Ο σημαιοφόρος του Λάλα

5

Click here to load reader

Upload: llouka

Post on 07-Aug-2015

23 views

Category:

Documents


2 download

DESCRIPTION

Αγησίλαος Τσέλαλης (1905 - 1968)Β' ΤΟΜΟΣΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1958

TRANSCRIPT

Page 1: Ο σημαιοφόρος του Λάλα

Ο ΣΗΜΑΙΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥ ΛΑΛΑ

Αγησίλαος Τσέλαλης (1905 - 1968)

Β' ΤΟΜΟΣ ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΙΑΚΗ ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ 1958

Μάης του 1821. Στο περίφημο Λάλα, κτισμένο στη θέση της αρχαίας Λασιώνος, στο ωραιότερο μέρος του υψιπέδου της Φολόης, του γραφικότερου βουνού της Ηλείας, έστεκαν αγέρωχοι οι οχυρωμένοι πύργοι των φημισμένων Λαλαίων πολεμιστών με τις κεντηστές στολές, τα πλούσια όπλα, τα ωραία άλογα και τις πανόμορφες χανούμισες. Οι αγάδες, ο Μπεκήρ, ο Ραβάνης, ο Κόκας, ο Κούλουρη κι ο Σουλεϊμάν, ο Ισμαήλ και ο Μαχμούτ με τους τολμηρούς κι αρειμάνιους πολεμιστές, ο απαίσιος κουτσο-Ραΐτ με το περίφημο ιππικό, οι Μερ αγάς, Αμπούς, με τους εμπειροπόλεμους τουρκαλβανούς δεξιοτέχνες στον πόλεμο κι ανίκητους, είχαν συναχθεί στο σαράγι του ενδοξότατου Αλή αγά. Οι ιμάμηδες Λάλα και Μπαστηρά προσηύχοντο στα τζαμιά. Οι Λαλιώτισσες ήσαν ανήσυχες. Όλοι οι Λαλιώτες νοιασμένοι, φοβισμένοι.

Είχαν νικηθεί στη Γαστούνη, στο Χλουμούτσι, στον Πύργο, στην Αγουλινίτσα, στο Κλειδί, στο Στρέφι. Κατάπληκτοι κι ανήσυχοι από τον ηρωισμό των «ραγιάδων». Πρώτη φορά φοβήθηκαν, έστρεψαν τα νώτα και κλείστηκαν πανιασμένοι στ' απόρθητο Λάλα τους.

Είχαν φθάσει στην Ηλεία οι Επτανήσιοι. Στρατός τακτικός. Με σημαίες, τύμπανα, σάλπιγκες, τηλεβόλα. Οι Ηλείοι, Γορτύνιοι, κι Ολύμπιοι είχαν πιάσει τις θέσεις Πούσι και Μεμέσια. Έσφιγγαν το Λάλα. Έστησαν ταμπούρια, άνοιξαν χαρακώματα. Κλοιός γύρω στο Λάλα. Οι Λαλαίοι ταράχτηκαν. Την αγωνία και το φόβο τους εκφράζει το δημοτικό Ηλειακό τραγούδι:

—Βεϊζουλάγας κάθεται μέσ' στο τζαμί του Λάλα, Βάνει το κιάλι και τηράει, στο Πούσι αγναντεύει. Βλέπει σημαίες με σταυρούς, κάτασπρες και γαλάζιες. Βλέπει χορούς χορεύουνε, ακούει τραγούδια λένε. Χορεύουν τα Ελληνόπουλα, γλεντάν και τραγουδάνε, με τα πιστόλια διπλαριά, με τα σπαθιά στα χέρια, Και μέσ' στη μέση του χορού χορεύει ο γέρο Κόλιας, με τη σερβάτα στο λαιμό, με το σπαθί στο χέρι. . Και με το χέρι ανέμιζε την άσπρη φουστανέλλα, την άσπρη σαν τα γάλατα, την κάτασπρη σα χιόνια. Και τούρθε —του Βεϊζούλαγα— σαν παράπονο και κάθεται και κλαίει...

Οι Έλληνες, μισή ώρα από τη Λάλα, άκουγαν τις τρομαγμένες φωνές των Λαλαίων και τις απελπισμένες κραυγές των Λαλιώτισσων.

—Θέλτε ν' ακούστε κλάιματα, δάκρυα και μοιριολόγια, περάστε από το Μπαστηρά κι από το πέρα Λάλα, ν' ακούστε τις Λαλιώτισσες, τις καλομαθημένες, πώς κλαίνε και πώς θλίβουνται, πώς πουπουλομαδιώνται. Ν' ακούστε τη Χασάν Φιφού, την αδερφή τ' Αλιάγα πώς κλαίει και πώς θλίβεται και χύνει μαύρα δάκρυα, Μέσ' στα Μπεντένια κάθεται, την Κάπελη αγναντεύει. Βλέπει μπαϊράκια με σταυρούς, στρατιώτες με καπέλα. Παίρνει τα χέρια σταυρωτά και την καρδιά κρατώντα κινάει και πάει στο βόιβοντα και στο Βεϊζουλάγα.

Page 2: Ο σημαιοφόρος του Λάλα

—Αγά μου έρχεται ο Μόσκοβος, αγά μου έρχετ' ο φράγκος. —Ζουρλή δεν είν' ο Μόσκοβος, μωρή δεν είν' ο φράγκος, παρά είναι οι ραγιάδες μας και φέρνουν το χαράτσι...

Σ' αυτό το τραγούδι εκφράζεται όλη η τραγική ειρωνεία για τη μοίρα μιας φυλής πολεμικής, που ήρθε εδώ —στη Λουκίσα με τα κρύα νερά, με τους πολλούς καντάλους, και στον ωραίο Μπαστηρά με τα καλά κεράσια— με άδεια του Ελληνικού Βυζαντινού κράτους, επί Μανουήλ Κομνηνού περί το 1430, να ζήσει εδώ ειρηνικά κι έγινε, με την ενίσχυση του Τούρκου κατακτητή, ο δυνάστης της Ηλείας. Τούτη τη στιγμή του χαμού της ο μεγαλόπρεπος, πανίσχυρος πάμπλουτος κι αγέρωγος Βεϊζούλ-αγάς του Λάλα λέει στη γυναίκα του φοβερού Χασάν Φιδά, την αδελφή του τρομερού Αλιάγα —από το τρανό γένος των Χοτοματέων και των Ταλάμ, συγγενικό του Σουλτάνου— ότι οι ένοπλοι, που ζώνουνε το Λάλα, δεν είναι ούτε φράκοι, ούτε μόσκοβοι, ούτε οι Έλληνες μαχητές που τους κυνήγησαν στον Πύργο, στη Γαστούνη, στο Επιτάλιο και στο Κλειδί, αλλά οι ραγιάδες τους που φέρνουν το χαράτσι.

Δεν θέλει να πιστέψει στα γεγονότα και να δεχθεί τη μοίρα του. Δεν θέλει να παραδεχθεί πως τούτο το Μάη, τούτη την άνοιξη άνοιξε ή μοίρα της Ελλάδος.

Οι Έλληνες τους έστειλαν τελεσίγραφο. Το πήγε ο Παναγής Μεσάρης, από το Αργοστόλι. Στολισμένος, επιδεικτικά οπλισμένος,. επίσημα, με λευκή σημαία μεταξωτή. Να δείξουν οργανωμένο Ελληνικό στρατό και κράτος.

—«Από εμάς, τους αρχηγούς των Ελλήνων, σε σας αγάδες του Λάλα. Νά φύγετε. Αν μείνετε, θα χαθείτε. Το κρίμα στο λαιμό σας», έγραφαν.

—«Τα Εφτάνησα είναι στην Αγγλία, τη φίλη μας. Αν ο Θεός εσήκωσε τα κεφάλια των ραγιάδων να σηκώσουν κεφάλι, θα φάνε το κεφάλι τους. Νησιώτες, να τραβηχτείτε. Μην ακούτε τα ψέματα του ψευτοΓιώργη του Σισίνη, τ' Αυγερινού και του παληοΜοσχούλα, που θα πάρουν και τους ραγιάδες και σας τους Νησιώτες στο λαιμό τούς...» απάντησαν οι Λαλαίοι.

Η επίθεση απεφασίσθη. Οι μισοί Πύργιοι έπιασαν τις θέσεις προς το Δούκα και τη Λουκίσα. Οι Ολύμπιοι θα ορμούσαν κατά του Μπαστηρά με τους Γορτυνίους. Οι Νησιώτες στο κέντρο. Οι μάχες άρχισαν με τους Λαλαίους το Μάη και κράτησαν ως τις 9 Ιούνη. Έπεσαν πολλοί. Στη μεγάλη μάχη στο Πουρνάρη της 1ης του Ιούνη, στις οχυρωμένες θέσεις Δάρδιζα και Κουτσουρούμπα, οι Γορτύνιοι κι οι Ολύμπιοι, με το Γιωργάκη Πλαπούτα αρχηγό, έπεσαν σ' ενέδρα. Έπεσε ο Πλαπούτας. Ο Γιώργης Σισίνης, ο Λυκούργος Κρεστενίτης, ο Παπασταθόπουλος, ο Φωτήλας με το γιο του, ο Λεχουριότης, οι Μεταξάδες, ο Πανάς, οι Διάκοι, ο Μέλιος, ο Τζανέτος Χριστόπουλος μπαίνουν μπροστά με τα γιαταγάνια, νικάν τους Λαλαίους.

Στις 9 του Ιούνη έφθασε από την Πάτρα ο έμπειρος στρατηγός Γιουσούφ πασάς με 800 πεζούς και 300 ιππείς. Αβάρετος ο ήλιος έπεσαν άξαφνα απάνω στα ταμπούρια των Ολυμπίων. Αυτοί αιφνιδιάστηκαν. Μπαίνουν ξανά ευθύς μπροστά οι εμπειροπόλεμοι αρχηγοί. Βγαίνουν όλοι από τα χαρακώματα. Τρέχουν οι Καπελίσιοι, στομώνουν τους Τούρκους. Η μάχη κράτησε ως το δειλινό. Ο στρατηγός Γιουσούφ πασάς, κατάπληκτος για την αφοβία και τη δεξιοτεχνία των Ελλήνων, διέταξε γενική επίθεση. Η ορμή ήταν δυνατή. Λυσσασμένοι οι τουρκαλβανοί του Λάλα, εμπειροπόλεμοι και γενναίοι. Τακτικός στρατός οι Τούρκοι, μ' ορμητικό και δραστήριο στρατηγό. Οι Έλληνες πρώτη φορά αντίκρυζαν τακτικό στρατό κατά παράταξη σ' επίθεση σχεδιασμένη. Κράτησαν όμως γερά κι απέκρουσαν τις απανωτές επιθέσεις, τα άγρια γιουρούσια των Τούρκων.

Ήταν η ώρα 3μ.μ. κι έπνεε άνεμος σφοδρός και ζεστός. Η ζέστη αφόρητη. Η μάχη στο Πούσι κράτησε 9

Page 3: Ο σημαιοφόρος του Λάλα

ώρες. Έπεσαν 500 Τούρκοι. Το ντουφεκίδι έμεινε ως τώρα παροιμία: «σα στο Πούσι!» Σκοτώθηκαν και πληγώθηκαν Έλληνες πολλοί.

Στις 6 τ' απόγευμα της 24 Ιουνίου 1821 οι Λαλαίοι και ο Γιουσούφ πασάς με το στρατό του, τσακισμένοι, φοβισμένοι, κατάπληκτοι, γύρισαν στο Λάλα. Από τη λύσσα τους έσφαξαν 40 αιχμαλώτους Ολυμπίους και κρέμασαν τα κεφάλια τους στις κλάρες μιας βελανιδιάς. Λένε και τώρα τη θέση: «Στα κεφάλια» των Φαναριτών (Ολυμπίων).

Οι αγάδες έχασαν το αγέρωχο ύφος και την ελπίδα να νικήσουν. Τ' αγαπημένο τους Λάλα, με τους απόρθητους πύργους και τα μυθικά σαράγια, ο εύφορος κι όμορφος κάμπος της Ηλείας, των λειβαδιών το πλήθος, όπου έβοσκαν χιλιάδες τα γιδοπρόβατά τους οι «ραγιάδες», οι λιγερές και οι όμορφες, οι γραφικοί λόφοι, τα κατάσκια δάση, τα γραφικά ποτάμια και οι ξωτικές λίμνες της Ηλείας κι Ολυμπίας, η ιερή Άλτις κι ο θείος Αλφειός έπεσαν στα χέρια πού ανήκαν, στους Έλληνες.

Στις 27 του Ιούνη 1821 έφυγαν μ' όλα τα γυναικόπαιδα νύχτα για την Πάτρα. Πέφτοντας ο ήλιος μπήκαν οι Έλληνες κι έστησαν στα σαράγια και στους πύργους την Ελληνική σημαία. Τα τζαμιά ερείπια κι αποκαΐδια. Ο Μπαρμπα-Δήμος, ο σημαιοφόρος, δίπλωσε τη διάτρητη από τα βόλια και τις σπαθιές σημαία με το Σταυρό και τον Αγιώργη και την έχωσε στον κόρφο του να τη φυλάξει για κειμήλιο στο σπίτι του.

Η νίκη κραταίωσε τα Ελληνικά όπλα, αναπτέρωσε το Ελληνικό φρόνημα. Η τρομακτική κι ιστορική αυτή μάχη δυνάμωσε και στερέωσε τον απελευθερωτικό αγώνα.

Το Λάλα, με τους ανίκητους Λαλαίους μαχητές, που ήσαν το στήριγμα και η ελπίδα των Τούρκων της Πελοποννήσου. Το απόρθητο Λάλα με τα γερά τειχιά. Το Λάλα με τις όμορφες, με τις βαριές κυράδες, που δεν καταδεχόσαντε στη γη να περπατήσουν. Οι Λαλαίοι με τα πλούσια απέραντα κτήματα, αφέντες και δυνάστες της Ηλείας και Ολυμπίας, έγιναν μπουχός μπρος στην ανδρεία και την αποφασιστικότητα των Ηλείων, Ολυμπίων, Γορτυνίων και Επτανησίων αγωνιστών της λευτεριάς.

Αν οι Λαλαίοι, οι εμπειροπόλεμοι, ατρόμητοι και μαχητικοί, οι δεξιοτέχνες στο ντουφέκι και το σπαθί, νικούσαν, οι πολιορκίες Ναυαρίνου, Τριπόλεως και Πατρών θα διελύοντο. Το κίνημα στις επαρχίες Ηλείας, Αχαΐας, Ολυμπίας, Τριφυλίας και Γορτυνίας θα πνιγόταν. Οι πολιορκημένοι στα κάστρα Τούρκοι θα έσμιγαν με τους Λαλαίους, θα έπνιγαν στο αίμα την επανάσταση και θα εξόντωναν μέχρι σπέρματος τους Έλληνες. Ούτε σπόρο —είχαν απόφαση— δε θ' άφηναν Ελληνικό.

Το Λάλα θα έμενε περήφανο, δυνατό κι άγριο φόβητρο κι ορμητήριο. Όλ' αυτά τα εξουδετέρωσε η ανδρεία των Ηλείων, Γορτυνίων, Τριφυλίων, Ολυμπίων κι Επτανησίων. Αυτή είναι η σημασία και η σπουδαιότητα της μάχης του Λάλα. Σταθμός στην Ελληνική επανάσταση, στην Ελληνική αναγέννηση και την Ελληνική ιστορία. Απ' εδώ εκίνησε ο αγωνιζόμενος για τη λευτεριά και την αναγέννησή του Ελληνισμός.

Οι αγωνιστές, μετά τη λευτεριά, «αφού έγραψαν με το σπαθί την ιστορία μόνοι —χωρίς γι' αυτούς τους ήρωες μια λέξη να ειπωθεί— με την πληγή τους για σταυρό κι ατίμητο γαλόνι — άλλοι στα γίδια γύρισαν και άλλοι στο τσαπί». «Τι παρέλαβον από τ άγρια στίφη των τυράννων και το δαυλό του Μπραΐμ»; Αντιγράφω μέρη από τους επικήδειους λόγους, που ετύπωσε ο Γιάννης Κρεστενίτης. Είναι το έντυπο στις Βιβλιοθήκες Πύργου και Ανδριτσαίνης, δωρεά του Γ. Κρεστενίτη, μερίμνη του Ν. Παπανδρέου:

«Ο ήρως Λύσσανδρος Βιλαέτης έλαβε το άροτρον ανά χείρας και έζη βίον αγρότου... Ο Πέτρος

Page 4: Ο σημαιοφόρος του Λάλα

Αυγερινός επεζήτησε την ευδαιμονίαν των συμπατριωτών του... Και εκεί όπου συνωθείται σήμερον η Πυργία νεότης και μέλπεται ακροωμένη τους ευρρύθμους ήχους ανδριζομένης φιλαρμονικής, λύκοι και θώες διαιτώμενοι εκρύπτοντο. Το απλανές βλέμμα νωχελούς νεότητος, που βλέπει τον πολυποίκιλον αυτόν κήπον, ελέγχει τους άνδρας που εξερίζωσαν τα σφενδάμια και τ' αγκάθια, έδιωξαν τους Λαλαίους, τους λύκους και τις έχιδνες, ίνα οι ευδαίμονες κληρονόμοι κωμάζουσι εν θαλίαις και ευωχούνται εν παννυχίσιν... Την πλιθίνην καλύβην των Ηλείων αστών αντικατέστησε καλλιμάρμαρος οίκος, ατμήρεις κολοσσοί εις μέγαν και πολύτιμον λιμένα —το επίνειον του Πύργου της Γαστούνης— αποβιβάζουν χιλιάδας στατήρας σιτηρών και ποικιλίαν καλλιτεχνημάτων της Ευρώπης. Επιβιβάζουν χιλιάδας τόννους σταφίδος και άλλων προϊόντων των μέχρι χθες ανυπάρκτων ή καμένων χωριών της Ηλείας και Ολυμπίας, ως εν ζωγραφήματι αναφανεισών επί των χλοερών του Αλφειού και του Πηνειού κοιλάδων...»

Ανεγεννήθη η Ηλεία. Η Αμαλιάς επήρε τ' όνομα της πρώτης βασίλισσας της Ελλάδος. Η Μανωλάδα έγινε τ' αγαπημένο μέρος του βασιλιά Κωνσταντίνου. Και το Κατάκωλο εδέχθη το βασιλιά Γεώργιο τον Α' στην πρώτη του περιοδεία, στην πιο ιστορική εθνική στιγμή.

Ήταν Μάης του 1864. Στο Κατάκωλο είχε αράξει το αγγλικό πολεμικό «Δουξ του Μάμπωρυ» με τον τελευταίο αρμοστή των Ιονίων νήσων Ερρίκο Στορξ και τον αγγλικό στρατό κατοχής της Επτανήσου. Είχαν φύγει από την Κέρκυρα. Λυπημένοι, σιωπηλοί. Απεχωρίσθησαν για πάντα από τον τόπο, που «τίτλω μεν το έθνος τους ως προστάτης, έργω δε ως δυνάστης», εκράτησε μισόν αιώνα. Ανελογίζοντο τ' ωραίο κλίμα των νησιών, τα πάμπολλα φυσικά τους χαρίσματα, τον ευγενικό χαρακτήρα των Επτανησιωτών, τ' αγαθά που άφηναν.

Και οι τελευταίοι Άγγλοι στρατιώτες και υπάλληλοι επεβιβάσθησαν στη φρεγάτα, να φθάσουν στο Κατάκωλο. Ο βουερός στρατώνας τους έμεινε βουβός, με τη σιωπή κοιμητηρίου. Μα ευθύς, στις 23 του Μάη 1864, άραζε Ελληνικό πλοίο στο λιμάνι της Κερκύρας. Με καρδιοχτύπι το περίμενε ο λαός. Ένας ψηλός, ευθυτενής, ορθόστηθος, ισιόκορμος, πανύψηλος γέρος εβγήκε στην ακτή, με την κάτασπρη φουστανέλλα, τα κεντηστά μεϊντανογέλεκα, το σιλάχι με την κουμπούρα, το σπαθί ζερβά στη μέση. Κρατούσε μια σημαία με την επιγραφή «Ελευθερία ή θάνατος». Πίσω του, ευσταλείς, γελαστοί, ζωηροί Έλληνες στρατιώτες. Ένας λόχος πεζικού, μια ενωμοτία πεζών κι εφίππων χωροφυλάκων και οκτώ πυροσβέστες. Με τις ελληνικές στολές τους όλοι, όμορφες, πεντακάθαρες, φανταχτερές.

«Τότε, γράφει ο Χ. Άννινος, η καταπιέζουσα τα στήθη ως εφιάλτης, συγκίνησις εξεράγη, οι οφθαλμοί εδάκρυσαν κι από τα στήθη εξήλθε μυριόστομος βροντώδης κραυγή επευφημίας: "Ζήτω η Ένωσις, ζήτω η Ελλάς!"» Ο γερο-σημαιοφόρος προχώρησε κρατώντας στα στιβαρά του χέρια τη σημαία. Ο στρατός και ο λαός ακολουθούσε, τραγουδώντας το: «Παρά πολύ υποφέραμε τον ξένο στην πατρίδα...» Ο γερο-σημαιοφόρος μπήκε στους στρατώνες, που άφησαν άδειους οι άγγλοι, κι έστησε τη σημαία να κυματίζει εκεί αγέρωχη. Ήταν η σημαία του Λάλα. Κι ο γερο-σημαιοφόρος ήταν ο Μπαρπα-Δήμος, που ζούσε ακόμα, και φύλαξε σαν κειμήλιο τη σημαία που κρατούσε το Μάη του 1821 στις μάχες του Λάλα. Κάτω απ' τις πτυχές της πολέμησαν ανδρεία και νικηφόρα οι Επτανήσιοι μαζί με τους Ηλείους. Και κέρδισαν την πρώτη μάχη, που έφερε τη λευτεριά της Ελλάδος. Τώρα η ίδια σημαία έφερνε την ένωση και τη λευτεριά της Επτανήσου με τη μεγάλη μάνα Ελλάδα.

Ο ανδριάς του Θωμά Μαίτλανδ, του πρώτου αρμοστή των Ιονίων νήσων, με το χέρι που εκρατούσε τον κύλινδρο του Συνταγματικού Χάρτη του Ιονίου κράτους τεταμένο, φαινόταν σαν ν' απορούσε και σαν να ρωτούσε να μάθει, πώς συνέβαιναν τα παράδοξα αυτά γεγονότα.

Την ίδια ημέρα —23 του Μάη 1864— η φρεγάτα «Ελλάς» έφθανε στο Κατάκωλο, όπου ήταν τ'

Page 5: Ο σημαιοφόρος του Λάλα

αγγλικό πολεμικό «Δουξ του Μάμπωρυ» με τον τελευταίο Άγγλο αρμοστή. Το «Ελλάς» συνόδευαν τιμητικά τρία πολεμικά. Αγγλικό, Γαλλικό και Ρωσικό. Στην αποβάθρα του Κατακώλου ήταν ο υπουργός των Στρατιωτικών Παύλος Καλλιγάς, ο απεσταλμένος της Ελληνικής Κυβερνήσεως Θρασύβουλος Ζαΐμης, οι Δήμαρχοι των δήμων της Ηλείας κι Ολυμπίας, οι Ηλείοι και Ολύμπιοι αγωνιστές, όσοι ζούσαν. Όλη η Ηλεία κι Ολυμπία περίμενε στο Κατάκωλο με καρδιοχτύπι. Κρατούσαν δάφνες τ' Αλφειού, ελιές από την ιερή Άλτι, μυρτιές του Πηνειού.

Ευθύς από το αγγλικό πολεμικό απεσπάσθη μια ωραία πολύκωπος λέμβος. Στην πλευρά της κυμάτιζε η σημαία των Ιονίων νήσων. Για τελευταία φορά· Την πήρε στα χέρια του ο άγγλος αρμοστής Ερρίκος Στορξ κι ανέβη στο κατάστρωμα της φρεγάτας «Ελλάς».

Εκεί έστεκε ένας ωραίος έφηβος με στολή. Γελαστός και συγκινημένος, γεμάτος νιάτα και σφρίγος. Στα μάτια του έλαμπε η καλοσύνη και η σωφροσύνη. Πίσω του οι υπασπιστές του, ο Μεταξάς, ο Μαυρομιχάλης κι ο Πάνος Θ. Κολοκοτρώνης, πολεμιστές στου Λάλα. Στην ιστορική και μεγάλη εκείνη στιγμή υπεστάλη σιγά σιγά, με μεγαλόπρεπη βραδύτητα, σα να λυπόταν και δίσταζε, η σημαία της Ιονίου Πολιτείας —που έσβαινε οριστικά. Και κατετέθη υπό απόλυτη σιγή από τον βαθειά-βαρειά συγκινημένον λόρδο αρμοστή Στορξ στα πόδια του νεαρού βασιλιά του Νέου Ελληνικού Κράτους. Γοργός, ευκίνητος, πήρε στιβαρά στα χέρια του τη σημαία κι ευχαρίστησε τον άγγλο αρμοστή τυπικά, μ' ευγένεια και χάρη.

Αμέσως η γαλανόλευκη Ελληνική σημαία ανυψώθη περήφανη γοργά κυματιστή στον ιστό της «Ελλάδος». Τα τηλεβόλα βρόντησαν κι ο δούπος εδόνησε τα Ηλειακά, Γορτυνιακά και Ολυμπιακά βουνά, το Λάλα, την ιερή Άλτι, τον Αλφειό. Οι σημαίες των τριών ξένων πολεμικών των τριών «προστάτιδων» δυνάμεων, που διεκδίκησαν πεισματερή μεταξύ τους την κατοχή των Ιονίων νήσων, και κυμάτισαν εκ περιτροπής σ' αυτές, έγειραν και συμπανηγύριζαν το γεγονός της λευτεριάς κι ένωσης της Επτανήσου με τη Μητέρα Ελλάδα. Και συμπαρεδέχθησαν τούτο οριστικό. Τους το επέβαλαν να το δεχθούν οι Έλληνες με τον δίκιο αγώνα τους. Η Ένωση, ο προαιώνιος πόθος, συνετελέσθη.

Εσείσθη το Κατάκωλο, ο κάμπος, το Ιόνιο απ' τις ζητωκραυγές και τις επάρσεις των χεριών. Δάσος κινούσαν τις Ολυμπιακές δάφνες ο λαός. «Και είδα, γράφει ο Τρύφων Ευαγγελίδης, πολιούς αγωνιστάς να κλαίνε μ' αναφιλητά, να γελάνε και να σταυροκοπιούνται, σαν να λέγανε: Νυν απολύεις τον δούλον σου, Δέσποτα...» Έβγαλαν από μέσα τους την αγωνία, που τους έδερνε, για τη λευτεριά των επτά Ελληνικών νησιών από τα χέρια των Άγγλων. Εβγήκε η υποχρέωσή τους στους Επτανησίους, που ήρθαν και πολέμησαν στο Λάλα το Μάη του 1821 για τη λευτεριά της Ηλείας και Ολυμπίας, τούτον το Μάη του 1864.

Ο Μπάρμπα-Δήμος, ο σημαιοφόρος του Λάλα το 1821, ο σημαιοφόρος της Ενώσεως της Επτανήσου με την Ελλάδα το 1864, ανέβη ευτυχισμένος στη φρεγάτα «Ελλάς», και φίλησε το χέρι του νεαρού βασιλιά. Ο Γεώργιος ο Α' το τράβηξε το χέρι του, άρπαξε το ροζιασμένο χέρι του γέρο-σημαιοφόρου κι έσκυψε και το φίλησε σεβαστικά κι ευγνώμονα.