καλά, απ’ ό,τι βλέπεις—»

Κοίταξε μια τον έναν και μια τον άλλο. «Μα εκείνος—» «Εγώθα χαιρόμουν στη θέση σου, Σάνια», τη σταμάτησε ο Παύλος.«Μπορώ να σε διαβεβαιώσω πως αυτός ο άνθρωπος έχει τηνικανότητα να σε υπερασπιστεί, αν χρειαστεί. Ακούγεται τρελό,αλλά ησύχασα κάπως. Δεν είναι και τόσο— λαπάς όσο πίστευα.Όμως τι σημασία έχει τώρα αυτό; Για μένα μετρά μόνο να μεσυγχωρέσεις. Μισώ τον εαυτό μου γι’ αυτό που σου έκανα. Σουορκίζομαι ότι δε θα σε ξαναενοχλήσω».

Ο Άλεξ σηκώθηκε και πήγε να βρει ένα πούρο. Για το καλόόλων τους, η Σάνια έπρεπε να παραβλέψει το περιστατικό, αλλάη αφέλειά της και η καλοσύνη τηο καταντούσαν βλακεία. Θαμπορούσε να την εκμεταλλευτεί ο οποιοσδήποτε. Χωρίςκάποιον να την προσέχει εφ’ όρου ζωής, κινδύνευε νακυκλοφορεί μονίμως με την ταμπέλα «Θύμα».

«Σε πιστεύω—» την άκουσε να λέει με την απαλή φωνή της,γεμάτη απ’ τις καλές προθέσεις της ψυχής της. «Δεν είσαικακός. Ποτέ δεν ήσουν—»

Ο Παύλος ψιθύρισε ένα ευχαριστώ γεμάτο ανακούφιση καιέκανε να φύγει. Δεν του είπε τίποτα καθώς τον προσπερνούσε.Το βλέμμα του όμως έδειχνε με σαφήνεια πως από δω και

356

μπρος θα τον σεβόταν. Μόλις είχε πάρει κι αυτός μια απόδειξητης διορατικότητάς του. Όπως ακριβώς το είχε προβλέψει, ηΣάνια τον είχε συγχωρέσει.

Μόλις έμειναν μόνοι, ο Άλεξ πήγε στο παράθυρο, το άνοιξελίγο και φύσηξε έξω τον καπνό. «Μόλις είσαι έτοιμη, θέλω ναμου πεις τι είδες», είπε. «Έχω κι εγώ να σου πω κάποιαπράγματα. Είδα τη μητέρα του Ρωμανού σήμερα, και πήρα μιαιδέα πού ακριβώς πρέπει να ψάξω».

«Εντάξει», συμφώνησε εκείνη και πριν περάσουν δέκα λεπτάτου διηγήθηκε επακριβώς όσα είχε δει.

«Μου ’λειψες τόσο πολύ!»

Η Μαργαρίτα ανακάτεψε τον καφέ της κι αφοσιώθηκε μεγνήσια συγκίνηση στο πρόσωπο της Σάνιας, που χάζευε τουςπεραστικούς και το χριστουγεννιάτικο διάκοσμο τηςπρωτεύουσας. Και σε κείνη είχαν λείψει αυτές οι συντροφικέςώρες που περνούσε με τη φίλη της στο αγαπημένο τους καφέ,δυο στενά παρακάτω απ’ το κτίριο όπου στεγαζόταν τοΜικροσκόπιο. Η ανάπαυλα μετά τη δουλειά παρέα με τηΜαργαρίτα έδιωχνε την ένταση της μέρας και την έκανε νανιώθει φυσιολογική, ίδια μ’ όλους εκείνους τους ανώνυμουςδιαβάτες που πηγαινοέρχονταν αδιάκοπα φορτωμένοι με τιςδικές τους χαρές και τα δικά τους μικρά ή μεγάλα προβλήματα.Ήταν οι μόνες στιγμές που δεν ένιωθε κόρη της μητέρας τηςκαι ανιψιά των θείων της. Δεν είχε καμία απ’ τις βαριέςιδιότητες που τη συνόδευαν από τη μέρα της γέννησής της, καιγινόταν κι αυτή μια ανώνυμη κοπέλα που καθόταν όπως όλοι σεμια καφετέρια, απαλλαγμένη απ’ το βάρος των όσων θα έπρεπεή δε θα έπρεπε να θυμάται.

357

Ο καφές ήταν δυνατός, αλλά το νευρικό της σύστημα τονκαλοδέχτηκε. Χαμογέλασε στη Μαργαρίτα και της έπιασετρυφερά το χέρι. Δεν καταλάβαινε τον Άλεξ που επέμενε να μηντην εμπιστεύεται. Η φίλη της δεν την είχε απογοητεύσει ποτέ.Δεν είχε σημασία που είχαν εντελώς διαφορετικούςχαρακτήρες. Κι ο Άλεξ διέφερε ριζικά με τον Ρωμανό, αλλάαυτό δεν τον είχε εμποδίσει να τον θεωρεί φίλο του.

«Δε βρήκαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε με τόσες ετοιμασίες,αλλά τώρα δε θα σ’ αφήσω να μου ξεφύγεις, φιλενάδα. Πες ταμου όλα, καίγομαι να μάθω τις λεπτομέρειες. Είναι αλήθεια,Σάνια; Ερωτευτήκατε κεραυνοβόλα ο ένας τον άλλο;»

Κοίταξε το όμορφο, καθαρό πρόσωπό της και τον τρόπο που ταμεγάλα πράσινα μάτια της περίμεναν τις απαντήσεις τους. Δεντης είχε πει ποτέ ψέματα, και αισθανόταν απαίσια τώρα πουέπρεπε να το κάνει. Φοβόταν κιόλας. Δεν ήταν καθόλου καλήψεύτρα, κι η Μαργαρίτα αντιλαμβανόταν εύκολα το ψέμα.Έπρεπε να βάλει τα δυνατά της. Δεν ήθελε την παραμικρήπαρεξήγηση ανάμεσά τους.

«Ναι», είπε μόλις ήπιε μια μικρή γουλιά καφέ. «Υπήρχε χημείααπ’ την πρώτη στιγμή, αλλά εξελίχτηκε γρήγορα σε έρωταμόλις βρεθήκαμε μόνοι μας στη Γερμανία».

«Ήρθε και σε βρήκε;»

«Στην αρχή απλώς μου σύστησε έναν κορυφαίονευρολόγοψυχίατρο στο Βερολίνο, κι εγώ έφυγα μόνη. Τηνεπόμενη μέρα όμως ήρθε να με βρει. Δικαιολογήθηκε πως τονενδιέφερε πολύ η περίπτωσή μου, αλλά το ξέραμε κι οι δύοπως δεν ήταν έτσι. Δεν το κουβεντιάσαμε το δεχτήκαμε. Μα°φάνηκε απόλυτα φυσιολογικό να γίνουμε ζευγάρι, παρότι

358

γνωρίζαμε ελάχιστα πράγματα ο ένας για τον άλλο. Ξέρεις,εκείνος ήταν βέβαιος πως δε θα ξαναθυμηθώ τίποταπερισσότερο. Ο γιατρός στη Γερμανία επίσης μου είπε το ίδιομε τον Άλεξ: ότι δεν πρόκειται να αποκτήσω όλη τη μνήμη μουποτέ, ενώ σύντομα θα εξασθενήσουν κι οι κρίσεις. Μουέδωσαν άλλη φαρμακευτική αγωγή και ήδη νιώθω πιο δυνατή.Ο οργανισμός μου ανταποκρίθηκε. Τώρα πια άλλωστε δε μ’ενδιαφέρει να θυμηθώ. Όσα κενά ένιωθα τα γέμισε και με τοπαραπάνω ο Άλεξ— »

Η Μαργαρίτα έβαλε μια άτακτη καστανή τούφα πίσω από τοαφτί της και χαμογέλασε πονηρά. Τα μακριά της νύχια,περιποιημένο με γαλλικό μανικιούρ, χτύπησαν με τις άκρεςτους ρυθμικά το ποτήρι της. «Ο Άλεξ—» επανέλαβε με νόημα.«Ο ντροπαλός και σεμνός ψυχίατρος έκρυβε αρκετή φωτιάμέσα του, απ’ ό,τι φαίνεται—»

«Εεε— ναι», συμφώνησε αμήχανα η Σάνια. «Σε μερικάπράγματα είναι εντελώς διαφορετικός απ’ αυτό που δείχνει— »

«Όπως (πο σεξ, ας πούμε;» Έφερε σία κόκκινα χείλη ιης έναλεπτό τσιγάρο και φύσηξε ψηλά τον καπνό της χωρίς να πάψεινα την κοιτάζει προκλητικά.

«Δε— δεν έχουμε προχωρήσει τόσο πολύ—»

«Α, είναι ευαίσθητος και παλιομοδίτης ο κύριος. Πολύ καλόαυτό. Εγώ θα ξενέρωνα, φυσικά, αλλά για τη Σάνια μου έναντέτοιο άντρα ονειρευόμουν».

«Δε θα μ’ απογοητεύσει, το ξέρω!» δήλωσε με πάθος η Σάνια,λες και υπήρχε πραγματικά η προοπτική να γίνει το ταίρι του σεόλα.

359

«Δείχνει να μην έχει πείρα με τις γυναίκες».

«Ε, δεν είναι και παρθένος! Υπήρξε παντρεμένος ο άνθρωπος,και μετά το θάνατο της γυναίκας του είχε κι αυτός επιθυμίεςόπως όλοι. Γνώρισε αρκετές έκτοτε. Απλώς δεν του αρέσει νατο διατυμπανίζει».

«Κι εμένα μου αρέσει, αν θέλεις να ξέρεις», τηςεξομολογήθηκε με παιχνιδιάρικο ύφος. «Έχει μια παράξενηγοητεία, κι αυτή η ιστορία με την πειρατική καλύπτρα μεεξιτάρει. Άσε που δεν έχω πάει ποτέ με άντρα τόσομορφωμένο. Μη με παρεξηγήσεις, αλλά πεθαίνω απόπεριέργεια για τις επιδόσεις του. Με τόση αυτοκυριαρχία κιεγκράτεια, θα είναι αληθινός χείμαρρος στο κρεβάτι. Είναι τομόνο μέρος που ελευθερώνονται οι άνθρωποι, σ’ το χω πειπολλές φορές. Αν θες να μάθεις πραγματικά κάποιον, κάνεέρωτα μαζί του. Ξέρεις πόσοι αρρενωποί και φωνακλάδεςαποδείχτηκαν κουτάβια στο σεξ; Εκεί φαίνονται όλα—»

Η Σάνια αναδεύτηκε στην καρέκλα της νιώθοντας άβολα. Δεντη σόκαραν τα λόγια της φίλης της πάντα έτσι μιλούσε ηΜαργαρίτα. Τη σόκαρε η κρυφή της επιθυμία να διαπιστώσει ανοι υποψίες της έστεκαν. Είχε φανταστεί τον εαυτό της στα χέριατου Άλεξ Γκρέι. Είχε ονειρευτεί να του παραδίνεται πλήρως καιτο σώμα της αντιδρούσε παράξενα ακόμα και στο πιο αθώο τουάγγιγμα. Ντρεπόταν που το παραδεχόταν έστω και κρυφά, αλλάτον ποθούσε.

«Η αιώνια Σάνια—» την πείραξε η Μαργαρίτα. «Μόλις ηκουβέντα φτάνει στα— ακατονόμαστα, θέλει να το βάλει σταπόδια. Είναι αργά τώρα για ντροπές και ταμπού, φιλενάδα.Μένετε πια μαζί, απ’ ό,τι έμαθα».

360

«Μακάρι να ’μουν όπως εσύ!» ευχήθηκε. «Μακάρι να μηνενοχοποιούσα τόσο εύκολα τις επιθυμίες μου και να δεχόμουντη φύση μου χωρίς να μπαίνω στη διαδικασία να κάνωαυτοκριτική όλη την ώρα. Ο φόβος μην καταντήσω σαν τημητέρα μου μ’ έκανε αφύσικη. Τα περνάω όλα απ’ το φίλτροτου καθωσπρεπισμού. Βάζω τις ταμπέλες “ηθικό” και “ανήθικο”με τόση ευκολία! Είμαι γεμάτη κόμπλεξ και ανασφάλειες,Μαργαρίτα— » αναστέναξε. «Κι ίσως να ’ναι αυτό,ς ο λόγοςτης τόσο έντονης έλξης που ένιωσα για τον Άλεξ. Έχει κιεκείνος τις ανασφάλειές του λόγω του ατυχήματος. Μοιάζουμε—»

«Κάνε μου τη χάρη κι απόλαυσέ το τότε, χωρίς να το αναλύεις».Έσβησε το τσιγάρο της και την κοίταξε με βλέμμα σατανικήςχαράς. «Φαντάζομαι τον Παύλο», άλλαξε θέμα. «Θα πρέπει νατου ’χει στρίψει».

Ντράπηκε να της πει αυτό που είχε γίνει το προηγούμενοβράδυ. «Θα του περάσει», μουρμούρισε μονάχα.

«Ελπίζω να μην κάνει καμιά χοντράδα. Για όλα τον έχω ικανό».

«Θα το χωνέψει», είπε η Σάνια με πείσμα. «Μπορεί όχι ακόμα,αλλά σίγουρα μόλις γίνει ο γάμος».

«Ο γάμος; Μιλήσατε από τώρα για γάμο;» Κόντεψε να τηςγλιστρήσει το ποτήρι απ’ τα χέρια.

«Ναι. Σε τρεις μήνες το πολύ θα έχουμε παντρευτεί. Ο Ά\εξψάχνει ήδη για σπίτι. Η μεταφορά τόσων χρημάτων έχει μεγάληγραφειοκρατία, πέρα από όσα απαιτούνται για να ασκήσει εδώτο επάγγελμα, γι’ αυτό μένουμε στους δικούς μου προς τοπαρόν. Ο θείος κι η θεία επέμεναν. Εκεί δεν είμαστε εύκολη

361

λεία για τους δημοσιογράφους, κι επιπλέον έχουμε όλοι τηνευκαιρία να συνηθίσουμε το γεγονός. Είμαι το κοριτσάκι τους.Θέλουν να με χαρούν όσο περισσότερο γίνεται μέχρι να ρθει ηώρα του αποχωρισμού. Τους καταλαβαίνω—»

«Και το δικό σου σπιτάκι τι έγινε; To παράτησες;»

«Το διατηρώ προς το παρόν, αλλά έχω μεταφέρει όλα ταπροσωπικά μου αντικείμενα: εννοώ το φωτογραφικό μουεξοπλισμό και τα βιβλία μου». Κοίταξε το ρολόι της κι άφησεένα επιφώνημα έκπληξης. «Ποπό, πέρασε η ώρα! Ο Άλεξ θ’ανησυχεί».

«Πότε θα τον γνωρίσω καλύτερα;» θέλησε να μάθει ηΜαργαρίτα ανοίγοντας την τσάντα για να βάλει μέσα τα τσιγάρατης.

«Σύντομα. Θα σε πάρω να κανονίσουμε να βγούμε. Κι ο Άλεξθέλει να σε γνωρίσει καλύτερα. Δεν του αρκούν όσα του λέω.Ποτέ δεν είναι αρκετά όσα του λένε οι άλλοι. Προτιμά να έχειπροσωπική άποψη για όλους και για όλα. Ένα παράξενοπράγμα, να μην πέφτει ποτέ έξω αυτός ο άνθρωπος— » «Ναι, ε;Ενδιαφέρον», είπε μόνο η Μαργαρίτα και σηκώθηκε.

Αντάλλαξαν ένα φιλί κι αποχωρίστηκαν. Η Σάνια σταμάτησεένα ταξί κι η Μαργαρίτα προτίμησε να περπατήσει. Χάρηκαν κιοι δύο που τα είχαν πει. Κάποτε είχαν ορκιστεί πως δε θαεπέτρεπαν σε τίποτα και σε κανέναν να τις χωρίσει.

«Μην τη βλέπεις έτσι μαζεμένη και σεμνή, ήταν αντάρτισσα!»είπε ή Μίνα βάζοντας τα γέλια. Στη φωτογραφία που τουέδειχνε, η Σάνια, γύρω στα δεκατρία της, ήταν σκαρφαλωμένησ’ ένα τεράστιο πεύκο κρατώντας σφιχτά στην αγκαλιά της ένα

362

γατάκι. Στο πρόσωπο και στο χαμόγελό της ήταν ολοφάνερη ηπερηφάνια για την επιτυχημένη διάσωση που είχε προηγηθεί.«Την τράβηξε ο Παύλος, που πάντα διασκέδαζε με τις διαολιέςτης. Να, κι αυτή ο Παύλος την τράβηξε. Η μαμά κόντεψε ναπάθει συγκοπή εκείνη τη μέρα. Αναγκαστήκαμε να κάνουμεγενέθλια χωρίς τούρτα, αφού η δεσποινίδα την έριξε όλη σταπλακάκια της κουζίνας. Βάλαμε τα κεριά στη μισοφαγωμένηπασιαφλόρα της κυρα-Μυρσίνης. Έκλεινε τα δεκατέσσερα τότε—»

Ο Αλεξ ξέχασε τους ιδιοτελείς σκοπούς για τους οποίους είχεβάλει τη Μίνα να του δείξει τα άλμπουμ, κι άρχισε να τοδιασκεδάζει πραγμαπκά. Πριν και μετά την αμνησία της η Σάνιαήταν ο ίδιος άνθρωπος: ένα παιδί γεμάτο κέφι και όρεξη γιασκανταλιές. Η ικανοποίηση της περιέργειάς της δε σταματούσεπουθενά κι η ενεργητικότητά της ήταν αστείρευτη. Γύρω τηςέβλεπε πάντα ευτυχισμένους ανθρώπους, σαν να τους μετέδιδετην καλή της διάθεση απλώς και μόνο με την παρουσία της. Δενέμοιαζαν με τίποτα με οικογένεια που είχε χτυπηθεί από τόσομεγάλη τραγωδία. Σαν να είχαν σπρώξει όλοι μαζί το παρελθόνσ’ ένα βαθύ τάφο, κι έπειτα το ’χαν ξεχάσει λες και δεν είχεσυμβεί ποτέ.

Δεν έβλεπε τίποτα το ανησυχητικό μέχρι τώρα. Ο Πέτρος και ηΔανάη Μαρκάτου φαίνονταν υποδειγματικό ζευγάρι, κι ηευτυχία δεν έλειπε απ’ τα πρόσωπα των παιδιών που ανάθρεψανμαζί. Κι ας ήταν τα δύο απ’ αυτά γεννημένα από διαφορετικέςμητέρες. Ήταν εκπληκτικό. Η αρμονία φαινόταν καθαρά ακόμακαι στις πιο απλές πόζες, και το δέσιμο των μελών τηςοικογένειας φάνταζε άρρηκτο. Βέβαια, δεν ξεχνούσε πως όλεςοι φωτογραφίες ήταν τραβηγμένες μετά το διπλό φονικό, απότότε δηλαδή που η Σάνια είχε ριζώσει στην καινούρια της

363

οικογένεια κι είχε βρει όσα ασυνείδητα της έλειπαν από ταπαιδικά της χρόνια.

«Τις άλλες δεν της έχουμε δει ποτέ—» είπε μ’ έναναναστεναγμό η Μίνα κλείνοντας και το τέταρτο άλμπουμ.Παρότι δεν ανοιγόταν εύκολα στους άλλους, ανακάλυψε πωςδεν είχε πρόβλημα να μιλά στον Άλεξ Γκρέι λες και τον ήξερεχρόνια. Καθόταν δίπλα του στον καναπέ, αστειευόταν μαζί τουκι η συνήθης της νευρικότητα εξαφανιζόταν μ’ ένα του και μόνοχαμόγελο. Είχε τόσο ωραία φωνή: βαθιά, αισθαντική κιαδιαμφισβήτητα αρρενωπή. Η φωνή του και το πνεύμα του ήτανσίγουρα τα μαγικά φίλτρα που έκαναν τους ασθενείς του ~Vaτον εμπιστεύονται. Κρίμα που δεν τον συμπαθούσε ο Παύλος.Κατά τη γνώμη της, ο Άλεξ Γκρέι ήταν από τους ανθρώπουςπου έπρεπε οπωσδήποτε να συναντήσει κάποιος στη ζωή του.

«Ποιες άλλες;»

Της άρεσε ο τρόπος που κάπνιζε το πούρο του και το πώςέστρεφε το κεφάλι για να κρύβει την καλύπτρα του. Δεν είχεσυναναστραφεί ποτέ με κάποιον σαν κι αυτόν. Τη γοήτευε ηευρύτητα του πνεύματός του κι η ωριμότητά του. Όλοι οιάντρες που είχε γνωρίσει σε συναισθηματικό κι επαγγελματικόεπίπεδο έμοιαζαν με άγουρα παιδαρέλια μπροστά του. Η Σάνιαήταν πολύ τυχερή. Κι όσο τον γνώριζε η Μίνα, τόσοκαταλάβαινε τους λόγους που την είχε γοητεύσει.

«Οι φωτογραφίες της εποχής πριν από τη δολοφονία»,αποκρίθηκε συνωμοτικά. «Η μαμά τις έχει κρύψει κάπου, καιμας όρκισε για το καλό της Σάνιας να μην τις ψάξουμε ποτέ».

«Η μητέρα σου την αγαπάει πολύ—» «Σαν να τη γέννησε αυτή.Εγκατέλειψε ακόμα και τη δικηγορία για χάρη της, παρόλο που

364

ήταν στις δόξες της τότε. Δεν ήθελε να νιώθει πάλι μόνη της ηΣάνια. Ήθελε να της προσφέρει ένα αληθινό σπιτικό και μιαοικογένεια να τη φροντίζει και να την αγκαλιάζει. Ο μπαμπάςτην υποστήριξε σε αυτή της την απόφαση, αλλά κι εμείς τοκαταφχαριστηθήκαμε. Δεν έλειπε πια από το σπίτι και τηχαιρόμασταν όλη την ώρα».

«Όμως αγαπούσε και την αδερφή της. Έτσι δεν είναι; Δεν τηςαρέσει να μιλάνε άσχημα γι’ αυτή».

«Το μόνο που ξέρω είναι πως ήταν ιδιαίτερα αγαπημένεςκάποτε. Επειδή ορφάνεψαν νωρίς από γονείς, δέθηκαν πάραπολύ. Ο προπάππος μου τις μεγάλωσε. Έχεις ακούσει γι’αυτόν, φαντάζομαι. Ήταν ναύαρχος και είχε πολεμήσει στονΠρώτο Παγκόσμιο πόλεμο. Τον έλεγαν Στέφανο Βαλέρη. Ηπρογιαγιά μου πέθανε στη γέννα του παππού μου δύσκολαχρόνια τότε. Αλλά κι ο παππούς μου έφυγε νωρίς. Σκοτώθηκεμαζί με τη γιαγιά σε αεροπορικό δυστύχημα. Ανήκαν κι οι δύοστο διπλωματικό σώμα και ταξίδευαν συχνά. Δεν επέστρεψανποτέ από εκείνο το ταξίδι στο Κέιπ Τάουν».

«Κι έτσι, ο Στέφανος Βαλέρης ανάθρεψε τις κόρες του γιου τουμόνος», συμπλήρωσε ο Άλεξ.

«Η θεία Μιράντα πήγαινε στο δημοτικό κι η μαμά μου ήταν μω-ρο. Από κει κι έπειτα, η ιστορία είναι γνωστή σε όλους. Η θείαέφερε το συντηρητικό κόσμο του παππού της τούμπα με τηνεπιλογή της να γίνει ηθοποιός μόλις τέλειωσε το σχολείο. Τηναποκήρυξε. Αντιθέτως, η μαμά μου ήταν το καμάρι του.Τέλειωσε τη νομική, έκανε το μεταπτυχιακό της στην Αμερικήκαι στα είκοσι έξι της ήταν ήδη γνωστή και σεβαστή στο χώρο.Βοήθησαν βέβαια και οι γνωριμίες του ναυάρχου, όμως οιικανότητές της και το μυαλό της ήταν αυτά που την έφεραν στην

365

κορυφή. Διάλεγε πολύ έξυπνα τους πελάτες της. Όλες οιυποθέσεις που είχε αναλάβει είχαν κάνει ντόρο στην εποχήτους. Βέβαια, ντρέπεται και για ορισμένες περιπτώσεις όπουπέτυχε μείωση ποινής για κάποια γνήσια καθάρματα. Ήταν ηδουλειά της, όμως. Την πλήρωναν για να πετύχει, καιπετύχαινε».

«Και οι δύο αδερφές ήταν διάσημες στον τομέα τους λοιπόν»,παρατήρησε ο Άλεξ, χώρίς να δείχνει ότι αντλούσεπληροφορίες.

«Η μία σεβόταν πάντοτε την άλλη. Ήταν πραγματικά πολύαγαπημένες. Κάποια εποχή διαταράχτηκαν οι σχέσεις τους, λίγοπριν ή λίγο μετά τη γέννηση της Σάνιας. Πάντα παίρνουμε τηνίδια απάντηση όταν ρωτάμε τη μαμά. Δε συμφωνούσε με τοντρόπο που φερόταν στην κόρη της η θεία Μιράντα. Ήταν πάνταπολύ εγωίστρια, αλλά μόλις απέκτησε τη Σάνια έγινε χειρότερη,αντί να μαλακώσει. Η αφαίρεση μιας ανθρώπινης ζωής είναιτρομερή αμαρτία, κύριε Γκρέι, αλλά υπάρχουν στιγμές πουσκέφτομαι πως μόνο έτσι θα γλίτωνε η Σάνια. Τι είδουςάνθρωπος θα γινόταν, αν μεγάλωνε κοντά της;»

«Κι ο Ρωμανός Κατράς;» τη ρώτησε ήσυχα. «Σκεφτήκατε ποτέόλα αυτά τα χρόνια αν ίσχυε η δική του εκδοχή για τη βραδιάτου φόνου; Είχε λαμπρό μέλλον μπροστά του, ήταν πολύ νέος.Τι είδους άνθρωπος θα γινόταν αυτός αν δεν ήταναναγκασμένος να κουβαλάει την ετυμηγορία “ένοχος”; Τοαναλογιστήκατε ποτέ αυτό. Μίνα;»

«Όχι—» παραδέχτηκε με ειλικρίνεια. «Προσωπικά τον είχαξεχάσει».

«Δε χρειάζεται να στεναχωριέσαι». Εκτιμούσε πολύ ιην

366

ευθύτητα της. «Έτσι είναι η ζωή. Μας απασχολούν όσα είναιγύρω μας, ο μικρόκοσμος μας. Ήσουν κοριτσάκι τότε, δενμπορούσες να κρίνεις—»

«Θα ξανανοίξει η υπόθεση, κύριε Γκρέι;» τον ρώτησε μεαγωνία.

«Προς το παρόν ο Ρωμανός αρνείται το νόμιμο δικαίωμά του ναεκπροσωπηθεί από δικηγόρο. Θα δούμε—» αποκρίθηκεαόριστα.

Η πόρτα άνοιξε και η Σάνια όρμησε λαχανιασμένη στο σαλόνι.Έτρεξε κοντά τους, τους φίλησε πεταχτά και κάθισε μαζί τους.«Η Μαργαρίτα θέλει να σε γνωρίσει», ανακοίνωσε στον Άλεξκοιτώντας τον αναψοκοκκινισμένη.

«Κανόνισέ το τότε». Την τράβηξε κοντά του και την ανάγκασενα καθίσει στα γόνατά του, σαν εραστής που δεν αντέχει τόσεςώρες μακριά απ’ την αγαπημένη του. Ξέροντας πως η Μίνατους κοιτούσε με απροκάλυπτη περιέργεια, φίλησε τη Σάνια στοστόμα μ’ έναν τρόπο που της έκοψε την ανάσα. Έπειτα τηναπομάκρυνε λίγο και πρόσθεσε: «Όσο περισσότερα είναι ταθηλυκά που θα επικροτήσουν την επιλογή σου να μεπαντρευτείς, τόσο το καλύτερο για μένα—»

Δεν μπόρεσε να ανταποκριθεί στο ρόλο της εκείνη τη στιγμή.Ό,τι έξυπνο ήθελε να πει χάθηκε στο χαμό που της προκάλεσετο φιλί του. Ταράχτηκε· τα χείλη της άρχισαν να τρέμουν. Ηυποψία της είχε επιβεβαιωθεί.

Δεν παρίστανε πια την ερωτευμένη με τον Άλεξ Γκρέι.

Ήταν στ’ αλήθεια.

367

Ο ΔΕΚΕΜΒΡΗΣ πέρασε χωρίς απρόοπτα κι η ζωή στο σπίτιέμοιαζε να κυλά φυσιολογικά, σαν να μην συμβίωναν εκεί τόσαάτομα εντελώς διαφορετικά μεταξύ τους. Κι αν ο Άλεξ ένιωθεεκνευρισμό που

οι έρευνές του έδειχναν να μην προχωρούν, το έκρυβεεπιμελώς. Ωστόσο, δεν ήταν τελείως ανώφελη η διαμονή τουεκεί. Με τον τρόπο του και την άψογη συμπεριφορά τουκατάφερε να τους κερδίσει όλους σε τέτοιο βαθμό, πουέφτασαν να τον συμβουλεύονται ακόμα και για καθημερινάτους μικροπροβλήματα.

Είχε διαμορφώσει τα ψυχολογικά προφίλ όλων των μελών τηςοικογένειας, αλλά και του υπηρετικού προσωπικού, καιπροφανώς κρατούσε τα συμπεράσματά του για τον εαυτό του.Όπως ήταν ο στόχος του απ’ την αρχή, κατάφερε να κινείται στοσπίτι σαν να ήταν μέλος της οικογένειας από χρόνια, σαν ναείχε κάθε δικαίωμα να βρίσκεται εκεί. Σε ανύποπτο χρόνο είχεεξερευνήσει όλους τους χώρους, απ’ το κελάρι και τα δύουπόγεια μέχρι τις σοφίτες. Μόνο το προσωπικό γραφείο τηςΔανάης και του Πέτρου Μαρκάτου ήταν ακόμα άβατα γι αυτόν,αλλά είχε το σχέδιό του. Ήξερε το πρόγραμμά τους και τιςώρες που αναπαύονταν. Είχε κρατήσει χρονοδιάγραμμα για τιςσυνήθειές τους και είχε επιβεβαιώσει την ακρίβειά τουαμέτρητες φορές. Μόνο αργά το βράδυ, προς τα ξημερώματα,μπορούσε να επιχειρήσει την εισβολή στο γραφείο της Δανάηςκαι του Πέτρου, όταν όλοι βρίσκονταν στα κρεβάτια τους,συμπεριλαμβανομένου του Παύλου, που συνήθιζε ναεπιστρέφει πολύ αργά στο σπίτι.

Καθώς έκανε τη βόλτα του με τον Κινγκ στο κοντινό πάρκο,αναλογιζόταν τη μέχρι τώρα πορεία των ερευνών του. Το μόνο

368

πρόσωπο που χαρακτήριζε κλειδί έως εκείνη τη στιγμή ήταν η

Δανάη Βαλέρη-Μαρκάτου. Παρόλο που είχαν έρθει αρκετάκοντά, δεν είχε καταφέρει να της αποσπάσει τις πληροφορίεςπου χρειαζόταν. Κάθε φορά που η κουβέντα στρεφόταν στοπαρελθόν, και συγκεκριμένα στο ζήτημα του φόνου, η Δανάηείτε έστρεφε αλλού τη συζήτηση ή , κρατούσε τη σιωπή της.

Ούτε με τη Μαργαρίτα μπόρεσε να βγάλει άκρη. Το δείπνο πουοργάνωσε η Σάνια για να γνωριστούν δεν του αποκάλυψε ιίποτατο ιδιαίτερο. Η Μαργαρίτα ήταν μια αυθεντική γυναίκα τηςεποχής της: μοντέρνα, δυναμική, δραστήρια και χειραφετημένη,δεν είχε κανέναν απολύτως ενδοιασμό να πλαγιάζει μ’ όποιοντης άρεσε και πληρούσε τις προδιαγραφές της. Ήταν ευχάριστηκαι ιδιαίτερα κοινωνική. Είχε ακριβώς εκείνο το είδος τηςομορφιάς που μαγνήτιζε τα βλέμματα των αντρών κάθε ηλικίας.Επίσης, έδειχνε ν’ αγαπά αληθινά τη Σάνια. Έδειχνε να χαίρεταιμε τη χαρά της και φρόντισε, όπως κάθε καλή φίλη που σέβεταιτον εαυτό της και τον τίτλο της, να τον «ανακρίνει» για ναδιαπιστώσει αν ήταν πράγματι ο κατάλληλος για τη Σάνια. Δεντην απογοήτευσε. Μέχρι το τέλος της βραδιάς η κοπέλα έδειχνενα απολαμβάνει τη συντροφιά του.

Έτσι, η κατάσταση έδειχνε τώρα να έχει σκαλώσει κι η κάθεμέρα που περνούσε φαινόταν στον Άλεξ αιώνας. Μπορεί ο Ζακνα ορκιζόταν ότι δεν είχε κανένα πρόβλημα να μείνει κι άλλοστη φυλακή, αλλά ο Άλεξ είχε. Η κωλυσιεργία τού έδινε στανεύρα. Κι ο εγκέφαλος της Σάνιας έμοιαζε να έχει ναρκωθείξανά ή να έχει στερέψει.

Το γρύλισμα του Κινγκ επανέφερε τις σκέψεις του στηνπραγματικότητα. Νύχτωσε, και το πάρκο είχε ερημώσει.Κοίταξε τριγύρω και προσπάθησε ν’ αφουγκραστεί τους

369

θορύβους. Δε διέκρινε κάτι παράξενο. Τα φύλλα των δέντρωνθρόιζαν απαλά κι ένας γυναικείος πνιχτός αναστεναγμόςπρόδιδε κάποιο ζευγαράκι κρυμμένο στους θάμνους. «Πάμε,Κινγκ», είπε στο σκύλο του, ρίχνοντας καλού κακού άλλο έναβλέμμα πίσω του. «Γερνάς, μου φαίνεται, κι άρχισες να έχειςφαντασιώσεις—»

Όμως ο σκύλος παρέμεινε πεισματικά ακίνητος με το βλέμμακαρφωμένο σε ένα σημείο πίσω απ’ τους θάμνους. Κάποιαστιγμή άρχισε να γαβγίζει λυσσασμένα και να γυμνώνει ταδόντια του. Επιδεικνύοντας την απόλυτη αφοσίωσή του στοαφεντικό του, μπήκε μπροστά στον Άλεξ για να τονπροστατεύσει.

Ο Άλεξ ευχήθηκε να είχε μαζί του το όπλο του αντί για τονασήμαντο σουγιά που έβγαλε απ’ την τσέπη του. Τον άνοιξε μεμια κίνηση και τον κράτησε κάθετα κρύβοντάςτον στο μανίκιτου. Έχοντας τυφλή εμπιστοσύνη στο ένστικτο του Κινγκ,άρχισε να βαδίζει προς τους θάμνους.

Ούτε τρία βήματα δεν πρόλαβε να κάνει. Η εκπαίδευσή του στηΛεγεώνα τον βοήθησε να αντιληφθεί εγκαίρως την κάννη πουτον σημάδευε, κι έσκυψε πριν τον πετύχει η πρώτη σφαίρα, πουείχε στόχο το κεφάλι του. Η δεύτερη βολή τον χτύπησε ξυστάστο πόδι, και σωριάστηκε στο έδαφος την ώρα που ο Κινγκξεχυνόταν σαν δαίμονας προς τους θάμνους.

Πέφτοντας, ο Άλεξ χτύπησε το κεφάλι του σε μια πέτρα καιζαλίστηκε. Επιχείρησε να σταθεί στα πόδια του, αλλά κατάλαβεότι δε θα τα κατάφερνε. Άκουσε από μακριά τον Κινγκ ναγαβγίζει κι έπειτα τα πάντα τυλίχτηκαν στη σιωπή. Ο Άλεξέχασε τις αισθήσεις του.

370

Παρά τρίχα!

Έκλεισε πίσω της την πόρτα, ξεφορτώθηκε τα τακούνια και τηνπερούκα και πήγε καρφί στο μπάνιο να ρίξει λίγο νερό στοπρόσωπό της. Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Έμοιαζε μεφάντασμα· ήταν κατάχλομη σαν νεκρή και τα μάτια της, γεμάταμαύρους κύκλους, είχαν χωθεί στις κόγχες τους από τηνένταση. Το κωλόσκυλο έφταιγε! Αν δεν την έπαιρνε χαμπάρι,δε θα έχανε την ψυχραιμία της, και θα είχε βουλώσει μια καικαλή το στόμα του πολύξερου τρελογιατρού.

Πήγε στο σαλόνι, έβαλε ένα δυνατό ποτό και τράβηξε το όπλοαπ’ την τσάντα της. Της έκαιγε τα χέρια. Ακόμα δεν πίστευεπως είχε βρει το σθένος να πατήσει τη σκανδάλη. Είχε προβάρειαυτή τη στιγμή πολλές φορές μπροστά στον καθρέφτη, αλλά ηπραγματικότητα δεν είχε καμία σχέση με αυτές τις δοκιμές.Ανατρίχιασε. Τόσο εύκολο είναι λοιπόν; αναρωτήθηκεκλαίγοντας. Τόσο εύκολο είναι να στείλεις κάποιον στον άλλοκόσμο;

Το χέρι της άρχισε να τρέμει. Τελικά ήταν ικανή για όλα. Το ‘χεσιο αίμα της, φαίνεται. «Δε θα φτάσουν ποτέ σ’ εσένα»,θυμήθηκε την υπόσχεσή της και προσπάθησε να καλμάρει.Ούτε σε εκείνη θα έφταναν ποτέ, ήταν σίγουρη. Αρκεί ναδιατηρούσε την ψυχραιμία της και να φρόντιζε να οργανώσεικαλύτερα την επόμενη κίνησή της.

Θα πρέπει να βρήκαν το σημείωμα, συλλογίστηκε βαδίζονταςπέρα δώθε πίνοντας. Κι αν έχουν μυαλό, θα το βουλώσουν.Κανείς απ’ τους δυο τους δε θ’ άντεχε να χάσει τον άλλο. Καλάθα έκαναν λοιπόν να μη βγάλουν άχνα!

Το μίσος της έγινε γρήγορα απελπισία. Κι αν δεν τα

371

παρατούσαν; αναρωτήθηκε. Κι αν πεισμάτωναν ακόμαπερισσότερο κι αποφάσιζαν να τα παίξουν όλα για όλα; Μήπωςαυτό που έκανε ήταν τελικά τρομερά ανόητο; Μήπως με το ναπάρει την απόφαση να προστατεύσει έναν νεκρό, κινδύνευε ναθαφτεί ζωντανή μαζί του; Γιατί αν την ανακάλυπταν—

Προσπάθησε να πείσει για μια ακόμα φορά τον εαυτό της πωςέκανε το σωστό. Του το χρωστούσε. Είχε θυσιαστεί για χάρητης, την είχε προστατεύσει. Είχε κάνει τα πάντα να τη βοηθήσει.Το λιγότερο που μπορούσε να κάνει για εκείνον ήταν ναδιατηρήσει άσπιλη τη μνήμη του.

Αχ, μηαμτιά, πόσο μου λείπεις!

Έκλαιγε όλη νύχτα.

Ένιωθε πως είχε αρχίσει να τα χάνει.

Βγήκαν όλοι έξω κατατρομαγμένοι απ’ τα ουρλιαχτά τουλυκόσκυλου. Η Σάνια έτρεξε πρώτη κοντά του και τοναγκάλιασε. Πρώτη φορά τον έβλεπε σε τέτοια κατάσταση:γάβγιζε μανιασμένα κι έβγαζε αφρούς απ’ το στόμα, σαν να τηςζητούσε να τον ακολουθήσει. Υπάκουσε χωρίς δισταγμό,αδιαφορώντας που ήταν ξυπόλητη και το κρύο την περόνιαζε.

Έτρεξε πίσω απ’ το σκύλο ξέροντας πως κάτι πολύ κακό είχεσυμβεί. Είχε δει τον Αλεξ να φεύγει μαζί του, και τώρα το ζώοήταν μόνο και σε κατάσταση αλλοφροσύνης. Ένα αυτοκίνητοφρέναρε στριγκλίζοντας ακριβώς μπροστά τους κι ένα άλλοκαβάλησε το πεζοδρόμιο για να μην τους χτυπήσει. Ο Κινγκέτρεχε δαιμονισμένα κι η Σάνια τον ακολουθούσε με τηνκαρδιά της να χτυπά ξέφρενα. Ούτε που αντιλήφθηκε ταπετραδάκια που χώνονταν στις πατούσες της. Ξοπίσω τους

372

πήγαιναν τ’ αδέρφια της και μερικοί ανήσυχοι περαστικοί πουθέλησαν να βοηθήσουν.

Το λυκόσκυλο σταμάτησε ακριβώς μπροστά στο αναίσθητοσώμα του Άλεξ. Απ’ το σημαδεμένο του κρόταφο έτρεχε αίμακαι το μπατζάκι του παντελονιού του ήταν κόκκινο στο ύψοςτης κνήμης. Το ζώο άρχισε να κλαψουρίζει, κι εκείνη έπεσε σταγόνατα δίπλα του και τον αγκάλιασε. «Άλεξ;» φώναξε πολλέςφορές, πότε με αγωνία και πότε με απελπισία. «Άλεξ μου;»

Άκουσε τη λαχανιασμένη φωνή του Παύλου να καλείασθενοφόρο. Η Μίνα και η Βέρα έκλαιγαν. Κάποιοιπροσπάθησαν να τον συνεφέρουν ρίχνοντας στο πρόσωπό τουλίγο νερό και σηκώνοντας ψηλά τα πόδια του.

Τίποτα. Παρέμενε ασάλευτος, βουβός.

Η Σάνια έπεσε πάνω του κλαίγοντας. Άκουγε την καρδιά τουκαι παρότι ήξερε ότι ήταν ζωντανός, δεν μπορούσε ναησυχάσει. Κάποιος της έριξε στην πλάτη ένα σακάκι και εκείνητο έκανε πέρα. «Άλεξ, μίλα μου—» συνέχισε να τον παρακαλά.

Τα λεπτά φαίνονταν ατελείωτα. Η Μίνα επιχείρησε να τηβοηθήσει να σηκωθεί, αλλά η Σάνια την έδιωξε κλαίγοντας. Το’χε ξαναζήσει αυτό. Έτσι ήταν και τότε.

Από μακριά ακούστηκε η σειρήνα του ασθενοφόρου. Ο ήχοςτής τρύπησε τα αφτιά. Η ξαφνική εισβολή της ανάμνησης τηνέσπρωξε βίαια προς τα πίσω. Έπεσε ανάσκελα στο χώμα κιέμεινε ακίνητη. Άκουγε πολύ καθαρά ένα ουρλιαχτό στριγκόκαι άγριο, σαν να προερχόταν κατευθείαν από την κόλαση.

Αναγνώρισε τη φωνή. Ήταν η δική της.

373

Ένιωσε τα ουρά της να κυλούν ανάμεσα στα πόδια της έτσιόπως ήταν κουβαριασμένη πίσω από τη μεγάλη πολυθρόνα.Έβγαλε λίγο το κεφάλι της και κοίταξε. Ο πατριός της ήτανπεσμένος στο χαλί πλημμυρισμένος στα αίματα και πάσχιζε ναπει κάτι. Ο άντρας με την κουκούλα στεκόταν όρθιος απέναντιαπ’ τον Ρωμανό, που κρατούσε το όπλο του πατέρα του και μετα δύο χέρια για να μην του πέσει. Προσπαθούσε να σημαδέψειτον άγνωστο με την κουκούλα, αλλά έτρεμε σαν το ψάρι. ΗΣάνια κράτησε την αναπνοή της μην τυχόν και ακουγόταν. «Ρίξ’του—» άκουσε την αδύναμη φωνή του πατριού της πουψυχορραγούσε. «Ρίξ’ του, γιε μου—»

Ο Ρωμανός δεν μπορούσε να πατήσει τη σκανδάλη από τοτρέμουλο. Ήταν λουσμένος στον ιδρώτα.

Ο άγνωστος έπιασε με το άλλο χέρι το ματωμένο μαχαίρι πουκρατούσε και πλησίασε τον Ρωμανό δίχως να βιάζεται, ούτε ναφοβάται. Το γέλιο του ήταν φρικαλέο.

«Ρίξε μου, τι περιμένεις;» τον προκάλεσε. «Εδώ που έφτασανομίζεις πως με νοιάζει; Τι ένας φόνος, τι τρεις, το ίδιο μουκάνει!» «Κάνε πίσω—» προσπάθησε να τον φοβερίσει οΡωμανός.

Ο κουκουλοφόρος τον πλησίασε με μια σβέλτη κίνηση και τονκλότσησε στο χέρι. Το όπλο πετάχτηκε μακριά. Ο Ρωμανόςζάρωσε στη θέση του κι ο άγνωστος κάθισε στις φτέρνεςμπροστά του και τον κοίταξε εξεταστικά.

«Δεν ήθελα να γίνει έτσι, ρε γαμώτο—» είπε με γνήσια θλίψη.«Τι σκατά σας έπιασε και γυρίσατε νωρίτερα; Μόνο αυτήέπρεπε να πεθάνει. Την τέλειωσα με μια μαχαιριά. Θα είχαφύγει και θα είχαμε γλιτώσει όλοι—»

374

«Σε παρακαλώ—» άρχισε ο Ρωμανός.

«Τώρα είναι αργά, αγόρι μου. Πολύ αργά για παρακάλια».

Η Σάνια δεν άντεξε να δει τις μαχαιριές που ακολούθησαν, ούτενα ακούσει τις κραυγές και τα αγκομαχητά του Ρωμανού. Βγήκεαπ’ την κρυψώνα της τσιρίζοντας κι έτρεξε προς το υπόγειο.Ήταν τέτοια η φούρια της, που σκόνταφτε συνέχεια. Έντρομη,κατάλαβε ότι ο άντρας την ακολουθούσε.

Όρμησε στο υπόγειο απρόσεκτα και κουτρουβάλησε στιςσκάλες. Πριν λιποθυμήσει ένιωσε το αίμα να αναβλύζει πηχτόαπό κάποιο σημείο στον αυχένα της και το σώμα της μούδιασε.Είδε τον άγνωστο να στέκεται πάνω απ’ το κεφάλι τηςαναποφάσιστος. Στριφογύρισε το μαχαίρι στα χέρια του κιέπειτα έσκυψε κοντά της. Ένιωσε το μάλλινο γάντι του ναχαϊδεύει τρυφερά το πρόσωπό της. «Να είσαι καλό κοριτσάκι»,τη συμβούλεψε. «Όταν ξυπνήσεις, θέλω να κρατήσεις το στόμασου κλειστό. Δεν είδες και δεν άκουσες τίποτα. Έτρεξες νακρυφτείς κατευθείαν εδώ κάτω—»

Δεν μπόρεσε να του απαντήσει. Στα πολλαπλά χτυπήματα τουκορμιού της δέχτηκε κι ένα τελευταίο, απ’ τη λαβή τουμαχαιριού του.

Κι όταν ξύπνησε, πολλές μέρες αργότερα, στο θάλαμο ενόςνοσοκομείου, τήρησε την υπόσχεσή της να μην πει τίποτα. Όχιόμως επειδή δεν ήθελε, αλλά επειδή δε θυμόταν. Δε θυμόταντο παραμικρό.

Το περιστατικό στο πάρκο συγκαλύφθηκε από τον Τύπο μετάαπό παρέμβαση των Αρχών. Η Σάνια και ο Άλεξ είχαν ζητήσειστον υπουργό Μαρκάτο να μεσολαβήσει και να μη διαρρεύσει

375

το γεγονός. Στο νοσοκομείο οι γιατροί διαπίστωσαν ότι,ευτυχώς, τα τραύματα του Άλεξ ήταν επιπόλαια. Τονπεριποιήθηκαν δίνοντάς του τις πρώτες βοήθειες: η σφαίρα ίσαπου του είχε γδάρει την κνήμη και με την πτώση είχε ανοίξειμια παλιά πληγή στο δεξιό του κρόταφο. Μία ωρα αργότεραβρισκόντουσαν και οι δύο στο αστυνομικό τμήμα για ναδώσουν κατάθεση.

Ο Άλεξ ανησυχούσε’για τη Σάνια. Έδειχνε αδύναμη και δεμιλούσε. Ωστόσο, δέχτηκε πρόθυμα να τον συνοδεύσει στοτμήμα, και τώρα καθόταν δίπλα του στο μικρό διθέσιο καναπέκαι πάσχιζε να παρακολουθήσει τη διαδικασία.

«Είπατε πως πιστεύετε ότι πρόκειται για τυχαίο περιστατικό»,σχολίασε ο αξιωματικός υπηρεσίας χωρίς να σηκώσει κεφάλιαπ’ τις σημειώσεις του. «’Οτι ήταν μια απόπειρα ληστείας, πουπήγε στραβά. Πράγματι, το πάρκο είναι στέκι ναρκομανών, κιέχουν σημειωθεί αρκετές επιθέσεις σε πολίτες με σκοπό τηληστεία».

«Ναι. θα μπορούσε να συμβαίνει κάτι τέτοιο», αποκρίθηκεήρεμα ο Άλεξ.

«Όχι!» πετάχτηκε η Σάνια σπάζοντας ξαφνικά τη σιωπή της.«Θέλω να μιλήσω. Θέλω να—»

«Γλυκιά μου, είσαι ακόμα ζαλισμένη», προσπάθησε να τηνεμποδίσει ο Άλεξ. Φαινόταν ιδιαίτερα ταραγμένη, και ήθελε ναμάθει πρώτος εκείνος την αιτία της αναστάτωσής της.

«Σε παρακαλώ—» Σηκώθηκε και πλησίασε τον αστυνομικό.«Θέλω να μιλήσω», επανέλαβε. «Αλλά όχι χωρίς την παρουσίαδικηγόρων, τόσο του δικού μου όσο και του Ρωμανού Κατρά».

376

Και οι δύο άντρες ένιωσαν την ίδια έκπληξη.

Η Σάνια κοίταξε απολογητικά τον Άλεξ και συνέχισε: «Μόνοαυτό μπορώ να σας πω, αξιωματικέ: Ο Ρωμανός Κατράς είναιαθώος. Τα υπόλοιπα θα τα μάθετε μόλις έρθει η ώρα».

«Δεσποινίς Παρίση, έχετε επίγνωση των όσων καταθέτετε αυτήτη στιγμή;» τη ρώτησε με σοβαρότητα ο αστυνομικός.

«Απόλυτη».

«Έχετε υποστεί ισχυρό σοκ—»

«Έχω σώας τας φρένας και αντιλαμβάνομαι πολύ καλά τι λέω.Ο Ρωμανός Κατράς είναι αθώος».

«Σάνια—»

«Όχι, Άλεξ! Αρκετά!» Η φωνή της θύμισε μικρό λιμάνι που τοχτύπησε ξαφνικά ο βοριάς. Ράγισε. «Το είδα καθαρά. Φέρτεόσους γιατρούς θέλετε για να σας το επιβεβαιώσουν. Αυτά πουθυμάμαι είναι αλήθεια, όχι φαντασιώσεις, και πρέπει να ταλάβετε υπόψη σας». Στράφηκε στον αστυνομικό. «Συλλάβατεέναν αθώο, το καταλαβαίνετε; Φυλακίσατε έναν αθώο άνθρωποκαι του καταστρέψατε τη ζωή!»

Ο αστυνομικός την κοίταξε προβληματισμένος. «Είστε η μόνηπου βρισκόταν στο σπίτι εκείνη τη μέρα εκτός από τα θύματακαι τον συλληφθέντα», της υπενθύμισε. «Ασφαλώς γνωρίζετεπως η ένορκη κατάθεσή σας είναι εξαιρετικά σημαντική—»

«Το γνωρίζω πολύ καλά».

«Θα ξανανοίξει η υπόθεση—» συνέχισε ο αξιωματικός.

377

«Ό,τι πρέπει να γίνει ας γίνει. Το μόνο που θέλω είναι νααποδοθεί δικαιοσύνη. Ακούστε με—» παρακάλεσεδακρύζοντας. «Δεν ξέρω ποιος και γιατί ήθελε τη μητέρα μουνεκρή εκείνο το βράδυ, κι ίσως τα χρόνια που μεσολάβησαν ναμε εμποδίσουν να μάθω τελικά την αλήθεια. Ξέρω όμως τώραπως ο Ρωμανός Κατράς είναι απόλυτα αθώος. Το δηλώνω καιπροτίθεμαι να το ορκιστώ σε δέκα διαφορετικά δικαστήρια, ανχρειαστεί».

«Εντάξει, δεσποινίς Παρίση. Δεν έχω λόγο να αμφισβητήσω ταλεγόμενά σας. Βρείτε τους δικηγόρους σας, και θα δούμε πώςθα πράξουμε. Προς το παρόν, κρατώ την κατάθεσή σας για τοσυμβάν και έχω καταγράψει τις δηλώσεις σας. Φαντάζομαι ότιτην επόμενη κίνηση θα την κάνει ο εισαγγελέας», είπε οαστυνομικός.

Αργά το βράδυ πια, όταν είχαν μείνει μόνοι στο δωμάτιό τους, οΆλεξ ζήτησε από τη Σάνια να του εξηγήσει τι είχε συμβεί, κιεκείνη δεν αρνήθηκε. Κουβέντιασαν μέχρι τα ξημερώματα.Άυπνοι και αναστατωμένοι πήγαν πρωί πρωί στις φυλακές γιανα ενημερώσουν τον Ρωμανό.

«Αρκεί να το δηλώσω”δημόσια—» εξηγούσε η Σάνια,αδυνατώντας να σταθεί σε μια μεριά. Διένυσε την απόστασηαπ’ το κρεβάτι του ως την πόρτα του δωματίου τουλάχιστονπενήντα φορές. «Ο Άλεξ λέει πως οι δικηγόροι θα χρειαστούνλίγες μέρες για τα διαδικαστικά, αλλά μετά θα είσαι ελεύθερος.Βέβαια, κάποιοι έχουν κρίνει ότι έχεις ψυχικές διαταραχές, κιαυτό είναι πρόβλημα, αλλά ούτως ή άλλως υπήρχαν από τηναρχή διχογνωμίες για την πνευματική σου κατάσταση την ώρατου συμβάντος. Ρώτησα τη θεία μου και μου είπε ότι από τηστιγμή που δε θα έχεις πλέον εκκρεμότητες με το νόμο, ακόμα

378

κι αν αποφανθούν ότι δεν έχεις σώας τας φρένας, τα συγγενικάσου πρόσωπα καθίστανται αυτομάτως υπεύθυνα για την τύχησου—»

Ο Ζακ φρόντισε να δείχνει απλώς ικανοποιημένος· δενπανηγύρισε ούτε στιγμή. Έτσι θα έκανε ο αληθινός ΡωμανόςΚατράς: θα φαινόταν μυστηριώδης και ακατανόητος ακόμα καιστη χαρά του. Στηρίχτηκε λοιπόν τεμπέλικα στον τοίχο καιπαίζοντας με το αναμμένο τσιγάρο στα δάχτυλά του κοίταξε τοφίλο του. Η έκφραση του Άλεξ ήταν εύγλωττη. Ήταν ηλίουφαεινότερον ότι για εκείνον τίποτα δεν είχε τελειώσει ακόμα.Δεν του αρκούσε η αθώωση. Το θέμα έπρεπε να λυθεί και οπραγματικός δολοφόνος να βρεθεί, ακόμα κι αν θα έπρεπε νααφιερώσει ολόκληρη τη ζωή του σε αυτό το σκοπό. Το ότικάποιος καιροφυλακτούσε για να τον βλάψει ήταν άλλη μίαπρόκληση στις τόσες. Δε θα ησύχαζε αν δεν ανακάλυπτε τι είχεσυμβεί, γι’ αυτό ο Ζακ ήξερε πολύ καλά ποιο θα ήταν από κει κιέπειτα το σχέδιό του. Το μυριζόταν όπως το σκυλί το θήραμα.Δεν υπήρχε περίπτωση επιστροφής στο κτήμα Ραβέν, αν δεχυνόταν άπλετο φως σε κάθε σκοτεινό σημείο της υπόθεσης.Και φυσικά θα τέλειωνε τη δουλειά μόνος του, και όσο γινότανπιο γρήγορα: αν άνοιγε ξανά ο φάκελος -που θα τον άνοιγε ηαστυνομία, εκ των πραγμάτωνθα μπλέκονταν χίλιοι μύριοιαρμόδιοι και ημιαρμόδιοι, η τηλεόραση, ο Τύπος, ενώ οαληθινός ένοχος -αν ζούσε ακόμαθα είχε ήδη φροντίσει να έχειγίνει καπνός. Κατά τη γνώμη του, όπου ανακατεύονταν πολλοίγια να γίνει η ίδια δουλειά η αποτυχία ήταν σχεδόνπροδιαγεγραμμένη.

Σκέφτηκε πως η σημερινή του παράσταση έπρεπε να είναι η πιοαριστουργηματική απ’ όλες: αν η Σάνια είχε ως τώρα πειστείμία φορά, τώρα έπρεπε να πειστεί δέκα. Γι αυτό φόρεσε τη

379

γνωστή έκφραση της αλαζονείας, σαν να περίμενε με απόλυτηβεβαιότητα τη συγκεκριμένη πορεία των εξελίξεων,διατηρώντας ακέραιη την επιθετικότητα και την οργή του επειδήέπρεπε να περάσουν σχεδόν είκοσι χρόνια για να τονπιστέψουν.

«Εσύ τι προτείνεις, γιατρέ;» ρώτησε κοιτώντας τον Άλεξ μεμάτια μισόκλειστα, σαν να ζύγιζε προκαταβολικά την απάντησήτου.

Ο Άλεξ άρπαξε τη Σάνια από το μπράτσο για να σταματήσειεπιτέλους αυτό το μανιακό πηγαινέλα. Εκείνη συμμορφώθηκε,αλλά αμέσως άρχισε να ξεσπά τη νευρικότητά της στα νύχιατης. Μόλις το κατάλαβε, τον κοίταξε ένοχα.

«Προτείνω να το παίξουμε πως θα αφήσουμε εδώ το θέμα.Εντός ολίγων ημερών θα έχουν τελειώσει όλα», άρχισε ναεξηγεί τη σκέψη του. «Ο δικηγόρος που θα βρεις θα πει πωςεσύ προσωπικά δεν έχεις καμία διάθεση να ασχοληθείς άλλομε το θέμα και πως προτιμάς πλέον να χαρείς την ελευθερίασου ήρεμος. Είναι λογικό να έχεις απαυδήσει μετά από τόσαχρόνια. Ακόμα κι αν προταθεί από το δικαστήριο ο εγκλεισμόςσου σε ψυχιατρική κλινική, είναι υποχρεωμένοι να σεεπανεξετάσουν. Εκεί βέβαια -εκτός κι αν η ηθοποιία σού έχειγίνει δεύτερη φύση, και μπεις στον πειρασμό να συνεχίσεις ναπαριστάνεις τον βαρεμένοθα φανεί πως τους είχες δουλέψειόλους ψιλό γαζί. Αυτό, ξέρεις, δεν είναι απαραίτητα κακό. Οκόσμος θα σε λυπηθεί για όσα πέρασες και θα πάρει το μέροςσου. Το να παραστήσεις τον τρελό για λίγο καιρό ήταν τοελάχιστο που μπορούσες να κάνεις για να βοηθήσεις τον εαυτόσου. Στο κάτω κάτω, ως ψυχίατροΛ όσο εύκολο σου είναι ναδιαγνώσεις μια ψυχική νόσο, ά.\λο τόσο σου είναι και να την

380

υποκριθείς. Μέχρι η αστυνομία να κινήσει τις διαδικασίες—»

Ο Ζακ πέταξε το τσιγάρο του και το έλιωσε με μιααποφασιστική κίνηση. «Μπράβο, γιατρέ!» αναφώνησε. «Είσαιστ’ αλήθεια μεγάλο κεφάλι!»

«Αυτό τι σημαίνει;» ρώτησε η Σάνια, που μπροστά στους δυοτους αισθανόταν σαν να έπασχε από νοητική υστέρηση. «Ότι θασυνεχίσουμε το θέατρο εμείς οι δύο;»

«Κανονικά. Και άσε ήσυχα τα νύχια σου», της τράβηξε το χέριαπ’ το στόμα. «Δε σ’ ενδιαφέρει να μάθεις ποιος το έκανε;»

«Φορούσε κουκούλα— »

«Είπες πως η φωνή του σου φάνηκε γνωστή».

«Ναι, έχω αυτή την εντύπωση, αλλά μπορεί να κάνω καιλάθος».

«Ας δεχτούμε ότι πράγματι κάνεις λάθος κι ας επιστρέψουμεστο παρόν. Κάποιος με πυροβόλησε χτες, και βάζω στοίχημαότι ήταν ο ίδιος που σου έστειλε τα σημειώματα. Δε θέλεις ναμάθεις ποιος είναι και γιατί το έκανε; Μπορείς να κοιμάσαιήσυχη ξέροντας πως εκεί έξω υπάρχει κάποιος που θαπροτιμούσε εσύ να μη θυμηθείς ποτέ κι εγώ να πάω από κειπου ήρθα; Το κουβεντιάζαμε όλη νύχτα, Σάνια. Δήλωσες πωςήσουν έτοιμη για όλα, ακόμα και για την περίπτωση που θααποδεικνυόταν ότι στην υπόθεση είναι αναμεμειγμένο κάποιομέλος της οικογένειάς σου».

«Αν κλείσει μια και καλή η υπόθεση, Άλεξ, δε θα κινδυνεύσειξανά κανείς απ’ τους δυο μας».

381

Ο Ζακ είδε την ένταση στο πρόσωπο του φίλου του κι εκείνη τημικρή σύσπαση των χειλιών του που προμήνυε έκρηξη.Αποφάσισε να παρέμβει. «Το πιστεύεις στ’ αλήθεια αυτό,πριγκιπέσα;» την ειρωνεύτηκε. «Μιλάμε για απόπειραδολοφονίας! Ο τύπος είναι εκτός ελέγχου. Κι αν κρίνω απ’ τονερασιτεχνικό τρόπο που έδρασε, είναι και εντελώςαπρόβλεπτος. Ούτε ο ίδιος δεν ξέρει τι είναι διατεθειμένος νακάνει».

«Και πώς θα τον πιάσουμε, αφού ο Άλεξ, αν κατάλαβα καλά, δεσκοπεύει να περιμένει τη βοήθεια της αστυνομίας;» επέμεινεεκείνη. «Πώς θα φυλάξουμε τα νώτα μας; Δεν είναι λύση νακλειδωθούμε στο ίδιο μας το σπίτι, ούτε μπορούμε να κοιτάμεπίσω μας σε κάθε μας βήμα. Γιατί πραγματικά να μηντελειώσουν για σένα, Ρωμανέ, όλα ωραία και καλά εδώ; Δε σεκαταλαβαίνω. Το ζητούμενο δεν ήταν να αθωωθείς; Γιατί ναθέσεις λοιπόν τον εαυτό σου και το φίλο σου σε τέτοιοκίνδυνο;»

«Γιατί ξέρει πως δε θα υποχωρούσα ακόμα κι αν μεπαρακαλούσε γονατιστός», είπε ο Αλεξ κοιτώντας τη με ύφοςπου δε σήκωνε αντίρρηση. Κατάλαβε όμως πως έπρεπε νααυτοσχεδιάσει, όταν είδε το ίδιο ύφος στο πρόσωπό της.«Υπάρχει κάτι που δεν ξέρεις, Σάντα—» Χαμήλωσε σκόπιμα τοκεφάλι και πήρε την πιο πονεμένη του έκφραση. «Κάποτε οΡωμανός μου έσωσε τη ζωή».

Ο Ζακ πήρε το ανάλογο ύφος, παρόλο που δεν είχε ιδέα τι θαξεστόμιζε ο φίλος του. Από ένστικτο αποφάσισε πως έπρεπε ναδείχνει περίλυπος αλλά και μετριόφρων, σαν τους ήρωες πουδεν ήθελαν να κουβεντιάζουν την αυτοθυσία που επέδειξαν στημάχη. Κρίνοντας απ’ το έντρομο βλέμμα της Σάνιας, είχε πέσει

382

διάνα.

«— Μετά το δυστύχημα— καταλαβαίνεις— μου ήταν πολύδύσκολο να ξαναβρώ τον εαυτό μου—» ξεκίνησεαναστενάζοντας. «Ακόμα κι όταν συνήλθα σωματικά, ψυχικάήμουν ράκος. Είχα σκεφτεί σοβαρά την αυτοκτονία και θα τοέκανα, αν δεν ήταν ο Ρωμανός. Χωρίς να το καταλάβω, έγιναεγώ ο ασθενής κι εκείνος ο ψυχίατρος. Έκανε τα πάντα για ναμε βοηθήσει, παρά τα δικά του μεγάλα προβλήματα. Χάρη σ’εκείνον ζω σήμερα», πρόσθεσε λίγο μελοδραματικά. «Μεέπεισε πως δεν ήταν δικό μου το φταίξιμο για το θάνατο της—Κατρίν και ξεπέρασα την αυτοκτονική μου διάθεση».

Ο Ζακ κόντεψε να πνιγεί στο άκουσμα του ονόματος τηςαδερφής του. Αγριοκοίταξε στιγμιαία το φίλο του. «Ναι—»κατάφερε να πει κουνώντας το κεφάλι. «Έτσι έγιναν ταπράγματα, αλλά δεν το έκανα για αυτόν· το έκανα για μένα. Πούθα έβρισκα καλύτερο ψυχίατρος»

«Γιατί δε μου το έχεις πει τόσο καιρό, Αλεξ;» τον ρώτησετρυφερά η Σάνια.

«Γιατί δεν ήθελα να μειωθεί το κύρος και η αξιοπιστία μου σταμάτια σου», μουρμούρισε, ξέροντας πως με αυτό πια την είχεκατασυγκινήσει.

«Μα— τι είναι αυτά που λες;» Με τον αυθορμητισμό και τηναφέλειά της να δίνουν ρεσιτάλ, όρμησε πάνω του και τονσφιχταγκάλιασε. «Έπρεπε να μου το πεις, δε θα σεπαρεξηγούσα. Όλοι κάνουμε τέτοιες σκέψεις σε στιγμέςαπελπισίας. Οι αδυναμίες μας είναι αυτές που μας δίνουν τοκίνητρο να γίνουμε καλύτεροι και πιο δυνατοί. Θα είμαι στοπλευρό σου, ό,τι κι αν αποφασίσεις να κάνεις— » του

383

υποσχέθηκε δίνοντάς του ένα φιλί στο μάγουλο. «Μόνο δεθέλω να κινδυνεύσεις. Αν είχαν απειλήσει τον Ρωμανό, δε θαανησυχούσα. Δε θα τολμούσαν να πλησιάσουν έναν άντρα σανκι αυτόν. Ενώ εσύ—»

Ο Ζακ πήγε να βάλει τα γέλια, αλλά ο Άλεξ τον κεραυνοβόλησεμε ένα βλέμμα και συγκρατήθηκε ξεροβήχοντας. Το θέαμα ήτανεπιεικώς γελοίο. Η κοπέλα ήταν μισή μπουκιά μπροστά στοφίλο του, κι όμως προσπαθούσε να του μεταδώσει τη δύναμήτης και το θάρρος της. Ανησυχούσε για έναν ευγενικό κιανίκανο να υπερασπιστεί τον εαυτό του επιστήμονα— Πού να’ξερε το καημένο το κορίτσι! Ήταν βέβαιη ότι ο δήθεναρραβωνιαστικός της ήταν το άκρο αντίθετο του σκληρούΡωμανού Κατρά. Ένιωσε πιο ένοχος από ποτέ για το θέατροπου της έπαιζαν τόσο καιρό.

«Αν θέλετε, μπορώ να σας πάρω και τους δύο υπό τηνπροστασία μου», σάρκασε ο Ζακ, για να τον προσέξει εκείνηκαι να ξεκολλήσει από το φίλο του, που ήταν έτοιμος ναεκραγεί. «Αν βρούμε και κάνα καλό σιδερικό, μπορώ να σουμάθω να το χειρίζεσαι κιόλας. Ε, τι λες— γιατρέ;»

Η Σάνια γύρισε απότομα και κοίταξε τον Ζακ θυμωμένη καιθιγμένη. «Ο Άλεξ δεν έχει καμία σχέση μ’ αυτά τα πράγματα!»

«Κι αν χρειαστεί να αμυνθεί, με τι θα το κάνει, πριγκιπέσα; Μετη Μον Μπλαν του;»

«Τι είναι αυτά που λες; Ο άνθρωπος δεν έχει πιάσει όπλο στηζωή του!»

«Για όλα υπάρχει η πρώτη φορά—» έκανε ο Ζακ, που τελικάδεν άντεξε και τους γύρισε την πλάτη σκασμένος στα γέλια.

384

«Μην τον κοροϊδεύεις!» Θύμωσε τόσο πολύ, που τόλμησε νατον αρπάξει απ’ το μπλουζάκι και να τον αναγκάσει να τηνκοιτάξει. Γελούσε ο κύριος! Τι θράσος κι αυτό! Της ήρθε νατου δώσει μπουνιά. «Πώς τολμάς να γελάς μαζί του;»Ακούμπησε το δείκτη της στο στέρνο του. «Δε διέφερες καιπολύ από κείνον κάποτε. Έβλεπες πολεμικές ταινίες κι άλλαζεςκανάλι. Φέρεσαι απαίσια αυτή τη στιγμή. Δε λέω πως είναι δικόσου φταίξιμο που έγινες τόσο αναίσθητος και κυνικός, αλλά δενέχεις το δικαίωμα να ξεχνάς αυτό που ήσουν και να περιγελάςτους άλλους. Δεν έχουμε όλοι το ένστικτο του φονιά, Ρωμανέ,ούτε καν κάτω απ’ τις πιο βάρβαρες συνθήκες».

Ο Ζακ κρέμασε τα χέρια στη ζώνη του. Μισογελούσε ακόμα.«Πριγκιπέσα, μου φαίνεται πως τον έχεις ερωτευτεί αυτόνεδώ».

«Ακόμα κι έτσι να ’ναι, δε σου πέφτει λόγος. Έχεις γίνεικάθαρμα!»

«Αρκετά!» Ο Άλεξ έπιασε το χαρτοφύλακά του από κάτω καιτράβηξε κοντά του τη Σάνια. «Δεν πρέπει να παίρνεις τοιςμετρητοίς τα λόγια του Ρωμανού», τη συμβούλεψεσυνοδεύοντάς τη προς την έξοδο. Σε ανύποπτο χρόνο γύρισε τοκεφάλι του κι εξακόντισε ένα απειλητικό βλέμμα στον

Ζακ. «Του αρέσει να εξαντλεί την υπομονή των ανθρώπων»,πρόσθεσε.

«Απορώ πώς κατάφερε να γράψει τόσο ευαίσθηταμυθιστορήματα—» παρατήρησε εκείνη.

«Κλασική περίπτωση διχασμένης

385

προσωπικότητας», αποφάνθηκε ξερά κι απομακρύνθηκεκρατώντας τη στο πλευρό του, σηκώνοντας μονάχα το χέρι στοφίλο του για χαιρετισμό.

«Εξακολουθεί να με ανατριχιάζει», του εξομολογήθηκε μόλιςκάθισε στη θέση του συνοδηγού. «Είναι πάντα έτσι ενοχλητικόςπια ή το κάνει επίτηδες;»

«Πάντα έτσι είναι», της απάντησε, μιλώντας όμως για λογάρια-σμό του. «Σκωπτικός, αλαζόνας κι επιθετικός. Είναι ο μόνοςχαρακτήρας που του βγήκε σε καλό όλα αυτά τα χρόνια. Τονυιοθέτησε και βρήκε την ησυχία του. Καλύτερα να σε θεωρούντέρας και να μένουν μακριά παρά άγγελο και να σε πλησιάζουν.Δεν ήταν τίμημα η μοναξιά για τον Ρωμανό, Σάνια. Έτσι όπωςτου τα ’φερε η ζωή, η μοναξιά ήταν η Ιθάκη του».

«Κι εσύ πέρασες δύσκολες στιγμές, αλλά ευτυχώς δεν τουέμοιασες», έσπευσε να τον υπερασπιστεί.

«Ναι», είπε εκείνος με σφιγμένα δόντια. Ανοιξε το παράθυρογια να εισπνεύσει καθαρό αέρα. «Ευτυχώς—»

«— Ο Ρωμανός Κατράς αποφυλακίστηκε σήμερα κατόπινεισαγγελικής απόφασης και σύμφωνα με τις πηγές μαςοδηγήθηκε συνοδεία ισχυρής αστυνομικής δύναμης και μεάκρα μυστικότητα σε δημόσιο νοσοκομείο προκειμένου ναεκτιμηθεί εκ νέου η ψυχική του κατάσταση. Μετά την ένορκηκατάθεση της Στεφανίας Παρίση, μοναδικής αυτόπτουμάρτυρος των τραγικών γεγονότων της εικοστής δευτέραςΟκτωβρίου του 1989, αποφασίστηκε η αποφυλάκιση του μέχριπρότινος φερόμενου ως ενόχου γιοττο στυγερό έγκλημα.

»— Ο δικηγόρος του κύριου Κατρά δήλωσε πως ο πελάτης του

386

και η μοναδική του συγγενής, Μαρία Κατρά, δεν επιθυμούν τηναναψηλάφηση της υπόθεσης, επικαλούμενοι την ανάγκη τουςγια ψυχική ηρεμία. Ωστόσο, η αστυνομία θα ανοίξει ξανά τοφάκελο της πολυσυζητημένης αυτής διπλής δολοφονίας,καθώς, από ό,τι φαίνεται, οι συνθήκες της τραγωδίαςπαραμένουν, πάνω από δύο δεκαετίες μετά, αδιευκρίνιστες—

»— Οι δημοσιογράφοι μας παραμένουν στα δικαστήρια τηςΕυελπίδων για ό,τι νεότερο προκύψει. Στο βραδινό μας δελτίοθα παρακολουθήσετε εκτεταμένο ρεπορτάζ, αποκλειστικάπλάνα από την αποφυλάκιση καθώς και δηλώσεις του υπουργούΔικαιοσύνης για την υπόθεση. Να πάμε σε κάποιο άλλο θέματώρα, κυρίες και κύριοι— »

Ήταν ακριβώς η εξέλιξη που θα την ικανοποιούσε. Ακόμα κιόταν θα άνοιγαν ξανά την υπόθεση, θεωρούσε σχεδόν απίθανονα Προκύψουν καινούρια στοιχεία. Δεν ανησυχούσε για τονΡωμανό Κατρά. Είχε δηλώσει τότε την αθωότητά του, αλλά δενείχε καταφέρει να υποδείξει κάποιον ύποπτο. Μόνο η μνήμη τηςΣάνιας την έκαιγε. Μπορεί να μην είχε δει το πρόσωπό του,αλλά είχε ακούσει τη φωνή του. Ίσως να μην την είχεαναγνωρίσει, όμως ποτέ δεν ξέρεις—

Έκλεισε την τηλεόραση και ξάπλωσε στον καναπέ. Δεν ήξερεπώς έπρεπε να κινηθεί από δω και μπρος. Μπορεί όλα να ήτανόπως φαίνονταν, και να μην υπήρχε κάποια κρυφή σκοπιμότηταπίσω από όσα είχαν συμβεί. Μπορεί πράγματι η Σάνια κι ο ΆλεξΓκρέι να είχαν ερωτευτεί κεραυνοβόλα και αυτός να ήταν ομόνος λόγος του εσπευσμένου αρραβώνα τους. Δεν ήξερε.

Χαμογέλασε.

Μπορούσε κάλλιστα όμως να μάθει.

387

Σήκωσε το τηλέφωνο και κάλεσε ένα γνώριμο αριθμό. «Α,χαίρομαι που σ’ ακούω, Κάτια μου—» είπε μόλις της απάντησεακριβώς το πρόσωπο που περίμενε. «Μωρέ, σκεφτόμουν τηΣάνια κι αυτό τον τύπο που πήγε κι έμπλεξε— Ε, καλά δεν είναικαι χάλια, αλλά δε νομίζω ότι ταιριάζει στη φίλη μας— Ναι, κιεγώ την ίδια εντύπωση έχω— Τι θα ’λεγες για ένα—πειραματάκι; Μα φυσικά, καλή μου. Έχω μάθει πια απέξω τοπρόγραμμά του— Γελάς, ε; Εννοείται ότι δεν πρέπει να μαςμυριστεί η Σάνια— Μην είσαι χαζή! Αν αποδειχτεί άνθρακας οθησαυρός, θα την προειδοποιήσουμε με τρόπο— Εντάξει, ταλέμε. Φιλάκια—»

Σηκώθηκε και γέμισε ένα κολονάτο ποτήρι με το πανάκριβοκόκκινο γαλλικό κρασί που είχε πάρει για την περίσταση.«Κτήμα Ραβέν», διάβασε στην ετικέτα, και παρότι δεν το είχεξαναδοκιμάσει, ομολόγησε πως άξιζε τα λεφτά του, αφούπαραδόθηκε στη μεθυστική του γεύση με την πρώτη γουλιά.

Μετά από πολύ καιρό, ένιωθε ξανά ήρεμη καιπροσανατολισμένη στο σκοπό της.

«Πότε γνωρίστηκαν οι θείοι σου;»

Ο Άλεξ κάθισε στο κρεβάτι και συνάντησε τα μάτια της στονκαθρέφτη της τουαλέτας της. Πρόσεξε πως μετά την ερώτησήτου η βούρτσα στο κεφάλι της κινήθηκε πιο νευρικά. Μερικέςτρίχες ξεριζώθηκαν πριν την ώρα τους.

«Δεν ξέρω ακριβώς, αλλά είναι καμιά τριανταριά χρόνιο μαζί».

«Πριν γεννηθείς;»

«Ναι, αλλά η σχέση τους έγινε πιο ουσιαστική μετά τη γέννησή

388

μου. Είχαν αναγκαστεί να χωρίσουν για λίγο τον πρώτο καιρό».

«Γιατί;» «Γιατί η θεία μου ήθελε να συνεχίσει τις σπουδές τηςστην Αμερική. Βέβαια, αυτός που το ήθελε στηνπραγματικότητα ήταν ο παππούς της. Φοβόταν μήπωςπαρατήσει την καριέρα της για χάρη του έρωτα, οπότε καιφρόντισε σχεδόν να την εξαφανίσει. Τώρα τα θυμούνται καιγελάνε. Ο θείος μου είχε επιχειρήσει να τη βρει, αλλά μάταια.Συναντήθηκαν ξανά μόλις επέστρεψε».

«Κι από τότε είναι μαζί».

«Αγαπημένοι όπως τον πρώτο καιρό. Δεν τους έχω ακούσει ναμαλώνουν ποτέ. Όταν διαφωνούν, λύνουν τη διαφορά τουςκουβεντιάζοντας. Είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλο. Δεν έχωδει άλλο ζευγάρι τόσο δεμένο. Τους είχα και θα τους έχωπρότυπο».

«Γνωρίζεις αν η μητέρα σου τους δημιουργούσε προβλήματα;Αν είχε επιχειρήσει να παρέμβει με κάποιο τρόπο στη σχέσητους;» «Όχι, δε γνωρίζω. Έχω τη διαίσθηση όμως πως ηύπαρξή της και μόνο στον οικογενειακό περίγυρό ήταν αρκετήγια να νιώθουν αμηχανία. Ο θείος Πέτρος ανελισσόταν στηνπολιτική κι η θεία Δανάη αποκτούσε ολοένα και μεγαλύτερηφήμη ως δικηγόρος. Η Μιράντα Βαλέρη και τα καμώματά τηςήταν κάθε άλλο παρά καλός σύμμαχος στις φιλοδοξίες τους,απ’ ό,τι καταλαβαίνεις. Όμως μη βιαστείς να βγάλειςσυμπεράσματα», του είπε ακουμπώντας απότομα τη βούρτσαστο μπουντουάρ. Σηκώθηκε και τον πλησίασε. «Απ’ το να έχειςκίνητρο για φόνο μέχρι να τον διαπράξεις μεσολαβεί άβυσσος.Δε σκοτώνουν όλοι τα μαύρα πρόβατα της οικογένειάς τους».

«Δεν έβγαλα κανένα συμπέρασμα. Και δεν είναι ανάγκη να

389

αμύνεσαι προκαταβολικά».

«Μπορείς να μην καπνίζεις εδώ μέσα;» του φώναξε νιώθονταςέναν παράξενο εκνευρισμό με την πειθήνια στάση του.

«Δε σ’ ενοχλούσε τόσο καιρό».

«Απόψε μ ενοχλεί».

«Λυπάμαι, αλλά δε θα σου κάνω τη χάρη. Ιδιαίτερα απ’ τηστιγμή που το ζητάς σαν να το απαιτείς».

Η Σάνια πήγε φουρκισμένη στο παράθυρο και το άνοιξεδιάπλατα, τραβώντας άγρια τις κουρτίνες. Ξύλιασε αμέσως απ’την ψύχρα που εισέβαλε στο δωμάτιο, αλλά δεν το έδειξε.Προτιμούσε να κάθεται εκεί, όσο το δυνατόν πιο μακριά του,και να ξεπαγιάζει παρά να υπομένει τις ανακριτικές τουμεθόδους. Κάθε βράδυ τα ίδια και τα ίδια. Πότε έγινε εκείνο,πότε το άλλο, για ποιο λόγο, κάτω από ποιες συνθήκες— Είχεβαρεθεί πια. Κι ένιωθε πως είχε αδειάσει. Ο Άλεξ Γκρέι δε θατην έβλεπε ποτέ διαφορετικά. Η προσωπική τους σχέση, όποιαμορφή κι αν είχε, ήταν πολλά σκαλιά πιο κάτω απ’ τηνπαθιασμένη του εμμονή να λύσει το μυστήριο. Ότανβρίσκονταν μόνοι, την υπέβαλλε σε κάποια μορφή ανάκρισηςείτε συγκαλυμμένη είτε φανερή. Αυτός ήταν ο χειριστής καιεκείνη το εργαλείο του. Τη χρησιμοποιούσε με τον ίδιομηχανικό κι απρόσωπο τρόπο που δουλεύει ένας μηχανικός τοκλειδί του.

«Θα κρυώσεις», την προειδοποίησε μ εκείνη την επίπεδη κιαχρωμάτιστη απ’ το παραμικρό συναίσθημα φωνή.

«Να μη σε νοιάζει!» του απάντησε με κακία και παρέμεινε

390

καρφωμένη στη θέση της να δέχεται καταπρόσωπο τους τρειςβαθμούς Κελσίου που είχαν προβλέψει οι μετεωρολόγοι.

«Με την αχαρακτήριστη συμπεριφορά σου απέναντί μου, δε θα‘πρεπε να με νοιάζει, αλλά—»

«Αλλά είσαι υπεράνω, ξέρω—» σάρκασε και γύρισε απότομαπρος το μέρος του. Περίμενε να τον δει καθισμένο στο κρεβάτι,κι αναπήδησε όταν κόντεψε να πέσει πάνω του. Μπορούσε νακινηθεί εξαιρετικά αθόρυβα όταν ήθελε. Τον είχε δει κι άλλεςφορές να σαλεύει σαν σκιά, παρά τον όγκο και το βάρος του.Ανατρίχιασε, αλλά όχι από την παγωνιά. Ανατρίχιασε απ’ τοντρόπο που το λοξό βλέμμα του καυτηρίασε το πρόσωπό της κιαπ’ το ξαφνικό άπλωμα του χεριού του πάνω απ’ τον ώμο τηςγια να κλείσει το παράθυρο με την ίδια σχεδόν ορμή πουπροηγουμένως το είχε ανοίξει εκείνη. Το ελαφρύ πέρασμα τουμανικιού του απ’ το λαιμό της το ένιωσε σαν να την τσίμπησετσούχτρα. Αναπήδησε ξανά και κατάπιε το σάλιο της. Τονφοβόταν, ανακάλυψε. Φοβόταν τον Άλεξ Γκρέι. Έναν άνθρωποπου της είχε αποδείξει ότι ήταν πιο ακίνδυνος κι από μυρμήγκι.

«Θέλεις να το κουβεντιάσουμε;» τη ρώτησε με το γνωστόευγενικό αλλά κν ανεξιχνίαστο ύφος του.

«Όχι, δε θέλω». Έκανε να τον σπρώξει για να περάσει, αλλά θαείχε περισσότερες πιθανότητες επιτυχίας αν επιχειρούσε ναπαραμερίσει φορτηγό. Έσφιξε με πείσμα τα χείλη της. Τα μάτιατης μισόκλεισαν κι άστραψαν από θυμό. «Και σε παρακαλώ νατο σεβαστείς».

«Μα εγώ είμαι γεννημένος να σέβομαι», σάρκασε εκείνος. «Δενομίζω να έχεις παράπονο από μένα σε ό,τι αφορά τουλάχιστοντην επίδειξη σεβασμού στο πρόσωπό σου. Είμαι υπόδειγμα

391

κυρίου απέναντί σου, έτσι δεν είναι;» Κούμπωσε με νόημα ταδυο πάνω κουμπιά της πιτζάμας της. «Ακόμα και τις φορές πουκάνεις τα πάντα για να διαπιστώσεις μέχρι πού φτάνουν τα όριατων αρχών και της αντοχής μου».

Δε θα παραδεχόταν με τίποτα μπροστά του πως υπήρχανπράγματι πολλές στιγμές που δοκίμαζε αυτά τα όρια. Ξέρονταςπως δεν κινδύνευε από εκείνον, τσάκωνε τον εαυτό της ναπαίζει παιχνίδια που μέχρι πρόσφατα δεν τολμούσε ούτε ναδιανοηθεί ότι θα τα έκανε πράξη. Τον προκαλούσε συνειδητά:υποκρινόταν την κοιμισμένη και κουλουριαζόταν πάνω του τιςνύχτες, έβγαινε απ’ το μπάνιο τυλιγμένη μόνο με την πετσέτατης, ντυνόταν πλέον με ρούχα που κολάκευαν τη θηλυκότητάτης. Μέχρι και σκανδαλιστικά εσώρουχα είχε αγοράσει. Βέβαια,εκείνος τα είδε «τυχαία» ακουμπισμένα πάνω στο κρεβάτι, καιδεν ήξερε αν τα είχε καιρό στα συρτάρια της ή όχι.

Ακόμα και τώρα που υποτίθεται ότι ήταν έτοιμη για ύπνο,φορούσε μια ελαφριά κρέμα με χρώμα και λιπ γκλος για να μηδείχνει άχρωμη. Είχε πλυθεί με το αγαπημένο της αφρόλουτροκι είχε φροντίσει να απλώσει σε όλο της το κορμί τηνπανάκριβη ενυδατική που είχε βρει στο συρτάρι της Βέρας. Γιαυτό τον μισούσε που την αντιμετώπιζε ακριβώς όπως στηναρχή. Τον μισούσε που θεωρούσε το μυστήριό του άπειρεςφορές σημαντικότερο από την ίδια, και του κρατούσε κακία γιατα αισθήματα που της προκαλούσε απλά και μόνο με τηνπαρουσία του. Και την πλήγωνε αφάνταστα που τον είχεερωτευτεί, γιατί υπέφερε σαν να της ξερίζωναν την καρδιά κάθεφορά που της έδειχνε με τη συμπεριφορά του ότι τονσυγκινούσε ερωτικά λιγότερο κι από το μόνιμο σημειωματάριότου.

392

«Άσε με να περάσω!» είπε νευριασμένη. «Θέλω να κοιμηθώ».

Κανονικά έπρεπε να της κάνει τη χάρη και να κλείσει το θέμαεκεί, αλλά ανακάλυψε πως δεν είχε καμία όρεξη να παίξει ξανάτον άχαρο ρόλο του υποχωρητικού αρσενικού που κατάπινε ταπαιδιαρίσματα της με την ίδια ευκολία που κατάπινε τον καφέτου. Και τα δικά του νεύρα είχαν τεντωθεί. Κι αυτός ένιωθεπως ακροβατούσε επικίνδυνα. Όσο για τις επιθυμίες του, ούτεήξερε πλέον πόσες φορές είχε αναγκαστεί να κλειδωθεί σιομπάνιο για να ηρεμήσει.

Είχε περάσει ακόμα μεγαλύτερες περιόδους σεξουαλικήςστέρησης όταν ζούσε στο κτήμα, αλλά ποτέ δεν ήταν τόσοεπίπονες όσο τώρα. Πάντα είχε μια δουλειά για να ξεχαστεί,όπως είχε πάντα και τη δυνατότητα να μπει στο Range Rover τουκαι να αναζητήσει γυναικεία συντροφιά εκεί που προσφερότανχωρίς ερωτήσεις και περιπλοκές. Όλα ήταν εύκολα κι απλά: έναποτό, λίγη κουβέντα και κατάληξη σ’ ένα δωμάτιο με τοαπαραίτητο σκοτάδι. Έλειπαν οι περιττές διαδικασίεςκατάκτησης και το συναισθηματικό μπλέξιμομια ικανοποιητικήανταλλαγή ηδονής κι ένα αντίο σύντομο κι αναμενόμενο.

«Δεν μπορεί να συνεχιστεί αυτό», μουρμούρισε φράζοντάς τηςξανά το δρόμο κάνοντας ένα βήμα στο πλάι. Η δήλωσή τουήταν η φυσική συνέχεια των σκέψεών του κι οι αντιδράσεις τουεκείνη τη στιγμή δε θα μπορούσαν να αντέξουν τηνοποιαδήποτε απόπειρα ελέγχου. «Πρέπει να λυθεί, και θα λυθείτώρα».

«Δεν καταλαβαίνω τι εννοείς, και άσε με, σε παρακαλώ, ναπεράσω».

«Όχι πριν αποφασίσεις πότε θα είμαι πιο σωστός στα μάτια

393

σου, Σάνια. Όταν καπνίζω το πούρο μου αδιαφορώντας για τακαπρίτσια σου ή όταν θα αποφασίσω να ανταποκριθώ στοπαιχνίδι πού παίζεις; Έχω χάσει το ένα μάτι μου, αλλά δεν είμαιτυφλός, ξέρεις», αυτοσαρκάστηκε. «Βλέπω μια χαρά πόσοομορφαίνεις μέρα με τη μέρα, κι όταν έρχεται το βράδυ εύχομαινα γινόταν κάτι μαγικό για να αποκτούσε ξαφνικά το κρεβάτιδιαστάσεις γηπέδου».

«Σοβαρά;» Το ειρωνικό της ύφος τον αμφισβητούσεπεντακάθαρα. «Πότε ακριβώς το εύχεσαι, Άλεξ; Πριν, κατά τηδιάρκεια ή μετά την καταγραφή των σημειώσεών σου και τηνανάγνωση των τόμων σου; Και δεν παίζω κανένα παιχνίδι!» τουτόνισε με θυμό. «Είμαι αυτή που είμαι όλες τις ώρες της μέραςκαι φερόμουν ακριβώς έτσι και πριν σε γνωρίσω. Μάλλον έχειςδιαστρεβλωμένη εικόνα για το τι θεωρείται πρόκληση και τι όχι.Δεν ανάβουν όλοι οι άντρες με τον ίδιο τρόπο. Το δικό σουπαλαιολιθικό μυαλό μπορεί να θεωρήσει προκλητικό ακόμα καιτον τρόπο που πλένω τα δόντια μου ή μασάω τσίχλα, ας πούμε—»

Αφού κατάφερε να συγκρατηθεί και να μην τη βουτήξει απ’ ταμαλλιά εκείνη τη στιγμή, του άξιζε παράσημο. Η βολή στόχευεαπευθείας τον παλιό του εαυτό, εκείνον που είχε αποκηρύξειοριστικά χρόνια πριν, αλλά είχε το ίδιο ολέθριο αποτέλεσμα.Οργίστηκε. Οι γροθιές του σφίχτηκαν και το το πρόσωπό τουσκοτείνιασε. Ένιωσε σχεδόν τα νεύρα του να τεντώνονται, τιςφλέβες του να φουσκώνουν. Τι τύχη θα είχε ο παλιός ΡωμανόςΚατράς σ’ έναν κόσμο που απαξίωνε αρετές όπως ο ιπποτισμόςκαι ο σεβασμός στη γυναικεία φύση; Καμία, απάντησε αμέσως.Να πώς θα τον χαρακτήριζαν, αν ακολουθούσε το πρότυποσυμπεριφοράς που του όριζαν οι αρχές του: παλαιολιθικόαπαρχαιωμένο και οπισθοδρομικό. Τι κι αν οι δύο τελευταίοι

394

χαρακτηρισμοί δεν είχαν βγει ποτέ απ’ το στόμα της; Ήτανγραμμένοι στα μάτια της, και μάλιστα με κεφαλαία.

Για να μην ενδώσει στον πειρασμό να της δείξει τι άλλο ήξερανωραιότατα να κάνουν οι άνθρωποι των σπηλαίων, της γύρισετην πλάτη κι απομακρύνθηκε. Πήγε στον υπολογιστή του. Δενείχε νόημα να συνεχίσει την κουβέντα. Μόνο απώλειες θακαταμετρούσε στο τέλος της, και δεν ήθελε να το ρισκάρει.

«Δε θα σε λυπηθώ αυτή τη φορά!» Ένιωσε το χέρι της ναγραπώνει το πουκάμισό του και να προσπαθεί να τον αναγκάσεινα την αντιμετωπίσει. Της έκανε τη χάρη μόνο και μόνο επειδήήξερε πως ήταν ικανή να τον τραβολογάει μέχρι το πρωί. «Αφούήθελες κουβέντα, ας την κάνουμε», τον προκάλεσε υψώνονταςτο πιγούνι. «Με κατηγορείς ότι σε προκαλώ και σε κατηγορώπου δεν μπορείς να με δεις πιο ανθρώπινα” Κάπως πρέπει ναβρούμε τη χρυσή τομή εμείς οι δύο, γιατί μας περιμένει μακρύςδρόμος ακόμα».

«Μπορείς να μου το κάνεις λιανά αυτό το— “ανθρώπινα”;» Τομυαλό του είχε αρχίσει να θολώνει. Τα χέρια του, σαν να είχανδική τους βούληση, μάγκωσαν τους καρπούς της και τηντράβηξαν κοντά του, πολύ κοντά του, τόσο που μπορούσε νανιώσει ακόμα και τα ρίγη στην επιδερμίδα της. ‘Ωστε τονφοβόταν. Τέλεια. Αφού απαιτούσε από εκείνον να μην πληγωθείαπ’ τον τρόπο που έστρεψε το κεφάλι της για να μη βλέπει τηνκαλύπτρα του, θα της έκανε τη χάρη. Δεν πληγώθηκε.Απεναντίας, έκλεισε τους καρπούς της στο ένα του χέρι και μετο άλλο πίεσε το μάγουλό της για να την υποχρεώσει να τονκοιτάξει. «Λοιπόν, περιμένω», της είπε τραχιά. «Τι είδους—ανθρωπιά περιμένεις από μένα για να νιώσεις ευτυχισμένη,πριγκιπέσα;»

395

Γούρλωσε τα μάτια της σοκαρισμένη. «Μη με λες έτσι!»

«Γιατί όχι; Είναι αποκλειστικό προνόμιο του Ρωμανού; Γι’ αυτό;Αφού τον απεχθάνεσαι πλέον. Σε τρομάζει. Ή μήπως κάνωλάθος;» Έφερε το κεφάλι του πολύ κοντά στο δικό της καιμύρισε το δέρμα της. «Μπορεί και να κάνω λάθος—» είπεβραχνά νιώθοντας τα στήθη της να φουσκώνουν πιέζονταςευχάριστα το θώρακά του. «Γιατί ξέρεις πολύ καλά τι είδους—ανθρωπιά θα σου έδειχνε ένας άντρας σαν κι αυτόν αν ήταντόσο κοντά σου. Έτσι δεν είναι, πριγκιπέσα;» Τα χείλη τουσύρθηκαν στο λαιμό της, κι όσο εκείνη προσπαθούσε να τουξεφύγει, τόσο πιο πολύ την τραβούσε κοντά του. «Μμμ, ναι—ξέρεις—» είπε φτάνοντας στα χείλη της. Την είδε να τρέμει απότο φόβο, μα ταυτόχρονα να αφήνει μικρούς, προδοτικούςαναστεναγμούς πόθου. Τα μάτια της ήταν κλειστά, αλλά χ,οδέρμα της έκαιγε. Η ανάσα της ζεμάτισε τα ρουθούνια του. Ταχείλη της πάλλονταν απ’ την προσπάθεια να παραμείνουναπόρθητα στην επίθεση που τα απειλούσε. «Σίγουρα ξέρεις— »συνέχισε να τη βασανίζει. «Αλλά είναι πιο ασφαλές να αναζητάςαυτού.του είδους την— ανθρωπιά από έναν άντρα σαν κι εμένα,γιατί ποντάρεις στις αναστολές και στους καλούς μου τρόπους.Ε, λοιπόν, λυπάμαι, αλλά ψάχνεις για θαύματα, πριγκιπέσα.Ακόμα κι εγώ, ο συντηρητικός επιστήμονας με το παλαιολιθικόμυαλό, έχω τα όριά μου. Και με πνίγει η αδικία—» ψιθύρισε,πάνω στο στόμα της σχεδόν. «Γιατί όλες ονειρεύεστε τα βράδιατύπους σαν τον Ρωμανό Κατρά, αλλά εμπιστεύεστε τύπους σανκι εμένα. Τύπους που η— ανθρωπιά τους κινείται πάντα σε όριαασφαλείας, έτσι, για να κάνετε τα παιχνίδια σας και να περνάει ηώρα. Όμως η ζωή είναι γεμάτη εκπλήξεις, πριγκιπέσα. Υπάρχειπάντα η πιθανότητα ανατροπής στο παιχνίδι. Μπορώ, γιαπαράδειγμα, να χάσω κι εγώ τον έλεγχο και να δείξω τηνκατάλληλη— ανθρωπιά, όταν μου ζητηθεί και μάλιστα τόσο

396

απελπισμένα».

Τη φίλησε όπως σίγουρα δεν την είχε φιλήσει κανείς, αλλά κιόπως δεν είχε φιλήσει κι εκείνος καμιά γυναίκα στη ζωή του.Σχεδόν κατάπιε το μικρό της στόμα κι ένιωσε τα χείλη της ναπρήζονται πάνω στα δικά του. Χωρίς βία, χωρίς σκληρότητα,χωρίς την αλαζονεία του αρσενικού που γνώριζε την προθυμίατου θηλυκού πριν κάνει την κίνησή του, αλλά νιώθοντας πωςτης πρόσφερε κάτι ανεπανάληπτο. Η γλώσσα του κινήθηκεεπιδέξια γύρω και πάνω στη δική της, αποσπώντας εύκολα ταβογκητά ικανοποίησης που δήλωναν την παράδοσή της. Σεανύποπτο χρόνο άφησε τα χέρια της και κίνησε ελεύθερα ταδικά του, πρώτα στον αυχένα της, έπειτα στους ώμους και μετάστο στήθος της. Καθώς τη φιλούσε χωρίς σταματημό,ανακάλυπτε την ανάγκη της γι’ αυτόν ξυπνώντας το κορμί της.Τα δικά της χέρια έκαναν το μόνο πράγμα που της έλεγε τοένστικτό της: τυλίχτηκαν γύρω απ’ το λαιμό του και τονκράτησαν κοντά της.

Εκείνος ήταν που βρήκε τη δύναμη να εμποδίσει τη μοναδικήσυνέχεια που διαγραφόταν. Τράβηξε τα χέρια της, σταμάτησε νατη φιλά κι έκανε ένα βήμα πίσω. Η όψη της ήταναναθεματισμένα ελκυστική: μπερδεμένα μαλλιά, φλογισμέναμάγουλα, μάτια σκοτεινά και υγρά απ’ την ένταση και τοσυναίσθημα. Η αγαπημένη πιτζάμα της, αυτό-το γελοίουφασμάτινο κατασκεύασμα με τους ανανάδες, έμοιαζε με τοπιο αισθησιακό ρούχο έτσι όπως είχε μισανοίξει κι αποκάλυπτετις μικρές κοκκινίλες στο δέρμα της. Η γλώσσα της κινιόταναμήχανα πάνω απ’ τα χείλη της και τα ρίγη της δεν είχανκαταλαγιάσει ακόμα. Την είδε ν’ αναζητά ένα στήριγμα για ναμη σωριαστεί και βλαστημώντας την πλησίασε ξανά για να τησυγκρατήσει.

397

«Δεν έπρεπε να συμβεί αυτό—» άκουσε τον εαυτό του ναδιατυπώνει ένα χιλιοειπωμένο κλισέ. Την οδήγησε στο κρεβάτικαι κάθισε δίπλα της, θεωρώντας πως εκείνη τη στιγμή δεν είχενα κάνει με γυναίκα, αλλά με παιδί που πάλευε με τις ενοχέςτου. «Είχα ορκιστεί να μην επιτρέψω στον εαυτό μου να—»

«Πάψε, Άλεξ!»

Κοιτάχτηκαν. Έτρεμε ακόμα ολόκληρη και τα μάτια τηςαπειλούσαν να χύσουν τα δάκρυα που λίμναζαν στις κόχεςτους. Τα δάχτυλά της, τρεμάμενα κι αυτά, βάλθηκαν νατακτοποιούν τις τούφες που έπεφταν στο μέτωπό της. Κάτιήθελε να του πει. Κάτι δύσκολο, σίγουρα, αφού τα χείλη τηςάνοιξαν κι έκλεισαν πολλές φορές δίχως να βγάλουν λέξη.

Τη διευκόλυνε. «Είμαι σε πολύ δύσκολη θέση, Σάνια. Δενήθελα να σε προσβάλω και δεν έχω φερθεί ποτέ έτσι σεγυναίκα. Μπορείς να ηρεμήσεις και να το κουβεντιάσουμε;»

«Δε θέλω να ηρεμήσω—» Εντελώς απροσδόκητα, τοναγκάλιασε και φώλιασε πάνω του. «Θέλω να σου πω ακριβώςαυτά που νιώθω, γιατί δεν αντέχω να κοροϊδεύω ούτε εσέναούτε τον εαυτό μου. Εγώ λυπάμαι, Άλεξ», του είπε υπόκωφα,αφού το στόμα της είχε χωθεί στο πουκάμισό του. «Εγώλυπάμαι που δεν μπόρεσα να το εμποδίσω».

«Είσαι ταραγμένη—» «Μη με διακόπτεις, σε παρακαλώ— »Τώρα τα μάτια της άρχισαν να τρέχουν. «Και μην πεις τίποταμετά απ’ αυτό που θα ακούσεις—» Ανάσανε βαθιά πολλέςφορές,, τον έσφιξε ακόμα πιο πολύ λες και φοβόταν μην της τοέσκαγε κι έπειτα αναστέναξε σαν να της έβγαινε η ψυχή αντί γιαλίγο αέρα. «Είμαι στ αλήθεια ερωτευμένη μαζί σου», ξεστόμισεαδύναμα. «Εδώ και καιρό. Από τότε που μείναμε σε εκείνο το

398

σπιτάκι».

Δεν ήταν ανόητος, το ήξερε. Το είχε καταλάβει από την πρώτηστιγμή, και το έβλεπε πάνω της να ανθίζει και να ωριμάζει κάθεμέρα που περνούσε. Ήταν φορές που τον κοιτούσε με αληθινήλατρεία, μα άλλοτε, πάλι, του πετούσε βλέμματα γεμάτα θυμό,επειδή εξακολουθούσε να της συμπεριφέρεται τυπικά. Ωστόσοδεν περίμενε να ακούσει μια τόσο άμεση εξομολόγηση. Δενπερίμενε να τη δει να λιώνει στα χέρια του και να παραδίνεταιμε τόση απλότητα, δίχως να πολεμά για κάποια ανταπόκρισηστο συναίσθημά της. Η Σάνια Παρίση ήταν το πιο αγνό και τοπιο έντιμο πλάσμα που είχε συναντήσει στη ζωή του.

Προτιμούσε την απόρριψη από το κρυφτό. Ήθελε να είναιξεκάθαρη μαζί του, κι ας ήξερε πως θα πληγωνόταν.

Και τώρα εκείνος, ο σπουδαίος αναλυτής της ανθρώπινηςψυχής και συμπεριφοράς, .δεν είχε την παραμικρή ιδέα τιέπρεπε να κάνει προκειμένου να την ανακουφίσει. Είχεπαγιδευτεί σαν αράχνη στον ιστό της. Με τα ψέματα την είχεφέρει κοντά του και με την ίδια υποκρισία έπρεπε κάποιαστιγμή να την απομακρύνει. Δεν υπήρχε σταυροδρόμι για τουςδυο τους. Οι ζωές τους κινούνταν σε δρόμους παράλληλους,με διάζωμα ανάμεσά τους το θεμελιώδες ψέμα που της είχεπει: πως ήταν κάποιος άλλος.

«Δεν υπάρχει πιθανότητα να με ερωτευτείς κι εσύ λίγο;»άκουσε τη γεμάτη ελπίδα ερώτησή της και ένιωσε να σιχαίνεταιτον εαυτό του.

«Δεν ταιριάζουμε, Σάνια— » Άλλο ένα ηλίθιο κλισέ.

«Θα ήθελες να ήμουν μεγαλύτερη; Πιο έμπειρη; Δε σου αρέσω;

399

Μήπως θα προτιμούσες μια γυναίκα πιο σοφιστικέ, πιο ώριμηαπό μένα;»

«Είσαι μια χαρά κοπέλα». Δεν άντεχε να την ακούει να μειώνειέτσι τον εαυτό της.

«Τότε γιατί δεν ταιριάζουμε;» Βάλθηκε να στριφογυρίζει τηνάκρη του πουκαμίσου του. «Μήπως φταίει το ατύχημά σου;Αισθάνεσαι μειονεκτικά για αυτό; Σου ορκίζομαι πως δε μενοιάζει, Άλεξ.

Μου αρέσεις όπως είσαι. Δε θα με πειράξει να σε δω χωρίς τηνκαλύπτρα».

«Πίστεψέ με, ξέρω τι σου λέω». Της χάιδεψε τρυφερά τηνπλάτη κι αναστέναξε. «Ας μην περιπλέξουμε τα πράγματα, Θαφύγω κάποια στιγμή, αλλά πρέπει να έχεις υπόψη σου αυτά πουσου λέω. Κάποτε, σύντομα, θα δεις ότι είχα δίκιο. Είσαι νέα,όμορφη και δυνατή. θα γνωρίσεις κάποιον που θα τοναγαπήσεις αληθινά και θα ζήσεις ευτυχισμένη. Έτσι πρέπει ναγίνει, και έτσι θα γίνει, Σάνια—» Μπρος στο διαφαινόμενοαδιέξοδο, υπέκυψε για μια ακόμα φορά στην εύκολη λύση τουψέματος. «Μπορώ να ερωτευτώ, αλλά όχι και να αγαπήσω. Όχιξανά. Έχω παλαιολιθικό μυαλό, βλέπεις—» Την απομάκρυνεκαι την κοίταξε στα μάτια. «Δεν μπορώ να ξεχάσω το παρελθόν,ούτε τους όρκους που έδωσα κάποτε σε μια άλλη γυναίκα.Προτιμώ να ζω με την ανάμνησή της και να την κρατώ έστω κιέτσι ζωντανή. Είναι το ελάχιστο που μπορώ να κάνω πλέον γιανα καταφέρνω να ζω με τις τύψεις μου—»

«Μα— »

«Δε θέλω να το συζητήσουμε άλλο. Η απόφασή μου είναι

400

αδιαπραγμάτευτη. Δε σου αξίζω. Δε θα μπορέσω ποτέ να σουαφοσιωθώ ολοκληρωτικά. Ας το αφήσουμε έτσι. Είναι τοκαλύτερο και για τούς δυο μας—»

Παρά την πίκρα της, βρήκε τη δύναμη να του χαμογελάσει. «Κιαν επιμείνω;» θέλησε να μάθει.

«Τότε θα φύγω».

«Χωρίς να λύσεις το μυστήριό σου;»

«Ακόμα κι έτσι».

Φαινόταν αμετακίνητος, οπότε εκείνη αναγκάστηκε ναυποχωρήσει. Έτρεμε στην ιδέα πως θα τον έδιωχνε από κοντάτης. Χρειαζόταν όσο περισσότερο χρόνο μπορούσε να τηςδοθεί για να παλέψει να του αλλάξει γνώμη. Γι’ αυτό είπε έναβιαστικό «Εντάξει», απομακρύνθηκε από κοντά του και χώθηκεκάτω από τα σκεπάσματα. Τον είδε να σηκώνεται και να παίρνειτο μπουφάν του απ’ την καρέκλα. «Θα βγεις;» ρώτησε όσο πιοατάραχα γινόταν.

«Θα πάω μια βόλτα με τον Μινγκ. Θέλω να πάρω λίγο αέρα».«Μπορείς να περπατήσεις; Είναι εντάξει το πόδι σου;» «Καλάείμαι».

Έφυγε δίχως να την καληνυχτίσει.

Βγήκε αθόρυβα από το σπίτι και το ίδιο αθόρυβα επέστρεψε ταξημερώματα. Τη βρήκε να κοιμάται με το μισό της σώμα έξωαπ’ το πάπλωμα και τα μαύρα μαλλιά της να απλώνονται σανκινέζικη βεντάλια στο μαξιλάρι.

Ποτέ του δεν την είχε δει πιο όμορφη από εκείνη τη μικρή,

401

ασήμαντη στιγμή.

Ο ΓΑΜΟΣ ΕΓΙΝΕ σε πολύ στενό κύκλο στο ίδιο μικρόεκκλησάκι όπου κάποτε είχαν ενωθεί ενώπιον Θεού καιανθρώπων η Δανάη Βαλέρη και ο Πέτρος Μαρκάτος.

Ήταν μια βροχερή μέρα του Μάρτη, που δυσκόλεψε αρκετά τιςπροσπάθειες όλων να φαίνονται κομψοί και περιποιημένοιμέχρι την ώρα που ο Άλεξ και η Σάνια μπήκαν στο αυτοκίνητοκι έφυγαν απ’ την εκκλησία αντρόγυνο πια.

Δεν υπήρχαν δημοσιογράφοι και το μυστήριο είχε τη λιτότητακαι την απλότητα που είχε ζητήσει το ζευγάρι εξαρχής. Ωστόσοοι στιγμές είχαν τη συγκίνηση που χαρακτηρίζει όλους τουςγάμους. Η Δανάη δεν μπορούσε να σταματήσει τα δάκρυά της,η Μίνα και η Βέρα πότε βούρκωναν και πότε γελούσαν, οΠέτρος Μαρκάτος προσπαθούσε σκληρά να φαίνεται ατάραχος,κι ο Παύλος, έχοντας πια αποδεχτεί το γεγονός πως η Σάνιαανήκε άλλου, προσπάθησε και τα κατάφερε να συμπεριφέρεταισαν μεγάλος αδερφός που νοιάζεται αποκλειστικά για το καλότης αδερφής του. Η Μαργαρίτα και οι υπόλοιποι συνάδελφοιτης Σάνιας ήταν διαρκώς μες στην τρελή χαρά. Δε σταματούσαννα γελούν και να πειράζουν τη νύφη, αναγκάζοντάς τη νασφίγγει τα δόντια προκειμένου να φαίνεται σοβαρή κατά τηδιάρκεια του μυστηρίου.

Οι ίδιοι λίγοι καλεσμένοι παρέστησαν και στη δεξίωση πουπαρατέθηκε από το υπουργικό ζεύγος το βράδυ. Δενξεπερνούσαν τα πενήντα άτομα συνολικά, παρότι το φαγητόστον μπουφέ ήταν ικανό να χορτάσει εκατό. Ήπιαν καιδιασκέδασαν με την ψυχή τους, έκαναν αμέτρητες προπόσειςγια το νιόπαντρο ζευγάρι, έβγαλαν φωτογραφίες και χόρεψανόλοι μέχρι το πρωί. Βέβαια, δεν κατάφεραν να βάλουν στο χορό

402

και το γαμπρό, αλλά έδειχνε τόσο ευτυχής, που δεν τουςπείραξε. Όλοι αγαπούσαν τη Σάνια, και τους ενδιέφερε μόνο νατη βλέπουν χαρούμενη. Αν εκείνη δεν την ενοχλούσε που οσύζυγός της προτιμούσε να στέκεται πίσω απ’ τουςπερισσότερους καλεσμένους, σε σημεία με όσο το δυνατόν πιοχαμηλό φωτισμό, δεν τους έπεφτε λόγος. Τους έφτανε που τοδικό της χαμόγελο ήταν φωτεινότερο κι απ’ τον ήλιο, τουςαρκούσε που σήκωνε κατενθουσιασμένη το λευκό της νυφικόκαι τριγύριζε παντού χορεύοντας. Ήταν η ωραιότερη νύφη πουείχαν δει. Κι έδειχνε πραγματικά ευτυχισμένη.

Όμως ούτε ο πλέον ευφάνταστος από τους καλεσμένους δε θαμπορούσε να μαντέψει με ποιο τρόπο πέρασε η πρώτη νύχτατου γάμου της. Θα έμενε σίγουρα με το στόμα ανοιχτό ανμάθαινε πως η Σάνια είχε βγάλει το νυφικό της στο μπάνιο καιπως ο Άλεξ είχε κοιμηθεί με τα ρούχα, πριν καν εκείνηπρολάβει να ξαπλώσει δίπλα του. Κανείς δε θα μπορούσε ναδιανοηθεί πως η ευτυχισμένη νυφούλα είχε περάσει τη νύχταξάγρυπνη, με τους σιωπηλούς της λυγμούς να ταράζουν τηνκαρδιά και την ψυχή της. Κανείς, γιατί όλοι ανεξαιρέτως είχανχάψει το όμορφο παραμύθι που τους είχαν σερβίρει, κι είχανφύγει για τα σπίτια τους με την εντύπωση πως το ζευγάρι θαγερνούσε μαζί και θα πορευόταν ενωμένο ως το τέλος.

Τώρα, τέσσερις μέρες και τρεις νύχτες μετά το ρομαντικό γάμο,όλοι όσοι τους είδαν να ανταλλάζουν όρκους στην εκκλησία θαπίστευαν σίγουρα πως ο Άλεξ και η Σάνια έπλεαν σε πελάγηευτυχίας, προσπαθώντας κάθε δευτερόλεπτο να χορτάσουν οένας τον άλλο. Τι πλάνη! σκέφτηκε πικραμένη η κοπέλαταξινομώντας τις σημειώσεις της για κάποια σπάνια βότανα τηςΠελοποννήσου. Ψέμα για Όσκαρ σεναρίου!

403

Έτριψε τον αυχένα της για να ξεπιαστεί και κοίταξε το ρολόιτης. Ήταν δύο το πρωί κι ο.άντρας της δεν είχε επιστρέψειακόμα. Της είχε πει πως θα πήγαινε να δει τον Ρωμανό. Ο φίλοςτου είχε πάρει εδώ και ένα μήνα την επίσημη γνωμοδότηση τωνειδικών, είχε κριθεί ψυχικά υγιής και είχε εγκατασταθεί στοπατρικό του, όπου απολάμβανε αθέατος απ’ όλους τηνελευθερία του.

Σηκώθηκε και πλησίασε το παράθυρο. Το σπίτι των Κατράδωνφαινόταν σαν παράγκα από τόσο μακριά. Ο νους της πέταξε σ’εκείνο το τελευταίο δωμάτιο που δεν είχε δει, κι η καρδιά τηςπετάρισε.

Εκεί άφησε η μητέρα της την τελευταία της πνοή. Εκείαποχαιρέτισε πρόωρα τον κόσμο αφού είχε δεχτεί μια μαχαιριάακριβώς στην καρδιά. Σε κάποια από τις πρώτες επαναφορέςτης μνήμης της είχε δει καθαρά το πανιασμένο της πρόσωποκαι τη μεταθανάτια όψη της. Πάντα τη βασάνιζε ωστόσο η ίδιααπορία: Πώς την είχε δει, αφού ο άλλος φόνος είχε γίνει στοκαθιστικό; Μήπως είχε τρέξει πρώτη στην κρεβατοκάμαρά της;Μήπως είχαν πάει όλοι μαζί εκεί, κι ο δολοφόνος τούς οδήγησεκατόπιν πάλι στο καθιστικό; Δεν ήξερε, κι αν έκρινε απ’ τιςσπάνιες πλέον φορές που η μνήμη της ξεδιάλυνε, ίσως και ναμη μάθαινε ποτέ—

Έκλεισε την κουρτίνα κι αποφάσισε να ξεντυθεί. Απ’ ό,τιφαινόταν, ο Άλεξ θ’ αργούσε κι άλλο. Είχε αρχίσει να χάνει τιςελπίδες της να τον προσεγγίσει και να κερδίσει την αγάπη του.Ένα παγωμένο τείχος κατασκευασμένο από αρνήσεις υψωνότανσιγά σιγά ανάμεσά τους. Μπροστά στους άλλους ήταναγαπημένοι, αλλά όταν έμεναν μόνοι επικρατούσε συνήθωςτυπικότητα αν όχι ψυχρότητα. Δεν ήταν εχθροί, αλλά ούτε και

404

φίλοι.

Πορεύονταν απλώς προς τον ίδιο προορισμό, δίνοντας ο έναςστον άλλο ό,τι ήταν απαραίτητο για να προχωρά άψογα ησυνεργασία τους.

Έκλεισε το πορτατίφ και ξάπλωσε.

Δεν είχε κανέναν απολύτως λόγο να τον περιμένει.

Το μπαρ ήταν θεοσκότεινο, κατάμεστο από κόσμο που κάπνιζεαρειμανίως κι έπινε ακατάπαυστα. Ήταν ημιυπόγειο, αρκετάμακριά απ’ την πρωτεύουσα, κι οι θαμώνες του έδειχναν ο έναςπιο παράξενος απ’ τον άλλο. Ο Ζακ τους χαρακτήρισε αμέσωςχαμένα κορμιά και μαστούρηδες του κερατά, αλλά δε δίστασεούτε στιγμή να παραστήσει πως ήταν κι αυτός ένας απ’ τουςπολλούς που θρηνούσαν σε μια σκοτεινή γωνιά τηναποτυχημένη ζωή τους και τα ναυαγισμένο τους όνειρα.Μοιράστηκε με τον Άλεξ ένα μικρό τραπέζι στο βάθος, πα-,ρήγγειλε φτηνό ουίσκι για να μη χαλάσει την πιάτσα και κάπνιζετα τσιγάρα του με ταχύτητα που θα έκανε κάθε καπνοβιομήχανονα τον θέλει για μασκότ της εταιρείας του.

Το ίδιο έκανε κι ο Άλεξ. Απαλλαγμένος πια από τα απαίσιαδημοσιοϋπαλληλίστικα ρούχα του, ήταν ξανά, μετά από τόσοκαιρό, ο εαυτός του: μαυροντυμένος, κατηφής κι αγενής μεόλους. Μιλούσε κοφτά, αγριοκοίταζε όσους τον ενοχλούσανκαι κατέβαζε απανωτά ουίσκι.

Είχαν διαλέξει το μέρος με προσοχή, κι αφού είχαν πάρει τιςαπαραίτητες πληροφορίες από τα κατάλληλα πρόσωπα. Για τηνακρίβεια, ο Ζακ τις είχε πάρει. Στον έναν περίπου μήναπαραμονής του στο δημόσιο ψυχιατρείο, είχε γίνει φιλαράκι με

405

τους νοσηλευτές.

Πολλοί ανάμεσά τους σύχναζαν σε μέρη σαν κι αυτό, τιςπερισσότερες φορές πηγαίνοντας μπουλούκι, προκειμένου ναδιώξουν απ’ το κεφάλι τους τη συσσωρευμένη τρέλα τηςμέρας. Εκεί μπορούσαν άνετα να πιουν μέχρι αναισθησίας, καιχαμένοι όπως ήταν στην ωραία τους νιρβάνα να ξεχάσουν πωςτην επομένη θα έπρεπε να βάλουν τα δυνατά τους για ναφροντίσουν τα ανθρώπινα ερείπια που ήταν στοιβαγμένα στιςπτέρυγες.

Ασφαλώς δεν έλειπαν οι γυναίκες: στριπτιζούδες πουεπιδείκνυαν τα κάλλη τους ζητώντας από τον μπάρμαν ναξαναγεμίσει τα ποτήρια, κονσοματρίς που κολλούσαν στουςμοναχικούς παζαρεύοντας το κόστος του χρόνου και τωνυπηρεσιών που θα πρόσφεραν. Ο χώρος μύριζε λαγνεία, χασίςκαι αποτυχία, αλλά ο Άλεξ ένιωθε σαν να βρισκόταν στονπαράδεισο. Και μόνο που είχε ξεφορτωθεί τη σοβαροφάνεια καιτην πνευματική ανωτερότητα του ψεύτικου Άλεξ Γκρέι, ένιωθεπανευτυχής. Εκεί ήταν ένας ανώνυμος άνθρωπος. Το ίδιο κι οΖακ, που είχε επίσης απαλλαγεί από την περσόνα του ΡωμανούΚατρά κι είχε χαρίσει στον εαυτό του την απαράμιλληκομψότητα ενός επώνυμου λευκού πουκάμισου και του κόντραξυρίσματος. Φυσικά δεν είχε παραλείψει να βάλει σεβαστήποσότητα από το πανάκριβο άρωμά του.

«Ρε φίλε, πονάει η ψυχή μου για τη μικρή», έλεγε ο Ζακκαπνίζοντας το προτελευταίο τσιγάρο απ’ το πακέτο του. «Τηνέχει πατήσει μαζί σου—»

«Όταν θα φύγω, θα το χωνέψει και θα το ξεπεράσει».

«Δεν έχεις ιδέα από γυναίκες. Δεν είναι τόσο απλό όσο

406

νομίζεις».

«Και τι θέλεις να κάνω; Δε γίνεται αλλιώς. Συμφωνώ πωςέβαλα το χεράκι μου για να εξελιχθούν έτσι τα πράγματα, αλλάδεν υπήρχε άλλος τρόπος. Μόνο έτσι θα τους είχα όλους τουχεριού μου. Έμαθα πολλά για το παρελθόν, καλύφθηκαν πολλάκενά. Μόνο ένα σκοτεινό σημείο υπάρχει πια, όμως θα τοδιαλευκάνω σύντομα κι αυτό. Αρκεί να μπω στο γραφείο τηςΔανάης Βαλέρη. Την έχω ψυχολογήσει—» πρόσθεσε ρίχνονταςαπό συνήθεια άλλη μια καχύποπτη ματιά γύρω του. «Είναιτύπος που μαζεύει και αποθηκεύει τα πάντα. Δε διαγράφει τοπαρελθόν, απλώς προτιμά να μην το συζητά. Ζει με τιςαναμνήσεις της, παίρνει ζωή απ’ αυτές. Όλο το σπίτι είναιγεμάτο παλιές φωτογραφίες. Αγαπούσε την αδερφή της, τοξέρω καλά. Υπήρξε όμως και κάποιο διάστημα που τη μίσησε.Όλοι το λένε».

«Κι αν είναι μπλεγμένη στο φόνο της, λες να κρατά τιςαποδείξεις;» Ο Ζακ κούνησε το κεφάλι του αρνητικά. «Δεφέρονται όλοι οι ένοχοι σαν τους ήρωες των βιβλίων σου, φίλε.Έχεις γνωρίσει αληθινούς εγκληματίες και ξέρεις πόσοπροσεκτικοί είναι».

«Οι συνειδητοί φονιάδες, ναι, είναι», συμφώνησε. «Εκείνοιόμως που δεν το ’χουν στο αίμα τους και που κατατρύχονταιαπό τις τύψεις δεν είναι έτσι, Ζακ. Συχνά καταλήγουν να μισούντόσο πολύ τον εαυτό τους, που διατηρούν τα πειστήρια τηςπράξης τους κι ανατρέχουν σ’ αυτά για να ξανανιώσουν τονπόνο. Είναι η καλύτερη αυτοτιμωρία— »

«Εσύ ξέρεις καλύτερα— » «Απ’ την άλλη, υπάρχει κι οάγνωστος που αποπειράθηκε να με δολοφονήσει. Ο ίδιος πουέστειλε τα σημειώματα στη Σάνια—» Έβγαλε απ’ την τσέπη του

407

ένα τσαλακωμένο χαρτί και το άφησε μπροστά στον Ζακ. «Τοβρήκαν οι αστυνομικοί εκείνο το απόγευμα στο πάρκο. Δεν το’χει δει η Σάνια. Χρειάστηκε να επιστρατεύσω όλη μου τηνπειθώ για να πάρω ένα αντίγραφο από τον αστυνόμο. Σου τοέγραψα στα γαλλικά. Διάβασέ το».

Ο Ζακ πήρε το χαρτί στα χέρια του και το διάβασε πίνοντας.«“Ο άνεμος τα βλέπει όλα. Ξέρει. Δεν μπορείς να τονξεγελάσεις. Αυτή ήταν η απάντησή τον, Άλεξ Γκρέι”. Μάλιστα.Ήταν σίγουρος πως θα σε πετύχαινε—» παρατήρησεεπιστρέφοντάς του το χαρτί. «Σε παρακολουθούσε ομπάσταρδος».

«Είναι σίγουρα κάποιος που γνωρίζει τη Σάνια», είπε ο Αλεξ.«Καλά, λίγο ή από απόσταση, δεν το ξέρω, αλλά σκοπεύω να τομάθω. Σκέφτηκα να κυκλοφορώ περισσότερο μόνος. Αν μεπαρακολουθεί με κάποιο τρόπο, ίσως ξαναεπιχειρήσει να μουεπιτεθεί. Έχω τα μάτια μου ανοιχτά. Δεν υπάρχει άτομο που νασυναναστρέφεται τη Σάνια και να μην το έχω γνωρίσει».

Ο Ζακ ήταν έτοιμος να του πει κάτι, όταν μια ξανθιά κοπέλαπλησίασε το τραπέζι τους. Την κοίταξαν και οι δύο καχύποπτα,χωρίς να κρύψουν ωστόσο τον αυθόρμητο θαυμασμό που τουςπροκάλεσε η εμφάνισή της: γύρω στα είκοσι πέντε, μεπρόσωπο γλυκό κι αθώο και κορμί που τους έκοψε την ανάσα.«Με λένε Ξένια—» είπε παίρνοντας μόνη της το θάρρος νακαθίσει. Η προφορά της πρόδιδε ανατολικό μπλοκ, όπως και ταχαρακτηριστικά της: ψηλά ζυγωματικά, γαλάζια μάτια, λεπτήμύτη και χείλη μόνιμα χαμογελαστά. Ουκρανή ή Ρωσίδα,μάντεψε ο Άλεξ.

Την είδαν να βγάζει ένα πουράκι από τη μικροσκοπική τσάντατης και να κοιτάζει τον Άλεξ εύγλωττα. Είχε κάνει την επιλογή

408

της. Έτσι όπως έσκυψε προς το μέρος του, το πλούσιο μπούστοτης προκάλεσε ένα μούδιασμα ανάμεσα στα σκέλια του. Είχεπεράσει πολύς καιρός. Μια αιωνιότητα, σκέφτηκε δίνοντάς τηςτη φωτιά του.

Ο Ζακ του έκλεισε το μάτι. «Παίρνω πενήντα ευρώ την ώρα»,του είπε χωρίς περιστροφές και πέρασε με πολύ συγκεκριμένονόημα τη γλώσσα της πάνω απ’ τα κατακόκκινα χείλη της. «Τιλες;»

«Ξένια, είσαι πολύ όμορφη γυναίκα, αλλά—»

Ζάρωσε τη μύτη της με νάζι και άπλωσε το χέρι κάτω απ’ τοτραπέζι για να του δώσει μια γεύση των υπηρεσιών πουπεριλάμβανε η ταρίφα της. Ο Άλεξ γράπωσε την παλάμη τηςπριν φτάσει να τον αγγίξει και την κοίταξε χαμογελώνταςστραβά.

«Θα περάσουμε ωραία», επέμεινε εκείνη φυσώντας τον καπνότης πάνω του. Τα ελληνικά της ήταν φριχτά, αλλά η προφοράτης την έκανε ακόμα πιο επιθυμητή. Ένα σύννεφο κάλυψε τοκαθαρό ως ιό-τε μυαλό του Άλεξ. Γαμώτο, ήταν πολύ μεγάλοτο διάστημα της αποχής. Κι όσο την έβλεπε πρόθυμη καιπροκλητική, κόντευε να του σαλέψει.

«Γιατί εμένα;» τη ρώτησε, αρχίζοντας να καλοβλέπει τηνπροοπτική της σεξουαλικής δροσιάς μετά από τόσους μήνεςξηρασίας.

«Στην τύχη». Ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους. «Αν πεις όχι,θα ρωτήσω και τον κύριο».

«Δεν ξέρεις ποιος είμαι, Ξένια;»

409

Το χέρι της ξέφυγε από την επιτήρηση του δικού του και βρήκεεπιτέλους το στόχο του. Ανασήκωσε με έκπληξη τα φρύδια τηςκι άφησε ένα μικρό επιφώνημα. «Όχι. Πρέπει;» ρώτησε. «Εγώδε ρωτάω. Κάνω δουλειά, παίρνω λεφτά και φεύγω. Αλλά καιδωρεάν με σένα, όχι πρόβλημα— » είπε χαϊδεύοντάς τον μεγνήσιο θαυμασμό.

Εκείνος έδιωξε το χέρι της γι’ ακόμα μια φορά κι αποτέλειωσενευρικά το ποτό του. Ο Ζακ απέναντί του τον παρότρυνε με τοβλέμμα, αλλά η συνείδηση του Άλεξ τον απέτρεπε. Η Σάνιακοιμόταν ανύποπτη τώρα, υπενθύμιζε στον εαυτό του καθώςαντίκριζε το πληθωρικό στήθος της κοπέλας. Από την άλλη,ήταν διατεθειμένος να πληρώσει παραπάνω προκειμένου ναμείνει η συνεύρεσή τους κρυφή από όλους. Γιατί όχι; άρχισε ναυποκύπτει. Δεν υπήρχε καλύτερος τρόπος απ’ αυτόν που τουρθε θεόσταλτος για να γεμίσει τις μπαταρίες του και ναξαπλώσει λίγα βράδια ακόμα δίπλα στη γυναίκα του χωρίς ναυποφέρει.

«Δε σε ξέρω και δε με ξέρεις μετά απ’ αυτό», τηνπροειδοποίησε μιλώντας κοντά στο πρόσωπό της καικρατώντας σφιχτά το λεπτό της καρπό.

Εκείνη κοίταξε με νόημα τη βέρα του. «Ξέρω από μυστικά»,είπε γελώντας. «Ξένια καλό κορίτσι. Κάνει δουλειά κι αντίο.Δεύτερη φορά μόνο με αυτούς που θέλουν».

«Δεν αστειεύομαι», της είπε σκληρά. «Μπορώ να σε λιώσω ανδεν τηρήσεις το λόγο σου».

«Εγώ είμαι εντάξει. Μη φοβάσαι».

Σηκώθηκαν και οι τρεις αμέσως μόλις ο Άλεξ πλήρωσε το

410

λογαριασμό. Ο Ζακ επέμεινε να πάρει ταξί, ώστε ο φίλος τουμε την εκρηκτική Ξένια να φύγουν με το αμάξι.

Θα επικοινωνούσε μαζί του το επόμενο κιόλας πρωί. Ψοφούσεαπό περιέργεια να ακούσει τις εντυπώσεις του.

«Στον Άγιο Στέφανο», είπε στον ταξιτζή και παρέμεινε αμίλητοςως το τέλος της διαδρομής.

«Τι γίνεται τώρα; Θα το πεις στη Σάνια;»

Σωριάστηκε στον καναπέ τρέμοντας ολόκληρη. Τα νέα που τηςέφερε η φίλη της η Κάτια την είχαν καταρρακώσει. Η νεαρήΡωσίδα πόρνη που προσέλαβε για ,ra δοκιμάσει την πίστη τουΆλεξ Γκρέι ήταν ξεκάθαρη στα λεγόμενά της και πολύ γλαφυρήστις περιγραφές της. Ποτέ της δεν είχε πάει με άντρα σαν κιαυτόν. Της έκανε σεξ ασταμάτητα, ακόρεστα και άγρια. Δεν τηνκακομεταχειρίστηκε, αλλά δεν της επέτρεψε να πάρει τηνπαραμικρή πρωτοβουλία. Ήταν μανιακός με το θέμα τουσκοταδιού. Κατά τη διάρκεια της πράξης κανένα φως δεν ήταναναμμένο, και την κρατούσε πάντα με την πλάτη γυρισμένη σεεκείνον. Δεν της επέτρεψε καν να τον αγγίζει, αν κι εκείνη τακατάφερε κάποιες στιγμές. Το πρωί την είχε αφήσει να κοιμάταικι έφυγε, αφήνοντάς της τα τριπλά από όσα είχαν συμφωνήσειπάνω στο μαξιλάρι. Οι μόνες κουβέντες που αντάλλαξαναφορούσαν στο θέμα της μυστικότητας και τίποτα άλλο.Φρόντισε να την απειλήσει ξεκάθαρα πως αν άνοιγε το στόματης θα το πλήρωνε ακριβά. Απ’ όλους τους άντρες στουςοποίους είχε προσφέρει τις υπηρεσίες της, ήταν ο ψυχρότερος,και με διαφορά. Το πάθος του άρχιζε και τέλειωνε στην ερωτικήπράξη. Δεν είχε πρόβλημα να της δείξει την περιφρόνησή τουγια το επάγγελμά της και να τη μεταχειριστεί σαν ένα κομμάτι

411

κρέας. Ήταν ωμός και σκληρός και δεν ήθελε να τον ξαναδείποτέ της, είπε στην Κάτια. Το φέρσιμό του αλλά κι αυτά πουπρόλαβε να δει από το σώμα του την είχαν κατατρομάξει.

«Πώς ήταν δηλαδή;» θέλησε να μάθει η Μαργαρίτα.

«Όπως ακριβώς δεν είναι οι επιστήμονες: τεράστιος, γεμάτοςμυς και σημάδια. Η Ξένια κόβει το κεφάλι της πως ήτανμαχαιριές. Έχει κι ένα κάψιμο χαμηλά στην κοιλιά. Τα λίγαδευτερόλεπτα που κράτησε τον αναπτήρα της αναμμένο είδε κιένα τατουάζ στη βάση της σπονδυλικής του στήλης· κάτι σανγλώσσα φιδιού, μου είπε—»

«Χριστέ μου—» ψέλλισε. «Τι γίνεται εδώ;»

«Θα το ξέρει η Σάνια», είπε η Κάτια. «Δεν μπορεί να μην τοξέρει, άντρας της είναι πια. Πάντως, σ’ το λέω, φιλενάδα, κάτιτρέχει με τον τύπο. Έτσι είναι οι φιλήσυχοι επιστήμονες; Σαντον Αττίλα τον θύννο;» «Βάζεις στοίχημα πως η Σάνια δεν ξέρειτίποτα;» Σηκώθηκε κι άρχισε να κόβει βόλτες στο σαλόνι. «Δενέχουν πλαγιάσει καν μαζί, το ξέρω».

«Μα πώς είναι δυνατόν;» απόρησε η Κάτια.

«Δε μου το βγάζεις απ’ το μυαλό. Τους σιχαινόταν κάτιτέτοιους, τύπους η Σάνια, το βάζε στα πόδια αν έκαναν να τηνπλησιάσουν. Εσύ δεν απορείς; Δε σε παραξενεύει που οαξιότιμος κύριος Γκρέι μοιάζει με μεσόκοπο γραμματέα καικάτω από τα άχαρα ρούχα του κρύβει τον κλώνο του Σταλόνε;Κάτι τρέχει μ’ αυτούς τους δύο. Ο γάμος τους είναι μιαφάρσα’»

«Λες;»

412

Έπρεπε να είναι προσεκτική ακόμα και με την Κάτια. «Είμαισίγουρη πως συμμάχησαν για να λύσουν το μυστήριο τουφόνου, αλλά αφού η Σάνια θέλει να το κρατήσει μυστικό, δεμου πέφτει λόγος. Ούτε και πρόκειται να ασχοληθώπερισσότερο.

Περνάει τη φάση της, δεν την κατηγορώ που δεν εμπιστεύεταικανέναν—»

«Δηλαδή, δε θα της το πούμε;»

«Όχι», αποκρίθηκε κοφτά. «Ας κάνει ό,τι νομίζει».

Η Κάτια πήρε την τσάντα της κι ετοιμάστηκε να φύγει. «Πάντωςεμένα δε θα μου κακόπεφτε μια βραδιά μαζί του. Ο τύπος ήταν,λέει, ανεξάντλητος».

Η άλλη κοπέλα πιέστηκε να γελάσει με το αστείο. Έπρεπε ναδείχνει σαν να ’χε ξεπεράσει κιόλας τα συγκλονιστικά νέα.«Ούτε κι εμένα. Τελευταία τραβάει η όρεξή μου τουςσημαδεμένους».

Γέλασαν κι η Κάτια έφυγε. Δεν υποψιάστηκε καν πόσομοχθηρή έγινε δευτερόλεπτα μετά η έκφραση της φίλης της.

«Σάνια;»

Ο Παύλος δεν πίστευε στα μάτια του βλέποντάς τη να στέκεταιστο κατώφλι της κρεβατοκάμαράς του. Βιάστηκε να σηκωθείαπ’ το κρεβάτι και να φορέσει το παντελόνι του. Τώρα που οισχέσεις τους είχαν αποκατασταθεί, δεν ήθελε να κάνει τοπαραμικρό σφάλμα μαζί της. Του αρκούσε να τη βλέπειχαρούμενη και να κερδίσει ξανά την εμπιστοσύνη της. Είχε

413

χωνέψει εδώ και καιρό πως δεν υπήρχε μέλλον ανάμεσά τουςκι είχε κάνει τα πρώτα βήματα για να την ξεπεράσει. Βέβαια, ηκοπέλα που έβγαινε τον τελευταίο καιρό τής έμοιαζε αρκετάστην εμφάνιση και στο χαρακτήρα, αλλά μια καινούρια σχέσηδεν έπαυε να αποτελεί βήμα προόδου. Θα έβγαζε τη Σάνια απ’τις ερωτικές φαντασιώσεις του πάση θυσία. Ακόμα κι ανέπρεπε να κάνει δεσμό με κάποιο υποκατάστατό

της.

«Έφερα αυτό», του’έδειξε χαμογελώντας το DVD. «Είναιφοβερή περιπέτεια, ξέρω ότι θα σου αρέσει. Θέλεις να τοδούμε μαζί;»

«Κορίτσι μου, είναι έντεκα το βράδυ— » «Σε διέκοψα από—κάτι;» Πρόσεξε πως το τηλέφωνο δίπλα στο κρεβάτι του ήτανανοιχτό. Εκείνος ακολούθησε το βλέμμα της, πήγε βρίζονταςσιγανά στο ακουστικό και καληνύχτισε βιαστικά την κοπέλατου.

«Που είναι ο Άλεξ;» τη ρώτησε χωρίς περιστροφές.

Ανασήκωσε τους ώμους της δηλώνοντας άγνοια. «Βαρέθηκα νατον περιμένω. Η Βέρα και η Μίνα κοιμούνται. Έτσι, απέμεινεςεσύ για να δούμε μαζί τον Ρόμπερτ ντε Νίρο. Τι λες;»

Έριξε μια γρήγορη ματιά στο εξώφυλλο του DVD. Ήταν τοΡονίν. Το είχε ξαναδεί, αλλά παρέστησε τον ενθουσιασμένο.Μετά από λίγο κάθισαν δίπλα δίπλα στο κρεβάτι όπως παλιά κιαφοσιώθηκαν στο έργο. Δηλαδή εκείνη αφοσιώθηκε, γιατί οίδιος πέρασε την ώρα του κατασκοπεύοντας την έκφρασή της.Παρά τις φιλότιμες προσπάθειές της, δεν κατάφερε να τονπείσει πως είχε απορροφηθεί απ’ την ταινία. Η πίκρα της για

414

κάτι που δεν ήθελε να συζητήσει ήταν ολοφάνερη.

Δεν του μίλησε καθόλου. Βολεύτηκε ακόμα πιο κοντά του καιμισή ώρα πριν τελειώσει το έργο αποκοιμήθηκε γέρνοντας στονώμο του. Δεν τόλμησε να την ξυπνήσει. Ακόμα και στον ύπνοτης διαγραφόταν στο πρόσωπό της η λύπη.

Στεναχωρημένος, τράβηξε την κουβέρτα και τη σκέπασε όπωςμπορούσε. Έπειτα βόλεψε το κεφάλι του απαλά πάνω στο δικότης κι έκλεισε τα μάτια. Πριν αποκοιμηθεί κι αυτός, αποφάσισεπως το επόμενο πρωί έπρεπε να κάνουν μια διεξοδικήκουβέντα.

Την είδε να βγαίνει απ’ το δωμάτιο του Παύλου γύρω στις έξιτα χαράματα. Παραπατούσε απ’ τη νύστα και χασμουριόταν.Φορούσε γαλάζιες μεταξωτές πιτζάμες με κεντήματα στο γιακάκαι τα μανίκια και ήταν ξυπόλητη. Όπως τεντώθηκε για ναξεπιαστεί, πρόσεξε πως τα στήθη της ήταν ελεύθερα και πως οιθηλές της ανταποκρίνονταν στην πρωινή δροσιά του σπιτιού,ζορίζοντας το λεπτό ύφασμα που τις κάλυπτε με την ξαφνικήσκληράδα τους. Τα μαλλιά της ήταν ανακατεμένα και ταμάγουλά της κατακόκκινα.

Ο Άλεξ ένιωσε έναν οξύ πόνο στο στομάχι. Φούντωσεολόκληρος από ένα συναίσθημα που αρνιόταν να πιστέψει ότιήταν ζήλια. Έσφιξε τα δόντια στην προσπάθειά του νακαταλαγιάσει τον αδικαιολόγητο θυμό του. Τα βάζε με τονεαυτό του που ήθελε να της κάνει σκηνή, ενώ ήξερε ότι δεν είχεκανένα δικαίωμα. Την είχε εγκαταλείψει για δεύτερη συνεχήβραδιά, και δεν έπρεπε να τολμήσει να της ζητήσει τα ρέστα γιατο δικό της νυχτοπερπάτημα. Στο κάτω κάτω της γραφής, δενέλειπε από το σπίτι. Μπορεί να την είχε δει να βγαίνει απ’ τοδωμάτιο ενός άντρα που μέχρι πριν λίγο καιρό τη διεκδικούσε

415

ερωτικά, αλλά αυτό δε σήμαινε τίποτα. Ισως ήθελε τησυντροφιά του, όπως παλιά. Ισως δεν ένιωθε καλά κιαποζητούσε κάποιον για να νιώσει ασφάλεια.

416

«Σάνια;» Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί. Η φωνή του ήταν ένακράμα θυμού και απορίας. Την είδε να κοκαλώνει, κι έπειτα ναγυρίζει σαν αυτόματο προς το μέρο~ του. Τα μάτια της άνοιξανδιάπλατα σαν φτερά παγονιού που επιδείκνυε την ομορφιά του.Είδε την ντροπή στο βλέμμα της και την αμηχανία στοχαμόγελό της. Δηλαδή, ό,τι ακριβώς απευχόταν.

«Μείνε εκεί», τη διέταξε κι ανέβηκε τις σκάλες προς το μέροςτης με βήματα που θύμιζαν αγρίμι έτοιμο να επιτεθεί. Τηνπλησίασε ήρεμα, την έπιασε απ’ το μπράτσο και τηντραβολόγησε μέχρι το δωμάτιό τους. Κλείδωσε την πόρτα πίσωτους και ξεφορτώθηκε το σακάκι του. Ζεσταινόταν αφόρητα. Ηζήλια του τον έκανε να καίγεται και να θολώνει. Καθώς ένιωσετα άκρα του να παραλύουν, κατάλαβε ότι όλο το αίμα του είχεσυγκεντρωθεί στο κεφάλι του.

«Γιατί φέρεσαι έτσι;» τον ρώτησε εκείνη ψάχνοντας τη ρόμπατης. Την εντόπισε και την έδεσε γύρω της σφιχτά.

«Πού ήσουν;» τη ρώτησε με μισή ανάσα, γιατί η ά.\λη μισήβγήκε σαν σφύριγμα φιδιού απ’ τα πνευμόνια του.

«Ξέρεις πολύ καλά πού ήμουν. Με είδες». «Λοιπόν;»

«Λοιπόν— δε σου οφείλω καμία εξήγηση, Α\εξ. Όπως κι εσύδε μου οφείλεις καμία εξήγηση για τη δική σου απουσία. Δεθυμάμαι να σε ρώτησα εγώ πού ήσουν. Τα λέω καλά;»

«Μια χαρά». Την πλησίασε κι εκείνη πισωπάτησε. Τα κορμιάτους δεν απείχαν ούτε χιλιοστό απ’ τη στιγμή που η πλάτη τηςκόλλησε στον τοίχο. «Μόνο που σου διαφεύγει ότι εμείς οι δύοπαριστάνουμε τους ευτυχισμένους νιόπαντρους. Τι θα σκεφτείο Παύλος τώρα που αναζήτησες την παρέα του μες στη νύχτα,

417

τέσσερις μέρες μετά το γάμο μας;»

«Δε μου έκανε ερωτήσεις».

«Και γιατί να σου κάνει; Σίγουρα σε είδε σαν μάννα εξουρανού. Άντρας είναι και σε γουστάρει. Ποιος θα έδιωχνε τοαντικείμενο του πόθου του όταν πάλευε τόσο καιρό να τοαποκτήσει;»

«Αυτή η ιστορία έχει τελειώσει— »

«Γλυκιά μου Σάνια— » Τη φίλησε στο μέτωπο σαν να ήτανκόρη του. «Δεν ξέρεις τι σου γίνεται—» πρόσθεσε τυλίγονταςέπειτα το χέρι του στο λαιμό της. «Έχεις μαύρα μεσάνυχτα στοθέμα των ανθρώπινων σχέσεων. Πας στο στόμα του λύκουκατευθείαν. Έτσι απλά, επειδή το ανόητο μυαλό σου σε έπεισεπως αυτή η ιστορία έχει τελειώσει— »

Πάλεψε να ξεφορτωθεί τη μέγκενη απ’ το λαιμό της, χωρίςαποτέλεσμα. Τα παράτησε γρήγορα κι επιχείρησε να τονκλοτσήσει εκνευρισμένη απ’ τον τρόπο του, μα κόντεψε νασπάσει το γόνατό της. Εκείνος γέλασε με κακία. «Τι σ’ έχειπιάσει;» τσίριξε. «Δε σ’ αναγνωρίζω, Άλεξ. Πάλι στον

Ρωμανό πήγες, έτσι; Δεν καταλαβαίνεις ότι σε επηρεάζει;»

«Πάψε!» Τα χέρια του άφησαν το λαιμό της και καταπιάστηκανμε τον κόμπο της ζώνης της. Τον έλυσε γρήγορα κι έβγαλε τηρόμπα της με μια κίνηση. Αμέσως μετά έσπασε κυριολεκτικάτα κουμπιά της πιτζάμας της προσπαθώντας να την ανοίξει.Όταν τα κατάφερε, κοίταξε εξονυχιστικά τη γύμνια της. Την είδενα λαχανιάζει σαν να είχε τρέξει μαραθώνιο. Το δέρμα τηςσκίρτησε κι οι θηλές της ζωντάνεψαν ξανά. Υπέροχο στήθος,

418

λευκό και στητό και ευτυχώς χωρίς προδοτικά ερωτικάσημάδια.

Την αγκάλιασε ξανά κι αφοσιώθηκε στο πρόοωπό της: μάτιαυγρά και βλέμμα βαθύ, σκοτεινιασμένο. Το πιγούνι της έτρεμεκαι πολύ γρήγορα η βαριά ανάσα έγινε ερωτικός λυγμός. Έναθηλυκό που προσκαλούσε.

«Δε θέλω να ξαναπάς μόνη στο δωμάτιό του—» της είπε πολύκοντά στο στόμα της. Στο διάβολο η απορία της για το τραχύφέρσιμό του. Στο διάβολο όλα! «Δε θέλω να με κάνεις ναξανανιώσω έτσι—»

«Είσαι άλλος άνθρωπος—» του είπε πνιχτά. «Δεν ξέρω τι έχειςπάθει, αλλά δεν είσαι εσύ, Άλεξ. Σε παρακαλώ— »

«Τα ορμέμφυτα είναι ίδια για όλους». Άγγιξε το στήθος τηςπάνω απ’ την πιτζάμα κι έπειτα το χάιδεψε αισθησιακά. Τηνάκουσε να βογκά και το κορμί της κινήθηκε σαν να ήθελε καινα μην ήθελε να υπάρξει συνέχεια. «Κάτι τέτοιες στιγμές, οιάνθρωποι δεν έχουν ονόματα, πριγκιπέσα. Γίνονται ζώα—» Τοχέρι του γλίστρησε χαμηλότερα και δοκίμασε την ανάγκη τηςγι’ αυτόν. «Υπακούν μόνο στο ένστικτο και βγαίνουν απ’ τονεαυτό τους. Όταν πονάνε, πονάνε. Όταν χαίρονται, χαίρονται. Κιόταν ποθούν, ζευγαρώνουν. Βαρέθηκα να κοιμάμαι δίπλα σουκαι να σκέφτομαι την μπανιέρα για ν’ ανακουφιστώ. Δε θέλω ναφεύγω τις νύχτες μόνο και μόνο για να κατορθώνω να σουφέρομαι σαν κύριος. Πρέπει να γίνει, για να ησυχάσουμε κι οιδύο, για να καθαρίσει το μυαλό μας. Μια καλή ανάμνηση, στοτέλος τέλος, είναι πολύ καλύτερη απ’ το τίποτα».

Πώς μπορούσε να αρνηθεί μια ερωτευμένη καρδιά; Έλιωνε καιμόνο που την κοιτούσε. Δεν υπήρχε βράδυ που να μην είχε

419

ονειρευτεί αυτή τη στιγμή, κι ας είχε πια συμφιλιωθεί με τηνιδέα του τέλους. Την ξένιζε ο τρόπος του κι η σκληρότητα στοφέρσιμό του, αλλά ήθελε να συμφωνήσει μαζί του, καισυμφώνησε. Ήταν φανερό πως την ήθελε τουλάχιστον όσο τονήθελε κι εκείνη. Τον πίστευε αυτό τον άντρα· τον εμπιστευόταν.

Τη σήκωσε στα χέρια και τη μετέφερε στο κρεβάτι, αφούέκλεισε όλα τα φώτα και βεβαιώθηκε ότι το σκοτάδι ήταναπόλυτο. Δεν τον έβλεπε, αλλά τον άκουσε να γδύνεταιβιαστικά και να πλαγιάζει δίπλα της. Ένιωσε το χέρι του νααγγίζει τρυφερά το μάγουλό της και είδε το κεφάλι του ναγέρνει προς το δικό της. Τα χείλη του φίλησαν το λοβό τουαφτιού της. «Δε θέλω να μ’ αγγίξεις—» της ψιθύρισεχαϊδεύοντας την κοιλιά της. «Θέλω μόνο να δέχεσαι και νανιώθεις. Άσε με να τα κάνω όλα εγώ. Ακόμα κι αν παρασυρθείςαπό την ένταση, να θυμάσαι πως τα χέρια σου δεν πρέπει νακινηθούν. Μόνο έτσι θα γίνεις απόψε δική μου, Σάνια. Αυτόςείναι ο όρος μου—»

Δεν μπορούσε να μιλήσει. Δεν μπορούσε να σκεφτεί καν. Ταδάχτυλά της μάγκωσαν το σεντόνι και τεντώθηκε ολόκληρη στοχάδι του. Ήρεμα και τρυφερά, σαν να την άγγιζε πούπουλο αντίαντρικό χέρι, της έδειξε πόσο όμορφος θα ήταν ο έρωτας μαζίτου. Οι πιτζάμες της εξαφανίστηκαν με μερικές αργές κινήσειςκαι παρότι έμεινε μόνο με το εσώρουχό της, δεν αισθάνθηκεκαμία ντροπή.

«Δε με νοιάζουν τα σημάδια σου, Άλεξ— » κατάφερε να πει.«Άφησέ με να—»

«Όχι». Τη φίλησε παθιασμένα και το χέρι του αγκάλιασε τοστήθος της, υποχρεώνοντάς τη να βογκήξει. «Μόνο έτσι— » τηςείπε δαγκώνοντας απαλά τα χείλη της. «Μου είναι τρομερά

420

δύσκολο, αλλά θα σταματήσω αυτή τη στιγμή, αν επιμείνεις».

Ένιωσε το κορμί του να καλύπτει τέλεια το δικό της και ταχέρια του να αιχμαλωτίζουν τα χέρια της στο στρώμα. Τηφίλησε ξανά και ξανά, προϊδεάζοντάς τη γι’ αυτό που θαακολουθούσε. Κινήθηκε αισθησιακά πάνω της ώρα πολλή,μέχρι που την ένιωσε να χαλαρώνει. Οι μικροί αναστεναγμοίτης, γεμάτοι από πόθο και φόβο μαζί, τον έφεραν στα όριά του,αλλά τιθάσευσε το μυαλό του και δε βιάστηκε. Πολύπλοκοπλάσμα! Άρωμα βανίλιας ανακατεμένο με θηλυκότητααναστολές μπερδεμένες με πάθος ελπίδα μπλεγμένη μεαπογοήτευση για το τέλος που έπρεπε να δοθεί.

«Χαλάρωσε—» της ψιθύρισε. «Αφέσου, γλυκιά μου. Άσε με νατα κάνω όλα εγώ—»

Και τον άφησε. Με αγάπη και τυφλή εμπιστοσύνη. Ένιωσε ταχάδια του παντού και δάκρυσε απ’ την ανάγκη της να γίνει έναμαζί του. Κρίμα που δεν μπορούσε να τον δει εκείνη τη στιγμή.Κρίμα που έπρεπε να συμβιβαστεί μόνο με τη θέα τηςσκοτεινής φιγούρας του καθώς χόρευαν αυτό το μαγευτικόχορό των αισθήσεων. Μόνο τον άκουγε: την ανάσα του, ταπνιχτά βογκητά του, τα τρυφερά λόγια.

Ψιθύρισε το όνομά του πολλές φορές, πότε ικετευτικά και πότεεκστατικά. Τέντωσε το κορμί της και γεύτηκε— απόλαυσε—κατάλαβε— Ακόμα και οι πιο λυρικές περιγραφές τωναγαπημένων της μυθιστορημάτων της φάνηκαν άχρωμες. Όσαένιωθε, όσα ανακάλυπτε κι αισθανόταν ξεπερνούσαν κάθε γήινηδιάσταση κι εξυψώνονταν τόσο, που έμοιαζαν θεϊκά. Τοναγαπούσε. Όλα ήταν τέλεια, γιατί τον αγαπούσε.

«Βλέπεις;» τη ρώτησε κάνοντας όσο πιο αργές κινήσεις του

421

επέτρεπε ο αυτοέλεγχός του προκειμένου να τον συνηθίσειμέσα της. «Καταλαβαίνεις τώρα πόσο συγκλονιστικό μπορεί ναείναι;»

«Εσύ το κάνεις έτσι— » μουρμούρισε παλεύοντας ναελευθερώσει τα χέρια της για να τον αγγίξει. «Κανείς δενμπορεί να είναι όπως εσύ—»

Σε αντίθεση με τη δική της όραση, η δική του δεν του έκρυβετίποτε. Είδε το όμορφο πρόσωπό της πότε να δακρύζει, πότε ναεπιθυμεί, πότε να παθιάζεται και πότε να λυπάται. Είδε το κορμίτης να συσπάται σε κάθε του άγγιγμα και η γύμνια της ήταν τοωραιότερο έργο τέχνης που αντίκρισε ποτέ. Ήθελε ναπαρατείνει όσο περισσότερο μπορούσε την επαφή, αλλάκατάλαβε πως ξεπερνούσε τα όριά του κι έκανε να τραβηχτεί.

Δεν”πρόλαβε να την εμποδίσει. Τα πόδια της κλειδώθηκανγύρω του με μια δύναμη που φάνταζε εξωπραγματική και τονκράτησαν μέσα της. «Σάνια, όχι!» φώναξε ταραγμένος, αλλά τηνίδια στιγμή οι δικές του δυνάμεις τον πρόδωσαν. Ήταν αδύνατονα συγκρατηθεί περισσότερο μετά από τόση ώρα που πάλευε ναπαρατείνει την απόλαυσή της. Ολοκλήρωσε μέσα της κιαναστενάζοντας έγειρε πάνω Της. Ασυναίσθητα έσφιξε τουςκαρπούς της ακόμα περισσότερο και την πόνεσε με το βάροςτου. Το μάγουλό της ακούμπησε στο στήθος του κι η καρδιάτου άρχισε να χτυπά τρελά, αφηνιασμένα.

Για λίγο δεν ακουγόταν τίποτα εκτός απ’ τις βαριές τους ανάσεςκαι τον άνεμο που φυσούσε δυνατά. Για λίγο όμως: όσοεξακολουθούσε να κρατά τα σκήπτρα η μαγεία τωνπροηγούμενων στιγμών και το μυαλό αρνιόταν να εγκαταλείψειτις όμορφες εικόνες και να προσγειωθεί στην πραγματικότητα.

422

Μόλις πέρασαν όμως αυτές οι στιγμές, όλα χάθηκαν. Πρώταακούστηκε μια βρισιά κι έπειτα τα κορμιά χωρίστηκαν. Ο Άλεξσηκώθηκε, αναζήτησε τα ρούχα του νευρικά και ντύθηκεαστραπιαία. Η Σάνια τράβηξε την κουβέρτα για να καλυφθεί κιαπέμεινε μαρμαρωμένη απ’ το σοκ να κοιτάζει τον άντρα πουτώρα μόνο τρυφερός εραστής δεν έδειχνε. Φοβισμένη, άναψετο πορτατίφ χωρίς να το σκεφτεί. Τον είχε δει ξανά θυμωμένο,αλλά ποτέ τόσο πολύ. Το πρόσωπό του έμοιαζε με πέτρινημάσκα, και για πρώτη φορά η μαύρη καλύπτρα έδειχνε πάνωτου τρομακτική. Ήταν φως φανάρι πως την κατηγορούσε. Καιενώ λίγο πριν το βλέμμα του την αγκάλιαζε σαν να ήτανπολύτιμος θησαυρός, τώρα ήταν φανερό πως αντίκριζε ένανεχθρό.

«Ξέρω πως δεν το έκανες επίτηδες», της είπε προσπαθώνταςσκληρά να διατηρήσει την ψυχραιμία του.

Πάλι καλά, σκέφτηκε με πίκρα εκείνη τρέμοντας κάτω απ’ τηνκουβέρτα, που φρόντισε να την τραβήξει μέχρι το λαιμό. Ταμάτια της την έτσουζαν. Ήθελε να ξεφωνίσει και να κ\άψει, όχιαπαραίτητα με αυτή τη σειρά. Ήξερε όμως πως ήτανπροτιμότερο να παραμείνει σιωπηλή. Της έφτανε και τηςπερίσσευε το γεγονός πως μόλις είχε καταστραφεί η ωραιότερηστιγμή της ζωής της· δεν ήταν ανάγκη να την ποδοπατήσεικιόλας. Περιορίστηκε να ρουφήξει τη μύτη της και να θάψειβαθιά μέσα της τον άτακτο λυγμό. Κατάφερε κιόλας ναδιατηρήσει το βλέμμα της πάνω του αντί να κουκουλωθεί μέχριτην κορφή του κεφαλιού, όπως ένιωθε ενστικτωδώς πωςέπρεπε να κάνει.

«Οφείλω όμως να ξεκαθαρίσω τη θέση μου απέναντί σου».

«Πειράζει να μην το συζητήσουμε τώρα;» Η φωνή της βγήκε με

423

τέτοια δυσκολία, που θα νόμιζε κανείς ότι την είχαν κουρδίσειγια να προφέρει μόνο αυτά τα λόγια.

«Θέλεις μήπως να πας πρώτα στο μπάνιο;»

Τα παντζάρια είχαν λιγότερο κόκκινο χρώμα απ’ αυτό πουαπλώθηκε στο πρόσωπό της εκείνη τη στιγμή. Η μαγεία είχεχαθεί οριστικά και αμετάκλητα.

«Για τ’ όνομα του Θεού, Σάνια, δεν καταλαβαίνω γιατίμουτρώνεις. Σε ρώτησα απλώς αν θέλεις να— Γαμώτο μου, δεθα βγάλω άκρη!» κατέληξε αγανακτισμένος κι αναζήτησε μεμανία τη θήκη των πούρων του. Άναψε ένα με λαχτάρα, λες καιτου το χαν στερήσει χρόνια, και φύσηξε σαν νευρασθενικός τονκαπνό του. Κοίταξε εναλλάξ το ταβάνι, το πάτωμα, τοπαράθυρο, την πόρτα του μπάνιου, κι αφού το πήρε απόφασηπως έπρεπε να την κοιτάξει στα μάτια, το έκανε με τα χίλιαζόρια.

«Όχι, δε θέλω!» Ήξερε πως έδειχνε γελοία έτσι όπωςπροσπαθούσε να κουμαντάρει την κουβέρτα για να σηκωθεί,αλλά δεν την ένοιαζε. Θα στεκόταν όρθια απέναντί του σαν ίσηπρος ίσο. Το γεγονός πως έμοιαζε με φασκιωμένη μούμιαελάχιστα την απασχολούσε. Αν έπρεπε οπωσδήποτε νακαβγαδίσουν, θα καβγάδιζαν σωστά: σε όρθια στάση και οι δύο,πρόσωπο με πρόσωπο, έχοντας όσα ακριβώς μειονεκτήματακαι πλεονεκτήματα τους αναλογούσαν. «Και τώρα μπορείς ναμου πεις γιατί φέρεσαι σαν γαϊδούρι», είπε τινάζοντας περήφανατο πιγούνι.

«Δεν ξέρεις γιατί;» Καπνός και ανάσα βγήκαν με την ίδια οργή.«Είσαι ηλίθια; Δεν κατάλαβες τι έγινε πριν, Σάνια;»

424

«Κατάλαβα». Άλλο ένα ηρωικό τίναγμα του πιγουνιού. «Και σεδιαβεβαιω πως δε χρειάζεται να ανησυχείς. Αν έμεινα έγκυοςαπόψε, δε θα το μάθεις ποτέ».

«Μπράβο, λογικό κορίτσι. Τώρα ανακουφίστηκα».

«Με ειρωνεύεσαι;»

«Εσύ τι λες; Δε νομίζω να σου έχω δείξει τόσο καιρό ότι είμαιαπό αυτούς που προσπερνούν τις ευθύνες που τουςαναλογούν».

«Και γιατί, παρακαλώ, να εμπιστευτώ όσα μου έδειξες; Είσαιγεμάτος εκπλήξεις, απ’ ό,τι κατάλαβα. Διχασμένηπροσωπικότητα, σαν το φίλο σου τον Ρωμανό. Ειλικρινά, αυτήτη στιγμή δε θέλω να κουβεντιάσω τίποτα μαζί σου. Θέλω ναφέρω πάλι στο νου μου τις ωραίες στιγμές που μου χάρισες καιμετά να τις διαγράψω. Αυτό θέλω, Άλεξ. Να μασήσω, νακαταπιώ και να φτύσω. Μόνο αυτό. Η συζήτηση μπορεί ναπεριμένει, αν δεν έχεις αντίρρηση».

«Αν όμως έχεις μείνει έγκυος—»

«Τελικά θέλω να πάω στο μπάνιο», τον έκοψε περιφρονητικάκαι του γύρισε την πλάτη. Μπήκε στο λουτρό και κοπάνησε τηνπόρτα πίσω της. «Κι αφού ξεπλυθώ καλά, μετά θα κοιμηθώ!»τσίριξε δίνοντας και μια κλοτσιά στην πόρτα. «Μόνη μου!»πρόσθεσε και άνοιξε τέρμα τη βρύση για να μην ακούγεται τοκλάμα της.

Ο Άλεξ βούτηξε το πανωφόρι του και της χάρισε χωρίς δεύτερησκέψη την πολυπόθητη μοναξιά της.

425

Άλλη μία πόρτα κοπανήθηκε άγρια, κι ένα λεπτό αργότεραακούστηκε η μηχανή του αυτοκινήτου του να μουγκρίζει.

«Διακόπτω κάτι;»

Αμέσως μόλις του άνοιξε η αλλοδαπή οικιακή βοηθός, πήγεστο δωμάτιο της αδερφής του ακολουθώντας τα γέλια πουέφτασαν στ’ αφτιά του. Άνοιξε την πόρτα χωρίς να χτυπήσει, καιβρήκε τον Ζακ με τον ανιψιό του αγκαλιά να λέει όλα εκείνα ταακαταλαβίστικα που λένε συνήθως οι ενήλικοι στα βρέφη. Τομωρό ήταν οαν γατάκι πάνω στο πλατύ του στέρνο, πουπαρεμπιπτόντως ήταν θεόγυμνο εξαιτίας της τακτικής πρωινήςτου γυμναστικής. Φορούσε μόνο το κάτω μέρος της φόρμαςτου, τα μαλλιά του έσταζαν ακόμα απ’ το ντους, και στο ωραίοπρόσωπό του είχε αποτυπωθεί μια βλακώδης έκφραση σαναυτή του κάθε χαζομπαμπά. Δίπλα του -πολύ κοντά του, για τηνακρίβειαστεκόταν η Μαρία ντυμένη με το αέρινο λευκόνεγκλιζέ της, απολαμβάνοντας φανερά τη στιγμή με ένα ακόμαπιο βλακώδες χαμόγελο.

Τινάχτηκαν κι οι δύο με την είσοδό του σαν να άγγιξαν γυμνόκαλώδιο. Τα χαμόγελα έγιναν πιο αξιοπρεπή και τα κορμιά τουςστυλώθηκαν νευρικά όπως των νεοσύλλεκτων μπροστά στοδιοικητή τους. «Σαν τι να διακόπτεις;» αρπάχτηκε αμέσως οΖακ. «Όπως κάθε πρωί, ήρθα να δω τι κάνει ο μικρός μουφιλαράκος».

«Α, ώστε σου έγινε συνήθεια η πρωινή επίσκεψη στηνκρεβατοκάμαρα της αδερφής μου», παρατήρησε ο άλλος μεύφος επιστήμονα που δήλωνε ότι μόλις ανακάλυψε τη λύση στοενεργειακό πρόβλημα του πλανήτη.

Η Μαρία δεν έπιασε τα πάντα, γιατί μιλούσαν πολύ γρήγορα,

426

και τους κοίταξε απορημένη.

«Υπονοείς κάτι, φίλε;»

Το μωρό άρχισε να κλαίει, λες και μυρίστηκε την ένταση.

«Να το ξέρεις πως έτσι ξεκινάνε τα μεγαλύτερα λάθη: από τιςπρωινές επισκέψεις στις κρεβατοκάμαρες».

«Αχά!» Ο Ζακ έδωσε το μωρό στη μητέρα του και πλεύρισε τονΆλεξ. «Η μέρα σου δεν ξεκίνησε και τόσο καλά, απ’ ό,τι βλέπω—»

«Θα σου πω».

Απομονώθηκαν στην κουζίνα, έκλεισαν την πόρτα πίσω τους κιο Άλεξ του είπε στα γρήγορα τι είχε συμβεί καπνίζονταςδιαρκώς. Το χρώμα του, κόκκινο από την ώρα που μπήκε στοδωμάτιο της Μαρίας, κατέληξε να γίνει έντονο μοβ. Στο τέλοςσωριάστηκε σε μια καρέκλα για να μην μπει στον πειρασμό νασπάσει το μισάνοιχτο ντουλάπι που έβλεπε όση ώρα διηγιόταντο πρωινό φιάσκο και του έσπαγε τα νεύρα.

«Τι διάολο πήγες κι έκανες;» τον πρόγκηξε κι ο Ζακ, πουπροφανώς δεν είχε καμία διάθεση να τον παρηγορήσει.«Καταλαβαίνεις τι πήγες και είπες; Δεν τη γνώρισες σε πορνείο,Γιατρέ. Έπρεπε να τη σεβαστείς και να την κάνεις να καταλάβειπόσο ξεχωριστή είναι».

«Τρόμαξα». Κατέβασε το κεφάλι και πέρασε νευρικά ταδάχτυλα στα μαλλιά του.

«Με την προοπτική να αποκτήσεις αναπάντεχο διάδοχο ή με τηνπροοπτική να δεθείς μαζί της ακόμα περισσότερο απ’ όσο έχεις

427

δεθεί ήδη, εννοώ—»

«Τι σκατά κάθεσαι και μου λες;» του έμπηξε τις φωνές.

«Το αυτονόητο. Πως έχεις τσιμπηθεί με τη μικρή». «Απλώςνοιάζομαι—»

«Τι θα μου πεις τώρα εσύ; Δεν περιμένω να ακούσω και τίποτασυγκλονιστικό. Το “νοιάζομαι” είναι μια πρόοδος. Μέχρι τώρανοιαζόσουν για τα σταφύλια, τα βιβλία, το άλογο και το σκύλοσου. Εγώ το βλέπω αλλιώς: τις ελάχιστες φορές που έχω—νοιαστεί αληθινά για γυναίκα, κόντεψα να την παντρευτώ».

«Τι θα κάνω αν μείνει έγκυος, Ζακ;» τον κοίταξε με απόγνωση.

«Θα χαρώ πολύ να γίνω νονός».

«Τι κάθομαι και μιλάω μαζί σου;» Σηκώθηκε και πλησίασε τοπαράθυρο.

«Αν είσαι τόσο— εύστοχος με τη μία, τότε θα μιλήσουμεπραγματικά. Προς το παρόν, υποθέτεις μόνο. Κάτσε να δούμεαν έχει συμβεί το μοιραίο, και μετά το αντιμετωπίζουμε».

Είχε δίκιο. Η αντίδρασή του ήταν υπερβολική. Φέρνοντας στομυαλό του την πληγωμένη της έκφραση, βρήκε ακόμα ένανκαλό λόγο να μισεί τον εαυτό του. Κοίταξε αφηρημένος τοδρόμο έξω απ’ την πύλη της βίλας. Μια γυναίκα έσερνεχαμογελαστή το καροτσάκι με το μωρό της. Σαν να ήταν βαλτήκι αυτή, κοντοστάθηκε και κοίταξε το παράθυρο όπου στεκότανεκείνος. Μέσα στον παραλογισμό του, ένιωσε το βλέμμα τηςεπικριτικό, κι ας ήταν αδύνατο να ήξερε εκείνη, μια άγνωστη,τον απαράδεκτο τρόπο που είχε φερθεί σε μια άλλη γυναίκα

428

λίγη ώρα πριν, μόνο και μόνο επειδή είχε επιτρέψει να υπάρξειη πιθανότητα να έχει μέσα της το παιδί του.

Δεν πρόλαβε να γυρίσει την πλάτη για να αντιμετωπίσει τοβλέμμα του Ζακ. Οι δύο απανωτοί πυροβολισμοί διαπέρασαν τοτζάμι, σπέρνοντας παντού θρύψαλα.

Ακούστηκαν γυναικεία ουρλιαχτά, αντρικές βρισιές και οιασταμάτητες τσιρίδες ενός βρέφους, που άφησε τη γαλήνη τουθηλασμού κι άρχισε να κλαίει.

Μόλις είχε καταφέρει να αποκτήσει σιγουριά στο περπάτημάτης, και τώρα το απολάμβανε εξερευνώντας το όμορφο σπίτιτου μπαμπά και της μαμάς απ’ άκρη σ’ άκρη. Αφού η μαμά δεντην πρόσεχε, πήγε εύκολα σε όποια δωμάτια ήταν ανοιχτά καιδε χρειαζόταν να φτάσει την πετούγια. Είχε κουτουλήσειαρκετές φορές βέβαια στους τοίχους και τις κολόνες, αλλά δεντην ένοιαζε. Ήταν πολύ ωραία που μπορούσε να περπατά σαντα άλλα παιδάκια. Δε θα της ξέφευγε τίποτα τώρα. Θα ταέβλεπε και θα τα μάθαινε όλα.

«Μπαμπά!» αναφώνησε τρισευτυχισμένη που τον βρήκε στοδωμάτιό της. «Δικό μου αυτό!» είπε αμέσως μετά, τρέχοντας ναπάρει απ’ τα χέρια του το αγαπημένο της λούτρινοδεινοσαυράκι. «Δικό μου, σου λέω!»

Ο μπαμπάς της έκοψε μια κλωστή απ’ το κουκλάκι της καιβιάστηκε να της το δώσει για να μην τη στεναχωρήσει. Έπειτατη σήκωσε στα χέρια, την έκλεισε στην αγκαλιά του και τηφίλησε. «Δε θέλω να το-χάσεις ποτέ αυτό, ομορφιά μου», τηςείπε γλυκά στο αφτί. «Δεν υπάρχει άλλο ίδιο στον κόσμο, και τοπήρα μόνο για σένα. θέλω να το έχεις πάντα, ακόμα κι ότανγίνεις μεγάλη κοπέλα—»

429

«Είναι δεινόσος!» φώναξε χαρούμενα η Σάνια, πιστεύοντας πωςείχε πει τη λέξη σωστά. «Ο δικός μου δεινόσος! Πάντα, πάνταδικός μου!»

«Ναι, ομορφιά μου, πάντα. Αν έχεις αυτό, είναι σαν να έχειςεμένα. Δεν μπόρεσα να σκεφτώ κάτι άλλο. Δε θα μάθουν ποτέέτσι. Όταν μεγαλώσεις λίγο ακόμα, θα μάθεις, θα τακαταλάβεις όλα. Μέχρι τότε όμως, μην το χάσεις ποτέ.Σύμφωνοι;»

«Δικό μου, δικό μου—» Το είπε πολλές φορές φωναχτά καιτραγουδιστά. «Ο δεινόσος του μπαμπά, δικό μου!» «Πάμε τώρανα σ’ αλλάξω. Δε σου χω πει τόσες φορές να μην παίζεις με τανερά; Όλο αταξίες κάνεις, ομορφιά μου—»

Ο τρυφερός του τόνος δεν την έπεισε ότι είχε κάνει κάτι κακό,κι έισι χειροκρότησε. Ο μπαμπάς της γέλασε, οπότεξαναχειροκρότησε πολλές φορές, αφού αυτό τον έκανε να γελά.Τι καλό μπαμπά που είχε! Ήταν πιο καλός απ’ τη μαμά της,πολύ πιο καλός. Εκείνη όλο τη μάλωνε κι όλο της πονούσε ταποδαράκια με τα νύχια της. Δεν την αγαπούσε!

Έδωσε ένα μεγάλο φιλί στον μπαμπά της και με τοδεινοσαυράκι αγκαλιά έγειρε στο στήθος του. Ήταν χαρούμενηέτσι. Αχ, μακάρι να ήταν μόνοι οι δυο τους σ’ αυτό το σπίτι. Δεντην ήθελε πια τη μαμά της. Δεν την ήθελε καθόλου—

Έφτασε τρέχοντας στο σπίτι του Ρωμανού Κατρά, αγνοώνταςαπό πού πήρε τη δύναμη. Η πύλη ήταν ορθάνοιχτη και η νεαρήυπηρέτρία που στεκόταν λίγο παραμέσα με το μωρό τηςΜαρίας αγκαλιά έκλαιγε και φώναζε κάτι στη γλώσσα της. ΗΣάνια σταμάτησε το τρεχαλητό και προσπάθησε να κρατηθείόρθια. Ζαλιζόταν ακόμα απ’ την πρόσφατη επαναφορά της

430

μνήμης της, και την είχε λούσει κρύος ιδρώτας. Τα μάτια τηςστάθηκαν στο σπασμένο παράθυρο της κουζίνας και το κακόπροαίσθημα την πλημμύρισε. Πάσχισε να θυμηθεί το όνομα τηςκοπέλας, αλλά παραιτήθηκε μετά από μια σπγμή. «Τι έγινε;»ρώτησε μόνο λαχανιασμένα, πνιχτά. «Τι έγινε;» επανέλαβε.

«Δεν ξέρω! Πρώτα πυροβολισμοί και μετά δυο κύριοι άρχισανκυνηγητό. Κυρία μέσα. Φωνάζει αστυνομία— »

Παραπάτησε. Γύρεψε κάτι για να κρατηθεί, αλλά το μόνοπρόχειρο στήριγμα ήταν το μπράτσο της υπηρέτριας. Το άδραξεμε δύναμη. «Προς τα πού πήγαν; Με τι έφυγαν;»

«Αυτοκίνητο γιατρού. Είχαν όπλο».

«Όπλο;» Τα χάσε.

«Ήταν γυναίκα έξω, καρότσι με κούκλα αντί μωρό. Μπήκε σεαυτοκίνητο κι έφυγε. Πίσω κύριος Ρωμανός και γιατρός.Φοβάμαι!»

Δεν ωφελούσε να ρωτήσει άλλα. Είδε από μακριά τη Μαρία νακαταφθάνει τρέχοντας. Ήταν σε κατάσταση υστερίας κι αυτή.Φορούσε ακόμα το νυχτικό της και το πρόσωπό της ήτανγεμάτο δάκρυα. Το δέρμα της είχε πα,νιάσει. «Έρχεται ηαστυνομία—» ανακοίνωσε ξέπνοα, «θεέ μου, τι ήταν κι αυτό;Ευτυχώς αστόχησε. Σημάδευε τον Αλεξ».

Ξεφύσηξε ανακουφισμένη με την είδηση. Ο Άλεξ ήταν καλά,δόξα τω θεώ! Δάκρυσε χωρίς να το θέλει. Από μακριάακούστηκαν σειρήνες περιπολικών και δυο λεπτά μετάφρέναραν απότομα έξω απ’ τη βίλα.

431

Ακολούθησε πανδαιμόνιο. Καμιά δεκαριά πάνοπλοι άντρεςμπήκαν στο σπίτι, κι οι μισοί βάλθηκαν να βεβαιώνονται πως οιγυναίκες, πέρα από το σοκ, ήταν καλά στην υγεία τους. Οεπικεφαλής επέμεινε να τις συνοδεύσει στο εσωτερικό τουσπιτιού, αλλά η Σάνια και η Μαρία αρνήθηκαν κοφτά. Δε θα τιςκουνούσε κανείς απ’ τη θέση τους. θα έμεναν εκεί μέχρι τηστιγμή που θα έβλεπαν τον Ρωμανό και τον Άλεξ ναεπιστρέφουν.

«Σάνια, ίσως εσύ θα έπρεπε να πας στο σπίτι σου—» είπε ηΜαρία με ύφος παράξενο. Έμοιαζε να θέλει να τη διώξει.

«Όχι!» της φώναξε. «Για μένα έγιναν όλα αυτά. θα μείνω και θαπεριμένω».

«Φαίνεσαι χλομή—»

«Έχουμε ακριβούς την ίδια όψη».

Η Μαρία δεν επέμεινε, αλλά η Σάνια την είδε με την άκρη τουματιού της να κάνει κρυφά το σταυρό

της.

Ήταν δεινή οδηγός κι είχε φροντίσει να νοικιάσει αυτοκίνητοεφάμιλλο του Range Rover του Άλεξ Γκρέι για την περίπτωσηπου τα πράγματα δε θα εξελίσσονταν όπως σκόπευε. Τελικάαποδείχτηκε πως η προνοητικότητά της της βγήκε σε καλό.Αμέσως μόλις αντιλήφθηκε πως για μια ακόμα φορά οι σφαίρεςτης δε βρήκαν στόχο, παράτησε το καροτσάκι, μπήκε στοαυτοκίνητο κι άρχισε την πιο ριψοκίνδυνη κούρσα της ζωής της.

Πάτησε γκάζι ελέγχοντας κάθε τόσο τον κεντρικό καθρέφτη.

432

Την έφταναν. Έβλεπε το μαύρο τζιπ να ελίσσεται ανάμεσα στααυτοκίνητα με τέτοια ευκολία, που τρομοκρατήθηκε. Άρχισε νακορνάρει μανιασμένα για να παραμερίσουν οι οδηγοί δίπλα τηςκαι μπροστά της. Είχε εκπονήσει με μεγάλη προσοχή το σχέδιοδιαφυγής της, αλλά τώρα όλα έδειχναν να την οδηγούν σεαδιέξοδο.

Είχε υποτιμήσει τη δύναμη του Range Rover, γιατί τώρα τοέβλεπε να κολλά σχεδόν στον προφυλακτήρα της. Έκοψεαπότομα το τιμόνι δεξιά, μπήκε σφήνα ανάμεσα σε δύονταλίκες και περνώντας ξυστά ανάμεσά τους κατάφερε ναπροπορευτεί πάλι αρκετά. Ευτυχώς, δεν είχε μεγάλη κίνησηστην εθνική. Λίγα χιλιόμετρα ακόμα και θα έμπαινε στηνπαράκαμψη που ήθελε. Έπειτα θα παρατούσε το αμάξι και θαδιέφευγε πεζή στο δάσος. Ήξερε κάθε γωνιά και κάθε σκοτεινόμονοπάτι του. Αν έφτανε σώα μέχρι εκεί, δε θα την εντόπιζαν.

Τα χιλιόμετρα έγιναν μέτρα και το βέλος της παράκαμψηςαποτυπώθηκε με ανακούφιση στα μάτια της. Αυξάνονταςταχύτητα, τους έκανε να πιστέψουν πως θα συνέχιζε ευθεία,αλλά την τελευταία στιγμή πήρε απότομα τη στροφή καισυγκράτησε το αυτοκίνητο καθαρά από τύχη. Γέλασε δυνατάμόλις είδε ότι το τζιπ δεν πρόλαβε να στρίψει. Τράβηξεχειρόφρενο, παράτησε το αμάξι στην άκρη του δρόμου καιξεχύθηκε στο δάσος.

Δεν κοίταξε πίσω της, από φόβο μη σπαταλήσει ούτεδευτερόλεπτο. Καθώς όρμησε στον πευκόφυτο δρυμό, άκουσεμόνο λάστιχα να στριγκλίζουν και κάποιους να τρέχουν. Ηπερούκα της μαγκώθηκε σε ένα κλαδί, αλλά δε νοιάστηκε νασταματήσει. Θα την έχαναν. Έπρεπε να τη χάσουν.

Λίγο πριν φτάσει στη σπηλιά που θα την έκρυβε από τους

433

διώκτες της, στραβοπάτησε σε μια πέτρα.

Άκουσε καθαρά το «κρακ» που έκανε το γόνατό της καθώςέσραγε, κι αφήνοντας μια κραυγή σωριάστηκε μισολιπόθυμηστο χώμα.

ΣΥΡΘΗΚΕ ΜΕΧΡΙ ΤΗ ΣΠΗΛΙΑ δαγκώνοντας τα χείλη της γιανα μην ουρλιάξει απ’ τον πόνο. Η κνήμη της κρεμόταν αφύσικαστο πλάι και το σώμα της είχε γεμίσει γρατσουνιές από τακλαδιά και τους θάμνους. Τα γάντια είχαν γλιτώσει τα χέρια της,αλλά μόνο αυτά έδειχναν να έχουν ακόμα δυνάμεις. Μετέφερεπρόχειρα στην είσοδο της σπηλιάς όσα ξερόχορτα μπόρεσε νααρπάξει και ζάρωσε στη θέση της ανασαίνοντας όσο πιοαθόρυβα γινόταν.

Τους είδε.

Ήταν πολύ κοντά της τώρα.

Ο ψευτογιατρός κρατούσε προτεταμένο το περίστροφοκινούμενος ανάμεσα στα δέντρα σαν κομάντο κι ο άλλος ήτανσκυφτός και μελετούσε τα ίχνη στο έδαφος. Την έπιασεπανικός. Θα την εντόπιζαν οπωσδήποτε. Κάθε τους κίνηση καικάθε τους ματιά στο χώρο είχε τη στάμπα του επαγγελματία.Ήξεραν ακριβώς πώς να κινηθούν και πώς να ψάξουν.Λειτουργούσαν με την άνεση παλιών συντρόφων καισυνεννοούνταν με το βλέμμα και κοφτές, σύντομεςχειρονομίες. Εκείνοι είχαν φερθεί πολύ πιο έξυπνα: είχαν γδυθείαπό τη μέση και πάνω, για να αποφύγουν να μαγκωθούν ταρούχα τους στην πυκνή βλάστηση.

Έφερε το χέρι της στο στόμα για να πνίξει την κραυγή που τηςανέβηκε αυθόρμητα στο λαρύγγι: άλλο ένα τατουάζ σαν κι αυτό

434

που της περιέγραψε η Κάτια φαινόταν καθαρά στο στέρνο τουΡωμανού Κατρά. Τα σώματα των δύο αντρών ήταναπαράλλακτα: βαριά, ογκώδη και με αμέτρητους μυς ναφαντάζουν καμωμένοι από μάρμαρο. Είχε κι ο Ρωμανόςπαρόμοια σημάδια με του Άλεξ Γκρέι, μόνο που έδειχναν ναπροέρχονται από τραύματα αντί για μαχαιριές. Αν ήξερε πούπήγαινε να μπλέξει—

Έκλεισε τα μάτια κι έκανε μια βουβή προσευχή βλέποντας τονΆλεξ Γκρέι να γονατίζει στην είσοδο της μικρής σπηλιάς. Ήταναργά, όλα έδειχναν να έχουν τελειώσει.

Ούρλιαξε απ’ τον πόνο όταν το χέρι του Άλεξ Γκρέι χώθηκεστην κρυψώνα της και την έσυρε βάναυσα έξω. Άρχισε νακλαίει υστερικά, παρακαλώντας ανάμεσα στους λυγμούς της ναμην τη σκοτώσουν. ‘Ενιωσε την κάννη του περίστροφου νακολλά στον κρόταφό της την ώρα που ένα άλλο αντρικό χέριτραβούσε το κεφάλι της από τα μαλλιά για να αποκαλυφθεί τοπρόσωπό της. Άνοιξε τα μάτια. Το βλέμμα της συγκρούστηκεμ’ εκείνο του Άλεξ Γκρέι, που έπεφτε πάνω της με μίσος.Περίμενε την έκπληξή του, αλλά δεν ιην αντίκρισε ποτέ. Μόνοένα ψυχρό χαμόγελο είδε, σαν του δήμιου λίγο πριν εκτελέσειτη μακάβρια δουλειά του. Η κάννη πίεσε ακόμα πιο πολύ τοκεφάλι της και, παρότι δεν το είδε, ήξερε πως τα χαμόγελαέγιναν δύο.

Την είχαν στο χέρι.

«— Ήταν ψηλή, γύρω στο 1,75, μελαχρινή και κάπως εύσωμη.Δεν μπόρεσα να δω το πρόσωπό της. Φορούσε τζιν παντελόνι,λευκό κοντομάνικο φανελάκι και άσπρα αθλητικά παπούτσια.Δυστυχώς, τη χάσαμε μέσα στο δάσος. Οι άντρες σας ελέγχουνήδη το νοικιασμένο αυτοκίνητο με το οποίο έφτασε ως εδώ για

435

αποτυπώματα, αν και δεν πιστεύω πως θα έχει κάνει τέτοιολάθος. Λογικά, θα φορούσε γάντια—» κατέληξε ο Άλεξ, καιδίπλα του ο Ρωμανός συνηγορούσε κουνώντας το κεφάλι.

Η Σάνια τους παρακολουθούσε από απόσταση καθισμένη σεμια πολυθρόνα, προσπαθώντας να παίξει πειστικά το ρόλο τηςανήσυχης συζύγου που είχε περάσει αρκετές ώρες μέσα στηναγωνία. Στο σαλόνι είχαν μείνει μόνο δύο αξιωματικοί τηςΑσφάλειας, η Μαρία με το μωρό κι οι δύο άντρες, που έδινανήρεμα την κατάθεσή τους. Η υπηρέτρια είχε ζητήσει άδεια ναγυρίσει στο σπίτι της, κι είχε γίνει καπνός.

Έσφιξε τα μπράτσα της πολυθρόνας στην προσπάθεια ναχαμογελάσει τρυφερά στο σύζυγό της κι ευχήθηκε να μηνκαταλάβαινε κανείς το τρέμουλο των χειλιών της. Εδώ και μίαώρα, απ’ τη στιγμή δηλαδή που οι δύο άντρες επέστρεψαν στοσπίτι, πάλευε άγρια να φέρεται φυσιολογικά και να κρύβει τηνταραχή της για όσα διαδραματίζονταν μπροστά στα μάτια της: οΆλεξ να παραδίδει το όπλο του -το δικό του όπλοστουςαστυνομικούς’ ο Άλεξ να περιγράφει παγερά τον τρόπο πουκαταδίωξε το αυτοκίνητο της γυναίκας· ο Άλεξ να περιγράφειαμέσως και με κάθε λεπτομέρεια τον τύπο του δικού τηςόπλου, τη χωρητικότητα του γεμιστήρα της και τους λόγουςπου, κατά τη γνώμη του, οι βολές της είχαν αστοχήσει.

Δεν την κοιτούσε όση ώρα τα έλεγε αυτά, αλλά τώρα, καθώς οιαξιωματικοί έκλειναν τα σημειωματάρια κι έβαζαν τα στιλόστην τσέπη τους, ήταν το μόνο που έκανε. Την κοιτούσεεπίμονα και σταθερά. ΣανΎα ήξερε πως τον περίμεναν οιερωτήσεις της και σαν να δήλωνε πως θα ήταν εκεί για να τιςαντιμετωπίσει.

«Πάμε σπίτι;» τη ρώτησε πλησιάζοντας την, ενώ ο Ρωμανός κι

436

η Μαρία συζητούσαν χαμηλόφωνα στην άλλη άκρη τουσαλονιού.

To βλέμμα της στάθηκε πάνω τους. Ο Ρωμανός την περνούσεένα κεφάλι κι έμοιαζε με θωρηκτό δίπλα σε ψαρόβαρκα. Εκείνηλεπτεπίλεπτη και γλυκιά, εκείνος σκοτεινός και άγριος. Ταμαύρα ρούχα τον έκαναν να δείχνει ακόμα ψηλότερος απ’ ό,τιήταν. Ο τρόπος που κάπνιζε της θύμιζε κατάδικο πουαπολάμβανε την κάθε ρουφηξιά σαν να ταν η τελευταία. Αγριααρρενωπός κι επικίνδυνος: το είδος του άντρα που πάντα τηφόβιζε.

Τα μάτια της στάθηκαν ψύχραιμα στον Άλεξ. Εκείνη τη στιγμή,ίσως την πρώτη από τη μέρα που τον γνώρισε, της φάνηκε πωςδε διέφερε και πολύ απ’ τον Ρωμανό Κατρά: είδε ίδια σκοτάδιαστο βλέμμα του κι ίδιο κίνδυνο στη θωριά του κινήσεις κοφτέςκι απότομες· καμία ευγένεια και πραότητα. Ωκεανός, όχι λιμάνι,κατέληξε.

«Θα μου πεις ποιος είσαι;» τον ρώτησε χωρίς να σηκωθεί απ’τη θέση της, αφού ήξερε ότι τα πόδια της δε θα την κρατούσαν.Σε αντίθεση με το βλέμμα του, το δικό της είχε όλη τη γαλήνητου κόσμου. Περίμενε να ακούσει πως την είχε εξαπατήσει, κιήθελε να έχει τη χαρά να της το πει κοιτώντας τηνκαταπρόσωπο.

«Τώρα;» Κοίταξε με νόημα την αδερφή του και τον Ζακ. «Εδώ;»

Δεν περίμενε την αντίδρασή της. Τινάχτηκε όρθια και τονέσπρωξε με όλη της τη δύναμη. Το μίσος είχε μετατρέψει ταγαλάζια μάτια της σε αστραφτερά σπαθιά, που ήταν ικανά νατον αφήσουν στον τόπο με τη μία. Την είδε να τον πλησιάζειπολύ. Κι έπειτα τον χαστούκισε με όλη της τη δύναμη.

437

«Τώρα κι εδώ», του πέταξε αηδιασμένη. Οι λέξεις ακούστηκανσαν να τις έφτυσε. «Άλλωστε, είμαι η μόνη που δεν ξέρει τηναλήθεια. Πώς με είπες το πρωί; Ηλίθια; Θα έπρεπε να σεευχαριστήσω κιόλας για το κομπλιμέντο, Άλεξ, γιατί αυτή τηστιγμή νιώθω πως έχω πολύ μεγαλύτερο διανοητικό πρόβλημααπό έναν γνήσιο ηλίθιο!»

«Δεν υπήρχε άλλος τρόπος να σε προσεγγίσω και να κερδίσωτην εμπιστοσύνη σου», παραδέχτηκε εκείνος σιγανά.

Δάκρυσε. Όπως το χε φανταστεί, οι άλλοι δύο ήταν απ’ τηναρχή στο κόλπο, γιατί συνεννοήθηκαν ψιθυριστά να φύγουνπροκειμένου να τους αφήσουν μόνους. «Συνέχισε», τονπρόσταξε διατηρώντας στητό το κορμί και την έκφρασή τηςαλύγιστη.

«Λέγομαι Ά\εξ Γκρέι, το επάγγελμά μου είναι ψυχίατρος και τατελευταία χρόνια είμαι ειδικός σύμβουλος της ΓαλλικήςΑστυνομίας. Γνωρίζω από όπλα και τρόπους καταστολής τηςόποιας απειλής, αφού πέρασα πέντε χρόνια από τη ζωή μου στηΛεγεώνα των Ξένων τα περισσότερα εκ των οποίων στοδεύτερο σύνταγμα αλεξιπτωτιστού. Ο Ρωμανός ήτανσύντροφός μου στα όπλα. Εκεί τον γνώρισα και παραμένουμεφίλοι από τότε. Στηρίξαμε ο ένας τον άλλο σε δύσκολεςστιγμες, και το ίδιο θα κάνουμε ως το τέλος. Μοιάζουμε, απ’ό,τι είδες. Κάποιοι κώδικες συμπεριφοράς -αυτοί πουαποκτώνται μέσω της σκληρής στρατιωτικής εκπαίδευσης καιτων κακουχιώνέγιναν βίωμα και στους δυο μας. Προσπάθησανα αφήσω πίσω αυτό το κομμάτι μου προκειμένου να γίνωφίλος σου. Προσπάθησα να σου δείξω αυτό που ήθελες να δεις,και δυστυχώς ο μόνος τρόπος για να το πετύχω ήταν να αλλάξωτην εικόνα μου, να σου πω ψέματα και να σε κάνω σύμμαχό

438

μου. Αυτή είναι η αλήθεια», κατέληξε, χωρίς να δείχνει πωςπάλι τη φλόμωνε στα παραμύθια. «Δε φανταζόμουν ότι ηκατάσταση ανάμεσά μας θα μπερδευόταν τόσο. Αλλά το έναψέμα έφερε το άλλο, κι αυτή τη στιγμή δε βρίσκω κανέναναρκετά καλό τρόπο για να μειώσω τη λύπη σου και νααποκαταστήσω τις ισορροπίες. Ούτε και σκοπεύω να κάνωπίσω, όμως. Όσο κι αν στράβωσε ο δρόμος που πήραμε οι δυομας στην πορεία, θα τον διανύσουμε ως το τέλος. Θες δε θες,Σάνια. Κι ανεξάρτητα από το μίσος που νιώθεις για μένα αυτήτη στιγμή».

Το μίσος; Το μίσος, είχε πει;

Το στομάχι της ανακατεύτηκε, όχι όμως επειδή ένιωθεαποστροφή για κείνον ή μίσος. Τον εαυτό της σιχαινόταν, αυτόςήταν η αιτία της αδιαθεσίας της. Ήταν εύπιστη και ανόητη·αδύναμη και θύμα· εύκολος στόχος για κοροϊδία και ψέμα, έναασήμαντο πετραδάκι που το παράοερνε όπου ήθελε τοανεμοβρόχι.

Και το χειρότερο απ’ όλα ήταν πως δεν μπορούσε να νιώσειμίσος· οργή, θυμό και ταπείνωση ναι, αλλά μίσος όχι. Οέρωτάς τους ήταν ακόμα φρέσκος στη μνήμη της. Το κορμί τηςκουβαλούσε όλα του τα σημάδια ένα προς ένα σαν σημαίεςαναρριχητών που είχαν κατακτήσει τις κορυφές τους. Ακόματην έκαιγαν τα φιλιά του. Η θύμηση της ανάσας του στο δέρματης ακόμα έκανε τα μάγουλά της να αρπάζουν φωτιά και τηνκαρδιά της να αποσυντονίζεται. Τον έβλεπε και έλιωνε ακόμα,παρακαλώντας ενδόμυχα να ζούσε εκείνη τη στιγμή ένα όνειροσαν τα άλλα, που θα τέλειωνε και θα την άφηνε ξανά στηνασφάλειά της.

Αλλά δεν ήταν όνειρο. Ο γοητευτικός και σοβαρός επιστήμονας

439

που της είχε κλέψει τις σκέψεις και την καρδιά αποδείχτηκεπως διέφερε ελάχιστα απ’ τον Ρωμανό Κατρά, το φίλο καισυμπολεμιστή του. Είχε κι αυτός την ικανότητα να πατήσει τησκανδάλη. Μπορούσε κι αυτός να απαντήσει στη βία με βία,χωρίς κανέναν ενδοιασμό. Όλα ήταν ένα ψέμα. Όλα—

«Δεν πρόκειται να πας πουθενά!»

Πάλεψε άγρια για να διώξει το γαντοφορεμένο χέρι που τύλιξετο μπράτσο της, αλλά το μόνο που κατάφερε ήταν να χάσει τηνισορροπία της και να πέσει στην αγκαλιά του. Κι από κειπάλεψε να ξεφύγει με λύσσα μάταια, φυσικά. Τώρα που ταπροσωπεία είχαν πέσει, ο Άλεξ Γκρέι δεν είχε κανέναπρόβλημα να της κάνει μια επαγγελματική λαβή και να τηνεγκλωβίσει κυριολεκτικά στα χέρια του.

«Παράτα με!» τσίριξε επιστρατεύοντας και τα πόδια της. Κιαυτά την ίδια τύχη είχαν: φυλακίστηκαν ανάμεσα στα γόνατάτου, αφήνοντάς την εντελώς άοπλη πια απέναντί του. «Δε θέλωνα σε ξαναδώ! Δε θέλω να έχω καμία σχέση μαζί σου! Πόσαάλλα ψέματα μου είπες; Πόσα;»

«Όσα χρειάζονταν για να ελέγξω το μυαλό σου».

«Εξηγήσου!» του φώναξε κάτω απ1 τη μύτη του, παλεύονταςδιαρκώς να ξεφύγει. Τρανταζόταν ολόκληρη, κι όσο πιο εύκολατην απέ-κρούε, τόσο περισσότερο εξαγριωνόταν μαζί του.«Θέλω να τα μάθω όλα! Όλα, κύριε Γκρέι! Μου το χρωστάς.Θέλω να ξέρω με ποιον έκανα έρωτα στ’ αλήθεια σήμερα τοπρωί και ποιον θα καταριέμαι μέχρι να πεθάνω!»

Ο μόνος τρόπος για να της δώσει τις απαντήσεις της χωρίς νανιώθει σαν να βρίσκεται σε παλαίστρα ήταν να τη σύρει μέχρι

440

τον καναπέ, να την ξαπλώσει με μια σπρωξιά και να πέσει πάνωτης ακινητοποιώντας τη με το βάρος του. «Ηρέμησε—» της είπελαχανιασμένος απ’ την προσπάθεια. «Μπορείς να ηρεμήσεις;»

«Λέγε!» τον έκοψε άγρια, αδιαφορώντας για τις προτροπές του.

«Δεν ήμουν παντρεμένος με καμία Κατρίν και δεν έχασα τομάτι μου σε κανένα ατύχημα». Την είδε να στρέφει το κεφάλικαι να σφαλίζει δυνατά τα μάτια για να μην τον βλέπει. «Τοέπαθα στη Βοσνία—» της είπε αόριστα. «Έφαγα μια σφαίρα στοκεφάλι κι έπεσα σε κώμα για μέρες. Όταν συνήλθα, ήμουνολόκληρος μια πληγή. Μου είχαν βάλει γυάλινο οφθαλμό, αλλάδεν άντεχα να τον βλέπω. Ούτε αυτόν ούτε τον κομματιασμένομου κρόταφο. Είχα γίνει ράκος—» «Περιμένεις να σε λυπηθώ;»Τον κοίταξε ξανά. «Μάθε λοιπόν πως δε σε λυπάμαι. Οκαθένας παίρνει ό,τι του αξίζει σ’ αυτή τη ζωή εγώ, εσύ, όλοιμας. Ποιος σου ’πε να αναζητήσεις τις περιπέτειες, κύριε Γκρέι;Δε σου έμαθε η μαμά σου κι ο μπαμπάς σου πως είναι κακό ναπαίζεις με τα όπλα;»

«Όσες εξηγήσεις σου χρωστούσα σου τις έδωσα, δεσποινίςΠαρίση». Όταν την είδε να στρέφει το κεφάλι της ξανά, τηνυποχρέωσε να τον αντικρίσει πιέζοντας το μάγουλό της. «Ολόγος που αποφάσισα να καταταγώ δε σε αφορά. Αυτή τηστιγμή πρέπει να κοιτάξουμε μπροστά κι οι δύο, γιατί πολύφοβάμαι πως τα δικά μου ψέματα μοιάζουν με παραμυθάκια γιανήπια μπροστά σε αυτά που σου έχουν πει κάποιοι άλλοι».

«Κι αν δε μ’ ενδιαφέρει να μάθω;» τον προκάλεσε. «Κι αναρνηθώ να συνεχίσω τη συνεργασία μας, κύριε Γκρέι ή ακόμαχειρότερα, αν αποφασίσω να σου πω κι εγώ μερικά ψεματάκια;Δε με νοιάζει πια ποιος σκότωσε τη μάνα μου και τον πατέρατου φίλου σου. Ειλικρινά, δε με ενδιαφέρει πλέον! Γλιτώσαμε,

441

κι εγώ κι αυτός. Εγώ από μια κακή μητέρα κι εκείνος από ένανεγωιοτή πατέρα. Βαρέθηκα λοιπόν με αυτή την ιστορία, και λέωνα τη σταματήσω εδώ—»

«Λες, ε;» Οι ματιές τους κονταροχτυπήθηκαν, μα κανείς δενυποχώρησε. «Για να δούμε αν θα εξακολουθήσεις να το λεςμετά από μισή ώρα— »

«Τι κάνεις;»

Την έστησε στα πόδια της και της φόρεσε το μπουφάν του.Έπειτα την άρπαξε απ’ τον καρπό και την τράβηξε μαζί του έξωαπό το σπίτι. Είχε ρίξει μπόρα και το έδαφος ήταν γεμάτολάσπες. Τα πόδια της βυθίστηκαν ως τον αστράγαλο έτσι όπωςτα στύλωνε στο χώμα προκειμένου να μην τον ακολουθήσει.

Αδικος κόπος. Μέσα σε δυο λεπτά βρέθηκε έξω από τοαυτοκίνητό του κι έπειτα στη θέση του συνοδηγού, όπουκατέληξε με μια αποφασιστική σπρωξιά. Πριν προλάβει ναανοίξει την πόρτα για να την κοπανήσει, οι ασφάλειες έπεσαναυτόματα και εκείνος της έβαλε τη ζώνη. Ξεφύσηξε ηττημένηκαι σταύρωσε τα χέρια. Όπως φαινόταν, θα περνούσε το δικότου με κάθε τρόπο.

«Δεν πρόκειται ν αλλάξω γνώμη!» δήλωσε δυναμικά, κοιτώνταςευθεία μπροστά της.

«Αυτό θα το δούμε, πριγκιπέσα», της απάντησε μονάχα, κι αφούδεν ήταν υποχρεωμένος πια να παίζει θέατρο, έβαλε δυνατή ροκμουσική κι έβγαλε από το ντουλαπάκι του αυτοκινήτου του έναπερίστροφο, που το έχωσε γελώντας σαρκαστικά στο πίσωμέρος της ζώνης του.

442

Η Σάνια ξεροκατάπιε.

Ευτυχώς η νέα μπόρα που ξέσπασε κράτησε συγκεντρωμένητην προσοχή της στη μονότονη κίνηση των υαλοκαθαριστήρων.

Πάρκαραν έξω από μια πολυκατοικία που έδειχνε ετοιμόρροπη.Η πρόσοψη είχε μουντό γκρι χρώμα, αποτέλεσμα τωνκαυσαερίων και του νέφους της πρωτεύουσας. Τα κάγκελα τωνμπαλκονιών κάποτε θα πρέπει να ήταν πράσινα, αλλά τώραείχαν την ίδια σταχτιά απόχρωση με την ξεφτισμένη μπογιά τωντοίχων. Παρ’ όλ’ αυτά, ήταν το αξιοπρεπέστερο ανάμεσα σταυπόλοιπα οικήματα εκείνης της άθλιας γειτονιάς. Τα σκουπίδιασχημάτιζαν μικρά βουνά έξω από κάθε είσοδο, λες καιαπαξιούσαν ακόμα και τα απορριμματοφόρα να περάσουν απόκει. Κάποιος αγωγός της αποχέτευσης είχε σπάσει και στηνατμόσφαιρα έπηζε η μυρωδιά των υπονόμων ανάμεικτη με τασάπια τρόφιμα που είχαν καταφέρει τα αδέσποτα να τραβήξουναπ’ τις σακούλες. Τα φώτα της ΔΕΗ ήταν σχεδόν όλα καμένακαι σπασμένα το σκοτάδι έκανε το μέρος να μοιάζει ακόμα πιοπαρακμιακό και επικίνδυνο. Δυο σκύλοι γάβγισαν από μακριάτους νεοφερμένους στα λημέρια τους, αλλά 5εν τόλμησαν ναπλησιάσουν. Ζώντας σ’ έναν τόπο σαν κι αυτόν, είχαν μάθει,φαίνεται, πως δεν έπρεπε να προκαλούν τους ξένους.

Ανοιξε μόνη της την πόρτα του αυτοκινήτου, δείχνοντάς τουειρωνικά πως δεν ήταν υποχρεωμένος πλέον να παριστάνει τονιππότη. Μ’ ένα πηδηματάκι βρέθηκε έξω και τύλιξε αμέσως ταχέρια της γύρω της για να αποκτήσει μια ψευδαίσθησηπροστασίας. Μπροστά στα πόδια της πέρασε σαν κομήτης κάτιγκρίζο και μαλλιαρό κι αναπήδησε αηδιασμένη. Απέφυγε νακοιτάξει τον άντρα δίπλα της. Δεν ήθελε με καμία δύναμη ναδει στο πρόσωπό του το θρίαμβο. Δεν τον είχε ανάγκη.

443

Της έδειξε το δρόμο προς την είσοδο της πολυκατοικίαςκουδουνίζοντας στο χέρι του κάτι κλειδιά. Προχώρησε μπροστάμε γενναιότηταΛ όταν ένιωσε ja δάχτυλά του στο μπράτσο της,τα έδιωξε με μανία.

«Από δω», της είπε αγκισιρώνοντάς την ξανά. «Στο υπόγειο».

Αυτή τη φορά την κράτησε κολλημένη σιο πλευρό ίου ώσπουνα βρει το σωστό κλειδί. Η πόρτα ήταν σιδερένια, βρομερή καισκουριασμένη, και καθώς υποχωρούσε έτριξε ολόκληρη. ΟΆλεξ έσκυψε γία να περάσει το κατώφλι, κι εκείνη υποχρεωτικάστριμώχτηκε δίπλα του. Έβρισε από μέσα της κι ορκίστηκε ναμην υποκύψει στη θέλησή του, ανεξάρτητα με όσα θα έβλεπεσε εκείνο το ελεεινό μέρος.

Τα δάχτυλά του έψαξαν στα τυφλά το διακόπτη, κι όταν τονβρήκαν η στενή είσοδος του υπογείου φωτίστηκε. Κοίταξεψηλά κι είδε μια γυμνή λάμπα να κρέμεται από το ρυπαρόκαλώδιο. Οι τοίχοι γύρω της έδειχναν έτοιμοι νακαταρρεύσουν, η μυρωδιά χλωρίνης τής έφερε ναυτία. «Πού μεπας;» γρύλισε. «Γιατί ήρθαμε εδώ; Τι είναι αυτό το μέρος;»

Άλλη μια πόρτα σε ακόμα χειρότερη κατάσταση βρέθηκεμπροστά τους. Η άλλοτε λευκή λαδομπογιά που κάλυπτε τηνεπιφάνειά της ήταν γεμάτη δαχτυλιές και λίγδα. Μπήκε αμέσωςσε επιφυλακή ανιχνεύοντας το χώρο με το βλέμμα γιακατσαρίδες, θα τα άντεχε όλα εκτός απ’ αυτό ήταν τα μόναπλάσματα στον κόσμο που δεν πίστεψε ποτέ ότι ταδημιούργησε ο θεός.

Το άλλο κλειδί μπήκε πιο εύκολα σ’ αυτή την κλειδαριά. ΟΆλεξ έσπρωξε την πόρτα κι αμέσως πάτησε πάλι ένα διακόπτη.Ο χώρος που αποκαλύφθηκε μ’ αυτή την κίνηση ήταν

444

μεγαλύτερος, αλλά από-, τελούσε επίσης εστία μόλυνσης. Ταλιγοστά του έπιπλα είχαν πιάσει αράχνες, το φτηνό πάτωμαγλιστρούσε απ’ τη γλίτσα κι η μυρωδιά που ήρθε σταρουθούνια της αυτή τη φορά ήταν ένα φρικαλέο μείγμα απόκλεισούρα, εντομοκτόνο και γυναικείο άρ’ωμα. Έφερε το χέριστη μύτη και ασυναίσθητα έπιασε τον Άλεξ απ’ το μανίκι. Ταμάτια της καρφώθηκαν στο μικρό κρεβάτι μπροστά της. Έναςάνθρωπος κουκουλωμένος μέχρι την κορυφή του κεφαλιούήταν ξαπλωμένος εκεί χωρίς να κάνει την παραμικρή κίνηση.

Τον κοίταξε ερωτηματικά. Κατάλαβε πως ο άνθρωπος ήτανζωντανός, γιατί είδε τους ώμους του να τραντάζονται κάτω απ’την κουβέρτα σαν να έκλαιγε. Άκουσε μάλιστα και το λυγμότου. Δεν ήταν άντρας, διαπίστωσε αμέσως από τον ήχο τουλυγμού αλλά και το σχήμα του σώματος. Ήταν γυναίκα.

Πρόσεξε πως στο μικρό τραπεζάκι δίπλα στο κρεβάτι υπήρχεένα φαρμακείο κι ένα ανέγγιχτο πακέτο γνωστής αλυσίδαςγρήγορου φαγητού. Υπήρχαν ακόμα ένα μεγάλο μπουκάλιεμφιαλωμένο νερό, ένα τασάκι γεμάτο αποτσίγαρα κι έναδιπλωμένο τζιν παντελόνι με μια μπλούζα. Κάτω απ’ το τραπέζιήταν πεταμένα πρόχειρα δυο ορειβατικά μποτάκια και μιαμαύρη δερμάτινη ζώνη. Δεν τα αναγνώριζε, αλλά η καρδιά τηςμαγκώθηκε απ’ το προαίσθημα πως τη γυναίκα κάτω απ’ τηνκουβέρτα μπορούσε να την αναγνωρίσει.

Δεν έπεσε έξω. Είδε τον Άλεξ να τραβά άγρια τα σκεπάσματακαι να πλησιάζει την κοπέλα, που πάσχιζε να κρύψει τοπρόσωπό της κλαίγοντας απαρηγόρητη. Εντελώς ασυγκίνητοςαπ’ το θέαμα, τράβηξε το κεφάλι της απ’ τα μαλλιά και τηνυποχρέωσε να αποκαλύψει την ταυτότητά της. Τον έφτυσε καιεκείνος χρησιμοποίησε τα μαλλιά της για να σκουπιστεί. Η

445

Σάνια ένιωσε σαν να την είχαν γρονθοκοπήσει.

«Σάνια— » ψέλλισε η κοπέλα μέσα απ’ τους λυγμούς της, ενώο Άλεξ, κρατώντας την πάντα απ’ τα μαλλιά, φρόντιζε ώστε νααντικρίζει κατάφατσα το άλλο κορίτσι. «Δεν ήθελα να— δε θασου έκανα κακό— ποτέ σ’ εσένα— συγγνώμη — συγγνώμη—»

«Μαργαρίτα;» Η φωνή της ίσα που ακούστηκε. Δεν ήτανερώτηση στην πραγματικότητα. Όσο κι αν ήθελε να πείσει τονεαυτό της πως αντίκριζε τη σωσία της καλύτερής της φίλης σ’εκείνο το κρεβάτι, αναγκάστηκε να παραδεχτεί πως ήταν ηΜαργαρίτα. Ήταν εκείνη, με μια έκφραση απόλυτης μετάνοιαςγια τις πράξεις της και συντριβής για την απομάκρυνση τηςμάσκας της. Φορούσε μόνο τα εσώρουχά της. Το σώμα τηςήταν γεμάτο γρατσουνιές και το ένα της πόδι καλυμμένο μέχριτη μέση του μηρού με γύψο. Προφανώς είχε πάθει κάταγμα. Θαπρέπει να πονούσε απ’ το χτύπημα και το βάναυσο τράβηγματων μαλλιού της, αλλά δεν ήταν αυτοί οι λόγοι που μόρφαζε. Οιενοχές έφταιγαν και η γνώση πως το φιλόδοξο σχέδιό της είχεαποτύχει.

«Μα γιατί;» Τα χέρια της κρεμάστηκαν άψυχα στα πλευρά της.«Γιατί, Μαργαρίτα;» Τα δάκρυα κύλησαν απ’ το πρόσωπο σταμάγουλά της. «Δε φανταζόμουν ποτέ ότι εσύ—» Ο λυγμός τηνεμπόδισε να συνεχίσει. Έφραξε το λαρύγγι της· ισοπέδωσεκάθε της προσπάθεια να ρωτήσει για να μάθει.

«Πες της», παρενέβη ο Άλεξ τραντάζοντάς τη. «Θα σε ακούσει,όπως σε άκουσα κι εγώ. Εξήγησέ της, λοιπόν, Μαργαρίτα.Τόσο καιρό της συμπαραστεκόσουν που υπέφερε για τηναμνησία της. Έχεις την ευκαιρία σου να τη βοηθήσειςπραγματικά, να τη διαφωτίσεις».

446

«Εσύ τη διαφώτισες;» τόλμησε να του πει, επιχειρώντας να τουγδάρει τα χέρια με τα νύχια της. Ούτε λίγα δευτερόλεπτα δενκράτησε η επίθεσή της. Ο Άλεξ την απώθησε εύκολα,φέρνοντας με μια γρήγορη λαβή και τα δυο χέρια πίσω απ’ τηνπλάτη της. «Ξέρει πως χειρίζεσαι τα μαχαίρια καλύτερα κι απ’τα ξυραφάκια σου και πως, παρά το ευγενικό στιλάκι σου,γουστάρεις τα τατουάζ με τις γλώσσες φιδιών;» Για μια στιγμήγέλασε φρενιασμένα, κι έπειτα απευθύνθηκε σοβαρή στη Σάνια.«Ρώτα τον!» την προκάλεσε άγρια. «Ρώτα τον πώς πέρασε τηνώρα του προχτές το βράδυ ο φιλήσυχος αντρούλης σου. Θασου πει, όλα θα σ’ τα πει! Κι εγώ θα σ’ τα πω. Τονπροειδοποίησα να μη σε φέρει εδώ, αλλά δε μ’ άκουσε. Ελοιπόν, τώρα θα με ακούσει μια και καλή ο ψευτογιατρός σου!»

Ο Άλεξ απομακρύνθηκε από κοντά της για να μην μπει στονπειρασμό να της δώσει μια και να την αφήσει στον τόπο.Κοίταξε τη Σάνια και του μάτωσε η ψυχή. Στεκόταν όρθια με τοζόρι· ανέπνεε με δυσκολία, σαν να ήταν σε χώρο γεμάτοδηλητηριώδεις αναθυμιάσεις· τα μάτια της έμοιαζαν διάφανα,είχαν χάσει κι αυτά το χρώμα τους, όπως το πρόσωπό της· οιώμοι της κύρτωσαν. Έδειχνε σαν νεκρή.

«Έχεις δει σκυλιά να ζευγαρώνουν, Σάνια;» τη ρώτησεάσπλαχνα η Μαργαρίτα. «Έχεις δει με τι μανία κανονίζει τησκύλα ο αρσενικός; Βάλε σιη θέση του τον άντρα σου, και θα’χεις την εικόνα ολοζώντανη μπροστά σου. Ακόμα κι εκείνη,μια βαλτή πόρνη, δεν ήθελε να τον ξαναδεί στα μάτια της απότη λυσσά του. Δεν αποκλείεται μάλιστα και να αφήσει για πάντατην πιάτσα μετά απ’ αυτό—»

«Δε θέλω ν’ ακούσω άλλα—» ψέλλισε νιώθοντας να ζαλίζεται.«Θέλω να φύγω από δω. θέλω να— »

447

Δεν πρόλαβε να συνεχίσει τη φράση της. Ούτε κατάλαβε πως,λίγο πριν σωριαστεί στο πάτωμα, ο Άλεξ τη συγκράτησε σταχέρια του. Το τελευταίο πράγμα που είδε πριν βυθιστεί ήταν ησκοτεινή του ματιά, που έδειχνε όμως τη βαθιά του θλίψη.

Παρά τις απαγορεύσεις της φίλης της, εκείνη το έσκασε απ’ τοσχολείο για να την επισκεφτεί στο σπίτι της. Είχε τέσσεριςμέρες να τη δει, και μετά απ’ αυτά που της είχε πει τηντελευταία φορά ανησυχούσε τρομερά. Ήταν πολύ καιρό φίλες,όμως δεν είχε πάει ποτέ άλλη φορά στο σπίτι της. Ήρθε η ώρα,σκέφτηκε καθώς χτυπούσε το κουδούνι αποφασιστικά,ρίχνοντας κλεφτές ματιές τριγύρω μην τυχόν και την έπαιρνε τομάτι κάποιου γνωστού.

Της άνοιξε ο πατέρας της. Ο κύριος Στράτος Αποστόλουέδειχνε έκπληκτος που την έβλεπε στο κατώφλι του, καιμάλλον δεν ήθελε να την καλέσει μέσα, γιατί δεν έκανε καμίακίνηση να ανοίξει τελείως την πόρτα. Η Σάνια παραξενεύτηκε.Τις λίγες φορές που τον είχε δει από κονιά, όταν έπαιρνε τημαμά της απ’ το σπίτι για να την πάει στις διάφορες δουλειέςτης, ήταν πολύ ευγενικός και πρόσχαρος μαζί της. Έδειχνε νατη συμπαθεί και δεν της φερόταν σαν να ήταν η προγονή τουαφεντικού του. Την αντιμετώπιζε σαν ένα απλό, μικρό κορίτσι,χωρίς να βάζει ανάμεσά τους την απόσταση που χωρίζεισυνήθως τον υπάλληλο από τον εργοδότη. Η Σάνια πίστευεμάλιστα π(ος την αγαπούσε. Απ’ όλες τις φίλες τηςΜαργαρίτας, εκείνη συμπαθούσε περισσότερο. Γι’ αυτό πολλέςφορές της έδινε μικροδω|άκια, από απλά ζαχαρωτά μέχριπαραμύθια, που ήξερε πόσο της άρεσαν.

«Κύριε, ξέρω πως η Μαργαρίτα ντρέπεται για το σπίτι της καιδε θέλει να το δω, αλλά σας παρακαλώ πολύ να μ αφήσετε»,

448

του είπε, φροντίζοντας να του χαρίσει κι ένα ακαταμάχητοχαμόγελο. «Θέλω να δω αν είναι καλά και να της πω πως, ό,τικι αν γίνει, εγώ θα την υποστηρίξω».

«Είναι ξαπλωμένη, γλυκιά μου», προσπάθησε να τη διώξειευγενικά ο πατέρας της φίλης της. «Δε θέλει να δει κανέναναυτή τη στιγμή».

«Εμένα θα θέλει να με δει», δήλωσε αποφασιστικά. «Ξέρω τιέχει γίνει, τα ξέρω όλα. Θέλω να της πω να μη φοβάται. Θαβρούμε μια λύση».

Ο κύριος Αποστόλου της επέτρεψε να περάσει αναστενάζοντας.

Μπήκε στο σπίτι και στάθηκε διστακτικά στο μικρό χολ. Δενκαταλάβαινε γιατί ντρεπόταν η φίλη της για το μέρος που ζούσε.Μπορεί να ήταν μικρό, άλλα ήταν ζεστό, φιλόξενο καιπεντακάθαρο. Η μόνη παραφωνία ήταν η έντονη μυρωδιά τουτσιγάρου και οι κλειστές κουρτίνες. Όλα ήταν αξιοπρεπέστατα.Ο πατέρας της Μαργαρίτας τη σταμάτησε λίγο πριν αρχίσει νααναζητά το δωμάτιο της φίλης της. Οι δυνατές του παλάμεςάγγιξαν τα μπράτσα της, τυλίχτηκαν απαλά γύρω τους κι έπειταεκείνος κάθισε στις φτέρνες απέναντί της. Ήταν πολύ ψηλόςάντρας, και μόνο έτσι μπορούσε να φτάσει κάπως το δικό τηςύψος. «Το ξέρεις πως έχω χάσει δύο γιους από ναρκωτικά;» τηρώτησε αναπάντεχα, και στο αξύριστο αλλά όμορφο πρόσωπότου αποτυπώθηκε η θλίψη. «Ξέρεις πως η γυναίκα μουαυτοκτόνησε αμέσως μόλις κατάλαβε ότι κι ο δεύτερος γιοςμας είχε αρχίσει την ηρωίνη;» «Μάλιστα, κύριε», αποκρίθηκε ηΣάνια γενναία. «Το ξέρω».

«Δε θα επιτρέψω λοιπόν να συμβεί το παραμικρό στηΜαργαρίτα. Η κόρη μου είναι το φως μου, ο μόνος λόγος που

449

έχω πια για να ζω».

«Το ξέρω». Κατάπιε έναν κόμπο που έφραξε το λαιμό της καιπρόσθεσε: «Ακριβώς έτσι νιωθει κι εκείνη για σας. Όταν τηνπλησίασαν οι παλιοί γνωστοί των αδερφών της, πίστευε ότι δεθα έμπλεκε. Δεν ξέρω πώς κατάφεραν να την παραπλανήσουν.Ήταν έξυπνη, και νόμιζε ότι δε θα είχε πρόβλημα—»

«Εγώ φταίω». Η φωνή του έσπασε και τα καστανά μάτια τουβούρκωσαν. «Δεν την πρόσεχα όσο έπρεπε τον τελευταίο καιρό.Δούλευα πολύ και δεν είχα χρόνο να κουβεντιάζω μαζί της. Τηςέδωσαν ναρκωτικά», κατέληξε αφήνοντας τα μπράτσα της γιανα σκουπίσει τα μάτια του. «Και σαν να μην έφτανε αυτό, τηνυποχρέωσαν με απειλές να τους κάνει και το βαποράκι. Τώρα οιΑρχές θα μου την πάρουν. Αν δεν κάνω κάτι σύντομα, θακαταλήξει στο αναμορφωτήριο. Δε θα το αντέξω αυτό. Δε θα τοαντέξω με τίποτα— »

«Δε θα τους αφήσουμε να την πάρουν, κύριε Στράτο!» του είπεμε τη σιγουριά που της έδινε η παιδική της αφέλεια, παρόλοπου δεν καταλάβαινε και πολλά απ’ όσα της έλεγε. «Η θεία μουείναι δικηγόρος. Θέλετε να της πω να μας βοηθήσει;»

«Πήγα και τη βρήκα. Δεν είναι στο χέρι της—» της αποκάλυψεταραγμένος. Έπειτα σηκώθηκε, αναζήτησε ένα τσιγάρο και τοάναψε τρέμοντας. «Κανείς δεν μπορεί να βοηθήσει. Θα μεθεωρήσουν όλοι ακατάλληλο για την επιμέλειά της και θα μουτην πάρουν. Φταίω εγώ—» επανέλαβε. «Την παραμέλησα.Ήμουν το μόνο της στήριγμα, και την άφησα μόνη—»

«Μα δε μου παραπονέθηκε ποτέ για κάτι τέτοιο—»

«Ξέρω πως έτσι νιώθει. Την ξέρω. Είναι παιδί μου».

450

«Θα δείτε πως όλα θα πάνε καλά», προσπάθησε να τονκαθησυχάσει, αλλά βλέποντάς τον σε τέτοια απόγνωση, έχανεκι εκείνη την πίστη της.

Δεν μπόρεσε να μιλήσει με τη Μαργαρίτα εκείνη τη μέρα.

Ο πατέρας της έλεγε την αλήθεια. Η φίλη της κοιμόταν βαθιάκαι δεν είχε ξυπνήσει μέχρι την ώρα που η Σάνια έπρεπε ναφύγει, για να μη μυριστούν την καινούρια της κοπάνα.

Δεν είπε τίποτα σε κανέναν γι’ αυτή την υπόθεση. Ούτε κανστον Ρωμανό, που τον αγαπούσε και τον εμπιστευόταν τόσο—

Παρά τις επικλήσεις της σε όλες τις θείες δυνάμεις, τίποτα δενείχε αλλάξει όταν άνοιξε τα μάτια. Το στενό κρεβάτι ήταν ακόμααπέναντί της κι η Μαργαρίτα εξακολουθούσε να βρίσκεταιμισοκαθισμένη πάνω του. Απλά στο χέρι της είχε προστεθεί κιένα τσιγάρο, που το έσβησε μόλις την είδε να συνέρχεται.

Βρισκόταν στην αγκαλιά του Άλεξ, που καθόταν στο πάτωμακαι την κοιτούσε με γνήσια ανησυχία. Δεν είχε δύναμη ούτε νατον σπρωξει· ούτε καν να του φωνάξει πόσο υποκριτής ήταν.Προσπάθησε μονάχα να σηκωθεί διώχνοντας από πάνω της τομπουφάν του, νιώθοντας απέχθεια ακόμα και στην επαφή με ταρούχα του.

Το μπουφάν το ξεφορτώθηκε, την αδυναμία της όμως όχι.Παρέμεινε ξαπλωμένη, η μισή πάνω του κι η άλλη μισή στοάθλιο πάτωμα. Αφού δεν μπορούσε να κάνει κάτι για να τοαποφύγει, παραιτήθηκε και κοίταξε τη Μαργαρίτα.«Αναγνώρισα τη φωνή—» της είπε σμίγοντας τα φρύδια. «Οπατέρας σου το έκανε! Εκείνος έσφαξε τη μάνα μου καιπυροβόλησε τον πατριό μου. Εκείνος μαχαίρωσε τόσες φορές

451

τον Ρωμανό..Εκείνος του έστησε παγίδα και τον ενοχοποίησε—»

Ο Άλεξ έμεινε άναυδος. Όσο κι αν είχε ζορίσει τη ΜαργαρίταλίΓ γες ώρες πριν, δεν είχε καταφέρει να της αποσπάσει τοπαραμικρό. Ώσπου αποφάσισε να την κρατήσει κλειδωμένη στομυστικό νοικιασμένο υπόγειο μέχρι να της τσακίσει τα νεύρα.Έδωσε παραπλανητικά στοιχεία στους αστυνομικούς ώστε ναμη φτάσουν ποτέ σε εκείνη, και συμφώνησε με τον Ζακ να τηνεπισκέπτονται εναλλάξ και να βάλουν σε εφαρμογή όλες τιςανακριτικές μεθόδους που είχαν μάθει στη θητεία τους στηΛεγεοίνα.

Το σχέδιο άλλαξε αμέσως μόλις βρήκε τη Σάνια στο πατρικότου όταν επέστρεψε. Δεν περίμενε να τη δει εκεί. Όχι μετά απ’αυτό που συνέβη ανάμεσά τους το πρωί. Έτσι, αναγκάστηκε ναπαραδώσει το όπλο του μπροστά της και να δείξει τον αληθινότου χαρακτήρα κατά τη διάρκεια της κατάθεσης. Θα ήταν γελοίονα παριστάνει τον φοβισμένο, απ’ τη στιγμή που όλοι ήξεραν ότιεκείνος καταδίωξε την ύποπτη με το Range Rover. Όπως θαήταν εξίσου γελοίο να υιοθετήσει ξανά το αμέτοχο κι απόμακρούφος του, αφού ήταν σαν αφηνιασμένο άλογο μέχρι τη στιγμήπου μπήκε στο σπίτι.

Το να τη φέρει σ’ αυτό το διαμέρισμα ήταν το μόνο επιχείρημαπου κατάφερε να σκεφτεί για να την πείσει πως κοντά τουκινδύνευε λιγότερο απ’ όλους. Την είχε εξαπατήσει, σύμφωνοι,αλλά δεν ήθελε το κακό της. Και μπροστά σε μια φίλη που είχεφτάσει στο σημείο να την απειλεί και να καταστρώνει το σχέδιοτης δολοφονίας του, ήταν άγιος.

Η τροπή όμως που είχαν πάρει τα πράγματα τον συγκλόνισε.Μόλις είχε μάθει ότι ο Στράτος Αποστόλου, ένας απλός

452

άνθρωπος που τον συναντούσε στο σπίτι του, ήταν ο ένοχος τουδιπλού φονικού που διέλυσε την οικογένεια και τη ζωή του.Αυτό δεν μπορούσε να το φανταστεί. Δε θα το υποψιαζότανακόμα κι αν περνούσε έναν αιώνα ερευνώντας την υπόθεση.

Ξεχνώντας πως η Σάνια ήταν ξαπλωμένη στα πόδια του,σηκώθηκε όρθιος. Πνιγόταν. Ένιωθε τα ρούχα του να τονσφίγγουν και κόντευε να πάθει ασφυξία. Το μυαλό τουπλημμύρισε αμέσως από τις ανεπιθύμητες μνήμες: οπυροβολισμός, το αίμα που ανάβλυσε πηχτό απ’ το στέρνο τουπατέρα του, η Σάνια που κρυβόταν πίσω απ’ την πολυθρόνατρέμοντας, η έκφραση της νεκρής Μιράντας με τοαιματοβαμμένο της νυχτικό, ο ήχος της σάρκας -της δικής τουσάρκαςπου κομματιαζόταν κάθε φορά που ανεβοκατέβαινε τομαχαίρι. Εκείνος δεν είχε αναγνωρίσει τη φωνή. Πώς θαμπορούσε; Καθώς ήταν πολύ κλειστός χαρακτήρας από μικρός,δεν είχε ανταλλάξει περισσότερες κουβέντες από μια απλήκαλημέρα μαζί του.

«Γιατί;» ρώτησε.

Δε συνειδητοποίησε ότι μιλούσε φωναχτά. Η φωνή τουακούστηκε απόκοσμη. Κατάλαβε ότι δεν μπορούσε να ορίσειούτε τα πόδια του. Κινήθηκαν από μόνα τους προς το κρεβάτι,και είδε τα χέρια του, ανεξέλεγκτα κι αυτά, να τυλίγονται μεφονική διάθεση γύρω απ’ το λαιμό της κοπέλας. «Γιατί;»μούγκρισε πιέζοντας την καρωτίδα της. «Θα σε σκοτώσω αν δεμου πεις. Θα σε σκοτώσω και θα σε θάψω με τα ίδια μου ταχέρια!» «Α\εξ, όχι!» ούρλιαξε η Σάνια, γλιστρώντας στοβρόμικο πάτωμα καθώς προσπαθούσε απεγνωσμένα νασηκωθεί.

Η Μαργαρίτα μελάνιασε κι οι λέξεις που προσπάθησε να πει

453

ακούστηκαν σαν βήχας φυματικού. Το κορμί της τραντάχτηκεστο στρώμα δίνοντας μάχη για μια ανάσα. Δε θ’ άντεχε γιαπολύ ακόμα. Τα άκρα της άρχιζαν να μουδιάζουν.

«Άσ’ τη να μιλήσει, Άλεξ!» ούρλιαξε απεγνωσμένα η Σάνια.«Πώς θα σου πει έτσι; Άσ’ τη, σε ικετεύω!»

Την άφησε με μια περιφρονητική κίνηση, σαν να είχε αγγίξεικάτι σιχαμένο. Δεν απομακρύνθηκε όμως. Τράβηξε τοπερίστροφο απ’ τη ζώνη του και έξαλλος από θυμό, της τοκόλλησε κάτω απ’ το πιγούνι. «Θα μιλήσεις», της πέταξεψυχρά. «Και στο πρώτο σου ψέμα, θα σε στείλω στην κόλασηγ,ια να κάνεις παρέα στον μπαμπάκα σου».

Η Σάνια δεν πίστευε στα μάτια της. Κάθισε στην άκρη τουκρεβατιού ριγώντας σαν άρρωστη, κι αρχίζοντας να πιστεύειπως σύντομα θα τρελαινόταν. Τον είχε ικανό για όλα.Βλέποντάς τον σ’ αυτή την κατάσταση, αναρωτήθηκε πώς θααντιδρούσε ο ίδιος ο Ρωμανός Κατράς ακούγοντας τα νέα. Τονδικό του πατέρα είχαν σκοτώσει και η δική του ζωή άλλαξεβίαια πορεία μέσα σε μια νύχια. Χώρια που ήταν κι ασύγκριταπιο επικίνδυνος απ’ τον Άλεξ είχε περάσει αδιανόητεςκακουχίες.

«Δεν ξέρω γιατί το έκανε!» είπε γρήγορα η Μαργαρίτακοιτώντας τον με μάτια διάπλατα απ’ το φόβο. «Ξέρω απλώς ότιτο έκανε αυτός. Μου το είπε λίγες μέρες μετά. Όμως οι λόγοιγια την πράξη του παρέμειναν μυστήριο. Με υποθέσεις ζω κιεγώ τόσα χρόνια—» Όσο ένιωθε το παγωμένο ατσάλι να τηνπιέζει, ανέπνεε με δυσκολία. «Και μ’ ένα γράμμα του, όπου μεόρκιζε να διαφυλάξω όσο ζω το μυστικό του.

Το έγραφε λίγες ώρες πριν αυτοκτονήσει. Να, διάβασέ το κι

454

εσύ—» τον παρότρυνε ανοίγοντας το σπαστό μενταγιόν της σεσχήμα κοχυλιού που η Σάνια δε θυμόταν να το έχει βγάλει ποτέαπ’ το λαιμό της. Απέσπασε απ’ το εσωτερικό του έναχιλιοδιπλωμένο χαρτί και του το έδωσε. «Μ’ αυτό ζω τόσαχρόνια. Μ’ αυτό και με τις αναμνήσεις μου από το μόνοάνθρωπο που με αγάπησε ποτέ πραγματικά— »

«Πολύ συγκινητικό!» κάγχασε ο Άλεξ κι έδωσε το χαρτί στηΣάνια, αρνούμενος να κατεβάσει το όπλο.

Εκείνη το ξεδίπλωσε τρέμοντας. Τα γράμματα θόλωσαν γιαλίγο μπροστά της, έστησαν ένα μικρό χορό, κι έπειταισορρόπησαν, στις ευθείες των αράδων, αποκαλύπτοντας τονόημά τους.

Κόρη μου, ξεκινούσε το γράμμα, προσπάθησα πολύ να μηφτάσουν ως εδώ τα πράγματα, αλλά δεν τα κατάφερα. Υπήρξαάθλιος πατέρας κι άθλιος σύζυγος, όμως ειλικρινά δεν ήτανεπιλογή μου. Δεν έβλεπα τον καιρό που έπρεπε να δω, και είδαόταν πια ήταν αργά. Έχασα μια καλή γυναίκα και δύο αγόριατους γιους μου. Ορκίστηκα να σταθώ στο πλευρό σου με όλεςμου τις δυνάμεις, όταν πια μείναμε οι δυο μας, αλλά και πάλιαπέτυχα στην πορεία. Ξέφυγες κι εσύ, χάθηκες. Δε σεκατηγορώ. Τις περισσότερες ώρες ήσουν μόνη, κι ότανκατάλαβα πως ακολούθησες λάθος δρόμο ήταν και πάλι αργά—

Δεν είχα άλλη επιλογή. Έπρεπε να βρω λύση, και τη βρήκαχωρίς να υπολογίσω το κόστος. Εσύ πρόσεξε να προχωρήσειςμπροστά χωρίς να φοβάσαι. Εγώ θα ’χω φύγει την ώρα που θαδιαβάζεις αυτές τις γραμμές. Ίσως να με θεωρήσεις δειλό,όμως θέλω να ξέρεις πως η πράξη μου δεν οδηγήθηκε απ’ τοφόβο. Οδηγήθηκε από τη .γνώση πως, αν δεν κατοικώ ο’ αυτότον κόσμο, οι κίνδυνοι για σένα θα είναι λιγότεροι.

455

Φρόντισα ώστε να μην αποκαλυφθεί ποτέ το μυστικό μου. Ζητώαπ’ το Θεό να με συγχωρέσει που ένας αθώος φορτώθηκε ιηνενοχή μου και που ένας άλλος βρέθηκε στο δρόμο μου την πιολάθος ότι γ-μη. Όσο για τη μικρή σου φίλη, πρέπει να κάνεις τοπαν για να μην την εγκαταλείψεις ποτέ. Εγώ φεύγω έχονταςπείσει τον εαυτό μου πως μακροπρόθεσμα θα φανεί ότι έκανακάτι καλό γι’ αυτή αφαιρώντας της μνήμες που θα τη φόρτωνανμε πόνο μια ολόκληρη ζωή —

Πρόσεξε, αν κάποια στιγμή καταλάβεις πως έρχεται η ώρα γιανα ανοίξει το κουτί της Πανδώρας, κλείσ’ το με όποιο τρόπομπορείς. Οι αποσκευές σου στο ταξίδι της ζωής πρέπει να είναιόπως τώρα: γεμάτες με την καλή καρδιά σου και τη φιλοδοξίασου να καταφέρεις όσα δεν κατάφερε η οικογένειά σου.

Αντίο, κόρη μου. Κι αν υπάρχει μετά θάνατον ζωή, να ξέρειςπως θα τη ζω με τη σκέψη σου—

Η Σάνια δίπλωσε ξανά το χαρτί και το έδωσε στη Μαργαρίταχωρίς να βρει το κουράγιο να την κοιτάξει. Τόσα χρόνια ήξερε.Βρισκόταν στο πλευρό της μόνο και μόνο για να βεβαιώνεταιπως το κουτί της μνήμης της παρέμενε άδειο. Είχε επιτρέψει νακαταστραφεί η ζωή ενός αθώου για να προστατεύσει τη μνήμηενός νεκρού. Πόσο πιο εγωιστικά μπορούσε’να φερθεί έναςάνθρωπος; Καθόλου, αποκρίθηκε η ίδια νοερά στον εαυτό της,ρίχνοντας μια κλεφτή ματιά στο πρόσωπο του Αλεξ Γκρέι.Ανεξιχνίαστο και σκοτεινό ξανά, διαπίστωσε. Σαν να μην είχεπάρει ούτε μισή απάντηση στις ερωτήσεις του.

«Νομίζω πως είχε μπλεχτεί με τη Μιράντα Βαλέρη»,ακούστηκε ξανά η φωνή της Μαργαρίτας. «Ερωτικά,εννοώ..Υποθέτω πως της ζήτησε χρήματα για να με ξεμπλέξειαπ’ τα κυκλώματα, και εκείνη του υποσχέθηκε να του τα δώσει

456

κάτω από πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις. Ίσως δεν τήρησετη συμφωνία τους και το πλήρωσε με τη ζωή της. Ο πατέραςμου ήταν καλός άνθρωπος, αλλά όχι άγιος. Στα νιάτα του είχεαρκετά μπλεξίματα κι αυτός. Όσοι του πάτησαν τον κάλο τομετάνιωσαν πικρά. Έπαιρνε πάντα την εκδίκησή του».

«Και η φωτογραφία;» αναρωτήθηκε η Σάνια κοιτώντας τονΆλεξ. «Ο Ρωμανός είχε πει στη δίκη πως η φωτογραφίατραβήχτηκε ανή-μέρα των γενεθλίων του, δηλαδή περίπου έναχρόνο πριν τις δολοφονίες. Ούτε η Μαργαρίτα ήταν μπλεγμένητότε ούτε ο Στράτος Αποστόλου είχε προσληφθεί από τηνοικογένειά μου. Αν δεν την τράβηξε αυτός τη φωτογραφία, τότεποιος το έκανε και με ποιο τρόπο ήρθε σε επαφή με τον πατέρατης Μαργαρίτας;»

«Δεν ξέρω». Η απάντησή του ήταν κοφτή και ειπώθηκεταυτόχρονα με την κίνησή του να ασφαλίσει το όπλο και να τοβάλει ξανά στη ζώνη του. «Αλλά σκοπεύω να μάθω».

«Θα με παραδώσεις στην αστυνομία;» ροπησε η Μαργαρίτα μεσκυμμένο το κεφάλι.

«Όχι τώρα».

«Επειδή θέλεις νατο ψάξεις μόνος;» «Δε σου οφείλω καμίααπάντηση». Έκανε το γύρο του κρεβατιού και σήκωσε τη Σάνιαβουτώντας τη απ’ τον καρπό. Χάρηκε που δεν του αντιστάθηκε,γιατί ήταν αποφασισμένος να την πάρει μαζί του ακόμα καιφορτωμένη στον ώμο του.

«Θα με αφήσεις εδώ;» Η Μαργαρίτα άρχισε να κλαίει. «Σετέτοια κατάσταση; Σου ορκίζομαι πως δε θα κάνω καμιάανοησία, αν με πας στο σπίτι μου. Θα κλειδωθώ εκεί και θα

457

περιμένω να αποφασίσεις για την τύχη μου».

«Θα σε κλειδώσω, αλλά όχι στο σπίτι σου, δεσποινίςΑποστόλου. Αφού προτίμησες αυτή τη σκουληκότρυπα για ναοργανώσεις τις βρομοδουλειές σου αθέατη, δε θα ’χειςπρόβλημα να ζήσεις για κάποιο καιρό εδώ μέσα. Θα σου κάνεικαλό και λίγος διαλογισμός», σάρκασε τραβώντας τη Σάνιαπρος την έξοδο. «Όπως επίσης θα σου κάνει καλό να πάρεις μιαμικρή γεύση απ’ τον τρόπο ζωής του ΡωμανούΚατρά πριν τηναπόδρασή του. Εδώ, δε, θα έχεις άφθονο χρόνο να σκεφτείς τοδιάκοσμο του κελιού σου, γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία πως εκείθα καταλήξεις αφού σε καταγγείλω για την απόπειραδολοφονίας μου».

«Αν ήθελα να σε πετύχω, Bex το είχα καταφέρει!» ούρλιαξε ηΜαργαρίτα. Απ’ τα νευρά και το φόβο της, του πέταξε τομισογεμάτο μπουκάλι με το νερό

της.

Ο Άλεξ το απέφυγε εύκολα. «Αυτά να τα πεις στον εισαγγελέα,γλυκιά μου. Αντίο για την ώρα. Με περιμένει πολλή δουλειά,απ’ ό,τι καταλαβαίνεις—»

«Θα μ’ αφήσεις εδώ; Στ’ αλήθεια θα φύγεις και θα μεπαρατήσεις με σπασμένο γόνατο εδώ μέσα;» στρίγκλισε.

«Το θεωρείς άδικο μπροστά στην επιθυμία σου να με κλείσειςσε ένα φέρετρο για πάντα;»

«Το ξέρεις ότι δε θα το ’κανα! Το ξέρεις!» Ήταν η σειρά τουφαρμακείου να εκσφενδονιστεί με μανία καταπάνω του. «Αφούμου το είπες πριν φέρεις τη Σάνια εδώ. Έκανα ό,τι μου ζήτησε ο

458

πατέρας μου, κύριε Γκρέι! Τουλάχιστον προσπάθησα να τοκάνω! Δεν έχω πειράξει άνθρωπο στη ζωή μου, ρώτα τη Σάνια.Ρώτα τη!»

«Καληνύχτα, δεσποινίς Αποστόλου», της ευχήθηκεασυγκίνητος. Μόλις είδε τη Σάνια να της ρίχνει μιασυμπονετική ματιά, την τράβηξε έξαλλος από το δωμάτιο καιτην έσυρε αμίλητος στο αυτοκίνητο.

«Και τώρα οι δυο μας», της είπε βάζοντας πρώτη με τέτοιανευρικότητα, που η κοπέλα πίστεψε πως θα του έμενε ο λεβιέςστο χέρι. «Θα πάμε σπίτι, θα κλειδωθούμε στο ωραίο μαςδιαμέρισμα και θα τα πούμε μια και καλή. Φυσικά, δε θαπαραλείψουμε να υποκριθούμε πως όλα είναι μέλι γάλαανάμεσά μας, αν τύχει και συναντήσουμε κάποιον απ’ τουςπροστάτες σου. Είμαστε ευτυχισμένοι νιόπαντροι», της θύμισεπαίρνοντας τη στροφή σαν να ήταν σε πίστα ράλι. «Μπορεί ναέχουμε τα μικροπροβληματάκια μας πού και πού, αλλά στοτέλος θριαμβεύει ο έρωτάς μας. Έγινα αντιληπτός;» «Οδηγείςσαν μανιακός!» τον κατηγόρησε, αποφεύγοντας να του δώσειευθεία απάντηση.

Φρέναρε άγρια σ’ ένα απόμερο δρομάκι, πέρασε το χέρι τουπάνω απ’ το κάθισμά της, έγειρε το κορμί του κοντά της και μετο άλλο χέρι έσφιξε το πιγούνι της. «Έγινα αντιληπτός, Σάνια;»

«Δεν μπορώ να σε εμπιστευτω—» του είπε απελπισμένα.

«Δε χρειάζομαι την εμπιστοσύνη σου πια. Χρειάζομαι τησυμμαχία σου».

«Είσαι ένα ψέμα—»

459

«Ακόμα κι έτσι, δε θέλω το κακό σου. Ποτέ δεν το θέλησα».

«Βρήκες το δολοφόνο. Τι άλλο γυρεύεις πια;»

«Εσύ ήσουν αυτή που απόρησε για τη φωτογραφία— » θύμωσεπου την είδε να αποστρέφει το κεφάλι της από το φόβο καιβλαστήμησε σιγανά. «Βρήκα τον εκτελεστή», τη διόρθωσεπιέζοντάς τη να τον κοιτάξει. «Τώρα θα βρω και τον εντολέατου».

«Η εξήγηση της Μαργαρίτας στέκει όμως. Αυτός ο άνθρωποςθα μπορούσε να έχει παθιαστεί με τη μητέρα μου και να τηνπαρακολουθούσε πριν προσληφθεί στο σπίτι ως σοφέρ. Μπορείνα ήταν η ερωτική του ψύχωση γι’ αυτή το μόνο του κίνητρο,και να ζορίζουμε άδικα το μυαλό μας. Βέβαια—» ήθελε να τουπει για την πρόσφατη ανάμνησή της με τον πατέρα της και τολούτρινο δεινόσαυρο, αλλά δίστασε. Ισως ήταν καλύτερα ναέλυνε αυτό το γρίφο μόνη.

«θυμήθηκες κάτι άλλο πριν έρθεις στο σπίτι του Ρωμανού,Σάνια;» μάντεψε αμέσως την αιτία του δισταγμού της. «Κάτιπου επιβεβαιώνει τη θεωρία μου ότι σήμερα κάναμε μεν έναβήμα μπροστά, αλλά έχουμε ακόμα δρόμο για το τέρμα;»

«Όχι—» «Σε αντίθεση μ’ εμένα, είσαι φρικτή ψεύτρα»,σχολίασε κι έβαλε πάλι μπρος τη μηχανή. «Δε θα οε πιέσωπρος το παρόν», δήλωσε, λες και της έκανε τρομερή χάρη.«Καλό θα ήταν όμως να αφήσεις γρήγορα κατά μέρος τηναντιπάθειά σου για μένα και να κοιτάξεις το συμφέρον σου. Δεθα ’θελες να ξέρεις πόσοι άλλοι λύκοι μεταμφιεσμένοι οεπρόβατα σε περιτριγυρίζουν;»

Προτιμούσε να σωπάσει παρά να παραδεχτεί πως το επιχείρημά

460

του ήταν ακλόνητο. Αφοσιώθηκε στο δρόμο μπροσιά της.Κρίνοντας απ’ την επιμονή του και την αδιάλλακτη έκφρασηπου διαπίστωσε ότι είχε πάρει όταν τόλμησε να του ρίξει μιακλεφτή ματιά, ήξερε πως την περίμενε δύσκολο βράδυ.

«Είστε καλά;»

Οι αδερφές της έτρεξαν να την αγκαλιάσουν κι ακολούθησαν οιυπόλοιποι. Λειτούργησε αντανακλαστικά, συνεχίζοντας ναπαίζει το ρόλο που είχε υιοθετήσει τον τελευταίο καιρό. Έδειξεπως ένιωθε υπέροχα μέσα στην αγκαλιά του άντρα της, οοποίος είχε φορέσει ξανά με επιτυχία τη μάσκα του. Έδειχνεταραγμένος κι άμαθος σε καταστάσεις κινδύνου και πίεσης.Καθώς εξηγούσε τι είχε συμβεί, φρόντισε να τραυλίζει συχνάπυκνά, φανερώνοντας το σοκ και το φόβο του.

«Δηλαδή, καλά που ήταν μαζί σου κι ο Ρωμανός Κατράς— »παρατήρησε η Βέρα κουνώντας το κεφάλι. «Δε δίστασε ναξαμοληθεί ξοπίσω της μέσα στο δάσος. Κι ήταν κι οπλισμένη!»

«Κακομοίρη μου, τι τράβηξες— » σιγοντάρισε κι η Μίνα. «Έλα,βγάλε το μπουφάν σου και κάθισε. Θα σου βάλω ένα ποτό νασυνέλθεις— »

«Πάντως, έδειξες κι εσύ μεγάλο θάρρος», είπε την καλή τουκουβέντα κι ο Παύλος. «Δεν τα πήγες κι άσχημα για πρωτάρης,γιατρέ!»

Η Σάνια κόντεψε να πνιγεί απ’ το βήχα της. Ο Α\εξ τη χτύπησεστην πλάτη κι εκείνη του έριξε μια ματιά γεμάτη αγάπη. Τιψέμα, Θεούλη μου! σκέφτηκε. Απ’ το ένα θέατρο στο άλλο—

Όση ώρα κάθονταν δίπλα δίπλα στον καναπέ σαν τρυφεροί

461

σύζυγοι, η οικογένειά της έκανε τα πάντα προκειμένου ναξεχάσουν τη δυσάρεστη περιπέτειά τους. Στο τέλος κατάφεραννα γελούν όλοι μαζί, αφού είχαν πρώτα καθησυχάσει τον Άλεξμε το επιχείρημα ότι η γυναίκα αυτή δε θα τολμούσε ξανά κάτιανάλογο μετά τη δημοσιότητα που είχε πάρει το θέμα.

Έπειτα άρχισαν να αποχωρούν ένας ένας για τα δωμάτιά τους,αφήνοντας το ζευγάρι να ηρεμήσει και να αποσυρθεί τελευταίο.Η Σάνια μπήκε στο διαμέρισμά τους γεμάτη ανακούφιση.Μόλις έκλεισε η πόρτα και δεν υπήρχε πια λόγος γιαθεατρινισμούς, πήρε αμίλητη τις πιτζάμες της κι ετοιμάστηκενα μπει στο μπάνιο για να αλλάξει.

Ο Άλεξ βρέθηκε σαν φαντομάς μπροστά της για άλλη μια φορά,φράζοντάς της το δρόμο. «Δε μου είπες για ποιο λόγο ήρθεςστο σπίτι του Ρωμανού το πρωί», της είπε κοιτώνταςκοροϊδευτικά τον τρόπο που έσφιγγε τα ρούχα πάνω της.

Στις αιφνίδιες ερωτήσεις δεν μπορούσε να δώσει ξεκάθαρηαπάντηση, ακόμα κι αν δεν είχε σκοπό να πει ψέμα. Πόσομάλλον τώρα, που δεν ήθελε να του αποκαλύψει με τίποτα πωςσκόπευε να μπει στο τελευταίο δωμάτιο της κλειδωμένηςπτέρυγας μόνη της αυτή τη φορά και να πάρει το λούτρινοδεινόσαυρο που αγαπούσε τόσο άλλοτε. Γι αυτό δε μίλησε.Απέμεινε να τον κοιτάζει σαν χαζή, κερδίζοντας χρόνοπροκειμένου να οργανώσει το ψέμα της.

«Προτίμησες να μην πας στη δουλειά σου για να έρθεις στοσπίτι του Ρωμανού», της υπενθύμισε. «Γιατί, Σάνια;»

«Ήθελα— ήθελα— να σε βρω για να μιλήσουμε—» Έκανε έναμικρό βηματάκι πίσω για να αναπνέει καλύτερα. «Ήθελα να σουπω πως λυπάμαι γι’ αυτό που έγινε το πρωί και πως μάλλον δε

462

χρειάζεται να ανησυχούμε για πιθανή εγκυμοσύνη, γιατίμέτρησα τις μέρες μόλις ηρέμησα και είδα ότι πλησιάζει ηεπόμενη περίοδός μου Ήμουν πάντα τακτική, κι οι γόνιμεςμέρες μου είναι συγκεκριμένες. Έχουν περάσει για αυτό τομήνα— »

Το είδε στο βλέμμα του ότι την πίστεψε, και παρότι η ίδια δενήταν ψυχίατρος, ήξερε ότι ο Άλεξ ξεγελάστηκε επειδή ήθελε ναξεγελαστεί. Δεν της ξέφυγε η ανακούφιση στην έκφρασή του, κιέκρυψε επιτυχώς το μίοος mod ένιωσε όταν είδε κι έναχαμόγελο, μικρό αλλά εύγλοπτο, να απαλύνει ταχαρακτηριστικά του. Τουλάχιστον τώρα θα την άφηνε να χωθείστο μπάνιο της και θα την παρατούσε ήσυχη. Μεγάλο κέρδοςμπροστά στις τόσες απώλειες που την είχε αναγκάσει ναυποστεί με τη συμπεριφορά του.

«Μπορώ να ελπίζω λοιπόν πως θα σου μείνουν μόνο οι καλέςαναμνήσεις από αυτό που συνέβη ανάμεσά μας το πρωί;» τηρώτησε τολμώντας να απλώσει το χέρι για να τη χαϊδέψειτρυφερά στο μάγουλο.

Ήταν η σειρά της να διεκδικήσει το Όσκαρ υποκριτικής. «Μηνανησυχείς. Ο επόμενος θα πρέπει να προσπαθήσει πολύ για νασε ξεπεράσει».

«Ωραία. Πήγαινε στο μπάνιο τώρα. Θα σε περιμένω νακουβεντιάσουμε. Πρέπει να δούμε τι θα κάνουμε από δω καιπέρα».

Τι κι αν έκανε μία ολόκληρη ώρα για να ετοιμαστεί κλειδωμένημες στην τουαλέτα; Μόλις βγήκε απ’ το μικρό της καταφύγιο,εκείνος ήταν εκεί μ’ ένα πούρο στο χέρι, πίνοντας κόκκινοκρασί. Σχεδόν έσυρε τα πόδια της για να τον πλησιάσει,

463

πασχίζοντας να δείχνει ανεπηρέαστη απ’ το πρωτόγνωρο γιαεκείνη θέαμα της γύμνιας του. Ένιωσε ένα βουητό στ’ αφτιά τηςκαι τα μάτια της δεν κατάφεραν να δείξουν καμίαδιακριτικότητα καθώς παρατηρούσαν το σώμα του. Επίτηδες τοέκανε, σκέφτηκε καταπίνοντας με δυσκολία. Θέλει να δωακριβώς με ποιον άνθρωπο έχω να κάνω—

Φορούσε μόνο το παντελόνι του. Το σώμα που δεν την άφησενα αγγίξει το πρωί ήταν ακριβώς όπως δε θα το φανταζότανποτέ σώμα πολεμιστή: μπράτσα γερά και γυμνασμένα σανπυγμάχουφλέβες που διαγράφονταν τέλεια ακόμα κι ότανέφερνε το ποτήρι στο στόμα για να πιει. Ήταν κι εκείνα τασημάδια, εκείνες οι μεγάλες ουλές που χάλαγαν την εικόνα τηςτελειότητας, χωρίς ωστόσο να δείχνουν τρομακτικές ήαπωθητικές πάνω του. Της άρεσε. Ο θεός ας συχωρούσε τομέγεθος της ηλιθιότητάς της, αλλά της άρεσε, και μάλισταπολύ. Πολύ αμυδρά πια θυμόταν την εποχή που έβλεπε τέτοιουείδους αρσενικά κι αναζητούσε την πλησιέστερη τρύπα για νακρυφτεί. Πολύ αμυδρά θυμόταν και τα καυστικά της σχόλια γιατους βάρβαρους άντρες που είναι γεμάτοι μυς, κάθε φορά που ηΜαργαρίτα εκθείαζε τα χαρίσματά τους.

Να που είχε φτάσει μια στιγμή, μια στιγμούλα ασήμαντη μέσαστο πλέγμα του χρόνου, για να της δείξει πως το καλόπεριεχόμενο γινόταν ακόμα καλύτερο όταν το συνόδευε ηόμορφη επιφάνεια. Γιατί για εκείνη ο Άλεξ Γκρέι ήτανπραγματικά όμορφος. Είχε μείνει να τον χαζεύει χωρίς ναντρέπεται ή να διστάζει,, ακόμα και τώρα που ήξερε πόσο καιμε ποιο τρόπο την είχε ξεγελάσει.

«Είσαι ίδιος με τον— Θέλω να πω— μοιάζεις πολύ με—»

«Είχαμε την ίδια εκπαίδευση», τη διευκόλυνε. «Όσες ώρες

464

δαπάνησε εκείνος στην εκγύμναση δαπάνησα κι εγώ. Έχουμεακόμα και τον ίδιο αριθμό πτώσεων με σ\εξίπτωτο δεν είναιφοβερό; Αδελφές ψυχές—» μουρμούρισε πίνοντας άλλη μιαγουλιά κρασί.

«Δεν είσαι όμως σαν κι αυτόν», της ξέφυγε, αλλά απ’ τη στιγμήπου το ξεστόμισε, αποφάσισε να το συνεχίσει: «Η ζωή τονανάγκασε να σκληρύνει περισσότερο. Έτσι δεν είναι; Υπήρξεκατάδικος, δραπέτης και συνεργάτης παρανόμων. Κοιμήθηκεστα βουνά, έφαγε ωμό κρέας και ήπιε βρόμικο νερό. Για κείνονη Λεγεώνα ήταν μονόδρομος προκειμένου να προστατεύσει τηνανωνυμία του, ενώ για σένα— »

«Δε σου χω πει τι ήταν για μένα η Λεγεώνα». «Μαντεύω».

«θέλω πολύ να ακούσω τις εκτιμήσεις σου. Συνέχισε—» τηνπαρότρυνε.

«Για θένα ήταν μια καλή ευκαιρία να ανδρωθείς και να ζήσειςτην περιπέτεια. Είδα πόσο καλός ήσουν στο ρόλο τουμετριοπαθούς επιστήμονα με τη βαρετή ζθ)ή, και νομίζω πωςκάποτε ήσουν έτσι ακριβώς. Ήξερες απέξω κι ανακατωτάόλους τους σπουδαίους λογοτέχνες, άκουγες κλασική μουσική,λάτρευες τη φύση και είχες αφοσιωθεί <πην επισιήμη σου.Ήσουν επίσης εξαιρετικός στο ρόλο ίου ντροπαλού με τιςγυναίκες. Πιθανόν κάποτε να μη σου έδιναν σημασία επειδήήσουν αυτό που ήσουν. Η ρηχότητα της εποχής μας απαιτεί μυςκαι τεστοστερόνη που ξεχειλίζει βλέπεις, ακόμα κι εγώ τοξέρω. Έτσι, μια ωραία πρωία, τα βρόντηξες όλα και μπήκες στηΛεγεώνα. Σκληρά παιχνίδια για μεγάλα αγόρια· ήταν ακριβώςαυτό που ζητούσες. Εκεί γνώρισες τον Ρωμανό Κατρά, το alterego σου, και γίνατε κολλητάρια. Ο ένας συμπλήρωνε τον άλλο,μου είπες την αλήθεια ως προς αυτό. Οι δύο όψεις του ίδιου

465

νομίσματος. Όσα δεν είχες τα βρήκες σ’ αυτόν, κι όσα είχεκάποτε εκείνος τα έβλεπε σ’ εσένα. Τα δικά σας τετράγωναμυαλά θα το έλεγαν τύχη. Το δικό μου ρομαντικό μυαλό το λέειπεπρωμένο—»

«Όπως σου χω πει κι άλλοτε, είσαι έξυπνο κορίτσι», τηνπαίνεψε και της γύρισε την πλάτη αναζητώντας ένασταχτοδοχείο.

«Χριστέ μου!» αναφώνησε η Σάνια δυο δευτερόλεπτα μετά.Εκείνος γύρισε έκπληκτος κι αντίκρισε ένα φάντασμα. Είχεφέρει το χέρι στο στόμα, τα μάτια της κόντευαν να πεταχτούναπ’ τις κόγχες τους κι ήταν κάτασπρη, σαν να της στράγγιξαν τοαίμα. Έκανε να την πλησιάσει και την είδε κυριολεκτικά νατσακίζεται για να απομακρυνθεί από κοντά του. Από ένστικτοκοκάλωσε στη θέση του και συγκλονισμένος τηνπαρακολούθησε να κολλά στον τοίχο κι έπειτα να κάθεται σιγάσιγά στο πάτωμα, να κουβαριάζεται μέχρι που τα γόνατά τηςάγγιξαν το πιγούνι της. Έτρεμε καί ψέλλιζε συνέχεια την ίδιαλέξη: «Όχι— όχι— όχι— »

Ο Άλεξ δεν ήξερε τι να υποθέσει, αφού ήταν ξεκάθαρο πως δενεπρόκειτο για κάποια νέα ανάκληση μνήμης. Δεν είχε χάσει τιςαισθήσεις της και τα μάτια της παρέμεναν ορθάνοιχτα σανκέρινου ομοιώματος. Τον κοιτούσε και δεν τον έβλεπε. Ήτανμαζί του στον ίδιο χώρο, μισό μόλις μέτρο μακριά του, κι όμωςέδειχνε σαν να βρισκόταν αλλού, χαμένη στο άγνωστο ταξίδιτης. Ούτε να κλάψει δεν μπορούσε, παρότι η έκφρασή τηςπρόδιδε πως το ήθελε απελπισμένα. Η όψη της τον σόκαρε.Δίστασε ακόμα και να της μιλήσει.

Τα δικά της λόγια ακουστήκαν πρώτα μετά από λίγα λεπτά πουτου φάνηκαν να διήρκεσαν αιώνες. Τα είπε χωρίς να τον

466

κοιτάζει στα μάτια κι ενώ είχε ζαρώσει στη γωνιά της σαννεοσσός που έχει πέσει απ’ τη φωλιά. Κι όμως οι λέξειςακουστήκαν καθαρά, με φωνή σταθερή, απαλή, γεμάτηπαράταιρη σοφία.

«Ξέρεις τι δε σου είπα ποτέ;» τον ρώτησε μετά από μια βαθιάαναπνοή. «Δε σου είπα ποτέ για τη μύτη του Κινγκ, κύριεΓκρέι», είπε ήσυχα, κι έπειτα ξέσπασε σε γέλια δυνατά, τόσοδυνατά κι υστερικά, που θύμιζαν αντίδραση παράφρονα.Επιτέλους δάκρυσε. Επιτέλους η ψυχή της έδιωξε εκείνο τοανυπόφορο βάρος, γεμίζοντας τους δακρυγόνους αδένες της μετο απόσταγμα του πόνου της. «Είχε πολύ ωραία μύτη ο Κινγκ,κύριε Γκρέι: μαύρη και τριγωνική, λίγο μέγαλύτερη από τηνπένα κιθάρας— »

«Σάνια, είσαι εδώ;» τη ρώτησε και, στέλνοντας στο διάβολοτους δισταγμούς του, γονάτισε μπροστά της και τηνταρακούνησε αρπάζοντάς τη απ’ τους ώμους. «Είσαι εδώ;»επανέλαβε. «Καταλαβαίνεις ποιος είμαι;»

«Μα και βέβαια καταλαβαίνω ποιος είσαι—» τον καθησύχασεκοιτώντας τον πια κατάματα. «Καταλαβαίνω μια χαρά—» «Τιβλακείες έλεγες για τη μύτη του Κινγκ; Τι σ’ έπιασε και—»

«Βλακείες, κύριε Γκρέι;» Διατύπωσε την ερώτησή της ήσυχα,αλλά ξαφνικά του έδωσε μια σπρωξιά και σηκώθηκε όρθια.«Βλακείες;» ούρλιαξε. «Δε νομίζω να είναι βλακείες, γιατί οΚινγκ είχε πράγματι πολύ ωραία μύτη. Ολόιδια με την ελιάσου!»

«Τι στο διάβολο—»

«Πάψε!» Πλησίασε το γραφείο του και με μια κίνηση του χεριού

467

της σάρωσε τα πάντα από πάνω του. Βιβλία, στιλό καιυπολογιστής έπεσαν με θόρυβο στο πάτωμα. «Πώς τολμάς ναμου παριστάνεις ακόμα τον ανίδεο;» Σειρά είχαν τα έπιπλα πουβρίσκονταν κοντά της. Οι κλοτσιές της τα αναποδογύρισανάγρια. «Πώς τολμάς να με μπουκώνεις ξανά με ψέματα;Αλλαξες τα πάντα πάνω σου, Ρωμανέ, αλλά σου ξέφυγε κάτι.Αυτή την ελιά στην πλάτη την έχεις από γεννησιμιού σού, μουτο είχες πει εκείνη τη μέρα στο πάρκο.

Και δυστυχώς για σένα, τώρα αποδείχτηκε πως είναι και τομόνο αληθινό πάνω σου!»

«Εντάξει», είπε μόνο, κοιτώντας τη χωρίς καν να δείχνειθορυβημένος. «Καλύτερα που ήρθαν έτσι τα πράγματα. Δε θασπαταλω ενέργεια πια προσπαθώντας να κρύβω την ταυτότητάμου».

«Αυτό έχεις μόνο να πεις; Αυτό;»

«Ναι, πριγκιπέσα. Μόνο αυτό».

«Θέλω να ξεκουμπιστείς από δω μέσα απόψε κιόλας!» τουφώναξε κι αμέσως μετά βρέθηκε με την πλάτη κολλημένη στοστήθος του και το χέρι του να της κλείνει το στόμα.

«Δε χρειάζονται φωνές—» της ψιθύρισε. «Κι είσαι γελασμένηαν νομίζεις ότι θα τα παρατήσω τώρα που κοντεύω να φτάσωστο τέλος. Είναι καιρός να γνωριστούμε απ’ την αρχή,πριγκιπέσα. Αλλά θέλω να μου υποσχεθείς πως θα είσαιφρόνιμη. Στην πρώτη σου αταξία, θα σε δέσω, θα σε βάλω στοαμάξι μου και θα εξαφανιστούμε. Τώρα που ξέρεις ποιος είμαι,ξέρεις και πόσο εννοώ αυτά που λέω. Έτσι δεν είναι;»

468

«Θα σε μισώ όσο ζω κι αναπνέω!» του δήλωσε μόλις τηςελευθέ ρωσε το στόμα. «Και θα πλένομαι κάθε μέρα μεαντισηπτικά για να φύγει η βρόμα!»

«Εγώ αντιθέτως θα σε σκέφτομαι με τρυφερότητα. Ήσουν μίααπ’ τις ελάχιστες καλές αναμνήσεις μου όλα αυτα τα χρόνια».

Επισφράγισε τη δήλωσή του με ένα βαθύ απελπισμένο φιλί.

Κι εκείνη καταράστηκε τον εαυτό της που δεν μπόρεσε νακρύψει πόσο πολύ τον είχε αγαπήσει.

469

Γ’ ΜΕΡΟΣΝύχτα Ήσουν και Βροχή

«Σανια, από δω ο Ζακ Λαρουά, ο καλύτερός μου φίλος. Ζακ, τηΣάνια την ξέρεις. Αυτή είναι η ίδια από την αρχή».

Στέκονταν κι οι τρεις στο σαλόνι κι αντάλλαζαν ματιές γεμάτεςαμηχανία και δισταγμό. Δηλαδή, ο Ζακ και η Σάνια τιςαντάλλαζαν, γιατί ο Άλεξ έδειχνε να ξέρει πολύ καλά τι έκανεκαι τι έλεγε. Ήταν κύριος του εαυτού του και κινούνταν πλέονστο χώρο με τον αέρα του οικοδεσπότη. Τώρα που οιισορροπίες είχαν αποκατασταθεί, δεν είχε κανένα πρόβλημα ναδείχνει τον αληθινό του χαρακτήρα, τον οποίο -όπωςδιαπίστωσε η Σάνιαείχε μιμηθεί με τρομερή επιτυχία ο φίλοςτου. Ήταν τραχύς και απότομος. Δεν έχανε την παραμικρήευκαιρία να σαρκάσει και να ειρωνευτεί. Ήταν αλαζόνας καιδεσποτικός. Οι μισές απ’ τις προτάσεις του ήταν διαταγές κι οιάλλες μισές φαρμακερά σχόλια και κοροϊδίες. Μόνο τησυντηρητική γκαρνταρόμπα του δεν είχε ξεφορτωθεί, κι αυτόεπειδή του χρειαζόταν για να συνεχίσει τη μασκαράτα τουστους δικούς της. Όμως η Σάνια ήξερε πώς θα ντυνόταν ανήταν ελεύθερος να είναι ο εαυτός του: όπως ο Ζακ ότανπαρίστανε τον Ρωμανό στα ολόμαυρα, σαν άγγελος εκδικητήςπου κατέβηκε στη γη για να σκορπίσει τη’ν τιμωρία του.

Τώρα πια είχε ξεκάθαρη εικόνα για τον τρόπο ζωής και τοχαρακτήρα του. Καταδικάστηκε, φυλακίστηκε, απέδρασε καικατέληξε στη Λεγεώνα των Ξένων αποφασισμένος να διώξειαπό πάνω του την εικόνα του Ρωμανού Κατρά και την ήπιαπροσωπικότητά του. Επειδή δεν κατάφερε να πυροβολήσει το

470

μοιραίο βράδυ, ορκίστηκε να αποκτήσει τη δύναμη ναπυροβολεί κατά βούληση, χωρίς τον παραμικρό δισταγμό, αν τοαπαιτούσαν οι περιστάσεις. Έγινε ψυχρός πολεμιστής, σκότωσεόλες του τις ευαισθησίες και από τις στάχτες του παλιού εαυτούτου γεννήθηκε μια μηχανή με ανθρώπινη όψηπρογραμματισμένη να προχωρά μπροστά ανεξάρτητα απ’ τοτίμημα και τις πληγές που προκαλούσε σε όσους πήγαινανενάντια στη θέλησή της.

Το χαμένο μάτι ήταν μόνο σταγόνα στον ωκεανό τωνπαραμορφώσεων της ψυχής του. Είχε γίνει αγνώριστος στηνόψη, αλλά και στο χαρακτήρα. Η παιδικότητα κι η αθωότητα τουαδύναμου νεαρού Ρωμανού Κατρά έδωσαν τη θέση τους στησκληράδα και την τραχύτητα του ώριμου Άλεξ Γκρέι. Δεν τονθύμιζε στο ελάχιστο πλέον, και γι’ αυτό επέστρεψε στηγενέτειρά του πεπεισμένος ότι όλοι θα έπεφταν στην παγίδατου.

Είχαν βοηθήσει βέβαια και οι αρκετές πλαστικές επεμβάσειςστη μία πλευρά του προσώπου του, όπως και η μεγάληκαλύπτρα που δεν αποχωριζόταν ούτε στον ύπνο του. Η αλλαγήήταν συγκλονιστική. Σαν να γεννήθηκε ένας άλλος άνθρωποςστη θέση του Ρωμανού Κατρά που είχε πεθάνει.

«Ξέρεις, πιστεύω, ότι έχεις το ελεύθερο να επιστρέψεις, αν θες,στη Γαλλία», παρατήρησε ο Άλεξ διατηρώντας τους ώμους τουστητούς κι έχοντας δέσει τα χέρια στην πλάτη σανγαλαζοαίματος που απευθύνεται στους κατωτέρους του.

«Και να χάσω τις εξελίξεις;» Ο Ζακ χαμογέλασε πονηρά.«Αποκλείεται, φίλε. Θα μείνω εδώ με την προϋπόθεση βέβαιαότι θα εξακολουθήσεις να με φιλοξενείς στο σπίτι σου. Μουαρέσει η πατρίδα σου— Κι απ’ ό,τι ξέρεις, δεν έχω να κάνω και

471

καμιά σοβαρή δουλειά στη Γαλλία. Άσ’ το γερο-Ολιβιέ να μεεπιθυμήσει και λιγάκι».

«Αυτό σημαίνει πως θα αργήσεις να ξεφορτωθείς το ρόλο σου.Όχι ότι δεν το διασκέδασες—» παρατήρησε σκωπτικά, κι ο Ζακτου ανταπέδωσε το ειρωνικό βλέμμα.

«Λίγη δόση από Ρωμανό Κατρά πού και πού τη συνιστούν κι οιψυχίατροι. Ασφαλώς θα ξέρεις πόσοι άνθρωποι σ’ αυτό τονκόσμο θα ήθελαν να γίνουν κακοί αλλά δεν το τολμούν. Εγώ τοκατάφερα, και μάλισια κατά παραγγελία».

«Κακός, ε; Πρόσεχε τι δηλώνεις μπροστά στην αγαπημένη μουσύζυγο, αδερφέ. Αν ξεστομίζει κάτι τέτοιο τόσο εύκολα οκαλύτερός μου φίλος, τι θα λένε για μένα οι εχθροί μου; Δεθέλουμε να τρομάξουμε τη Σάνια. Έτσι δεν είναι; Η νύχτα τηςήταν γεμάτη εφιάλτες εξαιτίας μου».

Δεν τολμούσε ούτε να τον κοιτάξει. Αν κατάφερνε να κοιμηθείτο προηγούμενο βράδυ, σίγουρα θα είχε εφιάλτες. Πέρασεωστόσο τη νύχτα ξάγρυπνη, προσπαθώντας να χωνέψει τομέγεθος της κοροϊδίας του και να σκαρφιστεί έναν τρόπο για ναξεμπλέξει απ’ την πλεκτάνη που είχε στηθεί σε βάρος της.Αποτόλμησε μάλιστα να προσπαθήσει να τον πείσει πωςέπρεπε να χωρίσουν οι δρόμοι τους από δω και μπρος. Όσοεύκολα είχε στηθεί το παρασκήνιο του αιφνίδιου γάμου, τόσοεύκολα μπορούσε να στηθεί και το διαζύγιο. Δεν τον ήθελε στηζωή της ούτε σαν περαστικό επισκέπτη. Και κυρίως δεν ήθελενα νιώθει τόσο ηλίθια, αφού εξακολουθούσε να τρέφει γι’ αυτόναισθήματα που δεν του άξιζαν.

Οι προσπάθειές της όμως έπεσαν πανηγυρικά στο κενό. Μέχριτο ξημέρωμα δε σταμάτησε να την απειλεί πως αν δε

472

συνεργαζόταν με τη θέλησή της μαζί του, θα το έκανε απόυποχρέωση. Εκείνος θα την υποχρέωνε. Είχε τον τρόπο του, τηςείχε πει, ξεκαθαρίζοντάς της πως δε θα της συγχωρούσε τοπαραμικρό λάθος στο ρόλο της.

Τώρα την αποκαλούσε «αγαπημένη του σύζυγο» μ’ ένασαρκασμό που της τρυπούσε το στομάχι. Περιγελούσε τουςφόβους της σαν να ήταν παράλογο που είχε ταραχτεί, καιπερίμενε απ’ αυτή να στέκεται πειθήνια στο πλευρό του σαν ναμην την είχε κάνει να νιώσει το μεγαλύτερο κορόιδο τηςοικουμένης. Της επέβαλλε το άγγιγμά του και την παρουσία τουλες και η προηγούμενη μέρα ήταν απλώς μια δυσάρεστηπαρένθεση στην καθημερινότητά τους. Οι μαύροι κύκλοι κάτωαπ’ τα μάτια της και η ενστικτώδης αντίδραση του κορμιού τηςνα τινάζεται κάθε φορά που την πλησίαζε ήταν ψιλά γράμματαγι’ αυτόν. Το παιχνίδι θα παιζόταν με τους όρους του και τοσφύριγμα της λήξης θα δινόταν κατ’ εντολήν του. Δυνάστης μεευγενικό προσωπείο. Οργή συγκαλυμμένη με χαμόγελο.Αρπακτικό με όψη θηράματος. Απάτη —

Φαίνεται πως ο φίλος του συμμεριζόταν κάπως τη θλίψη της,γιατί παρέμεινε αμίλητος να την κοιτάζει. Ούτε και σ’ εκείνονήθελε να χαρίσει τη ματιά της. Όσο έφερνε στο νου της τιςστιγμές που τον αντιμετώπιζε σαν να ήταν ο αληθινός ΡωμανόςΚατράς, αναρωτιόταν αν υπήρχε στον πλανήτη άλλος άνθρωποςπιο βλάκας από κείνη. Ελάχιστα την ανακούφιζε η σκέψη πως ηπαράστασή τους ήταν εκτελεσμένη εξαιρετικά. Υποτίθεται πωςτον έναν είχε να τον δει περίπου, είκοσι χρόνια και τον άλλομόλις τον είχε γνωρίσει. Δεν έπρεπε να εμπιστευτεί κανέναν απ’τους δυο τους. Μεγάλος βλάκας, στ’ αλήθεια. Αν υπήρχεβασίλειο των ηλιθίων, θα γινόταν ηγεμόνας τους.

473

«Δε νιώθω και πολύ καλά—» μουρμούρισε για ναδικαιολογήσει την ανάγκη της να φύγει μακριά τους.Προτιμούσε να χωθεί στα σκεπάσματα παριστάνοντας τηνάρρωστη παρά να υπομένει το μαρτύριο της αυτοκριτικής.

«Αλήθεια, γλυκιά μου;» Ο Άλεξ έκανε να την αγγίξει σταμαλλιά, αλλά εκείνη τινάχτηκε προς τα πίσω λες και τηνπλησίασε οχιά. Ωστόσο, αναγκάστηκε να αντιμετωπίσει τοβλέμμα του. Και αυτό και το ένοχο χαμήλωμα των ματιών τουΖακ Λαρουά, που από ό,τι φαινόταν είχε καταλάβει το ψέμα της.

«Αλήθεια. Αν δε σε πειράζει, θέλω να πάω στο σπίτι μου. Ό,τισχέδια κι αν έχεις για σήμερα τα οποία με περιλαμβάνουνκαλύτερα να τα αναβάλεις».

«Α, βλέπω πως εξακολουθείς να φέρεσαι σαν τσούχτρα».

Γελούσα μαζί της, το κάθαρμα! Τι κρίμα που δεν είχε αληθινάδηλητηριώδη πλοκάμια για να αποκτήσουν ποικιλία τα σημάδιατου. «Λες και δεν έχω λόγο!» του πέταξε μπροστά στον Ζακ,που κοίταξε διστακτικά το φίλο του. «Λες και ξημέρωσε μιαμέρα ίδια με όλες τις άλλες!» συνέχισε βράζοντας από θυμό.«Λες και δεν έχω το δικαίωμα να νιώθω αηδιασμένη με όσαγίνονται! Λυπάμαι που σε στεναχωρώ, αγαπημένε μου σύζυγε,αλλά αυτή τη στιγμή γουστάρω να είμαι τσούχτρα, και θασυνεχίσω να είμαι για όσο καιρό μού κάνει κέφι!»

«Ελεύθερα—» της είπε κάνοντας μια ευγενική κίνηση με τοχέρι. «Χύσε όσο φαρμάκι επιθυμείς μπροστά σ’ εμένα και τονΖακ, αλλά φρόντισε να κελαηδάς σαν αηδόνι μπροστά στουςάλλους. Τα είπαμε και χτες αυτά, πριγκιπέσα. Όλη νύχτα ταλέγαμε. Ούτε εγώ έχω την άνεση να μείνω επ’ αόριστον εδώούτε εσύ να ανέχεσαι την παρουσία μου. Όσο πιο γρήγορα

474

ξεμπερδέψουμε τόσο το καλύτερο και για τους δυο μας».

«Αυτό περί ανοχής της παρουσίας σου είναι πράγματι πολύκαλό επιχείρημα», του πέταξε και τον κοίταξε δολοφονικά.«Μου πέρασε η αδυναμία ξαφνικά. Λέγε τι θες να κάνουμε, γιανα τελειώνουμε. Η μέρα που θα σε δω να μαζεύεις ταμπογαλάκια σου και να του δίνεις θα είναι η ευτυχέστερη τηςζωής μου».

«Υπέροχα». Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και της χάρισε έναχαμόγελο καρχαρία. «Για αρχή, προτείνω να αποκαταστήσουμεόσο είναι δυνατόν τις σχέσεις μας. Ξέρεις— δείπνο σερομαντικό εστιατόριο και τέτοια. Θα σου υπενθυμίσω τουςλόγους που με— συμπάθησες και θα προσπαθήσεις να μουυπενθυμίσεις πως είσαι η γλυκομίλητη, ευγενική κοπέλα πουγνώρισα. Δε χρειάζεται επίσημο ένδυμα. Άλλωστε, για όλουςείμαι ένας κακόγουστος σεμνός επιστήμονας—»

Ο Ζακ αποφάσισε να παρέμβει νιώθονταςπως η ατμόσφαιραείχε βαρύνει επικίνδυνα. Την πλησίασε κι έσκυψε λίγο για να τηφτάνει στο ύψος. «Δεν έχει νόημα να τον πολεμάς», της είπεκοιτώντας με κατανόηση το συννεφιασμένο της πρόσωπο, «θακάνει αυτό που θέλει, ο κόσμος να χαλάσει. Τον ξέρω καλά.Εσύ τον μαθαίνεις μόλις τώρα».

«Αν ο χαρακτήρας του είναι ίδιος μ αυτόν που μου έδειξεςπαριοτάνοντάς τον, τότε έχω δίκιο που δε θέλω να έχω καμίασχέση μαζί του. Ξέρω πολύ καλά ποιος είναι. Ένας κοινόςαπατεώνας!»

Τους γύρισε την πλάτη κι έφυγε, νιώθοντας πως δεν μπορούσεούτε να αναπνέει τον ίδιο αέρα μ’ εκείνον. Κατάλαβε πως ο Ζακεπιχείρησε να την ακολουθήσει, γιατί πριν κλείσει την πόρτα

475

πίσω της άκουσε τον Άλεξ να τον εμποδίζει.

Ούτε να κλάψει δεν ήθελε για χάρη του. Το μόνο πουχρειαζόταν εκείνη τη στιγμή ήταν να κλειστεί στο δωμάτιό τηςκαι να περάσει τις επόμενες ώρες αναλογιζόμενη το στραβόδρόμο που είχε πάρει η ζωή της. Τα χε βάλει με όλους και μεόλα για την αδυναμία της να διακρίνει το ψέμα γύρω της. Ήξερεπως οι προθέσεις της οικογένειάς της ήταν καλές, αλλά δενέπαυε να τη βασανίζει το γεγονός πως είχαν πλάσει ένανάνθρωπο παράταιρο με την εποχή του: εμπιστευόταν εύκολα,πίστευε γρήγορα και χάριζε την ψυχή της για τα μικρότεραδυνατά ανταλλάγματα. Θεωρούσαν, φαίνεται, πως θα ήταν στοπλευρό της μια ολόκληρη ζωή για να καλύπτουν τις ασχήμιεςκαι να απαλύνουν τους πόνους.

Απ’ το χτύπημα της πόρτας κατάλαβε πως; ήθελε να τη δει ηθεία της.

Δεν άνοιξε.

Ξάπλωσε στο κρεβάτι και περίμενε μονάχα να βραδιάσει.

Το εστιατόριο λεγόταν «Cavus», και παρά τη μεγάλη φήμη του ηΣάνια το επισκεπτόταν για πρώτη φορά. Η απόκεντρη θέση του,καθώς ήταν χτισμένο στους πρόποδες της Πεντέλης, το ότιθύμιζε σπηλιά και το γεγονός πως ήταν αγαπημένο στέκι τωνπλουσίων και διασήμων είχαν κάνει τα τραπέζια τουαπαγορευτικά για όποιον έμπαινε στον κόποΛνα το επισκεφτείαπρογραμμάτιστα.

Η Σάνια ήταν μαθημένη σι η ν πολυτέλεια, αλλά αυτό πουαντίκριζε ξεπερνούσε κατά πολύ τις εμπειρίες της. Οιαρχιτέκτονες είχαν κατορθώσει να στήσουν μια αληθινή σπηλιά

476

του Αλαντίν, σκάβοντας το βουνό τουλάχιστον τριάντα μέτραστο βάθος και πενήντα

στο πλάτος. Η οροφή και οι τοίχοι ήταν πραγματικοί βράχοι,ελάχιστα κατεργασμένοι για να δημιουργούν το τελικόκαμπυλωτό σχήμα τους, και είχαν περαστεί με κάποιο είδοςβερνικιού που τους έκανε να δείχνουν γυαλιστεροί σαν να τουςαποτελούσαν εκατομμύρια μικρά διαμαντάκια. Ο υποβλητικόςφωτισμός της κύριας αίθουσας επιτυγχανόταν από δάδες πουέκαιγαν παραφίνη κι όλα τα τραπέζια ήταν πέτρινα, χτιστά,διαφορετικά μεταξύ τους: άλλα είχαν σχήματα ακαθόριστα κιάλλα απόλυτα γεωμετρικά, κάποια ήταν σκαλιστά κιαναπαριστούσαν πειρατικές γαλέρες, σεντούκια θησαυρών,μανιτάρια και άγρια ζώα. Το δικό τους τραπέζι ήταν το πιοαπόμερο απ’ όλα· είχε τη μορφή μεγάλου κεριού έτοιμου ναλιώσει. Πάνω απ’ τα κεφάλια τους έκαιγαν μεσαιωνικού τύπουπολύφωτα με πυρσούς, κι η παράξενη γυαλάδα των βράχωνδιαθλούσε το φως ακανόνιστα, δημιουργώντας σκιές πουτρεμόπαιζαν σαν φλόγες. Ο χώρος ήταν γεμάτος κόσμο. Όλοισυζητούσαν χαμηλόφωνα χαμένοι συο μικρόκοσμο της παρέαςτους, αλλά από το δικό τους τραπέζι δεν έβλεπε και δεν άκουγεκαθαρά κανέναν.

Ο σομελιέ ανέβηκε δέκα μικρά πέτρινα σκαλιά για να τουςσυναντήσει. «Έχουμε εξαιρετική ποικιλία κρασιών», άρχισε νατους λέει, αλλά μόνο τρία πρόλαβε να κατονομάσει. Ο Αλεξτου έδωσε τον κατάλογο χωρίς να τον διαβάσει, φυσώντας τονκαπνό του πούρου του. «Ραβέν», είπε κοιτώντας τη Σάνια σταμάτια. «Του 1999, κατά προτίμηση».

«Έξοχη επιλογή, κύριε!» σχολίασε ο σομελιέ. «Τα Ραβέν είναι ηεξαίρεση στον κανόνα που θέλει το παλαιωμένο κρασί να είναι

477

το καλύτερο. Το ξέρετε πως η λέξη “Ραβέν” στα γαλλικάσημαίνει χαράδρα; Οι καλύτερες ποικιλίες σταφυλιώνευδοκιμούν σε εκείνο το μέρος. Πραγματικά, έξοχη επιλογή!»επανέλαβε κι έφυγε, αφού τους έκανε μια μικρή υπόκλιση.

«Κρυωνεις, πριγκιπέσα;» τη ρώτησε κοιτώντας με νόημα ταμπράτσα της, που είχαν ανατριχιάσει. Έπειτα το βλέμμα τουμετακινήθηκε αργά στο σεμνό, κεντητό μπούστο τουφορέματος της, στάθηκε λίγο στο λευκόχρυσο μικρόμονόγραμμα που στόλιζε το λαιμό της κι έπειτα κατέληξε σταγαλάζια μάτια της, που κατέβαλλαν τρομερή προσπάθεια για ναατενίζουν άφοβα το πρόσωπό του. Της χαμογέλασε ειρωνικάκαι τελικά γέλασε όταν την είδε να συνοφρυώνεται και νακαλύπτει τους γυμνούς ώμους της με τη λευκή μεταξωτήεσάρπα της. Μετά βίας ανεχόταν ακόμα και τη ματιά του και δεντην ενδιέφερε να του το κρύψει. Ωραία, σκέφτηκε εκείνος.Επέλεξε να μονομαχήσουμε. Μόνο που δε θα μπορούσε ναδιαλέξει χειρότερο αντίπαλο.

Ο σομελιέ εμφανίστηκε απ’ το πουθενά με ένα μαύρομπουκάλι. Το άνοιξε με επισημότητα μπροστά τους κι έπειταγέμισε το ποτήρι του άντρα περιμένοντας την έγκρισή του. ΟΆλεξ δε χρειαζόταν να το μυρίσει. Πολλά απ’ τα σταφύλιαεκείνης της χρονιάς τα είχε μαζέψει με τα χέρια του. Έγνεψεπως όλα ήταν εντάξει, γέμισε τα δύο κρυστάλλινα ποτήρια μετο κόκκινο κρασί, κι έπειτα ύψωσε το δικό του προς το μέροςτης, δείχνοντας καθαρά πως τον διασκέδαζε η προσπάθειά τηςνα φαίνεται κατηφής, σαν να μην την εντυπωσίαζε το μέρος καιη— παρέα.

«Στην πεντάμορφη Στεφανία Παρίση, που απόψε κρατάσυντροφιά στο τέρας», σάρκασε, εισπράττοντας αμέσως μια

478

άγρια ματιά. «Τι; Μήπως προτιμάς να πω “Στην πεντάμορφησύζυγό μου, που ανέχεται τις μέρες και τις νύχτες με το τέρας”;Υπομονή, πριγκιπέσα. Σύντομα θα ξεχάσεις πως πέρασα ποτέαπό τη ζωή σου. Ο Ρωμανός Κατράς θα γίνει ξανά ό,τι ήτανπάντα: φάντασμα».

Ήπιε το κρασί της μονοκοπανιά και γέμισε πάλι το ποτήρι της.Θα τον ξεχνούσε, είχε πει; Και σύντομα μάλιστα; Φρούδεςελπίδες. Απ’ όλες τις μνήμες της ζωής της, ακέραιες ήσακατεμένες, η δική του θα ήταν η πιο ζωντανή κι η πιοξεκάθαρη. Αποκαλούσε τον εαυτό του τέρας, αλλά τα δικά τηςμάτια έβλεπαν άλλα. ‘Οποιος κι αν ήταν ο άντρας που καθόταναπέναντί της, όποια μάσκα κι αν επέλεγε να φορά, μόνο τέραςδε θύμιζε. Έβλεπε τα χέρια του και ριγούσε στη θύμηση τουτρόπου που κινούνταν στο κορμί της. Έβλεπε τα χείλη του κιέτρεμε σύγκορμη στην ανάμνηση των φιλιών του σε όλο της τοσώμα. Βυθιζόταν στο βλέμμα του και νόμιζε πως θα παρέμενεαιχμάλωτη εκεί, πότε βολοδέρνοντας στην τρικυμία και πότεκολυμπώντας ήρεμα στο λιμάνι. Ο διχασμός της, είκοσιτέσσερις ώρες μετά τη διαπίστωση πως ο Άλεξ Γκρέι κι οΡωμανός Κατράς ήταν το ίδιο πρόσωπο, κόντευε να τηνεξοντώσει. Τη μια στιγμή παθιαζόταν από μίσος για τον τρόποπου της είχε φερθεί, και την άλλη ήθελε να κρυφτεί στηναγκαλιά του και να μείνει εκεί για πάντα. Δεν μπορούσε ναξεχάσει πως αυτός ο άντρας ήταν ο ίδιος με εκείνον που τηνέκανε να ερωτευτεί βαθιά για πρώτη φορά. Δεν μπορούσε ναλησμονήσει πως απ’ το μυαλό του είχαν ξεπηδήσει τα πιοαγαπημένα της μυθιστορήματα τα μόνα που είχαν καταφέρει νατην κάνουν να γελάσει και να κλάψει. Της ήταν αδύνατο να μηθυμάται πως στα πιο τρυφερά χρόνια της ζωής της, τότε που ηίδια της η μάνα την απόδιωχνε, εκείνος ήταν πάντα εκεί, με μιακαλή κουβέντα στη λύπη της και μ’ ένα παραμύθι στην ανάγκη

479

της να αποκοπεί από όσα την έκαναν δυστυχισμένη.

Δεν μπορούσε να ξεχάσει, δεν μπορούσε—

Κι έτσι τώρα μισούσε αυτό που αγαπούσε κι αγαπούσε ό,τιέπρεπε να μισεί.

Το προσεκτικό μακιγιάζ της κινδύνευσε να καταστραφεί απόένα δάκρυ που απαίτησε την ελευθερία του. Το σκςύπισε πρινκυλήσει στο μάγουλό της κι ανάσανε βαθιά. Όσο ο Άλεξενημερωνόταν για το μενού, έβαλε κι άλλο κρασί, το τρίτοποτήρι που έπινε αμίλητη μπροστά του.

Ούτε κι αυτό το ξεχνούσε: ήταν δικό τουφτιαγμένο απόσταφύλια που του ανήκαν στο οινοποιείο δίπλα στον πύργο του.Έτσι της είχε πει: πως είχε πύργο. Έναν τεράστιο, πέτρινοσκοτεινό πύργο, εντελώς ακατάλληλο για κοπέλες σαν κιεκείνη.

«Είναι καλύτερα να με αντιμετωπίσεις», τη συμβούλεψεσκύβοντας ελαφρά προς το μέρος της. «Κι αν θες τόσο πολύ ναμε διώξεις το συντομότερο απ’ τη ζωή σου, είναι προτιμότερονα διευκολύνεις τη συνεργασία μας. Ας κάνουμε ανακωχή»,πρότεινε. Έπιασε το χέρι της πάνω στο ποτήρι, το έκρυψε κάτωαπό το δικό του και την κοίταξε. «Είμαστε κι οι δύο θύματα τουίδιου δράστη, πριγκιπέσα. Ας το δεχτούμε. Και αυτό και τογεγονός πως δεν είχα πρόθεση να σε πληγώσω, θα έφευγαχωρίς να μάθεις ποτέ ποιος είμαι. Έτσι το χα σχεδιάσει— »

«Όμως έμαθα», του είπε σιγανά, με μεγάλο παράπονο. «Και δενείναι καθόλου εύκολο να το αντιμετωπίσω».

«Νομίζεις πως για μένα είναι εύκολο να λογαριαστώ με μια

480

γυναίκα σαν κι εσένα;» ξέσπασε. Ασυναίσθητα έσφιξε ταδάχτυλά τής. «Νομίζεις πως εγώ μπορώ να το αντιμετωπίσω;Δε νοιάστηκα ποτέ για καμία από τις γυναίκες που βρέθηκανστο δρόμο μου είτε από τύχη είτε από επιλογή. Όσο και να σεσοκάρει αυτό που θ’ ακούσεις, θα σ’ το πω, πριγκιπέσα: Μόνοτο κορμί τους με ένοιαζε. Στην πρώτη εκδήλωση ευαισθησίας ήοικειότητας γινόμουν καπνός. Έτσι έκανα πάντα κι έτσι θακάνω. Αυτός είναι ο μόνος τρόπος που ξέρω».

«Αργά το θυμήθηκες πως διαφέρω απ’ τις άλλες!» τονκατηγόρησε επιχειρώντας να αποσπάσει τα δάχτυλά της απ’ τονκλοιό των δικών του. «Έπαιξες με το μυαλό μου κι έκλεψες τηνεμπιστοσύνη μου. Σ’ ερωτεύτηκα, γαμώτο μου!» τουαποκάλυψε χωρίς ενδοιασμούς. «Κι ήταν η πρώτη φορά πουερωτεύτηκα στη ζωή μου. Αφού είχες τέτοια πείρα στοχειρισμό ανεπιθύμητων— ευαισθησιών, έπρεπε να τοεμποδίσεις. Είδες τι άνθρωπος είμαι, με γνώρισες απ’ την καλήκι απ’ την ανάποδη. Αν υπήρξαν λοιπόν στιγμές που νοιάστηκεςγια μένα, όφειλες να με προστατέψεις— »

«Έχεις δίκιο».

«Ελάχιστη παρηγοριά μου προσφέρει αυτό».

«θα φύγω, κι η ζωή σου θα γίνει ξανά όπως ήταν. θα βρεις ένανΆλεξ Γκρέι σαν κι αυτόν που ερωτεύτηκες και θα ζήσειςευτυχισμένη μαζί του. Εγώ δεν έχω καμία οχέοη μ’ αυτόν τώραπια. Τον απεχθάνομαι όπως τις λάσπες που πατάω ή ταπαράσιτα που μολύνουν τα σταφύλια μου. Η ζωή με δίδαξε πωςαυτό που είμαι τώρα επιβιώνει καλύτερα, πριγκιπέσα. Κι αν τοτίμημα είναι η μοναξιά κι ο φόβος στα πρόσωπα τωνανθρώπων, το πληρώνω ευχαρίστως».

481

«Κι ο παλιός Ρωμανός Κατράς; Τίποτα δεν κράτησες απ’αυτόν;»

«Μόνο το ταλέντο του στα παραμύθια».

«Αν είναι αλήθεια αυτό που λένε πως το έργο του συγγραφέααποκαλύπτει το χαρακτήρα του, τότε κράτησες πολύπερισσότερα, Άλεξ. Απλώς αρνείσαι να το παραδεχτείς».

«Κάνεις λάθος». Ο σερβιτόρος τους πλησίασε διακριτικά,έφερε το φαγητό τους και απομακρύνθηκε. «Πάει καιρός απότότε που ταυτιζόμουν με τους ήρωές μου», συνέχισε εκείνος.Τώρα μπορώ να τους κάνουν να περάσουν από την απόλυτηευτυχία στην απόλυτη συντριβή χωρίς να νιώσω το παραμικρό.Όσο για τους χαρακτήρες, αυτοί πλάθονται ανάλογα με τιςανάγκες της ιστορίας και για κανέναν άλλο λόγο. Μπορώ πολύεύκολα να δώσω ευτυχισμένο τέλος στα πάθη τους, κι εξίσουεύκολα να τους αναγκάσω να ζήσουν τις μεγαλύτερεςτραγωδίες. Ο Ραφαέλ Άλντες λειτουργεί ανεξάρτητα και απότον Ρωμανό Κατρά και από τον Άλεξ Γκρέι. Λειτουργείανεξάρτητα ακόμα κι από τον Γκάρνετ, τον μυστικό profiler πουακτινογραφεί τα μυαλά των φονιάδων. Τραβάει τον δικό τουκουπί κι αυτός, απαγορεύοντας στους άλλους να τονπλησιάσουν.

Τρέλα, ε;» αναρωτήθηκε κόβοντας ένα κομμάτι απ’ το βοδινόφιλέτο του. «Σίγουρα ακούγεται τρελό, αλλά για μένα είναιαπόλυτα φυσιολογικό. Από όλα τα ονόματα που άκουσες καιτους χαρακτήρες που γνώρισες, είμαι κυρίως ο Α\εξ Γκρέι τωνβουνών και του κτήματός του, που προτιμά να καλπάζει με τοάλογό του και να βλέπει το ηλιοβασίλεμα απ’ το ψηλότεροπαράθυρο του πύργου του. Αυτός ο Άλεξ Γκρέι, Σάνια, ξέρειπολύ καλά ποιος είναι ο παράδεισός του, γιατί την κόλασή του

482

την έζησε, και με το παραπάνω».

Η δική της μπουκιά κατέβηκε με το ζόρι. Παράτησε ταμαχαιροπίρουνα κι αναζήτησε βοήθεια στο κρασί. Ζαλιζότανήδη, αλλά η απώλεια του ελέγχου της δεν την απασχολούσεπια. Δε νοιάστηκε ούτε να καμουφλάρει το γεμάτο τρυφερότηταβλέμμα της. Αφού η καρδιά της επέμενε να βαδίζει σεαντίθετους δρόμους από κείνους του μυαλού της, δενωφελούσε να μάχεται. Μόνο ευχόταν να τέλειωναν σύντομαόλα, για να αρχίσει την επώδυνη διαδικασία του απολογισμού.Ήθελε να έρθει γρήγορα η στιγμή του αποχαιρετισμού, για νααρχίσουν κάποτε να επουλώνονται οι πληγές. Κι ήθελεαπεγνωσμένα να ξαναβρεί τον εαυτό που είχε χάσει ανάμεσαστα ψέματα, την υποκρισία και τον αναπάντεχο έρωτά της.Λαχταρούσε να γίνει ξανά δυνατή κι αυτάρκης, ακόμα κι αν τοτίμημα για αυτό ήταν ολόιδιο με το δικό του: η μοναξιά—

«Τι θα κάνουμε με τη Μαργαρίτα;» ρώτησε αλλάζοντας θέμα.Έδωσε επίτηδες έμφαση στο πρώτο πληθυντικό, για να τονκάνει να καταλάβει πως είχε πάρει την απόφασή της: Θα τονακολουθούσε στο δρόμο αυτό και θα του συμπαραστεκότανόσο μπορούσε. Για όσο θα διαρκούσε, φυσικά, η σύμπραξήτους—

«Θα μείνει εκεί που είναι προς το παρόν. Έχω φροντίσει για τοπόδι της, αν ανησυχείς. Μετά θα δω τι θα την κάνω. Αν σεενδιαφέρει η επαγγελματική μου γνώμη πάντως, πιστεύω πως ηφυλακή δε θα τη συνέτιζε, ούτε θα της έκανε καλό. Χρειάζεταιάλλου είδους βοήθεια. Το έχω ξαναδεί το έργο: έτσι αντιδρούσεκάποτε και η μητέρα μου».

«Την είδες;»

483

«Ναι». Παράτησε κι εκείνος το φαγητό του. Είχε περισσότερηανάγκη τον καπνό του. «Πού και πού έχει επαφή με τηνπραγματικότητα. Με αναγνώρισε αμέσως. Κι επιμένει πως εσύφταις για όλα».

«Εγώ; Μα ήμουν—»

«Χωρίς να το θες», την έκοψε. «Τα ίδια έλεγε και στην αδερφήμου πριν πάρω την απόφαση να επιστρέψω. Έχωμαγνητοφωνήσει τη συνομιλία μας. Μόλις πάμε στο σπίτι,μπορώ να σου τη βάλω να την ακούσεις».

«Είδα κι εγώ κάτι παράξενο στην τελευταία μου ανάμνηση», τουομολόγησε με δυσκολία. «Είχα σκοπό να το εξιχνιάσω μόνημου χτες το πρωί, αλλά όταν έφτασα στο σπίτι σου είχεπροηγηθεί η απόπειρα εναντίον σου— Έχει σχέση με έναλούτρινο δεινοσαυράκι που μου είχε χαρίσει κάποτε ο αληθινόςμου πατέρας. Τον θυμήθηκα να με ορκίζει να μην τοαποχωριστώ ποτέ. Τον είδα να κόβει μια κλωστή. Νομίζω πωςτο έραβε πριν τον διακόψω, ίσως να είχε τρυπήσει και να τομαντάριζε μόνος του—»

«Υπάρχει ακόμα αυτό το κουκλάκι», τη διαβεβαίωσε ο Άλεξ.«Το είδα στο δωμάτιό σου τη μέρα που το ανοίξαμε».

«Έχω την εντύπωση πως πρέπει να πάμε ξανά στο παιδικό μουδωμάτιο».

«Αύριο», της υποσχέθηκε. «Τώρα πρέπει να τελειώσεις τοφαγητό σου. Νομίζω πως έχασες κιλά τον τελευταίο καιρό».

«Θα φάω, αλλά μόνο επειδή λυπάμαι τα λεφτά που θα δώσεις.Δεν έρχονται όποιοι κι όποιοι εδώ. Ακόμα κι ο Παύλος, που

484

συνηθίζει να ξοδεύεται για τις συνοδούς του, δεν έρχεται συχνάεδώ. Είναι εξωφρενικά ακριβό!»

«Οι ικανότητες πληρώνονται, πριγκιπέσα», της είπε γελώντας.«Μπορεί να έχασα πολλά σ’ αυτή τη ζωή, αλλά τουλάχιστοναπέκτησα το δικαίωμα να την απολαμβάνω χωρίς να υπολογίζωτα χρήματα».

«Είμαι περίεργη να δω το μέρος που ζεις», της ξέφυγε.

«Μπορεί και να το δεις κάποια μέρα. Ίσως όταν αποφασίσεις ναμε επισκεφτείς σαν φίλη».

Προσπέρασε τον ευγενικά διατυπωμένο όρο του και -παρασυρμένη απ’ την ελευθερία που της έδινε το τέταρτοποτήρι κρασίαποφάσισε να το τραβήξει λίγο. «Να υποθέσω ότικαμιά γυναίκα μέχρι τώρα δε σ’ έχει— επισκεφτεί;»

«Υπάρχει μια ντόπια που φροντίζει την καθαριότητα, αλλά κιαυτή την προσέλαβα μετά από πολλή σκέψη. Δε θέλω θηλυκάγύρω μου. Υποφέρουν από την ασθένεια της περιέργειας».

«Κι εκείνη δεν είναι περίεργη; Δεν έκανε καμία απόπειρα να σε— γνωρίσει περισσότερο;»

«Τη λένε Νικόλ και είναι νιόπαντρη. Αυτό δε θέλεις να μάθεις;»

Η Σάνια θυμήθηκε το τηλεφώνημα στο εξοχικό σπιτάκι. «Α, ηΝικόλ! Η υποτιθέμενη γραμματέας που σε είχε ερωτευτεί καιτην απέρριπτες επειδή ήθελες να μείνεις πιστός στη μνήμη τηςγυναίκας σου. Πολύ καλό, κύριε Γκρέι. Τέτοια ψαρούκλα πουείμαι, το χαψα αμέσως το δόλωμα—»

Αγνόησε το σχόλιό της κι αποφάσισε να τη διαφωτίσει: «Στην

485

πραγματικότητα είναι μια όμορφη κοκκινομάλλα που μεκατασκόπευε για να δει αν από δόκτορ Τζέκιλ γίνομαι μίστερΧάιντ και που η ίδια μου πρότεινε να την προσλάβω για ναξεφύγει από τη δουλειά στην οικογενειακή ταβέρνα. Δέχτηκαμόνο και μόνο επειδή βαρέθηκα να τρώω τα απαίσια πράγματαπου μαγείρευα μόνος μου, αλλά κι επειδή ήθελα να αποδείξωστο φίλο μου τον Ζακ ότι έχω μεγαλύτερη αντοχή στουςπειρασμούς από εκείνον».

«Ο Ζακ—» μουρμούρισε εκείνη λίγο μελαγχολικά. «Θα πρέπεινα είστε πάρα πολύ δεμένοι για να δεχτεί να φυλακιστεί γιαχάρη σου».

«Είμαστε». Δεν είχε ιδέα πόσο όμορφη έδειχνε εκείνη τηστιγμή, με το λιγοστό φως να γεμίζει χρυσές ανταύγειες ταμαύρα μαλλιά της. Δεν είχε ιδέα για την αναστάτωση πουπροκαλούσε στις αισθήσεις του το θλιμμένο βλέμμα της και γιατους συνειρμούς του καθώς έβλεπε το λευκό μετάξι να γλιστράάτακτα στους γυμνούς της ώμους. Οι μνήμες ήταν ακόμανωπές. Η μυρωδιά της, η γεύση της εξακολουθούσαν να τονβασανίζουν με την ανάγκη να τις ξαναδοκιμάσει· επιδρούσανπάνω του σαν ισχυρό ναρκωτικό. Το ήξερε. Ναι, το ήξερε πολύκαλά πως θα περνούσε καιρός μέχρι να πάψει να στοιχειώνειτις μνήμες του η θύμησή της. «Είμαστε πολύ δεμένοι—»επανέλαβε βραχνά, κρύβοντας πίσω από ένα συννεφάκι καπνούτην ταραχή του. «θα έκανα κι εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη ό,τιμου ζητούσε, ακόμα κι αν ήταν το πιο παράλογο πράγμα τουκόσμου».

Το σύννεφο διαλύθηκε και τα βλέμματά τους ήρθαν σεαπευθείας επαφή. Ένιωσε κάτι βαρύ να του πλακώνει τηνκαρδιά. Δεν έπρεπε να επιθυμεί όσα επιθυμούσε εκείνη τη

486

στιγμή. Δεν έπρεπε να θέλει να την κλείσει στην αγκαλιά του -ισόβια αν ήταν δυνατόνγια να την κρατήσει μακριά απ’ όσα τηνπλήγωναν και γέμιζαν σκιές τα όμορφα μάτια της. Κι ένιωσεεκείνη τη σύντομη, γεμάτη φόρτιση στιγμή πως ήταν ικανός νασκοτώσει εν ψυχρώ όποιον τολμούσε να την πικράνει.

«Απ’ ό,τι βλέπω, μάλλον δεν πεινάει κανείς απ’ τους δυο μας—» παρατήρησε η Σάνια σπρώχνοντας το πιάτο της. Σήκωσε τοποτήρι της κι ήπιε ξανά. «Προτιμώ το κρασί σου», είπεχαμογελώντας βεβιασμένα. «Ψυχίατρος, στρατιώτης, οινοποιός,συγγραφέας, κι ένα σωρό άλλα ταλέντα που πιθανόν να μημάθω ποτέ.

Άριστος σε όλα! Μπράβο, κύριε Γκρέι. Έχεις το άγγιγμα τουΜίδα, απ’ ό,τι φαίνεται—»

«’Οταν καταπιάνεσαι με πολλά και στοχεύεις να είσαι καλός σεόλα, απλώς αποφεύγεις την τρέλα. Ξέρεις τι πέρασα, σου έχωμιλήσει για αυτά. Ήταν πραγματικά πολύ εύκολο να χάσω τομυαλό μου. Απείχα ελάχιστα από την παραφροσύνη—».

«Σε καταλαβαίνω. Οι γιατροί είπαν πως το ίδιο κόντεψα ναπάθω κι εγώ».

«θα μεγαλώναμε σαν αδέρφια, αν δεν υπήρχε εκείνη η νύχτα».

«Μην είσαι τόσο σίγουρος. Έλεγα συχνά στη Μαργαρίτα πωςόταν μεγάλωνα θα σου ζητούσα να με παντρευτείς».

«Να που έγινε κι αυτό. Ας προσποιηθούμε, έστω γι’ απόψε,πως το κάναμε για τους σωστούς λόγους».

«Εξακολουθείς να είσαι ρομαντικός κατά βάθος».

487

«Όχι, πριγκιπέσα». Έγειρε στη ράχη της καρέκλας του με τοπούρο στο ένα χέρι και το ποτήρι στο άλλο. «Στο βάθοςυπάρχουν ακόμα περισσότερα σκοτάδια απ’ αυτά που σε άφησανα δεις. Είμαι πραγματιστής τώρα πια. Γνωρίζω πολύ καλά πωςδε θα μπορούσα να κάνω κανέναν ευτυχισμένο πέρα απ’ τονεαυτό μου ίσως και τα ζώα μου. Εγώ κι εσύ δεν έπρεπε ναέρθουμε τόσο κονιά. Δεν έπρεπε να τολμήσω να ζήσω τηνψευδαίσθηση ούτε για λίγο».

«Αδικείς τον εαυτό σου, Άλεξ».

«Ξέρω τι λέω, πριγκιπέσα».

«Αποκλείεις την πιθανότητα να ερωτευτείς στ’ αλήθεια μιαμέρα; Να αποκτήσεις αληθινή σύζυγο και παιδιά; Δεν είναιδυνατόν να πιστεύεις ότι θα γεράσεις με το κτήμα και τα ζώασου. Κάποτε θα ξεχάσεις όσα σε τραυμάτισαν. Κάποτε θααφήσεις πίσω το παρελθόν και θα κοιτάξεις μπροστά. Μην ταβλέπεις όλα τόσο μαύρα—»

«Έχεις την τάση να εξιδανικεύεις τα πάντα».

«Ισως γιατί ξέρω ενδόμυχα πως τίποτα απ’ όσα έχω ζήσει δενήταν ιδανικό».

«Κινδυνεύεις να σπαταλήσεις τα χρόνια σου κυνηγώνταςχίμαιρες».

«Νομίζω πως είναι προτιμότερο από το να απαγορεύσω στονεαυτό μου το δικαίωμα στο όνειρο».

«Καλύτερα να ζεις την κάθε μέρα όπως έρχεται».

«Συμφωνώ, αλλά με την προϋπόθεση πως θα έχεις κι ένα

488

όνειρο για τις μέρες που θα ξημερώσουν».

«Κι αν το όνειρο δεν πραγματοποιηθεί ποτέ, πριγκιπέσα; Εγώείμαι μαθημένος πια να αντέχω ακόμα και τις χειρότερεςαπογοητεύσεις. Δεν ισχύει όμως το ίδιο για σένα».

«Προτιμώ να πάρω το ρίσκο της απογοήτευσης από το να μηντολμήσω ποτέ να διεκδικήσω αυτά που ονειρεύομαι».

«Είσαι ακόμα ένα ρομαντικό παιδί», της είπε τρυφερά. «Σεθαυμάζω γι’ αυτό. Εγώ έχασα προ πολλού την παιδικότητα μου,και σ’ αυτό ακριβώς το στοιχείο εστιάζω τη μεγαλύτερηδιαφορά στους χαρακτήρες μας. Υπάρχει χάσμα ανάμεσά μας,πριγκιπέσα. Δεν το βλέπεις τώρα, αλλά όταν θα βρεις τονκατάλληλο άντρα για να δημιουργήσεις την οικογένειά σου, θατο δεις. Κι ίσως να γελάσεις με τη σκέψη πως μ’ ερωτεύτηκες— »

Της πήρε το ποτήρι απ’ το χέρι και το ακούμπησε δίπλα στοδικό του. Έπειτα, χωρίς να πει τίποτα άλλο, σηκώθηκε απ’ τηθέση του δείχνοντάς της πως είχε έρθει η ώρα να φύγουν.

Εκείνη υπάκουσε και προχώρησε μπροστά του για να μη βλέπειτη λύπη και την ταραχή της.

Ένιωσε πως ο χρόνος για τον αποχωρισμό μετρούσε ήδηαντίστροφα, κι αδυνατούσε να κουμαντάρει τον πόνο. Τυλίχτηκεστην εσάρπα της και προσπάθησε να περπατά σταθερά. Μόνοόταν έφτασε στην έξοδο και βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπεκανείς, επέτρεψε στα μάτια της να δακρύσουν.

Στη μικρή τους διαδρομή μέχρι το παιδικό της δωμάτιο τουςακολούθησαν κι η Μαρία με τον Ζακ. Αυτή τη φορά ο Άλεξ

489

αδιαφόρησε για τις αράχνες κι η Σάνια τον φιλοδώρησε μ’ έναειρωνικό βλέμμα, υπενθυμίζοντάς του τον εμπαιγμό που είχευποστεί τόσο καιρό.

Τώρα στέκονταν κι οι τέσσερις στη μέση του δωματίουζυγίζοντας με το βλέμμα το χώρο και προσπαθώντας ναξορκίσουν τη θλίψη που τους γεννούσε η στατικότητα τωνπαλιών επίπλων και η σκόνη που είχε συσσωρευτεί παντού. ΗΣάνια έσφιξε τη φωτογραφική μηχανή της κι έκανε ένα βήμαμπροστά. Έπρεπε να αρχίσει τη δουλειά της πριν την καταβάλειτο συναίσθημα.

Το μαυρισμένο πια απ’ τη βρομιά δεινοσαυράκι της τοφωτογράφισε τελευταίο. Προηγήθηκαν όλες οι γωνιές τουδωματίου της, η μικρή βιβλιοθήκη, το γραφείο, το κρεβάτι και ησχολική της τσάντα. Ακόμα και το φωτιστικό με τους ήρωεςτου Ντίσνεϊ φωτογράφισε, νιώθοντας έναν κόμπο στο στομάχιαπ’ την αντίθεση που δημιουργούσαν τα χαμογελαστά τουςπρόσωπα με τη λύπη στα βλέμματα όλων τους. Μια εικόναήρθε κι έφυγε σαν αστραπή απ’ το μυαλό της: Ήταν η ίδια,ντυμένη Μίνι Μάους, λίγο πριν πάει στο αποκριάτικο πάρτι τουσχολείου της. Κρατούσε το χέρι του Ρωμανού και τονθερμοπαρακαλούσε να φορέσει μια μάσκα Μίκι για να τησυνοδεύσει, θυμήθηκε πως τη συνόδευσε, αλλά χωρίς να βάλειποτέ εκείνη τη μάσκα. Και τώρα δεν ήξερε ποια από όλες τιςμάσκες του να πρωτοφορέσει—

Άφησε τη φωτογραφική μηχανή να κρέμεται στο λαιμό της κιέσκυψε για να πάρει το δεινοσαυράκι της. Χάιδεψε τρυφερά τημακρουλή, χνουδωτή μουσούδα του κι έπειτα το έσφιξε πάνωτης, αδιαφορώντας που θα βρόμιζε το λευκό της μπλουζάκι.Την πρώτη φορά που είχε δει εκείνο το κουκλάκι στην

490

ανάμνησή της, δεν είχε νιώσει τίποτα ιδιαίτερο. Τώρα τοέσφιγγε κι αισθανόταν πως έκλεινε στην αγκαλιά της όλη τηναγάπη που της έδειξαν στα πρώτα χρόνια της ζωής της. Έκλεισετα μάτια και το μύρισε. Μαζί με τη σκόνη τόσων ετώνεισέπνευσε ένα άρωμα ζεστασιάς. Άλλη μια ανάμνησηάστραψε στο μυαλό της. Είδε τον πατέρα της να της δίνει αυτότο λούτρινο ζωάκι με ένα χαμόγελο που έκλεινε μέσα τουολόκληρο τον ήλιο. θυμήθηκε πως ένας τεράστιος ροζ φιόγκοςήταν δεμένος περίτεχνα στο λαιμό του μικρού της δεινόσαυρουκαι πως τσίριξε από χαρά όταν το πήρε στην αγκαλιά της.

Ήταν ο Ζακ αυτή τη φορά εκείνος που έτρεξε να τησυγκρατήσει πριν πέσει αναίσθητη στο πάτωμα.

Λίγο πριν βυθιστεί, του χαμογέλασε με ευγνωμοσύνη κι έπειτααφέθηκε.

«Μαμά;»

Αιφνιδιάστηκε με την ξαφνική της είσοδο στο δωμάτιό της καιπέταξε αμέσως τα σκεπάσματα για να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι.Η μητέρα της άναψε το φως, κι εκείνη κράτησε το δεινοσαυράκιστα χέρια σαν να ήταν ο φύλακας άγγελός της που θα τηνπροστάτευε και θα φρόντιζε για την ασφάλειά της.

«Τι έχεις, μαμά; Γιατί είσαι έτσι;»

Η Μιράντα σκούπισε τα μάτια της με την ανάστροφη τηςπαλάμης της και το όμορφο πρόσωπό της γέμισε μάσκαραανακατεμένη με μέικ απ και ρουζ. Η ανάσα της μύριζε ουίσκικαι καθώς πλησίαζε την κόρη της το τακούνι της μπλέχτηκε στοχαλί και σωριάστηκε άτσαλα στο πάτωμα. Μάλλον δεν είχεκουράγιο να σηκωθεί, γιατί απέμεινε εκεί, με το ακριβό της

491

φόρεμα κουβάρι γύρω της και το λεπτό κορμί της νατραντάζεται από λυγμούς. «Ήρθα να δω τι κάνεις—» ψέλλισεκλαίγοντας. «Ήρθα να δω τι κάνει το κοριτσάκι μου. Δεν ήμουνκαθόλου καλή μαζί σου, Σάνια μου. Σε ξέχασα. Ο Ρωμανόςλέει πως με μισείς. Μου πέταξε τις κατηγόριες του στα μούτρακαι μ έδιωξε. Καλύτερα να με είχε φτύσει— »

Η Σάνια γονάτισε δίπλα της, αλλά δεν τόλμησε να την αγγίξει.Ήθελε τόσο πολύ να πιστέψει πως η μαμά της είχε μετανιώσειαληθινά για το άσχημο φέρσιμο της, όμως παρότι ήταν μικρή,ήξερε πως αυτά που της έλεγε τώρα ήταν λόγια της στιγμής,που θα ξεχνιόντουσαν μόλις ξεμεθούσε. Τι κακιά συνήθεια κιαυτή! Τον τελευταίο καιρό η μαμά της έπινε συνέχεια κρυφάαπ’ τον άντρα της και μετά κοιμόταν ατέλειωτες ώρες,ξεχνώντας ακόμα και να φάει.

«Γιατί πήγες στο δωμάτιο του Ρωμανού, μαμά;» τη ρώτησεήσυχα, φοβούμενη μην τυχόν και ξυπνούσε ξανά τηΥ οργή της.

«Ο Αλέξανδρος λείπει πάλι σε ταξίδι. Ένιωθα μόνη».

«Μα δεν ξέρεις ότι ο Ρωμανός προτιμά την ησυχία του; Μελετάπολύ και δε θέλει να τον ενοχλούν. Κι εμένα με διώχνει ότανπάω».

«Ψεύτρα!» Παρά τη θολούρα της, της άρπαξε το κουκλάκι απ’τα χέρια και το πέταξε μακριά. «Τον έχεις μαγέψει! Μόνο γιασένα νοιάζεται! Εξαιτίας σου δε θέλει να με βλέπει στα μάτιατου. Ό,τι κάνω είναι λάθος. Όλα λάθος είναι! Ήσουν η ευλογίακαι η κατάρα μου!»

Της το χε πει κι άλλες φορές αυτό. Όσο κακιά όμως κι ανγινόταν η μαμά της, εκείνη έβρισκε πάντα τη δύναμη να τη

492

συγχωρεί και να ελπίζει πως θα άλλαζε μια μέρα. «Τι σου έχωκάνει, μαμά;» τη ρώτησε μόνο. «Μπορείς να μου πεις επιτέλουςτι σου έχω κάνει;»

«Είσαι πάντα τόσο καλή, τόσο αθώα και γλυκιά!» της είπε σαννα την έβριζε. «Ό,τι κι αν κάνω, δεν μπορω να σε φτάσω. ΗΑγία Στεφάνια—» σάρκασε κοιτώντας τη με μίσος. «Βαρέθηκανα ακούω συνέχεια πόσο διαφορετικές είμαστε! Βαρέθηκα ναέχω γύρω μου ορκισμένους προστάτες σου που κριτικάρουντην κάθε μου πράξη και με τρελαίνουν στις συμβουλές. Δε σεμεγαλώνοΛ σωστά, είμαι κακό πρότυπο για σένα, λένε. Μέχρικι ο Ρωμανός, αυτός ο μίζερος, μονόχνοτος ξερόλας, τόλμησενα με απειλήσει για χάρη σου. Και μ’ έδιωξε!» συνέχισε σχεδόντσιρίζοντας. «Έδιωξε εμένα, τη Μιράντα Βαλέρη, που κάποτετόσοι άντρες απειλούσαν να αυτοκτονήσουν για ένα μουαυτόγραφο!»

Η πόρτα της άνοιξε ξαφνικά με πάταγο. Ο Ρωμανός εισέβαλεστο δωμάτιο με οργή παράταιρη για τον ήπιο συνήθωςχαρακτήρα του. Πλησίασε τη μαμά της, κι αφού την άδραξε απ’τους ώμους την υποχρέωσε να σταθεί στα πόδια της.«Ακούγεσαι μέχρι πάνω—» της είπε κοιτώντας τη Σάνιαδιερευνητικά. Μάλλον ήθελε να βεβαιωθεί πως ήταν καλά καιπως δεν έκλαιγε, γιατί μόλις διαπίστωσε ότι το πρόσωπό τηςήταν στεγνό, του ξέφυγε ένας στεναγμός ανακούφισης. «Πρέπεινα τελειώσουν αυτά!» διέταξε τη μητέρα της σχεδόν μεαπελπισία. «Κι αν δεν το τελειώσεις εσύ, θα το τελειώσω εγώ,με το μόνο τρόπο που ξέρω».

Η Μιράντα γέλασε δυνατά και τα χαρακτηριστικά τηςαλλοιώθηκαν απ’ την κακία. «Πες το στον μπαμπάκα σου—»τον προκάλεσε. «Για πε$ του το, αγοράκι, αν έχεις τα κότσια.

493

Θέλω πολύ να δω ποιον απ’ τους δυο μας θα πιστέψει. Όσηεκτίμηση έδειξε σε μένα στα λίγα χρόνια που είμαστεπαντρεμένοι δε σου την έδειξε μια ολόκληρη ζωή, κακομοίρημου! Ήσουν η ντροπή του απ’ τη σπγμη που γεννή-θήκες. Θατου πω ότι ο πόθος σου για μένα σου θόλωσε το μυαλό και θασε πετάξει έξω με τις κλοτσιές. Μην τα βάζεις μαζί μου,λοιπόν! Δέ σε συμφέρει!»

«Σάνια, πήγαινε έξω!»

Πρώτη φορά έβλεπε σε τέτοια κατάσταση τον Ρωμανό. Η οργήτου τον έκανε να φαίνεται τρομακτικός. Το πρόσωπό του είχεμελανιάσει και τα χέρια του είχαν γίνει δυο γροθιές που μεκόπο της συγκρατούσε για να μη σημαδέψουν το πρόσωπό τηςΜιράντας. Δεν μπόρεσε να κάνει βήμα απ’ τη θέση της.Κοιτούσε πότε τον έναν και πότε την άλλη πελιδνή από το σοκκαι την τρομάρα.

«Γιατί να πάει έξω;» Η Μιράντα τίναξε τα μαλλιά της κι ομακρύς λαιμός της αποκαλύφθηκε. «Για να μη δει αυτά;»ρώτησε δείχνοντας δυο κόκκινα σημάδια που έμοιαζαν μενυχιές. Έπειτα άνοιξε με μια απότομη κίνηση το μπούστο τηςκαι φάνηκε καθαρά ο διάφανος στηθόδεσμος που συγκρατούσετα πληθωρικά της στήθη. Αρκετά παρόμοια σημάδιαχρωμάτιζαν το λευκό δέρμα της. «Για να μη δει κι αυτά,Ρωμανέ; Φοβάσαι, ε; Γουστάρεις τόσο πολύ να της παριστάνειςτον πρίγκιπα, που τρέμεις στην ιδέα μήπως φανεί το τέρας πουείσαι. Δες τα καλά, γλυκιά μου», της είπε γυρνώντας προς τομέρος της. «Δες πόσο ευγενικός είναι ο πρίγκιπάς σου!»

«Βάλε κάτι πάνω σου, για τ’ όνομα του Θεού!» Ο Ρωμανόςέδειχνε απελπισμένος.

494

«Πες της, Ρωμανέ!»

«Δε θα καταλάβει».

«Είναι κόρη της μάνας της. θα καταλάβει μια χαρά!» «Δεν έγινετίποτα ανάμεσά μας, Μιράντα— » Η φωνή του ακούστηκεκουρασμένη ξαφνικά. «Χρειάζεσαι βοήθεια. Είσαι άρρωστη—»

«θες να πεις πως μόνη μου τα έκανα αυτά;» Κουμπώθηκε καιτον πλησίασε βάζοντας προκλητικά τα χέρια στη μέση. «Κοίταμε στα μάτια και πες μου ότι τα έκανα μόνη μου, αν τολμάς».

Ίσως είχε απάντηση να της δώσει, αλλά η παρουσία της Σάνιαςτον υποχρέωσε να κρατήσει το στόμα του κλειστό. Σήκωσεμόνο το δεινοσαυράκι απ’ το πάτωμα, προσπέρασε τη Μιράντακαι το έδωσε σιη Σάνια μαζί μ’ ένα ζεστό φιλί στο μέτωπο.«Ελπίζω μια μέρα να καταλάβεις—» είπε μόνο απαλά, κι έφυγεαφήνοντας ανοιχτή την πόρτα πίσω του.

Ήταν ξαπλωμένη στην αγκαλιά του Ζακ, αλλά αναζήτησε τονΑλεξ, που γονάτισε αμέσως δίπλα τους. Η Μαρία στεκότανλίγο πιο πίσω, προσπαθώντας να κοντρολάρει το τρέμουλο τωνχεριών της και να δείχνει ψύχραιμη. Λυπόταν τόσο πολύ τηΣάνια γι αυτά που περνούσε. Δεν της άξιζαν. Όχι σ’ εκείνη.

«Ήσασταν εραστές;» ρώτησε ξέπνοα η Σάνια.

Ο Αλεξ κούνησε αρνητικά το κεφάλι. «Όχι», είπε τελικά. «Αλλάη μητέρα σου έκανε αρκετές απόπειρες για να το καταφέρει. Τιςαπέκρουσα όλες. Άλλες πολιτισμένα, άλλες όχι— »

«Θυμάσαι εκείνη τη μέρα που μας έδειξε τα σημάδια στο λαιμόκαι το στήθος της;»

495

«Εγώ της τα ’χα κάνει», παραδέχτηκε. «Όχι από πάθος όμως.Προσπαθούσα να την απωθήσω».

«Και γιατί δε μου το είπες;»

«Αφενός γιατί ήσουν μικρή και δε θα καταλάβαινες καιαφετέρου γιατί φοβόμουν την αντίδρασή της. Τα νεύρα της δενήταν τότε σε καλή κατάσταση. Ισως σκάρωνε κανένα παραμύθιγια τον πατέρα μου. Προτιμούσα να τη χειρίζομαι όπως πίστευαότι ήταν καλύτερο για να εξασφαλίζω τη σιωπή της».

«Δηλαδή την άφηνες να νομίζει ότι θα κατάφερνε να σεξελογιάσει», μάντεψε η Σάνια.

«Ενίοτε το έκανα κι αυτό».

«Λίγο αργότερα έμπλεξε με τον πατέρα της Μαργαρίτας—»

«Η μητέρα σου ήταν δυστυχισμένη, Σάνια». Την κοίταξε βαθιάώρα πολλή, κι όταν βεβαιώθηκε ότι εκείνη είχε την ψυχικήδύναμη να συμμετάσχει σ’ αυτή την κουβέντα συνέχισε: «Το ναμετατρέπει τους άντρες σε σκυλάκια της ήταν ο μόνος τρόποςπου ήξερε ή μπορούσε να σκεφτεί για να νιώθει ισχυρή καιπλήρης. Ορφάνεψε νωρίς, κι ο παππούς της, το μόνο αντρικόπρότυπο που γνώρισε, έδειχνε ξεκάθαρη προτίμηση στηναδερφή της. Στο πρόσωπο των αντρών που πέρασαν από τη ζωήτης εκδικούνταν εκείνον. Τους ταπείνωνε και τους έκανε νασέρνονται στα πόδια της για να έχει τη χαρά να τους διώχνειμετά και να τους απορρίπτει, όπως έκανε μ’ εκείνη ο παππούςτης. Το ότι παρέμεινε σε ένα γάμο τόσα χρόνια με έναν άντρατόσο μεγαλύτερό της επιβεβαιώνει τη γνώμη μου. Ήτανσύζυγος και πατέρας της ταυτόχρονα. Αγαπούσε τον πατέρασου. Τον αγαπούσε τόσο πολύ, που προσπάθησε να τον

496

κρατήσει μ’ ένα παιδί, όταν κόντεψε να τον χάσει. Λυπάμαιπολύ, αλλά ήταν τόσο μεγάλη η διάβρωση του χαρακτήρα της,που μόνο με τον εαυτό της και με εκείνον μπόρεσε να δεθεί.Εσένα σε έβλεπε σαν ανταγωνίστρια. Έκλεβες την αγάπη τουκαι σε μισούσε για αυτό—»

«Θέλω ένα ποτήρι νερό—»

Η Μαρία έτρεξε στην κουζίνα κι επέστρεψε αμέσως δίπλα της.Γονάτισε κοντά της και της έδωσε το μπουκάλι. Ο Ζακ τηνανασήκωσε λίγο κι ο Άλεξ τη βοήθησε να πιει κρατώντας μεάπειρη προσοχή το πιγούνι της. «Ξήλωσέ το—» είπε αδύναμαέπειτα, κι όλοι εκτός απ’ τον Άλεξ την κοίταξαν απορημένοι.

Ο άντρας πήρε το κουκλάκι στα χέρια του, έβγαλε από την πίσωτσέπη του παντελονιού του ένα σουγιά και περιεργάστηκε τιςραφές του χνουδωτού σώματος. Ψηλάφησε προσεκτικά τιςκλωστούλες που εξείχαν, και καθώς οι υπόλοιποιπαρακολουθούσαν με κομμένη την ανάσα, έχωσε τη μύτη τουσουγιά στο σημείο όπου είχε εντοπίσει μια ατέλεια.

Δευτερόλεπτα αργότερα το πάτωμα γέμισε από βαμβάκι, πουδιατηρούσε τη λευκότητα και τη μαλακή υφή του. Έκλεισε τοσουγιά κι έχωσε την παλάμη του στο εσωτερικό του παιχνιδιού.Τα μάτια του έλαμψαν και στη Μαρία ξέφυγε μια μικρή κραυγήέκπληξης. Ο Ζακ συνοφρυώθηκε κι η Σάνια κοίταξε το χαρτίπου αποκαλύφθηκε με βλέμμα γαλήνιο.

Το ήξερε. Το είχε προαισθανθεί απ’ την πρώτη στιγμή που οεγκέφαλός της της αποκάλυψε εκείνη την εικόνα. Δάκρυσεπροκαταβολικά. Σ’ αυτό το κιτρινισμένο φύλλο τετραδίουκρύβονταν τα τελευταία λόγια ενός πατέρα που δεν πρόλαβε ναχαρεί.

497

Ο Άλεξ αναγκάστηκε να σηκωθεί και να φέρει το χαρτί κάτωαπ’ το φως, γιατί τα γράμματα είχαν χάσει την καθαρότητά τους.Την απόλυτη σιωπή διέκοπταν μόνο οι κοφτές ανάσες τους.

Ομορφιά μου, ξεκινούσε το γράμμα. Θησαυρέ μου και δώρομου ακριβό. Τι να καταλάβεις εσύ, ένα τόσο μικρό κοριτσάκι; Τιμπορεί να ξέρεις από λάθη κι ανθρώπινες αδυναμίες, εσύ πουτώρα στάθηκες στα ποδαράκια σου και τρέχεις γύρω γύρω μελαχτάρα να μάθεις τον κόσμο; Λυπάμαι πολύ που δε θα είμαιδίπλα σου όταν θα γεμίζεις το μυαλουδάκι σου με απαντήσεις.Λυπάμαι πολύ που δε θα μπορώ να είμαι κοντά σου για να σουδείξω το σωστό και το λάθος, όπως εγώ -ένας απλός αδύναμοςάνθρωποςτο αντιλαμβάνομαι—

Ήρθες στη ζωή μου όταν πια πίστευα πως δε θα ζήσω άλληχαρά. Ήρθες για να ενώσεις, και τα κατάφερες σε μεγάλοβαθμό. Πάλεψα πολύ για να κάνω την ψευδαίσθηση αλήθεια.Πάλεψα πολύ για να σου χαρίσω ένα παραμυθένιο παλάτι ναζεις, και προσεύχομαι κάθε μέρα να μην πληγωθείς ποτέ απ’όσα φοβάμαι μήπως σε πληγώσουν.

Δε σ’ αφήνω με τη θέλησή μου, όχι. Ο Θεός αποφάσισε πωςέκλεισε ο κύκλος μου σε αυτή τη ζωή. Δε θεωρώ πρόωρη τηφυγή μου και Το\τευγνωμονώ ειλικρινά για όσα μου έδωσεμέχρι τώρα. Εσύ ήσουν το μεγαλύτερο δώρο Του. Και γράφωαυτό το γράμμα για να μάθουν μια μέρα όλοι ποια είσαι και τισου ανήκει.

Δηλώνω λοιπόν εγώ ο Αλκής Παρίσης του Γεωργίου και τηςΦωτεινής, το γένος Λυμπέρη, ο γράφων αυτές τις γραμμέςέχοντας απόλυτη συνείδηση των πράξεών μου, ότι ανήκει στηνκόρη μου Στεφάνια Παρίση-Βαλέρη όλη μου η περιουσία σεμετρητά και ακίνητα, καθώς και το εκατό τοις εκατό των

498

δικαιωμάτων από κάθε προβολή των ταινιών μου στονκινηματογράφο, στην τηλεόραση και σε όποια άλλαοπτικοακουστικά μέσα αναπαραγωγής. Αυτή μου η επιθυμία,που εγώ τη χαρακτηρίζω την τελευταία μου διαθήκη, υπάρχειδιατυπωμένη απαράλλακτα στα χέρια της συμβολαιογράφου καιδικηγόρου Μάρας Χατζή, κατοίκου Αθηνών, διεύθυνσηεργασίας—

— Σε περίπτωση θανάτου μου, εξουσιοδοτώ την ανωτέρωεντολοδόχο μου να παρακωλύσει οποιεσδήποτε απόπειρες τηςνόμιμης συζύγου μου να αποκτήσει μερίδιο στο κληροδότημάμου. Την εξουσιοδοτώ επίσης να ενημερώσει τη θυγατέρα μουκαι μοναδική μου κληρονόμο για το περιεχόμενο αυτής τηςδιαθήκης μόνο όταν συμπληρώσεις εικοστό έτος της ηλικίαςτης και κατόπιν μυστικής συνεννόησης. Επαναλαμβάνω ρητάκαι κατηγορηματικά πως η σύζυγός μου, Μιράντα Βαλέρη, δεδικαιούται τίποτα πέρα από ένα μηνιαίο χρηματικό εισόδημα γιατην ανατροφή του τέκνου μας.

Ομορφιά μου, άλλαζε ξανά ύφος η γραφή του, ήθελα να χεις κιεσύ στα χέρια σου αυτή την τελευταία μου επιθυμία. Ξέρω ότιίσως να μην τη διαβάσεις ποτέ, αλλά εμένα με κάνει να νιώθωασφαλής πως όλα όσα δημιούργησα με τόσους κόπους θακαταλήξουν σ’ εσένα ή τουλάχιστον δε θα φτάσουν σε λάθοςχέρια. Η Μάρα ξέρει τι θα κάνει και της έχω απόλυτηεμπιστοσύνη.

Φεύγω με τη γνώση πως ξέρεις όσα πρέπει να ξέρεις. Ταυπόλοιπα τα ξέρει μόνο ο Θεός, και για το καλό των μόνωνανθρώπων που αγαπώ, καλύτερα να μην τα μάθεις ποτέ.

Αντίο, θησαυρέ μου.

499

Ο πατέρας σου

«Δεν ήρθε ποτέ σε επαφή μαζί μου καμία Μάρα Χατζή», είπεμόνο η Σάνια, νιώθοντας ντροπή που δεν μπορούσε να κλάψει.Αισθανόταν παράξενα. Μόλις είχε ακούσει μια γνήσιαεξομολόγηση αγάπης απ’ τον αληθινό της πατέρα, κι όμωςκυρίαρχο συναίσθημά της ήταν ο θυμός. Γιατί τόσα μυστικά;αναρωτιόταν. Γιατί δεν τελειωνουν επιτέλους όλα αυτά για ναζήσω; Δε θέλω άλλες αναμνήσεις, δε θέλω—

«Τι απέγινε η περιουσία του πατέρα σου, Σάνια; Πουκαταλήγουν τα δικαιώματα από την προβολή των ταινιών του;Έμαθες ποτέ τι απέγιναν τα μετρητά του;»

Έκανε νόημα στον Ζακ πως όλα ήταν εντάξει και σηκώθηκε.«Πέρασαν σε εμένα, όπως έπρεπε. Η θεία τα κανόνισε όλα.Προφανώς είμαι πλούσια, αλλά δεν ξόδεψα ούτε μία δραχμήαπό αυτά τα χρήματα. Ούτε το σπίτι που έζησα έχω επισκεφτείξανά από τότε. Απλώς έδωσα τη συγκατάθεσή μου ναμετατραπεί σε ένα είδος μουσείου του κινηματογράφου.Ξεκίνησαν οι εργασίες χρόνια πριν, αλλά για κάποιο λόγοσταμάτησαν. Τώρα είναι όλα κλειδωμένα. Όμως δεν ήρθε σεεπαφή μαζί μου καμία Μάρα Χατζή», επανέλαβε. «Ποτέ. Όλατα κανόνισε η θεία Δανάη».

«Σε πειράζει να το κρατήσω εγώ αυτό;» τη ρώτησε διπλώνονταςτο χαρτί.

«Κάνε ό,τι θέλεις, Άλεξ—» απάντησε κουρασμένα. «Αυτή τηστιγμή θέλω μόνο να ηρεμήσω».

Από μακριά ακούστηκε ο οξύς ήχος του τηλεφώνου κι έπειτα ηοικιακή βοηθός που απαντούσε. Μεσολάβησαν λίγα

500