Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

26
2 Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΦΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ Η νομική απροσδιοριστία ως παράγοντας της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων της Θράκης Στο: Δ. Χριστόπουλος (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, εκδ. Κριτική/ΚΕΜΟ, Αθήνα 1999 Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης Θεσσαλονίκη, 20.4.1999

Upload: aikutkadir

Post on 28-Jul-2015

282 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Η νομική απροσδιοριστία ως παράγοντας της θρησκευτικής ελευθερίας των Μουσουλμάνων της Θράκης

TRANSCRIPT

Page 1: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

2

Η ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΜΟΥΦΤΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΕΝΝΟΜΗ ΤΑΞΗ Η νομική απροσδιοριστία ως παράγοντας της

θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων της Θράκης

Στο: Δ. Χριστόπουλος (επιμ.), Νομικά ζητήματα θρησκευτικής ετερότητας στην Ελλάδα, εκδ. Κριτική/ΚΕΜΟ, Αθήνα 1999

Κωνσταντίνος Τσιτσελίκης

Θεσσαλονίκη, 20.4.1999

Page 2: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

3

ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΑ

1. Εισαγωγική παρατήρηση 2. Ιστορικο-θεσμική αναδρομή 3. Το ισχύον νομικό καθεστώς. 4. Τα κύρια ζητήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση του νομικού πλαισίου α. Η κατά τόπο αρμοδιότητες των Μουφτειών β. Η ανάδειξη του Μουφτή γ. Χηρεία της θέσης του Μουφτή δ. Τοποτηρητής 5. Οι αρμοδιότητες του Μουφτή σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς α. Θρησκευτικά καθήκοντα β. Τελεί και επικυρώνει γάμους γ. Γνωμοδοτεί δ. Διορίζει και παύει τους μουσουλμάνους ιερουργούς ε. Βακουφική περιουσία στ. Πράξεις ελεημοσύνης (zekat) ζ. Ιεροδιδασκαλεία 6. Οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες α. Γάμοι β. Διαζύγια και διατροφές δ. Επιτροπείες, κηδεμονίες και χειραφεσίες ανηλίκων ε. Ισλαμικές διαθήκες και εξ αδιαθέτου διαδοχή 7. Η εκτελεστότητα της μουφτειακής απόφασης 8. Τα νομικά προβλήματα που προκύπτουν α. Ίδρυση Μουφτείας β. Ο Μουφτής ως τακτικός δικαστής γ. Δικονομικοί κανόνες δ. Σύγκρουση του Ιερού Νόμου με ανώτερους ιεραρχικά δικαιικούς κανόνες ε. Ο έλεγχος του Μονομελούς Πρωτοδικείου στ. Η επί της ουσίας προσβολή της μουφτειακή απόφασης 9. Πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες 10. Συμπερασματικές παρατηρήσεις και προτάσεις Βιβλιογραφία

Page 3: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

4

1. Εισαγωγική παρατήρηση Η μελέτη του καθεστώτος που διέπει τη θέση του Μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη αναπόφευκτα φέρνει στο φως πλήθος ζητημάτων που αφορούν όλο το φάσμα της κοινωνικής ζωής των μουσουλμάνων. Τα νομικά ζητήματα και οι καίριες πολιτικές τους προεκτάσεις, που συνθέτουν τις ιδιαιτερότητες του θεσμού, αποτελούν το αντικείμενο του άρθρου αυτού. Οι επόμενες σελίδες φιλοδοξούν να συμβάλουν στο διάλογο γύρω από μία προβληματική, που συχνά εσκεμμένα, εξωραΐζεται ή αποσιωπάται. Τα προβλήματα, που αφορούν το θεσμό του Μουφτή, διεκδικούν μια παράδοξη prima facie πρωτοτυπία, αν συγκριθούν με το σύνολο των ανακολουθιών, που χαρακτηρίζουν το καθεστώς της μειονότητας της Θράκης: Ενώ συνήθως οι ασυμβατότητες και δυσαναλογίες, νομικής και πολιτικής φύσης, είναι εν γένει διακρισιακές σε βάρος των μουσουλμάνων, στην περίπτωση του Μουφτή το θεσμικό καθεστώς σε ορισμένες περιπτώσεις υπερβαίνει τα συνταγματικά επιτρεπτά όρια σε όφελος μιας θρησκευτικής -ισλαμικής- δικαιοταξίας. Πέρα από τις νομικές ασυμβατότητες και τις συνακόλουθες πολιτικές επιπλοκές που την αφορούν, η θέση του Μουφτή στη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης θα πρέπει να εξετάζεται μέσα από ένα διπλό πρίσμα. Από τη μια πλευρά εκείνο της διαπάλης κατά τη δυναμική μετεξέλιξης των θεσμών και από την άλλη εκείνο των συντηρητικών δομών που διαιωνίζουν κάθε θρησκευτική ιεραρχία. 2. Ιστορικο-θεσμική αναδρομή Η λειτουργία του Μουφτή στη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης δεν ήταν, ούτε είναι, στατική αλλά διαμορφώνεται κατά την ιστορική της πορεία. Η θεσμική του ύπαρξη δημιουργήθηκε και θεμελιώθηκε στις πηγές του ιερού ισλαμικού νόμου, αναδιαμορφώνεται και επιβιώνει μέσα στο νομοκανονιστικό πλαίσιο που καταρχήν ορίζει την Οθωμανική Αυτοκρατορία και στη συνέχεια το Νεοτουρκικό Κράτος, μέχρι που εντάσσεται στην ελληνική έννομη τάξη από το 1920 μέχρι σήμερα1. Από τη διαδοχή του Χαλιφάτου από το 1517 υπέρ του Σουλτάνου Σουλεϊμάν του Νομοθέτη αναπτύσσεται ένα ιδιαίτερα περίπλοκο δικαιικό σύστημα που αποκρυσταλλώνεται στον οθωμανικό αστικό κώδικα (Mejelle) ύστερα από προσπάθειες του Σουλτάνου Αβδούλ Αζίζ (1830-1876) και τελικά κωδικοποιείται μόλις το 1917, χωρίς όμως να έχει μπει πραγματική τάξη στο χάος των ισλαμικών κανόνων δικαίου2 που εθιμικά εφαρμόζονταν, ενώ παράλληλα εισάγεται νέος ποινικός και εμπορικός κώδικας βασισμένοι στους αντίστοιχους γαλλικούς, από τα μέσα του 19ου αιώνα. Το σύνολο των κανόνων δικαίου που συνθέτουν το οθωμανικό δίκαιο είναι ενιαίο θρησκευτικό και δεν διακρίνεται κανενός είδους πολιτικό δίκαιο. Ο Μουφτής είναι επιφορτισμένος με την έκδοση φετβάδων (γνωμοδοτήσεων) που θεμελιώνονται στον Ιερό Νόμο. Ο Καδής3 (ή Χακίμ), δηλαδή ο δικαστής λαμβάνει υπόψη του τη γνώμη του Μουφτή αλλά δεν δεσμεύεται κατά τη διαμόρφωση της απόφασής του. Ο πρώτος είναι ο ιεροδικαστής, ο οποίος καλείται να εφαρμόσει τη Σερή, ενώ ο δεύτερος ο θεολόγος που την ερμηνεύει4.

1 Ó. Óïëôáñßäçò, Ç éóôïñßá ôùí Ìïõöôåéþí ôçò ÄõôéêÞò ÈñÜêçò, åêä. Á.ËéâÜíç, ÁèÞíá 1997, ó. 35 åð. 2 ÐçãÝò ôïõ éóëáìéêïý ïèùìáíéêïý äéêáßïõ (ÖåñéÜô) åßíáé, ôï ÊïñÜíéï, ç ðáñÜäïóç (Sounna), ôá ó÷üëéá ×áäßò, ç íïìïëïãéêÞ óõëëïãÞ ÌïõëôéêÜ, ïé óõëëïãÝò öåôâÜäùí, êáé ôï éóëáìéêü Ýèéìï. 3 Ïé ÊáäÞäåò åß÷áí ãíþóç ôïõ Éåñïý Íüìïõ, ùò ÏõëåìÜäåò, äçëáäÞ "ìïñöùìÝíïé". Ïé ôåëåõôáßïé äéáêñßíïíôáé óå ÊáäÞäåò (êýñéïé äéêáóôåò), ôïõò ÌåãÜëïõò ÌïëëÜäåò, ôïõò Ìéêñïýò ÌïëëÜäåò, ôïõò åöüñïõò ôùí éåñþí éäñõìÜôùí (ÌïõöôÞäåò) êáé ôÝëïò ôïõò áíáðëçñùôÝò ôùí ÌïëëÜäùí êáé ôùí ÊáäÞäùí, ôïõò ÍáÞðçäåò. ¼ëïé åß÷áí äéêáéïäïôéêÝò áñìïäéüôçôåò åêôüò áðü ôïí ÌïõöôÞ ðïõ åß÷å êáèáñÜ ãíùìïäïôéêÝò. 4 Ó. ÌçíáÀäçò, Ç èñçóêåõôéêÞ åëåõèåñßá ôùí ìïõóïõëìÜíùí óôçí åëëçíéêÞ Ýííïìç ôÜîç, Á. Í. ÓÜêêïõëáò, ÁèÞíá ÊïìïôçíÞ 1990, ó. 75

Page 4: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

5

Μετά την κατάρρευση της αυτοκρατορίας, η διάδοχη κεμαλική Τουρκία αποκλείει κάθε ανάμειξη της θρησκευτικής και κοσμικής εξουσίας και καταργεί το ισλαμικό δίκαιο οριστικά5. Έτσι το τελευταίο δεν εφαρμόζεται στην Τουρκία από το 1928 και ο θεσμός του ιεροδικαστή παύει να υφίσταται. Αντίστοιχα ο Μουφτής χάνει τις γνωμοδοτικές του αρμοδιότητες και περιορίζεται στα θρησκευτικά του καθήκοντα. Στον ελλαδικό χώρο η εφαρμογή του ισλαμικού δικαίου αφορούσε τους μουσουλμάνους και μόνο, ήδη από τους οθωμανικούς χρόνους. Από την ίδρυση του ελληνικού κράτους και τη σταδιακή του επέκταση μέχρι τα σημερινά του όρια η προστασία της θρησκευτικής ταυτότητας των μουσουλμάνων κατοχυρώνεται με τις νέες συνθήκες που όριζαν τις εκάστοτε μεταβολές των συνόρων και τους σχετικούς εκτελεστικούς τους νόμους. Ειδικότερα, με τη Συνθήκη της Kωνσταντινούπολης του 1881 για πρώτη φορά αναγνωρίζεται η λειτουργία ισλαμικών δικαστηρίων. Τα δικαστήρια αυτά θα ήταν αρμόδια για την επίλυση οικογενειακών και κληρονομικών διαφορών που αφορούσαν τις σχέσεις των μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών. Ωστόσο ο εκτελεστικός νόμος ΑΛΗ' της 22 Ιουνίου 1882 "περί πνευματικών αρχηγών των μωαμεθανικών κοινοτήτων"6, αναγνωρίζει νομικά τις υφιστάμενες Μουφτείες της Θεσσαλίας και ρυθμίζει τη θέση του Μουφτή αποδίδοντάς του γνωμοδοτικές (και όχι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες7), καθώς και εποπτικές εξουσίες σχετικά με τα μουσουλμανικά σχολεία και διαχειριστικές επί της βακουφικής περιουσίας. Μεταγενέστερα, σύμφωνα με την ελληνοτουρκική Συνθήκη των Αθηνών της 1ης Νοεμβρίου 1913, ο Μουφτής συνιστά δικαστικό όργανο ειδικής δωσιδικίας και βέβαια θρησκευτικός αρχηγός στην περιφέρειά του. Στο πλαίσιο αυτό, ο εκτελεστικός της νόμος 2345/19208 "περί προσωρινού Αρχιμουφτή και Μουφτήδων των εν τω κράτει μουσουλμανικών κοινοτήτων" ρύθμιζε μέχρι και το 1991 την οργάνωση των "μουφτειακών δικαστηρίων"9. Στο πλαίσιο του Ν. 2345/1920 ο μέχρι τότε ιεροδίκης Καδής χάνει τη νομική του υπόσταση και οι δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες απορροφούνται από το Μουφτή10. Στην περίοδο των μεταβολών των συνόρων από το 1913 μέχρι το 1923, παρατηρείται η συνύπαρξη ετερόκλητων καθεστώτων, από τα οθωμανικά δικαστήρια που δίκαζαν με βάση το αστικό δίκαιο στη Θράκη το 1912 και τα ελληνικά μουσουλμανικά ιεροδικεία της Θεσσαλίας που δίκαζαν σύμφωνα με το ιερό δίκαιο. Η Συνθήκη των Σεβρών περί μειονοτήτων στην Ελλάδα του 1920 απλά επανέθεσε το ευρύτερο πλαίσιο προστασίας της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας των μουσουλμάνων. Η ταυτόχρονα τιθέμενη σε ισχύ Συνθήκη της Λωζάνης (1923) δεν ρύθμιζε άμεσα το σχετικό ζήτημα, διατυπώνοντας την ευρύτερη υποχρέωση της Ελλάδας να κατοχυρώσει τη θρησκευτική ταυτότητα των μουσουλμάνων11. Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάνης μάλιστα, ο Βενιζέλος υπογράμμισε την ανάγκη για την προστασία όχι μόνο των εθίμων των μειονοτήτων αλλά και στην κατοχύρωση δικαιοδοτικών οργάνων για τους μουσουλμάνους12. 3. Το ισχύον νομικό καθεστώς.

5 Ìå ôñïðïðïßçóç ôïõ ÓõíôÜãìáôïò ôï 1928 êáé óôç óõíÝ÷åéá ôï 1982 ïñßæåôáé üôé "äõíÜìåé ôçò áñ÷Þò ôçò êïóìéêüôçôáò ôá èñçóêåõôéêÜ óõíáéóèÞìáôá, [...] äåí ìðïñïýí óå êáìßá ðåñßðôùóç íá Ý÷ïõí áíÜìéîç óôéò êñáôéêÝò õðïèÝóåéò ïýôå óôçí ðïëéôéêÞ". 6 Óýìöùíá ìå ôï Üñèñï 4 ï ÌïõöôÞò áíáãíùñßæåôáé ùò äçìüóéïò ëåéôïõñãüò, ï ïðïßïò Ý÷åé ãíùìïäïôéêÝò, äéïéêçôéêÝò, äéá÷åéñéóôéêÝò êáé åðïðôéêÝò áñìïäéüôçôåò óýìöùíá ìå ôï "ìùáìåèáíéêü äßêáéï". Åðßóçò áöÞíåé áíïé÷ôü ôï Ýíäå÷üìåíï åíáãüñåõóÞò ôïõò óå éåñïäßêåò. 7 ¢ñèñï 4. 8 ÖÅÊ Á', 148 ôçò 3-7-1920. 9 ÁíáöÝñåôáé óôï "éåñü ìïõóïõëìáíéêü äßêáéï", Üñèñï 2. 10 V. Aarbakke, "Ôhe Mufti, A Greek-Turkish Controversy", (áäçìïóßåõôï), ó. 5. 11 ¢ñèñï 42 ðáñ. 1 "Ç [åëëçíéêÞ] êõâÝñíçóç äÝ÷åôáé íá ëÜâç áðÝíáíôé ôùí [ìïõóïõëìáíéêþí] ìåéïíïôÞôùí üóïí áöïñÜ ôçí ïéêïãåíåéáêÞí Þ ðñïóùðéêÞ áõôþí êáôÜóôáóéí, ðÜíôá êáôÜëëçëá ìÝôñá üðùò ôá æçôÞìáôá áõôÜ êáíïíßæùíôáé óõìöþíùò ðñïò ôá Ýèéìá ôùí ìåéïíïôÞôùí ôïýôùí ". 12 Ó. Ãåùñãïýëçò, Ï èåóìüò ôïõ ÌïõöôÞ óôçí åëëçíéêÞ êáé áëëïäáðÞ Ýííïìç ôÜîç, åêä. ÓÜêêïõëá, ÁèÞíá-ÊïìïôçíÞ 1993, óåë. 31.

Page 5: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

6

Η προσπάθεια να προσδιορίσει κανείς τα νομικά κείμενα που διέπουν τη νομική θέση του Μουφτή αποτελεί περίπλοκη άσκηση. Η ιεράρχηση των κανόνων δικαίου, εσωτερικού και διεθνούς, που οφείλει ο ερευνητής να προτάξει μεθοδολογικά δεν είναι εύκολο εγχείρημα, όταν μάλιστα προκύπτουν βασικές αμφιβολίες για τη νομική ισχύ ορισμένων διατάξεων. Θα αναφερθούμε στα νομικά κείμενα, διεθνείς συνθήκες και ελληνικούς νόμους, που σχετίζονται με το καθεστώς του Μουφτή. Σε ορισμένες περιπτώσεις εκφράζεται έντονη αμφισβήτηση σχετικά με το κατά πόσο αποτελούν εφαρμοστέο δίκαιο. α. Η Συνθήκη Ειρήνης των Αθηνών του 1913, θέτει τους όρους λήξης του πολέμου μεταξύ των δύο χωρών. Ρυθμίζει θέματα που αφορούν τους μουσουλμάνους στην Ελλάδα και σχετικά με το καθεστώς του Μουφτή (μεταξύ άλλων θεσμοθετείται εκλογή του ως τρόπος ανάδειξης). Αμφισβητείται η ισχύς της σήμερα από έλληνες διεθνολόγους, για πολιτικούς λόγους, χωρίς συγκροτημένη νομική στήριξη. Ενδεχομένως θα μπορούσε να θεμελιωθεί επαρκώς η ενέργεια της ρήτρας rebus sic standibus για την απόδειξη της λήξης της ισχύος της. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα σοβαρό καθώς σε αντίθετη περίπτωση ο τελευταίος νόμος του 1991 θα πρέπει να θεωρείται άκυρος, και η όλη προβληματική του ζητήματος που αφορά το νομικό καθεστώς του Μουφτή να επαναπροσδιοριστεί σε τελείως διαφορετική βάση. Ως ενδεικτική της διχογνωμίας που επικρατεί θα πρέπει να αναφερθεί απόφαση του Αρείου Πάγου που έκρινε ότι το καθεστώς θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων στην Ελλάδα πηγάζει από σειρά διεθνών συμβάσεων, μεταξύ των οποίων και η Συνθήκη των Αθηνών13. β. Η Συνθήκη των Σεβρών του 1920 σχετικά με την προστασία των μειονοτήτων στην Ελλάδα. Κυρώθηκε και τέθηκε σε ισχύ τέσσερα χρόνια ύστερα από τη σύνταξή της ταυτόχρονα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Δεν αναφέρεται σε θέματα Μουφτή παρά μόνο γενικότερα στη θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων. Ενδεχομένως να εξακολουθεί να ισχύει ο κυρωτικός της νόμος, ή ακόμα και η ίδια η συνθήκη. Το ζήτημα αυτό δεν έχει γίνει παρά ελάχιστα αντικείμενο έρευνας14, ενώ τα επιχειρήματα που κατά καιρούς διατυπώνονται στην ελληνική και τουρκική βιβλιογραφία (κατά και υπέρ της ισχύος της, αντίστοιχα) δεν είναι απόλυτα πειστικά. Σε κάθε περίπτωση η ρυθμιστική της ενέργεια είναι σχεδόν αμελητέα σε θέματα Μουφτή. γ. Η Συνθήκη της Λωζάνης του 1923 αφιερώνει ειδικό κεφάλαιο στην προστασία μειονοτήτων, μη μουσουλμανικών στην Τουρκία και μουσουλμανικών στην Ελλάδα15, χωρίς να αναφέρεται ειδικά σε θέματα Μουφτή, αλλά κατοχυρώνοντας το ευρύτερο πλαίσιο της θρησκευτικής διαφοράς. Σύμφωνα με το άρθρο 42 παρ. 1' η Ελλάδα δεσμεύεται να σεβαστεί τα έθιμα, που απορρέουν από συγκεκριμένες θρησκευτικές πρακτικές. Η απονομή δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων σε ειδικό όργανο που να εμπίπτουν σε αυτές τις θρησκευτικές πρακτικές, δεν φαίνεται να υπαγορεύεται άμεσα από τη διάταξη αυτή. Όμως, σύμφωνα με το εδάφιο β' της διάταξης, ο τρόπος εφαρμογής του περιεχομένου της είναι αντικείμενο επεξεργασίας μικτής επιτροπής, από την κυβέρνηση και αντιπροσωπεία της μειονότητας. Η ελληνική κυβέρνηση προτίμησε τελικά να διατηρήσει σε ισχύ το προηγούμενο καθεστώς των μουσουλμανικών δικαστηρίων, εισάγοντάς τα στην ελληνική έννομη τάξη με τα όσα τεχνικά και ουσιαστικά εγγενή προβλήματα μπορούσαν να προκύψουν16. Το ζήτημα της αμοιβαιότητας λανθασμένα συνδέεται από πολλούς συγγραφείς με την αμοιβαία δυνατότητα που αποδίδεται σε Ελλάδα και Τουρκία μη δέσμευσης από τις υποχρεώσεις 13 Âë. ó÷üëéï óôçí áðüöáóç 1723/1980, E. Roucounas, üð.ð. ó. 151. Ç áðüöáóç áíáöÝñåé ùò äåóìåõôéêÝò êáé ôéò ÓõíèÞêåò ôçò Êùíóôáíôéíïýðïëçò ôïõ 1881 êáé Óåâñþí 1920, ÍïÂ, üð.ð., ó. 1217. 14 Âë. áíáëõôéêÜ óôï Ê. Ôóéôóåëßêçò, Ôï äéåèíÝò êáé åõñùðáúêü êáèåóôþò ðñïóôáóßáò ôùí ãëùóóéêþí äéêáéùìÜôùí êáé ç åëëçíéêÞ Ýííïìç ôÜîç, Á.Í. ÓÜêêïõëáò, ÁèÞíá-ÊïìïôçíÞ 1996, ó. 283 åð. 15 ºóùò åäéáöÝñïõóá åßíáé ç åîÞò ó÷åôéêÞ ðáñáôÞñçóç: Áí êáé ôï ðñùôüôõðï ãáëëéêü êáé áããëéêü êåßìåíï ìéëïýí ãéá ìßá ìïõóïõëìáíéêÞ ìåéïíüôçôá ("minorité musulmane", "Moslem minority"), åíþ ãéá ôéò ìåéïíüôçôåò óôçí Ôïõñêßá ðÜíôá áíáöÝñïíôáé óôïí ðëçèõíôéêü, "minorités non-musulmanes" êáé "non-Moslem minorities" (âë. Société des Nations, Recueil des Traités, vol. XXVIII, 1924, ó. 30 åð.), ï üñïò áðïäßäåôáé óôá åëëçíéêÜ åðßóçò óôïí ðëçèõíôéêü, ðéèáíüí áíáöåñüìåíïò óôéò åðß ìÝñïõò ìåéïíïôéêÝò ïìÜäåò, ïé ïðïßåò Þäç óõíéóôïýóáí ôçí åõñýôåñç ìïõóïõëìáíéêÞ ìåéïíüôçôá. 16 D. Tsourkas, "Les juridictions musulmanes en Grece", Hellenic Review of International Relations, (1981-2 )v.2 N. 11, ó. 583.

Page 6: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

7

που απορρέουν από τη Συνθήκη εφόσον το άλλο μέρος δεν εκπληρώνει τα αντίστοιχα καθήκοντά του17. Κάτι τέτοιο είναι αντίθετο με τη βασική αρχή του διεθνούς δικαίου, που αυτονομεί την προστασία των δικαιωμάτων του ανθρώπου -και συνακόλουθα των μειονοτήτων- ανεξάρτητα από κάθε ρήτρα αμοιβαιότητας. δ. Ο Νόμος 1920/199118, ρυθμίζει ειδικά το νομικό καθεστώς που διέπει τη θέση του Μουφτή. Αντικατέστησε τον Ν. 2345/192019 προκαλώντας πολλές αντιδράσεις ιδιαίτερα όσον αφορά τη θεσμοθέτηση του διορισμού (βλ. αναλυτικά παρακάτω). ε. Διατάξεις διεθνών συνθηκών προστασίας της θρησκευτικής ταυτότητας των μειονοτήτων ή γενικότερα προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας, κυρίως το άρθρο 27 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα του ΟΗΕ20. Οι διατάξεις αυτές μόνο με ευρεία ερμηνευτική προσέγγιση μπορούν να συνεισφέρουν στο ζήτημα που μας απασχολεί εν προκειμένω. 4. Τα κύρια ζητήματα που προκύπτουν από την ανάγνωση του νομικού πλαισίου Εάν η ύπαρξη Μουφτή είναι αδιαμφισβήτητη για τη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης και η θεσμική του ενσωμάτωση κατοχυρωμένη, το νομικό πλαίσιο που ρυθμίζει τη θέση του παραμένει ο ακρογωνιαίος λίθος της πολεμικής που αναπτύσσεται από διάφορες οπτικές γωνίες σχετικά με τη νομιμοποίησή του. α. Η κατά τόπο αρμοδιότητες των Μουφτειών Στην Ελλάδα σήμερα λειτουργούν τρεις Μουφτείες: Της Κομοτηνής, της Ξάνθης και του Διδυμοτείχου. Παλαιότερα υπήρχαν σε πολλά άλλα σημεία της ελληνικής επικράτειας αλλά ύστερα από την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία τα νέα δεδομένα ανέτρεψαν τη γεωγραφική κατανομή των μουσουλμάνων και κατά συνέπεια εξέλειψε λόγος ύπαρξής τους21. Ο αριθμός αλλά και ο προσδιορισμός της περιφέρειας άσκησης των αρμοδιοτήτων των Μουφτειών μπορεί να μεταβληθεί με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από πρόταση των Υπουργών Εσωτερικών, Δικαιοσύνης και Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων22. Εξάλλου, τα δημογραφικά δεδομένα έχουν μεταβληθεί ύστερα από την οικονομική εσωτερική μετανάστευση που έλαβε χώρα τις τελευταίες δεκαετίες από τη Θράκη προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, κυρίως προς την Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη. 17 ÅîÜëëïõ ï áíáãíþóôçò ôïõ Üñèñïõ 45 ôçò ÓõíèÞêçò ìðïñåß íá äéáðéóôþóåé üôé ôï åðßññçìá "áìïéâáßùò" áðïóêïðåß áðëÜ óôçí áðïöõãÞ åðáíÜëçøçò ôùí ðñïçãïýìåíùí äéáôÜîåùí ðïõ áíáöåñüíôáé óôéò õðï÷ñåþóåéò ôçò Ôïõñêßáò êáé óõíåðþò äåí åðéöÝñåé íïìéêÞ áìïéâáéüôçôá.. Áõôü ãßíåôáé öáíåñü êáé ìå ôçí áíÜãíùóç ôïõ ðñùôüôõðïõ êåéìÝíïõ, üðïõ ãéá ðáñÜäåéãìá ôï ãáëëéêü êåßìåíï áíáöÝñåé "les droits [...] sont egalement reconnues" êáé ü÷é "reciproquement" Þ "mutuellement reconnues", åêöñÜóåéò ðïõ èá áðÝäéäáí ôï íüçìá ôçò íïìéêÞò áìïéâáéüôçôáò. 18 ÖÅÊ, Á' 11/4-2-1991. 19 ÅêôåíÝò ó÷üëéï ãéá ôï ðåñéå÷üìåíï ôïõ íüìïõ âë. Ã. Ìðåêéáñßäçò, "Ïé ÌïõöôÞäåò ùò èñçóêåõôéêïß çãÝôáé ôùí ìïõóïõëìÜíùí ôçò ðåñéöÝñåéáò ôùí êáé ùò äçìüóéáé áñ÷áß", Áñìåíüðïõëïò (1973) ô. 12, ó. 886 åð. 20 Ôï Üñèñï 27 Ý÷åé ùò åîÞò: "Óôá êñÜôç üðïõ õðÜñ÷ïõí åèíïôéêÝò, èñçóêåõôéêÝò Þ ãëùóóéêÝò ìåéïíüôçôåò, ôá ðñüóùðá ðïõ áíÞêïõí óå áõôÝò ôéò ìåéïíüôçôåò äåí åßíáé äõíáôüí íá ôïõò óôåñçèåß ôï äéêáßùìá íá áðïëáìâÜíïõí áðü êïéíïý ìå Üëëá ìÝëç ôçò ïìÜäáò ôïõò, ôç äéêÞ ôïõò ðïëéôéóôéêÞ æùÞ, íá ðéóôåýïõí êáé íá ðñåóâåýïõí ôç äéêÞ ôïõò èñçóêåßá Þ íá ÷ñçóéìïðïéïýí ôç äéêÞ ôïõò ãëþóóá". Ôï Óýìöùíï êõñþèçêå ìå ôï Íüìï 2462/97, ÖÅÊ Á' 25/26.2.1997. 21 Ìïõöôåßåò áíáãíùñßæïíôáé ìå ôï Íüìï ôïõ 1881 óôï Âüëï, ÖÜñóáëá, Ôñßêáëá êáé ËÜñéóá, ôï 1910 éäñýåôáé Ìïõöåßá óôçí Êáñäßôóá, ôï 1923 (Â.Ä. ôçò 2/17-1-1923) éäñýïíôáé ïé Ìïõöôåßåò ÊïìïôçíÞò, ¸âñïõ êáé ÎÜíèçò, êáé ðñïóôßèåíôáé óôéò ðñïûðÜñ÷ïõóåò Ìïõöôåßåò Óïõöëßïõ êáé Áëåî/ðüëåùò. Ôï 1927 éäñýåôáé ç Ìïõöôåßá Äéäõìïôåß÷ïõ ç ïðïßá áðïññïöÜ ôç Ìïõöôåßá Áëåî/ðüëåùò, åíþ ôï 1928 (Ð.Ä. 19 Ìáñôßïõ/3 Áðñéëßïõ 1928) éäñýïíôáé ïé Ìïõöôåßåò Çãïõìåíßôóáò êáé Öéëéáôþí êáé ðñïóôßèåíôáé óôéò ðñïáíáöåñüìåíåò, üðùò êáé ïé Ìïõöôåßåò ËáãêáäÜ, Éùáííßíùí, ÐáñáìõèéÜò êáé Èåóóáëïíßêçò. ÔÝëïò, ìå Â.Ä. ôçò 9çò Äåêåìâñßïõ 1952/9çò Éáíïõáñßïõ 1953 êáôáñãïýíôáé üëåò ïé ðñïçãïýìåíåò êáé äéôçñïýíôáé ïé ôñåéò Ìïõöôåßåò ôçò ÈñÜêçò. 22 Óýìöùíá ìå ôï Üñèñï 6 ôïõ Í. 1920/1991.

Page 7: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

8

Συνεπώς οι μουσουλμάνοι έλληνες πολίτες που ζουν μόνιμα σε εκτός της Θράκης περιοχή (περίπου το 25% της μειονότητας διαβιεί σε Αθήνα, Θεσσαλονίκη και Δωδεκάνησα23, για τα οποία προκύπτει το ζήτημα της άμεσης εφαρμογής των διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης από το 1947) δεν έχουν τη δυνατότητα να αποτανθούν σε οικείο Μουφτή. Για τους μουσουλμάνους εκτός Θράκης δικαιοδοσία έχει οποιοσδήποτε Μουφτής της Θράκης, όπως αναφέρει και ο Άρειος Πάγος στην απόφαση 1723/198024, χωρίς όμως να προσδιορίζεται, εάν κάποιος από τους Μουφτήδες έχει υποχρεωτικά δωσιδικία ή εάν εναπόκειται στην ελεύθερη βούληση του διάδικου να υπαγάγει τη διαφορά στο Μουφτή της επιλογής του. Η μη ύπαρξη Μουφτείας σε αστικά κέντρα σε συνδυασμό με την έλλειψη τεμενών έχει θέσει τις αντικειμενικές προϋποθέσεις ενός διαλόγου και ενδεχόμενα τη διατύπωση ενός αιτήματος από την πλευρά των φορέων που εκπροσωπούν τη μειονότητα για την εφαρμογή των σχετικών διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης. Θα φαινόταν εύλογο, όπου υπάρχει ικανός αριθμός μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών, να παρέχεται η δυνατότητα άσκησης των θρησκευτικών καθηκόντων από τους μουσουλμάνους (τέμενος, νεκροταφείο, Μουφτεία). Για παράδειγμα, ο νόμος του 1882 προέβλεπε ως κριτήριο για την ίδρυση Μουφτείας το μικτό πληθυσμό της πρωτεύουσας νομού ή επαρχίας πάνω από 40.000 κατοίκους. Πουθενά από τη Συνθήκη της Λωζάνης δεν προκύπτει ότι η εφαρμογή της περιορίζεται γεωγραφικά στα όρια των νομών της Θράκης25, αλλά ότι εφαρμόζεται όπου στην επικράτεια υπάρχουν μουσουλμάνοι. Το επιχείρημα ότι δεν αφορά τους κατοίκους των μεταγενέστερα προσαρτημένων εδαφών δεν μπορεί να βρει στήριγμα στο διεθνές δίκαιο, όταν μάλιστα ο σκοπός της συνθήκης αφορά την προστασία της μειονοτικής ετερότητας. Εξάλλου και ο Νόμος 2345 που ψηφίστηκε το 1920, προγενέστερος της προσάρτησης της Θράκης, και εκτελεστικός της Συνθήκης των Αθηνών αποτέλεσε ισχύον δίκαιο με πεδίο εφαρμογής τη Θράκη μέχρι το 1991. Παρόμοια και το επιχείρημα που υποστηρίζει ότι οι μουσουλμάνοι των Δωδεκανήσων τίθενται εκτός πεδίου εφαρμογής της Συνθήκης της Λωζάνης, μάλλον περισσότερο πολιτικά κίνητρα έχει παρά νομικά θεμέλια26. Η εφαρμογή της Συνθήκης δεν έρχεται σε αντίθεση με το ευρύτερο καθεστώς κατοχύρωσης των δικαιωμάτων του ανθρώπου μέσα από τη ρήτρα κατά των διακρίσεων στο πλαίσιο της οποίας εντάσσεται και η Συνθήκη των Παρισίων της 10-2-1947, με την οποία προσαρτούνται τα Δωδεκάνησα στην Ελλάδα, και του άρθρου 19 παρ. 4, το οποίο απαγορεύει τη διάκριση με βάση τη γλώσσα ή τη θρησκεία στο έδαφος των Δωδεκανήσων. Τα δύο νομικά καθεστώτα, προστασίας των δικαιωμάτων των μειονοτήτων και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, θεωρούνται από τη διεθνή βιβλιογραφία συμπληρωματικά και καθόλου αντικρουόμενα27. Μήπως αντίστροφα, στη λογική του επιχειρήματος, θα μπορούσε να υποστηριχθεί και η ανενέργεια των σχετικών με τις μειονότητες διατάξεων της Συνθήκης της Λωζάνης;

23 Ôï 1974 õðÝñãçñïò áóêïýóå ôá êáèÞêïíôÜ ôïõ ï ôåëåõôáßïò ÌïõöôÞò Ñüäïõ, âë. A. Popovic, L'islam balkanique, Berlin 1986, ó. 165. 24 Íï (1981), ó. 1217. 25 Óýìöùíá ìå ôï Üñèñï 45 ôçò ÓõíèÞêçò ôçò ËùæÜíçò "Ôá áíáãíùñéóèÝíôá äéá ôùí äéáôÜîåùí ôïõ ðáñüíôïò ôìÞìáôïò äéêáéþìáôá åéò ôá åí Ôïõñêßá ìç ìïõóïõëìáíéêÜò ìåéïíüôçôáò, áíáãíùñßæïíôáé åðßóçò õðü ôçò ÅëëÜäáò åéò ôáò åí ôù åäÜöåé áõôÞò åõñéóêïìÝíáò ìïõóïõëìáíéêÜò ìåéïíüôçôáò ". Contra Ó. Ãåùñãïýëçò, üð.ð., ó. 37 êáé âéâëéïãñáößá õðïó. 55. 26 Ãéá ìßá áðü ôéò ðëÝïí åìðåñéóôáôùìÝíåò áðüøåéò âë. Á÷. Óêüñäá, "Ç ìåéïíïôéêÞ ôáõôüôçôá: áðü ôï óýóôçìá ôçò ÓõíèÞêçò ôçò ËùæÜíçò óôï óýóôçìá ôïõ Óõìâïõëßïõ ôçò Åõñþðçò", Ç Óýìâáóç-ðëáßóéï ãéá ôçí ðñïóôáóßáôùí åèíéêþí ìåéïíïôÞôùí ôïõ Óõìâïõëßïõ ôçò Åõñþðçò, ºäñõìá Ìáñáãêïðïýëïõ, Á. ÌðñåäÞìáò & Ë.-Á. ÓéóéëéÜíïò (äéåõè.), åêä. Á.Í. ÓÜêêïõëá, ÁèÞíá/ÊïìïôçíÞ 1997, ó. 173-178 êáé ó÷åôéêÝò áðïöÜóåéò ôïõ ¢ñåéïõ ÐÜãïõ 738/1967, 36 Íï (1968), óó. 381-382, ÁÐ 1723, 29 Íï (1981), ó. 1217, Åö. ÄùäåêáíÞóïõ 201/1987, 36 Íï (1988), ó. 582. Óýìöùíá ìå ôéò áðïöÜóåéò áõôÝò ôï åöáñìïóôÝï äßêáéï óôá ÄùäåêÜíçóá åßíáé ï Áóôéêüò Êþäéêáò êáé ü÷é ç ÓõíèÞêç ôçò ËùæÜíçò. 27 Âë. ó÷åôéêÞ ôåêìçñßùóç óå üëá ôá Ýããñáöá ôïõ ôïõ Óõìâïõëßïõ ôçò Åõñþðçò, ðïõ áöïñïýí ôç óýíôáîç êáé åöáñìïãÞ ôïõ Åõñùðáúêïý ×Üñôç ãéá ôéò ðåñéöåñåéáêÝò Þ ìåéïíïôéêÝò ãëþóóåò êáé ôçò ÅõñùðáúêÞò Óýìâáóçò-ðëáéóßïõ ãéá ôçí ðñïóôáóßá ôùí åèíéêþí ìåéïíïôÞôùí, ôçò ïðïßáò ôï ðñþôï Üñèñï ðñïóäéïñßæåé ñçôÜ ôç ó÷Ýóç äéêáéùìÜôùí ôùí ìåéïíïôÞôùí êáé äéêáéùìÜôùí ôïõ áíèñþðïõ.

Page 8: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

9

β. Η ανάδειξη του Μουφτή Η ενσωμάτωση ορισμένων μουσουλμανικών θρησκευτικών θεσμών, κληρονομιά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στην ελληνική έννομη τάξη και οι πολιτικο-θρησκευτικές εξελίξεις στην Τουρκία επέδρασαν διπλά κατά τη διαμόρφωση του νομικού πλαισίου που αφορά κατά κύριο λόγο την ανάδειξη του Μουφτή. Η αντιπαλότητα μεταξύ παλαιομουσουλμάνων (συντηρητικών θρησκευτικών κύκλων) και κεμαλιστών εκσυχρονιστών (κοσμικών εθνικιστών) είχε να κάνει εν πολλοίς και με τη θέση του Μουφτή, ο οποίος από την προσάρτηση της Θράκης στο ελληνικό κράτος φέρεται ως ο μόνος θρησκευτικός ηγέτης της τοπικής κοινωνίας. Η πολιτική σημασία της θέσης αυτής κατέστησε τους Μουφτήδες της Θράκης στόχο ενός πολιτικού αγώνα ανάδειξης ή μείωσης της ισχύος τους ανάλογα με τα διακυβευόμενα συμφέροντα. Εργαλείο αυτής της διαπάλης ήταν, όπως και παραμένει, ο νομικός ρυθμιστικός κανόνας, που επιτρέπει την αντίστοιχη επέμβαση στο θεσμικό πλαίσιο. Έτσι, λοιπόν, ο τρόπος ανάδειξης του Μουφτή αποκτά στρατηγική σημασία λόγω της λειτουργίας του στην τοπική κοινωνία μέσα από την άσκηση των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων, εκτός από τα δεδομένα θρησκευτικά του καθήκοντα. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι η προβλεπόμενη θέση του Αρχιμουφτή ποτέ δεν πληρώθηκε ύστερα από την κατάργηση του Σεϊχουλισλαμάτου (αντίστοιχος θεσμός της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας) με την επικράτηση του κεμαλισμού στην Τουρκία. Μάλιστα ο τελευταίος Σεϊχουλισλάμης Μουσταφά Σαμπρί, αν και ζούσε εξόριστος στην Ελλάδα, τελικά εκδιώχθηκε το 1930 ως δείγμα καλής θέλησης κατά την προσπάθεια ενδυνάμωσης της ελληνοτουρκικής φιλίας, ύστερα από συνεχείς πιέσεις της Τουρκίας από το 192728. Η Τουρκία μάλιστα κατά τις διαπραγματεύσεις για τη συνομολόγηση του ελληνοτουρκικού Συμφώνου Φιλίας της 30ης Οκτωβρίου 1930 δεν έθεσε καν θέμα Μουφτή. Το πρώτο νομικό καθεστώς που ρυθμίζει τη θέση του Μουφτή στην Ελλάδα, όπως διατυπώνεται από το νόμο ΑΛΗ' του 1882, σε εφαρμογή της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 188129, προβλέπει το διορισμό και την παύση του Μουφτή με Βασιλικό Διάταγμα. Ο διορισμός γίνεται ύστερα από την υπόδειξη διαδόχου από τη "μωαμεθανική κοινότητα" και μετά από πρόταση των υπουργών Εκκλησιαστικών, Εκπαίδευσης και Δικαιοσύνης. Το νομικό πλαίσιο που ίσχυσε μέχρι το 1991, χωρίς όμως να εφαρμοστεί πλήρως, ανταποκρίθηκε αρχικά στις απαιτήσεις της ελληνοτουρκικής Συνθήκης Ειρήνης των Αθηνών του 1913, με την υιοθέτηση του σχετικού νόμου το 1920, πριν δηλαδή την ανταλλαγή πληθυσμών και την οριοθέτηση των συνόρων και βέβαια πριν από την μειονοτικοποίηση του μουσουλμανικού πληθυσμού της Δυτικής Θράκης. Σύμφωνα με το καθεστώς του Νόμου 2345/1920, ο κατά τόπο αρμόδιος Νομάρχης προέβαινε στην προκήρυξη εκλογής την οποία γνωστοποιούσε δημόσια. Οι υποψήφιοι ήταν έξι μουσουλμάνοι έλληνες πολίτες, διπλωματούχοι μεντρεσέ ή σχολής Ναηπήδων, ή διατελέσαντες Μουφτήδες, οι οποίοι θα έπρεπε να μην έχουν βεβαρημένο ποινικό μητρώο. Οι σχετικές αιτήσεις μεταβιβάζονταν στον υπουργό Θρησκευμάτων. Ο τελευταίος είχε τη διακριτική ευχέρεια να διαγράψει όσους από τους υποψήφιους δεν ενέκρινε και τελικά προέβαινε στη διενέργεια της εκλογής. Δικαίωμα ψήφου είχαν οι μουσουλμάνοι έλληνες πολίτες, οι οποίοι ήταν εγγεγραμμένοι στους εκλογικούς καταλόγους της περιφέρειας της Μουφτείας. Την εποπτεία της εκλογής είχε το αρμόδιο Πρωτοδικείο, το οποίο και ανακήρυσσε τον πλειοψηφούντα Μουφτή. Παρά τη θεσμοθετημένη με δημοκρατικές διαδικασίες εκλογή του Μουφτή, υπερίσχυσε η προηγούμενη -από την εποχή της Αυτοκρατορίας- πρακτική που ήθελε το Μουφτή να διορίζεται από τις αρχές30. Συνεπώς, ουδέποτε από τότε που είχε θεσμοθετηθεί η διεδικασία εκλογής αυτή δεν εφαρμόστηκε, ενώ στην πράξη παρέμενε το προϋπάρχον καθεστώς διορισμού του Μουφτή από τις

28 Âë. áíáëõôéêÜ ó÷åôêÜ ìå ôçí õðüèåóç ôùí "150", Ó. Óïëôáñßäçò, üð.ð., óó. 197 åð. 29 Ôï Üñèñï 8 ôçò ÓõíèÞêçò ðñïâëÝðåé ôçí áõôïíïìßá êáé ôïí éåñáñ÷éêü ïñãáíéóìü ôùí ìïõóïõëìáíéêþí êïéíïôÞôùí. Ôï ãåãïíüò üôé ï åêôåëåóôéêüò ôçò íüìïò ðñïâëÝðåé äéïñéóìü áíôß åíäå÷ïìÝíùò åêëïãÞ äåí èá ðñÝðåé íá ÷áñáêôçñßæåôáé óáí áíôßöáóç, áðëþò ëáìâÜíåé õðüøç ôçí ðñáêôéêÞ ôïõ äéïñéóìïý ðïõ åðéêñáôïýóå ðáñÜëëçëá êáé óôçí ÏèùìáíéêÞ Áõôïêñáôïñßá êáé ãåíéêüôåñá óôïí ìïõóïõëìáíéêü êüóìï. 30 ¸ôóé êáé ç ìáñôõñßá ôïõ Ã. Ìðåêéáñßäç ôï 1973, Áñìåíüðïõëïò, ô. 12, ó. 888 ðáñ. 10.

Page 9: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

10

αρχές, ύστερα από υπόδειξη, σε πλαίσια που προσδιόριζαν την εκάστοτε πολιτική συγκυρία. 'Ετσι άλλοτε ήταν αρκετή η επέμβαση του τουρκικού Προξενείου, η πρόταση του μουσουλμάνου βουλευτή της αντίστοιχης περιφέρειας ή η επιλογή του υπουργείου Εξωτερικών. Ο Ν. 1920/1991 κατάργησε και τυπικά τη θεσμοθετημένη εκλογή που είχε εισαγάγει ο Ν. 2345/1920 και επανέφερε το καθεστώς διορισμού του νόμου ΑΛΗ'/1882. Το ζήτημα ύστερα από την αδράνεια των αρμόδιων υπουργείων τέθηκε όταν, ύστερα από πολυετή θητεία οι Μουφτήδες Ξάνθης και Κομοτηνής απεβίωσαν το 1990 και 1985 αντίστοιχα. Για την κατανόηση της προηγούμενης πρακτικής, η οποία παρά τις προβλέψεις του Νόμου του 1920 η κυβέρνηση διόριζε του Μουφτήδες, παραθέτουμε τη διαδοχή των επί κεφαλής των τριών Μουφτειών της Θράκης31: 1. Διετέλεσαν Μουφτήδες Κομοτηνής διαδοχικά από το 1920 οι παρακάτω. Μετά την απομάκρυνση του Μπεκίρ Σιτκί ανέλαβε τα καθήκοντα του Μουφτή ο Χατζή Αχμέτ από το 1920 μέχρι το 1922 όταν διορίστηκε ο Σεφκί Εφέντη. Στις 18-3-1924 αναλαμβάνει ο Νεβζάτ Χαβούζ Μεχμέτ μέχρι τις 3-6-1935 οπότε τον διαδέχτηκε αρχικά ο Χατζή Χαφούζ Αχμέτ ως Τοποτηρητής και στη συνέχεια ως Μουφτής ο Χαφούς Χασάν Χιλμίογλου32. Εκτέλεσε τα καθήκοντα του Μουφτή μέχρι το 1948 όταν απεβίωσε -εκτός από το διάστημα της βουλγαρικής κατοχής κατά το οποίο Μουφτής ανέλαβε ο Μουσταφά Ογλού Χαλίλ- και τον διαδέχτηκε ο Χουσεΐνογλου Μουσταφά33, αφού για το διάστημα 23-6-1948 μέχρι 4-2-1949 εκτέλεσε καθήκοντα Τοποτηρητή ο Ογλού Γιουσούφ Σαμπρή. Ο Χουσεΐνογλου Μουσταφά πέθανε την 2-6-1985, οπότε και ο Νομάρχης ανέθεσε καθήκοντα Τοποτηρητή της Μουφτείας στο θεολόγο Ιμάμ Ετέμ Ρουσδή, ο οποίος παραιτήθηκε 6 μήνες αργότερα ύστερα από την αντίδραση κύκλων της μειονότητας. Στις 16-12-1985 ο θεολόγος Μέτσο Τζεμαλί διορίσθηκε ως Τοποτηρητής και ύστερα από πενταετή θητεία διορίστηκε οριστικά στις 6-4-1990 ως Μουφτής. Από το 1990 φέρεται ως άτυπα εκλεγμένος Μουφτής Κομοτηνής ο Ιμπραχήμ Σερίφ χωρίς καμία αναγνώριση της Πολιτείας34. 2. Στην Ξάνθη, διετέλεσε πρώτος Μουφτής από το 1927 μέχρι το 1930 ο Σεφκή Εφέντη, τον οποίο διαδέχτηκε ο Χουσεΐν Χουσνού μέχρι τις 4-3-1935. Ύστερα από το θάνατό του Μουφτής Ξάνθης διορίστηκε ο Αλί Φεϊμί Εφέντη όταν απομακρύνθηκε κατά τη βουλγαρική κατοχή 1941-1944. Κατά της διάρκεια της κατοχής Μουφτής διορίστηκε ο Μπέησκι. Στις 4-10-1944 μέχρι τις 17-3-1945 διορίζεται ο Χαφούς Ιλγιάς, ύστερα από το θάνατο του οποίου αναλαμβάνει ο Αλί Φεΐμι Εφέντη μέχρι το θάνατό του. Στις 9-12-1946 διορίζεται ο Σαμπρί Εφέντη μέχρι το θάνατό του στις 28-3-1949, όταν αναλαμβάνει αρχικά για τρεις μήνες ως Τοποτηρητής και στη συνέχεια ως Μουφτής μέχρι τις 13-2-1990 ο Μουσταφά Χιλμή. Στις 18-2-1990 ο γιός του Χιλμή, Μεχμέτ Εμίν Αγγά, διορίζεται Τοποτηρητής της Μουφτείας (στην πραγματικότητα ασκούσε καθήκοντα Μουφτή για περίπου 10 χρόνια, στη θέση του ανήμπορου πατέρα του). Ο Εμίν Σινίκογλου, Ιμάμης επί 15ετία, διορίσθηκε Μουφτής στις 22-8-1991 ύστερα από την υιοθέτηση του νόμου 1920/1991. Ο Αγγά ύστερα από την επιλογή του Σινίκογλου ηγείται των αντιδράσεων στην υιοθέστηση του νέου νόμου και εκλέγεται άτυπα Μουφτής στις 17-8-1990 από κύκλους της μειονότητας. 3. Τη Μουφτεία Διδυμοτείχου και μετά τη συγχώνευσή της με τη Μουφτεία Αλεξανδρούπολης το 1-6-1927, ανέλαβε ο Χατζή Βελεντίν μέχρι το 1935 όταν τον διαδέχτηκε ο Μεχβέτ Νεβζάτ, μετά το θανατο του οποίου επανήλθε και πάλι ο Βελεντίν μέχρι το θάνατό του το 1952. Τότε διορίζεται ο Μεχμέτ Χαλίλ μέχρι το 1959 όταν ύστερα από εσωτερικές διαμάχες αναλαμβάνει Τοποτηρητής ο Ιμπραχήμ Αντίκογλου. Στη συνέχεια και μέχρι το 1962 Μουφτής διετέλεσε ο Μεχμέτ Χότζα Χαλίλ Χαλίλογλου, ενώ στη συνέχεια μέχρι το 1965 ο Αχμέτ Μεχμέτ. Από τον Ιανουάριο του 1965 μέχρι τον Ιανουάριο του 1974 επανέρχεται ως Τοποτηρητής ο Ιμπραχήμ Αντίκογλου. Μετά την απομάκρυνσή του το 1973 μέχρι το 1986 αναλαμβάνει

31 Âë. áíáëõôéêÜ V. Aarbakke, The Mufti, A Greek-Turkish controversy, (áäçìïóßåõôï), ó. 3 åð. êáé Ó. Óïëôáñßäçò, üð.ð., ó. 111 åð. 32 ÁíÝëáâå êáèÞêïíôá ôïí ÖåâñïõÜñéï ôïõ 1949, áöïý äéïñßóèçêå ìå ôï Â.Ä. ôçò 18-6-1935, ÖÅÊ 72, ô. Ã'. 33 Äéïñßóôçêå ìå ôï ÂÄ ôçò 20-10-1948, ýóôåñá áðü õðïóôÞñéîç ôïõ ôïõñêéêïý Ðñïîåíåßïõ êáé ôùí âïõëåõôþí ôçò ìåéïíüôçôáò. 34 ÐáñáäåêôÞ ðñïóöõãÞ ôïõ ïðïßïõ êáôÜ ôçò ÅëëÜäáò åêêñåìåß åíþðéïí ôïõ Åõñùðáúêïý Äéêáóôçñßïõ ÄéêáéùìÜôùí ôïõ Áíèñþðïõ.

Page 10: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

11

Τοποτηρητής ο Σερίφ Νταμάτογλου Αχμέτ. Τέλος, από το 1986 μέχρι σήμερα χρέη Τοποτηρητή Μουφτείας εκτελεί ο Μεχμέτ Σερίφ Νταμάτογλου. Σύμφωνα με το Νόμο 1920/1991 η διαδικασία κινείται από τον κατά τόπο αρμόδιο Νομάρχη, ο οποίος και αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας την ανάδειξη του Μουφτή. Οι προϋποθέσεις υποβολής υποψηφιότητας για τη θέση του Μουφτή είναι οι εξής (άρθρο 1 παρ. 2): 1. Κατοχή ελληνικής ιθαγένειας, 2. Μουσουλμανική πίστη, 3. Κατοχή πτυχίου ανώτατης ισλαμικής σχολής (ημεδαπής, που δεν υπάρχει μέχρι σήμερα ή αλλοδαπής) ή κατοχή διπλώματος Ιτζαζέτ Ναμέ ή προϋπηρεσία ως ιμάμης τουλάχιστον επί μία δεκαετία, 4. Διάκριση για το ήθος και την θεολογική κατάρτιση, 5. Να μη συντρέχουν τα κωλύματα διορισμού των άρθρων 21-23 του Υπαλληλικού Κώδικα. Οι προϋποθέσεις που αναφέρονται διαζευκτικά στο παραπάνω υπ' αριθ. 3 στοιχείο αποτελούν το αντικειμενικό κατώφλι που θα πρέπει οι υποψήφιοι να έχουν ήδη περάσει, ώστε να είναι επιλέξιμοι. Οι τρεις διαφορετικές κατηγορίες προσόντων, οι οποίες καθιστούν την ουσιαστική προϋπόθεση για την επιλογή φαίνεται να είναι εξαιρετικά ανισοβαρείς. Αν θεωρείται εύλογο ο ανώτερος θρησκευτικός ηγέτης των μουσουλμάνων, και μάλιστα με δικαιοδοτικές αρμοδιότητες στην περιφέρειά του, να είναι απόφοιτος πανεπιστημιακής σχολής, τότε πώς μπορεί για την ίδια θέση να είναι επιλέξιμος και ο απόφοιτος κατώτερης ιερατικής σχολής; Όταν μάλιστα η διάταξη θεωρεί επαρκή την υποψηφιότητα και του Ιμάμη με δεκαετή πείρα, τότε ο ίδιος ο νόμος θέτει σαθρά θεμέλια στο νομικό καθεστώς του Μουφτή. Τις υποψηφιότητες εξετάζει σε πρώτο βαθμό ενδεκαμελής επιτροπή με πρόεδρο τον αρμόδιο Νομάρχη και μέλη "έλληνες μουσουλμάνους θρησκευτικούς λειτουργούς και εξέχοντες μουσουλμάνους έλληνες πολίτες της περιφέρειάς του", που συγκαλείται με ευθύνη του Γενικού Γραμματέα της Περιφέρειας, και η οποία εκφράζεται για τα προσόντα του κάθε υποψηφίου ξεχωριστά. Στη συνέχεια το πρακτικό της επιτροπής υποβάλλεται στον Υπουργό Παιδείας και Θρησκευμάτων, ο οποίος και επιλέγει τον επικρατέστερο "με βάση ιδίως το ήθος, τη θεολογική κατάρτιση και την εν γένει θρησκευτική δράση των υποψηφίων". Ο διορισμός γίνεται με προεδρικό διάταγμα ύστερα από σχετική πρόταση του Υπουργού Παιδείας και Θρησκευμάτων. Η διαδικασία όπως γίνεται φανερό και από την πρώτη ανάγνωση των σχετικών διατάξεων είναι γεμάτη ασάφειες και αοριστίες θεμελιωμένη σε μία επίφαση δημοκρατικότητας. Η ενδεκαμελής επιτροπή μπορεί μεν να λειτουργεί σαν συλλογικό συμβουλευτικό όργανο, αλλά σε καμία περίπτωση δεν εκλέγει -ούτε καν σε δεύτερο βαθμό, όπως συχνά λάθος αναφέρεται. Η φερεγγυότητα της συμβουλευτικής της λειτουργίας υποσκάπτεται ήδη από το γεγονός ότι είναι επιλεγμένη από διορισμένο υπάλληλο της τοπικής αυτοδιοίκησης και από το γεγονός ότι όλες οι εργασίες της τελούνται υπό την προεδρία του Νομάρχη. Τα προσόντα επιλογής των μελών είναι αόριστα και δεν δεσμεύουν το Νομάρχη, ο οποίος έχει την απόλυτη διακριτική ευχέρεια χειρισμών της όλης διαδικασίας. Ακόμη και στο στάδιο της οριστικής λήψης απόφασης από τον Υπουργό, τα οριζόμενα κριτήρια από το νόμο δεν είναι αντικειμενικά, αλλά υπόκεινται σε πολλαπλή ερμηνεία. Η αντιστοιχία με την παλαιόθεν επιλογή του Μουφτή επί Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν μπορεί εύκολα να θεμελιωθεί. Θα ήταν μεγάλο λάθος να γίνει αντιστοιχία των σημερινών δημοκρατικών θεσμών που χαρακτηρίζουν την ελληνική κοινωνία και έννομη τάξη με τις πολιτικο-θρησκευτικές δομές της Αυτοκρατορίας, στα πλαίσια των οποίων ο Μουφτής ορίζονταν από την ιεραρχία. Τα σημερινά δεδομένα χαρακτηρίζονται από την έλλειψη αρμόδιας θρησκευτικής (μουσουλμανικής) ιεραρχίας ικανής να προβεί σε διορισμό του Μουφτή. Ωστόσο παρατηρούμε ένα οξύμωρο σχήμα στη συμπεριφορά του κράτους ως προς την επέμβαση στα εσωτερικά της θρησκευτικής ιεραρχίας και στα πλαίσια μιας δημοκρατικής κοινωνίας: Από τη μια πλευρά, η ηγεσία της μουσουλμανικής θρησκευτικής κοινότητας διορίζεται από το κράτος (το οποίο κανένα δεσμό δεν έχει με τη θρησκεία αυτή), ενώ από την άλλη αποδέχεται θεσμοθετημένη εκλογή -έστω από την ολιγαρχία των μητροπολιτών- τού επί κεφαλής της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το ζήτημα που σχετίζεται με την απονομή δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο Μουφτή και που αφορούν άμεσα στον τόπο ανάδειξής του, θα εξεταστεί παρακάτω. Ο παραπάνω συλλογισμός επικεντρώνεται στα χαρακτηριστικά του Μουφτή ως θρησκευτικού ηγέτη και μόνο, σε μία αφαιρετική προσέγγιση. γ. Χηρεία της θέσης του Μουφτή

Page 11: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

12

Η θέση του Μουφτή είναι δυνατό να χηρεύσει κάτω από διαφορετικές συνθήκες. Μπορούν να περιγραφούν συνοπτικά ως εξής: α. Με το θάνατο ή την παραίτηση του Μουφτή. Ακολουθεί η διαδικασία διορισμού Τοποτηρητή και στη συνέχεια ανάδειξης νέου Μουφτή, όπως περιγράφηκε παραπάνω. β. Η απώλεια της ιδιότητας του Μουφτή μπορεί να επέλθει με το πέρας δεκαετίας από το διορισμό. Ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων έχει την ευχέρεια να ανανεώνει τη θητεία του Μουφτή σύμφωνα με την εκτίμησή του (άρθρο 1 παρ. 7). γ. Ο Μουφτής μπορεί να παυθεί (με Προεδρικό Διάταγμα ύστερα από εισήγηση του Υπουργού Εθνικής Παιδείας και Θρησκευμάτων) από τη θέση του, σε μία από τις παρακάτω περιπτώσεις: i. Αμετάκλητη καταδίκη του για πλημμέλημα σύμφωνα με τα προβλεπόμενα από το άρθρο 22 του Υπαλληλικού Κώδικα. iii. Στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων. iv. Ασθένειας από την οποία κωλύεται να ασκήσει τα καθήκοντά του. v. Υπηρεσιακή ανεπάρκεια. vi. Επίδειξη διαγωγής αναξιοπρεπούς ή ασυμβίβαστης προς τα καθήκοντά του. Στις περιπτώσεις iv, v, και viί ο Υπουργός Εθνικής Παιδείας λαμβάνει υπόψη του την απόφαση συμβουλίου, που κατά το άρθρο 2 παρ. 2 του Ν. 1920/1991 αποτελείται από έναν εφέτη Αθηνών, ως πρόεδρο, έναν ανώτερο υπάλληλο του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων και έναν Μουφτή ή Τοποτηρητή, ως μέλη. Η διάταξη δεν έχει δοκιμαστεί ποτέ στην πράξη. Από τις περιπτώσεις που μπορούν να αποτελέσουν επαρκή λόγο έκπτωσης από τη θέση του Μουφτή, θα πρέπει να προσεχθεί ιδιαίτερα το νομικό περιεχόμενο της "αναξιοπρεπούς διαγωγής", η οποία μπορεί να γίνει αντικείμενο αμφισβητούμενης ερμηνείας. Η εφαρμογή και η προσέγγιση της προϋπόθεσης αυτής θα πρέπει να διαφυλάσσει τόσο το κύρος του θεσμού όσο και να απαγορεύει την αυθαίρετη επέμβαση του κράτους για πολιτικούς λόγους. Ως αδυναμία της διάταξης θεωρούμε το γεγονός ότι, κατά την εξέταση περίπτωσης παύσης Μουφτή, δεν δίνεται η δυνατότητα υποστήριξης της θέσης του από τον ίδιο τον εγκαλούμενο ενώπιον του Υπουργού ή του συμβουλίου. Επίσης θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι για ζήτημα που μπορεί να είναι καθαρά εσωτερικό θρησκευτικού χαρακτήρα (υπηρεσιακή ανεπάρκεια, επίδειξη αναξιοπρεπούς διαγωγής ή διαγωγής ασυμβίβαστης προς τα καθήκοντά του) η συμμετοχή της μουσουλμανικής κοινότητας είναι μειοψηφούσα στη σύνθεση της επιτροπής, πόσο μάλλον ότι η απόφαση δεν λαμβάνεται από όργανο που να ανήκει στη κοινότητα. Ο νόμος θα έπρεπε να διακρίνει τους λόγους παύσης από τη θέση του Μουφτή σε εκείνους που αφορούν την άσκηση θρησκευτικών καθηκόντων και εκείνων που συναρτώνται με την άσκηση των δικαιοδοτικών του αρμοδιοτήτων. Έτσι η υπηρεσιακή ανεπάρκεια, η επίδειξη αναξιοπρεπούς διαγωγής ή διαγωγής ασυμβίβαστης προς τα καθήκοντά του θα κρινόταν από τους αρμόδιους κάθε φορά με γνώμονα την ουσία της ενδεχόμενης παρατυπίας. δ. Τοποτηρητής Επί κεφαλής της Μουφτείας κατά το διάστημα της χηρείας της θέσης προσωρινά ο Νομάρχης αναθέτει τα καθήκοντα του Μουφτή σε Τοποτηρητή (άρθρο 3 παρ. 1) εντός δέκα ημερών. Η διάρκεια της θητεία του καλύπτει την περίοδο μέχρι την ανάληψη καθηκόντων από το νέο Μουφτή. Η θέση του Τοποτηρητή κατοχυρώνεται νομικά για πρώτη φορά με τον ισχύοντα νόμο. Στην πράξη όμως αρκετές φορές στην πράξη είχε παρουσιαστεί η ανάγκη τοποθέτησης προσωρινού επί κεφαλής της Μουφτείας μέχρι το διορισμό Μουφτή. Η περίοδος αυτή δεν προσδιορίζεται από το νόμο με αποτέλεσμα να παρέχεται στον Τοποτηρητή η δυνατότητα να ασκεί τα καθήκοντα του Μουφτή πέρα από χρονικά όρια. Ο νόμος δεν διαχωρίζει τις αρμοδιότητες του Τοποτηρητή από εκείνες του Μουφτή, παρά μόνο διατυπώνει τον προσωρινό χαρακτήρα του. Ωστόσο η εφαρμογή του θεσμού σε μερικές περιπτώσεις, όπως αυτή στη Μουφτεία Διδυμοτείχου, μάλλον το αντίθετο αποδεικνύει. Τα προσόντα που απαιτούνται για την ανάθεση στη θέση του Τοποτηρητή είναι τουλάχιστον η απροσδιόριστης χρονικής διάρκειας προηγούμενη θητεία σε θέση Ιμάμη, Χατίπη ή

Page 12: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

13

ιεροκήρυκα. Τα χαμηλού επιπέδου προσόντα που απαιτούνται συμβάλλουν στην ανομοιογένεια που ήδη χαρακτηρίζει την ποιότητα. Στην ουσία η όλη υποκατάσταση του Μουφτή από τον ισότιμο σε δικαιοδοσίες Τοποτηρητή υποβιβάζει έως ένα σημείο τη θέση του Μουφτή και μεταθέτει σε άλλο επίπεδο την όλη προβληματική για τον τρόπο ανάδειξής του. Επίσης το καθεστώς, που αφορά τη παύση ή γενικότερα τη χηρεία της θέσης του Τοποτηρητή, είναι ταυτόσημο με εκείνο που διέπει την παύση του Μουφτή. Αντίθετα για το διορισμό του Τοποτηρητή η προβλεπόμενη διαδικασία διαφοροποιείται από την αντίστοιχη που αφορά το διορισμό του Μουφτή. Ο Νομάρχης διατηρεί απόλυτη εξουσία κατά το διορισμό, παύση και αντικατάσταση του Τοποτηρητή, καθιστώντας το θεσμό ευάλωτο απέναντι στη διακριτική του ευχέρεια και στην έλλειψη ελέγχου από άλλο φορέα. Σοβαρότερο όμως έλλειμμα είναι η μη πρόβλεψη συμμετοχής στις διαδικασίες αυτές μελών της μουσουλμανικής κοινότητας. 5. Οι αρμοδιότητες του Μουφτή σύμφωνα με το ισχύον καθεστώς Ο Μουφτής είναι δημόσιος υπάλληλος σε θέση γενικού διευθυντή35. Οι υποχρεώσεις του Μουφτή ρυθμίζονται από όσα προβλέπει το Σύνταγμα και οι σχετικοί νόμοι περί δημοσίων υπαλλήλων (άρθρο 4 Ν. 1920/1991). Η Μουφτεία επίσης θεωρείται δημόσια υπηρεσία. Σύμφωνα με το νόμο απαλλάσσεται από τα ταχυδρομικά και τηλεγραφικά τέλη και υποχρεώνεται να χρησιμοποιεί την ελληνική γλώσσα στα εκδιδόμενα έγραφα36. Οι μη δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή δεν αναφέρονται εξαντλητικά από το άρθρο 5 παρ. 1,του Ν. 1920/1991. Οι αρμοδιότητες αυτές αφορούν, σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις με άμεσα ρυθμιστικό τρόπο, ένα ευρύ φάσμα της κοινωνικής και θρησκευτικής ζωής των μουσουλμάνων. Εκτος από θρησκευτικός ηγέτης είναι διαχειριστής και εποπτεύων της οργάνωσης των τεμενών, της βακουφικής περιουσίας αλλά και των ιεροσπουδαστηρίων, αρμοδιότητες που προσδίδουν ιδιαίτερη βαρύτητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του Μουφτή. Εκτενέστερης συζήτησης ωστόσο αξίζουν οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες του Μουφτή, καθώς και οι νομικές επιπλοκές και ασυμβατότητες που προκύπτουν κατά την άσκησή τους, ζητήματα που θα εξεταστούν παρακάτω. α. Θρησκευτικά καθήκοντα Ο Μουφτής ασκεί τα θρησκευτικά του καθήκοντα στα πλαίσια της θρησκευτικής ελευθερίας του άρθρου 13 παρ. 1 του Συντάγματος και 38 παρ. 2 και 40 της Συνθήκης της Λωζάνης. Ηγείται του θρησκευτικού γίγνεσθαι μέσω της ομαδικής προσευχής και της προσωπικής επαφής με τους πιστούς στην περιφέρειά του. β. Τελεί και επικυρώνει γάμους37 Ο Μουφτής έχει την εξουσία να εκδίδει άδειες γάμου και να τελεί γάμους σύμφωνα με το τυπικό της μουσουλμανικής θρησκείας με τις έννομες συνέπειες που διέπουν κάθε νόμιμο γάμο38. Έτσι για τη σύσταση νόμιμου γάμου απαιτείται απλή προφορική διαδικασία ενώπιον δύο μαρτύρων μουσουλμάνων ενήλικων (δύο αντρών, αλλά όχι δύο γυναικών), με δικαιοπρακτική ικανότητα. Ο μουσουλμανικός γάμος δεν συνίσταται σε ιερολογία, αλλά στην ανταλλαγή επίσημης δήλωσης των δύο μελλόνυμφων, οι οποίοι πρέπει να έχουν δικαιοπρακτική ικανότητα. Εάν η γυναίκα είναι ανήλικη, απαιτείται η συναίνεση του πατέρα ή αντιπροσώπου αλλά όχι της μητέρας. Σε περίπτωση

35 Ìå áðïäï÷Ýò ãåíéêïý äéåõèõíôÞ êáé âáóéêü ìéóèü ôïí ðñïâëåðüìåíï áðü ôï áíþôåñï ìéóèïëïãéêü êëéìÜêéï ôïõ Í. 1505/1984. 36 ¢ñèñï 7. Áíôßèåôç ç ðñüâëåøç ôïõ Í. 2345 ôïõ 1920. Óôçí ðñÜîç ðÜíôùò ôá Ýãñáöá èñçóêåõôéêïý ðåñéå÷ïìÝíïõ óõíôÜóóïíôáé óôá ôïõñêéêÜ Þ ôá áñáâéêÜ. 37 Âë. Üäåéåò Éåñïäéêåßïõ Äéäõìïôåß÷ïõ, 11/9-5-1984, 96/1980, 14/11-3-1985, 7/2-7-1985. 38 Óýìöùíá ìå ôï Üñèñï 14 ôïõ Í. 147/1914 ðïõ äéáôçñÞèçêå óå éó÷ý ìå ñçôÞ åîïõóéïäüôçóç ôïõ ÅÉóÍ ôïõ ÁÊ.

Page 13: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

14

απαγωγής της ανήλικης (εκούσιας ή ακούσιας) γάμος δεν μπορεί να τελεσθεί, παρά μόνο εάν δοθεί η συγκατάθεση του πατέρα. Ως όριο ενηλικίωσης θεωρείται το 15 έτος. Επίσης ορίζεται με τη συμφωνία των δύο μελλόνυμφων το καταβλητέο ποσό σε περίπτωση λύσης του γάμου (ύστερα από θάνατο ή λόγω διαζυγίου), όπως και η επιστροφή των συμβόλων της μνηστείας. Η σχετική συμφωνία περιέρχεται στην άδεια του γάμου την οποία συντάσσει ο Μουφτής39. Μετά την έκδοση της άδειας του γάμου, ο Μουφτής επιμελείται την καταχώρηση στα βιβλία της Μουφτείας της "δωρεάς", που ο σύζυγος αποδίδει στην οικογένεια της συζύγου του. Η καταβολή της δωρεάς αυτής δεν πρέπει να θεωρείται εξαγορά της γυναίκας. Σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο η διγαμία δεν αποτελεί κώλυμα για την τέλεση γάμου, αφού ο κάθε μουσουλμάνος μπορεί να νυμφευτεί τέσσερις γυναίκες. Στη Θράκη το ζήτημα έχει τεθεί μόνο σπάνια40. Το κατά πόσο η πολυγαμία αποτελεί νομικό κώλυμα στην απόλαυση της προστασίας της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας των μουσουλμάνων θα συζητηθεί παρακάτω. γ. Γνωμοδοτεί Ο Μουφτής έχει γνωμοδοτικές αρμοδιότητες σε ζητήματα σχετικά με κάθε ζήτημα που άπτεται των οικογενειακών ή κληρονομικών σχέσεων και που διέπεται από το θρησκευτικό δίκαιο. Συνεπώς η δυνατότητα γνωμοδότησης καλύπτει και τομείς για τους οποίους δεν του αναγνωρίζεται από το νόμο δικαιοδοτική εξουσία. Στις περιπτώσεις αυτές, συνηθέστερη από τις οποίες είναι αυτή της υιοθεσία ή της δημόσιας διαθήκης, το τακτικό δικαστήριο μπορεί να ζητήσει τη γνώμη του οικείου Μουφτή41. Πολλές φορές ωστόσο έχουν καταγραφεί περιπτώσεις, που ο Μουφτής είχε καταχρηστικά αποφανθεί σε θέματα που ο νόμος δεν του αναγνωρίζει δικαιοδοτικές αρμοδιότητες, και μάλιστα με την αναγνώριση του Πρωτοδικείου42. δ. Διορίζει και παύει τους μουσουλμάνους ιερουργούς Ο Μουφτής βρίσκεται επικεφαλής της ιεραρχίας των μουσουλμάνων ιερουργών με εξουσία ως προς το διορισμό και την παύση τους, στα όρια της περιφέρειάς του, διατηρώντας απόλυτη διακριτική ευχέρεια κατά την άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών. Μπορεί να διορίσει από έναν Ιμάμη και Μουεζίνη σε κάθε τέμενος43. Επίσης εκδίδει βεβαίωση σχετικά με τη μη στράτευση των μουσουλμάνων ιερουργών (από έναν Ιμάμη και Μουεζίνη ανά τέμενος) με την αιτιολογία ότι η συμμετοχή τους είναι απαραίτητη για τη διεκπεραίωση των θρησκευτικών λειτουργιών του τεμένους44. ε. Βακουφική περιουσία45 Την ανάμειξη του Μουφτή στη διαχείριση της βακουφικής περιουσίας αναγνώριζε ο Ν. 2345/1920 (άρθρο 10 παρ. 1), όχι όμως και ο ισχύον νόμος του 1991. Ούτε όμως και ο Νόμος 1091 του 1980 που ρυθμίζει ειδικά θέματα βακουφικής περιουσίας αναγνωρίζει σχετικές αρμοδιότητες

39 Ó. Óïëôáñßäçò, üð.ð., ó. 178. 40 Ibid, ó. 182. 41 Âë. ãíùìïäüôçóç ÌïõöôÞ ÊïìïôçíÞò áñ. 61/20-11-1987 ó÷åôéêÜ ìå ôçí áñìïäéüôçôá äéáöïñÜò ðïõ áöïñïýóå ðñïãáìéáßá äùñåÜ ôçò óõæýãïõ. 42 Âë. ëåðôïìåñÞ áíáöïñÜ ôÝôïéùí õðïèÝóåùí óôï Ã. Ìðåêéáñßäçò, üð.ð., ó. 894 ðáñ. 26 êáé 27. 43 Ó. ÌçíáÀäç, üð.ð., ó. 333, Ó. Óïëôáñßäçò, üð.ð., ó. 176, üðïõ áíáöÝñïíôáé ðáñáäåßãìáôá äéïñéóìïý áðü ôçí ðñáêôéêÞ. 44 Ibid, ó. 337. 45 Âáêïýöéï óýìöùíá ìå ôï Üñèñï 2 ôïõ Í. 1091/1980 åßíáé "ôï áöéÝñùìá óõíéóôÜìåíïí åî áêéíÞôïõ ðåñéïõóéáêïý óôïé÷åßïõ Þ ðñïóüäïõ õðÝñ åõóåâïýò, áãáèïåñãïý, êïéíùöåëïýò åí ãÝíåé óêïðïý Þ õðÝñ öéëáíèñùðéêïý, èñçóêåõôéêïý, åõáãïýò éäñýìáôïò, åßôå õðÜñ÷ïíôïò åßôå äéá ôçò åëåõèåñéüôçôïò ôáýôçò éäñõïìÝíïõ".

Page 14: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

15

στον Μουφτή. Ωστόσο στην πράξη και σε εφαρμογή του Ιερού Νόμου, ο Μουφτής εμπλέκεται ουσιαστικά στο ζήτημα με την άτυπη αναγνώριση των αρχών. Πιο συγκεκριμένα επικυρώνει το διορισμό των μελών της Διαχειριστικής Επιτροπής της βακουφικής περιουσίας και εποπτεύει τη διοίκηση των βακουφίων ως προς το κατά πόσο οι πράξεις που τα αφορούν είναι σύμφωνες με το πνεύμα του κορανίου. Έτσι απαγορεύεται η εκποίηση ή κατά άλλο τρόπο απαλλοτρίωση της περιουσίας, χωρίς το ισόποσο αυτής να επενδυθεί σε κινητό ή ακίνητο περιουσιακό στοιχείο εφάμιλλο του προηγούμενου, το οποίο θα τίθεται στην εξυπηρέτηση ιερού σκοπού. Για κάθε πράξη αγοραπωλησίας απαιτείται σύμφωνη γνώμη (φετβάς) του Μουφτή, διαφορετικά η μεταβίβαση αποτελεί σημαντικό αμάρτημα και η διοίκηση εκδιώκεται. Επίσης απαγορεύεται η διάθεση βακουφικής περιουσίας για σκοπούς που δεν συνάδουν με το πνεύμα του Ισλάμ. Ο Μουφτής εποπτεύει τη χρήση των βακουφίων και στην περίπτωση που συντρέχει ανήθικη -κατά το περιεχόμενο του Ιερού Νόμου χρήση, για παράδειγμα λειτουργία οίκων ανοχής, κέντρων διασκέδασης και προσφορά οινοπνεύματος- διατάζει την αποβολή του κατόχου ή μέτρα κατά της διοίκησης του βακουφίου. Το ζήτημα είναι ιδιαίτερα μεγάλης σημασίας, καθώς αφορά περιουσία, της οποίας η εκμετάλλευση χρηματοδοτεί τις Μουφτείες, τα τζαμιά και εν μέρει τα μειονοτικά σχολεία. Η προς το παρόν αρμονική συνύπαρξη του Ν. 1091/1980 και του εθιμικού Ιερού Νόμου σχετικά με τις αρμοδιότητες του Μουφτή για τα βακούφια δεν μειώνει τις ευθύνες του νομοθέτη για τα ενδεχόμενα προβλήματα που μπορούν να προκύψουν, υπογραμμίζοντας την ανάγκη ομογενοποίησης και την κωδικοποίηση των σχετικών κανόνων δικαίου. στ. Πράξεις ελεημοσύνης (zekat) Ο Ιερός Νόμος δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην καταβολή ποσοστού επί των περιουσιακών αποκτημάτων του πιστού σε ετήσια βάση με τη μορφή ελεημοσύνης. Ο σκοπός του zekat είναι η οικονομική δικαιοσύνη που επιτυγχάνεται μέσα από την ανακατανομή του πλούτου. Ο Μουφτής έχει κύριο ρόλο στη συλλογή και την αναδιανομή των χρημάτων ή αγαθών που οι πιστοί συγκεντρώνουν.46 ζ. Ιεροδιδασκαλεία Ο Μουφτής θεωρείται ιδρυτής των δύο ιεροσπουδαστηρίων πενταετούς φοίτησης, και των αντίστοιχων οικοτροφείων τους. Το ένα ιδρύθηκε το 1949 στην Κομοτηνή και το δεύτερο στον Εχίνο (επαναλειτουργεί από το 1956). Λειτουργούν ως ιδιωτικά εκκλησιαστικά ιδρύματα, στο ευρύτερο πλαίσιο που ορίζεται από το ΝΔ 2203/1952, ιδρυτής των οποίων θεωρείται ο οικείος Μουφτής. Σύμφωνα με τα άρθρα 13 παρ. 3 και 16 παρ. 8 του Συντάγματος, το ελληνικό κράτος ασκεί την εποπτεία των λειτουργικών μηχανισμών τους. Η βιωσιμότητα των δύο ιδρυμάτων εξασφαλίζεται από τη συνεισφορά της μειονότητας και από τις κρατικές επιχορηγήσεις. Οι απόφοιτοι των ιεροσπουδαστηρίων συχνά διορίζονται ως εκπαιδευτικοί λειτουργοί στα μειονοτικά σχολεία. Οι απασχολούμενοι στα ιεροσπουδαστήρια καθηγητές είναι μη μειονοτικοί, καθώς και μουσουλμάνοι έλληνες πολίτες. Οι τελευταίοι συχνά είναι απόφοιτοι πανεπιστημίων της Τουρκίας, της Αιγύπτου ή της Σαουδικής Αραβίας. 6. Οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες Η αναγνώριση του Μουφτή ως ιεροδικαστή με δικαιοδοτικές αρμοδιότητες προκύπτει κατ' αρχάς από την εφαρμογή της Συνθήκης των Αθηνών του 191347 και από την εξέλιξη του νομικού

46 Ãéá ðáñÜäåéãìá ôï 1987 ìåôÜ ôç ãéïñôÞ ôïõ Ñáìáæáíßïõ, ïé ÌïõöôÞäåò ÎÜíèçò êáé ÊïìïôçíÞò ìå êïéíÞ áíáêïßíùóç êÜëåóáí ôïõò ðéóôïýò íá êáôáâÜëïõí óõãêåêñéìÝíï ðïóïóôü áðü ôçí ðåñéïõóßá ôïõò ùò zekat ìå óêïðü ôçí êáôáâïëÞ ôùí áãáèþí óôá öôù÷üôåñá ìÝëç ôçò ìïõóïõëìáíéêÞò êïéíüôçôáò. 47 Âë. Üñèñï 11 ðáñ. 8 ôçò ÓõíèÞêçò êáé Üñèñï 10 ðáñ. 1 ôïõ åêôåëåóôéêïý ôçò íüìïõ 2345/1920.

Page 15: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

16

πλαισίου όπως αυτό διαμορφώθηκε σήμερα. Με την προϋπόθεση ότι η Συνθήκη του 1913 δεν είναι σε ισχύ θα μπορούσε να υποστηριχθεί ότι η Ελλάδα δεν δεσμεύεται άμεσα διεθνώς για την αναγνώριση δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στο Μουφτή. Σε κάθε περίπτωση είναι αποδεκτό ότι το ισχύον καθεστώς θεμελιώνεται στην ευρύτερη υποχρέωση και ανάγκη διαφύλαξης των θρησκευτικών παραδόσεων της μουσουλμανικής μειονότητας μέσα από την εφαρμογή του Ιερού Νόμου, στο πλαίσιο του άρθρου 42 παρ. 1 της Συνθήκης της Λωζάνης48. Οι δικαιοδοτικές αρμοδιότητες που ασκεί ο Μουφτής στα όρια της περιφέρειάς του αφορούν αμφισβητούμενη (συντρέχουσα με τα πολιτικά δικαστήρια) δικαιοδοσία, η οποία κρίνεται σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 1 του Ν. 1920/1991 και αφορά γάμους, διαζύγια, διατροφές, επιτροπείες, κηδεμονίες, χειραφεσίες ανηλίκων, ισλαμικές διαθήκες και εξ αδιαθέτου διαδοχή49. Ο Μουφτής συνεπώς θεωρείται ότι είναι ο φυσικός δικαστής κατά το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος και ενεργεί ως τακτικός δικαστής και απολαμβάνει δικαστικής ανεξαρτησίας στα πλαίσια του άρθρου 87 παρ. 1 του Συντάγματος. Συνοπτικά, το νομικό περιεχόμενο των επί μέρους διαφορών που εμπίπτουν στην αρμοδιότητα του Μουφτή μπορεί να παρουσιαστεί ως εξής: α. Γάμοι Σύμφωνα με το άρθρο 4 του Ν. 14/1914 "τα του γάμου των εις μουσουλμανικόν θρήσκευμα ανηκόντων, ήτοι τ' αφορώντα εις την νόμιμον σύστασιν και διάλυσιν του γάμου και τας συνεστώτος αυτού προσωπικάς σχέσεις των συζύγων και τα των συγγενικών δεσμών διέπονται υπό του ιερού νόμου και κρίνοντες κατ' αυτόν". Ο Μουφτής λοιπόν αναγνωρίζει την ύπαρξη, τη νόμιμη σύσταση γάμου και την καθορισμένη δωρεά λόγω λύσης του γάμου. Η προηγούμενη σύσταση γάμου δεν αποκλείει την αναγνώριση νέου γάμου κατά το Ιερό Δίκαιο, αλλά στην πράξη το ζήτημα έχει τεθεί πολύ σπάνια. Σε δύο τουλάχιστον περιπτώσεις ποινικό δικαστήριο θεώρησε ότι η διγαμία δεν αποτελεί αδίκημα και αναγνώρισε την ισχύ του Ιερού Νόμου50, με τον ισχυρισμό μάλιστα ότι το σχετικό χωρίο του Κορανίου (Κεφ. τέταρτο, ρητό τρίτο) σε συνδυασμό με το άρθρο 4 του Νόμου 14/1914 υπερισχύει των σχετικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα και της ελληνικής δημόσιας τάξης (βλ. σχετικά παρακάτω). β. Διαζύγια51 και διατροφές52 Ο Μουφτής λύει το γάμο ύστερα από σχετικό αίτημα ενός από τους συζύγους, ή λογω υπαιτιότητας ή συναινετικά και ρυθμίζει το ζήτημα της καταβολής της δωρεάς λόγω γάμου και της επιστροφής των συμβόλων της μνηστείας σύμφωνα με τα όσα είχαν συμφωνηθεί μεταξύ των συζύγων, την καταβολή ενώπιόν του ή την παραίτηση από αυτά. Δεν είναι ξεκάθαρο εάν η καταβολή της δωρεάς του γάμου αποτελεί προϋπόθεση του διαζυγίου ή αποτέλεσμα που απορρέει

48 "Ç [åëëçíéêÞ] êõâÝñíçóéò äÝ÷åôáé íá ëÜâç áðÝíáíôé ôùí [ìïõóïõëìáíéêþí] ìåéïíïôÞôùí üóïí áöïñÜ ôçí ïéêïãåíåéáêÞí Þ ðñïóùðéêÞí áõôþí êáôÜóôáóéí, ðÜíôá ôá êáôÜëëçëá ìÝôñá üðùò ôá æçôÞìáôá áõôÜ êáíïíßæùíôáé óõìöþíùò ðñïò ôá Ýèéìá ôùí ìåéïíïôÞôùí ôïýôùí". 49 Âë. Ð. Äïõìðüãéá, "Ðïéïí ôï åöáñìïóôÝïí äßêáéïí åðß ôçò åî áäéáèÝôïõ êëçñïíïìéêÞò äéáäï÷Þò ôùí ìïõóïõëìÜíùí ôï èñÞóêåõìá ÅëëÞíùí õðçêüùí ÄõôéêÞò ÈñÜêçò", ÅëëçíéêÞ Äéêáéïóýíç, 1960/1, ó. 630-632. 50 Âïýëåõìá 38/1989 ôïõ Óõìâïýëéïõ Ðëçììåëåéïäéêþí ÎÜíèçò, üðùò ðáñáôßèåôáé óôï Æ. ÌÝêïò, Ïé áñìïäéüôçôåò ôïõ ÌïõöôÞ êáé ç åëëçíéêÞ íïìïèåóßá, Á.Í. ÓÜêêïõëá, ÁèÞíá-ÊïìïôçíÞ 1991, ó. 89 åð. êáé Âïýëåõìá 14/1995 ôïõ ßäéïõ Óõìâïõëßïõ Ðëçììåëåéïäéêþí, ÕðåñÜóðéóç 1996, ó. 1335 åð. Ìå áíôßèåôï óêåðôéêü ç áðüöáóç 58/1991 ôïõ Ìïíïìåëïýò Ðñùôïäéêåßïõ Ñïäüðçò ìå ôçí ïðïßá êçñýóóåôáé åêôåëåóôÞ ç õð' áñßè. 9/1991 ìïõöôåéáêÞ áðüöáóç (ÊïìïôçíÞò) óýìöùíá ìå ôçí ïðïßá áêõñùíåôáé ãÜìïò ëüãù äéãáìßáò. 51 Áðüöáóç Éåñïäéêåßïõ Äéäõìïôåß÷ïõ 16/23-10-1987, áðüöáóç 604/93/29-9-1989 Ìïíïìåëïýò Ðñùôïäéêåßïõ ÏñåóôéÜäáò êáé Áñåßïõ ÐÜãïõ 14/1938, ÈÝìéò ô. 49, ó. 328, áðüöáóç 2/1989 Ìïõöôåßáò ÊïìïôçíÞò, 50/1988, 74/1987, 3/1989, üðùò áíáöÝñïíôáé óôï Æ. ÌÝêïò, üð.ð., 73 åð. 52 Áðüöáóç Íï 7, 23/2-7-85 Éåñïäéêåßïõ Äéäõìïôåß÷ïõ, 119/1975, 29/25-8-1986, 87/1980 êáé 30/17-5-1989 Ìïõöôåßáò ÊïìïôçíÞò.

Page 16: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

17

από τη σχετική απόφαση του Μουφτή53. Σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο η λύση του γάμου επέρχεται ύστερα από την εκδήλωση τρεις φορές τέτοιας επιθυμίας από έναν από τους συζύγους, αλλά στην πράξη αναιτιολόγητη λύση του γάμου μπορεί αποφασίσει ο Μουφτής μόνο υπέρ του συζύγου. Ο Μουφτής μπορεί να λύσει το γάμο αναγνωρίζοντας υπαιτιότητα στο σύζυγο και να τον υποχρεώσει, σύμφωνα με τον ιερό νόμο, σε μια στοιχειώδη διατροφή (νεφακά) προς τη σύζυγο. Η διατροφή αυτή παρέχεται μόνο για 100 ημέρες, για το διάστημα δηλαδή που η διαζευγμένη σύζυγος δεν έχει δικαίωμα σύμφωνα με τον ιερό νόμο να ξαναπαντρευτεί. Πέρα του ορίου αυτού, και πάντα σε περίπτωση υπαιτιότητας του συζύγου, η σύζυγος χάνει το δικαίωμα διατροφής. Από την πλευρά του ο Μουφτής δεν έχει αρμοδιότητα να επιδικάσει διατροφή σε άλλη περίπτωση. δ. Επιτροπείες, κηδεμονίες και χειραφεσίες ανηλίκων54 Ο Μουφτής έχει τη δυνατότητα διορισμού ή παύσης επιτρόπου ανηλίκου, όπως και διορισμού κηδεμόνα, αν και δεν υπάρχει απόλυτη αντιστοιχία των θεσμών αυτών, όπως τους αντιλαμβάνεται ο Ιερός Νόμος και ο Αστικός Κώδικας55. Ο Μουφτής επεμβαίνει σε υποθέσεις που αφορούν ανήλικους μέχρι την ηλικία των 15 ετών. Για ηλικίες μέχρι 18 ετών ο ανήλικος υπόκειται στις ρυθμίσεις του Αστικού Κώδικα. Με τη λύση του γάμου ο Μουφτής ρυθμίζει το ζήτημα της ανατροφής και επιμέλειας των ανήλικων τέκνων, η οποία ανήκει σύμφωνα με τον Ιερό Νόμο, των αγοριών μέχρι την ηλικία των επτά ετών και των κοριτσιών μέχρι τα εννέα στη μητέρα. Στη συνέχεια και μέχρι την ενηλικίωσή τους την επιμέλεια αναλαμβάνει ο πατέρας. Ωστόσο στην πράξη οι αποφάσεις του Μουφτή δεν αντανακλούν μια ομοιογενή αντίληψη περί του Ιερού Δικαίου. Σε αρκετές περιπτώσεις, όπως η λύση γάμου με υπαιτιότητα της συζύγου, ο Μουφτής όρισε επιμέλεια ανήλικου κοριτσιού στον πατέρα, ή με μόνη αιτιολογία τον χωρισμό του ζεύγους όρισε την επιμέλεια στον παππού56. ε. Ισλαμικές διαθήκες και εξ αδιαθέτου διαδοχή57 Η δικαιοδοσία του Μουφτή σε κληρονομικές διαφορές αφορά: α) Τα όσα ρυθμίζονται από ισλαμική διαθήκη (βεσαγιέτ), αλλά και το κύρος της ίδιας της διαθήκης. Ως ισλαμική θεωρείται η διαθήκη που αφορά κληρονομιά που διέπεται από τον Ιερό Νόμο σε περίπτωση εξ αδιαθέτου διαδοχής. Η περιουσία που διατίθεται με αυτόν τον τρόπο δεν πρέπει να υπερβαίνει το 1/3 της κληρονομιάς. Επίσης η διαθήκη μπορεί να συνταχθεί από τον ίδιο τον Μουφτή, ο οποίος ενεργεί μερικώς και ως συμβολαιογράφος ή προφορικά, οπότε αποδεικύεται με μάρτυρες, ή ενώπιον συμβολαιογράφου, εφόσον συντρέχουν οι προϋποθέσεις του μουσουλμανικού δικαίου. Σύμφωνα με το Ιερό Δίκαιο το αρσενικό τέκνο κληρονομεί διπλάσιο μερίδιο από το θηλυκό και η χήρα δικαιούται το 1/8 της περιουσίας. Όταν οι κληρονόμο είναι μόνο θυγατέρες στην κληρονομιά υπεισέρχονται ο αδερφός ή ο θείος του κληρονομούμενου. Ο Μουφτής δεν έχει δικαιοδοτική αρμοδιότητα επί δημόσιας διαθήκης.

53 Ã. Ìðåêéáñßäçò, üð.ð., ó. 893. 54 Âë. áðüöáóç 11ç 38/17-7-89, 26ç 48/28-9-89 Éåñïäéêåßïõ Äéäõìïôåß÷ïõ, áðüöáóç 70/23-9-1963 Ìïõöôåßáò ÊïìïôçíÞò, 33/25-4-1969, 48/13-5-1968, 68/5-7-1968, 63/17-5-1969 êáé 87/18-9-1971 üëåò ôçò Ìïõöôåßáò ÎÜíèçò. Âë åðßóçò áðïöÜóåéò Áñåßïõ ÐÜãïõ 198/1924, ÈÝìéò ô. 36 ó. 50 êáé Åöåôåßïõ Èåóóáëïíßêçò 56/1924 ÈÝìéò ô. 32, ó. 251. 55 Ä. Ôóïýñêáò, ¸êôáêôá äéêáóôÞñéá, ÓõìâïëÞ óôçí åñìçíåßá ôïõ Üñèñïõ 8 ðáñ. 2 ôïõ ÓõíôÜãìáôïò, Èåóóáëïíßêç 1986, ó. 419. 56 Ó. Ãåùñãïýëçò, üð.ð., ó. 120. 57 Âë. áðïöÜóåéò: ¢ñåéïò ÐÜãïò 322/1960 Áñ÷. Ãíùì. Éá' ó. 614 êáé 555/1950 ÅÅÍ Éç' ó. 88, Åöåôåßï ÈñÜêçò 10/18-2-1965, 167/11-11-1977 êáé 100/1957, ÍïÂ, 1958, ó. 363, ÌïíïìåëÝò Ðñùôïäéêåßï Ñïäüðçò 37/1973, 61/1974, 59/1975, 13/1994, ÐïëõìåëÝò Ðñùôïäéêåßï Ñïäüðçò 101/1964 (áäçìïóßåõôåò), êáèþò êáé ôç ãíùìïäüôçóç ôïõ Çë. ÅëåõèåñéÜäç, ÈÝìéò, ÌÈ', ó. 204.

Page 17: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

18

β) Ζητήματα εξ αδιαθέτου διαδοχής, εφόσον όμως αυτές διέπονται από τον μουσουλμανικό νόμο και αφορούν ακίνητα καθαρής ιδιοκτησίας. Αντίθετα οι διαφορές που αφορούν περιουσίες, οι οποίες θεωρούνται "δημόσιες γαίες" (όπως είχαν χαρακτηριστεί από την οθωμανική διοίκηση58), υπάγονται στον Αστικό Κώδικα59. Κατά την άσκηση της δικαιοδοσίας του ο Μουφτής αναγνωρίζει σύμφωνα με το Ιερό Δίκαιο το δικαίωμα επί των αντικειμένων της διαδοχής και διατάσσει την απόδοση των αντικεμένων στον αιτούντα. Για την αμεσότερη εποπτεία της εφαρμογής των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων του Μουφτή απαιτείται περαιρέρω ανάλυση των πραγματικών δεδομένων που αφορούν το αντικείμενο των αποφασεών του αναλυτικά ανά Μουφτεία: Που και σε πόσες περιπτώσεις άσκησε ο αρμόδιος Μουφτής τα δικαιοδοτικά του καθήκοντα, σε πόσες περιπτώσεις οι μουσουλμάνοι επέλεξαν το αρμόδιο τακτικό δικαστήριο, σε τι είδους υποθέσεις, σε πόσες περιπτώσεις το Μονομελές Πρωτοδικείο κήρυξε εκτελεστή την απόφαση, πόσες φορές το αρνήθηκε και για ποιο λόγο, πόσες προσφυγές εξετάστηκαν από το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Επί του παρόντος μπορούμε να αναφέρυμε ότι οι πράξεις του Μουφτή Κομοτηνής κατά το 1998 έχουν ως εξής: 483 γάμοι, 87 διαζύγια, 4 επιτροπείες ανηλίκου και 2 διατροφές. Όλες οι παραπάνω πράξεις εγκρίθηκαν από το Μονομελές Πρωτοδικείο Ροδόπης και κηρύχθηκαν εκτελεστές. 7. Η εκτελεστότητα της μουφτειακής απόφασης Για να αποτελέσουν δεδικασμένο και να γίνουν εκτελεστές οι αποφάσεις του Μουφτή θα πρέπει να κηρυχθούν εκτελεστές από το κατά τόπο αρμόδιο Μονομελές Πρωτοδικείο60, σύμφωνα με τις διατάξεις της Πολιτικής Δικονομίας που ρυθμίζουν την εκούσια διαδικασία61. Οι αποφάσεις του Μουφτή δεν είναι εκτελεστές αφ' εαυτές, καθώς κατά το ισλαμικό δίκαιο δεν είναι τίποτα άλλο παρά μία γνωμοδότηση. Συνεπώς δεν παράγουν έννομα αποτελέσμα εάν προηγουμένως δεν κηρυχθούν εκτελεστές από πολιτικό δικαστήριο62. Σύμφωνα με το άρθρο 5 παρ. 3 του Ν. 1920/1991 το Πρωτοδικείο είναι αρμόδιο να ερευνήσει όχι την ουσία της απόφασης, δηλαδή τη σωστή ή λανθασμένη εφαρμογή του σχετικού κανόνα του Ιερού Νόμου, παρά μόνο το κατά πόσο η απόφαση του Μουφτή λήφθηκε νόμιμα στα όρια της δικαιοδοσίας του. Επίσης εξετάζεται εάν προκύπτει σύγκρουση προς τις διατάξεις του Συντάγματος. Ο νόμος ορίζει ρητά ότι κατά της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου χωρεί προσφυγή ενώπιον του οικείου Πολυμελούς Πρωτοδικείου που δικάζει και πάλι κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας. Η απόφαση αυτή δεν μπορεί να προσβληθεί με τακτικό ή έκτακτο ένδικο μέσο (άρθρο 5 παρ. 3 in fine)63.

58 Ãéá ìéá åìðåñéóôáôùìÝíç áíÜëõóç ôïõ üñïõ âë. ãíùìïäüôçóç ôïõ Ã. Ð. ÍÜêïõ, "ÐñïûðïèÝóåéò éó÷ýïò ôïõ ïèùìáíéêïý ãáéïêôçôéêïý êáèåóôþôïò óôéò íÝåò ÷þñåò ìåôÜ ôï 1913 ìÝ÷ñé óÞìåñá", ÅëëçíéêÞ Äéêáéïóýíç 31(1990), ó. 948 åð. 59 Âë. P. Gottwald & Ä. Äçìçôñßïõ "Ãéá ôçí åî áäéáèÝôïõ êëçñïíïìéêÞ äéáäï÷Þ ôùí ìïõóïõëìÜíùí åëëÞíùí õðçêüùí", Ãíùìïäüôçóç, Áñìåíüðïõëïò 10(1995), ó. 1354-5, Ç. ÅëåõèåñéÜäçò, "Ðïéïò íüìïò äéÝðåé ôçí êëçñïíïìßáí ôùí ìïõóïõëìÜíùí åëëÞíùí õðçêüùí", ÈÝìéò ÈÌ', 1938, ó. 75 åð. êáé 123 åð. êáé ×. Öñáããßóôáò, "ÅéäéêÜ ðïëéôéêÜ äéêáóôÞñéá", Íïìéêáß ìåëÝôáé, Á.Í. ÓÜêêïõëáò, ÁèÞíá-ÊïìïôçíÞ 1987, ó. 110-112. Âë. åðßóçò ôéò åîÞò áðïöÜóåéò: 82/1968 ôïõ Ðñùôïäéêåßïõ Ñïäüðçò, üðùò ðáñáôßèåôáé áðü ôïí Ó. Óïëôáñßäç, üð.ð., ó. 191, õðïó. 428, ôïõ Ìïíïìåëïýò Ðñùôïäéêåßïõ ÎÜíèçò 142/1965, ÅëëçíéêÞ Äéêáéïóýíç ô. 6, ó. 520, êáé ôïõ Áñåßïõ ÐÜãïõ 105/1937, ÈÝìéò ô. 48 ó. 641. 60 Óýìöùíá ìå ôï Üñèñï 8 ðáñ. 2 ôïõ ÅéóÍÊÐïëÄ, ôç äéáôýðùóç ôïõ ïðïßïõ êáé áíôÝãñáøå ôï Üñèñï 5 ðñ. 3 ôïõ Í. 1920/1991 ðñïóèÝôïíôáò ôïí Ýëåã÷ï óõíôáãìáôéêüôçôáò ôçò ìïõöôåéáêÞò áðüöáóçò. 61 Âë. Üñèñá 741 åð. ôïõ ÊÐïëÄ. 62 D. Ôsourkas, üð.ð., ó. 589. 63 Óýìöùíá ìå ôï íïìéêü êáèåóôþò ðïõ äéåßðå ôç äéêáéïäïóßá ôïõ ÊáäÞ êáôÜ ôçí ÏèùìáíéêÞ Áõôïêñáôïñßá, ïé áðïöÜóåéò Þôáí áíÝêëçôåò áëëÜ õðÞñ÷å ç äõíáôüôçôá Üóêçóçò áíáßñåóçò åíþðéïí ôïõ Óåú÷ïõëéóëÜìç. Ï Í. 2345/1920 (Üñèñï 10), óôï éäéï ðíåýìá, äåí ðáñåß÷å êáìßá äõíáôüôçôá Üóêçóçò Ýíäéêïõ ìÝóïõ êáôÜ ôçò áðüöáóçò ôïõ ÌïõöôÞ åíþðéïí ôùí ðïëéôéêþí äéêáóôçñßùí, Ýäéíå üìùò äéêáéïäïóßá åëÝã÷ïõ åðß ôçò ïõóßáò ôçò õðüèåóçò óôïí Áñ÷éìïõöôÞ, èåóìüò ðïõ üìùò äåí åöáñìüóôçêå.

Page 18: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

19

8. Τα νομικά προβλήματα που προκύπτουν Το νομικό καθεστώς που διέπει την απονομή δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων και η άσκησή τους από το Μουφτή σύμφωνα με τους κανόνες του Ιερού Δικαίου διαμορφώνουν μια θολή κατάσταση που αφενός πηγάζει όχι μόνο από τις ελλείψεις και τις αντιφάσεις του σχετικού νομικού πλαισίου αλλά και από την ετερογένεια των κανόνων δικαίου που εφαρμόζονται. α. Ίδρυση Μουφτείας Τη δυνατότητα αύξησης του αριθμού των Μουφτειών διατηρεί κατ' αποκλειστικό τρόπο η κυβέρνηση όπως είδαμε, με την έκδοση σχετικού διατάγματος. Σύμφωνα όμως με τα συνταγματικά και διεθνώς κατοχυρωμένα δικαιώματα στη θρησκευτική ελευθερία, αλλά και του συνεταιρίζεσθαι, οι μουσουλμάνοι που ζουν στην ελληνική επικράτεια, εκτός των τριών νομών της Θράκης, θα μπορούσαν να συστήσουν θρησκευτικούς συλλόγους και να εκλέξουν τους θρησκευτικούς του ηγέτες, δηλαδή Μουφτήδες64, χωρίς όμως δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Το πρόβλημα που τίθεται, πέρα από τις προφανείς πολιτικές προεκτάσεις του, αφορά βέβαια την εξομοίωση του νομικού καθεστώτος των Μουφτειών της Θράκης με όσες ενδεχομένως προκύψουν στο μέλλον, και σε εφαρμογή του άρθρου 42 της Συνθήκης της Λωζάνης, αλλά και πιθανής επικύρωσης της Σύμβασης-πλαισίου για την προστασία των εθνικών μειονοτήτων του Συμβουλίου της Ευρώπης65. β. Ο Μουφτής ως τακτικός δικαστής Η απονομή δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων στον Μουφτή (μη υποχρεωτική/συντρέχουσα δωσιδικία) δημιουργεί ερωτήματα τήρησης της συνταγματικής επιταγής για την απονομή δικαιοσύνης από τακτικό δικαστή. Ιδιαίτερα στην περίπτωση που παρέχεται από το νόμο η δυνατότητα να διοριστεί Μουφτής και Ιμάμης με δεκαετή προϋπηρεσία, χωρίς όμως πρόσθετα τυπικά και ουσιαστικά προσόντα. Η ιδιότητα του Μουφτή ως μονομελούς έκτακτου δικαστηρίου, κατ' οικονομία μπορεί να θεωρηθεί ότι δεν αντίκειται στην απαγορευτική διάταξη του άρθρο 8 εδ. 2 και του συναφούς άρθ. 87 παρ. 1 του Συντάγματος66. Και στην πράξη, αν και συνιστά δικαστικό όργανο συντρέχουσας αρμοδιότητας με τα τακτικά δικαστήρια, οι μουσουλμάνοι προστρέχουν σ' αυτό στη συντριπτική τους πλειοψηφία, νομιμοποιώντας έτσι την ιδιότητά του ως φυσικού δικαστή (άρθρο 8 εδ. 1 του Συντάγματος)67 σε διαφορές οικογενειακού και κληρονομικού δικαίου. Όπως υποστήριξε ο Άρειος Πάγος στην απόφαση 1723/1980, ο Μουφτής αποτελεί ειδικό δικαιοδοτικό όργανο του ελληνικού κράτους και προφανώς αποτελεί τον φυσικό δικαστή των μερών, που υπόκεινται σε αυτόν σύμφωνα με τις εγγυήσεις που θέτει το άρθρο 8 παρ. 1 του Συντάγματος. Παράλληλα, η ανάγκη κατοχύρωσης της θρησκευτικής ελευθερίας και των συναφών δικαιωμάτων θεμελιώνονται στο άρθρο 13 του Συντάγματος.

64 D. Tsourkas, üð.ð., ó. 585. 65 Ç åí ëüãù óýìâáóç, ðïõ ôÝèçêå óå éó÷ý óå åõñùðáúêü åðßðåäï áðü ôéò 1-3-1998, Ý÷åé õðïãñáöåß áëëÜ ü÷é åðéêõñùèåß áðü ôçí ÅëëÜäá. Âë. ó÷åôéêÜ Ç Óýìâáóç-ðëáßóéï ãéá ôçí ðñïóôáóßá ôùí åèíéêþí ìåéïíïôÞôùí ôïõ Óõìâïõëßïõ ôçò Åõñþðçò, ºäñõìá Ìáñáãêïðïýëïõ, Á. ÌðñåäÞìáò & Ë.-Á. ÓéóéëéÜíïò (äéåõè.), åêä. Á.Í. ÓÜêêïõëá, ÁèÞíá/ÊïìïôçíÞ 1997 êáé Ê. Ôóéôóåëßêçò, "Ç Óýìâáóç-ðëáßóéï ãéá ôçí ðñïóôáóßá ôùí åèíéêþí ìåéïíïôÞôùí ôïõ Óõìâïõëßïõ ôçò Åõñþðçò", Ôï Óýíôáãìá, 3(1995), ó. 563 åð. 66 ¢ñèñï 8 ðáñ. 2: "ÄéêáóôéêÝò åðéôñïðÝò êáé Ýêôáêôá äéêáóôÞñéá, ìå ïðïéïäÞðïôå üíïìá, äåí åðéôñÝðåôáé íá óõóôáèïýí", Üñèñï 87 ðáñ. 1: "Ç äéêáéïóýíç áðïíÝìåôáé áðü äéêáóôçñéá óõãêñïôïýìåíá áðü ôáêôéêïýò äéêáóôÝò, ðïõ áðïëáìâÜíïõí ðñïóùðéêÞ áíåîáñôçóßá" . Âë. åðßóçò Ó. ÌçíáÀäçò, üð.ð., ó. 324. 67 Ôï Üñèñï 8 Ý÷åé ùò åîÞò: "1. Êáíåßò äåí óôåñåßôáé ÷ùñßò ôç èÝëçóÞ ôïõ ôï äéêáóôÞ ðïõ ôïõ Ý÷åé ïñßóåé ï íüìïò. 2. ÄéêáóôéêÝò åðéôñïðÝò êáé Ýêôáêôá äéêáóôÞñéá , ìå ïðïéïäÞðïôå üíïìá, äåí åðéôñÝðåôáé íá óõóôáèïýí ". Ó÷åôéêÜ ìå ôçí Ýííïéá ôïõ öõóéêïý äéêáóôÞ, âë. Â. Êáñáêþóôáò & Å. Ãåùñãïðïýëïõ-Áèáíáóïýëç, Ôï Óýíôáãìá, åñìçíåõôéêÜ ó÷üëéá-Íïìïëïãßá, ÍïìéêÞ ÂéâëéïèÞêç, ÁèÞíá, ó. 208 åð. Åðßóçò Ç. ÅëåõèåñéÜäç, üð.ð., 123 åð.

Page 19: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

20

Ωστόσο, η θεσμική εξομοίωση του Μουφτή προς τον τακτικό δικαστή δεν συνεπάγεται το ίδιο για το επίπεδο της κατάρτισής τους. Πώς μπορεί να γίνεται αποδεκτή η ανισομέρεια στην κατάρτιση από τη μια πλευρά του θρησκευτικού μουσουλμάνου δικαστή, ο οποίος σύμφωνα με το νόμο μπορεί να είναι και απλός Ιμάμης, και από την άλλη του τακτικού δικαστή (του πολιτικού δικαστηρίου) με την τυποποιημένη κατοχύρωση γνώσεων και ικανοτήτων; Εξάλλου, η πολυμορφία των καθηκόντων του Μουφτή απαιτούν αυξημένα προσόντα σε κάθε περίπτωση για πρόσφορη υποψηφιότητα. Η σχετική διάταξη του νόμου 1920/1991 είναι εμφανώς προβληματική, υποβαθμίζοντας την ποιότητα της άσκησης των δικαιοδοτικών αρμοδιοτήτων. Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 89 του Συντάγματος απαγορεύεται οποιαδήποτε άλλη έμμισθη δραστηριότητα των δικαστών. Είναι ζήτημα ερμηνείας, εάν ο ιεροδίκης θεωρηθεί τακτικός δικαστής, οπότε αποκλείεται κάθε άλλη έμμισθη δραστηριότητά του. Όμως ο νόμος 1920/1991 τον θεωρεί δημόσιο υπάλληλο, ο οποίος εκτός των άλλων έχει και δικαιοδοτικές αρμοδιότητες. Ως δημόσιος υπάλληλος, και μάλιστα ως δικαστής, θα έπρεπε να υπάγεται στο όριο ηλικίας των 65 ετών αλλά και να είναι ισόβιος, όπως απαιτεί το άρθρο 88 του Συντάγματος (παράγραφοι 1 και 5 αντίστοιχα). Όμως πέρα από το όριο της δεκαετίας που θέτει ο νόμος 1920/1991, δεν υπάρχει κανένας περιορισμός στην ανανέωση της θητείας ούτε αναγνωρίζεται κάποιο όριο ηλικίας. γ. Δικονομικοί κανόνες Η διαδικασία ενώπιον του Μουφτή δεν ρυθμίζεται ρητά από δικονομικούς κανόνες. Εάν σε ορισμένες περιπτώσεις γίνεται αποδεκτό ότι η διαδικασία αποτελεί εγγενές τμήμα της μουσουλμανικής παράδοσης, η οποία είναι αντικείμενο έννομης προστασίας68, δεν θα έπρεπε να θεωρείται το ίδιο και για θεμελιώδεις δικονομικούς κανόνες που αποτελούν το εχέγγυο για την απονομή της δικαιοσύνης; Ειδικότερα μάλιστα σε ό,τι αφορά το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, έννομο αγαθό που απολαμβάνουν ισότιμα όσοι εμπίπτουν στις αρμοδιότητες του έλληνα και ευρωπαίου δικαστή. Εάν η εξέταση της ουσίας των εφαρμοστέων κανόνων δικαίου ρητά αποκλείεται από τη σχετική διάταξη, η εξέταση των δικονομικών κανόνων που αφορούν τη διαδικασία ενώπιον του Μουφτή δεν ρυθμίζεται σαφώς. Μάλιστα σχετική απόφαση του Αρείου Πάγου69 θέτει το πρόβλημα στην πρακτική του διάσταση: Με ποιά νομικά κριτήρια θα πρέπει να κρίνει ο δικαστής όταν βασικοί κανόνες της πολιτικής δικονομίας (όπως για παράδειγμα η εξέταση των αποδεικτικών μέσων), τα οποία κατοχυρώνονται στο άρθρο 20 του Συντάγματος αλλά και στο άρθρο 6 της ΕΣΔΑ, δεν λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία ενώπιον του Μουφτή; Ο Άρειος Πάγος θεώρησε ότι ο δικαστής του πολιτικού δικαστηρίου δεν έχει δικαίωμα να ελέγξει όχι μόνο την ουσία αλλά και τη διαδικασία. Η άποψη αυτή θεμελιώθηκε στο γεγονός ότι στην εν λόγω υπόθεση διατροφής η ουσία είναι τόσο στενά συνδεδεμένη με τη διαδικασία, ώστε αποτελούν ένα αδιάσπαστο σύνολο εφαρμογής του Ιερού Νόμου. Ωστόσο κάθε δικαστής, ποινικού αστικού, διοικητικού ή θρησκευτικού δικαίου οφείλει να σέβεται ορισμένους θεμελιώδεις κανόνες που αφορούν τη διαδικασία της δίκης70. Αυτό προκύπτει από την ανάγνωση των προαναφερθέντων διατάξεων του Συντάγματος και της ΕΣΔΑ, που κατοχυρώνουν χωρίς εξαίρεση το δικαίωμα στη χρηστή ή δίκαιη δίκη, καθώς και στην πραγματική ή αποτελεσματική προσφυγή. Συνεπώς ο Μουφτής θα έπρεπε να ελέγχει τη συμβατότητα της απόφασής του σύμφωνα με το Σύνταγμα και άλλους ιεραρχικούς ανώτερους δικαιικούς κανόνες πριν αυτό γίνει από το Μονομελές Πρωτοδικείο. δ. Σύγκρουση του Ιερού Νόμου με ανώτερους ιεραρχικά δικαιικούς κανόνες

68 D. Tsourkas, üð.ð., ó. 587. 69 Áðüöáóç ôïõ Áñåßïõ ÐÜãïõ 1723/1980, Íï (1981), óó. 1217-1219. 70 Âë. ó÷åôéêü ó÷üëéï ôïõ E. Roucounas, "Competence du Moufti pour connaitre des matieres qui relevent du statut personnel des ressortissants grecs de religion musulmane", Revue Hellenique de Droit internationale, 1981, óó. 150-155.

Page 20: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

21

Δεν είναι σπάνιο το φαινόμενο όπου κανόνες του Ιερού Νόμου εισαγάγουν διακρισιακές ρυθμίσεις σε βάρος της γυναίκας με τρόπο που αντίκειται σε συνταγματικές και διεθνείς διατάξεις προστασίας της αξίας του ανθρώπου (άρθρο 2 του Συντάγματος) και της ισότητας των φύλων (άρθρα 4 παρ. 2 του Συντάγματος και 5 του 7ου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ). Από την εισαγωγή τροποποιήσεων στον Αστικό Κώδικα με το Νόμο 1329 του 1983 σχετικά με την ισότητα των δύο φύλων, καταργείται η αντίληψη που θεωρεί τον σύζυγο ως "αρχηγό της οικογένειας" και αντικαθίσταται με την απόλυτη ισότητα των δύο συζύγων και αμοιβαία υπεύθυνοι για την ανάληψη αποφάσεων και των οικονομικών ζητημάτων71. Συνακόλουθα καταργείται ο θεσμός της προίκας και θεσπίζεται το συναινετικό διαζύγιο. Αντίθετα ο Ιερός Νόμος δίνει ιδιαίτερα προνόμια στο σύζυγο, σε ζητήματα διαζυγίου, επιμέλειας ανηλίκου και κληρονομιάς. Πιο συγκεκριμένα οι επιβαρυντικές για τη γυναίκα διακρίσεις αφορούν την ευκολότερη για τον άντρα λύση του γάμου (είναι πολύ δυσκολότερο να δοθεί διαζύγιο σε γυναίκα χωρίς τη συναίνεση του άντρα), σχετικά με τις κληρονομικές σχέσεις των μουσουλμάνων (στην περίπτωση της εξ αδιαθέτου διαδοχής προβλέπεται μεγαλύτερο μερίδιο για τον άντρα από ό,τι για τις γυναίκες) ή τέλος τις προϋποθέσεις τέλεσης γάμου (εάν η μελλόνυμφη είναι ανήλικη, απαιτείται η συγκατάθεση του πατέρα και όχι της μητέρας). Οι κανόνες που κατοχυρώνουν την ισότητα των φύλων και πραγματώνουν την ανθρώπινη αξιοπρέπεια χωρίς διακρίσεις είναι ιεραρχικά ανώτεροι κανόνες, καθώς διατυπώνονται από το Σύνταγμα αλλά και από διεθνή δεσμευτικά κείμενα προστασίας δικαιωμάτων του ανθρώπου. Αλλά και πάλι πώς θα μπορούσε να γίνει παραδεκτή η εφαρμογή διακρισιακών κανόνων που πλήττουν μέλη της μειονότητας στο όνομα της προστασίας της πολιτιστικής και θρησκευτικής ιδιαιτερότητας που σε τελική ανάλυση ενεργεί δυνάμει σε βάρος του μισού πληθυσμού της μειονότητας; Η αποδοχή τέτοιων κανόνων δικαίου δημιουργεί μία ανεπίτρεπτη απόκλιση από τα απαραβίαστα όρια προστασίας θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων που κατ' επίφαση μόνο λειτουργεί στα πλαίσια των "θετικών διακρίσεων" υπέρ της μουσουλμανικής μειονότητας. Έτσι δεν είναι δυνατόν να παρέχεται η δυνατότητα επιλογής μεταξύ δικαιοδοσίας του Μουφτή και του πολιτικού δικαστή και να αναγνωρίζονται τα έννομα αποτελέσματα της επιλογής που τελικά προσβάλλει τη συνταγματική και δημόσια τάξη. Η ισορροπία μεταξύ σεβασμού της μειονοτικής ιδιαιτερότητας και της δημόσιας τάξης διατυπώνεται μάλιστα και από τη Συνθήκη της Λωζάνης, της οποίας το άρθρο 43 αναφέρει: "Οι εις τα μουσουλμανικές μειονότητες ανήκοντες [έλληνες] υπήκοοι δε θα ώσιν υποχρεωμένοι να εκτελώσι πράξεις, αποτελούσας παράβασιν της πίστεως ή των θρησκευτικών των εθίμων, ούτε θα περιπίπτωσιν εις ανικανότητά τινά, αρνούμενοι να παραστώσιν ενώπιον δικαστηρίων ή να εκτελέσωσι νόμιμόν τινά πράξιν κατά την ημέραν της εβδομαδιαίας των αναπαύσεως. Ουχ ήττον η διάταξις αύτη δεν απαλλάσσει τους [έλληνες] τούτους υπηκόους των υποχρεώσεων, αίτινες επιάλλονται εις πάντα τους λοιπούς [έλληνες] υπηκόους προς τήρησιν της δημοσίας τάξης". Για παράδειγμα, η δυνατότητα νόμιμης πολυγαμίας δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή σε καμία περίπτωση στα πλαίσια της ελληνικής και ευρωπαϊκής δημόσιας τάξης72, όταν η γυναίκα θεωρείται

71 Nota Kyriazis, "Feminism and the Status of Women in Greece", Greece Prepares for the 21st Century, D. Konstas & Th. Stavrou (eds.), The W. Wilson Center Press, Washington 1995, ó. 280 åð. 72 Ç óõíÞèçò Ýííïéá ôçò äçìüóéá ôÜîçò óôçí ÅÓÄÁ áöïñÜ ôïõò ðåñéïñéóìïýò ðïõ ôá êñÜôç ìðïñïýí íá åðéâÜëïõí êáôÜ ôçí Üóêçóç ôùí êáôï÷õñùìÝíùí áðü ôç Óýìâáóç äéêáéùìÜôùí (ìåôáîý Üëëùí âë. F. Sudre, Droit international et europeen des droits de l'homme, PUF, Paris 1989, ó. 109 åð., êáé áðüöáóç ôïõ Åõñùðáúêïý Äéêáóôçñßïõ ÄéêáéùìÜôùí ôïõ Áíèñþðïõ, "Klass", 6-9-1978, ÓåéñÜ Á, ô. 28, ðáñ. 42). Áíôßèåôá óôçí åí ðñïêåéìÝíù óõæÞôçóç åðéêáëïýìáóôå ôç äçìüóéá ôÜîç ùò ôïí êáôáëýôç ãéá íá äåßîïõìå ôá åðéôñåðôÜ êáé áíáãêáßá üñéá åöáñìïãÞò ôçò áñ÷Þò ôçò éóüôçôáò êáôÜ ôç óýãêñïõóç êáíüíùí åõñùðáúêïý/óõíôáãìáôéêïý äéêáßïõ êáé Éåñïý Íüìïõ. Ãéá ôçí Ýííïéá ôçò äçìüóéáò ôÜîçò óå æçôÞìáôáò äéêáéïäïóßáò ôïõ ÌïõöôÞ, âë D. Tsourkas, üð.ð., ó. 588, üðïõ êáé ó÷åôéêÞ âéâëéïãñáößá. Åðßóçò P. Gottwald & Ä. Äçìçôñßïõ, üð.ð., ó. 1355, üóïí áöïñÜ ôçí åðåíÝñãåéá ôçò äçìüóéáò ôÜîçò óå èÝìáôá êëçñïíïìéêïý äéêáßïõ. Óôï ðëáßóéï ôçò óõæÞôçóçò áõôÞò, ìåñéêÝò öïñÝò èåùñåßôáé áðïäåêôÞ ç ðïëõãáìßá ìå ôçí áéôéïëïãßá üôé ç ðñáêôéêÞ áõôÞ ôùí ìïõóïõëìÜíùí äåí áöïñÜ ôçí åëëçíéêÞ-÷ñéóôéáíéêÞ êïéíùíßá êáé óõíåðþò äåí ðñïóâÜëëåé ôá Þèç ôçò (!).

Page 21: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

22

σαφώς υποδεέστερη του άντρα. Στην πράξη υιοθετείται το παράδοξο, η παραβίαση της θεμελιώδους αρχής της ισότητας των δύο φύλων να συντελείται χάριν του σεβασμού της μειονοτικής θρησκευτικής ιδιαιτερότητας. Η μουσουλμάνα γυναίκα έχει το δικαίωμα να επιλέξει μεταξύ της δικαιοδοσίας του Μουφτή και την εφαρμογή του Ιερού Νόμου και από την άλλη του πολιτικού δικαστηρίου και των διατάξεων του Αστικού Κώδικα. Κατ' αρχάς μπορεί κανείς να ισχυριστεί ότι με τον τρόπο αυτό η ισότητα των φύλων έχει διασφαλιστεί. Ποιά όμως είναι τα πραγματικά όρια της ελευθερίας επιλογής για τη μουσουλμάνα γυναίκα και τι υποκρύπτεται πίσω από την προαιρετική υπαγωγή στη δικαιοδοσία του Μουφτή; Η ελευθερία υπαγωγής υπαγορεύεται από τις κοινωνικές συνιστώσες και κυρίως τον θρησκευτικό ιστό που συνενώνει και συνδέει τη μουσουλμανική κοινότητα. Η ελευθερία αυτή δεν προκύπτει απαραίτητα ως θρησκευτική επιταγή, αλλά ως κανόνας δικαίου που πηγάζει από την εσωτερική έννομη τάξη της μειονότητας. Συνεπώς ο επιχείρημα περί ελευθερίας επιλογής είναι πλασματικό και οδηγεί σε παραπλανητικά συμπεράσματα. Εξάλλου πώς είναι δυνατόν να παρέχεται η ελευθερία επιλογής κανόνων δικαίου από τη στιγμή που η μία δυνατότητα είναι καταφανώς εναντίον θεμελιωδών αρχών (ισότητας, απαγόρευσης των διακρίσεων) ατομικών δικαιωμάτων και σε τελική ανάλυση αντιφατικοί με το καθεστώς προστασίας μίας μειονοτικής ταυτότητας που εκλαμβάνεται νομικά ως τμήμα των δικαιωμάτων του ανθρώπου; Το ζητούμενο, λοιπόν, είναι η διασφάλιση από τη μία πλευρά του σεβασμού της θρησκευτικής και πολιτισμικής παράδοσης της μειονότητας, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από την εσωτερική της έννομη τάξη, και από την άλλη η τήρηση των κανόνων προστασίας θεμελιωδών ατομικών δικαιωμάτων που τελικά επενεργούν σε όφελος των ίδιων των μελών της ομάδας. ε. Ο έλεγχος του Μονομελούς Πρωτοδικείου Σύμφωνα με το νόμο, το Μονομελές Πρωτοδικείο εξετάζει τη συνταγματικότητα της απόφασης του Μουφτή, καθώς και εάν αυτή εκδόθηκε στα όρια της δωσιδικίας του. Ποιο είναι όμως το περιθώριο εκτίμησης που διαθέτει ο δικαστής για την έκδοση εκτελεστού τίτλου μουφτειακής απόφασης, καθώς δεν εισέρχεται στην ουσία της υπόθεσης, αλλά εξετάζει μόνο εάν ο Μουφτής δίκασε στα όρια των αρμοδιοτήτων του; Εάν ο Μουφτής λειτουργεί ως δικαστής δεν οφείλει να λαμβάνει υπόψη του και τα συνταγματικά όρια, καθώς και τα διεθνή κείμενα δικαιωμάτων του ανθρώπου αποσκοπώντας στην στοιχειώδη εξασφάλιση του δικαιώματος στη χρηστή δίκη, στη μη διακριτική μεταχείριση και στην ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών73; Εάν όχι, πώς είναι δυνατόν να το ελέγξει το Μονομελές Πρωτοδικείο, καθώς ο πολιτικός δικαστής δεν έχει αρμοδιότητα να εισέλθει στην ουσία της υπόθεσης και χωρίς βέβαια να είναι γνώστης του Ιερού Νόμου; Το περιεχόμενο της προσφυγής στο Πολυμελές Πρωτοδικείο είναι τόσο περιορισμένο που αυτοαναιρεί τη δυνατότητα πρόσφορης προσφυγής, όταν αυτό περιορίζεται μόνο στον έλεγχο της απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου επί της δικαιοδοσίας του Μουφτή και βέβαια πάλι από την άγνοια του Ιερού Νόμου. Συνεπώς θα έπρεπε να εξετάζονται και θεμελιώδεις ουσιαστικοί και δικονομικοί κανόνες που είναι συνυφασμένοι με τη διασφάλιση της δίκαιης δίκης. Σε κάθε επίπεδο εξέτασης της υπόθεσης, της ουσίας ή της ορθής εφαρμογής των αρμοδιοτήτων του Μουφτή, ο δικαστής έχει τη δυνατότητα ex officio να ελέγχει την εφαρμογή των κανόνων δικαιωμάτων του ανθρώπου, κανόνων που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο74. Το δικαστήριο που αποφασίζει για την εκτελεστότητα της μουφτειακής απόφασης θα έπρεπε να εξετάζει όχι μόνο εάν η απόφαση έχει εκδοθεί στα όρια της δικαιοδοσίας του Μουφτή, αλλά να ελέγχει, εάν α) ο διάδικος που ηττήθηκε δεν κλητεύτηκε και για αυτό δεν παραστάθηκε στη διαδικασία ενώπιον του Μουφτή και β) η απόφαση του Μουφτή αντίκειται στα χρηστά ήθη ή

73 Ãéá ôï ðåñéå÷üìåíï ôùí äéêáéùìÜôùí üðùò äéáôõðþíïíôáé óôá Üñèñá 13, 14 ôçò ÅÓÄÁ êáé 5 ôïõ 7ïõ Ðñùôïêüëëïõ ôçò, âë. óõìâïëÝò ôùí Ch. Giakoumopoulos & A. Drzemczewski, M. Bossuyt, M. Enrich Mass áíôßóôïé÷á óôï La convention europeenne des droits des l'homme, L.-E. Petiti & E. Decaux & P.-H. Imbert (åðéì.), Economica, Paris 1995. 74 Ê.Ä. Êåñáìåýò, Áóôéêü Äéêïíïìéêü Äßêáéï, Á.Í. ÓÜêêïõëáò, ÁèÞíá-Èåóóáëïíüêç 1986, ó. 152-53.

Page 22: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

23

τη δημόσια τάξη. τα εξής (κατ' αναλογία των άρθρων 905 παρ. 1 και 323 αρ. 2-5 ΚΠολΔ). Οι έννοιες αυτές προσδιορίζονται από τις κρατούσες κοινωνικές ή ηθικές αρχές ή τα όρια που περικλείουν τη δημόσια τάξη. Κατά μία άποψη, δεν θα πρέπει η μουφτειακή απόφαση να θεωρείται αντίθετη προς την δημόσια τάξη, στην περίπτωση που το διαζύγιο των μουσουλμάνων απαγγέλθηκε για λόγους που κατά το οικογενειακό δίκαιο δεν συνιστούν λόγους λύσης του γάμου, όπως και εάν η απόφαση του Μουφτή δεν έχει καθόλου αιτιολογηθεί75. Ωστόσο, το ίδιο δεν ισχύει σχετικά με τον έλεγχο άλλων θεσμών που επιτρέπονται από το Ιερό Νόμο, οι οποίοι είναι ασύμβατοι με τη δημόσια τάξη76 και τα χρηστά ήθη, όπως αυτά ορίζονται στην ελληνική και ευρωπαϊκή έννομη τάξη, για παράδειγμα η πολυγαμία και η διακριτική αντιμετώπιση της γυναίκας, όπως συζητήσαμε παραπάνω, ανεξάρτητα από το γεγονός της νομικής άμεσης κατοχύρωσης σχετικών έννομων αγαθών από το Σύνταγμα ή από σχετικές διεθνείς συμβάσεις. Ο Ιερός Νόμος δεν αποτελεί αλλοδαπό δίκαιο για τους έλληνες πολίτες αλλά η θέση του μέσα στην ελληνική έννομη τάξη δεν θα πρέπει να υπερβαίνει τα όρια της δημόσιας τάξης. Ο μηχανισμός ελέγχου μπορεί να γίνει κατ' αναλογία μέσα από τις ασφαλιστικές δικλείδες που προσφέρει το ιδιωτικό διεθνές δίκαιο κατά την εφαρμογή αλλοδαπού δικαίου όπου "το Μονομελές Πρωτοδικείο κηρύσσει εκτελεστό αλλοδαπό τίτλο, εφόσον δεν αντίκειται στα χρηστά ήθη ή τη δημόσια τάξη"77. στ. Η επί της ουσίας προσβολή της μουφτειακή απόφασης Οι αποφάσεις του Μουφτή δεν μπορούν να προσβληθούν επί της ουσίας από κανένα δικαιοδοτικό όργανο. Όμως η απόφαση αυτή ελέγχεται για τη συνταγματικότητά του από το Μονομελές Πρωτοδικείο. Η απόφαση του τελευταίου που αφορά κυρίως τον έλεγχο της άσκησης αρμοδιότητας του Μουφτή μπορεί κατά το νόμο να ελεγχθεί σε δεύτερο βαθμό από το Πολυμελές Πρωτοδικείο. Η έλλειψη δυνατότητας άσκησης τακτικών ή έκτακτων ένδικων μέσων επί της ουσίας (άρθρο 5 παρ. 3 N. 1920/1991) αλλά και επί της εφαρμογής δικονομικών κανόνων αναδεικνύει ζητήματα ασυμβατότητας προς ανώτερους ιεραρχικά δικαιικούς κανόνες. Καταρχήν, ο νομοθέτης δεν εμποδίζεται από τα άρθρα 10 παρ 1 του Συντάγματος και 6 παρ. 1.1 της ΕΣΔΑ να περιορίζει ή να αποκλείει την άσκηση ένδικων μέσων για ορισμένες κατηγορίες διαφορών. Η κατοχυρωμένη αξίωση έννομης προστασίας σημαίνει υπό την πιο αυστηρή εκδοχή της την παροχή δυνατότητας σε κάθε διαφορά να βρίσκει μια τουλάχιστον προσιτή και αποτελεσματική δικαστική ακρόαση78 . Ωστόσο η μη παροχή δυνατότητας προσφυγής για το μουσουλμάνο διάδικο της μουφτειακής απόφασης, καθώς δεν έχουν ληφθεί υπόψη βασικές αρχές που απορρέουν την ΕΣΔΑ, παραβιάζει τη βασική αρχή της ασφάλειας του δικαίου αποστερώντας τη δυνατότητα θεραπείας της δικαστικής απόφασης και κυρίως το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, αλλά και στην αποτελεσματική προσφυγή79. Έτσι δεν παρέχεται στους διαδίκους η δυνατότητα μεταρρύθμισης της μουφτειακής απόφασης προς επανόρθωση τυχόν σφαλμάτων, δυνατότητα που παρέχεται στις αντίστοιχες διαδικασίες, γαμικών ή κληρονομικών διαφορών για παράδειγμα, που ρυθμίζονται από τον Αστικό Κώδικα για όσους μουσουλμάνους θελήσουν να υπαγάγουν τη διαφορά τους στον πολιτικό δικαστή. Η μη παροχή δυνατότητας εξέτασης της ουσίας της υπόθεσης από δευτεροβάθμιο όργανο διακυβεύει όχι μόνο τα έννομα συμφέροντα των πολιτών που υπόκεινται στη δωσιδικία του 75 Âë. ó÷åôéêÜ Åõó. ÔóïõêáëÜò, "Ç äéêáéïäïóßá ôùí ÌïõöôÞäùí", ÅëëçíéêÞ Äéêáéïóýíç, 29(1988), óåë. 1655. 76 ¼ðùò èåùñåßôáé áðü ôá Üñèñá 3 êáé 33 ôïõ Áóôéêïý Êþäéêá. 77 Áðüöáóç Áñåßïõ ÐÜãïõ 439/1988, ÅÅÍ 1989, ó. 223, êáé Åöåôåßï Áèçíþí 2860/1969, Íï 18, ó. 73. Âë. ó÷åôéêÞ óõæÞôçóç óôï Æ. ÌÝêïò, üð.ð., óó. 92-95. 78 Ê.Ä. Êåñáìåýò, üð.ð., ó. 452. 79 ¢ñèá 6 êáé 13 áíôßóôïé÷á ôçò ÅõñùðáúêÞò Óýìâáóçò ÄéêáéùìÜôùí ôïõ Áíèñþðïõ. Âë. Key extracts from a selection of the European Court of Human Rights and decisions and reports of the European Commission of Human Rights, Council of Europe, Strasbourg 1998, óó. 64 åð. êáé 165.

Page 23: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

24

Μουφτή, αλλά και του κύρους και της σημασίας του θεσμού του Μουφτή, ο οποίος αποφαίνεται επί του Ιερού Νόμου χωρίς κανένα διορθωτικό έλεγχο. Εξάλλου και σύμφωνα με το περιεχόμενο του άρθρου 13 της ΕΣΔΑ δεν υπάρχει δικαίωμα αποποίησης του δικαιώματος στην πραγματική ή αποτελεσματική προσφυγή. Έτσι, όταν ο Μουφτής δεν λαμβάνει υπόψη του το περιεχόμενο των κανόνων της ΕΣΔΑ και στη συνέχεια ο διάδικος χάνει το δικαίωμα επανεξέτασης της ουσίας της υπόθεσης, καταστρατηγείται το θεμελιώδες δικαίωμα στην αποτελεσματική δικαστική ακρόαση. Συνεπώς είναι δυνατόν να κατατεθεί παραδεκτά προσφυγή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου στο Στρασβούργο, αμέσως μετά την έκδοση της μουφτειακής απόφασης, καθώς η προϋπόθεση της εξάντλησης των εσωτερικών ένδικων μέσων θεωρείται νομολογιακά80 ότι έχει πληρωθεί. Μία ενδεχόμενη προσφυγή κατά μουφτειακής απόφασης θα έθετε προς συζήτηση πολλά ζητήματα ουσίας, αλλά και διαδικασίας, απέναντι στα κριτήρια και τους κανόνες της ΕΣΔΑ με καθοριστικές επιπτώσεις τόσο για το νομικό περιεχόμενο του Ιερού Νόμου όσο και τις σχετικές δικονομικές ρυθμίσεις του Νόμου 1920/1991. 9. Πολιτικές και κοινωνικές συνιστώσες Πέρα από ζητήματα που αναδεικνύουν νομικά προβλήματα, όπως συζητήθηκαν παραπάνω, το νομικό καθεστώς που διέπει την εσωτερική κοινωνική τάξη της μουσουλμανικής μειονότητας δεν αποτελεί τη μόνη συνιστώσα του θεσμού του Μουφτή. Η πολυ-πολιτιστική ενσωμάτωση, η διατήρηση της πολιτιστικής-θρησκευτικής ταυτότητας της μειονότητας και οι σχέσεις μεταξύ ατομικών δικαιωμάτων και συλλογικής ταυτότητας εκφράζονται μέσα από τη διαπάλη των φορέων εξουσίας και της κοινωνικής εξέλιξης που τη χαρακτηρίζει μέσα από μία δυναμική σχέση81. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι σύμφωνα με την ισλαμική θρησκεία και παράδοση η γυναίκα λειτουργεί ως σύζυγος και μητέρα ενώ ο άντρας ενσαρκώνει αδιαμφισβήτητα την εξουσία και την ενεργή παρουσία στη δημόσια ζωή. Αφοσιωμένη στην οικογένεια η γυναίκα έχει το ρόλο να κοινωνικοποιήσει τα παιδιά της ως καλούς μουσουλμάνους. Η διατήρηση των σχέσεων αυτών μέσα από την ενέργεια συγκεκριμένων κανόνων θρησκευτικής φύσης έχει καταστήσει τη μουσουλμανική κοινωνία της Θράκης στατική, από την οποία λίγα μέλη της έχουν διαφύγει, και, για την ειρωνεία της ιστορίας, σε ορισμένες περιπτώσεις κάτω από την ευεργετική επίδραση των αστικών κύκλων της Τουρκίας. Η έντονη θρησκευτικότητα της μειονότητας επιτεύχθηκε ύστερα από διαδικασίες "θρησκευτικοποίησης" του παρελθόντος αλλά και του παρόντος, με αποτελέσματα το υψηλό θρησκευτικό φρόνημα, την ομογενοποίηση και τη συσπείρωση γύρω από το Ισλάμ. Η παραπάνω παρατήρηση θα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη κατά την εξέταση του ειδικού νομικού καθεστώτος προστασίας της θρησκευτικής ιδιαιτερότητας της μειονότητας και της θέσης του Μουφτή μέσα από ένα διπλό πρίσμα. Από τη μία προκύπτει η ανάγκη προστασίας της θρησκευτικής ελευθερίας των μουσουλμάνων όπως νοούνται μέσα από τη διατήρηση των θεσμών τους και από την άλλη η τήρηση της προϋπόθεσης ότι δεν αντίκεινται σε θεμελιώδεις αρχές της ευρωπαϊκής έννομης τάξης και της προαγωγής της ελευθερίας της ανεξιθρησκείας. Το περιεχόμενο της τελευταίας θα πρέπει να γίνεται αντιληπτό με γνώμονα την ανάπτυξη της προσωπικότητας, δηλαδή να μεγιστοποιεί τις ευκαιρίες στη συμμετοχή στην κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή -χωρίς αυτό να σημαίνει με κανένα τρόπο ότι η αρχή αυτή λειτουργεί σε βάρος της διατήρησης της ομάδας και υπέρ αφομοιωτικών μηχανισμών. Ένα δεύτερο σημείο μέγιστης πολιτικής σημασίας αποτελεί η θεσμοποίηση των οργάνων που έχουν λειτουργική θέση στα πλαίσια της εσωτερικής έννομης και κοινωνικής τάξης της μουσουλμανικής μειονότητας. Η αντίδραση από το 1990 απέναντι στους διορισμένους Μουφτήδες

80 Âë. E. Picard, "Article 26", La Convention europeenne..., üð.ð., ó. 603 êáé áðüöáóç ôïõ Åõñùðáúêïý Äéêáóôçñßïõ ÄéêáéùìÜôùí ôïõ Áíèñþðïõ, "De Jong ê. Üë.", ôçò 22-5-1984, ÓåéñÜ Á', ô. 77, ðáñ. 39. 81 Âë. ó÷åôéêÞ óõæÞôçóç D. Anagnostou, Religious freedom and minority rights in the new Europe: The case of muslim courts in Western Thrace, Paper, XV Modern Greek Studies Association International Symposium, Kent State University, 6-9 Nov. 1997, ó. 19.

Page 24: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

25

δεν ήταν τίποτα άλλο παρά έκφραση της δυσαρέσκειας ορισμένων κύκλων που παραδοσιακά έλεγχαν τη θρησκευτική ηγεσία της μειονότητας απέναντι σε νέες επιλογές προσώπων, παρά τη βούληση να εφαρμοστούν οι ρυθμίσεις του νόμου του 1920 σχετικά με την εκλογή του Μουφτή. Σαν απάντηση στις αντιδράσεις αυτές ήρθε το 1991 η υιοθέτηση του νόμου 1920, που θεσμοθέτησε την πρακτική που οι ίδιοι οι αντιδρούντες εφάρμοζαν επί σειρά δεκαετιών. Η ανάδειξη ενός συστήματος Μουφτειών παράλληλου προς τις αναγνωρισμένες από το νόμο επέφερε το διχασμό στους κόλπους της μειονότητας διαμορφώνοντας ένα παράλληλο θεσμικό χώρο με λιγότερο δικαιικές παρά πολιτικές επιπτώσεις. Το ζήτημα της παράλληλης ύπαρξης των "ψευδομουφτήδων" είναι καίριο στην εξέταση της όλης προβληματικής. Η ανάδειξη θρησκευτικού αρχηγού από τμήμα της μειονότητας άλλων προσώπων πέρα από τις νόμιμες διαδικασίες που ρυθμίζουν την ανάδειξη Μουφτή θέτει σε αμφισβήτηση το όλο νομικό πλαίσιο και τη λειτουργία της δικαιοταξίας στη Θράκη. Το πρόβλημα είναι νομικό, πολιτικό και κοινωνικό: καταστρατηγείται συστηματικά όλο το σχετικό θεσμικό πλαίσιο με αδυναμία επιβολής του (βλ. σχετικές διώξεις του "ψευδομουφτή" με την επιβολή κυρώσεων για αντιποίηση αρχής), δημιουργείται ένας ακόμη πόλος τριβών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και τέλος υποθάλπονται συγκρουσιακές σχέσεις μεταξύ των μουσουλμάνων. 10. Συμπερασματικές παρατηρήσεις και προτάσεις Ύστερα από την παρουσίαση και ανάλυση του νομικού πλαισίου αλλά και την επισήμανση της πολιτικής παραμέτρου, όπως ρυθμίζουν και συνθέτουν τη θέση του Μουφτή θα μπορούσε κανείς να διατυπώσει την άποψη ότι τα προβλήματα που ανακύπτουν θα ήταν εφικτό να λυθούν σε θεσμικό επίπεδο με τη μεταρρύθμιση του νομικού πλαισίου, ώστε καταρχήν να ανταποκρίνεται στις συγκεκριμένες κοινωνικές και θρησκευτικές ανάγκες, μέσα στις οποίες ο Μουφτής ενεργεί, αλλά και να αποσβέσει τις πολιτικές τριβές και ανταγωνισμούς που αναπτύσσονται στο περιβάλλον του. Ο Μουφτής έχει εξέχοντα ρόλο στους θρησκευτικούς κύκλους της μειονότητας της Θράκης, όπου η θέση του όχι μόνο ρυθμίζεται αλλά και επιβάλλεται από κανόνες που ήδη έχουν ξεπεραστεί από τις κοινωνικές και πολιτικές εξελίξεις στην Τουρκία, καθώς και σε άλλα κράτη που υπάρχουν εθνικές, γλωσσικές και θρησκευτικές μειονότητες, στις οποίες το Ισλάμ συνιστά σημαίνον χαρακτηριστικό. Και αυτό γιατί η προσφορότερη εφαρμογή του κράτος δικαίου και της προστασίας των δικαιωμάτων του ανθρώπου και των μειονοτήτων περνάει μέσα από την προστασία της διαφοράς σε συνδυασμό με τη διασφάλιση προϋποθέσεων κοινωνικής ένταξης και ομαλών σχέσεων με την πλειονότητα. Η διατήρηση των υψηλών θεσμικών προδιαγραφών -βλ. δικαιοδοτικές αρμοδιότητες- του Μουφτή στην ελληνική έννομη τάξη μπορεί να εξηγηθεί με ιστορικούς όρους, όμως θα πρέπει να αναζητηθεί ένα νέο πλαίσιο αναφοράς, το οποίο αφενός θα λαμβάνει υπόψη του τις πολιτισμικές ιδιαιτερότητες που πηγάζουν από το Ισλάμ, αφετέρου όμως δεν θα ρυθμίζει τη διαιώνιση αντιλήψεων και πρακτικών που αντίκεινται σε θεμελιώδης αξίες που χαρακτηρίζουν μια ευρωπαϊκή έννομη τάξη. Πιο συγκεκριμένα, ο Μουφτής θα μπορούσε να αποχωριστεί τις δικαιοδοτικές του αρμοδιότητες τις οποίες θα αναλάμβανε ιεροδίκης με ειδική μόρφωση ενταγμένος στα τακτικά δικαστήρια αστικών κέντρων με μεγάλη συγκέντρωση μουσουλμάνων ελλήνων πολιτών. Όχι μόνο στους τρεις νομούς της Θράκης αλλά και αλλού, σύμφωνα με τη Συνθήκη της Λωζάνης. Ο ιεροδίκης θα πρέπει να έχει νομική μόρφωση αντίστοιχη με των τακτικών δικαστών. Η κωδικοποίηση και η συστηματική μελέτη του Ιερού Νόμου είναι απαραίτητη όχι μόνο για τη διασφάλιση της απονομής της δικαιοσύνης αλλά κυρίως για την κατανόηση και την εφαρμογή κανόνων δικαίου στην ελληνική έννομη τάξη, όχι σαν να πρόκειται ξένο σώμα, παρά ως sui generis δίκαιο, χωρίς να αντίκειται σε θεμελιώδεις αρχές προστασίας των ατομικών δικαιωμάτων και παράλληλα αποσκοπώντας στη διατήρηση των θρησκευτικών και πολιτισμικών διακριτικών χαρακτηριστικών της μειονότητας. Έτσι, ο Μουφτής δεν θα έχει πολιτικό ειδικό βάρος ούτε θα επικεντρώνει στο πρόσωπό του τις πολιτικές βλέψεις όλων εκείνων που εποφθαλμιούν τη χειραγώγησή του. Το ζήτημα της εκλογής (με άμεση ψηφοφορία των πιστών, ή από περιορισμένο εκλεκτορικό σώμα) μπορεί να

Page 25: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

26

αντιμετωπιστεί ψύχραιμα, και να αποτελέσει ζήτημα ελάσσονος σημασίας (εξάλλου δεν θα υπάρχει θεσμικό κώλυμα που να απαγορεύει την εκλογή δικαστή, αφού ο Μουφτής δεν θα έχει δικαιοδοτικές αρμοδιότητες). Θα μπορούσε επίσης να συζητηθεί η δυνατότητα εκλογής του από τους ιερουργούς της περιφέρειάς του ή το διορισμό του από Αρχιμουφτή, θεσμός, ο οποίος, αν και παλαιότερα θεσμοθετήθηκε, ποτέ δεν εφαρμόστηκε. Στο ίδιο πλαίσιο, απαραίτητη προκύπτει και η αναβάθμιση των ιεροσπουδαστηρίων σε ανώτερες σχολές ή ακόμη και η λειτουργία Τμήματος Ισλαμικών Σπουδών σε αντιστοιχία με την Ειδική Παιδαγωγική Ακαδημία της Θεσσαλονίκης που επιχειρείται από φέτος να λειτουργήσει με στόχο την εξασφάλιση του μορφωτικού επιπέδου που απαιτείται για την άσκηση των θρησκευτικών καθηκόντων των θρησκευτικών ιερουργών. Το νομικό καθεστώς που διέπει τη θέση το Μουφτή δεν μπορεί να αποξενωθεί από τις πολιτικές φορτίσεις που είναι συνυφασμένες με αυτήν, ούτε από την κοινωνική σπουδαιότητα που τον αναδεικνύει σε πρόσωπο αναφοράς για τα μέλη μιας κοινωνικής ομάδας που συνέχεται από ισχυρούς θρησκευτικούς δεσμούς. Οι ασυμβατότητες και τα νομικά κενά που διαπιστώθηκαν στις προηγούμενες σελίδες δεν είναι τεχνικά δύσκολο να θεραπευτούν. Απαιτείται όμως πολιτική τόλμη και προσεκτική προεργασία ώστε να συμβάλουν στην ομαλοποίηση των εσωτερικών και εξωτερικών σχέσεων της μειονότητας. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί η εξασφάλιση της έμπρακτης εφαρμογής μιας πολιτικής ουσιαστικής κοινωνικής ενσωμάτωσης της μειονότητας και της παράλληλης διαφύλαξης της θρησκευτικής και εθνογλωσσικής της ταυτότητας στα πολλαπλά επίπεδα που αυτή εκφράζεται. Ο Μουφτής μπορεί να φαντάζει ως θεσμικό απολίθωμα μιας πολύ μακρινής εποχής. Η αναπροσαρμογή των αρμοδιοτήτων του σε μία κοινωνία που εξελίσσεται μπορεί να της δώσει την ώθηση που χρειάζεται για να αποκολληθεί από το τέλμα που χαρακτηρίζει την εσωτερική της έννομη και κοινωνική τάξη.

Page 26: Η θέση του Μουφτή στην Ελληνική έννομη τάξη

27

Βιβλιογραφία

Aarbakke V., "Τhe Mufti, A Greek-Turkish Controversy", (αδημοσίευτο). Anagnostou D., Religious freedom and minority rights in the new Europe: The case of muslim courts in Western Thrace, Paper, XV Modern Greek Studies Association International Symposium, Kent State University, 6-9 Nov. 1997. Γεωργούλης Σ., Ο θεσμός του Μουφτή στην ελληνική και αλλοδαπή έννομη τάξη, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1993. Μέκος Ζ., Οι αρμοδιότητες του Μουφτή και η ελληνική νομοθεσία, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1991. Μπεκιαρήδης Γ., "Οι Μουφτήδες ως θρησκευτικοί ηγέται των μουσουλμάνων της περιφερείας των και δημόσιαι αρχαί", Αρμενόπουλος 1973, τ. 12, σσ. 885-895. Mηναΐδης Σ., Η θρησκευτική ελευθερία των μουσουλμάνων στην ελληνική έννομη τάξη, εκδ. Α.Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1990. Roukounas Ε., "Compétence du Moufti pour connaître des matières qui relèvent du statut personnel de ressortissants grecs de religion musulman", Revue Hellénique de droit international, Αthenes 1981, σσ. 151-157. Σολταρίδης Σ. Η ιστορία των Μουφτειών της Δυτικής Θράκης, εκδ. Α.Λιβάνη, Αθήνα 1997. Τsourkas D., "Les juridictions musulmanes en Grece", Hellenic Review of International Relations, v. 2 No II, 1981-2, σσ. 582-598.