honore de balzac - Οι χωριάτες

209
Honoré de Balzac Οι χωριάτες Les Paysans, 1844 Μετάφραση: Ε. Στεφανάκη ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ

Upload: ntop73

Post on 10-Oct-2014

285 views

Category:

Documents


3 download

TRANSCRIPT

Honoré de Balzac

Οι χωριάτες Les Paysans, 1844

Μετάφραση: Ε. Στεφανάκη

ΓΚΟΒΟΣΤΗΣ

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο ΠΥΡΓΟΣ

Στον κύριο Νατάν Αιγκ , 6 Αυγούστου 1823

Φίλε μου Νατάν, εσένα που κάνεις το κοινό να ονειρεύεται εξαίσια όνειρα με τις φαντασίες σου, θα σε κάνω να ονειρευτείς με την πραγματικότητα. Θα μου πεις μετά αν θα μπορούσε να κληροδοτήσει κάτι τέτοιο ο αιώνας μας στους Νατάν και τους Μπλοντέ του 1923! Θα μετρήσεις την απόσταση που μας χωρίζει από τον καιρό που οι διάφορες Φλορίν του XVIII αιώνα ξυπνούσαν κι εύρισκαν δικό τους ένα πύργο σαν την Αιγκ μέσα σ' ένα συμβόλαιο.

Πολυαγαπημένε μου, αν πάρεις το γράμμα μου πρωί, θα δεις από το κρεβάτι σου, πενήντα περίπου λεύγες έξω από το Παρίσι, σ' ένα μεγάλο βασιλικό δρόμο, στην αρχή της Βουργουνδίας, δυο μικρά περίπτερα από κόκκινα τούβλα που τα ενώνει ή τα χωρίζει ένας πράσινος φράχτης... Σ' αυτό το σημείο άφησε η άμαξα το φίλο σου.

Ένας φυσικός φράχτης από βάτα σαν ξέπλεκα μαλλιά περιβάλλει τα κιόσκια. Εδώ κι εκεί, υψώνεται μ' αυθάδεια μια συστάδα δέντρων. Πάνω στο γκρεμό, ωραία λουλούδια κολυμπάνε τις ρίζες τους σε πράσινα λιμνασμένα νερά. Δεξιά κι αριστερά, ο φράχτης συναντά δυο ξέφωτα. Το διπλό λιβάδι που ορίζει έχει χωρίς αμφιβολία ξεχερσωθεί.

Απ' αυτά τα σκονισμένα κι έρημα περίπτερα, αρχίζει μια θαυμάσια δεντροστοιχία μ' αιωνόβιες φτελιές που οι φουντωτές κορφές τους σκύβουν η μια στην άλλη και σχηματίζουν ένα μεγαλόπρεπο θόλο. Το χορτάρι φυτρώνει ελεύθερο, μόλις διακρίνονται τα ίχνη από τις διπλές ρόδες των αμαξιών. Η ηλικία των φτελιών, το φάρδος της δεντροστοιχίας, η επιβλητική μορφή των περιπτέρων, το σκοτεινό χρώμα της πέτρας, όλα δείχνουν πως κάπου κοντά βρίσκεται ένας πύργος βασιλικός.

Πριν να φτάσω στο φράχτη, από την κορυφή ενός από τα υψώματα που εμείς οι Γάλλοι αρκετά ματαιόδοξα τα ονομάζομε βουνά, και που στα πόδια του βρίσκεται το χωριό Κους, ο τελευταίος σταθμός, αγνάντεψα την απέραντη κοιλάδα της Αιγκ. Στο τέρμα της, ο μεγάλος δρόμος στρίβει κι οδηγεί κατ' ευθείαν στη μικρή επαρχία της La-Ville-aux-Fayes, όπου είναι θρονιασμένος ο ανιψιός του φίλου μας ντε Λυπώ.

Από μακριά αυτήν την πλούσια κοιλάδα την πλαισιώνουν τα βουνά μιας μικρής Ελβετίας, που λέγεται Μορβάν. Στο βάθος του ορίζοντα, ξεπροβάλλουνε επιβλητικά τα απέραντα δάση ενός λόφου που τα διασχίζει ένα ποτάμι. Τα πυκνά αυτά δάση ανήκουν στην Αιγκ, στο μαρκήσιο ντε Ρονκερόλ και στον κόμη ντε Σουλάνζ, που οι πύργοι, τα πάρκα και τα χωριά τους, από μακριά, κάνουν πραγματικά τα φανταστικά τοπία του Μπρέγκελ.

Αν αυτές οι λεπτομέρειες δεν σου φέρνουν στο νου όλους τους πύργους της Ισπανίας, που επιθύμησες να αποχτήσεις στη Γαλλία, δεν θα είσαι άξιος αυτής της διήγησης ενός κατάπληκτου Παριζιάνου. Επιτέλους, απόλαυσα μια εξοχή όπου η τέχνη συνυπάρχει με τη φύση χωρίς η μια να χαλάει την άλλη, όπου η τέχνη φαίνεται φυσική και η φύση είναι καλλιτεχνική. Συνάντησα την ίαση που τόσες φορές ονειρευτήκαμε: μια φύση θεριεμένη και όμορφη, ολόφωτη, κάτι άγριο και ατίθασο, μυστήριο, ασυνήθιστο. Πήδα το φράχτη τώρα και ακολούθα με. Όταν το περίεργο βλέμμα μου θέλησε ν' αγκαλιάσει, τη δεντροστοιχία που ο ήλιος μόνο στην ανατολή και τη δύση του μπορεί να διαπεράσει, ριγώνοντάς την με τις κάθετες ακτίνες του, ένα ύψωμα του εδάφους μου έκοψε τη θέα. Αλλά μετά τη στροφή ένα δασάκι κόβει τη δενδροστοιχία και βρισκόμαστε σ' ένα σταυροδρόμι. Στη μέση του υψώνεται ένας πέτρινος οβελίσκος, ακριβώς σαν ένα αιώνιο θαυμαστικό. Ανάμεσα από τις πέτρες αυτού του μνημείου που τελειώνει σε μια σφαίρα μ' αγκάθια (τι ιδέα!) κρέμονται κάτι λουλούδια κοκκινωπά ή κίτρινα, κατά την εποχή. Σίγουρα η Αιγκ χτίσθηκε από μια γυναίκα ή για μια γυναίκα, ένας άντρας δεν έχει τέτοιες κοκέτικες ιδέες, ο αρχιτέκτονας θα πήρε κάποιες οδηγίες. Αφού

Digitized by 10uk1s, May 2010

διέσχισα το δάσος, που λες κι εκτελούσε χρέη φρουρού, έφθασα σ' ένα εξαίσιο ύψωμα. Στο βάθος, αναβρύζει ένα ρυάκι μ' ένα γεφύρι από μουχλιασμένες πέτρες σε θαυμάσιο χρώμα, το πιο ωραίο από τα μωσαϊκά που φτιάχνει ο χρόνος. Η δενδροστοιχία ακολουθεί το ρυάκι σε μια μαλακή πλαγιά. Πέρα μακριά φαίνεται ο πρώτος πίνακας: ένας μύλος και η νεροδεσιά του, το καλντερίμι και τα δέντρα του, οι πάπιες κι η απλωμένη μπουγάδα, το σπίτι του με την καλαμένια σκεπή, τα δίχτυα και το ιχθυοτροφείο του, χωρίς να λογαριάζομε και το παιδί του μυλωνά, που με είχε κιόλας πάρει το μάτι του. Όπου και να βρεθείς στην εξοχή, ακόμα κι αν νομίζεις πως είσαι μόνος, πάντα δυο μάτια κάτω από ένα μπαμπακερό σκουφί σε παρακολουθούνε. Ένας εργάτης παρατά την τσάπα του, ένας αμπελουργός ανασηκώνει την καμπουριασμένη πλάτη του, μια βοσκοπούλα με κατσίκες, αγελάδες ή πρόβατα σκαρφαλώνει σε μια ιτιά και σε κατασκοπεύει.

Σε λίγο η δεντροστοιχία μεταβάλλεται σε μια αλέα με ακακίες που οδηγεί σ' ένα κιγκλίδωμα της εποχής που η μεταλλουργία έφτιαχνε εκείνα τα αέρινα διχτυωτά, τόσο όμοια με τις γραμμούλες των καλλιγράφων. Από κάθε μεριά του κιγκλιδώματος απλώνεται ένα χαντάκι που το περιβάλλουν λόγχες και ακόντια πολύ απειλητικά, πραγματικός σιδερένιος σκαντζόχοιρος. Εξ άλλου το κιγκλίδωμα είναι πλαισιωμένο από δυο «θυρωρεία», όμοια μ' εκείνα του παλατιού των Βερσαλλιών, και στεφανωμένα με βάζα κολοσσιαίων διαστάσεων. Το χρυσό των αραβουργημάτων είναι κόκκινο, η σκουριά έβαλε το χρώμα της. Αλλά αυτή η πόρτα —λέγεται πύλη της Δεντροστοιχίας— που αποκαλύπτει το Μεγάλο Δελφίνο που σ' αυτόν οφείλεται, μου φάνηκε παρ' όλα αυτά πολύ όμορφη. Στο τέλος κάθε τάφρου ξεκινάνε τείχη, ασοβάτιστα, όπου οι πέτρες, δεμένες μ' ένα κοκκινωπό πηλό, δείχνουν τις χίλιες αποχρώσεις τους: το κατακίτρινο της στουρναρόπετρας, το άσπρο της κιμωλίας, το σκουροκόκκινο της μυλόπετρας, και χίλια ιδιότροπα σχήματα. Όταν το πρωτοδείς, το πάρκο φαίνεται σκοτεινό, οι τοίχοι του είναι σκεπασμένοι από τα αναρριχητικά φυτά κι από τα δέντρα που εδώ και 50 χρόνια δεν γνώρισαν τσεκούρι. Θα 'λεγες πως είναι ένα δάσος που ξανάγινε παρθένο, ένα προνόμιο που μόνο τα δάση έχουν. Οι κορμοί τους κρύβονται από τις κληματίδες που μπλέκουν το ένα δέντρο με το άλλο. Τα γκι με το γυαλιστερό τους πράσινο κρέμονται από όλα τα κλαδιά, όπου μπόρεσε να φωλιάσει η υγρασία. Ξαναβρήκα τους γιγαντιαίους κισσούς, αυτά τα άγρια αραβουργήματα που δεν ανθίζουν παρά 50 λεύγες έξω από το Παρίσι, εκεί που η γη δεν κοστίζει αρκετά ακριβά ώστε να την τσιγκουνεύονται. Η τέτοια τέχνη θέλει πολύ έδαφος. Εκεί λοιπόν τίποτα δεν είναι επιτηδευμένο, η δικέλλα έχει πέσει σ' αχρηστία, τα αυλάκια των τροχών είναι γεμάτα νερό, εκεί ο βάτραχος γεννάει ήσυχος τους γυρίνους του, εκεί φυτρώνουν τα φίνα λουλούδια του δάσους, και τα ρείκια είναι τόσο όμορφα, όπως το Γενάρη, πάνω στο τζάκι σου, στο πλούσιο βάζο που σου 'φερε η Φλορίν.

Αυτό το μυστήριο σε ζαλίζει, σου ξυπνά αόριστους πόθους. Οι μυρωδιές του δάσους, ευωδιές που ξετρελαίνουν τις λαίμαργες για ποίηση ψυχές, εκείνες τις ψυχές που αγαπούνε τα πιο αθώα βρύα, τα πιο φαρμακερά κρυπτόγαμα, την υγρή γη, τις ιτιές, τα βάλσαμα, το θυμάρι, τα πράσινα νερά του βάλτου, το στρογγυλεμένο αστέρι των κίτρινων νούφαρων· όλη αυτή η ρωμαλέα βλάστηση παραδίνεται στα ρουθούνια σου, παραδίνοντας συγχρόνως κάτι σα σκέψη, ίσως την ψυχή της. Σκέφθηκα τότε ένα ροζ φόρεμα να κυματίζει στη στροφή της αλέας. Η αλέα τελειώνει απότομα μ' ένα τελευταίο μπουκέτο, όπου τρέμουν οι σημύδες, οι ιτιές και τα άλλα δέντρα αυτής της οικογένειας με τους χαριτωμένους λυγερούς κορμούς, δέντρα ενός ελεύθερου έρωτα! Από κει φίλε μου, είδα μια λίμνη σκεπασμένη με νυμφαίες, φυτά με φύλλα πλατειά κι απλωτά ή μικρά και ντελικάτα, και πάνω της ένα πλοίο βαμμένο άσπρο μαύρο, που σαπίζει, κοκέτικο σαν τα πλεούμενα των βαρκάρηδων του Σηκουάνα κι ανάλαφρο σαν καρυδότσουφλο. Πέρα μακριά, υψώνεται ένας πύργος του 1560, με ζωηρόχρωμα κόκκινα τούβλα, πέτρες, πλαίσια στις γωνιές, και μεγάλα παράθυρα που αποτελούνται από μικρά τετράγωνα (ω Βερσαλλίες!). Η πέτρα είναι λαξευμένη πρισματικά, αλλά κοίλα, σαν το βενετσιάνικο παλάτι του Δόγη στη Γέφυρα των Στεναγμών. Αυτός ο πύργος δεν έχει τίποτα συνηθισμένο, μόνο το κεντρικό σώμα, απ' όπου κατεβαίνει ένα αλαζονικό πλατύσκαλο με δυο σκάλες περιστροφικές με κάγκελα στρογγυλεμένα λεπτά στο κάτω μέρος και φουσκωτά στη μέση. Αυτό το κύριο σώμα πλαισιώνεται από πυργίσκους με μικρά κωδωνοστάσια όπου το μολύβι ζωγραφίζει τα λουλούδια του, κιόσκια μοντέρνα με γαλαρίες και αγγεία μάλλον ελληνικού ρυθμού. Εκεί, φίλε μου, δε βλέπεις ίχνος συμμετρίας. Αυτές τις φωλιές, τις μαζεμένες στην τύχη, λες και τις ντύνουν πράσινα

Digitized by 10uk1s, May 2010

δέντρα που το φύλλωμά τους κουνάει πάνω στις στέγες τις χίλιες μελαχρινές του βελόνες, συγκρατεί τα βρύα και δίνει ζωή στις ρωγμές που διασκεδάζουν το βλέμμα. Υπάρχει το ιταλικό πεύκο με την κόκκινη φλούδα και το μεγαλόπρεπο φύλλωμα. Υπάρχει ένας κέδρος ηλικίας δύο αιώνων, κλαίουσες ιτιές, ένα έλατο του Βορρά, μια βελανιδιά ακόμα ψηλότερη. Έπειτα μπροστά από τον κεντρικό πυργίσκο, δεντράκια παράξενα, ένα σμιλάκι κουρεμένο, που θυμίζει κάποιον παλιό καταστρεμμένο γαλλικό κήπο, μανόλιες και ορτανσίες. Μ' ένα λόγο, οι Απόμαχοι των ηρώων της φυτοκομίας, που αποκτούνε δόξες κι ύστερα ξεχνιούνται, όπως όλοι οι ήρωες. Μια καμινάδα με πρωτότυπα σκαλίσματα που έβγαζε πυκνό καπνό, μ' έπεισε ότι αυτό το εξαίσιο τοπίο δεν ήταν σκηνικό όπερας. Από την κουζίνα φαινότανε ότι υπάρχουνε ζωντανά όντα. Με φαντάζεσαι εμένα το Μπλοντέ, που στο Σαιν Κλου έχω την αίσθηση ότι βρίσκομαι στις πολικές περιοχές, καταμεσής αυτού του φλογερού βουργουνδέζικου τοπίου; Ο ήλιος ξεχύνεται πύρινος, η αλκυόνα είναι στην όχθη της λίμνης, τα τζιτζίκια τραγουδούν, ο γρύλλος φωνάζει, οι σπόροι σκάνε, οι παπαρούνες αφήνουν τη μορφίνη τους σε γλυκά δάκρυα, όλα διαγράφονται με σαφήνεια στο σκοτεινό μπλε του αιθέρα. Κάτω η κοκκινωπή γη των αναχωμάτων ξεχειλίζει από κείνο το φυσικό χυμό που μεθά τα έντομα και τα λουλούδια, που μας καίει τα μάτια και μας μαυρίζει τα πρόσωπα. Το σταφύλι στρογγυλεύει οι κληματίδες πλέκουν ένα δίχτυ από λευκούς ιστούς, που η κομψότητά τους ντροπιάζει τους κατασκευαστές δαντέλλας. Τέλος, κατά μήκος του σπιτιού λάμπουν γαλάζια δελφίνια, φραγκοκάρδαμα στο χρώμα της αυγής, μοσχομπίζελα. Από μακριά έρχεται η ευωδιά από τα λουλούδια της πορτοκαλιάς και τα διατσέντα. Μετά την ποιητική έξαρση του δάσους, που με είχε κιόλας προετοιμάσει, έρχονταν τα ερεθιστικά αρώματα αυτού του βοτανικού σεραγιού. Ψηλά, στην κορφή του πλατύσκαλου, σαν τη βασίλισσα των λουλουδιών, δες τώρα μια γυναίκα στ' άσπρα, με μια ομπρέλα ντουμπλαρισμένη με λευκό μετάξι, κι όμως πιο λευκή από το μετάξι, πιο λευκή από τα κρίνα που βρίσκονται στα πόδια της, πιο λευκή από τ' αστεράκια των γιασεμιών που ξετρυπώνουν αδιάντροπα από τα κάγκελα, μια Γαλλίδα γεννημένη στη Ρωσία που μου είπε: «Δεν σας περίμενα πια!». Με είχε δει από τη στροφή. Πόσο έχουν όλες οι γυναίκες στο αίμα τους τη σκηνοθεσία, ακόμα κι οι πιο αθώες!

Από το θόρυβο που έκαναν οι υπηρέτες κατάλαβα ότι καθυστέρησαν το γεύμα μέχρι να φθάσει η άμαξα. Δεν είχε τολμήσει να 'ρθει να με προϋπαντήσει.

Αυτό δεν είναι το όνειρό μας, αυτό δεν είναι το όνειρο όλων των εραστών του κάλλους, κάτω από κάθε μορφή, του σεραφικού κάλλους που έβαλε στο «Γάμο της Παρθένας» ο Λουίνι, σ' αυτή την ωραία τοιχογραφία στο Σαρόνο, του κάλλους που βρήκε ο Ρούμπενς για τη συμπλοκή της «Μάχης του Θερμοδόν», του κάλλους που καλλιέργησαν πέντε αιώνες στους καθεδρικούς ναούς της Σεβίλλης και του Μιλάνου, του κάλλους των Σαρακηνών της Γρανάδας, του κάλλους του Λουδοβίκου XIV στις Βερσαλλίες, του κάλλους των Άλπεων και του κάλλους της Λιμάν;

Απ' αυτή την ιδιοκτησία, που δεν έχει τίποτα υπερβολικά πριγκιπικό, ούτε πάλι τίποτα χυδαία υλικό, αλλά όπου μένουν μαζί ο πρίγκιπας κι ο κτηματίας, πράγμα που εξηγεί πολλά, εξαρτιόνται δυο χιλιάδες εκτάρια δάση, ένα πάρκο 900 στρεμμάτων, ο μύλος, τρία τσιφλίκια, μια τεράστια αγροικία στο Κους και αμπέλια με εισόδημα γύρω στις 72 χιλιάδες φράγκα. Αυτή είναι η Αιγκ, αγαπητέ μου, όπου με περίμεναν εδώ και δυο χρόνια. Τούτη τη στιγμή βρίσκομαι στο «περσικό δωμάτιο», που προορίζεται για τους επιστήθιους φίλους.

Ψηλά από το πάρκο, προς τη μεριά του χωριού, ξεκινούν καμιά δωδεκαριά πηγές καθαρές, διάφανες που έρχονται από το Μορβάν και χύνονται όλες στη λίμνη, αφού πρώτα στολίσουν με τις υγρές κορδέλες τους τους θαυμάσιους κήπους του. Το όνομα της Αιγκ βγαίνει απ' αυτά τα τρισχαριτωμένα ρυάκια. Στους παλιούς τίτλους η περιοχή αναφέρεται με τ' όνομα Αιγκ-Βιβ, αντιστροφή της Αιγκ-Μορτ. Η λίμνη καταλήγει στο ρυάκι της δεντροστοιχίας με ένα φαρδύ κανάλι ίσιο, πλαισιωμένο από κλαίουσες ιτιές σ' όλο του το μήκος. Αυτό το κανάλι είναι χάρμα ομορφιάς. Όταν πλέει κανείς πάνω του θαρρεί πως βρίσκεται κάτω από το νάρθηκα μιας τεράστιας εκκλησιάς, που το χορό της τον αποτελούν τα κτίσματα που βρίσκονται στην όχθη. Όταν το ηλιοβασίλεμα ρίχνει στον πύργο τους

Digitized by 10uk1s, May 2010

πορτοκαλιούς του τόνους που διακόπτονται από τις σκιές, κι ανάβει το γυαλί των παραθυρόφυλλων, λες και βλέπεις φλεγόμενα βιτρό. Στο τέλος του καναλιού αντικρίζεις το χωριό Μπλανζύ, 60 σπίτια πάνω - κάτω, μια γαλλική εκκλησία, δηλαδή ένα κακοσουλουπωμένο σπίτι μ' ένα ξύλινο καμπαναριό που στηρίζει μια σκεπή από σπασμένα κεραμίδια. Διακρίνεται ένα πρεσβυτέριο και ένα αστικό σπίτι. Η κοινότητα είναι αρκετά μεγάλη, αποτελείται από διακόσια αραιά σπίτια, που έδρα τους είναι η πολίχνη. Η κοινότητα έχει εδώ κι εκεί μικρούς κήπους, οι δρόμοι έχουνε στις δύο πλευρές τους δέντρα καρποφόρα. Οι κήποι, πραγματικά χωριάτικοι κήποι, έχουν απ' όλα: λουλούδια, κρεμμύδια, λάχανα και κληματαριές, φραγκοσταφυλιές και πολλή κοπριά. Το χωριό φαίνεται ασήμαντο, είναι αγροτικό, έχει εκείνη την όμορφη απλότητα που τόσο ζηλεύουν οι ζωγράφοι. Τέλος, στο βάθος διακρίνεται η μικρή πόλη Σουλάνζ, στην άκρη μιας μεγάλης λίμνης, σαν μια οικοδομή στην λίμνη του Τουν.1

Όταν περιπλανιέσαι σ' αυτό το πάρκο με τις τέσσερις πύλες του, η Αρκαδία της μυθολογίας σου φαίνεται άχαρη σαν τη Μπως. Η Αρκαδία είναι στη Βουργουνδία κι όχι στην Ελλάδα, η Αρκαδία είναι στην Αιγκ κι όχι αλλού. Στο κάτω μέρος του τσιφλικιού κυλάει ένα ποτάμι σχηματισμένο από ρυάκια. Οι φιδίσιες κορδέλες του δίνουνε μια δροσερή γαλήνη στο τοπίο, έναν τόνο μοναξιάς που σου φέρνει στο νου τα μοναστήρια. Κι αλήθεια, σ' ένα τεχνητό νησάκι βρίσκονται ακόμα τα ερείπια ενός μεγαλόπρεπου μοναστηριού, που η εσωτερική του χάρη είναι αντάξια του τρυφηλού τραπεζίτη που το 'χτισε. Η Αιγκ, αγαπητέ μου, ήταν ιδιοκτησία εκείνου του Μπουρέ που ξόδεψε δυο εκατομμύρια για να δεχτεί μια φορά το Λουδοβίκο XV. Πόσα παράφορα πάθη, πόσα εκλεπτυσμένα πνεύματα και ευτυχισμένες περιστάσεις χρειάστηκαν για να δημιουργηθεί αυτός ο ωραίος τόπος; Μια μαιτρέσα του Ερρίκου IV ξανάχτισε τον πύργο και τον ένωσε με το δάσος. Ύστερα πέρασε στην ευνοούμενη του Μεγάλου Δελφίνου, την κυρία Σουέν, που επέκτεινε την ιδιοκτησία, αγοράζοντας μερικά αγροκτήματα. Ο Μπουρέ διακόσμησε τον πύργο με το εξεζητημένο στυλ των μικρών σπιτιών του Παρισιού, για το χατίρι μιας πριμαντόνας. Σ' αυτόν οφείλεται και η ανακαίνιση του ισόγειου σε στυλ Λουδοβίκου XV.

Έμεινα έκθαμβος, όταν αντίκρισα την τραπεζαρία. Πρώτα τράβηξαν τη ματιά μου οι τοιχογραφίες του ταβανιού, ζωγραφισμένες σύμφωνα με το ιταλικό γούστο και τα πιο ιδιότροπα αραβουργήματα. Σε κανονικές αποστάσεις, γυναίκες που τα μέλη τους καταλήγουν σε φυλλώματα κρατάνε στο κεφάλι πανέρια φρούτων απ' όπου ξετυλίγονται τα φυτικά κοσμήματα του ταβανιού. Στα τύμπανα (που χωρίζουν τις γυναίκες) κάποιος άγνωστος ζωγράφος απαθανάτισε με θαυμαστή δύναμη όλες τις δόξες του τραπεζιού: σολομούς, κεφάλια από αγριογούρουνα, κοχύλια, όλο τον κόσμο των εδεσμάτων, που ανταγωνίζεται με τις πιο παράξενες φαντασίες της Κίνας, της χώρας που, κατά τη γνώμη μου, καταλαβαίνει καλύτερα τη διακοσμητική τέχνη. Ένα κουδουνάκι επιτρέπει στην οικοδέσποινα να καλεί τους υπηρέτες όταν θέλει, χωρίς να διακόπτουν τις συζητήσεις ή να χαλάνε την ατμόσφαιρα. Στα ανώφλια είναι ζωγραφισμένες αισθησιακές σκηνές. Τα φατνώματα είναι διακοσμημένα από μαρμάρινα μωσαϊκά. Η αίθουσα θερμαίνεται από κάτω. Απ' όλα τα παράθυρα η θέα είναι εξαίσια.

Αυτή η αίθουσα επικοινωνεί από τη μια μεριά με το λουτρό κι από την άλλη μ' ένα μπουντουάρ που βλέπει στο σαλόνι. Οι τοίχοι του λουτρού είναι ντυμένοι με ανάγλυφες πλάκες Σεβρών, το πάτωμα είναι μωσαϊκό και η μπανιέρα μαρμάρινη.

Σ' ένα κοίλωμα, κρυμμένο με μια χαλκογραφία που σηκώνεται μ' ένα μοχλό, βρίσκεται ένα κρεβάτι με επιχρυσωμένο ξύλο σε στυλ Πομπαντούρ. Το ταβάνι είναι από κυανό και χρυσό. Τα σχέδια στους τοίχους έγιναν σύμφωνα με κείνα του Μπουσέ. Έτσι, το μπάνιο, το τραπέζι κι ο έρωτας είναι ενωμένα.

Μετά από το σαλόνι, φίλε μου, που έχει όλη τη μεγαλοπρέπεια του στυλ Λουδοβίκου XIV, έρχεται η αίθουσα του μπιλιάρδου, που εγώ τουλάχιστον δε βρίσκω αντάξιά της σ' όλο το Παρίσι. Η είσοδος

1 Λίμνη στο καντόνι της Βέρνης, στην Ελβετία.

Digitized by 10uk1s, May 2010

αυτού του ισόγειου είναι ένας προθάλαμος ημικυκλικός. Στο βάθος του μια πολύ κοκέτικη σκάλα οδηγεί σε διαμερίσματα κτισμένα σε διαφορετικές εποχές. Και να σκεφθείς πως έκοψαν το λαρύγγι σε τόσους φοροεισπράκτορες το 1793! Θεέ μου! Πώς δεν καταλαβαίνουν ότι τα θαύματα της τέχνης είναι αδύνατα χωρίς τις μεγάλες περιουσίες και μια εξασφαλισμένη τάξη πραγμάτων;

Αν η Αριστερά θέλει οπωσδήποτε να σκοτώσει τους βασιλιάδες, ας μας αφήσει τουλάχιστον μερικούς μικρούς πρίγκιπες, μεγάλους όσο τίποτα!

Όλα αυτά τα πλούτη ανήκουν σήμερα σε μια νεαρή γυναίκα με καλλιτεχνικές τάσεις, που όχι μόνο τα επιδιόρθωσε θαυμάσια, αλλά και τα διατηρεί με στοργή. Υποτιθέμενοι φιλόσοφοι που ασχολούνται με τον εαυτό τους με ύφος σαν να ασχολούνται με την Ανθρωπότητα, θεωρούν αυτά τα ωραία πράγματα εκκεντρικότητες. Χάσκουν μπροστά στα εργαστήρια μπαμπακερών και τις ανόητες εφευρέσεις της μοντέρνας βιομηχανίας λες κι είμαστε σήμερα πιο μεγάλοι και πιο ευτυχισμένοι από τον καιρό του Ερρίκου IV, του Λουδοβίκου XIV και του Λουδοβίκου XV, που όλοι τους έχουν αφήσει τη σφραγίδα της βασιλείας τους στην Αιγκ. Ποιο παλάτι, ποιο βασιλικό πύργο, ποιες κατοικίες, ποια καλλιτεχνήματα, ποια χρυσοκέντητα υφάσματα θα αφήσουμε εμείς; Οι φούστες των γιαγιάδων μας είναι σήμερα περιζήτητες για ταπετσαρίες. Εγωιστές επικαρπωτές, σπαγκοραμμένοι, τα καταστρέφομε όλα, φυτεύομε λάχανα εκεί που άλλοτε υψώνονταν θαύματα. Χτες, το αλέτρι πέρασε πάνω από το Περσάν, που ξετίναξε οικονομικά τον καγκελάριο Μωπού, το σφυρί κατάστρεψε το Μονμορανσύ, που στοίχισε τρελά ποσά σ' έναν από τους Ιταλούς του περιβάλλοντος του Ναπολέοντα. Τέλος, το Βαλ, δημιουργία του Ρενιώ Σαιν Ζαν Ντ' Ανζελύ, το Κασσάν, χτισμένο για μια μαιτρέσα του πρίγκιπα ντε Κοντί, συνολικά 4 βασιλικές κατοικίες, εξαφανίστηκαν όλες στην κοιλάδα του Ουάζ.

Ετοιμάζομε γύρω από το Παρίσι μια ρωμαϊκή εξοχή για την επομένη μιας λεηλασίας που θα σαρώσει τους γύψινους πύργους μας και τις χάρτινες διακοσμήσεις μας.

Βλέπεις, φίλε μου, πού μας οδηγεί η συνήθεια της δημοσιογραφικής φλυαρίας. Σου σκάρωσα ολόκληρο άρθρο. Έχει λοιπόν και το πνεύμα, σαν τους δρόμους, την πεπατημένη του.

Σταματώ, γιατί κλέβω το επάγγελμά μου, κλέβω τον ίδιο τον εαυτό μου και σίγουρα θα χασμουριέσαι. Η συνέχεια αύριο. Ακούω το δεύτερο κουδούνισμα που μας αναγγέλλει ένα από κείνα τα πλούσια γεύματα, που εμάς εδώ και πολύ καιρό, μας κάνανε να ξεχάσομε τα παρισινά εστιατόρια. Άκουσε τώρα την ιστορία της Αρκαδίας μου. Στα 1815, πέθανε στην Αιγκ η πιο διεφθαρμένη γυναίκα του περασμένου αιώνα, μια τραγουδίστρια ξεχασμένη κι απ' την γκιλοτίνα κι απ' την αριστοκρατία, κι απ' τη διανόηση κι απ' το χρήμα, αφού ανακατεύτηκε με το χρήμα, τη διανόηση και την αριστοκρατία και πλησίασε τη γκιλοτίνα, ξεχασμένη όπως τόσες χαριτωμένες γριούλες, που πάνε στην εξοχή να ξεπλύνουν τα αμαρτήματα της νιότης τους και ανταλλάσσουν τον έρωτά τους μ' έναν άλλο, τον άντρα με τη φύση. Αυτές οι γυναίκες ζούνε με τα λουλούδια, με τις ευωδιές του δάσους, με τον ουρανό, τα παιγνιδίσματα του ήλιου, μ' ό,τι τραγουδά, πάλλει, λάμπει και φυτρώνει, τα πουλιά, τις σαύρες, τα λουλούδια και τα χόρτα. Αγνοούν τα πάντα, δεν έχουν απορίες, αγαπούν ακόμα.

Αγαπούν τόσο καλά, που ξεχνούν τους δούκες, τους ναυάρχους, τις αντιζηλίες, τους φοροεισπράκτορες, τις τρέλες τους, την ξέφρενη πολυτέλειά τους, τα διαμαντικά και τα στρας τους, τα ψηλοτάκουνα πασούμια τους, τα φτιασίδια τους, για τις χαρές της εξοχής.

Μάζεψα πολύτιμες πληροφορίες, αγαπητέ μου για τα γηρατειά της δεσποινίδος Λαγκέρ, γιατί τα γηρατειά των κοριτσιών σαν τη Φλορίν, τη Μαριέττα, τη Σουζάνα του Βαλ - Νομπλ και την Τούλια, μ' ανησυχούνε από καιρό σε καιρό με τον ίδιο τρόπο που θ' ανησυχούσε ένα παιδί για την τύχη των παλιών φεγγαριών. Το 1790, η δις Λαγκέρ, τρομαγμένη από την πολιτική κατάσταση, εγκαταστάθηκε στην Αιγκ, που την αγόρασε για χάρη της ο Μπουρέ. Εκεί είχαν περάσει μαζί πολύν καιρό. Η τύχη της

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ντυμπαρρύ την τρόμαζε τόσο που έθαψε τα διαμαντικά της. Ήταν τότε μόλις πενήντα τριών χρόνων. Και κατά τα λεγόμενα της καμαριέρας της, που παντρεύτηκε ένα χωροφύλακα και έγινε κυρία Σουντρύ και τώρα τη φωνάζουν «κυρία δημαρχίνα», η «κυρία» ήταν πιο ωραία από ποτέ.

Αγαπητέ μου, η φύση θα 'χει σίγουρα τους λόγους της για να μεταχειρίζεται αυτού του είδους τα πλάσματα σαν παραχαϊδεμένα παιδιά. Οι υπερβολές, αντί να τις σκοτώνουν, τις τρέφουν, τις διατηρούν, τις ξανανιώνουν. Κάτω από το λυμφατικό παρουσιαστικό τους έχουν νεύρα που κρατάνε γερά έναν θαυμάσιο σκελετό.

Είναι πάντα όμορφες για τους ίδιους λόγους που θ' ασχήμιζαν κάθε ενάρετη γυναίκα. Σίγουρα η τύχη δεν έχει ηθική.

Η δεσποινίς Λαγκέρ έζησε άψογα, δεν μπορούμε βέβαια να πούμε σαν αγία, μετά από την περίφημη περιπέτειά της.

Ένα βράδυ, ύστερα από μια ερωτική απογοήτευση, το έσκασε από την Όπερα, ντυμένη με τα ρούχα του θεάτρου, πήγε στους αγρούς κι έκλαψε όλη τη νύχτα στο χαντάκι του δρόμου (έχουν συκοφαντήσει τον έρωτα στην εποχή του Λουδοβίκου XV;).

Τόσο πολύ είχε ξεσυνηθίσει να βλέπει την αυγή, που τη χαιρέτησε τραγουδώντας την πιο ωραία της άρια. Η πόζα της και τα φανταχτερά της φουστάνια τράβηξαν τους χωριάτες, που παραξενεμένοι από τις χειρονομίες της, τη φωνή και την ομορφιά της, την πέρασαν για άγγελο και έπεσαν στα γόνατα μπροστά της. Αν έλειπε ο Βολτέρος, θα 'χαμε ένα ακόμη θαύμα κάτω από το Μπανιολέ.1

Δεν ξέρω αν ο θεούλης θα λάβει υπ' όψη του την όψιμη αρετή αυτής της δεσποινίδας, γιατί ο έρωτας προξενεί πάντα αηδία σε μια γυναίκα τόσο μπουχτισμένη από έρωτα, όπως πρέπει να είναι μια διεφθαρμένη της παλιάς Όπερας. Η Λαγκέρ γεννήθηκε το 1740, η καλή της εποχή ήταν γύρω στα 1760, όταν ο κύριος ντε... (μου διαφεύγει το όνομά του) ονομάστηκε πρώτος υπάλληλος του πολέμου,

2

Όταν ο Βοναπάρτης έγινε πρώτος ύπατος, πούλησε τα διαμαντικά της και μεγάλωσε την ιδιοκτησία της με κτήματα της εκκλησίας. Σα γνήσιο κορίτσι της Όπερας δεν είχε ιδέα από επιχειρήσεις κι αντί να διευθύνει η ίδια την περιουσία της, άφησε τη διαχείριση σ' έναν επιστάτη κι αυτή ασχολήθηκε μόνο με το πάρκο, τα λουλούδια και τα φρούτα.

εξ αιτίας του δεσμού του μαζί της. Άφησε το όνομά της, που ήταν τελείως άγνωστο στην περιοχή, κι ονομάστηκε η κυρία της Αιγκ, για να προφυλαχτεί καλύτερα σ' αυτή τη γη, που τη διαμόρφωσε με βαθύ καλλιτεχνικό γούστο.

Όταν πέθανε η δεσποινίδα την έθαψαν στο Μπλανζύ κι ο συμβολαιογράφος της Σουλάνζ, αυτής της μικρής πόλης, που βρίσκεται ανάμεσα στη La-Ville-aux-Fayes και το Μπλανζύ, κι είναι η πρωτεύουσα του καντονιού, έκανε μια λεπτομερή απογραφή της περιουσίας της και κατάφερε να ανακαλύψει τους κληρονόμους της τραγουδίστριας, πράγμα που κανείς δεν το περίμενε. Έντεκα οικογένειες μικροκαλλιεργητών που μένανε σε τρώγλες στα περίχωρα της Αμιένης ξύπνησαν μια μέρα σε μεταξωτά σεντόνια.

Χρειάστηκε να γίνει δημοπρασία. Ο Μονκορνέ, που είχε κάνει λεφτά στην Ισπανία και την Πομερανία,

1 Ανατολικό προάστιο των Παρισίων.

2 Λογοπαίγνιο με το επίθετό της, που σημαίνει: «ο πόλεμος».

Digitized by 10uk1s, May 2010

έδωσε περίπου 11.100.000 φράγκα κι αγόρασε την Αιγκ μαζί με την επίπλωση. Αυτός ο ωραίος τόπος έπρεπε πάντοτε ν' ανήκει στο Υπουργείο Πολέμου1

Φίλε μου, για να εκτιμήσεις την κόμισσα πρέπει να ξέρεις ότι ο στρατηγός είναι ένας βίαιος άνθρωπος, αιματώδης, πέντε πόδια και εννέα δάχτυλα ψηλός, γερός σαν ταύρος, με χοντρό λαιμό και πλάτες σιδερά, που θ' ανάδειχναν περίφημα τον πολεμικό του θώρακα. Ο Μονκορνέ ήταν ο αρχηγός του ιππικού στη μάχη του Έσσλιγκ, που οι Αυστριακοί ονομάζουν Gross Aspern, και κατάφερε να τη γλυτώσει, όταν αυτό το ωραίο ιππικό στριμώχτηκε στο Δούναβη. Πέρασε τον ποταμό καβάλα σ' ένα τεράστιο κορμό. Οι θωρακοφόροι, όταν βρήκαν τη γέφυρα χαλασμένη, εμψυχωμένοι απ' τη φωνή του Μονκορνέ, πήραν την υπέροχη απόφαση να κάνουν μεταβολή και ν' αντιμετωπίσουν την αυστριακή στρατιά, που την επομένη πήρε μαζί της τριάντα αμάξια γεμάτα θώρακες.

. Αυτό το αισθηματικό ισόγειο επηρέασε χωρίς άλλο το στρατηγό και χτες μάλιστα έλεγα στην κόμισσα ότι ο γάμος του ήταν συνέπεια της Αιγκ.

Οι Γερμανοί δημιούργησαν γι' αυτούς τους θωρακισμένους ιππότες μια μόνη λέξη που σημαίνει σιδερένιος άνθρωπος.2

1 Ευφυολόγημα του συγγραφέα, που στηρίζεται στο ότι το όνομα της παλιάς ιδιοκτήτριας ήταν Λαγκέρ (=πόλεμος) και ο Μονκορνέ, ο νέος ιδιοκτήτης, είναι στρατιωτικός.

Ο Μονκορνέ έχει την εξωτερική εμφάνιση ενός ήρωα της αρχαιότητας. Τα μπράτσα του είναι χοντρά και μυώδη, το στήθος του φαρδύ και βροντερό, το κεφάλι του το

2 Τεχνικά δεν αγαπώ τις σημειώσεις, κι αυτή είναι η πρώτη που επιτρέπω στον εαυτό μου. Το ιστορικό της ενδιαφέρον θα μου χρησιμεύσει για δικαιολογία. Εξ άλλου, θα αποδείξει ότι η περιγραφή των μαχών είναι στην ουσία κάτι διαφορετικό από τους ξερούς ορισμούς των συγγραφέων που εδώ και 3.000 χρόνια δεν μας μιλούν, παρά για την δεξιά ή την αριστερή πτέρυγα, για το κέντρο, μα που δε λένε λέξη για το στρατιώτη, τους ηρωισμούς και τις κακουχίες του. Η ευσυνειδησία με την οποία ετοιμάζω τις «Σκηνές της Στρατιωτικής ζωής» με οδηγεί σ' όλα τα πεδία των μαχών τα ποτισμένα με γαλλικό και ξένο αίμα. Θέλησα λοιπόν να επισκεφθώ και την πεδιάδα του Βάγκραμ. Όταν έφθασα στις όχθες του Δούναβη, απέναντι από το Λομπάου, παρατήρησα στην όχθη, όπου φυτρώνει ένα λεπτό χόρτο, κυματισμούς όμοιους με τα μεγάλα αυλάκια των αγρών με τριφύλλια. Ρώτησα το λόγο αυτής της διαμόρφωσης του εδάφους, με την ιδέα πως θα πρόκειται για κάποια μέθοδο γεωργίας. «Εδώ, μου είπε ο χωρικός που μας οδηγούσε, κοιμούνται οι θωρακοφόροι της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Αυτό που βλέπετε, είναι οι τάφοι τους».

Αυτά τα λόγια, που τα μεταφέρω αυτούσια, μ' έκαναν να ανατριχιάσω. Ο πρίγκιπας Φρειδερίκος Σ... που τα μετάφρασε, πρόσθεσε ότι ο χωρικός αυτός είχε οδηγήσει την πομπή των κάρων που ήταν φορτωμένα με θώρακες των θωρακοφόρων. Και από μια παράξενη σύμπτωση, αλλά τόσο συχνή στους πολέμους, ο ξεναγός μας είχε προμηθεύσει το πρόγευμα στο Ναπολέοντα το πρωί της μάχης του Βάγκραμ. Αν και φτωχός, είχε ακόμη τα δυο Ναπολεόνια που του είχε δώσει ο Αυτοκράτορας για το γάλα και τα αυγά του. Ο εφημέριος του Gross-Aspern μας οδήγησε στο περίφημο κοιμητήριο, όπου Γάλλοι και Αυστριακοί χτυπήθηκαν βουτηγμένοι μέχρι τα μισά της γάμπας στο αίμα με επιμονή και παλικαριά ισάξια. Εκεί μας εξήγησε ότι μια μαρμάρινη επιγραφή, που κίνησε όλη μου την προσοχή, με τα ονόματα του ιδιοκτήτη του Gross-Aspern, που σκοτώθηκε την τρίτη μέρα, ήταν όλη κι όλη η ανταμοιβή γι' αυτήν την οικογένεια, μας είπε με βαθειά μελαγχολία: «Ήταν η εποχή της μεγάλης δυστυχίας και των μεγάλων υποσχέσεων. Σήμερα όμως είναι η εποχή της λήθης». Η απλότητα αυτών των λόγων μου φάνηκε θαυμάσια, όταν το καλοσκέφτηκα όμως, δικαιολόγησα τη φαινομενική αχαριστία του Αυστριακού Οίκου. Ούτε οι λαοί ούτε οι βασιλιάδες είναι αρκετά πλούσιοι για να ανταμείψουν την αφοσίωση που γεννάνε οι υπέρτατοι αγώνες. Αυτοί που υπηρετούν μια υπόθεση υπολογίζοντας ενδόμυχα σε μια ανταμοιβή, ας εκτιμήσουν το αίμα τους κι ας γίνουν κοντοτιέροι!... Αυτοί που χειρίζονται ή την πέννα ή το σπαθί για την πατρίδα τους δεν πρέπει να σκέφτονται παρά μόνο να κάνουν το καλό, όπως έλεγαν οι πατέρες μας, και να δέχονται τα πάντα, ακόμα και την δόξα, σαν μια ευτυχισμένη σύμπτωση.

Όταν για τρίτη φορά πήγε να καταλάβει αυτό το περίφημο κοιμητήριο, ο Μασενά, πληγωμένος, ενώ τον μετέφεραν σ' ένα δίτροχο αμάξι, προσφώνησε μ' αυτό τον έξοχο τρόπο τους στρατιώτες του: «Πώς... του κερατά, αφού παίρνετε μόνο πέντε πεντάρες την μέρα, κι εγώ έχω σαράντα εκατομμύρια μ' αφήνετε μπροστά!...». Είναι γνωστή η διαταγή του Αυτοκράτορα στο λοχαγό που πέρασε τρεις φορές το Δούναβη κολυμπώντας:

«Ή θα ξαναπάρετε το χωριό ή θα πεθάνετε. Πρόκειται για την τιμή του στρατού μας! Τα γεφύρια κόπηκαν!»

Ο ΣΥΓΡΑΦΕΑΣ

Digitized by 10uk1s, May 2010

κατευθύνει ένας λιονταρίσιος χαρακτήρας, η φωνή του είναι από κείνες που έχουν το πρόσταγμα στις μάχες. Έχει το κουράγιο των ανθρώπων με το πολύ αίμα, αλλά του λείπει και το μυαλό και η δύναμη. Όπως όλοι οι στρατηγοί, που η στρατιωτική ευθυκρισία κι η συνήθεια να διατάζουν τους δίνουν μια επίφαση ανωτερότητας, ο Μονκορνέ στην αρχή σου επιβάλλεται. Σου φαίνεται Τιτάνας, αλλά αμέσως ύστερα ξεπετιέται από μέσα του ο νάνος, σαν το χαρτονένιο γίγαντα που χαιρετά την Ελισάβετ στην είσοδο του πύργου του Κενιλγουώρθ.

Οξύθυμος κι αγαθός, γεμάτος αυτοκρατορική αλαζονεία, έχει την καυστικότητα των στρατιωτών, γρήγορο πνεύμα κι ακόμα πιο γρήγορο χέρι. Υπέροχος στο πεδίο της μάχης, ανυπόφορος στο σπίτι, δεν ξέρει παρά μόνο τον έρωτα των στρατιωτικών, που οι Αρχαίοι, αυτοί οι έξοχοι μυθοπλάστες, τους είχαν δώσει για προστάτη το γιο της Αφροδίτης και του Άρη, τον Έρωτα. Αυτοί οι εξαίσιοι χρονικογράφοι της θρησκείας διαθέτανε ένα σωρό διαφορετικούς έρωτες. Αν μελετήσεις τους πατέρες και τα σύμβολα αυτών των ερώτων, θα ανακαλύψεις την πιο ολοκληρωμένη κοινωνική ονοματολογία. Και καυχιόμαστε ότι έχουμε κάνει κι εμείς εφευρέσεις! Όταν η σφαίρα μας θα γυρίσει ανάποδα, σαν τον άρρωστο που ονειρεύεται, όταν οι θάλασσες θα γίνουν στεριές, οι Γάλλοι εκείνου του καιρού θα βρουν στο βάθος του ωκεανού μας μια ατμομηχανή, ένα κανόνι, μια εφημερίδα κι ένα χάρτη τυλιγμένα με κοράλλια. Λοιπόν, φίλε μου, η κόμισσα Μονκορνέ είναι μια εύθραυστη, ντελικάτη και ντροπαλή γυναίκα. Πώς σου φαίνεται αυτός ο γάμος; Για όποιον ξέρει τον κόσμο, τέτοιες ιστορίες είναι τόσο συνηθισμένες, που κατάντησαν εξαιρέσεις οι επιτυχημένοι γάμοι. Ήρθα να δω με ποιον τρόπο αυτή η λεπτοκαμωμένη γυναικούλα τραβάει τα σκοινιά του χοντρού τετράγωνου στρατηγού της για να τον διοικήσει, όπως διοικούσε αυτός τους καβαλάρηδές του. Αν ο Μονκορνέ μιλά δυνατά μπρος στη Βιργινία του, η κυρία φέρνει το δάχτυλο στο στόμα κι αυτός σωπαίνει. Ο στρατιώτης πάει να καπνίσει την πίπα και το πούρο του σ' ένα περίπτερο, πενήντα βήματα από τον πύργο, και ξαναγυρνά παρφουμαρισμένος. Αν του προτείνει κανείς τίποτα, γυρνά προς το μέρος της και λέει σαν αρκούδα μεθυσμένη από τα σταφύλια: «Αν θέλει η κυρία». Όταν πηγαίνει στη γυναίκα του με κείνο το βαρύ βήμα που κάνει τις πλάκες να τρέμουν σαν σανίδια, αν του φωνάξει με τη φοβισμένη της φωνίτσα «μη μπαίνετε», κάνει μεταβολή εκ δεξιών και μουρμουρίζει ταπεινά: «Ειδοποιήστε με πότε μπορώ να σας μιλήσω...» με την ίδια φωνή που φώναζε στους καβαλάρηδές του στις όχθες του Δούναβη: «Παιδιά μου, πρέπει να πεθάνουμε, και να πεθάνουμε ωραία, αφού δεν μπορούμε να κάνομε τίποτα άλλο!». Τον άκουσα να λέει αυτόν τον συγκινητικό λόγο για τη γυναίκα του: «όχι μόνο την αγαπώ, αλλά και την σέβομαι και την εκτιμώ...» Όταν τον πιάνει κανένας από κείνους τους τρομερούς θυμούς που ξεσπάνε σαν καταρράκτες, η μικρή του γυναίκα τον αφήνει να φωνάζει και πάει στο διαμέρισμά της. Κι έπειτα από πέντε-έξι μέρες: «Μη θυμώνετε, του λέει, θα σπάσει κανένα αγγείο στο στήθος σας κι εξάλλου μου κάνετε κακό». Και τότε το λιοντάρι του Έσσλινγκ το βάζει στα πόδια για να σκουπίσει τα δάκρυά του.

Όταν έρχεται στο σαλόνι και μας βρίσκει να συζητάμε, του λέει: «Αφήστε μας, μου διαβάζει κάτι» και μας αφήνει.

Μονάχα σ' αυτούς τους δυνατούς, μεγαλόσωμους κι αψίθυμους άνδρες, σ' αυτούς τους αρειμάνιους πολεμιστές, τους διπλωμάτες με το ολύμπιο κεφάλι, συναντά κανείς αυτή την εμπιστοσύνη, τη μεγαλοθυμία απέναντι στην αδυναμία, αυτή τη σταθερή προστασία, αυτό τον χωρίς ζήλεια έρωτα, αυτή την μεγαλοψυχία απέναντι στη γυναίκα.

Μα την πίστη μου! βάζω τη γλύκα της κόμισσας τόσο πιο πάνω από τις στεγνές και κατσούφες αρετές, όσο και το σατέν του ανάκλιντρου πάνω από το βελούδο της Ουτρέχτης ενός ηλιθίου μπουρζουάδικου καναπέ. Φίλε μου, πάνε τώρα έξι μέρες που βρίσκομαι σ' αυτή τη θαυμάσια εξοχή, και δεν έχω κουραστεί να θαυμάζω αυτό το στεφανωμένο με βαθύσκια δάση πάρκο με τα νόστιμα μονοπάτια που ακολουθούνε τα ρυάκια.

Η φύση, η σιωπή της, οι γαλήνιες χαρές, η εύκολη ζωή που σου επιβάλλει, όλα αυτά μ' έχουν

Digitized by 10uk1s, May 2010

γοητεύσει.

Α! αυτή είναι η αληθινή Φιλολογία! Δεν υπάρχει ποτέ λάθος στυλ σ' ένα λιβάδι!

Θα ήτανε ευτυχία να τα ξεχάσω όλα εδώ, ακόμα και τις «Συζητήσεις».1

Αν και γεννημένος στην Αλανσόν από ένα γεροδικαστή κι ένα νομάρχη, όπως λένε, αν κι ήξερα από χορταρικά, νόμιζα παραμύθι την ύπαρξη χωραφιών που σου δίνουν εισόδημα 4 με 5 χιλιάδες φράγκα το μήνα. Το χρήμα για μένα σήμαινε δυο τρομερές λέξεις: εργασία και βιβλιοπωλείο, εφημερίδα και πολιτική. Πότε θ' αποχτήσομε κι εμείς μια γη όπου θα φυτρώνουν τα λεφτά σε κανένα ωραίο τοπίο; Σας το εύχομαι στ' όνομα του Θεάτρου, του Τύπου και του Βιβλίου. Αμήν.

Θα μάντεψες ότι βρέχει συνέχεια δυο μέρες τώρα. Ενώ η κόμισσα κοιμάται κι ο Μονκορνέ τρέχει στα κτήματά του, εγώ αναγκαστικά κράτησα την υπόσχεση, που τόσο απερίσκεπτα σας έδωσα, να σας γράφω.

Η Φλορίν θα ζηλέψει τη μακαρίτισσα Λαγκέρ. Οι σύγχρονοι Μπουρέ μας δεν έχουν πια γαλατική ευγένεια για να πάρουν μαθήματα ζωής. Μοιράζονται στα τρία τα έξοδα ενός θεωρείου στην όπερα ή μιας διασκέδασης. Σπάνια αγοράζουν δεμένα βιβλία! Πού πάμε;

Αντίο, παιδιά. Ν' αγαπάτε πάντα το γλυκό σας ΜΠΛΟΝΤΕ».

Αν δεν είχε διασωθεί από μια ευτυχισμένη σύμπτωση αυτό το γράμμα, που το 'γραψε η πιο τεμπέλικη πένα της εποχής μας, θα ήταν σχεδόν αδύνατο να ζωγραφίσομε την Αιγκ. Χωρίς αυτή την περιγραφή, η διπλά τραγική ιστορία αυτού του τόπου θα ήταν λιγότερο ενδιαφέρουσα. Σίγουρα πολλοί θα περιμένουν να δούνε το θώρακα αυτού του πρώην συνταγματάρχη της Αυτοκρατορικής Φρουράς να φωτίζεται από μια ακτίνα· να δούνε τον τρομερό θυμό του να πέφτει σαν τυφώνας πάνω στην γυναικούλα του και, στο τέλος του βιβλίου, να συναντήσουνε ό,τι βρίσκουμε στο σημερινό ρομάντζο, ένα δράμα κρεβατοκάμαρας. Θα μπορούσε να εκκολαφθεί το μοντέρνο δράμα σ' αυτό το ωραίο σαλόνι με τα ανώφλια από γαλάζιο όνυχα, όπου φλυαρο ύσαν ερωτικές σκηνές μυθολογίας, με ωραία φανταστικά πουλιά ζωγραφισμένα στο ταβάνι και τα παραθυρόφυλλα, με τα γελαστά τέρατα από κινέζικη πορσελάνη στα τζάκια, με τα φανταχτερά βάζα, όπου γαλάζιοι και χρυσοί δράκοντες ξετύλιγαν τις ελικοειδείς ουρές τους γύρω από τα χείλη, που η γιαπωνέζικη φαντασία είχε στολίσει με δαντέλες από χρώμα, με τις σαιζ-λογκ, τους σοφάδες, τις κονσόλες, τις εταζέρες, που εμπνέανε αυτή τη σχολαστική νωχέλεια που εκτονώνει κάθε ενέργεια; Όχι; εδώ πρόκειται για ένα δράμα που δεν περιορίζεται στην ιδιωτική ζωή. Μην περιμένετε πάθη· τα αληθινά θα ήταν υπερβολικά δραματικά.

Εξ άλλου, ο ιστορικός δεν πρέπει να ξεχνά ποτέ ότι έχει αποστολή να δίνει το δίκιο σε κάθε παράταξη: ο δυστυχισμένος κι ο πλούσιος είναι ίσοι μπροστά στην πένα του. Γι' αυτόν, ο χωριάτης έχει το μεγαλείο της αθλιότητάς του κι ο πλούσιος τη μικροπρέπεια της γελοιότητάς του. Στο κάτω-κάτω, ο πλούσιος έχει πάθη, ο χωριάτης έχει μόνο ανάγκες, ο χωριάτης λοιπόν είναι δυο φορές φτωχός. Κι αν από πολιτική άποψη πρέπει να καταπνίγονται αλύπητα οι επαναστάσεις του, από την άποψη του Θείου και της Ανθρωπιάς είναι ιερός.

1 Τίτλος της εφημερίδας του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΒΟΥΚΟΛΙΚΑ ΞΕΧΑΣΜΕΝΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΡΓΙΛΙΟ

Όταν ένας Παριζιάνος βρεθεί στην εξοχή, αποκόβεται από τις συνήθειές του και γρήγορα αισθάνεται βαριές τις ώρες, όσο κι αν τον περιποιούνται οι φίλοι του. Έτσι, όταν ξαφνικά εξαντληθούν οι τετ-α-τετ συζητήσεις, οι πυργοδεσπότες κι οι πυργοδέσποινες σάς λένε με αφέλεια: «θα βαριέστε πολύ εδώ πέρα». Κι αλήθεια, για να εκτιμήσει κανείς τις χαρές της εξοχής, πρέπει να της βρίσκει ενδιαφέρον, να ξέρει τις δουλειές της και το εναλλασσόμενο κοντσέρτο του μόχθου και της ξεκούρασης που είναι το αιώνιο σύμβολο της ανθρώπινης ζωής.

Το πρώτο πρωινό είναι πολύ δύσκολο για έναν Παριζιάνο που δεν είναι ούτε κυνηγός ούτε γεωπόνος, αλλά φορά φίνες μπότες, έχει ξεκουραστεί μ' ένα γερό ύπνο από το ταξίδι κι έχει μάθει τα αγροτικά έθιμα.

Στο διάστημα που μεσολαβεί από το ξύπνημα μέχρι το πρόγευμα οι γυναίκες κοιμούνται ή κάνουν την τουαλέτα τους και δεν μπορεί κανείς να τις πλησιάσει. Ο οικοδεσπότης πάλι από τα χαράματα τρέχει για τις δουλειές του. Κι ο Παριζιάνος μένει μόνος από τις οχτώ μέχρι τις έντεκα που είναι η καθιερωμένη ώρα για το πρόγευμα σ' όλους σχεδόν τους πύργους.

Ένας συγγραφέας, αν δεν έχει πάρει μαζί του καμιά δουλειά που φυσικά θα τη γυρίσει όπως την έφερε εντοπίζοντας μόνο τις δυσκολίες, αφού φάει όση ώρα μπορεί με την τουαλέτα του, είναι υποχρεωμένος να τριγυρνά στις αλέες του πάρκου, να χάβει μύγες, να μετρά τα δέντρα. Όσο πιο απλή είναι η ζωή τόσο πιο πληκτική είναι, εκτός κι αν είσαι ιεραπόστολος, ξυλοκόπος ή βαλσαμωτής πουλιών.

Αν είναι κανείς υποχρεωμένος να μείνει στην εξοχή, όπως οι κτηματίες, διώχνει την πλήξη του με κανένα πάθος για τα λεπιδόπτερα, τα κοχύλια, τα έντομα και μόνο για να σκοτώσει καμιά δεκαπενταριά μέρες. Κι η πιο έξοχη γη, κι ο πιο ωραίος πύργος γρήγορα γίνονται ανούσια γι' αυτούς που δεν τους ανήκει παρά μόνο η θέα.

Οι ομορφιές της φύσης δεν αξίζουν τίποτα μπροστά στην αναπαράστασή τους στο θέατρο. Το Παρίσι τότε αστράφτει σαν διαμάντι στα μάτια τους. Αν δεν υπάρχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον που να τους δένει, όπως τον Μπλοντέ, «στους τόπους που καθαγίασαν τα βήματα και φώτισαν τα μάτια»1

Το μακροσκελές γράμμα του δημοσιογράφου δείχνει στα οξυδερκή πνεύματα ότι έχει φτάσει ηθικά και φυσικά σε κείνη την κατάσταση που ακολουθεί τα ικανοποιημένα πάθη, την κορεσμένη ευτυχία, σαν τα πουλερικά που τα παχαίνουν με τη βία κι έρχεται μια στιγμή που κρύβουν το κεφάλι στο φουσκωμένο τους στομάχι, ακίνητα, χωρίς ούτε να μπορούν ούτε να θέλουν να κοιτάξουν και το πιο ορεκτικό φαγητό.

, κάποιας «ψυχής», θα ήθελαν να είχαν τα φτερά των πουλιών για να ξαναγυρίσουν στα αιώνια, στα συνταρακτικά θεάματα του Παρισιού και τους σπαρακτικούς του αγώνες.

Όταν λοιπόν τέλειωσε αυτό το σπουδαίο γράμμα, ο Μπλοντέ ένοιωσε την ανάγκη να βγει από τους κήπους της Αρμίδας2

1 Λαφονταίν, Τα δυο περιστέρια.

και να διασκεδάσει τη θανάσιμη πλήξη των πρώτων ωρών της ημέρας. Γιατί ο χρόνος ανάμεσα στο γεύμα και το δείπνο ανήκε στην πυργοδέσποινα που ήξερε να τον κάνει σύντομο. Ο πιο ωραίος θρίαμβος για μια γυναίκα είναι να κρατήσει, όπως κατάφερε η κυρία

2 Αρμίδα: μια από τις πιο γοητευτικές ηρωίδες της «Απελευθερωμένης Ιερουσαλήμ» του Τάσσο. Στους κήπους της κρατούσε τον ωραίο Ρινάλδο μακριά απ' το στρατό των σταυροφόρων του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Μονκορνέ, έναν πνευματικό άνθρωπο για ένα μήνα στην εξοχή χωρίς να δει στο πρόσωπό του το ψεύτικο γέλιο του κόρου, χωρίς να αντιληφθεί το κρυφό χασμουρητό μιας πλήξης που μεγαλώνει κάθε μέρα. Η αφοσίωση που αντέχει σε τέτοιες δοκιμασίες πρέπει να είναι αιώνια. Δεν καταλαβαίνω γιατί δεν χρησιμοποιούν αυτή τη δοκιμασία οι γυναίκες για να κρίνουν τους εραστές τους. Είναι αδύνατο να την αντιμετωπίσει ένας ηλίθιος, ένας εγωιστής ή ένα ανθρωπάκι. Κι ο ίδιος ο Φίλιππος ο Β', αυτός ο Αλέξανδρος της υποκρισίας, θα είχε πει το μυστικό του, μετά από ένα μήνα τετ-α-τετ στην εξοχή. Γι' αυτό οι βασιλιάδες ζούνε σε μια συνεχή μετακίνηση και δε δίνουν σε κανένα το δικαίωμα να τους δει παραπάνω από ένα τέταρτο της ώρας.

Η πιο χαριτωμένη γυναίκα του Παρισιού χάριζε την τρυφερή της αφοσίωση στον Εμίλ Μπλοντέ. Κι όμως, όταν τέλειωσε το γράμμα, ο Φρανσουά, ο καμαριέρης που του είχαν δώσει, ξύπνησε μέσα του την ξεχασμένη από καιρό διάθεση για σκασιαρχείο, παρακινώντας τον να εξερευνήσει την κοιλάδα του Αβόν. Ο Αβόν είναι ένα ποταμάκι που καταλήγει στον πιο σπουδαίο παραπόταμο του Σηκουάνα κοντά στη La-Ville-aux-Fayes. Πολλά από τα ρυάκια που χύνονται στον Αβόν πηγάζουν από την Αιγκ.

Τα δάση της Αιγκ, της Σουλάνζ και της Ρονκερόλ χρωστούν την αξία τους σ' αυτό το χαριτωμένο ποτάμι, που έγινε πλωτό χάρη σε μια πρωτοβουλία του Ζαν Ρουβέ. Το πάρκο της Αιγκ έπιανε το πιο μεγάλο μέρος της κοιλάδας ανάμεσα στο ποτάμι, και το μεγάλο βασιλικό δρόμο που οι γέρικες φτελιές του διακρίνονταν στο βάθος του ορίζοντα παράλληλα με τα βουνά που λέγονται Αβόν, το πρώτο σκαλοπάτι της περίφημης αμφιθεατρικής οροσειράς Μορβάν.

Όσο πεζή κι αν είναι η παρομοίωση, αυτό το πάρκο όπως αναπαυότανε στο βάθος της κοιλάδας, έμοιαζε με τεράστιο ψάρι που το κεφάλι του ακουμπούσε στο χωριό Κους και η ουρά του στο χωριό Μπλανζύ. Πιο φαρδύ παρά μακρύ, είχε έκταση 200 στρέμματα στη μέση, ενώ ήταν μόλις τριάντα στο Κους και σαράντα προς το Μπλανζύ. Ίσως η θέση αυτής της γης, ανάμεσα σε τρία χωριά και σ' απόσταση μιας λεύγας από τη μικρή πόλη Σουλάνζ, την πύλη αυτής της Εδέμ, να υποδαύλισε τον πόλεμο και τα πάθη που αποτελούν τον σκελετό αυτού του έργου. Αν αυτός ο παράδεισος κάνει τους ταξιδιώτες που τον βλέπουν από το μεγάλο δρόμο ή το πάνω μέρος της La-Ville-aux-Fayes να πέφτουν στο αμάρτημα της ζήλειας, γιατί να 'ναι πιο εγκρατείς οι μεγαλομπουρζουάδες της Σουλάνζ και της La-Ville-aux-Fayes που τον θαυμάζουν κάθε ώρα;

Αυτές οι τοπογραφικές λεπτομέρειες ήταν αναγκαίες για να καταλάβουν οι αναγνώστες την σπουδαιότητα των τεσσάρων πυλών του πάρκου της Αιγκ. Το πάρκο ήταν κλεισμένο ολόγυρα με τοίχους εκτός από τα μέρη όπου υπήρχαν φυσικές τάφροι. Η πύλη Κους, η πύλη Αβόν, η πύλη Μπλανζύ κι η πύλη της δεντροστοιχίας αντιπροσώπευαν τόσο καλά τις διαφορετικές εποχές της κατασκευής τους, που θα τις περιγράψομε για το αρχαιολογικό ενδιαφέρον που παρουσιάζουν, αλλά συνοπτικά, όπως έκανε ο Μπλοντέ για την πύλη της Δεντροστοιχίας.

Έπειτα από οκτώ μέρες περίπατου με την κόμισσα, ο διάσημος συντάκτης της «Εφημερίδας των Συζητήσεων» ήξερε απ' έξω το κινέζικο περίπτερο, τις γέφυρες, τα νησάκια, την εκκλησία, το σαλέ, τα ερείπια του μοναστηριού, το βαβυλωνικό παγοποιείο, τα κιόσκια, μ' ένα λόγο όσα είχαν εφεύρει οι αρχιτέκτονες κήπων.

Τώρα ήθελε να γνωρίσει και κείνος τις πηγές του Αβόν, που του εκθείαζαν καθημερινά ο στρατηγός κι η κόμισσα. Κάθε βράδυ ετοίμαζαν μια εκδρομή για την επομένη, αλλά το πρωί το σχέδιο ξεχνιότανε. Πραγματικά, πάνω από το πάρκο, ο ποταμός μοιάζει με Αλπικό ποταμάκι. Πότε σκάβει την κοίτη του ανάμεσα στα βράχια και πότε εξαφανίζεται. Εδώ, τα ρυάκια χύνονται μέσα του ορμητικά σα χείμαρροι, εκεί, κυλά τα νερά του σαν το Λίγηρα, παρασέρνοντας την άμμο κι αλλάζοντας συχνά την κοίτη του όπου δεν είναι πλωτός. Ο Μπλοντέ πήρε τον πιο σύντομο δρόμο ανάμεσα στους λαβύρινθους του πάρκου για να φτάσει στην πύλη του Κους. Αξίζει τον κόπο να πούμε μερικά λόγια γι' αυτή την πύλη, που εξάλλου θα ρίξουν φως στην ιστορία της περιοχής.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ιδρυτής της Αιγκ ήταν ο Βενιαμίν του οίκου ντε Σουλάνζ, που έκανε ένα πλούσιο γάμο και ήθελε να μπει στη μύτη του μεγαλύτερου αδελφού του. Σε παρόμοια αισθήματα οφείλομε την γοητεία της Isola-Bella στη λίμνη Ματζόρε. Το μεσαίωνα, ο πύργος ήταν κοντά στο ποτάμι. Από κείνο το καστέλο, μένει ακόμα μόνο η πύλη, δυο πυργίσκοι με προμαχώνες, και ένα προπύλαιο όμοιο μ' αυτό που συναντούμε στις οχυρωμένες πόλεις.

Πάνω από την καμάρα του προπυλαίου υψωνόταν ένας παχύς τοίχος με τρία φαρδιά παράθυρα στολισμένα με αναρριχητικά φυτά. Στον ένα πύργο, μια στριφογυριστή σκάλα οδηγούσε σε δυο δωμάτια. Στον άλλο ήταν η κουζίνα. Η μυτερή στέγη του προπυλαίου διακρινόταν από δυο ανεμοδείχτες, στηριγμένους πάνω σ' εκείνες τις παράξενα στολισμένες κορυφές, που οι σοφοί ονομάζουν ακρωτήρια. Σε πολλές περιοχές ούτε το Δημαρχείο δεν είναι τόσο ωραίο.

Απ' έξω, στην αψίδα, η σμίλη του λιθοξόου είχε χαράξει πάνω στην πέτρα το οικόσημο των Σουλάνζ: τρεις βακτηρίες προσκυνητή από κυανό στην ασημένια πάλο και πέντε μικρούς χρυσούς σταυρούς στην ερυθρή ζώνη, με την εραλδική διατομή που επιβαλλόταν στους μικρότερους γιους του οίκου. Ο Μπλοντέ διάβασε το μότο «JE SOULE AGIR», ένα καλαμπούρι απ' αυτά που συνήθιζαν να κάνουν με τον νομά τους οι Σταυροφόροι, και που θυμίζει ένα πολιτικό αξίωμα που, όπως θα δούμε, δυστυχώς ο Μονκορνέ το ξέχασε.

Ένα όμορφο κορίτσι άνοιξε την βαριά ξύλινη πόρτα στον Μπλοντέ. Το τρίξιμο των μεντεσέδων ξύπνησε τον φύλακα που, όπως ήταν με την νυκτική του πουκαμίσα κόλλησε τη μύτη του στο τζάμι. «Μπα! τέτοια ώρα και κοιμούνται ακόμη οι φύλακές μας», σκέφτηκε ο Μπλοντέ που πίστευε πως γνώριζε καλά τις δασονομικές συνήθειες.

Ύστερα από ένα τέταρτο δρόμου, έφτασε στις πηγές του ποταμού, στο ύψος του Κους. Αντίκρισε τότε έκθαμβος ένα τοπίο, που η περιγραφή του θα χρειαζόταν όπως κι η Γαλλική ιστορία, ή χίλιους τόμους ή ένα μόνο. Εμείς θα περιοριστούμε σε δυο φράσεις. Ένας βράχος φουσκωτός και βελουδένιος από τα δέντρα νάνους, φαγωμένος από τον ποταμό, όμοιος με χελώνα, σχηματίζει κάτι σαν αψίδα, απ' όπου το βλέμμα αγκαλιάζει μια μικρή έκταση διάφανου νερού και πιο μακριά διακρίνεις κι άλλους καταρράκτες σε μεγάλα βράχια απ' όπου μικρές ιτιές πάνε κι έρχονται συνέχεια κάτω απ' την πίεση του νερού.

Πέρα απ' τους καταρράκτες, οι πλαγιές του λόφου κόβονται απότομα, σαν τα γεμάτα ρείκια και βρύα βράχια του Ρήνου. Εδώ κι εκεί, ξεπετιούνται αφρίζοντας άσπρα ρυάκια που τα χωρίζει, ένα λιβάδι καταπράσινο μια κι είναι πάντα ποτισμένο. Και σαν αντίθεση σ' αυτή την άγρια και μοναχική φύση, από την άλλη μεριά του γραφικού αυτού χάους, φαίνονται οι τελευταίοι κήποι του Κους, στο τέρμα των λιβαδιών, μαζί με το χωριό και το κωδωνοστάσι του.

Αυτές είναι οι δυο φράσεις. Μα πώς να περιγράψω την ανατολή του ήλιου, την καθαρότητα του αέρα, τη στυφή δροσιά, το κοντσέρτο του δάσους με τα νερά;... Ας τα μαντέψει ο αναγνώστης.

—Στο λόγο μου, είναι σχεδόν τόσο ωραίο όσο και στην Όπερα! σκέφτηκε ο Μπλοντέ όπως ανέβαινε τον Αβόν, που τα καπρίτσια του αποκάλυπταν τη βαθιά, σιωπηλή και πλαισιωμένη από τα μεγάλα δέντρα του δάσους της Αιγκ, δεξιά του κοίτη. Ο Μπλοντέ δεν τράβηξε πολύ τον πρωινό του περίπατο. Έπεσε απάνω σ' έναν από τους χωριάτες, που σ' αυτό το δράμα είναι κομπάρσοι αλλά τόσο απαραίτητοι, ώστε να διστάζει κανείς ανάμεσα σ' αυτούς και τους πρωταγωνιστές.

Είχε φτάσει σε μια συστάδα βράχων που ανάμεσά τους κελάρυζε φυλακισμένη η κύρια πηγή του Αβόν. Εκείνη τη στιγμή πήρε το μάτι του έναν άντρα που η ακινησία του έφτανε να κινήσει την περιέργεια ενός δημοσιογράφου αν δεν τον είχαν κιόλας παραξενέψει το παρουσιαστικό κι η φορεσιά του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Σ' αυτόν τον ταπεινό ανθρωπάκο αναγνώρισε έναν απ' αυτούς τους γέρους που είχε αποθανατίσει το μολύβι του Σαρλέ.1

Ένα χιλιομανταρισμένο σκουφί από κετσέ προστάτευε το σχεδόν φαλακρό κεφάλι του από τις κακοκαιρίες. Όσο για τα δυο τσουλούφια που ξέφευγαν από το καπέλο του, ένας ζωγράφος θα 'δινε και τέσσερα φράγκα την ώρα, για να μπορέσει ν' αντιγράψει αυτό το εξαίσιο χιόνι που θύμιζε τους Πατέρες της Εκκλησίας. Τα ρουφηγμένα μάγουλά του έδειχναν ότι ο ξεδοντιασμένος γέρος είχε πιο καλές σχέσεις με το κρασί παρά με το ψωμί.

Ο χωριάτης είχε ένα στέρεο σκαρί, ικανό να αντέχει κάθε δυστυχία, σαν τους φαντάρους αυτού του Όμηρου της στρατιωτικής ζωής, κι ένα τραχύ, κοκκινωπό προς το μελιτζανί πρόσωπο, ανίκανο να εκφράσει υποταγή, σαν τους περίφημους οδοκαθαριστές του.

Τα κοντοκομμένα αραιά άσπρα γένια του έδιναν ένα απειλητικό τόνο στο προφίλ του. Τα γουρουνίσια ματάκια του, υπερβολικά μικρά, για το τεράστιο πρόσωπό του, έδειχναν πονηριά και τεμπελιά. Μα εκείνη τη στιγμή έβγαζαν σπίθες, τόσο έντονα ήταν καρφωμένα στο νερό. Αντί για ρούχα, ο κακομοίρης, φορούσε μια παλιά μπλούζα που κάποτε θα είχε μπλε χρώμα κι ένα παντελόνι από χοντρό πανί, από κείνο που χρησιμοποιούν στο Παρίσι για τις συσκευασίες. Καθένας θ' ανατρίχιαζε βλέποντας τα σπασμένα τσόκαρα στα πόδια του, χωρίς ούτε ένα κομμάτι άχυρο για να τον προφυλάει από τα χαλίκια. Η μπλούζα και το παντελόνι του δεν ήταν πια κατάλληλα παρά για πολτοποίηση σε καμιά χαρτοποιία.

Αντικρίζοντας αυτόν τον αγροτικό Διογένη, ο Μπλοντέ, κατάλαβε ότι είναι υπαρκτός εκείνος ο τύπος του χωριάτη που βλέπει κανείς στους παλιούς πίνακες, τις ταπετσαρίες και τα γλυπτά, και που μέχρι τώρα θεωρούσε αποκύημα της φαντασίας των καλλιτεχνών. Δεν καταδίκαζε πια τόσο απόλυτα την Σχολή του Άσκημου. Κατάλαβε πως το κάλλος ήταν για τον άνθρωπο μια κολακευτική εξαίρεση, μια χίμαιρα που προσπαθούσε να την πιστέψει.

—Σαν τι μπορεί να σκέφτεται αυτό το πλάσμα; Τι ιδέες να έχει; τι έθιμα; Μπορεί ποτέ να είναι όμοιός μου; αναρωτήθηκε με περιέργεια. Δεν έχομε τίποτα κοινό, μόνο τη μορφή και πάλι... Παρατηρούσε αυτή την ιδιαίτερη ακαμψία των ιστών στους ανθρώπους που ζούνε στο ύπαιθρο, τους συνηθισμένους στις απότομες μεταβολές του καιρού, στην εναλλαγή της παγωνιάς και της ζέστης, τους ικανούς να υποφέρουν τα πάντα, που τα δέρματά τους είναι σχεδόν σαν κατεργασμένα πετσιά και τα νεύρα τους αντέχουν το φυσικό πόνο σχεδόν όπως οι Άραβες και οι Ρώσοι.

Δεν ήταν ανάγκη να πάει στην Αμερική ο Κούπερ για να μελετήσει τους ερυθρόδερμους, σκέφτηκε.

Αν κι ο Παριζιάνος ήταν δυο βήματα μακριά του, ο γέρος δεν γύρισε το κεφάλι. Συνέχισε να κοιτάζει την απέναντι όχθη, με την ένταση που δίνουν οι φακίρηδες στα γυάλινα μάτια τους και τα αγκυλωμένα τους μέλη. Ο Μπλοντέ στο τέλος σαν μαγνητισμένος, κοίταξε το νερό.

—Ε! μπάρμπα! τι τρέχει; ρώτησε μετά από ένα ατέλειωτο τέταρτο, αφού δεν είδε τίποτα που να δικαιολογεί την βαθειά προσήλωση του γέρου.

—Σουτ!.. είπε χαμηλόφωνα ο χωριάτης κι έκανε νόημα στον Μπλοντέ να μην ταράζει τον αέρα με τη φωνή του. Θα τρομάξει... απάντησε.

—Ποιος;...

1 Γάλλος σκιτσογράφος και λιθογράφος (1792-1845). Γνωστός για τις στρατιωτικές σκηνές του και τους τύπους των γέρων στρατιωτών του Μ. Ναπολέοντα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Το λουτρ1

—Μους, φώναξε σιγανά, το νου σου...

καλέ μου κύριε. Αν μας πάρει μυρωδιά, θα το σκάσει κάτω από το νερό!... Χοπ, πήδησε, το 'δατε;.. εκεί, εκεί, που έχει θολώσει το νερό!... Παραφυλάει κανένα ψάρι. Μα όταν θα γυρίσει, θα το τσακώσει ο γιόκας μου. Το λουτρ ξέρετε είναι σπάνιο ζωντανό. Είναι επιστημονικό κυνήγι, αλλά πολύ ντελικάτο. Θα μου το πληρώσουν δέκα φράγκα στην Αιγκ, φτάνει να νηστεύει η κόμισσα, κι αύριο είναι νηστίσιμη μέρα. Η μακαρίτισσα η κυρία, τον παλιό καιρό, μου το πλήρωνε μέχρι κι είκοσι φράγκα και μου έδινε και την προβιά!...

Από την άλλη μεριά του Αβόν, ο Μπλοντέ είδε δυο μάτια γυαλιστερά σα γάτας κάτω από μια τούφα σκλήθρες. Έπειτα είδε το μελαχρινό μέτωπο και τα αχτένιστα μαλλιά ενός δωδεκάχρονου αγοριού ξαπλωμένου με την κοιλιά, που έδειχνε με νοήματα στο γέρο το λουτρ.

Ο Μπλοντέ επηρεασμένος από το υπερβολικό ενδιαφέρον του χωριάτη και του μικρού άφησε να τον δαγκώσει ο δαίμονας του κυνηγιού. Αυτός ο δαίμονας έχει δυο νύχια, την Ελπίδα και την Περιέργεια, κι όταν σε γραπώσει σε κάνει ό,τι θέλει.

—Την προβιά την αγοράζουν οι καπελάδες. Είναι όμορφη και μαλακή, ό,τι πρέπει για τα κασκέτα!...

—Τι μου λες, μπάρμπα; χαμογέλασε ο Μπλοντέ.

—Εσείς βέβαια, κύριε, θα ξέρετε πιο πολλά από μένα, αν κι έχω 70 χρόνια στην πλάτη μου, απάντησε ταπεινά και με σέβας ο γέρος. Και θα μπορείτε να μου πείτε γιατί αρέσει τόσο πολύ στους κρασέμπορους και τους οδηγούς.

Ο Μπλοντέ, αυτός ο δάσκαλος της ειρωνείας, είχε αρχίσει να υποπτεύεται πως ο γέρος τον πήρε στο ψιλό. Η λέξη «επιστημονικό» τον έκανε δύσπιστο γιατί θυμήθηκε τον στρατάρχη Ρισελιέ. Στο τέλος όμως πείστηκε από την αφέλεια του χωριάτη και την ανοησία της κουβέντας του.

—Στα νιάτα μου, έβλεπε κανείς πολλά λουτρ, τα σήκωνε ο τόπος, συνέχισε ο ανθρωπάκος. Μα τα κυνήγησαν τόσο που είναι ζήτημα αν βλέπουμε κάθε εφτά χρόνια την ουρά τους... Ακόμα κι ο έπαρχος της La-Ville-aux-Fayes... Τον ξέρει ο κύριος; Αν κι είναι από το Παρίσι, είναι καλό παλικάρι, σαν και σας, και του αρέσουνε τ' αρχαία. Όταν έμαθε το ταλέντο μου να τσακώνω τα ποταμόσκυλα, και αυτή την τέχνη την ξέρω όπως ξέρετε εσείς την αλφαβήτα, μου 'πε: Μπάρμπα Φουρσόν, μου λέει, αν πιάσεις κανένα ποταμόσκυλο, μ' άσπρες βούλες στον ώμο, φέρε μου το και θα σου το πληρώσω καλά. Θα σου δώσω 30 φράγκα. Αυτά μου τα είπε όπως σας τα λέω, στο γιοφύρι της La-Ville-aux-Fayes, μα το Θεό, τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα. Ένας άλλος πάλι σοφός, στη Σουλάνζ, ο κύριος Γκουρντόν ο γιατρός μας, που έχει συλλογή φυσικής και όμοιός του δεν υπάρχει στη Ντιζόν, το μεγαλύτερο κεφάλι αυτού του τόπου, κι αυτός θα με πλήρωνε καλά!... Ξέρει αυτός να ταριχεύει και τα ζωντανά και τους ανθρώπους! Και να δεις που ο γιόκας μου επιμένει πως τούτο το λουτρ έχει άσπρες τρίχες.... Αν είναι όπως τα λες, του κάνω, τότε ο θεός θέλει το καλό μας σήμερα! Βλέπετε το νερό που θολώνει εκεί κάτω;... ε, εκεί είναι... Αν και αυτό το ζώο ζει σε τρύπα, όμως μπορεί να μείνει μέρες στο νερό. Άι, Άι! σας άκουσε καλέ μου κύριε, πονηρεύτηκε, γιατί δεν υπάρχει πιο άτιμο ζωντανό, χειρότερο κι από γυναίκα.

—Γι' αυτό το λένε ενυδρίδα, στην καθαρεύουσα, είπε ο Μπλοντέ.

1 Ενυδρίς, ποταμόσκυλο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Αυτά αφέντη μου τα ξέρετε εσείς οι Παριζιάνοι. Αλλά καλύτερα ήτανε για μας να κοιμόσαστε πιο πολύ αυτό το πρωί, γιατί βλέπετε αυτό το κύμα; Είναι το λουτρ που φεύγει. Αχ, Μους! Άκουσε τον κύριο και είναι ικανό να μας κάνει να περιμένομε ως το μεσονύχτι... Άντε πάμε... Φύγανε τα τριάντα μας φράγκα...

Ο Μους σηκώθηκε απρόθυμος. Κοίταζε κατά το μέρος που θόλωνε το νερό, το 'δειχνε με το χέρι, κι έμοιαζε να μην έχει χάσει κάθε ελπίδα. Αυτό το παιδί, με τα κατσαρά μαλλιά και το μελαχρινό πρόσωπο των αγγέλων του XV αιώνα, φορούσε ένα σκισμένο παντελόνι που του 'φτανε στα γόνατα, γεμάτο αγκάθια και φύλλα. Αντί για τιράντες, είχε δυο κορδόνια από στουπί. Το πουκάμισο ήταν από το ίδιο ύφασμα με το παντελόνι του γέρου, με τόσα μπαλώματα που είχε χοντρύνει . Εδώ και κει φαινόταν το ηλιοκαμένο του στήθος. Αυτό το κουστούμι του Μους ήταν πιο απλό ακόμα κι από του μπάρμπα Φουρσόν.

—Είναι καλοί άνθρωποι, σκέφτηκε ο Μπλοντέ. Αν ήταν Παριζιάνοι, θα με κατσάδιαζαν άγρια που έγινα αιτία να χάσουν το κυνήγι τους!

Κι όπως δεν είχε δει ποτέ λουτρ, ούτε στο Μουσείο ακόμα, βρήκε πολύ ενδιαφέρον το επεισόδιο που του 'τυχε στην βόλτα του.

Συγκινημένος που έβλεπε το γέρο Φουρσόν να φεύγει χωρίς κουβέντα, τον σταμάτησε:

—Μου λέγατε τόση ώρα ότι είσθε ειδικός στα λουτρ... Αν είσθε βέβαιος ότι είναι εδώ....

Από την άλλη μεριά, ο Μους έδειχνε τις φυσαλίδες που ανέβαιναν από τον Αβόν.

—Ξαναγύρισε, είπε ο μπάρμπα Φουρσόν, αναπνέει, κι έδειξε τις φυσαλίδες. Πώς διάτανο τα καταφέρνουν κι ανασαίνουν κάτω από το νερό; Βρε τα πονηρά, πώς περιγελάνε την επιστήμη!

—Περιμένετε λοιπόν να το τσακώσετε, είπε ο Μπλοντέ, που απόδωσε το καλαμπούρι πιο πολύ στο χωριάτικο πνεύμα, παρά στην εξυπνάδα του γέρου.

—Και το μεροκάματό μας;

—Πόσο είναι το μεροκάματό σας;

—Εμένα και του παραγιού μου;... πέντε φράγκα!.. Έκανε ο γέρος και κοίταξε στα μάτια τον Μπλοντέ με ένα δισταγμό που φανέρωνε την τεράστια ψευτιά του.

Ο δημοσιογράφος έβγαλε δέκα φράγκα:

—Πάρτε δέκα και θα σας δώσω άλλα τόσα για το λουτρ..

—Φτηνά σάς έρχεται, αν έχει άσπρο στη ράχη, γιατί ο έπαρχός μας μου 'λεγε ότι το Μουσείο μας δεν έχει παρά ένα του είδους του. Σπουδαγμένος άνθρωπος ο έπαρχός μας! Και του κόβει! Εγώ κυνηγώ λουτρ κι ο κύριος ντε Λυπώ κυνηγά την κόρη του κυρ Γκωμπερτέν, που έχει μια βαρβάτη προίκα στη ράχη. Χωρίς να θέλω να σας διατάξω, αγαπητέ μου κύριε, αν πηγαίνατε να σταθείτε σ' εκείνη την πέτρα... Όταν θα το στριμώξουμε, το λουτρ θα κατεβεί το ρέμα, γιατί, δες την πονηριά του ζωντανού, ανεβαίνει πιο πάνω από την τρύπα του για να ψαρέψει. Ξέρει πως όταν φορτωθεί ψάρια είναι πιο εύκολο να το πάρει το ρέμα. Όταν σας λέω εγώ ότι είναι διάολος... Αν πήγαινα στο σχολειό του, θα καθόμουνα τώρα να ζω από τα εισοδήματά μου... Άργησα να μάθω πως πρέπει ν' ανεβείς στο ρέμα πολύ πρωί για να βουτήξεις τα λάφυρα πριν απ' τους άλλους. Τέλος πάντων καθένας κι η τύχη του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εμείς οι τρεις μπορεί να φανούμε πιο πονηροί απ' το ποταμόσκυλο...

—Και πώς, γερο-νεκρομάντη μου;

—Εχ, Θε μου! Εμείς οι χωριάτες είμαστε τόσο ζώα που καταντήσαμε να τα καταλαβαίνομε πιο καλά απ' τους ανθρώπους. Να τι θα γίνει. Όταν θα γυρίσει στη φωλιά του, θα το τρομάξομε, εμείς από δω κι εσείς από κει. Τρομαγμένο από μας, τρομαγμένο από σας, θα ριχτεί στην όχθη. Αν σκεφτεί να βγει έξω, είναι χαμένο. Δεν μπορεί να περπατήσει· τα χηνίσια ποδαράκια του είναι για κολύμπι. Α! θα διασκεδάσετε! κανονική καραμπόλα! Είναι κυνήγι και ψάρεμα μαζί!... Ο στρατηγός σας ήρθε τρεις μέρες συνέχεια, τέτοιο πείσμα τον είχε πιάσει!

Πηδώντας από πέτρα σε πέτρα ο Μπλοντέ, πήγε να σταθεί στη μέση του Αβόν. Ο γέρος του είχε δώσει ένα κλαδί που θα το χτύπαγε όταν του έκανε νόημα.

—Εκεί! Καλά είστε.

Ο Μπλοντέ έμεινε εκεί, κι η ώρα περνούσε χωρίς να το καταλαβαίνει. Από καιρό σε καιρό, μια χειρονομία του γέρου τον έκανε να ελπίζει ότι το κυνήγι θα είχε καλό τέλος. Εξ άλλου τίποτα δεν κάνει πιο σύντομο το χρόνο όσο η προσδοκία πως μια γρήγορη δράση θα διαδεχθεί την ακινησία της ενέδρας.

—Παππού Φουρσόν, είπε σιγά το παιδί όταν βεβαιώθηκε ότι ο Μπλοντέ δεν τους άκουγε, νομίζω πως στ' αλήθεια υπάρχει λουτρ...

—Το βλέπεις;...

—Νάτο!

Ο γέρος έμεινε κατάπληχτος σαν είδε να βγαίνει από το νερό το γκριζοκόκκινο τρίχωμα του λουτρ.

—Πάει κατά τη θάλασσα! είπε το παιδί.

—Κοπάνα του μια στο κεφάλι και βούτα στο νερό. Πιάσ' το από τα πόδια...

Ο Μους βούτηξε στο ποτάμι σαν τρομαγμένο βατράχι.

—Εμπρός, εμπρός, καλέ μου κύριε, τι στέκεσαι; τρομάξτε το! είπε ο μπάρμπα Φουρσόν και βούτηξε κι αυτός στον Αβόν, αφήνοντας τα τσόκαρά του στην όχθη. Νάτο... κολυμπά προς το μέρος σας...

Ο γέρος έτρεξε προς τον Μπλοντέ, σκίζοντας το νερό. Και με κείνην τη σοβαρότητα που δεν εγκαταλείπει τους χωριάτες και στην πιο μεγάλη τους υπερδιέγερση, φώναξε:

—Νάτο, εκεί κάτω, στα βράχια!

Στο μεταξύ, ο Μπλοντέ μαστίγωνε υπάκουα το νερό. Ο γέρος τον είχε τοποθετήσει έτσι ώστε να τον χτυπούν οι ακτίνες κατάματα.

—Γρήγορα! Γρήγορα, στα βράχια! φώναξε ο μπάρμπα Φουρσόν. Η τρύπα του είναι εκεί κάτω, στο ζερβί σας.

Πικαρισμένος από την αναμονή, ο Μπλοντέ βιάστηκε και γλίστρησε παίρνοντας ένα ποδόλουτρο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Προχωρείτε, αγαπητέ μου κύριε, προχωρείτε... Εντάξει! Άι, να πάρει! πέρασε μέσα από τα πόδια σας... Άι, πέρασε... πέρασε, φώναζε ο γέρος απελπισμένος, και βούτηξε πιο βαθειά προς το μέρος του Μπλοντέ.

—Το χάσαμε από δικό σας φταίξιμο! είπε στον Μπλοντέ που τον τράβηξε έξω σαν Ποσειδώνα, αλλά Ποσειδώνα νικημένο. Το άτιμο, είναι εκεί, κάτω από τα βράχια!.. Παράτησε το ψάρι του, είπε ο γεροχωριάτης κοιτάζοντας μακριά και δείχνοντας κάτι που έπλεε.

—Τουλάχιστον θα πάρομε την τίγκα, γιατί τίγκα είναι!

Εκείνη τη στιγμή ανέβαινε καλπάζοντας το δρόμο του Κους ένας υπηρέτης με λιβρέα. Πίσω του, τραβούσε ένα άλλο άλογο από το χαλινάρι.

—Μπα, οι υπηρέτες του πύργου, φαίνεται ότι σας γυρεύουν, είπε ο χωριάτης. Δώστε μου το χέρι να σας περάσω απέναντι... Α! το ίδιο μου κάνει να βραχώ, γλυτώνω το πλύσιμο!...

—Και η πνευμονία; είπε ο Μπλοντέ.

—Μμ... εμένα και το Μους μας έχει κάνει ο ήλιος μαύρους σαν τις πίπες ταγματάρχη! Στηριχτείτε απάνω μου, αγαπητέ μου κύριε... είστε από το Παρίσι εσείς· δεν ξέρετε να περπατάτε στα βράχια μας, εσείς που ξέρετε τόσα πράματα. Αν μείνετε καιρό εδώ, θα μάθετε πολλά από το βιβλίο της Φύσης, εσείς που, καθώς λένε, γράφετε σε φυλλάδες.

Ο Μπλοντέ είχε περάσει στην άλλη όχθη του Αβόν, όταν τον πρόσεξε ο Σαρλ.

—Α, κύριε! Αν ξέρατε πόσο ανησυχεί η κυρία από τότε που της είπαν ότι περάσατε την Πύλη του Κους! Νομίζει ότι πνιγήκατε. Τρεις φορές χτύπησα το δεύτερο κουδούνι για το πρόγευμα. Σας έψαξαν σ' όλο το αγρόκτημα κι ακόμα ψάχνει ο εφημέριος...

—Μα τι ώρα είναι;

—Δώδεκα παρά τέταρτο!...

—Βοήθησέ με ν' ανεβώ στ' άλογο...

Το μάτι του Σαρλ έπεσε στο νερό που έσταζε από τις μπότες και το παντελόνι του Μπλοντέ.

—Μήπως κατά τύχη ο κύριος τα 'βαλε με τα λουτρ του μπάρμπα Φουρσόν; Αυτή η κουβέντα φώτισε το δημοσιογράφο.

—Μην κάνεις κουβέντα σε κανένα γι' αυτό, Σαρλ, και θα σ' ανταμείψω.

—Αλλοίμονο! Κι ο ίδιος ο κόμης την έπαθε με το λουτρ του μπάρμπα Φουρσόν. απάντησε ο υπηρέτης. Μόλις φτάσει ξένος στην Αιγκ, ο μπάρμπα Φουρσόν παραφυλάει και αν τύχει και τον δει να πηγαίνει προς τις πηγές του Αβόν, του πουλάει το λουτρ. Αυτό το κόλπο το παίζει τόσο καλά που ο κύριος κόμης ήρθε εδώ τρεις φορές και του πλήρωσε έξι μέρες, για να κοιτάνε μαζί το νερό να τρέχει.

—Κι εγώ που νόμιζα ότι ο Ποτιέ, ο Μπατίστ Καντέ, ο Μισό κι ο Μοντρόζ ήταν οι καλύτεροι ηθοποιοί του καιρού μας!... Δεν πιάνουν χαρτωσιά μπροστά σ' αυτόν το ζήτουλα, σκέφτηκε ο Μπλοντέ.

—Α! ο μπάρμπα - Φουρσόν είναι μάνα σ' αυτό το κόλπο, είπε ο υπηρέτης. Εξ άλλου έχει κι άλλα βέλη

Digitized by 10uk1s, May 2010

στη φαρέτρα του. Γιατί το επάγγελμά του είναι σκοινοπλέχτης. Έχει το εργαστήριό του στην πύλη του Μπλανζύ. Αλλοίμονό σας, αν σας περάσει από το νου να αγγίξετε το σκοινί του. Σας βάζει στον πειρασμό να γυρίσετε τον τροχό και να δοκιμάσετε και σεις να πλέξετε σκοινί. Ύστερα σας ζητά να του πληρώσετε τα δίδακτρα. Η κυρία την έπαθε και της έφαγε 20 φράγκα. Είναι ο βασιλιάς της απάτης, είπε ο Σαρλ χαρακτηρίζοντας με μια τίμια λέξη έναν άτιμο.

Όση ώρα φλυαρούσε ο λακές, ο Μπλοντέ έκανε σκέψεις πάνω στη βαθειά πανουργία των χωρικών. Θυμότανε κι όσα του έλεγε γι' αυτούς ο πατέρας του, ο δικαστής της Αλανσόν. Κι όταν κατάλαβε καλά την κοροϊδία που κρυβότανε κάτω από τα λόγια του γέρου, παραδέχτηκε ότι ο βουργουνδός ζήτουλας του την είχε φέρει.

—Δεν μπορείτε να φανταστείτε πόσο δύσπιστος πρέπει να είναι κανείς στην εξοχή, είπε ο Σαρλ την ώρα που πατούσαν το κατώφλι της Αιγκ. Και μάλιστα εδώ, που ο στρατηγός δεν έχει και πολλές συμπάθειες...

—Γιατί;...

—Α! που να ξέρω εγώ; απάντησε ο Σαρλ μ' εκείνο το ηλίθιο ύφος που παίρνουν οι υπηρέτες, όταν θέλουν να κρύψουν την ανυπακοή τους στους ανώτερους. Ο Μπλοντέ το πρόσεξε και μπήκε σε σκέψεις.

—Ήρθατε επί τέλους, εξερευνητή μας! φώναξε ο στρατηγός από το κατώφλι. Ήρθε! ησυχάστε! είπε στη γυναίκα του που έτρεχε κιόλας με τα μικρά της βηματάκια. Μόνο ο πάτερ Μπροσέτ μας λείπει τώρα. Πήγαινε να τον φωνάξεις Σαρλ! διάταξε τον υπηρέτη.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η ΤΑΒΕΡΝΑ

Δυο φαρδιές παραστάδες μ' ελικοειδή σκαλίσματα σχημάτιζαν την πύλη του Μπλανζύ.

Στην κορυφή τους είχαν από ένα σκύλο που στηριζόταν στα πισινά του πόδια και κρατούσε ένα έμβλημα ανάμεσα στα μπροστινά του. Η πύλη ήταν έργο του Μπουρέ. Ο τραπεζίτης δεν είχε χτίσει θυρωρείο, γιατί δίπλα ήταν το περίπτερο του επιστάτη. Ένα μεγαλόπρεπο κιγκλίδωμα, σαν εκείνο που έφτιαξε για το βοτανικό κήπο ο Μπυφόν, έκλεινε τις δυο παραστάδες. Από κει ξεκινούσε ένα καλντερίμι που οδηγούσε στο δημοτικό δρόμο. Περιφραγμένα χτήματα και πού και πού σπιτάκια μ' ανθόκηπους πλαισίωναν το δρόμο αυτό που ένωνε το Κους, το Μπλανζύ, το Σερνέ και τη Σουλάνζ με τη La-Ville-aux-Fayes, και που παλιά τον συντηρούσαν με προσοχή η Αιγκ κι ο Οίκος ντε Σουλάνζ.

Εκεί, κατά μήκος ενός τείχους που έφτανε ως την τάφρο που ένωνε τον πύργο με την κοιλάδα και τη Σουλάνζ, βρισκόταν το εργαστήρι του σκοινοπλέχτη του χωριού. Δηλαδή, ένας σάπιος πάσσαλος, ένας γέρικος τροχός και τα δικράνια.

Κατά τις 12.30, την ώρα που ο Μπλοντέ, καθισμένος στην άκρη του τραπεζιού, απέναντι από τον αββά Μπροσέτ, δεχόταν τις χαϊδευτικές επιπλήξεις της κόμισσας, ο μπάρμπα Φουρσόν κι ο Μους έφταναν στο μαγαζί τους. Από κει ο γέρος, με το πρόσχημα πως φτιάχνει σκοινιά, κατασκόπευε ποιος μπαίνει και ποιος βγαίνει στην Αιγκ. Ένα παραθυρόφυλλο ν' άνοιγε, κάποιος να πήγαινε τετ-α-τετ περίπατο, το παραμικρό επεισόδιο απ' ό,τι συνέβαινε στον πύργο, δεν ξέφευγε την προσοχή του. Μόλις τρία χρόνια ήταν που είχε γίνει σκοινοπλέκτης, αλλά κανείς, ούτε οι φύλακες της Αιγκ, ούτε οι υπηρέτες, ούτε οι ίδιοι οι πυργοδεσπότες, δεν είχαν δώσει σημασία.

—Κάνε ένα γύρο από την Πύλη της Λεωφόρου μέχρι να φυλάξω τα εργαλεία μας, είπε ο Μπάρμπα Φουρσόν. Εγώ πάω στο Γκραντ Ι Βερ να κατεβάσω κανένα ποτήρι. Δίψασα τόση ώρα μέσα στο νερό. Αν τους το πεις όπως σ' ορμήνεψα, θα 'ρθουν να με γυρέψουν. Κάνε όπως σου 'πα, θα βγάλεις και το φαΐ σου, κοίτα να μιλήσεις στην κόμισσα. Ρίξε τα σε μένα, έτσι που να τους κατεβεί η όρεξη να μου αρχίσουν κανένα τροπάρι για την ηθική τους και τα ρέστα. Θα βγάλομε μερικά ποτήρια.

Μετά απ' τις τελευταίες οδηγίες που ο Μους τις άκουσε μ' αποβλακωμένο ύφος, ο γερο-σκοινοπλέχτης πήρε το λουτρ παραμάσχαλα και κατηφόρισε στο δημοτικό δρόμο.

Την εποχή που ήρθε ο Μπλοντέ στην Αιγκ, βρισκότανε, στα μισά του δρόμου από την πύλη στο χωριό, ένα απ' αυτά τα σπίτια, που δεν το συναντά κανείς παρά στα μέρη της Γαλλίας όπου σπανίζει η πέτρα.

Τα σπασμένα κεραμίδια, μαζεμένα από δω κι από κει, γεροί αν και φαγωμένοι οι τοίχοι από χοντρά χαλίκια και πηλό, η σκεπή από κλαδιά, βούρλα κι άχυρα, τα χοντροκομμένα παραθυρόφυλλα, η πόρτα, τα πάντα σ' αυτή την καλύβα ήταν ή κελεπούρια του δρόμου ή ελεημοσύνες αποσπασμένες με υπερβολικό φόρτωμα. Ο χωριάτης διαλέγει το σπίτι του με το ίδιο ένστικτο που οδηγεί τα ζώα για τη φωλιά ή την τρύπα τους. Κι αυτό το ένστικτο ήταν καταφάνερο σ' όλη τη διαρρύθμιση της καλύβας. Πρώτα-πρώτα, το παράθυρο κι η πόρτα ήταν βορεινά. Το σπίτι θα πρέπει να ήταν υγιεινό, γιατί ήταν χτισμένο σ' ένα μικρό ύψωμα, στο μόνο μέρος αυτού του αμπελώνα που ήταν γεμάτο χαλίκια. Τα τρία σκαλιά του ήταν από σανίδες, πασσάλους και μικρές πέτρες. Τα νερά λοιπόν έφευγαν εύκολα. Κι όπως στη Βουργουνδία οι βροχές από το βοριά είναι σπάνιες, όσο αχαμνά και να 'ταν τα θεμέλια, δεν κινδύνευαν από υγρασία. Πιο κάτω, κατά μήκος του μονοπατιού, ένας ξύλινος φράχτης χαμένος μες στα βάτα και τους λευκανθούς. Μια κληματαριά σκέπαζε το διάστημα από την καλύβα στο δρόμο. Στη σκιά της, παλιοτράπεζα και χοντροκομμένοι πάγκοι περίμεναν πελάτες. Μενεξέδες, βιολέτες κι άλλα λουλούδια που δε θέλουν περιποίηση, στολίζανε τον τόπο. Τ' αγιόκλημα και το γιασεμί απλώνανε τα κλωνάρια τους στη στέγη, που ήταν κιόλας σκεπασμένη από βρύα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Στο δεξί τοίχο του σπιτιού, ο ιδιοκτήτης είχε προσθέσει ένα σταύλο για δυο αγελάδες, με παλιοσάνιδα. Η αυλή ήτανε από πατημένο χώμα. Σε μια γωνιά βρισκότανε ένας σωρός κοπριά. Απ' την πλευρά της κληματαριάς, δυο κορμοί δέντρων στηρίζανε ένα υπόστεγο από καλάμια για τα σύνεργα των τρυγητών, τα άδεια κρασοβάρελα, και τα ξύλα για το φούρνο, που ανάβει πάντα στα χωριάτικα σπίτια.

Δίπλα στο σπίτι, ήταν ένα αμπέλι σχεδόν ένα στρέμμα, μαντρωμένο με φυσικό φράχτη, και τόσο καλά φροντισμένο, σαν όλα τα χωριάτικα αμπέλια, με καταβολάδες και πολλή κοπριά, που τα κλήματά του πρασίνιζαν πρώτα στην περιοχή, σ' απόσταση τριών λευγών.

Εδώ, κι εκεί, ύψωναν τις κορφές τους μερικές βερικοκιές, αμυγδαλιές και κορομηλιές. Ανάμεσα στα κλήματα συνήθως καλλιεργούσαν πατάτες και φασόλια. Πίσω από την αυλή, ένα μικρό χωράφι, χαμηλό κι υγρό, κατάλληλο για την καλλιέργεια των λαχανικών που προτιμά η εργατική τάξη, τα κρεμμύδια, τα σκόρδα και τα λάχανα, έκλεινε με μια πλεχτή πόρτα απ' όπου περνούσαν τα βόδια χτυπώντας το χώμα κι αφήνοντας την κοπριά τους.

Το σπίτι είχε δυο δωμάτια στο ισόγειο κι η πόρτα του έβγαζε στο αμπέλι.

Από τη μεριά του αμπελιού μια ξύλινη σκάλα σκεπασμένη με πηλό, οδηγούσε στη σοφίτα που φωτιζόταν από ένα φεγγίτη. Κάτω απ' αυτή τη χωριάτικη σκάλα βρισκόταν μια τούβλινη αποθηκούλα με μερικά πιθάρια κρασιού. Αν και τα κουζινικά των χωρικών είναι όλα κι όλα δύο, μια σόμπα και μια χύτρα, αυτή η καλύβα είχε κατ' εξαίρεση και δυο τεράστιες κατσαρόλες κρεμασμένες δίπλα στο τζάκι, πάνω από το φορητό φούρνο. Εκτός απ' αυτή την παραφωνία, όλα τα άλλα ήταν ανάλογα με το εξωτερικό του σπιτιού. Ένα κιούπι για το νερό, ξύλινα ή τσίγκινα κουτάλια, πήλινα πιάτα, σκούρα από μέσα κι άσπρα απ' έξω, αλλά όλα ξεφτισμένα και με ραγισματιές. Τέλος, γύρω από ένα γερό τραπέζι, καρέκλες από άσπρο ξύλο, κι αντί για πάτωμα πατημένο χώμα. Κάθε πέντε χρόνια περνούσανε με ασβέστη τους τοίχους, καθώς και τα δοκάρια στο ταβάνι, απ' όπου κρέμονταν λαρδιά, κρεμμύδια, πακέτα μ' αλειμματοκέρια και σακούλια με σπόρους. Κοντά στη σκάφη, σε μια ντουλάπα από ξύλο καρυδιάς, φύλαγαν τις λιγοστές αλλαξιές τους, τα ρούχα της δουλειάς και τα γιορτινά τους. Πάνω στο ράφι, έλαμπε ένα πραγματικό τουφέκι λαθροθήρα. Δεν θα 'δινε κανείς γι' αυτό παραπάνω από πέντε φράγκα. Το ξύλο έμοιαζε καμένο, η κάννη έδινε την εντύπωση ότι δεν είχε ποτέ καθαριστεί. Θα 'λεγε κανείς πως τέτοια χαμοκέλα, που δεν έκλεινε με κλειδί αλλά με μπετούγια και που η πόρτα του φράχτη μάλιστα ήταν πάντα ανοιχτή, δε χρειαζότανε καλύτερο όπλο, σχεδόν ούτε τέτοιας λογής δεν της άξιζε.

Κι όμως, αν το ξύλο ήτανε πρόστυχο, η κάννη, διαλεγμένη με προσοχή, προερχότανε από ένα τουφέκι αξίας, και θα ανήκε σίγουρα σε αγροφύλακα. Ο ιδιοκτήτης του τουφεκιού πάντα πετύχαινε το στόχο, υπήρχε ανάμεσα σ' αυτόν και το όπλο του εκείνη η ιδιαίτερη σχέση που έχει ο εργάτης με το εργαλείο της δουλειάς του. Αν πρέπει να χαμηλώσει την κάννη ένα χιλιοστό πάνω ή κάτω από το στόχο, αφού απ' αυτή τη λεπτή εκτίμηση εξαρτάται η επιτυχία του στόχου, ο λαθροθήρας το ξέρει κι υπακούει σ' αυτό το νόμο χωρίς να ξεγελιέται. Εξ άλλου, ένας αξιωματικός του πυροβολικού θα 'βρισκε σε καλή κατάσταση τα κυριότερα μέρη του όπλου.

Σ' ό,τι τον αφορά, σ' ό,τι χρησιμοποιεί, ο χωριάτης βάζει την αναγκαία δύναμη και τίποτα παραπάνω. Την εξωτερική τελειότητα δεν την καταλαβαίνει ποτέ. Ξέρει να διακρίνει την αναγκαιότητα σε κάθε πράγμα, ξέρει όλες τις βαθμίδες της δύναμης, κι επειδή δουλεύει για το μπουρζουά ξέρει να δίνει το λιγότερο για το περισσότερο. Τέλος, αυτό το άθλιο τουφέκι παίζει σπουδαίο ρόλο στην ιστορία της οικογένειας, και θα δείτε σε λίγο ποιον.

Μετά απ' αυτές τις λεπτομέρειες, μπορείτε να φαντασθείτε αυτό το καλύβι το θρονιασμένο 500 βήματα από την όμορφη πύλη της Αιγκ; Το βλέπετε που κάθεται σα ζήτουλας μπροστά σε παλάτι;

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ε! λοιπόν, η φορτωμένη βελουδένια βρύα στέγη του, οι κότες του που κακαρίζανε, το γουρούνι του που κολυμπούσε στο βούρκο, όλη αυτή η αγροτική ποίηση είχε μια τρομακτική σημασία.

Σ' ένα κοντάρι στη μπασιά του φράχτη, κρεμότανε ένα μαδημένο μπουκέτο από δυο κλαδιά έλατου κι ένα φύλλο βελανιδιάς δεμένο μ' ένα κουρέλι. Πάνω από την πόρτα, σε μια σανίδα δύο τετραγωνικών ποδιών ένας πλανόδιος ζωγράφος είχε ζωγραφίσει για ένα πιάτο φαΐ ένα μεγάλο Γιώτα πράσινο σε άσπρο φόντο και, γι' αυτούς που ξέρανε ανάγνωση, αυτό το καλαμπούρι: «Στο μεγάλο πράσινο Γιώτα»1

Κι αφού περιγράψαμε τον τόπο, είναι ώρα να μιλήσουμε για τους ανθρώπους και την ιστορία τους, που θα δώσει πολλά μαθήματα στους φιλάνθρωπους.

. Δεξιά απ' την πόρτα, σού χτυπούσε αμέσως στο μάτι μια ταμπέλα μ' έντονα χρώματα: «Καλή μπύρα». Μια γυναίκα με πολύ ντεκολτέ φόρεμα κι ένας ουσάρος, κι οι δυο αδέξια και ζωηρά χρωματισμένοι, στέκονταν κορδωμένοι και ανάμεσά τους ένα σταμνί πετούσε ένα πίδακα από αφρό. Τέλος, παρά τα λουλούδια και τον αέρα της εξοχής, απ' το τσαρδί έβγαινε μια αηδιαστική μπόχα κρασίλας και φαγητού που θύμιζε τα λαϊκά μαγέρικα του Παρισιού.

Ο ιδιοκτήτης του Γκραντ Ι Βερ, ο Φρανσουά Τονσάρ, θα ενδιέφερε τους φιλοσόφους για τον τρόπο που είχε καταφέρει να λύσει το πρόβλημα της τεμπελιάς και της εργασίας, κάνοντας την τεμπελιά επικερδή και την δουλειά άχρηστη. Όντας πολυτεχνίτης, ήξερε να δουλεύει τη γη, αλλά μόνο τη δική του. Στους άλλους, άνοιγε χαντάκια, μάζευε ξύλα, έκοβε και καθάριζε δέντρα. Σ' αυτές τις δουλειές, ο μπουρζουάς είναι στη διάκριση του εργάτη του. Ο Τονσάρ χρωστούσε το κομμάτι γης που είχε στη γενναιοδωρία της δεσποινίδας Λαγκέρ.

Στα νιάτα του, ήταν αναπληρωτής του κηπουρού στον πύργο, γιατί κανείς δεν μπορούσε να κλαδέψει σαν κι αυτόν τα δέντρα της αλέας, τις οξιές, τις καστανιές και τις βραγιές. Το όνομά του εξ άλλου δείχνει πως το ταλέντο του ήταν κληρονομικό2

Η καλή δεσποινίς, που είχε συνηθίσει να κάνει τους άλλους ευτυχισμένους, του χάρισε ένα στρέμμα αμπέλι μπροστά από την πύλη του Μπλανζύ, για 100 μεροκάματα. (Αυτή η λεπτή χειρονομία δεν εκτιμήθηκε όσο έπρεπε!). Τον άφησε μάλιστα να μένει στην Αιγκ, κι οι υπηρέτες είχαν την εντύπωση πως ήταν το καλύτερο αγόρι της Βουργουνδίας.

. Οι χωριάτες έχουν αποχτήσει προνόμια που τα διατηρούν με τόση τέχνη, όση και οι έμποροι τα δικά τους. Μια μέρα που έκανε βόλτα η κυρία άκουσε τον Τονσάρ, καλοκαμωμένο αγόρι τότε, να λέει: «Κι όμως θα μου 'φτανε ένα στρέμμα γη για να ζήσω και θα 'μουνα κι ευτυχισμένος!»

Ο κακομοίρης ο Τονσάρ (έτσι τον έλεγε όλος ο κόσμος), αντί για τα εκατό μεροκάματα που χρωστούσε, δούλεψε μόνο τα τριάντα. Τις άλλες μέρες χάζευε, έλεγε αστεία με τις γυναίκες της κυρίας και ιδίως με τη δεσποινίδα Κοσέ, την καμαριέρα, αν κι ήταν άσχημη όπως όλες οι καμαριέρες που έχουν οι ωραίες τραγουδίστριες. Το είχε φαίνεται παραξηλώσει στα αστεία με τη δεσποινίδα Κοσέ, γιατί ο Σουντρύ, ο ευτυχισμένος χωροφύλακας που αναφέρει ο Μπλοντέ στο γράμμα του, τον λοξοκοίταζε ακόμα, αν κι είχανε περάσει 25 χρόνια. Σίγουρα η καρυδένια ντουλάπα και το κρεβάτι με τις κουρτίνες και τις κολόνες που στόλιζαν την κρεβατοκάμαρά του ήταν καρπός κάποιας παρόμοιας εγκάρδιας σχέσης. Όταν πήρε δικό του το χωράφι, έτσι και του 'λεγε κανείς ότι είναι δώρο της κυρίας, ο Τονσάρ απαντούσε: «Να πάρει διάβολος, εγώ το αγόρασα και το πλέρωσα, κι ακριβά μάλιστα. Δίνουνε τζάμπα οι μπουρζουάδες; Τα 100 μου μεροκάματα δεν αξίζουν τίποτα; Μου στοίχισε 300 φράγκα κι είναι όλο πέτρα!». Αλλά αυτή η άποψη έπιασε μόνο στη λαϊκή συνοικία.

1 «Au grand I vert» που φωνητικά διαβάζεται και «στη βαρυχειμωνιά».

2 Τondre= κουρεύω.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Τονσάρ έχτισε μόνος του το σπίτι του. Τα υλικά τα μάζεψε από δω και κει, με τη βοήθεια του ενός και του άλλου, σουφρώνοντας από τον πύργο τα πράματα που ήταν για πέταμα. Καμιά φορά, τα ζητούσε κιόλας και πάντα του τα χάριζαν. Η πόρτα του σταύλου ήτανε μια παλιόπορτα που την είχαν παραπετάξει. Το παράθυρο ανήκε σ' ένα θερμοκήπιο που είχε κατεδαφιστεί. Μ' ένα λόγο αυτή η μοιραία καλύβα χτίστηκε από τα σκουπίδια του πύργου. Όταν τέλειωσε το σπίτι του κι άρχισε η σοδειά από το αμπέλι παντρεύτηκε. Ο Γκωμπερτέν, ο επιστάτης της Αιγκ, που ο πατέρας του ήταν δημόσιος κατήγορος στην επαρχία, τον είχε απαλλάξει από τη στρατιωτική θητεία. Εξάλλου δε χαλούσε ποτέ χατίρι στη δεσποινίδα Κοσέ. Παλικάρι λοιπόν 23 χρονώ, με φιλίες στην Αιγκ, και φήμη δουλευτή, αυτός ο μασκαράς, που η γενναιοδωρία της κυρίας τον είχε κάνει μ' αμπέλι, διαλαλώντας τις ανύπαρκτες αρετές του, κατάφερε να πάρει την κόρη ενός χτηματία από τη Ρονκερόλ, πέρα από το δάσος της Αιγκ.

Ο πεθερός του είχε ένα κτήμα «μισιακό» που καταστρεφόταν στα χέρια του, γιατί δεν είχε γυναίκα. Χήρος κι απαρηγόρητος, ήθελε να πνίξει τα βάσανά του στο κρασί, κατά τον αγγλικό τρόπο. Μα όταν πια ξέχασε τη μακαρίτισσα, βρέθηκε παντρεμένος, όπως τον χωράτευαν στο χωριό, με το κρασί. Δεν πέρασε πολύς καιρός κι από κτηματίας ο πεθερός του Τονσάρ έγινε εργάτης, μπεκρής, τεμπέλης, κακός και τζαναμπέτης, όπως όλοι οι άνθρωποι του λαού όταν ξεπέφτουν.

Αυτός ο άνθρωπος που οι πρακτικές του γνώσεις, η γραφή κι η ανάγνωση τον έκαναν να υπερέχει από τους άλλους εργάτες, αλλά τα ελαττώματά του τον κρατούσαν στο επίπεδο του ζητιάνου, αναμετρήθηκε, όπως είδαμε, στις όχθες του Αβόν μ' έναν από τους πιο έξυπνους Παριζιάνους.

Ο μπάρμπα Φουρσόν στην αρχή έκανε το δάσκαλο στο σχολείο του Μπλανζύ. Γρήγορα όμως έχασε τη θέση του εξ αιτίας της ανάρμοστης διαγωγής του και του περίεργου εκπαιδευτικού του συστήματος. Πιο πολύ βοήθαγε τα παιδιά να κάνουν κοκοράκια και βαρκούλες παρά που τους μάθαινε γράμματα. Τα μάλωνε τόσο παράξενα όταν σούφρωναν φρούτα, που οι επιπλήξεις θα μπορούσε να περάσουν και για μαθήματα πάνω στον τρόπο να σκαρφαλώνουν στους τοίχους.

Ακόμα λένε στη Σουλάνζ την απάντησή του σ' ένα μικρό που είχε αργήσει και δικαιολογιότανε έτσι: «Πήγα να ποτίσω τα ζωντανά μας, Κύριε» — «Τα ζώα μας λένε, ζούδι!».

Από δάσκαλος έγινε ταχυδρόμος. Σ' αυτή τη θέση, που συνήθως πάνε απόστρατοι στρατιώτες, ο μπάρμπα Φουρσόν έτρωγε κάθε μέρα κατσάδες. Πότε έχανε τα γράμματα στις ταβέρνες, και πότε ξεχνούσε να τα παραδώσει. Όταν ήταν μεθυσμένος, πήγαινε τα γράμματα του ενός χωριού στο άλλο, κι όταν ήταν ξεμέθυστος τα διάβαζε. Έτσι έχασε κι αυτή τη θέση. Μια και δεν μπορούσε να σταθεί σα δημόσιος υπάλληλος, ο μπάρμπα Φουρσόν έγινε τεχνίτης. Στα 68 του χρόνια, ο γέρος ανάλαβε να κάνει το σκοινοπλέχτη, γιατί είναι η μόνη επιχείρηση που χρειάζεται λίγα κεφάλαια. Το εργαστήρι του ήταν, όπως είδαμε, ένας τοίχος, τα εργαλεία του άξιζαν μόλις δέκα φράγκα κι ο παραγιός του κοιμόταν, όπως και ο μάστοράς του, σ' έναν αχυρώνα και ζούσε μ' ό,τι μάζευε.

Την πρώτη ύλη για τη βιοτεχνία του την δανειζόταν. Μα το κύριο εισόδημα του Φουρσόν και του παραγιού του Μους, νόθου γιου μιας νόθας κόρης του, προερχότανε από το κυνήγι του λουτρ κι από το γεύμα ή το δείπνο που τους έδιναν όσοι αγράμματοι κατάφευγαν στα ταλέντα του γέρο-Φουρσόν για να τους γράψει ένα γράμμα ή να τους κάνει ένα λογαριασμό. Τέλος, ήξερε να παίζει κλαρινέτο και συνόδευε το φίλο του Βερμισέλ, τον ψάλτη της Σουλάνζ, στους χωριάτικους γάμους και στο μεγάλο χορό του Τίβολι. Το όνομα του Βερμισέλ1

1 Vermicelle=φιδές.

ήτανε Μισέλ Βερ, αλλά το παρατσούκλι τού είχε τόσο κολλήσει που ο Μπρυνέ, ο κλητήρας ακροατηρίου στο ειρηνοδικείο της Σουλάνζ, τον ανάφερε στα

Digitized by 10uk1s, May 2010

πραχτικά του ως: «Μισέλ, Ζαν, Ζερόμ, Βερ, ο επιλεγόμενος Βερμισέλ, δικολάβος».

Ο Βερμισέλ, που το παλιό σύνταγμα της Βουργουνδίας εκτιμούσε πολύ τις βιολιστικές του ικανότητες, παραχώρησε τη θέση του δικολάβου, που την παίρνουν στην ύπαιθρο όσοι ξέρουν να βάζουν την υπογραφή τους, στο Φουρσόν σ' αντάλλαγμα των υπηρεσιών που του είχε προσφέρει. Ο μπάρμπα Φουρσόν λοιπόν έκανε το μάρτυρα ή το δικολάβο στις νομικές πράξε ις , όταν ο Μπρυνέ ερχότανε να συντάξει συμβόλαια στις κοινότητες Σερνέ, Κους και Μπλανζύ.

Ο Βερμισέλ κι ο Φουρσόν, δεμένοι με μια φιλία που αριθμούσε 20 χρόνια κρασιού, αποτελούσαν σχεδόν μια εταιρική επωνυμία.

Το Μους και το Φουρσόν τους ένωνε το βίτσιο, όπως το Μέντορα και τον Τηλέμαχο η αρετή. Όπως κι αυτοί ταξίδευαν σ' αναζήτηση του ψωμιού, «panis angelorum», τα μόνα λατινικά που θυμότανε ο γεροχωριάτης Φίγκαρο. Ζούσανε από μικροαπάτες γιατί και στις πιο καλές τους εποχές δεν καταφέρανε να πλέξουν παραπάνω από 360 οργιές σχοινί. Πρώτα-πρώτα, κανένας έμπορος, σ' απόσταση 20 λευγών, δεν εμπιστευότανε στο Μους και το Φουρσόν στουπί. Ο γέρος, προλαβαίνοντας τα θαύματα της μοντέρνας χημείας, ήξερε τον τρόπο να αλλάζει το στουπί σε ευλογημένο μούστο. Έπειτα, όπως έλεγε ο ίδιος, η τριπλή του ιδιότητα γραφιά στις τρεις κοινότητες, δικολάβου στο Ειρηνοδικείο και κλαρινοπαίχτη ήταν σε βάρος του επαγγέλματός του.

Έτσι ο Τονσάρ έπεσε έξω στις προσδοκίες του. Άδικα χάιδευε τόσο καιρό το όνειρο ν' αποχτήσει κάποια άνεση με την προίκα. Ο τεμπέλης γαμπρός συνάντησε ένα πεθερό ανεπρόκοπο, αρκετά συνηθισμένο φαινόμενο.

Και οι δουλειές του πηγαίνανε από το κακό στο χειρότερο γιατί η Τονσάρ, ψηλή και καλοκαμωμένη γυναίκα, ένα είδος αγροτικής καλλονής, δεν ήθελε καθόλου να δουλεύει στο ύπαιθρο. Ο Τονσάρ τα 'βαζε με τη γυναίκα του για τη χρεοκοπία του πεθερού του, και της φερνότανε άσκημα γιατί, όπως κάνει πάντα ο λαός, έβλεπε μόνο το αποτέλεσμα κι όχι την αιτία.

Βρίσκοντας βαριά την αλυσίδα της, η γυναίκα θέλησε να την αλαφρώσει. Κολάκεψε τα βίτσια του Τονσάρ για να του πάρει το χαλινάρι. Λαίμαργη και καλοπερασάκισα, ενθάρρυνε τη λαιμαργία και την τεμπελιά του άντρα της. Φρόντισε ν' αποχτήσει την εύνοια των ανθρώπων του πύργου, κι ο Τονσάρ ποτέ δεν τη μάλωσε για τους τρόπους που μεταχειρίστηκε. Δεν τον ένοιαζε τι έκανε η γυναίκα του, φτάνει να του έκανε ό,τι ήθελε. Τέτοιοι κρυφοί συμβιβασμοί είναι συχνοί στ' αντρόγυνα. Η Τονσάρ λοιπόν άνοιξε το καπηλειό του Γκραντ Ι Βερ. Οι πρώτοι πελάτες της ήταν οι υπηρέτες της Αιγκ, οι φύλακες κι οι κυνηγοί.

Ο Γκωμπερτέν, ο διαχειριστής της μαμζέλ Λαγκέρ, ένας από τους πρώτους μουστερήδες της ωραίας Τονσάρ, της χάρισε μερικά πιθάρια εξαίρετο κρασί για να τραβήξει πελατεία. Αυτά τα δώρα, που εξακολούθησαν όσο καιρό ήταν εργένης ο διαχειριστής κι η ομορφιά της Τονσάρ, που δεν έλεγε όχι στους Δον Ζουάν της κοιλάδας, φέρανε πολλούς πελάτες στο Γκραντ Ι Βερ.

Επειδή ήτανε λαίμαργη, έγινε καταπληκτική μαγείρισσα κι όσο κι αν ασκούσε το ταλέντο της στα συνηθισμένα χωριάτικα φαγητά, το στιφάδο, το κυνήγι, την ψαρόσουπα και την ομελέτα, απόκτησε φήμη σ' όλη την περιοχή ότι έψηνε θαυμάσια εκείνα τα φαγητά που τρώγονται στο πόδι και που τα μπαχαρικά τους, σε υπερβολικές ποσότητες, έφερναν δίψα. Σε δυο χρόνια, κατάφερε να σέρνει τον Τονσάρ από τη μύτη και τον έσπρωχνε σ' ένα κατήφορο που κάθε άλλο παρά τον ενοχλούσε. Ίσα - ίσα. Δε ζητούσε παρά πώς να πέσει πιο κάτω.

Αυτός ο γελοίος λαθροθηρούσε χωρίς να διατρέχει κίνδυνο. Οι σχέσεις της γυναίκας του με τον επιστάτη Γκωμπερτέν, τους ιδιωτικούς φύλακες και τις ντόπιες αρχές, του εξασφάλιζαν το ατιμώρητο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Μόλις μεγάλωσαν τα παιδιά του τα έκανε κι αυτά όργανα για την καλοζωία του και ήτανε το ίδιο ελαστικός για τα ήθη τους όπως και για την ηθική της γυναίκας του. Είχε δυο κορίτσια και δυο αγόρια. Ο Τονσάρ κι η γυναίκα του, που ζούσαν μεροδούλι-μεροφάι. Θα 'μεναν γρήγορα στην ψάθα αν δεν επέβαλλαν στο σπίτι τους τον σχεδόν στρατιωτικό νόμο της δουλειάς για τη διατήρηση της καλοπέρασής τους. Όταν μεγάλωσε η οικογένειά του, χάρις στα δώρα που ήξερε να αποσπά η γυναίκα του, οι νόμοι και ο προϋπολογισμός του Γκραντ Ι Βερ ήταν οι ακόλουθοι:

Η γριά μάνα του Τονσάρ και οι δυο του κόρες, η Κατερίνα και η Μαρία, πήγαιναν δυο φορές τη μέρα στο δάσος και γύριζαν με δεμάτια που έφταναν στους αστραγάλους τους και ξεπερνούσαν δυο πόδια το μπόι τους. Αν και έξω - έξω έβαζαν ξερά κλαδιά, από μέσα είχαν χλωρά, που τα έκοβαν μάλιστα από τα πιο μικρά δέντρα. Ο Τονσάρ προμηθευότανε τα ξύλα του χειμώνα από το δάσος της Αιγκ. Ο πατέρας και οι δυο του γιοι λαθροθηρούσαν συνέχεια. Από το Σεπτέμβρη ως το Μάρτη, τους λαγούς, τα κουνέλια, τις πέρδικες, τις τσίχλες, τα ζαρκάδια, όλο το κυνήγι που δεν ξόδευαν στο σπίτι, το πουλούσαν στο Μπλανζύ, στη μικρή πόλη Σουλάνζ, την πρωτεύουσα του καντονιού, όπου οι δυο κόρες του Τονσάρ πουλούσαν γάλα, πήγαιναν τα κουτσομπολιά της Αιγκ, του Σερνέ και του Κους και μάθαιναν τα νέα της περιοχής. Όταν δεν μπορούσαν πια να κυνηγήσουν, οι τρεις Τονσάρ έστηναν παγίδες. Αν το κυνήγι ήταν πολύ, η Τονσάρ έφτιαχνε κρεατόπιτες και τις έστελνε στη La-Ville-aux-Fayes. Τον καιρό του θέρους, εφτά Τονσάρ, η γιαγιά, τα δυο αγόρια, μέχρι που πάτησαν τα δεκαεφτά, οι δυο κόρες, ο μπάρμπα Φουρσόν και ο Μους, μαζεύανε περίπου 16 μόδια την ημέρα, σταχολογώντας σίκαλη, κριθάρι, στάρι και κάθε σπόρο που αλέθεται.

Οι δυο αγελάδες, που τις φύλαγε η μικρή κόρη, τον πιο πολύ καιρό έβοσκαν στα λιβάδια της Αιγκ. Αλλά, όταν η ζημιά ήταν μεγάλη και πολύ φανερή και δεν μπορούσε ο φύλακας να κάνει στραβά μάτια, τα παιδιά έτρωγαν ξύλο ή τους στερούσαν λιχουδιές. Είχανε εξασκηθεί ν' ακούνε τα εχθρικά βήματα και σχεδόν ποτέ δεν τα τσάκωνε κατά λάθος ο αγροφύλακας ή ο φύλακας της Αιγκ. Εξάλλου οι στενές σχέσεις που είχαν οι έντιμοι αυτοί υπάλληλοι με τον Τονσάρ και τη γυναίκα του, τους έκανε να παραβλέπουν. Τα ζωντανά, που είχαν μακρύ σχοινί, υπάκουαν πρόθυμα στις φωνές γιατί ήξεραν πως μόλις περνούσε ο κίνδυνος θα μπορούσαν να βοσκήσουν πάλι στο γειτονικό χωράφι. Από τότε που άρχισε να πολυγερνά η γριά Τονσάρ, την αντικαθιστούσε ο Μους, που τον είχε ο παππούς του ο Φουρσόν, τάχα για να προσέχει τη διαγωγή του. Η Μαρία κι η Κατερίνα μάζευαν χόρτα στο δάσος. Ήξεραν πού φυτρώνει εκείνος ο ωραίος λεπτός σανός που έκοβαν, ξέραιναν, δεμάτιαζαν και αποθήκευαν. Εύρισκαν έτσι τα δύο τρίτα της χειμερινής τροφής για τις αγελάδες, που εξάλλου τις καλές μέρες τις πήγαιναν να βοσκήσουν εκεί που πρασίνιζε το χόρτο. Σε μερικές μεριές της κοιλάδας, όπως σ' όλες τις ορεινές περιοχές, ήτανε χωράφια που βγάζανε χόρτα και το χειμώνα, όπως στο Πεδεμόντιο και στη Λομβαρδία. Αυτά τα λιβάδια, που στην Ιταλία τα λένε marciti, έχουνε μεγάλη αξία, γιατί δεν πιάνουν ούτε πολύ κρύο ούτε πολύ χιόνι. Το φαινόμενο ίσως οφείλεται στα υπόγεια νερά που διατηρούν μια ψηλή θερμοκρασία.

Οι δυο αγελάδες βγάζανε γύρω στα 80 φράγκα. Εκτός από τον καιρό που γεννούσαν ή θήλαζαν, οι αγελάδες έδιναν γάλα που έπιανε τα 160 φράγκα, χώρια το γάλα που κατανάλωνε η οικογένεια. Ο Τονσάρ κέρδιζε καμιά πενηνταριά σκούδα σε μεροκάματα εδώ κι εκεί. Από την ταβέρνα πάλι και το κρασί έπιαναν καμιά εκατοστή σκούδα, έξω τα έξοδα. Τα τσιμπούσια αλήθεια ήταν σπάνια και τύχαιναν σ' ορισμένη εποχή μόνο. Οι γλεντζέδες φρόντιζαν να ειδοποιούν τους Τονσάρ, που έπαιρναν από την πόλη το κρέας και τις αναγκαίες προμήθειες. Το σφραγισμένο κρασί το πουλούσε στις κανονικές χρονιές ο Τονσάρ είκοσι φράγκα το βαρέλι σ' ένα ταβερνιάρη της Σουλάνζ που ήταν γνωστός του. Τις εύφορες χρονιές ο Τονσάρ έβγαζε δώδεκα πιθάρια από το αμπέλι του. Κατά μέσον όρο όμως η σοδειά του δεν ξεπερνούσε τα οχτώ κι ο Τονσάρ κρατούσε τα μισά για δική του χρήση. Υπάρχει μια συνήθεια στις περιοχές που έχουν αμπέλια, να μαζεύουν οι χωριάτες όσα άφησαν οι τρυγητές στ' αμπέλια των αφεντάδων. Απ' αυτή τη δουλειά η οικογένεια Τονσάρ μάζευε γύρω στα τρία πιθάρια. Μα τόσο τους προστάτευε η συνήθεια, που έμπαιναν στο αμπέλι πριν να φύγουν οι τρυγητές.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Έτσι έπεφταν σαν ακρίδες και στους αγρούς με το σιτάρι την ώρα που τα στοιβαγμένα δεμάτια περίμεναν το κάρο. Τα εφτά λοιπόν ή οχτώ πιθάρια, ή από τη δική του σοδειά ή από του πύργου, πουλιόνταν σε καλή τιμή. Το Γκραντ Ι Βερ όμως είχε κι έξοδα, γιατί ο Τονσάρ κι η γυναίκα του ήτανε καλοφαγάδες. Έτρωγαν πάντα το καλύτερο κι έπιναν κρασί πολύ ανώτερο απ' αυτό που πουλούσαν στον ταβερνιάρη της Σουλάνζ. Τα λεφτά λοιπόν που κέρδιζε η οικογένεια, ήτανε γύρω στα 900 φράγκα, γιατί έτρεφαν και δυο γουρούνια, ένα για δικό τους κι ένα για πούλημα.

Οι εργάτες, τα καθάρματα του τόπου, συμπάθησαν την ταβέρνα, τόσο εξ αιτίας του ταλέντου της Τονσάρ, όσο κι εξ αιτίας της φιλίας που ένωνε αυτή την οικογένεια με τον όχλο. Οι δυο κόρες, εξαιρετικά όμορφες, ακολουθούσαν το παράδειγμα της μάνας τους. Τέλος το γεγονός ότι ήτανε τόσο παλιά ταβέρνα, από το 1795, την έκανε κάτι το αξιοσέβαστο στην επαρχία. Όλοι οι εργάτες της περιοχής, από το Κους μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes, εκεί έκλειναν τις συμφωνίες τους και μάθαιναν τα νέα από τις κόρες του Τονσάρ, το Μους, το Φουρσόν, που με τη σειρά τους τα είχαν μάθει από το Βερμισέλ και το Μπρυνέ, τον πιο γνωστό κλητήρα της Σουλάνζ.

Εκεί καθορίζανε την τιμή του σανού, του κρασιού, του μεροκάματου και των έργων κατ' αποκοπή. Ο Τονσάρ, που περνούσε γι' αυθεντία σ' αυτά τα ζητήματα, έδινε συμβουλές τσουγκρίζοντας το ποτήρι του με τους πότες. Αν η Σουλάνζ, σύμφωνα με τη γνώμη του τόπου, ήταν η πόλη των διασκεδάσεων και της κοσμικής ζωής, το Μπλανζύ ήτανε ένα εμπορικό χωριό. Το 'πνιγε όμως η La-Ville-aux-Fayes, που μέσα σε 25 χρόνια, είχε γίνει η πρωτεύουσα αυτής της εξαίσιας κοιλάδας. Το παζάρι των ζώων και των καρπών γινότανε στην πλατεία του Μπλανζύ, κι οι τιμές τους ισχύανε για όλη την περιφέρεια.

Επειδή έμενε πάντα στο σπίτι, η Τονσάρ είχε διατηρηθεί δροσερή κι άσπρη, αντίθετα με τις άλλες αγρότισσες που μαραίνονται γρήγορα σαν τα λουλούδια και στα 30 τους χρόνια είναι γριές. Εξ άλλου της άρεσε να 'ναι καλοβαλμένη. Στην ουσία δεν ήτανε παρά καθαρή, αλλά στο χωριό αυτή η καθαριότητα έμοιαζε με πολυτέλεια. Οι κόρες της ακολουθούσαν το παράδειγμα της μάνας τους. Ήτανε καλύτερα ντυμένες απ' ό,τι άρμοζε στη φτώχεια τους. Κάτω απ' τα σχετικά κομψά φουστάνια τους φορούσαν ασπρόρουχα πιο λευκά κι απ' τις πιο πλούσιες χωριάτισσες. Στις γιορτές, οι τουαλέτες τους ήτανε όμορφες, μα ο Θεός ξέρει πού τις εύρισκαν! Οι υπηρέτες της Αιγκ τους πουλούσαν σε τιμές που εύκολα πληρώνονται, τα φουστάνια που φορούσαν οι καμαριέρες, αγορασμένα από το Παρίσι και μεταποιημένα στο σώμα τους. Αυτές οι δυο αλήτισσες της κοιλάδας δεν έπαιρναν χαρτζιλίκι από τους γονείς τους, που τους έδιναν μόνο φαγητό. Τις κοίμιζαν σ' απαίσια παλιοκρέβατα, στον αχυρώνα, μαζί με τη γιαγιά τους και τους αδελφούς τους, που σκεπάζονταν με άχυρα σαν τα ζώα. Ούτε η μητέρα ούτε ο πατέρας ανησυχούσαν γι' αυτό το άπρεπο ανακάτεμα.

Η εποχή του σιδήρου μοιάζει πιο πολύ απ' ό,τι θαρρούν με το χρυσό αιώνα. Στην πρώτη, δεν νοιάζονται για τίποτα. Στον άλλο, προσέχουν τα πάντα. Για την κοινωνία, το αποτέλεσμα είναι σχεδόν το ίδιο. Η παρουσία της γριάς Τονσάρ, που ήταν περισσότερο ανάγκη παρά εγγύηση, ήταν μια ανηθικότητα παραπάνω. Ο πάτερ-Μπροσέτ, που είχε μελετήσει τα ήθη των ενοριτών του, έλεγε στο δεσπότη του: «Παναγιώτατε, φτάνει να δει κανείς πώς υπομένουν την αθλιότητά τους, για να καταλάβει πως οι χωριάτες, στο βάθος, τρέμουν μήπως χάσουν το πρόσχημα για τις ακολασίες τους». Αν κι όλος ο κόσμος ήξερε ότι η οικογένεια Τονσάρ δεν είχε ούτε αρχές ούτε συνείδηση, κανένας δεν έλεγε κουβέντα για τα ήθη του Γκραντ Ι Βερ. Πριν αρχίσει το δράμα, είναι αναγκαίο να εξηγήσομε μια φορά για πάντα σ' εκείνους που έχουν συνηθίσει την αστική ηθική, ότι οι χωριάτες δεν διακρίνονται για την ευαισθησία τους στα ζητήματα οικογενειακής τιμής.

Αν ατιμαστεί η κόρη τους, θυμούνται την ηθική μόνο αν ο βιαστής είναι πλούσιος και δειλός. Τα αγόρια τους, μέχρι να τα πάρει το κράτος, είναι κεφάλαια ή όργανα για την καλοπέρασή τους. Ιδίως από το 1789 και μετά, το συμφέρον ήταν το μόνο κίνητρο για τις ιδέες τους. Δεν εξετάζουν ποτέ αν μια πράξη τους είναι νόμιμη ή ηθική, μονάχα αν θα τους φέρει κέρδος. Η ηθική, που δεν πρέπει να συγχέεται με την θρησκεία, αρχίζει με την άνεση· κι όπως φαίνεται στις ανώτερες τάξεις, η ψυχική

Digitized by 10uk1s, May 2010

ευγένεια ευημερεί όπου υπάρχει περιουσία. Ο απόλυτα έντιμος και ηθικός χωριάτης είναι εξαίρεση. Οι περίεργοι θα ρωτήσουν: γιατί; Πολλές αίτιες υπάρχουν αλλά μια είναι η κυριότερη:

Από τη φύση του κοινωνικού τους ρόλου, οι χωριάτες ζούνε μια ζωή καθαρά υλική, που πλησιάζει στον πρωτογονισμό. Εξάλλου σ' αυτό τους οδηγεί η σταθερή τους ένωση με τη φύση. Στους αγράμματους, η δουλειά, όταν ελευθερώνει το σώμα, αφαιρεί από το πνεύμα την εξαγνιστική του ενέργεια. Τέλος, για τους χωριάτες, η αθλιότητα είναι λόγος ύπαρξης, όπως έλεγε κι ο πάτερ Μπροσέτ.

Ανακατεμένος σ' όλα τα συμφέροντα, ο Τονσάρ άκουε τα παράπονα του καθενός και έδινε οδηγίες για τις απάτες που θα βοηθούσανε όσους βρίσκονταν στην ανάγκη. Έπαιρνε μέρος κι η γυναίκα του στις κουβέντες κι υποστήριζε αυτούς που κάνανε κακό στον τόπο. Χτυπούσε φιλικά στην πλάτη τους πελάτες της και τους επιδοκίμαζε αν ήτανε κι ήταν όλοι, κατά της «μπουρζουαζίας». Σ' αυτό το καπηλειό, σ' αυτή την φωλιά από οχιές, κόχλαζε φαρμακερό και δραστήριο το μίσος του προλεταριάτου και της αγροτιάς για τον αφέντη και τον πλούσιο. Η ευτυχισμένη ζωή των Τονσάρ γινότανε πολύ κακό παράδειγμα. Καθένας αναρωτιότανε γιατί να μην κόβει κι αυτός τα ξύλα του για το φούρνο, την κουζίνα και τη σόμπα από το δάσος της Αιγκ; Γιατί να μην βόσκει εκεί την αγελάδα του και να μη βρίσκει το κυνήγι του για το φαΐ του ή για πούλημα; Γιατί να μην θερίζουνε χωρίς να σπέρνουνε, γιατί να μην τρυγάνε χωρίς

να 'χουνε αμπέλι; Έτσι, η ύπουλη κλεψιά που ρήμαζε τα δάση, τους αγρούς, τα λιβάδια και τ' αμπέλια έγινε γενική στην κοιλάδα, κι απλώθηκε στις κοινότητες Μπλανζύ, Κους και Σερνέ, όπου απλωνότανε η επικράτεια της Αιγκ. Για λόγους που θα πούμε όταν θα 'ρθει η ώρα, αυτή η πληγή χτύπησε πιο πολύ τη γη της Αιγκ απ' τα αγαθά της Ρονκερόλ και της Σουλάνζ.

Και μη θαρρείτε πως ο Τονσάρ, η γυναίκα του, τα παιδιά και η γιαγιά τους είπαν ποτέ ανοιχτά: «Ζούμε από τις κλεψιές που τις κάνουμε εμπόριο!». Αυτές οι συνήθειες μεγάλωσαν σιγά - σιγά. Στην αρχή μαζί με τα φρύγανα έβαζαν και λίγα χλωρά ξύλα. Έπειτα, αποθρασυμένοι από την συνήθεια και την σκόπιμη, όπως θα εξηγήσουμε, ατιμωρησία μέσα σε είκοσι χρόνια κατάληξαν να προμηθεύονται από κει τα ξύλα τους και να ζουν σχεδόν αποκλειστικά από την κλεψιά. Έτσι βαθμιαία καθιερώθηκε να βόσκουνε τις αγελάδες τους στα ξένα χωράφια και να κάνουνε κατάχρηση του δικαιώματος που είχαν να μαζεύουν φρύγανα και στάχυα. Μια και η οικογένεια κι οι ανεπρόκοποι της κοιλάδας γλυκάθηκαν από τα τέσσερα αυτά δικαιώματα που είχαν οι φτωχοί, είναι φανερό πως δεν μπορούσαν να αλλάξουνε συνήθειες αν δεν τους ανάγκαζε μια δύναμη ανώτερη από το θράσος τους.

Τη στιγμή που αρχίζει αυτή η ιστορία, ο Τονσάρ ήταν σχεδόν πενηντάρης. Μάλλον χοντρός, μεγαλόσωμος και ρωμαλέος, με μαύρα κατσαρά μαλλιά, κεραμιδί πρόσωπο, μάτια στο χρώμα του πορτοκαλιού, μεγάλα πεσμένα αυτιά που δίπλωναν στις άκρες, έκρυβε τον αληθινό του χαρακτήρα κάτω από ένα ηλίθιο ύφος. Το μέτωπό του ήταν χαμηλό, το κάτω χείλι του κρεμόταν και το γερό του σκαρί κρυβότανε κάτω από ένα φαινομενικά πλαδαρό κρέας.

Καμιά φορά ωστόσο, η πείρα της ζωής φανερωνότανε κι έμοιαζε με πνεύμα γιατί από τη συντροφιά του πεθερού του είχε αποχτήσει έναν τρόπο κουβέντας «αναμπαισιάρικο», όπως θα 'λεγαν ο Φουρσόν κι ο Βερμισέλ. Εξ αιτίας της μύτης του, που ήταν πλακουτσωτή στην άκρη, λες και την είχε σημαδέψει το δάχτυλο του θεού, η φωνή του έβγαινε από τον ουρανίσκο, κάτι που συμβαίνει σ' αυτούς που τους έχει παραμορφώσει κάποια αρρώστια κι έχει ακρωτηριάσει τις ρινικές τους κοιλότητες.

Τα πάνω δόντια του καβαλίκευαν το 'να τ' άλλο, κι αυτό το τρομερό ελάττωμα, κατά τα λεγόμενα του

Digitized by 10uk1s, May 2010

Λαβατέρ1

Αν ασχοληθήκαμε πολύ με τον Τονσάρ, την ταβέρνα και τον πεθερό του, αυτό έγινε γιατί ο ρόλος που θα διαδραματίσουν είναι σπουδαίος. Εξ άλλου ο τρόπος της ζωής τους είναι τυπικό παράδειγμα για τη ζωή εκατό νοικοκυριών στην κοιλάδα της Αιγκ. Έπειτα ο Τονσάρ αν και δεν ήταν παρά το όργανο του φοβερού μίσους, είχε μια τρομερή επιβολή στη μάχη που θα δινότανε, γιατί ήτανε ο σύμβουλος όλων των παραπονούμενων της κατώτερης τάξης.

, γινότανε πιο αισθητό καθώς ήτανε άσπρα σαν του σκύλου. Αυτός ο άνθρωπος θα τρόμαζε και τους λιγότερο οξυδερκείς, αν δεν είχε την ψεύτικη καλοσύνη του αργόσχολου και την αμεριμνησία του μπεκρή.

Όπως θα δούμε, η ταβέρνα του ήταν το στέκι των επαναστατών, κι ο ίδιος έγινε ο αρχηγός τους εξ αιτίας του τρόμου που έσπερνε στην κοιλάδα· κι αυτός ο τρόμος δε γεννιότανε τόσο από τις πράξεις του όσο από την εντύπωση που έδινε ότι είναι ικανός για τα πάντα. Μια απειλή αυτού του λαθροθήρα ήτανε το ίδιο τρομερή όσο κι η πράξη. Έτσι δεν χρειαζότανε ποτέ να την εκτελέσει. Κάθε ανταρσία, κρυφή ή φανερή, έχει τη σημαία της. Αυτοί οι κλέφτες, οι αργόσχολοι, οι φαφλατάδες είχανε για σημαία το κοντάρι του Γκραντ Ι Βερ. Εκεί τα έσπαγαν! Πράγμα τόσο σπάνιο στην πόλη όσο και στο χωριό. Δεν υπήρχε άλλο πανδοχείο σ' ένα δημοτικό δρόμο τριών λευγών, που τα φορτωμένα κάρα τον έκαναν εύκολα σε τρεις ώρες. Έτσι όσοι πήγαιναν από το Κους στη La-Ville-aux-Fayes, σταματούσαν στο Γκραντ Ι Βερ, έστω και για να ξεδιψάσουν. Εκεί σταματούσε ο μυλωνάς της Αιγκ, ο αναπληρωτής του δημάρχου, κι οι παραγιοί του.

Και οι υπηρέτες του στρατηγού δεν περιφρονούσαν το καπηλειό, που οι χάρες των κοριτσιών Τονσάρ το 'καναν πολύ γοητευτικό. Έτσι η ταβέρνα επικοινωνούσε υπόγεια με τον πύργο μέσω των υπηρετών και μάθαινε όσα ήξεραν εκείνοι. Ούτε το συμφέρον ούτε οι ευεργεσίες μπορούν να σπάσουν την αιώνια συμφωνία ανάμεσα στο λαό και τους υπηρέτες. Η λιβρέα βγαίνει από το λαό που του μένει τελικά αφοσιωμένη. Αυτή η θανάσιμη συναδελφοσύνη εξηγεί την απειλή που κρύβανε τα τελευταία λόγια του Σαρλ στον Μπλοντέ.

1 Ελβετός θεολόγος, φιλόσοφος και ποιητής. Ο πρώτος που μελέτησε συστηματικά τη σχέση των χαραχτηριστικών με το χαρακτήρα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΑΛΛΟ ΕΙΔΥΛΛΙΟ

Να πάρει ο διάολος, πατέρα! είπε ο Τονσάρ βλέποντας τον πεθερό του να μπαίνει — και καθώς του φάνηκε, νηστικός: Σαν πολύ πρωί σ' έπιασε η πείνα. Δεν έχουμε τίποτα να σου δώσουμε... Και το σκοινί; Το σκοινί που 'πρεπε να κάνομε;... Μυστήρια πράματα... Τι διάολο πλέκεις όλη μέρα και τ' άλλο πρωί δεν έχεις έτοιμο τίποτα; Να σου πω, πάει καιρός που έπρεπε να 'χεις πλέξει το σκοινί για την κρεμάλα σου. Μας κοστίζεις ένα σωρό λεφτά...

Τα αστεία του χωριάτη και του εργάτη είναι πολύ αλατισμένα. Εκφράζουνε τη σκέψη τους λίγο υπερβολικά, με κάποια χοντράδα στη μέση, όπως γίνεται και στα σαλόνια. Εκεί η λεπτότητα του πνεύματος αντικαθιστά τη χοντρή γραφικότητα· αυτή είναι όλη κι όλη η διαφορά.

—Άσε τις συγγένειες κατά μέρος και μίλα μου πραχτικά. Θέλω ένα μπουκάλι κρασί, απ' το καλύτερο, είπε ο γέρος και χτύπησε το τραπέζι με τις εκατό πεντάρες του, που άστραψαν σαν ήλιος στο χέρι του.

Το τραπέζι ήτανε γεμάτο λίγδα, καψίματα, λεκέδες από κρασί και κοψιές. Η Μαρία Τονσάρ, στολισμένη σα φρεγάδα, μόλις άκουσε τον ήχο των λεφτών έριξε ένα άγριο βλέμμα στον παππού της.

Η μουσική του μέταλλου τράβηξε και την Τονσάρ απ' το δωμάτιό της.

—Πάντα σου παίρνεις με τ' άγριο το φτωχό μου πατέρα, είπε στον άντρα της. Κι όμως, εδώ κι ένα χρόνο βγάζει αρκετά λεφτά και τίμια, όπως το θέλει ο θεός. Για να δω;... και πηδώντας άρπαξε το νόμισμα από τα χέρια του Φουρσόν.

—Μαρία, είπε σοβαρά ο Τονσάρ, τράβα να φέρεις ένα μπουκάλι κρασί.

Το κρασί στην ύπαιθρο είναι μιας μόνο ποιότητας αλλά πουλιέται δυο λογιών: χύμα και σφραγισμένο.

—Πού το πέτυχες; ρώτησε η κόρη τον πατέρα της κι έχωσε το κέρμα στην τσέπη της.

—Φιλιππίνα! Θα 'χεις κακά ξέτελα, είπε ο γέρος κουνώντας το κεφάλι. Δεν προσπάθησε όμως να πάρει πίσω τα λεφτά του. Ήξερε πως ήταν μάταιο να προσπαθήσει να τα βάλει με τον τρομερό γαμπρό του και την κόρη του.

—Κι αυτή τη μπουκάλα θα μου την πουλήσετε εκατό πεντάρες! πρόσθεσε με πίκρα. Μα θα 'ναι η τελευταία. Θα κάνω το δικολάβο στο Καφέ ντε λα Παι.

—Τι 'ναι αυτά που λες μπαμπά! απάντησε η αφράτη ταβερνιάρισσα που έμοιαζε πολύ με Ρωμαία δέσποινα. Έχεις ανάγκη από πουκάμισο, καθαρό παντελόνι, καπέλο. Θέλω να σε δω επιτέλους να φοράς και γιλέκο!..

—Σου το ξανάπα, αυτό θα 'τανε η καταστροφή μου, φώναξε ο γέρος. Αν με περάσουν για πλούσιο, δεν θα μου ξαναδώσει κανείς τίποτα.

Η μπουκάλα που έφερε η ξανθή Μαρία έκοψε στη μέση την ευγλωττία του γέρου.

—Δε θα μας πεις λοιπόν από πού τα βούτηξες τόσα λεφτά;... ρώτησε ο Τονσάρ. Θα μπορούσαμε να πάμε κι εμείς!...

Ο ταβερνιάρης, που μαστόρευε μια παγίδα, κατασκόπευε το παντελόνι του πεθερού του. Σε λίγο είδε να διαγράφεται στην τσέπη του και το δεύτερο πεντόφραγκο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Στην υγειά σας! Γίνομαι κεφαλαιοκράτης, είπε ο μπάρμπα Φουρσόν.

—Στο χέρι σου είναι, απάντησε ο Τονσάρ. Έχεις όλα τα προσόντα... Αλλά ο διάολος σού τρύπησε το κεφάλι στον πάτο και σου φεύγει όλο το μυαλό!

—Χε! Έκανα το κόλπο με το λουτρ στον ομορφονιό μπουρζουά της Αιγκ που ήρθε από το Παρίσι.

—Αν ερχότανε πολύς κόσμος να δει τις πηγές του Αβόν, θα γινόσουνα πλούσιος παππού Φουρσόν, είπε η Μαρία.

—Ναι, είπε, κατεβάζοντας το τελευταίο ποτήρι της μπουκάλας του. Αλλά με το παίξε-παίξε, τσάκωσα σήμερα ένα λουτρ που θα μου δώσει 20 φράγκα και βάλε.

—Πάω στοίχημα, μπαμπά, ότι έφτιαξες κάνα λουτρ από στουπί... είπε η Τονσάρ και κοίταξε τον πατέρα της με πονηριά.

—Αν μου δώσεις ένα παντελόνι, ένα γιλέκο, τιράντες από ούγια, να μην ντροπιάζω το Βερμισέλ όταν παίζομε στο Τίβολι, γιατί ο μπάρμπα Σοκάρ με κατσαδιάζει πάντα, σου χαρίζω τα λεφτά, κόρη μου. Η ιδέα σου τα αξίζει. Εγώ θα μπορούσα να ξανατσιμπήσω το μπουρζουά της Αιγκ. Πού ξέρεις; Μπορεί ν' αποχτήσει ξαφνικά καμιά μανία με τα ποταμόσκυλα.

—Τράβα να φέρεις κι άλλη μπουκάλα, είπε ο Τονσάρ στην κόρη του. Αν είχε στ' αλήθεια πιάσει το λουτρ ο πατέρας σου θα μας το 'δειχνε, απάντησε στη γυναίκα του προσπαθώντας να ερεθίσει το γέρο.

—Δεν ήθελα να το δω στο τσουκάλι σας, είπε ο γέρος κι έκλεισε το πρασινωπό ματάκι του στην κόρη του.

—Η Φιλιππίνα μού σούφρωσε κιόλας τα λεφτά μου. Και πόσα δεν μου 'χετε κλέψει μέχρι τώρα, τάχα για να με ταΐσετε και να με ντύσετε;... Και μου χτυπάτε κι από πάνω πως είμαι πάντα λιμασμένος και δεν έχω κλωστή να βάλω;

—Τα ρούχα σου τα πούλησες για να πιεις παλιό κρασί στο Καφέ ντε λα Παι. είπε η Τονσάρ, μας το 'πε ο Βερμισέλ που προσπάθησε να σ' εμποδίσει...

—Ο Βερμισέλ... που τον κέρασα; Ο Βερμισέλ δεν προδίνει το φίλο του. Θα 'ναι εκείνος ο πατσάς με τα δυο πόδια, η γυναίκα του!

—Ή αυτός ή αυτή, απάντησε ο Τονσάρ, ή ο Μπονεμπώ..

—Αν είναι ο Μπονεμπώ, είπε ο Φουρσόν, θα τον..

—Μα μπέκρο μου, τι με κόφτει που τα πούλησες; Ενήλικος είσαι, ό,τι θες κάνεις! είπε ο Τονσάρ και χτύπησε στο γόνατο το γέρο. Έλα να παραβγείς με τα βαρέλια μου, βρέξε το λαρύγγι σου. Ο πατέρας της μαμάς Τονσάρ το 'χει αυτό το δικαίωμα. Και πιο πολύ σου πρέπει αυτό, παρά ν' ακουμπάς τα λεφτά σου στου Σοκάρ!

—Δεκαπέντε χρόνια κάνεις τον κόσμο να χορεύει στο Τίβολι και δεν μάντεψες πώς παλιώνει το κρασί του ο Σοκάρ, μ' όλη σου την πονηριά! είπε η κόρη στον πατέρα της. Κι όμως ξέρεις πως μ' αυτό το μυστικό θα γινόμαστε πλούσιοι σαν το Ριγκού!

Digitized by 10uk1s, May 2010

Στο Μορβάν και στην περιοχή της Βουργουνδίας που απλώνεται στους πρόποδές του, από τη μεριά του Παρισιού, αυτό το παλιό κρασί είναι ένα ακριβούτσικο πιοτό που παίζει μεγάλο ρόλο στη χωριάτικη ζωή. Λίγο-πολύ όλοι οι μπακάληδες κι οι καφετζήδες ξέρουν να το παρασκευάζουν. Αυτό το εξαίσιο πιοτό από εκλεκτό κρασί, ζάχαρη, κανέλα κι άλλα μπαχαρικά, το προτιμάνε απ' όλου του είδους τα τσίπουρα με τα πολλά και διάφορα ονόματα, Ραταφιά, Σαν σετ αν, Ω Μπράβ, Κασσίς, Βεσπετρό, Εσπρί ντε Σολέιγ κλπ. Τέτοιο κρασί φτιάχνεται μέχρι τα σύνορα της Γαλλίας και της Ελβετίας. Στο Γιούρα, στις άγριες περιοχές που φτάνουνε μονάχα όσοι κάνουνε πραγματικό τουρισμό, οι ξενοδόχοι πουλάνε για κρασί Συρακουσών αυτό το βιομηχανικό κατασκεύασμα, που εξ άλλου δεν είναι καθόλου άσκημο. Μα η ορειβασία ανοίγει την όρεξη κι οι τουρίστες είναι ευχαριστημένοι που πληρώνουνε τρία με τέσσερα φράγκα τη μπουκάλα.

Σ' αυτές λοιπόν τις περιοχές της Βουργουνδίας και του Μορβάν, ο πιο ελαφρός πόνος, η πιο μικρή κακοκεφιά είναι πρόσχημα για να κατεβάσουν μερικά ποτήρια. Ακόμα κι οι γυναίκες πριν και μετά την γέννα το πίνουν με ζαχαρωτά.

Το παλιό κρασί έχει φάει πολλές περιουσίες χωριάτικες κι έχει διαλύσει πολλούς γάμους.

—Αυτό είναι αδύνατο! απάντησε ο Φουρσόν. Ο Σοκάρ κλειδαμπαρώνεται για να φτιάξει το κρασί του. Ούτε η μακαρίτισσα η γυναίκα του δεν ήξερε τη συνταγή. Όλα τα υλικά τα παίρνει από το Παρίσι!

—Άσε ήσυχο τον πατέρα σου! φώναξε ο Τονσάρ. Δεν ξέρει, ε και! Όλα θα τα ξέρει κανείς;

Ο Φουρσόν ανησύχησε βλέποντας τη φυσιογνωμία του γαμπρού του να γλυκαίνει.

—Τι θες να μου βουτήξεις; τον ρώτησε στα ίσια.

—Εγώ; είπε ο Τονσάρ. Εμένα όλη μου η περιουσία είναι από τίμια δουλειά. Κι αν σου 'χω πάρει τίποτα, το δικαιούμαι για την προίκα που υποσχέθηκες να μου δώσεις.

Ο Φουρσόν καθησυχασμένος απ' αυτή την κατσάδα, έσκυψε το κεφάλι με υποταγή.

—Κοίτα μια ωραία παγίδα, είπε ο Τονσάρ και πλησιάζοντας τον πεθερό του του την έβαλε στα γόνατα. Θα 'χουνε ανάγκη από κυνήγι στην Αιγκ. Θα τα καταφέρουμε να τους πουλήσουμε το δικό τους, αν μας αγαπά ο θεός.

—Καλή δουλειά, παρατήρησε ο γέρος, εξετάζοντας το κακοποιό μηχάνημα του γαμπρού.

—Άσε μας και μας να μαζέψομε λίγες πεντάρες, πατέρα, είπε η Τονσάρ. Θα 'χουμε κι εμείς το μερτικό μας απ' τα καλούδια της Αιγκ!...

—Πάψε! την έκοψε ο Τονσάρ. Εγώ αν πεθάνω δεν θα με φάει βόλι αλλά η γλώσσα της κόρης σου.

—Ώστε με τα σωστά σας πιστεύετε πως θα πουληθεί η Αιγκ σε κλήρους για την αφεντιά σας; απάντησε ο Φουρσόν. Τριάντα χρόνια σας ρουφάει το μεδούλι από τα κόκαλα ο μπάρμπα Ριγκού και δεν καταλάβατε ακόμη ότι οι μπουρζουάδες είναι χειρότεροι από τους αρχόντους; Απ' αυτή τη δουλειά πουλάκια μου, θα βγούνε κερδισμένοι οι Σουντρύ, οι Γκωμπερτέν κι οι Ριγκού. Θα σας κάνουνε να χορέψετε το τραγούδι: «Εγώ έχω τον καλό ταμπάκο, εσύ δεν θα πάρεις ποτέ σου». Τι θαρρείτε; Αυτός είναι ο εθνικός ύμνος των πλουσίων.. Ο χωριάτης πάντα χωριάτης θα 'ναι! Δεν σκαμπάζετε γρυ από πολιτική!.. Δεν βλέπετε την κυβέρνηση που έβαλε φόρους στο κρασί για να μας κρατά στην φτώχεια;... Μπουρζουάδες και κυβέρνηση είναι ένα!. Τι θα κάνανε αν είμαστε όλοι πλούσιοι; Θα δουλεύανε αυτοί στα χωράφια; Θα θερίζανε; Γι' αυτές τις δουλειές χρειάζονται τους

Digitized by 10uk1s, May 2010

φτωχούς! Έκανα δέκα χρόνια πλούσιος και ξέρω τι σκεφτόμουνα τότε για τους ζήτουλες!...

—Κι όμως πρέπει να βγούμε μαζί τους στο κυνήγι, απάντησε ο Τονσάρ, αφού θένε να μοιράσουνε σε κλήρους τα μεγάλα τσιφλίκια... Κι ύστερα θα 'ρθει η σειρά των Ριγκού. Αν ήμουνα στη θέση του Κουρτκυίς, που του ρουφάει το αίμα, θα του ξεπλήρωνα εγώ μ' άλλον τρόπο τα χρέη μου.

—Έχεις δίκιο, απάντησε ο Φουρσόν. Όπως το λέει ο γέρο-Νιζερόν, ο μόνος δημοκράτης που απόμεινε, ο λαός έχει συνηθίσει τη σκληρή ζωή, δεν πεθαίνει, ο χρόνος δουλεύει γι' αυτόν!..

Κι ο Φουρσόν έπεσε σ' ένα είδος ονειροπόλησης. Ο Τονσάρ βρήκε την ευκαιρία να ξαναπάρει την παγίδα του, την ίδια στιγμή όμως έκοψε με το ψαλίδι το παντελόνι του γέρου που ετοιμαζότανε να πιει. Το νόμισμα κύλισε στο πάτωμα που ήταν πάντα υγρό γιατί εκεί στράγγιζαν τα ποτήρια τους οι πελάτες. Όσο γρήγορα κι αν γίνονταν όλ' αυτά ο γέρος θα τα 'παιρνε είδηση αν δεν ερχότανε ο Βερμισέλ.

—Τονσάρ, ξέρεις πού είναι ο πεθερός σου; ρώτησε ο υπάλληλος από το φράχτη.

Η φωνή του Βερμισέλ, η κλεψιά του γαμπρού και το στράγγιγμα του ποτηριού γίνανε ταυτόχρονα.

—Παρών, λοχαγέ μου! Είπε ο μπάρμπα Φουρσόν, απλώνοντας το χέρι στον Βερμισέλ για να τον βοηθήσει ν' ανεβεί τα σκαλιά της ταβέρνας.

Απ' όλες τις βουργουνδέζικες φάτσες, του Βερμισέλ ήταν η πιο βουργουνδέζικη. Το πρόσωπο του δικολάβου ήτανε δυο τόνους πιο βαθύ από το κόκκινο. Κι εδώ και κει, όπως σ' ορισμένες τροπικές περιοχές του πλανήτη, λες και μικρά ηφαίστεια είχανε αφήσει φαρδιές πράσινες κηλίδες, που ο Φουρσόν πολύ ποιητικά τις ονόμαζε «λουλούδια του κρασιού». Αυτό το φλογερό κεφάλι, που τα χαρακτηριστικά του είχανε μέχρι υπερβολής χοντρύνει από τα μεθύσια, έμοιαζε κυκλώπειο. Στο δεξί μέρος φωτιζότανε από ένα ζωντανό μάτι, το αριστερό ήτανε σβηστό και σκεπασμένο από το κιτρινωπό ασπράδι.

Όσο ήμερος ήτανε στην πραγματικότητα τόσο τρομαχτικός φαινότανε στην πρώτη ματιά, με τα πάντα ανακατεμένα κόκκινα μαλλιά του και το γενάκι του που έμοιαζε με του Ιούδα. Η μύτη του έμοιαζε με ερωτηματικό και το υπερβολικά μεγάλο στόμα του φαινόταν ν' απαντά αδιάκοπα, ακόμα κι όταν ήτανε κλειστό.

Ο Βερμισέλ ήτανε μικρόσωμος. Φορούσε παπούτσια με πέταλα, ένα βελούδινο πράσινο παντελόνι, ένα παλιό γιλέκο, τόσες φορές μπαλωμένο που λες και το 'χανε φτιαγμένο από πάπλωμα, ένα σακάκι από μπλε τσόχα κι ένα γκρίζο καπέλο με φαρδιά μπορ. Αυτή την «εμφάνιση» την επέβαλλε η Σουλάνζ, όπου ο Βερμισέλ εκτελούσε χρέη θυρωρού στο Δημαρχείο, ταμπουρλιέρη, δεσμοφύλακα και ψάλτη. Η κυρία Βερμισέλ, μια τρομερή πολέμιος της Ραμπελαισιανής φιλοσοφίας, τη διατηρούσε σε καλή κατάσταση. Αυτή η μουστακάτη αντρογυναίκα, ένα μέτρο φαρδιά και 120 κιλά βαριά, κι όμως ευκίνητη, τραβούσε δέκα Βερμισέλ από τη μύτη. Επειδή του τις έβρεχε όταν ήταν μεθυσμένος την άφηνε να τον δέρνει και ξεμέθυστο. Ο μπάρμπα Φουρσόν, που περιφρονούσε πολύ τη φορεσιά του φίλου του, έλεγε: Αυτή είναι η λιβρέα ενός σκλάβου.

—Όταν μιλά κανείς για τον ήλιο βλέπει τις αχτίνες του, είπε ο μπάρμπα Φουρσόν. Αυτό ήταν το συνηθισμένο αστείο που έκαναν στο Βερμισέλ, γιατί πραγματικά το χρυσοκόκκινο μούτρο του έμοιαζε με κείνους τους ήλιους που ζωγράφιζαν στις ταμπέλες των χωριάτικων πανδοχείων.

—Πώς ξέφυγες από την κυρία Βερμισέλ, τα τέσσερα πέμπτα σου, γιατί βέβαια δεν μπορεί να την πει κανείς τρυφερό σου ήμισυ;... Ποιος άνεμος σε φέρνει κατά δω τόσο νωρίς, δαρμένο μου ταμπούρλο;

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Η πολιτική, όπως πάντα! απάντησε ο Βερμισέλ που καθώς φάνηκε είχε συνηθίσει σ' αυτά τα αστεία.

—Α! το εμπόριο του Μπλανζύ πάει κακά! Θα διαμαρτυρήσουμε τις συναλλαγματικές; είπε ο μπάρμπα Φουρσόν και γέμισε το ποτήρι του φίλου του.

—Η μαϊμού μας με κυνηγά κατά πόδι, απάντησε ο Βερμισέλ και σήκωσε τον αγκώνα.

Στην αργκό των εργατών, μαϊμού σημαίνει αφεντικό. Αυτή η έκφραση ανήκε στο λεξικό του Βερμισέλ και του Φουρσόν.

—Τι ήρθε πάλι ν' ανακατέψει ο κυρ Μπρυνέ; ρώτησε η Τονσάρ.

—Χε! Να πάρει ο διάολος, είπε ο Βερμισέλ, εδώ και τρία χρόνια του δίνετε πιο πολλά απ' ό,τι αξίζετε... Α! σας γδέρνει για τα καλά ο Μπουρζουάς της Αιγκ. Πηγαίνουνε πρίμα οι δουλειές του ταπετσιέρη... Καλά το λέει ο κυρ Μπρυνέ: «Αν υπήρχανε τρεις ακόμη τσιφλικάδες σαν κι αυτόν στην κοιλάδα, θα 'κανα τη μπάζα μου!...».

—Τι σκαρφίστηκαν πάλι για να βασανίσουνε τη φτωχολογιά; είπε η Μαρία.

—Μα την πίστη μου, ξανάπε ο Βερμισέλ, δεν είναι ανόητοι και αργά ή γρήγορα θα παραδοθείτε. Και πώς να τα βγάλετε πέρα; Κοντεύουνε δυο χρόνια που αποχτήσανε μεγάλη δύναμη με τρεις απλούς φύλακες κι έναν έφιππο, δραστήριους σαν μυρμήγκια, και έναν αγροφύλακα που δεν χαρίζει κάστανα. Τέλος, κι η χωροφυλακή με το παραμικρό μπαίνει στη φωτιά για το χατίρι τους... Θα σας ξεζουμίσουν...

—Όχι, δα! είπε ο Τονσάρ. Εμείς δεν έχομε τίποτα.. Πιο καλά αντιστέκεται το χόρτο από το δέντρο...

—Μ' αυτό το πλευρό να κοιμάσαι, απάντησε ο μπάρμπα Φουρσόν στο γαμπρό του. Ξεχνάς πως έχεις χτήματα;

Ο Βερμισέλ ξαναπήρε το λόγο:

—Σας αγαπούνε όμως, από το πρωί ως το βράδυ έχουνε την κουβέντα σας! Λένε: «Αυτοί οι ψωριάρηδες μας καταστρέφουνε τα χωράφια μας με τα ζώα τους. Πρέπει να τους τα πάρουμε. Όταν δεν θα 'χουν ζώα δεν θα μπορούν να μας τρώνε τα χόρτα μας». Κι όπως έχετε όλοι καταδίκες στην πλάτη σας, είπαν στη μαϊμού μας να σας κατάσχει τις αγελάδες. Σήμερα το πρωί θ' αρχίσομε από το Κους. Θα κατάσχομε την αγελάδα της Μπονεμπώ, της μάνας Γκονταίν και την αγελάδα της Μιτάν.

Μόλις άκουσε το όνομα Μπονεμπώ η Μαρία, που τα έπαιζε με το Μπονεμπώ, τον εγγονό της γριάς με την αγελάδα, έριξε ένα λοξό βλέμμα στη μάνα και στον πατέρα της και πήδησε στο αμπέλι. Πέρασε σα βελόνα από μια τρύπα το φράχτη και έτρεξε προς το Κους σαν κυνηγημένος λαγός.

—Θα σπάσουν τα μούτρα τους, παρατήρησε ήσυχα ο Τονσάρ. Θα αφήσουνε τα κόκαλά τους εκεί και θα 'ναι κρίμα για τις μανάδες τους.

—Μπορεί να γίνει κι έτσι! είπε ο μπάρμπα Φουρσόν. Μα εγώ, Βερμισέλ, δεν μπορώ να σας συναντήσω παρά μετά από μια ώρα. Έχω μια σπουδαία υπόθεση στον πύργο...

—Πιο σπουδαία από τρεις δουλειές, πέντε πεντάρες η μια;... Μη κάνεις τα πολλά για τα λίγα! όπως είπε κι ο γέρο Νώε.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Αφού σου λέω, Βερμισέλ, ότι το εμπόριό μου με καλεί στον πύργο, ξανάπε ο γέρο Φουρσόν και πήρε ένα ύφος όλο πόζα.

—Καλύτερα να πέσει ξερός ο πατέρας μου παρά να κάνει τέτοιο πράγμα, είπε η Τονσάρ. Μήπως έχεις σκοπό του λόγου σου να βρεις τις αγελάδες;..

—Ο κύριος Μπρυνέ είναι καλός άνθρωπος. Το 'χει καλύτερο να βρει μόνο τη σβουνιά τους, απάντησε ο Βερμισέλ. Η δουλειά του τον υποχρεώνει να τριγυρνά τις νύχτες και γι' αυτό είναι φρόνιμος.

—Καλά κάνει, είπε ξερά ο Τονσάρ.

—Έτσι, συνέχισε ο Βερμισέλ, είπε στον κύριο Μισώ: «Θα πάω μόλις τελειώσει η συνεδρίαση». Αν ήθελε να βρει τις αγελάδες, έπρεπε να 'ρθει αύριο στις 7!... Μα πρέπει να 'χει το νου του ο κύριος Μπρυνέ!.. Δύσκολα ξεγελά κανείς για δεύτερη φορά το Μισώ. Είναι ξεσκολισμένο κυνηγόσκυλο! Α, το λήσταρχο!

—Τέτοια ψευτοπαλίκαρα σαν τα μούτρα του πρέπει να μένουνε στο στρατό, είπε ο Τονσάρ. Είναι καλοί μόνο για να τους ρίχνουμε στους εχθρούς... Πολύ θα 'θελα να μου δώσει καμιά αφορμή. Μπορεί να λέει ότι βγήκε από τη νέα φρουρά, μα είμαι σίγουρος ότι αν ερχόμαστε στα χέρια δε θα 'μουνα εγώ ο νικημένος!

—Δε μου λες, είπε ο Τονσάρ στο Βερμισέλ, και τις αφίσες για τη γιορτή της Σουλάνζ πότε θα τις δούμε; Έχομε κιόλας 8 του Αυγούστου...

—Τις πήγα για τύπωμα χτες στο Μπουρνιέ, στη La-Ville-aux-Fayes, απάντησε ο Βερμισέλ. Λέγανε στο σπίτι της κυρίας Σουντρύ ότι θα ρίξουνε πυροτεχνήματα στη λίμνη.

—Κόσμο που θα 'χομε! είπε ο Φουρσόν.

—Αν δε βρέχει, την έχει καλά ο Σοκάρ, είπε ο ταβερνιάρης με ζήλεια.

Εκείνη τη στιγμή, ακούστηκε ο καλπασμός ενός αλόγου που ερχότανε από τη Σουλάνζ και 5 λεπτά αργότερα ο κλητήρας έδενε το ζώο του σ' ένα πάσσαλο επίτηδες βαλμένο στο άνοιγμα απ' όπου περνούσαν οι αγελάδες. Έπειτα έχωσε το κεφάλι του στην πόρτα του Γκραντ Ι Βερ.

—Ελάτε, ελάτε, παιδιά μου, μη χάνομε καιρό, είπε και προσποιήθηκε το βιαστικό.

—Α, είπε ο Βερμισέλ, έχετε ένα λιποτάκτη, κύριε Μπρυνέ. Ο μπάρμπα Φουρσόν έχει ποδάγρα.

—Μάλλον είναι τάπα στο μεθύσι, αλλά ο νόμος δεν απαιτεί να 'ναι ξεμέθυστος.

—Με συγχωρείτε, κύριε Μπρυνέ, είπε ο Φουρσόν, με περιμένουνε για δουλειές στην Αιγκ. Είμαστε σε διαπραγματεύσεις για ένα λουτρ.

Ο Μπρυνέ ήταν ένα στεγνό χολερικό ανθρωπάκι, ντυμένο από την κορφή ως τα νύχια στη μαύρη τσόχα, με ξέθωρα μάτια, κατσαρά μαλλιά, σφιγμένο στόμα, γαμψή μύτη, ιησουίτικο ύφος και συναχωμένη φωνή.

Και η φυσιογνωμία και το φέρσιμο κι ο χαρακτήρας του ήτανε σ' αρμονία με το επάγγελμά του. Ήξερε τόσο καλά το Δίκαιο, ή μάλλον τη στρεψοδικία, που ήταν μαζί ο Τρόμος και ο Σύμβουλος του καντονιού. Ήταν κάπως δημοφιλής στους χωριάτες, που συνήθως τον πλήρωναν σε δημητριακά, όπως

Digitized by 10uk1s, May 2010

ο ίδιος απαιτούσε. Με την ικανότητά του να ελίσσεται και τις θετικές και αρνητικές του ιδιότητες είχε καταφέρει να έχει πελάτες όλο το καντόνι, ενώ ο Μαιτρ Πλισού ο συνάδελφός του δεν είχε κανένα. Αλλά αυτό το φαινόμενο είναι πολύ συνηθισμένο στα αγροτικά Ειρηνοδικεία.

—Σκούρυναν λοιπόν τα πράματα;.. ρώτησε η Τονσάρ τον Μπρυνέ.

—Τι τα θέτε, κι εσείς τον κατακλέβετε τον άνθρωπο!.. Αμύνεται! απάντησε ο κλητήρας. Όλα αυτά θα τελειώσουν άσκημα, θ' ανακατευτεί η κυβέρνηση.

—Κι εμείς οι φτωχοί να ψοφήσουμε λοιπόν; είπε η Τονσάρ και πρόσφερε ένα ποτήρι με πιατάκι στον κλητήρα.

—Ας ψοφάμε. Οι φτωχοί, ποτέ δε θα λείψουνε, είπε επιγραμματικά ο Φουρσόν.

—Το ρημάξατε πια το δάσος, ξανάπε ο κλητήρας.

—Ελάτε τώρα, τόση φασαρία για μερικά παλιοφρύγανα, είπε η Τονσάρ.

—Δεν σφάξανε αρκετούς πλούσιους στην επανάσταση, να τι φταίει για όλα, είπε ο Τονσάρ.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας φοβερός θόρυβος. Ο λυσσασμένος καλπασμός δυο ποδιών και η κλαγγή όπλων, σκέπαζαν το θόρυβο από φύλλα και κλαδιά που τα 'σερναν ακόμα πιο βιαστικά βήματα. Δυο φωνές διαφορετικές όσο και τα βήματα αντάλλαζαν βρισιές μεγαλόφωνα.

Οι άνθρωποι στην ταβέρνα κατάλαβαν πως ένας άντρας κυνηγούσε μια γυναίκα. Μα για ποιο λόγο;.. Η απορία λύθηκε αμέσως.

—Είναι η μητέρα μου, είπε ο Τονσάρ και σηκώθηκε. Την κατάλαβα απ' τις βρισιές της!

Και ξαφνικά, αφού ανέβηκε τα 4 παλιόσκαλα της ταβέρνας με μια τελευταία προσπάθεια που μόνο οι λαθροθήρες μπορούνε να δείξουνε τις κρίσιμες στιγμές, η γριά Τονσάρ έπεσε ανάσκελα στη μέση της ταβέρνας. Το τεράστιο δεμάτι με τα ξύλα διαλύθηκε με πάταγο καθώς χτύπησε στο ανώφλι της πόρτας και στο πάτωμα. Όλος ο κόσμος τραβήχτηκε πίσω. Τα τραπέζια, οι μπουκάλες, οι καρέκλες μπερδεύτηκαν στα κλαδιά και σκόρπισαν. Αν γκρεμιζότανε η καλύβα, ο θόρυβος δε θα ήτανε μεγαλύτερος.

—Είμαι πεθαμένη από το χτύπημα! Με σκότωσε ο παλιάνθρωπος!...

Οι φωνές και το κυνήγημα της γριάς εξηγήθηκαν μόλις φάνηκε στο κατώφλι ένας φύλακας ντυμένος με πράσινη τσόχα, καπέλο με ασημένιο σιρίτι, σπαθί στο πλευρό, τα διακριτικά του Μονκορνέ και των Τρεβίλ, κόκκινο γιλέκο και δερμάτινες γκέτες που φτάνανε μέχρι πάνω από το γόνατα.

Ο φύλακας σάστισε μια στιγμή κι ύστερα φώναξε βλέποντας το Μπρυνέ και το Βερμισέλ:

—Έχω μάρτυρες.

—Για ποιο πράγμα; είπε ο Τονσάρ.

—Αυτή η γυναίκα έχει κάτω από τα φρύγανα μια ολόκληρη βελανιδιά δέκα χρονών, κομμένη, πραγματικό έγκλημα!...

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Βερμισέλ, μόλις άκουσε τις λέξεις μάρτυρες έκρινε πως ήτανε η ώρα να βγει στο αμπέλι να πάρει τον αέρα του.

—Τι πράγμα;... τι πράγμα;... είπε ο Τονσάρ και στάθηκε μπροστά στο φύλακα ενώ η Τονσάρ σήκωνε από χάμω την πεθερά της. Για κόψε λάσπη, Βατέλ!.. Να κάνεις τις εκθέσεις και τις κατασχέσεις σου στο δρόμο, εκεί είναι το σπίτι σου. Αλλά αυτό εδώ είναι το δικό μου σπίτι, νομίζω! Κάθε κατεργάρης στο μπάγκο του.... Τσακίσου από δω!

—Το αδίκημα είναι αυτόφωρο, η μητέρα σου θα με ακολουθήσει...

—Θα συλλάβεις τη μητέρα μου στο σπίτι μου μέσα; Δεν έχεις τέτοιο δικαίωμα.. Η κατοικία μου είναι απαραβίαστη... Αυτό τουλάχιστον το ξέρομε! Έχεις ένταλμα απ' τον ανακριτή μας τον κύριο Γκερμπέ;... Αχά! Πρέπει να διατάξει η δικαιοσύνη για να μπεις εσύ εδώ μέσα. Δεν είσαι δικαιοσύνη εσύ, κι ας έδωσες όρκο στο δικαστήριο να μας κάνεις να ψοφήσουμε από την πείνα!...

Η οργή του φύλακα έφτασε σε τέτοιο παροξυσμό, που θέλησε ν' αρπάξει το δεμάτι. Μα η γριά, μια απαίσια μαύρη περγαμηνή προικισμένη με κίνηση, με βλέμμα που μόνο στις «Sabines» του Δαυίδ το συναντά κανείς, έβαλε τις φωνές!

—Αν τ' αγγίξεις θα σου βγάλω τα μάτια!

—Καλά. Σαν σου βαστά, λύσε το δεμάτι σου μπροστά στον κύριο Μπρυνέ, είπε ο φύλακας.

Αν κι ο κλητήρας προσποιότανε πως είχε το αδιάφορο ύφος που δίνει η συνήθεια της δουλειάς στους δημόσιους λειτουργούς, έκλεισε το μάτι στον ταβερνιάρη και τη γυναίκα του με σημασία: Αυτή η υπόθεση βρωμάει!.. Ο γέρο-Φουρσόν πάλι έδειξε με το δάχτυλο στην κόρη του τη στάχτη του τζακιού. Η Τονσάρ, που κατάλαβε αμέσως και τον κίνδυνο της πεθεράς της και τη συμβουλή του πατέρα της, πήρε μια φούχτα στάχτη και την πέταξε στα μάτια του φύλακα. Ο Βατέλ άρχισε να ουρλιάζει, ο Τονσάρ φωτισμένος μ' όλο το φως που έχασε ο φύλακας, τον έσπρωξε απότομα στα παλιόσκαλα, κι ο Βατέλ, στραβωμένος, κύλησε μέχρι το δρόμο, αφήνοντας το τουφέκι του να του πέσει. Μέσα σ' ένα λεπτό, έλυσαν το δεμάτι, έβγαλαν τα κούτσουρα και το 'κρυψαν με μια ταχύτητα που δεν μπορεί ν' αποδοθεί με λόγια. Ο Μπρυνέ, μη θέλοντας να 'ναι μάρτυρας σ' αυτή την επιχείρηση που είχε προβλέψει, βγήκε έξω και πήγε να βρέξει το μαντήλι του στο νερό, για να πλύνει τα μάτια του φύλακα, που παρά τους πόνους του, προσπαθούσε να πάει στο ρυάκι.

—Είχατε άδικο, Βατέλ, του είπε ο κλητήρας, δεν έχετε το δικαίωμα να μπαίνετε στα σπίτια...

Η γριά, μικρόσωμη και καμπουριασμένη, στεκότανε στο κατώφλι με τα χέρια στους γοφούς κι έριχνε τόσα φαρμακερά βλέμματα στο φύλακα όσες και βρισιές, με φωνή που θ' ακουγότανε σίγουρα ως το Μπλανζύ.

—Α! κάθαρμα! Καλά να πάθεις!.. Που να σε καταπιεί η κόλαση!.. Να υποπτευθείς, ποια; Εμένα πως κόβω δέντρα! Εμένα την πιο τίμια γυναίκα του χωριού! Και να με πάρεις κυνήγι σαν να 'μουνα θηρίο! Μακάρι να σου βγαίνανε τα μάτια, να 'βρισκε ο τόπος την ησυχία του. Είσαστε όλοι σας κοράκια και συ και το σινάφι σου. Βγάζετε από το νου σας αδικήματα για ν' ανάβετε τον πόλεμο ανάμεσα στον αφέντη και σε μας.

Εν τω μεταξύ ο κλητήρας καθάρισε τα μάτια του φύλακα και συνέχισε να του εξηγεί πως νομικά ήταν αξιόμεμπτος.

—Μας την κατάφερε η παλιόγρια, είπε τέλος ο Βατέλ. Όλη τη νύχτα ήτανε στο δάσος...

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εν τω μεταξύ, αφού βάλανε όλοι ένα χεράκι για να κρύψουνε το κομμένο δέντρο, ταχτοποιήσανε πάλι όπως πρώτα τα πράματα στην ταβέρνα. Ο Τονσάρ βγήκε στην πόρτα και είπε με ψηλομύτικο ύφος:

—Βατέλ, αγόρι μου, αν σου ξαναρθεί το κέφι να παραβιάσεις την κατοικία μου... το λόγο θα τον έχει το ντουφέκι μου.. Μα ας τ' αφήσουμε τώρα αυτά. Θα ζεστάθηκες. Αν θες ένα ποτηράκι, σε κερνώ. Έλα να δεις πως το δεμάτι της μητέρας μου, δεν έχει ούτε ένα κλαράκι κλεμμένο, είναι όλα φρύγανα!

—Κάθαρμα!... είπε χαμηλόφωνα ο φύλακας που τον πόνεσε πιο πολύ η ειρωνεία από τη στάχτη.

Εκείνη τη στιγμή φάνηκε στην πόρτα του Γκραντ Ι Βερ, ο Σαρλ, που τον είχαμε συναντήσει παλιότερα να ψάχνει τον Μπλοντέ.

—Τι έπαθες Βατέλ; ρώτησε το φύλακα.

—Α! είπε αυτός σκουπίζοντας τα μάτια του που τα είχε βουτήξει ανοιχτά στο ρυάκι για να τελειώσει το καθάρισμα, έχω ανοίξει λογαριασμό με κάποιους εδώ που θα τους κάνω να βλαστημήσουνε τη μέρα που γεννηθήκανε.

—Αν είναι αυτή η γνώμη σας, κύριε Βατέλ, είπε ψυχρά ο Τονσάρ, γρήγορα θα αντιληφθείτε πως εμάς εδώ στη Βουργουνδία το λέει η καρδιά μας.

Ο Βατέλ έφυγε κι ο Σαρλ που δε νοιάστηκε να εξηγήσει το αίνιγμα, μπήκε στην ταβέρνα.

—Έλα στον πύργο μαζί με το λουτρ, αν λες αλήθεια πως το 'πιασες, είπε στον μπάρμπα Φουρσόν.

Ο γέρος σηκώθηκε αμέσως και ακολούθησε το Σαρλ.

—Και πού είναι λοιπόν αυτό το λουτρ; ρώτησε χαμογελώντας μ' αμφιβολία ο Σαρλ.

—Από δω, είπε ο σκοινοπλέκτης και κατευθύνθηκε προς τη μεριά του Τυν.

Τυν, λέγεται το ρυάκι που σχηματίζεται από τα νερά που περισσεύουν από το μύλο και το τσιφλίκι της Αιγκ. Κυλά κατά μήκος του δημοτικού δρόμου μέχρι τη μικρή λίμνη Σουλάνζ κι από κει χύνεται στον Αβόν αφού εφοδιάσει το μύλο και τις πηγές του πύργου της Σουλάνζ.

—Εδώ το 'κρυψα, στο δρόμο της Αιγκ, με μια πέτρα στο λαιμό.

Όπως έσκυψε και σηκώθηκε, ο γέρος κατάλαβε πως του λείπανε τα λεφτά. Η τσέπη του τόσο σπάνια φιλοξενούσε χρήματα, που του ήταν εύκολο να καταλαβαίνει πότε ήταν άδεια και πότε γεμάτη.

—Α, τους λωποδύτες! φώναξε. Εγώ κυνηγώ τα λουτρ κι αυτοί τον πατέρα τους!... Μου βουτάνε ό,τι κερδίζω, για το καλό μου λέει!... Α! για το καλό μου!... Χωρίς το Μους μου, που είναι η παρηγοριά των γερατειών μου, θα πήγαινα να πνιγώ!... Τα παιδιά είναι η καταστροφή των πατεράδων τους. Δεν είστε παντρεμένος εσείς κύριε Σαρλ, μην παντρευτείτε ποτέ σας! Δεν θα τα βάλετε με τον εαυτό σας πως σπείρατε κακό σπόρο!... Κι εγώ που έλεγα ν' αγοράσω στουπί!.. Πέταξε το στουπί μου! Εκείνος ο ευγενικός κύριος μου 'δωσε 10 φράγκα. Τι φταίω εγώ που θ' ακριβύνει τώρα το λουτρ;

Ο Σαρλ είχε τέτοια δυσπιστία στον Φουρσόν που πήρε τις κλάψες του για κόλπο. Νόμιζε πως ο γέρος είχε βγάλει από το νου του την ιστορία, για ν' ανεβάσει την τιμή του λουτρ κι έκανε το λάθος ν' αφήσει να φανεί η γνώμη του μ' ένα χαμόγελο που δεν ξέφυγε του πονηρού Φουρσόν.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Α! έτσι, μπάρμπα Φουρσόν!.. Αυτά να τα πεις στην κυρία, είπε ο Σαρλ και κοίταξε το γέρο που τα δάκρυά του τρέχανε στη μύτη και τα μάγουλά του.

—Ξέρω τη δουλειά μου, Σαρλ. Κι αν με φιλέψεις τα αποφάγια από το δείπνο και μια-δυο μπουκάλες ισπανικό κρασί, θα σου πω δυο λόγια για ν' αποφύγεις μια κλοτσοπατινάδα.

—Πες! και ο Φρανσουά θα σου δώσει κατά διαταγή του κυρίου ένα ποτήρι κρασί.

—Έγινε;

—Έγινε!

—Λοιπόν, έχεις ραντεβού με την εγγονή μου την Κατερίνα κάτω απ' τη γέφυρα του Αβόν. Ο Γκονταίν την αγαπά, σας είδε μαζί κι έχει τη βλακεία να ζηλεύει. Και λέω βλακεία γιατί ο χωριάτης δεν πρέπει να 'χει αισθήματα που ταιριάζουνε μόνο στους πλούσιους. Αν πας λοιπόν τη μέρα της γιορτής της Σουλάνζ στο Τίβολι να χορέψεις μαζί της, θα σου κάνει ένα άλλο χορό καλύτερο ο Γκονταίν. Είναι κακός και παμπόνηρος, είναι ικανός να σου σπάσει τα παΐδια με τρόπο που να μη μπορείς να του κάνεις μήνυση.

—Η Κατερίνα είναι ωραία αλλά δεν αξίζει τον κόπο να φάω ξύλο για χατίρι της. Μα γιατί θυμώνει ο Γκονταίν; Οι άλλοι δεν θυμώνουν.

—Α! αυτός την αγαπά τόσο που θέλει να την παντρευτεί.

—Θα 'χει να φάει ξύλο η μικρή!... είπε ο Σαρλ.

—Δεν είναι σίγουρο. Μοιάζει της μάνας της, που ο Τονσάρ δεν της σήκωσε ακόμα χέρι γιατί φοβάται μη του σηκώσει πόδι!... Εξ άλλου όσο δυνατός και να 'ναι ο Γκονταίν η Κατερίνα θα τον βάλει κάτω.

—Πάρε σαράντα πεντάρες, μπάρμπα Φουρσόν· να πιεις στην υγειά μου μπας και δε μπορέσομε να πιούμε από το ισπανικό.

Ο Φουρσόν τσέπωσε τα λεφτά και γύρισε το κεφάλι για να μη δει ο Σαρλ μια γκριμάτσα ικανοποίησης και ειρωνείας που δεν μπόρεσε να κρύψει.

—Είναι καθαρόαιμη πουτάνα η Κατερίνα, ξαναμίλησε ο γέρος. Της αρέσει κι αυτηνής το ισπανικό κρασί. Γιατί δεν της λες να έρθει στην Αιγκ που θα 'χει μπόλικο, ανόητε:

Ο Σαρλ κοίταξε τον μπάρμπα Φουρσόν με θαυμασμό. Δεν μπορούσε βέβαια να μαντέψει το τεράστιο συμφέρον που είχαν οι εχθροί του στρατηγού να βάλουν ένα κατάσκοπο ακόμα στον πύργο.

—Ο στρατηγός θα 'ναι ευχαριστημένος τώρα. Οι χωριάτες είναι ήσυχοι. Τι λέει:... Του αρέσει ο Σιμπιλέ:

—Μόνο ο κύριος Μισώ σκοτίζει τον κύριο Σιμπιλέ. Λένε πως θα καταφέρει να τον απολύσουν, απάντησε ο Σαρλ.

—Επαγγελματικές αντιζηλίες! είπε ο Φουρσόν. Πάω στοίχημα ότι θα 'θελες πολύ να απολυθεί ο Φρανσουά και να γίνεις καμαριέρης στη θέση του...

—Θε μου! Βγάζει 200 φράγκα! είπε ο Σαρλ, μα δεν θα τον διώξουν, είναι έμπιστος του στρατηγού..

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Σαν την κυρία Μισώ που ήτανε έμπιστη της κυρίας, παρατήρησε ο Φουρσόν και κοίταξε κατάματα το Σαρλ. Δε μου λες παλικάρι μου, ο κύριος και η κυρία έχουν χωριστές κρεβατοκάμαρες;...

—Να πάρει ο διάολος, αν δεν είχανε χωριστά δωμάτια δεν θα την αγαπούσε τόσο ο κύριος!... είπε ο Σαρλ.

—Τι άλλο ξέρεις;... ρώτησε ο Φουρσόν.

Αλλά χρειάστηκε να σωπάσουν γιατί βρίσκονταν κιόλας κάτω από τα παράθυρα της κουζίνας.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΟΙ ΕΧΘΡΟΙ ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΟΝΤΑΙ

Στην αρχή του γεύματος, ο Φρανσουά ο πρώτος καμαριέρης, είπε στο Μπλοντέ με χαμηλή φωνή αλλά αρκετά δυνατά για να τον ακούσει ο κόμης: «Κύριε, ο μικρός του μπάρμπα Φουρσόν ισχυρίζεται ότι έπιασαν επιτέλους το λουτρ και ρωτά αν το θέλετε, αλλιώς να το πάνε στον έπαρχο της La-Ville-aux-Fayes.

Ο Εμίλ Μπλοντέ, αν και ήταν άφταστος στην υποκρισία, κοκκίνισε σα δεσποινίδα που της διηγούνται μια ιστορία λίγο σκαμπρόζικη που ξέρει το τέλος της.

—Α! κυνηγήσατε λουτρ με το μπάρμπα Φουρσόν το πρωί! φώναξε ο στρατηγός και τον πήρανε τα γέλια.

—Τι συμβαίνει; ρώτησε η κόμισσα που την ανησύχησε το γέλιο του συζύγου της.

—Από τη στιγμή που ένας άνθρωπος του πνεύματος σαν αυτόν, είπε ο στρατηγός, ξεγελάστηκε από το μπάρμπα Φουρσόν, δεν υπάρχει λόγος να κοκκινίζει ένας απόστρατος ιππέας επειδή κυνήγησε αυτό το λουτρ που μοιάζει πολύ με το τρίτο άλογο που πληρώνεις στο σταθμό και που δεν το βλέπεις ποτέ.

Κι ο στρατηγός συνέχισε μέσα από τα γέλια του:

—Δεν θα παραξενευτώ καθόλου αν αλλάξατε μπότες και παντελόνι. Θα σας κολύμπησε στα σίγουρα. Εγώ δεν την έπαθα όσο εσείς. Έμεινα στην επιφάνεια του νερού. Αλλά βέβαια εσείς είστε πολύ πιο έξυπνος από μένα...

—Ξεχνάτε φίλε μου, ότι δεν ξέρω για ποιο πράγμα μιλάτε... είπε η κόμισσα ντε Μονκορνέ με κάποιο πείσμα βλέποντας τη σύγχυση του Μπλοντέ.

Σ' αυτά τα λόγια, ο στρατηγός σοβάρεψε κι ο δημοσιογράφος διηγήθηκε μόνος του το πρωινό του κυνήγι.

—Μα αν έπιασαν το λουτρ, δεν είναι τόσο ένοχοι όσο λέτε, αυτοί οι φτωχοί, είπε η κόμισσα.

—Ναι, αλλά πάνε τώρα 10 χρόνια που δεν έχει δει τίποτα κάνεις, είπε ο στρατηγός αμείλικτος.

—Κύριε κόμη, μπήκε στη μέση ο Φρανσουά, ο μικρός παίρνει χίλιους όρκους ότι έχει ένα...

—Αν λέει αλήθεια, τους το πληρώνω, είπε ο στρατηγός.

—Ο Θεός, παρατήρησε ο πάτερ-Μπροσέτ, δεν θέλησε να στερήσει για πάντα. την Αιγκ από τα λουτρ.

—Α! κύριε εφημέριε, φώναξε ο Μπλοντέ, αν εξαπολύσετε και το θεό εναντίον μου...

—Μα ποιος ήρθε; ρώτησε η κόμισσα.

—Ο Μους, κυρία κόμισσα, ο μικρός που ακολουθεί πάντα τον μπάρμπα Φουρσόν, απάντησε ο καμαριέρης.

—Πέστε του να έρθει... αν θέλει η κυρία, είπε ο στρατηγός, ίσως μας διασκεδάσει.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Πρέπει τουλάχιστον να δούμε τι θέλει, είπε η κόμισσα.

Μετά από λίγα λεπτά, παρουσιάστηκε ο Μους μ' όλη του τη γύμνια.

Μέσα σ' αυτή την τραπεζαρία, που κι ένα μόνο μεσόθυρό της θα το έκανε πλούσιο, το παιδί ήταν η προσωποποίηση της φτώχειας. Ξυπόλητο, με γυμνές γάμπες, γυμνό στήθος, ήταν αδύνατο να το δει κανείς και να μη του γεννηθούν αισθήματα φιλανθρωπίας. Τα μάτια του σαν αναμμένα κάρβουνα πηγαινοέρχονταν από την πολυτέλεια της σάλας στα πλούσια φαγητά του τραπεζιού.

—Δεν έχεις λοιπόν μητέρα; ρώτησε η κόμισσα μη μπορώντας να εξηγήσει αλλιώς τη γύμνια του.

—Όχι κυρία, η μάνα μου πέθανε από τη στενοχώρια της που δεν ξανάδε τον πατέρα μου... Είχε φύγει για το στρατό το 1812, χωρίς να την παντρευτεί με χαρτιά και, με την άδειά σας, πέθανε από κρυοπαγήματα... Αλλά έχω τον παππού μου τον Φουρσόν που είναι καλός άνθρωπος, σαν το Χριστό, αν και μου τις βρέχει καμιά φορά.

—Πώς συμβαίνει να υπάρχουνε τόσο δυστυχισμένοι άνθρωποι στα κτήματά σας, φίλε μου; είπε στο στρατηγό η κόμισσα.

—Κυρία κόμισσα, είπε ο εφημέριος, όσοι δυστυχούνε στην κοινότητά μας είναι γιατί το θέλουν. Ο κύριος κόμης έχει καλές προθέσεις. Μα έχουμε να κάνουμε μ' ανθρώπους χωρίς θρησκεία και με μια μόνο σκέψη: Πώς να ζούνε εις βάρος σας.

—Μα, αγαπητέ μου εφημέριε, δικό σας καθήκον είναι να διδάσκετε την ηθική, είπε ο Μπλοντέ.

—Κύριε, απάντησε ο αββάς Μπροσέτ, ο Επίσκοπος μ' έστειλε εδώ σαν να μ' έστελνε ιεραπόστολο στους αγρίους. Αλλά, όπως του είπα, οι άγριοι της Γαλλίας είναι απρόσιτοι. Έχουνε νόμο να μη μας ακούνε. Τους άγριους της Αμερικής μπορεί να τους κάνει κανείς να ενδιαφερθούν.

—Κύριε παπά, είπε ο Μους, τώρα με βοηθάνε κάπου - κάπου, αλλά αν πατήσω το πόδι μου στην εκκλησία σας δεν θα μου δώσουν πια τίποτα και θα με ταράξουν κιόλας στις κλωτσιές.

—Η εκκλησία, πάτερ μου, έπρεπε πρώτα να του δώσει ένα παντελόνι. Έτσι δεν αρχίζουν κι οι ιεραπόστολοι καλοπιάνοντας τους άγριους;

—Θα το πουλούσε αμέσως, απάντησε σιγανά ο αββάς Μπροσέτ, κι ο μισθός μου δεν μου επιτρέπει τέτοιες συναλλαγές.

—Ο κύριος εφημέριος έχει δίκιο, είπε ο στρατηγός και κοίταξε το Μους.

Η τακτική του Μους ήταν να κάνει πως δεν καταλαβαίνει τι λένε, όταν τον κατηγορούσαν δίκαια.

—Η εξυπνάδα αυτού του μικρού μασκαρά σας αποδεικνύει ότι ξέρει τη διάκριση καλού και κακού, είπε ο στρατηγός. Είναι αρκετά μεγάλος για να δουλέψει κι όμως άλλο δεν σκέφτεται παρά να κάνει παραβάσεις ατιμώρητα. Οι φύλακες τον ξέρουν καλά... Πριν να γίνω δήμαρχος αυτός ήξερε κιόλας ότι ένας ιδιοκτήτης, ακόμα κι αν δει με τα μάτια του τη ζημιά στα χτήματά του, δεν μπορεί να κάνει μήνυση. Έφερνε λοιπόν τις αγελάδες του στα λιβάδια μου με θράσος, και ενώ μ' έβλεπε δεν το κουνούσε. Τώρα όμως το βάζει στα πόδια...

—Α, αυτό είναι πολύ κακό, μικρέ μου φίλε, είπε η κόμισσα. Δεν πρέπει να κλέβομε τον πλησίον μας...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Κυρία, πρέπει να φάω. Ο παππούς μού δίνει πιο πολλές ξυλιές παρά μπουκιές, και το ξύλο μεγαλώνει την πείνα... Όταν έχουν γάλα οι αγελάδες, αρμέγω λίγο και στυλώνομαι... Τόσο φτωχός είναι ο κύριος που δεν μπορεί να μ' αφήνει να πίνω λίγο από το χόρτο του;

—Μα αυτός ίσως να 'ναι νηστικός από το πρωί, φώναξε η κόμισσα συγκινημένη από την τόση αθλιότητα. Δώστε του ψωμί, και ό,τι απόμεινε από το κοτόπουλο... είπε στον καμαριέρη. Πού κοιμάσαι;

—Παντού κυρία, όπου είμαι προφυλαγμένος από το κρύο το χειμώνα, κι όταν κάνει καλό καιρό, έξω.

—Πόσων χρονών είσαι;

—Δώδεκα.

—Έχει καιρό ακόμα να μπει στον καλό δρόμο, είπε η κόμισσα στον άντρα της.

—Θα γίνει καλός στρατιώτης, είπε απότομα ο στρατηγός. Είναι προετοιμασμένος. Είχα κι εγώ υποφέρει, όσο κι αυτός, και να 'μαι τώρα.

—Συγγνώμη, στρατηγέ, είμαι αδήλωτος και δεν θα υπηρετήσω. Η καημένη η μάνα μου με γέννησε απάντρευτη στους αγρούς. Ο παππούς λέει ότι είμαι γιος της γης. Η μάνα μου μ' έσωσε από το στρατό. Ακόμα και τ' όνομά μου το πήρα μόνος μου. Ο παππούλης μου, μου τις έμαθε καλά τις αβάντες μου, δεν είμαι γραμμένος στα χαρτιά της Κυβέρνησης κι όταν θα πάρουνε την ηλικία μου εγώ θα κάνω βόλτες! Δεν θα μ' αρπάξουνε.

—Τον αγαπάς τον παππού σου; ρώτησε η κόμισσα, προσπαθώντας να διαβάσει αυτή τη δωδεκάχρονη καρδιά.

—Θεούλη μου! όταν είναι στις κακές του μου δίνει κάτι σφαλιάρες ξεγυρισμένες αλλά είμαι καλό παιδί! Κι έπειτα λέει πως αυτή 'ναι η πληρωμή του που μ' έμαθε γραφή κι ανάγνωση....

—Ξέρεις να διαβάζεις;... είπε η κόμισσα.

—Αν ξέρω;... Και βέβαια. Ακόμη και τα ψιλά γράμματα τα βγάνω. Αυτό είναι αληθινό όσο και το ότι έχομε ένα λουτρ.

—Τι γράφει εδώ; είπε ο κόμης και του έδειξε την εφημερίδα.

—Η κ α ρθ θρη με νή..., συλλάβιζε ο Μους χωρίς να διστάσει παρά 3 φορές.

Όλοι, ακόμα κι ο αββάς Μπροσέτ, έβαλαν τα γέλια.

—Μα, θεούλη μου! εσείς μου δώσατε εφημερίδα, φώναξε ο Μους απελπισμένος. Ο παππούλης μου λέει πως αυτές είναι για τους πλούσιους, κι ότι πάντα μαθαίνει κανείς πιο ύστερα τι γράφουνε μέσα.

—Έχει δίκιο το παιδί, στρατηγέ, και με κάνει να θέλω να ξαναδώ τον πρωινό νικητή μου, είπε ο Μπλοντέ. Βλέπω πως η εξυπνάδα του είναι από το ίδιο σόι.

Ο Μους καταλάβαινε θαυμάσια ότι οι μπουρζουάδες περνούσαν την ώρα τους μαζί του, και ο μαθητής του μπάρμπα Φουρσόν φάνηκε αντάξιος του δασκάλου του, έβαλε τα κλάματα...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Πώς μπορείτε να κοροϊδεύετε ένα παιδί που περπατά ξυπόλυτο;.. είπε η κόμισσα.

—Και που θεωρεί σωστό να τρώει σφαλιάρες από τον παππού του για να πληρώσει τα δίδακτρα, συμπλήρωσε ο Μπλοντέ.

—Για πες μου, αγόρι μου, είναι αλήθεια πως πιάσατε το λουτρ;

—Ναι, κυρία, είναι αλήθεια όσο και ότι είστε η πιο ωραία γυναίκα που έχω δει και που θα δω ποτέ, είπε μέσα από τα δάκρυά του το παιδί.

—Δείξε μας το, είπε ο στρατηγός.

—Ω, κύριε κόμη, ο παππούς το έχει κρύψει, αλλά σπαρταρούσε ακόμα όταν είμαστε στο σκοινάδικο... Αν θέλετε, φωνάξτε τον παππού μου, γιατί θέλει να το πουλήσει ο ίδιος.

—Πήγαινέ τον στην κουζίνα, Φρανσουά, και βάλε του να φάει μέχρι να έρθει ο μπάρμπα Φουρσέν. Πες στο Σαρλ να τον φωνάξει, είπε η κόμισσα. Να του δώσεις κι ένα παντελόνι, παπούτσια και σακάκι. Όσοι έρχονται εδώ γυμνοί, πρέπει να φεύγουν ντυμένοι..

—Ο Θεός να σας ευλογεί, κυρία, είπε ο Μους, φεύγοντας. Ο κύριος παπάς μπορεί να είναι σίγουρος πως μια και προέρχονται από σας θα τα φυλάξω αυτά τα ρούχα για τις γιορτές.

Ο Εμίλ κι η κυρία ντε Μονκορνέ φάνηκαν έκπληκτοι κι έριξαν ένα βλέμμα στον εφημέριο που σήμαινε: Δεν είναι τόσο βλάκας όσο φαίνεται!..

—Σίγουρα, κυρία, είπε ο εφημέριος όταν βγήκε το παιδί, η αθλιότητα έχει αιτίες που μόνο στο θεό επιτρέπεται να τις κρίνει. Αιτίες φυσικές, που είναι κάποτε μοιραίες, κι αιτίες ηθικές που τις γεννά ο χαρακτήρας κι οι ροπές του καθενός. Κι αυτές πάλι είναι το αποτέλεσμα από ιδιότητες που, δυστυχώς για την κοινωνία δεν οδηγούν πουθενά. Μάθαμε από τα θαύματα, που γίνονται στα πεδία των μαχών ότι και τα πιο μεγάλα καθάρματα μπορούνε να γίνουνε ήρωες. Αλλά εδώ οι περιστάσεις είναι ιδιαίτερες κι αν η αγαθοεργία σας δεν συμβαδίζει με την περίσκεψη, υπάρχει κίνδυνος να εξοπλίσετε τους εχθρούς σας.

—Τους εχθρούς μας; φώναξε η κόμισσα.

—Τους σκληρούς εχθρούς μας, συμπλήρωσε ο στρατηγός σοβαρός.

—Ο μπάρμπα Φουρσόν κι ο γαμπρός του ο Τονσάρ, είπε ο εφημέριος, είναι η πνευματική ηγεσία του όχλου της κοιλάδας. Τους συμβουλεύονται για το παραμικρό. Αυτοί οι άνθρωποι έχουν απίστευτο μακιαβελισμό. Να το 'χετε υπ' όψη σας, δέκα χωριάτες μαζεμένοι σε μια ταβέρνα αξίζουν όσο κι ένας μεγάλος πολιτικός...

Εκείνη τη στιγμή, ο Φρανσουά ανάγγειλε τον κύριο Σιμπιλέ.

—Είναι ο υπουργός των οικονομικών, χαμογέλασε ο στρατηγός, πέστε του να περάσει, θα σας εξηγήσει τη σοβαρότητα του προβλήματος, πρόσθεσε κοιτάζοντας τη γυναίκα του και το Μπλοντέ.

—Και μάλιστα δεν τη μειώνει καθόλου, είπε χαμηλόφωνα ο εφημέριος.

Κι ο Μπλοντέ είδε επί τέλους τον επιστάτη της Αιγκ, που γι' αυτόν είχε ακούσει να γίνεται τόσος λόγος απ' την ημέρα του ερχομού του ώστε επιθυμούσε πολύ να τον γνωρίσει.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ήταν ένας άνθρωπος με μέτριο ανάστημα, καμιά τριανταριά χρονών, με τόσο κατσούφικο κι άχαρο πρόσωπο που το γέλιο του πήγαινε άσχημα. Κάτω από ένα σκεφτικό μέτωπο, τα πράσινα μάτια του, που άλλαζαν συνεχώς απόχρωση, απόφευγαν το ένα το άλλο κρύβοντας τη σκέψη του. Ο Σιμπιλέ φορούσε καφετιά ρεντιγκότα, μαύρο γιλέκο κι είχε μακριά ακατσάρωτα μαλλιά που του έδιναν εμφάνιση κληρικού. Τα παντελόνια δεν έκρυβαν τα στραβοκάνικα πόδια του. Αν και το ασπρουλιάρικο χρώμα του και το πλαδαρό του κρέας σ' έκαναν να πιστέψεις πως η υγεία του είναι χαλασμένη, ο Σιμπιλέ ήταν κατάγερος. Η βραχνή φωνή του ταίριαζε θαυμάσια σ' αυτό το ελάχιστα κολακευτικό σύνολο.

Ο Μπλοντέ άλλαξε ένα βλέμμα με τον αββά Μπροσέτ κι από το ύφος του κατάλαβε πως ό,τι γι' αυτόν ήταν μια υποψία για το νεαρό εφημέριο ήταν μια πεποίθηση.

—Αγαπητέ μου Σιμπιλέ, δεν λογαριάζατε ότι οι χωριάτες μου κλέβουν το 1/4 των εισοδημάτων μου; είπε ο στρατηγός.

—Πολύ περισσότερο, κύριε κόμη, απάντησε ο επιστάτης. Οι φτωχοί σάς παίρνουν πολύ περισσότερα απ' όσα είστε υποχρεωμένος από το κράτος να τους δίνετε. Ένα παλιόπαιδο σαν το Μους, μαζεύει δυο μόδια την ημέρα. Και οι παλιόγριες που νομίζετε πως έχουν το ένα πόδι στον τάφο, όταν έρθει ο καιρός για το σταχολόγημα, ξαναβρίσκουνε τα νιάτα τους, την υγειά τους και την ευκινησία τους. Θα το δείτε αυτό με τα μάτια σας, είπε ο Σιμπιλέ στο Μπλοντέ. Γιατί το θέρισμα που καθυστέρησε με τις βροχές του Ιούλη θ' αρχίσει σε 6 μέρες. Τη βδομάδα που έρχεται, θα θερίσουμε το κριθάρι. Κανονικά θα 'πρεπε να 'χουν το δικαίωμα για σταχολόγημα μόνο όσοι έχουν πιστοποιητικό απορίας από τον πρόεδρο της κοινότητας, και μάλιστα καμιά κοινότητα δεν θα πρέπει να επιτρέπει σε άπορους άλλης περιοχής να σταχολογούν στα χωράφια της. Αλλά οι άνθρωποι εδώ πηγαίνουν από τη μια κοινότητα στην άλλη χωρίς πιστοποιητικά. Εμείς έχομε 60 άπορους κι όμως μαζί τους κολλάνε κι άλλοι 40 τεμπέληδες. Ακόμα κι αυτοί που έχουν κάποια κατάσταση αφήνουν τις δουλειές τους και μαζεύουν στάχυα και ρόγες. Οι δικοί μας, εδώ, μαζεύουνε 300 μόδια τη μέρα, το θέρισμα κρατά 15 μέρες, δηλαδή πάνε χαμένα 4.500 μόδια. Έτσι, απ' αυτή τη δουλειά, σας φεύγει παραπάνω από το 1/10. Κι απ' την παράνομη βοσκή, χάνεται περίπου το 1/6 από τα εισοδήματα των χωραφιών. Όσο για τα δάση, ας μη μιλάμε! Εκεί οι ζημιές είναι ανυπολόγιστες, φτάσανε να κόβουνε δέντρα 6 χρόνων... Οι ζημιές που παθαίνετε κύριε κόμη, ανεβαίνουν στα είκοσι και κάτι χιλιάδες φράγκα το χρόνο.

—Τον ακούσατε, κυρία! Τι λέτε; είπε ο στρατηγός στην κόμισσα.

—Δεν υπερβάλλει λίγο; ρώτησε η κυρία ντε Μονκορνέ.

—Δυστυχώς όχι, κυρία, απάντησε ο εφημέριος. Ο καημένος ο μπάρμπα Νιζερόν, αυτός ο ασπρομάλλης γεροντάκος που είναι μαζί καμπανοκρούστης, ψάλτης, σκευοφύλακας, καντηλανάφτης και νεκροθάφτης, αν κι έχει δημοκρατικές ιδέες, ο παππούς της μικρής Ζενεβιέβ που τη βάλατε στο σπίτι της κυρίας Μισώ...

—Η Πεσίνα! είπε διακόπτοντας τον αββά ο Σιμπιλέ.

—Πώς; Η Πεσίνα; ρώτησε η κόμισσα, τι θέλετε να πείτε:

—Κυρία κόμισσα, όταν συναντήσατε τη Ζενεβιέβ στο δρόμο σε τέτοια κατάσταση, είπατε ιταλικά: Piccina! Αυτή η λέξη έγινε το παρατσούκλι της και από στόμα σε στόμα κατάντησε Πεσίνα. Και σήμερα όλος ο δήμος τη λέει έτσι. Αυτό το κοριτσάκι είναι το μόνο που έρχεται στην εκκλησία μαζί με την κυρία Μισώ και την κυρία Σιμπιλέ...

—Και το πληρώνει πολύ άσκημα! είπε ο επιστάτης. Την κακομεταχειρίζονται, γι' αυτή ακριβώς την

Digitized by 10uk1s, May 2010

ευλάβεια.

—Ε! λοιπόν, αυτός ο κακομοίρης ο γεροντάκος, 72 χρονών άνθρωπος, μαζεύει, χωρίς να κλέβει, σχεδόν ενάμιση μόδι τη μέρα, συνέχισε ο εφημέριος. Αλλά επειδή είναι άνθρωπος με αρχές δεν πουλά αυτά που σταχολογά όπως οι άλλοι μα τα κρατά για δική του κατανάλωση. Είπα στον κύριο Λανγκλυμέ, τον αναπληρωτή σας, να του αλέθει δωρεάν το στάρι του, και το ψωμί του να το ζυμώνει η οικονόμος μου μαζί με το δικό μου.

—Είχα τελείως ξεχάσει τη μικρή μου προστατευομένη, είπε η κόμισσα, που την τρόμαξαν τα λόγια του Σιμπιλέ. Ο ερχομός σας εδώ, είπε κοιτάζοντας τον Μπλοντέ, μ' αναστάτωσε. Αλλά μετά το γεύμα θα πάμε μαζί στην πύλη Αβόν, για να σας δείξω ζωντανή μια από κείνες τις γυναικείες μορφές που φαντάστηκαν οι ζωγράφοι του XV αιώνα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκαν τα τσόκαρα του μπάρμπα Φουρσόν. Η κόμισσα έγνεψε στον Φρανσουά πως μπορεί να τον περάσει μέσα και ο μπάρμπα Φουρσόν έκανε την εμφάνισή του με το Μους που τον ακολουθούσε με γεμάτο το στόμα. Το λουτρ κρεμόταν στο μπράτσο του, δεμένο μ' ένα σπάγκο κι από τα τέσσερα κίτρινα πόδια του, που ήταν αστερωτά όπως στα στεγανόποδα. Έριξε στους τέσσερις κυρίους που κάθονταν στο τραπέζι και στον Σιμπιλέ, ένα από κείνα τα δύσπιστα και δουλικά βλέμματα που χρησιμεύουν στους χωριάτες για προπέτασμα και κούνησε θριαμβευτικά το αμφίβιο.

—Να το! είπε στον Μπλοντέ.

—Είναι δικό μου, είπε ο παριζιάνος, γιατί το πλήρωσα, κι ακριβά μάλιστα.

—Ω! αγαπητέ μου κύριε, απάντησε ο μπάρμπα Φουρσόν, το δικό σας ξέφυγε, αυτή τη στιγμή θα βρίσκεται στην τρύπα του. Δεν βγήκε βλέπετε από κει, ήτανε θηλυκό ενώ αυτό εδώ είναι το αρσενικό!... Ο Μους το είδε που ερχόταν από μακριά, όταν είχατε πια φύγει. Αυτό είναι τόσο αληθινό όσο και το ότι ο κόμης γέμισε δόξα στο Βατερλό μαζί με τους καβαλάρηδές του. Κι έτσι το λουτρ είναι δικό μου, όσο δική του είναι του αφέντη μου του στρατηγού η Αιγκ... Αλλά με 20 φράγκα το λουτρ είναι δικό σας, αλλιώς θα το πάω στον έπαρχό μας, αν τύχει και το βρει πολύ ακριβό ο κύριος Γκουρντόν. Μια και κυνηγήσαμε μαζί το πρωί, είναι σωστό να προτιμήσω εσάς.

—Είκοσι φράγκα; είπε ο Μπλοντέ, κι αυτό στα γαλλικά σας σημαίνει προτίμηση:

—Ε! αγαπητέ μου κύριε... Φώναξε ο Φουρσόν, τόσα γαλλικά ξέρω. Μα αν θέλετε, σας τα ζητώ στα Βουργουνδέζικα τα 20 φράγκα, φτάνει να τα 'χω, και λατινικά αν θέλετε, το ίδιο μου κάνει εμένα latinus, latina, latinum. Την συμφωνία εξάλλου την κάναμε απ' τον πρωί! Όσο για κείνα τα λεφτά που μου δώσατε, τα παιδιά μου μου τα πήραν, κι ερχόμουνα εδώ δρόμο - δρόμο κλαίγοντας. Ρωτήστε και το Σαρλ!... Μα δεν μπορώ και να τους σκοτώσω για δέκα φράγκα και να βγάλω στη φόρα τις αδικίες τους στα δικαστήρια. Μόλις πιάσω καμιά πεντάρα, με μεθάνε και μου τα βουτάνε... Κατάντησα δηλαδή, αν θέλω να πιω ένα ποτηράκι με την ησυχία μου, να πρέπει να πηγαίνω σ' άλλη ταβέρνα!.. Αυτά είναι τα σημερινά παιδιά!.. Αυτό κερδίσαμε με την επανάσταση, όλα για τα παιδιά, οι πατεράδες ας κόψουν το λαιμό τους! Α! μα εγώ ανατρέφω αλλιώς το Μους, μ' αγαπά ο κατεργαράκος μου!... είπε κι έδωσε μια φάπα στον εγγονό του.

—Μου φαίνεται πως τον κάνετε κλέφτη κι αυτόν όπως και τους άλλους, είπε ο Σιμπιλέ, γιατί κανένα βράδυ δεν κοιμάται χωρίς να 'χει μια αμαρτία στη συνείδησή του.

—Α, κύριε Σιμπιλέ, η συνείδησή του είναι πιο ήσυχη από τη δική σας... Τι παίρνει ο φουκαράς; Λίγο χόρτο! καλύτερα αυτό παρά να στραγγαλίζει ανθρώπους! Θεούλη μου! Δεν ξέρει σαν και σας μαθηματικά, δεν έμαθε ακόμα την αφαίρεση, την πρόσθεση, τον πολλαπλασιασμό... Ελάτε τώρα!

Digitized by 10uk1s, May 2010

αρκετό κακό μας κάνετε. Λέτε πως είμαστε ένα μάτσο ληστές, και είστε αιτία για τη διχόνοια ανάμεσα σ' αυτόν εδώ τον αφέντη μου, που είναι καλός άνθρωπος, και μάς τους άλλους που κι εμείς καλοί είμαστε. Και καλύτερος τόπος απ' αυτόν δεν υπάρχει. Για να τα βάλομε κάτω: Μήπως έχομε εμείς εισοδήματα; Μήπως δεν περπατάμε σχεδόν γυμνοί, ακόμα κι ο Μους; Κοιμόμαστε σ' ωραία σεντόνια, που τα πλένει κάθε πρωί η δροσιά, κι εκτός από τον αέρα που αναπνέομε και τις αχτίνες του ήλιου που πίνομε, τι άλλο μπορεί να μας ζηλέψει κανείς; Τι άλλο έχουμε για να μας το πάρουνε;... Οι μπουρζουάδες κλέβουνε, καθισμένοι δίπλα στο τζάκι. Αυτό είναι πιο βολικό απ' το να μαζεύεις φρύγανα στα δάση. Δεν υπάρχει αγροφύλακας για τον κύριο Γκωμπερτέν, που μπήκε εδώ γυμνός σαν σκουλήκι και τώρα έχει 2 εκατομμύρια! Εύκολο πράγμα να μας λέει κανείς κλέφτες! δεκαπέντε χρόνια τώρα ο μπάρμπα Γκερμπέ, ο φοροεισπράκτορας της Σουλάνζ, φεύγει νύχτα από το χωριό μας με τις εισπράξεις του και δε βρέθηκε ακόμα κανείς να του πάρει έστω και δυο δεκάρες. Δεν γίνονται αυτά σ' ένα τόπο με κλέφτες. Η κλεψιά δεν μας πλουτίζει! Δείξτε μου έναν από μας κι από σας τους μπουρζουάδες που να μπορεί να ζει χωρίς να κάνει τίποτα.

—Αν δουλεύατε, θα είχατε εισοδήματα, είπε ο εφημέριος. Ο θεός ευλογεί την εργασία.

—Δε θέλω να σας βγάλω ψεύτη, κύριε αββά, γιατί είστε πιο σοφός από μένα κι ίσως μπορείτε να μου εξηγήσετε αυτό το πράγμα. Με βλέπετε ε; Τεμπέλης, ανεπρόκοπος, μπεκρής, ανίκανος! Είχα μόρφωση, ήμουνα χτηματίας, έπεσα στη φτώχεια και δεν ξανασηκώθηκα!... Ε! λοιπόν, σε τι διαφέρω απ' τον καλό, τον τίμιο μπάρμπα Νιζερόν, ένα αμπελουργό 70 χρονών, γιατί είμαστε συνομήλικοι, που 60 χρόνια σκάβει τη γη και σηκώνεται αξημέρωτα για να οργώσει; Τι κέρδισε; Ένα σιδερένιο κορμί και μια καλή ψυχή! Το ίδιο φτωχός με μένα δεν είναι; Η Πεσίνα του, το εγγονάκι του, είναι υπηρέτρια της κυρίας Μισώ, ενώ ο δικός μου ο Μους είναι λεύτερος σαν τον αέρα!.. Μπας κι ανταμείφθηκε ο κακομοίρης για τις αρετές του ή μήπως τιμωρήθηκα εγώ για τα ελαττώματά μου; Δεν ξέρει τι θα πει κρασί, ζει ασκητικά σαν απόστολος, θάβει τους πεθαμένους ενώ εγώ κάνω τους ζωντανούς να χορεύουνε. Αυτός έζησε με ψωμί κι ελιά κι εγώ γλέντησα σα διάολος. Είμαστε το ίδιο μπασμένοι στα χρόνια, έχομε το ίδιο χιόνι στην κεφαλή, το ίδιο έχουμε στις τσέπες και του προμηθεύω το σκοινί για να χτυπά τη καμπάνα. Είναι δημοκράτης κι εγώ δεν είμαι φορομπήχτης, αυτό είναι όλο. Όπως και να ζει ο χωριάτης και τίμια και άτιμα κατά την ιδέα σας, φεύγει όπως ήρθε μέσα στα κουρέλια κι εσείς σ' ωραία σεντόνια!..

Κανένας δεν διάκοψε το μπάρμπα Φουρσόν που φάνηκε ότι χρωστούσε την ευγλωττία του στο σφραγισμένο κρασί. Στην αρχή ο Σιμπιλέ θέλησε να του κόψει το λόγο αλλά ο Μπλοντέ του έκανε νόημα να σωπάσει. Ο εφημέριος, ο στρατηγός και η κόμισα κατάλαβαν από τα βλέμματα που έριχνε ο συγγραφέας ότι ήθελε να μελετήσει την κατάσταση των φτωχών από κοντά κι ίσως να πάρει τη ρεβάνς από το μπάρμπα Φουρσόν.

—Και πώς ανατρέφετε το Μους; Τι κάνετε για να γίνει καλύτερος από τις κόρες σας; ρώτησε ο Μπλοντέ.

—Δεν του μιλάει για το Θεό, είπε ο εφημέριος.

—Α! όχι, όχι, κύριε αββά, δεν του λέω να φοβάται το θεό μα τους ανθρώπους! Ο θεός είναι καλός και μας υποσχέθηκε, όπως λέτε σεις οι άλλοι, τη βασιλεία των ουρανών, αφού τη βασιλεία της γης την έχουνε οι πλούσιοι. Μους, του λέω, να φοβάσαι τη φυλακή γιατί από κει βγαίνεις για να πας στο ικρίωμα. Μην κλέβεις τίποτα, κάνε τους άλλους να σου δίνουν. Η κλεψιά οδηγεί στο έγκλημα και το έγκλημα στη δικαιοσύνη των ανθρώπων. Να φοβάσαι το λεπίδι της δικαιοσύνης που προστατεύει τον ύπνο των πλουσίων από τις αϋπνίες των φτωχών. Μάθε γράμματα. Με τη μόρφωση, θα βρεις τρόπο να μαζεύεις λεφτά χωρίς να φοβάσαι το νόμο, όπως ο τίμιος Γκωμπερτέν. Θα γίνεις επιστάτης, σαν τον κύριο Σιμπιλέ που τον αφήνει ο κύριος κόμης να κάνει τη μπάζα του... Ο σκοπός είναι να 'σαι με το μέρος των πλούσιων και υπάρχουνε ψίχουλα κάτω απ' το τραπέζι τους!.. Αυτό είναι για μένα γερή

Digitized by 10uk1s, May 2010

μόρφωση. Κι έτσι ο κατεργαράκος μου είναι πάντα με το μέρος του νόμου. Θα γίνει καλός άνθρωπος και θα με προσέχει και μένα...

—Και τι θα τον κάνετε;

—Στην αρχή, υπηρέτη, είπε ο μπάρμπα Φουρσόν, γιατί βλέποντας από κοντά τους αφέντες θα τελειοποιηθεί! Με το καλό παράδειγμα, θα κάνει περιουσία, με το νόμο στο χέρι, όπως εσείς οι άλλοι!... Αν ο κύριος κόμης τον έπαιρνε στους σταύλους του για να μάθει να φροντίζει τ' άλογα, θα 'τανε πολύ ευχαριστημένος, γιατί, αν και φοβάται τους ανθρώπους, τα ζωντανά δεν τα φοβάται.

—Έχετε μυαλό, μπάρμπα Φουρσόν, είπε ο Μπλοντέ, ξέρετε καλά τι λέτε και τα λόγια σας έχουν λογική.

—Α! την κατεργάρα μου, αυτήν την άφησα στο Γκραντ Ι Βερ μαζί με τις εκατό πεντάρες μου...

—Μα πως ένας άνθρωπος σαν κι εσάς έπεσε σε τόση φτώχεια; Γιατί, έτσι που είναι τα πράγματα σήμερα, ο χωριάτης είναι υπεύθυνος για την κακομοιριά του. Ελεύθερος είναι, μπορεί να γίνει πλούσιος. Δεν είναι όπως παλιά. Αν ξέρει να κάνει οικονομία, βρίσκει ν' αγοράσει γη και γίνεται αφέντης της!

—Είδα τον παλιό καιρό, αγαπητέ μου σπουδαγμένε κύριε, απάντησε ο Φουρσόν, και βλέπω τον καινούριο. Άλλαξε η ταμπέλα αλήθεια, αλλά το μαγαζί πουλάει το ίδιο κρασί! Το ΣΗΜΕΡΑ είναι ο μικρότερος αδελφός του ΧΤΕΣ. Ελάτε, να τα γράψετε αυτά στην εφημερίδα σας! Μήπως ελευθερωθήκαμε; Στο ίδιο χωριό ανήκομε πάντα, κι ο αφέντης είναι πάντα εδώ, η Δουλειά, όπως τον λέω! Η τσάπα, είναι η μόνη μας περιουσία και δεν έφυγε στιγμή απ' τα χέρια μας. Κι ή ο αφέντης ή ο φόρος μας παίρνει τους κόπους μας. Εμείς έτσι κι αλλιώς τη ζωή μας την περνάμε με ιδρώτα...

—Μα μπορείτε να διαλέξετε έναν άλλο τόπο, να δοκιμάσετε αλλού την τύχη σας, είπε ο Μπλοντέ.

—Να πάω να βρω την τύχη μου!... Και να πάω που; Για να περάσω τα σύνορα της επαρχίας μου χρειάζομαι διαβατήριο που κοστίζει 40 πεντάρες. Πάνε σαράντα χρόνια που έχω ν' ακούσω να κουδουνίζει στη τσέπη μου νόμισμα 40 πεντάρες και να 'χει και γείτονα. Αν πάρεις το δρόμο χρειάζεσαι τόσα σκούδα όσα χωριά συναντήσεις, και δεν υπάρχουν πολλοί Φουρσόν που να έχουνε τον τρόπο να περάσουνε 6 χωριά! Εμάς μόνο η στρατολογία μας βγάζει από το δήμο μας. Και τι χρειάζεται ο στρατός; Για να τρέφουνε οι φαντάροι τους λοχαγούς, όπως τρέφει ο χωριάτης το μπουρζουά. Είναι ζήτημα αν βγαίνει από μας ένας λοχαγός στους 100. Και δω τα ίδια όπως παντού. Ένας πλουτίζει κι 100 πέφτουνε. Τι φταίει γι' αυτό; Ο θεός το ξέρει κι οι τοκογλύφοι! Το καλύτερο που έχουμε να κάνομε είναι να μείνουμε στο δήμο μας, μαντρισμένοι σαν τα πρόβατα από την ανάγκη, όπως παλιά από τους αρχόντους. Και πολύ που με κόφτει εμένα ποιος με κρατά καρφωμένο εδώ. Ή ο νόμος της Φτώχειας με κρατά καρφωμένο, ή ο νόμος της Υποτέλειας, εγώ πάντως είμαι καταδικασμένος για πάντα να μένω στη γη. Εκεί που βρίσκεται ο καθένας μας, σκάβει τη γη, τη σκαλίζει, την κοπρίζει, την δουλεύει για σας τους άλλους που γεννηθήκατε πλούσιοι, όπως εμείς γεννηθήκαμε φτωχοί. Το κοπάδι θα 'ναι πάντα το ίδιο, κι όπως βρέθηκε έτσι μένει... Εκείνοι που σηκώνονται από τους δικούς μας είναι λιγότεροι απ' αυτούς που ξεπέφτουνε από σας!... Αυτό τουλάχιστον το ξέρομε καλά κι ας μην είμαστε σοφοί. Δεν πρέπει να μας κατηγορείτε συνέχεια. Σας αφήνουμε ήσυχους, αφήστε μας και σεις να ζήσουμε... Αλλιώς, αν συνεχίσετε τα ίδια, θα αναγκαστείτε να μας θρέψετε στις φυλακές σας όπου περνάμε καλύτερα παρά στην ψάθα μας. Θέλετε να είστε αφέντες, τότε θα 'μαστε εχθροί και τώρα και πάντα, όπως πριν 30 χρόνια. Τα έχετε όλα, δεν έχουμε τίποτα, γιατί μας κάνετε ακόμα τους φίλους;

—Να τι σημαίνει κήρυξη πολέμου, είπε ο στρατηγός.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Αφέντη, απάντησε ο Φουρσόν, όταν είχε την Αιγκ η μακαρίτισσα η κυρία, που ο θεός να τη συχωρέσει γιατί τα 'χε φαίνεται καλά γλεντήσει τα νιάτα της, περνούσαμε καλά. Μας άφηνε να μαζεύομε το φαΐ μας απ' τα χωράφια της και τα ξύλα μας απ' τα δάση της. Και μπας και φτώχυνε απ' αυτό; Κι εσείς που είστε το ίδιο πλούσιος μ' αυτήν, μας κυνηγάτε σαν να 'μαστε άγρια θηρία και τραβάτε τον κοσμάκη στα δικαστήρια... Ε! λοιπόν, να με θυμάστε, αυτά θα τελειώσουνε άσκημα! Θα 'στε η αιτία για κανένα μεγάλο κακό! Πριν από λίγο είδα το φύλακά σας, εκείνον τον κρεμανταλά το Βατέλ. Παρά λίγο να σκοτώσει μια φτωχή γριά για δυο ξυλαράκια. Όλ' αυτά θα σας κάνουν εχθρό με το λαό, θα τα βάζουν όλοι μαζί σας στις βεγγέρες και θα σας δίνουνε τόσες κατάρες όσες ευχές κάνανε στη μακαρίτισσα την κυρία!.. Η κατάρα των φτωχών, κύριε, όπου πέσει φυτρώνει! και μεγαλώνει και γίνεται πιο μεγάλη κι απ' την πιο μεγάλη σας βελανιδιά, και την κρεμάλα τη φτιάχνουμε από βελανιδιά. Όλοι εδώ σας κρύβουνε την αλήθεια, την αλήθεια σας την είπα εγώ! Περιμένω κάθε μέρα το θάνατο, γι' αυτό δεν κινδυνεύω μεγάλα πράματα αν σας την πω έξω απ' τα δόντια!.. Εγώ που τους κάνω και χορεύουν με το Βερμισέλ στις γιορτάδες, στο καφέ ντε Λα Παι της Σουλάνζ, ακούω τι λένε! Ε, λοιπόν, έχουν κακές διαθέσεις απέναντί σας, θα σας κάνουν τη ζωή δύσκολη σ' αυτό το τόπο. Αν δεν αλλάξει αυτός ο καταραμένος Μισώ, θα σας αναγκάσουν αυτοί να τον αλλάξετε... Αυτές οι πληροφορίες μαζί με το λουτρ αξίζουνε τα 20 φράγκα, τι λέτε;..

Την ώρα που έλεγε την τελευταία του φράση ο μπάρμπα Φουρσόν, ακούστηκαν βήματα και ξαφνικά εμφανίστηκε χωρίς να τον αναγγείλουν εκείνος που απειλούσε έτσι ο γέρος. Από το βλέμμα που έριξε ο Μισώ στον συνήγορο τον φτωχών φάνηκε ότι είχε πάρει το αυτί του τις απειλές του. Το θάρρος του Φουρσόν εξαφανίστηκε. Αυτό το βλέμμα είχε στον ψαρά του λουτρ την επίδραση που έχει ο χωροφύλακας στον κλέφτη. Ο Φουρσόν κατάλαβε ότι πιάστηκε, ο Μισώ θα 'χε κάθε δικαίωμα να του ζητήσει το λόγο γι' αυτές τις κουβέντες που δεν είχανε άλλο σκοπό παρά να τρομάξουνε τους κατοίκους της Αιγκ.

—Να και ο υπουργός πολέμου, είπε ο στρατηγός στον Μπλοντέ και του έδειξε το Μισώ.

—Με συγχωρείτε κυρία, μίλησε ο Μισώ, που μπήκα στο σαλόνι χωρίς να ρωτήσω αν θέλετε να με δεχτείτε. Αλλά επείγουσες υποθέσεις απαιτούν να μιλήσω στο στρατηγό μου..

Την ώρα που ο Μισώ ζητούσε συγγνώμη, παρατηρούσε το Σιμπιλέ, που τα τολμηρά λόγια του Φουρσόν του προξενούσαν μια κρυφή χαρά. Κανένας όμως από τους παρευρισκομένους δεν το είχε προσέξει γιατί τους είχε απορροφήσει τελείως ο γέρος. Αλλά ο Μισώ, που άγνωστο γιατί δεν άφηνε απ' τα μάτια του το Σιμπιλέ, παραξενεύτηκε πολύ από τη στάση και το ύφος του.

—Έτσι όπως το λέει είναι, κύριε κόμη, τα είκοσι φράγκα τα κέρδισε με τον κόπο του, φώναξε ο Σιμπιλέ. Το λουτρ δεν είναι πολύ ακριβό...

—Δώστε του 20 φράγκα, είπε ο στρατηγός στον καμαριέρη του.

—Μου το παίρνετε λοιπόν; ρώτησε ο Μπλοντέ το στρατηγό.

—Θα το βαλσαμώσω!

—Α! μα ο κύριος από δω μου είχε αφήσει την προβιά, αφέντη!.. είπε ο μπάρμπα Φουρσόν.

—Καλά, καλά, θα πάρετε κι εκατό πεντάρες για το δέρμα, αλλά αφήστε μας τώρα... είπε η κόμισσα.

Η δυνατή και αψιά μυρωδιά που άφηναν οι δυο χωριάτες είχε τόσο βρωμίσει την τραπεζαρία που οι ντελικάτες αισθήσεις της κυρίας Μονκορνέ υπόφεραν πολύ. Αν έμεναν λίγο παραπάνω ο Μους κι ο Φουρσόν, θα ήταν αναγκασμένη να βγει έξω. Σ' αυτή την αιτία χρωστούσε τα 25 του φράγκα ο

Digitized by 10uk1s, May 2010

Φουρσόν.

Προχώρησαν προς την πόρτα ρίχνοντας φοβισμένα βλέμματα στο Μισώ και κάνοντάς του συνεχώς υποκλίσεις.

—Αυτά που είπα στον αφέντη για σας, ήταν για το καλό σας, κύριε Μισώ. πρόσθεσε.

—Ή για το καλό αυτών που σας πληρώνουν, απάντησε ο Μισώ και τον κοίταξε κατάματα.

—Σερβίρετε τον καφέ κι αφήστε μας μόνους, είπε ο στρατηγός στους υπηρέτες του, και μην ξεχάσετε να κλείσετε τις πόρτες.

Ο γενικός επιστάτης που ο Μπλοντέ τον έβλεπε πρώτη φορά του φάνηκε τελείως διαφορετικός από το Σιμπιλέ. Όσο απωθητικός ήταν ο διαχειριστής τόση εμπιστοσύνη και συμπάθεια γεννούσε ο Μισώ.

Αυτό που τραβούσε πρώτα την προσοχή στον γενικό επιστάτη ήταν το ωραίο πρόσωπο, με τα φίνα περιγράμματα και το τέλειο οβάλ. Η μύτη το χώριζε σε δυο κανονικά μέρη, πράγμα σπάνιο για τα γαλλικά πρόσωπα.

Όλα τα χαρακτηριστικά, αν και συνηθισμένα, ήταν εκφραστικά, ίσως χάρη στο χρυσοκόκκινο χρώμα, δείγμα φυσικής παλικαριάς. Τα ανοιχτοκάστανα μάτια του, ζωηρά και διαπεραστικά, δεν έκρυβαν τη σκέψη τους και κοίταζαν πάντα κατάματα. Μαύρα πυκνά μαλλιά περιβάλλανε το πλατύ καθαρό του μέτωπο. Η τιμιότητα, η αποφασιστικότητα κι η αυτοπεποίθηση έδιναν ζωντάνια σ' αυτό το ωραίο πρόσωπο που το στρατιωτικό επάγγελμα του είχε ρυτιδώσει λίγο το μέτωπο.

Το ωραίο και σβέλτο ακόμα κορμί του, έδειχνε πως ο επιστάτης ήταν πολύ ρωμαλέος. Ο Μισώ που είχε μουστάκια, φαβορίτες και γένι ήταν η προσωποποίηση του αρειμάνιου πολεμιστή που έχει σχεδόν γελοιοποιηθεί από τους πολλούς πατριωτικούς πίνακες και τις γκραβούρες. Ο τύπος αυτός έχει το μειονέκτημα να είναι πολύ συνηθισμένος στο γαλλικό στρατό. Αλλά ίσως αυτό να συμβαίνει γιατί στα πεδία των μαχών περνούν τις ίδιες συγκινήσεις και υπομένουν τα ίδια βάσανα του καταυλισμού κι οι στρατιώτες κι οι αξιωματικοί κι απαιτείται η ίδια προσπάθεια κι απ' τους μικρούς κι απ' τους μεγάλους, χωρίς να γίνεται διάκριση.

Ο Μισώ, που τα ρούχα του ήταν από μπλε τσόχα, διατηρούσε το μαύρο σατινένιο κολάρο και τις μπότες των στρατιωτικών, κι αυτό του έδινε μια κάπως αυστηρή εμφάνιση.

Το στήθος του ήταν τεντωμένο, λες κι ήταν ακόμα στο στρατό. Η κόκκινη ταινία της Λεγεώνας της Τιμής στόλιζε τη μπουτονιέρα του. Και τέλος για να δείξομε το ήθος του Μισώ, που η μέχρι τώρα σκιαγράφησή του περιορίστηκε στην εξωτερική του εμφάνιση, προσθέτομε ότι ενώ ο διαχειριστής από τότε που ανέλαβε υπηρεσία δεν παράλειψε ποτέ να λέει «κύριε κόμη» το αφεντικό του, ο γενικός επιστάτης έλεγε πάντα: «στρατηγέ μου».

Ο Μπλοντέ άλλαξε πάλι ένα βλέμμα με τον αββά Μπροσέτ που σήμαινε: «τι αντίθεση!» δείχνοντας τον διαχειριστή και το Μισώ. Κι έπειτα για να δει αν ο χαραχτήρας, ο λόγος, η έκφραση ήταν σ' αρμονία μ' αυτήν την εμφάνιση, αυτό το παράστημα και τη στάση, κοίταξε το Μισώ και του είπε:

—Σήμερα το πρωί βγήκα νωρίς και τσάκωσα όλους τους φύλακές σας να κοιμούνται ακόμη.

—Τι ώρα; ρώτησε ανήσυχος ο πρώην αξιωματικός.

—Στις 7:30.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Μισώ έριξε ένα βλέμμα σχεδόν πονηρό στον στρατηγό.

—Και από ποια πύλη βγήκε ο κύριος;

—Από την πύλη του Κους. Ο φύλακας με κοίταξε από το παράθυρο με τα νυχτικά του ακόμα, απάντησε ο Μπλοντέ.

—Ο Γκαιγιάρ! Θα πήγαινε τότε να κοιμηθεί, είπε ο Μισώ. Όταν μου είπατε πως βγήκατε νωρίς, νόμισα πως σηκωθήκατε την αυγή, οπότε για να 'χει κιόλας γυρίσει ο φύλακας θα πρέπει να ήταν άρρωστος. Αλλά αφού ήταν 7:30, θα πήγαινε τότε να πλαγιάσει.

Μετά από μια παύση ο Μισώ είπε, δίνοντας μια απάντηση στην κόμισσα που τον κοίταζε έκπληκτη:

—Δεν κοιμόμαστε τις νύχτες, και παρ' όλα αυτά πάντα κάτι μας ξεφεύγει. Μόλις πριν λίγο δώσατε 25 φράγκα σ' έναν άνθρωπο που βοήθησε να κρυφτούν τα ίχνη μιας κλεψιάς που έγινε σήμερα το πρωί στην περιουσία σας. Τέλος πάντων, αυτά θα τα πούμε όταν θα ευκαιρείτε, στρατηγέ μου, γιατί πρέπει να πάρετε μια απόφαση.

—Είσαστε πάντα βέβαιος για το δίκιο σας, αγαπητέ Μισώ αλλά summum jus, summa injuria. Αν δεν δείξετε επιείκεια, θα έχετε φασαρίες, είπε ο Σιμπιλέ. Θα ήθελα να ακούγατε το μπάρμπα Φουρσόν. Ήταν λίγο πιωμένος και τα είπε χύμα.

—Με τρόμαξε, είπε η κόμισσα.

—Δεν είπε τίποτα που να μην το ξέρω εδώ και καιρό, απάντησε ο στρατηγός.

—Ο κατεργάρης δεν ήταν καθόλου μεθυσμένος, έπαιξε καλά το παιγνίδι του, προς όφελος ποιου;... ίσως το ξέρετε! απάντησε ο Μισώ και κοίταξε με τόση επιμονή τον Σιμπιλέ που τον έκανε να κοκκινίσει.

—Ο Rus!... Φώναξε ο Μπλοντέ, λοξοκοιτάζοντας τον αββά.

—Οι καημένοι, υποφέρουν, είπε η κόμισσα. Υπάρχει αρκετή αλήθεια σ' αυτά που ο Φουρσόν μας είπε ή μάλλον μας φώναξε.

—Κυρία, απάντησε ο Μισώ, πιστεύετε ότι οι στρατιώτες του Αυτοκράτορα κοιμόντουσαν πάνω στα ρόδα, 14 χρόνια συνέχεια: Ο στρατηγός έγινε κόμης, Ανώτερος Ταξιάρχης της Λεγεώνος της Τιμής, πήρε επιδοτήσεις, κι όμως εγώ είμαι απλός ανθυπολοχαγός, αν και ξεκινήσαμε μαζί, αν και πολέμησα όπως κι αυτός. Μήπως προσπάθησα ποτέ να του σπιλώσω τη δόξα του, να του κλέψω την προίκα του, να του αρνηθώ τις τιμές που ανήκουν στο αξίωμά του; ο χωριάτης πρέπει να 'ναι υπάκουος όπως οι στρατιώτες, πρέπει να 'χει την ευθύτητα του στρατιώτη, τον σεβασμό του προς τα δίκαια που δεν μπορεί να αμφισβητήσει, πρέπει να προσπαθεί να γίνει αξιωματικός τίμια, με την εργασία του κι όχι με τις κλεψιές. Το υνί και το σπαθί είναι δίδυμα αδέλφια. Ο στρατιώτης έχει κάθε στιγμή, πιο πολύ από το χωριάτη, το θάνατο πάνω απ' το κεφάλι του.

—Αυτά ακριβώς θα ήθελα να τους πω από τον άμβωνα, είπε ο αββάς Μπροσέτ.

—Επιείκεια; είπε ο επιστάτης, απαντώντας στα προηγούμενα λόγια του Σιμπιλέ. Θα ήμουνα επιεικής ευχαρίστως αν ό,τι χάνεται από τα εισοδήματα της Αιγκ ήταν ένα 10%. Αλλά έτσι που πάνε τα πράματα, στρατηγέ μου, εσείς χάνετε το 30%. Και μια κι ο κύριος Σιμπιλέ πληρώνεται με ποσοστά, δεν μπορώ να εξηγήσω καθόλου την επιείκειά του, γιατί χάνει παραπάνω από χίλια διακόσια φράγκα το

Digitized by 10uk1s, May 2010

χρόνο χωρίς να του κακοφαίνεται καθόλου.

—Αγαπητέ κύριε Μισώ, απάντησε γκρινιάζοντας ο Σιμπιλέ, προτιμώ να χάσω χίλια διακόσια φράγκα παρά τη ζωή μου. Σας εφιστώ την προσοχή σας σ' αυτό τον κίνδυνο!...

—Τη ζωή σας; φώναξε η κόμισα. Ώστε κινδυνεύουν και ζωές απ' αυτά τα πράγματα;

—Δεν θα 'πρεπε να συζητήσουμε μπροστά σας τις κρατικές υποθέσεις, είπε γελώντας ο στρατηγός. Όλα αυτά κυρία, σημαίνουν ότι ο Σιμπιλέ σαν οικονομολόγος είναι δειλός και άτολμος ενώ ο υπουργός μου του πολέμου είναι θαρραλέος κι όπως κι ο στρατηγός του δεν φοβάται τίποτα.

—Πέστε καλύτερα ότι είμαι φρόνιμος! κύριε κόμη, φώναξε ο Σιμπιλέ.

—Α, ώστε έτσι! μας έχουν λοιπόν περικυκλώσει με παγίδες οι άγριοι, όπως τους ήρωες του Κούπερ στα δάση της Αμερικής! Αστειεύθηκε ο Μπλοντέ.

—Η δουλειά σας κύριοι, είναι να ξέρετε να διευθύνετε χωρίς να μας τρομάζετε με το θόρυβο των τροχών της διευθύνσεως, είπε η κυρία ντε Μονκορνέ.

—Αλλά ίσως είναι ανάγκη να μάθετε, κυρία κόμισσα πόσο ιδρώτα στοιχίζει καθένα από τα ωραία σας σκουφάκια, είπε ο αββάς.

—Όχι, θα μπορούσε τότε να περνώ και χωρίς αυτά, θα στεκόμουνα ευλαβική μπροστά στο κάθε εικοσάφραγκο, θα γινόμουνα τσιγκούνα σαν τους χωριάτες, και θα 'χανα πολύ, γέλασε η κόμισα. Ελάτε, αγαπητέ μου αββά, δώστε μου το μπράτσο σας, ας αφήσομε το στρατηγό και τους δύο υπουργούς του και πάμε να επισκεφθούμε την κυρία Μισώ, στην πύλη της Αβόν. Από τότε που ήρθα δεν την είδα. Θα δούμε και την μικρή μου προστατευομένη.

Και η ωραία γυναίκα ξεχνώντας κιόλας τα κουρέλια του Μους και του Φουρσόν, τα εχθρικά τους βλέμματα και τους τρόμους του Σιμπιλέ, πήγε να ντυθεί και να φορέσει καπέλο. Ο αββάς Μπροσέτ και ο Μπλοντέ υπάκουσαν την οικοδέσποινα και βγήκαν να την περιμένουν στη βεράντα, μπροστά στην είσοδο.

—Τι σκέφτεστε για όλα αυτά; ρώτησε ο Μπλοντέ τον αββά.

—Είμαι ένας παρίας, με κατασκοπεύουν λες κι είμαι ο κοινός εχθρός τους, είμαι υποχρεωμένος να 'χω πάντα ανοιχτά τα μάτια και τ' αυτιά της φρόνησης για να μην πέσω στις παγίδες που μου στήνουν για να με βγάλουν από τη μέση, απάντησε ο εφημέριος. Μεταξύ μας, αναρωτιέμαι καμιά φορά αν δεν φθάσουν μέχρι να με πυροβολήσουν κιόλας... —Και μένετε;...

—Υπηρετώ τον Αυτοκράτορα το ίδιο πιστά όπως και το θεό, απάντησε ο αββάς με τόση απλότητα που ο Μπλοντέ έμεινε κατάπληκτος.

Ο συγγραφέας πήρε το χέρι του παπά και το 'σφιξε μ' εγκαρδιότητα.

—Καταλαβαίνετε λοιπόν, ξανάπε ο αββάς Μπροσέτ, πόσο αγνοώ τις μηχανορραφίες που πλέκονται. Ωστόσο μου φαίνεται ότι ο στρατηγός δεν είναι πολύ δημοφιλής.

Χρειάζεται να πούμε δυο λόγια για τον αββά Μπροσέτ.

Ο εφημέριος αυτός, τέταρτο παιδί μιας καλής αστικής οικογένειας του Ωτέν, ήταν ένας έξοχος

Digitized by 10uk1s, May 2010

άνθρωπος που τιμούσε τον κλήρο. Ήταν κοντός και λεπτοκαμωμένος αλλά το πεισματάρικο ύφος του, χαρακτηριστικό όλων των Βουργουνδέζων, έσωζε το ασήμαντο παρουσιαστικό του. Είχε δεχτεί αυτή την θέση, που δεν ήταν σπουδαία, από αφοσίωση, γιατί η ευλάβειά του συνδυαζόταν με πολιτικές πεποιθήσεις.

Έμοιαζε στους παπάδες του παλιού καιρού, ήταν με πάθος αφοσιωμένος στην Εκκλησία και τον κλήρο, έβλεπε πάντα το σύνολο και υπεράσπιζε χωρίς ιδιοτέλεια το σκοπό του. Να υπηρετε ί , αυτό ήταν το έμβλημά του. Να υπηρετεί την Εκκλησία και την Μοναρχία, στην πιο επικίνδυνη θέση, να υπηρετεί στην τελευταία σειρά σαν ένας στρατιώτης που ξέρει ότι προορίζεται αργά ή γρήγορα για την αρχιστρατηγία χάρη στο ζήλο και την ανδρεία του. Δεν πρόδινε ποτέ τους όρκους πενίας, υπακοής και εγκράτειας.

Αυτός ο λαμπρός ιερέας μάντεψε με την πρώτη ματιά την αγάπη του Μπλοντέ για την κόμισσα, κατάλαβε ότι έπρεπε να φανεί άνθρωπος με κατανόηση μπρος σε μια Τρεβίλ και σ' ένα μοναρχικό συγγραφέα, γιατί το ράσο του θα ήταν πάντα σεβαστό. Σχεδόν κάθε βράδυ, έκανε τον τέταρτο στο ουίστ. Ο συγγραφέας, που αναγνώρισε την αξία του αββά Μπροσέτ, του φερνόταν με τόσο σεβασμό που είχαν σχεδόν ερωτευτεί ο ένας τον άλλον, όπως συμβαίνει συχνά σ' έναν άνθρωπο με πνεύμα, ενθουσιασμένο που βρήκε ένα αντάξιο σύντροφο ή αν θέλετε ακροατή. Κάθε σπαθί αγαπά τη θήκη του.

—Μα πού αποδίδετε αυτή την κατάσταση εσείς κύριε αββά που χάρις στην αφοσίωσή σας βρίσκεστε πιο πάνω από τη θέση σας;

—Μετά από μια τόσο κολακευτική παρένθεση, δεν θα 'θελα να πω κοινοτυπίες, απάντησε χαμογελώντας ο αββάς. Αυτό που συμβαίνει σ' αυτή την κοιλάδα συμβαίνει σ' όλη τη Γαλλία, και είναι αποτέλεσμα των ελπίδων που απόκτησαν οι χωριάτες στο κίνημα του 1789. Η επανάσταση συγκίνησε ορισμένες περιοχές περισσότερο από άλλες, κι η Βουργουνδία, τόσο γειτονική με το Παρίσι, είναι από κείνες που θεωρήσανε την επανάσταση σαν το θρίαμβο του Γαλάτη στον Φράγκο. Ιστορικά, οι χωριάτες βρίσκονται ακόμη στην επομένη της Ζακερί1

—Το πείσμα τους, η δυσπιστία τους αν θέλετε, σ' αυτό το ζήτημα είναι τέτοια που στα 1.000, από τα 3.000 καντόνια της Γαλλίας, είναι αδύνατο στον πλούσιο ν' αγοράσει τίποτα από χωριάτη, διέκοψε ο Μπλοντέ τον παπά. Οι χωριάτες μπορεί να δίνουνε ο ένας στον άλλο τους κλήρους τους αλλά δεν τους παραχωρούνε για καμιά τιμή και με κανένα όρο στο μπουρζουά. Όσο περισσότερα λεφτά προσφέρει ο μεγαλοτσιφλικάς τόσο μεγαλώνει η θολή ανησυχία του χωριάτη. Μόνο η απαλλοτρίωση μπορεί να βάλει τα αγαθά του χωριάτη κάτω από τον κοινό νόμο των συναλλαγών. Πολλοί έχουνε παρατηρήσει αυτό το φαινόμενο χωρίς να μπορούν να βρουν την αιτία του.

. Η ήττα τους είναι γραμμένη στο μυαλό τους. Δεν θυμούνται πια το γεγονός, έχει περάσει στην κατάσταση της ένστικτης ιδέας. Αυτή η ιδέα είναι ριζωμένη στο χωριάτικο αίμα, όπως παλιά η ιδέα της ανωτερότητας στο αίμα των ευγενών. Η επανάσταση του 1789 ήταν η ρεβάνς των νικημένων. Οι χωριάτες έβαλαν πόδι στην κατοχή της γης που ο φεουδαρχικός νόμος τους απαγόρευε εδώ και 12 αιώνες. Από δω προέρχεται το πάθος τους για τη γη. Και καταντούν να μοιράζουν στα δυο ένα αυλάκι, πράγμα που συχνά εκμηδενίζει την είσπραξη των φόρων γιατί η αξία της ιδιοκτησίας δεν θα 'φτανε να καλύψει τα έξοδα των δικαστικών αγωγών...

—Θα σας πω εγώ την αιτία, είπε ο αββάς Μπροσέτ, που κατάλαβε ότι στο Μπλοντέ μια παύση ισοδυναμεί με ερώτηση. Δώδεκα αιώνες δεν είναι τίποτα για μια κοινωνική τάξη που το ιστορικό θέαμα του πολιτισμού δεν την έβγαλε από την κύρια σκέψη της, και που διατηρεί ακόμα αλαζονικά το

1 Ζακερί: Εξέγερση των αγροτών, των Ζακ, κατά των ευγενών στις 28 του Μάη του 1358.

Digitized by 10uk1s, May 2010

καπέλο με τα φαρδιά μπορ και τη μεταξωτή φόδρα των κυρίων της από τότε που η ξεπερασμένη μόδα την άφησε να το πάρει. Αυτή η παθιασμένη αγάπη για τον Ναπολέοντα, που οι ρίζες της φτάνουνε στα σπλάχνα του λαού, κι ας μην ήξερε όσο πίστευε τα μυστικά του, βγαίνει απ' αυτήν ακριβώς την ιδέα κι εξηγεί το θαύμα της επιστροφής του στα 1815. Ο Ναπολέοντας ήταν πάντα ενωμένος με το λαό χάρη σ' ένα εκατομμύριο στρατιώτες. Στα μάτια του λαού είναι ακόμα ο βασιλιάς που βγήκε από τα πλευρά της επανάστασης, είναι ο άνθρωπος που του εξασφάλισε την κατοχή στις εθνικοποιημένες περιουσίες. Αυτή η ιδέα έχρισε τη στέψη του...

—Κι αυτή η ιδέα, που τόσο άτυχα τη χτύπησε το 1814, πρέπει να θεωρείτε ιερή, από τη μοναρχία, είπε με έμφαση ο Μπλοντέ, γιατί ο λαός βρήκε στο θρόνο ένα πρίγκιπα που ο πατέρας του του άφησε ιερή παρακαταθήκη το κεφάλι του Λουδοβίκου XVI.

—Έρχεται η κυρία, ας σωπάσομε, είπε σιγά ο αββάς Μπροσέτ. Ο Φουρσόν την τρόμαξε και πρέπει να την κρατήσομε εδώ για το καλό της θρησκείας, του θρόνου και του ίδιου του τόπου.

Ο γενικός επιστάτης της Αιγκ, Μισώ, είχε έρθει χωρίς άλλο για το πάθημα του Βατέλ. Αλλά πριν μεταφέρουμε τις αποφάσεις που πάρθηκαν στο συμβούλιο, η αλληλουχία των γεγονότων απαιτεί να πούμε δυο λόγια για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες αγόρασε ο στρατηγός την Αιγκ, για τις σοβαρές αιτίες που έκαναν διαχειριστή σ' αυτό το μαγευτικό κτήμα το Σιμπιλέ, για τους λόγους που έγινε γενικός επιστάτης ο Μισώ, τέλος για όλα τα προηγούμενα γεγονότα που εξηγούν και την κατάσταση των πνευμάτων και τους φόβους του Σιμπιλέ. Σ' αυτή τη σύντομη ανασκόπηση θα εμφανιστούν μερικά από τα κύρια πρόσωπα του δράματος, θα φανούν τα συμφέροντα του καθενός και θα γίνει αντιληπτή η κρίσιμη κατάσταση του στρατηγού, κόμη ντε Μονκορνέ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΑ ΚΛΕΦΤΩΝ

Κατά το 1791, σε μια επίσκεψη στο χτήμα της, η δεσποινίς Λαγκέρ προσέλαβε για διαχειριστή το γιο του πρώην δικαστικού τοποτηρητή της Σουλάνζ, Γκωμπερτέν. Η μικρή πολιτεία της Σουλάνζ, σήμερα απλή έδρα καντονιού, υπήρξε η πρωτεύουσα μιας σημαντικής κομητείας τον καιρό που ο οίκος της Βουργουνδίας πολεμούσε με τον οίκο της Γαλλίας. Η La-Ville-aux-Fayes είναι σήμερα ένα μικρό φέουδο, έδρα της Επαρχίας. Τότε εξαρτιόταν από τη Σουλάνζ, όπως και η Αιγκ, η Ρονκερόλ, το Σερνέ, το Κους και 15 άλλες παροικίες. Οι Σουλάνζ έμειναν κόμηδες, ενώ οι Ρονκερόλ είναι σήμερα μαρκήσιοι χάρη στο παιγνίδι εκείνης της δύναμης που λέγεται Αυλή, που έκανε δούκα το γιο του λοχαγού του Πλεσσί1

Ο γιος του δικαστικού τοποτηρητή, ένα αγόρι χωρίς πεντάρα τσακιστή, διαδέχτηκε έναν επιστάτη που είχε πλουτίσει από τριάντα χρόνια διαχείρισης, αλλά παράτησε αυτή τη θέση για να γίνει μέτοχος στην περίφημη Εταιρεία Μινορέ. Ο μελλοντικός προμηθευτής όπλων για το προσωπικό του συμφέρον, παρουσίασε για αντικαταστάτη του τον Φρανσουά Γκωμπερτέν, ενήλικο τότε, που τον είχε λογιστή του εδώ και πέντε χρόνια. Κι αυτός, από ευγνωμοσύνη για τις οδηγίες του δασκάλου του πάνω στη διαχείριση, του υποσχέθηκε να πετύχει μια εξόφληση από τη δεσποινίδα Λαγκέρ που την είχε τρομοκρατήσει η Επανάσταση. Ο πρώην δικαστικός τοποτηρητής έγινε Δημόσιος Κατήγορος της Επαρχίας και προστάτης της φοβισμένης τραγουδίστριας. Αυτός ο Επαρχιώτης Φουκιέ - Τενβίλ σκηνοθέτησε μια ψεύτικη στάση κατά της βασίλισσας του θεάτρου, που ήταν βέβαια ύποπτη εξ αιτίας των σχέσεών της με την αριστοκρατία, για να δώσει στον γιο του την ευκαιρία να τη «σώσει». Για αντάλλαγμα πήρε εξόφληση του προκάτοχού του. Η πολίτισα Λαγκέρ έκανε τότε τον Φρανσουά Γκωμπερτέν διαχειριστή της τόσο από ευγνωμοσύνη όσο κι από σκοπιμότητα.

πριν από τις πρώτες οικογένειες της κατάκτησης. Αυτό δείχνει ότι όπως οι οικογένειες έτσι και οι πόλεις έχουνε άστατα πεπρωμένα.

Ο μελλοντικός προμηθευτής όπλων της Δημοκρατίας δεν είχε κακομάθει τη δεσποινίδα, της έστελνε στο Παρίσι γύρω στις 30.000 λίβρες το χρόνο αν κι από τότε η Αιγκ θα 'χε εισόδημα περίπου 40.000 το χρόνο. Όταν λοιπόν ο Γκωμπερτέν της υποσχέθηκε τριάντα έξι, η άπειρη σ' αυτά θεατρίνα μαγεύτηκε.

Για να εξηγήσομε την τωρινή περιουσία του επιστάτη της Αιγκ, που κινδυνεύει να φανεί απίθανη, πρέπει να πούμε πώς άρχισε. Ο νεαρός Γκωμπερτέν με την προστασία του πατέρα του ονομάστηκε δήμαρχος του Μπλανζύ. Κατάφερε λοιπόν να κάνει τους χρεώστες να πληρώσουν σε ασήμι, παρά τους νόμους, χρησιμοποιώντας την τρομοκρατία (λέξη που ήταν της μόδας τότε). Εξ άλλου ήταν στο χέρι του να τους χτυπήσει ή όχι με τις εξοντωτικές τότε επιτάξεις της Δημοκρατίας. Ο ίδιος ο επιστάτης έδινε στην αφεντικίνα του, ασινιάτα, όσο κράτησε αυτό το ρεύμα των χαρτονομισμάτων, που αν δεν ωφέλησε την κρατική περιουσία, έγινε ωστόσο η αιτία για πολλές περιουσίες ιδιωτών. Από το 1792 μέχρι το 1795, μέσα σε τρία χρόνια, ο νεαρός Γκωμπερτέν μάζεψε 150.000 λίβρες από την Αιγκ και μ' αυτές άρχισε τη δράση του στην πλατεία του Παρισιού.

Ο δεσποινίδα Λαγκέρ γεμάτη άχρηστα ασινιάτα, αναγκάστηκε να εξοικονομήσει χρήματα από τα διαμαντικά της, που εξ άλλου δεν τα χρειαζόταν καθόλου. Τα έδωσε στον Γκωμπερτέν που τα πούλησε και της έστειλε την αξία τους σε νομίσματα, χωρίς ατιμία. Αυτή η έντιμη πράξη συγκίνησε πολύ την δεσποινίδα που από τότε λάτρευε τον Γκωμπερτέν σαν το Πουτσίνι.

Το 1796, την εποχή του γάμου του με την πολίτισα Ιζώρ Μουσόν, κόρη ενός παλιού μέλους της Συμβατικής και φίλου του πατέρα του, ο Γκωμπερτέν είχε 350.000 φράγκα σε ασήμι. Επειδή κατάλαβε ότι το Διευθυντήριο θα κρατήσει πολύ, θέλησε πριν να παντρευτεί να αναγκάσει τη δεσποινίδα να

1 Εννοεί τον Καρδινάλιο Ρισελιέ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

εγκρίνει τα 5 χρόνια της διαχείρισής του με το πρόσχημα ότι αρχίζει μια καινούργια εποχή.

—Θα γίνω οικογενειάρχης, της είπε, ξέρετε τι φήμη έχουν οι διαχειριστές. Ο πεθερός μου είναι ένας δημοκράτης με ρωμαϊκή εντιμότητα, και με μεγάλο κύρος, θέλω να του αποδείξω ότι είμαι αντάξιός του.

Η δεσποινίς Λαγκέρ μ' ένα σωρό κολακευτικά λόγια τον εμπόδισε να τελειώσει τον απολογισμό του.

Για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, τον πρώτο καιρό προσπάθησε να περιορίσει τους χωριάτες. Φοβότανε —και με το δίκιο του— πως με τις λεηλασίες τους τα εισοδήματα θα μίκραιναν και ο ξυλέμπορας θα του 'δινε μικρότερο μπαξίσι. Αλλά εκείνη την εποχή, ο κυρίαρχος λαός ένοιωθε παντού σαν στο σπίτι του και η κυρία κατατρόμαξε όταν είδε από κοντά τους βασιλιάδες της. Είπε λοιπόν στο Ρισελιέ της ότι αυτό που επιθυμούσε πάνω απ' όλα ήταν να πεθάνει ειρηνικά. Τα εισοδήματα της παλιάς πρωταγωνίστριας του τραγουδιού ήταν τόσο μεγαλύτερα από τα έξοδά της, που άφησε να δημιουργηθούν κακά προηγούμενα. Έτσι, για να μην τραβιέται στα δικαστήρια, άφηνε τους γείτονες να καταπατούν τα χωράφια της. Ασφαλισμένη μέσα στο πάρκο της, που το περιτριγύριζαν πανύψηλοι τοίχοι, δεν ένοιωθε κανένα άμεσο κίνδυνο να την απειλεί. Εξ άλλου σα γνήσια φιλόσοφος δεν ήθελε παρά την ειρήνη. Μερικές χιλιάδες λίβρες παραπάνω ή παρακάτω, οι αποζημιώσεις στον ξυλέμπορα για τις καταστροφές που προξενούσαν οι χωριάτες, τι ήταν για την παλιά σπάταλη και ασυλλόγιστη τραγουδίστρια της Όπερας που δεν της είχαν τίποτα στοιχίσει οι 100.000 λίβρες εισόδημα; Εξ άλλου δεν παραπονιότανε καθόλου για την περικοπή των 2/3 από 60.000 λίβρες εισόδημα1

—Ε! έλεγε με την αστοχασιά των ανθρώπων του παλιού καιρού, όλος ο κόσμος: πρέπει να ζήσει, ακόμα κι η Δημοκρατία.

.

Η τρομερή δεσποινίδα Κοσέ, η καμαριέρα της, αυτός ο θηλυκός βεζίρης, προσπάθησε να της ανοίξει τα μάτια, όταν είδε την επιρροή του Γκωμπερτέν στη θεατρίνα που, παρά τους νόμους της ισότητας τη φώναζε κυρία. Απ' τη μεριά του, ο Γκωμπερτέν άνοιξε τα μάτια της δεσποινίδας Κοσέ, της έδειξε μια καταγγελία, που είχαν στείλει τάχα στον πατέρα του, όπου την κατηγορούσαν με σφοδρότητα ότι αλληλογραφεί με τον Πιτ και τον Κομπούργκ. Από τότε οι δυο δυνάμεις χωρίστηκαν... α λα Μοντγκόμερυ. Η Κοσέ παίνευε τον Γκωμπερτέν στην δεσποινίδα Λαγκέρ κι ο Γκωμπερτέν της παίνευε την Κοσέ. Εξ άλλου η καμαριέρα είχε το κρεβάτι της στρωμένο. Ήξερε πως η κυρία της άφηνε με διαθήκη 60.000 φράγκα. Η κυρία την είχε τόσο συνηθίσει που δεν μπορούσε να κάνει δίχως αυτήν. Αυτό το κορίτσι γνώριζε όλα τα μυστικά της τουαλέτας της αγαπητής κυρίας, είχε το ταλέντο να αποκοιμίζει κάθε βράδυ την αγαπητή κυρία με χίλια παραμύθια, να την ξυπνά το πρωί με κολακείες, και μέχρι τη μέρα του θανάτου της ποτέ δε βρήκε αλλαγμένη την αγαπητή κυρία, κι όταν η αγαπητή κυρία μπήκε στο φέρετρό της της φάνηκε ωραιότερη από κάθε άλλη φορά.

Τα ετήσια κέρδη του Γκωμπερτέν και της δεσποινίδας Κοσέ, οι μισθοί και οι τόκοι τους, ήταν τόσο σημαντικά, που ούτε οι πιο στοργικοί γονείς δεν θα 'δειχναν τη δική τους αφοσίωση, σ' αυτό το εξαιρετικό πλάσμα. Ακόμα δεν ξέρομε πόσο κολακεύει τους απατεώνες το θύμα του! Καμιά μητέρα δεν είναι τόσο στοργική για την πολυαγαπημένη της κόρη όσο ο έμπορας για την γαλακτοφόρο αγελάδα του. Τι επιτυχία έχουν οι παραστάσεις του «Ταρτούφου», που παίζονται κεκλεισμένων των θυρών! Ο Μολιέρος πέθανε πολύ νωρίς πριν να προλάβει να μας δείξει την απελπισία του Οργκόν που, βαριεστημένος από την οικογένειά του, συγχυσμένος από τα παιδιά του, θυμάται με νοσταλγία τις κολακείες του Ταρτούφου και λέει: Τι καλή εποχή!

1 Το 1797 έγινε ένας νόμος που υποτιμούσε την αξία του Φράγκου κατά τα δύο τρίτα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τα τελευταία οχτώ χρόνια της ζωής της η δεσποινίδα Λαγκέρ δεν έπιασε ποτέ πάνω από 30.000 λίβρες, ενώ στην πραγματικότητα το τσιφλίκι της Αιγκ απόδινε 50.000. Η διαχείριση λοιπόν του Γκωμπερτέν είχε τα ίδια αποτελέσματα του προκατόχου του κι ας είχαν αισθητά αυξηθεί τα ενοίκια και τα αγροτικά προϊόντα από το 1791 ως το 1815, χωρίς να λογαριάσουμε τις καινούριες αγορές της δεσποινίδας Λαγκέρ. Μα ο Γκωμπερτέν είχε σκοπό να κληρονομήσει το αγρόκτημα, μετά το θάνατο της κυρίας, που φαινόταν κοντινός, γι' αυτό είχε συμφέρον, σ' όσα εισοδήματα μπορούσαν να ελεγχθούν, να κρατά χαμηλή την αξία αυτού του θαυμάσιου τσιφλικιού. Η Κοσέ, που είχε μυηθεί στην κομπίνα, θα 'παιρνε μερίδιο από τα κέρδη. Η δεσποινίδα Λαγκέρ παραξενευόταν, με τις καινούριες αγορές που έκανε κάθε χρόνο ο Γκωμπερτέν, χρησιμοποιώντας τα διαθέσιμα κεφάλαια. Αν και στη δύση πια του βίου της μόλις και μετά βίας ξόδευε τις 20.000 λίβρες, που της απόφεραν οι κρατικές ομολογίες, ενώ παλιότερα η σπάταλη ζωή της την ανάγκαζε να παίρνει συνέχεια προκαταβολές από τα εισοδήματά της. Στα γηρατειά της οι ανάγκες της λιγόστεψαν μα αυτή το θεωρούσε αποτέλεσμα της τιμιότητας του Γκωμπερτέν και της δεσποινίδας Κοσέ.

—Δυο μαργαριτάρια! έλεγε γι' αυτούς στους επισκέπτες της.

Ο Γκωμπερτέν εξ άλλου κρατούσε στους λογαριασμούς του τα προσχήματα της τιμιότητας. Της έφερνε, χωρίς να κλέβει πεντάρα τα νοίκια. Ό,τι μπορούσε να αντιληφθεί η ισχνή εξυπνάδα της δεσποινίδας στην αριθμητική ήταν σαφές, καθαρό, εντάξει. Ο επιστάτης έβγαζε τα κέρδη του από τις δαπάνες, από τα έξοδα για την καλλιέργεια, από τις αγορές που έκλεινε, τα έργα, τις δίκες που επινοούσε, τις επισκευές, λεπτομέρειες που ποτέ δεν εξακρίβωνε η δεσποινίδα. Καμιά φορά μάλιστα, σε συνεννόηση με τους προμηθευτές, που εξαγόραζε τη σιωπή τους με αβανταδόρικες τιμές, παρουσίαζε δυο φορές τις ίδιες αγορές. Όλα αυτά τον ανέβαζαν στην εκτίμηση της κοινής γνώμης και τις χάρες της κυρίας τις άκουγες απ' όλα τα στόματα. Γιατί εκτός από τη δουλειά που πρόσφερε, έκανε και πολλές αγαθοεργίες.

—Ο Θεός να την έχει καλά, την αγαπητή κυρία! έλεγε ο κόσμος.

Κι αλήθεια όλοι κάτι παίρνανε απ' αυτήν ή έμμεσα ή σε δώρα. Στα νιάτα της είχε φάει πολλά λεφτά μα τώρα της τα τρώγανε άλλοι και μάλιστα τόσο την καταλήστευαν, που ο καθένας έβαζε κάποιο μέτρο για να μην τους πάρει μυρωδιά και πουλήσει την Αιγκ ή γυρίσει στο Παρίσι.

Αυτά τα μικροσυμφέροντα ήταν —αλλοίμονο!— η αιτία της δολοφονίας του Πωλ Λουί-Κουριέ, που έκανε το λάθος να αναγγείλει, ότι πουλά την περιουσία του, απ' την οποία ζούσαν πολλοί Τονσάρ της Τουραίνης, και ότι σκέφτεται να φύγει με τη γυναίκα του. Απ' αυτό το φόβο, οι κλέφτες της περιοχής, δεν έκοβαν μικρά δέντρα παρά μόνο σε σπάνιες περιπτώσεις όταν τα δρεπάνια τους δεμένα στην άκρη ενός κονταριού δεν έφταναν τα κλαδιά. Έκαναν όσο λιγότερες ζημιές μπορούσαν, για το συμφέρον πάλι της κλεψιάς. Ωστόσο, στα τελευταία χρόνια της ζωής της δεσποινίδας η συνήθεια να μαζεύουν ξύλα είχε ξεπεράσει σε όρια κάθε θρασύτητα. Μερικές ξάστερες νύχτες, δένανε παραπάνω από 200 δεμάτια. Όσο για το σταχομάζωμα και το ρογολόγημα, όπως απόδειξε ο Σιμπιλέ, είχε πάρει τέτοια έκταση που χάνονταν έτσι το 1/4 των προϊόντων.

Η δεσποινίδα Λαγκέρ, είχε απαγορεύσει στην Κοσέ να παντρευτεί όσο ζούσε. Και τέτοιου είδους εγωισμοί της κυρίας προς την καμαριέρα είναι πολύ συχνοί και υπάρχουν παραδείγματα σ' όλες τις χώρες. Κι αυτή η μανία δεν είναι πιο ανόητη από την άλλη, να κρατάνε μέχρι την τελευταία τους πνοή αγαθά τελείως άχρηστα για την υλική ευτυχία, με κίνδυνο να δηλητηριαστούν από ανυπόμονους κληρονόμους. Έτσι, 20 μόνο μέρες μετά την ταφή της δεσποινίδας Λαγκέρ, η Κοσέ παντρεύτηκε έναν ομορφάνθρωπο 42 χρονών, το Σουντρύ, υπενωμοτάρχη της χωροφυλακής, που από το 1800, τη χρονιά που ιδρύθηκε η χωροφυλακή, ερχότανε σχεδόν όλες τις μέρες και την έβλεπε στην Αιγκ και δειπνούσαν το λιγότερο τέσσερις φορές τη βδομάδα με τους Γκωμπερτέν.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η κυρία, όλη της τη ζωή, είχε ένα τραπέζι σερβιρισμένο γι' αυτήν ή για τη συντροφιά της. Ούτε η Κοσέ ούτε ο Γκωμπερτέν, παρά την οικειότητά τους, δεν κάθισαν ποτέ στο τραπέζι μαζί με την πρωταγωνίστρια της βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής και Χορού, που διατήρησε ως το τέλος την εθιμοτυπία, τις προσωπικές της συνήθειες, το ρουζ και τα σαντάλια της, το αμάξι της, τους υπηρέτες της και τη θεϊκή της μεγαλοπρέπεια. Θεά στο θέατρο, θεά στην πόλη, έμεινε θεά και στα βάθη της εξοχής όπου λατρεύεται ακόμα η μνήμη της και μειώνει οπωσδήποτε την αυλή του Λουδοβίκου XVI στα μάτια της πρώτης κοινωνίας της Σουλάνζ.

Αυτός ο Σουντρύ, μόλις πάτησε το πόδι του στον τόπο άρχισε το κόρτε στην Κοσέ. Είχε το πιο όμορφο σπίτι στη Σουλάνζ, 6.000 φράγκα περίπου και περίμενε άλλα 400 σύνταξη τη μέρα που θα 'φευγε από την υπηρεσία. Όταν έγινε κυρία Σουντρύ, η υπόληψη της Κοσέ ανέβηκε πολύ. Αν και δεν ήξερε κανείς πόσες ήταν οι οικονομίες της που τις είχε τοποθετήσει, όπως κι ο Γκωμπερτέν τα κεφάλαιά του στο Παρίσι σε κάποιον Λεκλέρκ, ντόπιο, παραγγελιοδόχο των κρασέμπορων της περιοχής, που του είχε δώσει τα κεφάλαια ο επιστάτης, η κοινή γνώμη, θεωρούσε την πρώην καμαριέρα για την πιο πλούσια αυτής της μικρής πόλης με τις 1200 ψυχές.

Προς μεγάλη έκπληξη του τόπου, ο κύριος και η κυρία Σουντρύ, αναγνώρισαν για νόμιμο, με το πιστοποιητικό του γάμου τους, ένα νόθο γιο του χωροφύλακα. Έτσι όλη η περιουσία της κυρίας Σουντρύ θα πήγαινε σ' αυτόν. Τη μέρα που τ' αγόρι απόκτησε επίσημα μια μητέρα, τέλειωνε τη νομική στο Παρίσι και σκεφτόταν να κάνει την άσκησή του για να μπει στον δικαστικό κλάδο.

Είναι περιττό να πούμε ότι η αμοιβαία συνεννόηση 20 ετών γέννησε την πιο σταθερή φιλία ανάμεσα στους Γκωμπερτέν και τους Σουντρύ. Και ο ένας κι ο άλλος έπρεπε μέχρι την τελευταία τους μέρα να δίνουν αμοιβαία την εντύπωση ότι είναι οι πιο τίμιοι άνθρωποι της Γαλλίας. Αυτή η φιλία που στηριζόταν πάνω στην αμοιβαία γνώση των ανομιών που κουβαλούσε η συνείδησή τους, είναι από τους δεσμούς που δεν λύνονται ποτέ εδώ κάτω. Την ίδια γνώμη έχετε και σεις που διαβάζετε αυτό το δράμα. Μήπως δε λέτε για να εξηγήσετε την διάρκεια του δεσμού δυο προσώπων που κάνει τον εγωισμό σας να κοκκινίζει! «Έχουν φαίνεται κάνει κανένα έγκλημα μαζί;» Μετά από 25 χρόνια διαχείριση, ο Γκωμπερτέν είχε 600.000 φράγκα σε ασήμι και η Κοσέ γύρω στα 250.000 φράγκα. Αυτά τα κεφάλαια που είχαν κατατεθεί στον οίκο Λεκλέρκ και Σία της αποβάθρας του Μπετύν, στο νησί Σαιν -Λουί, ανταγωνιστή του περίφημου οίκου Γκραντέ, μεγαλώσανε πολύ την περιουσία και του Λεκλέρκ και του Γκωμπερτέν. Όταν πέθανε η κυρία, ο αρχηγός του οίκου Λεκλέρκ ζήτησε το χέρι της Τζέννυ της μεγαλύτερης κόρης του διαχειριστή. Ο Γκωμπερτέν τότε κολακευότανε να πιστεύει ότι θα γίνει κύριος της Αιγκ χάρη σε μια συνωμοσία που είχε στήσει ο μαιτρ-Λυπέν, συμβολαιογράφος, διορισμένος εδώ και 11 χρόνια απ' αυτόν στη Σουλάνζ.

Ο Λυπέν, γιος του τελευταίου επιστάτη του οίκου Σουλάνζ, είχε ειδικευτεί σε ψεύτικες πραγματογνωμοσύνες, εκτιμήσεις 50% κάτω από την αξία, εκπρόθεσμες κοινοποιήσεις, δηλαδή σ' όλες τις μανούβρες που, δυστυχώς, είναι τόσο συνηθισμένες στις επαρχίες για την κατακύρωση σημαντικών ακινήτων στη ζούλα. Τελευταία, λένε, έχει δημιουργηθεί στο Παρίσι μια κίνηση με σκοπό να παρεμποδίζει τέτοιου είδους δολοπλοκίες. Αλλά το 1816, η Γαλλία δεν ήταν όπως σήμερα βορά μιας πύρινης δημοσιότητας. Έτσι οι συνένοχοι μπορούσαν να υπολογίζουν στο μυστικό μοίρασμα της Αιγκ ανάμεσα στην Κοσέ, τον συμβολαιογράφο και τον Γκωμπερτέν, που είχε στο νου του να τους προσφέρει ένα ποσό για να παραιτηθούν από τους κλήρους τους, όταν το χτήμα θα ήταν στο όνομά του. Ο δικογράφος ο επιφορτισμένος με τη διενέργεια του πλειστηριασμού είχε πουλήσει, ανεπίσημα, τη θέση του στο γιο του Γκωμπερτέν κι έτσι βοήθησε κι αυτός στην απάτη, αν βέβαια οι 11 καλλιεργητές της Πικαρδίας, που τους ήρθε ουρανοκατέβατη η κληρονομιά, δεν θεωρούσαν τους εαυτούς τους απατημένους.

Τη στιγμή που όλοι οι ενδιαφερόμενοι πίστευαν ότι έχουν διπλασιάσει τις περιουσίες τους, ήρθε από το Παρίσι, την παραμονή της οριστικής κατακύρωσης, ένας δικογράφος κι ανάθεσε σ' έναν

Digitized by 10uk1s, May 2010

συνάδελφό του της La-Ville-aux-Fayes, που βρέθηκε παλιός κλητήρας του, ν' αγοράσει την Αιγκ. Του κατακυρώθηκε για 11.100.000 φράγκα, γιατί, μετά απ' αυτό το ποσό, κανένας από τους συνωμότες δεν τόλμησε να συνεχίσει την πλειοδοσία. Ο Γκωμπερτέν νόμισε ότι του την είχε σκάσει ο Σουντρύ, κι ο Σουντρύ πάλι με το Λυπέν πίστεψαν πως ο Γκωμπερτέν τους είχε προδώσει. Αλλά όταν έγινε γνωστό το όνομα του αγοραστή τα ξανάφτιαξαν. Αν και υποπτεύονταν το σχέδιο των Γκωμπερτέν, Λυπέν και Σουντρύ, ο επαρχιώτης δικογράφος δεν είπε λέξη στο παλιό αφεντικό του. Και να το γιατί: Αν ξέφευγε καμιά κουβέντα από τους καινούριους ιδιοκτήτες, ο δημοτικός υπάλληλος θα αποκτούσε τόσους εχθρούς, που θα δυσκολευόταν να μείνει στον τόπο. Κι αυτή η βουβαμάρα, χαρακτηριστική στους επαρχιώτες, θα δικαιωθεί τελείως από τα γεγονότα αυτής της ΜΕΛΕΤΗΣ. Ο επαρχιώτης είναι αναγκασμένος να υποκρίνεται. Η δικαίωσή του βρίσκεται στο φόβο του, που τον εκφράζει θαυμάσια η παροιμία: «Πρέπει να ουρλιάζεις μαζί με τους λύκους». Αυτό εξ άλλου είναι και το δίδαγμα του Φιλίντα.1

Όταν ο στρατηγός Μονκορνέ έγινε κύριος της Αιγκ, ο Γκωμπερτέν δεν ήταν τόσο πλούσιος ώστε να παραιτηθεί. Έπρεπε να προικίσει την μεγάλη του κόρη με 200.000 φράγκα, για να μπορέσει να την παντρέψει με τον πλούσιο τραπεζίτη του Κρατικού μονοπωλίου. Κι ακόμα να πληρώσει 30.000 φράγκα για τη θέση που είχε αγοράσει στο γιο του. Δεν του μένανε λοιπόν παρά 370.000 φράγκα κι απ' αυτά έπρεπε αργά ή γρήγορα να προικίσει την μικρή του κόρη Ελίζα, που λογάριαζε να την προξενέψει σ' ένα γαμπρό τουλάχιστον το ίδιο πλούσιο με τον πρώτο. Ο επιστάτης σκέφτηκε να βολιδοσκοπήσει τον κόμη ντε Μονκορνέ. Ήθελε να δει αν θα μπορούσε να τον καταφέρει να σιχαθεί την Αιγκ. Τότε θα μπορούσε να πραγματοποιήσει μόνος του το σχέδιο που είχε αποτύχει. Με την πονηριά των ανθρώπων που ζουν από τις απάτες, ο Γκωμπερτέν φαντάστηκε ότι ο χαρακτήρας ενός πρώην αξιωματικού έχει ομοιότητες με το χαρακτήρα μιας παλιάς θεατρίνας, και δεν είχε άδικο. Ένα κορίτσι της όπερας, κι ένας στρατηγός του Ναπολέοντα μήπως δεν έχουν την ίδια συνήθεια της σπατάλης, την ίδια αστοχασιά; Μήπως δεν έρχονται και στους δυο, το ίδιο αναπάντεχα και μέσα από τη φωτιά, τα καλά της τύχης; Μήπως οι πονηροί, πανούργοι και μηχανορράφοι αξιωματικοί δεν είναι εξαίρεση; Συνήθως, ο στρατιώτης, και μάλιστα ο γενναίος, όπως ο Μονκορνέ, είναι αφελής, ευκολόπιστος, άπραγος και καθόλου κατάλληλος για τις άπειρες δυσκολίες που παρουσιάζει η διαχείριση ενός τσιφλικιού. Ο Γκωμπερτέν καραδοκούσε να πιάσει, και να κρατήσει το στρατηγό στο δίχτυ, όπου έζησε μέχρι τέλους η δεσποινίς Λαγκέρ. Ο αυτοκράτορας όμως από υπολογισμό, είχε επιτρέψει στον Μονκορνέ να παίξει στην Πομερανία τον ρόλο που τώρα έπαιζε ο Γκωμπερτέν στο χτήμα της Αιγκ. Γι' αυτό ο στρατηγός ήξερε όλα τα μυστικά της διαχείρισης.

Όταν ήρθε να φυτέψει τα λάχανά του, κατά την έκφραση του πρώτου δούκα ντε Μπερόν, ο παλιός ιππέας ήθελε ν' αφιερωθεί στις επιχειρήσεις του για να ξεχάσει την αποτυχία του. Αν κι είχε παραδώσει τη μονάδα του στους Βουρβόνους υπηρεσία που την είχαν προσφέρει πολλοί στρατηγοί και που την ονόμασαν διάλυση του στρατού του Λίγηρα, δεν μπόρεσε να εξιλεωθεί από το έγκλημα που έκαμε, ακολουθώντας τον άνθρωπο των 100 ημερών στο πεδίο της τελευταίας του μάχης. Ήταν αδύνατο στον πατρίκιο του 1815 να μείνει στο στρατό, παρουσία των ξένων, και πολύ περισσότερο στο Λουξεμβούργο.. Ο Μονκορνέ λοιπόν ακολούθησε τη συμβουλή ενός στρατάρχη σε δυσμένεια. Πήγε να καλλιεργήσει καρότα στην εξοχή. Ο στρατηγός είχε την πονηριά των παλιών λύκων του στρατού. Από τις πρώτες μέρες που έκαμε την επίσκεψη του τσιφλικιού του, είδε στον Γκωμπερτέν ένα επιστάτη της κωμικής όπερας, ένα απατεώνα, απ' αυτούς που, όλοι σχεδόν οι στρατάρχες και οι δούκες του Ναπολέοντα, αυτά τα μανιτάρια που ξεπετάχτηκαν από τα λαϊκά στρώματα, είχαν συναντήσει.

Όταν αντιλήφτηκε την βαθειά πείρα του Γκωμπερτέν στην αγροτική διαχείριση, ο παμπόνηρος στρατιωτικός κατάλαβε ότι έπρεπε να τον κρατήσει μέχρι να κατατοπιστεί στα ζητήματα της

1 Φιλίντας: Πρόσωπο απ' το «Μισάνθρωπο», του Μολιέρου.

Digitized by 10uk1s, May 2010

καλλιέργειας. Έτσι υποκρίθηκε ότι συνεχίζει την τακτική της δεσποινίδας Λαγκέρ. Αυτή η πλαστή ελαφρομυαλιά του ξεγέλασε τον διαχειριστή. Όσον καιρό χρειάστηκε στον στρατηγό να μάθει πού κουτσαίνει το τσιφλίκι και πού είναι εντάξει, πόσα είναι τα εισοδήματα και πώς τα παίρνουν, πού και πώς ήταν χρήσιμες, και ποιες βελτιώσεις και ποια οικονομικά μέτρα έπρεπε να πάρει, συνέχισε να παριστάνει το βλάκα. Έπειτα, μια ωραία μέρα, όταν τσάκωσε τον Γκωμπερτέν στα πράσα, τον έπιασε ένας από κείνους τους τρομερούς θυμούς που χαρακτηρίζουν τους ανθρώπους του επαγγέλματός του. Έκανε όμως ένα βασικό λάθος, ικανό να καταστρέψει κάθε άλλον στη θέση του που δεν θα 'χε τη δική του περιουσία ή τη δική του θέληση. Συνέπεια του λάθους αυτού εξάλλου ήταν οι μικρές και μεγάλες δυστυχίες που γεμίζουν αυτή την ιστορία. Μαθητής της αυτοκρατορικής σχολής, μαθημένος να μεταχειρίζεται πάντα το σπαθί και γεμάτος περιφρόνηση για τους πολίτες, νόμισε πως δεν χρειαζότανε να διώξει με το γάντι τον απατεώνα διαχειριστή. Η πολιτική ζωή και τα τερτίπια της ήταν άγνωστα στο Μονκορνέ, που είχε γίνει απότομος μετά από την αποτυχία στην καριέρα του. Έθιξε λοιπόν θανάσιμα τον Γκωμπερτέν, που εξ άλλου μόνος του έγινε αιτία γι' αυτό το «στρατιωτικό» φέρσιμο με μια απάντηση που ο κυνισμός της εξόργισε τον Μονκορνέ.

—Ζείτε από τη γη μου; τον ρώτησε ο κόμης με σαρκαστική σοβαρότητα.

—Μήπως νομίζατε ότι ζούσα από τον ουρανό; απάντησε γελώντας ο Γκωμπερτέν.

—Έξω από το σπίτι μου, λωποδύτη! Σε απολύω! φώναξε ο στρατηγός και του 'δωσε δυο τρεις με το μαστίγιο, πράγμα που ο Γκωμπερτέν, μια και δεν υπήρχαν μάρτυρες, δεν το παραδέχτηκε ποτέ·.

Ο διαχειριστής απομακρύνθηκε λίγο από το βίαιο στρατηγό και είπε παγερά:

—Δεν θα φύγω πριν κάνω τον απολογισμό μου.

—Θα δούμε τι απόφαση θα βγάλει το δικαστήριο, απάντησε ο Μονκορνέ και σήκωσε τους ώμους του.

Ο Γκωμπερτέν, μόλις άκουσε να τον απειλούν με το δικαστήριο, κοίταξε το στρατηγό χαμογελώντας. Αυτό το χαμόγελο παράλυσε το μπράτσο του στρατηγού, λες και του έκοψε τα νεύρα. Και να γιατί χαμογέλασε ο επιστάτης.

Εδώ και δυο χρόνια ο κουνιάδος του ο Ζαντρέν από απλός δικαστής είχε γίνει πρόεδρος του Πρωτοδικείου της La-Ville-aux-Fayes χάρη στην υποστήριξη του κόμη ντε Σουλάνζ. Ο κύριος ντε Σουλάνζ, που είχε ονομαστεί μέλος της Βουλής του 1815 κι είχε μείνει πιστός στους Βουρβόνους στη διάρκεια των εκατό ημερών, είχε ζητήσει αυτό το διορισμό από το Σφραγιδοφύλακα. Αυτή η συγγένεια έδινε κάποιο κύρος στον Γκωμπερτέν. Εξ άλλου ένας πρόεδρος πρωτοδικείου σε μια μικρή πόλη είναι πιο σπουδαίος από τον Πρόεδρο Εφετών. Γιατί αυτός εύρισκε στις επαρχιακές πρωτεύουσες ίσους του, το στρατηγό, τον επίσκοπο, το νομάρχη, το δημόσιο ταμία, ενώ ένας απλός πρόεδρος πρωτοδικείου ήταν μοναδικός. Ο βασιλικός επίτροπος και ο έπαρχος έπαιρναν μεταθέσεις ή κινδύνευαν από τη μια στιγμή στην άλλη να παυτούν. Ο νεαρός Σουντρύ, σύντροφος στην Αιγκ όπως και στο Παρίσι του Γκωμπερτέν γιου, μόλις είχε γίνει αναπληρωτής του βασιλικού επιτρόπου στην πρωτεύουσα της επαρχίας. Ο Σουντρύ πατέρας πριν να γίνει ενωμοτάρχης χωροφυλακής, όταν ήταν σιτιστής του πυροβολικού, είχε πληγωθεί σε μια συμπλοκή, υπερασπίζοντας τον κόμη ντε Σουλάνζ, τότε υπασπιστή στρατηγού. Όταν ιδρύθηκε η χωροφυλακή, ο κόμης ντε Σουλάνζ, που είχε γίνει συνταγματάρχης, ζήτησε για το σωτήρα του την Ενωμοτία της Σουλάνζ κι αργότερα βρήκε θέση και στον νεαρό Σουντρύ. Τέλος, όταν πια αποφασίστηκε ο γάμος της δεσποινίδας Γκωμπερτέν στην αποβάθρα του Μπετύν, ο άπιστος διαχειριστής ένοιωθε πιο ισχυρός στον τόπο του κι από ένα αντιστράτηγο σε διαθεσιμότητα.

Ακόμα κι αν αυτή η ιστορία δεν είχε άλλο σκοπό παρά το δίδαγμα που βγαίνει από τον τσακωμό του

Digitized by 10uk1s, May 2010

στρατηγού με τον διαχειριστή, και πάλι θα μπορούσε να χρησιμέψει σε πολλούς ανθρώπους για τη συμπεριφορά τους στη ζωή. Για κείνον που ξέρει να διαβάζει Μακιαβέλι και να βγάζει ωφέλιμα συμπεράσματα, η ιστορία αυτή δείχνει ότι φρονιμάδα είναι να μην απειλείς ποτέ, να ενεργείς χωρίς κουβέντες, να ευνοείς την υποχώρηση του εχθρού αλλά χωρίς να πατάς στην ουρά του φιδιού, όπως λέει η παροιμία, και προπαντός ν' αποφεύγεις σαν έγκλημα την προσβολή της φιλαυτίας του κατώτερού σου. Η πράξη, όσο κι αν βλάπτει τα συμφέροντα, στο τέλος παίρνει συχώρεση, μπορεί να εξηγηθεί με χίλιους τρόπους. Μα η φιλαυτία που ματώνει συνέχεια από το χτύπημα που δέχτηκε δεν συγχωρεί ποτέ την ιδέα. Η ηθική προσωπικότητα είναι πιο ευαίσθητη, πιο «ζωντανή» από τη φυσική. Η καρδιά και το αίμα αντιδρούν λιγότερο στις εντυπώσεις που δέχονται απ' ό,τι τα νεύρα. Τέλος, όπως και να το κάνομε, το εσωτερικό μας «είναι» μας εξουσιάζει. Δυο οικογένειες που σκοτώθηκαν αναμεταξύ τους στους εμφύλιους πολέμους μπορεί να συμφιλιωθούν, όπως στη Βρετάνη και στη Βανδέα. Μα δεν συμφιλιώνεται ποτέ ο απατημένος κι ο απατεώνας, ο συκοφαντημένος κι ο συκοφάντης. Δεν επιτρέπεται ν' ανταλλάξει κανείς βρισιές παρά μόνο στα επικά ποιήματα, λίγο πριν από το θάνατο. Ο άγριος και ο χωριάτης —που συγγενεύει πολύ με τον άγριο— δεν μιλάνε ποτέ παρά μόνο για να στήσουν παγίδες στους αντιπάλους τους. Από το 1789, η Γαλλία προσπαθεί, σε βάρος της κοινής λογικής, να πείσει τους ανθρώπους ότι είναι ίσοι. Αν πεις λοιπόν σ' έναν άνθρωπο: «Είσαι απατεώνας!» είναι ένα αστείο χωρίς συνέπεια. Αλλά να το αποδείξεις, με το να τον πιάσεις στα πράσα, να τον μαστιγώσεις, να τον απειλήσεις με δίκη χωρίς να το κάνεις, είναι σαν να τον ξαναγυρνάς πάλι στην ανισότητα. Κι αν ο όχλος δεν ανέχεται -καμιά υπεροχή, πως να συγχωρέσει έναν τίμιο άνθρωπο ο απατεώνας;

Ο Μονκορνέ θα μπορούσε ν' απολύσει τον διαχειριστή με το πρόσχημα πως θέλει να βάλει στη θέση του έναν πρώην αξιωματικό που του είχε υποχρέωση. Βέβαια ούτε ο Γκωμπερτέν ούτε ο στρατηγός θα ξεγελιόντουσαν, καθένας θα καταλάβαινε τον άλλο. Αλλά έτσι, ο Μονκορνέ, θ' άφηνε μια πόρτα ανοιχτή για ν' αποτραβηχτεί ο διαχειριστής χωρίς να πληγωθεί η φιλαυτία του. Ο διαχειριστής του θ' άφηνε ήσυχο το μεγαλοτσιφλικά, θα 'χε ξεχάσει την αποτυχία του στην Αίθουσα του Πλειστηριασμού, κι ίσως να ζητούσε τρόπο να εκμεταλλευτεί τα κεφάλαιά του στο Παρίσι. Εξ αιτίας όμως του προσβλητικού τρόπου που διώχτηκε, ένοιωθε για το στρατηγό μνησικακία τέτοια που μπορεί στην επαρχία να καταντήσει στοιχείο ύπαρξης και που η διάρκεια, η εμμονή και οι δολοπλοκίες στις οποίες οδηγεί θα παραξένευαν ακόμα και τους διπλωμάτες, που έχουν συνηθίσει να μην παραξενεύονται με τίποτα. Η δυνατή του επιθυμία για εκδίκηση τον έκαμε να αποτραβηχτεί στη La-Ville-aux-Fayes, να πάρει μια θέση τέτοια που να μπορεί να βλάψει τον Μονκορνέ και να τον βάλει σε τόσες σκοτούρες που να αναγκαστεί να πουλήσει την Αιγκ.

Ο στρατηγός ξεγελάστηκε, γιατί τίποτα από την εμφάνιση του Γκωμπερτέν δεν θα μπορούσε να του ανοίξει τα μάτια ή να τον τρομάξει. Από συνήθεια ο διαχειριστής υποκρινότανε πάντα όχι ότι είναι φτωχός, αλλά ότι έχει οικονομικές δυσκολίες. Αυτή την τακτική την είχε μάθει από τον προκάτοχό του. Εδώ και 12 χρόνια σε κάθε κουβέντα του ανακάτευε τη γυναίκα του, τα τρία παιδιά του και τις τρομερές δαπάνες που απαιτούσε η πολυμελής του οικογένεια. Η δεσποινίς Λαγκέρ, που της παραπονιόταν ότι ήταν πολύ φτωχός για να σπουδάσει το γιο του, έκανε όλα τα έξοδα για τις σπουδές του και κάθε χρόνο έδινε 100 λουδοβίκεια στον αγαπημένο της βαφτιστικό, γιατί αυτή ήταν η νονά του Κλωντ Γκωμπερτέν.

Την επομένη ο Γκωμπερτέν ήρθε μαζί με κάποιον Κουρτκουίς, φύλακα, να ζητήσει με αλαζονικό ύφος την εξόφλησή του. Του έδειξε τις εξοφλητικές αποδείξεις της μακαρίτισσας δεσποινίδας, που τη μνημόνευε μ' ένα σωρό κολακευτικά λόγια, και τον παρακάλεσε ειρωνικά να ψάξει να βρει πού βρίσκεται η περιουσία του. Έπαιρνε βέβαια φιλοδωρήματα από τους ξυλέμπορους και τους ενοικιαστές, όταν ανανέωναν τα συμβόλαια, είπε, αλλά αυτό γινόταν εν γνώσει της δεσποινίδας. Εξ άλλου, μ' αυτό τον τρόπο όχι μόνο κέρδιζε λεφτά, αλλά είχε και την ησυχία της. Ήταν άξιοι να σκοτωθούνε στο χωριό για το χατίρι της όλοι, ενώ ο στρατηγός, αν συνέχιζε την τακτική του, θα τα 'βρισκε μπαστούνια.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Όπως συμβαίνει σ' όλα σχεδόν τα επαγγέλματα, όπου οικειοποιείται κανείς τα καλά του άλλου με μέσα που δεν προβλέπονται από το νόμο, ο Γκωμπερτέν πίστευε πως ήταν ένας απόλυτα τίμιος άνθρωπος. Πρώτα-πρώτα είχε περάσει τόσος καιρός από τότε που τρομοκρατώντας τους ενοικιαστές τους είχε βουτήξει τ' ασημένια νομίσματα —ενώ στην Λαγκέρ πλήρωνε σε ασινιάτα— που θεωρούσε πως τα είχε πάρει νόμιμα. Ήταν μια απλή υπόθεση συναλλαγής. Στο κάτω-κάτω, σκεφτόταν, με το να πληρώνεται σε σκούδα, έβαζε σε κίνδυνο τη ζωή του. Έπειτα, σύμφωνα με το νόμο, η δεσποινίς Λαγκέρ έπρεπε να μην εισπράττει παρά ασινιάτα. Αυτό το ηχηρό «σύμφωνα με το νόμο» είχε βοηθήσει πολλές περιουσίες! Τέλος από τότε που υπάρχουν μεγαλοτσιφλικάδες και διαχειριστές, δηλαδή από τότε που δημιουργήθηκε η κοινωνία, ο διαχειριστής έχει φτιάξει για δική του χρήση ένα τρόπο «λογικής» επιχειρηματολογίας που τον χρησιμοποιούν σήμερα οι μαγείρισσες απλουστευμένο.

—Αν η αφεντικίνα μου πήγαινε η ίδια στην αγορά, λέει με το νου της, κάθε μαγείρισσα, θα πλήρωνε τα ψώνια πιο ακριβά απ' ό,τι της τα λογαριάζω εγώ. Είναι λοιπόν κερδισμένη, και το παραπάνω που μένει, καλύτερα να μπαίνει στην τσέπη μου, παρά στην τσέπη του μανάβη.

—Αν εκμεταλλευότανε μόνη της το κτήμα η δεσποινίδα, δε θα 'πιανε 30.000 φράγκα. Οι χωριάτες, οι έμποροι κι οι εργάτες θα της έτρωγαν τη διαφορά. Το πιο σωστό είναι να την κρατάω εγώ και να την απαλλάσσω από τις σκοτούρες, έλεγε με το νου του ο Γκωμπερτέν.

Μόνο η Καθολική Εκκλησία έχει τη δύναμη να εμποδίσει τέτοιες στρεψοδικίες της συνείδησης. Αλλά από το 1789 τα 2/ 3 του πληθυσμού στη Γαλλία ξέφυγαν από τον έλεγχό της. Κι έτσι οι χωριάτες, που είναι πολύ ξύπνιοι και τους σπρώχνει η ανέχεια στη μίμηση, είχανε φτάσει στην Αιγκ σε τρομαχτική κατάσταση εξαχρείωσης. Πήγαιναν στη λειτουργία τις Κυριακές, αλλά μένανε στον περίβολο της εκκλησιάς, γιατί εκεί συνήθως κλείνανε τα ραντεβού τους για τις αγορές και τις υποθέσεις τους.

Πρέπει τώρα να λογαριάσομε το κακό που έφεραν η αφροντισιά και η αδιαφορία της παλιάς πρωταγωνίστριας της Βασιλικής Μουσικής Ακαδημίας. Από εγωισμό, η δεσποινίς Λαγκέρ είχε προδώσει την υπόθεση των ιδιοκτητών, που τους μισούσαν πάντα οι ακτήμονες. Από το 1792, όλα τα μεγάλα τσιφλίκια ήταν συνυπεύθυνα. Αλλοίμονο! Αν οι φεουδαρχικές οικογένειες, που ήταν λιγότερες από τις αστικές, δεν κατάλαβαν την ανάγκη της αλληλοϋποστήριξης ούτε το 1400, την εποχή του Λουδοβίκου XI, ούτε το 1600, την εποχή του Ρισελιέ, γιατί να ελπίζει κανείς ότι, μ' όλες τις καυχησιολογίες για την πρόοδο του XIX αιώνα, οι μπουρζουάδες θα 'ναι πιο ενωμένοι από ό,τι ήταν οι ευγενείς; Μια ολιγαρχία 100.000 πλούσιων έχει όλα τα κακά της δημοκρατίας χωρίς τα καλά της. Το δόγμα «καθένας στο σπίτι του» «καθένας για δικά του», ο εγωισμός της οικογένειας θα σκοτώσει τον εγωισμό της ολιγαρχίας που είναι απαραίτητος στη μοντέρνα κοινωνία! Κι όμως εφαρμόζεται θαυμάσια στην Αγγλία εδώ και 3 αιώνες. Ό,τι κι αν κάνουν, οι τσιφλικάδες δεν θα καταλάβουν την ανάγκη της πειθαρχίας, που κάνει την Εκκλησία πρότυπο Κυβέρνησης, παρά μόνο τη στιγμή που ο κίνδυνος θα φτάσει στα σπίτια τους μέσα. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά. Η κοινοκτημοσύνη, αυτή η ζωντανή και καταλυτική λογική της Δημοκρατίας, χτυπά με θράσος την ηθική της κοινωνίας. Σημάδι πως στον καιρό μας ο Λαϊκός Σαμψών έβαλε μυαλό κι αντί να τραντάζει τις κολώνες της κοινωνίας στις αίθουσες του χορού, σκάβει τα θεμέλιά τους στο υπόγειο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΕΙΔΗ ΠΟΥ ΕΞΑΦΑΝΙΣΤΗΚΑΝ

Το τσιφλίκι της Αιγκ χρειαζόταν οπωσδήποτε έναν διαχειριστή. Ο στρατηγός δεν εννοούσε να χάσει τη χειμερινή του καλοπέραση στο Παρίσι, όπου είχε ένα θαυμάσιο μέγαρο στην οδό Νεβ ντε Ματυρέν. Έψαξε λοιπόν για να βρει αντικαταστάτη του Γκωμπερτέν. Με τον ίδιο ζήλο όμως κοίταζε κι ο Γκωμπερτέν να τον «εξυπηρετήσει»,

Απ' όλες τις εμπιστευτικές θέσεις, η θέση του διαχειριστή σ' ένα μεγάλο τσιφλίκι απαιτεί τη μεγαλύτερη πείρα και τη μεγαλύτερη δραστηριότητα. Αυτή τη δυσκολία την ξέρουν μόνο οι πλούσιοι μεγαλοτσιφλικάδες που η περιουσία τους βρίσκεται πέρα από την περιφερειακή ζώνη που αρχίζει γύρω στις 40 λεύγες έξω από την πρωτεύουσα. Μέχρι εκεί, τα τσιφλίκια έχουν εξασφαλισμένα εισοδήματα, γιατί οι ενοικιάσεις γίνονται για πολλά χρόνια και προσφέρονται πολλοί και πλούσιοι ενοικιαστές. Εξάλλου είναι πάντα σίγουρο ότι τα προϊόντα τους θα πουληθούν στο Παρίσι. Οι μισθωτές φέρνουν οι ίδιοι τα ενοίκια σε τραπεζογραμμάτια κάθε τριμηνία με δίτροχα αμάξια ή αναθέτουν τις πληρωμές σε μεσίτες. Έτσι τα τσιφλίκια στις περιοχές Ουάζ, Ερ Λουάρ, στον κάτω Σηκουάνα και το Λουαρέ, είναι τόσο περιζήτητα, και τα κεφάλαια εκεί δίνουν πάντα 1,5%. Σχετικά με τα εισοδήματα των τσιφλικιών της Ολλανδίας, της Αγγλίας και του Βελγίου αυτή η πρόσοδος είναι ακόμη τεράστια. Αλλά 50 λεύγες έξω από το Παρίσι, το μεγάλο τσιφλίκι έχει τις ίδιες έγνοιες με μια βιοτεχνία· τόσες διαφορετικές καλλιέργειες και διαφορετικά προϊόντα επιβάλλει. Αυτοί οι μεγαλοτσιφλικάδες είναι υποχρεωμένοι να πλασάρουνε τα προϊόντα τους ακριβώς όπως οι σιδεράδες ή οι υφασματέμποροι. Κι ούτε αποφεύγουν το λυσσαλέο ανταγωνισμό του χωριάτη και του μικροϊδιοκτήτη που καταφεύγουν σε συναλλαγές αδύνατες σε ανθρώπους με καλή ανατροφή.

Ένας διαχειριστής πρέπει να ξέρει χωρομετρία, λογιστική, τις συνήθειες του τόπου, τους τρόπους πούλησης και εκμετάλλευσης, να είναι λίγο στρεψόδικος για να υπερασπίζεται τα συμφέροντα που του εμπιστεύθηκαν, να 'ναι γερός σαν ταύρος και να του αρέσουν οι μετακινήσεις και η ιππασία. Επειδή αντιπροσωπεύει παντού τον κύριό του κι έχει σχέσεις μαζί του, ο διαχειριστής δεν μπορεί να προέρχεται από το λαό. Αυτό το πρόβλημα φαίνεται άλυτο, γιατί οι διαχειριστές που παίρνουν αμοιβή 1.000 σκούδα είναι ελάχιστοι. Μα πώς να βρεις τόσα προσόντα με τόσο χαμηλή τιμή σε μια χώρα που όσοι από τους ανθρώπους της τα έχουν θα μπορούσαν να καταλάβουν όποια θέση ήθελαν;... Αν φέρεις ξένο που να μην ξέρει τον τόπο θα τον πληρώνεις τζάμπα μέχρι ν' αποχτήσει πείρα. Αν πάρεις πάλι για διαχειριστή κανένα ντόπιο νεαρό, είναι σαν ν' ανατρέφεις φίδι στον κόρφο σου. Πρέπει λοιπόν να διαλέξεις ανάμεσα στην άπραγη τιμιότητα που ζημιώνει από αδράνεια ή μυωπία και την επιδεξιότητα που σκέφτεται τον εαυτό της. Γι' αυτό κι ένας μεγάλος Πολωνός άρχοντας έδωσε αυτόν τον ορισμό για τη φύση των διαχειριστών.

—Έχομε, έλεγε, 3 ειδών διαχειριστές: Αυτόν που σκέφτεται μόνο τον εαυτό του, αυτόν που σκέφτεται κι εμάς και τον εαυτό του· όσο για κείνον που δεν σκέφτεται παρά μόνο εμάς, αυτόν δεν τον έχει ακόμα συναντήσει κανείς. Τυχερός ο χτηματίας που θα του τύχει ο δεύτερος!

Είδαμε αλλού τον τύπο του διαχειριστή που σκέφτεται το συμφέρον του και το συμφέρον των αφεντικών του (δες «Ντεμπούτο στη ζωή», Σκηνές από την ιδιωτική ζωή). Ο Γκωμπερτέν είναι ο διαχειριστής που νοιάζεται αποκλειστικά για τη δική του περιουσία. Αν παρουσιάσομε τον τρίτο τύπο θα ήταν σα να θέλαμε να προσφέρομε σε κοινό θαυμασμό ένα πρόσωπο ανύπαρκτο. Κι ωστόσο στον καιρό της παλιάς αριστοκρατίας υπήρχε (δες: «Συλλογή Αρχαιοτήτων», Σκηνές από την Επαρχιακή Ζωή) αλλά εξαφανίστηκε μαζί της. Όσο κομματιάζονται οι περιουσίες τόσο θ' αλλάζουν τα αριστοκρατικά έθιμα. Σήμερα, είναι ζήτημα αν υπάρχουν στη Γαλλία 20 τσιφλίκια που να μην τα διαχειρίζονται επιστάτες. Σε 50 χρόνια όμως, εκτός κι αν αλλάξει ο αστικός νόμος, δεν θα 'ναι ούτε 100 μεγάλες ιδιοκτησίες με διαχειριστή. Κάθε πλούσιος τσιφλικάς θα πρέπει να νοιάζεται ο ίδιος για τα συμφέροντά του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Αυτή η μεταβολή έχει κιόλας αρχίσει, γι' αυτό, όταν ρώτησαν μια ετοιμόλογη γριά κυρία γιατί μετά απ' το 1830 τα καλοκαίρια μένει στο Παρίσι, απάντησε: «Δεν πάω πια στους πύργους, από τότε που τους κάνανε τσιφλίκια». Μα πού θα καταλήξει αυτή η πάλη ανάμεσα στους ανθρώπους, ανάμεσα στον πλούσιο και το φτωχό, που κάθε μέρα δυναμώνει; Αυτό το βιβλίο γράφτηκε ακριβώς για να φωτίσει αυτό το τεράστιο κοινωνικό πρόβλημα.

Καταλαβαίνετε τι πρωτόγνωρες δυσκολίες συνάντησε ο στρατηγός, όταν έδιωξε τον Γκωμπερτέν. Όπως όλοι εκείνοι που μπορούνε ελεύθερα να κάνουν ό,τι θέλουν, είχε σκεφτεί αόριστα «θα τον διώξω αυτό το μασκαρά». Δεν είχε υπολογίσει όμως το τυχαίο. Είχε ξεχάσει πως τη στιγμή που κάποιο αδίκημα θα τον ανάγκαζε ν' αφήσει την εθελοτύφλωσή του, θα μπορούσε να ξεσπάσει εκρηκτική η οργή του, οργή ενός θερμόαιμου αξιωματικού.

Ο Μονκορνέ, παιδί του Παρισιού και για πρώτη φορά χτηματίας, δε σκέφτηκε να εφοδιαστεί πιο πρώτα μ' ένα διαχειριστή. Κι όταν μελέτησε την περιοχή, κατάλαβε πόσο απαραίτητος ήταν σ' έναν άνθρωπο με το δικό του χαρακτήρα ένας μεσάζοντας για τις διαπραγματεύσεις με τόσους ανθρώπους και τόσο χαμηλού επιπέδου.

Ο Γκωμπερτέν αντιλήφθηκε σε τι αμηχανία θα έφτανε ο στρατηγός από την ένταση της σκηνής στο σαλόνι που κράτησε 3 ώρες. Όταν έφυγε από κει καβάλησε το αλογάκι του και κάλπασε προς τη Σουλάνζ, για να συμβουλευτεί τους Σουντρύ. Μόλις είπε «Ο στρατηγός κι εγώ χωριστήκαμε, ποιον μπορούμε να του παρουσιάσομε για διαχειριστή χωρίς να το μυριστεί;», οι Σουντρύ κατάλαβαν τη σκέψη του φίλου τους. Μην ξεχνάτε ότι ο ενωμοτάρχης Σουντρύ όχι μόνο ήταν αρχηγός της αστυνομίας στην επαρχία 17 χρόνια, αλλά είχε πάρει από τη γυναίκα του την πονηριά που χαρακτηρίζει τις καμαριέρες των κοριτσιών της όπερας.

—Θα φάει πολύ ψωμί για να βρει άλλο αντάξιο του φτωχού μας μικρού Σιμπιλέ, είπε η κυρία Σουντρύ.

—Έγινε! φώναξε ο Γκωμπερτέν αναψοκοκκινισμένος ακόμα από τις προσβολές που είχε καταπιεί. Λυπέν, είπε στο συμβολαιογράφο, που ήτανε παρών στη συνεδρίαση, πετάξου στη La-Ville-aux-Fayes να ψήσεις το Μαρεσάλ. Μπορεί να πάει ο ωραίος μας πολεμιστής να τον συμβουλευτεί.

Ο Μαρεσάλ ήταν ο δικογράφος που είχε καταφέρει να κατακυρώσει στον Μονκορνέ την Αιγκ. Το παλιό του αφεντικό, που είχε αναλάβει τις δουλειές του στρατηγού στο Παρίσι, του τον σύστησε για σύμβουλο.

Όσο για το Σιμπιλέ, αυτός ήταν ο μεγαλύτερος γιος του γραμματέα του Δικαστηρίου της La-Ville-aux-Fayes. Γραμματέας συμβολαιογράφου, 25 χρονών, απένταρος, είχε ξελογιαστεί με την κόρη του ειρηνοδίκη της Σουλάνζ.

Αυτός ο έντιμος δικαστής, ο Σαρκύς, με 500 φράγκα μισθό, είχε παντρευτεί μια άπροικη κοπέλα, μεγαλύτερη αδελφή του φαρμακοποιού της Σουλάνζ, του κυρίου Βερμύτ. Η δεσποινίδα Σαρκύς δεν είχε άλλη προίκα από την ομορφιά της. Με το μισθό του γραμματέα ενός επαρχιακού συμβολαιογράφου θα μπορούσε να πεθάνει, αλλά όχι να ζήσει. Ο Σιμπιλέ βρήκε μια θεσούλα στο Κτηματολόγιο χάρη στις φροντίδες του πατέρα του και του Γκωμπερτέν, που ήταν συγγενής του εξ αγχιστείας. Είναι δύσκολο όμως να καθοριστεί πιο συγκεκριμένα η συγγένεια, γιατί στις μικρές πόλεις με τα αλληλοσυμπεθεριάσματα όλοι σχεδόν οι μπουρζουάδες γίνονται ξαδέρφια. Ο δυστυχισμένος είχε την τρομερή ευτυχία να γίνει δυο φορές πατέρας μέσα σε τρία χρόνια. Ο γραμματέας πάλι είχε άλλα πέντε παιδιά να ταΐσει, κι έτσι δεν μπορούσε να βοηθήσει το μεγάλο του γιο. Ο ειρηνοδίκης δεν είχε παρά ένα σπίτι και 100 σκούδα εισόδημα. Τον πιο πολύ καιρό η νεαρή κυρία Σιμπιλέ τον περνούσε στο σπίτι του πατέρα της μαζί με τα δυο παιδιά της. Ο Αντόλφ Σιμπιλέ, υποχρεωμένος να

Digitized by 10uk1s, May 2010

γυρνάει σ' όλο το καντόνι, πετιότανε κάπου-κάπου στην Αντελίν του. Ίσως τέτοιου είδους γάμοι κάνουνε τις γυναίκες γόνιμες.

Αν κι αυτή η περιληπτική βιογραφία του Σιμπιλέ εξηγεί το επιφώνημα του Γκωμπερτέν, χρειάζονται ακόμα μερικές λεπτομέρειες.

Ο Αντόλφ Σιμπιλέ ήταν υπερβολικά άσχημος, όπως φάνηκε από το σκίτσο του που δώσαμε προηγουμένως. Ήταν από τους ανθρώπους που για να φτάσουν στην καρδιά μιας γυναίκας πρέπει να περάσουνε από το δημαρχείο και την εκκλησία. Ευλύγιστος σαν ελατήριο, υποχωρούσε μόνο για να μαζέψει τις σκέψεις του. Αυτή η ξεγελαστική διάθεση έμοιαζε πολύ με τη δειλία. Αλλά η μαθητεία του στο συμβολαιογραφείο είχε δώσει τη συνήθεια στο Σιμπιλέ να κρύβει αυτό το ελάττωμα κάτω από ένα απότομο ύφος που αντικαθιστούσε τη δύναμη που του έλειπε. Πολλοί ύπουλοι άνθρωποι κρύβουν τη δειλία τους με τη σκαιότητα. Αν τους κατσαδιάσετε, θα ξεφουσκώσουν σα μπαλόνι που το τρύπησε καρφίτσα. Τέτοιος ήταν ο γιος του γραμματικού. Οι πιο πολλοί άνθρωποι δεν είναι παρατηρητικοί. Κι απ' τους παρατηρητικούς πάλι τα 4/5 παρατηρούνε κατόπιν εορτής. Έτσι το γκρινιάρικο ύφος του Αντόλφ Σιμπιλέ περνούσε για απότομη ειλικρίνεια, αξιοσύνη που την παίνευε το αφεντικό του και τραχιά τιμιότητα που δεν είχε δοκιμαστεί ποτέ. Υπάρχουν άνθρωποι που εκμεταλλεύονται τα ελαττώματά τους όπως άλλοι τα προσόντα τους.

Η Αντελίν Σαρκύς, ωραία γυναίκα καλοαναθρεμμένη, σαν μοναχοκόρη, απ' τη μητέρα της, που πέθανε 3 χρόνια πριν απ' αυτό το γάμο, αγαπούσε το νεαρό και γοητευτικό Λυπέν, μοναχογιό του συμβολαιογράφου της Σουλάνζ. Μόλις όμως άρχισε το ειδύλλιο ο πατέρας Λυπέν, που είχε στο μάτι για νύφη την Ελίζα Γκωμπερτέν, έστειλε το νεαρό Αμωρύ Λυπέν στο Παρίσι στον συνάδελφό του συμβολαιογράφο Κροττά. Εκεί ο Αμωρύ αντί να μάθει να συντάσσει συμβόλαια και πραχτικά έκανε πολλές τρέλες και χρέη, παρασυρμένος από κάποιον Ζωρζ Μαρέστ, βοηθό συμβολαιογράφου, ένα πλουσιόπαιδο που του αποκάλυψε τα μυστήρια της παρισινής ζωής. Όταν ο μαιτρ Λυπέν τον φώναξε από το Παρίσι, η Αντελίν ήταν κιόλας κυρία Σιμπιλέ. Γιατί, μόλις παρουσιάστηκε ο ερωτευμένος Αντόλφ, ο γέρος ειρηνοδίκης, που τον είχε θίξει ο πατέρας Λουπέν, βιάστηκε να γίνει ο γάμος, και η Αντελίν τον δέχτηκε από απελπισία.

Το Κτηματολόγιο δεν είναι καριέρα. Όπως πολλές τέτοιου είδους υπηρεσίες χωρίς μέλλον, είναι μια τρύπα στο κυβερνητικό τρυπητό. Οι άνθρωποι που πέφτουνε σ' αυτές τις τρύπες (τοπογράφοι, μηχανικοί, καθηγητές κλπ.) καταλαβαίνουν πάντα λίγο αργά πως άλλοι πιο καταφερτζήδες καθισμένοι δίπλα τους πίνουν τον ιδρώτα του Λαού, όπως λένε οι συγγραφείς της Αντιπολίτευσης, κάθε φορά που το τρυπητό βυθίζεται στους φόρους, με τη βοήθεια της μηχανής που λέγεται προϋπολογισμός. Ο Αντόλφ δούλευε από το πρωί ως το βράδυ, κι όμως δεν κέρδιζε τίποτα απ' τη δουλειά. Έτσι κατάλαβε γρήγορα ότι η τρύπα του ήταν βαθειά αλλά στείρα. Κι όταν γυρνούσε από κοινότητα σε κοινότητα κι έτρωγε το μισθό του σε σόλες και έξοδα ταξιδιού, σκεφτότανε πώς να βρει μια θέση που να βγάζει λεφτά και να μην έχει τρεχάματα.

Δεν μπορεί να φανταστεί κανείς, εκτός αν είναι αλλήθωρος ή έχει δυο παιδιά από νόμιμο γάμο, πόσο 3 χρόνια ανέχειας κι έρωτα μεγάλωσαν τη φιλοδοξία αυτού του νεαρού, που το πνεύμα του αλληθώριζε όπως και το βλέμμα του, και η ευτυχία του δε στεκόταν καθόλου καλά, για να μην πούμε πως κούτσαινε. Η κυριότερη αιτία για τις κρυφές κακές πράξεις και τις δειλίες που δε βγαίνουνε στο φως είναι ίσως μια ατελής ευτυχία. Πιο καλά δέχεται ο άνθρωπος την ανέλπιδη φτώχεια παρά αυτή την εναλλαγή ήλιου κι έρωτα μέσα στις χωρίς τέλος βροχές. Αν το κορμί αρρωσταίνει, η ψυχή παθαίνει τη λέπρα του φθόνου. Στους μικρόπρεπους αυτή η λέπρα γυρνά σε βουλιμία άναντρη και απότομη μαζί, αδιάντροπη και κρυφή. Στα καλλιεργημένα πνεύματα, γεννά αντικοινωνικές θεωρίες που τις χρησιμοποιούν σα σκαμνάκι για να ξεπεράσουν τους ανώτερούς τους. Θα μπορούσαν να κάνουν μια παροιμία. «Πες μου πόσα έχεις, να σου πω τι σκέφτεσαι».

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Αντόλφ αγαπούσε τη γυναίκα του κι όμως όλη την ώρα σκεφτόταν: «Έκανα βλακεία! Έχω τρία στόματα και μόνο δυο πόδια. Έπρεπε να αποχτήσω περιουσία πριν να παντρευτώ! Θα 'βρισκα πάντα μια Αντελίν ενώ τώρα η Αντελίν μ' εμποδίζει να κάνω λεφτά».

Ο Αντόλφ είχε κάνει 3 επισκέψεις μέσα σε 3 χρόνια στο συγγενή του Γκωμπερτέν. Από μερικές κουβέντες, ο Γκωμπερτέν κατάλαβε πως στην καρδιά του συγγενή του ήταν εκείνη η λάσπη που για να ψηθεί χρειάζεται τις καυτερές ιδέες της νόμιμης κλεψιάς. Βολιδοσκόπησε με πονηριά αυτό το χαραχτήρα που ήταν έτοιμος να εκτελέσει οποιοδήποτε σχέδιο, φτάνει να 'βγαζε «μάσα». Σε κάθε επίσκεψη ο Σιμπιλέ γκρίνιαζε:

—Γιατί δε με χρησιμοποιείτε πουθενά, εξάδελφε; πάρτε με υπάλληλο και κάντε με διάδοχό σας. Δοκιμάστε με πάνω στη δουλειά! Είμαι ικανός να ρίξω κάτω βουνά, φτάνει να προσφέρω στη Αντελίν μου όχι την πολυτέλεια μα μια μέτρια άνεση. Εσείς κάνατε το Λεκλέρκ με λεφτά, γιατί δεν με βάζετε και μένα στο Παρίσι σε καμιά τράπεζα;

—Θα δούμε αργότερα, θα σε βολέψω πουθενά, απαντούσε ο φιλόδοξος συγγενής, εν τω μεταξύ εσύ κάνε γνωριμίες, όλα χρειάζονται!

Το έδαφος λοιπόν είχε προετοιμασθεί, κι όταν η κυρία Σουντρύ έγραψε στον προστατευόμενό της να έρθει όσο μπορεί πιο γρήγορα, ο Αντόλφ έτρεξε στη Σουλάνζ, κάνοντας τρελά όνειρα. Οι Σουντρύ έδωσαν στο Σαρκύς να καταλάβει ότι για το συμφέρον του γαμπρού του ήταν ανάγκη να κινηθεί κι ο ίδιος. Έτσι την επομένη κιόλας το πρωί παρουσιάστηκε στο στρατηγό και του πρότεινε τον Αντόλφ για επιστάτη. Η κυρία Σουντρύ, που είχε γίνει το μαντείο της μικρής πόλης, είχε συμβουλεύσει το γέρο να πάρει μαζί του και την κόρη του. Και πραγματικά η εμφάνισή τους διάθεσε ευνοϊκά τον κόμη ντε Μονκορνέ.

—Δεν θα αποφασίσω είπε ο στρατηγός, χωρίς να πάρω πληροφορίες. Αλλά δεν θα ψάξω για άλλον μέχρι να εξακριβώσω ότι ο γαμπρός σας έχει τα προσόντα που απαιτούνται για τη θέση. Η επιθυμία να μένει στην Αιγκ μια τόσο χαριτωμένη κυρία...

—Μητέρα δυο παιδιών, στρατηγέ, είπε με ετοιμότητα η Αντελίν για να αποφύγει το κομπλιμέντο του στρατιωτικού.

Όλες οι επόμενες ενέργειες του στρατηγού είχαν θαυμάσια προβλεφθεί από τους Σουντρύ, τον Γκωμπερτέν και το Λυπέν, που είχαν εξασφαλίσει στον υποψήφιό τους, στην πρωτεύουσα της επαρχίας όπου εδρεύει ένα Εφετείο, την προστασία του Συμβούλου Ζαντρέν, μακρινού συγγενή του προέδρου της La-Ville-aux-Fayes, του βαρόνου Μπουρλάκ, Εισαγγελέα Εφετών, απ' τον οποίο εξαρτιόταν ο Σουντρύ γιος, βασιλικός επίτροπος, και τέλος του νομαρχιακού συμβούλου Σαρκύς, τρίτου ξαδέλφου του Ειρηνοδίκη. Απ' τον δικογράφο του λοιπόν της La-Ville-aux-Fayes μέχρι τη Νομαρχία, όπου ο στρατηγός πήγε αυτοπροσώπως, όλος ο κόσμος είπε καλά λόγια για το φτωχό υπάλληλο του Κτηματολογίου εξ άλλου δεν είχε τίποτα σε βάρος του. Ο γάμος του τον είχε κάνει ενδιαφέροντα σαν ρομάντζο της μις Edgeworth και τον έδειχνε άνθρωπο ανιδιοτελή.

Τον καιρό που έμεινε αναγκαστικά στην Αιγκ, ο απολυμένος διαχειριστής τον εκμεταλλεύτηκε για να δημιουργήσει σκοτούρες στο παλιό του αφεντικό. Μια μόνο μικρή σκηνή θα μας δείξει τον τρόπο που ενεργούσε. Το πρωί της αναχώρησής του φρόντισε να συναντηθεί τάχα τυχαία με τον Κουρτκυίς, που ήταν ο μοναδικός φύλακας της Αιγκ, αν κι η έκτασή της χρειαζόταν τουλάχιστον τρεις.

—Ε! κύριε Γκωμπερτέν, του είπε ο Κουρτκυίς, είχατε λέει φασαρίες με το μπουρζουά μας;

—Τα 'μαθες κιόλας; απάντησε ο Γκωμπερτέν. Ε, ναι, ο στρατηγός έχει στο νου του να μας διατάζει

Digitized by 10uk1s, May 2010

όπως τους στρατιώτες του. Δεν τους ξέρει καλά τους Βουργουνδούς. Οι υπηρεσίες μου δεν αρέσουνε στον κύριο κόμη, κι όπως κι εμένα δε μ' αρέσουνε οι τρόποι του. Έδιωξε ο ένας τον άλλο μας, σχεδόν με γροθιές, γιατί είναι βίαιος σαν τη θύελλα... Το νου σου, Κουρτκυίς! Εχ! παλιόφιλε, έλεγα πως θα σου 'δινα καλύτερο αφεντικό...

—Το ξέρω, απάντησε ο φύλακας, και θα σας δούλευα καλά! Χριστέ μου! γνωριζόμαστε 20 χρόνια! Εσείς με βάλατε εδώ, τον καιρό της καημένης της κυρίας! Άγια γυναίκα!... Πάνε εκείνοι οι καιροί. Έχασε ο τόπος τη φτωχομάνα του...

—Δε μου λες, Κουρτκυίς, αν το θες μπορείς να μας δώσεις ένα χεράκι, δεν είναι;

—Μα θα μείνετε εδώ; Λέγανε πως θα φεύγατε για το Παρίσι!

Όχι μέχρι να δούμε πώς θα τελειώσουνε αυτά. Θα κάνω επιχειρήσεις στη La-Ville-aux-Fayes... Ο στρατηγός δεν έχει ιδέα για τον τόπο, θα τον εχθρευτούνε όλοι, θα το δεις... Πρέπει να δω πώς θα τελειώσουνε αυτά. Κάνε τη δουλειά σου με το μαλακό, αν κι αυτός θα σου πει να κάτσεις στο σβέρκο του κόσμου — ξέρει βλέπεις από πού βγαίνει το ψωμί.

—Θα με διώξει, καλέ μου κύριε Γκωμπερτέν, κι εγώ ήμουνα τόσο ευχαριστημένος στην Πύλη Αβόν...

—Θα το σιχαθεί γρήγορα το τσιφλίκι του ο στρατηγός, του είπε ο Γκωμπερτέν, και να σε διώξει, δεν θα μείνεις πολύ καιρό έξω... Τα βλέπεις αυτά τα δάση;... είπε δείχνοντας το τοπίο, αυτά θα με κάνουν πιο δυνατό απ' τους αφεντάδες!...

Αυτή η συζήτηση έγινε σ' ένα χωράφι.

—Αυτοί οι Παριζιάνοι Αρμινάκ1

—Θα ξαναγυρίσει, αλλά νικημένος! είπε ο Γκωμπερτέν. Και μια μέρα θα καλλιεργούμε το τσιφλίκι της Αιγκ, γιατί είναι κλεψιά από την τσέπη του λαού να θυσιάζονται 900 στρέμματα απ' την καλύτερη γη του τόπου για το χατίρι ενός ανθρώπου!

θα κάνανε καλά να μείνουνε στην παριζιάνικη λάσπη τους... είπε ο φύλακας.

—Αχ! Θε μου! Θα μπορούσανε να ζήσουνε 400 οικογένειες... είπε ο Κουρτκυίς.

—Αν θέλεις ν' αποχτήσεις δυο στρέμματα από δω, πρέπει να μας βοηθήσεις να θέσομε εκτός νόμου αυτόν τον κατεργάρη!...

Την ώρα που ο Γκωμπερτέν κατακεραύνωνε το στρατηγό μ' αυτή την κατάρα, αυτός δεχόταν το σεβάσμιο Ειρηνοδίκη, την Αντελίν και τα δυο παιδιά της. Είχαν έρθει μ' ένα ελαφρό αμάξι που τους είχε δανείσει ο γραμματέας του Ειρηνοδικείου, κάποιος κύριος Γκουρντόν, αδελφός του γιατρού της Σουλάνζ και πιο πλούσιος από το δικαστή. Αυτό το ανάξιο για τη δικαστική εξουσία θέαμα είναι συνηθισμένο σ' όλα τα ειρηνοδικεία και τα πρωτοδικεία, όπου ο γραμματέας είναι πλουσιότερος από τον πρόεδρο· ενώ θα ήταν τόσο φυσικό να μισθοδοτείται ο γραμματέας και να ελαττωθούν αντίστοιχα τα δικαστικά έξοδα.

1 Η λέξη Αρμινάκ = Αρμανιάκ, οι παριζιάνοι ανταγωνιστές των δουκών της Βουργουνδίας, στην πάνω Βουργουνδία είχε σημασία βρισιάς, απο τις διενέξεις του XV αιώνα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Στο στρατηγό άρεσαν η αθωότητα και ο χαραχτήρας του έντιμου δικαστικού, όπως και η ομορφιά και η χάρη της Αντελίν. Ο πατέρας κι η κόρη ήταν απόλυτα ειλικρινείς, γιατί δεν έμαθαν ποτέ το διπλωματικό παιχνίδι που είχε επιβάλει στο Σιμπιλέ ο Γκωμπερτέν. Ο κόμης από την αρχή εξασφάλισε τέτοιες συνθήκες στο νεαρό και συγκινητικό ζευγάρι, που η θέση του διαχειριστή ήταν ισότιμη με τη θέση ενός Νομάρχη πρώτης κατηγορίας.

Το κομψό σπίτι που έμενε ο Γκωμπερτέν, ένα περίπτερο χτισμένο από το Μπουρέ για τον επιστάτη —η αρχιτεκτονική του φάνηκε αρκετά στην περιγραφή της πύλης Αβόν— παραχωρήθηκε στους Σιμπιλέ για κατοικία. Ο στρατηγός άφησε και το άλογο που έδινε η δεσποινίδα Λαγκέρ στο Γκωμπερτέν τόσο για την επιτήρηση όσο και γιατί το τσιφλίκι ήταν απέραντο και οι αγορές όπου κλείνονταν οι συμφωνίες μακριά. Του έκοψε 3.900 λίβρες στάρι, 3 βαρέλια κρασί, ξύλα όσα θέλει, κριθάρι και άχυρα άφθονα και τέλος το 3% στις εισπράξεις. Εκεί που η μακαρίτισσα δεσποινίδα Λαγκέρ έπρεπε να έχει πάνω από 40.000 λίβρες εισόδημα, το 1800, ο στρατηγός ήθελε —και με το δίκιο του— 60.000, το 1818, μετά από τις πολλές και μεγάλες αγορές που είχε κάνει η προηγούμενη ιδιοκτήτρια. Ο καινούργιος διαχειριστής λοιπόν θα μπορούσε μια μέρα να έχει 2.000 ασημένια φράγκα. Είχε τζάμπα φαΐ, σπίτι, θέρμανση, δεν πλήρωνε φόρους, δεν είχε έξοδα για τα πουλερικά και το άλογό του. Κι εκτός απ' όλα αυτά ο στρατηγός του είχε δώσει κι ένα περιβόλι να το καλλιεργεί. Σίγουρα, τόσες αβάντες αξίζανε παραπάνω από 2.000 φράγκα. Για έναν άνθρωπο που κέρδιζε 200 φράγκα στο Κτηματολόγιο, η διαχείριση της Αιγκ σήμαινε πέρασμα από τη φτώχεια στη χλιδή.

—Αφοσιωθείτε στα συμφέροντά μου, είπε ο στρατηγός, και αυτή δεν είναι η τελευταία μου κουβέντα. Πρώτα - πρώτα, μπορώ να αποσπάσω τη φορολογία του Κους, του Μπλανζύ και του Σερνέ από τη Σουλάνζ και να σας τη δώσω. Και τέλος, όταν θα καταφέρετε να φτάσουνε τα εισοδήματά μου στα 60.000 φράγκα καθαρά, θα σας ανταμείψω πάλι.

Δυστυχώς, ο αγαθός ειρηνοδίκης και η Αντελίν πάνω στην χαρά τους κάνανε την απρονοησία να εμπιστευτούν στην κυρία Σουντρύ την υπόσχεση του κόμη για τη φορολογία. Δε σκέφτηκαν ότι φοροεισπράκτορας της Σουλάνζ ήταν κάποιος Γκερμπέ, αδελφός του διευθυντή ταχυδρομείου του Κους και σύμμαχος, όπως θα δούμε αργότερα, με τους Γκωμπερτέν και Ζαντρέν.

—Δεν είναι και τόσο εύκολο, μικρή μου, είπε η κυρία Σουντρύ. Μα δεν κάνει και τίποτα ο κύριος Κόμης να προσπαθήσει. Και τα πιο δύσκολα γίνονται εύκολα στο Παρίσι. Εγώ είδα με τα μάτια μου τον ιππότη Γκλουκ γονατισμένο στα πόδια της μακαρίτισσας της κυρίας. Στο τέλος τραγούδησε τα έργα του, αυτή που πέθαινε για τον Πουτσίνι, τον πιο αξιαγάπητο, άνθρωπο εκείνου του καιρού. Ποτέ δεν ήρθε στο σπίτι της κυρίας και να μην με πιάσει από τη μέση. Μ' έλεγε ωραία το υ κατεργαρούλα.

—Α! ώστε έτσι, φώναξε ο ενωμοτάρχης όταν του είπε το νέο η γυναίκα του, νομίζει πως θα διοικεί αυτός τον τόπο μας, πως θα κάνει ό,τι του καπνίσει! Για στρατιώτες του συντάγματός του πέρασε τους ανθρώπους της κοιλάδας να τους λέει εν-δυο; Αυτοί οι αξιωματικοί έχουνε το ψώνιο της εξουσίας... Αλλά υπομονή! Οι κύριοι ντε Σουλάνζ και ντε Ρονκερόλ είναι με το μέρος μας! Κακομοίρη μπάρμπα Γκερμπέ! Πού να το ξέρει πως σκέφτονται να του κλέψουν τα πιο ωραία ρόδα του κήπου του!..

Αυτή η φράση, α λα Ντορά, που την είχε ξεσηκώσει η Κοσέ από τη δεσποινίδα, κι αυτή από τον Μπουρέ, κι ο Μπουρέ από κάποιο συντάκτη του «Μερκύρ», την έλεγε τόσο συχνά ο Σουντρύ, που είχε γίνει παροιμία στη Σουλάνζ.

Ο μπάρμπα Γκερμπέ, ο φοροεισπράκτορας της Σουλάνζ, ήταν πνευματώδης άνθρωπος, δηλαδή ο γελωτοποιός της μικρής πόλης κι ένας από τους πρωταγωνιστές του σαλονιού της κυρίας Σουντρύ. Οι κατηγορίες του ενωμοτάρχη εκφράζουν απόλυτα τη γνώμη που σχημάτισαν όλοι για τον μπουρζουά της Αιγκ, από το Κους μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes, και ιδίως εκεί όπου ο Γκωμπερτέν φρόντισε επιδέξια

Digitized by 10uk1s, May 2010

να ερεθίσει τα πνεύματα.

Ο Σιμπιλέ έπιασε δουλειά στο τέλος του φθινοπώρου του 1817. Όλο το 1818 ο στρατηγός δεν πάτησε το πόδι του στην Αιγκ. Οι διαπραγματεύσεις για το γάμο του με τη δεσποινίδα ντε Τρεβίλ, στις αρχές του 1819, τον κράτησαν το πιο μεγάλο μέρος του προηγούμενου καλοκαιριού, στην Αλανσόν, στον πύργο του πεθερού του, όπου φλέρταρε την αρραβωνιαστικιά του. Εκτός από την Αιγκ και το θαυμάσιο μέγαρό του, ο στρατηγός Μονκορνέ είχε 60.000 φράγκα εισόδημα από δημόσια χρεόγραφα και τις τιμές ενός αντιστράτηγου σε διαθεσιμότητα. Αν κι ο Ναπολέοντας τον είχε αναγορεύσει κόμη της Αυτοκρατορίας και του είχε δώσει για οικόσημο ένα θυρεό τετραγωνισμένο με τρεις αργυρές πυραμίδες σε χρυσή έρημο, τρία αργυρά κυνηγετικά κέρατα, ένα χρυσό κανόνι σε μαύρο κιλλίβαντα, μια χρυσή ημισέληνο και ένα πράσινο βασιλικό στέμμα, μ' αυτό το αντάξιο ενός μεσαίωνα έμβλημα: «ΣΑΛΠΙΣΑΤΕ ΕΦΟΔΟΝ», ο Μονκορνέ ήξερε ότι κατάγεται από ένα εβενουργό του προαστίου Σαιν Αντουάν, κι ας ήθελε πολύ να το ξεχάσει. Γι' αυτό φλεγόταν από την επιθυμία να εκλεγεί μέλος της Άνω Βουλής. Δεν εκτιμούσε καθόλου ούτε το μεγάλο του παράσημο της Λεγεώνος της Τιμής, ούτε το σταυρό του του Αγίου Λουδοβίκου ούτε τις 140.000 φράγκα εισόδημα. Είχε το σαράκι της αριστοκρατίας και τον αναστάτωνε και η απλή θέα του παράσημου του Αγίου Πνεύματος. Ο υπέροχος πολεμιστής του Έσσλιγκ ήταν ικανός να γλύψει σα σκυλί όλη τη λάσπη του Πον Ρουαγιάλ, αρκεί να γινότανε δεκτός στους Ναβαρέν, τους Λενονκούρ, τους Γκρανλιέ, τους Μωφρινιέζ, τους ντ' Εσπάρ, τους Βεντενές, τους Σωλιέ, τους Βερνέιγ, τους ντ' Ερονβίλ, κλπ.

Από το 1818, που κατάλαβε ότι αποκλείεται να γυρίσουνε τα πράματα με το μέρος της οικογένειας Βοναπάρτη, ο Μονκορνέ έβαζε τις φιλενάδες του να τον παινεύουν στο προάστιο Σαιν Ζερμαίν. Ήτανε διατεθειμένος να προσφέρει την καρδιά του, το χέρι του, το μέγαρό του, την περιουσία του, φτάνει να συγγένευε με καμιά μεγάλη οικογένεια.

Μετά από απίστευτες προσπάθειες, η δούκισσα του Καριγκλιάνο βρήκε ό,τι ζητούσε ο στρατηγός στον ένα από τους τρεις κλάδους της οικογένειας Τρεβίλ, στο σπίτι του υποκόμη που από το 1789 ήταν στην υπηρεσία της Ρωσίας και γύρισε από την εξορία το 1815. Ο υποκόμης, απένταρος σαν μικρότερος που ήταν, παντρεύτηκε μια πριγκίπισσα Σερμπέλοφ, που η προίκα της έφτανε το εκατομμύριο. Δυο γιοι όμως και μια κόρη τον φτώχυναν πάλι. Η οικογένειά του, παλιά και ισχυρή, είχε ένα μέλος της βουλής, τον μαρκήσιο ντε Τρεβίλ, που είχε ολόκληρο το θυρεό κι ήταν αρχηγός του Οίκου, και δυο βουλευτές που είχαν όλοι πολλούς απογόνους, με πολλές δοσοληψίες γύρω απ' τον προϋπολογισμό, την Κυβέρνηση, την Αυλή, σαν ψάρια γύρω από την κόρα. Έτσι, μόλις ο Μονκορνέ παρουσιάστηκε από τη στραταρχίνα, μια δούκισσα της εποχής του Ναπολέοντα από τις πιο αφοσιωμένες στους Βουρβόνους, έγινε δεκτός με πολλή ευμένεια. Ο Μονκορνέ σ' αντάλλαγμα της περιουσίας του ζήτησε μια θέση στη Βασιλική Φρουρά, να γίνει μαρκήσιος και μέλος της Βουλής. Αλλά οι τρεις κλάδοι της οικογένειας ντε Τρεβίλ του υποσχέθηκαν μόνο την υποστήριξή τους.

—Ξέρετε τι σημαίνει αυτό, είπε η στραταρχίνα στον παλιό της φίλο που παραπονιόταν για την αοριστία της υπόσχεσης. Δεν μπορούμε να διατάξομε το βασιλιά, μπορούμε μόνο να τον κάνομε να θέλει...

Ο Μονκορνέ έκανε κληρονόμο του με συμβόλαιο την Βιργινία ντε Τρεβίλ. Όπως φάνηκε από το γράμμα του Μπλοντέ, η γυναίκα του τον τραβούσε από τη μύτη. Οι προσδοκίες του δεν πραγματοποιήθηκαν. Έγινε όμως δεκτός από το Λουδοβίκο XVIII που του έδωσε το παράσημο του Αγίου Λουδοβίκου και του επέτρεψε να προσθέσει στο γελοίο θυρεό του τα οικόσημα των Τρεβίλ. Του υποσχέθηκε μάλιστα τον τίτλο του μαρκησίου, όταν θα κέρδιζε με την αφοσίωσή του την ομοτιμία.

Μερικές μέρες μετά από την ακρόαση, ο δούκας του Μπερρύ δολοφονήθηκε, η παράταξη Μαρσάν επιβλήθηκε, το Υπουργείο Βιλέλ πήρε την εξουσία και όλα τα νήματα που είχαν απλώσει οι Τρεβίλ,

Digitized by 10uk1s, May 2010

έσπασαν. Έπρεπε να δεθούνε πάλι σε καινούριους υπουργικούς πασσάλους.

—Πρέπει να περιμένομε, είπαν οι Τρεβίλ στο Μονκορνέ, που τον γέμιζαν μ' ευγένειες στην συνοικία Σαιν Ζερμαίν.

Αυτοί είναι οι λόγοι που ο στρατηγός δεν γύρισε στην Αιγκ παρά το Μάιο του 1820. Η μυθική ευτυχία να παντρευτεί αυτός —γιος ενός έμπορα του Σαιν Αντουάν— μια γυναίκα νέα, κομψή, έξυπνη, γλυκιά, μια Τρεβίλ, μ' ένα λόγο, που του είχε ανοίξει όλες τις πόρτες των σαλονιών του Σαιν Ζερμαίν, οι Παρισινές διασκεδάσεις που του πρωτογνώρισε, όλες αυτές οι μαγεμένες χαρές παραμερίσανε τόσο πολύ από τη μνήμη του τη σκηνή με τον διαχειριστή της Αιγκ, που ο στρατηγός είχε ξεχάσει τελείως ο,τιδήποτε είχε σχέση με τον Γκωμπερτέν, ακόμα και τ' όνομά του. Το 1820 έφερε την κόμισσα στην Αιγκ για να τη γνωρίσει. Ο απολογισμός και τα έγγραφα του Σιμπιλέ εγκρίθηκαν χωρίς πολύ κοίταγμα, γιατί όταν είναι κανείς ευτυχισμένος δεν πολυασχολείται με τις λεπτομέρειες. Η κόμισσα συμπάθησε πολύ την χαριτωμένη γυναίκα του διαχειριστή και την γέμισε δώρα. Έδωσε διαταγή σ' έναν παριζιάνο αρχιτέκτονα για ορισμένες αλλαγές στην Αιγκ κι αποφάσισε να περνά 6 μήνες το χρόνο σ' αυτή τη μαγευτική τοποθεσία, πράγμα που έκανε το στρατηγό τρελό από τη χαρά του. Όλες οι οικονομίες του εξανεμίστηκαν στις αλλαγές που έκανε ο αρχιτέκτονας και στη θαυμάσια επίπλωση που αγοράστηκε από το Παρίσι. Μετά απ' αυτή την τελευταία πινελιά, η Αιγκ έγινε το μοναδικό μνημείο της κομψότητας 5 αιώνων.

Το 1821 ο Σιμπιλέ σχεδόν ανάγκασε το στρατηγό να έρθει πριν από το Μάη. Είχαν παρουσιαστεί σοβαρά προβλήματα. Ένα συμβόλαιο 30.000 φράγκων που είχε υπογράψει το 1812 ο Γκωμπερτέν μ' ένα ξυλέμπορα για 9 χρόνια έληγε στις 15 του Μάη. Ο Σιμπιλέ, που στην αρχή ήθελε να κάνει τον τίμιο, δεν ήθελε ν' ανακατευτεί με την ανανέωση του συμβολαίου. «Ξέρετε, κύριε κόμη, έγραφε, ότι εγώ σ' αυτά τα ζητήματα νίπτω τας χείρας μου». Εξ άλλου, ο ξυλέμπορας απαιτούσε την αποζημίωση που τη μοιραζόταν με τον Γκωμπερτέν. Η δεσποινίδα Λαγκέρ το είχε δεχτεί επειδή σιχαινόταν τα δικαστήρια. Αυτή την αποζημίωση τη δικαιολογούσε με την καταστροφή των δασών απ' τους χωριάτες, που λες κι είχανε νόμιμο δικαίωμα να παίρνουν τα ξύλα τους από κει. Οι κύριοι Γκραβελό, ξυλέμποροι στο Παρίσι, δεν ήθελαν να πληρώσουν την τελευταία τριμηνία και επέμεναν ν' αποδείξουν με εμπειρογνώμονες ότι τα δάση είχαν ελαττωθεί κατά το 1/5. Κατηγορούσαν την δεσποινίδα Λαγκέρ ότι είχε δημιουργήσει κακά προηγούμενα.

«Έχω κιόλας μηνύσει αυτούς τους κυρίους στο δικαστήριο της La-Ville-aux-Fayes έλεγε ο Σιμπιλέ στο γράμμα του, γιατί καταφύγανε για το συμβόλαιο στο παλιό μου αφεντικό, το μαιτρ Κορμπινέ. Φοβάμαι ότι θα χάσουμε την υπόθεση».

—Γλυκιά μου, είπε ο στρατηγός δείχνοντας το γράμμα στη γυναίκα του, πρόκειται για τα εισοδήματά μας, θα θέλατε να έρθετε λίγο πιο νωρίς φέτος στην Αιγκ;

—Πηγαίνετε εσείς, θα σας συναντήσω μόλις αρχίσουν οι καλές μέρες, απάντησε η κόμισσα, χαρούμενη που θα έμενε μόνη στο Παρίσι.

Ο στρατηγός, ξέροντας το θανάσιμο σαράκι, που κατάτρωγε τα εισοδήματά του, έφυγε μόνος του, αποφασισμένος να πάρει δρακόντεια μέτρα. Αλλά όπως θα δούμε, λογάριαζε χωρίς τον Γκωμπερτέν του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΟΙ ΜΕΓΑΛΕΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΕΙΣ ΜΙΑΣ ΜΙΚΡΗΣ ΚΟΙΛΑΔΑΣ

—Λοιπόν, μαιτρ Σιμπιλέ, έλεγε ο στρατηγός, την επομένη του ερχομού του, στον διαχειριστή, θέλοντας να του δείξει μ' αυτή την προσφώνηση πόσο εκτιμούσε τις γνώσεις του παλιού γραμματικού, η κατάσταση είναι κρίσιμη, κατά την υπουργική φρασεολογία.

—Μάλιστα, κύριε κόμη, απάντησε ο Σιμπιλέ, που ερχότανε πίσω από το στρατηγό.

Ο ευτυχισμένος χτηματίας έκανε βόλτα στον κήπο της κυρίας Σιμπιλέ, μπροστά στο σπίτι του διαχειριστή. Λίγο πιο πέρα άρχιζε το μεγάλο λιβάδι που ποτιζόταν από το θαυμάσιο κανάλι που περίγραψε στο προηγούμενο γράμμα του ο Μπλοντέ. Από κει, φαινότανε στο βάθος ο πύργος της Αιγκ, κι από την Αιγκ πάλι διακρινότανε προφίλ το περίπτερο του διαχειριστή.

—Μα τι δυσκολία υπάρχει; ξανάπε ο στρατηγός. Θα επιμείνω στη δίκη με τους Γκραβελό, πληγή από χρήμα δε φέρνει θάνατο... Κι ύστερα, θα διαφημιστούν τόσο πολύ τα δάση μου που με τον ανταγωνισμό που θα δημιουργηθεί θα βρω την πραγματική τους αξία...

—Δεν είναι έτσι τα πράματα, κύριε κόμη, απάντησε ο Σιμπιλέ. Κι αν δε βρείτε ενοικιαστές τι θα κάνετε;

—Θα κόβω μόνος μου τα ξύλα και θα τα πουλώ...

—Θα γίνετε ξυλέμπορος δηλαδή; είπε ο Σιμπιλέ, και βλέποντας το στρατηγό να σηκώνει τους ώμους του: Εντάξει· ας μην εξετάσομε τι θα χρειαστεί να κάνετε εδώ. Ας πάμε στο Παρίσι. Θα πρέπει να νοικιάσετε μια ξυλαποθήκη, να πληρώσετε φόρους και πιστοποιητικά, δικαιώματα ναυσιπλοΐας, εισαγωγικά τέλη, να κάνετε έξοδα για την εκφόρτωση και το στοίβαγμα των ξύλων, χρειάζονται δηλαδή χρήματα μετρητά...

—Δε γίνεται, είπε ο στρατηγός, τρομαγμένος. Μα γιατί να μην παρουσιαστούνε εκμισθωτές;

—Ο κύριος κόμης έχει εχθρούς στην περιοχή...

—Και ποιους;

—Τον κύριο Γκωμπερτέν, πρώτα-πρώτα...

—Και ποιος είναι αυτός; Μήπως ο κατεργάρης ο προκάτοχός σου;

—Πιο σιγά, κύριε κόμη!.,. είπε ο Σιμπιλέ. Θα μας ακούσει η μαγείρισσά μου...

—Πώς; Δεν μπορώ ούτε μέσα στο σπίτι μου να μιλήσω γι' αυτό τον άθλιο που με κατάκλεβε;

—Για τ' όνομα του Θεού, κύριε κόμη. Αν θέλετε την ησυχία σας, πάμε λίγο πιο πέρα. Ο κύριος Γκωμπερτέν είναι δήμαρχος της La-Ville-aux-Fayes...

—Α! Τα θερμά μου συγχαρητήρια στη La-Ville-aux-Fayes να πάρει ο διάβολος. Να μια πόλη με καλή διοίκηση!..

—Κάντε μου τη χάρη να μ' ακούσετε, κύριε κόμη, και πιστέψτε με, τα πράγματα είναι πολύ σοβαρά, αφορούνε το μέλλον σας εδώ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ακούω, πάμε να καθίσομε στο παγκάκι.

—Κύριε κόμη, όταν διώξατε τον κύριο Γκωμπερτέν, αναγκάστηκε να δημιουργηθεί κατάσταση, γιατί δεν ήταν πλούσιος...

—Δεν ήταν πλούσιος αυτός που μου έκλεβε παραπάνω από 20.000 φράγκα το χρόνο!

—Κύριε κόμη, δεν θέλω καθόλου να τον δικαιολογήσω, απάντησε ο Σιμπιλέ, θα 'θελα να δω την Αιγκ να προοδεύει, έστω και μόνο για ν' αποδείξω την ατιμία του Γκωμπερτέν, αλλά δεν πρέπει να 'χομε αυταπάτες. Είναι ο πιο επικίνδυνος κατεργάρης της Βουργουνδίας, και είναι σε θέση να σας βλάψει.

—Και πως; είπε ανήσυχος ο στρατηγός.

—Αυτός ο Γκωμπερτέν, που τον περνάτε τιποτένιο, στην πραγματικότητα εφοδιάζει κατά το ένα τρίτο το Παρίσι, έχει στα χέρια του όλο το εμπόριο της ξυλείας. Αυτός διευθύνει την εκμετάλλευση των δασών, την υλοτομία, τη φύλαξη, την μεταφορά των ξύλων από τα ποτάμια, την ανέλκυσή τους. Επειδή έχει πάντα πάρε-δώσε με τους εργάτες, καθορίζει όποιες τιμές θέλει. Χρειάστηκε 3 χρόνια για να δημιουργήσει αυτή τη θέση, αλλά τώρα πια αυτή η θέση είναι το οχυρό του. Είναι ο άνθρωπος όλων των εμπόρων και ποτέ δεν ευνοεί τον ένα πιο πολύ από τον άλλο. Ρεγουλάρισε τις δουλειές προς όφελός τους και τώρα πάνε πολύ καλύτερα οι επιχειρήσεις τους και τους στοιχίζουν και λιγότερο παρά τότε, που ο καθένας είχε το λογιστή του. Τους ανταγωνισμούς, να πούμε, τους έχει σταματήσει κι είναι ο απόλυτος κύριος στις πλειοδοσίες. Το Στέμμα και το Κράτος είναι φόρου υποτελείς του. Τα ξύλα που πουλάει το Κράτος και το Στέμμα στους πλειστηριασμούς, ανήκουνε στους εμπόρους του Γκωμπερτέν, κανείς δεν είναι τόσο ισχυρός σήμερα ώστε να μπορεί να τα διεκδικήσει.. Την περασμένη χρονιά, ο κύριος Μαριότ απ' την Ωξέρ θέλησε να τον ανταγωνιστεί. Η υλοτομία του κατακυρώθηκε. Όταν ήρθε η ώρα να την εκμεταλλευτεί, οι εργάτες του Αβόν του ζήτησαν τέτοιες τιμές που ο κύριος Μαριότ αναγκάστηκε να φέρει άλλους από την Ωξέρ, που τους έσπασαν στο ξύλο οι εργάτες της La-Ville-aux-Fayes. Έγινε δίκη μεταξύ των πρωταιτίων. Η δίκη στοίχισε πολλά χρήματα στον κύριο Μαριότ, που όχι μόνο μισήθηκε, επειδή έγινε αιτία να δικαστούν φτωχοί άνθρωποι, αλλά πλήρωσε κι όλα τα έξοδα, γιατί οι χαμένοι δεν είχαν τσακιστή πεντάρα. Και μια και το 'φερε η κουβέντα επιτρέψτε μου να σας πω μια πικρή αλήθεια επειδή κι εσείς έχετε να παλέψετε μ' όλη τη φτωχολογιά του τόπου: Αλλοίμονο σ' αυτόν που πάει στο δικαστήριο τους χωριάτες. Το μόνο που κερδίζει είναι το μίσος τους. Και για να ξαναγυρίσομε στην ιστορία μας, το πράμα δεν σταμάτησε εκεί! Όταν γίνανε όλοι οι λογαριασμοί, ο καημένος ο μπάρμπα Μαριότ, ένας χρυσός άνθρωπος, βρέθηκε χαμένος. Αναγκασμένος να τα πληρώνει όλα τοις μετρητοίς, πουλάει με πίστωση, ενώ ο Γκωμπερτέν προσφέρει τα ξύλα με ανήκουστους όρους για να τον καταστρέψει και πουλάει τα δικά του ξύλα 5% κάτω από το κόστος τους. Έτσι η πίστη του κατέβηκε πολύ. Για να μην τα πολυλογούμε, ο κύριος Γκωμπερτέν ακόμα τυραννά και καταδιώκει αυτόν τον κακομοίρη. Άκουσα πως θα φύγει όχι μόνο από την Ωξέρ αλλά κι από όλη την επαρχία. Και καλά θα κάνει. Μ' αυτό το χτύπημα, οι τσιφλικάδες παραδοθήκανε στους εμπόρους που καθορίζουνε τώρα τις τιμές, όπως στο Παρίσι οι έμποροι επίπλων. Μα ο Γκωμπερτέν γλυτώνει τους τσιφλικάδες από τόσες έγνοιες που στο τέλος βγαίνουν κερδισμένοι.

—Και πώς; ρώτησε ο στρατηγός.

—Πρώτα - πρώτα, απάντησε ο Σιμπιλέ, κάθε απλοποίηση αργά ή γρήγορα γυρνά σε όφελος όλων των ενδιαφερομένων. Ύστερα τα εισοδήματα των τσιφλικάδων είναι ασφαλισμένα. Πράγμα, που όπως θα δείτε, είναι το κυριότερο για την αγροτική εκμετάλλευση. Τέλος, ο κύριος Γκωμπερτέν είναι εργατοπατέρας, τους πληρώνει καλά και τους δίνει πάντα δουλειά. Κι επειδή οι οικογένειές τους μένουν πάντα στις εξοχές, δεν αγγίζουνε καθόλου τα δάση των εμπόρων και των τσιφλικάδων που εμπιστεύονται τα συμφέροντά τους στον Γκωμπερτέν —κι αυτή είναι η περίπτωση των κυρίων ντε

Digitized by 10uk1s, May 2010

Σουλάνζ και ντε Ρονκερόλ. Μαζεύουνε μόνο τα φρύγανα και τίποτα άλλο.

—Ο μασκαράς ο Γκωμπερτέν δεν έχασε τον καιρό του, φώναξε ο στρατηγός.

—Είναι επικίνδυνος, απάντησε ο Σιμπιλέ. Όπως το λέει κι ο ίδιος, αντί να διαχειρίζεται την Αιγκ διαχειρίζεται τη μισή επαρχία, και μάλιστα το πιο όμορφο μέρος. Παίρνει λίγα πράματα από τον καθένα, αλλά αυτά τα λίγα πράματα σε 2.000.000 ψυχές, του δίνουνε 40 με 50.000 φράγκα το χρόνο. «Οι καμινάδες του Παρισιού, λέει, τα πληρώνουνε όλα». Αυτός είναι ο εχθρός σας, στρατηγέ! Η γνώμη μου είναι να αφήσετε τη μάχη και να συμφιλιωθείτε μαζί του. Όπως ξέρετε, συνδέεται με το Σουντρύ, τον ενωμοτάρχη της χωροφυλακής στη Σουλάνζ, με τον κύριο Ριγκού, τον δήμαρχο του Μπλανζύ, οι αγροφύλακες είναι δικοί του άνθρωποι, είναι αδύνατον λοιπόν να περιοριστούνε οι κλοπές που σας ρημάζουν την περιουσία. Τα δύο τελευταία χρόνια ιδίως, τα δάση σας έχουν καταστραφεί τελείως. Οι κύριοι Γκραβελό έχουν πολλές πιθανότητες να κερδίσουν τη δίκη γιατί λένε: «Σύμφωνα με τους όρους του συμβολαίου, είναι δική σας υποχρέωση η προστασία των δασών. Εφ' όσον δεν τα φυλάσσετε μας ζημιώνετε. Δώστε μου λοιπόν αποζημίωση». Αυτό που λένε είναι σωστό βέβαια, αλλά δε φτάνει για να κερδίσουνε τη δίκη.

—Πρέπει να ξέρεις να δέχεσαι μια δίκη και να μη σε νοιάζει αν χάσεις λεφτά για ν' απαλλαχτείς από δίκες αργότερα!... είπε ο στρατηγός.

—Θα κάνετε τον Γκωμπερτέν πολύ ευτυχισμένο, απάντησε ο Σιμπιλέ.

—Πώς;

—Αν πάτε ενάντια στους Γκραβελό, είναι σαν να παλεύετε σώμα με σώμα με τον Γκωμπερτέν, που τους αντιπροσωπεύει, απάντησε ο Σιμπιλέ. Γι' αυτό δεν θέλει τίποτα άλλο παρά να γίνει αυτή η δίκη. Το είπε ο ίδιος, ελπίζει να σας πάει μέχρι τον Άρειο Πάγο.

—Α, τον παλιάνθρωπο!... τον....

—Αν θελήσετε να εκμεταλλευτείτε την ξυλεία σας, είπε ο Σιμπιλέ, κι έχωσε πάλι το μαχαίρι στην πληγή, θα πέσετε στα χέρια των εργατών, θα σας ζητάνε τιμή για μπουρζο υάδες , αντί για την τιμή των εμπό ρων, και στο τέλος θα σας κάνουν να σταυρώσετε τα χέρια, δηλαδή θα σας αναγκάσουν, όπως τον καημένο το Μαριότ, να πουλάτε με ζημιά. Και δε θα βρεθεί κανένας να γίνει ενοικιαστής σας, γιατί μην περιμένετε να διακινδυνεύσουν για έναν ιδιώτη όσα διακινδύνευσε ο μπάρμπα Μαριότ για το Στέμμα και την Κυβέρνηση. Και μήπως νομίζετε ότι θα τολμήσει να παραπονεθεί για τις ζημιές του ο ανθρωπάκος στη Διοίκηση; Η Διοίκηση είναι ένας κύριος που μοιάζει με το δούλο σας, όταν ήταν στο Κτηματολόγιο, ένας τίμιος άνθρωπος με τριμμένη ρεντιγκότα που διαβάζει εφημερίδα μπροστά σ' ένα τραπέζι. Ή 1200 ή 12.000 φράγκα είναι ο μισθός, αυτοί την ίδια τακτική θα κρατήσουν, θα μιλήσετε για έκπτωση ή για επιεική μεταχείριση σ' αυτόν τον κύριο που αντιπροσωπεύει τη φορολογία;.. Θα σας απαντήσει «τουρλουτουτού» και θα συνεχίσει να ξύνει την πένα του. Είστε εκτός νόμου, κύριε κόμη.

—Τι να κάνω; φώναξε ο στρατηγός, που το αίμα του έβραζε, κι άρχισε να περπατά πάνω κάτω με μεγάλα βήματα.

—Κύριε κόμη, απάντησε ο Σιμπιλέ απότομα, αυτό που θα σας πω είναι αντίθετο στα συμφέροντά μου, πρέπει να πουλήσετε την Αιγκ και να εγκαταλείψετε τον τόπο!

Μόλις άκουσε αυτή τη φράση, ο στρατηγός αναπήδησε, λες και δέχτηκε κανένα βόλι κατάστηθα, και κοίταξε το Σιμπιλέ υποψιασμένα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ένας στρατηγός της Αυτοκρατορικής Φρουράς να υποχωρήσει σε παρόμοιους μασκαράδες, και μάλιστα όταν η Αιγκ αρέσει στην κυρία κόμισσα!... είπε στο τέλος. Προτιμώ να πάω να χαστουκίσω τον Γκωμπερτέν στη μέση της πλατείας της La-Ville-aux-Fayes, μέχρι να χτυπηθεί μαζί μου και να τον σκοτώσω σα σκυλί.

—Κύριε κόμη, ο Γκωμπερτέν δεν είναι βλάκας να τα βάλει μαζί σας. Εξ άλλου δεν μπορεί όποιος θέλει να προσβάλλει ατιμώρητα το δήμαρχο μιας επαρχίας τόσο σημαντικής σαν τη La-Ville-aux-Fayes.

—Θα τον κάνω να χάσει τη θέση του, οι Τρεβίλ θα με υποστηρίξουν, πρόκειται για την περιουσία μου...

—Δεν θα τα καταφέρετε, ο Γκωμπερτέν έχει μακριά χέρια! Θα βάλετε μπελάδες στο κεφάλι σας και δεν θα ξέρετε πώς να ξεμπλέξετε...

—Και η δίκη;... είπε ο στρατηγός, ας μην ξεχνάμε τουλάχιστον το παρόν.

—Κύριε κόμη, θα τα καταφέρω να την κερδίσετε, είπε ο Σιμπιλέ με πολύξερο ύφος..

—Καλέ μου Σιμπιλέ, είπε ο στρατηγός κι έσφιξε το χέρι του διαχειριστή. Και με ποιο τρόπο;

—Θα την κερδίσετε στον Άρειο πάγο, με βάση τη Δικονομία. Κατά τη γνώμη μου, οι Γκραβελό έχουν δίκιο, αλλά δε φτάνει να 'χεις με το μέρος σου το νόμο και τα γεγονότα, πρέπει να 'σαι εντάξει και με τον τύπο, κι αυτοί έχουν παραμερίσει τον τύπο που εξαλείφει πάντα την ουσία. Οι Γκραβελό έπρεπε να σας παραγγείλουν να φυλάξετε καλύτερα τα δάση. Δεν ζητάνε αποζημίωση στη λήξη του συμβολαίου για ζημιές που γίνανε στη διάρκεια 9 χρόνων. Υπάρχει ένα σχετικό άρθρο στο συμφωνητικό που θα σας επιτρέψει να κάνετε ένσταση πάνω σ' αυτό. Θα χάσετε στη La-Ville-aux-Fayes, ίσως να χάσετε και στο ανώτερο Δικαστήριο, αλλά θα κερδίσετε στο Παρίσι. Θα γίνουν πραγματογνωμοσύνες που θα σας στοιχίσουν ένα σωρό λεφτά, τα έξοδα θα 'ναι τεράστια. Μέχρι να κερδίσετε θα ξοδέψετε 12 με 15.000 φράγκα. Αλλά αν το βάλετε πείσμα να κερδίσετε, θα κερδίσετε. Αυτή η δίκη θα σας βάλει στα μαχαίρια με τους Γκραβελό, και η ζημιά τους θα είναι μεγαλύτερη από τη δική σας, θα σας έχουν στη μπούκα του ντουφεκιού, θα σας συκοφαντήσουν για φιλόδικο, αλλά θα κερδίσετε...

—Τι να κάνω; ξανάπε ο στρατηγός που η επιχειρηματολογία του Σιμπιλέ τον βύθισε σε ακόμη μεγαλύτερη σύγχυση.

Εκείνη τη στιγμή θα προτιμούσε χίλιες φορές να είχε δώσει στον εαυτό του τις καμτσικιές που έδωσε στον Γκωμπερτέν. Και στο φλογισμένο του πρόσωπο ο Σιμπιλέ διάβαζε ολοκάθαρα το μαρτύριό του.

—Τι να γίνει κύριε κόμη;... Ένα μέσο υπάρχει, να συμβιβαστείτε. Αλλά βέβαια δεν μπορείτε να κάνετε αυτό το βήμα μόνος σας. Θα πρέπει να δώσω την εντύπωση ότι σας κλέβω! Αν κι εμείς οι φτωχοδιάβολοι δεν έχουμε άλλη περιουσία και καταφύγιο από την τιμιότητά μας και δεν μπορούμε να δεχτούμε ούτε να δώσουμε την εντύπωση πως είμαστε απατεώνες. Γιατί εμάς μας κρίνουν απ' την εντύπωση που δίνομε. Ο Γκωμπερτέν έσωσε παλιά τη ζωή της δεσποινίδας Λαγκέρ δίνοντας την εντύπωση πως την έκλεβε. Για ν' ανταμείψει την αφοσίωσή του εκείνη, τον έβαλε στη διαθήκη της. Του άφησε ένα διαμάντι 12.000 φράγκων που το φορεί στο μέτωπο η κυρία Γκωμπερτέν.

Ο στρατηγός έριξε πάλι στο Σιμπιλέ ένα βλέμμα όλο υποψία, ο διαχειριστής όμως δε φάνηκε να προσβάλλεται απ' αυτή τη δυσπιστία την κρυμμένη πίσω από χαμόγελα και καλοσύνες..

—Ο κύριος Γκωμπερτέν θα χαρεί τόσο με την ατιμία μου, που θα με πάρει στην προστασία του, είπε ο

Digitized by 10uk1s, May 2010

Σιμπιλέ. Θα μ' ακούσει μ' ανοιχτά τ' αυτιά όταν θα του σφυρίξω την πρότασή μου: «Μπορώ να αποσπάσω 20.000 φράγκα από τον κύριο κόμη για τους κυρίους Γκραβελό, με τον όρο να τα μοιραστούνε μαζί μου». Αν οι αντίπαλοί σας συμφωνήσουν, θα σας γυρίσω τα 10.000 φράγκα δε θα χάσετε παρά μόνο 10.000. Έτσι θα σωθούνε τα προσχήματα και θα αποσοβηθεί η δίκη,

—Είσαι τίμιος άνθρωπος, Σιμπιλέ, είπε ο στρατηγός και του έσφιξε το χέρι. Αν μπορείς να ταχτοποιήσεις το μέλλον τόσο καλά, όσο και το παρόν, θα είσαι το μαργαριτάρι των διαχειριστών!...

—Όσο για το μέλλον, είπε ο επιστάτης, δεν θα πεθάνετε δα από την πείνα αν σταματήσετε για δυο - τρία χρόνια την υλοτομία. Να φροντίσετε μόνο να φυλάξετε καλά τα δάση. Και μέχρι τότε θα 'χει πολύ νερό κυλήσει στον Αβόν. Ο Γκωμπερτέν μπορεί να 'χει πεθάνει εν των μεταξύ, ή να 'χει πλουτίσει τόσο που να αποτραβηχτεί. Στο κάτω κάτω, θα 'χετε τον καιρό να του αντιτάξετε έναν άλλο ανταγωνιστή. Το γλυκό είναι πολύ ωραίο για να μείνει αμοίραστο, θα βρείτε έναν άλλο Γκωμπερτέν να του τον βάλετε αντιμέτωπο.

Ο παλιός στρατιώτης μαγεύτηκε από την ποικιλία λύσεων.

—Σιμπιλέ, σου δίνω 1.000 σκούδα αν τα καταφέρεις. Όσο για παραπάνω, θα δούμε αργότερα.

—Κύριε κόμη είπε ο Σιμπιλέ, πριν από όλα πρέπει να προστατέψετε τα δάση σας. Πηγαίνετε να δείτε σε τι χάλια τα έκαναν οι χωριάτες, στα δυο χρόνια της απουσίας σας... Τι να 'κανα;... Εγώ είμαι διαχειριστής κι όχι φύλακας. Για να φυλάξετε την Αιγκ, όπως πρέπει χρειάζεστε τρεις φύλακες κι έναν έφιππο αρχιφύλακα.

—Θα αμυνθούμε. Αφού μας κήρυξαν τον πόλεμο, θα πολεμήσουμε! Δεν τον φοβούμαι, είπε ο Μονκορνέ κι έτριψε τα χέρια του.

—Ο πόλεμος των σκούδων θα σας φανεί πιο δύσκολος από τον άλλο. Δεν σκοτώνονται τα συμφέροντα σαν τους ανθρώπους. Θα χτυπηθείτε με τον εχθρό στο πεδίο της μάχης που αγωνίζονται όλοι οι τσιφλικάδες στην ρευστο πο ίηση. Δεν είναι δύσκολο να βγάλεις προϊόντα, η δυσκολία είναι να τα πουλήσεις, και για να τα πουλήσεις πρέπει να 'χεις καλές σχέσεις μ' όλο τον κόσμο.

—Θα πάρω με το μέρος μου τους χωριάτες...

—Και πώς;... ρώτησε ο Σιμπιλέ.

—Θα τους ευεργετώ.

—Θα ευεργετήσετε τους χωριάτες της Κοιλάδας, τους μικροαστούς της Σουλάνζ;.. είπε ο Σιμπιλέ κι αλληθώρισε απαίσια, γιατί η ειρωνεία άναψε πιο πολύ στο ένα του μάτι παρά στο άλλο. Ο κύριος κόμης δεν ξέρει τι πάει να κάνει. Αυτοί είναι ικανοί να ανεβάσουνε για δεύτερη φορά τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό στο Σταυρό! Αν θέλετε την ησυχία σας, μιμηθείτε την μακαρίτισσα δεσποινίδα Λαγκέρ. Αφήστε τους να σας κλέβουν, ή κάντε τους να σας φοβηθούν. Ο λαός, οι γυναίκες και τα παιδιά, κυβερνούνται με τον ίδιο τρόπο, την τρομοκρατία. Αυτό ήταν το μεγάλο μυστικό της Συμβατικής και του Αυτοκράτορα.

—Διάβολε! βρισκόμαστε λοιπόν στο δάσος του Μποντύ;1

1 Το δάσος του Μποντύ, στο Νομό Σηκουάνα, ήταν καταφύγιο ληστών.

φώναξε ο Μονκορνέ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Φίλε μου, ακούστηκε η φωνή της Αντελίν, το φαΐ σου σε περιμένει. Με συγχωρείτε, κύριε κόμη, αλλά δεν έχει βάλει τίποτα στο στόμα του από το πρωί, και πήγε μέχρι τη Ρονκερόλ για να παραδώσει τα γεννήματα.

—Άντε, πήγαινε Σιμπιλέ!

Την άλλη μέρα το πρωί, ο παλιός πολεμιστής σηκώθηκε αξημέρωτα και πήγε στην πύλη Αβόν για να συζητήσει με το μοναδικό του φύλακα και να βολιδοσκοπήσει την κατάσταση.

Κατά μήκος του Αβόν απλωνότανε μια έκταση 700 με 800 στρέμματα δάσους. Πανύψηλα δέντρα ακολουθούσανε τις δυο όχθες του ποταμού, σε διάστημα τριών λευγών, σχεδόν σε ίσια γραμμή, σα μπορντούρα, δίνοντάς του μια μεγαλόπρεπη όψη. Η μαιτρέσα του Ερρίκου IV, παλιά ιδιοκτήτρια της Αιγκ, που τρελαινότανε για το κυνήγι σαν τον Μπεαρναί, έκτισε το 1593 ένα γεφύρι με μια μόνο σαμαρωτή καμάρα, για να περνά απ' αυτή την μεριά του δάσους στην άλλη, που ήταν πολύ πιο αξιόλογη και βρισκόταν πάνω στο λόφο. Τότε χτίστηκε κι η πύλη Αβόν, για τα κυνηγετικά ραντεβού. Και ξέρομε τι λαμπρότητα είχαν τα κτίρια που ήταν προορισμένα για τις διασκεδάσεις του Στέμματος και των Ευγενών. Από κει ξεκινούσαν έξι λεωφόροι που σχημάτιζαν μισοφέγγαρο. Στο κέντρο υψωνόταν ένας οβελίσκος με έναν επιχρυσωμένο κάποτε ήλιο στην κορυφή, που από τη μια μεριά παρουσίαζε τα οικόσημα της Ναβάρας κι από την άλλη της κόμισσας ντε Μορέ. Ένα άλλο μισοφέγγαρο στην όχθη του Αβόν συγκοινωνούσε με το πρώτο με μια ίσια αλέα. Στο τέρμα της φαινόταν η καμάρα αυτού του βενετσιάνικου γεφυριού.

Ανάμεσα σε δυο ωραία κιγκλιδώματα, που έμοιαζαν στο θαυμάσιο κιγκλίδωμα της Πλας Ρουαγιάλ του Παρισιού που τόσο άτυχα καταστράφηκε, υψωνόταν ένα περίπτερο από τούβλα και ζώνες από πελεκητή πέτρα, όπως του πύργου, μυτερή στέγη και παράθυρα με πλαίσια από την ίδια πελεκητή πέτρα. Αυτό το στυλ που έδινε στο περίπτερο ένα βασιλικό αέρα, στις πόλεις δεν ταιριάζει παρά μόνο στις φυλακές. Αλλά μέσα στα δάση, το περιβάλλον του χάριζε μια ιδιαίτερη μεγαλοπρέπεια. Πίσω από ένα μικρό δασάκι, κείτονταν σ' ερείπια το κυνοστάσιο, το φασιανοτροφείο, το ιερακοτροφείο και το σπίτι των κυναγωγών, που κάποτε ήταν το καμάρι όλης της Βουργουνδίας.

Απ' αυτό το υπέροχο περίπτερο, ξεκίνησε το 1595 ένα βασιλικό κυνήγι. Μπροστά πήγαιναν τα ωραία σκυλιά που απαθανάτισαν ο Βερονέζε κι ο Ρούμπενς, τα περήφανα άλογα με τα στιλπνά γαλαζωπά κι άσπρα καπούλια που δεν υπάρχουν πια παρά μονάχα στο έξοχο έργο του Wouwermans και πίσω οι βαλέδες με λιβρέα. Από κοντά, οι κυναγωγοί με μπότες και δερμάτινες κιλότες, που συναντάς στους πίνακες του Βαντερμέλεν. Ο οβελίσκος που στήθηκε σ' ανάμνηση της παραμονής του Μπεαρναί και του κυνηγιού του με την ωραία κόμισσα ντε Μορέ, είχε πάνω από την ημερομηνία τα οικόσημα της Ναβάρας. Αυτή η ζηλιάρα μαιτρέσα, που ο γιος της αναγνωρίστηκε για νόμιμος, δεν θέλησε να βάλει τα γαλλικά οικόσημα, που στάθηκαν η καταστροφή της.

Όταν αντίκρισε ο στρατηγός αυτό το έξοχο μνημείο, η στέγη του ήταν κιόλας πράσινη από τα βρύα. Οι πέτρες είχαν φαγωθεί με τον καιρό λες και διαμαρτύρονταν με χίλια ανοιχτά στόματα για την εγκατάλειψη. Τα μεταλλικά πλαίσια είχανε λασκάρει κι άφηναν να πέφτουν τα οχταγωνικά τζάμια απ' τα παράθυρα, που έμοιαζαν με τυφλωμένα μάτια. Ανάμεσα στα κάγκελα άνθιζαν κίτρινες αμαρυλλίδες κι οι κισσοί γλιστρούσαν τις λευκές και τριχωτές τους ρίζες σ' όλες τις τρύπες.

Όλα φώναζαν από μακριά γι' αυτήν την ανάρμοστη αμέλεια, τη σφραγίδα που βάζουν οι επικαρπωτές σ' ό,τι αποχτήσουν. Στο πρώτο πάτωμα, είχαν φράξει δυο παράθυρα με ξερόχορτα. Από το παράθυρο στο ισόγειο φαινόταν ένα δωμάτιο γεμάτο εργαλεία και δεμάτια. Σε ένα άλλο, το μουσούδι μιας αγελάδας έδειχνε πως ο Κουρτκυίς, για να μην κάνει το δρόμο από το περίπτερο μέχρι το

Digitized by 10uk1s, May 2010

φασιανοτροφείο, είχε μεταβάλει σε σταύλο τη σάλα του περιπτέρου. Μια σάλα, που στην οροφή της μέσα σε φατνώματα ήταν ζωγραφισμένα τα οικόσημα όλων των ιδιοκτητών της Αιγκ!...

Δίπλα στο περίπτερο, σ' ανάρμοστο γειτόνεμα, ήταν κάτι βρώμικα περιφραγμένα τετράγωνα με σανιδένια σκεπή για τα γουρούνια, τα πουλερικά και τις πάπιες, που τα καθάριζαν από την κοπριά κάθε έξη μήνες. Πάνω στα βούρλα, που φύτρωναν ελεύθερα παντού, στέγνωναν κάτι κουρέλια. Τη στιγμή που έφθανε ο στρατηγός από το δρόμο του γεφυριού, η κυρία Κουρτκυίς καθάριζε τη χύτρα όπου πριν λίγο είχε βράσει καφέ με γάλα. Ο φύλακας λιαζότανε σε μια καρέκλα και κοίταζε τη γυναίκα του όπως θα κοίταζε τη δική του ένας άγριος. Όταν άκουσε τον καλπασμό του αλόγου, γύρισε το κεφάλι του, κι έμεινε αποσβολωμένος αντικρίζοντας τον κύριο κόμη.

—Κουρτκυίς, αγόρι μου, δεν παραξενεύομαι καθόλου που κόβουνε τα δάση μου πριν από τους κυρίους Γκραβελό, είπε ο στρατηγός στον γέρο-φύλακα. Σε πληρώνω για να κάθεσαι!...

—Στο λόγο μου, κύριε κόμη, πέρασα τόσες νύχτες στα δάση σας, που άρπαξα ρευματισμούς. Υπόφερα τόσο το πρωί, κι η γυναίκα μου μου έκανε ένα κατάπλασμα. Τώρα καθαρίζει τη χύτρα που μου το ζέστανε.

—Αγαπητέ μου, του είπε ο στρατηγός, απ' όσο ξέρω, τα καταπλάσματα από καφέ με γάλα κάνουνε καλό μόνο στην πείνα. Άκου δω μασκαρά. Χτες είδα τα δάση μου και τα δάση των Ρονκερόλ και των Σουλάνζ. Τα δικά τους είναι εντάξει, ενώ τα δικά μου είναι σε άθλια κατάσταση.

—Α, κύριε κόμη, αυτοί είναι παλιοί εδώ! Δεν τολμάει κανείς να βάλει χέρι στην περιουσία τους. Τι να σας κάνω εγώ; Μπορώ να χτυπηθώ με 6 κοινότητες; Για την ώρα, προτιμώ τη ζωή μου από τα δάση σας. Αυτός που θα σκεφτότανε να φυλάξει όπως πρέπει το χτήμα σας, θα 'παιρνε για πληρωμή ένα βόλι στο κεφάλι σε καμιά γωνιά του δάσους σας.

—Δειλέ, φώναξε ο στρατηγός προσπαθώντας να καταπιεί το θυμό που του άναψε η αναίδεια του Κουρτκυίς. Αυτή η θαυμάσια νύχτα μου στοίχισε 100 σκούδα μέχρι την ώρα και 1000 φράγκα αποζημίωση στο μέλλον. Ή θ' αλλάξεις η θα πάρεις πόδι από δω, αγαπητέ μου. Κάνε το λογαριασμό σου. Αυτοί είναι οι όροι μου. Σ' αφήνω δικά σου τα πρόστιμα και επί πλέον θα έχεις τρία φράγκα για κάθε μήνυση που θα κάνεις. Αν δεν τα καταφέρεις θα φύγεις από δω και μάλιστα χωρίς σύνταξη. Αν με υπηρετήσεις καλά και μου γλυτώσεις το δάσος από τις καταστροφές, θα έχεις 100 σκούδα ισόβιο εισόδημα. Σκέψου κι αποφάσισε. Εδώ έχεις 6 δρόμους, του είπε και του έδειξε τις 6 αλέες, πρέπει να πάρεις τον ένα μόνο, σαν εμένα που δε φοβήθηκα τα βόλια. Προσπάθησε να βρεις τον καλύτερο.

Ο Κουρτκυίς ήταν ανθρωπάκι 46 χρόνων με ένα πρόσωπο πλατύ σα φεγγάρι που του άρεσε πολύ να μην κάνει τίποτα. Λογάριαζε να ζήσει και να πεθάνει σ' αυτό το περίπτερο, που το θεωρούσε δικό του. Τις δυο του αγελάδες τις έβοσκε στο δάσος, είχε τα ξύλα του, το περιβόλι του που το καλλιεργούσε αντί να τρέχει πίσω από τους κλέφτες. Αυτή η αμέλεια εξυπηρετούσε τον Γκωμπερτέν, κι ο Κουρτκυίς το ήξερε καλά. Ο φύλακας λοιπόν δεν κυνηγούσε παρά αυτούς που είχε μικροδιαφορές μαζί τους. Τις κοπέλες που αντιστέκονταν στις επιθυμίες του και τους ανθρώπους που δεν χώνευε. Αλλά εδώ και καιρό δε μισούσε κανένα και τον αγαπούσαν όλοι εξ αιτίας της ευκολίας του.

Στο Γκραντ Ι Βερ τον περίμενε πάντα το σερβίτσιο του, οι χωριάτισσες που έκλεβαν τα ξύλα δεν του αντιστεκόντουσαν πια, κι η γυναίκα του δεχότανε συχνά τα δώρα τους. Του έφερναν τα ξύλα του, του έσκαβαν το αμπέλι του. Τέλος, τον υπηρετούσαν όλοι οι κλέφτες. Καθησυχασμένος από τον Γκωμπερτέν και βέβαιος πως όταν θα πουληθεί η Αιγκ θα πάρει δύο στρέμματα, ο Κουρτκυίς έπεσε από τα σύννεφα, όταν άκουσε τα ξερά λόγια του στρατηγού. Μετά από 4 χρόνια φάνηκε ο αποφασισμένος μπουρζουάς που δεν θέλει πια να τον γελούνε.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Κουρτκυίς πήρε το κασκέτο του, τον κυνηγετικό του σάκο, έβαλε τις γκέτες του και το σήμα του και τράβηξε για τη La-Ville-aux-Fayes με το αμέριμνο βήμα που παίρνουν οι χωριάτες όταν τους απασχολούνε σοβαρές υποθέσεις, σφυρίζοντας στα σκυλιά και κοιτάζοντας τα δάση.

—Τι τα βάζεις με τον ταπετσιέρη, του είπε ο Γκωμπερτέν. Τη μπάζα του την έκανε! Βρε το βλάκα! Σου δίνει 3 φράγκα για κάθε μήνυση και τα πρόστιμα δικά σου! Αν συνεννοηθείς με δικούς σου ανθρώπους, μπορείς να του σκαρώσεις όσες μηνύσεις θέλεις, καμιά εκατοστή! Με 1.000 φράγκα μπορεί ν' αγοράσεις την Μπασλερί από το Ριγκού και να γίνεις μπουρζουάς. Κανόνισέ τα όμως έτσι που να μην πιάνεις παρά εκείνους που δεν έχουνε φράγκο. Παίρνε εσύ αυτά που σου προσφέρει ο ταπετσιέρης κι άσ' τον να κουρεύεται. Τι θα πάρει από τους φουκαράδες; Άσε τον να πληρώνει τα έξοδα, αφού του αρέσει. Καθένας και τα γούστα του. Μήπως ο μπάρμπα Μαριότ, παρά τις συμβουλές μου, δεν προτίμησε τις χρεοκοπίες από τα κέρδη;...

Ο Κουρτκυίς γέμισε θαυμασμό για τον Γκωμπερτέν. Όταν πήρε το δρόμο του γυρισμού έκαιγε από την επιθυμία να γίνει επί τέλους τσιφλικάς και μπουρζουάς σαν τους άλλους.

Ο στρατηγός Μονκορνέ διηγήθηκε στο Σιμπιλέ τα συμβάντα.

—Ο κύριος κόμης έκανε πολύ καλά, απάντησε ο διαχειριστής τρίβοντας τα χέρια του. Αλλά δεν πρέπει να σταματήσομε εκεί. Ο αγροφύλακας που αφήνει τα λιβάδια και τους αγρούς μας να ερημώνονται θα πρέπει να διωχθεί. Ο κύριος κόμης θα μπορούσε εύκολα να γίνει πρόεδρος της κοινότητας και να πάρει στη θέση του Βωντουαγιέ έναν παλιό αξιωματικό, ικανό για αρχιφύλακα. Ένας μεγαλοτσιφλικάς πρέπει να είναι δήμαρχος στον τόπο του. Βλέπετε σε τι σκοτούρες μας βάζει ο δήμαρχος που έχουμε!..

Ο δήμαρχος της κοινότητας του Μπλανζύ ήτανε ένας παλιός Βενεδικτίνος και λεγόταν Ριγκού. Τον πρώτο χρόνο της δημοκρατίας παντρεύτηκε την υπηρεσία του παλιού εφημέριου του Μπλανζύ. Αν κι ο γάμος ενός ιερωμένου δεν θα πρέπει να έκανε καλή εντύπωση στη Νομαρχία, ο Ριγκού έμεινε δήμαρχος από το 1815, γιατί κανένας άλλος στο Μπλανζύ δεν ήτανε κατάλληλος για τέτοιο πόστο. Αλλά το 1817, ο επίσκοπος έστειλε τον αββά Μπροσέτ στην ενορία του Μπλανζύ, που είχε μείνει 25 χρόνια χωρίς εφημέριο. Όπως ήτανε φυσικό, ανάμεσα στον αποστάτη και το νεαρό ιερωμένο, που ο χαρακτήρας του μας είναι ήδη γνωστός, γεννήθηκε μια έντονη αντιπάθεια.

Ο πόλεμος του Δημαρχείου με το Πρεσβυτέριο έκανε δημοφιλείς τις δημοτικές αρχές που μέχρι τότε τις περιφρονούσαν όλοι. Ο Ριγκού, που οι τοκογλυφικές του κομπίνες τον είχαν κάνει μισητό στους χωριάτες, έγινε ξαφνικά εκφραστής των πολιτικών και οικονομικών συμφερόντων που τα απειλούσε τάχα η παλινόρθωση και ιδίως ο κλήρος.

Αφού περνούσε από το καφέ ντε Λα Παι σ' όλα τα σπίτια των υπαλλήλων η «Συνταγματική», το κύριο όργανο των Φιλελευθέρων, ξαναγύριζε την έβδομη μέρα στο Ριγκού, γιατί τη συνδρομή, που ήταν στο όνομα του μπάρμπα Σοκάρ του καφετζή, την πλήρωναν 20 πρόσωπα. Ο Ριγκού πάσερνε το φύλλο στο Λανγκλυμέ το μυλωνά κι αυτός την έδινε κουρελιασμένη πια σ' όσους ήξεραν να διαβάζουν. Έτσι η κοινή γνώμη στην κοιλάδα της Αιγκ διαμορφωνότανε από το κύριο άρθρο και τα κακόβουλα αντικληρικά σχόλια της φιλελεύθερης εφημερίδας. Ο Ριγκού έγινε ήρωας, ακριβώς σαν τον αξιοσέβαστο αββά Γκρεγκουάρ. Γι' αυτόν όπως και για ορισμένους τραπεζίτες στο Παρίσι, η πολιτική έκρυβε με τη λαϊκή πορφύρα τις άτιμες λαφυραγωγίες τους.

Εκείνη τη στιγμή, σαν το μεγάλο ρήτορα, τον Φρανσουά Κέλλερ1

1 Φρανσουά Κέλλερ: Πρόσωπο της Ανθρώπινης Κωμωδίας.

, αυτός ο επίορκος παπάς περνούσε

Digitized by 10uk1s, May 2010

για υπερασπιστής των λαϊκών δικαιωμάτων. Κι όμως κάποτε, μόλις έπεφτε η νύχτα, δεν τολμούσε ποτέ να περάσει από τα λιβάδια, από φόβο μήπως του έχουν στήσει παγίδα και πεθάνει από «μοιραίο» ατύχημα. Όταν καταδιώκεται ένας άνθρωπος για λόγους πολιτικούς, όχι μόνο μεγαλοποιείται η αξία του αλλά παίρνει και συγχωροχάρτι για το παρελθόν του. Απ' αυτή την άποψη, το φιλελεύθερο κόμμα υπήρξε ένας μεγάλος κατασκευαστής θαυμάτων. Η καταστροφική του εφημερίδα είχε τότε την εξυπνάδα να είναι το ίδιο πλαδαρή, συκοφαντική, ηλίθια, βλακωδώς προδοτική, όπως όλοι μαζί οι άνθρωποι που αποτελούνε τις λαϊκές μάζες. Ίσως το κακό που έκανε στα ιδιωτικά συμφέροντα να μην είναι μικρότερο από το κακό που έκανε στον κλήρο.

Ο Ριγκού νόμισε ότι βρήκε στον βοναπαρτιστή στρατηγό, που ήταν σε δυσμένεια, στο παιδί του λαού που το ανάθρεψε η επανάσταση, έναν εχθρό των παπάδων και των Βουρβόνων. Ο στρατηγός όμως για το συμφέρον των κρυφών του φιλοδοξιών τα κατάφερε ώστε ν' αποφύγει την επίσκεψη του κυρίου και της κυρίας Ριγκού τον πρώτο καιρό που έμεινε στην Αιγκ.

Αν βλέπατε από κοντά το τρομαχτικό μούτρο του Ριγκού, του τσακαλιού της κοιλάδας, θα καταλαβαίνατε την έκταση που είχε το δεύτερο βασικό λάθος του στρατηγού. Αλλά γι' αυτό έφταιγαν οι αριστοκρατικές ιδέες του, και το κακό μεγάλωσε από μια απρονοησία της κόμισσας, που θα την διηγηθούμε στην ιστορία του Ριγκού.

Αν ο Μονκορνέ είχε κερδίσει τη συμπάθεια του δημάρχου, αν είχε επιζητήσει τη φιλία του, ίσως η επιρροή αυτού του επίορκου να είχε εξουδετερώσει την επιρροή του Γκωμπερτέν. Κι ωστόσο αντί γι' αυτό, εκκρεμούσαν τρεις δίκες στο δικαστήριο της La-Ville-aux-Fayes, ανάμεσα στο στρατηγό και τον πρώην καλόγερο, τη μια μάλιστα την είχε κιόλας κερδίσει ο Ριγκού. Μέχρι κείνη τη μέρα, ο Μονκορνέ ήταν τόσο απορροφημένος από το γάμο του και τις ματαιοδοξίες του, που δεν είχε θυμηθεί ούτε μια φορά το Ριγκού. Μόλις όμως τον συμβούλεψε ο Σιμπιλέ να διαδεχθεί το Ριγκού, ζήτησε άλογα από το σταθμό και πήγε να κάνει μια επίσκεψη στο Νομάρχη.

Ο Νομάρχης, κόμης Μαρσιάλ ντε Λα Ρος Υγκόν, ήταν φίλος του στρατηγού από το 1804. Μια κουβέντα του σε κάποια παρισινή συζήτηση, είχε κάνει το Μονκορνέ ν' αγοράσει την Αιγκ. Ο κόμης Μαρσιάλ, νομάρχης την εποχή του Ναπολέοντα, είχε μείνει στη θέση του και την εποχή των Βουρβόνων. Για να μη χάσει το πόστο του κολάκευε τον επίσκοπο που του είχε πολλές φορές ζητήσει να απολύσει το Ριγκού. Γι' αυτό το λόγο χάρηκε πολύ όταν άκουσε το αίτημα του στρατηγού, και σ' ένα μήνα μέσα ο Μονκορνέ έγινε δήμαρχος.

Από μια πολύ φυσική σύμπτωση, ο στρατηγός τον καιρό που έμενε στη Νομαρχία, όπου τον είχε εγκαταστήσει ο φίλος του, συνάντησε έναν υπαξιωματικό της πρώην αυτοκρατορικής φρουράς που του καθυστερούσαν τη σύνταξή του. Ο στρατηγός είχε προστατέψει σε μια άλλη περίπτωση αυτόν τον γενναίο στρατιώτη, που λεγόταν Γκρουαζόν. Διηγήθηκε λοιπόν τα βάσανά του στον παλιό του προστάτη και του εξομολογήθηκε ότι είχε μείνει χωρίς πόρους. Ο Μονκορνέ υποσχέθηκε να του ξεμπερδέψει τη σύνταξη και του πρότεινε την θέση του αγροφύλακα στο Μπλανζύ. Αν αφοσιωνόταν στα συμφέροντά του, θα του ξεπλήρωνε έτσι την υποχρέωση. Ο διορισμός του καινούριου δημάρχου και του καινούριου αγροφύλακα έγινε ταυτοχρόνως, και βέβαια ο στρατηγός έδωσε αυστηρές οδηγίες στο στρατιώτη του.

Ο αγροφύλακας που απολύθηκε, ο Βωντουαγιέ, ένας χωριάτης από τη Ρονκερόλ, όπως οι περισσότεροι αγροφύλακες, δεν ήταν ικανός παρά να κόβει βόλτες, ν' σαχλαμαρίζει και να δέχεται δωράκια από τους χωριάτες, που άλλο δεν θένε παρά να διαφθείρουν αυτή την κατώτερη αρχή, την εμπροσθοφυλακή των τσιφλικάδων. Ήταν γνωστός του ενωμοτάρχη της Σουλάνζ, γιατί οι ενωμοτάρχες χωροφυλακής, επειδή εκτελούνε καθήκοντα σχεδόν δικαστικά στην ανάκριση ποινικών υποθέσεων, έχουν σχέσεις με όλους τους αγροφύλακες, τους φυσικούς τους σπιούνους. Ο Σουντρύ λοιπόν τον έστειλε στον Γκωμπερτέν, που τον δέχτηκε μ' εγκαρδιότητα, τον έβαλε να εξιστορήσει τα

Digitized by 10uk1s, May 2010

βάσανά του και τον κέρασε κρασί.

—Αγαπητέ μου φίλε, του είπε ο δήμαρχος της La-Ville-aux-Fayes, που ήξερε να μιλά στον καθένα τη γλώσσα του, αυτό που σε βρήκε μας περιμένει όλους. Οι ευγενείς ξανάρθανε, αυτοί που πήρανε γαλόνια από τον Αυτοκράτορα τα κάνουνε πλακάκια μαζί τους. Θέλουνε κι οι δυο να συντρίψουν το λαό, να ξαναφέρουνε την παλιά κατάσταση, να μας κλέψουνε τις περιουσίες μας. Αλλά είμαστε Βουργουνδοί εμείς. Πρέπει να υπερασπίσουμε τα δίκια μας, πρέπει να στείλομε τους Αρμινάκ στο Παρίσι τους. Γύρνα στο Μπλανζύ, θα πουλάς τα δέντρα για λογαριασμό του κυρίου Πολισάρ, του πλειοδότη της υλοτομίας της Ρονκερόλ. Πήγαινε αγόρι μου, θα κοιτάξω να έχεις δουλειά όλο το χρόνο. Αλλά εξηγημένοι ε; Τα ξύλα θα 'ναι δικά μας!.. Μια στραβοτιμονιά να κάνεις τα χαλάμε. Στέλνε τους απατεώνες στην Αιγκ. Αν παρουσιαστούν καλοί πελάτες, θα αγοράζουνε τα δικά μας, ποτέ τα ξύλα της Αιγκ. Θα ξαναγυρίσεις αγροφύλακας στην Αιγκ, δεν θα κρατήσει πολύ αυτή η κατάσταση. Ο στρατηγός θα σιχαθεί να ζει ανάμεσα σε κλέφτες! Το ξέρεις πως ο ταπετσιέρης μ' είπε κλέφτη, εμένα το γιο του πιο τίμιου δημοκράτη, εμένα το γαμπρό του Μουσόν, του περίφημου αντιπροσώπου του λαού που πέθανε χωρίς ν' αφήσει μια πεντάρα για την κηδεία του;

Ο στρατηγός ανέβασε το μισθό του αγροφύλακά «του» σε 300 φράγκα και τον εγκατέστησε στο Δημαρχείο που έχτισε. Έπειτα τον πάντρεψε με την κόρη ενός κολλήγα του που μόλις είχε πεθάνει και την είχε αφήσει ορφανή μ' ένα αμπέλι τρία στρέμματα. Ο Γκρουαζόν αφοσιώθηκε στον στρατηγό, σαν σκυλί στον αφέντη του. Αυτή τη νόμιμη αφοσίωση την παραδέχτηκε όλη η κοινότητα. Όλοι τον φοβόνταν και τον σέβονταν, όπως τον καπετάνιο στο πλοίο του, που το πλήρωμά του δεν τον αγαπά. Οι χωριάτες τον απόφευγαν σα λεπρό. Πίσω από τη σιωπή τους ή την καλοσύνη τους κρυβότανε η κοροϊδία. Αυτός ο υπάλληλος ήταν ένας φύλακας που τον παρακολουθούσαν όλοι οι άλλοι φύλακες. Δεν μπορούσε να κάνει τίποτα μόνος του εναντίον όλων. Οι παραβάτες φρόντιζαν να μη μπορούν ν' αποδειχτούν τα πταίσματά τους κι έσπαγαν πλάκα με τη λύσσα του Γκρουαζόν για την αδυναμία του. Το επάγγελμά του ήταν σαν τον παρτιζάνικο πόλεμο, του 'δινε τις χαρές του κυνηγιού, ενός κυνηγιού πταισμάτων. Συνηθισμένος όμως στον ανοιχτό πόλεμο, αυτός ο εχθρός της προδοσίας, μίσησε γρήγορα τους χωριάτες που ήτανε ύπουλοι στις κομπίνες τους, επιδέξιοι στις κλεψιές και έκαναν τη φιλαυτία του να υποφέρει. Γρήγορα πρόσεξε πως όλα τα τσιφλίκια έμεναν απείραχτα και πως οι παραβάσεις γίνονταν μόνο στο τσιφλίκι της Αιγκ. Σιχάθηκε λοιπόν τους αχάριστους χωριάτες που λήστευαν έναν άνθρωπο καλό μ' όλη τη σημασία της λέξης, γενναιόδωρο και στρατηγό της Αυτοκρατορίας. Στο μίσος του ενώθηκε η περιφρόνηση. Αλλά άδικα γινόταν χίλια κομμάτια, δεν μπορούσε να βρίσκεται παντού κι εχθροί παρανομούσαν την ίδια στιγμή σ' όλες τις μεριές. Ο Γκρουαζόν έκανε το στρατηγό να καταλάβει ότι ήταν ανάγκη να διοργανωθεί αποτελεσματικά η πολεμική άμυνα γιατί η αφοσίωσή του δεν επαρκούσε και οι διαθέσεις των κατοίκων της κοιλάδας ήταν κακές.

—Κάποιο λάκκο έχει η φάβα, στρατηγέ μου. Αυτοί οι άνθρωποι είναι πολύ τολμηροί, δεν φοβούνται τίποτα. Λες κι έχουνε το θεό μπάρμπα!

—Θα δούμε, απάντησε ο στρατηγός.

Μοιραία λέξη! Για τους μεγάλους πολιτικούς το ρήμα «βλέπω» δεν έχει μέλλοντα.

Εκείνη τη στιγμή, ο Μονκορνέ είχε να λύσει μια άλλη δυσκολία που του φαινόταν πιο επείγουσα, έπρεπε να βρει ένα alter ego για να τον αντικαθιστά στη δημαρχία τον καιρό που θα έμενε στο Παρίσι. Αναγκασμένος να διαλέξει για αντικαταστάτη έναν άνθρωπο που να ξέρει γραφή και ανάγνωση, δεν βρήκε σ' όλη την κοινότητα άλλο από τον ενοικιαστή του μύλου του τον Λανγκλυμέ. Η εκλογή αυτή ήταν ολέθρια. Όχι μόνο ήταν διαμετρικά αντίθετα τα συμφέροντα του στρατηγού-δημάρχου και του αναπληρωτή-μυλωνά αλλά ο Λανγκλυμέ έκανε και βρωμοδουλειές με το Ριγκού που του δάνειζε τα απαραίτητα λεφτά για το εμπόριο και τις αγορές του. Ο μυλωνάς αγόραζε τα

Digitized by 10uk1s, May 2010

χόρτα για τ' άλογά του απ' τα λιβάδια της Αιγκ· χάρη στις μανούβρες του, ο Σιμπιλέ δεν μπορούσε να τα πουλάει παρά μόνο σ' αυτόν. Όλα τα λιβάδια της κοιλάδας δίνονταν σε καλές τιμές, πριν από τα λιβάδια της Αιγκ που μένανε τελευταία κι αν και καλύτερα έχαναν την αξία τους. Ο Λανγκλυμέ λοιπόν έγινε προσωρινός αναπληρωτής. Αλλά παρ' όλο που κατηγορούνε τους Γάλλους ότι αγαπάνε τις αλλαγές, στη Γαλλία προσωρινός σημαίνει αιώνιος. Ο Λανγκλυμέ, ορμηνεμένος από το Ριγκού, υποκρίθηκε τον αφοσιωμένο στο στρατηγό και βρέθηκε αναπληρωτής τη στιγμή που αρχίζει το δράμα. Όταν έλειπε ο δήμαρχος, ο Ριγκού, αναγκαστικά μέλος του κοινοτικού συμβουλίου, ήταν απόλυτος κύριος και τον έβαζε να παίρνει αποφάσεις αντίθετες από κείνες του στρατηγού. Πότε αποφάσιζε δαπάνες που ωφελούσαν μόνο τους χωριάτες και που το μεγαλύτερο μέρος τους έπεφτε στην Αιγκ, γιατί εξ αιτίας της έκτασής της πλήρωνε τα 2/3 του φόρου, πότε ακύρωνε χρήσιμες επιχορηγήσεις, όπως για μια αύξηση στο μισθό του αββά, για την ανοικοδόμηση του πρεσβυτέριου ή για την αμοιβή ενός δασκάλου.

—Τι θα γινόμαστε αν ήξεραν οι χωριάτες γραφή κι ανάγνωση;.. είπε μ' αφέλεια ο Λανγκλυμέ στο στρατηγό για να δικαιολογήσει αυτή την αντιδημοκρατική απόφαση εναντίον ενός αδελφού του Χριστιανικού Δόγματος που είχε προσπαθήσει ο αββάς Μπροσέτ να τον φέρει στο Μπλανζύ. Απόλυτα ικανοποιημένος από τον καλό Γκρουαζόν, ο στρατηγός, όταν γύρισε στο Παρίσι άρχισε να ψάχνει στους παλιούς αξιωματικούς της Αυτοκρατορικής Φρουράς. Μ' αυτούς θα μπορούσε να οργανώσει την άμυνά του στην Αιγκ θαυμάσια. Ψάχνοντας και ρωτώντας τους φίλους και τους αξιωματικούς, ανακάλυψε στο τέλος το Μισώ, έναν παλιό επιλοχία του ιππικού, έναν άνθρωπο από κείνους που οι στρατιώτες ονομάζουν «σκληρόπετσους», παρατσούκλι που το εμπνεύστηκαν από την κουζίνα του καταυλισμού, όπου πολλές φορές τους τυράννησαν απείθαρχα μπιζέλια. Ο Μισώ διάλεξε από τους γνωστούς του τρεις άξιους να γίνουν συνεργάτες του και φύλακες άφοβοι και άψογοι. Ο πρώτος, ο Στάινγκελ, καθαρόαιμος Αλσατός, ήταν νόθος γιος του ομώνυμου στρατηγού, που έπεσε στις πρώτες νίκες του Βοναπάρτη, στην αρχή της Ιταλικής εκστρατείας. Δυνατός και μεγαλόσωμος ανήκε στην κατηγορία των στρατιωτών που είναι συνηθισμένοι, όπως οι Ρώσοι στην απόλυτη και παθητική υποταγή. Δε σταματούσε σε κανένα εμπόδιο, προκειμένου να εκτελέσει το καθήκον του, θα δηλητηρίαζε με ψυχραιμία έναν αυτοκράτορα ή τον πάπα, αν ήταν τέτοια η διαταγή. Δεν ήξερε τι θα πει φόβος. Αυτός ο ατρόμητος λεγεωνάριος δεν είχε πάθει ούτε μια γρατζουνιά στα 16 χρόνια που πολεμούσε. Κοιμότανε κάτω απ' τα άστρα ή στο κρεβάτι του με την ίδια στωική αδιαφορία. Το μόνο που έλεγε κάθε φορά που οι κακουχίες του πληθαίνανε ήταν: «Φαίνεται πως θα τη βγάλομε έτσι σήμερα!».

Ο δεύτερος, ο Βατέλ, παιδί του στρατού, δεκανέας, εύθυμος σαν σπίνος, με κάποια αδυναμία για το ωραίο φύλο, χωρίς καμιά θρησκευτική αρχή, γενναίος μέχρι απερισκεψίας, θα μπορούσε να τουφεκίσει γελώντας κι ένα συνάδελφό του. Χωρίς μέλλον, χωρίς επάγγελμα, δέχτηκε τη θέση που του προτείνανε με την ιδέα πως θα διασκεδάσει μ' αυτούς τους μικροπολέμους που έπρεπε να κάνει. Κι όπως ο στρατός κι ο Αυτοκράτορας αντικαθιστούσαν γι' αυτόν τη θρησκεία, ορκίστηκε να υπηρετήσει το Μονκορνέ ακόμα κι αν χρειαζόταν να τα βάλει με όλους. Ήταν από τη φύση του καβγατζής, χωρίς εχθρούς η ζωή θα του φαινότανε άνοστη, μ' ένα λόγο ήταν η προσωποποίηση του υπάλληλου αστυνομίας. Έτσι, αν έλειπε ο κλητήρας, θα είχε βουτήξει την Τονσάρ και το δεμάτι της και θα 'στελνε περίπατο το νόμο για το απαραβίαστο της κατοικίας.

Ο τρίτος, ο Γκαιγιάρ, παλιός στρατιώτης που είχε γίνει υπολοχαγός, κόσκινο από τα τραύματα, ανήκε στους στρατιώτες-καλλιεργητές. Όταν σκεφτότανε την τύχη του Αυτοκράτορα, όλα του φαίνονταν αδιάφορα. Πήγε λοιπόν από αδιαφορία όπως ο Βατέλ από πάθος... Έχοντας το βάρος μιας νόθας κόρης, βρήκε σ' αυτή τη θέση ένα μέσο για να ζήσει και τη δέχτηκε όπως θα δεχόταν την υπηρεσία στο στρατό.

Ο στρατηγός έφθασε στην Αιγκ πριν από τους στρατιώτες του για να διώξει τον Κουρτκυίς. Αλλά έμεινε αποσβολωμένος όταν αντίκρισε το αδιάντροπο θράσος του φύλακα. Καμιά φορά οι σκλάβοι

Digitized by 10uk1s, May 2010

υπακούνε με τρόπο που γελοιοποιεί τόσο άπρεπα και τσουχτερά τη διαταγή. Όλα τ' ανθρώπινα μπορούνε να φτάσουν στον παραλογισμό αλλά ο Κουρτκυίς είχε ξεπεράσει κάθε όριο.

Ο Κουρτκυίς, τις πιο πολλές φορές σε συμφωνία με τους παραβάτες, είχε σκαρώσει εκατόν είκοσι έξι μηνύσεις. Το ειρηνοδικείο της Σουλάνζ, που έκρινε σε πρώτο βαθμό, έβγαλε εξήντα εννιά αποφάσεις. Ο Μπρυνέ, χαρούμενος γι' αυτό το αναπάντεχο κέρδος, είχε συντάξει τα απολύτως απαραίτητα πρακτικά, για να φτάσει σ' αυτό που στη γλώσσα των δικαστών λέγεται «έκθεσις περί ακτημοσύνης» ακρότητα αξιοθρήνητη, όπου σταματά η δύναμη της δικαιοσύνης. Στην έκθεση αυτή ο κλητήρας διαπιστώνει ότι το άτομο που καταδιώκεται δεν έχει στην κατοχή του τίποτα, και βρίσκεται στην κατάσταση της απορίας. Εκεί λοιπόν που δεν υπάρχει τίποτα, ο δανειστής, όπως κι ο βασιλιάς, χάνει τα δικαιώματα... της καταδίωξης. Αυτοί οι άποροι, που είχαν διαλεχτεί με προσοχή μένανε σε 5 κοντινές κοινότητες, που τις επισκέφθηκε ο Μπρυνέ, με τη συνοδεία βέβαια των δικολάβων του, Φουρσόν και Βερμισέλ. Ο κύριος Μπρυνέ διαβίβασε τα χαρτιά στο Σιμπιλέ με ένα σημείωμα εξόδων 5.000 φράγκων με την παράκληση να ζητήσει διαταγές για τα «περαιτέρω», από τον κόμη Μονκορνέ.

Τη στιγμή που ο Σιμπιλέ, εφοδιασμένος με τα ντοσιέ του, εξηγούσε ήσυχα στο αφεντικό του το αποτέλεσμα των διαταγών που είχε δώσει πολύ συνοπτικά στον Κουρτκυίς και παρατηρούσε με απάθεια έναν απ' τους πιο σφοδρούς θυμούς που έπιασε ποτέ στρατηγό του γαλλικού ιππικού, έφτασε κι ο Κουρτκυίς για να κάνει τον απολογισμό του στον κύριό του και να του ζητήσει γύρω στα 1.100 φράγκα, σ' αυτό το ποσό έφτασαν τα ποσοστά που του είχε υποσχεθεί. Αλλά τότε ο στρατηγός αφήνιασε, δε θυμότανε πια ούτε τα γαλόνια του ούτε τον τίτλο του, ξανάγινε ο παλιός στρατιώτης και ξέρασε βρισιές που αργότερα τον έκαναν να ντρέπεται.

—A! 400 φράγκα! Τετρακόσες χιλιάδες χαστούκια!.. Τετρακόσες χιλιάδες κλωτσιές στον... Νομίζεις πως δεν ξέρω τι μου γίνεται!.. Στρίβε γιατί θα στην ανάψω!

Μόλις είδε το στρατηγό που είχε γίνει πράσινος από το θυμό, από τις πρώτες κιόλας κουβέντες τους, ο Κουρτκυίς το 'σκασε σα χελιδόνι.

—Κύριε κόμη, έλεγε ο Σιμπιλέ μαλακά, έχετε άδικο.

—Άδικο, εγώ;

—Θε μου, κύριε κόμη, φυλαχτείτε, θα σας κάνει καμιά μήνυση αυτός ο μασκαράς...

—Να πάνε στο διάβολο οι μηνύσεις... Να τσακιστεί αμέσως αυτός ο παλιάνθρωπος. Κοίταξε να παραδώσει ό,τι μου ανήκει και κάνε το λογαριασμό, πόσα του χρωστώ.

Τέσσερις ώρες μετά, όλος ο τόπος βοούσε. Καθένας διηγιόταν με τον τρόπο του τη σκηνή. Ο στρατηγός, λέγανε, είχε ξυλοφορτώσει τον Κουρτκυίς, αρνήθηκε να του δώσει τα λεφτά του, και του χρωστούσε 2.000 φράγκα.

Κυκλοφόρησαν επίσης τα πιο παράξενα σχόλια για λογαριασμό του μπουρζουά της Αιγκ. Τον βγάζανε τρελό. Την επομένη, ο Μπρυνέ, που είχε κάνει τα πρακτικά για λογαριασμό του στρατηγού, του έφερε μια κλήση για το Ειρηνοδικείο από τον Κουρτκυίς. Χιλιάδες μύγες βάλθηκαν να τσιμπούν το λιοντάρι, και το μαρτύριό του μόλις είχε αρχίσει.

Για το διορισμό ενός φύλακα, χρειάζονται κάποιες διατυπώσεις, πρέπει να δώσει όρκο στο Πρωτοδικείο. Πέρασαν λοιπόν κάμποσες μέρες μέχρι να αναλάβουν επίσημα τα καθήκοντά τους οι τρεις φύλακες. Αν κι ο στρατηγός είχε γράψει στο Μιβώ να έρθει με τη γυναίκα του αμέσως, χωρίς να περιμένει να ταχτοποιηθεί το περίπτερο της πύλης Αβόν για να τον δεχτεί, ο μελλοντικός

Digitized by 10uk1s, May 2010

αρχιφύλακας καθυστέρησε καμιά δεκαριά μέρες στο Παρίσι με το γάμο του και τους συγγενείς της γυναίκας του. Άλλες δέκα μέρες τις έφαγαν οι διατυπώσεις γιατί η La-Ville-aux-Fayes παρουσιάστηκε πολύ απρόθυμη. Εν τω μεταξύ, το δάσος της Αιγκ ρημάχτηκε τελείως από τους απατεώνες που εκμεταλλεύτηκαν τον καιρό που το τσιφλίκι δεν το φύλαγε κανένας.

Η εμφάνιση των αγροφυλάκων, κι οι τρεις ντυμένοι με πράσινη τσόχα, το χρώμα του αυτοκράτορα, με θαυμάσιο παράστημα και πρόσωπα που πρόδιναν χαρακτήρα, γρήγοροι στα πόδια, ευκίνητοι κι ικανοί να περάσουν όλη τη νύχτα στα δάση, υπήρξε γεγονός για όλη την περιοχή από το Κους μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes.

Σ' όλο το καντόνι, μόνο ο Γκρουαζόν γιόρτασε τον ερχομό των τριών βετεράνων. Χαρούμενος για την ενίσχυση, άφησε να του ξεφύγουν δυο τρεις απειλητικές κουβέντες για τους κλέφτες που γρήγορα θα τους έπαιρναν κυνήγι και θα τους έκαναν ανίκανους να βλάψουν. Έτσι απ' αυτό τον κρυφό αλλά έντονο πόλεμο δεν έλλειψε ούτε η συνηθισμένη προκήρυξη.

Ο Σιμπιλέ έδειξε στο στρατηγό ότι η χωροφυλακή της Σουλάνζ και ιδίως ο ενωμοτάρχης Σουντρύ, ήταν κρυφά και απόλυτα εχθρικοί στην Αιγκ. Τον άφησε να καταλάβει πόσο χρήσιμη θα ήταν μια ενωμοτία με καλές διαθέσεις.

—Με ένα καλό ενωμοτάρχη και χωροφύλακες αφοσιωμένους στα συμφέροντά σας, ο τόπος θα είναι δικό σας!... του είπε.

Ο κόμης έτρεξε στη Νομαρχία. Ο στρατηγός που διοικούσε τη Μεραρχία έβαλε το Σουντρύ σε αποστρατεία και τον αντικατάστησε με κάποιο Βιολέ, έξοχο χωροφύλακα της περιοχής, που τον παίνευαν κι ο στρατηγός κι ο Νομάρχης. Οι χωροφύλακες της ενωμοτίας της Σουλάνζ, μετατέθηκαν όλοι απ' τον συνταγματάρχη χωροφυλακής, παλιό συνάδελφο του Μονκορνέ, σ' άλλα σημεία της περιοχής και αντικαταστάθηκαν από διαλεγμένους άντρες που τους είχαν δοθεί μυστικές διαταγές ν' προσέχουνε ώστε το τσιφλίκι του κόμη Μονκορνέ να μη δεχτεί πια καμιά επίθεση και τους σύστησαν ιδιαίτερα να μην αφήσουν τους κατοίκους της Σουλάνζ να τους πάρουν με το μέρος τους.

Αυτή η τελευταία μεταβολή, που έγινε με ταχύτητα και δεν έδωσε καιρό γι' αντιδράσεις, άφησε κατάπληκτη τη La-Ville-aux-Fayes και τη Σουλάνζ. Ο Σουντρύ που ένοιωθε τον εαυτό του αδικημένο, παραπονέθηκε κι ο Γκωμπερτέν κατάφερε να τον κάνει δήμαρχο κι έτσι να έχει στις διαταγές του τη χωροφυλακή. Φώναξαν πολύ γι' τυραννία. Ο Μονκορνέ έγινε αντικείμενο μίσους. Όχι μόνο άλλαξε πέντε έξι πρόσωπα αλλά τσαλάκωσε πολλές ματαιοδοξίες. Οι χωριάτες, παρακινημένοι από τις κουβέντες που άφησαν να τους ξεφύγουν οι μικροαστοί της Σουλάνζ και της La-Ville-aux-Fayes, ο Ριγκού, ο Λανγκλυμέ και ο κύριος Γκερμπέ, ο διευθυντής του ταχυδρομείου του Κους, φαντάστηκαν πως από τη μια στιγμή στην άλλη θα χάσουν όσα ονόμαζαν δικαιώματά τους.

Ο στρατηγός πλήρωσε στον παλιό φύλακα όσα του χρωστούσε κι απόφυγε τη δίκη.

Ο Κουρτκυίς αγόρασε ένα χτήμα που ήτανε μέσα στα χωράφια της Αιγκ, στην είσοδο του κυνηγότοπου. Ο Ριγκού δεν είχε θελήσει ποτέ να παραχωρήσει τη Μπασλερί. Είχε όμως την πονηριά να την πουλήσει στον Κουρτκυίς με τόκο 50%. Έτσι έγινε κι αυτός ένας από τους πολλούς «υποτελείς» γιατί τον κρατούσε με το χρέος· ο Κουρτκυίς είχε πληρώσει μόνο 1.000 φράγκα.

Οι τρεις φύλακες, ο Μισώ και ο αγροφύλακας ζούσαν σαν αντάρτες. Έμεναν στα δάση, τα περνοδιάβαιναν συνέχεια και σιγά-σιγά αποχτούσαν εκείνη τη βαθιά γνώση που είναι η επιστήμη του δασοφύλακα, και τον γλυτώνει από χασομέρια. Μάθαιναν τα αδιέξοδα, τις οσμές και τις κατευθύνσεις τους και συνήθιζαν τ' αυτιά τους στους θορύβους του δάσους. Τέλος, παρατηρούσαν φάτσες, σταμπάριζαν τις διάφορες οικογένειες των χωριών του καντονιού, τα άτομα που τις

Digitized by 10uk1s, May 2010

αποτελούσαν, τα ήθη τους, το χαρακτήρα τους τον τρόπο της ζωής τους. Δουλειά πιο δύσκολη απ' όσο φαντάζεται κανείς. Σ' αυτά τα συνδυασμένα μέτρα, οι χωριάτες που ζούσαν στα τσιφλίκια της Αιγκ αντέταξαν μια τέλεια βουβαμάρα και μια ύπουλη υποταγή σ' αυτή την έξυπνη αστυνομία.

Από την αρχή, ο Μισώ κι ο Σιμπιλέ δεν άρεσαν ο ένας στον άλλο. Ο ειλικρινής και τίμιος στρατιωτικός, το καμάρι των υπαξιωματικών της Νέας Φρουράς, σιχαινόταν την κρυμμένη κάτω από γλυκόλογα απανθρωπιά και το γκρινιάρικο ύφος του διαχειριστή, που από την αρχή τον έβγαλε «Κινέζο». Γρήγορα πρόσεξε τα εμπόδια που έφερνε ο Σιμπιλέ στα χρήσιμα και δραστικά μέτρα που πρότεινε ο στρατηγός και τις δικαιολογίες που πρόβαλε για ενέργειες με αμφίβολη έκβαση. Αντί να προσπαθεί να καθησυχάσει το στρατηγό, ο Σιμπιλέ, όπως φάνηκε από τη μέχρι τώρα διήγηση, τον ερέθιζε συνέχεια και τον παρακινούσε να παίρνει αυστηρές αποφάσεις, χωρίς να παραλείπει να τον τρομάζει με το πλήθος από σκοτούρες, μικρότητες και δυσκολίες ανίκητες και πάντα ζωντανές. Ο Μισώ δεν είχε μαντέψει το ρόλο του σπιούνου και προβοκάτορα που έπαιζε ο Σιμπιλέ, που από την αρχή της εγκατάστασής του είχε πάρει απόφαση να διαλέξει, ανάλογα με το συμφέρον του, έναν κύριο ανάμεσα στον στρατηγό και τον Γκωμπερτέν. Κατάλαβε όμως την άπληστη και κακή φύση του Σιμπιλέ και γι' αυτό δεν μπορούσε να εξηγήσει την τιμιότητά του. Αυτή η βαθειά έχθρα που χώριζε τους δυο ανώτερους υπαλλήλους άρεσε στο στρατηγό. Το μίσος του Μισώ τον έκανε να κατασκοπεύει το διαχειριστή, κι όμως αν ο στρατηγός του το ζητούσε, ο Μισώ δε θα δεχότανε ποτέ να γίνει σπιούνος. Ο Σιμπιλέ καλόπιανε τον αρχιφύλακα και τον κολάκευε με δουλοπρέπεια. Δεν κατάφερε όμως να σπάσει την υπερβολική ευγένεια που έβαζε ανάμεσά τους σα φράγμα ο τίμιος στρατιωτικός. Και τώρα που έγιναν γνωστές αυτές οι προκαταρκτικές λεπτομέρειες μπορεί να καταλάβει κανείς τελείως τα κίνητρα των εχθρών του στρατηγού και τη σημασία που είχε η συζήτησή του με τα δυο όργανά του.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΚΡΑΤΟΣ ΜΕΣΑΖΟΝΤΩΝ

Λοιπόν Μισώ, τι καινούργιο έχομε; ρώτησε ο στρατηγός όταν η κόμισσα εγκατέλειψε την τραπεζαρία. —Στρατηγέ μου, θα ήθελα να μη μιλήσομε εδώ για υποθέσεις, οι τοίχοι έχουν αυτιά και θέλω να είμαι βέβαιος ότι όσα θα πούμε θα τ' ακούσομε μόνο εμείς οι δυο.

—Καλά, απάντησε ο στρατηγός, έλα να περπατήσομε μέχρι τη Διαχείριση. Θα πάρομε το μονοπάτι που χωρίζει το λιβάδι κι έτσι κανείς δε θα μας ακούσει.

Λίγο αργότερα, ενώ η κόμισσα προχωρούσε προς την πύλη Αβόν ανάμεσα στον αββά Μπροσέτ και τον Μπλοντέ, ο στρατηγός συνοδευόμενος από το Σιμπιλέ και το Μισώ διέσχιζε το λιβάδι. Ο Μισώ διηγήθηκε τη σκηνή που συνέβη στο Γκραντ Ι Βερ.

—Ο Βατέλ έχει άδικο, είπε ο Σιμπιλέ.

—Του το απόδειξαν ωραία με το να τον στραβώσουν, απάντησε ο Μισώ. Μα αυτό δεν είναι τίποτα. Ξέρετε, στρατηγέ μου, το σχέδιό μας να συλλαμβάνομε όλα τα ζώα των παραβατών που έχουν καταδικαστεί, δεν θα μπορέσομε ποτέ να το πραγματοποιήσομε. Ο Μπρυνέ, ακριβώς όπως κι ο συνάδελφός του Πλισσύ, δεν θα μας προσφέρει ποτέ με ειλικρίνεια τη βοήθειά του. Θα βρίσκουν πάντα τον τρόπο να ειδοποιούνε εκείνους που πρόκειται να τους γίνει κατάσχεση. Ο Βερμισέλ, ο δικολάβος του Μπρυνέ, πήγε να βρει το μπάρμπα Φουρσόν στο Γκραντ Ι Βερ και η Μαρία Τονσάρ, η φιλεναδούλα του Μπονεμπώ, έτρεξε να σημάνει συναγερμό στο Κους. Ήμουνα κάτω απ' το γεφύρι του Αβόν και κάνοντας πως ψαρεύω, κατασκόπευα κάποιον μασκαρά που σχεδιάζει μια βρωμοδουλειά. Άκουσα τη Μαρί Τονσάρ να φωνάζει το νέο στο Μπονεμπώ, που επειδή είδε την κόρη του Τονσάρ κουρασμένη απ' το τρέξιμο, πήρε ο ίδιος το δρόμο για το Κους. Δηλαδή οι ζημιές ξαναρχίζουν.

—Κάθε μέρα γίνεται και πιο απαραίτητη η επίδειξη κύρους, είπε ο Σιμπιλέ.

—Τι σας έλεγα; φώναξε ο στρατηγός. Πρέπει να απαιτήσομε την εκτέλεση των αποφάσεων για προσωπική κράτηση, για την αποζημίωση και τα έξοδα που μου χρωστάνε.

—Αυτοί οι άνθρωποι νομίζουνε ότι ο νόμος είναι ανίσχυρος. Διαδίδουν ότι δε θα τολμήσει κανείς να τους συλλάβει, παρατήρησε ο Σιμπιλέ. Φαντάζονται ότι τους φοβάστε. Έχουν συνενόχους στη La-Ville-aux-Fayes, γιατί ο βασιλικός επίτροπος φαίνεται ότι έχει ξεχάσει τις καταδικαστικές αποφάσεις.

—Πιστεύω, είπε ο Μισώ βλέποντας σκεφτικό το στρατηγό, ότι αν ξοδέψετε πολλά χρήματα μπορείτε ακόμα να σώσετε το τσιφλίκι σας.

—Καλύτερα να ξοδέψετε χρήματα παρά να μεταχειριστείτε τη βία, είπε ο Σιμπιλέ.

—Τι τρόπο προτείνεις; ρώτησε ο στρατηγός τον αρχιφύλακα.

—Είναι πολύ απλό, απάντησε ο Μισώ. Να περιφράξετε το δάσος σαν το χτήμα, τότε θα ησυχάσομε, γιατί έτσι το πλημμέλημα γίνεται κακούργημα και οδηγεί στο Κακουργιοδικείο.

—Ο κύριος κόμης θα ξοδέψει το 1/3 του κεφαλαίου της Αιγκ, μόνο για τα υλικά, αν βάλομε τρία φράγκα την οργιά, παρατήρησε ο Σιμπιλέ γελώντας.

—Φεύγω αμέσως για τον Εισαγγελέα Εφετών, είπε ο Μονκορνέ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ο εισαγγελέας εφετών, ξανάπε μαλακά ο Σιμπιλέ, θα συμφωνεί με το βασιλικό επίτροπο, γιατί μια παρόμοια αμέλεια προϋποθέτει συμφωνία μεταξύ τους.

—Εντάξει. Πρέπει να βεβαιωθούμε τουλάχιστον γι' αυτό, φώναξε ο Μονκορνέ. Θα φτάσω μέχρι το Σφραγιδοφύλακα, μέχρι τον ίδιο το βασιλιά, κι αν χρειαστεί θα ξηλώσουμε δικαστές, εισαγγελικές αρχές, τα πάντα, μέχρι και το βασιλικό επίτροπο.

Σ' ένα νεύμα που του έκανε ο Μισώ, ο στρατηγός κατάλαβε και είπε στο Σιμπιλέ ένα «Αντίο, αγαπητέ μου», που ο διαχειριστής κατάλαβε τη σημασία του.

—Ο κύριος κόμης, σα δήμαρχος συμφωνεί να ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα για να κατασταλούν οι καταχρήσεις των χωρικών στο σταχολόγημα; είπε ο διαχειριστής χαιρετώντας. Το θέρος θ' αρχίσει όπου να 'ναι, κι αν πρέπει να δημοσιευτεί η απόφαση για τα πιστοποιητικά απορίας και για την απαγόρευση του σταχολογήματος στους άπορους των γειτονικών κοινοτήτων, δεν έχομε καιρό για χάσιμο.

—Συνεννοήσου με τον Γκρουαζόν, είπε ο κόμης. Όταν έχεις να κάνεις με τέτοιους ανθρώπους, πρόσθεσε, πρέπει να εφαρμόζεις το νόμο κατά γράμμα.

Έτσι, μέσα σ' ένα λεπτό, ο κόμης δέχτηκε να εφαρμόσει το σύστημα που του πρότεινε ο Σιμπιλέ εδώ και 15 μέρες. Μέχρι τώρα το αρνιότανε, αλλά πάνω στο θυμό του για το ατύχημα του Βατέλ το βρήκε καλό.

Όταν ο Σιμπιλέ απομακρύνθηκε καμιά εκατοστή βήματα, ο κόμης είπε σιγανά στον αρχιφύλακά του:

—Λοιπόν, καλέ μου Μισώ, τι τρέχει;

—Έχετε έναν εχθρό στο σπίτι σας μέσα, στρατηγέ μου, και του εμπιστεύεστε σχέδια που ούτε στο στρατιωτικό σας σκούφο δεν θα 'πρεπε να λέτε.

—Συμμερίζομαι τις υποψίες, αγαπητέ μου φίλε, απάντησε ο Μονκορνέ. Αλλά δε θα κάνω δυο φορές το ίδιο λάθος. Για να αντικαταστήσω το Σιμπιλέ, περιμένω να μάθεις καλά τη διαχείριση και να 'ναι σε θέση ο Βατέλ να σε διαδεχτεί. Αλλά ωστόσο τι έχω να καταλογίσω στο Σιμπιλέ; Είναι συνεπής, τίμιος, εδώ και 5 χρόνια δε μου 'χει φάει ούτε 100 φράγκα. Έχει τον πιο αντιπαθητικό χαρακτήρα του κόσμου, αυτό είναι όλο. Τι σχέδιο θα μπορούσε να έχει;

—Στρατηγέ, απάντησε σοβαρά ο Μισώ, θα το μάθω, γιατί σίγουρα κάποιο σχέδιο έχει. Κι αν επιτρέπετε, ένα σακουλάκι με 1000 φράγκα θα κάνει το μασκαρά το Φουρσόν να το πει, αν κι από σήμερα το πρωί υποπτεύομαι ότι τρώει σ' όλα τα παχνιά. Θέλουν να σας αναγκάσουν να πουλήσετε την Αιγκ. Το 'πε καθαρά αυτός ο κατεργάρης ο σκοινοπλέκτης. Να το έχετε υπ' όψη σας. Από το Κους μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes δεν υπάρχει χωριάτης, μικροαστός, χτηματίας, ταβερνιάρης που να μην έχει στη μπάντα λεφτά για την ημέρα της λαφυραγωγίας. Ο Φουρσόν μου εμπιστεύτηκε ότι ο γαμπρός του ο Τονσάρ έχει κιόλας διαλέξει το κομμάτι του... Σ' όλη την κοιλάδα κυκλοφορεί σα δηλητήριο στον αέρα η φήμη ότι πουλάτε την Αιγκ. Ποιος ξέρει; Ίσως το περίπτερο της Διαχείρισης και μερικά χωράφια τριγύρω να 'ναι το τίμημα για τη σπιουνιά του Σιμπιλέ. Τίποτα δε λέγεται ανάμεσά μας που να μη το μαθαίνουν στη La-Ville-aux-Fayes. Ο Σιμπιλέ είναι συγγενής του εχθρού σας του Γκωμπερτέν. Αυτό που σας ξέφυγε τώρα για τον Γενικό Εισαγγελέα θα το μάθει ίσως πριν να πάτε στο Δημαρχείο. Δεν τους ξέρετε καλά τους ανθρώπους αυτού του καντονιού!

—Δεν τους ξέρω;... Είναι σκυλολόι. Και να υποχωρήσω σ' αυτούς τους αχρείους;... φώναξε ο στρατηγός. Α! εκατό φορές καλύτερα να κάψω μόνος μου την Αιγκ!...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Όχι δεν θα την κάψομε, θα εφαρμόσομε ένα σχέδιο που θα ματαιώσει τις πονηριές αυτών των νάνων. Αν ακούσει κανείς τις απειλές τους, είναι αποφασισμένοι να φτάσουνε μέχρι τέλος εναντίον σας. Και μια και μιλήσατε για πυρκαγιά, ασφαλίστε όλα σας τα κτίρια και τα χτήματα!

—Α, ναι! Μήπως ξέρεις, Μισώ, τι θέλουνε να πούνε μ' αυτό το «Ταπετσιέρης τους, χτες, που έκανα βόλτα κατά μήκος του Τυν, άκουσα τα πιτσιρίκια να λένε: Να ο ταπετσιέρης!...» κι ύστερα το 'βαλαν στο πόδια.

Είναι δουλειά του Σιμπιλέ να σας απαντήσει, θα ήταν μέσα στο ρόλο του, γιατί του αρέσει να σας βλέπει να θυμώνετε, απάντησε ο Μισώ με λυπημένο ύφος. Αλλά αφού με ρωτάτε... ε! να, είναι το παρατσούκλι που σας έχουν δώσει αυτοί οι ληστές, στρατηγέ μου.

—Και γιατί;

—Μα, στρατηγέ μου, εξ αιτίας του... πατέρα σας.

—Α τους αλήτες!... φώναξε ο κόμης χλομιάζοντας. Ναι, Μισώ, ο πατέρας μου ήταν επιπλοποιός, η κόμισσα δεν το ξέρει... Ω! Ας μη το μάθαινε ποτέ... Κι όμως έχω χορέψει βαλς με βασίλισσες και αυτοκράτειρες!... Θα της τα πω όλα σήμερα το βράδυ! φώναξε μετά από μια παύση.

—Ισχυρίζονται ακόμα ότι είστε δειλός, είπε ο Μισώ.

—Α!

—Πώς μπορέσατε να σωθείτε, λένε, στο Έσσλινγκ, αφού όλοι σχεδόν οι σύντροφοί σας σκοτώθηκαν;...

Αυτή η κατηγορία έκανε το στρατηγό να χαμογελάσει.

—Μισώ, πάω στη Νομαρχία! φώναξε με ένα είδος λύσσας. Ειδοποίησε την κυρία κόμισσα ότι φεύγω. Θέλουνε τον πόλεμο, θα τον έχουν λοιπόν, και θα χαρώ πολύ να τους σαστίσω λίγο τους μπουρζουάδες της Σουλάνζ και τους χωριάτες τους... Βρισκόμαστε σε εχθρική χώρα, χρειάζεται σύνεση! Διάταξε τους φύλακες να μείνουν μέσα στα όρια του Νόμου. Φρόντισε για τον κακομοίρη το Βατέλ. Η κόμισσα είναι τρομαγμένη, πρέπει να της τα κρύψομε όλα αλλιώς δε θα ξαναρθεί εδώ!...

Ούτε ο στρατηγός ούτε ο Μισώ δεν ήξεραν ως το βάθος τον κίνδυνο που τους απειλούσε. Ο Μισώ, που είχε έλθει πολύ πρόσφατα σ' αυτή την Βουργουνδέζικη κοιλάδα, αγνοούσε την δύναμη του εχθρού αν κι έβλεπε τη δράση του. Ο στρατηγός πάλι πίστευε στη δύναμη του Νόμου.

Ο Νόμος, έτσι όπως τον φτιάχνει σήμερα ο Νομοθέτης, δεν είναι τόσο τέλειος όσο νομίζουν. Δεν έχει την ίδια ισχύ σ' όλη τη χώρα, τροποποιείται στις εφαρμογές του σε σημείο που να αναιρείται η ουσία του. Αυτό το γεγονός παρουσιάζεται σ' όλες τις εξοχές, λιγότερο ή περισσότερο έκδηλα. Τι ιστορικός θα 'ταν αυτός που θα είχε τόση άγνοια, ώστε να ισχυρίζεται ότι οι αποφάσεις της πιο δραστήριας εξουσίας εφαρμόζονταν σ' όλη την Γαλλία; Ότι οι επιτάξεις σε δημητριακά, άνδρες ή χρήματα, που τις χτύπαγε η Συμβατική, έγιναν στην Προβηγκία, στο βάθος της Νορμανδίας, στα σύνορα της Βρετάνης με τον ίδιο τρόπο που εφαρμόστηκαν στα μεγάλα κέντρα της κοινωνικής ζωής; Ποιος φιλόσοφος θα τολμούσε ν' αρνηθεί ότι σήμερα στην τάδε επαρχία πέφτει ένα κεφάλι, ενώ στη γειτονική ένα άλλο κεφάλι μένει στη θέση του, αν κι είναι ένοχο για το ίδιο έγκλημα και συχνά πιο τρομερό; Θένε την ισότητα στη ζωή και η ανισότητα βασιλεύει στο Νόμο, στις θανατικές ποινές...

Μόλις μια πόλη βρεθεί με πληθυσμό κάτω από ένα ορισμένο αριθμό, τα διοικητικά μέσα δεν είναι πια τα ίδια. Σ' όλη τη Γαλλία υπάρχουν γύρω στις 100 πόλεις όπου οι Νόμοι λειτουργούν μ' όλη τους

Digitized by 10uk1s, May 2010

την αυστηρότητα, όπου η νοημοσύνη των πολιτών φτάνει μέχρι τα προβλήματα του γενικού ενδιαφέροντος ή μέλλοντος, που θέλει να λύσει ο Νόμος. Αλλά στην υπόλοιπη Γαλλία, όπου δεν καταλαβαίνουν παρά τις εφήμερες απολαύσεις, αποφεύγουν ο,τιδήποτε θα μπορούσε να τους τις στερήσει. Έτσι περίπου στη μισή Γαλλία, συναντά κανείς μια αδράνεια που ματαιώνει κάθε πράξη νομική, διοικητική ή κυβερνητική. Αλλά να εξηγούμαστε! Αυτή η αντίδραση δεν αφορά καθόλου τις σπουδαίες υποθέσεις της πολιτικής ζωής. Η είσπραξη φόρων, η στρατολογία, η τιμωρία των μεγάλων εγκλημάτων βέβαια γίνεται. Αλλά εκτός από ορισμένες αναγκαίες που η χρησιμότητά τους έχει αναγνωρισθεί, όλες οι νομικές διατάξεις που αφορούν τα ήθη, τα συμφέροντα, μερικές καταχρήσεις, έχουν καταργηθεί απ' τη γενική δυσαρέσκεια. Και τη στιγμή που γράφεται αυτό τα βιβλίο, είναι εύκολο να αναγνωρίσει κανείς αυτή την αντίσταση όπου πάνω της σκόνταψε παλιότερα ο Λουδοβίκος XIV στη Βρετάνη, όταν είδε τα θλιβερά αποτελέσματα του νόμου περί κυνηγίου. Κάθε χρόνο θυσιάζεται η ζωή 20 και 30 ανθρώπων για να σωθεί η ζωή μερικών ζώων.

Στη Γαλλία, για 20.000.000 ψυχές ο νόμος είναι ένα άσπρο χαρτί κολλημένο στην πόρτα της Εκκλησίας ή του Δημαρχείου. Γι' αυτό κι ο Μους μεταχειρίστηκε τη λέξη χαρτιά για να εκφράσει την Εξουσία. Πολλοί επαρχιακοί δήμαρχοι (δε μιλάμε ακόμα για τους απλούς πρόεδρους κοινότητας) φτιάχνουν τις σακούλες τους για τη σταφίδα και το στάρι από τα φύλλα της Συλλογής Νόμων. Όσο για τους κοινοτάρχες, θα σας τρόμαζε ο αριθμός εκείνων που δεν ξέρουν ούτε γραφή ούτε ανάγνωση, όπως κι ο τρόπος που τηρούνται οι ληξιαρχικές πράξεις. Βέβαια, όσο περνάει ο καιρός, η σοβαρότητα αυτής της κατάστασης, που την ξέρουν πολύ καλά οι διοικητικές αρχές, θα μικραίνει. Αλλά ποτέ δε θα πραγματοποιηθεί η συγκέντρωση εξουσίας, που γι' αυτήν έχει ξεσηκωθεί τόση κατακραυγή, όπως συμβαίνει στη Γαλλία για όλα όσα είναι μεγάλα, χρήσιμα κι ισχυρά. Αλλά η δύναμη που πάνω της σπάει πάντα αυτή η προσπάθεια είναι εκείνη που μαζί της θα συγκρουστεί ο στρατηγός και που πρέπει να ονομασθεί Κράτος των Μεσαζόντων.

Φώναζαν πολύ για την τυραννία των ευγενών και σήμερα φωνάζουν για την τυραννία των τραπεζιτών, τις υπερβάσεις της εξουσίας, που ίσως δεν είναι παρά οι αναπόφευκτες μελανιές από τον κοινωνικό ζυγό που ο Rousseau τον ονομάζει Συμβόλαιο, άλλοι Σύνταγμα, άλλοι Χάρτη, εδώ Τσάρο, εκεί Βασιλιά και στην Αγγλία Κοινοβούλιο. Αλλά η ισοπέδωση που άρχισε το 1789, κι επαναλήφθηκε το 1830 προετοίμασε ύπουλα την κυριαρχία των μπουρζουάδων και της παράδωσε τη Γαλλία. Ένα γεγονός, δυστυχώς πολύ συνηθισμένο σήμερα, είναι η υποδούλωση ενός καντονιού, μιας μικρής Πόλης, μιας επαρχίας σε μια οικογένεια· και η δύναμη που κατάφερε να αποχτήσει ο Γκωμπερτέν ενώ θριάμβευε η Παλινόρθωση, θα δείξει καλύτερα από κάθε δογματικό ισχυρισμό αυτή την κοινωνική αρρώστια. Πολλοί τόποι που καταπιέζονται θ' αναγνωρίσουν εδώ τον εαυτό τους, πολλοί άνθρωποι που συντρίβονται χωρίς θόρυβο θα βρουν εδώ το μικρό τους δημόσιο «Ενθάδε Κείται», που καμιά φορά παρηγορεί τις μεγάλες ατομικές δυστυχίες.

Τη στιγμή που ο στρατηγός φανταζότανε ότι ξαναρχίζει μια πάλη, που στην πραγματικότητα ποτέ δε γνώρισε ανακωχή, ο παλιός του επιστάτης είχε συμπληρώσει τους πόντους του διχτύου όπου κρατούσε όλη τη περιφέρεια της La-Ville-aux-Fayes. Για να αποφύγουμε τις μακρολογίες, είναι απαραίτητο να αναφέρομε τους γενεαλογικούς κλάδους που μ' αυτούς αγκάλιαζε ο Γκωμπερτέν τον τόπο σαν ένας βόας τυλιγμένος σ' ένα γιγαντιαίο δέντρο με τόση τέχνη που ο ταξιδιώτης νομίζει πως βλέπει ένα φυσικό φαινόμενο της ασιατικής βλάστησης.

Το 1793 υπήρχαν 3 αδελφοί με το όνομα Μουσόν στην κοιλάδα του Αβόν. Από το 1793 και μετά, άρχισε να λέγεται κοιλάδα του Αβόν η κοιλάδα της Αιγκ, από μίσος για την παλιά αριστοκρατία.

Ο μεγαλύτερος, διαχειριστής στην περιουσία της οικογένειας Ρονκερόλ, έγινε βουλευτής της επαρχίας στη Συμβατική. Ακολουθώντας το παράδειγμα του φίλου του Γκωμπερτέν, ο δημόσιος κατήγορος που έσωσε τη Σουλάνζ έσωσε τη ζωή και την περιουσία των Ρονκερόλ. Απόχτησε δυο κόρες, η μια παντρεύτηκε το δικηγόρο Ζαντρέν, η άλλη τον Γκωμπερτέν - γιο, και πέθανε το 1804.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο δεύτερος πήρε χωρίς να πληρώσει, με την προστασία του μεγαλύτερου, το ταχυδρομείο του Κους. Μοναδική του κληρονόμος ήταν μια κόρη που παντρεύτηκε κάποιο Γκερμπιέ, πλούσιο χτηματία του τόπου. Πέθανε το 1817.

Ο τελευταίος των Μονσόν, που ήταν παπάς, εφημέριος της La-Ville-aux-Fayes πριν από την επανάσταση, εφημέριος μετά την αποκατάσταση της καθολικής θρησκείας, ήταν ακόμα εφημέριος αυτής της μικρής πρωτεύουσας. Δεν θέλησε να δώσει όρκο κι έμεινε κρυμμένος για πολύ καιρό στην Αιγκ, μέσα στο παρεκκλήσι, υπό τη μυστική προστασία των Γκωμπερτέν πατέρα και γιου. Εξηντάρης πια, είχε τη γενική εκτίμηση και στοργή γιατί ο χαρακτήρας του συμφωνούσε με το χαρακτήρα των κατοίκων. Οικονόμος μέχρι τσιγκουνιάς, περνούσε για πολύ πλούσιος κι η υποτιθέμενη περιουσία του δυνάμωνε το σεβασμό που του είχαν. Ο Αρχιεπίσκοπος είχε περί πολλού τον αββά Μουσόν, που τον έλεγαν ο σεβάσμιος εφημέριος της La-Ville-aux-Fayes. Κι αυτό που όχι λιγότερο από την περιουσία του έκανε αγαπητό το Μουσόν στους κατοίκους ήταν το γεγονός, που είχε πολλές φορές επαναληφθεί, ότι αρνιότανε να καταλάβει μια πιο ζουμερή ενορία στο νομό, όπως θα επιθυμούσε ο Αρχιεπίσκοπος.

Τη στιγμή της ιστορίας μας, ο Γκωμπερτέν, δήμαρχος στην La-Ville-aux-Fayes, είχε ένα ισχυρό προστάτη στο πρόσωπο του κουνιάδου του, του κυρίου Ζαντρέν, προέδρου του πρωτοδικείου. Ο Γκωμπερτέν γιος, ο πιο απασχολημένος δικογράφος του δικαστηρίου και με παροιμιώδη φήμη στην περιφέρεια, λογάριαζε κιόλας να πουλήσει το γραφείο του μετά από 5 χρόνια άσκησης. Ήθελε να περιοριστεί στην άσκηση του δικηγορικού του επαγγέλματος για να μπορεί να διαδεχθεί το θείο του Ζαντρέν, όταν θα 'παιρνε σύνταξη. Ο μοναδικός γιος του προέδρου Ζαντρέν ήταν υποθηκοφύλακας.

Ο Σουντρύ γιος, που εδώ και δυο χρόνια κατείχε την κεντρική έδρα της εισαγγελίας, ήταν το όργανο του Γκωμπερτέν. Η παμπόνηρη κυρία Σουντρύ δεν είχε παραλείψει να στερεώσει τη θέση του γιου του άντρα της παντρεύοντάς τον με την μοναδική κόρη του Ριγκού. Η διπλή περιουσία του παλιού μοναχού και των Σουντρύ, που θα 'πρεπε να κληρονομηθεί από τον Εισαγγελέα, έκανε αυτόν το νεαρό το πιο πλούσιο και το πιο σπουδαίο πρόσωπο της περιοχής. Ο έπαρχος της La-Ville-aux-Fayes, κύριος ντε Λυπώ, ανιψιός του ιδιαίτερου γραμματέα ενός από τα πιο σημαντικά Υπουργεία, προοριζόταν για σύζυγος της δεσποινίδας Ελίζ Γκωμπερτέν, της μικρότερης κόρης του δημάρχου. Η προίκα της, όπως και της μεγάλης αδερφής, ανέβαινε στις 200.000 φράγκα, χωρίς τις «προσδοκίες». Αυτός ο υπάλληλος, χωρίς να το ξέρει, φάνηκε έξυπνος. Όταν στα 1819 που ήρθε στη La-Ville-aux-Fayes, ερωτεύθηκε την Ελίζ. Θα τον είχαν από πολύ καιρό αναγκάσει να ζητήσει μετάθεση, αν οι φιλοδοξίες του δεν ήταν ευπρόσδεκτες. Αλλά ανήκε στις ελπίδες της οικογένειας Γκωμπερτέν, που ο αρχηγός της σ' αυτό το συμπεθεριό απόβλεπε πιο πολύ στον θείο παρά στον ανιψιό. Πραγματικά ο θείος, για το συμφέρον του ανιψιού του, έθετε όλη την επιρροή του στην υπηρεσία του Γκωμπερτέν.

Έτσι, η Εκκλησία, η Δικαστική αρχή μεταθετή και αμετάθετη, η Δημοτική αρχή, η Διοίκηση, οι 4 στυλοβάτες της εξουσίας, λειτουργούσαν προς όφελος του Γκωμπερτέν.

Και να πώς αυτή η δύναμη ενισχύθηκε κάτω και πάνω από τη σφαίρα όπου δρούσε.

Το Διαμέρισμα όπου ανήκε η La-Ville-aux-Fayes είχε το δικαίωμα, χάρη στον πληθυσμό του, να βγάζει έξι βουλευτές. Η La-Ville-aux-Fayes, μετά τη δημιουργία μιας κεντροαριστεράς στη Βουλή, είχε βουλευτή της το Λεκλέρκ, γαμπρό του Γκωμπερτέν, που είχε γίνει μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Γαλλίας. Ο αριθμός των ψηφοφόρων που προμήθευε η πλούσια κοιλάδα στο Μεγάλο Συνέδριο ήταν αρκετά σημαντικός, ώστε η εκλογή του κυρίου ντε Ρονκερόλ, αφοσιωμένου προστάτη της οικογένειας Μουσόν, να είναι πάντα σίγουρη έστω και με συναλλαγή. Οι ψηφοφόροι της La-Ville-aux-Fayes υποστήριζαν το νομάρχη, με τον όρο να διατηρήσει βουλευτή το μαρκήσιο ντε Ρονκερόλ. Έτσι στη Νομαρχία, έβλεπαν με καλο μάτι τον Γκωμπερτέν, που είχε πρώτος την ιδέα γι' αυτή την εκλογική συναλλαγή και την είχε σώσει από πολλές αποτυχίες. Ο νομάρχης έβγαζε τρεις

Digitized by 10uk1s, May 2010

καθαρούς κυβερνητικούς και δυο κεντροαριστερούς βουλευτές. Αυτοί οι δυο, ο μαρκήσιος ντε Ρονκερόλ, κουνιάδος του κόμη ντε Σεριζύ, και ο άλλος, μέλος του Κεντρικού Συμβουλίου της Τράπεζας της Γαλλίας, δεν τρόμαζαν καθόλου την Κυβέρνηση. Γι' αυτό το Υπουργείο Εσωτερικών θεωρούσε εξαιρετικές αυτές τις εκλογές.

Ο κόμης ντε Σουλάνζ, μέλος της Άνω Βουλής προορισμένος για στρατάρχης και πιστός στους Βουρβόνους, ήξερε ότι ο συμβολαιογράφος Λυπέν και ο Σουντρύ διοικούσαν και φύλαγαν καλά τα χτήματα και τα τσιφλίκια του. Μπορούσε να θεωρηθεί προστάτης του Ζαντρέν, που τον είχε κάνει διαδοχικά δικαστή και πρόεδρο με τη βοήθεια του κυρίου ντε Ρονκερόλ.

Οι κύριοι Λεκλέρκ και ντε Ρονκερόλ ανήκαν στην παράταξη της κεντροαριστεράς, πιο κοντά στην Αριστερά παρά στο κέντρο, πολιτική θέση γεμάτη πλεονεκτήματα γι' αυτούς που η πολιτική συνείδηση είναι σα ρούχο.

Ο αδελφός του κυρίου Λεκλέρκ είχε καταλάβει το τελωνείο της La-Ville-aux-Fayes.

Πέρα από την πρωτεύουσα της κοιλάδας του Αβόν, ο τραπεζίτης, βουλευτής της περιφέρειας, είχε αγοράσει ένα θαυμάσιο τσιφλίκι με 30.000 φράγκα εισόδημα με πάρκο και πύργο, περιουσία που του επέτρεπε να επηρεάζει όλο το καντόνι.

Έτσι ο Γκωμπερτέν υπολόγιζε στη δραστήρια όσο κι ισχυρή προστασία των ανώτερων κρατικών οργάνων των δύο βουλών και του κεντρικού Υπουργείου, που μέχρι τότε ούτε τα είχε ενοχλήσει για μικροζητήματα ούτε τα είχε κουράσει με υπερβολικά σοβαρές υποθέσεις.

Ο Σύμβουλος Ζαντρέν, που είχε ονομασθεί πρόεδρος της Βουλής, ήτανε μεγάλος αυλικός ραδιούργος. Ο πρώτος πρόεδρος, ένας από τους τρεις υπουργικούς βουλευτές, απαραίτητος ρήτορας για το κέντρο, το μισό χρόνο άφηνε τη διοίκηση της Αυλής του στον πρόεδρο Ζαντρέν. Τέλος ο νομαρχιακός σύμβουλος, κάποιος ξάδελφος του Σαρκύς, ο Σαρκύς ο πλούσιος, ήταν το δεξί χέρι του νομάρχη, βουλευτής κι ο ίδιος. Εκτός από την συγγένεια που ένωνε τον Γκωμπερτέν και το νεαρό ντε Λυπώ, ένας αδελφός της κυρίας Σαρκύς θα ήταν πολύ επιθυμητό ς για έπαρχος από την περιφέρεια της La-Ville-aux-Fayes. Η κυρία Σαρκύς, η γυναίκα του νομαρχιακού συμβούλου ήταν μια Βαλλά ντε Σουλάνζ, οικογένεια συγγενική με τους Γκωμπερτέν. Λέγανε πως στα νιάτα της τα έπαιζε με τον συμβολαιογράφο Λυπέν. Αν κι ήταν πια 55 χρονών γυναίκα κι είχε ένα γιο μαθητευόμενο μηχανικό, ο Λυπέν δεν πήγαινε ποτέ στη Νομαρχία χωρίς να της υποβάλλει τα σέβη του και να γευματίσει ή να δειπνήσει μαζί της.

Ο ανιψιός του Γκερμπέρ, διευθυντής του Ταχυδρομείου, που ο πατέρας του όπως είδαμε ήταν φοροεισπράκτορας της Σουλάνζ, είχε τη σημαντική θέση του ανακριτή στο δικαστήριο της La-Ville-aux-Fayes. Ο τρίτος δικαστής, γιος του μαιτρ Κορμπινέ του συμβολαιογράφου, ήταν αναγκαστικά «ψυχή και σώματι» αφοσιωμένος στον πανίσχυρο δήμαρχο. Τέλος, ο νεαρός Βιγκόρ, γιος του υπομοίραρχου της χωροφυλακής, ήταν ο αναπληρωτής δικαστής. Ο Σιμπιλέ πατέρας, γραμματέας δικαστηρίου από την αρχή, είχε παντρέψει την αδελφή του με τον κύριο Βιγκόρ υπομοίραρχο της χωροφυλακής στη La-Ville-aux-Fayes. Αυτός ο ανθρωπάκος, πατέρας έξι παιδιών, ήταν εξάδελφος με τον πατέρα του Γκωμπερτέν, από τη γυναίκα του, μια Γκωμπερτέν Βαλλά.

Εδώ και 18 μήνες, μετά από συνδυασμένες προσπάθειες των δυο βουλευτών, του κυρίου ντε Σουλάνζ και του προέδρου Γκωμπερτέν, είχε δημιουργηθεί μια θέση αστυνόμου στη La-Ville-aux-Fayes για τον γιο του γραμματέα.

Η μεγάλη κόρη του Σιμπιλέ είχε παντρευτεί τον κύριο Ερβέ, δάσκαλο, που χάρη στο γάμο του, το ίδρυμά του είχε γίνει κολλέγιο και εδώ κι ένα χρόνο η La-Ville-aux-Fayes είχε το γυμνασιάρχη της.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Σιμπιλέ, ο κυριότερος γραμματέας του μαιτρ Κορμπινέ, περίμενε από τους Γκωμπερτέν, Σουντρύ και Λεκλέρκ τις απαραίτητες εγγυήσεις για την αγορά του γραφείου του αφεντικού του.

Ο μικρότερος γιος του γραμματικού ήταν υπάλληλος στα κρατικά κτήματα με την υπόσχεση να διαδεχθεί τον παραλήπτη της υπηρεσίας πρωτοκόλλου μόλις θα είχε συμπληρώσει τον κατάλληλο χρόνο υπηρεσίας για να πάρει σύνταξη.

Τέλος, η μικρότερη κόρη του Σιμπιλέ, 16 χρονών, ήταν αρραβωνιασμένη με το λοχαγό Κορμπινέ, αδελφό του συμβολαιογράφου που του είχαν δώσει τη θέση του διευθυντή ταχυδρομείου.

Ο σταθμός ταχυδρομικών αλόγων της La-Ville-aux-Fayes ανήκε στον κύριο Βιγκόρ, τον πρωτότοκο, κουνιάδο του τραπεζίτη Λεκλέρκ και διοικητή της εθνοφρουράς.

Μια γεροντοκόρη Γκωμπερτέν - Βαλλά, αδελφή της γυναίκας του γραμματικού, είχε το γραφείο χαρτοσήμων.

Έτσι, από όποια μεριά της La-Ville-aux-Fayes κι αν γυρνούσες, θα 'βρισκες κάποιο μέλος αυτής της αόρατης συμμαχίας, που αναμφισβήτητος αρχηγός της, γνωστός σε μικρούς και μεγάλους, ήταν ο Δήμαρχος της Πόλης, ο γενικός πράκτορας του εμπορίου ξυλείας, ο Γκωμπερτέν!...

Κι αν κατεβούμε από την επαρχία στην κοιλάδα του Αβόν, θα βρούμε πάλι τον Γκωμπερτέν κυρίαρχο. Στη Σουλάνζ τα όργανά του ήταν οι Σουντρύ, ο Λυπέν, που ήταν αναπληρωτής δήμαρχος, διαχειριστής στο χτήμα του Σουλάνζ και πάντα σ' επαφή με τον κόμη, ο ειρηνοδίκης Σαρκύς, ο φοροεισπράκτορας Γκερμπέ και ο γιατρός Γκουρντόν, που είχε παντρευτεί μια Ζαντρέν Βατεμπλέντ. Κυβερνούσε μέσω του Ριγκού το Μπλανζύ, και το Κους μέσω του διευθυντή ταχυδρομείου. Ήταν απόλυτος άρχοντας της κοινότητας. Από το μέγεθος της ακτινοβολίας του φιλόδοξου δημάρχου της La-Ville-aux-Fayes σ' όλη την κοιλάδα του Αβόν, μπορούμε να μαντέψομε πόσο επηρέαζε την υπόλοιπη περιφέρεια.

Ο αρχηγός του οίκου Λεκλέρκ, το είχε ρίξει στην πολιτική. Ο τραπεζίτης είχε από την αρχή δεχθεί να παραχωρήσει τη θέση του στον Γκωμπερτέν, μόλις θα 'παιρνε το Γενικό τελωνείο της περιοχής. Ο Σουντρύ, ο βασιλικός επίτροπος, θα γινότανε εισαγγελέας στο εφετείο και ο πλούσιος ανακριτής Γκερμπέ περίμενε μια θέση Συμβούλου. Έτσι το μοίρασμα αυτών των θέσεων, αντί να αποθαρρύνει, αποτελούσε εγγύηση για την προώθηση των φιλοδοξιών των νεαρών της πόλης, και εκτός από τη συμμαχία των οικογενειών ένωνε και με φιλία τους υποψήφιους μνηστήρες.

Η επιρροή του Γκωμπερτέν ήταν τόσο μεγάλη, τόσο ισχυρή, που τα κεφάλαια και οι οικονομίες των Ριγκού, των Σουντρύ, των Ζαντρέν, των Γκερμπέ, των Λυπέν, του ίδιου του Σαρκύς του πλούσιου, υπακούανε στις διαταγές του. Εξ άλλου η La-Ville-aux-Fayes είχε εμπιστοσύνη στο δήμαρχό της. Η καπατσοσύνη του Γκωμπερτέν δεν ήταν λιγότερο διάσημη από την τιμιότητα και την υποχρεωτικότητά του. Ανήκε ολόκληρος στους δικούς του και τους υφισταμένους του, αλλά με την αξίωση να του ανταποδίνουνε τα ίσα. Το δημοτικό συμβούλιο τον λάτρευε. Γι' αυτό όλη η περιοχή κατάκρινε τον κύριο Μαριότ Ντ' Ωξέρ, που είχε βάλει σε μπελάδες τον καημένο τον κύριο Γκωμπερτέν.

Χωρίς να υποπτεύονται τη δύναμή τους, γιατί μέχρι τώρα δεν είχε παρουσιαστεί ευκαιρία να φανεί, οι μπουρζουάδες της La-Ville-aux-Fayes, καυχιόνταν μόνο γιατί δεν υπήρχε ξένος ανάμεσά τους. Και περνούσαν τους εαυτούς τους για εξαιρετικούς πατριώτες. Τίποτα λοιπόν δεν ξέφευγε απ' αυτή την έξυπνη τυραννία, που κανείς δεν την υποπτευόταν. Την περνούσαν μάλιστα για θρίαμβο του τοπικισμού. Έτσι όταν η φιλελεύθερη αντιπολίτευση κήρυξε τον πόλεμο στο μεγάλο κλάδο των Βουρβόνων, ο Γκωμπερτέν, που δεν ήξερε πώς να ταχτοποιήσει ένα νόθο γιο του, το Μπουρνιέ, που τον έκρυβε από τη γυναίκα του, και που μέχρι τώρα έμενε στο Παρίσι, υπό την προστασία του

Digitized by 10uk1s, May 2010

Λεκλέρκ, βλέποντας πως είχε γίνει προϊστάμενος τυπογραφείου, κατάφερε να πάρει προς όφελός του την άδεια τυπογράφου για τη La-Ville-aux-Fayes.

Με την παρακίνηση του προστάτη του, ο νεαρός ανάλαβε μια εφημερίδα με τίτλο «Ο Ταχυδρόμος του Αβόν», που κυκλοφορούσε τρεις φορές τη βδομάδα και άρχισε παίρνοντας από την εφημερίδα της Νομαρχίας το προνόμιο να δημοσιεύει τις νομικές αγγελίες. Αυτό το επαρχιώτικο φύλλο που το είχε εξαγοράσει η κυβέρνηση, αλλά ανήκε στην κεντροαριστερά, ήταν πολύτιμο στο εμπόριο, γιατί δημοσίευε τις τιμές των σιτηρών της Βουργουνδίας και εξυπηρετούσε αποκλειστικά τα συμφέροντα της τριανδρίας Ριγκού, Γκωμπερτέν, Σουντρύ. Ο Μπουρνιέ, επί κεφαλής ενός αρκετά ωραίου συγκροτήματος που πραγματοποιούσε κιόλας κέρδη, φλέρταρε την κόρη του Μαρεσάλ του δικογράφου. Ο γάμος τους φαινόταν πιθανός.

Ο μόνος ξένος στη μεγάλη αβονέζικη οικογένεια ήταν ο μηχανικός γεφυροποιίας. Γι' αυτό απαιτούσαν με επιμονή την αντικατάστασή του από τον κύριο Σαρκύς, γιο του Σαρκύς του πλούσιου. Όλα έδειχναν ότι σε λίγο καιρό θα διορθωνότανε αυτό το ελάττωμα στο δίχτυ.

Αυτήν την τρομαχτική συμμαχία, που μονοπωλούσε όλες τις υπηρεσίες, δημόσιες και ιδιωτικές, που ξεζούμιζε τον τόπο και κολλούσε στην εξουσία σα βεντούζα, δεν την υποπτευότανε κανείς, ούτε βέβαια ο στρατηγός Μονκορνέ. Η Νομαρχία ήταν πολύ ευχαριστημένη με την καλή διοίκηση της La-Ville-aux-Fayes. Στο Υπουργείο Εσωτερικών έλεγαν γι' αυτήν: «Να μια επαρχία υπόδειγμα! Όλα δουλεύουνε ρολόι. Μακάρι να της μοιάζανε όλες οι περιφέρειες! Θα γλυτώναμε από τους μπελάδες». Ο σωβινισμός και το οικογενειακό πνεύμα ήταν τόσο ισχυρά, που σε πολλές μικρές πόλεις, ακόμη και Νομαρχίες, οι ξένοι υπάλληλοι αναγκάζονταν να εγκαταλείψουν την περιφέρεια μέσα στο χρόνο.

Όταν πέσει κανένα θύμα στο τυραννικό μπουρζουάδικο συγγενολόι, το φιμώνουν και το κατασπαράζουν τόσο καλά που δεν τολμά να παραπονεθεί. Το τυλίγουν στο μέλι και στο κερί, σαν το γυμνοσάλιαγκα που πέφτει σε κυψέλη. Πολλοί και ισχυροί λόγοι βοηθούνε αυτήν την αόρατη και άπιαστη τυραννία: η επιθυμία να βρίσκεται κανείς ανάμεσα σε οικογενειακό περιβάλλον, και να επιβλέπει ο ίδιος την περιουσία του, η υποστήριξη που δίνει ο ένας στον άλλο, η εγγύηση που βρίσκει η διοίκηση έχοντας τα όργανά της στην άμεση επιτήρηση των συμπολιτών και συγγενών τους. Γι' αυτό ο νεποτισμός εφαρμόζεται τόσο στις ανώτερες σφαίρες, όσο και στις μικρές επαρχιακές πόλεις.

Και τι βγαίνει απ' αυτό. Ο τοπικισμός επικρατεί σε βάρος του γενικού συμφέροντος και η θέληση της κεντρικής παρισινής εξουσίας τις πιο πολλές φορές αγνοείται, και διαστρέφεται η αλήθεια των γεγονότων.

Τέλος, αφού ικανοποιηθούν οι βασικές λαϊκές ανάγκες, γίνεται φανερό ότι οι νόμοι αντί να επιδρούν πάνω στις μάζες, δέχονται τη σφραγίδα τους, οι πληθυσμοί τους προσαρμόζουν στους εαυτούς τους αντί να προσαρμόζονται. Όποιος έχει ταξιδέψει στο Νότο, στα Δυτικά της Γαλλίας, στην Αλσατία, όχι μόνο για να κοιμηθεί στο πανδοχείο και να δει τα μνημεία και το τοπίο, πρέπει ν' αναγνωρίσει την αλήθεια αυτών των παρατηρήσεων. Σήμερα τα αποτελέσματα του μπουρζουάδικου νεποτισμού είναι μεμονωμένα γεγονότα. Αλλά το πνεύμα των σημερινών νόμων θα τα μεγαλώσει. Αυτή η χλιαρή εξουσία μπορεί να προκαλέσει μεγάλα κακά, όπως θα το δείξουν τα γεγονότα του δράματος που παίζεται στην κοιλάδα της Αιγκ.

Το σύστημα που τόσο επιπόλαια γκρέμισαν, το μοναρχικό και αυτοκρατορικό σύστημα, θεράπευε αυτές τις υπερβασίες με τις καθορισμένες κοινωνικές τάξεις, με αντίβαρα που ανόητα τα ονόμασαν προ νό μια. Δεν υπάρχουν προνόμια από τη στιγμή που όλος ο κόσμος μπορεί να σκαρφαλώσει στο κατάρτι της εξουσίας. Στο κάτω - κάτω δεν είναι καλύτερα αυτά τα φανερά προνόμια από κείνα που τα αρπάζουνε στα κρυφά και τα στερεώνουν με την πονηριά, εξαπατώντας αυτό που θέλουν να ονομάζουν κοινή γνώμη, που ξαναφέρνουν υπογείως την τυραννία, μια τυραννία πιο κακή από την

Digitized by 10uk1s, May 2010

παλιά; Μήπως δεν ανατρέψανε άξιους τύραννους αφοσιωμένους στη χώρα τους για να δημιουργήσουν εγωιστικούς τυραννίσκους; Η εξουσία αντί να βασιλεύει στη φυσική της θέση κατεβαίνει μ' αυτό τον τρόπο στα υπόγεια. Πρέπει να τα σκεφτούμε όλα αυτά. Το τοπικιστικό πνεύμα, όπως το ζωγραφίσαμε, θα υπερισχύσει στο κοινοβούλιο.

Ο φίλος του Μονκορνέ, ο κόμης ντε λα Ρος Υγκόν απολύθηκε μετά την τελευταία επίσκεψη του στρατηγού. Η απόλυση έριξε αυτόν τον πολιτικό στη φιλελεύθερη αντιπολίτευση. Αφού έγινε ο κορυφαίος της Αριστερής παράταξης, την πρόδωσε για μια πρεσβεία. Ευτυχώς για τον Μονκορνέ, ο αντικαταστάτης του ήταν ένας γαμπρός των Τρεβίλ, ο κόμης ντε Καστεράν. Ο Νομάρχης δέχτηκε τον Μονκορνέ σαν να 'ταν φίλος του και τον παρακάλεσε με χάρη να μην αφήσει καμιά από τις συνήθειές του όσο καιρό θα μείνει στη Νομαρχία. Κι αφού άκουσε τα παράπονα του στρατηγού, ο κόμης ντε Καστεράν κάλεσε τον επίσκοπο, τον εισαγγελέα εφετών, το συνταγματάρχη της χωροφυλακής, τον σύμβουλο Σαρκύς και τον γενικό διοικητή της Μοίρας να γευματίσουν την επομένη.

Ο εισαγγελέας των εφετών βαρόνος Μπουρλάκ, τόσο διάσημος από τις δίκες Λα Σαντερί και Ριφοέλ,1

Ο κόμης ντε Μονκορνέ εξέθεσε την κατάσταση, τους φόβους του αρχιφύλακά του και μίλησε για την ανάγκη να υπάγουν μερικές παραδειγματικές τιμωρίες και να υποστηριχθεί η υπόθεση της ιδιοκτησίας.

ήταν από τους ανθρώπους που υπηρετούν όλες τις κυβερνήσεις κι η αφοσίωσή τους στην εξουσία, όποια κι αν είναι, τους κάνει πολύτιμους. Αφού αναδείχθηκε χάρη στο φανατισμό του για τον Αυτοκράτορα, διατήρησε το δικαστικό βαθμό του χάρη στον σκληρό χαρακτήρα του και την επαγγελματική του συνείδηση στην εκτέλεση των καθηκόντων του. Ο εισαγγελέας που παλιά κυνηγούσε αλύπητα τα υπολείμματα των Σουάνων, κυνηγούσε τώρα τους βοναπαρτιστές με την ίδια λύσσα. Αλλά τα χρόνια κι οι ταραχές είχαν μαλακώσει την τραχύτητά του. Όπως όλοι οι διάβολοι όταν γερνούν είχε γίνει χαριτωμένος στους τρόπους και το χαρακτήρα.

Αυτοί οι ανώτεροι υπάλληλοι τον άκουσαν με εμβρίθεια και του απάντησαν με κοινοτυπίες όπως: «Και βέβαια, πρέπει να εφαρμοστεί ο νόμος... Η υπόθεσή σας αφορά όλους τους χτηματίες... Θα λάβομε τα μέτρα μας. Αλλά στις περιστάσεις που βρισκόμαστε αυτό που χρειάζεται είναι η σύνεση... μια μοναρχία έχει καθήκον να κάνει για το λαό περισσότερα απ' όσα θα έκανε ο λαός για τον εαυτό του, αν ήταν κυρίαρχος όπως στο 1793. Ο λαός υποφέρει, έχομε και σ' αυτόν υποχρεώσεις όπως και σε σας!».

Ο αδιάλλακτος εισαγγελέας με πολλή γλυκύτητα έκανε μερικές σοβαρές και γεμάτες επιείκεια παρατηρήσεις για την κατάσταση των κατωτέρων τάξεων, που θα μπορούσαν ν' αποδείξουν στους μελλοντικούς ουτοπιστές ότι οι ανώτεροι υπάλληλοι ήξεραν κιόλας τις δυσκολίες που θα αντιμετώπιζε η μοντέρνα κοινωνία.

Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι την εποχή της Παλινόρθωσης είχαν γίνει σε πολλά σημεία του βασιλείου αιματηρές συγκρούσεις, ακριβώς εξ αιτίας της λεηλασίας των δασών και της κατάχρησης των δικαιωμάτων που είχαν σφετερισθεί οι χωριάτες σε μερικές κοινότητες. Στο Υπουργείο και την Αυλή δεν άρεσαν ούτε οι συμπλοκές τέτοιου είδους, ούτε το αίμα που κυλούσε σε κάθε επιτυχή ή ανεπιτυχή προσπάθεια καταστολής των. Καταλάβαιναν βέβαια την ανάγκη να φανούν αυστηροί, αλλ' όμως κατηγορούσαν για αδέξιους τους διοικητικούς υπαλλήλους, όταν καταπίεζαν τους χωριάτες, κι αν τύχαινε να μην έχουν ισχυρό στήριγμα τους απόλυαν. Κι οι νομάρχες πάλι έκαναν πως δεν έβλεπαν αυτές τις θλιβερές ακρότητες.

1 Από το έργο του Μπαλζάκ «Η σύγχρονη Ιστορία από την ανάποδη».

Digitized by 10uk1s, May 2010

Από την αρχή της κουβέντας, ο Σαρκύς ο πλούσιος έκανε ένα νεύμα στον εισαγγελέα και το νομάρχη, που ο Μονκορνέ δεν το είδε και που καθόρισε την πορεία της συζήτησης. Ο εισαγγελέας ήξερε από τον υφιστάμενό του Σουντρύ σε τι διάθεση ήταν τα πνεύματα στην κοιλάδα της Αιγκ.

—Προβλέπω τρομερή πάλη, είχε πει ο βασιλικός επίτροπος της La-Ville-aux-Fayes στον ανώτερό του που είχε έρθει να τον δει γι' αυτό το σκοπό. Ξέρω από τους κατασκόπους μου ότι θα μας σκοτώσουν τους χωροφύλακες, θα 'χουμε άσκημες δίκες. Οι ένορκοι δε θα μας υποστηρίξουν, γιατί θα φοβηθούν το μίσος των οικογενειών των 20 ή 30 κατηγορουμένων. Δεν θα μας δώσουν ούτε το κεφάλι των κακούργων ούτε τα χρόνια καταναγκαστικών έργων που θα ζητήσομε για τους ένοχους. Είναι ζήτημα αν αγορεύοντας εσείς ο ίδιος, πετύχετε μερικά χρόνια φυλάκισης για τους πρωταιτίους. Καλύτερα να έχομε κλειστά τα μάτια παρά να τ' ανοίξομε, αν είναι βέβαιο ότι ανοίγοντάς τα θα γίνομε αίτιοι για μια συμπλοκή που θα στοιχίσει αίμα και ίσως 6.000 φράγκα έξοδα στο κράτος χωρίς να λογαριάσομε τη διατροφή αυτών των ανθρώπων στα κάτεργα. Είναι πολλά για ένα θρίαμβο που σίγουρα θα εκθέσει τις αδυναμίες της Δικαιοσύνης σ' όλα τα βλέμματα.

Ανίκανος να υποπτευθεί τη δύναμη του κράτους των μεσαζόντων της κοιλάδας, ο Μονκορνέ δεν έκανε κουβέντα για τον Γκωμπερτέν. Κι όμως το δικό του χέρι υποδαύλιζε τη φωτιά αυτών των χωρίς τέλος δυσκολιών. Μετά το γεύμα, ο εισαγγελέας πήρε τον κόμη ντε Μονκορνέ από το μπράτσο και τον οδήγησε στο γραφείο του Νομάρχη. Όταν τέλειωσε η συνομιλία, ο στρατηγός έγραφε στην κόμισσα ότι φεύγει για το Παρίσι και ότι θα λείψει μια βδομάδα. Όταν θα ληφθούν τα μέτρα που υπαγόρευσε ο βαρόνος Μπουρλάκ, θα δούμε πόσο ήταν φρόνιμες οι γνώμες του. Κι αν θα μπορούσε να σωθεί η Αιγκ από την κακοδαιμονία, αυτό θα γινόταν μόνο αν συμμορφωνόταν με την πολιτική που υπόδειξε μυστικά στο Μονκορνέ ο βαρόνος.

Μερικοί αναγνώστες, γεμάτοι περιέργεια, θα βρουν ότι αυτές οι εξηγήσεις τράβηξαν πολύ σε μάκρος. Αλλά εδώ πρέπει να υπογραμμίσομε ότι πρώτα - πρώτα ο ιστορικός των ηθών υπακούει σε νόμους πιο σκληρούς απ' αυτούς που διέπουν τον ιστορικό των γεγονότων. Πρέπει να τα παραστήσει όλα αληθοφανή, ακόμα και τα αληθινά, ενώ στην καθ' αυτό ιστορία, το απίθανο δικαιολογείται απ' το γεγονός ότι συνέβη. Οι εναλλαγές της κοινωνικής και της ιδιωτικής ζωής δημιουργούνται από ένα σωρό μικρές αιτίες. Ο σοφός είναι υποχρεωμένος να καθαρίσει τη χιονοστιβάδα που σκέπασε τα χωριά για να σας δείξει τα χαλίκια που ξεκόλλησαν από την κορυφή και που καθόρισαν το σχηματισμό αυτού του βουνού από χιόνι. Αν εδώ δε γινότανε λόγος παρά για μια αυτοκτονία, τέτοιες συμβαίνουν πεντακόσιες κάθε χρόνο στο Παρίσι. Αυτό το μελόδραμα έχει καταντήσει φοβερά συνηθισμένο κι ο καθένας είναι πρόθυμος να δεχτεί τις πιο σύντομες εξηγήσεις. Αλλά ποιος θα πιστέψει ότι η αυτοκτονία της Αιγκ συνέβη την εποχή που η περιουσία είναι πιο πολύτιμη από τη ζωή; «De re vestra agitur»1

Σκεφθείτε πως αυτή η συμμαχία ενός ολόκληρου Καντονιού και μιας μικρής πόλης εναντίον ενός στρατηγού που ξέφυγε, παρά την ανδρεία του τον κίνδυνο από χίλιες μάχες, στάθηκε αντιμέτωπη και σ' άλλα διαμερίσματα ενάντια σ' ανθρώπους που ήθελαν να κάνουν καλό στον τόπο τους. Αυτή η συμμαχία απειλεί πάντα τον μεγαλοφυή, τον μεγάλο πολιτικό, το μεγάλο γαιοκτήμονα, όλους τους νεωτεριστές μ' ένα λόγο.

, έλεγε ένας μυθογράφος, αυτή η ιστορία αφορά όλους όσους έχουνε στην κατοχή τους κάτι.

Τούτη η τελευταία πολιτική εξήγηση όχι μόνο δίνει στα πρόσωπα του δράματος την αληθινή τους φυσιογνωμία και στις παραμικρότερες λεπτομέρειες το πραγματικό τους βάρος, αλλά θα φωτίσει με ζωηρά χρώματα αυτή τη Σκηνή, όπου παίζονται όλα τα κοινωνικά συμφέροντα.

1 «Περί των πραγμάτων σας πρόκειται».

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΜΕΛΑΓΧΟΛΙΑ ΜΙΑΣ ΕΥΤΥΧΙΣΜΕΝΗΣ ΓΥΝΑΙΚΑΣ

Τη στιγμή που ο στρατηγός ανέβαινε στην άμαξα για να πάει στη Νομαρχία, η κόμισσα έφθανε στην πόλη Αβόν, όπου είχε εγκατασταθεί, εδώ και δεκαοχτώ μήνες, το ζευγάρι Μισώ κι Ολυμπία. Όποιος θυμάται το περίπτερο, όπως είχε περιγραφεί παραπάνω, θα νόμιζε πως είχε ξαναχτισθεί. Πρώτα - πρώτα, τα φαγωμένα από τον καιρό τούβλα, όπως κι αυτά που λείπανε, και ο σουβάς που είχε ξεφτίσει στις γωνιές, είχαν αντικατασταθεί. Οι σχιστόλιθοι της πρόσοψης είχαν καθαριστεί και τα κάγκελα φάνταζαν ολόλευκα στο μπλε φόντο, ξαναδίνοντας στο σπίτι τον πρώτο του χαρούμενο τόνο. Ο κηπουρός είχε καθαρίσει τα ξερόχορτα κι είχε στρώσει με άμμο την αυλή. Οι κορνίζες στα παράθυρα, τα γείσα και γενικά όλες οι πελεκητές πέτρες είχαν διορθωθεί και το εξωτερικό του χτιρίου ξαναβρήκε την παλιά του λάμψη. Το κοτέτσι, ο σταύλος και το βουστάσιο είχαν μεταφερθεί εκεί που ήταν πριν το φασιανοτροφείο και είχαν κρυφθεί μ' έναν τοίχο. Έτσι, αντί ν' ασκημαίνουν τον τόπο, ένωναν με το αδιάκοπο θρόισμα του δάσους τα φτερουγίσματα, τα γουργουρητά και τα μουρμουρητά τους, εξαίσιο ακομπανιαμέντο στο ατέλειωτο τραγούδι της φύσης. Αυτός ο τόπος λοιπόν είχε μαζί την άγρια χάρη των δασών που δεν τα πολυδιαβαίνουν άνθρωποι και την επιτηδευμένη κομψότητα εγγλέζικου πάρκου. Το τοπίο γύρω από το περίπτερο εναρμονιζότανε με το εξωτερικό του και είχε κάτι αδιόρατο, ευγενικό, αξιαγάπητο και σοβαρό που τραβούσε ακαταμάχητα το βλέμμα. Στο εσωτερικό πάλι, οι φροντίδες μιας ευτυχισμένης νεαρής γυναίκας είχαν δώσει μια φυσιογνωμία εντελώς διαφορετική από κείνη που είχε δώσει η χυδαία ακαταστασία του Κουρτκυίς.

Εκείνη τη στιγμή, το καλοκαίρι ανάδειχνε όλες αυτές τις φυσικές ομορφιές. Τα αρώματα των λουλουδιών του κήπου ενώνονταν με την άγρια ευωδιά του δάσους. Από τα φρεσκοθερισμένα χωράφια ξεχυνότανε η μυρωδιά του κομμένου σταχιού.

Όταν η κόμισσα και οι δυο συνοδοί της έφτασαν στο τέρμα μιας αλέας που κατάληγε στο περίπτερο, αντίκρισαν την κυρία Μισώ έξω από την πόρτα της σκυμμένη στο εργόχειρό της. Έτσι όπως καθότανε αυτή η γυναίκα και μ' αυτή την ασχολία πρόσθετε στο τοπίο τον ανθρώπινο παράγοντα που του έδινε την πληρότητα και που είναι τόσο συγκινητικός στην πραγματικότητα ώστε ορισμένοι ζωγράφοι κάνουνε το λάθος να τον μεταφέρουν στους πίνακές του. Αυτοί οι καλλιτέχνες ξεχνάνε ότι το «πνεύμα» ενός τόπου, όταν το αποδίδουν όπως είναι, έχει τόση μεγαλοπρέπεια που εξαφανίζει τον άνθρωπο, ενώ στη φύση πάντα σε μια παρόμοια σκηνή το πρόσωπο διατηρεί την οντότητά του, μέσα στο πλαίσιο που το βλέπει ο παρατηρητής. Όταν ο Πουσέν, αυτός ο Ραφαήλ της Γαλλίας έκανε στους «Βοσκούς της Αρκαδίας», το τοπίο βοηθητικό στοιχείο, είχε μαντέψει σωστά ότι στα έργα που η φύση είναι πρωταγωνιστής ο άνθρωπος γίνεται μικρός και άθλιος.

Εκεί, ήταν ο Αύγουστος σ' όλη του τη δόξα, ο μήνας του θερισμού, ένας πίνακας γεμάτος απλές αλλά δυνατές συγκινήσεις. Εκεί, έβρισκε την πραγμάτωση το όνειρο πολλών ανθρώπων που η άστατη ζωή τους κι οι απότομες μεταπτώσεις της από το καλό στο κακό τους κάνουν να επιθυμούνε την ανάπαυση.

Ας πούμε τώρα δυο λόγια για το ρομάντζο αυτού του ζευγαριού. Όταν ο Μονκορνέ του πρότεινε να γίνει φύλακας στην Αιγκ, ο Μισώ, δε φάνηκε πολύ ενθουσιασμένος· λογάριαζε τότε να ξαναγυρίσει στο στρατό. Οι διαπραγματεύσεις όμως κι οι συζητήσεις τον είχαν οδηγήσει στο μέγαρο Μονκορνέ κι εκεί είχε δει την καμαριέρα της κυρίας. Αυτό το νεαρό κορίτσι, που το είχαν εμπιστευθεί στην κόμισσα έντιμοι χτηματίες από τα περίχωρα της Αλανσόν, αν έπαιρνε όλες τις κληρονομιές που υπολόγιζε θα είχε μια περιούσια 20 με 30 χιλιάδες φράγκα. Όπως πολλοί γεωργοί που παντρεύτηκαν νέοι και ζουν ακόμα οι γονείς τους, ο πατέρας και η μητέρα της, μην έχοντας τα οικονομικά μέσα να μορφώσουν την κόρη τους την έβαλαν στο σπίτι της κόμισσας. Η κυρία ντε Μονκορνέ έμαθε στην δεσποινίδα Ολυμπία Σαρέλ μοδιστρική, διέταξε να τρώει χωριστά από τους υπηρέτες κι

Digitized by 10uk1s, May 2010

ανταμείφθηκε γι' αυτές τις φροντίδες με μια απόλυτη αφοσίωση, τόσο απαραίτητη στις Παριζιάνες.

Η Ολυμπία Σαρέλ ήταν μια νεαρή Νορμανδή, παχουλή, με παρθενικό ύφος παρά το καμαρωτό ανάστημα Σπανιόλας. Το πρόσωπό της φωτιζόταν από δυο έξυπνα μάτια και αποχτούσε χαρακτήρα απ' τη φίνα γυριστή της μύτη. Είχε ξανθά μαλλιά με χρυσές ανταύγειες και ευγενικούς τρόπους όπως όλα τα νεαρά κορίτσια που έχουν κάποια οικειότητα με τις κυρίες τους —όση τους επιτρέπουν— και καταγωγή λίγο πιο πάνω από τη λαϊκή. Ντυνότανε σεμνά και προσεγμένα κι ήξερε να εκφράζεται καλά. Ήταν φυσικό λοιπόν να την ερωτευθεί ο Μισώ, ιδίως όταν έμαθε ότι η περιουσία της ωραίας του θα ήταν αρκετά σημαντική μια μέρα. Οι δυσκολίες ήρθανε από την κόμισσα που δεν ήθελε να χωριστεί ένα τόσο σπάνιο κορίτσι. Όταν όμως ο Μονκορνέ της εξήγησε τη θέση του στην Αιγκ, ο γάμος καθυστέρησε μονάχα μέχρι να 'ρθει η συγκατάθεση από τους γονείς της που την έδωσαν πρόθυμα.

Ο Μισώ, όπως κι ο στρατηγός του, θεωρούσε τη γυναίκα του σαν ένα ανώτερο πλάσμα που της χρωστούσε στρατιωτική υπακοή, χωρίς ιδιοτέλεια. Σ' αυτή τη γαλήνη και τις αγροτικές ασχολίες βρήκε τα στοιχεία της ευτυχίας που ονειρεύονται οι στρατιώτες όταν φεύγουν από το επάγγελμα: αρκετή εργασία κι αρκετή σωματική κούραση για να μπορεί να εκτιμά τις χαρές της ανάπαυσης. Παρά το γνωστό σ' όλους θάρρος του ο Μισώ δεν είχε ποτέ πληγωθεί σοβαρά. Δεν είχε νοιώσει τους πόνους που κάνουνε τους βετεράνους δύσθυμους. Όπως όλοι οι πραγματικά δυνατοί άνθρωποι, δεν είχε μεταπτώσεις στα κέφια του. Η γυναίκα του τον αγάπησε με πάθος. Από τότε που ήρθε στο περίπτερο, αυτό το ευτυχισμένο ζευγάρι γευότανε τις ηδονές της ερωτικής του Σελήνης, σ' αρμονία με τη φύση και την τέχνη, που τα δημιουργήματά της τους περιβάλλανε, σύμπτωση από τις πιο σπάνιες! Τα πράγματα τριγύρω μας δε συμφωνούνε πάντα με την ψυχική μας διάθεση.

Εκείνη η στιγμή ήταν τόσο ωραία που η κόμισσα σταμάτησε το Μπλοντέ και τον αββά Μπροσέτ. Μπορούσανε να δούνε από κει που στέκονταν την όμορφη κυρία Μισώ χωρίς να τους πάρει είδηση.

—Όταν κάνω περίπατο έρχομαι πάντα απ' αυτή τη μεριά του κήπου, είπε χαμηλόφωνα. Μ' αρέσει να κοιτάζω το περίπτερο και τα δυο του ερωτικά τρυγονάκια, όπως θαυμάζει κανείς ένα ωραίο τοπίο.

Και έγειρε με σημασία στο μπράτσο του Εμίλ Μπλοντέ για να τον κάνει να συμμερισθεί τα αισθήματα της υπέρτατης λεπτότητας, που είναι αδύνατο να εκφρασθούν αλλά θα τα μαντέψουν όλες οι γυναίκες.

—Θα 'θελα να 'μαι θυρωρός στην Αιγκ, απάντησε χαμογελώντας ο Μπλοντέ. Μα τι έχετε; είπε βλέποντας πως απ' τα λόγια του είχε απλωθεί η μελαγχολία στα χαρακτηριστικά της κόμισσας.

—Τίποτα.

—Πάντα οι γυναίκες όταν σκέπτονται τίποτα σπουδαίο λένε υποκριτικά: «Δεν έχω τίποτα».

—Μα μπορεί να μας απασχολούνε ιδέες που σας φαίνονται επιπόλαιες και που για μας είναι τρομαχτικές. Κι εγώ ζηλεύω την τύχη της Ολυμπίας.

—Ο Θεός να σας ακούσει! είπε ο αββάς Μπροσέτ χαμογελώντας για να αφαιρέσει τη σοβαρότητα απ' αυτή την κουβέντα.

Η κυρία ντε Μονκορνέ ανησύχησε βλέποντας στην στάση και στο πρόσωπο της Ολυμπίας μια έκφραση φόβου και θλίψης. Από τον τρόπο που μια γυναίκα κεντά, μια άλλη γυναίκα καταλαβαίνει τις σκέψεις της. Πραγματικά, αν κι η γυναίκα του αρχιφύλακα φορούσε ένα όμορφο ροζ φόρεμα κι είχε προσεχτικά χτενίσει τα μαλλιά της στο ακάλυπτο κεφάλι της, οι σκέψεις της δεν ταίριαζαν στην κομψή της εμφάνιση, στην ωραία μέρα και στο εργόχειρό της. Στο ωραίο της μέτωπο, στο βλέμμα της

Digitized by 10uk1s, May 2010

που περιπλανιόταν πότε πότε μηχανικά στην άμμο και τις φυλλωσιές χωρίς να βλέπει, φαινότανε η έκφραση της βαθειάς της ανησυχίας ανεπιτήδευτη μια και δεν ήξερε πως την παρατηρούσαν.

—Κι εγώ τη ζήλευα!... Τι να την έχει τόσο λυπήσει;... ρώτησε η κόμισσα τον αββά.

—Κυρία, ψιθύρισε ο αββάς Μπροσέτ, και ποιος μπορεί να εξηγήσει γιατί και στο αποκορύφωμα της τέλειας ευτυχίας ο άνθρωπος έχει προαισθήματα αόριστα αλλά απαίσια;...

—Πάτερ, απάντησε χαμογελώντας ο Μπλοντέ, σας αξίζει μια δεσποτική απάντηση!... «Τίποτα δεν είναι κλεμμένο, όλα πληρώνονται!» είπε ο Ναπολέοντας.

—Ένα τέτοιο αξίωμα ειπωμένο απ' αυτό το αυτοκρατορικό στόμα παίρνει προεκτάσεις που αφορούνε όλη την κοινωνία, παρατήρησε ο αββάς.

—Τι σου συμβαίνει, Ολυμπία παιδί μου; είπε η κόμισσα πλησιάζοντας την παλιά της καμαριέρα. Φαίνεσαι σκεπτική και λυπημένη. Είχατε κανένα καβγαδάκι;

Η κυρία Μισώ σηκώθηκε αλλάζοντας έκφραση.

—Παιδί μου, είπε ο Εμίλ πατρικά, θα 'θελα πολύ να μάθω τι μπορεί να συννεφιάσει το μέτωπό μας, όταν μένομε σ' αυτό το περίπτερο, σχεδόν τόσο καλά εγκαταστημένοι όσο κι ο κόμης ντ' Αρτουά στον Κεραμεικό. Έχετε μια ωραία φωλίτσα στα ρουμάνια σαν αηδόνι! Μήπως ο σύζυγός μας δεν είναι το πιο γενναίο αγόρι της Νέας Φρουράς, ένα παλικάρι ωραίο που μας αγαπά τρελά; Αν ήξερα πόσα πλεονεκτήματα σας παραχωρεί εδώ ο Μονκορνέ, θα 'παυα να μουντζουρώνω χαρτιά και θα γινόμουνα εγώ αρχιφύλακας.

—Δεν είναι θέση αυτή για έναν άνθρωπο με το δικό σας ταλέντο. Κύριε, απάντησε η Ολυμπία χαμογελώντας στον Μπλοντέ σαν να της ήταν παλιός γνώριμος.

—Τι έχεις λοιπόν, αγαπημένη μου μικρούλα; είπε η κόμισσα.

—Κυρία, φοβάμαι...

—Φοβάσαι! Ποιόν; ρώτησε έντονα η κόμισσα που αυτό το ρήμα της θύμισε το Μους και το Φουρσόν.

—Φοβάστε τους λύκους; είπε ο Εμίλ κάνοντας νόημα στην κυρία Μισώ που εκείνη δεν κατάλαβε τη σημασία του.

—Όχι, κύριε, τους χωριάτες. Εγώ που γεννήθηκα στο Περς, που και κει υπάρχουνε αρκετοί κακοί άνθρωποι, δεν πιστεύω να είναι τόσοι και τόσο κακοί όσο σ' αυτό τον τόπο. Δεν ανακατεύομαι στη δουλειά του Μισώ, αλλά τόσο δυσπιστεί στους χωριάτες που μέρα μεσημέρι να περνά το δάσος, κρατά το όπλο του. Λέει στους ανθρώπους του να 'χουν πάντα τα μάτια τους ανοιχτά. Πότε πότε περνάνε από δω κάτι μούτρα που δεν είναι για καλό μας. Προχθές, έκανα βόλτα στην Ασημένια πηγή, όπως τη λένε απ' τις πούλιες που έριξε λέει μέσα ο Μπουρέ. Ξέρετε, κυρία, την πηγή του ρυακιού που έρχεται από το δάσος και περνά στο χτήμα, 500 βήματα από δω. Στο μέρος που διασχίζει το ρυάκι την αλέα του Κους έπλεναν δυο γυναίκες που δεν μ' είχαν δει. Από κει φαίνεται το περίπτερό μας, το έδειξαν και είπε η μία. «Λεφτά που ξοδέψανε γι' αυτόν που πήρε τη θέση του κακομοίρη του Κουρτκυίς!». «Εμ βέβαια, πρέπει να τον καλοπληρώνουνε, αφού είναι δουλειά του να βασανίζει τη φτωχολογιά», απάντησε η άλλη. «Δε θα τη βασανίζει για πολύ, είπε η πρώτη, αυτά όλα πρέπει να τελειώνουνε. Στο κάτω κάτω έχομε δικαίωμα να παίρνουμε ξύλα. Η μακαρίτισσα η κυρία της Αιγκ μας άφηνε και μαζεύαμε. Από τότε περάσανε 30 χρόνια, έγινε νόμος πια». «Να δούμε πώς θα πάνε τα

Digitized by 10uk1s, May 2010

πράματα του χρόνου το χειμώνα» ξανάπε η δεύτερη. Ο δικός μου ορκίζεται σε θεούς και δαίμονες πως όλη η χωροφυλακή της γης να 'ρθει δεν θα μας εμποδίσει να πάμε στο δάσος, κι ο ίδιος λέει θα πάει, κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει!... Θε μου! Δεν πρέπει κι εμείς να ζεστάνομε το κοκαλάκι μας, να ψήσομε το ψωμί μας; «ρώτησε η πρώτη· «τι τους λείπει αυτωνών; Όλα τα 'χουνε!... Η γυναικούλα αυτού του ζήτουλα του Μισώ θα καλοπεράσει, θα δεις!...» Είπανε τρομερά πράγματα για μένα, για σας, για τον κύριο κόμη... Στο τέλος είπαν πως θα κάψουν πρώτα τα χωράφια τριγύρω κι ύστερα τον πύργο...

—Μπα! είπε ο Εμίλ. Λόγια πλύστρας! Έκλεβαν το στρατηγό και τώρα δεν μπορούνε να τον κλέψουν πια, γι' αυτό εξαγριώθηκαν, αυτό είναι όλο. Μη ξεχνάτε πως η κυβέρνηση είναι η πιο ισχυρή παντού, ακόμα και στη Βουργουνδία. Σε περίπτωση που αγριέψουν τα πράγματα, αν χρειαστεί, μπορεί να έρθει και ολόκληρο σύνταγμα ιππικού.

Ο εφημέριος πίσω από την πλάτη της κόμισσας έκανε νοήματα στην κυρία Μισώ να κρατήσει μυστικούς τους φόβους της, που σίγουρα ήταν το αποτέλεσμα της δεύτερης όρασης που δίνει το πραγματικό πάθος. Η ψυχή που αφοσιώνεται αποκλειστικά σε μια άλλη στο τέλος αγκαλιάζει όλο τον ηθικό κόσμο που την περιβάλλει και μπορεί να προβλέπει τα μελλούμενα. Η γυναίκα, στον έρωτά της νοιώθει όλα τα προαισθήματα που αργότερα είναι ο φάρος της μητρότητας. Απ' αυτό προέρχεται εκείνη η μελαγχολία και η θλίψη της, ανεξήγητες για τον άνδρα που τον απορροφά η καθημερινή δραστηριότητα κι η βιοπάλη. Κάθε αληθινός έρωτας, γίνεται στην γυναίκα μια έντονη ενόραση λιγότερο ή περισσότερο καθαρή, λιγότερο ή περισσότερο βαθειά, ανάλογα με το χαραχτήρα της.

—Έλα, παιδί μου, δείξε στον κύριο Εμίλ το περίπτερό σου, είπε η κόμισσα που έγινε ξαφνικά τόσο σκεφτική ώστε ξέχασε τελείως την Πεσινά, που ήταν ο λόγος της επίσκεψής της.

Το εσωτερικό του περιπτέρου ήταν αντάξιο του λαμπρού εξωτερικού του. Ο αρχιτέκτονας που είχε έρθει από το Παρίσι μαζί με τους εργάτες —έγκλημα που ξεσήκωσε τη γενική κατακραυγή της La-Ville-aux-Fayes κατά του Μπουρζουά της Αιγκ— είχε αποκαταστήσει στο ισόγειο την πρώτη του διαρρύθμιση και το είχε χωρίσει σε 4 δωμάτια. Στο βάθος του προθάλαμου ήταν μια γυριστή ξύλινη παλιά σκάλα με κουπαστή και πίσω της η κουζίνα. Δεξιά και αριστερά του προθαλάμου μια τραπεζαρία και το σαλόνι με επένδυση από βελανιδιά, που είχε μαυρίσει, και οροφή στολισμένη με οικόσημα. Αυτός ο καλλιτέχνης, ο ίδιος που είχε αναστηλώσει την Αιγκ, φρόντισε να ταιριάσει την επίπλωση του σαλονιού με τα παλιά ντεκόρ.

Εκείνη την εποχή, δεν είχαν τη σημερινή αξία τα λείψανα των περασμένων αιώνων. Οι σκαλιστές πολυθρόνες από καρυδιά, οι καρέκλες με την ψηλή ράχη και την ταπετσαρία, οι κονσόλες, τα ρολόγια, τα χαλιά, τα πολύφωτα που ήταν στοιβαγμένα στα παλιατζίδικα της Ωξέρ και της La-Ville-aux-Fayes, ήταν 50% φτηνότερα από τα ψευτοέπιπλα της συνοικίας Σαιν - Αντουάν. Ο αρχιτέκτονας λοιπόν είχε αγοράσει δυο τρία αμάξια τέτοια παλιά έπιπλα, καλά διαλεγμένα και μαζί μ' αυτά που δεν χρησιμοποιούσαν πια στον πύργο, έφτιαξε στο σαλονάκι της πύλης Αβόν ένα είδος καλλιτεχνικής δημιουργίας. Όσο για την τραπεζαρία την έβαψε στο χρώμα του ξύλου και της κόλλησε χαρτιά απ' αυτά που λέγονται σκωτσέζικα. Η κυρία Μισώ κρέμασε στα παράθυρα λευκές χασεδένιες κουρτίνες με πράσινη μπορντούρα και έβαλε μαονένιες καρέκλες ντυμένες με πράσινη τσόχα, δυο τεράστιους μπουφέδες και ένα μαονένιο τραπέζι. Το δωμάτιο, στολισμένο με στρατιωτικές γκραβούρες, θερμαινόταν με μια φαρφουρένια σόμπα που σε κάθε μεριά της έβλεπες κυνηγετικά τουφέκια. Αυτές τις πολυτέλειες, που είχαν στοιχίσει τόσο φτηνά, όλη η κοιλάδα τις θεωρούσε σαν την τελευταία λέξη της ασιατικής χλιδής. Και, πράγμα παράξενο, η πλεονεξία του Γκωμπερτέν τις ζήλεψε, κι αν κι είχε σκοπό να χωρίσει σε κλήρους την Αιγκ, από τότε in petto, θεωρούσε δικό του αυτό το εξαίσιο περίπτερο.

Στον πρώτο όροφο, ήταν τα διαμερίσματα του ζευγαριού. Στα παράθυρα, οι κουρτίνες από μουσελίνα

Digitized by 10uk1s, May 2010

θύμιζαν στους Παριζιάνους τις συνήθειες και τις ιδιαίτερες φαντασιοπληξίες του αστικού τρόπου ζωής. Εκεί, η κυρία Μισώ, ακολουθώντας το δικό της γούστο προτίμησε γυαλιστερά χαρτιά. Το δωμάτιό της ήταν επιπλωμένο, με κείνο το ακαλαίσθητο, από μαόνι και βελούδο της Ουτρέχτης, κρεβάτι σε σχήμα βάρκας με κολόνες και κουρτίνες από κεντημένη μουσελίνα. Στο τζάκι, ανάμεσα σε δυο λαμπάδες σκεπασμένες με τούλια που συνοδεύονταν από δυο βάζα με ψεύτικα λουλούδια στα γυάλινα κλουβιά τους, το γαμήλιο δώρο του λοχία του ιππικού, ήταν ένα εκκρεμές από αλάβαστρο. Και στη σοφίτα, τα δωμάτια της μαγείρισσας, του υπηρέτη και της Πεσινά είχαν κι αυτά βελτιωθεί με τη γενική επισκευή του σπιτιού.

—Ολυμπία, μικρή μου, κάτι μου κρύβεις, είπε η κόμισσα μπαίνοντας στο δωμάτιο της κυρίας Μισώ κι αφήνοντας στο σκαλοπάτι τον Εμίλ και τον εφημέριο που κατέβηκαν κάτω μόλις άκουσαν την πόρτα να κλείνει.

Η κυρία Μισώ που της είχε απαγορεύσει ο αββάς να μιλήσει για τους πολύ πιο ζωηρούς απ' ό,τι έδειχνε φόβους της, εξομολογήθηκε στην κόμισσα ένα μυστικό, ξαναθυμίζοντάς της το σκοπό της επίσκεψής της.

—Κυρία, ξέρετε πάσο αγαπώ το Μισώ, τι λέτε, θα 'σαστε ευχαριστημένη εσείς να βλέπατε δίπλα σας, στο σπίτι σας μέσα, μια αντίζηλο;...

—Μια αντίζηλο;...

—Μάλιστα, κυρία. Αυτό το μαυροτσούκαλο που μου δώσατε, αγαπά το Μισώ, χωρίς να το ξέρει το καημένο παιδί!... Η συμπεριφορά αυτής της μικρής ήταν μυστήριο για μένα, που λύθηκε πριν λίγες μέρες...

—Στα δεκατρία της χρόνια!...

—Μάλιστα, κυρία... και θα παραδεχθείτε πως μια γυναίκα σαν εμένα, έγκυος τριών μηνών, που θα θηλάσει η ίδια το μωρό της, έχει δίκιο να φοβάται. Αλλά για να μη σας το πω μπροστά στους κυρίους, σας μίλησα για ανοησίες χωρίς σημασία, πρόσθεσε μ' επιδεξιότητα η καλόκαρδη γυναίκα του αρχιφύλακα.

Η κυρία Μισώ δεν υποψιαζόταν καθόλου τη Ζενεβιέβ Νιζερόν: εδώ και λίγες μέρες είχε θανάσιμους φόβους που οι χωριάτες, αφού τους είχαν εμπνεύσει οι ίδιοι, από κακία διασκέδαζαν να τους μεγαλώνουν.

—Και πώς το κατάλαβες;...

—Από τίποτα και απ' όλα! απάντησε η Ολυμπία κοιτάζοντας την κόμισσα. Αν της ζητήσω τίποτα πηγαίνει σα χελώνα, ενώ στο Ζυστέν είναι γρήγορη σα σαύρα. Τρέμει σα φύλλο στο άκουσμα της φωνής του, κι όταν την κοιτάζει το πρόσωπό της έχει την έκφραση αγίας που ανεβαίνει στα ουράνια. Αλλά δεν έχει συνείδηση του έρωτά της δεν ξέρει ότι αγαπά.

—Καημένο παιδί! χαμογέλασε η κόμισσα με αφέλεια.

Η κυρία Μισώ απάντησε με χαμόγελο στο χαμόγελο της παλιάς της κυρίας και συνέχισε:

—Όταν λείπει ο Ζυστέν, η Ζενεβιέβ είναι θλιμμένη... Αν τη ρωτήσω τι σκέφτεται μου απαντά ότι φοβάται το Ριγκού κι άλλες ανοησίες. Νομίζει πως όλοι την επιθυμούνε, κι αυτή η καημένη είναι μαύρη σαν την καμινάδα. Όταν γυρίζει στα δάση την νύχτα ο Ζυστέν, ανησυχεί όσο και εγώ. Όταν

Digitized by 10uk1s, May 2010

ακούω το άλογο του συζύγου μου κι ανοίγω το παράθυρο, βλέπω και της Πεσινά, όπως τη λένε, το παράθυρο φωτισμένο, σημάδι πως κι αυτή αγρυπνά και περιμένει. Τέλος, δεν κοιμάται μέχρι να γυρίσει,

όπως κι εγώ.

—Δεκατριών χρονών! είπε η κόμισσα. Την δυστυχισμένη!...

—Δυστυχισμένη;... όχι, έκανε η Ολυμπία. Αυτό το παιδικό πάθος θα τη σώσει.

—Από τι; ρώτησε η κυρία ντε Μονκορνέ.

—Από την τύχη που περιμένει όλα τα κορίτσια της ηλικίας της. Από τότε που την έκανα άνθρωπο και την έβγαλα από τη βρώμα, η ασχήμια της λιγόστεψε, έχει κάτι παράξενο πάνω της, κάτι άγριο που τραβά τους άνδρες... Είναι τόσο αλλαγμένη που δεν θα την αναγνωρίσει η κυρία. Ο γιος αυτού του απαίσιου ταβερνιάρη του Γκραντ Ι Βερ, ο Νικολά, το πιο αχρείο υποκείμενο της κοινότητας, έχει στο μάτι τη μικρή, την κυνηγά σα λαγωνικό. Δεν είναι βέβαια δυνατόν ένας άνθρωπος πλούσιος σαν τον κύριο Ριγκού, που αλλάζει υπηρέτρια κάθε τρία χρόνια, να κυνηγά από τα 13 χρόνια του αυτό το σκιάχτρο. Ο Νικολά Τονσάρ όμως είναι βέβαιο πως παίρνει από πίσω την Πεσινά, μου το είπε ο Ζυστέν. Θα 'ταν τρομερό· σ' αυτό τον τόπο οι άνθρωποι ζούνε σαν τα ζώα. Αλλά μείνετε ήσυχη, κυρία, ο Ζυστέν, οι δυο υπηρέτες κι εγώ δεν αφήνομε από τα μάτια μας το κορίτσι. Δεν βγαίνει ποτέ έξω, παρά μόνο τη μέρα και πάλι για να πάει από δω μέχρι την πύλη του Κους. Αν κατά τύχη πέσει σε καμιά ενέδρα το αίσθημά της για το Ζυστέν θα της δώσει τη δύναμη και την εξυπνάδα ν' αντισταθεί όπως μπορούν ν' αντιστέκονται σ' ένα μισητό άνδρα οι γυναίκες που έχουν μια κρυφή αισθηματική προτίμηση.

—Γι' αυτή ήρθα εδώ, είπε η κόμισσα. Δεν ήξερα όμως πόσο χρήσιμος θα σου ήταν ο ερχομός μου, γιατί, μικρή μου, αυτό το κορίτσι θα ομορφαίνει με τον καιρό!...

—Ω κυρία! χαμογέλασε η Ολυμπία, είμαι σίγουρη για το Ζυστέν. Τι παλικάρι! Τι καρδιά! Αν ξέρατε πόσο βαθειά ευγνωμονεί το στρατηγό! Λέει πως σ' αυτόν χρωστά την ευτυχία του. Του έχει μεγάλη αφοσίωση είναι ικανός να διακινδυνεύσει τη ζωή του σαν να 'ταν στον πόλεμο και ξεχνά ότι τώρα θα γίνει πατέρας της οικογένειας.

—Έλα! Σε λυπόμουνα, είπε η κόμισσα ρίχνοντας στην Ολυμπία ένα βλέμμα που την έκανε να κοκκινίσει· αλλά τώρα δε σε λυπάμαι, σε βλέπω ευτυχισμένη. Τι ευγενικό κι εξαίσιο πράγμα ο έρωτας στο γάμο! πρόσθεσε λέγοντας μεγαλόφωνα μια σκέψη της που δεν τόλμησε να εκφράσει προηγουμένως μπροστά στον αββά Μπροσέτ.

Η Βιργινία ντε Τρεβίλ βυθίστηκε σε ονειροπολήσεις και η κυρία Μισώ σεβάστηκε τη σιωπή της.

—Λοιπόν, αυτή η μικρή είναι τίμια; ρώτησε η κόμισσα ξυπνώντας σαν από όνειρο.

—Όσο κι εγώ, κυρία, απάντησε η κυρία Μισώ.

—Εχέμυθη;...

—Τάφος.

—Σου έχει ευγνωμοσύνη;...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Α, κυρία, έχει ξεσπάσματα ταπεινοφροσύνης για μένα που μαρτυρούν αγγελική φύση. Μου φιλά τα χέρια, μου λέει λόγια που μ' αναστατώνουν. «Μπορεί να πεθάνει κανείς από αγάπη;» με ρώτησε προχθές. «Γιατί μου κάνεις αυτή την ερώτηση;» της είπα». «Θέλω να μάθω αν είναι αρρώστια!...»

—Είπε τέτοιο πράγμα;... φώναξε η κόμισσα.

—Αν θυμόμουνα όλες τις κουβέντες της, θα σας έλεγα κι άλλα, απάντησε η Ολυμπία, μοιάζει να ξέρει πιο πολλά από μένα...

—Πιστεύεις, παιδί μου, να μπορεί να σ' αντικαταστήσει δίπλα μου; Γιατί δεν μπορώ να ζω χωρίς Ολυμπία, είπε η κόμισσα χαμογελώντας θλιμμένα.

—Όχι, ακόμα κυρία, είναι πολύ νέα. Αλλά μέσα σε δυο χρόνια, ναι... Έπειτα, αν χρειαζόταν να φύγει από δω, θα σας ειδοποιούσα. Δεν ξέρει τίποτα από τη ζωή, η διαπαιδαγώγησή της δεν έχει ακόμα αρχίσει. Ο παππούς της Ζενεβιέβ, ο μπάρμπα Νιζερόν είναι απ' τους ανθρώπους που θα προτιμούσαν να τους κόψουν το λαρύγγι παρά να πει ψέματα, είναι ικανός να πεθάνει από την πείνα δίπλα σε μια αποθήκη. Είναι, βλέπετε, τέτοιες οι ιδέες του και η εγγονή του ανατράφηκε σύμφωνα μ' αυτές... Η Πεσινά θα πιστεύει πως είναι ίση μας, γιατί ο παππούλης της την έκανε, όπως λέει, δημοκράτισσα, όπως ο Φουρσόν έκανε το Μους αλήτη. Εγώ γελώ μ' αυτές τις παραξενιές αλλά εσείς μπορεί να θυμώνατε. Σας σέβεται σαν ευεργέτριά της, κι όχι σαν ανώτερη. Τι τα θέτε, είναι άγρια σα χελιδόνι... Σίγουρα γι' αυτό φταίει και το αίμα της μητέρας της...

—Γιατί; Ποια ήταν η μητέρα της;

—Δεν την ξέρετε λοιπόν αυτή την ιστορία; είπε η Ολυμπία. Ε, λοιπόν το γιο του γέρο - εκκλησάρη του Μπλανζύ, ένα παλικάρι από τα λίγα, όπως μου λένε τουλάχιστον οι άνθρωποι του τόπου, τον πήρε η Μεγάλη Επιστράτευση. Μέχρι το 1809, αυτός ο Νιζερόν ήταν απλός πυροβολητής σ' ένα σώμα στρατού που είχε διαταγή να τρέξει από τα βάθη της Ιλλυρίας και της Δαλματίας ν' ανακόψει την αυστριακή στρατιά από την Ουγγαρία στην περίπτωση που ο Αυτοκράτορας θα νικούσε στην μάχη του Βάγκραμ. Ο Μισώ μου τα διηγήθηκε αυτά, ήταν στη Δαλματία. Ο Νιζερόν, ωραίο αγόρι όπως ήταν, κατάχτησε στη Ζάρα την καρδιά μιας Μαυροβουνιώτισσας χωριατοπούλας που δεν είχε αντίρρηση για την γαλλική φρουρά. Η Ζένα Κροπόλι, η Φράγκισσα όπως την έλεγαν υβριστικά, ακολούθησε το σύνταγμα πυροβολικού και ήρθε στη Γαλλία μετά την ειρήνη. Ο Αύγουστος Νιζερόν ζήτησε την άδεια να παντρευτεί τη Μαυροβουνιώτισσα, έγκυο τότε στη Ζενεβιέβ. Αλλά η καημένη πέθανε στην γέννα της, το 1810 στη Βενσέν. Τα απαραίτητα χαρτιά για το γάμο φτάσανε λίγες μέρες αργότερα. Ο Αύγουστος Νιζερόν έγραψε τότε στον πατέρα του να έρθει να πάρει το παιδί μαζί με ντόπια παραμάνα και να τ' αναλάβει. Λες και το 'ξερε πως θα σκοτωθεί από μια έκρηξη οβίδας στο Μοντερώ. Η μικρή Δαλματή βαφτίστηκε Ζενεβιέβ στη Σουλάνζ και την πήρε στην προστασία της η δεσποινίδα Λαγκέρ που τη συγκίνησε η ιστορία της. Φαίνεται πως είναι γραφτό της μικρούλας να την υιοθετούνε οι άρχοντες της Αιγκ. Με τον καιρό, ο μπάρμπα - Νιζερόν πήρε από τον πύργο τα βαφτιστίκια και χρηματική βοήθεια.

—Μα που είναι; είπε η κόμισσα, μου κίνησες την περιέργεια και θέλω να τη δω.

—Πήγε γάλα στη δεσποινίδα Γκαιγιάρ, στην πύλη Κους. Όπου να 'ναι θα γυρίσει, γιατί είναι πάνω από ώρα που έφυγε...

—Καλά, θα πάω με τους κυρίους να την προϋπαντήσω, είπε η κυρία ντε Μονκορνέ κατεβαίνοντας.

Την ώρα που άνοιγε την ομπρέλα της, ήρθε ο Μισώ και της είπε ότι ο στρατηγός θα την άφηνε μάλλον μόνη για δυο μέρες.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Κύριε Μισώ, είπε έντονα η κόμισσα, μου κρύβετε την αλήθεια, κάτι σοβαρό συμβαίνει εδώ. Η γυναίκα σας φοβάται, κι αν υπάρχουν πολλοί σαν το μπάρμπα Φουρσόν αυτός ο τόπος δε μας σηκώνει.

—Αν ήταν έτσι κυρία, απάντησε ο Μισώ, δεν θα 'μαστε τώρα ζωντανοί, γιατί είναι εύκολο να μας ξεκάνουν εμάς τους υπόλοιπους. Οι χωριάτες γκρινιάζουν και τίποτα άλλο. Αλλά δεν τους βαστάει να περάσουνε από τα παράπονα στην πράξη, απ' τις μικροπαραβάσεις στο έγκλημα, αγαπούνε πολύ το τομάρι τους και τα χωράφια τους... Η Ολυμπία θα σας είπε τις κουβέντες τους που την τρομάξανε, αλλά εξ αιτίας της εγκυμοσύνης της μπορεί να την τρομάξει κι ένα όνειρο, πρόσθεσε και πίεσε το χέρι της γυναίκας του με τρόπο, για να μην ξαναμιλήσει.

—Κορνεβέν! Ζυλιέτ! φώναξε η κυρία Μισώ και αμέσως φάνηκε στο παράθυρο το κεφάλι της γριάς μαγείρισσάς της. Έχετε το νου σας στο περίπτερο, πάω παρακάτω.

Δυο τεράστιοι σκύλοι που άρχισαν να ουρλιάζουν απόδειξαν ότι η Πύλη Αβόν είχε άξιους φύλακες. Ακούγοντας τους σκύλους, ο Κορνεβέν, ένας γέρος, σύζυγος της παραμάνας της Ολυμπίας, από το Περς, ξεπρόβαλλε από το φράκτη κι έδειξε ένα από κείνα τα κεφάλια που μόνο στο Περς φτιάχνονται. Ο Κορνεβέν θα πρέπει να πολέμησε τη Γαλλική επανάσταση στα 1794 και 1799.

Όλος αυτός ο κόσμος συνόδευε την κόμισσα σ' εκείνη απ' τις έξι δεντροστοιχίες που οδηγούσε κατ' ευθείαν στην πύλη του Κους και την διάσχιζε το Ασημένιο Ρυάκι. Μπροστά πήγαινε η κυρία ντε Μονκορνέ με τον Μπλοντέ. Ο εφημέριος, ο Μισώ και η γυναίκα του συζητούσαν χαμηλόφωνα για την αποκάλυψη της κατάστασης του τόπου στην κυρία.

—Ίσως ήταν έργο της θείας πρόνοιας, έλεγε ο εφημέριος, γιατί αν θέλει η κυρία θα καταφέρομε με αγαθοεργίες και γλυκύτητα ν' αλλάξομε αυτούς τους ανθρώπους.

Εξακόσα βήματα περίπου από το περίπτερο, πάνω από το ρυάκι, η κόμισσα είδε στην αλέα ένα κόκκινο σταμνί σπασμένο και χυμένο γάλα.

—Τι έπαθε η μικρή;... είπε καλώντας το Μισώ και τη γυναίκα του που γύριζαν στο Περίπτερο.

—Το ατύχημα της Περέτ, της απάντησε ο Εμίλ Μπλοντέ.

—Όχι, κάποιος πρόλαβε το καημένο το παιδί και το κυνήγησε γιατί η στάμνα είναι πεσμένη στο πλάι, είπε ο αββάς παρατηρώντας χάμω.

—Ω! αυτό εδώ είναι σίγουρα το πόδι της Πεσινά, είπε ο Μισώ. Τα ίχνη από το βήματα που άλλαξαν απότομα δρόμο, μαρτυρούν κάποιο ξαφνικό τρόμο. Η μικρή όρμησε προς το περίπτερο, θέλοντας να γυρίσει εκεί.

Όλοι κοίταζαν με προσοχή τα ίχνη που έδειχνε με το δάχτυλό του ο αρχιφύλακας. Παρακολουθώντας τα, ο Μισώ έφθασε στη μέση της δεντροστοιχίας. Εκεί, 100 βήματα από το σπασμένο κανάτι σταματούσαν τα χνάρια από τα πόδια της Πεσινά.

—Από δω κατευθύνθηκε προς τον Αβόν, είπε. Φαίνεται πως της έφραξαν το δρόμο απ' τη μεριά του περιπτέρου.

—Μα είναι πάνω από μια ώρα από τότε που έφυγε, φώναξε η κυρία Μισώ.

Σ' όλα τα πρόσωπα ζωγραφίστηκε ο τρόμος. Ο εφημέριος έτρεξε στο περίπτερο εξετάζοντας

Digitized by 10uk1s, May 2010

προσεχτικά το δρόμο ενώ ο Μισώ, κάνοντας την ίδια σκέψη, ξανανέβηκε την δεντροστοιχία προς το Κους.

—Θε μου! Εδώ έπεσε, είπε ο Μισώ ξαναγυρνώντας, από το μέρος που σταματούσαν τα ίχνη προς τη μεριά του Ασημένιου Ρυακιού, στον τόπο που εξαφανίζονταν πάλι τα βήματα της Πεσινά, στη μέση της δεντροστοιχίας, και δείχνοντας χάμω:

—Κοιτάξτε! είπε.

Πραγματικά, όλοι είδαν πάνω στην άμμο της αλέας το αποτύπωμα ενός σώματος ξαπλωμένου.

—Τα ίχνη που πάνε προς το δάσος είναι από πόδια που φορούσαν σόλες πλεχτές... είπε ο εφημέριος.

—Είναι γυναικεία πόδια, είπε η κόμισσα.

—Και κει κάτω, κοντά στο σπασμένο κανάτι, τα χνάρια είναι από ανδρικά πόδια, πρόσθεσε ο Μισώ.

—Εγώ δε βλέπω ίχνη από διαφορετικά πόδια, είπε ο εφημέριος που ακολούθησε τα χνάρια των γυναικείων ποδιών μέχρι το δάσος.

—Σίγουρα θα την έχουν απαγάγει και θα την πήγαν στο δάσος, φώναξε ο Μισώ.

—Αν είναι γυναικεία πόδια, δεν καταλαβαίνω τίποτα, φώναξε ο Μπλοντέ.

—Θα 'ναι κανένα αστείο αυτού του χαμένου του Νικολά, είπε ο Μισώ, εδώ και λίγες μέρες παίρνει από πίσω την Πεσινά. Σήμερα το πρωί κάθισα 2 ώρες κάτω από το γεφύρι του Αβόν για να τσακώσω το μασκαρά που θα τον βοήθησε καμιά γυναίκα στην επιχείρησή του.

—Είναι φοβερό! είπε η κόμισσα.

—Νομίζουν πως κάνουν αστεία, πρόσθεσε ο εφημέριος με πίκρα και θλίψη.

—Ω! Η Πεσινά δεν θα τους αφήσει να την πιάσουν είπε ο αρχιφύλακας, είναι ικανή να περάσει κολυμπώντας τον Αβόν... Εγώ θα πάω να εξετάσω τις όχθες του ποταμού. Εσύ, Ολυμπία αγάπη μου, γύρνα στο περίπτερο, και σεις κύριοι με την κυρία πάρετε την δεντροστοιχία του Κους.

—Τι τόπος!... είπε η κόμισσα.

—Παντού υπάρχουν καθάρματα, παρατήρησε ο Μπλοντέ.

—Είναι αλήθεια, πάτερ, ρώτησε η κυρία ντε Μονκορνέ, ότι έσωσα τη μικρή από τα νύχια του Ριγκού;

—Αν παίρνατε όλα τα κορίτσια κάτω από 15 χρονών στον πύργο, θα τα γλυτώνατε απ' αυτό το τέρας, απάντησε ο αββάς Μπροσέτ. Από 12 χρονώ παιδί ήθελε να το ξεπλανέψει για να ικανοποιήσει τα ταπεινά του ένστικτα και για να εκδικηθεί. Όταν πήρα εκκλησάρη το μπάρμπα Νιζερόν, τον έκανα να καταλάβει τις προθέσεις του Ριγκού που του 'λεγε ότι θα επανορθώσει την αδικία του θείου του, του προκάτοχού μου στην ενορία. Είναι ένα απ' τα παράπονα του παλιού δημάρχου απέναντί μου, που μεγάλωσε το μίσος του... Ο μπάρμπα Νιζερόν δήλωσε στο Ριγκού ότι θα τον σκότωνε αν πάθαινε τίποτα η Ζενεβιέβ, και ότι θα τον θεωρούσε υπεύθυνο για κάθε προσβολή της τιμής του παιδιού. Δε θα με παραξένευε αν πίσω από το κυνήγι του Νικολά Τονσάρ κρύβεται καμιά καταχθόνια κομπίνα αυτού του ανθρώπου που νομίζει πως όλα του επιτρέπονται εδώ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Μα δεν φοβάται τη δικαιοσύνη;... είπε ο Μπλοντέ.

—Πρώτα - πρώτα είναι πεθερός του βασιλικού επιτρόπου, απάντησε ο εφημέριος μετά από μια παύση. Έπειτα δε μπορείτε να φανταστείτε πόσο στραβά μάτια κάνουν η αστυνομία και το Δικαστήριο όταν πρόκειται γι' αυτούς τους ανθρώπους. Φτάνει να μην κάψουν οι χωριάτες τα τσιφλίκια, να μην εγκληματήσουν, να μη δηλητηριάσουν κανένα, να πληρώνουν τους φόρους τους κι ας κάνουν ό,τι θέλουν μεταξύ τους. Κι όπως στερούνται θρησκευτικών αρχών συμβαίνουν τρομερά πράγματα. Από την άλλη μεριά του ποταμού, οι αδύναμοι γέροι τρέμουν μην καταπέσουν στο κρεβάτι γιατί ξέρουν πως θα τους αφήνουν νηστικούς. Γι' αυτό γυρνάνε στα χωράφια μέχρι να τους κρατάνε τα πόδια τους. Αν πέσουν στο κρεβάτι, είναι σίγουρο ότι θα πεθάνουν από την πείνα. Ο κύριος Σαρκύς, ο ειρηνοδίκης, λέει ότι αν δίκαζαν όλους τους εγκληματίες, το κράτος θα χρεοκοπούσε από τα δικαστικά έξοδα.

—Πολύ έξυπνος αυτός ο δικαστής, φώναξε ο Μπλοντέ.

—Α! ο Αιδεσιμότατος ήξερε καλά την κατάσταση αυτής της κοιλάδας και ιδίως αυτής της κοινότητας συνέχισε ο εφημέριος. Μόνο η θρησκεία μπορεί να διορθώσει αυτά τα κακά, ο νόμος μου φαίνεται ανίκανος έτσι που κατάντησε...

Φωνές από το δάσος διέκοψαν τον αββά. Η κόμισσα μαζί με τον παπά και τον Εμίλ τράβηξε τρέχοντας με θάρρος προς τα κει που ακούγονταν οι φωνές.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η ΟΑΡΙΣΤΥΣ1

Ο Μισώ που το καινούργιο του επάγγελμα τον είχε κάνει να μυρίζεται παντού τον κίνδυνο όπως, οι Άγριοι, είχε δώσει μια εξήγηση —βοηθούμενος κι από τη γνώση των παθών και των συμφερόντων της κοινότητας του Μπλανζύ— σ' ένα τρίτο ειδύλλιο, κατά τα ελληνικά πρότυπα που οι φτωχοί χωριάτες σαν τους Τονσάρ κι οι πλούσιοι σαραντάρηδες σαν το Ριγκού παίζουν, κατά την κλασσική έκφραση «ελεύθερα» στα βάθη της εξοχής.

. ΕΙΔΥΛΛΙΟ ΤΟΥ ΘΕΟΚΡΙΤΟΥ ΠΟΥ ΠΟΛΥ ΛΙΓΟ ΤΟ ΕΚΤΙΜΑ ΤΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ

Ο Νικολά, ο δευτερότοκος του Τονσάρ, στάθηκε πολύ άτυχος. Πριν από δυο χρόνια, χάρη στην επέμβαση του Σουντρύ, του Γκωμπερτέν και του Σαρκύς του πλούσιου, ο αδελφός του απαλλάχτηκε από τη στρατιωτική θητεία σαν ανίκανος, επειδή τάχα ήταν άρρωστοι οι μύες του δεξιού του χεριού· αλλά όπως από τότε ο Ζαν - Λουί κουμάνταρε τα πιο βαριά γεωργικά εργαλεία με ασυνήθιστη επιδεξιότητα, έγινε κάποιος θόρυβος γι' αυτό το ζήτημα στο καντόνι. Οι προστάτες της οικογένειας, Σουντρύ, Ριγκού και Γκωμπερτέν, συμβούλευσαν τον ταβερνιάρη να μην προσπαθήσει ν' απαλλάξει και το δυνατό και μεγαλόσωμο Νικολά από το στρατό. Παρ' όλα αυτά, ο δήμαρχος της La-Ville-aux-Fayes κι ο Ριγκού ήξεραν πόσο απαραίτητο τους ήταν να δέσουν με μικρορουσφέτια τους θαρραλέους και ικανούς για παλιανθρωπιές ανθρώπους, που με τόση τέχνη έστρεφαν κατά της Αιγκ. Γι' αυτό ο Ριγκού άφησε μερικές ελπίδες στον Τονσάρ και το γιο του. Αυτός ο αποσχηματισμένος, που η Κατερίνα εξαιρετικά αφοσιωμένη στον αδελφό της τον επισκεπτόταν κάπου - κάπου, τους συμβούλεψε να απευθυνθούν στην κόμισσα και το στρατηγό.

—Ίσως θα τους έρθει κουτί αυτή η ευκαιρία να σας εξυπηρετήσουν, για να σας καλοπιάσουν, κι αυτό θα 'ναι μια ήττα του εχθρού είπε στην Κατερίνα ο τρομερός πεθερός του Βασιλικού Επιτρόπου. Αν σας αρνηθεί ο Ταπετσιέρης, ε! τότε βλέπομε.

Ο Ριγκού υπολόγιζε ότι η άρνηση του στρατηγού θα μεγάλωνε κατά ένα τα αδικήματα του μεγαλοτσιφλικά κατά των χωρικών και στην περίπτωση που ο δόλιός του νους προμήθευε στον παλιό δήμαρχο ένα μέσο για να γλυτώσει το Νικολά, οι Τονσάρ θα δένονταν με μια ακόμα υποχρέωση στη συμμαχία.

Ο Νικολά θα περνούσε σε λίγες μέρες από το στρατιωτικό συμβούλιο που εξέταζε τις αιτήσεις απαλλαγών. Στην υποστήριξη του στρατηγού στήριζε λίγες ελπίδες, γιατί ήταν γνωστή η δυσαρέσκεια της Αιγκ με την οικογένεια Τονσάρ. Το πάθος του, ή αν θέλετε το πείσμα του, το καπρίτσιο του για την Πεσινά, εντάθηκε τόσο με την ιδέα πως δεν του μένει πια καιρός να την κατακτήσει, που θέλησε να τη βιάσει. Η περιφρόνηση και η ενεργητική αντίσταση που έδειχνε στο διώκτη του το παιδί, άναψε στον Λοβελάς2

Η Ζενεβιέβ είχε ακούσει το μπάρμπα Νιζερόν να ορκίζεται ότι θα σκοτώσει όποιον θα τολμούσε ν' αγγίξει —αυτή ακριβώς τη λέξη χρησιμοποίησε— την εγγονή του. Αλλά ο γέρος πίστευε ότι το

της κοιλάδας ένα μίσος παράφορο όσο κι ο πόθος του. Εδώ και τρεις μέρες παραφύλαγε την Πεσινά και η Πεσινά το ήξερε. Ανάμεσα στο Νικολά και τη λεία του υπήρχε αυτό που δένει τον Κυνηγό με το θήραμά του. Μόλις έβγαινε λίγα μέτρα έξω από το φράχτη, το κορίτσι ξεχώριζε το κεφάλι του Νικολά σε μια από τις παράλληλες στον τοίχο του χτήματος αλέες ή στο γεφύρι του Αβόν. Θα μπορούσε να απαλλαγεί απ' αυτό το σιχαμερό κυνηγητό αν το έλεγε στον παππού της. Αλλά όλα τα κορίτσια, ακόμα και τα αθώα, από ένα παράξενο ίσως ενστικτώδη φόβο αποφεύγουν με τρόμο να εμπιστευθούν στους φυσικούς τους προστάτες τέτοιου είδους περιπέτειες.

1 Άσεμνο ερωτικό ποίημα, που αποδίδεται ψευδώς στον Θεόκριτο.

2 Ήρωας ρομάντζου που το όνομά του έχει γίνει συνώνυμο του διαφθορέα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

φωτοστέφανο 60 χρόνων τιμιότητας θα προφύλαγε το παιδί. Τα τρομερά δράματα που προκαλούν αυτές οι ιστορίες τρομάζουν αρκετά την ευέξαπτη φαντασία των νεαρών κοριτσιών, για να μην κάνουμε λόγο για τους χίλιους παράξενους λόγους που τους σφραγίζουν τα χείλη.

Όταν πήγαινε το γάλα στην κόρη του Γκαιγιάρ, του φύλακα της πύλης Κους, που είχε γεννήσει ένα μοσχαράκι η αγελάδα του, η Πεσινά δεν συνάντησε τίποτα στο δρόμο της. Βάδιζε ξένοιαστη σα γάτα που τριγυρίζει έξω από το σπίτι της. Δεν είχε δει κανένα σημάδι του Νικολά, άκουγε τη σιωπή, όπως λένε οι ποιητές, και σκέφτηκε πως τέτοια ώρα ο γελοίος που την κυνηγούσε θα ήτανε στη δουλειά. Οι χωριάτες είχαν αρχίσει να κόβουν τη σίκαλή τους, γιατί πρώτα θερίζουν τα δικά τους χωράφια για να μπορούν ύστερα να δουλέψουν και στο θερισμό των ξένων χωραφιών. Αλλά ο Νικολά δεν ήταν από κείνους που θα 'κλαιγαν δυο χαμένα μεροκάματα. Εξ άλλου μετά το πανηγύρι της Σουλάνζ, θα 'φευγε από τον τόπο, θα πήγαινε στρατιώτης, θ' άρχιζε για κείνον μια καινούρια ζωή.

Όταν η Πεσινά, με το κανάτι στο κεφάλι έφτασε στη μέση του δρόμου, ο Νικολά πήδησε σαν αγριόγατος από τη φτελιά που κρυβότανε κι έπεσε σαν κομήτης στα πόδια της. Το κορίτσι άφησε το κανάτι να του πέσει και το 'βαλε στα πόδια για να φτάσει στο περίπτερο. Αλλά εκατό βήματα πιο πέρα, παραμόνευε η Κατερίνα Τονσάρ. Ξεπρόβαλε με τόση φόρα από το δάσος που έπεσε πάνω στην Πεσινά και την έριξε χάμω. Το παιδί ζαλίστηκε από το χτύπημα. Το σήκωσε στα χέρια και το οδήγησε μέσα στο δάσος, σε ένα λιβάδι όπου ανάβρυζε η πηγή του Ασημένιου Ρυακιού.

Η δυνατή και μεγαλόσωμη Κατερίνα έμοιαζε με τα μοντέλα που παίρνουν οι γλύπτες κι οι ζωγράφοι για να αναπαραστήσουν την Ελευθερία και παλιά τη Δημοκρατία. Είχε το ίδιο πλούσιο στήθος, τις ίδιες νευρώδεις γάμπες, την ίδια ρωμαλέα και λυγερή μαζί κορμοστασιά, τα σαρκώδη μπράτσα, το περήφανο ύφος, στα μάτια της τρεμόπαιζε η ίδια φωτιά. Είχε τα πλούσια μαλλιά της πλεγμένα σε χοντρές πλεξούδες, το μέτωπό της ήταν αρρενωπό, το στόμα της κόκκινο, και τα χείλη της τ' ανασήκωνε ένα χαμόγελο άγριο, που τόσο καλά έχουν αποδώσει ο Ευγένιος Ντελακρουά κι ο Νταβίντ Ντ' Ανζέρ. Όλη η νεολαία της κοιλάδας του Αβόν ήταν ξετρελαμένη μαζί της. Εικόνα του Λαού, η φλογερή και βίαιη Κατερίνα άναβε φωτιές με τα ανοιχτοκίτρινα μάτια της, που ήταν διαπεραστικά και γεμάτα ξετσίπωτη αναίδεια. Είχε πάρει από τον πατέρα της το βίαιο χαρακτήρα και όλη η οικογένεια, εκτός από τον Τονσάρ την έτρεμε στην ταβέρνα.

—Ε, πιτσιρίκα, πως αισθάνεσαι; είπε η Κατερίνα στην Πεσινά.

Η Κατερίνα σκόπιμα είχε καθίσει το θύμα της σ' ένα χαμηλό ύψωμα, κοντά στην πηγή και τη συνέφερε με το κρύο νερό.

—Πού βρίσκομαι;... ρώτησε σηκώνοντας τα ωραία της μάτια που λες και τα διαπερνούσε μια ηλιαχτίδα.

—Α! αν έλειπα, απάντησε η Κατερίνα, θα ήσουνα νεκρή...

—Ευχαριστώ, είπε η μικρή ζαλισμένη ακόμα. Μα τι μου συνέβη λοιπόν;

—Σκόνταψες σε μια ρίζα και ξαπλώθηκες φαρδιά πλατειά χάμω. Πετάχτηκες σα σφαίρα... Μα τι τρεχαλητό ήταν αυτό!... Λες και σε κυνηγούσαν διάβολοι!

—Ο αδερφός σου φταίει για το πάθημά μου, είπε η μικρούλα που θυμήθηκε ότι είχε δει το Νικολά.

—Ο αδερφός μου; Δεν τον πήρε το μάτι μου είπε η Κατερίνα. Και τι σου 'κανε ο καημένος μου ο Νικολά και τον τρέμεις σαν μπαμπούλα; Μπας και δεν είναι χίλιες φορές πιο όμορφος απ' τον αφεντικό σου το Μισώ;

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ω! είπε με αλαζονεία η Πεσινά.

—Άντε από κει, μικρή μου, αυτούς που μας κυνηγάνε αγαπάς; Πας γυρεύοντας μπελάδες μου φαίνεται· και γιατί δεν είσαι με το μέρος μας;

—Γιατί δεν πατάτε ποτέ στην εκκλησία; και γιατί κλέβετε μέρα, νύχτα; ρώτησε το παιδί.

—Σε τυλίξανε λοιπόν οι μπουρζουάδες με τα παραμύθια τους; είπε ακατάδεχτα η Κατερίνα χωρίς να υποπτευθεί το κρυφό πάθος της Πεσινά. Μας αγαπάνε οι μπουρζουάδες, βέβαια, όπως αγαπάνε την καλή κουζίνα, κάθε μέρα θέλουνε κι άλλο φαΐ. Είδες ποτέ μπουρζουά να παντρευτεί χωριάτισσα σαν εμάς; Αφήνει ο Σαρκύς ο πλούσιος το γιο του να πάρει γυναίκα του την ωραία Γκατιέν Γκιμπουλάρ απ' το Ωξέρ; Κι όμως είναι κόρη ενός πλούσιου μυλωνά!... Ήρθες ποτέ σου στο Τίβολι, της Σουλάνζ, στην ταβέρνα του Σοκάρ; Θα 'βλεπες, εκεί, τους μπουρζουάδες σου! Θα καταλάβαινες τότε πως δεν αξίζουνε ούτε τα λεφτά που τους βουτάμε! Θα έρθεις στο πανηγύρι φέτος;

—Λένε πως είναι πολύ ωραίο το πανηγύρι της Σουλάνζ! είπε μ' αφέλεια η Πεσινά.

—Θα σου πω με δυο λόγια πώς είναι, είπε η Κατερίνα. Όταν είσαι ωραία σε λιμπίζονται όλοι. Σε τι άλλο ωφελεί να 'σαι όμορφη, όπως είσαι συ, παρά στο ότι σε θαυμάζουνε οι άντρες; Αχ, την πρώτη φορά που άκουσα να λένε για μένα «τι ωραίο κοριτσόπουλο» το αίμα μου έγινε φωτιά. Ήταν στου Σοκάρ, ο χορός έβραζε. Ο παππούς μου που έπαιζε κλαρινέτο, χαμογέλασε. Το Τίβολι μου φάνηκε μεγάλο κι ωραίο σαν τον ουρανό. Μα, ξέρεις, όλα είναι φωτισμένα από κρυστάλλινα λυχνάρια, λες κι είσαι στον παράδεισο. Οι κύριοι της Σουλάνζ, της Ωξέρ και της La-Ville-aux-Fayes είναι εκεί όλοι. Από κείνο το βράδυ, αγαπώ τον τόπο, το μέρος όπου αντήχησε στ' αυτιά μου αυτή η φράση, σα μουσική. Θα 'δινες την ψυχή σου για ν' ακούσεις να σου το λέει ο άνθρωπος που αγαπάς, μικρή μου.

—Μα ναι, ίσως, απάντησε σκεφτική η Πεσινά.

—Έλα λοιπόν, ν' ακούσεις αυτή την αντρική ευλογία, δε θα σου λείψει! φώναξε η Κατερίνα. Θε μου! Σαν είναι καμιά τόσο καλοκαμωμένη σαν εσένα έχει πολλές πιθανότητες να βρει την τύχη της!... Ο γιος του κυρίου Λυπέν, ο Αμωρύ που έχει ρούχα με χρυσά κουμπιά, είναι ικανός να σε ζητήσει σε γάμο! Και μόνο αυτό!... Αν ήξερες τι βρίσκομε εκεί για τις λύπες μας! Α, το παλιό κρασί του Σοκάρ σε κάνει να ξεχάσεις και την πιο μεγάλη δυστυχία σου. Φαντάσου, σου φέρνει όνειρα! Αισθάνεσαι ανάλαφρη... δεν ήπιες ποτέ παλιό κρασί!... Τότε δεν γνωρίζεις τη ζωή!

Αυτό το προνόμιο των μεγάλων, να κατεβάζουν πότε πότε κανένα ποτηράκι παλιό κρασί, εξάπτει σε τέτοιο βαθμό την περιέργεια των παιδιών κάτω των 12 ετών, που η Ζενεβιέβ έβρεξε μια φορά τα χείλη της σ' ένα ποτηράκι κρασί που είχε ορίσει ο γιατρός στον παππού της. Αυτή η δοκιμή είχε αφήσει στη μνήμη του παιδιού ένα είδος μαγείας. Έτσι εξηγείται η προσοχή που πέτυχε η Κατερίνα και που σ' αυτή υπολόγιζε αυτό το φοβερό κορίτσι για να πραγματοποιήσει το σχέδιό του, που ένα μέρος του είχε κιόλας πετύχει.

Χωρίς αμφιβολία ήθελε να φέρει το ζαλισμένο ακόμα από την πτώση του θύμα σε κείνη την τόσο επικίνδυνη για τα κορίτσια που ζούνε στους αγρούς ηθική μέθη. Η φαντασία τους, στερημένη από τροφή γίνεται πιο παράφορη μόλις βρει αντικείμενο να ασκηθεί. Το παλιό κρασί που είχε ρεζέρβα θα κατάφερνε να κάνει το θύμα της να χάσει το μυαλό του.

—Μα τι έχει μέσα;... ρώτησε η Πεσινά.

—Όλα τα πράγματα του κόσμου!... απάντησε η Κατερίνα κοιτώντας γύρω της μήπως έφθασε ο αδελφός της. Έχει από κείνα που φυτρώνουν στις Ινδίες, κανέλλα, βοτάνια μαγικά που σ' αλλάζουνε...

Digitized by 10uk1s, May 2010

Στο τέλος νομίζεις πως κρατάς αυτόν που αγαπάς! Και τι ευτυχισμένη που νοιώθεις! Σε κάνει να πιστεύεις πως είσαι πλούσιος, γράφεις όλο τον κόσμο στα παλιά σου τα παπούτσια!

—Θα φοβόμουνα πολύ, είπε η Πεσινά, να πιω παλιό κρασί στο χορό!

—Και γιατί; είπε η Κατερίνα. Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος· σκέψου πόσος κόσμος είναι εκεί! Όλοι οι μπουρζουάδες μας κοιτάνε! Αχ! τέτοιες μέρες σε κάνουν κι αντέχεις τη φτώχεια! Να πας να τα δεις όλα αυτά, και να πεθάνεις, θα 'σαι ευχαριστημένη.

—Αν ήθελαν ο κύριος και η κυρία Μισώ να έρθουνε!... απάντησε η Πεσινά με μάτια που λάμπανε από επιθυμία.

—Και τον παππού σου, το μπάρμπα - Νιζερόν τον ξέχασες; Τον καημένο, το χρυσό άνθρωπο, πως θα κολακευτεί όταν δει να σε λατρεύουν σα βασίλισσα!... Μπας και προτιμάς αυτούς τους Αρμινιάκ σαν τον Μισώ και τους άλλους απ' τον παππού σου και τους Βουργουνδέζους; Δεν είναι καλό ν' αρνιέται κανείς τον τόπο του! Κι έπειτα, τι μπορούνε να πούνε οι Μισώ αν σε πάρει ο παππούς σου στο πανηγύρι της Σουλάνζ;... Ω, αν ήξερες τι ωραίο είναι να κυβερνάς έναν άντρα, να 'σαι το πάθος του, να του λες «πήγαινε εκεί!» όπως το λέω εγώ στο Γκονταίν, και να πηγαίνει! Κι είσαι ένα κι ένα για να πάρεις το νου κανενός μπουρζουά, σαν το γιο του κυρίου Λυπέν. Σκέψου πως ο κύριος Αμωρύ ξελογιάστηκε με την αδερφή μου τη Μαρία, επειδή είναι ξανθιά κι επειδή εμένα με φοβάται. Μα εσύ από τότε που σε στολίσανε στο περίπτερο μοιάζεις με βασίλισσα.

Η Κατερίνα, ενώ προσπαθούσε να την κάνει να ξεχάσει το Νικολά για να κερδίσει την εμπιστοσύνη της, στάλαζε με τέχνη σ' αυτή την απλοϊκή ψυχή την αμβροσία των κομπλιμέντων. Χωρίς να το ξέρει είχε πετύχει τη μυστική πληγή αυτής της καρδιάς. Η Πεσινά δεν ήταν παρά μια φτωχή χωριατοπούλα, κι όμως πρόσφερε το θέαμα μιας τρομαχτικής πρωιμότητας όπως όλα τα πλάσματα που είναι γραφτό τους να πεθάνουν πριν της ώρας τους, έτσι όπως άνθισαν. Παράξενος καρπός του μαυροβουνιώτικου και του βουργουνδέζικου αίματος που πιάστηκε και κυοφορήθηκε στις κακουχίες του πολέμου, η Πεσινά επηρεάστηκε σίγουρα απ' αυτές τις συνθήκες. Αδύνατη, λεπτοκαμωμένη, μελαχρινή σα φύλλο καπνού, μικρή, είχε μια απίστευτη δύναμη, κρυμμένη από τα μάτια των χωρικών, που αγνοούσαν τα μυστήρια των νευρικών οργανισμών. Το αγροτικό ιατρικό σύστημα δεν παραδέχεται τα νεύρα.

Στα 13 της χρόνια, η ανάπτυξη της Πεσινά είχε τελειώσει αν κι είχε μόλις το ανάστημα ενός παιδιού της ηλικίας της. Το πρόσωπό της χρωστούσε στην καταγωγή της ή στο βουργουνδέζικο ήλιο τη λαμπερή και μαζί μουντή όψη τοπαζιού, μουντή από το χρώμα, λαμπερή από το σταράτο δέρμα, που δίνει στα μικρά κορίτσια ένα γερασμένο ύφος· η ιατρική επιστήμη θα μας μεμφότανε ίσως που το υποστηρίζουμε. Αυτά τα πρόωρα γηρατειά τα εξουδετέρωνε η ζωντάνια, η λάμψη, το πλούσιο φως των ματιών της Πεσινά που έμοιαζαν μ' αστέρια. Όπως σ' όλα τα μάτια τα γεμάτα ηλιόφως που ίσως θέλουν ισχυρή προστασία, τα βλέφαρα ήταν οπλισμένα με βλεφαρίδες υπερβολικά μακριές. Τα μαλλιά, που ήταν μαύρα με γαλαζωπές ανταύγειες, λεπτά, μακριά, πλούσια στεφάνωναν με τις χοντρές πλεξούδες τους το κοφτό σαν της αρχαίας Ήρας μέτωπό της. Αυτό το υπέροχο διάδημα των μαλλιών της, αυτά τα μεγάλα αρμένικα μάτια, αυτό το ουράνιο μέτωπο εξαφάνιζαν το πρόσωπο. Η μύτη αν και είχε ωραίο σχήμα στη ρίζα της και μια χαριτωμένη κλίση τέλειωνε με φαρδιά ρουθούνια σα ζώου. Το πάθος ανασήκωνε πότε πότε τα ρουθούνια της και η φυσιογνωμία της έπαιρνε τότε μια φουρτουνιασμένη όψη. Όπως η μύτη, και όλο το κάτω μέρος του προσώπου έμοιαζε μισοτελειωμένο, σα να 'χε λείψει ο πηλός από τα χέρια του θείου γλύπτη. Ανάμεσα στο κάτω χείλος και το πηγούνι, το διάστημα ήταν τόσο μικρό, που όταν έπιανες την Πεσινά από το πηγούνι άγγιζες και το στόμα. Αλλά τα δόντια δεν σ' άφηναν να προσέξεις αυτό το ελάττωμα. Θα 'δινες την ψυχή σου γι' αυτά τα μικρά φίνα κοκαλάκια, που έλαμπαν, καλοκομμένα, διάφανα κι άφηναν να φανεί ένα πολύ βαθύ στόμα, τονισμένο από πτυχές που έκαναν τα χείλη όμοια με τους παράξενους ελιγμούς του κοραλλιού.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Το φως περνούσε τόσο εύκολα από το κοχύλι του αυτιού της που φαινότανε ρόδινο στον ήλιο. Και παρά το τσουρουφλισμένο από το καλοκαίρι δέρμα της, η σάρκα έδειχνε μια εξαίσια φινέτσα. Αν, όπως είπε ο Μπυφφέ, ο έρωτας βρίσκεται στην αφή, η απαλότητα αυτού του δέρματος θα πρέπει να 'ταν έντονη και βαθειά σαν την ευωδιά των ναρκωτικών. Το στήθος όπως και το σώμα ήταν τρομαχτικά αδύνατο. Αλλά το πόδι, τα χέρια μικρής μάγισσας, μαρτυρούσαν μια υπέροχη νευρική δύναμη, έναν ολοζώντανο οργανισμό.

Αυτό το ανακάτεμα από διαβολικές ατέλειες και αγγελικές ομορφιές, αρμονικό παρά τις τόσες παραφωνίες, γιατί έφτανε στην ενότητα με μια άγρια περηφάνια, κι έπειτα αυτή η πρόκληση για μονομαχία μιας δυνατής ψυχής σ' ένα ασθενικό σώμα που ήταν γραμμένη στα μάτια, έκανε αυτό το παιδί μοναδικό. Η φύση θέλησε να κάνει αυτό το πλασματάκι γυναίκα, μα οι περιστάσεις κι η σύλληψή του του έδωσαν το πρόσωπο και το σώμα αγοριού. Αν έβλεπε αυτό το παράξενο κορίτσι κανένας ποιητής θα του 'δινε πατρίδα την Υεμένη. Κρατούσε απ' τον Αφρίτη1

Οι παρατηρητές θα καταλάβουν ότι η Πεσινά, που από όλους τους πόρους της ανάδινε το πάθος, ξυπνούσε στις διεστραμμένες φύσεις τη φαντασία που την είχαν αποκοιμίσει οι καταχρήσεις, όπως στο τραπέζι τρέχουν τα σάλια των λαίμαργων στη θέα κάτι κακορίζικων φρούτων, τρύπιων με μαύρες κηλίδες, που ωστόσο η φύση από παραξενιά τους έδωσε θαυμάσια γεύση και άρωμα. Γιατί ο Νικολά, αυτός ο χυδαίος μεροκαματιάρης κυνηγούσε αυτό το πλάσμα που άξιζε μόνο για ποιητές, ενώ όλοι οι άνθρωποι της κοιλάδας το λυπόντουσαν σαν ένα ανάπηρο άρρωστο παιδί; Γιατί ο Ριγκού, ο γέρος, ένοιωθε γι' αυτήν ένα πάθος νεαρού; Ποιος απ' τους δυο ήταν γέρος ή νέος; Ο νεαρός χωριάτης ήταν χαλασμένος σαν το γέρο; Πώς αυτοί οι δυο αντίποδες της ζωής ενώνονταν σ' ένα κοινό και απαίσιο καπρίτσιο; Η δύναμη που πεθαίνει μοιάζει με την δύναμη που αρχίζει;

και το Δαίμονα των αφρικανικών παραμυθιών. Η φυσιογνωμία της Πεσινά δεν έλεγε ψέματα. Είχε την ψυχή των φλογερών ματιών της, το πνεύμα των χειλιών της που τα φώτιζαν τα θαυμάσια δόντια της, τη σκέψη του υπέροχου μετώπου της, τη βιαιότητα των ρουθουνιών της που ήταν πάντα έτοιμα να χρεμετίσουν. Ο έρωτας έτσι όπως τον νοιώθουν στις φλογερές περιοχές της άμμου, στις ερήμους, συντάραζε αυτή την καρδιά των 20 χρονών, στο πείσμα των 13 χρονών του παιδιού από το Μαυροβούνι, που όμοιο με κείνες τις χιονισμένες κορυφές δεν έμελλε ποτέ να στολιστεί με τα ανοιξιάτικα λουλούδια.

Οι παρεκτροπές του ανθρώπου είναι άβυσσοι που τις φυλάνε σφίγγες, αρχίζουν και τελειώνουν όλες με ερωτήματα που δεν έχουν απάντηση.

Καταλαβαίνετε τώρα γιατί φώναξε «Piccina» η κόμισσα όταν την περασμένη χρονιά είδε στο δρόμο την Πεσινά, που είχε μείνει έκθαμβη μπροστά στην άμαξα και την τόσο καλοβαλμένη κόμισσα. Αυτό το σχεδόν εκτρωματικό κορίτσι, με την μαυροβουνιώτικη θέληση, αγαπούσε τον μεγάλο, τον ωραίο, τον ευγενικό αρχιφύλακα. Αλλά τον αγαπούσε όπως ξέρουν ν' αγαπούν τα παιδιά, δηλαδή με τη λύσσα του παιδικού της πόθου, με τη δύναμη της νιότης της, με την αφοσίωση των πραγματικών παρθένων που γεννά θεία ποιήματα. Κι η Κατερίνα είχε περάσει τα χοντρά της χέρια στις πιο ευαίσθητες χορδές αυτής της άρπας, όλες κουρντισμένες μέχρι να σπάσουν. Να χορέψει κάτω από τα μάτια του Μισώ, να πάει στη γιορτή της Σουλάνζ, να λάμψει, να μείνει στην μνήμη του λατρεμένου της κύριου... Να βάλεις τέτοιες ιδέες σ' αυτό το ηφαιστειακό κεφάλι, δεν ήταν σαν να πετάς αναμμένα κάρβουνα σ' άχυρα εκτεθειμένα στον ήλιο;

—Όχι, Κατερίνα, απάντησε η Πεσινά, είμαι άσκημη, καχεκτική, η μοίρα μου είναι μείνω στη γωνιά μου, γεροντοκόρη κι ολομόναχη.

1 Κακό πνεύμα των ασιατικών Μύθων.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Οι άντρες αγαπάνε τις αδυνατούλες είπε η Κατερίνα. Με βλέπεις εμένα; κι έδειχνε τα ωραία της μπράτσα, αρέσω στο Γκονταίν που είναι σα βατράχι, αρέσω στο μικρό Σαρλ που συνοδεύει τον κόμη, αλλά ο Λυπέν γιος με φοβάται. Στο ξαναλέω. Τα ανθρωπάκια με αγαπάνε και μου λένε στη La-Ville-aux-Fayes ή στη Σουλάνζ «τι ωραίο κοριτσόπουλο!...». Ε, λοιπόν, εσύ θα αρέσεις στους ωραίους άντρες...

—Α! Κατερίνα, αν ήταν αλήθεια!... φώναξε μαγεμένη η Πεσινά.

—Μα δε βλέπεις το Νικολά, τον πιο ωραίο άντρα του καντονιού, πως κάνει για σένα; Έχει χάσει το μυαλό του, σε σκέφτεται συνέχεια, κι όλα τα κορίτσια είναι ερωτευμένα μαζί του... Άντρας όμως! Αν βάλεις ένα άσπρο φουστάνι με κίτρινες κορδέλες, θα 'σαι η πιο όμορφη στου Σοκάρ, τη μέρα της Παναγίας, μέσα σ' όλο τον καλό κόσμο της La-Ville-aux-Fayes... Θες;.. Στάσου, κάπου εδώ κοντά έχω μαζί μου λίγο παλιό κρασί που μου έδωσε ο Σοκάρ το πρωί, είπε βλέποντας στα μάτια της Πεσινά κείνη την έξαλλη έκφραση που ξέρουν όλες οι γυναίκες. Είμαι καλό παιδί εγώ, θα το μοιραστούμε... Θα νοιώθεις σα να 'ναι ερωτευμένος όλος ο κόσμος μαζί σου...

Ενώ κουβέντιαζαν, ο Νικολά, πατώντας με προσοχή πάνω στα χόρτα γλίστρησε, αθόρυβα, μέχρι τον κορμό μιας χοντρής βελανιδιάς, λίγο πιο μακριά από το ύψωμα όπου είχε καθίσει η αδερφή του την Πεσινά. Η Κατερίνα που πότε πότε κοίταζε γύρω της, διάκρινε τον αδελφό της τη στιγμή που πήγαινε να πάρει το φλασκί με το κρασί.

—Άρχισε εσύ! είπε στη μικρή.

Η Πεσινά ήπιε δυο γουλιές κι έδωσε το φλασκί στην Κατερίνα.

—Με καίει! φώναξε.

—Βλάκα! κοίτα, απάντησε η Κατερίνα αδειάζοντας μονομιάς το φλασκί, να πώς το πίνουν! Σαν να 'χεις μια αχτίνα του ήλιου στο στομάχι σου!

—Αχ! Έπρεπε να πάω το γάλα στη δεσποινίδα Γκαιγιάρ! φώναξε η Πεσινά. Ο Νικολά με τρόμαξε.

—Δεν τον αγαπάς το Νικολά;

—Όχι, απάντησε η Πεσινά, γιατί με κυνηγά. Έχει ένα σωρό άλλες που δε θα 'λεγαν όχι.

—Μα αν σε προτιμά απ' όλα τα κορίτσια της κοιλάδας μικρή μου...

—Είμαι θυμωμένη μαζί του.

—Πως φαίνεται ότι δεν τον ξέρεις!...

Ενώ έλεγε αυτή την δυσοίωνη φράση η Κατερίνα Τονσάρ, ο Νικολά με αστραπιαία ταχύτητα άρπαξε την Πεσινά από τη μέση, την έριξε ανάσκελα χάμω, την εξουδετέρωσε και την κράτησε σ' αυτή την επικίνδυνη θέση. Το παιδί μόλις αντίκρισε το σιχαμερό του διώχτη άρχισε να φωνάζει μ' όλη της τη δύναμη και με μια κλωτσιά πέταξε το Νικολά 5 βήματα πιο πέρα. Έπειτα με μια ακροβατική επιδεξιότητα γύρισε, πράγμα που δεν το περίμενε η Κατερίνα, και σηκώθηκε για να το βάλει στα πόδια. Η Κατερίνα έμεινε χάμω, άπλωσε το χέρι, έπιασε την Πεσινά από το πόδι και την έριξε πάλι κάτω, με το πρόσωπο στο χώμα. Αυτή η τρομαχτική πτώση σταμάτησε τα ξεφωνητά της θαρραλέας Μαυροβουνιώτισας. Ο Νικολά που είχε συνέλθει, παρά το δυνατό χτύπημα, ξαναγύρισε έξαλλος και προσπάθησε να αρπάξει το παιδί. Βλέποντας τον κίνδυνο, αν και ζαλισμένο από το κρασί το παιδί

Digitized by 10uk1s, May 2010

άρπαξε το Νικολά από το λαιμό και τον έσφιξε με δύναμη.

—Με πνίγει! Κατερίνα, βοήθεια! φώναξε ο Νικολά με μια φωνή που μόλις έβγαινε από το λαρύγγι του.

Η Πεσινά εν τω μεταξύ έβγαζε διαπεραστικές κραυγές. Η Κατερίνα προσπάθησε να τις πνίξει βάζοντας το χέρι της στο στόμα του παιδιού που το δάγκωσε μέχρι να ματώσει. Εκείνη ακριβώς τη στιγμή, ο Μπλοντέ, η κόμισσα κι ο εφημέριος φάνηκαν στο ξέφωτο του δάσους.

—Οι μπουρζουάδες της Αιγκ, είπε η Κατερίνα βοηθώντας τη Ζενεβιέβ να σηκωθεί.

—Θέλεις τη ζωή σου; είπε ο Νικολά Τονσάρ στο παιδί με βραχνή φωνή. —Γιατί; ρώτησε η Πεσινά.

—Πες τους ότι παίζαμε και θα σε συγχωρήσω, είπε ο Νικολά με σκοτεινό ύφος.

—Χοντροκέφαλη! θα το πεις;... επανέλαβε η Κατερίνα που το βλέμμα της ήταν πιο τρομερό από την εγκληματική απειλή του Νικολά.

—Ναι, αν μ' αφήσετε ήσυχη, είπε το παιδί. Εξ άλλου, δεν πρόκειται να ξαναβγώ χωρίς τα ψαλίδια μου!

—Ή θα σωπάσεις ή θα σε πετάξω στον Αβόν; είπε η απάνθρωπη Κατερίνα.

—Είστε τέρατα!.,. φώναξε ο εφημέριος, θα σας άξιζε να σας συλλάβουν και να σας πάνε στο κακουργιοδικείο.

—Α, μπα, και του λόγου σας τι κάνετε μέσα στα σαλόνια σας; ρώτησε ο Νικολά κοιτάζοντας την κόμισσα και το Μπλοντέ που ανατρίχιασαν. Παίζετε, δεν είναι έτσι; Ε! και μας τα χωράφια είναι δικά μας, όλη την ώρα θα δουλεύουμε; Παίζομε κιόλας!... Ρωτήστε την Πεσινά και την αδελφή μου.

—Τι κάνετε λοιπόν όταν θέλετε να δαρθείτε αφού παίζετε έτσι; φώναξε ο Μπλοντέ.

Ο Νικολά έριξε ένα φονικό βλέμμα στον Παριζιάνο.

—Μίλα λοιπόν, είπε η Κατερίνα κι έσφιξε με τόση δύναμη το μπράτσο της Πεσινά που τα δάχτυλά της άφησαν ένα μπλε βραχιόλι, παίζαμε, δεν είναι έτσι;

—Μάλιστα, κυρία, διασκεδάζαμε, είπε το παιδί εξαντλημένο μετά την υπερένταση της δύναμής του και τρίκλισε λες κι ήταν έτοιμο να λιποθυμήσει.

—Την ακούτε, κυρία, είπε μ' αναίδεια η Κατερίνα κι έριξε στην κόμισσα ένα από κείνα τα βλέμματα γυναίκας σε γυναίκα που πονάνε όσο και μια μαχαιριά.

Πήρε από το μπράτσο τον αδελφό της κι έφυγαν χωρίς να ξεγελιούνται για την εντύπωση που έκαναν στα τρία πρόσωπα. Ο Νικολά γύρισε πίσω του δυο φορές και τις δυο φορές συνάντησε το βλέμμα του Μπλοντέ που αναμετρούσε αυτόν τον μαντράχαλο, που ήταν ψηλός 5 πόδια κι οχτώ δάχτυλα, μ' έντονα χρώματα, μαύρα κατσαρά μαλλιά, φαρδιούς ώμους κι αρκετά γλυκιά φυσιογνωμία. Μα πάνω από τα χείλη και γύρω στο στόμα οι γραμμές του προσώπου του φανέρωναν την ιδιαίτερη σκληρότητα που χαρακτηρίζει τους φιλήδονους και ανεπρόκοπους ανθρώπους. Η Κατερίνα ανέμιζε την άσπρη με μπλε ρίγες φούστα της με πρόστυχη κοκεταρία.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ο Κάιν κι η γυναίκα του! είπε ο Μπλοντέ στον εφημέριο.

—Δεν φαντάζεστε πόσο δίκιο έχετε! απάντησε ο αββάς Μπροσέτ.

—Αχ, πάτερ, τι θα μου κάνουνε; είπε η Πεσινά όταν τα δυο αδέλφια είχαν απομακρυνθεί και δε μπορούσαν να την ακούσουν.

Η κόμισσα είχε γίνει άσπρη σαν το μαντήλι της. Είχε τρομάξει και δεν άκουγε ούτε το Μπλοντέ ούτε τον εφημέριο ούτε την Πεσινά.

—Είναι σα να καταστρέφεις ένα επίγειο παράδεισο... είπε στο τέλος. Αλλά πρώτα απ' όλα, ας σώσουμε το παιδί από τα νύχια τους.

—Είχατε δίκιο, αυτό το παιδί είναι ποίημα, ποίημα ζωντανό! ψιθύρισε ο Μπλοντέ στην κόμισσα.

Εκείνη τη στιγμή, η Μαυροβουνιώτισσα βρισκόταν στην κατάσταση που το κορμί και το πνεύμα «καπνίζουν», για να το πούμε έτσι, μετά από την πυρκαγιά ενός θυμού όπου όλες οι δυνάμεις, πνευματικές και φυσικές, έφτασαν στο κορύφωμά τους. Είχε την υπέρτατη, την απόκοσμη λάμψη που αναβλύζει μόνο κάτω από την πίεση του φανατισμού, της αντίστασης ή της νίκης, στον έρωτα και τα βασανιστήρια. Είχε φύγει με ένα φόρεμα με κίτρινα και καφέ τετραγωνάκια και μια τραχηλιά που σηκωνότανε κάθε πρωί και την πλίσαρε μόνη της. Δεν είχε ακόμα αντιληφθεί την ακαταστασία του φουστανιού της που είχε λερωθεί από τα χώματα και της ζαρωμένης τραχηλιάς της. Όταν ένοιωσε τα μαλλιά της λυμένα, έψαξε να βρει το χτένι της. Σε κείνη την πρώτη της τρομαγμένη κίνηση, εμφανίστηκε ο Μισώ που τον είχαν κι αυτόν τραβήξει εκεί οι κραυγές. Η Πεσινά μόλις αντίκρισε το Θεό της ξαναβρήκε όλη της την ενεργητικότητα.

—Δεν μ' άγγιξε καθόλου κύριε Μισώ! φώναξε.

Αυτή η κραυγή, το βλέμμα και η κίνηση που τη συνόδευαν τόσο εύγλωττα, φανέρωσαν σε μια στιγμή στον Μπλοντέ και τον εφημέριο περισσότερα απ' όσα είχε πει η κυρία Μισώ στην κόμισσα για το πάθος αυτού του παράξενου κοριτσιού για τον αρχιφύλακα, που ο ίδιος δεν το είχε αντιληφθεί.

—Τον άθλιο! φώναξε ο Μισώ.

Και με κείνη την αθέλητη χειρονομία που ξεφεύγει τόσο στους τρελούς όσο και στους φρόνιμους απείλησε το Νικολά, που η σκιά του ψηλού του αναστήματος ξεχώριζε στο δάσος, όπου είχε προχωρήσει με την αδελφή του.

—Ώστε δεν παίζατε; ρώτησε ο αββάς Μπροσέτ ρίχνοντας ένα οξύ βλέμμα στην Πεσινά.

—Μην την ταράζετε, είπε η κόμισσα, ελάτε να γυρίσομε.

Η Πεσινά, αν και τσακισμένη από την κούραση και τις συγκινήσεις, βρήκε από το πάθος της δύναμη για να περπατήσει. Ο αγαπημένος της κύριος την κοίταζε! Η κόμισσα ακολουθούσε το Μισώ σ' ένα από τα μονοπάτια, που μόνο οι φύλακες κι οι λαθροθήρες γνωρίζουν, και όπου δεν μπορούσαν να περπατούν δυο μαζί, αλλά που έβγαζε κατ' ευθείαν την Αιγκ.

—Μισώ, του είπε στη μέση του δάσους, πρέπει να βρούμε έναν τρόπο ν' απαλλάξομε τον τόπο απ' αυτό το υποκείμενο. Ίσως κινδυνεύει η ζωή του παιδιού.

—Η Ζενεβιέβ δεν θα ξαναβγεί από το περίπτερο, απάντησε ο Μισώ. Η γυναίκα μου θα πάρει για

Digitized by 10uk1s, May 2010

βοηθό τον ανιψιό του Βατέλ που φροντίζει τις αλέες. Θα τον αντικαταστήσομε μ' ένα παιδί από το χωριό της Ολυμπίας. Γιατί δεν πρέπει πια να βάζουμε στην Αιγκ παρά ανθρώπους της εμπιστοσύνης μας. Ο Γκουνό και ο Κορνεβίν, ο άντρας της παραμάνας, θα φυλάνε τις αγελάδες και η Πεσινά δεν θα ξαναβγεί μόνη.

—Θα πω στον κύριο να σας αποζημιώσει γι' αυτή την επί πλέον δαπάνη, είπε η κόμισσα. Αλλά αυτό δεν μας απαλλάσσει από το Νικολά. Τι να τον κάνομε;

—Ο τρόπος είναι πολύ απλός. Σε λίγες μέρες ο Νικολά θα περάσει από το Συμβούλιο. Οι Τονσάρ υπολογίζουν στον στρατηγό μου. Αντί να ζητήσει την απαλλαγή του δεν έχει παρά να τους πει όσα ξέρει γι' αυτόν.

—Αν χρειαστεί θα πάω η ίδια να δω τον ξάδελφό μου ντε Καστεράν, το Νομάρχη μας, είπε η κόμισσα. Αλλά φοβάμαι πολύ για το τι μπορεί να συμβεί εν τω μεταξύ...

Αυτές οι κουβέντες ειπώθηκαν στο τέλος του μονοπατιού που κατάληγε στην πλατεία. Όταν έφτασαν στο χείλος της τάφρου η κόμισσα δεν μπόρεσε να συγκρατήσει μια κραυγή· ο Μισώ έτρεξε να την κρατήσει νομίζοντας ότι την πλήγωσε κανένα αγκάθι αλλά ανατρίχιασαν μπροστά στο θέαμα που αντίκρισαν.

Η Μαρί και ο Μπονεμπώ, καθισμένοι στην πλαγιά του χαντακιού έκαναν πως μιλούσαν, χωρίς αμφιβολία όμως ήταν κρυμμένοι για να ακούνε. Σίγουρα είχαν αφήσει το πόστο τους στο δάσος όταν γνώρισαν τις φωνές των μπουρζουάδων.

Ο Μπονεμπώ, ένας ξερακιανός μαντράχαλος, μετά από έξι χρόνια υπηρεσίας στο ιππικό, είχε γυρίσει οριστικά στο Κους εδώ και λίγους μήνες εξ αιτίας της κακής διαγωγής του. Το παράδειγμά του θα μπορούσε να χαλάσει τους καλύτερους στρατιώτες. Είχε μουστάκια και μια ουλή. Αυτές οι ιδιοτυπίες μαζί με τη γοητεία της στολής που οι στρατιώτες αποκτάνε στη θητεία τους στο στρατό είχαν κάνει το Μπονεμπώ τον αγαπημένο όλων των κοριτσιών της κοιλάδας. Είχε τα μαλλιά του κομμένα κοντά από πίσω, σαν τους στρατιωτικούς, τα κατσάρωνε πάνω στο κεφάλι του, έστριβε κοκέτικα τα μπροστινά και φορούσε πολύ στραβά τον στρατιωτικό του σκούφο.

Τέλος, δίπλα στους χωριάτες που ήταν ντυμένοι με κουρέλια, σαν το Μους και το Φουρσόν, φαινότανε υπέροχος με το πάνινο παντελόνι του, τις μπότες και το κοντό του σακάκι. Αυτά τα ρούχα, αγορασμένα μετά την απόλυσή του μύριζαν απόταξη και αγροτική ζωή· αλλά ο κόκορας της κοιλάδας είχε και καλύτερα για τις σχόλες. Πρέπει να πούμε ότι ζούσε από τα φιλοδωρήματα των φιλενάδων του που μόλις του έφταναν για τις ακολασίες, τις κρασοκατανύξεις και τις ασωτίες κάθε είδους που έκαναν όσοι σύχναζαν στο Καφέ ντε λα Παι.

Αν και το φαρδύ στρογγυλό του πρόσωπο ήταν αρκετά χαριτωμένο σε πρώτη ματιά, αυτός ο μασκαράς είχε πάνω του κάτι απαίσιο. Το ένα του μάτι δεν ακολουθούσε τις κινήσεις του άλλου. Δεν αλληθώριζε αλλά τα μάτια του δεν πήγαιναν μαζί. Αυτό το ελαφρό ελάττωμα έδινε στο βλέμμα του μια σκοτεινή και επικίνδυνη έκφραση που μαζί με το τικ στα φρύδια και το μέτωπο φανέρωναν ποταπό χαραχτήρα και ροπή στις ακολασίες.

Είναι δειλίες που μοιάζουν με θάρρος: υπάρχουν πολλά είδη. Ο Μπονεμπώ που θα μπορούσε να πολεμήσει σαν τον πιο γενναίο στρατιώτη, δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στα βίτσια και τα καπρίτσια του. Τεμπέλης σα σαύρα, δραστήριος μόνο για ό,τι του άρεσε, χωρίς καμιά λεπτότητα, εγωιστής και μικροπρεπής μαζί, νωθρός και ικανός για όλα, αυτός ο σπασοκαρδιοπιατάκιας για να χρησιμοποιήσομε μια έκφραση των στρατιωτών είχε για ιδανικό του να σπέρνει την καταστροφή και το κακό. Στην ύπαιθρο αυτός ο χαραχτήρας είναι κακό παράδειγμα όπως και στο σύνταγμα. Σαν τον

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τονσάρ και το Φουρσόν, ο Μπονεμπώ ήθελε να καλοπερνά χωρίς να κάνει τίποτα. Για να μεταχειριστούμε μια έκφραση του λεξικού Φουρσόν - Βερμισέλ, είχε κάνει το λογαριασμό του. Από τη μια εκμεταλλευότανε μ' επιτυχία, που συνεχώς μεγάλωνε, το ωραίο του παράστημα και το ταλέντο του στο μπιλιάρδο —με σκαμπανεβάσματα της τύχης— κι από την άλλη με την ιδιότητα του ταχτικού θαμώνα στο Καφέ ντε λα Παι έλπιζε να παντρευτεί μια μέρα την Αγλαΐα Σοκάρ, μοναχοκόρη του μπάρμπα Σοκάρ, του ιδιοκτήτη, που, όπως θα δούμε σε λίγο, —τηρουμένων των αναλογιών— ήταν στη Σουλάνζ ό,τι ήταν ο Ρανελάγκ1

Να γίνει καφετζής, να οργανώνει το λαϊκό χορό, αυτή η καταπληχτική τύχη ήταν η στραταρχική ράβδος για έναν ακαμάτη. Αυτά τα ήθη, αυτή η ζωή αυτός ο χαραχτήρας ήταν τόσο βρώμικα γραμμένα στη φυσιογνωμία αυτού του καλοζωϊστή χαμηλής ποιότητας που η κόμισσα όταν αντίκρισε αυτό το ζευγάρι άφησε μια κραυγή σα να 'χε δει δυο φίδια.

στο δάσος της Βουλώνης.

Η Μαρί ήταν τόσο ξετρελαμένη για το Μπονεμπώ που ήταν ικανή να κλέψει για το χατίρι του. Αυτό το μουστάκι, αυτή η σβελτάδα, αυτό το «κυριακάτικο» ύφος της άγγιξαν την καρδιά, όπως αρέσουν σε μια ωραία Παριζιάνα οι τρόποι, και η εμφάνιση ενός Μαρσαί2

—Ε! σεις! οέε! ελάτε!... φώναξαν ο Νικολά κι η Κατερίνα μόλις είδαν από μακριά τη Μαρί και το Μπονεμπώ.

. Κάθε κοινωνική τάξη έχει και τις προτιμήσεις της. Η ζηλιάρα Μαρί σιχαινόταν τον Αμωρύ, τον άλλο μοιραίο της μικρής πόλης, ήθελε να γίνει κυρία Μπονεμπώ.

Αυτή η διαπεραστική κραυγή αντήχησε στο δάσος σαν κάλεσμα Αγρίων.

Όταν είδε αυτά τα δυο πλάσματα, ο Μισώ ανατρίχιασε. Μετάνιωσε πολύ που είχε μιλήσει. Αν ο Μπονεμπώ και η Μαρί Τονσάρ είχαν ακούσει την συζήτηση, το πράγμα δεν μπορούσε παρά να 'χει κακά αποτελέσματα. Το γεγονός από πρώτη άποψη φαινότανε χωρίς σημασία. Στην εκρηχτική κατάσταση όμως που βρισκόταν η Αιγκ σε σχέση με τους χωριάτες η επίδρασή του θα 'ταν αποφασιστική. Όπως στις μάχες η νίκη ή η ήττα εξαρτάται από ένα ρυάκι που ένας βοσκός το πηδά με τα πόδια ενωμένα αλλά όπου ένα πυροβολικό σταματά.

Ο Μπονεμπώ χαιρέτησε με χάρη την κόμισσα, πήρε το μπράτσο της Μαρί με καταχτητικό ύφος και έφυγε θριαμβευτικά.

—Είναι το «κλειδί των καρδιών» της κοιλάδας, είπε ο Μισώ χρησιμοποιώντας μια έκφραση του στρατώνα που σημαίνει Δον Ζουάν. Όταν χάνει 20 φράγκα στο μπιλιάρδο, δέχεται να σκοτώσει το Ριγκού!.. Είναι πρόθυμος για το έγκλημα όπως και για τη διασκέδαση.

—Είδα πάρα πολλά σήμερα, παρατήρησε η κόμισσα παίρνοντας το μπράτσο του Εμίλ, ας γυρίσομε, κύριοι!

Χαιρέτησε μελαγχολικά την κυρία Μισώ, βλέποντας την Πεσινά να γυρίζει στο περίπτερο. Η θλίψη της Ολυμπίας είχε μεταδοθεί στην κόμισσα.

—Πώς, κυρία; είπε ο αββάς Μπροσέτ. Επειδή είναι δύσκολο να κάνετε το καλό δεν θα προσπαθήσετε

1 Ιδιοκτήτης εστιατορίου της μόδας στο δάσος της Βουλώνης.

2 Τύπος δανδή της εποχής του Μπαλζάκ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

καθόλου; Εδώ και 5 χρόνια κοιμάμαι σ' ένα παλιοκρέβατο, μένω σε ένα πρεσβυτέριο χωρίς έπιπλα, λειτουργώ χωρίς πιστούς, κάνω κήρυγμα χωρίς ακροατές, είμαι εφημέριος χωρίς τυχερά ούτε επιδόματα, ζω με τα 600 φράγκα του κράτους χωρίς να ζητώ τίποτα από τον Δεσπότη, και δίνω τα 2/3 σε ελεημοσύνες. Και όμως δεν απελπίζομαι! Αν ξέρατε πώς περνώ τους χειμώνες μου θα καταλαβαίνατε την αξία αυτής της λέξης! Δε με ζεσταίνει παρά μόνο η ιδέα να σώσω αυτή την κοιλάδα, να την κάνω να επιστρέψει στο Θεό! Δεν πρόκειται για μας, κυρία, αλλά για το μέλλον. Αν έχομε αποστολή να λέμε στους φτωχούς: «Μάθετε να είστε φτωχοί!» δηλαδή να μάθετε να υποφέρετε, να υπομένετε, να εργάζεσθε, έχομε καθήκον να λέμε στους πλούσιους «μάθετε να είστε πλούσιοι», δηλαδή να έχετε την εξυπνάδα να κάνετε αγαθοεργίες, να είστε ευσεβείς και αντάξιοι της θέσης που σας έδωσε ο Θεός! Λοιπόν, κυρία, δεν είστε παρά οι θεματοφύλακες της εξουσίας που σας έδωσε η Τύχη, κι αν δεν εκπληρώσετε τις υποχρεώσεις που έχετε απέναντί της, δεν θα την κληρονομήσετε στα παιδιά σας όπως την παραλάβατε. Ληστεύετε τους απογόνους σας. Αν εξακολουθήσετε την εγωιστική ταχτική της τραγουδίστριας που η αδιαφορία της προκάλεσε το κακό που η έκτασή του, σας τρομάζει τώρα, θα ξαναστηθούν τα ικριώματα όπου πέθαναν οι προγονοί σας από το λάθος των πατεράδων τους. Κάνετε το καλό στα σκοτεινά, σε μια γωνιά της γης, όπως ο Ριγκού κάνει το κακό!... Α, αυτές οι έμπρακτες προσευχές αρέσουν στο Θεό!... Αν σε κάθε κοινότητα τρία πλάσματα κάνανε το καλό, η Γαλλία, η ωραία μας πατρίδα, θα γλύτωνε από την άβυσσο όπου μας οδηγεί η αντιχριστιανική αδιαφορία για ό,τι δεν είναι δικό μας! Αλλάξτε πρώτα, αλλάξετε τα ήθη σας και τότε θ' αλλάξουν και οι νόμοι σας!...

Η κόμισσα αν και συγκινήθηκε βαθιά μ' αυτήν την πραγματικά καθολική έκκληση χριστιανικής αγάπης για τον πλησίον απάντησε με εκείνο το μοιραίο «θα δούμε» των πλούσιων που περιέχει αρκετές υποσχέσεις ώστε να μην είναι ανάγκη να λύσουν αμέσως το πουγκί τους. Κι αργότερα μένουν με τα χέρια σταυρωμένα μπροστά στην καταστροφή, με τη δικαιολογία πως το κακό έγινε.

Ο αββάς Μπροσέτ, όταν άκουσε αυτή τη λέξη, χαιρέτησε την κόμισσα και πήρε την δεντροστοιχία που οδηγούσε κατευθείαν στην πύλη του Μπλανζύ.

—Η γιορτή του Βαλτάζαρ1

1 Βαλτάζαρ, ο τελευταίος βασιλιάς της Βαβυλώνας. Είχε διασκέδαση στο παλάτι την ώρα που οι Πέρσες έπαιρναν την πρωτεύουσά του.

θα 'ναι λοιπόν το αιώνιο σύμβολο των τελευταίων ημερών μιας κάστας, μιας ολιγαρχίας, μιας εξουσίας! μονολόγησε μόλις απομακρύνθηκε λίγα βήματα. Θε μου! Αν είναι τ' άγιο σου θέλημα να ρίξεις σα χείμαρρο τους φτωχούς για την αλλαγή του κοινωνικού καθεστώτος, καταλαβαίνω γιατί τυφλώνεις τους πλούσιους!..

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΣΑ ΝΑ 'ΤΑΝ Η ΤΑΒΕΡΝΑ ΤΟ ΒΟΥΛΕΥΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΛΑΟΥ

Οι άγριες φωνές της γριάς Τονσάρ τράβηξαν μερικούς από το Μπλανζύ, που ήρθαν στην ταβέρνα περίεργοι να μάθουν τι τρέχει στο Γκραντ Ι Βερ. Η απόσταση από το χωριό στο καπηλειό είναι σχεδόν όση απ' το καπηλειό στην πύλη του Μπλανζύ. Ένας απ' τους περίεργους ήταν κι ο μπάρμπα - Νιζερόν, ο παππούς της Πεσινά. Ο γεροντάκος αφού είχε χτυπήσει την καμπάνα για το δεύτερο Angélus1

Καμπουριασμένος από τη δουλειά, μ' ασημένια μαλλιά κι άσπρο πρόσωπο, ο γερο - αμπελουργός, ο μόνος τίμιος άνθρωπος της κοιλάδας, ήταν πρόεδρος της λέσχης των Γιακωβίνων στην επανάσταση και ένορκος στο λαϊκό δικαστήριο της περιοχής. Ο Ζαν Φρανσουά Νιζερόν, καμωμένος από το ίδιο ξύλο που φτιάχνονταν παλιά οι Απόστολοι, έμοιαζε κάποτε με τον Άγιο Πέτρο, που σ' όλους τους πίνακες είναι όμοιος. Οι ζωγράφοι τού έχουν χαρίσει το τετράγωνο μέτωπο του Λαού, πλούσια σγουρά μαλλιά Εργάτη, τα μούσκλα του Προλετάριου, την όψη του Ψαρά, εκείνη τη δυναμική μύτη, εκείνο το μισοκοροϊδευτικό στόμα που αψηφά τη δυστυχία, τέλος τον τράχηλο του Δυνατού που κόβει φρύγανα απ' το γειτονικό δάσος για το δείπνο, την ώρα που οι δογματιστές συζητούν.

γύριζε να σκάψει μερικές κουρμούλες αμπέλι, το τελευταίο κομμάτι γης που του είχε απομείνει.

Έτσι ήταν στα 40 του χρόνια αυτός ο ευγενικός άνθρωπος, σκληρός σα σίδερο κι αγνός σα χρυσάφι. Υπερασπιστής του Λαού, πίστεψε στη δημοκρατία, έτσι όπως θα 'πρεπε να 'ναι, επειδή άκουγε να βροντοφωνάζουν αυτό το όνομα, που ίσως είναι πιο τρομερό απ' την ιδέα που εκφράζει. Πίστεψε στη δημοκρατία του Ζαν Ζακ Ρουσώ, στην αδερφοσύνη των ανθρώπων, στα αμοιβαία καλά αισθήματα, στην ανακήρυξη της αξίας, στις εκλογές χωρίς καλπονοθείες, μ' ένα λόγο σ' όλα εκείνα που στις περιοχές με μέτρια έκταση, όπως η Σπάρτη, είναι δυνατά, αλλά στις μεγάλες χώρες είναι χίμαιρα. Έδωσε για τις ιδέες του το αίμα του, ο μοναχογιός του έφυγε για τα σύνορα. Έκανε κάτι περισσότερο, έδωσε τα συμφέροντά του, τελευταία θυσία του εγωισμού.

Ήταν ο μοναδικός κληρονόμος του πανίσχυρου εφημέριου του Μπλανζύ, του θείου του. Αν ήθελε, θα μπορούσε να πάρει την κληρονομιά από την ωραία Αρσέν, την υπηρέτρια του μακαρίτη. Αλλά σεβάστηκε τη θέλησή του και δέχτηκε τη φτώχια που γι' αυτόν ήταν τόσο απρόοπτη όσο κι η πτώση της δημοκρατίας του.

Ούτε μια πεντάρα, ούτε ένα κλαράκι από ξένο δέντρο δεν πήρε ποτέ αυτός ο εξαίσιος δημοκράτης. Αν του 'μοιαζε η δημοκρατία του θα μπορούσε να γίνει παραδεχτή. Αρνήθηκε να αγοράσει τις εθνικές περιουσίες, και δεν παραδεχότανε στην δημοκρατία το δικαίωμα της δήμευσης. Αντίθετα με την Επιτροπή Κοινής Σωτηρίας, ήθελε η αρετή των πολιτών να κάνει για την πατρίδα θαύματα που οι ραδιούργοι κυβερνητικοί ήθελαν να κάνουν για το χρυσάφι. Αυτός ο σεβάσμιος άνθρωπος κατηγορούσε δημόσια τον Γκωμπερτέν πατέρα για τις κρυφές προδοσίες του, τις κολακείες του και τις ρεμούλες του. Μάλωνε τον ενάρετο Μουσόν, τον αντιπρόσωπο του λαού, που η μόνη του αρετή ήταν η ανικανότητά του. Πολλοί σαν αυτόν ήταν μπουκωμένοι με τα πιο πλατειά πολιτικά μέσα που παραχώρησε ποτέ έθνος, εφοδιασμένοι με όλη τη δύναμη ενός λαού κι όμως δεν κατάφεραν να κάνουν για το μεγαλείο της Γαλλίας όσα μπόρεσε ο Ρισελιέ εκμεταλλευόμενος την αδυναμία του Βασιλιά του.

Έτσι ο πολίτης Νιζερόν έγινε μια ζωντανή μομφή για πάρα πολύ κόσμο. Γρήγορα έθαψαν στη λήθη τον ανθρωπάκο μ' αυτή την τρομερή λέξη: «Δεν είναι ευχαριστημένος με τίποτα». Η λέξη εκείνων που έχουν χορτάσει από την επανάσταση.

1 Προσευχή, που αρχίζει μ' αυτή τη λέξη και γίνεται πρωί, μεσημέρι και βράδυ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Αυτός ο χωριάτης του Δούναβη, γύρισε στο σπιτάκι του στο Μπλανζύ κι είδε να σβήνουν μια μια οι ψευδαισθήσεις του. Είδε την δημοκρατία του να τελειώνει με αυτοκρατορικό μεγαλείο και έπεσε σε φριχτή φτώχεια κάτω από τα μάτια του Ριγκού που ήξερε με υποκρισία να τη μεγαλώνει. Και ξέρετε γιατί; Ποτέ δε δέχτηκε ο Ζαν - Φρανσουά Νιζερόν να πάρει τίποτα από το Ριγκού. Αυτές οι επανειλημμένες αρνήσεις έδειχναν στον κάτοχο της διαθήκης πόσο βαθειά τον περιφρονούσε ο ανιψιός του παπά. Κι αυτή η παγερή περιφρόνηση στεφανώθηκε με την τρομερή απειλή που γι' αυτήν έκανε λόγο στην κόμισσα ο αββάς Μπροσέτ.

Από τα 12 χρόνια της Γαλλικής Δημοκρατίας, ο γέρος έφτιαξε μια ιστορία δική του γεμάτη αποκλειστικά από τα μεγαλειώδη γεγονότα που θα χαρίσουν σ' αυτή την ηρωική εποχή την αθανασία. Τις ατιμίες, τις σφαγές, τις λεηλασίες, ο γέρος ήθελε να τις αγνοεί, θαύμαζε πάντα τον «Εκδικητή», την αυτοθυσία για την πατρίδα, το λαό που όρμησε στα χαρακώματα και συνέχιζε τα όνειρά του.

Η Επανάσταση είχε πολλούς ποιητές σαν τον Νιζερόν που τραγουδούσαν τα ποιήματά τους στο σπίτι τους ή στους στρατούς, στα μυστικά ή φανερά με πράξεις που βάφτηκαν κάτω από τα κύματα αυτής της λαίλαπας, όμοια με κείνους που στην εποχή της Αυτοκρατορίας, πληγωμένοι, ξεχασμένοι φώναζαν: «ζήτω ο Αυτοκράτορας» πριν ξεψυχήσουν. Αυτά συμβαίνουν πάντα στη Γαλλία. Ο αββάς Μπροσέτ σεβάστηκε την ακίνδυνη ιδεολογία του γέρου. Κι αυτός αφοσιώθηκε στον παπά μ' αφέλεια χάρη σε μια λέξη που του είπε: «Η αληθινή Δημοκρατία βρίσκεται στο Ευαγγέλιο». Ο παλιός δημοκράτης φορούσε το σταυρό, το κόκκινο και μαύρο ρούχο του εκκλησάρη και στεκότανε σοβαρά και μ' ευλάβεια στην εκκλησία και ζούσε από τις τρεις δουλειές που του είχε αναθέσει ο αββάς όχι για να 'χει με τι να ζήσει αλλά για να μην πεθάνει της πείνας.

Αυτός ο γέρος, ο Αριστείδης του Μπλανζύ, μιλούσε λίγο, όπως όλοι οι ευγενικοί αφελείς που τυλίγονται στο μανδύα της καρτερίας. Αλλά δεν παράλειπε ποτέ να χτυπήσει το κακό. Γι' αυτό τον έτρεμαν οι χωριάτες, όπως τρέμουν οι κλέφτες την αστυνομία. Δεν πήγαινε έξι φορές όλες κι όλες το χρόνο στο Γκραντ - Ι - Βερ αν και πάντα τον καλοδέχονταν. Ο γέρος καταριότανε τους πλούσιους για την ασπλαχνία τους, ο εγωισμός τους τον εξόργιζε, κι αυτή η φλέβα τον έκανε να φαίνεται πως ανήκει στους χωριάτες. «Ο μπάρμπα Νιζερόν δεν αγαπά τους πλούσιους, είναι δικός μας» έλεγαν.

Ο πολιτικός στέφανος γι' αυτήν την έντιμη ζωή ήταν τα λόγια που έλεγαν σ' όλη την κοιλάδα: «Τι καλός ο μπάρμπα Νιζερόν! Δεν υπάρχει πιο τίμιος άνθρωπος!». Τον έπαιρναν συχνά διαιτητή στις διαφορές τους, ήταν αυτό που λένε «ο γέρος του χωριού!».

Αν και πάμπτωχος ήταν ολοκάθαρος. Φορούσε κοντοβράκια, χοντρές κάλτσες, παπούτσια με πέταλα, τη γαλλική φορεσιά με τα μεγάλα κουμπιά που διατηρούν οι χωριάτες και το καπέλο από κετσέ με τα φαρδιά μπορ. Για τις καθημερινές είχε ένα τσόχινο σακάκι με τόσα μπαλώματα που έμοιαζε με ταπετσαρία. Αλλά η υπερηφάνεια του ανθρώπου που ξέρει πως είναι ελεύθερος κι άξιος της ελευθερίας του έδινε στη φυσιογνωμία του, και στην περπατησιά του κάτι αδιόρατο κι ευγενικό επί τέλους, φορούσε ρούχα κι όχι κουρέλια!

—Ε! Τι παράξενο έτυχε λοιπόν στη γριά;... Σας άκουσα από το καμπαναριό... είπε.

Του διηγήθηκαν το «έγκλημα» του Βατέλ μιλώντας όλοι μαζί όπως συνηθίζουν οι χωριάτες.

—Αν δεν κόψατε το δέντρο, ο Βατέλ έχει άδικο, μα αν το κόψατε, κάνατε δυο κακές πράξεις, είπε ο μπάρμπα Νιζερόν.

—Πιες ένα κρασί, είπε ο Τονσάρ και του πρόσφερε ένα ξέχειλο ποτήρι.

—Πάμε; ρώτησε ο Βερμισέλ τον κλητήρα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ναι, θα περάσομε από του μπάρμπα Φουρσόν όταν θα πάρομε τον πάρεδρο της Κους, απάντησε ο Μπρυνέ. Πήγαινε μπροστά, έχω να δώσω ένα έγγραφο στον πύργο. Ο Μπάρμπα Ριγκού κέρδισε και τη δεύτερη δίκη, τους κοινοποιώ την απόφαση.

Κι ο κύριος Μπρυνέ αφού κατέβασε δυο ποτηράκια ρακί ανέβηκε στην γκρίζα φοράδα του χαιρετώντας τον μπάρμπα Νιζερόν. Γιατί όλη η κοιλάδα είχε σ' εκτίμηση το γεροντάκο.

Καμιά επιστήμη, ούτε η στατιστική, δεν μπορεί να υπολογίσει με πόση ταχύτητα μεταδίδονται τα νέα στην ύπαιθρο. Ούτε πώς ξεπερνάνε τις χέρσες περιοχές που είναι αίσχος για τους Γάλλους διοικητές και τα κεφάλαια. Ξέρομε από τη σύγχρονη ιστορία ότι ένας από τους πιο ξακουστούς τραπεζίτες, αν και έσκασε τ' άλογά του ανάμεσα στο Βατερλό και στο Παρίσι (είναι γνωστό το γιατί), κέρδισε ό,τι έχασε ο Αυτοκράτορας (ένα βασίλειο!), γιατί έφτασε λίγες μόνο ώρες πριν από το μοιραίο νέο. Μια ώρα λοιπόν μετά από τη μάχη της γριά - Τονσάρ και του Βατέλ ένα σωρό θαμώνες του Γκραντ Ι Βερ βρέθηκαν εκεί συγκεντρωμένοι.

Πρώτος έφθασε ο Κουρτκυίς. Δύσκολα θ' αναγνώριζε κανείς τον πρόσχαρο αρχιφύλακα, τον ροδοκόκκινο ερημίτη που του 'φτιαχνε η γυναίκα του τον πρωινό του καφέ με το γάλα, όπως τον είχαμε συναντήσει λίγες σελίδες πιο πριν. Γερασμένος, αδυνατισμένος, χλομιασμένος έδινε σ' όλους ένα τρομερό μάθημα αλλά κανείς δεν το 'παιρνε χαμπάρι.

—Κρέμασε το καλάθι του πιο μακριά απ' όσο έφτανε το χέρι του, έλεγαν σ' αυτούς που λυπόντουσαν τον παλιό αρχιφύλακα και κατηγορούσαν τον Ριγκού. Θέλησε να γίνει μπουρζουάς!

Πραγματικά, ο Κουρτκυίς, όταν αγόρασε τη Μπασλερί ήθελε να περνάει για μπουρζουάς και πολύ το καυχιότανε. Η γυναίκα του έβγαινε στα χωράφια να μαζέψει κοπριά! Κάθε πρωί, πριν ξημερώσει έσκαβαν το καλοκοπρισμένο τους μποστάνι. Είχε αρχίσει να δίνει καρπό κι όμως δεν κατάφεραν να πληρώσουν στο Ριγκού παρά μόνο τους τόκους. Η κόρη τους ήταν υπηρέτρια στο Ωξέρ και τους έστελνε τους μισθούς της. Κι όμως μ' όλους τους κόπους τους μ' όλη τη βοήθεια της κόρης τους έβλεπαν να φτάνει η μέρα εξόφλησης χωρίς να 'χουν πεντάρα. Η κυρία Κουρτκυίς που κάποτε είχε την άνεση για κανένα μπουκάλι παλιό κρασί και φρυγανιές τώρα δεν έπινε παρά σκέτο νεράκι. Ο Κουρτκυίς δεν τολμούσε να πατήσει στο Γκραντ - Ι - Βερ από φόβο μην ξοδέψει τρεις δεκάρες.

Μια και δεν είχε πια εξουσία, δεν τον κερνούσαν σαν πρώτα στο καπηλειό. Γι' αυτό, σαν όλους τους βλάκες, φώναζε για την αχαριστία του κόσμου.

Τέλος, όπως σ' όλους σχεδόν τους χωριάτες, που τους δάγκωσε ο δαίμονας της ιδιοκτησίας, η κούρασή του μεγάλωνε και το φαΐ του λιγόστευε.

—Ο Κουρτκυίς, έλεγαν φθονώντας τη θέση του, χτίζει ανώγια και κατώγια στον αέρα. Θα 'πρεπε πρώτα να περιμένει να γίνει δικό του το χωράφι, κι ύστερα να κάνει το νοικοκύρη.

Ο άνθρωπος είχε κάνει εύφορα τα τρία στρέμματα που του 'χε πουλήσει ο Ριγκού με το λίπασμα. Το μποστάνι δίπλα στο σπίτι είχε αρχίσει να δίνει καρπό κι όμως φοβόταν συνέχεια μην τον πετάξουν έξω... Ήταν ντυμένος σαν τον Φουρσόν, αυτός που παλιά φορούσε γκέτες και παπούτσια. Τώρα πήγαινε με τσόκαρα και κατηγορούσε τους μπουρζουάδες της Αιγκ πως ήταν αίτιοι για το χάλι του! Αυτές οι έγνοιες που τον έτρωγαν είχαν κάνει τον ανθρωπάκο που ήταν κάποτε παχύς και εύθυμος τόσο κατσούφη και αποβλακωμένο που έλεγες πως τον μαράζωνε κανένα δηλητήριο ή καμιά αγιάτρευτη αρρώστια.

—Τι συμβαίνει, κύριε Κουρτκυίς, σου 'κοψαν τη γλώσσα; ρώτησε ο Τονσάρ, βλέποντας τον ανθρωπάκο να σωπαίνει αφού του διηγήθηκε τη μάχη που είχε γίνει.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Θα 'ταν κρίμα, παρατήρησε η Τονσάρ. Δεν θα μπορεί να παραπονεθεί στη μαμμή που του την έκοψε, ήξερε αυτή τι έκανε.

—Μου έχει φάει το νου η έγνοια πως θα ξεμπλέξω με τον κύριο Ριγκού, απάντησε μελαγχολικά ο γερασμένος ανθρωπάκος.

—Μπα! είπε η γριά Τονσάρ, έχεις μια όμορφη κόρη 17 χρονώ. Αν είναι φρόνιμη θα μπορέσεις μια χαρά να συνεννοηθείς μ' αυτό το γερο-μασκαρά...

—Τη στείλαμε στο Ωξέρ, στην κυρία Μοριότ εδώ και 2 χρόνια για να την προφυλάξομε από το κακό, είπε, και προτιμώ να ψοφήσω παρά να...

—Μα δεν είναι χαζός; είπε ο Τονσάρ. Βλέπεις τις κόρες μου, πέθαναν; Αυτός που θα κοτούσε να πει πως δεν είναι Παναγίες θα 'χε να κάνει με το τουφέκι μου.

—Δε θα 'θελα να φτάσω εκεί! φώναξε ο Κουρτκυίς κουνώντας το κεφάλι. Καλύτερα να με πλήρωναν να σκότωνα κανένα απ' αυτούς τους Αρμινάκ.

—Μπα! Πιο καλά να σώζουν τους πατεράδες τους παρά ν' αφήνουν την αρετή τους να μουχλιάζει! είπε ο ταβερνιάρης.

Ο μπάρμπα - Νιζερόν χτύπησε τον Τονσάρ στον ώμο.

—Δεν είναι σωστά πράγματα αυτά που λες!... έκανε ο γέρος. Ο πατέρας προστατεύει την τιμή της οικογένειας. Γι' αυτά σας τα καμώματα μας περιφρονούν και κατηγορούν το λαό πως δεν είναι άξιος για τη λευτεριά! Ο λαός πρέπει να δίνει στους πλούσιους το παράδειγμα της τιμής και των πολιτικών αρετών. Πουλιέστε στο Ριγκού για χρυσάφι, όσοι κι αν είστε! Όταν δεν του παραδίνετε τις κόρες σας, του παραδίνετε τις αρετές σας! Αυτά είναι άσκημα!

—Για κοίταξε όμως πώς κατάντησε ο Κουρτκυίς! είπε ο Τονσάρ.

—Κοίταξε εμένα! απάντησε ο μπάρμπα Νιζερόν. Κοιμάμαι ήσυχος! Δεν έχει αγκάθια το μαξιλάρι μου!

—Ας τον να λέει, Τονσάρ, του φώναξε η γυναίκα του στ' αυτί, αφού το ξέρεις πως αυτή είναι η λόξα του του καημένου...

Εκείνη τη στιγμή έφθασαν ο Μπονεμπώ και η Μαρί, η Κατερίνα κι ο αδελφός της. Η απελπισία τους για την αποτυχία του Νικολά είχε φθάσει στο κατακόρυφο με το σχέδιο του Μισώ. Μόλις μπήκε στο καπηλειό του πατέρα του ο Νικολά άφησε μια τρομαχτική απειλή για το ζευγάρι Μισώ και την Αιγκ.

—Όπου να 'ναι αρχίζει ο θέρος! Δεν θα φύγω πριν ν' ανάψω την πίπα μου στις θημωνιές του! φώναξε και χτύπησε δυνατά τη γροθιά του στο τραπέζι του.

—Δεν κάνει να σαχλαμαρίζεις έτσι μπροστά στον κόσμο! του είπε ο Γκονταίν και του έδειξε το μπάρμπα Νιζερόν.

—Αν πει κουβέντα, θα του στρίψω το λαρύγγι σαν κοτόπουλο, απάντησε η Κατερίνα. Τη ζωή του την έζησε, αυτός ο γερο - φιλόσοφος της πεντάρας! Ενάρετος σου λέει! Τέτοιος ήταν ο χαρακτήρας του, αυτό είναι όλο.

Τι παράξενο θέαμα πρόσφεραν τα κεφάλια αυτών που ήταν συγκεντρωμένοι στην τρώγλη με την γριά

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τονσάρ φρουρό στην πόρτα για να 'ναι σίγουροι πως τα λόγια τους θα 'μεναν μυστικά!.

Απ' όλα τα πρόσωπα, το πιο φρικιαστικό ήταν του εραστή της Κατερίνας, Γκονταίν, αν και λιγότερο τονισμένο. Ο Γκονταίν, ο φιλάργυρος χωρίς χρυσάφι, ο πιο σκληρός απ' όλους τους φιλάργυρους. Γιατί μήπως δεν είναι χειρότερος αυτός που ψάχνει για χρήματα απ' αυτόν που κλωσσάει τα λεπτά του; Ο ένας κοιτά μέσα του, ο άλλος κοιτάει μπροστά του με τρομερή εμμονή. Σ' αυτόν τον Γκονταίν, θα μπορούσε να βρει κανείς τον τύπο των περισσότερων χωρικών. Αυτός ο μεροκαματιάρης, ένα ανθρωπάκι που είχε απαλλαγεί από το στρατό γιατί του λείπανε μερικοί πόντοι ήταν από φυσικού του ξερακιανός και τον είχε αποστεγνώσει η δουλειά και η ηλίθια εγκράτεια που μ' αυτήν ξεψυχούν όσοι εργάζονται υπερβολικά σαν τον Κουρτκυίς. Το μούτρο του ήταν χοντρό σα γροθιά και έφεγγε με δυο μάτια με πρασινοκάστανες φλέβες γεμάτα λαιμαργία για λεφτά, με κάθε μέσο, αλλά χωρίς ζεστασιά, γιατί η επιθυμία που έβραζε στην αρχή είχε πήξει σα λάβα. Το πετσί του κολλούσε στα μελίγγια του που ήταν σκουρόχρωμα σα μούμιας. Ανάμεσα στις ρυτίδες του το αραιό γενάκι του αγκύλωνε σαν τα καλάμια των σταχυών στ' αυλάκια. Ο Γκονταίν δεν ίδρωνε ποτέ, απορροφούσε ο ίδιος τις ουσίες του. Τα χέρια του ήταν τριχωτά και γαμψά. Ακούραστα, νευρικά λες κι ήταν φτιαγμένα από γέρικο ξύλο. Αν κι ήταν μόνο 27 χρονών, στα μαλλιά του που ήταν μαύρα προς το κόκκινο είχαν φανεί οι πρώτες άσπρες τρίχες. Φορούσε μια μπλούζα κι από κάτω ένα μαύρο πουκάμισο από χοντρό πανί που το 'πλενε μια φορά το μήνα ο ίδιος στον Τυν. Τα τσόκαρά του ήταν επιδιορθωμένα με παλιοσιδερικά. Το ύφασμα του παντελονιού του δεν αναγνωριζόταν πια από τα πολλά μπαλώματα. Τέλος στο κεφάλι φορούσε ένα φριχτό κασκέτο που θα το 'χε ψαρέψει από τα σκουπίδια κανενός μπουρζουάδικου σπιτιού της La-Ville-aux-Fayes. Ήταν αρκετά ανοιχτομάτης ώστε να εκτιμήσει τα περιουσιακά στοιχεία της Κατερίνας. Ονειρευόταν να διαδεχθεί τον Τονσάρ στο Γκραντ Ι Βερ. Γι' αυτό μεταχειριζότανε όλη τη πονηριά του όλη του τη δύναμη για να την καταχτήσει, της υποσχόταν πλούτη και την ελευθερία που 'χε η Τονσάρ. Στο μελλοντικό πεθερό του υποσχότανε τεράστια έσοδα, 500 φράγκα το χρόνο από το καπηλειό του, μέχρι να το ξεπληρώσει, γιατί είχε στο νου του να τα πληρώνει όπως τον είχε συμβουλέψει ο Μπρυνέ με γραμμάτια. Η κανονική του δουλειά ήταν να φτιάχνει γεωργικά εργαλεία· αυτός ο καλικάντζαρος εργαζόταν στον αμαξοποιό όσο ήταν πολλή δουλειά, αλλά πήγαινε και σ' όλες τις αγγαρείες που πληρώνονταν ακριβά. Είχε τοποθετήσει γύρω στα 1800 φράγκα στο Γκωμπερτέν, χωρίς να το ξέρει κανείς από την κοιλάδα. Κι όμως ζούσε σα ζητιάνος σε μια σοφίτα του αφεντικού του και μάζευε τα στάχυα που έμεναν στα χωράφια μετά το θέρος. Ψηλά, στο κυριακάτικο παντελόνι του είχε ράψει την απόδειξη του Γκωμπερτέν που κάθε χρόνο ανανεωνόταν και μεγάλωνε με τους τόκους και τις οικονομίες του.

—Ε, και γιατί δεν πρέπει; φώναξε ο Νικολά απαντώντας στην φρόνιμη παρατήρηση του Γκονταίν. Αν είναι να πάω στρατιώτης, καλύτερα να σκοτωθώ μια και καλή παρά να μου πίνουν το αίμα στάλα - στάλα... Και θα γλυτώσω τον τόπο από έναν απ' αυτούς τους Αρμινάκ που μας έστειλε ο διάολος...

Και διηγήθηκε την υποτιθέμενη συνωμοσία του Μισώ εναντίον του.

—Από που θέλεις να πάρει τους στρατιώτες της η Γαλλία;... είπε ο ασπρομάλλης γέρος και στάθηκε μπροστά στο Νικολά, μέσα στη βαθειά σιωπή που υποδέχτηκε αυτή τη φοβερή απειλή.

—Κάνεις τη θητεία σου και ξαναγυρνάς! είπε ο Μπονεμπώ στρίβοντας το μουστάκι του.

Ο μπάρμπα Νιζερόν βλέποντας πως όλα τα υποκείμενα είχαν μαζευτεί στο καπηλειό κούνησε το κεφάλι του κι έφυγε αφού πλήρωσε το πιοτό του στην Τονσάρ. Όταν ο ανθρωπάκος κατέβηκε τις σκάλες, όλοι οι πελάτες ικανοποιήθηκαν, γιατί είχαν απαλλαγεί από την ζωντανή εικόνα της συνείδησής τους.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Και τι λες του λόγου σου, για όλα αυτά;... Ε, κοντοπίθαρε;... είπε ο Βωντουαγιέ που μπήκε ξαφνικά μαθαίνοντας από τον Τονσάρ την απόπειρα του Βατέλ.

Ο Κουρτκυίς, που όλοι σχεδόν του έδιναν αυτό το παρατσούκλι, πλατάγισε τη γλώσσα του στον ουρανίσκο και άφησε το ποτήρι στο τραπέζι.

—Ο Βατέλ έχει άδικο, απάντησε. Αν ήμουνα στη θέση της γριάς Τονσάρ, θα έσπαγα ο ίδιος τα πλευρά μου, θα 'πεφτα στο κρεβάτι και θα κάθιζα μια μήνυση στον ταπετσιέρη και το φύλακά του για να τους ζητήσω 20 σκούδα αποζημίωση. Ο κύριος Σαρκύς θα συμφωνούσε...

—Κι ο ταπετσιέρης θα τα 'δινε οπωσδήποτε για ν' αποφύγει το σκάνδαλο, είπε ο Γκονταίν.

Ο Βωντουαγιέ, ο παλιός αγροφύλακας, ένας άντρας 5 πόδια και 6 δάχτυλα με βλογιοκομμένο πρόσωπο, σώπαινε μ' ένα ύφος όλο αμφιβολία.

—Ε; ρώτησε ο Τονσάρ που γλυκάθηκε με τα 60 φράγκα, τι χαλάς τα μούτρα σου ρε βλάκα; θ' ανοίξουμε παρτίδες για 300 φράγκα κι ο κύριος Γκουρντόν μπορεί μια χαρά να πάει να τους πει στην Αιγκ ότι η μάνα μου έβγαλε το γοφό της...

—Και μπορεί να της τον βγάλουν... είπε η ταβερνιάρισσα. Αυτά γίνονται στη Γαλλία.

—Έχω πολλές φορές ακούσει να μιλάνε για τους ανθρώπους του βασιλιά. Δεν πιστεύω να πάνε τα πράματα όπως θέλετε, είπε τέλος ο Βωντουαγιέ που είχε συχνά βοηθήσει τη Δικαιοσύνη και τον πρώην Ενωμοτάρχη Σουντρύ. Στη Σουλάνζ βέβαια, ο Σουντρύ αντιπροσωπεύει την Κυβέρνηση και δε χωνεύει τον ταπετσιέρη. Αλλά αν τους χτυπήσετε, ο ταπετσιέρης κι ο φύλακας θα 'χουν την πονηριά να αμυνθούν. Θα πουν: η γυναίκα είχε το άδικο, είχε κόψει το δέντρο, αλλιώς θ' άφηνε να κοιτάξουν το δεμάτι της στο δρόμο, δεν θα το είχε βάλει στα πόδια. Αν έπαθε τίποτα, φταίει η ίδια. Όχι, δεν είναι σίγουρη η δουλειά...

—Μπας και υπερασπίστηκε τον εαυτό του ο μπουρζουάς όταν του 'κανα μήνυση; είπε ο Κουρτκυίς. Με πλήρωσε.

—Αν θέλετε, μπορώ να πεταχτώ ως τη Σουλάνζ, είπε ο Μπονεμπώ. Θα ρωτήσω τον κύριο Γκουρντόν το γραμματικό, και θα μάθετε σήμερα κιόλας το βράδυ αν υπάρχει μάσα.

—Όλο αφορμές γυρεύεις για να στριφογυρίζεις στα φουστάνια αυτής της χοντροχήνας της κόρης του Σοκάρ, του απάντησε η Μαρί Τονσάρ και του 'δωσε μια στον ώμο που αντήχησε στα πνεμόνια του.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένα στιχάκι από παλιά Βουργουνδιανά Χριστουγεννιάτικα κάλαντα...

Μια στιγμή της ζωής του ήταν σαν άλλαξε μια μέρα στο τραπέζι το νερό με το κρασί Μαδέρας.

Όλοι αναγνώρισαν τη φωνή του μπάρμπα Φουρσόν, που του άρεσε υπερβολικά αυτό το στιχάκι, και του Μους που τον συνόδευε παράφωνα.

—Α! Γιατρεύτηκαν! είπε η γριά Τονσάρ στη νύφη της. Ο πατέρας σου είναι κόκκινος σαν τ' αναμμένα κάρβουνα κι ο μικρός δεν πάει πίσω.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Γεια χαρά! φώναξε ο γέρος. Βρε πόσα καθάρματα είναι μαζεμένα εδώ! Χαίρε! είπε στην εγγονή του που την τσάκωσε ν' αγκαλιάζει το Μπονεμπώ, χαίρε Μαρία, διεστραμμένη, ο Διάβολος μετά Σου. Έσω χαρούμενη μετά των γυναικών, κλπ. Γεια και χαρά στην ομήγυρη! Σας τσάκωσαν! Αποχαιρετείστε τις χεροβολιές σας. Έχω νέα! Σας το έλεγα εγώ, ότι ο μπουρζουάς θα σας δαμάσει, θα σας μαστιγώσει με το νόμο!... Α! Αυτό θα πει πάλη με τους μπουρζουάδες! Οι μπουρζουάδες φτιάχνουν τόσους νόμους που έχουνε τον κατάλληλο για κάθε κατεργαριά....

Ένας φοβερός λόξυγκας έδωσε άλλη τροπή στην πορεία των ιδεών του σεβαστού ρήτορα.

—Αν ήτανε εδώ ο Βερμισέλ, θα του ξεφύσαγα στη μούρη, για να 'παιρνε μια ιδέα για το τι είναι το κρασί από την Αλικάντ. Τι κρασί! Αν δεν ήμουνα Βουργουνδός θα 'θελα να 'μαι Σπανιόλος! Αχ, θείο κρασί! Πάω στοίχημα πως ο πάπας πριν να πει τη λειτουργία κατεβάζει μερικά ποτήρια. Βρε το καταραμένο!... Ξανάγινα νέος!... Ε, κοντοπίθαρε, αν ήταν η γυναίκα σου εδώ... θα μου φαινότανε νέα! Σίγουρα το ισπανικό κρασί βάζει κάτω το παλιό! Πρέπει να κάνομε μια επανάσταση μόνο και μόνο για να αδειάσομε τις κάβες...

—Μα τι νέο φέρνεις, μπαμπά;... είπε η Τονσάρ.

—Τέρμα ο θέρος για σας. Ο ταπετσιέρης θα σας απαγορέψει το σταχομάζωμα!..

—Θ' απαγορέψει το σταχομάζωμα; φώναξε όλο το καπηλειό με μια φωνή όπου κυριαρχούσαν οι στριγκές νότες των τεσσάρων γυναικών.

—Ναι, είπε ο Μους, θα πάρει μια απόφαση, θα την ανακοινώσει ο Γκρουαζόν θα την τοιχοκολλήσει στο καντόνι και μόνο όσοι έχουν πιστοποιητικά απορίας θα μαζεύουν τα στάχυα.

—Κι έχετε υπ' όψη σας κι αυτό!... είπε ο Φουρσόν. Οι μάγκες από τις άλλες κοινότητες δεν θα γίνονται δεχτοί.

—Τι λέει; Τι λέει; είπε ο Μπονεμπώ. Δηλαδή, ούτε η γιαγιά μου, ούτε εγώ, ούτε η μάνα σου Γκονταίν δεν θα μπορούμε να μαζεύομε στάχυα εδώ: ... Ωραία φάρσα μας σκαρώσανε οι αρχές. Να τις βράσω! Μα, τι διάολο, κατ' ευθείαν από την κόλαση μας κουβαλήθηκε εδώ αυτός ο στρατηγός - δήμαρχος;

—Εσύ πάντως θα μαζέψεις στάχυα, ε Γκονταίν; είπε ο Τονσάρ στον παραγιό του αμαξοποιού που εδώ και λίγο μιλούσε στην Κατερίνα.

—Εγώ, δεν έχω τίποτα, είμαι άπορος, απάντησε, θα ζητήσω πιστοποιητικό.

—Τι δώσανε στον πατέρα μου, μωρό μου, για το λουτρ;... ρωτούσε το Μους η ωραία ταβερνιάρισσα.

Αν και υπόφερε από κακή χώνεψη κι είχε ζαλιστεί από δυο μπουκάλια κρασί, ο Μους, καθισμένος στα γόνατα της Τονσάρ, έσκυψε το κεφάλι του στον λαιμό της θείας του και της είπε με πονηριά στο αυτί:

—Δεν ξέρω, πάντως έχει χρυσάφι!... Αν θες να με ταΐζεις ένα μήνα με πολύ φαΐ, ίσως να βρω την κρυψώνα του, γιατί έχει μια!

—Ο πατέρας έχει χρυσάφι!... είπε η Τονσάρ στο αυτί του άντρα της που η φωνή του ξεχώριζε μέσα σ' όλη την οχλοβοή της συζήτησης των θαμώνων.

—Περνάει ο Γκρουαζόν! φώναξε η γριά.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Βαθειά σιωπή απλώθηκε στο καπηλειό. Όταν απομακρύνθηκε ο Γκρουαζόν, η γριά Τονσάρ έκανε νόημα κι η συζήτηση ξανάρχισε για το αν θα μπορούσαν να μαζεύουν τα παρατημένα στάχυα χωρίς πιστοποιητικά όπως παλιά.

—Πρέπει να υπακούσετε, είπε ο μπάρμπα - Φουρσόν, γιατί ο ταπετσιέρης πήγε στο Νομάρχη να του ζητήσει στρατό για να κρατήσει την τάξη. Θα σας σκοτώσουν σαν σκυλιά... που είμαστε! φώναξε ο γέρος προσπαθώντας να νικήσει το μούδιασμα που του 'φερνε στη γλώσσα το ισπανικό κρασί.

Αυτό το δεύτερο νέο του Φουρσόν, όσο τρελό κι αν ήταν έκανε τους πελάτες σκεφτικούς. Πίστευαν πως η κυβέρνηση ήταν ικανή να τους κατασφάξει χωρίς λύπηση.

—Τέτοιες ταραχές έγιναν και στα περίχωρα της Τουλούζης, όταν ήμουνα στη φρουρά, είπε ο Μπονεμπώ. Τους επιτεθήκαμε, τους κατακάψαμε με τα σπαθιά μας, τους συλλάβαμε... σου 'φερνε γέλια να τους βλέπεις να θέλουν ν' αντισταθούν στο στρατό! Η Δικαιοσύνη έστειλε 10 στα κάτεργα, 11 στη φυλακή, τους διαλύσανε!.. Ο στρατιώτης είναι στρατιώτης, εσείς είστε πολίτες, έχουνε δικαίωμα να σας σπαθίσουν αμέ.

—Ε και; είπε ο Τονσάρ. Τι σας έπιασε και τρομάξατε σα λαγοί; Τι θα πάρουνε από τη μάνα μου και τις κόρες μου; Θα μας ρίξουνε φυλακή;... Εν τάξει, δε θα βάλει δα κι όλο τον κόσμο φυλακή ο ταπετσιέρης!... Κι ύστερα, καλύτερα τρώνε στου βασιλιά παρά στο σπίτι τους οι φυλακισμένοι, και το χειμώνα έχουνε θέρμανση.

—Είσαστε βλάκες! ούρλιαξε ο Φουρσόν. Καλύτερα να ξεκοκαλίζετε το μπουρζουά σιγά - σιγά, παρά να τον αντιμετωπίσετε φάτσα με φάτσα! Αλλιώς θα σας ξετινάξει! Αν σας αρέσουν τα κάτεργα, άλλος λογαριασμός. Η δουλειά βέβαια δεν είναι τόσο σκληρή όσο στα χωράφια, αλλά δεν είσαι ελεύθερος!

Ο Βωντουαγιέ, που έκανε τον πιο γενναίο από το συμβούλιο, είπε:

—Πραγματικά! Μπορεί να 'ναι καλύτερο να διακινδυνεύσουνε μερικοί από μας το τομάρι τους για ν' απαλλάξομε τον τόπο απ' αυτόν τον λυκάνθρωπο που θρονιάστηκε στην πύλη του Αβόν.

—Να καθαρίσομε το Μισώ;... είπε ο Νικολά, είμαι...

—Δεν είναι ακόμα καιρός, είπε ο Φουρσόν, θα χάσομε πολλά, παιδιά μου. Πρέπει να κάνομε τους δυστυχισμένους, να φωνάζομε ότι πεινάμε. Ο μπουρζουάς της Αιγκ κι η γυναίκα του θα θελήσουν να μας κάνουν ευεργεσίες και θα κερδίσομε πιο πολλά απ' τα στάχυα...

—Είστε φοβητσιάρηδες, φώναξε ο Τονσάρ. Να υπολογίζετε πως ο Στρατός κι η Δικαιοσύνη δεν τα πάνε καλά. Δεν μπορούνε να ρίξουνε στα σίδερα όλο τον τόπο, και θα 'χομε στη La-Ville-aux-Fayes, ανάμεσα στους παλιούς άρχοντες πολλούς που θα θελήσουν να μας βοηθήσουν.

—Αλήθεια, είπε ο Κουρτκυίς, μόνο ο ταπετσιέρης παραπονιέται, οι κύριοι ντε Σουλάνζ, ντε Ρονκερόλ κι οι άλλοι είναι ευχαριστημένοι! Όταν σκέφτομαι πως, αν είχε το κουράγιο να σκοτωθεί στη μάχη, σαν τόσους άλλους, θα 'μουνα ακόμα ευτυχισμένος στην πύλη μου του Αβόν, κι ότι τώρα μ' έκανε σκουπίδι και δε μ' αναγνωρίζει κανείς!

—Δεν θα βάλουνε δα το στρατό στη διάθεση ενός κερατά μπουρζουά που τα πάει κακά μ' ολόκληρη περιοχή! είπε ο Γκονταίν... Δικό του είναι το λάθος! Θέλει να τα κάνει όλα άνω κάτω εδώ, να αναποδογυρίσει όλο τον κόσμο. Η κυβέρνηση θα του πει στο τέλος, ουστ!

—Δεν ξέρει άλλη κουβέντα η κυβέρνηση· είναι αναγκασμένη να μιλάει έτσι η κακομοίρα, είπε ο

Digitized by 10uk1s, May 2010

Φουρσόν που ξαφνικά γέμισε τρυφεράδα για την κυβέρνηση. Πώς την λυπάμαι την καλή μας κυβέρνηση... Είναι τόσο δυστυχισμένη, δεν έχει πεντάρα, σαν κι εμάς... τι βλακεία για μια κυβέρνηση που κόβει η ίδια την μονέδα... Α! αν ήμουνα κυβέρνηση εγώ...

—Μα εμένα μου 'παν στη La-Ville-aux-Fayes ότι ο κύριος Ρονκερόλ μίλησε στην συνέλευση για τα δικαιώματά μας, φώναξε ο Κουρτκυίς.

—Το λέει η εφημερίδα του κυρίου Ριγκού, είπε ο Βωντουαγιέ που σαν παλιός αγροφύλακας ήξερε να γράφει και να διαβάζει, το διάβασα.

Το μεθύσι είχε τονώσει τις ιδιότητες του μπάρμπα - Φουρσόν, όπως συμβαίνει στους ανθρώπους του λαού. Και παρά τις ψευτοτρυφερότητές του παρακολουθούσε με πονηρό μάτι και προσεχτικό αυτί, την συζήτηση που πολλά a parte την έκαναν υπερβολικά έντονη. Ξαφνικά, σηκώθηκε και πήρε θέση στη μέση του καπηλειού.

—Ακούστε το γέρο! Είναι τάπα! Είπε ο Τονσάρ. Έχει δυο φορές πιο μεγάλη πονηριά απ' τη δική του έχει και την πονηριά του κρασιού...

—Της Ισπανίας!... μας κάνουν τρεις πονηριές, παρατήρησε ο Φουρσόν γελώντας σα σάτυρος. Παιδιά μου, μη σκοντάψετε κατακέφαλα, είστε αδύνατοι, να του πηγαίνετε πλάγια. Κάντε τους ψόφιους, τους κοιμισμένους, η γυναικούλα έχει κατατρομάξει. Σε λίγο θα απαυδήσουν. Θα φύγει από δω, κι αν φύγει αυτή, ο ταπετσιέρης θα την ακολουθήσει, είναι το πάθος του. Αυτό είναι το σωστό σχέδιο. Αλλά για να συντομέψετε την αναχώρησή τους, πρέπει να τους πάρετε το σύμβουλό τους, τη δύναμή τους, τον κατάσκοπό μας τη μαϊμού μας.

—Δηλαδή ποιον;...

—Χα! Τον καταραμένο τον παπά! είπε ο Τονσάρ. Ψάχνει για τις αμαρτίες μας και θέλει να μας θρέψει με την όστια.

—Καλά λέει, φώναξε ο Βωντουαγιέ, θα 'μαστε ευτυχισμένοι χωρίς τον παπά. Πρέπει να ξεφορτωθούμε αυτό το αρνάκι του καλού θεού, αυτός είναι ο εχθρός.

—Ο Τζουτζές, παρατήρησε ο Φουρσόν εννοώντας τον αββά Μπροσέτ εξ αιτίας του ασήμαντου παρουσιαστικού του, θα πέσει σε καμιά φάκα μια και κρατά όλες τις Σαρακοστές. Μόλις παραπατήσει και ξεχάσει τη νηστεία του, αν κάνομε σαματά για το πάθημά του, ο επίσκοπος θ' αναγκαστεί να τον στείλει αλλού. Και πόσο θα χαιρότανε μ' αυτό ο καλός μπάρμπα - Ριγκού.... Αν η θυγατέρα του Κουρτκυίς ήθελε ν' αφήσει την αφεντικίνα της, είναι τόσο ωραία που κάνοντας την ευλαβική κόρη θα σώσει την πατρίδα. Παμ! Παμ! Παμ!

—Και γιατί να μην είσαι εσύ; είπε ο Γκονταίν σιγανά στην Κατερίνα. Θα σου δώσει ένα σωρό σκούδα για ν' αποφύγει το σκάνδαλο και θα γίνεις αργότερα εδώ...

—Θα μαζέψουμε στάχυα ή όχι;... είπε ο Μπονεμπώ. Το ίδιο μου κάνει εμένα για τον αββά σας. Εγώ είμαι από το Κους και δεν έχομε κανένα παπά να μας ανασκαλεύει τη συνείδηση.

—Σταθείτε, είπε ο Βωντουαγιέ. Πρέπει να μάθομε από το Ριγκού, που ξέρει τους νόμους, αν μπορεί ο ταπετσιέρης να μας απαγορέψει το σταχομάζωμα. Αυτός θα μας πει αν έχομε δίκιο. Αν έχει δίκιο ο ταπετσιέρης, τότε θα δούμε. Θα επακολουθήσουμε τον πλάγιο δρόμο όπως λέει ο γέρος.

—Θα χυθεί αίμα... είπε ο Νικολά με σκοτεινό ύφος και σηκώθηκε αφού ήπιε μια ολόκληρη μπουκάλα

Digitized by 10uk1s, May 2010

κρασί που του είχε δώσει η Κατερίνα για να τον εμποδίσει να μιλήσει. Αν θέλετε να μ' ακούσετε, θα καθαρίσομε το Μισώ. Αλλά είστε τρίχες και φαφλατάδες!.

—Όχι εγώ! είπε ο Μπονεμπώ. Αν είστε φίλοι και κρατάτε τη γλώσσα σας, αναλαβαίνω να κανονίσω τον ταπετσιέρη, εγώ! Αχ, τι χαρά να του φυτέψω μια σφαίρα! Θα 'παιρνα πίσω το άχτι μου για όλους τους βρωμιάρηδες τους αξιωματικούς!...

—Χα, χα! φώναξε ο Ζαν - Λουί Τονσάρ, που περνιότανε λίγο και γιος του Γκωμπερτέν και είχε μπει μαζί με το Φουρσόν.

Αυτό το παλικάρι που εδώ και λίγους μήνες φλέρταρε την ωραία υπηρέτρια του Ριγκού είχε διαδεχθεί τον πατέρα του στο κλάδεμα στους φράχτες, στις μπασιές και στις άλλες «τονσαρικές» ιδιότητες. Στα μπουρζουάδικα σπίτια που πήγαινε, έπιανε κουβέντα με τους κυρίους και τους υπηρέτες, μάζευε ιδέες κι είχε γίνει ο έξυπνος της οικογένειας, ο πανούργος. Κι αλήθεια, όταν σε λίγο θα τον δούμε να μιλά με την υπηρέτρια του Ριγκού, θα φανεί ότι ήταν σωστή η ιδέα που είχανε όλοι για την πονηριά του.

—Τι θες να πεις, προφήτη; είπε ο Τονσάρ στο γιο του.

—Λέω πως παίζετε το παιγνίδι των μπουρζουάδων, παρατήρησε ο Ζαν - Λουί. Καλά είναι βέβαια να τρομάξετε το αρχοντολόι του πύργου για να μη σας πατήσουν τα δίκια σας. Αλλά να τους διώξετε απ' τον τόπο, να τους κάνετε να πουλήσουν την Αιγκ, όπως θένε οι μπουρζουάδες της κοιλάδας, αυτό είναι αντίθετο στα συμφέροντά σας. Αν τους βοηθήσετε τώρα να διαλύσουν τα μεγάλα τσιφλίκια πού θα βρούμε γη να πάρουμε στην άλλη επανάσταση;... Τότε θα αρπάξουμε τη γη χωρίς φράγκο, όπως την πήρε ο Ριγκού. Αν όμως την βάλετε στο στόμα των μπουρζουάδων, οι μπουρζουάδες θα σας την ξεράσουν πιο φτωχιά και πολύ πιο ακριβή. Και θα δουλεύετε για τους μπουρζουάδες όπως δουλεύουν αυτοί τώρα για το Ριγκού. Δέστε τον Κουρτκυίς...

Αυτός ο λόγος έκρυβε πολύ βαθειά πολιτικά νοήματα για να τον καταλάβουν αυτοί οι μεθυσμένοι, που όλοι, εκτός απ' τον Κουρτκυίς μάζευαν λεφτά για το μερτικό τους απ' τον πύργο της Αιγκ. Έτσι άφησαν τον Ζαν - Λουί να αγορεύει και συνέχισαν τις ιδιαίτερες συνομιλίες όπως γίνεται στη Βουλή.

—Καλά λοιπόν! Θα είστε τα πιόνια του Ριγκού! φώναξε ο Φουρσόν που μόνο αυτός είχε καταλάβει τον εγγονό του.

Εκείνη τη στιγμή, η γριά Τονσάρ είδε τον Λανγκλυμέ το μυλωνά που περνούσε και τον φώναξε.

—Είναι αλήθεια, κύριε αντιδήμαρχε, ότι θα απαγορέψουν το σταχομάζωμα;

Ο Λανγκλυμέ, ένα παχύ ανθρωπάκι μ' άσπρο πρόσωπο σαν αλεύρι και γκριζόλευκα τσόχινα ρούχα ανέβηκε τα σκαλοπάτια κι αμέσως οι χωριάτες σοβάρεψαν.

—Εχ, παιδιά μου. Και ναι και όχι. Οι άποροι θα μαζεύουν στάχυα, αλλά τα μέτρα που θα πάρουν θα 'ναι προς όφελός σας.

—Και πως; είπε ο Γκονταίν.

Ο μυλωνάς μισόκλεισε τα μάτια του όπως το κάνουν οι Νορμανδοί, κι είπε:

—Θα εμποδίσουν τη φτωχολογιά να έρθει εδώ αλλά εσείς θα μπορείτε να πάτε αλλού, αν βέβαια δεν ακολουθήσουν το παράδειγμα του δήμαρχου του Μπλανζύ κι οι άλλοι δήμαρχοι.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ώστε είναι αλήθεια; είπε ο Τονσάρ απειλητικά.

Ο Μπονεμπώ έβαλε στραβά το σκούφο του κι έκανε να σφυρίξει στον αέρα η βέργα του από φουντουκιά.

—Εγώ, είπε, θα γυρίσω στο Κους να ειδοποιήσω τους φίλους...

Κι ο Λοβελάς της Κοιλάδας έφυγε σφυρίζοντας ένα φανταρίστικο τραγούδι.

Εσύ που γνωρίζεις τους Ουσσάρους της φρουράς ξέρεις και το Τρομπόνι του συντάγματος;

—Μα τι δρόμο πήρε ο φιλαράκος σου για να πάει στο Κους; φώναξε η γριά Τονσάρ στην εγγονή της.

—Πάει στην Αγλαΐα! είπε η Μαρί και μ' ένα πήδημα βρέθηκε στην πόρτα. Πρέπει να την δείρω μια και καλή αυτή την πάπια.

—Βωντουαγιέ, είπε ο Τονσάρ στον παλιό αγροφύλακα. Πήγαινε να δεις το μπάρμπα - Ριγκού, θα μας πει τι να κάνομε. Είναι ο μάντης μας και δεν μας στοιχίζουν τίποτα οι χρησμοί του.

—Άλλη ανοησία, είπε χαμηλόφωνα ο Ζαν - Λουί. Αυτός δεν δίνει τίποτα τζάμπα. Η Αννέτ μου το είπε. Η συμβουλή του είναι πιο επικίνδυνη κι απ' τη χολέρα.

—Έχετε το νου σας, είπε ο Λανγκλυμέ. Ο Στρατηγός πάει στη Νομαρχία για σας. Ο Σιμπιλέ μου είπε ότι ορκίστηκε στο λόγο της τιμής του ότι θα φθάσει μέχρι το Παρίσι. Θα μιλήσει στον Σφραγιδοφύλακα, στο βασιλιά, σ' όλη την κλίκα αν χρειασθεί. Φτάνει να βρει το δίκιο του με τους χωριάτες του.

—Τους χωριάτες του;... φώναξαν.

—Μπα! Δεν είμαστε δηλαδή κύριοι του εαυτού μας, πια;

Πάνω σ' αυτό, ο Βωντουαγιέ βγήκε για να βρει τον παλιό δήμαρχο.

Ο Λανγκλυμέ, που είχε κιόλας φύγει, ξαναγύρισε και απάντησε:

—Τεμπελχανάδες! Μπας κι έχετε εισοδήματα για να μπορείτε να 'στε αυτεξούσιοι;

Αν και το είπε γελώντας, οι χωριάτες ένοιωσαν αυτή τη βαθειά κουβέντα, όπως αισθάνονται τ' άλογα το καμουτσί.

—Παμ, παμ, παμ!... αυτεξούσιοι!... Για πες μου, αγόρι μου, μετά από το πρωινό σου κατόρθωμα δε θα σου βάλουνε βέβαια το κλαρινέτο μου στα χέρια ε! είπε ο Φουρσόν στον Νικολά.

—Μην τον πειράζεις! Είναι ικανός να σου χαϊδέψει την κοιλιά μέχρι να βγάλεις το κρασί που ήπιες, απάντησε απότομα η Κατερίνα στον παππού της.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΣ ΤΟΚΟΓΛΥΦΟΣ

ΑΠΟ στρατηγική άποψη, ο Ριγκού ήταν στο Μπλανζύ ό,τι είναι στον πόλεμο το «προκεχωρημένο» φυλάκιο. Κατασκόπευε την Αιγκ με επιτυχία. Ποτέ δε θ' αποχτήσει η αστυνομία σπιούνους αντάξιους με κείνους που μπαίνουν στην υπηρεσία του μίσους.

Όταν ήρθε στην Αιγκ ο στρατηγός, ο Ριγκού ήθελε να κάνει τον προστάτη του μεγαλοτσιφλικά. Ο γάμος όμως του Μονκορνέ με μια Τρεβίλ έκανε το σχέδιό του να ναυαγήσει. Οι προθέσεις του τότε έγιναν τόσο φανερές που ο Γκωμπερτέν έκρινε αναγκαίο να τον κατατοπίσει στην συνωμοσία που εξυφαινόταν ενάντια στην Αιγκ. Πριν να δεχτεί να πάρει μέρος, ο Ριγκού θέλησε να αφαιρέσει κάθε πρόσχημα, όπως είπε, από το στρατηγό. Μια μέρα, αφού είχε εγκατασταθεί η κόμισσα, μπήκε στην κεντρική αυλή της Αιγκ ένα μικρό αμάξι από λυγαριά βαμμένο πράσινο. Ο κύριος δήμαρχος με τη δημαρχίνα στο πλευρό του κατέβηκε και προχώρησε στην εξωτερική σκάλα του κήπου. Το μάτι του πήρε την κόμισσα σ' ένα παράθυρο. Η κόμισσα, αφοσιωμένη στον επίσκοπο, τη θρησκεία και τον αββά Μπροσέτ βιάστηκε να προσβάλει τον εχθρό τους — διάταξε το Φρανσουά να πει ότι «η κυρία έχει βγει». Αυτή η αυθάδεια, αντάξια μιας γυναίκας γεννημένης στη Ρωσία, έκανε τον Βενεδικτίνο να κιτρινίσει. Αν είχε την περιέργεια η κόμισσα να δει τον άνθρωπο που γι' αυτόν ο αββάς έλεγε: «Είναι ένας κολασμένος που για να δροσιστεί βυθίζεται στην αδικία, όπως άλλοι κάνουν μπάνια». Ίσως θα δίσταζε να βάλει ανάμεσα στον δήμαρχο και τον πύργο το ψυχρό κι υπολογισμένο μίσος των φιλελευθέρων προς τους βασιλόφρονες, που είναι ακόμα μεγαλύτερο στην ύπαιθρο. Γιατί το γειτόνεμα ζωντανεύει συνεχώς την πληγωμένη φιλαυτία.

Αξίζουν τον κόπο μερικές λεπτομέρειες για τον άνθρωπο και τις συνήθειές του. Θα δείξουν όχι μόνο το μέγεθος της συμμετοχής του στην συνωμοσία που ονομάστηκε «η μεγάλη υπόθεση», αλλά κι έναν από τους πιο ιδιότυπους χαρακτήρες της Γαλλικής υπαίθρου που δεν έχει ακόμη βρει το ζωγράφο του. Εξ άλλου τίποτα απ' αυτόν τον άνθρωπο δεν είναι χωρίς σημασία. Ούτε το σπίτι του, ούτε ο τρόπος που ανάβει φωτιά, ούτε ο τρόπος που τρώει. Τα ήθη του, οι πεποιθήσεις του, όλα έχουν τη θέση τους και διαφωτίζουν αρκετά την ιστορία αυτής της κοιλάδας. Αυτός ο εξωμότης εξηγεί τη χρησιμότητα του κράτους των μεσαζόντων, είναι το άλφα και το ωμέγα της θεωρίας και της πρακτικής του, το summum.

Ίσως θυμάστε μερικούς τύπους φιλάργυρων που έχουν διαγραφεί σε παλιότερες «Σκηνές». Πρώτα τον επαρχιακό φιλάργυρο, τον μπάρμπα Γκραντέ του Σωμύρ, τόσο τσιγκούνη όσο σκληρός είναι ο τίγρης. Έπειτα τον προεξοφλητή Γκόμπσεκ, τον ιησουίτη του Χρυσού, που η μόνη του απόλαυση ήταν η δύναμή του και τα δάκρυα των φτωχών. Έπειτα ο βαρόνος ντε Νουσίνγκεν, που ανέβασε την αισχροκέρδεια στο ύψος της πολιτικής. Και θα θυμάστε βέβαια τον τύπο του μικροτσιγκούνη, το γέρο Οσόν ντ' Ισσουντέν, και τον άλλο φιλάργυρο από κληρονομικότητα, το μικρό Λα Μπωντραί ντε Σονσέρ! Ε, λοιπόν, τα ανθρώπινα αισθήματα και κυρίως η φιλαργυρία έχουνε τόσες αποχρώσεις στους διάφορους κοινωνικούς κύκλους, που υπήρχε ακόμα θέση για ένα φιλάργυρο στο Αμφιθέατρο της Μελέτης Ηθών, έμενε ο Ριγκού! Ο εγωιστής φιλάργυρος, δηλαδή αυτός που είναι γεμάτος τρυφερότητα για τις προσωπικές χαρές του κι είναι σκληρός και ψυχρός για τον άλλο, τέλος ο εκκλησιαστικός φιλάργυρος, ο καλόγερος που έμεινε καλόγερος για να ξεζουμίσει το χυμό του λεμονιού που λέγεται καλοζωία και έγινε λαϊκός για να βουτά το δημόσιο χρήμα.

Ας εξηγήσομε πρώτα την ατέλειωτη ευτυχία που ένοιωθε όταν κοιμόταν στο σπίτι του!

Το Μπλανζύ, τα εξήντα, δηλαδή σπίτια που περιέγραφε στο γράμμα του στο Νατάν, ο Μπλοντέ, είναι χτισμένο σ' ένα ύψωμα, αριστερά του Τυν. Όπως όλα τα σπίτια έχουν κήπο, το χωριό είναι πολύ γραφικό. Μερικά σπίτια είναι χτισμένα δίπλα στον ποταμό. Στην κορυφή του λόφου βρίσκεται η εκκλησία που κάποτε ήταν πλάι της το πρεσβυτέριο. Πίσω από το ιερό είναι το κοιμητήριο, όπως σε πολλά χωριά.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο ιερόσυλος Ριγκού δεν παρέλειψε ν' αγοράσει το πρεσβυτέριο, που το 'χε χτίσει παλιά η καλή καθολική δεσποινίς Σουέν στο χωράφι που είχε αγοράσει γι' αυτόν το σκοπό. Το παλιό πρεσβυτέριο χωριζότανε από την εκκλησία μ' ένα κήπο πάνω σε ύψωμα. Από κει φαίνονταν τα χωράφια του Μπλανζύ, της Σουλάνζ και του Σερνέ, ανάμεσα στα δυο αρχοντικά τσιφλίκια. Από την άλλη μεριά απλωνόταν ένα λιβάδι, αγορασμένο από τον τελευταίο παπά λίγο πριν το θάνατό του, που το είχε περιφράξει ο προσεχτικός Ριγκού.

Ο δήμαρχος είχε αρνηθεί να ξαναπάρει το πρεσβυτέριο τον αρχικό προορισμό του. Η κοινότητα αναγκάστηκε ν' αγοράσει ένα χωριάτικο σπίτι που βρισκόταν δίπλα στην εκκλησία.

Χρειάστηκε να δαπανήσουν 5.000 φράγκα για να το μεγαλώσουν, να το επιδιορθώσουν και να το ενώσουν μ' ένα κηπάκο που ο τοίχος του συνόρευε με το σκευοφυλάκιο. Έτσι αποκαταστάθηκε όπως πρώτα η επικοινωνία ανάμεσα στο σπίτι του εφημέριου και την εκκλησία.

Αυτά τα δυο σπίτια ήταν χτισμένα στην προέκταση της εκκλησίας και φαίνονταν σαν να της ανήκουν με τους δυο τους κήπους. Και τα δυο έβλεπαν σε μια δεντροφυτεμένη έκταση που ήταν η πλατεία του Μπλανζύ. Εκεί είχε χτίσει ο κόμης ένα οίκημα όπου στεγαζόταν η Δημαρχία, ο Αγροφύλακας και η Σχολή των Αδελφών του Χριστιανικού Δόγματος, που τόσο είχε παρακαλέσει γι' αυτήν ο αββάς Μπροσέτ. Έτσι τα σπίτια του παλιού Βενεδικτίνου και του νεαρού παπά όχι μόνο συνόρευαν με την εκκλησία, που τα ένωνε και τα χώριζε μαζί, αλλά το ένα κατασκόπευε το άλλο. Κι όλο το χωριό παρακολουθούσε τον αββά Μπροσέτ. Ο μεγάλος δρόμος που άρχιζε από τον Τυν, ανέβαινε ελικοειδώς μέχρι την εκκλησία. Αμπέλια, μποστάνια και δασάκια στεφάνωναν το λόφο του Μπλανζύ.

Το σπίτι του Ριγκού ήταν το πιο όμορφο του χωριού. Ήταν χτισμένο με τα μεγάλα βότσαλα που συνηθίζονται στη Βουργουνδία και κίτρινο πηλό που τον έπαιρναν ανακατεμένο με τα βότσαλα στο μυστρί. Αυτή η τεχνική δημιουργούσε στον τοίχο πτυχές που τις διέκοπταν εδώ και κει οι κατάμαυρες επιφάνειες του βότσαλου. Μια κορδέλα από πηλό χωρίς το παραμικρό πετραδάκι πλαισίωνε κάθε παράθυρο. Ο καιρός είχε χαράξει τον πηλό με ιδιότροπες, λεπτές ραγισματιές, όμοιες μ' αυτές που βλέπομε στα παλιά ταβάνια. Τα παραθυρόφυλλα ήταν χοντροφτιαγμένα και βαμμένα με έντονο πράσινο χρώμα. Μερικά βρύα είχαν φυτρώσει ανάμεσα στους σχιστόλιθους της στέγης. Ήταν ένα τυπικό βουργουνδέζικο σπίτι, απ' αυτά που βλέπουν κατά χιλιάδες όσοι ταξιδεύουν σ' αυτή την περιοχή της Γαλλίας.

Από μια πλαϊνή πόρτα έμπαινες σ' ένα διάδρομο που τον χώριζε στα δυο μια ξύλινη σκάλα. Από την είσοδο φαινόταν η πόρτα ενός ευρύχωρου δωματίου με τρία παράθυρα που έβλεπε στην πλατεία. Η κουζίνα, κάτω από τη σκάλα, φωτιζόταν από την αυλή, όπου έμπαινες από την μεγάλη πόρτα για τα αμάξια και που ήταν στρωμένη μ' επιμέλεια με βότσαλα. Αυτό ήταν το ισόγειο.

Το πρώτο πάτωμα είχε τρία δωμάτια κι ένα μικρό στη σοφίτα.

Κοντά στην κουζίνα, σε σχήμα ορθογώνιου, ήταν η ξυλαποθήκη, το αμαξοστάσιο και ο σταύλος. Πάνω απ' αυτά τα ελαφρά κτίρια βρίσκονταν οι αποθήκες, το κελάρι για τα φρούτα και το δωμάτιο υπηρεσίας.

Απέναντι από το σπίτι ήταν το κοτέτσι η μάντρα και το χοιροστάσιο.

Ο κήπος είχε γύρω στο ένα στρέμμα έκταση κι ήταν περιφραγμένος με τοίχο. Ήταν ένας κήπος παπά, γεμάτος δηλαδή με οπωροφόρα δέντρα, κληματαριές, αλέες στρωμένες με άμμο, δέντρα κλαδεμένα σε σχήμα ρόκας και παρτέρια με λάχανα κοπρισμένα από την κοπριά του σταύλου.

Πάνω από το σπίτι, ήταν ένα άλλο λιβάδι, κλεισμένο με φράχτη, με χόρτα για να βόσκουν δύο

Digitized by 10uk1s, May 2010

αγελάδες όλο το χρόνο.

Στο εσωτερικό, η σάλα, ήταν στο κάτω μέρος των τοίχων ντυμένη με ξύλο, και παλιωμένες ταπετσαρίες. Τα καρυδένια έπιπλα, σκούρα από τον καιρό και γαρνιρισμένα με ταπετσαρία κεντημένη στο χέρι, ταίριαζαν με την ξύλινη επένδυση και το πάτωμα, που ήταν κι αυτό από ξύλο. Στο ταβάνι προεξείχαν τρία δοκάρια, διακοσμημένα και τα διάμεσά τους είχαν γύψινη επένδυση. Πάνω από το καρυδένιο τζάκι για μοναδικό στολίδι υπήρχαν δυο χάλκινα αυγά σε μαρμάρινο βάθρο, που χωρίζονταν στα δυο και το πάνω μέρος τους χρησίμευε για κεροστάτης. Τέτοια κηροπήγια με δυο άκρες, στολισμένα, με αλυσιδίτσες, μια εφεύρεση της βασιλείας Λουδοβίκου XV, αρχίζουν να γίνονται σπάνια.

Στον απέναντι από τα παράθυρα τοίχο, σ' ένα βάθρο πράσινο και χρυσό, υψωνόταν ένα κοινό αλλά εξαιρετικό ρολόι. Οι κουρτίνες που έτριζαν στους σιδερένιους τους πήχεις είχαν ηλικία πενήντα χρόνων. Ήταν μπαμπακερές με τετραγωνάκια άσπρα και ροζ, σαν τα στρώματα, κι ήταν από την Ινδία. Ένας μπουφές κι ένα τραπέζι φαγητού συμπλήρωναν την επίπλωση του δωματίου, που ήταν εξαιρετικά καθαρό.

Στη γωνιά του τζακιού, μια βαθειά πολυθρόνα, τεράστια, ήταν το ατομικό κάθισμα του Ριγκού. Πάνω από το γραφείο κρεμότανε σε μια κακόγουστη κρεμάστρα ένα φυσερό, η προέλευση της περιουσίας του Ριγκού.

Έπειτα απ' αυτή την σύντομη περιγραφή, που το στυλ της θυμίζει αγγελίες πωλήσεως, θα μαντεύετε ότι τα δυο δωμάτια του κυρίου και της κυρίας Ριγκού θα είχαν μόνο τα απολύτως απαραίτητα. Όμως αν νομίζετε ότι αυτά τα απολύτως απαραίτητα έπιπλα από τσιγκουνιά του ιδιοκτήτη, δεν θα είχαν την καλή ποιότητα που χρειάζεται για την υλική άνεση έχετε λάθος. Κι η πιο απαιτητική μαιτρέσα θα 'κανε θαυμάσιο ύπνο στο κρεβάτι του Ριγκού, που είχε εξαίρετα παπλώματα, σεντόνια από φίνο λινό, ένα στρώμα παραγεμισμένο με πούπουλα, δώρα μιας καλής χριστιανής σε κάποιο παπά, και ωραίες κουρτίνες για να το προφυλάσσουν από τα ρεύματα. Κι όπως θα δούμε, όλα εκεί μέσα ήταν έτσι.

Πρώτα - πρώτα αυτός ο τσιγκούνης είχε κάνει σκλάβα του τη γυναίκα του, που δεν ήξερε ούτε να διαβάζει, ούτε να γράφει, ούτε να λογαριάζει. Το δυστυχισμένο πλάσμα, που έκανε ό,τι ήθελε τον μακαρίτη, είχε καταντήσει υπηρέτρια του άντρα της. Αυτή κρατούσε το σπίτι, μαγείρευε, έπλενε με την πολύ μικρή βοήθεια μιας νεαρής πολύ όμορφης κοπέλας 19 χρονών, της Αννέτ, που ήταν αφοσιωμένη στο Ριγκού όπως κι η κυρία της και έπαιρνε τριάντα φράγκα το χρόνο.

Η κυρία Ριγκού, ήταν ψηλή, στεγνή κι αδύνατη με χλωμό πρόσωπο και βαμμένα μάγουλα. Είχε πάντα δεμένο το κεφάλι της μ' ένα μαντήλι και φορούσε όλο το χρόνο το ίδιο μεσοφόρι. Δεν έβγαινε από το σπίτι της παραπάνω από δυο ώρες κι έκανε όλες τις δουλειές μιας αφοσιωμένης υπηρέτριας. Κι ο πιο επιδέξιος παρατηρητής δεν θα 'βρισκε ούτε ίχνος από το θαυμάσιο παράστημα, την δροσιά των γυναικών του Ρούμπενς, τις εξαίσιες καμπύλες, τα υπέροχα δόντια, τα παρθενικά μάτια που έκαναν παλιά τον παπά Νιζερόν να προσέξει το νεαρό κορίτσι. Η μια και μοναδική της γέννα, η κυρία Σουντρύ η νεώτερη, της είχε αποδεκατίσει τα δόντια είχε κάνει τις βλεφαρίδες της να πέσουν, είχε θαμπώσει τα μάτια της και μαράνει το δέρμα της. Το χέρι του θεού είχε πέσει βαρύ στην σύζυγο του παπά. Όπως όλες οι νοικοκυρές του χωριού, χαιρότανε να βλέπει τα συρτάρια της ξέχειλα από μεταξωτά φουστάνια, άραφτα ή ραμμένα κι αφόρετα, δαντέλλες, κοσμήματα, που δεν της χρησίμευαν σε τίποτα άλλο παρά για να κάνει τις νεαρές υπηρέτριες του Ριγκού να πέφτουν στο αμάρτημα του φθόνου και να εύχονται όσο πιο γρήγορα το θάνατό της. Ήταν ένα από κείνα τα όντα που είναι μισές γυναίκες και μισές ζώα, γεννημένα για να ζουν ενστικτωδώς. Η διαθήκη του μακαρίτη παπά Νιζερόν στην αδιάφορη και κάποτε ωραία Αρσέν θα ήταν ανεξήγητη χωρίς ένα περίεργο περιστατικό που θα το διηγηθούμε για να το έχουν υπ' όψη τους οι αναρίθμητες στρατιές των Κληρονόμων.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η κυρία Νιζερόν, η γυναίκα του γερο - εκκλησάρη, περιποιότανε αρκετά το θείο του άντρα της. Ο γέρος ήταν 72 χρονών. Σε λίγο καιρό λοιπόν η περιουσία του, που την εκτιμούσαν γύρω στις 40 χιλιάδες λίβρες, θα περνούσε στην οικογένεια του μοναδικού κληρονόμου και θα της χάριζε την άνεση που περίμενε πολύ ανυπόμονα η μακαρίτισσα κυρία Νιζερόν. Εκτός από τον γιο της είχε κι ένα χαριτωμένο μικρό κοριτσάκι, κατεργάρικο και γεμάτο αφέλεια, ένα από κείνα τα πλάσματα που ίσως είναι τόσο τέλεια επειδή πρόκειται να χαθούν πρόωρα. Πέθανε στα δεκατέσσερα χρόνια του από χλώρωση. Η μικρή ένοιωθε στου θείου της σα στο σπίτι της. Έκανε ό,τι ήθελε, ήτανε το αγαπημένο ζιζάνιο του πρεσβυτερίου. Αγαπούσε πολύ τη δεσποινίδα Αρσέν, την ωραία υπηρέτρια που ο θείος πήρε το 1789, όταν οι πρώτες επαναστατικές θύελλες χαλάρωσαν κάπως τα ήθη του κλήρου. Η Αρσέν ήταν ανιψιά της οικονόμας του παπά. Η γεροντοκόρη Πισάρ σαν κατάλαβε πως πλησίαζε το τέλος της, θέλοντας να πάρει τα δικαιώματά της η ωραία Αρσέν την έφερε για αντικαταστάτρια.

Το 1791, τη στιγμή που ο παπάς Νιζερόν είχε δώσει άσυλο στο Δον Ριγκού και τον αδελφό Ζαν, η μικρή Νιζερόν έκανε μια αθώα κατεργαριά. Μαζί μ' άλλα παιδιά και την Αρσέν έπαιζε ένα παιγνίδι: καθένας με τη σειρά του έκρυβε ένα πράγμα που οι άλλοι έπρεπε να το βρουν. Κάθε φορά που πλησίαζαν ή απομακρύνονταν απ' το κρυμμένο αντικείμενο, φώναζε «σκόρδο» ή «κρεμμύδι». Η Ζενεβιέβ σκαρφίστηκε να κρύψει το φυσερό στο κρεβάτι της Αρσέν. Το φυσερό δεν βρέθηκε και το παιγνίδι σταμάτησε. Η Ζενεβιέβ που τη φώναξε η μαμά της ξέχασε να ξανακρεμάσει το φυσερό στο καρφί του. Η Αρσέν και η θεία της έψαξαν μια ολόκληρη βδομάδα για να το βρουν κι ύστερα παράτησαν το ψάξιμο — μπορούσαν να περάσουν και χωρίς αυτό. Ο γέρο-παπάς φυσούσε τη φωτιά του με ένα σίφωνα που είχε γίνει τότε που οι σίφωνες ήταν της μόδας και που θα ανήκε σίγουρα σε κάποιον αυλικό του Ερρίκου III. Τέλος, ένα βράδυ, ένα μήνα πριν από το θάνατό του, ύστερα από το δείπνο, όπου είχαν καθίσει ο αββάς Μουσόν, η οικογένεια Νιζερόν και ο παπάς της Σουλάνζ, η οικονόμα άρχισε τις ιερεμιάδες για το φυσερό, που δεν μπορούσε να εξηγήσει την εξαφάνισή του.

—Μα αυτό είναι εδώ και δεκαπέντε μέρες στο στρώμα της Αρσέν, φώναξε η μικρούλα Νιζερόν και ξέσπασαν σε γέλια. Αν κοιμόταν ποτέ στο κρεβάτι της θα το 'χε βρει...

Τότε όλοι όσοι ήταν μαζεμένοι ξέσπασαν σε γέλια, αλλά αυτά τα γέλια τα διαδέχθηκε η πιο βαθειά σιωπή.

—Δε βλέπω τίποτα αστείο σ' αυτό, είπε η οικονόμα. Από τότε που αρρώστησα η Αρσέν ξαγρυπνούσε στο κρεβάτι μου.

Παρά την εξήγηση, ο εφημέριος Νιζερόν έριξε στην κυρία Νιζερόν και τον άντρα της το τρομερό βλέμμα του παπά που πιστεύει πως συνωμοτούν εναντίον του. Η οικονόμα πέθανε. Ο Δον Ριγκού εκμεταλλεύτηκε το μίσος του εφημέριου τόσο καλά που ο αββάς Νιζερόν αποκλήρωσε τον Ζαν - Φρανσουά Νιζερόν προς όφελος της Αρσέν Πισάρ.

Στα 1823, ο Ριγκού εξακολουθούσε από ευγνωμοσύνη να χρησιμοποιεί το σίφωνα για να συδαυλίζει τη φωτιά του.

Η κυρία Νιζερόν, που αγαπούσε με πάθος την κόρη της, δεν μπόρεσε να ζήσει μετά το χαμό της. Μητέρα και κόρη πέθαναν στο 1794. Όταν πέθανε ο παπάς, ο πολίτης Ριγκού ασχολήθηκε ο ίδιος με τις υποθέσεις της Αρσέν και την πήρε γυναίκα του.

Ο παλιός μοναστηριακός υπηρέτης του Αβαείου, αφοσιωμένος στο Ριγκού σα σκυλί στον αφέντη του, έγινε μαζί ιπποκόμος, κηπουρός, γελαδάρης, καμαριέρης και επιστάτης αυτού του φιλήδονου Αρπαγκόν.

Η Αρσέν Ριγκού, που παντρεύτηκε το 1821 μπροστά στο Βασιλικό Επίτροπο, χωρίς προίκα, είχε λίγο

Digitized by 10uk1s, May 2010

την συνηθισμένη ομορφιά της μητέρας της και τον υποκριτικό χαρακτήρα του πατέρα της.

Ο Ριγκού, 67 χρονών τότε, δεν αρρώσταινε ούτε μια φορά στα 30 χρόνια και τίποτα δεν φαινότανε πως μπορεί να λυγίσει αυτή τη πραγματικά σιδερένια υγεία. Ψηλός, ξερακιανός με μαυροκυκλιασμένα μάτια, και σχεδόν μαύρα βλέφαρα, το πρωί που φαινόταν ο ρυτιδωμένος κόκκινος και τραχύς λαιμός του έμοιαζε πολύ με κόνδορα, ιδίως εξ αιτίας της πολύ μακριάς μύτης του που έκλινε στην άκρη κι είχε το χρώμα αίματος. Το σχεδόν φαλακρό κεφάλι του θα τρόμαζε τους φυσιογνωμιστές με το αμφικλινές ινίο του, σημάδι της δεσποτικής του θέλησης. Τα γκρίζα μάτια που τα 'κρυβαν τα βλέφαρά του με τις ινώδεις μεμβράνες ήταν προορισμένα για την υποκρισία. Τα μαλλιά του ήταν τόσο αραιά, που άφηναν να φαίνεται το κρανίο του. Δυο τούφες ακαθόριστου χρώματος ανέμιζαν πάνω από τα μεγάλα φαρδιά αυτιά του που δεν είχαν στρίφωμα, χαρακτηριστικό που δείχνει ηθική σκληρότητα, όταν δε δείχνει τρέλα. Το πλατύ στόμα με τα φτενά χείλη φανέρωνε ένα φοβερό φαγά, κι ο μπεκρής φαινότανε από τις πεσμένες γωνιές στις άκρες που σχημάτιζαν δυο κόμματα. Από κει έτρεχαν οι σάλτσες και ξεπηδούσαν τα σάλια όταν έτρωγε ή μιλούσε. Έτσι πρέπει να ήταν ο Ηλιογάβαλος.

Το μοναδικό κοστούμι του ήταν μια μπλε ρεντιγκότα με στρατιωτικό γιακά ένα μαύρο λαιμοδέτη, ένα παντελόνι κι ένα φαρδύ σακάκι από μαύρη τσόχα. Τα παπούτσια του είχαν γερές σόλες και ήταν γαρνιρισμένα με καρφιά απ' έξω. Από μέσα φορούσε ένα καλτσούνι που το 'πλεκε τις νύχτες του χειμώνα η γυναίκα του. Η Αννέτ και η κυρία της έπλεκαν και τις κάλτσες του κυρίου.

Ο Ριγκού λεγόταν Γκρεγκουάρ. Οι φίλοι του γελούσαν πάντα με τα καλαμπούρια που έκαναν με το Γκ του μικρού του ονόματος, αν και τα έλεγαν τριάντα χρόνια συνέχεια. Το πιο συνηθισμένο ήταν να τον λένε Γκριγκού1

Αν κι αυτό το σκίτσο αποδίδει αρκετά το χαρακτήρα του, κανένας δε μπορεί να φανταστεί μέχρι πού είχε σπρώξει ο παλιός Βενεδικτίνος την επιστήμη του εγωισμού, της καλοζωίας και της ηδονής σ' όλες τις μορφές της, μέσα στην μοναξιά και χωρίς καμιά αντίδραση. Πρώτα-πρώτα έτρωγε μόνος του. Τον σέρβιραν η γυναίκα του κι η Αννέτ, που έτρωγαν ύστερα μαζί με το Ζαν στην κουζίνα, ενώ αυτός χώνευε, το γεύμα του και διάβαζε μισοζαλισμένος τα νέα.

.

Στην ύπαιθρο δεν ξέρουν τον τίτλο κάθε εφημερίδας, τις λένε όλες «Νέα».

Το δείπνο, όπως το πρόγευμα και το γεύμα, είχε εξαίσια πράγματα, μαγειρεμένα με κείνη την φίνα τέχνη που ξεχωρίζει τις οικονόμους των παπάδων απ' όλες τις μαγείρισσες. Έτσι, η κυρία Ριγκού χτυπούσε η ίδια το βούτυρο, δυο φορές τη βδομάδα. Η κρέμα ήτανε απαραίτητη σ' όλες τις σάλτσες, τα χορταρικά λες και πηδούσαν απ' ευθείας από το λαχανόκηπο στην κατσαρόλα. Οι Παριζιάνοι που έχουν συνηθίσει να τρώνε χορταρικά που παίρνουν μια δεύτερη βλάστηση στον ήλιο, στη βρωμιά των δρόμων, στην κλεισούρα των μαγαζιών, και ποτίζονται συνέχεια απ' τις λαχανούδες για να φαίνονται δροσερά, δεν ξέρουν την εξαίσια γεύση που έχουν αυτά τα προϊόντα που η φύση τους έχει χαρίσει ιδιότητες πρόσκαιρες αλλά δυνατές όταν τρώγονται σχεδόν ωμά.

Ο χασάπης της Σουλάνζ του έφερνε το καλύτερο κρέας, αλλιώς κινδύνευε να χάσει από πελάτη τον τρομερό Ριγκού. Τα πουλερικά, αναθρεμμένα στο σπίτι, ήταν πολύ τρυφερά.

Με την ίδια ψευτοευλάβεια φρόντιζαν όλα τα πράγματα που προορίζονταν για το Ριγκού. Αν οι παντούφλες αυτού του Σοφού Θελεμιστή2

1 Grigou = Φιλάργυρος.

, ήταν από χοντρό πετσί, όμως η φόδρα τους ήταν από

2 Μοναχός του Αβαείου της Θαλέμ, διάσημου από τον /Γαργαντούα/ του Ραμπελαί, που έμεινε σύμβολο κάθε ραφινάτου

Digitized by 10uk1s, May 2010

τρυφερό αρνίσιο δέρμα. Αν φορούσε ρεντιγκότα από χοντρή τσόχα ήταν γιατί δεν άγγιζε το δέρμα του. Το πουκάμισό του που το λεύκαιναν και το σιδέρωναν στο σπίτι ήταν υφασμένο από τα πιο επιδέξια δάχτυλα. Η γυναίκα του, η Αννέτ και ο Ζαν έπιναν ντόπιο κρασί, απ' τη σοδιά του Ριγκού. Αλλά στην ατομική του κάβα τα πιο φίνα κρασιά της Βουργουνδίας ήταν πλάι-πλάι με τα κρασιά του Μπορντώ, της Καμπανίας, του Ρουσιγιόν, του Ρήνου, της Ισπανίας, όλα αγορασμένα πάντα χρόνια πριν και εμφιαλωμένα πάντα από το Ζαν. Από την κυρία Αμφούξ προμηθευότανε τα λικέρ από τα νησιά. Στο ξεπούλημα κάποιου πύργου της Βουργουνδίας είχε προμηθευτεί για όλη την υπόλοιπη ζωή του.

Ο Ριγκού έτρωγε κι έπινε σαν το Λουδοβίκο XIV, έναν από τους πιο ξακουστούς καλοφαγάδες. Αυτό εξηγεί τις δαπάνες μιας ζωής κάτι παραπάνω, από φιλήδονης. Ήταν διακριτικός και επιδέξιος στις κρυφές του ασωτίες. Όσο για τις αγορές του, και την πιο ασήμαντη την διαπραγματευόταν με την τέχνη που έχουν οι άνθρωποι της εκκλησίας. Αντί να παίρνει άπειρες προφυλάξεις για να μην τον γελάσουν, ο πονηρός μοναχός κρατούσε πάντα ένα δείγμα και αντέγραφε τους όρους της αγοράς. Αντίθετα, όταν ταξίδευαν τα προϊόντα του και το κρασί του, προειδοποιούσε ότι το παραμικρό ελάττωμα να παρουσιαζόταν θ' αρνιόταν την επιστροφή.

Ο Ζαν έδενε κι έλυνε στο κελάρι. Ήξερε να διατηρεί τα πιο ονομαστά φρούτα της περιοχής. Ο Ριγκού έτρωγε αχλάδια, μήλα, και καμιά φορά, σταφύλια το Πάσχα.

Ποτέ προφήτης δεν είχε τόση τυφλή υπακοή όσο ο Ριγκού στο σπίτι του, ακόμη και στα παραμικρά καπρίτσια του. Μια κίνηση των χοντρών φρυδιών του βύθιζε την γυναίκα του, την Αννέτ και το Ζαν στην πιο θανάσιμη ανησυχία. Κρατούσε τους τρεις σκλάβους του δεμένους με μια αλυσίδα από καθήκοντα. Κάθε στιγμή, τα δυστυχισμένα πλάσματα είχαν μια εργασία να κάνουν, κάθε στιγμή τον είχαν πάνω τους να τους επιβλέπει. Στο τέλος εύρισκαν ένα είδος ευχαρίστησης στο να κάνουν καλά τη δουλειά τους και δεν έπλητταν ποτέ. Και οι τρεις είχαν μοναδικό σκοπό τους την καλοπέραση αυτού του ανθρώπου.

Η Αννέτ ήταν η δέκατη υπηρέτρια που έπαιρνε ο Ριγκού από το 1795. Ο Ριγκού έλπιζε να φτάσει στον τάφο περνώντας από αυτούς τους σταθμούς των νεαρών κοριτσιών. Όταν ήρθε η Αννέτ ήταν 16 χρονών. Στα 19 της έπρεπε να απολυθεί. Καθεμιά απ' αυτές τις υπηρέτριες που τις διάλεγε με πολλή προσοχή από το Κλαμερούν, την Ωξέρ και το Μορβάν, ερχότανε με την προσδοκία μιας καλής τύχης, αλλά η κυρία Ριγκού επέμενε να ζει. Και πάντα, στο τέλος των 3 χρόνων, έπειτα από μια άπρεπη συμπεριφορά της δούλας στη φτωχή της κυρία γινότανε ένας καυγάς και η απόλυση ήταν αναγκαία.

Η Αννέτ ήταν αριστούργημα λεπτής ομορφιάς. Πνευματώδης, πικάντικη, θα της ταίριαζε και στέμμα δούκισσας. Δεν της έλειπε η εξυπνάδα, ο Ριγκού δεν είχε ιδέα για τις συναντήσεις της με τον Ζαν-Λουί-Τονσάρ, κι αυτό δείχνει ότι ο γέρος την είχε πάθει από το κορίτσι, το μοναδικό που η φιλοδοξία του είχε εμπνεύσει την κολακεία, σα μέσο για να ρίχνει στάχτη στα μάτια του γερό-λύγκα.

Αυτός ο Λουδοβίκος XV χωρίς θρόνο, δεν είχε μόνο την Αννέτ. Δυνάστης των χωρικών που αγοράζοντας χωράφια πάνω από τα οικονομικά τους αναγκάζονταν να του τα βάζουν υποθήκη, είχε κάνει σεράι του όλη την κοιλάδα, από τη Σουλάνζ μέχρι έξι λεύγες έξω από το Κους. Τα κορίτσια τους, αυτοί οι φευγαλέοι θησαυροί που έχουν ροκανίσει τόσες περιουσίες γέρων, γίνονταν δικά του χωρίς να ξοδεύει πεντάρα. Το πολύ - πολύ να 'δινε καμιά προθεσμία σε κανένα ληξιπρόθεσμο χρέος... Αυτή λοιπόν η γεμάτη απολαύσεις ζωή, που θα μπορούσε να συγκριθεί με τη ζωή του Μπουρέ, δεν του στοίχιζε τίποτα. Οι λευκοί του νέγροι του έκοβαν, του δεμάτιαζαν και του πήγαιναν στο σπίτι τα

Επικουρισμού.

Digitized by 10uk1s, May 2010

φρύγανα, τα ξύλα, τ' άχυρα και τον καρπό του. Ο χωριάτης δεν υπολογίζει τη δουλειά του, όταν μ' αυτήν παίρνει αναβολή για τα χρέη του. Έτσι ο Ριγκού, σ' αντάλλαγμα για την καθυστέρηση μερικών μηνών, ξεζούμιζε τους οφειλέτες του. Τους έβαζε να του κάνουν χειρονακτική δουλειά, πραγματικές αγγαρείες που τις εκτελούσαν πρόθυμα, πιστεύοντας πως δε δίνουν τίποτα, μια και τίποτα δεν έβγαινε από τις τσέπες τους. Μ' αυτό τον τρόπο καμιά φορά πλήρωναν στο Ριγκού πολύ περισσότερα απ' το κεφάλαιο του χρέους.

Σκοτεινός σαν καλόγερος, σιωπηλός σα Βενεδικτίνος που κάνει ιστορικές μελέτες, πονηρός σαν παπάς, υποκριτής σαν φιλάργυρος, πάντα στα όρια του νόμου, αυτός ο άνθρωπος θα μπορούσε να 'ναι ο Τιβέριος στη Ρώμη, ο Ρισελιέ στο Λουδοβίκο XIII, ο Φουσέ, αν είχε τη φιλοδοξία να πάει στη Συμβατική. Αλλά είχε τη φρονιμάδα να 'ναι ένας Λούκουλλος χωρίς τυμπανοκρουσίες, ένας φιλάργυρος ηδονόχαρος. Περνούσε την ώρα του με το μίσος του που δεν του έβαζε κανένα χαλινάρι. Παίδευε το στρατηγό κόμη ντε Μονκορνέ. Είχε δέσει τους χωριάτες με αόρατους σπάγκους και τους κινούσε σα μαριονέτες. Κι αυτό το παιγνίδι τον διασκέδαζε σα μια παρτίδα σκάκι όπου τα πιόνια ήταν ζωντανά, οι ιππείς έτρεχαν πάνω στ' άλογα, οι τρελοί όπως ο Φουρσόν, σαχλαμάριζαν, οι φεουδαρχικοί πύργοι έλαμπαν στον ήλιο, κι η βασίλισσα με πονηριά περικύκλωνε το βασιλιά! Κάθε πρωί μόλις ξυπνούσε κοίταζε από τα παράθυρά του την περήφανη κορυφή της Αιγκ, τις καμινάδες στα περίπτερα, τις υπέροχες πύλες και μονολογούσε: «Όλα αυτά θα πέσουν! Θα ξεράνω αυτά τα ρυάκια και θα ρίξω κάτω τα σύδεντρα». Τέλος, είχε τα μικρά και τα μεγάλα του θύματα. Μα αν ήθελε να κάνει ερείπια τον πύργο, ο εξωμότης προσδοκούσε να σκοτώσει τον αββά Μπροσέτ με τρυπήματα καρφίτσας.

Και για να τελειώσομε το σκίτσο του πρώην κληρικού, αρκεί να πούμε ότι πήγαινε στη λειτουργία με λύπη γιατί η γυναίκα του ζούσε κι έδειχνε πως είχε σκοπό να συμφιλιωθεί με την Εκκλησία μόλις χήρευε. Όταν συναντούσε τον αββά Μπροσέτ, τον χαιρετούσε με σεβασμό και του μιλούσε πάντα με γλυκύτητα χωρίς να παραφέρεται ποτέ. Γενικά, όλοι οι άνθρωποι που έχουν σχέση με την Εκκλησία ή είχαν κάποτε, έχουνε την υπομονή του εντόμου: ίσως γιατί είναι υποχρεωμένοι να φέρνονται κόσμια, αρετή που εδώ και είκοσι χρόνια λείπει από την πλειονότητα των Γάλλων, ακόμα κι απ' αυτούς που περνάνε για καλοαναθρεμμένοι. Όλοι οι κληρικοί που τους έβγαλε η επανάσταση από τα μοναστήρια τους κι ανακατεύτηκαν με υποθέσεις έδειξαν με την παγερότητα και την περίσκεψή τους την υπεροχή που δίνει η εκκλησιαστική πειθαρχία σ' όλα τα «τέκνα» της Εκκλησίας, ακόμα και σ' αυτά που την εγκατέλειψαν.

Από το 1792 η υπόθεση της διαθήκης είχε ανοίξει τα μάτια του Γκωμπερτέν που ήξερε να βυθομετρά την πονηριά αυτού του επιδέξιου υποκριτή κάτω από το πικρόχολο μούτρο του. Έτσι έγιναν σύντροφοι στην λατρεία της Χρυσοφόρας Αγελάδας. Μόλις ιδρύθηκε ο οίκος Λεκλέρκ, είπε στο Ριγκού να τοποθετήσει 50.000 φράγκα. Ο Ριγκού έγινε εταίρος και μάλιστα από τους πιο σημαντικούς, αφού άφησε αυτό το κεφάλαιο να μεγαλώνει με τους τόκους που συσσωρεύονταν. Εκείνη τη στιγμή ο τόκος του Ριγκού ήταν ακόμα 100.000 φράγκα, αν και το 1816 είχε αποσύρει ένα ποσόν γύρω στις 80.000 φράγκα, για να το τοποθετήσει στα Κρατικά Δάνεια, πράγμα που του 'φερνε 17.000 φράγκα εισόδημα. Ο Λυπέν, ήξερε ότι ο Ριγκού είχε επενδύσει 150.000 φράγκα σε υποθήκες με μικροποσοστά σε μεγάλα χωράφια. Ο Ριγκού έλεγε πως είχε γύρω στις 12.000 καθαρά εισοδήματα από τα χωράφια του, ενώ ήταν πασίγνωστο ότι ξεπερνούσαν τις 40.000 φράγκα τη χρονιά. Αλλά όσο για το θησαυροφυλάκιό του, κανένας υπολογισμός δεν θα μπορούσε να βγάλει πόσα λεφτά είχε, όπως μονάχα ο διάβολος ήξερε τις βρωμοδουλειές που έκλεινε με τον Λανγκλυμέ.

Αυτός ο τρομερός τοκογλύφος, που λογάριαζε να ζήσει 20 χρόνια ακόμα, είχε εφεύρει σταθερούς κανόνες δράσης. Δεν δάνειζε πεντάρα σε χωριάτη, αν δεν αγόραζε τουλάχιστον 3 εκτάρια και δεν πλήρωνε τα μισά τοις μετρητοίς. Βλέπομε πως ο Ριγκού ήξερε καλά την ιδιοτροπία του Νόμου στις απαλλοτριώσεις που γίνονται στα μικρά κομμάτια γης και τον κίνδυνο που διατρέχει το Δημόσιο Ταμείο κι η ιδιοκτησία από την υπερβολική διαίρεση των χτημάτων. Πώς να καταδιώξεις νομικά ένα

Digitized by 10uk1s, May 2010

χωριάτη που σου πήρε μια αυλακιά χωράφι όταν δεν έχει παρά 5 αυλακιές όλες όλες; Το ιδιωτικό συμφέρον θα προηγείται πάντα είκοσι χρόνια από τους νομοθέτες. Τι μάθημα για ένα τόπο! Ο Νόμος θ' απορρέει πάντα από ένα φωτισμένο εγκέφαλο, μια μεγαλοφυΐα, κι όχι από 900 ευφυΐες μαζεμένες, που όσο μεγάλες κι αν είναι μικραίνουν όταν είναι όλες μαζί. Πραγματικά ο Νόμος του Ριγκού μήπως δεν περιέχει την ουσία εκείνου του Νόμου που πρέπει να γίνει για να σταματήσει ο παραλογισμός να μοιράζεται η ιδιοκτησία σε μισά, τρίτα, τέταρτα ή δέκατα του τετραγωνικού μέτρου, όπως στην κοινότητα του Αρζαντέιγ, όπου υπάρχουνε 30.000 κομμάτια γης;

Τέτοιες δραστηριότητες όμως θέλουν συνεργασία πλατειάς κλίμακας, σαν εκείνη που βάραινε αυτήν την περιοχή. Εξ άλλου όπως ο Ριγκού έκανε στο Λυπέν το ένα τρίτο σχεδόν των εγγράφων που περνούσαν κάθε χρόνο από το συμβολαιογραφείο, είχε βρει ένα αφοσιωμένο συνεργάτη στο πρόσωπο του συμβολαιογράφου της Σουλάνζ. Έτσι αυτός ο λήσταρχος μπορούσε να καταλάβει από τη σύμβαση δανείων (όπου παρευρισκόταν πάντα η γυναίκα του δανειζομένου, αν ήταν παντρεμένος) το ύψος των παράνομων τόκων. Ο χωριάτης ήτανε παραπάνω από ευχαριστημένος που θα 'χε να πληρώνει μόνο πέντε τοις εκατό κάθε χρόνο, όσο θα κρατούσε το δάνειο. Κι έλπιζε πάντα να ξεχρεωθεί με την υπεράνθρωπη δουλειά και το λίπασμα που καλυτέρευε την αποθήκη του Ριγκού.

Από δω προέρχονται τα «θαύματ α» που γεννά αυτό που οι ηλίθιοι οικονομολόγοι ονομάζουν «μικρό νοικοκυριό». Το αποτέλεσμα αυτού του πολιτικού λάθους είναι να γίνεται εξαγωγή του γαλλικού χρήματος στη Γερμανία για ν' αγοράζομε άλογα που δεν προμηθεύει ο τόπος. Κι αυτό το λάθος θα ελαττώσει την παραγωγή των κερασφόρων ζώων τόσο που σε λίγο καιρό το κρέας θα γίνει απρόσιτο όχι μόνο στο λαό αλλά και στους μικροαστούς.

Έτσι από το Κους μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes έτρεχε ποτάμια ο ιδρώτας των χωρικών για τον Ριγκού, που όλοι τον σέβονταν, ενώ η δουλειά που την πλήρωνε τόσο ακριβά ο στρατηγός, ο μόνος που έριχνε χρήμα στον τόπο, του στοίχιζε τις κατάρες και το μίσος που ακολουθούν τους πλούσιους. Αυτά τα γεγονότα δεν θα 'ταν ανεξήγητα αν δεν ρίχναμε μια ματιά στο Κράτος των μεσαζόντων; Ο Φουρσόν είχε δίκιο, οι μπουρζουάδες αντικατάστησαν τους ευγενείς. Αυτοί οι μικροϊδιοκτήτες, του τύπου Κουρτκυίς ήταν οι δουλοπάροικοι του Αβοναίζου Τιβέριου, όπως στο Παρίσι οι βιομήχανοι χωρίς χρήματα είναι οι χωριάτες των μεγάλων τραπεζιτών.

Ο Σουντρύ από τη Σουλάνζ μέχρι 5 λεύγες έξω από τη La-Ville-aux-Fayes ακολουθούσε το παράδειγμα του Ριγκού. Αυτοί οι δυο τοκογλύφοι είχανε μοιράσει μεταξύ τους την περιοχή.

Ο Γκωμπερτέν, που ασκούσε την αρπακτικότητά του σε ανώτερη σφαίρα, όχι μόνο δεν ανταγωνιζόταν τους συνεταίρους του αλλά εμπόδιζε τα κεφάλαια της La-Ville-aux-Fayes να πάρουν αυτό τον ωφέλιμο δρόμο. Μπορούμε λοιπόν να μαντέψομε την επιρροή που εξασκούσε η τριανδρία Ριγκού, Σουντρύ, Γκωμπερτέν στις εκλογές με τους ψηφοφόρους που η περιουσία τους εξαρτιόταν από την καλή τους διαγωγή.

Μίσος, εξυπνάδα και περιουσία, μ' αυτό το φοβερό τρίγωνο εκφραζόταν ο πιο κοντινός εχθρός της Αιγκ, ο επιτηρητής του στρατηγού, που είχε σταθερές σχέσεις με 60 ή 80 μικροϊδιοκτήτες συγγενείς των χωρικών που τον έτρεμαν όπως τρέμουν τους δανειστές.

Ο Ριγκού ήταν ακριβώς πάνω από τον Τονσάρ. Ο ένας ζούσε από τις κλεψιές σε είδος κι ο άλλος από τις νόμιμες ληστείες. Κι οι δυο αγαπούσαν την καλοζωία. Ήταν οι δυο πλευρές του ίδιου χαρακτήρα. Ο ένας ήταν φυσικός ο άλλος εκλεπτυσμένος από την αγωγή του μοναστηριού.

Όταν έφυγε από το Γκραν - Ι - Βερ ο Βωντουαγιέ για να συμβουλευτεί τον παλιό δήμαρχο, ήταν γύρω στις 4. Ο Ριγκού δειπνούσε στις εφτά.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Βρίσκοντας την αυλόπορτα κλειστή, ο Βωντουαγιέ κοίταξε πάνω από τις κουρτίνες και φώναξε: «Κύριε Ριγκού, εγώ είμαι, ο Βωντουαγιέ».

Ο Ζαν βγήκε από την πλαϊνή πόρτα και ύστερα από ένα λεπτό κάλεσε μέσα το Βωντουαγιέ λέγοντας: «Έλα στον κήπο, ο Κύριος έχει κόσμο».

Ο κόσμος ήταν ο Σιμπιλέ. Είχε έρθει με την πρόφαση να συνεννοηθεί με το Ριγκού για την κοινοποίηση της δικαστικής απόφασης που είχε φέρει ο Μπρυνέ. Αλλά κάθε άλλο παρά γι' αυτό κουβέντιαζε. Είχε βρει το Ριγκού την ώρα που τέλειωνε το φρούτο του.

Ο επιστάτης είδε να φέρνουν στο τετράγωνο τραπέζι που άστραφτε στ' άσπρα, γιατί ο Ριγκού χωρίς να νοιάζεται, για τον κόπο της γυναίκας του και της Αννέτ, απαιτούσε όλες τις μέρες άσπρα τραπεζομάντιλα και πετσέτες, μια γαβάθα με φράουλες, βερίκοκα, ροδάκινα, κεράσια, αμύγδαλα, όλα τα εποχιακά φρούτα σ' αφθονία, σερβιρισμένα σε πιάτα από άσπρη πορσελάνη και πάνω σε αμπελόφυλλα, με την ίδια σχεδόν κομψή τέχνη της Αιγκ.

Όταν είδε το Σιμπιλέ, ο Ριγκού του είπε να σπρώξει τους σύρτες στις εσωτερικές πόρτες που έκλειναν αυτόματα. Αυτές οι πόρτες είχανε μπει τόσο για προφύλαξη από το κρύο όσο και για να πνίγουν τους ήχους. Ύστερα τον ρώτησε ποια υπόθεση τόσο βιαστική τον ανάγκασε να του κάνει επίσκεψη την ημέρα, ενώ θα μπορούσαν να συναντηθούν με κάθε ασφάλεια τη νύχτα.

—Ήρθα γιατί ο ταπετσιέρης είπε πως θα πάει στο Παρίσι να δει το Σφραγιδοφύλακα. Είναι ικανός να σας βλάψει, να ζητήσει τη μετάθεση του γαμπρού σας, των δικαστών της La-Ville-aux-Fayes και του προέδρου, τώρα που θα μάθει την ευνοϊκή απόφαση που πήραν για σας. Έχει αγριέψει, είναι πονηρός, έχει στο πρόσωπο του αββά Μπροσέτ ένα σύμβουλο ικανό να συναγωνισθεί με σας και τον Γκωμπερτέν... Οι παπάδες έχουν δύναμη... Ο Δεσπότης αγαπά πολύ τον αββά Μπροσέτ. Η κυρία κόμισσα είπε πως θα πάει να δει τον ξάδελφό της τον νομάρχη, τον κόμη Καστεράν, για το Νικολά. Ο Μισώ άρχισε να παίρνει είδηση το παιγνίδι μας...

Ο τοκογλύφος έριξε στο Σιμπιλέ ένα βλέμμα που η υποψία το έκανε λιγότερο άχρωμο και γι' αυτό πιο τρομαχτικό και του είπε γλυκά:

—Φοβάσαι; Λογαριάζεις μήπως σε συμφέρει καλύτερα να πας με το μέρος του κόμη Μονκορνέ;

Ο Σιμπιλέ απάντησε απότομα.

—Αν διαλύσετε την Αιγκ δε βλέπω από πού θα βγάλω εγώ 4.000 φράγκα το χρόνο με τίμιο τρόπο, όπως κάνω εδώ και 5 χρόνια. Ο κύριος Γκωμπερτέν μ' έχει θυμώσει με τις πολλές υποσχέσεις του για το μέλλον. Η κρίση πλησιάζει, θα ξεσπάσει σε λίγο ο πόλεμος κι είναι άλλο να δίνεις υποσχέσεις κι άλλο να τις κρατάς μετά τη νίκη.

—Θα του μιλήσω, είπε ήσυχα ο Ριγκού. Εν τω μεταξύ, αν αυτά αφορούσαν εμένα, να τι θα απαντούσα: «Εδώ και 5 χρόνια φέρνεις στον κύριο Ριγκού 4.000 φράγκα το χρόνο κι αυτός ο καλός άνθρωπος σου δίνει 7,50%, έχεις δηλαδή τούτη τη στιγμή ένα λογαριασμό 27.000 φράγκων μαζί με τους τόκους. Αλλά μια και υπάρχει ένα ιδιωτικό έγγραφο σε δυο αντίγραφα ανάμεσα σε σένα και το Ριγκού, ο διαχειριστής της Αιγκ θα πάρει πόδι τη μέρα που ο αββάς Μπροσέτ θα δείξει αυτό το έγγραφο στον ταπετσιέρη, αν μάλιστα ένα ανώνυμο γράμμα τον κατατοπίσει για το διπλό σου ρόλο. Είναι καλύτερα λοιπόν για σένα να κυνηγάς μαζί μας, και να μη ζητάς τα κόκαλά σου προκαταβολικά. Μια κι ο κύριος Ριγκού δεν είναι υποχρεωμένος από το νόμο να σου δίνει 7,50% και τους τόκους των τόκων, θα αποδείξει ότι του έχεις δώσει μόνο τις 20.000 φράγκα. Και μέχρι να τα πιάσεις, η αγωγή σου με τις αναβολές που θα πάρει με τις στρεψοδικίες, θα δικαστεί στο δικαστήριο της La-Ville-aux-

Digitized by 10uk1s, May 2010

Fayes. Αν φερθείς φρόνιμα, όταν ο κύριος Ριγκού θα γίνει ιδιοκτήτης στο περίπτερό σου στην Αιγκ, θα μπορείς να συνεχίσεις το εμπόριο του χρήματος που κάνει ο Ριγκού με τις 30.000 φράγκα που θα 'χεις κι άλλες 30 που θα σου εμπιστευτεί ο Ριγκού. Και τότε το εμπόριο θα αφήνει πιο πολλά λεφτά με τους χωριάτες που πέφτουν στα χωράφια της Αιγκ που θα 'χει μοιραστεί σε κλήρους σαν την φτωχολογιά του κόσμου». Αυτά θα μπορούσε να σου πει ο κύριος Γκωμπερτέν. Αλλά εγώ δεν έχω τίποτα να σου απαντήσω, αυτά δε μ' αφορούν... Ο Γκωμπερτέν κι εγώ έχομε λόγους να παραπονιόμαστε μ' αυτό το αχάριστο παιδί του λαού που δέρνει τον πατέρα του. Γι' αυτό θα ακολουθήσομε την ιδέα μας. Αν ο φίλος Γκωμπερτέν σ' έχει ανάγκη, εγώ δε χρειάζομαι κανένα, γιατί όλος ο κόσμος μου είναι αφοσιωμένος. Όσο για τον Υπουργό Δικαιοσύνης, οι υπουργοί αλλάζουν συχνά ενώ εμείς οι άλλοι είμαστε πάντα εδώ...

Εγώ πάντως σας προειδοποίησα, είπε ο Σιμπιλέ που ένοιωθε δαρμένος σα γάιδαρος.

—Με προειδοποίησες για τι; είπε με πανουργία ο Ριγκού.

—Γι' αυτά που σκοπεύει να κάνει ο ταπετσιέρης, απάντησε ταπεινά ο διαχειριστής. Έφυγε έξω φρενών για την Νομαρχία.

—Ας πάει! Αν δεν έκαναν τόσους δρόμους οι Μονκορνέ πώς θα ζούσαν οι αμαξοποιοί;

—Θα σας φέρω 1.000 σκούδα στις 11 το βράδυ, είπε ο Σιμπιλέ. Αλλά πρέπει να επισπεύσετε αυτές τις δουλειές. Παραχωρείστε μου μερικές από τις υποθήκες σας που λήγουν, καμιά απ' αυτές που θα μπορούσαν να μου βγάλουν μερικούς καλούς κλήρους γης...

—Έχω την υποθήκη του Κουρτκυίς, θέλω να του φερθώ καλά γιατί είναι ο καλύτερος πληρωτής της περιοχής. Αν σου τη μεταβιβάσω, θα κάνεις πως ενοχλείς αυτό το μασκαρά για λογαριασμό του ταπετσιέρη. Θα 'χεις μ' ένα σμπάρο δυο τρυγόνια, θα 'ναι ικανός για όλα αν δει πως θα γίνει χειρότερος από το Φουρσόν. Ο Κουρτκυίς έχει δώσει το αίμα του για τη Μπασλερί, έχεις κάνει εύφορο το χωράφι με το λίπασμα, έβαλε δεντροστοιχίες στους τοίχους του κήπου. Αυτό το κτηματάκι αξίζει 4.000 φράγκα, ο κόμης θα σου τις δώσει για τα τρία στρέμματα που συνορεύουν με τους κυνηγότοπούς του. Αν δεν ήταν μπεκρής, ο Κουρτκυίς, θα είχε πληρώσει τώρα τους τόκους απ' το κυνήγι.

—Καλά, εκχωρείστε μου την απαίτηση, θα κάνω τη δουλειά μου. Το μποστάνι και το σπίτι θα 'ναι δικά μου χωρίς να μου στοιχίσει τίποτα κι ο κόμης θ' αγοράσει τα τρία στρέμματα.

—Τι ποσοστό θα μου δώσεις;

—Θε μου, εσείς βγάζετε γάλα κι απ' τον ταύρο. Κι εγώ που κατάφερα ν' αποσπάσω από τον ταπετσιέρη την διαταγή να μπούνε περιορισμοί στο σταχομάζωμα, σύμφωνα με το νόμο...

—Πέτυχες τέτοιο πράγμα, αγόρι μου; είπε ο Ριγκού που πολλές μέρες πριν είχε υποβάλει αυτά τα πιεστικά μέτρα στον Σιμπιλέ και του είχε πει να τα προτείνει στο στρατηγό. Τον κρατάμε, είναι χαμένος. Μα δεν φτάνει να τον κρατάμε από τη μια άκρη, πρέπει να τον τυλίξομε σα φύλλο καπνού! Τράβα τους σύρτες αγόρι μου, πες στη γυναίκα μου να μου φέρει τον καφέ και το λικέρ και στο Ζαν να ζέψει τ' άλογα, πάω πάνω στη Σουλάνζ. Θα τα ξαναπούμε το βράδυ!

—Γεια σου Βωντουαγιέ, είπε ο παλιός δήμαρχος βλέποντας να μπαίνει ο παλιός του αγροφύλακας. Τι τρέχει;...

Ο Βωντουαγιέ διηγήθηκε ό,τι είχε συμβεί στο καπηλειό και ζήτησε την γνώμη του Ριγκού για τη

Digitized by 10uk1s, May 2010

νομιμότητα των μέτρων που σκεφτόταν να πάρει ο στρατηγός.

—Έχει κάθε δικαίωμα, τον έκοψε ο Ριγκού. Έχομε ένα άκαρδο αφέντη. Ο αββάς Μπροσέτ είναι μια αλεπού, αυτός του τα σφυρίζει αυτά τα μέτρα, επειδή δεν πηγαίνετε στην λειτουργία, αντίχριστοι!... όσο τα καταπίνετε τόσο θα παίρνει αέρα ο ταπετσιέρης!...

—Καλά, λοιπόν, θα μαζέψομε στάχυα!... είπε ο Βωντουαγιέ με κείνο τον αποφασιστικό τόνο που ξεχωρίζει τους Βουργουνδέζους.

—Χωρίς πιστοποιητικό απορίας;... παρατήρησε ο τοκογλύφος. Λένε πως πήγε στη Νομαρχία να ζητήσει στρατό για να σας κάνει να επανέλθετε στα καθήκοντά σας.

—Θα μαζέψομε στάχυα όπως και παλιά, επανέλαβε ο Βωντουαγιέ.

—Μαζέψτε!... ο κύριος Σαρκύς θα κρίνει αν είχατε δίκιο, είπε ο τοκογλύφος μ' ένα ύφος σαν να υποσχότανε στη φτωχολογιά την προστασία του Ειρηνοδίκη.

—Θα μαζέψομε στάχυα και θα νικήσομε!... αλλιώς η Βουργουνδία δε θα 'ναι πια Βουργουνδία! είπε ο Βωντουαγιέ. Αν έχουνε σπαθιά οι χωροφύλακες, εμείς έχουμε δρεπάνια, και θα δούμε!

Στις 4,30. η μεγάλη πράσινη πόρτα του παλιού πρεσβυτέριου έτριξε στους ρεζέδες της και το ξανθοκόκκινο άλογο που το 'χε ζέψει ο Ζαν στράφηκε στην πλατεία. Η κυρία Ριγκού κι η Αννέτ είχαν βγει στο κεφαλόσκαλο και κοίταζαν τη μικρή πράσινη καρότσα από λυγαριά, με τη δερμάτινη κουκούλα, όπου μέσα ήταν θρονιασμένος σε μαλακά μαξιλάρια ο αφέντης τους.

—Μην αργήσετε, κύριε, είπε η Αννέτ κάνοντας μια μικρή γκριμάτσα.

Όλοι οι χωριάτες, πληροφορημένοι κιόλας για την φοβερή απόφαση που ήθελε να πάρει ο δήμαρχος, βλέποντας το Ριγκού να περνά, στάθηκαν στις πόρτες τους ή βγήκαν στο μεγάλο δρόμο. Όλοι πίστευαν ότι πήγαινε στη Σουλάνζ για να τους υπερασπίσει.

—Εχ, κυρία Κουρτκυίς, ο παλιός μας δήμαρχος πάει σίγουρα να μας υπερασπίσει, είπε μια γριά κλώστρια που ενδιαφερότανε πολύ για τα δασικά πταίσματα, γιατί ο άντρας της πουλούσε κλεμμένα ξύλα στη Σουλάνζ.

—Θε μου, ματώνει η καρδιά του να βλέπει τι γίνεται. Είναι τόσο λυπημένος όσο και σεις, απάντησε η φτωχή γυναίκα, που έτρεμε και στο άκουσμα μόνο του Ριγκού κι από φόβο του έπλεκε εγκώμια.

—Α! δεν πρέπει βέβαια να το λέμε, μα κι αυτουνού του φέρθηκαν άσκημα!

—Καλημέρα, κύριε Ριγκού, είπε η κλώστρια που την χαιρέτησε ο Ριγκού.

Όταν πέρασε ο τοκογλύφος τον Τυν, που ήταν όλες τις εποχές διαβατός, ο Τονσάρ βγήκε από την ταβέρνα του κι είπε στο Ριγκού, πάνω στο δημοτικό δρόμο:

—Ε, μπάρμπα Ριγκού, τι λένε ο ταπετσιέρης θέλει να μας κάνει να ψοφήσουμε σα σκυλιά;...

—Αυτό θα το δούμε απάντησε ο τοκογλύφος μαστιγώνοντας το άλογό του.

—Ξέρει αυτός να μας υπερασπίσει, είπε ο Τονσάρ στις γυναίκες και τα παιδιά που είχαν μαζευτεί γύρω του!

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ναι, σας σκέφτεται όπως σκέφτεται ο χανιτζής τους κοκοβιούς την ώρα που καθαρίζει το τηγάνι του, είπε ο Φουρσόν.

—Μαντάλωνε λοιπόν το στόμα σου όταν είσαι πιωμένος!... είπε ο Μους και τράβηξε από την μπλούζα τον παππού του που κατρακύλησε κι έπεσε κάτω από μια ιτιά. Αν σ' άκουγε αυτός ο κατέργαρος ο καλόγερος δεν θα του πουλούσες πια τόσο ακριβά τις κουβέντες σου.

Κι αλήθεια, αν έτρεχε στη Σουλάνζ ο Ριγκού ήταν γιατί τον είχε ταράξει το σπουδαίο νέο του Σιμπιλέ που του φάνηκε επικίνδυνο για την μυστική συμμαχία της Αβοναίζικης μπουρζουαζίας.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η ΠΡΩΤΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΤΗΣ ΣΟΥΛΑΝΖ

Έξι χιλιόμετρα περίπου από το Μπλανζύ και σε ίση απόσταση από τη La-Ville-aux-Fayes η μικρή πόλη της Σουλάνζ, η Ωραία τίτλος που της αξίζει ίσως πιο πολύ παρά στη Μάντη, υψώνεται αμφιθεατρικά πάνω σ' ένα μικρό λόφο διακλάδωση της πλαγιάς που είναι παράλληλη σε κείνη που στα πόδια της κυλάει ο Αβόν.

Στα πόδια της, ο Τυν κυλάει τα νερά του σε μια κοίτη που πιάνει γύρω στα 30 εκτάρια. Στην άκρη του, πάνω σ' αναρίθμητα νησάκια, οι μύλοι της Σουλάνζ αποτελούνε ένα συγκρότημα τόσο χαριτωμένο λες κι ήταν έργο κάποιου αρχιτέκτονα κήπων. Αφού ποτίσει το αγρόκτημα της Σουλάνζ και τροφοδοτήσει τους ωραίους κήπους και τις τεχνητές της λίμνες, ο Τυν χύνεται στον Αβόν μ' ένα θαυμάσιο κανάλι.

Ο πύργος της Σουλάνζ, ένας από τους πιο ωραίους πύργους στη Βουργουνδία, που ξαναχτίστηκε την εποχή του Λουδοβίκου XIV σύμφωνα με τα σχέδια του Μανσάρ, στέκεται απέναντι ακριβώς από την πόλη. Έτσι η Σουλάνζ κι ο πύργος παρουσίαζαν ένα θέαμα τόσο λαμπρό όσο και κομψότατο. Ο δημοτικός δρόμος γυρνά ανάμεσα στην πόλη και τη λιμνούλα που λίγο επιδεικτικά οι ντόπιοι την ονομάζουν λίμνη της Σουλάνζ.

—Αυτή η συμπαθητική πόλη είναι μια από τις πιο σπάνιες φυσικές συνθέσεις για τη Γαλλία, όπου το ωραίο, σ' αυτή τη μορφή απουσιάζει εντελώς. Εδώ πραγματικά, μπορείτε να βρείτε το ωραίο της Ελβετίας, όπως έλεγε ο Μπλοντέ στο γράμμα του, το ωραίο της περιοχής του Νεφσατέλ, εκτός από το Γιούρα και τις Άλπεις βέβαια. Κι ακόμα η ομοιότητα μεγαλώνει με τα χαρούμενα αμπέλια που αγκαλιάζουν σα ζώνη τη Σουλάνζ. Οι δρόμοι ανεβαίνουν κλιμακωτά στο λόφο, χωρίς πολλά σπίτια στις άκρες τους, γιατί όλα περιβάλλονται από κήπους, και δημιουργούν αυτές τις πράσινες εστίες που είναι τόσο σπάνιες στις πρωτεύουσες. Οι στέγες, μπλε ή κόκκινες, ξεπροβάλλουν μέσα από τα λουλούδια, τα δέντρα, τις κληματαριές σ' αρμονικές και πλούσιες σε ποικιλία συνθέσεις.

Η εκκλησία, μια παλιά εκκλησία του Μεσαίωνα, χτισμένη από πέτρα χάρη στη γενναιοδωρία των ευγενών, που πρώτα κράτησαν δικό τους ένα παρεκκλήσι δίπλα στο Χορό κι έπειτα ένα υπόγειο παρεκκλήσι, τη νεκρόπολή τους, έχει για πόρτα, σαν την εκκλησιά του Λονγκζμώ, μια τεράστια αψίδα διακοσμημένη με ανθισμένα στεφάνια κι αγαλματάκια και πλαισιωμένη από δυο παραστάδες με κόγχες που καταλήγουν σε αγκάθια. Αυτή η πόρτα, τόσο συνηθισμένη στις μικρές εκκλησιές του Μεσαίωνα που σαν από θαύμα διασώθηκαν από τις καταστροφές των Καλβινιστών, στεφανώνεται μ' ένα τρίγλυφο. Και πάνω απ' αυτό υψώνεται το άγαλμα της Παρθένου με το Χριστό - Βρέφος. Οι πτέρυγες δεξιά κι αριστερά του εσωνάρθηκα αποτελούνται στο εξωτερικό από 5 αψίδες κατάμεστες με διακοσμήσεις και φωτίζονται από παράθυρα με βιτρό. Ο χορός στηρίζεται σε αντηρίδες αντάξιες ενός καθεδρικού ναού. Το Καμπαναριό που βρίσκεται στο ένα σκέλος του σταυρού είναι ενας τετράγωνος πύργος με ένα θυριδωτό κωδωνοστάσιο στην κορυφή. Η εκκλησιά φαίνεται από μακριά γιατί είναι στο πιο ψηλό μέρος της μεγάλης πλατείας που στην άκρη της περνάει ο δρόμος.

Η πλατεία, αρκετά ευρύχωρη, περιβάλλεται από οικοδομήματα διαφορετικών εποχών τα πιο πολλά μισά από ξύλο και μισά από τούβλα, που οι δοκοί του δαπέδου τους έχουν ένα περίβλημα από σχιστόλιθο και φτάνουν μέχρι το Μεσαίωνα. Άλλα, από πέτρα, με μπαλκόνια, και κείνη την τόσο αγαπητή στους προγόνους μας αετωματική κορυφή, ανήκουν στον XII αιώνα. Άλλων τα γέρικα δοκάρια ανάγλυφα με γεροντίστικες μορφές που η προεξοχή τους σχηματίζει ένα προστέγασμα, τραβάνε το βλέμμα των περαστικών και θυμίζουν τον καιρό που η μπουρζουαζία ήταν αποκλειστικά εμπορική. Το πιο ωραίο είναι το παλιό δικαστήριο, ένα σπίτι διακοσμημένο με ανάγλυφη πρόσοψη στην ίδια γραμμή με την εκκλησία, που την συμπληρώνει θαυμάσια. Πουλήθηκε από το κράτος στην κοινότητα που το έκανε Δημαρχείο και στέγασε εκεί και το Ειρηνοδικείο, όπου τη στιγμή της ιστορίας μας έμενε ο κύριος Σαρκύς.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Αυτό το σκίτσο επιτρέπει να πάρει κάνεις μια ιδέα για την πλατεία της Σουλάνζ που ήταν στολισμένη με μια χαριτωμένη βρύση στη μέση. Το 1520 την είχε φέρει από την Ιταλία ο στρατάρχης ντε Σουλάνζ και θα ήταν αντάξια για την πιο μεγάλη πρωτεύουσα. Από μια πηγή στην κορυφή του λόφου έρχεται το νερό που αναβλύζει συνέχεια από τέσσερεις λευκούς μαρμαρένιους έρωτες που κρατούν κογχύλια κι έχουν ένα πανέρι ξέχειλο από σταφύλια στο κεφάλι.

Οι εγγράμματοι ταξιδιώτες που θα περάσουν από κει, αν περάσει ποτέ κανείς μετά το Μπλοντέ, μπορούν ν' αναγνωρίσουν αυτή την πλατεία που την έκανε διάσημη ο Μολιέρος και το ισπανικό θέατρο, που τόσο καιρό μεσουρανούσε στη γαλλική σκηνή, σημάδι πως η κωμωδία γεννήθηκε στα θερμά μέρη, όπου η ζωή περνά στη δημόσια πλατεία. Η πλατεία της Σουλάνζ θύμιζε πάρα πολύ αυτήν την κλασσική πλατεία που είναι ίδια σ' όλα τα θέατρα με τους δυο κύριους δρόμους που την κόβουν ακριβώς στο ύψος της βρύσης και παριστάνουν τα παρασκήνια, τόσο απαραίτητα στους αφέντες και τους υπηρέτες για να συναντιούνται ή ν' αποφεύγουν ο ένας τον άλλο. Στην γωνιά του ενός δρόμου, που λέγεται «οδός της Κρήνης» λάμπουν τα σήματα του συμβολαιογράφου Λυπέν. Γύρω από την πλατεία είναι η αριστοκρατική συνοικία της Σουλάνζ. Εκεί βρίσκονται τα σπίτια του Σαρκύς, του φοροεισπράκτορα Γκερμπέ, του Μπρυνέ, του γραμματικού Γκουρντόν και του αδελφού του του γιατρού, του γέρου κύριου Ζαντρέν - Βαττεμπλέντ, όλα διατηρημένα με φροντίδα από τους ιδιοκτήτες τους, που παίρνουν στα σοβαρά το καλό όνομα της πόλης.

Το σπίτι της κυρίας Σουντρύ, γιατί η ισχυρή προσωπικότητα της παλιάς καμαριέρας της δεσποινίδας Λαγκέρ είχε τελείως απορροφήσει τον αρχηγό του δήμου ήταν αρκετά μοντέρνο. Το είχε χτίσει ένας πλούσιος κρασέμπορας, που γεννήθηκε στη Σουλάνζ κι αφού έκανε περιουσία στο Παρίσι ξαναγύρισε το 1793 ν' αγοράσει στάρι για τη γενέθλια πόλη του. Ένας αλητήριος όμως οικοδόμος, θείος του Γκονταίν που είχε φασαρίες με τον κρασέμπορα σχετικές με την πολυέξοδη οικοδομή, ξεσήκωσε τον όχλο και ο κρασέμπορας δολοφονήθηκε γιατί μονοπωλούσε τάχα το σιτάρι.

Η διανομή της κληρονομιάς, με τους καυγάδες ανάμεσα στους εκ πλαγίου συγγενείς, τράβηξε τόσον καιρό που στα 1798, ο Σουντρύ, ξαναγυρνώντας στη Σουλάνζ μπόρεσε ν' αγοράσει για χίλια σκούδα σε είδος το παλάτι του κρασέμπορα. Στην αρχή το νοίκιασε στο δημόσιο για να στεγαστεί η χωροφυλακή. Το 1811, η δεσποινίδα Κοσέ, που ο Σουντρύ την συμβουλευόταν σ' όλα τα ζητήματα, αντέδρασε ζωηρά στην ανανέωση του συμφωνητικού. Δεν μπορούσε, έλεγε, να «συζεί» μ' ένα στρατώνα. Η πόλη της Σουλάνζ με τη βοήθεια του Κράτους έχτισε ένα μέγαρο για τη χωροφυλακή στον πλαϊνό δρόμο του Δημαρχείου. Ο ενωμοτάρχης καθάρισε το σπίτι και του 'δωσε το πρώτο του λούστρο, που το είχε χαλάσει ο σταύλος κι οι χωροφύλακες.

Αυτό το σπίτι, μ' ένα όροφο και μια στέγη γεμάτη σοφίτες είχε τρεις προσόψεις. Η μια έβλεπε στην πλατεία, η άλλη στη λίμνη κι η τρίτη σ' έναν κήπο. Η τέταρτη πλευρά έβλεπε στην αυλή που χώριζε τους Σουντρύ απ' το γειτονικό σπίτι, κάποιου Βαττεμπλέντ μπακάλη, ανθρώπου της «δεύτερης κοινωνίας» και πατέρα της ωραίας κυρίας Πλισσού, που γι' αυτήν θα γίνει σύντομα λόγος.

Όλες οι μικρές πόλεις έχουν την ωραία τους , όπως έχουν ένα Σοκάρ και ένα Καφέ ντε λα Παι.

Καθώς καταλαβαίνετε, η πρόσοψη που βλέπει στη λίμνη έχει μια βεράντα με πέτρινα κάγκελα κι ένα μικρό κήπο, κατά μήκος του δημοτικού δρόμου. Απ' τη βεράντα κατεβαίνεις στον κήπο με μια σκάλα. Σε κάθε σκαλοπάτι είναι μια πορτοκαλιά, μια ροδιά, μια μυρτιά κι άλλα διακοσμητικά δέντρα που προαναγγέλλουν μια σέρα στο βάθος του κήπου. Η κυρία Σουντρύ επιμένει να τη λέει «δεύτερη σέρα». Στην πρόσοψη της πλατείας, η είσοδος γίνεται από μια σκάλα με πολλά σκαλοπάτια, όπως συνηθίζεται στις μικρές πόλεις. Η μεγάλη πόρτα για τ' αμάξια έχει πέσει σχεδόν σ' αχρηστία. Από κει μπαίνει μόνο τ' άλογο του ιδιοκτήτη, κανείς εξαιρετικός επισκέπτης κι εξυπηρετείται η αυλή. Οι φίλοι του σπιτιού, έρχονται όλοι με τα πόδια κι ανεβαίνουν από τη σκάλα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Το στυλ του μεγάρου Σουντρύ είναι λιτό. Στον τοίχο έλικες διακρίνουν τις λιθοσειρές. Τα παράθυρα πλαισιώνονται από κυμάτια διαδοχικά λεπτά και έντονα, όπως στα περίπτερα Γκαμπριέλ και Περρονέ της πλατείας Λουδοβίκου XV. Τέτοια στολίδια σε μια τόσο μικρή πόλη, δίνουν σ' αυτό το σπίτι που έγινε διάσημο ένα μνημειακό χαρακτήρα.

Απέναντι, στην άλλη γωνία της πλατείας βρίσκεται το περίφημο Καφέ ντε λα Παι. Τα ιδιαίτερα στοιχεία του και ιδίως το περίφημο Τίβολί του χρειάζονται μια πιο διεξοδική περιγραφή από το σπίτι των Σουντρύ — κι αυτό θα γίνει πιο κάτω.

Ο Ριγκού σπάνια ερχόταν στη Σουλάνζ, γιατί όλοι τον επισκέπτονταν στο σπίτι του: ο συμβολαιογράφος Λυπέν καθώς κι ο Γκωμπερτέν, ο Σουντρύ καθώς κι ο Ζαντρέν, τέτοιος ήταν ο τρόμος που τους γεννούσε. Εδώ όμως είναι αναγκαίο το σκιτσάρισμα των προσώπων που γι' αυτά έλεγαν στην πόλη ότι αποτελούν την πρώτη κο ινωνία της Σουλάνζ. Μετά απ' την παρουσίασή τους θα καταλάβομε πως κάθε μορφωμένος άνθρωπος — κι ο παλιός Βενεδικτίνος ήταν μορφωμένος — θ' ακολουθούσε την επιφυλακτική στάση του Ριγκού.

Απ' όλα αυτά τα πρόσωπα, θα «μαντεύετε βέβαια πως το πιο πρωτότυπο ήταν η κυρία Σουντρύ. Για ν' αποδοθεί η προσωπικότητά της πρέπει να 'μαστε λεπτολόγοι σαν το πινέλο ζωγράφου.

Η κυρία Σουντρύ, ακολουθώντας το παράδειγμα της δεσποινίδας Λαγκέρ, επέτρεπε στον εαυτό της μ ια ιδέα ρουζ . Αλλά με τη δύναμη της συνήθειας αυτό το ελαφρό βάψιμο είχε γίνει παχιά στρώματα κοκκινάδι, που τόσο γραφικά οι πρόγονοί μας τα έλεγαν ρόδες καρότσας. Οι ρυτίδες του προσώπου πολλαπλασιάζονταν και βάθαιναν όλο και πιο πολύ κι η δημαρχίνα φανταζόταν πως θα μπορούσε να τις σκεπάσει με τα φτιασίδια. Το μέτωπό της ήταν κατακίτρινο και τα μελίγγια της γυάλιζαν. Παστουρωνόταν με άσπρη πούδρα και ζωγράφιζε τις φλέβες της νιότης με λεπτές μπλε γραμμές. Αυτό το μπογιάτισμα έδινε μια ζωηρότητα στα μάτια της που ήταν κι από δικού τους κατεργάρικα. Στους ξένους βέβαια η μάσκα της θα φαινόταν κάτι παραπάνω από αλλόκοτη. Αλλά η συντροφιά της, συνηθισμένη σ' αυτή την ψεύτικη λάμψη, έβρισκε πολύ ωραία την κυρία Σουντρύ.

Αυτή η ξεγοφιασμένη γυναικάρα έβγαζε σε κοινή θέα τα κάλλη της. Τα φουστάνια της ήταν πάντα ντεκολτέ. Έδειχναν τη πλάτη και το στήθος της βερνικωμένα και πουδραρισμένα με την ίδια τέχνη όπως και το πρόσωπο. Αλλά ευτυχώς, με το πρόσχημα πως παίζει με τις θαυμάσιες δαντέλλες της, σκέπαζε λίγο τα αποτελέσματα των χημικών της επεμβάσεων. Φορούσε πάντα φούστα με μπαλένες, που η ουρά της κατέβαινε πολύ χαμηλά, γαρνιρισμένη με φιόγκους παντού, ακόμα και στην ουρά!.. Όταν περπατούσε η φούστα της τριζοβολούσε απαίσια, τόσο πολύ ήταν το μετάξι και οι φραμπαλάδες.

Αυτή η αποσκευή —πόσο σωστή αλήθεια ήταν η λέξη «στολίδια» που σε λίγο δε θα καταλαβαίνομε τη σημασία της— ήταν εκείνο το βράδυ από δαμασκηνό μεγάλης αξίας. Γιατί η κυρία Σουντρύ είχε 100 φορεσιές η μια πιο πλούσια από την άλλη, κι όλες ανήκανε κάποτε στην τεράστια και λαμπρή γκαρνταρόμπα της δεσποινίδας Λαγκέρ, μεταποιημένες από τη σημερινή τους κάτοχο σύμφωνα με τη μόδα του 1808. Η ξανθή περούκα της, κρεπαρισμένη και πουδραρισμένη, λες κι ανασήκωνε το υπέροχο μπονέ της με τα σατινένια κόκκινα φιογκάκια όπως κι οι κορδέλες του φουστανιού της.

Φανταστείτε κάτω απ' αυτό το υπέρκομψο μπονέ ένα πιθηκίσιο πρόσωπο με τρομακτική ασκήμια, μια μύτη πλακουτσωτή κι άσαρκη σαν του χάρου, που χωρίζεται μ' ένα φαρδύ και τριχωτό διάστημα από το στόμα με την ψεύτικη οδοντοστοιχία. Κι ακόμα φανταστείτε τους μπερδεμένους ήχους που ξεφεύγουν απ' αυτό το στόμα, σαν να περνάνε μέσα από το βούκινο κυνηγού... Θα δυσκολευθείτε βέβαια να καταλάβετε πως παρ' όλα αυτά, όλη η υψηλή κοινωνία της πόλεως, όλη η Σουλάνζ με μια λέξη, έβρισκε ωραία αυτή τη σχεδόν βασίλισσα. Κι όμως, αρκεί να θυμηθείτε την σύντομη πραγματεία ex professo μιας από τις πιο πνευματώδεις γυναίκες της εποχής μας που δημοσιεύτηκε

Digitized by 10uk1s, May 2010

πρόσφατα, για την τέχνη των παριζιάνων να γίνονται όμορφες χάρη στα αξεσουάρ που τις περιβάλλουν.

Πράγματι, η κυρία Σουντρύ ζούσε μέσα σε θαυμάσια δώρα, που τα 'χε πάρει από την κυρία της και που ο παλιός Βενεδικτίνος τα έλεγε fructus belli. Έπειτα εξουδετέρωνε την ασχήμια της με το να την υπερβάλλει και με κείνο τον αέρα, με κείνη την εμφάνιση που δεν συναντάς παρά στο Παρίσι, και το μυστικό της ανήκει πάντα στην Παριζιάνα, ακόμα και την πιο συνηθισμένη, αδιάφορο σε ποιο βαθμό είναι μίμηση. Ήταν κορσεδιασμένη μέχρι υπερβολής, για ν' ανασηκώνεται από πίσω το φουστάνι της έβαζε τεράστια μαξιλάρια, φορούσε διαμαντένια σκουλαρίκια και τα δάκτυλά της ήταν γεμάτα δαχτυλίδια. Τέλος, ψηλά στο κορσάζ της, ανάμεσα σε δυο όγκους γαρνιρισμένους με άσπρο στο χρώμα του μαργαριταριού έλαμπε μια χρυσόμυγα από δυο τοπάζια και μ' ένα διαμάντι για κεφάλι, δώρο της πολυαγαπημένης κυρίας που γι' αυτό πια γινόταν λόγος σ' όλη την περιοχή. Σαν την κυρία της, είχε πάντα γυμνά τα μπράτσα της και κουνούσε μια φιλντισένια βεντάλια με ζωγραφική του Μπουσέ και δυο μικρά τριαντάφυλλα για κουμπιά.

Όταν έβγαινε, κρατούσε πάνω στο κεφάλι της ένα αληθινό παρασόλι του XVIII αιώνα, δηλαδή ένα μπαστούνι που πάνω του άνοιγε μια ομπρέλα πράσινη με πράσινες φράντζες. Οι διαβάτες που την έβλεπαν από μακριά να κάνει βόλτα νόμιζαν πως περπατούσε μια φιγούρα του Βατώ.

Μέσα σ' αυτό το σαλόνι, που ήταν ντυμένο στο κόκκινο δαμασκηνό, με δαμασκηνές κουρτίνες ντουμπλαρισμένες μ' άσπρο μετάξι, που το τζάκι του ήταν στολισμένο με απομιμήσεις κινέζικης τέχνης, απ' την καλή εποχή του Λουδοβίκου XV, που είχε θέρμανση, στοές, έρωτες που κρατούσαν κρίνους, έπιπλα από επιχρυσωμένο ξύλο και πόδια που κάμπτονται προς τα έξω, καταλαβαίνει κανείς γιατί οι κάτοικοι της Σουλάνζ έλεγαν την ιδιοκτήτρια του σπιτιού: ωραία κυρία Σουντρύ! Έτσι το μέγαρο Σουντρύ είχε γίνει το εθνικό καμάρι της πρωτεύουσας του καντονιού.

Κι αν η πρώτη κοινωνία της μικρής πόλεως είχε εμπιστοσύνη στη βασίλισσά της, η βασίλισσά της είχε κι αυτή εμπιστοσύνη στον εαυτό της. Μ' ένα περίεργο τρόπο πάντως όχι πολύ σπάνιο, μια και κάθε στιγμή κάτω απ' τα μάτια μας έχομε ανάλογα παραδείγματα που μας τα προσφέρει η ματαιοδοξία του συγγραφέα για το έργο του ή η ματαιοδοξία της μάνας για την κόρη της όταν είναι σ' ώρα γάμου, μέσα σε εφτά χρόνια η κυρία δημαρχίνα έθαψε τόσο καλά την Κοσέ, που η Σουντρύ όχι μόνο δεν θυμόταν πια την παλιά της κατάσταση, αλλά πίστευε με τα σωστά της πως ήταν καθώς πρέπει κυρία. Είχαν μείνει όμως τόσο έντονα στη μνήμη της οι χειρονομίες, οι τρόποι, η φωνή και οι πόζες της κυρίας της, που μόλις ξαναβρέθηκε μέσα στα πλούτη, τα μιμήθηκε και έκανε κι αυτή, την κακομαθημένη πριμαντόνα. Ήξερε όλο το XVIII αιώνα, τα ανέκδοτα απ' τη ζωή των μεγάλων ευγενών και έπαιζε τις συγγένειες στα δάχτυλα. Αυτή η μόρφωση που είχε πάρει απ' τον προθάλαμο της κυρίας της της προμήθευε υλικό για συζήτηση, που μύριζε από χίλια μέτρα η προέλευσή του. Στο σαλόνι της λοιπόν, οι εξυπνάδες σουμπρέτας που ξεφούρνιζε περνούσαν για πνεύμα καλής ποιότητας. Όσο για το ήθος της, η δημαρχίνα ήταν, με την άδειά σας, στρας· μα μήπως για τους Άγριους τα στρας δεν είναι πολύτιμα όσο και τα διαμάντια;

Οι άνθρωποι της τάξης της, που έβρισκαν στο σπίτι της κάθε οχτώ μέρες στρωμένο τραπέζι, και καφέ και λικέρ, αν έφθαναν κατά σύμπτωση την ώρα του επιδόρπιου —και οι συμπτώσεις αυτές ήταν συχνές — την κολάκευαν και τη θεοποιούσαν, όπως παλιά θεοποιούσαν την κυρία της. Κανένα γυναικείο μυαλό δεν μπορεί ν' αντισταθεί στη γοητευτική δύναμη ενός καθημερινού λιβανίσματος. Το χειμώνα, αυτό το σαλόνι που είχε καλή θέρμανση και καλό φωτισμό με κεριά, γέμιζε από τους πιο πλούσιους μπουρζουάδες. Κι αυτοί σ' αντάλλαγμα για τα εξαίσια κρασιά και τα λικέρ, όλα από την κάβα της πολυαγαπημένης κυρίας, δεν τσιγκουνεύονταν καθόλου τα εγκώμια. Οι φίλοι του σπιτιού και οι γυναίκες τους —πραγματικοί επικαρπωτές αυτής της πολυτέλειας— έκαναν έτσι οικονομία στο φως και τη θέρμανση. Γι' αυτό, σ' απόσταση πέντε λευγών, ακόμα και στην La-Ville-aux-Fayes όταν γινόταν λόγος για τις επαρχιακές διασημότητες όλοι συμφωνούσαν πως:

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Η κυρία Σουντρύ δέχεται θαυμάσια, έχει ανοιχτό σπίτι. Περνά κανείς εξαίσια στις βραδιές του. Στέκεται στο ύψος της περιουσίας της. Έχει πάντα πρόχειρο κάποιο μικρό αστείο. Και τι υπέροχα ασημικά! Τέτοιο σπίτι μόνο στο Παρίσι υπάρχει!...

Τα ασημικά του περίφημου Ζερμαίν, που τα 'χε δώσει στην δεσποινίδα Λαγκέρ ο Μπουρέ, η κυρία Σουντρύ τα είχε στην κυριολεξία σουφρώσει. Όταν πέθανε η τραγουδίστρια, τα έκρυψε ήσυχα - ήσυχα στο δωμάτιό της και φυσικά οι κληρονόμοι που δεν είχαν ιδέα τι άξιζε η κληρονομιά τους δεν το πήραν είδηση.

Εδώ και λίγο καιρό, τα 12 ή 15 πρόσωπα που αποτελούσαν την υψηλή κοινωνία της Σουλάνζ, μιλούσαν για την κυρία Σουντρύ σαν να 'ταν η πιο στενή φίλη της δεσποινίδας Λαγκέρ. Η λέξη «καμαριέρα» τους σκανδάλιζε κι έλεγαν πως της έκανε συντροφιά, και πως είχε θυσιαστεί για τη μεγάλη ηθοποιό.

Παράξενο κι όμως αληθινό! Όλες αυτές οι αυταπάτες, που είχαν γίνει πια πραγματικότητες, είχαν επεκταθεί στο σπίτι της κυρίας Σουντρύ, ακόμα και στη θετική περιοχή της καρδιάς: Δυνάστευε τυραννικά το σύζυγό της. Ο χωροφύλακας, αναγκασμένος ν' αγαπά μια γυναίκα 10 χρόνια μεγαλύτερή του και που είχε την διαχείριση της περιουσίας του, της έτρεφε κι αυτός την ιδέα που είχε για την ομορφιά της. Κι όμως, όταν τον μακάριζαν για την ευτυχία του, ο χωροφύλακας ευχότανε καμιά φορά να βρεθούνε αυτοί στη θέση του. Γιατί ήταν αναγκασμένος για να κρύβει τα ξενοκοιτάγματά του, να παίρνει τις προφυλάξεις που παίρνει κανείς σαν έχει γυναίκα νέα κι αγαπημένη. Και μόνο εδώ και λίγες μέρες είχε καταφέρει να βάλει στο σπίτι του μια όμορφη υπηρετριούλα.

Το πορτραίτο αυτής της βασίλισσας είναι ίσως λίγο γκροτέσκο κι όμως πολλές παρόμοιες γυναίκες υπάρχουν ακόμα στην επαρχία, άλλες λιγότερο ή περισσότερο ευγενείς κι άλλες της ανωτάτης οικονομικής τάξης, παράδειγμα η χήρα κάποιου φοροεισπράκτορα στην Τουραίνη που έβαζε ακόμα φέτες βοδινού στα μάγουλά της. Και για να τελειώνομε μ' αυτό το πορτραίτο εκ του φυσικού, πρέπει να κάνομε λόγο και για τους αυλικούς που αναδείχνανε τη βασίλισσα, όπως το δέσιμο τα διαμάντια. Το σκιτσάρισμά τους είναι αναγκαίο έστω και μόνο για να δείξουμε πόσο επίφοβοι είναι παρόμοιοι λιλιπούτειοι και ποια είναι τα όργανα της κοινής γνώμης στα βάθη των μικρών πόλεων. Ας μη γελιόμαστε! Υπάρχουν τόποι που, σαν τη Σουλάνζ, χωρίς να 'ναι ούτε κωμόπολη, ούτε χωριό, ούτε μικρή πόλη, μοιάζουν στην πόλη, το χωριό και την κωμόπολη. Οι κάτοικοί τους είναι τελείως διαφορετικοί από κείνους που ζουν στους κόλπους των μεγάλων επαρχιακών πόλεων. Η ζωή της εξοχής έχει επίδραση στα ήθη τους κι αυτό το ανακάτεμα των αποχρώσεων δημιουργεί πρόσωπα πραγματικά πρωτότυπα.

Μετά την κυρία Σουντρύ, το πιο σπουδαίο πρόσωπο ήταν ο συμβολαιογράφος Λυπέν, που είχε αναλάβει τις υποθέσεις των Σουλάνζ. Γιατί βέβαια είναι ανώφελο να μιλήσομε για το γέρο Ζαντρέν - Βαττεμπλέντ, τον αρχιφύλακα, έναν ενενηντάρη με το ένα πόδι στον τάφο, που μετά την ανάρρηση στο θρόνο της κυρίας Σουντρύ, έμενε σπίτι του. Αλλά αφού βασίλευσε στη Σουλάνζ, σαν άνθρωπος που έμεινε στη θέση του από τον καιρό της βασιλείας του Λουδοβίκου XV, μιλούσε ακόμα, όταν είχε πνευματική διαύγεια για τη δικαιοδοσία της μαρμάρινης τράπεζας1

Αν και μετρούσε 45 ανοίξεις, ο Λυπέν, φρέσκος και ροδαλός χάρη στο πάχος που δίνει στους ανθρώπους του γραφείου το καθισιό, «τραγουδούσε ακόμα ρομάντζες». Διατηρούσε επίσης το κομψό κοστούμι του τραγουδιστή των σαλονιών. Θα μπορούσε να περάσει για Παριζιάνος με τις

.

1 Δικαστήριο που έκρινε τις εφέσεις πάνω στις αποφάσεις των δασοφυλάχων.

Digitized by 10uk1s, May 2010

προσεχτικά βερνικωμένες μπότες του, τα κίτρινα στο χρώμα του θειαφιού γιλέκα του, τις στενές ρεντιγκότες του, τους πλούσιους μεταξωτούς λαιμοδέτες του και τα μοντέρνα παντελόνια του. Κατσάρωνε τα μαλλιά του στον κουρέα της Σουλάνζ, τον κουτσομπόλη της πόλης, και τον θεωρούσανε όλοι άνθρωπο μ' ερωτικές περιπέτειες, χάρη στο δεσμό του με την κυρία Σαρκύς, τη γυναίκα του Σαρκύς του πλούσιου, που, χωρίς παρομοιώσεις, ήταν για την ζωή του ό,τι υπήρξαν για τον Ναπολέοντα οι εκστρατείες στην Ιταλία. Μονάχα αυτός πήγαινε στο Παρίσι, όπου γινόταν δεχτός στο μέγαρο των Σουλάνζ. Έτσι, μόνο αν τον ακούγατε να μιλά θα μαντεύατε την υπεροχή που είχε σαν Καζανόβας και μαιτρ σ' ό,τι αφορούσε την κομψότητα. Για όλα τα πράγματα εκφραζόταν με μια και μοναδική λέξη σε τρεις παραλλαγές, την καλλιτεχνική λέξη παλιοπίνακας1

Ένας άνθρωπος, μια γυναίκα, ένα έπιπλο μπορούσαν να είναι παλιοπίνακας; Έπειτα, στον ανώτερο βαθμό κακής κατασκευής παλιοπινακάκι, τέλος, το τελευταίο όριο, παλιοπίνακας σε κατσαρόλα, ήταν το «αυτό δεν υπάρχει» στη γλώσσα των καλλιτεχνών, ήταν το άκρον άωτον της περιφρόνησης. Παλιοπίνακας, αυτό πάει κι έρχεται. Θα μπορούσε ο άτυχος που χαρακτηριζόταν έτσι να απαλλαγεί απ' την πέτσα του. Το παλιοπινακάκι δεν έχει ελπίδες. Αλλά ο παλιοπίνακας σε κατσαρόλα! Ω! καλύτερα να μην είχε ποτέ βγει απ' την ανυπαρξία. Όσο για τα εγκώμια, περιοριζόταν στην επανάληψη της λέξης «χάρμα!». «Είναι χάρμα!» αυτός ήταν ο θετικός βαθμός του θαυμασμού του. «Χάρμα! χάρμα!...» μπορούσατε να είσαστε ήσυχος. Αλλά «χάρμα! χάρμα! χάρμα!» τότε η σκάλα θα 'πρεπε να βγει, είχατε φτάσει στον ουρανό της τελειότητας.

.

Ο ίδιος αυτοονομαζόταν Ταβελλίων, σημειωματογράφος, συμβολαιογραφίσκος· με την κοροϊδία νόμιζε πως ανύψωνε τον εαυτό του. Ο Ταβελλίων λοιπόν ήταν ερωτικά με την κυρία δημαρχίνα, αλλά μόνο στα λόγια, κι αυτή είχε μια αδυναμία στο Λυπέν, αν κι ήταν ξανθός και φορούσε γυαλιά. Η Κοσέτ δεν είχε αγαπήσει παρά μόνο μελαχρινούς, με μουστάκι και τριχωτά χέρια, μ' ένα λόγο Ηρακλείδες. Αλλά έκανε μια εξαίρεση για τον Λυπέν, εξαιτίας της κομψότητάς του και γιατί σκεφτόταν πως δεν θα ολοκλήρωνε το θρίαμβό της στη Σουλάνζ παρά μόνο μ' έναν εραστή. Δυστυχώς για το Σουντρύ, οι θαυμαστές της βασίλισσας δεν τολμούσαν ποτέ να σπρώξουν το θαυμασμό τους μέχρι τη μοιχεία.

Ο Ταβελλίων ήταν οξύφωνος. Καμιά φορά έδινε δείγματα της φωνής του στις γωνιές, πάνω στην ταράτσα, ένας τρόπος για να θυμίζει το ταλέντο του να είναι ευχάριστος στις συντροφιές, σκόπελος όπου σκοντάφτουν όλοι που έχουν τέτοιο ταλέντο, ακόμα κι οι μεγαλοφυΐες αλλοίμονο!

Ο Λυπέν είχε παντρευτεί μια κληρονόμο, με τσόκαρα και μπλε τσουράπια, μοναχοκόρη ενός αλατέμπορα που πλούτισε στην Επανάσταση, εποχή που οι λαθρέμποροι του αλατιού είχαν τεράστια κέρδη εκμεταλλευόμενοι την αντίδραση κατά των φόρων του αλατιού. Είχε την φρονιμάδα να αφήνει τη γυναίκα του στο σπίτι, όπου η Μπεμπέλ ζούσε μ' ένα πλατωνικό αίσθημα για έναν πολύ ωραίο αρχικλητήρα, τον Μποννάκ, χωρίς άλλη περιουσία από το μισθό του, που είχε στην δεύτερη κοινωνία το ρόλο που κρατούσε στην πρώτη το αφεντικό του.

Η κυρία Λυπέν, γυναίκα χωρίς ούτε ίχνος μόρφωσης, εμφανιζότανε μονάχα τις μεγάλες μέρες, κι ήταν σαν τεράστιο βουργουνδέζικο κρασοβάρελο ντυμένο στο βελούδο, μ' ένα κεφαλάκι στην κορυφή χωμένο ανάμεσα στους ωμούς μ' αμφίβολο ύφος. Κανένας τρόπος δεν θα μπορούσε να συγκρατήσει τη ζώνη στη φυσική της θέση. Η Μπεμπέλ ομολογούσε με αφέλεια ότι η σύνεση δεν της επέτρεπε να φορέσει κορσέδες. Τέλος, η φαντασία ενός ποιητή, ή καλύτερα ενός εφευρέτη, δε θα μπορούσε να βρει στην πλάτη της Μπεμπέλ ούτε σημάδι απ' τη γοητευτική κοιλότητα που δημιουργούν οι σπόνδυλοι σ' όλες τις γυναίκες που είναι γυναίκες.

1 Croute στα γαλλικά σημαίνει πέτσα αλλά και πίνακα χωρίς αξία.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Μπεμπέλ, στρογγυλή σα χελώνα, ανήκε στα ασπόνδυλα θηλυκά. Αυτή η φρικιαστική ανάπτυξη του κυτταρικού ιστού, καθησύχαζε χωρίς άλλο πολύ το Λυπέν σ' ό,τι αφορούσε το μικρό πάθος της χοντρο-Μπεμπέλ, που την ονόμαζε χωρίς να ντρέπεται και χωρίς να προκαλεί το γέλιο κανενός, Μπεμπέλ.

—Κι η γυναίκα σας τι είναι; τον ρώτησε μια μέρα ο Σαρκύς, ο πλούσιος, που δεν μπόρεσε να χωνέψει την έκφραση «παλιοπίνακας στην κατσαρόλα» ειπωμένο για ένα έπιπλο αγορασμένο σε τιμή ευκαιρίας.

—Η γυναίκα μου δεν είναι σαν τη δική σας, δεν έχει βρει ακόμα τον ορισμό της, απάντησε.

Ο Λυπέν κάτω απ' το χοντρό του περίβλημα έκρυβε ένα λεπτό πνεύμα. Είχε την ορθοφροσύνη να κρύβει την περιουσία του που ήταν τουλάχιστον το ίδιο αξιόλογη με την περιουσία του Ριγκού.

«Ο γιος του κύριου Λυπέν» ο Αμωρύ, στενοχωρούσε τον πατέρα του. Αυτό το μοναχοπαίδι, ένας απ' τους Δον Ζουάν της κοιλάδας, αρνιόταν ν' ακολουθήσει το πατρικό επάγγελμα. Αντίθετα, κάνοντας κατάχρηση του πλεονεκτήματός του να 'ναι μοναχογιός, έκανε γερές αφαιμάξεις στο ταμείο, χωρίς ποτέ να εξαντλήσει την επιείκεια του πατέρα του που έλεγε σε κάθε του παραστράτημα: «Κι εγώ έτσι ήμουν!..» Ο Αμωρύ δεν πήγαινε ποτέ στο σπίτι της κυρίας Σουντρύ, που την σκυλοβαριότανε γιατί είχε προσπαθήσει, σα γνήσια καμαριέρα, να διαπαιδαγωγήσει αυτό τον νεαρό που σύχναζε στο μπιλιάρδο του Καφέ ντε λα Παι. Έκανε τις τρέλες του (λέξη της κυρίας Σουντρύ) και στις παρατηρήσεις του πατέρα του απαντούσε με το αιώνιο ρεφραίν: «Στείλτε με στο Παρίσι, εδώ βαριέμαι!...».

Ο Λυπέν, αλλοίμονο, σαν όλους τους «μοιραίους» τέλειωνε την ερωτική ζωή του με μια σχέση σχεδόν συζυγική. Το πάθος του, γνωστό σ' όλους, ήταν η γυναίκα του δεύτερου κλητήρα του ακροατηρίου στο ειρηνοδικείο, η κυρία Ευφημία Πλισού, που γι' αυτήν δεν είχε μυστικά. Η ωραία κυρία Πλισού, κόρη του Βαττεμπλέντ του μπακάλη, βασίλευε στη δεύτερη κοινωνία, όπως η κυρία Σουντρύ στην πρώτη. Αυτός ο Πλισού, ο άτυχος αντίζηλος του Μπρυνέ, ανήκε λοιπόν στη δεύτερη κοινωνία της Σουλάνζ. Γιατί η διαγωγή της γυναίκας του, που έλεγαν πως την επέτρεπε, του στοίχιζε την κοινή περιφρόνηση της πρώτης.

Αν ο Λυπέν ήταν ο μουσικός της πρώτης κοινωνίας, ο κύριος Γκουρντόν, ο γιατρός, ήταν ο σοφός της. Έλεγαν γι' αυτόν: «Έχομε εδώ ένα σοφό πρώτης κατηγορίας». Η κυρία Σουντρύ, ειδήμονας στις τέχνες και επιστήμες —μια κι είχε ντύσει την δεσποινίδα Λαγκέρ για την Όπερα και συχνά είχε αναγγείλει στο σπίτι της κυρίας της τον ερχομό του Γκλουκ και του Πιτσίνι— προσπαθούσε να πείσει όλο τον κόσμο, ακόμα και το Λυπέν, πως ο συμβολαιογράφος θα μπορούσε να κάνει καριέρα με τη φωνή του. Με το ίδιο κύρος διαβεβαίωνε πως ήταν μεγάλο κρίμα που ο γιατρός δε δημοσίευε καμιά από τις ιδέες του.

Ο κύριος Γκουρντόν επαναλάμβανε αυτολεξεί τις ιδέες του Κυβιέ και του Μπυφόν. Μα αυτό δύσκολα θα μπορούσε να τον επιβάλει σα σοφό στα μάτια των κατοίκων της Σουλάνζ. Τον τίτλο του τον χρωστούσε στη συλλογή κοχυλιών και φυτών, στην τέχνη του να βαλσαμώνει πουλιά και ιδίως στη φήμη ότι θα κληροδοτούσε στην πόλη μια συλλογή φυσικής ιστορίας. Αυτό τον καθιέρωσε σ' όλο το νομό σαν μεγάλο φυσιοδίφη και διάδοχο του Μπυφόν.

Ο γιατρός είχε πολλά κοινά σημεία με τους Γενοβέζους τραπεζίτες. Είχε τη σχολαστικότητά τους, το παγωμένο τους ύφος, την πουριτανική τους καθαριότητα, αλλά όχι βέβαια τα λεφτά και το υπολογιστικό τους πνεύμα. Προθυμοποιότανε να δείχνει, με κάποια υπερβολή συγκατάβασης, σ' όποιον ήθελε, αυτήν την περίφημη συλλογή του: μια αρκούδα δηλαδή κι έναν αρκτόμυ που ψόφησαν περνώντας από τη Σουλάνζ, όλα τα τρωκτικά της περιοχής, τους αρουραίους, τις μυγαλές, τα ποντίκια κλπ., όλα τα παράξενα πουλιά που σκοτώθηκαν στη Βουργουνδία, που ανάμεσά τους ξεχώριζε ένας

Digitized by 10uk1s, May 2010

αετός των Άλπεων, που πιάστηκε στον Γιούρα. Ο Γκουρντόν είχε και μια συλλογή από λεπιδόπτερα. Αυτή η λέξη γεννούσε ελπίδες για τερατουργήματα γι' αυτό κι όταν τα έβλεπαν αναφωνούσαν: «Μα αυτά είναι πεταλούδες!». Είχε ακόμη ένα καλό σωρό από απολιθωμένα κοχύλια που του τα κληροδοτούσαν οι φίλοι του σαν πέθαιναν και τέλος ορυκτά από τη Βουργουνδία και το Γιούρα.

Όλα αυτά τα πλούτη ήταν εκτεθειμένα στις βιτρίνες των μπουφέδων που τα συρτάρια τους ήταν γεμάτα από συλλογές εντόμων. Σ' αυτά ήταν αφιερωμένος όλος ο πρώτος όροφος του μεγάρου Γκουρντόν. Έκαναν κάποια αίσθηση με τις παράξενες ετικέτες τους, τη μαγεία των χρωμάτων και την συγκέντρωση τόσων αντικειμένων, που τα προσπερνούσαν αδιάφορα στη φύση αλλά τα θαύμαζαν πίσω απ' τα τζάμια. Για να δουν τη συλλογή του κυρίου Γκουρντόν έκλειναν από πριν μέρα.

—Έχω 500 αντικείμενα ορνιθολογίας, διακόσια θηλαστικά, 5.000 έντομα, 3.000 κοχύλια και 700 δείγματα ορυκτολογίας, έλεγε στους περίεργους.

—Υπομονή που την είχατε! του έλεγαν οι κυρίες.

—Πρέπει να κάνει ο καθένας μας κάτι για τον τόπο μας! απαντούσε.

Και πρόσθετε, πράγμα που μεγάλωνε πολύ την αξία των σκελετών του: «Τα έχω κληροδοτήσει όλα αυτά με διαθήκη στην πόλη!». Κι οι επισκέπτες πια θαυμάζανε την «φιλανθρωπία» του! Λέγανε να αφιερώσουν όλο το δεύτερο όροφο του δημαρχείου στο ΜΟΥΣΕΙΟ ΓΚΟΥΡΝΤΟΝ, μετά το θάνατο του γιατρού.

—Υπολογίζω στην ευγνωμοσύνη των συμπολιτών μου για να μπει και το όνομά μου, απαντούσε σ' αυτή την πρόταση, γιατί δεν τολμώ να ελπίσω ότι θα βάλουν και τη μαρμάρινη προτομή μου...

—Μα τι λέτε! μα είναι το λιγότερο που θα μπορούσαν να κάνουν για σας, του απαντούσαν. Μήπως δεν είστε η δόξα της Σουλάνζ!

Κι ο άνθρωπος κατάληξε να πιστέψει πως ήταν μια από τις Βουργουνδέζικες διασημότητες! Οι αυταπάτες που δημιουργεί μια ματαιοδοξία είναι πιο σταθερές κι από τα κρατικά χρεόγραφα. Αυτός ο σοφός, για να μεταχειριστούμε το γραμματικό σύστημα του Λυπέν, ήταν ευτυχισμένος, ευτυχισμένος, ευτυχισμένος!

Ο Γκουρντόν, ο γραμματικός, ένα ισχνό ανθρωπάκι, που όλα του τα χαρακτηριστικά ήτανε συγκεντρωμένα γύρω από τη μύτη, έτσι που η μύτη έμοιαζε με «σημείο εκκινήσεως» για το κούτελο, τα μάγουλα, το στόμα, σαν τα φαράγγια ενός βουνού που όλα γεννιούνται από την κορυφή, περνούσε σαν ένας από τους μεγάλους ποιητές της Βουργουνδίας, ένας Πιρόν, καθώς έλεγαν. Η διπλή αξία των δυο αδερφών έκανε να λένε γι' αυτούς στην πρωτεύουσα του νομού: «Έχομε στη Σουλάνζ τους δυο αδερφούς Γκουρντόν, δυο πολύ καθώς πρέπει κυρίους, δυο κυρίους που θα τους άξιζε να μένουν στο Παρίσι».

Ο Γκουρντόν ήτανε πολύ δυνατός στο μπιλμποκέ, κι αυτή η μανία του του γέννησε μιαν άλλη, να τραγουδήσει το παιγνίδι, που ήτανε πολύ της μόδας στον XVIII αιώνα. Οι μανίες αυτών των μηχανορράφων, συχνά πήγαιναν δύο δύο. Ο Γκουρντόν ο νεώτερος κοιλοπόνεσε το ποίημά του στην εποχή του Ναπολέοντα. Αυτό μονάχα δε φτάνει για να καταλάβετε σε ποια μετρημένη, φρόνιμη και καλοστεκούμενη Σχολή, ανήκε; Ο Λυς ντε Λανσιβάλ, ο Παρνύ, ο Σαιν - Λαμπέρ, ο Ρουσέ, ο Βιζέ, ο Αντριέ, ο Μπερσού ήταν οι ήρωές του. Ο Ντελίλ ήταν ο θεός του μέχρι τη μέρα που η πρώτη κοινωνία της Σουλάνζ ανακίνησε το ζήτημα μήπως ο Γκουρντόν ξεπερνούσε τον Ντελίλ. Από τότε ο γραμματικός με μιαν επιτηδευμένη ευγένεια έλεγε πάντα «ο κύριος αββάς Ντελίλ».

Digitized by 10uk1s, May 2010

Όσα ποιήματα γράφτηκαν ανάμεσα στο 1780 με 1814, είχανε κοπεί πάνω στο ίδιο πατρόν, και το ποίημα τού μπιλμποκέ τα εξηγεί όλα. Μοιάζανε λίγο με γυμνάσματα. Το «Αναλόγια» ήταν ο Κρόνος αυτής της εκτρωματικής γενιάς των παιγνιδιάρικων ποιημάτων, που όλα είχανε γύρω στα 4 άσματα περίπου. Ήτανε πασίγνωστο πως στα ο άσματα το θέμα ήτανε πια εξαντλημένο. Το ποίημα του Γκουρντόν, η Βιλβοκετειάς, υπάκουε στους ποιητικούς κανόνες αυτών των επαρχιακών έργων, που ήταν όλα απαράλλαχτα. Στο πρώτο άσμα κάνανε την περιγραφή του αντικειμένου που τραγουδούσαν κι άρχιζαν, όπως ο Γκουρντόν, με μια επίκληση που σας παραθέτομε το υπόδειγμα:

Θα σας πω ένα τραγούδι γλυκό το παιχνίδι που σ' όλους ταιριάζει στους μικρούς, στους μεγάλους, στους τρελούς και στους άλλους. Επιδέξιο πάντα το χέρι μας ρίχνει μια λάμψη ψηλά, στον αέρα και πάνω απ' τους θάμνους. Παιχνίδι ωραίο, για τις μοιραίες λύπες μας φάρμακο, που το φίλεψε σε μας ο εφευρέτης Παλαμήδης1

Αφού προσδιόριζε το παιγνίδι, αφού περιέγραφε τα πιο ωραία γνωστά μπιλμποκέ, αφού έδινε στον αναγνώστη να καταλάβει πόσο είχε βοηθήσει κάποτε το εμπόριο του «Πράσινου Πιθήκου» και άλλων «αβακοποιών», τέλος, αφού έδειχνε πόσο είχε σχέση το παιγνίδι με την Στατική, ο Γκουρντόν τέλειωνε το πρώτο του άσμα μ' αυτό το συμπέρασμα, που θα σας θυμίσει το συμπέρασμα του πρώτου άσματος όλων αυτών των ποιημάτων.

. Ω, Μούσα των Ερώτων και των Τέρψεων και του Γέλιου κατέβα, έλα μέχρι τη στέγη όπου πιστός στη Θέμιδα και πάνω στα δημόσια τεφτέρια, χωρίζω τις λέξεις μια-μια σε συλλαβές. Έλα να με μαγέψεις...

Έτσι είναι που οι Τέχνες και κείνη ακόμα η Επιστήμη, ίδια, ένα ασήμαντο πράγμα που δεν ήταν να πεις και σπουδαίο, ένα τίποτα πες, να γίνεται άξαφνα «κάτι».

Το δεύτερο άσμα, όπως πάντα προορισμένο να περιγράψει τον τρόπο χρήσεως του «αντικειμένου» και τα οφέλη που θα μπορούσαν να 'χουν οι παίχτες του από τις γυναίκες και τον κόσμο, θα μπορούσαν να το μαντέψουν ολόκληρο οι φίλοι της σοφής αυτής φιλολογίας χάρη σ' αυτό το απόσπασμα που ζωγραφίζει τον παίχτη να κάνει τις ασκήσεις του κάτω από τα μάτια του «αγαπητού αντικειμένου»:

Κοιτάξτε αυτόν τον παίκτη στην κορυφή, απ' τους θεατές το βλέμμα τρυφερά καρφωμένο πάνω στην κατάλευκη σφαίρα, πώς περιμένει και στήνει καρτέρι

1 Παλαμήδης: Βασιλιάς της Εύβοιας ένας από τους Έλληνες αρχηγούς στον πόλεμο της Τροίας, στον οποίο οφείλεται η ανακάλυψη των παιχνιδιών: σκάκι, δίσκος κ.λ.π.

Digitized by 10uk1s, May 2010

με τη προσοχή, οι ελάχιστες από τις κινήσεις του μέσα στην ακρίβεια τους όλη! Η σφαίρα, τρεις φορές έχει διαγράψει την τροχιά της μ' ένα τεχνητό θυμίαμα κολακεύει το είδωλό της. Όμως ο δίσκος έπεσε πάνω σε μια γροθιά αδέξια και μ' ένα γρήγορο φιλί παρηγορεί το χέρι, Αχάριστε! Μην παραπονιέσαι για να σε πούνε μάρτυρα, Καλότυχο το ατύχημα, ακριβά πληρωμένο μ' ένα χαμόγελο!

Αυτή ακριβώς η περιγραφή, η αντάξια ενός Βιργιλίου, έβαλε σ' αμφιβολία την υπεροχή του Ντελίλ στο Γκουρντόν. Η λέξη «δίσκος» που την αμφισβήτησε ο θετικός Μπρυνέ, «έδωσε υλικό» για συζητήσεις που κράτησαν 11 μήνες. Αλλά ο Γκουρντόν ο σοφός, μια βραδιά που τα πράγματα είχαν οξυνθεί στο σημείο να αρπαχτούνε οι ρήτορες, έδωσε τη χαριστική βολή στους αντιδισκιακούς μ' αυτή την παρατήρηση: Οι ποιητές λένε δίσκο τη σελήνη κι όμως είναι σφαίρα!

—Και που το ξέρετε; απάντησε ο Μπρυνέ. Δεν είδαμε ποτέ την άλλη της πλευρά!

Το τρίτο άσμα είχε το απαραίτητο παραμύθι, το περίφημο ανέκδοτο του μπιλμποκέ. Αυτό το ανέκδοτο, που όλος ο κόσμος το ξέρει απ' έξω, αφορά ένα διάσημο υπουργό του Λουδοβίκου XVI αλλά, σύμφωνα με την συνταγή που εφάρμοζε η εφημερίδα «Συζητήσεις» των χρόνων 1810 με 1814 για να παινέψει αυτού του είδους τα δημόσια έργα «έπαιρνε καινούργια χάρη από την ποίηση και το πνεύμα του συγγραφέα».

Το τέταρτο άσμα, που ήταν η περίληψη του έργου, τέλειωνε μ' αυτήν την ανέκδοτη στα 1810 με 1814 αποκοτιά, αλλά που είδε το φως στα 1824, μετά το θάνατο του Ναπολέοντα:

Έτσι λοιπόν δίσταζα εγώ να τραγουδήσω, μέσ' σε χρόνους γεμάτους με φόβο. Αχ! Αν ποτέ οι βασιλιάδες δεν είχαν άλλα όπλα, αν οι λαοί ποτέ δεν είχαν φανταστεί παρά τέτοιες χαρές για να ομορφήνουν τις ώρες της σκόλης τους. Η δική μας η Βουργουνδία, χρόνια τώρα στα δάκρυα, θα ξανάβρισκε τις μέρες εκείνες του Κρόνου και της Ρέας!..

Οι ωραίοι αυτοί στίχοι αντιγραφτήκανε στην «princeps» και μοναδική έκδοση, που βγήκε από τα πιεστήρια του Μπουρνιέ, του τυπογράφου της La-Ville-aux-Fayes.

Εκατό συνδρομητές, 3 φράγκα η συνδρομή, έδωσαν σ' αυτό το ποίημα μια αθανασία που θα μπορούσε να 'ναι επικίνδυνο παράδειγμα, και το πιο ωραίο είναι πως τα 100 αυτά πρόσωπα το είχαν ακούσει 100 φορές το καθένα, μέχρι τέλος.

Η κυρία Σουντρύ κατάληξε να βγάλει το μπιλμποκέ που βρισκόταν στην κονσόλα του σαλονιού της, και που εδώ και 7 χρόνια ήτανε το πρόσχημα για απαγγελίες. Ανακάλυψε στο τέλος ότι αυτό το μπιλμποκέ της έκανε αντίπραξη.

Όσο για το συγγραφέα, που καμάρωνε γιατί είχε ένα γεμάτο πορτοφόλι, αντί γι' άλλη περιγραφή φτάνει να πούμε με ποια λόγια ανάγγειλε στην πρώτη κοινωνία της Σουλάνζ έναν αντίπαλό του;

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ξέρετε ένα περίεργο νέο; είπε. Πριν από δυο χρόνια, υπάρχει κ ι άλλο ς πο ιητής 1

Ο μεγάλος ποιητής αγνοεί ακόμα τον πιο ωραίο απ' τους θριάμβους του (κι αυτόν τον χρωστά στην ιδιότητά του ως Βουργουνδέζου): ότι απασχόλησε την πόλη της Σουλάνζ, που από την μοντέρνα πλειάδα δεν ξέρει τίποτα ούτε καν τα ονόματα. Καμιά εκατοστή Γκουρντόν τραγούδησαν στην εποχή της Αυτοκρατορίας κι όμως κατηγορούν εκείνο τον καιρό πως παραμέλησε τα γράμματα!... Ρίξετε μια ματιά στον Κατ άλογο του Βιβλ ιοπωλείο υ και θα βρείτε ποιήματα για τον Πύργο, την Ντάμα, το Τρικ - τρακ, τη Γεωγραφία, την Κωμωδία κλπ., για να μη λογαριάσουμε τα αριστουργήματα του Ντελίλ, που παινεθήκανε τόσο, για την Ελεημοσύνη, τη Φαντασία, τη Συζήτηση του Μπερσού για την γαστρονομία, τη χορομανία κλπ. Ίσως μετά από πενήντα χρόνια να κοροϊδεύουνε χιλιάδες ποιήματα που γράφτηκαν με πρότυπο τις «Σκέψεις» ή τα «Ανατολίτικα» κλπ. Ποιος μπορεί να προβλέψει τις μεταβολές του γούστου, τις παραξενιές της μόδας και τις μεταμορφώσεις του ανθρώπινου πνεύματος; Οι γενιές σαρώνουνε στο διάβα τους ως και τα σημάδια από τα είδωλα που συναντούν στο δρόμο τους και πλάθουνε καινούριους θεούς, που κι αυτοί θ' ανατραπούν με τη σειρά τους.

στη Βουργουνδία!... Και βλέποντας την γενική κατάπληξη πρόσθεσε: Ναι, ναι, είναι από το Μακόν. Μα δεν μπορείτε να φανταστείτε «με τι ασχολείται! Βάζει τα σύννεφα σε στίχους... Ένα σωρό διαόλους ανακατεύει!... Λίμνες, αστέρια, κύματα!... Ούτε μια λογική εικόνα, ούτε μια διδακτική πρόθεση! Αγνοεί τις πηγές της ποιήσεως. Λέει τον ουρανό με τ' όνομά του, λέει «σελήνη» καθαρά και ξάστερα αντί «άστρο της νυκτός». Να πού μπορεί να μας βγάλει η μανία μας να πρωτοτυπήσουμε! αναστέναξε ο Γκουρντόν. Τον καημένο το νεαρούλη! Να 'ναι Βουργουνδέζος και να τραγουδά το νερό, αυτό είναι θλιβερό! Αν είχε έρθει να με συμβουλευθεί, θα του υπόδειχνα το πιο ωραίο θέμα του κόσμου, ένα ποίημα, για το κρασί, την Βακχιάδα! Εγώ τώρα είμαι πια πολύ γέρος για να καταπιαστώ μ' αυτό.

Ο Σαρκύς, ένα ωραίο ψαρό γεροντάκι, καταγινότανε και με τη Θέμιδα και με τη Χλωρίδα, με τη δικονομία δηλαδή και με το θερμοκήπιο. Εδώ και δώδεκα χρόνια λογάριαζε να γράψει ένα βιβλίο για την «Ιστορία του θεσμού των Ειρηνοδικών», «των οποίων, έλεγε, ο δικαστικός και πολιτικός ρόλος πέρασε κιόλας πολλές φάσεις, γιατί με τον κώδικα του Ομιχλώδους του IV έτους ήταν το παν, ενώ σήμερα αυτός ο τόσο πολύτιμος για τον τόπο μας θεσμός έχει χάσει την αξία του, μια κι οι μισθοί δεν είναι ανάλογοι με την σπουδαιότητα των λειτουργημάτων, που θα έπρεπε να ήταν αμετάθετα».

Ο Σαρκύς, που τον έλεγαν ισχυρογνώμονα, είχε επιβληθεί σαν ο πολιτικός του σαλονιού. Καταλαβαίνετε βέβαια πως ήτανε σκέτα ο πιο βαρετός. Λέγανε γι' αυτόν πως μιλούσε σα βιβλίο κι ο Γκωμπερτέν του υποσχότανε το Σταυρό της Λεγεώνας της τιμής. Το ανάβαλλε όμως για τη μέρα που, σαν διάδοχος του Λεκλέρκ, θα καθότανε στα εδώλια της Κεντροαριστεράς.

Ο Γκερμπέ, ο φοροεισπράκτορας, ο άνθρωπος του πνεύματος, ένα χοντρό και βαρύ ανθρωπάκι με βουτυρένια φάτσα, ένα περουκάκι στην κορφή της κεφαλής και χρυσές μπούκλες στ' αυτιά που ήτανε σ' αδιάκοπο πόλεμο με τους γιακάδες του, επιδιδότανε στην Οπωρολογία. Περήφανος γιατί είχε τον ωραιότερο δεντρόκηπο στην περιφέρεια, πετύχαινε πρωιμάδια ένα μήνα αργότερα από το Παρίσι. Στα θερμοκήπια του καλλιεργούσε τα πιο τροπικά είδη, ανανάδες δηλαδή, ροδάκινα και μπιζέλια. Έφερνε με καμάρι φράουλες στην κυρία Σουντρύ όταν άξιζαν 10 πεντάρες το πανέρι στο Παρίσι.

Τέλος η Σουλάνζ είχε στο πρόσωπο του κυρίου Βερμύτ το φαρμακοποιό της, ένα χημικό λίγο πιο χημικό απ' όσο ήταν πολιτικός ο Σαρκύς, τραγουδιστής ο Λυπέν, σοφός ο Γκουρντόν ο νεώτερος και ποιητής ο αδερφός του. Ωστόσο η πρώτη κοινωνία της Σουλάνζ δεν είχε περί πολλού το Βερμύτ, και για την δεύτερη, ήταν σαν να μην υπήρχε. Το ένστικτο των μεν ίσως τους έδειχνε ένα πραγματικά ανώτερο άνθρωπο σ' αυτό το στοχαστή που δεν έλεγε λέξη, που χαμογελούσε στις ηλιθιότητες τόσο κοροϊδευτικά, που είχανε αμφιβολίες για τη μόρφωσή του, που sotto voce την είχαν υπό εξέταση.

1 Εννοεί τον Λαμαρτίνο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Όσο για τους άλλους, δεν έμπαιναν καν στον κόπο ν' ασχοληθούνε μαζί του.

Ο Βερμύτ ήταν ο τζουτζές του σαλονιού της κυρίας Σουντρύ. Σε κάθε κοινωνία είναι απαραίτητο ένα θύμα, ένα πλάσμα που να το συμπονούνε οι άλλοι, να του κάνουνε πλάκα, να το περιφρονούνε, να το προστατεύουνε. Πρώτα - πρώτα ο Βερμύτ, που τον απασχολούσαν επιστημονικά προβλήματα, ερχότανε με λυμένο λαιμοδέτη, ανοιχτό γιλέκο και μια μικρή πράσινη ρεντιγκότα πάντα λεκιασμένη. Έπειτα, ήταν κατάλληλος για κοροϊδία με κείνο το τόσο κουκλίστικο προσωπάκι, που ο μπάρμπα Γκερμπέ ισχυριζότανε πως είχε καταλήξει να πάρει τη φάτσα της πελατείας του. Στην επαρχία, στα καθυστερημένα μέρη όπως η Σουλάνζ, μεταχειρίζονται ακόμα τους φαρμακοποιούς όπως στην κωμωδία του Πουρσωνιάκ.1

Αυτό το ανθρωπάκι που ήταν προικισμένο με μια υπομονή χημικού δεν μπορούσε να χαρεί (κατά την έκφραση που χρησιμοποιούνε στην επαρχία για την κατάργηση της οικιακής εξουσίας) την κυρία Βερμύτ, χαριτωμένη γυναίκα, εύθυμη, καλή παίκτρια (ήξερε να κάνει 40 πεντάρες χωρίς να βγάζει λέξη) που τα 'βαζε συνέχεια με τον άντρα της, τον κυνηγούσε με τα επιγράμματά της, και τον έλουζε σαν ηλίθιο, πως τάχα η μόνη απόσταξη που ήξερε να κάνει ήταν της βλακείας. Η κυρία Βερμύτ, μια από κείνες τις γυναίκες που στις μικρές πόλεις παίζουν το ρόλο του παλιάτσου, έφερνε σ' αυτόν το μικρό κόσμο το αλάτι, αλάτι της κουζίνας είναι αλήθεια, αλλά τι αλάτι! Το παράκανε λιγάκι στ' αστεία, αλλά της το συγχωρούσαν. Μπορούσε, λόγου χάρη, να πει στον πάτερ Τωπέν, έναν ασπρομάλλη 70 χρονών: «Σιωπή, παλιόπαιδο!».

Ο μυλωνάς της Σουλάνζ, με 50.000 φράγκα εισόδημα, είχε μια μοναχοκόρη που την προόριζε ο Λυπέν για τον Αμωρύ, από τότε που έχασε την ελπίδα να τον παντρέψει με τη δεσποινίδα Γκωμπερτέν, κι ο πρόεδρος Γκωμπερτέν την προόριζε για το γιο του, τον υποθηκοφύλακα· άλλος ανταγωνισμός αυτός!

Κι ο μυλωνάς, ένας Σαρκύς - Τωπέν, ήταν ο Νούσιγκεν της πόλης. Περνιότανε για τρισεκατομμυριούχος, αλλά δεν ήθελε να ανακατευτεί σε καμιά κομπίνα. Δεν νοιαζότανε παρά για ν' αλέθει το στάρι, να το μονοπωλεί και τον διέκρινε μια απόλυτη έλλειψη ευγένειας και καλών τρόπων.

Ο μπάρμπα - Γκερμπέ, αδελφός του διευθυντή του Ταχυδρομείου του Κους, είχε γύρω στις 10.000 φράγκα εισόδημα, εκτός από τους φόρους. Οι Γκουρντόν ήταν πλούσιοι, ο γιατρός είχε παντρευτεί την μοναχοκόρη του γέρο - Ζαντρέν - Βαττεμπλέντ, αρχιδασοφύλακα, πο υ περίμεναν να πεθάνει κι ο γραμματέας δικαστηρίου είχε παντρευτεί την ανιψιά και μοναδική κληρονόμο του αββά Τωπέν, ενός χοντρού παπά, εφημέριου της Σουλάνζ, αποτραβηγμένου στην ενορία του, σαν τον ποντικό στο τυρί του.

Αυτός ο επιδέξιος κληρικός, αφοσιωμένος ολόψυχα στην πρώτη κοινωνία, καλός και συγκαταβατικός με την δεύτερη, αποστολικός με τους δυστυχισμένους, είχε κερδίσει την αγάπη της Σουλάνζ. Ξάδερφος του μυλωνά και ξάδερφος των Σαρκύς, ήτανε γέννημα κι ανάθρεμμα του τόπου κι ανήκε στην αβονέζικη μεσαζοντοκρατία. Δειπνούσε πάντα έξω, έκανε οικονομίες, πήγαινε στους γάμους και έφευγε πριν από το γλέντι. Δεν μιλούσε ποτέ πολιτικά. Κατάφερνε να κάνει τη δουλειά του λέγοντας: «αυτό είναι το επάγγελμά μου». «Έχομε έναν καλό παπά», έλεγαν γι' αυτόν και τον υπάκουαν. Ο επίσκοπος, που ήξερε από την καλή τους ανθρώπους της Σουλάνζ, χωρίς να ξεγελιέται για την αξία αυτού του παπά, εύρισκε τυχερό τον εαυτό του που είχε σε μια τέτοια πόλη έναν άνθρωπο ικανό να κάνει παραδεχτή τη θρησκεία, να γεμίζει πιστούς την εκκλησία του και να κάνει κήρυγμα μπροστά σ' ένα εκκλησίασμα που ροχάλιζε. Οι δυο κυρίες των Γκουρντόν, —γιατί στη Σουλάνζ όπως και στην Δρέσδη και σ' άλλες γερμανικές πρωτεύουσες, οι άνθρωποι της πρώτης κοινωνίας όταν συναντιόνται

1 Κωμωδία του Μολιέρου.

Digitized by 10uk1s, May 2010

λένε: «Τι κάνει η Κυρία σας;», ή: «Δεν ήταν με την κυρία του, είδα την κυρία του και την δεσποινίδα του, κτλ.»— ένας παριζιάνος θα προξενούσε σκάνδαλο, θα τον κατηγορούσαν, για αγένεια αν έλεγε: «οι γυναίκες, αυτή η γυναίκα, κτλ.». Στη Σουλάνζ, όπως και στην Γενεύη, στην Δρέσδη, στις Βρυξέλλες, δεν υπάρχουν παρά σύζυγοι, δεν βάζουν στα επισκεπτήρια όπως στις Βρυξέλλες: «Η σύζυγος τάδε» μα το «η κυρία σύζυγός σας» είναι απολύτως απαραίτητο. Οι δυο λοιπόν κυρίες των Γκουρντόν δεν μπορούν να συγκριθούν παρά με κείνους τους αξιοθρήνητους κομπάρσους των θεάτρων δεύτερης κατηγορίας, που τους γνωρίζουν οι Παριζιάνοι γιατί συχνά τους έχουν κοροϊδέψει αυτοί οι «αρτίστες». Και για να τελειώσουμε το πορτραίτο των δύο κυριών, αρκεί να πούμε ότι ανήκουν στο είδος της γυναικούλας . Οι λιγότερο γραμματισμένοι μπουρζουάδες μπορούν να βρουν γύρω τους τα πρότυπα αυτών των αξιόλογων πλασμάτων.

Δε χρειάζεται να πούμε ότι ο μπάρμπα - Γκερμπέ ήταν άσσος στα οικονομικά και ότι ο Σουντρύ θα μπορούσε να γίνει Υπουργός Πολέμου. Έτσι, ο καθένας απ' αυτούς τους αγαθο ύς μπουρζουάδες όχι μόνο είχε ένα ατομικό εξειδικευμένο πάθος, τόσο απαραίτητο για να υπάρξεις στην επαρχία, αλλά μπορούσε να καλλιεργεί χωρίς ανταγωνιστές το δικό του πεδίο στον τομέα της ματαιοδοξίας.

Αν τύχαινε να περνούσε από κει ο Κυβιέ χωρίς να πει το όνομά του, η πρώτη Κοινωνία της Σουλάνζ θα τον είχε πείσει ότι ήξερε λίγα πράματα σε σχέση με τον κύριο Γκουρντόν, το γιατρό. Ο Νουρρί1

Αυτή η επαρχιώτικη μπουρζουαζία, βυθισμένη στην πιο παχυλή αυτοϊκανοποίηση, μπορούσε λοιπόν να διεκδικήσει όλα τα κοινωνικά έπαθλα. Μονάχα η φαντασία εκείνων που έζησαν κάποτε για ένα διάστημα σε μια μικρή πόλη αυτού του είδους μπορεί να μισομαντέψει το ύφος της βαθειάς ικανοποίησης στις φυσιογνωμίες αυτών των ανθρώπων που πίστευαν ότι ήταν το ηλιακό πλέγμα της Γαλλίας, που ήταν τρομακτικά καπάτσοι στο να κάνουν το κακό και που η σοφία τους είχε κρίνει πως ένας από τους ήρωες του Έσσλιγκ ήταν δειλός, η κυρία ντε Μονκορνέ μηχανορράφος, με μεγάλα σπυριά στην πλάτη κι ο αββάς Μπροσσέτ ένας μικροφιλόδοξος και που, 15 μέρες μετά την κατακύρωση τής Αιγκ, είχαν ανακαλύψει την ταπεινή καταγωγή του στρατηγού και του κόλλησαν το παρατσούκλι ταπετσιέρης.

και το «όμορφο λεπτό νήμα της φωνής του», έλεγε ο συμβολαιογράφος με προστατευτική επιείκεια, μόλις θα τα κατάφερναν να συνοδέψουν αντάξια το αηδόνι της Σουλάνζ. Όσο για το συγγραφέα της Βιλβοκετειάδος, που εκείνη τη στιγμή τυπωνότανε στου Μπουρνιέ, ήταν αδύνατο να συναντήσει σ' όλο το Παρίσι ποιητή της δύναμής του, μια κι ο Ντελίλ είχε πεθάνει!

Αν ο Ριγκού, ο Σουντρύ κι ο Γκωμπερτέν έμεναν στην La-Ville-aux-Fayes θα τα είχαν τσουγκρίσει μεταξύ τους. Τα συμφέροντά τους θα ήταν αναπόφευκτο να συγκρουσθούν. Ωστόσο, η μοίρα θέλησε ο Λούκουλλος του Μπλανζύ να νοιώσει την ανάγκη της μοναξιάς για να μπορεί να πέσει ανενόχλητος στην τοκογλυφία και τις ηδονές, η κυρία Σουντρύ να 'χει την εξυπνάδα να καταλάβει πως μόνο στη Σουλάνζ μπορεί να βασιλεύσει και η La-Ville-aux-Fayes να γίνει η έδρα των επιχειρήσεων του Γκωμπερτέν. Αυτοί που τους αρέσει να μελετούν την κοινωνική φύση θα ομολογήσουν πως ο στρατηγός ντε Μονκορνέ ήταν πολύ άτυχος που βρέθηκε να 'χει τέτοιους εχθρούς και μάλιστα χωριστά το ν έναν από τ ο ν άλλο και που ο καθένας τους μεγάλωνε τη δύναμη και τη ματαιοδοξία του σ' αποστάσεις που δεν επέτρεπαν στα άντρα τους να συγκρουστούν αλλά δεκαπλασίαζαν την ικανότητά τους να κάνουν το κακό.

Ωστόσο, αν όλοι αυτοί οι καθώς πρέπει μπουρζουάδες, οι περήφανοι για τα καλά τους νόμιζαν την κοινωνία τους πολύ ανώτερη απ' την κοινωνία της La-Ville-aux-Fayes στις διασκεδάσεις και επαναλάμβαναν με κωμική σοβαρότητα το απόφθεγμα της Κοιλάδας: «Η Σουλάνζ είναι μια πόλη κοσμική» δεν θα ήταν καθόλου φρόνιμο να σκεφθούμε πως η αβονέζικη πρωτεύουσα παραδεχόταν

1 Αδόλφος Νουρρί: Μεγάλος τενόρος της όπερας, που τον θαύμαζε ο Balzac.

Digitized by 10uk1s, May 2010

αυτή την υπεροχή. Το σαλόνι Γκωμπερτέν κορόιδευε in petto το σαλόνι Σουντρύ. Από τον τρόπο που έλεγε ο Γκωμπερτέν: «Εμείς εδώ, είμαστε μια πόλη υψηλού εμπορίου, μια πόλη επιχειρηματιών, έχομε την ηλιθιότητα να πλήττομε κάνοντας λεφτά!» αναγνώριζε εύκολα κανείς κάποιον ανάλαφρο ανταγωνισμό μεταξύ της γης και της σελήνης. Η σελήνη πίστευε πως ήταν χρήσιμη στη γη κι η γη κυβερνούσε τη σελήνη. Εξ άλλου η γη κι η σελήνη είχαν απόλυτα αρμονικές σχέσεις. Στο καρναβάλι, η πρώτη κοινωνία της Σουλάνζ πήγαινε πάντα σύσσωμη στους 4 χορούς που έδιναν οι Γκωμπερντέν, ο Ζαντρέν, ο Λεκλέρκ ο φοροεισπράκτορας κι ο Σουντρύ ο νεώτερος, ο εισαγγελέας. Κάθε Κυριακή, ο εισαγγελέας, η γυναίκα του, ο κύριος, η κυρία κι η δεσποινίς Ελίζα Γκωμπερτέν δειπνούσαν στη Σουλάνζ στους Σουντρύ. Όταν ήταν καλεσμένος ο νομάρχης, όταν ο διευθυντής ταχυδρομείου κ. Γκερμπέ του Κους ερχόταν να φάει το βρισκούμενο, η Σουλάνζ απολάμβανε το θέαμα των τεσσάρων νομαρχιακών αμαξιών στην πόρτα του Μεγάρου Σουντρύ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΟΙ ΣΥΝΩΜΟΤΕΣ ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ ΤΗΣ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑΣ

Την ώρα που έφτανε εκεί, κατά τις πέντε και μισή, ο Ριγκού ήξερε ότι θα συναντούσε τους τακτικούς του σαλονιού Σουντρύ, όλους στο πόστο τους. Στου δήμαρχου, όπως και σ' ολόκληρη την πόλη, δειπνούσαν στις τρεις, σύμφωνα με τη συνήθεια του περασμένου αιώνα. Από τις πέντε ως τις εννιά οι ευυπόληπτοι πολίτες της Σουλάνζ αντάλλαζαν τα νέα τους, κάνανε πολιτική, σχολίαζαν την ιδιωτική ζωή όλης της κοιλάδας και προπαντός μιλούσαν για την Αιγκ, που μια ολόκληρη ώρα ήταν το κυριότερο θέμα της συνομιλίας τους. Καθένας προσπαθούσε να μάθει κάτι απ' όσα συνέβαιναν. Ήξεραν πως έτσι θα ικανοποιούσαν τους οικοδεσπότες τους.

Μετά απ' αυτή την αναγκαστική ανασκόπηση, έπαιζαν μποστόν, το μόνο παιγνίδι που ήξερε η βασίλισσα. Ο χοντρο-Γκερμπέ πιθήκιζε την κυρία Ιζώρ, τη γυναίκα του Γκωμπερτέν, έπαιρνε τα εξομολογητικά της ύφη, τη λεπτή φωνίτσα της, το μικρό της στόμα, τα «νεανικά» της καμώματα. Ο εφημέριος Τωπέν, έλεγε καμιά ιστοριούλα από το ρεπερτόριό του. Ο Λυπέν έφερνε κανένα νέο από τη La-Ville-aux-Fayes, η κυρία Σουντρύ χόρταινε απ' τα εμετικά κομπλιμέντα των συνδαιτυμόνων της. Στο τέλος όλοι διαπίστωναν: Τι έξοχο που ήταν το μποστόν μας σήμερα!

Ο Ριγκού, πολύ ανώτερος και σε φυσική εξυπνάδα και σε μόρφωση απ' όλη αυτή τη μικρομπουρζουαζία, δεν εμφανιζόταν παρά μόνο όταν οι υποθέσεις του τον καλούσαν στο συμβολαιογράφο. Δεν είχε καμιά όρεξη να κάνει δώδεκα χιλιόμετρα δρόμο μόνο και μόνο για ν' ακούσει τις ηλιθιότητες τον τακτικών επισκεπτών του σπιτιού και να δει μια μαϊμού μεταμφιεσμένη σε γριά γυναίκα. Με το πρόσχημα της υγείας και των πολλών ασχολιών του είχε απαλλαγεί από την υποχρέωση των επισκέψεων. Δε μπορούσε, έλεγε, να γυρνά τη νύχτα και να τον περονιάζει η υγρασία του Τυν.

Εξάλλου αυτός ο στυγνός τοκογλύφος επιβαλλόταν πολύ στον κόσμο της κυρίας Σουντρύ. Μάντευαν μέσα του τον τίγρη με τ' ατσαλένια νύχια, την πονηριά του άγριου, τη φρονιμάδα που γεννήθηκε στο κοινόβιο κι ωρίμασε κάτω από τον ήλιο του χρυσαφιού, τέλος όλα εκείνα που είχαν κάνει τον Γκωμπερτέν ν' αποφύγει τα πολλά πάρε - δώσε μαζί του.

Μόλις η καρότσα και το άλογο ξεπέρασαν το Καφέ ντε λα Παι, ο Υρμπαίν, ο υπηρέτης του Σουντρύ που κουβέντιαζε με τον καφετζή κάτω από τα παράθυρα της τραπεζαρίας, έβαλε το χέρι του αντήλιο για να διακρίνει ποιος ήταν ο επιβάτης.

—Έρχεται ο μπάρμπα - Ριγκού!... Πρέπει ν' ανοίξω την πόρτα. Κράτα τ' άλογό του, Σοκάρ.

Κι ο Υρμπαίν, παλιός καβαλάρης που είχε μπει στην υπηρεσία του Σουντρύ, μια και δεν κατάφερε να περάσει στη χωροφυλακή, γύρισε στο σπίτι για ν' ανοίξει την πόρτα.

Όπως βλέπετε, ο Σοκάρ, αυτό το διάσημο σ' όλη την κοιλάδα πρόσωπο, ήταν εκεί αυτοπροσώπως! Συμβαίνει πολλές διασημότητες να καταδέχονται να περπατάνε, να φταρνίζονται, να τρώνε και να κοιμούνται ακριβώς όπως κι οι κοινοί θνητοί.

Ο Σοκάρ ήταν ένας Ηρακλής που μπορούσε να σηκώσει χίλιες εκατό λίβρες βάρος. Η γροθιά του μπορούσε να σπάσει στα δυο τη σπονδυλική στήλη ενός ανθρώπου. Λύγιζε σίδερα και σταματούσε μια άμαξα μ' ένα άλογο. Η φήμη αυτού του Μίλωνα του Κροτωνιάτη της κοιλάδας απλωνόταν σ' όλο το διαμέρισμα. Κι όπως συμβαίνει μ' όλες τις διασημότητες, κυκλοφορούσαν ένα σωρό γελοία ανέκδοτα για τη δύναμή του. Στο Μορβάν λέγανε πως μια μέρα είχε σηκώσει στη πλάτη του μια γυναίκα, το γαΐδαρό της και το σακί της, ότι είχε φάει ολόκληρο ένα βόδι κι είχε πιει ένα μικρό βαρέλι κρασί σε μια μέρα, κ.τ.λ., κ.τ.λ. Ο Σοκάρ ήταν γλυκός σαν κορίτσι σε ηλικία γάμου. Κοντόχοντρος, με φαρδιά στήθη, πλατιούς ώμους, γαλήνιο πρόσωπο, πνευμόνια σαν τα φυσερά σιδερά, είχε μια

Digitized by 10uk1s, May 2010

φωνίτσα τόσο λεπτή και τόσο καθαρή που παραξένευε όσους τον άκουγαν να μιλά για πρώτη φορά.

Όπως ο Τονσάρ, που η φήμη του τον απάλλασσε από τον κόπο να φαίνεται άγριος, όπως όλοι εκείνοι που έχουν αποκτήσει κάποιο όνομα, ο Σοκάρ δεν έδειχνε ποτέ την τεράστια μυϊκή του δύναμη, εκτός κι αν τον παρακαλούσαν φίλοι. Όταν λοιπόν ο πεθερός του Βασιλικού Επιτρόπου έστριψε για να σταματήσει στην εξωτερική σκάλα, αρκέστηκε να πιάσει το άλογο από το χαλινάρι του.

—Πώς πάει η οικογένεια, κύριε Ριγκού;... είπε ο διάσημος Σοκάρ.

—Έτσι κι έτσι, φίλε μου, απάντησε ο Ριγκού, και συ τι γίνεσαι; Ο Πλισού κι ο Μπονεμπώ, ο Βιολέ κι ο Αμωρύ κρατάνε πάντα το μαγαζί σου;

Αυτή η καλοσυνάτη και γεμάτη ενδιαφέρον ερώτηση δεν ήταν από κείνες τις κοινοτυπίες που πετάνε στην τύχη οι ανώτεροι στους κατώτερούς τους. Τις ελεύθερες ώρες του, ο Ριγκού εξέταζε και την παραμικρή λεπτομέρεια. Τώρα τελευταία ο Φουρσόν του είχε παραστήσει για ύποπτη τη φιλία του Μπονεμπώ, του Πλισού και του ενωμοτάρχη Βιολέ.

Ο Μπονεμπώ, λίγες πεντάρες να 'χανε στα χαρτιά, ήτανε ικανός να μαρτυρήσει στον ενωμοτάρχη όλα τα μυστικά των χωρικών. Κι αν κατέβαζε μερικά ποτήρια ποντς παραπάνω, δεν θα μπορούσε να ελέγξει τις κουβέντες του. Ίσως βέβαια ο Φουρσόν να 'κανε τις σπιουνιές για ν' αποσπάσει κανένα κέρασμα. Ο Ριγκού, που ήξερε την αγάπη του κυνηγού των λουτρ για το κρασί, δε θα έδινε πολλή σημασία, στις καταγγελίες του, αν δεν είχανε σχέση και με τον Πλισού. Αυτός σίγουρα θα 'χε κάποια επιθυμία να παριστάνει τον υπέρμαχο της Αιγκ, έστω και μόνο για να λαδωθεί από το ένα ή το άλλο μέρος.

Εκτός από την κύρια δουλειά του, ο Πλισού έκανε κι άλλες δουλειές —πράκτορας ασφαλιστικών εταιρειών λόγου χάρη, που τότε μόνο άρχιζαν να εμφανίζονται στη Γαλλία— αλλά δεν του απόδιδαν πολλά κέρδη. Εξάλλου είχε το ελάττωμα να αγαπά το κρασί και το μπιλιάρδο. Όπως κι ο Φουρσόν καλλιεργούσε με φροντίδα την τέχνη να μην κάνει τίποτα και περίμενε να βρει την τύχη του, πράγμα τελείως προβληματικό. Μισούσε βαθειά την πρώτη κοινωνία, αλλά δεν είχε αυταπάτες για τη δύναμή της. Μονάχα αυτός ήξερε μέχρι τέλους την μπουρζουάδικη τυραννία που είχε οργανώσει ο Γκωμπερτέν. Κορόιδευε τους βαθύπλουτους της Σουλάνζ και της La-Ville-aux-Fayes, αντιπροσωπεύοντας μόνος του την αντιπολίτευση. Χωρίς πίστωση, χωρίς περιουσία, φαινότανε ακίνδυνος. Ο Μπρυνέ, ενθουσιασμένος που ο ανταγωνιστής του ήταν τόσο αναξιόλογος, τον είχε στην προστασία του. Φοβότανε μήπως πουλήσει το γραφείο του σε κανένα νεαρό καπάτσο, τον Μποννάκ λόγου χάρη, και χρειαστεί να μοιραστεί μαζί του την πελατεία του Καντονιού.

—Χάρη σ' αυτούς, τα βολεύομε κάπως, απάντησε ο Σοκάρ, αλλά μιμούνται το κρασί μου.

—Θα 'πρεπε να τους κυνηγήσεις, είπε ο Ριγκού.

—Αυτό θα με πήγαινε πολύ μακριά, απάντησε ο καφετζής παίζοντας με τις λέξεις χωρίς να το καταλάβει.

—Και τα πάνε καλά μεταξύ τους, οι μουστερήδες σου;

—Όλο και κάτι μικροτσακώματα έχουνε, αλλά αυτά γίνονται στους παίχτες.

Στο παράθυρο του σαλονιού που έβλεπε στην πλατεία είχαν μαζευτεί όλοι οι καλεσμένοι. Ο Σουντρύ, βλέποντας τον πατέρα της νύφης του, βγήκε να τον προϋπαντήσει στο κεφαλόσκαλο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Τι συμβαίνει, συμπέθερε; Αρρώστησε η Ανέτ και μας τιμάτε με την παρουσία σας;...

Ο δήμαρχος, που του είχε μείνει κάποιο υπόλοιπο από το χωροφυλακίστικο πνεύμα, πήγαινε κατ' ευθείαν στο ψαχνό.

—Όχι, κάποια φασαρία είναι στη μέση, απάντησε ο Ριγκού κι άγγιξε με το δεξί δείχτη το χέρι που του άπλωνε ο Σουντρύ· θα το κουβεντιάσομε, γιατί αφορά λιγάκι τα παιδιά μας...

Ο Σουντρύ, ομορφάντρας ντυμένος στη μπλε τσόχα, σαν να ανήκε ακόμη στη χωροφυλακή, με μαύρο κολάρο και μπότες με σπιρούνια, οδήγησε το Ριγκού στο επιβλητικό του έτερο ήμισυ. Η μπαλκονόπορτα ήταν ανοιχτή κι οι επισκέπτες έκαναν βόλτα στην ταράτσα, απολαμβάνοντας την καλοκαιριάτικη βραδιά που ανάδειχνε πιο λαμπρό το τοπίο. Όσοι από τους αναγνώστες έχουν φαντασία θα μπορέσουν να σχηματίσουν μια ιδέα, από το σκίτσο που τους έχομε δώσει.

—Έχομε καιρό να συναντηθούμε, αγαπητέ μου Ριγκού, είπε η κυρία Σουντρύ και, παίρνοντας το μπράτσο του πρώην Βενεδικτίνου, τον έφερε στην ταράτσα.

—Υποφέρω πολύ στην χώνεψη!... απάντησε ο γερο-τοκογλύφος. Δε βλέπετε; έχω ένα χρώμα σχεδόν σαν το δικό σας.

Η εμφάνιση του Ριγκού έγινε αντικείμενο θερμών εκδηλώσεων απ' όλους τους παρισταμένους.

—Γέλα, λαίμαργε1

—Όχι άσχημο! όχι άσχημο, είπε ο μικρός ειρηνοδίκης Σαρκύς, του αρέσουνε οι λιχουδιές του αφέντη μας του Μπλανζύ!

!... φώναξε ο κύριος Γκερμπέ, ο φοροεισπράκτορας, κι άπλωσε το χέρι του στο Ριγκού. Αυτός το άγγιξε με το δείκτη του δεξιού του χεριού.

—Κύριε, αποκρίθηκε με πίκρα ο Ριγκού, πάει καιρός που έπαψα να 'μαι ο κόκορας του χωριού μου.

—Οι πουλάδες πάντως έχουν άλλη γνώμη, ψεύτη! έκανε η Σουντρύ και χτύπησε παιγνιδιάρικα το Ριγκού με τη βεντάλια της.

—Πώς είστε, κύριέ μου; χαιρέτησε ο συμβολαιογράφος τον πιο σπουδαίο του πελάτη.

—Έτσι κι έτσι, απάντησε ο Ριγκού κι άγγιξε πάλι με το δεξί του δείχτη το χέρι του συμβολαιογράφου.

Και μόνο αυτή η χειρονομία που κατέβαζε το χειροσφίξιμο στην πιο παγερή εκδήλωση, θα μπορούσε να αποκαλύψει το χαρακτήρα του ανθρώπου σ' όποιον δεν τον γνώριζε.

—Πάμε σε καμιά γωνιά να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, είπε ο παλιός μοναχός και κοίταξε το Λυπέν και τη Σουντρύ.

—Ας ξαναγυρίσομε στο σαλόνι, απάντησε η βασίλισσα. Αυτοί οι κύριοι, πρόσθεσε, κι έδειξε τον κύριο Γκουρντόν, το γιατρό, και το Γκερμπέ, έχουν σοβαρή συζήτηση για κάποιο «αμφιλεγόμενο σημείο».

Ο Ριγκού χαμογέλασε γιατί κατάλαβε ότι αυτός ο όρος ήταν δάνειο από τον πνευματώδη Γκερμπέ,

1 Στα γαλλικά: Ris, goulu. Λογοπαίχνιο με το όνομα του Ριγκού.

Digitized by 10uk1s, May 2010

που η Σουντρύ τον επαναλάβαινε με λόγιο ύφος.

—Τι σκέφτεται πάλι να κάνει ο ταπετσιέρης; ρώτησε ο Σουντρύ που κάθισε δίπλα στη γυναίκα του και την έπιασε από τη μέση.

Όπως όλες οι γριές, η Σουντρύ ανεχότανε ένα σωρό πράματα, φτάνει να 'δειχνε σε κοινή θέα τις συζυγικές της τρυφερότητες.

Ο Ριγκού χαμήλωσε τη φωνή του θέλοντας να δώσει το καλό παράδειγμα:

—Έφυγε για τη Νομαρχία. Θα απαιτήσει την εκτέλεση των αποφάσεων και θα ζητήσει ενισχύσεις.

—Αυτό θα είναι η καταστροφή του, είπε ο Λυπέν κι έτριψε τα χέρια του. Θα πέσει ξύλο.

—Θα πέσει ξύλο! Δεν είναι σίγουρο, παρατήρησε ο Σουντρύ. Αν ο νομάρχης κι ο στρατηγός, που είναι φίλοι, στείλουν καμιά ίλη ιππικού, οι χωριάτες δε θα μπορέσουν να κουνήσουν ούτε το δακτυλάκι τους... Στην ανάγκη, μπορεί να νικήσουν τους χωροφύλακες της Σουλάνζ. Ποιος μπορεί όμως ν' αντισταθεί στο ιππικό;

—Ο Σιμπιλέ τον άκουσε να λέει κάτι χειρότερο, κι αυτό μ' έφερε σήμερα εδώ, είπε ο Ριγκού.

—Φτωχή μου Σοφία! αναστέναξε μελοδραματικά η κυρία Σουντρύ. Σε τι χέρια έπεσε η Αιγκ!. Να τ' αποτελέσματα της επανάστασης! ψευτοπαλλήκαρα με σαρδέλες στον ώμο. Έπρεπε να το είχαμε καταλάβει. Όταν αναποδογυρίζει το μπουκάλι, ανεβαίνει η τρυγιά και χαλάει το κρασί!..

—Σκέφτεται να πάει στο Παρίσι, να βάλει λόγια στο Σφραγιδοφύλακα και ν' αλλάξει όλο το δικαστήριο.

—Α! κατάλαβε από που προέρχεται ο κίνδυνος, είπε ο Λυπέν.

—Αν διορίσουν τον γαμπρό μου Εισαγγελέα στον Άρειο Πάγο, δεν μπορούμε να πούμε τίποτα, θα τον αντικαταστήσει με κανένα Παριζιάνο δικό του, ξανάπε ο Ριγκού. Αν ζητήσει μια θέση στο εφετείο για τον κύριο Ζαντρέν, αν φροντίσει να διοριστεί ο κύριος Γκερμπέ, ο ανακριτής μας, πρόεδρος στην Ωξέρ, τα σχέδιά μας πάνε περίπατο!... Η χωροφυλακή είναι δική του, αν πάρει με το μέρος του το δικαστήριο κι εξακολουθήσει να 'χει για σύμβουλους τον Μισώ και τον αββά Μπροσέτ, θα βρεθούμε σε δύσκολη θέση. Θα μπορούσε να μας σκαρώσει άσχημες δουλειές.

—Μα πέντε χρόνια τώρα, πώς δεν καταφέρατε να βγάλετε από την μέση τον αββά Μπροσέτ; ρώτησε ο Λυπέν.

—Δεν τον ξέρετε καλά. Είναι πολύ πανούργος. Αυτός ο παπάς δεν είναι άνθρωπος. Δεν δίνει δεκάρα για γυναίκες. Είναι άτρωτος. Δεν έχω ανακαλύψει καμιά αδυναμία του. Ο στρατηγός έχει πολλές αχίλλειες πτέρνες, έτσι οξύθυμος που είναι. Όποιος έχει αδυναμίες είναι παιγνίδι στα χέρια των εχθρών του, όταν ξέρουνε να εκμεταλλευτούνε το ελάττωμά του. Δυνατοί είναι όποιοι ελέγχουν τα πάθη τους αντί να τα αφήσουνε να τους τραβάνε από τη μύτη. Οι χωριάτες πάνε καλά, τον έχουνε άχτι τον παπά, αλλά δεν βρίσκουνε τίποτα να του το χτυπήσουνε... Κι αυτός κι ο Μισώ, κι όσοι του μοιάζουνε, είναι υπερβολικά τέλειοι για τον κόσμο μας. Θα 'πρεπε να τους καλέσει ο καλός θεός κοντά του...

—Θα 'πρεπε να τους βρούμε υπηρέτριες να τους σαπουνίζουνε καλά τις σκάλες τους... είπε η κυρία Σουντρύ. Ο Ριγκού ανατρίχιασε ελαφρά σαν τους πονηρούς ανθρώπους που τους διδάσκουν οι άλλοι

Digitized by 10uk1s, May 2010

μια καινούργια απάτη.

—Ο ταπετσιέρης έχει κι άλλη αδυναμία. Αγαπά πολύ τη γυναίκα του και μπορούμε να το εκμεταλλευτούμε αυτό...

—Πρέπει να εξακριβώσουμε αν εξακολουθεί να έχει τις ίδιες ιδέες, είπε η κυρία Σουντρύ.

—Πώς! έκανε ο Λυπέν. Μα αυτός είναι ο κόμπος!

—Εσείς, Λυπέν, θα πάτε στη Νομαρχία να δείτε την ωραία κυρία Σαρκύς, σήμερα κιόλας, είπε ο Ριγκού με τόνο που δε σήκωνε αντίρρηση. Θα τα κανονίσετε ώστε να σας πει όλα όσα είπε κι έκανε στη Νομαρχία ο ταπετσιέρης.

—Θα αναγκαστώ να κοιμηθώ εκεί, είπε ο Λυπέν.

—Τόσο το καλύτερο για τον Σαρκύς τον πλούσιο, θα βγει κερδισμένος, απάντησε ο Ριγκού. Δεν είναι ακόμη τελείως μπαγκατέλα η κυρία Σαρκύς...

—Ω, κύριε Ριγκού, έκανε η κυρία Σουντρύ με νάζι. Γίνονται ποτέ οι γυναίκες μπαγκατέλες;

—Τουλάχιστον αυτή δε σουβαντίζεται, απάντησε ο Ριγκού που εξοργιζότανε με τη μανία της Κοσέ να μπογιατίζει τα αρχαία της κάλλη.

Η κυρία Σουντρύ όμως, που νόμιζε πως δεν βάζει παρά μια ιδέα ρουζ, δεν κατάλαβε την μπηχτή και ξαναρώτησε:

—Μα υπάρχουν λοιπόν γυναίκες που βάζουν φτιασίδια;

—Όσο για σας, Λυπέν, είπε ο Ριγκού χωρίς να απαντήσει στην ψευτοαφελή ερώτηση της Σουντρύ, αύριο το πρωί θα πάτε στον μπάρμπα - Γκωμπερτέν. Θα του πείτε πως ο συμπέθερος από δω, και χτύπησε το Σουντρύ στο μηρό, κι εγώ θα γευματίσουμε αύριο στο σπίτι του. Πέστε του πώς έχει η κατάσταση για να 'χει ο καθένας σκεφτεί τα πράγματα. Πρέπει να τελειώνουμε μια για πάντα, μ' αυτόν τον καταραμένο ταπετσιέρη. Στο δρόμο που ερχόμουνα, σκέφτηκα πως θα 'πρεπε να βάλομε τον ταπετσιέρη να τα χαλάσει με το Δικαστήριο. Έτσι που όταν θα ζητήσει απ' τον Σφραγιδοφύλακα αλλαγές στο προσωπικό της La-Ville-aux-Fayes, ο Υπουργός να τον κοροϊδέψει κατάμουτρα...

—Ζήτω οι άνθρωποι της εκκλησίας... φώναξε ο Λυπέν και χτύπησε το Ριγκού στον ώμο.

Η κυρία Σουντρύ είχε τότε μια έμπνευση που μόνο σε καμαριέρα τραγουδίστριας θα μπορούσε να έρθει.

—Αν μπορούσαμε να παρασύρομε τον ταπετσιέρη στην γιορτή της Σουλάνζ, και του πασέρναμε κανένα κοριτσόπουλο ωραίο που να τον κάνει να χάσει το κεφάλι του, ίσως να βολευότανε με το κορίτσι. Θα τον κάναμε μετά να τσακωθεί με τη γυναίκα του που θα της σφύριζαν πως οι γιοι των επιπλοποιών δεν ξεχνάνε ποτέ τα χαμηλά τους γούστα και στο τέλος ξαναγυρνάνε στους πρώτους τους έρωτες...

—Γλυκιά μου! Εσύ μοναχή σου έχεις τόση εξυπνάδα όση κι η Αστυνομία του Παρισιού! Ενθουσιάστηκε ο Σουντρύ.

—Να μια ιδέα που φανερώνει ότι η κυρία δεν είναι μόνο η βασίλισσα της ομορφιάς αλλά και της

Digitized by 10uk1s, May 2010

εξυπνάδας, είπε ο Λυπέν.

Μια γκριμάτσα, που η πρώτη κοινωνία της Σουλάνζ την περνούσε αδιαμαρτύρητα για χαμόγελο, ήταν η ανταμοιβή του.

Ο Ριγκού, που τόση ώρα σώπαινε σκεφτικός, είπε:

—Θα μπορούσε να γίνει κάτι καλύτερο. Ένα σκάνδαλο...

—Μια μήνυση, κάτι τέλος πάντων που να ανήκει στη δικαιοδοσία του Πλημμελειοδικείου, φώναξε ο Λυπέν. Αχ! τι ωραίο που θα ήταν!

—Τι ευχαρίστηση. Κοτζάμ κόμης, με το μεγαλόσταυρο της Λεγεώνος της Τιμής, Ιππότης του Αγίου Λουδοβίκου, κοτζάμ αντιστράτηγος να τραβιέται στα δικαστήρια για προσβολή της δημοσίας αιδούς!... είπε με αφέλεια η Σουντρύ.

—Αγαπάει πολύ τη γυναίκα του!... είπε με σύνεση ο Λυπέν. Ποτέ δε θα φτάσει μέχρι εκεί.

—Το εμπόδιο είναι άλλο, παρατήρησε ο Ριγκού. Δεν βλέπω καμιά σ' όλη την περιοχή ικανή να κολάσει άγιο. Μου χρειάζεται μια για τον αββά μου.

—Τι λέτε για την ωραία Γκατιέν Ζιμπουλάρ απ' την Ωξέρ. Έχει πάρει το νου του γιου Σαρκύς... πρότεινε ο Λυπέν.

—Είναι η μόνη, παραδέχτηκε ο Ριγκού, αλλά δεν θα μας εξυπηρετήσει. Αυτή νομίζει πως φτάνει να τη δει κανείς για να πέσει ξερός απ' την ομορφιά της. Δεν είναι αρκετά τσαχπίνα, και μας χρειάζεται μια κατεργάρα, μια καπάτσα... Τι να γίνει, ας έρθει αυτή...

—Όσο πιο πολλά είναι τα όμορφα κορίτσια, τόσο πιο πολλές είναι οι πιθανότητες να πέσουν στη λούμπα, είπε ο Λυπέν.

—Πολύ δύσκολο μου φαίνεται να 'ρθει ο ταπετσιέρης στο πανηγύρι! Και να 'ρθει στη γιορτή, ποιος μας λέει ότι θα 'ρθει και στο καπηλειό του Τίβολι; ρώτησε ο πρώην ενωμοτάρχης.

—Ο λόγος που τον εμπόδιζε να έρχεται δεν υπάρχει πια, χρυσέ μου, απάντησε η κυρία Σουντρύ.

—Ποιος λόγος, αγάπη μου;...

—Ο ταπετσιέρης είχε ζητήσει το χέρι της δεσποινίδας ντε Σουλάνζ, είπε ο συμβολαιογράφος. Του απάντησαν όμως ότι είναι πολύ μικρή ακόμα, και πειράχτηκε. Γι' αυτό το λόγο, οι κύριοι ντε Μονκορνέ και ντε Σουλάνζ, παλιοί φίλοι, γιατί υπηρέτησαν κι οι δυο στην Αυτοκρατορική Φρουρά, ψυχράνθηκαν σε βαθμό που να κόψουν τις επισκέψεις. Ο ταπετσιέρης δεν θέλησε ποτέ να συναντήσει τους Σουλάνζ στο πανηγύρι. Φέτος όμως οι Σουλάνζ δε θα ρθούνε.

Συνήθως η οικογένεια Σουλάνζ έμενε στον πύργο από τον Ιούλιο μέχρι τον Οκτώβριο. Αλλά ο στρατηγός διοικούσε τότε το πυροβολικό στην Ισπανία υπό τις διαταγές του δούκα της Ανγκουλέμης και η κόμισσα είχε πάει μαζί του. Μετά την πολιορκία του Καντίξ, ο κόμης ντε Σουλάνζ, όπως ξέρομε, κέρδισε τη στραταρχική ράβδο. Οι εχθροί λοιπόν του Μονκορνέ πίστευαν ότι οι ιδιοκτήτες της Αιγκ θα καταδέχονταν εκείνη τη χρονιά το πανηγύρι του Δεκαπενταύγουστου κι ότι θα ήταν εύκολο να τους παρασύρουν μέχρι το Τίβολι.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Λοιπόν, μπαμπά, είναι δική σας δουλειά να τον κάνετε να έρθει στο πανηγύρι, είπε ο Λυπέν στο Ριγκού. Ξέρομε εμείς τον τρόπο να τον μπερδέψομε...

Το πανηγύρι της Σουλάνζ, που γίνεται στις 15 του Αυγούστου, είναι μια από τις ιδιοτυπίες της πόλης αυτής. Ξεπερνά όλα τα πανηγύρια σε τριάντα λεύγες απόσταση, ακόμη και τα πανηγύρια της πρωτεύουσας του νομού. Η La-Ville-aux-Fayes δεν πανηγυρίζει, γιατί η γιορτή του προστάτη της άγιου, του άγιου Συλβέστρου, πέφτει το χειμώνα.

Από τις 12 μέχρι τις 15 Αυγούστου, η Σουλάνζ γεμίζει από εμπόρους. Στήνουν σε δυο παράλληλες σειρές ξύλινες παράγκες με γκρίζες , πάνινες τέντες που δίνουν κάποια ζωή στη συνήθως έρημη πλατεία. Στις δεκαπέντε μέρες που κρατούσε το πανηγύρι μαζεύεται ένας σωρός κόσμος στη μικρή πόλη της Σουλάνζ. Αυτή η γιορτή είχε τη γοητεία και την επιβολή μιας παράδοσης. Οι χωριάτες, όπως είπε κι ο μπάρμπα - Φουρσόν, σπάνια βγαίνουν από τις κοινότητές τους, όπου τους κρατά καρφωμένους η δουλειά. Σ' όλη τη Γαλλία, οι εορταστικές βιτρίνες τον αυτοσχέδιων μαγαζιών στα πανηγύρια, η συγκέντρωση κάθε είδους εμπορευμάτων, από τα είδη πρώτης ανάγκης μέχρι τα είδη που κολακεύουν τη ματαιοδοξία των χωρικών, που δεν τους δίνεται η ευκαιρία για άλλα θεάματα, ασκούν μια περιοδική γοητεία στη φαντασία των παιδιών και των γυναικών. Από τις 12 Αυγούστου, ο Δήμαρχος της Σουλάνζ γέμιζε όλη την περιοχή της La-Ville-aux-Fayes με αφίσες, υπογραμμένες από τον Σουντρύ, που υπόσχονταν την προστασία στους εμπόρους, τους σαλτιμπάγκους, τους θαυματοποιούς κάθε είδους, και ανακοίνωναν τη διάρκεια του πανηγυριού και τα πιο ελκυστικά θεάματα.

Όλες οι αφίσες τέλειωναν πάντα με την φράση:

ΤΟ ΤΙΒΟΛΙ ΘΑ ΦΩΤΙΖΕΤΑΙ ΜΕ ΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ ΛΑΜΠΕΣ

Πραγματικά η Αίθουσα Χορού ήταν το Τίβολι που είχε δημιουργήσει ο Σοκάρ σ' έναν κήπο με χαλίκια, σαν το λόφο που πάνω του είναι καθισμένη η Σουλάνζ. Όλοι οι κήποι της είναι φτιαγμένοι από χώμα που το έχουν μεταφέρει από αλλού.

Η φύση της γης εξηγεί και την ιδιαίτερη γεύση του κρασιού της Σουλάνζ, ένα κρασί άσπρο, ξηρό και γλυκό που μοιάζει με το κρασί της Μαδέρας και του Βουβραί και καταναλώνεται ολόκληρο στην περιοχή.

Ο χορός του Σοκάρ εντυπωσίαζε τόσο τους χωριάτες της κοιλάδας, που ήταν όλοι τους περήφανοι για το Τίβολί τους! Όσοι απ' αυτούς είχαν φτάσει μέχρι το Παρίσι, έλεγαν ότι το Παριζιάνικο Τίβολι έτρωγε το δικό τους μόνο στην έκταση. Ο Γκωμπερτέν ισχυριζότανε πως προτιμούσε χίλιες φορές τον χορό του Σοκάρ απ' το χορό του Τίβολι.

—Πρέπει να βρούμε όλοι μαζί τον τρόπο, είπε ο Ριγκού. Αυτός ο παριζιάνος δημοσιογράφος στο τέλος θα βαρεθεί στον πύργο. Πρέπει να βάλομε τους υπηρέτες να τους τραβήξουν στο πανηγύρι. Θα το ξανασκεφτώ κι εγώ. Ο Σιμπιλέ, αν κι όσο πάει μικραίνει το κύρος του, θα μπορούσε να πείσει το αφεντικό του πως είναι ένας τρόπος να γίνει δημοφιλής.

—Πρέπει να μάθομε αν η ωραία κοντέσα είναι σκληρή με τον άντρα της· όλο το παιγνίδι μας θα εξαρτηθεί από αυτό, είπε ο Λυπέν στο Ριγκού.

—Αυτή η γυναικούλα, φώναξε η Σουντρύ, είναι αρκετά Παριζιάνα ώστε να κολακεύει και το γέρο και το νέο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ο Φουρσόν έδωσε την εγγονή του την Κατερίνα Τονσάρ στο Σαρλ, τον καμαριέρη του ταπετσιέρη. Σε λίγο καιρό θα 'χουμε ένα αυτί στα διαμερίσματα της Αιγκ, απάντησε ο Ριγκού. Είσαστε σίγουροι για τον αββά Τωπέν;... ρώτησε βλέποντας τον παπά να μπαίνει.

—Τον αββά Μουσόν κι αυτόν τους κρατάμε όπως κρατώ το Σουντρύ!... είπε η Κυρία Σουντρύ και χάιδεψε το πηγούνι του άντρα της λέγοντας: «Γατούλη μου δεν είσαι δυστυχισμένος ε;»

—Υπολογίζω σ' αυτούς για να σκαρώσουν ένα σκάνδαλο εναντίον αυτού του Ταρτούφου του Μπροσέτ!... είπε σιγά ο Ριγκού και σηκώθηκε. Δεν ξέρω όμως ποιο πνεύμα θα υπερισχύσει μέσα τους: του πατριώτη ή του παπά. Δεν ξέρετε τι σόι πράμα είναι ο κλήρος! Κι εγώ ο ίδιος, που δεν είμαι κανένας βλάκας, δεν βάζω το χέρι μου στη φωτιά για το τι θα 'κανα, αν έπεφτα βαριά άρρωστος. Χωρίς αμφιβολία θα συμφιλιωνόμουνα με την Εκκλησία.

—Ας το ελπίσουμε, είπε ο εφημέριος, γιατί ο Ριγκού σκόπιμα είχε ανεβάσει τον τόνο της φωνής του.

—Αλλοίμονο! Το λάθος που έκανα με τον γάμο μου εμποδίζει την συμφιλίωση, απάντησε ο Ριγκού. Δεν μπορώ να σκοτώσω την κυρία Ριγκού.

—Εν τω μεταξύ, ας σκεφθούμε την Αιγκ, είπε η κυρία Σουντρύ.

—Ναι, απάντησε ο παλιός Βενεδικτίνος. Ξέρετε πως ο φίλος μας ο Γκωμπερτέν μου φαίνεται πιο δυνατός από μας; Κάτι μου λέει πως θέλει την Αιγκ για δική του και ότι θα μας τη σκάσει, απάντησε ο Ριγκού. Ο τοκογλύφος μέχρι να φθάσει στου Σουντρύ είχε κάνει μια σύντομη εξέταση του Γκωμπερτέν και με το ραβδί της φρόνησης είχε χτυπήσει όλα τα σκοτεινά σημεία του ξυλέμπορου που ηχούσαν κούφια.

—Μα την Αιγκ δεν θα την πάρει κανένας από μας, πρέπει να κατεδαφιστεί τελείως, απάντησε ο Σουντρύ.

—Και βέβαια πρέπει. Δεν θα παραξενευτώ καθόλου αν ανακαλύψομε κρυμμένο χρυσάφι, είπε με πονηριά ο Ριγκού.

—Μπα!

—Στους παλιούς πολέμους, οι άρχοντες, που κάθε τρεις και πέντε βλέπανε τον πύργο τους να πολιορκείται, θα 'βανε τα σκούδα τους για να μπορούν να τα ξαναβρούν αργότερα. Και ξέρετε πως ο μαρκήσιος ντε Σουλάνζ - Ωτεμέρ, που ήταν ο τελευταίος του μικρότερου κλάδου, υπήρξε ένα από τα θύματα της συνωμοσίας Μπιρόν1

—Να τι αξίζει να ξέρει κανείς τη γαλλική ιστορία, είπε ο ενωμοτάρχης. Έχετε δίκιο, είναι καιρός να έρθουμε σε συμφωνία με τον Γκωμπερτέν.

. Η περιουσία του δημεύθηκε και την πήρε η κόμισσα ντε Μορέ...

—Κι αν μας κάνει κόλπα, είπε ο Ριγκού, θα τον φέρομε στον ίσιο δρόμο.

—Τώρα είναι αρκετά πλούσιος ώστε να μπορεί να 'ναι τίμιος, είπε ο Λυπέν.

—Είμαι σίγουρη για την τιμιότητά του όσο και για τη δική μου, απάντησε η κυρία Σουντρύ. Είναι ο

1 Ο Μπιρόν αποκεφαλίστηκε το 1602 επειδή συνομώτησε εναντίον της χώρας του με την Ισπανία και τη Σαβοΐα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

εντιμότερος άνθρωπος σ' όλο το βασίλειο.

—Δεν αμφισβητούμε την τιμιότητά του, ξαναμίλησε ο Ριγκού. Μα οι καλοί λογαριασμοί κάνουν τους καλούς φίλους... Και μια και το 'φερε η κουβέντα, υποψιάζομαι πως κάποιος στη Σουλάνζ κάνει κορδελάκια...

—Ποιος;

—Ο Πλισού, απάντησε ο Ριγκού.

—Ε όχι κι ο Πλισού! Αυτός ο φτωχοδιάβολος; Ο Μπρυνέ τον κρατάει από το καπίστρι κι η γυναίκα του από το παχνί. Ρωτήστε και τον Λυπέν.

—Και τι είναι ικανός να κάνει; είπε ο Λυπέν.

—Θέλει να ανοίξει τα μάτια του Μονκορνέ, να μπει στην προστασία του και να βρει καμιά θεσούλα!... είπε ο Ριγκού.

—Και ποια θέση θα του βγάλει πιο πολλά απ' αυτά που κερδίζει η γυναίκα του στη Σουλάνζ; είπε η κυρία Σουντρύ.

—Όταν μεθύσει, τα λέει όλα στη γυναίκα του, παρατήρησε ο Λυπέν. Θα τα μάθομε εν καιρώ.

—Η ωραία κυρία Πλισού δεν έχει μυστικά από σας, του απάντησε ο Ριγκού. Μπορούμε λοιπόν να είμαστε ήσυχοι.

—Εξάλλου, η ηλιθιότητά της συναγωνίζεται τα κάλλη της είπε η κυρία Σουντρύ. Δεν θα 'θελα καθόλου να της μοιάζω. Αν ήμουν άντρας θα προτιμούσα μια γυναίκα άσκημη και πνευματώδη, παρά μια ωραία που δεν ξέρει να μετρήσει μέχρι το δύο.

Ο συμβολαιογράφος δάγκωσε τα χείλη του:

—Α! είπε, ξέρει όμως πολύ καλά το τρία.

—Γόη! φώναξε ο Ριγκού και κατευθύνθηκε προς την πόρτα.

—Λοιπόν, αύριο, νωρίς, συμπέθερε, είπε ο Σουντρύ.

—Θα έρθω να σας πάρω... Λυπέν, είπε στο συμβολαιογράφο που βγήκε μαζί του για να διατάξει, να σελώσουν το άλογό του, προσπαθήστε να μάθει η κυρία Σαρκύς όλα όσα θα κάνει εναντίον μας ο ταπετσιέρης μας στη Νομαρχία...

—Αν δεν μπορεί να το μάθει αυτή, ποιος θα το μάθει;... απάντησε ο Λυπέν.

—Συγγνώμη, είπε ο Ριγκού και χαμογέλασε πονηρά. Βλέπω τόσους ηλίθιους μαζεμένους εδώ, που ξεχνώ ότι υπάρχει κι ένας άνθρωπος με μυαλό ανάμεσά τους...

—Η αλήθεια είναι πως κι εγώ αναρωτιέμαι πώς δεν σκούριασα ακόμη, απάντησε με αφέλεια ο Λυπέν.

—Στ' αλήθεια, πήρε καμαριέρα ο Σουντρύ;...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ναι! εδώ και οχτώ μέρες ο κύριος δήμαρχος πήρε μια μικρή βουργουνδέζα, ίσως για να μας δείξει με τη σύγκριση την αξία της γυναίκας του. Δεν καταφέραμε ακόμα να βρούμε με ποιο τρόπο τα βολεύει με την κυρία Σουντρύ. Έχει το θράσος να πηγαίνει για ύπνο πολύ νωρίς...

—Θα το μάθομε αυτό αύριο, είπε ο χωριάτης Σαρδανάπαλος και προσπάθησε να χαμογελάσει.

Οι δυο πανούργοι πολιτικοί σφίξανε τα χέρια πριν χωριστούνε.

Ο Ριγκού, αν και τελευταία ήταν πολύ δημοφιλής, σαν φρόνιμος άνθρωπος, απόφευγε να βρίσκεται τη νύχτα στο δρόμο. Μαστίγωσε λοιπόν το άλογό του και του φώναξε: «Πάμε πολίτη!» ένα αστείο που εκτόξευε συχνά κατά της επανάστασης αυτό το παιδί του 1793. Οι λαϊκές επαναστάσεις δεν έχουν σκληρότερους εχθρούς απ' αυτούς που ανάθρεψαν οι ίδιες.

—Δεν κάνει μεγάλες επισκέψεις, ο μπάρμπα - Ριγκού, είπε ο Γκουρντόν, ο γραμματέας δικαστηρίου, στην κυρία Σουντρύ.

—Είναι σύντομες αλλά καλές.

—Όπως κι η ζωή του, παρατήρησε ο γιατρός. Κάνει κατάχρηση σ' όλα, αυτός ο άνθρωπος.

—Τόσο το καλύτερο, είπε ο Σουντρύ. Ο γιος μου θα τον κληρονομήσει νωρίτερα...

—Σας έφερε νέα από την Αιγκ; ρώτησε ο εφημέριος.

—Και βέβαια, αγαπητέ μου αββά, είπε η κυρία Σουντρύ. Αυτοί οι άνθρωποι είναι η μάστιγα του τόπου. Δεν καταλαβαίνω πως η κυρία Μονκορνέ, που είναι μια γυναίκα καθώς πρέπει, δεν βλέπει ποιο είναι το συμφέρον της.

—Κι όμως έχουν ένα πρότυπο μπρος στα μάτια τους, παρατήρησε ο εφημέριος.

—Ποιους εννοείτε; ρώτησε ναζιάρικα η κυρία Σουντρύ.

—Τους Σουλάνζ...

—Α, ναι, απάντησε η βασίλισσα μετά από μια παύση.

—Νάμαι κι εγώ! φώναξε μπαίνοντας η κυρία Βερμύτ. Και μάλιστα χωρίς το αντιδραστικό μου, γιατί ο Βερμύτ είναι υπερβολικά αδρανής απέναντί μου για να του δώσω το όνομα οποιουδήποτε δραστικού...

Εν τω μεταξύ ο Σουντρύ παρακολουθούσε το αμάξι του Ριγκού που σταμάτησε στην πόρτα του Τίβολι.

—Τι διάβολο κάνει αυτός ο καταραμένος μπάρμπα - Ριγκού; είπε στο Γκερμπέ. Είναι από κείνους τους αγριόγατους που κάθε βήμα τους έχει και κάποιο σκοπό.

—Το καταραμένο ς του πάει μια χαρά! φώναξε ο κοντόχοντρος φοροεισπράκτορας.

—Μπαίνει στο Καφέ ντε Λα Παι... είπε ο Γκουρντόν ο γιατρός.

—Ησυχάστε, είπε ο Γκουρντόν ο γραμματέας, φαίνεται πως τους δίνει ευλογίες με γροθιές, γιατί ακούγονται από δω οι φωνές τους.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Αυτό το καφενείο, συνέχισε ο παπάς, είναι σαν το ναό του Ιανού. Την εποχή της Αυτοκρατορίας το λέγανε Καφενείο ο Πόλεμος, και περνούσανε μια χαρά. Οι πιο ευυπόληπτοι αστοί μαζεύονταν εκεί για να συζητήσουν φιλικά.

—Συζήτηση το λέτε εσείς αυτό! είπε ο ειρηνοδίκης. Τι σόι κουβέντες είναι αυτές που αφήσανε να υπάρχουν μικροί Μπουρνιέ!

—Αλλά αφού το ονομάσανε προς τιμήν των Βουρβόνων Καφενείο η Ειρήνη, πέφτει ξύλο κάθε μέρα, συνέχισε ο αββάς Τωπέν τελειώνοντας τη φράση που είχε τολμήσει να διακόψει ο ειρηνοδίκης.

Ήτανε μια από τις ιδέες του εφημέριου, που, όπως κι η απαγγελία της Βιλβοκετειάδος, ακουγότανε πολύ συχνά στο σαλόνι της κυρίας Σουντρύ.

—Αυτό σημαίνει, απάντησε ο Γκερμπέ, ότι η Βουργουνδία θα είναι πάντα ο τόπος της γροθιάς.

—Δεν είναι κι άσκημο αυτό που λέτε! Κλείνει σχεδόν ολόκληρη την ιστορία. του τόπου μας, επιδοκίμασε ο εφημέριος.

—Δεν ξέρω γαλλική ιστορία, αλλά πριν να τη μάθω, θα προτιμούσα να ξέρω γιατί μπήκε στο καφενείο ο συμπέθερός μου με το Σοκάρ, φώναξε ο Σουντρύ.

—Ω! παρατήρησε ο εφημέριος. Να είστε βέβαιος πως δεν μπήκε μέσα για να κάνει φιλανθρωπίες!

—Όταν τον βλέπω αυτόν τον άνθρωπο, ανατριχιάζω από την κορυφή ως τα νύχια, είπε η κυρία Βερμύτ.

—Είναι τόσο επικίνδυνος που αν τα έβαζε μαζί μου, δε θα με καθησύχαζε ούτε ο θάνατός του, είπε ο γιατρός. Είναι ικανός να σηκωθεί από το φέρετρό του μόνο και μόνο για να σου παίξει καμιά άσκημη φάρσα.

—Αν μπορεί κάποιος να μας στείλει τον ταπετσιέρη εδώ στις 15 Αυγούστου και να τον πιάσει σε καμιά παγίδα, αυτός είναι ο Ριγκού, ψιθύρισε στο αυτί της γυναίκας του ο Σουντρύ.

—Ιδίως αν βάλετε το χεράκι σας ο Γκωμπερτέν κι εσύ, αγάπη μου, απάντησε δυνατά.

—Μπα, τι σου έλεγα! φώναξε ο Γκερμπέ και σκούντησε τον κύριο Σαρκύς στον αγκώνα. Βρήκε καμιά ωραία κοπέλα στου Σοκάρ και την ανέβασε στο αμάξι του...

—Μέχρι να... απάντησε ο γραμματέας.

—Τον κατεργάρη!... φώναξε ο κύριος Γκερμπέ διακόπτοντας τον υμνητή του Μπιλμποκέ.

—Κάνετε λάθος, κύριοι. Ο κύριος Ριγκού δεν σκέφτεται παρά μόνο τα συμφέροντά μας, γιατί, αν δε γελιέμαι, αυτό το κορίτσι είναι κόρη του Τονσάρ.

—Σαν το φαρμακοποιό μας είναι εφοδιασμένος με οχιές, είπε ο μπάρμπα - Γκερμπέ

—Με τον τρόπο που το λέτε, θα 'λεγε κανείς ότι είδατε τον κύριο Βερμύτ να 'ρχεται, απάντησε ο Γκουρντόν ο γιατρός κι έδειξε το φαρμακοποιό που διάσχιζε την πλατεία.

—Τον κακομοίρη! είπε ο γραμματέας, που τον υποπτεύονταν ότι τα έπαιζε με την κυρία Βερμύτ. Για

Digitized by 10uk1s, May 2010

κοίτα παράστημα!... και τον περνάνε για σοφό!

—Αν μας έλειπε αυτός, απάντησε ο ειρηνοδίκης, δε θα ξέραμε τι να κάνομε με τις αυτοψίες. Βρήκε τόσο καλά το δηλητήριο στο σώμα του καημένου του Πιζερόν που, οι χημικοί του Παρισιού είπαν στο Κακουργιοδικείο στην Ωξέρ, ότι ούτε αυτοί δε θα τα κατάφερναν καλύτερα...

—Δε βρήκε απολύτως τίποτα, απάντησε ο Σουντρύ· αλλά, όπως λέει ο πρόεδρος Ζαντρέν, είναι καλό να πιστεύει ο κόσμος ότι το δηλητήριο ανακαλύπτεται πάντα...

—Πολύ καλά το έκανε η κυρία Πιζερόν κι εγκατέλειψε την Ωξέρ, είπε η κυρία Βερμύτ. Είναι ηλίθια και κακούργα. Ακούστηκε ποτέ να καταφεύγουν στο δηλητήριο για να βγάλουν από τη μέση έναν άντρα; Λες και δεν έχομε άλλα μέσα σίγουρα κι ακίνδυνα να απαλλαχτούμε απ' αυτή τη φάρα! Ας βρεθεί κανένας να με κατηγορήσει για την διαγωγή μου! Ο αγαθούλης κύριος Βερμύτ δε μ' ενοχλεί καθόλου και δεν χειροτέρεψε γι' αυτό η υγεία του! Κι η κόμισσα ντε Μονκορνέ, βλέπετε πως τριγυρνά στα μοναστήρια και τα σαλέ της μ' αυτόν το δημοσιογράφο που έφερε απ' το Παρίσι με τα έξοδά της, και τον κανακίζει κάτω απ' τη μύτη του στρατηγού!

—Με τα έξοδά της;... φώναξε η Σουντρύ. Είναι σίγουρο; Αν μπορούσαμε να το αποδείξομε, τι ωραίο θέμα για ένα ανώνυμο γράμμα στο στρατηγό...

—Ο στρατηγός... είπε η κυρία Βερμύτ. Μα δεν θα τον ανησυχήσετε καθόδου, ο ταπετσιέρης κάνει τη δουλειά του.

—Ποια δουλειά, ωραία μου; ρώτησε η κυρία Σουντρύ. —Ε, δεν το ξέρετε, αυτός τους δίνει το κρεβάτι.

—Αν ο κακομοίρης ο Πιζερόν αντί να ενοχλεί τη γυναίκα του, είχε αυτή τη φρονιμάδα, θα ζούσε ακόμη, είπε ο γραμματέας.

Η κυρία Σουντρύ έσκυψε στον διπλανό της, τον κύριο Γκερμπέ απ' το Κους και του έκανε μια μαϊμουδίσια γκριμάτσα, απ' αυτές που νόμιζε πως έχει κληρονομήσει απ' την παλιά κυρία της μαζί με τα σερβίτσια της. Διπλασιάζοντας τις γκριμάτσες έδειξε στον Διευθυντή Ταχυδρομείου την κυρία Βερμύτ, που ακιζότανε με τον δημιουργό της Βιλβοκετειάδος και του είπε:

—Μα πόσο δεν είναι καθώς πρέπει αυτή η γυναίκα! Τι τρόποι, τι κουβέντες! Δεν ξέρω αν θα μπορώ να την ανεχθώ πολύ καιρό στ ην κο ινωνία μας , ιδίως όταν θα είναι εδώ ο κύριος Γκουρντόν, ο ποιητής.

—Αυτή είναι η κοινωνική ηθική! Είπε ο εφημέριος που τα είχε ακούσει και τα είχε δει όλα χωρίς να βγάλει λέξη.

Μετά απ' αυτό το επίγραμμα ή μάλλον την σάτιρα αυτής της κοινωνίας, λακωνική αλλά τόσο αληθινή, που αφορούσε τον καθένα, αποφάσισαν να παίξουν μποστόν.

Έτσι δεν περνάνε τον καιρό τους παντού; Αλλάξτε τα ονόματα, και θα δείτε πως δεν λένε τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο στα πιο φημισμένα Παρισινά σαλόνια.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΤΟ ΚΑΦΕ ΝΤΕ ΛΑ ΠΑΙ

Όταν ο Ριγκού πέρασε έξω από το καφενείο «η Ειρήνη» θα ήταν γύρω στις εφτά. Ο ήλιος έπεφτε λοξά πάνω στην όμορφη πολιτεία και σκόρπιζε κόκκινες ανταύγειες. Ο διάφανος καθρέφτης της λίμνης δημιουργούσε μια αντίθεση με τα αστραφτερά τζάμια του Καφενείου απ' όπου γεννιόνταν τα πιο παράξενα και τα πιο φανταστικά χρώματα.

Δοσμένος ολόκληρος στις μηχανορραφίες του, ο σκοτεινός καλόγερος άφηνε τ' άλογό του να προχωρεί σιγά - σιγά. Έτσι περνώντας από το καφενείο πήρε το αυτί του το όνομά του σε έναν από κείνους τους καυγάδες που, κατά τα λεγόμενα του αββά Τωπέν, δημιουργούσαν την πιο μεγάλη αντινομία με το όνομα του μαγαζιού.

Για να γίνει αντιληπτή η σκηνή που ακολουθεί, είναι αναγκαίο να εξηγήσομε, την τοπογραφία αυτής της χώρας της αφθονίας που αρχίζει από την πλατεία με το καφενείο και τελειώνει στο δημοτικό δρόμο, με το περίφημο Τίβολι, που το προόριζαν για θέατρο μιας από τις πράξεις της συνωμοσίας κατά του στρατηγού.

Το οίκημα ήταν χτισμένο στη γωνία του δρόμου και της πλατείας κι έμοιαζε στο στυλ με την κατοικία του Ριγκού. Το ισόγειο είχε 3 παράθυρα προς το δρόμο και δυο στην πλατεία. Ανάμεσά τους βρισκόταν η τζαμόπορτα της εισόδου. Το καφενείο έχει και μια πλαϊνή πόρτα που ανοίγει στη δεντροστοιχία που το χωρίζει από το γειτονικό σπίτι του Βαλλέ, του ψιλικατζή της Σουλάνζ, κι οδηγεί σε μια εσωτερική αυλή.

Τα χρώματά του ήσαν κίτρινο καναρινί στους τοίχους και πράσινο στα παραθυρόφυλλα. Είναι από τα σπάνια σπίτια αυτής της πολιτείας που έχουν δυο ορόφους και σοφίτες. Και να το γιατί:

Πριν να πλουτίσει έτσι αναπάντεχα η La-Ville-aux-Fayes, τα δωμάτια του πρώτου ορόφου νοικιάζονταν στα άτομα, που τα υποχρέωνε να 'ρθουν στη Σουλάνζ η δικαιοδοσία του Βαΐλου, και στους επισκέπτες που δεν τους φιλοξενούσαν στον πύργο. Κάθε δωμάτιο έχει ένα κρεβάτι και μια υποτυπώδη επίπλωση για να δικαιολογεί το «ενοικιάζεται δωμάτιο επιπλωμένο». Εδώ και είκοσι πέντε χρόνια όμως, οι μοναδικοί ενοικιαστές ήταν σαλτιμπάγκοι, γυρολόγοι, πλασιέ και πωλητές φαρμάκων. Στην εποχή του πανηγυριού το νοίκι ανέβαινε στα τέσσερα φράγκα τη μέρα. Τα τέσσερα δωμάτια του Σοκάρ του άφηναν κέρδος καμιά εκατοστή σκούδα, χώρια την κατανάλωση που έκαναν στο καφενείο.

Η πρόσοψη στην πλατεία είχε ιδιαίτερη διακόσμηση. Στους δυο πίνακες που χώριζαν την πόρτα από τα παράθυρα ήταν ζωγραφισμένες μπιλιαρδόστεκες με χαριτωμένους φιόγκους από κορδέλες. Πάνω από τους φιόγκους άχνιζε το ποντς σε ελληνικού στυλ κύπελλα. Η επιγραφή Καφενείο η Ειρήνη έλαμπε κατακίτρινη σε πράσινο φόντο. Δεξιά κι αριστερά υψώνονταν πυραμίδες από τρίχρωμα μπαλάκια του μπιλιάρδου. Τα πράσινα παράθυρα είχανε τζάμια από κοινό γυαλί.

Καμιά δεκαριά τούγιες φυτεμένες δεξιά κι αριστερά μέσα σε κιβώτια, αρρωστιάρικες αλλά φιλόδοξες, παρίσταναν τα δέντρα του καφενείου. Οι τέντες από χοντρό πανί που χρησιμοποιούν οι έμποροι του Παρισιού και μερικών άλλων πλούσιων κέντρων γα να προστατεύουν τα μαγαζιά τους από τον ήλιο, ήταν μια άγνωστη πολυτέλεια για το Σοκάρ. Πίσω απ' τα τζάμια σε σανιδένια ράφια, ήταν αραδιασμένες οι φιάλες, όπου το εξαίσιο λικέρ έπαιρνε περιοδικές βράσεις. Συγκεντρώνοντας τις ακτίνες του μέσα από τις φακοειδείς προεξοχές των τζαμιών, ο ήλιος έκανε να κοχλάζουν τα μπουκάλια της Μαδέρας, τα ηδύποτα, οι μποτίλιες με το ρακί από δαμάσκηνα και κεράσια, γιατί η ζέστη ήταν τόσο αφόρητη που η Αγλαΐα, ο πατέρας και το γκαρσόνι τους ήταν αναγκασμένοι να κάθονται συνέχεια στα παγκάκια δεξιά κι αριστερά από την είσοδο. Είχαν την αυταπάτη πως τους σκίαζαν τα ασθενικά δεντράκια που τα πότιζε κάθε πρωί η δεσποινίς Σοκάρ με σχεδόν καυτό νερό.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ορισμένες μέρες, ο πατέρας, η κόρη, και το γκαρσόνι, ξαπλωμένοι στα παγκάκια σαν κατοικίδια ζώα, έβραζαν στον ύπνο.

Το 1804, όταν ήταν του συρμού «ο Παύλος κι η Βιργινία», κόλλησαν στους τοίχους γυαλιστερά χαρτιά με τις κυριότερες σκηνές του ρομάντζου. Έβλεπες νέγρους να μαζεύουν καφέ — κι αυτός τουλάχιστον υπήρχε κάπου σ' αυτό το μαγαζί, αν και δεν κατανάλωναν παραπάνω από είκοσι φλιτζάνια το μήνα. Αλλά όσο για τα υπόλοιπα αποικιακά προϊόντα ήταν τόσο λίγο συνηθισμένα στη Σουλάνζ, που αν κάποιος ξένος ζητούσε ένα φλιτζάνι σοκολάτα από το Σοκάρ, θα τον έφερνε σε οδυνηρή αμηχανία. Ωστόσο, θα κατάφερνε να του προσφέρει ένα σκούρο αηδιαστικό ζουμί από κείνες τις ταμπλέτες που πουλάνε δυο πεντάρες οι μπακάληδες της περιοχής και παρασκευάζονται με σκοπό να χτυπήσουν το εμπόριο αυτού του σπανιόλικου προϊόντος. Στις ταμπλέτες βέβαια μπαίνει πιο πολύ αλεύρι, κοπανιστά αμύγδαλα και ακαθάριστη ζάχαρη, παρά κακάο.

Τον καφέ τον έβραζε ο Σοκάρ σε μια χύτρα, απ' αυτές που έχουν όλες οι νοικοκυρές. Έριχνε στον πάτο σκόνη ανακατεμένη με ραδίκι και σέρβιρε το αφέψημα με την αξιοπρέπεια ενός γκαρσονιού παριζιάνικου καφενείου, σ' ένα φλιτζάνι πορσελάνης που, αν έπεφτε χάμω, ούτε θα ράγιζε.

Εκείνο τον καιρό, ο θρησκευτικός σεβασμός που προκαλούσε η ζάχαρη, την εποχή της Αυτοκρατορίας, δεν είχε διαδοθεί ακόμη στην πόλη της Σουλάνζ. Η Αγλαΐα Σοκάρ λοιπόν έφερνε μαζί με τον καφέ τέσσερα κομμάτια ζάχαρη, χοντρά σαν φουντούκια, σ' όποιον από τους γυρολόγους θα τολμούσε να παραγγείλει αυτό το καταπότι.

Η εσωτερική διακόσμηση, που την ανάδειχναν καθρέφτες με επιχρυσωμένα πλαίσια και καλόγεροι για τα καπέλα, δεν είχε αλλάξει από τότε που όλη η Σουλάνζ είχε έρθει να θαυμάσει αυτή τη μαγευτική ταπετσαρία, και ένα παγκάρι από μαόνι και μάρμαρο της Αγίας Άννας, με επαργυρωμένα βάζα και λάμπες της τελευταίας μόδας, δώρο λέγανε του Γκωμπερτέν στην ωραία κυρία Σοκάρ. Ένα παχύ και γλυτσιάρικο στρώμα σκόνης, σαν αυτό που σκεπάζει τους παλιούς πίνακες που είναι ξεχασμένοι σε αποθήκες, τα θάμπωνε όλα.

Τα μαρμαρένια τραπέζια, τα σκαμνιά, από κόκκινο βελούδο της Ουτρέχτης, η λάμπα Κενκέ1

Εκεί μαζεύονταν από το 1802 μέχρι το 1814 όλοι οι αστοί της Σουλάνζ για να παίξουν ντόμινο και χαρτιά και να πιουν λικέρ, παλιό κρασί με φρούτα ποτισμένα στο ρακί και μπισκότα, γιατί η ακρίβεια των αποικιακών εδώδιμων είχε εξαφανίσει τον καφέ, τη σοκολάτα και τη ζάχαρη. Το ποντς και το βαυαρέζικο ποτό ήταν η πιο μεγάλη λιχουδιά. Αυτά τα παρασκευάσματα φτιάχνονταν με μια ζαχαρώδη ουσία, σιροπιασμένη, σαν τη μελάσα, που τ' όνομά της έχει πια ξεχασθεί, αλλά έκαμε πλούσιο τον εφευρέτη της.

με τα δυο φυτίλια, που τη στόλιζαν κρύσταλλα και κρεμόταν απ' το ταβάνι με μια αλυσίδα, ήταν η πρώτη αρχή της φήμης του «Καφενείου ο Πόλεμος».

Αυτές οι σύντομες λεπτομέρειες είναι γνωστές σ' όλους τους ταξιδιώτες. Κι όσοι δεν εγκατέλειψαν ποτέ το Παρίσι, θα μπορέσουν να φαντασθούν το μαυρισμένο από την καπνιά ταβάνι του καφενείου και τους θαμπωμένους καθρέφτες του από χιλιάδες μαύρα στίγματα, που έδειχναν την απόλυτη ασυδοσία του γένους των υμενοπτέρων εκεί μέσα.

Εκεί είχε το βασίλειό της, ντυμένη με την τελευταία λέξη της μόδας, η ωραία κυρία Σοκάρ, που οι ερωτικές της περιπέτειες ξεπερνούσαν τις ιστορίες που έλεγε γι' αυτές η Τονσάρ του Γκραντ Ι Βερ. Είχε

1 Από το όνομα του εφευρέτη.

Digitized by 10uk1s, May 2010

επιβάλλει πρώτη το τουρμπάνι της σουλτάνας — την εποχή της Αυτοκρατορίας, η μόδα της Σουλτάνας είχε την πέραση που έχει σήμερα η μόδα του Άγγελου.

Παλιότερα, όλη η κοιλάδα ερχόταν να αντιγράψει τα σαρίκια, τα πλατύγυρα καπέλα, τα γούνινα μπονέ και τα κινέζικα χτενίσματα της ωραία Καφετζούς, που, για τα λούσα της, τη «βοηθούσαν» όλα τα σπουδαία πρόσωπα της Σουλάνζ. Φορώντας τη ζώνη της ψηλά, όπως τη φορούσαν οι περήφανες για την αυτοκρατορική τους χάρη μανάδες μας, η Ζυνί —αυτό ήταν το όνομά της— στέριωσε το σπιτικό του Σοκάρ. Σ' αυτήν χρωστούσε ο άντρας της ένα αμπέλι, το σπίτι που κάθονταν και το Τίβολι. Ο πατέρας του κυρίου Λυπέν, λένε πως είχε κάνει πολλές τρέλες για το χατίρι της ωραίας Ζυνί Σοκάρ. Ο Γκωμπερτέν, που την είχε πάρει, της χρωστούσε, χωρίς αμφιβολία, το μικρό Μπουρνιέ.

Και μόνο αυτές οι λεπτομέρειες κι η μυστική τέχνη του Σοκάρ να φτιάχνει το παλιό κρασί θα 'φταναν για να εξηγήσουν γιατί το όνομά του και το καφενείο του ήταν τόσο ξακουστά στην κοιλάδα. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι λόγοι, που μεγάλωναν αυτή την δημοτικότητα. Στο καπηλειό του Τονσάρ και στ' άλλα καπηλειά της κοιλάδας δεν εύρισκε κανείς παρά κρασί. Ενώ από το Κους, μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes, σε μια περιοχή έξι λευγών, το καφενείο του Σοκάρ ήταν το μόνο που θα μπορούσε κανείς να παίξει μπιλιάρδο και να πιει το ποντς που με τόση τέχνη έφτιαχνε ο μαιτρ του τόπου. Μονάχα εκεί έβλεπες ξένα κρασιά, θαυμάσια λικέρ και ρακί από φρούτα.

Το όνομά του λοιπόν ακουγόταν καθημερινά στην κοιλάδα κι ήτανε συνώνυμο λες με τις εξαίσιες απολαύσεις, που ονειρεύονται εκείνοι που, το στομάχι τους, έχει μεγαλύτερη ευαισθησία από την καρδιά τους. Ένας άλλος λόγος της φήμης του ήταν και το προνόμιο να είναι το «εκ των ων ουκ άνευ» για το πανηγύρι της Σουλάνζ.. Μ' ένα λόγο, το Καφέ ντε λα Παι, για την αμέσως ανώτερη τάξη, ήταν στην πόλη ό,τι ήταν το Γκραντ Ι Βερ για τους χωριάτες, ένα δοχείο δηλητήριου. Ήτανε το διάμεσο του κουτσομπολιού ανάμεσα στη La-Ville-aux-Fayes και την κοιλάδα. Το Γκραντ Ι Βερ προμήθευε γάλα και κρέμα στο Καφέ ντε λα Παι κι οι δυο κόρες του Τονσάρ είχανε καθημερινή επικοινωνία μ' αυτό το μαγαζί.

Για τον Σοκάρ, η πλατεία της Σουλάνζ ήταν παράρτημα του καφενείου του. Τα καλοκαίρια, με ένα παντελόνι κι ένα γιλέκο μισοκουμπωμένο, κατά τη συνήθεια των καφετζήδων στις μικρές πόλεις, πηγαινοερχόταν από πόρτα σε πόρτα και κουβέντιαζε με τον καθένα. Οι συνομιλητές του τον ειδοποιούσαν όταν έμπαινε κανείς στο μαγαζί του, κι αυτός ξαναγυρνούσε βαρύς και σχεδόν άκεφος.

Αυτές οι λεπτομέρειες πρέπει να πείσουν όσους απ' τους Παριζιάνους δεν έχουν βγει έξω από τη συνοικία τους, ότι ήταν δύσκολο ή μάλλον αδύνατο να μείνει κρυφό έστω και το παραμικρό στην κοιλάδα του Αβόν, από το Κους μέχρι τη La-Ville-aux-Fayes. Δεν υπάρχει τρόπος να στεγανοποιηθεί η ύπαιθρος. Ο τόπος είναι γεμάτος από Γκραντ Ι Βερ και Καφέ ντε λα Παι, που εκτελούν χρέη ηχείου, κι αντανακλούν μ' ένα μαγικό τρόπο και το πιο ασήμαντο επεισόδιο όσο ψιθυριστά κι αν έχει γίνει. Το κουτσομπολιό αντικαθιστά εδώ τον ηλεκτρικό τηλέγραφο. Μ' αυτό τον τρόπο διαδίδονται, τόσο αστραπιαία, καταστροφές που έγιναν σε πολλά μίλια απόσταση.

Ο Ριγκού σταμάτησε, κατέβηκε απ' τ' αμάξι του και έδεσε το άλογό του σ' έναν από τους πάσσαλους της πόρτας του Τίβολι. Βρήκε το πιο φυσικό πρόσχημα για να παρακολουθήσει τον καυγά χωρίς να δίνει την εντύπωση πως κρυφακούει: Στάθηκε ανάμεσα στα δυο παράθυρα. Αν πρόβαλε λίγο το κεφάλι στο ένα, θα μπορούσε να δει και τα πρόσωπα, να παρακολουθήσει τις χειρονομίες και να ακούσει τις βρισιές, που έκαναν τα τζάμια να τρέμουν.

—Αν πω στο μπάρμπα - Ριγκού πως ο αδερφός σου, ο Νικολά, έχει στο μάτι την Πεσινά, φώναζε μια διαπεραστική φωνή, πως την παίρνει συνέχεια από πίσω, ότι έχετε σκοπό να του την βουτήξετε κάτω

Digitized by 10uk1s, May 2010

από τη μύτη του, θα βγάλει τα μάτια ολονών σας εκεί, στο Γκραντ Ι Βερ, διακονιαραίοι.

—Αν κάνεις κάτι τέτοιο, Αγλαΐα, απάντησε η τσιριχτή φωνή της Μαρίας Τονσάρ, θα πάθεις χουνέρι, που θα το διηγιέσαι στα σκουλήκια του τάφου σου!.. Δε σου πέφτει λόγος, ούτε στις δουλειές του Νικολά, ούτε στις δικές μου με το Μπονεμπώ.

Η Μαρί, κεντρισμένη από τη γιαγιά της, είχε πάρει από πίσω το Μπονεμπώ. Απ' το παράθυρο όπου ετούτη τη στιγμή στεκόταν ο Ριγκού, τον είχε δει να ξεδιπλώνει τις χάρες του και να κάνει κόρτε στη δεσποινίδα Σοκάρ. Και, όπως φαίνεται, καλάρεσαν της Αγλαΐας τα κομπλιμέντα του, γιατί του αποκρίθηκε μ' ένα χαμόγελο. Αυτό ακριβώς ήταν η αιτία του καυγά και της πολύτιμης ανακάλυψης που έκανε ο Ριγκού.

—Ε, μπάρμπα - Ριγκού, βάλατε στο μάτι την περιουσία μου;.. είπε ο Σοκάρ και χτύπησε στον ώμο τον τοκογλύφο.

Ο Σοκάρ ξεπρόβαλε από μια αποθήκη, στη γωνιά του κήπου, φορτωμένος παιγνίδια για λαϊκά πανηγύρια: τραμπάλες, ξύλινα αλογάκια, κούνιες κλπ., που τα έστηνε στο Τίβολί του. Είχε έρθει αθόρυβα, γιατί φορούσε εκείνες τις παντόφλες από κίτρινο δέρμα, που έχουν μεγάλη πέραση στις επαρχίες, εξ αιτίας της χαμηλής τιμής τους.

—Αν έχετε φρέσκα λεμόνια, θα 'πινα ευχαρίστως μια λεμονάδα, απάντησε ο Ριγκού. Η βραδιά είναι πολύ ζεστή...

—Μα ποιοι στριγγλίζουν έτσι; είπε ο Σοκάρ και, κοιτάζοντας από το παράθυρο, είδε την κόρη του στα χέρια με τη Μαρί Τονσάρ.

—Μαλώνουν για τον Μπονεμπώ, παρατήρησε ο Ριγκού σαρκαστικά.

Στην καρδιά του Σοκάρ το συμφέρον του καταστηματάρχη έπνιξε την οργή του πατέρα. Ο καφετζής έκρινε φρονιμότερο να παρακολουθήσει τον καυγά απ' έξω, όπως έκανε ο Ριγκού, ενώ ο πατέρας θα ήθελε να μπει και να δηλώσει ότι ο Μπονεμπώ, μ' όλες τις χάρες που θα μπορούσε να του βρει ένας καφετζής, δεν άξιζε για γαμπρός ενός προύχοντα της Σουλάνζ, αν κι ο μπάρμπα-Σοκάρ είχε ελάχιστες προτάσεις γάμου για τη μοναχοκόρη του. Στα είκοσι δυο της χρόνια, η Αγλαΐα, συναγωνιζότανε, σε φάρδος, λίπος και βάρος, την κυρία Βερμισέλ που η ευκινησία της προκαλούσε τη γενική κατάπληξη. Εκτός από την πατρική κληρονομικότητα, η καθιστική ζωή της Αγλαΐας, που κρατούσε το ταμείο, μεγάλωνε την τάση της για πάχος.

—Τι διάολο έχουνε μέσα τους αυτές οι κοπέλες; ρώτησε ο μπάρμπα Σοκάρ το Ριγκού.

—Α, χα! απάντησε ο πρώην Βενεδικτίνος. Απ' όλους τους διαβόλους αυτόν πιάνει πιο συχνά η Εκκλησία.

Ο Σοκάρ αντί για απάντηση βάλθηκε να εξετάζει τις μπιλιαρδόστεκες στους πίνακες που χώριζαν τα παράθυρα, που το χέρι του καιρού τις είχε κάνει δυσδιάκριτες, καθώς είχε πέσει τόπους - τόπους ο σουβάς.

Εκείνη τη στιγμή ο Μπονεμπώ παράτησε το μπιλιάρδο κι άρχισε να χτυπά άγρια με τη στέκα τη Μαρία.

—Εσύ φταις που δεν πέτυχα τη μπάλα. Εσένα όμως θα σε πετύχω και δε θα σταματήσω αν δεν σε κάνω να φας τη γλώσσα σου.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Σοκάρ κι ο Ριγκού έκριναν πως ήταν πια καιρός να μπουν στη μέση. Η είσοδός τους ξεσήκωσε ένα σύννεφο από μύγες που έκανε να σκοτεινιάσει η μέρα. Ο θόρυβός τους θύμιζε ασκήσεις μαθητευόμενων τυμπανιστών. Ύστερα απ' την πρώτη έκπληξη, οι χοντρές μύγες με τη γαλαζωπή κοιλιά, οι μικρές μύγες και μερικές αλογόμυγες ξαναπήραν τη θέση τους στη βιτρίνα: Τα μικρά τους «στίγματα» είχαν εξαφανίσει τελείως τη μπογιά από τα τρία σανιδένια ράφια όπου ήταν παρατεταγμένες σαν στρατιώτες, οι βρώμικες μπουκάλες.

Η Μαρί έκλαιγε. Σ' όποια κοινωνική τάξη κι αν ανήκει, καμιά γυναίκα δεν μπορεί να ανεχθεί την ταπείνωση να φάει ξύλο απ' τον αγαπημένο της μπροστά στην αντίζηλό της. Μάλιστα, όσο πιο χαμηλή είναι η κοινωνική θέση της, τόσο πιο βαθύ είναι το μίσος της. Η κόρη του Τονσάρ πάνω στα νεύρα της δεν πρόσεξε ούτε το Ριγκού ούτε τον Σοκάρ. Έπεσε σε μια άγρια και καταθλιπτική σιωπή. Ο παλιός ιερωμένος την κατασκόπευε.

—Φέρε ένα φρέσκο λεμόνι, Αγλαΐα, και ξέπλυνε μόνη σου ένα ποτήρι με πόδι, είπε ο Σοκάρ.

—Καλά κάνατε και διώξατε την κόρη σας, του ψιθύρισε ο Ριγκού, θα τραυματιζόταν ίσως θανάσιμα.

Και του 'δειξε με το βλέμμα τη Μαρί που κρατούσε το σκαμνί της στο χέρι, έτοιμη να το πετάξει στο κεφάλι της Αγλαΐας.

—Ησύχασε, Μαρί, είπε ο μπάρμπα - Σοκάρ και στάθηκε μπροστά της. Εδώ δεν έρχεται ο κόσμος για ν' αρπάζει σκαμνιά... Αν έσπαζες τους καθρέφτες μου, νομίζεις πως θα μου τους πλήρωνες με το γάλα της αγελάδας σου;

—Μπάρμπα - Σοκάρ, η κόρη σας δεν αξίζει φράγκο. Κι αν δε θέλετε το Μπονεμπώ για γαμπρό, είναι ώρα να του πείτε να πάει αλλού να παίζει μπιλιάρδο!.. Κι όχι να χάνει εκατό πεντάρες κάθε τόσο στο μαγαζί σας.

Ο Σοκάρ δεν άφησε τη Μαρί να τελειώσει αυτό το χείμαρρο από κραυγές μάλλον παρά λόγια. Την άρπαξε από τη μέση και μ' όλο που τσίριζε κι αντιστεκόταν, την πέταξε έξω. Ευτυχώς γι' αυτήν, γιατί κείνη την ώρα ξανάβγαινε ο Μπονεμπώ από το μπιλιάρδο, τούρκος απ' το θυμό του.

—Αυτό δε θα τελειώσει έτσι! στρίγγλισε η Μαρί.

—Τσακίσου από δω, ούρλιαξε ο Μπονεμπώ, που με δυσκολία τον συγκρατούσε ο Βιολέ. Πήγαινε στο διάβολο, αλλιώς δεν θα σου ξαναμιλήσω ποτέ.

—Εσύ; αγρίεψε η Μαρί. Δώσε πρώτα πίσω τα λεφτά μου και να σε χαίρεται η δεσποινίς Σοκάρ, αν είναι τόσο πλούσια για να σε συντηρεί...

Πάνω σ' αυτό, βλέποντας πως ο Σοκάρ δυσκολευόταν να κρατήσει τον Μπονεμπώ που έκαμε να ορμήσει κατά πάνω της σαν τίγρης, το 'σκασε τρομαγμένη.

Ο Ριγκού την ανέβασε στ' αμάξι του για να τη γλυτώσει απ' το θυμό του Μπονεμπώ, που οι φωνές του ακούγονταν μέχρι το μέγαρο Σουντρύ. Αφού φυγάδεψε τη Μαρί, ξαναγύρισε να πιει τη λεμονάδα του. Γύρω απ' τον Μπονεμπώ είχανε μαζευτεί ο Πλισού, ο Αμωρύ, ο Βιολέ και το γκαρσόνι που προσπαθούσε να τον καθησυχάσει.

—Είναι η σειρά σου να παίξεις, ουσάρε, είπε ο Αμωρύ, ένας ξανθούλης νεαρός με θολά μάτια.

—Εξ άλλου, αυτή το 'σκασε, είπε ο Βιολέ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Αν ένοιωσε ποτέ κανείς έκπληξη, αυτός ήταν ο Πλισσού, τη στιγμή που αντιλήφθηκε τον τοκογλύφο του Μπλανζύ καθισμένο σ' ένα τραπεζάκι και απασχολημένο πιο πολύ μ' αυτόν, τον Πλισού, παρά με τον καυγά των δύο κοριτσιών. Χωρίς να το θέλει, ο κλητήρας άφησε να φανεί στο πρόσωπό του εκείνο το είδος της έκπληξης που προκαλεί η συνάντηση μ' έναν άνθρωπο που τον μισούμε, που συνωμοτούμε εναντίον του. Όμως ξαναγύρισε γρήγορα στο μπιλιάρδο.

—Αντίο, μπάρμπα - Σοκάρ, είπε ο τοκογλύφος.

—Σταθείτε! Θα σας φέρω εγώ το αμάξι σας, είπε ο καφετζής. Πιέστε τη λεμονάδα με το πάσο σας.

«Πώς θα μάθω τι λένε αυτοί οι άνθρωποι, την ώρα που παίζουνε μπιλιάρδο;», συλλογιζόταν ο Ριγκού, καθώς κοίταζε στον καθρέφτη το γκαρσόνι.

Το γκαρσόνι, ήταν το παιδί για όλες τις δουλειές, καλλιεργούσε τα αμπέλια του Σοκάρ, καθάριζε το καφενείο, το μπιλιάρδο, σκάλιζε τον κήπο, πότιζε το Τίβολι, κι όλα αυτά για είκοσι σκούδα το χρόνο. Δε φορούσε σακάκι παρά σε εξαιρετικές περιστάσεις και το μοναδικό κουστούμι του ήταν ένα λινό μπλε παντελόνι. Φορούσε χοντροσολιασμένα παπούτσια, ένα γιλέκο από ριγωτό βελούδο και την ποδιά της δουλειάς του, όταν σέρβιρε στο καφενείο ή τους παίχτες του μπιλιάρδου. Αυτή η ποδιά με τις τιράντες ήταν το «σήμα κατατεθέν» του λειτουργήματός του. Ο Σοκάρ τον είχε προσλάβει στο περασμένο πανηγύρι, γιατί στην κοιλάδα, όπως και σ' ολόκληρη τη Βουργουνδία, οι άνθρωποι προσλαμβάνονται για ένα χρόνο, με την ίδια ακριβώς διαδικασία που αγοράζουν τ' άλογα.

—Πώς σε λένε; τον ρώτησε ο Ριγκού.

—Μισέλ, αφέντη, απάντησε το γκαρσόνι.

—Έρχεται καμιά φορά εδώ ο Φουρσόν;

—Δυο - τρεις φορές τη βδομάδα, μαζί με τον κύριο Βερμισέλ που μου δίνει μερικές πεντάρες, για να τους προειδοποιώ πότε ροβολάει κατά δω η γυναίκα του.

—Καλός άνθρωπος ο μπάρμπα-Φουρσόν, μορφωμένος και με μυαλό, είπε ο Ριγκού και βλέποντας τον Σοκάρ να φέρνει το αμάξι του, πλήρωσε τη λεμονάδα του και βγήκε απ' αυτό το βρώμικο καφενείο.

Την ώρα που ανέβαινε στ' αμάξι του, ο Ριγκού αντιλήφθηκε τον φαρμακοποιό.

—Ε, κύριε Βερμύτ!

Ο Βερμύτ άνοιξε το βήμα του και όταν τον έφθασε, ο Ριγκού του ψιθύρισε:

—Δε μου λέτε, υπάρχουν αντιδραστήρια ικανά να αποσυνθέσουν τον ιστό του δέρματος και να προκαλέσουν τοπικές κακώσεις, μια φλεγμονή, ας πούμε, στο δάχτυλο;

—Αν ανακατευθεί και ο κύριος Γκουρντόν, ναι, απάντησε ο παραγνωρισμένος σοφός.

—Βερμύτ, προσέξτε μη σας ξεφύγει λέξη για όσα είπαμε, γιατί θα τα χαλάσουμε. Μιλήστε με τον κύριο Γκουρντόν και πέστε του να 'ρθει να με βρει μεθαύριο· θα του δώσω την ευκαιρία για μια πολύ λεπτή εγχείριση, να κόψει ένα δείκτη.

Κι ο παλιός δήμαρχος, αφήνοντας κατάπληκτο το μικρό φαρμακοποιό, ανέβηκε στο αμάξι του και κάθισε δίπλα στη Μαρί Τονσάρ. Έδεσε τα χαλινάρια στον κρίκο του δερμάτινου σκεπάσματος της

Digitized by 10uk1s, May 2010

καρότσας και το άλογο άρχισε να τρέχει.

—Τι συμβαίνει μικρή μου οχιά; ρώτησε τη Μαρί και της έπιασε το χέρι. Νομίζεις πως θα κρατήσεις τον Μπονεμπώ με τέτοια καμώματα;.. Αν ήσουνα έξυπνη, θα φρόντιζες να παντρευτεί αυτό το βουνό της βλακείας, και θα 'παιρνες έτσι την εκδίκησή σου.

Η Μαρί δεν κατάφερε να μη χαμογελάσει.

—Τι κακός που είστε!.. Βάζετε γυαλιά σ' όλους μας!

—Άκου δω, Μαρί. Εγώ αγαπώ τους χωριάτες, αλλά δεν πρέπει να μπαίνετε ανάμεσα στα δόντια μου και στο μεζέ μου... Η Αγλαΐα είπε ότι ο αδερφός σου ο Νικολά κυνηγά την Πεσινά. Αυτό δεν είναι καλό. Το παιδί το έχω στην προστασία μου. Θα της αφήσω τριάντα χιλιάδες φράγκα κληρονομιά και θέλω να την καλοπαντρέψω. Έμαθα πως ο Νικολά, με τη βοήθεια της Κατερίνας, παρά λίγο να σκοτώσει σήμερα το πρωί αυτό το δύστυχο παιδί. Όταν δεις τον αδερφό και την αδερφή σου, πες τους: «Αν αφήσετε την Πεσινά ήσυχη, ο μπάρμπα - Ριγκού θα γλυτώσει τον Νικολά απ' τη στρατολογία...».

—Είστε ο ίδιος ο διάβολος, φώναξε η Μαρί. Καλά λένε πως έχετε υπογράψει συμμαχία μαζί του... Είναι δυνατόν;

—Ναι! απάντησε ο Ριγκού.

—Το λέγανε στις βεγγέρες και δεν το πίστευα.

—Μου έχει εγγυηθεί μάλιστα ότι καμιά δολοφονική επίθεση εναντίον μου δεν θα πετύχει, ότι δεν θα με κλέψουν ποτέ, ότι θα ζήσω εκατό χρόνια χωρίς ν' αρρωστήσω, ότι θα 'χω ό,τι θελήσω κι ότι, μέχρι τη μέρα του θανάτου μου, θα 'μαι νεαρός σαν κόκορας δυο χρονών...

—Αυτό είναι ολοφάνερο, είπε η Μαρί. Τότε θα τα καταφέρετε με το διαβολικό σας τρόπο να απαλλάξετε εύκολα τον αδερφό μου από το στρατό...

—Αν το θέλει, πρέπει να θυσιάσει ένα του δάχτυλο! θα του πω με ποιον τρόπο!..

—Μπα! παίρνετε τον πάνω δρόμο;

—Τη νύχτα δεν περνώ ποτέ από δω, απάντησε ο παλιός μοναχός.

—Εξ αιτίας του σταυρού; ρώτησε μ' αφέλεια η Μαρί.

—Πονηρούλα! Το βρήκες! απάντησε ο διαβολικός άνθρωπος.

Είχανε φτάσει στο σημείο, που, ο δημοτικός δρόμος, είναι σκαμμένος, σ' ένα μικρό ύψωμα. Οι πλαγιές του είναι αρκετά απότομες, συνηθισμένο φαινόμενο στους γαλλικούς δρόμους. Στο τέλος αυτής της στενοποριάς, που έχει καμιά εκατοστή βήματα μήκος, οι δρόμοι του Ρονκερόλ και του Σερνέ σχηματίζουν ένα σταυροδρόμι. Τόσο απ' τη μια πλαγιά, όσο κι από την άλλη, μπορεί κανείς να σημαδέψει ένα διαβάτη και να τον σκοτώσει στα σίγουρα και με τον ασφαλέστερο τρόπο, μια και το ύψωμα είναι φυτεμένο μ' αμπέλια κι ο κακοποιός μπορεί μια χαρά να κρυφτεί για την ενέδρα του μέσα στους βάτους που είναι φυτρωμένοι στην τύχη. Καταλαβαίνει κανείς πολύ καλά γιατί ο τοκογλύφος —πάντοτε προσεχτικός— απόφευγε να περνά τη νύχτα από κει. Ο Τυν περιτριγυρίζει αυτό το λόφο που λέγεται «φράχτης του Σταυρού». Δεν υπάρχει πιο κατάλληλος τόπος για μια

Digitized by 10uk1s, May 2010

σίγουρη εκδίκηση ή έγκλημα. Ο δρόμος του Ρονκερόλ συναντά το γεφύρι του Αβόν μπροστά στο κυνηγετικό περίπτερο και ο δρόμος του Σερνέ βγάζει λίγο πιο πέρα από το βασιλικό δρόμο. Έτσι ο δολοφόνος μπορεί να διαλέξει, για την υποχώρησή του, έναν απ' τους τέσσερις δρόμους της Αιγκ, του Σερνέ, του Ρονκερόλ ή της La-Ville-aux-Fayes και να μπερδέψει όσους επιχειρήσουν να τον καταδιώξουν.

—Θα σ' αφήσω στην αρχή του χωριού, είπε ο Ριγκού μόλις φάνηκαν τα πρώτα σπίτια του Μπλανζύ.

—Φοβάστε την Αννέτ, δειλέ! φώναξε η Μαρί. Αλήθεια πότε θα τη διώξετε; Πάνε τώρα τρία χρόνια από τότε που την πήρατε... Αυτό που μου φαίνεται αστείο είναι πως η γριά σας στέκει μια χαρά.. Φαίνεται πως ο καλός Θεός σας εκδικείται...

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η ΤΡΙΑΝΔΡΙΑ ΤΗΣ ΛΑ-ΒΙΛ-Ω-ΦΑΙ

Ο φρόνιμος τοκογλύφος είχε αναγκάσει τη γυναίκα του και το Ζαν να κοιμούνται με τη μέρα. Το σπίτι, τους έλεγε, δεν κινδύνευε από κλέφτες αν αγρυπνούσε ο ίδιος μέχρι τα μεσάνυχτα και ξυπνούσε αργά. Έτσι όχι μόνο είχε την ησυχία του από τις εφτά το βράδυ μέχρι τις πέντε το πρωί, αλλά είχε συνηθίσει τη γυναίκα του και το Ζαν να σέβονται τον ύπνο του και τον ύπνο της Άγαρ του, που το δωμάτιό της ήταν ακριβώς πίσω από το δικό του.

Την άλλη μέρα το πρωί, κατά τις εξήμιση, η κυρία Ριγκού, που φρόντιζε η ίδια το κοτέτσι μαζί με το Ζαν, χτύπησε δειλά την πόρτα του άντρα της.

—Κύριε Ριγκού, μου είχες πει να σε ξυπνήσω.

Ο τόνος αυτής της φωνής, η στάση της γυναίκας, το περίφοβο ύφος της όταν εκτελούσε μια διαταγή που ίσως είχε παρεξηγήσει, έδειχνε πόσο είχε παραιτηθεί απ' όλα τα δικαιώματά του το δύστυχο αυτό πλάσμα και πόσο σεβόταν τον πανούργο τυραννίσκο.

—Καλά! φώναξε ο Ριγκού.

—Να ξυπνήσω την Αννέτ;

—Όχι, άσ' την να κοιμηθεί!... Ήτανε στο πόδι όλη τη νύχτα, είπε σοβαρά.

Αυτός ο άνθρωπος ήτανε πάντα σοβαρός, ακόμα κι όταν έκανε αστεία. Πραγματικά, η Αννέτ είχε ανοίξει μυστικά την πόρτα στο Σιμπιλέ, το Φουρσόν και την Κατερίνα, που είχανε έλθει σε διαφορετικές ώρες, ανάμεσα έντεκα και μία.

Δέκα λεπτά αργότερα, ο Ριγκού, ντυμένος με πιο πολλή φροντίδα απ' ό,τι συνήθιζε, κατέβηκε και είπε στη γυναίκα του: «Καλημέρα, γριά μου!». Η γυναίκα κατακοκκίνισε από ευχαρίστηση. Ένοιωθε τώρα πιο ευτυχισμένη παρά αν έβλεπε τον ίδιο τον Μονκορνέ στα πόδια της.

—Ζαν, είπε στον παλιό μοναστηριακό υπηρέτη, μην αφήσεις το σπίτι από τα μάτια σου. Αν με κλέψουν, πιο χαμένος από μένα θα είσαι συ!...

Μ' αυτόν τον τρόπο, ανακατεύοντας το γλυκό με το άγριο, τις κατσάδες και τις υποσχέσεις, ο σοφός εγωιστής είχε κάνει τους τρεις σκλάβους του αφοσιωμένους σα σκυλιά στο πρόσωπό του.

Κατά τις οχτώ το πρωί, ο Ριγκού, αποφεύγοντας πάντα το «φράχτη του Σταυρού», έφτασε στην πλατεία της Σουλάνζ.

Τη στιγμή που έδενε το άλογό του μπροστά στη μικρή πόρτα με τα τρία σκαλιά άνοιξε το παράθυρο και φάνηκε το βλογιοκομμένο πρόσωπο του Σουντρύ, που η έκφραση των δυο μικρών μαύρων ματιών του το έκανε πανούργο.

—Ας πάρομε κάτι πρόχειρο, γιατί μέχρι να φάμε στη La-Ville-aux-Fayes θα περάσει μια ώρα.

Φώναξε με γλυκύτητα μια νεαρή υπηρέτρια, ωραία όσο κι η Αννέτ του Ριγκού, που ήρθε αμέσως αθόρυβα. Της είπε να σερβίρει ένα κομμάτι ζαμπόν και ψωμί. Ύστερα πήγε ο ίδιος να φέρει κρασί από την κάβα του.

Ο Ριγκού παρατηρούσε για χιλιοστή φορά αυτή την τραπεζαρία με το δρύινο πάτωμα, τη φατνωτή

Digitized by 10uk1s, May 2010

οροφή, τις ωραίες καλοβαμμένες ντουλάπες, την ξύλινη επένδυση, την ωραία σόμπα και το εξαίσιο ρολόι του τοίχου, όλα έπιπλα της δεσποινίδας Λαγκέρ. Οι καρέκλες είχανε ράχη σε σχήμα λύρας, με άσπρο λουστραρισμένο ξύλο και πράσινο μαροκινό με επιχρυσωμένα καρφιά. Το μαονένιο τραπέζι το σκέπαζε ένας πράσινος μουσαμάς με βαθιές σκιές και πράσινη μπορντούρα. Το καλογυαλισμένο απ' τον Υρμπαίν παρκέ έδειχνε με πόση φροντίδα υπηρετούνται οι παλιές καμαριέρες.

«Μπα! πεταμένα λεφτά, σκέφτηκε για μια ακόμη φορά ο Ριγκού... Το ίδιο καλά τρώγω κι εγώ στην τραπεζαρία μου κι έχω και το εισόδημα απ' τα χρήματα που θα χρειάζονταν γι' αυτή την άχρηστη πολυτέλεια».

—Που είναι λοιπόν η κυρία Σουντρύ; ρώτησε το δήμαρχο της Σουλάνζ που εμφανίστηκε με ένα μπουκάλι κρασί σεβαστών διαστάσεων.

—Κοιμάται.

—Δεν ενοχλείτε πια τον ύπνο της, ε;

Ο πρώην χωροφύλακας έκλεισε μαργιόλικα το μάτι του και έδειξε το ζαμπόν που έφερνε η Ζανέτ, η ωραία του υπηρέτρια.

—Ένα καλό κομμάτι ζαμπόν, είναι ένα κι ένα για να σας ξυπνήσει! είπε ο δήμαρχος. Είναι σπιτίσιο! Το κόψαμε χτες...

—Συμπέθερε, αυτό το κομμάτι δεν το είχα υπ' όψη μου. Πού το ξετρυπώσατε;

ψιθύρισε στο αυτί του Σουντρύ, ο παλιός Βενεδικτίνος.

—Είναι σαν το ζαμπόν, απάντησε ο χωροφύλακας, και ξανάρχισε να κλείνει το μάτι του. Την έχω εδώ κι οχτώ μέρες...

Η Ζανέτ φορούσε ακόμη το νυχτικό της σκούφο, ένα κοντό μεσοφόρι, παντούφλες στα γυμνά της πόδια και, πάνω στο ανοιχτό της πολκάκι, ένα μαντήλι που μόλις έκρυβε τα πλούσια νεανικά της κάλλη. Φαινόταν πιο ορεκτική κι απ' το ζαμπόν, που τόσο είχε εκθειάσει ο Σουντρύ. Μικρόσωμη, παχουλή, άφηνε να φαίνονται τα γυμνά χυτά της μπράτσα που κατάληγαν σε χοντρά χέρια με λακκάκια και κοντά δάχτυλα φαγωμένα στις άκρες, που πρόδιναν μια σιδερένια υγεία. Είχε το τυπικό πρόσωπο Βουργουνδέζας, κοκκινωπό, αλλά άσπρο στους κροτάφους, το λαιμό και τα αυτιά. Τα καστανά μαλλιά της, τα ανοιχτά ρουθούνια, τα μάτια που ανέβαιναν προς τα αυτιά, το αισθησιακό στόμα, το απαλό χνούδι στα μάγουλα, η ζωηρή έκφραση που μετριαζόταν από μια ψευτοταπεινή στάση, όλα μαρτυρούσαν την κατεργάρα υπηρέτρια.

—Λόγω τιμής, η Ζανέτ μοιάζει πραγματικά με το ζαμπόν, είπε ο Ριγκού. Αν δεν είχα μιαν Αννέτ, θα 'θελα μια Ζανέτ.

—Η μια συμπληρώνει την άλλη. Η Αννέτ σας είναι γλυκιά, ξανθιά, αδυνατούλα... Πώς πάει, αλήθεια, η κυρία Ριγκού;... κοιμάται;... είπε απότομα ο Σουντρύ για να δείξει στο Ριγκού ότι καταλάβαινε το αστείο.

—Ξυπνά με τα κοκόρια αλλά κοιμάται με τις κότες. Εγώ κάθομαι για να διαβάσω τη «Συνταγματική». Η γυναίκα μου μ' αφήνει και κοιμάμαι το πρωί και το βράδυ. Για όλο τον κόσμο δεν θα 'μπαινε στο δωμάτιό μου χωρίς άδεια...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Εδώ γίνεται ακριβώς το αντίθετο, απάντησε η Ζανέτ. Η κυρία μένει στο σαλόνι με τους μπουρζουάδες της πόλης και παίζει χαρτιά. Καμιά φορά μαζεύονται δεκαπέντε άνθρωποι. Ο κύριος κοιμάται στις οχτώ και ξυπνάμε πρωί - πρωί...

—Σου φαίνεται διαφορετικό, αλλά στο βάθος, γλυκό μου παιδί, είναι το ίδιο, απάντησε ο Ριγκού. Αν θες, έλα στο σπίτι μου. Εγώ θα στείλω εδώ την Αννέτ και θα 'ναι το ίδιο και λίγο διαφορετικό.

—Γερο - ξετσίπωτε, την κάνεις και ντρέπεται.

—Τι είναι αυτά, χωροφύλακα! Ένα μόνο άλογο θέλεις στο σταύλο σου;... Καθένας παίρνει την ευτυχία του όπου τη βρίσκει.

Η Ζανέτ, υπακούοντας στον αφέντη της, πήγε να ετοιμάσει την τουαλέτα του.

—Της υποσχέθηκες να την παντρευτείς, όταν πεθάνει η γυναίκα σου, ε; ρώτησε ο Ριγκού.

—Στην ηλικία μας, μόνο αυτός ο τρόπος μας έμεινε!

—Με τέτοια φιλόδοξα κορίτσια, γίνεται κανείς γρήγορα χήρος... ιδίως αν η κυρία Σουντρύ έλεγε μπροστά στη Ζανέτ πώς σαπούνιζε παλιότερα τις σκάλες.

Αυτή η κουβέντα βύθισε σε σκέψεις τους δυο γέρους συζύγους. Όταν η Ζανέτ ανάγγειλε πως όλα ήταν έτοιμα, ο Σουντρύ της είπε: «έλα να με βοηθήσεις», πράγμα που έκανε τον παλιό Βενεδικτίνο να χαμογελάσει.

—Να κι άλλη διαφορά. Εγώ, συμπέθερε, θ' άφηνα χωρίς φόβο την Αννέτ.

Ένα τέταρτο αργότερα, ο Σουντρύ, με μεγάλη στολή, ανέβηκε στο αμάξι. Οι δυο φίλοι έστριβαν από τη λίμνη της Σουλάνζ για να πάνε στη La-Ville-aux-Fayes.

—Και μ' αυτό τον πύργο τι θα γίνει; είπε ο Ριγκού όταν φάνηκε από μακριά ο πύργος.

Από τον τόνο της φωνής του παλιού επαναστάτη φαινόταν το μίσος που τρέφουν οι αγρότες μπουρζουάδες, για τα μεγάλα τσιφλίκια και τους πύργους.

—Όσο ζω, ελπίζω να τον βλέπω όρθιο, είπε ο πρώην χωροφύλακας. Ο κόμης ντε Σουλάνζ ήταν στρατηγός μου. Μου πρόσφερε πολλές εκδουλεύσεις· μου κανόνισε τη σύνταξή μου, άφησε τη διαχείριση της γης του στο Λυπέν, που ο πατέρας του έβγαλε απ' αυτήν ολόκληρη περιουσία. Μετά το Λυπέν, θα 'ναι κάποιος άλλος, κι όσο υπάρχουν Σουλάνζ, θα έχουνε την εκτίμηση όλων. Είναι καλοί άνθρωποι, αφήνουνε τον καθένα ήσυχο να μαζεύει τη σοδειά του και περνάνε κι αυτοί καλύτερα...

—Ο στρατηγός έχει τρία παιδιά. Μπορεί, όταν πεθάνει, να μην τα πάνε καλά μεταξύ τους. Θα 'ρθει μια μέρα που ο άντρας της κόρης του κι οι γιοι του θα τα βγάλουνε στο σφυρί όλα αυτά τα σιδερικά. Θα τα πουλήσουν στους εμπόρους και θα τα ξανατσιμπήσομε.

Ο πύργος της Σουλάνζ φάνηκε προφίλ, σαν να προκαλούσε τον πρώην καλόγερο.

—Αχ! εκείνο τον καιρό κάνανε καλά χτίρια, είπε ο Σουντρύ. Μα ο κύριος κόμης βάζει στην άκρη τα

Digitized by 10uk1s, May 2010

εισοδήματά του για να κάνει τη Σουλάνζ ματζοράτο1

—Τα ματζοράτα, συμπέθερε, θα πέσουν.

.

Κι αφού εξαντλήθηκε η κουβέντα για τα συμφέροντά τους, βάλθηκαν να εκθειάζουν τα ιδιαίτερα θέλγητρα των υπηρετριών τους, σε επαρχιακή διάλεκτο, τόσο βαθειά βουργουνδέζικη, που είναι κάπως δύσκολο να τυπωθεί. Αυτό το ανεξάντλητο θέμα κράτησε μέχρι που αντίκρισαν την πρωτεύουσα της περιφέρειας όπου βασίλευε ο Γκωμπερτέν. Οι πιο ανυπόμονοι από τους αναγνώστες θα ανεχθούν ίσως ακόμη μια διακοπή, μια και η πόλη αυτή θα πρέπει να κινεί αρκετά την περιέργεια.

Το όνομα της La-Ville-aux-Fayes, αν και παράξενο, εξηγείται εύκολα. Η λατινική του βάση Vila in Fago, σημαίνει: Ενδιαίτημα μέσα στα δάση. Υπήρχε λοιπόν παλιά ένα δάσος στο δέλτα του Αβόν και του Υόν. Χωρίς αμφιβολία, κάποιος Φράγκος είχε χτίσει ένα κάστρο πάνω στο λόφο που σβήνει με μαλακιές πλαγιές στη μεγάλη πεδιάδα, όπου αγόρασε το χτήμα του ο βουλευτής Λεκλέρκ. Χωρίζοντας το δέλτα με μια μεγάλη και φαρδιά τάφρο, ο καταχτητής απόχτησε ένα περίφημο οχυρό, μια πραγματικά αρχοντική θέση, κατάλληλη για να εισπράττει τόσο τα διόδια από τις γέφυρες, όσο και τα αλεστικά από τους μύλους.

Έτσι άρχισε η ιστορία της La-Ville-aux-Fayes. Κάθε φεουδαρχική ή θρησκευτική κυριαρχία, γεννά συμφέροντα των κατοίκων πρώτα κι ύστερα των πόλεων, γιατί οι τοπικές αρχές είναι σε θέση να τραβήξουν, να αναπτύξουν ή να δημιουργήσουν βιομηχανίες. Ο τρόπος που βρήκε ο Ζαν Ρουβέρ για τη μεταφορά της ξυλείας από τα ποτάμια και που απαιτούσε ευνοϊκές θέσεις για τη συγκέντρωσή της, δημιούργησε τη La-Ville-aux-Fayes, που μέχρι τότε, σε σύγκριση με τη Σουλάνζ, δεν ήταν παρά ένα χωριό.

Η La-Ville-aux-Fayes με τα δυο ποτάμια που την περιβάλλουν, έγινε μια τεράστια ξυλαποθήκη. Η δουλειά που απαιτεί η ανέλκυση, η αναγνώριση των κομμένων κορμών, οι σχεδίες, που ο Υόν φέρνει στο Σηκουάνα, προκάλεσαν μια μεγάλη συρροή εργατών. Ο πληθυσμός έφερε την κατανάλωση και γέννησε το εμπόριο. Η La-Ville-aux-Fayes, που αριθμούσε μόλις 600 κατοίκους στο τέλος του XVIου αιώνα, είχε δυο χιλιάδες το 1790 και ο Γκωμπερτέν τους είχε κάνει τέσσερις χιλιάδες. Και να πως:

Όταν το νομοθετικό Συμβούλιο ψήφισε την καινούργια διαίρεση της χώρας, η La-Ville-aux-Fayes, τοποθετημένη σε μια απόσταση, που, από γεωγραφικούς λόγους, χρειαζόταν μια Υποδιοίκηση, προτιμήθηκε από τη Σουλάνζ για πρωτεύουσα της περιφέρειας. Κι αφού ήρθε η Υποδιοίκηση ήρθε και το Πρωτοδικείο και όλοι οι υπάλληλοι μιας επαρχιακής πρωτεύουσας. Η αύξηση του παρισινού πληθυσμού, μεγάλωσε την αξία και την ποσότητα της απαιτούμενης ξυλείας για θέρμανση και μαζί μ' αυτό την σπουδαιότητα του εμπορίου της La-Ville-aux-Fayes. Ο Γκωμπερτέν στήριξε την επιχειρηματική του δραστηριότητα πάνω σ' αυτή την πρόβλεψη: μάντεψε δηλαδή την επίδραση που θα είχε η ειρήνη στον παρισινό πληθυσμό. Πραγματικά, από το 1815 ως το 1825, αυτός μεγάλωσε παραπάνω από ένα τέταρτο.

Η μορφή της La-Ville-aux-Fayes, καθορίζεται από τη διαμόρφωση του εδάφους. Γύρω απ' τον κάβο ήταν τα λιμάνια. Στα πόδια του λόφου, με το δάσος των Σουλάνζ, ήταν το φράγμα για την ξυλεία. Ανάμεσα στο φράγμα και την πόλη ήταν ένα προάστιο. Στο πιο φαρδύ μέρος του δέλτα, η κάτω πόλη κατέβαινε μέχρι τη λίμνη του Αβόν.

Πάνω από την κάτω πόλη, πεντακόσια σπίτια με κήπο στο ξεχερσωμένο εδώ και τρακόσια χρόνια

1 Η αναπαλλοτρίωτη περιουσία, που μεταβιβάζεται, μαζί με τον τίτλο ευγενείας, στο μεγαλύτερο γιο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ύψωμα, περιβάλλουν τον κάβο από τις τρεις μεριές κι απολαμβάνουν τις χίλιες όψεις της διαμαντένιας λίμνης του Αβόν. Στις όχθες της, μισοφτιαγμένες σχεδίες και σωροί από ξύλα. Τα νερά του ποταμού είναι φορτωμένα ξύλα. Οι ωραίοι καταρράκτες του Αβόν, πιο ψηλά από τον ποταμό, τροφοδοτούνε τους μύλους και μερικές βιοτεχνίες. Αυτός ο τεράστιος όλο κίνηση πίνακας φαίνεται πιο παράξενος με τα πράσινα δάση που τον περιβάλλουν και τη θαυμάσια αντίθεση της μεγάλης κοιλάδας της Αιγκ με τις βαριές σκιές της La-Ville-aux-Fayes.

Απέναντι σ' αυτό το φαρδύ παραπέτασμα, ο βασιλικός δρόμος που περνά πάνω από το ποτάμι μ' ένα γεφύρι, ένα τέταρτο της λεύγας έξω από τη La-Ville-aux-Fayes, κόβει στην αρχή της μια δεντροστοιχία με λεύκες. Εκεί βρίσκεται συγκεντρωμένο γύρω από το ταχυδρομείο ένα μικρό προάστιο. Ο δημοτικός δρόμος κάνει κι αυτός ένα γύρο για να φτάσει στο γεφύρι, όπου συναντά το μεγάλο δρόμο.

Ο Γκωμπερτέν είχε χτίσει το σπίτι του σ' ένα οικόπεδο πάνω στο δέλτα, με προοπτική να φτιάξει μια πλατεία, που θα 'κανε την κάτω πάλη τόσο ωραία, όσο και η πάνω. Ήταν ένα μοντέρνο πέτρινο σπίτι, με μαντεμένιο μπαλκόνι, γρίλιες, καλοβαμμένα παράθυρα χωρίς στολίδια, σκεπή από σχιστόλιθους, ένα μόνο όροφο και αποθήκες, μια ωραία αυλή και πίσω έναν κήπο α - λ' - αγγλαίζ, που τον πότιζαν τα νερά του Αβόν. Η κομψότητα αυτού του σπιτιού ανάγκασε την Υποδιοίκηση, που στεγαζότανε προσωρινά σ' ένα άθλιο οίκημα, να εγκατασταθεί στο αντικρινό μέγαρο, χτισμένο από την Επαρχία μετά από την επιμονή των βουλευτών Λεκλέρκ και Ρονκερόλ. Η πόλη έκτισε κι αυτή εκεί το Δημαρχείο της. Το δικαστήριο, με νοίκι, στεγάστηκε κι αυτό σ' ένα κτίριο που τέλειωσαν τελευταία. Έτσι η La-Ville-aux-Fayes, χάρη στο ανήσυχο πνεύμα του δημάρχου της, είχε μιαν εντυπωσιακή σειρά από πολύ μοντέρνα κτίρια. Και για να συμπληρωθεί το τετράγωνο της πλατείας, η Χωροφυλακή ετοίμαζε, με τη σειρά της, το στρατώνα της.

Αυτές οι αλλαγές που έκαναν τους κατοίκους να καμαρώνουν, ήταν αποτέλεσμα της επιρροής του Γκωμπερτέν. Ο δήμαρχος εδώ και λίγες μέρες είχε πάρει το σταυρό της Λεγεώνας της Τιμής, με την ευκαιρία της γιορτής του Βασιλιά. Σ' αυτή λοιπόν την πόλη, που είχε τόσο πρόσφατη ιστορία, δεν υπήρχαν ούτε ευγενείς, ούτε αριστοκρατία. Οι μπουρζουάδες της, περήφανοι για την ανεξαρτησία τους, ευνοούσαν όλοι το αλληλοφάγωμα των χωρικών και ενός κόμη της Αυτοκρατορίας, που υποστήριζε την παλινόρθωση. Γι' αυτούς οι καταπιεστές ήταν καταπιεζόμενοι. Η κυβέρνηση γνώριζε καλά τις διαθέσεις αυτής της εμπορικής πόλης, γι' αυτό και της είχαν για έπαρχο έναν άνθρωπο διαλλακτικό, ένα μαθητή του θείου του, τον περίφημο ντε Λυπώ, έμπειρο στις συναλλαγές, εξοικειωμένο με τις απαιτήσεις κάθε κυβέρνησης, έναν άνθρωπο μ' άλλα λόγια από κείνους που οι πουριτανοί πολιτικοί —στο βάθος χειρότεροι— ονομάζουν διεφθαρμένους.

Το εσωτερικό του σπιτιού του Γκωμπερτέν ήταν διακοσμημένο σύμφωνα με τις ανούσιες επιταγές της μοντέρνας χλιδής. Πλούσια χρωματιστά χαρτιά με χρυσές μπορντούρες, πολυέλαιοι από μπρούντζο, έπιπλα από μαόνι, αστρικές λάμπες, στρογγυλά τραπέζια με μάρμαρο πάνω, άσπρες πορσελάνες με χρυσές γραμμές για το επιδόρπιο, καρέκλες από κόκκινο μαροκινό και γκραβούρες à l' aquatinta1

Για όποιον ξέρει τη Γαλλία, τα σπίτια του Ριγκού, του Σoυντρύ και του Γκωμμπερτέν δεν είναι τα τυπικά σπίτια του χωριού, της μικρής πόλης, και της επαρχιακής πρωτεύουσας;

για την τραπεζαρία, ένα έπιπλο με μπλε τσόχα για το σαλόνι, όλα ψυχρά και υπερβολικά ασήμαντα, μα που στη La-Ville-aux-Fayes περνούσαν για το άκρο άωτο της πολυτέλειας. Η κυρία Γκωμπερτέν έπαιζε το ρόλο της κομψής γυναίκας με πολλή λάμψη. Έπαιρνε ύφος, χαριεντιζόταν στα σαράντα πέντε της χρόνια, σα δημαρχίνα που ήταν βέβαιη για τη γοητεία της κι είχε την Αυλή της.

1 Χαλκογραφία, που μιμείται την ακουαρέλλα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Γκωμπερτέν φαινότανε άνθρωπος προικισμένος και πνευματώδης. Κι όμως δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο. Χρωστούσε την πονηριά του και την ορθοφροσύνη του στην υπερβολική του απληστία για το κέρδος. Δεν ήθελε να κάνει περιουσία, ούτε για τη γυναίκα του, ούτε για τις δυο του κόρες, ούτε για το γιο του, ούτε για τον εαυτό του, ούτε από αγάπη για την οικογένεια, ούτε για την εκτίμηση που συνοδεύει εκείνον που έχει χρήματα. Εκτός από ένα πάθος για εκδίκηση, που τον έτρωγε, είχε μια μόνο αγάπη: το παιγνίδι του χρήματος, σαν το Νούσιγκεν, που, όπως έλεγαν, ψηλάφιζε πάντα το χρυσάφι του και στις δυο του τσέπες συγχρόνως. Η ζωή του, ήταν οι επιχειρήσεις. Κι αν κι είχε γεμάτο πάντα το στομάχι, ανάπτυσσε τη δραστηριότητα ανθρώπου με στομάχι αδειανό. Σαν τους υπηρέτες της σκηνής, οι ίντριγκες, τα κόλπα, οι απάτες, οι εμπορικές δολοπλοκίες, οι εισπράξεις, οι πληρωμές, οι σκηνές, οι καυγάδες για το συμφέρον, τον συγκινούσαν, τον ζωντάνευαν, έκαναν το αίμα του να κυκλοφορεί, του σκόρπιζαν τη χολή σ' όλο το σώμα. Και πηγαινοερχόταν έφιππος, πεζός, μ' αμάξι, με πλοίο, στους πλειστηριασμούς, στο Παρίσι, χωρίς να παραλείπει να σκεφτεί τίποτα, χωρίς να μπερδεύει τις τριάντα χιλιάδες νήματα που κρατούσε στα χέρια του.

Ζωηρός, αποφασιστικός στις κινήσεις όσο και στις ιδέες, μικρόσωμος, καμπουριασμένος, με στενή μύτη, λαμπερό μάτι, τσιτωμένο αυτί, κρατούσε από τη ράτσα των κυνηγόσκυλων. Το ηλιοκαμένο πρόσωπό του, μελαχρινό κι ολοστρόγγυλο, απ' όπου ξεπετάγονταν δυο τσουρουφλισμένα αυτιά, γιατί συνήθως φορούσε κασκέτο, ταίριαζαν με το χαρακτήρα του. Η μύτη του ήταν ανασηκωτή, τα στενά του χείλια δεν τα ξέσφιγγε ποτέ καλή κουβέντα. Οι φαβορίτες του φούντωναν μαύρες και γυαλιστερές σα θάμνοι πάνω στα μάγουλά του και κατέβαιναν μέχρι το λαιμοδέτη του. Τα ασπρόμαυρα μαλλιά του κατσάρωναν σαν περούκα γέρο - δικαστή. Λες και τα 'χε τσουρουφλίσει στις γυριστές τους άκρες η φωτιά που έκαιγε στο κρανίο του και άστραφτε στα μάτια του. Ίσως απ' τη συνήθεια να τα κλείνει όταν κοίταζε τα χωράφια φάτσα στον ήλιο, τα γκρίζα του μάτια ήταν γεμάτα ρυτίδες ολόγυρα. Στεγνός, νευρικός, κοκαλιάρης, είχε τα τριχωτά, γαμψά και καμπουριασμένα χέρια των ανθρώπων που εκθέτουν τη ζωή τους σε κίνδυνο. Ωστόσο άρεσε στους ανθρώπους που τον συναναστρέφονταν γιατί είχε μια ψεύτικη ευθυμία που ξεγελούσε. Ήξερε να μιλά πολύ χωρίς να λέει τίποτα απ' όσα ήθελε να αποσιωπήσει. Έγραφε σπάνια για να μπορεί να αρνείται ό,τι δεν τον συνέφερνε. Τα γράμματά του τα έγραφε ένας ταμίας, τίμιος, από κείνους που οι άνθρωποι με το χαρακτήρα του Γκωμπερτέν ξέρουν πάντα να ξετρυπώνουν και να τους κάνουν πρώτο τους θύμα.

Όταν το μικρό ελαφρό αμάξι του Ριγκού φάνηκε κατά τις οχτώ το πρωί στη λεωφόρο που ακολουθεί το ποτάμι από το ταχυδρομείο, ο Γκωμπερτέν με μπότες, κασκέτο και σακάκι, γύριζε κιόλας απ' το λιμάνι. Βίασε το βήμα του γιατί μάντευε πως η αιτία που ανάγκαζε τον τοκογλύφο να μετακινηθεί δεν είναι άλλη απ' τη μεγάλη υπόθεση.

—Καλημέρα, μπάρμπα τσιμπίδα. Καλημέρα κοιλιά γεμάτη σοφία και χολή, είπε κι έδωσε από ένα φιλικό χτύπημα στον καθένα απ' τους δυο επισκέπτες του. Έχομε να συζητήσαμε για υποθέσεις, μα ο καλύτερος τρόπος, μα την πίστη μου, είναι να κουβεντιάσομε μ' ένα ποτηράκι κρασί στο χέρι.

—Απορώ πως δεν παχαίνετε, με τέτοιες συνήθειες, είπε ο Ριγκού.

—Κουράζομαι πολύ. Δεν είμαι σαν εσάς, να κάθομαι στο σπίτι, να με χαϊδολογάνε σα γερομασκαρά... Καλά κάνετε! Κάθεστε στην πολυθρόνα σας με την ράχη γυρισμένη στη φωτιά, την κοιλιά σας στο τραπέζι κι η πελατεία έρχεται και σας βρίσκει... Μα περάστε λοιπόν μέσα, το σπίτι μου είναι δικό σας για όσο καιρό θελήσετε....

Ένας υπηρέτης με μπλε λιβρέα και κόκκινα σιρίτια πήρε το άλογο από το χαλινάρι για να το δέσει στην αυλή, όπου βρίσκονταν οι σταύλοι και τα μαγειρεία..

Ο Γκωμπερτέν άφησε τους δυο φιλοξενούμενούς του στον κήπο και γύρισε αφού έδωσε τις απαραίτητες οδηγίες για το γεύμα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Λοιπόν, τσακάλια μου, είπε κι έτριψε τα χέρια του, δεν είχε φέξει ακόμα όταν είδα την χωροφυλακή της Σουλάνζ να πηγαίνει κατά το Κους. Μα την πίστη μου, το πράμα μυρίζει μπαρούτι... Θα πάνε να συλλάβουνε τους καταδικασμένους για αγροτικά πταίσματα... Τούτη την ώρα, ξανάπε κοιτάζοντας το ρολόι του, θα τους έχουν τσουβαλιάσει κιόλας.

—Μάλλον.

—Και τι λένε στα χωριά; Τι έχουν αποφασίσει;

—Και τι να αποφασίσουν; ρώτησε ο Ριγκού. Εμάς δεν μας ενδιαφέρει, πρόσθεσε κοιτάζοντας το Σουντρύ.

—Πώς; Κι αν βγει στο σφυρί η Αιγκ; κι αν πετύχουνε τα σχέδιά μας; ποιος θα κερδίσει τις πεντακόσιες ή εξακόσιες χιλιάδες φράγκα; Εγώ μοναχός μου; Με τρία παιδιά για αποκατάσταση και γυναίκα που δεν παίρνει από λογική στα λούσα; μπας κι έχω τα νεφρά να φτύσω δυο εκατομμύρια; Χρειάζομαι συνεταίρους. Μπάρμπα τσιμπίδα εσύ έχεις τα κεφάλαιά σου έτοιμα. Δεν υπάρχει ούτε μια υποθήκη σου που να μη βρίσκεται κοντά στη λήξη της και δε δανείζεις παρά μόνο χαρτονομίσματα. Εγώ μπαίνω με οχτακόσιες χιλιάδες φράγκα κι ο γιος μου, ο δικαστής, με διακόσες χιλιάδες. Υπολογίζω πως ο τσιμπίδας, από δω, θα βάλει διακόσες χιλιάδες. Πόσα θα βάλετε εσείς, ...παναγιότατε;

—Τα υπόλοιπα, απάντησε ψυχρά ο Ριγκού.

—Τς! Τς! Θα 'θελα να 'χω το χέρι, εκεί που έχετε την καρδιά! Και τώρα τι σκοπεύετε να κάνετε;

—Ό,τι και σεις. Πέστε μας το σχέδιό σας.

—Το δικό μου σχέδιο είναι να πουλήσω τα μισά, απ' όσα θα πάρω, στο Κους, το Σερνέ και το Μπλανζύ. Ο μπάρμπα Σουντρύ έχει την πελατεία του στη Σουλάνζ, και σεις τη δική σας, εδώ. Δεν υπάρχει λοιπόν δυσκολία. Το θέμα είναι πώς θα συμφωνήσομε μεταξύ μας. Πώς θα μοιράσομε τους μεγάλους κλήρους...

—Τίποτα ευκολότερο, είπε ο Ριγκού. Θα πάρει ο καθένας ό,τι του ταιριάζει καλύτερα. Εγώ δεν θα ενοχλήσω κανένα, θα πάρω τα δάση με το γαμπρό μου και τον μπάρμπα - Σουντρύ. Τα δάση είναι τελείως κατεστραμμένα. Δεν πιστεύω να σας βάζουν σε πειρασμό; Θα σας αφήσομε τη μερίδα σας στα υπόλοιπα. Αξίζουν τα λεφτά σας και με το παραπάνω.

—Θα μας το υπογράψετε αυτό; είπε ο Σουντρύ.

—Το συμβόλαιο δεν έχει καμιά αξία, απάντησε ο Γκωμπερτέν. Εξάλλου βλέπετε ότι εγώ παίζω τίμια το παιγνίδι. Εμπιστεύομαι απόλυτα το Ριγκού. Αυτός θα παρουσιαστεί σαν αγοραστής.

—Αυτό μου αρκεί, είπε ο Ριγκού.

—Έχω ένα όρο όμως. Θέλω το κυνηγετικό περίπτερο, τα παραρτήματά του και πενήντα στρέμματα γύρω. Τα στρέμματα θα σας τα πληρώσω. Το περίπτερο θα το κάνω εξοχική μου κατοικία, θα είναι κοντά στα δάση μου. Η κυρία Γκωμπερτέν η κυρία Ιζώρ, όπως θέλει να τη λένε, θα έχει έτσι τη βίλλα της.

— Δέχομαι, είπε ο Ριγκού.

— Και μεταξύ μας τώρα, χαμήλωσε τη φωνή του ο Γκωμπερτέν και κοίταξε γύρω του για να βεβαιωθεί

Digitized by 10uk1s, May 2010

πως δε θα τους ακούσει κανείς, πιστεύετε ότι θα ήταν ικανοί να μας σκαρώσουν καμιά άσκημη δουλειά;

—Σαν τι; ρώτησε ο Ριγκού που δεν ήθελε ποτέ να μπλέκει με μισόλογα.

—Να αν κάποιος μανιασμένος από τους χωριάτες που θα τύχαινε να είναι κι επιδέξιος... αν, ας πούμε σφύριζε στ' αυτί του κόμη καμιά σφαίρα... έτσι για να τον τρομάξει;...

—Είναι ικανός να τον κυνηγήσει και να τον γραπώσει.

—Κι ο Μισώ;

—Ο Μισώ δεν θα 'κανε κουβέντα· θα πρόσεχε θα κατασκόπευε και στο τέλος θ' ανακάλυπτε και το δράστη κι όσους τον εξόπλισαν.

—Έχετε δίκιο, είπε ο Γκωμπερτέν. Θα πρέπει να ξεσηκωθούνε καμιά τριανταριά μαζεμένοι. Θα 'ριχναν μερικούς στα κάτεργα... Θα μάζευαν δηλαδή τους άχρηστους που κι εμείς θέλομε να τους ξεφορτωθούμε, αφού πρώτα μας κάνουν τη δουλειά μας. Μπορούμε να βρούμε δυο - τρία κουμάσια, σαν τους Τονσάρ και το Μπονεμπώ...

—Ο Τονσάρ μπορεί να κάνει καμιά κουτουράδα, είπε ο Σουντρύ. Τον ξέρω καλά... Θα του ανάψομε ακόμα τα αίματα με το Βωντουαγιέ και τον Κουρτκυίς...

—Τον Κουρτκυίς τον κρατώ, είπε ο Ριγκού.

—Κι εγώ έχω στο χέρι το Βωντουαγιέ.

—Χρειάζεται πρώτα απ' όλα φρόνηση, είπε ο Ριγκού.

—Μα τι είναι αυτά που λέτε τώρα, παναγιότατε; Τα πράματα ακολουθούνε το δρόμο τους... Ή μήπως εμείς κάνουμε τις μηνύσεις, τσιμπάμε τους ανθρώπους, μαζεύομε τα στάχυα και τα φρύγανα;...Αν ο κύριος κόμης καταλάβαινε το συμφέρον του, αν τα πήγαινε καλά με τον διαχειριστή του, αν ήξερε να εκμεταλλευθεί την Αιγκ, τότε αντίο προσδοκίες, κι ο πιο χαμένος δε θα 'μουνα εγώ... Εμείς τώρα κουβεντιάζομε μεταξύ μας. Πως δε θα πω κουβέντα στο Βωντουαγιέ, που να μην μπορώ να την επαναλάβω και μπροστά στο θεό και τους ανθρώπους, αυτό να λέγεται... Μα δεν απαγορεύεται, να προβλέπομε τα γεγονότα και να επωφελούμαστε... Οι χωριάτες αυτού του καντονιού τα παίρνουν εύκολα, οι απαιτήσεις του στρατηγού, οι υπερβολές του, οι καταδιώξεις του Μισώ και των υφισταμένων του, τους σπρώξανε στα άκρα. Σήμερα πια ο κόμπος έχει φτάσει στο χτένι και βάζω στοίχημα πως θα φάνε τα μουστάκια τους με τους χωροφύλακες... Ας πάμε τώρα για φαΐ...

Η κυρία Γκωμπερτέν συνάντησε τους προσκαλεσμένους στον κήπο. Ήτανε μια αρκετά άσπρη γυναίκα, με μακριές μπούκλες α λ' αγγλαίζ, που πέφτανε στα μάγουλά της. Παρίστανε την όλο πάθος ενάρετη, υποκρινότανε ότι δεν έχει ακόμη γνωρίσει τον έρωτα, οι σχέσεις της ήταν όλες πλατωνικές, κι είχε για θαυμαστή τον Εισαγγελέα, ήταν ο patito της, όπως έλεγε. Της άρεσαν πολύ τα μπονέ με τις φουντίτσες, αλλά άφηνε συχνά τα μαλλιά της ελεύθερα και έκανε κατάχρηση στα αγαπημένα της χρώματα, το μπλε και το απαλό ροζ. Χόρευε και είχε στα σαράντα πέντε της χρόνια καμώματα νεαρού κοριτσιού. Αλλά τα πόδια της ήταν χοντρά και τα χέρια της απαίσια. Ήθελε να την λένε Ιζώρ, γιατί παρά τα γελοία της καμώματα είχε το καλό γούστο να μη βρίσκει καθώς πρέπει το όνομα Γκωμπερτέν. Τα μάτια της ήταν άχρωμα, και τα μαλλιά της είχαν ένα ακαθόριστο χρώμα, κάτι σαν λερωμένη

Digitized by 10uk1s, May 2010

ναγκίν1

—Λοιπόν, κύριοι, είπε αφού τους χαιρέτησε, έχω παράξενα νέα. Η χωροφυλακή ξαναγύρισε...

. Τέλος ήταν το πρότυπο όλων εκείνων των τρυφερών υπάρξεων που παριστάνουν τα σεραφείμ και απευθύνουν φλογερά βλέμματα στον ουρανό.

—Έκανε πολλές συλλήψεις;..

—Καμιά, ο στρατηγός ζήτησε χάρη... Κι επειδή γιορτάζεται η επέτειος της επανόδου του βασιλιά μας, η παράκλησή του εισακούσθηκε.

Οι τρεις συνέταιροι αλληλοκοιτάχτηκαν.

—Είναι πιο πονηρός, απ' όσο πίστευα, αυτός ο χοντροκαραβανάς, είπε ο Γκωμπερτέν. Ελάτε στην τραπεζαρία, μας χρειάζεται παρηγοριά. Στο κάτω - κάτω, το παιγνίδι δε χάθηκε τελείως, μονάχα αναβλήθηκε. Αυτό τώρα αφορά εσάς, κύριε Ριγκού...

Ο Σουντρύ κι ο Ριγκού τα είχαν χαμένα. Μην μπορώντας να φανταστούν τίποτα ικανό να φέρει την καταστροφή που θα τους εξυπηρετούσε, εμπιστεύθηκαν στην τύχη. Μοιάζανε με κείνους τους Γιακωβίνους που τις πρώτες μέρες της Επανάστασης, έξω φρενών για την καλοσύνη του Λουδοβίκου XVI που τους χαλούσε τα σχέδια, κάνανε το παν για να προκαλέσουν την αυστηρότητα της αυλής και να φέρουν την αναρχία που θα σήμαινε γι' αυτούς δύναμη και εξουσία. Οι τρομεροί αντίπαλοι του Μονκορνέ στήριζαν τις τελευταίες ελπίδες τους στην αυστηρότητα του Μισώ και των αγροφυλάκων μπροστά σε καινούργιες ερημώσεις του δάσους. Ο Γκωμπερτέν τους υποσχέθηκε να τους βοηθήσει χωρίς να κατονομάσει τους συνεργάτες του, γιατί δεν ήθελε να ξέρουν τις σχέσεις του με το Σιμπιλέ.

Την εχεμύθεια του Γκωμπερτέν μόνο ένας αποστάτης καλόγερος κι ένας πρώην χωροφύλακας θα μπορούσαν να την έχουν. Αυτή η συνωμοσία, δεν θα μπορούσε να καταλήξει σε αίσιο πέρας, ή μάλλον σε απαίσιο για να κυριολεκτούμε, αν δεν είχε για ηγέτες τρεις ανθρώπους τέτοιου χαρακτήρα που τους κινούσε το μίσος και το συμφέρον.

1 Βαμβακερό, κιτρινωπό ύφασμα, που κατασκευαζόταν στο Νανκίν της Κίνας.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΝΙΚΗ ΧΩΡΙΣ ΜΑΧΗ

Οι φόβοι της κυρίας Μισώ ήταν το αποτέλεσμα εκείνης της δεύτερης δράσης που δίνει το αληθινό πάθος. Απασχολημένη αποκλειστικά μ' ένα μόνο πλάσμα, η ψυχή καταλήγει να αγκαλιάσει τον ηθικό κόσμο που το περιβάλλει, διακρίνει καθαρά μέσα του. Στον έρωτά της, η γυναίκα νοιώθει τα προαισθήματα που την ταράζουν αργότερα, τον καιρό της μητρότητας.

Την ώρα που η νεαρή γυναίκα βασανιζόταν απ' αυτές τις συγκεχυμένες μυστικές φωνές, που έρχονται από ανεξερεύνητες περιοχές, στο καπηλειό του Γκραντ Ι Βερ διαδραματιζόταν μια σκηνή που απειλούσε πραγματικά τη ζωή του συζύγου της.

Κατά τις πέντε το πρωί, όσοι ξύπνησαν πρώτοι στην εξοχή, είδαν να περνά η χωροφυλακή της Σουλάνζ από το δρόμο του Κους. Το νέο μεταδόθηκε γρήγορα. Οι ενδιαφερόμενοι ανησύχησαν πολύ, μαθαίνοντας ότι ένα απόσπασμα από χωροφύλακες με τον Υπομοίραρχο της La-Ville-aux-Fayes είχε περάσει το δάσος της Αιγκ. Ήταν Δευτέρα, η μέρα που οι εργάτες συνήθιζαν να πηγαίνουν στο καπηλειό του Γκραντ Ι Βερ. Την επόμενη μέρα γιόρταζαν την επέτειο της επανόδου των Βουρβόνων. Βέβαια οι θαμώνες των Τονσάρ δεν είχαν ανάγκη αυτήν την σεβαστή υπό θεση (όπως την έλεγαν τότε) για να δικαιολογήσουν την παρουσία τους στο Γκραντ Ι Βερ. Παρ' όλα αυτά μόλις συναντούσαν έστω και τη σκιά δημοτικού υπαλλήλου, δεν παράλειπαν να αναφέρουν το γεγονός μεγαλόφωνα.

Στο κρησφύγετο του Τονσάρ βρισκόταν ο Βωντουαγιέ, ο Τονσάρ κι η οικογένειά του, ο Γκονταίν, που ήταν σχεδόν μέλος της, και κάποιος γέρος μεροκαματιάρης αμπελουργός, ο Λαρός. Ο άνθρωπος αυτός ζούσε με το μεροδούλι - μεροφάι. Ήταν ένας από τους παραβάτες που είχαν έρθει απ' το Μπλανζύ, σ' εκείνο το είδος της απο γραφής που είχαν εφεύρει για να αηδιάσουν το στρατηγό και να τον κάνουν να παραιτηθεί από τη μανία του με τις μηνύσεις. Το Μπλανζύ είχε δώσει άλλους τρεις άντρες, δώδεκα γυναίκες, οχτώ κορίτσια και πέντε αγόρια, που οι άντρες κι οι πατεράδες τους έπρεπε να παρουσιαστούν και που ήταν απολύτως άποροι. Ήταν όμως και οι μόνοι που δεν είχαν τίποτα στην κατοχή τους. Το 1823 είχε πλουτίσει τους αμπελουργούς και το 1826, με τη μεγάλη παραγωγή κρασιού, θα τους άφηνε κι άλλα λεφτά. Οι δουλειές που έκανε ο στρατηγός είχανε σκορπίσει λεφτά στις τρεις κοινότητες, που γειτόνευαν με τα χτήματά του, ώστε δυσκολεύτηκαν πολύ να βρουν στο Κους, στο Μπλανζύ, και το Σερνέ εκατόν είκοσι ακτήμονες. Χρειάστηκε να πιάσουν γριές, μητέρες και γιαγιάδες όσων είχαν κάτι στην κατοχή τους, αλλά που οι ίδιες δεν είχαν τίποτα, κι αυτή ήταν η περίπτωση της μάνας του Τονσάρ. Ο Λαρός, ο γερο-εργάτης, δεν άξιζε απολύτως τίποτα. Δεν έμοιαζε του Τονσάρ, δεν είχε τα βίτσια και την πονηριά του, είχε μόνο ένα κρυφό και ψυχρό μίσος· δούλευε χωρίς να μιλάει κι ήταν πάντα αγριωπός. Σιχαινόταν την δουλειά, αλλά, αν δεν δούλευε, δεν μπορούσε να ζήσει.

Τα χαρακτηριστικά του ήταν σκληρά, η έκφρασή του απωθητική. Αν και εξηντάρης, δεν του 'λειπε η δύναμη: ήταν όμως καμπουριασμένος, η ράχη του είχε εξασθενίσει, έβλεπε τα χρόνια να περνούν χωρίς ένα κομμάτι γης δικό του, χωρίς μέλλον, και φθονούσε όλους όσους είχαν κτήματα. Έτσι, ήταν ανελέητος για το δάσος της Αιγκ, που του προξενούσε με μιαν ιδιαίτερη ευχαρίστηση, ανώφελες για τον εαυτό του, καταστροφές.

—Θα τους αφήσομε να μας πάρουν; έλεγε ο Λαρός. Μετά το Κους, θα 'ρθουν στο Μπλανζύ. Εγώ έχω ξαναδικαστεί. Έχω τρεις μήνες φυλακή σίγουρη στη ράχη μου.

—Και τι να κάνουμε βρε γερο-μπεκρούλιακα; Να τα βάλομε με τη χωροφυλακή; του είπε ο Βωντουαγιέ.

—Και γιατί όχι; Με τα δρεπάνια μας μπορούμε να θερίσομε τα πόδια των αλόγων τους. Θα ξαπλωθούνε φαρδιά - πλατειά χάμω· τα ντουφέκια τους δεν είναι γεμάτα, κι όταν θα δουν πως είναι

Digitized by 10uk1s, May 2010

ένας μπρος σ' έξι, θα ξεκουμπιστούνε. Αν ξεσηκωθούνε και τα τρία χωριά και σκοτώσουνε δυο - τρεις χωροφύλακες, τι θα κάνουνε; θα ανεβάσουνε όλο τον κόσμο στην γκιλοτίνα; Θ' αναγκαστούνε να υποχωρήσουνε όπως στα βάθη της Βουργουνδίας, όπου για μια παρόμοια υπόθεση στείλανε ολόκληρο Σύνταγμα. Α, μπα! το σύνταγμα το 'βαλε στα πόδια, κι οι χωριάτες πάνε πάλι στα δάση, όπως και πρώτα.

—Να σκοτώσουμε δηλαδή για να σκοτώσουμε; είπε ο Βωντουαγιέ. Πιο καλά θα 'ταν να σκοτώσομε μόνο ένα. Αλλά χωρίς κίνδυνο και με τρόπο που να κάνουμε όλους τους Αρμινάκ του τόπου να βαρεθούνε πια.

—Και ποιον απ' όλους αυτούς τους ληστές; ρώτησε ο Λαρός.

—Το Μισώ, πετάχτηκε ο Κουρτκυίς. Έχει δίκιο ο Βωντουαγιέ, μεγάλο δίκιο.

Θα δείτε πως, αν φάει χώμα ένας φύλακας, θα δυσκολευτούνε πολύ να βρούνε άλλο να κάθεται στον ήλιο και να τους φυλάει την περιουσία. Αυτοί τα κάνουνε όλα, αυτοί οι δαίμονες...

—Όπου και να πας, θα τους βρεις μπροστά σου, μπήκε στην μέση και η γριά Τονσάρ, κι έδειξε το μαραγκιασμένο πρόσωπό της, που το τρυπούσαν δυο πράσινα ματάκια, το αυλάκωναν χιλιάδες ρυτίδες και το στόλιζαν κάτι βρώμικα, λερωμένα άσπρα μαλλιά που ξέφευγαν τούφες - τούφες από το κόκκινο μαντήλι της. Όπου και να πας, ξετρυπώνουν μπροστά σου και σε βουτάνε. Λύνουνε το δεμάτι σου, το κοιτάνε κι αλλοίμονό σου αν βρεθεί ένα κλαδάκι κομμένο, ένα λιανόξυλο φουντουκιάς, σου αρπάνε τα φρύγανα και σου καθίζουν και μια μήνυση. Α, τους κερατάδες!.. Πώς να τους ξεφύγεις! Δε σου 'χουνε εμπιστοσύνη, ό,τι και να τους λες. Αυτοί το δεμάτι σου θα το λύσουνε... Τρία παλιόσκυλα του διαόλου, που δεν αξίζει το τομάρι τους φράγκο! Δε θα χαθεί δα η Γαλλία αν λείψουνε μερικοί από τη μέση.

—Ο Βατέλ δεν έχει γίνει ακόμη, τόσο κακός! είπε η νύφη της.

—Ο Βατέλ!.. Κάνει τη δουλειά του, όπως κι οι άλλοι, είπε ο Λαρός. Πίνει και αστειεύεται μαζί σας, μα αυτό αλλάζει μήπως τη θέση σας; Είναι ο πιο πονηρός από τους τρεις, ένας άκαρδος που δεν αισθάνεται τίποτα για τη φτωχολογιά, σαν τον κύριο Μισώ.

—Όχι! Ο Μισώ έχει μια ωραία γυναικούλα... είπε ο Νικολά Τονσάρ.

—Είναι έγκυος, είπε η γριά. Μα αν συνεχιστεί αυτό το κακό, θα κάνει ωραία βαφτίσια του γιου της...

—Αχ! αυτοί οι Αρμινάκ, είπε η Μαρί Τονσάρ. Δεν μπορεί κανείς να παίξει μαζί τους... Δεν πάει να σου κάνουνε τους φίλους, κάνε τίποτα όμως και τη μήνυση την έχεις στην τσέπη σου.

—Δοκίμασες ποτέ σου να τους γελάσεις; ρώτησε ο Κουρτκυίς.

—Θεός φυλάξοι!..

—Να σας πω, μπήκε στη μέση μ' αποφασιστικό ύφος ο Τονσάρ. Άνθρωποι είναι κι αυτοί όπως όλοι μας. Μπορεί μια χαρά να τους τη φέρει κανείς.

—Όχι, συνέχισε τη σκέψη της η Μαρί, δε γελάνε ποτέ τους. Δεν μπορώ να τους καταλάβω. Βέβαια ο αρχηγός τους είναι παντρεμένος. Μα ο Βατέλ; ο Γκαιγιάρ; ο Στάιγκελ; είναι ανύπαντροι... Δεν έχουνε δικούς τους στον τόπο και καμιά δεν τους θέλει...

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Θα δούμε πώς θα πάνε τα πράματα στον τρύγο και στο θέρο, είπε ο Τονσάρ.

—Δε μπορούνε να μας απαγορέψουνε να μαζεύουμε στάχυα, είπε η γριά.

—Εγώ δεν είμαι σίγουρη, απάντησε η νύφη της. Ο Γκρουαζόν τους, έλεγε πως ο κύριος δήμαρχος θα δημοσιεύσει μια προκήρυξη που θα λέει, πως κανένας δε θα μπορεί να μαζεύει στάχυα χωρίς πιστοποιητικά απορίας. Και τα πιστοποιητικά ποιος τα δίνει; Ο ίδιος! Και θαρρείς πως θα δώσει πολλά; Λένε πως θα μας απαγορεύσει να μπαίνουμε στα χωράφια πριν να μαζέψουνε και το τελευταίο στάχυ!...

—Μα τι ακρίδα είναι αυτός ο καραβανάς! φώναξε έξω από τα ρούχα του ο Τονσάρ.

—Χτες το 'μαθα, συνέχισε η γυναίκα του. Κέρασα ένα ποτήρι κρασί στον Γκρουαζόν για να του πάρω κανένα νέο.

—Τον τυχεράκια! είπε ο Βωντουαγιέ. Του χτίσανε σπίτι, του δώσανε μια καλή γυναίκα, έχει εισοδήματα, ζει σα βασιλιάς. Εικοσιπέντε χρόνια έκανα τον αγροφύλακα, και τι κέρδισα; Ρευματισμούς.

—Ναι, καλά την έχει αυτός. Απόχτησε περιουσία...

—Κι εμείς καθόμαστε σαν βλάκες, φώναξε ο Βωντουαγιέ. Πάμε τουλάχιστον στο Κους να δούμε τι θα γίνει. Δε νομίζω πως η υπομονή τους είναι μεγαλύτερη απ' τη δική μας.

—Πάμε, είπε ο Λαρός, που μόλις κρατιότανε στα πόδια του. Αν δεν καθαρίσω δυο - τρεις να μη με λένε Λαρός.

—Εσύ; κάγχασε ο Τονσάρ. Εσύ θα τους άφηνες να πάνε μέσα όλη την κοινότητα. Ας αγγίξουνε τη γριά μου και θα σου πω εγώ. Βλέπεις το ντουφέκι μου; Ακόμη δεν έχει ξαστοχήσει...

—Καλά, είπε ο Λαρός στο Βωντουαγιέ, για κάθε ένα που θα πιάνουνε από το Κους, θα σκοτώνεται κι ένας χωροφύλακας.

—Το είπε! φώναξε ο Κουρτκυίς.

—Το είπε μα δε θα το κάνει, απάντησε ο Βωντουαγιέ. Αν θέλει η καμπούρα σου ξύλο, κάνε το... Δε βγαίνει τίποτα με το να σκοτώνεις για να σκοτώνεις. Αν είναι να πάει ένας, ας πάει ο Μισώ...

Όλη αυτή την ώρα, η Κατερίνα Τονσάρ έστεκε φρουρός στην πόρτα του καπηλειού, μην τύχει και περάσει κανείς και τους ακούσει. Αν και δεν έστεκαν στα πόδια τους από το κρασί, πετάχτηκαν απ' την ταβέρνα και το πολεμικό τους μένος τους οδήγησε στο Κους, από το δρόμο που πήγαινε κατά μήκος της Αιγκ, σε διάστημα ενός τέταρτου της λεύγας.

Το Κους ήταν ένα τυπικό Βουργουνδέζικο χωριό, μ' ένα μόνο δρόμο. Τα σπίτια ήταν χτισμένα από τούβλα ή χτυπητή γη. Όλα όμως είχαν άθλια όψη. Αν ερχότανε κανείς από το δρόμο της La-Ville-aux-Fayes το χωριό κάτι έλεγε. Ανάμεσα στο μεγάλο δρόμο και τα δάση της Ρονκερόλ, που συνέχιζαν το δάσος της Αιγκ και στεφάνωναν τα υψώματα, κυλούσε ένα ποταμάκι. Μερικά καλοχτισμένα σπίτια δίνανε κάποια ζωή στο τοπίο. Η εκκλησιά και το πρεσβυτέριο ήτανε ένα ξεχωριστό συγκρότημα, και έδιναν κάποια χάρη στο κιγκλίδωμα του χτήματος της Αιγκ, που έφτανε μέχρι εκεί. Μπροστά απ' την εκκλησία, σε μια πλατεία με δέντρα, οι συνωμότες του Γκραντ -Ι - Βερ διακρίνανε τη χωροφυλακή και τάχυναν το βήμα τους. Εκείνη τη στιγμή, ξεπρόβαλαν τρεις καβαλάρηδες. Οι χωριάτες αναγνώρισαν

Digitized by 10uk1s, May 2010

το στρατηγό, τον υπηρέτη του και το Μισώ που κάλπαζαν προς την πλατεία. Ο Τονσάρ κι οι σύντροφοί του έφθασαν λίγα λεπτά μετά απ' αυτούς. Οι παραβάτες, άντρες και γυναίκες, δεν πρόβαλαν καμιάν αντίσταση. Πέντε χωροφύλακες απ' τη Σουλάνζ κι άλλοι δεκαπέντε από τη La-Ville-aux-Fayes τους είχανε στη μέση. Όλο το χωριό ήτανε συγκεντρωμένο εκεί. Τα παιδιά, οι πατεράδες κι οι μανάδες των κρατουμένων πηγαινοέρχονταν νευρικά, τους έφερναν όσα θα τους χρειάζονταν για τη φυλακή. Αυτός ο απελπισμένος, σιωπηλός, αλλά αποφασισμένος αγροτόκοσμος αποτελούσε ένα παράξενο θέαμα. Οι μόνοι που μιλούσαν ήταν οι γριές κι οι νεαρές γυναίκες. Τα αγοράκια και τα κοριτσάκια, είχανε κουρνιάσει πάνω σε κάτι σωρούς από πέτρες και ξύλα για να βλέπουνε καλύτερα.

—Ωραίο καιρό διαλέξανε, αυτοί οι ουσάροι της γκιλοτίνας. Ήρθανε μέρα γιορτής....

—Αχ, έτσι τους αφήνετε να σας πάρουνε τον άνθρωπό σας! Τι θα γίνετε εσείς αυτούς τους τρεις μήνες, τους καλύτερους της χρονιάς με τα ψηλά μεροκάματα;

—Δεν είμαστε εμείς οι κλέφτες, αυτοί είναι!... απάντησε η γυναίκα και έριξε ένα απειλητικό βλέμμα στους χωροφύλακες.

—Τι στο διάολο μας στραβοκοιτάς παλιόγρια; είπε ο έφιππος Υπενωμοτάρχης. Νομίζεις πως θα σ' αφήσομε να μας βρίζεις ελεύθερα;

—Δεν είπα τίποτα, βιάστηκε να πει ταπεινά και μισοκακόμοιρα η γυναίκα.

—Μωρέ άκουσα εγώ το λογάκι σου και θα μπορούσα να σε κάνω να σκυλομετανιώσεις που το 'πες...

—Ελάτε, ελάτε παιδιά μου, ησυχάστε! είπε ο Δήμαρχος του Κους, που ήταν και διευθυντής του ταχυδρομείου. Τι διάβολο, δεν καταλαβαίνετε; Διαταγές παίρνουν οι άνθρωποι, πρέπει να τις εκτελέσουν.

—Αλήθεια λέει! Ο μπουρζουάς της Αιγκ τα κάνει όλα αυτά... Υπομονή...

Εκείνη τη στιγμή, έφτασε στην πλατεία ο στρατηγός. Ο ερχομός του ξεσήκωσε μερικά μουρμουρητά που δεν φάνηκαν να τον ανησυχούν καθόλου. Πήγε ίσια στον Υπομοίραρχο της Χωροφυλακής της La-Ville-aux-Fayes, του ψιθύρισε κάτι, του έδωσε ένα χαρτί κι ο αξιωματικός γύρισε στους άνδρες του:

—Αφήστε τους ελεύθερους. Ο στρατηγός κατάφερε να τους δώσει χάρη ο βασιλιάς...

Τη στιγμή εκείνη, ο στρατηγός Μονκορνέ κουβέντιαζε με το Δήμαρχο του Κους. Μετά από δυο - τρία λεπτά χαμηλόφωνη συζήτηση, ο δήμαρχος απευθύνθηκε στους παραβάτες, που αντί να κοιμηθούν στη φυλακή, βρέθηκαν, χωρίς να το περιμένουν, ελεύθεροι, και τους είπε:

—Φίλοι μου, ευχαριστείστε τον κύριο κόμη! Σ' αυτόν χρωστάτε την απαλλαγή σας. Ζήτησε απ' το Παρίσι να σας δώσουν χάρη και η αίτησή του εισακούσθηκε με την ευκαιρία της επετείου της επιστροφής του βασιλιά... Ελπίζω ότι στο μέλλον, θα σέβεστε την περιουσία του και θα συμπεριφέρεστε καλύτερα σ' αυτόν τον άνθρωπο, που τόσο νοιάζεται για σας. Ζήτω ο Βασιλιάς!

Οι χωριάτες φώναξαν μ' ενθουσιασμό «Ζήτω ο βασιλιάς!» γιατί δεν ήθελαν να φωνάξουν Ζήτω ο κόμης ντε Μονκορνέ.

Αυτή η σκηνή είχε προσχεδιασθεί από το στρατηγό, το νομάρχη και τον Εισαγγελέα. Το θέμα απαιτούσε λεπτό χειρισμό. Έπρεπε να δείξουν μετριοπάθεια, αλλά κι αποφασιστικότητα. Να ενθαρρύνουν τις τοπικές αρχές, αλλά να χτυπήσουν και το πνεύμα που επικρατούσε στην ύπαιθρο.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Στην περίπτωση που οι χωριάτες θα πρόβαλαν αντίσταση, η κυβέρνηση θα βρισκόταν σε μεγάλη αμηχανία. Όπως είχε πει ο Λαρός, δεν μπορούσαν να καρατομήσουν μια ολόκληρη κοινότητα.

Ο στρατηγός είχε προσκαλέσει σε γεύμα το Δήμαρχο του Κους, τον Υπομοίραρχο της La-Ville-aux-Fayes και τον Υπενωμοτάρχη. Οι συνωμότες του Μπλανζύ έμειναν στο καπηλειό του Κους κι οι απελευθερωμένοι παραβάτες ξόδεψαν στο κρασί όλα τα λεφτά που είχαν επάνω τους, για να περάσουν τον καιρό της φυλακής τους. Οι κάτοικοι δηλαδή του Μπλανζύ το 'ριξαν στο γλέντι. Γιατί, για τους αγρότες κάθε απόλαυση είναι γλέντι. Πίνουν, τσακώνονται, δέρνονται, τρώνε, γυρνάνε στα σπίτια τους άρρωστοι απ' το κρασί, κι όλα αυτά σημαίνουν γι' αυτούς γλέντι.

Ο κόμης οδήγησε επίτηδες τους προσκαλεσμένους του μέσα από το δάσος για να τους δείξει τα σημάδια από τις καταστροφές και για να κρίνουν και μόνοι τους πόσο σπουδαίο ήταν αυτό το ζήτημα.

Όταν, κατά το μεσημεράκι, ο Ριγκού γύριζε στο Μπλανζύ, ο κόμης, η κόμισσα, ο Μπλοντέ, ο Υπομοίραρχος της Χωροφυλακής, ο Υπενωμοτάρχης κι ο Δήμαρχος του Κους τέλειωναν το γεύμα τους σε κείνη την μεγαλόπρεπη και πολυτελέστατη αίθουσα, που είχε περιγράψει ο Μπλοντέ στον Νατάν.

—Θα 'τανε αμαρτία να εγκαταλείψει κανείς ένα τέτοιο σπίτι, είπε ο Υπομοίραρχος, που ερχόταν πρώτη φορά στην Αιγκ. Του είχανε δείξει όλον τον πύργο και τώρα, μέσα απ' το ποτήρι της σαμπάνιας, ανακάλυπτε την αξιολάτρευτη ευθυμία των γυμνών νυμφών, που ήταν ζωγραφισμένες στο ταβάνι.

—Γι' αυτό κι εμείς θα το υπερασπίσομε μέχρι το θάνατό μας, είπε ο Μπλοντέ.

—Αν το λέω αυτό, ξαναμίλησε ο υπομοίραρχος και κοίταξε τον υπενωμοτάρχη σαν για να του επιβάλει τη σιωπή, είναι γιατί ξέρω ότι οι εχθροί του στρατηγού δεν είναι όλοι στην ύπαιθρο.

Ο καημένος ο υπομοίραρχος είχε συγκινηθεί από το θαυμάσιο γεύμα, το έξοχο σερβίρισμα, τη βασιλική πολυτέλεια, που είχε αντικαταστήσει την πολυτέλεια της θεατρίνας, και τα πνευματώδη λόγια που είχε πει ο Μπλοντέ. Αυτά, μαζί με το κρασί που είχε κατεβάσει, τον είχαν φέρει στο φιλότιμο.

—Πώς; έχω εχθρούς; ρώτησε έκπληκτος ο στρατηγός.

—Αυτός που είναι τόσο καλός! πρόσθεσε η κόμισσα.

—Τα χάλασε μ' άσχημο τρόπο με το δήμαρχό μας, τον κύριο Γκωμπερτέν, και για να βρει την ησυχία του θα 'πρεπε να συμφιλιωθεί μαζί του.

—Μαζί του!... φώναξε ο κόμης. Μα δεν ξέρετε λοιπόν πως αυτός ο παλιός επιστάτης μου, είναι ένας απατεώνας!

—Δεν είναι πια απατεώνας, είπε ο υπομοίραρχος, είναι ο δήμαρχος της La-Ville-aux-Fayes.

—Έχει πνεύμα ο κύριος υπομοίραρχος, είπε ο Μπλοντέ. Είναι φανερό ότι ένας δήμαρχος είναι ουσιαστικά ένας τίμιος άνθρωπος...

Ο υπομοίραρχος, βλέποντας απ' τις απαντήσεις του κόμη ότι του ήταν αδύνατο να του δώσει να καταλάβει, σταμάτησε τη συζήτηση πάνω σ' αυτό το θέμα.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΤΟ ΔΑΣΟΣ ΚΑΙ Ο ΘΕΡΟΣ

Η σκηνή στο Κους έκανε καλή εντύπωση. Οι πιστοί φύλακες του κόμη, πάλι, πρόσεχαν όπως πριν, να μην μαζεύουν οι χωριάτες παρά μόνο ξερά ξύλα απ' το δάσος. Ωστόσο, ύστερα από είκοσι χρόνια εκμετάλλευσης, στο δάσος δεν υπήρχαν παρά χλωρά μόνο δέντρα. Οι κάτοικοι της περιοχής ανέλαβαν να τα ξεράνουν με κόλπα πολύ απλά και τέτοια που να μην ανακαλύπτονται παρά πολύ αργότερα. Ο Τονσάρ έστελνε τη μάνα του στο δάσος. Ο φύλακας φυσικά την έβλεπε να μπαίνει και ήξερε από πού θα 'βγαινε. Παραφύλαγε λοιπόν για να ψάξει το δεμάτι της. Έβλεπε τότε πως δεν είχε παρά ξερά κλαράκια, ξυλαράκια, κλαδιά πεσμένα, φρύγανα. Και η γριά έκλαιγε και παραπονιόταν πως στην ηλικία της ήταν αναγκασμένη να ξεποδαριάζεται για να φτιάξει ένα ψωροδεμάτι. Εκείνο που δεν έλεγε, ήταν πως είχε χωθεί στα πιο πυκνά ρουμάνια, πως είχε βγάλει το φλοιό σα δακτυλίδι γύρω απ' τον κορμό στη ρίζα ενός νεαρού δέντρου και πως είχε έπειτα ξαναβάλει στη θέση τους τα βρύα, τα φύλλα, για να το σκεπάσει και να φαίνονται όλα εντάξει. Ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί αυτή η έντεχνη κυκλική τομή. Έμοιαζε με τις σχισμές που προκαλούν κάτι καταστροφικά έντομα, που ανάλογα με τον τόπο λέγονται «τόνοι», «τούρκοι», «άσπρα σκουλήκια», όπως η μηλολόνθη στο πρώτο στάδιο της εξέλιξής της. Αυτό το σκουλήκι τρελαίνεται για τους φλοιούς των δέντρων. Κάθεται ανάμεσα στο φλοιό και τον κορμό και τρώει. Αν το δέντρο είναι αρκετά χοντρό ώστε ν' αντέξει μέχρι τη δεύτερη μεταμόρφωση του σκουληκιού, τότε που γίνεται νύμφη και πέφτει σε νάρκη, σώζεται. Γιατί όσο ο φλοιός διατηρεί τους χυμούς του το δέντρο μεγαλώνει και για να φανεί σε ποιο βαθμό συνδέεται η εντομολογία με τη γεωργία, τη φυτοκομία και μ' ό,τι φυτρώνει από τη γη, φτάνει να πούμε ότι οι μεγάλοι φυσιοδίφες, όπως ο Λατρέιγ, ο κόμης Ντεζάν, ο Κλυγκ, ο ντε Μπερλέν, ο Ζενέ, ο ντε Τυρέν κλπ., βρήκαν ότι τα περισσότερα από τα γνωστά έντομα τρέφονται σε βάρος των φυτών και ότι μόνο τα κολεόπτερα, που ο κύριος Ντεζάν δημοσίευσε ένα κατάλογό τους, αποτελούνται από είκοσι εφτά χιλιάδες είδη κι ότι, παρά τις προσπάθειες των εντομολόγων σ' όλο τον κόσμο, υπάρχει ένας τρομακτικός αριθμός ειδών, που δεν είναι ακόμα γνωστές οι τριπλές μεταμορφώσεις τους. Και τέλος ότι, όχι μόνο κάθε φυτό έχει το ιδιαίτερό του έντομο αλλά και κάθε προϊόν της γης, που η βιομηχανία των ανθρώπων μας το παρουσιάζει αλλαγμένο, έχει το δικό του. Έτσι το λινάρι, αφού χρησιμοποιηθεί για να ντύσει ή για να κρεμάσει ακόμα έναν άνθρωπο, αφού χρησιμοποιηθεί για να ντύσει στρατούς, γίνεται στο τέλος χαρτί για γράψιμο, κι όσοι γράφουν ή διαβάζουν πολύ, ξέρουν τις συνήθειες εκείνου του εντόμου με τη θαυμάσια εμφάνιση, που λέγεται ψείρα του χαρτιού. Περνά τα άγνωστα για μας στάδια της ζωής του κρυμμένο σε κάποια δεσμίδα χαρτιού και ξαφνικά το βλέπετε να τρέχει, να πηδά με το γυαλιστερό φουστάνι του, σαν ένα ασπρόψαρο που πετάει.

Ο «τούρκος» είναι η απελπισία των ιδιοκτητών. Το σκάει υπογείως από τη διοικητική εγκύκλιο που δε μπορεί να διατάξει το Σικελικό Εσπερινό της παρά όταν θα έχει γίνει μηλολόνθη. Αν ήξερε ο κόσμος από ποιες καταστροφές απειλείται, αν δεν εξοντώσει τις μηλολόνθες και τις κάμπιες, θα ήταν πιο υπάκουος στις νομαρχιακές αποφάσεις.

Η Ολλανδία λίγο έλλειψε να χαθεί. Τα προχώματά της τα έφαγαν οι τερηδόνες και η επιστήμη αγνοεί σε τι έντομο καταλήγει η τερηδόνα, όπως αγνοεί και τις προηγούμενες μεταμορφώσεις της λαμπρίτσας. Το σαράκι της σίκαλης είναι μάλλον μια αποικία εντόμων, όπου η μεγαλοφυΐα της επιστήμης δεν κατάφερε ακόμα να ανακαλύψει παρά μια ελάχιστη κίνησή τους. Περιμένοντας λοιπόν το θέρος και το σταχομάζωμα, καμιά πενηνταριά γριές βάλθηκαν να κάνουν τη δουλειά του «τούρκου» στη ρίζα πεντακοσίων ή εξακοσίων δέντρων, που δεν θα ξανάβγαζαν πια φύλλα και την άνοιξη θα ήταν κιόλας νεκρά. Είχαν διαλέξει μάλιστα δέντρα στα πιο αδιάβατα μέρη, έτσι που τα ξύλα τους να είναι μόνο δικά τους. Ποιος τους είχε μάθει αυτό το μυστικό; Κανένας! Ο Κουρτκυίς παραπονέθηκε μια μέρα στο Γκραντ - Ι - Βερ πως μια φτελιά στον κήπο του είχε αρχίσει να μαραίνεται. Ήταν μάλλον άρρωστη κι υποπτευότανε τον «τούρκο», γιατί, ο Κουρτκυίς, τους ήξερε καλά τους «τούρκους». Αν βρεθεί τούρκος στη ρίζα δέντρου, το δέντρο πάει χαμένο!... Και διαφώτισε το ακροατήριό του για τη δουλειά του «τούρκου».

Digitized by 10uk1s, May 2010

Οι γριές ρίχτηκαν στο έργο της καταστροφής μυστικά και με την επιδεξιότητα μάγισσας. Η αιτία που φτάσανε εκεί ήταν τα απελπιστικά μέτρα του δημάρχου του Μπλανζύ, που μετά απ' αυτόν τα πήραν κι οι δήμαρχοι των γειτονικών κοινοτήτων. Οι αγροφύλακες διατυμπάνισαν πως κανένας δεν θα μπορούσε να μαζέψει στάχυα χωρίς πιστοποιητικό απορίας από το δήμαρχο της κοινότητάς του. Το υπόδειγμα του πιστοποιητικού το έστειλε ο νομάρχης στον έπαρχο κι αυτός σε κάθε δήμαρχο. Οι μεγαλοτσιφλικάδες θαύμαζαν πολύ το στρατηγό ντε Μονκορνέ. Ο Νομάρχης έλεγε στο σαλόνι του πως αν τα εξέχοντα πρόσωπα της κοινωνίας, αντί να μένουν στο Παρίσι, γύριζαν στα χτήματά τους, στο τέλος όλα θα κατάληγαν καλά. Αυτά τα μέτρα, πρόσθετε, έπρεπε να εφαρμοστούν παντού, από όλους, και να συνοδεύονται από ευεργεσίες και μια φωτισμένη φιλανθρωπία, όπως έκανε ο στρατηγός Μονκορνέ.

Πραγματικά, ο στρατηγός κι η γυναίκα του, με τη βοήθεια του αββά Μπροσέτ, δοκίμασαν να κάνουν ορθολογισμένες αγαθοεργίες. Ήθελαν να αποδείξουν με αναμφισβήτητα αποτελέσματα, σ' όσους έκλεβαν και κατέστρεφαν την περιουσία της Αιγκ, πως θα μπορούσαν να κερδίσουν περισσότερα με την τίμια εργασία τους. Έδιναν λινάρι για κλώσιμο και πλήρωναν τη δουλειά. Η κόμισσα έπειτα έβαζε να υφαίνουν πανί για να κάνουν ποδιές, πετσέτες για την κουζίνα και πουκάμισα για τους άπορους. Ο κόμης έκανε ανακαινίσεις κι έπαιρνε εργάτες μόνο από τις γύρω κοινότητες. Όλα αυτά τα είχε αναλάβει ο Σιμπιλέ, ενώ ο αββάς Μπροσέτ υπόδειχνε στην κόμισσα τους πραγματικά δυστυχισμένους και συχνά τους οδηγούσε στον πύργο. Η κυρία ντε Μονκορνέ δεχότανε τους φτωχούς στον μεγάλο προθάλαμο. Ήταν μια ωραία αίθουσα αναμονής, πλακοστρωμένη με κόκκινο κι άσπρο μάρμαρο, με μια ωραία φαρφουρένια σόμπα και καναπέδες από κόκκινο βελούδο.

Εκεί έφερε ένα πρωί, πριν από το θερισμό, η γριά Τονσάρ την εγγονή της την Κατερίνα. Είχε, λέει, να κάνει στην κόμισσα μια εξομολόγηση τρομερή για την τιμή μιας φτωχής αλλά τίμιας οικογένειας. Όση ώρα μιλούσε, η Κατερίνα καθόταν με χαμηλωμένα τα μάτια και ύφος μετανοιωμένου εγκληματία. Ύστερα διηγήθηκε με τη σειρά της το κακό που έπαθε και που μονάχα στη γιαγιά της το είχε εμπιστευθεί. Αν το μάθαινε η μητέρα της, θα την έδιωχνε από το σπίτι· ο πατέρας της, ένας έντιμος άνθρωπος, θα τη σκότωνε. Αν είχε τουλάχιστον χίλια φράγκα, θα παντρευόταν κάποιο φτωχό μεροκαματιάρη, το Γκονταίν, που τα ήξερε όλα και την αγαπούσε αδερφικά. Θα αγόραζαν κανένα κομμάτι χωράφι και θα 'χτιζαν ένα καλύβι. Η ιστορία ήταν πολύ συγκινητική. Η κόμισσα υποσχέθηκε να δώσει τα χρήματα για να γίνει ο γάμος. Η ευτυχισμένη οικογενειακή ζωή του Μισώ και του Γκρουαζόν την ενθάρρυναν. Κι έπειτα, αυτός ο γάμος θα ήταν ένα καλό παράδειγμα για τους χωριάτες, θα τους φιλοτιμούσε να συμπεριφέρονται καλά. Ο γάμος λοιπόν της Κατερίνας και του Γκονταίν τακτοποιήθηκε με τα χίλια φράγκα που έδινε η κόμισσα.

Μια άλλη φορά, μια τρομερή γριά, η μάνα του Μπονεμπώ, που έμενε σε κάτι χαλάσματα ανάμεσα στην πύλη του Κους και το χωριό, έφερε ένα φόρτωμα από χοντρά κουβάρια κλωστή.

Η κυρία κόμισσα έκανε θαύματα, έλεγε ο αββάς γεμάτος ελπίδα για την ηθική πρόοδο αυτών των άγριων. Αυτή η γυναίκα προξενούσε ένα σωρό ζημιές στα δάση σας. Σήμερα όμως πώς και γιατί να πάει; Κλώθει απ' το πρωί ως το βράδυ, απασχολείται, και η δουλειά της της αποδίνει.

Ο τόπος ήταν ήσυχος. Οι αναφορές του Γκρουαζόν ήταν ικανοποιητικές. Οι παραβάσεις είχαν σταματήσει, και —ποιος ξέρει;— ίσως ν' άλλαζε τελείως όψη αυτός ο τόπος αν έλειπαν η μνησίκακη απληστία του Γκωμπερτέν, οι μπουρζουάδικοι φατριασμοί της πρώτης κοινωνίας της Σουλάνζ, κι οι ίντριγκες του Ριγκού που υποδαύλιζαν το μίσος και το έγκλημα στην καρδιά των χωρικών της κοιλάδας της Αιγκ.

Οι φύλακες έκαναν συνέχεια παράπονα πως εύρισκαν κλαδιά, κομμένα με το κλαδευτήρι, μέσα στις λόχμες. Ήταν φανερό πως ετοίμαζαν τα ξύλα του χειμώνα. Όσο κι αν παραφύλαξαν δεν μπόρεσαν να βρούνε τους δράστες. Ο κόμης, με τη βοήθεια του Γκρουαζόν, δεν είχε δώσει πιστοποιητικά απορίας

Digitized by 10uk1s, May 2010

παρά σε τριάντα ή σαράντα πραγματικά φτωχούς της κοινότητας. Οι άλλοι όμως δήμαρχοι αποδείχτηκαν λιγότερο δύσκολοι. Όσο επιεικής φάνηκε ο κόμης στην υπόθεση του Κους, τόσο αυστηρός είχε αποφασίσει να φανεί στο σταχομάζωμα, που είχε εκφυλιστεί σε κλεψιά. Δεν ασχολήθηκε καθόλου με τα τρία εκμισθωμένα κτήματά του. Το ενδιαφέρον του στράφηκε στα δοσμένα σε επίμορτους. Είχε έξι, από διακόσια στρέμματα το καθένα. Είχε ανακοινώσει ότι όποιος μπει στα χωράφια πριν να πάρουν τα δεμάτια, θα καταγγελλόταν και θα πλήρωνε το πρόστιμο που θα όριζε το Ειρηνοδικείο. Η απόφαση αυτή δεν αφορούσε παρά μόνο τον ίδιο σ' όλη την κοινότητα. Ο Ριγκού γνώριζε τον τόπο, είχε νοικιάσει τα καλλιεργήσιμα χωράφια του σ' ανθρώπους που ήξεραν τον τρόπο να βγάζουν τη συγκομιδή τους και με πρόχειρα συμφωνητικά είχε κανονίσει να πληρωθεί με καρπό. Το σταχομάζωμα λοιπόν δεν τον έβλαπτε καθόλου. Οι άλλοι χτηματίες ήταν χωριάτες και μεταξύ τους δεν υπήρχαν αλληλοφαγώματα. Ο κόμης είχε διατάξει το Σιμπιλέ να συνεννοηθεί με τους κολλήγους του ώστε να θερίσουν όλα τα χωράφια το ένα μετά το άλλο και να πηγαίνουν όλοι οι θεριστάδες σε καθένα εκμισθωτή με τη σειρά, αντί να μοιράζονται, πράγμα που θα δυσκόλευε την επιτήρηση. Ο κόμης πήγε ο ίδιος μαζί με το Μισώ να δει πως θα εξελιχθεί η κατάσταση. Ο Γκρουαζόν, που είχε εισηγηθεί στον κόμη αυτό το σχέδιο, θα 'πρεπε να είναι παρών, όταν θα έμπαιναν στα χωράφια του πλούσιου τσιφλικά οι άποροι. Οι κάτοικοι των πόλεων δε θα μπορούσαν ποτέ να φανταστούν τι σημαίνει σταχομάζωμα για τους χωριάτες. Το πάθος τους είναι ανεξήγητο, γιατί υπάρχουν γυναίκες που παρατάνε άλλες δουλειές πολύ πιο επικερδείς μόνο και μόνο για να πάνε να μαζέψουν στάχυα. Ακόμα και το στάρι που συγκεντρώνουν μ' αυτό τον τρόπο, τους φαίνεται καλύτερο. Σ' αυτές τις προμήθειες, που αποτελούνε την κύρια τροφή τους, βρίσκουνε ακατανίκητα θέλγητρα. Οι μανάδες παίρνουν μαζί τους και τα παιδιά τους, κορίτσια κι αγόρια. Και οι πιο καταβλημένοι γέροι σέρνονται μέχρι τα χωράφια και φυσικά, όσοι έχουνε κάποια κατάσταση παριστάνουν τους φτωχούς. Για να σταχολογήσουν φοράνε κουρέλια. Ο κόμης κι ο Μισώ παρακολούθησαν έφιπποι την πρώτη έξοδο αυτού του κουρελιάρικου κόσμου στο πρώτο χωράφι, του πρώτου τσιφλικιού. Ήταν δέκα το πρωί. Ο Αύγουστος ήταν ζεστός, ο ουρανός χωρίς σύννεφα, γαλάζιος σαν την αγράμπελη. Η γη έκαιγε, τα στάχυα χρύσιζαν, οι θεριστές δούλευαν βουβοί, με βρεγμένα από τον ιδρώτα πουκάμισα, με το πρόσωπο ψημένο από την ανάκλαση των αχτίνων σ' αυτή την ξεραμένη γη. Πότε-πότε έπιναν νερό από κάτι πήλινα σταμνιά στρογγυλά σαν ψωμάκια, με δυο χερούλια και χοντροκομμένο λαιμό στουμπωμένο με ένα κομμάτι ιτιάς.

Στην άκρη των θερισμένων αγρών, δίπλα στα κάρα με τα χερόβολα, στέκονταν καμιά εκατοστή πλάσματα, πολύ πιο αποτρόπαια απ' ό,τι μπόρεσε να αποτυπώσει το πινέλο του Μουρίλλο, του Τενιέ, των πιο τολμηρών αυτού του είδους, και του Καλλό, αυτού του ποιητή της δυστυχίας. Τα ηλιοκαμένα τους πόδια, τα μαδημένα τους κεφάλια, τα καταξεσχισμένα τους κουρέλια, με τα ξεθωριασμένα χρώματα, λιγδιασμένα, χιλιομανταρισμένα, με ξέφτια εδώ και κει, μ' ένα λόγο η εξωτερική, η υλοποιημένη παρουσία της δυστυχίας, καθώς και η αγριεμένη, ανήσυχη, ηλίθια, άπληστη έκφραση των μορφών τους, είχαν απέναντι στις αθάνατες συνθέσεις των πριγκίπων της παλέτας, την αιώνια υπεροχή της Φύσης πάνω στην τέχνη. Ήταν εκεί γριές με ζαρωμένο λαιμό σα διάνοι, κοκκινωπά και μαδημένα τσίνουρα και τέντωναν το κεφάλι σαν κυνηγάρικα σκυλιά μπροστά στο θήραμα. Παιδάκια σιωπηλά σα στρατιώτες στην επιθεώρηση, κορίτσια που χτυπούσαν τα πόδια τους στο χώμα, σαν ζώα που περιμένουν τη βοσκή τους. Μια άγρια επιθυμία, εξαφάνιζε τις διαφορές ανάμεσα στα γερατειά και την παιδική ηλικία· η επιθυμία ν' αρπάξουν τα αγαθά του άλλου, να τα κάνουν δικά τους. Όλα τα μάτια ήταν φλογισμένα, όλες οι κινήσεις αρπαχτικές. Μα όλοι σώπαιναν μπροστά στον κόμη, τον αγροφύλακα και τον αρχιφύλακα.

Ο μεγαλοτσιφλικάς, οι χτηματίες, οι δουλευτές, οι φτωχοί, όλοι ήταν παρόντες. Το κοινωνικό ζήτημα διαγραφόταν καθαρά, γιατί αυτά τα προκλητικά πρόσωπα τα είχε συγκαλέσει η πείνα. Ο ήλιος πρόβαλλε ανάγλυφα τα σκληρά χαρακτηριστικά τους, στα ρουφηγμένα και ρυτιδιασμένα πρόσωπα, τσουρούφλιζε τα γυμνά και βρωμισμένα από τη σκόνη πόδια. Υπήρχαν παιδιά χωρίς πουκαμισάκι, που μόλις έκρυβε τη γύμνια τους μια μπλούζα, με ξανθές μπούκλες γεμάτες άχυρο, χορτάρι και βελόνες από τα δέντρα. Μερικές γυναίκες κρατούσαν απ' το χέρι τα πιο μικρά που είχαν περπατήσει όλη τη νύχτα και τα 'στελναν να ξαπλώσουν μέσα στα αυλάκια.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Αυτός ο ζοφερός πίνακας ξέσκιζε την καρδιά του αξιωματικού. Ο στρατηγός είπε στο Μισώ:

—Μου κάνει κακό να τους βλέπω. Πρέπει να πιστεύει κανείς στην αναγκαιότητα αυτών των μέτρων, για να μπορέσει να επιμείνει.

—Αν κάθε χτηματίας ακολουθούσε το παράδειγμά σας, αν έμενε στα χτήματά του κι έκανε το καλό, όπως εσείς στρατηγέ μου, δε λέω πως δεν θα υπήρχαν φτωχοί, φτωχοί θα υπάρχουν πάντα, μα δε θα υπήρχε ούτε ένας που να μη μπορεί να ζήσει από τη δουλειά του.

—Οι δήμαρχοι του Κους, του Σερνέ και της Σουλάνζ μας στείλανε εδώ τους φτωχούς τους, είπε ο Γκρουαζόν, που είχε ελέγξει τα πιστοποιητικά απορίας. Δεν έπρεπε.

—Και βέβαια, αλλά κι οι δικοί μας φτωχοί θα πάνε σ' αυτές τις κοινότητες, είπε ο κόμης. Φτάνει που αυτή τη φορά καταφέραμε να μη σηκώσουν ολόκληρα χερόβολα. Πρέπει να προχωρούμε βήμα - βήμα, είπε φεύγοντας.

—Τον άκουσες; είπε η γριά Τονσάρ στη γριά - Μπονεμπώ, γιατί η τελευταία κουβέντα του στρατηγού ειπώθηκε αρκετά δυνατά και έπεσε στ' αυτί της μιας από τις δυο γριές που κάθονταν στο δρόμο.

—Ναι, τα βάσανά μας δεν τελειώνουνε εδώ. Σήμερα μας βγάζουνε το δόντι, αύριο θα μας βγάλουνε το μάτι. Αν μπορούσανε να βρούνε σάλτσα για τ' άντερά μας θα τα τρώγανε κι αυτά, θα τρώγανε χριστιανικό κρέας! είπε η γριά Μπονεμπώ κι έδειξε στον κόμη που περνούσε δίπλα της, το απειλητικό προφίλ της.

Είχε προλάβει όμως να του αλλάξει έκφραση μ' ένα γλυκερό βλέμμα και μια μισοκακόμοιρη γκριμάτσα. Βιάστηκε μάλιστα να του κάνει και υπόκλιση.

—Μαζεύετε λοιπόν και σεις στάχυα; κι εσείς που η γυναίκα μου σας βοηθάει να κερδίζετε τόσα χρήματα;

—Εχ, καλέ μου κύριε, που ο θεός να σας έχει καλά, τι να κάνω; Ο γιος μου μου τα τρώει όλα κι αναγκάζομαι να κρύβω λίγο στάρι για να 'χω ψωμί το χειμώνα... Λίγο θα μαζέψω ακόμα... Είναι κι αυτό μια βοήθεια!

Το σταχομάζωμα έδωσε πολύ λίγα πράματα. Οι εκμισθωτές κι οι κολλήγοι, νοιώθοντας την υποστήριξη του κόμη, μάζεψαν και το τελευταίο άχυρο από τα χωράφια τους. Επιστάτησαν οι ίδιοι στο χεροβόλιασμα και στη μεταφορά, έτσι που περιορίστηκε στο μηδέν η λεηλασία, συγκριτικά με το σταχολόγημα των άλλων χρόνων.

Οι πραγματικοί, όπως κι οι ψεύτικοι άποροι, συνηθισμένοι από χρόνια να μαζεύουν μια ορισμένη ποσότητα σταριού, έψαξαν μάταια τούτη τη φορά. Ξέχασαν γρήγορα τη συγγνώμη του στρατηγού στο Κους, κι ένοιωσαν μια βαθειά και βουβή δυσαρέσκεια, που υποδαυλίστηκε επιδέξια από τους Τονσάρ, τον Κουρτκυίς, το Μπονεμπώ, το Λαρός, τον Βωντουαγιέ, τον Γκονταίν και τους άλλους, στο καπηλειό. Στον τρύγο τα πράγματα ήταν ακόμα χειρότερα. Οι άποροι δεν μπόρεσαν να μπουν στα αμπέλια παρά μόνο αφού τέλειωσαν τη δουλειά τους οι τρυγητές, που τους επιστατούσε ο Σιμπιλέ με ιδιαίτερη αυστηρότητα. Αυτό το μέτρο αποκορύφωσε την απελπισία. Μα όταν υπάρχει τόσο μεγάλη απόσταση ανάμεσα στην τάξη που αγριεύει και ξεσηκώνεται και σε κείνη που απειλείται, τα λόγια δεν έχουν καμιά θέση. Οι δυσαρεστημένοι δρουν μυστικά κάτω από τη γη, σαν τυφλοπόντικες, και το αποτέλεσμα παρουσιάζεται πολύ αργά.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Το πανηγύρι της Σουλάνζ πέρασε ήσυχο, εκτός από μερικά μικροεπεισόδια ανάμεσα στην πρώτη και τη δεύτερη τάξη της πόλης, που τα προκάλεσε ο δεσποτισμός κι η ανησυχία της βασίλισσας. Δεν μπορούσε να ανεχθεί την επιρροή της ωραίας Ευθυμίας Πλισού στην καρδιά του γοητευτικού Λυπέν. Και το κακό ήταν πως είχε φαίνεται για πάντα στερεώσει τη φλογερή αστάθεια του δανδή.

Ο κόμης και η κόμισσα δεν εμφανίσθηκαν ούτε στο πανηγύρι της Σουλάνζ, ούτε στο γλέντι του Τίβολι. Οι Σουντρύ, οι Γκωμπερτέν κι οι οπαδοί τους το παράστησαν για έγκλημα. Είναι ακαταδεξιά, είναι περιφρόνηση, έλεγαν της κυρίας Σουντρύ. Εν τω μεταξύ, η κόμισσα προσπαθούσε να γεμίσει το κενό της απουσίας του Εμίλ μ' εκείνη τη βαθιά προσήλωση που δείχνουν οι ωραίες ψυχές στο καλό που κάνουν, ή νομίζουν πως κάνουν. Ο κόμης πάλι, απ' τη μεριά του, δεν έδειχνε μικρότερο ζήλο στις βελτιώσεις της διαχείρισης του τσιφλικιού του. Πίστευε ότι, εκτός απ' το προσωπικό του κέρδος θ' άλλαζε και την κατάσταση, και το χαρακτήρα των κατοίκων της περιοχής. Με τις συμβουλές και την πείρα του αββά Μπροσσέτ, η κυρία Μονκορνέ αποχτούσε σιγά - σιγά μια ακριβή γνώση των φτωχών της κοινότητας, της θέσης τους, των προοπτικών τους και των αναγκών τους. Προσπαθούσε να τους βοηθά με τρόπο που να μην τους κάνει αργόσχολους και τεμπέληδες.

Η κόμισσα είχε βάλει τη Ζενεβιέβ Νιζερόν, την Πεσινά, σ' ένα μοναστήρι της Ωξέρ με το πρόσχημα να μάθει κοπτική ώστε να μπορεί να την πάρει κοντά της. Στην πραγματικότητα όμως ήθελε να την προφυλάξει από το χυδαίο πάθος του Νικολά Τονσάρ, που ο Ριγκού είχε καταφέρει να τον απαλλάξει από το στρατό. Η κόμισσα υπολόγιζε ακόμα ότι η θρησκευτική αγωγή, η ζωή του μοναστηριού και η επίβλεψη θα δάμαζαν στο τέλος τη φλογερή ιδιοσυγκρασία αυτού του κοριτσιού με την πρόωρη ανάπτυξη. Καμιά φορά νόμιζε πως το μαυροβουνιώτικο αίμα της, ήταν μια φλόγα που απειλούσε από μακριά να βάλει πυρκαγιά στην οικογενειακή ευτυχία της πιστής της Ολυμπίας Μισώ.

Στον πύργο της Αιγκ, λοιπόν, είχαν όλοι ησυχάσει. Ο κόμης, ξεγελασμένος από το Σιμπιλέ, εφησυχασμένος από το Μισώ, καμάρωνε για την σταθερότητά του κι ευχαριστούσε τη γυναίκα του που οι αγαθοεργίες της είχαν συντελέσει πολύ στο να ξαναβρούν τη γαλήνη τους. Όσο για την πώληση της ξυλείας, ο στρατηγός είχε αποφασίσει να λύσει αυτό το θέμα στο Παρίσι, σε συνεννόηση με τους εμπόρους του. Δεν είχε ιδέα από εμπόριο και αγνοούσε τελείως την επιρροή του Γκωμπερτέν στον Υόν, που εφοδίαζε κατά μέγα μέρος το Παρίσι.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΤΟ ΛΑΓΩΝΙΚΟ

Κατά τα μέσα του Σεπτέμβρη, ο Εμίλ Μπλοντέ, που είχε πάει για να τυπώσει ένα βιβλίο στο Παρίσι, ξαναγύρισε στην Αιγκ για να ξεκουραστεί και να ετοιμάσει τη δουλειά που προόριζε για το χειμώνα. Στην Αιγκ ο κουρασμένος δημοσιογράφος ξαναγινόταν ο αξιαγάπητος κι αθώος νεαρός των πρώτων ημερών που διαδέχονται την εφηβεία.

—Τι ωραία ψυχή! έλεγαν και ξανάλεγαν ο κόμης κι η κόμισσα.

Οι άνθρωποι που έχουν συνηθίσει να κατρακυλούν στην άβυσσο της κοινωνίας· να τα καταλαβαίνουν όλα, να μη βάζουν κανένα περιορισμό, φτιάχνουν μιαν όαση στην καρδιά τους· ξεχνούν τις ξένες και τις δικές τους διαστροφές και σ' έναν στενό κύκλο γίνονται μικροί άγιοι. Έχουν γυναικείες ευαισθησίες, αφοσιώνονται στη στιγμιαία πραγματοποίηση του ιδανικού τους, γίνονται αγγελικές φύσεις για ένα μόνο πρόσωπο που τους λατρεύει, και δεν παίζουν κωμωδία· χορταίνουν την καρδιά τους με πλατωνικά αισθήματα, νοιώθουν την ανάγκη να διώξουν από πάνω τους τη λάσπη, να γιατρέψουν τις πληγές τους, να επιδέσουν τα τραύματά τους. Στην Αιγκ, ο Μπλοντέ έχανε τη σκωπτική του ειρωνεία. Δεν ήταν πια ο πνευματώδης Παριζιάνος που πετούσε επιγράμματα. Γινόταν μαλακός σαν αρνάκι, αγνός και γλυκός σαν κορίτσι.

—Τι χαριτωμένος νεαρός! Όταν δεν είναι δω τον αναζητώ! έλεγε ο στρατηγός. Θα 'θελα πολύ να πλουτίσει και ν' αλλάξει τρόπο ζωής...

Αυτή την εποχή, το θαυμάσιο τοπίο και το αγρόκτημα της Αιγκ ήταν ωραιότερα παρά ποτέ. Η ομορφιά τους είχε κάτι αισθησιακό. Τις πρώτες φθινοπωρινές μέρες, που η γη, κουρασμένη πια να γεννοβολά κι απαλλαγμένη από το βάρος των καρπών της, αναδίνει τις υπέροχες ευωδιές των φυτών της, τα δάση ιδίως είναι εξαίσια. Αρχίζουν να παίρνουν τα ζεστά χρώματα της γης της Σιένας, το πράσινο του χαλκού, και κρύβονται κάτω απ' τις ωραίες ταπετσαρίες που σχηματίζουν, σα να ετοιμάζονται ν' αψηφήσουν το κρύο του χειμώνα.

Η φύση, αφού φάνηκε την άνοιξη κομψή κι εύθυμη σα μελαχρινή που ελπίζει, γίνεται τώρα γλυκιά και μελαγχολική σαν μια ξανθή που αναπολεί. Το χορτάρι λάμπει ολόχρυσο, τα φθινοπωρινά λουλούδια δείχνουν τις χλωμές στεφάνες τους, οι μαργαρίτες όλο και πιο σπάνια ανοίγουν τα λευκά τους μάτια στις πελούζες. Δε συναντάς παρά μενεξεδένιους κάλυκες. Από παντού ξεχύνεται θριαμβευτικά το κίτρινο. Οι φυλλωσιές αραιώνουν κι η σκιά τους σκουραίνει. Οι λοξές πια ακτίνες του ήλιου γλιστρούν ανάμεσά τους πορτοκαλιές και φευγαλέες, μεγάλες φωτεινές κηλίδες που εξαφανίζονται αμέσως σαν τα ποδήρη φορέματα των γυναικών που λένε αντίο.

Το πρωί της επομένης του ερχομού του, ο Εμίλ στεκόταν στο παράθυρο της κάμαράς του που έβλεπε σε μια ταράτσα με μοντέρνο μπαλκόνι και θαυμάσια θέα. Αυτό το μπαλκόνι εκτεινόταν κατά μήκος των διαμερισμάτων της κόμισσας, στην πτέρυγα που έβλεπε προς τα δάση και το Μπλανζύ. Η λιμνούλα, που θα την έλεγαν λίμνη, αν η Αιγκ βρισκόταν πιο κοντά στο Παρίσι, φαινόταν λίγο, καθώς και το μικρό κανάλι της. Η πηγή ερχόταν από το κυνηγετικό περίπτερο και διάσχιζε το λιβάδι με τη διάφανη αμμουδένια κορδέλα της.

Έξω απ' το αγρόκτημα, απέναντι από τα χωριά και τους τοίχους, ξεχώριζαν οι καλλιεργημένες εκτάσεις του Μπλανζύ, μερικά κατωφερικά λιβάδια, όπου έβοσκαν αγελάδες, περιφραγμένα αγροκτήματα με καρποφόρα δέντρα, μηλιές και καρυδιές, κι έπειτα, σαν κορνίζα, τα υψώματα όπου σκαρφάλωναν τα ωραία δέντρα του δάσους. Η κόμισσα είχε βγει με τις παντούφλες να κοιτάξει τα λουλούδια του μπαλκονιού της που ξέχυναν τις πρωινές τους μυρωδιές. Φορούσε ένα βατιστένιο πενιουάρ που

Digitized by 10uk1s, May 2010

άφηνε να φαίνονται οι ροδαλοί ωραίοι ώμοι της. Στα ξέπλεκα μαλλιά της είχε σκερτσόζικα βαλμένο ένα κοκέτικο σκουφί. Τα μικρά της πόδια έλαμπαν κάτω απ' τις διαφανείς της κάλτσες στο χρώμα της σάρκας. Το πενιουάρ της ανέμιζε χωρίς ζώνη κι όταν ο άνεμος το άνοιγε φαινόταν ένα μεσοφόρι από κεντητή βατίστα.

—Α! εδώ είστε! είπε.

—Ναι...

—Τι κοιτάτε;

—Ωραία ερώτηση! Με αποσπάσατε από τη φύση. Πέστε μου, κόμισσα, θα θέλατε να κάνομε ένα περίπατο στα δάση, πριν από το πρόγευμα;

—Τι ιδέα! Ξέρετε πως δε μ' αρέσει καθόλου το περπάτημα.

—Δε θα περπατήσομε όμως παρά πολύ λίγο. Θα πάμε με το tilbury1

—Καλά, λοιπόν! πάω να ντυθώ...

και θα πάρομε μαζί μας τον Ζοζέφ για να το φυλάει... Δεν πατάτε ποτέ το πόδι σας στο δάσος. Είδα ένα περίεργο φαινόμενο... Εδώ και κει υπάρχουν δέντρα με ξεραμένα φύλλα και το χρώμα του φλωρεντινού χαλκού...

—Δε θα ξεκινήσομε ούτε αύριο!... Πάρτε ένα σάλι, βάλτε ένα καπέλο... παπούτσια... δεν χρειάζεται τίποτα άλλο. Πάω να διατάξω να ζέψουν το άλογο.

—Πάντα γίνεται ό,τι θελήσετε... Θα 'μαι σε δυο λεπτά έτοιμη.

—Στρατηγέ, πάμε περίπατο... Θέλετε να έρθετε; είπε ο Μπλοντέ στον κόμη που μούγκρισε σαν άνθρωπος που τον κρατά ακόμη ο πρωινός ύπνος.

Ένα τέταρτο αργότερα, το tilbury κυλούσε αργά στις αλέες του πάρκου. Σε κάποια απόσταση ακολουθούσε ένας υπηρέτης με λιβρέα.

Ήταν ένα πρωινό του Σεπτέμβρη. Το σκούρο μπλε του ουρανού έλαμπε εδώ και κει ανάμεσα στα σταχτιά σύννεφα, σα να 'ταν αυτό το τυχαίο και κανονικό φόντο τα σύννεφα. Υπήρχαν στον ορίζοντα μακριές ουράνιες κορδέλες που εναλλάσσονταν με άλλα σύννεφα γκρίζα. Αυτοί οι τόνοι άλλαζαν και γύριζαν προς το πράσινο πάνω απ' τα δάση. Η γη ήταν ζεστή, σαν γυναίκα το πρωί, ανάδινε θερμές και γλυκές αλλά άγριες ευωδιές. Η ευωδία των λιβαδιών ανακατευόταν με την ευωδιά του δάσους. Η πρωινή καμπάνα χτυπούσε στο Μπλανζύ και οι ήχοι της, μαζί με το παράξενο κοντσέρτο της εξοχής, έδιναν την αρμονία στη σιωπή. Εδώ κι εκεί ανέβαιναν διάφανοι, άσπροι αχνοί. Σ' αυτά τα θέλγητρα η Ολυμπία δεν έμεινε ασυγκίνητη. Ο άντρας της θα πήγαινε να δώσει μια διαταγή σ' έναν από τους φύλακες, που το σπίτι του ήταν κάπου κοντά. Αποφάσισε λοιπόν να τον συνοδεύσει. Ο γιατρός της Σουλάνζ της είχε συστήσει να περπατά χωρίς να κουράζεται, αλλά φοβόταν τη μεσημεριάτικη ζέστη και το βράδυ δεν ήθελε να βγαίνει έξω. Ο Μισώ πήρε μαζί του το πιο αγαπημένο από τα σκυλιά του, ένα ωραίο γκρίζο λαγωνικό με άσπρες βούλες, λαίμαργο όπως όλα τα λαγωνικά και γεμάτο

1 Ελαφρό, ανοιχτό αμάξι, δύο θέσεων.

Digitized by 10uk1s, May 2010

ελαττώματα, όπως όλα τα ζώα, που καταλαβαίνουν ότι τα αγαπάνε κι ότι αρέσουν.

Έτσι, όταν το tilbury έφτασε στο κυνηγετικό περίπτερο, η κόμισσα, που ρώτησε πως πήγαινε η κυρία Μισώ, έμαθε πως είχε βγει στο δάσος με τον άντρα της.

—Αυτός ο καιρός εμπνέει όλο τον κόσμο! είπε ο Μπλοντέ κι άφησε το άλογό του να τρέξει ελεύθερο σε μια από τις έξι δεντροστοιχίες στην τύχη.

—Ε, Ζοζέφ! ξέρεις το δάσος;

—Μάλιστα, κύριε.

Και συνέχισαν να προχωρούν! Εκείνη η δεντροστοιχία ήταν η ωραιότερη του δάσους. Μετά από λίγο έστριψε, στένεψε κι έγινε ένα ελικοειδές μονοπάτι, όπου ο ήλιος κατέβαινε με διατομές απ' τα φυλλώματα, που το σκέπαζαν σαν ομπρέλα. Η αύρα έφερνε τη μυρωδιά του αγριοβάλσαμου, της λεβάντας και της μέντας, των μαραμένων κλωναριών και των φύλλων που έπεφταν αφήνοντας ένα αναστεναγμό. Το ελαφρό αμάξι τίναζε από τα χόρτα και τα φύλλα τις δροσοσταλίδες κι όσο προχωρούσε, το ζευγάρι διάκρινε τις ιδιότροπες και παράξενες φαντασίες αυτού του δάσους: τη δροσερή καρδιά του, όπου η χλόη είναι υγρή και σκοτεινή και όπου χάνεται το φως, απαλό σα βελούδο· τα ξέφωτα με τις λυγερές σημύδες κι ανάμεσά τους ένα πανύψηλο αιωνόβιο δέντρο, ο Ηρακλής του δάσους· τους υπέροχους υπόλευκους ροζιασμένους κορμούς που είναι γεμάτοι από βρύα και κουφάλες και κείνη τη μπορντούρα από λεπτά χορτάρια και ασθενικά λουλούδια που φυτρώνουν στ' αυλάκια, που αφήνουν οι τροχοί των αμαξιών. Τα ρυάκια τραγουδούσαν. Αλήθεια, τι ανείπωτη ηδονή να οδηγείς μια γυναίκα που, στα σκαμπανεβάσματα των γλιστερών από τα βρύα δρόμων, υποκρίνεται τη φοβισμένη —ίσως και να φοβάται— και κολλά πάνω σου και σε κάνει να νοιώθεις την αθέλητη ή υπολογιστική πίεση ενός μπράτσου νοτισμένου από τη δροσιά, το βάρος ενός λευκού και στρογγυλού ώμου, και που χαμογελά όταν της λες πως σ' εμποδίζει να οδηγείς. Το άλογο λες και καταλαβαίνει το μυστικό αυτών των αγγιγμάτων. Κοιτάζει δεξιά κι αριστερά.

Αυτό το καινούργιο για την κόμισσα θέαμα, αυτή η ρωμαλέα φύση, τόσο λίγο γνωστή και τόσο μεγάλη, τη βύθισε σε μια γλυκιά ονειροπόληση. Ακούμπησε στο tilbury και παραδόθηκε στην ευτυχία να 'ναι μαζί με τον Εμίλ. Η καρδιά της μιλούσε, απαντούσε σε κείνη την εσωτερική φωνή που ταίριαζε μυστικά με τη δική της· κι εκείνος την κοίταζε κλεφτά, και χαιρόταν για το ρεμβασμό της. Οι κορδέλες της κάπας της είχαν λυθεί κι άφηναν τον πρωινό άνεμο να χαϊδεύει τις μεταξωτές μπούκλες μιας ολόξανθης κόμης. Όπως πήγαιναν στην τύχη, έφτασαν μπροστά σ' ένα φράχτη που το κλειδί του έλειπε. Φώναξαν τον Ζοζέφ, μα ούτε κι αυτός το είχε.

—Καλά λοιπόν, ας περπατήσομε τότε, ο Ζοζέφ θα φυλάει το tilbury, θα τον ξανασυναντήσομε σε λίγο.

Ο Εμίλ κι η κόμισσα περιπλανήθηκαν στο δάσος. Σε λίγο φτάσανε σ' ένα μικρό εσωτερικό ξέφωτο από κείνα που συχνά κανείς συναντά στα δάση. Πριν από είκοσι χρόνια, οι καρβουνιάρηδες είχαν φτιάξει σ' εκείνο το μέρος το καρβουνιάρικό τους. Ο τόπος είχε μείνει έτσι, καμένος σε μια αρκετά μεγάλη ακτίνα. Αλλά μέσα στα είκοσι χρόνια, η φύση κατάφερε να τον κάνει ανθόκηπο, ένα παρτέρι μόνο δικό της, σαν τον καλλιτέχνη που ένα πρωί ζωγραφίζει έναν πίνακα μόνο για τη δική του ευχαρίστηση. Αυτόν τον έξοχο ανθότοπο τον περιβάλλανε ωραία δέντρα με θυσανωτές κορφές. Ο θόλος τους σκέπαζε αυτό το αντάξιο για θεά κρησφύγετο. Οι καρβουνιάρηδες είχανε φτιάξει ένα μονοπάτι μέχρι τη χαράδρα, όπου προμηθεύονταν νερό από μια νερολακούβα πάντα γεμάτη και κατακάθαρη. Το μονοπάτι υπάρχει ακόμα. Σας προσκαλεί να κατεβείτε. Στρίβει κοκέτικα εδώ κι εκεί κι ύστερα κόβεται απότομα. Χιλιάδες ρίζες κρέμονται στον αέρα σαν καμβάς κεντήματος. Γύρω απ' την άγνωστη λίμνη έχει φυτρώσει ένα πυκνό χορτάρι. Μερικές λεύκες, μερικές ιτιές σκιάζουν αυτό το χορταρένιο πεζούλι, έργο κάποιου τεμπέλη ή ονειροπόλου καρβουνιάρη. Τα βατράχια πηδούν, οι αγριόπαπιες

Digitized by 10uk1s, May 2010

κολυμπούν, τα υδρόβια πουλιά έρχονται και φεύγουν, ένας λαγός το βάζει στα πόδια. Είναι δική σας αυτή η αξιαγάπητη μπανιέρα που την περιζώνουν τα βούρλα. Πάνω από τα κεφάλια σας τα δέντρα έχουν το καθένα άλλη πόζα· εδώ, κορμοί που κατεβαίνουν σαν το βόα το συσφιγκτήρα, εκεί, οξιές ίσιες σαν ελληνικές κολόνες. Τα σαλιγκάρια κι οι γυμνοσάλιαγκοι κάνουνε βόλτα με την ησυχία τους. Μια τίγκα προβάλει έξω από το νερό το μουσούδι της, ο σκίουρος σας περιεργάζεται. Όταν τέλος ο Εμίλ κι η κόμισσα, καθίσανε κουρασμένοι, ένα πουλί, δεν ξέρω ποιο, άρχισε ένα φθινοπωρινό τραγούδι, ένα τραγούδι χωρισμού που τ' άκουσαν όλα τα πουλιά, ένα από κείνα τα τραγούδια της αγάπης που το ρουφάνε όλες οι αισθήσεις ταυτόχρονα.

—Τι σιωπή! είπε συγκινημένη η κόμισσα με χαμηλή φωνή, λες και φοβόταν μην ταράξει τη γαλήνη.

Κοίταξαν τις πράσινες κηλίδες του νερού, αυτούς τους κορμούς όπου οργανώνεται η ζωή. Είδαν τη σαύρα να χαίρεται τον ήλιο και να το σκάει μόλις την πλησιάσανε.

—Η συμπεριφορά της, είπε ο Εμίλ, δικαιολογεί το όνομα που της δίνουν: φίλη του ανθρώπου. Δείχνει πόσο τους ξέρει.

Είδαν τα βατράχια, που, πιο εύπιστα, ανέβαιναν στην επιφάνεια του νερού, σε μαλακά κρεβατάκια από κάρδαμο, με τα γυαλιστερά ρουμπινιά τους μάτια. Η γλυκιά κι αθώα ποίηση της φύσης διαπερνούσε αυτές τις δυο ψυχές τις χαλασμένες από την ψεύτικη κοσμική ζωή και τις βύθιζε σε μια ρεμβαστική συγκίνηση... Ξαφνικά ο Μπλοντέ ανατρίχιασε και σκύβοντας στο αυτί της κόμισσας είπε:

—Ακούτε;

—Τι;

—Ένας παράξενος θόρυβος...

—Αχ, πώς φαίνονται οι διανοούμενοι, οι άνθρωποι του γραφείου!... Δεν ξέρουν τίποτα από την εξοχή. Είναι ένας δρυοκολάπτης που κάνει την τρύπα του... Βάζω στοίχημα πως δεν ξέρετε το πιο αστείο χαρακτηριστικό αυτού του πουλιού· μόλις δώσει μια με το ράμφος του — και για να τρυπήσει μια βελανιδιά, δυο φορές πιο χοντρή από το σώμα σας, χρειάζονται χιλιάδες χτυπήματα — πηγαίνει από πίσω να δει αν τρύπησε το δέντρο. Αυτό το κάνει συνέχεια.

—Αυτός ο θόρυβος, αγαπημένη μου δασκάλα της φυσικής, δε μοιάζει να προέρχεται από ζώο. Έχει κάτι έξυπνο, δεν ξέρω πώς να το προσδιορίσω, που μαρτυρεί την παρουσία ανθρώπου.

Την κόμισσα την έπιασε πανικός. Το έβαλε στα πόδια, θέλοντας να βρει το δρόμο που θα την έβγαζε έξω από το δάσος.

—Τι έχετε;... της φώναξε ο Μπλοντέ ανήσυχος κι έτρεξε πίσω της.

—Μου φάνηκε πως είδα κάτι μάτια... είπε όταν έφθασε στο μονοπάτι που τους είχε φέρει στο καρβουνιάρικο.

Εκείνη τη στιγμή, άκουσαν το θόρυβο της υπόκωφης αγωνίας ενός πλάσματος που το στραγγαλίζουν. Ο τρόμος της κόμισσας διπλασιάστηκε. Άρχισε πάλι να τρέχει τόσο γρήγορα που ο Μπλοντέ δυσκολευόταν να την ακολουθεί. Έτρεχε, έτρεχε σαν αερικό, σαν οπτασία... Μάταια της φώναζε ο Εμίλ ότι γελιόταν. Εκείνη έτρεχε συνέχεια. Επιτέλους ο Μπλοντέ την έφθασε και συνέχισαν έτσι το δρόμο τους. Τους σταμάτησε ο Μισώ που ερχόταν αλά μπρατσέτα με τη γυναίκα του. Ο Εμίλ λαχανιασμένος, η κόμισσα ξέπνοη. Στην αρχή δεν μπόρεσαν να βγάλουν λέξη, ύστερα δώσανε

Digitized by 10uk1s, May 2010

εξηγήσεις. Ο Μισώ συμφώνησε με το Μπλοντέ και βάλθηκε να κοροϊδεύει τον πανικό της κόμισσας. Ο φύλακας έδειξε στους δυο περιπατητές το δρόμο όπου είχαν αφήσει το tilbury. Όταν έφθασαν στο φράχτη, η κυρία Μισώ φώναξε:

—Πρίγκιπα!

—Πρίγκιπα! Πρίγκιπα! φώναξε ο φύλακας, σφύριξε, ξανασφύριξε αλλά το λαγωνικό δε φαινόταν.

Ο Εμίλ έκανε λόγο για τον παράξενο θόρυβο που έδωσε την αφορμή στην περιπέτειά τους.

—Και η γυναίκα μου τον άκουσε και την κορόιδεψα, είπε ο Μισώ.

—Σκότωσαν τον Πρίγκιπα! Είμαι βέβαιη τώρα! Του έκοψαν το λαρύγγι, φώναξε η κόμισσα. Αυτό που άκουσα ήταν ο τελευταίος ρόγχος ενός ζώου που ξεψυχούσε.

—Διάβολε! Αξίζει τον κόπο να διαλευκάνομε αυτό το μυστήριο, είπε ο Μισώ.

Ο Εμίλ κι ο φύλακας άφησαν τις δυο γυναίκες με το Ζοζέφ και τα άλογα και ξαναγύρισαν στο φυσικό κήπο που είχε φυτρώσει πάνω στο παλιό καρβουνάδικο. Κατέβηκαν στη νερολακούβα, έψαξαν στις λόχμες αλλά δε βρήκαν τίποτα. Ο Μπλοντέ ξανανέβηκε πρώτος. Ανάμεσα σε μια συστάδα δέντρων είδε ένα με ξεραμένα φύλλα. Το έδειξε στο Μισώ και ζήτησε να πάνε να το δουν από κοντά. Χώθηκαν μέσα στο δάσος και αναμεριάζοντας τους θάμνους από τα βάτα και τους αδιαπέραστους πρίνους βρήκαν το δέντρο.

—Είναι μια ωραία φτελιά! είπε ο Μισώ. Μα ένα σκουλήκι έφαγε το φλοιό στη ρίζα και, σκύβοντας, έπιασε το φλοιό και τον σήκωσε: «Κοιτάξτε, τι δουλειά»!

—Υπάρχουν πολλά σκουλήκια στο δάσος σας, είπε ο Μπλοντέ.

Εκείνη τη στιγμή, ο Μισώ είδε, λίγα βήματα πιο πέρα, μια κόκκινη κηλίδα και πιο πέρα το κεφάλι του λαγωνικού. «Τα καθάρματα» αναστέναξε. «Η κυρία είχε δίκιο».

Ο Μπλοντέ κι ο Μισώ έψαξαν να βρουν το σώμα. Η κόμισσα είχε μαντέψει σωστά. Είχαν κόψει το κεφάλι του «Πρίγκιπα» μ' ένα μόνο χτύπημα και, για να τον εμποδίσουν να γαυγίσει, του είχαν πετάξει ένα κομματάκι παστό που το κρατούσε ακόμη ανάμεσα στη γλώσσα και τον ουρανίσκο.

—Φτωχό ζώο! Η αδυναμία του έγινε η αιτία του χαμού του!

—Έτσι συμβαίνει σ' όλους τους πρίγκιπες, είπε ο Μπλοντέ.

—Κάποιος το 'σκασε από δω, κάποιος που δεν ήθελε να τον δούμε. Επομένως θα 'κανε κάτι που ήταν σοβαρό πταίσμα. Δε βλέπω όμως ούτε κλαδιά ούτε δέντρα κομμένα.

Ο Μπλοντέ κι ο φύλακας άρχισαν να εξερευνούν τον τόπο. Πριν να πατήσουν το πόδι τους κοίταζαν χάμω. Λίγα βήματα πιο πέρα, ο Μπλοντέ έδειξε ένα δέντρο. Μπροστά του το χόρτο ήταν πατημένο, τσαλακωμένο, και είχε δυο βαθιές λακκούβες.

—Κάποιος ήταν γονατισμένος εδώ. Και μάλιστα γυναίκα, γιατί οι γάμπες ενός άντρα δε θ' άφηναν τόση μεγάλη έκταση πατημένου χόρτου από τα γόνατα και κάτω. Να και το περίγραμμα της φούστας...

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο φύλακας αφού εξέτασε τη ρίζα του δέντρου είδε την εργασία μιας αρχινισμένης τρύπας. Δε βρήκε όμως και κείνο το σκληρόπετσο, γυαλιστερό, λεπιδωτό και κατάστικτο σκουλήκι που καταλήγει κιόλας στη μηλολόνθη, έχει το κεφάλι της, τις κεραίες και δυο αρπάγες για να κόβει τις ρίζες.

—Αγαπητέ μου, καταλαβαίνω τώρα γιατί είναι τόσο πολλά τα νεκρά σας δέντρα. Τα παρατήρησα το πρωί απ' τη βεράντα του πύργου κι ήρθα ως εδώ για να βρω την αιτία του φαινομένου. Τα σκουλήκια κινούνται μα αυτοί που βγαίνουν από το ξύλο είναι οι χωρικοί σας...

Ο φύλακας άφησε να του ξεφύγει μια χοντρή βρισιά κι έτρεξε, ακολουθούμενος από το Μπλοντέ, να συναντήσει την κόμισσα. Την παρακάλεσε να πάρει μαζί της την γυναίκα του. Πήρε το άλογο του Ζοζέφ, που τον άφησε να γυρίσει πεζός στον πύργο κι εξαφανίστηκε γρήγορα μέσα στο δάσος. Ήθελε να κόψει το δρόμο στη γυναίκα, που σκότωσε το σκύλο του και να την πιάσει με το ματωμένο κλαδευτήρι και το εργαλείο που χάραζε τους κορμούς. Ο Μπλοντέ κάθισε ανάμεσα στην κόμισσα και την κυρία Μισώ και τους διηγήθηκε το τέλος του «Πρίγκιπα» και τη θλιβερή ανακάλυψη που είχαν κάνει μ' αυτή την ευκαιρία.

—Θε μου! να το πούμε στο στρατηγό πριν γευματίσει. Μπορεί να πεθάνει πάνω στο θυμό του, φώναξε η κόμισσα.

—Θα τον προετοιμάσω εγώ, είπε ο Μπλοντέ.

—Σκότωσαν το σκύλο! είπε η Ολυμπία και σκούπισε τα δάκρυά της.

—Τόσο πολύ αγαπούσατε λοιπόν αυτό το κακόμοιρο λαγωνικό για να το κλαίτε έτσι; ρώτησε η κόμισσα.

—Ο θάνατος του «Πρίγκιπα», μου φαίνεται μια απαίσια προειδοποίηση. Τρέμω μήπως συμβεί τίποτα παρόμοιο στον άντρα μου!

—Μας χάλασαν το πρωινό μας, είπε η κόμισσα με μια αξιολάτρευτη γκριμάτσα.

—Κατάστρεψαν τον τόπο! απάντησε μελαγχολικά η νεαρή Μισώ.

Βρήκαν το στρατηγό στο κιγκλίδωμα.

—Από που έρχεστε; ρώτησε.

—Θα το μάθετε αμέσως, είπε με μυστηριώδες ύφος ο Μπλοντέ, και βοήθησε την κυρία Μισώ να κατεβεί. Η θλιμμένη της όψη παραξένεψε τον κόμη.

Ένα λεπτό αργότερα, ο στρατηγός κι ο Μπλοντέ ήταν στη βεράντα.

—Έχετε αρκετό κουράγιο, δεν θ' αφήσετε την οργή σας να ξεσπάσει... μου το υπόσχεστε;

—Ναι, αλλά πέστε μου γρήγορα τι τρέχει αλλιώς θα νομίσω ότι με κοροϊδεύετε.

—Βλέπετε εκείνα τα δέντρα με το ξεραμένο φύλλωμα;

—Ναι!

—Βλέπετε εκείνα που είναι μαραμένα;

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Ναι.

—Λοιπόν όλα τα νεκρά δέντρα τα έχουν σκοτώσει οι χωρικοί σας που νομίζατε πως με τις ευεργεσίες σας τους πήρατε με το μέρος σας.

Κι ο Μπλοντέ διηγήθηκε τις πρωινές του περιπέτειες.

Η χλομάδα του στρατηγού τρόμαξε το Μπλοντέ.

—Βλαστημείστε λοιπόν, θυμώστε, καταραστείτε, μη συγκρατείτε το θυμό σας· σας κάνει πιο πολύ κακό.

—Πάω να καπνίσω, είπε ο στρατηγός και πήγε στο κιόσκι.

Την ώρα του γεύματος ξαναγύρισε ο Μισώ. Δεν είχε συναντήσει κανένα. Την ίδια ώρα ήλθε κι ο Σιμπιλέ, καλεσμένος από τον κόμη.

—Κύριε Σιμπιλέ, και σεις κύριε Μισώ, διαδώστε στον τόπο ότι δίνω χίλια φράγκα σ' όποιον πιάσει επί τόπου αυτούς που σκοτώνουν έτσι τα δέντρα μου. Πρέπει να μάθομε τι εργαλείο χρησιμοποιούν και από πού το αγοράζουν. Έχω το σχέδιό μου.

—Αυτοί οι άνθρωποι δεν δωροδοκούνται ποτέ, όταν τα εγκλήματα είναι προμελετημένα και γυρνάνε σ' όφελός τους. Δεν μπορούμε να μην παραδεχθούμε ότι αυτή η διαβολική εφεύρεση είναι καρπός σκέψης... είπε ο Σιμπιλέ.

—Ναι, αλλά χίλια φράγκα δικά τους, ισοδυναμούν με ένα - δυο στρέμματα.

—Θα προσπαθήσομε, είπε ο Σιμπιλέ. Με 1500 αναλαμβάνω να βρω ένα προδότη ιδίως αν του εγγυηθούμε ότι δε θα γίνει γνωστός.

—Πρέπει να προσποιηθούμε ότι δεν ξέρομε τίποτα, ιδίως εγώ. Καλύτερα να πείτε ότι το πήρατε είδηση εσείς, χωρίς εγώ να ξέρω τίποτα. Αλλιώς θα πέσομε πάλι θύματα καμιάς μηχανορραφίας τους. Αυτοί οι αλήτες είναι πιο επικίνδυνοι κι από τους εχθρούς στο πεδίο της μάχης...

—Μα κι αυτοί εχθροί είναι, είπε ο Μπλοντέ.

Ο Σιμπιλέ του έριξε ένα λοξό βλέμμα που έδειχνε ότι καταλάβαινε σε ποιον αναφερόταν αυτή η κουβέντα και αποσύρθηκε.

—Ο Σιμπιλέ σας δε μ' αρέσει καθόλου, είπε ο Μπλοντέ, όταν βεβαιώθηκε ότι είχε βγει από το σπίτι. Μου φαίνεται υποκριτής.

—Μέχρι την ώρα δεν έχομε να του καταλογίσουμε τίποτα, απάντησε ο στρατηγός.

Ο Μπλοντέ αποσύρθηκε στο δωμάτιό του για να γράψει κάτι γράμματα. Είχε χάσει την πρώτη ξεγνοιασιά του, ήταν ανήσυχος και σκεφτικός. Δεν είχε αόριστα προαισθήματα όπως ο κυρία Μισώ, είχε την πικρή βεβαιότητα πως τους περίμεναν αναπόφευκτες δυστυχίες. Όλα αυτά θα έχουν κακό τέλος, σκεφτόταν. Αν ο στρατηγός δε φανεί πιο αποφασιστικός, αν δεν εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης όπου οι εχθροί είναι αριθμητικά περισσότεροι, θα έχομε πολλά θύματα. Ποιος ξέρει αν θα μπορέσει να γλυτώσει κι ο ίδιος κι η γυναίκα του; Θε μου! Να εκθέτει στους κινδύνους μια ύπαρξη τόσο αξιολάτρευτη, τόσο τέλεια, τόσο αφοσιωμένη!... Και ισχυρίζεται ότι την αγαπά!... Θα μοιραστώ

Digitized by 10uk1s, May 2010

τους κινδύνους τους, κι αν δεν μπορέσω να τους σώσω, θα χαθώ μαζί τους!

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΑΓΡΟΤΙΚΕΣ ΑΡΕΤΕΣ

Τη νύχτα, η Μαρία Τονσάρ, καθισμένη σ' ένα γεφυράκι του δρόμου της Σουλάνζ, περίμενε το Μπονεμπώ, που, κατά τη συνήθειά του, είχε περάσει τη μέρα στο καφενείο. Τον άκουσε να 'ρχεται από μακριά κι από το βήμα του κατάλαβε ότι ήταν μεθυσμένος κι ότι είχε χάσει στα χαρτιά, γιατί όταν ήταν κερδισμένος τραγουδούσε.

—Εσύ 'σαι, Μπονεμπώ;

—Ναι, μικρή μου...

—Τι έχεις;

—Χρωστώ είκοσι πέντε φράγκα, κι αν δεν τα βρω, θα μου στρίψουν είκοσι πέντε φορές το λαρύγγι.

—Μπορούμε να 'χομε πεντακόσια φράγκα, του ψιθύρισε στ' αυτί.

—Θα πρέπει να σκοτώσομε κανένα; Εγώ θέλω να ζήσω...

—Μη σε νοιάζει, μας τα δίνει ο Βωντουαγιέ, αν πιάσεις τη μάνα σου «επ' αυτοφώρω» να χαλάει το δέντρο.

—Καλύτερα να σκοτώσω άνθρωπο παρά να πουλήσω τη μάνα μου. Γιατί δεν καρφώνεις εσύ τη γιαγιά σου την Τονσάρ;

—Αν έκανα κάτι τέτοιο, ο πατέρας μου θα τσαντιζότανε και θα μας έκοβε τα αστεία.

—Έχεις δίκιο. Όπως και να 'ναι, εμένα η μάνα μου δεν θα πάει στη φυλακή. Κακομοίρα γριά! Μου ζυμώνει το ψωμί μου, μου βρίσκει ρούχα, κι εγώ δεν ξέρω από πού... Και να την πάω στην φυλακή... Ποιος; εγώ! Αν το 'κανα, δε θα 'χα ούτε καρδιά ούτε αισθήματα... Όχι, όχι!... Σήμερα κιόλας το βράδυ θα πάω να της πω να μην πλησιάζει δέντρο, μια και σκέφτεστε να την καταδόσετε.

—Όπως θες! Εγώ πάντως θα πω του πατέρα μου για τα πεντακόσια φράγκα κι αυτός θα ρωτήσει τη γιαγιά μου αν το δέχεται. Μια γυναίκα εξήντα χρονώ δεν τη βάνουνε φυλακή... Και να τη βάλουνε, πιο καλά θα περάσει εκεί παρά στο αχούρι της...

—Πεντακόσια φράγκα!... Θα το πω στη μάνα μου! Πραγματικά, αν τα βουτήξει, θα της αφήσω μερικά ψιλά για να ζήσει στη φυλακή. Θα κλώθει, θα την ταΐζουνε... Θα 'ναι ασφαλισμένη. Δε θα 'χει και τις σκοτούρες, που έχει στο Κους!... Θα την περνά φίνα. Γεια σου, τώρα, μικρή... δεν έχω καιρό για κουβέντα.

Την άλλη μέρα, στις 5 η ώρα το πρωί, ο Μπονεμπώ κι η μητέρα του χτυπούσαν την πόρτα του Γκραντ - Ι Βερ. Μόνο η γριά Τονσάρ ήταν σηκωμένη.

—Μαρία! φώναξε ο Μπονεμπώ. Η δουλειά είναι εντάξει.

—Ποια δουλειά; Για τα δέντρα; Αυτό τακτοποιήθηκε! Θα συλλάβουνε εμένα, είπε η γριά Τονσάρ.

—Μωρέ τι μου λες! Ο κύριος Ριγκού υποσχέθηκε ένα στρέμμα στο αγόρι μου, 500 φράγκα...

Οι δυο γριές ήρθανε στα χέρια για το ποια θα πουληθεί. Με τη φασαρία, το σπίτι ξύπνησε. Ο Τονσάρ

Digitized by 10uk1s, May 2010

κι ο Μπονεμπώ πήραν ο καθένας το μέρος της μάνας του.

—Τραβήξτε κλήρο, είπε η κυρία Τονσάρ, η νύφη.

Ο κλήρος έπεσε στην ταβέρνα. Τρεις μέρες αργότερα, κατά τα ξημερώματα, οι χωροφύλακες πήρανε τη γριά Τονσάρ από τα βάθη του δάσους της La-Ville-aux-Fayes. Ο αρχιφύλακας, οι βοηθοί του κι ο αγροφύλακας την είχανε πιάσει «επ' αυτοφώρω», με μια λίμα που χρησίμευε για να ξεσκίζουν το δέντρο και ένα ειδικό εργαλείο που μ' αυτό, οι παλιάνθρωποι, λείαιναν το μέρος που έκοβαν, σαν τα έντομα. Στα πρακτικά, έγραψαν πως η ίδια δουλειά είχε γίνει σε εξήντα δέντρα, σ' απόσταση πεντακοσίων βημάτων. Η γριά Τονσάρ μεταφέρθηκε στο Ωξέρ. Η περίπτωση ανήκε στη δικαιοδοσία του Κακουργιοδικείου.

Όταν ο Μισώ είδε τη γριά στη ρίζα του δέντρου δεν βάσταξε να μην πει: «Ορίστε ποιους ευεργετούν ο κύριος κι η κυρία κόμισσα!... Μα το θεό, αν ήθελε να μ' ακούσει η κυρία, δεν θα 'δινε την προίκα στη μικρή Τονσάρ. Δεν είναι καλύτερη από τη γιαγιά της...»

Η γριά έστρεψε τα γκρίζα μάτια της στον Μισώ, και τον κάρφωσε με μια ματιά γεμάτη φαρμάκι. Κι αλήθεια, όταν ο κόμης έμαθε ποιος ήτανε ο δράστης, απαγόρεψε στη γυναίκα του να δώσει έστω και μια πεντάρα στην Κατερίνα Τονσάρ.

—Κάνει πολύ καλά ο κύριος, είπε ο Σιμπιλέ, γιατί έμαθα ότι, τρεις μέρες πριν να μιλήσει στην κυρία η Κατερίνα, ο Γκονταίν είχε αγοράσει κείνο το χωράφι, που θα πει πως αυτοί οι δυο υπολογίζανε στην εντύπωση, που θα 'κανε στην κυρία η σκηνή, και στην συμπόνια της. Η Κατερίνα είναι ικανή να 'ρθει στην κατάσταση που ήρθε μόνο και μόνο για λεφτά, γιατί ο Γκονταίν βέβαια θα 'χει τη μερίδα του απ' την υπόθεση...

—Τι άνθρωποι! Μπροστά τους τα καθάρματα του Παρισιού είναι άγιοι... είπε ο Μπλοντέ.

—Α! κύριε, για το συμφέρον γίνονται παντού τέτοια φρικτά πράγματα. Είπε ο Σιμπιλέ. Ξέρετε ποιός πρόδωσε την Τονσάρ;

—Όχι!

—Η εγγονή της η Μαρία, ζήλεψε για το γάμο της αδελφής της και για ν' αποκατασταθεί...

—Είναι τρομερό! είπε ο κόμης. Είναι δηλαδή ικανοί να φτάσουνε μέχρι το έγκλημα;

—Και βέβαια, για ψύλλου πήδημα, απάντησε ο Σιμπιλέ. Δεν υπολογίζουνε τη ζωή τους αυτοί οι άνθρωποι. Έχουνε βαρεθεί να δουλεύουνε μέρα - νύχτα. Αχ, κύριε, δεν θα το πιστεύετε, μα στην ύπαιθρο οι άνθρωποι δεν είναι καλύτεροι από τους Παριζιάνους.

—Εσείς τουλάχιστον ας είστε καλός και ελεήμων... είπε η κόμισσα.

Το βράδυ της σύλληψης, ο Μπονεμπώ πήγε στο καπηλειό του Γκραντ Ι Βερ, όπου όλη η οικογένεια Τονσάρ πανηγύριζε.

—Πανηγυρίζετε; Τώρα μου 'πε ο Βωντουαγιέ, πως η κόμισσα, για να σας τιμωρήσει, δε θα δώσει τα χίλια φράγκα που υποσχέθηκε στο Γκονταίν. Ο άντρας της το απαγόρεψε.

—Αυτός ο άτιμος ο Μισώ του το συμβούλεψε, είπε ο Τονσάρ. Τον άκουσε η μάνα μου. Μου το 'πε όταν της πήγα ρούχα και λεφτά στη La-Ville-aux-Fayes. Ας μη μας τα δώσει. Τα πεντακόσια μας

Digitized by 10uk1s, May 2010

φράγκα θα βοηθήσουνε το Γκονταίν να πληρώσει το χωράφι και θα εκδικηθούμε γι' αυτό. Ώστε λοιπόν ο Μισώ χώνει τη μύτη του στις δουλειές μας! Αυτό δε θα του βγει σε καλό!... Τι τον έκοφτε αυτόν; όχι πέστε μου... Δικό του ήτανε το δάσος;... Κι όμως όλη τη φασαρία αυτός την έκανε, αυτός μας ξεσκέπασε και τότε που η μάνα μου έκοψε το λαρύγγι του σκύλου του. Αν ανακατευόμουνα εγώ στις δουλειές του πύργου; αν έλεγα του στρατηγού πως η γυναίκα του πρωί - πρωί τριγυρνά στα δάση μ' ένα νεαρό χωρίς να φοβάται τη δροσιά; Πρέπει να 'χεις ζεστά πόδια για τέτοιες εκδρομές...

—Ο στρατηγός! ο στρατηγός, είπε ο Κουρτκυίς. Το στρατηγό θα τον κάναμε ό,τι θέλαμε, αν έλειπε ο Μισώ. Αυτός του ανάβει τα αίματα... όλο φασαρίες ξέρει ν' ανάβει κι απ' το επάγγελμά του δεν σκαμπάζει γρυ.... Αυτά δε γίνονταν στον καιρό μου.

—Τότε ήτανε η καλή εποχή, συμφώνησε ο Τονσάρ. Τι λες κι εσύ, Βωντουαγιέ;

—Είναι γεγονός πως αν έλειπε ο Μισώ, θα 'μαστε ήσυχοι, απάντησε αυτός.

—Αρκετά είπαμε! Θα τα ξαναπούμε πιο ύστερα, όταν βγει το φεγγάρι, στα χωράφια, έκλεισε τη συζήτηση ο Τονσάρ.

Κατά τα τέλη του Οκτώβρη, η κόμισσα, έφυγε κι άφησε το στρατηγό στην Αιγκ. Θα πήγαινε να τη συναντήσει αργότερα. Εκείνη, βιάστηκε για να μη χάσει την πρώτη παράσταση του Ιταλικού θεάτρου. Εξ άλλου, χωρίς τη συντροφιά του Εμίλ, έπληττε πολύ τις ώρες που ο στρατηγός έτρεχε στις δουλειές του.

Ο Νοέμβρης ήτανε γκρίζος και σκυθρωπός. Πραγματικά χειμωνιάτικος μήνας. Το κρύο και την παγωνιά τα διαδέχονταν η βροχή και το χιόνι. Η υπόθεση της γριάς Τονσάρ απαιτούσε να ταξιδέψουνε οι μάρτυρες. Ο Μισώ πήγε να καταθέσει. Ο κύριος Ριγκού ενδιαφέρθηκε για τη γριά. Της έβαλε ένα δικηγόρο που στήριξε την αγόρευσή του, στο ότι όλοι οι μάρτυρες ήταν ενδιαφερόμενοι κι ότι δεν υπήρχε μάρτυρας υπεράσπισης.

Οι μαρτυρίες όμως του Μισώ, των βοηθών του, σε συνδυασμό με τη μαρτυρία του αγροφύλακα και των δύο χωροφυλάκων, στάθηκαν αποφασιστικές για την υπόθεση. Η μητέρα του Τονσάρ καταδικάστηκε σε πέντε χρόνια φυλακή και ο δικηγόρος είπε στον Τονσάρ - γιο:

—Η κατάθεση του Μισώ την καταδίκασε.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ

Ένα Σαββατόβραδο, ο Κουρκτυίς, ο Μπονεμπώ, ο Γκονταίν, ο Τονσάρ, οι κόρες του δειπνούσαν στην ταβέρνα. Το φεγγάρι αχνόφεγγε κι έκανε μια παγωνιά απ' αυτές που ξεραίνουνε τη γη. Το πρώτο χιόνι είχε λιώσει. Έτσι όλα τα βήματα ενός ανθρώπου στην εξοχή δε θ' άφηναν καθόλου εκείνα τα ίχνη που στα εγκλήματα χρησιμεύουν για ενδείξεις. Τρώγανε ένα ραγού με λαγούς, πιασμένους στην παγίδα. Ήταν η επομένη του γάμου του Γκονταίν κι όλοι γελούσαν και κρασόπιναν. Μετά το τσιμπούσι θα την πήγαιναν στο σπίτι της, που ήταν κοντά στο σπίτι του Κουρτκυίς. Όταν ο Ριγκού πουλούσε κανένα στρέμμα χωράφι, ήταν γιατί ήταν απομονωμένο και δίπλα στο δάσος. Ο Κουρτκυίς κι ο Βωντουαγιέ, είχαν τα ντουφέκια τους για να συνοδέψουν τους νιόπαντρους. Όλοι στο χωριό είχαν κοιμηθεί. Κανένα φως δε φαινόταν πουθενά. Μόνο στην ταβέρνα ήταν ξύπνιοι και το γλέντι έβραζε. Εκείνη την ώρα, μπήκε η γριά Μπονεμπώ, όλοι γυρίσανε τα μάτια τους σ' αυτή.

—Τη γυναίκα την πιάσανε φαίνεται, οι πόνοι, είπε στο αυτί του Τονσάρ και του γιου της. Σέλωσε τ' άλογο του και πάει στη Σουλάνζ, να φωνάξει το γιατρό Γκουρντόν.

Ο Τονσάρ της έδωσε τη θέση του στο τραπέζι, και ξάπλωσε σ' ένα μπάγκο.

—Κάτσε, μάνα.

Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο καλπασμός ενός αλόγου απ' το δρόμο. Ο Τονσάρ, ο Κουρτκυίς κι ο Βωντουαγιέ πετάχτηκαν έξω κι είδαν το Μισώ που περνούσε το χωριό.

—Ξέρει τη δουλειά του! είπε ο Κουρτκυίς. Πάει απ' το Μπλανζύ, ο δρόμος είναι πιο ασφαλής...

—Ναι, είπε ο Τονσάρ, πάει να φωνάξει τον κύριο Γκουρντόν.

—Δεν πιστεύω να τον βρει. Τον περιμένουνε και στο Κους, για τη γυναίκα, του Διευθυντή του Ταχυδρομείου που αναστατώνει τον κόσμο τέτοια ώρα.

—Μα τότε θα πάρει το μεγάλο δρόμο απ' τη Σουλάνζ στο Κους, είναι πιο σύντομα.

—Αυτό μας βολεύει κι εμάς, είπε ο Κουρτκυίς. Έχει ωραίο φεγγαρόφωτο σήμερα και στη δημοσιά δεν έχει φύλακες, όπως στο δάσος. Ακούει κανείς μέχρι πέρα κι από τα περίπτερα, πίσω απ' τους φράχτες, μέχρι το μέρος που ενώνονται με το δάσος. Μπορεί να σημαδέψεις από πίσω έναν άνθρωπο στα πέντε βήματα, σαν το λαγό!...

—Όταν θα περάσει από δω, θα 'ναι γύρω στις εντεκάμιση, λογάριασε ο Τονσάρ. Θα φάει μια ώρα μέχρι τη Σουλάνζ, βάλε κι άλλο τόσο να γυρίσει... Αν όμως βρε παιδιά, είναι κι ο Γκουρντόν στο δρόμο;...

—Μη σε νοιάζει, είπε ο Κουρτκυίς. Εγώ θα 'μαι δέκα λεπτά πριν από σένα στο δρόμο που πάει στη Σουλάνζ απ' τα δεξιά του Μπλανζύ, ο Βωντουαγιέ, δέκα λεπτά πριν, θα τραβάει κατά το δρόμο του Κους, κι αν έρχεται κανείς, καμιά ταχυδρομική άμαξα, χωροφύλακες, ό,τι να 'ναι τέλος πάντων, θα ρίξουμε ένα πυροβολισμό στο χώμα...

—Κι αν δεν τον πετύχω στο στόχο;...

—Έχεις δίκιο, είπε ο Κουρτκυίς. Είμαι καλύτερος σκοπευτής από σένα, Βωντουαγιέ. Θα 'ρθω κι εγώ μαζί σου. Ο Μπονεμπώ θα πάρει τη θέση μου και θα βγάλει μια φωνή. Αυτή ακούγεται καλύτερα κι είναι και λιγότερο ύποπτη.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ξαναγύρισαν μέσα, και το γλέντι συνεχίστηκε. Στις έντεκα η ώρα, ο Βωντουαγιέ, ο Κουρτκυίς, ο Τονσάρ κι ο Μπονεμπώ πήραν τα τουφέκια τους και βγήκαν, χωρίς να τους πάρουν είδηση οι γυναίκες. Τρία τέταρτα αργότερα, ξαναγύρισαν και το έριξαν στο πιοτό μέχρι τις μία. Οι δυο κόρες Τονσάρ, η μητέρα τους κι η Μπονεμπώ, είχαν δώσει στο μυλωνά, στους εργάτες, στους δυο χωριάτες και στο Φουρσόν να πιούνε τόσο πολύ, που είχαν ξαπλώσει χάμω ξεροί και ροχάλιζαν του καλού καιρού, όταν έφυγαν οι σύντροφοί τους. Στο γυρισμό τους, ξύπνησαν τους κοιμισμένους, που είδαν πως ο καθένας βρισκόταν στη θέση του.

Την ώρα που το γλέντι έβραζε, το ζευγάρι Μισώ περνούσε θανάσιμη αγωνία. Η Ολυμπία είχε αισθανθεί κάτι ψευτόπονους κι ο άντρας της έτρεξε αμέσως να ειδοποιήσει το γιατρό πιστεύοντας πως σε λίγο θ' άρχιζε ο τοκετός. Μόλις όμως έφυγε ο Μισώ, οι πόνοι της δυστυχισμένης γυναίκας σταμάτησαν. Οι κίνδυνοι που ίσως απειλούσαν τον άντρα της, μια τόσο προχωρημένη ώρα και σ' ένα τόσο εχθρικό και γεμάτο αποφασισμένους αλήτες μέρος, την ανησυχούσαν τόσο, που, για μια στιγμή, η ψυχική της αγωνία υπερίσχυσε και νέκρωσε τους πόνους. Μάταια η υπηρέτρια της έλεγε ότι οι φόβοι της ήταν φανταστικοί. Είχε ένα ύφος σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Καθισμένη κοντά στη φωτιά τέντωσε το αυτί της στον παραμικρό θόρυβο. Και καθώς, από λεπτό σε λεπτό, ο τρόμος της μεγάλωνε, είπε να ξυπνήσουν τον υπηρέτη για να του δώσει κάποια διαταγή, που τελικά δεν την έδωσε. Η καημενούλα πηγαινοερχότανε με μια πυρετική ανησυχία, κοίταζε από τα παράθυρα, τ' άνοιγε διάπλατα παρά την παγωνιά· κατέβαινε, άνοιγε την πόρτα της αυλής, κοίταζε μακριά, άκουγε... Τίποτα... ακόμα τίποτα, μονολογούσε και ξανανέβαινε απελπισμένη.

Γύρω στις δώδεκα παρά τέταρτο, φώναξε: «Έρχεται, ακούω το άλογό του!», και κατέβηκε πάλι μαζί με τον υπηρέτη, που έτρεξε ν' ανοίξει την πόρτα. «Παράξενο, σκέφτηκε, γυρνάει από το δάσος του Κους». Έπειτα, λες και τη χτύπησε κεραυνός, έμεινε ακίνητη, βουβή. Ο υπηρέτης συμμερίστηκε την φρίκη της, γιατί στον ξέφρενο καλπασμό του αλόγου και στο θόρυβο των άδειων αναβολέων, υπήρχε κάτι ανησυχητικά ασυνήθιστο. Κι αυτή την εντύπωση τη μεγάλωναν οι χαρακτηριστικοί χρεμετισμοί των αλόγων που τρέχουν μόνα τους. Σε λίγο, ξεπρόβαλλε το άλογο λαχανιασμένο, κάθιδρο κι ολομόναχο. Τα χαλινάρια είχαν σπάσει και ήσαν μπερδεμένα στα πόδια του. Η Ολυμπία παρακολούθησε σα χαμένη τον υπηρέτη που άνοιγε την πόρτα: Είδε το άλογο και, χωρίς να πει λέξη, άρχισε να τρέχει σαν τρελή προς τον πύργο. Μόλις έφτασε, σωριάστηκε κάτω από τα παράθυρα του στρατηγού φωνάζοντας:

—Κύριε, τον δολοφόνησαν!...

Η τρομερή κραυγή της ξύπνησε τον κόμη. Χτύπησε το κουδούνι και το σπίτι σηκώθηκε στο πόδι. Τα βογγητά της κυρίας Μισώ που γεννούσε κατάχαμα ένα νεκρό παιδί, προσανατόλισαν το στρατηγό και τους ανθρώπους του. Σήκωσαν την ετοιμοθάνατη, που ξεψύχησε λέγοντας στο Μονκορνέ:

—Τον σκότωσαν!...

—Ζοζέφ! φώναξε ο κόμης στον καμαριέρη του, τρέχα να ειδοποιήσει τον γιατρό. Ίσως υπάρχει ακόμη ελπίδα... Όχι, κάλεσε καλύτερα τον εφημέριο, η δυστυχισμένη πέθανε μαζί με το παιδί της... Θε μου! Θε μου! Είναι ευτύχημα, που η γυναίκα μου δεν είναι εδώ!... Και συ, είπε στον κηπουρό, πήγαινε να δεις τι συνέβη. Ο υπηρέτης του Μισώ τους διηγήθηκε ότι το άλογο του κυρίου είχε γυρίσει μοναχό του, με σπασμένα τα χαλινάρια, ματωμένα πόδια και μια κηλίδα αίμα στη σέλλα.

—Τι να κάνομε τώρα μέσα στη νύχτα; είπε ο κόμης. Πηγαίνετε να ξυπνήσετε το Γκρουαζόν, φωνάξετε τους φύλακες. Σελώστε τα άλογα, και πάμε να δούμε τι έγινε.

Τα χαράματα, οχτώ άνθρωποι, ο κόμης, ο Γκρουαζόν, οι τρεις φύλακες και δύο χωροφύλακες που είχαν έλθει από τη Σουλάνζ μαζί με το λοχία του ιππικού, χτένισαν τον τόπο βήμα με βήμα. Κόντευε

Digitized by 10uk1s, May 2010

πια μεσημέρι όταν βρήκαν το πτώμα του Μισώ, πεντακόσια βήματα από την πύλη του Κους, ανάμεσα στο μεγάλο δρόμο και τη La-Ville-aux-Fayes. Έφυγαν αμέσως οι δυο χωροφύλακες, ο ένας προς τη La-Ville-aux-Fayes, για να βρει το Βασιλικό Επίτροπο, κι ο άλλος προς τη Σουλάνζ για να βρει τον Ειρηνοδίκη. Εν τω μεταξύ ο στρατηγός με τη βοήθεια του λοχία ιππικού έκανε μια αυτοψία. Στο δρόμο βρήκαν τ' αποτυπώματα από το ποδοβολητό ενός αφηνιασμένου αλόγου, στο ύψος του δεύτερου περίπτερου, και τα καθαρά ίχνη απ' τον καλπασμό ενός τρομαγμένου αλόγου μέχρι το πρώτο μονοπάτι του δάσους, πάνω από το φράχτη. Το άλογο χωρίς οδηγό πια είχε στρίψει φαίνεται προς τα κει. Το καπέλο του Μισώ βρέθηκε σ' αυτό το μονοπάτι. Για να ξαναγυρίσει στο σταύλο του, το άλογο είχε πάρει το συντομότερο δρόμο. Ο Μισώ είχε μια σφαίρα στη ράχη κι η σπονδυλική του στήλη ήταν κομμάτια...

Ο Γκρουαζόν κι ο λοχίας ιππικού μελέτησαν με ιδιαίτερη προσοχή το χώρο γύρω από το ποδοβολητό, που στη δικαστική γλώσσα λέγεται θέατρο του εγκλήματος, αλλά δε βρήκαν τίποτα. Η γη ήταν κρυσταλλιασμένη απ' το κρύο και δεν είχε κρατήσει τα ίχνη από τα βήματα εκείνου που είχε σκοτώσει το Μισώ. Βρήκαν μόνο το χαρτί από ένα φυσέκι. Όταν ήλθε ο Βασιλικός Επίτροπος, ο Ανακριτής κι ο κύριος Γκουρντόν για να σηκώσουν το πτώμα και να κάνουν την αυτοψία, διαπιστώθηκε ότι η σφαίρα, που ταίριαζε με ό,τι είχε απομείνει από το βύσμα, έπρεπε ν' ανήκει σε όπλο πεζικού, και τέτοιο τουφέκι δεν υπήρχε στην κοινότητα του Μπλανζύ. Ο ανακριτής κι ο κύριος Σουντρύ, ο βασιλικός επίτροπος, αποφάσισαν το βράδυ στον πύργο να συνεχίσουν τη συγκέντρωση στοιχείων για την ανάκριση. Αυτή ήταν και η γνώμη του λοχία ιππικού και του Υπομοίραρχου της Χωροφυλακής της La-Ville-aux-Fayes.

—Κόβω το κεφάλι μου πως είναι δουλειά ανθρώπων της περιοχής, είπε ο λοχίας ιππικού. Έχομε όμως δυο κοινότητες, το Κους και το Μπλανζύ. Στην κάθε μια υπάρχουν πέντε ή έξι άνθρωποι ικανοί για τέτοιο έγκλημα. Ο πιο ύποπτος θα ήταν ο Τονσάρ, αλλά όλη τη νύκτα μεθοκοπούσε. Ο αντικαταστάτης σας, στρατηγέ μου, ήταν μαζί τους στο γάμο. Ο Λανγκλυμέ, ο μυλωνάς σας, δεν τους άφησε στιγμή. Ήταν όλοι τους στουπί στο μεθύσι. Δεν μπορούσαν να σταθούνε στα πόδια τους. Κι έπειτα, συνόδεψαν την νύφη στις μιάμιση, ενώ, ο ερχομός του αλόγου δείχνει πως το έγκλημα έγινε ανάμεσα στις έντεκα και δώδεκα. Στις δέκα και τέταρτο, ο Γκρουαζόν είδε όλη την παρέα στο τραπέζι κι ο κύριος Μισώ πέρασε από κει για να πάει στη Σουλάνζ. Το άλογό του αφήνιασε ανάμεσα στα περίπτερα. Ίσως να τον χτύπησαν πριν από το Μπλανζύ και να κρατήθηκε κάμποση ώρα πάνω στο άλογο. Πρέπει να εκδώσουμε εντάλματα εναντίον είκοσι προσώπων τουλάχιστον. Να συλλάβομε όλους τους υπόπτους. Όμως οι κύριοι ξέρουνε καλά τους χωριάτες όπως τους ξέρω κι εγώ. Κι ένα χρόνο να τους κρατήσετε στη φυλακή, δε θα τους αποσπάσετε καμιά ομολογία. Τι μπορούμε να κάνομε σ' όλους αυτούς που ήταν στου Τονσάρ;

Φώναξαν το Λανγκλυμέ, το μυλωνά κι αντικαταστάτη του στρατηγού Μονκορνέ, που τους διηγήθηκε τη βραδιά: ήταν όλοι μαζεμένοι στην ταβέρνα. Δεν βγήκε κανείς παρά για λίγα λεπτά στην αυλή... Κατά τις έντεκα είχε βγει κι αυτός με τον Τονσάρ. Μιλήσανε για τον καιρό, για το φεγγάρι, δεν άκουσαν τίποτα. Ονόμασε έναν έναν όλους τους συμπότες. Κανείς τους δεν είχε φύγει από την ταβέρνα. Κατά τις δύο, όλοι μαζί οδήγησαν τους νιόπαντρους στο σπίτι τους.

Ο στρατηγός συμφώνησε με το λοχία ιππικού, τον υπομοίραρχο Χωροφυλακής και το Βασιλικό Επίτροπο να φέρουν από το Παρίσι στον πύργο έναν ικανό αστυνομικό της ασφάλειας, θα δούλευε σαν εργάτης τάχα, και θα φερνότανε άσκημα για να τον διώξουν, θα γινότανε θαμώνας του Γκραντ Ι Βερ και θα 'μενε στην περιοχή, κακολογώντας το στρατηγό. Ήταν το καλύτερο σχέδιο που θα μπορούσαν ν' ακολουθήσουν, για να πετύχουν ίσως καμιά ακριτομυθία απ' τους χωριάτες. Ο στρατηγός δεν κουραζότανε να λέει:

—Θα ξοδέψω είκοσι χιλιάδες φράγκα, αλλά στο τέλος θ' ανακαλύψω το δολοφόνο του φτωχού μου Μισώ...

Digitized by 10uk1s, May 2010

Έφυγε για το Παρίσι μ' αυτό το σχέδιο και ξαναγύρισε το Γενάρη. Έφερε μαζί του έναν από τους πιο καπάτσους βοηθούς του διευθυντού της Ασφάλειας, που υποτίθεται, πως θα επιστατούσε στις εσωτερικές εργασίες του πύργου. Το έριξε στη λαθροθηρία, του κάνανε μηνύσεις, ο στρατηγός τον πέταξε έξω και το Φλεβάρη έφυγε πάλι για το Παρίσι.

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο ΘΡΙΑΜΒΟΣ ΤΩΝ ΝΙΚΗΜΕΝΩΝ

Ένα βράδυ του Μάη, όταν ξανάρθε η ωραία εποχή και φτάσανε στην Αιγκ οι Παριζιάνοι, ο κύριος ντε Τρεβίλ, που τον είχε πάρει μαζί της η κόρη του, ο Μπλοντέ, ο αββάς Μπροσέτ, ο στρατηγός κι ο έπαρχος της La-Ville-aux-Fayes, που είχε έρθει επίσκεψη στον πύργο, παίζανε άλλοι ουίστ κι άλλοι σκάκι.

Ήτανε έντεκα και μισή. Ο Ζοζέφ είπε στον κύριό του ότι εκείνος ο απαίσιος εργάτης, που είχε απολύσει, ήθελε να του μιλήσει. Έλεγε πως ο στρατηγός του χρωστούσε ακόμα κάτι λεφτά για την έκθεσή του και, κατά την γνώμη του καμαριέρη, ήταν στουπί στο μεθύσι.

—Καλά, πηγαίνω. Κι ο στρατηγός βγήκε στην πελούζα, λίγα βήματα έξω από τον πύργο.

—Κύριε κόμη, είπε ο αστυνομικός, δε μπορεί να βγάλει άκρη κανείς μ' αυτούς τους ανθρώπους. Το μόνο που κατάλαβα είναι πως αν εξακολουθήσετε να μένετε εδώ και να επιμένετε ν' αλλάξουν τις συνήθειες που τους άφησε να πάρουν η δεσποινίς Λαγκέρ, στο τέλος θα δεχθείτε και σεις καμιά σφαίρα. Εξ άλλου εγώ δεν έχω πια καμιά δουλειά εδώ. Πιο πολύ υποπτεύονται εμένα από τους φύλακές σας.

Ο κόμης πλήρωσε το σπιούνο που έφυγε. Η αναχώρησή του επιβεβαίωνε τις υποψίες των δολοφόνων του Μισώ. Αλλά όταν γύρισε στο σαλόνι για να συναντήσει την οικογένεια και τους επισκέπτες του, στο πρόσωπό του διαβαζόταν τόσο καθαρά η ζωηρή και βαθειά ταραχή του που η κόμισσα, τον ρώτησε ανήσυχη τι είχε μάθει.

—Αγαπητή μου φίλη, δεν θα 'θελα να σε τρομάξω αλλά πρέπει να ξέρεις ότι ο θάνατος του Μισώ ήταν μια έμμεση προειδοποίηση πως πρέπει να εγκαταλείψομε τον τόπο...

—Εγώ, είπε ο κύριος ντε Τρεβίλ, δεν θα τον άφηνα ποτέ. Κάτι τέτοιες δυσκολίες είχα κι εγώ στην Νορμανδία, μ' άλλη μορφή βέβαια. Επέμενα όμως και τώρα όλα πάνε καλά.

—Κύριε Μαρκήσιε, η Νορμανδία κι η Βουργουνδία είναι δυο χώρες τελείως διαφορετικές. Το αίμα βράζει πιο πολύ με το κρασί παρά με τα μήλα. Εμείς εδώ δεν ξέρομε τόσο καλά τους νόμους και τη Δικονομία, και μας περιτριγυρίζουν τα δάση. Δε μας πήρε ακόμα η βιομηχανία στα νερά της. Είμαστε άγριοι... Εγώ μια συμβουλή έχω να δώσω στον κύριο κόμη, να πουλήσει το χτήμα του και να τοποθετήσει τα χρήματα σε χρεόγραφα. Θα διπλασιάσει τα εισοδήματά του και θα γλυτώσει απ' τις σκοτούρες. Κι αν του αρέσει η εξοχή, θα μπορεί ν' αποχτήσει έξω απ' το Παρίσι έναν πύργο με πάρκο τριγυρισμένο με τοίχους, τόσο ωραίο όσο κι η Αιγκ. Κανένας δεν θα μπορεί να μπαίνει, δε θα 'χει παρά χτήματα νοικιασμένα σ' ανθρώπους που θα 'ρχονται με αμάξια να τον πληρώνουν σε τραπεζογραμμάτια και δε θα γίνεται ούτε μια μήνυση το χρόνο... Θα πηγαινοέρχεται σε τρεις τέσσερις ώρες κι ο κύριος Μπλοντέ κι ο κύριος μαρκήσιος δε θα μας λείπουν τόσο συχνά, κυρία κόμισσα...

—Να υποχωρήσω μπροστά σε χωριάτες, εγώ που δεν υποχώρησα ούτε στο Δούναβη;

—Ναι, αλλά πού είναι τώρα οι ιππείς σας; ρώτησε ο Μπλοντέ.

—Μα ένα τέτοιο ωραίο χτήμα!...

—Σήμερα κιόλας μπορείτε να το πουλήσετε παραπάνω από δυο εκατομμύρια.

—Ο πύργος μόνο θα έχει στοιχίσει τόσο! είπε ο κύριος ντε Τρεβίλ.

Digitized by 10uk1s, May 2010

—Είναι απ' τις ωραιότερες ιδιοκτησίες που υπάρχουν σ' απόσταση 20 λευγών! Είπε ο έπαρχος. Αλλά γύρω από το Παρίσι θα βρείτε καλύτερες.

—Τι εισόδημα φέρνουν τα δύο εκατομμύρια; ρώτησε η κόμισσα.

—Σήμερα, γύρω στις 80.000 φράγκα, απάντησε ο Μπλοντέ.

—Η Αιγκ δεν αποδίνει πάνω από 30.000 φράγκα, είπε η κόμισσα. Και τα τελευταία χρόνια έχετε κάνει τεράστιες δαπάνες, έχετε περικυκλώσει τα δάση με τάφρους...

—Σήμερα, με 400.000 φράγκα έχει κανείς ένα βασιλικό πύργο έξω απ' το Παρίσι. Μπορείς ν' αγοράσεις τις τρέλες των άλλων.

—Νόμιζα πως αγαπούσατε την Αιγκ, είπε ο κόμης στη γυναίκα του.

—Δεν καταλαβαίνετε λοιπόν πως προτιμώ χίλιες φορές πιο πολύ τη δική σας ασφάλεια; απάντησε. Εξ άλλου, έπειτα από το θάνατο της φτωχής μου Ολυμπίας και τη δολοφονία του Μισώ, αυτός ο τόπος μου έγινε μισητός. Όλα τα πρόσωπα που συναντώ μου φαίνονται πως έχουν μια δυσοίωνη ή απειλητική έκφραση.

Το βράδυ της επομένης, στο σαλόνι του κυρίου Γκωμπερτέν, στη La-Ville-aux-Fayes, ο δήμαρχος υποδέχτηκε τον έπαρχο με τη φράση:

—Λοιπόν, κύριε ντε Λυπώ, έρχεστε απ' την Αιγκ;...

—Ναι, απάντησε ο έπαρχος με κάποιο θριαμβευτικό τόνο στη φωνή του κι έριξε ένα τρυφερό βλέμμα στη δεσποινίδα Ελίζα. Φοβάμαι ότι θα χάσομε το στρατηγό. Θα πουλήσει το τσιφλίκι του...

Η κυρία Ιζώρ με μισόκλειστα μάτια και γερμένο το κεφάλι στον αριστερό ώμο είπε με τη λιγωμένη της φωνή, τυλίγοντας και ξετυλίγοντας τις μπούκλες των ξανθών μαλλιών της.

—Κύριε Γκωμπερτέν, σας αναθέτω να μου βρείτε ένα περίπτερο. Δεν υποφέρω πια αυτό το θόρυβο, αυτή τη σκόνη της La-Ville-aux-Fayes. Σαν τα σκλαβωμένα πουλιά αναπνέω από μακριά τον αέρα της εξοχής, του δάσους.

—Μα προσέξτε, λοιπόν κυρία... της ψιθύρισε ο Γκωμπερτέν. Μ' αυτές τις απερισκεψίες σας θαρρείτε πως θα καταφέρω ν' αγοράσω το περίπτερο; και γυρνώντας στον έπαρχο: Δεν ανακάλυψαν ακόμα τους δράστες της δολοφονίας του φύλακα;

—Φαίνεται πως όχι, απάντησε ο έπαρχος.

—Εξ αιτίας αυτού, θα δυσκολευτούν να βρουν αγοραστές για την Αιγκ, είπε ο Γκωμπερτέν μπροστά σ' όλους. Εγώ, ας πούμε, δεν θα την αγόραζα ποτέ... Οι ντόπιοι είναι όλοι κακά υποκείμενα. Απ' τον καιρό της δεσποινίδας Λαγκέρ, είχα σκοτούρες μαζί τους. Η μακαρίτισσα τους είχε λάσκα τα σκοινιά.

Μέχρι το τέλος του Μάη, τίποτα δεν έδειχνε ότι ο στρατηγός σχεδίαζε να πουλήσει την Αιγκ. Φαινόταν αναποφάσιστος. Ένα βράδυ, κατά τις 10, γύριζε απ' το δάσος απ' τη δεντροστοιχία που έβγαζε στο περίπτερο του Ραντεβού. Όταν πλησίασε πια στον πύργο, έδιωξε το φύλακά του. Στη στροφή όμως της αλέας, πετάχτηκε ξαφνικά μέσα απ' τους θάμνους ένας οπλισμένος άντρας μ' ένα ντουφέκι.

—Στρατηγέ, του είπε, είναι η τρίτη φορά που πέφτετε στη μπούκα του τουφεκιού μου, και για τρίτη

Digitized by 10uk1s, May 2010

φορά σας χαρίζω τη ζωή.

—Και γιατί θες να με σκοτώσεις, Μπονεμπώ; ρώτησε ατάραχος ο κόμης.

—Μα την πίστη μου, αν δεν ήμουν εγώ, θα ήταν κανένας άλλος!... Κι εγώ, βλέπετε, εκτιμώ αυτούς που υπηρέτησαν τον Αυτοκράτορα. Δε βαστάει η καρδιά μου να σας σκοτώσω σα σπουργίτι... Μη μου κάνετε ερωτήσεις, δε θα σας πω τίποτα... Έχετε εχθρούς πιο δυνατούς και πιο πονηρούς από σας. Στο τέλος θα σας βγάλουν από την μέση. Αν σας σκοτώσω, θα πάρω 1.000 σκούδα και θα παντρευτώ τη Μαρί Τονσάρ. Δώστε μου κάνα στρέμμα και καμιά παλιοπαράγκα και θα συνεχίσω να λέω ό,τι έλεγα μέχρι τώρα: Πως δε βρήκα ακόμα την ευκαιρία να σας καθαρίσω... Θα βρείτε έτσι τον καιρό να πουλήσετε το χτήμα σας και να φύγετε... Αλλά βιαστείτε. Εγώ, όσο κάθαρμα κι αν είμαι, είμαι καλό παιδί ακόμη. Αν πάρει άλλος τη θέση μου, θα σας κάνει κακό...

—Αν σου δώσω όσα μου ζητάς, θα μου πεις ποιος σου υποσχέθηκε τις 3.000 φράγκα; ρώτησε ο στρατηγός.

—Δεν ξέρω. Το πρόσωπο που με σπρώχνει σ' αυτό, μου είναι πολύ αγαπητό για να το προδώσω. Κι έπειτα, και να μάθετε πως είναι η Μαρί Τονσάρ, δε θα βγάλετε τίποτα. Η Μαρί Τονσάρ θα 'ναι βουβή σαν τοίχος, κι όσο για μένα θ' αρνηθώ ότι σας το είπα.

—Έλα να με δεις αύριο, είπε ο στρατηγός.

—Εν τάξει! Αν θελήσουν να με αντικαταστήσουν για ανίκανο, θα σας ειδοποιήσω.

Οχτώ μέρες μετά απ' αυτή την παράξενη συνομιλία, όλη η περιφέρεια, όλη η επαρχία και το Παρίσι γέμισαν μ' αφίσες που ανάγγελλαν ότι η Αιγκ πουλιόταν σε κλήρους από τον συμβολαιογράφο της Σουλάνζ μαιτρ Κορμπινώ. Όλοι οι κλήροι κατακυρώθηκαν στο Ριγκού κι έφτασαν συνολικά στο ποσό των 2.150.000 φράγκων. Την επομένη, ο Ριγκού άλλαξε τα ονόματα. Ο κύριος Γκωμπερτέν πήρε τα δάση, ο Ριγκού και οι Σουντρύ τα αμπέλια και τους υπόλοιπους κλήρους. Ο πύργος και το πάρκο ξαναπουλήθηκαν στη μαύρη συμμορία, εκτός από το περίπτερο και τα παραρτήματά του, που τα κράτησε για τον εαυτό του ο κύριος Γκωμπερτέν, για να τιμήσει την ποιητική και αισθηματική του σύντροφο.

Πολλά χρόνια αργότερα απ' αυτά τα γεγονότα, το χειμώνα του 1837, ένας από τους πιο αξιόλογους πολιτικούς συγγραφείς εκείνου του καιρού, ο Εμίλ Μπλοντέ, έφτανε στον τελευταίο βαθμό της αθλιότητας, γεγονός που μέχρι τότε το έκρυβε με μια ζωή επιφανειακά λαμπρή και υπερβολικά κοσμική. Έβλεπε ότι τα έργα του, το πνεύμα του, οι γνώσεις του, η πείρα του δεν τον είχαν οδηγήσει πουθενά. Ίσα - ίσα τον είχαν μεταβάλει σε μια μηχανή που λειτουργούσε για όφελος άλλων. Όλες οι θέσεις ήταν κατειλημμένες. Σε λίγο θα 'μπαινε στην ώριμη ηλικία και δεν είχε ούτε περιουσία ούτε αναγνώριση. Οι ηλίθιοι και βλάκες μπουρζουάδες είχαν αντικαταστήσει τους ανθρώπους της αυλής και τους ανίκανους της παλινόρθωσης. Η συγκρότηση της Κυβερνήσεως έγινε πάλι όπως πριν από το 1830. Όλα αυτά τον έκαναν να σκέφτεται την αυτοκτονία.

Ένα βράδυ που ήταν στα πρόθυρα της αυτοκτονίας, αυτός που την είχε τόσο κοροϊδέψει κάποτε, έριχνε ένα τελευταίο βλέμμα στην αξιοθρήνητη ύπαρξή του την τόσο συκοφαντημένη, την καταβλημένη περισσότερο από την πολλή δουλειά παρά τις ασωτίες, όπως τον κατηγορούσαν. Έβλεπε μια ευγενική κι ωραία γυναικεία μορφή, σαν το άγαλμα που μένει αγνό κι ακέραιο ανάμεσα στα πιο θλιβερά ερείπια, όταν ο θυρωρός του του έφερε ένα γράμμα σε πένθιμο φάκελο. Η κόμισσα ντε Μονκορνέ του ανακοίνωνε το θάνατο του στρατηγού, που είχε επιστρέψει στην υπηρεσία και

Digitized by 10uk1s, May 2010

διοικούσε μια μεραρχία. Δεν είχαν παιδιά και ήταν η μοναδική κληρονόμος του. Το γράμμα, αν και γεμάτο αξιοπρέπεια, έδειχνε στο Μπλοντέ ότι η σαραντάρα γυναίκα που είχε αγαπήσει όταν ήταν νέα, του πρόσφερε ένα αδελφικό χέρι και μια αξιόλογη περιουσία.

Πριν λίγες μέρες, έγινε ο γάμος της κόμισσας ντε Μονκορνέ με τον κύριο Μπλοντέ που ονομάστηκε νομάρχης. Για να πάει στη Νομαρχία του πήρε το δρόμο όπου παλιά βρισκόταν η Αιγκ και σταμάτησε στο μέρος που κάποτε ήταν τα δυο περίπτερα, θέλοντας να επισκεφτεί την κοινότητα του Μπλανζύ, δεμένη με τόσες γλυκές αναμνήσεις για τους δυο επισκέπτες. Το τοπίο είχε αλλάξει τελείως. Τα βαθύσκιωτα δάση, οι δεντροστοιχίες του πάρκου, όλα είχαν καταστραφεί. Η εξοχή έμοιαζε με ένα δειγματολόγιο ράφτη. Ο χωριάτης είχε κάνει κατοχή στη γη σαν νικητής και καταχτητής. Είχε μοιραστεί σε 3.000 κλήρους και ο πληθυσμός ανάμεσα στην Κους και το Μπλανζύ είχε τριπλασιαστεί. Το ωραίο πάρκο, τόσο περιποιημένο και πλούσιο κάποτε, ήταν τώρα καλλιεργήσιμη γη. Μόνο το περίπτερο του Ραντεβού είχε γλυτώσει, κι είχε γίνει η βίλλα il Buen - retiro της κυρίας Ιζώρ Γκωμπερτέν. Ήταν το μόνο χτίριο που έμενε όρθιο και δέσποζε στο τοπίο, Η μάλλον στα μικρονοικοκυριά που είχαν αντικαταστήσει το τοπίο. Αυτή η οικοδομή έμοιαζε με πύργο — τόσο άθλια ήταν τα χαμόσπιτα τριγύρω που είχαν χτισμένα οι χωριάτες...

—Αυτή είναι η πρόοδος! φώναξε ο Εμίλ. Είναι μια σελίδα απ' το κοινωνικό Συμβόλαιο του Ρουσώ! Κι εγώ είμαι ζεμένος στην κοινωνική μηχανή που λειτουργεί μ' αυτό τον τρόπο!... Θε μου!... Τι θ' απογίνουν σε λίγο οι βασιλιάδες! Και τι θ' απογίνουν σε 50 χρόνια και τα ίδια τα έθνη μ' αυτή την κατάσταση;...

—Μ' αγαπάς, είσαι κοντά μου! Βρίσκω τόσο ωραίο το παρόν, κι όσο για το μακρινό μέλλον δε με νοιάζει καθόλου, του απάντησε η γυναίκα του.

—Μαζί με σένα, «ζήτω» το παρόν! Στο διάβολο το μέλλον, φώναξε εύθυμος ο ερωτευμένος Μπλοντέ.

Έπειτα, έκανε νόημα στον αμαξά να φύγει. Κι ενώ τ' άλογα κάλπαζαν, οι νιόπαντροι συνέχισαν το δρόμο για το μήνα του μέλιτος.

ΤΕΛΟΣ