flaubert - madam bovary

252

Upload: makagou

Post on 01-Nov-2014

673 views

Category:

Documents


6 download

DESCRIPTION

pdf

TRANSCRIPT

Page 1: flaubert - Madam Bovary
Page 2: flaubert - Madam Bovary

Gustave Flaubert

ΜΑΝΤΑΜ ΜΠΟΒΑΡΥ

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης

ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ 2006

Page 3: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τίτλος πρωτοτύπου: Gustave Flaubert, Madame Bovary, 1856

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Θεοτόκης

Εξώφυλλο: Μαγιού Τρικεριώτη

ΕΙΔΙΚΗ ΕΚΔΟΣΗ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ

Page 4: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Gustave Flaubert

Ο Gustave Flaubert γεννήθηκε το 1821 στο Σεν Μαριτίμ, και πέθανε το 1880 στο Κρουασέ, κοντά στη Ρουέν. Άρχισε να σπουδάζει νομικά στο Παρίσι, ύστερα όμως από μια σοβαρή νευρασθένεια αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τις σπουδές του. Εγκαταστάθηκε στο οικογενειακό κτήμα του στο Κρουασέ, από το οποίο σπάνια απομακρυνόταν, και έζησε μια ήρεμη ζωή, αφιερωμένη στη συγγραφή. Η έφεσή του στο γράψιμο ανάγεται στην πρόωρη αγάπη του για το θέατρο. Έπειτα από τα πρώτα νεανικά του έργα, που έμειναν ημιτελή, μεταξύ 1843 και 1845 άρχισε να ασχολείται με το πρώτο σχεδίασμα του μυθιστορήματος Η αισθηματική αγωγή (L'éducation sentimentale, δημοσιεύτηκε το 1869). Μεταξύ 1863 και 1869 έγραψε το δεύτερο κείμενο του ίδιου έργου το οποίο ορισμένοι κριτικοί θεωρούν το καλύτερο βιβλίο του, αλλά και το πιο μοντέρνο σε σύλληψη: ο συγγραφέας, με φόντο το Παρίσι των μέσων του 19ου αι., αναπλάθει τα αισθήματα, τις ψυχικές καταστάσεις, τις αόριστες επιθυμίες των νεανικών του χρόνων και την αποτυχία ενός φανταστικού και όχι πρακτικού πνεύματος, που χάνεται μέσα σε άλλες καταστάσεις. Το 1847, ένα ταξίδι, μαζί με το φίλο του Μαξίμ ντι Καν, στις ακτές της Βρετάνης, ενέπνευσε το ταξιδιωτικό μυθιστόρημα Μέσα από τους κάμπους και τις ακρογιαλιές (Par les champs et par les grèves, δημοσιεύτηκε το 1885). Μεταξύ 1849 και 1851, ξανά με τη συντροφιά του Ντι Καν, ταξίδεψε στην Ελλάδα και στην Εγγύς Ανατολή, απ' όπου άντλησε εμπειρίες και παραστάσεις για τα έργα του. Στο ταξίδι αυτό γεννήθηκε το πρώτο σχεδίασμα του μυθιστορήματος Μαντάμ Μποβαρύ (1857) που, όταν πρωτοδημοσιεύτηκε στη Revue de Paris, προκάλεσε την παραπομπή του συγγραφέα σε δίκη για προσβολή της ηθικής και της θρησκείας. Ο Flaubert κέρδισε τη δίκη, αλλά πικράθηκε πολύ από την υποδοχή που είχε το έργο του. Το έργο περιστρέφεται ολόκληρο γύρω από το πρόσωπο μιας νέας γυναίκας, η οποία ανήκει στην αστική τάξη της επαρχίας και είναι ανικανοποίητη όσο και απογοητευμένη από μια πραγματικότητα που αποκαλύπτεται κατώτερη από τη φαντασία. Το Μαντάμ Μποβαρύ θεωρείται το κορυφαίο έργο του Flaubert, αλλά αξιόλογο θεωρείται επίσης το μυθιστόρημά του Σαλαμπό (Salammbô), που είναι εμπνευσμένο από την ιστορία της Καρχηδόνας και δημοσιεύτηκε το 1863. Ένας πίνακας του Μπρίγκελ, τον οποίο είδε στη Γένοβα, του έδωσε το θέμα για το μυθιστόρημα Ο πειρασμός του Αγίου Αντωνίου (La tentation de St Antoine, 1874)· στο φιλόδοξο αυτό έργο, ο Flaubert αναφέρεται στους πειρασμούς του πνεύματος και της σάρκας, στους οποίους είναι εκτεθειμένος ακόμα και ο πιο ενάρετος άνθρωπος.

Ακολούθησε η συλλογή Τρία διηγήματα (Trois contes, 1877), που αποτελείται από τα διηγήματα Μια απλή καρδιά (Un cœur simple), Ηρωδιάς (Hérodias) και Ο θρύλος του Αγίου Ιουλιανού του Φιλόξενου (La légende de Saint Julien l'Hospitalier), τα οποία εμπνεύστηκε από τα βιτρό της μητρόπολης της Ρουέν· η συλλογή αυτή σημείωσε επιτυχία κυρίως μεταξύ των νέων της νατουραλιστικής τάσης. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του άρχισε να γράφει το μυθιστόρημα Μπουβάρ και Πεκισέ, ένα έργο με χιουμοριστική διάθεση που αποτέλεσε μια αιχμηρή σάτιρα της αστικής νοοτροπίας και της θετικιστικής επιστημοκρατίας, την οποία παρουσίασε μέσα από δύο ήρωες γκροτέσκ, τους Μπουβάρ και Πεκισέ· το έργο αυτό δημοσιεύτηκε ημιτελές μετά το θάνατό του (1881). Νέο φως στην προσωπικότητά του έριξαν οι τέσσερις τόμοι με τον γενικό τίτλο Αλληλογραφία (Correspondance, 1884-93) και μια σειρά έργων που δημοσιεύτηκαν επίσης μετά τον θάνατο του: Τα απομνημονεύματα ενός τρελού (Mémoires d'un fou, 1910), που είχε γράψει από το 1837, και το καυστικό Λεξικό των καθιερωμένων ιδεών (Dictionnaire des idées reçues, 1913). Πρέπει επίσης να αναφερθεί ότι έγραψε και έργα (ορισμένα ημιτελή) για το θέατρο, με κορυφαία τα: Ο υποψήφιος (Le candidat, ανεβάστηκε το 1874), μια έντονη κριτική εναντίον του πολιτικού κόσμου, το οποίο ωστόσο δεν σημείωσε επιτυχία, και Το αδύναμο φύλο (Le sexe faible).

Συχνά αναφέρεται πως ο Flaubert αποτελεί τη γέφυρα μεταξύ του ρομαντισμού και του νατουραλισμού. Ένα μέρος του έργου του συνέχισε, όχι μόνο με βάση τις χρονολογίες, αλλά και με την εκλογή των ηρώων και των κοινωνικών κύκλων, τη γραμμή που είχαν χαράξει ο Σταντάλ, ο Μπαλζάκ και ο Ουγκό. Ωστόσο, ο Flaubert ξεχωρίζει από τους ρομαντικούς χάρη στο οξύτατο ύφος

Page 5: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

του. Μολονότι η ανατροφή του και το περιβάλλον όπου έζησε ήταν βαθύτατα αστικά, αντέδρασε στην αστική ηθική και νοοτροπία, και έφερε στην επιφάνεια τα μειονεκτήματά της.

Page 6: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ

Page 7: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

1

Ήταν η ώρα της μελέτης, όταν ο επιμελητής μπήκε στην τάξη. Τον ακολουθούσε ένας καινούριος, ντυμένος πολιτικά, κι ένας υπηρέτης φορτωμένος μ' ένα μεγάλο αναλόγιο. Εκείνοι που κοιμούνταν ξύπνησαν και όλοι σηκώθηκαν, σαν να τους είχε κάποιος αιφνιδιάσει στην εργασία.

Ο επιμελητής μάς έγνεψε να ξανακαθίσουμε κι έπειτα, γυρίζοντας προς τον επιτηρητή μελέτης, του είπε χαμηλόφωνα: «Κύριε Ροζέ, ιδού ένας μαθητής που σας τον συστήνω. Μπαίνει στην πέμπτη τάξη. Εάν η εργασία του και η διαγωγή του το αξίζουν, θα περάσει με τους μεγάλους, καθώς αρμόζει στην ηλικία του».

Ο καινούριος, που 'χε μείνει στη γωνία, πίσω από την πόρτα, σε τρόπο που μετά βίας τον βλέπαμε, ήταν ένα αγόρι από την εξοχή, δεκαπέντε χρόνων περίπου και μεγαλύτερος στο ανάστημα από όλους εμάς. Τα μαλλιά του ήταν κομμένα ίσια, πάνω από το μέτωπο, όπως τα 'χαν οι ψάλτες του χωριού, το ύφος του ήταν φρόνιμο και φαινόταν πολύ ζαλισμένος. Μόλο που οι πλάτες του δεν ήταν πλατιές, η τσόχινη πράσινη ζακέτα του, με μαύρα κουμπιά, πρέπει να τον ενοχλούσε σίγουρα στις μασχάλες, κι άφηνε να φαίνονται, μέσα από τα σχιστά αναδιπλώματά της, κόκκινα χέρια συνηθισμένα να είναι γυμνά στον ήλιο. Τα πόδια του, φορούσε γαλάζιες κάλτσες, έβγαιναν μέσα από ένα κιτρινωπό παντελόνι που το παρατραβούσαν οι τιράντες. Είχε δυνατά παπούτσια κακοβερνικωμένα κι αρματωμένα με καρφιά στις σόλες.

Αρχίσαμε την επανάληψη των μαθημάτων. Άνοιγε τα αυτιά για να μας ακούει προσεχτικά, όπως στην εκκλησία, μην τολμώντας μήτε να διπλώσει τα πόδια του μήτε ν' ακουμπήσει στους αγκώνες του, και κατά τις δύο, όταν η καμπάνα σήμανε, ο επιτηρητής μελέτης υποχρεώθηκε να τον ειδοποιήσει για να μπει κι αυτός στη γραμμή μαζί μας.

Μπαίνοντας στην τάξη, είχαμε τη συνήθεια να ρίχνουμε καταγής τα πηλίκιά μας, για να 'χουμε έτσι τα χέρια ελεύθερα. Από το κατώφλι της πόρτας έπρεπε να τα πετάξει κανείς κάτω από τους πάγκους, ενάντια στον τοίχο, για να σηκωθεί πολλή σκόνη. Αυτός ήταν ο τρόπος.

Αλλά είτε γιατί δεν παρατήρησε αυτά τα τεχνάσματα είτε γιατί δεν τόλμησε να τα μιμηθεί, είχε τελειώσει κιόλας η προσευχή, κι ο καινούργιος βαστούσε ακόμα στα γόνατά του το πηλήκιό του. Αυτό το πηλήκιο ήταν ένα είδος πολυσύνθετου καπέλου, που είχε τα στοιχεία του σκούφου από γούνα, του μαλακού καπέλου, του πηλήκιου από σβύδρα και της σκούφιας από βαμβάκι, ήταν, τέλος, ένα από κείνα τα φτωχά τα πράγματα, που η βουβή τους ασκήμια είχε βάθος έκφρασης όπως το πρόσωπο του βλάκα. Αυγουλωτό και φουσκωτό, άρχιζε από τρία κυκλικά λουκάνικα κι έπειτα εναλλάσσονταν, χωρισμένα από μία κόκκινη λουρίδα, κάτι τετραγωνάκια κατιφένια κι από τομάρι λαγού, ερχόταν έπειτα ένα είδος σάκου που τελείωνε σ' ένα πολύγωνο με χαρτόνι από κάτω, ολοκέντητο μ' ένα πολύπλοκο χρυσοκέντημα, κι από το τετράγωνο εκείνο κρεμόταν στην άκρη ενός μικρού και πολύ λεπτού σιριτιού σαν ένας κόμπος από νήματα χρυσά, που ήταν στο σχήμα σαν βαλάνι. Το πηλήκιο ήταν καινούργιο· το γείσο του γυάλιζε.

«Σήκω επάνω» του είπε ο καθηγητής.

Σηκώθηκε· το πηλήκιο του 'πεσε χάμω, όλη η τάξη βάλθηκε να γελάει.

Έσκυψε για να το σηκώσει· ένας μαθητής που καθόταν σιμά του το 'κανε να ξαναπέσει· το σήκωσε για δεύτερη φορά.

«Βάλε κάπου αυτό το κράνος!» του 'πε ο καθηγητής, που ήταν ένας άνθρωπος με πνεύμα.

Page 8: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ένα γέλιο γενικό ξέσπασε· ο δύστυχος έχασε το νου του τόσο, που δεν ήξερε αν έπρεπε να κρατήσει το πηλήκιό του στο χέρι, να το αφήσει να πέσει χάμω ή να το φορέσει στο κεφάλι. Ξανακάθισε και το ακούμπησε πάνω στα γόνατά του.

«Σήκω επάνω» του ξανάπε ο καθηγητής, «και πες μου το όνομά σου».

Ο καινούριος ψιθύρισε ψελλίζοντας κάτι που κανείς δεν το κατάλαβε.

«Ξαναπές το!»

Ακούστηκε το ίδιο ψέλλισμα, όλη η τάξη γιουχάιζε.

«Δυνατότερα, δυνατότερα!» φώναξε ο δάσκαλος.

Ο καινούριος τότε, παίρνοντας μία τελευταία απόφαση, άνοιξε όσο μπορούσε το στόμα του, και με όση δύναμη είχαν τα πλεμόνια του έριξε, μ' ένα ξεφωνητό, σαν να 'κραζε κάποιον, τούτη τη λέξη: Σαρμποβαρή.

Ένας πάταγος ξέσπασε ολομεμιάς... δυνάμωσε με τους αλαλαγμούς, με τα ξεφωνητά, με τα γαβγίσματα, με τα ποδοχτυπήματα (καθένας ξανάλεγε: «Σαρμποβαρή! Σαρμποβαρή!») Έπειτα μεταμορφώθηκε σε ήχους απομονωμένους, ησυχάζοντας μετά βίας, κι άξαφνα, μεγαλώνοντας πάλι σε κάποια σειρά θρανίων, όπου, σαν τρακατρούκα κακοσβησμένη, ξέσπασε πάλι κάποιο γέλιο που δεν είχε ακόμα πνιγεί.

Ωστόσο, με μια βροχή τιμωρίες η ησυχία αποκαταστάθηκε πάλι στην τάξη· και ο καθηγητής, που είχε καταλάβει το όνομα του «Κάρολου Μποβαρύ», αφού τον έκανε να του το υπαγορεύσει, να το κατανοήσει και να το ξαναδιαβάσει, πρόσταξε αμέσως στο κακότυχο αγόρι να πάει να καθίσει στον πάγκο των αμελών, σιμά σιμά στην έδρα. Θέλησε να ξεκινήσει· αλλά δίστασε.

«Τι ζητάς;» τον ρώτησε ο καθηγητής.

«Το πηλ...» αποκρίθηκε με συστολή ο καινούριος, περιφέροντας γύρω του τα ανήσυχα βλέμματά του.

«Πεντακόσιους στίχους αποστήθιση όλη η τάξη!» ήταν το ξεφωνητό του καθηγητή, που σταμάτησε μία καινούρια τρικυμία. «Μα δεν ησυχάζετε;» εξακολούθησε ο καθηγητής συγχυσμένος, και σφουγγίζοντας το μέτωπό του με το μαντίλι του, που το πήρε μέσα από το σκουφί του. «Όσο για σένα, καινούριε, θα μου γράψεις είκοσι φορές το ρήμα γελοίος ειμί». Κι έπειτα με γλυκύτερη φωνή: «Ε!... Θα το βρεις το πηλήκιό σου!... Δε σου το 'κλεψαν!...»

Όλα ησύχασαν. Τα κεφάλια έσκυψαν πάνω στα χαρτόνια, και ο καινούριος έμεινε σε παραδειγματική στάση δυο ολόκληρες ώρες, αν και δεν έπαψαν να τον βρίσκουν, πιτσιλίζοντάς του το πρόσωπο, μικρά τόπια μασημένου χαρτιού, που του τα 'ριχναν μέσα από τη μύτη κάποιας πένας. Αλλά εκείνος σφούγγιζε με το χέρι το πρόσωπο κι έμενε ακίνητος με κατεβασμένα τα μάτια.

Το βράδυ, στο σπουδαστήριο, άνοιξε μεθοδικά το γραφείο του, έβαλε σε τάξη τα πράγματά του, έσιαξε με επιμέλεια το χαρτί του. Τον είδαμε να δουλεύει ευσυνείδητα, γυρεύοντας στο λεξικό όλες τις λέξεις και κοιτάζοντας με προσοχή. Χάρη, βέβαια, σ' αυτή την καλή του θέληση, που την απέδειξε, κατάφερε να μην υποβιβαστεί σε κατώτερη τάξη· γιατί, αν και γνώριζε αρκετά τους κανόνες του, δεν είχε στη φράση του καμία κομψότητα. Ο παπάς του χωριού είχε αρχίσει να του διδάσκει τα λατινικά, γιατί, για οικονομία, οι γονείς του δε θέλησαν να τον στείλουν στο σχολείο παρά όσο μπορούσαν αργότερα.

Page 9: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο πατέρας του, ο κύριος Κάρολος-Διονύσιος-Βαρθολομαίος Μποβαρύ, πρώην επίατρος, που κατά το 1812 βρέθηκε εκτεθειμένος στην υπόθεση των στρατιωτικών εξαιρέσεων και που αυτή την εποχή αναγκάστηκε να παραιτηθεί από την υπηρεσία, έκρινε καλό να ωφεληθεί από τα προσωπικά του πλεονεκτήματα για να αδράξει στο διάβα μια προίκα εξήντα χιλιάδων φράγκων, που θα του 'φερνε η θυγατέρα ενός καπελά, γιατί την είχε τραβήξει το καλοκαμωμένο κορμί του. Ήταν ωραίος άνθρωπος, πολυλογάς, έκανε να σημαίνουν τα σπιρούνια του. Οι φαβορίτες του ήταν κολλημένες με τα μουστάκια του· στα δάχτυλα είχε πάντα δαχτυλίδια, φορούσε ρούχα ανοιχτόχρωμα, είχε όψη ανθρώπου γενναίου και μαζί την εύκολη ευθυμία ενός ταξιδιώτη παραγγελιοδόχου. Αφού στεφανώθηκε, έζησε δυο τρία χρόνια με την προίκα της γυναίκας του, τρώγοντας καλά, αφήνοντας αργά το κρεβάτι, καπνίζοντας μία μεγάλη φαρφουρένια πίπα, γυρίζοντας στο σπίτι έπειτα από το θέατρο, πηγαίνοντας στα καφενεία. Ο πεθερός του πέθανε έπειτα και δεν άφησε παρά πολύ λίγα χρήματα· αγανάκτησε εναντίον του, επιδόθηκε στη βιομηχανία, έχασε κάμποσα χρήματα κι έπειτα αποσύρθηκε στην εξοχή για να καλλιεργήσει τη γη του. Αλλά επειδή ήταν το ίδιο άσχετος από γεωργία, όπως και με το εμπόριο, αντί να στέλνει τα άλογά του στη δουλειά της γης, τα καβαλίκευε ο ίδιος, έπινε τις μπουκάλες του μηλόκρασού του αντί να τις πουλάει, έτρωγε τα καλύτερα πουλερικά του κι άλειφε τα στιβάλια του με το ξίγκι των γουρουνιών του, δεν άργησε και πολύ να καταλάβει πως έπρεπε να παρατήσει όλη αυτή την επιχείρηση.

Βρήκε, λοιπόν, να νοικιάσει για διακόσια φράγκα το χρόνο, σ' ένα χωριό στα σύνορα του Ko και της Πικαρδίας, μία κατοικία που έμοιαζε και σε χωριάτικο σπίτι και σε αρχοντικό, και, γκρινιάρης, κατασπαραγμένος από την τύψη του, κατηγορώντας τον ουρανό, ζηλεύοντας όλο τον κόσμο, κλείστηκε εκεί μέσα, στην ηλικία των σαράντα πέντε χρόνων μονάχα, και απογοητευμένος, έλεγε, από τους ανθρώπους, πήρε την απόφαση να ζήσει ήσυχα.

Η γυναίκα του άλλοτε είχε ξετρελαθεί μαζί του. Τον είχε αγαπήσει με χίλιες δουλικότητες που του την είχαν απομακρύνει περισσότερο. Φαιδρή άλλοτε από φυσικού της, διαχυτική, τρυφερή, με την ηλικία είχε καταντήσει, όπως το κρασί που παίρνει αέρα και γίνεται ξίδι, δύσκολη, νευρική, παράξενη. Είχε υποφέρει τόσο πολύ χωρίς να παραπονιέται, στην αρχή, όταν τον έβλεπε να ξετρέχει όλες τις πόρνες του χωριού και να της ξαναγυρίζει το βράδυ βγαλμένος από είκοσι καπηλειά, χορτασμένος απ' όλα και μυρίζοντας κρασί. Τότε είχε σωπάσει καταπίνοντας τη λύσσα της μ' ένα βουβό στωικισμό, που τον βάσταξε ως την ημέρα που πέθανε. Είχε αδιάκοπες δουλειές, έτρεχε όλη μέρα. Πήγαινε στα δικηγορικά γραφεία, στον πρόεδρο των δικαστηρίων, θυμόταν τη λήξη κάθε προθεσμίας, κατάφερνε να κερδίζει χρόνο, και στο σπίτι σιδέρωνε, έραβε, έπλενε τα ρούχα, επιτηρούσε τους εργάτες, τους πλήρωνε τους λογαριασμούς τους, ενώ ο κύριος, που δε συλλογιζόταν πια τίποτα, αδιάκοπα αποκαρωμένος σε μία υπναλέα σκυθρωπότητα, που από αυτήν δεν ξυπνούσε παρά για να της πει λόγια πικρά, έμενε στην άκρη του σιμά στη φωτιά, καπνίζοντας την πίπα του και φτύνοντας στη στάχτη.

Όταν απόκτησε παιδί, χρειάστηκε να το στείλει στης παραμάνας. Αλλά το μωρό, άμα γύρισε στο σπίτι, άρχισαν να το χαϊδεύουν σαν πριγκιπόπουλο. Η μητέρα το 'τρεφε με κομπόστες. Ο πατέρας το άφηνε να τρέχει ξυπόλυτο, και για να καμώνεται το φιλόσοφο, έλεγε πως το παιδί μπορούσε κιόλας να περπατάει ολόγυμνο, σαν τα παιδιά των ζώων.

Αντίθετα από κείνο που άρεσε στη μητέρα, αυτός είχε στο κεφάλι ένα κάποιο αντρίκειο ιδανικό της παιδικής ηλικίας, και σύμφωνα με αυτό προσπαθούσε να αναθρέψει το παιδί του, θέλοντας να λάβει εκείνο μια σκληρή ανατροφή, σπαρτιάτικη, για να αποκτήσει γερή κράση. Το έστελνε να κοιμηθεί χωρίς φωτιά, το μάθαινε να πίνει ρούμι γενναία και να περιγελά τις λιτανείες. Αλλά από φυσικού του ήμερος ο γιος του, ανταποκρινόταν κακά στις προσπάθειές του. Η μητέρα τον έσερνε πάντα σιμά της· του έκοβε φιγουρίνια από χαρτόνι, του έλεγε ιστορίες, κουβέντιαζε μαζί του μονολογώντας αδιάκοπα, με κουβέντες γεμάτες πρόσχαρη μελαγχολία και με φλύαρα γλυκανάλατα χάδια. Στη μονοτονία της ζωής συγκέντρωσε στο κεφάλι εκείνου του παιδιού όλες τις σκορπισμένες και σπασμένες

Page 10: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ματαιοδοξίες της. Ονειρευόταν για κείνο μεγάλα αξιώματα, το έβλεπε από τώρα άντρα, μεγάλο, ωραίο, έξυπνο, αποκαταστημένο μηχανικό ή δικαστή, τον έμαθε η ίδια να διαβάζει και του έδειξε μάλιστα σ' ένα παλιό πιάνο που είχε, να τραγουδάει δυο τρία τραγουδάκια. Αλλά για όλα αυτά ο κύριος Μποβαρύ, που δεν είχε πολλή υπόληψη στα γράμματα, έλεγε «πως δεν άξιζε ο κόπος. Θα 'χαν ποτέ τα μέσα να το συντηρήσουν στα σχολειά του κράτους, να του αγοράσουν μία θέση ή ένα εμπορικό κατάστημα;» Από το άλλο μέρος, με λίγη προπέτεια, μπορεί κάποιος να γίνει άνθρωπος στον κόσμο. Η κυρία Μποβαρύ δάγκωνε τότε τα χείλια της, και το παιδί τριγύριζε τους δρόμους στο χωριό.

Πήγαινε ξοπίσω από τους δουλευτάδες και κυνηγούσε με σβόλους από χώμα τα κοράκια που πετούσαν. Έτρωγε τα βατόμουρα στην άκρη από τις σούδες, φύλαγε τους ινδιάνους με μια βέργα στο χέρι, γύριζε στον ήλιο τα θερισμένα γεννήματα, έτρεχε στο λόγγο, έπαιζε πηδώντας στο ένα πόδι στο νάρθηκα της εκκλησίας όταν έβρεχε, και τις ημέρες των μεγάλων εορτών παρακαλούσε τον καντηλανάφτη να τον αφήνει να σημαίνει τις καμπάνες, για να κρεμά όλο του το σώμα στο μεγάλο σκοινί και για να τον σηκώνει στον αέρα το πέταμά του. Έτσι αύξαινε το παιδί σαν μία δρυς στο λόγγο, τα χέρια του γίνηκαν δυνατά και το χρώμα του ωραίο.

Όταν ήταν δώδεκα χρόνων, η μητέρα του κατάφερε ν' αρχίσει τις σπουδές του. Ο παπάς του χωριού το ανάλαβε. Αυτά τα μαθήματα ήταν τόσο σύντομα και τα παρακολουθούσε τόσο άταχτα, που του χρησίμεψαν πολύ λίγο. Ο παπάς τού έκανε το μάθημα στην εκκλησία, στο ιεροφυλάκιο, τις στιγμές που δεν είχε δουλειά, ορθός, βιαστικά, πριν από μια βάφτιση κι έπειτα από ένα ξόδι: ή μηνούσε του μαθητή του να έρθει έπειτα από τον εσπερινό, αν δεν είχε να βγει το βράδυ από το κελί του. Ανέβαιναν στην κάμαρά του, κάθιζαν, τα μαμούνια και οι πεταλούδες της νύχτας γύριζαν γύρω στο αναμμένο κερί, έκανε ζέστη, το παιδί αποκοιμιόταν, και ο καλός ο παπάς αποκαρωνόταν κι εκείνος με τα χέρια πάνω στο στομάχι και σε λίγο ροχάλιζε με ανοιχτό το στόμα. Άλλες φορές πάλι που ο παπάς ξαναρχόταν στο χωριό, γυρίζοντας από κάποιο γειτονικό μέρος όπου πήγαινε να μεταλάβει κάποιον ετοιμοθάνατο, και έβρισκε τον Κάρολο να κατεργαρεύει στον κάμπο, τον έκραζε, τον μάλωνε για ένα τέταρτο της ώρας, κι άδραχνε την ευκαιρία για να τον κάνει να κλίνει ένα ρήμα κάτω από ένα δέντρο. Ερχόταν η βροχή και το μάθημα σταματούσε· ή περνούσε κάποιος γνώριμος και τους έκοφτε. Αλλά ο παπάς ήταν πάντα ευχαριστημένος από το μαθητή και έλεγε μάλιστα πως ο νέος είχε πολύ θυμητικό.

Ο Κάρολος δεν μπορούσε να περιοριστεί σ' αυτό. Η μητέρα του έδειξε δραστηριότητα. Ο κύριος Μποβαρύ, ντροπιασμένος, ή καλύτερα κουρασμένος, δεν έφερε αντίσταση· περίμεναν ακόμα ένα χρόνο, ώσπου το παιδί κοινώνησε πρώτη φορά.

Πέρασαν ακόμα έξι μήνες, και το χρόνο κατόπιν έστειλαν οριστικά τον Κάρολο σ' ένα Λύκειο της Ρουέν, όπου ο πατέρας του τον οδήγησε ο ίδιος, τον Οκτώβρη, την εποχή του πανηγυριού του Αγίου Ρωμανού.

Αδύνατο τώρα για καθένα από μας να θυμηθούμε κάτι για κείνον. Ήταν παιδί με χαρακτήρα μετρημένο, που έπαιζε στις ώρες του παιχνιδιού, εργαζόταν στο σπουδαστήριο, πρόσεχε στο μάθημα, κοιμόταν καλά στον κοιτώνα, έτρωγε καλά στην τραπεζαρία. Είχε επίτροπό του ένα μεγάλο σιδεροπώλη που είχε μαγαζί στην οδό Γκαντερί, ο οποίος τον έβγαζε έξω μια φορά το μήνα, ημέρα Κυριακή, όταν έκλεινε το κατάστημά του, τον έστελνε περίπατο στο λιμάνι για να βλέπει τα πλοία κι έπειτα τον συνόδευε ο ίδιος στο σχολειό από τις εφτά η ώρα, πριν το δείπνο. Κάθε Πέμπτη βράδυ έγραφε με κόκκινο μελάνι ένα μεγάλο γράμμα στη μητέρα του και το σφράγιζε με τρία μπολίνια· έπειτα έριχνε μια ματιά στα τετράδια της ιστορίας ή διάβαζε έναν παλιό τόμο του ταξιδιού του Ανάχαρση, που σερνόταν στο σπουδαστήριο.

Βάζοντας τόση επιμέλεια, μπόρεσε πάντα να κρατηθεί στη μέση της τάξης· κάποτε κιόλας κατάφερνε να λάβει κάποιο έπαινο για το μάθημα της φυσικής ιστορίας. Αλλά στο τέλος του τρίτου χρόνου οι

Page 11: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

γονείς του τον έβγαλαν από το σχολείο για να σπουδάσει την ιατρική, με την ιδέα πως θα μπορούσε να καταφέρει μόνος του να τα βγάλει πέρα με τις πανεπιστημιακές εξετάσεις.

Η μητέρα του τού νοίκιασε μια κάμαρη σ' ένα τέταρτο πάτωμα, στο σπίτι ενός βαφέα, που τον γνώριζε. Έκλεισε η ίδια τη συμφωνία για το φαγητό του, του αγόρασε παλιό κρεβάτι από ξύλο κερασιάς, κι απόχτησε μια σόμπα μικρή από χυτοσίδηρο, μαζί και τα ξύλα που θα χρειάζονταν για να θερμαίνουν το άτυχο παιδί της· έπειτα από μια βδομάδα έφυγε, συστήνοντάς του να φέρεται καλά τώρα που θα βρισκόταν παραιτημένος στον εαυτό του.

Το πρόγραμμα των μαθημάτων, του 'φερε ζάλη. Μάθημα ανατομίας, μάθημα παθολογίας, μάθημα φυσιολογίας, μάθημα φαρμακευτικής, μάθημα χημείας, βοτανικής και θεραπευτικής, χωρίς να λογαριαστεί ούτε η υγιεινή ούτε η ιατρική ύλη, όλο ονόματα που την ετυμολογία τους δε γνώριζε και που ήταν γι' αυτόν σαν άλλες τόσες πόρτες από ιερά γεμάτα σεβάσμιο σκότος.

Δεν κατάλαβε τίποτα. Όσα κι αν άκουγε, δεν τα 'νιωθε. Κι όμως εργαζόταν. Είχε τετράδια δεμένα, ακολουθούσε με επιμέλεια τα μαθήματα, δεν έχανε ούτε μία επίσκεψη των καθηγητών. Έκανε με συνείδηση καθημερινά το μικρό του χρέος, σαν το άλογο στο αλώνι που όλο τριγυρίζει στον ίδιο τόπο με τα μάτια δεμένα μην ξέροντας τη δουλειά που καταφέρνει.

Για να του οικονομήσει τα έξοδα η μητέρα του τού έστελνε κάθε βδομάδα με τον ταχυδρόμο ένα κομμάτι κρέας μοσχαρίσιο ψητό στο φούρνο, και μ' αυτό προγευμάτιζε το πρωί, όταν ξαναρχόταν από το νοσοκομείο, χτυπώντας αδιάκοπα το πόδι του στον τοίχο· έπειτα έπρεπε να τρέξει στα μαθήματα, στο αμφιθέατρο, στο νοσοκομείο, και να γυρίσει πάντα στην κάμαρά του, περνώντας απ' όλους τους δρόμους. Το βράδυ, έπειτα από το φτωχικό γεύμα που του 'δινε ο σπιτονοικοκύρης, ανέβαινε ξανά στην κάμαρά του και ξανάκανε την εργασία του χωρίς να αλλάξει τα υγρά του ρούχα, που κάπνιζαν πάνω του μπροστά στην πυρωμένη σόμπα.

Τις ωραίες καλοκαιρινές βραδιές, την ώρα που οι χλιαροί δρόμοι είναι έρημοι, όταν οι υπηρέτριες στα κατώφλια παίζουν το άρπαστο, άνοιγε το παραθύρι του κι ακουμπούσε και κοίταζε. Το ποτάμι, που κάνει να μοιάζει αυτή η γειτονιά της Ρουέν σε μια Βενετία μικρή και πρόστυχη, έτρεχε κάτω, από κάτω του, κίτρινο, μαβί ή γαλάζιο, ανάμεσα στα γεφύρια του και στα κιγκλιδώματά του. Εργάτες κουρνιασμένοι στην ακροποταμιά έπλεναν στο νερό τα χέρια τους. Πάνω σε σταλίκια που έβγαιναν από τις σοφίτες στέγνωναν στον αέρα κουβάρια από βαμβάκι. Απέναντι, πέρα από τους τοίχους, απλωνόταν ο μεγάλος καθάριος ουρανός με τον ήλιο που έδυε κόκκινος. Πόσο καλά που θα 'ταν εκεί κάτω!... Τι δροσιά κάτω από τις οξιές!... Και άνοιγε τα ρουθούνια του για να αναπνέει τις μυρωδιές της εξοχής, που τώρα δεν έρχονταν ως εκεί.

Λίγνεψε, το ανάστημά του ψήλωσε και η όψη του πήρε μια έκφραση πονεμένη, που την έκανε, ας πούμε, συμπαθητική. Όπως ήταν φυσικό, από νωθρότητα, σιγά σιγά λησμόνησε τις πρώτες του αποφάσεις. Μια φορά έλειψε από τη βίζιτα του γιατρού, την άλλη μέρα από το μάθημα, και βρίσκοντας την ευχαρίστησή του στα χασομέρια, δεν ξαναγύρισε πια. Πήρε το συνήθειο να συχνάζει στο καφενείο και αγάπησε με πάθος το ντόμινο. Να κλείνεται κάθε βράδυ σ' ένα μικρό δημόσιο μέρος, για να χτυπά πάνω στα μαρμαρένια τραπέζια τα μικρά προβατοκόκαλα, τα σημαδεμένα με τα μαύρα στρογγυλάδια, αυτό του φαινόταν μια πολύτιμη ενέργεια της λευτεριάς του, που τον ύψωνε σε υπόληψη απέναντι στον εαυτό του. Αυτό ήταν για κείνον σαν μύηση στον κόσμο, σαν το έμπασμα προς τις εμποδισμένες χαρές· κι έτσι, όταν έμπαινε στο καφενείο, έβαζε το χέρι του στο πόμολο της πόρτας με μια ηδονή σαρκική σχεδόν. Τότε πολλά πράγματα, που μέσα του ήταν περιορισμένα, έβρισκαν τρόπο ν' ανοίξουν· έμαθε απ' έξω δίστιχα που τα τραγουδούσε σ' όποιον έμπαινε μέσα· έδειξε ενθουσιασμό για τα ποιήματα του Βερανζέρου, έμαθε να ετοιμάζει το ποντς και γνώρισε τέλος τον έρωτα.

Page 12: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Χάρη σ' αυτή την προγυμναστική εργασία του απέτυχε ολοκληρωτικά στις εξετάσεις του, ενώ το ίδιο βράδυ τον περίμεναν στο σπίτι για να γιορτάσουν την επιτυχία του. Έφυγε με τα πόδια και σταμάτησε στην αρχή του χωριού· εκεί φώναξε τη μητέρα του και της τα διηγήθηκε όλα. Τον δικαιολόγησε εκείνη ρίχνοντας την αποτυχία στους άδικους εξεταστές και του έδωσε λίγο θάρρος, αναλαμβάνοντας αυτή να διορθώσει τα πράγματα. Πέντε χρόνια μόνο στερνότερα ο κύριος Μποβαρύ έμαθε την αλήθεια· μα αυτή η αλήθεια ήταν πια παλιωμένη, τη δέχτηκε μην μπορώντας από τ' άλλο μέρος να παραδεχτεί πως ένας άνθρωπος που 'χε βγει από τον εαυτό του μπορούσε να είναι κουτός.

Ο Κάρολος, λοιπόν, ξαναβάλθηκε στο έργο και ετοίμασε χωρίς διακοπή την ύλη για τις εξετάσεις του. Έμαθε από τα πριν απέξω κάθε ερώτηση. Πέτυχε με αρκετό καλό βαθμό. Τι ωραία μέρα για τη μητέρα του! Έδωσαν στο σπίτι του ένα μεγάλο γεύμα.

Πού θα πήγαινε να εξασκήσει το επάγγελμά του; Στην Τοστ. Εκεί δεν ήταν παρά ένας μόνο γέροντας γιατρός. Από καιρό η κυρία Μποβαρύ παραμόνευε πότε θα πεθάνει... κι ο δυστυχισμένος δεν είχε ακόμη αποχαιρετήσει τον κόσμο, και ο Κάρολος είχε εγκατασταθεί απέναντί του σαν διάδοχός του.

Αλλά δεν ήταν αυτό όλο· δεν έφτανε που είχε αναθρέψει το γιο της, που τον είχε κάνει να σπουδάσει ιατρική και που του 'χε ανακαλύψει την Τοστ, για να την εξασκήσει· του χρειαζόταν και μια γυναίκα. Του τη βρήκε. Ήταν η χήρα ενός δικαστικού κλητήρα από τη Διέπη, που ήταν σαράντα πέντε χρόνων κι είχε ένα ετήσιο εισόδημα από χίλια διακόσια φράγκα. Αν και ήταν άσχημη, λιγνή σαν ξύλο, κι όλο το πρόσωπό της ήταν μπουμπουκιασμένο σαν την άνοιξη, ήταν θετικό το ότι η κυρία Ντιμπίκ είχε εμπρός της πολλούς γαμπρούς να διαλέξει. Για να φτάσει στους σκοπούς της, η κυρία Μποβαρύ μητέρα ήταν υποχρεωμένη να τους βγάλει όλους από τη μέση, και χρειάστηκε κιόλας να αναμετρηθεί με πολλή τέχνη με τις ραδιουργίες ενός κρεοπώλη, που τον υποστήριζαν οι παπάδες.

Στα μάτια του Κάρολου ο γάμος ήταν μια ανύψωση σε καλύτερη θέση· σκεφτόταν πως θα είχε περισσότερη ελευθερία και πως θα μπορούσε να διαθέτει τον εαυτό του και το χρήμα του. Αλλά η γυναίκα του κατάφερε να τον ορίζει. Μπροστά στον κόσμο έπρεπε να λέει αυτό και να μη λέει εκείνο, έπρεπε να νηστεύει την Παρασκευή, έπρεπε να ντύνεται όπως ήθελε εκείνη, έπρεπε να μην αφήνει ήσυχους τους πελάτες που δεν πλήρωναν. Του άνοιγε τα γράμματα, παραμόνευε τα διαβήματά του, και έβαζε το αυτί της στο μεσότοιχο για ν' ακούει τις συμβουλές που έδινε στο γραφείο του όταν δεχόταν γυναίκες.

Ήθελε να 'χει κάθε πρωί τη σοκολάτα της, έκανε νάζια ατελείωτα. Παραπονιόταν ακατάπαυτα για τα νεύρα της, για το στήθος της, για την κακοδιαθεσία της... Ο θόρυβος των βημάτων τής έκανε κακό· αν έφευγε κανείς από σιμά της, η μοναξιά της ήταν ανυπόφερτη, αν ξαναγύριζε, το 'κανε γιατί χωρίς άλλο ήθελε να τη δει να πεθαίνει. Το βράδυ, όταν ο Κάρολος ξαναγύριζε σπίτι, έβγαζε μέσα από τα σεντόνια τα μακριά της λιγνά μπράτσα, τον αγκάλιαζε, τον κάθιζε στην άκρη του κρεβατιού και άρχιζε να του μιλά για τις λύπες της: τη λησμονούσε, αγαπούσε κάποιαν άλλη· καλά της το 'χαν πει πως θα 'ταν δυστυχισμένη. Και τελείωνε, ζητώντας του ένα σιρόπι για την υγεία της και λίγη περισσότερη αγάπη.

Page 13: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

2

Μια νύχτα, κατά τις έντεκα, τους ξύπνησε το ποδοβολητό ενός αλόγου που σταμάτησε στην πόρτα. Η υπηρέτρια άνοιξε το φεγγίτη της σοφίτας και κουβέντιασε κάμποση ώρα μ' έναν άνθρωπο που 'χε μείνει κάτω στο δρόμο. Ζητούσε το γιατρό. Είχε ένα γράμμα. Η Ναστασία κατέβηκε τη σκάλα τουρτουρίζοντας και πήγε ν' ανοίξει την κλειδωνιά και τους σύρτες, τον έναν κατόπι τον άλλο. Ο άνθρωπος άφησε έξω το άλογό του, και ακολουθώντας την υπηρέτρια, μπήκε έξαφνα μέσα, κατόπι της. Έβγαλε μέσα από το μάλλινο σκούφο του με τις σταχτιές φούντες ένα γράμμα τυλιγμένο σ' ένα κουρέλι και το πρόσφερε μ' ευγένεια στον Κάρολο, που 'χε ανασηκωθεί κι ακουμπούσε στο μαξιλάρι του για να το διαβάσει. Η Ναστασία σιμά στο κρεβάτι κρατούσε το φως. Η κυρία από συστολή έμεινε γυρισμένη προς τον τοίχο και τους έδειχνε τις πλάτες.

Αυτό το γράμμα, σφραγισμένο με μια μικρή γαλάζια βούλα, παρακαλούσε τον κύριο Μποβαρύ να έρθει αμέσως στο μετόχι του Μπερτό, για να φτιάσει ένα σπασμένο πόδι. Αλλά από την Τοστ στο Μπερτό η απόσταση είναι περισσότερη από είκοσι μίλια και ο δρόμος περνούσε από τη Λονγκβίλ και τον Άγιο Βίκτορα. Η νύχτα ήταν σκοτεινή. Η κυρία Μποβαρύ, η νεότερη, φοβόταν μη συνέβαινε τίποτα στον άντρα της. Αποφάσισαν, λοιπόν, να στείλουν εμπρός το σταβλάτορα. Ο Κάρολος θ' αναχωρούσε τρεις ώρες κατόπι, άμα θα σηκωνόταν το φεγγάρι. Θα έστελναν από το μετόχι ένα παιδί να τον προϋπαντήσει, για να του δείξει το δρόμο και να ανοίγει τους φράχτες εμπρός του.

Κατά τις τέσσερις το πρωί ο Κάρολος, καλά τυλιγμένος μέσα στο πανωφόρι του, ξεκίνησε για το Μπερτό. Ναρκωμένος ακόμα από τη ζέστη του κρεβατιού του, άφηνε να τον νανουρίζει το ήσυχο ανοιχτοπάτημα του ζώου. Όταν αυτό σταματούσε μονάχο του μπροστά στις τρύπες εκείνες, που τις ανοίγουν στο φρύδι των αυλακιών και που τις περιτριγυρίζουν με αγκάθια, ο Κάρολος ξυπνούσε μ' ένα τίναγμα, θυμόταν γρήγορα το σπασμένο πόδι και προσπαθούσε να φέρει στο μυαλό του όλα τα σπασίματα που γνώριζε. Δεν έβρεχε πια. Η μέρα χάραζε και πάνω στα κλαριά των μηλιών, που δεν είχαν φύλλα, τα πουλιά κάθονταν ασάλευτα, ανασηκώνοντας τα φτερά τους στον ψυχρό αέρα της αυγής. Ο κάμπος ολόισιος απλωνόταν όσο έβλεπε το μάτι, και γύρω στα μετόχια, που φαίνονταν πού και πού σε μεγάλη απόσταση το ένα από το άλλο, πυκνοφυτεμένα δέντρα κηλίδωναν με μαύρο μαβί χρώμα την απέραντη σταχτιά έκταση, που χανόταν στον ορίζοντα μέσα στο θλιβερό χρωματισμό του ουρανού. Ο Κάρολος άνοιγε κάθε τόσο τα μάτια. Έπειτα ο νους του κουραζόταν και ο ύπνος ξαναρχόταν μόνος του· σε λίγο βυθιζόταν σ' ένα είδος νάρκωσης όπου οι πρόσφατες εντυπώσεις του μπερδεύονταν με τα περασμένα, ο ίδιος έβλεπε διπλό τον εαυτό του, σπουδαστή στον ίδιο καιρό και παντρεμένο, ξαπλωμένο στο κρεβάτι του, όπως λίγη ώρα πρωτύτερα και μέσα σε μια σάλα από ανθρώπους εγχειρισμένους όπως άλλοτε. Η θερμή μυρωδιά που ανάδιναν τα μπλάστρια ανακατευόταν στο μυαλό του με την πράσινη ευωδιά της δροσούλας, άκουγε να κυλούν πάνω στα σίδερά τους οι σιδερένιοι χαλκάδες των κρεβατιών και τη γυναίκα του να κοιμάται... Καθώς περνούσε από τη Βασονβίλ, είδε στην άκρη μιας σούδας ένα παιδί καθισμένο πάνω στο χορτάρι.

«Είσαστε ο γιατρός;» ρώτησε το παιδί.

Και αφού ο Κάρολος απάντησε, πήρε στο χέρι τα τσόκαρά του και βάλθηκε να τρέχει μπροστά.

Ο γιατρός στο δρόμο κατάλαβε από τα λόγια του οδηγού του πως ο κύριος Ρουό ήταν ένας από τους πιο εύπορους γεωργούς. Είχε σπάσει το πόδι του το προηγούμενο βράδυ, καθώς γύριζε από το σπίτι ενός γείτονά του όπου είχε πάει να γιορτάσει τα Θεοφάνια. Η γυναίκα του ήταν πεθαμένη από δύο χρόνια. Δεν είχε μαζί του παρά τη δεσποινίδα του, που τον βοηθούσε να κρατάει το σπίτι του.

Τα αυλάκια από τις ρόδες των αμαξιών γίνονταν βαθιά. Σίμωναν τώρα στο Μπερτό. Το παιδί τότε τρύπωσε μέσα από ένα φράκτη, γίνηκε άφαντο, ύστερα ξαναφάνηκε στην άκρη μιας αυλής για ν'

Page 14: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ανοίξει την είσοδο. Το άλογο γλιστρούσε πάνω στο βρεγμένο χόρτο. Ο Κάρολος έσκυβε για να περνά κάτω από τα κλαριά. Τα σκυλιά που φύλαγαν, γάβγιζαν από το σπιτάκι τους τεντώνοντας τις αλυσίδες τους. Όταν μπήκε στο Μπερτό, το άλογό του εξαφανίστηκε κι έκανε ένα μεγάλο λοξοδρόμισμα.

Το μετόχι είχε πολύ καλή όψη. Στους στάβλους φαίνονταν, πάνω από τις ανοιχτές πόρτες, τα μεγάλα άλογα της δουλειάς, που έτρωγαν ήσυχα από τα καινούρια παχνιά τους. Σιμά στους τοίχους των σπιτιών ήταν πλατιοί σωροί κοπριάς που ανάδιναν αχνό, και ανάμεσα στις κότες και στους ινδιάνους έβοσκαν ψηλότερα πέντε έξι παγόνια, πολυτέλεια των νορμανδικών ορνιθοτροφείων. Η μάντρα για τα πρόβατα ήταν ένα σπίτι μακρύ μακρύ, η σιταποθήκη ήταν ψηλή με τοίχους λείους σαν το χέρι· κάτω από το υπόστεγο ήταν δυο μεγάλα κάρα και τέσσερα άροτρα, με τα καμτσίκια τους και τα περιλαίμιά τους, με τις ιπποσκευές και τα εξαρτήματά τους, ενώ το γαλάζιο μαλλί τους λερωνόταν με την ψιλή σκόνη που έπεφτε από τις σοφίτες. Η αυλή ήταν ανηφορική με δέντρα συμμετρικά φυτεμένα κι ένα πρόσχαρο κοπάδι χήνες έκανε θόρυβο σιμά σε μια λιμνούλα.

Μια νέα γυναίκα με μάλλινο φόρεμα από γαλάζιο μερινό, γαρνιρισμένο με τρεις γύρους, ήρθε στο κατώφλι του σπιτιού για να δεχτεί τον κύριο Μποβαρύ, τον έβαλε στο μαγερειό όπου ήταν αναμμένη μια μεγάλη φωτιά. Το πρόγευμα των ανθρώπων κόχλαζε τριγύρω μέσα σε αγγεία ανόμοια στο μέγεθος. Φορέματα βρεγμένα στέγνωναν κάτω από το τζάκι. Το φτυάρι, η μασιά και η σωλήνα του φυσερού, όλα γιγάντια στο μέγεθος, έλαμπαν σαν λουστραρισμένο ατσάλι, ενώ σ' όλους τους τοίχους απλώνονταν άφθονα τα χαλκωματένια σκεύη του μαγερειού, που καθρέφτιζαν ανόμοια τη φωτιά της γωνιάς και μαζί τις πρώτες αχτίδες του ήλιου, που έμπαινε μέσα από τα μικρά τζάμια.

Ο Κάρολος ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα για να δει τον άρρωστο. Τον βρήκε στο κρεβάτι του, πλημμυρισμένο στον ιδρώτα κάτω από τα σκεπάσματά του· είχε πετάξει μακριά του το βαμβακένιο σκούφο του. Ήταν ένας χοντρός, μικρός άντρας πενήντα χρόνων, με άσπρο δέρμα, με μάτια γαλανά, φαλακρός στην μπροστινή μεριά του κεφαλιού του και με σκουλαρίκια στ' αυτιά του· σιμά του, πάνω σε μια καρέκλα, είχε μια μεγάλη μπουκάλα γεμάτη ρακί, και κάθε τόσο έπινε για να δώσει καρδιά στην κοιλιά του. Αλλά, άμα είδε το γιατρό, η έξαψή του έπεσε και αντί να βλαστημά, όπως έκανε από δώδεκα ώρες, άρχισε να παραπονιέται αδύναμα.

Το σπάσιμο ήταν απλό, χωρίς κανενός είδους περιπλοκές. Ο Κάρολος δε θα ευχόταν για τον εαυτό του τίποτα καλύτερο. Τότε, φέρνοντας στο νου του τους τρόπους των δασκάλων του, παρηγόρησε τον άρρωστο με κάθε λογής όμορφα λόγια, χειρουργικά χάδια, που είναι σαν το λάδι που αλείφουν τα νυστέρια. Για να καλαμώσουν, πήγαν κι έφεραν από το αμαξοστάσι ένα δέμα σανίδες. Ο Κάρολος διάλεξε μία, την έσκισε σε πολλά κομμάτια και τα καθάρισε μ' ένα σπασμένο γυαλί, ενώ η υπηρέτρια έσκιζε σεντόνια για να κατασκευάσει επιδέσμους, και η δεσποινίς Έμμα πάσχιζε να ράψει μαξιλαράκια. Αλλά έκανε πολλή ώρα για να βρει το κουτί της δουλειάς και ο πατέρας της ανυπομονούσε· δεν του αποκρίθηκε, αλλά ενώ έραβε, τρυπούσε με το βελόνι τα δάχτυλά της και τα 'βαζε έπειτα στο στόμα για να μυζήξει. Ο Κάρολος απόρησε για την ασπράδα των νυχιών της. Έλαμπαν, ψηλά στην άκρη τους, πιο γυαλισμένα κι απ' τα φιλντίσια της Διέπης κι ήταν κομμένα αμυγδαλωτά. Κι όμως, το χέρι της δεν ήταν ωραίο, δεν ήταν ίσως αρκετά ωχρό κι ήταν ξερό, κομμάτι, στους αρμούς των δαχτύλων ήταν κιόλας πολύ μακρύ και δεν είχε καμπύλες γραμμές στο περιγύρισμά του· εκείνο που είχε ωραίο ήταν τα μάτια της· αν και ήταν καστανά, φαίνονταν κατάμαυρα χάρη στα βλέφαρα, και το βλέμμα τους πήγαινε ίσια πάνω στον άνθρωπο με μια αγνή προπέτεια.

Αφού το μπαντάρισμα των ποδιών τελείωσε, ο ίδιος ο κύριος Ρουό προσκάλεσε το γιατρό «να τσιμπήσει κάτι» πριν φύγει.

Ο Κάρολος κατέβηκε στη σάλα, στο ισόγειο. Δυο θέσεις ήταν ετοιμασμένες με ασημένιες κούπες σ' ένα μικρό τραπέζι, στα πόδια ενός μεγάλου κρεβατιού με κουβούκλι, που ήταν σκεπασμένο μ' ένα

Page 15: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τσίτι πολύχρωμο με ανθρώπους απάνω που παράσταιναν Τούρκους. Ένιωθε κανείς την ευωδία του κρίνου που ανάδιναν τα υγρά σεντόνια και που έβγαινε από το ψηλό δρύινο ντουλάπι, αντίκρυ στο παράθυρο. Χάμω, στις γωνιές, ήταν αραδιασμένα σακιά γεμάτα σιτάρι. Ήταν το περίσσευμα της σιμοτινής σιταποθήκης, όπου έμπαινε κανείς ανεβαίνοντας τρία πέτρινα σκαλοπάτια. Για στόλισμα της κάμαρας κρεμόταν από ένα καρφί στον πρασινοβαμμένο τοίχο, που το χρώμα του ήταν γδαρμένο από τη νοτιά, μια κεφαλή Αθηνάς, καμωμένη με μαύρο μολύβι, πλαισιωμένη με χρυσαλοιφή, που είχε από κάτω με γοτθικά γράμματα την επιγραφή: «Στον αγαπημένο μου πατέρα!...»

Γίνηκε κουβέντα πρώτα για τον άρρωστο, έπειτα για τον καιρό, για τα πολλά τα κρύα, για τους λύκους που έτρεχαν τη νύχτα στους κάμπους. Η δεσποινίς Ρουό δε διασκέδαζε καθόλου στην εξοχή, τώρα μάλιστα που είχε απάνω της, αυτή ολομόναχη, πες, όλες τις φροντίδες για το μετόχι. Η σάλα ήταν δροσερή πολύ και τουρτούριζε τρώγοντας, πράγμα που φανέρωνε κάπως τα σαρκώδη της χείλη, που είχε τη συνήθεια να τα δαγκώνει λιγάκι τις στιγμές που δε μιλούσε.

Ο λαιμός της έβγαινε από ένα άσπρο κολάρο διπλωτό. Τα μαλλιά της, που οι δυο κατάμαυρες μεριές τους φαίνονταν σαν ατόφιες, τόσο ήταν γυαλιστερές, χωρίζονταν στη μέση της κεφαλής από μία λεπτή χωρίστρα που έμπαινε μέσα στα μαλλιά ανάλαφρα, ακολουθώντας την καμπύλη του κρανίου· και αφήνοντας μόνο την άκρη των αυτιών να φαίνεται, ενώνονταν πίσω σ' ένα χοντρό κότσο, κάνοντας ένα κίνημα κυματιστό προς τα μηνίγγια, που ο επαρχιώτης γιατρός το παρατηρούσε τότε για πρώτη φορά στη ζωή του· τα μάγουλά της ήταν ροδοκόκκινα. Φορούσε σαν άντρας, περασμένα ανάμεσα σε δυο κουμπιά του στηθόδεσμού της, ένα ζευγάρι ματογυάλια από ταρταρούγα.

Όταν ο Κάρολος, αφού ανέβηκε πάλι απάνω για ν' αποχαιρετήσει και ξανάρθε στη σάλα, τη βρήκε ορθή με το μέτωπο ακουμπισμένο στο παράθυρο να κοιτάζει τον κήπο, όπου τα στηρίγματα των φασολιών ήταν αναποδογυρισμένα από τον άνεμο, γύρισε:

«Ζητάτε τίποτα;» ρώτησε.

«Με συγχωρείτε, το καμτσίκι μου» απάντησε.

Βάλθηκε να ψάχνει πάνω στο κρεβάτι, πίσω από τις πόρτες, κάτω από τις καρέκλες· είχε πέσει χάμω, ανάμεσα στα σακιά και τον τοίχο. Η δεσποινίς Έμμα το είδε, έσκυψε πάνω στα σακιά τα γεμάτα σιτάρι. Ο Κάρολος από αβρότητα ρίχτηκε για να σκύψει ο ίδιος, κι όπως άπλωνε το χέρι του με το ίδιο κίνημα, αισθάνθηκε το στήθος του να αγγίζει ανάλαφρα την πλάτη της δεσποινίδας που ήταν σκυμμένη κάτωθέ του. Σηκώθηκε ορθή, κατακόκκινη, τον κοίταξε πάνω από τον ώμο της, παραδίνοντάς του το βούνευρό του.

Αντί να ξανάρθει στο Μπερτό σε τρεις μέρες, όπως είχε υποσχεθεί, ξαναφανερώθηκε την αυριανή, κι έπειτα ερχόταν τακτικά δυο φορές την εβδομάδα, χωρίς να λογαριάσει κανείς τις βίζιτες που έκανε κάπου κάπου, σαν να μπέρδευε τις μέρες.

Ωστόσο, όλα πήγαν καλά· η γιατρειά του αρρώστου προχώρησε σύμφωνα με τους κανόνες, και όταν, απάνω σε σαράντα έξι μέρες, ο κόσμος είδε τον γερο-Ρουό να κάνει δοκιμές να περπατάει μονάχος του στο παλιόσπιτό του, άρχισε να θεωρεί τον κύριο Μποβαρύ σαν άνθρωπο μεγάλης αξίας. Ο γερο-Ρουό έλεγε πως δε θα τον γιάτρευαν καλύτερα οι πρώτοι γιατροί του Υβετό ή και της Ρουέν.

Ο ίδιος ο Κάρολος δε ζήτησε να μάθει από τον εαυτό του γιατί ερχόταν στο Μπερτό μ' ευχαρίστηση. Αν τον ρωτούσε, θα έβρισκε να εξηγήσει το ζήλο του με τη σοβαρότητα του περιστατικού, ή ίσως κιόλας στο κέρδος που περίμενε. Αλλά ήταν αληθινά αυτή η αιτία που έκανε τις βίζιτές του στο μετόχι μια τόσο γοητευτική εξαίρεση ανάμεσα στις άτυχες ασχολίες της ζωής του; Αυτές τις μέρες σηκωνόταν νωρίς, έφευγε πιλαλώντας, κεντούσε το άλογο, κατέβαινε έπειτα για να σφουγγίσει τα πόδια του στα

Page 16: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

χόρτα, και φορούσε τα μαύρα χειρόκτιά του πριν μπει στο σπίτι. Του άρεσε να βλέπει τον εαυτό του να πλησιάζει την αυλή, να αισθάνεται σιμά στον ώμο του το φράκτη που την τριγύριζε και ν' ακούει τον πετεινό που λαλούσε πάνω στον τοίχο. Του άρεσαν τα παιδιά που έρχονταν να τον συναντήσουν. Του άρεσε η σιταποθήκη και οι στάβλοι· του άρεσε ο γερο-Ρουό που του χτυπούσε το χέρι και τον έκραζε σωτήρα του, του άρεσαν τα μικρά τσόκαρα της δεσποινίδας Έμμας πάνω στις πλυμένες πλάκες του μαγερειού. Τα ψηλά τακούνια της την έκαναν να φαίνεται μεγαλύτερη, και όταν περπατούσε μπροστά του, οι ξύλινες παντούφλες της σηκώνονταν γοργά και χτυπούσαν μ' έναν ξηρό κρότο πάνω στο δέρμα των παπουτσιών της.

Τον ξεπροβόδιζε πάντα έως το πρώτο σκαλοπάτι της εξώπορτας. Όταν το άλογό του δεν ήταν ακόμα εκεί, έμενε μαζί του. Είχαν αποχαιρετιστεί και δεν κουβέντιαζαν πια. Ο ανοιχτός αέρας την περιτριγύριζε, ανασηκώνοντάς της ανάκατα τα μαλλιά της στον τράχηλο, ή σαλεύοντας στους γοφούς της τα κορδόνια της ποδιάς της, που στριφογύριζαν σαν μικρές σημαίες. Μια μέρα που ο πάγος νερούλιαζε, οι φλούδες των δέντρων ίδρωναν στην αυλή, το χιόνι στις στέγες των σπιτιών έλιωνε, στεκόταν αυτή στο κατώφλι. Πήγε και έφερε την ομπρέλα της και την άνοιξε. Ήταν μια μεταξωτή ομπρέλα, σαν το λαιμό των περιστεριών στο χρώμα, και διάφανη· ο ήλιος, περνώντας από το ύφασμα, φώτιζε με αναλαμπές, που άλλαζαν κάθε στιγμή, το λευκό δέρμα του προσώπου της. Χαμογελούσε εκεί από κάτω στη χλιαρή τη ζέστη, κι ακούγονταν μια μια οι σταλαγματιές που έπεφταν πάνω στο τεντωμένο μετάξι.

Τον πρώτο καιρό που ο Κάρολος άρχιζε να συχνάζει στο Μπερτό, η κυρία Μποβαρύ, η νεότερη, δεν έπαυε να ρωτάει για τον άρρωστο, και μάλιστα στο βιβλίο που κρατούσε, του δούναι και λαβείν, είχε διαλέξει για τον κύριο Ρουό μία ωραία λευκή σελίδα. Αλλά όταν έμαθε πως ο Ρουό είχε μία θυγατέρα, άρχισε να ζητά πληροφορίες, και έμαθε πως η δεσποινίς Ρουό ήταν αναθρεμμένη στο μοναστήρι των Ουρσουλίνων, είχε λάβει δηλαδή, καθώς λέγουν, καλή μόρφωση και ήξερε επομένως το χορό, τη γεωγραφία, το σχέδιο, ήξερε να κάνει εργόχειρα και να παίζει στο πιάνο. Ξεχείλισε!

«Γι' αυτό, λοιπόν» είπε με το νου της, «έχει την όψη τόσο ανοιχτή όταν πηγαίνει και τη βλέπει!» Γι' αυτό βάζει το καινούριο γελέκι του χωρίς να τον μέλει αν θα χαλάσει στη βροχή!... Α, αυτή η γυναίκα, αυτή η γυναίκα!...»

Και τη μίσησε από ένστικτο. Στην αρχή ξεθύμαινε με υπαινιγμούς. Ο Κάρολος δεν τους καταλάβαινε· υστερότερα, με διαβατικούς στοχασμούς, που τους άφηνε και περνούσαν γιατί φοβόταν το δρολάπι. Τέλος, με αποστροφές ξαφνικές, που σ' αυτές δεν ήξερε πώς ν' απαντήσει. «Για ποιο σκοπό, λοιπόν, ξαναπήγαινε στο Μπερτό, αφού ο κύριος Ρουό ήταν γιατρεμένος, και γιατί δεν τον είχαν πληρώσει; Α! η αιτία ήταν, γιατί εκεί κάτω ήταν κάποιο πρόσωπο που ήξερε να κουβεντιάζει, μία που ήξερε να κεντάει, ένα έξυπνο πνεύμα!... Αυτό ήταν εκείνο που του άρεσε!... Του άρεσαν τα κορίτσια της πόλης!» Και ξανάρχιζε:

«Η κόρη του γερο-Ρουό, ένα κορίτσι από πόλη!... Ξωθειό μας!... Ο παππούς τους ήταν τσοπάνος και έχουν έναν ξάδελφο που λίγο έλειψε να περάσει από το κακουργιοδικείο για κάποιο δολερό χτύπημα που 'δωσε σ' έναν καβγά!... Δεν άξιζε ο κόπος που έκαναν τόσα νάζια... ούτε που πήγαινε στην εκκλησία την Κυριακή μ' ένα μεταξωτό φόρεμα, σαν να 'ταν κοντέσα!... Ο δύστυχος ο γέρος, που χωρίς τα περσινά αγριόκραμπα, δε θα 'ξερε πώς να πληρώσει τα καθυστερούμενα που χρωστούσε».

Για να μην ακούει την γκρίνια της, ο Κάρολος έπαψε να πηγαίνει στο Μπερτό. Η Ελοΐζ τον έκανε να ορκιστεί με το χέρι πάνω στη Σύνοψη πως δε θα ξαναπήγαινε, έπειτα από πολλά δάκρυα και φιλιά, σε μια μεγάλη ερωτική έκρηξη. Υπάκουσε λοιπόν. Αλλά η προπέτεια του πόθου του διαμαρτυρήθηκε για τη διαγωγή του, και με κάποια αθώα υποκρισία συλλογίστηκε πως αυτή η απαγόρευση να τη βλέπει ήταν γι' αυτόν ένα δικαίωμα να την αγαπάει. Κι έπειτα, η χήρα ήταν λιγνή· είχε μυτερά δόντια, φορούσε κάθε εποχή ένα μαύρο σάλι που η άκρη του της κατέβαινε ανάμεσα στις ωμοπλάτες· το

Page 17: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κορμί της ήταν σαν φασκιωμένο μέσα στα στενά φορέματά της, που, πάρα πολύ κοντά, άφηναν να φαίνονται τα στραγάλια της με τις κορδέλες των πλατιών παπουτσιών της που ήταν διασταυρωμένες πάνω σε κάλτσες σταχτιές.

Η μητέρα του Κάρολου ερχόταν και τους έβλεπε κάπου κάπου· αλλά σε λίγες ημέρες φάνηκε πως η νύφη την τροχούσε ενάντια στο γιο της· και τότε σαν μάχαιρες και οι δυο ήταν πανέτοιμες να τον θυσιάσουν με τις παρατηρήσεις τους και με τους συλλογισμούς τους. Δεν έκανε καλά να παρατρώει. Γιατί πρόσφερε πάντα το κέρασμα στον πρώτο τυχόντα; Τι πείσμα είχε να μη θέλει να φορέσει φανέλα!

Στην αρχή της άνοιξης ένας νοτάριος της Ιγκουβίλ, που 'χε στα χέρια του παρακαταθήκη κεφάλαια της χήρας Ντιμπίκ, πήρε μία καλή ημέρα το πλοίο, σηκώνοντας μαζί του όλα τα χρήματα που είχε στο γραφείο του. Είναι αλήθεια πως η Ελοΐζ είχε ακόμα, εκτός από το μερίδιο ενός καραβιού, εκτιμημένου έξι χιλιάδες φράγκα, και το σπίτι της στο δρόμο του Αγίου Φραγκίσκου· και όμως, απ' όλη αυτή την περιουσία, που την είχαν σηκώσει τόσο ψηλά, δεν είχε φανερωθεί τίποτα στο σπίτι του αντρόγυνου, εκτός μόνο μερικά έπιπλα και μερικά ασπρόρουχα. Ήταν ανάγκη να ξεκαθαριστούν τα πράγματα. Το σπίτι στη Διέπη βρέθηκε πως ήταν φαγωμένο όλο από τις υποθήκες, έως τους πασσάλους των θεμελίων του· πόσα είχε παρακαταθήκη στα χέρια του νοταρίου, ένας Θεός μόνο το 'ξερε, και το μερίδιο της βάρκας δεν άξιζε περισσότερα από χίλια τάλιρα. Είχε πει, λοιπόν, ψέματα, η καλή μας κυρία! Στην οργή του ο κύριος Μποβαρύ, πατέρας, έσπασε χτυπώντας στο πάτωμα μια καρέκλα, κατηγόρησε τη γυναίκα του πως αυτή είχε δημιουργήσει τη συμφορά του γιου της, ζευγαρώνοντάς τον με μια τέτοια παλιοφοράδα, που τα χάμουρά της δεν άξιζαν ούτε όσο το τομάρι της. Ήρθαν και οι δυο στην Τοστ, εξηγήθηκαν. Γίνηκαν σκηνές. Η Ελοΐζ, κλαίγοντας, έπεσε στα χέρια του αντρός της, τον εξόρκισε να την προστατέψει μπροστά στους γονείς του. Ο Κάρολος ήθελε να πάρει το μέρος της. Εκείνοι συγχύστηκαν και έφυγαν.

Αλλά το χτύπημα είχε δοθεί! Οχτώ μέρες στερνότερα, ενώ άπλωνε στην αυλή τα ασπρόρουχα, βάλθηκε άξαφνα να φτύνει αίμα· και την άλλη μέρα, ενώ ο Κάρολος είχε γυρισμένες τις πλάτες για να κλείσει τον μπερντέ του παραθύρου, είπε: «Αχ! Θεέ μου!» αναστενάζοντας και λιγοθύμησε. Είχε πεθάνει. Τι περίεργο πράγμα!

Όταν όλα τελείωσαν στο κοιμητήριο, ο Κάρολος ξανάρθε σπίτι του, δε βρήκε κανέναν κάτω, ανέβηκε στο πρώτο πάτωμα, είδε ακόμα το φουστάνι της κρεμασμένο στα πόδια του κρεβατιού, και τότε, ακουμπώντας το κεφάλι του πάνω στο γραφείο του, παραδόθηκε σ' ένα πένθιμο ονειροκόπημα έως το βράδυ. Την είχε αγαπήσει τέλος πάντων!...

Page 18: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

3

Ένα πρωί ο γερο-Ρουό ήρθε και έφερε στον Κάρολο την αμοιβή για το φτιαγμένο πόδι του· εβδομήντα πέντε φράγκα σε δίφραγκα ασημένια και μια γαλοπούλα. Είχε μάθει τη συμφορά του και τον παρηγορούσε όσο μπορούσε.

«Ξέρω τι είναι αυτό!...» του 'λεγε χτυπώντας τον στον ώμο, «τα πέρασα κι εγώ αυτά... όταν έχασα τη μακαρίτισσά μου, πήγαινα στους κάμπους για να 'μαι ολομόναχος. Έπεφτα κάτω από ένα δέντρο και έκλαιγα, κι έκραζα το Θεό να με βοηθήσει και του 'λεγα ανοησίες!... Ήθελα να είμαι σαν τους αρουραίους που 'βλεπα πάνω στα κλαριά και που είχαν την κοιλιά γεμάτη σκουλήκια... ψόφιος, τέλος πάντων... Κι όταν συλλογιζόμουν πως άλλοι αυτή τη στιγμή ήταν με τις καλές τους τις γυναικούλες και τις βαστούσαν στην αγκαλιά τους, χτυπούσα δυνατά με το μπαστούνι μου τη γης. Η ιδέα μονάχα να πάω στο καφενείο με αηδίαζε. Δε θα το πιστέψετε. Αλλά σιγά σιγά, μια μέρα έδιωχνε την άλλη, μια άνοιξη ένα χειμώνα, και το φθινόπωρο ένα καλοκαίρι, και λίγο λίγο, ψίχαλο ψίχαλο, διάβηκε κι αυτό!... έφυγε, χάθηκε... κατέβηκε, θέλω να πω, γιατί πάντα μένει κάτι στο βάθος, σαν να πούμε ένα βάρος, εκεί πάνω στο στήθος... Αλλά αφού είναι η τύχη μας ολωνών, δεν πρέπει κανείς ν' αφήνει τον εαυτό του να χάνεται, και επειδή πέθαναν άλλοι, να θέλει κανείς και ο ίδιος να πεθάνει... Πρέπει να ξετιναχτείτε, κύριε Μποβαρύ, θα περάσει κι αυτό... Ελάτε να μας δείτε· η κόρη μου κάθε τόσο σας συλλογίζεται, το ξέρετε; Και λέει έτσι πως τη λησμονάτε... Να, τώρα σε λίγο έρχεται η άνοιξη... Θα σας βάλουμε να σκοτώσετε κουνέλια για να διασκεδάσετε κομμάτι».

Ο Κάρολος άκουσε τη συμβουλή του. Ξανάρθε στο Μπερτό. Τα ξαναβρήκε όλα σαν χτες, δηλαδή σαν εδώ και πέντε μήνες. Οι αχλαδιές ήταν ανθισμένες, και ο καλός μας Ρουό, ορθός τώρα, πηγαινοερχόταν, πράγμα που έδινε ζωή στο μετόχι.

Νομίζοντας πως είχε το χρέος να περιποιηθεί όσο μπορούσε περισσότερο το γιατρό, εξαιτίας της λύπης του, τον παρακάλεσε να μη βγάλει το καπέλο του, του μίλησε χαμηλόφωνα, σαν να 'ταν άρρωστος, και καμώθηκε μάλιστα πως ήταν οργισμένος, γιατί δεν είχαν ετοιμάσει επίτηδες κάποιο φαγητό ελαφρότερο παρά όλα τ' άλλα, σαν να πούμε από τις κρέμες στα πινάκια ή από την κομπόστα από αχλάδια. Διηγήθηκε ιστορίες. Ο Κάρολος κατάλαβε πως ήθελε να γελάσει, αλλά του ήρθε πάλι στο νου η γυναίκα του και η όψη του σκοτείνιασε. Έφεραν τον καφέ και δεν τη σκέφτηκε πια.

Τη σκεφτόταν όλο και λιγότερο, όσο περισσότερο συνήθιζε να ζει μόνος. Η νέα ευχαρίστηση της ανεξαρτησίας έκανε να του φαίνεται πιο ευκολοβάστακτη η μοναξιά του. Μπορούσε τώρα να αλλάζει όπως ήθελε τις ώρες του γεύματός του, μπορούσε να μπαίνει και να βγαίνει από το σπίτι χωρίς να δίνει λόγο, και όταν ήταν πολύ κουρασμένος, να ξαπλώνεται με όλο του το κορμί στο πλάτος του κρεβατιού. Χαϊδεύτηκε, λοιπόν, έκανε νάζια και δέχτηκε τις παρηγοριές που του έδιναν. Από το άλλο μέρος, ο θάνατος της γυναίκα του δεν τον ωφέλησε λίγο στο επάγγελμά του, γιατί για ένα μήνα όλος ο κόσμος έλεγε και ξανάλεγε: «Ο καημένος ο νέος! Τι συμφορά!» Τ' όνομά του απλώθηκε, η πελατεία του πλήθυνε, και έπειτα πήγαινε στο Μπερτό με όλη του την άνεση. Είχε μία άσκοπη ελπίδα, μία αόριστη ευτυχία· έβρισκε το πρόσωπό του πιο ευχάριστο όταν βούρτσιζε τις φαβορίτες του μπρος στον καθρέφτη.

Μια ημέρα έλαχε κατά τις τρεις η ώρα να 'ναι στον κάμπο· μπήκε στο μαγερειό, χωρίς όμως να δει αμέσως την Έμμα. Τα παραθυρόφυλλα ήταν κλειστά· από τις χαραματιές των σανίδων ο ήλιος άπλωνε στο πάτωμα μεγάλες, λιανές γραμμές που τσακίζονταν στις γωνιές των επίπλων και έτρεμαν στο ντιβάνι. Οι μύγες, στο τραπέζι, ανέβαιναν στα άπλυτα ποτήρια και βούιζαν, ενώ πνίγονταν στον πάτο, μέσα στο μηλίτη που απόμενε. Το φως που ερχόταν από το τζάκι, κάνοντας να φαίνεται σαν κατιφένια η αθάλη στην πλάκα, γαλάζωνε λίγο τις ψυχρές στάχτες. Καθισμένη ανάμεσα στη γωνιά και το παράθυρο, η Έμμα έραβε· δε φορούσε το μποξέ και φαίνονταν πάνω στους γυμνούς της ώμους

Page 19: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κάποια μικρά μαργαριτάρια ιδρώτα.

Σύμφωνα με τη συνήθεια της εξοχής τού πρόσφερε να πιει κάτι. Αρνήθηκε· επέμεινε εκείνη και τέλος του πρότεινε γελώντας να πάρουν μαζί ένα ποτηράκι λικέρ. Πήγε, λοιπόν, στο ντουλάπι ζητώντας την μπουκάλα του κυρασώ, κατάφερε να πιάσει δυο ποτηράκια, γέμισε το ένα έως τα χείλη, έβαλε κάποια σταγόνα μόλις στ' άλλο, τσούγκρισε και το 'βαλε στο στόμα. Το ποτηράκι ήταν, πες, άδειο· γύριζε ανάποδα το κεφάλι για να πιει· και με το κεφάλι πίσω, με τα χείλια έξω, με το λαιμό τεντωμένο, γελούσε γιατί δεν αισθανόταν καμιά γεύση, ενώ η άκρα της γλώσσας της περνώντας ανάμεσα στα ψιλά της δόντια, έγλειφε χτυπώντας ανάλαφρα το βάθος του ποτηριού.

Ξανακάθισε και ξανάρχισε τη δουλειά της, μια κάλτσα από άσπρο βαμβάκι, που την μπάλωνε. Δούλευε με το κεφάλι σκυμμένο. Δε μιλούσε, ούτε κι ο Κάρολος. Ο αέρας, μπαίνοντας κάτω από την πόρτα, έσπρωχνε λίγη σκόνη πάνω στις πλάκες· την έβλεπε ο Κάρολος να σέρνεται, και άκουγε μόνο το χτύπο που έκανε μέσα το κεφάλι του, και μαζί το λάλημα από μακριά μιας κότας που γεννούσε στις αυλές το αυγό. Η Έμμα, κάπου κάπου, δρόσιζε τα μάγουλά της με την παλάμη, που, για να κρυώσει πάλι, τη στήριζε πάνω στο σιδερένιο πόμολο του μεγάλου πυροστάτη.

Παραπονιόταν πως από την αρχή της εποχής υπέφερε από ζαλάδες· ρώτησε αν τα θαλασσινά λουτρά θα την ωφελούσαν, βάλθηκε να μιλά για το μοναστήρι κι ο Κάρολος για το σχολειό του· η κουβέντα άνοιξε. Ανέβηκαν στην κάμαρά της. Του έδειξε τα παλιά της τετράδια της μουσικής, τα βιβλιαράκια που της είχαν δώσει για βραβεία, και στέφανα από φύλλα δρυός που ήταν παρατημένα στο βάθος της ντουλάπας. Του μίλησε κιόλας για τη μητέρα της, για το κοιμητήριο, και του 'δειξε μάλιστα στο περιβόλι τη βραγιά, όπου έκοβε λουλούδια το πρωτοπαράσκευο κάθε μήνα για να τα πάει στο μνήμα της. Αλλά ο κηπουρός που είχαν δεν καταλάβαινε τίποτα· η υπηρεσία τους ήταν άθλια. Θα 'θελε πολύ, τουλάχιστο για το χειμώνα μόνο, να κατοικεί στη χώρα, αν και οι μεγάλες μέρες του καλοκαιριού έκαναν ίσως την εξοχή ακόμα πιο βαρετή· και ανάλογα με το τι έλεγε, η φωνή της γινόταν ξάστερη, ψιλή, ή σκεπαζόταν ολομεμιάς σαν από ένα μάραμα, σερνόταν σε χαμηλούς τόνους που τελείωναν μ' ένα μουρμούρισμα, όταν μιλούσε στον εαυτό της — πότε χαρούμενη, ανοίγοντας αθώα τα μάτια της, έπειτα με μισόκλειστα βλέφαρα, με το βλέμμα πνιγμένο στην πλήξη, με το νου της που ταξίδευε.

Το βράδυ, γυρίζοντας σπίτι του ο Κάρολος, ξανάφερνε στο μυαλό του μία μία κάθε φράση που εκείνη είχε προφέρει, πασχίζοντας να τις θυμηθεί όλες, να συμπληρώνει το νόημά τους, για να λάβει ιδέα από τα χρόνια της ζωής της που 'χαν περάσει όταν δεν τη γνώριζε ακόμα. Αλλά ποτέ δεν κατάφερνε να τη δει με το νου του διαφορετική απ' ό,τι την είχε δει την πρώτη φορά, ή απ' ό,τι την είχε αφήσει λίγη ώρα πρωτύτερα. Έπειτα ρώτησε τον εαυτό του τι θα γινόταν όταν θα 'ταν παντρεμένη και με ποιον θα παντρευόταν. Αλίμονο, ο γερο-Ρουό ήταν πλούσιος, κι αυτή!... ήταν τόσο ωραία!... Αλλά το πρόσωπο της Έμμας ξαναρχόταν πάντα μπρος στα μάτια του και κάτι μονότονο, σαν το σούρισμα της σβούρας, βούιξε στ' αυτιά του: «Αν ίσως παντρευόσουν! Αν ίσως παντρευόσουν!...» Τη νύχτα δεν κοιμήθηκε· ο λαιμός του ήταν σφιγμένος· διψούσε. Σηκώθηκε για να πιει από το κανάτι του νερού και άνοιξε το παράθυρο. Ο ουρανός ήταν όλος γεμάτος αστέρια, ένας ζεστός αέρας διάβαινε, μακριά οι σκύλοι γάβγιζαν. Γύρισε το κεφάλι κατά τη μεριά του Μπερτό.

Σκέφτηκε πως στο κάτω κάτω της γραφής δεν κινδύνευε τίποτα· και υποσχέθηκε στον εαυτό του να τη ζητήσει στην πρώτη ευκαιρία που θα παρουσιαζόταν· αλλά κάθε φορά που η ευκαιρία ήταν εκεί, ο φόβος μη και δεν έβρισκε τα κατάλληλα λόγια, έκανε να κολλούν τα χείλη του.

Ο γερο-Ρουό δε θα 'ταν δυσαρεστημένος αν τον ξεφόρτωναν από τη θυγατέρα του, που δεν του χρησίμευε σε τίποτα στο σπίτι του. Τη δικαιολογούσε μέσα του, βρίσκοντας πως είχε πάρα πολύ μυαλό για τη γεωργία, επάγγελμα καταραμένο από τον ουρανό, αφού κανείς δε γινόταν μ' αυτό εκατομμυριούχος. Ο ίδιος, ο φουκαράς, δεν είχε κερδίσει ποτέ του τίποτα, το εναντίο, ζημίωνε κάθε χρόνο, γιατί, αν είχε πραγματικά ένα τάλαντο έξοχο για τις αγοραπωλησίες και του άρεσαν όλες οι

Page 20: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πονηριές της τέχνης, το εναντίο, η καθαυτό καλλιέργεια και η εσωτερική διαχείριση του μετοχιού τού ταίριαζαν πολύ λιγότερο από κάθε άλλον. Δεν έβγαζε ευχαρίστως τα χέρια του από τις τσέπες, και δεν έκανε καμιά οικονομία για ό,τι απόβλεπε τη ζωή του, θέλοντας να είναι καλά φαγοποτισμένος, να 'χει καλή φωτιά, καλό κρεβάτι. Του άρεσε ο χοντρός μηλίτης, τα μισοψημένα αρνίσια μπουτάκια, τα αυγά τα καλά, χτυπημένα με ρακί και καφέ. Γευόταν στο μαγερειό μονάχος του, απέναντι στη φωτιά.

Μόλις, λοιπόν, κατάλαβε πως ο Κάρολος είχε τα μάγουλα κόκκινα σιμά στη θυγατέρα του, πράγμα που είχε να πει πως μία από αυτές τις μέρες θα του τη ζητούσε, εξέτασε εξονυχιστικά όλα τα καθέκαστα σ' αυτή την υπόθεση. Τον έβρισκε, είναι αλήθεια, κομμάτι ξερακιανό, και δεν ήταν τέτοιος ο γαμπρός που 'χε ονειρευτεί, μα όλοι τον έλεγαν καλής διαγωγής, οικονόμο, πολύ μορφωμένο άνθρωπο, και χωρίς άλλο δε θα 'κανε πολλές δυστροπίες για την προίκα. Κι έτσι, επειδή ο γερο-Ρουό θα 'ταν αναγκασμένος να πουλήσει ένα μέρος από το κτήμα του, χίλια στρέμματα πάνω κάτω, επειδή χρωστούσε πολλά στο χτίστη, πολλά στο σαμαρά, και η βίδα του πιεστηρίου του έπρεπε να γίνει καινούρια, είπε με το νου του: «Αν μου τη ζητήσει, εγώ του τη δίνω...»

Προς τη γιορτή των Ταξιαρχών ο Κάρολος είχε έρθει να καθίσει τρεις μέρες στο Μπερτό. Η τελευταία ημέρα είχε περάσει σαν τις δυο άλλες, από αναβολή σε αναβολή κάθε τέταρτο της ώρας. Ο γερο-Ρουό τον ξεπροβοδούσε. Περπατούσαν σ' ένα δρόμο βαθουλό, θα χώριζαν τώρα· ήταν η στιγμή. Ο Κάρολος πήγε ακόμα ως την άκρη του φράχτη, κι όταν τον είχε ξεπεράσει, ψιθύρισε τέλος: «Μάστορη Ρουό, θα 'θελα να σας κάμω μια ομιλία».

Σταμάτησαν. Ο Κάρολος σώπαινε.

«Μα διηγηθείτε μου, λοιπόν, την ιστορία. Μη δεν τα ξέρω όλα;» αποκρίθηκε ο γερο-Ρουό, γελώντας σιγανά.

«Μπάρμπα Ρουό... μπάρμπα Ρουό...» ψέλλισε ο Κάρολος.

«Εγώ δε ζητώ τίποτα καλύτερο» του είπε ο γεωργός. «Αν και είναι βέβαιο πως η μικρή είναι της ιδέας μου, πρέπει να της ζητήσουμε τη γνώμη. Πηγαίνετε, λοιπόν, στο καλό. Εγώ γυρίζω στο σπίτι. Αν η απάντηση είναι ναι, ακούστε καλά, δεν είναι ανάγκη να ξαναγυρίσετε πίσω, για τον κόσμο, και έπειτα κιόλας αυτό θα της έκανε μεγάλη εντύπωση. Αλλά για να μη χαλάτε το αίμα σας, θ' ανοίξω διάπλατα τα παραθυρόφυλλα ως τον τοίχο. Θα μπορέσετε να τα δείτε σκύβοντας απάνω στο φράχτη».

Και ξεμάκρυνε.

Ο Κάρολος έδεσε το άλογό του από ένα δέντρο. Έτρεξε να παραφυλάξει στο μονοπάτι· περίμενε. Μισή ώρα πέρασε· έπειτα μέτρησε στο ρολόι του δεκαεννέα λεπτά. Άξαφνα, ένας κρότος ακούστηκε από κάτι που χτυπούσε στον τοίχο· τα παραθυρόφυλλα ήταν διάπλατα, το κλείστρο έτρεμε ακόμα.

Την άλλη μέρα από τις εννέα το πρωί ήρθε στο μετόχι. Η Έμμα κοκκίνισε όταν τον είδε να μπαίνει μέσα, ενώ προσπαθούσε κιόλας να γελάσει λιγάκι από διάκριση· ο γερο-Ρουό φίλησε το γαμπρό του. Ανέβαλαν γι' άλλη στιγμή τις ομιλίες για τα συμφέροντα· φυσικά είχαν καιρό μπροστά τους, επειδή ο γάμος δεν μπορούσε να γίνει, όπως έπρεπε, πριν από το τέλος του πένθους του Κάρολου, δηλαδή προς την άνοιξη του άλλου χρόνου.

Ο χειμώνας πέρασε μέσα σ' αυτή την αναμονή. Η δεσποινίς Ρουό ασχολήθηκε με την προίκα της. Ένα μέρος το παράγγειλαν στη Ρουέν κι η ίδια έκοψε πουκάμισα και σκούφιες για τη νύχτα, πάνω σε σχέδια που δανείστηκε. Μιλούσαν μπροστά στον Κάρολο στο μετόχι για τις ετοιμασίες του γάμου, αναρωτιόντουσαν σε ποια κάμαρα θα έδιναν το γεύμα, λογάριαζαν το πλήθος των πιάτων που θα χρειάζονταν και ποιες θα 'ταν οι εντράδες.

Page 21: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Έμμα, το εναντίον, θα προτιμούσε να στεφανωθεί τα μεσάνυχτα με τις δάδες, αλλά ο γερο-Ρουό δεν καταλάβαινε τίποτα από αυτή την ιδέα. Ο γάμος, λοιπόν, γίνηκε με σαράντα τρεις καλεσμένους, που έμειναν δεκάξι ώρες στο τραπέζι, ξανάρχισαν πάλι τη δεύτερη μέρα και λιγάκι τις ακόλουθες μέρες.

Page 22: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

4

Οι καλεσμένοι έφτασαν νωρίς, με άμαξες, με μόνιππα, με δίτροχα, με κάρα, άλλα σκεπασμένα, άλλα ανοιχτά, σε λεωφορεία με πέτσινους μπερντέδες, και οι νέοι των πλέον κοντινών χωριών σε φορτηγές άμαξες, άπου στέκονταν ορθοί, στη σειρά, και κρατιόνταν από τις πλαϊνές σανίδες για να μην πέσουν, γιατί το αμάξι πήγαινε γρήγορα και τους τίναζε γενναία. Κάποιοι είχαν κάνει σαράντα χιλιόμετρα δρόμο· έρχονταν από την Γκοντερβίλ, από τη Νορμανβίλ και από το Κανύ. Ήταν καλεσμένοι όλοι οι συγγενείς κι από τα δυο μέρη, είχαν αγαπηθεί με τους φίλους που ήταν μαλωμένοι, είχαν γράψει και σε γνωστούς τους που από χρόνια δεν ήξεραν τι γίνονταν.

Κάθε τόσο ακουγόταν ο κρότος της μάστιγας πίσω από το φράχτη· σε μια στιγμή η πόρτα άνοιγε· μια μεγάλη άμαξα έμπαινε. Κάλπαζε έως το πρώτο σκαλοπάτι της πέτρινης σκάλας, σταματούσε μονομιάς κι άδειαζε τον κόσμο της, που έβγαινε απ' όλα τα μέρη τρίβοντας τα γόνατα, τεντώνοντας τα χέρια. Οι κυρίες, με σκούφια στο κεφάλι, φορούσαν φορέματα της πόλης, χρυσές αλυσίδες ρολογιού, πελερίνες που οι άκρες τους σταυρώνονταν στη ζώνη, ή μαντίλια χρωματιστά καρφωμένα στην πλάτη με μια καρφίτσα, που άφηναν γυμνό τον τράχηλο πίσω. Τα παιδιά ντυμένα σαν τους πατέρες τους, φαίνονταν ενοχλημένα από τα καινούρια τους ρούχα (πολλά κιόλας φορούσαν εκείνη την ημέρα για πρώτη φορά τα πρώτα τους παπούτσια), και σιμά τους δειχνόταν με το άσπρο φόρεμα της πρώτης μεταλαβής, διορθωμένο για την περίσταση, κάποιο μεγάλο κορίτσι αμίλητο, δεκατεσσάρων ή δεκάξι χρόνων, ξαδέλφη τους χωρίς άλλο, ή αδελφή τους μεγαλύτερη, κοκκινισμένη, παραζαλισμένη, με τα μαλλιά αλειμμένα πομάδα του ρόδου, που φοβόταν μη λέρωνε τα χειρόκτιά της. Οι σταβλάτορες δεν ήταν αρκετοί για να ξεζεύουν όλα τα αμάξια, και οι κύριοι ανασήκωναν οι ίδιοι τα μανίκια τους και έκαναν μόνοι τους τη δουλειά. Σύμφωνα με την κοινωνική τους θέση, άλλοι φορούσαν φράκο, άλλοι ρεντιγκότα, άλλοι σακάκια κι άλλοι ζακέτες. Κοντά φράκα που τα περιτριγύριζε η υπόληψη μιας ολόκληρης οικογένειας, και που δεν έβγαιναν από το ντουλάπι παρά σε επίσημες στιγμές· ρεντιγκότες με μεγάλα κράσπεδα, που φούσκωναν στον αέρα, με κυλινδρικά κολάρα, με φαρδιές τσέπες σαν σακιά· σακάκια από τσόχα χοντρή, που συντρόφευαν κάποτε κάποιο σκούφο με μπρούντζο ολόγυρα στο γείσο· ζακέτες κοντές πολύ, με δυο κουμπιά στην πλάτη, σιμά σιμά, σαν δυο μάτια, που τα φτερά τους φαίνονταν κομμένα μέσα σ' έναν ατόφιο όγκο με μια τσεκουριά ξυλουργού. Κάποιοι κιόλας (αλλά αυτοί, φυσικά, έπρεπε να καθίσουν στην τελευταία άκρη του τραπεζιού) φορούσαν μόνο μπλούζες γιορταστικές, δηλαδή μπλούζες που είχαν το κολάρο διπλωτό, τις πλάτες σουφρωμένες πολύ, με μικρές μικρές σούφρες, και τη μέση πολύ χαμηλά — καρφωμένη πάνω σε μια ραφτή ζώνη.

Και τα πουκάμισά τους πάνω στα στήθη τους πετιόνταν έξω στρογγυλά, παρόμοια με θώρακες. Όλοι τους ήταν φρεσκοκουρεμένοι. Τα αυτιά τους έβγαιναν έξω από τα κεφάλια τους· όλοι τους είχαν ξυριστεί την ίδια μέρα· κάποιοι μάλιστα που 'χαν σηκωθεί πριν φέξει και που δεν είχαν αρκετό φως για να ξυρίσουν τα γένια τους, ήταν γεμάτοι λοξές κοψιές κάτω από το μύτη ή πάνω σε όλο το σαγόνι, γδαρσίματα στην επιδερμίδα μεγάλα σαν τάλιρα, που τα 'χε ερεθίσει στο δρόμο ο ανοιχτός αέρας, και που με τις ροδόχρωμες πλάκες τους έκαναν να φαίνονται κάπως σαν μαρμαρένια όλα εκείνα τα χοντρά, άσπρα, χαρούμενα πρόσωπα.

Το δημαρχείο δεν ήταν παρά δυο χιλιόμετρα μακριά από το μετόχι. Πήγαν με τα πόδια και γύρισαν πάλι με τα πόδια, αφού τελείωσε και στην εκκλησία το μυστήριο. Το συμπεθεριό, όλο συναγμένο στην αρχή σαν μακρύ χρωματιστό ζωνάρι που κυμάτιζε στον κάμπο, μέσα στο στενό φιδωτό μονοπάτι, ανάμεσα στα πράσινα σιτάρια, έγινε σε λιγάκι μακρύ μακρύ και μοιράστηκε σε διάφορες συντροφιές που σταματούσαν για να κουβεντιάσουν. Ο βιολιστής πήγαινε μπροστά με το βιολί του, ολοστόλιστο με κορδέλες στο χερούλι· κατόπι έρχονταν οι νεόνυμφοι, οι συγγενείς, οι φίλοι, όπως λάχαινε, και τα παιδιά έμεναν πίσω και διασκέδαζαν, τραβώντας τους κάλυκες από τις ράπες της βρώμης ή παίζοντας αναμεταξύ τους, χωρίς κανείς να τα βλέπει. Το φόρεμα της Έμμας, πολύ μακρύ, σερνόταν λίγο στον ποδόγυρο· κάπου κάπου σταματούσε για να το ανασηκώσει και τότε, με όμορφο τρόπο, με τα

Page 23: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

γαντωμένα δάχτυλά της, του 'βγαζε τα τραχιά χόρτα και τα αγκαθερά καλύκια, ενώ ο Κάρολος με αδειανά χέρια σταματούσε και περίμενε ως να τελειώσει. Ο γερο-Ρουό, μ' ένα μεταξωτό καινούριο καπέλο στο κεφάλι, και με τα αναδιπλώματα του μαύρου φράκου του, που του κατέβαιναν ως τα νύχια, έδινε το μπράτσο του στην κυρία Μποβαρύ μητέρα. Όσο για τον κύριο Μποβαρύ πατέρα, αυτός περιφρονούσε στο βάθος όλον εκείνο τον κόσμο, και είχε έρθει ντυμένος μόνο με μια απλή ρεντιγκότα με μια σειρά κουμπιά, κομμένη σε στρατιωτική στολή, κι όλη την ώρα δεν έκανε άλλο παρά να ερωτοτροπεί με μια νέα ξανθιά χωριάτισσα. Αυτή χαιρετούσε, κοκκίνιζε, δεν ήξερε τι ν' απαντήσει. Οι άλλοι συμπέθεροι μιλούσαν για τις δουλειές τους, ή έκαναν ο ένας στις πλάτες του άλλου χειρονομίες περιπαιχτικές, δίνοντας αφορμή για γέλιο· κι όταν κανείς πρόσεχε, άκουγε το γκριν γκριν του βιολιστή που έπαιζε στον κάμπο. Αυτός, όταν καταλάβαινε πως η χαρά είχε μείνει μακριά πίσω του, σταματούσε για να πάρει ανάσα, έβαζε για πολλή ώρα ρετσίνα στο δοξάρι του, για να δουλεύουν οι χορδές καλύτερα, και έπειτα ξανάρχιζε πάλι το δρόμο του πότε χαμηλώνοντας, πότε σηκώνοντας το χερούλι του βιολιού του, για να μετρά καλά το χρόνο για τον εαυτό του. Το λάλημα του βιολιού έκανε να πετούν μακριά τα πουλάκια.

Είχαν στρώσει το τραπέζι στο υπόστεγο του αμαξοστάσιου. Ήταν πάνω στο τραπέζι τέσσερα ροσμπίφ, έξι πιατέλες κοτόπουλα με σάλτσα, μοσχάρι της κατσαρόλας, τρία μπούτια, και στη μέση ένα ωραίο γουρουνάκι γάλακτος, τριγυρισμένο από τέσσερα λουκάνικα από ξινήθρα. Στα άκρα του τραπεζιού στέκονταν ορθές οι καράφες με το ρακί. Ο γλυκός μηλίτης στις μπουκάλες ανέβαζε τον πυκνό αφρό γύρω στους φελλούς, και όλα τα ποτήρια ήταν από πριν γεμάτα κρασί ως τα χείλη. Μεγάλες πιατέλες γεμάτες κίτρινη κρέμα, που κυμάτιζε μόνη της με το παραμικρότερο σάλεμα του τραπεζιού, έδειχναν επάνω στη γυαλιστερή τους επιφάνεια τα αρχικά γράμματα των ονομάτων των νεονύμφων, σχεδιασμένα σαν ψιλά αραβουργήματα. Είχαν φέρει ένα ζαχαροπλάστη από το Υβετό για τις τούρτες και τα αμυγδαλωτά: κι αυτός, γιατί ήταν νιόφερτος στον τόπο, είχε βάλει όλη την προσοχή του· κι έφερε ο ίδιος στο τραπέζι, στα επιδόρπια, ένα ζαχαρένιο οικοδόμημα, που έκανε όλους να φωνάξουν στη βάση ήταν ένα τετράγωνο από γαλάζιο χαρτόνι που παρίστανε μία εκκλησία με τα περιστύλιά της, τις κολόνες της, τα αγαλματάκια της από γύψο τριγύρω μέσα σε βαθουλώματα πλουμισμένα με αστέρια από χρυσόχαρτο· και στο δεύτερο πάτωμα στεκόταν όρθιος ένας πύργος από ισπανικό γλύκισμα, τριγυρισμένος από μπιντίνια, από αμύγδαλα, σταφίδες και κομμάτια πορτοκάλι· και τέλος, πάνω στο τελευταίο ηλιακό, που ήταν ένα πράσινο λιβαδάκι με βράχους, με λιμνούλες από κομπόστα και με πλοία από λευκά καρυδότσουφλα, δειχνόταν ένας μικρός Ερωτιδεύς μέσα σε μια σοκολατένια ανεμοκούνια, που οι δύο της παραστάτες τελείωναν σε δύο φυσικά μπουμπουκιασμένα ρόδα, σαν δύο τόπια, στην κορυφή τους.

Έτρωγαν ως το βράδυ. Όταν κουράζονταν από το καθισιό, πήγαιναν και περπατούσαν στις αυλές ή πήγαιναν κι έπαιζαν το πετρόβολο στον αχυρώνα και ξανάρχονταν πάλι στο τραπέζι. Κάποιοι στο τέλος αποκοιμήθηκαν ροχαλίζοντας. Αλλά με τον καφέ όλα πάλι ζωήρευαν· τότε άρχισαν να λένε τραγούδια, να κάνουν αγώνες, να σηκώνουν βάρη, δοκίμαζαν να φορτωθούν στον ώμο τα αμάξια, αγκάλιαζαν τις κυρίες. Το βράδυ, που έπρεπε να φύγουν, τα άλογα χορτάτα βρώμη ως τα ρουθούνια, έμπαιναν με δυσκολία ανάμεσα στους σύρτες. Κλοτσούσαν, σηκώνονταν στα πισινά, τα χάμουρα έσπαζαν. Οι κύριοι βλαστημούσαν ή γελούσαν κι όλη νύχτα, με το φεγγάρι, στους δρόμους εκείνου του μέρους, πήγαιναν με ορμή τα αμάξια πιλαλώντας γοργά, αναπηδώντας πάνω στα χαντάκια, περνώντας επάνω από τα σωριασμένα χαλίκια, διαβαίνοντας από πλαγιές ολόρθες, με γυναίκες μέσα που έσκυβαν πάνω από τις πόρτες για να αδράξουν τα λουριά.

Εκείνοι που έμειναν στο Μπερτό πέρασαν τη νύχτα πίνοντας στο μαγερειό. Τα παιδιά είχαν αποκοιμηθεί κάτω από τις μπάγκες.

Η νύφη είχε παρακαλέσει τον πατέρα της να μην αφήσει να γίνουν τα συνηθισμένα αστεία. Κι όμως, ένας ψαροπώλης ξάδελφός τους, που είχε φέρει κιόλας δώρο για το γάμο δυο γλώσσες, είχε βαλθεί να φυσήσει νερό μέσα από την τρύπα της κλειδαριάς με το στόμα του, όταν ο γερο-Ρουό

Page 24: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

παρουσιάστηκε εγκαίρως για να τον εμποδίσει, εξηγώντας του πως η σοβαρή κοινωνική θέση του γαμπρού του δε συγχωρούσε τέτοια ατοπήματα. Ο ξάδελφος, όμως, υποχώρησε με δυσκολία μπρος σ' αυτούς τους λόγους. Μέσα του κατηγορούσε τον γερο-Ρουό για την περηφάνια του, και πήγε και κάθισε σε μια γωνιά μαζί με τέσσερις πέντε άλλους καλεσμένους, που επειδή είχαν πάρει κατά τύχη τα ασχημότερα κομμάτια από τα κρέατα, μια δύο φορές, έβρισκαν και εκείνοι πως τους είχαν κακοδεχτεί στη χαρά, μουρμούριζαν εναντίον του νοικοκύρη και εύχονταν την καταστροφή του με μισόλογα.

Η κυρία Μποβαρύ μητέρα δεν είχε ανοίξει τα χείλη της όλη μέρα. Δεν την είχαν ρωτήσει για το φόρεμα της νύφης, ούτε για την τάξη του τραπεζιού. Αποτραβήχτηκε νωρίς. Ο άντρας της, αντί να την ακολουθήσει, έστειλε κι αγόρασε πούρα από τον Άγιο Βίκτορα και κάπνισε ώσπου ξημέρωσε, πίνοντας κιρς με ζεστό νερό και λεμόνι, πιοτό άγνωστο στην εξοχή, πράγμα που γι' αυτόν ήταν πηγή ακόμα μεγαλύτερης υπόληψης.

Η ιδιοσυγκρασία του Κάρολου δεν ήταν παιχνιδιάρικη, δεν αναδείχτηκε σε όλο το γεύμα. Απάντησε μέτρια στα αστειόλογα, στα καλαμπούρια, στα διφορούμενα λόγια, στις καλοσύνες και στις προπέτειες που από την ώρα της σούπας όλοι νόμισαν πως είχαν χρέος να του πετούν στο κεφάλι.

Την άλλη μέρα, το εναντίο, φαινόταν άλλος άνθρωπος, θα τον έπαιρνε κανείς για χθεσινή κορασίδα, ενώ η νύφη δεν άφηνε τίποτα για να μαντέψει κανείς κάτι. Ούτε και οι πονηροί δεν ήξεραν τι να παρατηρήσουν και την κοίταζαν όταν περνούσε από σιμά τους, βάζοντας όλη τη δύναμη του μυαλού τους. Αλλά ο Κάρολος δεν έκρυβε τίποτα. Την έκραζε γυναίκα του, της έλεγε «εσύ», ζητούσε πληροφορίες για εκείνη στον καθένα, τη ζητούσε παντού και συχνά την τραβούσε στις αυλές, όπου τον έβλεπαν από μακριά ανάμεσα στα δέντρα να της αγκαλιάζει τη μέση και να εξακολουθεί να βαδίζει σιμά της σκυμμένος επάνω της, ζαρώνοντάς της το περιλαίμιο του μπούστου της.

Δύο μέρες έπειτα από το γάμο οι νεόνυμφοι έφυγαν. Ο Κάρολος, εξαιτίας των αρρώστων του, δεν μπορούσε να λείψει περισσότερο. Ο γερο-Ρουό τους ξεπροβόδισε με την άμαξά του και τους συνόδεψε ο ίδιος έως τη Βασονβίλ. Εκεί φίλησε για τελευταία φορά τη θυγατέρα του, κατέβηκε από το αμάξι και γύρισε πεζός. Όταν είχε κάνει απάνω κάτω εκατό βήματα, σταμάτησε, και βλέποντας την άμαξα που αλάργευε και τις ρόδες της να κυλούν μέσα στη σκόνη, έβγαλε από το στήθος του έναν αναστεναγμό. Έπειτα θυμήθηκε τις δικές του τις χαρές, τα περασμένα του τα χρόνια, την πρώτη εγκυμοσύνη της γυναίκας του. Ήταν κι αυτός γεμάτος χαρά την ημέρα εκείνη που την είχε πάρει από το σπίτι του πατέρα της, που την έφερνε πισωκάπουλα στο άλογό του, τροχανίζοντας στο χιόνι, γιατί ήταν τότε οι μέρες των Χριστουγέννων και η εξοχή ήταν όλη κάτασπρη. Τον βαστούσε από το ένα χέρι· με το άλλο της χέρι κρατούσε το κοφίνι της. Ο άνεμος ανατάραζε τις μακριές δαντέλες του νορμανδέζικου κεφαλόδεσμού της, που περνούσαν κάπου κάπου μπροστά από το στόμα της, και όταν γύριζε το κεφάλι του, έβλεπε σιμά του, πάνω στον ώμο του, το μικρό της ρόδινο πρόσωπο που χαμογελούσε κάτω από την ολόχρυση πλάκα της σκούφιας της. Για να ζεστάνει τα δάχτυλά της, τα 'βαζε στο στήθος του. Πόσο ήταν τώρα παλιά όλα αυτά. Ο γιος τους τώρα θα ήταν τριάντα χρόνων!... Τότε κοίταξε πάλι πίσω του· δεν είδε πια τίποτα στο δρόμο. Αισθάνθηκε τον εαυτό του περίλυπο, σαν σπίτι ανεπίπλωτο· και οι τρυφερές αναμνήσεις ανακατεύονταν με τους μαύρους στοχασμούς στο μυαλό του, το σκοτισμένο από το πολύ πιοτό· μια στιγμή θέλησε να πάει να κάνει έναν περίπατο έως την εκκλησία, αλλά φοβήθηκε μην εκείνη η θέα τον έκανε ακόμα πιο θλιμμένο και γύρισε ίσια στο σπίτι του.

Ο κύριος Κάρολος και η κυρία του έφτασαν στην Τοστ κατά τις έξι. Οι γείτονες έσκυψαν απ' τα παράθυρα για να δουν την καινούρια γυναίκα του γιατρού τους.

Η γριά υπηρέτρια παρουσιάστηκε, τον χαιρέτησε με όλους τους τρόπους, δικαιολογήθηκε πως το γεύμα δεν ήταν ακόμα έτοιμο και παρακίνησε ωστόσο την κυρία να κάνει τη γνωριμία με το σπίτι της.

Page 25: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

5

Η τούβλινη πρόσοψη του σπιτιού ήταν στη γραμμή του δρόμου, ή, καλύτερα, της δημοσιάς. Πίσω από την πόρτα ήταν κρεμασμένο ένα πανωφόρι με μικρό κολάρο, ένα χαλινάρι με τα λουριά του, ένας σκούφος από μαύρο πετσί, και χάμω σε μια γωνιά ένα ζευγάρι στιβάλια, γεμάτα λάσπη ακόμα. Δεξιά ήταν η σάλα, δηλαδή η κάμαρα όπου έτρωγαν και όπου έμεναν. Ένα χαρτί κίτρινο σαν καναρίνι, στολισμένο στην κορυφή του με μια γιρλάντα από ωχρά λουλούδια, έτρεμε όλο πάνω στο κακοτεντωμένο πανί του· οι μπερντέδες από άσπρο τσίτι, περιτριγυρισμένοι από μια κόκκινη πλατιά κορδέλα, διασταυρώνονταν στα παράθυρα, και πάνω στο στενό μάρμαρο του τζακιού έλαμπε ένα ρολόι με την προτομή του Ιπποκράτη, ανάμεσα σε δυο ασημωμένα πολυκέρια, φυλαγμένα κάτω από δύο γυάλες αυγουλωτές. Από την άλλη μεριά του διαδρόμου ήταν το σπουδαστήριο του Κάρολου, μικρό καμαράκι έξι βήματα μακρύ, μ' ένα τραπέζι, τρεις καρέκλες και μία πολυθρόνα γραφείου. Οι τόμοι του Λεξικού των ιατρικών επιστημών, με άκοπα ακόμα φύλλα, αλλά που τα εξώφυλλά τους είχαν υποφέρει πάντα από τα συχνά πουλήματα, γέμιζαν αυτοί και μόνοι, πες, τα έξι πατώματα μιας βιβλιοθήκης από άσπρο ξύλο. Η μυρωδιά της τσίκνας περνούσε μέσα από τους τοίχους την ώρα που ο γιατρός δεχόταν τους αρρώστους, και παρομοίως από το μαγερειό ακούγονταν οι άρρωστοι να βήχουν στο σπουδαστήριο και να διηγούνται όλη την ιστορία τους. Ερχόταν κατόπι, συγκοινωνώντας αμέσως με την αυλή όπου ήταν ο στάβλος, ένα μεγάλο μαγαζί πολύ χαλασμένο, που είχε ένα φούρνο, και που χρησίμευε τώρα για να φυλάνε τα ξύλα, για κελάρι και για αποθήκη, γεμάτο παλιά σίδερα, άδεια βαγόνια, γεωργικά εργαλεία που δεν τα μεταχειριζόταν κανένας πια, και πλήθος άλλα πράγματα γεμάτα σκόνη που ήταν δύσκολο να μαντέψει κανείς σε τι χρησίμευαν.

Ο κήπος ήταν πιο μακρύς παρά πλατύς, ανάμεσα σε δυο μάντρες σκεπασμένες από τους κλάδους των βερικοκιών, που έφταναν έως ένα φράχτη από αγκάθια που χώριζε το περιβόλι από τα χωράφια. Στη μέση ήταν ένα ηλιακό ρολόι, χαραγμένο πάνω σε μία μαύρη πλάκα και στημένο απάνω σ' ένα βράχο χτιστό. Τέσσερις βραγιές φυτεμένες με ήμερα βάτα αδύνατα, περιτριγύριζαν συμμετρικά το τετράγωνο των σοβαρών φυτών. Στο βάθος, κάτω από τα ξενικά έλατα, ένας γύψινος παπάς διάβαζε το αγιασματήρι του.

Η Έμμα ανέβηκε στις κάμαρες· η πρώτη ήταν ανεπίπλωτη, και η δεύτερη, που ήταν ο συζυγικός κοιτώνας, είχε ένα κρεβάτι από μαόνι πίσω από τους κόκκινους μπερτέδες. Ένα κουτί από κοχύλια στόλιζε τον κομό, και πάνω στο γραφείο, σιμά στο παράθυρο, μέσα σε μια καράφα, ήταν ένα μπουκέτο από νερατζάνθια δεμένο με μια κορδέλα από άσπρο ατλάζι. Ήταν ένα νυφικό μπουκέτο, το μπουκέτο της άλλης. Το κοίταξε. Ο Κάρολος κατάλαβε. Το πήρε και το πήγε στη σοφίτα, ενώ η Έμμα καθισμένη σε μία πολυθρόνα, με όλα τα πράγματά της τριγύρω της, συλλογιζόταν το δικό της το νυφικό μπουκέτο, που ήταν ακόμα φυλαγμένο μέσα σ' ένα κουτί από χαρτόνι, και ρωτούσε τον εαυτό της τι θα γινόταν κι εκείνο αν αυτή κατά τύχη πέθαινε.

Ασχολήθηκε τις πρώτες μέρες βάζοντας στο νου της τις αλλαγές που θα 'κανε στο σπίτι. Έβγαλε από τα πολυκέρια τις γυάλες· φρόντισε να κολλήσουν στους τοίχους καινούργιο χαρτί, να σοβαντίσουν τις σκάλες, να βάλουν καθίσματα στον κήπο γύρω στο ηλιακό ρολόι, ρώτησε κιόλας τι έπρεπε να κάνει για να φτιάσει ένα χαβούζι με κόκκινα ψαράκια μ' ένα σιντριβάνι. Τέλος, ο άντρας της, ξέροντας πως της άρεσε να βγαίνει με το αμάξι, βρήκε μια παλιά σούστα και της έβαλε καινούρια φανάρια και πέτσινα κεντητά απολασπωτήρια, κάνοντάς την έτσι να μοιάζει κάπως μ' ένα δίτροχο αμαξάκι.

Ήταν, λοιπόν, ευτυχισμένος και χωρίς έγνοια καμία στον κόσμο. Το γεύμα μαζί της, ένας περίπατος το βράδυ στο μεγάλο δρόμο, μία χειρονομία της πάνω στην κόμμωσή της, ή η θέα της ψάθας της που κρεμόταν κάποτε στο σίδερο του παραθύρου, και πολλά άλλα πράγματα ακόμα, που γι' αυτά ο Κάρολος δεν είχε ποτέ του υποψιαστεί πως μπορούσαν να δίνουν ευχαρίστηση, έκαναν το αδιάκοπο σύνολο της ευτυχίας του. Στο κρεβάτι την αυγή και δίπλα της, στο ίδιο προσκέφαλο, κοίταζε το φως

Page 26: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

του ήλιου να περνά μέσα από τα τριχάρια των ξανθών μάγουλών της, που τα μισοσκέπαζαν οι κουμπωτές κορδέλες της σκούφιας της. Από τόσο σιμά τα μάτια της του φαίνονταν μεγαλωμένα· μάλιστα όταν ανοιγόκλεινε πολλές φορές τα βλέφαρα την ώρα που ξυπνούσε· μαύρα στον ίσκιο και μπλε βαθιά στο πολύ το φως, ήταν σαν να 'χαν πολλά στρώματα χρωμάτων, πυκνότερα στο βάθος, πιο ξάστερα προς την επιφάνεια του σμάλτου τους. Η ματιά του χανόταν μέσα σ' εκείνα τα βάθη, κι έβλεπε μέσα τον εαυτό του μικρό μικρό έως τους ώμους, με το μαντίλι που φορούσε στο κεφάλι και με το στήθος του πουκάμισού του ανοιχτό στο πάνω μέρος. Σηκωνόταν. Εκείνη κάθιζε στο παράθυρο για να τον βλέπει να φεύγει· κι έμενε εκεί ακουμπισμένη ανάμεσα από δυο γλάστρες με γεράνια, ντυμένη με το φόρεμα του σπιτιού, που της ήταν φαρδύ ολόγυρά της.

Στο δρόμο, ο Κάρολος θηλύκωνε τα σπιρούνια του βάζοντας το πόδι πάνω στον πέτρινο τέρμονα· κι αυτή εξακολουθούσε να του μιλά από πάνω, σπώντας με το στόμα της κάποιο κομματάκι φύλλου ή λουλουδιού, που το φυσούσε ύστερα προς απάνω του, κι αυτό πετώντας, αργοπλέοντας, κάνοντας ημικύκλια στον αέρα, σαν πουλί, πριν πέσει χάμω, έστεκε στην κακοχτενισμένη χαίτη της άσπρης παλιάς φοράδας που ανάμενε ακίνητη μπρος στην πόρτα. Ο Κάρολος, αφού καβαλίκευε, της έστελνε ένα φιλί· αποκρινόταν μ' ένα γνέμα, ξανάκλεινε το παράθυρο, αυτός έφευγε. Και τότε, στο μεγάλο δρόμο που άπλωνε χωρίς τέλος τη μακριά σκονισμένη κορδέλα του, μέσα στα βαθουλά μονοπάτια, όπου τα δέντρα έσκυβαν το ένα προς το άλλο σαν κληματαριές, στα στενά δρομάκια, που τα σιτάρια τους του ανέβαιναν ως τα γόνατα, με τον ήλιο στις πλάτες και τον πρωινό αέρα στα ρουθούνια, με την καρδιά ξεχειλισμένη από τις γλυκές στιγμές της νύχτας, με το μυαλό ήσυχο, με τη σάρκα ευχαριστημένη, πήγαινε αναμασώντας την ευτυχία του, σαν τους ανθρώπους που αναμασούν ακόμα, έπειτα από το γεύμα, τη γεύση των ύδνων στη χώνεψη.

Έως τώρα, τι ευτυχία είχε δοκιμάσει στη ζωή; Μήπως τον καιρό που ήταν στο σχολείο, όπου έμενε κλεισμένος ανάμεσα στους ψηλούς τοίχους, μόνος ανάμεσα σε συμμαθητές πιο πλούσιους ή πιο δυνατούς από κείνον στα μαθήματα, που τους έκανε να γελούν με την προφορά του, που τον περιγελούσαν για τα φορέματά του, και που οι μητέρες τους έρχονταν στο εντευκτήριο με γλυκίσματα μέσα στις τσέπες τους; Μήπως υστερότερα, όταν σπούδαζε την ιατρική, και δεν είχε ποτέ του αρκετά χρήματα για να πληρώνει τα έξοδα σε κάποια νόστιμη εργάτρια που θα γινόταν ερωμένη του; Έπειτα είχε ζήσει δεκατέσσερις μήνες με τη χήρα που τα πόδια της μέσα στο κρεβάτι ήταν κρύα σαν πάγος. Αλλά τώρα είχε δική του για όλη του τη ζωή αυτή την ωραία γυναίκα, που τη λάτρευε. Ο κόσμος όλος γι' αυτόν δεν πήγαινε παρέκει από το χνουδωτό ποδόγυρο του φουστανιού της· κατηγορούσε τον εαυτό του πως δεν την αγαπούσε· είχε την όρεξη να την ξαναδεί, ξαναρχόταν γρήγορα, ανέβαινε γοργά τη σκάλα με χτυποκάρδια. Η Έμμα, στην κάμαρά της, συγυριζόταν· ερχόταν κρυφά με βωβά πατήματα, τη φιλούσε στην πλάτη· εκείνη έβαζε μια φωνή.

Δεν μπορούσε να κρατήσει τον εαυτό του και να μην αγγίζει αδιάκοπα το χτένι της, τα δαχτυλίδια της, το μαντίλι του λαιμού της· κάποτε της έδινε στα μάγουλα δυνατά φιλιά με όλο του το στόμα, ή σειρά φιλιά σε όλο της το χέρι, από την άκρη των δαχτύλων έως την ωμοπλάτη, κι αυτή τον έδιωχνε σιγά, μισοχαμογελώντας και βαρεμένη, όπως κάνεις μ' ένα παιδάκι που τρέχει κατόπι σου.

Πριν παντρευτεί, νόμιζε πως ήταν ερωτευμένη, αλλά η ευτυχία που έπρεπε να προκύψει από αυτή την αγάπη δεν είχε φανεί. Είχε σίγουρα απατηθεί, συλλογιζόταν. Και η Έμμα ζητούσε να μάθει ποια ήταν ακριβώς στη ζωή η έννοια της ευτυχίας, του πάθους, της μέθης, που της είχαν φανεί πράγματα τόσο ωραία μέσα στα βιβλία της.

Page 27: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

6

Είχε διαβάσει το Παύλος και Βιργινία, είχε ονειρευτεί το σπιτάκι από καλάμι μπαμπού, το μαύρο Ντομίγκο, το σκύλο τον Πιστό, αλλά περισσότερο απ' όλα τη γλυκιά φιλία ενός καλού μικρού αδερφού, που πάει και φέρνει κόκκινα φρούτα από δέντρα μεγάλα, ψηλότερα από τα καμπαναριά, ή που τρέχει ξυπόλυτος στην αμμουδιά κι έρχεται με μια φωλιά γεμάτη πουλιά στο χέρι.

Όταν ήταν δεκατριών χρόνων, ο πατέρας της την πήγε ο ίδιος στη χώρα για να την κλείσει στο μοναστήρι. Κατοίκησαν σ' ένα ξενοδοχείο της γειτονιάς του Αγίου Γερβασίου, όπου το δείπνο το έφεραν σε χρωματιστά πιάτα που παρίσταναν την ιστορία της κυρίας ντε λα Βαλιέρ. Οι παραμυθένιες επιγραφές, που εδώ κι εκεί ήταν γδαρμένες από τις γρατσουνιές των μαχαιριών, δοξολογούσαν όλη τη θρησκεία, τη λεπτότητα της καρδιάς και τις γιορτές της Αυλής.

Τον πρώτο καιρό δε βαρέθηκε καθόλου στο μοναστήρι· το εναντίο, έβρισκε ευχαρίστηση με τις καλές αδερφές που, για να τη διασκεδάζουν, την πήγαιναν στην εκκλησούλα, όπου έμπαιναν από την τραπεζαρία περνώντας ένα μακρύ διάδρομο. Έπαιζε πολύ λίγο στην ώρα της αναψυχής, καταλάβαινε καλά την κατήχηση, κι αυτή απαντούσε πάντα στον επισκοπικό επίτροπο στα δύσκολα ερωτήματα. Ζώντας, λοιπόν, χωρίς να βγαίνει ποτέ από τη χλιαρή ατμόσφαιρα του σχολειού της, και ανάμεσα σ' αυτές τις γυναίκες με την ωχρή όψη, φορώντας στο λαιμό της κομπολόγια με χάλκινους σταυρούς, υπνωτίστηκε σιγά σιγά με το θρησκευτικό αποκάμωμα που αναδίνουν οι άγιες τράπεζες, με το δρόσισμα του αγιάσματος, με την ακτινοβολία των κεριών. Αντί να παρακολουθεί τη λειτουργία, κοίταζε στο βιβλίο της τις εικόνες μέσα στα γαλάζια πλαίσιά τους, και αγαπούσε το άρρωστο πρόβατο, την αγία καρδιά τρυπημένη από σουβλερές σαΐτες, ή τον άτυχο Ιησού που πέφτει βαδίζοντας κάτω από το βάρος του σταυρού του. Δοκίμασε για άσκηση να μείνει μια ολόκληρη μέρα χωρίς φαγητό. Ζητούσε μέσα στο κεφάλι της ένα τάμα που θα το 'βαζε σε πράξη.

Όταν πήγαινε να εξομολογηθεί, εφεύρισκε μικρά αμαρτήματα, για να μένει στο εξομολογητήριο περισσότερη ώρα, γονατιστή, στο μισοσκόταδο, με τα χέρια ενωμένα, με το πρόσωπο στα σίδερα της θυρίδας, κάτω από το μουρμούρισμα του ιερέα. Οι παρομοιώσεις του μνηστήρα, του συζύγου, του ουράνιου εραστή, και του αιώνιου γάμου, που ξανάρχονται στις εκκλησιαστικές ομιλίες, ξυπνούσαν στο βάθος της ψυχής της απρόσμενες γλυκάδες.

Το βράδυ, πριν από την προσευχή, τα κορίτσια στο σπουδαστήριο διάβαζαν κάποιο θρησκευτικό ανάγνωσμα· τις εργάσιμες μέρες της βδομάδας κάποια επιτομή της ιεράς ιστορίας ή τις Διδαχές του αιδεσιμότατου Φρασινού, και την Κυριακή κάποια μέρη από το Πνεύμα τον Χριστιανισμού για ανάπαυλα. Πώς άκουγε προσεχτικά τις πρώτες φορές τους μεγαλόηχους θρήνους της ρομαντικής μελαγχολίας, που τους ξανάλεγαν όλοι οι αντίλαλοι της γης και της αιωνιότητας. Εάν η νεανική της ηλικία περνούσε στο πίσω δωμάτιο κάποιου μαγαζιού σε μία εμπορική γειτονιά, θα άνοιγε, ίσως, τότε την καρδιά της στις λυρικές εισβολές της φύσης, που συνήθως δε φτάνουν σ' εμάς παρά μέσα από τη μετάφραση των συγγραφέων. Αλλά γνώριζε πάρα πολύ την εξοχή· γνώριζε το βέλασμα των προβάτων, τα γαλατερά, τα άροτρα. Συνηθισμένη στα ήσυχα θεάματα, παραδινόταν, αντί σ' εκείνα, στα πολύπλοκα. Της άρεσε η θάλασσα μόνο για τις τρικυμίες της, και η πρασινάδα μόνο όταν φύτρωνε αραιά αραιά ανάμεσα στα ερείπια. Έπρεπε πάντα να παίρνει απ' όλα τα πράγματα μια ατομική ωφέλεια, και απαρνιόταν ως άχρηστο ό,τι δε συνεισέφερε κάτι στην άμεση κατανάλωση της καρδιάς της — γιατί η ιδιοσυγκρασία της ήταν πιο αισθηματική παρά καλλιτεχνική και ζητούσε τη συγκίνηση κι όχι τα τοπία.

Στο μοναστήρι ερχόταν κάθε μήνα μία γεροντοκόρη κι έμενε μια βδομάδα για να επιμελείται τα ασπρόρουχα. Την προστάτευε η αρχιεπισκοπή, επειδή ήταν από μια αρχοντική οικογένεια που 'χε καταστραφεί με την Επανάσταση. Γευμάτιζε στην τραπεζαρία μαζί με τις καλές αδελφές κι έπειτα από

Page 28: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

το φαγητό έπιανε για λίγο κουβέντα μαζί τους, πριν ξανανεβεί στη δουλειά της. Συχνά οι μαθήτριες άφηναν τη μελέτη τους για να πηγαίνουν να τη βρίσκουν. Ήξερε απέξω όμορφα ερωτικά τραγούδια του περασμένου αιώνα, που τα τραγουδούσε χαμηλόφωνα δουλεύοντας συνεχώς με το βελόνι της· διηγιόταν ιστορίες, έφερνε τα νέα, έκανε θελήματα στη χώρα, δάνειζε κρυφά στις μεγάλες κάποιο μυθιστόρημα που το 'χε πάντα σε κάποια τσέπη της ποδιάς της, και πριν από αυτό κάθε τόσο η δεσποινίς ρουφούσε ένα μεγάλο κεφάλαιο, όταν της άφηνε καιρό η εργασία. Το βιβλίο δε μιλούσε παρά για έρωτες, για ερωτευμένους, για ερωμένες, για κυρίες κυνηγημένες, που λιγοθυμούσαν μέσα σε έρημες σκηνές, για αμαξάδες που τους σκότωναν σ' όλους τους σταθμούς, για άλογα που έσκαζαν από το τρέξιμο σε κάθε σελίδα, για σκοτεινά δάση, για ταραγμένες καρδιές, για όρκους, για θρήνους, για δάκρυα και φιλήματα, για βαρκούλες στο φως της σελήνης, για αηδόνια μέσα σε κήπους, για κυρίους, γενναίους σαν λιοντάρια, ήμερους σαν αρνιά, ενάρετους όπως δεν είναι κανένας, καλοντυμένους πάντοτε, που κλαίνε σαν δακρυδόχα αγγεία. Η Έμμα, δεκαπέντε χρόνων τότε, για έξι μήνες λάδωνε, λίπανε τα χέρια μ' αυτή τη σκόνη των παλιών αναγνωστηρίων. Με τον Γουόλτερ Σκοτ, κατόπι, τα ιστορικά πράγματα τη γοήτεψαν. Ονειρεύτηκε τις παλιές κασούλες, τα οπλοστάσια με τους σωματοφύλακες και τους λαγουτάρηδες. Επιθυμούσε να ζει σ' έναν παλιό πύργο στη μέση ενός υποστατικού, σαν εκείνες τις πυργοδέσποινες με τα μακριά τους κορσάζ, που κάτω από το αντιφώτισμα των τριφυλλιών κάποιου μυτερού θόλου, με τον αγκώνα πάνω στην πέτρα και με το πηγούνι στο χέρι, περνούσαν τον καιρό τους περιμένοντας να δουν να 'ρχεται από τα πέρατα του κάμπου, πάνω σ' ένα άλογο μαύρο, ένας ιππότης μ' ένα άσπρο φτερό στο κεφάλι. Εκείνο τον καιρό λάτρεψε την Μαρία Στιούαρτ, με σέβας και μ' ενθουσιασμό έφερνε στο νου της τις περίφημες άτυχες γυναίκες. Την Ζαν ντ' Αρκ, την Ελοΐζ, την Αγνή Σορέλ, την ωραία Φερονιέρ και την Κλημεντία Ισαύρη, αυτές ξεκολλούσαν για εκείνη σαν κομήτες από το άπειρο χάος της ιστορίας, όπου κιόλας, πιο χαμένα όμως στο σκοτάδι και χωρίς καμία σχέση αναμεταξύ τους, διακρίνονταν ο Άγιος Λουδοβίκος με τον πλάτανό του, ο Βαγιάρδος καθώς πέθαινε, κάποιες ωμότητες του Λουδοβίκου του XI, λίγο από τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, του Ερρίκου του Δ' το λοφίο, και πάντοτε η θύμηση των ζωγραφισμένων πιάτων που ιστόριζαν τις δόξες του Λουδοβίκου του ΙΔ'.

Στο μάθημα της μουσικής, στα τραγούδια που τραγουδούσε, δε μιλούσε παρά για χρυσοφτέρουγα αγγελούδια, για παναγιές, για λιμνοθάλασσες, για γονδολιέρους· ήταν όλα ειρηνικά συνθέματα που άφηναν να διαφαίνονται, ανάμεσα στην αθωότητα του ύφους και την απερισκεψία του ήχου, η ελκυστική φαντασμαγορία της αισθηματικής πραγματικότητας. Κάποιες από τις συμμαθήτριές της έφερναν στο μοναστήρι συχνά ομορφοδεμένα αγγλικά βιβλία, που τα 'χαν λάβει δώρο την πρωτοχρονιά. Έπρεπε να τα κρύβουν, κι αυτό ήταν μία ολόκληρη ιστορία· τα διάβαζαν στον κοιτώνα. Έπιαναν με προφύλαξη τα ωραία μεταξωτά δεσίματά τους. Η Έμμα κάρφωνε το σαστισμένο βλέμμα της πάνω στα ονόματα των συγγραφέων, που τις περισσότερες φορές υπέγραφαν σαν κόμητες ή υποκόμητες στο τέλος των διηγημάτων τους.

Έτρεμε ολόκληρη όταν ανασήκωνε με την ανάσα της το ψιλό χαρτί που σκέπαζε τις εικόνες, και που, καθώς σηκωνόταν, δίπλωνε στη μέση κι έπεφτε σιγά σιγά προς την απέναντι σελίδα. Πρόβαλε πίσω από το κιγκλίδωμα ενός μπαλκονιού ένας νέος με κοντό πανωφόρι, που έσφιγγε στην αγκάλη του μια κόρη ασπροντυμένη, με το κεντητό πουγκί της στη ζώνη· ή τα ανώνυμα πορτρέτα από αγγλίδες αρχόντισσες με ξανθά σγουρά μαλλιά κάτω από τη στρογγυλή τους ψάθα, που σας κοιτάζουν με τα μεγάλα τους ξάστερα μάτια. Φαίνονταν κομψές μέσα σε άμαξες που γλιστρούσαν μέσα σε μεγάλα περιβόλια, όπου ένα λαγωνικό πηδούσε μπροστά στα άλογα που τα οδηγούσε ένας ιππέας με κοντό άσπρο παντελόνι. Άλλες ονειροπολούσαν ξαπλωμένες πάνω σε καναπέδες, σιμά σ' ένα αποσφραγισμένο ραβασάκι, κοίταζαν το φεγγάρι από το παράθυρο που ήταν μισανοιγμένο και που ένας μαύρος μπερντές το μισοσκέπαζε. Οι αθώες, μ' ένα δάκρυ στο μάγουλο, μέσα από τα τέλια ενός γοτθικού κλουβιού φιλιόντουσαν με ένα τρυγόνι ή, χαμογελώντας με το κεφάλι αναγερμένο στον ώμο, μαδούσαν μια μαργαρίτα, με τα μυτερά τους δάχτυλα ανασηκωμένα σαν πολωνικά παπούτσια. Και φαινόσαστε εκεί μέσα και σεις, σουλτάνοι, με τα μακριά τσιμπούκια, λιγοθυμισμένοι κάτω από κληματαριές στην αγκάλη των βαγιαδέρων, γκιαούρηδες, γιαταγάνια, σκούφοι ελληνικοί, και μάλιστα, εσείς, ωχρόξανθες περιοχές των διθυραμβικών τόπων, που συχνά δείχνετε μαζί φοινικιές και

Page 29: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

έλατα, τίγρεις δεξιά και ένα λιοντάρι αριστερά, ταρταρικούς μιναρέδες στα ουρανοθέμελα, και μπροστά μπροστά ένα ρωμαϊκό ερείπιο και μαζί ανακαθισμένες καμήλες· το όλο πλαισιωμένο από ένα παρθένο δάσος, καθάριο, με μια μεγάλη αναλαμπή του ήλιου καθρεφτισμένη μέσα στο νερό, όπου ξεκολλούν σαν λευκά απογδάρματα πάνω σ' έναν κάμπο ατσαλένιο, πού και πού κύκνοι άσπροι που κολυμπούν.

Και ο φωτοστάτης της λάμπας, που ήταν κρεμασμένη στον τοίχο, πάνω από το κεφάλι της Έμμας, φώτιζε όλες αυτές τις εικόνες του κόσμου που περνούσαν μπροστά της η μία κατόπιν της άλλης, μέσα στη σιωπή του κοιτώνα, ενώ ακουγόταν ο απόμακρος θόρυβος κάποιας άμαξας που αργά τη νύχτα κυλούσε στους πλατιούς δεντροφυτεμένους δρόμους.

Όταν η μητέρα της πέθανε, έκλαψε πολύ τις πρώτες μέρες. Ζήτησε να της κατασκευάσουν ένα πένθιμο κάδρο με τα μαλλιά της πεθαμένης, και στο γράμμα που έγραψε τότε στο Μπερτό και που ήταν όλο γεμάτο λυπηρούς στοχασμούς για τη ζωή, ζητούσε να τη θάψουν αργότερα στον ίδιο τάφο. Ο αθώος άνθρωπος, ο πατέρας της, πίστεψε πως ήταν άρρωστη και πήγε να τη δει. Μέσα της η Έμμα ήταν ευχαριστημένη που αισθανόταν τον εαυτό της φτασμένη κιόλας στο σπάνιο εκείνο ιδανικό των ωχρών υπάρξεων, όπου δε φτάνουν ποτέ οι μέτριες ψυχές· άφησε, λοιπόν, τον εαυτό της να γλιστρήσει πέρα ως πέρα όλα τα στριφογυρίσματα των ποταμιών του Λαμαρτίνου, άκουσε τις άρπες στις λίμνες, όλα τα άσματα των κύκνων που πέθαιναν, όλα τα πεσίματα των φύλλων, τις αγνές παρθένες που ανέβαιναν στον ουρανό και τη φωνή του Άναρχου Θεού που μιλούσε στις λαγκαδιές. Τα βαρέθηκε όλα, δε θέλησε να το ομολογήσει, εξακολούθησε από συνήθεια, έπειτα από ματαιότητα, και παραξενεύτηκε που αισθάνθηκε τον εαυτό της ήρεμο, χωρίς καμία θλίψη στην καρδιά ούτε και καμιά ζαρωματιά στο μέτωπο.

Οι καλές καλογριές, που είχαν κάνει μία τόσο καλή πρόγνωση για την κλίση της, κατάλαβαν σαστισμένες πως η δεσποινίς Ρουό ξέφευγε από τις φροντίδες τους. Κι αληθινά είχαν σπαταλήσει γι' αυτήν τόσο καλές προσευχές, ευλογίες, εννιάμερα, κηρύγματα, της είχαν τόσο πολύ διδάξει το σέβας που οφείλεται στους αγίους και στους μάρτυρες, της είχαν δώσει τόσο πολλές συμβουλές για την ταπεινότητα του κορμιού και τη σωτηρία της ψυχής, που εκείνη έκαμε καθώς τα άλογα όταν τους παρατραβούν τα λουριά· σταμάτησε έξαφνα, και το χαλινάρι βγήκε ανάμεσα από τα δόντια της. Το πρακτικό πνεύμα της, στη μέση όλων των ενθουσιασμών της, που είχε αγαπήσει την εκκλησία χάρη στα λουλούδια της, τη μουσική χάρη στα λόγια των τραγουδιών και την ποίηση χάρη στους παθητικούς ερεθισμούς, επαναστατούσε μπροστά στα μυστήρια της πίστης, με τον ίδιο τρόπο που την ερέθιζε αδιάκοπα η πειθαρχία, κάτι πολύ αντιπαθητικό για την ιδιοσυγκρασία της. Όταν ο πατέρας της την έβγαλε από το μοναστήρι, οι αδελφές δε δυσαρεστήθηκαν που τους έφευγε. Η ηγουμένη μάλιστα έβρισκε πως τον τελευταίο καιρό δεν έδειχνε αρκετό σέβας στους κανόνες.

Η Έμμα, όταν γύρισε σπίτι της, έβρισκε στην αρχή ευχαρίστηση να δίνει διαταγές στους υπηρέτες, αντιπάθησε έπειτα την εξοχή και επιθυμούσε το μοναστήρι. Όταν ο Κάρολος πρωτοήρθε στο Μπερτό, θεωρούσε τον εαυτό της σαν να είχε χάσει ολότελα τις πλάνες ελπίδες, σαν να μην είχε πια τίποτε να μάθει ούτε να αισθανθεί.

Αλλά η στεναχώρια μιας νέας κατάστασης, ή ο ερεθισμός ίσως που της προξενούσε η παρουσία εκείνου του ανθρώπου, είχε αρκέσει για να την κάνει να πιστέψει πως πέτυχε κιόλας το θαυμάσιο εκείνο πάθος, που έως τότε, σαν ένα μεγάλο πουλί με τριανταφυλλένιες φτερούγες, βαστιόταν μόνο με απλωτές τις φτερούγες μέσα στη λαμπράδα των ποιητικών ουρανών, και δεν μπορούσε να φανταστεί τώρα πως η γαλήνη που την περικύκλωνε, ήταν πραγματικά η ευτυχία που είχε ονειρευτεί.

Page 30: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

7

Της περνούσε ωστόσο κάποτε η ιδέα πως εκείνες οι μέρες ήταν οι ωραιότερες της ζωής της, η σελήνη του μέλιτος, όπως τις έλεγαν. Για να γευτεί τη γλυκάδα τους, έπρεπε χωρίς άλλο να βρίσκεται στους τόπους εκείνους με τα ηχηρά ονόματα, όπου οι επόμενες μέρες του γάμου ήταν γεμάτες γλυκές νωθρότητες. Στα ταχυδρομικά λεωφορεία, πίσω από κουρτίνες μεταξωτές γαλάζιες, ανεβαίνει κανείς αργά αργά ορθούς δρόμους, ακούγοντας το τραγούδι του ιππέα που το ξαναλέν τα βουνά, ανακατεύοντάς το με τα κυπριά των γιδιών και το βουβό θόρυβο του καταρράχτη. Όταν ο ήλιος δύει, αναπνέει κανείς στο γιαλό των κόλπων το άρωμα των λεμονιών· έπειτα, το βράδυ, πάνω στα ηλιακά των επαύλεων, κοιτάζει κανείς τα αστέρια κάνοντας χίλια σχέδια, σιμά στον αγαπημένο, περιπλέκοντας τα δάχτυλα στα δικά του. Της φαινόταν πως κάποιοι τόποι πάνω στη γη γεννούσαν την ευτυχία, σαν να 'ταν η ευτυχία ιδιαίτερο φυτό κάποιου τόπου που πετυχαίνει κακά σ' όλους τους άλλους. Γιατί να μην μπορεί να σκύβει από το παράθυρο κάποιου ελβετικού σπιτιού, ή να κλείνει τη μελαγχολία της μέσα σε μια κατοικία, στη συντροφιά ενός άντρα ντυμένου με μια φορεσιά από βελούδο μαύρο με μεγάλα κράσπεδα, που φορεί μαλακά στιβάλια, και μ' ένα μυτερό καπέλο στο κεφάλι και με άσπρα μανικέτια;

Ίσως θα ήθελε να εξομολογηθεί σε κάποιον όλους αυτούς τους στοχασμούς της. Μα πώς να διηγηθεί κανείς μία ασύστατη μελαγχολία, που αλλάζει όψη σαν τα σύννεφα, που στριφογυρίζει σαν τον άνεμο; Τα λόγια τής έλειπαν, λοιπόν, καθώς και η ευκαιρία και η τόλμη.

Ωστόσο, αν ο Κάρολος το είχε θελήσει, αν μπορούσε να υποψιαστεί, αν το βλέμμα του μία μόνη φορά μπορούσε να συναντήσει τη σκέψη, της φαινόταν πως έξαφνα μία αφθονία θα ξεκολλούσε μέσα από την καρδιά της, όπως πέφτουν οι καρποί του οπωρόδεντρου που ακουμπά στον τοίχο, άμα κανείς το αγγίξει με το χέρι. Αλλά όσο η οικειότητα μεταξύ τους γινόταν μεγαλύτερη, τόσο πλήθαινε και μια εσωτερική αποξένωση που τη χώριζε από κείνον.

Η ομιλία του Κάρολου ήταν άχαρη, ομαλή σαν το πεζοδρόμι, και οι ιδέες όλου του κόσμου διάβαιναν με τη συνηθισμένη τους φορεσιά, χωρίς να προκαλούν συγκίνηση, γέλιο ή όνειρο. Δεν είχε σταθεί ποτέ του περίεργος, έλεγε, όσο καιρό είχε κατοικήσει στη Ρουέν, και δεν είχε πάει ποτέ του να δει τους θεατρίνους που έρχονταν από το Παρίσι. Δεν ήξερε ούτε να κολυμπήσει ούτε να ξιφομαχεί ούτε να τραβά το πιστόλι, και δεν είχε μπορέσει να της εξηγήσει μια μέρα έναν όρο ιππασίας, που τον είχε συναντήσει σε κάποιο μυθιστόρημα.

Ένας άντρας, το εναντίο, δεν έπρεπε να ξέρει τα πάντα; Δεν έπρεπε να είναι έξοχος σε πολυποίκιλες ενέργειες, δεν έπρεπε να σας μυήσει εκείνος στα καμώματα του πάθους, στις λεπτότητες της ζωής, σε όλα τα μυστήρια; Αλλά εκείνος δε δίδασκε τίποτα, δεν ήξερε τίποτα, δεν εννοούσε τίποτα! Τη νόμιζε ευτυχισμένη κι αυτή θύμωνε μαζί του, βλέποντας εκείνη τη θεμελιωμένη ησυχία του, εκείνο το γαληνό αποκάρωμα που πήγαζε από την ευτυχία που εκείνη του έδινε.

Σχεδίαζε κάποτε· και για τον Κάρολο ήταν μεγάλη διασκέδαση να μένει σιμά της ορθός και να τη βλέπει σκυμμένη επάνω στο χαρτόνι της με τα μάτια μισόκλειστα, για να βλέπει καλύτερα την εργασία της, ή να ζυμώνει με το μεγάλο δάχτυλο ψίχουλα ψωμιού. Στο πιάνο, πάλι, όσο τα δάχτυλά της έτρεχαν γρηγορότερα, τόσο τη θαύμαζε. Χτυπούσε τα πλήκτρα με τόλμη και διέτρεχε το κλαβιέ από πάνω ως κάτω χωρίς διακοπή. Έτσι τιναγμένο από εκείνη το παλιό μουσικό όργανο, που οι χορδές του κακοσήμαιναν, ακουγόταν έως την άκρη του χωριού όταν το παράθυρο ήταν ανοιχτό, και συχνά ο γραφιάς του δικαστικού κλητήρα, που διάβαινε το μεγάλο δρόμο ξεσκούφωτος και με τις κάλτσες του μόνο στα πόδια, σταματούσε για ν' ακούει με το φύλλο το χαρτί στο χέρι.

Η Έμμα, πάλι, ήξερε να διευθύνει το σπίτι της. Έστελνε στους αρρώστους το λογαριασμό των

Page 31: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

επισκέψεων μέσα σε γράμματα καλογραμμένα, που δεν έμοιαζαν με λογαριασμούς μαγαζιών. Την Κυριακή, όταν είχαν κανένα ξένο στο γεύμα, έβρισκε τρόπο να προσφέρει κάποιο φαγητό ομορφογαρνιρισμένο, ήξερε να βάζει πάνω σ' ένα αμπελόφυλλο σε πυραμίδες τα δαμάσκηνα, να παρουσιάζει στο πιάτο αδειασμένα ολόκληρα τα βάζα της κομπόστας, και μιλούσε κιόλας για ν' αγοράσουν πινάκια, για να ξεπλύνουν το στόμα έπειτα από τα φρούτα. Όλα αυτά ανέβαζαν πολύ την υπόληψη του κυρίου Μποβαρύ.

Ο Κάρολος στο τέλος εκτιμούσε τον εαυτό του περισσότερο, επειδή είχε τέτοια γυναίκα. Έδειχνε με περηφάνια στη σάλα δύο σχεδιάσματά της καμωμένα με μολύβι, που τα 'χε βάλει σε πολύ πλατιές κορνίζες και τα είχε κρεμάσει πάνω στο χαρτί του τοίχου με μακριά πράσινα κορδόνια. Ο κόσμος που έβγαινε από τη λειτουργία τον έβλεπε στην εξώπορτά του με ωραίες κεντημένες παντούφλες.

Ξαναρχόταν αργά στο σπίτι· στις δέκα, κάποτε τα μεσάνυχτα. Ζητούσε τότε φαγητό και, επειδή η υπηρέτρια κοιμόταν, του το 'φερνε η ίδια η Έμμα. Έβγαζε τότε τη ρεντιγκότα του, για να 'χει περισσότερη ανάπαυση. Απαριθμούσε έναν έναν όλους τους ανθρώπους που 'χε συναντήσει, όλα τα ονόματα των χωριών που 'χε διαβεί, όλες τις συνταγές που 'χε γράψει, κι ευχαριστημένος από τον εαυτό του, έτρωγε ό,τι είχε μείνει από το στιφάδο, καθάριζε το τυρί του, τραγάνιζε ένα μήλο, άδειαζε την μπουκάλα του, πήγαινε τέλος στο κρεβάτι του και ξαπλωμένος ανάσκελα αποκοιμιόταν και ροχάλιζε.

Είχε από πολλά χρόνια τη συνήθεια να φορεί βαμβακερή σκούφια, και ο μεταξωτός κεφαλόδεσμος δε βαστούσε πάνω στα αυτιά του, έτσι, το πρωί, τα μαλλιά του έπεφταν ανακατεμένα στο πρόσωπο, ασπρισμένα από τα πούπουλα του προσκέφαλου, που τα κορδόνια του λύνονταν τη νύχτα. Φορούσε πάντα στερεά στιβάλια με δυο μεγάλες δίπλες στο ταρσό, που λόξευαν προς το στραγάλι, ενώ το επίλοιπο ψίδι εξακολουθούσε ολόισιο σαν τεντωμένο από το καλαπόδι. Έλεγε πως ήταν αρκετά καλά για την εξοχή.

Η μητέρα του τον επαινούσε γι' αυτή την οικονομία. Γιατί ερχόταν να τον βλέπει, όπως πρωτύτερα, όταν στο σπίτι της σηκωνόταν κάπως αγριότερη η τρικυμία. Κι όμως η κυρία Μποβαρύ μητέρα φαινόταν να 'χει κάποια προκατάληψη ενάντια στη νύφη της. Την έβρισκε «ψηλομαθημένη στο είδος της, για ανθρώπους της οικονομικής της θέσης». Τα ξύλα, η ζάχαρη, τα κεριά χάνονταν όπως «σ' ένα μεγάλο σπίτι», και τα κάρβουνα που καίγονταν άσκοπα στο μαγερειό ήταν αρκετά για είκοσι πέντε φαγητά. Της συγύριζε τα ασπρόρουχα μέσα στα ντουλάπια της και της μάθαινε να επιβλέπει το χασάπη όταν έφερνε το κρέας. Η Έμμα δεχόταν τα μαθήματά της· η κυρία Μποβαρύ την υποχρέωνε· και τα λόγια «κόρη μου» και «μητέρα μου» εναλλάσσονταν μια ολόκληρη μέρα, συνοδευμένα από μία ελαφρά τρεμούλα των χειλιών, γιατί και η μία και η άλλη έριχναν τα γλυκόλογά τους με μια φωνή που έτρεμε από θυμό.

Τον καιρό που ζούσε η κυρία Ντιμπίκ, η γριά μητέρα αισθανόταν πως αυτή ήταν η προτιμούμενη, αλλά τώρα η αγάπη του Κάρολου για την Έμμα τής φαινόταν σαν μια λιποταξία από την τρυφερότητά της, σαν μια επιδρομή σ' εκείνο που ήταν δικό της· και παρακολουθούσε την ευτυχία του γιου της με μια θλιβερή σιωπή, όπως κοιτάζει ο χρεοκοπημένος άνθρωπος, μέσα από τα τζάμια, ανθρώπους καθισμένους στο τραπέζι του σπιτιού που ήταν μια φορά δικό του. Θύμιζε του γιου της, σαν αναμνήσεις, όλα όσα είχε υποφέρει για κείνον κι όλες τις θυσίες, και συγκρίνοντάς τες με τις αμέλειες της Έμμας, συμπέρανε πως δεν ήταν λογική μια τέτοια λατρεία και αποκλειστικότητα.

Ο Κάρολος δεν ήξερε τι ν' απαντήσει. Θεωρούσε αλάθευτη την κρίση της μιας κι έβρισκε την άλλη αψεγάδιαστη. Όταν η κυρία Μποβαρύ έφευγε, δοκίμαζε δειλά δειλά να κάμει, με τα ίδια λόγια, μία ή δύο από τις πιο ανώδυνες παρατηρήσεις που 'χε ακούσει να κάνει η μητέρα του. Η Έμμα τού απόδειχνε μ' ένα λόγο πως έσφαλλε και τον έστελνε στους αρρώστους του.

Page 32: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Κι όμως, σύμφωνα με τις θεωρίες, που τις νόμιζε καλές, ήθελε να δοκιμάσει τον έρωτα. Στο φως των φεγγαριών, στο περιβόλι, απάγγελνε όσους αισθηματικούς στίχους γνώριζε και του τραγουδούσε αναστενάζοντας αργούς μελαγχολικούς σκοπούς, αλλά έβρισκε έπειτα τον εαυτό της ήσυχο, όπως πρώτα, και ο Κάρολος δε φαινόταν ούτε ερωτευμένος περισσότερο ούτε περισσότερο συγκινημένος.

Αφού χτύπησε έτσι για κάμποσο τον πριόβολο πάνω στην καρδιά της, χωρίς να μπορέσει να βγάλει ούτε μια σπίθα, ανίκανη πια να καταλάβει ό,τι δε δοκίμαζε και να πιστεύει σ' ό,τι δε φανερωνόταν στη συνηθισμένη μορφή του, συμπέρανε πως το πάθος του Κάρολου δεν είχε τίποτα το υπερβολικό! Η διαχυτικότητά του είχε γίνει κανονική· τη φιλούσε σε ορισμένες ώρες· ήταν μία συνήθεια κι αυτή ανάμεσα στις άλλες, και σαν ένα φρούτο, που το πρόβλεπε, έπειτα από τη μονοτονία του φαγητού.

Ένας δασοφύλακας, που τον είχε γιατρέψει ο Κύριος από μία περιπνευμονία, είχε χαρίσει της κυρίας ένα μικρό ιταλικό λαγωνικό. Το 'παιρνε μαζί της περίπατο, γιατί έβγαινε κάποτε, για να 'ναι μόνη κάποια στιγμή και για να μην έχει κάτω από τα μάτια της το αιώνιο περιβόλι με το σκονισμένο δρόμο. Πήγαινε μέχρι τις οξιές της Μπανβίλ, σιμά στο ρημαγμένο περίπτερο που σχηματίζει τη γωνία της μάντρας προς τους κάμπους. Στο Λυκοπήδημα, ανάμεσα στα χόρτα, υπάρχουν μακριά καλάμια με κοφτερά φύλλα.

Πρώτα πρώτα κοίταζε ολόγυρά της για να δει αν δεν είχε αλλάξει τίποτα από την τελευταία φορά που 'χε έρθει. Έβρισκε στον τόπο τους τις δαχτυλίδες και τις ραπανίδες, τις πυκνές τσουκνίδες που περικύκλωναν μεγάλα χαλίκια, και τις λειχήνες που πλάκες πλάκες απλώνονταν στα τρία κλειστά, σαπισμένα και ετοιμόρροπα παράθυρα, πάνω στα σκουριασμένα τους σίδερα. Ο νους της, χωρίς σκοπό στην αρχή, περιπλανιόταν στην τύχη καθώς το λαγωνικό της, που κυκλογύριζε στον κάμπο, γαβγίζοντας τις κίτρινες πεταλούδες, κυνηγώντας τους αρουραίους ή χαμοδαγκάνοντας τις παπαρούνες, στην άκρη σε κάποιο χωράφι σπαρμένο σιτάρι. Κι έπειτα οι ιδέες της λίγο λίγο προσδιορίζονταν, και καθισμένη πάνω στην πρασινάδα, που τη χτυπούσε ανάλαφρα με την άκρη της ομπρέλας της, η Έμμα ξανάλεγε αδιάκοπα: «Θεέ μου! Γιατί λοιπόν παντρεύτηκα;» Ρωτούσε τον εαυτό της αν θα μπορούσε να είχε, με άλλους συνδυασμούς της τύχης, συναντήσει έναν άνθρωπο άλλο· και προσπαθούσε να φανταστεί ποια θα ήταν τα γεγονότα εκείνα που δεν είχαν συμβεί, αυτή η ζωή η τόσο διαφορετική, αυτός ο άντρας που δεν τον γνώριζε· όλοι βέβαια δεν έμοιαζαν μ' εκείνον. Θα μπορούσε εκείνος να είναι ωραίος, να 'χει πνεύμα, να 'χει όμορφους και ελκυστικούς τρόπους, να 'ναι τέτοιος όπως ήταν χωρίς άλλο εκείνοι που 'χαν παντρευτεί οι παλιές συμμαθήτριές της του μοναστηριού. Τι έκαναν τώρα εκείνες; Στη χώρα, με το θόρυβο του δρόμου, με τη βοή των θεάτρων, μες στις φωταψίες του χορού, ζούσαν όλες μία ύπαρξη όπου η καρδιά πλαταίνει, όπου τα αισθητήρια ανοίγονται. Αλλά εκείνη! Η ζωή της ήταν ψυχρή σαν μία σοφίτα που ο φεγγίτης της βλέπει το Βοριά, και η ανία, μία αράχνη σιωπηλή, ύφαινε το δίχτυ της στον ίσκιο σε όλες τις γωνίες της καρδιάς της. Θυμόταν τις μέρες της διανομής των βραβείων, όταν ανέβαινε κι αυτή στην εξέδρα για να πάρει τα μικρά της στέφανα. Με τα μαλλιά πλεγμένα, με το άσπρο της φόρεμα και τα ανοιχτά πάνινα υποδήματά της, είχε χαριτωμένους τρόπους, και οι κύριοι, όταν ξαναπήγαινε στη θέση της, έσκυβαν για να της πουν έναν καλό λόγο. Η αυλή ήταν γεμάτη αμάξια κλειστά, τη χαιρετούσαν μέσα από τις πόρτες· ο μουσικοδιδάσκαλος διάβαινε εμπρός της χαιρετώντας την, κρατώντας στο χέρι το κουτί του βιολιού του! Πόσο ήταν μακριά όλα αυτά... πόσο ήταν μακριά!

Έκραζε το σκυλί της, την Τζαλή· το 'βαζε ανάμεσα στα γόνατά της, του χάιδευε με τα δάχτυλα το λευκό μακρύ του κεφάλι, και του 'λεγε: «Έλα, έλα!... Φίλησε την κυρία... εσύ, που δεν έχεις λύπες!»

Έπειτα, θωρώντας το μελαγχολικό μούτρο του λυγερού ζώου που χασμουριόταν υπομονετικά, άκουγε την καρδιά της να λιγώνεται, το σύγκρινε με τον εαυτό της, του μιλούσε δυνατά, όπως μιλούν σ' έναν πονεμένο για να τον παρηγορήσουν.

Έφταναν κάποτε κάποιες δυνατές πνοές ανέμου, φυσήματα που έρχονταν από τη θάλασσα και που

Page 33: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κυλούσαν ολομεμιάς σε όλη τη λαγκαδιά της Ko, φέρνοντας έως πέρα στους κάμπους μια αλμυρή δροσεράδα. Τα καλάμια σφύριζαν σκύβοντας προς τη γη και τα φύλλα των οξιών θρόιζαν μ' ένα γοργό ανατρίχιασμα, ενώ οι κορυφές τους σάλευαν αδιάκοπα, εξακολουθώντας το μεγάλο τους μουρμούρισμα. Η Έμμα έσφιγγε το σάλι της πάνω στους ώμους και σηκωνόταν.

Στη δεντροστοιχία ένα φως πράσινο, που κατέβαινε από τα φύλλα των δέντρων, φώτιζε τα χαμηλά βρύα που έτριζαν κάτω από τα πόδια της. Ο ήλιος έδυε· ο ουρανός φαινόταν κόκκινος ανάμεσα στα κλαριά, και οι κορμοί, όμοιοι με δέντρα φυτεμένα στην αράδα, φαίνονταν σαν μια σειρά καστανές κολόνες, που ξεχώριζε σ' ένα ολόχρυσο βάθος· ένας φόβος τη συνέπαιρνε· έκραζε την Τζαλή, γύριζε γρήγορα στην Τοστ από το δημόσιο δρόμο, έπεφτε σε μια πολυθρόνα κι όλο το βράδυ δε μιλούσε πια.

Αλλά προς τα τέλη του Σεπτέμβρη συνέβη κάτι εξαιρετικό για τη ζωή της. Την κάλεσαν στη Βομπισάρ, στο σπίτι του μαρκήσιου ντ' Αντερβιλιέ.

Ο μαρκήσιος, υπουργός Εξωτερικών στην Παλινόρθωση, ζητώντας τώρα πάλι να ξαναμπεί στην πολιτική, ετοίμαζε από καιρό την υποψηφιότητά του στο Κοινοβούλιο. Το χειμώνα μοίραζε στους χωριάτες πολλά δέματα κλαριά, και στο επαρχιακό συμβούλιο όλο ζητούσε με έξαψη δρόμους για την περιφέρειά του. Είχε βγάλει με τις μεγάλες ζέστες ένα απόστημα στο στόμα, που ο Κάρολος, σαν από θαύμα, του το 'χε γιατρέψει με μια νυστεριά στο μέρος που έπρεπε. Ο γραμματικός του μαρκήσιου, που ήρθε στην Τοστ για να πληρώσει την εγχείρηση, διηγήθηκε το βράδυ πως είχε στο περιβολάκι του γιατρού ωραιότατα κεράσια. Αλλά τα κεράσια δεν ευδοκιμούσαν στη Βομπισάρ, και ο κύριος μαρκήσιος έστειλε να ζητήσει από τον Μποβαρύ κάμποσες παραφυάδες· νόμισε πως είχε το χρέος να ευχαριστήσει ο ίδιος, πρόσεξε την Έμμα, βρήκε πως είχε ωραία μέση, πως δε χαιρετούσε σαν χωριάτισσα, τόσο, που στην έπαυλη του μαρκήσιου έκριναν πως δεν ξεπερνούσαν τα όρια της συγκατάβασης, ούτε, από το άλλο μέρος, φέρονταν αδέξια καλώντας τους.

Μια Τετάρτη, κατά τις τρεις η ώρα, ο κύριος και η κυρία Μποβαρύ με το δίτροχό τους ξεκίνησαν για τη Βομπισάρ, με ένα μεγάλο μπαούλο δεμένο πίσω και με μια καπελιέρα δεμένη εμπρός· ο Κάρολος βαστούσε κιόλας ανάμεσα στα πόδια του ένα κουτί από χαρτόνι.

Έφτασαν αργά το δείλι, την ώρα που μέσα στο περιβόλι άναβαν τα φανάρια, για να φωτίζεται ο δρόμος για τις άμαξες.

Page 34: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

8

Η έπαυλη, νεότερης κατασκευής, σε ιταλικό ρυθμό, με δυο περίπτερα που έβγαιναν εμπρός και τρεις αναβάθρες, απλωνόταν στο βάθος σ' ένα απέραντο πράσινο λιβάδι, όπου έβοσκαν μερικές αγελάδες, ανάμεσα σε τούφες από μεγάλα δέντρα ανάρια φυτεμένα· βραγιές από χαμόδεντρα, ροδόδεντρα, πασχαλιές, χιονανθοί, σκέβρωναν τις καταπράσινες άνισες πρασινάδες τους πάνω στην καμπύλη γραμμή του αμμοστρωμένου δρόμου· ένα ποτάμι περνούσε κάτω από ένα γεφύρι. Μέσα από την καταχνιά διακρίνονταν οικοδομές με αχυρένια σκεπή, σκορπισμένες στο λιβάδι, που το περιτριγύριζαν κατεβαίνοντας γλυκά δυο γήλοφοι καταπράσινοι από τα δέντρα, και πίσω, σε δυο παράλληλες γραμμές, ήταν τα αμαξοστάσια και οι στάβλοι, λείψανα του παλιού σπιτιού που το 'χαν γκρεμίσει.

Το δίτροχο του Κάρολου στάθηκε μπρος στη μεσαία αναβάθρα· οι υπηρέτες παρουσιάστηκαν, ο μαρκήσιος πρόβαλε, και δίνοντας το χέρι του στη γυναίκα του γιατρού, τους οδήγησε στον προθάλαμο.

Ήταν στρωμένος με μαρμαρένιες πλάκες, είχε πολύ ψηλό ταβάνι και ο κρότος που έκαναν τα βήματα και ο ήχος της φωνής αντιλαλούσαν καθώς στην εκκλησία. Απέναντι ανέβαινε μια ολόιση σκάλα και δεξιά ήταν μια πόρτα που οδηγούσε στη σάλα του μπιλιάρδου· από την πόρτα ακούγονταν να χτυπούν, η μία με την άλλη, οι φιλντισένιες μπίλιες. Περνώντας για να πάει στο σαλόνι, η Έμμα είδε γύρω στο μπιλιάρδο άντρες με σοβαρή όψη, με το πιγούνι τους ακουμπισμένο σε ψηλούς λαιμοδέτες, παρασημοφορημένους όλους, που γελούσαν σπρώχνοντας τη στέκα τους. Στο βαθύχρωμο σανίδωμα, που έντυνε τους τοίχους, μεγάλες χρυσωμένες κορνίζες είχαν στο χαμηλότερο μέρος τους ονόματα γραμμένα με μαύρα στοιχεία. Μπόρεσε να διαβάσει: «Ιωάννης Αντώνιος ντ' Αντερβιλιέ, ντ' Υβερμπονβίλ, κόμης της Βομπισάρ και βαρόνος της Φρενέ, σκοτώθηκε στη μάχη της Κούτρας την 20ή Οκτωβρίου 1587». Και σ' ένα άλλο διάβασε: «Ιωάννης-Αντώνιος-Ερρίκος-Γάιος ντ' Αντερβιλιέ, αρχιναύαρχος και ιππότης του τάγματος του Αγίου Μιχαήλ, λαβώθηκε στη μάχη του Ουγκ-Σεν-Βαάστ την 29η Μαΐου 1692, πέθανε στη Βομπισάρ την 23η Ιανουαρίου 1693».

Έπειτα, μόλις που μπορούσε κανείς να διακρίνει τους άλλους, γιατί το φως έπεφτε από τις λάμπες πάνω στην πράσινη τσόχα του μπιλιάρδου, αφήνοντας να πλέει μια σκιά μέσα στην κάμαρη. Μαυρίζοντας τις εικόνες, χτυπούσε απάνω τους κι έκανε να προβάλλουν ψιλές ακμές, που ακολουθούσαν τα σκασίματα του βερνικιού· κι έτσι, απ' όλα εκείνα τα μεγάλα μαύρα τετράγωνα με τα χρυσά τους πλαίσια, έβγαινε εδώ κι εκεί κάποιο μέρος πιο ξάστερο της ζωγραφιάς, ένα ωχρό μέτωπο, δυο μάτια που κοίταζαν, κάποιες περούκες που χύνονταν στις πουδραρισμένες πλάκες της κόκκινης στολής ή, τέλος, η φιούμπα κάποιας καλτσοδέτας στην κορυφή μιας παχουλής κνήμης.

Ο μαρκήσιος άνοιξε την πόρτα του σαλονιού· μια από τις κυρίες σηκώθηκε (η ίδια η μαρκησία), ήρθε να συναπαντήσει την Έμμα, την έβαλε να καθίσει σιμά της σε μια ζευγαρωτή πολυθρόνα, όπου βάλθηκε να της μιλά φιλικά, σαν να τη γνώριζε από πολύ καιρό. Ήταν μία γυναίκα σαράντα χρόνων πάνω κάτω, με ωραίες πλάτες, με τη μύτη γυριστή, με τη φωνή συρτή, και φορούσε εκείνο το βράδυ πάνω στα καστανά μαλλιά της μόνο ένα μεταξωτό κεντημένο μαντίλι, που έπεφτε πίσω της τρίγωνο. Μια νέα καθόταν σιμά της σε μια καρέκλα με ψηλή ράχη, και κάμποσοι κύριοι, που είχαν ένα μικρό λουλούδι στην μπουτονιέρα του φράκου τους, μιλούσαν μ' αυτές τις κυρίες, καθισμένοι γύρω στο τζάκι.

Στις εφτά το γεύμα ήταν έτοιμο. Οι άντρες, που ήταν οι περισσότεροι, κάθισαν στο πρώτο τραπέζι, στον προθάλαμο, και οι κυρίες στο δεύτερο, στην τραπεζαρία, μαζί με το μαρκήσιο και τη μαρκησία.

Η Έμμα, μπαίνοντας μέσα, αισθάνθηκε να την τυλίγει ένας θερμός αέρας, ένα ανακάτωμα του

Page 35: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

αρώματος των λουλουδιών και των ωραίων ασπρόρουχων, του αχνού των κρεάτων και της ευωδιάς των ύδνων. Τα κεριά στα πολυκέρια τους μάκραιναν τις φλόγες τους προς τις ασημένιες καμπάνες. Τα κρύσταλλα, που είχαν πολύγωνες έδρες και που ήταν σκεπασμένα με μια σκιερή άχνη, έστελναν το ένα στο άλλο ωχρές αχτίδες· μπουκέτα ήταν στη γραμμή σε όλο το μάκρος των τραπεζιών, και μέσα στα πιάτα, που 'χαν ένα πλατύ χρωματιστό περιγύρισμα, οι πετσέτες, ορθές, σε σχήμα σκούφου δεσπότη, κρατούσαν ανάμεσα στις δίπλες τους ένα μικρό αυγουλωτό ψωμάκι. Τα κόκκινα πόδια των αστακών ξεπερνούσαν τις πιατέλες· χοντροί ωραίοι καρποί μέσα σε τρυπητά καλάθια ήταν απλωμένοι πάνω σε βρύα· τα ορτύκια είχαν τα φτερά τους, ο αχνός ανέβαινε προς τα πάνω, και με μεταξωτές κάλτσες στα πόδια του, με κοντό παντελόνι, με άσπρη γραβάτα, με πουκάμισο με σουρωτή δαντέλα στο στήθος, σοβαρός σαν δικαστής, ο αρχιυπηρέτης, περνώντας ανάμεσα στις πλάτες των καλεσμένων τα φαγητά κομμένα από τα πριν, έκανε μ' ένα κίνημα του κουταλιού του να πετιέται για τον καθένα το κομμάτι που 'χε διαλέξει. Πάνω στη μεγάλη πήλινη σόμπα, που 'χε μπρούντζινες βέργες, το άγαλμα μιας γυναίκας, τυλιγμένης έως το πηγούνι, κοίταζε ασάλευτο τη σάλα που ήταν γεμάτη κόσμο.

Η κυρία Μποβαρύ παρατήρησε πως πολλές κυρίες δεν είχαν βάλει τα χειρόκτιά τους μέσα στα ποτήρια τους.

Στην άκρη όμως του τραπεζιού, μόνος ανάμεσα σ' όλες αυτές τις κυρίες, σκυμμένος πάνω στο φορτωμένο πιάτο του και με την πετσέτα δεμένη πίσω από το λαιμό του, σαν παιδί μικρό, ένας γέρος έτρωγε αφήνοντας να πέφτουν από το στόμα του σταξιές από σάλτσα. Είχε μάτια κοκκινισμένα και φορούσε ουρά τυλιγμένη μ' ένα μαύρο σιρίτι. Ήταν ο πεθερός του μαρκήσιου, ο γερο-δούκας ντε Λαβερντιέρ, παλιός ευνοούμενος του κόμη ντ' Αρτουά τον καιρό του κυνηγιού στο Βοντρέιγ, στο σπίτι του μαρκήσιου Κονφλάν, και που, ως έλεγαν, είχε σταθεί ερωμένος της βασίλισσας Μαρίας-Αντουανέτας, ανάμεσα στους κυρίους ντε Κουανύ και ντε Λοζέν. Είχε ζήσει μια ζωή γεμάτη θόρυβο, κραιπάλες, μονομαχίες, στοιχήματα, απαγωγές· είχε σπαταλήσει όλη του την περιουσία και είχε τρομάξει την οικογένειά του. Ένας υπηρέτης, ορθός πίσω από την καρέκλα του, του ονομάτιζε μεγαλόφωνα στο αυτί του τα φαγητά που έδειχνε με το δάχτυλο ψευδίζοντας· και αδιάκοπα τα μάτια της Έμμας ξανάρχονταν από μόνα τους σ' αυτόν το γέροντα με τα κρεμασμένα χείλη, σαν να 'ταν κάτι εξαιρετικό και σεβάσμιο. Είχε ζήσει στην αυλή κι είχε πλαγιάσει σε κρεβάτι βασίλισσας!

Έφεραν την παγωμένη σαμπάνια. Η Έμμα ανατρίχιασε σ' όλο της το κορμί, νιώθοντας εκείνο το κρύο στο στόμα της. Δεν είχε δει ποτέ της τα ρόδια και δεν είχε δοκιμάσει ποτέ της ανανάδες. Ως κι αυτή η τριμμένη ζάχαρη της φάνηκε εκεί πιο άσπρη και πιο ψιλή παρά αλλού.

Έπειτα οι κυρίες ανέβηκαν στις κάμαρές τους, για να ετοιμαστούν για το χορό.

Η Έμμα συγυρίστηκε με την αμηχανία μιας θεατρίνας που κάνει το ντεμπούτο της. Διόρθωσε τα μαλλιά της σύμφωνα με τις συμβουλές του κουρέα και φόρεσε το ψιλό μάλλινο φόρεμα που ήταν απλωμένο πάνω στο κρεβάτι. Το παντελόνι του Κάρολου τον έσφιγγε στο στομάχι.

«Τα υποπόδια» είπε, «θα μ' ενοχλούν στο χορό».

«Στο χορό;» ξανάπε η Έμμα.

«Ναι!»

«Μα έχασες το μυαλό σου! Θα γελάσουν μ' εσένα... κάθισε εκεί που είσαι!... Αυτό ταιριάζει καλύτερα σ' ένα γιατρό» πρόσθεσε.

Ο Κάρολος σώπασε. Περπατούσε από τη μια άκρη στην άλλη, περιμένοντας να ντυθεί η Έμμα.

Page 36: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Την έβλεπε πισώπλατα, μέσα στον καθρέφτη, ανάμεσα από δυο κεριά αναμμένα. Τα μαύρα της μάτια φαίνονταν ακόμα πιο μαύρα. Τα μαλλιά της, φουσκωτά λιγάκι σιμά στ' αυτιά από το 'να μέρος κι από τ' άλλο, γυάλιζαν με μια λάμψη γαλάζια. Καρφωμένο στον κότσο της, πάνω στο κινητό στέλεχός του, έτρεμε ένα ρόδο με ψεύτικες σταλαγματιές δροσιάς στην άκρη των φύλλων του. Φορούσε ένα φόρεμα ωχροκίτρινο, σαν τη ζαφορά, που τρία μπουκέτα από μικρά ρόδα ανακατεμένα με πρασινάδα το στόλιζαν.

Ο Κάρολος τη ζύγωσε και τη φίλησε στον ώμο.

«Άφησέ με» του 'πε, «θα με τσαλακώσεις!»

Ακούστηκαν τα προανακρούσματα του βιολιού και ο ήχος κάποιας σάλπιγγας. Κατέβηκε τις σκάλες, συγκρατώντας τον εαυτό της να μην τρέξει.

Οι καντρίλιες είχαν αρχίσει. Ο κόσμος ερχόταν. Σπρώχνονταν. Έμεινε σιμά στην πόρτα, καθισμένη σ' έναν πάγκο.

Όταν η καντρίλια τελείωσε, ο τόπος έμεινε άδειος για τους άντρες, που συντροφιές συντροφιές συνομιλούσαν, και για τους υπηρέτες που, ντυμένοι με τις στολές τους, έφερναν μεγάλους δίσκους. Στη γραμμή των καθισμένων γυναικών οι ζωγραφισμένες βεντάλιες κινούνταν, οι ανθοδέσμες μισόκρυβαν το χαμόγελο των προσώπων, και τα μπουκαλάκια με το χρυσό σφάλισμα στριφογύριζαν στα μισοανοιγμένα χέρια, που τα λευκά τους χειρόκτια άφηναν να φαίνεται το σχήμα των νυχιών και στεναχωρούσαν το κρέας στο σφυγμό. Οι δαντελένιες γαρνιτούρες, οι διαμαντένιες καρφοβελόνες, τα βραχιόλια με τα μενταγιόν τους ανατρίχιαζαν πάνω στους στηθόδεσμους, σπιθοβολούσαν στα στήθη, σήμαιναν πάνω στα γυμνά χέρια. Τα μαλλιά, κολλημένα καλά στο μέτωπο και πλεγμένα στον τράχηλο, είχαν απάνω τους στέφανα τσαμπιά ή κλάδους από μη με λησμονεί, από γιασεμί, από άνθη ροδιάς, από στάχυα σιταριού και από κύανους. Ήσυχες στη θέση τους οι μητέρες με την όψη σκυθρωπή φορούσαν κόκκινα τουλπάνια.

Η καρδιά της Έμμας χτύπησε λιγάκι όταν με τον καβαλιέρο της, που της κρατούσε την άκρη των δαχτύλων, μπήκε στη γραμμή και περίμενε την πρώτη δοξαριά για να ξεκινήσει. Αλλά η συγκίνησή της σβήστηκε σύντομα· και κουνώντας το κορμί της σύμφωνα με το ρυθμό της ορχήστρας, γλιστρούσε προχωρώντας, σαλεύοντας ανάλαφρα το λαιμό της. Ένα χαμόγελο της ανέβαινε στα χείλη, όταν άκουγε κάποια τσακίσματα του βιολιού που έπαιζε σόλο κάποτε, όταν τα άλλα όργανα σώπαιναν ακουγόταν τότε ο καθάριος ήχος των χρυσών νομισμάτων που κυλούσαν πάνω στο πράσινο χαλί· κι έπειτα όλα τα όργανα ξανάρχιζαν μαζί, η μεγάλη τρομπέτα έριχνε ένα βροντερό ήχο· τα πόδια χτυπούσαν ρυθμικά το πάτωμα, τα φουστάνια φούσκωναν και χάιδευαν, τα χέρια πιάνονταν και αφήνονταν, τα ίδια τα μάτια που χαμήλωναν μπροστά σας ξανακαρφώνονταν στα δικά σας.

Κάποιοι άντρες, καμιά δεκαπενταριά, από είκοσι πέντε έως σαράντα χρόνων, σκορπισμένοι ανάμεσα στους χορευτές ή συνομιλώντας στις πόρτες, διακρίνονταν ανάμεσα στο πλήθος από μια οικογενειακή ομοιότητα, με όση διαφορά κι αν είχαν στην ηλικία, στο ντύσιμο ή και στο πρόσωπο.

Τα φράκα τους, πιο καλοκαμωμένα, ήσαν σαν από τσόχα πιο μαλακή, και τα μαλλιά τους, κατεβασμένα σγουρωτά προς τα μηλίγγια, φαίνονταν σαν αλειμμένα από τις πιο φίνες πομάδες. Είχαν στην όψη τους το χρώμα του πλούτου, από το λευκό χρώμα που το κάνουν να φαντάζει πιο λευκό η ωχρότητα της πορσελάνης, ο κυματισμός των ατλαζιών, το βερνίκι των ωραίων επίπλων, και που το συντηρεί σε όλη του την υγεία μια μετριασμένη δίαιτα από φαγητά εξαίρετα. Ο λαιμός τους γύριζε άνετα πάνω στους χαμηλούς λαιμοδέτες· οι μακριές φαβορίτες τους έπεφταν πάνω στα κατεβασμένα περιλαίμια· σφούγγιζαν τα χείλη τους με μαντίλια με μεγάλα κεντητά μονογράμματα, που ανάδιναν μια γλυκιά μυρωδιά. Εκείνοι που άρχιζαν να γηράσκουν φαίνονταν ακόμα νέοι, ενώ κατιτί ώριμο

Page 37: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

απλωνόταν πάνω στο πρόσωπο των νέων. Στα αδιάφορα βλέμματά τους έπλεε η γαλήνη του πόθου που κάθε μέρα χόρταιναν και μέσα από τους γλυκούς τους τρόπους φαινόταν αυτή η ιδιαίτερη κτηνωδία, που τη δίνει η κυριαρχία μισοεύκολων πραγμάτων, όπου ασκείται η δύναμη και όπου η ματαιοδοξία διασκεδάζει, ο χειρισμός των αλόγων ράτσας και η συντροφιά των χαμένων γυναικών.

Τρία βήματα μακριά από την Έμμα ένας καβαλιέρος με γαλάζιο φράκο μιλούσε για την Ιταλία με μια ωχρή νέα γυναίκα, που φορούσε ένα κολιέ από μαργαριτάρια. Υμνούσαν το εύρος των κιόνων του Αγίου Πέτρου, για το Τίβολι, τον Βεζούβιο, το Καστελαμάρε και τις Κασίνες, τα ρόδα της Γένοβας, το Κολοσσαίο με το φεγγάρι. Η Έμμα άκουγε με το άλλο της αυτί μία συνομιλία γεμάτη από λέξεις που δεν καταλάβαινε. Περικύκλωναν πολλοί ένα νεότατο κύριο που την περασμένη βδομάδα είχε νικήσει τη «Μις Αραμπέλ» και τον «Ρωμύλο», και είχε κερδίσει δυο χιλιάδες λουδοβίκια, πηδώντας ένα χαντάκι στην Αγγλία. Ο ένας παραπονιόταν για τους ιππείς του που πάχαιναν, ένας άλλος για τα τυπογραφικά λάθη που είχαν καταντήσει αγνώριστο το όνομα του αλόγου του.

Ο αέρας του χορού ήταν βαρύς. Οι λάμπες είχαν χλομιάσει. Ο κόσμος χυνόταν στη σάλα του μπιλιάρδου. Ένας υπηρέτης ανέβηκε σε μια καρέκλα και έσπασε δύο τζάμια. Ο κρότος των σπασμένων γυαλιών έκανε την κυρία Μποβαρύ να γυρίσει το κεφάλι της, κι είδε στο περιβόλι, ακουμπισμένα στα τζάμια κάποια πρόσωπα χωρικών που κοίταζαν μέσα. Της ήρθε στο νου το Μπερτό. Αναθυμήθηκε το μετόχι, το λασπερό λιμνί, τον πατέρα της με την μπλούζα του κάτω από τις μηλιές· ξαναείδε τον εαυτό της όπως ήταν άλλοτε, που στο γαλακτοκομείο έπαιρνε με το δάχτυλό της το αφρόγαλα από τα αγγεία του γάλακτος. Αλλά στη λάμψη της σημερινής ζωής της, τα περασμένα, που ήταν τόσο ξάστερα ως τότε, σβήνονταν ολότελα, τόσο, που αμφέβαλλε αν πραγματικά τα 'χε ζήσει. Ήταν εκεί... κι έπειτα, γύρω απ' το χορό, απλωνόταν απάνω σε όλα τ' άλλα το σκοτάδι. Έτρωγε αυτή τη στιγμή ένα παγωτό με μαρασκίνο, που το βαστούσε με το αριστερό της χέρι μέσα σ' ένα ασημοχρυσωμένο κοχύλι, και μισόκλεινε τα μάτια, βαστώντας ανάμεσα στα δόντια της το κουταλάκι.

Μια κυρία σιμά της άφησε να πέσει χάμω η βεντάλια της. Ένας χορευτής περνούσε.

«Τι καλοσύνη που θα 'χετε, κύριε» του είπε η κυρία, «αν λαβαίνατε τον κόπο να μου σηκώσετε τη βεντάλια μου, που είναι πίσω από αυτό τον καναπέ!»

Ο κύριος έσκυψε, κι ενώ έκανε κίνημα ν' απλώσει το χέρι του, η Έμμα είδε τα δάχτυλα της νέας κυρίας που έριχναν στο καπέλο του ένα πράγμα άσπρο, τριγωνικά διπλωμένο. Ο κύριος τράβηξε έξω τη βεντάλια και την πρόσφερε με σέβας στην κυρία· εκείνη τον ευχαρίστησε μ' ένα κίνημα του κεφαλιού και βάλθηκε να μυρίζει την ανθοδέσμη της.

Έπειτα από το δείπνο, όπου ήταν άφθονα τα ισπανικά κρασιά και τα κρασιά του Ρήνου, οι καραβιδόσουπες και οι σούπες από γάλα αμυγδάλων, οι πουτίγκες αλά Τραφάλγκαρ και κάθε λογής κρέατα κρύα με πηχτές διάφορες ολόγυρα, που τρεμούλιαζαν μέσα στις πιατέλες, οι άμαξες, η μια κατόπι στην άλλη, άρχισαν να φεύγουνε. Παραμερίζοντας την άκρη του μπερντέ από μουσελίνα, έβλεπε κανείς να γλιστρά στο σκοτάδι το φως των φαναριών τους. Οι πάγκοι μισοάδειασαν, κάποιοι παίχτες απόμεναν ακόμα, οι μουσικοί με τη γλώσσα τους δρόσιζαν τα άκρα των δαχτύλων τους, ο Κάρολος μισοκοιμόταν με τη ράχη ακουμπισμένη σε μια πόρτα.

Κατά τις τρεις το πρωί το κοτιγιόν άρχισε. Η Έμμα δεν ήξερε να χορεύει βαλς. Όλος ο άλλος κόσμος χόρευε· ως και η δεσποινίς ντ' Αντερβιλιέ και η ίδια η μαρκησία· δεν είχαν μείνει στην έπαυλη παρά λίγοι μόνο καλεσμένοι, μια δωδεκαριά άτομα πάνω κάτω.

Ωστόσο, ένας από τους χορευτές, που τον ονόμαζαν με οικειότητα υποκόμη και που το γιλέκο του, πολύ ανοιχτό στο στήθος, φαινόταν σαν χυτό πάνω στο κορμί του, ήρθε για δεύτερη φορά να καλέσει την κυρία Μποβαρύ να χορέψει, βεβαιώνοντάς την πως θα την οδηγούσε και πως θα πήγαινε

Page 38: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

περίφημα.

Άρχισαν σιγά, πήγαν έπειτα πιο γρήγορα. Στριφογύριζαν. Όλα γύριζαν γύρω τους: οι λάμπες, τα έπιπλα, οι τοίχοι και το πάτωμα, σαν να 'ταν ένας δίσκος γύρω σ' έναν άξονα. Όταν περνούσαν σιμά στις πόρτες, το φόρεμα άγγιζε το παντελόνι του· τα πόδια τους πλέκονταν το 'να με τ' άλλο, κατέβαζε το βλέμμα του και την κοίταζε· ανέβαζε το δικό της· μια ζάλη την έπιασε και σταμάτησε. Ξανακίνησαν με γοργότερο κίνημα· ο υποκόμης την έσερνε μαζί του, και γίνηκε άφαντος μαζί της στην άκρη της στεγασμένης στοάς, όπου, μην έχοντας πια πνοή, κόντεψε να πέσει και για μια στιγμή στήριξε το κεφάλι της στο στήθος του. Και έπειτα, ολοστριφογυρίζοντας, αλλά σιγότερα τώρα, την οδήγησε πάλι στη θέση της· εκείνη στηρίχτηκε στον τοίχο κι έβαλε τα χέρια της μπροστά στα μάτια της.

Όταν άνοιξε πάλι τα μάτια, στη μέση του σαλονιού, μια κυρία καθισμένη σ' ένα στρογγυλό σκαμνί είχε εμπρός της γονατιστούς τρεις χορευτές. Διάλεξε τον υποκόμη και το βιολί ξανάρχισε.

Τους κοίταζαν όλοι, περνούσαν και ξανάρχονταν, εκείνη με το σώμα της ακίνητο, με το πηγούνι της χαμηλωμένο, κι αυτός πάντα στην ίδια στάση, με το κορμί του γυριστό, με τον αγκώνα στρογγυλεμένο, με το στόμα προς τα εμπρός. Εκείνη βέβαια ήξερε να χορεύει! Εξακολούθησαν για πολλή ώρα και κούρασαν όλους τους άλλους.

Συνομίλησαν ακόμα κάμποσες στιγμές, και αφού αποχαιρετίστηκαν, ή, καλύτερα, είπαν ο ένας στον άλλο την καλημέρα, οι καλεσμένοι πήγαν να κοιμηθούν.

Ο Κάρολος βαστιόταν από τα κάγκελα σαν να σερνόταν· τα πόδια του ήθελαν να μπουν μέσα στο κορμί του· είχε περάσει πέντε εξακολουθητικές ώρες ορθός μπροστά στα τραπέζια, κοιτάζοντας τους άλλους να παίζουν ουίστ, χωρίς να καταλαβαίνει τίποτα. Κι έτσι, αναστέναξε με μεγάλη ικανοποίηση όταν μπόρεσε να βγάλει τα στιβάλια του.

Η Έμμα έριξε ένα σάλι στις πλάτες του, άνοιξε το παράθυρο κι ακούμπησε με τους αγκώνες.

Η νύχτα ήταν μαύρη. Έπεφταν μερικές στάλες βροχής. Ανάπνευσε τον υγρό αέρα που της δρόσιζε τα βλέφαρα. Η μουσική του χορού βούιζε ακόμα στ' αυτιά της, κι εκείνη έκανε προσπάθειες για να μένει ακόμα ξύπνια και να παρατείνει έτσι την αυταπάτη εκείνης της ζωής της πολυτέλειας, που σε λίγο θα 'πρεπε να την παραιτήσει.

Τα χαράματα φάνηκαν. Κοίταξε τα παράθυρα των μεγάλων σπιτιών για πολλή ώρα, προσπαθώντας να μαντέψει ποιες ήταν οι κάμαρες όλων εκείνων που 'χε παρατηρήσει το βράδυ. Ήθελε να γνωρίζει τη ζωή τους, να μπει μέσα σ' αυτήν και να σβηστεί. Αλλά έτρεμε από το κρύο. Γδύθηκε και ρίχτηκε στο κρεβάτι, κολλώντας πάνω στον Κάρολο που κοιμόταν.

Ήταν πολύς κόσμος στο πρόγευμα. Το φαγητό δεν κράτησε παρά δέκα λεπτά. Δεν έφεραν καθόλου δυνατά πιοτά, πράγμα που έκανε το γιατρό να παραξενευτεί. Έπειτα η δεσποινίς ντ' Αντερβιλιέ μάζεψε τα υπόλοιπα από τις φραντζόλες σ' ένα καλάθι για να τα πάει στους κύκνους της λιμνούλας, και όλοι πήγαν να κάνουν έναν περίπατο στο θερμοκήπιο όπου υπήρχαν παράξενα φυτά, γεμάτα άγριες τρίχες, που κατέβαιναν μέσα από κρεμαστές γλάστρες, παρόμοιες με φωλιές φιδιών, που άφηναν να πέφτουν από τα χείλη τους μακριά πράσινα περιπλεγμένα κορδόνια. Το θερμοκήπιο των πορτοκαλιών έφτανε σκεπαστό ως τις κατοικίες της υπηρεσίας. Ο μαρκήσιος, για να διασκεδάσει τη νέα γυναίκα, την οδήγησε στους στάβλους. Πάνω από τα παχνιά, που ήταν σαν καλάθια, πλάκες από πορσελάνη είχαν γραμμένα με μαύρα γράμματα το όνομα των αλόγων. Κάθε ζώο αναταραζόταν, χτυπώντας τη γλώσσα του όταν περνούσαν από σιμά του. Το πάτωμα του σκευοφυλακίου έλαμπε στο μάτι σαν το παρκέτο ενός σαλονιού. Τα χάμουρα των αμαξών ήταν τοποθετημένα στη μέση, κρεμασμένα από δυο κολόνες περιστρεφόμενες, και τα χαλινάρια, οι μάστιγες, οι αναβατήρες, οι

Page 39: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

καδενίτσες ήταν βαλμένα στη γραμμή κρεμασμένα στον τοίχο.

Ο Κάρολος ωστόσο είχε πάει να παρακαλέσει έναν υπηρέτη να του ζέψει τη σούστα του. Την έφεραν μπροστά στην αναβάθρα, και αφού φορτώθηκαν όλες οι αποσκευές, το ζεύγος Μποβαρύ χαιρέτησε με όλες τις ευγένειες το μαρκήσιο και τη μαρκησία και ξανάφυγε για την Τοστ.

Η Έμμα σιωπηλή κοίταζε να γυρίζουν οι ρόδες. Ο Κάρολος καθισμένος στην άκρη άκρη, κυβερνούσε το άλογο με ανοιχτά χέρια, και το μικρό αλογάκι τροχάνιζε το ανοιχτό του περπάτημα ανάμεσα στα δυο ξύλα, που ήταν πάρα πολύ πλατιά για το ανάστημά του. Τα λουριά, τεντωμένα, χτυπούσαν πάνω στα καπούλια του και μούσκευαν από τον αφρό, και το κουτί, δεμένο με σκοινί πίσω από τη σούστα, έδινε στην κάσα του αμαξιού μεγάλα κανονικά χτυπήματα.

Είχαν φτάσει στα περίχωρα της Τιμπουρβίλ, όταν έξαφνα πέρασαν εμπρός τους γελώντας κάποιοι ιππείς με το πούρο στο στόμα. Η Έμμα πίστεψε πως αναγνώρισε τον υποκόμη. Έστρεψε το πρόσωπό της και δεν είδε στα ουρανοθέμελα παρά την κίνηση κάποιων κεφαλιών, που χαμήλωναν κι ανέβαιναν σύμφωνα με τον ανώμαλο ρυθμό του τροχανισμού ή της πιλάλας των αλόγων.

Ένα μίλι στερνότερα χρειάστηκε να σταματήσουν, για να φτιάξουν με το σκοινί το λουρί του αναποδισμού που 'χε σπάσει.

Ο Κάρολος, καθώς έριχνε μια τελευταία ματιά στα λουριά, είδε καταγής κάτι, ανάμεσα στα πόδια του αλόγου, έσκυψε και σήκωσε μια ταμπακέρα όλη περιτριγυρισμένη από πράσινο μετάξι με οικόσημα στη μέση, σαν τις πόρτες των αμαξών.

«Έχει μάλιστα και δυο πούρα μέσα» είπε· «θα 'ναι για απόψε, έπειτα από το δείπνο».

«Μα καπνίζεις λοιπόν;» τον ρώτησε.

«Καμιά φορά, όταν παρουσιαστεί η ευκαιρία».

Έβαλε το εύρημά του στην τσέπη του και μαστίγωσε το αλογάκι που ήταν έτοιμο. Όταν έφτασαν στο σπίτι, το δείπνο δεν ήταν ακόμα έτοιμο. Η κυρία ενοχλήθηκε. Η Ναστασία τής απάντησε με αυθάδεια.

«Να φύγεις» της είπε η Έμμα. «Αυτό είναι περιγέλιο. Σε διώχνω!»

Είχαν για δείπνο σούπα με κρεμμύδια κι ένα κομμάτι μοσχάρι με ξινήθρα. Ο Κάρολος, καθισμένος μπρος στην Έμμα, είπε τρίβοντας τα χέρια του με ύφος ευτυχισμένο:

«Είναι ευχάριστο να βρίσκεται κανείς στο σπίτι του».

Άκουγαν τη Ναστασία που έκλαιγε. Αυτός αγαπούσε αυτή τη δύστυχη γυναίκα. Άλλοτε του 'χε κρατήσει συντροφιά πολλές βραδιές, στη μονοτονία της χηρείας του. Είχε σταθεί η πρώτη του πελάτισσα, ήταν η πιο παλιά γνωριμία του στον τόπο.

«Λοιπόν, την έδιωξες μια και καλή;» είπε τέλος.

«Και ποιος θα μ' εμποδίσει;» του απάντησε.

Έπειτα πήγαν να ζεσταθούν στο μαγερειό, ενώ ετοιμαζόταν η κάμαρά τους. Ο Κάρολος βάλθηκε να καπνίζει. Κάπνιζε προβάλλοντας τα χείλη του, φτύνοντας κάθε στιγμή, κάνοντας πίσω σε κάθε ρουφηξιά.

Page 40: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Θα σου κάμει κακό!» του 'πε με περιφρόνηση.

Ακούμπησε το πούρο του κι έτρεξε να πιει ένα ποτήρι νερό κρύο στην τρόμπα. Η Έμμα έδραξε την πουροθήκη και την πέταξε ζωηρά στο βάθος του ντουλαπιού.

Η επόμενη μέρα άργησε να περάσει· περπάτησε στο περιβολάκι της, περνώντας και ξαναπερνώντας από τους ίδιους δρομίσκους, σταματώντας πάντα μπροστά στις ίδιες βραγιές, μπροστά στα οπωρόδεντρα που ήταν απλωμένα στους τοίχους, μπροστά στον γύψινο παπά, κοιτάζοντας σαν με απορία όλα εκείνα τα πράγματα, τα πρώτα, που τα γνώριζε τόσο καλά. Πώς ο χορός της φαινόταν μακριά! Ποιος, λοιπόν, ξεχώριζε σε τόσο μακρινή απόσταση το προχθεσινό πρωί και την αποψινή βραδιά; Το ταξίδι στη Βομπισάρ είχε κάνει μια τρύπα στη ζωή της, με τον ίδιο τρόπο που η θεομηνία, σε μια και μόνη νυχτιά, ανοίγει κάποτε σκισμές βαθιές στα βουνά. Αλλά υποτάχθηκε, ωστόσο, στην τύχη· έκλεισε μ' ευλάβεια στον κομό της το ωραίο της φόρεμα, καθώς και τα ατλαζένια παπούτσια της, που η σόλα τους είχε κιτρινίσει από το γυαλιστερό κερί του παρκέτου. Η καρδιά της ήταν σαν εκείνα. Είχε ακροτριφτεί με τα πλούτη και απόμενε πάνω της κάτι που δε θα σβηνόταν.

Ήταν, λοιπόν, μια ασχολία για την Έμμα να θυμάται αυτό το χορό. Κάθε που ξαναρχόταν η Τετάρτη, έλεγε με το νου της ξυπνώντας: «Αχ! Οχτώ μέρες πίσω... δεκαπέντε μέρες πίσω... είκοσι δύο μέρες πίσω ήμουν εκεί!» Και λίγο λίγο, οι φυσιογνωμίες συγχύζονταν στη μνήμη της, λησμόνησε τις καντρίλιες, δεν είδε πια τόσο ξάστερα τις στολές των υπηρετών και τις κάμαρες· κάποιες μικρολεπτομέρειες αφανίστηκαν, αλλά ο κρυφός πόνος απόμενε μέσα της.

Page 41: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

9

Συχνά, όταν ο Κάρολος έβγαινε, πήγαινε κι έπαιρνε τη μεταξωτή πράσινη πουροθήκη από το ντουλάπι, ανάμεσα από τις δίπλες των ασπρόρουχων, όπου την είχε αφήσει.

Την κοίταζε, την άνοιγε, μύριζε κιόλας τη μυρωδιά της φόδρας της, που ανάδινε ένα άρωμα καπνού και βερβένας. Ποιανού ήταν;... Του υποκόμη!... Ήταν ίσως κάποιο χάρισμα της ερωμένης του. Του 'χαν κεντήσει το μετάξι ίσως σε κάποιο τελάρο από μαόνι, ένα κομψό μικρό έπιπλο, που το 'κρυβε ίσως εκείνη απ' όλα τα μάτια, που της είχε πάρει ώρες πολλές, και όπου είχαν σκύψει τα τρυφερά σγουρά μαλλιά της σκεπτικής εργάτριας· κάθε βελονιά είχε καρφώσει πάνω εκεί μία ελπίδα της ή ένα ενθύμιό της, και όλες εκείνες οι μεταξωτές κλωστές, που περιπλέκονταν η μία με την άλλη, δεν ήταν παρά η αδιάκοπη συνέχεια του ίδιου σιωπηλού πάθους. Κι έπειτα, ο υποκόμης ένα πρωί την είχε σηκώσει μαζί του. Για τι είχαν μιλήσει, όταν εκείνος στεκόταν όρθιος στο τζάκι, ανάμεσα στους πλατιούς παραστάτες και στα ρολόγια της εποχής της Πομπαντούρ; Αυτή τώρα ήταν στην Τοστ, κι εκείνος στο Παρίσι· εκεί κάτω! Πώς ήταν άραγε αυτό το Παρίσι; Τι όνομα ακαταμέτρητο! Το ξανάλεγε πολλές φορές χαμηλόφωνα για ευχαρίστησή της· σήμαινε στ' αυτιά της σαν η μεγάλη καμπάνα ενός καθεδρικού ναού, έλαμπε μπροστά στα μάτια της ως και από τις επιγραφές των μπουκαλιών της πομάδας της.

Τη νύχτα, όταν οι ψαροπουλητές με τις σούστες τους περνούσαν κάτω από τα παράθυρά της τραγουδώντας τη Μαργιολέν, ξυπνούσε, και ακούγοντας τον κρότο από τις σιδεροτορνισμένες ρόδες, που στο έβγα του χωριού σβηνόταν στο χώμα, έλεγε με το νου της: «Θα 'ναι εκεί αύριο».

Και τους ακολουθούσε με τη σκέψη της, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας τις ράχες, περνώντας χωριά, σχίζοντας το μεγάλο δρόμο με την αστροφεγγιά. Έπειτα από ένα αόρατο διάστημα βρισκόταν ένας τόπος, ασύστατος, όπου ξυπνούσε τ' όνειρό της.

Αγόρασε έναν τοπογραφικό χάρτη του Παρισιού και με το άκρο του δαχτύλου της έκανε δρόμους στην πρωτεύουσα. Ανέβαινε τα βουλεβάρτα σταματώντας σε κάθε γωνιά, ανάμεσα στις γραμμές των δρόμων, μπρος στα λευκά τετράγωνα που παρασταίνουν τα σπίτια. Τα μάτια της κουράζονταν στο τέλος, έκλεινε τα βλέφαρα κι έβλεπε μέσα στα σκοτάδια να συντρίβονται του γκαζιού τα φανάρια, με τις αναβάθρες των αμαξών, που ξετυλίγονταν με μεγάλο πάταγο μπρος στα περιστύλια των θεάτρων.

Γράφτηκε συνδρομήτρια στην Corbeille, εφημερίδα των γυναικών, και στην Sylphe des Salons (Συλφίδα των σαλονιών). Διάβαζε με απληστία, χωρίς ν' αφήνει λέξη, όλες τις περιγραφές των πρώτων παραστάσεων, των ιπποδρομιών και των υποδοχών, ενδιαφερόταν για την πρώτη εμφάνιση μιας τραγουδίστριας, για το άνοιγμα ενός καινούριου μαγαζιού. Γνώριζε τις καινούριες μόδες, το δρόμο και τον αριθμό που ήταν οι καλύτεροι ράφτες, τις ημέρες του περιπάτου στο δάσος της Βουλώνης και των παραστάσεων της Όπερας. Μελέτησε στα μυθιστορήματα του Ευγένιου Συ τις περιγραφές των επίπλων, διάβασε Μπαλζάκ και Γεωργία Σάνδη, ζητώντας ένα φανταστικό χόρτασμα στις ατομικές της επιθυμίες. Ως και στο τραπέζι έφερνε το βιβλίο της και γύριζε τις σελιδούλες, ενώ ο Κάρολος έτρωγε μιλώντας της. Η θύμηση του υποκόμη της ξαναρχόταν στο νου πάντα όταν διάβαζε. Μεταξύ εκείνου και των ψεύτικων προσώπων εκείνη έβρισκε ομοιότητες. Αλλά ο κύκλος, που αυτός ήταν το κέντρο του, σιγά σιγά πλάτυνε γύρω του, και αυτός ο φωτοστέφανος που 'χε γύρω στο κεφάλι ξεμάκρυνε απ' αυτόν και απλώθηκε πιο πέρα, φωτίζοντας άλλα όνειρα.

Το Παρίσι, μεγαλύτερο από τον ωκεανό, φάνταζε λοιπόν στα μάτια της Έμμας μέσα σε μια ασημόχρυση ατμόσφαιρα. Η πολυποίκιλη ζωή που ανακατευόταν μέσα σ' εκείνο το σάλο, ήταν ωστόσο διαιρεμένη σε μέρη, καταλογισμένη σε πίνακες διαφορετικούς τον έναν από τον άλλο. Η Έμμα δε διέκρινε παρά δυο ή τρεις που της έκρυβαν όλους τους άλλους, και που παράσταιναν αυτοί

Page 42: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

και μόνοι ολόκληρη την ανθρωπότητα. Ο κόσμος των πρεσβευτών βάδιζε πάνω σε πατώματα γυαλισμένα, μέσα σε σαλόνια με τους τοίχους σκεπασμένους με καθρέφτες, γύρω σε στρογγυλά τραπέζια στρωμένα με κατιφένια χαλιά με χρυσές φούντες. Εκεί μέσα θα 'βλεπε κανείς φουστάνια με ουρά, μεγάλα μυστήρια, στεναχώριες κρυμμένες κάτω από χαμόγελα. Ερχόταν έπειτα η κοινωνία των δουκισσών. Όλοι είχαν ωχρή όψη· σηκώνονταν στις τέσσερις το απόγευμα. Οι γυναίκες —τα καημένα τ' αγγελούδια!— φορούσαν αγγλικές δαντέλες στον ποδόγυρο του φουστανιού τους, και οι άντρες, παραγνωρισμένες ικανότητες, κάτω από ένα μηδαμινό εξωτερικό, έσκαζαν τα άλογά τους για να γλεντούν, περνούσαν το καλοκαίρι τους στη Βάδη, και όταν πατούσαν τα σαράντα, παντρεύονταν πλούσιες κληρονόμους. Στα ιδιαίτερα μικρά δωμάτια των εστιατορίων, όπου δειπνά ο κόσμος έπειτα από τα μεσάνυχτα, γελούσε κάτω από το φως των κεριών ένα πολυποίκιλο πλήθος ανθρώπων των γραμμάτων και γυναικών του θεάτρου. Αυτοί ήταν σπάταλοι σαν βασιλιάδες, γεμάτοι ιδανικές φιλοδοξίες και φανταστικά παραληρήματα. Είχαν μια ζωή ανώτερη από των άλλων ανθρώπων, μεταξύ ουρανού και γης, μέσα στα δρολάπια, κάτι πολύ υψηλό. Όσο για τον επίλοιπο κόσμο, ήταν σαν χαμένος, χωρίς ορισμένη θέση και σαν να μην υπήρχε. Τα πράγματα κιόλας, όσα της ήταν πραγματικά τριγύρω της, η πληκτική εξοχή, οι ηλίθιοι νοικοκυραίοι, η μετριότητα της ζωής, της φαίνονταν στον κόσμο σαν εξαίρεση, ένα ιδιαίτερο τυχερό που της είχε λάχει εκείνης, ενώ απόπερα απλωνόταν, όσο το μάτι μπορούσε να δει, ο άπειρος τόπος της ευτυχίας και του πάθους. Σύγχυζε, στην επιθυμία της, την ηδονική απόλαυση της πολυτέλειας με τις χαρές της καρδιάς, τις όμορφες συνήθειες με τη λεπτότητα του αισθήματος. Δεν είχε ανάγκη και ο έρωτας, όπως τα ινδικά φυτά, από μια γη προετοιμασμένη από μια ιδιαίτερη θερμοκρασία; Οι στεναγμοί στο φως του φεγγαριού, τα πολύωρα αγκαλιάσματα, τα δάκρυα που τρέχουν πάνω στα παραλυμένα χέρια, όλοι οι πυρετοί της σάρκας και το λίγωμα της τρυφερότητας δεν μπορούσαν λοιπόν να χωριστούν από τα μπαλκόνια των μεγάλων επαύλεων, που είναι γεμάτα κάθε λογής άνεση, από τα κρυφά σαλονάκια με τους μεταξωτούς μπερντέδες και τα πολύ χνουδωτά χαλιά, με ανθοδόχες γεμάτες λουλούδια, μ' ένα κρεβάτι στημένο πάνω σε μια εξέδρα, κι ούτε, τέλος, από το σπιθήρισμα των πετραδιών και από τα κεντήματα της στολής της υπηρεσίας.

Το αγόρι του ταχυδρομείου, που κάθε πρωί ερχόταν να περιποιηθεί τη φοράδα, διάβαινε από το διάδρομο με τα χοντρά του τσόκαρα. Η μπλούζα του ήταν τρύπια· τα πόδια του ήταν γυμνά μέσα στα παπούτσια του. Αυτός ήταν το παιδόπουλο με τη στολή και το κοντό παντελόνι, που μ' αυτό έπρεπε να ευχαριστηθεί για την ώρα. Όταν τελείωνε η δουλειά του, δεν ξαναρχόταν πια όλη την ημέρα, γιατί ο Κάρολος, ξαναγυρίζοντας, έβαζε ο ίδιος το άλογό του στο στάβλο, του 'βγαζε τη σέλα, του φορούσε το καπίστρι, ενώ η υπηρέτρια έφερνε μια αγκαλιά άχυρο και το έριχνε όπως μπορούσε μέσα στο παχνί.

Για να αντικαταστήσει τη Ναστασία, που τέλος πάντων έφυγε από την Τοστ χύνοντας ένα ποτάμι δάκρυα, η Έμμα πήρε υπηρέτρια ένα κορίτσι δεκατεσσάρων χρόνων, ορφανό και με γλυκιά φυσιογνωμία. Την εμπόδισε να φορέσει βαμβακερή σκούφια, της δίδαξε να μιλά σε τρίτο πρόσωπο, να φέρνει το ποτήρι με το νερό πάνω σ' ένα πιάτο, να χτυπάει την πόρτα πριν μπει μέσα, την έμαθε να σιδερώνει, να κολλαρίζει, να την ντύνει, ήθελε να την κάνει καμαριέρα της. Η νέα υπηρέτρια άκουγε χωρίς να μουρμουρίζει για να μην τη διώξουν, και επειδή η κυρία συνήθιζε ν' αφήνει τα κλειδιά της πάνω στον μπουφέ, η Ευτυχία, κάθε βράδυ, έπαιρνε λιγάκι ζάχαρη και την έτρωγε μόνη της στο κρεβάτι, αφού έκανε την προσευχή της.

Το απόγευμα πήγαινε κάπου κάπου να κουβεντιάσει στο απέναντι σπίτι με τους ιππείς του λεωφορείου. Η κυρία καθόταν πάνω, στα δωμάτιά της. Φορούσε για το σπίτι μια ρόμπα που άφηνε να φαίνεται, ανάμεσα στο αναδίπλωμα του στηθόδεσμού της, ένα σουφρωτό ζιπουνάκι με τρία χρυσά κουμπιά. Η ζώνη της ήταν ένα πλεχτό σκοινί με μεγάλα βολάνια, και οι μικρές παντούφλες, σε χρώμα ροδί, είχαν μια μεγάλη δέσμη από κορδέλες που απλώνονταν γύρω στο στραγάλι· είχε αγοράσει ένα στυπόχαρτο, ένα χαρτοφύλακα, μια πένα και φακέλους, αν και δεν είχε κανέναν για να του γράψει, ξεσκόνιζε τα ράφια της, κοιταζόταν στον καθρέφτη, έπιανε ένα βιβλίο, έβλεπε ονείρατα ανάμεσα στις γραμμές του και το άφηνε να πέφτει στα γόνατά της. Επιθυμούσε να κάνει ταξίδια ή να

Page 43: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

γυρίσει για να ζήσει στο μοναστήρι της. Ευχόταν στον εαυτό της να πεθάνει, μαζί και να κατοικεί στο Παρίσι.

Ο Κάρολος, με χιόνια και με βροχή, διάβαινε καβαλάρης τα παραδρόμια· έτρωγε αυγά χτυπητά στα τραπέζια των μετοχιών, έμπαζε το χέρι του μέσα σε υγρά κρεβάτια, δεχόταν στο πρόσωπό του το χλιαρό πιτσίλισμα από το αίμα που έβγαζε, ακροαζόταν τα ρόχαλα, εξέταζε τις λεκάνες, ξεδίπλωνε πολλά λερωμένα ασπρόρουχα, αλλά έβρισκε κάθε βράδυ μια φωτιά αναμμένη καλά, το τραπέζι στρωμένο, μαλακά έπιπλα και μια γυναίκα ομορφοντυμένη, ωραία, που μοσχοβολούσε από δροσιά, τόσο, που κανείς δεν ήξερε από πού ερχόταν εκείνη η μυρωδιά κι αν δεν ήταν το ίδιο το δέρμα της που αρωμάτιζε το πουκάμισό της.

Τον μάγευε μ' ένα πλήθος αβρότητες. Πότε κατασκεύαζε για τα σεμντάνια ένα καινούριο είδος από χάρτινους κηροδόχους, πότε άλλαζε τον ποδόγυρο του φουστανιού της, πότε έδινε ένα όνομα ασυνήθιστο σ' ένα απλούστατο φαγητό, που η υπηρέτρια μάλιστα το 'χε χαλάσει, μα που ο Κάρολος το κατάπινε με ευχαρίστηση ως την ύστερη μπουκιά του. Στη Ρουέν είδε κυρίες που στα βραχιόλια τους κρέμονταν ένα σωρό χρυσά μικροπράγματα· αγόρασε κι εκείνη από τα ίδια. Θέλησε να 'χει πάνω στο τζάκι δυο μεγάλα βάζα από γαλάζιο γυαλί, έπειτα μια θήκη για τα σύνεργα του εργόχειρου με μια δαχτυλήθρα μέσα, από χρυσωμένο ασήμι. Όσο λιγότερο ο Κάρολος καταλάβαινε αυτές τις πολυτέλειες, τόσο περισσότερο τον γοήτευαν. Πρόσθεταν κάτι στην ευχαρίστηση των αισθήσεών του και στη γλυκύτητα του σπιτιού του. Ήταν σαν χρυσή άμμος που έστρωνε ολόκληρο το στενό μικρό μονοπάτι της ζωής του.

Ήταν καλά, είχε καλή όψη· η φήμη του ήταν τελείως αποκαταστημένη. Οι συγχωριανοί τον αγαπούσαν γιατί δεν ήταν περήφανος. Χάιδευε τα παιδάκια· δεν έμπαινε ποτέ στις ταβέρνες· και κέρδισε την εμπιστοσύνη τους εξαιτίας της ηθικότητάς του. Πετύχαινε προπάντων θεραπεία της καταρροής και των ασθενειών του στήθους. Έχοντας μεγάλο φόβο μήπως σκότωνε τον κόσμο του, πραγματικά ο Κάρολος δε διόριζε παρά ησυχαστικά σιρόπια, κάπου κάπου ένα εμετικό, ένα ποδόλουτρο ή τις βδέλλες. Δε φοβόταν καθόλου να χειρουργεί· όχι! Άρπαζε άνετα τους ανθρώπους, σαν άλογα, κι είχε χέρι σιδερένιο όταν έβγαζε κάποιο δόντι.

Τέλος, για να είναι ενήμερος στην επιστήμη του, γίνηκε συνδρομητής της Ruche Médical (Ιατρική Κυψέλη), περιοδικού που 'χε πρωτοφανεί αυτό τον καιρό και που 'χε λάβει την ειδοποίηση για την έκδοσή του. Διάβαζε λιγάκι το βράδυ έπειτα από το φαγητό του, αλλά η ζέστη της κάμαρας μαζί και η χώνεψη τον αποκοίμιζαν ύστερα από πέντε λεπτά, και απόμενε εκεί με το πηγούνι ακουμπισμένο στα δυο του χέρια και με τα μαλλιά απλωμένα σαν μια χαίτη έως το πόδι της λάμπας. Η Έμμα τον κοίταζε και σήκωνε τους ώμους της. Γιατί δεν είχε πάρει τουλάχιστο για άντρα της έναν από τους ανθρώπους με σιωπηλή φλόγα, από κείνους που εργάζονται τη νύχτα στα βιβλία, και που φορούν, τέλος, όταν πατήσουν τα εξήντα κι έρχεται η ηλικία των ρευματισμών, ένα σταυρό πάνω στο κακοκαμωμένο φράκο τους! Θα ήθελε το όνομα εκείνο του Μποβαρύ, που ήταν και δικό της, να δοξαστεί, να φαινόταν στις προθήκες των βιβλιοπωλείων, τυπωμένο στις εφημερίδες, γνωστό σε όλη τη Γαλλία. Μα ο Κάρολος δεν είχε καμία φιλοδοξία! Ένας γιατρός του Υβετό, που μαζί είχαν κάνει συμβούλιο, τον είχε ταπεινώσει λιγάκι σιμά στο ίδιο το κρεβάτι του αρρώστου και μπρος στους συναθροισμένους συγγενείς του. Ο Κάρολος της διηγήθηκε το βράδυ την ιστορία αυτή· η Έμμα θύμωσε πάρα πολύ μ' αυτό το συνάδελφο· ο Κάρολος συγκινήθηκε· τη φίλησε τρυφερά στο μέτωπο μ' ένα δάκρυ. Αλλά εκείνη ήταν φουρκισμένη από την ντροπή, ήθελε να τον χτυπήσει, πήγε στο διάδρομο, άνοιξε το παράθυρο κι ανάπνευσε το δροσερό αέρα για να ησυχάσει.

«Τι μικρός άνθρωπος, τι μικρός άνθρωπος!» έλεγε χαμηλόφωνα στον εαυτό της, δαγκώνοντας τα χείλη της.

Αισθανόταν κιόλας τον εαυτό της ερεθισμένο εξαιτίας του. Με την ηλικία οι τρόποι του γίνονταν

Page 44: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

χοντροί. Στο τέλος του φαγητού έκοβε κομμάτια φελλού από τις άδειες μπουκάλες· έπειτα από το φαγητό περνούσε τη γλώσσα του πάνω στα δόντια του· καταπίνοντας το ζουμί, σε κάθε ρουφηξιά, έκανε ένα κρώξιμο με τη γλώσσα, κι επειδή άρχιζε να παχαίνει, τα μάτια του, που ήταν μικρά από φυσικού τους, φαίνονταν πως ανέβαιναν προς τα μηλίγγια μέσα από τα πρησμένα μάγουλά του.

Η Έμμα κάποτε έβαζε μέσα στο γιλέκο του το κόκκινο περιγύρισμα της φανέλας του, του διόρθωνε τη γραβάτα ή έριχνε κατά μέρος τα ξεθωριασμένα γάντια του, που ήταν έτοιμος να τα φορέσει· νόμιζε πως δεν το έκανε για κείνον αλλά για τον εαυτό της, από ένα άπλωμα του εγωισμού της, από νευρικό πείραγμα. Κάποτε κιόλας του μιλούσε για πράγματα που 'χε διαβάσει, σαν να πούμε για κάποιο μέρος ενός ρομάντσου, για ένα νέο έργο ή για κάποιο ανέκδοτο αυτού του μεγάλου κόσμου, που το διηγιόταν μια επιφυλλίδα, γιατί τέλος πάντων ο Κάρολος ήταν κάποιος, είχε το αυτί του πάντα ανοιχτό, είχε έτοιμο πάντα κάποιο έπαινο. Εκμυστηρευόταν πολλά στο λαγωνικό της. Το ίδιο έκανε με τη δουλειά του τζακιού και με το εκκρεμές του ρολογιού.

Στο βάθος της ψυχής της, όμως, πρόσμενε πάντα κάποιο περιστατικό. Καθώς οι ναύτες στη στενοχώρια, όμοια κι εκείνη περιέφερε απελπισμένο το βλέμμα της στη μοναξιά της ζωής της, ζητώντας στα μακρινά κάποιο λευκό πανί μέσα στην καταχνιά του ορίζοντα. Δεν ήξερε ποια θα ήταν αυτή η συγκυρία, τον αέρα που θα την έσπρωχνε προς αυτή, σε ποια παραλία θα την έκανε ν' αράξει, αν ήταν βάρκα μόνο ή φρεγάτα με τρεις κουβέρτες, φορτωμένη μικρές στενοχώριες ή χαρές έως τις μπουκαπόρτες. Αλλά κάθε πρωί που ξυπνούσε, έλπιζε για την ημέρα που άρχιζε, και αφουγκραζόταν κάθε θόρυβο, σηκωνόταν μ' ένα πήδημα, παραξενευόταν που δεν ήταν εμπρός της· έπειτα, την ώρα που έδυε ο ήλιος, πιο περίλυπη, πάντα επιθυμούσε να 'ταν κιόλας η αυριανή.

Η άνοιξε ξανάρθε. Με τις πρώτες ζέστες, όταν οι αχλαδιές άνθισαν, της έλειψε η πνοή.

Άμα πάτησε ο Ιούλιος, βάλθηκε να μετρά στα δάχτυλα τις βδομάδες που έπρεπε ακόμα να περάσουν για να φτάσει ο Οκτώβρης, με την ιδέα πως ο μαρκήσιος ντ' Αντερβιλιέ θα 'δινε, ίσως, πάλι ένα χορό στη Βομπισάρ. Αλλά ο Σεπτέμβρης πέρασε ολόκληρος χωρίς να λάβει γράμμα κανένα, χωρίς καμία βίζιτα. Έπειτα από αυτή την απογοήτευση, η καρδιά της έμεινε πάλι αδειανή και ξανάρχισε η σειρά των ίδιων ημερών. Θα εξακολουθούσαν, λοιπόν, μ' αυτό τον τρόπο η μία κατόπιν της άλλης, πάντα όμοιες, αμέτρητες, χωρίς να φέρνουν τίποτα! Οι άλλες ζωές, όσο αδιάφορες κι αν ήταν, είχαν όμως την πιθανότητα κάποιου περιστατικού. Κάποιο τυχερό έφερνε κατόπι του άπειρες περιπέτειες και άλλαζε τα πράγματα. Αλλά γι' αυτήν τίποτα δεν ερχόταν. Ο Θεός το 'χε θελήσει! Ό,τι θα ερχόταν, έμοιαζε μ' ένα κατάμαυρο διάδρομο που στο βάθος του είχε καλά κλειδωμένη την πόρτα του.

Εγκατέλειψε τη μουσική. Γιατί να παίζει; Ποιος θα την άκουγε; Αφού δε θα μπορούσε ποτέ, ντυμένη με βελουδένιο φόρεμα με κοντά μανίκια, σ' ένα πιάνο του Εράρ σε μια συναυλία, χτυπώντας με τα ελαφρά της δάχτυλα τα ελεφαντένια κόκαλα, να αισθανθεί, σαν μια αύρα τριγύρω της, το εκστατικό μουρμούρισμα, δεν άξιζε τον κόπο να κουράζεται μελετώντας. Αμέλησε στο ντουλάπι της τα χαρτόνια της ζωγραφικής και το κέντημα. Για ποιο σκοπό; Το ράψιμο την εκνεύριζε. «Τα διάβασα όλα» έλεγε με το νου της. Κι έμενε άνεργη, κοιτάζοντας τις μασιές να κοκκινίζουν ή τη βροχή να πέφτει.

Πόσο ήταν περίλυπη την Κυριακή, όταν σήμαιναν τον εσπερινό! Άκουγε, βυθισμένη σ' ένα προσεχτικό απομώραμα, να σημαίνουν ένας ένας οι ήχοι της καμπάνας. Κάποιος γάτος πάνω στις σκεπές, αργοπερπατώντας, καμάρωνε τη ράχη του στις ωχρές αχτίνες του ήλιου. Ο αέρας στο μεγάλο δρόμο σήκωνε σύννεφα σκόνης. Μακριά, κάποτε, ένας σκύλος ούρλιαζε και η καμπάνα, βαστώντας το ρυθμό της, εξακολουθούσε το μονότονο λάλημα που χανόταν στους κάμπους.

Ωστόσο, ο κόσμος έβγαινε από την εκκλησία. Οι γυναίκες με τα γυαλιστερά τσόκαρα, οι χωριάτες με την καινούρια μπλούζα τους, τα παιδάκια ξεσκούφωτα χοροπηδούσαν μπροστά τους, όλοι ξαναπήγαιναν στο σπίτι. Και ως την ώρα που νύχτωνε, πέντε έξι άνθρωποι, οι ίδιοι, απόμεναν κι

Page 45: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

έπαιζαν το τόπι μπροστά στη μεγάλη πόρτα του καπηλειού.

Ο χειμώνας είχε περάσει κρύος. Τα τζάμια κάθε αυγή βρίσκονταν φορτωμένα πάχνη, και το ασπριδερό φως, που περνούσε μέσα από τον πάγο σαν μέσα από τροχισμένα κρύσταλλα, δεν άλλαζε κάποτε όλη την ημέρα. Από τις τέσσερις το απόγευμα έπρεπε ν' ανάψουν τη λάμπα.

Τις μέρες που έκανε καλό καιρό κατέβαινε στον κήπο. Η δροσούλα άφηνε πάνω στα φύλλα των κραμπιών ασημένιες δαντέλες με μακριά νήματα, που απλώνονταν από το ένα κραμπί στο άλλο. Δεν ακουγόταν πουλί κανένα. Όλα φαίνονταν αποκοιμημένα, τα οπωρόδεντρα σιμά στον τοίχο ήταν σκεπασμένα με άχυρο, και το κλήμα ήταν σαν ένα μεγάλο φίδι άρρωστο, κάτω από την προστασία του τοίχου, όπου πλησιάζοντας έβλεπε κανείς να σέρνονται οι κουβαρίδες με τα πολλά ποδάρια. Κάτω από τα έλατα, σιμά στο φράχτη, ο παπάς με το τρίγωνο καπέλο του που διάβαζε τη σύνοψή του, είχε χάσει το δεξί του πόδι· και ο γύψος, που ξεφτούσε από την παγωνιά, είχε κάμει πάνω στο πρόσωπό του κηλίδες από λευκή ψώρα.

Έπειτα ανέβαινε πάλι στο σπίτι, έκλεινε την πόρτα, μισοσκέπαζε τα κάρβουνα, και λιγωμένη από τη ζέστη της φωτιάς, αισθανόταν να πέφτει απάνω της μια πιο βαριά βαρυθυμιά. Θα κατέβαινε μ' ευχαρίστηση να κουβεντιάσει με την υπηρέτρια, αλλά μια συστολή την κρατούσε.

Κάθε μέρα, την ίδια ώρα, ο δάσκαλος του σχολείου με το μεταξωτό μαύρο σκούφο του άνοιγε τα παντζούρια του σπιτιού του, και ο δασοφύλακας περνούσε με το σπαθί του ζωσμένο πάνω από την μπλούζα του. Βράδυ και πρωί, τα άλογα τής ταχυδρομικής άμαξας διάβαιναν τρία τρία το δρόμο για να πιουν νερό στη λούμπα. Κάπου κάπου, η πόρτα ενός καπηλειού που άνοιγε έκανε να σημαίνει το κουδούνι της, κι όταν φυσούσε άνεμος, άκουγε να τρίζουν στις δυο κρεμάστρες του οι μικρές χαλκωματένιες λεκάνες του κουρέα, που ήταν σαν έμβλημα του μαγαζιού του. Είχε κολλήσει για στολίδι σ' ένα τζάμι μια εικόνα από παλιές μόδες, και μία κέρινη προτομή γυναίκας, που τα μαλλιά της ήταν κίτρινα. Ως και ο κουρέας παραπονιόταν για τη θυσιασμένη ζωή του, για το μέλλον του που χάθηκε ονειροπολώντας ένα μαγαζί σε μια μεγάλη χώρα, σαν στη Ρουέν λόγου χάρη, στο λιμάνι, σιμά στο θέατρο. Περπατούσε κι αυτός όλη μέρα από το δημαρχείο στην εκκλησία, σκυθρωπός, περιμένοντας την πελατεία. Όταν η κυρία Μποβαρύ σήκωνε τα μάτια της, τον έβλεπε πάντα εκεί, σαν σκοπό, με τον ελληνικό του σκούφο στραβά ως το αυτί στο κεφάλι και με το μάλλινο ψιλό κοντογούνι του.

Το απόγευμα, κάποτε κάποτε, ένα ανθρώπινο κεφάλι πρόβαλλε πίσω από τα τζάμια του σαλονιού· ένα πρόσωπο μαυρισμένο από τον ήλιο, με μαύρες φαβορίτες, που χαμογελούσε αργά αργά, ένα γλυκό χαμόγελο που φανέρωνε λευκά δόντια. Αμέσως άρχιζε ένας χορός· και πάνω στη λατέρνα, σ' ένα σαλονάκι, χορευτές μεγάλοι σαν το δάχτυλο, γυναίκες με ροδί τουλπάνι, Τιρολέζοι με τη ζακέτα τους, μαϊμούδες με μαύρο φράκο, κύριοι με κοντό παντελόνι στριφογύριζαν ανάμεσα στις πολυθρόνες, στους καναπέδες, στις κονσόλες, και καθρεφτίζονταν μέσα σε πολλά κομμάτια καθρέφτες, που στις γωνίες τους τα συνένωνε ένα γαϊτάνι από χρυσόχαρτο. Ο άνθρωπος γύριζε αδιάκοπα το χερούλι, κοιτάζοντας δεξιά, αριστερά και προς τα παράθυρα. Κάθε τόσο, εξαπέλυε από το στόμα του μια χοντρή μελανωπή φτυσιά στον παραστάτη της πόρτας, ανασήκωνε με το γόνατο το όργανό του, που το σκληρό λουρί του του έκοβε τον ώμο, και η μουσική, πότε παραπονιάρικη και νωθρή, πότε χαρούμενη και γοργή, έφευγε μέσα από το κουτί βουίζοντας και περνώντας μέσα από έναν μικρό μπερντέ από ροδί μετάξι, κάτω από ένα χαλκωματένιο, αραβουργημένο μονόγραμμα. Ήταν οι σκοποί που παίζονταν αλλού στα θέατρα, που τους τραγουδούσαν στα σαλόνια, που τους χόρευαν το βράδυ κάτω από πολυκέρια αναμμένα, αντίλαλοι του κόσμου που έφταναν έως την Έμμα. Ισπανικοί χοροί που δεν είχαν τέλος ξετυλίγονταν μέσα στο κεφάλι της, και η σκέψη της, όμοια με ιερόδουλη χορεύτρια της Ινδίας πάνω στα λουλούδια ενός χαλιού, ριχνόταν στο αέρα με κάθε ήχο, κουνιόταν από όνειρο σε όνειρο, από θλίψη σε θλίψη. Όταν ο άνθρωπος λάβαινε την ελεημοσύνη του μέσα στη σκούφια του, χαμήλωνε μια παλιά κουβέρτα μάλλινη, έβαζε στην πλάτη του το όργανό του

Page 46: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

και μάκραινε με βήμα βαρύ. Τον έβλεπε να φεύγει.

Μα καθαυτό οι ώρες του φαγητού τής ήταν ανυπόφορες, στη μικρή σάλα του ισόγειου με τη μικρή τη σόμπα που κάπνιζε, με την πόρτα που έτριζε, με τους τοίχους που ίδρωναν, με το υγρό το πάτωμα. Όλη η πικρή της ύπαρξη της φαινόταν κενωμένη στο πιάτο της· και μαζί με τον αχνό του βραστού ανέβαιναν από το βάθος της ψυχής της κάποιες άλλες άχνες ανοστάδας. Ο Κάρολος έτρωγε πολύ αργά· εκείνη τραγάνιζε φουντούκια ή, ακουμπισμένη στον αγκώνα της, διασκέδαζε κάνοντας με τη μύτη του μαχαιριού της γραμμές πάνω στο μουσαμά του τραπεζιού.

Τώρα άφηνε όλα να πηγαίνουν όπως ήθελαν στο νοικοκυριό της, και η κυρία Μποβαρύ μητέρα, όταν ήρθε στην Τοστ για να περάσει ένα μέρος της Σαρακοστής, σάστισε απ' αυτή την αλλαγή. Εκείνη, που πραγματικά την είχε δει άλλοτε τόσο τακτική και τόσο ψηλά μαθημένη, έμενε τώρα μέρες ολόκληρες άντυτη, φορούσε κάλτσες από μουντό βαμβάκι, έκαιε για φως αλειμματοκέρια. Έλεγε και ξανάλεγε πως έπρεπε να κάνουν οικονομία, γιατί δεν ήταν πλούσιοι, προσθέτοντας πως ήταν πάρα πολύ ευχαριστημένη, πάρα πολύ ευτυχισμένη, πως η Τοστ τής άρεσε πολύ, και άλλες ακόμα καινούριες κουβέντες που έκλειναν το στόμα της πεθεράς. Από το άλλο μέρος, η Έμμα φαινόταν πως δεν είχε πια τη διάθεση ν' ακολουθήσει άλλες συμβουλές της. Μια φορά μάλιστα που η κυρία Μποβαρύ είχε εκφέρει τη γνώμη πως οι κύριοι έπρεπε να επιτηρούν τους υπηρέτες για τα θρησκευτικά τους καθήκοντα, της είχε απαντήσει με ματιά τόσο θυμωμένη και μ' ένα χαμόγελο τόσο ψυχρό, που η καλή γυναίκα δεν έμπλεξε πια σε παρόμοιο ζήτημα.

Η Έμμα γινόταν δύσκολη, ιδιότροπη, παράγγελνε φαγητά για τον εαυτό της και δεν τα άγγιζε, τη μια μέρα δεν έπινε παρά γάλα μόνο και την αυριανή μια ολόκληρη δωδεκάδα φλιτζάνια τσάι. Συχνά πείσμωνε και δεν έβγαινε από το σπίτι, και έπειτα την έπιανε ασφυξία, άνοιγε τα παράθυρα και ντυνόταν με ελαφρά φορέματα. Αφού μάλωνε καλά καλά την υπηρέτριά της, της έκανε χαρίσματα ή την έστελνε περίπατο στη γειτονιά, όπως κιόλας κάποτε έριχνε στους ζητιάνους όση ασημένια μονέδα είχε στο πουγκί της, αν και δεν ήταν καθόλου τρυφερή, ούτε και τη συνέπαιρνε εύκολα η συγκίνηση του ξένου ανθρώπου, ιδίωμα που το 'χουν οι περισσότεροι από όσους κατάγονται από την εξοχή, και που διατηρούν πάντα πάνω στην ψυχή τους κάτι από το σκληρό πετσί των χεριών των πατέρων τους.

Προς το τέλος του Φλεβάρη ο γερο-Ρουό, για ανάμνηση της γιατρειάς του, έφερε ο ίδιος του γαμπρού του μια περίφημη γαλοπούλα κι έμεινε τρεις μέρες στην Τοστ. Ο Κάρολος είχε δουλειά με τους αρρώστους του, και μόνη η Έμμα τού κράτησε συντροφιά. Κάπνιζε στην κάμαρα, έφτυνε στους παραστάτες, κουβέντιαζε για τις καλλιέργειες, για μοσχάρια, για αγελάδες, για ορνίθια, για το δημοτικό συμβούλιο, τόσο, που η Έμμα ξανάκλεισε την πόρτα της πίσω από τον πατέρα της, όταν έφυγε, μ' ένα αίσθημα ευχαρίστησης που την παραξένεψε και την ίδια. Ούτε και έκρυβε πια την περιφρόνησή της για κανέναν και τίποτα, και άρχιζε κάποτε να εκφέρει γνώμες αλλόκοτες, κατακρίνοντας ό,τι επαινούσαν οι άλλοι και επαινώντας τα διαστρεμμένα ή ανήθικα πράγματα. Κι αυτό έκανε τον άντρα της να ανοίγει διάπλατα τα μάτια του.

Θα βαστούσε αυτή η δυστυχία για πάντα; Δε θα μπορούσε ποτέ να της ξεφύγει; Κι ωστόσο αυτή δεν είχε λιγότερη αξία από κείνες που ζούσαν ευτυχισμένες. Είχε δει δούκισσες στη Βομπισάρ που είχαν τη μέση χοντρύτερη από τη δική της και τρόπους χυδαίους, και μισούσε την αδικία που έκανε ο Θεός. Ακουμπούσε το κεφάλι στους τοίχους για να κλάψει. Ζήλευε τη θορυβώδη ζωή, τις μασκαρεμένες νύχτες, τις ανήσυχες χαρές με όλες τις περιπάθειες που έπρεπε να δίνουν και που εκείνη δε γνώριζε.

Χλόμιανε και είχε ταχυπαλμίες. Ο Κάρολος της έδωσε βαλεριάνα και της όρισε λουτρά από καμφορά. Αλλά όσα κι αν δοκίμαζε κανείς, φαινόταν πως την ερέθιζε μόνο περισσότερο.

Κάποιες μέρες φλυαρούσε ακράτητα σαν να 'χε πυρετό· αυτή την έξαψη την ακολουθούσε άξαφνα ένα αποκάρωμα που την έκανε να μη μιλάει και να μην κουνιέται· αυτό που την αναζωογονούσε τότε

Page 47: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ήταν το να χύνει πάνω στα μπράτσα της ένα μπουκάλι με κολόνια.

Επειδή παραπονιόταν εξακολουθητικά για την Τοστ, ο Κάρολος φαντάστηκε πως η αιτία της αρρώστιας της ήταν κάποια τοπική επίδραση, και σταματώντας σ' αυτή την ιδέα, σκέφτηκε σοβαρά να εγκατασταθεί σε άλλο τόπο.

Από αυτή τη στιγμή άρχισε να πίνει ξίδι για να αδυνατίσει, απόκτησε ένα μικρό ξερόβηχα και έχασε ολότελα την όρεξη της.

Ήταν θυσία για τον Κάρολο να αφήσει την Τοστ έπειτα από τέσσερα χρόνια διαμονής, και «μάλιστα τη στιγμή που άρχιζε να ριζώνει». Αλλά αφού έπρεπε! Την πήγε στη Ρουέν για να ρωτήσει το παλιό δάσκαλό του. Είχαν κλονιστεί τα νεύρα της, έπρεπε ν' αλλάξει αέρα.

Αφού γύρισε από δω και από κει, ο Κάρολος έμαθε πως στην περιοχή της Νεσατέλ ήταν ένα μεγάλο χωριό που ονομαζόταν Γιονβίλ-Αμπεΐ, που ο γιατρός του, ένας πρόσφυγας Πολωνός, είχε ξεκουβαλήσει την περασμένη βδομάδα. Έγραψε τότε στο φαρμακοποιό του χωριού για να μάθει πόσοι ήταν οι κάτοικοι, σε τι απόσταση βρισκόταν ο πιο κοντινός συνάδελφος, πόσο κέρδιζε το χρόνο ο προκάτοχός του, κτλ. κτλ., και επειδή οι απαντήσεις ήταν ικανοποιητικές, αποφάσισε ν' αλλάξει κατοικία την άνοιξη, αν η υγεία της Έμμας δεν καλυτέρευε.

Μια ημέρα που, προβλέποντας το ταξίδι της, ταχτοποιούσε τα πράγματα σ' ένα συρτάρι, τσίμπησε τα δάχτυλά της με κάτι. Ήταν το σύρμα της νυφιάτικης ανθοδέσμης της. Τα μπουμπούκια των νερατζανθών ήταν κίτρινα από τη σκόνη και οι λευκές ατλαζένιες ταινίες με την ασημένια ούγια ξεφτούσαν στις άκρες. Την έριξε στο τζάκι. Πήρε φωτιά γρηγορότερα από ένα ξερό άχυρο και γίνηκε έπειτα σαν κόκκινο χαμόδεντρο που χώνευε σιγά πάνω στις στάχτες. Την κοίταζε να καίγεται. Τα μικρά σκαριά από χαρτόνι έσπαζαν, τα μπρούντζινα τέλια στράβωναν, τα χρυσονήματα έλιωναν και οι χάρτινοι κάλυκες, καβουρντισμένοι, κουνιόνταν από δω κι από κει πάνω στην πλάκα σαν μαύρες πεταλούδες, και τέλος πέταξαν απάνω από την καπνοδόχο.

Όταν έφυγαν από την Τοστ, Μάρτη μήνα, η κυρία Μποβαρύ ήταν έγκυος.

Page 48: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟ

Page 49: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

1

Η Γιονβίλ-Αμπάυ, ονομάστηκε έτσι εξαιτίας ενός παλιού μοναστηριού, των Καπουτσίνων, που τα ερείπιά του ούτε υπάρχουν πια, είναι ένα μεγαλοχώρι οκτώ λεύγες μακριά από τη Ρουέν, ανάμεσα στο δρόμο της Αμπεβίλ και του Μποβέ, στο βάθος μιας πεδιάδας ποτισμένης από τη Ριέλ, μικρό ποτάμι που χύνεται στην Αντέλ, κινώντας πρωτύτερα, προς τις εκβολές της, τρεις μύλους, και όπου βρίσκονται μερικές πέστροφες για να διασκεδάζουν τις Κυριακές τα παιδιά, ψαρεύοντάς τες με πετονιές.

Αφήνει κανείς το μεγάλο δημόσιο δρόμο στην Μπουασιέρ και εξακολουθεί το δρόμο ίσια έως την κορυφή της ράχης του Λε· από εκεί φαίνεται όλη η πεδιάδα. Το ποτάμι που τη διασχίζει, τη χωρίζει σε δυο μέρη με ξεχωριστή φυσιογνωμία το καθένα: όλος ο τόπος, που είναι αριστερά, είναι ένα λιβάδι για βοσκές, όσος είναι δεξιά είναι δουλεμένα χωράφια. Ο κάμπος απλώνεται κάτω από ένα προσκέφαλο από χαμηλές ράχες κι ενώνεται πίσω τους με τα χειμαδιά του Μπρε, ενώ κατά το ανατολικό μέρος, η πεδιάδα, ανεβαίνοντας γλυκά, πλαταίνει κι απλώνει όσο βλέπει το μάτι τα ξανθά χωράφια του σιταριού. Το νερό, που τρέχει φιλώντας το χορτάρι, χωρίζει σαν μια άσπρη γραμμή το χρώμα των λιβαδιών από το χρώμα του αυλακιού του αρότρου, και έτσι ο κάμπος εκείνος μοιάζει μ' ένα απλωτό πανωφόρι που 'χει γιακά από πράσινο κατιφέ, τριγυρισμένο από ασημένιο γαλόνι.

Μακριά στα ουρανοθέμελα, όταν φτάνει κανείς, έχει εμπρός του τις βελανιδιές του δάσους της Αργκέιγ μαζί με τις πλαγιές της ράχης του Aϊ-Γιάννη, που είναι χαραγμένες από την κορφή έως τη ρίζα με συρμές κόκκινες, ανόμοιες. Είναι τ' αχνάρια των βροχών και αυτοί οι κεραμιδόχρωμοι τόνοι, που ξεχωρίζουν σαν δίχτυα ψηλά από το σταχτί χρώμα του βουνού, προέρχονται από ένα πλήθος σιδηρούχες πηγές που χύνονται παρέκει, στα περίγυρα εκείνου του τόπου.

Εκεί είναι τα σύνορα της Νορμανδίας, της Πικαρδίας και του Ιλ-ντε-Φρανς, ένα μέρος νόθο, όπου η γλώσσα δεν έχει δικό της χρωματισμό, όπως και το τοπολόγι δεν έχει χαρακτήρα. Εκεί γίνονται τα χειρότερα τυριά της Νεσατέλ απ' όλο το διαμέρισμα, κι από το άλλο μέρος η καλλιέργεια της γης είναι πολυέξοδη, γιατί χρειάζονται πολλές κοπριές για να παχύνουν εκείνα τα ψιλά τα χώματα, όλο άμμος και χαλίκι.

Ως τα 1835 δεν υπήρχε κανένας δρόμος που να οδηγούσε στη Γιονβίλ. Εκείνη όμως την εποχή έφτιαξαν το μεγάλο κοινοτικό δρόμο που ενώνει το δημόσιο δρόμο της Αμπεβίλ με το δρόμο της Αμιέν, και που τον παίρνουν καμιά φορά τα φορτωμένα κάρα πηγαίνοντας από τη Ρουέν στη Φλάνδρα. Ωστόσο, με όλα τα καινούρια μέσα, η Γιονβίλ έμεινε στάσιμη. Αντί να καλυτερέψουν τις καλλιέργειες, επιμένουν ακόμα με πείσμα στα χορτάρια, όσο κι αν είναι ξεπεσμένες οι τιμές τους, και το νωθρό χωριό, ξεφεύγοντας συνεχώς από την πεδιάδα, εξακολούθησε φυσιολογικά να απλώνεται πλησιάζοντας προς το ποτάμι· φαίνεται από μακριά πλαγιασμένο στο μάκρος της ακροποταμιάς, παρόμοιο με φύλακα αγελάδων που αναπαύεται το μεσημέρι σιμά στο νερό.

Στους πρόποδες του λόφου, έπειτα από το γεφύρι, αρχίζει ένας δημόσιος δρόμος, φυτεμένος στις άκρες του με νέες λεύκες, που σας βγάζει ίσα ίσα στα πρώτα σπίτια του χωριού. Είναι περιτριγυρισμένα μέ φράχτες, σε αυλές γεμάτες σκορπισμένα κτίρια, πατητήρια, αμαξοστάσια, ρακοποιεία, κάτω από μεγάλα φουντωτά δέντρα, που απάνω τους ακουμπούσαν ανεμόσκαλες, και που από τα κλαριά τους κρέμονταν τρυπάνια και δρέπανα. Οι στέγες τους από αχυροκάλαμα, όμοια με σκούφιες από γούνα κατεβασμένες ως τα μάτια, έφταναν στο ένα τρίτο των χαμηλών παραθύρων, που τα χοντρά φουσκωτά γυαλιά τους έχουν μες στη μέση έναν κόμπο, όπως οι πάτοι της μπουκάλας. Στους ασβεστωμένους τοίχους, που τους διαπερνούν από τη μια άκρη στην άλλη, σε διαγώνια γραμμή, λοξά τα μαύρα δοκάρια, σκαρφαλώνει κάποτε μια αδύνατη αχλαδιά, και τα ισόγεια έχουν στις πόρτες τους μια κινητή αμπάρα, για να τα υπερασπίζει από τα ορνίθια που έρχονται να

Page 50: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τσιμπήσουν στο κατώφλι ψίχουλα μαύρου ψωμιού μουσκεμένου στο μηλίτη. Πιο πέρα, όμως, οι αυλές γίνονται στενότερες, οι κατοικίες σιμώνουν η μια την άλλη, οι φράχτες αφανίζονται. Ένα δεμάτι φτέρες ανεμίζεται δεμένο κάτω από ένα παράθυρο, στην άκρη του κονταριού μιας σκούπας· εκεί είναι το σιδηρουργείο ενός πεταλωτή και δίπλα είναι ένας αμαξοποιός με δυο τρία καινούρια κάρα όξω από το μαγαζί του, που πιάνουν το δρόμο. Παρέκει, μέσα από μια κιγκλιδωτή πόρτα, φαίνεται ένα άσπρο σπίτι, απόπερα από ένα στρογγυλάδι γρασιδένιο, που το στολίζει ένας Έρωτας με το δάχτυλο μπρος στο στόμα, δύο βάζα από μαντέμι στέκουν δεξιά κι αριστερά στη μαρμαρένια αναβάθρα, εμβλήματα λάμπουν πάνω στην πόρτα· είναι το σπίτι του συμβολαιογράφου, το ωραιότερο του τόπου.

Η εκκλησία είναι από το άλλο μέρος του δρόμου, είκοσι βήματα παρέκει, στην αρχή της πλατείας. Το μικρό κοιμητήριο που την περιτριγυρίζει, κλεισμένο τριγύρω από έναν τοίχο που από πάνω του μπορεί κανείς να σκύβει, είναι τόσο πολύ γεμάτο μνήματα, που οι παλιές ταφόπλακες, ίσια ίσια με το χώμα, κάνουν μια πλακόστρωση χωρίς χάσματα, όπου το χορτάρι έχει σχεδιάσει μοναχό του κανονικά τετράπλευρα από πρασινάδα. Η εκκλησία ξανακτίστηκε από την αρχή κατά τα τελευταία χρόνια της βασιλείας του Καρόλου Ι'. Ο ξύλινος θόλος αρχίζει να σήπεται από τα πάνω, και πού και πού έχει μαύρα λακίσματα στο γαλάζιο του χρώμα. Πάνω από την πόρτα, όπου έπρεπε να 'ναι τα όργανα, υπάρχει μια εξέδρα για τους άντρες, με μια στριφτή σκάλα που αντηχεί κάτω από τα τσόκαρά τους.

Το φως της ημέρας, μπαίνοντας από τα χρωματιστά απλά τζάμια, φωτίζει λοξά τα αναλόγια που είναι τοποθετημένα δίπλα στους τοίχους, εδώ κι εκεί κρέμεται καρφωμένο κάποιο ψάθινο παραπέτασμα, που κάτωθέ του γράφει με μεγάλα γράμματα: «Αναλόγιο του κυρίου τάδε». Πιο πέρα, εκεί που η οικοδομή στενεύει, το εξομολογητήριο αντικρίζει ένα άγαλμα της Παναγίας, ντυμένης με ατλαζένιο φουστάνι, μ' ένα τούλινο πέπλο κατάσπαρτο από ασημένια αστέρια στο κεφάλι, και κατακόκκινης στα μάγουλα, τελείως όμοιο μ' ένα είδωλο των νησιών Σάντουιτς· τέλος, ένα αντίγραφο της «Αγίας Οικογένειας, δωρεά του υπουργού Εσωτερικών», κυριαρχεί πάνω από το κεντρικό τέμπλο, ανάμεσα σε τέσσερα μανουάλια, και ολοκληρώνει το όλο οικοδόμημα. Τα στασίδια των πρεσβυτέρων από άσπρο ξύλο έμειναν από την αρχή αχρωμάτιστα.

Το παζάρι, δηλαδή μια στέγη από κεραμίδια, που μια εικοσαριά πάσσαλοι τη στηρίζουν, πιάνει αυτό μονάχο του το ένα τρίτο της μεγάλης πλατείας της Γιονβίλ. Το δημαρχείο, χτισμένο σύμφωνα «με τα σχέδια ενός παριζιάνου αρχιτέκτονα», είναι ένας είδος ελληνικού ναού, και σχηματίζει τη γωνία δίπλα στην κατοικία του φαρμακοποιού. Στο ισόγειο έχει τρεις ιωνικές κολόνες και στο πρώτο πάτωμα ένα υπόστεγο με ημικυκλικές καμάρες, ενώ το τύμπανο που την ολοκληρώνει, καλύπτεται από ένα γαλατικό πετεινό που ακουμπά με το ένα του πόδι στο Σύνταγμα και με το άλλο κρατάει τη ζυγαριά της δικαιοσύνης.

Μα ό,τι τραβά περισσότερο το μάτι είναι το φαρμακείο του κυρίου Ομέ, απέναντι στο πανδοχείο το Χρυσό Λιοντάρι. Το βράδυ, μάλιστα, όταν η κρεμαστή του λάμπα είναι αναμμένη και οι κόκκινες και πράσινες μπουκάλες, που στολίζουν τις μόστρες του, απλώνουν μακριά στη γη τα χρωματιστά τους φωταχτίδια, μέσα από αυτές, σαν μέσα σε βεγγαλικά φώτα, φαίνεται ο ίσκιος του φαρμακοποιού που ακουμπά στο αναλόγιό του. Το σπίτι του από πάνω ως κάτω είναι γεμάτο επιγραφές, με γράμματα γοτθικά, στρογγυλά ή και σε ανάγλυφη μορφή. «Μεταλλικά ύδατα του Βισύ, του Σελτς, της Μπαρέζ. Καθαρτικά αφεψήματα· φάρμακο του Ρασπαΐγ. Ρακαούζ των Αράβων παστέλες του Ναρσέ· ζύμη του Ρενιό· επίδεσμοι, λουτρά, σοκολάτες υγείας» κλπ. Και η ταμπέλα που πιάνει όλο το πλάτος του μαγαζιού γράφει με γράμματα χρυσά: «Ομέ, Φαρμακοποιός». Έπειτα, στο βάθος του μαγαζιού, πίσω από τις μεγάλες σφραγισμένες ζυγαριές που ήταν πάνω στον πάγκο, η λέξη «Εργαστήριο» ξετυλίγεται πάνω από μια γυάλινη πόρτα που στη μέση της επαναλαμβάνεται με χρυσά γράμματα σε μαύρο φόντο, μια φορά ακόμα, το όνομα «Ομέ».

Κι έπειτα δεν υπάρχει τίποτε άλλο αξιοθέατο στη Γιονβίλ. Ο δρόμος (ο μόνος), μια ντουφεκιά μακρύς,

Page 51: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

με κάμποσα μαγαζιά από τη μια μεριά κι από την άλλη, σταματά μονομιάς στο γύρισμα της στράτας. Αν την αφήσει κανείς στα δεξιά και ακολουθήσει τη ρίζα της ράχης του Αϊ-Γιάννη, φτάνει σύντομα στο κοιμητήριο.

Τον καιρό της χολέρας, για να το μεγαλώσουν, γκρέμισαν τον έναν τοίχο και αγόρασαν τρία στρέμματα γης εκεί δίπλα· αλλά όλο αυτό το καινούριο κομμάτι είναι ακατοίκητο, πες, γιατί τα μνήματα, καθώς άλλοτε, συσσωρεύονταν σιμά στην πόρτα. Ο φύλακας, που ανοίγει κιόλας ο ίδιος τους τάφους και υπηρετεί τον παπά στην εκκλησία, κερδίζοντας έτσι τα διπλά από τους πεθαμένους της ενορίας, επωφελήθηκε από τον αδειανό τόπο για να φυτεύει εκεί πατάτες. Αλλά από χρόνο σε χρόνο το μικρό του χωράφι στενεύει, κι όταν πέφτει κάποια επιδημία, δεν ξέρει αν πρέπει να χαίρεται για τους θανάτους ή να λυπάται για τα μνήματα.

«Εσύ, Λεστιμπουντουά, τρέφεσαι από τα λείψανα!» του είπε τέλος πάντων μια μέρα ο εφημέριος. Αυτός ο σκοτεινός λόγος τον έκανε να σκεφτεί. Τον σταμάτησε για κάμποσο καιρό, αλλά και σήμερα ακόμα εξακολουθεί να καλλιεργεί τους βολβούς του, και μάλιστα υποστηρίζει με προπέτεια πως φυτρώνουν μονάχοι τους.

Από τον καιρό που συνέβησαν τα περιστατικά που θα εξιστορηθούν, τίποτε πραγματικά δεν έχει αλλάξει στη Γιονβίλ. Η τρίχρωμη τενεκεδένια σημαία γυρίζει αδιάκοπα στην κορυφή του καμπαναριού της εκκλησίας· στο μαγαζί του εμπόρου των νεωτερισμών ανεμίζουν πάντα δυο κομμάτια χρωματιστού χασέ· τα έμβρυα του φαρμακοποιού, παρόμοια με κομμάτια άσπρη ίσκα, σαπίζουν πάντα περισσότερο στο βουρκλωμένο σπίρτο τους, και πάνω από τη μεγάλη πόρτα του πανδοχείου το Χρυσό Λιοντάρι, ξεθωριασμένο από τις βροχές, δείχνει πάντα στους διαβάτες το σγουρό μαλλί του, όμοιο με ιταλικού σκυλιού.

Το βράδυ που το ζεύγος Μποβαρύ έπρεπε να φτάσει στη Γιονβίλ, η χήρα Λεφρανσουά ήταν τόσο πνιγμένη στη δουλειά, που χοντρές σταξιές ίδρωτα έπεφταν από πάνω της ενώ ανακάτευε τις κατσαρόλες. Η αυριανή μέρα ήταν μέρα παζαριού για το μεγαλοχώρι. Έπρεπε από πρωτύτερα να 'ναι κομμένα τα κρέατα, να 'ναι ξεκοιλιασμένα τα κοτόπουλα, να ετοιμαστεί το ζουμί και ο καφές. Έπρεπε κιόλας να ετοιμάσει το φαγητό των ανθρώπων που έτρωγαν στο κατάστημά τους, του γιατρού, της γυναίκας του και της υπηρέτριάς τους. Η σάλα του μπιλιάρδου αντηχούσε από τα γέλια· τρεις μυλωνάδες έκραζαν από τη μικρή σάλα ζητώντας ρακί· τα δαυλιά έβγαζαν φλόγες, τα θράκια έτριζαν σπιθοβολώντας, και απάνω στο μακρύ τραπέζι του μαγερειού, ανάμεσα στα ωμά κομμάτια του αρνίσιου κρέατος, σηκώνονταν κολόνες από πιάτα που έτρεμαν, καθώς τιναζόταν η σανίδα όπου κοπάνιζαν τα σπανάκια. Από τον ορνιθώνα ακούγονταν να ξεφωνίζουν τα ορνίθια, που τα κυνηγούσε η υπηρέτρια για να τους κόψει το λαιμό.

Ένας άνθρωπος με πράσινες πέτσινες παντούφλες, με σημαδεμένο λιγάκι το πρόσωπο από την ευλογιά και μ' ένα σκούφο βελουδένιο με χρυσή φούντα στο κεφάλι, ζέσταινε τις πλάτες του στο τζάκι. Η φυσιογνωμία του δεν έλεγε άλλο τίποτε παρά πως ο άνθρωπος ήταν ευχαριστημένος από τον εαυτό του κι είχε όψη άλλο τόσο ήσυχη στη ζωή, όσο και η καρδερίνα που ήταν κρεμασμένη πάνω από το κεφάλι του σ' ένα βέργινο κλουβί· ήταν ο φαρμακοποιός.

«Αρτεμισία!» φώναξε η ξενοδόχα. «Ετοίμασε τον πουρέ, γέμισε τις καράφες, φέρε ρακί, κάμε γρήγορα!... Να 'ξερα τουλάχιστον τι φρούτο θα προσφέρω στη συντροφιά που περιμένετε! Καλέ Θεέ! Οι εργάτες που ήρθαν να κάνουν τη μετακόμιση ξανάρχισαν πάλι να χαλούν τον κόσμο στο μπιλιάρδο· και το κάρο τους το 'χουν αφήσει μπρος από την εξώπορτα! Το Χελιδόνι που περιμένετε, μπορεί να το κάμει κομμάτια. Κράξε τον Πολίτο για να το βάλει στο αμαξοστάσιο! Να λέει κανείς, κύριε Ομέ, πως από το πρωί έπαιξαν δεκαπέντε παρτίδες κι ήπιαν οχτώ κανάτια μηλίτη! Μα θα μου σκίσουν την τσόχα!» εξακολούθησε, κοιτάζοντάς τους από μακριά με την τρυπητή κουτάλα στο χέρι.

Page 52: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Το κακό δε θα 'ταν πολύ μεγάλο» απάντησε ο κύριος Ομέ, «θ' αγοράζατε ένα καινούριο».

«Καινούργιο μπιλιάρδο!» φώναξε η χήρα.

«Αφού αυτό δεν κρατιέται πια, κυρία Λεφρανσουά!... Σας το ξαναλέω, κάνετε άδικο του εαυτού σας... άδικο μεγάλο! Κι έπειτα, οι παίχτες ζητούν τώρα στενές τρύπες και βαριές στέκες. Δεν παίζει κανείς πια την μπίλια... όλα έχουν αλλάξει! Πρέπει ν' αρμενίζει κανείς σύμφωνα με τον καιρό! Κοιτάξτε καλύτερα τον Τελιέ!»

Η ξενοδόχα κοκκίνισε ολόκληρη από πείσμα. Ο φαρμακοποιός εξακολούθησε:

«Το μπιλιάρδο του, ό,τι και να λέτε, είναι ομορφότερο από το δικό σας! Και αν του καρφωθεί κανενός η ιδέα να παίξει για στοίχημα πατριωτικό, για την Πολωνία ή για την πλημμύρα της Λυών...»

«Παρόμοιους ζητιάνους δεν τους φοβούμαστε» τον διέκοψε η ξενοδόχα σηκώνοντας τους ώμους της. «Μάλιστα, μάλιστα, κύριε Ομέ, όσο το Χρυσό Λιοντάρι ζει, ο κόσμος θα 'ρχεται... εμείς ξέρουμε να κάνουμε τη δουλειά μας... ενώ ένα καλό πρωί από τούτα θα δείτε το Καφέ Φρανσέ κλειστό με μια ωραία επιγραφή στο προστέγασμα... Ν' αλλάξω το μπιλιάρδο μου!» εξακολούθησε μιλώντας στον εαυτό της. «Μου είναι τόσο βολικό για να συγυρίζω τ' ασπρόρουχα που έρχονται από την πλύση... και που απάνω του την εποχή του κυνηγιού έβαλα να κοιμηθούν έως έξι ταξιδιώτες. Αλλά πού είναι αυτός ο χασομέρης ο Ιβέρ;»

«Τον περιμένετε για το γεύμα των ξένων σας;» ρώτησε ο φαρμακοποιός.

«Να τον περιμένω; Και ο κύριος Μπινέ λοιπόν; Στις έξι ακριβώς θα τον δείτε να μπαίνει μέσα, γιατί στον κόσμο δεν υπάρχει άλλος όμοιός του στην ακρίβεια. Πρέπει πάντα να 'χει τη θέση του στη σάλα!... Θα σκοτωνόταν καλύτερα, παρά να πάει να γευματίσει αλλού... και πόσο έχει σιχαθεί... και πόσο είναι δύσκολος για το μηλίτη! Δεν είναι σαν τον κύριο Λεόν... αυτός φτάνει καμιά φορά στις εφτά, στις εφτάμισι κάποτε... ούτε κοιτάζει αυτό που τρώει. Τι καλός νέος... δε λέει ποτέ πιο μεγαλόφωνα ένα λόγο από τον άλλο!»

«Γιατί, βλέπετε, υπάρχει διαφορά μεταξύ ενός ανθρώπου που έχει μόρφωση και ενός καραμπινοφόρου που γίνηκε εισπράχτορας».

Οι έξι σήμαιναν. Ο Μπινέ μπήκε μέσα.

Ήταν ντυμένος με μια γαλάζια ρεντιγκότα που έπεφτε ολόιση μόνη της γύρω στο λιγνό κορμί του, και ο πέτσινος σκούφος του, με τα δυο του αυτιά δεμένα με κορδόνια στην κορφή του κεφαλιού, άφηνε να φαίνεται κάτω από το γείσο του ένα μέτωπο φαλακρό που το 'χε χαμηλώσει η συνήθεια της περικεφαλαίας. Φορούσε ένα γελέκο από μαύρη τσόχα, έναν τρίχινο γιακά, ένα σταχτί παντελόνι και, σε κάθε εποχή, υποδήματα καλογυαλισμένα, που είχαν δυο παράλληλα φουσκώματα, γιατί τα δάχτυλα των ποδιών του έβγαιναν έξω. Ούτε μία τρίχα δεν ξεπερνούσε τη γραμμή του ξανθού του περιλαίμιου, που, περιτριγυρίζοντας τη σιαγόνα του, πλαισίωνε, όπως το περιτριγύρισμα μιας πρασιάς, το πρόσωπό του που δεν είχε λάμψη καμία και που τα μάτια του ήταν μικρά και η μύτη αετίσια. Δυνατός χαρτοπαίκτης, καλός κυνηγός, και ξέροντας να γράφει όμορφα, είχε στο σπίτι του έναν τόρνο και διασκέδαζε κατασκευάζοντας πετσετοθήκες που απ' αυτές είχε γεμίσει το σπίτι του, με τη ζήλια του τεχνίτη και τον εγωισμό του μπουρζουά.

Πήγε προς τη μικρή σάλα· αλλά χρειάστηκε πρώτα απ' όλα να κάνουν τους τρεις μυλωνάδες να εξέλθουν και όση ώρα έκαναν για να του στρώσουν το τραπέζι, ο Μπινέ έμεινε σιωπηλός στη θέση σιμά στη σόμπα, έπειτα έκλεισε την πόρτα κι έβγαλε από το κεφάλι του τη σκούφια του, όπως είναι η

Page 53: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

συνήθεια.

«Τα κομπλιμέντα δε θα του παλιώσουν τη γλώσσα» είπε ο φαρμακοποιός μόλις έμεινε μόνος με την ξενοδόχα.

«Ποτέ δε μιλάει περισσότερο» απάντησε εκείνη. «Ήρθαν εδώ την περασμένη βδομάδα δυο εμπορομεσίτες με μάλλινα υφάσματα, δυο έξυπνοι νέοι που διηγιόνταν το βράδυ ένα σωρό αστεία... εγώ έκλαιγα από τα γέλια. Κι αυτός; Αυτός έμεινε εκεί, βουβός σαν ψάρι».

«Ναι» είπε ο φαρμακοποιός, «δεν έχει καθόλου φαντασία, καθόλου ευφυΐα, τίποτε απ' όσα κάνουν τον κοινωνικό άνθρωπο!»

«Κι ωστόσο λέγουν πως έχει χρηματικά μέσα» παρατήρησε η ξενοδόχα.

«Μέσα!» ξανάπε ο κύριος Ομέ. «Αυτός μέσα; Στην πατρίδα του ίσως είναι δυνατό» πρόσθεσε με πιο ήρεμο ύφος. Και ξανάρχισε:

«Α, ένας έμπορος που σχετίζεται με πολύ κόσμο, ένας νομομαθής, ένας γιατρός, ένας φαρμακοποιός μπορούν να 'ναι απορροφημένοι τόσο, ώστε να καταντούν αλλόκοτοι ή και σκυθρωποί, το καταλαβαίνω! Διηγούνται πολλά χαρακτηριστικά τέτοια στις ιστορίες. Αλλά τουλάχιστον αυτοί έχουν κάτι στο νου τους. Εμέ, λόγου χάρη, πόσες φορές μου συνέβη να ζητώ την πένα μου πάνω στο γραφείο μου για να γράψω την επιγραφή σε κάποιο φάρμακο, και να βρω τέλος πως την είχα βάλει στ' αυτί μου!»

Ωστόσο, η κυρία Λεφρανσουά είχε βγει στο κατώφλι για να κοιτάξει εάν το Χελιδόνι ερχόταν. Ανατρίχιασε. Ένας άντρας ντυμένος στα μαύρα μπήκε άξαφνα στο μαγερειό. Στις τελευταίες αχτίδες του σούρουπου διέκρινε κανείς πως είχε κατακόκκινο πρόσωπο και αθλητικό κορμί.

«Σε τι μπορούμε να σας υπηρετήσουμε, αιδεσιμότατε» είπε η ξενοδόχα, πιάνοντας κιόλας την ίδια στιγμή ένα από τα μπρούντζινα σεμντάνια που ήταν στη γραμμή με τα κεριά τους, σαν κολόνες· «θέλετε να πάρετε κάτι; Ένα δάχτυλο ροσόλι, ένα ποτήρι κρασί;»

Ο παπάς αρνήθηκε με ευγένεια. Ερχόταν να ζητήσει την ομπρέλα του που την είχε λησμονήσει την προηγούμενη μέρα στο μοναστήρι του Ερνεμόν, και αφού παρακάλεσε την κυρία Λεφρανσουά να του τη στείλει στο κελί του το ίδιο βράδυ, ξαναβγήκε για να πάει στην εκκλησιά του που σήμαινε το Απόδειπνο.

Όταν ο φαρμακοποιός δεν άκουγε πια στην πλατεία το θόρυβο των παπουτσιών του, βρήκε πως το φέρσιμό του ήταν τελείως αταίριαστο. Η άρνησή του να δεχτεί ένα αναψυκτικό τού φαινόταν μία από τις πιο αξιομίσητες υποκρισίες. Οι παπάδες μεθοκοπούσαν όλο στα κρυφά κι ήθελαν να ξαναφέρουν την εποχή της δεκάτης.

Η ξενοδόχα θέλησε να υπερασπιστεί τον παπά της.

«Εκτός απ' όλα τ' άλλα» είπε, «θα δίπλωνε στη μέση πάνω στο γόνατό του τέσσερις σαν του λόγου σας! Πέρσι έδωκε χέρι στους ανθρώπους μας να μπάσουν μέσα το άχυρο· φορτωνόταν μονάχος του έως έξι δεμάτια μαζί, τόσο είναι δυνατός!»

«Μπράβο του!» είπε ο φαρμακοποιός. «Στέλνετε, λοιπόν, τις θυγατέρες σας να ξομολογιούνται σε παλικαράδες παρόμοιους με τέτοια κράση! Εγώ, αν ήμουν κυβέρνηση, θα 'θελα να παίρνουν αίμα μια φορά το μήνα απ' τους παπάδες! Μάλιστα, κυρία Λεφρανσουά, μια φορά το μήνα, μια καλή

Page 54: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

φλεβοτομία για το συμφέρον της αστυνομίας και των καλών ηθών».

«Μα σωπάστε, λοιπόν, κύριε Ομέ... Είσαστε ασεβής, δεν έχετε θρησκεία».

Ο φαρμακοποιός απάντησε: «Έχω μια θρησκεία, τη θρησκεία μου, και μάλιστα έχω περισσότερη απ' όλους αυτούς, με τις γητειές τους και τις αγυρτίες τους. Λατρεύω, το εναντίο, το Θεό. Πιστεύω σ' ένα ανώτατο Ον, σ' ένα Δημιουργό, όποιος κι αν είναι, λίγο μ' ενδιαφέρει, που μας έβαλε εδώ κάτω να κάμουμε το χρέος μας σαν πολίτες μα και σαν οικογενειάρχες· αλλά δεν έχω ανάγκη να πηγαίνω στην εκκλησιά, να φιλώ τ' ασημένια δισκάρια και να παχαίνω με την τσέπη μου ένα σωρό θεατρίνους που τρέφονται καλύτερα από μας. Γιατί το Θεό μπορεί κανείς να τον δοξολογά άλλο τόσο καλά μέσα σ' ένα δάσος, σ' ένα χωράφι ή και κοιτάζοντας μόνο το αιθέριο στερέωμα, όπως οι παλιοί!... Ο θεός ο δικός μου είναι ο θεός του Σωκράτη, του Φραγκλίνου, του Βολταίρου και του Μπερανζέ. Είμαι υπέρμαχος της ομολογίας πίστεως του βικάριου της Σαβοΐας και των αθάνατων αρχών του '89! Έτσι, δεν παραδέχομαι κανέναν ευνοούμενο του Θεού που να μπορεί να περιβάλλει τους φίλους του για τρεις μέρες στην κοιλιά των θαλάσσιων θεριών, που να πεθαίνει βάζοντας μια φωνή και ν' ανασταίνεται σε τρεις μέρες... πράγματα καθαυτά παράλογα και τελείως αντίθετα κιόλας σ' όλους τους νόμους της φυσικής, πράγμα που μας αποδείχνει, εν παρόδω, πως οι παπάδες σύρονταν πάντα σε μια βδελυρή αμάθεια και προσπαθούν να ρίξουν και τα πλήθη μες στο βούρκο της».

Σώπασε, ζητώντας με τα μάτια ακροατές ολόγυρά του· γιατί ο φαρμακοποιός στον ενθουσιασμό του πίστεψε μια στιγμή πως βρισκόταν μες στη μέση του δημοτικού συμβουλίου. Αλλά η ξενοδόχα δεν άκουγε πια. Τέντωνε το αυτί της για ν' ακούσει ένα μακρινό βρόντο. Διέκρινε το θόρυβο μιας άμαξας ανακατεμένο με το σάλαγο που έκαναν τα χαλαρά σίδερα χτυπώντας στη γη, και τέλος το Χελιδόνι σταμάτησε μπροστά στην πόρτα.

Ήταν σαν ένα κίτρινο κασόνι βαλμένο πάνω σε δυο μεγάλες ρόδες που ανέβαιναν έως το σκέπαστρο, εμποδίζοντας τους ταξιδιώτες να βλέπουν το δρόμο και λερώνοντάς τους τις πλάτες. Τα μικρά τζάμια των στενών φεγγιτών της έτρεμαν μέσα στα πλαίσιά τους, όταν η άμαξα ήταν κλειστή, και είχαν εδώ και κει λεκέδες από λάσπη ανάμεσα στο παλιό στρώμα της σκόνης, που οι βροχές της κακοκαιρίας δεν μπορούσαν ούτε αυτές να ξεπλύνουν ολότελα. Τρία άλογα, ζεμένα το ένα εμπρός, τα άλλα δύο πιο πίσω, έσερναν την άμαξα που, όταν έτρεχε στις κατηφόρες, άγγιζε με τον πάτο της το δρόμο τινάζοντας τους επιβάτες.

Μερικοί νοικοκυραίοι της Γιονβίλ συγκεντρώθηκαν εκεί που σταμάτησε η άμαξα. Μιλούσαν όλοι μαζί, ρωτώντας για νέα, ζητώντας κάποια εξήγηση και καλάθια. Ο Ιβέρ δεν ήξερε σε ποιον να πρωτοαπαντήσει. Αυτός έκανε στη χώρα όλα τα θελήματα, πήγαινε στα μαγαζιά, έφερνε στον τσαγκάρη σε ρολά τα πετσιά, παλιοσίδερα στον πεταλωτή, ένα βαρέλι ρέγκες για τη νοικοκυρά του, σκούφους από τη μοδίστρα, μαλλιά ψεύτικα από τον κουρέα, και σε όλο το δρόμο που έκανε γυρίζοντας, μοίραζε τα δέματα ρίχνοντάς τα πάνω από τις μάντρες των αυλών, ορθός στη σέρπα του και φωνάζοντας με όση δύναμη είχε στα στήθη, ενώ τα άλογα πήγαιναν μόνα τους.

Ένα περιστατικό τον είχε αργοπορήσει. Το λαγωνικό της κυρίας Μποβαρύ είχε φύγει κι είχε πάρει τους κάμπους. Του σφύριζαν ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας. Ο Ιβέρ μάλιστα είχε υποχρεωθεί να γυρίσει πίσω δυο μίλια, νομίζοντας κάθε στιγμή πως το 'βλεπε, αλλά χρειάστηκε να εξακολουθήσουν το δρόμο. Η Έμμα είχε κλάψει, είχε θυμώσει, τα 'χε βάλει με τον Κάρολο γι' αυτή την ατυχία. Ο κύριος Λερέ, υφασματέμπορος, που ταξίδευε μαζί στο αμάξι, είχε πασχίσει να την παρηγορήσει μ' ένα σωρό παραδείγματα από σκύλους που 'χαν χαθεί και που 'χαν αναγνωρίσει τον κύριό τους έπειτα από χρόνια. Ήξεραν έναν, έλεγε, που 'χε ξανάρθει από την Κωνσταντινούπολη στο Παρίσι, ένας άλλος είχε κάμει πενήντα λεύγες στη γραμμή κι είχε περάσει κολυμπώντας τέσσερα ποτάμια, και ο ίδιος ο πατέρας του είχε ένα σπανιόλικο σκυλί που, αφού έλειψε δώδεκα χρόνια, άξαφνα του 'χε πηδήσει στις πλάτες, ένα βράδυ στο δρόμο, ενώ πήγαινε να γευματίσει σ' ένα σπίτι όπου τον είχαν καλέσει.

Page 55: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

2

Πρώτη κατέβηκε η Έμμα, κατόπι της η Ευτυχία, ο κύριος Λερέ, μια παραμάνα, και υποχρεώθηκαν να ξυπνήσουν τον Κάρολο στη γωνιά του, όπου είχε αποκοιμηθεί βαθιά μόλις είχε νυχτώσει.

Ο Ομέ παρουσιάστηκε, υπέβαλε τα σέβη του στην κυρία, έκανε τα κομπλιμέντα του στον κύριο, είπε πως ήταν κατευχαριστημένος γιατί είχε μπορέσει να τους φανεί κάπως χρήσιμος, και πρόσθεσε με εγκάρδιο ύφος πως είχε τολμήσει να προσκαλέσει τον εαυτό του στο γεύμα τους, αφού η γυναίκα του έλειπε.

Η κυρία Μποβαρύ, όταν μπήκε στο μαγερειό, πλησίασε το τζάκι. Με την άκρη των δυο της δαχτύλων έπιασε το φόρεμά της στο γόνα, και ανασηκώνοντάς το ως τον αστράγαλο, άπλωσε στη φλόγα, πάνω από το μπούτι που γύριζε στη σούβλα, το πόδι της ποδεμένο με ένα μαύρο παπούτσι. Η λάμψη τη φώτιζε ολόκληρη μ' ένα φως σκληρό, που έμπαινε μέσα στην ύφανση του άσπρου πετσιού της, ως και μέσα στα βλέφαρα των ματιών της, που τα ανοιγόκλεινε κάπου κάπου. Μια μεγάλη κοκκινάδα περνούσε επάνω της, σύμφωνα με το φύσημα του αέρα που ερχόταν από τη μισανοιγμένη πόρτα. Από το άλλο μέρος του τζακιού ένας νέος με ξανθά μαλλιά την κοίταζε σιωπηλός.

Επειδή βαριόταν στη Γιονβίλ, όπου ήταν γραφέας στου συμβολαιογράφου Γκιγιομέν, συχνά ο κύριος Λεόν Ντυπουί (αυτός ήταν ο δεύτερος από τους θαμώνες του Χρυσού Λιονταριού) αργοπορούσε την ώρα του φαγητού του, ελπίζοντας πως θα ερχόταν στο ξενοδοχείο κάποιος ταξιδιώτης, με τον οποίο θα μιλούσε μαζί του όλη τη βραδιά. Τις ημέρες που η εργασία του τελείωνε, ήταν αναγκασμένος, γιατί δεν ήξερε τι άλλο να κάνει, να 'ρχεται καθαυτό στην ώρα και να υπομένει από τη στιγμή της σούπας ως το τυρί τη μοναδική συντροφιά του Μπινέ. Για τούτο δέχτηκε με χαρά την πρόταση της ξενοδόχας να γευματίσει με νεοφτασμένους, και καθένας μπήκε στη μεγάλη σάλα, όπου η κυρία Λεφρανσουά για πολυτέλεια είχε ετοιμάσει και τις τέσσερις θέσεις.

Ο Ομέ ζήτησε την άδεια να μη βγάλει τον ελληνικό σκούφο του, γιατί φοβόταν το κρύωμα. Κι ύστερα, στρέφοντας προς τη γειτόνισσά του, είπε:

«Η κυρία, βέβαια, είναι λίγο κουρασμένη... κάνει τόσο φοβερά πράγματα το Χελιδόνι μας!»

«Είναι αλήθεια» αποκρίθηκε η Έμμα, «αλλά η ταραχή με διασκεδάζει πάντα. Μου αρέσει ν' αλλάζω τόπο».

«Είναι ένα πράγμα τόσο θλιβερό» αναστέναξε ο γραφέας, «το να πρέπει κανείς να ζει καρφωμένος στον ίδιο τόπο».

«Αν είσαστε όπως είμαι εγώ» είπε ο Κάρολος, «υποχρεωμένος αδιάκοπα να είσαστε στο άλογο!...»

«Μα» ξανάπε ο Λεόν μιλώντας στην κυρία Μποβαρύ, «τίποτα δεν είναι τόσο ευχάριστο, μου φαίνεται· όταν κανείς μπορεί» πρόσθεσε.

«Από το άλλο μέρος» έλεγε ο φαρμακοποιός, «το επάγγελμα του γιατρού δεν είναι τόσο κουραστικό στα μέρη μας... γιατί οι δρόμοι μας είναι τέτοιοι που μπορεί κανείς να μεταχειρίζεται το αμαξάκι, και γενικά μιλώντας, οι άνθρωποι πληρώνουν καλά, είναι γεωργοί εύποροι. Από ιατρικής απόψεως, εκτός από τις κοινές αρρώστιες, εντερίτιδες, βρογχίτιδες, ασθένειες της χολής, έχουμε κάπου κάπου και μερικούς περιοδικούς πυρετούς την ώρα του θερισμού, αλλά τέλος πάντων πολύ λίγα σοβαρά πράγματα, ειδικά αξιοπαρατήρητο τίποτα, εκτός από πολλά κρυολογήματα, που χωρίς άλλο έχουν την αιτία τους στους αξιοδάκρυτους όρους υγιεινής των χωριάτικων σπιτιών μας. Α! θα βρείτε να

Page 56: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πολεμήσετε ένα σωρό προλήψεις, κύριε Μποβαρύ... πολλή ισχυρογνωμοσύνη της ρουτίνας, που θα συγκρουστεί με την επιστήμη σας, γιατί εδώ ο κόσμος καταφεύγει στα τάματα, στα άγια λείψανα, στον παπά καλύτερα, παρά να 'ρθει φυσικά στου γιατρού ή στου φαρμακοποιού. Το κλίμα όμως, να πούμε την αλήθεια, δεν είναι κακό· και μάλιστα έχουμε στην κοινότητα κάποιους ανθρώπους ενενήντα χρονών. Το θερμόμετρο (έκανα ο ίδιος παρατηρήσεις) κατεβαίνει το χειμώνα έως τέσσερις βαθμούς κάτω από το μηδέν και στην εποχή της ζέστης αγγίζει τους είκοσι πέντε ή το πολύ πολύ τους είκοσι τέσσερις του Ρεομίρ ή τους πενήντα τέσσερις του Φαρενάιτ, κατά την αγγλική κλίμακα, όχι περισσότερο· και πραγματικά είμαστε προφυλαγμένοι από τους βορινούς ανέμους χάρη στο δάσος της Αργκέιγ από το ένα μέρος, από τους δυτικούς ανέμους, χάρη στη ράχη του Αγίου Ιωάννου από το άλλο μέρος· και όμως αυτή η ζέστη, έχοντας την αιτία της στους ατμούς που αναδίνει το ποτάμι και στην ύπαρξη μεγάλου πλήθους ζώων στα λιβάδια (που αυτά, καθώς ξέρετε, αναδίνουν πολλή αμμωνία, δηλαδή άζωτο, υδρογόνο και οξυγόνο, όχι μονάχα άζωτο και υδρογόνο) και αναρουφώντας από τη γη το λιπαρό χώμα, κι ενώνοντας μαζί όλες αυτές τις αναθυμιάσεις και συγχωνεύοντάς τες σ' ένα δέμα ας πούμε, και συνδυαζόμενη από δική της δύναμη με το διάχυτο ηλεκτρισμό της ατμόσφαιρας, όταν υπάρχει, θα μπορούσε στο τέλος, καθώς συμβαίνει στους τροπικούς, να γεννήσει ανθυγιεινά μιάσματα... αυτή η θερμότητα, λέγω, βρίσκεται μετριασμένη ακριβώς στο μέρος όθε έρχεται ή, καλύτερα, όθε ερχόταν, δηλαδή από το Νοτιά, εξαιτίας των νοτιοανατολικών ανέμων, που δροσίζονται μονάχοι τους περνώντας το Σηκουάνα και μας έρχονται έξαφνα κάποτε σαν φυσήματα από τη Ρωσία».

«Έχετε, τουλάχιστον, στα περίχωρα κανένα μέρος για περίπατο;» εξακολουθούσε η κυρία Μποβαρύ μιλώντας στον νέο.

«Ω, πολύ λίγα» αποκρίθηκε. «Υπάρχει μια τοποθεσία που την ονομάζουν Λα Πατύρ, στην κορυφή του λόφου, στο σύνορο του δάσους. Κάποτε την Κυριακή πηγαίνω εκεί και κάθομαι μ' ένα βιβλίο, βλέποντας τον ήλιο να βασιλεύει».

«Δε βρίσκω τίποτα τόσο θαυμαστό, όσο τον ήλιο να βασιλεύει» ξαναείπε η κυρία, «αλλά προπάντων στην ακρογιαλιά».

«Ω, λατρεύω τη θάλασσα» είπε ο κύριος Λεόν με ζωηρότητα.

«Κι έπειτα, δε σας φαίνεται» απάντησε η κυρία Μποβαρύ, «πως το πνεύμα φτερουγίζει πιο ελεύθερο πάνω σ' εκείνη την απέραντη έκταση, που η θεωρία της σας σηκώνει την ψυχή και σας εμπνέει τις ιδέες του απείρου και του ιδανικού;»

«Το ίδιο συμβαίνει με τα βουνίσια τοπία» αποκρίθηκε ο Λεόν. «Έχω έναν ξάδερφο που ταξίδεψε στην Ελβετία πέρσι και μου 'λεγε πως δεν μπορεί κανείς να φανταστεί την ποίηση των λιμνών, τη γοητεία των καταρρακτών, τη γιγάντια εντύπωση των παγετώνων!... Βλέπει κανείς έλατα αφάνταστα στο μέγεθος, δίπλα στους χειμάρρους, καλύβες κρεμασμένες πάνω από γκρεμνούς και χίλια πόδια κάτω από σας λιβάδια ολόκληρα, όταν μισανοίγουν τα σύννεφα. Αυτά τα θεάματα πρέπει να ενθουσιάζουν, πρέπει να σε προδιαθέτουν για προσευχή, για έκσταση... Έτσι, δεν παραξενεύομαι πια για τον περίφημο εκείνο μουσικό που, για να διεγείρει καλύτερα τη φαντασία του, πήγαινε κι έπαιζε πιάνο μπρος σε κάποιο μέρος επιβλητικό».

«Κάνετε μουσική;» τον ρώτησε.

«Όχι, αλλά μου αρέσει πολύ!...»

«Ω, μην τον ακούτε, κυρία Μποβαρύ» τον διέκοψε ο Ομέ σκύβοντας πάνω από το πιάτο του... «είναι απλή μετριοφροσύνη... Πώς, αγαπητέ μου... Την άλλη φορά στην κάμαρά σας δεν ψάλατε μαγευτικά

Page 57: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τον Φύλακα Άγγελο; Σας άκουσα από το εργαστήρι μου, το τραγουδούσατε αυτό το κομμάτι σαν άνθρωπος της τέχνης!»

Πραγματικά, ο Λεόν κατοικούσε στο σπίτι του φαρμακοποιού, σε μια μικρή κάμαρη, στο δεύτερο πάτωμα, που κοίταζε στην πλατεία. Κοκκίνισε ολόκληρος ακούγοντας το εγκώμιο αυτό από το σπιτονοικοκύρη του, που είχε κιόλας στραφεί προς το γιατρό και του απαριθμούσε έναν έναν τους προύχοντες της Γιονβίλ. Διηγιόταν ανέκδοτα, του 'δινε πληροφορίες. Δεν ήξερε κανένας ακριβώς ποια ήταν η περιουσία του συμβολαιογράφου, κι ήταν ακόμα ένα άλλο σπίτι, του Τιβάς, που μπέρδευε τον καθένα.

Η Έμμα ξανάρχισε: «Και ποια μουσική προτιμάτε;»

«Ω, τη γερμανική... αυτή που σπρώχνει προς το όνειρο».

«Γνωρίζετε τους Ιταλούς;»

«Όχι ακόμα, αλλά θα τους δω του χρόνου, όταν θα πάω να κατοικήσω στο Παρίσι για να τελειώσω τις νομικές σπουδές μου».

«Είναι» είπε ο φαρμακοποιός, «όπως είχα την τιμή να εξηγήσω στον κύριο σύζυγό σας, μιλώντας γι' αυτό τον δύστυχο Γιανοντά, που εξαφανίστηκε· θα μπορέσετε ν' απολαύσετε, χάρη στις τρέλες που έκανε, ένα από τα πιο βολικά σπίτια απ' όσα υπάρχουν στη Γιονβίλ. Το ιδιαίτερο από τα προτερήματά του, για ένα γιατρό, είναι κυρίως μια πόρτα που έχει στη δεντροστοιχία, και που επιτρέπει να μπαινοβγαίνει κανείς χωρίς να τον βλέπουν. Από το άλλο μέρος, είναι κιόλας εφοδιασμένο με όσα είναι ευχάριστα στο νοικοκυριό· με πλυσταριό, με μαγερειό και παραμαγερειό, με σαλόνι για την οικογένεια, με κήπο κτλ. Ήταν ένας παλικαράς που δεν κοίταζε το χρήμα· είχε κατασκευάσει στην άκρη του περιβολιού μια κρεβατίνα σιμά στο νερό, επίτηδες, για να πίνει την μπίρα του το καλοκαίρι, και αν η κυρία ευχαριστιέται την κηπουρική, μπορεί...»

«Η γυναίκα μου δεν ασχολείται καθόλου με την κηπουρική» είπε ο Κάρολος· «της αρέσει, αν και της συμβουλεύουν όλοι την κίνηση, να μένει στην κάμαρά της και να διαβάζει».

«Όπως κι εγώ» απάντησε ο Λεόν. «Τι καλύτερο, πραγματικά, παρά να μένει κανείς σιμά στη φωτιά μ' ένα βιβλίο, ενώ ο άνεμος χτυπά τα τζάμια και η λάμπα καίει;»

«Δεν είναι έτσι;» είπε εκείνη, καρφώνοντας πάνω του ορθάνοιχτα τα μαύρα της μάτια.

«Δε σκέφτεται κανείς τίποτα» εξακολούθησε εκείνος, «οι ώρες περνούν, διαβαίνει κανείς ακίνητος τόπους, που πιστεύει πως τους βλέπει... και η σκέψη δένεται με το μύθο, παίζει με τα καθέκαστα ή κυνηγά τις γενικές γραμμές των περιπετειών. Ανακατεύεται με τα πρόσωπα και νομίζει κανείς πως λαχταρά ο ίδιος κάτω από τα φορέματά τους».

«Είναι αλήθεια, είναι αλήθεια!» έλεγε εκείνη.

«Σας συνέβη ποτέ» εξακολούθησε ο Λεόν, «να συναντήσετε σ' ένα βιβλίο μια αόριστη ιδέα, που και σεις την είχατε λάβει, κάποια ξεθωριασμένη εικόνα, που ξανάρχεται από μακριά σαν ολάκερη η εξήγηση του πιο λεπτού αισθήματός σας;»

«Το δοκίμασα αυτό» αποκρίθηκε εκείνη.

«Αυτή είναι η αιτία» είπε εκείνος, «που αγαπώ περισσότερο τους ποιητές. Βρίσκω τους στίχους

Page 58: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τρυφερότερους από τον πεζό λόγο, γιατί μας κάνουν καλύτερα να κλαίμε».

«Ωστόσο στο ύστερο πειράζουν» αποκρίθηκε η Έμμα, «και το εναντίον, τώρα, λατρεύω τις ιστορίες που διαβάζονται μονορούφι, εκείνες όπου κανείς φοβάται. Μισώ τους κοινούς ήρωες και τα μέτρια αισθήματα, όπως βρίσκονται τέτοια μέσα στη φύση».

«Πραγματικά» παρατήρησε ο υπάλληλος, «αυτά τα έργα που δεν αγγίζουν την καρδιά, αποτραβιούνται, μου φαίνεται, από τον αληθινό σκοπό της τέχνης. Είναι τόσο γλυκό, ανάμεσα από τις απογοητεύσεις της ζωής να μπορείς να μεταφέρεσαι με την ιδέα σε χαρακτήρες ευγενικούς, σε αγνές αγάπες και εικόνες ευτυχίας. Όσο για μένα, ζώντας εδώ, μακριά από τον κόσμο, αυτά έχω για μοναχή μου διασκέδαση· αλλά στη Γιονβίλ είναι τόσο λίγα τα μέσα».

«Όπως στην Τοστ, δίχως άλλο» αποκρίθηκε η Έμμα. «Γι' αυτό εγώ ήμουν πάντα συνδρομήτρια σ' ένα αναγνωστήριο».

«Αν η κυρία θέλει να μου κάνει την τιμή να τη μεταχειριστεί» είπε ο φαρμακοποιός που είχε ακούσει αυτά τα τελευταία λόγια, «έχω εγώ στη διάθεση της μια βιβλιοθήκη με τους μεγαλύτερους συγγραφείς, τον Βολταίρο, τον Ρουσσώ, τον Ντελίλ, τον Γουόλτερ Σκοτ, την Écho des Feuilletons (Ηχώ των Επιφυλλίδων) κτλ. Και λαμβάνω ακόμα διάφορα περιοδικά, και μαζί με αυτά το Fanal de Rouen (Φανό της Ρουέν), κάθε μέρα, γιατί έχω το προνόμιο να 'μαι ανταποκριτής των εγγραφών του Μπισί, του Φορζ, της Νεσατέλ, της Γιονβίλ και των περιχώρων».

Κάθονταν στο τραπέζι εδώ και δυόμισι ώρες· γιατί η Αρτεμισία η υπηρέτρια, σέρνοντας τεμπέλικα επάνω στο πάτωμα τις ψάθινες παντούφλες της, έσερνε τα πιάτα το ένα πίσω στ' άλλο, λησμονώντας τα όλα, δεν καταλάβαινε τίποτα και ακατάπαυτα άφηνε μισάνοιχτη τη θύρα του μπιλιάρδου, που χτυπούσε πάνω στον τοίχο με την άκρη της γλωσσίτσας της κλειδαριάς.

Χωρίς να το νιώσει, μιλώντας ο Λεόν, είχε ακουμπήσει το πόδι του επάνω σ' ένα από τα ξύλα της καρέκλας που καθόταν η κυρία Μποβαρύ. Φορούσε μια μικρή θαλασσιά μεταξωτή γραβάτα, που κρατούσε ίσιο σαν φράουλα ένα κολάρο από ριγωτή μπατίστα, και ανάλογα με τα κινήματα που έκανε του κεφαλιού, το κάτω μέρος του προσώπου της χωνόταν μέσα στο άσπρο ρούχο ή έβγαινε σιγανά. Έτσι, ο ένας κοντά στον άλλον, ενώ ο Κάρολος και ο φαρμακοποιός κουβέντιαζαν, μπήκαν σε μια από κείνες τις αόριστες ομιλίες, όπου η τύχη του λόγου σε φέρνει πάντα στο ορισμένο κέντρο μιας κοινής συμπάθειας. Θεάματα του Παρισιού, τίτλους ρομάντζων, καινούριες καντρίλιες, και τον κόσμο, που δε γνώριζαν, στην Τοστ όπου εκείνη είχε ζήσει, τη Γιονβίλ όπου βρισκόντουσαν, όλα τα εξέτασαν, μίλησαν για όλα ως το τέλος του γεύματος.

Όταν σέρβιραν τον καφέ, η Ευτυχία έφυγε για να ετοιμάσει το δωμάτιο στο καινούριο σπίτι και οι καλεσμένοι δεν άργησαν να σηκωθούν από το τραπέζι. Η κυρία Λεφρανσουά κοιμόταν κοντά στις στάχτες, ενώ το παιδί του στάβλου, μ' ένα φανάρι στο χέρι, περίμενε τον κύριο και την κυρία Μποβαρύ για να τους οδηγήσει στο σπίτι τους. Τα κόκκινα μαλλιά του ήταν ανακατωμένα με κομμάτια άχυρο και κούτσαινε από το αριστερό του πόδι. Όταν πήρε με το άλλο του χέρι την ομπρέλα του εφημέριου, ξεκίνησαν.

Η πόλη κοιμόταν. Οι στύλοι της αγοράς άπλωναν μακριές σκιές. Η γης ήταν όλη σταχτιά, σαν σε καλοκαιρινή νύχτα. Αλλά το σπίτι του γιατρού βρισκόταν πενήντα βήματα μακριά από το ξενοδοχείο· χρειάστηκε σχεδόν αμέσως να πουν καληνύχτα κι η συντροφιά διαλύθηκε.

Η Έμμα, από το διάδρομο ακόμη, αισθάνθηκε να πέφτει επάνω στις πλάτες της το κρύο του γύψου σαν ρούχο υγρό. Οι τοίχοι ήταν καινούργιοι και τα ξύλινα σκαλιά έτριζαν. Στο δωμάτιο, στο πρώτο πάτωμα, ένα άσπρο φως περνούσε από τα παράθυρα, που δεν είχαν μπερντέδες. Μισοφαίνονταν

Page 59: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κορφές δέντρων και μακρύτερα ο κάμπος, μισοπνιγμένος ανάμεσα στην καταχνιά, που ανέβαινε σαν καπνός στο φως του φεγγαριού ανάλογα με το τρέξιμο του ποταμού. Στη μέση του πατώματος, ανάκατα, βρίσκονταν συρτάρια κομού, μποτίλιες, ραβδιά, χρυσωμένα μπαστούνια με στρώματα επάνω στις καρέκλες και λεκάνες καταγής, γιατί οι δυο άνθρωποι που είχαν κουβαλήσει τα έπιπλα με ακαταστασία, τα είχαν αφήσει όλα εκεί.

Ήταν η τέταρτη φορά που κοιμόταν σ' ένα άγνωστο μέρος. Η πρώτη στάθηκε όταν πρωτοπήγε στο σχολείο, η δεύτερη την ημέρα του ερχομού της στην Τοστ, η τρίτη στο Βομπισάρ και η τέταρτη ήταν αυτή· κι έλαχε η καθεμιά να εγκαινιάσει στη ζωή της μια καινούρια φάση. Δεν πίστευε πως τα πράγματα μπορούν να παρασταθούν τα ίδια σε διαφορετικά μέρη, και αφού το κομμάτι που έλειπε ήταν κακό, δίχως άλλο, εκείνο που έμενε να ζήσει θα 'ταν καλύτερο.

Page 60: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

3

Την άλλη μέρα, όταν ξύπνησε, παρατήρησε το γραφέα στην πλατεία. Φορούσε μια ρόμπα πρωινή. Σήκωσε το κεφάλι του και τη χαιρέτησε. Εκείνη έκανε μια υπόκλιση και ξανάκλεισε το παράθυρο.

Ο Λεόν περίμενε στο διάστημα όλης της ημέρας να φτάσουν οι έξι ώρες της νύχτας· αλλά μπαίνοντας στο ξενοδοχείο, δε βρήκε παρά τον κύριο Μπινέ καθισμένο στο τραπέζι. Αυτό το δείπνο της προηγούμενης βραδιάς ήταν γι' αυτόν ένα σημαντικό γεγονός· ποτέ ως τότε δεν είχε μιλήσει τόσο πολύ σε μια κυρία. Πώς, λοιπόν, μπόρεσε να της εκθέσει, και σε μια τέτοια γλώσσα, ένα σωρό πράγματα που δε θα τα 'λεγε πριν τόσο καλά; Ήταν δειλός, ως επί το πολύ, και είχε τη συστολή που μοιάζει τον ίδιο καιρό με ντροπή και προσποίηση. Έβρισκαν, στη Γιονβίλ, πως είχε τρόπους «καθώς πρέπει». Άκουγε με προσοχή τους ηλικιωμένους να συζητούν, και στην πολιτική δε φαινόταν διόλου παθιασμένος, πράγμα αξιοσημείωτο για έναν νέο. Έπειτα είχε μερικά ταλέντα, ζωγράφιζε ακουαρέλες, γνώριζε να διαβάζει μουσική και του άρεσε να καταγίνεται με τη φιλολογία μετά το βραδινό του γεύμα, όταν δεν έπαιζε χαρτιά. Ο κύριος Ομέ τον υποληπτόταν για τη μάθησή του, η κυρία Ομέ τον αγαπούσε για την καλοσύνη του, επειδή συχνά συντρόφευε στον κήπο τους μικρούς Ομέ, παιδάκια πάντα πασαλειμμένα, πολύ κακοαναθρεμμένα και λιγάκι λυμφατικά, σαν τη μητέρα τους. Είχανε, για να τα περιποιούνται, εξόν από την υπηρέτρια, και τον Ιουστίνο, παιδί μαθητευόμενο του φαρμακείου, ένα δεύτερο ξάδερφο της κυρίας Ομέ, που τον είχαν πάρει στο σπίτι για ελεημοσύνη, και που τους χρησίμευε τον ίδιο καιρό και για υπηρέτης.

Ο φαρμακοποιός φέρθηκε πιο καλά απ' όλους τους γειτόνους. Πληροφόρησε την κυρία Μποβαρύ για τους προμηθευτές, έκραξε επίτηδες τον έμπορο που του προμήθευε το μαλλί της, δοκίμασε ο ίδιος το πιοτό, και επιστάτησε στην αποθήκη για να τοποθετηθεί καλά το βαρέλι· τους έδειξε ακόμα πώς έπρεπε να κάμουν για να 'χουν μια προμήθεια από βούτυρο φτηνό, και έκλεισε μια συμφωνία με τον Λεστιμπουντουά, τον ψάλτη, που εκτός από τις λειτουργίες και επικήδειες υπηρεσίες του, περιποιόταν και τους κυριότερους κήπους της Γιονβίλ, πληρωμένος τόσο την ώρα ή τόσο το χρόνο, κατά την επιθυμία του καθενός.

Δεν ήταν μονάχα η ανάγκη να φροντίζει για τους άλλους που έσπρωχνε το φαρμακοποιό σε τόση εγκάρδια περιποίηση· κάποιος σκοπός κρυβόταν από κάτω.

Είχε παραβεί το νόμο της 19ης του Βαντόζ του έτους XI της Δημοκρατίας, άρθρο πρώτο, που απαγορεύει σε κάθε άτομο που δεν έχει δίπλωμα να κάνει το γιατρό· γι' αυτό, και εξαιτίας σκοτεινών καταγγελιών, ο Ομέ μηνύθηκε στη Ρουέν, στον Εισαγγελέα, στο ιδιαίτερό του γραφείο. Ο δικαστής τον δέχτηκε ορθός, με την τήβεννό του, με τη λευκή γούνα στον ώμο και το σκούφο στο κεφάλι. Ήταν πρωί, πριν από τη συνεδρίαση. Ακούγονταν στο διάδρομο να περνούν οι χοντρές μπότες των χωροφυλάκων και κάτι σαν μακρινός θόρυβος από βαριές κλειδαριές που κλείνανε. Τα αυτιά του φαρμακοποιού βούιζαν τόσο, που πίστευε πως θα 'πεφτε από αποπληξία. Του φάνηκε πως έβλεπε το μπουντρούμι, την οικογένειά του κλαμένη, το φαρμακείο του πουλημένο, όλα τα μπουκάλια σκορπισμένα, και αναγκάστηκε να μπει σ' ένα καφενείο να πάρει ένα ποτήρι ρούμι με λίγο σελτζ, για να συνέλθει το μυαλό του.

Σιγά σιγά, η ανάμνηση αυτής της φοβέρας αδυνάτισε, και εξακολουθούσε, όπως πριν, να δίνει ανώδυνες ιατρικές συμβουλές στο βάθος του μαγαζιού του. Αλλά ο Δήμαρχος τα 'χε μαζί του, οι συνάδελφοι τον φθονούσαν, έπρεπε όλα να τα φοβάται. Υποχρεώνοντας με ευγένειες τον κύριο Μποβαρύ, ήθελε να κερδίσει την ευγνωμοσύνη του και να τον εμποδίσει να μιλήσει αργότερα, αν καταλάβαινε τίποτα. Έτσι, κάθε πρωί ο Ομέ τού πήγαινε την εφημερίδα, και συχνά, το απόγευμα, άφηνε μια στιγμή το φαρμακείο για να πάει να κουβεντιάσει με το γιατρό.

Page 61: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Κάρολος ήταν λυπημένος· η πελατεία δεν ερχόταν. Έμενε καθισμένος για πολλές ώρες χωρίς να μιλά, πήγαινε να κοιμηθεί στο γραφείο του ή κοίταζε τη γυναίκα του να ράβει. Για να ξεσκοτιστεί, ανακατεύτηκε στο σπίτι, σαν να 'ταν άνθρωπος της δουλειάς, και μάλιστα βάλθηκε να χρωματίσει το ανώγι με ένα υπόλοιπο από το χρώμα που οι χρωματιστάδες είχαν αφήσει. Αλλά το χρηματικό ζήτημα τον απασχολούσε. Είχε ξοδέψει τόσα για τις επιδιορθώσεις της Τοστ, για τις τουαλέτες της κυρίας και για τα κουβαλιστικά, ώστε όλη η προίκα, περισσότερο από τρεις χιλιάδες τάλαρα, είχε φαγωθεί σε δυο χρόνια. Έπειτα, πόσα πράγματα χαλασμένα ή χαμένα στη μετακόμιση από την Τοστ στη Γιονβίλ, χωρίς να λογαριάσουμε το γύψινο παπά, που, πέφτοντας από το κάρο σ' ένα δυνατότατο τίναγμα, έσπασε σε χίλια κομμάτια επάνω στη στράτα του Κενκαμπουά.

Μια καλύτερη σκέψη ήρθε να τον ξεσκοτίσει, η εγκυμοσύνη της γυναίκας του. Όσο πλησίαζε η ώρα, την αγαπούσε περισσότερο. Ένας καινούριος δεσμός της σάρκας έκανε κατοχή και κάτι σαν το εξακολουθητικό αίσθημα μιας ένωσης σύνθετης. Όταν έβλεπε από μακριά το τεμπέλικο βάδισμά της και τη μέση της να σαλεύει μαλακά γύρω από τους γοφούς της, δίχως κορσέ, όταν ήταν αντίκρυ ο ένας στον άλλο, την παρατηρούσε με όλη του την ησυχία να παίρνει εκείνη, καθισμένη μέσα στην πολυθρόνα, στάση κουρασμένης, τότε η ευτυχία του δεν κρατιόταν πια· σηκωνόταν, τη φιλούσε, περνούσε τα χέρια του επάνω στο πρόσωπό της, την έκραζε μητερούλα, ήθελε να την κάμει να χορέψει και αράδιαζε μισογελώντας μισοκλαίγοντας κάθε είδος από χαϊδευτικά πειράγματα που του έρχονταν στο μυαλό. Η ιδέα πως καρποφόρησε, τον γέμιζε ηδονή. Τίποτα δεν του έλειπε τώρα. Γνώριζε την ανθρώπινη ύπαρξη σε όλο της το μάκρος και αναπαυόταν με γαλήνη επάνω της.

Η Έμμα, στην αρχή, δοκίμασε μια μεγάλη κατάπληξη, κατόπι την επιθυμία να ελευθερωθεί, για να μάθει τι σημαίνει να 'ναι μητέρα. Και μην μπορώντας να κάμει τα έξοδα που ήθελε, να 'χει μια κούνια σαν βαρκάκι, με μπερντεδάκια από μετάξι τριανταφυλλί και σκουφάκια κεντημένα, παραιτήθηκε με πικρή χολή από του να φτιάξει εκείνη τα μωρουδιακά και τα παράγγειλε μεμιάς σε μια ράφτρα του χωριού, χωρίς τίποτα να διαλέξει ή να συζητήσει. Δε διασκέδασε, λοιπόν, καθόλου σ' αυτές τις προετοιμασίες, όπου η μητρική στοργή έρχεται σε κέφι, και η αγάπη της, από την αρχή, ίσως λιγόστεψε σε κάτι.

Ωστόσο, επειδή ο Κάρολος στο τραπέζι πάντα μιλούσε για το μωρουδάκι, γρήγορα το συλλογίστηκε μ' έναν τρόπο πιο εξακολουθητικό.

Επιθυμούσε ένα αγόρι· θα ήταν δυνατό και μελαχρινό και θα το έκραζε Ζωρζ, κι αυτή η ιδέα, να 'χει ένα αρσενικό παιδί, ήταν σαν την ονειρεμένη ανταπόδοση για κάθε της περασμένη αδυναμία. Ένας άντρας, τουλάχιστο, είναι ελεύθερος, μπορεί να διατρέξει τα πάθη και τις χώρες, να πηδήσει τα εμπόδια, να δοκιμάσει και τις πιο απομακρυσμένες ευτυχίες. Μα η γυναίκα είναι ακατάπαυτα εμποδισμένη. Αδρανής και ευκολολύγιστη μαζί, έχει εναντίον της τις αδυναμίες της σάρκας και την εξάρτηση του νόμου. Η θέλησή της, σαν το βέλο του καπέλου της που κρατιέται από ένα κορδόνι και τρέμει σε κάθε φύσημα του ανέμου, έχει πάντα κάποια επιθυμία που την παρασύρει, κάποια κοινωνική συνθήκη που την κρατεί.

Γέννησε μια Κυριακή, γύρω στις έξι το πρωί, με του ήλιου την ανατολή.

«Είναι κορίτσι!» είπε ο Κάρολος.

Γύρισε εκείνη το κεφάλι και λιποθύμησε.

Σχεδόν αμέσως έτρεξε η κυρία Ομέ και τη φίλησε· το ίδιο και η κυρα-Λεφρανσουά από το Χρυσό Λιοντάρι. Ο φαρμακοποιός, σαν άνθρωπος διακριτικός, της έστειλε μόνο, για την ώρα, συγχαρητήρια από τη μισάνοιχτη θύρα. Θέλησε να δει το παιδί και το βρήκε καλά σχηματισμένο.

Page 62: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ενώ βαστούσε η ανάρρωσή της, απασχολούνταν πολύ για να 'βρει ένα όνομα για την κόρη της. Πρώτα πέρασε από επιθεώρηση όλα εκείνα που είχαν ιταλική κατάληξη, όπως Κλάρα, Λουίζα, Αμάντα, Ατάλα· της άρεσε αρκετά το Γκαλσουίντα, ακόμα περισσότερο Υσέλτ ή Λεοκάντια. Ο Κάρολος επιθυμούσε να της δώσουν το όνομα της μητέρας του, η Έμμα αντιστεκόταν. Πέρασαν το ημερολόγιο από τη μια άκρη στην άλλη, ζήτησαν γνώμη και από τους ξένους.

«Ο κύριος Λεόν» έλεγε ο φαρμακοποιός, «με τον οποίο μιλούσαμε χθες, απορεί πώς δε διαλέγετε το όνομα Μαγδαληνή, που είναι υπερβολικά της μόδας τώρα».

Αλλά η μαμά Μποβαρύ εναντιώθηκε για το όνομα της αμαρτωλής. Ο κύριος Ομέ, όσο γι' αυτόν, είχε αδυναμία σε όλα κείνα που θύμιζαν ένα μεγάλο άνθρωπο, ένα ένδοξο γεγονός ή μία γενναία αντίληψη, και με αυτό το σύστημα είχε βαφτίσει τα τέσσερα παιδιά του. Έτσι, ο Ναπολέων παράσταινε τη δόξα και ο Φραγκλίνος την ελευθερία· η Ίρμα ήταν, ίσως, μια παραχώρηση στο ρομαντισμό, αλλά η Αθαλία μια τιμή στο πιο αθάνατο αριστούργημα της γαλλικής σκηνής. Γιατί οι φιλοσοφικές του πεποιθήσεις δεν εμπόδιζαν τους καλλιτεχνικούς θαυμασμούς του, ο άνθρωπος της σκέψης δεν έπνιγε μέσα του τον ευαίσθητο άνθρωπο, ήξερε να ρυθμίζει τις διαφορές, να παίρνει η φαντασία το μερίδιό της, καθώς και ο φανατισμός. Παραδείγματος χάριν, αυτής της τραγωδίας κατηγορούσε τις ιδέες, μα θαύμαζε την τεχνοτροπία· καταριόταν τη σύλληψη, μα χειροκροτούσε όλες τις λεπτομέρειες και θύμωνε με τα πρόσωπα, ενώ ενθουσιαζόταν από τους λόγους τους. Όταν διάβαζε τα μεγάλα κομμάτια, ξετρελαινόταν, αλλά όταν σκεφτόταν πως οι παπάδες αρπάζονταν από αυτά για να κάμουν τη δουλειά τους, και μέσα σ' αυτή την αισθηματική σύγχυση που πελάγωνε, θα ήθελε να μπορούσε στον ίδιο καιρό να στεφανώσει με τα δυο του τα χέρια τον Ρακίνα και να συζητήσει μαζί του ένα καλό τέταρτο της ώρας.

Επιτέλους, η Έμμα θυμήθηκε πως στον πύργο του Βομπισάρ είχε ακούσει τη μαρκησία να κράζει Μπέρτα μια νέα γυναίκα· από εκείνη τη στιγμή διαλέχθηκε αυτό τ' όνομα, και επειδή ο γερο-Ρουό δεν μπορούσε να 'ρθει, παρακάλεσαν τον κύριο Ομέ να γίνει νουνός. Έδωσε για χάρισμα όλο προϊόντα του καταστήματός του, δηλαδή έξι κουτιά τζίτζιφα, ένα ολάκερο μπουκάλι ρακαού, τρεις σαπουνοθήκες, πάστα από αγριομολόχα και ακόμα έξι μπαστουνάκια κρυσταλλωμένη ζάχαρη, όπως τα 'χε βρει απάνω σ' ένα ράφι. Το βράδυ της τελετής δόθηκε ένα μεγάλο γεύμα· έλαβε μέρος και ο παπάς· γλέντησαν. Ο κύριος Ομέ, την ώρα του λικέρ, τραγούδησε το Le Dieu des bonnes gens. Ο κύριος Λεόν τραγούδησε μια μπαρκαρόλα, και η κυρία Μποβαρύ μητέρα, που ήταν νουνά, ένα τραγούδι από τον καιρό της Αυτοκρατορίας. Στο τέλος, ο κύριος Μποβαρύ πατέρας ζήτησε να κατεβάσουν το παιδί και βάλθηκε να το βαπτίσει μ' ένα ποτήρι σαμπάνια, που του έριχνε από ψηλά στο κεφάλι. Αυτή η σάτιρα του πρώτου μυστηρίου αγανάκτησε τον παπά Μπουρνιζιέν· ο πατέρας Μποβαρύ απάντησε μ' ένα στίχο της La guerre des dieux, o παπάς θέλησε να φύγει, οι κυρίες θερμοπαρακαλούσαν, ο Ομέ μπήκε στη μέση, και κατάφεραν να ξανακαθίσει ο ιερωμένος ήσυχα, που ξαναπήρε μέσα στο πιατάκι του το φλιτζάνι του καφέ του, που τον είχε μισοπιεί.

Ο κύριος Μποβαρύ πατέρας έμεινε ακόμα ένα μήνα στη Γιονβίλ και θάμπωσε τους ντόπιους μ' έναν έξοχο αστυνομικό σκούφο με ασημένια γαλόνια, που τον φορούσε το πρωί καπνίζοντας την πίπα του στην πλατεία. Έχοντας κιόλας τη συνήθεια να πίνει πολύ ρακί, συχνά έστελνε την υπηρέτρια στο Χρυσό Λιοντάρι για να του αγοράσει μια μποτίλια, που την έγραφαν στο λογαριασμό του γιου του, και μεταχειρίστηκε, για να μοσχομυρίσει τα μεταξομάντιλά του, όλη την κολόνια της νύφης του.

Αυτής δεν της κακοφαινόταν διόλου η συντροφιά του. Είχε γυρίσει τον κόσμο, μιλούσε για το Βερολίνο, τη Βιέννη, το Στρασβούργο, για τον καιρό που ήταν αξιωματικός, για τις ερωμένες που είχε, για τα μεγάλα τραπέζια που είχε δώσει, έπειτα φαινόταν περιποιητικός και πολλές φορές μάλιστα, ή στις σκάλες ή στον κήπο, την έπιανε από τη μέση φωνάζοντας: «Κάρολε, έχε το νου σου!»

Τότε η κυρία Μποβαρύ τρόμαξε για την ευτυχία του γιου της και από φόβο μη στο τέλος ο άντρας της

Page 63: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

λάβει μια ανήθικη επιρροή επάνω στις ιδέες της νέας γυναίκας, βιάστηκε να συντομέψει την αναχώρησή του. Ίσως είχε και σοβαρότερες ανησυχίες. Ο κύριος Μποβαρύ ήταν άνθρωπος που δε σεβόταν τίποτα.

Μια μέρα η Έμμα αισθάνθηκε άξαφνα την ανάγκη να δει την κορούλα της, που είχε η παραμάνα, η γυναίκα του ξυλουργού, και χωρίς να κοιτάξει το ημερολόγιο αν οι έξι βδομάδες της Παναγίας βαστούσαν ακόμα, ξεκίνησε προς την κατοικία του Ρολέ που βρισκόταν στην άκρη του χωριού, στο κάτω μέρος της πλαγιάς, μεταξύ του μεγάλου δρόμου και των χωραφιών.

Ήταν μεσημέρι· τα σπίτια είχαν τα παραθυρόφυλλά τους κλεισμένα και οι πυραμιδόσκεπες, που γυάλιζαν κάτω από το αγνό φως του γαλάζιου ουρανού, φαίνονταν, στην κορφή των αετωμάτων, πως έκαναν τις σπίθες να λαμποκοπούν. Ένας βαρύς άνεμος φυσούσε. Η Έμμα, περπατώντας, αισθανόταν αδυναμία· τα πετραδάκια του πεζοδρομίου την πλήγωναν· δίστασε αν θα γύριζε σπίτι της ή αν θα έμπαινε σε κανένα μέρος για να καθίσει.

Αυτή τη στιγμή, ο κύριος Λεόν βγήκε από μια γειτονική θύρα μ' ένα δέμα χαρτιά κάτω από τη μασχάλη του. Πήγε να τη χαιρετήσει και στάθηκε στη σκιά, μπρος από το μαγαζί του Λερέ, κάτω από τη σταχτιά τέντα που προεξείχε.

Η κυρία Μποβαρύ είπε πως πήγαινε να δει το παιδί της, μα και πως άρχιζε να αισθάνεται κούραση.

«Αν...» είπε ο Λεόν, μην τολμώντας να εξακολουθήσει.

«Έχετε δουλειά πουθενά;» ρώτησε εκείνη.

Και με την απάντηση του γραφιά, τον παρακάλεσε να τη συνοδέψει. Το ίδιο βράδυ αυτό μαθεύτηκε στη Γιονβίλ, και η κυρία Τιβάς, η γυναίκα του δημάρχου, δήλωσε μπρος στην υπηρέτριά της πως «η κυρία Μποβαρύ εκτίθεται».

Για να πάνε στης παραμάνας, έπρεπε, έπειτα από δρόμο, να γυρίσουν αριστερά, σαν να 'πρεπε να φτάσουν στο κοιμητήριο, και ν' ακολουθήσουν ανάμεσα από τα σπιτάκια και τις αυλές ένα μικρό μονοπάτι που το περίζωναν αγριολούλουδα. Ήταν ανθισμένες επίσης και οι βερικοκιές και τα γαϊδουράγκαθα, οι τσουκνίδες και οι τρυφεροί βάτοι που ξεπετιόνταν από τους θάμνους. Από την τρύπα που άφηναν οι φράχτες ξεχώριζαν μέσα στα χαλασμένα σπίτια κανένα γουρουνάκι επάνω στις κοπριές, ή δεμένες αγελάδες να τρίβουν τα κέρατά τους επάνω στον κορμό των δέντρων. Οι δυο τους, ο ένας κοντά στον άλλο, περπατούσαν σιγά, εκείνη ακουμπώντας επάνω του και κείνος κρατώντας το βήμα του, που το ρύθμιζε σύμφωνα με το δικό της· εμπρός τους ένα μπουλούκι μύγες πετούσαν σφυρίζοντας ανάμεσα στο ζεστό αέρα.

Αναγνώρισαν το σπίτι από μια παλιά καρυδιά που το σκίαζε· χαμηλό και σκεπασμένο από σκούρα κεραμίδια, είχε απ' έξω, κάτω από το φεγγίτη της σοφίτας, κρεμασμένο ένα χεράδι κρεμμύδια. Δεμάτια από αγκάθια, ορθά μπρος από το φράχτη, κύκλωναν ένα τετράγωνο από μαρούλια, λίγες λεβάντες και μπιζέλια ανθισμένα, ανεβασμένα επάνω σε συμπλέγματα κλάδων. Νερό βρώμικο έτρεχε και σκορπιζόταν στο χορτάρι, και βρίσκονταν ολόγυρα μερικά δυσκολοδιάκριτα κουρέλια, κάλτσες πλεχτές, μια πουκαμίσα από κόκκινο χασέ και ένα μεγάλο σεντόνι από χοντρό λινάρι, απλωμένο επάνω στο φράχτη. Στο θόρυβο της θύρας, η παραμάνα φάνηκε κρατώντας στα χέρια ένα παιδί που βύζαινε. Τραβούσε από το άλλο χέρι ένα κακόμοιρο μικράκι λιγνό, με το πρόσωπο σκεπασμένο από χελώνια· ήταν το παιδί του καπελά της Ρουέν, που οι γονείς του το άφηναν στην εξοχή, γιατί το εμπόριο τους τούς απασχολούσε υπερβολικά.

«Περάστε» τους είπε· «η μικρούλα σας είναι κει και κοιμάται».

Page 64: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Το δωμάτιο στο ισόγειο, το μόνο του σπιτιού, είχε στο βάθος, σιμά στον τοίχο, ένα μεγάλο κρεβάτι χωρίς μπερντέδες, ενώ η σκάφη έπιανε το μέρος προς το παράθυρο, που ένα του γυαλί ήταν μπαλωμένο μ' ένα γαλάζιο χαρτί σαν ήλιος. Στη γωνιά, πίσω από τη θύρα, πασουμάκια με λαμπερά καρφιά ήταν ταχτοποιημένα κάτω από την πλάκα του πλυσταριού, σιμά σε μια μποτίλια γεμάτη λάδι που στο στόμα της είχε ένα φτερό· ένας Mathieu Laensberg ήταν πεταμένος πάνω στο σκονισμένο τζάκι, ανάμεσα από τσακμακόπετρες, άκρες από κεριά και κομμάτια ίσκας. Και για να τελειώνουμε, η ύστερη πολυτέλεια αυτής της κάμαρης ήταν μια Φήμη, που φυσούσε μέσα σε σάλπιγγες, εικόνα κομμένη δίχως άλλο από κάποια ρεκλάμα μυρωδικών, και που τέσσερα καρφιά παπουτσιών την κάρφωναν στον τοίχο.

Το παιδί της Έμμας κοιμόταν καταγής, μέσα σε μια κούνια από καλάμι. Την έπιασε μαζί με την κουβέρτα που την τύλιγε, και άρχισε, ενώ κουνιόταν, να τραγουδάει σιγανά.

Ο Λεόν περπατούσε μέσα στο δωμάτιο· του φαινόταν παράξενο να βλέπει αυτή την ωραία κυρία με φόρεμα μπατιστένιο ανάμεσα σε τόση αθλιότητα. Η κυρία Μποβαρύ κοκκίνισε· αυτός γύρισε το κεφάλι, γιατί πίστεψε πως ίσως τα μάτια του είχαν κάποια αυθάδεια. Κατόπιν εκείνη ξαναπλάγιασε τη μικρούλα, που είχε ξεράσει πάνω στην τραχηλιά της. Η παραμάνα αμέσως πήγε να την καθαρίσει με διαμαρτυρίες πως δε θα φαινόταν.

«Μου έχει κάμει κι άλλα τέτοια» έλεγε, «και δεν καταγίνομαι σε τίποτε άλλο παρά αδιάκοπα να την πλένω! Αν είχατε, λοιπόν, την καλοσύνη να παραγγείλετε του Καμύ του μπακάλη να με αφήνει να παίρνω λίγο σαπούνι, όταν μου χρειάζεται; Για σας, μάλιστα, θα 'ταν πιο βολικό, γιατί δε θα σας ενοχλούσα».

«Πολύ καλά, πολύ καλά!» είπε η Έμμα. «Καλή αντάμωση, κυρα-Ρολέ!» και βγήκε σφουγγίζοντας τα πόδια της στο κατώφλι.

Η καλή γυναίκα τη συντρόφεψε ως την άκρη της αυλής, ενώ μιλούσε για τον κόπο που έκανε να σηκώνεται τη νύχτα.

«Είμαι τόσο τσακισμένη κάποτε, που αποκοιμούμαι πάνω στην καρέκλα μου· γι' αυτό θα 'πρεπε, τουλάχιστο, να μου δίνετε μια λίμπρα καφέ αλεσμένο, που θα μου κρατούσε ένα μήνα και που θα τον έπαιρνα το πρωί με το γάλα».

Αφού υπόμεινε τις ευχαριστίες της, η κυρία Μποβαρύ έφυγε· και είχε λιγάκι προχωρήσει μέσα στο μονοπάτι, όταν, στο θόρυβο που έκαναν τα τσόκαρα, γύρισε το κεφάλι· ήταν η παραμάνα.

«Τι συμβαίνει;»

Τότε η χωρική, τραβώντας την στην άκρη πίσω από μια πτελέα, άρχισε να της μιλεί για τον άντρα της, που με την τέχνη του και τα έξι φράγκα κάθε χρόνο, που ο καπετάνιος...

«Τέλειωσε πιο γρήγορα» είπε η Έμμα.

«Ε, λοιπόν» εξακολούθησε η παραμάνα, αναστενάζοντας ανάμεσα από κάθε λόγο, «φοβάμαι πως θα λυπηθεί να με βλέπει να παίρνω τον καφέ μονάχη μου· ξέρετε, οι άντρες...»

«Αφού θα 'χεις τέτοια» επαναλάμβανε η Έμμα. «Θα σου δώσω. Μ' ενοχλείς!»

«Αλίμονο! Καημένη, αγαπημένη μου κυρία, ο δυστυχισμένος, εξαιτίας των πληγών του, έχει τρομερές σουβλιές στο στήθος. Λέει, μάλιστα, πως ο μηλίτης τον αδυνατίζει».

Page 65: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Μα τελείωνε γρήγορα, κυρα-Ρολέ!»

«Λοιπόν» εξακολούθησε εκείνη, κάνοντας μια υπόκλιση, «αν δεν ήταν πάρα πολύ να σας ζητήσω» —υποκλίθηκε ακόμα μια φορά— «όταν θελήσετε» —και το μάτι της θερμοπαρακαλούσε— «μια σταμνούλα ρακί» είπε επιτέλους, «και θα τρίβω με κείνο τα πόδια της μικρούλας σας, που τα 'χει τρυφερά σαν τη γλώσσα».

Αφού έβγαλε από πάνω της την παραμάνα, η Έμμα ξανάπιασε απ' το μπράτσο τον κύριο Λεόν. Περπάτησε γρήγορα για λίγη ώρα· κατόπιν μετρίασε το βήμα, και το βλέμμα της αντίκρισε την πλάτη του νέου, που η ρεντιγκότα του είχε ένα κολάρο από βελούδο μαύρο. Τα καστανά του μαλλιά έπεφταν επάνω ακατσάρωτα και καλά χτενισμένα. Παρατήρησε τα νύχια του που ήταν μακρύτερα απ' ό,τι τα είχαν στη Γιονβίλ. Ήταν μια από τις μεγάλες απασχολήσεις του γραφιά να τα περιποιείται, και φύλαγε γι' αυτή τη χρήση ένα σουγιά μέσα στο γραφείο του.

Γύρισαν στη Γιονβίλ, ακολουθώντας την όχθη του νερού. Στη ζεστή εποχή ο γκρεμός, πιο πλατύς, ξεσκέπαζε ως τη βάση τους τούς τοίχους των κήπων, που είχαν μια σκάλα με μερικά σκαλιά που κατέβαιναν ως το ποτάμι. Κυλούσε αθόρυβα, γρήγορα, και φαινόταν κρύο· μακριά, λεπτά χορτάρια έσκυβαν μαζί, σύμφωνα με το ρεύμα που τα 'σπρωχνε, και μέσα στην ξαστεροσύνη απλώνονταν σαν λυμένα πράσινα μαλλιά. Κάποτε, στην κορυφή των σκίνων ή επάνω στα φύλλα των νούφαρων, ένα έντομο με λεπτά ποδάρια περπατούσε ή καθόταν. Ο ήλιος περνούσε με μια αχτίδα τα μικρά γαλάζια σφαιρίδια των κυμάτων, που, σπάζοντας, το ένα ακολουθούσε το άλλο, οι γέρικες γυμνές ιτιές καθρέφτιζαν μέσα στο νερό το σταχτί τους φλούδι· στην άλλη μεριά, γύρω γύρω, ο κάμπος φαινόταν άδειος. Ήταν η ώρα του γεύματος μέσα στις κατοικίες και η νέα γυναίκα και ο σύντροφός της δεν άκουγαν περπατώντας παρά το ρυθμό των βημάτων τους επάνω στο χώμα του μονοπατιού, τα λόγια που έλεγαν και το άγγιγμα του φορέματος της Έμμας, που θρόιζε ολόγυρά της.

Οι τοίχοι των κήπων, στρωμένοι στην κορυφή τους με κομμάτια από σπασμένες μποτίλιες, ήταν ζεστοί σαν τα γυαλιά ενός θερμοκηπίου. Μέσα στα κεραμίδια είχανε φυτρώσει ραπανίδια, και με το γύρο της ανοιχτής ομπρέλας της, η κυρία Μποβαρύ, ενώ περνούσε, έκανε να ξεσπορίζονται σε κίτρινη σκόνη λίγα από τα μαραμένα τους λουλούδια, ή κάποιο κλαρί αιγόκλημα ή κληματίδες που κρέμονταν έξω, σερνόταν μια στιγμή επάνω στο μετάξι ενώ μπερδευόταν στα κρόσσια.

Μιλούσαν για ένα θίασο από ισπανούς χορευτές που τους περίμεναν τώρα στο θέατρο της Ρουέν.

«Θα πάτε;» ρώτησε εκείνη.

«Αν μπορώ» απάντησε αυτός.

Δεν είχαν τίποτε άλλο να πούνε; Εντούτοις τα μάτια τους ήταν γεμάτα από μια πιο σοβαρή ομιλία· και ενώ κοπίαζαν να βρουν φράσεις κοινές, αισθάνονταν το ίδιο ερωτικό πάθος να τους κυριεύει και τους δύο· ήταν σαν ένα μουρμουρητό της ψυχής, βαθύ εξακολουθητικό, που κυριαρχούσε ακόμα και πάνω στον ήχο της φωνής τους. Κατάπληκτοι από την καινούρια γλυκάδα, δε σκέφτονταν να πει ο ένας στον άλλο την εντύπωση ή να ανακαλύψουν την αιτία. Οι μελλοντικές ευτυχίες, σαν τις ακροθαλασσιές των τροπικών, προβάλλουν στο άπειρο, που προηγείται απ' αυτές, τις γενέθλιες απαλότητές τους, μια αύρα μυρωδάτη, και αποκοιμούνται μέσα σ' αυτό το μεθύσι χωρίς να ανησυχούν ούτε για τον ορίζοντα, που δεν τον ξεχωρίζουν.

Η γη, σ' ένα μέρος, ήταν σκαμμένη από τα βήματα των ζώων· έπρεπε να περπατήσουν επάνω σε χοντρές πράσινες πέτρες, σκόρπιες ανάμεσα στη λάσπη. Συχνά, εκείνη σταματούσε μια στιγμή για να κοιτάξει πού θα βάλει το παπουτσάκι της, και τρικλίζοντας πάνω στο πετραδάκι που έτρεμε, με τους αγκώνες στον αέρα, τη μέση σκυφτή, το μάτι αναποφάσιστο, γελούσε τότε, από φόβο μην πέσει μέσα

Page 66: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

στα βρωμόνερα.

Όταν έφτασαν μπρος από τον κήπο της, η κυρία Μποβαρύ έσπρωξε το μικρό κάγκελο, ανέβηκε τα σκαλιά τρέχοντας και χάθηκε.

Ο Λεόν ξαναγύρισε στο γραφείο του. Ο προϊστάμενος έλειπε, έριξε μια ματιά στις δικογραφίες, έπειτα έξυσε μια πένα, πήρε τέλος το καπέλο του κι έφυγε.

Πήγε στην Πατύρ, ψηλά στην πλαγιά του Αργκέιγ, στην είσοδο του δάσους, ξαπλώθηκε στη γη κάτω από τα έλατα και κοίταξε τον ουρανό ανάμεσα από τα δάχτυλά του.

«Πώς βαριέμαι!» έλεγε μέσα του. «Πώς βαριέμαι!»

Έβρισκε πως ήταν αξιολύπητος που έπρεπε να ζει μέσα σ' αυτό το χωριό με φίλο τον Ομέ και προϊστάμενο τον Γκιγιομέν. Αυτός ο τελευταίος, συνεχώς απασχολημένος με υποθέσεις, με τα γυαλιά του με χρυσό σκελετό, τις κόκκινες φαβορίτες και την άσπρη γραβάτα, δεν ένιωθε τίποτε από τις λεπτότητες του πνεύματος, μολονότι έπαιρνε ένα ύφος μονοκόμματο και εγγλέζικο, που είχε θαμπώσει τον υπάλληλο τον πρώτο καιρό.

Όσο για τη γυναίκα του φαρμακοποιού, ήταν η καλύτερη σύζυγος της Νορμανδίας, ψυχή σαν αρνί, αγαπούσε τα παιδιά της, τον πατέρα της, τη μητέρα της, τα ξαδέρφια της, έκλαιγε για τους πόνους του άλλου, άφηνε όλα να πάνε όπως όπως στο νοικοκυριό της, μισούσε τους κορσέδες — μα τόσο αργή για να κινηθεί, τόσο βαρετή να την ακούς, μ' ένα παρουσιαστικό τόσο κοινό και μια σκέψη τόσο περιορισμένη, που ποτέ δε συλλογίστηκε, μολονότι εκείνη ήταν τριάντα χρόνων και κείνος είκοσι, μολονότι κοιμόνταν θύρα με θύρα και της μιλούσε κάθε μέρα, πως θα μπορούσε να 'ναι γυναίκα για κάποιον, ούτε που είχε από το φύλο της άλλο πράγμα από το φόρεμα.

Κι έπειτα, τι είχε; Τον Μπινέ, μερικούς εμπόρους, δυο ή τρεις ταβερνιάρηδες, τον παπά, και τέλος, τον Τιβάς, το δήμαρχο, με τα δυο του παιδιά, ανθρώπους πλούσιους, δύστροπους και μικρόμυαλους, που καλλιεργούν μόνοι τους τη γη τους, μονόχνοτοι, θρήσκοι από την άλλη τη μεριά και με μια συντροφιά εντελώς ανυπόφορη.

Αλλά επάνω στο κοινό φόντο όλων αυτών των ανθρώπινων προσώπων η εικόνα της Έμμας ξεχώριζε μονάχα, κι ωστόσο πιο απόμακρη, γιατί αισθανόταν ανάμεσα σ' εκείνη και σ' εκείνον κάτι σαν αόριστη άβυσσο.

Στην αρχή, είχε πάει σπίτι της πολλές φορές με τη συντροφιά του φαρμακοποιού. Ο Κάρολος δεν είχε δείξει καμιά ιδιαίτερη διάθεση να τον δεχτεί, και ο Λεόν δεν ήξερε πώς να φερθεί, ανάμεσα στον κίνδυνο να φανεί αδιάκριτος και στην επιθυμία μιας οικειότητας που την πίστευε σχεδόν αδύνατη.

Page 67: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

4

Από τα πρώτα κρύα η Έμμα άφησε το δωμάτιό της, για να κατοικήσει στο σαλόνι, μια μακριά κάμαρα με ψηλό ταβάνι, όπου βρισκόταν επάνω στο τζάκι ένα φουντωτός πολύποδας που απλωνόταν επάνω στον καθρέφτη. Καθισμένη στην πολυθρόνα της, σιμά στο παράθυρο, έβλεπε τους ανθρώπους του χωριού να αντιπερνούν επάνω στο πεζοδρόμιο.

Ο Λεόν, δυο φορές την ημέρα πήγαινε από το γραφείο του στο Χρυσό Λιοντάρι. Η Έμμα, από μακριά, τον άκουγε να 'ρχεται· έσκυβε μόλις τον έβλεπε, και ο νέος γλιστρούσε πίσω από τον μπερντέ, πάντα ντυμένος με τον ίδιο τρόπο και δίχως να στρέφει το κεφάλι. Αλλά το σούρουπο, όταν με το πηγούνι μέσα στο αριστερό της χέρι είχε αφήσει το αρχινημένο εργόχειρο επάνω στα γόνατά της, συχνά σκιρτούσε στην εμφάνιση αυτής της σκιάς, που ξάφνου γλιστρούσε. Σηκωνόταν και πρόσταζε να στρώσουν το τραπέζι.

Ο κύριος Ομέ έφτανε ενώ έτρωγαν. Με σκούφο ελληνικό στο χέρι, έμπαινε με αθόρυβα βήματα, για να μην ανησυχήσει κανένα, και πάντα επαναλαμβάνοντας την ίδια φράση: «Καλημέρα της συντροφιάς». Κατόπι, όταν καθόταν στη θέση του σιμά στο τραπέζι, ανάμεσα στο αντρόγυνο, ζητούσε από το γιατρό νέα από τους αρρώστους του, και κείνος τον συμβουλευόταν επάνω στην πιθανότητα της αντιμισθίας. Κατόπι μιλούσαν για ό,τι ήταν στην εφημερίδα. Ο Ομέ, αυτή την ώρα, ήξερε τα νέα σχεδόν απέξω και τα επαναλάμβανε λέξη προς λέξη, μαζί με τους συλλογισμούς του δημοσιογράφου και με όλες τις ιστορίες των ατομικών καταστροφών που έγιναν στη Γαλλία ή στο εξωτερικό. Αλλά όταν εξαντλούσαν πια το θέμα, δεν αργούσε να πετάξει μερικές παρατηρήσεις για τα φαγητά που έβλεπε. Κάποτε, μάλιστα, μισοσηκωνόταν και έδειχνε με τρόπο στην κυρία το κομμάτι το πιο τρυφερό, ή, γυρίζοντας προς την υπηρέτρια, της έδινε συμβουλές πώς να κάνει τα ραγκού και πώς οι σάλτσες είναι υγιεινότερες· μιλούσε για το άρωμα, για τα μυρωδικά, για τα ζουμιά, για τις πηχτές, με τρόπο που θάμπωνε. Με το κεφάλι του πιο γεμάτο από συνταγές παρά ό,τι το φαρμακείο του μπουκάλια, ο Ομέ κατόρθωνε να κάνει πλήθος από γλυκίσματα, ξίδια και γλυκά λικέρ, και γνώριζε επίσης όλες τις καινούριες εφευρέσεις των οικονομικών θερμαστρών, μαζί με την τέχνη να διατηρεί τα τυριά και να διορθώνει τα χαλασμένα κρασιά.

Στις οκτώ, ο Ιουστίνος ερχόταν να τον ζητήσει για να κλείσουν το φαρμακείο. Τότε ο κύριος Ομέ τον κοίταζε μ' ένα βλέμμα πειραχτικό, μάλιστα όταν η Ευτυχία βρισκόταν εκεί, γιατί είχε παρατηρήσει πως ο μαθητής του αγαπούσε το σπίτι του γιατρού.

«Το παλικάρι μου» έλεγε, «αρχίζει να 'χει ιδέες, και πιστεύω, ο διάβολος να με πάρει, πως είναι ερωτευμένος με την υπηρέτριά σας!»

Αλλά ένα ελάττωμα σοβαρότερο, και που του το κατηγορούν, ήταν πως κρυφάκουγε αδιάκοπα τις κουβέντες. Την Κυριακή, παραδείγματος χάριν, δεν μπορούσαν να τον κάμουν να βγει από το σαλόνι όπου η κυρία Ομέ τον είχε κράξει για να πάρει τα παιδιά, που αποκοιμιόνταν μέσα στις πολυθρόνες τραβώντας με τις ράχες τους τα σκεπάσματα, πάρα πολύ φαρδιά, από αμερικάνικο ύφασμα.

Δεν πήγαινε πολύς κόσμος σ' αυτές τις βραδιές του φαρμακοποιού, γιατί η κακογλωσσιά του και τα πολιτικά του φρονήματα σιγά σιγά είχαν αποτραβήξει από κοντά του διάφορα σεβαστά πρόσωπα. Ο γραφιάς δεν απέλειπε από κει. Όταν άκουγε το κουδούνι, έτρεχε να υποδεχτεί την κυρία Μποβαρύ, της έπαιρνε το σάλι και ακουμπούσε κατά μέρος, κάτω από το γραφείο του φαρμακείου, τις χοντρές παντούφλες από ψαθί, που φορούσε πάνω από τα παπούτσια της όταν χιόνιζε.

Έπαιζαν στην αρχή μερικές παρτίδες τριάντα ένα· κατόπιν ο κύριος Ομέ έπαιζε εκαρτέ με την Έμμα· ο Λεόν πίσω της τής έδινε συμβουλές. Ορθός, και με τα χέρια επάνω στο χερούλι της καρέκλας της,

Page 68: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κοίταζε τα δόντια του χτενιού της που δάγκωναν τον κότσο της. Σε κάθε κίνημα που έκανε για να ρίξει τα χαρτιά, το φόρεμά της από τη δεξιά μεριά ανέβαινε. Από τα ανασηκωμένα μαλλιά της κατέβαινε ένα μελαχρινό χρώμα επάνω στην πλάτη της και χανόταν σιγά σιγά στη σκιά, χλομιάζοντας βαθμηδόν. Το φόρεμά της, κατόπιν, έπεφτε από τις δυο μεριές επάνω στο κάθισμα φουσκώνοντας, γεμάτο σούφρες, κι απλωνόταν ως τη γη. Όταν ο Λεόν καμιά φορά αισθανόταν τη σόλα της μπότας του να εγγίζει επάνω, τραβιόταν, σαν να είχε περπατήσει επάνω σε κάποιον.

Όταν τελείωνε η παρτίδα, ο φαρμακοποιός και ο γιατρός έπαιζαν ντόμινο, και η Έμμα αλλάζοντας θέση ακουμπούσε με τους αγκώνες επάνω στο τραπέζι, ξεφυλλίζοντας την Ιλουστρασιόν. Είχε φέρει το περιοδικό της με τις μόδες. Ο Λεόν καθόταν σιμά της, κοίταζαν μαζί τις φιγούρες και χρονοτριβούσαν στο τέλος των σελίδων. Συχνά τον παρακαλούσε να της πει στίχους· ο Λεόν της απάγγελνε με σερνάμενη φωνή, που φρόντιζε να την κάνει να ξεχειλίζει στις ερωτικές λέξεις. Αλλά ο θόρυβος του ντόμινου τον ενοχλούσε. Ο κύριος Ομέ ήταν δυνατός, χτυπούσε τον Κάρολο με το διπλό εξάρι. Κατόπι, αφού τελείωναν οι τρεις εκατοστάρες, ξαπλώνονταν κι οι δυο μπροστά από τη φωτιά και δεν αργούσαν ν' αποκοιμηθούν. Η φωτιά έσβηνε μέσα στις στάχτες· η τσαγιέρα ήταν άδεια· ο Λεόν ακόμα διάβαζε. Η Έμμα τον άκουγε γυρίζοντας μηχανικά το αμπαζούρ της λάμπας, όπου ήταν ζωγραφισμένοι επάνω στη γάζα του πιερότοι μέσα σε αμάξια και χορεύτριες της σκηνής μαζί με τις κούνιες τους. Ο Λεόν σταματούσε, δείχνοντας μ' ένα κίνημα το ακροατήριό του αποκοιμισμένο· τότε μιλούσαν χαμηλόφωνα και η κουβέντα που έκαναν τους φαινόταν γλυκύτερη, γιατί δεν την άκουγαν οι άλλοι.

Έτσι εδραιώθηκε αναμεταξύ τους ένα είδος δεσμού, μια αδιάκοπη ανταλλαγή βιβλίων και τραγουδιών· ο κύριος Μποβαρύ, πολύ λίγο ζηλιάρης, δεν απορούσε.

Έλαβε για τη γιορτή του ένα φρενολογικό κεφάλι, όλο σημειωμένο με χαρακτήρες ως το θώρακα και χρωματισμένο γαλάζιο. Ήταν μια ευγένεια του γραφιά. Υπήρχαν ακόμα κι άλλες, ως και τις παραγγελίες του στη Ρουέν, και επειδή το βιβλίο ενός μυθιστοριογράφου είχε κάμει μόδα τη μανία για τα πολύφυλλα φυτά, ο Λεόν αγόραζε για την κυρία και τα έφερνε απάνω στα γόνατά του, μέσα στο Χελιδόνι, αγκυλώνοντας τα δάχτυλα στα σκληρά τους χνούδια.

Συγύρισε επάνω στο παράθυρό της μια σανίδα, για να κρατεί τις γλάστρες της. Ο γραφιάς, επίσης, είχε τον κρεμαστό του κήπο· παρατηρούσαν ο ένας τον άλλον και περιποιόνταν τα λουλούδια τους στο παράθυρό τους.

Ανάμεσα στα παράθυρα του χωριού βρισκόταν κι ένα άλλο, ακόμα πιο συχνά απασχολημένο· γιατί την Κυριακή, από το πρωί ως το βράδυ, και κάθε απόγευμα, αν ο καιρός ήταν ξάστερος, έβλεπαν στο φεγγίτη μιας σοφίτας την αδύνατη κατατομή του κυρίου Μπινέ, σκυφτός επάνω στον τόρνο του, και που το μονότονο ροχαλητό του ακουγόταν ως το Χρυσό Λιοντάρι.

Ένα βράδυ, ο Λεόν, γυρίζοντας σπίτι, βρήκε μέσα στο δωμάτιό του ένα χαλί από βελούδο και μαλλί, με φυλλώματα υφασμένα σε ωχροκίτρινο φόντο. Έκραξε την κυρία Ομέ, τον κύριο Ομέ, τον Ιουστίνο, τα παιδιά, τη μαγείρισσα, μίλησε γι' αυτό στον προϊστάμενό του· όλος ο κόσμος είχε την επιθυμία να γνωρίσει αυτό το χαλί· γιατί η γυναίκα του γιατρού έκανε στο γραφιά γενναιοδωρίες; Αυτό φάνηκε παράξενο και συλλογίστηκαν, τελικά, πως δίχως άλλο ήταν φιλενάδα του.

Άφηνε να το πιστεύουν, τόσο πολύ κουβέντιαζε για τις χάρες της και για το πνεύμα της, που ο Μπινέ τού αποκρίθηκε μια φορά πολύ απότομα:

«Τι με μέλει εμένα, αφού εγώ δεν είμαι της συντροφιάς της!»

Βασανιζόταν να ανακαλύψει με τι μέσο θα της έκανε την ερωτική του εξομολόγηση, και διστάζοντας

Page 69: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πάντα μεταξύ του φόβου να τη δυσαρεστήσει και της ντροπής να 'ναι δειλός, έκλαιγε από απελπισία και πόθο. Έπειτα έπαιρνε ενεργητικές αποφάσεις· έγραφε γράμματα που τα ξέσχιζε, αποφάσιζε να το αφήσει για αργότερα κι έπειτα υποχωρούσε. Συχνά ξεκινούσε με το σχέδιο να τα τολμήσει όλα· αλλά αυτή η απόφαση τον άφηνε πολύ γρήγορα με την παρουσία της Έμμας· και όταν ο Κάρολος, που ερχόταν ξάφνου, τον καλούσε ν' ανέβει στη σούστα του για να πάνε να δούνε μαζί κανέναν άρρωστο στα περίχωρα, δεχόταν αμέσως, χαιρετούσε την κυρία κι έφευγε. Ο άντρας της δεν ήταν κάτι από εκείνη;

Όσο για την Έμμα, δε ρώτησε καθόλου τον εαυτό της για να μάθει αν τον αγαπούσε. Ο έρωτας, πίστευε εκείνη, θα 'φτανε ξάφνου με μεγάλες λαμπρότητες και λάμψεις — θύελλα τ' ουρανού που πέφτει επάνω στη ζωή, την αναποδογυρίζει, ξεριζώνει τις θελήσεις σαν τα φύλλα και παρασύρει στην άβυσσο ολάκερη την καρδιά. Δεν ήξερε πως επάνω στο λιακωτό των σπιτιών η βροχή κάνει λίμνες όταν τα τρυπητά του νερού είναι βουλωμένα, κι έτσι έμενε αναπαυμένη, όταν γρήγορα ανακάλυψε ένα ράγισμα στον τοίχο.

Page 70: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

5

Ήταν μια Κυριακή του Φλεβάρη, ένα απόγευμα που χιόνιζε.

Όλοι, ο κύριος και η κυρία Μποβαρύ, ο κύριος Ομέ και ο κύριος Λεόν, είχανε φύγει για να δουν, μιάμιση λεύγα μακριά από τη Γιονβίλ, μέσα στην πεδιάδα, την εγκατάσταση ενός εργοστασίου λιναριού. Ο φαρμακοποιός είχε πάρει μαζί του τον Ναπολέοντα και την Αθαλία για να τους κάμει γυμναστική, και ο Ιουστίνος τούς συντρόφευε, κουβαλώντας τις ομπρέλες πάνω στον ώμο του.

Και όμως, τίποτα δεν ήταν λιγότερο περίεργο από αυτό το αξιοπερίεργο. Ένα μεγάλο διάστημα άδεια οικόπεδα, όπου βρίσκονταν, ανάκατα, ανάμεσα σε σωρούς άμμο και χαλίκια, μερικοί οδοντωτοί τροχοί σκουριασμένοι κιόλας, που κύκλωναν ένα μεγάλο κτίριο τετράγωνο, που πολλά μικρά παράθυρα το τρυπούσαν. Δεν είχε τελειώσει το χτίσιμο και έβλεπε κανείς τον ουρανό ανάμεσα από τα πατερά της στέγης. Κολλημένο στο δοκαράκι του αετώματος, ένα ματσάκι άχυρα ανακατεμένο με στάχυα έκανε να χτυπούν οι τρίχρωμες κορδέλες του.

Ο Ομέ μιλούσε. Εξηγούσε στη συντροφιά τη μελλοντική σπουδαιότητα αυτού του οικοδομήματος, λογάριαζε τη δύναμη των πατωμάτων, το πάχος των τοίχων, και λυπόταν πολύ που δεν είχε ένα μετρικό ραβδί, όπως είχε ο κύριος Μπινέ για ατομική του χρήση.

Η Έμμα, που του έδινε το μπράτσο, ακουμπούσε λιγάκι επάνω στην πλάτη του και κοίταζε το δίσκο του ήλιου που ακτινοβολούσε μακριά, μέσα στην καταχνιά, τη θαμπωτική του αχνάδα· αλλά γύρισε το κεφάλι: ο Κάρολος ήταν εκεί. Είχε χωμένο το σκούφο του ως τα φρύδια και τα δυο του χοντρά χείλη σιγότρεμαν, πράγμα που πρόσθετε στο πρόσωπό του κάτι ανόητο· και η πλάτη του ακόμα, η ήσυχη πλάτη του, σ' ερέθιζε να την κοιτάζεις και έβρισκες απλωμένη πάνω στη ρεντιγκότα του όλη του ανθρώπου την ανοστιά.

Ενώ τον θωρούσε, δοκιμάζοντας έτσι μέσα στον ερεθισμό της ένα είδος διεφθαρμένης ηδονής, ο Λεόν προχώρησε ένα βήμα. Το κρύο, που τον χλόμιαζε, φαινόταν πως έχυνε πάνω στη μορφή του μια περιπάθεια γλυκύτερη· ανάμεσα στη γραβάτα και στο λαιμό του, ο κολάρος του πουκάμισου, λίγο ανοιχτός, άφηνε να φαίνεται το δέρμα· μια άκρη του αυτιού περνούσε κάτω από μια πλεξούδα μαλλιών, και τα μεγάλα του γαλανά μάτια, υψωμένα προς τα σύννεφα, φάνηκαν στην Έμμα πιο ξάστερα και πιο ωραία κι απ' αυτές τις λίμνες των βουνών, όπου καθρεφτίζεται ο ουρανός.

«Δυστυχισμένε!» φώναξε ξάφνου ο φαρμακοποιός.

Και έτρεξε στο γιο του, που μόλις είχε ορμήσει μέσα σ' ένα σωρό ασβέστη για να χρωματίσει άσπρα τα παπούτσια του. Στις παρατηρήσεις που τον φόρτωναν, ο Ναπολέων άρχισε να βγάζει τρομερές φωνές, ενώ ο Ιουστίνος τού σφούγγιζε τα παπούτσια μ' έναν αχυρόπηλο. Μα θα χρειαζόταν ένα μαχαίρι· ο Κάρολος πρόσφερε το δικό του.

«Α» είπε μέσα της, «έχει ένα μαχαίρι μέσα στην τσέπη του, σαν χωριάτης!»

Έπεφτε η πάχνη και γύρισαν στη Γιονβίλ.

Η κυρία Μποβαρύ το βράδυ δεν πήγε στους γειτόνους της, και όταν ο Κάρολος έφυγε, όταν ένιωσε πως ήταν μόνη, ο παραλληλισμός ξανάρχισε σχεδόν αμέσως, μέσα στην ξαστεροσύνη ενός αισθήματος, και με το μεγάλωμα της προοπτικής που η ενθύμηση δίνει στα αντικείμενα. Κοιτάζοντας από το κρεβάτι της την ξάστερη φωτιά που έκαιγε, έβλεπε ακόμα, όπως εκεί κάτω, τον Λεόν ορθό, να κάνει με το ένα του το χέρι τη βέργα του να λυγίζει και με το άλλο να κρατεί την Αθαλία, που βύζαινε

Page 71: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ήσυχα ένα κομμάτι πάγο. Τον έβρισκε χαριτωμένο· δεν μπορούσε να τον αποχωριστεί· θυμήθηκε τις άλλες του στάσεις σε άλλες μέρες, φράσεις που είχε πει, τον ήχο της φωνής του, όλο του το άτομο, και ξανάλεγε σμίγοντας τα χείλια της, σαν σε φιλί:

«Ναι, χαριτωμένος! Χαριτωμένος! Δεν αγαπάει άραγε καμιά;» αναρωτήθηκε. «Ποια λοιπόν;... Μα εμένα!»

Κάθε απόδειξη παρουσιάστηκε μαζί, η καρδιά της σκίρτησε. Η φλόγα του τζακιού έκανε να τρέμει στο ταβάνι μια ζωηρή λάμψη· γύρισε με τη ράχη ακουμπισμένη, απλώνοντας τα μπράτσα.

Τότε άρχισε το αιώνιο παράπονο. «Αν ο Θεός το 'χε θελήσει!

Γιατί δεν είναι έτσι; Ποιος εμπόδιζε λοιπόν;»

Όταν ο Κάρολος τα μεσάνυχτα επέστρεψε, προσποιήθηκε πως ξύπνησε, και όπως εκείνος έκανε θόρυβο ενώ γδυνόταν, παραπονέθηκε πως είχε πονοκέφαλο· κατόπι ρώτησε με αδιαφορία τι γίνηκαν στη βραδιά.

«Ο κύριος Λεόν» είπε κείνος, «έφυγε νωρίς».

Δεν μπόρεσε να κρατηθεί να μη χαμογελάσει και κοιμήθηκε με την ψυχή γεμάτη με μια καινούρια γοητεία.

Την επομένη, κοντόβραδα, δέχτηκε την επίσκεψη του κυρίου Λερέ, εμπόρου νεωτερισμών. Ήταν ένας άξιος άνθρωπος. Γεννημένος Γασκώνος, μα μια που έγινε Νορμανδός, είχε την πολυλογία του μεσημβρινού μαζί με τη φρονιμάδα του Νορμανδού. Το παχύ του πρόσωπο, μαλακό και χωρίς γένια, φαινόταν βαμμένο με ωχρό εκχύλισμα γλυκόριζας, και τα άσπρα του μαλλιά έκαναν ζωηρότερη ακόμα τη σκληρή λάμψη των μαύρων μικρών του ματιών. Δεν ήξεραν τι ήταν άλλοτε· μεταπράτης, έλεγε κάποιος, τραπεζίτης στο Ρουτό, κατά τους άλλους. Το μόνο θετικό ήταν πως έκανε με το κεφάλι περίπλοκους λογαριασμούς που θα τρόμαζαν και τον ίδιο τον Μπινέ. Ευγενικός, με φιλοφροσύνη, στεκόταν πάντα μισοσκυμμένος, στη στάση κάποιου που χαιρετάει ή προσκαλεί.

Αφού άφησε στη θύρα το καπέλο του, γαρνιρισμένο με ένα κρέπι, ακούμπησε πάνω στο τραπέζι ένα πράσινο κουτί και άρχισε να παραπονιέται στην κυρία με ένα σωρό ευγένειες, που ως εκείνη την ημέρα είχε μείνει δίχως ν' αποκτήσει την εμπιστοσύνη της. Ένα φτωχό μαγαζί σαν το δικό του δεν ήταν καμωμένο για να τραβήξει μια κομψή γυναίκα· τόνισε τη λέξη. Και όμως, δεν είχε παρά να διατάξει και θα αναλάβαινε να της προμηθεύσει ό,τι θα 'θελε, είτε δαντέλες είτε ασπρόρουχα είτε καπέλα είτε μόδες· γιατί πήγαινε στη χώρα τακτικά, τέσσερις φορές το μήνα. Είχε σχέση με τα καλύτερα εμπορικά. Θα μπορούσαν να μιλήσουν γι' αυτόν στα Τρία αδέρφια, στη Χρυσή γενειάδα ή στο Μεγάλο άγριο· όλοι αυτοί οι κύριοι τον γνώριζαν όπως και τις τσέπες τους! Σήμερα, λοιπόν, ερχόταν να δείξει στην κυρία, περνώντας, διάφορα είδη, που έτυχε να τα 'χει χάρη σε μια τύχη από τις πιο σπάνιες. Κι έβγαλε από το κουτί μισή δωδεκάδα κολάρα κεντημένα.

Η κυρία Μποβαρύ τα εξέτασε. «Δεν έχω ανάγκη από τίποτα» είπε.

Τότε ο κύριος Λερέ ξετύλιξε με λεπτότητα τρεις αλγερινές σάρπες, πολλά πακέτα αγγλικά βελόνια, ένα ζεύγος παντούφλες από ψάθα, και τέλος, τέσσερις αυγοθήκες από κοκοκάρυδο, σκαλισμένες διάφανα από κατάδικους. Κατόπι, με τα δυο χέρια επάνω στο τραπέζι, το λαιμό τεντωμένο, τη μέση σκυφτή, παρακολουθούσε με ανοιχτό το στόμα το βλέμμα της Έμμας, που πλανιόταν αναποφάσιστο ανάμεσα σ' αυτά τα εμπορεύματα. Κάθε λίγο, τάχα για να διώξει τη σκόνη, έδινε μια νυχιά επάνω στις μεταξωτές σάρπες, που ήταν ξετυλιγμένες σε όλο τους το μάκρος και ανατρίχιαζαν μ' έναν ελαφρύ

Page 72: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

θόρυβο, κάνοντας στο πρασινωπό φως του κοντόβραδου να λάμπουν, σαν μικρά αστέρια, οι χρυσές σπίθες του υφάσματός τους.

«Πόσο κοστίζουν αυτές;»

«Ένα τίποτα» αποκρίθηκε κείνος, «ένα τίποτα· αλλά δεν είναι καμιά βία· όταν θελήσετε· δεν είμαστε Εβραίοι!»

Συλλογίστηκε μερικές στιγμές και τέλειωσε πάλι ευχαριστώντας τον κύριο Λερέ, που απάντησε δίχως να συγκινηθεί.

«Ε, καλά, θα συνεννοηθούμε αργότερα· με τις κυρίες ερχόμαστε πάντα σε λογαριασμό, αν και δεν τα καταφέρνω μολοντούτο με τη δική μου».

Η Έμμα χαμογέλασε.

«Ήταν για να σας πω» επανέλαβε με απλό ύφος, έπειτα από την αστειότητά του, «πως δεν είναι το χρήμα που με ανησυχεί... Θα σας έδινα, αν χρειαζόταν».

Εκείνη έκαμε ένα κίνημα με κατάπληξη.

«Α!» είπε εκείνος ζωηρά και με χαμηλή φωνή, «δε θα 'χω ανάγκη να πάω μακριά για να σας βρω· λογαριάστε τα».

Και άρχισε να ζητάει τα νέα του γερο-Τελιέ, του ιδιοκτήτη του Καφέ Φρανσέ, που ο κύριος Μποβαρύ τότε τον θεράπευε.

«Τι έχει, λοιπόν, ο γερο-Τελιέ;... Βήχει, που τρέμει όλο το σπίτι, και πολύ φοβούμαι πως γρήγορα θα του χρειαστεί περισσότερο ένα πανωφόρι από έλατο παρά ένα φανελένιο πουκάμισο! Έκανε τόσες καταχρήσεις όταν ήταν νέος! Αυτοί οι άνθρωποι, κυρία, δεν είχανε την παραμικρή τάξη! Έχει καεί με το ρακί. Μα είναι δυσάρεστο, όπως κι αν το πείτε, να βλέπετε μια γνωριμία σας να φεύγει».

Κι ενώ ξανάκλεινε τη θήκη του, μιλούσε έτσι για την πελατεία του γιατρού.

«Εκείνος ο καιρός δίχως άλλο» είπε κοιτάζοντας τα τζάμια με πρόσωπο σκυθρωπό, «είναι η αιτία για όλες αυτές τις αρρώστιες! Κι εγώ το ίδιο, δεν αισθάνομαι καλά! Θα χρειαστεί μάλιστα μια από αυτές της ημέρες να συμβουλευθώ τον κύριο για έναν πόνο που έχω στην πλάτη. Λοιπόν, χαίρετε, κυρία Μποβαρύ, στις διαταγές σας· δούλος σας ταπεινότατος!» Και ξανάκλεισε σιγά τη θύρα.

Η Έμμα είπε να της φέρουν το γεύμα της στην κάμαρά της, σιμά σιμά στη φωτιά, επάνω σ' ένα δίσκο· έτρωγε αργά· όλα της φάνηκαν καλά.

«Πόσο φάνηκα φρόνιμη!» έλεγε μέσα της, ενώ συλλογιζόταν τις σάρπες.

Άκουσε βήματα στη σκάλα· ήταν ο Λεόν. Σηκώθηκε και πήρε επάνω από τον κομό, ανάμεσα από πατσαβούρες, την πρώτη από το σωρό. Φαινόταν πολύ απασχολημένη όταν εκείνος φάνηκε.

Η ομιλία άρχισε άτονη, η κυρία Μποβαρύ την έπαυε σε κάθε στιγμή, ενώ έστεκε και κείνος σαν να τα 'χε χαμένα. Καθισμένος σε μια χαμηλή καρέκλα, σιμά στο τζάκι, γύριζε στα δάχτυλά του τη φιλντισένια θήκη· εκείνη έσπρωχνε τη βελόνα της ή, κάπου κάπου, με το νύχι της ζάρωνε τις σούφρες του λινού. Εκείνη δε μιλούσε· εκείνος σώπαινε, σκλαβωμένος από τη σιωπή της, όπως θα ήταν και με

Page 73: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τα λόγια της.

«Κακόμοιρο παιδί!» συλλογιζόταν εκείνη.

«Σε τι τη δυσαρέστησα;» ρωτιόταν εκείνος.

Ο Λεόν, μολοντούτο, τέλειωσε, λέγοντας πως μια από αυτές τις ημέρες έπρεπε να πάει στη Ρουέν για μια δουλειά του γραφείου του.

«Η μουσική συνδρομή σας έχει τελειώσει, πρέπει να την ανανεώσω;»

«Όχι» αποκρίθηκε.

«Γιατί;»

«Γιατί έτσι...»

Και δαγκώνοντας τα χείλια της, τράβηξε σιγά μια μακρινή βελονιά από κλωστή σταχτιά.

Αυτό το εργόχειρο ερέθιζε τον Λεόν. Τα δάχτυλα της Έμμας φαίνονταν πως πετσιάζαν στην άκρη· του ήρθε στο μυαλό μια φράση ερωτικού χαριεντισμού, μα δεν την ξεστόμισε.

«Την αφήνετε λοιπόν;» επανέλαβε.

«Τι;» είπε εκείνη ζωηρά· «τη μουσική; Α! Θεέ μου, ναι! Δεν έχω το σπίτι μου να προσέχω, τον άντρα μου να περιποιούμαι, χίλια πράγματα επιτέλους, πολλά καθήκοντα που έρχονται πιο μπροστά;»

Κοίταξε το ρολόι. Ο Κάρολος αργούσε. Τότε έκανε την ανήσυχη. Δυο ή τρεις φορές το επανέλαβε: «Είναι τόσο καλός».

Ο γραφιάς αγαπούσε τον κύριο Μποβαρύ. Μα αυτή η τρυφερότητα για κείνον τον έκανε να απορήσει μ' έναν τρόπο δυσάρεστο, και μολοντούτο εξακολούθησε το εγκώμιό του, που άκουγε τον καθένα να το κάνει, και μάλιστα το φαρμακοποιό.

«Α! είναι ένας αξιόλογος άνθρωπος!» ξανάπε η Έμμα.

«Και βέβαια» συμφώνησε ο γραφιάς.

Κι άρχισε να μιλάει για την κυρία Ομέ, που το πολύ ακατάστατο ντύσιμό της τους έκανε τακτικά να γελούν.

«Σε πειράζει αυτό;» διέκοψε η Έμμα. «Μια καλή μητέρα οικογενείας δε σκοτίζεται για την τουαλέτα της».

Κατόπι έμεινε πάλι αμίλητη.

Το ίδιο ήταν και τις ακόλουθες μέρες οι ομιλίες της, οι τρόποι της, όλα άλλαζαν. Την είδαν να παίρνει κατάκαρδα το νοικοκυριό της, να ξαναπηγαίνει τακτικά στην εκκλησία και να δείχνει μεγαλύτερη αυστηρότητα στην υπηρέτριά της.

Πήρε την Μπέρτα από την παραμάνα της. Η Ευτυχία την έφερνε όταν έρχονταν επισκέψεις, και η

Page 74: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κυρία Μποβαρύ την έγδυνε για να δείξει τις σάρκες της. Δήλωνε πως λάτρευε τα παιδιά· ήταν η παρηγοριά της, η χαρά της, η τρέλα της, και συντρόφευε τα χάδια της με λυρικές διαχύσεις, που, σε άλλους και όχι στους κατοίκους της Γιονβίλ, θα θύμιζαν τη Σασέτ της Παναγίας των Παρισίων.

Όταν ο Κάρολος επέστρεψε, έβρισκε σιμά στις στάχτες τις παντούφλες του για ζέσταμα. Στα γελέκα του τώρα δεν έλειπαν πια οι φόδρες, ούτε στα πουκάμισά του τα κουμπιά, και μάλιστα έκανε ευχαρίστηση να βλέπεις μέσα στο ερμάρι όλους τους βαμβακερούς σκούφους ταχτοποιημένους σε όμοιους σωρούς. Δεν κατσούφιαζε πια όπως άλλοτε, για να κάμει γύρους στον κήπο· ό,τι εκείνος πρότεινε, ήταν πάντα δεκτό, και μολονότι δε μάντευε τις θελήσεις του υποτασσόταν δίχως ένα μουρμουρητό· και όταν ο Λεόν τον έβλεπε σιμά στη φωτιά, έπειτα από το γεύμα, με τα δυο χέρια επάνω στην κοιλιά του, τα δυο πόδια επάνω στις πυροστιές, με το μάγουλο κόκκινο από τη χώνεψη, με τα μάτια υγρά από ευτυχία, με το παιδί που σερνόταν πάνω στο χαλί, και αυτή τη γυναίκα με τη λιγνή μέση, που πάνω από το μπράτσο της πολυθρόνας πήγαινε να τον φιλήσει στο μέτωπο. «Τι τρέλα!» έλεγε μέσα του. «Και πώς να τη φτάσω;»

Του φάνηκε, λοιπόν, τόσο ενάρετη και απλησίαστη, που κάθε ελπίδα, ακόμα και η πιο αόριστη, τον άφησε. Αλλά, ίσα ίσα, μ' αυτή την εγκατάλειψη, εκείνη γινόταν γι' αυτόν κάτι εξαιρετικό: Απαλλάχθηκε για χάρη του από τις σαρκικές της χάρες, από τις οποίες αυτός τίποτα δεν είχε ν' αποκτήσει· και μέσα στην καρδιά του την ένιωθε να ανεβαίνει συνεχώς και να αποσπάται με τον περίλαμπρο τρόπο μιας αποθέωσης. Ήταν ένα από τα αγνά αισθήματα που δεν εμποδίζουν της ζωής την άσκηση, που τα καλλιεργούν γιατί είναι σπάνια, και που ο χαμός τους θα 'δινε περισσότερη λύπη απ' όση χαρά θα 'δινε η κατάκτησή τους.

Η Έμμα αδυνάτισε, τα μάγουλά της χλόμιασαν, το πρόσωπό της μάκρυνε. Με τα μαύρα της μαλλιά χωρισμένα στη μέση, τα μεγάλα της μάτια, την ίσια μύτη της, το αέρινο περπάτημά της και πάντα σιωπηλή τώρα, δε φαινόταν πως περνούσε τη ζωή μόλις αγγίζοντάς την, και πως είχε στο μέτωπο το αόριστο σημάδι κάποιου υψηλού προορισμού; Ήταν τόσο λυπημένη και τόσο ατάραχη, τόσο γλυκιά και τόσο επιφυλακτική και μετρημένη, που αισθανόταν κανείς κοντά της μια κρύα γοητεία, όπως ανατριχιάζει μέσα στις εκκλησίες, κάτω από το άρωμα των λουλουδιών που ανακατώνεται με το κρύο που δίνουν τα μάρμαρα. Και οι άλλοι δε γλίτωναν από αυτό το πλάνεμα. Ο φαρμακοποιός έλεγε:

«Είναι γυναίκα με μεγάλες δυνατότητες, που θα μπορούσε να διοικήσει μια νομαρχία».

Οι κυρίες θαύμαζαν την οικονομία της, οι πελάτες την ευγένειά της, οι φτωχοί την ελεημοσύνη της.

Αλλά αυτή ήταν γεμάτη φθόνο, λύσσα, μίσος. Αυτό το φόρεμα με τις ίσιες δίπλες έκρυβε μια καρδιά ταραγμένη, και αυτά τα χείλια, τα τόσο σεμνά, δε διηγιόνταν την ανεμοζάλη. Ήταν ερωτευμένη με τον Λεόν, και ζητούσε τη μοναξιά για να μπορεί με περισσότερη ησυχία να απολαμβάνει την εικόνα του. Η θέα του τάραζε την ηδονή αυτής της μελέτης. Η Έμμα αισθανόταν χτυποκάρδι όταν άκουγε τα βήματά του· κατόπι, με την παρουσία του, η συγκίνηση έπεφτε και δεν της άφηνε έπειτα παρά μια άπειρη κατάπληξη, που τέλειωνε σε λύπη.

Ο Λεόν δεν ήξερε, όταν έβγαινε από το σπίτι της απελπισμένος, πως εκείνη σηκωνόταν πίσω του για να τον δει στο δρόμο. Ανησυχούσε για τα φερσίματά του· κατασκόπευε το πρόσωπό του· έπλαθε μια ολάκερη ιστορία για να βρει πρόφαση να πάει στην κάμαρά του. Η γυναίκα του φαρμακοποιού της φαινόταν πολύ ευτυχισμένη που κοιμόταν κάτω από την ίδια στέγη, και οι σκέψεις της δίχως διακοπή χτυπιόνταν επάνω σ' αυτό το σπίτι, σαν τα περιστέρια στο Χρυσό Λιοντάρι που έρχονταν να βουτήξουν εκεί, μέσα στις τρυπητές, τα τριανταφυλλένια τους ποδαράκια και τα άσπρα τους φτερά. Αλλά όσο περισσότερο η Έμμα ένιωθε τον έρωτά της, τόσο περισσότερο τον έσπρωχνε προς τα πίσω, για να μη φανερωθεί και για να τον λιγοστέψει. Θα ήθελε ο Λεόν να τον υποψιαζόταν και φανταζόταν περιστατικά, καταστροφές, που θα τον ευκόλυναν. Αυτό που την κρατούσε, δίχως άλλο, ήταν η

Page 75: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

οκνηρία ή ο φόβος, επίσης και η ντροπή. Σκεφτόταν πως τον είχε σπρώξει πολύ μακριά, πως πια δεν ήταν καιρός, πως όλα ήταν χαμένα. Κατόπι η υπερηφάνεια, η χαρά να λέει μέσα της «είμαι ενάρετη» και να κοιτάζεται στον καθρέφτη παίρνοντας στάσεις μαρτυρικές, την παρηγορούσε λίγο για τη θυσία που πίστευε πως έκανε.

Τότε, της σάρκας η όρεξη, η επιθυμία για το χρήμα και οι μελαγχολίες του πάθους, όλα ανακατεύτηκαν στον ίδιο πόνο, και αντί να απομακραίνει τη σκέψη της από κει, την προσκολλούσε περισσότερο, βρίσκοντας τον ερεθισμό στον πόνο και ζητώντας παντού τις αφορμές. Ερεθιζόταν μ' ένα φαγητό κακά σερβιρισμένο, ή με μια θύρα μισάνοιχτη, στέναζε για το βελούδο που δεν είχε, για την ευτυχία που της έλειπε, για πάρα πολύ υψηλά όνειρά της, για το πάρα πολύ στενό σπίτι της.

Αυτό που την αγρίευε ήταν πως ο Κάρολος δε φαινόταν να υποπτεύεται το μαρτύριό της. Η πεποίθησή του πως την έκανε ευτυχισμένη, της φαινόταν μια ανόητη βρισιά και η ησυχία του αχαριστία. Για ποιον, λοιπόν, ήταν φρόνιμη; Δεν ήταν εκείνος το εμπόδιο σε κάθε ευτυχία, η αιτία κάθε αθλιότητας και σαν τη μυτερή γλώσσα του σύνθετου λουριού του ζωναριού, που την κλείνει από όλες τις μεριές;

Λοιπόν, έριξε μονάχα σε κείνον επάνω το μεγάλο μίσος που ξεπηδούσε από τις δυσαρέσκειές της, και κάθε προσπάθεια για να το μικρύνει, δε χρησίμευε παρά για να το αυξάνει, γιατί αυτός ο περιττός κόπος μαζί με τις άλλες αιτίες απελπισίας συντελούσε ακόμα περισσότερο στο ξεμάκρεμα. Και η δική της γλύκα ακόμα την επαναστατούσε. Η οικιακή μετριότητα την έσπρωχνε σε φαντασίες πολυτέλειας· η συζυγική αγάπη σε πάθος μοιχείας. Θα ήθελε ο Κάρολος να τη χτυπήσει, για να μπορεί πιο δίκαια να τον μισεί, να τον εκδικηθεί. Απορούσε κάποτε για τα σκληρά συμπεράσματα που της έρχονταν στη σκέψη· και έπρεπε να εξακολουθεί να χαμογελάει, ν' ακούει να επαναλαμβάνουν πως ήταν ευτυχισμένη, να προσποιείται πως είναι, ν' αφήνει να το πιστεύουν!

Της έκανε μολοντούτο αηδία αυτή η υποκρισία. Της ερχόταν πειρασμός να φύγει με τον Λεόν κάπου, πολύ μακριά, για να δοκιμάσει μια καινούρια τύχη· αλλά αμέσως ανοιγόταν μέσα στην ψυχή της ένα αόριστο βάραθρο, γεμάτο σκοτάδι.

«Έπειτα, δε μ' αγαπάει πια» συλλογιζόταν «τι να γίνω; Ποια βοήθεια να περιμένω, ποια παρηγοριά, ποια ανακούφιση;»

Έμενε τσακισμένη, δίχως πνοή, ακίνητη, κλαίγοντας χαμηλόφωνα, ενώ τα δάκρυα κυλούσαν πάνω στα μάγουλά της.

«Γιατί να μην το πούμε στον κύριο;» τη ρωτούσε η υπηρέτρια, όταν έμπαινε ενώ διαρκούσαν οι κρίσεις.

«Είναι τα νεύρα» απαντούσε η Έμμα· «μην του το πεις, θα τον λυπήσεις».

«Α, ναι!» έλεγε η Ευτυχία. «Είστε το ίδιο σαν την Γκερίνα, τη θυγατέρα του γερο-Γκερίν, του ψαρά του Πολέ, που τον γνώρισα στην Ντιέπη πριν να 'ρθω στο σπίτι σας. Ήταν τόσο λυπημένη, τόσο λυπημένη, που βλέποντάς την ορθή στο κατώφλι του σπιτιού της, σου έκανε εντύπωση σαν ένα πένθος απλωμένο μπρος στη θύρα. Η αρρώστια της, απ' ό,τι φαινόταν, ήταν ένα είδος καταχνιάς που είχε μέσα στο κεφάλι, και οι γιατροί δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτα, ούτε ο παπάς. Όταν αυτό την πείραζε πολύ, έφευγε μόνη της στην ακρογιαλιά, τόσο, που ο αξιωματικός του τελωνείου, κάνοντας το γύρο του, συχνά την έβρισκε ξαπλωμένη μπρούμυτα να κλαίει απάνω στα χαλίκια. Κατόπι, έπειτα από το γάμο της, αυτό της πέρασε, λένε».

«Μα σε μένα» αποκρινόταν η Έμμα, «αυτό μου ήρθε μετά το γάμο».

Page 76: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

6

Ένα βράδυ που το παράθυρο ήταν ανοιχτό, και που, καθισμένη στην άκρη, κοίταζε τον Λεστιμπουντουά, τον καντηλανάφτη, που έκοβε βάγια, άκουσε ξάφνου να σημαίνει ο εσπερινός.

Ήταν στις αρχές Απριλίου, όταν τα ηράνθεμα είναι κλειστά, ένας χλιαρός άνεμος στριφογυρίζει στις δουλεμένες βραγιές και οι κήποι, σαν γυναίκες, φαίνονται πως στολίζονται για τις γιορτές του καλοκαιριού. Από τα κάγκελα της αναδεντράδας και από την άλλη μεριά ολόγυρα φαινόταν το ποτάμι μέσα στην πεδιάδα, όπου σχεδίαζε επάνω στο χορτάρι καμπύλες γραμμές φευγαλέες. Η βραδινή άχνα περνούσε ανάμεσα από τις γυμνές λεύκες, ζωγραφίζοντας το περίγραμμά τους με βιολετί χρώμα, αχνότερο και διαφανέστερο από μια λεπτή γάζα σταματημένη απάνω στα κλωνάρια τους. Μακριά, ζώα περπατούσαν· δεν ακούγονταν ούτε τα βήματα ούτε τα μουγκρητά τους, και η καμπάνα, χτυπώντας πάντα, σκόρπιζε στον αέρα το ειρηνικό της παράπονο.

Σ' αυτούς τους κωδωνισμούς, που επαναλαμβάνονταν, η σκέψη της νέας γυναίκας πλανιόταν στις παλιές ενθυμήσεις της νιότης της και του σχολειού. Θυμήθηκε τα μεγάλα μανουάλια, που ξεπερνούσαν επάνω στο βωμό τα βάζα τα γεμάτα λουλούδια, και το αρτοφόριο με τα κολονάκια. Θα ήθελε, σαν άλλοτε, να 'ναι ακόμη ανακατεμένη μέσα στη μακρινή γραμμή των άσπρων καλυμμάτων, που οι ίσες κουκούλες των καλογραιών, καθώς ήταν σκυμμένες στο προσευχητάρι τους, τα σημάδευαν με μαύρο. Την Κυριακή στη λειτουργία, όταν σήκωνε το κεφάλι της, ξεχώριζε το γλυκό πρόσωπο της Παναγίας ανάμεσα στο σαν γαλάζιο λαβύρινθο του λιβανιού που ανέβαινε. Τότε μια κατάνυξη την κυρίεψε· αισθάνθηκε τον εαυτό της ελαφρύ και τέλεια αφημένη, σαν τα πτίλα του πουλιού που στροβιλίζουν μέσα στη θύελλα· και χωρίς να 'χει συνείδηση, ξεκίνησε για την εκκλησία, έτοιμη για οποιαδήποτε ευλάβεια, φτάνει να λύγιζε την ψυχή της και ολάκερη η ύπαρξή της να αφανιζόταν.

Απάντησε στην πλατεία τον Λεστιμπουντουά που γύριζε· γιατί, για να μην ψαλιδίζει την ημέρα του, προτιμούσε να διακόπτει τη δουλειά του, έπειτα να την ξαναπαίρνει, κι έτσι σήμαινε τον εσπερινό καταπώς του ερχόταν βολικά. Έπειτα, όταν σήμανε γρηγορότερα, μ' αυτό ειδοποιούσε τα παιδιά για την ώρα της κατήχησης.

Μερικά κιόλας, που έτυχε να 'χουν έρθει, έπαιζαν μπίλιες επάνω στις πλάκες του κοιμητηρίου. Άλλα, καβάλα επάνω στον τοίχο, κινούσαν τα πόδια τους αφανίζοντας με τα παπούτσια τους τις μεγάλες τσουκνίδες, που είχαν φυτρώσει ανάμεσα σ' ένα μικρό περίφραγμα και στα τελευταία μνήματα. Ήταν το μόνο πράσινο μέρος· όλο το υπόλοιπο δεν ήταν παρά πέτρες και σκεπασμένο αδιάκοπα από μια λεπτή σκόνη, μ' όλο το σάρωμα του σκευοφυλακίου.

Τα παιδιά με τις κάλτσες τους έτρεχαν εκεί, όπως σ' ένα παρκέτο καμωμένο γι' αυτά, και άκουγαν το θόρυβο της φωνής τους ανάμεσα στη βοή της καμπάνας, που λιγόστευε με το ταλάντεμα του χοντρού σκοινιού, και που, πέφτοντας από τα ύψη του καμπαναριού, σερνόταν η άκρη του στη γη. Τα χελιδόνια περνούσαν βγάζοντας μικρές φωνές, έσκιζαν τον αέρα στο κοφτερό τους πέταμα και ξαναγύριζαν γρήγορα στις κίτρινες φωλιές τους, κάτω από τα κεραμίδια του πρόστεγου. Στο βάθος της εκκλησίας, έκαιγε μια λάμπα, δηλαδή μια καντηλήθρα, μέσα σ' ένα κρεμασμένο ποτήρι. Το φως της από μακριά φαινόταν σαν μια άσπρη κηλίδα που έτρεμε απάνω στο λάδι. Μια μακριά ηλιακή αχτίδα διαπερνούσε όλο το νάρθηκα και έκανε ακόμα πιο σκοτεινές τις χαμηλές πλευρές και τις γωνιές.

«Πού είναι ο παπάς;» ρώτησε η κυρία Μποβαρύ ένα παιδί, που διασκέδαζε κουνώντας το στρόφαλο στην πολύ ανοιχτή του τρύπα.

Page 77: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Θα 'ρθει» απάντησε εκείνο.

Πραγματικά, η θύρα του πρεσβυτερίου έτριξε, ο παπα-Μπουρνιζιέν φάνηκε· τα παιδιά ανάκατα έτρεξαν μέσα στην εκκλησία.

«Αυτά τα τσαχπίνικα» μουρμούρισε ο ιερωμένος, «πάντα τα ίδια!» Και παίρνοντας από τη γη μια κουρελιασμένη κατήχηση, που την έσπρωξε με το πόδι του, πρόσθεσε: «Δε σέβονται τίποτα!» Αλλά μόλις είδε την κυρία Μποβαρύ: «Συγχωρέστε με» είπε, «δε σας αναγνώρισα».

Έχωσε την κατήχηση μέσα στην τσέπη του και σταμάτησε, εξακολουθώντας να κουνάει ανάμεσα σε δυο δάχτυλα το βαρύ κλειδί του σκευοφυλακίου.

Το φως του ηλιοβασιλέματος, που χτυπούσε ολόισια στο πρόσωπό του, άχνιζε το λεπτό μάλλινο ύφασμα του ράσου, που ήταν γυαλιστερό στους αγκώνες, ξεφτισμένο κάτω. Κηλίδες από λίπος και καπνό ακολουθούσαν επάνω στο φαρδύ του στήθος τη σειρά των μικρών κουμπιών, και πλήθαιναν πάνω από τον τράχηλό του, όπου αναπαύονταν οι άφθονες δίπλες του κόκκινου δέρματός του. Ήταν σπαρμένο με κίτρινες κηλίδες, που χάνονταν μέσα στις άγριες τρίχες από το σταχτί γένι του. Μόλις είχε γευματίσει και ανάπνεε με θόρυβο.

«Πώς είστε;» πρόσθεσε.

«Κακά» απάντησε η Έμμα, «υποφέρω».

«Ε, καλά! Κι εγώ επίσης» είπε ο ιερωμένος. «Αυτές οι πρώτες ζέστες σάς έχουν χαυνώσει τρομερά, δεν είναι έτσι; Επιτέλους, τι θέλετε; Γεννηθήκαμε για να υποφέρουμε, όπως λέει ο Άγιος Παύλος. Αλλά ο κύριος Μποβαρύ, τι γνώμη έχει;»

«Αυτός!» είπε με ένα κίνημα περιφρονητικό.

«Τι!» αποκρίθηκε κατάπληκτος ο απονήρευτος γέρος. «Δε σας δίνει τίποτα;»

«Α!» είπε η Έμμα, «δεν είναι τα γιατρικά της γης που χρειάζομαι».

Αλλά ο παπάς κάθε λίγο κοίταζε μέσα στην εκκλησία, όπου όλα τα παιδιά γονατισμένα σπρώχνονταν στην πλάτη και έπεφταν σαν χάρτινοι καπουτσίνοι.

«Θα 'θελα να 'ξερα...» εξακολούθησε εκείνη...

«Περίμενε, περίμενε, Ριμπουντέ» φώναξε ο ιερωμένος με θυμωμένη φωνή, «θα 'ρθω να σου ζεστάνω τ' αυτιά, παλιόμαγκα!» Κατόπι, γυρίζοντας προς την Έμμα, συμπλήρωσε: «Είναι ο γιος του Μπουντέ, του ξυλουργού. Οι γονείς του έχουν τα μέσα και τον αφήνουν να κάνει ό,τι του περάσει από το κεφάλι. Κι εγώ καμιά φορά, έτσι γι' αστείο, τον κράζω Ριμπουντέ, σαν την πλαγιά που παίρνει κανείς για να πάει στη Μαρόμ, και λέγω μάλιστα: Ριμπουντέ μου. Α! Α! Βουνό μου Ριμπουντέ! Και τις προάλλες είπα αυτή τη λέξη στο δεσπότη και γέλασε... καταδέχτηκε να γελάσει. Και ο κύριος Μποβαρύ πώς είναι;»

Αυτή φαινόταν πως δεν άκουγε. Εκείνος εξακολούθησε.

«Πάντα πολύ απασχολημένος, δίχως άλλο; Γιατί εγώ και κείνος είμαστε σίγουρα οι δυο άνθρωποι της ενορίας που έχουμε την περισσότερη δουλειά. Αλλά εκείνος είναι ο γιατρός του σώματος» πρόσθεσε μ' ένα γέλιο γεμάτο, «κι εγώ είμαι της ψυχής».

Page 78: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εκείνη κάρφωσε επάνω στον παπά τα μάτια της παρακλητικά. «Ναι...» είπε, «ανακουφίζετε όλες τις αθλιότητες».

«Ω, μη μιλάτε γι' αυτό, κυρία Μποβαρύ. Σήμερα, μάλιστα, αναγκάστηκα να πάω στο Κάτω Ντιοβίλ για μια αγελάδα που είχε πρήξιμο· πίστευαν πως της είχαν κάνει μάγια. Όλες οι αγελάδες, δεν ξέρω πώς... Αλλά, με συγχωρείτε! Λογκμάρ και Μπουτέ!... Θα τελειώσετε, ναι ή όχι;»

Και μ' ένα πήδημα, όρμησε στην εκκλησία.

Τα παιδιά τότε συμμαζεύτηκαν γύρω από το μεγάλο αναλόγιο, σκάλωναν επάνω στο σκαμνάκι του διάκου, άνοιγαν το λειτουργικό· και άλλοι, κλέφτικα, πήγαιναν να χωθούν ως και μέσα στο εξομολογητήρι. Αλλά ο παπάς ξάφνου μοίρασε σε όλους μια βροχή από χαστούκια. Πιάνοντάς τα από το κολάρο του φορέματός τους, τα σήκωνε από τη γη και τα γονάτιζε απάνω στο λιθόστρωτο τόσο δυνατά, σαν να 'θελε να τα φυτέψει.

«Ας είναι» είπε, όταν ξαναγύρισε κοντά στην Έμμα, και ξεδιπλώνοντας το μεγάλο του χοντρομάντιλο, που μια γωνιά του την έβαλε ανάμεσα στα δόντια του, συμπλήρωσε: «Οι γεωργοί είναι πολύ αξιολύπητοι».

«Είναι κι άλλοι» είπε εκείνη.

«Βέβαια, οι εργάτες των πόλεων, παραδείγματος χάριν».

«Δεν είναι εκείνοι...»

«Με συγχωρείτε! Γνώρισα εκεί δυστυχισμένες μητέρες με οικογένειες, γυναίκες ενάρετες, σας βεβαιώνω, αληθινές άγιες, που τους έλειπε κι αυτό ακόμα το ψωμί».

«Αλλά εκείνες» αποκρίθηκε η Έμμα, και οι γωνιές του στόματός της δαγκώνονταν ενώ μιλούσε, «εκείνες, παπά μου, που έχουν ψωμί, μα κείνες που δεν έχουν...»

«Φωτιά το χειμώνα» είπε ο παπάς.

«Ε, τι σημαίνει;»

«Πώς; Τι σημαίνει; Μου φαίνεται, εμένα, πως όταν ένας είναι καλά ζεστός, καλά θρεμμένος... γιατί επιτέλους...»

«Θεέ μου! Θεέ μου!» στέναξε εκείνη.

«Στενοχωριέστε;» είπε κείνος, πηγαίνοντας κοντά με ύφος ανήσυχο. «Είναι η χώνεψη δίχως άλλο; Πρέπει να γυρίσετε σπίτι σας, κυρία Μποβαρύ, να πάρετε λίγο τσάι, αυτό θα σας δυναμώσει, ή και ένα ποτήρι δροσερό ζαχαρόνερο».

«Γιατί;» Κι είχε το ύφος ανθρώπου που ξυπνάει από ένα όνειρο.

«Γιατί περνούσατε το χέρι σας επάνω στο μέτωπό σας. Πίστεψα πως σας ερχόταν ζάλη». Κατόπι ξαναθυμήθηκε. «Αλλά με ρωτήσατε κάτι; Τι λοιπόν; Δεν ξέρω πια».

«Εγώ; Τίποτα... τίποτα!» επαναλάμβανε η Έμμα.

Page 79: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Και το βλέμμα της, που το περιέφερε γύρω της, κατέβηκε σιγά επάνω στο ρασοφορεμένο γέρο. Κοιτάζονταν κι οι δυο, όψη με όψη, δίχως να μιλούν.

«Λοιπόν, κυρία Μποβαρύ» είπε τέλος, «συμπαθάτε με, μα το καθήκον πρώτ' απ' όλα, ξέρετε· πρέπει να τελειώνω με τα παιδιά μου. Νά την η πρώτη μετάληψη που ζυγώνει. Φοβάμαι πως δε θα 'μαστε έτοιμοι. Έτσι, μόλις περάσει της Αναλήψεως, τα βαστάω στη σειρά κάθε Τετάρτη μια ώρα παραπάνω. Αυτά τα καημένα τα παιδιά! Δεν είναι ποτέ πολύ γρήγορα για να τους δείξεις το δρόμο του Θεού, όπως κιόλας μας το σύστησε αυτός ο ίδιος με το στόμα του θείου Παιδιού του... Να 'στε καλά, κυρία· τα σεβάσματά μου στον άντρα σας!»

Και μπήκε μέσα στην εκκλησία, κάνοντας από τη θύρα μια μετάνοια.

Η Έμμα τον είδε να χάνεται στη μέση από τη διπλή σειρά των πάγκων, περπατώντας με βήματα βαριά, το κεφάλι λιγάκι γυρτό προς την πλάτη και με τα δυο χέρια του μισάνοιχτα, που τα κρατούσε έξω.

Κατόπι έκανε μια στροφή μονοκόμματη, σαν άγαλμα επάνω στο στροφέα του, και πήρε το δρόμο του σπιτιού της. Αλλά η χοντρή φωνή του παπά κι η ξάστερη φωνή των παιδιών έφταναν ακόμα στο αυτί της και εξακολουθούσαν να βοούν πίσω της.

«Είσαι χριστιανός;»

«Ναι, είμαι χριστιανός».

«Τι είναι ένας χριστιανός;»

«Είναι εκείνος που βαφτίστηκε... βαφτίστηκε... βαφτίστηκε...»

Ανέβηκε τη σκάλα του σπιτιού της βαστώντας από το κάγκελο, και όταν βρέθηκε στην κάμαρά της, αφέθηκε να πέσει πάνω σε μια πολυθρόνα.

Το υπόλευκο φως των τζαμιών λιγόστευε σιγά με κυματισμούς. Τα έπιπλα στη θέση τους φαίνονταν σαν να γίνονταν πιο ακίνητα και σαν να χάνονταν μέσα στη σκιά, όπως μέσα σ' ένα σκοτεινό ωκεανό. Το τζάκι ήταν σβησμένο, το ρολόι χτυπούσε πάντα, και η Έμμα αόριστα θαύμαζε αυτή τη γαλήνη των πραγμάτων, ενώ μέσα της βρισκόταν τόση ταραχή. Αλλά στη μέση του παραθύρου και του τραπεζιού της εργασίας ήταν η μικρή Μπέρτα, που τρίκλιζε πάνω στα πλεχτά παπουτσάκια της και προσπαθούσε να πλησιάσει τη μητέρα της, για να της αρπάξει από τις άκρες τις κορδέλες της ποδιάς της.

«Άφησέ με» είπε εκείνη, απομακρύνοντάς την με το χέρι.

Η μικρούλα γρήγορα ξανάρθε πιο κοντά, σιμά στα γόνατά της· και στηρίζοντας τα μπράτσα της, σήκωνε προς εκείνη τα μεγάλα γαλανά της μάτια, ενώ μικρή ποσότητα από καθαρό σάλιο χυνόταν από τα χείλια της επάνω στο μετάξι της ποδιάς.

«Άφησέ με» επανέλαβε η νέα γυναίκα καταθυμωμένη.

Η μορφή της τρόμαξε το παιδί, που άρχισε να κλαίει.

«Ε, άφησέ με λοιπόν» είπε σπρώχνοντάς την με τον αγκώνα.

Η Μπέρτα πήγε κι έπεσε στα πόδια του κομού, σιμά στη χάλκινη κρεμάστρα των φορεμάτων έκοψε το

Page 80: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

μάγουλό της, βγήκε αίμα. Η κυρία Μποβαρύ όρμησε για να τη σηκώσει, έσπασε το κορδόνι του κουδουνιού, έκραξε την υπηρέτρια με όλες της τις δυνάμεις και άρχισε να καταριέται τον εαυτό της, όταν φάνηκε ο Κάρολος. Ήταν η ώρα του γεύματος. Επέστρεφε.

«Κοίταξε, λοιπόν, αγαπητέ μου φίλε» του είπε η Έμμα με ήσυχη φωνή· «νά την η μικρή που, παίζοντας στο πάτωμα, πληγώθηκε».

Ο Κάρολος την ησύχασε, το πράγμα δεν ήταν σοβαρό και πήγε να φέρει το λευκοπλάστη.

Η κυρία Μποβαρύ δεν κατέβηκε στο σαλόνι· θέλησε να μείνει μόνη να φιλάει το παιδί. Τότε, κοιτάζοντάς τη να κοιμάται, ό,τι της έμενε από ανησυχία διαλύθηκε σιγά σιγά, και της φάνηκε ο εαυτός της πολύ ανόητος που ανησύχησε πριν για ένα τόσο μικρό πράγμα. Η Μπέρτα, πραγματικά, δεν έκλαιγε πια. Η αναπνοή της τώρα ανασήκωνε, που μόλις το 'νιωθες, τη βαμβακερή της κουβέρτα. Χοντρά δάκρυα σταματούσαν στην άκρη από τα μισοκλεισμένα βλέφαρα, που άφηναν να φαίνονται ανάμεσα στις βλεφαρίδες δυο ωχρές κόρες βαθουλές· το τσιρότο κολλημένο επάνω στο μάγουλό της τραβούσε πλάγια το τεντωμένο της δέρμα.

«Είναι ένα πράγμα περίεργο» συλλογιζόταν η Έμμα, «αυτό το παιδί είναι άσκημο!»

Όταν ο Κάρολος στις έντεκα το βράδυ γύρισε από το φαρμακείο, όπου είχε πάει έπειτα από το φαγητό (για να φέρει πίσω όσο του έμενε από το διάχυλο), βρήκε τη γυναίκα του ορθή σιμά στην κούνια.

«Αφού σε βεβαιώνω πως δεν είναι τίποτα» είπε κείνος φιλώντας τη στο μέτωπο· «μην ανησυχείς, αγάπη μου, θ' αρρωστήσεις!»

Είχε μείνει πολύ στου φαρμακοποιού. Μολονότι δε δείχτηκε πολύ ανήσυχος, εντούτοις ο κύριος Ομέ προσπαθούσε να του δώσει κουράγιο, να του δυναμώσει το ηθικό. Τότε μίλησαν για τους διάφορους κινδύνους που απειλούν την παιδική ηλικία και για την απροσεξία των υπηρετών. Η κυρία Ομέ κάτι ήξερε γι' αυτό, επειδή είχε ακόμα στο στήθος της τα σημάδια μιας σκουτελιάς από κάρβουνα αναμμένα, που μια μαγείρισσα άλλοτε είχε αφήσει να πέσουν μέσα στην μπλούζα της. Γι' αυτό οι καλοί της γονείς έπαιρναν ένα σωρό προφυλάξεις. Τα μαχαίρια ποτέ δεν ήταν τροχισμένα, ούτε τα πατώματα περασμένα με κερί. Είχανε στα παράθυρα σιδερένιες γρίλιες και στις θυρόπορτες δυνατούς σύρτες. Οι μικροί Ομέ, με όλη τους την ανεξαρτησία, δεν μπορούσαν να κουνήσουν χωρίς κάποιον που να τους επιβλέπει πίσω τους· στο παραμικρό κρυολόγημα ο πατέρας τους τους παραφόρτωνε με μαλακτικά, και ως παραπάνω από τα τέσσερα χρόνια τους φορούσαν όλοι, χωρίς καμιά επιείκεια, σκούφους ελαστικούς. Αυτό, είναι η αλήθεια, ήταν μια μανία της κυρίας Ομέ· ο άντρας της μέσα του στενοχωριόταν, γιατί φοβόταν για τα όργανα του μυαλού, τα πιθανά αποτελέσματα ενός τέτοιου σφίξιμου, και μάλιστα κάποτε του ξέφευγε και της έλεγε: «Μα τι λοιπόν; Ζητάς να τους κάνεις άγριους της Καραϊβικής ή Μποτοκούντος;»

Ο Κάρολος, ωστόσο, είχε προσπαθήσει διάφορες φορές να διακόψει την ομιλία. «Έχω να σας μιλήσω» είχε ψιθυρίσει σιγανά στο αυτί του γραφέα, που προχώρησε μπρος του στη σκάλα.

«Υποψιάζεται τάχα τίποτα;» αναρωτιόταν ο Λεόν. Είχε χτυποκάρδι και χανόταν σε εικασίες.

Τέλος ο Κάρολος, αφού έκλεισε τη θύρα, τον παρακάλεσε να δει ο ίδιος στη Ρουέν πόσο κόστιζε μια φωτογραφική μηχανή· ήταν ένα συναισθηματικό αναπάντεχο δώρο, που προόριζε για τη γυναίκα του, μια λεπτή εκδήλωση, την εικόνα της με μαύρο φόρεμα. Μα ήθελε πρώτα να ξέρει «πώς βρίσκεται». Αυτά τα διαβήματα δεν έπρεπε να βάλουν σε αμηχανία τον κύριο Λεόν, αφού αυτός πήγαινε στη χώρα κάθε βδομάδα σχεδόν.

Page 81: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Για ποιο σκοπό; Ο Ομέ υποπτευόταν κάποια «γυναικοδουλειά», μια σχέση. Αλλά γελιόταν· ο Λεόν δε σκάρωνε καμιά ερωτοδουλειά. Περισσότερο παρά ποτέ ήταν λυπημένος, και η κυρία Λεφρανσουά το καταλάβαινε από την ποσότητα του φαγητού που άφηνε τώρα στο πιάτο του. Για να μάθει περισσότερα, ρώτησε τον εισπράκτορα· ο Μπινέ αποκρίθηκε με αλαζονικό τρόπο πως «η αστυνομία δεν τον πλήρωνε καθόλου».

Ο συμμαθητής του, μολοντούτο, του φαινόταν πολύ παράξενος· γιατί συχνά ο Λεόν ξαπλωνόταν ανάσκελα επάνω στην καρέκλα του, ανοίγοντας τα μπράτσα και πραπονιόταν αόριστα για τη ζωή.

«Είναι γιατί δε διασκεδάζεις καθόλου» έλεγε ο εισπράκτορας.

«Σαν τι διασκέδαση;»

«Εγώ στη θέση σου θα είχα έναν τόρνο».

«Μα δεν ξέρω να τον δουλέψω» απάντησε ο γραφέας.

«Ω, είναι αλήθεια!» έλεγε ο άλλος χαϊδεύοντας το σαγόνι του, με ένα ύφος περιφρονητικό και με ικανοποίηση.

Ο Λεόν κουραζόταν ν' αγαπάει δίχως αποτέλεσμα· έπειτα άρχιζε να αισθάνεται εκείνη την αθυμία που προξενεί η επανάληψη της ίδιας ζωής, όταν κανένα συμφέρον δεν τη διευθύνει και καμιά ελπίδα δεν την υποστηρίζει. Βαριόταν τόσο τη Γιονβίλ και τους κατοίκους της, ώστε η θέα μερικών ανθρώπων, μερικών σπιτιών, τον ερέθιζε σε σημείο να μην μπορεί να συγκρατηθεί, και ο φαρμακοποιός, μολονότι ήταν τόσο απλός, του γινόταν εντελώς ανυπόφορος. Εντούτοις η απειλή μιας αλλαγής τον τρόμαζε, στον ίδιο βαθμό που τον σαγήνευε.

Αυτή η δειλία έγινε γρήγορα ανυπομονησία, και τότε το Παρίσι του έστελνε από μακριά το σάλπισμα των μασκαρεμένων χορών του, συντροφευμένο με της γκριζέτας το γέλιο. Αφού έπρεπε να πάρει και το δίπλωμα της Νομικής, γιατί δεν έφευγε; Ποιος τον εμπόδιζε; Και άρχισε να κάνει εσωτερικές προετοιμασίες· κανόνισε από πριν τις ασχολίες του. Επίπλωσε μέσα στο κεφάλι του ένα πάτωμα. Θα 'κανε μια ζωή καλλιτέχνη. Θα 'παιρνε μαθήματα κιθάρας! Θα είχε μια ρόμπα πρωινή, ένα γασκώνικο κούκο, παντούφλες από γαλάζιο βελούδο. Και μάλιστα θαύμαζε από τώρα επάνω στο τζάκι του δυο σπαθιά σε σχήμα Χ, μ' ένα κεφάλι πεθαμένου και την κιθάρα από πάνω.

Το δύσκολο ήταν η συγκατάθεση της μητέρας του· και όμως, τίποτα δε φαινόταν πιο λογικό. Και ο ίδιος ο προϊστάμενός του τον έσπρωχνε, για να πάει να δει κι άλλο γραφείο, όπου θα μπορούσε να μορφωθεί περισσότερο. Παίρνοντας, λοιπόν, μια μέτρια απόφαση, ζήτησε ο Λεόν κάποια θέση δεύτερου γραφέα στη Ρουέν, δε βρήκε, έγραψε τέλος στη μητέρα του ένα μεγάλο γράμμα με λεπτομέρειες, όπου εξέθετε τις αιτίες, για να πάει να κατοικήσει στο Παρίσι. Εκείνη έδωσε τη συγκατάθεσή της.

Δε βιάστηκε διόλου. Κάθε μέρα, στο διάστημα ενός ολάκερου μήνα, ο Ιβέρ κουβάλησε γι' αυτόν από τη Γιονβίλ στη Ρουέν και από τη Ρουέν στη Γιονβίλ, καλάθια, βαλίτσες, δέματα· και όταν ο Λεόν ανανέωσε την ιματιοθήκη του, στοίβαξε τις τρεις πολυθρόνες του, έκανε μια προμήθεια από μεταξωτά μαντίλια, πήρε με άλλα λόγια περισσότερα μέτρα απ' όσα θα χρειάζονταν για να κάνει ταξιδεύοντας το γύρο του κόσμου, ανέβαλλε από βδομάδα σε βδομάδα, έως ότου έλαβε ένα δεύτερο γράμμα που τον βίαζε να φύγει, αφού επιθυμούσε, πριν από τις διακοπές, να δώσει τις εξετάσεις.

Όταν ήρθε η ώρα του αποχαιρετισμού, η κυρία Ομέ έκλαψε· ο Ιουστίνος θρηνούσε με αναφιλητά, ο Ομέ, σαν άνθρωπος δυνατός, έκρυψε τη συγκίνησή του· θέλησε ο ίδιος να πάρει το πανωφόρι του

Page 82: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

φίλου του ως τη θύρα του συμβολαιογράφου, που έπαιρνε με το αμάξι του τον Λεόν ως τη Ρουέν. Αυτός ο τελευταίος είχε μόλις τον καιρό να αποχαιρετήσει τον κύριο Μποβαρύ.

Όταν έφτασε στην κορφή της σκάλας, σταμάτησε, τόσο αισθανόταν πως του έλειπε η πνοή. Μόλις μπήκε, η κυρία Μποβαρύ σηκώθηκε με γρηγοράδα.

«Είμαι ακόμα εδώ!» είπε ο Λεόν.

«Ήμουν βεβαία».

Δάγκωσε τα χείλια της και ένα κύμα αίματος πέρασε ορμητικά μέσα από τις φλέβες της, που χρωμάτισε το δέρμα της ρόδινο από τις ρίζες των μαλλιών ως την άκρη του κολάρου της. Έμενε ορθή και στηριζόταν με την πλάτη επάνω στο σανίδωμα.

«Ο γιατρός, λοιπόν, δεν είναι δω;» ρώτησε κείνος.

«Λείπει». Επανέλαβε: «Λείπει».

Τότε έγινε σιωπή. Κοιτάχτηκαν, και οι συλλογισμοί τους, ανακατωμένοι μέσα στον ίδιο το σπαραγμό, αγκαλιάζονταν σφιχτά, σαν δυο στήθη γεμάτα παλμούς.

«Θα 'θελα πολύ να φιλήσω την Μπέρτα» είπε ο Λεόν.

Η Έμμα κατέβηκε λίγα σκαλιά και έκραξε την Ευτυχία.

Εκείνος έριξε βιαστικός γύρω του μια πλατιά ματιά, που απλώθηκε επάνω στους τοίχους, στις εταζέρες, στο τζάκι, σαν να 'θελε να περάσει μέσα απ' όλα, να τα πάρει μαζί του όλα. Αλλά εκείνη επέστρεψε και η υπηρέτρια έφερε την Μπέρτα, που κουνούσε από την άκρη ενός σπάγκου έναν ανεμόμυλο, με το κεφάλι προς τα κάτω. Ο Λεόν τη φίλησε στο λαιμό πολλές φορές.

«Γεια σου, φτωχό μου παιδί! Γεια σου, αγαπημένο μου παιδί, γεια σου!»

Και την ξανάδωσε στη μητέρα της.

«Πάρ' την» είπε εκείνη στην Ευτυχία.

Έμειναν μόνοι. Η κυρία Μποβαρύ, με την πλάτη γυρισμένη, είχε ακουμπήσει το πρόσωπό της επάνω σ' ένα τζάμι· ο Λεόν κρατούσε το σκούφο του στο χέρι και τον χτυπούσε σιγά κατά μήκος του γοφού του.

«Θα βρέξει» είπε η Έμμα.

«Έχω ένα πανωφόρι» αποκρίθηκε κείνος.

«Α!»

Γύρισε, με το πηγούνι κατεβασμένο και το μέτωπο προς τα μπρος. Το φως γλιστρούσε επάνω της, όπως επάνω σ' ένα μάρμαρο, ως το γύρισμα των φρυδιών της, χωρίς κανείς να μπορεί να ξέρει ούτε τι κοίταζε η Έμμα στον ορίζοντα ούτε τι συλλογιζόταν κατάβαθα μέσα της.

«Λοιπόν, χαίρετε!» στέναξε εκείνος.

Page 83: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Σήκωσε εκείνη το κεφάλι με μια απότομη κίνηση.

«Ναι, χαίρετε... πηγαίνετε!»

Προχώρησε ο ένας προς τον άλλον άπλωσε εκείνος το χέρι, εκείνη δίστασε.

«Εγγλέζικα, λοιπόν» είπε εκείνη, δίνοντας το δικό της και προσπαθώντας να γελάσει.

Ο Λεόν το αισθάνθηκε ανάμεσα στα δάχτυλά του και όλη η ουσία του οργανισμού του του φαινόταν πως κατέβηκε μέσα σ' αυτή την υγρή παλάμη. Κατόπι άνοιξε εκείνος το χέρι· τα μάτια τους ξανασυναντήθηκαν, κι έπειτα εκείνος χάθηκε.

Όταν βρέθηκε κάτω από τις στοές της αγοράς, σταμάτησε και κρύφτηκε πίσω από ένα στύλο, για να κοιτάξει μια ύστερη φορά αυτό το άσπρο σπίτι με τα τέσσερα παραθυρόφυλλά του. Του φάνηκε πως είδε μια σκιά πίσω από το παράθυρο, μέσα στο δωμάτιο· αλλά ο μπερντές αποτραβήχτηκε από την κορνίζα, σαν να μην τον άγγιζε κανείς, και κούνησε σιγά τις λοξές του δίπλες, που στη στιγμή απλώθηκαν όλες, και έμενε ίσιος, πιο ακίνητος από ένα γύψινο τοίχο. Ο Λεόν άρχισε να τρέχει.

Παρατήρησε από μακριά, επάνω στο δρόμο, το αμάξι του προϊσταμένου του και σιμά έναν άνθρωπο χοντροντυμένο που κρατούσε το άλογο. Ο Ομέ και ο κύριος Γκιγιομέν μιλούσαν μαζί. Τον περίμεναν.

«Φίλησέ με» είπε ο φαρμακοποιός, με δάκρυα στα μάτια. «Νά το πανωφόρι σου, καλέ μου φίλε, πρόσεχε το κρύο! Να προσέχεις! Να φυλάγεσαι!»

«Εμπρός, Λεόν, στο αμάξι!» είπε ο συμβολαιογράφος.

Ο Ομέ έσκυψε επάνω από τον προφυλακτήρα, και με μια φωνή κομμένη από τα δάκρυα, άφησε να πέσουν αυτά τα δυο θλιβερά λόγια:

«Καλό ταξίδι!»

«Καληνύχτα» αποκρίθηκε ο κύριος Γκιγιομέν. «Τράβα!»

Έφυγαν και ο Ομέ επέστρεψε.

* * *

Η κυρία Μποβαρύ είχε ανοίξει το παράθυρο που ήταν πάνω στον κήπο και κοίταξε τα σύννεφα. Μαζεύονταν στη δύση, από το μέρος της Ρουέν, και κυλούσαν γρήγορα στους μαύρους έλικές τους, απ' όπου πίσω περνούσαν οι μεγάλες γραμμές του ήλιου σαν τις χρυσές σαΐτες ενός κρεμασμένου τρόπαιου, ενώ το υπόλοιπο μέρος του άδειου ουρανού είχε την ασπράδα της πορσελάνης. Αλλά ένας ανεμοστρόβιλος έκανε τα έλατα να λυγίσουν και ξάφνου άρχισε η βροχή· έτριζε πάνω στα πράσινα φύλλα. Κατόπι ο ήλιος ξαναφάνηκε, τα ορνίθια λάλησαν, σπουργίτια χτυπούσαν τις φτερούγες τους μέσα στους υγρούς βάτους, και τα τέλματα του νερού πάνω στην άμμο παράσερναν, κυλώντας, τα ρόδινα λουλούδια μιας ακακίας.

«Α, πόσο πρέπει κιόλας να 'ναι μακριά!» συλλογίστηκε.

Ο κύριος Ομέ, κατά τα συνηθισμένα, ήρθε στις έξι και μισή, την ώρα που έτρωγαν.

«Ε, λοιπόν!» είπε καθώς καθόταν, «τώρα μόλις μπαρκάραμε το παλικάρι μας;»

Page 84: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Έτσι φαίνεται» απάντησε ο γιατρός. Κατόπι, γυρίζοντας επάνω στην καρέκλα του: «Και τι νέα από σας;»

«Τίποτα σπουδαίο. Η γυναίκα μου, μόνο, σήμερα το απόγευμα συγκινήθηκε λιγάκι. Ξέρετε τις γυναίκες, ένα τίποτα τις ταράζει! Μάλιστα τη δική μου! Και θα 'χει άδικο κανείς να αγανακτεί γι' αυτό, επειδή ο οργανισμός τους είναι πολύ πιο ευκολολύγιστος από το δικό μας».

«Αυτός ο καημένος ο Λεόν» έλεγε ο Κάρολος, «πώς θα ζήσει στο Παρίσι! Θα συνηθίσει εκεί;»

Η κυρία Μποβαρύ αναστέναξε.

«Δε βαριέστε!» είπε ο φαρμακοποιός πλαταγίζοντας τη γλώσσα του. «Τα εκλεκτά γλέντια στα ξενοδοχεία, οι χοροί των μασκαράδων, η σαμπάνια, όλα αυτά θα τρέξουν, σας βεβαιώνω».

«Δεν πιστεύω να σκοτιστεί» είπε ο Μποβαρύ.

«Ούτε εγώ!» αποκρίθηκε ζωηρά ο Ομέ, «μολονότι θα αναγκαστεί ν' ακολουθήσει τους άλλους, για να μην περάσει για ιησουίτης. Και δεν ξέρετε τη ζωή που κάνουν αυτοί οι γλεντζέδες, εκεί στη φοιτητική συνοικία, με τις θεατρίνες! Έπειτα, τους φοιτητές τούς καλοβλέπουν στο Παρίσι. Αρκεί να είναι ευχάριστοι, τους δέχονται στην καλύτερη κοινωνία, και βρίσκονται μάλιστα και κυράδες από το προάστιο του Σεν-Ζερμέν που τους ερωτεύονται· κι αυτό τους δίνει κατόπι την ευκαιρία για να κάνουν πολύ καλούς γάμους».

«Αλλά» είπε ο γιατρός, «φοβάμαι γι' αυτόν, πως... εκεί κάτω...»

«Έχεις δίκιο» αποκρίθηκε ο φαρμακοποιός, «είναι κι η άλλη όψη του νομίσματος! Είναι κανείς υποχρεωμένος να 'χει διαρκώς το χέρι του στην τσέπη. Έτσι βρίσκεσαι, ας υποθέσουμε, μέσα σ' ένα δημόσιο κήπο· ένας άγνωστος παρουσιάζεται, καλοβαλμένος, έχει μάλιστα και παράσημο και θα τον έπαιρνες για διπλωμάτη· σε πλησιάζει, μιλάτε, κάνει υπαινιγμούς, προσφέρει καπνό ή σου σηκώνει το καπέλο. Κατόπι σχετίζεσαι περισσότερο, σε πάει στο καφενείο, σε προσκαλεί να πας στο εξοχικό του σπίτι, σε κάνει, ανάμεσα σε δυο ποτήρια κρασί, να κάνεις ένα σωρό γνωριμίες, και στα τρία τέταρτα της ώρας κοιτάζει πώς να σου κλέψει το πορτοφόλι σου ή να σε παρασύρει σε ολέθρια παραστρατήματα».

«Είναι αλήθεια» αποκρίθηκε ο Κάρολος, «αλλά συλλογίζομαι περισσότερο τις αρρώστιες, τον τυφοειδή πυρετό, παραδείγματος χάριν, που προσβάλλει τους επαρχιώτες φοιτητές».

Η Έμμα ταράχτηκε.

«Εξαιτίας της αλλαγής διαιτολογίου» εξακολούθησε ο φαρμακοποιός, «και της αναταραχής που ακολουθεί μέσα στη γενική οικονομία. Κι έπειτα, το νερό του Παρισιού, βλέπεις, τα φαγητά των εστιατορίων, όλες εκείνες οι τροφές με καρυκεύματα, που σου ανάβουν το αίμα και δεν αξίζουν, ό,τι κι αν λέει κανείς, ένα καλό ζουμί. Όσο για μένα, προτίμησα πάντα τη νοικοκυρεμένη κουζίνα, είναι πιο υγιεινή. Έτσι, όταν σπούδαζα φαρμακοποιούς στη Ρουέν, μπήκα οικότροφος σ' ένα οικοτροφείο· έτρωγα μαζί με τους καθητητές».

Και εξακολούθησε να εκθέτει τις γενικές του γνώμες και τις ατομικές του συμπάθειες, ως τη στιγμή που ο Ιουστίνος ήρθε να τον ζητήσει για ένα αυγόγαλα που έπρεπε να φτιάξει.

«Ούτε μια στιγμή ανάπαυση» φώναξε, «πάντα αλυσοδεμένος! Δεν μπορώ να βγω μια στιγμή! Πρέπει, σαν το δουλευτάδικο το άλογο, να ξερνάω αίμα κι ιδρώτα. Τι δυστυχία!» Έπειτα, όταν έφτασε στη

Page 85: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

θύρα: «Αλήθεια» είπε, «ξέρετε το νέο;»

«Τι, λοιπόν;»

«Είναι πολύ πιθανό» εξακολούθησε ο Ομέ, τεντώνοντας τα φρύδια του και με μια όψη από τις πιο σοβαρές, «τα γεωργικά συμβούλια του κάτω Σηκουάνα εφέτος να γίνουν στη Γιονβίλ. Τουλάχιστον αυτό κυκλοφορεί. Σήμερα το πρωί, η εφημερίδα άφηνε κάτι να φανεί. Αυτό θα ήταν για την περιφέρειά μας τρομερά σημαντικό. Μα θα τα ξαναπούμε αργότερα. Βλέπω, σας ευχαριστώ, ο Ιουστίνος έχει το φανάρι.

Page 86: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

7

Η επομένη ήταν για την Έμμα μια μέρα πένθιμη. Όλα τής φάνηκαν τριγυρισμένα από μια μαύρη ατμόσφαιρα, που ανεμιζόταν σκοτισμένη επάνω στο εξωτερικό των πραγμάτων, και η θλίψη βυθιζόταν βαθιά μέσα στην ψυχή της με γλυκά βογκητά, όπως κάνει ο χειμωνιάτικος άνεμος μέσα στους ακατοίκητους πύργους. Ήταν αυτό το ονειροπόλημα που έχει κανείς για κάτι που δε θα ξανάρθει, η κούραση που σε πιάνει έπειτα από κάθε περιστατικό τελειωμένο, αυτή η πίκρα, τέλος, που σε φέρνει στο σταμάτημα κάθε συνηθισμένης κίνησης, ο τελειωμός ο απότομος ενός παλμού πολύωρου.

Όπως στο γυρισμό από τη Βομπισάρ, όταν οι καντρίλιες στροβιλίζονταν μέσα στο κεφάλι της, είχε μια πένθιμη μελαγχολία, μια απελπισία νωθρή. Ο Λεόν ξαναπαρουσιαζόταν πιο μεγάλος, πιο ωραίος, πιο γλυκός, πιο αόριστος· μολονότι ήταν από αυτήν χωρισμένος, δεν την είχε αφήσει, ήταν εκεί, και οι τοίχοι του σπιτιού φαίνονταν πως διατηρούσαν τη σκιά του. Δεν μπορούσε να ξεκολλήσει τα μάτια της από αυτό το χαλί όπου εκείνος είχε πατήσει, από αυτά τα άδεια έπιπλα όπου εκείνος είχε καθίσει. Το ποτάμι έτρεχε πάντα κι έστρωνε σιγαλά τα μικρά του κυματάκια στο μάκρος του γλιστερού γκρεμού. Είχαν περπατήσει εκεί πολλές φορές, μ' αυτό το ίδιο μουρμουρητό των κυμάτων, πάνω στα χαλίκια τα σκεπασμένα με χορτάρι. Τι όμορφους ήλιους είχαν γνωρίσει, τι ωραία απογεύματα, μόνοι, στη σκιά, μέσα στο βάθος του κήπου! Διάβαζε δυνατά, με το κεφάλι ξέσκεπο, ακουμπισμένο επάνω σ' ένα σκαμνάκι από ξερά ραβδιά· ο δροσερός αέρας της πεδιάδας έκανε να τρέμουν οι σελίδες του βιβλίου και το φύλλωμα της κληματαριάς. Αχ! Είχε φύγει εκείνος, το μοναδικό θέλγητρο της ζωής της, η μοναχή ελπίδα μιας ευτυχίας! Πώς δεν άρπαξε αυτή την ευτυχία όταν της παρουσιαζόταν! Γιατί δεν τον κράτησε με τα δυο της χέρια, γονατιστή, όταν ήθελε να φύγει; Και καταριόταν τον εαυτό της πως δεν τον αγάπησε τον Λεόν· δίψασε για τα χείλη του. Την έπιασε η επιθυμία να τρέξει να τον συναντήσει, να ριχτεί μέσα στην αγκαλιά του, να του πει: «Είμαι εγώ, είμαι δική σου». Αλλά η Έμμα μπερδευόταν από την αρχή μπροστά στις δυσκολίες ενός τέτοιου διαβήματος, και οι πόθοι της, μεγαλωμένοι από τη νοσταλγία, γίνονταν ζωηρότεροι.

Από τότε, αυτή η ανάμνηση του Λεόν ήταν το κέντρο της στενοχώριας της· έλαμπε δυνατότερα απ' ό,τι σε μια στέπα της Ρωσίας η φωτιά του ταξιδιώτη, η αφημένη πάνω στο χιόνι. Ορμούσε προς εκείνη, συμμαζευόταν κοντά της, σκάλιζε τρυφερά αυτή τη φωτιά που ήταν έτοιμη να σβηστεί, ζητούσε ολόγυρά της τι θα μπορούσε να της δώσει περισσότερη ζωή· και οι πιο μακρινές εντυπώσεις, όπως οι πιο πρόσφατες ευκαιρίες, ό,τι αισθανόταν, μαζί με ό,τι φανταζόταν, αυτοί οι πόθοι της ηδονής που σκορπίζονταν, αυτά τα σχέδια της ευτυχίας που έτριζαν στον άνεμο σαν ξερά κλαδιά, η στείρα αρετή της, οι νεκρωμένες της ελπίδες, το συζυγικό κρεβάτι, τα μάζευε όλα, τα 'παιρνε όλα και τα μεταχειριζόταν όλα για να θερμαίνει τη θλίψη της.

Εντούτοις, οι φλόγες ξεθύμαναν, ή γιατί η προμήθεια εξαντλήθηκε μόνη της ή γιατί το στοίβαγμα ήταν πάρα πολύ μεγάλο. Ο έρωτας σιγά σιγά σβήστηκε με την απουσία, η λύπη πνίγηκε κάτω από τη συνήθεια· κι αυτό το φως της πυρκαγιάς που κοκκίνιζε τον ωχρό ουρανό της, σκεπάστηκε με περισσότερη σκιά και σβήστηκε σιγά σιγά. Μέσα στης συνείδησής της το λήθαργο θεώρησε την αηδία για τον άντρα της σαν πόθο για τον εραστή, του μίσους την καΐλα σαν της αγάπης τη ζεστασιά· αλλά όπως η θύελλα φυσούσε πάντα και το πάθος σβήστηκε και γίνηκε στάχτη, και καμιά βοήθεια δεν ερχόταν, και κανένας ήλιος δε φαινόταν, σκοτείνιασε τέλεια απ' όλες τις μεριές, και έμεινε χαμένη μέσα σ' ένα τρομερό κρύο που τη διαπερνούσε.

Τότε οι άσχημες μέρες της Τοστ ξανάρχισαν. Αισθανόταν τώρα τον εαυτό της πολύ πιο δυστυχισμένο, γιατί είχε της θλίψης την πείρα, με τη βεβαιότητα πως δε θα τέλειωνε ποτέ.

Μια γυναίκα που είχε επιβάλει στον εαυτό της τόσο μεγάλες θυσίες, είχε δικαίωμα να κάνει και τα

Page 87: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κέφια της. Αγόρασε ένα γοτθικό προσευχητάρι και ξόδεψε σ' ένα μήνα δεκατέσσερα φράγκα για λεμόνια, για να καθαρίζει τα νύχια της, κι έγραψε στη Ρουέν για να πάρει ένα φόρεμα από γαλάζιο κασμίρι· διάλεξε από τον Λερέ την ωραιότερή του σάρπα· την έδενε στη μέση της, επάνω από το πρωινό της φόρεμα, και με τα παραθυρόφυλλα κλεισμένα, μ' ένα βιβλίο στο χέρι, στεκόταν επάνω σ' ένα σοφά, έτσι ντυμένη.

Συχνά άλλαζε το χτένισμά της· το έκανε κινέζικο, με μαλακές μπούκλες, με πλεξίδες· έκανε μια χωρίστρα στα πλάγια του κεφαλιού και μάζεψε τα μαλλιά της κάτω, σαν άντρας.

Θέλησε να μάθει ιταλικά, αγόρασε λεξικά, μια γραμματική, και προμηθεύτηκε άσπρο χαρτί. Δοκίμασε σοβαρή ανάγνωση ιστορίας και φιλοσοφίας. Τη νύχτα, καμιά φορά ο Κάρολος ξυπνούσε ξάφνου, πιστεύοντας πως έρχονταν να τον ζητήσουν για έναν άρρωστο: «Έρχομαι» ψιθύριζε — κι ήταν ο θόρυβος ενός σπίρτου που η Έμμα το 'τριβε για ν' ανάψει τη λάμπα. Μα και με το διάβασμά της ήταν όπως και με τα εργόχειρά της, που, αρχινισμένα όλα, φόρτωναν το ντουλάπι της· τα 'παιρνε, τα άφηνε, άρχιζε άλλα.

Είχε παροξυσμούς που θα μπορούσαν εύκολα να την παρασύρουν σε παραφροσύνη. Υποστήριξε μια μέρα, εναντίον της γνώμης του αντρός της, πως θα έπινε καλά μισό μεγάλο ποτήρι ρακί, και επειδή ο Κάρολος έκανε την ανοησία να την προκαλέσει, αυτή ήπιε το ρακί ως τον πάτο.

Παρ' όλους τους ανάλαφρους τρόπους της (ήταν η λέξη που μεταχειρίζονταν οι νοικοκυράδες της Γιονβίλ), η Έμμα, εντούτοις, δε φαινόταν χαρούμενη, είχε πάντα στις άκρες του στόματος την ακίνητη εκείνη σύσπαση που ρυτιδώνει τη μορφή της γεροντοκόρης και του ξεπεσμένου φιλόδοξου. Ήταν πάντα ωχρή, λευκή σαν σεντόνι· το δέρμα της μύτης τραβιόταν προς τα ρουθούνια, τα μάτια της σε κοίταζαν μ' έναν αόριστο τρόπο. Επειδή ανακάλυψε τρεις τρίχες άσπρες στους κροτάφους, μιλούσε για τα γεράματά της.

Συχνά την έπιαναν λιγοθυμιές. Μάλιστα, μια μέρα έκανε αιμόπτυση, και επειδή ο Κάρολος έδειχνε ζωηρό ενδιαφέρον, αφήνοντας να φαίνεται η ανησυχία του, του είπε:

«Α, μπα! Τι πειράζει αυτό;»

Ο Κάρολος πήγε να ζητήσει καταφύγιο στο γραφείο του· κι έκλαιγε, με τους δυο αγκώνες επάνω στο τραπέζι, καθισμένος στην πολυθρόνα του, κάτω από το φρενολογικό κεφάλι.

Τότε έγραψε στη μητέρα του για να την παρακαλέσει να 'ρθει, και έκαναν μαζί διάφορες συνομιλίες επάνω στο ζήτημα της Έμμας.

Τι να αποφασίσουν; Τι να κάνουν; Αφού αρνιόταν θεραπεία;

«Ξέρεις τι θα χρειαζόταν στη γυναίκα σου;» έλεγε η μητέρα Μποβαρύ. «Αναγκαστικές ασχολίες, δουλειές χειρωνακτικές. Αν ήταν σαν τους άλλους αναγκασμένη να κερδίζει το ψωμί της, δε θα 'χε αυτούς τους καπνούς, αποτέλεσμα από ένα σωρό ιδέες που γεμίζει το κεφάλι της και από την αναδουλειά που την τρώει».

«Και όμως, ασχολείται» έλεγε ο Κάρολος.

«Α, ασχολείται! Σε τι, λοιπόν! Να διαβάζει μυθιστορήματα, βιβλία κακά, έργα που είναι εναντίον της θρησκείας και που περιγελούν τους παπάδες με ομιλίες που τις παίρνουν από τον Βολταίρο; Μα όλ' αυτά σε τραβούν μακριά, κακόμοιρο παιδί, και όποιος δεν έχει θρησκεία, τελειώνει πάντα άσχημα».

Page 88: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Λοιπόν, αποφασίστηκε πως θα εμπόδιζαν την Έμμα να διαβάζει μυθιστορήματα. Η επιχείρηση δε φαινόταν καθόλου εύκολη. Η καλή κυρία την πήρε απάνω της· θα πήγαινε η ίδια, περνώντας από τη Ρουέν, στον άνθρωπο που νοίκιαζε τα βιβλία και θα του 'λεγε πως η Έμμα παύει τη συνδρομή της. Δε θα 'χαν το δικαίωμα να ειδοποιήσουν την αστυνομία, αν ο βιβλιοπώλης επέμενε μολοντούτο στην τέχνη του, να φαρμακώνει τον κόσμο;

Ο χαιρετισμός της πεθεράς με τη νύφη στάθηκε ψυχρός. Στο διάστημα των τριών εβδομάδων που έμειναν μαζί, δεν άλλαξαν τέσσερα λόγια, εξόν από τις πληροφορίες και τις περιποιήσεις όταν βρίσκονταν μαζί στο τραπέζι, και το βράδυ πριν πάνε στο κρεβάτι.

Η κυρία Μποβαρύ μητέρα έφυγε μια Τετάρτη που ήταν μέρα παζαριού στη Γιονβίλ.

Η πλατεία από το πρωί ήταν πιασμένη από μια σειρά κάρα, που όλα, με τα τιμόνια στον αέρα, ήταν αραδιασμένα κατά μήκος των σπιτιών, από την εκκλησία ως το ξενοδοχείο. Από την άλλη τη μεριά, βρίσκονταν σκηνές από λινό ύφασμα που πουλούσαν βαμβακερά, κουβέρτες και μάλλινες κάλτσες, με χαλινάρια για τα άλογα και δέματα από γαλάζιες κορδέλες που οι άκρες τους ανέμιζαν, χοντρά σιδερικά ήταν στημένα στη γη, στη μέση από τις πυραμίδες των αυγών και τα κάνιστρα των τυριών, απ' όπου έβγαιναν γλιστερά ψαθιά· σιμά στις μηχανές του σταριού ορνίθια, που κακάριζαν μέσα σε χαμηλά κοτέτσια, περνούσαν τους λαιμούς τους από τα κάγκελα. Ο κόσμος που στοιβαζόταν στο ίδιο μέρος χωρίς να κινείται, απειλούσε καμιά φορά να σπάσει τη βιτρίνα του φαρμακείου. Τις Τετάρτες δεν έμενε άδειο και σπρώχνονταν εκεί περισσότερο για να λάβουν συμβουλές ιατρικές παρά για να πάρουν φάρμακα. Τόσο ήταν περίφημη η φήμη του κυρίου Ομέ στα γειτονικά χωριά. Τον θεωρούσαν μεγαλύτερο γιατρό απ' όλους τους γιατρούς.

Η Έμμα ήταν ακουμπισμένη στο παράθυρο (καθόταν συχνά· το παράθυρο στις επαρχίες αναπληρώνει τα θέατρα και τον περίπατο) και διασκέδαζε κοιτώντας το πλήθος των χωρικών, όταν παρατήρησε έναν κύριο ντυμένο με πράσινη ρεντιγκότα. Φορούσε κίτρινα γάντια, μολονότι είχε χοντρές γκέτες· και διευθυνόταν προς το σπίτι του γιατρού, ακολουθούμενος από ένα χωριάτη που περπατούσε με το κεφάλι σκυμμένο και με ένα ύφος γεμάτο συλλογή.

«Μπορώ να δω τον κύριο;» ρώτησε τον Ιουστίνο που μιλούσε στο κατώφλι με την Ευτυχία, και νομίζοντάς τον υπηρέτη του σπιτιού, είπε: «Πες του πως έχει έρθει ο Ροδόλφος Μπουλανζέ από την Ουσέτ».

Δεν ήταν από ντόπια περηφάνια που ο νεοφερμένος είχε κολλήσει, σιμά στ' όνομά του, τη λεπτομέρεια, αλλά για να τον γνωρίσουν καλύτερα. Η Ουσέτ, πραγματικά, ήταν ένα κτήμα σιμά στη Γιονβίλ και εκεί είχε αγοράσει τον πύργο με δυο αγροικίες, που τις καλλιεργούσε ο ίδιος, χωρίς εντούτοις να 'χει ανάγκη. Ζούσε μόνος και περνούσε ως κτηματίας «με δεκαπέντε χιλιάδες φράγκα τουλάχιστον εισόδημα!»

Ο Κάρολος μπήκε μέσα στο σαλόνι. Ο κύριος Μπουλανζέ τού παρουσίασε τον άνθρωπό του, που ήθελε να του βγάλουν αίμα, γιατί «αισθανόταν μερμήγκια σε όλο του το σώμα».

«Αυτό θα με ξαλαφρώσει» επέμενε σε κάθε αντιλογία.

Τότε ο Μποβαρύ έδωσε διαταγή να του φέρουν έναν επίδεσμο και μια λεκάνη, και παρακάλεσε τον Ιουστίνο να την κρατήσει. Κατόπι, γυρίζοντας στο χωρικό που ήταν ωχρός, του είπε:

«Μη φοβάσαι, παλικάρι μου!»

«Όχι, όχι» αποκρίθηκε εκείνος, «κάνε τη δουλειά σου!»

Page 89: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Και μ' ένα ύφος καυχησιάρικο άπλωσε το χοντρό του μπράτσο. Κάτω από την κεντιά του νυστεριού το αίμα πήδησε και πήγε και πιτσίλισε πάνω στον καθρέφτη.

«Φέρε πιο κοντά το βάζο!» φώναξε ο Κάρολος.

«Κοίταξε» έλεγε ο χωρικός, «θα ορκιζόταν κανείς πως είναι μια μικρή βρύση που τρέχει! Πώς έχω το αίμα κόκκινο! Αυτό πρέπει να 'ναι καλό σημάδι, δεν είναι έτσι;»

«Καμιά φορά» είπε ο γιατρός, «δεν αισθάνεται κανείς τίποτα στην αρχή, κατόπι έρχεται η συγκοπή, και πιο συχνά στους ανθρώπους τους πολύ γερούς, όπως είναι αυτός».

Ο χωρικός, ακούγοντας αυτά τα λόγια, άφησε να του φύγει η θήκη που έπαιζε στα δάχτυλά του. Ένα δυνατό τίναγμα της πλάτης του έκανε να τρίξει το μπράτσο της καρέκλας του. Το καπέλο του έπεσε.

«Το φοβόμουν» είπε ο Μποβαρύ, εφαρμόζοντας το δάχτυλό του επάνω στη φλέβα.

Η λεκάνη άρχισε να τρέμει στα χέρια του Ιουστίνου· τα γόνατά του κλονίζονταν, γίνηκε ωχρός.

«Έμμα! Έμμα!» έκραξε ο Κάρολος.

Μ' ένα πήδημα εκείνη κατέβηκε τη σκάλα.

«Ξίδι» φώναξε ο Κάρολος. «Ω, Θεέ μου, κι οι δυο μαζί!»

Και συγκινημένος, δυσκολευόταν να βάλει τον επίδεσμο.

«Δεν είναι τίποτα» έλεγε πολύ ήσυχα ο κύριος Μπουλανζέ, ενώ έπαιρνε τον Ιουστίνο στην αγκαλιά του. Και τον κάθισε πάνω στο τραπέζι, ακουμπώντας του την πλάτη επάνω στον τοίχο.

Η κυρία Μποβαρύ άρχισε να του λύνει τη γραβάτα. Ήταν ένας κόμπος στα κορδόνια του πουκάμισου. Στάθηκε μερικές στιγμές, κουνώντας τα λεπτά της δάχτυλα στο λαιμό του νέου· κατόπι έχυσε το ξίδι επάνω στο μπατιστένιο της μαντίλι· του 'βρεχε με αυτό τους κροτάφους σιγά σιγά και φυσούσε από πάνω μαλακά. Ο χωρικός συνήλθε, αλλά η λιποθυμία του Ιουστίνου βαστούσε ακόμα και οι κόρες των ματιών του χάνονταν μέσα στο ωχρό ασπράδι, σαν γαλάζια λουλούδια μέσα στο γάλα.

«Θα 'πρεπε» είπε ο Κάρολος, «να του το κρύψουμε αυτό».

Η κυρία Μποβαρύ πήρε τη λεκάνη για να τη βάλει κάτω από το τραπέζι· στην κίνηση που έκανε σκύβοντας, το φόρεμά της (ήταν ένα καλοκαιρινό φόρεμα με τέσσερα βολάν, κίτρινο, μακρύμεσο και με τον ποδόγυρο φαρδύ), το φόρεμά της πλάτυνε γύρω της επάνω στο πάτωμα της σάλας, και όπως η Έμμα, σκυμμένη, κλονιζόταν λιγάκι απλώνοντας τα χέρια, το φούσκωμα του υφάσματος χανόταν πού και πού κατά το λύγισμα του κορμιού. Κατόπι πήρε μια κανάτα νερό και έλιωνε μέσα κομμάτια ζάχαρης, όταν ο φαρμακοποιός έφτασε. Η υπηρέτρια μέσα στη φασαρία είχε πάει να τον φωνάξει· βλέποντας τον μαθητευόμενό του με τα μάτια ανοιχτά, ξανάσανε. Κατόπι, στρέφοντας γύρω του, τον κοίταξε από πάνω ως κάτω.

«Βλάκα» του έλεγε, «μικρέ βλάκα, βλάκα με κεφαλαίο! Μεγάλο πράγμα, βλέπεις, μια φλεβοτομία! Ένα παλικάρι δε φοβάται τίποτα! Ένα είδος σκίουρου, εδώ που τον βλέπετε, που ανεβαίνει να τινάζει καρύδια σε ύψη που φέρνουν ίλιγγο! Α, μάλιστα, μίλα, καμάρωνε, ορίστε, όμορφη προοπτική για να κάνεις αργότερα το φαρμακοποιό· γιατί μπορεί να σε κράξουν σε σοβαρές περιστάσεις, μπρος το δικαστήριο, για να διαφωτίσεις τη συνείδηση των δικαστών και θ' αναγκαστείς να διατηρήσεις την

Page 90: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ψυχραιμία σου, να φέρεις λογικά επιχειρήματα, να φανείς άντρας, ή, διαφορετικά, θα περάσεις για ηλίθιος».

Ο Ιουστίνος δεν αποκρινόταν. Ο φαρμακοποιός εξακολουθούσε:

«Ποιος σε προσκάλεσε να 'ρθεις; Ενοχλείς διαρκώς την κυρία και τον κύριο! Την Τετάρτη, κιόλας, η παρουσία σου μου είναι απαραίτητη! Είναι τώρα στο μαγαζί είκοσι άνθρωποι. Τ' άφησα όλα, γιατί ενδιαφέρομαι για σένα. Εμπρός, φύγε, τρέχα, περίμενέ με και φύλαγε τα μπουκάλια».

Όταν ο Ιουστίνος που ξαναντύθηκε έφυγε, μίλησαν λιγάκι για τις λιποθυμίες. Η κυρία Μποβαρύ δεν είχε πάθει ποτέ.

«Είναι περίεργο για κυρία!» είπε ο κύριος Μπουλανζέ. «Αλλά υπάρχουν άνθρωποι πολύ αδύνατοι. Έτσι είδα σε μια μονομαχία ένα μάρτυρα να λιποθυμά μονάχα στο θόρυβο των πιστολιών τη στιγμή που τα γέμιζαν».

«Εμένα» είπε ο φαρμακοποιός, «η θέα του αίματος των άλλων δε μου κάνει τίποτα· αλλά μονάχα η ιδέα πως τρέχει το δικό μου, θ' αρκούσε για να λιποθυμήσω, αν το παρασυλλογιζόμουν».

Εντούτοις, ο κύριος Μπουλανζέ είπε στον υπηρέτη του να φύγει, συσταίνοντάς του να μείνει ήσυχος αφού του έγινε ό,τι ήθελε.

«Μου έδωσε την ευχαρίστηση της γνωριμίας σας» πρόσθεσε, και κοίταζε την Έμμα ενώ έλεγε αυτή τη φράση. Μετά έβαλε τρία φράγκα στην άκρη του τραπεζιού, χαιρέτησε αδιάφορα κι έφυγε.

Έφτασε γρήγορα στην άλλη μεριά του ποταμού (ήταν ο δρόμος του για να επιστρέψει στην Ουσέτ), και η Έμμα τον είδε μέσα στην πεδιάδα να περπατάει κάτω από τα έλατα, μικραίνοντας κάποτε το βήμα, σαν άνθρωπος που συλλογίζεται.

«Είναι πολύ χαριτωμένη!» έλεγε μέσα του. «Είναι πολύ χαριτωμένη αυτή η γυναίκα του γιατρού! Ωραία δόντια, τα μάτια μαύρα, το πόδι μικρό, και σχηματισμός Παριζιάνας. Από πού διάβολο ξετρύπωσε; Πώς, λοιπόν, τη βρήκε αυτός εκεί ο χοντράνθρωπος».

Ο κύριος Ροδόλφος Μπουλανζέ ήταν τριάντα τεσσάρων χρονών είχε απότομο χαρακτήρα και διορατικότητα, είχε κιόλας σχετιστεί με πολλές γυναίκες και τις ήξερε καλά. Αυτή του φάνηκε νόστιμη, τη συλλογιζόταν, λοιπόν, καθώς και τον άντρα της.

«Πιστεύω πως αυτός είναι πολύ ανόητος. Εκείνη σίγουρα θα τον βαρέθηκε. Έχει νύχια βρώμικα και μένει τρεις μέρες αξύριστος. Ενώ εκείνος τρέχει στους αρρώστους του, εκείνη κάθεται και του φτιάνει κάλτσες. Και βαριέται· θα 'θελε να κατοικούσε στη χώρα, να χορεύει πόλκα κάθε βράδυ! Καημένη γυναικούλα! Διψάει για τον έρωτα, όπως το καζάνι για το νερό επάνω στο τραπέζι του μαγερειού. Με τρία λόγια ερωτικά θα σε λάτρευε, είμαι βέβαιος! Θα 'ταν τρυφερή, χαριτωμένη! Ναι, μα πώς να τη βγάλεις από πάνω σου κατόπι;»

Τότε, τα εμπόδια της ηδονής που τα θεωρούσε σαν προοπτική, τον έκαναν, για την αντίθεση, να συλλογιστεί την ερωμένη του. Ήταν μια ηθοποιός της Ρουέν που τη συντηρούσε· κι όταν σταμάτησε σ' αυτή την εικόνα, που και η ενθύμησή της ακόμα του 'φερνε χορτασμό, συλλογίστηκε:

«Α, η κυρία Μποβαρύ είναι πολύ πιο όμορφη από εκείνη και πολύ πιο δροσερή. Η Βιργινία, αλήθεια, αρχίζει να χοντραίνει πολύ. Είναι τόσο ενοχλητική όταν είναι στις χαρές της. Κι έπειτα, τι μανία που έχει με τις γαρίδες!»

Page 91: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η εξοχή ήταν έρημη και ο Ροδόλφος δεν άκουγε γύρω του παρά μόνο το ρυθμικό τρίξιμο των χόρτων που άγγιζαν τα παπούτσια του, καθώς και τη φωνή των τρυγονιών που κρύβονταν μακριά, κάτω από τη βρώμη. Ξανάβλεπε την Έμμα ντυμένη μέσα στη σάλα, ντυμένη όπως την είδε, και την έγδυνε.

«Α, θα την έχω!» φώναξε, συντρίβοντας με μια μπαστουνιά ένα σβόλο γης εμπρός του. Και αμέσως εξέτασε την πολιτική μεριά της επιχείρησης. Αναρωτιόταν:

«Πού θα συναντιόμαστε; Με τι μέσο; Θα 'χουμε διαρκώς το μωρουδάκι στα χέρια μας, και την υπηρέτρια, τους γείτονες, το σύζυγο, κάθε είδους τρομερές ενοχλήσεις. Α, μπα, είναι μεγάλο χάσιμο χρόνου!»

Κατόπι ξανάρχισε. «Έχει μάτια που μπαίνουν στην καρδιά σαν τρυπάνια. Κι αυτό το ωχρό δέρμα! Εγώ, που λατρεύω τις ωχρές γυναίκες!»

Ψηλά, στην πλαγιά της Αργκέιγ, είχε πάρει την απόφασή του. «Δε μένει άλλο παρά να βρω την περίσταση. Ε, καλά! Θα περάσω από κει καμιά φορά, θα τους στέλνω κυνήγι, κοτόπουλα· θα βγάλω κι αίμα αν χρειάζεται· θα γίνουμε φίλοι, θα τους προσκαλώ στο σπίτι μου... Α, νά!» πρόσθεσε γρήγορα, «θα 'χουμε τα Συμβούλια, θα 'ναι κι εκείνη εκεί, θα τη δω. Θ' αρχίσουμε, και μάλιστα με θάρρος, γιατί αυτό είναι το θετικότερο».

Page 92: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

8

Έφτασαν πραγματικά αυτά τα περίφημα Συμβούλια! Από το πρωί της γιορτής αυτής, όλοι οι κάτοικοι στις θύρες τους κουβέντιαζαν για τις προετοιμασίες· είχαν στεφανώσει με κισσό την πρόσοψη του Δημαρχείου· μια σκηνή, σ' ένα λιβάδι, είχε στηθεί για το επίσημο γεύμα, και στη μέση της πλατείας, εμπρός από την εκκλησία, ένα είδος πυροβόλου θα έκανε γνωστό τον ερχομό του κυρίου Νομάρχη και τα ονόματα των γεωργών που θα αρίστευαν. Η εθνοφρουρά του Μπισύ (στη Γιονβίλ τέτοια δεν υπήρχε) είχε έρθει να ενωθεί με το πυροσβεστικό σώμα, όπου ταγματάρχης ήταν ο Μπινέ. Φορούσε εκείνη την ημέρα ένα κολάρο πιο ψηλό από τα συνηθισμένα· και ζωσμένος μέσα στο πουκάμισό του, είχε το θώρακα τόσο αλύγιστο και ακίνητο, ώστε όλο το ζωικό μέρος του ατόμου του φαινόταν πως είχε κατεβεί μέσα στα πόδια του, που σηκώνονταν ρυθμικά, με βήμα σημειωτόν, με μια μόνη κίνηση. Επειδή η αντιζηλία κουφόβραζε μεταξύ του φοροεισπράκτορα και του λοχαγού, και ο ένας και ο άλλος, για να επιδείξουν την ιδιοφυΐα τους, γύμναζαν χωριστά τους ανθρώπους τους. Έβλεπες να περνούν και να ξαναπερνούν οι κόκκινες επωμίδες και οι μαύροι θώρακες, πότε τούτοι, πότε κείνοι. Αυτό δεν τέλειωνε ποτέ, και πάντα ξανάρχιζε. Ποτέ δεν ξαναστάθηκε τέτοιο ξεδίπλωμα πομπής. Πολλοί νοικοκυραίοι από την παραμονή είχαν καθαρίσει τα σπίτια τους· σημαίες τρίχρωμες κρέμονταν στα μισανοιγμένα παράθυρα, όλες οι ταβέρνες ήταν γεμάτες, και με τον ωραίο καιρό που έκανε, οι κολλαρισμένες σκούφιες, οι χρυσοί σταυροί και τα χρωματιστά περιλαίμια φαίνονταν λευκότερα από το χιόνι, καθρέφτιζαν τον ξάστερο ήλιο και χαλούσαν με το σκόρπιο διαφορετικό τους χρώμα τη σκοτεινή μονοτονία της ρεντιγκότας και του γαλάζιου πουκάμισου της εργασίας. Οι αγρότισσες από τα περίχωρα έβγαζαν, κατεβαίνοντας απ' το άλογο, τη χοντρή καρφίτσα που τους έσφιγγε γύρω από το σώμα το ανασηκωμένο τους απ' το φόβο της σκόνης φόρεμα, και οι άντρες, το ενάντιο, για να προφυλάξουν τα καπέλα τους, έβαλαν από πάνω μαντίλια, και κρατούσαν τη μια γωνιά τους ανάμεσα στα δόντια.

Το πλήθος κατέφθανε στο μεγάλο δρόμο από τις δυο άκρες του χωριού. Ξεχυνόταν από δρομίσκους, δεντροστοιχίες, σπίτια, και άκουγες πότε πότε να πέφτει το πόμολο της θύρας πίσω από τις γαντοφορεμένες νοικοκυράδες που έβγαιναν για να πάνε να δούνε τη γιορτή. Αυτό που περισσότερο θαύμαζαν, ήταν δυο μεγάλες σμίλακες σκεπασμένες με μεγάλες λάμπες, που οχύρωναν ένα σανίδωμα όπου θα κάθονταν οι αρχές· και περισσότερο ακόμα, σιμά στους τέσσερις στύλους του Δημαρχείου, τέσσερα είδη λεπτής και μακριάς βέργας, που είχε η καθεμιά μια μικρή σημαία από πράσινο λινό πλουτισμένο με επιγραφές με χρυσά γράμματα. Πάνω στη μια έγραφε: «Στο Εμπόριο», στη δεύτερη: «Στη Γεωργία», στην τρίτη: «Στη Βιομηχανία», στην τέταρτη: «Στις Καλές Τέχνες».

Μα η ευθυμία, που έκανε χαρούμενα όλα τα πρόσωπα, φαινόταν πως σκυθρώπιαζε την κυρία Λεφρανσουά, την ξενοδόχα. Ορθή στα σκαλιά του μαγερειού της μουρμούριζε μόνη της: «Τι βλακεία! Τι βλακεία να στήσουν πάνινη παράγκα! Νομίζουν πως θα ευχαριστηθεί ο Νομάρχης να γευματίσει εκεί, κάτω από μια σκηνή, σαν σκηνοβάτης. Και λένε πως μ' αυτά τα πράγματα κάνουν καλό στον τόπο. Δεν αξίζει τον κόπο, λοιπόν, να φέρουν έναν παλιομάγειρα από τη Νεσατέλ. Και για ποιον; Για γελαδάρηδες, για ξυπόλυτους!»

Ο φαρμακοποιός διάβηκε. Φορούσε μια ζακέτα μαύρη, ένα παντελόνι από νανγκίνα, καστόρινα παπούτσια, και πράγμα ασυνήθιστο, ένα καπέλο· ένα καπέλο χαμηλό.

«Δούλος σας!» είπε. «Με συμπαθάτε, βιάζομαι». Και επειδή η χοντρή χήρα τον ρώτησε πού πήγαινε:

«Σας φαίνεται παράξενο, δεν είναι έτσι; Εγώ, που μένω πάντα μέσα στο εργαστήρι μου, πιο περιορισμένος από τον πόντικα του παραμυθιού μέσα στο τυρί του!»

«Ποιο τυρί;» ρώτησε η ξενοδόχα.

Page 93: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Όχι, τίποτα! Δεν είναι τίποτα!» είπε ο Ομέ. «Ήθελα μόνο να σας πω, κυρία Λεφρανσουά, που μένω από συνήθεια κατάκλειστος στο σπίτι μου. Σήμερα εντούτοις, χάρη στην περίσταση, πρέπει να...»

«Α, πηγαίνετε κει κάτω;» είπε εκείνη με ύφος περιφρονητικό.

«Ναι» απάντησε ο φαρμακοποιός απορώντας. «Πώς, δεν είμαι μέλος του συμβουλίου της επιτροπής;»

Η κυρα-Λεφρανσουά τον παρατήρησε μερικές στιγμές και απάντησε χαμογελώντας:

«Τότε αλλάζει! Τι σας ενδιαφέρει εσάς η καλλιέργεια; Καταλαβαίνετε λοιπόν τίποτα;»

«Βέβαια καταλαβαίνω, αφού είμαι φαρμακοποιός, δηλαδή χημικός! Και η χημεία, κυρία Λεφρανσουά, αφού σκοπό έχει τη γνώση της αμοιβαίας και ατομικής ενέργειας όλων των σωμάτων, όσα βρίσκονται στη φύση, έπεται ότι η γεωργία εμπεριέχεται εις την κυριαρχία της. Και πραγματικά, η σύνθεση των λιπασμάτων, η ζύμωση των υγρών, η ανάλυση των αερίων και η επιρροή των μιασμάτων, τι είναι όλα αυτά, σας ερωτώ, αν όχι αγνή και απλή χημεία;»

Η ξενοδόχα δεν απάντησε τίποτα. Ο Ομέ εξακολούθησε:

«Νομίζετε ότι για να 'ναι κανείς γεωπόνος πρέπει ο ίδιος να 'χει δουλέψει τη γη και να 'χει ταΐσει τα ορνίθια; Το εναντίο, πρέπει να γνωρίζει κανείς πολύ περισσότερο τη σύσταση των ουσιών, περί των οποίων πρόκειται. Τα γεωλογικά στρώματα, τις ατμοσφαιρικές ενέργειες, την ποιότητα των χωραφιών και του εδάφους, των ορυκτών, των υδάτων, την πυκνότητα των διαφόρων σωμάτων και τα τριχοειδή, και ούτε εγώ δεν ξέρω τι άλλο! Και πρέπει να κατέχει κανείς κατά βάθος όλες τις αρχές της υγιεινής, για να διευθύνει και να επικρίνει την κατασκευή των οικοδομών, τη διατροφή των ζώων, την τροφή των υπηρετών· και πρέπει κιόλας, κυρία Λεφρανσουά, να κατέχει κανείς και τη βοτανική, πρέπει να μπορεί να διακρίνει τα φυτά, καταλαβαίνετε, ποια είναι τα φαγώσιμα και ποια είναι τα δηλητηριώδη, ποια είναι θρεπτικά και ποια άχρηστα, αν είναι καλό να ξεριζώσει κανείς από τη μια μεριά κάποια και να τα ξανασπείρει αλλού, να καλλιεργήσει τούτο και να καταστρέψει το άλλο· μ' ένα λόγο, πρέπει να 'ναι κανείς γνώστης της επιστήμης, διαβάζοντας τα φυλλάδια και τα δημοσιεύματα, πρέπει να μη διακόπτει ποτέ το δρόμο του, για να μπορεί να υποδείξει βελτιώσεις».

Η ξενοδόχα δεν έπαιρνε τα μάτια της από τη θύρα του Καφέ Φρανσέ και ο φαρμακοποιός εξακολούθησε:

«Μακάρι να 'θελε ο Θεός οι γεωργοί μας να ήσαν χημικοί ή, τουλάχιστον, ν' άκουγαν περισσότερο τις συμβουλές της επιστήμης. Έτσι, εγώ έγραψα τελευταία ένα δυνατό σύγγραμμα, ένα υπόμνημα με περισσότερες από εβδομήντα δύο σελίδες, με τον τίτλο: Περί του μηλίτου, της κατασκευής του και των αποτελεσμάτων του, ακολουθούμενον υπό νέων σκέψεων επί αυτού του αντικειμένου, και το 'στειλα στο Αγροτικό Σωματείο της Ρουέν· πράγμα που μου έδωσε την τιμή να γίνω δεκτός εκεί ως μέλος, τμήμα γεωργίας, τάξις οπωρολογίας· ε, λοιπόν, αν το έργο μου είχε δημοσιευτεί...» Αλλά ο φαρμακοποιός σταμάτησε, τόσο η κυρία Λεφρανσουά φαινόταν πως είχε αλλού το νου της.

«Κοιτάξτε τους, λοιπόν» έλεγε, «δεν καταλαβαίνουν τίποτα! Ένα τέτοιο παλιοξενοδοχείο!» Και με σηκώματα της πλάτης, που τραβούσαν επάνω στο στήθος της το πλεχτό της φόρεμα, έδειχνε με τα δυο της τα χέρια την ταβέρνα του αντιπάλου της, απ' όπου ακούγονταν τραγούδια. «Στο κάτω κάτω, δε θα βαστάξει πολύ» πρόσθεσε· «πριν περάσουν οκτώ μέρες, όλα είναι τελειωμένα».

Ο Ομέ τραβήχτηκε πίσω με κατάπληξη. Κατέβηκε εκείνη τα τρία της σκαλιά και μιλώντας του στο αυτί:

Page 94: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Πώς! Δεν το ξέρετε αυτό; Θα το κατασχέσουν αυτή τη βδομάδα. Ο Λερέ το πουλάει. Τον πέθανε στις συναλλαγματικές».

«Τι τρομερή καταστροφή» φώναξε ο φαρμακοποιός, που είχε πάντα την κατάλληλη έκφραση για την κάθε περίσταση. Η ξενοδόχα βάλθηκε να του διηγηθεί αυτή την ιστορία, που την ήξερε από τον Θόδωρο, τον υπηρέτη του κυρίου Γκιγιομέν, και μολονότι μισούσε τον Τελιέ, κατηγορούσε τον Λερέ. Ήταν «ένας κόλακας, ένας χαμερπής».

«Α, ορίστε!» είπε. «Νά τον στην αγορά· χαιρετάει την κυρία Μποβαρύ, που φορεί ένα πράσινο καπέλο. Την κρατάει μάλιστα μπράτσο ο κύριος Μπουλανζέ».

«Η κυρία Μποβαρύ!» είπε ο Ομέ. «Τρέχω να τη χαιρετήσω, ίσως επιθυμεί να έχει μια θέση στην εξέδρα, κάτω από το περίπτερο». Και χωρίς ν' ακούσει την κυρα-Λεφρανσουά που τον φώναζε για να του διηγηθεί κι άλλα, ξεμάκρυνε με ένα γρήγορο βήμα, με το χαμόγελο στα χείλη, το γόνυ αλύγιστο, μοιράζοντας δεξιά κι αριστερά αφθονία χαιρετισμών, και πιάνοντας πολύ χώρο με τα μεγάλα φτερά της μαύρης του ζακέτας, που ανέμιζαν πίσω του.

Ο Ροδόλφος, που τον είχε διακρίνει από μακριά, βάλθηκε να τρέχει· αλλά της κυρίας Μποβαρύ πιάστηκε η πνοή· σταμάτησε λοιπόν εκείνος και της είπε χαμογελώντας, με ύφος απότομο:

«Το κάνω για ν' αποφύγουμε αυτόν το χοντράνθρωπο, το φαρμακοποιό». Εκείνη του 'δωσε μια σπρωξιά με τον αγκώνα.

«Τι σημαίνει αυτό;» συλλογίστηκε εκείνος. Και την παρατήρησε με την άκρη του ματιού, εξακολουθώντας πάντα να περπατάει.

Η κατατομή της ήταν τόσο γαλήνια, που κανείς δε μάντευε τίποτα. Ξεχώριζε στο άπλετο φως, μέσα στην καπότα της που είχε ανοιχτές κορδέλες κι έμοιαζαν με καλαμιού φύλλα. Τα μάτια της, με τις μεγάλες καμπύλες βλεφαρίδες, κοίταζαν μπρος της, και μολονότι πολύ ανοιχτές, φαίνονταν λιγάκι χαλιναγωγημένες από τα μάγουλα, εξαιτίας του αίματος που σιγά ξεχυνόταν κάτω από το λεπτό της χρώμα. Έγερνε το κεφάλι της πάνω στον ώμο κι ανάμεσα από τα χείλη της ξεχώριζαν τα απαστράπτοντα δόντια της.

«Με κοροϊδεύει» συλλογιζόταν ο Ροδόλφος.

Εντούτοις, αυτό το κίνημα της Έμμας δεν ήταν παρά μια ειδοποίηση, γιατί ο κύριος Λερέ τούς συντρόφευε και κάθε λίγο τους μιλούσε, σαν να 'θελε να πιάσουν συζήτηση.

«Ορίστε μια θαυμαστή μέρα! Όλος ο κόσμος είναι έξω! Ο άνεμος είναι ανατολικός».

Η κυρία Μποβαρύ, καθώς και ο Ροδόφλος, δεν του απαντούσαν διόλου, ενώ, στην παραμικρότερη κίνηση που έκαναν, τους ζύγωνε λέγοντας: «Ορίστε;» και έβαζε το χέρι στο καπέλο.

Όταν έφτασαν μπρος στο σπίτι του πεταλωτή, αντί ν' ακολουθήσουν το δρόμο ως το έμπα του χωριού, ο Ροδόλφος, απότομα, πήρε ένα μονοπάτι τραβώντας μαζί του την κυρία Μποβαρύ και φώναξε:

«Καλησπέρα σας, κύριε Λερέ! Καλή αντάμωση!»

«Πώς τον κάνατε να φύγει!» είπε εκείνη γελώντας.

«Γιατί» είπε αυτός, «ν' αφήσουμε τους άλλους να μας κυριεύουν; Και αφού σήμερα έχω την ευτυχία

Page 95: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

να 'μαι μαζί σας...»

Η Έμμα κοκκίνισε. Εκείνος δεν τελείωσε τη φράση του. Τότε μίλησε για τον όμορφο καιρό και για την ευχαρίστηση να περπατάει κανείς επάνω στο χορτάρι. Μερικές μαργαρίτες είχαν ανθίσει.

«Νά! Όμορφα ασπρολούλουδα» είπε· «μπορεί κανείς έτσι να προμηθεύσει προφητείες σ' όλες τις ερωτευμένες του χωριού». Και πρόσθεσε: «Αν μάζευα! Τι λέτε εσείς;»

«Είστε ερωτευμένος;» είπε εκείνη βήχοντας λιγάκι.

«Ε! Ε! Ποιος ξέρει;» αποκρίθηκε ο Ροδόλφος.

Το λιβάδι άρχισε να γεμίζει και οι νοικοκυράδες σε έσπρωχναν με τις μεγάλες τους ομπρέλες, τα καλάθια και τα μωρά τους. Συχνά έπρεπε να παραμερίζουν μπρος από μια μακρινή σειρά χωρικές, υπηρέτριες με κάλτσες γαλάζιες, με παπούτσια δίχως τάκους, με ασημένια δαχτυλίδια, και που μύριζαν γάλα όταν περνούσες σιμά τους. Περπατούσαν χεροπιασμένες και σκορπίζονταν έτσι σε όλο το μήκος του λιβαδιού, από τη γραμμή των κερκίδων έως τη σκηνή, την ετοιμασμένη για το γεύμα. Αλλά ήταν η στιγμή του ελέγχου και οι γεωργοί, ο ένας πίσω από τον άλλο, έμπαιναν μέσα σ' ένα είδος ιπποδρόμιου, που το σχημάτιζε ένα μακρύ σκοινί τεντωμένο επάνω σε ξύλα.

Τα ζώα ήταν εκεί, με τη μύτη γυρισμένη μπρος στο σκοινί, ευθυγραμμίζοντας άταχτα τα ανόμοια συμπλέγματά τους. Αποκοιμισμένα γουρούνια έχωναν μέσα στη γη το μουσούδι τους, μοσχάρια μούγκριζαν, αρνιά βέλαζαν· οι αγελάδες, με το ένα γόνυ διπλωμένο, άπλωναν την κοιλιά τους επάνω στη χλοερή γη, και μηρυκάζοντας σιγά, έκλειναν τα βαριά τους βλέφαρα, ενώ οι μύγες σφύριζαν γύρω τους. Ζευγάδες, με τα μπράτσα γυμνά, κρατούσαν από το καπίστρι άλογα που χλιμίντριζαν με όλη τους τη δύναμη προς το μέρος των φοράδων. Εκείνες ήσυχα τέντωναν το λαιμό τους με τη μακριά χαίτη, ενώ τα πουλάρια τους αναπαύονταν στον ίσκιο τους, ή πήγαιναν κάποτε να τα βυζάξουν και στο μακρύ κυμάτισμα όλου εκείνου του πλήθους των σωμάτων έβλεπες να υψώνεται στον άνεμο, σαν κύμα, κάποια άσπρη χαίτη ή να προβάλλουν μυτερά κέρατα και κεφάλια ανθρώπων που έτρεχαν. Παράμερα, έξω από τις κονίστρες, εκατό βήματα μακρύτερα, ήταν ένας μεγάλος μαύρος ταύρος με φίμωτρο, που είχε στα ρουθούνια ένα σιδερένιο χαλκά και που δεν κουνούσε παραπάνω από ένα μπρούντζινο ζώο. Ένα παιδάκι κουρελιάρικο τον κρατούσε μ' ένα σκοινί.

Μολοντούτο, ανάμεσα από τις σειρές, μερικοί κύριοι προχωρούσαν με βήμα βαρύ, εξετάζοντας κάθε ζώο, κατόπι συμβουλευόντουσαν με αρκετά χαμηλή φωνή. Ο ένας απ' αυτούς, που φαινόταν πιο σπουδαίος, έπαιρνε περπατώντας μερικές σημειώσεις σ' ένα σημειωματάριο. Ήταν ο πρόεδρος της ελλανοδίκου επιτροπής, κύριος Ντεροζερέ της Πανβίλ. Μόλις αναγνώρισε τον Ροδόλφο, προχώρησε ζωηρά και του είπε χαμογελώντας με ευγενικό ύφος:

«Πώς, κύριε Μπουλανζέ, μας εγκαταλείπετε;»

Ο Ροδόφλος διαμαρτυρήθηκε και βεβαίωσε πως θα ερχόταν. Αλλά όταν ο πρόεδρος χάθηκε, είπε στην Έμμα:

«Μα την πίστη μου, όχι, δε θα πάω· η συντροφιά σας αξίζει περισσότερο από τη δική του».

Και κοροϊδεύοντας τα συμβούλια, ο Ροδόλφος, για να κυκλοφορεί πιο ελεύθερα, έδειχνε στο χωροφύλακα το γαλάζιο του εισιτήριο, και μάλιστα σταματούσε κάποτε μπρος σε κάποιο όμορφο αντικείμενο, που η κυρία Μποβαρύ δεν το θαύμαζε διόλου. Το παρατήρησε και τότε άρχισε να λέει αστειότητες για τις κυρίες της Γιονβίλ, σχετικές με τη φορεσιά τους, κατόπι δικαιολόγησε μόνος το ατημέλητο της δικής του. Είχε την ασυναρτησία των κοινών κι εξεζητημένων πραγμάτων, όπου ένας

Page 96: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ξεπεσμένος συνήθως διακρίνει την αποκάλυψη μιας ιδιόρρυθμης ζωής, τις ακαταστασίες του αισθήματος, τις τυραννίες της τέχνης και πάντα κάποια περιφρόνηση των κοινωνικών συνθηκών, πράγμα που ή τον μαγεύει ή τον απελπίζει. Έτσι, το μπατιστένιο του πουκάμισο με τα πλισαρισμένα μανικέτια φούσκωνε κατά τον άνεμο, στο άνοιγμα του γελέκου του, που ήταν από σταχτί δίμιτο, και το πανταλόνι του με τις πλατιές ρίγες ξεσκέπαζε στους αστράγαλους τα παπούτσια του από νανγκίνα και δέρμα βερνικωμένο. Ήταν τόσο βερνικωμένα, που το χορτάρι καθρεφτιζόταν μέσα τους. Πατούσε με αυτά τις κοπριές των αλόγων, με το ένα χέρι μέσα στην τσέπη της ζακέτας του και με το ψάθινο καπέλο του βαλμένο στραβά.

«Έπειτα» πρόσθεσε, «όταν κατοικεί κανείς στην εξοχή...»

«Όλα είναι κόπος χαμένος» είπε η Έμμα.

«Είναι αλήθεια» αποκρίθηκε ο Ροδόλφος. «Να σκέφτεται κανείς πως ούτε ένας από αυτούς τους λαμπρούς ανθρώπους δεν είναι ικανός να καταλάβει το στρώσιμο μιας φορεσιάς!»

Τότε μίλησαν για την επαρχιώτικη μετριότητα, για τις υπάρξεις, που σβήσανε, για τις ελπίδες που χάνονταν εκεί.

«Έτσι» έλεγε ο Ροδόλφος, «βυθίζομαι μέσα σε μια θλίψη».

«Σεις!» είπε εκείνη με απορία. «Κι εγώ που σας νόμιζα τόσο εύθυμο!»

«Α, ναι, στην επιφάνεια, γιατί μέσα στον κόσμο ξέρω να βάζω επάνω στο πρόσωπό μου μια σκωπτική προσωπίδα, και όμως, πόσες φορές, στη θέα ενός κοιμητηρίου, στο φως του φεγγαριού, δε ρώτησα τον εαυτό μου αν δε θα έκανα καλύτερα να συναντήσω εκείνους που κοιμούνται εκεί!»

«Και οι φίλοι σας;» είπε εκείνη. «Δεν τους συλλογίζεστε;»

«Οι φίλοι μου; Ποιοι, λοιπόν; Έχω; Ποιος σκοτίζεται για μένα;» Και συντρόφεψε αυτά τα λόγια με ένα σιγανό σφύριγμα που βγήκε από τα χείλη του.

Αλλά σε λίγο αναγκάστηκαν να τραβηχτούν ο ένας από τον άλλο εξαιτίας ενός μεγάλου σωρού από καρέκλες που ένας άνθρωπος κουβαλούσε πίσω τους. Ήταν τόσο φορτωμένος, που δε φαίνονταν παρά οι μύτες των παπουτσιών του και οι άκρες των δυο του μπράτσων τραβηγμένες εμπρός. Ήταν ο Λεστιμπουντουά ο νεκροθάφτης, που κουβαλούσε μέσα στο πλήθος καρέκλες της εκκλησίας. Γεμάτος φαντασία, για ό,τι αφορούσε τα συμφέροντά του, είχε ανακαλύψει αυτό το μέσο για να ωφεληθεί από το συμβούλιο, και η ιδέα του πετύχαινε, γιατί ήξερε πια ποιον να πρωτακούσει. Πραγματικά, οι χωρικοί, που υπέφεραν από τη ζέστη, κοίταζαν ποιος να πρωτοπάρει τις καρέκλες που το ψαθί τους μύριζε λιβάνι, και ακουμπούσαν επάνω στα χοντρά τους ακουμπιστήρια, που τα 'χε λερώσει το πάχος των λαμπάδων, με μια κάποια ευλάβεια.

Η κυρία Μποβαρύ ξαναπήρε το μπράτσο του Ροδόλφου· εκείνος εξακολούθησε σαν να μιλούσε μόνος του:

«Ναι! Τόσα πράγματα μου 'λειψαν! Πάντα μόνος! Α, αν είχα ένα σκοπό στη ζωή, αν είχα συναντήσει μια αγάπη, αν είχα βρει κάποιον... Ω, πώς θα είχα ξοδέψει όλη τη δραστηριότητα που μπορώ να διαθέσω, πώς θα είχα περάσει επάνω απ' όλα, πώς θα τα είχα συντρίψει όλα!»

«Και όμως, μου φαίνεται» είπε η Έμμα, «πως δεν είστε διόλου αξιολύπητος».

Page 97: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Α, έτσι νομίζετε;» είπε ο Ροδόλφος.

«Γιατί, επιτέλους...» εξακολούθησε εκείνη, «είστε ελεύθερος», δίστασε, «πλούσιος...»

«Μη με κοροϊδεύετε» αποκρίθηκε εκείνος.

Και ορκιζόταν εκείνη πως δεν κορόιδευε, όταν ακούστηκε μια κανονιά· αμέσως σπρώχτηκαν όλοι ανακατωμένοι προς το χωριό.

Ήταν μια ψεύτικη ειδοποίηση. Ο κύριος Νομάρχης δεν ερχόταν και τα μέλη της επιτροπής βρίσκονταν σε μεγάλη αμηχανία, μη ξέροντας αν έπρεπε ν' αρχίσουν τη συνεδρίαση ή να περιμένουν ακόμα.

Τέλος, στο βάθος της πλατείας, φάνηκε ένα μεγάλο αγοραίο αμάξι τετράτροχο, που το 'σερναν δυο άλογα αχαμνά· ένας αμαξάς με άσπρο καπέλο τα χτυπούσε πότε με το ένα και πότε με το άλλο χέρι. Ο Μπινέ μόλις έλαβε τον καιρό να φωνάξει: «Εις τα όπλα!» και ο συνταγματάρχης τον μιμήθηκε. Έτρεξαν προς τις πυραμίδες. Ορμήσανε. Κάποιοι, μάλιστα, λησμόνησαν το κολάρο τους. Αλλά το νομαρχιακό αμάξι φάνηκε πως μάντεψε αυτή την αμηχανία και τα δυο ζευγαρωμένα παλιάλογα, περπατώντας με τσακίσματα επάνω στις αλυσίδες τους, έφτασαν με μικρό καλπασμό εμπρός από τα προπύλαια του Δημαρχείου, ίσια ίσια τη στιγμή που η εθνοφρουρά και ο πυροσβεστικός λόχος αραίωναν, χτυπώντας το τύμπανο και σημειώνοντας το βήμα.

«Εις προσοχήν!» φώναξε ο Μπινέ.

«Αλτ!» φώναξε ο συνταγματάρχης. «Κλίνατε επ' αριστερά!»

Κι έπειτα από ένα «παρουσιάστε αρμ», όπου η κλαγγή των χαλκάδων σήμαινε σαν ένα χάλκινο καζάνι που ροβολάει τις σκάλες, όλα τα όπλα ξανάπεσαν. Τότε είδαν έναν κύριο να κατεβαίνει από το αμάξι ντυμένο με μια φορεσιά κοντή, κεντημένη με ασήμι, φαλακρό προς το μέτωπο, με μια τούφα μαλλιών στο μέτωπο, με χλομή την όψη και εξωτερικό από τα πιο καλόβολα. Τα μάτια του, πολύ μεγάλα και σκεπασμένα με βαριά βλέφαρα, μισόκλειναν για να παρατηρήσουν τα πλήθη, ενώ στον ίδιο καιρό σήκωνε τη μυτερή του μύτη και έκανε να χαμογελάει το στόμα του, που έμπαινε προς τα μέσα. Αναγνώρισε το δήμαρχο από την εσάρπα και του εξήγησε πως ο κύριος Νομάρχης δεν μπόρεσε να 'ρθει. Αυτός ήταν ένας νομαρχιακός σύμβουλος· κατόπιν πρόσθεσε μερικές συγνώμες. Ο Τιβάς αποκρίθηκε με ευγένεια, ο άλλος ομολόγησε πως ήταν συγκινημένος, κι έμειναν έτσι πρόσωπο με πρόσωπο, ενώ οι μορφές τους σχεδόν άγγιζαν, και ολόγυρά τους τα μέλη της επιτροπής, το δημοτικό συμβούλιο, οι επίσημοι, η εθνοφρουρά και το πλήθος. Ο κύριος Σύμβουλος, ακουμπώντας επάνω στο στήθος του το μικρό του μαύρο τρίκοχο, επαναλάμβανε τους χαιρετισμούς του, ενώ ο Τιβάς κυρτωμένος σαν τόξο χαμογελούσε επίσης, τραύλιζε, ζητούσε τις φράσεις του, δήλωνε επίσημα την αφοσίωσή του στη μοναρχία και την τιμή που έκαναν στη Γιονβίλ.

Ο Ιππόλυτος, το παιδί του ξενοδοχείου, πήγε να πάρει από τα χαλινάρια τα άλογα του αμαξά, και κουτσαίνοντας με το στραβό του το πόδι, τα οδήγησε κάτω από την πύλη του Χρυσού Λιονταριού, όπου μαζεύτηκαν πολλοί χωρικοί για να δουν το αμάξι. Το τύμπανο σήμανε, το ολμοβόλο αντήχησε και οι κύριοι με τη σειρά τους ανέβηκαν να καθίσουν επάνω στην εξέδρα, στις πολυθρόνες από κόκκινο βαμβακερό βελούδο, που τις παραχώρησε η κυρία Τιβάς.

Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έμοιαζαν μεταξύ τους. Οι πλαδαρές ξανθές τους μορφές, λιγάκι κοκκινισμένες από τον ήλιο, είχαν το χρώμα του γλυκού μηλίτη και οι φουσκωμένες φαβορίτες τους ξεπετάγονταν από τα μεγάλα και σκληρά κολάρα, με τις άσπρες γραβάτες δεμένες σε φιόγκους καλοκαμωμένους· όλα τα ρολόγια είχαν στην άκρη μιας κορδέλας κάποια σφραγίδα στο σχήμα του αυγού από κόκκινη πέτρα, και ακουμπούσαν τα δυο χέρια επάνω στα μπούτια τους, τραβώντας με

Page 98: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

προσοχή το γόνα του πανταλονιού, που το κολλαρισμένο ύφασμά του γυάλιζε λαμπρότερα κι από το δέρμα των χοντρών παπουτσιών.

Οι κυρίες της αριστοκρατίας στέκονταν πίσω, στο προαύλιο, ανάμεσα από τις στοές, ενώ το πλήθος ήταν απέναντι, ορθοί ή καθισμένοι σε καρέκλες. Πραγματικά, ο Λεστιμπουντουά είχε φέρει εκεί όλες τις καρέκλες που είχε κουβαλήσει από το λιβάδι, και μάλιστα έτρεχε κάθε στιγμή για να ζητήσει κι άλλες στην εκκλησία, και δημιουργούσε τέτοιο πρόβλημα, που με κόπο κατόρθωνε κανείς να φτάσει ως τη μικρή σκάλα της εξέδρας.

«Εγώ βρίσκω» είπε ο κύριος Λερέ, μιλώντας στο φαρμακοποιό που περνούσε για να πάει στη θέση του, «πως θα 'πρεπε να 'χαμε βάλει εκεί δυο βενέτικα κατάρτια· με κάτι λιγάκι σοβαρό και πλούσιο σαν νεωτερισμός· το θέαμα θα ήταν πολύ ωραίο».

«Σίγουρα» αποκρίθηκε ο Ομέ. «Αλλά τι θέλετε; Ο δήμαρχος ανέλαβε να τα κάμει όλα μόνος του! Δεν έχει πολύ γούστο αυτός ο δύστυχος ο Τιβάς, είναι μάλιστα εντελώς γυμνός από κείνο που λέγεται μεγαλοφυΐα της τέχνης».

Εντούτοις, ο Ροδόλφος με την κυρία Μποβαρύ ανέβηκαν στο πρώτο πάτωμα του Δημαρχείου, στη σάλα των διασκέψεων· επειδή ήταν άδεια, είπε πως θα ήταν καλά να απολαύσουν από εκεί το θέαμα με περισσότερη άνεση. Πήρε τρία καθισματάκια που ήταν γύρω στο τραπέζι κάτω από την προτομή του μονάρχη, και αφού τα ζύγωσε στο ένα από τα δυο παράθυρα, κάθισαν ο ένας κοντά στον άλλον.

Στην εξέδρα είχαν ανησυχία, πολύωρα κρυφομιλήματα, διαπραγματεύσεις. Τέλος, ο κύριος Σύμβουλος σηκώθηκε. Ήξεραν τώρα πως λεγόταν Λιεβέν, και επαναλάμβαναν τ' όνομά του, ο ένας στον άλλον, ανάμεσα στον κόσμο. Αφού λοιπόν έβαλε στη σειρά μερικά φύλλα και τα κοίταξε καλά, άρχισε:

«Κύριοι! Να μοι επιτραπή πρωτίστως (πριν σας ομιλήσω περί του αντικειμένου της σημερινής ημών συναθροίσεως —και αυτό το αίσθημα, είμαι βέβαιος, θα το συμμερίζεστε πάντες— ας μοι επιτραπή, επαναλέγω, να αποδώσω φόρον δικαιοσύνης εις την ανωτάτην διοίκησιν, εις την κυβέρνησιν, εις τον μονάρχην, κύριοι, εις τον υπέρτατον ημών άρχοντα, εις τον πολυφίλητον αυτόν βασιλέα, όστις δι' ουδένα κλάδον της δημοσίας ή ιδιωτικής ευημερίας αδιαφορεί, και όστις διευθύνει διά χειρός τοσούτον σταθεράς και συνάμα φρονίμου το άρμα του Κράτους εν τω μέσω των αδιακόπων κινδύνων τρικυμιώδους θαλάσσης, γιγνώσκων άλλως τε να επιβάλλει το σέβας προς την ειρήνην ως και προς τον πόλεμον, την βιομηχανία, το εμπόριον, την γεωργίαν και τας καλάς τέχνας».

«Θα 'πρεπε» είπε ο Ροδόλφος, «να μπω λίγο πιο μέσα».

«Γιατί;» είπε η Έμμα.

Αλλά, αυτή τη στιγμή, η φωνή του Συμβούλου υψώθηκε με έναν τόνο παράδοξο. Απάγγειλε:

«Δεν είναι πλέον οι καιροί, κύριοι, καθ' ους οι εμφύλιοι σπαραγμοί έβαψαν με αίμα τας δημοσίας ημών πλατείας, καθ' ους ο ιδιοκτήτης, ο έμπορος και αυτός έτι ο εργάτης, κατακλινόμενοι το εσπέρας εν ειρήνη, έτρεμον μήπως εξυπνήσουν από τους ήχους των κωδώνων που αναγγέλλουν την πυρκαγιάν, καθ' ους αι ανατρεπτικώτεραι θεωρίαι υπέσκαπτον μετά θρασύτητος τας βάσεις...»

«Γιατί θα μπορούσαν» εξακολούθησε ο Ροδόλφος, «να με διακρίνουν από κάτω, κι έπειτα για δεκαπέντε μέρες θα πρέπει να δικαιολογούμαι, και με την κακή μου φήμη...»

Page 99: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Ω, συκοφαντείτε τον εαυτό σας!» είπε η Έμμα.

«Όχι, όχι, είναι απαίσια, σας ορκίζομαι!»

«Αλλά, κύριοι» εξακολούθησε ο Σύμβουλος, «εάν, εκδιώκων της μνήμης μου τας σκοτεινάς αυτάς εικόνας, επαναφέρω τους οφθαλμούς μου επί της παρούσης καταστάσεως της ωραίας ημών πατρίδος, τι παρατηρώ; Πανταχού ανθούν το εμπόριον και αι τέχναι, πανταχού νέαι οδοί συγκοινωνίας, νέαι αρτηρίαι εν τω κρατικώ σώματι αποφέρουν νέας προσόδους· τα βιομηχανικά ημών κέντρα επανέλαβον την δράσιν των, η θρησκεία, παγιωτέρα, μειδιά προς άπασας τας καρδίας, οι λιμένες ημών είναι πλήρεις, η εμπιστοσύνη αναγεννάται και, επιτέλους, η Γαλλία αναπνέει...»

«Κι έπειτα» πρόσθεσε ο Ροδόλφος, «ίσως από την κοσμική άποψη να 'χουν δίκιο».

«Πώς αυτό;» είπε εκείνη.

«Ε, πώς!» είπε αυτός. «Δεν ξέρετε πως υπάρχουν ψυχές διαρκώς βασανισμένες; Τους χρειάζεται στον ίδιο καιρό το όνειρο και η πράξη, τα πάθη τα πιο αγνά, οι εξωφρενικότερες ηδονές, και βυθίζονται έτσι σε κάθε είδους φαντασίας και τρέλας».

Τότε τον κοίταξε όπως παρατηρεί κανείς έναν ταξιδιώτη που πέρασε από παράδοξες χώρες, και είπε:

«Εμείς οι δύστυχες οι γυναίκες δεν έχουμε ούτε αυτή τη διασκέδαση!»

«Θλιβερή διασκέδαση, γιατί δε βρίσκεται εκεί η ευτυχία».

«Μα βρίσκεται αυτή ποτέ;» ρώτησε εκείνη.

«Ναι, τη συναντάει κανείς μια μέρα» απάντησε εκείνος.

«Και υμείς έχετε αντιληφθή τούτο» έλεγε ο Σύμβουλος. «Υμείς οι γεωργοί και εργάται της εξοχής, υμείς οι ειρηνικοί σκαπανείς ενός έργου εκπολιτιστικού! Υμείς οι άνθρωποι της προόδου και της ηθικής, αντελήφθητε, λέγω, ότι αι πολιτικαί θύελλαι είναι μάλλον επίφοβοι αληθώς ή αι ανωμαλίαι της ατμόσφαιρας...»

«Τη συναντάει κανείς μια μέρα» επανέλαβε ο Ροδόλφος, «μια μέρα, ξάφνου, και στη στιγμή που απελπιζόταν. Τότε ανοίγουν οι ορίζοντες και είναι σαν μια φωνή που φωνάζει: "Νά την". Αισθάνεστε την ανάγκη να επιστευτείτε σ' αυτή την ύπαρξη της ζωής σας, να της τα δώσετε όλα, να της τα θυσιάσετε όλα! Δε δίνουν καμιά εξήγηση, μαντεύει ο ένας τον άλλον. Στα όνειρά τους είχανε κάπως ιδωθεί». (Και την κοίταζε). «Τέλος, είναι εκεί αυτός ο θησαυρός που τόσο τον ζητούσες, εκεί, μπροστά σου λάμπει, σπιθοβολάει. Και όμως ακόμη αμφιβάλλεις, δεν τολμάς να το πιστέψεις, μένεις θαμπωμένος σαν να 'βγαινες από τα σκοτάδια στο φως».

Και τελειώνοντας αυτά τα λόγια, ο Ροδόλφος πρόσθεσε στη φράση μια παντομίμα. Πέρασε το χέρι του επάνω στο πρόσωπο, σαν άνθρωπος που τον πιάνει ζάλη· έπειτα το άφησε να ξαναπέσει επάνω στο χέρι της Έμμας. Εκείνη τράβηξε το δικό της. Και ο Σύμβουλος διάβαζε πάντα:

«Και τις θα εξεπλήττετο, κύριοι; Εκείνος μόνον όστις θα ήτο αρκούντως τυφλός, αρκούντως εμβεβαπτισμένος —δεν πτοούμαι να το είπω— αρκούντως εμβεβαπτισμένος εντός των προλήψεων άλλης εποχής, ώστε να παραγνωρίζη το πνεύμα των γεωργικών πληθυσμών. Πού θα έβρισκε τις αληθώς πλείονα πατριωτισμόν ή εις τας εξοχάς, πλείονα αφοσίωσιν εις

Page 100: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τα δημόσια, πλείονα ευφυΐαν εν μια λέξη; Και δεν εννοώ, κύριοι, την πλαστήν εκείνην ευφυΐαν, κόσμημα μάταιον των πονηρών πνευμάτων, αλλά έτι πλείον της βαθείας και μετρημένης ευφυΐας, ήτις υπεράνω των πάντων προσπαθεί να εξυπηρετήση τους ωφελίμους σκοπούς, συντελούσα ούτω εις το αγαθόν πάντων, εις την κοινήν βελτίωσιν και την υποστήριξιν των κρατών, αποτέλεσμα του σεβασμού προς τους νόμους και της εξασκήσεως των καθηκόντων...»

«Α, πάλι!» είπε ο Ροδόλφος. «Παντού τα καθήκοντα, είμαι καταβαρεμένος με αυτά τα λόγια. Βρίσκονται ένα σωρό παλιονερόβραστοι με φανελένιο γελέκο και θρήσκες με πύραυνο στα πόδια και κομπολόι, που διαρκώς μας κανοναρχούνε στ' αυτιά: "Το καθήκον! Το καθήκον!" Ε! Διάβολε! Το καθήκον είναι να αισθάνεσαι ό,τι μεγάλο, ν' αγαπάς ό,τι είναι ωραίο και να μην παραδέχεσαι όλες τις κοινωνικές συνθήκες, με όλες τις ντροπές που μας επιβάλλουν».

«Και όμως... και όμως...» παρατήρησε η κυρία Μποβαρύ.

«Ε, όχι! Γιατί να φωνάζουμε εναντίον των παθών; Δεν είναι κείνα το μόνο ωραίο πράγμα που υπάρχει στη γη, η πηγή του ηρωισμού, του ενθουσιασμού, της ποίησης, της μουσικής, των τεχνών, όλων επιτέλους;»

«Αλλά πρέπει» είπε η Έμμα, «ν' ακολουθεί κανείς λιγάκι και τη γνώμη του κόσμου και να υπακούει στην ηθική του».

«Α, μα υπάρχουν δύο ηθικές!» αποκρίθηκε εκείνος. «Η μικρή, η παραδεγμένη, αυτή των ανθρώπων, αυτή που ακατάπαυτα αλλάζει και που φλυαρεί τόσο δυνατά, που κυλιέται χαμηλά, για το τίποτα, σαν αυτό το συμμάζωμα από ηλίθιους που βλέπετε. Αλλά η άλλη, η αιώνια, είναι γύρω μας και πάνω μας, σαν το τοπίο που μας τριγυρίζει και το γαλάζιο ουρανό που μας φωτίζει».

Ο κύριος Λιεβέν σφούγγιζε το στόμα με το μαντίλι του. Εξακολούθησε:

«Θα ήτο ανάγκη, κύριοι, να σας υποδείξω εδώ το ωφέλιμον της καλλιεργείας; Τις, λοιπόν, αναπληροί τας ανάγκας μας; Τις προμηθεύει την ημετέραν διατροφήν; Δεν είναι ούτος ο γεωργός; Ο γεωργός, κύριοι, όστις σπείρων διά της εργατικής του χειρός τας ευφόρους αύλακας των εξοχών, παράγει τον σίτον, όστις, αλωνισθείς, γίνεται κόνις δυνάμει εντέχνων μηχανημάτων εκ των οποίων εξέρχεται φέρων το όνομα άλευρον, και εκείθεν μετακομιζόμενος εις τας πόλεις, μεταφέρεται πάραυτα εις του αρτοποιού όστις τον κατασκευάζει τροφήν διά τον πλούσιον, καθώς και διά τον πτωχόν. Επίσης δεν είναι ο γεωργός εκείνος όστις καθιστά ευτραφή, χάριν των ενδυμάτων μας, τα άφθονα αυτού ποίμνια εις την βοσκήν; Διότι πώς ηθέλομεν ενδυθή, πώς ηθέλομεν τραφή, άνευ του γεωργού; Αλλά μήπως, κύριοι, είναι ανάγκη να απομακρυνθώμεν επί τοσούτον εις αναζήτησιν παραδειγμάτων; Τις συχνάκις δεν εσυλλογίσθη την σημασίαν του ταπεινού εκείνου ζώου, του καλλωπίσματος των ημετέρων οπισθαυλίων, το οποίον προμηθεύει ταυτοχρόνως μαλακόν προσκέφαλον διά τον ύπνο μας, την ορεκτικήν του σάρκα διά την τράπεζάν μας, και ωά; Αλλά δεν θα έπαυον εάν έπρεπε να αριθμήσω αλληλοδιαδόχως τα διάφορα προϊόντα άτινα η καλώς καλλιεργηθείσα γη, οία γενναιόδωρος μήτηρ, δαψιλώς χορηγεί εις τα τέκνα της. Ενταύθα έχομεν την άμπελον· αλλαχού υπάρχουν αι μηλέαι αι παράγουσαι τον μηλίτην, εκεί η αγριοκράμβη, μακρύτερα ο τυρός· και τον λίνον, κύριοι, μη λησμονείτε τον λίνον! όστις κατά τα τελευταία ταύτα έτη καταπληκτικώς ηυξήθη και επί του οποίου θα επιστήσω ιδιαιτέρως την υμετέραν προσοχήν».

Δεν είχε ανάγκη να την επιστήσει, γιατί όλα τα στόματα του πλήθους έμεναν ανοιχτά, σαν για να πιουν τα λόγια του. Ο Τιβάς, στο πλευρό του, τον άκουγε με προσοχή, ανοίγοντας τα μάτια, ο κύριος

Page 101: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ντεροζερέ πότε πότε έκλεινε σιγά τα βλέφαρά του, και πιο μακριά ο φαρμακοποιός, με το γιο του τον Ναπολέοντα ανάμεσα στα σκέλη, πλάταινε το χέρι του προς το αυτί για να μη χάσει ούτε μια συλλαβή. Τα άλλα μέλη της επιτροπής κουνούσαν σιγανά το πηγούνι τους μέσα στο γελέκο, για να δείξουν πως επιδοκιμάζουν. Ο πυροσβεστικός λόχος κάτω από την εξέδρα αναπαυόταν επάνω στις μπαγιονέτες του, και ο Μπινέ, ακίνητος, έστεκε με τον αγκώνα προς τα έξω, με την άκρη του όπλου του στον αέρα. Άκουγε, ίσως, μα δε θα 'βλεπε τίποτα εξαιτίας της πυραμίδας του κασκέτου του, που του κατέβαινε επάνω στη μύτη. Ο λοχαγός του, ο δεύτερος γιος του Τιβάς, είχε καταφέρει ακόμα υπερβολικότερη τη δική του, γιατί φορούσε μια πελώρια, που κούναγε επάνω στο κεφάλι, αφήνοντας να ξεπερνάει μια άκρη από το τσίτινο μαντίλι του. Χαμογελούσε κει κάτω με γλυκάδα, τέλεια παιδιάστικη, και η μικρή του ωχρή μορφή, όπου έρεαν σταγόνες, είχε μια έκφραση χαράς, κούρασης και ύπνου.

Η πλατεία ως τα σπίτια ήταν γεμάτη κόσμο. Έβλεπες ανθρώπους σκυμμένους σε όλα τα παράθυρα, άλλους ορθούς επάνω σε όλες τις θύρες, και ο Ιουστίνος, εμπρός από τη βιτρίνα του φαρμακείου, φαινόταν προσηλωμένος στην εξέταση όσων έβλεπε. Με όλη τη σιωπή, η φωνή του κυρίου Λιεβέν χανόταν στον αέρα. Έφταναν στ' αυτιά σου κάτι λέξεις από φράσεις που τις έκοβε από δω κι από κει ο θόρυβος των καρεκλών μέσα στο πλήθος. Έπειτα άκουγες ξάφνου ένα μεγάλο μουγκρητό βοδιού ή τα βελάσματα των αρνιών που ανταποκρίνονταν στις γωνιές των δρόμων. Πραγματικά, οι αγελαδάρηδες και κοπαδιάρηδες είχανε σπρώξει τα ζώα τους ως εκεί, κι εκείνα φώναζαν πότε πότε, ξεριζώνοντας με τη γλώσσα τους τα χόρτα που κρέμονταν επάνω στο μονοπάτι.

Ο Ροδόλφος είχε ζυγώσει την Έμμα και της έλεγε χαμηλόφωνα, μιλώντας γρήγορα:

«Αυτή η συνωμοσία του κόσμου δε σας επαναστατεί; Υπάρχει κι ένα αίσθημα που να μην το καταδικάζεις; Τα πιο ευγενικά ένστικτα, οι αγνότερες συμπάθειες καταδιώκονται, συκοφαντούνται, και αν συναντηθούν τέλος δυο δυστυχισμένες ψυχές, όλα οργανώνονται εναντίον τους, για να μην μπορούν να ενωθούν. Και όμως θα προσπαθήσουν, θα χτυπήσουν τα φτερά, θα κράξει η μια την άλλη. Ω, δεν πειράζει, αργά ή γρήγορα, σε έξι μήνες, δέκα χρόνια, θα ενωθούν, θ' αγαπηθούν, γιατί το πεπρωμένο το απαιτεί και γιατί γεννήθηκαν η μια για την άλλη».

Κρατούσε τα χέρια σταυρωμένα επάνω στα γόνατά του, και έτσι, υψώνοντας το πρόσωπο προς την Έμμα, την κοίταζε από κοντά, με προσήλωση. Εκείνη ξεχώριζε μέσα στα μάτια του μικρές χρυσές αχτίδες που σκορπούσαν φως ολόγυρα από τις μαύρες του βλεφαρίδες, και ακόμα αισθανόταν το άρωμα της πομάδας που γυάλιζε τα μαλλιά του. Τότε, μια νάρκη την κυρίεψε, θυμήθηκε εκείνο τον υποκόμη που την έκανε να χορέψει βαλς στη Βομπισάρ, και που τα γένια του ανάδιναν, σαν κι εκείνα τα μαλλιά, την ίδια μυρουδιά από βανίλια και λεμόνι, και μηχανικά έκλεισε τα βλέφαρά της για να την αναπνεύσει καλύτερα. Αλλά με αυτή την κίνηση που έκανε, λυγίζοντας τη μέση επάνω στην καρέκλα της, παρατήρησε μακριά, βαθιά στον ορίζοντα το παλιό λεωφορείο, το Χελιδόνι, που κατέβαινε αργά την πλαγιά της Λε, σέρνοντας πίσω του ένα μεγάλο σύννεφο κονιορτού. Μέσα σ' αυτό το κίτρινο το αμάξι ο Λεόν τόσο συχνά ερχόταν σε εκείνη, κι από κείνο το δρόμο εκεί κάτω είχε φύγει για πάντα! Πίστεψε πως τον είδε απέναντι, στο παράθυρό του· κατόπι όλα σκοτίστηκαν, σύννεφα διάβηκαν· της φάνηκε πως γύριζε ακόμα στο βαλς, κάτω από το φως των κεριών, στο μπράτσο του υποκόμη, και πως ο Λεόν δεν ήταν μακριά, πως θα ερχόταν... και όμως αισθανόταν πάντα το κεφάλι του Ροδόλφου κοντά της. Η γλύκα αυτού του αισθήματος διαπερνούσε έτσι τους αλλοτινούς της πόθους, και όπως οι κόκκοι της άμμου στο φύσημα του ανέμου, στροβιλιζόταν μέσα στη λεπτή απόπνοια του αρώματος που σκορπιζόταν επάνω στην ψυχή της. Άνοιξε τα ρουθούνια πολλές κατά συνέχεια φορές, δυνατά, για να ρουφήξει τη δροσερότητα του κισσού γύρω στα κιονόκρανα. Έβγαλε τα γάντια της, σφούγγιξε τα χέρια της, κατόπι με το μαντίλι της έκανε αέρα στο πρόσωπό της, ενώ, ανάμεσα από το χτύπημα των κροτάφων της, άκουγε το θόρυβο του πλήθους και τη φωνή του Συμβούλου, που έλεγε σαν ψαλμωδία τις φράσεις του: Έλεγε:

Page 102: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Εξακολουθήσατε! Επιμείνατε! Μη δίδετε προσοχήν εις τας εισηγήσεις της έξεως ή και εις τας λίαν προώρους συμβουλάς θρασείας αγυρτίας. Καταγίνατε ιδίως εις την καλυτέρευσιν του εδάφους, εις την καλήν κόπρον, εις την ανάπτυξιν του γένους των ίππων, των βοών, των προβάτων και των χοίρων. Τα συμβούλια ταύτα έστωσαν δι' υμάς ειρηνικαί παλαίστραι ένθα ο νικητής εξερχόμενος θα δώσει την χείρα εις τον ηττηθέντα και θα αδελφοποιηθή μετ' αυτού εν τη ελπίδι βελτίονος επιτυχίας! Και υμείς, σεβαστοί δούλοι, τακτικοί υπηρέται, ώντινων ουδεμία κυβέρνησις μέχρι σήμερον δεν έλαβε υπ' όψει την κοπιώδη εργασίαν, έλθετε να λάβετε την ανταμοιβήν των σιωπηρών αρετών σας, και εστέ πεπεισμένοι ότι το κράτος από τούδε και εις το εξής έχει προσηλωμένους τους οφθαλμούς εφ' υμών, ότι σας ενθαρρύνει, σας προστατεύει, θα δικαιώση τα δίκαια υμών αιτήματα και θα ελαφρώση, εφ' όσον εξ εκείνου εξαρτάται, το φορτίον των δεινών θυσιών σας».

Ο κύριος Λιεβέν τότε κάθισε· ο κύριος Ντεροζερέ σηκώθηκε, αρχίζοντας έναν άλλο λόγο. Ο δικός του ίσως δε στάθηκε τόσο εμπνευσμένος, όσο του κυρίου Συμβούλου, μα τον σύσταινε ένας χαρακτήρας ενός θετικότερου ύφους, δηλαδή γνώσεις ειδικότερες και σκέψεις ανώτερες. Έτσι, ο κυβερνητικός έπαινος έπιανε λιγότερη θέση, η θρησκεία και η γεωργία απασχολούσαν περισσότερο. Έβλεπε κανείς την αναλογία της μιας και της άλλης, και πώς εργάστηκαν πάντα για τον πολιτισμό. Ο Ροδόλφος με την κυρία Μποβαρύ μιλούσαν για όνειρα, προαισθήματα, μαγνητισμό. Ανατρέχοντας στα πρώτα χρόνια της κοινωνίας, ο ρήτωρ ζωγράφιζε τους άγριους καιρούς, όπου οι άνθρωποι ζούσαν με βελανίδια στα βάθη των δασών. Κατόπι είχαν αφήσει τα δέρματα των ζώων, είχαν φορέσει το ρούχο, είχαν σκάψει αυλάκια και είχαν φυτέψει αμπέλια. Ήταν καλό αυτό, και δε βρίσκονταν μέσα σ' αυτή την ανακάλυψη περισσότερα τα μειονεκτήματα από τα πλεονεκτήματα; Τον κύριο Ντεροζερέ τον απασχολούσε αυτό το πρόβλημα. Από το μαγνητισμό, σιγά σιγά, ο Ροδόλφος είχε φτάσει στην έλξη των σωμάτων προς ένωση, και ενώ ο κύριος πρόεδρος ανέφερε τον Κινκινάτο στο αλέτρι του, τον Διοκλητιανό να φυτεύει τα λάχανά του, και τους αυτοκράτορες της Κίνας που εγκαινιάζανε το χρόνο με τη σπορά, ο νέος εξηγούσε στη νέα γυναίκα πως αυτές οι ακαταμάχητες έλξεις είχαν την αιτία τους σε κάποια προηγούμενη ζωή.

«Έτσι, εμείς» έλεγε, «γιατί γνωριστήκαμε; Ποια τύχη το θέλησε; Είναι που ανάμεσα στο διάστημα, δίχως αμφιβολία, σαν δυο ποτάμια που κυλάνε για να ενωθούν, οι ιδιαίτερες κλίσεις μας μάς είχαν σπρώξει τον ένα προς τον άλλο».

Και της άρπαξε το χέρι· εκείνη δεν το τράβηξε.

«Σύνολον καλής καλλιέργειας!» φώναξε ο πρόεδρος.

«Πριν, για να φέρω ένα παράδειγμα, όταν ήρθα σπίτι σας...»

«Στον κύριο Μπιζά του Κινκαμπουά».

«Ήξερα πως θα σας συνόδευα;»

«Εβδομήντα φράγκα!»

«Εκατό φορές μάλιστα θέλησα να φύγω, αλλά σας ακολούθησα, έμεινα».

«Κοπριές».

«Όπως θα 'μενα απόψε, αύριο, τις άλλες μέρες, όλη μου τη ζωή!»

«Στον κύριο Καρόν του Αργκέιγ, ένα χρυσό μετάλλιο!»

Page 103: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Γιατί ποτέ δε βρήκα σε κανενός τη συντροφιά ένα τόσο τέλειο θέλγητρο».

«Στον κύριο Μπεν, από το Ζιβρύ-Σεν-Μαρτέν!»

«Έτσι εγώ θα πάρω μαζί μου την ενθύμησή σας».

«Για ένα κριάρι ιαπωνικό λεπτόμαλλο...»

«Αλλά σεις θα με ξεχάσετε, θα έχω διαβεί σαν σκιά».

«Στον κύριο Μπελό, από τη Νοτρ Νταμ...»

«Α, όχι, δεν είν' έτσι, θα 'μαι κάτι μέσα στη σκέψη σας, μέσα στη ζωή σας;»

«Γένος γουρουνίσιο, βραβείο ex aequo: στους κυρίους κυρίους Λεερισέ και Κιουλεμπούρ· εξήντα φράγκα».

Ο Ροδόλφος τής έσφιγγε το χέρι, και το αισθανόταν ολόθερμο και τρεμουλιαστό σαν σκλαβωμένη τρυγόνα που θέλει να ξαναπάρει το πέταμά της· αλλά, ή γιατί δοκίμασε να το ελευθερώσει ή γιατί αποκρίθηκε σ' αυτό το σφίξιμο, έκανε μια κίνηση με τα δάχτυλα· εκείνος φώναξε.

«Αχ, ευχαριστώ! Δε με διώχνετε! Είστε καλή! Καταλαβαίνετε πως είμαι δικός σας! Αφήστε να σας δω, να σας κοιτάξω με προσοχή!»

Φύσημα ανέμου που έφτασε από τα παράθυρα ζάρωσε το χαλί του τραπεζιού, και στην πλατεία κάτω όλα τα μεγάλα καπέλα των χωρικών σηκώθηκαν ψηλά σαν άσπρα φτερά πεταλούδας που ταράζονται.

«Χρήσις στρεμμάτων για ελαιώδη σπέρματα» εξακολούθησε ο πρόεδρος. Βιαζόταν. «Κοπριά Φλαμανδίας — καλλιέργεια λιναριού — αποξήρανση, πολυετείς αγρομισθώσεις — εργασία υπηρετών».

Ο Ροδόλφος δε μιλούσε πια. Κοιτάζονταν. Ένας υπέρτατος πόθος έκανε να τρεμουλιάζουν τα ξερά τους χείλια, και μαλακά, δίχως προσπάθεια, τα δάχτυλά τους ενώθηκαν.

«Κατερίνα-Νικέζ-Ελισάβετ Λερού του Σασετό Λαγκεριέρ, για πενήντα τέσσερα χρόνια υπηρεσίας στο ίδιο μετόχι, ένα ασημένιο μετάλλιο, αξίας είκοσι πέντε φράγκων!»

«Που είναι η Κατερίνα Λερού;» ξανάπε ο Σύμβουλος.

Εκείνη δεν παρουσιαζόταν και άκουγες φωνές που μουρμούριζαν:

«Πήγαινε!»

«Όχι».

«Αριστερά!»

«Μη φοβάσαι».

«Α, τι χαζή που είναι!»

Page 104: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Επιτέλους, έρχεται;» φώναξε ο Τιβάς.

«Μάλιστα !... Νά την!»

«Να ζυγώσει λοιπόν!»

Τότε είδαν να προχωρεί προς την εξέδρα μια μικρή γριούλα με φοβισμένο φέρσιμο, που φαινόταν να ζαρώνει μέσα στα φτωχά της φορέματα. Είχε στα πόδια της χοντρές γαλότσες ξύλινες και φορούσε μια μεγάλη γαλάζια ποδιά. Τα αχαμνό πρόσωπό της, πλαισιωμένο από μια σκούφια δίχως γύρο, ήταν πιο ρυτιδωμένο κι από ένα μαραμένο μήλο, και από τα μανίκια του κόκκινου πουκάμισού της έβγαιναν δυο μακρουλά χέρια με κλειδώσεις σαν κόμπους. Η σκόνη του αχυρώνα, η ποτάσα της μπουγάδας και το πάχος του μαλλιού τα είχαν τόσο καλά ξεφτίσει και σκληρύνει, που φαίνονταν βρώμικα μολονότι ήταν ξεπλυμένα με νερό καθαρό· και εξαιτίας που πολυδούλεψαν, έμεναν μισάνοιχτα σαν να παρουσίαζαν αυτά τα ίδια την ταπεινή ομολογία για τους τόσους κόπους που υπόμειναν. Κάτι από μοναστηριακή τραχύτητα έδειχνε η έκφραση της μορφής της. Τίποτα θλιβερό ή συγκινητικό δε μαλάκωνε το ωχρό της βλέμμα. Και καθώς βρισκόταν συχνά με τα ζώα, είχε πάρει την αφασία τους και την αταραξία τους. Πρώτη φορά έβλεπε τον εαυτό της στη μέση μιας τόσο πολυάριθμης συντροφιάς, και φοβισμένη βαθιά από τις σημαίες, από τα τύμπανα, από τους κυρίους με τη μαύρη φορεσιά και από τα παράσημα της τιμής, έμεινε τέλεια ακίνητη, μη γνωρίζοντας αν έπρεπε να προχωρήσει ή να φύγει, ούτε γιατί το πλήθος την έσπρωχνε, και γιατί οι εξεταστές της χαμογελούσαν. Έτσι στεκόταν, μπρος σ' εκείνους τους ευχαριστημένους αστούς, ο μισός αυτός αιώνας δουλοσύνης.

«Πλησίασε, σεβαστή Κατερίνα-Νικέζ-Ελισαβέτα-Λερού» είπε ο κύριος Σύμβουλος, που είχε πάρει από τα χέρια του προέδρου τον κατάλογο των βραβευμένων. Και εξετάζοντας το φύλλο του χαρτιού και κατόπι τη γριούλα, ξανάλεγε με τόνο πατρικό:

«Πλησίασε, πλησίασε!»

«Είναι κουφή;» είπε ο Τιβάς, αναπηδώντας μέσα στην πολυθρόνα του, κι άρχισε να της φωνάζει μέσα στο αυτί: «Πενήντα τέσσερα χρόνια υπηρεσίας! Ένα ασημένιο μετάλλιο! Είκοσι πέντε φράγκα! Είναι για σένα».

Κατόπι, όταν έλαβε το μετάλλιό της, το παρατήρησε. Τότε, ένα χαμόγελο μακαριότητας ξεχύθηκε επάνω στη μορφή της και την άκουσαν να ψιθυρίζει φεύγοντας:

«Θα το δώσω του δικού μας του παπά, για να μας κάνει λειτουργίες!»

«Τι φανατισμός!» φώναξε ο φαρμακοποιός σκύβοντας προς το συμβολαιογράφο.

Η συνεδρίαση είχε τελειώσει· το πλήθος σκορπίστηκε, και τώρα που οι λόγοι είχαν διαβαστεί, ο καθένας έπαιρνε τη θέση του και όλοι ξαναγύριζαν στα ίδια· οι νοικοκυραίοι κακομεταχειρίζονταν τους υπηρέτες, και κείνοι χτυπούσαν τα ζώα, τους απαθείς θριαμβευτές που ξαναγύριζαν στο στάβλο με ένα πράσινο στεφάνι ανάμεσα στα κέρατα.

Εντούτοις οι εθνοφρουροί είχαν ανεβεί στο πρώτο πάτωμα του Δημαρχείου με τσουρέκια περασμένα στις μπαγιονέτες τους, και ο τυμπανιστής του τάγματος έφερνε ένα καλάθι με μποτίλιες. Η κυρία Μποβαρύ πήρε το μπράτσο του Ροδόλφου· τη συνόδεψε ως το σπίτι της, χωρίστηκαν μπρος στη θύρα της, κατόπι εκείνος περπάτησε μόνος μέσα στο λιβάδι, περιμένοντας την ώρα του συμποσίου.

Το συμπόσιο βάσταξε πολύ και ήταν άτακτα και κακά οργανωμένο· ήταν τόσο στριμωγμένοι, που με

Page 105: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κόπο κινούσαν τους αγκώνες τους, κι οι στενές σανίδες που χρησίμευαν για θρανία λίγο έλειψε να σπάσουν από το βάρος των καλεσμένων. Έτρωγαν άφθονα. Ο καθένας δεν ήθελε να χάσει τίποτε απ' όσα πλήρωσε. Ο ιδρώτας έτρεχε απάνω σε όλα τα μέτωπα· και ένας υπόλευκος ατμός, σαν τον αχνό ενός ποταμού σε χινοπωριάτικη αυγή, σκορπιζόταν πάνω από το τραπέζι ανάμεσα απ' τα κρεμαστά λυχνάρια. Ο Ροδόλφος, ακουμπισμένος με την πλάτη επάνω στο κανναβόπανο της σκηνής, συλλογιζόταν τόσο βαθιά την Έμμα, που δεν άκουγε τίποτα. Πίσω του, επάνω στα χορτάρια, οι υπηρέτες έκαναν στύλους ολόκληρους από βρώμικα πιάτα· οι πλαγινοί του τού μιλούσαν, αυτός δεν τους αποκρινόταν· του γέμιζαν το ποτήρι του, και μολονότι ο θόρυβος αύξαινε, μια σιωπή θρονιαζόταν μέσα στη σκέψη του. Συλλογιζόταν όσα εκείνη είχε πει και τη φόρμα των χειλιών της· η μορφή της, σαν μέσα σ' ένα μαγικό καθρέφτη, έλαμπε επάνω στο μέταλλο των στρατιωτικών πηληκίων· οι σούφρες του φορέματός της κατέβαιναν στο μήκος των τοίχων, και μέρες ερωτικές κυλούσαν στο άπειρο, μέσα στις προσδοκίες του μέλλοντος.

Την ξαναείδε το βράδυ, την ώρα των πυροτεχνημάτων, αλλά ήταν με τον άντρα της, την κυρία Ομέ και το φαρμακοποιό, που ανησυχούσε πολύ για τον κίνδυνο των φωτοβολίδων που χάνονταν, και κάθε στιγμή άφηνε τη συντροφιά για να πάει να κάνει συστάσεις του Μπινέ.

Τα κομμάτια των πυροτεχνημάτων που ήταν σταλμένα στη διεύθυνση του κυρ Τιβάς, είχαν από υπερβολική προφύλαξη κλειστεί μέσα στην αποθήκη του κρασιού του· έτσι, το υγρό μπαρούτι δεν έπιανε διόλου φωτιά και το κυριότερο κομμάτι, που έπρεπε να παραστήσει ένα δράκοντα που δαγκάνει την ουρά του, απέτυχε τελείως. Κάποτε κάποτε ξεπετιόταν μια κακόμοιρη ρωμαϊκή λαμπάδα· τότε το πλήθος εκστατικό κραύγαζε και στην κραυγή του ανακατευόταν και η φωνή των γυναικών, που, στη σκοτεινιά, τους γαργαλούσαν τη μέση. Η Έμμα σιωπηλή μαζευόταν απαλά επάνω στην πλάτη του Κάρολου, κατόπι με το πρόσωπο ψηλά παρακολουθούσε στο μαύρο ουρανό τη φωτεινή γραμμή των λυχναριών που έκαιγαν.

Σβήστηκαν σιγά σιγά. Τα αστέρια άναψαν. Μερικές σταγόνες βροχής έπεσαν. Έδεσε εκείνη το σάλι της επάνω στο γυμνό της κεφάλι.

Αυτή τη στιγμή το αμάξι του Συμβούλου βγήκε από το ξενοδοχείο. Ο αμαξάς του, που ήταν μεθυσμένος, αποκοιμήθηκε ξάφνου· και έβλεπες από μακριά επάνω από την καπότα του, ανάμεσα από τα δυο φανάρια, τον όγκο του σώματός του που έκλινε δεξιά κι αριστερά σύμφωνα με το τράβηγμα των λουριών της άμαξας.

«Αληθινά» είπε ο φαρμακοποιός, «θα 'πρεπε να φανούν αυστηροί με το μεθύσι! Θα 'θελα να 'γραφαν κάθε βδομάδα, στη θύρα του Δημαρχείου, σ' έναν πίνακα ad hoc τα ονόματα όλων εκείνων που στο διάστημα της βδομάδας θα φαρμακώνονταν με το σπίρτο. Έπειτα, με τις στατιστικές ανακοινώσεις, θα είχαμε αυτοκέφαλα χρονικά, στην ανάγκη θα πήγαινε κανείς... Αλλά συμπαθάτε με!»

Και έτρεξε πάλι στο λοχαγό.

«Ίσως δε κάνατε άσχημα» του είπε ο Ομέ, «να στείλετε έναν από τους ανθρώπους σας ή να πάτε σεις ο ίδιος...»

«Αφήστε με, λοιπόν, ήσυχο!» αποκρίθηκε ο εισπράκτορας. «Αφού δε συμβαίνει τίποτα».

«Ησυχάστε» είπε ο φαρμακοποιός, όταν γύρισε πάλι σιμά στους φίλους του. «Ο κύριος Μπινέ με βεβαίωσε ότι πήραν όλα τα μέτρα. Καμιά σπίθα δε θα πέσει. Οι αντλίες είναι γεμάτες. Πάμε να κοιμηθούμε».

«Μα την πίστη μου, το 'χω ανάγκη» είπε η κυρία Ομέ που χασμουριόταν τρομερά· «αλλά δεν

Page 106: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πειράζει, διαλέξαμε για τη γιορτή μας μια πολύ όμορφη μέρα».

Ο Ροδόλφος επανέλαβε με βαθιά φωνή και μ' ένα βλέμμα τρυφερό. «Α, ναι, πολύ όμορφη!»

Και αφού χαιρετήθηκαν, έφυγαν.

Δυο μέρες κατόπι, στην Fanal de Rouen υπήρχε ένα μεγάλο άρθρο για τα συμβούλια. Ο Ομέ είχε γράψει με έμπνευση αμέσως την επομένη μέρα:

«Γιατί αυτά τα φεστόνια, αυτά τα λουλούδια, αυτά τα στεφάνια; Πού έτρεχε αυτό το πλήθος, σαν τα κύματα μιας οργισμένης θάλασσας, κάτω από τους χειμάρρους ενός ήλιου τροπικού που σκόρπιζε τη ζέστη του επάνω στους αγρούς μας;»

Κατόπι μιλούσε για τους όρους της ζωής των χωρικών. Σίγουρα η Κυβέρνηση έκανε πολλά, αλλά όχι αρκετά! «Θάρρος!» της φώναζε. «Χίλιες μεταρρυθμίσεις είναι απαραίτητες, ας τις πραγματοποιήσουμε!» Κατόπι, μιλώντας για την εμφάνιση του Συμβουλίου, δε λησμόνησε διόλου «το στρατιωτικό βήμα των στρατιωτών μας» ούτε «τις πιο ζωηρές χωρικές μας» ούτε «τους γέρους με τα φαλακρά κεφάλια, μορφές πατριαρχικές, που ήταν εκεί και που σαν λείψανα των αθάνατων φαλάγγων μας αισθάνονταν ακόμα να χτυπάει η καρδιά τους στον αντρίκειο ήχο των τυμπάνων». Ανέφερε τον εαυτό του σαν έναν από τους πρώτους ανάμεσα στα μέλη της επιτροπής, και μάλιστα θύμιζε, σε μια σημείωση, πως ο κύριος Ομέ, φαρμακοποιός, είχε στείλει ένα σύγγραμμα για το μηλίτη στη Γεωργική Εταιρεία. Όταν έφτασε στη διανομή των βραβείων, ζωγράφιζε τη χαρά των βραβευμένων με διθυραμβικές κοντυλιές. «Ο πατέρας φιλούσε το γιο του, ο αδελφός τον αδελφό, η σύζυγος το σύζυγο. Έδειχναν με περηφάνια το ταπεινό τους μετάλλιο, και δίχως αμφιβολία, γυρίζοντας σπίτι τους στην καλή τους νοικοκυρά, κλαίγοντας θα το κρεμούσαν στους ταπεινούς τοίχους της καλύβας τους».

Προς τις έξι, ένα συμπόσιο στο χωράφι του κυρίου Λεζάρ ένωσε τους κυριότερους καλεσμένους της γιορτής. Η μεγαλύτερη εγκαρδιότητα δεν έπαψε να βασιλεύει. Διάφορες προπόσεις γίνηκαν. Ο κύριος Λιεβέν για το μονάρχη. Ο κύριος Τιβάς για το Νομάρχη. Ο κύριος Ντεροζερέ για τη Γεωργία, ο κύριος Ομέ για τη Βιομηχανία και τις Καλές Τέχνες, αυτές τις δυο αδελφές! Ο κύριος Λεπλισέ για τις βελτιώσεις! Το βράδυ ένα φωτεινότατο πυροτέχνημα φώτισε ξάφνου τους αιθέρες. Θα 'λεγε κανείς πως ήταν ένα αληθινό καλειδοσκόπιο, μια αληθινή σκηνοθεσία μελοδράματος, και για μια στιγμή, η μικρή μας κωμόπολη μπόρεσε να πιστέψει πως μεταφέρθηκε στη μέση ενός ονείρου από τις Χίλιες και μία νύχτες.

«Ας παρατηρήσουμε πως κανένα δυσάρεστο γεγονός δεν ήρθε να ταράξει αυτή την οικογενειακή συνάθροιση». Και πρόσθετε: «Παρατηρήθηκε μονάχα η απουσία του κλήρου. Δίχως αμφιβολία τα ιεροφυλάκια αντιλαμβάνονται με άλλο τρόπο την πρόοδο. Είστε ελεύθεροι, κύριοι ντε Λογιόλα».

Page 107: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

9

Πέρασαν έξι εβδομάδες. Ο Ροδόλφος δεν είχε φανεί σ' όλο αυτό το διάστημα. Ένα βράδυ, τέλος, παρουσιάστηκε στο σπίτι της κυρίας Μποβαρύ.

«Δεν πρέπει να επιστρέψω γρήγορα» σκεφτόταν μόνος του. «Θα είναι σφάλμα να βιαστώ».

Και στο τέλος της βδομάδας έφυγε και πήγε στο κυνήγι. Μετά το κυνήγι, συλλογίστηκε ότι ήταν πολύ αργά. Έπειτα έκανε την ακόλουθη σκέψη:

«Αλλά, αν από την πρώτη μέρα με αγάπησε, τότε πρέπει, από την ανυπομονησία να με ξαναδεί, να μ' έχει αγαπήσει περισσότερο. Ας εξακολουθήσω, λοιπόν, την τακτική μου!»

Και αντιλήφθηκε ότι ο υπολογισμός ήταν πολύ καλός, όταν, μπαίνοντας στο σαλόνι, είδε την Έμμα να χλομιάζει.

Ήταν μόνη της. Ο ήλιος έδυε. Οι μικρές κουρτίνες από μουσελίνα, κατά μήκος των τοίχων, πύκνωναν το λυκόφως, και το χρύσωμα του βαρόμετρου, επάνω στο οποίο έπεφτε μία ακτίνα ήλιου, άπλωνε μέσα στον καθρέφτη λαμπερά φώτα.

Ο Ροδόλφος στεκόταν όρθιος. Και όταν η Έμμα απάντησε στις πρώτες τυπικές του φράσεις, εκείνος έσπευσε να πει:

«Εγώ είχα προβλήματα. Ήμουν άρρωστος».

«Σοβαρά;» είπε με δυνατή φωνή η Έμμα.

«Ε, λοιπόν!» είπε ο Ροδόλφος, και κάθισε δίπλα της, επάνω σ' ένα σκαμνάκι. «Όχι!... Ήταν επειδή δε θέλησα να επιστρέψω».

«Γιατί;»

«Δε μαντεύετε;»

Την κοίταξε ακόμη μια φορά, αλλά με τρόπο τόσο περιπαθή, ώστε εκείνη αναγκάστηκε να χαμηλώσει το κεφάλι της κοκκινίζοντας. Ο Ροδόλφος εξακολούθησε:

«Έμμα!»

«Κύριε» είπε εκείνη και τραβήχτηκε λίγο.

«Α, το βλέπετε» απάντησε εκείνος με θλιβερή φωνή, «ότι είχα δίκιο να μη θέλω να επιστρέψω; Διότι το όνομα αυτό που γεμίζει την ψυχή μου, και το οποίο μου ξέφυγε, μου απαγορεύετε να το προφέρω! Κυρία Μποβαρύ. Ε! όλος ο κόσμος σάς ονομάζει έτσι! Εξάλλου, το όνομα αυτό δεν είναι δικό σας. Είναι το όνομα ενός άλλου!» Και επανέλαβε: «Ενός άλλου». Έκρυψε το πρόσωπό του στα χέρια του. «Ναι, σας σκέφτομαι διαρκώς!... Η ανάμνησή σας με κάνει να αγωνιώ! Αχ! Συγνώμη!... Φεύγω... Χαίρετε!... Πάω μακριά... τόσο μακριά... που δε θ' ακούσετε πλέον να γίνεται λόγος για μένα... Και όμως... σήμερα... δεν ξέρω ποια δύναμη μ' έσπρωξε σε σας! Διότι δεν μπορεί κανείς να παλέψει με τον ουρανό, ούτε να αντέξει στο χαμόγελο των αγγέλων! Αφήνει κανείς να παρασυρθεί από κείνο που είναι ωραίο, χαριτωμένο, αξιολάτρευτο!»

Page 108: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ήταν η πρώτη φορά που η Έμμα άκουγε να λέγονται τέτοια πράγματα, και η υπερηφάνειά της, όπως κάποιος που ξεκουράζεται μέσα σ' ένα θερμό λουτρό, απλωνόταν ευχάριστα με τη θερμότητα της φρασεολογίας αυτής.

«Αλλά, αν δεν ήρθα ως σήμερα» εξακολούθησε εκείνος, «εάν δεν μπόρεσα να σας δω, αχ! τουλάχιστον παρακολουθούσα όσα σας περιστοιχίζουν. Τη νύχτα, κάθε νύχτα, σηκωνόμουν, έφτανα ως εδώ, κοίταζα το σπίτι σας, τη στέγη που έλαμπε κάτω από το φεγγάρι, τα δέντρα του κήπου που κινιόνταν δίπλα στο παράθυρό σας, και μία μικρή λάμπα, ένα φως που έλαμπε ανάμεσα στα τζάμια, μέσα στο σκοτάδι. Αχ, εσείς δεν ξέρατε ότι ήταν εκεί, τόσο κοντά αλλά και τόσο μακριά, ένας δυστυχής, ένας άθλιος!»

Η Έμμα γύρισε και τον κοίταξε. Η φωνή της διακόπτονταν από λυγμούς, όταν είπε:

«Ω, είστε τόσο καλός!»

«Όχι, σας αγαπώ, αυτό είναι όλο! Μην αμφιβάλλετε! Πείτε μου μια λέξη, μόνο μια λέξη!»

Και ο Ροδόλφος σιγά σιγά γλίστρησε από το σκαμνάκι στο πάτωμα. Ακούστηκε όμως στην κουζίνα ο κρότος ξύλινων παπουτσιών, και η πόρτα του σαλονιού, όπως παρατήρησε, δεν ήταν κλεισμένη.

«Πόσο ευσπλαχνική θα ήσασταν» εξακολούθησε ενώ σηκωνόταν, «αν ικανοποιούσατε μια ιδιοτροπία!» Η ιδιοτροπία που ανέφερε ήταν να επισκεφτεί το σπίτι. Επιθυμούσε να το γνωρίσει. Και η κυρία Μποβαρύ δε βρήκε τίποτα το άτοπο στην επιθυμία αυτή. Σηκώθηκαν και οι δυο, όταν μπήκε ο Κάρολος.

«Καλημέρα, δόκτωρ» του είπε ο Ροδόλφος.

Ο γιατρός κολακεύτηκε από τον τίτλο αυτό, που δεν περίμενε ν' ακούσει, και άρχισε ατελείωτες φιλοφρονήσεις. Ο άλλος επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να συνέλθει λίγο.

«Η κυρία» είπε τέλος, «μου μιλούσε για την υγεία της...»

Ο Κάρολος τον διέκοψε. Ο ίδιος ανησυχούσε πάρα πολύ. Είχαν αρχίσει οι αδιαθεσίες της γυναίκας του. Τότε ο Ροδόλφος ρώτησε αν θα ήταν καλό να κάμει λίγη ιππασία.

«Βέβαια! Νά μια ιδέα! Εξαίρετα, θαυμάσια! Πρέπει να ακολουθήσεις τη συμβουλή αυτή».

Και επειδή εκείνη έλεγε ότι δεν είχε άλογο, ο Ροδόλφος έσπευσε να προσφέρει ένα. Η Έμμα αρνήθηκε. Εκείνος δεν επέμενε. Τέλος, για να δικαιολογήσει την επίσκεψή του, διηγήθηκε ότι ο αγωγιάτης του, ο χωρικός που είχε υποστεί την αφαίμαξη, αισθανόταν πάντοτε αδυναμία και είχε λιποθυμίες.

«Θα περάσω να τον δω» είπε ο Μποβαρύ.

«Όχι, όχι, θα σας τον στείλω εδώ. Θα 'ρθουμε μαζί. Αυτό θα είναι καλύτερο για σας».

«Α, πολύ καλά! Σας ευχαριστώ».

Και όταν οι δύο σύζυγοι έμειναν μόνοι: «Γιατί δε δέχεσαι τις προτάσεις του κυρίου Μπουλανζέ, που είναι τόσο ευγενικές;» είπε ο Κάρολος.

Page 109: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εκείνη πήρε ένα παραπονιάρικο ύφος, ζήτησε χίλιες δικαιολογίες, και στο τέλος δήλωσε ότι αυτό μπορεί να φαινόταν πάρα πολύ αστείο.

«Α, εγώ αδιαφορώ πώς θα το νομίσουν οι άλλοι!» είπε ο Κάρολος. «Προπαντός η υγεία! Έχεις άδικο!»

«Και πώς θέλεις ν' ανέβω στο άλογο, αφού δεν έχω στολή ιππασίας;»

«Πρέπει να παραγγείλεις!» απάντησε εκείνος.

Η στολή αποφασίστηκε, και όταν ετοιμάστηκε, ο Κάρολος έγραψε στον κύριο Μπουλανζέ ότι η γυναίκα του ήταν στη διάθεσή του, και ότι υπολόγιζαν και πάλι στην ευγένειά του.

Την επομένη το μεσημέρι, ο Ροδόλφος έφτανε στην πόρτα του Κάρολου με δυο ωραία άλογα. Το ένα είχε στα αυτιά τριανταφυλλιές φούντες και γυναικεία σέλα από δέρμα ζαρκαδιού.

Ο Ροδόλφος είχε φορέσει μακριές μαλακές μπότες, λέγοντας μόνος του ότι χωρίς άλλο η Έμμα δεν είδε όμοιες άλλοτε. Και πραγματικά, η Έμμα ευχαριστήθηκε πολύ από την περιβολή του, όταν τον είδε στο κατώφλι της πόρτας της με το βελούδινο μακρύ σακάκι του και το πλεχτό άσπρο πανταλόνι του. Ήταν έτοιμη και τον περίμενε.

Ο Ιουστίνος άφησε το φαρμακείο για να πάει να τη δει. Το ίδιο και ο φαρμακοποιός, ο οποίος έσπευσε να κάμει και μερικές συστάσεις στον κύριο Μπουλανζέ.

«Το δυστύχημα δεν αργεί να γίνει. Προσέχετε! Μήπως τα άλογά σας είναι άγρια;»

Η Έμμα άκουσε πάνω από το κεφάλι της θόρυβο. Ήταν η Ευτυχία που χτυπούσε τα δάχτυλά της στα τζάμια για να διασκεδάσει τη μικρή Μπέρτα. Το παιδάκι έστειλε από μακριά ένα φιλί, η μητέρα του τού απάντησε με μια κίνηση της στρογγυλής άκρης του μαστιγίου της.

«Καλό περίπατο!» φώναξε ο κύριος Ομέ. «Φρόνιμα, προπαντός, φρόνιμα!» Και κούνησε την εφημερίδα του, κοιτάζοντάς τους που απομακρύνονταν.

Μόλις ξεκίνησε το άλογο της Έμμας, άρχισε να τρέχει με καλπασμό. Ο Ροδόλφος κάλπαζε επίσης, δίπλα της. Κάποτε κάποτε αντάλλαζαν μια λέξη. Το πρόσωπο χαμηλωμένο λίγο, το χέρι ψηλά και το δεξιό βραχίονα απλωμένο, η Έμμα άφηνε τον εαυτό της να κινείται ρυθμικά πάνω στη σέλα της. Στο κάτω μέρος της πλαγιάς ο Ροδόλφος χαλάρωσε τα ηνία. Έπειτα, ξεκίνησαν μαζί με ορμή. Στην κορυφή τα άλογα σταμάτησαν ξάφνου και το μεγάλο μπλε βέλο της έπεσε.

Ήταν οι πρώτες μέρες του Οκτώβρη· στους αγρούς απλωνόταν ομίχλη. Ανάμεσα στις γραμμές των λόφων υπήρχαν στον ορίζοντα σύννεφα. Άλλα, πάλι, κυλούσαν, ανέβαιναν, χάνονταν. Κάποτε, όταν χωρίζονταν δύο σύννεφα κάτω από μια ακτίνα ήλιου, διακρίνονταν από μακριά τα σπίτια της Γιονβίλ, με τους κήπους δίπλα στο ποτάμι, τις αυλές, τους τοίχους και το καμπαναριό της εκκλησίας. Η Έμμα μισόκλεινε τα βλέφαρά της για να αναγνωρίσει το σπίτι της, και ποτέ το φτωχικό αυτό χωριό όπου ζούσε δεν της είχε φανεί τόσο μικρό. Από το ύψωμα όπου βρίσκονταν, όλη η κοιλάδα έμοιαζε με μια απέραντη λίμνη που εξατμιζόταν στον αέρα. Τα αθροίσματα των δέντρων κάπου κάπου εξείχαν σαν μαύροι βράχοι και οι ψηλές γραμμές της λεύκας, που ξεπερνούσε την ομίχλη, σχημάτιζαν ακρογιάλια τα οποία τάραζε ο αέρας.

Δίπλα, επάνω στην πρασινάδα, μέσα στα έλατα, ένα σκούρο φως απλωνόταν στη χλιαρή ατμόσφαιρα. Η γη, κοκκινωπή σαν σκόνη καπνών, έκανε ασθενέστερο τον κρότο των πετάλων τους, τα άλογα, βαδίζοντας, έσπρωχναν μπροστά τους τα πεσμένα κουκουνάρια των πεύκων.

Page 110: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Ροδόλφος και η Έμμα ακολούθησαν έτσι τη γραμμή του δάσους· εκείνη πότε πότε έστρεφε το πρόσωπό της για ν' αποφύγει το βλέμμα του, και τότε δεν έβλεπε παρά τους κορμούς των ελάτων που ήταν αραδιασμένοι, και η αδιάκοπη συνέχειά τους τη ζάλιζε λίγο. Τα άλογα φούσκωναν. Το δέρμα της σέλας έτριζε.

Τη στιγμή που μπήκαν μέσα στο δάσος φάνηκε ο ήλιος.

«Ο Θεός μάς προστατεύει!» είπε ο Ροδόλφος.

«Το πιστεύετε;» ρώτησε εκείνη.

«Ας προχωρήσουμε! Ας προχωρήσουμε!» απάντησε εκείνος.

Κρότησε τη γλώσσα του. Τα δύο ζώα έτρεξαν. Οι μακριές φτέρες στην άκρη του δρόμου μπερδεύονταν στους αναβολείς της Έμμας. Ο Ροδόλφος, προχωρώντας πάντοτε, έσκυβε και τις μάζευε. Άλλοτε, πάλι, για να απομακρύνει τα κλαδιά, περνούσε από δίπλα της και η Έμμα ένιωθε το γόνατό του να της αγγίζει την κνήμη. Ο ουρανός είχε γίνει γαλανός. Τα φύλλα δε σάλευαν. Υπήρχαν μεγάλα διαστήματα γεμάτα με ανθισμένα ρείκια, και εκτάσεις από βιολέτες εναλλάσσονταν με τον κυκεώνα των δέντρων που ήταν σταχτιά, ξανθά ή χρυσά, ανάλογα με την ποικιλία των χρωματισμών που είχαν τα φυλλώματά τους. Συχνά, άκουγαν κάτω από τους θάμνους να γλιστρά ένα αδύνατο φτερούγισμα πουλιού, ή και τη βραχνή και γλυκιά κραυγή των κοράκων που πετούσαν.

Κατέβηκαν από τα άλογα κι ο Ροδόλφος τα έδεσε σ' ένα δέντρο. Εκείνη πήγαινε μπροστά, επάνω στα βρύα, ανάμεσα στα ίχνη που αφήνουν οι τροχοί. Αλλά το φόρεμά της την εμπόδιζε, μολονότι το είχε σηκωμένο λίγο, και ο Ροδόλφος βαδίζοντας πίσω της κοίταξε ανάμεσα στο μαύρο ύφασμα και το μαύρο παπούτσι της, τη λεπτότητα της άσπρης κάλτσας, που του φαινόταν ότι ήταν κάτι από το σώμα της, γυμνό.

Η Έμμα σταμάτησε. «Κουράστηκα» είπε.

«Εμπρός, προσπαθήστε λίγο» απάντησε εκείνος. «Θάρρος!»

Εκατό βήματα μακρύτερα σταμάτησε και πάλι, και ανάμεσα από το βέλο της, που κατέβαινε λοξά από το αντρικό της καπέλο στη μέση της, διακρινόταν το πρόσωπό της σε μια γαλάζια διαφάνεια, σαν να είχε κολυμπήσει μέσα σε κύματα γαλανά.

«Πού πηγαίνουμε, λοιπόν;»

Ο Ροδόλφος δεν απάντησε. Η Έμμα ανάπνεε με στενοχώρια. Εκείνος έριχνε το βλέμμα γύρω του και δάγκωνε τα μουστάκια του. Έφτασαν σ' ένα μέρος φαρδύτερο. Κάθισαν πάνω σ' έναν κορμό δέντρου αναποδογυρισμένο, και ο Ροδόλφος άρχισε να της μιλά για την αγάπη του. Στην αρχή δεν την τρόμαξε με τις φιλοφρονήσεις του. Ήταν ήρεμος, σοβαρός, μελαγχολικός.

Η Έμμα τον άκουγε, με χαμηλωμένο το κεφάλι, ενώ τον ίδιο καιρό κουνούσε με την άκρη του ποδιού της τα ροκανίδια που ήταν στο χώμα.

Στη φράση όμως αυτή: «Μήπως η τύχη μας δεν είναι τώρα κοινή;»

«Α, όχι!» απάντησε. «Το ξέρετε πολύ καλά. Είναι αδύνατον!»

Σηκώθηκε να φύγει. Την έπιασε απ' το χέρι. Η Έμμα σταμάτησε. Έπειτα, αφού τον κοίταξε λίγες

Page 111: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

στιγμές με βλέμμα εντελώς ερωτικό και υγρό, είπε με ζωηρότητα:

«Αχ! Ακούστε... ας μη μιλήσουμε πια για τέτοια ζητήματα! Πού είναι τα άλογα; Ας γυρίσουμε».

Ο Ροδόλφος έκανε μια κίνηση θυμού και στενοχώριας. Εκείνη επανέλαβε:

«Πού είναι τα άλογα; Πού είναι τα άλογα;»

Τότε ένα παράξενο χαμόγελο και με το βλέμμα σταθερό, τα δόντια σφιγμένα, ο Ροδόλφος προχώρησε απλώνοντας τα χέρια. Εκείνη υποχώρησε τρομαγμένη. Ψιθύριζε:

«Με φοβίζετε! Μου κάνετε κακό! Να φύγουμε!»

«Αφού έτσι πρέπει» απάντησε εκείνος, αλλάζοντας αμέσως έκφραση. Και ξανάγινε αμέσως άτολμος, θωπευτικός, γεμάτος σεβασμό. Η Έμμα τού έδωσε το μπράτσο της. Επέστρεφαν. Εκείνος έλεγε:

«Τι είχατε λοιπόν; Γιατί; Δε σας κατάλαβα. Χωρίς άλλο με παρεξηγείτε. Είστε μέσα στην ψυχή μου σαν μία Παναγία επάνω στο βάθρο της, πολύ ψηλά, στερεή και άσπιλη. Είστε, όμως, απαραίτητη για τη ζωή μου. Έχω ανάγκη να βλέπω τα μάτια σας, ν' ακούω τη φωνή σας, να ξέρω τη σκέψη σας. Γίνετε η φίλη μου, η αδελφή μου, ο άγγελός μου!»

Και άπλωσε το χέρι του να την αγκαλιάσει απ' τη μέση. Εκείνη προσπαθούσε χαλαρά να του ξεφύγει. Και την έπιανε έτσι όσο περπατούσαν.

Άκουσαν, όμως, τότε τα δυο άλογα που μασούσαν τα φύλλα των δέντρων.

«Αχ, ας μείνουμε!» είπε ο Ροδόλφος. «Να μη φύγουμε! Μείνετε!»

Την παρέσυρε μακρύτερα, γύρω σε μία μικρή λίμνη όπου τα νερά απλώνονταν ήρεμα και πρασινωπά. Μαραμένες νυμφαίες στέκονταν ακίνητες ανάμεσα στους σκίνους. Στο θόρυβο των βημάτων τους επάνω στο χορτάρι οι βάτραχοι πηδούσαν για να κρυφτούν.

«Έχω άδικο, έχω άδικο!» έλεγε εκείνη. «Τρελαίνομαι που σας ακούω!»

«Γιατί; Έμμα! Έμμα!»

«Αχ, Ροδόλφε!» απάντησε η νεαρή γυναίκα, και ακούμπησε το κεφάλι της στον ώμο του.

Το ύφασμα του φορέματός της έμπλεκε με το βελούδο του σακακιού. Γύρισε τον άσπρο της λαιμό, που φούσκωνε από στεναγμούς, και μισολιπόθυμη, κλαίγοντας, με έναν παλμό δυνατό, κρύβοντας το πρόσωπό της, άφησε τον εαυτό της να παραδοθεί.

Το ποτάμι του δειλινού άρχισε σιγά σιγά να απλώνεται. Οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου περνούσαν ανάμεσα από τα κλαδιά της και της θάμπωναν τα μάτια. Εδώ κι εκεί, ολόγυρά της, στα φύλλα ή στο χώμα, έτρεμαν κάποιες φωτεινές κηλίδες, που έμοιαζαν με φτερά μικρών πουλιών σκορπισμένα με αταξία. Παντού υπήρχε σιγή. Κάτι το πολύ ευχάριστο φαινόταν σαν να 'βγαινε από τα δέντρα. Ένιωθε την καρδιά της που άρχισε να χτυπά δυνατά και το αίμα που κυκλοφορούσε στις φλέβες σαν ένας ποταμός από γάλα. Τότε, άκουσε πολύ μακριά, πέρα από το δάσος, επάνω απ' τους άλλους λόφους, μια ακαθόριστη και παρατεταμένη κραυγή, μια συρτή φωνή, και την άκουγε με σιωπή, να ανακατεύεται σαν μουσική με τις τελευταίες δονήσεις των ερεθισμένων νεύρων της. Ο Ροδόλφος, με το πούρο στα δόντια, διόρθωνε με το σουγιά του ένα απ' τα σπασμένα χαλινάρια.

Page 112: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Επέστρεψαν στη Γιονβίλ από τον ίδιο δρόμο. Ξαναείδαν στη λάσπη τα ίχνη των αλόγων τους, τα μεν δίπλα στα δε, και στους ίδιους θάμνους, τα ίδια χαλίκια επάνω στα χορτάρια. Τίποτα γύρω τους δεν είχε αλλάξει. Για την Έμμα, όμως, είχε συμβεί κάτι που ήταν τόσο σημαντικό, όσο θα ήταν αν τα βουνά άλλαζαν θέση. Ο Ροδόλφος, πότε πότε, έσκυβε και της έπαιρνε το χέρι για να το φιλήσει.

Η Έμμα ήταν πολύ χαριτωμένη πάνω στο άλογο. Ίσια, με το λεπτό της παράστημα, το γόνατο διπλωμένο επάνω στη χαίτη του ζώου της, και το χρώμα του προσώπου της είχε γίνει ζωηρότερο από τον καθαρό αέρα.

Όταν έμπαινε στη Γιονβίλ, το άλογό της χτυπούσε τα πέταλά του στο λιθόστρωτο. Από τα παράθυρα ο κόσμος την κοίταζε.

Ο άντρας της, στο δείπνο, βρήκε την όψη της καλή. Εκείνη όμως φαινόταν ότι δεν τον άκουγε όταν τη ρώτησε για τον περίπατό της. Και έμενε με τον αγκώνα δίπλα στο πιάτο της, ανάμεσα στα δυο κεριά που έφεγγαν.

«Έμμα!» είπε εκείνος.

«Τι;»

«Πέρασα σήμερα το απόγευμα από το σπίτι του κυρίου Αλέξανδρου. Έχει μια γέρικη φοράδα, που είναι όμως πολύ καλή. Είμαι βέβαιος ότι θα μπορούσαμε να την πάρουμε με καμιά εκατοστή κορόνες». Έπειτα πρόσθεσε: «Σκέφτηκα ότι αυτό θα σε ευχαριστούσε και του είπα να μας τη δώσει... την αγόρασα... έκανα καλά; Πες μου, λοιπόν!»

Κούνησε το κεφάλι σαν ένδειξη συγκατάθεσης. Έπειτα, ένα τέταρτο της ώρας αργότερα: «Θα βγεις απόψε;» ρώτησε.

«Ναι, γιατί;»

«Ω, τίποτα, τίποτα, φίλε μου».

Και μόλις απαλλάχτηκε από την παρουσία του Κάρολου, ανέβηκε και κλείστηκε στο δωμάτιό της.

Στην αρχή τής ήρθε κάτι σαν ζάλη. Έβλεπε τα δέντρα, τους δρόμους, τα χαντάκια, τον Ροδόλφο, και ένιωθε ακόμη το αγκάλιασμά του, ενώ τα φυλλώματα τρεμούλιαζαν και οι σκίνοι σφύριζαν.

Αλλά όταν κοίταξε τον εαυτό της στον καθρέφτη, το πρόσωπό της την έκανε να εκπλαγεί. Ποτέ άλλοτε δεν είχε τα μάτια τόσο μεγάλα, τόσο μαύρα, ούτε τόσο βαθιά. Κάτι το άυλο, απλωμένο επάνω στον εαυτό της, τη μεταμόρφωνε. Επαναλάμβανε μόνη της: «Έχω έναν εραστή! Έναν εραστή!» Ευχαριστιόταν στην ιδέα αυτή τόσο, όσο αν άξαφνα είχε γίνει νέα. Θα αποκτούσε, επιτέλους, τις χαρές της αγάπης, τον πυρετό εκείνο της ευτυχίας, για τα οποία είχε απελπιστεί. Έμπαινε σε κάτι μαγευτικό, όπου όλα θα ήταν πάθος, έκσταση, ενθουσιασμός. Ένα γαλάζιο άπειρο απλωνόταν γύρω της, οι κορυφές του αισθήματος ακτινοβολούσαν κάτω από τη σκέψη της και η συνηθισμένη ζωή φαινόταν πάρα πολύ μακριά, πολύ χαμηλά, μέσα στο σκοτάδι, ανάμεσα στα διαστήματα που άφηναν τα υψώματα αυτά.

Τότε θυμήθηκε τις ηρωίδες των βιβλίων που είχε διαβάσει, και η λυρική λεγεών των άπιστων αυτών γυναικών άρχισε να τραγουδά στη μνήμη της με φωνές αδελφικές, που τη γοήτευαν. Γινόταν η ίδια σαν ένα πραγματικό συμπλήρωμα των φανταστικών αυτών εικόνων, και πραγματοποιούσε το ονειροπόλημα της νεότητάς της, θεωρώντας τον εαυτό της μέσα σ' αυτό τον τύπο της ερωτόληπτης,

Page 113: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

που άλλοτε είχε τόσο φθονήσει. Εξάλλου, η Έμμα ένιωθε κάποια ικανοποίηση εκδίκησης. Δεν είχε υποφέρει πολύ; Αλλά τώρα θριάμβευε, και η αγάπη, που επί τόσο πολύ καιρό έμενε συγκρατημένη, ανέβλυζε τώρα ακέραια με χαρούμενους κοχλασμούς.

Η επομένη μέρα πέρασε μέσα σε μία νέα γλυκύτητα. Οι δυο τους έκαμαν όρκους. Εκείνη του διηγήθηκε τις λύπες της. Ο Ροδόλφος τη διέκοπτε με τα φιλιά του και της ζητούσε, κοιτάζοντας τα μισοκλεισμένα βλέφαρά της, να του λέει τ' όνομά του και να του επαναλαμβάνει ότι τον αγαπά. Έμειναν, όπως και την προηγούμενη μέρα, στο δάσος, κάτω από μια μικρή καλύβα. Οι τοίχοι ήταν από ψάθα και η στέγη κατέβαινε τόσο χαμηλά, που έπρεπε να σκύβουν. Κάθιζαν ο ένας δίπλα στον άλλο, πάνω σ' ένα κρεβάτι από ξερά φύλλα.

Από τη μέρα αυτή, τακτικά, κάθε βράδυ αλληλογραφούσαν. Η Έμμα πήγαινε μόνη της το γράμμα της, στο τέλος του κήπου, δίπλα στο ποτάμι, μέσα σε μια χαραμάδα της εξέδρας. Ο Ροδόλφος ερχόταν και το έπαιρνε και άφηνε το δικό του, για το οποίο εκείνη παραπονιόταν ότι ήταν πολύ σύντομο.

Ένα πρωί που ο Κάρολος είχε φύγει πριν τα χαράματα, είχε την επιθυμία να δει εκείνη τη στιγμή τον Ροδόλφο. Μπορούσε κανείς να φτάσει γρήγορα στην Ουσέτ, να μείνει μια ώρα και να επιστρέψει στη Γιονβίλ πριν ακόμα ξυπνήσουν οι άλλοι άνθρωποι. Η ιδέα αυτή την έκανε να νιώθει μια ανυπόμονη λαχτάρα, και βρέθηκε σε λίγο στη μέση του λιβαδιού, όπου βάδιζε με γοργά βήματα, χωρίς να κοιτάζει πίσω.

Η μέρα άρχιζε να φαίνεται. Η Έμμα από μακριά αναγνώρισε το σπίτι του εραστή της, με τους δυο ανεμοδείκτες του.

Ύστερα από την αυλή του κτήματος υπήρχε μια οικοδομή η οποία θα έπρεπε να είναι ο πύργος. Η Έμμα μπήκε μέσα, σαν οι τοίχοι, στην εμφάνισή της, να άνοιγαν μόνοι τους. Μία μεγάλη ίσια σκάλα ανέβαζε σ' ένα διάδρομο. Έστρεψε το μάνταλο μιας πόρτας, και έξαφνα, στο βάθος του δωματίου, διέκρινε έναν άντρα που κοιμόταν. Ήταν ο Ροδόλφος. Μια κραυγή χαράς βγήκε από τα χείλη της.

«Εσύ εδώ! Εσύ εδώ!» επαναλάμβανε εκείνος. «Πώς κατόρθωσες να έρθεις; Αχ, το φόρεμά σου είναι βρεμένο».

«Σ' αγαπώ!» απάντησε εκείνη και τον αγκάλιασε.

Αφού η πρώτη αυτή τόλμη της είχε πετύχει, κάθε φορά τώρα που ο Κάρολος έφευγε νωρίς, η Έμμα ντυνόταν γρήγορα και κατέβαινε κρυφά τη σκάλα που οδηγούσε στην όχθη του ποταμού.

Όταν όμως η σανίδα, που χρησίμευε για γέφυρα των αγελάδων, δεν ήταν στη θέση της, τότε ήταν υποχρεωμένη ν' ακολουθήσει τους τοίχους που βρίσκονταν κατά μήκος του ποταμού. Η όχθη ήταν γλιστερή, και για να μην πέσει, πιανόταν από τα ξερά κλαδιά. Τα πόδια της βυθίζονταν μέσα στη λάσπη, σκόνταφτε, και τα λεπτά της παπούτσια μπλέκονταν διαρκώς. Η μεταξωτή της σάρπα, δεμένη στο κεφάλι, κινιόταν στο φύσημα του αέρα. Φοβόταν τα βόδια κι έτρεχε. Έφτανε λαχανιασμένη, τα μάγουλα κόκκινα, και από ολόκληρο το σώμα της ευωδίαζε μία δροσερή μυρωδιά χυμών, πρασινάδας και καθαρού αέρα. Ο Ροδόλφος την ώρα αυτή κοιμόταν ακόμα. Και η παρουσία της Έμμας τού φαινόταν σαν ένα ανοιξιάτικο πρωί που έμπαινε στο δωμάτιό του.

Οι κίτρινες κουρτίνες, που ήταν κατά μήκος των παραθύρων, άφηναν να περνά γλυκά ένα βαρύ ξανθό φως. Η Έμμα ψηλαφούσε μισοκλείνοντας τα μάτια της, ενώ οι δροσοσταλίδες που κρέμονταν από τις κορδέλες των μαλλιών της, της έφτιαχναν ένα χρυσό φωτοστέφανο γύρω από το πρόσωπό της. Ο Ροδόλφος, γελώντας, την έπαιρνε δίπλα του και την αγκάλιαζε.

Page 114: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Έπειτα, η Έμμα εξέταζε το σπίτι, άνοιγε τα συρτάρια των επίπλων, χτενιζόταν με το χτένι του, κοίταζε το πρόσωπό της στον καθρέφτη που χρησιμοποιούσε εκείνος για το ξύρισμά του. Συχνά μάλιστα έβαζε ανάμεσα στα δόντια της τη χοντρή πίπα που ήταν επάνω στο κομοδίνο, ανάμεσα σε λεμόνια και σε κομμάτια ζάχαρη, δίπλα σε μια καράφα νερό.

Όταν χωρίζονταν, χρειάζονταν ένα ολόκληρο τέταρτο της ώρας για να τελειώσουν τους χαιρετισμούς τους. Η Έμμα έκλαιγε τότε. Θα ήθελε να μην απομακρυνόταν ποτέ από τον Ροδόλφο. Κάτι πιο δυνατό από τον εαυτό της την έσπρωχνε προς αυτόν, τόσο, που μια μέρα, βλέποντάς την να φτάνει ξαφνικά, σούφρωσε το πρόσωπό του σαν κάποιος που δυσαρεστείται πολύ.

«Τι έχεις, λοιπόν;» ρώτησε εκείνη. «Μήπως υποφέρεις; Μίλησέ μου!»

Τέλος, εκείνος δήλωσε με ύφος σοβαρό ότι οι επισκέψεις της γίνονταν απερίσκεπτες και ότι κινδύνευε να εκτεθεί.

Page 115: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

10

Σιγά σιγά, οι φόβοι που είχε ο Ροδόλφος άρχισαν να καταλαμβάνουν και αυτή την ίδια. Στην αρχή ο έρωτας την είχε μεθύσει και δεν είχε να συλλογιστεί τίποτα περισσότερο. Τώρα, όμως, που εκείνος ήταν απαραίτητος για τη ζωή της, φοβόταν μήπως χάσει τίποτε από την αγάπη του, ή μήπως συνέβαινε κάτι που θα την τάραζε. Όταν επέστρεφε από το σπίτι του, έριχνε γύρω της βλέμματα ανήσυχα, παρατηρούσε με προσοχή κάθε σχήμα που περνούσε από τον ορίζοντα και κάθε φεγγίτη του χωριού, απ' όπου ήταν δυνατόν να τη δουν. Άκουγε τα βήματα, τις φωνές, τον κρότο των αρότρων, και σταματούσε τρέμοντας και πιο χλομή και από αυτά τα φύλλα της λεύκας που κινούνταν επάνω απ' το κεφάλι της.

Ένα πρωί που επέστρεφε από το ίδιο μέρος με τις ίδιες ανησυχίες, νόμισε ότι διέκρινε έξαφνα τη μακριά κάνη μιας καραμπίνας, η οποία φαινόταν ότι στρεφόταν κατευθείαν εναντίον της. Έβγαινε λοξά από ένα βαρέλι που ήταν μισοχωμένο ανάμεσα στα χόρτα, στην άκρη ενός χαντακιού. Η Έμμα ήταν έτοιμη να λιποθυμήσει. Προχώρησε, όμως, και είδε έναν άνθρωπο, που πετάχτηκε μέσα από το βαρέλι σαν τους διαβόλους με ελατήρια που υπάρχουν στα κουτιά των παιχνιδιών. Φορούσε γκέτες θηλυκωμένες έως τα γόνατα, ο σκούφος του ήταν χωμένος ως τα μάτια, τα χείλη του ριγούσαν και η μύτη του ήταν κόκκινη. Ο άνθρωπος αυτός ήταν ο λοχαγός Μπινέ, ο οποίος παραφύλαγε εκεί να περάσουν αγριόπαπιες.

«Έπρεπε να μιλούσατε από μακριά!» φώναξε. «Όταν βλέπει κανείς ένα τουφέκι, πρέπει πάντοτε να ειδοποιεί».

Ο φοροεισπράκτορας, με τις φράσεις αυτές, προσπαθούσε να κρύψει το φόβο που είχε αισθανθεί. Γιατί μία διαταγή είχε απαγορέψει το κυνήγι της πάπιας, αν ο κυνηγός δε βρισκόταν μέσα σε μια βάρκα. Ο κύριος Μπινέ, παρά το σεβασμό του προς τους νόμους, ήταν ο πρώτος που τους παρέβαινε, για τούτο νόμιζε ότι άκουγε κάθε στιγμή να φτάνει ο αγροφύλακας. Η ανησυχία του αυτή, όμως, έκανε μεγαλύτερη την ευχαρίστησή του, και ολομόναχος μέσα στο βαρέλι του, επιδοκίμαζε τον εαυτό του για την ευτυχία του και την πονηριά του.

Όταν είδε την Έμμα, φάνηκε ότι ξαλάφρωσε από ένα μεγάλο βάρος, και αμέσως άρχισε τη συνομιλία:

«Δεν κάνει ζέστη» είπε. «Σήμερα τσούζει λιγάκι».

Η Έμμα δεν απάντησε τίποτα. Εκείνος εξακολούθησε:

«Βγήκατε πολύ νωρίς».

«Ναι» είπε εκείνη μασώντας τα λόγια της. «Έρχομαι από την παραμάνα, όπου είναι το παιδί μου».

«Α, πολύ καλά, πολύ καλά! Όσο για μένα, έτσι που με βλέπετε, είμαι από τα χαράματα στη θέση αυτή. Ο καιρός, όμως, είναι τόσο ελεεινός, που...»

«Χαίρετε, κύριε Μπινέ» διέκοψε εκείνη γυρίζοντας τη ράχη της.

«Δούλος σας, κυρία» απάντησε εκείνος με ξερό τόνο. Και επέστρεψε στο βαρέλι του.

Η Έμμα μετάνιωσε που άφησε τόσο απότομα το φοροεισπράκτορα. Αυτός, χωρίς άλλο, θ' άρχιζε να κάνει δυσάρεστους γι' αυτήν συλλογισμούς. Η ιστορία της παραμάνας ήταν η χειρότερη δικαιολογία, γιατί όλος ο κόσμος στη Γιονβίλ ήξερε πολύ καλά ότι η μικρή Μποβαρύ πριν από ένα χρόνο είχε

Page 116: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

επιστρέψει στους γονείς της. Εξάλλου, εκεί γύρω δεν κατοικούσε κανείς και ο δρόμος δεν οδηγούσε παρά μόνο στην Ουσέτ. Ο Μπινέ, λοιπόν, είχε μαντέψει από πού ερχόταν και δε θα σιωπούσε, θα φλυαρούσε, αυτό ήταν βέβαιο. Έμεινε ως το βράδυ βασανίζοντας το μυαλό της να βρει μια ψευτιά, και έχοντας διαρκώς εμπρός στα μάτια της το κτήνος αυτό με το σάκο.

Ο Κάρολος, ύστερα απ' το δείπνο, βλέποντάς τη σκεπτική, θέλησε, για να τη διασκεδάσει, να την οδηγήσει στου φαρμακοποιού. Και τον πρώτο άνθρωπο που η Έμμα αντίκρισε στο φαρμακείο ήταν και πάλι αυτός ο φοροεισπράκτορας! Στεκόταν ορθός μπροστά στο γραφείο, που φωτιζόταν από το φως της κόκκινης γυάλας, και έλεγε:

«Δώστε μου, σας παρακαλώ, μισή ουγκιά βιτριόλι».

«Ιουστίνε» φώναξε ο φαρμακοποιός, «το θειικό οξύ». Έπειτα, στρεφόμενος προς την Έμμα η οποία ήθελε να ανέβει επάνω, στο διαμέρισμα της κυρίας Ομέ, είπε: «Όχι, μείνετε εδώ, γιατί να κοπιάσετε, θα κατέβει εκείνη. Στο μεταξύ, ζεσταθείτε στο τζάκι... Συγχωρήστε με... Καλημέρα, δόκτορ» (ο φαρμακοποιός ένιωθε μεγάλη ευχαρίστηση προφέροντας τη λέξη δόκτορ, σαν να αντανακλούσε και επάνω του η μεγαλοπρέπεια του τίτλου)... «Πρόσεχε να μην αναποδογυρίσεις το γουδί» εξακολούθησε προς τον Ιουστίνο. «Πήγαινε, όμως, καλύτερα να φέρεις τις καρέκλες από το μικρό σαλόνι. Γνωρίζεις πολύ καλά ότι δεν πρέπει να μετακινούνται οι πολυθρόνες του μεγάλου σαλονιού».

Και για να ξαναβάλει στη θέση της την πολυθρόνα του, ο Ομέ βγήκε βιαστικά από το γραφείο του, ενώ ο Μπινέ τού ζητούσε μισή ουγκιά ζαχαρικού οξέος.

«Ζαχαρικό οξύ;» είπε ο φαρμακοποιός περιφρονητικά. «Δεν το ξέρω, μου είναι άγνωστο! Μήπως θέλετε να πείτε οξαλικόν οξύ; Οξαλικόν, δεν είν' έτσι;»

Ο Μπινέ εξήγησε ότι χρειαζόταν ένα υγρό για να κατασκευάσει μόνος του ένα φάρμακο, για να ξεσκουριάσει διάφορα εργαλεία του κυνηγιού.

Η Έμμα ρίγησε. Ο φαρμακοποιός άρχισε να λέει:

«Πραγματικά, ο καιρός δεν είναι και τόσο καλός. Η υγρασία είναι πολλή».

«Εντούτοις» απάντησε ο φοροεισπράκτορας, με δόλιο ύφος, «υπάρχουν άνθρωποι που καταφέρνουν να μην επηρεάζονται».

Η Έμμα πνιγόταν.

«Δώστε μου ακόμα...»

«Δε θα φύγει λοιπόν ποτέ;» συλλογιζόταν μόνη.

«Μισή ουγκιά ρητίνης και τερεβινθίνης, τέσσερις ουγκιές κίτρινο κερί και μιάμιση ουγκιά βερνίκι, σας παρακαλώ, για να καθαρίσω τα λουριά της εξαρτύσεώς μου».

Ο φαρμακοποιός άρχισε να κόβει το κερί, όταν έφτασε η κυρία Ομέ με την Ίρμα στο χέρι και τον Ναπολέοντα δίπλα της. Η Αθαλία ακολουθούσε. Πήγε και κάθισε σ' ένα βελούδινο πάγκο, ενώ ο μικρός κάθισε πάνω σ' ένα σκαμνί και η μεγαλύτερή του αδελφή τριγύριζε γύρω από το κουτί με τα τζίτζιφα, δίπλα στον πατέρα της, ο οποίος γέμιζε διάφορα χωνιά, τάπωνε μπουκάλια, κολλούσε ετικέτες και δίπλωνε πακετάκια. Γύρω του σιωπούσαν όλοι. Κάποτε κάποτε ακούγονταν μόνο να κουδουνίζουν τα βάρη μέσα στις ζυγαριές και μερικά χαμηλά λόγια του φαρμακοποιού, που έδινε

Page 117: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

συμβουλές στο μαθητευόμενό του.

«Πώς είναι η κορούλα σας;» ρώτησε έξαφνα η κυρία Ομέ.

«Σιωπή!» φώναξε ο άντρας της, ο οποίος έγραφε αριθμούς σ' ένα πρόχειρο τετράδιο.

«Γιατί δεν το φέρατε μαζί σας;» ρώτησε και πάλι με σιγανή φωνή.

«Σουτ! Σουτ!» ψιθύρισε η Έμμα και έδειξε με το δάχτυλό της το φαρμακοποιό.

Ο Μπινέ, όμως, προσηλωμένος στο διάβασμα του λογαριασμού, προφανώς δεν είχε ακούσει τίποτα. Τέλος, έφυγε. Τότε η Έμμα, μόλις απαλλάχτηκε, ένιωσε πραγματική ανακούφιση κι αναστέναξε βαθιά!

«Πόσο δυνατά αναπνέετε!» είπε η κυρία Ομέ.

«Είναι που κάνει ζέστη» απάντησε η Έμμα.

Αφού πια ήταν ανάγκη, την επομένη, ο Ροδόλφος και η Έμμα συνεννοήθηκαν πώς να οργανώσουν καλύτερα τις συναντήσεις τους. Η Έμμα ήθελε να δωροδοκήσει την υπηρέτριά της. Ήταν, όμως, προτιμότερο να ανακαλύψουν στη Γιονβίλ κάποιο κρυφό σπίτι. Εκείνος υποσχέθηκε ότι θα το αναλάμβανε.

Όλο το χειμώνα, τρεις ή τέσσερις φορές τη βδομάδα, μέσα στο σκοτάδι της νύχτας ο Ροδόλφος έφτανε στον κήπο. Η Έμμα είχε βγάλει επίτηδες το κλειδί του φράχτη, που ο Κάρολος πίστεψε πως είχε χαθεί.

Για να την ειδοποιήσει, ο Ροδόλφος έριχνε στα παράθυρα μια χούφτα άμμο. Εκείνη τιναζόταν αμέσως επάνω, αλλά κάποτε εκείνος ήταν υποχρεωμένος να περιμένει, γιατί ο Κάρολος είχε τη μανία να φλυαρεί στη γωνιά του τζακιού και να μην τελειώνει ποτέ. Τότε την κατέτρωγε η ανυπομονησία. Τέλος, άρχιζε τη νυχτερινή της τουαλέτα, έπαιρνε έπειτα ένα βιβλίο κι εξακολουθούσε να διαβάζει με τέλεια ησυχία, σαν να την ευχαριστούσε πολύ το διάβασμα. Ο Κάρολος, όμως, που ήταν ξαπλωμένος στο κρεβάτι, την καλούσε να κοιμηθεί.

«Έλα, λοιπόν, Έμμα» της έλεγε, «είναι καιρός πια».

«Ναι, έρχομαι αμέσως!» απαντούσε εκείνη.

Στο μεταξύ, επειδή το φως των κεριών τον θάμπωνε, ο Κάρολος γυρνούσε προς το μέρος του τοίχου και κοιμόταν. Τότε εκείνη, κρατώντας την αναπνοή της, δραπέτευε απ' το δωμάτιο, γελαστή, πεταχτή, ημίγυμνη.

Ο Ροδόλφος είχε ένα μεγάλο πανωφόρι, με το οποίο τη σκέπαζε ολόκληρη, και αγκαλιάζοντάς την από τη μέση, την έπαιρνε δίχως να μιλούν έως το βάθος του κήπου.

Το καταφύγιό τους ήταν κάτω από την αναδεντράδα, πάνω στον ίδιο εκείνο πάγκο με τα σάπια στηρίγματα, όπου άλλοτε ο Λεόν την κοίταζε με τόση ερωτική περιπάθεια τα καλοκαιρινά βράδια. Η Έμμα τώρα δεν τον σκεφτόταν διόλου.

Τα άστρα έλαμπαν μέσα από τα άσπρα κλαδιά του γιασεμιού. Άκουγαν πίσω τους τον ποταμό που κυλούσε, και πότε πότε, το θρόισμα των καλαμιών επάνω στην όχθη. Εδώ κι εκεί οι σκιές απλώνονταν στο σκοτάδι, και κάποτε το κρύο της νύχτας τούς έκανε ν' αγκαλιάζονται περισσότερο. Οι στεναγμοί

Page 118: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

των χειλιών τους τούς φαίνονταν δυνατότεροι, ενώ τα μάτια τους, που μόλις διακρίνονταν μέσα στο σκοτάδι, νόμιζαν ότι ήταν μεγαλύτερα, και μέσα στη σιωπή έλεγαν λόγια με χαμηλή φωνή, που έπεφταν επάνω στην ψυχή τους με μια κρυστάλλινη ηχηρότητα ή εξακολουθούσαν σε πολυάριθμες δονήσεις.

Όταν η νύχτα ήταν βροχερή, κατέφευγαν στην αίθουσα των ιατρικών επισκέψεων, μεταξύ του υπόστεγου και του στάβλου. Η Έμμα άναβε ένα από τα κεριά της κουζίνας, που είχε από πριν κρύψει πίσω από τα βιβλία. Ο Ροδόλφος ξαπλωνόταν σαν να βρισκόταν στο σπίτι του. Η θέα της βιβλιοθήκης και του γραφείου, όλου του σπιτιού τέλος, του αύξανε την ευθυμία. Και δεν μπορούσε να αποφύγει διάφορα πειράγματα για τον Κάρολο, πράγμα που έκανε την Έμμα να στεναχωρείται πολύ. Ήθελε να τον βλέπει περισσότερο σοβαρό, και μάλιστα μελοδραματικό, γιατί το απαιτούσε η κατάσταση, προπαντός τη φορά εκείνη που νόμισε ότι άκουσε στο διάδρομο βήματα που πλησίαζαν.

«Κάποιος έρχεται!» είπε η Έμμα.

Εκείνος έσβησε τα φώτα.

«Έχεις μαζί σου το περίστροφό σου;»

«Γιατί;»

«Μα για να υπερασπίσεις τον εαυτό σου» απάντησε εκείνη.

«Από ποιον; Από τον άντρα σου; Α, το φτωχό ανθρωπάκι!» Και ο Ροδόλφος τέλειωσε τη φράση του με μια χειρονομία που σήμαινε: «Θα τον συντρίψω με τη μύτη μου μόνο».

Η Έμμα γοητεύτηκε από την ανδρεία του, μολονότι ένιωσε μέσα σ' αυτή κάτι χοντρό και άπρεπο, που την πείραζε.

Ο Ροδόλφος σκέφτηκε πολύ πάνω στην ιστορία αυτή του περίστροφου. Αν η Έμμα είχε πει τα λόγια της με σοβαρότητα, τότε το πράγμα θα ήταν κωμικό, συλλογιζόταν, απαίσιο μάλιστα, γιατί αυτός δεν είχε κανένα λόγο να μισεί τον καλό αυτόν Κάρολο, αφού δεν ήταν από κείνους που τους τρώει η ζήλια. Στο ζήτημα αυτό μάλιστα, εκείνη του είχε ορκιστεί ότι δεν το έβρισκε και τόσο ωραίο.

Εξάλλου, όμως, η Έμμα άρχισε να γίνεται πολύ συναισθηματική, τόσο, που εκείνος έκρινε απαραίτητο να την ικανοποιήσει σε μερικές απαιτήσεις της. Αντάλλαξαν φωτογραφίες, έκοψαν τρίχες των μαλλιών τους, του ζήτησε ένα δαχτυλίδι, μια πραγματική βέρα, ένδειξη της αιώνιας ένωσής τους. Συχνά του μιλούσε για τις βραδινές καμπάνες ή για τις φωνές της φύσης. Έπειτα του ανέφερε για τη μητέρα της, και τον ρωτούσε για τη δική του. Ο Ροδόλφος την είχε χάσει προς είκοσι χρόνων. Η Έμμα, όμως, τον παρηγορούσε με τρυφερά λόγια, σαν να μιλούσε σε μωρό που είχε μείνει έρημο στον κόσμο. Κάποτε, μάλιστα, κοιτάζοντας το φεγγάρι, του έλεγε:

«Είμαι σίγουρη ότι εκεί ψηλά και οι δυο μητέρες μας επιδοκιμάζουν τον έρωτά μας».

Ήταν, όμως, τόσο ωραία, κι εκείνος δεν είχε κατακτήσει στη ζωή του πολλές γυναίκες με μια τέτοια αγαθότητα! Ο έρωτας αυτός, χωρίς ασχήμιες και ταπεινότητες, ήταν γι' αυτόν κάτι το καινούριο, που τον έβγαζε από τις εύκολες συνήθειές του και του κολάκευε τον εγωισμό, όπως του ευχαριστούσε και τις αισθήσεις. Ο ενθουσιασμός της Έμμας, που η αστική του αντίληψη περιφρονούσε, του φαινόταν στο βάθος χαριτωμένος, αφού απευθυνόταν στο άτομό του. Τότε, βέβαιος ότι τον αγαπούσε, δεν ανησυχούσε διόλου, και ασυναίσθητα, οι τρόποι του άλλαξαν.

Page 119: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Δεν έλεγε πια, σαν άλλοτε, τα λόγια εκείνα τα τόσο γλυκά που την έκαναν να κλαίει, ούτε εκδήλωνε τις μικρές εκείνες τρυφερότητες που την τρέλαιναν. Η νέα αυτή στάση ήταν τόσο φανερή, που έγινε αντιληπτή στην Έμμα, η οποία, βυθισμένη στο αίσθημά της, νόμισε ότι η μεγάλη τους αγάπη άρχισε να ελαττώνεται, όπως το νερό του ποταμού που απορροφάται μέσα στην κοίτη του, και είδε τη λάσπη. Δε θέλησε να το πιστέψει, διπλασίασε την προσπάθειά της και ο Ροδόλφος διαρκώς και λιγότερο έκρυβε την αδιαφορία του.

Δεν ήξερε αν μετανοούσε γιατί του παραδόθηκε, ή, αντίθετα, αν έπρεπε να τον αγαπά περισσότερο. Η ταπείνωση που ένιωθε από την αδυναμία της, γύριζε σε μια κακία, που τη μετρίαζαν οι ερωτικές απολαύσεις τους. Δεν ήταν αφοσίωση. Ήταν κάτι σαν διαρκής γοητεία. Την υπέτασσε, κι εκείνη σχεδόν τον φοβόταν.

Φαινομενικά, όμως, η κατάσταση παρουσιαζόταν ήρεμη περισσότερο από άλλοτε, γιατί ο Ροδόλφος είχε κατορθώσει να διευθύνει την ερωμένη του σύμφωνα με τη φαντασία του. Και στο τέλος των έξι μηνών, όταν έφτασε η άνοιξη, βρίσκονταν ο ένας απέναντι στον άλλον σαν δυο παντρεμένοι που διατηρούν ήσυχα μια συζυγική εστία.

Ήταν η εποχή που ο γερο-Ρουό έστελνε τη γαλοπούλα του, σαν ανάμνηση του γιατρεμένου ποδιού του. Το δώρο έφτανε πάντοτε μ' ένα γράμμα. Η Έμμα έκοψε το σπάγκο με τον οποίο ήταν δεμένο πάνω στο πανέρι και διάβασε τις ακόλουθες γραμμές:

«Αγαπημένα μου παιδιά.

Ελπίζω ότι η παρούσα μου θα σας εύρει καλά και ότι το δώρο μου θα αξίζει όσο και τα προηγούμενα· διότι νομίζω ότι είναι μαλακότερο και πιο θρεμμένο. Την προσεχή, όμως, φορά, για να αλλάξουμε, θα σας στείλω έναν πετεινό, εκτός εάν επιμένετε στην προτίμησιν, και επιστρέψετε μου, σας παρακαλώ, το καλάθι μου μαζί με τα δύο άλλα. Μου συνέβη κάποιο ατύχημα στο αμαξοστάσι μου, μια νύχτα που φυσούσε πολύς αέρας το σκέπασμα έκαμε φτερά και πέταξε πάνω στα δέντρα. Η σοδειά επίσης δεν ήτο και πολύ περίφημη. Τέλος, δεν ξέρω πότε θα έρθω να σας δω. Μου είναι τόσο δύσκολο ν' αφήσω το σπίτι από τον καιρό που είμαι μόνος, φτωχή μου Έμμα!»

Εδώ υπήρχε ένα άδειο διάστημα μεταξύ των γραμμών, σαν ο αγαθός γέρος να είχε αφήσει την πένα του για να σκεφτεί λίγη ώρα.

«Όσο για μένα, είμαι καλά, εκτός από ένα συνάχι που άρπαξα εδώ και κάμποσες ημέρες εις την αγορά του Υβετό, όπου είχα πάει για να βρω ένα βοσκό, γιατί έδιωξα τον παλιό επειδή αυθαδίαζε πολύ. Πόσο υποφέρει κανείς με τους ληστάς αυτούς! Εξάλλου δεν ήταν και τίμιος. Έμαθα από ένα γυρολόγο, ο οποίος ταξιδεύοντας το χειμώνα ήρθε και στο χωριό μας και έβγαλε ένα δόντι, ότι ο Μποβαρύ δουλεύει πάντοτε καλά. Αυτό δε μου κάμνει καμιά έκπληξη, και ο γυρολόγος μού έδειξε το δόντι του. Πήραμε έναν καφέ μαζί. Τον ρώτησα εάν σε είδε, μου είπε όχι, αλλά ότι είδε στο στάβλο δύο ζώα, από το οποίο συμπεραίνω ότι η δουλειά πηγαίνει καλά. Τόσο το καλύτερο, αγαπημένα μου παιδιά, και ο Θεός να σας δίνει κάθε δυνατή ευτυχία. Λυπούμαι που δεν είχα την ευχαρίστηση να γνωρίσω την πολυαγαπημένη μου εγγονή Μπέρτα Μποβαρύ. Φύτεψα στον κήπο γι' αυτήν, κάτω από το παράθυρό σου, μια δαμασκηνιά, και δε θα επιτρέψω σε κανένα να την αγγίξει. Αργότερα, θα της κάμω κομπόστες και θα τις φυλάξω στο ντουλάπι για να τις βρει όταν θα έρθει.

»Αντίο, αγαπημένα μου παιδιά. Σε φιλώ, κόρη μου, και σένα, γαμπρέ μου, και τη μικρούλα στα δύο μάγουλα.

Page 120: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

»Διατελώ, με πολλές ευχές, ο πατέρας σας που σας αγαπά, Θόδωρος Ρουό»

Η Έμμα έμεινε μερικές στιγμές κρατώντας ανάμεσα στα δάχτυλά της το χοντρό χαρτί του γράμματος, που τα ορθογραφικά λάθη ήταν άπειρα. Παρακολουθούσε τη γλυκιά σκέψη που είχε εμπνεύσει τις γραμμές του γέρου πατέρα της. Είχε στεγνώσει τα γράμματα με στάχτη απ' το τζάκι, γιατί λίγη σταχτιά σκόνη γλίστρησε από το γράμμα στο φόρεμά της, και νόμισε για λίγο ότι έβλεπε τον πατέρα της να σκύβει στη φωτιά και να πιάνει την τσιμπίδα. Πόσο γρήγορα είχε περάσει ο καιρός που δεν ήταν πια κοντά του, πάνω στο σκαμνί του τζακιού!... Θυμήθηκε τα καλοκαιρινά βράδια που ήταν γεμάτα φως. Τα αλογάκια χρεμέτιζαν όταν περνούσε κάποιος και έτρεχαν με καλπασμό, έτρεχαν... Κάτω από τα παράθυρά της υπήρχε μια κυψέλη, και κάποτε οι μέλισσες, στριφογυρίζοντας στο φως, χτυπούσαν επάνω στα τζάμια σαν χρυσές σφαίρες που πηδούσαν. Τι ευτυχία ήταν τότε! Τι ελευθερία! Πόσες ελπίδες! Πόσος πλούτος ονείρων! Σήμερα δεν έμεινε τίποτε απ' αυτά όλα! Τα είχε ξοδέψει στις ψυχικές περιπέτειές της, σε όλες τις διάφορες συνθήκες της ζωής της, στον παρθενικό της βίο, στο γάμο, στον έρωτα, και έχανε διαρκώς όσο προχωρούσε, σαν ένας ταξιδιώτης που αφήνει κάτι απ' τα χρήματά του στα ξενοδοχεία που συναντά στο δρόμο του.

Αλλά ποιος ήταν εκείνος που την έκανε τόσο δυστυχισμένη! Πού βρισκόταν η μεγάλη καταστροφή που την είχε αναστατώσει; Σήκωσε το κεφάλι της κοιτάζοντας ολόγυρά της, σαν να ήθελε να βρει την αιτία εκείνου που την έκανε να υποφέρει.

Μια αχτίδα απριλιάτικη έλαμπε πάνω στα από πορσελάνη αντικείμενα της εταζέρας. Η φωτιά έκαιγε. Ένιωθε κάτω από τις παντούφλες της τη γλυκύτητα του χαλιού. Η μέρα ήταν γαλήνια, η ατμόσφαιρα χλιαρή, και άκουγε το παιδί της που γελούσε δυνατά.

Πραγματικά, η μικρούλα κυλιόταν πάνω στη χλόη, ανάμεσα στα χόρτα που τα ξέραιναν επίτηδες. Ήταν ξαπλωμένη μπρούμυτα και η υπηρέτρια την κρατούσε απ' το φουστάνι. Ο Λεστιμπουντουά δούλευε δίπλα, και κάθε φορά που πλησίαζε, έσκυβε χτυπώντας τα χεράκια της ρυθμικά.

«Φέρτε μου το παιδί εδώ!» είπε η μητέρα, τρέχοντας την ίδια στιγμή να το φιλήσει. «Πόσο σ' αγαπώ, φτωχό μου παιδί, πόσο σ' αγαπώ!» είπε.

Έπειτα, βλέποντας ότι οι άκρες των αυτιών του ήταν λίγο ακάθαρτες, ζήτησε γρήγορα ζεστό νερό και τα καθάρισε, του άλλαξε τα εσώρουχα, τις κάλτσες, τα παπούτσια, έκανε χίλιες ερωτήσεις για την υγεία του, σαν να είχε τώρα επιστρέψει από ταξίδι, και τέλος, το φίλησε και πάλι, κλαίγοντας λίγο, το έδωσε και πάλι στην υπηρέτρια, που έμενε κατάπληκτη μπροστά στην υπερβολική αυτή εκδήλωση τρυφερότητας.

Ο Ροδόλφος, το βράδυ, τη βρήκε σοβαρότερη από άλλες φορές. «Θα περάσει» σκέφτηκε μόνος του, «είναι μια ιδιοτροπία».

Και έλειψε συνεχώς από τρεις συναντήσεις. Όταν ξαναπήγε, εκείνη φάνηκε ψυχρή και σχεδόν με ύφος περιφρονητικό.

«Α, χάνεις τον καιρό σου, μικρούλα μου!»

Και έκανε ότι δεν πρόσεχε τους μελαγχολικούς της στεναγμούς ούτε το μαντίλι που διαρκώς τραβούσε.

Η Έμμα τότε άρχισε να μετανοεί. Απορούσε, μάλιστα, γιατί σιχαινόταν τον Κάρολο και ρωτούσε τον

Page 121: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

εαυτό της αν δεν ήταν καλύτερα να μπορέσει να τον αγαπήσει. Αλλά εκείνος δε βοηθούσε και πολύ την αισθηματική της αυτή μετάπτωση, και η λίγη θέληση για νέα θυσία έκαμε να μένει σε αμηχανία, όταν ξαφνικά ο φαρμακοποιός ήρθε στην κατάλληλη στιγμή να της δώσει μια ευκαιρία.

Page 122: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

11

Ο φαρμακοποιός είχε διαβάσει πριν από λίγο καιρό τους επαίνους που έκαναν για μια νέα μέθοδο θεραπείας των στραβών ποδιών. Και καθώς ήταν οπαδός της προόδου, συνέλαβε την πατριωτική ιδέα ότι η Γιονβίλ, για να φτάσει ένα επίπεδο πολιτισμού, έπρεπε να έχει κι αυτή τις εγχειρήσεις στρεφοποδίας.

«Γιατί» έλεγε στην Έμμα, «τι έχει να ριψοκινδυνέψει κανείς; Εξετάστε» (και αριθμούσε στα δάχτυλά του τα πλεονεκτήματα του πειράματος): «επιτυχία σχεδόν εξασφαλισμένη, ανακούφιση και εξωραϊσμός του αρρώστου, και γρήγορη δόξα στο γιατρό. Γιατί να μη θελήσει, παραδείγματος χάριν, ο άντρας σας, να απαλλάξει το δυστυχισμένο αυτόν Ιππόλυτο του Χρυσού Λιονταριού από ένα κακό; Σημειώστε ότι δε θα παραλείπει να διηγείται τη θεραπεία του σε όλους τους ταξιδιώτες, και έπειτα» —ο Ομέ χαμήλωσε τη φωνή του και κοίταζε γύρω του— «ποιος θα μ' εμπόδιζε να στείλω στην εφημερίδα ένα μικρό σημείωμα, όπου να τα αναφέρω όλα; Ε, Θεέ μου! Ένα άρθρο κυκλοφορεί... γίνεται λόγος... και στο τέλος γίνεται κάτι! Και ποιος ξέρει; Ποιος ξέρει;»

Πράγματι, και ο Μποβαρύ μπορούσε να πετύχει. Τίποτα δε βεβαίωνε την Έμμα ότι δεν ήταν ικανός, και δε θα ήταν γι' αυτήν μεγάλη ικανοποίηση να τον προτρέψει να κάμει κάτι, από το οποίο και η υπόληψη και η περιουσία της θα αύξαιναν; Δε ζητούσε παρά να στηριχτεί σε κάτι πιο σταθερό από τον έρωτα.

Ο Κάρολος, παρακινούμενος από το φαρμακοποιό και από τη γυναίκα του, κατέληξε να δεχτεί. Έγραψαν και τους έστειλαν από τη Ρουέν το βιβλίο του γιατρού Ντιβάλ, και κάθε βράδυ, κρατώντας το κεφάλι του στα χέρια, βυθιζόταν στη μελέτη.

Ενώ εκείνος μελετούσε τη στρεφοκατωποδία, τη στρεφενδοποδία και τη στρεφεξωποδία (ή, για να μιλήσουμε καλύτερα, τις διάφορες στρεβλώσεις του ποδιού, είτε προς τα κάτω είτε προς τα μέσα, είτε προς τα έξω) και τη στρεφυποποδία και τη στρεφανωποδία (δηλαδή το στρίψιμο προς τα πάνω ή προς τα κάτω), ο κύριος Ομέ προσπαθούσε με κάθε τρόπο να πείσει τον υπάλληλο του ξενοδοχείου να δεχτεί την εγχείρηση.

«Είναι ζήτημα αν θα αισθανθείς έναν ελαφρό πόνο» έλεγε· «είναι μια απλή νυστεριά, σαν να σου παίρνουν αίμα, σαν να ξεριζώνεις τους κάλους σου».

Ο Ιππόλυτος συλλογιζόταν και γύριζε δεξιά και αριστερά το βλακώδες βλέμμα του.

«Εξάλλου» συνέχιζε ο φαρμακοποιός, «αυτό δεν ενδιαφέρει εμένα! Πρόκειται αποκλειστικά για σένα! Από αληθινή φιλανθρωπία! Θα ήθελα να σ' έβλεπα, φίλε μου, γερό, απαλλαγμένο από την ακαλαίσθητη αυτή αναπηρία σου. Άλλωστε, και συ ομολογείς ότι σε ζημιώνει πάρα πολύ στην εξάσκηση του επαγγέλματός σου».

Έπειτα ο Ομέ τού εξηγούσε πόσο θα ένιωθε τον εαυτό του πιο δυνατό και πιο ευκίνητο, και μάλιστα τον άφηνε να καταλάβει ότι θα ήταν ωραιότερος και θα άρεσε περισσότερο στις γυναίκες. Ο υπηρέτης του στάβλου χαμογελούσε τότε κρυφά. Στο τέλος, του έθιγε και τον εγωισμό:

«Δε νιώθεις, επιτέλους, ότι είσαι ένας άντρας; Τι θα κάμεις, λοιπόν, όταν πρόκειται να πας στρατιώτης, να πολεμήσεις για την πατρίδα;... Αχ, Ιππόλυτε!»

Κι ο Ομέ απομακρυνόταν, δηλώνοντας ότι δεν μπορούσε να καταλάβει το πείσμα του, αυτό τον παραλογισμό του να αρνείται να δεχτεί τα αγαθά της επιστήμης.

Page 123: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο δυστυχής νέος υποχώρησε στο τέλος, γιατί σχεδόν όλοι γύρω του είχαν συνωμοτήσει. Ο Μπινέ, που ποτέ δεν ανακατευόταν στις υποθέσεις των άλλων, η κυρία Λεφρανσουά, η Αρτεμισία, οι γείτονες, και αυτός ακόμα ο δήμαρχος Τιβάς, όλος ο κόσμος τον παρακινούσε, τον συμβούλευε, τον έλεγαν δειλό. Εκείνο, όμως, που συντέλεσε τελειωτικά ν' αποφασίσει ήταν ότι αυτό το πράγμα δε θα στοίχιζε τίποτα. Ο Μποβαρύ αναλάβαινε, μάλιστα, να προμηθεύσει το μηχάνημα για την εγχείρηση. Η μεγαλόψυχη αυτή ιδέα ήταν της Έμμας· ο Κάρολος συμφώνησε, λέγοντας με την καρδιά του ότι η γυναίκα του ήταν ένας άγγελος.

Με τις συμβουλές, λοιπόν, του φαρμακοποιού, και ξαναρχίζοντας τρεις φορές, παράγγειλε το μηχάνημα στο μαραγκό, ο οποίος, με τη βοήθεια του κλειδαρά, έφτιαξε ένα είδος κουτιού, που γέμιζε οκτώ περίπου λίβρες, και όπου το σίδερο, το ξύλο, η λαμαρίνα, το πετσί, οι βίδες και τα καρφιά ήταν βαλμένα με μεγάλη αφθονία.

Στο μεταξύ, για να μάθουν ποιον τένοντα θα κόψουν, έπρεπε να γνωρίζουν τι είδους στραβοπόδης ήταν ο Ιππόλυτος.

Είχε ένα πόδι που έκανε με την κνήμη μια γραμμή σχεδόν ίσια, πράγμα όμως που δεν το εμπόδιζε να γυρίζει και προς τα μέσα. Αλλά, παρ' όλα αυτά, ο στρεφόπους αυτός με τα χοντρά δάχτυλα, όπου τα μαύρα νύχια έμοιαζαν με καρφιά του πέταλου, από το πρωί ως τη νύχτα έτρεχε σαν ελάφι. Τον έβλεπαν διαρκώς στην πλατεία να πηδά πάνω στα κάρα με το άνισο σκέλος του προς τα μπρος πάντοτε. Μάλιστα, νόμιζε κανείς ότι το αρρωστημένο πόδι του ήταν πιο δυνατό από το άλλο. Από την πολλή δουλειά είχε αποκτήσει τα προτερήματα της υπομονής και της δραστηριότητας, και όταν του έδιναν καμιά βαριά εργασία, προτιμούσε περισσότερο να καταγίνεται μ' αυτήν.

Επειδή, λοιπόν, επρόκειτο περί «στρεφοποδίας», έπρεπε να του κόψει τον αχίλλειο τένοντα, επιφυλασσόμενος αργότερα να του κόψει το προηγούμενο προκνημικό νεύρο, για να συμπληρώσει τη θεραπεία. Ο γιατρός δεν τολμούσε μεμιάς να κάμει δυο εγχειρήσεις, και μάλιστα έτρεμε κιόλας, φοβούμενος μήπως πειράξει κανένα σοβαρό μέρος που δε γνώριζε.

Ούτε ο Αμβρόσιος Παρέ, εφαρμόζοντας για πρώτη φορά ύστερα από τον Κέλσιο, μετά δεκαπέντε ολόκληρους αιώνες, τη φλεβοτομία της αρτηρίας· ούτε ο Ντιπιτρέν πηγαίνοντας ν' ανοίξει ένα απόστημα του εγκεφάλου· ούτε ο Γκενσούλ, όταν έκανε την πρώτη αποκοπή της άνω σιαγόνος, δεν είχαν ασφαλώς στην καρδιά τόσους ζωηρούς παλμούς, το χέρι τόσο τρεμουλιαστό, την προσοχή τόσο τεταμένη, όσο ο κύριος Μποβαρύ όταν πλησίασε τον Ιππόλυτο, με τον τενοτόμο του ανάμεσα στα δάχτυλα. Και όπως στα νοσοκομεία, έτσι έβλεπε κανείς εδώ δίπλα, επάνω σ' ένα τραπέζι, ένα σωρό ξαντά, τσιρότα, πολλούς επιδέσμους, μία πυραμίδα ολόκληρη από επιδέσμους, όλους τους επιδέσμους που υπήρχαν στο φαρμακείο. Ο κύριος Ομέ ήταν εκείνος που είχε οργανώσει από το πρωί όλες αυτές τις προετοιμασίες, τόσο για να θαμπώσει τον κόσμο, όσο και για να πείσει τον εαυτό του ότι έκανε κάτι πολύ σπουδαίο. Ο Κάρολος κέντησε το δέρμα. Ένα τρίξιμο ακούστηκε. Ο τένοντας είχε κοπεί, η εγχείρηση είχε τελειώσει. Ο Ιππόλυτος δεν κατόρθωσε να συνέλθει από την έκπληξη του. Έσκυβε πάνω στα χέρια του Μποβαρύ και τα γέμιζε φιλιά.

«Εμπρός, ησύχασε τώρα» έλεγε ο φαρμακοποιός, «εκδηλώνεις αργότερα την ευγνωμοσύνη σου στον ευεργέτη σου».

Και κατέβηκε να διηγηθεί το αποτέλεσμα σε πέντε έξι περίεργους που στέκονταν στην αυλή, και που φαντάζονταν ότι ο Ιππόλυτος θα παρουσιαζόταν τώρα μπροστά τους βαδίζοντας ίσια. Έπειτα, ο Κάρολος, αφού κλείδωσε τον άρρωστό του μέσα στο μηχάνημα, γύρισε στο σπίτι του όπου η Έμμα, ανήσυχη και ανυπόμονη, τον περίμενε στην πόρτα. Εκείνη πήδησε στο λαιμό του. Κάθισαν στο τραπέζι. Ο Κάρολος έφαγε πολύ, και μάλιστα θέλησε στο τέλος να πάρει ένα φλιτζάνι καφέ, πολυτέλεια που δεν επέτρεπε στον εαυτό του παρά μόνο τις Κυριακές, όταν ήταν κόσμος στο σπίτι

Page 124: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

του.

Η βραδιά πέρασε θαυμάσια, με κουβέντες και κοινά όνειρα. Μίλησαν για τη μελλοντική τους τύχη, για τις βελτιώσεις που θα έκαναν στο σπίτι τους. Ο Κάρολος έβλεπε να μεγαλώνει η υπόληψή του, η περιουσία του ν' αυξάνει, η γυναίκα του να τον αγαπά πάντοτε. Η Έμμα ήταν ευτυχισμένη που ξανάνιωνε μέσα σ' ένα καινούριο αίσθημα, καλύτερο, πιο γερό, και που ένιωθε κάποια τρυφερότητα για τον φτωχό αυτό άνθρωπο, που τη λάτρευε. Η σκέψη του Ροδόλφου πέρασε μια στιγμή από το κεφάλι της. Αλλά τα μάτια της ξαναγύρισαν προς τον Κάρολο, και μάλιστα παρατήρησε με έκπληξη ότι τα δόντια του δεν ήταν και τόσο άσχημα.

Βρίσκονταν στο κρεβάτι, όταν ο κύριος Ομέ, μην ακούγοντας διόλου τις διαμαρτυρίες της μαγείρισσας, μπήκε άξαφνα στο δωμάτιο, κρατώντας στο χέρι ένα φύλλο χαρτί φρεσκογραμμένο! Ήταν το άρθρο που προόριζε για τη Fanal de Rouen. Το έφερνε για να το διαβάσουν.

«Διαβάστε το εσείς» είπε ο Μποβαρύ.

Κι εκείνος άρχισε:

«Παρά τας προλήψεις που σκεπάζουν ακόμα ένα μεγάλο μέρος της Ευρώπης σαν ένα δίχτυ, το φως εντούτοις άρχισε να εισδύει εις τα χωριά μας. Έτσι, την Τρίτην, η μικρή μας πόλη Γιονβίλ υπήρξε το θέατρο ενός χειρουργικού πειράματος, το οποίον συγχρόνως ήτο και πράξις υψηλής φιλανθρωπίας. Ο κύριος Μποβαρύ, ένας από τους πιο διακεκριμένους ιατρούς μας...»

«Α, αυτό πάει πολύ! Πάρα πολύ!» έλεγε ο Κάρολος, που τον έπνιγε η συγκίνηση.

«Αλλά όχι διόλου! Πώς αυτό!...

"έκανε μίαν εγχείρησιν ενός στραβού ποδιού..."

»Δεν έβαλα τον επιστημονικό όρο, γιατί, ξέρετε, σε μια εφημερίδα... Όλος ο κόσμος πιθανόν να μην καταλάβει. Πρέπει το πλήθος...»

«Και βέβαια» είπε ο Μποβαρύ. «Συνεχίστε».

«Επαναλαμβάνω» είπε ο φαρμακοποιός.

«Ο κύριος Μποβαρύ, ένας από τους πιο διακεκριμένους ιατρούς μας, έκανε μίαν εγχείρησιν επάνω εις το στραβό πόδι κάποιου Ιππολύτου Τοτέν, υπηρέτου επί πέντε χρόνια εις τον στάβλον του πανδοχείου το Χρυσό Λιοντάρι, που ευρίσκεται εις την πλατείαν των Όπλων και το διευθύνει η χήρα Λεφρανσούα. Η καινοτομία αυτή και το ενδιαφέρον που εγεννήθη από μίαν τέτοιαν υπόθεσιν, επροκάλεσε τόσην συγκέντρωσιν κόσμου, που εμπρός από το κατάστημα κυριολεκτικώς δεν υπήρχε θέσις. Η εγχείρησις, άλλωστε, έγινε σαν από ένα μαγικό χέρι, και είναι ζήτημα εάν έπεσαν λίγες σταγόνες αίματος επάνω στο δέρμα. Θα ημπορούσε να πει κανείς ότι ο ατίθασος τένων υπέκυψεν εις τας προσπαθείας της επιστήμης. Ο άρρωστος, πράγμα παράξενον (και το βεβαιούμεν εξ ιδίας αντιλήψεως), δεν εξεδήλωσε κανένα πόνον. Η κατάστασίς του, έως τώρα, είναι εξαίρετη. Το κάθε τι μας κάνει να πιστεύωμεν ότι η ανάρρωσις θα είναι βραχεία. Και ποιος ξέρει εάν, εις την προσεχή εορτήν του χωριού, δεν θα δούμε τον καλό μας Ιππόλυτον να λαμβάνη μέρος εις τους βακχικούς χορούς, εν μέσω της ευθύμου συντροφιάς του, και να αποδεικνύη εις όλους με την ζωηρότητα και τα πηδήματά του την τέλειαν θεραπείαν του; Τιμή λοιπόν εις τους

Page 125: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

γενναίους μας επιστήμονας! Τιμή εις τας ακαμάτους αυτάς διανοίας που αφιερώνουν την αγρυπνίαν των εις την βελτίωσιν, ή μάλλον την ανακούφισιν του ανθρωπίνου γένους! Τιμή, τρεις φορές τιμή! Η περίπτωσις αυτή δεν μας δίδει, άραγε, το δικαίωμα να φωνάξωμεν ότι οι τυφλοί θα δουν, οι κουφοί θα ακούσουν, οι κουτσοί θα περπατήσουν; Αλλά εκείνο που άλλοτε ο φανατισμός υπέσχετο εις τους εκλεκτούς του, σήμερον η επιστήμη το επέτυχε για όλους τους ανθρώπους. Θα κρατήσωμεν τους αναγνώστας μας ενήμερους όλων των διαδοχικών φάσεων της αξιοσημειώτου αυτής θεραπείας».

Αυτά δεν εμπόδισαν, πέντε μέρες κατόπι, να έρθει κατατρομαγμένη η κυρία Λεφρανσουά, φωνάζοντας:

«Βοήθεια! Πεθαίνει!... Χάνω το νου μου!»

Ο Κάρολος έτρεξε αμέσως στο Χρυσό Λιοντάρι, και ο φαρμακοποιός που τον είδε να περνά από την πλατεία χωρίς καπέλο, άφησε μόνο του το φαρμακείο. Είχε γίνει κι αυτός κόκκινος, ανήσυχος, ταραγμένος, και ρωτούσε όλους εκείνους, που ανέβαιναν τη σκάλα:

«Τι έχει λοιπόν ο αξιόλογός μας στρεφοπόδης;»

Ο στρεφοπόδης αγωνιούσε, οι τρομεροί σπασμοί τον έκαναν να στριφογυρίζει τόσο, που το μηχάνημα, μέσα στο οποίο ήταν κλεισμένη η κνήμη του, χτυπούσε με δύναμη στον τοίχο.

Με πολλές προφυλάξεις, για να μη χαλάσουν τη θέση του ποδιού, έβγαλαν, λοιπόν, το κουτί και τότε φάνηκε ένα φρικιαστικό θέαμα: Το σχήμα του ποδιού χανόταν μέσα σ' ένα τέτοιο πρήξιμο, που το δέρμα ολόκληρο νόμιζε κανείς ότι ήταν έτοιμο να σπάσει, και ήταν γεμάτο εκχυμώσεις που είχε προκαλέσει η περίφημη μηχανή. Ο Ιππόλυτος φώναζε μέρες πριν ότι υπέφερε. Δεν του 'χαν δώσει σημασία. Ήταν τώρα υποχρεωμένοι να αναγνωρίσουν ότι δεν είχε εντελώς άδικο, και του άφησαν ελεύθερο το πόδι για λίγες ώρες. Μόλις, όμως, το πρήξιμο υποχώρησε λίγο, οι δύο σοφοί δεν έχασαν καιρό και έκριναν ότι έπρεπε να ξαναβάλουν το πόδι μέσα στο μηχάνημα, για να επιταχύνουν τα πράγματα. Τέλος, ύστερα από τρεις μέρες, ο Ιππόλυτος δεν μπόρεσε πια ν' αντέξει· έβγαλαν και πάλι το μηχάνημα και έδειξαν πάρα πολύ μεγάλη έκπληξη για το αποτέλεσμα που έβλεπαν. Ένα τρομερό πρήξιμο απλωνόταν επάνω στην κνήμη και, εδώ κι εκεί, έβγαινε ένα μαύρο υγρό. Το πράγμα έπαιρνε σοβαρή τροπή. Ο Ιππόλυτος άρχισε να στενοχωριέται και η κυρία Λεφρανσουά τον μετέφερε στη μικρή σάλα, δίπλα στην κουζίνα, για να έχει, τουλάχιστον, κάποια διασκέδαση.

Αλλά ο φοροεισπράκτορας, που κάθε μέρα έτρωγε στη σάλα, παραπονιόταν για τη συντροφιά αυτή. Τότε τον μετέφεραν στη σάλα του μπιλιάρδου. Βρισκόταν εκεί, βογκούσε κάτω από τα χοντρά σκεπάσματά του, χλομός και με τα γένια του αξούριστα, τα μάτια βαθουλωτά, και πότε πότε, γύριζε το ιδρωμένο κεφάλι του επάνω στο βρώμικο μαξιλάρι, όπου έπεφταν οι μύγες. Η κυρία Μποβαρύ πήγαινε και τον έβλεπε. Του έφερνε πανιά για τα καταπλάσματα, τον παρηγορούσε, του έδινε θάρρος. Εξάλλου, η συντροφιά δεν του έλειπε, προπάντων τη μέρα του παζαριού, όταν οι χωρικοί γύρω του έσπρωχναν τις μπάλες του μπιλιάρδου, έκαναν ξιφομαχία με τις στέκες, κάπνιζαν, έπιναν, τραγουδούσαν, φώναζαν.

«Πώς είσαι τώρα;» τον ρωτούσαν χτυπώντας του τον ώμο. «Α, δεν είσαι ευχαριστημένος, καθώς φαίνεται. Αλλά εσύ φταις. Έπρεπε να κάμεις εκείνο και το άλλο!» Και του διηγούνταν ιστορίες ανθρώπων που είχαν γιατρευτεί με διαφορετικά από τα δικά του φάρμακα. Έπειτα, για να τον παρηγορήσουν τάχα, πρόσθεταν:

«Δεν πρέπει να στενοχωριέσαι και τόσο! Σήκω πάνω! Χαϊδεύεσαι σαν να 'σαι βασιλιάς! Α, η αλήθεια είναι, παλιοψεύτη, ότι δεν είσαι και τόσο καλά!»

Page 126: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η γάγγραινα, πραγματικά, ανέβαινε διαρκώς και περισσότερο. Ο ίδιος ο Μποβαρύ είχε αρρωστήσει από τη στεναχώρια του. Πήγαινε κάθε ώρα, κάθε στιγμή. Ο Ιππόλυτος τον κοίταζε με μάτια τρομαγμένα και ψιθύριζε με λυγμούς:

«Πότε θα γίνω καλά; Αχ, γιατρέ, σώσε με! Πόσο είμαι δυστυχισμένος! Πόσο είμαι δυστυχισμένος!»

Κι ο γιατρός έφευγε, συστήνοντας πάντοτε δίαιτα.

«Μην τον ακούς διόλου, παιδί μου» επαναλάμβανε η κυρία Λεφρανσουά. «Σε παίδεψαν πάρα πολύ. Θα αδυνατίσεις περισσότερο! Πάρε αυτό να φας!»

Και του παρουσίαζε ένα καλό ζουμί, ένα κομματάκι ψητό, λίγο λαρδί και κάποτε μερικά μικρά ποτηράκια ρακί, που εκείνος δεν είχε τη δύναμη να βάλει στο στόμα του.

Ο αβάς Μπουρνιζιέν, μαθαίνοντας ότι η κατάσταση του Ιππόλυτου χειροτέρευε, ζήτησε να τον δει. Άρχισε να λέει ότι έπρεπε να μην παραπονιέται, αφού αυτή ήταν η θέληση του Θεού, και ότι έπρεπε να επωφεληθεί γρήγορα από την ευκαιρία για να συμφιλιωθεί με το Θεό.

«Διότι» έλεγε ο παπάς με πατρικό ύφος, «παραμελούσες λίγο τα καθήκοντά σου. Πόσα χρόνια έχεις που δε μετάλαβες; Εννοώ ότι οι ασχολίες σου, οι ζάλες του κόσμου, σ' έκαναν να μη φροντίζεις για τη σωτηρία σου. Τώρα όμως είναι η ώρα να σκεφτείς. Εν τω μεταξύ, μην απελπίζεσαι. Γνώρισα μεγάλους αμαρτωλούς που, όταν επρόκειτο να παρουσιαστούν στο Θεό (δε βρίσκεσαι διόλου στο σημείο αυτό, το ξέρω καλά), επικαλέσθηκαν την ευσπλαχνία του, και που πέθαναν ασφαλώς με καλύτερες διαθέσεις. Ας ελπίσομε ότι και συ θα μας δώσεις παραδείγματα καλά! Γι' αυτό, για το καλό σου δηλαδή, ποιος θα σ' εμποδίσει να λέγεις πρωί και βράδυ ένα Χαίρε, Μαρία κεχαριτωμένη κι ένα Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς! Ναι, κάμε το αυτό! Για μένα, θα με υποχρεώσεις. Τι στοιχίζει ένα τέτοιο πράγμα!... Μου το υπόσχεσαι;»

Ο δυστυχισμένος νέος το υποσχέθηκε. Ο παπάς ξαναγύρισε και τις ακόλουθες μέρες. Μιλούσε με την ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου και μάλιστα της διηγιόταν ανέκδοτα ανακατεμένα με αστεία και λογοπαίγνια, που ο Ιππόλυτος δεν καταλάβαινε. Έπειτα, μόλις το επέτρεπαν οι περιστάσεις, ξαναγύριζε στα θρησκευτικά ζητήματα, παίρνοντας στάση κι έκφραση ανάλογη.

Ο ζήλος του φάνηκε ότι πέτυχε, γιατί ο στρεφοπόδης, ύστερα από λίγο καιρό εξέφρασε τον πόθο, μόλις γίνει καλά, να προσκυνήσει την «Θείαν Αντίληψιν». Ο Μπουρνιζιέν απάντησε τότε ότι δεν έβρισκε τίποτα το άτοπο. Δύο προσπάθειες αξίζουν πάντα περισσότερο από μια. Δεν έχανε κανείς τίποτα.

Ο φαρμακοποιός αγανάκτησε για τα κόλπα, όπως τα 'λεγε, του παπά. Έλεγε ότι εμπόδιζαν την ανάρρωση του Ιππόλυτου και το επανελάμβανε στην κυρία Λεφρανσουά. «Αφήστε τον! Αφήστε τον! Του καταστρέφετε το ηθικό με το μυστικισμό σας».

Αλλά η αγαθή γυναίκα δεν ήθελε πια να τον ακούσει. Τον θεωρούσε υπαίτιο όλων. Από πνεύμα αντιλογίας, κρέμασε μάλιστα στο προσκέφαλο του αρρώστου ένα δοχείο γεμάτο αγιασμό και βάγια.

Εν τω μεταξύ, ούτε η θρησκεία ούτε η χειρουργική μπορούσαν να τον βοηθήσουν. Η κατάστασή του χειροτέρευε διαρκώς και η ακατάσχετη σήψη ανέβαινε εξακολουθητικά από τα άκρα προς την κοιλιά. Άλλαζαν τα φάρμακα και τα καταπλάσματα αλλά το αποτέλεσμα ήταν το ίδιο. Άρχισαν να πέφτουν κομμάτια από πάνω του. Τότε, όταν η κυρία Λεφρανσουά, απελπισμένη, ρώτησε τον Κάρολο αν μπορούσε να καλέσει από τη Νεσατέλ τον κύριο Κανιβέ, ο οποίος ήταν μια εξοχότητα, ο Κάρολος κίνησε το κεφάλι του καταφατικά.

Page 127: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Διδάκτωρ της ιατρικής, ηλικίας πενήντα ετών, με καλή πελατεία, υπόληψη και πεποίθηση στον εαυτό του, ο συνάδελφος δε δίστασε διόλου να γελάσει περιφρονητικά, όταν ανακάλυψε ότι η γάγγραινα του ποδιού είχε φτάσει ως το γόνατο. Έπειτα, αφού δήλωσε καθαρά ότι έπρεπε να κοπεί το πόδι, πήγε στο φαρμακείο κι άρχισε να βρίζει τους γαϊδάρους αυτούς, που κατάντησαν ένα δυστυχισμένο άνθρωπο σ' αυτό το χάλι. Τραβούσε τον κύριο Ομέ από το κουμπί της ρεντιγκότας του και φώναζε δυνατά μέσα στο φαρμακείο:

«Αυτά τα πράγματα είναι εφευρέσεις του Παρισιού! Ιδού οι ιδέες των κυρίων της πρωτευούσης! Είναι σαν το στραβισμό, το χλωροφόρμιο, τη λιθοτριβή κι ένα σωρό άλλα τερατουργήματα που η Κυβέρνηση έπρεπε ν' απαγορεύσει! Αλλά θέλουν να κάμουν τον έξυπνο και να σας φουσκώνουν με φάρμακα, χωρίς να ανησυχούν για τις συνέπειες. Εμείς, βέβαια, δεν είμεθα τόσο άξιοι. Δεν είμεθα επιστήμονες, εφευρέται και φιλάνθρωποι. Είμεθα απλοί γιατροί, θεραπευταί, και δε μας έρχεται η σκέψη να κάνουμε εγχείρηση σ' έναν άνθρωπο που έχει θαυμάσια υγεία! Να κάνεις ίσια τα στραβά πόδια! Είναι δυνατόν να ισιώσει ποτέ ο στραβοπόδης; Είναι το ίδιο σαν να ήθελαν, παραδείγματος χάριν, να απαλλάξουν έναν καμπούρη από τη φυσική του ασχήμια!»

Ο Ομέ υπέφερε ακούγοντας τα λόγια αυτά κι έκρυβε τη στεναχώρια του μ' ένα χαμόγελο κολακείας, γιατί δεν ήθελε να δυσαρεστήσει τον κύριο Κανιβέ, του οποίου οι συνταγές έφταναν κάποτε και ως τη Γιονβίλ. Για το λόγο αυτό δεν ανέλαβε να υπερασπίσει τον Μποβαρύ, δεν έκανε ούτε μια διακοπή, και εγκαταλείποντας τις αρχές του, θυσίασε την αξιοπρέπεια στα σοβαρότερα συμφέροντα του εμπορίου του.

Ο ακρωτηριασμός αυτός υπήρξε ένα σπουδαίο γεγονός για το χωριό, προπάντων γιατί τον έκανε ο γιατρός Κανιβέ! Όλοι οι κάτοικοι τη μέρα αυτή είχαν ξυπνήσει από πολύ νωρίς, και ο μεγάλος δρόμος, μολονότι ήταν γεμάτος κόσμο, είχε κάτι το πένθιμο, σαν να επρόκειτο για θανατική εκτέλεση. Στον μπακάλη συζητούσαν για την αρρώστια του Ιππόλυτου. Τα καταστήματα δεν πουλούσαν τίποτα, και η κυρία Τιβάς, η γυναίκα του δημάρχου, δεν κουνούσε από το παράθυρό της, από ανυπομονησία να δει τον χειρούργο να 'ρχεται.

Έφτασε με το αμάξι του, το οποίο οδηγούσε μόνος του. Αλλά η δεξιά σούστα είχε καθίσει κάτω από το βάρος της παχυσαρκίας του και το αμάξι έγερνε από το ένα μέρος, αφήνοντας να φαίνεται ένα μεγάλο κουτί σκεπασμένο με δέρμα προβάτου, που τα χάλκινα κλείθρα του έλαμπαν στο φως.

Όταν μπήκε σαν ανεμοστρόβιλος στην αυλή του Χρυσού Λιονταριού, ο κύριος δόκτωρ, φωνάζοντας δυνατά, διέταξε να ξεζέψουν το άλογο, έπειτα πήγε στο στάβλο για να δει αν έτρωγε πραγματικά, γιατί, όταν έφτανε στους αρρώστους του, πριν απ' όλα ενδιαφερόταν για το υποζύγιό του και το αμάξι του. Ο κόσμος, μάλιστα, έπαιρνε αφορμή για να λέει:

«Α, ο κύριος Κανιβέ είναι ιδιότροπος!»

Και τον εκτιμούσαν περισσότερο γι' αυτή την επίμονη αδυναμία. Μπορούσε να χαλάσει το σύμπαν και να μην έμενε άνθρωπος ζωντανός, αυτός όμως δεν άφηνε ούτε την ελάχιστη συνήθειά του.

Ο Ομέ παρουσιάστηκε.

«Βασίζομαι σε σας» είπε ο δόκτωρ. «Είμαστε έτοιμοι; Εμπρός!»

Αλλά ο φαρμακοποιός, κοκκινίζοντας, ομολόγησε ότι ήταν πολύ ευαίσθητος και δεν μπορούσε να παρευρεθεί σε μια τέτοια εγχείρηση.

«Όταν είναι κανείς απλός θεατής» έλεγε, «η φαντασία, ξέρετε, επηρεάζεται! Και έπειτα έχω το

Page 128: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

νευρικό σύστημα τόσο...»

«Α μπα!» διέκοψε ο Κανιβέ. «Μου φαίνεστε απεναντίας ότι θα πάθετε αποπληξία. Και εξάλλου, αυτό δε με εκπλήσσει, γιατί, εσείς οι φαρμακοποιοί, μένετε διαρκώς κλεισμένοι στο εργαστήριό σας και στο τέλος καταλήγετε να καταστρέφετε τον οργανισμό σας. Κοιτάξτε εμένα. Κάθε πρωί σηκώνομαι στις τέσσερις, ξυρίζομαι με κρύο νερό (ποτέ δεν κρυώνω), δε φορώ φανέλα, δε συναχώνομαι, το "κουτί" είναι καλό! Ζω πότε με τον έναν τρόπο, πότε με τον άλλο, σαν φιλόσοφος, έτσι όπως τα φέρνει η τύχη. Αυτός είναι ο λόγος που δεν είμαι τόσο λεπτός, όσο είστε σεις, και μου είναι εξίσου αδιάφορο να σφάξω ένα χριστιανό ή ένα πουλί. Έπειτα εσείς θα πείτε, η συνήθεια... η συνήθεια!»

Τότε, χωρίς να δίνουν προσοχή στον Ιππόλυτο που η αγωνία τον έκανε να λούζεται από ιδρώτα κάτω από το σκέπασμά του, οι κύριοι αυτοί άρχισαν μια ομιλία όπου έκαναν σύγκριση της ψυχραιμίας ενός χειρούργου με εκείνη ενός στρατηγού. Ο παραλληλισμός αυτός ήταν ευχάριστος στον Κανιβέ, ο οποίος τότε δεν έπαυε πια να μιλά για τις απαιτήσεις της τέχνης του. Τη θεωρούσε ιεροσύνη, αν και, κατά τη γνώμη του, οι λειτουργοί την ατίμαζαν. Τέλος, ξαναγύρισε στο ζήτημα του αρρώστου του, εξέτασε τους επιδέσμους που είχε φέρει ο Ομέ, τους ίδιους που είχε παρουσιάσει τη μέρα που χρησιμοποίησαν τη νέα εφεύρεση, και ζήτησε κάποιον που να μπορεί να κρατήσει το πόδι. Έστειλαν να φωνάξουν τον Λεστιμπουντουά, και ο κύριος Κανιβέ, αφού σήκωσε τα μανίκια του, πέρασε στην αίθουσα του μπιλιάρδου, ενώ ο φαρμακοποιός έμεινε με την Αρτεμισία και την κυρία Λεφρανσουά, πιο χλομές και οι δυο τους κι από την ποδιά του, και με το αυτί κολλημένο στην πόρτα.

Ο Μποβαρύ όλο αυτό το διάστημα δεν τολμούσε να κουνηθεί απ' το σπίτι του. Βρισκόταν κάτω στη σάλα, καθισμένος στη γωνιά του σβησμένου τζακιού, το κεφάλι και τα μάτια του ακίνητα. «Τι συμφορά» συλλογιζόταν, «τι απογοήτευση!» Είχε πάρει, εντούτοις, κάθε δυνατή προφύλαξη. Το πεπρωμένο είχε ανακατευτεί. Τι σημασία όμως είχε αυτό! Αν ο Ιππόλυτος συνέβαινε να πεθάνει αργότερα, αυτός ήταν που τον είχε δολοφονήσει. Κι έπειτα, ποιες δικαιολογίες θα έβρισκε όταν, στις επισκέψεις του, θα τον ρωτούσαν: Μήπως είχε γελαστεί σε κάτι, μήπως δεν είχε κάνει καλά τους υπολογισμούς. Έψαχνε στο μυαλό του και δεν έβρισκε. Και οι πιο περίφημοι χειρούργοι μπορούσαν ν' απατηθούν. Αυτό όμως κανείς δε θα ήθελε να το πιστέψει. Απεναντίας, θα γελούσαν μαζί του, θα τον κακολογούσαν. Η είδηση θα διαδιδόταν και θα έφτανε ως τη Φορζ! Ως τη Νεσατέλ! Ως τη Ρουέν! Παντού! Ποιος ξέρει αν και οι συνάδελφοι δε θα έγραφαν εναντίον του; Θα επακολουθούσε μια πολεμική και θα ήταν υποχρεωμένος ν' απαντά στις εφημερίδες. Ο Ιππόλυτος, μάλιστα, μπορούσε να τον καλέσει στο δικαστήριο. Έβλεπε τον εαυτό του ατιμασμένο, χαμένο! Κι η φαντασία του, ταραγμένη από ένα ολόκληρο πλήθος υποθέσεις, ταλαντευόταν ανάμεσα σ' αυτές, όπως ένα άδειο βαρέλι πεταμένο στη θάλασσα που κυλά επάνω στα κύματα.

Η Έμμα απέναντί του τον κοίταζε. Δε συμμεριζόταν την ταπείνωσή του, ένιωθε μια άλλη: Το ότι δηλαδή είχε φανταστεί πως ένας τέτοιος άνθρωπος μπορούσε να αξίζει κάτι, σαν να μην είχε δει αρκετά, είκοσι φορές πριν, τη μετριότητά του.

Ο Κάρολος βάδιζε κατά μήκος και κατά πλάτος στο δωμάτιο. Τα παπούτσια του έτριζαν επάνω στο πάτωμα.

«Κάθισε» είπε εκείνη, «με εκνευρίζεις!»

Εκείνος ξανακάθισε.

Πώς συνέβη —αυτή που ήταν τόσο έξυπνη— να απατηθεί ακόμα μια φορά! Εξάλλου, τι ήταν αυτή η ελεεινή τρέλα που την έκανε να καταστρέψει την ύπαρξή της με διαρκείς θυσίες; Θυμήθηκε όλα τα δυνατά ένστικτά της, όλες τις στερήσεις της ψυχής της, τη μιζέρια του γάμου, του νοικοκυριού, τα όνειρά της που έπεφταν στη λάσπη σαν πληγωμένα χελιδόνια, όλα εκείνα που είχε ποθήσει, όλα

Page 129: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

εκείνα που είχε στερηθεί, όλα εκείνα που μπορούσε να απολαύσει! Και για ποιο λόγο, για ποιο λόγο;

Μέσα στη σιγή που απλωνόταν σε όλο το χωριό, μια σπαραχτική κραυγή διέσχισε τον αέρα. Ο Μποβαρύ χλόμιασε σαν να επρόκειτο να λιποθυμήσει. Εκείνη ζάρωσε τα φρύδια της με μια νευρική κίνηση, έπειτα εξακολούθησε. Κι όμως, όλ' αυτά γίνονταν για τον άνθρωπο αυτόν, για τον άντρα αυτόν, που δεν καταλάβαινε τίποτα, που δεν αισθανόταν τίποτα! Κι ο άνθρωπος αυτός ήταν εκεί, ήσυχος, χωρίς να υποπτεύεται ότι η γελοιοποίηση του ονόματός του στο εξής θα λέρωνε κι αυτήν όπως κι εκείνον. Είχε προσπαθήσει να τον αγαπήσει κι είχε μετανοήσει πικρά, κλαίγοντας, γιατί είχε παραδοθεί σ' έναν άλλο!

«Ίσως να είναι...» είπε έξαφνα ο Μποβαρύ, ο οποίος συλλογιζόταν.

Στην απροσδόκητη σύγκρουση αυτής της φράσης, που έπεφτε στις σκέψεις της σαν μια μολυβένια σφαίρα σ' έναν ασημένιο δίσκο, η Έμμα σκίρτησε και σήκωσε το κεφάλι της για να μαντέψει τι ήθελε να πει εκείνος. Και κοιτάχτηκαν σιωπηλά, σχεδόν κατάπληκτοι έβλεπαν ο ένας τον άλλον, τόσο ψυχικά χωρισμένοι ήταν. Ο Κάρολος την παρατηρούσε με το ταραγμένο βλέμμα ενός μεθυσμένου ανθρώπου, ακούγοντας την ίδια στιγμή, ακίνητος, τις τελευταίες κραυγές του ακρωτηριασμένου, που εξακολουθούσαν σε συρτά και μονότονα ξεφωνητά, που διακόπτονταν από διαπεραστικά βογκητά, σαν μακρινό μούγκρισμα κάποιου ζώου που το έσφαζαν. Η Έμμα δάγκωνε τα ωχρά της χείλη, και γυρίζοντας ανάμεσα στα δάχτυλά της ένα κομμάτι του πολύποδα που είχε σπάσει η ίδια, κάρφωνε πάνω στον Κάρολο τα θυμωμένα μάτια της, σαν δυο πυρωμένα βέλη έτοιμα να χτυπήσουν. Καθετί δικό του την ερέθιζε τώρα, το πρόσωπό του, τα ρούχα του, ό,τι δεν έλεγε, το άτομό του ολόκληρο, η ύπαρξή του, τέλος. Μετανοούσε, σαν να είχε κάμει έγκλημα, για την περασμένη αρετή της, και ό,τι της είχε ακόμα απομείνει, γκρεμιζόταν κάτω από τα τρομερά χτυπήματα της περηφάνιας της. Ένιωθε ευχαρίστηση σε όλες τις κακές ειρωνείες της άπιστης γυναίκας που θριαμβεύει. Η ανάμνηση του εραστή της ξαναγύρισε με ασύλληπτα στη φαντασία θέλγητρα. Πετούσε μέσα στις σκέψεις αυτές η ψυχή της, και οι νέες αυτές έλξεις την παρέσυραν σ' αυτή την εικόνα μ' έναν καινούριο ενθουσιασμό. Κι ο Κάρολος της φαινόταν τόσο χωρισμένος από τη ζωή της, τόσο ανίκανος, τόσο εκμηδενισμένος και τόσο χαμένος για πάντα, ωσάν να επρόκειτο να πεθάνει σε λίγο και να έβλεπε την αγωνία του θανάτου του.

Στο πεζοδρόμιο ακούστηκε θόρυβος βημάτων. Ο Κάρολος κοίταξε. Και ανάμεσα από την ταπεινωμένη ζηλοτυπία του, διέκρινε στην άκρη της αγοράς τον Κανιβέ, που σκούπιζε το μέτωπο με το μεταξωτό του μαντίλι. Ο Ομέ, πίσω του, κρατούσε στο χέρι ένα μεγάλο κόκκινο κουτί και πήγαιναν και οι δυο προς το μέρος του φαρμακείου.

Τότε, από μια αιφνίδια τρυφερότητα και αποθάρρυνση, ο Κάρολος γύρισε προς τη γυναίκα του και της είπε:

«Φίλησέ με, λοιπόν, καλή μου!»

«Άφησέ με!» είπε εκείνη, κατακόκκινη από το θυμό.

«Τι έχεις; Τι έχεις;» επαναλάμβανε έκπληκτος ο Κάρολος.

«Ησύχασε! Μην ταράζεσαι! Ξέρεις πολύ καλά ότι σ' αγαπώ!»

«Φτάνει!» φώναξε εκείνη με τρομερό ύφος.

Και φεύγοντας από το δωμάτιο, η Έμμα έκλεισε την πόρτα τόσο δυνατά, που το βαρόμετρο πήδησε από τον τοίχο και θρυμματίστηκε στο πάτωμα.

Page 130: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Κάρολος έπεσε πάνω στην πολυθρόνα του, ταραγμένος, ζητώντας να βρει τι μπορούσε να έχει η γυναίκα του, φανταζόμενος μια νευρασθένεια, κλαίγοντας, και νιώθοντας αόριστα να περιφέρεται γύρω του κάτι το παράδοξο, το ακατανόητο και το ολέθριο.

Όταν το βράδυ ο Ροδόλφος έφτασε στον κήπο, βρήκε την ερωμένη του να τον περιμένει στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας. Αγκαλιάστηκαν σφιχτά και όλη η κακία τους έλιωσε όπως το χιόνι κάτω από τη φλόγα του φιλιού αυτού.

Page 131: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

12

Ξανάρχισαν ν' αγαπιούνται. Συχνά, μάλιστα, στη μέση της μέρας η Έμμα έξαφνα του έγραφε. Έπειτα, από μέσα απ' τα τζάμια, έγνεφε στον Ιουστίνο, ο οποίος, λύνοντας γρήγορα την ποδιά του, έφευγε σαν πουλί για την Ουσέτ. Ο Ροδόλφος έφτανε. Τον είχε καλέσει να του πει ότι στεναχωριόταν, ότι ο άντρας της της ήταν μισητός, ότι η ζωή της ήταν ανυπόφορη!

«Μήπως μπορώ να σου κάμω τίποτα;» φώναξε μια μέρα εκείνος εκνευρισμένος.

«Αχ! Αν ήθελες...»

Η Έμμα καθόταν πάνω στο χώμα, ανάμεσα στα γόνατά του, με τα μαλλιά της λυμένα, το βλέμμα αφηρημένο.

«Τι λοιπόν;» ρώτησε ο Ροδόλφος.

Εκείνη στέναξε.

«Να πάμε να ζήσουμε αλλού... οπουδήποτε!»

«Είσαι τρελή !» της είπε γελώντας. «Είναι δυνατόν;»

Ξαναμίλησε πολλές φορές για το ζήτημα αυτό. Εκείνος όμως έκανε πως δεν καταλάβαινε κι άλλαζε κουβέντα.

Εκείνο που δεν μπορούσε να εννοήσει ο Ροδόλφος ήταν όλη αυτή η ταραχή μέσα σ' ένα πράγμα τόσο απλό, όπως είναι ο έρωτας. Εκείνη είχε μια αφορμή, ένα λόγο, μια αιτία, κάτι που τη βοηθούσε να τον αγαπάει.

Η περιπάθειά της, πραγματικά, κάθε μέρα γινόταν και περισσότερη από αντιπάθεια για τον άντρα της. Όσο δεχόταν τον έναν, τόσο σιχαινόταν τον άλλον. Ποτέ άλλοτε ο Κάρολος δεν της φαινόταν τόσο αηδιαστικός, με δάχτυλα τόσο τετράγωνα, με μυαλό τόσο χοντρό, με τρόπους τόσο χυδαίους, παρά όταν βρίσκονταν μαζί ύστερα από τις συναντήσεις της με τον Ροδόλφο. Τότε, μολονότι έκανε την καλή και ενάρετη σύζυγο, θυμόταν με πυρετό το κεφάλι εκείνο, όπου τα μαύρα μαλλιά κατέληγαν σε μια μπούκλα προς το ηλιοκαμένο μέτωπο, το ανάστημα εκείνο το δυνατό και συγχρόνως κομψό, τον άνθρωπο, τέλος, εκείνον, που είχε τόση σφοδρότητα στο αίσθημα. Γι' αυτόν και μόνο λιμάριζε τα νύχια της με τέχνη αληθινού σμιλευτή, και γι' αυτόν και μόνο έβρισκε ότι ποτέ της δεν είχε αρκετή κολκρέμ στην επιδερμίδα της, ούτε «πατσουλί» στα μαντίλια της. Φορτωνόταν με βραχιόλια, δαχτυλίδια, περιδέραια. Όταν ήταν να 'ρθει, γέμιζε με τριαντάφυλλα τα δυο της μεγάλα γαλάζια ανθογυάλια και περιποιόταν το σπίτι της και τον εαυτό της σαν μία εταίρα που προσμένει έναν πρίγκιπα. Η υπηρέτρια δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να πλένει διαρκώς ασπρόρουχα. Και όλη τη μέρα, η Ευτυχία δεν κουνούσε από την κουζίνα, όπου ο μικρός Ιουστίνος, που συχνά της έκανε συντροφιά, την κοίταζε που δούλευε.

Με τον αγκώνα ακουμπισμένο επάνω στο σανίδι όπου εκείνη σιδέρωνε, κοίταζε με μεγάλη περιέργεια όλ' αυτά τα γυναικεία φορέματα που ήταν απλωμένα γύρω του: υπήρχαν λινοβάμβακα μεσοφόρια, σάλια, κολάρα, πανταλόνια με κορδέλες κι άλλα εξαρτήματα της γυναικείας τουαλέτας.

«Τι χρησιμεύει αυτό;» ρώτησε ο νεαρός υπηρέτης, βάζοντας το χέρι του επάνω σ' ένα κρινολίνο ή καμιά πόρπη.

Page 132: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Δεν έτυχε, λοιπόν, να δεις ποτέ σου;» απαντούσε γελώντας η Ευτυχία. «Σαν να μη φορεί τέτοια πράγματα η κυρία σου».

«Α, ναι! Η κυρία Ομέ!» Και πρόσθετε με ύφος σκεπτικό: «Δεν είναι, όμως, κομψή όπως η κυρία σου!»

Αλλά η Ευτυχία έχανε την υπομονή της που τον έβλεπε να περιφέρεται συνέχεια γύρω της. Ήταν έξι χρόνια μεγαλύτερη απ' αυτόν, και ο Θόδωρος, ο υπηρέτης του κυρίου Γκιγιομέν, άρχισε να της κάνει τα γλυκά μάτια.

«Άφησέ με ήσυχη!» έλεγε, τραβώντας το δοχείο με την κόλλα. «Πήγαινε καλύτερα να κοπανίσεις αμύγδαλα. Διαρκώς βρίσκεσαι δίπλα στις γυναίκες. Περίμενε πρώτα να φυτρώσει το μουστάκι σου κι έπειτα να ανακατεύεσαι μαζί τους».

«Καλά, μη θυμώνεις. Πηγαίνω για το χατίρι σου να γυαλίσω τα παπούτσια της κυρίας σου».

Κι αμέσως έπαιρνε τα παπούτσια της Έμμας, που ήταν βουτηγμένα στη λάσπη —τη λάσπη των ερωτικών συναντήσεων— που κάτω από τα δάχτυλά του έπεφτε σε σκόνη.

«Πόσο φοβάσαι μην τα χαλάσεις!» έλεγε η μαγείρισσα, που δεν έδινε και τόση προσοχή όταν τα γυάλιζε μόνη της, γιατί η κυρία τής τα χάριζε όταν άρχιζαν να παλιώνουν λίγο.

Η Έμμα εξάλλου, είχε ένα σωρό παπούτσια στο ντουλάπι της, που τα χρησιμοποιούσε με ιδιοτροπία, χωρίς ποτέ ο Κάρολος να της κάμει την παραμικρή παρατήρηση. Με την ίδια υπομονή έβγαλε από την τσέπη του τριακόσια φράγκα για να αγοράσει ένα ξύλινο ποδάρι, που εκείνη θεώρησε απαραίτητο να δωρίσει στον Ιππόλυτο. Το βάθρο του ήταν γαρνιρισμένο με φελλό κι είχε ελαστικές αρθρώσεις, έναν πολύπλοκο μηχανισμό, σκεπασμένο μ' ένα μαύρο παντελόνι που κατέληγε σ' ένα βερνικωμένο παπούτσι. Αλλά ο Ιππόλυτος δεν τολμούσε να μεταχειρίζεται κάθε μέρα ένα τέτοιο ωραίο ποδάρι, και παρακάλεσε την κυρία Μποβαρύ να του προμηθεύσει ένα άλλο, πιο εύκολο. Εννοείται, ο γιατρός έκανε και πάλι τα έξοδα.

Ο υπηρέτης, λοιπόν, του στάβλου ξανάρχισε σιγά σιγά τη δουλειά του. Τον έβλεπαν, όπως και πριν, να τρέχει στο χωριό, κι όταν ο Κάρολος άκουγε από μακριά, επάνω στις πλάκες του δρόμου, τον ξερό κρότο του ξύλινου ποδαριού, άλλαζε γρήγορα το δρόμο του.

Εκείνος που είχε αναλάβει την παραγγελία ήταν ο έμπορος, ο κύριος Λερέ. Έτσι του δόθηκε η ευκαιρία να συχνάζει στην Έμμα. Μιλούσε μαζί της για τις νέες παραλαβές από το Παρίσι, για τα χίλια δυο περίεργα γυναικεία αντικείμενα· φαινόταν πάντοτε πολύ περιποιητικός και ποτέ δε ζητούσε χρήματα. Η Έμμα άφηνε τον εαυτό της να παρασύρεται σ' αυτές τις ανέσεις και ικανοποιούσε όλες τις ιδιοτροπίες της. Θέλησε, λοιπόν, ν' αγοράσει, για να το δωρίσει στον Ροδόλφο, ένα ωραιότατο μαστίγιο που βρισκόταν στη Ρουέν σ' ένα κατάστημα που πουλούσε ομπρέλες. Ο κύριος Λερέ, μετά από μια βδομάδα, το τοποθετούσε πάνω στο τραπέζι της.

Την επομένη, όμως, παρουσιάστηκε στο σπίτι της μ' ένα λογαριασμό διακοσίων εβδομήντα φράγκων, χωρίς να υπολογίσει και τα ψιλά. Η Έμμα στεναχωρήθηκε πολύ. Όλα τα συρτάρια του γραφείου ήταν άδεια. Χρωστούσαν μάλιστα περισσότερο από δυο βδομάδες στον Λεστιμπουντουά, δυο τριμηνίες στην υπηρέτρια, ένα σωρό άλλα πράγματα, και ο Μποβαρύ περίμενε με ανυπομονησία το έμβασμα του κυρίου Ντεροζερέ, ο οποίος είχε τη συνήθεια κάθε χρόνο να τον πληρώνει το μεσοκαλόκαιρο.

Στην αρχή, η Έμμα κατόρθωσε να πάρει κάποια αναβολή από τον Λερέ. Τέλος, όμως, αυτός έχασε την υπομονή του και της έλεγε ότι τον βίαζαν οι πιστωτές του, ότι δεν είχε αρκετά κεφάλαια κι ότι αν δεν έπαιρνε ένα μέρος, θα ήταν υποχρεωμένος να της πάρει πίσω όσα εμπορεύματα της είχε πουλήσει.

Page 133: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Και δεν τα παίρνεις;» είπε η Έμμα.

«Αυτά είναι αστεία!» απάντησε εκείνος. «Το μόνο που μ' ενδιαφέρει περισσότερο είναι το μαστίγιο. Μα την αλήθεια, θα το ζητήσω από τον κύριο».

«Όχι, όχι!» είπε εκείνη.

«Α, τώρα σε κρατώ!» συλλογίστηκε ο Λερέ.

Και βέβαιος για την ανακάλυψή του, έφυγε επαναλαμβάνοντας με μισή φωνή και με το συνηθισμένο ύφος του:

«Καλά. Θα δούμε. Θα δούμε».

Η Έμμα συλλογιζόταν πώς να βγει από την αμηχανία, όταν, μπαίνοντας η μαγείρισσα, άφησε πάνω στο τζάκι ένα μικρό ρολό από γαλάζιο χαρτί εκ μέρους του κυρίου Ντεροζερέ. Πήδησε αμέσως επάνω, το άνοιξε. Υπήρχαν μέσα δεκαπέντε ναπολεόνια. Ήταν ο λογαριασμός. Άκουσε τον Κάρολο που ανέβαινε τη σκάλα. Έριξε τα χρυσά νομίσματα στο βάθος του συρταριού και πήρε τα κλειδιά.

Ύστερα από τρεις μέρες παρουσιάστηκε πάλι ο Λερέ.

«Έχω να σας προτείνω ένα συμβιβασμό» είπε. «Αν, αντί να μου δώσετε το ποσό που συμφωνήσαμε, θελήσετε να πάρετε...»

«Πάρτε τα χρήματά σας» απάντησε εκείνη, και του έβαλε στο χέρι δεκατέσσερα ναπολεόνια.

Ο έμπορος έμεινε κατάπληκτος. Τότε, για να κρύψει τη διάψευση των ελπίδων του, άρχισε να ζητά συγνώμη και να προσφέρει και πάλι τις υπηρεσίες του, που η Έμμα τις αρνήθηκε όλες. Έπειτα εκείνη έμεινε λίγες στιγμές, ψηλαφώντας στην τσέπη της ποδιάς της τα δύο πεντόφραγκα που της είχε επιστρέψει. Έκανε μόνη της την υπόσχεση ότι θα προσπαθούσε να τα οικονομήσει και να τα επιστρέψει αργότερα. «Α, μπα» σκεφτόταν, «δε θα τα συλλογιστεί καθόλου».

Εκτός από το μαστίγιο με την ασημένια λαβή, ο Ροδόλφος είχε δεχτεί και μια σφραγίδα με την ιταλική επιγραφή Αγάπη της καρδιάς. Επίσης και μια σάρπα για να τυλίγει το πρόσωπό του, και τέλος, μια πουροθήκη σαν εκείνη του υποκόμη, που ο Κάρολος άλλοτε είχε μαζέψει από το δρόμο, και που η Έμμα τη φύλαγε. Τα δώρα, όμως, αυτά τον ταπείνωναν. Τις περισσότερες φορές αρνιόταν να τα πάρει. Εκείνη επέμενε και ο Ροδόλφος, τέλος, υποχωρούσε, βρίσκοντάς την τυραννική.

Έπειτα, η Έμμα είχε ένα σωρό παράξενες ιδέες.

«Όταν θα χτυπήσει μεσάνυχτα» έλεγε, «θα σκέφτεσαι εμένα».

Και αν εκείνος τύχαινε να ομολογήσει ότι δεν τη συλλογίστηκε, τότε άρχιζε παράπονα που τελείωναν πάντα με την αιώνια φράση:

«Μ' αγαπάς;»

«Μα ναι, σ' αγαπώ πολύ» απαντούσε εκείνος.

«Πολύ;»

Page 134: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Βέβαια».

«Δεν έχεις αγαπήσει άλλες γυναίκες;»

«Νομίζεις ότι ήμουν παρθένος;» έλεγε εκείνος γελώντας.

Η Έμμα έκλαιγε κι εκείνος προσπαθούσε να την παρηγορήσει, στολίζοντας με λογοπαίγνια τις δικαιολογίες του και τις βεβαιώσεις του.

«Αχ, όλα αυτά είναι γιατί σ' αγαπώ» επαναλάμβανε εκείνη. «Σ' αγαπώ τόσο πολύ, που μου είναι αδύνατο να ζήσω χωρίς εσένα. Το ξέρεις; Κάποτε με πιάνει η επιθυμία να σε δω αμέσως, τις στιγμές που με πνίγουν οι αμφιβολίες. Ρωτώ τότε τον εαυτό μου: Πού να βρίσκεται τώρα; Ίσως να μιλά με άλλες γυναίκες. Του χαμογελούν, αυτός πλησιάζει. Α, όχι, δεν είναι αλήθεια ότι καμιά δε σ' αρέσει; Υπάρχουν άλλες ωραιότερες. Αλλά εγώ ξέρω ν' αγαπώ καλύτερα. Είμαι η δούλα σου και η ερωμένη σου. Είσαι ο βασιλιάς μου, το είδωλό μου. Είσαι καλός. Είσαι ωραίος. Είσαι έξυπνος. Είσαι δυνατός!»

Εκείνος είχε ακούσει τόσες πολλές φορές αυτά τα πράγματα, που δεν του 'καναν πια καμιά εντύπωση. Η Έμμα έμοιαζε σαν όλες τις ερωμένες, και η γοητεία του καινούριου, πέφτοντας σιγά σιγά σαν ένα φόρεμα, άφηνε να φαίνεται η γύμνια της αιώνιας μονοτονίας του αισθήματος, που είχε πάντοτε τα ίδια σχήματα, την ίδια φρασεολογία. Ο τόσο πρακτικός αυτός άνθρωπος δεν μπορούσε να ξεχωρίσει τη διαφορά των αισθημάτων κάτω από την ομοιότητα των εκφράσεων. Επειδή χείλη πουλημένα ή άπιστα του είχαν ψιθυρίσει παρόμοιες φράσεις, δεν πίστευε παρά πολύ λίγο στην ειλικρίνειά τους. Συλλογιζόταν ότι θα 'πρεπε να εμποδίζονται τα υπερβολικά λόγια που έκρυβαν αισθήματα μέτρια, χωρίς να παίρνει υπόψη του ότι κάποτε ο πλούτος της ψυχής ξεχειλίζει με τις πιο κούφιες αλληγορίες, αφού κανείς, ποτέ, δεν μπορεί να δώσει το μέτρο των αναγκών του, των αντιλήψεών του ή των πόνων του, κι αφού ο ανθρώπινος λόγος μοιάζει με ραγισμένη χύτρα, που πάνω της παίζουμε μελωδίες κατάλληλες για να χορεύουν αρκούδες, εντούτοις η θέλησή μας είναι να συγκινήσουμε τ' άστρα.

Αλλά με την υπεροχή αυτή του κριτικού μυαλού, που ανήκει σ' εκείνον ο οποίος σε κάθε υποχρέωσή του μένει παράμερα, ο Ροδόλφος διέκρινε μέσα στο αίσθημα αυτό άλλες εκμεταλλεύσιμες απολαύσεις. Θεώρησε κάθε ντροπή ενοχλητική και μεταχειρίστηκε την Έμμα χωρίς κανέναν απολύτως σεβασμό. Την έκανε κάτι το ελαφρό, το διεφθαρμένο. Ήταν ένα είδος ηλίθιας αφοσίωσης, γεμάτης θαυμασμό γι' αυτόν, ηδονής για εκείνην, μια μακαριότητα που τον νάρκωνε. Κι η ψυχή του βυθιζόταν, όπως ο δούκας ντε Κλαράνς, μέσα στο βαρέλι του κρασιού.

Οι ερωτικές συνήθειες έκαναν την κυρία Μποβαρύ ν' αλλάξει τρόπους κι έκφραση. Το βλέμμα της έγινε θρασύτερο, τα λόγια της πιο τολμηρά. Έκανε μάλιστα την απρέπεια να περπατήσει με τον κύριο Ροδόλφο, έχοντας ένα πούρο στο στόμα, έτσι, για να περιφρονήσει τον κόσμο. Τέλος, εκείνοι που δεν πίστευαν ακόμα, δεν αμφέβαλλαν πια όταν την είδαν μια μέρα να κατεβαίνει απ' το Χελιδόνι μ' ένα γελέκο όπως ένας άντρας. Και η μητέρα του Κάρολου, όταν ύστερα από μια τρομερή σκηνή που είχε με τον άντρα της, ήρθε να βρει καταφύγιο στο γιο της, δεν ήταν η μόνη νοικοκυρά που σκανδαλίστηκε απ' αυτή τη συμπεριφορά. Υπήρχαν επίσης κι άλλα πράγματα που δεν της άρεσαν. Και πρώτα απ' όλα, ο Κάρολος δεν είχε ακούσει τη συμβουλή της, για να απαγορεύσει τα μυθιστορήματα. Έπειτα, το είδος του σπιτιού δεν της άρεσε. Θεώρησε, μάλιστα, ότι έπρεπε να κάμει παρατηρήσεις, και μια μέρα, μάλωσαν κιόλας για την Ευτυχία.

Η γρια-Μποβαρύ, ένα βράδυ, περνώντας από το διάδρομο, έπιασε την υπηρέτρια να μιλά μ' έναν άντρα, μελαχρινό, σαράντα περίπου χρονών, ο οποίος στο θόρυβο των βημάτων της έσπευσε να φύγει από την κουζίνα. Η Έμμα άρχισε τότε να γελά. Η αγαθή όμως γυναίκα θύμωσε μαζί της, δηλώνοντας ότι, αντί να ειρωνεύεται τα καλά ήθη, θα έκανε καλύτερα να επιβλέπει την ηθική των υπηρετών της.

Page 135: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Από πού μας έρχεσαι;» είπε η νύφη, με βλέμμα τόσο αναιδές, που η μητέρα του Κάρολου τη ρώτησε μήπως υπεράσπιζε δική της υπόθεση.

«Φύγετε!» είπε τότε η νεαρή γυναίκα και τινάχτηκε αμέσως όρθια.

«Έμμα! Μητέρα!» φώναξε ο Κάρολος για να τις συμβιβάσει.

Αλλά και οι δυο τους, μέσα στον παροξυσμό τους, είχαν φύγει. Η Έμμα χτυπούσε τα πόδια της επαναλαμβάνοντας:

«Τι τρόπος! Τι τρόπος! Είναι μια χωριάτισσα!»

Ο Κάρολος έτρεξε στη μητέρα του που ήταν πολύ ταραγμένη και ψιθύριζε:

«Είναι μια αυθάδης! Μια ξεμυαλισμένη! Κάτι χειρότερο ίσως!»

Κι ήθελε να φύγει αμέσως, αν η άλλη δεν πήγαινε να της ζητήσει συγνώμη.

Ο Κάρολος επέστρεψε τότε στη γυναίκα του και την ξόρκιζε να υποχωρήσει. Γονάτισε στα πόδια της και τέλος την κατάφερε να πει:

«Καλά, πηγαίνω».

Και πραγματικά, έδωσε το χέρι της στην πεθερά της με αξιοπρέπεια μαρκησίας, λέγοντάς της:

«Συγχωρήστε με, κυρία!»

Έπειτα, όταν ανέβηκε στο δωμάτιό της η Έμμα, ρίχτηκε στο κρεβάτι της κι έκλαψε σαν παιδί, με το κεφάλι της χωμένο μέσα στο μαξιλάρι.

Είχαν συνεννοηθεί, ο Ροδόλφος κι αυτή, ότι αν τύχαινε να συμβεί τίποτα το εξαιρετικό, θα κρεμούσε στο παράθυρο ένα μικρό κομμάτι άσπρο χαρτί, με τέτοιο τρόπο, ώστε, αν κατά τύχη βρισκόταν εκείνος στη Γιονβίλ, να έτρεχε αμέσως στο δρομάκο που ήταν πίσω από το σπίτι. Η Έμμα έκανε το σύνθημα. Περίμενε τρία τέταρτα της ώρας, όταν έξαφνα διέκρινε τον Ροδόλφο στη γωνιά της αγοράς. Θέλησε ν' ανοίξει το παράθυρο, να τον φωνάξει. Εκείνος, όμως, εν τω μεταξύ είχε χαθεί κι η Έμμα ξανάπεσε στην απελπισία της.

Σε λίγο, όμως, της φάνηκε ότι κάποιος βάδιζε στο πεζοδρόμιο. Δίχως άλλο ήταν εκείνος. Κατέβηκε τη σκάλα, πέρασε από την αυλή. Ήταν εκεί έξω. Ρίχτηκε στην αγκαλιά του.

«Πρέπει να προσέχεις και λίγο» είπε εκείνος.

«Αχ! αν ήξερες» απάντησε η Έμμα.

Κι άρχισε να του τα διηγείται όλα, βιαστικά, ασυνάρτητα, εξογκώνοντας τα πράγματα, εφευρίσκοντας άλλα κι αραδιάζοντας τόσα πολλά και τόσο γρήγορα, που εκείνος δεν καταλάβαινε πια τίποτα.

«Καλά, άγγελέ μου».

«Είναι τέσσερα χρόνια που υπομένω και υποφέρω! Μια αγάπη σαν τη δική μας θα 'πρεπε να μην κρύβεται πια! Με βασανίζουν! Δεν αντέχω πια! Σώσε με!»

Page 136: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τον αγκάλιαζε σφιχτά! Τα μάτια της, γεμάτα δάκρυα, ακτινοβολούσαν σαν φλόγες επάνω στα κύματα. Ο λαιμός της φανέρωνε τις βιαστικές κινήσεις της αναπνοής της. Ποτέ δεν την είχε αγαπήσει εκείνος τόσο πολύ, και στο τέλος συγκινήθηκε και της είπε:

«Τι πρέπει να κάμω; Τι θέλεις;»

«Πάρε με από δω!» φώναξε εκείνη. «Πάρε με, αχ, σε ικετεύω!»

Και τα χείλη της κόλλησαν στο στόμα του σαν να 'θελε ν' αποσπάσει τη συγκατάθεσή του, που θα εκφραζόταν μ' ένα φίλημα.

«Αλλά...» είπε ο Ροδόλφος.

«Τι, λοιπόν;»

«Κι η κορούλα σου;»

Εκείνη συλλογίστηκε λίγο, έπειτα απάντησε:

«Θα την πάρουμε, τόσο το χειρότερο!»

«Τι γυναίκα!» είπε μόνος του, βλέποντάς την ν' απομακρύνεται. Γιατί στο μεταξύ είχε εξαφανιστεί στον κήπο. Τη φώναζαν.

Η γρια-Μποβαρύ, τις επόμενες μέρες, πήρε μεγάλη έκπληξη από τη μεταμόρφωση της νύφης της. Πραγματικά, η Έμμα φαινόταν πολύ καλή, και μάλιστα, η υποχώρησή της έφτασε ώσπου να ζητήσει από την πεθερά της μια συνταγή για να βάλει αγγουράκια στο ξίδι.

Τηρούσε αυτή τη στάση για να μπορεί να εξαπατά καλύτερα και τον άντρα της και την πεθερά της; Ή ήθελε, μάλλον, μ' ένα είδος βαθιάς στωικότητας, να νιώθει βαθύτερα την πίκρα των πραγμάτων που επρόκειτο να εγκαταλείψει;

Τίποτε απ' αυτά δε συνέβαινε. Απεναντίας, δεν έδινε καμιά προσοχή στον γύρω της κόσμο και ζούσε σαν να ήταν χαμένη μέσα στην ευχαρίστηση της μελλοντικής ευτυχίας της, της οποίας αισθανόταν προκαταβολικά την απόλαυση. Αυτό ήταν και το αιώνιο θέμα των συνομιλιών της με τον Ροδόλφο. Ακουμπούσε στον ώμο του και ψιθύριζε:

«Αχ, πότε θα 'μαστε στο ταχυδρομικό λεωφορείο! Σκέφτηκες ποτέ ένα τέτοιο πράγμα; Θα γίνει πραγματικότητα; Νομίζω ότι τη στιγμή που θα νιώσω να ξεκινά το αμάξι, θα είναι σαν να ανεβαίνουμε με αερόστατο, σαν να πετούμε προς τα σύννεφα. Ξέρεις ότι μετρώ τις μέρες;... Και συ;»

Ποτέ άλλοτε η κυρία Μποβαρύ δεν ήταν τόσο ωραία, όσο την εποχή αυτή. Είχε την ακαθόριστη εκείνη ομορφιά που πηγάζει από τη χαρά, τον ενθουσιασμό, την επιτυχία, και που δεν είναι τίποτε άλλο παρά η εναρμόνιση του ανθρώπου με τις περιστάσεις. Οι πόθοι της, οι πίκρες της, η πείρα των απολαύσεων, τα διαρκώς καινούρια όνειρά της, την είχαν σιγά σιγά εξωραΐσει, και φάνταζε με όλη την πλούσια φυσική ανάπτυξή της, όπως το λουλούδι που τρέφεται με νερό, δροσιά και ήλιο. Τα βλέφαρά της φαίνονταν σαν να ήταν πλασμένα επίτηδες για τα βαθιά ερωτικά βλέμματά της, μέσα στα οποία χανόταν η κόρη του ματιού, ενώ η δυνατή αναπνοή της ανοιγόκλεινε αδιάκοπα τα λεπτά ρουθούνια της κι αποκάλυπτε τις εύσαρκες γωνιές των χειλιών της, που τις έσκιαζε ένα αλαφρό μαύρο χνούδι. Θα 'λεγε κανείς ότι κάποιος τεχνίτης, επιδέξιος σε προκλητικές συνθέσεις, είχε ταχτοποιήσει πάνω στο λαιμό της τις μακριές σγουρές πλεξίδες των μαλλιών της, που τυλίγονταν ως

Page 137: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κάτω, ατημέλητα κι ανάλογα με τις ιδιοτροπίες της άπιστης αυτής γυναίκας, που κάθε μέρα τα διόρθωνε και με νέο τρόπο. Η φωνή της έπαιρνε τώρα πια απαλές εκφράσεις, καθώς και το κορμί της. Κάτι το αιθέριο, που μεταδιδόταν και στους άλλους, έβγαινε από τα υφάσματα των ρούχων της, κι απ' το κύρτωμα του ποδιού της ακόμα. Ο Κάρολος, όπως και τις πρώτες μέρες του γάμου τους, την έβρισκε θελκτική κι ένιωθε τους ίδιους ακατανίκητους πόθους γι' αυτήν.

Όταν γύριζε τη νύχτα, δεν τολμούσε να την ξυπνήσει. Το γυάλινο καντήλι έκανε στην οροφή έναν τρεμουλιαστό φωτεινό κύκλο, και κλεισμένες οι κουρτίνες του μικρού λίκνου, έμοιαζαν με μια μικρή άσπρη καλύβα που κυρτωνόταν στο σκοτάδι, στην άκρη του κρεβατιού. Ο Κάρολος κοίταζε και τα δυο προσφιλή του πρόσωπα. Νόμιζε πως άκουγε την ελαφριά αναπνοή του παιδιού του. Η μικρή Μπέρτα τους μεγάλωνε γρήγορα. Την έβλεπε κιόλας να γυρίζει το δειλινό από το σχολείο, γελαστή γελαστή, με την τσάντα της μελανωμένη και το πανεράκι στο χέρι. Έπειτα θα 'πρεπε να την κλείσει στο οικοτροφείο. Αυτό θα στοίχιζε πολύ. Τι έπρεπε να κάμει; Τότε βυθιζόταν σε σκέψεις. Λογάριαζε να νοικιάσει ένα μικρό κτήμα στα περίχωρα όπου θα επιστατούσε ο ίδιος κάθε πρωί, όταν θα πήγαινε να επισκεφτεί τους αρρώστους του. Θα εξοικονομούσε έτσι ένα εισόδημα. Θα το 'βαζε στο ταμιευτήριο. Έπειτα, θ' αγόραζε μετοχές, δεν τον ενδιέφερε ποιες. Υπολόγιζε πολύ σ' όλα αυτά, γιατί ήθελε να πάρει η Μπέρτα καλή ανατροφή, να μορφωθεί και να μάθει και πιάνο! Α, πόσο ωραία θα 'ναι αργότερα, σε ηλικία δεκαπέντε χρονών, όταν, μοιάζοντας στη μητέρα της, θα φορεί όπως κι εκείνη το καλοκαίρι τα μεγάλα ψάθινα καπέλα! Από μακριά ο κόσμος θα τις περνάει για αδελφές. Τη φανταζόταν να δουλεύει το βράδυ δίπλα τους, κάτω απ' το φως της λάμπας. Θα του κεντούσε παντούφλες, θα φρόντιζε το νοικοκυριό, θα γέμιζε το σπίτι ολόκληρο με τη χάρη της και την ευθυμία της. Τέλος, θα σκεφτόταν για την αποκατάστασή της, θα της έβρισκε κάποιον καλό νέο, με περιουσία. Θα την έκανε ευτυχισμένη. Κι αυτά θα βαστούσαν για πάντα.

Η Έμμα δεν κοιμόταν, έκανε ότι ήταν κοιμισμένη. Κι όταν ο Κάρολος, πλάι της βυθιζόταν στον ύπνο, εκείνη ξυπνούσε μέσα σε όνειρα διαφορετικά.

Έβλεπε ότι τέσσερα άλογα, που έτρεχαν με καλπασμό οκτώ μέρες, την είχαν φέρει σ' έναν καινούριο τόπο απ' όπου δε θα ξαναγύριζαν ποτέ πια. Προχωρούσαν, προχωρούσαν αγκαλιασμένοι, χωρίς να μιλούν. Συχνά, από την κορφή κάποιου βουνού, διέκριναν έξαφνα κάποια θαυμάσια πόλη με τους θόλους, τις γέφυρες, τα πλοία, τα δάση, τις εκκλησίες με άσπρα μάρμαρα, που στα ψηλά κωδωνοστάσιά τους βρίσκονταν φωλιές πελαργών. Βάδιζαν με σιγανό βήμα, γιατί τους εμπόδιζαν οι μεγάλες πλάκες του δρόμου, και γυναίκες ντυμένες με κόκκινους κορσέδες πρόσφεραν μπουκέτα από λουλούδια, που βρίσκονταν πάνω στη γη. Άκουγαν τα σήμαντρα να χτυπούν, τα μουλάρια να χρεμετίζουν, τις κιθάρες που τραγουδούσαν σιγανά, τον κρότο που έκαναν οι βρυσούλες, που οι υδρατμοί τους ανεβαίνοντας δρόσιζαν ένα σωρό φρούτα, στημένα σε σχήμα πυραμίδας στα πόδια ωχρών αγαλμάτων που χαμογελούσαν κάτω από τα σιντριβάνια.

Έπειτα, ένα βράδυ, έφταναν σ' ένα ψαράδικο χωριό, όπου τα δίχτυα ήταν απλωμένα κατά μήκος της απόκρημνης ακτής και των καλυβόσπιτων, για να ξεραθούν. Στο μέρος αυτό ήταν που σταμάτησαν για να ζήσουν. Θα κατοικούσαν σ' ένα χαμηλό σπίτι, με ίσια στέγη, στο βάθος ενός κόλπου, στην ακροθαλασσιά. Θα 'καναν περιπάτους με τη γόνδολα, θα λικνίζονταν στις κούνιες των ψαράδων. Κι η ζωή τους θα 'ταν εύκολη και πλατιά, όπως τα μεταξωτά φορέματά τους, ζεστή κι αστροστολισμένη, όπως οι γλυκές νύχτες που θ' απολάμβαναν. Κι όμως, μέσα σε όλο αυτό το άπειρο του μέλλοντος που εκείνη έπλαθε με τη φαντασία της, τίποτα το εξαιρετικό δεν παρουσιαζόταν. Οι μέρες όλες έμοιαζαν η μία στην άλλη, σαν τη θάλασσα. Και το όνειρο αυτό λικνιζόταν στον ορίζοντα, ατέλειωτο, αρμονικό, γαλάζιο και ηλιόλουστο. Το παιδί, όμως, άρχιζε να βήχει στην κούνια του ή ο Μποβαρύ ροχάλιζε δυνατότερα, και την Έμμα δεν την έπαιρνε ο ύπνος παρά το πρωί, όταν τα τζάμια του παραθύρου άσπριζαν απ' το αυγινό φως, και που ο μικρός Ιουστίνος πήγαινε ν' ανοίξει, στην πλατεία, τις πόρτες του φαρμακείου.

Page 138: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Κάλεσε να έρθει ο κύριος Λερέ και του είπε:

«Έχω ανάγκη από ένα πανωφόρι, ένα μεγάλο χοντρό πανωφόρι με μακρύ γιακά».

«Πηγαίνετε ταξίδι;» ρώτησε ο έμπορος.

«Όχι, αλλά... έτσι το θέλω. Μπορώ να υπολογίζω σε σας, δεν είναι έτσι; Και γρήγορα».

Εκείνος έκανε μια υπόκλιση.

«Μου χρειάζονται ακόμα» εξακολούθησε, «μια βαλίτσα... όχι πολύ βαριά... ευκολομεταχείριστη».

«Ναι, ναι, καταλαβαίνω, ενενήντα δύο εκατοστόμετρα περίπου επί πενήντα, όπως συνηθίζεται σήμερα».

«Κι ένα νυχτερινό σάκο».

«Ασφαλώς» συλλογιζόταν ο Λερέ, «το ανδρόγυνο έχει μαλώσει».

«Και νά» είπε η κυρία Μποβαρύ, βγάζοντας από τη ζώνη της το ρολόι της, «πάρτε αυτό. Θα πληρωθείτε μ' αυτό το λογαριασμό σας».

Ο έμπορος, όμως, έσπευσε να διαμαρτυρηθεί με δυνατή φωνή και να της πει ότι δεν είχε δίκιο. Γνωρίζονταν πια και δεν ήταν δυνατό ν' αμφιβάλλει γι' αυτήν. Αυτά ήταν παιδαριώδη!

Εκείνη, εντούτοις, επέμενε να πάρει τουλάχιστον την αλυσίδα, κι ο Λερέ την είχε βάλει στην τσέπη του κιόλας κι έφευγε, όταν εκείνη τον ξαναφώναξε.

«Θ' αφήσετε όλα αυτά τα πράγματα στο σπίτι σας. Όσο για το επανωφόρι» —στάθηκε λίγο, σαν να συλλογιζόταν— «να μην το φέρετε επίσης. Μόνο, θα μου δώσετε τη διεύθυνση του ραφείου και θα τους ειδοποιήσετε ότι πρέπει να το 'χουν στη διάθεσή μου».

Η φυγή ήταν να πραγματοποιηθεί μετά από ένα μήνα. Θ' αναχωρούσε από τη Γιονβίλ με την πρόφαση ότι θα πήγαινε στη Ρουέν για ν' αγοράσει διάφορα αντικείμενα. Ο Ροδόλφος θα κρατούσε θέσεις, θα 'βγαζε τα διαβατήρια και θα 'γραφε μάλιστα στο Παρίσι για τη μεταφορά των αποσκευών κατευθείαν στη Μασσαλία, όπου θ' αγόραζαν ένα αμάξι, και από εκεί θα συνέχιζαν χωρίς να σταματήσουν απ' το δρόμο της Γένοβας. Εκείνη θα φρόντιζε να στείλει στο σπίτι του Λερέ τη βαλίτσα της, που θα μεταφερόταν κατευθείαν στο Χελιδόνι, έτσι ώστε να μην υποπτευθεί κανείς τίποτα. Σε όλες αυτές τις προετοιμασίες δε γινόταν ποτέ λόγος για το παιδί της. Ο Ροδόλφος απέφευγε να μιλήσει κι ίσως εκείνη να μην το συλλογιζόταν.

Εκείνος ζήτησε αναβολή δυο βδομάδες για να τελειώσει μερικές προετοιμασίες. Έπειτα, όταν τέλειωσαν οι οχτώ μέρες, ζήτησε άλλες δεκαπέντε μέρες. Έπειτα προφασίστηκε ότι ήταν άρρωστος. Μετά έκανε ένα ταξίδι, ο Αύγουστος πέρασε, και ύστερα απ' όλες αυτές τις αναβολές, αποφάσισαν οριστικά να φύγουν στις 4 Σεπτεμβρίου, ημέρα Δευτέρα.

Τέλος, το Σάββατο, δηλαδή η προπαραμονή, έφτασε.

Ο Ροδόλφος πήγε το βράδυ νωρίτερα από το συνηθισμένο.

«Είναι όλα έτοιμα;» τον ρώτησε εκείνη.

Page 139: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Ναι».

Τότε πήγαν κι έκαναν έναν περίπατο στον κήπο, έπειτα κάθισαν κοντά στην εξέδρα, στην άκρη του τοίχου.

«Είσαι μελαγχολικός» είπε η Έμμα.

«Όχι, γιατί;»

Κι όμως την κοίταξε παράξενα, με ύφος τρυφερό.

«Μήπως γιατί πρόκειται να φύγεις;» εξακολούθησε εκείνη. «Μήπως γιατί πρόκειται να εγκαταλείψεις τις συνήθειές σου, τη ζωή σου; Α! καταλαβαίνω!... Αλλά εγώ δεν έχω κανέναν στον κόσμο! Εσύ είσαι τα πάντα για μένα. Θα 'μαι η οικογένειά σου, η πατρίδα σου. Θα σε περιποιούμαι, θα σ' αγαπώ!»

«Πόσο χαριτωμένη είσαι!» της είπε, πιάνοντας τρυφερά τα χέρια της.

«Αλήθεια;» είπε εκείνη με ηδονικό γέλιο. «Μ' αγαπάς; Ορκίσου μου, λοιπόν!»

«Αν σ' αγαπώ! Αν σ' αγαπώ! Μα σε λατρεύω, αγάπη μου!»

Το φεγγάρι, ολοστρόγγυλο και πορφυρένιο, υψωνόταν στο βάθος του λιβαδιού, αγγίζοντας τη γη. Ανέβαινε γρήγορα ανάμεσα στα φύλλα μιας λεύκας, που το 'κρυβαν κάποτε κάποτε και το 'καμαν να μοιάζει με τρυπημένο μαύρο παραπέτασμα. Έπειτα φάνηκε ολόλευκο και λαμπερό, φωτίζοντας τον καθαρό ουρανό. Και έτσι, βραδύνοντας το δρόμο του, άφησε να πέσει στον ποταμό μια μεγάλη κηλίδα από αμέτρητα αστέρια. Και το ασημένιο αυτό φως νόμιζε κανείς ότι στριφογύριζε ως το βάθος, σαν ένα ακέφαλο φίδι, σκεπασμένο με φωτεινά λέπια. Η εικόνα αυτή έμοιαζε επίσης μ' έναν τεράστιο πολυέλαιο, από τον οποίο ακτινοβολούσαν στάλες διαμαντένιες. Η νύχτα απλωνόταν γλυκιά γύρω τους. Μεγάλες τετράγωνες σκιές σκέπαζαν τα φυλλώματα. Η Έμμα, με τα μάτια μισόκλειστα, ανέπνεε βαθιά το δροσερό αέρα. Δε μιλούσαν, γιατί ήταν χαμένοι στα ονειροπολήματά τους. Η τρυφερότητα των παλιών ημερών γέμιζε και πάλι την καρδιά τους. Η τρυφερότητα αυτή ήταν πλούσια και σιωπηλή, σαν το ποτάμι που κυλούσε. Συχνά, ένα νυχτερινό ζώο, ένας σκαντζόχοιρος ή μια νυφίτσα, τάραζαν την ησυχία των φυλλωμάτων, ή κάποιο ώριμο ροδάκινο έπεφτε μόνο του από το δέντρο.

«Α, τι ωραία βραδιά!» είπε ο Ροδόλφος.

«Θα 'χουμε τόσες άλλες!» πρόσθεσε εκείνη, και σαν να μιλούσε με τον εαυτό της, εξακολούθησε: «Ναι, πόσο καλό θα μας κάνει το ταξίδι! Κι όμως, γιατί νιώθω βαριά την καρδιά μου; Μήπως είναι ο φόβος του αγνώστου... η λύπη των συνηθειών που αφήνω... ή... Όχι, είναι η υπερβολική ευτυχία! Πόσο αδύνατη είμαι, δεν είναι; Συγχώρεσέ με!»

«Είναι ακόμα καιρός» είπε εκείνος με δυνατή φωνή. «Σκέψου, ίσως μετανιώσεις αργότερα!»

«Ποτέ!» απάντησε η Έμμα με ύφος αποφασιστικό. Και πλησιάζοντας τον Ροδόλφο περισσότερο: «Ποιο κακό, λοιπόν, είναι δυνατόν να μου συμβεί; Δεν υπάρχει έρημος, άβυσσος, ωκεανός που δε θα διαβώ μαζί σου. Όσο θα περνά ο καιρός της ενωμένης ζωής μας, τόσο ο δεσμός μας θα γίνεται στερεότερος, τελειότερος. Θα είναι σαν ένα αγκάλιασμα ολοένα σφιχτότερο, δυνατότερο. Δε θα 'χουμε τίποτα που να ταράξει την ησυχία μας, ούτε φροντίδες, ούτε εμπόδιο! Θα 'μαστε μόνοι, ο ένας αφοσιωμένος στον άλλο, αιώνια... Μίλησε, λοιπόν, δώσ' μου μια απάντηση!»

Page 140: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εκείνος απαντούσε σε κανονικά διαστήματα: «Ναι... Ναι...» Η Έμμα είχε περάσει τα χέρια της στα μαλλιά του κι επαναλάμβανε με παιδική φωνή, ενώ απ' τα μάτια της έτρεχαν χοντρά δάκρυα: «Ροδόλφε! Ροδόλφε!... Αχ, Ροδόλφε! Αγαπημένε μου Ροδόλφε!»

Χτύπησαν μεσάνυχτα.

«Μεσάνυχτα!» είπε εκείνη. «Ας πηγαίνουμε τώρα, κι αύριο βλεπόμαστε πάλι εδώ! Μια μέρα ακόμα!»

Ο Ροδόλφος σηκώθηκε για να φύγει. Και σαν η κίνηση του αυτή να ήταν το σημάδι της φυγής τους, η Έμμα, παίρνοντας ένα εύθυμο ύφος, είπε:

«Έχεις τα διαβατήρια;»

«Ναι».

«Δε λησμόνησες τίποτα;»

«Όχι».

«Είσαι σίγουρος;»

«Ασφαλώς!»

«Θα με περιμένεις στο ξενοδοχείο Προβηγκία, δεν είναι έτσι;... Το μεσημέρι;»

Εκείνος κατένευσε με το κεφάλι.

«Λοιπόν, αύριο!» είπε η Έμμα με τρυφερότητα. Και στάθηκε και τον έβλεπε που απομακρυνόταν.

Ο Ροδόλφος δε στράφηκε να δει πίσω του. Εκείνη έτρεξε κατόπι του, και σκύβοντας στην όχθη του ποταμού, ανάμεσα στα χαμόκλαδα:

«Λοιπόν αύριο!» του φώναξε.

Ο Ροδόλφος ήταν κιόλας στην αντικρινή όχθη και βάδιζε γρήγορα μες στο λιβάδι.

Ύστερα από λίγο σταμάτησε. Κι όταν την είδε με το άσπρο της φόρεμα να χάνεται σιγά σιγά στο σκοτάδι σαν φάντασμα, η καρδιά του άρχισε να χτυπά τόσο δυνατά, που αναγκάστηκε να στηριχτεί σ' ένα δέντρο για να μην πέσει.

«Τι βλάκας που είμαι!» είπε μόνος του βλαστημώντας φοβερά. «Τέλος πάντων, ήταν μια όμορφη ερωμένη!»

Κι αμέσως ήρθε στο νου του η ομορφιά της Έμμας, με όλες τις απολαύσεις του ερωτά τους. Στην αρχή συγκινήθηκε, έπειτα όμως θύμωσε πολύ μαζί της.

«Γιατί, στο τέλος» φώναζε κάνοντας και χειρονομίες, «δεν μπορώ να εκπατριστώ, να αναλάβω το βάρος ενός παιδιού».

Έλεγε στον εαυτό του αυτά τα πράγματα, για να στερεώσει περισσότερο την απόφασή του.

Page 141: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Εξάλλου τα εμπόδια, οι στενοχώριες, τα έξοδα! Α, όχι, όχι, όχι, χίλιες φορές όχι! Κάτι τέτοιο θα 'ταν πάρα πολύ κουτό!»

Page 142: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

13

Μόλις έφτασε στο σπίτι του ο Ροδόλφος, κάθισε απότομα στο γραφείο του, κάτω από το κεφάλι του ελαφιού που στόλιζε τον τοίχο. Αλλά όταν έβαλε την πένα ανάμεσα στα δάχτυλά του, δεν μπορούσε να βρει τις λέξεις που ήθελε, τόσο, που ακούμπησε στους αγκώνες του κι άρχισε να σκέφτεται. Η Έμμα τού φαινόταν ότι είχε τραβηχτεί σ' ένα μακρινό παρελθόν, σαν η απόφαση που είχε πάρει να 'βαζε ξάφνου ανάμεσά τους ένα απέραντο διάστημα.

Για να ξαναπιάσει κάτι δικό της, πήγε και έψαξε στο ντουλάπι, στο προσκέφαλο του κρεβατιού, για να βρει ένα κουτί από μπισκότα της Ρεμς, μέσα στο οποίο συνήθιζε να κλείνει τα γυναικεία γράμματα, και το οποίο ανέδιδε μια μυρωδιά υγρής σκόνης και μαραμένων ρόδων. Διέκρινε πρώτα πρώτα ένα μαντίλι της τσέπης, γεμάτο από μικρές ωχρές σταγόνες. Το μαντίλι αυτό ήταν της Έμμας και το 'χε αφήσει μια μέρα που είχε ματώσει η μύτη της στον περίπατο. Εκείνος δε θυμόταν πια τίποτα. Υπήρχε, επίσης, ζαρωμένη σ' όλες τις γωνιές, η φωτογραφία που του 'χε δώσει εκείνη. Η τουαλέτα της του φάνηκε τόσο προσποιητή και το βλέμμα της του 'καμε κακή εντύπωση. Έπειτα, επειδή κοίταζε εξακολουθητικά την εικόνα και αναπολούσε την ανάμνηση του πρωτότυπου, τα χαρακτηριστικά της Έμμας σιγά σιγά θόλωσαν μέσα στο μυαλό του, σαν η ζωντανή μορφή και η φωτογραφία, κρύβοντας η μια την άλλη, να σβήνονταν κι οι δυο μαζί. Τέλος, διάβασε μερικά γράμματά της. Ήταν γεμάτα από εξηγήσεις σχετικά με το ταξίδι τους, σύντομα, τεχνικά και βιαστικά σαν εμπορικές σημειώσεις. Θέλησε να ξαναδεί τα εκτενή, εκείνα του παλιού καιρού. Για να τα βρει στο βάθος του κουτιού, ο Ροδόλφος ανακάτεψε όλα τ' άλλα, και μηχανικά, άρχισε να ψάχνει μέσα στο σωρό των χαρτιών και των πραγμάτων, ξαναβρίσκοντας εκεί μέσα ανακατωμένα μπουκέτα, μια καλτσοδέτα, μια μαύρη μάσκα, καρφίτσες και μαλλιά —πολλά, πάρα πολλά μαλλιά— ξανθών, μελαχρινών γυναικών. Μερικά, μάλιστα, μπερδεύονταν στο κουτί κι έσπαγαν όταν το άνοιγε.

Κι όπως περιπλανιόταν έτσι ανάμεσα στις αναμνήσεις του, εξέταζε το γραφικό χαρακτήρα και το ύφος των γραμμάτων, που ήταν τρυφερά, τόσο διαφορετικά το ένα απ' το άλλο, όσο κι η ορθογραφία τους. Άλλα ήταν τρυφερά ή χαρούμενα, άλλα εύθυμα κι άλλα μελαγχολικά. Υπήρχαν γράμματα που ζητούσαν απ' αυτόν αγάπη, άλλα που του ζητούσαν χρήματα. Μια λέξη τού θύμιζε πρόσωπα περασμένα, έναν ήχο κάποιας φωνής. Κάποτε, όμως, δε θυμόταν τίποτα.

Και πραγματικά, οι γυναίκες αυτές, όλες μαζί μέσα στη σκέψη του, στενοχωρούσε η μια την άλλη και γίνονταν τόσο μικρές, σαν να τις ισοπέδωνε ο έρωτας. Παίρνοντας, λοιπόν, στη χούφτα του τα ανακατωμένα γράμματα, διασκέδασε λίγα λεπτά ρίχνοντάς τα σιγά από το δεξί χέρι στο αριστερό. Τέλος, βαρέθηκε και πήγε το κουτί στο ντουλάπι λέγοντας: «Πόσες ανοησίες!» Μέσα στη φράση αυτή υπήρχε ολόκληρη η σκέψη του. Οι απολαύσεις του, σαν μαθητές στην αυλή ενός σχολείου, είχαν ποδοπατήσει τόσο την καρδιά του, που δεν άνθιζε πια τίποτα εκεί, κι όποια περνούσε από κει, πιο ζαλισμένη κι απ' τα παιδιά, δεν άφηνε καν, όπως εκείνα, τ' όνομά της χαραγμένο σε κάποιο τοίχο.

«Εμπρός» είπε μόνος του, «ας αρχίσουμε!»

Έγραψε:

Θάρρος, Έμμα! Θάρρος! Δε θέλω να κάμω δυστυχισμένη την ύπαρξή σου.

«Επιτέλους, αυτό είναι αλήθεια» συλλογίστηκε ο Ροδόλφος. «Κάνω κάτι που είναι σύμφωνο με το συμφέρον της. Είμαι τίμιος».

Ζύγισες καλά την απόφαση σου; Γνωρίζεις σε ποια άβυσσο πρόκειται να σε παρασύρω, δυστυχισμένε άγγελε; Όχι, δεν είν' έτσι; Προχωρείς μ' εμπιστοσύνη και θάρρος,

Page 143: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πιστεύοντας ότι το μέλλον μας θα 'ναι ευτυχισμένο... Αχ!, πόσο δυστυχισμένοι είμαστε! Πόσο τρελοί!

Ο Ροδόλφος σταμάτησε εδώ για να βρει κάποια καλή δικαιολογία.

«Αν της έλεγα ότι έχασα όλα μου τα χρήματα; Α, όχι! Εξάλλου αυτό δε θα την επηρεάσει διόλου. Θα 'λεγε ότι θα μπορούσα να ξανακάμω αργότερα. Μπορεί κανείς να πείσει με τη λογική τέτοιες γυναίκες;» Συλλογίστηκε λίγο, έπειτα πρόσθεσε:

Δε θα σε ξεχάσω, πίστεψέ με, και θα 'χω πάντοτε για σένα μια απέραντη αφοσίωση, αλλά μια μέρα, αργά ή γρήγορα, αυτός ο ενθουσιασμός (αυτή είναι η τύχη των ανθρωπίνων πραγμάτων) θα μικρύνει, δίχως άλλο! Θα μας έρθει ο κόρος, η κούραση, και ποιος ξέρει ακόμη αν δε με πιάσει η μεγάλη αγωνία, που θα σε βλέπω να υποφέρεις, και να πάσχω κι εγώ, αφού εγώ θα 'μαι ο αίτιος. Και μόνο η ιδέα ότι θα υποφέρεις, με κάνει να βασανίζομαι πολύ. Έμμα! Ξέχασέ με! Γιατί να 'σαι τόσο ωραία; Φταίω εγώ, άραγε; Ω Θεέ μου! Όχι, όχι, μην κατηγορήσεις παρά μόνο τη μοίρα μας!

«Νά μια λέξη που κάνει πάντα εντύπωση» είπε μοναχός του.

Αχ! Αν ήσουν μια γυναίκα επιπόλαια, από εκείνες που βλέπει συχνά κανείς, θα μπορούσα, βέβαια, από εγωισμό, να κάνω μια δοκιμή που δε θα 'χε τότε κανένα κίνδυνο για σένα. Η μεγάλη σου όμως περιπάθεια, που είναι το θέλγητρο και το μαρτύριό σου συνάμα, σ' εμπόδισε, εσένα, που είσαι τόσο αξιολάτρευτη γυναίκα, να καταλάβεις πόσο ψεύτικη θα 'ταν η μελλοντική μας θέση. Ούτε εγώ δεν το 'χα σκεφτεί στην αρχή και ξεκουραζόμουν κάτω από τη σκιά της ιδανικής αυτής ευτυχίας, χωρίς να προβλέπω τις συνέπειες.

«Ίσως να νομίσει ότι η φιλαργυρία με κάνει να μη δέχομαι... Α, τι πειράζει. Τόσο το χειρότερο, πρέπει να τελειώνουμε!»

Ο κόσμος είναι σκληρός, Έμμα. Παντού, όπου και να βρισκόμασταν, θα μας κυνηγούσαν. Ίσως να βρισκόσουν στην ανάγκη ν' ακούσεις αδιάκριτες ερωτήσεις, συκοφαντίες, να υποστείς περιφρόνηση, και την προσβολή ακόμα. Να σε προσβάλουν εσένα, ω!... Κι εγώ που θα 'θελα να σε βάλω να καθίσεις πάνω σ' ένα θρόνο! Εγώ που θα πάρω μαζί μου τη σκέψη σου για φυλαχτό! Γιατί θα τιμωρήσω τον εαυτό μου με εξορία για όλο το κακό που σου 'καμα. Φεύγω. Πού; Δεν ξέρω, είμαι τρελός! Αντίο! Να 'σαι πάντα καλή! Κράτησε την ανάμνηση του δυστυχισμένου που σε οδήγησε στο χαμό. Μάθε τ' όνομά μου στο παιδί σου, για να το επαναλαμβάνει στις προσευχές του.

Το φιτίλι των δυο κεριών έτρεμε. Ο Ροδόλφος σηκώθηκε για να κλείσει το παράθυρο, και όταν ξανακάθισε, είπε:

«Μου φαίνεται ότι ως εδώ φτάνει. Α, ακόμη κάτι, από φόβο μήπως έρθει και με ξαναζητήσει».

Όταν θα διαβάζεις τις λυπημένες αυτές γραμμές, θα 'μαι μακριά, γιατί θέλησα να φύγω όσο πιο γρήγορα γινόταν. Ήθελα ν' αποφύγω τον πειρασμό να σε ξαναδώ. Όχι αδυναμίες! Θα ξαναγυρίσω. Κι ίσως, αργότερα, να μιλήσουμε μαζί με ηρεμία για τους παλιούς μας έρωτες. Αντίο!

Πρόσθεσε κι ένα τελευταίο «Αντίο» που το 'γραψε αραιά, γιατί έτσι το νόμισε ωραιότερο.

«Πώς θα υπογράψω τώρα;» είπε μόνος του. «"Ο πολύ αφοσιωμένος"; Όχι. "Ο φίλος σου"; Ναι, αυτό

Page 144: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ταιριάζει περισσότερο».

«Ο φίλος σου».

Ξαναδιάβασε το γράμμα του. Του φάνηκε καλό.

«Δυστυχισμένη γυναικούλα!» συλλογίστηκε με συμπάθεια. «Θα με πάρει για πιο αναίσθητο κι από ένα βράχο. Χρειάζονται και μερικά δάκρυα. Εγώ, όμως, δεν μπορώ να κλάψω. Δε φταίω». Τότε έβαλε λίγο νερό σ' ένα ποτήρι, έβρεξε το δάχτυλό του κι άφησε να πέσει από ψηλά μια μεγάλη σταγόνα, που έκανε μια ωχρή κηλίδα πάνω στο μελάνι. Έπειτα, θέλοντας να κλείσει το γράμμα, βρήκε τυχαία τη σφραγίδα με την επιγραφή «Αγάπη της καρδιάς».

«Δεν ταιριάζει σήμερα να βάλω μια τέτοια φράση... Α μπα! Δεν πειράζει».

Αφού τελείωσε, κάπνισε τρεις πίπες και πήγε να κοιμηθεί.

Την επομένη, όταν ξύπνησε (στις δύο περίπου, είχε κοιμηθεί αργά), ο Ροδόλφος είπε και του μάζεψαν ένα καλάθι βερίκοκα. Έβαλε το γράμμα στο βάθος, κάτω από κληματόφυλλα, και παράγγειλε του υπηρέτη του, του Ζιράρ, να τα παραδώσει με τρόπο στην κυρία Μποβαρύ. Αυτό τον τρόπο χρησιμοποιούσε για να συνεννοείται μαζί της, στέλνοντάς της, ανάλογα με την εποχή, οπωρικά ή κυνήγι.

«Αν σε ρωτήσει για μένα» είπε, «να της απαντήσεις ότι έφυγα σε ταξίδι. Πρέπει να δώσεις το καλάθι στην ίδια, στα χέρια της. Πήγαινε, και πρόσεξε να κάμεις όπως σου λέω!»

Ο Ζιράρ φόρεσε την καινούρια μπλούζα του, έδεσε το μαντίλι του γύρω απ' τα βερίκοκα, και βαδίζοντας με μεγάλα βαριά βήματα, τράβηξε ήσυχα προς το δρόμο της Γιονβίλ.

Η κυρία Μποβαρύ, όταν ο υπηρέτης έφτασε στο σπίτι της, ταχτοποιούσε με την Ευτυχία πάνω στο τραπέζι της κουζίνας ένα πακέτο ασπρόρουχα.

«Αυτά σας τα στέλνει ο κύριός μου» είπε ο Ζιράρ.

Την έπιασε αμέσως ένας φόβος, κι ενώ έψαχνε στην τσέπη της να βρει κάποιο νόμισμα, κοίταζε τον ίδιο καιρό με βλέμμα άγριο τον υπηρέτη, που την έβλεπε κατάπληκτος, χωρίς να εννοεί πώς ένα τέτοιο δώρο μπορούσε να συγκινήσει τόσο έναν άνθρωπο. Τέλος, έφυγε. Έμενε η Ευτυχία. Η Έμμα δεν μπορούσε να κρατηθεί περισσότερο. Έτρεξε στη σάλα, με την πρόφαση να μεταφέρει εκεί τα βερίκοκα, αναποδογύρισε το καλάθι, έβγαλε απότομα τα φύλλα, βρήκε το γράμμα, το άνοιξε, και σαν να υπήρχε πίσω της μια φοβερή πυρκαγιά, έτρεξε κατατρομαγμένη στο δωμάτιό της.

Ο Κάρολος ήταν εκεί. Τον είδε. Της μίλησε, εκείνη δεν άκουγε τίποτα και συνέχισε να ανεβαίνει τις σκάλες, λαχανιασμένη, ταραγμένη, μεθυσμένη, και κρατώντας πάντα το τρομερό αυτό χαρτί, που έτριζε στα δάχτυλά της σαν ένα φύλλο λαμαρίνας. Στο δεύτερο πάτωμα σταμάτησε μπροστά στην πόρτα του παταριού που ήταν κλειστή.

Τότε θέλησε να ηρεμήσει τον εαυτό της. Θυμήθηκε το γράμμα. Έπρεπε να το τελειώσει αλλά δεν τολμούσε. Εξάλλου, πού και πώς θα το διάβαζε; Θα την έβλεπαν. «Αχ, όχι! Εδώ» συλλογίστηκε «θα 'μαι καλά».

Η Έμμα έσπρωξε την πόρτα και μπήκε.

Page 145: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τα κεραμίδια άφηναν να πέφτει κάθετα μια βαριά ζέστη που της έσφιγγε τους κροτάφους και την έπνιγε. Σύρθηκε ως την κλειστή σοφίτα, τράβηξε το σύρτη της κι αμέσως πλημμύρισε το μέρος μ' ένα θαμβωτικό φως.

Απέναντι, πάνω απ' τις στέγες, ο κάμπος απλωνόταν στο άπειρο. Κάτω, η πλατεία του χωριού ήταν άδεια. Τα χαλίκια του πεζοδρομίου έβγαζαν σπίθες κι οι ανεμοδείκτες των σπιτιών ήταν ακίνητοι. Στη γωνιά του δρόμου, από ένα πάτωμα χαμηλότερο, ακούστηκε κάποιος που γύριζε τον τόρνο του. Ήταν ο Μπινέ.

Η Έμμα στηρίχτηκε στο άνοιγμα της σοφίτας και ξαναδιάβαζε το γράμμα με θυμωμένο σαρκασμό. Όσο όμως έδινε την προσοχή της, τόσο οι ιδέες της συγχύζονταν. Ξανάβλεπε τον Ροδόλφο, τον ξανάκουγε, τον αγκάλιαζε και με τα δυο της χέρια. Κι οι παλμοί της καρδιάς της χτυπούσαν δυνατά κάτω από το στήθος της, γίνονταν γρηγορότεροι και με ανόμοιες διαλείψεις. Έριχνε το βλέμμα γύρω της, ζητώντας να δει να γκρεμίζεται ο κόσμος. Γιατί να μην τελειώνει πια με τη ζωή; Τι την κρατούσε πια; Ήταν ελεύθερη. Προχώρησε, κοίταξε τις πλάκες του δρόμου, και είπε στον εαυτό της: «Εμπρός! Εμπρός!»

Η φωτεινή ακτίνα, που ανέβαινε κατευθείαν από κάτω, τραβούσε προς την άβυσσο το βάρος του σώματός της. Της φαινόταν ότι το έδαφος της πλατείας κινιόταν κι ανέβαινε κατά μήκος των τοίχων, κι ότι το πάτωμα έγερνε από το ένα μέρος, σαν ένα πλοίο που ταράζει η τρικυμία. Στεκόταν στην άκρη, σχεδόν μετέωρη, ανάμεσα σ' ένα μεγάλο κενό διάστημα. Το γαλάζιο χρώμα τ' ουρανού τής πλημμυρούσε την ύπαρξη, ο αέρας κυκλοφορούσε μέσα στο άδειο κεφάλι της, δεν είχε παρά ν' αφήσει τον εαυτό της. Κι η βουή του τόρνου δεν έπαψε, σαν μια μανιασμένη φωνή που την καλούσε.

«Έμμα! Έμμα!» φώναξε ο Κάρολος.

Η Έμμα σταμάτησε.

«Πού είσαι λοιπόν; Έλα!»

Η ιδέα ότι μόλις είχε ξεφύγει το θάνατο, παραλίγο να την κάνει να λιγοθυμήσει από το φόβο. Έκλεισε τα μάτια της. Έπειτα ρίγησε ολόκληρη στο άγγιγμα ενός χεριού πάνω στο μανίκι της. Ήταν η Ευτυχία.

«Ο κύριος σας περιμένει, κυρία. Το ζουμί είναι έτοιμο».

Κι αναγκάστηκε να κατέβει. Ήταν υποχρεωμένη να καθίσει στο τραπέζι.

Προσπάθησε να φάει. Τα κομμάτια την έπνιγαν. Ξεδίπλωσε τότε την πετσέτα της, σαν να 'θελε να εξετάσει τα διορθώματα, και θέλησε πραγματικά να κάμει τη δουλειά αυτή, να μετρήσει τις κλωστές του πανιού. Έξαφνα, θυμήθηκε πάλι το γράμμα. Να το 'χε άραγε χάσει; Πού θα το 'βρισκε τώρα; Ένιωθε όμως μια τέτοια κούραση στο μυαλό της, που δεν μπόρεσε καθόλου να βρει μια πρόφαση για να σηκωθεί από το τραπέζι. Έπειτα, είχε γίνει και δειλή. Φοβόταν τον Κάρολο. Τα ήξερε όλα αυτός. Δεν υπήρχε αμφιβολία. Και πραγματικά, ο Κάρολος πρόφερε με παράξενο ύφος τις λέξεις αυτές:

«Νομίζω ότι θ' αργήσουμε να δούμε τον κύριο Ροδόλφο».

«Ποιος σου το 'πε;» ρώτησε εκείνη ταραγμένη.

«Ποιος μου το 'πε;» απάντησε ο Κάρολος με μια μικρή έκπληξη για τον απότομο τόνο της. «Ο υπηρέτης του, ο Ζιράρ, που συνάντησα πριν λίγο στην πόρτα του Καφέ Φρανσέ. Έχει πάει ταξίδι ή πρόκειται να πάει».

Page 146: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Έμμα στέναξε βαθιά.

«Γιατί, λοιπόν, σου κάνει εντύπωση; Είναι γνωστό ότι πότε πότε λείπει. Πηγαίνει και διασκεδάζει. Και καλά κάνει, μα την αλήθεια! Όταν κανείς έχει χρήματα κι είναι ανύπαντρος!... Εξάλλου, ο φίλος ξέρει και διασκεδάζει καλά! Είναι ένας κατεργάρης... Ο κύριος Λαγκλουά μου διηγήθηκε...»

Σώπασε όμως, γιατί δεν ήθελε ν' ακούσει η υπηρέτρια που έμπαινε εκείνη τη στιγμή. Η Ευτυχία είχε ξαναβάλει στο καλάθι τα βερίκοκα που είχαν σκορπιστεί πάνω στην εταζέρα. Ο Κάρολος, χωρίς να προσέξει την κοκκινάδα της γυναίκας του, παράγγειλε να τα φέρουν, πήρε ένα και το δάγκωσε αμέσως.

«Α, είναι έξοχα!» είπε. «Πάρε, δοκίμασε».

Της πρόσφερε το καλάθι, αλλά εκείνη το 'σπρωξε ελαφρά.

«Απλώς μύρισέ το. Ευωδιάζει!»

«Πνίγομαι!» φώναξε εκείνη και τινάχτηκε πάνω. Αλλά με μια προσπάθεια της θέλησής της κατόρθωσε να νικήσει την ταραχή της και είπε:

«Δεν είναι τίποτα! Δεν είναι τίποτα! Νευρικό είναι! Κάθισε, φάε!» Φοβόταν μήπως άρχιζε να τη ρωτάει, να την περιποιείται, μήπως δεν την αφήσουν πια μόνη της.

Ο Κάρολος, για να την ευχαριστήσει, ξανακάθισε. Έφτυνε στο χέρι του τα κουκούτσια του βερίκοκου, που τα 'βαζε έπειτα στο πιάτο του.

Έξαφνα, ένα γαλάζιο αμαξάκι πέρασε με μεγάλο καλπασμό εμπρός από την πλατεία. Μια δυνατή κραυγή βγήκε από τα χείλη της Έμμας. Η δυστυχισμένη γυναίκα έπεσε στο πάτωμα αναίσθητη.

Και πραγματικά, ο Ροδόλφος, αφού συλλογίστηκε πολύ, αποφάσισε να φύγει για τη Ρουέν. Επειδή όμως δεν υπάρχει από την Ουσέτ στο Μπουσί άλλος δρόμος από κείνον της Γιονβίλ, ήταν υποχρεωμένος να περάσει από το χωριό, κι η Έμμα τον είχε αναγνωρίσει στο φως των φαναριών, που πέρασαν σαν αστραπή μέσα στο δειλινό.

Ο φαρμακοποιός, από το θόρυβο που γινόταν στο σπίτι, πήγε γρήγορα να δει τι γίνεται. Το τραπέζι με όλα τα πιάτα ήταν αναποδογυρισμένο. Το πάτωμα ήταν στρωμένο με σάλτσες, κρέατα, μαχαίρια, με την αλατιέρα. Ο Κάρολος ζητούσε βοήθεια. Η Μπέρτα τρομαγμένη φώναζε. Η Ευτυχία, που τα χέρια της έτρεμαν, ξεκούμπωνε την κυρία της, που ολόκληρο το σώμα της τιναζόταν από σπασμούς.

«Τρέχω» είπε ο φαρμακοποιός, «να φέρω από το μαγαζί λίγο αρωματικό ξίδι».

Έπειτα, όταν η Έμμα, μυρίζοντας το μπουκάλι, ξανάνοιξε τα μάτια της:

«Ήμουν βέβαιος» πρόσθεσε, «αυτό θα μπορούσε και νεκρό ν' αναστήσει».

«Μίλησέ μας!» έλεγε ο Κάρολος. «Μίλησέ μας! Ησύχασε! Εγώ είμαι, ο Κάρολός σου, που σ' αγαπά! Με αναγνωρίζεις; Νά κι η κορούλα σου, φίλησέ τη λοιπόν!»

Το παιδάκι προχωρούσε με τα χεράκια του απλωμένα για ν' αγκαλιάσει τη μητέρα του. Αλλά γυρίζοντας το κεφάλι της απ' την άλλη μεριά, η Έμμα είπε με απότομη φωνή:

Page 147: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Όχι! όχι!... Κανέναν!»

Λιποθύμησε και πάλι. Την πήγαν στο κρεβάτι. Ήταν ξαπλωμένη, με το στόμα ανοιχτό, τα βλέφαρα κλειστά, τα χέρια τεντωμένα, ακίνητη, κι άσπρη σαν άγαλμα από κερί. Από τα μάτια της έτρεχαν δυο ρυάκια από δάκρυα που κυλούσαν σιγά πάνω στο προσκέφαλο.

Ο Κάρολος, όρθιος, στεκόταν στο βάθος της κρεβατοκάμαρας, κι ο φαρμακοποιός δίπλα του ήταν σκεφτικός και σιωπηλός, όπως δηλαδή ταιριάζει να φέρεται ένας άνθρωπος στις σοβαρές περιστάσεις της ζωής.

«Μην ανησυχείς» είπε στο γιατρό, σκουντώντας τον με τον αγκώνα, «ο παροξυσμός πέρασε».

«Ναι, τώρα ξεκουράζεται λίγο» απάντησε ο Κάρολος, που την κοίταζε να κοιμάται. «Φτωχό μου κορίτσι! Φτωχό μου κορίτσι! Της ξαναγύρισε η αρρώστια!»

Τότε ο Ομέ ρώτησε πώς έγινε το ατύχημα. Ο Κάρολος απάντησε ότι η κρίση παρουσιάστηκε ξαφνικά, τη στιγμή που έτρωγε βερίκοκα.

«Παράξενο!» απάντησε ο φαρμακοποιός. «Δεν ήταν όμως απίθανο τα βερίκοκα να προκαλέσουν ακόμα και συγκοπή. Υπάρχουν οργανισμοί που επηρεάζονται πολύ από ορισμένες μυρωδιές! Το ζήτημα, μάλιστα, θ' άξιζε τον κόπο να μελετηθεί τόσο από παθολογική, όσο και από φυσιολογική άποψη. Οι παπάδες γνωρίζουν τη σπουδαιότητά του κι ανακατεύουν πάντοτε αρώματα στις λειτουργίες τους. Το κάνουν για να ναρκώσουν πάντα το μυαλό και να προκαλούν εκστάσεις, πράγμα που γίνεται, εξάλλου, εύκολα σε πρόσωπα που ανήκουν σε γένος λεπτότερο από τους άλλους. Αναφέρουν ότι υπάρχουν άνθρωποι που λιποθυμούν ακόμα και με τη μυρωδιά του ψωμιού...»

«Προσέξτε μην την ξυπνήσετε!» είπε με χαμηλή φωνή ο Μποβαρύ.

«Κι όχι μόνο» συνέχισε ο φαρμακοποιός, «τα ανθρώπινα όντα είναι εκτεθειμένα στις ανωμαλίες αυτές, αλλά ακόμα και τα ζώα. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι γνωρίζετε πολύ καλά ποια επίδραση έχει στις γάτες ένα χόρτο, που γι' αυτόν ακριβώς το λόγο ονομάζεται γατόχορτο. Εξάλλου, για να αναφέρω ένα παράδειγμα που το εγγυώμαι ως αυθεντικό, ο Μπριντού —ένας από τους παλιούς φίλους μου, που έχει εγκατασταθεί τώρα στην οδό Μαλπαλύ— έχει ένα σκύλο, που τον πιάνουν σπασμοί μόλις του πλησιάσεις μια ταμπακέρα. Ο Μπριντού, μάλιστα, κάνει πειράματα μπροστά στους φίλους του, στο περίπτερό του, στο δάσος Γκιγιόμ. Θα 'ταν δυνατό να παραδεχτεί κανείς ότι ένα απλό φταρνιστικό μπορεί να 'χει τόσο καταστρεπτική επίδραση στον οργανισμό ενός τετράποδου; Το πράγμα είναι υπερβολικά περίεργο, δεν είναι αλήθεια;»

«Ναι» είπε ο Κάρολος, που δεν άκουγε τίποτα.

«Αυτό μας αποδεικνύει» συνέχισε ο άλλος, χαμογελώντας με ικανοποιημένο ύφος, «τις αναρίθμητες ανωμαλίες του νευρικού συστήματος. Όσον αφορά την κυρία, ομολογώ ότι πάντα μου έκανε εντύπωση ότι ήταν πολύ ευαίσθητη. Γι' αυτό το λόγο δε θα σας συμβούλευα διόλου, αγαπητέ μου φίλε, κανένα από τα συνηθισμένα φάρμακα, τα οποία, ενώ τάχα πολεμούν τα συμπτώματα, προσβάλλουν τον οργανισμό. Όχι, δε χρειάζονται τα άχρηστα αυτά γιατρικά! Το μόνο που κάνει καλό, είναι μια κανονική δίαιτα: καταπραϋντικά, μαλακτικά και γλυκαντικά. Έπειτα, δε νομίζετε ότι θα 'πρεπε, ίσως, να κάνετε κάτι που να της ερεθίσει τη φαντασία;»

«Σαν τι;» είπε ο Μποβαρύ.

«Α, αυτού ακριβώς βρίσκεται το πρόβλημα! Αυτή είναι η απορία, όπως διάβαζα τώρα τελευταία σε

Page 148: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

μια εφημερίδα».

Αλλά η Έμμα ξυπνώντας φώναξε:

«Και το γράμμα; Και το γράμμα;»

Νόμισαν ότι παραμιλούσε. Εξάλλου, από τα μεσάνυχτα άρχισε πραγματικά να παραμιλάει. Είχε εκδηλωθεί εγκεφαλικός πυρετός.

Σαράντα τρεις ολόκληρες μέρες ο Κάρολος δεν την άφησε ούτε στιγμή. Εγκατέλειψε όλους του τους αρρώστους. Δεν κοιμόταν πια και δεν έκανε τίποτ' άλλο παρά να τη σφυγμομετράει και να της βάζει σιναπισμούς και κομπρέσες από κρύο νερό. Έστελνε τον Ιουστίνο ως τη Νεσατέλ για να βρει πάγο. Ο πάγος έλιωνε στο δρόμο. Τον ξανάστελνε. Κάλεσε τον κύριο Κανιβέ για να τον συμβουλευτεί. Έφερε από τη Ρουέν τον δόκτορα Λαριβιέρ, τον παλιό του δάσκαλο. Ήταν απελπισμένος. Εκείνο που τον φόβιζε περισσότερο ήταν η εξάντληση που έδειχνε η Έμμα. Ούτε μιλούσε ούτε άκουγε τίποτα, και μάλιστα, φαινόταν σαν να μην υπέφερε διόλου — ωσάν το σώμα της και η ψυχή της μαζί να ξεκουράζονταν απ' όλες τις ανησυχίες τους.

Κατά τα μέσα του Οκτώβρη, η Έμμα μπόρεσε να ανακαθίσει στο κρεβάτι της, με μαξιλάρια στη ράχη της. Ο Κάρολος έκλαψε όταν την είδε να τρώει την πρώτη φέτα ψωμί με γλυκό. Οι δυνάμεις της ξαναγύριζαν. Σηκωνόταν λίγες ώρες το απόγευμα, και μια μέρα που αισθάνθηκε τον εαυτό της καλύτερα, ο Κάρολος, στηρίζοντάς την στο μπράτσο του, προσπάθησε να της κάμει ένα μικρό περίπατο στον κήπο. Η άμμος των δεντροστοιχιών χανόταν κάτω από τα ξερά φύλλα. Η Έμμα βάδιζε σιγά σιγά, σέρνοντας τις παντούφλες της. Στον Κάρολο εξακολουθούσε να χαμογελά.

Πήγαν έτσι ως το βάθος, κοντά στην εξέδρα. Η Έμμα στάθηκε, κι έβαλε το χέρι μπροστά στα μάτια της για να κοιτάξει. Κοίταξε μακριά, πολύ μακριά, αλλά στον ορίζοντα δεν υπήρχαν παρά μόνο μεγάλες φωτιές από χόρτα, που κάπνιζαν πάνω στους λόφους.

«Θα κουραστείς, αγαπημένη μου» είπε ο Μποβαρύ. Και σπρώχνοντάς την ελαφρά, για να την κάμει να προχωρήσει κάτω από την κληματαριά: «Κάθισε, λοιπόν, σ' αυτό τον πάγκο» της είπε, «θα είσαι καλά».

«Αχ, όχι εκεί, όχι εκεί» απάντησε εκείνη με φωνή σβησμένη.

Ζαλίστηκε. Κι απ' το ίδιο βράδυ η αρρώστια της ξανάρχισε με μορφή πιο ακαθόριστη, είναι αλήθεια, και με χαρακτήρα πιο πολύπλοκο. Πότε πονούσε στην καρδιά, άλλοτε πάλι είχε πόνους στο στήθος, στο κεφάλι, στα μέλη. Έπειτα άρχισε να κάνει εμετούς, πράγμα που ο Κάρολος θεώρησε ότι ίσως να 'ταν τα πρώτα συμπτώματα του καρκίνου.

Και ο δύστυχος άνθρωπος, εκτός απ' όλα αυτά, είχε και οικονομικές στενοχώριες.

Page 149: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

14

Και πρώτα απ' όλα, δεν ήξερε πώς να αποζημιώσει τον κύριο Ομέ για όλα τα γιατρικά που πήρε από το φαρμακείο του. Και μολονότι μπορούσε, σαν γιατρός που ήταν, να μην τον πληρώσει, μολοντούτο η υποχρέωση αυτή τον έκανε να ντρέπεται λίγο. Έπειτα τα έξοδα του σπιτιού, τώρα που η μαγείρισσα ήταν η νοικοκυρά, γίνονταν τρομερά. Οι λογαριασμοί έπεφταν σαν βροχή στο σπίτι. Ο κύριος Λερέ, προπάντων, τον ενοχλούσε πάρα πολύ. Μια μέρα, μάλιστα, στην κρισιμότερη στιγμή της αρρώστιας της Έμμας, ο έμπορος επωφελήθηκε από την ευκαιρία για να φουσκώσει το λογαριασμό του και έφερε αμέσως το πανωφόρι, το νυχτερινό σάκο, δυο βαλίτσες αντί για μια, κι ένα σωρό άλλα πράγματα ακόμα. Ο Κάρολος του δήλωσε καθαρά ότι δεν τα χρειαζόταν, ο Λερέ απάντησε με προκλητικότητα ότι του τα είχαν παραγγείλει κι ότι δεν ήταν διατεθειμένος να τα πάρει πίσω. Αν τα 'παιρνε, εξάλλου, ίσως να δυσαρεστούσε την κυρία, όταν θα ήταν στην ανάρρωσή της. Ο κύριος μπορούσε να συλλογιστεί καλύτερα. Με μια λέξη, ήταν αποφασισμένος να τον καλέσει στα δικαστήρια παρά ν' αφήσει να χαθεί το δίκιο του και να πάρει πίσω το εμπόρευμά του. Ο Κάρολος διέταξε τότε να επιστρέψουν τα πράγματα στο κατάστημά του. Η Ευτυχία το ξέχασε· είχε άλλες φροντίδες. Έπειτα δεν το ξαναθυμήθηκαν. Ο Λερέ ξαναγύρισε, όμως, και πότε με απειλές, πότε με παρακλήσεις, κατόρθωσε στο τέλος να πείσει τον Μποβαρύ να υπογράψει μια συναλλαγματική με προθεσμία έξι μηνών. Μόλις, όμως, υπέγραψε τη συναλλαγματική αυτή, του γεννήθηκε μια άλλη τολμηρή ιδέα: ίσως να ήταν δυνατό να δανειστεί από τον κύριο Λερέ χίλια φράγκα; Ρώτησε, λοιπόν, με στεναχωρημένο ύφος, αν δεν υπήρχε τρόπος να 'χει τα χρήματα αυτά, δηλώνοντας ότι θα τα επέστρεφε ύστερα από ένα χρόνο και με οποιοδήποτε τόκο. Ο Λερέ έτρεξε στο κατάστημά του, έφερε τα χρήματα και υπαγόρευσε μια άλλη συναλλαγματική, με την οποία ο Μποβαρύ δήλωνε ότι ήταν υποχρεωμένος να πληρώσει εις διαταγήν του, την πρώτη Σεπτεμβρίου του επόμενου χρόνου, το ποσόν των χιλίων εβδομήντα φράγκων, που μαζί με τα εκατόν ογδόντα φράγκα που υπέγραψε πριν, ανέβαζαν το χρέος σε χίλια διακόσια πενήντα φράγκα ακριβώς. Έτσι ο Λερέ, δανείζοντας με έξι τα εκατό, παίρνοντας ένα τέταρτο προμήθεια, κι ένα τρίτο τουλάχιστον που του άφηναν κέρδη τα εμπορεύματα, θα κέρδιζε σ' ένα χρόνο εκατόν τριάντα φράγκα. Έλπιζε μάλιστα ότι η υπόθεση δε θα τελείωνε ως εκεί, ο γιατρός δε θα μπορούσε να πληρώσει τις συναλλαγματικές του, ότι θα τ' ανανέωνε, κι ότι τα λεφτάκια του, τρεφόμενα από το γιατρό σαν να τα είχε βάλει σε κάποιο νοσοκομείο, θα ξαναγύριζαν μια μέρα σ' αυτόν, πολύ πιο παχιά και χοντρά, που θα 'καναν να τρίζει η σακούλα.

Άλλωστε, το καθετί που έκανε, του πετύχαινε. Είχε κατορθώσει να πάρει την προμήθεια του κρασιού για το νοσοκομείο της Νεσατέλ. Ο κύριος Γκιγιομέν τού υποσχόταν να του δώσει μετοχές των μεταλλείων του Γκριμενίλ, κι ονειρευόταν να ιδρύσει μια νέα υπηρεσία λεωφορείων μεταξύ Αργκέιγ και Ρουέν, που δε θ' αργούσαν, δίχως άλλο, να καταστρέψουν την παλιάμαξα του Χρυσού Λιονταριού, και που, τρέχοντας γρηγορότερα, με φτηνότερες τιμές και παίρνοντας περισσότερες αποσκευές, θα μπορούσε να 'χε στα χέρια του το εμπόριο της Γιονβίλ.

Ο Κάρολος απορούσε συχνά πώς θα μπορούσε να πληρώσει τόσα χρήματα στο τέλος του χρόνου. Ζητούσε να βρει τον τρόπο, φανταζόταν διάφορα μέσα, όπως, για παράδειγμα, να ζητήσει τη βοήθεια του πατέρα του ή να πουλήσει κάτι. Αλλά ο πατέρας του θ' αδιαφορούσε, κι αυτός δεν είχε τίποτα που να μπορούσε να πουλήσει. Ανακάλυπτε τότε τόσες στεναχώριες, που βιαζόταν ν' απομακρύνει γρήγορα αυτές τις τόσο δυσάρεστες σκέψεις. Κατηγορούσε τον εαυτό του ότι ξεχνούσε την Έμμα, θαρρείς κι όλοι οι συλλογισμοί του, αφιερωμένοι στη γυναίκα αυτή, δεν έπρεπε να στρέφονται σε τίποτε άλλο, γιατί τότε θα φαινόταν σαν να της έκλεβε κάτι.

Ο χειμώνας ήταν σκληρός. Η ανάρρωση της κυρίας κράτησε πολύ. Όταν η μέρα ήταν καλή, την έσπρωχναν με την πολυθρόνα της κοντά στο παράθυρο, εκείνο που έβλεπε προς την πλατεία. Η Έμμα αντιπαθούσε τώρα πολύ τον κήπο, και το παραθυρόφυλλο προς το μέρος εκείνο ήταν συνέχεια

Page 150: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κλειστό. Θέλησε να πουλήσουν το άλογο. Εκείνα που άλλοτε αγαπούσε, τώρα της ήταν αντιπαθητικά. Όλες της οι ιδέες φαίνονταν να περιορίζονται στη φροντίδα του εαυτού της. Έμενε στο κρεβάτι της κι έτρωγε, χτυπούσε το κουδούνι για να 'ρθει η υπηρέτριά της και να την πληροφορήσει για τα γιατρικά της ή για να μιλήσει μαζί της. Στο μεταξύ, το χιόνι πάνω στη στέγη της αγοράς έριχνε στο δωμάτιο μια άσπρη, ακίνητη αντανάκλαση. Κατόπιν άρχιζε να πέφτει βροχή. Κι η Έμμα περίμενε κάθε μέρα, μ' ένα είδος αγωνίας, την αναπόφευκτη επανάληψη πολύ μικρών γεγονότων, που, εξάλλου, δεν την ενδιέφεραν καθόλου. Το σπουδαιότερο απ' αυτά τα γεγονότα ήταν, το βράδυ, η άφιξη του Χελιδονιού. Τότε η ξενοδόχα φώναζε κι άλλες φωνές τής απαντούσαν, ενώ το φανάρι του Ιππόλυτου, που ζητούσε να πάρει τις κάσες των εμπορευμάτων, έλαμπε σαν άστρο μέσα στο σκοτάδι. Το μεσημέρι ο Κάρολος γύριζε. Έπειτα έφευγε. Ύστερα εκείνη έπαιρνε ένα ζουμί, και στις πέντε, όταν βασίλευε ο ήλιος, τα παιδιά που γύριζαν απ' το σχολείο, σέρνοντας τα ξυλοπάπουτσά τους πάνω στο πεζοδρόμιο, χτυπούσαν όλα με τους χάρακές τους τα παράθυρα, το ένα ύστερα απ' το άλλο.

Αυτή την ώρα πήγαινε και την έβλεπε ο κύριος Μπουρνιζιέν. Ρωτούσε για την υγεία της, της έφερνε νέα και τη συμβούλευε ν' ακολουθεί τα παραγγέλματα της θρησκείας, μιλώντας της με χαϊδευτικό ύφος, που δεν της ήταν καθόλου δυσάρεστο. Και μόνο η θέα του ράσου την παρηγορούσε.

Μια μέρα που βρισκόταν στη μεγαλύτερη κρίση της αρρώστιας της, νόμισε ότι θα πέθαινε, ζήτησε να μεταλάβει. Και όση ώρα έκαναν στο δωμάτιό της τις κατάλληλες προετοιμασίες για το μυστήριο και μετέτρεπαν σε βωμό τον κομό, που ήταν γεμάτος από σιρόπια, και η Ευτυχία σκόρπιζε στο πάτωμα άνθη ντάλιας, η Έμμα ένιωθε κάτι δυνατό, που περνούσε από πάνω της και την έκανε να λησμονεί κάθε πόνο της, κάθε στεναχώρια της, κάθε αίσθημα. Το σώμα της ήταν ανακουφισμένο πια, δε σκεφτόταν τίποτα, μια άλλη ζωή άρχιζε. Της φάνηκε ότι η ύπαρξή της, ανεβαίνοντας προς το Θεό, θα 'σβηνε μέσα σ' αυτή την αγάπη σαν αναμμένο θυμίαμα που διαλυόταν σε καπνό. Ράντισαν με αγιασμό τα σκεπάσματα του κρεβατιού. Ο παπάς έβγαλε από το άγιο αρτοφόριο την άσπρη όστια. Κι ένιωσε μια ουράνια χαρά, όταν πλησίασε τα χείλη της για να δεχτεί το σώμα του Σωτήρος που της προσφερόταν. Οι κουρτίνες του δωματίου φούσκωναν ελαφρά γύρω της, σαν σύννεφα, και το φως των δυο κεριών που έκαιγαν πάνω στον κομό της έμοιαζαν με λαμπρά φωτοστέφανα. Τότε, άφησε να ξαναπέσει το κεφάλι της, νομίζοντας ότι άκουγε μέσα στο άπειρο το τραγούδι που έπαιζαν οι άγγελοι στις άρπες τους, κι ότι έβλεπε σ' ένα γαλάζιο ουρανό, πάνω σ' ένα χρυσό θρόνο, ανάμεσα σε αγίους που κρατούσαν πράσινα βάγια, τον Πατέρα Θεό, ολόλαμπρο από δόξα, ο οποίος μ' ένα νεύμα του έστελνε στη γη τους αγγέλους με τα φλογερά φτερά για να τη σηκώσουν στα χέρια τους.

Το υπέροχο αυτό όραμα έμεινε στη μνήμη της σαν το ωραιότερο πράγμα που ήταν δυνατό να ονειρευτεί. Τόσο πολύ της είχε μείνει η εντύπωση, που και τώρα ακόμα προσπαθούσε να την αισθανθεί ξανά. Η ψυχή της κουρασμένη από την υπερηφάνεια, αναπαυόταν, τέλος, μέσα σε μια χριστιανική ταπεινότητα. Και απολαμβάνοντας την ευχαρίστηση της αδυναμίας της, η Έμμα κοίταζε μέσα της την καταστροφή της θέλησής της που έμελλε να επιτρέψει διάπλατα την είσοδο της Θείας Χάριτος. Υπήρχαν, λοιπόν, αντί για την ευτυχία, ευδαιμονίες μεγαλύτερες, μια άλλη αγάπη, πιο υψηλή απ' όλες τις άλλες, αδιάκοπη, και όλο και πιο δυνατή! Ανάμεσα στις διάφορες προσδοκίες που της έδινε η ελπίδα της, μια κατάσταση αγνότητας πλανιόταν πάνω στη γη κι έγινε ένα με τον ουρανό, όπου ποθούσε να βρίσκεται. Θέλησε να γίνει αγία. Αγόρασε κομπολόγια, φορούσε φυλαχτά και ποθούσε να 'χει στο δωμάτιό της, στο προσκέφαλο του κρεβατιού της, ένα άγιο κειμήλιο στολισμένο με σμαράγδια, για να το φιλά κάθε βράδυ.

Ο παπάς θαύμαζε τις τάσεις αυτές, αν και η θρησκευτικότητα της Έμμας, με τον υπερβολικό ζήλο, μπορούσε, κατά τη γνώμη του, να καταντήσει σε αίρεση ή σε παραλογισμό. Αλλά επειδή δεν ήταν και τόσο ειδικός σε τέτοια ζητήματα, όταν είδε ότι οι φιλόθρησκες διαθέσεις της Έμμας ξεπερνούσαν κάποιο όριο, έγραψε στον κύριο Μπουλάρ, βιβλιοπώλη του Σεβασμιότατου, και τον παρακάλεσε να του στείλει κάτι πολύ σπουδαίο, για ένα πρόσωπο αδυνάτου φύλου, το οποίο είχε πολύ πνεύμα. Ο βιβλιοπώλης, με αδιαφορία, σαν να ήταν να στείλει σιδερικά σε μαύρους, στοίβαξε ανακατωμένα όσα

Page 151: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

θρησκευτικά βιβλία βρήκε πρόχειρα στο μαγαζί του. Ήταν μικρά εγχειρίδια με ερωτήσεις κι απαντήσεις, μερικές σχολαστικές μονογραφίες και κάτι μυθιστορήματα με τριανταφυλλί δέσιμο και με τρυφερό ύφος, καμωμένα από ιεροσπουδαστές τροβαδούρους, ή από φιλολογούσες γυναίκες που είχαν μετανοήσει. Υπήρχαν το Ήρθε ο καιρός να σκεφτείτε τη σωτηρία σας, Ο άνθρωπος του κόσμου εις τους πόδας της Παναγίας υπό του κυρίου..., Τα σφάλματα του Βολταίρου προς χρήσιν των νέων, και τα λοιπά.

Η κυρία Μποβαρύ δεν είχε ακόμα τη σκέψη της τόσο ήρεμη για ν' ασχοληθεί σοβαρά με οτιδήποτε. Εξάλλου, άρχισε να διαβάζει πολύ βιαστικά. Οργίστηκε με τα παραγγέλματα της εκκλησίας. Η έπαρση με την οποία ήταν γραμμένα αυτά τα βιβλιαράκια δεν της άρεσε, γιατί καταδιώκονταν άνθρωποι που εκείνη δε γνώριζε. Τα διηγήματα της φάνηκαν ότι ήταν γραμμένα με τέτοια άγνοια του κόσμου, που, χωρίς να το καταλάβει, την απομάκρυναν από τις αλήθειες που την αποκάλυψή τους ζητούσε. Μολοντούτο, συνέχισε να διαβάζει, και όταν το βιβλίο τής έπεφτε από το χέρι, νόμιζε ότι την έπιανε μια λεπτή θρησκευτική μελαγχολία, από κείνες που μόνο μια αιθέρια ψυχή μπορούσε να νιώσει.

Όσο για τη θύμηση του Ροδόλφου, η Έμμα την είχε βάλει στο βάθος της καρδιάς της. Κι έμενε κει, πιο επίσημη, πιο ακίνητη κι από μούμια βασιλιά σ' έναν υπόγειο τάφο. Μια ευωδιά έβγαινε απ' αυτή τη μεγάλη βαλσαμωμένη αγάπη της, που, περνώντας ανάμεσα απ' όλα, αρωμάτιζε με τρυφερότητα την αμόλυντη ατμόσφαιρα μέσα στην οποία ήθελε να ζήσει. Όταν γονάτιζε πάνω στο γοτθικό προσευχητάρι της, έλεγε στο Θεό τις ίδιες γλυκές λέξεις που ψιθύριζε άλλοτε στον εραστή της. Το 'κανε για να δυναμώσει τη θρησκευτική της πίστη. Αλλά από τον ουρανό δεν κατέβαινε καμιά ιδιαίτερη ευχαρίστηση, και σηκωνόταν με τα χείλη της κουρασμένα, με το αόριστο αίσθημα μιας απέραντης απάτης.

Συλλογιζόταν ότι η αναζήτηση αυτή ήταν μια ακόμη αρετή. Και μέσα στην περηφάνια της ευλάβειάς της, η Έμμα έβαζε τον εαυτό της δίπλα στις παλιές εκείνες αρχόντισσες, που άλλοτε είχε ονειρευτεί τη δόξα τους βλέποντας μια εικόνα της Λα Βαλιέρ, και που, σέρνοντας με τόση μεγαλοπρέπεια την καταστολισμένη ουρά των μακριών φορεμάτων τους, αποσύρονταν στη μοναξιά, για να χύσουν στα πόδια του Χριστού όλα τα δάκρυα μιας καρδιάς που την πλήγωνε η ζωή.

Άρχισε τότε να κάνει υπερβολικές φιλανθρωπίες. Έραβε φορέματα για τους φτωχούς, έστελνε ξύλα σε γυναίκες που ήταν ακόμα λεχώνες, κι ο Κάρολος, γυρίζοντας μια μέρα, βρήκε στην κουζίνα τρεις τιποτένιους ανθρώπους καθισμένους στο τραπέζι να πίνουν ένα ζουμί. Ξανάφερε στο σπίτι τη μικρή τους κόρη, που ο άντρας της, όσο ήταν άρρωστη, την είχε στείλει πάλι στην παραμάνα. Θέλησε να της μάθει να διαβάζει. Η Μπέρτα πολλές φορές έκλαιγε, εκείνη όμως δε θύμωνε πια. Είχε πάρει την απόφαση να τα υπομένει όλα, να τα συγχωρεί όλα. Η φρασεολογία της ήταν πάντα γλυκιά κι έβρισκε εκφράσεις ιδανικής λεπτότητας. Έλεγε στο παιδί της: «Πέρασε η κοιλίτσα σου, άγγελέ μου;»

Η μητέρα του Κάρολου δεν είχε πια τίποτα να την κατηγορήσει, εκτός, ίσως, από τη μανία της να πλέκει μανδύες για τα ορφανά, αντί να κάθεται να μπαλώνει τις πατσαβούρες του σπιτιού της. Αλλά κουρασμένη από τους καβγάδες και τα μαλώματα του άντρα της, ένιωθε ευχαρίστηση στο ήσυχο σπίτι του γιου της, και μάλιστα, έμεινε εκεί ωσότου πέρασαν οι γιορτές του Πάσχα. Έτσι, απέφυγε και τη στενοχώρια από την ασέβεια του γερο-Μποβαρύ, που κάθε μεγάλη Παρασκευή δεν παρέλειπε να φάει λουκάνικα.

Εκτός από τη συντροφιά της πεθεράς της, που τη βοηθούσε με την ευθύτητα της κρίσης της και τους σοβαρούς της τρόπους, η Έμμα είχε σχεδόν κάθε μέρα την επίσκεψη κι άλλων γυναικών. Ήταν η κυρία Λαγκλουά, η κυρία Καρόν, η κυρία Ντυπρέιγ, η κυρία Τιβάς, και τακτικά, από τις δύο ως τις πέντε, η εξαίρετη κυρία Ομέ, που ποτέ της δε θέλησε να πιστέψει όσα λέγονταν για τη γειτόνισσά της. Τα παιδιά του Ομέ πήγαιναν επίσης και την έβλεπαν. Τα συνόδευε ο Ιουστίνος. Ανέβαινε μαζί τους στο δωμάτιο κι έμενε όρθιος δίπλα στην πόρτα, ακίνητος, χωρίς να προφέρει λέξη. Συχνά, μάλιστα, η

Page 152: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κυρία Μποβαρύ έκανε την τουαλέτα της, χωρίς να προσέχει διόλου την παρουσία του. Άρχιζε με το βγάλσιμο του χτενιού της, κάνοντας μια απότομη κίνηση του κεφαλιού της. Και όταν ο Ιουστίνος είδε για πρώτη φορά τα πλούσια μαλλιά της να λύνονται και να κατεβαίνουν ως τα γόνατα, το δυστυχισμένο παιδί νόμισε ότι αντίκρισε ξάφνου κάτι καινούριο και θαυμάσιο, που η λαμπρότητά του τον τρόμαξε.

Η Έμμα, δίχως άλλο, δεν πρόσεξε ούτε το ζήλο με τον οποίο έκανε τα θελήματά της, ούτε τη δειλή στάση που έπαιρνε όταν βρισκόταν μπροστά της. Η αγάπη δεν είχε χαθεί τέλεια από τη ζωή της, έπαλλε κει, δίπλα της, κάτω από το χοντρό πουκάμισο, στην καρδιά αυτού του έφηβου, που θαύμαζε κρυφά την ομορφιά της. Εξάλλου, αντιμετώπιζε τώρα το καθετί με αδιαφορία, είχε τόσο τρυφερές εκφράσεις, βλέμματα τόσο αγέρωχα, τρόπους τόσο παράξενους, που δεν μπορούσε κανείς να ξεχωρίσει αν υπήρχε εγωισμός ή καλοσύνη, αρετή ή διαφθορά. Ένα βράδυ, για παράδειγμα, θύμωσε με την υπηρέτριά της, που της ζητούσε την άδεια να βγει και ψιθύριζε κάποια δικαιολογία. Ενώ ήταν θυμωμένη η Έμμα, άλλαξε ξαφνικά ύφος και της είπε:

«Τον αγαπάς, λοιπόν;»

Και χωρίς να περιμένει την απάντηση της Ευτυχίας, που το πρόσωπό της είχε γίνει κατακόκκινο, πρόσθεσε μελαγχολικά: «Εμπρός, τρέξε να τον βρεις! Διασκέδασε!»

Στην αρχή της άνοιξης έδωσε τέτοιες διαταγές, που έφερε αναστάτωση από τη μια ως την άλλη άκρη του κήπου. Ο Κάρολος δε συμφωνούσε και της το 'λεγε. Ήταν, όμως, ευτυχισμένος που την έβλεπε να εκδηλώνει, επιτέλους, κάποια θέληση. Κι όσο καλυτέρευε η υγεία της, έδειχνε και σε άλλα πράγματα την επιβολή της. Και πρώτα απ' όλα βρήκε τον τρόπο της να διώξει την κυρα-Ρολέ, την παραμάνα, που είχε πάρει τη συνήθεια στο διάστημα της ανάρρωσης της να πηγαίνει πολύ συχνά με τα δυο μωρά της. Έπειτα ξεφορτώθηκε τη συντροφιά της οικογένειας Ομέ, απομάκρυνε σιγά σιγά όλες τις άλλες επισκέψεις της, και μάλιστα, δεν πήγαινε πια συχνά στην εκκλησία, προς μεγάλη χαρά του φαρμακοποιού, ο οποίος, επιδοκιμάζοντάς την, της είπε με φιλικό ύφος:

«Κάνετε πολύ καλά που δεν πηγαίνετε πια στους παπάδες!»

Ο κύριος Μπουρνιζιέν, όπως κι άλλοτε, πήγαινε κάθε μέρα, όταν τελείωνε το μάθημα της κατήχησης. Προτιμούσε να μείνει έξω και να παίρνει τον αέρα του στο μέσο του άλσους, όπως έλεγε την κληματαριά. Ήταν η ώρα που γύριζε ο Κάρολος. Οι καλοκαιρινές μέρες τούς έκαναν να νιώθουν ζέστη. Έφερναν γλυκό κρασί κι έπιναν στην υγεία της κυρίας, ευχόμενοι να γιατρευτεί τέλεια.

Ο Μπινέ βρισκόταν εκεί, δηλαδή λίγο πιο χαμηλά, πάνω στον τοίχο, και ψάρευε καραβίδες. Ο Μποβαρύ τον καλούσε να πάρει κάτι για να δροσιστεί. Ο φοροεισπράκτορας είχε έναν δικό του τρόπο για ν' ανοίγει τα μπουκάλια.

«Πρέπει» έλεγε, κοιτάζοντας γύρω του και ως την άκρη του κήπου με ευχαριστημένο βλέμμα, «να κρατάς το μπουκάλι έτσι, κάθετα πάνω στο τραπέζι, κι αφού κόψεις τους σπάγκους, να σπρώχνεις το φελλό, σιγά κι ελαφρά, όπως κάμνουν εξάλλου στα εστιατόρια για το νερό του Σελτς».

Αλλά το κρασί, ενώ εκείνος ανέπτυσσε τη θεωρία του, συχνά πιτσίλιζε τα πρόσωπα, και τότε ο κληρικός, μ' ένα συγκρατημένο γέλιο, έλεγε τούτο το αστείο:

«Η αξία του σε προκαλεί κατά πρόσωπο!»

Ο παπάς ήταν αγαθός άνθρωπος. Μια μέρα, μάλιστα, δε σκανταλίστηκε διόλου από το φαρμακοποιό που συμβούλευε τον Κάρολο να πάει την κυρία, για να τη διασκεδάσει, στο θέατρο της Ρουέν, να δει

Page 153: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τον περίφημο τενόρο Λαγκαρντύ. Ο Ομέ έδειξε έκπληξη απ' αυτή τη σιωπή, ζήτησε να μάθει τη γνώμη του κι ο παπάς δήλωσε ότι θεωρούσε τη μουσική λιγότερο επικίνδυνη για τα καλά ήθη από τη φιλολογία.

Αλλά ο φαρμακοποιός ανέλαβε την υπεράσπιση των γραμμάτων. «Το θέατρο» έλεγε, «είναι χρήσιμο για να πολεμούνται οι προλήψεις, και κάτω από τη μάσκα της απόλαυσης δίδασκε την αρετή».

«Τιμωρώ, ειρωνευόμενος, τα έθιμα, είπε ο λατίνος φιλόσοφος, κύριε Μπουρνιζιέν! Κοιτάξτε τις περισσότερες τραγωδίες του Βολταίρου. Έχουν πολλές φιλοσοφικές σκέψεις που ο λαός μπορεί να τις χρησιμοποιήσει για σχολείο ηθικής και διπλωματίας».

«Εγώ» είπε ο Μπινέ, «είδα άλλοτε το έργο Το χαμίνι του Παρισιού, όπου γινόταν λόγος για ένα γέρο στρατηγό που ήταν εντελώς παραλυμένος! Αποκρούει για την κόρη του ένα παιδί από οικογένεια, που είχε παραπλανήσει μια εργάτρια, η οποία στο τέλος...»

«Βέβαια» διέκοψε ο Ομέ, «υπάρχουν και κακοί συγγραφείς, όπως υπάρχουν και κακοί φαρμακοποιοί. Αλλά να καταδικάσεις εξαιτίας τους τη σπουδαιότερη από τις καλές τέχνες, νομίζω ότι θα ήταν ανοησία, μια ιδέα βάρβαρη, άξια των απαίσιων εκείνων χρόνων που φυλάκιζαν τον Γαλιλαίο».

«Ξέρω πολύ καλά» παρατήρησε ο παπάς, «ότι υπάρχουν καλά βιβλία και καλοί συγγραφείς. Δεν παραδέχεστε, ωστόσο, ότι αυτά τα πρόσωπα διαφορετικού φύλου, που συχνάζουν σ' ένα καταστόλιστο και μαγευτικό σπίτι, έπειτα οι ειδωλολατρικές μεταμφιέσεις τους, τα φτιασίδια, τα φώτα, οι θηλυπρεπείς φωνές, όλ' αυτά καταλήγουν οπωσδήποτε στο να δώσουν ανήθικες σκέψεις και να σας βάλουν σε πειρασμούς που θα κολάσουν την ψυχή σας; Αυτή είναι, τουλάχιστον, η γνώμη όλων των Αγίων Πατέρων». Στο τέλος, πρόσθεσε παίρνοντας ένα μυστικοπαθές ύφος, ενώ πάνω στα δάχτυλά του κρατούσε λίγο ταμπάκο, «αν η Εκκλησία καταδίκασε τα θεάματα, αυτό σημαίνει ότι έχει δίκιο. Πρέπει να υποτασσόμαστε στα κελεύσματά της».

«Γιατί» ρώτησε ο φαρμακοποιός, «η Εκκλησία αφορίζει τους ηθοποιούς; Άλλοτε έπαιρναν φανερά μέρος στις θρησκευτικές τελετές. Μάλιστα έπαιζαν, παρίσταναν μέσα στην εκκλησία ένα είδος έργων, που τα 'λεγαν μυστήρια, και που δε θα 'φτανε η λέξη τρέλα για να τα χαρακτηρίσει».

Ο παπάς αρκέστηκε να αναστενάξει κι ο φαρμακοποιός συνέχισε:

«Συμβαίνει ό,τι και στην Αγία Γραφή. Ξέρετε ότι... υπάρχουν... πολλές λεπτομέρειες, λίγο τολμηρές, πράγματα στ' αλήθεια ανήθικα!»

Και σε μια κίνηση θυμού που έκανε ο κύριος Μπουρνιζιέν:

«Α! Θα συμφωνήσετε ότι το βιβλίο αυτό δεν μπορεί να δοθεί σ' έναν νέο ή μια νέα, και θα θυμώσω αν η Αθαλία...»

«Μα οι διαμαρτυρόμενοι κι όχι εμείς» φώναξε ο άλλος με ανυπομονησία, «συνιστούν το διάβασμα της Αγίας Γραφής!»

«Αυτό δεν έχει σημασία!» είπε ο Ομέ. «Παραξενεύομαι, όμως, που στις μέρες μας, σ' έναν αιώνα των φώτων, υπάρχουν άνθρωποι που επιμένουν να πολεμούν μια πνευματική απόλαυση, αθώα, ηθικοπλαστική, και κάποτε μάλιστα, υγιεινή. Δεν είναι έτσι, γιατρέ;»

«Δίχως άλλο» απάντησε ο Κάρολος άτονα, είτε γιατί είχε τις ίδιες ιδέες και δεν ήθελε να προσβάλει κανέναν, είτε, μάλλον, επειδή δεν είχε καμιά ιδέα.

Page 154: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η κουβέντα φαινόταν ότι τελείωνε, όταν ο φαρμακοποιός θεώρησε καλό να κάμει έναν τελευταίο διαξιφισμό:

«Γνώρισα» είπε, «παπάδες, που φορούσαν πολιτικά για να πάνε να διασκεδάσουν με χορεύτριες».

«Όχι δα!» είπε ο εφημέριος.

«Α, σας παρακαλώ! Σας ξαναλέω ότι τους γνώρισα». Και χωρίζοντας τις συλλαβές της φράσης του, ο Ομέ ξαναείπε: «Τους γνώ-ρι-σα».

«Ε, λοιπόν δεν έκαναν διόλου καλά» είπε ο Μπουρνιζιέν, παίρνοντας την απόφαση να τον ακούσει ως το τέλος.

«Μα την αλήθεια! Κι αυτά δεν είναι τίποτα μπροστά στ' άλλα που κάνουν!» φώναξε ο φαρμακοποιός.

«Κύριε!» τον διέκοψε ο κληρικός με τόσο άγριο βλέμμα, που ο Ομέ φοβήθηκε.

«Ήθελα να πω» απάντησε τότε με λιγότερο βίαιο τόνο, «ότι η επιείκεια είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να προσελκύονται οι ψυχές στη θρησκεία».

«Αυτό είναι αλήθεια! Αυτό είναι αλήθεια!» είπε ο αγαθός άνθρωπος και ξανακάθισε στην καρέκλα του.

Δεν έμεινε παρά δυο λεπτά της ώρας. Μόλις έφυγε, ο κύριος Ομέ είπε στο γιατρό:

«Του 'δωσα και κατάλαβε! Το 'δατε και σεις πόσο τον πείραξαν οι αλήθειες. Δεν μπορούσε να τα βγάλει πέρα μαζί μου!... Και τέλος, πιστέψτε ό,τι σας λέω· πηγαίνετε την κυρία στο θέατρο. Φύγετε και σεις μια φορά από το μαρτύριό σας! Αν μπορούσε να με αντικαταστήσει κανείς, θα σας συνόδευα κι εγώ! Μην το αναβάλλετε. Ο Λαγκαρντύ θα δώσει μόνο μια παράσταση. Έχει κάνει συμβόλαια να παίξει στην Αγγλία, με πολύ μεγάλη αμοιβή. Όπως βεβαιώνει όλος ο κόσμος, ο άνθρωπος αυτός είναι εξαιρετικά πανούργος. Κολυμπάει στο χρυσάφι! Σέρνει μαζί τρεις ερωμένες και το μάγειρά του! Όλοι αυτοί οι μεγάλοι καλλιτέχνες είναι μεγάλοι σπάταλοι και γλεντζέδες. Έχουν ανάγκη από μια ζωή γεμάτη οργιαστικές διασκεδάσεις, γιατί τους οξύνει τη φαντασία. Πεθαίνουν, όμως, στο νοσοκομείο, γιατί όταν ήταν νέοι, δε σκέφτηκαν διόλου να κάμουν οικονομίες. Καλή όρεξη, λοιπόν, ως αύριο».

Η ιδέα αυτή του θεάματος μεγάλωσε γρήγορα στο κεφάλι του Μποβαρύ. Την ανακοίνωσε αμέσως στη γυναίκα του, που στην αρχή αρνήθηκε, φέρνοντας σαν προφάσεις τον κόπο, την ενόχληση, τα έξοδα. Αλλά, πράγμα παράξενο, ο Κάρολος δεν υποχώρησε, τόσο πολύ πίστευε ότι θα της ήταν ωφέλιμη η ψυχαγωγία αυτή. Δεν έβρισκε κανένα εμπόδιο. Η μητέρα του του είχε στείλει τριακόσια φράγκα, που δεν περίμενε να τα πάρει, τα τρεχούμενα χρέη δεν ήταν μεγάλα και η προθεσμία για την πληρωμή των συναλλαγματικών του Λερέ ήταν ακόμα τόσο μακριά, που δεν έπρεπε να το σκέφτεται. Εξάλλου, νομίζοντας ότι αυτό θα την ευχαριστούσε πάρα πολύ, ο Κάρολος επέμεινε περισσότερο. Στο τέλος, η Έμμα πείστηκε. Και ένα ωραίο πρωί, στις οχτώ, ανέβαιναν στο Χελιδόνι.

Ο φαρμακοποιός, που τίποτα δεν τον κρατούσε στη Γιονβίλ, αλλά που πίστευε τον εαυτό του υποχρεωμένο να μην κουνιέται από κει, στέναξε όταν τους είδε να φεύγουν.

«Εμπρός, καλό ταξίδι!» τους είπε. «Τι ευτυχείς θνητοί που είστε!...»

Έπειτα, γυρίζοντας προς την Έμμα, που φορούσε ένα μεταξωτό γαλάζιο φόρεμα με τέσσερις φραμπαλάδες:

Page 155: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Είστε ωραία σαν άγγελος!» της είπε. «Θα ξετρελάνετε τη Ρουέν».

Το ταχυδρομικό λεωφορείο έκανε μια στάση στο πανδοχείο Ερυθρός Σταυρός, στην πλατεία Μποβουαζίν. Ήταν ένα από τα πανδοχεία εκείνα που συναντά κανείς σε όλες τις επαρχιακές πόλεις, που οι στάβλοι τους είναι μεγάλοι και τα δωμάτια ύπνου μικρά, και στις αυλές τους οι όρνιθες τσιμπούν τα άχυρα κάτω από τα αμάξια των παραγγελιοδόχων-ταξιδιωτών. Συνήθως είναι παλιές καλές οικοδομές με ξύλινα μισοκατεστραμμένα μπαλκόνια, που τρίζουν το χειμώνα όταν τη νύχτα φυσά δυνατός βοριάς. Είναι πάντα γεμάτα κόσμο, θόρυβο, και κάθε είδους φαγητά. Τα μαύρα τους τραπέζια, λερωμένα από τα πόντσια, τα χοντρά τζάμια τους κιτρινισμένα από τις μύγες, οι πετσέτες υγρές και με κηλίδες από κρασί. Μολονότι θυμίζουν πάντοτε χωριό, ωστόσο, σαν χωρικοί με φορέματα της πόλης, έχουν ένα καφενείο στην πρόσοψη του δρόμου κι ένα λαχανόκηπο προς το μέρος των χωραφιών. Ο Κάρολος άρχισε αμέσως να τρέχει. Πήγε δεξιά κι αριστερά, μπέρδεψε το προσκήνιο με τη γαλαρία, με τα θεωρεία, ζήτησε εξηγήσεις, δεν τις κατάλαβε, ο υπάλληλος του θεάτρου τον έστειλε στο διευθυντή, γύρισε στο πανδοχείο, ξαναγύρισε στο γραφείο του θεάτρου, κι έτσι πολλές φορές έκανε το δρόμο από το πανδοχείο ως τη λεωφόρο.

Η κυρία αγόρασε ένα καπέλο, γάντια, ένα μπουκέτο. Ο κύριος φοβόταν πολύ μήπως δεν προλάβει την αρχή. Και χωρίς να σταθούν να πάρουν ένα ζουμί, βρέθηκαν στην είσοδο του θεάτρου, που οι πόρτες του ήταν ακόμα κλειστές.

Page 156: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

15

Το πλήθος στεκόταν κατά μήκος του δρόμου, περιμένοντας με υπομονή την ώρα που θ' άνοιγε το θέατρο. Στις γωνιές των γειτονικών δρόμων πελώρια τοιχοκολλημένα προγράμματα επαναλάμβαναν, τυπωμένες με γοτθικά στοιχεία, τις λέξεις: «Λουκία του Λαμερμούρ — Λαγκαρντύ — Όπερα — και τα λοιπά». Ήταν ωραία μέρα και ζεστή, ιδρώτας έτρεχε ανάμεσα από τα μαλλιά. Όλοι, με τα μαντίλια στο χέρι, σκούπιζαν τα κόκκινα μέτωπά τους. Κάποτε, ένας χλιαρός αέρας που έπνεε από τον ποταμό, κινούσε ελαφρά το γύρο από τις τέντες που ήταν κρεμασμένες στις πόρτες των καταστημάτων. Λίγο παρακάτω, όμως, ένας παγερός αέρας μύριζε λάδι και δέρματα. Ήταν οι αναθυμιάσεις που έβγαιναν από την οδό Σαρέτ, γεμάτη με μεγάλα μαγαζιά.

Η Έμμα φοβήθηκε μήπως φανεί γελοία αν έμενε μαζί με το πλήθος. Θέλησε, λοιπόν, να κάμει έναν περίπατο στο λιμάνι. Ο Κάρολος, σαν προνοητικός άνθρωπος που ήταν, φύλαξε τα εισιτήρια μέσα στο χέρι του, που το 'χε βάλει στην τσέπη του παντελονιού του, και τα πίεζε πάνω στην κοιλιά του.

Όταν μπήκαν στο προαύλιο του θεάτρου, η καρδιά της Έμμας άρχισε να χτυπά δυνατά. Χωρίς να το θέλει, χαμογέλασε από περηφάνια βλέποντας το πλήθος που έτρεχε δεξιά, στον άλλο διάδρομο, ενώ εκείνη ανέβαινε τη σκάλα των θεωρείων. Ένιωσε μεγάλη ευχαρίστηση και χάρηκε σαν παιδί όταν έσπρωξε με το δάχτυλό της τη φαρδιά ταπετσαρισμένη πόρτα. Ανάπνεε με όλη της τη δύναμη τη γεμάτη σκόνη ατμόσφαιρα, και όταν κάθισε στο θεωρείο της, το σώμα της λυγίστηκε με τη μεγαλοπρέπεια μιας δούκισσας.

Η αίθουσα άρχιζε να γεμίζει, τα κιάλια έβγαιναν απ' τις θήκες τους και τακτικοί συνδρομητές αναγνωρίζονταν από μακριά κι αντάλλαζαν χαιρετισμούς. Έρχονταν να ξεχάσουν στην καλλιτεχνική απόλαυση τις ανησυχίες που τους έδινε το εμπόριό τους. Αλλά δε λησμονούσαν κι εκεί τις υποθέσεις τους και μιλούσαν για μπαμπάκια και πανιά. Έβλεπε κανείς εκεί κεφάλια γερόντων, χωρίς έκφραση και ειρηνικά. Τα άσπρα τους μαλλιά και η λευκότητα των προσώπων τους τα 'καμε να μοιάζουν με ασημένια μετάλλια. Οι νεαροί κομψευόμενοι τριγύριζαν στην πλατεία. Στο άνοιγμα του γελέκου τους φαινόταν η χτυπητή πράσινη ή κόκκινη γραβάτα τους. Η κυρία Μποβαρύ τούς θαύμαζε από ψηλά, που ακουμπούσαν τα χέρια τους, όπου φόραγαν κίτρινα γάντια, πάνω στα μπαστούνια τους με τη χρυσή λαβή.

Τότε άναψαν τα φώτα της ορχήστρας. Το πολύφωτο που ήταν κρεμασμένο στην οροφή, έχυνε μια ακτινοβολία που προκαλούσε μια εύθυμη διάθεση στην αίθουσα. Έπειτα ακούστηκε αμέσως ένας αδιάκοπος θόρυβος από τα πνευστά, και τα έγχορδα βούιζαν, τα φλάουτα έκλαιγαν. Έξαφνα, όμως, ακούστηκαν πάνω στη σκηνή τρεις χτύποι. Χτύπησαν τότε τα κύμβαλα, τα χάλκινα όργανα άρχισαν μια αρμονία, και η σκηνή, όταν σηκώθηκε η αυλαία, παρουσίασε ένα τοπίο.

Ήταν το σταυροδρόμι ενός δάσους με μια βρυσούλα αριστερά, που τη σκίαζε μια βελανιδιά. Χωρικοί και αρχόντοι τραγουδούσαν όλοι μαζί ένα τραγούδι του κυνηγιού. Έπειτα παρουσιάστηκε στη μέση ένας στρατιωτικός που έκραζε τον άγγελο του κακού, σηκώνοντας τα δυο του χέρια στον ουρανό. Έπειτα ένας άλλος. Έφυγαν κι οι δυο, και οι κυνηγοί συνέχιζαν το τραγούδι τους.

Η Έμμα μέσα σ' όλα αυτά ξανάβρισκε τη νεανική της ηλικία, όταν διάβαζε τα έργα του Γουόλτερ Σκοτ. Νόμιζε ότι άκουγε, ανάμεσα στην ομίχλη, τον ήχο των σκοτσέζικων ασκών που αντηχούσε στα δάση. Εξάλλου, η ανάμνηση του μυθιστορήματος την ευκόλυνε να νιώθει καλύτερα το λιμπρέτο. Παρακολουθούσε την πλοκή φράση φράση, ενώ διάφορες ακαθόριστες σκέψεις που ξαναγύριζαν στο νου της, χάνονταν αμέσως με την αδιάκοπη εκτέλεση της μουσικής. Άφηνε τον εαυτό της να λικνίζεται με το ρυθμό της μελωδίας κι ένιωθε να δονείται η ύπαρξή της, σαν να 'παιζαν πάνω στα νεύρα της τα δοξάρια των βιολιών. Δε χόρταινε να βλέπει τα φορέματα, τα σκηνικά, τα πρόσωπα, τα χρωματιστά

Page 157: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

δέντρα που έτρεμαν στο βάδισμα των ηθοποιών, και τα βελούδινα καπέλα, τα πανωφόρια, τα σπαθιά, όλ' αυτά τα δημιουργήματα της φαντασίας, που κινούνταν μέσα στους αρμονικούς ήχους σαν να 'ταν σε μια ατμόσφαιρα ενός άλλου κόσμου. Αλλά μια νέα γυναίκα προχώρησε, ρίχνοντας ένα πουγκί σ' έναν ακόλουθο ντυμένο στα πράσινα. Έμεινε μόνη και τότε ακούστηκε ένα φλάουτο, που ηχούσε σαν ψίθυρος μιας βαρκούλας ή σαν το κελάηδημα των πουλιών. Η Λουκία άρχισε τότε με ωραία φωνή τη μελωδία της, σε σολ ματζόρε. Θρηνούσε από αγάπη και ποθούσε ν' αποκτήσει φτερά. Το ίδιο κι η Έμμα, είχε θελήσει να πετάξει μέσα σ' ένα αγκάλιασμα, αφήνοντας τη ζωή. Έξαφνα, παρουσιάστηκε ο Εντγκάρ Λαγκαρντύ.

Το πρόσωπό του είχε την υπέροχη εκείνη χλομάδα που δίνει στους θερμόαιμους μεσημβρινούς ανθρώπους κάτι που μοιάζει με τη μεγαλοπρέπεια των μαρμάρων. Το γεροδεμένο σώμα του ήταν σφιγμένο μέσα σε μια σκούρα στρατιωτική στολή. Ένα μικρό σπαθάκι, σκαλιστό, χτυπούσε πάνω στο αριστερό του ποδάρι. Έστρεφε παντού το βλέμμα του με απάθεια, κι ανοίγοντας το στόμα του, άφηνε να φαίνονται τα άσπρα του δόντια. Ο κόσμος έλεγε ότι είχε ξετρελαθεί μαζί του μια πολωνέζα πριγκίπισσα, που τον άκουσε ένα βράδυ να τραγουδά σε μια ακτή του Μπιάριτς. Είχε καταστραφεί για το χατίρι του. Εκείνος, όμως, την άφησε κι ακολούθησε άλλες γυναίκες. Η προσωπικότητα αυτή, που ήταν γεμάτη προσποίηση, δεν άφηνε ευκαιρία να εκμεταλλεύεται την καλλιτεχνική του φήμη. Ο διπλωμάτης ηθοποιός φρόντιζε, μάλιστα, να προσθέτει με τέχνη στις ρεκλάμες του μια ποιητική φράση για τη μορφή του και την ευαισθησία της ψυχής του. Μια καλή φωνή, μια ήρεμη έκφραση, περισσότερο ύφος παρά εξυπνάδα, με περισσότερο στόμφο παρά λυρισμό, συμπλήρωναν τα στολίδια αυτού του αγύρτη, που έμοιαζε πιο πολύ με κουρέα ή ταυρομάχο.

Από την πρώτη σκηνή ενθουσίασε τον κόσμο. Έσφιγγε τη Λουκία στην αγκαλιά του, την άφηνε, ξαναγύριζε, φαινόταν απελπισμένος. Πότε θύμωνε, πότε στέναζε με πόνο, κι οι νότες έφευγαν από το γυμνό λαιμό του γεμάτες λυγμούς και φιλιά. Η Έμμα έσκυβε για να τον δει, ξύνοντας ελαφρά το βελούδο με το νύχι της. Η καρδιά της γέμιζε από τους μελωδικούς θρήνους που αντηχούσαν συρτά μέσα στη συνοδεία του βιολοντσέλου, σαν φωνές ναυαγών μέσα στην ταραχή της τρικυμίας. Αναγνώριζε όλες τις μεθυστικές παραφορές της και τις αγωνίες της, από τις οποίες λίγο έλειψε να πεθάνει. Η φωνή της ηθοποιού τής έδινε την εντύπωση ότι ήταν η αντήχηση της συνείδησής της, κι αυτό το όνειρο που τη γοήτευε, κάτι από τη ζωή της την ίδια. Κανείς, όμως, στον κόσμο δεν την είχε αγαπήσει μ' ένα τόσο δυνατό αίσθημα. Εκείνος δεν έκλαιγε όπως ο Εντγκάρ, το τελευταίο βράδυ, κάτω από το σεληνόφωτο, όταν έλεγε ο ένας στον άλλο: «Αύριο, λοιπόν, αύριο!...» Η αίθουσα σειόταν από τα χειροκροτήματα. Ξανάρχιζαν πάλι ολόκληρη την τελευταία διωδία. Οι εραστές μιλούσαν για τα λουλούδια του τάφου τους, για τους όρκους, για την εξορία, για τη μοίρα, για τις ελπίδες τους, κι όταν είπαν το τελευταίο «αντίο», από τα χείλη της Έμμας βγήκε μια ψιλή φωνή, που σβήστηκε μέσα στην αρμονία των τελευταίων ήχων.

«Γιατί» ρώτησε ο Μποβαρύ, «αυτός ο άνθρωπος επιμένει να τη στεναχωρεί και να την εχθρεύεται τόσο πολύ;»

«Όχι, όχι» απάντησε εκείνη, «είναι ο εραστής της».

«Κι όμως, ορκίζεται να την εκδικηθεί, ενώ ο άλλος, εκείνος που ήρθε πριν από λίγο, έλεγε: "Αγαπώ τη Λουκία και πιστεύω ότι μ' αγαπά κι εκείνη". Κι έπειτα πήρε με πολλή οικειότητα τον πατέρα της κι έφυγαν. Γιατί, ο πατέρας της δεν είν' εκείνος ο κοντός κι άσχημος άνθρωπος, που 'χει ένα φτερό πετεινού στο καπέλο του;»

Παρ' όλες τις εξηγήσεις της Έμμας, όταν άρχισε η αφηγηματική διωδία όπου ο Ζιλμπέρ εκθέτει στον κύριό του Άστον τις αποτρόπαιες ραδιουργίες του, ο Κάρολος, βλέποντας τον ψεύτικο αρραβώνα με τον οποίο θα εξαπατούσαν τη Λουκία, νόμισε ότι αυτό ήταν μια αισθηματική θύμηση από τον Εντγκάρ. Ομολογούσε, κιόλας, ότι δεν ένιωθε την ιστορία — εξαιτίας της μουσικής που κατέστρεφε

Page 158: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πολύ τις φράσεις.

«Τι σχέση έχει αυτό;» είπε η Έμμα. «Δε σωπαίνεις καλύτερα;»

«Μ' αρέσει να εννοώ την υπόθεση του έργου» πρόσθεσε εκείνος, σκύβοντας στον ώμο της. «Αυτό το ξέρεις...»

«Πάψε! Πάψε!» τον διέκοψε εκείνη με ανυπομονησία.

Η Λουκία προχωρούσε, στηριγμένη σχεδόν πάνω στις φίλες της, μ' ένα στεφάνι από λεμόνια στο κεφάλι της και πιο χλομή κι από το άσπρο μεταξωτό του φορέματός της. Η Έμμα θυμήθηκε τη μέρα του γάμου της. Έβλεπε τον εαυτό της εκεί κάτω στο χωριό, ανάμεσα στα σπαρτά, στο μικρό μονοπάτι, όταν πήγαιναν στην εκκλησία. Γιατί να μη ζητήσει να κάμει ό,τι κι η ηρωίδα του δράματος, ν' αντισταθεί δηλαδή και να παρακαλέσει; Το εναντίον, εκείνη ήταν χαρούμενη, χωρίς να βλέπει την άβυσσο μέσα στην οποία θα γκρεμιστεί... Αχ! Αν μέσα στη δροσερότητα της ομορφιάς της, πριν από το αίσχος του γάμου και την απογοήτευση της απιστίας, κατόρθωνε να βάλει τη ζωή της πάνω σε μια μεγάλη στέρεα καρδιά, τότε η αρετή, η τρυφερότητα, οι απολαύσεις και το καθήκον θα γίνονταν ένα πράγμα και δε θα κατέβαινε ποτέ από μια τόσο υψηλή ευδαιμονία. Αλλά η ευτυχία αυτή, δίχως άλλο, ήταν ψέμα που πλάθει η φαντασία για ν' απελπίσει κάθε πόθο. Ήξερε τώρα όλη την ταπεινότητα των παθών που η τέχνη παρουσίαζε με γοητευτικές εικόνες. Προσπαθώντας, λοιπόν, ν' απομακρύνει από κει τη σκέψη της, η Έμμα ήθελε να μη βλέπει πια στην αναπαράσταση αυτή των πόνων της παρά μια φανταστική ιστορία, καλή για να ευχαριστήσει τα μάτια, και μάλιστα χαμογελούσε ενδόμυχα με οίκτο, όταν, στο βάθος του θεάτρου, κάτω από τη βελούδινη πόρτα, παρουσιάστηκε ένας άντρας με μαύρο πανωφόρι.

Το μεγάλο του ισπανικό καπέλο έπεσε, σε μια απότομη κίνηση που έκανε. Αμέσως τα όργανα και οι τραγουδιστές άρχισαν το «σεπτέτο» τους. Ο Εντγκάρ ακτινοβολούσε μέσα στην παραφορά του κι η δυνατή του φωνή κυριαρχούσε πάνω σε όλες τις άλλες. Ο Άστον τού φώναζε με χαμηλές νότες τις φονικές προκλήσεις του, η Λουκία επαναλάμβανε το απελπισμένο παράπονό της. Ο Αρθούρος συνόδευε με μετριότερο τόνο, ενώ οι φωνές των γυναικών, επαναλαμβάνοντας τα λόγια, έκαναν μια μελωδική χορωδία. Βρίσκονταν όλοι στην ίδια γραμμή και χειρονομούσαν. Ο θυμός, η εκδίκηση, η ζήλια, ο τρόμος, ο οίκτος έβγαιναν όλα μαζί από τα μισανοιγμένα στόματά τους. Ο αδικημένος εραστής κρατούσε το σπαθί του γυμνό. Το κεντημένο κολάρο τιναζόταν απότομα, ανάλογα με τις κινήσεις του στήθους του, και πήγαινε δεξιά κι αριστερά, με μεγάλα βήματα, χτυπώντας πάνω στα σανίδια της σκηνής τους φτερνιστήρες του. Ο άνθρωπος αυτός, συλλογιζόταν η Έμμα, θα 'πρεπε να 'χει αστείρευτη αγάπη, αφού μπορεί να τη σκορπίζει τόσο πλούσια στον κόσμο. Οι κακολογίες που είχε ακούσει γι' αυτόν, έσβηναν μπροστά στην ποίηση του ρόλου, που της είχε κατακτήσει την ύπαρξη. Η φαντασία της την έσερνε κι άρχισε να αισθάνεται ιδιαίτερη συμπάθεια γι' αυτόν, προσπαθώντας, μάλιστα, να ζωγραφίσει με το μυαλό της την έντονη, ανώτερη και χαρούμενη ζωή που θα 'κανε μαζί του, αν το 'χε θελήσει η τύχη. Θα γνωρίζονταν, κι η αγάπη τους θα 'ταν αμοιβαία. Μαζί του σε όλα τα μέρη της Ευρώπης, από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα. Θα ταξίδευε με όλη της την καρδιά. Θα συμμεριζόταν τους κόπους του, θα μάζευε τα λουλούδια που θα του 'ριχναν και θα κεντούσε μόνη της τις στολές του. Έπειτα, κάθε βράδυ, στο βάθος ενός θεωρείου, πίσω από τις χρυσές γρίλιες, θα δεχόταν ευχαριστημένη πια τις εκδηλώσεις αυτής της ψυχής, και θα 'χε τραγουδήσει μόνο γι' αυτήν. Απ' τη σκηνή όπου θα 'παιζε, το βλέμμα του θα 'ταν καρφωμένο σ' αυτήν. Έξαφνα, την έπιασε κάτι σαν τρέλα: την κοίταζε, ήταν σίγουρη! Της ήρθε η επιθυμία να τρέξει στην αγκαλιά του και να ζητήσει προστασία στη δύναμή του, σαν να ήταν η ενσάρκωση της αγάπης. Θα του 'λεγε, θα του φώναζε: «Πάρε με, πήγαινέ με όπου θέλεις! Να φύγουμε αμέσως! Είμαι δική σου, δική σου! Όλες μου οι επιθυμίες, όλα μου τα όνειρα είναι αφιερωμένα σ' εσένα!»

Η αυλαία έπεσε.

Page 159: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η μυρωδιά του αερίου ανακατεύτηκε με τις αναπνοές των θεατών. Η ατμόσφαιρα γινόταν πιο πνιγηρή από τον αέρα που έκαναν οι βεντάγιες. Η Έμμα θέλησε να φύγει. Το πλήθος γέμιζε ασφυχτικά τους διαδρόμους κι αναγκάστηκε να ξανακαθίσει στη θέση της, με δυνατούς παλμούς που την έπνιγαν. Ο Κάρολος φοβήθηκε μήπως λιποθυμήσει κι έτρεξε στο καφενείο για να της φέρει ένα ποτήρι σουμάδα.

Με μεγάλη δυσκολία κατόρθωσε να ξαναγυρίσει στη θέση του, γιατί σε κάθε βήμα, από τα σκουντήματα, ήταν υποχρεωμένος να προσέχει μην του πέσει το ποτήρι από τα χέρια. Τα τρία τέταρτα της σουμάδας τα 'χυσε, μάλιστα, στη ράχη μιας Ρουενέζας με κοντά μανίκια, η οποία, όταν ένιωσε το υγρό να τρέχει πάνω της, άρχιζε να φωνάζει σαν να τη σκότωναν. Ο άντρας της, που ήταν νηματουργός, θύμωσε πολύ μ' αυτό τον αδέξιο άνθρωπο. Κι ενώ η γυναίκα σκούπιζε με το μαντίλι της τις κηλίδες που ήταν πάνω στο ωραίο μεταξωτό της φόρεμα, εκείνος ψιθύριζε με θυμωμένο τόνο τις λέξεις αποζημίωση, πληρωμή, έξοδα. Τέλος, ο Κάρολος έφτασε δίπλα στη γυναίκα του λαχανιασμένος, λέγοντάς της:

«Μα την αλήθεια, νόμιζα πως θα 'μενα για πάντα εκεί! Είναι τόσος κόσμος, τόσος κόσμος...»

Έπειτα πρόσθεσε:

«Μάντεψε ποιον συνάντησα έξω! Τον κύριο Λεόν».

«Τον Λεόν!»

«Ναι, τον ίδιο! Θα 'ρθει σε λίγο να σου υποβάλει τα σέβη του».

Δεν είχε τελειώσει καλά καλά τη φράση του, και ο άλλοτε γραφιάς της Γιονβίλ έμπαινε στο θεωρείο.

Έδωσε το χέρι του με αφέλεια ενός πραγματικά ευγενικού κυρίου. Η κυρία Μποβαρύ άπλωσε μηχανικά το δικό της, υπακούοντας, δίχως άλλο, στην έλξη μιας δυνατότερης θέλησης. Δεν τον είχε θυμηθεί από κείνο το ανοιξιάτικο βράδυ, όπου η βροχή έπεφτε πάνω στα πράσινα φύλλα των δέντρων, όταν είπαν το τελευταίο «αντίο», όρθιοι, δίπλα στο παράθυρο. Αλλά σκέφτηκε γρήγορα το περιβάλλον όπου βρισκόταν, έδιωξε με κόπο τη νάρκη αυτή των αναμνήσεών της κι άρχισε να ψιθυρίζει τις βιαστικές αυτές φράσεις:

«Α, καλημέρα σας... Πώς, και σεις εδώ;»

«Σιωπή !» φώναξε μια φωνή από την πλατεία, γιατί άρχιζε η τρίτη πράξη.

«Είστε, λοιπόν, στη Ρουέν;»

«Ναι».

«Κι από πότε;»

«Έξω! Έξω!» Όλος ο κόσμος γύριζε και τους έβλεπε. Σώπασαν.

Αλλά, απ' αυτή τη στιγμή, η Έμμα δεν άκουγε πια τίποτα. Κι ο χορός των καλεσμένων, η σκηνή του Άστον και του υπηρέτη του, το μεγάλο ντουέτο σε ρε μείζονα, όλα πέρασαν γι' αυτήν από πολύ μακριά, σαν να μην έπαιζαν πια τα όργανα όπως και πριν δυνατά και τα πρόσωπα να μη διακρίνονταν διόλου. Θυμόταν τα χαρτιά που έπαιζαν στο σπίτι του φαρμακοποιού, τον περίπατο στην παραμάνα, τα διαβάσματα κάτω από την κληματαριά, τις κουβέντες τους δίπλα στο τζάκι, όλο εκείνο το φτωχό

Page 160: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

αίσθημα, τόσο ήρεμο και τόσο μακρόχρονο, τόσο σιωπηλό, τόσο τρυφερό, που κι εκείνη ακόμα το 'χε ξεχάσει. Για ποιο λόγο ξαναγύριζε; Ποια σύμπτωση, ποια τύχη τον ξανάφερνε πάλι στη ζωή της; Ο Λεόν στεκόταν πίσω της, στηρίζοντας τη ράχη του πάνω στο ξύλο του θεωρείου. Πότε πότε ο χλιαρός αέρας της ανάσας του την έκανε να νιώθει ρίγος σε όλο της το σώμα.

«Σας ευχαριστεί αυτό το θέαμα;» τη ρώτησε σκύβοντας κοντά της τόσο πολύ, που η άκρη του μουστακιού του της άγγιξε το μάγουλο.

«Ω, Θεέ μου! Όχι, καθόλου!»

Τότε ο Λεόν πρότεινε να φύγουν από το θέατρο, για να πάνε κάπου να πάρουν παγωτά.

«Ας μείνουμε κι άλλο» είπε ο Μποβαρύ. «Κοιτάξτε, έχει λυμένα τα μαλλιά της. Το θέαμα θα είναι δίχως άλλο τραγικό».

Αλλά η σκηνή της τρέλας δεν ενδιέφερε καθόλου την Έμμα, και το παίξιμο της ηθοποιού τής φάνηκε υπερβολικό.

«Φωνάζει πολύ δυνατά» είπε γυρίζοντας στον Κάρολο, που άκουγε.

«Ναι... ίσως... λίγο...» απάντησε με αβεβαιότητα, γιατί ένιωθε ειλικρινά ευχαρίστηση, σεβόταν όμως και τη γνώμη της γυναίκας του.

Έπειτα ο Λεόν είπε αναστενάζοντας:

«Κάνει μια ζέστη...»

«Ανυπόφορη, αλήθεια!».

«Μήπως στεναχωριέσαι;» ρώτησε ο Μποβαρύ.

«Ναι, η ατμόσφαιρα αυτή με πνίγει. Ας φύγουμε καλύτερα».

Ο κύριος Λεόν έβαλε με πολλή λεπτότητα το μεταξωτό της σάλι στους ώμους της, κι οι τρεις τους πήγαν και κάθισαν στην προκυμαία, στο ύπαιθρο, μπροστά σε κάποιο καφενείο.

Στην αρχή έγινε λόγος για την αρρώστια της, αν και η Έμμα διέκοπτε συχνά τον Κάρολο από φόβο, όπως έλεγε, μη στεναχωρήσει τον κύριο Λεόν. Έπειτα ο Λεόν τούς διηγήθηκε ότι βρισκόταν σ' ένα μεγάλο δικηγορικό γραφείο της Ρουέν, όπου θα 'μενε δυο χρόνια για ν' αποκτήσει μεγάλη πείρα των υποθέσεων, που στη Νορμανδία ήταν διαφορετικές από κείνες που συζητιούνται στο Παρίσι. Ρώτησε για την Μπέρτα, για την οικογένεια Ομέ, για την κυρία Λεφρανσουά, και επειδή μπροστά στο σύζυγο δεν είχαν τίποτε άλλο να πούνε, η κουβέντα σε λίγο σταμάτησε.

Πολύς κόσμος που έβγαινε από το θέατρο, περνούσε από το πεζοδρόμιο, και μερικοί με δυνατή φωνή τραγουδούσαν το σκοπό: «Ω ωραίε μου άγγελε, Λουκία μου!» Τότε ο Λεόν, για να δείξει τις γνώσεις του, άρχισε να μιλά για μουσική. Είχε δει τον Ταμπουρίνι, τον Ρουμπίνι, τον Περσιάνι, τον Γκρίζι, και μπροστά σ' αυτούς, ο Λαγκαρντύ, παρ' όλα του τα προτερήματα, δεν άξιζε τίποτα.

«Κι όμως» τον διέκοψε ο Κάρολος, που έτρωγε σιγά σιγά το παγωτό του, «υπάρχουν άνθρωποι που υποστηρίζουν ότι στην τελευταία πράξη είναι έξοχος. Λυπάμαι που φύγαμε πριν τελειώσει, γιατί άρχισε να μ' ευχαριστεί πολύ».

Page 161: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Εξάλλου» συνέχισε ο γραφιάς, «θα δώσει σύντομα μια άλλη παράσταση».

Ο Κάρολος, όμως, απάντησε ότι ήταν υποχρεωμένος να φύγει την άλλη μέρα. «Εκτός» πρόσθεσε, γυρίζοντας στη γυναίκα του, «αν θέλεις να μείνεις μόνη σου εδώ, γατούλα μου».

Μπροστά σ' αυτή την ανέλπιστη ευκαιρία που του παρουσιαζόταν, ο Λεόν άλλαξε τακτική κι άρχισε να πλέκει το εγκώμιο του Λαγκαρντύ. Στην τελευταία πράξη ήταν υπέροχος, θεός! Τότε ο Κάρολος επέμεινε:

«Θα γυρίσεις την Κυριακή. Μπρος, αποφάσισε! Αν αισθάνεσαι ότι σου κάνει καλό, έχεις άδικο να μη μείνεις!»

Στο μεταξύ, τα τραπέζια γύρω άδειαζαν. Ένα γκαρσόνι ήρθε με τρόπο και στάθηκε κοντά τους. Ο Κάρολος, που κατάλαβε τι σήμαινε αυτό, έβγαλε να πληρώσει. Ο γραφιάς τού κράτησε το χέρι, και μάλιστα δεν ξέχασε ν' αφήσει και δυο δεκάρες παραπάνω, που χτύπησαν δυνατά πάνω στο μάρμαρο.

«Ειλικρινά θύμωσα» ψιθύρισε ο Μποβαρύ, «για τα χρήματα που...»

Ο άλλος έκανε μια χειρονομία περήφανη, γεμάτη όμως εγκαρδιότητα. Και παίρνοντας το καπέλο του, είπε:

«Σύμφωνοι, λοιπόν; Αύριο στις έξι;»

Ο Κάρολος ξαναείπε ζωηρά ότι του ήταν αδύνατο να λείψει περισσότερο. Αλλά την Έμμα δεν την εμπόδιζε τίποτα.

«Ναι, αλλά» ψιθύρισε εκείνη μ' ένα παράξενο χαμόγελο, «δεν μπορώ ν' αποφασίσω οριστικά...»

«Ε, καλά! Θα σκεφτείς αργότερα, θα δούμε, η νύχτα είναι καλός σύμβουλος». Έπειτα γύρισε στον Λεόν, που τους συνόδευε:

«Τώρα που είστε στα μέρη μας, ελπίζω ότι θα 'ρχεστε κάπου κάπου να τρώμε μαζί».

Ο γραμματέας βεβαίωσε ότι δε θα παρέλειπε να επωφεληθεί από την ευκαιρία, και μάλιστα, σχεδίαζε να επισκεφτεί γρήγορα τη Γιονβίλ για μια υπόθεση του γραφείου του. Και χωρίστηκαν μπροστά στη στοά Σεντ Ερμπλάν, τη στιγμή που το ρολόι της μητρόπολης χτυπούσε έντεκα και μισή.

Page 162: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ΜΕΡΟΣ ΤΡΙΤΟ

Page 163: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

1

Ο κύριος Λεόν, χωρίς να παραμελεί καθόλου τις νομικές του σπουδές, σύχναζε και στα κέντρα διασκέδασης όπου, μάλιστα, είχε πολλές επιτυχίες με τις μοδιστρούλες. Τον έβρισκαν πολύ ευγενικό, κι η αλήθεια ήταν ότι οι τρόποι του κι όλη του η εμφάνιση δεν έμοιαζαν με τις τρελές συνήθειες των άλλων φοιτητών. Τα μαλλιά του δεν ήταν ούτε πολύ μακριά ούτε πολύ κοντά, δεν έτρωγε την πρώτη του μήνα τα χρήματα της τριμηνίας του και διατηρούσε καλές σχέσεις με τους καθηγητές του. Απόφευγε πάντα να κάνει καταχρήσεις, όχι μόνο από καλοσύνη, όσο κι από δειλία.

Συχνά, όταν έμενε στο δωμάτιό του και διάβαζε, ή το βράδυ, όταν καθόταν κάτω από τις φιλύρες του Λουξεμβούργου, άφηνε να πέφτει ο Κώδικάς του στη γη, κι η ανάμνηση της Έμμας ερχόταν πάλι στη σκέψη του. Σιγά σιγά, όμως, το αίσθημα αυτό λιγόστευε κι άλλες επιθυμίες γέμισαν την ψυχή του. Εντούτοις, ο Λεόν δεν έχανε κάθε ελπίδα και πίστευε ότι μια μέρα θα την ξανάβλεπε. Ήταν σαν μια αόριστη προσδοκία, που έμοιαζε σαν χρυσός καρπός, κρεμασμένος σε κάποιο φανταστικό φύλλωμα.

Βλέποντάς την, ύστερα από απουσία τριών χρόνων, η αγάπη του ξαναζωντάνεψε. Συλλογιζόταν ότι έπρεπε τώρα να αποφασίσει και να θελήσει να την κάμει δική του. Εξάλλου, η ατολμία του, με τη συντροφιά των ζωηρών φίλων του, δεν υπήρχε πια, κι επέστρεφε στην επαρχία, περιφρονώντας πια καθετί που δε θα παρουσίαζε αρκετή λαμπρότητα. Δίπλα σε μια παρισινή αριστοκράτισσα, στο σαλόνι ενός μεγάλου γιατρού, προσωπικότητες με παράσημα και αμάξι, ο φτωχός γραφιάς θα 'τρεμε, δίχως άλλο, σαν παιδί. Αλλά εδώ, στη Ρουέν, στην προκυμαία, μπροστά στη γυναίκα του μικρογιατρού, ένιωθε τον εαυτό του ήσυχο, βέβαιο από τα πριν ότι θα τους θάμπωνε. Η αταραξία εξαρτιέται από το μέρος όπου βρίσκεται και θέλει να επιδειχτεί. Δε μιλάει κανείς στο υπόγειο με τον ίδιο τρόπο που θα μιλούσε στο τέταρτο πάτωμα, και η πλούσια γυναίκα φαίνεται να 'χει γύρω της, για να φυλάγουν την αρετή της, όλα της τα χαρτονομίσματα, σαν ένα θώρακα μέσα στη φόδρα του κορσέ της.

Το βράδυ της προηγούμενης μέρας, ο Λεόν, ύστερα από το χωρισμό τους, παρακολούθησε τον κύριο και την κυρία Μποβαρύ από μακριά. Ύστερα, αφού τους είδε να σταματούν στο πανδοχείο Ερυθρός Σταυρός, γύρισε πίσω και πέρασε όλη του τη νύχτα να συλλογίζεται το σχέδιο που έπρεπε να προτιμήσει.

Την επομένη, λοιπόν, στις πέντε, μπήκε στην κουζίνα του πανδοχείου με την καρδιά σφιγμένη, το πρόσωπο ωχρό και με την αποφασιστικότητα που παίρνουν οι δειλοί όταν θελήσουν να μη σταματήσουν μπροστά σε τίποτα.

«Ο κύριος δεν είναι δω» απάντησε μια υπηρέτρια.

Η πληροφορία αυτή του φάνηκε σαν καλό σημάδι. Ανέβηκε.

Η Έμμα δεν ταράχτηκε όταν τον είδε. Το εναντίον, ζήτησε να του δικαιολογηθεί, γιατί είχε λησμονήσει να του πει το μέρος στο οποίο έμεναν.

«Ε, το μάντεψα!» είπε ο Λεόν.

«Πώς;»

Ισχυρίστηκε ότι το ένστικτό του τον είχε οδηγήσει σ' αυτήν, έτσι, στην τύχη. Εκείνη χαμογέλασε, και αμέσως, για να διορθώσει την ανοησία του, ο Λεόν διηγήθηκε ότι όλο το πρωί δεν έκανε άλλο τίποτε παρά να την αναζητά σε όλα τα ξενοδοχεία της πόλης. Έπειτα πρόσθεσε:

Page 164: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Αποφασίσατε, λοιπόν, να μείνετε;»

«Ναι» απάντησε εκείνη, «και δεν έκανα καθόλου καλά. Δεν πρέπει να συνηθίζει κανείς σε διασκεδάσεις που δεν μπορεί ν' απολαμβάνει, όταν έχει γύρω του χίλιες άλλες ανάγκες».

«Α, τις φαντάζομαι...»

«Α, όχι! Γιατί εσείς δεν είστε γυναίκα!»

Αλλά και οι άντρες είχαν τις δικές τους στεναχώριες, κι η κουβέντα άρχισε με μερικούς φιλοσοφικούς συλλογισμούς. Η Έμμα ανέφερε πολλά για την αθλιότητα των ανθρωπίνων αισθημάτων και για την αιώνια μοναξιά, μέσα στην οποία μένει θαμμένη η ψυχή.

Για να δείξει ότι δεν υστερούσε, ή από μια απλοϊκή μίμηση της μελαγχολίας αυτής, που προκαλούσε τη δική του, ο νεαρός γραφιάς δήλωσε ότι στενοχωρήθηκε πάρα πολύ σε όλο το διάστημα των σπουδών του. Οι δικογραφίες τον νευρίαζαν, άλλα ωραιότερα πράγματα τον τραβούσαν, κι η μητέρα του δεν έπαυε σε κάθε γράμμα της να τον βασανίζει. Σιγά σιγά, καθόριζαν περισσότερο τις αιτίες των πόνων τους, και καθένας, όσο προχωρούσε η κουβέντα, έκανε και νέες εκμυστηρεύσεις. Σταματούσαν κάποτε, όταν ήθελαν να εκφράσουν τέλεια και καθαρά τη σκέψη τους, και ζητούσαν να βρουν μια κατάλληλη φράση που να την ερμηνεύει. Εκείνη δε φανέρωσε αίσθημα για κάποιον άλλο, κι εκείνος δεν είπε ότι την είχε ξεχάσει.

Ίσως τη στιγμή αυτή ο Λεόν να μη θυμόταν πια τα γλέντια του ύστερα από το χορό με τις μοδιστρούλες. Κι εκείνη, δίχως άλλο δε θυμόταν τις παλιές συναντήσεις της, όταν το πρωί έτρεχε ανάμεσα στα χόρτα και πήγαινε στον πύργο του εραστή της. Ο θόρυβος της πόλης μόλις έφτανε ως εκεί. Το δωμάτιο φαινόταν μικρό, επίτηδες, για να κάμει στενότερη τη μοναξιά τους. Η Έμμα, ντυμένη με μια λινοβάμβακη μπλούζα, ακουμπούσε το κεφάλι της πάνω στο ξύλο της παλιάς πολυθρόνας. Το κίτρινο χαρτί του τοίχου έφτιαχνε πίσω της ένα χρυσό φόντο.

«Αλλά, με συγχωρείτε» είπε, «δεν κάνω καλά! Σας στενοχωρώ με τα αιώνια παράπονά μου!»

«Όχι, καθόλου, καθόλου!»

«Αν ξέρατε» συνέχισε, σηκώνοντας προς την οροφή τα ωραία της μάτια, από τα οποία κύλησε ένα δάκρυ, «όλα όσα είχα ονειρευτεί!»

«Και εγώ το ίδιο! Ω, υπέφερα πάρα πολύ! Συχνά έβγαινα από το δωμάτιό μου, σερνόμουν στην προκυμαία και προσπαθούσα μέσα στο θόρυβο του πλήθους να ζαλιστώ και να λησμονήσω. Ποτέ, όμως, δεν κατόρθωσα ν' απομακρύνω το όραμα που με παρακολουθούσε παντού. Στο μεγάλο δρόμο, στο κατάστημα ενός εμπόρου εικόνων, υπάρχει μια ιταλική λιθογραφία που παριστάνει μια Μούσα. Φορά ένα χιτώνα και κοιτάζει το φεγγάρι. Τα λυμένα της μαλλιά στολίζονται με λουλούδια. Κάτι, που δεν μπορούσα να νικήσω, μ' έσπρωχνε διαρκώς εκεί κι έμενα ώρες ολόκληρες να την κοιτάζω». Έπειτα πρόσθεσε, με φωνή που έτρεμε λίγο: «Σας μοιάζει λίγο».

Η κυρία Μποβαρύ γύρισε από το άλλο μέρος το κεφάλι της, για να μη δείξει ένα χαμόγελό της, που ένιωθε ότι δεν μπορούσε να κρύψει.

«Συχνά» εξακολούθησε εκείνος, «σας έγραφα γράμματα, που έπειτα τα 'σκιζα».

Η Έμμα δεν απαντούσε. Εκείνος συνέχισε την ομιλία του.

Page 165: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Φανταζόμουν κάποτε ότι η τύχη θα μας έκανε να συναντηθούμε. Πολλές φορές νόμισα ότι σας είχα αναγνωρίσει στη γωνία κάποιου δρόμου, κι έτρεχα πίσω απ' όλα τα αμάξια απ' όπου κυμάτιζε ένα σάλι ή ένας πέπλος που έμοιαζε με τον δικό σας».

Η Έμμα φαινόταν αποφασισμένη να τον αφήσει να μιλάει χωρίς να τον διακόψει. Σταύρωσε τα χέρια της, χαμήλωσε το πρόσωπό της, κοίταξε το φιόγκο της παντούφλας της και κάποτε έκανε μερικές κινήσεις με τα δάχτυλα του ποδιού της.

Δεν μπόρεσε, όμως, ν' αποφύγει ένα στεναγμό.

«Το θλιβερότερο είναι να περνά κανείς μια ζωή ανώφελη σαν τη δική μου. Αν οι πόνοι μας είχαν κάποια αξία, μπορούσαν να είναι χρήσιμοι σε κάποιον άλλο, τότε, τουλάχιστον, η ιδέα της θυσίας θα παρηγορούσε».

Ο γραφιάς άρχισε έπειτα να κάμει το εγκώμιο της αρετής του καθήκοντος, των σιωπηλών θυσιών. Ο ίδιος αισθανόταν μια απέραντη ανάγκη αφοσίωσης, που δεν μπορούσε να την ικανοποιήσει.

«Εγώ θα 'θελα πολύ» είπε εκείνη, «να γίνω αδελφή σ' ένα νοσοκομείο».

«Δυστυχώς» απάντησε εκείνος στενάζοντας, «οι άντρες δεν μπορούν να αναλάβουν τόσο ιερά καθήκοντα, και δε βλέπω κανένα άλλο επάγγελμα... εκτός, ίσως, από την ιατρική».

Η Έμμα, σηκώνοντας τους ώμους της, τον διέκοψε για να του διηγηθεί την αρρώστια της από την οποία λίγο έλειψε να πεθάνει. Τι κρίμα! Σήμερα δε θα υπέφερε πια! Ο Λεόν δήλωσε αμέσως ότι ποθούσε τη γαλήνη του τάφου, και μάλιστα, ένα βράδυ είχε γράψει τη διαθήκη του, παραγγέλνοντας να τον θάψουν μαζί με το βελουδένιο σκέπασμα που του είχε δωρίσει εκείνη· γιατί έτσι θα 'θελαν να είχαν γίνει τα πράγματα· είχε φτιάξει ο καθένας ένα ιδεώδες, πάνω στο οποίο προσπαθούσαν τώρα να προσαρμόσουν την περασμένη ζωή τους. Τα λόγια μοιάζουν με μηχάνημα που απλώνει το συναίσθημα.

Σ' αυτή την εφεύρεση του σκεπάσματος η Έμμα δεν έμεινε αδιάφορη: «Και γιατί σκέφτεστε έτσι;» τον ρώτησε.

«Γιατί;»

Ο γραφιάς δίσταζε ακόμα. Τέλος, πρόσθεσε:

«Γιατί σας έχω αγαπήσει πάρα πολύ!» Και επαινώντας τον εαυτό του που κατόρθωσε να ξεπεράσει αυτή τη δυσκολία, ο Λεόν εξέταζε προσεχτικά με την άκρη του ματιού του τη φυσιογνωμία της.

Όταν φυσήξει ένα αεράκι, κατορθώνει και διώχνει τα σύννεφα· έτσι και από τα γαλανά μάτια της Έμμας έφυγε η μελαγχολική εκείνη έκφραση, που πηγάζει από τους λυπημένους στοχασμούς. Ολόκληρο το πρόσωπό της έλαμψε. Ο Λεόν περίμενε. Τέλος, εκείνη απάντησε.

«Πάντα υποπτευόμουν κάτι».

Τότε άρχισαν να διηγούνται τα διάφορα μικρά περιστατικά της μακρινής εκείνης ζωής, που ολόκληρη η σημασία τους περιορίζεται σε μια και μόνο λέξη. Είπαν τις χαρές και τους πόνους της εποχής εκείνης. Θυμόταν την κληματαριά, τα φορέματα που συνήθιζε να φορά εκείνη, τα έπιπλα του δωματίου της, ολόκληρο, τέλος, το σπίτι.

Page 166: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Και τα αγαπημένα μας δέντρα, τι γίνονται;»

«Τα χάλασε το κρύο τον περασμένο χειμώνα».

«Αχ! Να ξέρατε πόσες φορές τα σκέφτηκα... Συχνά τα ξανάβλεπα, όπως άλλοτε, να τα φωτίζει το πρωί ο ήλιος, κι έβλεπα τότε τα δυο γυμνά σας χέρια που περνούσαν ανάμεσα από τα λουλούδια».

«Φτωχέ μου φίλε» είπε η Έμμα και του 'δωσε το χέρι της.

Ο Λεόν, χωρίς να χάσει καιρό, κόλλησε τα χείλη του. Έπειτα, αφού ανέπνευσε βαθιά, είπε:

«Την εποχή εκείνη ήσασταν για μένα μια ακαθόριστη δύναμη που γοήτευε τη ζωή μου. Είχα έρθει στο σπίτι σας. Αλλά σίγουρα εσείς δε θα το θυμάστε πια».

«Πώς!» είπε εκείνη. «Συνεχίστε!»

«Ήσασταν κάτω, στον προθάλαμο, έτοιμη να βγείτε, στο τελευταίο σκαλοπάτι. Φορούσατε μάλιστα ένα καπέλο με μικρά γαλάζια λουλούδια. Χωρίς να με καλέσετε και χωρίς να καταλαβαίνω τι κάνω, σας συνόδευσα. Στο μεταξύ, ένιωθα ότι δεν ήταν σωστό αυτό που είχα κάμει κι εξακολούθησα να βαδίζω δίπλα σας, μην τολμώντας να σας αφήσω. Όταν εσείς μπήκατε σ' ένα κατάστημα, εγώ έμεινα έξω στο δρόμο και σας κοίταζα από το τζάμι, ξεκουμπώσατε τα γάντια σας και πληρώσατε στο ταμείο. Έπειτα πήγατε στο σπίτι της κυρίας Τιβάς, σας άνοιξαν, κι εγώ έμεινα σαν απολιθωμένος μπροστά στη μεγάλη βαριά πόρτα που έκλεισε πίσω σας».

Η κυρία Μποβαρύ, ακούγοντάς τον, έβλεπε με μεγάλη της έκπληξη πόσο πολύ είχε γεράσει. Όλα αυτά τα πράγματα, που ο Λεόν παρουσίαζε πάλι μπροστά της, της φαίνονταν ότι έκαναν να γυρίζει πάρα πολύ πίσω η ύπαρξή της. Και πότε πότε, έλεγε με φωνή χαμηλή και τα βλέφαρα μισοκλεισμένα:

«Ναι, αυτό είναι αλήθεια. Είναι αλήθεια!»

Άκουσαν να χτυπούν οι οχτώ στα διάφορα ρολόγια της συνοικίας Μποβουαζίν, που ήταν γεμάτη από οικοτροφεία, εκκλησίες και εγκαταλειμμένα μέγαρα. Δε μιλούσαν πια. Κοίταζε, όμως, ο ένας τον άλλο κι ένιωθαν το κεφάλι τους να βουίζει, σαν να είχε φύγει από την κόρη των ματιών τους κάτι που ηχούσε εξακολουθητικά. Είχαν δώσει τα χέρια τους. Το παρελθόν, το μέλλον, οι αναμνήσεις και τα όνειρα, όλα γίνονταν ένα μέσα στη γλυκύτητα αυτής της έκστασης. Άρχισε ν' απλώνεται η νύχτα. Το σκοτάδι γέμιζε τους τοίχους, όπου έλαμπαν ακόμα, μισοσβησμένα στη σκιά, τα ζωηρά χρώματα τεσσάρων λιθογραφιών που παράσταιναν σκηνές από τον Πύργο του Νελ, με μια εξήγηση από κάτω σε ισπανική και γαλλική γλώσσα. Απ' το παράθυρο φαινόταν ένα κομμάτι του σκοτεινού ουρανού, ανάμεσα από στέγες σπιτιών.

Η Έμμα σηκώθηκε για ν' ανάψει δυο κεριά πάνω στον κομό. Έπειτα ξανακάθισε.

«Και λοιπόν;» είπε ο Λεόν.

«Και λοιπόν;» απάντησε εκείνη.

Ο γραφιάς προσπαθούσε να ξανασυνδέσει το διάλογο που είχε διακοπεί, όταν εκείνη του είπε:

«Πώς συμβαίνει και κανείς ως τώρα δε μου εκδήλωσε τέτοια αισθήματα;»

Ο Λεόν τότε είπε με ζωηρότητα ότι δύσκολα μπορούσε ο καθένας να εννοήσει τα ιδανικά των

Page 167: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

εξαιρετικών φύσεων. Εκείνος, από την πρώτη φορά που την είδε, την είχε αγαπήσει και ήταν απελπισμένος που η τύχη δε θέλησε να γνωριστούν νωρίτερα. Ω, τι ευτυχισμένη ζωή θα περνούσαν τώρα! Ο δεσμός τους θα ήταν αιώνιος!

«Τα σκέφτηκα κι εγώ κάποτε» είπε η Έμμα.

«Τι ωραίο όνειρο!» ψιθύρισε ο Λεόν. Και πιάνοντας ελαφρά το γαλάζιο φιόγκο της μακριάς άσπρης ζώνης της, πρόσθεσε: «Ποιος μας εμποδίζει να ξαναρχίσουμε τώρα;»

«Όχι, φίλε μου» απάντησε εκείνη. «Είμαι πολύ γριά... Ενώ εσείς είστε πολύ νέος... Προσπαθήστε να με ξεχάσετε!... Άλλες γυναίκες θα σας αγαπήσουν... και θα τις αγαπήσετε».

«Όχι όσο εσάς!»

«Πόσο παιδί είστε! Είναι καιρός να γίνουμε φρόνιμοι! Το απαιτώ!»

Του εξήγησε πως η αγάπη τους θα συναντούσε πολλά εμπόδια, ότι ήταν αδύνατο να συνεχίσουν το αίσθημά τους, κι ότι έπρεπε ν' αρκεστούν, όπως άλλοτε, στις απλές και καλές σχέσεις μιας αδελφικής φιλίας.

Τα 'λεγε, άραγε, σοβαρά αυτά; Χωρίς αμφιβολία, η Έμμα δεν μπορούσε να ξέρει τίποτα, τόσο απορροφημένη ήταν από τη νέα αυτή γοητεία κι από την ανάγκη να προφυλάξει τον εαυτό της. Και κοιτάζοντας τον νέο με τρυφερό βλέμμα, έσπρωχνε ελαφρά τα άτολμα χάδια που τα τρεμάμενα χέρια του προσπαθούσαν ν' αρχίσουν.

«Αχ, με συγχωρείτε!» είπε ο γραφιάς και τραβήχτηκε.

Η Έμμα ένιωσε έναν αόριστο φόβο μπροστά στην ατολμία αυτή, που ήταν πιο επικίνδυνη και από το υπερβολικό θάρρος του Ροδόλφου όταν πήγαινε να την αγκαλιάσει. Κανένας άντρας δεν της είχε φανεί τόσο ωραίος. Οι τρόποι του είχαν μια εξαιρετική έκφραση ειλικρίνειας. Χαμήλωνε το βλέμμα του όταν την αντίκριζε. Το μάγουλό του με τη γλυκιά επιδερμίδα κοκκίνιζε από ντροπή για τον πόθο που αισθανόταν, και η Έμμα ένιωθε μια ακατανίκητη επιθυμία να τον φιλήσει. Τότε, σκύβοντας προς το ρολόι για να κοιτάξει, δήθεν, την ώρα, είπε:

«Πόσο αργά είναι, Θεέ μου. Πέρασε η ώρα με τις φλυαρίες μας!»

Εκείνος κατάλαβε τον υπαινιγμό και γύρεψε το καπέλο του.

«Λησμόνησα μάλιστα την παράσταση. Και να σκεφτεί κανείς ότι αυτός ο κακομοίρης ο Μποβαρύ με άφησε εδώ επίτηδες! Ήταν να με συνοδέψει ο κύριος Λορμό, που έχει κατάστημα στην οδό του μεγάλου γεφυριού, με τη γυναίκα του!»

Κι η ευκαιρία χανόταν, γιατί την επομένη η Έμμα θα 'φευγε οριστικά.

«Θα φύγετε, πραγματικά;» ρώτησε ο Λεόν.

«Ναι».

«Κι όμως, πρέπει να σας ξαναδώ. Έχω να σας πω κάτι...»

«Τι;»

Page 168: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Κάτι!... σοβαρό! Πολύ σοβαρό! Ε! όχι, δε θα φύγετε, είναι αδύνατον! Αν ξέρατε! Ακούστε με. Δε με καταλάβατε; Δε μαντέψατε, λοιπόν, τίποτα;»

«Κι όμως, μιλούσατε πολύ καλά» είπε η Έμμα.

«Αχ! Αρχίζετε και αστειεύεστε μαζί μου! Φτάνει! Φτάνει! Αφήστε με να σας ξαναδώ, έστω και μόνο από οίκτο... μία φορά... μόνο μία!»

«Καλά, ας γίνει κι έτσι...» Η Έμμα σταμάτησε, μετά, σαν να 'ταν ν' αλλάξει γνώμη, πρόσθεσε: «Όχι εδώ, όμως!»

«Όπου θέλετε!»

«Θέλετε...» Φάνηκε ότι συλλογιζόταν, και με γρήγορο ύφος είπε: «Αύριο στις έντεκα, στη Μητρόπολη!»

«Θα είμαι!» φώναξε με χαρά ο Λεόν πιάνοντας τα χέρια της, που εκείνη τα τράβηξε αμέσως.

Και καθώς στέκονταν όρθιοι και οι δύο, εκείνος πίσω της και η Έμμα με χαμηλωμένο το κεφάλι, έσκυψε και τη φίλησε πολύ πάνω στο λαιμό.

«Μα είστε τρελός! Α, είστε τρελός!» έλεγε εκείνη με μικρά ηχηρά γέλια, ενώ τα φιλιά πολλαπλασιάζονταν.

Τότε, προχωρώντας το κεφάλι του πάνω απ' τον ώμο της, φάνηκε σαν να ζητούσε τη συγκατάβαση των ματιών της. Αλλά το βλέμμα της Έμμας έπεσε πάνω του γεμάτο με μια ψυχρή μεγαλοπρέπεια.

Ο Λεόν έκανε τρία βήματα προς τα πίσω για να φύγει. Έμεινε στο κατώφλι της πόρτας. Έπειτα ψιθύρισε με φωνή που έτρεμε: «Αύριο, λοιπόν».

Εκείνη απάντησε με μια κίνηση του κεφαλιού κι εξαφανίστηκε σαν πουλί μέσα στο διπλανό δωμάτιο.

Η Έμμα, το βράδυ, έγραψε στο γραφιά ένα μακροσκελέστατο γράμμα, με το οποίο αποδέσμευε τον εαυτό της από την υποχρέωση της συνάντησης. Τώρα, όλα είχαν τελειώσει και δεν έπρεπε να ξανασυναντηθούν πια, αν ήθελαν να 'ναι ευτυχισμένοι. Αλλά όταν έκλεισε το γράμμα στο φάκελο, βρέθηκε σε μεγάλη αμηχανία, γιατί δεν ήξερε τη διεύθυνση του Λεόν.

«Θα του το δώσω εγώ» συλλογίστηκε· «θα έρθει».

Την επομένη, ο Λεόν, με το παράθυρο ανοιχτό και τραγουδώντας, γυάλισε μόνος του τα σκαρπίνια του και τα έκανε να λάμπουν. Φόρεσε ένα άσπρο παντελόνι, λεπτές κάλτσες, ένα πράσινο σακάκι, έριξε στο μαντίλι του όσες μυρωδιές έτυχε να 'χει, χτενίστηκε, χάλασε το χτένισμα του πολλές φορές για να δώσει στα μαλλιά του μια φυσική κομψότητα.

«Είναι πολύ νωρίς ακόμα» είπε μόνος του, κοιτάζοντας το ρολόι του κουρέα που έδειχνε εννέα. Ξεφύλλισε ένα παλιό φιγουρίνι, βγήκε, κάπνισε ένα πούρο, πέρασε και ξαναπέρασε άσκοπα από τρεις δρόμους, συλλογίστηκε ότι ήταν πια καιρός και ξεκίνησε σιγά σιγά προς τα προπύλαια της Μητρόπολης.

Ήταν ένα ωραίο καλοκαιρινό πρωινό. Τα ασημένια σκεύη ακτινοβολούσαν στα μαγαζιά των χρυσοχόων, και το φως που έπεφτε λοξά πάνω στο μητροπολιτικό κτίριο έκανε να γυαλίζουν οι

Page 169: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

σχισμάδες που υπήρχαν στις γκρίζες πέτρες. Ένα κοπάδι πουλιά στριφογύριζε στο γαλάζιο ουρανό, γύρω από τα μικρά καμπαναριά. Η πλατεία, που αντηχούσε από φωνές, μύριζε από τα λουλούδια που κύκλωναν το λιθόστρωτό της· τριαντάφυλλα, γιασεμιά, γαρίφαλα, νάρκισσους και πολυάνθεμα που χωρίζονταν κανονικά από νοτερές πρασινάδες, γατόχορτο και γαλατούδια για τα πουλιά. Η βρύση στη μέση γουργούριζε, και κάτω από πλατιές ομπρέλες, ανάμεσα από μηλοπέπονα βαλμένα σαν πυραμίδες, πωλήτριες με ξέσκεπο το κεφάλι στριφογύριζαν μέσα σε χαρτί μπουκετάκια από βιολέτες.

Ο νέος πήρε ένα. Ήταν η πρώτη φορά που αγόραζε λουλούδια για μια γυναίκα, και το στήθος του, μυρίζοντάς τα, φούσκωνε από περηφάνια, σαν η ευγένεια αυτή που προοριζόταν για ένα άλλο πρόσωπο να ξαναγύριζε σ' εκείνον.

Στο μεταξύ, φοβήθηκε μην τον δουν. Μπήκε αποφασιστικά μέσα στην εκκλησία. Ο εκκλησάρης εκείνη τη στιγμή στεκόταν στο κατώφλι της πόρτας, ανάμεσα στον αριστερό πυλώνα, κάτω από το άγαλμα που είχε λοφίο στο κεφάλι, σπαθί στη μέση, ραβδί στο χέρι, πιο μεγαλόπρεπος κι από καρδινάλιο. Ακτινοβολούσε ολόκληρος σαν άγιο δισκοπότηρο.

Προχώρησε προς τον Λεόν, και μ' ένα χαμόγελο γεμάτο με την καλοσύνη και την πονηρία εκείνη που παίρνουν οι κληρικοί όταν ρωτούν τα παιδιά, είπε:

«Ο κύριος, δίχως άλλο, δεν είναι από δω. Μήπως ο κύριος επιθυμεί να δει τα αξιοθέατα της εκκλησίας;»

«Όχι!» είπε ο άλλος.

Κι έκανε στην αρχή το γύρο της εκκλησίας. Κατόπιν γύρισε να κοιτάξει στην πλατεία. Η Έμμα δε φαινόταν. Ανέβηκε στο διαμέρισμα του χορού.

Ο νάρθηκας καθρεφτιζόταν μέσα στα αγιαστήρια, με την αρχή των αψίδων και μερικά μέρη των τζαμιών. Αλλά το αντιφέγγισμα των χρωματισμών κοβόταν στην άκρη των μαρμάρων και συνέχιζε πιο μακριά, πάνω στις πλάκες, σαν ένα πολύχρωμο χαλί. Το πολύ φως του δρόμου απλωνόταν μέσα στην εκκλησία σε τρεις πελώριες ακτίνες, από τους τρεις ανοιχτούς πυλώνες. Κάποτε κάποτε, στο βάθος, περνούσε κάποιος καντηλανάφτης, κάνοντας μπροστά στην Αγία Τράπεζα τη λοξή γονυκλισία των βιαστικών ευλαβών. Οι κρυστάλλινοι πολυέλαιοι κρέμονταν ακίνητοι. Στο διαμέρισμα του χορού έκαιγε μια ασημένια λάμπα, και από τα πλαϊνά παρεκκλήσια, από τα σκοτεινά μέρη της εκκλησίας, ακούγονταν κάπου κάπου ελαφροί στεναγμοί κι ο κρότος μιας πορτίτσας που έκλεινε. Η ηχώ επαναλάμβανε κάτω από τους υψηλούς θόλους αυτούς τους ήχους.

Ο Λεόν, με σοβαρό βήμα, περπατούσε δίπλα στους τοίχους. Ποτέ η ζωή δεν του είχε φανεί τόσο καλή. Θα 'ρχόταν σε λίγο εκείνη, χαριτωμένη, ταραγμένη, κοιτάζοντας με φόβο πίσω της τα βλέμματα που την ακολουθούσαν — και με το φαρμπαλωτό φόρεμά της, τα χρυσά της γυαλιά, τα λεπτά σκαρπίνια της, με κάθε είδος κομψά πράγματα, που αυτός δεν τα 'χε γνωρίσει, και με τα ανέκφραστα θέλγητρα της αρετής που έκρυβε. Η εκκλησία, σαν ένα γιγάντιο σαλονάκι, ετοιμαζόταν να τη δεχτεί. Οι θόλοι έσκυβαν για να προστατέψουν την εξομολόγηση του έρωτά της. Τα τζάμια ακτινοβολούσαν για να φωτίσουν το πρόσωπό της, και τα θυμιατά θα 'καιγαν για να την παρουσιάσουν σαν άγγελο μέσα στον καπνό των αρωμάτων.

Ωστόσο, εκείνη δεν ερχόταν. Ο Λεόν κάθισε σε μια καρέκλα και τα μάτια του αντίκρισαν ένα γαλάζιο ζωγραφιστό τζάμι, όπου φαίνονταν ψαράδες που βαστούσαν καλάθια. Τους κοίταζε πολλή ώρα, με προσοχή, και μετρούσε τα λέπια των ψαριών και τις κουμπότρυπες των σακακιών τους, ενώ η σκέψη του πλανιόταν ζητώντας την Έμμα.

Page 170: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο εκκλησάρης, παράμερα, αγανακτούσε μέσα του εναντίον του ανθρώπου αυτού, που τολμούσε να θαυμάζει μόνος του τη μητρόπολη. Του φαινόταν ότι η συμπεριφορά του ήταν τερατώδης, ότι ήταν σαν να έκλεβε, ότι σχεδόν έκανε μια ιεροσυλία.

Ένα μετάξινο φρου φρου όμως πάνω στις πλάκες, ο γύρος ενός καπέλου, ένα μαύρο πανωφόρι διέκοψε τους συλλογισμούς του. Ήταν εκείνη! Ο Λεόν σηκώθηκε κι έτρεξε να τη συναντήσει.

Η Έμμα ήταν χλομή. Περπατούσε γρήγορα.

«Διαβάστε!» είπε, δίνοντάς του ένα χαρτί. «Αχ, όχι!»

Και τράβηξε απότομα το χέρι της, για να μπει στο παρεκκλήσι της Παναγίας, όπου, γονατίζοντας δίπλα σε μια καρέκλα, άρχισε να προσεύχεται.

Ο νέος θύμωσε με τη θρησκόληπτη αυτή ιδιοτροπία της. Έπειτα, όμως, ένιωσε κάποια ευχαρίστηση, βλέποντάς την προσκολλημένη στην προσευχή της σαν μια ισπανίδα μαρκησία, ενώ είχε έρθει να τον συναντήσει. Αλλά δεν άργησε να βαρεθεί, γιατί εκείνη δεν τελείωνε.

Η Έμμα προσευχόταν, ή μάλλον προσπαθούσε να προσευχηθεί, ελπίζοντας ότι θα τη φώτιζε ξάφνου ο ουρανός για να πάρει μια απόφαση. Και για να προσελκύσει τη θεία βοήθεια, τα μάτια της δεν έβλεπαν παρά τα ιερά αντικείμενα στην Αγία Τράπεζα, ανέπνεε το άρωμα των κρίνων που άνθιζαν μέσα σε μεγάλα βάζα και πρόσεχε τη σιωπή της εκκλησίας, που δεν έκανε τίποτε άλλο παρά να μεγαλώνει την ταραχή της καρδιά της.

Σηκώθηκε, και οι δυο τους ήταν έτοιμοι να φύγουν, όταν πλησίασε βιαστικά ο εκκλησάρης λέγοντας:

«Η κυρία, δίχως άλλο, δεν είναι από δω. Μήπως η κυρία επιθυμεί να δει τα αξιοθέατα της εκκλησίας;»

«Α, όχι!» φώναξε ο γραφιάς.

«Γιατί όχι;» είπε εκείνη. Η Έμμα ζητούσε να στηριχτεί με κάθε ευκαιρία στην Παναγία, στα αγάλματα, στους τάφους, νιώθοντας ότι η αρετή της κλονιζόταν.

Τότε, για ν' αρχίσουν με τη σειρά, ο εκκλησάρης τούς οδήγησε ως την είσοδο, κοντά στην πλατεία, όπου τους έδειχνε με το ραβδί του ένα μεγάλο κύκλο από πλάκες, δίχως επιγραφή ή άλλα στολίδια.

«Ιδού» είπε με στομφώδες ύφος, «ο τόπος της ωραίας καμπάνας της Αμπουάζ. Ζύγιζε σαράντα χιλιάδες λίβρες. Δεν ευρίσκετο όμοια εις όλη την Ευρώπη. Ο εργάτης που την έλιωσε, πέθανε από τη χαρά του...»

«Ας φύγουμε» είπε ο Λεόν.

Ο ανθρωπάκος άρχισε πάλι να περπατάει. Κατόπιν, όταν έφτασε και πάλι στο παρεκκλήσι της Παναγίας, άπλωσε τα χέρια με μια επιδεικτική κίνηση, και πιο περήφανος από έναν πλούσιο χωρικό που σας δείχνει τα κτήματά του, είπε:

«Αυτή η απλή πλάκα σκεπάζει τον Πέτρο ντε Μπρεζέ, άρχοντα της Βαρέν και του Μπρισάκ, μεγάλου στολάρχου του Πουτουά και διοικητού της Νορμανδίας, που πέθανε εις τη μάχη του Μποντερύ, την 16ην Ιουλίου 1465».

Page 171: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Ο Λεόν δάγκωνε τα χείλη του και χτυπούσε τα πόδια του στις πλάκες.

«Και δεξιά, αυτός ο ευπατρίδης με τη σιδερένια πανοπλία του, πάνω στο άλογό του που έχει σηκωμένα τα μπροστινά του πόδια, είναι ο εγγονός του Λουδοβίκος ντε Μπρεζέ, άρχοντας του Μπρεβάλ και του Μονσοβέ, κόμης του Μολεβριέ, βαρόνος του Μονύ, τελετάρχης του βασιλέως, με το παράσημο του Τάγματος των Ιπποτών, και διοικητής επίσης της Νορμανδίας, πέθανε την 24ην Απριλίου 1531, ημέραν Κυριακή, όπως αναφέρει και η επιγραφή. Και κάτω, αυτός ο άνθρωπος που είναι έτοιμος να κατέβει στον τάφο, παριστάνει ακριβώς το ίδιο πρόσωπο. Δεν είναι δυνατόν να συναντήσετε αλλού τόσο τέλεια απεικόνιση του θανάτου. Δε συμφωνείτε;»

Η κυρία Μποβαρύ έβαλε τα γυαλιά της. Ο Λεόν την κοίταζε ακίνητος. Δεν επιχειρούσε να της πει ούτε μια λέξη ή να κάμει έστω και μια κίνηση, τόσο απελπισμένο αισθανόταν τον εαυτό του μπροστά σ' αυτόν το διπλό εχθρό: τη φλυαρία και την αδιαφορία.

Ο ακλόνητος οδηγός εξακολούθησε:

«Δίπλα του, η γυναίκα αυτή η γονατιστή που κλαίει, είναι η σύζυγός του Άρτεμις του Πουατιέ, κόμισσα του Μπρεζέ, δούκισσα του Βαλεντινουά, εγεννήθη εις τα 1499 και απέθανεν εις τα 1566. Και αριστερά, εκείνη που κρατεί ένα παιδί, είναι η Παναγία. Τώρα, γυρίστε απ' αυτό το μέρος: ιδού οι τάφοι των Αμπουάζ. Υπήρξαν και οι δυο τους καρδινάλιοι κι αρχιεπίσκοποι της Ρουέν. Αυτός εδώ ήταν υπουργός του βασιλέως Λουδοβίκου του IB'. Έκανε πολλά καλά εις την Μητρόπολη. Εις την διαθήκη του άφησε τριάντα χιλιάδες χρυσά τάλιρα για τους φτωχούς».

Και δίχως να σταματήσει, ενώ μιλούσε, τους έσπρωξε μέσα σ' ένα παρεκκλήσι γεμάτο κιγκλιδώματα. Μετακίνησε μια πέτρα, που θα μπορούσε πολύ καλά να θεωρηθεί κακοφτιαγμένο άγαλμα.

«Στόλιζε άλλοτε» είπε μ' ένα μεγάλο στεναγμό, «τον τάφο του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου, που υπήρξε βασιλεύς της Αγγλίας και δουξ της Νορμανδίας. Οι Καλβινισταί, κύριε, είναι εκείνοι που το έχουν καταντήσει εις αυτή την κατάσταση. Από κακία τους το είχαν θάψει μέσα στη γη, κάτω από το θρόνο του Επισκόπου. Κοιτάξτε, αυτή εδώ είναι η πόρτα, πηγαίνουν εις την κατοικία του. Ας περάσουμε τώρα να δούμε τα τζάμια της Γκαργκούιγ».

Ο Λεόν, όμως, έβγαλε βιαστικά από την τσέπη του ένα ασημένιο νόμισμα κι έπιασε την Έμμα απ' το χέρι. Ο εκκλησάρης έμεινε κατάπληκτος, γιατί δεν εννοούσε αυτή την παράκαιρη μεγαλοδωρία, αφού έμεναν ακόμα τόσα πράγματα για να δει ο ξένος. Γι' αυτό το λόγο τού φώναξε:

«Κύριε, κύριε, το καμπαναριό, το καμπαναριό!»

«Ευχαριστώ» είπε ο Λεόν.

«Ο κύριος έχει άδικο! Υπολογίζεται ότι έχει ύψος εκατόν πενήντα μέτρα, τρία λιγότερα από τη μεγάλη πυραμίδα της Αιγύπτου. Είναι ολόκληρο χυτό... είναι...»

Ο Λεόν έφευγε βιαστικά, γιατί νόμιζε ότι ο έρωτάς του, που επί δυο σχεδόν ώρες είχε μείνει ακίνητος μέσα στην εκκλησία, θα εξατμιζόταν τώρα σαν καπνός απ' αυτό το πράγμα που έμοιαζε σαν κολοβός σωλήνας ή τρυπημένη καπνοδόχος, και που είχε στηθεί τόσο χυδαία πάνω στη Μητρόπολη, σαν μια αλλόκοτη προσπάθεια ενός ιδιότροπου χαλκουργού.

«Πού πηγαίνουμε, λοιπόν;» ρωτούσε εκείνη.

Ο γραφιάς, δίχως ν' απαντήσει, εξακολουθούσε να προχωρεί με γρήγορο βήμα, κι όταν η κυρία

Page 172: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Μποβαρύ έβρεχε το δάχτυλό της μέσα στο αγιαστήρι, άκουσαν μια βαθιά λαχανιασμένη πνοή, που τη διέκοπτε ρυθμικά ο χτύπος ενός μπαστουνιού. Ο Λεόν γύρισε να δει.

«Κύριε!»

«Τι συμβαίνει;»

Αναγνώρισε τον εκκλησάρη, ο οποίος κρατούσε κάτω από τη μασχάλη του κι ακουμπισμένα πάνω στην κοιλιά για να μην πέσουν, καμιά εικοσαριά μεγάλα δεμένα βιβλία. Ήταν τα έργα που αναφέρονταν στη Μητρόπολη.

«Ηλίθιε!» ψιθύρισε ο Λεόν ορμώντας έξω από την εκκλησία.

Ένα χαμίνι έπαιζε στην αυλή.

«Πήγαινε να μου φέρεις ένα αμάξι».

Το παιδί έφυγε σαν σφαίρα από το δρόμο των Τεσσάρων Ανέμων. Τότε έμειναν μόνοι λίγες στιγμές, ο ένας απέναντι στον άλλο, και λίγο ταραγμένοι.

«Αχ! Λεόν!... Αληθινά!... Δεν ξέρω... αν πρέπει!...» Η Έμμα έκανε νάζια. Έπειτα, με ύφος σοβαρό: «Αυτό είναι πολύ άτοπο, το ξέρετε;»

«Γιατί;» απάντησε ο γραφιάς. «Αυτό γίνεται και στο Παρίσι».

Η φράση αυτή, σαν ακαταμάχητο επιχείρημα, την έκανε να πάρει μια απόφαση.

Στο μεταξύ, το αμάξι δεν έφτανε. Ο Λεόν φοβήθηκε μήπως η Έμμα θελήσει να ξαναγυρίσει στην εκκλησία. Τέλος, φάνηκε το αμάξι.

«Βγείτε τουλάχιστον από τη βορινή πύλη!» τους φώναξε ο εκκλησάρης, που είχε μείνει στο κατώφλι. «Για να δείτε την Ανάσταση, τη Δευτέρα Παρουσία, τον Παράδεισο, τον Βασιλέα Δαβίδ και τους Αμαρτωλούς μέσα στις φλόγες της Κολάσεως».

«Πού πηγαίνει ο κύριος;» ρώτησε ο αμαξάς.

«Όπου θέλεις!» απάντησε ο Λεόν, σπρώχνοντας την Έμμα μέσα στο αμάξι.

Και η βαριά μηχανή άρχισε να κινείται στο δρόμο. Έφτασε στο δρόμο του Μεγάλου Γεφυριού, πέρασε από την πλατεία των Τεχνών, την προκυμαία του Ναπολέοντα, το Νέο Γεφύρι, και σταμάτησε απότομα μπροστά στο άγαλμα του Πέτρου Κορνήλιου.

«Συνέχισε!» είπε μια φωνή που έβγαινε μέσα απ' το αμάξι.

Το αμάξι ξεκίνησε, και παίρνοντας αμέσως από το σταυροδρόμι του Λαφαγιέτ τον κατήφορο, μπήκε με μεγάλο καλπασμό στο σταθμό του σιδηρόδρομου.

«Όχι! Πήγαινε ολόισια!» φώναξε η ίδια φωνή.

Το αμάξι βγήκε από τα κάγκελα, και σε λίγο, όταν έφτασε στο δημόσιο περίπατο, άρχισε να προχωράει σιγά ανάμεσα από τις μεγάλες φτελιές. Ο αμαξάς σφούγγισε το μέτωπο, έβαλε το

Page 173: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

δερμάτινο καπέλο του ανάμεσα στα γόνατά του και κατεύθυνε το αμάξι του έξω από τους παράλληλους δρόμους της δεντροστοιχίας, στην όχθη του ποταμού, δίπλα στη χλόη.

Πήγε κατά μήκος του ποταμού, πάνω στον παραποτάμιο δρόμο που ήταν στρωμένος με χαλίκια, και για πολλή ώρα από το μέρος του Οασέλ, πέρα από τα νησιά.

Αλλά, ξαφνικά, όρμησε με φόρα από την Κατρεμάρ, τη Σοτβίλ και την Γκραντ Σοσέ, στο δρόμο του Ελμπέφ, κι έκανε τον τρίτο του σταθμό μπροστά στο Βοτανικό Κήπο.

«Προχώρα, λοιπόν!» φώναξε η φωνή με περισσότερο θυμό.

Κι αμέσως, ξαναρχίζοντας το δρόμο του, πέρασε από τον Άγιο Σεβέριο, από την προκυμαία των Κιραντιέ, από την προκυμαία των Μύλων, άλλη μια φορά από το γεφύρι, από την πλατεία του πεδίου του Άρεως και πίσω από τους κήπους του νοσοκομείου, όπου οι γέροι άνθρωποι με μαύρη μπλούζα περπατούσαν στον ήλιο, κατά μήκος της εξέδρας που ήταν καταπράσινη από τους κισσούς. Ανέβηκε πάλι τη λεωφόρο Μπουβρέιγ, πέρασε τη λεωφόρο Κοσουάζ, έπειτα όλο το Μοντ Ριμπουτέ ως τους λοφίσκους της Ντεβίλ.

Το αμάξι ξαναγύρισε, και τότε, χωρίς κατεύθυνση ή σκοπό, περιπλανήθηκε έτσι, στην τύχη. Το είδαν στο Σεν Πολ, στο Λεκίρ, στο Μον-Γκαργκάν, στο Ρουζ-Μαρ και στην πλατεία Γκαγιαρμπουά. Έπειτα στην οδό Μαλαντρερί, στην οδό Ντιναντερί, μπροστά στις εκκλησίες του Αγίου Ρωμανού, του Αγίου Βιβιανού, του Αγίου Μακλού, του Αγίου Νικήτα —μπροστά στο τελωνείο— στον κάτω Παλιόπυργο, στην Τροαπίπ και στο μεγαλόπρεπο κοιμητήριο. Πότε πότε ο αμαξάς έριχνε από το κάθισμά του απελπισμένα βλέμματα στις ταβέρνες. Δεν μπορούσε να καταλάβει τη μανία της ασταμάτητης κίνησης που είχε πιάσει αυτούς τους ανθρώπους, ώστε να μη θέλουν να σταματήσουν πουθενά. Προσπαθούσε κάποτε να σταματήσει, αλλά αμέσως άκουγε πίσω του επιφωνήματα θυμού. Τότε μαστίγωνε με όλη του τη δύναμη τα δυο καταϊδρωμένα άλογά του, αλλά χωρίς να προσέχει στα τινάγματα του αμαξιού, πηγαίνοντας από δω κι από κει, δίχως να σκεπάζεται, με χαμένο το ηθικό του και σχεδόν κλαίγοντας από τη δίψα, την κούραση και την πίκρα.

Και στο λιμάνι, ανάμεσα στα φορτηγά αμάξια και τα βαρέλια, και στους δρόμους, στις γωνιές του λιθόστρωτοι, οι νοικοκυραίοι άνοιγαν κατάπληκτοι τα μεγάλα μάτια τους μπροστά σ' αυτό το πράγμα, το τόσο παράξενο για την επαρχία, δηλαδή ένα αμάξι με κατεβασμένες τις κουρτίνες του και κλυδωνιζόμενο σαν ένα καράβι.

Κάποτε, στη μέση της μέρας, όταν πια βρισκόταν τέλεια στην εξοχή, τη στιγμή που ο ήλιος ακτινοβολούσε δυνατότερα επάνω στα παλιά ασημένια φανάρια, ένα γυμνό χέρι πέρασε κάτω από τις μικρές κουρτίνες κι έριξε κομμάτια σκισμένου χαρτιού, που σκορπίστηκαν στον αέρα κι έπεσαν μακρύτερα, σαν άσπρες πεταλούδες πάνω σ' έναν κάμπο από ανθισμένα κόκκινα λουλούδια.

Και γύρω στις έξι το αμάξι σταμάτησε σ' έναν παράδρομο του Μποβουαζίν, και βγήκε μια γυναίκα με κατεβασμένο το βέλο χωρίς να στρέψει το κεφάλι της.

Page 174: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

2

Όταν έφτασε στο πανδοχείο, η κυρία Μποβαρύ απόρησε που δεν είδε το ταχυδρομικό λεωφορείο. Ο Ιβέρ, που την περίμενε πενήντα τρία λεπτά, βαρέθηκε κι έφυγε.

Ωστόσο, τίποτα δεν την υποχρέωνε να φύγει. Αλλά είχε δώσει το λόγο της ότι θα γύριζε το ίδιο βράδυ. Έπειτα, ο Κάρολος θα την περίμενε, κι άρχιζε να αισθάνεται στην καρδιά της τη δειλή εκείνη υποταγή, που είναι για πολλές γυναίκες σαν μια τιμωρία, και στον ίδιο καιρό, η εξαγορά της απιστίας.

Ετοίμασε βιαστικά τη βαλίτσα της, πλήρωσε το λογαριασμό, πήρε στην αυλή ένα δίτροχο αμαξάκι, και πιέζοντας τον αμαξά, δίνοντάς του θάρρος, ζητώντας κάθε στιγμή πληροφορίες για την ώρα και τα χιλιόμετρα που είχαν τρέξει, κατάφερε να προφτάσει το Χελιδόνι όταν βρισκόταν στα πρώτα σπίτια του Κενκαμπουά.

Μόλις κάθισε στη γωνιά της, έκλεισε τα μάτια της και τα ξανάνοιξε μόνο στο κάτω μέρος της πλαγιάς, όπου αναγνώρισε από μακριά την Ευτυχία που στεκόταν και περίμενε μπροστά στην πόρτα του πεταλωτή. Ο Ιβέρ κράτησε τα άλογά του, και η μαγείρισσα, αφού σηκώθηκε να φτάσει στη θυρίδα, είπε με ύφος μυστηριώδες:

«Κυρία, είναι ανάγκη να πάτε αμέσως στο σπίτι του κυρίου Ομέ. Πρόκειται για κάτι πολύ βιαστικό».

Το χωριό ήταν ήσυχο, όπως συνήθως. Στη γωνιά των δρόμων υπήρχαν μικροί τριανταφυλλένιοι σωροί που κάπνιζαν, γιατί ήταν η εποχή των γλυκών κι όλος ο κόσμος στη Γιονβίλ ετοίμαζε την ίδια μέρα ό,τι του χρειαζόταν. Αλλά θαυμαζόταν απ' όλους ένας σωρός μεγαλύτερος, που βρισκόταν μπροστά στο κατάστημα του φαρμακοποιού.

Η Έμμα μπήκε μέσα. Η μεγάλη πολυθρόνα ήταν αναποδογυρισμένη, ακόμα κι η Fanal de Rouen ήταν στο πάτωμα, πεταμένη ανάμεσα σε δυο γουδοχέρια. Έσπρωξε την πόρτα του διαδρόμου, και στη μέση της κουζίνας, ανάμεσα στα μαυρισμένα κιούπια γεμάτα από φραγκοστάφυλα με βγαλμένα τα κουκούτσια, ανάμεσα σε τριμμένη ζάχαρη ή στη ζάχαρη σε κομμάτια, σε ζυγαριές που ήταν πάνω στο τραπέζι, σε καζάνια που ήταν πάνω στη φωτιά, ξεχώρισε όλους τους Ομέ, μεγάλους και μικρούς, με ποδιές που ανέβαιναν ως το πηγούνι και να κρατούν στο χέρι πιρούνια. Ο Ιουστίνος, όρθιος, χαμήλωνε το κεφάλι κι ο φαρμακοποιός φώναζε:

«Ποιος σου 'πε να πας να το ζητήσεις μέσα στην Καπερναούμ;»

«Τι είναι, λοιπόν, τι συμβαίνει;»

«Τι συμβαίνει;» απάντησε ο φαρμακοποιός. «Κάνουμε γλυκό. Πάει καλά. Αλλά παραλίγο να ξεχείλιζε, επειδή η φωτιά ήταν πολύ δυνατή. Ζήτησα τότε ένα άλλο καζάνι, κι αυτός, από τεμπελιά, από βαριεστημάρα, πήγαινε να πάρει από το καρφί όπου ήταν κρεμασμένο, στο χημικό μου εργαστήριο, το κλειδί του τόπου της Καπερναούμ».

Ο φαρμακοποιός ονόμαζε έτσι ένα δωμάτιο κάτω από τη στέγη, γεμάτο εργαλεία κι εμπορεύματα της δουλειάς του. Συχνά περνούσε εκεί, μόνος του, αρκετές ώρες, κολλώντας ετικέτες και διορθώνοντας τις μπουκάλες. Το δωμάτιο αυτό δεν το θεωρούσε απλή αποθήκη, αλλά σαν ένα ιερό, από το οποίο έβγαιναν αργότερα, καμωμένα από τα χέρια του, κάθε είδους χάπια, γιατρικά, μαντζούνια, που θα διέδιδαν στα περίχωρα τη φήμη του. Δεν άφηνε κανέναν να βάλει το πόδι του εκεί μέσα. Κι είχε τόσο σεβασμό για το δωμάτιο αυτό, που το σκούπιζε μόνος του. Τέλος, αν το φαρμακείο, ανοιχτό για όλους, ήταν το μέρος όπου έδειχνε την υπερηφάνειά του, η Καπερναούμ ήταν το καταφύγιο όπου

Page 175: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

απομονωνόταν εγωιστικά. Ο Ομέ ευχαριστιόταν με τις ασχολίες που ήταν η αδυναμία του. Γι' αυτό το λόγο η αφέλεια του Ιουστίνου τού φαινόταν σαν μια τερατώδης ασέβεια, και με πρόσωπο πιο κόκκινο κι από τα φραγκοστάφυλα έλεγε και ξανάλεγε:

«Ναι! Της Καπερναούμ! Το κλειδί που κλειδώνει τα οξέα με τα καυστικά αλκάλια! Ακούς εκεί να πάει να πάρει ένα καζάνι από κει μέσα! Και μάλιστα, ένα καζάνι με καπάκι, που εγώ το φυλάω με τόση προσοχή. Θα ήταν αδύνατο να το μεταχειριστώ αργότερα για την επιστήμη μου. Όλα έχουν τη σημασία τους στα λεπτά έργα της τέχνης μου. Διάβολε, δεν πρόκειται για φιλοσοφικό ζήτημα! Πρέπει να ξέρουμε ότι κάτι που χρησιμοποιείται για τις δουλειές του φαρμακείου, δεν επιτρέπεται να το μεταχειριζόμαστε σε δουλειές του σπιτιού. Είναι το ίδιο σαν να σφάζετε μια κότα με μια σμίλη, ή σαν ένας δικαστής...»

«Καλά, ησύχασε!» έλεγε η κυρία Ομέ.

Και η Αθαλία τον τραβούσε από τη ρεντιγκότα: «Μπαμπά! Μπαμπά!»

«Όχι! Αφήστε με!» συνέχιζε ο φαρμακοποιός. «Αφήστε με, λοιπόν! Διάβολε! Στην τιμή μου, καλύτερα θα 'ταν να γινόμουν μπακάλης! Εμπρός! Μη σέβεσαι τίποτα! Σπάσε! Ξέσκισε! Άφησε ελεύθερες τις βδέλλες! Κάψε τη μολοχάνθη! Βάλε αγγουράκια στο ξίδι μέσα στα φαρμακευτικά μπουκάλια! Σκίσε τους επιδέσμους!»

«Και όμως, είχατε...» τον διέκοψε η Έμμα.

«Αμέσως, κυρία! Ξέρεις σε τι κίνδυνο είχες εκτεθεί;... Δεν είδες τίποτα στη γωνιά, αριστερά, πάνω στην τρίτη σανίδα; Μίλησε, αποκρίσου, πες δυο λέξεις!»

«Όχι, δεν ξέρω!» ψιθύρισε το παιδί.

«Α, δεν ξέρεις! Ε, λοιπόν, ξέρω εγώ! Δεν είδες ένα μπουκάλι από γαλάζιο γυαλί, σφραγισμένο με κίτρινο βουλοκέρι, που έχει μέσα μια άσπρη σκόνη, και όπου επάνω μάλιστα έχω γράψει τη λέξη "Επικίνδυνο"; Και ξέρεις, λοιπόν, τι ήταν εκεί μέσα; Αρσενικό! Και πηγαίνεις και αγγίζεις τέτοια πράγματα! Και πηγαίνεις να πάρεις ένα καζάνι που είναι δίπλα του!»

«Δίπλα του!» φώναξε η κυρία Ομέ, ενώνοντας τα χέρια. «Αρσενικό! Μπορούσες να μας δηλητηριάσεις όλους!»

Τα παιδιά άρχισαν κι αυτά να βάζουν τις φωνές, ωσάν να είχαν κιόλας αισθανθεί στα σπλάχνα τους τρομερούς πόνους.

«Ή να δηλητηριάσεις έναν άρρωστο!» συνέχισε ο φαρμακοποιός. «Ήθελες, λοιπόν, να πάω στο εδώλιο του κατηγορουμένου, στο κακουργιοδικείο, να με βλέπεις να με σέρνουν στη λαιμητόμο; Δεν ξέρεις, τάχα, με πόση προσοχή κάνω την ανάμειξη των φαρμάκων, αν και έχω αποκτήσει τόσο μεγάλη πείρα! Συχνά τρομάζω κι ο ίδιος, όταν συλλογίζομαι την ευθύνη μου. Γιατί η κυβέρνηση μας καταδιώκει, και η ανόητη νομοθεσία που μας διοικεί είναι σαν μια πραγματική Δαμόκλειος σπάθη, κρεμασμένη πάνω στο κεφάλι μας».

Η Έμμα δε σκεφτόταν πια να ρωτήσει τι την ήθελαν κι ο φαρμακοποιός εξακολουθούσε με φράσεις πομπώδεις:

«Ιδού πώς αναγνωρίζεις όλες μας τις καλοσύνες για σένα! Ιδού πώς με αμείβεις για τις εντελώς πατρικές φροντίδες μου! Γιατί, χωρίς εμένα, πού θα ήσουν τώρα, τι θα έκανες; Ποιος σου παρέχει την

Page 176: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τροφή, το ντύσιμο, τη μόρφωση, και όλα, τέλος, τα μέσα για να παρουσιαστείς μια μέρα στις τάξεις της κοινωνίας με τιμή; Αλλά για όλ' αυτά πρέπει να βγάλεις, όπως λένε, κάλους στα χέρια: Fabricando fit faber, age quod agis».

Ο φαρμακοποιός μεταχειριζόταν τα λατινικά, τόσο ήταν θυμωμένος. Θα 'λεγε και κινέζικα και γροιλανδικά ακόμη, αν ήξερε αυτές τις δυο γλώσσες. Γιατί βρισκόταν σε μια από κείνες τις κρίσεις, όπου η ψυχή ολόκληρη δείχνει όλα όσα κλείνει μέσα της, ακριβώς όπως ο Ωκεανός, που μέσα στις τρικυμίες ανοίγεται από τα φύκια της όχθης ως την άμμο των αβύσσων του.

Και συνέχισε:

«Αρχίζω να μετανιώνω πολύ που ανέλαβα το βάρος σου. Σίγουρα θα είχα κάμει καλύτερα να σε αφήσω τότε να κυλιέσαι στη φτώχεια και στη βρώμα που γεννήθηκες. Δε θα καταφέρεις ποτέ σου να γίνεις άνθρωπος και θα είσαι καλός μόνο για να φυλάς τα ζώα με κέρατα! Δεν έχεις καμιά κλίση για την επιστήμη. Είναι ζήτημα αν ξέρεις να κολλήσεις μια ετικέτα! Και ζεις εδώ, στο σπίτι μου, για να περνάς τον καιρό σου σαν καλόγερος ή σαν πετεινός!»

Η Έμμα, όμως, γύρισε προς την κυρία Ομέ. «Μου είπαν ότι έπρεπε να έρθω εδώ...»

«Πώς θα μπορέσω να σας το πω;... Συμφορά...»

Δεν τελείωσε τη φράση της. Η φωνή του φαρμακοποιού βροντούσε: «Άδειασέ το, καθάρισέ το! Φέρε το πάλι, κάμε γρήγορα, λοιπόν!»

Και κουνώντας τον Ιουστίνο απ' το γιακά της ζακέτας του, έκανε να πέσει ένα βιβλίο από την τσέπη του. Το παιδί έσκυψε. Ο Ομέ στάθηκε πιο γρήγορος, και αφού σήκωσε από χάμω το βιβλίο, το παρατηρούσε με τα μάτια γουρλωμένα και το στόμα ανοιχτό.

«Ο συζυγικός... έρως» είπε, χωρίζοντας σιγά σιγά τις δυο αυτές λέξεις. «Α, πολύ καλά! Πολύ καλά! Πολύ ωραία! Έχει και εικόνες!... Α, αυτό παραπάει!»

Η κυρία Ομέ προχώρησε.

«Όχι, μην το αγγίζεις».

Τα παιδιά θέλησαν να δουν τις εικόνες.

«Φύγετε αμέσως» είπε ο φαρμακοποιός με ύφος προσταγής.

Και τα παιδιά έφυγαν.

Στην αρχή, περπάτησε με μεγάλα βήματα κατά μήκος και κατά πλάτος στο δωμάτιο, κρατώντας το βιβλίο ανοιχτό ανάμεσα στα δάχτυλά του, ανοιγοκλείνοντας τα μάτια, πνιγμένος από το θυμό και πρησμένος, σαν να 'χε πάθει αποπληξία. Έπειτα πήγε κατευθείαν στο μαθητή του, και σταματώντας ακίνητος μπροστά του, σταύρωσε τα χέρια του και είπε:

«Εσύ έχεις, λοιπόν, όλα τα ελαττώματα, κακομοίρη μου... Πρόσεξε, βρίσκεσαι σ' έναν κατήφορο!... Δε συλλογίστηκες ότι το αισχρό αυτό βιβλίο μπορούσε να πέσει στα χέρια των παιδιών μου, να ταράξεις το μυαλό τους, να κηλιδώσεις την αγνότητα της Αθαλίας και να διαφθείρεις τον Ναπολέοντα; Έχει γίνει άντρας πια. Είσαι τουλάχιστον βέβαιος ότι δεν το 'χουν διαβάσει; Μπορείς να με βεβαιώσεις...»

Page 177: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Μα τέλος πάντων, κύριε» είπε η Έμμα, «είχατε να μου πείτε...»

«Α, ναι, κυρία... Ο πεθερός σας πέθανε!»

Και πραγματικά, ο γερο-Μποβαρύ είχε πεθάνει πριν από τρεις μέρες, ξαφνικά, από αποπληξία, τη στιγμή που σηκωνόταν από το τραπέζι· ο Κάρολος, από υπερβολική φροντίδα για την ευαισθησία της Έμμας, είχε παρακαλέσει τον κύριο Ομέ να της αναγγείλει με τρόπο αυτή την τρομερή είδηση. Είχε σκεφτεί καλά τη φράση του, την είχε στολίσει και εξωραΐσει με το παραπάνω. Ήταν αριστούργημα σύνεσης και έκφρασης, λεπτή και φίνα. Αλλά ο θυμός είχε σκοτώσει τη ρητορική.

Η Έμμα παραιτήθηκε από το να μάθει καμιά άλλη λεπτομέρεια κι έφυγε από το φαρμακείο, γιατί ο κύριος Ομέ είχε ξαναρχίσει τον εξάψαλμό του. Σιγά σιγά, όμως, άρχισε να καταπραΰνεται, και μάλιστα, μουρμούριζε με πατρικό τόνο, ενώ στον ίδιο καιρό έκανε αέρα με το σκούφο του:

«Δεν είναι ότι αποδοκιμάζω εντελώς το έργο! Ο συγγραφέας είναι γιατρός! Υπάρχουν μέσα στο βιβλίο και μερικά μέρη επιστημονικά, που δεν είναι κακό να τα γνωρίζει ένας άντρας, και θα τολμούσα να πω ότι πρέπει να τα γνωρίζει. Αλλά αργότερα, αργότερα! Περίμενε πρώτα να γίνεις και συ άντρας και να διαμορφώσεις χαρακτήρα!»

Μόλις η Έμμα χτύπησε την πόρτα, ο Κάρολος, που την περίμενε, έτρεξε με ανοιχτή αγκαλιά και της είπε με δάκρυα στη φωνή:

«Αχ, αγαπημένη μου...»

Κι έσκυψε ελαφρά να τη φιλήσει. Αλλά στην επαφή των χειλιών του την κυρίεψε η ανάμνηση του άλλου, και ανατριχιάζοντας, έβαλε το χέρι της στο πρόσωπο.

Ωστόσο, κατάφερε να πει: «Ναι, ξέρω, ξέρω!»

Της έδειξε το γράμμα, όπου η μητέρα του εξιστορούσε το συμβάν χωρίς καμιά αισθηματική υποκρισία. Λυπόταν, μόνο, που ο άντρας της δεν πρόλαβε να κοινωνήσει, γιατί πέθανε στην Ντουντεβίλ, στο δρόμο, στην πόρτα ενός καφενείου, ύστερα από ένα πατριωτικό γεύμα με παλιούς αξιωματικούς.

Η Έμμα επέστρεψε το γράμμα. Έπειτα, στο τραπέζι, από λεπτότητα έκανε ότι δεν είχε διάθεση. Αλλά επειδή εκείνος τη βίαζε, άρχισε να τρώει με πολλή όρεξη, ενώ ο Κάρολος απέναντι της έμενε ακίνητος, σε στάση καταλυπημένη.

Κάποτε κάποτε σήκωνε το κεφάλι του και την κοίταζε με βλέμμα γεμάτο θλίψη. Μια φορά στέναξε: «Θα 'θελα να τον έβλεπα άλλη μια φορά!»

Η Έμμα σώπαινε. Τέλος, κατάλαβε ότι έπρεπε να μιλήσει και είπε: «Τι ηλικία είχε ο πατέρας σου;»

«Πενήντα οχτώ!»

«Α, ναι;»

Κι αυτό ήταν όλο το ενδιαφέρον της.

Μετά ένα τέταρτο, ο Κάρολος πρόσθεσε: «Η δυστυχισμένη μητέρα μου;... Τι θα γίνει τώρα;»

Page 178: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εκείνη έκανε μια χειρονομία, που έλεγε ότι δεν ήξερε τίποτα γι' αυτό το ζήτημα. Ο Κάρολος, βλέποντάς την τόσο σιωπηλή, νόμισε ότι ήταν πολύ λυπημένη. Προτίμησε, λοιπόν, να μην της πει τίποτα, για να μη μεγαλώσει τη θλίψη της, που τον συγκινούσε. Μολοντούτο, κατάφερε ν' αποτινάξει το δικό του πόνο και τη ρώτησε:

«Διασκέδασες καλά χθες;»

«Ναι».

Όταν σήκωσαν το τραπεζομάντιλο, ο Μποβαρύ δε σηκώθηκε ούτε η Έμμα. Και όσο τον κοίταζε, η μονοτονία της παρουσίας του έδιωχνε σιγά σιγά κάθε συμπάθεια από την καρδιά της. Της φαινόταν μηδαμινός, αδύναμος, ελεεινός, τέλος, ένας κακομοίρης σε όλα άνθρωπος. Πώς θα μπορούσε ν' απαλλαγεί απ' αυτόν; Τι ατέλειωτη βραδιά! Κάτι το ναρκωτικό, σαν ατμός οπίου την παρέλυε ολόκληρη.

Άκουσαν στον προθάλαμο τον ξερό κρότο ενός μπαστουνιού πάνω στο πάτωμα. Ήταν ο Ιππόλυτος που έφερε τις αποσκευές της κυρίας. Για να τις ακουμπήσει χάμω, διέγραψε με κόπο ένα τέταρτο του κύκλου με το ξύλινο πόδι του.

«Ούτε αυτόν ακόμα δε συλλογίζεται πια!» είπε μόνη της η Έμμα, κοιτάζοντας τον δυστυχισμένο άνθρωπο, που από τα χοντρά μαλλιά του έτρεχαν σταγόνες ιδρώτα.

Ο Μποβαρύ γύρευε ένα νόμισμα στο βάθος του πορτοφολιού του, δίχως να φαίνεται ότι νιώθει πόσο ταπεινωτική ήταν ακόμα και η παρουσία, μόνο, αυτού του ανθρώπου, που στεκόταν μπροστά του σαν μια προσωποποιημένη μομφή για την αθεράπευτη αναπηρία του.

«Μπα! Έχεις ένα ωραίο μπουκέτο!» είπε, κοιτάζοντας πάνω στο τζάκι τις βιολέτες του Λεόν.

«Ναι!» απάντησε εκείνη με αδιαφορία. «Είναι ένα μπουκέτο που αγόρασα πριν από λίγο, από μια ζητιάνα».

Ο Κάρολος πήρε τις βιολέτες, και δροσίζοντας τα κατακόκκινα από τα δάκρυα μάτια του, τις μύριζε με απαλότητα.

Εκείνη τις τράβηξε γρήγορα από το χέρι του και πήγε να τις βάλει σ' ένα ποτήρι με νερό.

Την επόμενη μέρα έφτασε η μητέρα του Κάρολου. Κάθισε με το παιδί της κι έκλαψαν πολύ. Η Έμμα, με την πρόφαση ότι είχε να επιβλέψει την υπηρεσία, εξαφανίστηκε. Την άλλη μέρα χρειάστηκε να συσκεφθούν για τα ζητήματα του πένθους. Πήγαν και κάθισαν με τα κουτιά της δουλειάς στην όχθη του ποταμού, κάτω από την κληματαριά.

Ο Κάρολος συλλογιζόταν πολύ τον πατέρα του κι απορούσε που αισθανόταν τόση αγάπη γι' αυτό τον άνθρωπο, για τον οποίο πίστευε ως τότε ότι δεν τον αγαπούσε παρά πολύ λίγο. Η μητέρα του σκεφτόταν τον άντρα της. Οι χειρότερες μέρες του παλιού καιρού τής φαίνονταν τώρα έξοχες. Το καθετί έσβηνε κάτω από την αυθόρμητη προσκόλληση σε μια τόσο πολύχρονη συνήθεια. Και πότε πότε, ενώ έσπρωχνε τη βελόνα της, ένα χοντρό δάκρυ κατέβαινε κατά μήκος της μύτης της και στεκόταν κρεμασμένο για μια στιγμή. Η Έμμα σκεφτόταν ότι μόλις πριν από σαράντα οχτώ ώρες ήταν μαζί μ' εκείνον, μακριά από τον κόσμο, μέσα σε μια μέθη και μη χορταίνοντας να βλέπει ο ένας τον άλλον. Προσπαθούσε να νιώσει και τις πιο ανεπαίσθητες λεπτομέρειες εκείνης της μέρας. Η παρουσία, όμως, της πεθεράς και του άντρα της τη στενοχωρούσε. Θα ήθελε να μην ακούει τίποτα, να μη βλέπει τίποτα, για να μπορεί ν' απολαμβάνει ήσυχα την αισθηματική της κατάσταση, που, παρ'

Page 179: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

όλες της τις προσπάθειες, τα εξωτερικά συναισθήματα έρχονταν και την κατέστρεφαν.

Ξήλωνε τη φόδρα ενός φορέματος, που οι κορδέλες του σκορπίζονταν γύρω της. Η γρια-Μποβαρύ, χωρίς να σηκώνει τα μάτια, άφηνε ν' ακούγεται ο κρότος του ψαλιδιού, κι ο Κάρολος, με τις παντούφλες του και την παλιά του ρεντιγκότα που του χρησίμευε για ρόμπα, στεκόταν με τα χέρια στις τσέπες και δε μιλούσε ούτε αυτός. Δίπλα τους η Μπέρτα, με μια μικρή άσπρη ποδιά, έξυνε με το φτυάρι της την άμμο της δεντροστοιχίας.

Έξαφνα, είδαν να έρχεται από τον κήπο ο κύριος Λερέ, ο έμπορος υφασμάτων.

Ερχόταν να προσφέρει τις υπηρεσίες του για την πολύ θλιβεράν περίστασιν. Η Έμμα απάντησε πως πίστευε ότι δε χρειαζόταν τίποτα. Ο έμπορος δε στενοχωρήθηκε κι επέμενε.

«Με συγχωρείτε πολύ» είπε, «θα επιθυμούσα μια ιδιαίτερη συνομιλία μαζί σας». Και πρόσθεσε με χαμηλή φωνή: «Σχετικά μ' εκείνη την υπόθεση... ξέρετε...»

Ο Κάρολος κοκκίνισε ως τα αυτιά. «Α, ναι, πραγματικά!» Και μέσα στην ταραχή του, στράφηκε προς τη γυναίκα του: «Δε θα μπορούσες... αγαπημένη μου...» είπε.

Εκείνη φάνηκε ότι κατάλαβε, γιατί σηκώθηκε αμέσως. Ο Κάρολος είπε στη μητέρα του: «Δεν είναι τίποτα σοβαρό! Κάποια μικροϋπόθεση του σπιτιού». Δεν ήθελε να ξέρει εκείνη την ιστορία των συναλλαγματικών, γιατί φοβόταν τις παρατηρήσεις της.

Όταν έμειναν μόνοι, ο κύριος Λερέ άρχισε χωρίς περιστροφές να συγχαίρει την Έμμα για την κληρονομιά που θα 'παιρναν. Έπειτα μίλησε για πράγματα αδιάφορα, για τα οπωροφόρα δέντρα, για τη συγκομιδή και για την υγεία του, που ήταν έτσι κι έτσι, καλή και κακή. Κοπίαζε πραγματικά πάρα πολύ να κερδίζει αρκετά, κι ας έλεγε ο κόσμος ότι θησαύριζε.

Η Έμμα τον άφηνε κι έλεγε. Δυο μέρες τώρα είχε τόσο βαρεθεί!

«Κι είστε τώρα εντελώς καλά;» συνέχισε ο Λερέ. «Μα την αλήθεια, είδα τον άντρα σας σε ελεεινή κατάσταση. Είναι ένας λαμπρός άνθρωπος, μολονότι είχαμε μαζί μερικές δύσκολες δοσοληψίες».

Εκείνη ρώτησε ποιες ήταν οι δοσοληψίες αυτές, γιατί ο Κάρολος της είχε κρύψει τις αντιρρήσεις του για τα εμπορεύματα.

«Αλλά το ξέρετε πολύ καλά» φώναξε ο Λερέ. «Πρόκειται για τις μικρές σας ιδιοτροπίες, για τις βαλίτσες του ταξιδιού».

Ο έμπορος είχε κατεβάσει το καπέλο του ως τα μάτια, και με τα δυο του χέρια πίσω στη ράχη, χαμογελούσε, σφύριζε και την κοίταζε καταπρόσωπο με τρόπο ανυπόφορο· υποπτευόταν άραγε τίποτα; Έμενε χαμένη μέσα σε χίλιους δυο φόβους. Στο τέλος, όμως, ο έμπορος ξαναείπε:

«Το 'χουμε κανονίσει κι έρχομαι να του προτείνω ακόμα ένα συμβιβασμό».

Εννοούσε την ανανέωση των συναλλαγματικών που είχε υπογράψει ο Μποβαρύ. Ο κύριος, εξάλλου, μπορούσε να κάμει την ευκολία του. Δεν έπρεπε να στενοχωριέται, τώρα, μάλιστα, που θα είχε ένα σωρό άλλες στενοχώριες.

«Και μάλιστα, θα 'καμε καλά να δώσει το βάρος σε κάποιον άλλον, σ' εσάς, ας πούμε. Με ένα πληρεξούσιο το πράγμα θα ήταν ευκολότερο, και τότε θα κάναμε μαζί μερικές μικροδουλίτσες...»

Page 180: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εκείνη δεν ένιωθε τι ήθελε να πει ο έμπορος, που στο μεταξύ είχε σωπάσει. Έπειτα ο Λερέ άρχισε να μιλάει για το εμπόριό του και επέμενε ότι η κυρία δεν μπορούσε να μην αγοράσει κάτι απ' αυτόν. Θα της έστελνε δώδεκα γιάρδες από ένα μαύρο λεπτό ύφασμα, για να κάμει ένα φόρεμα.

«Αυτό που έχετε, είναι καλό για το σπίτι. Σας χρειάζεται ένα άλλο μόνο για τις επισκέψεις. Το κατάλαβα εγώ, μόλις μπήκα. Έχω ένα μάτι πραγματικά αμερικάνικο».

Ο Λερέ δεν έστειλε το ύφασμα με άλλον, παρά πήγε μόνος του. Έπειτα ξαναπήγε για να το μετρήσουν. Πήγε κι άλλες φορές με διάφορες προφάσεις, και προσπαθώντας κάθε φορά να γίνεται περιποιητικός, χρήσιμος, προσφέροντας τον εαυτό του ολοκαύτωμα, όπως θα έλεγε ο κύριος Ομέ. Και κάθε φορά δεν παρέλειπε να σφυρίζει στο αυτί της Έμμας για το πληρεξούσιο. Δεν έλεγε τίποτα για τις συναλλαγματικές. Εκείνη ούτε που τις συλλογιζόταν. Ο Κάρολος κάτι της είχε πει, όταν άρχιζε η ανάρρωσή της. Αλλά οι τόσες θύελλες που είχαν περάσει από το κεφάλι της, την έκαναν να μη θυμάται πια τίποτα. Εξάλλου, απόφευγε να μιλήσει για ζητήματα συμφερόντων. Η μητέρα του Κάρολου απορούσε γι' αυτή της τη στάση, και εξηγούσε την αλλαγή του χαρακτήρα της με τα θρησκευτικά συναισθήματα που είχε εγκολπωθεί όταν ήταν άρρωστη.

Αλλά μόλις έφυγε εκείνη, η Έμμα δεν άργησε να κάμει τον άντρα της να τη θαυμάζει για τον πρακτικό της νου. Θα χρειαζόταν να πάρουν πληροφορίες, να εξακριβώσουν τις υποθήκες, να δουν αν υπήρχε περίπτωση πλειστηριασμού ή εκκαθαρίσεως. Ανέφερε όρους τεχνικούς, έτσι, στην τύχη, πρόφερε μεγάλες λέξεις, όπως: τάξη, μέλλον, πρόνοια, και διαρκώς έκανε υπερβολικότερες τις δυσκολίες της κληρονομιάς. Τέλος, μια μέρα, του παρουσίασε ένα σχέδιο ενός γενικού πληρεξούσιου για να διευθύνει και να διαχειρίζεται τις υποθέσεις του, να συνάπτει κάθε είδους δάνεια, να υπογράφει και να εισπράττει γραμμάτια, να πληρώνει κάθε ποσό, και τα λοιπά.

Ο Κάρολος με αφέλεια ρώτησε από πού ερχόταν αυτό το χαρτί.

«Από τον κύριο Γκιγιομέν». Και με τη μεγαλύτερη ψυχραιμία του κόσμου, πρόσθεσε: «Δεν έχω και πάρα πολλή εμπιστοσύνη. Οι συμβολαιογράφοι έχουν τόσο κακή φήμη. Θα 'πρεπε, ίσως, να συμβουλευτούμε... αλλά δε γνωρίζουμε παρά... Ω, κανέναν!»

«Εκτός από τον Λεόν...» επανέλαβε ο Κάρολος.

Ήταν, όμως, δύσκολο να συνεννοηθούν με αλληλογραφία. Τότε προθυμοποιήθηκε εκείνη να κάνει αυτό το ταξίδι. Ο Κάρολος την ευχαρίστησε. Εκείνη επέμεινε. Του 'καμε χίλιες δυο περιποιήσεις. Στο τέλος, φώναξε μ' ένα ύφος που ήταν γεμάτο προσποιητό πείσμα:

«Όχι, μην επιμένεις, σε παρακαλώ, θα πάω!»

«Πόσο καλή είσαι!» είπε ο Κάρολος και τη φίλησε στο μέτωπο.

Την άλλη μέρα, η Έμμα ανέβηκε στο Χελιδόνι για να πάει στη Ρουέν, να συμβουλευτεί τον κύριο Λεόν. Κι έμεινε εκεί τρεις μέρες.

Page 181: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

3

Οι τρεις αυτές μέρες ήταν θαυμάσιες, υπέροχες, πλούσιες σε απολαύσεις, μια πραγματική σελήνη τον μέλιτος.

Έμειναν στο Ξενοδοχείο της Βουλώνης, πάνω στο λιμάνι. Και ζούσαν εκεί, με τα παράθυρα κλεισμένα, σφαλιχτές τις θύρες, με λουλούδια στο πάτωμα και με παγωμένα σιρόπια, που τους τα πήγαιναν από το πρωί.

Προς το βράδυ έπαιρναν μια σκεπαστή βάρκα και πήγαιναν να δειπνήσουν σ' ένα νησί. Ήταν η ώρα που, δίπλα στα ναυπηγεία, ακούγονταν να χτυπούν τα σφυριά των τεχνιτών πάνω στο σκάφος των πλοίων. Ο καπνός της πίσσας ξέφευγε ανάμεσα από τα δέντρα, και πάνω στο ποτάμι, φαίνονταν μεγάλες λιπαρές σταγόνες να κυματίζουν κάτω από το πορφυρένιο χρώμα του ήλιου, σαν πλάκες φλωρεντινού χαλκού που έπλεαν.

Κατέβαιναν ανάμεσα στις βάρκες που ήταν αγκυροβολημένες εκεί, και που τα μακριά κάθετα σκοινιά τους άγγιζαν λιγάκι το κάτω μέρος της βάρκας. Ο θόρυβος της πόλης χανόταν σιγά σιγά, και η κυκλοφορία των κάρων, ο θόρυβος των φωνών, το γάβγισμα των σκύλων πάνω στην γέφυρα των πλοίων δεν ακουγόταν πια. Η Έμμα έλυνε το καπέλο της και οι δυο τους κατέβαιναν στο νησί τους.

Κάθονταν στη χαμηλή σάλα μιας ταβέρνας, που είχε στην πόρτα της κρεμασμένα μαύρα δίχτυα. Έτρωγαν ψάρια τηγανητά, κρέμα και κεράσια. Ξαπλώνονταν πάνω στα χόρτα. Όταν βρίσκονταν παράμερα, κάτω από τις λεύκες, άρχιζαν και πάλι να φιλιούνται. Θα 'θελαν, σαν δυο Ροβινσώνες, να ζήσουν για πάντα σ' αυτό το μικρό μέρος, που τους φαινόταν, μέσα στη μακαριότητά τους, το ωραιότερο του κόσμου. Δεν ήταν η πρώτη φορά που έβλεπαν δέντρα, γαλάζιο ουρανό, πρασινάδα, που άκουγαν το νερό να κυλά και την αύρα να φυσά στα φυλλώματα. Αλλά, δίχως αμφιβολία, ποτέ άλλοτε δεν τα 'χαν θαυμάσει όλ' αυτά, σαν να μην υπήρχαν πριν ή να μην είχαν αρχίσει να γίνονται όμορφα παρά έπειτα από την ικανοποίηση των πόθων τους.

Όταν νύχτωνε, επέστρεφαν. Η βάρκα ακολουθούσε τις όχθες των νησιών. Έμεναν στο βάθος, και οι δυο σκεπασμένοι από το σκοτάδι, δίχως να μιλούν. Τα τετράγωνα κουπιά χτυπούσαν πάνω στους σιδερένιους σκαρμούς και αυτό έμοιαζε, μέσα στη σιγαλιά, σαν χτύποι ρυθμομέτρου, ενώ πίσω η βάση του τιμονιού που συρόταν, δεν έπαυε το γλυκό παφλασμό της μέσα στο νερό.

Μια φορά φάνηκε το φεγγάρι. Τότε δεν παρέλειψαν να κάμουν και λίγη ποίηση, επειδή το 'βρισκαν γεμάτο έμπνευση. Η Έμμα, μάλιστα, άρχισε να τραγουδά:

Θυμάσαι, λίμνη, μόνοι μας μια νύχτα εγώ κι εκείνη, κτλ.

Η αρμονική κι αδύναμη φωνή της χανόταν πάνω στα κύματα κι ο άνεμος έπαιρνε μαζί του τις μελωδίες που ο Λεόν άκουγε να διαβαίνουν δίπλα του σαν φτερουγίσματα.

Εκείνη έμενε απέναντί του, ακουμπισμένη πάνω στο διάφραγμα της βάρκας, όπου το φεγγάρι έμπαινε από ένα από τα ανοιγμένα παραθυρόφυλλα. Το μαύρο της φόρεμα, που οι δίπλες του πλάταιναν σαν βεντάλια, την έκαναν πιο αδύνατη, πιο ψηλή. Είχε το κεφάλι σηκωμένο, τα χέρια ενωμένα και τα δυο της μάτια προς τον ουρανό. Κάποτε η σκιά από τις ιτιές την έκρυβε τέλεια, κατόπιν παρουσιαζόταν και πάλι έξαφνα, σαν όραμα, μέσα στο φως του φεγγαριού.

Ο Λεόν, καθισμένος χάμω, δίπλα της, βρήκε τυχαία κάτω από το χέρι του μια κόκκινη μεταξωτή κορδέλα. Ο βαρκάρης την εξέτασε, και στο τέλος είπε:

Page 182: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Α, ίσως ν' ανήκει σε μια παρέα που έκανε περίπατο πριν από μερικές μέρες. Είχαν έρθει ένα σωρό γλεντζέδες, κύριοι και κυρίες, με γλυκίσματα, σαμπάνια, μουσικά όργανα, ολόκληρη αναστάτωση. Ήταν, μάλιστα, κι ένας ψηλός, ωραίος άντρας, με μικρά μουστάκια, που ήταν πάρα πολύ διασκεδαστικός! Κι όλοι του 'λεγαν έτσι: "Εμπρός, διηγήσου μας κάτι... Αδόλφε... Ροδόλφε" νομίζω».

Η Έμμα ανατρίχιασε.

«Μήπως υποφέρεις;» είπε ο Λεόν, και την πλησίασε.

«Δεν είναι τίποτα! Δίχως άλλο, η ψύχρα της νύχτας».

«Και ούτε εκείνου, βέβαια, του λείπουν οι γυναίκες» πρόσθεσε ο γερο-ναυτικός, πιστεύοντας ότι έλεγε μια φιλοφρόνηση στον ξένο.

Έπειτα, φτύνοντας μέσα στα χέρια του, ξαναπήρε τα κουπιά του.

Ήταν όμως ανάγκη να χωριστούν. Ο αποχαιρετισμός ήταν γεμάτος λύπη. Στο σπίτι της κυρα-Ρολέ έπρεπε να στέλνει εκείνος τα γράμματά του. Του 'καμε τόσες συστάσεις για να τον συμβουλεύει να μεταχειρίζεται διπλό φάκελο, που εκείνος θαύμασε την ερωτική της πανουργία.

«Λοιπόν, με βεβαιώνεις κι εσύ ότι όλα είναι καλά;» είπε η Έμμα στο τελευταίο φιλί.

«Ναι, μην έχεις αμφιβολία».

Όταν, όμως, ύστερα γύριζε μόνος μέσα στους δρόμους, ο Λεόν συλλογιζόταν «γιατί, άραγε, εκείνη ενδιαφερόταν τόσο πολύ γι' αυτό το πληρεξούσιο».

Page 183: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

4

Ο Λεόν δεν άργησε να πάρει ένα ύφος υπεροχής απέναντι στους συναδέλφους του. Απόφευγε τη συντροφιά τους και παραμέλησε ολότελα τη δουλειά του.

Περίμενε με ανυπομονησία τα γράμματά της. Τα διάβαζε και τα ξαναδιάβαζε πολλές φορές. Της έγραφε. Την αναζητούσε με όλη τη δύναμη του πόθου του και των αναμνήσεών του. Αλλά αντί με την απουσία να λιγοστεύει το αίσθημά του, το εναντίον, η επιθυμία να την ξαναδεί δυνάμωσε τόσο πολύ, που ένα Σάββατο πρωί έφυγε κρυφά από το γραφείο του.

Όταν από το ύψος της πλαγιάς είδε μέσα στο λαγκάδι το κωδωνοστάσιο της εκκλησίας με την τενεκεδένια σημαία, που στριφογύριζε από τον αέρα, αισθάνθηκε την ηδονή εκείνη που έχει μαζί μια θριαμβευτική ματαιοδοξία και μια εγωιστική συγκίνηση, που δίχως άλλο αισθάνονται οι εκατομμυριούχοι όταν γυρίζουν στο μικρό τους χωριό.

Πήγε και περιφερόταν γύρω από το σπίτι της. Ένα φως έλαμπε στην κουζίνα. Προσπάθησε να δει τη σκιά της πίσω από τις κουρτίνες. Δε φάνηκε τίποτα.

Η κυρα-Λεφρανσουά, μόλις τον είδε, τον υποδέχτηκε με επιφωνήματα χαράς και τον βρήκε πιο ψηλό και πιο αδύνατο, ενώ η Αρτεμισία, το εναντίο, τον βρήκε πιο δυνατό και μελαχρινό.

Δείπνησε στη μικρή σάλα, όπως άλλοτε, αλλά μόνος, δίχως τον φοροεισπράκτορα. Ο Μπινέ είχε κουραστεί να περιμένει το Χελιδόνι κι έτρωγε τώρα μια ώρα νωρίτερα, δηλαδή στις πέντε ακριβώς. Και δεν έπαυε να παραπονείται ότι η παλιά ξεχαρβαλωμένη άμαξα αργούσε πάρα πολύ.

Ο Λεόν, στο μεταξύ, είχε πάρει μια απόφαση. Πήγε και χτύπησε την πόρτα του γιατρού. Η κυρία ήταν στο δωμάτιό της, απ' όπου δεν κατέβηκε παρά ένα τέταρτο αργότερα. Ο κύριος φάνηκε ενθουσιασμένος που τον ξανάβλεπε. Δεν κούνησε από το σπίτι του ούτε εκείνη τη βραδιά ούτε ολόκληρη την άλλη μέρα.

Την είδε, τέλος, μόνη το βράδυ, πολύ αργά, πίσω από τον κήπο, στο μικρό δρόμο. Σ' εκείνο το δρομάκο, όπως και με τον άλλον! Ο καιρός ήταν βροχερός, σωστή καταιγίδα, και μιλούσαν κάτω από μια ομπρέλα, στις λάμψεις των αστραπών.

Ο χωρισμός τους ήταν τραγικός. «Καλύτερα να πεθάνουμε!» έλεγε η Έμμα. Ακουμπούσε σφιχτά επάνω το μπράτσο του κι έκλαιγε. «Αντίο! Αντίο! Πότε θα σε ξαναδώ;»

Γύρισαν πάλι πίσω για να φιληθούν. Κι εκεί του 'δωσε την υπόσχεση ότι θα 'βρισκε γρήγορα, με οποιοδήποτε τρόπο, τη διαρκή ευκαιρία να βλέπονται ελεύθερα τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα. Η Έμμα δεν είχε καμιά αμφιβολία ότι θα το πετύχαινε. Ήταν, εξάλλου, γεμάτη ελπίδες. Θα της έρχονταν χρήματα.

Αγόρασε για το δωμάτιό της ένα ζευγάρι κίτρινες κουρτίνες με μεγάλες πτυχές· ο κύριος Λερέ είχε εκθειάσει την καλή αγορά. Θέλησε ένα χαλί αλλά δίσταζε για την τιμή. Ο έμπορος, αφού τη βεβαίωσε ότι «δε θα χαλούσε ο κόσμος», ανέλαβε με ευγένεια να της προμηθεύσει ένα. Η Έμμα δεν μπορούσε πια να ζήσει δίχως τις υπηρεσίες του. Είκοσι φορές τη μέρα έστελνε και τον φώναζε, κι αυτός άφηνε τις δουλειές του, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Δεν μπορούσαν, επίσης, να καταλάβουν γιατί η κυρα-Ρολέ έτρωγε κάθε μέρα στο σπίτι της, και μάλιστα της έκανε και ιδιαίτερες επισκέψεις.

Ακριβώς την εποχή αυτή, δηλαδή προς την αρχή του χειμώνα, την έπιασε μια μεγάλη μανία για τη

Page 184: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

μουσική.

Ένα βράδυ που την άκουγε ο Κάρολος, άρχισε τέσσερις φορές κατά συνέχεια το ίδιο κομμάτι και διαρκώς θύμωνε που δεν μπορούσε να το παίξει όπως ήθελε. Εκείνος δεν ένιωθε τη διαφορά και φώναζε:

«Εύγε! Πολύ καλά! Έχεις άδικο να πεισμώνεις! Συνέχισε, λοιπόν!»

«Ε, όχι! Είναι απαίσιο! Τα δάχτυλά μου έχουν σκουριάσει».

Την επομένη την παρακάλεσε να του παίξει και πάλι κάτι.

«Ας είναι, για να σ' ευχαριστήσω!»

Και ο Κάρολος ομολόγησε πως το παίξιμό της είχε χάσει λίγο. Έκανε λάθη στο χρόνο, τα μπέρδευε και σταματούσε απότομα.

«Α, επιτέλους, θα 'πρεπε να 'παιρνα μερικά μαθήματα! Αλλά...» Δάγκωσε το χείλι της και πρόσθεσε: «Είκοσι φράγκα το μάθημα είναι πολύ ακριβά!...»

«Ναι, πραγματικά, είναι λίγο ακριβά...» είπε ο Κάρολος χαμογελώντας με ύφος ηλίθιο. «Εντούτοις νομίζω ότι θα μπορούσαμε να βρούμε και με λιγότερα. Υπάρχουν καλλιτέχνες, χωρίς φήμη, που αξίζουν συχνά περισσότερο από τους διάσημους».

«Βρες, λοιπόν, έναν!» είπε η Έμμα.

Την επόμενη μέρα, όταν γύρισε στο σπίτι, την κοίταξε με κατεργάρικο βλέμμα και στο τέλος δεν μπόρεσε να συγκρατήσει αυτή τη φράση:

«Τι πείσμα έχεις κάποιες φορές! Πήγα σήμερα στην Μπαρφεσέρ. Ε, λοιπόν, η κυρία Λεζάρ με βεβαίωσε ότι οι τρεις κόρες της παίρνουν μαθήματα προς δυόμισι φράγκα το ένα, και μάλιστα από μια δασκάλα φημισμένη!»

Εκείνη ύψωσε τους ώμους και δεν ξανάνοιξε πια το πιάνο της. Αλλά όταν περνούσε από δίπλα του (αν ήταν κι ο Μποβαρύ εκεί), αναστέναζε:

«Αχ, καημένο μου πιάνο!»

Και όταν πήγαιναν να τη δουν, δεν παρέλειπε ποτέ να πληροφορεί τους επισκέπτες της ότι είχε παραμελήσει τη μουσική, και ότι δεν μπορούσε τώρα να ξαναρχίσει για σοβαρούς λόγους. Ο κόσμος, τότε, τη λυπόταν:

«Τι κρίμα, κι έχει τόσο ταλέντο!»

Μίλησαν μάλιστα και στον Μποβαρύ. Όλοι τον μέμφονταν, και μάλιστα ο φαρμακοποιός δε δίστασε να του πει:

«Δεν έχετε δίκιο! Δεν πρέπει ποτέ κανείς ν' αφήνει ακαλλιέργητα τα δώρα της φύσης! Εξάλλου, σκεφτείτε, καλέ μου φίλε, ότι αν βοηθήσετε την κυρία να μελετήσει, θα εξοικονομήσετε αργότερα τα έξοδα για τα χρήματα που θα ξοδεύατε για τη μουσική ανατροφή του παιδιού σας! Εγώ παραδέχομαι πως οι μητέρες πρέπει να ανατρέφουν μόνες τους τα παιδιά τους. Αυτή είναι κι η ιδέα του Ρουσσώ.

Page 185: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Σήμερα φαίνεται ακόμα καινούρια, αλλά στο τέλος είμαι βέβαιος ότι θα θριαμβεύσει, όπως έγινε και με το μητρικό θηλασμό και με τον εμβολιασμό».

Ο Κάρολος, λοιπόν, ξαναγύρισε σ' αυτό το ζήτημα του πιάνου. Η Έμμα απάντησε με πίκρα ότι θα ήταν προτιμότερο να το πουλήσουν. Αυτό το καημένο το πιάνο, που την έκανε να νιώθει τόσες ικανοποιήσεις της ματαιοδοξίας της... Αν το 'βλεπε να μεταφέρεται από το σπίτι της κυρίας Μποβαρύ, θα νόμιζε ότι χανόταν τραγικά ένα μέρος από την ίδια την ύπαρξή της.

«Αν ήθελες» έλεγε εκείνος, «πότε πότε ένα μάθημα... στο τέλος, αυτό θα 'ταν που θα μας κατέστρεφε;»

«Τα μαθήματα, όμως» απαντούσε εκείνη, «για να 'ναι αποτελεσματικά, πρέπει να γίνονται τακτικά».

Και μ' αυτό τον τρόπο κατόρθωσε να πάρει από τον άντρα της την άδεια να πηγαίνει στην πόλη μια φορά την εβδομάδα για να βλέπει τον εραστή της. Στη Γιονβίλ, μάλιστα, έβρισκαν ότι είχε κάμει μεγάλες προόδους σε διάστημα ενός μήνα.

Page 186: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

5

Το μάθημα είχε οριστεί κάθε Πέμπτη. Σηκωνόταν και ντυνόταν σιγά σιγά, να μην ξυπνήσει τον Κάρολο, που θα της έκανε παρατηρήσεις, επειδή άρχιζε να ετοιμάζεται τόσο πολύ νωρίς. Κατόπι, περπατούσε με νευρικότητα, στεκόταν μπροστά στα παράθυρα, κοίταζε την πλατεία. Το λίγο φως απλωνόταν ανάμεσα από τους στύλους της αγοράς και στο σπίτι του φαρμακοποιού, που τα παραθυρόφυλλά του ήταν κλειστά, και άφηνε να διακρίνονται μέσα στη χλομή αυγινή απόχρωση τα κεφαλαία γράμματα της επιγραφής του.

Όταν το ρολόι έδειχνε εφτά και τέταρτο, η Έμμα πήγαινε στο Χρυσό Λιοντάρι, όπου η Αρτεμισία, με χασμουρητά ακόμα, ερχόταν και της άνοιγε την πόρτα. Έβγαζε, για χάρη της κυρίας, στην επιφάνεια τα κάρβουνα που ήταν χωμένα μέσα στη στάχτη του τζακιού. Η Έμμα έμενε μόνη μέσα στην κουζίνα. Πότε πότε έβγαινε έξω κι έβλεπε. Ο Ιβέρ, δίχως να βιάζεται, έζευε τα άλογα και άκουγε στον ίδιο καιρό και την κυρα-Λεφρανσουά, που, περνώντας το κεφάλι της με τη βαμβακερή σκούφια από μέσα από ένα μικρό παραθυράκι, τον φόρτωνε παραγγελίες και του 'δινε εξηγήσεις που θα σάστιζαν κάθε άλλο άνθρωπο. Η Έμμα χτυπούσε το πόδι της πάνω στο λιθόστρωτο της αυλής.

Τέλος, ο Ιβέρ, αφού έπαιρνε ένα ζουμί, φορούσε το πανωφόρι του, άναβε την πίπα του, έπαιρνε το μαστίγιό του και καθόταν στη θέση του.

Το Χελιδόνι ξεκινούσε σιγά, και σε διάστημα τριών τετάρτων της λεύγας σταματούσε σε διάφορα μέρη για να πάρει επιβάτες που το περίμεναν ορθοί, στην άκρη του δρόμου, μπροστά στους φράχτες της αυλής των σπιτιών.

Εκείνοι που είχαν ειδοποιήσει από την προηγούμενη μέρα, δεν ήταν έτοιμοι και τους περίμεναν. Μερικοί δεν είχαν ακόμα σηκωθεί από τα κρεβάτια τους. Ο Ιβέρ φώναζε, βλαστημούσε, κατόπιν κατέβαινε από το κάθισμά του και πήγαινε και χτυπούσε δυνατά τις πόρτες. Ο αέρας φυσούσε μέσα από τα σπασμένα τζάμια.

Τέλος, οι τέσσερις πάγκοι γέμιζαν, το αμάξι έτρεχε και οι μηλιές στη σειρά διαδέχονταν η μια την άλλη. Κι ο δρόμος, ανάμεσα στα δυο μακρινά χαντάκια γεμάτα με κίτρινο νερό, απλωνόταν στον ορίζοντα στενεύοντας ολοένα.

Η Έμμα γνώριζε πια το δρόμο από τη μια του άκρη ως την άλλη. Ήξερε πως έπειτα από ένα λιβάδι βρισκόταν ένας όρθιος πάσσαλος, κατόπι μια φτελιά, ένας σιτοβολώνας ή μια μικρή καλύβα. Κάποτε, μάλιστα, για να βλέπει έξαφνα, έκλεινε τα μάτια. Δεν έχανε, όμως, την ακριβή συναίσθηση του διαστήματος που είχαν να διανύσουν.

Τέλος, πλησίαζαν τα κεραμιδένια σπίτια, η γη αντηχούσε κάτω από τους τροχούς, το Χελιδόνι γλιστρούσε ανάμεσα στους κήπους, όπου φαίνονταν από την καγκελωτή πόρτα αγάλματα, ένα αμπέλι, δέντρα περιποιημένα ή μια κούνια. Έπειτα, έξαφνα, φαινόταν η πόλη. Κατεβαίνοντας αμφιθεατρικά και πλημμυρισμένη από ομίχλη, απλωνόταν ως πέρα από τις γέφυρες άτακτα. Κατόπι παρουσιάζονταν οι κάμποι με μια μονότονη κίνηση, ως το σημείο που νόμιζε κανείς ότι ο ουρανός άγγιζε τη γη. Για τούτο έβλεπε κανείς από ψηλά, κι ολόκληρο το τοπίο έμοιαζε σαν ζωγραφιά, ακίνητο. Τα πλοία με την άγκυρά τους ήταν μαζεμένα σε μια γωνία. Ο ποταμός στρογγύλευε περισσότερο στα πόδια των πράσινων λόφων, και τα νησιά, με το μακρόστενο σχήμα τους, φαίνονταν πάνω στο νερό σαν σταματημένα μεγάλα μαύρα ψάρια. Οι καπνοδόχοι των εργοστασίων έβγαζαν αναρίθμητα μαυριδερά λοφία, που πετούσαν προς μια ορισμένη διεύθυνση. Ακουγόταν η βοή των χυτηρίων, και στον ίδιο καιρό ο καθάριος ήχος των καμπαναριών των εκκλησιών που υψώνονταν με μεγαλοπρέπεια ανάμεσα στην πυκνή ομίχλη. Τα δέντρα των λεωφόρων, δίχως φύλλα, έμοιαζαν με

Page 187: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

θάμνους μενεξεδένιους μπροστά στα σπίτια, και οι στέγες, που έλαμπαν όλες από τη βροχή, καθρεφτίζονταν με ανόμοια σειρά, ανάλογα με το ύφος των συνοικιών. Κάποτε ένα δυνατό φύσημα του αέρα παρέσυρε τα σύννεφα προς την πλαγιά της Αγίας Αικατερίνης, σαν αέρινα κύματα που έσπαζαν σιωπηλά πάνω σε μια απόκρημνη ακτή.

Η πόλη τότε άρχιζε να ξυπνά. Υπάλληλοι με σκούφους, που κρατούσαν καλάθια, έτριβαν τις προθήκες και φώναζαν δυνατά, πού και πού, στις γωνίες των δρόμων. Εκείνη προχωρούσε με το βλέμμα χαμηλωμένο, αγγίζοντας τους τοίχους και χαμογελώντας από ευχαρίστηση κάτω από το κατεβασμένο βέλο της.

Επειδή φοβόταν μήπως την έβλεπε κανείς, τις περισσότερες φορές δεν έπαιρνε το συντομότερο δρόμο. Χωνόταν μέσα στους σκοτεινούς δρομάκους κι έφτανε καταϊδρωμένη προς το μέρος του Εθνικού δρόμου, δίπλα στη βρύση που βρίσκεται εκεί. Η συνοικία αυτή συγκέντρωνε τα θέατρα, τα καφενεία και τις ελεύθερες γυναίκες. Συχνά ένα κάρο περνούσε από κοντά της, μεταφέροντας σκηνικά θεάτρου που χοροπηδούσαν από την κίνηση του οχήματος. Παιδιά με ποδιές έριχναν άμμο πάνω στις πλάκες, ανάμεσα στα χαμηλά δέντρα. Η ατμόσφαιρα ήταν ακόμα γεμάτη από αναθυμιάσεις πούρων και ποτών, και όστρακα στρειδιών ήταν πεταμένα εδώ κι εκεί στους δρόμους.

Έστρεφε ένα δρόμο. Τον αναγνώριζε από τα φριζαρισμένα μαλλιά του, που 'βγαιναν έξω από το καπέλο του.

Ο Λεόν συνέχιζε να προχωρεί πάνω στο πεζοδρόμιο. Εκείνη τον ακολουθούσε ως το ξενοδοχείο. Ανέβαινε, άνοιγε την πόρτα, έμπαινε. Το αγκάλιασμά τους ήταν γεμάτο περιπάθεια.

Ύστερα από πολλά φιλιά άρχιζε ο κατακλυσμός των λέξεων. Ο ένας διηγιόταν στον άλλο τις λύπες της βδομάδας, τα προαισθήματα, τις ανησυχίες για τα γράμματα. Αλλά τώρα όλα λησμονούνταν και κοιτάζονταν κατάματα με γέλια χαράς και τρυφερές φράσεις.

Το κρεβάτι ήταν μεγάλο, από αμερικάνικο ξύλο, και είχε το σχήμα βάρκας. Οι κουρτίνες, από λεπτό μεταξωτό ύφασμα, κατέβαιναν από την οροφή και κατέληγαν σε αψίδα πολύ χαμηλά, δίπλα στο πλατύ μαξιλάρι. Τίποτα δεν ήταν ωραίο στον κόσμο, όσο τα μαύρα της μαλλιά και το άσπρο της δέρμα, που πορφυρώνονταν όταν με μια κίνηση συστολής έκρυβε με τα δυο της γυμνά μπράτσα το πρόσωπό της.

Το ζεστό δωμάτιο, με το απαλό χαλί του, τα ζωηρά στολίδια του και το ήσυχο φως του, φαινόταν ότι ήταν εντελώς κατάλληλο για ερωτική φωλιά. Οι στύλοι, που κατέληγαν σε βέλη, οι χάλκινοι κρεμαστήρες και οι χοντρές σφαίρες του πυροστάτη έλαμπαν έξαφνα, μόλις έμπαινε ο ήλιος. Πάνω στο τζάκι, ανάμεσα από τους κηροστάτες, υπήρχαν δυο μεγάλα κόκκινα όστρακα, από κείνα που όταν τα βάζει κανείς στο αυτί του, ακούει το θόρυβο της θάλασσας.

Πόσο αγαπούσαν αυτό το συμπαθητικό δωμάτιο, που ήταν γεμάτο από χαρά, παρ' όλη τη λίγη μαραμένη λαμπρότητά του! Ξανάβρισκαν πάντοτε τα έπιπλα στη θέση τους και κάποτε μερικές φουρκέτες των μαλλιών, που είχε ξεχάσει εκείνη την προηγούμενη Πέμπτη κάτω από το βάθρο του ρολογιού. Προγευμάτιζαν στο τζάκι, πάνω σ' ένα μικρό τραπεζάκι με σκαλίσματα από ξύλο. Η Έμμα έκοβε το φαγητό, του 'βαζε στο πιάτο του κομμάτια, λέγοντάς του ένα σωρό χαϊδευτικά λόγια. Και γελούσε μ' ένα ηχηρό γέλιο και χωρίς εντροπή, όταν ο αφρός της σαμπάνιας χυνόταν έξω από το ποτήρι της κι έβρεχε τα δαχτυλίδια της. Ήταν τόσο βέβαιοι για την αγάπη τους, ήταν τόσο πεισμένοι ότι ο ένας ανήκει στον άλλον, που πίστευαν ότι βρίσκονταν στο δικό τους σπίτι και ότι θα ζούσαν εκεί μέχρι να πεθάνουν, σαν δυο αιώνιοι νιόπαντροι. Συνήθιζαν να λέγουν: «το δωμάτιό μας», «το χαλί μας», «οι πολυθρόνες μας», και μάλιστα εκείνη έλεγε «οι παντούφλες μου», όταν ανέφερε ένα δώρο που της είχε κάνει ο Λεόν για να ικανοποιήσει μια ιδιοτροπία της. Οι παντούφλες αυτές ήταν από

Page 188: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τριανταφυλλί ατλάζι με κεντημένους κύκνους. Όταν καθόταν στα γόνατά του, η κνήμη της, που γινόταν τότε πιο κοντή, κρεμόταν στον αέρα, και η κομψή παντούφλα, που δεν είχε φτέρνα, κρατιόταν μόνο από τα δάχτυλα του γυμνού της ποδιού.

Εκείνος για πρώτη φορά απολάμβανε την ανέκφραστη λεπτότητα της γυναικείας κομψότητας. Ποτέ άλλοτε δεν είχε συναντήσει αυτή τη χαρά της ομιλίας, την επιμελημένη τουαλέτα και αυτές τις τρυφερές ειλικρινείς εκδηλώσεις. Εξάλλου, ο εγωισμός του ικανοποιούνταν περισσότερο στην ιδέα ότι είχε κατακτήσει μια γυναίκα του κόσμου, μια παντρεμένη, ότι είχε επιτέλους μια πραγματική ερωμένη.

Η πλούσια ποικιλία των διαθέσεών της, που άλλοτε την έκαναν μυστικοπαθή και άλλοτε χαρούμενη, φλύαρη, σιωπηλή, παράφορη, ήσυχη, του άναβαν χίλιους πόθους, είτε με τα ένστικτα είτε με τις αναμνήσεις. Ήταν ο τύπος της ερωτευμένης όλων των μυθιστορημάτων, η ηρωίδα όλων των δραμάτων, ή εκείνη όλων των αισθηματικών ποιημάτων. Έβρισκε στους ώμους της το κεχριμπαρένιο χρώμα της «λουομένης οδαλίσκης». Το σακάκι της ήταν μακρύ εμπρός, όπως εκείνο που φορούσαν οι πυργοδέσποινες φεουδαρχικών χρόνων. Έμοιαζε, επίσης, με τη «χλομή γυναίκα της Βαρκελώνης». Αλλά πάνω απ' όλα ήταν ένας άγγελος!

Συχνά, κοιτάζοντάς την, του φαινόταν ότι η ψυχή του πετούσε προς εκείνη και απλωνόταν σαν κύμα γύρω στο κεφάλι της, για να κατέβει, αργότερα, συρτά μέσα στη λευκότητα του στήθους της. Καθόταν καταγής, μπροστά της. Και με τους αγκώνες πάνω στα γόνατα, την κοίταζε χαμογελώντας με το βλέμμα στυλωμένο επάνω της.

Εκείνη έσκυβε και του ψιθύριζε, με φωνή κομμένη από την ερωτική ζάλη:

«Αχ, μην κινείσαι! Μη μιλάς! Κοίταξέ με. Από τα μάτια σου βγαίνει κάτι τόσο γλυκό, που μου κάνει τόσο καλό!»

Τον αποκαλούσε «παιδί». «Μ' αγαπάς, καλό μου παιδί;»

Και δεν περίμενε ν' ακούσει την απάντησή του, από τον ακράτητο πόθο που της ανέβαινε στα χείλη για να τον φιλήσει.

Επάνω στο ρολόι υπήρχε ένας μικρός μπρούντζινος Έρως, που είχε παιχνιδιάρικη στάση, ενώ με τα χέρια του αγκάλιαζε τη χρυσή γιρλάντα. Γέλασαν πολλές φορές μ' αυτό το αγαλματάκι. Αλλά όταν έπρεπε να χωριστούν, όλα τούς φαίνονταν σοβαρά.

Ακίνητος ο ένας απέναντι στον άλλο επαναλάμβαναν: «Την Πέμπτη, την Πέμπτη».

Άξαφνα, εκείνη έπιανε το κεφάλι του με τα δυο της χέρια, τον φιλούσε βιαστικά, φωνάζοντας: «Αντίο!» και κατέβαινε τρεχάτη τη σκάλα.

Πήγαινε σ' ένα κομμωτήριο της οδού Θεάτρου για να διορθώσει τα μαλλιά της. Η νύχτα άρχιζε ν' απλώνεται. Στο κατάστημα άναβαν τα φώτα. Άκουγε το κουδούνι του θεάτρου που καλούσε τους ηθοποιούς στην παράσταση. Απέναντί της έβλεπε να περνούν άντρες με λευκή όψη και γυναίκες με παλιές τουαλέτες, που έμπαιναν από την πόρτα των παρασκηνίων.

Έκανε πάρα πολλή ζέστη μέσα στο χαμηλό αυτό κατάστημα, που η θερμάστρα του βούιζε ανάμεσα στις περούκες και στα μυρωδικά. Η μυρωδιά των σιδήρων και τα παχιά εκείνα χέρια που της διόρθωναν το κεφάλι, δεν αργούσαν να τη ζαλίσουν και αποκοιμιόταν λίγο κάτω από το χτένι του. Συχνά ο υπάλληλος του κομμωτηρίου, ενώ τη χτένιζε, της πρότεινε εισιτήρια για κάποιο χορό

Page 189: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

μεταμφιεσμένων.

Κατόπιν έφευγε. Περνούσε από διάφορους δρόμους, έφτανε στο ξενοδοχείο Ερυθρός Σταυρός, ξανάπαιρνε την ταξιδιωτική της μπλούζα που είχε κρύψει κάτω από έναν πάγκο, και καθόταν στη θέση της ανάμεσα στους βιαστικούς ταξιδιώτες. Μερικοί κατέβαιναν στο κάτω μέρος της πλαγιάς. Έμενε μόνη μέσα στο αμάξι. Σε κάθε καμπή του δρόμου διακρίνονταν ολοένα και περισσότερο τα φώτα της πόλης, που έκαναν μία μεγάλη φωτεινή ομίχλη πάνω από τα ανακατωμένα σπίτια. Η Έμμα γονάτιζε πάνω στα μαξιλάρια και άφηνε το βλέμμα της να πλανιέται μέσα σ' αυτό το όραμα. Έκλαιγε, στέναζε, φώναζε τον Λεόν και του έστελνε λόγια τρυφερά και φιλιά που χάνονταν μέσα στον αέρα.

Στην πλαγιά βρισκόταν ένας κακόμοιρος ανθρωπάκος, που περιπλανιόταν με το ραβδί του στη μέση των δρόμων απ' όπου περνούσαν τα λεωφορεία. Ένα σωρό κουρέλια τού σκέπαζαν τους ώμους, κι ένα παλιό καστόρινο καπέλο, κατεστραμμένο και με αλλαγμένο το σχήμα, του σκέπαζε το πρόσωπο. Όταν όμως το έβγαζε, αποκάλυπτε στη θέση των βλεφάρων δυο ανοιχτές καταματωμένες κόγχες. Το δέρμα του ξέφτιζε σε κόκκινα κομμάτια κι έτρεχαν από πάνω του υγρά που έπηζαν σαν ψώρα πράσινη ως την άκρη της μύτης, που τα μαύρα της ρουθούνια ανοιγόκλειναν σπασμωδικά. Όταν ήθελε να μιλήσει, αναποδογύριζε το κεφάλι του γελώντας με ύφος ηλίθιο. Τότε οι μαβιές κόρες των ματιών του στρέφονταν με αδιάκοπη κίνηση και τελείωναν να σταματήσουν στη γωνιά των ματιών, στην άκρη της ανοιχτής πληγής. Ακολουθώντας τα αμάξια, τραγουδούσε ένα μικρό τραγούδι:

Όταν η μέρα είναι ζεστή συχνά η νια ζητάει αγάπη.

Το υπόλοιπο τραγούδι μιλούσε για τα πουλιά, για τον ήλιο και τα λουλούδια. Κάποτε παρουσιαζόταν έξαφνα ξεσκούφωτος πίσω από την Έμμα, εκείνη τρόμαζε και απομακρυνόταν. Ο Ιβέρ πήγαινε και αστειευόταν μαζί του. Τον συμβούλευε να κάμει ένα παράπηγμα στην εμποροπανήγυρη του Αγίου Ρωμανού ή τον ρωτούσε πώς ήταν η υγεία της φιλενάδας του.

Συχνά, όταν το λεωφορείο πήγαινε σιγά, το καπέλο του έμπαινε από το παράθυρο, ενώ με το άλλο του χέρι πιανόταν από τον αναβατήρα ανάμεσα από τους τροχούς. Η φωνή του, αδύνατη και θρηνώδης στην αρχή, γινόταν διαπεραστική. Ακουγόταν μέσα στη νύχτα σαν το αόριστο παράπονο μιας αινιγματικής απελπισίας. Και ανάμεσα από τον ήχο των κουδουνιών, το ψιθύρισμα των φύλλων και το μονότονο κρότο του αμαξιού, είχε κάτι το τραγικό που συγκλόνιζε την ψυχή της Έμμας. Νόμιζε ότι ένας ανεμοστρόβιλος που έβγαινε από μια άβυσσο την έπαιρνε ανάμεσα σε εκτάσεις μιας μελαγχολίας που δεν είχε όρια. Αλλά ο Ιβέρ, που καταλάβαινε στο μεταξύ ένα βάρος στο αμάξι του, άρχιζε να μαστιγώνει δυνατά και χωρίς να προσέχει. Ο δυστυχισμένος αυτός ανθρωπάκος πονούσε τότε φριχτά κι έπεφτε μέσα στις λάσπες ουρλιάζοντας. Έπειτα οι επιβάτες του Χελιδονιού παραδίδονταν στον ύπνο, άλλοι με το στόμα ανοιχτό, άλλοι με το πηγούνι κατεβασμένο και ακουμπώντας πάνω στην πλάτη του γείτονά τους, ή με το χέρι περασμένο στο λουρί που ταλαντευόταν κανονικά, σύμφωνα με την κίνηση του αμαξιού. Το αντιφέγγισμα της άμαξας που ανεβοκατέβαινε ρυθμικά έξω, πάνω στα νώτα των αλόγων, έμπαινε στο εσωτερικό της από τις κουρτίνες, που ήταν από αμερικάνικο πανί, σε χρώμα σοκολάτας, και σχημάτιζε πάνω σε όλους τους ακίνητους αυτούς ανθρώπους σκιές αιματοβαμμένες. Η Έμμα, μελαγχολική και απελπισμένη, έτρεμε από το κρύο κάτω από τα φορέματά της. Ένιωθε να παγώνουν ολοένα και περισσότερο τα πόδια της, και είχε το θάνατο μέσα στην ψυχή.

Ο Κάρολος, στο σπίτι, την περίμενε. Το Χελιδόνι κάθε Πέμπτη αργούσε πάντοτε. Η κυρία έφτανε επιτέλους! Μόλις στεκόταν, για να φιλήσει τη μικρή Μπέρτα. Το φαγητό δεν ήταν έτοιμο. Δεν την ενδιέφερε, δικαιολογούσε τη μαγείρισσα. Επέτρεπε τώρα το καθετί στην υπηρέτριά της.

Συχνά ο άντρας της, παρατηρώντας την ωχρότητά της, τη ρωτούσε μήπως τύχαινε να είναι άρρωστη.

Page 190: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Όχι» ήταν η απάντηση της Έμμας.

«Αλλά» πρόσθετε εκείνος, «μου φαίνεσαι απόψε πολύ παράξενη».

«Ε, δεν είναι τίποτα! Δεν είναι τίποτα!»

Ήταν, μάλιστα, και μέρες όπου, μόλις έμπαινε στο σπίτι της, ανέβαινε αμέσως στο δωμάτιό της. Κι ο Ιουστίνος, που βρισκόταν εκεί, περιφερόταν με ελαφρά βήματα και την υπηρετούσε με επιδεξιότητα ανώτερη και από μία περίφημη ακόμη καμαριέρα. Τοποθετούσε τα σπίρτα, το κηροπήγιο, ένα βιβλίο, ετοίμαζε το νυχτικό της, άνοιγε τα σεντόνια.

«Αρκεί» έλεγε εκείνη, «είναι καλά. Πήγαινε».

Γιατί ο νέος έστεκε όρθιος, με τα χέρια κρεμασμένα και τα μάτια ανοιχτά, σαν να ήταν σφιχτοδεμένος από αναρίθμητες κλωστές ενός αιφνίδιου ονείρου.

Η επόμενη μέρα ήταν απαίσια και οι ακόλουθες ήταν πιο ανυπόφορες, εξαιτίας της ανυπομονησίας που είχε η Έμμα να ξαναζήσει την ευτυχία της — ένας πόθος αχόρταγος, που τον άναβαν οι γνώριμες εικόνες, και που την έβδομη μέρα ξέσπαγε με όλη της την άνεση μέσα στα χάδια του Λεόν. Εκείνος κατόρθωνε να κρύβει τις ορμές του κάτω από διαχύσεις θαυμασμού και ευγνωμοσύνης. Η Έμμα ζούσε τον έρωτα αυτό με τρόπο σιωπηλό και με αφοσίωση, και τον διατηρούσε με όλα τα τεχνάσματα της τρυφερότητάς της. Έτρεμε λίγο μην τον χάσει αργότερα.

Συχνά του έλεγε με γλυκιά, μελαγχολική φωνή:

«Α, εσύ θα μ' αφήσεις! Θα παντρευτείς! Θα είσαι σαν όλους τους άλλους».

Εκείνος ρωτούσε: «Ποιους άλλους;»

«Νά, τους άντρες, επιτέλους» απαντούσε η Έμμα. Έπειτα πρόσθετε, σπρώχνοντάς τον με μια κίνηση γεμάτη προσπάθεια:

«Είστε όλοι παλιάνθρωποι».

Μια μέρα που μιλούσαν φιλοσοφικά για τις απογοητεύσεις του κόσμου, του είπε (έτσι, για να δοκιμάσει τη ζηλοτυπία του, ή ίσως επειδή υπάκουε σε μια πολύ δυνατή ανάγκη εκμυστήρευσης) ότι άλλοτε, πριν από αυτόν, είχε αγαπήσει κάποιον. Έσπευσε μάλιστα να προσθέσει ότι δεν «ήταν σαν κι εκείνον», και ορκίστηκε στη ζωή του παιδιού της ότι «δεν είχε συμβεί μεταξύ τους απολύτως τίποτα».

Ο νέος την πίστεψε, εντούτοις τη ρώτησε ποιο ήταν το επάγγελμά του.

«Ήταν αξιωματικός του ναυτικού, φίλε μου».

Δεν ήταν το μόνο μέσο με το οποίο μπορούσε να προλάβει κάθε άλλη ερώτηση; Εξάλλου, έτσι νόμιζε ότι στεκόταν πολύ ψηλά, αφού είχε κατορθώσει να ασκήσει μια γοητεία πάνω σ' έναν άνθρωπο κοσμογυρισμένο και συνηθισμένο σε κάθε είδους κατακτήσεις και τιμές.

Ο γραφιάς ένιωσε όλη τη μηδαμινότητα της θέσης. Πόθησε να είχε επωμίδες, παράσημα και τίτλους. Όλα αυτά θα της προξενούσαν μεγάλη ευχαρίστηση. Το φανταζόταν από τις πολυέξοδες συνήθειές της.

Page 191: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Και όμως η Έμμα έκρυβε τις περισσότερες ιδιοτροπίες της. Ήθελε, για παράδειγμα, ένα δίτροχο μπλε αμαξάκι, με ένα αγγλικό άλογο κι έναν υπηρέτη με γυριστές μπότες, για να την πηγαίνει στη Ρουέν. Ο Ιουστίνος της είχε εμπνεύσει την ιδέα αυτή, ικετεύοντάς την μια μέρα να τον προσλάβει στη σπίτι της για καμαριέρη. Και αν η στέρηση αυτή δε λιγόστευε σε κάθε συνάντηση την ευχαρίστηση του πηγεμού, ασφαλώς μεγάλωνε την πίκρα του γυρισμού.

Συχνά, όταν μιλούσαν μαζί για το Παρίσι, κατέληγε να ψιθυρίζει: «Αχ, πόσο ωραία θα ήμασταν αν ζούσαμε εκεί!»

«Δεν είμαστε και τώρα ευτυχισμένοι;» έλεγε γλυκά ο νέος, χαϊδεύοντας τα μαλλιά της.

«Ναι, βέβαια και είμαστε. Είμαι τρελή. Φίλησέ με».

Περιποιόταν τώρα τον άντρα της περισσότερο από κάθε άλλη φορά. Του έκανε κρέμες με φιστίκια και το βράδυ, μετά το φαγητό, του έπαιζε διάφορα βαλς. Εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του τον πιο ευτυχισμένο θνητό και η Έμμα ζούσε δίχως καμιά ανησυχία. Έξαφνα, ένα βράδυ τη ρώτησε:

«Δεν είναι η δεσποινίς Λαμπερέρ που σου παραδίδει τα μαθήματα μουσικής;»

«Ναι».

«Ε, λοιπόν, την είδα πριν από λίγο» εξακολούθησε ο Κάρολος, «στο σπίτι της κυρίας Λεζάρ. Της μίλησα για σένα. Μου είπε ότι δε σε γνωρίζει».

Αυτό έπεφτε σαν κεραυνός. Εντούτοις κατόρθωσε να απαντήσει με φυσικό τόνο:

«Α! Δίχως άλλο θα έχει λησμονήσει το όνομά μου».

«Ίσως, πάλι» είπε ο γιατρός, «να υπάρχουν στη Ρουέν πολλές δασκάλες του πιάνου που να έχουν το όνομά της δεσποινίδος Λαμπερέρ».

«Δεν είναι απίθανο». Κατόπιν πρόσθεσε με ζωηρότερο τόνο: «Και όμως, έχω τις αποδείξεις της. Περίμενε να σου τις δείξω!»

Πήγε στο γραφείο, έψαξε όλα τα συρτάρια, ανακάτεψε τα χαρτιά, και στο τέλος σάστισε τόσο, που ο Κάρολος της έλεγε με επιμονή ότι δεν άξιζε τον κόπο να βασανίζεται για τις παλιοαποδείξεις αυτές.

«Μα, θα τις βρω» είπε εκείνη.

Πραγματικά, την επόμενη Παρασκευή, ο Κάρολος, τη στιγμή που φορούσε τα παπούτσια του μέσα στο σκοτεινό δωμάτιο όπου φύλαγαν τα φορέματα, ένιωσε ένα φύλλο χαρτί ανάμεσα στο δέρμα και τις κάλτσες του. Το πήρε και διάβασε:

Έλαβα για μαθήματα τριών μηνών και για διάφορες άλλες προμήθειες, το ποσόν τον εξήντα πέντε φράγκων.

ΕΥΤΥΧΙΑ ΛΑΜΠΕΡΕΡ, καθηγήτρια της μουσικής.

«Πώς διάβολο βρέθηκε μέσα στο παπούτσι μου;»

«Δίχως άλλο» απάντησε εκείνη, «θα έπεσε από το κουτί των λογαριασμών που είναι στην άκρη του

Page 192: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ραφιού».

Από τη στιγμή εκείνη, η ζωή της δεν υπήρξε τίποτε άλλο παρά ένα άθροισμα από ψευτιές, όπου τύλιγε την αγάπη της όπως μέσα σε βέλο για να την κρύβει. Της είχε γίνει ανάγκη, μανία, ηδονή· σε τέτοιο μάλιστα σημείο, που, αν έλεγε πως πέρασε χθες από τη δεξιά μεριά ενός δρόμου, έπρεπε να πιστεύει κανείς πως είχε πάει από την αριστερή.

Ένα πρωί, που κατά τη συνήθειά της είχε φύγει πολύ ελαφρά ντυμένη, έξαφνα χιόνισε. Ο Κάρολος καθόταν στο παράθυρο και κοίταζε τον καιρό, όταν διέκρινε τον κύριο Μπουρνιζιέν μέσα στο αμάξι του κυρίου Τιβάς, ο οποίος τον οδηγούσε στη Ρουέν. Τότε κατέβηκε και εμπιστεύτηκε στον παπά ένα μεγάλο σάλι, για να το δώσει στην κυρία, όταν θα έφτανε στον Ερυθρό Σταυρό. Ο Μπουρνιζιέν, μόλις έφτασε στο ξενοδοχείο, ρώτησε πού ήταν η γυναίκα του γιατρού της Γιονβίλ. Η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου απάντησε ότι δε σύχναζε πολύ στο κατάστημά της. Έτσι, όταν το βράδυ αναγνώρισε την κυρία Μποβαρύ μέσα στο Χελιδόνι, ο εφημέριος της διηγήθηκε την αμηχανία του, δίχως όμως να φαίνεται ότι έδινε και μεγάλη σημασία. Άρχισε, μάλιστα, αμέσως τον έπαινο ενός ιεροκήρυκα που έκανε θαύματα στη Μητρόπολη και τον οποίο όλες οι γυναίκες έτρεχαν ν' ακούσουν.

Δε σήμαινε τίποτα το ότι αυτός δεν είχε ζητήσει διόλου εξηγήσεις. Άλλοι αργότερα μπορούσαν να φανούν αδιάκριτοι. Για τούτο έκρινε πως ήταν απαραίτητο να κατεβαίνει κάθε φορά στο ξενοδοχείο Ερυθρός Σταυρός, έτσι ώστε οι αγαθοί άνθρωποι του χωριού της που την έβλεπαν στη σκάλα, να μην υποπτεύονται τίποτα.

Μια μέρα, όμως, ο κύριος Λερέ τη συνάντησε τη στιγμή που έβγαινε από το Ξενοδοχείο της Βουλώνης. Ακουμπούσε στο μπράτσο του Λεόν. Φοβήθηκε, γιατί φαντάστηκε ότι θα φλυαρούσε. Ο έμπορος όμως δεν ήταν τόσο ανόητος. Αλλά τρεις μέρες κατόπιν, μπήκε στο δωμάτιό της, έκλεισε την πόρτα και είπε: «Έχω ανάγκη από χρήματα».

Εκείνη του δήλωσε ότι δεν μπορούσε να του δώσει. Τότε ο Λερέ άρχισε να παραπονείται, να διαμαρτύρεται, και της θύμισε όλες τις καλοσύνες που είχε κάμει γι' αυτήν.

Πραγματικά, από τις δυο συναλλαγματικές που είχε υπογράψει ο Κάρολος, η Έμμα είχε πληρώσει μόνο τη μία. Όσο για τη δεύτερη, ο έμπορος, έπειτα από τις παρακλήσεις της, είχε συναινέσει να την αντικαταστήσει με δύο άλλες, που κι εκείνες είχαν ανανεωθεί για μία αρκετά μακρινή προθεσμία. Κατόπιν έβγαλε από την τσέπη του έναν κατάλογο εμπορευμάτων που είχαν αγοράσει και που έμεναν ακόμη απλήρωτα, όπως: οι κουρτίνες, το χαλί, το ύφασμα για τις πολυθρόνες, πολλά φορέματα και άλλα είδη τουαλέτας, που η αξία τους έφτανε στο ποσό των δύο χιλιάδων φράγκων.

Εκείνη κατέβασε το κεφάλι. Ο Λερέ εξακολούθησε:

«Αλλά αν δεν έχετε πρόχειρα χρήματα, έχετε όμως κτήματα». Και της υπέδειξε ένα παλιόσπιτο, που βρισκόταν στην Μπαρνεβίλ, σιμά στην Ομάλ, που δεν έδινε μεγάλο εισόδημα. Ανήκε άλλοτε σ' ένα μετόχι που το πούλησε ο κύριος Μποβαρύ πατέρας. Ο Λερέ τα ήξερε όλα, ακόμα και πόσα τετραγωνικά μέτρα ήταν το κτήμα και ποια ήταν τα ονόματα των γειτόνων.

«Εγώ στη θέση σας» έλεγε, «θα το 'βγαζα από πάνω μου. Έτσι θα εξοφλούσα τα χρέη μου και θα μου περίσσευαν και χρήματα».

Εκείνη τότε έφερε την αντίρρηση ότι ήταν δύσκολο να βρεθεί αγοραστής. Ο έμπορος έσπευσε να της δώσει ελπίδες. Τότε εκείνη ρώτησε πώς θα τα κατάφερνε να το πουλήσει.

«Δεν έχετε το πληρεξούσιο;» απάντησε ο Λερέ.

Page 193: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η λέξη αυτή ήρθε σαν μια πνοή δροσερού αέρα. «Αφήστε μου το λογαριασμό» είπε η Έμμα.

«Μα, δεν είναι τόση ανάγκη» απάντησε ο Λερέ.

Την επόμενη βδομάδα ήρθε και πάλι. Καυχήθηκε ότι ύστερα από ένα σωρό προσπάθειες κατόρθωσε να ανακαλύψει κάποιον Λαγκλουά, που από πολύ καιρό καλόβλεπε το κτήμα. Δεν του είχε, όμως, ορίσει τιμή.

«Δε μ' ενδιαφέρει η τιμή» φώναξε εκείνη.

Απεναντίας, έπρεπε να κάνουν υπομονή και να βολιδοσκοπήσουν αυτό τον άνθρωπο. Η υπόθεση αυτή άξιζε ένα ταξίδι ως εκεί, και επειδή εκείνη δεν μπορούσε να φύγει, ο Λερέ προθυμοποιήθηκε να πάει ο ίδιος επιτόπου, για να συναντηθεί με τον Λαγκλουά. Όταν γύρισε, ανάγγειλε ότι ο αγοραστής πρόσφερε τέσσερις χιλιάδες φράγκα.

Η Έμμα, μόλις το άκουσε, λιποθύμησε σχεδόν από τη χαρά της.

«Για να είμαστε ειλικρινείς» πρόσθεσε εκείνος, «είναι καλά πληρωμένο».

Πήρε το μισό ποσό αμέσως, και όταν ήταν έτοιμη να ξοφλήσει το λογαριασμό, ο έμπορος της είπε:

«Λυπάμαι πολύ, λόγω τιμής, που σας παίρνω μονομιάς ένα τόσο σημαντικό ποσόν».

Τότε εκείνη κοίταξε τα χαρτονομίσματα, και ενώ συλλογιζόταν τον απεριόριστο αριθμό των συναντήσεων που αντιπροσώπευαν οι δύο αυτές χιλιάδες φράγκα, ψιθύρισε:

«Τι εννοείτε! Τι εννοείτε!»

«Να!» αποκρίθηκε εκείνος, γελώντας με ύφος καλοσύνης. «Στις αποδείξεις γράφει κανείς ό,τι θέλει. Λέτε να μην τα ξέρω εγώ τα ανδρόγυνα;» Την κοίταζε κατάματα, κρατώντας πάντα στο χέρι του δύο μακρουλά χαρτιά που τα έπαιζε με τα δάχτυλά του. Τέλος, άνοιξε το πορτοφόλι του και άπλωσε στο τραπέζι τέσσερα γραμμάτια από χίλια φράγκα το καθένα.

«Υπογράψτε μου αυτά» είπε, «και κρατήστε όλα τα χρήματα!»

Εκείνη διαμαρτυρήθηκε και δε δέχτηκε.

«Αλλά, αν σας δίνω το παραπάνω» είπε με αναίδεια ο Λερέ, «το κάνω απλούστατα για να βοηθήσω εσάς προσωπικά».

Και παίρνοντας μια πένα, έγραψε κάτω από ένα λογαριασμό: «Έλαβα από την κυρία Μποβαρύ τέσσερις χιλιάδες φράγκα».

«Τι σας ανησυχεί, αφού θα πάρετε μετά έξι μήνες το υπόλοιπο του σπιτιού σας, και αφού σας ορίζω τη λήξη του τελευταίου γραμματίου πολύ έπειτα από την πληρωμή;»

Η Έμμα σάστισε λίγο με τους λογαριασμούς αυτούς. Τα αυτιά της χτυπούσαν σαν να είχαν ξεχυθεί από το σακί τους χρυσά νομίσματα και να ηχούσαν γύρω, επάνω στο πάτωμα. Ο Λερέ της εξήγησε ότι είχε ένα φίλο, τον Βενσάρ, τραπεζίτη στη Ρουέν, ο οποίος θα του προεξοφλούσε τα γραμμάτια αυτά. Κατόπιν, θα της έδινε ο ίδιος τα επιπλέον του πραγματικού χρέους.

Page 194: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Αλλά αντί δύο χιλιάδες φράγκα, δεν έφερε παρά χίλια οκτακόσια, γιατί ο φίλος του ο Βενσάρ (όπως ήταν δίκαιο) κράτησε διακόσια για την προμήθεια και για την προεξόφληση. Κατόπιν, με αφέλεια, της ζήτησε μια απόδειξη.

«Καταλαβαίνετε... στο εμπόριο... καμιά φορά. Και με την ημερομηνία, σας παρακαλώ, με την ημερομηνία».

Μπροστά στην Έμμα ανοίχτηκε τότε ένας ορίζοντας κάθε είδους ιδιοτροπιών, που μπορούσαν πια να πραγματοποιηθούν. Είχε αρκετή φρόνηση να βάλει κατά μέρος χίλια σκούδα, με τα οποία πλήρωσε, όταν έληξαν, τα πρώτα τρία γραμμάτια. Αλλά το τέταρτο κατά τύχη έπεσε μέσα στο σπίτι, μια Πέμπτη, και ο Κάρολος, ταραγμένος, περίμενε με υπομονή να γυρίσει η γυναίκα του για να πληροφορηθεί τι συμβαίνει.

Αν δεν του είχε αναφέρει τίποτα για το γραμμάτιο αυτό, το έκανε μόνο και μόνο για να τον απαλλάξει από τις σκοτούρες του σπιτιού. Κάθισε στα γόνατά του, τον χάιδεψε, του είπε ερωτικά λόγια, του αρίθμησε ένα σωρό απαραίτητα πράγματα που είχε πάρει με πίστωση.

«Στο τέλος, θα ομολογήσεις κι εσύ ότι δε μας στοίχισαν ακριβά τόσα πράγματα που αγοράσαμε».

Ο Κάρολος, επειδή δεν ήξερε τι ν' αποφασίσει, ζήτησε τη βοήθεια του αιώνιου Λερέ, ο οποίος ορκίστηκε να ταχτοποιήσει την υπόθεση αν ο Κάρολος του υπέγραφε δύο γραμμάτια, εκ των οποίων το ένα, των επτακοσίων φράγκων, θα εξοφλούνταν μετά τρεις μήνες. Για να μπορέσει να φανεί συνεπής στην πληρωμή, έγραψε στη μητέρα του ένα συγκινητικό γράμμα. Εκείνη, αντί να του απαντήσει, προτίμησε να έρθει η ίδια, και όταν η Έμμα θέλησε να πληροφορηθεί αν κατόρθωσε τίποτα: «Ναι» απάντησε ο Κάρολος, «αλλά ζητάει να δει το λογαριασμό». Την επομένη, μόλις ξημέρωσε, η Έμμα έτρεξε στο σπίτι του κυρίου Λερέ και τον παρακάλεσε να γράψει έναν άλλο λογαριασμό που να μην ξεπερνά τα χίλια φράγκα, γιατί, για να δείξει εκείνον με τις τέσσερις χιλιάδες, θα έπρεπε να πει πώς είχε πληρώσει τα δύο τρίτα, να ομολογήσει, κατά συνέπεια, την πώληση του κτήματος, υπόθεση που ο έμπορος διαπραγματεύτηκε καλά, βέβαια, αλλά η οποία δεν έγινε γνωστή παρά μόνο πολύ αργότερα.

Παρά τη χαμηλή τιμή που είχε κάθε είδος, η γρια-Μποβαρύ δεν παρέλειψε να πει ότι η δαπάνη ήταν υπερβολική.

«Δεν μπορούσατε να κάνετε και δίχως το χαλί; Γιατί να ανανεώσετε το ύφασμα στις πολυθρόνες; Την εποχή τη δική μου είχαν στα σπίτια μια και μόνη πολυθρόνα για τους ηλικιωμένους — τουλάχιστον έτσι ήταν στο σπίτι της μητέρας μου, που ήταν, σας βεβαιώνω, τίμια γυναίκα. Όλος ο κόσμος δεν μπορεί να είναι πλούσιος! Και η μεγαλύτερη περιουσία χάνεται όταν σπαταλιέται. Αν καλοπερνούσα σαν και σας, θα κοκκίνιζα. Και όμως, εγώ είμαι γριά και έχω ανάγκη από περιποίηση. Ορίστε! Ορίστε! Μου θέλετε λούσα, επιδείξεις! Γιατί να πάρετε μεταξωτό για φόδρα, προς δύο φράγκα, ενώ υπάρχει μουσελίνα με πενήντα μόνο λεπτά, και με σαράντα μάλιστα, που θα κάνατε θαυμάσια τη δουλειά σας».

Η Έμμα, ξαπλωμένη πάνω στον καναπέ, απάντησε με τον πιο ήσυχο τρόπο: «Ε, αρκεί, κυρία, αρκεί!»

Η γριά εξακολουθούσε να τη συμβουλεύει, προλέγοντας πως θα πέθαιναν στο πτωχοκομείο. Εξάλλου, το λάθος ήταν του Μποβαρύ. Ευτυχώς που είχε υποσχεθεί να ακυρώσει το πληρεξούσιο...»

«Πώς;»

«Α, μου το υποσχέθηκε!» εξακολούθησε η αγαθή γυναίκα.

Page 195: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Έμμα άνοιξε το παράθυρο, κάλεσε τον Κάρολο, και ο δυστυχής άνθρωπος αναγκάστηκε να ομολογήσει ότι η μητέρα του τον πίεσε να της δώσει το λόγο του.

Η Έμμα εξαφανίστηκε αμέσως. Σε λίγο επέστρεψε και με ύφος μεγαλοπρεπές της έδωσε ένα χοντρό φύλλο χαρτιού.

«Σ' ευχαριστώ» είπε η γριά. Κι έριξε το πληρεξούσιο μέσα στη φωτιά.

Η Έμμα άρχισε να γελά νευρικά με δυνατό γέλιο, ηχηρό, εξακολουθητικό. Της είχε έρθει μια κρίση των νεύρων.

«Αχ! Θεέ μου!» φώναξε ο Κάρολος. «Έχεις και συ άδικο. Τη σύγχυσες!»

Η μητέρα του, υψώνοντας τους ώμους, ισχυριζόταν ότι όλα αυτά ήταν καμώματα. Αλλά ο Κάρολος, για πρώτη φορά, πήρε το μέρος της γυναίκας του, και τόσο πολύ μάλιστα, που η μητέρα του θέλησε να φύγει. Έφυγε πραγματικά την επόμενη μέρα, και στο κατώφλι της πόρτας, ενώ ο Κάρολος προσπαθούσε να την πείσει να μείνει, εκείνη του απάντησε:

«Όχι, όχι! Την αγαπάς περισσότερο από μένα κι έχεις δίκιο, αυτό είναι το σωστό. Εξάλλου, τόσο το χειρότερο! Θα δεις αργότερα, καλύτερα! Εύχομαι καλή υγεία! Αφού δε θα είμαι κοντά, όπως λες, για να τη συγχύζω».

Ο Κάρολος και μπροστά στην Έμμα ένιωσε την ίδια αμηχανία που είχε όταν έφυγε η μητέρα του. Δεν ήξερε τι να της πει, γιατί εκείνη δεν έκρυβε τη μνησικακία που ένιωθε, επειδή δεν της έδειξε αρκετή εμπιστοσύνη. Χρειάστηκαν ένα σωρό παρακλήσεις για να συμφωνήσει να ξαναπάρει το πληρεξούσιό της, και μάλιστα τη συντρόφεψε ο ίδιος στο γραφείο του κυρίου Γκιγιομέν, για να της κάμει ένα άλλο όμοιο.

«Το εννοώ καλά» είπε ο συμβολαιογράφος, «ένας επιστήμων δεν μπορεί να σκοτίζεται με τις καθημερινές λεπτομέρειες του πρακτικού βίου».

Και ο Κάρολος αισθάνθηκε ανακούφιση μ' αυτή την κολακευτική φράση, η οποία έντυνε την αδυναμία του με τα προσχήματα μιας ανώτερης ασχολίας.

Την επόμενη Πέμπτη, στο ξενοδοχείο, μέσα στο δωμάτιο τους, μαζί με τον Λεόν, η Έμμα δεν είχε όρια στις εκδηλώσεις της. Γέλασε, έκλαψε, τραγούδησε, χόρεψε, ζήτησε και της έφεραν παγωτά, θέλησε να καπνίσει πούρο. Του φάνηκε παράξενη, αλλά, στον ίδιο καιρό, αξιολάτρευτη, υπέροχη.

Δεν ήξερε εκείνος ποια αντίδραση όλης της ύπαρξής της την έσπρωχνε περισσότερο να ζητά τις απολαύσεις της ζωής. Είχε γίνει ευερέθιστη, λαίμαργη, φιλήδονη, και περπατούσε μαζί του στο δρόμο με το κεφάλι ψηλά, δίχως να φοβάται, καθώς έλεγε η ίδια, μήπως εκτεθεί. Κάποτε, όμως, η Έμμα έτρεμε στη σκέψη μήπως δει έξαφνα τον Ροδόλφο, γιατί της φαινόταν ότι, μολονότι είχαν χωριστεί για πάντα, εντούτοις, δεν είχε απελευθερωθεί εντελώς από την επίδρασή του.

Ένα βράδυ δε γύρισε στη Γιονβίλ. Ο Κάρολος τα είχε χάσει, και η μικρή Μπέρτα, επειδή δεν ήθελε να κοιμηθεί δίχως τη μητέρα της, έκλαιγε δυνατά και με λυγμούς, που νόμιζες ότι της έσκιζαν το στήθος. Ο Ιουστίνος είχε βγει έξω στους δρόμους μήπως τη συναντήσει κατά τύχη. Ο κύριος Ομέ είχε αφήσει το φαρμακείο του.

Page 196: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τέλος, στις έντεκα τη νύχτα, ο Κάρολος δεν μπορούσε πια να συγκρατήσει την ανησυχία του. Έζεψε το δίτροχο αμαξάκι του, πήδησε μέσα, μαστίγωσε το ζώο του και στις δύο το πρωί έφτασε στον Ερυθρό Σταυρό. Δεν τη βρήκε εκεί, ούτε κανείς ήξερε να τον πληροφορήσει. Συλλογίστηκε ότι πιθανόν να την είδε ο Λεόν. Πού ήταν όμως το σπίτι του γραφιά; Ευτυχώς, ο Κάρολος θυμήθηκε τη διεύθυνση του προϊσταμένου του. Έτρεξε αμέσως εκεί.

Η μέρα άρχιζε να ανατέλλει. Διέκρινε πάνω σε μια πόρτα το όνομα του δικηγόρου. Χτύπησε. Κάποιος, δίχως να ανοίξει, του απάντησε δυνατά τις πληροφορίες που ζητούσε, προσθέτοντας ένα σωρό βρισιές εναντίον εκείνων που ενοχλούσαν την ησυχία του κόσμου νυχτιάτικα.

Το σπίτι όπου κατοικούσε γραφιάς δεν είχε ούτε κουδούνι ούτε θυρωρό. Ο Κάρολος άρχισε να χτυπά δυνατά με το χέρι του επάνω στα παραθυρόφυλλα. Τη στιγμή εκείνη περνούσε ένας αστυφύλακας. Ο Κάρολος φοβήθηκε κι έφυγε.

«Είμαι τρελός» έλεγε μόνος του. «Δίχως αμφιβολία θα την κράτησαν να φάει στην οικογένεια Λορμό». Οι Λορμό όμως δεν έμεναν πια στη Ρουέν.

«Θα έμεινε να περιποιηθεί την κυρία Ντιπρέιγ. Αλλά η κυρία Ντιπρέιγ έχει πεθάνει πριν από δέκα μήνες! Πού είναι λοιπόν;»

Του ήρθε μια ιδέα. Πήγε σ' ένα καφενείο και ζήτησε έναν οδηγό της πόλης. Κοίταξε γρήγορα στο όνομα της δεσποινίδος Λαμπερέρ και πληροφορήθηκε ότι καθόταν στην οδό Ρενέλ-ντε-Μαροκινιέ 74.

Μπαίνοντας σ' αυτό το δρόμο, αντίκρισε στο απέναντι πεζοδρόμιο την Έμμα. Δεν την αγκάλιασε, μάλλον ρίχτηκε πάνω της φωνάζοντας: «Ποιος σε κράτησε χθες;»

«Ήμουν άρρωστη».

«Από τι; Πού; Πώς;»

Έβαλε το χέρι της πάνω στο μέτωπο και απάντησε: «Στο σπίτι της δεσποινίδος Λαμπερέρ».

«Ήμουν βέβαιος! Εκεί πήγαινα κι εγώ».

«Μάταιος ο κόπος σου!» είπε η Έμμα. «Τώρα, πριν λίγο, βγήκε. Αλλά στο μέλλον να είσαι ήσυχος. Δε θα είμαι ελεύθερη, το νιώθεις βέβαια, αν ξέρω ότι η παραμικρή αργοπορία σε ταράζει σε τέτοιο σημείο».

Με τη φράση αυτή έδινε την άδεια στον εαυτό της να επαναλάβει τις παρεκτροπές της χωρίς να στενοχωριέται. Και δεν παρέλειψε να επωφεληθεί όσο το δυνατόν περισσότερο. Όταν της ερχόταν η επιθυμία να δει τον Λεόν, έφευγε με μια οποιαδήποτε πρόφαση, και επειδή εκείνος την ημέρα αυτή δεν την περίμενε, πήγαινε και τον έβρισκε στο γραφείο του.

Στην αρχή, οι έκτακτες αυτές συναντήσεις ήταν μια αληθινή ευτυχία γι' αυτόν. Αλλά γρήγορα δεν της έκρυψε την αλήθεια, δηλαδή ότι ο προϊστάμενός του ήταν πολύ δυσαρεστημένος για τις ενοχλήσεις αυτές.

«Α μπα! Έλα τώρα μαζί μου» έλεγε εκείνη.

Και ο Λεόν έφευγε κρυφά.

Page 197: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Του είπε ότι της άρεσε περισσότερο να φοράει μαύρα ρούχα και ακόμα ν' αφήσει ένα μυτερό γενάκι, για να μοιάζει με τις εικόνες του Λουδοβίκου ΙΓ'. Ζήτησε να επισκεφτεί το δωμάτιό του. Το βρήκε φτωχικό. Εκείνος κοκκίνισε γι' αυτό. Η Έμμα δεν τον πρόσεξε. Κατόπιν τον συμβούλευε ν' αγοράσει κουρτίνες σαν τις δικές της, και επειδή εκείνος μίλησε για έξοδα, του απάντησε γελώντας:

«Α, έτσι! Αγαπάς πολύ τα χρήματα!»

Ο Λεόν έπρεπε κάθε φορά να της διηγείται με λεπτομέρειες πώς πέρασε τη στιγμή που χωρίστηκαν. Του ζήτησε ποιήματα, στίχους αποκλειστικά γι' αυτήν, ένα έργο προς τιμήν της. Ο γραφιάς δεν μπόρεσε ποτέ να βρει την ομοιοκαταληξία ενός στίχου, και στο τέλος τής αντέγραψε από κάποιο βιβλίο ένα σονέτο. Το έκανε για να την ευχαριστήσει μάλλον, παρά από ματαιοδοξία. Δε συζητούσε τις ιδέες της, δεχόταν όλα της τα γούστα. Υποτασσόταν σε τέτοιο βαθμό, ώστε να είναι αυτός η γυναίκα-ερωμένη κι εκείνη ο άντρας-κυρίαρχος. Του έλεγε τόσο τρυφερά λόγια και τα συνόδευε με φιλιά, που του συγκινούσαν την ψυχή. Πού, λοιπόν, είχε μάθει τη γοητεία αυτή, τη σχεδόν εξιδανικευμένη διαφθορά — γιατί τόσο ήταν βαθιά η τεχνική!

Page 198: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

6

Στα ταξίδια που έκανε για να τη δει, ο Λεόν συχνά είχε δειπνήσει στο σπίτι του φαρμακοποιού. Θεώρησε, λοιπόν, ότι ήταν υποχρεωμένος, από ευγένεια, να τον καλέσει κι εκείνος με τη σειρά του.

«Ευχαρίστως!» απάντησε ο κύριος Ομέ. «Εξάλλου, πρέπει να τονωθώ λιγάκι, γιατί εδώ άρχισα να μαραίνομαι. Θα πάμε στο εστιατόριο, στο θέατρο, θα κάνουμε τρέλες!»

«Α, καλέ μου φίλε!» ψιθύρισε με τρυφερότητα η κυρία Ομέ, η οποία είχε τρομάξει από τους δήθεν κινδύνους που επρόκειτο να διατρέξει ο άντρας της.

«Τι λοιπόν; Νομίζεις ότι δεν καταστρέφω την υγεία μου ζώντας συνέχεια μέσα στις αναθυμιάσεις του φαρμακείου; Κοιτάξτε τι είναι ο χαρακτήρας των γυναικών! Άλλοτε ζηλεύουν την επιστήμη και άλλοτε απαγορεύουν και τις πιο αθώες διασκεδάσεις. Ας είναι, αυτά δεν έχουν σημασία... Μια απ' αυτές τις μέρες θα έρθω στη Ρουέν και θα περάσουμε θαυμάσια!»

Σε άλλη περίσταση ο φαρμακοποιός θα φυλαγόταν από παρόμοιες εκφράσεις· τώρα όμως δοκίμαζε έναν ελαφρότερο και παριζιάνικο τρόπο, που τον έβρισκε πιο χαριτωμένο. Και ρωτούσε κι αυτός, όπως και η κυρία Μποβαρύ δίπλα του, τον παπά, για να πληροφορηθεί για τα ήθη της πρωτεύουσας· μιλούσε, επίσης, μάγκικα, για να καταπλήξει τους μπουρζουάδες.

Λοιπόν, μια Πέμπτη, η Έμμα φανέρωσε μεγάλη έκπληξη όταν συνάντησε, στην κουζίνα του Χρυσού Λιονταριού τον κύριο Ομέ με ταξιδιωτικό κοστούμι, δηλαδή σκεπασμένο με ένα παλιό πανωφόρι που δεν το είχε δει κανείς ως τότε. Με το ένα του χέρι κρατούσε τη βαλίτσα και με το άλλο μια φαρμακευτική θήκη. Δεν είχε εμπιστευθεί το σχέδιό του σε κανέναν, γιατί φοβόταν μήπως ανησυχήσει ο κόσμος με την απουσία του.

Η ιδέα ότι θα ξανάβλεπε τα μέρη όπου είχε περάσει τα νεανικά του χρόνια τον ενθουσίαζε δίχως άλλο, γιατί, σε όλο το δρόμο, δεν έπαψε να μιλά. Κατόπιν, μόλις έφτασε, πήδησε βιαστικά από το αμάξι κι έτρεξε σε αναζήτηση του Λεόν. Ο γραφιάς μάταια προσπαθούσε ν' αποφύγει τη συντροφιά του. Ο κύριος Ομέ τον παρέσυρε στο μεγάλο Καφενείο της Νορμανδίας, όπου μπήκε με μεγαλοπρέπεια, χωρίς να βγάλει το καπέλο του, γιατί θεώρησε ότι θα ήταν πολύ χωριάτικο να μείνει ξεσκούφωτος μέσα σ' ένα δημόσιο κατάστημα.

Η Έμμα περίμενε τον Λεόν τρία τέταρτα της ώρας. Τέλος, έτρεξε στο γραφείο του, και αφού έκανε ένα σωρό εικασίες και κατηγορούσε εκείνον για την αδιαφορία του και τον εαυτό της για την αδυναμία που έδειχνε, πέρασε το απόγευμα με το μέτωπο κολλημένο πάνω στα τζάμια.

Στις δύο, ο Λεόν και ο Ομέ ήταν ακόμα καθισμένοι στο τραπέζι ο ένας απέναντι στον άλλον. Η μεγάλη αίθουσα άδειαζε. Ο σωλήνας της θερμάστρας, σε σχήμα φοίνικα, έκανε ένα χρυσό κύκλο πάνω στο άσπρο ταβάνι, και δίπλα τους, πίσω από τη γυάλινη πόρτα ένα μικρό σιντριβάνι γουργούριζε μέσα σε μια μαρμαρένια λεκάνη, όπου υπήρχαν κάρδαμα, σπαράγγια και τρεις αστακοί.

Ο Ομέ απολάμβανε. Μολονότι ευχαριστιόταν περισσότερο από τη γύρω του πολυτέλεια παρά από το καλό φαγητό, εντούτοις το κρασί του Πομάρ τού ζάλιζε λίγο το κεφάλι, και όταν σερβίρισαν την ομελέτα με ρούμι, άρχισε να κάνει ανήθικες θεωρίες για τις γυναίκες. Εκείνο που τον γοήτευε περισσότερο απ' όλα ήταν η κομψότητα. Λάτρευε μια κομψή τουαλέτα μέσα σ' ένα καλά επιπλωμένο δωμάτιο, κι όσο για τα σωματικά προτερήματα, δεν απέφευγε βέβαια ένα καλό κομμάτι.

Ο Λεόν παρατηρούσε το ρολόι με απελπισία. Ο φαρμακοποιός έπινε, έτρωγε, μιλούσε.

Page 199: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Πρέπει» είπε έξαφνα, «να στεναχωρείσαι πολύ στη Ρουέν απ' αυτή την άποψη. Εξάλλου, όμως, η αγάπη σου δεν κατοικεί και πολύ μακριά».

Και ενώ ο συνομιλητής του κοκκίνισε, εκείνος πρόσθεσε:

«Άφησέ τα αυτά! Καλύτερα να είσαι ειλικρινής! Θα μου αρνηθείς ότι στη Γιονβίλ...»

Ο νέος προσπάθησε να ψιθυρίσει κάτι.

«Στο σπίτι της κυρίας Μποβαρύ δεν είχες αρχίσει να ερωτοτροπείς;...»

«Και με ποιαν;»

«Με την υπηρέτρια!»

Ο φαρμακοποιός δεν αστειευόταν. Ο Λεόν δεν κατόρθωσε να νικήσει με τη φρόνηση τη ματαιοδοξία του και έσπευσε να διαμαρτυρηθεί. Έπειτα δήλωσε ότι δεν του αρέσουν παρά μόνο οι μελαχρινές γυναίκες.

«Επιδοκιμάζω την προτίμησή σου» είπε ο Ομέ. «Οι μελαχρινές έχουν περισσότερη φωτιά».

Και σκύβοντας στο αυτί του φίλου του, του υπέδειξε τα συμπτώματα από τα οποία μπορούσε να μάθει κανένας αν μια γυναίκα είναι θερμή. Έκανε μάλιστα και εθνολογικές παρατηρήσεις λέγοντας ότι οι Γερμανίδες είναι μελαγχολικές, οι Γαλλίδες διεφθαρμένες, οι Ιταλίδες περιπαθείς.

«Και οι μαύρες;» ρώτησε ο γραφιάς.

«Αυτές είναι για τα καλλιτεχνικά γούστα» απάντησε ο φαρμακοποιός. «Νεαρέ, φέρε μας δύο καφέδες ακόμα».

«Δε φεύγουμε καλύτερα;» είπε επιτέλους ο Λεόν, χάνοντας την υπομονή του.

Ο Ομέ πήρε εύθυμο ύφος και απάντησε αγγλικά: «Γιες».

Αλλά θέλησε, πριν φύγει, να δει το διευθυντή του καταστήματος και του είπε τα συγχαρητήριά του. Τότε ο νέος, για να μείνει μόνος, προφασίστηκε πως είχε δουλειά.

«Α, σας συντροφεύω!» είπε ο φαρμακοποιός.

Και ενώ προχωρούσαν μαζί στο δρόμο, μιλούσε για τη γυναίκα του, για τα παιδιά του, για το μέλλον τους, και διηγιόταν σε ποια κατάσταση είχε πάρει το φαρμακείο του και σε τι σημείο το είχε φτάσει.

Όταν έφτασαν μπροστά στο Ξενοδοχείο της Βουλώνης, ο Λεόν τον άφησε απότομα, ανέβηκε με πηδήματα τη σκάλα και βρήκε την ερωμένη του σε μεγάλη ταραχή. Όταν άκουσε το όνομα του φαρμακοποιού, η Έμμα θύμωσε πολύ. Ο γραφιάς, όμως, άρχισε να αραδιάζει στο μεταξύ ένα σωρό αληθινές δικαιολογίες. Δεν έφταιγε καθόλου αυτός. Μήπως δεν ήξερε κι εκείνη τον Ομέ; Μπορούσε να φανταστεί ότι προτιμούσε τη συντροφιά του; Αλλά εκείνη ήταν γυρισμένη προς το άλλο μέρος. Τη χάιδευε, και πέφτοντας γονατιστός, την αγκάλιασε με τα δυο του χέρια σε μια στάση παθητική, γεμάτη σαρκική επιθυμία και ικεσία.

Εκείνη έμενε όρθια. Τα φλογισμένα μάτια της τον κοίταζαν τώρα με σοβαρότητα και σχεδόν με

Page 200: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

σκληρότητα. Έπειτα γέμισαν δάκρυα και τα βλέφαρά της χαμήλωσαν. Άφησε να πέσουν τα χέρια της, που ο Λεόν άρχισε να τα γεμίζει φιλιά. Τη στιγμή αυτή παρουσιάστηκε ένας υπηρέτης και ειδοποίησε τον κύριο ότι τον ζητούσαν.

«Θα ξανάρθεις;» ρώτησε εκείνη.

«Ναι».

«Πότε όμως;»

«Αμέσως».

«Ήταν ένα τέχνασμά μου» είπε ο φαρμακοποιός μόλις είδε τον Λεόν. «Θέλησα να διακόψω αυτή την επίσκεψη, επειδή υπέθεσα ότι σε ενοχλούσε. Πάμε τώρα στου Μπριντού να πάρουμε κάτι για το στομάχι».

Ο Λεόν ορκίστηκε ότι ήταν υποχρεωμένος να επιστρέψει στο γραφείο του. Τότε ο φαρμακοποιός άρχισε να λέει διάφορα αστεία για τα παλιόχαρτα, για τις δίκες.

«Άφησε, επιτέλους, λίγο τον Κουγιά και τον Μπαρτόλ! Τι διάβολο! Ποιος σ' εμποδίζει; Πρέπει να 'χεις περισσότερο θάρρος. Πάμε στου Μπριντού. Θα δεις το σκύλο του. Είναι αξιοπερίεργο θέαμα».

Κι επειδή ο γραφιάς επέμεινε στην άρνησή του:

«Τότε θα έρθω μαζί σου» είπε. «Περιμένοντάς σε θα διαβάσω μια εφημερίδα ή θα ξεφυλλίσω έναν κώδικα».

Ο Λεόν, σαστισμένος από το θυμό της Έμμας, από τη φλυαρία του Ομέ και ίσως κι από το φαγητό, έμενε αναποφάσιστος και νόμιζε ότι είχε υποστεί τέλεια επίδραση του φαρμακοποιού, που επαναλάμβανε διαρκώς:

«Πάμε στου Μπριντού! Είναι δυο βήματα. Στην οδό Μαλπαλύ».

Τότε, από μια ανανδρία, από μια βλακεία, από ένα ανεξήγητο αίσθημα που μας σέρνει στις πιο αντιπαθητικές πράξεις, άφησε να τον πάρει στου Μπριντού. Τον βρήκαν στη μικρή του αυλή να επιστατεί τρία παιδιά που γύριζαν λαχανιασμένα ένα μεγάλο τροχό μιας μηχανής που έκανε νερό του Σελτς. Ο Ομέ έδωσε συμβουλές, φίλησε τον Μπριντού. Πήραν το στομαχικό. Είκοσι φορές θέλησε να φύγει ο Λεόν, αλλά ο άλλος τον κρατούσε από το χέρι, λέγοντας:

«Αμέσως! Φεύγω κι εγώ. Θα πάμε στην Fanal de Rouen να δούμε τους κυρίους αυτούς. Θα σε συστήσω στον Τομασέν».

Κατόρθωσε, όμως, ν' απαλλαγεί κι έτρεξε όσο μπορούσε γρηγορότερα στο ξενοδοχείο. Η Έμμα δεν ήταν εκεί. Μόλις είχε φύγει εξαγριωμένη. Τον μισούσε τώρα. Αυτό το γέλασμα, η απουσία σε μια συνάντηση που είχε υποσχεθεί, της φαινόταν σαν μια βαριά προσβολή. Αναζητούσε ακόμα κι άλλες αιτίες για να αποσπαστεί απ' αυτόν. Ήταν ανάξιος να κάνει μια ηρωική πράξη, αδύναμος, κοινός, πιο μαλακός και από μια γυναίκα, φιλάργυρος εξάλλου και μικρόψυχος.

Έπειτα, όταν ησύχασε λίγο, ανακάλυψε ότι δίχως άλλο τον είχε συκοφαντήσει. Η κακολογία, όμως, εκείνων που αγαπούμε μας απομακρύνει πάντοτε, έστω και λίγο, απ' αυτούς. Δεν πρέπει να αγγίζουμε τα είδωλα. Το χρύσωμά τους μας μένει στα χέρια.

Page 201: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Είχαν φτάσει να μιλούν συχνότερα για πράγματα που δεν ενδιέφεραν την αγάπη τους. Και στα γράμματα που του 'στελνε η Έμμα, γινόταν λόγος για λουλούδια, για στίχους, για τη σελήνη και τα αστέρια, απλοϊκά καταφύγια ενός εξασθενημένου αισθήματος που προσπαθεί να ζωογονηθεί με κάθε εξωτερική βοήθεια. Υποσχόταν διαρκώς στον εαυτό της ότι στο επόμενο ταξίδι θα προσπαθούσε να ζήσει μια βαθιά ευτυχία. Κατόπιν ομολογούσε ότι δεν είχε αισθανθεί τίποτα το εξαιρετικό. Η απογοήτευση σβηνόταν γρήγορα από μια νέα ελπίδα και η Έμμα ξαναγύριζε σ' αυτόν πιο αχόρταγη, πιο φλογισμένη. Γδυνόταν απότομα, βγάζοντας το λεπτό κορδόνι του κορσέ της, που σφύριζε γύρω από το κορμί της σαν φίδι που γλιστρά. Πήγαινε με τις άκρες των γυμνών ποδιών της να κοιτάξει ακόμα μια φορά αν η πόρτα ήταν κλειδωμένη, έπειτα, με μια μόνο κίνηση, άφηνε να πέσουν όλα μαζί τα φορέματά της. Χλομή, δίχως να μιλά, σοβαρή σχεδόν, ριχνόταν πάνω στο στήθος του ανατριχιάζοντας ολόκληρη.

Κι όμως, πάνω στο μέτωπο αυτό, το σκεπασμένο με κρύες σταγόνες, πάνω στα χείλη αυτά που ψιθύριζαν, μέσα στις πλανεμένες αυτές κόρες των ματιών, μέσα στο αγκάλιασμα αυτό των χεριών, υπήρχε κάτι το υπερβολικό, το αόριστο μαζί και θλιβερό, που φαινόταν στον Λεόν να γλιστρά ανάμεσά τους επιτήδεια, σαν για να τους χωρίσει.

Δεν τολμούσε να τη ρωτήσει. Αλλά βλέποντάς την τόσο έμπειρη, έλεγε μόνος του ότι δεν ήταν δυνατό παρά να είχε δοκιμάσει κάθε πόνο και κάθε ηδονή. Εκείνο που τον γοήτευε άλλοτε, τώρα τον τρόμαζε λίγο. Εξάλλου επαναστατούσε για την απορρόφηση της ατομικότητάς του, που κάθε μέρα γινόταν και μεγαλύτερη. Θύμωνε με την Έμμα για τη διαρκή αυτή νίκη της. Προσπαθούσε, μάλιστα, να μην την αγαπά. Αλλά ύστερα από λίγο, μόλις άκουγε το τρίξιμο των σκαρπινιών της, ένιωθε να παραδίνεται, όπως οι αλκοολικοί στη θέα ενός καλού πιοτού.

Είναι αλήθεια ότι δεν έπαυε να τον περιποιείται με κάθε τρόπο και να φροντίζει να του φαίνεται ευχάριστη. Εξακολουθούσε να παρουσιάζει ωραιότερο το τραπέζι, την τουαλέτα της πάντοτε κομψή και το βλέμμα της λιγωμένο. Έφερνε από τη Γιονβίλ τριαντάφυλλα μέσα στο στήθος της, που του τα 'ριχνε στο πρόσωπο, έδινε συμβουλές για τη διαγωγή του, και τέλος, για να τον κρατήσει περισσότερο, ελπίζοντας ότι θα βοηθούσε και η Θεία Πρόνοια, του φόρεσε στο λαιμό μια μικρή εικόνα της Παναγίας. Ζητούσε πληροφορίες, σαν μία ενάρετη μητέρα, για τους συναδέλφους του. Του έλεγε:

«Μην τους βλέπεις, μη βγαίνεις μαζί τους, μη σκέφτεσαι παρά εμάς τους δύο. Αγάπα με!»

Θα ήθελε να μπορούσε να επιβλέπει τη ζωή του και της ήρθε η ιδέα να βάλει κάποιον να τον παρακολουθεί στους δρόμους. Δίπλα στο ξενοδοχείο στεκόταν πάντοτε ένας αλήτης, ο οποίος πλησίαζε τους ταξιδιώτες και σίγουρα δε θα αρνιόταν να αναλάβει... Η υπερηφάνειά της διαμαρτυρήθηκε.

«Α, τόσο το χειρότερο! Ας με απατήσει. Τι μ' ενδιαφέρει! Μήπως θέλω να τον κρατήσω περισσότερο;»

Μια μέρα που είχαν χωριστεί νωρίς κι εκείνη γύριζε μόνη από τη λεωφόρο, παρατήρησε τους τοίχους του μοναστηριού όπου είχε σπουδάσει. Κάθισε τότε πάνω σ' έναν πάγκο, στη σκιά των δέντρων. Πόση γαλήνη εκείνο τον καιρό! Πώς ζάλιζαν τα ανέκφραστα ερωτικά αισθήματα, που προσπαθούσε να τα φανταστεί όπως ήταν στα βιβλία! Οι πρώτοι μήνες του γάμου της, οι περίπατοι με το άλογο στο δάσος, ο υποκόμης που χόρευε και ο Λαγκαρντύ που τραγουδούσε, όλα πέρασαν μπροστά της. Και ο Λεόν, έξαφνα, της παρουσιάστηκε απομακρυσμένος τόσο, όσο και οι άλλοι.

«Κι όμως τον αγαπώ» έλεγε μόνη της.

Δε σήμαινε τίποτα! Δεν ήταν ευτυχισμένη και ούτε υπήρξε ποτέ. Από πού ερχόταν, λοιπόν, ο

Page 202: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

μαρασμός αυτός της ζωής, η απρόοπτη αυτή σαπίλα των πραγμάτων, πάνω στα οποία στηριζόταν εκείνη; Αλλά δεν υπήρχε κάπου ένας άνθρωπος δυνατός και ωραίος, μια (ρύση γενναία, γεμάτη ενθουσιασμό και λεπτότητα μαζί, μια καρδιά ποιητή κάτω από τη μορφή ενός αγγέλου, μια λύρα με χάλκινες χορδές που να αντηχούν προς τους ουρανούς ελεγειακά, επιθαλάμια; Γιατί, άραγε, η τύχη δε βοηθούσε να τον βρει; Ω, πόσο ήταν αδύνατο! Εξάλλου, δε θα ωφελούσε σε τίποτε αν άρχιζε να αναζητά. Όλα την απατούσαν. Κάθε χαμόγελο έκρυβε ένα χασμουρητό ανίας, κάθε χαρά μια κατάρα, κάθε ηδονή την αηδία της, και τα καλύτερα φιλιά δεν άφηναν πάνω στα χείλη παρά έναν απραγματοποίητο πόθο μιας ανώτερης ηδονής.

Ένα μεταλλικό αγκομαχητό σύρθηκε στον αέρα και ακούστηκαν τέσσερα χτυπήματα της καμπάνας του μοναστηριού. Η ώρα ήταν τέσσερις! Της φάνηκε ότι έμενε εκεί, πάνω σ' αυτό τον πάγκο, προ αμνημονεύτων χρόνων. Αλλά μία και μόνη στιγμή μπορούσε να κλείσει μέσα όλα αυτά τα αναρίθμητα συναισθήματα, όπως ένα πλήθος ανθρώπων κατορθώνει και περιορίζεται μέσα σ' ένα μικρό χώρο.

Η Έμμα ζούσε με μόνη ασχολία τις δικές της υποθέσεις. Δεν ανησυχούσε καθόλου για χρήματα και ξόδευε σαν αρχιδούκισσα.

Μια φορά, όμως, ήρθε στο σπίτι της ένας άνθρωπος αδύνατος, κοκκινοπρόσωπος και φαλακρός, ο οποίος της δήλωσε ότι ερχόταν εκ μέρους του κυρίου Βενσάρ της Ρουέν. Έβγαλε τις καρφίτσες που έκλειναν την πλάγια τσέπη της μακριάς πράσινης ρεντιγκότας του, τις κάρφωσε έπειτα πάνω στο μανίκι του κι έδωσε με ευγένεια ένα χαρτί.

Ήταν μια συναλλαγματική επτακοσίων φράγκων, με υπογραφή δική της, που ο Λερέ, παρά τις διαμαρτυρίες της, την είχε μεταφέρει εις διαταγήν του Βενσάρ. Η Έμμα έστειλε αμέσως την υπηρέτριά της στο σπίτι του εμπόρου. Ο Λερέ απάντησε ότι δεν μπορούσε να πάει. Τότε ο άγνωστος, που είχε μείνει όρθιος, ρίχνοντας δεξιά και αριστερά περίεργα βλέμματα που κρύβονταν κάτω από τα χοντρά ξανθά του φρύδια, ρώτησε με αφέλεια:

«Τι απάντηση θα δώσω στον κύριο Βενσάρ;»

«Ε, καλά!» απάντησε η Έμμα. «Πέστε του... ότι δεν έχω... Θα πληρώσω την ερχόμενη βδομάδα. Ας περιμένει... ναι, την ερχόμενη βδομάδα».

Και ο άνθρωπος έφυγε χωρίς να προφέρει λέξη.

Αλλά την επόμενη μέρα, το μεσημέρι, η Έμμα έλαβε μία διαμαρτύρηση. Και η θέα του χαρτοσημασμένου εγγράφου, όπου υπήρχαν πολλές φορές οι λέξεις: «Δικηγόρος Αράν, δικαστικός κλητήρ του Μπισύ», την τρόμαξαν τόσο πολύ, που την έκαναν να τρέξει αμέσως στον έμπορο των υφασμάτων. Τον βρήκε στο κατάστημά του να προσπαθεί να δέσει με σπάγκο ένα δέμα.

«Δούλος σας» της είπε, «είμαι στις διαταγές σας».

Ο Λερέ δε διέκοψε διόλου την εργασία του, βοηθούμενος από ένα κορίτσι δεκατριών περίπου χρονών, λίγο καμπούρικο, που του χρησίμευε και για υπάλληλος και για μαγείρισσα.

Έπειτα, χτυπώντας δυνατά τα ξυλοπάπουτσά του πάνω στις πλάκες του καταστήματος, προχώρησε και οδήγησε την κυρία στο πρώτο πάτωμα, σ' ένα στενό δωμάτιο, όπου επάνω σ' ένα μεγάλο γραφείο υπήρχαν μερικά κατάστιχα προφυλαγμένα από ένα σύρτη σιδερένιο με κλειδαριά. Επάνω στον τοίχο, κάτω από τα τόπια των υφασμάτων, φαινόταν ένα χρηματοκιβώτιο, αλλά τέτοιου μεγέθους, που δίχως άλλο θα είχε μέσα οτιδήποτε άλλο παρά συναλλαγματικές και χρήματα. Ο κύριος Λερέ, πράγματι, έκανε δάνεια και ενέχυρα και εκεί θα έκρυβε τη χρυσή αλυσίδα της κυρίας Μποβαρύ και τα

Page 203: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

σκουλαρίκια, που ο δυστυχισμένος γερο-Τελιέ αναγκάστηκε να πουλήσει για ν' αγοράσει ένα φτωχικό μπακάλικο. Ο κακομοίρης πέθαινε μάλλον παρά ζούσε, γιατί έπασχε από καταρροή και το πρόσωπό του ήταν πιο κίτρινο και από τα κεριά που πουλούσε.

Ο Λερέ κάθισε στη φαρδιά ψάθινη πολυθρόνα του και της είπε: «Τι νέα;»

«Κοιτάξτε δω!»

Και του έδειξε το δικαστικό έγγραφο.

«Καλά, τι μπορώ να σας κάμω εγώ;»

Τότε εκείνη θύμωσε και του υπενθύμισε πως της είχε δώσει το λόγο του ότι οι συναλλαγματικές της δε θα κυκλοφορούσαν έξω. Εκείνος δεν το αρνήθηκε.

«Αλλά ήμουν κι εγώ στην ανάγκη, είχα το μαχαίρι στο λαιμό».

«Και τι θα γίνει τώρα;» ρώτησε η Έμμα.

«Μα είναι πολύ απλό! Μια απόφαση του δικαστηρίου και έπειτα μια κατάσχεση... Τίποτ' άλλο!»

Η κυρία Μποβαρύ κρατήθηκε να μην τον χτυπήσει. Τον ρώτησε με μαλακό ύφος αν υπήρχε τρόπος να πειστεί ο κύριος Βενσάρ.

«Α, μάλιστα! Να πειστεί ο Βενσάρ! Δεν τον ξέρετε καθόλου. Είναι θηρίο ανήμερο!»

Κι όμως, ήταν ανάγκη να επέμβει ο κύριος Λερέ.

«Άκουσέ με, λοιπόν, με προσοχή· νομίζω ότι ως τώρα ήμουν πολύ καλός μαζί σας». Και ανοίγοντας ένα κατάστιχό του: «Κοιτάξτε!» είπε. Έπειτα δείχνοντας με το δάχτυλο τη σελίδα: «Ακούστε, ακούστε! Στις 3 Αυγούστου διακόσια φράγκα — στις 17 Ιουνίου εκατόν πενήντα — στις 23 Μαρτίου σαράντα έξι — τον Απρίλιο...»

Σταμάτησε, γιατί φοβήθηκε μήπως κάμει καμιά ανοησία.

«Και δεν αναφέρω τίποτε για τα γραμμάτια που υπέγραψε ο κύριος, ένα επτακοσίων φράγκων και ένα τριακοσίων. Όσο για τις μικροπιστώσεις σας και για τους τόκους, είναι τόσο πολλά, που δεν τελειώνουν. Δεν ανακατεύομαι πια!»

Εκείνη έκλαιγε, τον έλεγε μάλιστα καλέ μου κύριε Λερέ... Αλλά ο έμπορος έριχνε όλα τα βάρη στον κατεργάρη τον Βενσάρ. Έπειτα, δεν είχε πια ούτε δεκάρα, κανείς τώρα δεν τον πλήρωνε, του έτρωγαν το δίκιο του. Ένας φτωχός καταστηματάρχης σαν κι αυτόν δεν μπορούσε να δίνει προκαταβολές.

Η Έμμα σιωπούσε και ο κύριος Λερέ δάγκωνε ελαφρά την άκρη μιας πένας. Δίχως άλλο είχε ανησυχήσει με τη σιωπή της, γιατί πρόσθεσε:

«Εκτός αν εισπράξω τίποτε αυτές τις μέρες. Τότε θα μπορούσα...»

«Εξάλλου» πρόσθεσε εκείνη, «μόλις εισπράξουμε τη δεύτερη δόση της Μπαρνεβίλ...»

«Πώς;»

Page 204: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Και όταν ο έμπορος έμαθε ότι ο Λαγκλουά δεν είχε ακόμα πληρώσει, έδειξε μεγάλη απορία. Έπειτα, με φωνή που έσταζε μέλι, είπε:

«Και να συμφωνήσουμε;»

«Αχ, ό,τι θελήσετε!»

Τέλος, ο Λερέ έκλεισε τα μάτια του για να σκεφτεί, έγραψε μερικούς αριθμούς, και δηλώνοντας πως δεν ήταν ευχάριστη η θέση του, πως η υπόθεση ήταν επικίνδυνη και πως επρόκειτο να υποστεί αφαίμαξη, υπαγόρευσε τέσσερις συναλλαγματικές από διακόσια πενήντα φράγκα η καθεμιά, πληρωτέα κάθε μήνα.

«Αρκεί ο Βενσάρ να θελήσει να μ' ακούσει! Εξάλλου, οι συμφωνίες μας έχουν ισχύ και δεν έχω κανένα ενδοιασμό πια».

Κατόπι της έδειξε με αφέλεια διάφορα καινούρια εμπορεύματα, αλλά, κατά τη γνώμη του, κανένα δεν ήταν κατάλληλο για την κυρία.

«Όταν συλλογίζομαι ότι αυτό εδώ είναι ένα φόρεμα με τριάντα πέντε λεπτά το μέτρο με εγγυημένο χρωματισμό! Και όμως, τα παίρνουν εύκολα! Δεν τους λένε τι είναι, όπως βέβαια το εννοείτε και σεις». Ήθελε, με την ομολογία αυτή της κατεργαριάς προς τους άλλους, να την πείσει εντελώς για την τιμιότητά του.

Κατόπι τη φώναξε για να της δείξει τρεις πήχεις χρυσοκέντητο μεταξωτό, που είχε ανακαλύψει προ ημερών σε μια ευκαιρία.

«Δεν είναι όμορφο;» έλεγε ο Λερέ. «Το μεταχειρίζονται πολύ τώρα για τις πολυθρόνες. Είναι της μόδας».

Και πιο γρήγορος κι από έναν ταχυδακτυλουργό, τύλιξε το χρυσοκέντητο μετάξι σ' ένα γαλάζιο χαρτί και το 'βαλε στα χέρια της Έμμας.

«Τουλάχιστον, να ξέρω...»

«Α, αργότερα!» αποκρίθηκε εκείνος γυρίζοντας τη ράχη.

Το ίδιο βράδυ, η Έμμα βίασε τον Κάρολο να γράψει στη μητέρα του να τους στείλει γρήγορα όλο το υπόλοιπο της κληρονομιάς. Η πεθερά απάντησε ότι δεν είχε πια τίποτα. Η εκκαθάριση είχε τελειώσει και τους έμενε, εκτός από την Μπαρνεβίλ, ένα εισόδημα από εξακόσιες λίβρες, που θα τους το έστελνε τακτικά.

Τότε η κυρία Μποβαρύ έστειλε λογαριασμούς για δυο τρεις πελάτες, και δεν άργησε να χρησιμοποιεί περισσότερο αυτό το μέσο, που συχνά πετύχαινε. Φρόντιζε πάντοτε να προσθέτει κι ένα υστερόγραφο: «Μην το πείτε στον άντρα μου, ξέρετε πόσο είναι υπερήφανος. Σας ζητώ συγνώμη. Η δούλη σας». Υπήρξαν μερικές αντεκδικήσεις. Κατόρθωσε να τις ξεπεράσει.

Για να μαζεύει χρήματα, άρχισε να πουλά τα παλιά της γάντια, τα παλιά της καπέλα και τα παλιά σιδερικά. Συζητούσε τις τιμές με διαθέσεις αρπαχτικές. Το αίμα της χωρικής που ήταν στις φλέβες της, την έσπρωχνε να ζητά το υπερβολικό κέρδος, έπειτα, στα διάφορα ταξίδια της στην πόλη θα αγόραζε διάφορα πράγματα, με τη βεβαιότητα ότι ο Λερέ θα δεχόταν να τα πάρει για να πληρωθεί. Αγόρασε φτερά στρουθοκαμήλου, κινέζικες πορσελάνες και ντουλάπια. Δάνειζε στην Ευτυχία, στην κυρία

Page 205: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Λεφρανσουά, στην ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου Ερυθρός Σταυρός, σε όλο τον κόσμο, αδιαφορώντας για πρόσωπα. Με τα χρήματα που έλαβε, τέλος, από την Μπαρνεβίλ, πλήρωσε δύο συναλλαγματικές. Τα άλλα χίλια πεντακόσια φράγκα σκορπίστηκαν. Υπέγραψε νέες συναλλαγματικές και η ζωή της περνούσε διαρκώς έτσι.

Κάποτε, είναι αλήθεια, προσπαθούσε να κάνει λογαριασμούς. Ανακάλυπτε όμως τόσο υπερβολικά πράγματα, που δεν μπορούσε να το πιστέψει. Τότε ξανάρχιζε, σάστιζε γρήγορα, τα άφηνε όλα και δε συλλογιζόταν πια.

Το σπίτι ήταν τώρα μελαγχολικό. Ο κόσμος έβλεπε διάφορους προμηθευτές να βγαίνουν με εξαγριωμένες μορφές. Μαντίλια σέρνονταν πάνω στην κουζίνα και η μικρή Μπέρτα φορούσε τρυπημένες κάλτσες, πράγμα που σκανδάλιζε την κυρία Ομέ. Αν ο Κάρολος, δειλά, τολμούσε να κάνει καμιά παρατήρηση, εκείνη απαντούσε με απότομο τρόπο ότι το λάθος δεν ήταν δικό της.

Από πού προέρχονταν αυτοί οι θυμοί; Ο Κάρολος τα εξηγούσε όλα με τη νευρασθένειά της. Κατηγορούσε τον εαυτό του, γιατί είχε χαρακτηρίσει, για λίγο, ως ελαττώματα τις ιδιοτροπίες της αρρώστιας της. Μετανοούσε, έλεγε ότι ήταν εγωιστής και τον έπιανε η επιθυμία να τρέξει να τη φιλήσει.

«Α, όχι!» έλεγε πάλι μόνος του. «Θα την ενοχλήσω».

Κι έμενε στη θέση του.

Μετά το γεύμα έκανε μόνος του περίπατο στον κήπο. Έπαιρνε τη μικρή Μπέρτα στα γόνατά του, και ανοίγοντας το ιατρικό του περιοδικό, προσπαθούσε να της μάθει να διαβάζει. Το παιδί, που δε μελετούσε ποτέ, δεν αργούσε να τον παρατηρεί με βλέμμα έκπληκτο, λυπημένο, κι άρχιζε να κλαίει. Τότε εκείνος το παρηγορούσε, πήγαινε και της έφερνε νερό μέσα στο ποτιστήρι για να κάμει ποταμάκια επάνω στην άμμο, ή έσπαζε κλώνους των θάμνων για να τους φυτεύει, πράγμα που χαλούσε λίγο τον κήπο που ήταν γεμάτος από ψηλά χόρτα. Χρωστούσαν τόσα ημερομίσθια στον Λεστιμπουντουά! Κατόπι, το παιδί κρύωνε και ζητούσε τη μητέρα του.

«Φώναξε την υπηρέτριά σου» έλεγε ο Κάρολος. «Ξέρεις πολύ καλά, μικρούλα μου, πως η μητέρα δε θέλει να την ενοχλούν».

Το φθινόπωρο είχε έρθει και τα φύλλα άρχιζαν να πέφτουν — όπως πριν δύο χρόνια, όταν ήταν άρρωστη. Πότε θα τελειώσουν όλα αυτά!... Κι εξακολουθούσε να βαδίζει με τα δυο χέρια πίσω στην πλάτη του.

Η κυρία ήταν στο δωμάτιό της. Δεν τολμούσε ν' ανέβει κανείς. Έμενε εκεί όλη την ημέρα, ναρκωμένη, ημίγυμνη, και πότε πότε έβαζε να καπνίζουν κάτι αρωματικές παστίλιες που είχε αγοράσει στη Ρουέν από το κατάστημα ενός Αλγερινού. Για να μην έχει τη νύχτα δίπλα της τον άντρα της, που δεν έκανε άλλο παρά να ξαπλώνεται και να κοιμάται, κατόρθωσε, με πολλά τεχνάσματα, να τον εξορίσει στο δεύτερο πάτωμα. Διάβαζε ως το πρωί παράξενα βιβλία, όπου υπήρχαν εικόνες οργιαστικές και αιματηρά επεισόδια. Συχνά την έπιανε δυνατός φόβος και φώναζε. Ο Κάρολος έτρεχε αμέσως.

«Φύγε! Φύγε!» του έλεγε εκείνη.

Άλλοτε, πάλι, όταν την έκαιγε περισσότερο η εσωτερική εκείνη φλόγα, που τη ζωογονούσε ο παράνομος έρωτάς της, άνοιγε το παράθυρό της, συγκινημένη, γεμάτη επιθυμίες, ανέπνεε τον ψυχρό αέρα, άπλωνε τα μαλλιά της στον άνεμο, και κοιτάζοντας τ' άστρα, ζητούσε να 'χει ηγεμονικούς έρωτες. Συλλογιζόταν τον Λεόν. Θα έδινε το παν για μία μόνο από κείνες τις συναντήσεις που την

Page 206: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ικανοποιούσαν.

Ήταν οι γιορτινές μέρες της. Τις ήθελε στολισμένες με κάθε λαμπρότητα. Όταν εκείνος δεν μπορούσε να πληρώσει μόνος του τα έξοδα, τα συμπλήρωνε αυτή με γενναιοδωρία, πράγμα που συνέβαινε σχεδόν κάθε φορά. Ο Λεόν προσπάθησε να την κάνει να εννοήσει ότι και σ' ένα άλλο φτωχότερο ξενοδοχείο θα περνούσαν επίσης ωραία. Εκείνη, όμως, έβρισκε πάντοτε αντιρρήσεις.

Μια μέρα, έβγαλε από την τσάντα της έξι ασημένια κουταλάκια (ήταν το γαμήλιο δώρο του γερο-Ρουό) και τον παρακάλεσε να πάει αμέσως να τα βάλει στο ενεχυροδανειστήριο για λογαριασμό της. Ο γραφιάς, μολονότι δεν του άρεσε αυτό το διάβημα, υπάκουσε. Φοβόταν μήπως εκτεθεί.

Κατόπιν, επειδή άρχισε να συλλογίζεται σοβαρά, έβρισκε πως η ερωμένη του αποκτούσε παράξενους τρόπους, και πως ίσως δεν είχαν άδικο να θέλουν να τον απομακρύνουν απ' αυτήν.

Πραγματικά, κάποιος είχε στείλει στη μητέρα του ένα αλλά μεγάλο ανώνυμο γράμμα, για να την ειδοποιήσει ότι ο γιος της χανόταν με μια παντρεμένη γυναίκα. Αμέσως η αγαθή γυναίκα είδε τους κινδύνους που διέτρεχε το παιδί της από το ολέθριο αυτό πλάσμα, το τέρας, τη σειρήνα που κατοικεί στα βάθη του έρωτα και γίνεται η καταστροφή των οικογενειών, κι έγραψε στο δικηγόρο Ντιμποκάζ, τον προϊστάμενό του, ο οποίος φέρθηκε τέλεια σ' αυτή την υπόθεση. Κράτησε τον Λεόν επί τρία τέταρτα της ώρας, θέλοντας να του ανοίξει τα μάτια, να του δείξει το βάραθρο στο οποίο θα έπεφτε. Ένα τέτοιο σκάνδαλο θα έβλαπτε αργότερα τη δουλειά του. Τον ικέτεψε να διακόψει τις σχέσεις του και αν δεν έκανε αυτή τη θυσία για το ίδιο του το συμφέρον, ας το έκανε, τουλάχιστον, γι' αυτόν, τον Ντιμποκάζ.

Ο Λεόν, τέλος, ορκίστηκε ότι δε θα ξανάβλεπε πια την Έμμα. Κατηγορούσε τον εαυτό του που δεν μπορούσε να κρατήσει το λόγο του, γιατί έβλεπε τώρα τις ενοχλήσεις και τα επεισόδια που μπορούσε να του δημιουργήσει η γυναίκα αυτή, δίχως να λογαριάσει τα πειράγματα των συναδέλφων του που λέγονταν κάθε πρωί γύρω από τη θερμάστρα. Εξάλλου, επρόκειτο να πάρει ανώτερη θέση στο γραφείο και ήταν καιρός πια να γίνει σοβαρός. Γι' αυτό το λόγο εγκατέλειψε και τη μουσική και τις αισθηματικές παραφορές και τα όνειρά του. Κάθε αστός, μέσα στη θέρμη της νεότητάς του, πιστεύει για μια μέρα, ή και για μια στιγμή, πως είναι ικανός να αισθανθεί τα σφοδρότερα αισθήματα και πως είναι άξιος να κάμει τα υψηλότερα έργα. Και ο μετριότερος ακόμα γλεντζές ονειρεύεται σουλτάνες. Κάθε συμβολαιογράφος έχει μέσα του τάσεις ποιητικές.

Ο Λεόν στενοχωριόταν τώρα όταν η Έμμα, έξαφνα, έκλαιγε με λυγμούς πάνω στο στήθος του. Η καρδιά του, σαν τους ανθρώπους που δεν μπορούν να παρακολουθήσουν παρά ορισμένη ώρα τη μουσική, αποκοιμιόταν με αδιαφορία στο ζωηρό θόρυβο ενός έρωτα, από τον οποίο δεν ξεχώριζε πια τις λεπτότητες.

Γνωρίζονταν πάρα πολύ και δεν μπορούσαν πια να αισθανθούν το καινούριο που δίνει η αίσθηση της τέλειας γνωριμίας και που εκατονταπλασιάζει τη χαρά. Ήταν τόσο αηδιασμένη απ' αυτόν, όσο εκείνος ήταν κουρασμένος μαζί της. Η Έμμα ξανάβρισκε μέσα στη ζωή της ερωμένης όλη την πεζότητα του συζυγικού βίου.

Αλλά πώς θα μπορούσε ν' απαλλαγεί; Έπειτα, ευχαριστιόταν να νιώθει τον εαυτό της να ταπεινώνεται από τη μικροπρέπεια της ευτυχίας αυτής, και την παραδεχόταν από συνήθεια ή από διαφθορά. Κάθε μέρα γινόταν σφοδρότερη στις εκδηλώσεις της, και στη μανία να φτάσει την ευδαιμονία που ονειρευόταν, απογοητευόταν και απ' ό,τι είχε. Κατηγορούσε τον Λεόν για τις ελπίδες της που μαράθηκαν. Νόμιζε ότι την είχε απατήσει. Ευχόταν μάλιστα να συμβεί μια καταστροφή που να 'φερνε το χωρισμό τους, αφού εκείνη δεν είχε το θάρρος να το αποφασίσει.

Page 207: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Εξακολουθούσε όμως να του στέλνει ερωτικά γράμματα, γιατί πίστευε ότι μια γυναίκα πρέπει να γράφει πάντοτε στον εραστή της.

Αλλά γράφοντας, φανταζόταν έναν άλλο άνθρωπο, ένα φάντασμα πλασμένο με τις τρυφερότερες αναμνήσεις, τα ωραιότερα διαβάσματά της, τους δυνατότερους πόθους της. Στο τέλος, το φάντασμα αυτό γινόταν τόσο αληθινό, τόσο πραγματικό, που το θαύμαζε με συγκίνηση. Δεν μπορούσε, όμως, να το συλλάβει καθαρά στη σκέψη της, γιατί τόσα χαρίσματα, με τα οποία το περιέβαλλε, το έκαναν να χάνεται, σαν ένας Θεός. Η Έμμα ζούσε σε μία γαλάζια χώρα, όπου οι μεταξωτές σκάλες αιωρούνταν στα μπαλκόνια, κάτω από το φως του φεγγαριού και μέσα στα αρώματα των λουλουδιών. Ένιωθε τον αγαπημένο της κοντά της, θα 'ρχόταν, θα τη μάγευε μ' ένα φιλί.

Έπειτα έπεφτε από τα ύψη της, συντετριμμένη, γιατί οι ορμές ενός αόριστου αισθήματος την κούραζαν πιο πολύ και από τα μεγαλύτερα όργια.

Αισθανόταν τώρα μια γενική κι αδιάκοπη κούραση. Συχνά έπαιρνε κλήσεις και χαρτοσημασμένα έγγραφα, στα οποία μόλις που έριχνε ένα βλέμμα. Θα ήθελε να μη ζει πια ή να κοιμάται διαρκώς.

Τη μέρα της Μεσοσαρακοστής δεν επέστρεψε στη Γιονβίλ. Πήγε το βράδυ σ' ένα χορό μεταμφιεσμένων. Φόρεσε ένα βελούδινο παντελόνι, κόκκινες κάλτσες και μία περούκα με φιόγκο. Χόρεψε, πήδησε όλη τη νύχτα κάτω από τους τρομερούς ήχους που έκαναν τα χάλκινα όργανα. Ο κόσμος μαζευόταν γύρω της. Το πρωί βρέθηκε στο περιστύλιο του θεάτρου ανάμεσα σε πέντε έξι προσωπιδοφόρους με ναυτικές φορεσιές. Ήταν φίλοι του Λεόν κι έλεγαν να πάνε να προγευματίσουν.

Τα καφενεία γύρω ήταν γεμάτα. Πήγαν στο λιμάνι, σ' ένα εστιατόριο από τα πιο μέτρια. Ο ιδιοκτήτης τους άνοιξε ένα δωμάτιο στο τέταρτο πάτωμα.

Οι άντρες, σε μια γωνιά, μιλούσαν χαμηλά, δίχως άλλο για να συνεννοηθούν για τα έξοδα. Ήταν ένας γραφιάς, δύο φοιτητές της ιατρικής κι ένας υπάλληλος. Με ποιους ανθρώπους βρισκόταν! Όσο για τις γυναίκες, η Έμμα κατάλαβε αμέσως από τον τρόπο της ομιλίας τους ότι όλες ήταν της τελευταίας κοινωνικής τάξης. Τότε φοβήθηκε, τράβηξε την καρέκλα της και χαμήλωσε το βλέμμα.

Οι άλλοι άρχισαν να τρώνε. Η Έμμα δεν έφαγε. Το μέτωπό της ήταν φλογισμένο, τα βλέφαρά της πονούσαν και το δέρμα της ήταν παγωμένο. Ένιωθε μέσα στο κεφάλι της το πάτωμα της αίθουσας του χορού να πηδά κάτω από το ρυθμικό χτύπημα των χιλίων ποδιών που χόρευαν. Κατόπιν, η μυρωδιά των ποτών μαζί με τον καπνό των πούρων τη ζάλισε. Τη μετέφεραν κοντά στο παράθυρο.

Ο ήλιος άρχιζε να ανατέλλει και μια μεγάλη κόκκινη κηλίδα απλωνόταν ολοένα περισσότερο στο χλομό ουρανό, προς το μέρος της Αγίας Αικατερίνης. Ο αέρας έκανε να κυματίζει ελαφρά ο ποταμός που είχε το χρώμα του μολυβιού. Κανείς δεν ήταν στις γέφυρες· τα φανάρια έσβηναν.

Στο μεταξύ, συνήλθε κι άρχισε να συλλογίζεται την Μπέρτα που κοιμόταν μέσα στο δωμάτιο της υπηρέτριας. Την ίδια στιγμή πέρασε ένα κάρο γεμάτο σίδερα, που ο θόρυβός τους ήταν τρομερός.

Η Έμμα έφυγε έξαφνα, δίχως να την καταλάβει κανείς, έβγαλε το κοστούμι της, είπε στον Λεόν ότι αυτός έπρεπε να ξαναγυρίσει στους φίλους του, και τέλος, έμεινε μόνη στο Ξενοδοχείο της Βουλώνης. Όλα, κι ο εαυτός της ακόμα, της ήταν ανυπόφορα. Θα ήθελε, ξεφεύγοντας σαν πουλί, να πάει να ξανανιώσει σε κάποιο μέρος, πολύ μακριά, στις εκτάσεις που διατηρούσαν κάποια αγνότητα.

Βγήκε, πέρασε από τη λεωφόρο, από την πλατεία Κοσουάζ, κι έφτασε ως την άκρη της πόλης, σ' ένα δρόμο που οδηγούσε στην εξοχή. Βάδιζε γρήγορα, ο δροσερός αέρας την ησύχαζε. Σιγά σιγά οι μορφές του πλήθους, οι μάσκες, οι καντρίλιες, τα φώτα, το δείπνο, οι γυναίκες εκείνες, χάνονταν όλα,

Page 208: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

σαν ομίχλη που σκορπιζόταν. Έπειτα γύρισε στον Ερυθρό Σταυρό, έπεσε στο κρεβάτι της, στο μικρό δωμάτιο του δευτέρου πατώματος, εκεί όπου υπήρχαν οι εικόνες του Πύργου του Νελ. Στις τέσσερις το απόγευμα ο Ιβέρ την ξύπνησε.

Μόλις γύρισε στο σπίτι της, η Ευτυχία τής έδειξε ένα σταχτί χαρτί που ήταν ακουμπισμένο πίσω στο ρολόι. Η Έμμα διάβασε:

«Κατόπιν αποφάσεως εκτελεστέας...»

Ποια απόφαση; Την προηγούμενη μέρα είχαν πραγματικά φέρει ένα άλλο χαρτί που εκείνη δεν το είχε δει. Για τούτο έμεινε κατάπληκτη μπροστά στις φράσεις αυτές:

«Εν ονόματι του Βασιλέως, του νόμου και της δικαιοσύνης. Προς την κυρία Μποβαρύ». Πήδησε μερικές γραμμές κι έφτασε στην εξής παράγραφο: «Δίδεται προθεσμία είκοσι τεσσάρων ωρών» Τι συνέβαινε λοιπόν; «Να καταβληθεί το ποσόν των οκτώ χιλιάδων φράγκων». Υπήρχε, μάλιστα, παρακάτω και προσθήκη: «Εις περίπτωσιν αδυναμίας ή αρνήσεως, θα εφαρμοσθούν πάντα τα υπό του νόμου ενδεικνυόμενα μέσα, και ειδικώς θα επιτραπή η κατάσχεσις των επίπλων της και πάσης ακινήτου περιουσίας».

Τι έπρεπε να κάμει; Η προθεσμία ήταν εικοσιτετράωρη, δηλαδή την επομένη. Δίχως άλλο, συλλογίστηκε, ο Λερέ ήθελε να τη φοβερίσει πάλι, γιατί κατάλαβε αμέσως όλα τα τεχνάσματά του και το σκοπό του. Εκείνο που την ησύχαζε λίγο ήταν ότι το ποσό αυτό ήταν εξογκωμένο.

Εντούτοις, με το ν' αγοράζει και να μην πληρώνει, να δανείζεται, να υπογράφει συναλλαγματικές, να τις ανανεώνει κατόπι με μεγαλύτερο ποσό, είχε καταφέρει να ετοιμάσει για τον κύριο Λερέ ένα κεφάλαιο, που με τόση ανυπομονησία περίμενε για τις κερδοσκοπικές του επιχειρήσεις.

Παρουσιάστηκε στο σπίτι του με ύφος πολύ άνετο.

«Γνωρίζετε τι μου συμβαίνει; Είναι αστειότης, δίχως αμφιβολία».

«Όχι».

«Πώς αυτό;»

Ο έμπορος στράφηκε με ηρεμία, σταύρωσε τα χέρια του και είπε:

«Πιστεύατε, καλή μου κυρία, ότι θα εξακολουθούσα να είμαι ο προμηθευτής σας και ο τραπεζίτης σας ως τη Δευτέρα Παρουσία, έτσι, για την αγάπη του Θεού; Πρέπει να ξαναπάρω τα χρήματα που σας έδωσα. Ας είμαστε δίκαιοι!»

Εκείνη διαμαρτυρήθηκε για το ποσό του χρέους.

«Ε, τόσο το χειρότερο! Το δικαστήριο το αναγνώρισε. Υπάρχει η απόφαση! Σας την κοινοποίησαν! Εξάλλου, δεν είμαι εγώ, είναι ο Βενσάρ».

«Δε θα μπορούσατε;...»

«Ω! Απολύτως τίποτα!»

«Αλλά, πιθανόν, ας το συζητήσουμε».

Page 209: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Και άρχισε να του λέει ένα σωρό πράγματα. Δεν ήξερε τίποτα... της ήρθε πολύ ξαφνικά.

«Τίνος είναι το λάθος;» είπε ο Λερέ, ενώ υποκλινόταν ειρωνικά. «Εγώ κάθομαι και ψήνομαι κυριολεκτικά σαν αράπης, ενώ εσείς περνούσατε θαυμάσια».

«Α, όχι μαθήματα ηθικής, παρακαλώ!»

«Δε βλάπτουν» απάντησε εκείνος.

Δεν μπόρεσε να φανεί δυνατή κι άρχισε να τον ικετεύει. Ακούμπησε μάλιστα το ωραίο άσπρο και μακρύ χέρι της πάνω στα πόδια του εμπόρου.

«Αφήστε με, λοιπόν! Θα 'λεγε κανείς ότι θέλετε να με ξελογιάσετε».

«Είστε ένας άθλιος!» φώναξε εκείνη.

«Ε, ε! Τρέχει πολύ η γλώσσα σας!» πρόσθεσε εκείνος γελώντας.

«Θα κάνω γνωστό σε όλο τον κόσμο ποιος είστε! Θα πω στον άντρα μου».

«Εντάξει λοιπόν! Κι εγώ θα δείξω στον άντρα σας κάτι».

Και ο Λερέ έβγαλε από το χρηματοκιβώτιο του την απόδειξη των χιλίων οκτακοσίων φράγκων που είχε δώσει η Έμμα όταν προεξόφλησε τον Βενσάρ.

«Νομίζετε» πρόσθεσε, «ότι δε θα καταλάβει τη μικρή σας κλοπή, ο αγαπητός άτυχος αυτός άνθρωπος;»

Η κυρία Μποβαρύ κάθισε απελπισμένη. Ήταν πιο ζαλισμένη απ' το να της είχαν δώσει ένα χτύπημα με ρόπαλο. Ο έμπορος βάδιζε από το παράθυρο ως το γραφείο του κι επαναλάμβανε.

«Α, θα του δείξω! Θα του δείξω!» Κατόπιν την πλησίασε και με μαλακή φωνή:

«Το ξέρω» είπε, «δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Αλλά κανείς δεν πέθανε από μια τέτοια υπόθεση. Εξάλλου, είναι το μόνο μέσο που σας μένει για να μου επιστρέψετε τα χρήματά μου...»

«Αλλά πού θα τα βρω!» είπε η Έμμα, χτυπώντας με απελπισία τα χέρια της.

«Α μπα! Όταν έχει κανείς τους φίλους που έχετε εσείς!»

Και την κοίταξε με τρόπο τόσο πειρακτικό και τόσο τρομερό, που εκείνη ρίγησε ολόκληρη.

«Σας υπόσχομαι» είπε, «θα υπογράψω».

«Μου αρκούν οι υπογραφές σας!»

«Θα πουλήσω κάτι ακόμα».

«Τι είναι αυτά που λέτε!» είπε ο έμπορος σηκώνοντας τους ώμους. «Δε σας έμεινε τίποτα πια».

Και φώναξε από κείνο το παράθυρο που έβλεπε μέσα στο κατάστημα:

Page 210: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Αννέτ, να μη λησμονήσεις τα τρία κουπόνια του αριθμού 14».

Η υπηρέτρια παρουσιάστηκε. Η Έμμα κατάλαβε και ρώτησε πόσα χρήματα θα χρειάζονταν για να σταματήσει κάθε δίωξη.

«Είναι πάρα πολύ αργά».

«Αλλά, αν σας έφερνα λίγες χιλιάδες φράγκα, το τέταρτο του ποσού, το τρίτο, ίσως κι ολόκληρο;»

«Α, όχι! Είναι περιττό!»

Και την έσπρωχνε ελαφρά προς τη σκάλα.

«Σας εξορκίζω, κύριε Λερέ. Κάνετε υπομονή λίγες μέρες ακόμα!»

Έκλαιγε με λυγμούς.

«Ορίστε! Έχουμε τώρα και δάκρυα!»

«Με φέρνετε σε απελπισία!»

«Λίγο μ' ενδιαφέρει!» είπε κλείνοντας την πόρτα.

Page 211: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

7

Φέρθηκε με πολλή στωικότητα όταν, την επόμενη μέρα, ο δικαστικός κλητήρας Αράν ήρθε μαζί με δυο μάρτυρες, για να κάμει την καταγραφή της κατάσχεσης.

Άρχισαν από το γραφείο του Μποβαρύ και δεν κατέγραψαν το φρενολογικό κεφάλι, γιατί το θεώρησαν εργαλείο της επιστήμης του. Μέτρησαν, όμως, στην κουζίνα τα πιάτα, τις χύτρες, τις καρέκλες, τα λυχνάρια, και στον κοιτώνα, όλα τα πραγματάκια που βρίσκονταν στην εταζέρα. Εξέτασαν τα φορέματά της, τα εσώρουχα, το δωμάτιο της τουαλέτας. Και η ύπαρξή της, ως τις πιο απόκρυφες γωνιές της, απλώθηκε ολόκληρη στα βλέμματα των τριών αυτών ανθρώπων, σαν ένα πτώμα που του κάνουν αυτοψία.

Ο Αράν, με κουμπωμένη τη στενή μαύρη φορεσιά του, με άσπρη γραβάτα, φορώντας υποδήματα πολύ σφιχτά, επαναλάμβανε πότε πότε: «Επιτρέπετε, κυρία; Επιτρέπετε;» Κάποτε, μάλιστα, άφηνε και επιφωνήματα θαυμασμού: «Χαριτωμένο! Πολύ ωραίο!» Έπειτα άρχιζε και πάλι να γράφει, βουτώντας την πένα μέσα σ' ένα μελανοδοχείο από κέρατο, που κρατούσε στο αριστερό χέρι.

Όταν τελείωσαν με τα δωμάτια, ανέβηκαν στο ανώγειο. Η Έμμα εκεί μέσα είχε φυλαγμένο ένα γραφείο, όπου ήταν κλεισμένα τα γράμματα του Ροδόλφου. Έπρεπε να τα ανοίξουν.

«Α, εδώ υπάρχει μια αλληλογραφία» είπε ο Αράν μ' ένα εκφραστικό χαμόγελο. «Αλλά επιτρέψτε, γιατί πρέπει να βεβαιωθώ ότι το κουτί αυτό δεν περιέχει τίποτε άλλο». Και τίναζε ελαφρά τα χαρτιά, σαν να ήταν να πέσουν τα εικοσάφραγκα. Τότε η Έμμα αγανάκτησε, βλέποντας το χοντρό αυτό χέρι, με τα κόκκινα και μαλακά σαν σαλιάγκους δάχτυλα, να εγγίζουν τις σελίδες που είχαν κάμει να χτυπήσει άλλοτε η καρδιά της τόσο δυνατά.

Τέλος, έφυγαν. Η Ευτυχία γύρισε. Την είχε στείλει να παραφυλάει και να προλάβει τον Κάρολο. Και βιαστικά τοποθέτησαν κάτω από τη στέγη το φύλακα της κατασχέσεως, ο οποίος ορκίστηκε να μείνει εκεί.

Ο Κάρολος, το βράδυ, της φάνηκε σκεφτικός. Η Έμμα τον παρακολουθούσε με βλέμμα γεμάτο αγωνία, γιατί νόμιζε ότι διέκρινε στις ρυτίδες του προσώπου του ισάριθμες μομφές εναντίον της. Έπειτα, όταν το βλέμμα της κοίταζε στο τζάμι, που ήταν στολισμένο με κινέζικα αλεξίπυρα, ή όταν το μάτι της έπεσε πάνω στις κουρτίνες, στις πολυθρόνες, σε όλα τέλος τα πράγματα που είχαν γλυκάνει την πίκρα της ζωής της, την έπιασε μια μεταμέλεια, ή μάλλον μια απέραντη θλίψη, που δυνάμωνε το πάθος της αντί να το εξαφανίζει. Ο Κάρολος σκάλιζε τη φωτιά με ηρεμία, με τα δυο πόδια πάνω στον πυροστάτη.

Κάποια στιγμή ο φύλακας, που δίχως άλλο είχε στενοχωρηθεί μέσα στην κρύπτη του, έκανε λίγο θόρυβο.

«Περπατούν εκεί πάνω;» είπε ο Κάρολος.

«Όχι» απάντησε εκείνη, «είναι ένας φεγγίτης που έμεινε ανοιχτός και που ο αέρας τον κουνάει».

Την επόμενη μέρα, Κυριακή, η Έμμα πήγε στη Ρουέν για να βρει όλους τους τραπεζίτες που ήξερε το όνομά τους. Άλλοι ήταν στην εξοχή κι άλλοι σε ταξίδι. Δεν απελπίστηκε, ζήτησε χρήματα απ' όσους μπόρεσε να συναντήσει, λέγοντάς τους πως τα χρειαζόταν και πως θα τα επέστρεφε. Μερικοί την ειρωνεύτηκαν καταπρόσωπο. Όλοι τής αρνήθηκαν.

Page 212: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Στις δύο έτρεξε στο δωμάτιο του Λεόν. Χτύπησε την πόρτα του. Δεν άνοιξε. Τέλος, ο γραφιάς παρουσιάστηκε.

«Ποια αιτία σ' έκανε να έρθεις σήμερα;»

«Μήπως σ' ενοχλώ;»

«Όχι, αλλά...» και ομολόγησε ότι ο ιδιοκτήτης του σπιτιού δυσαρεστούνταν πολύ όταν έβλεπε ότι οι ένοικοι του δέχονταν «γυναίκες».

«Έχω να σου μιλήσω» εξακολούθησε εκείνη.

Τότε ο Λεόν πήγε να κλείσει την πόρτα του. Εκείνη τον σταμάτησε.

«Α, όχι εδώ! Εκεί κάτω, στο σπίτι μας!»

Και πήγαν στο δωμάτιό τους, στο Ξενοδοχείο της Βουλώνης.

Μόλις έφτασε εκεί, ήπιε ένα μεγάλο ποτήρι νερό. Ήταν πολύ

χλομή. Του είπε:

«Λεόν, θα μου κάνεις μια μεγάλη χάρη».

Και τινάζοντάς τον με τα δυο της χέρια, που τα έσφιγγε δυνατά, πρόσθεσε:

«Έχω ανάγκη από οκτώ χιλιάδες φράγκα!»

«Μήπως τρελάθηκες;»

«Όχι ακόμα!»

Και αμέσως διηγήθηκε την ιστορία της κατασχέσεως, του εξέθεσε τη στενοχώρια της. Ο Κάρολος δεν ήξερε τίποτα, η πεθερά της τη μισούσε, ο γερο-Ρουό δεν μπορούσε να κάμει τίποτα. Αλλά αυτός, ο Λεόν, θα έτρεχε να βρει το απαραίτητο αυτό ποσόν...

«Και τι μπορώ να κάνω εγώ;»

«Τι άνανδρος που είσαι!» φώναξε εκείνη.

Τότε ο γραφιάς είπε ανόητα: «Εξογκώνεις το κακό! Ίσως με καμιά χιλιάδα σκούδα να συμβιβαστεί ο ανθρωπάκος μας».

Ένας λόγος παραπάνω, για να επιχειρήσει κάποιο διάβημα. Ήταν αδύνατο να μην κατόρθωνε να βρει τρεις χιλιάδες φράγκα. Εξάλλου, ο Λεόν μπορούσε να εγγυηθεί γι' αυτήν.

«Πήγαινε! Προσπάθησε! Είναι ανάγκη! Τρέξε! Αχ, προσπάθησε! Θα σ' αγαπώ πολύ».

Ο γραφιάς έφυγε, ξαναγύρισε σε μια ώρα και είπε με επίσημο ύφος:

«Πήγα σε τρία πρόσωπα. Του κάκου».

Page 213: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Κατόπι, κάθισαν ο ένας απέναντι στον άλλο στις δυο γωνιές του τζακιού, ακίνητοι, δίχως να μιλούν. Η Έμμα ύψωνε τους ώμους, ενώ στον ίδιο καιρό χτυπούσε νευρικά το πόδι της. Την άκουσε να ψιθυρίζει:

«Αν ήμουν εγώ στη θέση σου, θα έβρισκα».

«Από πού;»

«Από το γραφείο σου». Και τον κοίταζε κατάματα.

Από τις φλογισμένες κόρες των ματιών της πετούσε μια σατανική τόλμη και τα βλέφαρά της μισόκλειναν, λάγνα και ενθαρρυντικά. Τόσο πολύ ζωηρή ήταν η έκφρασή της αυτή, που ο νέος ένιωσε τον εαυτό του να χάνει τη δύναμή του κάτω από τη βουβή θέληση της γυναίκας αυτής, που τον συμβούλευε να κάμει ένα κακούργημα. Τότε εκείνος φοβήθηκε, και για να αποφύγει κάθε εξήγηση, χτύπησε το μέτωπό του φωνάζοντας:

«Ο Μορέλ θα γυρίσει απόψε! Δε θα μου αρνηθεί ελπίζω» — ήταν ένας φίλος του, παιδί ενός πολύ πλούσιου εμπόρου — «και θα σου τα φέρω αύριο» πρόσθεσε.

Η Έμμα δε φάνηκε ότι δέχτηκε την ελπίδα αυτή με τη χαρά που εκείνος είχε φανταστεί. Υποπτευόταν άραγε την ψευτιά; Ξαναείπε κοκκινίζοντας:

«Αν δε με δεις στις τρεις, μη με περιμένεις πια, αγαπημένη μου. Πρέπει τώρα να φύγω. Συγχώρεσέ με. Αντίο!»

Της έσφιξε το χέρι, αλλά κατάλαβε ότι ήταν αδρανές. Η Έμμα δεν είχε πια τη δύναμη για τίποτα.

Σήμαναν οι τέσσερις. Σηκώθηκε για να γυρίσει στη Γιονβίλ, υπακούοντας, σαν αυτόματο, στην ώθηση της συνήθειας.

Ο καιρός ήταν ωραίος. Ήταν μια από τις καθαρές και ζωηρές μαρτιάτικες εκείνες μέρες, όπου ο ήλιος λάμπει μέσα σ' έναν κάτασπρο ουρανό. Οι κάτοικοι της Ρουέν με τα κυριακάτικά τους πήγαιναν περίπατο με ύφος ευτυχισμένο. Έφτασε στην πλατεία της Μητρόπολης. Έβγαιναν τη στιγμή εκείνη από τον εσπερινό. Το πλήθος ξεχυνόταν από τους τρεις πυλώνες σαν ένα ποτάμι από τις τρεις αψίδες μιας γέφυρας, και στη μέση, πιο ακίνητος και από ένα βράχο, στεκόταν ο φύλακας.

Τότε θυμήθηκε τη μέρα εκείνη, όπου ανήσυχη και γεμάτη ελπίδες είχε μπει κάτω από το μεγάλο νάρθηκα που απλωνόταν μπροστά της πιο μικρός και περιορισμένος από την αγάπη της. Και εξακολούθησε το δρόμο της κλαίγοντας κάτω από το βέλο της, ζαλισμένη, τρέμοντας και μισολιπόθυμη.

«Προσοχή!» ακούστηκε μια φωνή που ερχόταν από μια μεγάλη πόρτα που άνοιγε εκείνη τη στιγμή.

Σταμάτησε για ν' αφήσει να περάσει ένα μαύρο άλογο που χτυπούσε τη γη με τα πέταλά του, ανάμεσα στα δυο μακριά ξύλα ενός δίτροχου αμαξιού που οδηγούσε ένας ευγενής με γουναρικό. Ποιος να ήταν άραγε; Εκείνη τον γνώριζε... Η άμαξα προχώρησε κι εξαφανίστηκε.

Δεν υπήρχε αμφιβολία ότι ήταν ο υποκόμης! Αυτός! Στράφηκε να δει πίσω της. Ο δρόμος ήταν έρημος. Κι ένιωσε τον εαυτό της τόσο λυπημένο, τόσο αδύναμο, που ακούμπησε πάνω σ' έναν τοίχο για να μην πέσει.

Page 214: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Κατόπι συλλογίστηκε πως είχε απατηθεί. Εξάλλου, δεν μπορούσε να πει τίποτα με βεβαιότητα. Όλα μέσα της και γύρω της την είχαν εγκαταλείψει. Ένιωθε τον εαυτό της να χάνεται, να κυλιέται έτσι στην τύχη μέσα σε κάτι αόριστες αβύσσους. Και σχεδόν με χαρά διέκρινε, μόλις έφτασε στον Ερυθρό Σταυρό, τον καλό αυτόν Ομέ, που κοίταζε να φορτώνουν επάνω στο Χελιδόνι ένα μεγάλο κιβώτιο γεμάτο από προμήθειες για το φαρμακείο. Κρατούσε στο χέρι του, τυλιγμένα μέσα στο μεταξωτό μαντίλι, έξι ψωμάκια για τη γυναίκα του.

Η κυρία Ομέ αγαπούσε πολύ αυτά τα μικρά και βαριά ψωμιά, που είχαν σχήμα σαρικιού και τρώγονταν τη Σαρακοστή με αλατισμένο βούτυρο. Ήταν ένα τελευταίο κατάλοιπο της τροφής των Γότθων και διατηρείται ίσως από την εποχή των Σταυροφοριών. Οι παλιοί ρωμαλέοι Νορμανδοί γέμιζαν το τραπέζι τους απ' αυτά, γιατί νόμιζαν ότι έβλεπαν κάτω από το φως των κίτρινων κεριών, ανάμεσα από τις στάμνες του γλυκού κρασιού και τα παχιά λουκάνικα, κεφάλια Σαρακηνών, για να τα καταφάγουν. Η γυναίκα του φαρμακοποιού τα τραγάνιζε ηρωικά με τα απαίσια δόντια της. Γι' αυτό κάθε φορά που ο κύριος Ομέ έκανε ένα ταξίδι στην πόλη, δε λησμονούσε να της φέρει, και τα αγόραζε πάντοτε από τον περίφημο τεχνίτη τους, που είχε κατάστημα στην οδό Μασάκρ.

«Γοητευμένος που σας βλέπω!» είπε στην Έμμα, και της πρόσφερε το χέρι του για να τη βοηθήσει ν' ανέβει στο Χελιδόνι. Έπειτα κρέμασε τα ψωμάκια στα λουριά του διχτύου κι έμεινε ξεσκούφωτος και με σταυρωμένα τα χέρια σε στάση σκεφτική και ναπολεόντεια.

Αλλά όταν ο τυφλός, όπως πάντα, φάνηκε κάτω στην πλαγιά, ο Ομέ φώναξε:

«Δεν καταλαβαίνω πώς η εξουσία ανέχεται ακόμα τέτοια άμεμπτα επαγγέλματα! Θα έπρεπε να κλείνουν κάπου τους δυστυχισμένους αυτούς και να τους υποχρεώνουν να εργάζονται. Η πρόοδος, μα την τιμή μου, περπατάει σαν χελώνα! Τσαλαβουτούμε μέσα σε μια βαρβαρότητα!»

Ο τυφλός άπλωνε το καπέλο του, που κινιόταν στην άκρη της θυρίδας σαν ένα κομμάτι ξεκαρφωμένης κουρτίνας.

«Κοιτάξτε» είπε ο φαρμακοποιός, «είναι μία χοιραδική πάθηση».

Και μολονότι γνώριζε τον κακομοίρη αυτό άνθρωπο, έκανε ότι τον έβλεπε για πρώτη φορά, ψιθύρισε τις λέξεις «κερατοειδής χιτών του οφθαλμού, κερατοειδής σκιερός, σκληρωτικός», και κατόπιν ρώτησε με πατρικό ύφος:

«Είναι πολύς καιρός, φίλε μου, που έχεις την τρομερή αυτή ασθένεια; Αντί να πηγαίνεις και να μεθάς στις ταβέρνες, θα έκανες καλύτερα ν' ακολουθήσεις μια δίαιτα».

Τον συμβούλευε να παίρνει καλό κρασί, καλή μπίρα, καλά ψητά. Ο τυφλός εξακολουθούσε το τραγούδι του. Εξάλλου, φαινόταν ότι ήταν και ηλίθιος. Τέλος, ο κύριος Ομέ άνοιξε το πορτοφόλι του.

«Νά, πάρε μια πεντάρα και γύρισέ μου δύο λεπτά. Μη λησμονείς τις συμβουλές μου. Θα ωφεληθείς πολύ».

Ο Ιβέρ τόλμησε να εκφράσει δυνατά κάποια αμφιβολία για την πιθανότητα της θεραπείας του. Αλλά ο φαρμακοποιός βεβαίωσε πως θα τον γιάτρευε ο ίδιος με μια αλοιφή αντιφλογιστική, δικής της κατασκευής, κι έδωσε τη διεύθυνση του: «Κύριος Ομέ, πλησίον της Αγοράς. Πασίγνωστος».

«Ε, λοιπόν» είπε ο Ιβέρ, «για τον κόπο μας θα μας παίξεις την κωμωδία σου».

Ο τυφλός κάθισε, σταύρωσε τα πόδια, και με το κεφάλι αναποδογυρισμένο, στρέφοντας τα

Page 215: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

πρασινωπά μάτια του και βγάζοντας έξω τη γλώσσα, έτριβε το στομάχι του και με τα δυο του χέρια, ενώ τον ίδιο καιρό άφηνε κάτι ουρλιάσματα σαν σκύλος πεινασμένος. Η Έμμα αισθάνθηκε αηδία και του έριξε από πάνω από τον ώμο του ένα νόμισμα πέντε φράγκων. Αυτό ήταν όλη η περιουσία της. Της φαινόταν ωραίο να την πετάξει έτσι.

Το αμάξι ξεκίνησε και πάλι, όταν άξαφνα ο κύριος Ομέ έσκυψε έξω από το παραθυράκι και φώναξε:

«Ούτε αμυλούχα ούτε γαλατερά. Να φορείς μάλλινα εσώρουχα και να καπνίζεις τα άρρωστα μέρη από κεδρόκοκκο!»

Η θέα των γνωστών πραγμάτων που περνούσαν από μπροστά της, έκαναν σιγά σιγά την Έμμα να λησμονήσει λίγο τη θλίψη της. Μια μεγάλη, ανυπόφορη κούραση τη βάραινε, κι έφτασε στο σπίτι της σαν αναίσθητη, απογοητευμένη, σχεδόν κοιμισμένη.

«Ας γίνει ό,τι είναι να γίνει!» έλεγε μόνη της. «Κι έπειτα, ποιος ξέρει; Από τη μια στιγμή στην άλλη μπορεί να συμβεί κάποιο έκτακτο γεγονός. Ο Λερέ ο ίδιος μπορεί να πεθάνει».

Το πρωί της επόμενης μέρας ξύπνησε από ένα θόρυβο φωνών που ακουγόταν στην πλατεία. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος, για να διαβάσει ένα μεγάλο χαρτί που ήταν κολλημένο σ' ένα στύλο. Είδε τον Ιουστίνο που ανέβαινε πάνω σε μια πέτρα και ξέσχιζε το χαρτί. Αλλά την ίδια στιγμή, ο αγροφύλακας τον έπιασε από το γιακά. Ο κύριος Ομέ βγήκε από το φαρμακείο του και η κυρία Λεφρανσουά, στη μέση του πλήθους, φαινόταν ότι ρητόρευε.

«Κυρία! Κυρία!» φώναξε η Ευτυχία μπαίνοντας. «Τι απαίσιο! Τι απαίσιο πράγμα!»

Και το δυστυχισμένο κορίτσι τής έδωσε ένα κίτρινο χαρτί που το είχε ξεκολλήσει από την πόρτα. Η Έμμα διάβασε με μια ματιά ότι όλα της τα έπιπλα ήταν για πούλημα.

Τότε οι δυο γυναίκες κοιτάχτηκαν σιωπηλά. Η υπηρέτρια και η κυρία δεν είχαν πια μεταξύ τους κανένα μυστικό. Τέλος, η Ευτυχία στέναξε:

«Αν ήμουν στη θέση σας, κυρία, θα πήγαινα στου κυρίου Γκιγιομέν».

«Νομίζεις;»

Και η ερώτηση αυτή σήμαινε:

«Εσύ, που ξέρεις καλά το σπίτι από τον υπηρέτη, μήπως ο κύριος καμιά φορά έκανε λόγο για μένα;»

«Ναι, πηγαίνετε κει, θα κάνετε καλά».

Η Έμμα ντύθηκε, έβαλε το μαύρο της φόρεμα με το πανωφόρι της το κεντημένο. Και για να μην τη δουν (ήταν πάντοτε μαζεμένος πολύς κόσμος στην πλατεία), πήγε από το δρόμο που ήταν έξω από το χωριό, στην όχθη του ποταμού.

Έφτασε λαχανιασμένη μπροστά στην πόρτα του συμβολαιογράφου. Ο ουρανός ήταν σκοτεινός και έπεφτε λίγο χιόνι. Στον ήχο του κουδουνιού, ο Θόδωρος, φορώντας ένα κόκκινο γελέκο, φάνηκε στη σκάλα. Ήρθε και της άνοιξε σχεδόν με οικειότητα, σαν να ήταν γνώριμο πρόσωπο, και την οδήγησε στην τραπεζαρία.

Μια μεγάλη θερμάστρα από πορσελάνη σφύριζε κάτω από έναν κάκτο που γέμιζε το κοίλωμα του

Page 216: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τοίχου, και μέσα στις μαύρες ξύλινες κορνίζες, επάνω στο ζωγραφιστό χαρτί του τοίχου, υπήρχαν η Εσμεράλδα του Στόιμπεν και η Πουτιφάρ του Σοπίν. Στο στρωμένο τραπέζι, δύο ασημένια μαγκάλια, το πάτωμα, τα έπιπλα έλαμπαν από μια καθαριότητα σχολαστική, που νόμιζε κανείς ότι εκεί καθόταν κάποιος Άγγλος. Τα τζάμια ήταν στολισμένα σε κάθε γωνιά με χρωματιστά γυαλιά.

«Νά τραπεζαρία!» συλλογιζόταν η Έμμα. «Μια τέτοια θα χρειαζόταν σε μένα».

Ο συμβολαιογράφος φάνηκε, έσφιγγε με το αριστερό του χέρι τον κλαδωτό κοιτωνίτη του, ενώ με το άλλο έβαζε και ξανάβγαζε το βελούδινο καστανό σκούφο, που ήταν βαλμένος εξεζητημένα προς το δεξιό μέρος, από τον οποίο έπεφταν λίγα ξανθά μαλλιά που άρχιζαν από το ινίο και τριγύριζαν το φαλακρό του κρανίο.

Αφού της πρόσφερε ένα κάθισμα, κάθισε για να προγευματίσει, ζητώντας συγνώμη για την αγένεια.

«Κύριε» είπε εκείνη, «θα σας παρακαλούσα...»

«Για ποιο ζήτημα, κυρία; Σας ακούω».

Η Έμμα άρχισε να του εκθέτει την κατάστασή της. Ο δικηγόρος Γκιγιομέν τη γνώριζε, γιατί συνδεόταν κρυφά με τον έμπορο των υφασμάτων, από τον οποίο έβρισκε πάντοτε το κεφάλαιο για ενυπόθηκα δάνεια που του ζητούσαν οι πελάτες του.

Ήξερε λοιπόν (και καλύτερα, μάλιστα απ' αυτήν) τη μακροχρόνια ιστορία των συναλλαγματικών αυτών, μηδαμινές στην αρχή, με διάφορες προθεσμίες λήξεως και πολλά ονόματα προεξοφλητών, που διαρκώς ανανεώνονταν, ως την ημέρα που, μαζεύοντας όλες τις διαμαρτυρημένες συναλλαγματικές, είχε επιφορτίσει το φίλο του Βενσάρ να κάνει επ' ονόματί του τη μήνυση που χρειαζόταν, γιατί δεν ήθελε αυτός να φανεί τίγρης στους συμπολίτες του.

Στη διήγησή της δεν παρέλειψε και παράπονα εναντίον του Λερέ, παράπονα στα οποία ο συμβολαιογράφος απαντούσε πότε πότε με μια ασήμαντη λέξη. Τρώγοντας την κοτολέτα του και πίνοντας το τσάι του, κατέβαζε το πηγούνι του προς την καταγάλανη γραβάτα του, στην οποία υπήρχαν δυο διαμαντένιες καρφίτσες που τις ένωνε μια μικρή αλυσιδίτσα. Χαμογελούσε μ' ένα παράξενο χαμόγελο, με τρόπο γλυκό και διφορούμενο. Αλλά παρατηρώντας πως είχε τα πόδια της βρεγμένα, της είπε:

«Πλησίασε, λοιπόν, στη θερμάστρα. Πιο ψηλά... επάνω στην πορσελάνη». Η Έμμα φοβήθηκε μήπως τη λερώσει. Ο συμβολαιογράφος είπε με αβρό ύφος:

«Τα ωραία πράγματα δεν μπορούν να χαλάσουν τίποτα».

Τότε η Έμμα προσπάθησε να τον συγκινήσει, και συγκινημένη κι η ίδια, άρχισε να του λέει τις στενοχώριες που δοκίμαζε στο σπίτι της, τους πόνους της, τις ανάγκες της. Εκείνος τα καταλάβαινε όλ' αυτά. Είχε να κάμει με μια κομψή γυναίκα! Και δίχως να σταματήσει το φαγητό του, είχε γυρίσει εντελώς προς το μέρος της, τόσο πολύ, που άγγιζε με το γόνατό του το παπούτσι της, που η σόλα κύρτωνε βγάζοντας καπνό επάνω στη θερμάστρα.

Αλλά όταν του ζήτησε χίλια σκούδα, έσφιξε τα χείλη του, κατόπι της δήλωσε ότι λυπόταν πάρα πολύ που δεν είχε αναλάβει αυτός τη διαχείριση της περιουσίας της, γιατί υπήρχαν εκατό τρόποι, ακόμα και για μια κυρία, για ν' αυξήσει τα χρήματά της. Θα μπορούσαν είτε με τα ανθρακωρυχεία της Γκρουμελίν είτε με τα οικόπεδα της Χάβρης να κάμουν, σχεδόν με βεβαιότητα, λαμπρές επιχειρήσεις. Την άφησε να τη σπαράξει η λύσσα με την ιδέα των φανταστικών ποσών που δήθεν θα κέρδιζε.

Page 217: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Πώς συμβαίνει» εξακολούθησε ο συμβολαιογράφος, «και δεν ήρθατε σε μένα;»

«Δεν ξέρω κι εγώ» απάντησε εκείνη.

«Να σας πω το γιατί; Σας τρόμαζα πολύ; Κι όμως, απεναντίας, εγώ θα 'πρεπε να παραπονεθώ. Μόλις γνωριζόμαστε, κι όμως σας είμαι τελείως αφοσιωμένος. Δεν αμφιβάλλετε πια, ελπίζω».

Άπλωσε το χέρι του, έπιασε το δικό της, το φίλησε λαίμαργα, κατόπι το κράτησε πάνω στα γόνατά του κι έπαιζε ελαφρά με τα δάχτυλά της, ενώ στον ίδιο καιρό τής έλεγε χίλια δυο ερωτικά λόγια. Η χωρίς καμιά χάρη φωνή του ακουγόταν σφυριχτά, σαν ένα ρυάκι που κυλά. Από την κόρη των ματιών του έβγαινε μια σπίθα που ξεπερνούσε το αντιφέγγισμα των γυαλιών του. Τα χέρια του προχωρούσαν μέσα στο μανίκι της Έμμας για να χαϊδέψει το μπράτσο. Η αναπνοή του άγγιζε το μάγουλό της. Αυτός ο άνθρωπος την ενοχλούσε πολύ.

Τινάχτηκε πάνω και του είπε:

«Κύριε, περιμένω».

«Τι πράγμα, λοιπόν;» είπε ο συμβολαιογράφος, που έγινε υπερβολικά ωχρός.

«Τα χρήματα που σας ζήτησα!»

«Ναι, αλλά...» Κατόπιν, υποχωρώντας στην έκρηξη ενός πόθου πάρα πολύ δυνατού, είπε: «Λοιπόν, ναι!»

Συρόταν γονατιστός μπροστά της, χωρίς να φροντίζει το κοστούμι του.

«Προς Θεού, μείνετε! Σας αγαπώ!»

Την έπιασε από τη μέση. Ένα πορφυρένιο κύμα ανέβηκε γρήγορα στο πρόσωπο της κυρίας Μποβαρύ. Οπισθοχώρησε μ' έναν τρομερό τρόπο, φωνάζοντας:

«Εκμεταλλεύεστε με αναίδεια την απελπισία μου! Είμαι για οίκτο, όχι όμως και για πούλημα!»

Κι έφυγε.

Ο συμβολαιογράφος έμεινε κατάπληκτος, με τα μάτια καρφωμένα πάνω στις ωραίες κεντημένες παντούφλες. Ο έρως τού είχε προσφέρει ένα δώρο. Αυτή η λύση στο τέλος τον ευχαρίστησε. Συλλογιζόταν τώρα ότι μια τέτοια περιπέτεια θα τον παρέσυρε πολύ μακριά.

«Τι άθλιος! Τι παλιάνθρωπος! Τι ατιμία!» έλεγε η Έμμα μόνη της, ενώ περπατούσε με νευρικά βήματα κάτω από τα δέντρα του δρόμου. Η απογοήτευση της αποτυχίας δυνάμωνε την αγανάκτηση της προσβεβλημένης τιμής της. Νόμιζε ότι η τύχη την καταδίωκε αμείλικτα, και κάνοντας υπερήφανες σκέψεις, δοκίμαζε, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, εκτίμηση για τον εαυτό της και περιφρόνηση για τους άλλους. Κάτι το άγριο την κυρίευε. Θα ήθελε να δείρει τους άντρες, να τους φτύσει καταπρόσωπο, να τους συντρίψει όλους. Κι εξακολουθούσε να προχωρεί γρήγορα, χλομή, ταραγμένη, απελπισμένη, ερευνώντας με βουρκωμένα μάτια τον άδειο ορίζοντα και βρίσκοντας ηδονή στο μίσος που την έπνιγε.

Όταν διέκρινε το σπίτι της, την έπιασε μια νάρκη. Δεν μπορούσε να προχωρήσει κι όμως ήταν ανάγκη. Να φύγει. Αλλά πού;

Page 218: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Ευτυχία την περίμενε στην πόρτα. «Τι απέγινε;»

«Τίποτα».

Και για ένα τέταρτο της ώρας, κυρία και υπηρέτρια δεν έκαναν άλλο παρά να αναφέρουν τα διάφορα πρόσωπα της Γιονβίλ που θα ήταν, ίσως, πρόθυμα να βοηθήσουν. Αλλά κάθε φορά που η Ευτυχία έλεγε κάποιο όνομα, η Έμμα απαντούσε:

«Είναι δυνατόν; Δε θα θελήσουν».

«Κι ο κύριος, που πρόκειται να επιστρέψει;»

«Το ξέρω πολύ καλά. Άφησέ με μόνη».

Είχε δοκιμάσει το καθετί. Δεν έμενε πια τίποτα τώρα να κάνει. Και όταν θα 'ρχόταν ο Κάρολος, θα του έλεγε:

«Τραβήξου πίσω. Αυτό το χαλί που πατάς δεν είναι πια δικό μας. Από τα πράγματα του σπιτιού σου, δε σου απέμεινε ούτε ένα έπιπλο ούτε μια καρφίτσα ούτε μια ψάθα. Και είμαι εγώ εκείνη που σε κατέστρεψα, δυστυχισμένε άνθρωπε».

Τότε θ' ακουγόταν ένας μεγάλος λυγμός, κατόπι θα έκλαιγε πάρα πολύ, και τέλος, όταν θα περνούσε η έκπληξη, θα τη συγχωρούσε.

«Ναι» ψιθύρισε τρίζοντας τα δόντια, «θα με συγχωρέσει, αυτός που κι ένα εκατομμύριο αν μου πρόσφερε, δε θα ήταν αρκετό για να τον συγχωρήσω εγώ, γιατί ήρθε και με γνώρισε. Ποτέ! Ποτέ!»

Η ιδέα αυτή, ότι ο Μποβαρύ ήταν ανώτερός της, την ερέθιζε. Έπειτα, είτε το ομολογούσε είτε όχι, σύντομα, τώρα ή αύριο, πάντα θα μάθαινε την καταστροφή. Έπρεπε, λοιπόν, να περιμένει την τρομερή αυτή σκηνή και να υποστεί το βάρος της μεγαλοψυχίας του. Της ήρθε η διάθεση να ξαναπάει στον Λερέ. Για ποιο λόγο, όμως; Να γράψει στον πατέρα της; Ήταν πολύ αργά. Και ίσως ν' άρχιζε να μετανοεί, γιατί δεν είχε δεχτεί τις προτάσεις του άλλου, όταν άκουσε τον καλπασμό ενός αλόγου, στη δεντροστοιχία. Ήταν αυτός, άνοιγε το φράχτη και το πρόσωπό του ήταν περισσότερο ωχρό κι από το γύψινο τοίχο. Η Έμμα, πηδώντας σχεδόν τη σκάλα, έφυγε βιαστικά και κρυφά από το μέρος της πλατείας. Η γυναίκα του δημάρχου, που μιλούσε μπροστά στην εκκλησία με τον Λεστιμπουντουά, την είδε να μπαίνει στο σπίτι του φοροεισπράκτορα.

Έτρεξε και το είπε στην κυρία Καρόν. Οι δυο γυναίκες ανέβηκαν στο ανώγι και κρύφτηκαν πίσω απ' τα ασπρόρουχα που ήταν απλωμένα πάνω σε ξύλα. Τοποθετήθηκαν καλά, για να παρατηρούν ολόκληρο το εσωτερικό του σπιτιού του Μπινέ.

Ο φοροεισπράκτορας ήταν μόνος στη σοφίτα του και καταγινόταν να μιμηθεί ένα αραβούργημα, από κείνα που δεν περιγράφονται εύκολα και που αποτελούνται από μισοφέγγαρα και σκαλιστές σφαίρες, τη μία μέσα στην άλλη. Το σχήμα που προσπαθούσε να δώσει στο ξύλο που κρατούσε, ήταν οβελίσκος και δε χρησίμευε σε τίποτα. Είχε αρχίσει το τελευταίο κομμάτι και νόμιζε ότι είχε πετύχει το σκοπό του. Στο λίγο φως του εργαστηρίου του, η ξανθή σκόνη πετούσε από τον τόρνο του σαν σπίθες που βγαίνουν από τα πέταλα των αλόγων που τρέχουν με καλπασμό. Οι δυο ρόδες γύριζαν, βούιζαν. Ο Μπινέ χαμογελούσε, με το πηγούνι κατεβασμένο, τα ρουθούνια ανοιχτά, και τέλος, φαινόταν σαν να βρισκόταν μέσα σε μια τέλεια ευδαιμονία, που βρίσκεται, δίχως άλλο, μόνο στις μέτριες ασχολίες που ευχαριστούν το πνεύμα με εύκολα προβλήματα και το χορταίνουν με μια ικανοποίηση, πέρα από την οποία δε χρειάζεται να ονειρεύεσαι.

Page 219: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Α, νά τη!» είπε η κυρία Τιβάς.

Δεν ήταν όμως εύκολο, εξαιτίας του τόρνου, ν' ακούσουν τι έλεγε.

Τέλος, οι γυναίκες αυτές νόμισαν ότι ξεχώρισαν τη λέξη φράγκα και η κυρία Τιβάς ψιθύρισε με πολύ χαμηλή φωνή:

«Τον παρακαλεί για να πετύχει μια αναβολή της πληρωμής των φόρων».

«Αυτό είναι πρόσχημα!» είπε η άλλη.

Την είδαν να βαδίζει κατά μήκος και κατά πλάτος του δωματίου, να εξετάζει τους τοίχους, τις πετσετοθήκες, τα καντηλέρια, ενώ ο Μπινέ χάιδευε τα γένια του με ικανοποίηση.

«Μήπως ήρθε για να του δώσει καμιά παραγγελία;» είπε η κυρία Τιβάς.

«Αυτός δεν κάνει εμπόριο!» αντέτεινε η γειτόνισσά της.

Ο φοροεισπράκτορας φαινόταν ότι άκουγε, ενώ συγχρόνως άνοιγε με έκπληξη τα μάτια του, σαν να μην καταλάβαινε τίποτα. Η Έμμα εξακολουθούσε την ομιλία της με ύφος τρυφερό, ικετευτικό. Τον πλησίασε. Το στήθος φούσκωνε από συγκίνηση. Δε μιλούσαν πια.

«Μήπως του κάνει άλλου είδους προτάσεις;» είπε η κυρία Τιβάς.

Ο Μπινέ είχε κοκκινίσει ως τ' αυτιά. Η Έμμα τού έπιασε τα χέρια.

«Α, αυτό είναι πάρα πολύ!»

Και δίχως αμφιβολία θα του πρότεινε κάτι πολύ απαίσιο, γιατί ο φοροεισπράκτορας —που ήταν, μάλιστα, γενναίος άνθρωπος, είχε πολεμήσει στο Μπάουτζεν και το Λούτζεν, έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Γαλλίας και αναφέρθηκε και για τον πολεμικό σταυρό — έξαφνα, σαν να 'βλεπε φίδι, τραβήχτηκε πολύ μακριά, φωνάζοντας:

«Κυρία! Σκεφτήκατε καλά τι λέτε!»

«Θα έπρεπε να τις μαστιγώνουν αυτές τις γυναίκες!» είπε η κυρία Τιβάς.

«Πού πήγε τώρα;» είπε η κυρία Καρόν.

Γιατί η Έμμα, στο διάστημα που ειπώθηκαν αυτά τα λόγια, είχε εξαφανιστεί. Έπειτα, την είδαν να περνά βιαστικά από το μεγάλο δρόμο, να γυρίζει προς τα δεξιά, σαν να ήταν να πάει στο Κοιμητήριο. Οι δυο γυναίκες εξακολούθησαν τα σχόλιά τους και χάνονταν μέσα σε χίλιους δύο συλλογισμούς.

«Κυρα-Ρολέ» είπε η Έμμα φτάνοντας στο παλιόσπιτο της παραμάνας, «πνίγομαι!... Ξεκούμπωσέ με». Έπεσε πάνω σ' ένα κρεβάτι. Έκλαιγε δυνατά, με λυγμούς. Η κυρία Ρολέ τη σκέπασε μ' ένα φουστάνι κι έμεινε όρθια, δίπλα της. Έπειτα, επειδή η Έμμα δεν απαντούσε, η αγαθή γυναίκα απομακρύνθηκε, πήρε το ροδάνι της κι άρχισε να γνέθει λινάρι.

«Ω, πάψε πια!» ψιθύρισε η κυρία Μποβαρύ, νομίζοντας ακόμα ότι ακούει τον τόρνο του Μπινέ.

«Ποιος την πειράζει;» έλεγε με απορία μόνη της η παραμάνα. «Γιατί, άραγε, ήρθε δω;»

Page 220: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Είχε καταφύγει εκεί σπρωγμένη από ένα είδος τρόμου που την έδιωχνε από το σπίτι της. Η κυρία Μποβαρύ ήταν ξαπλωμένη ακίνητη, τα μάτια απλανή, ξεχώριζε αόριστα τα αντικείμενα, μολονότι φαινόταν ότι πρόσεχε με μια ηλίθια επιμονή τα ξεφλουδίσματα του τοίχου, δύο δαυλούς που κάπνιζαν από τις άκρες και μια μεγάλη αράχνη που προχωρούσε πάνω από το κεφάλι της μέσα στη σχισματιά του δοκαριού. Τέλος, κατόρθωσε να συγκεντρώσει τις σκέψεις της. Θυμόταν... Μια μέρα, με τον Λεόν!... Ω, πόσο μακριά ήταν η εποχή αυτή!... Ο ήλιος έλαμπε πάνω στο ποτάμι, και τα λουλούδια αρωμάτιζαν τον αέρα... Τότε, παρασυρόμενη από τις αναμνήσεις της, όπως μέσα σ' ένα χείμαρρο που παφλάζει, έφτασε γρήγορα στο σημείο να θυμηθεί την προηγούμενη μέρα.

«Τι ώρα είναι;» ρώτησε.

Η κυρία Ρολέ βγήκε έξω, σήκωσε τα δάχτυλα του δεξιού χεριού της από το μέρος που ο ουρανός ήταν πιο καθαρός και ξαναμπήκε σιγά, λέγοντας:

«Σε λίγο θα είναι τρεις!»

«Α, σ' ευχαριστώ!»

Δεν είχε αμφιβολία ότι θα ερχόταν ο Λεόν. Ήταν εντελώς βεβαία! Θα έβρισκε χρήματα. Αλλά θα πήγαινε, ίσως, εκεί κάτω, δίχως να φαντάζεται ότι αυτή βρισκόταν εδώ. Διέταξε, λοιπόν, την παραμάνα να τρέξει και να τον οδηγήσει.

«Κάνε γρήγορα!»

«Ναι, αγαπητή μου κυρία, πηγαίνω! Πηγαίνω!»

Η Έμμα απορούσε τώρα πώς δεν τον συλλογίστηκε τόση ώρα. Χθες είχε δώσει το λόγο του. Δε θα τον αθετούσε. Και φανταζόταν κιόλας τον εαυτό της στο σπίτι του Λερέ, απλώνοντας επάνω στο γραφείο του τα τρία χαρτονομίσματα. Κατόπι θα έπρεπε να εφεύρει μια ιστορία που θα εξηγούσε τα πράγματα στον Μποβαρύ. Ποια όμως!

Στο μεταξύ, η παραμάνα αργούσε να επιστρέψει. Επειδή, όμως, στο καλύβι δεν υπήρχε ρολόι, η Έμμα πίστευε ότι ίσως μεγαλοποιούσε τη βραδύτητα και το πέρασμα της ώρας. Βγήκε στον κήπο κι άρχισε να κάνει μικρούς περιπάτους με σιγανό βήμα. Πήγε στο μονοπάτι που βρισκόταν κατά μήκος του φράχτη και γύρισε γρήγορα, ελπίζοντας πως η απλοϊκή γυναίκα θα είχε επιστρέψει από άλλο δρόμο. Τέλος, κουράστηκε να περιμένει, οι υποψίες που ήθελε ν' απομακρύνει την κυρίευαν, και δεν ήξερε πια αν ήταν εκεί εδώ και έναν αιώνα ή είχε περάσει μόνο μια στιγμή. Κάθισε σε μια γωνιά, έκλεισε τα μάτια της και βούλωσε τα αυτιά. Το κάγκελο έτριξε. Η Έμμα τινάχτηκε πάνω και όρμησε. Πριν όμως ανοίξει το στόμα της, η κυρα-Ρολέ τής είπε:

«Δεν είναι κανείς σπίτι σας!»

«Πώς αυτό;»

«Ω, κανείς! Και ο κύριος κλαίει. Σας φωνάζει. Σας ζητούν».

Η Έμμα δεν απάντησε τίποτα. Ανέπνεε με δυσκολία. Έστρεψε το βλέμμα της γύρω, ενώ η χωρική, τρομαγμένη από την έκφραση του προσώπου της, οπισθοχωρούσε από ένστικτο, νομίζοντάς την τρελή. Έξαφνα, χτύπησε το μέτωπό της, έβγαλε μια φωνή. Η ανάμνηση του Ροδόλφου, σαν μια μεγάλη αστραπή μέσα σε μια σκοτεινή νύχτα, της φώτισε την ψυχή. Ήταν τόσο καλός, τόσο λεπτός, τόσο γενναίος! Και εξάλλου, αν δίσταζε να της κάνει αυτή την υπηρεσία, εκείνη θα είχε τον τρόπο να

Page 221: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

τον πείσει, θυμίζοντάς του, με μια μόνη ματιά, τη χαμένη αγάπη τους. Ξεκίνησε, λοιπόν, για την Ουσέτ, χωρίς να καταλαβαίνει πως έτρεχε να δώσει τον εαυτό της σε κάτι, που πριν από λίγο την είχε κάνει να επαναστατήσει, και χωρίς να φαντάζεται, έστω και λίγο, τον εξευτελισμό αυτό.

Page 222: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

8

Ενώ βάδιζε, ρωτούσε τον εαυτό της: «Τι θα του πω; Από που θ' αρχίσω;» Και όσο προχωρούσε, αναγνώριζε τους θάμνους, τα δέντρα, τα σκοίνα πάνω στους λόφους, τον πύργο, εκεί κάτω. Δοκίμαζε και πάλι τα παλιά της συναισθήματα, τις παλιές της περιπάθειες, και η φτωχή σφιγμένη καρδιά της απολάμβανε μια ερωτική τρυφερότητα. Ένας χλιαρός αέρας φυσούσε στο πρόσωπό της. Το χιόνι που έλιωνε, έπεφτε σε σταγόνες από τα μπουμπούκια πάνω στα χόρτα.

Η Έμμα μπήκε, όπως άλλοτε, από τη μικρή πόρτα του πάρκου, κατόπιν έφτασε στην κύρια είσοδο, που την πλαισίωνε μια διπλή σειρά από φουντωτές φιλύρες. Κουνούσαν τα μακριά κλαδιά της σφυρίζοντας. Οι σκύλοι άρχισαν να γαβγίζουν όλοι μαζί και ο θόρυβος της φωνής τους αντηχούσε χωρίς να παρουσιάζεται κανένας.

Ανέβηκε τη μεγάλη, ίσια σκάλα με τα ξύλινα κάγκελα που οδηγούσε στο σκονισμένο πλακόστρωτο, όπου υπήρχαν διάφορα δωμάτια στη σειρά, όπως στα μοναστήρια ή στα ξενοδοχεία. Το δωμάτιό του ήταν στην άκρη, στο βάθος αριστερά. Όταν έβαλε τα δάχτυλά της επάνω στην κλειδαριά, οι δυνάμεις της την εγκατέλειψαν αμέσως. Φοβόταν μήπως δεν ήταν εκεί, σχεδόν το ευχόταν, μολονότι ήταν η μόνη της ελπίδα, η τελευταία σανίδα σωτηρίας. Συγκέντρωσε για μια στιγμή τον εαυτό της, και δυναμώνοντας το θάρρος της με τη συναίσθηση της αναπόφευκτης ανάγκης, μπήκε.

Εκείνος βρισκόταν μπροστά στη φωτιά, με τα δυο του πόδια πάνω στην πυροστιά, και κάπνιζε μια πίπα.

«Πώς! Εσύ εδώ!» είπε και σηκώθηκε απότομα.

«Ναι, εγώ είμαι! Θα ήθελα, Ροδόλφε, να σου ζητήσω μια συμβουλή». Και παρ' όλες τις προσπάθειές της τής ήταν αδύνατο να ανοίξει το στόμα της.

«Δεν άλλαξες διόλου, είσαι πάντοτε χαριτωμένη».

«Αχ!» απάντησε εκείνη με πίκρα, «οι χάρες μου είναι θλιβερές, φίλε μου, αφού τις είχες περιφρονήσει».

Τότε εκείνος άρχισε να της δικαιολογεί τη διαγωγή του και να της δίνει εξηγήσεις με αόριστες φράσεις, γιατί δεν μπορούσε να εφεύρει καλύτερες.

Η Έμμα παρασύρθηκε περισσότερο από τα λόγια του παρά από τη φωνή ή την παρουσία του, τόσο πολύ, μάλιστα, που φάνηκε ότι πίστεψε (ίσως να μην πίστεψε πραγματικά) στην πρόφαση που είπε εκείνος για το χωρισμό τους. Ήταν ένα μυστικό, από το οποίο κρεμόταν η τιμή και μάλιστα η ίδια η ζωή ενός τρίτου προσώπου.

«Δεν έχει σημασία!» είπε εκείνη κοιτάζοντάς τον θλιβερά, «εγώ υπέφερα πολύ!»

Ο Ροδόλφος απάντησε με φιλοσοφικό ύφος:

«Έτσι είναι η ζωή!»

«Τουλάχιστον» είπε η Έμμα, «η ζωή σου ήταν καλή ύστερα από το χωρισμό μας;»

«Μπα, ούτε καλή, ούτε κακή».

Page 223: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Θα ήταν προτιμότερο να μη χωριζόμασταν ποτέ».

«Ναι, ίσως».

«Το πιστεύεις;» ρώτησε εκείνη πλησιάζοντας. Και μ' ένα στεναγμό: «Αχ, Ροδόλφε! Αν ήξερες! Σ' αγάπησα πάρα πολύ!» είπε.

Τότε του έπιασε το χέρι κι έμειναν λίγη ώρα με τα δάχτυλα ενωμένα, όπως την πρώτη μέρα του Αγροτικού Συνεδρίου. Εκείνος, από κάποιο αίσθημα περηφάνιας, προσπαθούσε να μη συγκινηθεί. Η Έμμα, όμως, έπεσε πάνω στο στήθος του και του είπε:

«Πώς ήθελες να ζήσω δίχως εσένα; Δεν μπορεί κανείς να ξεσυνηθίσει την ευτυχία! Ήμουν απελπισμένη! Νόμιζα ότι θα πέθαινα! Θα σου τα διηγηθώ όλα και θα δεις. Κι εσύ... εσύ με απέφευγες!»

Γιατί, στο διάστημα των τριών αυτών χρόνων, ο Ροδόλφος προσπάθησε με κάθε τρόπο να μην τη συναντήσει, από τη φυσική εκείνη ανανδρία που χαρακτηρίζει το ανδρικό φύλο. Η Έμμα εξακολουθούσε με κομψά κινήματα του κεφαλιού να του μιλά με χάδια ερωτευμένης γάτας.

«Αγαπάς άλλες γυναίκες, ομολόγησέ το! Ω! Το καταλαβαίνω, μην το αρνείσαι! Τις συγχωρώ. Τις έχεις μαγέψει, όπως μάγεψες και μένα. Εσύ είσαι πραγματικός άντρας! Έχεις όλα όσα χρειάζονται για να σ' αγαπήσουν. Αλλά θα ξαναρχίσουμε, δεν είναι έτσι; Θα αγαπηθούμε και πάλι! Κοίταξε, γελώ είμαι ευτυχισμένη! Μίλησε, λοιπόν!»

Η Έμμα ήταν υπέροχα θελκτική εκείνη τη στιγμή, με το βλέμμα της που στην άκρη του έτρεμε ένα δάκρυ, σαν το νερό της καταιγίδας μέσα σ' ένα γαλάζιο φύλλο.

Την τράβηξε στα γόνατά του και της χάιδευε τα ίσια μαλλιά της, που πάνω τους, μέσα στο φως του δειλινού, καθρεφτίζονταν σαν χρυσά βέλη οι τελευταίες ακτίνες του ήλιου. Χαμήλωσε το μέτωπό της κι εκείνος τη φίλησε, τελικά, πάνω στα βλέφαρα πολύ ελαφρά, με την άκρη των χειλιών του.

«Είσαι όμως κλαμένη!» είπε η Ροδόλφος. «Γιατί;»

Η Έμμα ξέσπασε σε λυγμούς. Ο Ροδόλφος νόμισε ότι ήταν από ακράτητη εκδήλωση του έρωτά της. Και επειδή εκείνη σώπαινε, πήρε τη σιωπή αυτή για συστολή και φώναξε:

«Α, συγχώρεσέ με! Είσαι η μόνη γυναίκα που μου αρέσει. Ήμουν κουτός και κακός! Σ' αγαπώ, θα σ' αγαπώ πάντοτε! Τι έχεις, πες μου, λοιπόν!» Ο Ροδόλφος γονάτισε μπροστά της.

«Νά, λοιπόν, είμαι κατεστραμμένη, Ροδόλφε! Θα μου δανείσεις τρεις χιλιάδες φράγκα!»

«Αλλά... αλλά...» είπε εκείνος, ενώ σηκωνόταν σιγά και η φυσιογνωμία του έπαιρνε μια σοβαρή έκφραση.

«Ξέρεις» εξακολούθησε εκείνη, «ο άντρας μου είχε τοποθετήσει όλη του την περιουσία σ' ένα συμβολαιογράφο· ο άθλιος αυτός δραπέτευσε. Οι πελάτες δεν πλήρωναν, εξάλλου η εκκαθάριση δεν τελείωσε. Αργότερα θα έχουμε χρήματα. Αλλά, σήμερα, επειδή δεν έχουμε τρεις χιλιάδες φράγκα, θα μας κάνουν κατάσχεση. Το πράγμα βιάζει, σήμερα, αυτή τη στιγμή πρέπει να γίνει ό,τι είναι να γίνει. Βασίστηκα στη φιλία σου και ήρθα».

«Α!» συλλογίστηκε ο Ροδόλφος, που είχε γίνει έξαφνα πολύ χλομός, «γι' αυτό ήρθε!» Τέλος, με ύφος

Page 224: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ήρεμο, απάντησε:

«Δεν έχω το ποσό αυτό, αγαπητή κυρία».

Δεν έλεγε καθόλου ψέματα. Αν είχε, χωρίς αμφιβολία θα της έδινε, μολονότι είναι πάντοτε δυσάρεστο να κάνει κανείς τέτοιες αγαθοεργίες. Μια χρηματική αίτηση είναι, απ' όλες τις θύελλες που χτυπούν τον έρωτα η πιο ψυχρή κι εκείνη που φέρνει περισσότερο το ξερίζωμα.

Η Έμμα στην αρχή έμεινε μερικές στιγμές κοιτάζοντάς τον.

«Δεν έχεις το ποσό αυτό!» ξανάπε πολλές φορές. «Δεν έχεις το ποσό αυτό! Θα 'πρεπε να μην είχα δεχτεί αυτή την τελευταία προσβολή. Δε μ' αγάπησες ποτέ! Δεν αξίζεις περισσότερο από τους άλλους!»

Προδιδόταν μόνη της, χανόταν.

Ο Ροδόλφος τη διέκοψε, βεβαιώνοντας ότι κι αυτός ήταν στεναχωρημένος.

«Α, σε λυπάμαι!» είπε η Έμμα. «Ναι, πάρα πολύ!»

Σταμάτησε το βλέμμα της επάνω σ' ένα όπλο δαμασκηνό που έλαμπε μέσα στην πανοπλία:

«Αλλά όταν είναι κανείς τόσο φτωχός, δε βάζει τόσο ασήμι στο κοντάκι του τουφεκιού του. Δεν αγοράζει ρολόι με ποικίλματα» εξακολουθούσε εκείνη δείχνοντας το πολύτιμο ρολόι, «ούτε επίχρυσες σφυρίχτρες για τα μαστίγιά του ούτε κοσμήματα για το ρολόι της τσέπης του! Ω, τίποτα δεν του λείπει! Έχει ακόμα κι ένα σερβίτσιο για ποτά στο δωμάτιό του. Γιατί αγαπάς τον εαυτό σου, ζεις καλά, έχεις έναν πύργο, κτήματα, δάση. Πηγαίνεις για κυνήγι, ταξιδεύεις στο Παρίσι... Ε! και τούτο μόνο να είχες» φώναξε παίρνοντας από το τζάκι τα κουμπιά των μανικετιών του, «το μικρότερο δηλαδή απ' όλες τις ανοησίες, θα μπορούσες να το μετατρέψεις σε περιουσία!... Ω, δεν τα θέλω! Κράτησέ τα».

Κι έριξε πολύ μακριά τα δυο κουμπιά, που η χρυσή αλυσίδα έσπασε όταν χτύπησε πάνω στον τοίχο.

«Εγώ, όμως, θα σου τα 'δινα όλα, θα τα πουλούσα όλα, θα δούλευα, θα 'κανα τις χειρότερες δουλειές, θα ζητιάνευα ακόμα και στους δρόμους για ένα χαμόγελο, για ένα βλέμμα, για να σ' ακούσω να πεις "Ευχαριστώ!". Κι εσύ κάθεσαι κει ήσυχα, μέσα στην πολυθρόνα σου, σαν να μη με είχες κάνει να υποφέρω αρκετά. Δίχως εσένα, το ξέρεις καλά, θα μπορούσα να ζήσω ευτυχισμένη! Ποιος σε ανάγκαζε; Μήπως είχες βάλει στοίχημα; Κι όμως μ' αγαπούσες, το 'λεγες τουλάχιστον... Και πριν λίγο ακόμα... Α, θα ήταν προτιμότερο να μ' έδιωχνες! Τα χέρια μου είναι ακόμα μεστά από τα φιλιά σου, και πάνω στο χαλί φαίνεται ακόμα το μέρος όπου είχες γονατίσει και μου ορκιζόσουν αιώνια αγάπη. Μ' έκανες να το πιστέψω. Δυο χρόνια μ' έσερνες μέσα στο λαμπρότερο και γλυκύτερο όνειρο!... Θυμάσαι, τα σχέδιά μας για το ταξίδι; Ω, το γράμμα σου, το γράμμα σου! Μου έσκισε την καρδιά! Κι έπειτα, όταν ξαναγυρίζω σ' αυτόν, που είναι πλούσιος, ευτυχισμένος, ελεύθερος, για να ζητήσω μια βοήθεια που ο πρώτος τυχών θα την έδινε, ικετευτικά και φέρνοντας όλη μου την αγάπη, αυτός με διώχνει, γιατί θα του στοίχιζε τρεις χιλιάδες φράγκα!»

«Δεν τις έχω!» απάντησε ο Ροδόλφος, με τη μεγάλη εκείνη ψυχραιμία με την οποία σκεπάζεται, σαν κάτω από μια ασπίδα, ο συγκρατημένος θυμός.

Η Έμμα έφυγε. Οι τοίχοι έτρεμαν, η οροφή την πίεζε. Ξαναπέρασε κάτω από τη μακριά δεντροστοιχία, τρικλίζοντας επάνω στον σωρό των μαραμένων φύλλων που σκόρπιζε ο άνεμος. Τέλος, έσπασε

Page 225: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

μπροστά στην κιγκλιδωτή πόρτα. Έσπασε τα νύχια της στην κλειδαριά, τόσο βιαζόταν να την ανοίξει. Κατόπιν, εκατό βήματα πιο μακριά, λαχανιασμένη, έτοιμη να πέσει, σταμάτησε. Και τότε, στρέφοντας πίσω το κεφάλι της, είδε ακόμη μια φορά τον ατάραχο πύργο, με το πάρκο, τους κήπους, τις αυλές και όλα τα παράθυρα της προσόψεως.

Έμεινε σαν απολιθωμένη, μην έχοντας πια συνείδηση του εαυτού της, παρά μόνο από τους παλμούς των αρτηριών της, που νόμιζε ότι τους άκουγε να ξεφεύγουν σαν μουσική που ξεκουφαίνει και που γεμίζει όλο τον κάμπο. Το χώμα κάτω από τα πόδια της ήταν μαλακότερο κι από ένα κύμα, και τα αυλάκια τής φάνηκαν σαν πελώρια σκοτεινά κύματα που έσπαζαν με δυνατό κρότο. Ό,τι υπήρχε μέσα στο κεφάλι της από αναμνήσεις, ιδέες, έφευγε μεμιάς ορμητικά, σαν τα χίλια κομμάτια ενός πυροτεχνήματος. Είδε τον πατέρα της, το γραφείο του Λερέ, το δωμάτιό της εκεί κάτω, ένα άλλο τοπίο. Της ερχόταν τρέλα, φοβήθηκε και κατόρθωσε να ξαναβρεί τον εαυτό της. Αλλά και πάλι οι σκέψεις ήταν πολύ συγκεχυμένες, γιατί δε θυμόταν διόλου την αιτία της τρομερής καταστάσεώς της, το ζήτημα δηλαδή των χρημάτων. Δεν υπέφερε παρά μόνο από τον ερωτά της, κι ένιωθε την ψυχή της να την εγκαταλείπει με την ανάμνηση αυτή, σαν τους πληγωμένους, που στην αγωνία τους αισθάνονται να τους φεύγει η ζωή από τη ματωμένη πληγή τους.

Η νύχτα άρχισε ν' απλώνεται. Οι κουρούνες πετούσαν.

Νόμισε ξάφνου πως μικρά σφαιρίδια με το χρώμα της φωτιάς έσπαζαν στον αιθέρα, σαν σφαίρες απειλητικές που στροβιλίζονταν για να λιώσουν τελικά πάνω στο χιόνι, ανάμεσα στα κλαδιά των δέντρων. Στη μέση κάθε σφαιριδίου παρουσιαζόταν η μορφή του Ροδόλφου. Πολλαπλασιάστηκαν, πλησίασε το ένα στο άλλο και περνούσαν ανάμεσά της. Έπειτα όλα εξαφανίστηκαν. Αναγνώρισε τα φώτα των σπιτιών, που ακτινοβολούσαν από μακριά μέσα στην ομίχλη.

Τότε η θέση της παρουσιάστηκε όμοια με μια άβυσσο. Ανέπνεε με τόση δύναμη, που νόμιζε ότι θα 'σπαγε το στήθος της. Κατόπι, σε μια στιγμή ηρωισμού, που την έκανε σχεδόν χαρούμενη, κατέβηκε τρέχοντας την πλαγιά, πέρασε τη μικρή γέφυρα, το μονοπάτι, τη δεντροστοιχία, την αγορά, κι έφτασε μπροστά στο κατάστημα του φαρμακοποιού. Δεν υπήρχε κανείς εκεί. Ετοιμαζόταν να μπει, αλλά στο θόρυβο του κουδουνιού μπορούσαν να έρθουν και να τη δουν. Γλιστρώντας από την κιγκλιδωτή πόρτα, κρατώντας την αναπνοή της, ψηλαφώντας τον τοίχο, προχώρησε ως το κατώφλι της κουζίνας, όπου έκαιγε ένα κερί τοποθετημένο πάνω στο φουρνέλο. Ο Ιουστίνος με το πουκάμισο μετέφερε ένα πιάτο.

«Α, δειπνούν!» είπε μόνη της. «Ας περιμένω».

Ο Ιουστίνος γύρισε. Εκείνη χτύπησε το τζάμι. Ο προστατευόμενος του κυρίου Ομέ βγήκε αμέσως.

«Το κλειδί! Εκείνο του επάνω πατώματος, όπου είναι τα...»

«Πώς;»

Και την κοίταξε, κατάπληκτος για την ωχρότητα του προσώπου της που φάνταζε πολύ άσπρο μέσα στο μαύρο φόντο της νύχτας. Του φάνηκε εξαιρετικά ωραία και μεγαλοπρεπής σαν ένα φάντασμα. Χωρίς να καταλαβαίνει τι ζητούσε εκείνη, προαισθανόταν κάτι το τρομερό.

Αλλά εκείνη ξαναείπε νευρικά, με χαμηλή, γλυκιά φωνή που έσβηνε: «Το θέλω! Δώσ' μου το».

Επειδή ο μεσότοιχος ήταν λεπτός, ακουγόταν ο κρότος των πιρουνιών πάνω στα πιάτα, μέσα στην τραπεζαρία.

Page 226: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Έμμα προφασίστηκε ότι είχε ανάγκη να σκοτώσει τα ποντίκια που την εμπόδιζαν να κοιμηθεί.

«Θα πρέπει να ειδοποιήσω τον κύριο!»

«Όχι! Μείνε δω». Έπειτα, με ύφος αδιάφορο: «Ε, δεν αξίζει τον κόπο, θα του το πω εγώ έπειτα. Μπρος, φέξε μου!»

Μπήκε στο διάδρομο που οδηγούσε στο χημικό εργαστήριο. Επάνω στον τοίχο ήταν το κλειδί με την επιγραφή Καπερναούμ.

«Ιουστίνε!» φώναξε ο φαρμακοποιός με ανυπομονησία.

«Ας ανεβούμε!»

Και ο Ιουστίνος ακολούθησε την κυρία Μποβαρύ. Το κλειδί έκανε μια στροφή στην κλειδαριά. Εκείνη πήγε κατευθείαν στο τρίτο τραπεζάκι, τόσο η μνήμη της την οδηγούσε καλά. Έπιασε το γαλάζιο μπουκάλι, έβγαλε με βία το σκέπασμα, έβαλε μέσα το χέρι της, και όταν το ξανάβγαλε, η χούφτα της ήταν γεμάτη από μια λευκή σκόνη, που άρχισε αμέσως να την τρώει.

«Σταματήστε!» φώναξε ο Ιουστίνος, και όρμησε πάνω της για να της κρατήσει το χέρι.

«Σιωπή! Θα 'ρθουν...»

Τον Ιουστίνο τον είχε πιάσει απελπισία, ήθελε να φωνάξει.

«Μην πεις τίποτα. Θα ενοχοποιήσουν τον κύριό σου».

Κατόπιν η Έμμα απομακρύνθηκε, αφού είχε ξαναβρεί τη γαλήνη της και είχε σχεδόν την ικανοποίηση ότι είχε εκπληρώσει κάποιο καθήκον.

Όταν ο Κάρολος, αναστατωμένος από την είδηση της κατασχέσεως, γύρισε στο σπίτι του, η Έμμα μόλις είχε φύγει. Φώναξε, έκλαψε, λιποθύμησε, αλλά εκείνη δε γύριζε. Πού μπορούσε να είναι; Έστειλε την Ευτυχία στον Ομέ, στον σπίτι του Τιβάς και του Λερέ, στο Χρυσό Λιοντάρι, παντού. Και στα διαλείμματα της αγωνίας του έβλεπε την υπόληψή του εκμηδενισμένη, την περιουσία του χαμένη, το μέλλον της Μπέρτας κατεστραμμένο. Ποια είναι η αιτία; Ούτε μια λέξη! Περίμενε ως τις έξι το βράδυ. Τέλος, μην μπορώντας πια να κρατηθεί και πιστεύοντας πως είχε φύγει για τη Ρουέν, πήγε στο μεγάλο δρόμο, έκανε μισή λεύγα, δε συνάντησε κανέναν, περίμενε λίγο ακόμα και έπειτα γύρισε.

Εκείνη ήταν στο σπίτι. «Τι συνέβαινε; Γιατί; Εξήγησέ μου».

Η Έμμα κάθισε στο γραφείο της κι έγραψε ένα γράμμα. Έπειτα το 'κλεισε σιγά σιγά, προσθέτοντας την ημερομηνία και την ώρα. Κατόπιν, είπε με ύφος επίσημο:

«Θα διαβάσεις το γράμμα αυτό αύριο. Ως τότε, σε παρακαλώ, μη μου κάνεις καμία ερώτηση. Απολύτως καμία».

«Αλλά...»

«Ω, άφησέ με!»

Page 227: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Και ξάπλωσε με άνεση στο κρεβάτι της.

Την ξύπνησε μια στυφή γεύση που αισθανόταν στο στόμα της. Είδε τον Κάρολο και ξανάκλεισε τα μάτια της.

Πρόσεχε να δει αν υπέφερε. Αλλά όχι — τίποτε ακόμα. Άκουγε το χτύπο του ρολογιού, το θόρυβο της φωτιάς και την αναπνοή του Κάρολου, που έμενε όρθιος δίπλα στο κρεβάτι της.

«Α, ο θάνατος είναι πολύ μικρό πράγμα!» συλλογιζόταν. «Θα κοιμηθώ κι όλα θα τελειώσουν».

Ήπιε μια σταγόνα νερό, γύρισε προς τον τοίχο. Η απαίσια αυτή στυφή γεύση εξακολουθούσε.

«Διψάω, πόσο πολύ διψάω» ψιθύρισε στενάζοντας.

«Τι έχεις, λοιπόν!» είπε ο Κάρολος και της έδωσε ένα ποτήρι.

«Δεν είναι τίποτα!... Άνοιξε ένα παράθυρο... πνίγομαι!»

Και την έπιασε έξαφνα μια τέτοια αηδία, που μόλις πρόλαβε ν' αρπάξει το μαντίλι της που ήταν κάτω από το μαξιλάρι της.

«Πάρ' το από δω!» είπε με νευρικότητα. «Πέτα το!»

Ο Κάρολος τη ρώτησε. Εκείνη δεν αποκρίθηκε. Έστεκε ακίνητη από το φόβο μήπως και η μικρότερη κίνηση της έφερνε εμετό. Στο μεταξύ, αισθανόταν ένα παγερό κρύο που ανέβαινε από τα πόδια ως την καρδιά.

«Α, να αρχίζει!» ψιθύρισε.

«Τι είπες;»

Γύριζε το κεφάλι ελαφρά και με αγωνία και άνοιγε διαρκώς τα σαγόνια της, σαν να είχε πάνω στη γλώσσα της κάτι το πολύ βαρύ. Στις οκτώ άρχισαν και πάλι οι εμετοί.

Ο Κάρολος παρατήρησε ότι στο βάθος της λεκάνης ήταν ένα είδος χοντρής άσπρης άμμου, κολλημένης στα πλάγια της πορσελάνης.

«Αυτό είναι παράξενο! Είναι πολύ περίεργο!» επαναλάμβανε.

Αλλά εκείνη είπε με δυνατή φωνή: «Όχι, γελιέσαι!»

Τότε, με λεπτότητα και σχεδόν σαν να τη χάιδευε, έβαλε το χέρι του πάνω στο στομάχι της. Η Έμμα έβγαλε μια δυνατή φωνή. Εκείνος οπισθοχώρησε τρομαγμένος.

Έπειτα άρχισε να βογκά, στην αρχή σιγανά. Ένα δυνατό ρίγος τής τίναζε τους ώμους κι είχε γίνει πιο άσπρη από το σεντόνι, που το 'πιαναν τα συσπασμένα δάχτυλά της.

Ο άτακτος σφυγμός της δεν ακουγόταν σχεδόν διόλου τώρα.

Ρανίδες έσταζαν επάνω στη μελανιασμένη μορφή της, που φαινόταν σαν να είχε πήξει στον αχνό του μεταλλικού ατμού. Τα δόντια της χτυπούσαν, τα μεγαλωμένα μάτια της κοίταζαν αόριστα γύρω της

Page 228: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

και σε όλες τις ερωτήσεις δεν απαντούσε παρά με μια κίνηση του κεφαλιού. Χαμογέλασε, μάλιστα, δύο ή τρεις φορές. Σιγά σιγά τα βογκητά της έγιναν δυνατότερα. Ένα υπόκωφο ούρλιασμα της ξέφυγε. Είπε πως τώρα ήταν καλύτερα και ότι θα σηκωνόταν αμέσως. Αλλά την έπιασαν σπασμοί. Φώναξε δυνατά:

«Αχ, είναι φοβερό, Θεέ μου!»

Ο Κάρολος γονάτισε δίπλα στο κρεβάτι της.

«Μίλησέ μου. Τι έφαγες; Σ' εξορκίζω να μου απαντήσεις».

Και την κοίταζε με τα μάτια γεμάτα τόση τρυφερότητα, που ποτέ της δεν είχει δει.

«Λοιπόν, νά εκεί... εκεί!» είπε η Έμμα με σβησμένη φωνή. Ο Κάρολος όρμησε στο γραφείο, έσπασε τη σφραγίδα και διάβασε δυνατά: «Να μην ενοχοποιηθεί κανείς». Σταμάτησε, έβαλε το χέρι του πάνω στα βλέφαρά του. Έπειτα εξακολούθησε.

«Πώς! Βοήθεια! Βοηθήστε με!»

Δεν μπορούσε παρά να ξαναλέει αυτή τη λέξη: «Δηλητηριάστηκες, δηλητηριάστηκες». Η Ευτυχία έτρεξε στον κύριο Ομέ, ο οποίος φώναξε την είδηση στην πλατεία. Η κυρία Λεφρανσουά την άκουσε από το Χρυσό Λιοντάρι. Μερικοί σηκώθηκαν για να τη μεταδώσουν στους γείτονές τους, κι όλη τη νύχτα το χωριό δεν έκλεισε μάτι.

Σαστισμένος, τραυλίζοντας, έτοιμος να πέσει, ο Κάρολος τριγύριζε διαρκώς μέσα στο δωμάτιο. Σκόνταφτε στα έπιπλα, τραβούσε τα μαλλιά του, και ποτέ ο φαρμακοποιός δεν είχε πιστέψει πως θα μπορούσε να υπάρχει ένα τόσο τρομερό θέαμα.

Γύρισε στο φαρμακείο του για να γράψει στο γιατρό Λαριβιέρ. Δεν κατόρθωνε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του και ξέσκισε δεκαπέντε χαρτιά. Ο Ιππόλυτος έφυγε για τη Νεσατέλ κι ο Ιουστίνος σπιρούνισε τόσο δυνατά το άλογο του Μποβαρύ, που το άφησε στην πλαγιά του δάσους Γκιγιόμ, σχεδόν σκασμένο.

Ο Κάρολος θέλησε να ξεφυλλίσει το ιατρικό λεξικό του. Δεν έβλεπε όμως τίποτα. Τα στοιχεία και οι αράδες χόρευαν.

«Προπαντός ψυχραιμία» έλεγε ο φαρμακοποιός. «Πρέπει μόνο να της δώσουμε ένα δυνατό αντιφάρμακο. Ποιο είναι το δηλητήριο;»

Ο Κάρολος έδειξε το γράμμα. Ήταν αρσενικό.

«Λοιπόν, θα 'πρεπε να γίνει μια ανάλυση» πρόσθεσε ο φαρμακοποιός.

Ήξερε ότι σε κάθε περίπτωση δηλητηριάσεως είναι απαραίτητο να γίνεται η ανάλυση. Ο άλλος, όμως, που δεν καταλάβαινε τίποτα εκείνη τη στιγμή, απάντησε:

«Αχ! Κάνετε ό,τι θέλετε, ό,τι θέλετε! Αλλά σώστε την!»

Κατόπιν, αφού ξαναπήγε δίπλα της, έπεσε καταγής, επάνω στο χαλί, ακούμπησε το κεφάλι του στην άκρη του κρεβατιού κι έκλαιγε με λυγμούς.

Page 229: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Μην κλαις!» του είπε η Έμμα. «Ύστερα από λίγο δε θα σε βασανίζω πια».

«Γιατί το έκανες αυτό; Ποιος σ' ανάγκασε;»

Εκείνη απάντησε: «Έπρεπε να γίνει, φίλε μου, έπρεπε!»

«Δεν ήσουν ευτυχισμένη; Μήπως σου 'φταιξα σε τίποτα; Κι όμως, έκανα ό,τι μπορούσα για να σ' ευχαριστήσω».

«Ναι, είναι αλήθεια... Εσύ είσαι καλός!»

Κι έβαλε σιγά το χέρι της επάνω στα μαλλιά του και τον χάιδευε. Η γλυκύτητα του συναισθήματος αυτού έκανε μεγαλύτερη τη θλίψη του. Ένιωθε όλη του την ύπαρξη να γκρεμίζεται από την απελπισία που του έφερνε η σκέψη ότι θα την έχανε για πάντα, τη στιγμή, μάλιστα, που του 'δειχνε περισσότερη αγάπη από άλλοτε. Και δεν έβρισκε τίποτα, δεν ήξερε τίποτα, δεν τολμούσε τίποτα, γιατί η επείγουσα ανάγκη να πάρει μια γρήγορη απόφαση, συμπλήρωνε τη σύγχυσή του.

Η Έμμα συλλογιζόταν ότι είχε τελειώσει με όλες τις ταπεινότητες και με όλες εκείνες τις αναρίθμητες επιθυμίες που τη βασάνιζαν. Τώρα δε μισούσε κανέναν. Ένα σκοτάδι, όμοιο με του δειλινού, σκέπαζε το νου της, και απ' όλους τους θορύβους του κόσμου, η Έμμα δεν άκουγε πια παρά το παράπονο της φτωχής της καρδιάς, γλυκό κι ακαθόριστο, σαν μια τελευταία ηχώ μιας αρμονικής συμφωνίας που σβήνει μακριά.

«Φέρτε μου τη μικρή» είπε, ενώ στον ίδιο καιρό ανασηκώθηκε λίγο επάνω στον αγκώνα.

«Δεν είσαι τώρα χειρότερα, δεν είν' έτσι;» ρώτησε ο Κάρολος.

«Όχι! όχι!»

Το παιδί ήρθε στην αγκαλιά της υπηρέτριας, με το μακρύ νυχτικό του, απ' όπου έβγαιναν τα γυμνά του ποδαράκια. Ήταν σοβαρό και σχεδόν κοιμόταν ακόμα. Παρατήρησε με έκπληξη το δωμάτιο που ήταν σε ακαταστασία, και έκλεισε τα μάτια, γιατί το θάμπωναν τα κεριά που ήταν επάνω στα έπιπλα. Όλα αυτά του θύμιζαν, δίχως άλλο, το πρωί της πρωτοχρονιάς ή της Μεσοσαρακοστής, όταν, αφού το ξυπνούσαν πολύ νωρίς, με το φως των κεριών, πήγαινε στο κρεβάτι της μητέρας του για να πάρει τα δώρα του. Η Μπέρτα, για τούτο, είπε αμέσως:

«Πού είναι, λοιπόν, η μαμά;» Κι επειδή όλοι σώπαιναν: «Δε βλέπω, όμως, το παπουτσάκι μου» είπε.

Η Ευτυχία έσκυψε με τη μικρή προς το κρεβάτι, κοιτάζοντας πάντοτε προς το μέρος του τζακιού.

«Μήπως το πήρε η παραμάνα;» ρώτησε.

Και στο άκουσμα του ονόματος αυτού, που την ξανάφερε στην ανάμνηση της απιστίας της και της συμφοράς της, η κυρία Μποβαρύ γύρισε το κεφάλι, σαν να δοκίμαζε ένα άλλο δηλητήριο, πιο δυνατό από κείνο που της ανέβαινε στο στόμα. Η Μπέρτα, στο μεταξύ, είχε καθίσει πάνω στο κρεβάτι.

«Ω, πόσο μεγάλα είναι τα μάτια σου, μαμά! Πόσο είσαι χλομή! Πόσο ιδρώνεις!»

Η μητέρα της την κοίταζε.

«Φοβάμαι!» είπε η μικρή και τραβήχτηκε.

Page 230: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η Έμμα τής πήρε το χέρι για να το φιλήσει. Η Μπέρτα αντιστάθηκε.

«Αρκεί! Πάρτε την έξω!» φώναξε ο Κάρολος που έκλαιγε δίπλα στο κρεβάτι.

Έπειτα τα συμπτώματα σταμάτησαν για λίγο. Φαινόταν λιγότερο ταραγμένη, και σε κάθε ασήμαντη λέξη της και σε κάθε αναπνοή του στήθους της, λίγο πιο ήσυχη, εκείνος έπαιρνε θάρρος κι ελπίδα. Τέλος, όταν έφτασε ο Κανιβέ, όρμησε πάνω του κλαίγοντας:

«Αχ! ήρθατε! Ευχαριστώ! Είστε πολύ καλός. Αλλά, όλα πηγαίνουν καλύτερα. Ορίστε, κοιτάξτε την».

Ο συνάδελφός του δεν είχε καθόλου την ίδια γνώμη, και επειδή, όπως έλεγε ο ίδιος, δε συνήθιζε να κάνει ελιγμούς, διέταξε αμέσως ένα εμετικό για να ελαφρώσει τέλεια το στομάχι.

Η Έμμα δεν άργησε να κάνει εμετό και να βγάλει αίμα. Τα χείλη της σφίχτηκαν περισσότερο. Είχε τα μέλη συσπασμένα, το σώμα γεμάτο από μελανές κηλίδες και ο σφυγμός της γλιστρούσε κάτω από τα δάχτυλα σαν κλωστή τεντωμένη, σαν μια χορδή άρπας, έτοιμη να σπάσει.

Έπειτα άρχισε να φωνάζει πολύ δυνατά. Καταριόταν το δηλητήριο, το έβριζε, το παρακαλούσε να επισπεύσει το τέλος κι έσπρωχνε με τα αποσκληραμένα χέρια της καθετί που ο Κάρολος, με περισσότερη αγωνία από όση είχε εκείνη, προσπαθούσε να την κάνει να πιει. Στεκόταν όρθιος με το μαντίλι στα χείλη, αγκομαχώντας, κλαίγοντας, πνιγμένος από τους λυγμούς, που τον έκαναν να τραντάζεται ολόκληρος. Η Ευτυχία έτρεχε εδώ κι εκεί μέσα στο δωμάτιο. Ο Ομέ, ακίνητος, στέναζε βαθιά, και ο κύριος Κανιβέ, που πάντοτε διατηρούσε την ψυχραιμία του, άρχιζε εντούτοις να ανησυχεί πολύ.

«Διάβολε! Κι όμως, ελαφρώθηκε... και τη στιγμή που παύει η αιτία...»

«Πρέπει να παύει και η συνέπεια» είπε ο κύριος Ομέ. «Αυτό είναι φανερό».

«Αχ, σώστε τη! Σώστε τη!» φώναζε ο Μποβαρύ.

Για τούτο, δίχως ν' ακούσει το φαρμακοποιό, που δεν έπαυε να μιλεί, και μάλιστα έλεγε ότι «πιθανό να ήταν ένας σωτήριος παροξυσμός», ο Κανιβέ ήταν έτοιμος να δώσει στην Έμμα θηριακή, όταν ακούστηκε ο κρότος ενός μαστίγιου. Όλα τα τζάμια έτριξαν, κι ένα τετράτροχο αμάξι που το 'σερναν με όλη τους τη δύναμη τρία άλογα, λασπωμένα ως τ' αυτιά, παρουσιάστηκε έξαφνα στη γωνία της αγοράς. Ήταν ο δόκτωρ Λαριβιέρ.

Η εμφάνιση ενός Θεού δε θα μπορούσε να προκαλέσει περισσότερη συγκίνηση. Ο Μπροβαρύ σήκωσε τα χέρια του, ο Κανιβέ σταμάτησε αμέσως κι ο Ομέ έβγαλε το σκούφο του πολύ πριν μπει ο γιατρός.

Ανήκε στη μεγάλη χειρουργική σχολή, της οποίας αρχηγός ήταν ο Μπισά, στη γενιά εκείνη των ιατροφιλόσοφων που αγαπούσαν την επιστήμη τους με φανατικό έρωτα και την εξασκούσαν με ενθουσιασμό και φρόνηση. Στο νοσοκομείο του όλοι έτρεμαν όταν θύμωνε, και οι μαθητές του τον σέβονταν τόσο πολύ, που προσπαθούσαν, μόλις έκαναν δική τους κλινική, να τον μιμούνται όσο το δυνατόν περισσότερο. Έτσι, στις διάφορες πόλεις της περιφέρειας εκείνης έβλεπε κανείς να φοριούνται συχνά όσα εκείνος συνήθιζε, και προπάντων το μακρύ μάλλινο πανωφόρι και τα πλατιά μαύρα σακάκια, που τα ακούμπωτα μανικέτια σκέπαζαν λίγο τα εύσαρκα χέρια του, ωραιότατα χέρια, που δε φορούσαν ποτέ γάντια, ίσως για να είναι περισσότερο έτοιμα να βυθιστούν μέσα στις φτώχειες και τις αρρώστιες. Περιφρονούσε τα παράσημα, τους τίτλους και τις ακαδημίες, φιλόξενος, φίλος της ελευθερίας, πατρικός στους φτωχούς και ενάρετος δίχως να πιστεύει στην αρετή, θα περνούσε για πραγματικός άγιος αν η λεπτότης του πνεύματός του δεν τον έκανε να τον φοβούνται

Page 231: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

σαν δαίμονα. Το βλέμμα του, πιο κοφτερό και απ' αυτά τα νυστέρια του, έμπαινε κατευθείαν μέσα στην ψυχή και παρέλυε κάθε ψέμα ή πρόφαση ή σεμνοτυφία. Και πήγαινε έτσι γεμάτος από τη μακρόθυμη εκείνη μεγαλοπρέπεια που δίνει η συνείδηση μιας μεγάλης ικανότητας, ο πλούτος και σαράντα χρόνια μιας άσπιλης ζωής μέσα στη δουλειά.

Ζάρωσε τα φρύδια μόλις στάθηκε στην πόρτα και είδε τη νεκρική όψη της Έμμας, που ήταν ξαπλωμένη με το στόμα ανοιχτό. Έπειτα, ενώ έδειχνε ότι άκουγε τον Κανιβέ, έβαζε το δάχτυλό του κάτω από τα ρουθούνια και επαναλάμβανε:

«Πολύ καλά! Πολύ καλά!»

Έκανε, όμως, ένα αργό κίνημα των ώμων. Ο Μποβαρύ το παρατήρησε. Κοιτάχτηκαν. Και αυτός ο άνθρωπος, μολονότι ήταν τόσο συνηθισμένος στη θέα του πόνου, δεν μπόρεσε να κρατήσει ένα δάκρυ, που κύλησε πάνω στο στήθος του.

Ζήτησε του Κανιβέ να έρθει στο διπλανό δωμάτιο. Ο Κάρολος τον ακολούθησε.

«Είναι πολύ άσχημα, δεν είν' έτσι; Αν της βάζαμε σιναπισμούς ή άλλο τίποτα; Βρείτε λοιπόν εσείς κάτι, που έχετε σώσει τόσο κόσμο!»

Ο Κάρολος τον είχε αγκαλιάσει με τα χέρια του, τον κοίταζε με ύφος τρομαγμένο, ικετευτικό, μισολιπόθυμος επάνω στο στήθος του.

«Εμπρός, φτωχό μου παιδί, θάρρος! Δεν μπορούμε πια να κάνουμε τίποτα».

Και ο γιατρός Λαριβιέρ γύρισε να φύγει.

«Φεύγετε;»

«Θα ξαναγυρίσω».

Βγήκε δήθεν για να δώσει μια διαταγή στον αμαξηλάτη, μαζί με τον κύριο Κανιβέ, που δεν είχε κανένα λόγο να δει την Έμμα να πεθαίνει στα χέρια του.

Ο φαρμακοποιός τούς πρόφτασε στην πλατεία. Από χαρακτήρα δεν μπορούσε να χωριστεί από τους διάσημους άντρες. Εξόρκισε τον κύριο Λαριβιέρ να του κάνει την εξαιρετική τιμή να φάει στο σπίτι του.

Έστειλαν και πήραν αμέσως από το Χρυσό Λιοντάρι περιστέρια, όσες κοτολέτες υπήρχαν στο κρεοπωλείο, βούτυρο από του Τιβάς, αυγά από τον Λαστιμπουντουά, και ο φαρμακοποιός βοηθούσε ο ίδιος τις προετοιμασίες, ενώ η κυρία Ομέ, τραβώντας τα κορδόνια της μπλούζας της, έλεγε:

«Να μας συγχωρείτε, κύριε, γιατί στο φτωχό χωριό μας, όταν δε μας ειδοποιούν από την προηγούμενη μέρα...»

«Τα ποτήρια με το πόδι!» ψιθύρισε ο Ομέ.

«Τουλάχιστον, εάν ήμασταν στην πόλη, θα είχαμε την ευκολία να κάνουμε πόδια γεμιστά».

«Πάψε εσύ! Στο τραπέζι, γιατρέ!»

Page 232: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Θεώρησε καλό, ύστερα από τις πρώτες μπουκιές, να δώσει μερικές λεπτομέρειες του δυστυχήματος.

«Είχαμε πρώτα συμπτώματα ξηράνσεως του φάρυγγος, κατόπιν πολύ δυνατούς πόνους στο υπογάστριον, υπερκάθαρσιν, κώμα».

«Πώς, λοιπόν, δηλητηριάστηκε;»

«Δεν το ξέρω, γιατρέ, και μάλιστα δεν ξέρω ακριβώς πώς μπόρεσε να προμηθευτεί αυτό το αρσενικό οξύ».

Ο Ιουστίνος, που έφερνε τότε ένα σωρό πιάτα, άρχισε να τρέμει.

«Τι έχεις;» ρώτησε ο φαρμακοποιός.

Ο νέος στην ερώτηση αυτή άφησε να πέσουν χάμω όλα, με μεγάλο θόρυβο.

«Βλάκα!» φώναξε ο Ομέ. «Αδέξιε, τιποτένιε! Χονδροειδέστατε γάιδαρε!»

Αλλά αμέσως κράτησε το θυμό του και συνέχισε:

«Θέλησα, γιατρέ, να κάνω μια ανάλυση και, εν πρώτοις, έβαλα με προσοχή μέσα σ' ένα σωλήνα...»

«Θα ήταν προτιμότερο» είπε ο χειρούργος, «να βάζατε τα δάχτυλά σας στο στόμα της».

Ο συνάδελφός του σώπαινε, γιατί είχε πριν από λίγο ακούσει ιδιαιτέρως μια αρκετά σοβαρή επίπληξη για το εμετικό που είχε κατασκευάσει. Για τούτο, ο αγαθός Κανιβέ, που ήταν τόσο απότομος και φλύαρος, τότε, με την ιστορία του στραβού ποδιού, ήταν σήμερα ταπεινός και ήσυχος. Χαμογελούσε διαρκώς σαν να έδινε τη συγκατάθεσή του.

Ο Ομέ γινόταν φαιδρότερος από μια έπαρση αμφιτρύωνα, και η θλιβερή ιστορία του Μποβαρύ συντελούσε, έτσι αόριστα, στην ευχαρίστησή του, επειδή σκεφτόταν εγωιστικά τον εαυτό του. Έπειτα, η παρουσία του δόκτορος τον έκανε να ενθουσιάζεται υπερβολικά. Έκανε επίδειξη της πολυμάθειάς του και ανέφερε ανακατωμένα κανθαρίδες, στρυχνίνη, έχιδνες.

«Και μάλιστα έχω διαβάσει, γιατρέ, πως πολλοί άνθρωποι βρέθηκαν δηλητηριασμένοι, σχεδόν κεραυνόπληκτοι, από λουκάνικα που είχαν καπνιστεί πάρα πολύ. Τουλάχιστον έτσι αναφέρει μια πολύ ωραία διατριβή, που την έγραφε μια από τις κορυφές της φαρμακευτικής, ένας από τους δασκάλους μας, ο διάσημος Καντέ ντε Γκασικούρ!»

Η κυρία Ομέ παρουσιάστηκε πάλι, φέρνοντας μια από τις παράξενες εκείνες μηχανές που τις ανάβουν με οινόπνευμα, γιατί ο Ομέ θεώρησε απαραίτητο να ψήσει τον καφέ του πάνω στο τραπέζι. Εξάλλου ο ίδιος τον είχε καβουρντίσει, τον είχε αλέσει κι είχε κάνει το μείγμα που του άρεσε.

«Σάκχαρον, γιατρέ;» είπε προσφέροντας ζάχαρη.

Έπειτα, είπε σε όλα του τα παιδιά να κατέβουν, γιατί ήταν περίεργος να πάρει τη γνώμη του χειρούργου για την κατάσταση της υγείας τους.

Τέλος, ο κύριος Λαριβιέρ ήταν έτοιμος να φύγει, όταν η κυρία Ομέ ζήτησε να εξετάσει τον άντρα της. Το αίμα του ήταν τόσο πολύ, που τον χτυπούσε στο κεφάλι και τον έκανε να κοιμάται κάθε βράδυ ευθύς μετά το δείπνο.

Page 233: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

«Μα δεν είναι το κεφάλι του που τον ενοχλεί!»

Και χαμογελώντας λίγο για το λογοπαίγνιο αυτό, που πέρασε απαρατήρητο, ο γιατρός άνοιξε την πόρτα. Αλλά το φαρμακείο είχε πλημμυρίσει από κόσμο. Με πολύ κόπο κατόρθωσε ν' απαλλαγεί από τον κύριο Τιβάς, που είχε φόβους για τη γυναίκα του, μην πάθει καμιά στηθική καταρροή, γιατί είχε τη συνήθεια να φτύνει μέσα στις στάχτες. Έπειτα από τον κύριο Μπινέ, που ένιωθε συχνά βουλιμία, από την κυρία Καρόν, που είχε κνησμούς, από τον Λερέ που είχε ζαλάδες, από τον Λεστιμπουντουά που είχε ρευματισμούς κι από την κυρία Λεφρανσουά που ένιωθε ξινίλες. Τέλος, τα τρία άλογα ξεκίνησαν κι όλοι μαζί δήλωσαν ότι ο γιατρός δεν είχε δείξει διόλου προθυμία.

Η εμφάνιση του αβά Μπουρνιζιέν, που περνούσε από την αγορά με τα άγια μύρα, ήρθε ν' απασχολήσει τη γενική προσοχή.

Ο Ομέ, σύμφωνα με τις αρχές του, παρομοίασε τους παπάδες με τα κοράκια που τα τραβά η μυρωδιά των πεθαμένων. Η θέα του παπά τού ήταν προσωπικά δυσάρεστη, γιατί το ράσο τον έκανε να συλλογίζεται το σάβανο, και μισούσε το ένα, γιατί φοβόταν το άλλο.

Εντούτοις, μη διστάζοντας ποτέ μπροστά σε κείνο που ο ίδιος ονόμαζε αποστολή του, γύρισε στο σπίτι του Μποβαρύ μαζί με τον Κανιβέ, τον οποίο ο κύριος Λαριβιέρ, πριν φύγει, τον είχε παρακαλέσει πολύ να πάει. Μάλιστα, εάν δεν έφερνε αντίρρηση η γυναίκα του, θα 'παιρνε μαζί του και τους δυο γιους του, για να τους συνηθίσει στα μεγάλα περιστατικά, για να πάρουν ένα μάθημα, ένα παράδειγμα, να δουν μια εικόνα που θα τους έμενε αργότερα στη μνήμη.

Το δωμάτιο όταν μπήκαν ήταν γεμάτο από μια πένθιμη επισημότητα. Πάνω στο τραπέζι της δουλειάς, σκεπασμένα με μια άσπρη πετσέτα, υπήρχαν πέντε ή έξι στρογγυλά κομμάτια μπαμπάκι μέσα σ' ένα ασημένιο πιάτο, δίπλα σ' έναν μεγάλο Εσταυρωμένο, ανάμεσα σε δυο κεριά που έκαιγαν.

Η Έμμα, με το πηγούνι πάνω στο στήθος, άνοιγε υπερβολικά τα βλέφαρα. Τα φτωχά της χέρια σύρονταν πάνω στα σεντόνια, με τη φρικιαστική και σιγανή εκείνη κίνηση των μελλοθάνατων, που φαίνονται σαν να βιάζονται να σκεπαστούν με το σάβανο. Χλομός σαν άγαλμα, με τα μάτια κόκκινα σαν αναμμένα κάρβουνα, ο Κάρολος στεκόταν απέναντι της, στο πόδι του κρεβατιού, δίχως να κλαίει, ενώ ο παπάς, στηριγμένος πάνω στο ένα γόνατο, ψιθύριζε μερικές φράσεις.

Η Έμμα γύρισε ελαφρά το πρόσωπό της και φάνηκε ότι τη γέμισε χαρά που είδε έξαφνα το μενεξεδένιο πετραχήλι. Δίχως αμφιβολία ξανάβρισκε σε μια παράξενη γαλήνη την ευχαρίστηση των πρώτων μυστικοπαθών διαθέσεών της, με τα αρώματα μιας αιώνιας μακαριότητας, που τώρα άρχιζαν.

Ο παπάς σηκώθηκε για να πάρει τον Εσταυρωμένο. Τότε εκείνη άπλωσε το λαιμό της, σαν κάποιος που διψά, και κολλώντας τα χείλη της επάνω στο σώμα του Θεανθρώπου, έδωσε με όλη την ξεψυχισμένη της δύναμη το δυνατότερο φίλημα αγάπης που έτυχε ποτέ να δώσει στη ζωή της. Κατόπιν ο παπάς είπε δυνατά το Ελέησόν με ο Θεός και το Κύριε, συ ει η καταφυγή μου, έβρεξε τον δεξιό του χοντρό αντίχειρα στο λάδι κι άρχισε να μυρώνει, πρώτα πάνω στα μάτια που είχαν επιθυμήσει τις γήινες λαμπρότητες, έπειτα στα ρουθούνια, που είχαν ζητήσει τις χλιαρές αναπνοές και τα ερωτικά αρώματα, κατόπιν επάνω στο στόμα που είχε ανοιχτεί για να πει ψέματα, που είχε βογκήσει από υπερηφάνεια και είχε φωνάξει μέσα στις σαρκικές απολαύσεις. Κατόπιν επάνω στα χέρια, που είχαν νιώσει την ευχαρίστηση της γλυκιάς επαφής της αγκαλιάς, και τέλος, στο πέλμα των ποδιών, που ήταν άλλοτε τόσο γρήγορα, όταν έτρεχαν για να ικανοποιήσουν τους πόθους της και που τώρα δε θα περπατούσαν ποτέ πια.

Ο παπάς σφούγγισε τα δάχτυλα, έριξε στη φωτιά τα κομμάτια του μπαμπακιού που είχε βουτήξει στο

Page 234: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

λάδι και γύρισε και κάθισε δίπλα στην ετοιμοθάνατη, για να της πει ότι τώρα έπρεπε να ενώσει τους πόνους της με τους πόνους του Χριστού και να παραδώσει τον εαυτό της στη θεία ευσπλαχνία.

Όταν τελείωσε της συμβουλές του, προσπάθησε να βάλει στο χέρι της ένα ευλογημένο κερί, σύμβολο του θείου φωτός, μέσα στο οποίο ύστερα από λίγο θα βρισκόταν. Η Έμμα, πολύ αδύναμη, δεν μπόρεσε να κλείσει τα δάχτυλα, και το κερί, αν δεν πρόφταινε ο αβάς Μπουρνιζιέν, θα έπεφτε στο πάτωμα.

Εντούτοις, η Έμμα δεν ήταν τώρα πολύ ωχρή και είχε πάρει μια έκφραση γαλήνης, σαν να την είχε γιατρέψει το θείο μυστήριο.

Ο παπάς δεν άργησε να κάνει αυτή την παρατήρηση. Εξήγησε, μάλιστα, στον Μποβαρύ ότι κάποτε ο Θεός παρέτεινε τη ζωή των ανθρώπων, αν το έκρινε απαραίτητο για τη σωτηρία τους. Ο Κάρολος θυμήθηκε τότε ότι μια μέρα, που ήταν ετοιμοθάνατος, είχε κοινωνήσει. «Δε θα 'πρεπε, ίσως, να χάνουμε κάθε ελπίδα» συλλογίστηκε.

Πραγματικά, η Έμμα κοίταξε σιγά σιγά όλα τα πράγματα γύρω σαν κάποιος που συνέρχεται από ένα όνειρο. Έπειτα, με καθαρή φωνή, ζήτησε τον καθρέφτη της κι έμεινε λίγη ώρα σκυμμένη, ως τη στιγμή που από τα μάτια της κύλησαν χοντρά δάκρυα. Τότε έγειρε το κεφάλι βγάζοντας ένα στεναγμό και ξανάπεσε πάνω στο μαξιλάρι.

Το στήθος της άρχισε αμέσως να αναπνέει βιαστικά. Η γλώσσα της ολόκληρη βγήκε έξω από το στόμα. Τα μάτια, καθώς γύριζαν, μισόσβηναν σαν μια λάμπα που δεν έχει πια δύναμη, σε τέτοιο σημείο, που θα πίστευε κανείς ότι είχε πεθάνει, αν δεν υπήρχαν οι δυνατοί σπασμοί που της κλόνιζαν το σώμα, σαν να προσπαθούσε η ψυχή ν' αποσπαστεί. Η Ευτυχία γονάτισε μπροστά στον Εσταυρωμένο, ο φαρμακοποιός λύγισε κι αυτός το γόνατό του, ενώ ο Κανιβέ κοίταζε αφηρημένος προς το μέρος της πλατείας. Ο Μπουρνιζιέν ξανάρχισε γονατιστός τις προσευχές του, με το πρόσωπο σκυμμένο πάνω στην άκρη του κρεβατιού, ενώ το μακρύ μαύρο ράσο του σερνόταν πίσω του, μέσα στο δωμάτιο. Ο Κάρολος είχε γονατίσει από το άλλο μέρος με τα χέρια απλωμένα προς την Έμμα. Είχε πάρει τα χέρια της και τα 'σφιγγε, ανατρίχιαζε σε κάθε παλμό της καρδιάς της, σαν να 'νιωθε τον απόηχο ενός ερείπιου που σωριάζεται χάμω. Κι όσο το αγκομαχητό γινόταν δυνατότερο, τόσο ο παπάς έκανε βιαστικότερα τις προσευχές του, που ανακατεύονταν έτσι με τους πνιγμένους στεναγμούς του Μποβαρύ, και κάποτε όλα φαίνονταν ότι χάνονταν μέσα στον υπόκωφο ψίθυρο των λατινικών συλλαβών, που ηχούσαν σαν νεκρική καμπάνα.

Έξαφνα, άκουσαν στο πεζοδρόμιο έναν κρότο από χοντρά ξυλοπόδαρα κι ένα χτύπο κάποιου ραβδιού· σε λίγο, μια φωνή υψώθηκε, μια βραχνή φωνή που τραγουδούσε:

Συχνά στη ζέστη μιας όμορφης μέρας Η νια σκέφτεται την αγάπη.

Η Έμμα ανασηκώθηκε σαν ένα πτώμα που το γαλβανίζουν, με τα μαλλιά λυμένα, την κόρη του ματιού ακίνητη και ορθάνοιχτη.

Για να μαζέψει βιαστικά Τα στάχυα που θερίζει το δρεπάνι.

«Είναι ο τυφλός!» φώναξε. Και η Έμμα άρχισε να γελά, μ' ένα γέλιο τρομερό, φρενιασμένο, απελπισμένο, νομίζοντας ότι έβλεπε τη φρικιαστική μορφή του δυστυχισμένου αυτού ανθρώπου, που υψωνόταν μέσα στο αιώνιο σκοτάδι σαν ένα σκιάχτρο.

Page 235: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Φύσηξε δυνατά εκείνη τη μέρα Και το κοντό φουστάνι πέταξε στο αέρα!

Ένας σπασμός την ξανάριξε πάνω στο στρώμα. Όλοι πήγαν κοντά της. Η Έμμα δε ζούσε πια.

Page 236: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

9

Μετά το θάνατο ενός ανθρώπου δημιουργείται αμέσως μία ατμόσφαιρα κατάπληξης· τόσο είναι δύσκολο να εννοήσει κανείς ότι έσβησε για πάντα η ζωή του και ν' αρχίσει να το πιστεύει. Αλλά όταν ένιωσε την ακινησία της, ο Κάρολος έπεσε πάνω της φωνάζοντας:

«Αντίο! Αντίο!»

Ο Ομέ και ο Κανιβέ τον έσυραν έξω από το δωμάτιο.

«Πρέπει να συγκρατήσετε τον πόνο σας!»

«Ναι» έλεγε εκείνος, ενώ τον ίδιο καιρό προσπαθούσε ν' απαλλαγεί απ' αυτούς. «Θα είμαι λογικός. Δε θα κάνω κακό. Αλλά αφήστε με! Θέλω να τη δω! Είναι γυναίκα μου!»

Και έκλαιγε.

«Κλάψτε» πρόσθεσε ο φαρμακοποιός, «αφήστε τον πόνο σας να εκδηλωθεί ελεύθερα. Αυτό θα σας ανακουφίσει».

Ο Κάρολος, πιο αδύναμος κι από ένα παιδί, άφησε τον εαυτό του να οδηγηθεί κάτω, μέσα στο σαλόνι, και ο κύριος Ομέ γύρισε αμέσως στο σπίτι του. Στην πλατεία τον πλησίασε ο τυφλός, που είχε έρθει ως τη Γιονβίλ ελπίζοντας στην αντιφλογιστική αλοιφή. Στο δρόμο ρωτούσε κάθε διαβάτη πού έμενε ο φαρμακοποιός.

«Ναι. Εσύ μας έλειπες! Σαν να μην είχα άλλες σκοτούρες! Τόσο το χειρότερο, έλα αργότερα».

Και μπήκε βιαστικά μέσα στο φαρμακείο.

Είχε να γράψει δυο γράμματα, να ετοιμάσει ένα καταπραϋντικό για τον Μποβαρύ, να βρει ένα ψέμα με το οποίο θα μπορούσε να κρύψει τη δηλητηρίαση και να συντάξει ένα άρθρο για την Fanal de Rouen, δίχως να υπολογίζονται και οι άνθρωποι που τον περίμεναν για να πάρουν πληροφορίες. Και όταν οι Γιονβιλέζοι άκουσαν όλη την ιστορία που είχε πλάσει αυτός, ότι δηλαδή η Έμμα είχε πάρει αρσενικό νομίζοντας ότι ήταν ζάχαρη, όταν έφτιαχνε μ' αυτή μια κρέμα βανίλια, ο Ομέ ξαναγύρισε στο σπίτι του Μποβαρύ.

Τον βρήκε μόνο (ο Κανιβέ είχε φύγει), καθισμένο στην πολυθρόνα, δίπλα στο παράθυρο. Κοίταζε με βλακώδες βλέμμα τις πλάκες του δωματίου.

«Πρέπει τώρα» είπε ο φαρμακοποιός, «να ορίσετε ο ίδιος την ώρα της τελετής».

«Γιατί; Ποια τελετή;» Έπειτα, με φωνή που τραύλιζε, σαν φοβισμένη: «Αχ! Όχι, δεν είναι έτσι! Όχι, θέλω να την κρατήσω εδώ».

Ο Ομέ, για να κάνει κάτι, πήρε από την εταζέρα μια καράφα για να ποτίσει τα γεράνια.

«Αχ! ευχαριστώ!» είπε ο Κάρολος. «Είστε τόσο καλός!»

Και δεν τελείωσε τη φράση του, γιατί πνιγόταν από άπειρες αναμνήσεις που του θύμιζε η χειρονομία αυτή του φαρμακοποιού.

Page 237: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Τότε, για να διασκεδάσει τη λύπη του, ο Ομέ έκρινε πρέπον να μιλήσει λίγο για κηπουρική. Τα φυτά είχαν ανάγκη από νερό. Ο Κάρολος κατέβασε το κεφάλι του για να δείξει ότι συμφωνεί.

«Εξάλλου, θα ξαναγυρίσουν τώρα οι καλές ανοιξιάτικες μέρες».

«Αχ!» είπε ο Μποβαρύ.

Ο φαρμακοποιός, μην έχοντας τίποτ' άλλο να πει, άρχισε να τραβά τις μικρές κουρτίνες που ήταν επάνω στα τζάμια.

«Νά! Ο κύριος Τιβάς περνά».

Ο Κάρολος ξανάπε μηχανικά:

«Ο κύριος Τιβάς περνά!»

Ο Ομέ δεν τόλμησε να αναφέρει και πάλι για τις προετοιμασίες της κηδείας. Ανέλαβε να μιλήσει ο παπάς, που κατόρθωσε να τον πείσει.

Ο Κάρολος κλείστηκε στο γραφείο του, πήρε μια πένα, και αφού έκλαψε δυνατά αρκετή ώρα, έγραψε:

«Θέλω να τη θάψουν με το νυφικό της φόρεμα, με άσπρα παπούτσια και μ' ένα στεφάνι. Τα μαλλιά της να τα απλώσουν επάνω στους ώμους. Τρία φέρετρα, ένα δρύινο, ένα από αμερικάνικο ξύλο και ένα από μολύβι. Δε θέλω να υπάρξουν αντιρρήσεις, θα έχω τη δύναμη. Επάνω απ' όλα να της βάλουν ένα μικρό κομμάτι πράσινο βελούδο. Αυτή είναι η θέλησή μου. Να εκτελεστεί».

Οι άλλοι απόρησαν πολύ με τις ρομαντικές ιδέες του Μποβαρύ και αμέσως ο φαρμακοποιός πήγε και του είπε:

«Μου φαίνεται υπερβολικό το βελούδο. Εξάλλου, η δαπάνη...»

«Τι σας ενδιαφέρει;» φώναξε ο Κάρολος. «Αφήστε με! Εσείς δεν την αγαπούσατε! Φύγετε!»

Ο παπάς τον πήρε από το μπράτσο για να κάνουν μαζί έναν περίπατο στον κήπο. Μιλούσε για την ματαιότητα των επίγειων πραγμάτων. Ο Θεός ήταν πολύ μεγάλος, πολύ καλός. Έπρεπε, δίχως παράπονο, να υποτάσσεται στις θελήσεις του, και μάλιστα, να τον ευχαριστήσει.

Ο Κάρολος ξέσπασε σε βλαστήμιες. «Τον μισώ, εγώ, τον Θεό σας».

«Το πνεύμα της αμαρτίας είναι ακόμα μέσα σας» στέναξε ο ιερωμένος.

Ο Μποβαρύ ήταν μακριά. Περπατούσε με μεγάλα βήματα κατά μήκος του τοίχου, δίπλα στα οπωροφόρα δέντρα, κι έτριζε τα δόντια, ύψωνε στον ουρανό βλέμματα κατάρας. Δεν κινήθηκε όμως ούτε ένα φύλλο.

Έπεφτε μια ψιλή βροχή. Ο Κάρολος, που είχε γυμνό το στήθος, άρχισε να τρέμει από το κρύο. Πήγε να καθίσει στην κουζίνα.

Στις έξι, άκουσε τον κρότο των σιδερικών στην πλατεία. Ήταν το Χελιδόνι που έφτανε. Έμεινε με το μέτωπο κολλημένο πάνω στο τζάκι, είδε να κατεβαίνουν τον ένα μετά τον άλλο τους επιβάτες. Η Ευτυχία άπλωσε ένα στρώμα στο σαλόνι. Εκείνος έπεσε αμέσως επάνω και κοιμήθηκε.

Page 238: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Μολονότι ο κύριος Ομέ ήταν φιλόσοφος, εντούτοις σεβόταν τους νεκρούς. Για τούτο, δεν κράτησε μνησικακία εναντίον του δυστυχισμένου του Κάρολου και γύρισε τη νύχτα για ν' αγρυπνήσει δίπλα στη νεκρή. Είχε φέρει μαζί του τρεις τόμους και ένα σημειωματάριο, για να κρατήσει σημειώσεις.

Ο Μπουρνιζιέν βρισκόταν εκεί, και δύο μεγάλα κεριά έκαιγαν στο κεφάλι του κρεβατιού, που το είχαν τραβήξει στη μέση του δωματίου. Ο φαρμακοποιός, για τον οποίο η σιωπή ήταν ένα βάρος, δεν άργησε να πει μερικά θλιβερά λόγια «για τη δυστυχισμένη αυτή γυναίκα». Ο παπάς απάντησε ότι τώρα δεν έμεινε άλλο τίποτα παρά να προσεύχονται γι' αυτήν.

«Κι όμως» εξακολούθησε ο Ομέ, «από τα δύο πρέπει να παραδεχτούμε το ένα: ή πέθανε με τη θεία χάρη (όπως συνηθίζει να λέγει η εκκλησία), οπότε δεν έχει καμιά ανάγκη από τις προσευχές μας, ή πέθανε αμαρτωλή (νομίζω ότι αυτή είναι η εκκλησιαστική έκφραση), και τότε...»

Ο Μπουρνιζιέν τον διέκοψε και απάντησε με ύφος θυμωμένο πως δεν έπρεπε με τούτο να προσεύχεται κανείς λιγότερο.

«Αλλά» απάντησε ο φαρμακοποιός, «αφού ο Θεός γνωρίζει τις ανάγκες μας, σε τι χρησιμεύουν οι προσευχές;»

«Πώς!» είπε ο ιερωμένος. «Η προσευχή! Δεν είστε, λοιπόν, χριστιανός;»

«Συγνώμη» είπε ο Ομέ. «Θαυμάζω το χριστιανισμό. Εν πρώτοις απελευθέρωσε τους δούλους, εισήγαγε στον κόσμο μια ηθική...»

«Δεν πρόκειται γι' αυτό! Όλα τα κείμενα...»

«Άαα! Όσο για τα κείμενα, δεν έχετε παρά να ανοίξετε την ιστορία. Είναι γνωστό ότι τα παραχάραξαν οι ιησουίτες».

Ο Κάρολος μπήκε εκείνη τη στιγμή. Καθώς προχωρούσε προς το κρεβάτι, τράβηξε τις κουρτίνες.

Η Έμμα είχε το κεφάλι γερμένο πάνω στο δεξιό ώμο. Η γωνία του στόματός της, που έμενε ανοιχτό, σχημάτιζε μια μαύρη τρύπα στο κάτω μέρος του προσώπου της. Οι δυο αντίχειρες έμεναν αλύγιστοι στην παλάμη των χεριών. Κάτι σαν άσπρη σκόνη ήταν σκορπισμένη πάνω στις βλεφαρίδες της, και τα μάτια της άρχιζαν να χάνονται μέσα σε μια γλοιώδη ωχρότητα που έμοιαζε με λεπτό πανί, σαν να το είχαν υφάνει αράχνες. Το σεντόνι γινόταν βαθουλωτό από τα στήθια ως το γόνατά της, και κατόπιν υψωνόταν στην άκρη των δαχτύλων του ποδιού, τόσο, που ο Κάρολος νόμιζε ότι την πίεζε ένα μεγάλο βάρος.

Το ρολόι της εκκλησίας σήμανε δύο μετά τα μεσάνυχτα. Ακουγόταν ο δυνατός θόρυβος του ποταμού που κυλούσε μέσα στο σκοτάδι της νύχτας, κάτω από τον εξώστη. Ο παπάς πότε πότε σκούπιζε τη μύτη του με θόρυβο, ενώ ο κύριος Ομέ έκανε την πένα του να τρίζει πάνω στο χαρτί.

«Είναι προτιμότερο, καλέ μου φίλε, ν' αποσυρθείτε. Το θέαμα αυτό σας σπαράζει την καρδιά!»

Μόλις έφυγε ο Κάρολος, ο φαρμακοποιός και ο παπάς ξανάρχισαν τις ομιλίες τους.

«Διαβάστε τον Βολταίρο» έλεγε ο πρώτος. «Διαβάστε τον Χόλμπαχ, διαβάστε την Εγκυκλοπαίδεια».

«Διαβάστε τις Επιστολές των Εβραίων της Πορτογαλίας!» έλεγε ο άλλος. «Διαβάστε το Νόημα του Χριστιανισμού, γραμμένο από τον άλλοτε δικαστή Νικολά».

Page 239: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Θύμωναν, είχαν γίνει κατακόκκινοι, μιλούσαν και οι δυο μαζί, δίχως ν' ακούει ο ένας τον άλλον. Ο Μπουρνιζιέν σκανδαλιζόταν με το θάρρος του συνομιλητή του. Ο Ομέ απορούσε με τη βλακεία του παπά. Ήταν έτοιμοι ν' αρχίσουν τις βρισιές, όταν έξαφνα παρουσιάστηκε πάλι ο Κάρολος. Κάτι σαν μαγνήτης τον τραβούσε κι ανέβαινε διαρκώς τη σκάλα.

Στεκόταν απέναντί της για να τη βλέπει καλύτερα και έμενε απορροφημένος από τον πόνο του, που δεν ήταν πια εκδηλωτικός, γιατί είχε γίνει βαθύτερος.

Θυμόταν ιστορίες καταληψίας και τα θαύματα του μαγνητισμού. Έλεγε μόνος του πως αν το ήθελε με πάρα πολλή δύναμη, θα κατόρθωνε, ίσως, να την αναστήσει. Μια φορά μάλιστα, έσκυψε πάνω της και φώναξε: «Έμμα! Έμμα!» Η αναπνοή του, καθώς βγήκε δυνατά, έκανε τη φλόγα των κεριών να τρέμει προς τον τοίχο.

Μόλις ξημέρωσε, έφτασε η γρια-Μποβαρύ. Ο Κάρολος, όταν την αγκάλιασε, ξανάρχισε πάλι τα κλάματα. Η μητέρα του προσπάθησε, όπως είχε επιχειρήσει ο φαρμακοποιός, να του κάνει μερικές παρατηρήσεις για τα έξοδα της κηδείας. Εκείνος θύμωσε τόσο, που η αγαθή γυναίκα σιώπησε. Μάλιστα την ανάγκασε να πάει αμέσως στην πόλη για ν' αγοράσει ό,τι χρειαζόταν.

Ο Κάρολος έμεινε μόνος όλο το απόγευμα. Είχαν πάει την Μπέρτα στης κυρίας Ομέ. Η Ευτυχία βρισκόταν επάνω, στο δωμάτιο, με την κυρία Λεφρανσουά.

Το βράδυ, ο Κάρολος δέχτηκε επισκέψεις. Σηκωνόταν, έσφιγγε τα χέρια, χωρίς να μπορεί να μιλήσει. Οι επισκέπτες κάθονταν έπειτα δίπλα στους άλλους, που σχημάτιζαν μπροστά από το τζάκι ένα μεγάλο ημικύκλιο. Με το πρόσωπο κατεβασμένο και το ένα πόδι πάνω στο άλλο, κουνούσαν την κνήμη τους, ενώ πότε πότε αναστέναζαν βαθιά. Και καθένας στενοχωριόταν πάρα πολύ. Κι όμως, κανείς δεν αποφάσιζε να φύγει.

Ο Ομέ, όταν ήρθε και πάλι στις εννέα (επί δύο μέρες δε φαινόταν παρά μόνο αυτός στην πλατεία), ήταν φορτωμένος με καμφορά, με μοσχολίβανο και αρωματικά χόρτα. Είχε φέρει, επίσης, ένα δοχείο γεμάτο από χλώριο, για να διώξει τα μιάσματα. Τη στιγμή αυτή η υπηρέτρια, η κυρία Λεφρανσουά και η μητέρα του Κάρολου γύριζαν γύρω από την Έμμα και προσπαθούσαν ν' αποτελειώσουν το ντύσιμό της. Και κατέβασαν το μεγάλο βέλο, που τη σκέπασε ως τα ατλαζωτά της παπούτσια.

Η Ευτυχία έκλαιγε με λυγμούς. «Αχ! Δυστυχισμένη μου κυρία! Δυστυχισμένη μου κυρία!»

«Κοιτάξτε την» έλεγε στενάζοντας η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου, «πόσο χαριτωμένη είναι ακόμα! Θα μπορούσε κανείς να ορκιστεί ότι σε λίγο θα σηκωθεί».

Χρειάστηκε να σηκώσουν λίγο το κεφάλι της, και τότε από το στόμα της, σαν εμετός, βγήκε ένα κύμα μαύρα υγρά.

«Αχ! Θεέ μου! Το φόρεμα, προσέχετε!» φώναξε η κυρα-Λεφρανσουά. «Βοηθήστε μας, λοιπόν!» έλεγε στο φαρμακοποιό. «Μήπως φοβάστε;»

«Εγώ να φοβάμαι;» απάντησε ο Ομέ σηκώνοντας τους ώμους. «Τι λέτε; Εγώ είδα τόσους και τόσους νεκρούς στα νεκροταφεία όταν σπούδαζα φαρμακοποιός! Ψήναμε το πόντσι μας μέσα στο αμφιθέατρο που κάνουν τις νεκροψίες! Ο θάνατος δεν μπορεί να φοβίσει ένα φιλόσοφο. Και μάλιστα, το λέγω συχνά, έχω σκοπό να γράψω στη διαθήκη μου ότι το σώμα μου να το πάρουν τα νοσοκομεία, για να χρησιμεύσει αργότερα στην Επιστήμη».

Ο εφημέριος, όταν έφτασε, ρώτησε πώς ήταν ο κύριος. Και όταν του απάντησε ο φαρμακοποιός,

Page 240: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

εκείνος πρόσθεσε: «Το πλήγμα, καταλαβαίνετε, είναι ακόμη πάρα πολύ πρόσφατο».

Τότε ο Ομέ τον συνεχάρη, γιατί εκείνος δε διέτρεχε τον κίνδυνο να χάσει, όπως όλος ο κόσμος, μια αγαπημένη σύντροφο. Αυτό έδωσε αφορμή ν' ακολουθήσει μια συζήτηση για την αγαμία των παπάδων.

«Γιατί» έλεγε ο φαρμακοποιός, «δεν είναι φυσικό ένας άντρας να ζήσει δίχως γυναίκα! Είδαμε εγκλήματα...»

«Αλλά, μα την αλήθεια» φώναξε ο κληρικός, «πώς θέλετε ένας παντρεμένος άνθρωπος να μπορέσει να κρατήσει το μυστικό της εξομολογήσεως, παραδείγματος χάριν;»

Ο Ομέ τότε επετέθη εναντίον της εξομολογήσεως. Ο Μπουρνιζιέν την υποστήριξε. Εξήγησε πώς κατόρθωσε να ξαναφέρνει στο δρόμο του Θεού τα απολωλότα πρόβατα. Ανέφερε διάφορες ιστορίες κλεφτών που έγιναν έξαφνα τίμιοι άνθρωποι. Στρατιωτικοί, που είχαν πλησιάσει στο δικαστήριο της μετανοίας, ένιωσαν να πέφτουν από τα μάτια τους τα εμπόδια, τα οποία δεν τους άφηναν να δουν. Υπήρχε στο Φρίμπουργκ ένας υπουργός...

Ο συνομιλητής του κοιμόταν. Έπειτα, επειδή πνιγόταν μέσα στην πολύ βαριά ατμόσφαιρα του δωματίου, άνοιξε το παράθυρο, πράγμα που έκανε το φαρμακοποιό να ξυπνήσει.

«Πάρτε λίγο ταμπάκο!» του είπε. «Μη διστάζετε. Αυτό ξενυστάζει».

Από μακριά ακούγονταν γαβγίσματα εξακολουθητικά. «Ακούτε ένα σκυλί που ουρλιάζει;» είπε ο φαρμακοποιός.

«Ο κόσμος παραδέχεται ότι προαισθάνονται το θάνατο» είπε ο παπάς. «Είναι σαν τις μέλισσες. Φεύγουν από την κυψέλη τους όταν πεθαίνουν οι άνθρωποι».

Ο Ομέ δεν έδωσε προσοχή στις προλήψεις αυτές, γιατί είχε ξανακοιμηθεί. Ο Μπουρνιζιέν, πιο δυνατός, εξακολούθησε για λίγη ώρα να κινεί ελαφρά τα χείλη. Έπειτα, σιγά σιγά κατέβασε το πηγούνι, άφησε να πέσει το χοντρό μαύρο βιβλίο του κι άρχισε να ροχαλίζει.

Ήταν ο ένας απέναντι στον άλλο, με την κοιλιά προς τα μπρος, με το πρόσωπο φουσκωμένο, το ύφος κατσουφιασμένο. Ύστερα από τόση ασυμφωνία, συναντιόνταν, τέλος, στην ίδια ανθρώπινη αδυναμία. Και δεν κινούνταν περισσότερο από τη νεκρή που ήταν δίπλα τους και η οποία έμοιαζε να κοιμάται.

Ο Κάρολος όταν μπήκε, δεν τους ξύπνησε. Ήταν η τελευταία φορά. Ερχόταν να την αποχαιρετήσει.

Τα αρωματικά χόρτα κάπνιζαν ακόμη, και γαλάζια συννεφάκια ανακατεύονταν στο άνοιγμα του παραθύρου με την ομίχλη που έμπαινε. Υπήρχαν στον ουρανό λίγα άστρα και η νύχτα ήταν γλυκιά. Από τα κεριά έπεφταν σταγόνες σαν χοντρά δάκρυα πάνω στα σεντόνια του κρεβατιού. Ο Κάρολος τα έβλεπε που έκαιγαν, κουράζοντας τα μάτια του στη λάμψη της κίτρινης φλόγας τους.

Το μεταξωτό φόρεμα, που ήταν άσπρο σαν το φως του φεγγαριού, κυμάτιζε απαλά και αδιάκοπα. Η Έμμα χανόταν κάτω από αυτό, και ο Κάρολος νόμιζε ότι εκείνη έβγαινε από μέσα και σβηνόταν συγκεχυμένα μέσα στα πράγματα που την περιέβαλλαν, μέσα στη σιωπή, στο σκοτάδι, στον αέρα που φυσούσε, μέσα στα υγρά αρώματα που σκορπίζονταν στο δωμάτιο.

Κατόπιν, έξαφνα, την έβλεπε στον κήπο της Τοστ, πάνω στον πάγκο, δίπλα στον αγκαθωτό φράχτη, ή στη Ρουέν, στους δρόμους, στο κατώφλι του σπιτιού της, στην αυλή των Μπερτό. Άκουγε και αυτά

Page 241: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ακόμη τα γέλια των χαρούμενων παιδιών που χόρευαν κάτω από τις μηλιές. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από το άρωμα των μαλλιών της, και το φόρεμά της το ένιωθε να τρίζει στα χέρια του, μ' ένα θόρυβο που έμοιαζε μ' εκείνον που κάνουν οι σπίθες. Ήταν αυτή η ίδια, η γυναίκα του!

Στάθηκε πολλή ώρα και αναπολούσε όλες τις χαμένες ευτυχίες του, τους τρόπους της, τις κινήσεις της, τον ήχο της φωνής της. Ύστερα από τη μια απελπισία ερχόταν η άλλη, κι έπειτα μια τρίτη, κι εξακολουθούσε έτσι αδιάκοπα σαν τα κύματα μιας παλίρροιας που ξεχειλίζουν.

Τον έπιασε μια τρομερή περιέργεια. Σιγά, με την άκρη των δαχτύλων του, με το σπαραγμό στην ψυχή, σήκωσε το βέλο της. Έβγαλε, όμως, μια κραυγή φρίκης, που ξύπνησε τους δυο άλλους. Τον πήραν με τη βία και τον κατέβασαν κάτω, στο σαλόνι.

Έπειτα ήρθε η Ευτυχία και είπε ότι ο κύριός της ήθελε τρίχες από τα μαλλιά της γυναίκας του.

«Κόψτε!» αποκρίθηκε ο φαρμακοποιός.

Και επειδή η υπηρέτρια δεν τολμούσε, προχώρησε ο ίδιος με το ψαλίδι στο χέρι. Έτρεμε τόσο πολύ, που τρύπησε την επιδερμίδα των κροτάφων σε διάφορα μέρη. Τέλος, κατόρθωσε να υποτάξει τη συγκίνησή του και έδωσε δυο τρεις μεγάλες ψαλιδιές, χωρίς να προσέχει, πράγμα που έκανε να μείνουν άσπρα σημάδια πάνω στην ωραία αυτή ξανθή κόμη.

Ο φαρμακοποιός κι ο εφημέριος βυθίστηκαν και πάλι στις ασχολίες τους, όχι όμως χωρίς να κοιμούνται πότε πότε. Αυτό τούς έκανε να κατηγορεί ο ένας τον άλλο σε κάθε καινούριο ξύπνημα. Τότε ο Μπουρνιζιέν ράντισε το δωμάτιο με αγιασμό και ο Ομέ έριξε στο πάτωμα λίγο χλώριο.

Η Ευτυχία είχε φροντίσει να τοποθετήσει πάνω στον κομό, γι' αυτούς, ένα μπουκάλι ρακί, ένα τυρί κι ένα μεγάλο τσουρέκι. Έτσι ο φαρμακοποιός, που δεν μπορούσε ν' αντέξει περισσότερο, στέναξε κατά τις τέσσερις το πρωί:

«Μα την αλήθεια, θα έτρωγα με ευχαρίστηση!»

Ο παπάς δεν περίμενε να τον παρακαλέσουν. Έφυγε για να πει τη λειτουργία. Γύρισε. Έπειτα έφαγαν, τσούγκρισαν τα ποτήρια, είπαν διάφορα αστεία, δίχως να ξέρουν το γιατί. Είχαν το νευρικό εκείνο ερεθισμό της ευθυμίας που μας πιάνει ύστερα από την παρακολούθηση ενός θλιβερού θεάματος. Και στο τελευταίο ποτηράκι, ο παπάς είπε στο φαρμακοποιό, χτυπώντας τον στον ώμο:

«Στο τέλος, εμείς οι δύο θα συμφωνήσουμε!»

Συνάντησαν κάτω, στον προθάλαμο, τους εργάτες που έρχονταν. Ο Κάρολος ήταν υποχρεωμένος επί δύο ώρες να υπομένει το μαρτύριο του σφυριού που αντηχούσε πάνω στα σανίδια. Έπειτα, έβαλαν την Έμμα μέσα στο δρύινο φέρετρο, που το έκλεισαν μέσα στα δύο άλλα. Επειδή όμως το φέρετρο ήταν πάρα πολύ πλατύ, χρειάστηκε να συμπληρώσουν τα κενά με το μαλλί ενός στρώματος. Τέλος, όταν τα τρία σκεπάσματα ροκανίστηκαν, καρφώθηκαν, κολλήθηκαν, τοποθέτησαν το λείψανο μπροστά στην πόρτα. Άνοιξαν διάπλατα το σπίτι και οι κάτοικοι της Γιονβίλ άρχισαν να μαζεύονται.

Έφτασε και ο γερο-Ρουό. Λιποθύμησε στην πλατεία όταν αντίκρισε το μαύρο ύφασμα.

Page 242: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

10

Δεν είχε λάβει το γράμμα του φαρμακοποιού, παρά τριάντα έξι ώρες ύστερα από το τραγικό γεγονός. Ο κύριος Ομέ, για να μην του δώσει απότομα την είδηση, είχε φροντίσει να γράψει με τέτοιο τρόπο, που ο αγαθός άνθρωπος δεν μπορούσε να εννοήσει για ποιο πράγμα επρόκειτο.

Στην αρχή έπεσε σαν να του είχε έρθει αποπληξία. Έπειτα κατάλαβε ότι δεν ήταν πεθαμένη, αλλά ότι ίσως και να ήταν... Τέλος, φόρεσε την μπλούζα του, πήρε το καπέλο του, κάρφωσε ένα σπιρούνι στο παπούτσι του κι έφυγε με τη μεγαλύτερη ταχύτητα. Και σ' όλο το διάστημα του δρόμου, ο γερο-Ρουό λαχάνιαζε και πέθαινε από αγωνία. Μια φορά, μάλιστα, αναγκάστηκε να κατέβει. Δεν μπορούσε πια να δει τίποτε. Άκουγε μόνο φωνές γύρω του και αισθανόταν ότι θα τρελαινόταν.

Η μέρα ανέτειλε. Παρατήρησε τρεις μαύρες όρνιθες που κοιμόνταν κάτω από ένα δέντρο. Ανατρίχιασε, τρομαγμένος από τον οιωνό αυτόν, έταξε τότε στην Παναγία τρία άμφια για την εκκλησία, και ότι θα πήγαινε ξυπόλυτος από το κοιμητήριο του Μπερτό ως τη μικρή εκκλησία της Βανσοβίλ.

Μπήκε μέσα στη Μαρόμ, φωνάζοντας από μακριά τους ανθρώπους του ξενοδοχείου, βίασε την πόρτα μ' ένα χτύπημα της πλάτης, βρέθηκε μ' ένα πήδημα στο σάκο με τη βρώμη, έχωσε μέσα στη φάτνη ένα μπουκάλι γλυκό κρασί κι έδωσε να φάει το άλογο, που τα τέσσερα πέταλά του έβγαζαν φωτιές.

Έλεγε με το νου του ότι θα κατόρθωναν να τη σώσουν, δίχως καμιά αμφιβολία. Ήταν βέβαιο ότι οι γιατροί θα έβρισκαν κάποιο φάρμακο. Θυμήθηκε όλα τα θαύματα που του είχαν διηγηθεί. Κατόπιν την έβλεπε πεθαμένη. Ήταν εκεί, μπροστά του ξαπλωμένη, στη μέση του δρόμου. Τραβούσε με βία το χαλινάρι και η παράκρουσή του χανόταν.

Στο Κενκαμπουά, για να τονωθεί λίγο, ήπιε τρεις καφέδες, τον έναν πάνω στον άλλο. Συλλογίστηκε πως πιθανόν να είχαν κάνει λάθος στο όνομα όταν έγραφαν, έψαξε να βρει στην τσέπη του το γράμμα. Τα χέρια του το άγγιξαν, αλλά δεν τόλμησε να το ανοίξει.

Έφτασε να υποθέσει πως ήταν ίσως μια αστειότητα, μία εκδίκηση κάποιου, μία ιδιοτροπία ανόητη. Εξάλλου, αν η κόρη του είχε πεθάνει, θα το ήξεραν οι άλλοι; Όχι βέβαια! Ο κάμπος δεν παρουσίαζε τίποτα το εξαιρετικό, ο ουρανός ήταν γαλανός, τα δέντρα σείονταν ρυθμικά.

Πέρασε ένα κοπάδι αρνιά. Διέκρινε το χωριό. Τον είδαν να τρέχει σκυμμένο επάνω στο άλογό του που το χτυπούσε δυνατά κι από τα λουριά του έσταζε αίμα.

Όταν συνήλθε από τη λιποθυμία του, ρίχτηκε στην αγκαλιά του Μποβαρύ, ενώ από τα μάτια του έτρεχαν άφθονα τα δάκρυα. «Κόρη μου! Έμμα, παιδί μου! Εξηγήστε μου, τι συμβαίνει;»

Και ο άλλος απαντούσε με λυγμούς. «Δεν ξέρω! Δεν ξέρω. Είναι μια κατάρα».

Ο φαρμακοποιός τους χώρισε. «Οι σκηνές αυτές είναι περιττές. Θα αναλάβω να πληροφορήσω εγώ τον κύριο. Νά, ο κόσμος έρχεται. Λίγη αξιοπρέπεια, διάβολε! Λίγη φιλοσοφία!»

Ο δυστυχισμένος ο Κάρολος θέλησε να φανεί δυνατός κι επανέλαβε πολλές φορές: «Ναι... χρειάζεται θάρρος!»

«Ε, καλά!» φώναξε ο γερο-Ρουό. «Θα έχω όσο θέλετε, μα την πίστη μου! Πηγαίνω να τη συντροφεύσω έως το τέλος».

Page 243: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η καμπάνα χτυπούσε. Όλα ήταν έτοιμα, έπρεπε να ξεκινήσουν. Και καθισμένος στα στασίδια της χορωδίας, ο ένας δίπλα στον άλλον, είδαν να περνούν από εμπρός τους και να ξαναπερνούν αδιάκοπα οι τρεις ψάλτες, που δεν έπαυαν τις ψαλμωδίες τους.

Το αρμόνιο έπαιζε με όλη του τη δύναμη. Ο Μπουρνιζιέν, με την επισημότερη στολή του, έψαλλε με μια φωνή διαπεραστική. Υποκλινόταν μπροστά στην Αγία Τράπεζα, ύψωνε τα χέρια, άπλωνε τα μπράτσα. Ο Λεστιμπουντουά κυκλοφορούσε μέσα στην εκκλησία ακούραστος. Το φέρετρο είχε τοποθετηθεί δίπλα στο αναλόγιο, ανάμεσα σε τέσσερις σειρές κεριών. Ο Κάρολος ήθελε να σηκωθεί να τα σβήσει.

Μολοντούτο προσπαθούσε να εμψυχωθεί με τη θρησκεία, να βυθιστεί μέσα σε μια ελπίδα μέλλουσας ζωής όπου θα την έβλεπε και πάλι. Φανταζόταν ότι η Έμμα είχε φύγει σε ταξίδι, πολύ μακρινό, πριν από πολύ καιρό. Αλλά όταν σκεφτόταν ότι βρισκόταν εκεί μπροστά του, ότι όλα είχαν τελειώσει, ότι θα την έθαβαν σε λίγο, ένιωθε μια μαύρη, άγρια, απελπισμένη λύσσα. Κάποτε νόμιζε ότι δεν αισθανόταν πλέον τίποτα. Και εντρυφούσε μέσα στην ανακούφιση του πόνου του, ενώ στον ίδιο καιρό κατηγορούσε τον εαυτό του ως άθλιο.

Άκουσαν επάνω στις πλάκες κάτι που έμοιαζε με τον κρότο ενός σιδερένιου μπαστουνιού, που χτυπούσε σε όμοια διαστήματα. Ο κρότος αυτός ερχόταν από το βάθος και σταμάτησε απότομα στις χαμηλές πλευρές της εκκλησίας. Ένας άνθρωπος με μια χοντρή σκούρα μπλούζα γονάτισε με κόπο. Ήταν ο Ιππόλυτος, ο υπηρέτης του Χρυσού Λιονταριού. Είχε φορέσει το πολυτελές τεχνητό του πόδι.

Ένας από τους ψάλτες έκανε το γύρο του νάρθηκα για να μαζέψει τον έρανο των πιστών, και οι χοντρές πεντάρες, η μια μετά την άλλη, χτυπούσαν δυνατά μέσα στον ασημένιο δίσκο.

«Κάμετε γρήγορα λοιπόν! Εγώ υποφέρω!» φώναξε ο Μποβαρύ, ενώ σύγκαιρα έριξε με θυμό ένα νόμισμα πέντε φράγκων. Ο άνθρωπος της εκκλησίας τον ευχαρίστησε με μια βαθιά υπόκλιση.

Έψαλλαν, γονάτιζαν, σηκώνονταν, και αυτή η ιστορία δεν τελείωνε ποτέ! Θυμήθηκε πως μια φορά, στα πρώτα χρόνια, είχαν ακούσει μαζί τη λειτουργία και είχαν σταθεί από την άλλη πλευρά της εκκλησίας, δεξιά, δίπλα στον τοίχο. Η καμπάνα ξανάρχισε. Τότε ακούστηκε ένας θόρυβος από τα καθίσματα. Οι νεκροπομποί έβαλαν τα τρία ξύλα τους κάτω από το φέρετρο και όλοι βγήκαν από την εκκλησία.

Ο Ιουστίνος παρουσιάστηκε τότε στο κατώφλι του φαρμακείου. Ξαναμπήκε αμέσως μέσα, χλομός, τρικλίζοντας.

Στα παράθυρα ήταν πολύς κόσμος για να δει την κηδεία. Ο Κάρολος, μπροστά, περπατούσε με κυρτωμένο το σώμα. Έκανε τον γενναίο και χαιρετούσε με μια κίνηση του κεφαλιού όλους εκείνους που, βγαίνοντας από τους δρομίσκους ή τις πόρτες, έπαιρναν θέση ανάμεσα στο πλήθος.

Οι έξι άνθρωποι, τρεις από κάθε μεριά, προχωρούσαν με μικρά βήματα και φαίνονταν κουρασμένοι λίγο. Οι παπάδες, οι ψάλτες και τα δυο παιδιά της χορωδίας έψαλλαν το Εκ βαθέων, και η φωνή τους απλωνόταν προς τον κάμπο, ανεβαίνοντας και κατεβαίνοντας με κυματισμούς. Κάποτε η πομπή χανόταν μέσα στη στροφή ενός μονοπατιού, αλλά ο μεγάλος ασημένιος σταυρός υψωνόταν πάντοτε ανάμεσα στα δέντρα.

Οι γυναίκες ακολουθούσαν σκεπασμένες με μαύρα πανωφόρια με γυριστές κουκούλες. Κρατούσαν στο χέρι ένα μεγάλο κερί που έκαιγε, και ο Κάρολος ένιωθε ότι θα λιποθυμούσε με την εξακολουθητική αυτή επανάληψη των προσευχών και των λαμπάδων κάτω από τις αποκρουστικές μυρωδιές του κεριού και του ράσου. Φυσούσε ένα δυνατό αεράκι, η σίκαλη και η αγριοκράμβη

Page 244: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

άνθιζαν, σταγόνες δροσιάς έτρεμαν στην άκρη του δρόμου, πάνω στους αγκαθωτούς θάμνους. Κάθε είδους χαρούμενοι θόρυβοι γέμιζαν τον ορίζοντα. Ο κρότος ενός κάρου που κυλούσε μακριά, μέσα σ' ένα μονοπάτι, η φωνή ενός πετεινού που επαναλαμβανόταν, ή ο καλπασμός ενός μικρού αλόγου που το 'βλεπαν να φεύγει κάτω από τις μηλιές. Ο καταγάλανος ουρανός είχε πού και πού στίγματα από ρόδινα σύννεφα. Οι καλύβες ήταν σκεπασμένες με ίριδες. Ο Κάρολος, περνώντας, αναγνώριζε τις αυλές. Θυμόταν μέρες σαν και τη σημερινή, όπου, αφού είχε επισκεφτεί κάποιον άρρωστο, έφευγε από εκεί μέσα και γύριζε στη γυναίκα του.

Το μαύρο μάλλινο ύφασμα, κεντημένο με δάκρυα άσπρα, σηκωνόταν κάποτε κάποτε ξεσκεπάζοντας το φόρεμα. Οι νεκροπομποί, κουρασμένοι, περπατούσαν σιγότερα, και το φέρετρο προχωρούσε με διαρκή τινάγματα, σαν μια βάρκα που ανεβοκατεβαίνει σε κάθε κύμα.

Έφτασαν. Οι νεκροπομποί εξακολούθησαν ως κάτω, πάνω στη χλόη, όπου είχαν σκάψει τον τάφο. Στάθηκαν όλοι γύρω, και ενώ ο παπάς μιλούσε, το κόκκινο χώμα που ήταν ριγμένο στις άκρες, κυλούσε από τις γωνίες, αθόρυβα και αδιάκοπα.

Έπειτα, όταν τα τέσσερα σκοινιά ετοιμάστηκαν, έσπρωξαν επάνω το φέρετρο. Ο Κάρολος το κοιτούσε που κατέβαινε. Και κατέβαινε διαρκώς. Τέλος, ακούστηκε ένα κρότος. Το φέρετρο είχε αγγίξει το χώμα. Τα σκοινιά τρίζοντας ανέβηκαν πάλι. Τότε ο Μπουρνιζιέν πήρε το φτυάρι που του έδωσε ο Λεστιμπουντουά. Με το αριστερό του χέρι, ενώ ράντιζε με το δεξί, έσπρωξε με δύναμη μια μεγάλη φτυαριά, και το ξύλο του φέρετρου, που το χτύπησαν τα χαλίκια, έκανε τον τρομερό εκείνο κρότο που μας φαίνεται ότι είναι η απήχηση της αιωνιότητας.

Ο παπάς έδωσε το ραντιστήρι στο γείτονά του, που έτυχε να είναι ο κύριος Ομέ. Εκείνος το κούνησε με σοβαρότητα και το έδωσε κατόπι στον Κάρολο, που έπεσε στα γόνατα πάνω στη γη και έριχνε άφθονα φωνάζοντας: «Αντίο!» Της έστελνε φιλήματα, σερνόταν προς το μνήμα για να ταφεί μαζί της. Τον πήραν από εκεί· και δεν άργησε να ησυχάσει, δοκιμάζοντας ίσως, όπως όλοι οι άλλοι, την αόριστη ικανοποίηση ότι είχε τελειώσει το καθετί.

Ο γερο-Ρουό, στην επιστροφή, άρχισε να καπνίζει ήσυχα την πίπα του, πράγμα που ο κύριος Ομέ έκρινε από μέσα του ότι δεν ταίριαζε και τόσο. Παρατήρησε επίσης ότι ο κύριος Μπινέ δεν είχε έρθει, ότι ο Τιβάς «το είχε σκάσει» ύστερα από τη νεκρώσιμη ακολουθία, και ότι ο Θόδωρος, ο υπηρέτης του συμβολαιογράφου, φορούσε ένα μπλε σακάκι, σαν να μην μπορούσε να βρει ένα μαύρο, αφού έτσι είναι η συνήθεια, τι διάβολο! Και για να μεταδώσει τις παρατηρήσεις του, πήγαινε από τον έναν όμιλο στον άλλο. Όλος ο κόσμος λυπόταν για το θάνατο της Έμμας, και προπάντων ο Λερέ, ο οποίος δεν παρέλειψε να παρευρεθεί και στον ενταφιασμό.

«Α, τη δυστυχισμένη νέα γυναίκα! Τι συμφορά για τον άντρα της!»

Ο φαρμακοποιός πρόσθεσε: «Χωρίς εμένα, να ξέρετε, θα είχε φτάσει σε κάποιο διάβημα απελπισίας».

«Ήταν τόσο καλή! Και να συλλογίζομαι ότι την είδα μόλις το περασμένο Σάββατο στο κατάστημά μου!»

«Δεν είχα τον καιρό» είπε ο Ομέ, «να ετοιμάσω μερικά λόγια για να τα σκορπίσω στον τάφο της».

Όταν έφτασαν στο σπίτι, ο Κάρολος έβγαλε τα καλά του ρούχα και ο γερο-Ρουό φόρεσε και πάλι την μπλε του μπλούζα. Ήταν καινούρια, και επειδή στο δρόμο συχνά είχε σκουπίσει τα μάτια του με τα μανίκια, είχε ξεβάψει πάνω στο πρόσωπό του. Και τα ίχνη των δακρύων έκαναν γραμμές πάνω στην κατασκονισμένη μορφή του.

Page 245: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Η μητέρα του Κάρολου ήταν μαζί τους. Σιωπούσαν και οι τρεις. Τέλος, ο αγαθός γέρος στέναξε:

«Θυμάσαι, φίλε μου, που ήρθα μια φορά στην Τοστ, όταν είχες χάσει την πρώτη σου μακαρίτισσα γυναίκα; Τότε σε παρηγορούσα! Έβρισκα κάτι να σου πω. Αλλά τώρα...» Έπειτα, μ' ένα βαθύ βογκητό που βγήκε από τα βάθη της ψυχής του, πρόσθεσε: «Αχ, έφτασε πια το τέλος μου! Είδα να φεύγει η γυναίκα μου... έπειτα ο γιος μου... και τώρα η κόρη μου!»

Θέλησε να γυρίσει αμέσως στο Μπερτό, λέγοντας ότι δεν μπορούσε να κοιμηθεί σ' αυτό το σπίτι. Αρνήθηκε μάλιστα να δει και την εγγονή του.

«Όχι! Όχι! Αυτό θα μου έκανε μεγάλη λύπη. Μόνο να μου τη φιλήσετε πολύ! Σας αφήνω γεια!!... Εσύ είσαι καλός άνθρωπος. Κι έπειτα ποτέ δε θα σε ξεχάσω» είπε χτυπώντας το πόδι του, «μη φοβάσαι! Θα σου στέλνω πάντοτε το γαλόπουλό σου».

Όταν όμως έφτασε στο ψήλωμα της πλαγιάς, έστρεψε το πρόσωπό του, όπως άλλοτε, στο δρόμο του Αγίου Βίκτορος όταν χωριζόταν από την κόρη του. Τα παράθυρα του χωριού ήταν κατακόκκινα σαν τη φωτιά, κάτω από τις κάθετες ακτίνες του ήλιου που βασίλευε μέσα στο λιβάδι. Έβαλε το χέρι μπροστά στα μάτια του και διέκρινε στον ορίζοντα ένα σωρό από τοίχους, όπου τα δέντρα εδώ και κει σχημάτιζαν μαύρα μπουκέτα ανάμεσα από τις άσπρες πέτρες. Έπειτα συνέχισε το δρόμο του, σιγανά, γιατί το άλογό του κούτσαινε.

Ο Κάρολος και η μητέρα του, παρά την κούρασή τους, έμειναν το βράδυ πολλή ώρα μαζί. Μίλησαν για τα περασμένα και για το μέλλον. Εκείνη θα ερχόταν να μείνει στη Γιονβίλ, θα διηύθυνε αυτή το σπίτι, δε θα χωρίζονταν ποτέ. Έδειξε πολλή τρυφερότητα και ενδιαφέρον, γιατί μέσα της ευχαριστιόταν που ξανάβρισκε μια στοργή που είχε ξεχάσει εδώ και τόσα χρόνια. Σήμαναν τα μεσάνυχτα. Το χωριό, όπως πάντοτε, ήταν σιωπηλό, ο Κάρολος, άγρυπνος, συλλογιζόταν διαρκώς την Έμμα.

Ο Ροδόλφος, ο οποίος, για να διασκεδάσει, είχε περάσει την ημέρα κυνηγώντας στο δάσος, κοιμόταν ήσυχος στον πύργο του. Και ο Λεόν εκεί κάτω, κοιμόταν επίσης.

Υπήρχε κι άλλος ένας που, αυτή την ώρα, έμενε άγρυπνος.

Επάνω στο μνήμα, ανάμεσα στα έλατα, ένα παιδί έκλαιγε γονατιστό, και το στήθος του, συντετριμμένο από τους λυγμούς, σπάραζε από τα αναφιλητά κάτω από το σκοτάδι. Η λύπη του ήταν απέραντη, πιο γλυκιά από το φεγγάρι και πιο βαθιά από τη νύχτα. Έξαφνα, η πόρτα έτριξε. Ήταν ο Λεστιμπουντουά που ερχόταν να πάρει το φτυάρι που το είχε λησμονήσει εκεί πρωτύτερα. Αναγνώρισε τον Ιουστίνο που σκαρφάλωνε τον τοίχο κι έτσι έμαθε ποιος ήταν ο κακοποιός που του έκλεβε τις πατάτες του.

Page 246: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

11

Ο Κάρολος, την επόμενη μέρα, ξανάφερε στο σπίτι την Μπέρτα. Ζητούσε τη μητέρα της. Της απάντησαν ότι είχε πάει ταξίδι και ότι θα της έφερνε παιχνίδια όταν θα γύριζε. Η μικρή την ξαναζήτησε πολλές φορές. Κατόπιν, όσο περνούσε ο καιρός, άρχιζε να μην τη σκέφτεται. Η ζωηρότητα του παιδιού λυπούσε τον Μποβαρύ, και ήταν υποχρεωμένος να υπομένει τις ανυπόφορες παρηγοριές του φαρμακοποιού.

Τα οικονομικά ζητήματα δεν άργησαν πάλι να ξαναρχίσουν. Ο κύριος Λερέ πίεζε και πάλι το φίλο του Βενσάρ, και ο Κάρολος αναγκάστηκε να υπογράψει συναλλαγματικές για πολύ μεγάλα ποσά, γιατί ποτέ δε θέλησε να συγκατανεύσει στην πώληση και του μικρότερου ακόμα επίπλου που άλλοτε ανήκε σ' εκείνη. Η μητέρα του θύμωνε πολύ. Εκείνος αγανακτούσε περισσότερο μαζί της. Είχε αλλάξει εντελώς και η αγαθή γυναίκα εγκατέλειψε το σπίτι.

Τότε ο καθένας θέλησε να επωφεληθεί από την αδυναμία του Κάρολου. Η δεσποινίς Λαμπερέρ ζήτησε έξι μηνών μαθήματα, μολονότι η Έμμα δεν είχε πάρει ποτέ ούτε ένα (παρ' όλο τον εξοφλημένο λογαριασμό που είχε παρουσιάσει στον Μποβαρύ): ήταν μια συμφωνία μεταξύ των δύο γυναικών. Εκείνος που δάνειζε τα βιβλία ζήτησε συνδρομή τριών χρόνων. Η κυρα-Ρολέ ζήτησε να πληρωθεί για τα είκοσι γραμμάτια που είχε αναλάβει να δώσει κάπου· και επειδή ο Κάρολος ζήτησε εξηγήσεις, εκείνη είχε τη λεπτότητα να του απαντήσει:

«Α, δεν ξέρω τίποτα! Ήταν για υποθέσεις της».

Σε κάθε χρέος που πλήρωνε ο Κάρολος πίστευε ότι δεν υπήρχε άλλο. Διαψεύδονταν όμως γρήγορα, γιατί μόλις τελείωνε με τη μία απαίτηση, παρουσιαζόταν αμέσως μια άλλη. Ζήτησε να εισπράξει όσα του καθυστερούσαν. Του έδειξαν τα γράμματα που είχε στείλει η γυναίκα του. Τότε χρειάστηκε να ζητήσει συγνώμη.

Η Ευτυχία φορούσε τώρα τα φορέματα της κυρίας της. Όχι όλα, γιατί εκείνος είχε φυλάξει μερικά και πήγαινε και τα 'βλεπε στο δωμάτιο της τουαλέτας όπου έμενε κλειδωμένος πολλή ώρα. Η Ευτυχία είχε σχεδόν το ίδιο ανάστημα, και συχνά ο Κάρολος, βλέποντάς την από πίσω, νόμιζε ότι έβλεπε την Έμμα και φώναζε:

«Αχ! Μείνε! Μείνε!»

Αλλά, την Πεντηκοστή, η Ευτυχία έφυγε από τη Γιονβίλ. Την είχε απαγάγει ο Θόδωρος κι εκείνη είχε κλέψει όσα είχαν μείνει στην ιματιοθήκη.

Την ίδια αυτή εποχή η κυρία χήρα Ντιπουί έλαβε την τιμή να αναγγείλει τους «γάμους του υιού της κυρίου Λεόν Ντιπουί, συμβολαιογράφου εις Υβετό, μετά της δεσποινίδος Λευκαδίας Λεμπέφ, εκ Μποντεβίλ». Ο Κάρολος, στα συγχαρητήρια που έστειλε, έγραψε και αυτή τη φράση:

«Πόσο θα ευχαριστιόταν η δυστυχισμένη μου γυναίκα με την είδηση αυτή!»

Μία ημέρα που περιφερόταν άσκοπα μέσα στο σπίτι, είχε ανέβει ως τη σοφίτα. Ένιωσε κάτω από την παντούφλα του ένα τσαλακωμένο λεπτό χαρτί. Το άνοιξε και διάβασε: «Θάρρος, Έμμα θάρρος! Δε θέλω να γίνω αιτία της δυστυχίας σου». Ήταν το γράμμα του Ροδόλφου, που είχε πέσει στο πάτωμα ανάμεσα στα μπαούλα που είχαν μείνει εκεί και που ο αέρας του φεγγίτη είχε σπρώξει προς την πόρτα. Ο Κάρολος έμεινε ακίνητος και με το στόμα ανοιχτό στην ίδια εκείνη θέση όπου άλλοτε, πολύ ωχρότερη, η Έμμα απελπισμένη, ήθελε να πεθάνει. Τέλος, ανακάλυψε ένα μικρό Ρ στο κάτω μέρος

Page 247: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

της δεύτερης σελίδας. Ποιος να ήταν άραγε; Θυμήθηκε τις περιποιήσεις του Ροδόλφου, την απότομη εξαφάνισή του και το ύφος του στεναχωρημένο, όταν τη συνάντησε κατόπιν δυο ή τρεις φορές. Αλλά ο γεμάτος σεβασμό τόνος του γράμματος τον έκανε να γελαστεί.

«Ίσως να αγαπήθηκαν πλατωνικά» είπε με το νου του.

Εξάλλου, ο Κάρολος δεν ήταν από κείνους που εμβαθύνουν στα πράγματα. Υποχώρησε αμέσως και η ακαθόριστη ζήλια του έσβησε μέσα στην απέραντη λύπη του.

Ήταν δικαιολογημένο, συλλογιζόταν, να τη λατρεύουν. Όλοι οι άντρες, δίχως άλλο, θα την είχαν ποθήσει. Του φάνηκε τότε πολύ πιο ωραία και τον έπιασε ένας απέραντος τρελός πόθος, που φλόγιζε την απελπισία του και που δεν είχε όρια, γιατί τώρα ο πόθος αυτός ήταν απραγματοποίητος.

Για να της αρέσει, σαν να ζούσε εκείνη ακόμα, παραδέχτηκε όλα της τα γούστα, όλες τις ιδέες της. Αγόρασε παπούτσια από λουστρίνι κι άρχισε να φορεί άσπρες γραβάτες. Έβαζε αλοιφές στα μουστάκια του και υπέγραφε, όπως εκείνη, συναλλαγματικές. Κι από το μνήμα της, εκείνη, τον διέφθειρε.

Βρέθηκε στην ανάγκη να πουλήσει ένα προς ένα τα ασημικά, κατόπι πούλησε τα έπιπλα του σαλονιού. Όλα τα δωμάτια γυμνώθηκαν, αλλά το δωμάτιο «εκείνης» έμεινε όπως ήταν άλλοτε. Το βράδυ, ύστερα από το δείπνο, ο Κάρολος ανέβαινε εκεί, έσπρωχνε δίπλα στο τζάκι το στρογγυλό τραπεζάκι και πλησίαζε την πολυθρόνα της. Καθόταν απέναντι. Ένα κερί έκαιγε πάνω σ' ένα από τα επίχρυσα καντηλέρια. Η Μπέρτα δίπλα του έκανε ζωγραφιές.

Ο δυστυχισμένος υπέφερε πολύ που την έβλεπε τόσο κακοντυμένη, με τα παπούτσια της χωρίς κορδόνια και με καταξεσκισμένη την μπλούζα της. Η οικονόμος του σπιτιού δε φρόντιζε διόλου γι' αυτά. Η μικρούλα, όμως, ήταν τόσο γλυκιά, τόσο καλή, και το κεφαλάκι της έγερνε τόσο χαριτωμένα, αφήνοντας να πέφτουν πάνω στα ρόδινα μάγουλά της τα ωραία ξανθά μαλλιά της, που τον κυρίευε μια ευχαρίστηση ανακατεμένη με πίκρα, σαν τα κακοφτιαγμένα κρασιά που μυρίζουν ρετσίνα. Της διόρθωνε τα παιχνίδια της, της έκανε μαριονέτες με χαρτόνι ή της έραβε την ξεσκισμένη κοιλιά της κούκλας της. Έπειτα, αν συναντούσαν τα μάτια του το κουτί των εργόχειρων, μία κορδέλα συρόταν ή ακόμα και μία καρφίτσα που είχε μείνει στη χαραμάδα του τραπεζιού, άρχιζε να ρεμβάζει, και είχε το ύφος μελαγχολικό, και μελαγχολούσε κι εκείνη μαζί του.

Κανείς τώρα δεν ερχόταν να τους δει. Ο Ιουστίνος είχε φύγει στη Ρουέν, όπου έγινε παραγιός σε κάποιο παντοπωλείο, και τα παιδιά του φαρμακοποιού πλησίαζαν ολοένα λιγότερο την Μπέρτα, γιατί ο κύριος Ομέ δεν ήθελε να προχωρήσει η οικειότητά τους, εξαιτίας της διαφοράς της κοινωνικής θέσεώς τους.

Ο τυφλός, τον οποίο δεν μπόρεσε να γιατρέψει ο κύριος Ομέ με την αλοιφή του, είχε επιστρέψει στην πλαγιά του δάσους, όπου διηγιόταν στους ταξιδιώτες τη μάταιη προσπάθεια του φαρμακοποιού, σε τέτοιο σημείο, ώστε ο κύριος Ομέ, όταν πήγαινε στην πόλη, κρυβόταν πίσω από τις κουρτίνες του Χελιδονιού, για ν' αποφύγει να συναντηθεί μαζί του. Τον μισούσε πια, και για να προστατέψει την υπόληψή του, θέλοντας με κάθε τρόπο ν' απαλλαγεί απ' αυτόν, έστησε ενάντια στον δυστυχή έναν κρυφό πόλεμο, που φανέρωνε όλη την πονηριά του και όλη την ταπεινότητα της ματαιοδοξίας του. Επί έξι συνεχείς μήνες ο κόσμος διάβαζε στην Fanal de Rouen άρθρα που ήταν γραμμένα με το πνεύμα αυτό:

Όλοι όσοι διέρχονται εκ των ευφόρων επαρχιών της Πικαρδίας, θα έχουν, αναμφιβόλως, παρατηρήσει το οικτρόν θέαμα που παρέχει ένας άθλιος τύπος, του οποίου το πρόσωπον είναι παραμορφωμένον από μίαν φρικιαστικήν πληγήν. Ο απαίσιος αυτός άνθρωπος

Page 248: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

ενοχλεί τους πάντας. Καταδιώκει τους ταξιδιώτας, από τους οποίους απαιτεί την πληρωμήν ενός πραγματικού φόρου. Ευρισκόμεθα, άραγε, ακόμη εις τους τετατώδεις εκείνους χρόνους του μεσαίωνος, οπότε ήτο επιτετραμμένον εις τους αλήτας να επιδεικνύουν εις τα δημόσια ημών μέρη την λέπραν και τας χοιράδας που είχον αποκτήσει εις τας σταυροφορίας και μεταφέρει εις τον τόπον μας;

Ή, πάλι:

Παρά τους υφισταμένους εναντίον της αλητείας νόμους, οι δρόμοι οι οδηγούντες εις τας μεγάλας μας πόλεις εξακολουθούν να είναι πλήρεις από επαίτας οι οποίοι λυμαίνονται κυριολεκτικώς τους κατοίκους. Πολλοί εξ αυτών κυκλοφορούν καθ' ομάδας, άλλοι δε πάλιν μόνοι, και ίσως οι τελευταίοι να μην είναι οι λιγότερο επικίνδυνοι. Τι φρονούν περί τούτου οι αρμόδιοι;

Επιπλέον, ο Ομέ εφεύρισκε και διάφορες ιστορίες:

«Χθες, εις την πλευράν του δάσους Γκιγιόμ, ένας θυμοειδής ίππος...»

Και η αφήγηση εξακολουθούσε για ν' αποδείξει ότι συνέβη κάποιο τρομερό δυστύχημα, που το προκάλεσε η παρουσία του δύστυχου τυφλού.

Ενήργησε με τόση επιμονή, που στο τέλος επενέβησαν οι αρχές και φυλάκισαν τον τυφλό. Κατόπιν, όμως, τον άφησαν και πάλι ελεύθερο. Ο τυφλός ξανάρχισε την ιστορία του, αλλά και ο Ομέ δεν κουραζόταν να τον καταδιώκει. Ήταν μια δυνατή πάλη ανάμεσα στους δυο. Ο φαρμακοποιός κατόρθωσε να κερδίσει την τελική νίκη, γιατί ο εχθρός του καταδικάστηκε να μείνει κλεισμένος για πάντα μέσα σ' ένα φιλανθρωπικό ίδρυμα.

Η επιτυχία αυτή του έδωσε θάρρος. Και από τότε δεν συνέβαινε τίποτα σε όλη την επαρχία, που να μην έσπευδε να το δώσει αμέσως στη δημοσιότητα. Είτε ένας σκύλος σκοτωνόταν είτε καιγόταν ένας αχυρώνας, είτε ξυλοφόρτωναν μια γυναίκα, αμέσως τα έγραφε όλα και λεπτομερώς στην εφημερίδα, εμπνεόμενος πάντοτε από αγάπη προς την πρόοδο και από μίσος προς τους παπάδες. Έκανε παραλληλισμούς μεταξύ των προπαιδευτικών σχολείων και των σχολείων των παπάδων, με το σκοπό, πάντοτε, να βλάψει τους τελευταίους. Επειδή είχε δοθεί μια επιχορήγηση εκατό φράγκων σε μια εκκλησία, υπενθύμισε τη νύχτα του Αγίου Βαρθολομαίου, κατάγγειλε καταχρήσεις, κατέκρινε την αδράνεια των κακώς κειμένων. Και όπως έλεγε ο ίδιος, με μετριοφροσύνη δήθεν, υπέσκαπτε. Ο Ομέ άρχισε να γίνεται επικίνδυνος.

Στο μεταξύ, τα στενά όρια της δημοσιογραφίας δεν τον ικανοποιούσαν. Πνιγόταν και ένιωθε την ανάγκη να γράψει ένα βιβλίο, ένα σύγγραμμα.

Αμέσως, λοιπόν, επιδόθηκε στη σύνταξη μιας Γενικής Στατιστικής του δήμου Γιονβίλ μετά των σχετικών κλιματολογικών παρατηρήσεων. Η στατιστική τον έσπρωξε στη φιλοσοφία. Ασχολήθηκε με τα μεγάλα ζητήματα: το κοινοβουλευτικό πρόβλημα, την ανύψωση του ηθικού των απόρων τάξεων, την ιχθυοτροφία, το καουτσούκ, τους σιδηροδρόμους και άλλα πολλά. Έφτασε στο σημείο να ντρέπεται που ήταν αστός. Έπαιρνε τώρα ύφος καλλιτέχνη, κάπνιζε! Αγόρασε δύο αγαλματάκια «Πομπαντούρ» για να στολίσει το σαλόνι του.

Δεν είχε εγκαταλείψει, όμως, τη φαρμακευτική του. Το εναντίον, ενδιαφερόταν για όλα και ήταν ενήμερος όλων των εφευρέσεων. Παρακολουθούσε τη μεγάλη κίνηση που γινόταν για τη σοκολάτα. Ήταν ο πρώτος που την εισήγαγε στο νομό του Κάτω Σηκουάνα. Ενθουσιάστηκε για τις υδροηλεκτρικές αλυσίδες Πιλβερμασέ. Αγόρασε μια και τη φορούσε. Το βράδυ, όταν έβγαζε το

Page 249: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

φανελένιο γιλέκο του, η κυρία Ομέ έμενε καταθαμπωμένη μπροστά στη χρυσή αλυσίδα, κάτω από την οποία εκείνος χανόταν, και αισθανόταν διπλή αγάπη γι' αυτό τον άνθρωπο, που ήταν σφιχτοδεμένος σαν Σκύθης και που έλαμπε σαν μάγος.

Δεν υστέρησε να δώσει και ωραίες ιδέες για τον τάφο της Έμμας. Στην αρχή πρότεινε μια κομμένη στήλη, έπειτα μια πυραμίδα, κατόπιν ένα ναό της Εστίας, ένα είδος στρογγυλής οικοδομής... ή, μάλλον, «ένα σωρό ερειπίων.. Και σε όλα τα σχέδια, ο Ομέ υποστήριζε την άποψη ότι έπρεπε να προστεθεί και μια ιτιά, που τη θεωρούσε σαν το υποχρεωτικό σύμβολο της λύπης.

Ο Κάρολος και αυτός πήγαν μαζί στη Ρουέν, για να δουν διάφορα μνημεία στο κατάστημα ενός εργολάβου. Τους συνόδεψε ένας ζωγράφος, ονομαζόμενος Βοφριλάρ, φίλος του Μπριντού, ο οποίος σε όλο το διάστημα δεν έπαυε να κάνει λογοπαίγνια. Τέλος, αφού εξέτασε καμιά εκατοστή σχέδια, αφού παράγγειλε να του ετοιμάσουν τον προϋπολογισμό κι έκανε και δεύτερο ταξίδι στη Ρουέν, ο Κάρολος αποφάσισε να προτιμήσει το μαυσωλείο, που θα είχε στις δύο κύριες όψεις του έναν άγγελο με μια σβησμένη λαμπάδα στο χέρι.

Όσο για την επιγραφή, ο Ομέ δεν έβρισκε ωραιότερη από τη φράση: Sta viator (Ήταν ταξιδιώτης). Σταματούσε στις λέξεις αυτές. Μάταια ζητούσε από τη φαντασία του να ανακαλύψει κάτι καλύτερο. Επαναλάμβανε διαρκώς: Sta viator. Τέλος, κατόρθωσε να βρει ένα λατινικό ρητό, που έσπευσε να το ανακοινώσει στον Κάρολο με ενθουσιασμό. Ιδού, φίλε μου, αυτό πρέπει να γραφεί στον τάφο της: amabilem conjugem calcas (Στη μνήμη της αγαπημένης μου συζύγου). Και το ρητό αυτό το ενέκρινε και ο Μποβαρύ.

Ο Κάρολος ένιωθε να συμβαίνει ένα παράξενο πράγμα στην ψυχή του. Μολονότι συλλογιζόταν διαρκώς την Έμμα, εντούτοις την ξεχνούσε. Και τον έπιανε μια απελπισία που έβλεπε να του ξεφεύγει από τη μνήμη του η μορφή της, ενώ έκανε κάθε προσπάθεια να τη συγκρατήσει. Κι όμως, κάθε νύχτα την ονειρευόταν. Ήταν πάντα το ίδιο όνειρο. Την πλησίαζε, αλλά όταν ζητούσε να τη σφίξει στην αγκαλιά του, εκείνη χανόταν.

Τον έβλεπαν επί μια βδομάδα να μπαίνει το βράδυ στη εκκλησία. Ο αβάς Μπουρνιζιέν του έκανε δύο ή τρεις επισκέψεις, έπειτα τον άφησε. Εξάλλου, ο εφημέριος άρχισε να γίνεται πολύ αυστηρός, ή, όπως έλεγε ο Ομέ, να ξαναγυρίζει στο φανατισμό. Έριχνε τους κεραυνούς του εναντίον του πνεύματος του αιώνος και δεν παρέλειπε, κάθε δεκαπέντε μέρες στο κήρυγμά του, να διηγείται τις τελευταίες στιγμές του Βολταίρου, που πέθανε κατατρώγοντας τις ακαθαρσίες του, όπως ο καθένας ήξερε.

Μολονότι ζούσε πολύ οικονομικά, εν τούτοις ο Μποβαρύ δεν κατόρθωνε να ανταποκριθεί και στους τόκους ακόμα των παλιών του χρεών. Ο Λερέ αρνήθηκε να του ξαναδώσει οποιαδήποτε συναλλαγματική. Η κατάσχεση του σπιτιού ήταν αναπόφευκτη. Τότε κατέφυγε στη μητέρα του, η οποία έδωσε τη συγκατάθεσή της για να υποθηκεύσει ένα μέρος της περιουσίας της. Σύγκαιρα όμως, η αγαθή γυναίκα δεν παρέλειψε να κατηγορήσει την Έμμα και ζήτησε σ' αντάλλαγμα της θυσίας της ένα σάλι που είχε ξεφύγει από την κλεψιά της Ευτυχίας. Ο Κάρολος της το αρνήθηκε. Μητέρα και γιος μάλωσαν.

Πρώτη εκείνη άρχισε να ζητεί τη συμφιλίωση, προτείνοντας να πάρει μαζί της τη μικρή Μπέρτα, που θα ανακούφιζε το σπίτι. Ο Κάρολος έδωσε τη συγκατάθεσή του. Αλλά τη στιγμή του χωρισμού, του έλειψε το θάρρος. Τότε διέκοψαν τις σχέσεις του εντελώς, οριστικά.

Όσο έβλεπε να ελαττώνεται ο αριθμός των ανθρώπων που αγαπούσε, τόσο αφοσιωνόταν στη στοργή του παιδιού του. Ένιωθε όμως κάτι ανησυχίες για την υγεία του, γιατί έβηχε κάποτε κάποτε και είχε στα μήλα των παρειών κάτι στίγματα κόκκινα.

Page 250: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Απέναντί του απλωνόταν, ανθηρή και χαρούμενη, η οικογένεια του φαρμακοποιού, που όλα τα πράγματα του κόσμου έλεγε κανείς ότι συντελούσαν για την ευχαρίστησή του. Ο Ναπολέων τον βοηθούσε στο χημικό του εργαστήρι, η Αθαλία κεντούσε ένα σκούφο· η Ίρμα έκοβε στρογγυλά χαρτάκια για το τύλιγμα των μπουκαλιών και ο Φραγκλίνος απάγγελνε με μια ανάσα τον πυθαγόρειο πίνακα. Ήταν ο πιο ευτυχισμένος πατέρας, ο πιο τυχερός άνθρωπος.

Λάθος! Μία κρυμμένη φιλοδοξία τον κατέτρωγε. Ο Ομέ επιθυμούσε το παράσημο. Οι τίτλοι δεν του έλειπαν καθόλου.

Πρώτον: στην εποχή της χολέρας είχε διακριθεί για τη μεγάλη του αφοσίωση. Δεύτερον: δημοσίευσε, και με δικά του μάλιστα έξοδα, διάφορα συγγράμματα δημοσίας ωφελείας, όπως για παράδειγμα... (και ανέφερε το βιβλιαράκι με τον τίτλο: Ο μηλίτης, η κατασκευή του και τα αποτελέσματά του. Έπειτα τις παρατηρήσεις του για τα ζωύφια, που τις έστειλε, μάλιστα, στην Ακαδημία, για να πάρει το δίπλωμα του φαρμακοποιού) δίχως να λογαριάσει ότι ήταν μέλος διαφόρων επιστημονικών εταιρειών (ήταν μόνο σε μία).

«Τέλος» φώναξε μόνος του, σαν ν' άλλαξε γνώμη, «δε μου μένει παρά να διακριθώ σε καμιά πυρκαγιά!»

Τότε ο Ομέ άρχισε να κολακεύει την Κυβέρνηση. Πρόσφερε κρυφά στο Νομάρχη μεγάλες υπηρεσίες στις εκλογές. Τέλος, πούλησε τον εαυτό του, εξευτελίστηκε. Έστειλε, μάλιστα, στο βασιλιά μια αναφορά, όπου τον ικέτευε να του «απονείμει δικαιοσύνη». Τον αποκαλούσε ο «καλός μας βασιλιάς» και τον έβαλε δίπλα στον Ερρίκο τον Δ'.

Και κάθε μέρα, ο φαρμακοποιός έπαιρνε με συγκίνηση την εφημερίδα για να ανακαλύψει το όνομά του στον κατάλογο των παρασημοφορούμενων. Αλλ' αυτό δε συνέβαινε. Τέλος, επειδή δεν μπορούσε πια να κρατηθεί, σχεδίασε πάνω στη χλόη του κήπου του ένα μεγάλο παράσημο. Στην κορυφή, μάλιστα, είχε κάνει με χαρτόνι την απομίμηση της ταινίας. Περπατούσε συχνά γύρω από το σχέδιο αυτό με τα χέρια σταυρωμένα, ενώ στον ίδιο καιρό έκανε μερικούς συλλογισμούς για την αδεξιότητα της Κυβέρνησης και την αχαριστία των ανθρώπων.

Από σεβασμό, ή από ένα είδος ευχαρίστησης που τον έκανε να βραδύνει τις ενέργειές του, ο Κάρολος δεν είχε ακόμη ανοίξει το μυστικό συρτάρι ενός γραφείου, που η Έμμα συνήθιζε να χρησιμοποιεί. Μια μέρα, τέλος, κάθισε μπροστά από το γραφείο αυτό, γύρισε το κλειδί και έσπρωξε το ελατήριο. Όλα τα γράμματα του Λεόν βρίσκονταν εκεί μέσα. Αυτή τη φορά δεν έμενε πλέον καμιά αμφιβολία! Τα διάβασε ή, μάλλον, τα καταβρόχθισε όλα, ως την τελευταία λέξη, έψαξε σε όλες τις γωνίες, όλα τα έπιπλα, όλα τα συρτάρια, πίσω από τους τοίχους, κλαίγοντας, ουρλιάζοντας, κατασπαραγμένος, τρελός. Ανακάλυψε ένα κουτί, το έσπασε με μια κλοτσιά. Η φωτογραφία του Ροδόλφου πετάχτηκε στο πρόσωπό του, ανάμεσα από ανακατεμένα ερωτικά γράμματα.

Όλος ο κόσμος απορούσε τώρα για την ηθική του κατάπτωση και την απογοήτευση. Δεν έβγαινε πια καθόλου ούτε δεχόταν κανέναν. Αρνιόταν, μάλιστα, να πάει να επισκεφτεί τους αρρώστους του. Τότε διαδόθηκε ότι κλεινόταν στο σπίτι του για να πίνει.

Κάποτε κάποτε, όμως, κάποιος περίεργος ανέβαινε πάνω στο φράχτη του κήπου και παρατηρούσε με κατάπληξη αυτό τον άνθρωπο, με τα μακριά γένια και τα βρώμικα ρούχα, άγριο, να περπατάει νευρικά και να κλαίει με λυγμούς.

Το καλοκαίρι, τα βράδια, έπαιρνε τη μικρή κόρη του μαζί του και πηγαίνανε στο κοιμητήριο. Γύριζαν αργά τη νύχτα, όταν στην πλατεία δεν υπήρχε φως, παρά μόνο στο φεγγίτη του Μπινέ.

Page 251: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

Μολοντούτο, η ηδονή του πόνου του δεν ήταν τέλεια, γιατί δεν είχε γύρω του κανένα που να μπορούσε να τη συμμεριστεί. Έκανε επισκέψεις στην κυρία Λεφρανσουά, μόνο και μόνο για να βρίσκει ευκαιρία να μιλά για εκείνη. Αλλά η ιδιοκτήτρια του ξενοδοχείου τον άκουγε με το ένα αυτί, γιατί κι εκείνη, όπως αυτός, είχε τις πίκρες της, επειδή ο κύριος Λερέ είχε ιδρύσει άλλο κατάστημα με την επιγραφή Οι ευνοούμενοι του εμπορίου, και ο Ιβέρ, που είχε μεγάλη φήμη για την ικανότητά του, ζητούσε αύξηση μισθού και απειλούσε να κλείσει συμφωνία με τον αντίπαλο.

Μια μέρα που ο Κάρολος είχε πάει στην αγορά του Αργκέιγ για να πουλήσει το άλογό του —τον τελευταίο του πόρο— συνάντησε εκεί τον Ροδόλφο.

Οι δύο άντρες, μόλις αντικρίστηκαν, χλόμιασαν και οι δύο. Ο Ροδόλφος, που είχε στείλει μόνο το επισκεπτήριό του, ψιθύρισε πρώτα μερικές δικαιολογίες, έπειτα πήρε θάρρος, και μάλιστα τόλμησε (έκανε πολλή ζέστη, ήταν Αύγουστος) να τον καλέσει να πάρουν μια μποτίλια μπίρα στο καπηλειό.

Με το πρόσωπο ακουμπισμένο στον αγκώνα του, καθισμένος απέναντί του, μασούσε το πούρο του και τον ίδιο καιρό μιλούσε, ενώ ο Κάρολος ρέμβαζε μπροστά στη μορφή αυτή, που εκείνη είχε αγαπήσει. Του φαινόταν ότι έβλεπε κάτι δικό της. Ήταν κάτι σαν έκσταση. Θα ήθελε πολύ να ήταν αυτός ο Ροδόλφος.

Ο άλλος εξακολουθούσε να μιλά για τη γεωργία, την κτηνοτροφία, τα λιπάσματα. Συμπλήρωνε με πολύ κοινές φράσεις όλα τα κενά όπου θα μπορούσε να γλιστρήσει κάποιος υπαινιγμός. Ο Κάρολος δεν τον άκουγε. Ο Ροδόλφος το αντιλαμβανόταν και παρακολουθούσε πάνω στην έκφραση της μορφής του το πέρασμα των αναμνήσεων. Σιγά σιγά, όμως, η μορφή του κοκκίνιζε, τα χείλη του έτρεμαν. Για μια στιγμή, μάλιστα, ο Κάρολος γεμάτος από μια συγκρατημένη λύσσα, κάρφωσε τα μάτια του πάνω στον Ροδόλφο, ο οποίος τρόμαξε και διέκοψε την ομιλία του. Αλλά αμέσως, η ίδια πένθιμη κούραση ξαναφάνηκε στο πρόσωπο του Κάρολου.

«Δε σας κρατώ κανένα μίσος» είπε.

Ο Ροδόλφος έμεινε άφωνος. Και ο Κάρολος, με το κεφάλι μέσα στα δυο του χέρια, επανέλαβε με σβησμένη φωνή και με τόνο που φανέρωνε τον απέραντο πόνο του:

«Όχι, δε σας κρατώ κανένα μίσος!»

Πρόσθεσε, μάλιστα, και μια μεγάλη κουβέντα, τη μόνη, ίσως, που είπε ποτέ στη ζωή του:

«Φταίει το πεπρωμένο!»

Ο Ροδόλφος, που είχε διευθύνει το πεπρωμένο αυτό, βρήκε ότι ήταν υπερβολική μακροθυμία από μέρους ενός ανθρώπου στη θέση αυτή. Τον χαρακτήρισε, μάλιστα, κωμικό και λίγο ταπεινό.

Την επόμενη μέρα ο Κάρολος πήγε και κάθισε στον πάγκο, κάτω από την κληματαριά. Το φως περνούσε από τα κάγκελα. Επάνω στην άμμο η σκιά σχεδίαζε τα σχήματα των φύλλων. Τα γιασεμιά ευωδίαζαν. Ο ουρανός ήταν γαλανός, οι κάνθαροι βούιζαν γύρω από τους ανθισμένους κρίνους, και ο Κάρολος πνιγόταν σαν ένας έφηβος που ένιωθε για πρώτη φορά την καρδιά του να φουσκώνει από τις αόριστες ερωτικές πίκρες.

Στις εφτά, η μικρή Μπέρτα, που δεν τον είχε δει διόλου όλο το απόγευμα, πήγε να τον φωνάξει για το δείπνο.

Είχε το κεφάλι αναποδογυρισμένο επάνω στον τοίχο, με τα μάτια κλειστά, το στόμα ανοιχτό, και

Page 252: flaubert - Madam Bovary

Digitized by 10uk1s, May 2010

κρατούσε στα χέρια του μια μεγάλη τούφα μαύρα μαλλιά.

«Πατέρα, έλα, λοιπόν!» φώναξε η Μπέρτα.

Και νομίζοντας ότι εκείνος ήθελε να παίξει, τον έσπρωξε ελαφρά. Ο Κάρολος έπεσε στη γη. Ήταν νεκρός.

Τριάντα έξι ώρες κατόπιν ήρθε βιαστικά ο κύριος Κανιβέ, τον οποίο είχε καλέσει ο φαρμακοποιός. Τον εξέτασε αλλά δεν ανακάλυψε τίποτα.

Όταν πουλήθηκαν όλα, έμειναν δώδεκα φράγκα και εβδομήντα πέντε λεπτά, τα οποία χρησιμοποιήθηκαν για να πληρωθεί το ταξίδι της δεσποινίδος Μποβαρύ στη γιαγιά της. Η αγαθή γυναίκα πέθανε τον ίδιο χρόνο. Επειδή ο γερο-Ρουό ήταν παράλυτος πια, ανέλαβε την ανατροφή της μικρής μια θεία. Είναι φτωχή, και τη στέλνει σ' ένα υφαντουργείο για να κερδίζει το ψωμί της.

Ύστερα από το θάνατο του Μποβαρύ, διαδέχτηκαν ο ένας τον άλλο τρεις γιατροί, δίχως να μπορέσουν να στεριώσουν. Ο κύριος Ομέ τους πολέμησε πολύ και δεν τους άφησε να μείνουν. Άρχισε να κάνει μια πάρα πολύ μεγάλη πελατεία. Οι αρχές τον περιποιούνταν και η κοινή γνώμη τον προστάτευε.

Πήρε, τέλος, και το παράσημο.