Download - Xurin Tolkien

Transcript

-

Ι Α

ΤΟΥΧΟΥΡΙΝ

Π Ρ ΟΛΟΓΟΣ

Αναμφίβολα υπάρχουν πάρα πολλοί αναγνώστες του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, που δεν γνωρίζουν τίποτα για τους θρύλους των Παλαιών Ημερών (όπως έχουν δημοσιευθεί σε διάφορες μορφές στο Σιλμ αρίλλιον, στις Ατέλειωτες Ιστορίες και στην Ιστορία της Μέσης-γης) ή που τους γνωρίζουν μόνο εκ φήμης, ως κείμενα παράξενα και απρόσιτα στη μορφή και τη δομή τους, Γι' αυτόν το λόγο πίστευα εδώ και πολύν καιρό ότι υ­πάρχουν σημαντικοί λόγοι να παρουσιάσω το θρύλο των Παι­διών του Χούριν πλήρη, ως ένα ανεξάρτητο έργο με δικό του εξώφυλλο, με τις ελάχιστες δυνατές συντακτικές παρεμβάσεις και κυρίως ως μια συνεχή αφήγηση χωρίς κενά και διακοπές, αν αυτό μπορούσε να γίνει χωρίς διαστρεβλώσεις ή επινοήσεις παρά την ημιτελή κατάσταση στην οποία άφησε ο πατέρας μου μερικά τμήματα του θρύλου.

Πίστευα ότι, αν η ιστορία της μοίρας του Τούριν και της Νίε­νορ, των παιδιών του Χούριν και της Μόργουεν, μπορούσε να παρουσιαστεί με αυτό τον τρόπο. θα άνοιγε ένα «παράθυρο» σε μια σκηνή και σ' ένα σύνολο ιστοριών μιας άγνωστης Μέσης-γης οι οποίες είναι γεμάτες ζωντάνια και αμεσότητα, αν και στη σύλ­ληψή τους εμφανίζονται να προέρχονται από μακρινές εποχές του παρελθόντος: ιστορίες για τις πλημμυρισμένες δυτικές ε­κτάσεις πέρα από τα Γαλάζια Βουνά, όπου ζούσε ο Δεντρογένης στα νιάτα του, και για τη ζωή του Τούριν Τουράμπαρ στο Ντορ-

11

ΤΑ ΠΑ!Δ!Α ΤΟΥ XOYf'lN

λόμιν, το Ντόριαθ, το Νάργκοθροντ και το Δάσος του Μπρέθιλ Έτσι αυτό το βιβλίο απευθύνεται κυρίως σ' εκείνους τους

αναγνώστες του Άρχοντα των Δαχτυλ ιδιών που μπορεί να θυμού­νται ότι το δέρμα της αράχνης Σέλομπ ήταν τόσο σκληρό, που «δεν μπορούσε να το διαπεράσει ανθρώπινο όπλο, ακόμη και αν ήταν από ατσάλι σφυρηλατημένο από Ξωτικό ή Νάνο και ακόμη και αν το κρατούσε το χέρι του Μπέρεν ή του Τούριν», ή ότι ο Έλροντ, μιλώντας στον Φρόντο στο Ρίβεντελ, xαραKτήρι�ε τον Τούριν «έναν από τους κραταιούς Φίλους των Ξωτικών της πα­λιάς εποχής» , αλλά ότι δεν ήξεραν τίποτα περισσότερο γι ' αυτόν.

Όταν ο πατέρας μου ήταν νέος, τα χρόνια του Α' Παγκο­σμίου πολέμου και πολύ πριν υπάρξουν έστω και τα πρώτα σπέρματα των ιστοριών που θα αποτελούσαν το Χόμ πιτ ή τον Άρ χοντα των Δαχτυλιδιών, άρχισε να γράφει μια συλλογή από αφηγήσεις που τις ονόμασε Το Βιολ ίο των Χαμένων Ιστορ ιών, Αυτό ήταν το πρώτο έργο φανταστικής λογοτεχνίας που έ­γραψε και ήταν έργο σημαντικό, γιατΙ αν και παρέμεινε ημι­τελές, περιλάμβανε δεκατέσσερις ολοκληρωμένες ιστορίες, Στο Βιολίο των Χαμένων Ιστορ ιών εμφανίστηκαν για πρώτη φο­ρά οι Θεοί ή Βάλαρ, τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι ως Παιδιά του Ιλούβαταρ (του Δημιουργού), ο Μέλκορ-Μόργκοθ ο με­γάλος Εχθρός, ΟΙ Μπάλρογκ και οι Ορκ, καθώς και οι χώρες στις οποίες εκτυλίσσονταν οι Ιστορίες, το Βάλινορ, «γη των Θε­ών» , πέρα από το δυτικό ωκεανό, και οι «Μεγάλες Εκτάσεις» (που αργότερα ονομάστηκαν «Μέση-γη» , ανάμεσα στις θά­λασσες της ανατολής και της δύσης),

Μέσα στις Χαμένες Ιστορίες υπήρχαν τρεις με πολύ μεγα­λύτερη έκταση και πληρότητα, και όλες αφορούσαν τους Ανθρώπους και τα Ξωτικά, Η πρώτη, γραμμένη από τον πα-

12

ΤΙΡΟΛΟΓΟΣ

τέρα μου το 1917, είναι Η Ιστορία της Τινού υιελ , που εμφανί­ζεται σε συντετμημένη μορφή στον Αρ χοντα των Δαχτυλιδιών ως η ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν, την οποία αφηγή­θηκε ο Άραγκορν στα χόμπιτ στο Γουέδερτοπ. Η δεύτερη εί­ναι η Τουράμπαρ και ο Φ οαλ όκε (<<ο Τούριν Τουράμπαρ και ο Δράκος», που σίγουρα υπήρχε το 1919, ίσως και νωρίτερα), Και η τρίτη ήταν Η Πτώση της Γκοντόλιν (1916-17), Το 1951, τρία χρόνια πριν από την έκδοση της Συντροφιάς του Δαχτυλ ι­διού , ο πατέρας μου έγραψε μια μακροσκελή επιστολή όπου περιγράφει το έργο του, Σε ένα σημείο, στο οποίο αναφέρο­νται συχνά οι σχολιαστές, μιλά για την αρχική του φιλοδοξία: «Μια φορά κι έναν καιρό (από τότε έχουν περιοριστεί οι βλέ­ψεις μου) ήθελα να δημιουργήσω ένα σώμα από λίγο-πολύ αλ­ληλένδετους θρύλους που να κυμαίνονται από το επίπεδο των μεγάλων και κοσμογονικών μύθων μέχρι το επίπεδο των ρομα­ντικών παραμυθιών, με τους μεγαλύτερους να είναι θεμελιω­μένοι στους μικρότερους", και οι μικρότεροι να αντλούν τη λα­μπρότητά τους από το αχανές φόντο των μεγαλύτερων", Θα 'δινα μερικές από τις μεγ(λλες ιστορίες σε πλήρη ανάπτυξη και θα άφηνα πολλές να είναι απλώς τοποθετημένες σαν σκια­γραφήματα μέσα στο ευρύτερο σχήμα» ,

Είναι φανερό από αυτή την αναδρομή ότι, από πολύ παλιά, η αρχική σύλληψη του πατέρα μου για το έργο που αργότερα ονομάστηκε Το Σιλμαρίλλιον ήταν να δώσει μερικές από τις «Ιστορίες» του σε πολύ πληρέστερη μορφή, Και πραγματικά, στην ίδια εκείνη επιστολή του 1951 ξεχωρίζει ρητά τις τρεις ι­στορίες που προανέφερα, λέγοντας ότι είναι μακράν οι μεγα­λύτερες στο Βιυλίο τω ν Χαμένων Ιστοριών, Αναφέρει ότι η ι­στορία του Μπέρεν και της Λούθιεν είναι «η κύρια από τις ι­στορίες του Σιλμ αρίλλιον» και γράφει γι' αυτήν: «η ιστορία εί­ναι (νομίζω ένα εξαιρετικό και δυνατό) ηρωικό-ρομαντικό πα-

13

]

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ ΟΥΡΙΝ

ραμύθι, που μπορεί να σταθεί από μόνη της με μια πολύ γε­νική μόνο γνώση του ευρύτερου ιστορικοί,. Είναι όμως επίσης ένας θεμελιώδης κρίκος του κύκλου. που χάνει το πλήρες νόη­μά του όταν αποσπάται από τη θέση που έχει μέσα σ' αυτόν» . «Υπάρχουν άλλες ιστορίες με σχεδόν εξίσου πλήρη ανάπτυ­ξη» , συνεχίtει. «και εξίσου ανεξάρτητες. που συνδέονται ωστό­σο με τη γενική ιστορία » . Αυτές είναι Τα Παιδιά του Χού ρ ι ν και Η Πτώση της ΓKOVΤόλ ι ν.

Έτσι, με βάση τα ίδια τα λόγια του πατέρα μου, μάλλον είναι αναμφισβήτητο ότι, αν μπορούσε να φτάσει σε μια τελική και ο­

λοκληρωμένη αφήγηση στην κλίμακα που επιθυμούσε, θα θεω­ρούσε τις τρεις «Μεγάλες Ιστορίες» των Παλαιών Ημερών (Mπέρεv και Λ oύOιεv. Τα Παιδιά του Χούρ ιν και Η Πτώση της Γκοντόλι ν) έργα με βαθμό πληρότητας αρκετά μεγάλο ώστε να μην απαιτούν γνώση του ευρύτερου πλαισίου των θρύλων που εί­ναι γνωστό ως Το Σιλμ αρ ι λλ ιον. Από την άλλη μεριά. όπως πα­ρατηρεί ο πατέρας μου στην ίδια επιστολή, η ιστορία των Παι­διών του Χούριν αποτελεί αναπόσπαστο μέρος της ιστορίας των Ξωτικών και των Ανθρώπων των Παλαιών Ημερών και έτσι ανα­γκαστικά υπάρχουν πολλές αναφορές σε γεγονότα και περιστά­σεις αυτής της ευρύτερης ιστορίας.

Θα ήταν εντελώς αντίθετο στη σύλληψη αυτού του βιβλίου να επιβαρυνθεί η ανάγνωσή του από ένα πλήθος υποσημειώσε­ων με πληροφορίες για πρόσωπα και γεγονότα τα οποία σε κά­θε περίπτωση σπάνια έχουν πραγματική σημασία για την άμε­ση αφήγηση. Μπορεί, όμως. να είναι χρήσιμη κάποια βοήθεια πού και πού, και γι ' αυτό στην Εισαγωγή έχω δώσει μια πολύ σύ­ντομη σκιαγράφηση του Μπελέριαντ και των λαών του προς το τέλος των Παλαιών Ημερών. όταν γεννήθηκαν ο Ίούριν και η Νίενορ. Έχω συμπεριλάβει επίσης, πέρα από ένα χάρτη του Μπελέριαντ και των εκτάσεων προς Βορρά, έναν κατάλογο με

14

ΠΡΟΛΟΓΟΣ

όλα τα ονόματα που εμφανί�oνται στο κείμενο, με συνοπτικές σημειώσεις και μια απλοποιημένη γενεαλογία για το καθένα.

Στο τέλος του βιβλίου υπάρχει ένα Παράρτημα με δύο μέ­ρη: το πρώτο αφορά τις προσπάθειες του πατέρα μου να φτά­σει σε μια τελική μορφή τις τρεις ιστορίες, και το δεύτερο τη σύνθεση του κειμένου σ' αυτό το βιβλίο, που διαφέρει από πολλές απόψεις από εκείνο των Α τέλειω των Ιστοριών.

Είμαι εξαιρετικά ευγνώμων στο γιο μου Άνταμ Τόλκιν, που μου πρόσφερε πολύτιμη βοήθεια στη διάταξη και παρουσίαση του υλικού της Εισαγωγής και του Παραρτήματος και βαθμι­αία εισήγαγε το βιβλίο στον τρομακτικό (για μένα) κόσμο της ηλεκτρονικής επικοινωνίας.

15

Ε Ι ΣΑΓΩ Γ Η

Η Μέση-γη τις Παλαιές Ημέρες

Ο χαρακτήρας του Τούριν είχε μεγάλη σημασία για τον πατέρα μου. Έτσι. με έναν διάλογο γεμάτο ευθύτητα και αμεσότητα, έ­δωσε ένα �ωντανό πορτρέτο των παιδικών του χρόνων, ουσιαστι­κό στοιχείο της όλης ιστορίας. σκιαγραφώντας την αυστηρότητα και την έλλειψη ευθυμίας, την αίσθηση δικαιοσύνης που είχε και

το συμπονετικό του χαρακτήρα' περιγράφει επίσης με την ίδια �ωντάνια τον Χούριν. εύστροφο, εύθυμο και αισιόδοξο, καθώς και

τη Μόργουεν, τη μητέρα του. συγκρατημένη, γενναία και περή­φανη, και την οικογενειακή �ωή στην κρύα χώρα του Ντορ-λόμιν

τα χρόνια πριν από τη γέννηση του Τούριν, χρόνια που ήταν ήδη γεμάτα φόβο μετά το σπάσιμο της Πολιορκίας της Άνγκμπαντ α­πό τον Μόργκοθ.

Όλα αυτά. όμως, έγιναν τις Παλαιές Ημέρες, την Πρώτη Επο­χή του κόσμου, μια εποχή αφάνταστα μακρινή. Τα βάθη του χρό­νου στα οποία επιστρέφει αυτή η ιστορία αποδίδονται με χαρα­κτηριστικό τρόπο σε ένα εδάφιο του Άρχοντα τΩv Δαχτυλιδιών. Στο μεγάλο συμβούλιο στο Ρίβεντελ, ο Έλροντ μίλησε για την Τελευταία Συμμαχία των Ξωτικών και των Ανθρώπων και την ήτ­τα του Σάουρον στο τέλος της Δεύτερης Εποχής, πάνω από τρεις χιλιάδες χρόνια πριν:

Τότε ο Έλροντ σώπασε για λίγο και αναστέναξε.

17

ΤΑ ΠΑ Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

«Θυμάμαι καλά τα μεγαλόπρεπα λάοαρά τους», είπε, «Μου

θύμισαν τη λαμπρότητα των Παλαιών Ημερών και τις στρατιές του

Μπελέριαντ, όταν είχαν συγκεντρωθεί τόσοι πολλοί μεγάλοι πρί­

γκιπες και ηγεμόνες, Και όμως όχι τόσοι πολλοί ούτε τόσο μεγαλό­

πρεποι, όσο όταν γκρεμίστηκαν τα Θανγκορόντριμ και πίστεψαν τα

Ξωτικά ότι το κακό είχε πάρει τέλος για πάντα, κάτι που δεν συνέ­βαινε».

«Θυμάσαι;» είπε ο Φρόντο, εκφράζοντας μεγαλόφωνα τη σκέ­

ψη του γεμάτος έκπληξη. «Μα νόμιζα», τραύλισε καθώς ο Έλρovτ

γύρισε και τον κοίταξε, «νόμιζα ότι η πτώση του Γκιλ-γκ,Χλαντ συ­

νέβη πριν από πολύν καιρό».

«'Οντως», απάντησε σΟΟαρός ο Έλροντ, «Αλλά η σκέψη μου

πάει πίσω στο παρελθόν μέχρι και τις Παλαιές Ημέρες, Πατέρας

μου ήταν ο Εαρέντιλ. παυ γεννήθηκε στην Γκοντόλιν πριν από την

πτώση της, Και μητέρα μου ήταν η Έλγουινγκ. κόρη του Ντίορ,

γιου της Λούθιεν του Ντόριαθ, Έχω γνωρίσει τρεις εποχές στα Δυ­

τικά του κόσμου και πολλές ήττες και πολλές άκαρπες νίκες»,

Κάπου έξι χιλιάδες πεντακόσια χρόνια πριν γίνει τα Συμβού­λιο του Έλροντ στο Ρίβεντελ γεννήθηκε ο Τούριν στο Ντορ-λό­μιν, «το χειμώνα κείνης της χρονιάς» , όπως καταγράφεται στα Χρονικά του Mπελέρ ιαvτ, <<με οιωνούς θλίψης» ,

Αλλά η τραγωδία της �ωής του δεν προκύπτει μόνο μέσα από την απεικόνιση του χαρακτήρα του, Πράγματι, ο Τούριν είχε κα­ταδικαστεί να �ει υπό το βάρος μιας κατάρας με τεράστια και μυ­στηριώδη δύναμη, την κατάρα του μίσους που έριξε ο Μόργκοθ στον Χούριν, τη Μόργουεν και τα παιδιά τους, επειδή ο Χούριν τον αψήφησε και αρνήθηκε να υποταχθεί στη θέλησή του, Και ο Μόργκοθ, ο Μαύρος Εχθρός, όπως κατέληξε να oνoμά�εται, ήταν αρχικά, όπως δήλωσε ο ίδιος στον Χούριν όταν τον έφεραν αιχ­μάλωτο μπροστά του, «ο Μέλκορ, ο πρώτος και κραταιότερος 0.-

18

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

πό τους Βάλαρ, που υπήρχε πριν από ταν κόσμο», Τώρα ήταν μό­νιμα ενσαρκωμένος σε μια μορφή γιγάντια και μεγαλόπρεπη αλ­λά τρομερή, βασιλιάς στη βορειοδυτική Μέση-γη, και ζούσε στις Κολάσεις του Σιδήρου, στο τεράστιο φρούριο της Άνγκμπαντ. Και οι μαύρες αναθυμιάσεις που αναδίνανταν από τις κορυφές των Θανγκορόντριμ. των βουνών που στοίβαξε πάνω από την Άνγκμπαντ, από μακριά φαίνονταν να κηλιδώνουν το βόρειο ου­ρανό, Στα Χρονικά του Mπελέριαvτ αναφέρεται ότι «οι πύλες του Μόργκοθ δεν απείχαν παρά εκατόν πενήντα λεύγες από τη γέ­φυρα του Μένεγκροθ -μακριά, και όμως πολύ κοντά». Αυτά τα λόγια αναφέρονται στη γέφυρα που οδηγούσε στην κατοικία του βασιλιά των Ξωτικών Θίνγκολ, ο οποίος πήρε ταν Τούριν θετό του γιο. Η κατοικία του ήταν το Μένεγκροθ, τα Χίλια Σπήλαια, σε με­γάλη απόσταση νότια και ανατολικά του Ντορ-λόμιν.

Όμως ο ενσαρκωμένος Μόργκοθ φοβόταν. Ο πατέρας μου έ­γραψε γι' αυτόν: «Καθώς η κακία του μεγάλωνε και εξέπεμπε α­πό μέσα του το κακό που δημιουργούσε με ψέματα και φαύλα πλάσματα, η δύναμή του περνούσε σ' αυτά και διασκορπιζόταν. και ο ίδιος δενόταν ακόμη περισσότερο με τη γη και δεν ήθελε να βγαίνει από τα σκοτεινά οχυρά του». Έτσι, όταν ο Φινγκόλφιν.

Ύπατος Βασιλιάς των Ξωτικών Νόλντορ, πήγε μόνος στην Άν­γκμπαντ για να προκαλέσει τον Μόργκοθ σε μάχη, φώναξε στην πύλη: «Βγες έξω, δειλέ βασιλιά, να πολεμήσεις με τα ίδια σου τα χέρια! Τρωγλοδύτη, αφέντη δούλων, ψεύτη και ύπουλε, εχθρέ Θεών και Ξωτικών, έλα! Γιατί θέλω να δω το άνανδρο πρόσωπό σου» . Τότε (λέγεται) «ο Μόργκοθ ήρθε. Γιατί δεν μπορούσε να αρνηθεί μια τέτοια πρόκληση ενώπιον των αρχηγών του». Πολέ­μησε με το μεγάλο σφυρί Γκροντ, που με κάθε χτύπημα άφηνε έ­να μεγάλο λάκκο, και χτύπησε τον Φινγκόλφιν και ταν ξάπλωσε στη γη. Αλλά αυτός, καθώς πέθαινε, κάρφωσε το μεγάλο πόδι

19

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

τού Μόργκοθ στο έδαφος «και το μαύρο αίμα ανάβλυσε και γέ­μισε τους λάκκους του Γκροντ. Από τότε ο Μόργκοθ έμεινε κου­τσός» . Έτσι επίσης. όταν ο Μπέρεν και η Λούθιεν. έχοντας πά­ρει τη μορφή λύκου και νυχτερίδας. εισχώρησαν στη βαθύτερη αίθουσα της Ά νγκμπαντ όπου καθόταν ο Μόργκοθ στο θρόνο του. η Λούθιεν του 'κανε ένα μαγικό ξόρκι: και «'Επεσε ξαφνικά σαν λόφος που κατολισθαίνει και γκρεμίστηκε σαν κεραυνός α­πό το θρόνο του κι έπεσε μπρούμυτα στο πάτωμα της κόλασης. Και η σιδερένια κορόνα αντηχώντας κύλησε από το κεφάλι του» .

Η κατάρα ενός τέτοιου όντος. που μπορούσε να ισχυριστεί ό­τι «η σκιά του σκοπού μου απλώνεται πάνω στην Άρντα [τη Γη], και όλα όσα υπάρχουν πάνω σ' αυτήν υποκύπτουν αργά και α­ναπότρεπτα στη θέλησή μου» . δεν μοιάζει με τις κατάρες ή τους αναθεματισμούς όντων με πολύ μικρότερη δύναμη. Ο Μόργκοθ δεν «επικαλείται» κακό ή συμφορές σε βάρος του Χούριν και των παιδιών του, δεν « καλεί» κάποια ανώτερη δύναμη να εκτε­λέσει το θέλημά του. Γιατί αυτός. «Κύριος των πεπρωμένων της Άρντα» . όπως αποκάλεσε τον εαυτό του στον Χούριν, σκοπεύει να επιφέρει την καταστροφή του εχθρού του με τη δίJναμη της δικής του τιτάνιας θέλησης και μόνο. Κατ' αυτόν τον τρόπο «σχεδιάζει» το μέλλον εκείνων που μισεί και έτσι λέει στον Xo� ριν: «Όλους εκείνους που αγαπάς η σκέψη μ ου θα τους βαραίνει σαν ένα σύννεφο Συμφοράς και θα τους βυθίσει στο σκοτάδι και την απόγνωση» .

Το μαρτύριο που επινόησε για τον Χούριν ήταν να τον κάνει «να βλέπει με τα μάτια του Μόργκοθ». Ο πατέρας μου έδωσε έναν ορισμό για το τι σημαίνει αυτό: αν κάποιος αναγκαζόταν να κοιτάξει μέσα στα μάτια του Μόργκοθ, θα «έβλεπε» (θα δεχό­ταν μέσα στο νου του από το νου του Μόργκοθ) μια ακατανίκη­τα πειστική εικόνα των γεγονότων. παραμορφωμένη από την απύθμενη κακία του Μόργκοθ. Και ακόμη και αν μπορούσε να

20

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

αντισταθεί κάποιος στην εντολή του Μόργκοθ, ο Χούριν δεν τα κατάφερε, Αυτό, είχε πει ο πατέρας μου, έγινε εν μέρει επειδή η αγάπη του γιο. τους δικούς του και η αγωνία του γι' αυτούς τον έκανε να θέλει να ξέρει όλο. όσα μποροίJσε για τη ζωή τους, ό­ποια κι αν ήταν η πηγή' και εν μέρει από περηφάνια, επειδή πί­στευε ότι είχε νικήσει τον Μόργκοθ στη λεκτική τους διαμάχη και ότι μπορούσε να αντισταθεί στο βλέμμα του, ή τουλάχιστον να διατηρήσει την κριτική του σκέψη και να διακρίνει ανάμεσα στην αλήθεια και την κακία,

Αυτή ήταν η μοίρα του Χούριν καθ' όλη τη διάρκεια της ζωής του Τούριν, μετά την αναχώρησή του από το Ντορ-λόμιν, και της αδελφής του Νίενορ, που δεν γνώρισε ποτέ τον πατέρα της: να κ(ιθεται ακίνητος ψηλά στα Θανγκορόντριμ βυθισμένος σε ολο­ένα και μεγαλύτερη πικρια εμπνευσμένη από το βασανιστή του,

Στην ιστορία του Τοί>ριν, που αυτοαποκλήθηκε Τουράμπαρ, «Κύριος της Μοίρας» , η κατάρα του Μόργκοθ μοιάζει να είναι μια δύναμη που, αναζητώντας τα θύματά της, έχει εξαπολυθεί για να επιφέρει το κακό, Έτσι ο ίδιος ο έκπτωτος Βάλα λέγεται ότι φοβόταν πως ο Τούριν «θα αποκτούσε τόσο μεγάλη δύναμη, που η κατάρα που είχε ρίξει πάνω του θα ακυρωνόταν και ο ί­διος θα ξέφευγε από την καταδίκη που προοριζόταν γι' αυτόν» (σελ. 147). Και αργότερα, στο Νάργκοθροντ, ο Τούριν έκρυβε το πραγματικό του όνομα και, όταν ο Γκουίντορ το αποκάλυψε, ε­ξοργίστηκε μαζί του:

« Μου πρόσφερες κακή υπηρεσία, φίλε μου, να προδώσεις το αληθινό μου όνομα και να ρίξεις έτσι πάνω μου την καταδίκη που με καταδιώκει και από την οποία ήθελα να κρυφτώ», Ο Γκουί­ντορ ήταν εκείνος που μίλησε στον Τούριν για τη φήμη που είχε απλωθεί στην Άνγκμπαντ όπου ήταν φυλακισμένος ο ίδιος, ότι ο Μόργκοθ είχε καταραστεί τον Χούριν και όλους τους συγγενείς του, Τώρα όμως απάντησε στην οργή του Τούριν λέγοντας:

21

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Η καταδίκη βρίσκεται μέσα σου, όχι στο όνομά σου» , Αυτή η πολύπλοκη σύλληψη είναι τόσο ουσιαστική για την ι­

στορία, που ο πατέρας μου είχε προτείνει και έναν εναλλακτικό τίτλο γι' αυτή: Ναρν ε'Ραχ Μόργκοο, «Η Ιστορία της Κατάρας του Μόργκοθ» . Και η άποψή του γι' αυτήν φαίνεται από αυτά τα λόγια: «Έτσι τελείωσε η ιστορία του Τούριν του δύσμοιρου του χειρότερου απ' όλα τα έργα του Μόργκοθ ανάμεσα στους Αν­θρώπους του αρχαίου κόσμου» .

Όταν ο Δεντρογένης περπατούσε στο δάσος του Φάνγκορν κουβαλώντας τον Μέρι και τον Πίπιν στα χέρια του, τους τρα­γουδούσε για μέρη που είχε γνωρίσει σε μακρινές εποχές και για τα δέντρα που μεγάλωναν εκεί:

Στα λι σάδι α του Τασάριναν με τις ιτιές σά διζα την Άνοι ξη. Α Ι η οέα και το άρωμ α της Πηγής στο Nαv -τασάρι oνΙ Κι έλεγα ότι ήταν καλά . Περιπλ ανιόμ ουν το Καλοκαίρι στα δάση του Oσίριαvτ με

τις φτελιές Α ! το φως και η μ ουσι κή το Καλοκαίρι δίπλα στους Επτά

Ποταμ ούς του Ο σίρ! Και έλεγα ότι ήταν ακόμη καλύτερα. Στις oξι �'ς του Nέλvτoρεo πήγαι να το ΦΟινόπωρο. Α! το χρυσό και το κόκκι νο και οι στεναγμ οί των φύλλων

το Φοι νόπωρο στο Tάoυ�να-NέλvτoρΙ Ήταν πιο πολύ κι απ' όσο επι Ουμ ούσα. Στα πεύκα στα υψίπεδα του Ντοροόνι ον ανέσαι να το

Χειμώνα. Α Ι ο ά νεμος και το λευκό και τα μ αύρα κλαδιά TOV Χειμώνα

στο OρΌVΤ-να-ΘoνΙ Η φωνή μ ου υψωνόταν και τραγουδούσε στον ουρ ανό .

2 2

εΙΣΑΓΩΓΗ

Και τώρα όλα αυτά τα μέρη κείτονται κά τω από το κύμα. Και 6'αδίζω στο Αμπαρόνα. στο Ταουρεμόρνα. στο Αλνταλόμε. Στη δι κή μου γη. στη χ(δρα του Φάvyκορν . Όπου οι ρίζες είναι 6'ασιές. Και τα χρόνι α απλώνονται πιο πυΚVά και από τα φύλλα Στο Ταουρεμορναλόμε.

Η μνήμη του Δεντρογένη, του «Εντ του γεωγέννητου. αρχαίου σαν τα βουνά» . ήταν όντως μεγάλη. Θυμόταν αρχαία δάση στη μεγάλη γη του Μπελέριαντ. που καταστράφηκαν στις ταραχές της Μεγάλης Μάχης στο τέλος των Παλαιών Ημερών. Η Μεγά­λη Θάλασσα ξεχύσηκε και πλημμύρισε όλες τις εκτάσεις δυτικά των Γαλάζιων Βουνών. που ονομάζονταν Έρεντ Λούιν και Έρεντ Λίντον: έτσι ο χάρτης που συνοδεύει Το Σιλμαριλλιον τελειώνει στα ανατολικά με αυτή την οροσειρά. ενώ ο χάρτης που συνο­δεύει τον Ά ρ χοντα των Δαχτυλιδιών τελειώνει στη δύση με την ίδια οροσειρά. Και οι παραλιακές περιοχές πέρα από τα βουνά που ονομάζονται στο χάρτη Φόρλιντον και Χάρλιντον (Βόρειο Λίντον και Νότιο Λίντον) ήταν ό.τι είχε απομείνει στην Τρίτη Εποχή από τη χώρα που ονομαζόταν Οσίριαντ, Γη των Επτά Ποταμών, και ε­πίσης Λίντον, μέσα στα δάση της οποίας βάδιζε ο Δεντρογένης.

Βάδιζε επίσης ανάμεσα στα μεγάλα πεύκα στα υψίπεδα του Ντορσόνιον (<<Γη των Πεύκων» ), που μετά ονομάστηκε Τάουρ­νου-Φούιν. «Το Δάσος της Νύχτας» , όταν ο Μόργκοσ το μετέ­τρεψε σε <<μια περιοχή τρόμου και σκοτεινής μαγείας. περιπλά­νησης και απόγνωσης» � (σ. 152). Και πήγαινε στο Νέλντορεσ, το βόρειο δάσος του Ντόριασ. βασίλειο του Θίνγκολ

Η τρομερή μοίρα του Τούριν εκτυλίχσηκε στο Μπελέριαντ και στις βόρειες περιοχές. Πράγματι, και το ΝτορΟόνιον και το Ντό­ριασ όπου περπατούσε ο Δεντρογένης, έπαιξαν κρίσιμο ρόλο στη ζωή του. Γεννήσηκε σ' έναν κόσμο πολέμου. αν και ήταν ακόμη

23

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

παιδί όταν δόθηκε η τελευταία και μεγαλύτερη μάχη στους πα­λέμους του Μπελέριαντ. Μια πολύ σύντομη σι(ιαγράφηση των γεγονότων που οδήγησαν στους πολέμους θα απαντήσουν στα ε­ρωτήματα που ανακύπτουν και θα εξηγήσουν τις αναφορές που γίνονται στην πορεία της αφήγησης.

Στο βορρά τα σύνορα του Μπελέριαντ μoιά�oυν να έχουν σχη­ματιστεί από τα Έρεντ Γουέθριν. τα Όρη της Σκιάς. πέρα από τα οποία απλώνεται η γη του Χούριν, το Ντορ-λόμιν, ένα μέρος του Χίθλουμ, ενώ προς τα ανατολικά το Μπελέριαντ εκτείνεται μέχρι τους πρόποδες των Γαλά�ιων Βουνών. Πιο ανατολικά υ­

πάρχουν περιοχές που εμφανί�oνται ελάχιστα στην ιστορία των Παλαιών Ημερών. Όμως, οι λαοί που διαμόρφωσαν αυτή την ι­στορία ήρθαν από την ανατολή, μέσ' από τα περάσματα των Γα­λάtιων Βουνών.

Τα Ξωτικά εμφανίστηκαν στη γη στη μακρινή ανατολή, δίπλα σε μια λίμνη που λεγόταν Κουιβιένεν, Νερό της Αφύπνισης. Από κει κλήθηκαν από τους Βάλαρ ν' αφήσουν τη Μέση-γη και, περ­νώντας τη Μεγάλη Θάλασσα, να έρθουν στο «Ευλογημένο Βα­σίλειο» του Άμαν στα δυτικά του κόσμου, στη γη των Θεών. Εκείνοι που ανταποκρίθηκαν στο κάλεσμα με οδηγό τον Βάλα Όρομε, τον Κυνηγό, ξεκίνησαν από την Κουιβιένεν και οιέσχισαν σε μια μεγάλη πορεία τη Μέση-γη και ονομάστηκαν Έλνταρ, τα Ξωτικά του Μεγάλου Ταξιοιού, τα Υψηλά Ξωτικά -σε αντιδια­στολή προς εκείνα που, αρνούμενα το κάλεσμα, επέλεξαν τη Μέ­ση-γη για χώρα και πεπρωμένο τους. Αυτοί ήταν τα « κατώτερα Ξωτικά» , που ονομάστηκαν Αβάρι, οι Απρόθυμοι.

Όμως οι Έλνταρ, αν και πέρασαν τα Γαλά�ια Βουνά, οεν έ­φυγαν όλοι για τη Μεγάλη Θάλασσα. Κι εκείνοι που παρέμει­ναν στο Μπελέριαντ ονομάστηκαν Σίνταρ, τα Γκρίtα Ξωτικά. Ο

Ύπατος Βασιλιάς τους ήταν ο Θίνγκολ (που σημαίνει « Φαιοχί­των») και βασίλευε ζώντας στο Μένεγκροθ, τα Χίλια Σπήλαια

24

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

στο Ντόριασ. Και από τους Έλνταρ που διέσχισαν τη Μεγάλη Θάλασσα, δεν έμειναν όλοι στη χώρα των Βάλαρ. Γιατί μία από τις μεγάλες φυλές τους. οι Νόλντορ (οι «Κύριοι της Γνώσης»), επέστρεψαν στη Μέση-γη και ονομάστηκαν Εξόριστοι. Ο κύριος υποκινητής της εξέγερσής τους κατά των Βάλαρ ήταν ο Φέανορ. «το Πνεύμα της Φωτιάς». Ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Φίν­γουε. που είχε οδηγήσει τη στρατιά των Νόλντορ από την Κουι­βιένεν και τώρα ήταν νεκρός. Αυτό το σημαντικό γεγονός στην ι­στορία των Ξωτικών περιγράφηκε συνοπτικά ως εξής από τον πα­τέρα μου στο Παράρτημα Α του Ά ρ χοντα των Δαχτυλ ιδιών:

Ο Φέανορ ήταν ο σπουδαιότερος από τους Έλ νταρ στις τέχνες

και τη γνώση. αλλά επίσης και ο πιο περήφανος και ο πιο ισχυρο­

γνώμων. Αυτός κατασκεύασε τα Τρία Πετράδια. τα Σιλμαρίλι. και

τα γέμισε με την ακτινοβολία των Δύο Δέντρων. του Τελπέριον και

του Λαουρέλιν. που έδιναν φως στη γη των Βάλαρ. Ο Μόργκοδ ο

Εχδρός εποφδαλμιούσε αυτά τα Πετράδια. Τα έκλεψε και, αφού

κατέστρεψε τα Δέντρα, τα πήγε στη Μέση-γη και τα φρουρούσε

στο μεγάλο οχυρό του στα Θανγκορόντριμ r τα βουνά πάνω από την

Άνγκμπαντ]. Ο Φέανορ, ενάντια στη δέληση των Βάλαρ, απαρνή­

δηκε το Ευλογημένο Βασίλειο και αυτοεξορίστηκε στη Μέση-γη, έ­

χοντας μαζί του ένα μεγάλο μέρος του λαού του. Γιατί μέσα στην

περηφάνια του σκόπευε να ξαναπάρει τα Πετράδια από τον Μόρ­

γκοδ διά της βίας. Και ακολούδησε ο ανέλπιδος πόλεμος των

Έλ νταρ και των Εντάιν κατά των Θανγκορόντριμ, όπου τελικά σι

πρώτοι ηττήδηκαν ολοκληρωτικά.

Ο Φέανορ σκοτώσηκε στη μάχη λίγο μετά την επιστροφή των Νόλντορ στη Μέση-γη και οι εφτά γιοι του κυβέρνησαν μεγάλες εκτάσεις ανατολικά του Μπελέριαντ. ανάμεσα στο Ντορσόνιον (Τάουρ-νου-Φούιν) και τα Γαλά�ια Βουνά. Αλλά η δύναμή τους κατατροπώσηκε στην τρομερή Μάχη των Αναρίσμητων Δακρύ-

25

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ ΟΥΡΙΝ

ων. που περιγράφεται στα Παιδιά του Χούρ ιν και στο εξής «οι Γιοι του Φέανορ περιπλανιούνταν σαν φύλλα στον άνε­μο» (σ. 56).

Ο δεύτερος γιος τού Φίνγουε ήταν ο Φινγκόλφιν (ετεροθαλής αδελφός του Φέανορ), που κυοερνούσε όλο το Νόλντορ. Αυτός με το γιο του Φίνγκον κυοερνούσαν το Χίθλουμ, οόρεια και δυ­τικά της μεγάλης οροσειράς Έρεντ Γουέθριν, των Βουνών της Σκιάς. Ο Φινγκόλφιν ζούσε στο Μίθριμ, δίπλα στη μεγάλη ομώ­νυμη λίμνη, ενώ ο Φίνγκον είχε το Ντορ-λόμιν στα νότια του Χί­θλουμ. Το κύριο οχυρό τους ήταν το Μπάραντ Έιθελ (ο Πύργος του Πηγαδιού) στο Έιθελ Σίριον (Πηγή του Σίριον), απ' όπου α­ναολύζει ο ποταμός Σίριον στην ανατολική πλευρά των Βουνών της Σκιάς. Ο Σάντορ, ο γέρος ανάπηρος υπηρέτης του Χούριν και της Μόργουεν, είχε υπηρετήσει σαν στρατιώτης εκεί για πολ­λά χρόνια, όπως είπε στον Τούριν (σσ. 41-2). Μετά το θάνατο του Φινγκόλφιν κατά τη μονομαχία με τον Μόργκοθ, ο Φίνγκον έγινε Ύπατος Βασιλιάς του Νόλντορ παίρνοντας τη θέση του. Ο Τού­ριν τον είδε μια φορά όταν αυτός «και πολλοί από τους άρχοντές του διέσχισαν το Ντορ-λόμιν και πέρασαν τη γέφυρα του Νεν Λάλαίθ, αστράφτοντας στα ασημιά και τα λευκά» (σσ. 39-40).

Ο δεύτερος γιος τού Φινγκόλφιν ήταν ο Τούργκον. Στην αρχή, μετά την επιστροφή των Νόλντορ, ζούσε στον οίκο που ονομάζε­ται Β ινυάμαρ, δίπλα στη θάλασσα στην περιοχή του Νεύραστ, δυτικά του Ντορ-λόμιν. Αλλά έχτισε μυστικά την κρυφή πόλη της Γκοντόλιν, πάνω σ' ένα λόφο στη μέση της πεδιάδας που ο­

νομάζεται Τουμλάντεν και περιοάλλεται από τα Κυκλωτικά Βου­νά, ανατολικά του ποταμού Σίριον. Όταν, μετά από πολλά χρό­νια, χτίστηκε η Γκοντόλιν, ο Τούργκον έφυγε από το Βινυάμαρ και πήγε να ζήσει με το λαό του, και τους Νόλντορ και τους Σί­νταρ, στην Γκοντόλιν. Και για αιώνες αυτό το οχυρό των Ξωτικών, έργο μεγάλης ομορφιάς. συνέχισε να υπάρχει σε πλήρη μυστικό-

2 6

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

τητα. Η μοναδική του είσοδος ήταν αδύνατο να ανακαλυφθεί και

είχε πάντα μεγάλη φρουρά για να μην μπορεί ποτέ κάποιος ξέ­

νος να μπει μέσα. Και ο Μόργκοθ δεν μπορούσε να μάθει πού

βρίσκεται. Μόνο στη Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων, αφού εί­

χαν περάσει πάνω από τριακόσια πενήντα χρόνια αφότου έφυγε

ο Τούργκον από το Βινυάμαρ. βγήκε από την Γκοντόλιν με τον

μεγάλο στρατό του. Ο τρίτος γιος τού Φίνγουε, αδελφός του Φινγκόλφιν και ετε­

ροθαλής αδελφός του Φέανορ, ήταν ο Φινάρφιν. Αυτός δεν επέ­

στρεψε στη Μέση-γη, ήρθαν όμως οι γιοι του και η κόρη του με

το στρατό του Φινγκόλφιν και των γιων του. Ο μεγαλύτερος γιος

του Φινάρφιν ήταν ο Φίνροντ, ο οποίος. εμπνευσμένος καθώς ή­

ταν από το μεγαλείο και την ομορφιά του Μένεγκροθ στο Ντό­

ριαθ. ίδρυσε την υπόγεια πόλη οχυρό του Νάργκοθροντ και γι'

αυτό ονομάστηκε Φέλαγκουντ, που σημαίνει «Κύριος των Σπη­

λαίων» ή «Σπηλαιο-λαξευτής» στη γλ,'"σσα των Νάνων. Οι πύ­

λες του Νάργκοθροντ άνοιγαν στο φαράγγι του ποταμού Νά­

ρογκ στο Δυτικό Μπελέριαντ. όπου αυτός ο ποταμός περνούσε

μέσα από τους ψηλούς λόφους που oνoμά�oνται Τάουρ-εν-Φά­

ροθ, ή Υψηλό Φάροθ. Όμως το βασίλειο του Φίνροντ απλωνόταν

σε μεγάλη έκταση, ανατολικά μέχρι τον ποταμό Σίριον και δυτι­

κά μέχρι τον ποταμό Νέννινγκ που έφτανε στη θάλασσα στο λι­

μάνι του Έγκλαρεστ. Όμως ο Φίνροντ έχασε τη �ωή του μέσα

στα μπουντρούμια του Σάουρον. του μεγαλύτερου υπηρέτη του

Μόργκοθ. και ο Ορόντρεθ. ο δεύτερος γιος του Φινάρφιν, πήρε

το στέμμα του Νάργκοθροντ. Αυτό έγινε ένα χρόνο μετά τη γέν­

νηση του Τούριν στο Ντορ-λόμιν. Οι άλλοι γιοι του Φινάρφιν, ο Άνγκροντ και ο Αέγκνορ. υπο­

τελείς του αδελφού τους Φίνροντ. �oύσαν στο ΝτορΟόνιον. που έβλεπε προς βορρά τον αχανή κάμπο του Αρντ-γκάλεν. Η Γκα­λάντριελ. αδελφή του Φίνροντ. �oύσε για πολύν καιρό στο Ντό-

27

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ ΟΥ Ρ Ι Ν

ριαθ με τη Μέλιαν τη Βασίλισσα. Η Μέλιαν ήταν Μάια. ένα πνεύμα μεγάλης δύναμης. που είχε πάρει ανθρώπινη μορφή και �oύσε στα δάση του Μπελέριαντ με το βασιλιά Θίνγκολ' ήταν μη­τέρα της Λούθιεν και πρόγονος του Έλροντ. Λίγο μετά την επι­στροφή των Νόλντορ από το Άμαν. όταν μεγάλες στρατιές της Άνγκμπαντ κατέβηκαν νότια και μπήκαν στο Μπελέριαντ. η Μέ­λιαν (όπως αναφέρεται στο Σιλμ αρίλλιον) «χρησιμοποίησε τη δύ­ναμή της και απέκλεισε όλη εκείνη την περιοχή [τα δάση του Νέλντορεθ και του Ρέγκιον] με ένα αόρατο τείχος σκιάς και σύγ­χυσης. τη Ζώνη της Μέλιαν. που στο εξής κανείς δεν μπορούσε να την περάσει παρά τη θέλησή της ή παρά τη θέληση του βα­σιλιά Θίνγκολ. εκτός αν ήταν κάποιος με δύναμη μεγαλύτερη α­πό εκείνη της Μέλιαν της Μάιπ» . Στο εξής η περιοχή ονομαζό­ταν Ντόριαθ. «η Περιφραγμένη Γη,>.

Το εξηκοστό έτος μετά την επιστροφή των Νόλντορ. μια με­γάλη στρατιά από Ορκ κατέβηκε από την Ά νγκμπαντ βάζοντας τέλος σε μια πολυετή ειρήνη. Οι Ορκ ηττήθηκαν και καταστρά­φηκαν ολοκληρωτικά από τους Νόλντορ. Αυτό ονομάστηκε Ντά ­ΥΚΟΡ Ά.Υκλαρεμπ. η Ένδοξη Μάχη. Όμως οι ηγεμόνες των Ξωτι­κών το θεώρησαν αυτό προειδοποίηση και άρχισαν την Πολιορ­κία της Άνγκμπαντ. η οποία διήρκεσε σχεδόν τετρακόσια χρόνια.

Λέγεται ότι οι Άνθρωποι (τους οποίους τα Ξωτικά ονόμαζαν Ατάνι. «οι Δεύτεροι» . και Χίλντορ. «οι Οπαδοί») εμφανίστηκαν μακριά. στα ανατολικά της Μέσης-γης. προς το τέλος των Πα­λαιών Ημερών. Όμως οι Άνθρωποι που εισήλθαν στο Μπελέ­ριαντ τις μέρες της Μεγάλης Ειρήνης. όταν η Ά νγκμπαντ πο­λιορκούνταν και οι πύλες της ήταν σφραγισμένες. δεν θα μιλού­σαν ποτέ για τις πρώτες μέρες της ιστορίας τους. Ο ηγέτης αυ­τών των πρώτων Ανθρώπων που πέρασαν τα Γαλάζια Βουνά ονομαζόταν Μπέορ ο Παλαιός. Μιλώντας στον Φίνροντ Φέλα-

28

ΕΙΣΑΓΩΓΗ

γκουντ, βασιλιά του Νάργκοθροντ, ο οποίος τους συνάντησε πρώτος, ο Μπέορ δήλωσε:

,,'Ενα σκοτάδι κείτεται πίσω μας. Και του γυρίσαμε την πλά­τη μας και δεν επιθυμούμε να επιστρέψουμε εκεί ούτε καν με τη σκέψη. Οι καρδιές μας στράφηκαν δυτικά και πιστεύουμε ότι ε­κεί θα βρούμε το Φως».

Ο Σάντορ, ο παλιός υπηρέτης του Χόύριν, μίλησε με τον ίδιο τρόπο στον Τούριν όταν βρισκόταν σε παιδική ηλικία (σελ. 40). Αργότερα όμως ειπώθηκε πως όταν ο Μόργκοθ έμαθε για την εμ­φάνιση των Ανθρώπων, άφησε την Άνγκμπαντ για τελευταία φο­ρά και πήγε στην Ανατολή. Και ειπώθηκε επίσης ότι οι πρώτοι Άνθρωποι που εισήλθαν στο Μπελέριαντ <ψετανόησαν και επα­ναστάτησαν κατά της Σκοτεινής Δύναμης και υπέστησαν σκλη­ρούς διωγμούς από κείνους που τη λάτρευαν και από τους υπη­ρέτες της» .

Αυτοί οι Άνθρωποι ανήκαν σε τρεις Οίκους που oνoμά�oνταν Οίκος του Μπέορ, Οίκος του Χάντορ και Οίκος του Χάλεθ. Ο πα­τέρας τού Χούριν, ο Γκάλντορ ο Υψηλός, ανήκε στον Οίκο του Χάντορ, αφού ήταν γιaς του ίδιου του Χάντορ. Η μητέρα του ό­μως ανήκε στον Οίκο του Χάλε θ, ενώ η Μόργουεν, η γυναίκα του, ανήκε στον Οίκο του Μπέορ και ήταν συγγενής του Μπέρεν.

Οι Άνθρωποι των Τριών Οίκων ήταν οι Evτάιν (οι AτΆVι στη γλώσσα Σίνταριν) και oνoμά�oνταν Φίλοι των Ξωτικών. Ο Χάντορ �oύσε στο Χίθλουμ και του είχε δοθεί η εξουσία του Ντορ-λόμιν από το βασιλιά Φινγκόλφιν. Ο λαός του Μπέαρ εγκαταστι'λθηκε στο Ντορθόνιον και ο λαός του Χάλεθ αυτή την εποχή �oύσε στο Δάσος του Μπρέθιλ. Μετά το τέλος της Πολιορκίας της Άν­γκμπαντ εμφανίστηκαν από τα βουνά Άνθρωποι ενός πολύ δια­φορετικού είδους. Συνήθως τους oνόμα�αν Ανατολίτες και μερι­κοί από αυτούς έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην ιστορία του Τούριν.

Η Πολιορκία της Άνγκμπαντ, 395 χρόνια αφού είχε αρχίσει,

29

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

τελείωσε μια νύχτα στα μέσα του χειμώνα, μ' έναν τρομερό και ξαφνικό τρόπο (που πρoετoιμα�όταν ωστόσο για πολύν καιρό), Ο Μόργκοθ εξαπέλυσε ποταμούς φωτιάς που κύλησαν από τα Θανγκορόντριμ και ο μεγάλος καταπράσινος κάμπος του Αρντ­γκάλεν που απλωνόταν στα βόρεια των υψιπέδων του Ντορθό­νιον μεταμορφώθηκε σε μια ξερή και άνυδρη έρημο, που στο ε­ξής έμεινε γνωστή με το όνομα ΑνφάουΥκλισ, η Πνιγερή Σκόνη,

Αυτή η καταστροφική επίθεση ονομάστηκε Ντάγκορ Μπρά­Υκολλαχ, η Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας, Ο Γκλάουρουνγκ, ο Πα­τέρας των Δράκων, αναδύθηκε από την Άνγιφπαντ για πρώτη φορά σε όλη του την ισχύ, Απέραντες στρατιές από Ορκ ξεχύ­θηκαν προς νότο, Οι ηγεμόνες των Ξωτικών του Ντορθόνιον σκο­τώθηκαν και ένα μεγάλο μέρος από τους πολεμιστές του λαού του Μπέορ, Ο βασιλιάς Φινγκόλφιν και ο γιος του Φίνγκον απω­θήθηκαν μαtί με τους πολεμιστές του Χίθλουμ ως το οχυρό του

Έιθελ Σίριον στην ανατολική πλευρά των Βουνών της Σκιάς, και κατά την υπεράσπισή του σκοτώθηκε ο Χρυσομάλλης Χάντορ, Τότε ο Γκάλ ντορ, πατέρας του Χούριν, έγινε κύριος του Ντορ-λό­μιν, Γιατί οι χείμαρροι της φωτιάς σταμάτησαν από τα Όρη της Σκιάς και το Χίθλουμ και το Ντορ-λόμιν παρέμειναν ελεύθερα,

Ένα χρόνο μετά την Μπράγκολλαχ, ο Φινγκόλφιν, σε μια κρί­ση απόγνωσης, πήγε στην Άνγκμπαντ και προκάλεσε τον Μόρ­γκοθ, Δύο χρόνια αργότερα ο Χούριν και ο Χούορ πήγαν στην Γκοντόλιν, Μετά από τέσσερα χρόνια ακόμη, σε μια νέα επίθεση κατά του Χίθλουμ, ο πατέρας του Χούριν, ο Γκάλντορ, σκοτώθη­κε στο οχυρό του Έιθελ Σίριον, Ο Σάντορ ήταν εκεί, όπως είπε στον Τούριν (σ, 42), και είδε τον Χούριν (τότε νέο είκοσι ενός ε­τών) «να παίρνει τον τίτλο του και να αναλαμβάνει την αρχηγία»,

Όλα αυτά τα γεγονότα ήταν νωπά στη μνήμη των κατοίκων του Ντορ-λόμιν τον καιρό που γεννήθηκε ο Τούριν, εννιά χρόνια μετά τη Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας,

30

1

ΝΑΡΝ Ι ΧΙΝ ΧΟΥΡΙΝ

Η Ιστορία των Παιδιών του Χούριν

ΚΕΦΑΛΑΙΟ 1

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι ΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

Ο Χάντορ ο Χρυσομάλλης ήταν άρχοντας των Εντάιν και πολύ αγαπητός στους Έλνταρ. Στη διάρκεια της �ωής του κυβερνού­σε υπό την ηγεμονία του Φινγκόλφιν. ο οποίος του είχε παραχω­ρήσει μεγάλες εκτάσεις στην περιοχή του Χίθλουμ, του επονο­μα�όμενoυ Ντορ-λόμιν. Η κόρη του, η Γκλόρεδελ παντρεύτηκε τον Χάλντιρ, γιο του Χάλμιρ, του άρχοντα των Ανθρώπων του Μπρέθιλ Και στην ίδια γιορτή ο γιος του, ο Γκάλντορ ο Υψηλός, παντρεύτηκε τη Χάρεθ. την κόρη του Χάλμιρ.

Ο Γκάλντορ και η Χάρεθ απέκτησαν δύο γιους, τον Χούριν και τον Χούορ. Ο Χούριν ήταν τρία χρόνια μεγαλύτερος στην ηλικία, αλλά μικρότερος στο ανάστημα από τους άλλους άντρες της φυ­λής του. Σ' αυτό είχε μοιάσει στο λαό της μητέρας του, αλλά σε όλα τ' άλλα ήταν σαν τον Χά.ντορ, τον παππού του, δυνατός στο

33

Ι

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

σώμα και με φλογερό χαρακτήρα. Η φωτιά έκαιγε μέσα του ά­σβηστη και σταθερή και είχε μεγάλη αντοχή και θέληση. Από ό­λους τους Ανθρώπους του Βορρά αυτός γνώρι�ε περισσότερο τη σοφία των Νόλντορ. Ο Χούορ ο αδελφός του ήταν ψηλός. ο ψη­λότερος απ' όλους τους Εντάιν εκτός από το γιο του τον Τούορ, και ταχύς δρομέας. Αν όμως ο αγώνας δρόμου ήταν μακρύς και δύσκολος, ο Χούριν ήταν αυτός που θα έφτανε πρώτος, γιατί έ­τρεχε εξίσου γρήγορα στο τέλος του αγώνα όσο και στην αρχή. Υπήρχε μεγάλη αγάπη ανάμεσα στα αδέλφια, και στα νεανικά τους χρόνια σπάνια xωρί�oνταν ο ένας από τον άλλο.

Ο Χούριν παντρεύτηκε τη Μόργουεν, την κόρη του Μπάρα­γκουντ, γιου του Μπρέγκολας, από τον Οίκο του Μπέορ, κι έτσι η Μόργουεν ήταν στενή συγγενής με τον Μπέρεν τον Μονόχει­ρα. Ήταν μελαχρινή και ψηλή, και για το φωτεινό της βλέμμα και την ομορφιά του προσώπου της την αποκαλούσαν Έλεδγουεν, «όμορφη σαν Ξωτικό». Αλλά ήταν κάπως αυστηρή στη διάθεση και περήφανη. Τα δεινά του Οίκου του Μπέορ έθλιβαν την καρ­διά της, γιατί είχε έρθει στο Ντορ-λόμιν εξόριστη από το Ντορ­θόνιον μετά την καταστροφή της Μπράγκολλαχ.

Τούριν λεγόταν το πρώτο παιδί του Χούριν και της Μόργου­εν και γεννήθηκε τη χρονιά που ο Μπέρεν έφτασε στο Ντόριαθ και βρήκε τη Λούθιεν Τινούβιελ, την κόρη του Θίνγκολ. Η Μόρ­γουεν έκανε στον Χούριν και μια κόρη που την ονόμασαν Ούρ­γουεν, αλλά όλοι όσοι τη γνώρισαν στη σύντομη �ωή της τη φΙ::'­ναψν Λάλαϊθ, που σήμαινε Γέλιο.

Ο Χούορ παντρεύτηκε τη Ρίαν, εξαδέλφη της Μόργουεν, κό­ρη του Μπέλεγκουντ, γιου του Μπρέγκολας. Ήταν σκληρή η μοί­ρα που όρισε να γεννηθεί η Ρίαν σε τέτοιες εποχές, γιατί είχε τρυ­φερή καρδιά και δεν αγαπούσε ούτε το κυνήγι ούτε τον πόλεμο. Έδινε την αγάπη της πιο πολύ στα δέντρα και τα λουλούδια των αγρών και τραγουδούσε κι έγραφε τραγούδια. Ήταν παντρεμένη

34

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

με τον Χούορ δύο μήνες μόνο όταν αυτός πήγε με τον αδελφό του στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και από τότε δεν τον ξανάδε.

Αλλά ας γυρίσουμε στον Χούριν και τον Χούορ τις μέρες της νιότης τους. Λένε ότι για ένα διάστημα οι γιοι του Γκάλ ντορ �oύ­σαν στο Μπρέθιλ ως θετοί γιοι του Χάλ ντιρ του θείου τους. Πή­γαιναν συχνά στη μάχη με τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ ενά­ντια στους Ορκ. που τώρα λεηλατούσαν τα βόρεια σύνορα της χώρας τους. Γιατί ο Χούριν. αν και μόνο δεκαεφτά χρονών, ήταν δυνατός και ο Χούορ. ο μικρότερος. ήταν κιόλας εξίσου ψηλός ό­σο οι περισσότεροι άντρες αυτού του λαού.

Μια μέρα ο Χούριν και ο Χούορ βγήκαν με μια ομάδα ανι­χνευτών. αλλά έπεσαν σε ενέδρα των Ορκ και σκόρπισαν, και τα αδέλφια καταδιώχθηκαν μέχρι το πέρασμα του Μπρίθιαχ. Εκεί θα τους έπιαναν ή θα τους σκότωναν. αν δεν ήταν ακόμη ισχυ­ρή η δύναμη του Ούλμο στα νερά του Σίριον. Λένε ότι μια ομί­χλη σηκώθηκε από τον ποταμό και τους έκρυψε από τους ε­χθρούς τους κι έτσι ξέφυγαν περνώντας από το Μπρίθιαχ στο Ντίμπαρ. Εκεί. μέσα στους λόφους κάτω από τις απότομες πλα­γιές των Κρισσαέγκριμ. περιπλανήθηκαν με μεγάλες κακουχίες μέχρι που έχασαν τον προσανατολισμό τους από τις παγίδες ε­κείνης της περιοχής και δεν ήξεραν πώς να συνεχίσουν ή πώς να επιστρέψουν. Τότε τους αντιλήφθηκε ο Θορόντορ και έστειλε δύο από τους Αετούς του να τους βοηθήσουν. Οι Αετοί τους σή­κωσαν στον αέρα και τους μετέφεραν πέρα από τα Κυκλωτικά Βουνά. στη μυστική κοιλάδα του Τουμλάντεν και την κρυφή πό­λη της Γκοντόλιν. που δεν είχε δει ως τότε Άνθρωπος.

Εκεί ο βασιλιάς Τούργκον τους καλοδέχτηκε μόλις έμαθε την καταγωγή τους. αφού ο Χάντορ ήταν Φίλος των :Ξωτικών. και, ε­πί πλέον, ο Ούλμο είχε συμβουλέψει τον Τούργκον να φερθεί κα­λά στα τέκνα αυτού του Οίκου, ο οποίος μπορούσε να τον βοη­θήσει σε ανάγκη. Ο Χούριν και ο Χούορ φιλοξενήθηκαν στο ανά-

35

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

κτορο σχεδόν ένα χρόνο. Και λέγεται ότι σ' αυτό το διrλστημα ο Χούριν, που είχε εύστροφο και πρόθυμο μυαλό, κέρδισε πολλά α­πό τη γνώση των Ξωτικών και έμαθε επίσης κάτι από τις σκέψεις και τους σκοπούς του βασιλιά. Γιατί ο Τούργκον συμπι'λθησε πο­λύ τους γιους του Γκάλντορ και μιλούσε πολύ μαζί τους και ήθε­λε να τους κρατήσει στην Γκοντόλιν από αγάπη και όχι εξαιτίας του νόμου του, που έλεγε ότι όποιος ξένος βρει το δρόμο για το κρυμμένο βασίλειο ή δει την πόλη, είτε ήταν Ξωτικό είτε Ά νθρω­πος, δεν θα ' φευγε ποτέ από κει μέχρι να άρει ο βασιλιάς την α­παγόρευση και να βγει από την κρυμμένη πόλη ο λαός.

Αλλά ο Χούριν και ο Χούορ ήθελαν να επιστρέψουν στους δι­κούς τους και να μοιραστούν τους πολέμους και τα δεινά που τώρα τους μάστιζαν. Και ο Χούριν είπε στον Τούργκον:

«Κύριέ μου, δεν είμαστε παρά θνητοί Άνθρωποι, διαφορετι­κοί από τους Έλνταρ. Οι Έλνταρ μπορούν να περιμένουν πολ­λά χρόνια για να πολεμήσουν με τους εχθρούς τους κάποια μέ­ρα μακρινή. Για μας όμως ο χρόνος είναι σύντομος και η ελπίδα και η δύναμή μας γρήγορα μαραζώνουν. Επί πλέον, δεν βρήκα­με το δρόμο για την Γκοντόλιν και δεν γνωρίζουμε πού βρίσκεται αυτή η πόλη. Γιατί μεταφερθήκαμε εδώ από τον αέρα έντρομοι και έκθαμβοι, και ευτυχώς τα μάτια μας ήταν σκεπασμένα» . Τό­τε ο Τούργκον ικανοποίησε την επιθυμία του και είπε:

«Με τον ίδιο τρόπο που ήρθατε, με τον ίδιο θα φύγετε, αν θέ­λει ο Θορόντορ. Θλίβομαι με αυτή την αναχώρηση. Όμως, σε λί­γον καιρό, όπως τον μετρούν οι Έλνταρ, μπορεί να συναντηθού­με πάλι» .

Ο Μαέγκλιν όμως, ο γιος της αδελφής του βασιλιά, που διέ­θετε ισχύ μέσα στην Γκοντόλιν, δεν λυπήθηκε καθόλου με την α­ναχώρησή τους. Τον ενοχλούσε η εύνοια που τους έδειχνε ο βα­σιλιάς, γιατί Ω ίδιος δεν είχε καμιάν αγάπη για τους Ανθρώπους, Και είπε στον Χούριν:

36

ΊΑ ΠΑΙΔΙΚΛ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

« Το έλεος του βασιλιά είναι μεγάλο όσο δεν μπορείς να φα­νταστείς και μερικοί μπορεί να αναρωτηθούν γιατί αναιρείται ο αυστηρός νόμος για δυο αχρεία παιδιά Ανθρώπων. Θα ήταν προ­τιμότερο να μην είχαν άλλη επιλογή και να μείνουν εδώ υπηρέ­τες μας μέχρι το τέλος της �ωής τους».

«Το έλεος του βασιλιά είναι όντως μεγάλο» . απάντησε ο Χού­ριν. «αλλά αν ο λόγος μας δεν αρκεί. τότε θα δώσουμε όρκο» . Και τα αδέλφια ορκίστηκαν να μην αποκαλύψουν ποτέ τα μυ­στικά του Τούργκον και να κρατήσουν κρυφά όλα όσα είχαν δει στο βασίλειό του. Μετά έφυγαν και οι Αετοί τους πήραν τη νύ­χτα και τους άφησαν στο Ντορ-λόμιν πριν από τα χαράματα. Οι συγγενείς τους αγαλλίασαν όταν τους είδαν. γιατί οι αγγελιαφό­ροι από το Μπρέθιλ είχαν φέρει την είδηση ότι τα αδέλφια είχαν χαθεί. Αλλά αυτά δεν αποκ(;λυψαν ούτε και στον πατέρα τους ακόμη πού ήταν. Το μόνο που είπαν ήταν ότι τους έσωσαν από την έρημο οι Αετοί και τους έφεραν πίσω στο σπίτι τους. Αλλά ο Γκάλντορ τους είπε:

«Ζούσατε. λοιπόν. ένα χρόνο στην έρημο; Ή σας φιλοξένη­σαν οι Αετοί στις φωλιές τους; Παρ' όλα αυτίι βρήκατε τροφή και καλά ενδίψατα και επιστρέφετε σαν νεαροί πρίγκιπες. όχι σαν περιπλανώμενοι της ερήμου».

«Αρκέσου. πατέρα» . είπε ο Χούριν, <<οτο ότι επιστρέψαμε. Γιατί αυτό επιτράπηκε μόνο χάρη σε όρκο σιωπής. Και αυτός ο όρκος μας δεσμεύει ακόμη». Τότε ο Γκάλντορ δεν τους έκανε άλλες ερωτήσεις. αλλά κι αυτός και πολλοί άλλοι κατίιλαβαν την αλήθεια. Γιατί και ο όρκος σιωπής και οι Αετοί έδειχναν τον Τούργκον. σκέφτηκαν όλοι.

Έτσι οι μέρες περνούσαν και η σκιά του φόβου του Μόργκοθ μεγάλωνε. Όμως το τ-ετρακοσιοστό εξηκοστό ένατο έτος μετά την επιστροφή των Νόλντορ στη Μέση-γη αναπτερώθηκαν οι ελ­

πίδες Ξωτικών και Ανθρώπων, καθώς ανάμεσά τους ξαπλώθηκε

37

1

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

η φήμη για τα κατορθώματα του Μπέρεν και της Λούθιεν και ο εξευτελισμός του Μόργκοθ πάνω στον ίδιο του το θρόνο στην Άνγκμπαντ, και μερικοί έλεγαν ότι ο Μπέρεν και η Λούθιεν ζουν ακόμη ή ότι έχουν επιστρέψει από τους Νεκρούς. Εκείνη τη χρσ­νιά επίσης τα σχέδια του Μαέδρος είχαν σχεδόν ολοκληρωθεί. και με την αναβίωση της δύναμης των Έλνταρ και των Εντάιν η προέλαση του Μόργκοθ αναχαιτίστηκε και οι Ορκ απωθήθηκαν πίσω στο Μπελέριαντ. Τότε μερικοί άρχισαν να μιλούν για τις νί­κες που θα ' ρθουν και για μια επανόρθωση της ήττας στη Μά­χη της Μπράγκολλαχ, όταν ο Μαέδρος, διοικώντας τις ενωμένες στρατιές, θα αναγκάσει τον Μόργκοθ να κρυφτεί στα έγκατα της γης και θα σφραγίσει τις Πύλες της Άνγκμπαντ.

Οι πιο συνετοί όμως ήταν ακόμη ανήσυχοι' φοβούνταν ότι ο Μαέδρος είχε αποκαλύψει πρόωρα την αυξανόμενη δύναμή του και ότι ο Μόργκοθ θα είχε έτσι το χρόνο να κάνει σχέδια ενα­ντίον του. «Κάποιο καινούργιο κακό θα εκκολάπτεται πάντα στην Άνγκμπαντ, κακό που δεν μποροίJν να το φανταστούν τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι», έλεγαν. Και το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς, για να επαληθευτούν τα λόγια τους, έπεσε άνεμος κα­κός κάτω από ένα μολυβί ουρανό. Τον ονόμασαν Μοχθηρή Ανά­σα γιατί ήταν θανατηφόρος και πολλοί αρρώστησαν και πέθα­ναν το φθινόπωρο κείνης της χρονιάς στις βόρειες εκτάσεις που συνορεύουν με τον Ανφάουγκλιθ και τα θύματα ήταν στο μεγα­λύτερο μέρος τους τα παιδιά ή οι νέοι των οίκων των Ανθρώπων.

Εκείνη τη χρονιά, στην αρχή της άνοιξης, ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, ήταν μόνο πέντε ετών και η Ούργουεν η αδελφή του τριών. Τα μαλλιά της ήταν σαν τα κίτρινα κρίνα της χλόης όταν έτρεχε στα χωράφια και το γέλιο της σαν το εύθυμο κελάρυσμα του ποταμού που κατέβαινε τραγουδώντας από τους λόφους και περνούσε δίπλα από τα τείχη του οίκου του πατέρα της. Το πο­τάμι το έλεγαν Νεν Λάλα'ίθ και από αυτό όλοι μέσα στο σπίτι

38

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΛ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

αποκαλούσαν το παιδί Λάλαίθ και η καρδιά τους ήταν χαρού­μενη όταν την είχαν κοντά τους.

Τον Τούριν όμως τον αγαπούσαν λιγότερο. Ήταν μελαχρινός σαν τη μητέρα του και έδειχνε ότι θα γίνει σαν κι αυτήν και στη διάθεση' γιατί δεν ήταν εύθυμος και μιλούσε λf.γo. αν και έμαθε να μιλά νωρίς και έδειχνε πάντα μεγαλύτερος από τα χρόνια του. Ο Τούριν δεν ξεχνούσε εύκολα την αδικία ή το χλευασμό. Είχε επίσης μέσα του τη φωτιά του πατέρα του και μπορούσε να γίνει απότομος και άγριος. αλλά λυπόταν εύκολα και τα δεινά ή η θλίψη των πλασμάτων μπορεί να του έ-φερναν δάκρυα. Ήταν και σ' αυτό σαν τον πατέρα του. γιατί η Μόργουεν ήταν αυστη­ρή με τους άλλους όσο και με τον εαυτό της. Ο Τούριν αγαπού­σε τη μητέρα του, γιατί του φερόταν ντόμπρα και ξεκάθαρα, τον πατέρα του όμως τον έβλεπε ελάχιστα, γιατί ο Χούριν έλειπε συ­χνά για πολύν καιρό με το στρατό του Φίνγκov που φρουρούσε τα ανατολικά σύνορα του Χίθλουμ και, όταν γύρι�ε, η γοργή ο­

μιλία του, γεμάτη παράξενες λέξεις, αστεία και υπονοούμενα, σάστιζε τον Τούριν και του 'φερνε ανησυχία. Εκείνη την εποχή ό­λη η ζεστασιά της καρδιάς του ήταν για τη Λάλαίθ την αδελφή του. Αλλά σπάνια έπαιζε μα�ί της προτιμούσε να τη φρουρεί κρυμμένος και να την παρακολουθεί να τρέχει στο γρασίδι ή κά­τω από τα δέντρα τραγουδώντας τα τραγούδια που τα παιδιά των Εντάιν είχαν φτιάξει πριν από πολίJν καιρό, τότε που η γλώσσα των Ξωτικών ήταν ακόμη πρόσφατη στα χείλη τους.

«Όμορφη σαν Ξωτικό παιδί είναι η Λάλαίθ» , έλεγε ο Χούριν στη Μόργουεν. «Αλλά πιο σύντομη, δυστυχώς. Και γι' αυτό, α­κόμη πιο όμορφη ίσως ή πιο αγαπητή» . Και ο Τούριν, ακούγοντας αυτά τα λόγια τα σκεφτόταν, αλλά δεν μπορούσε να τα καταλά­βει, γιατί δεν είχε δει ποτέ παιδί Ξωτικών. Εκείνη την εποχή δεν ζούσε κανένας Έλνταρ στη γη του πατέρα του και Ξωτικά είχε δει μόνο μία φορά, όταν ο βασιλιάς Φίνγκον και πολλοί από τους

39

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

άρχοντές του διέσχισαν το Ντορ-λόμιν και πέρασαν τη γέφυρα του Νεν Λό.λa:ίθ, αστράφτοντας στα ασημιά και το. λευκά.

Μα πριν αλλάξει ο χρόνος βγήκαν αληθινά τα λόγια του πα­τέρα του. Η Μοχθηρή Ανάσα έφτασε στο Ντορ-λόμιν και ο Τού­ριν αρρώστησε και έμεινε στο κρεβάτι για πολύν καιρό με πυρε­τό και σκοτεινά όνειρα. Και όταν έγινε καλά. γιατί αυτή ήταν η μοίρα του και η δύναμη της ζωής μέσα του, ρώτησε για τη Λά­λαίθ. Αλλά η παραμάνα του τού απάντησε:

« Μην ξαναμιλήσεις για τη Λάλ,λίθ, γιε του Χούριν. Κι αν θέ­λεις νέα της αδελφής σου. της Ούργουεν, πρέπει να ρωτήσεις τη μητέρα σο\»>.

Όταν ήρθε να τον δει η Μόργουεν. ο Τούριν της είπε: «Δεν είμαι πιο. άρρωστος και θέλω να δω την Ούργουεν.

Αλλά γιατί δεν πρέπει να την πω Λάλαίθ ποτέ ξανcι; » «Γιατί η Ούργουεν πέθανε και το γέλιο σίγασε μέσα σ' αυτό

το σπίτι» , του απάντησε η μητέρα του. «Εσύ ζεις όμως. γιε της Μόργουεν. Όπως ζει και ο Εχθρός που μας το έκανε αυτό».

Δεν προσπάθησε να τον παρηγορήσει, όπως δεν είχε προ­σπαθήσει να παρηγορήσει και τον εαυτό της, υπομένοντας το πένθος της σιωπηλά και με παγερή καρδιά. Όμως ο Χούριν πέν­θησε ανοιχτά και πήρε την άρπα του για να γράψει ένα θρήνο. αλλά δεν μπορούσε κι έσπασε την άρπα και βγαίνοντας έξω σή­κωσε το χέρι του προς το Βορρά φωνάζοντας:

«Μάστιγα της Μέσης-γης. μακάρι να σ' έβλεπα πρόσωπο με πρόσωπο και να σ' άφηνα ανό.πηρο όπως έκανε ο άρχοντάς μου ο Φινγκόλφιν! »

Τη νύχτα μόνος. ο Τούριν έκλαιγε πικρά. αν και δεν ανάφερε ποτέ ξανά το όνομα της αδελφής του στη Μόργουεν. Μόνο σ' έ­να φίλο στράφηκε εκείνη την εποχή και σ' αυτόν μίλησε για τη θλίψη του και του είπε πόσο άδειο ήταν τώρα το σπίτι. Ήταν έ­νας υπηρέτης στην υπηρεσία του Χούριν που λεγόταν Σό.ντορ.

40

ΤΑ ΠΑΙΔιΚΑ Χ ΡΟΝιΑ ΤΟΥ Τ Ο Υ ΡιΝ

κουτσός κι ασήμαντσς. Παλιά ήταν ξυλοκόπος, αλλά από κακο­τυχία ή κακό χειρισμό του τσεκουριού έκοψε το δεξί του πόδι και το κομμένο του άκρο συρρικνώθηκε. Ο Τούριν τον έλεγε Λά­μπανταλ. που σημαίνει «Πηδηχτοπόδης». και το όνομα αυτό δεν δυσαρεστούσε τον Σάντορ γιατί του είχε δοθεί με ευσπλαχνία και όχι χλευαστικά. Ο Σάντορ δούλευε στα εξωτερικά κτίρια. έ­φτιαχνε ή διόρθωνε πράγματα μικρής αξίας που ήταν απαραί­τητα στο σπίτι γιατί είχε κάποια επιδεξιότητα στην επεξεργασία του ξύλου. Και ο Τούριν του έφερνε ό,τι του 'λειπε για να μην Koυρ(Ί�εται με το ανάπηρο πόδι του και μερικές φορές του πή­γαινε κρυφά κάποιο εργαλείο ή κάποιο κομμάτι ξύλο που έβρι­σκε παραπεταμένο αν πίστευε ότι μπορεί να φανεί χρήσιμο στο φίλο του. Τότε ο Σάντορ χαμογελούσε, αλλά τον παρακαλούσε να επιστρέψει τα δώρα ΤΟ1) εκεί που τα βρήκε. «Δίνε γενναιό­δωρα, αλλά δίνε μόνο πράγματα δικrι σου» , του έλεγε. Αντάμει­βε όπως μπορούσε την καλοσύνη του παιδιού, σKαλί�oντάς του φιγούρες ανθρώπων και �Ι;)ων. Αλλά εκείνο που άρεσε περισσό­τερο στον Τούριν ήταν οι αφηγήσεις του. Γιατί ο Σάντορ ήταν νέ­ος την εποχή της Μπράγκολλαχ και του άρεσε τώρα να μιλά για κείνο το σύντομο διάστημα της νιότης του πριν από τον ακρω­τηριασμό του.

«'Ηταν μεγάλη μάχη, λένε, γιε του Χούριν. Εκείνη τη χρονιά με κάλεσαν στο στρατό από τη δουλειά μου στο δάσος. Αλλά δεν πήρα μέρος στην Μπράγκολλαχ, αλλιώς μπορεί να τραυμα­τι�όμoυν πιο τιμημένα. Γιατί φτάσαμε πολύ αργά και το μόνο που καταφέραμε ήταν να πάρουμε πίσω τη σορό του παλιού άρ­χοντα, του Χάντορ, που έπεσε φρουρώντας το βασιλιά Φινγκόλ­φιν. Μετά έγινα στρατιώτης και ήμουν πολλά χρόνια στο Έιθελ Σίριον, το μεγάλο οχυρό των βασιλιάδων των Ξωτικών. Ή μπορεί τώρα να μου φαίνεται ότι ήταν πολλά τα χρόνια, γιατί ήταν βα­ρετά και πολύ λίγα πράγματα έγιναν που να ξεχωρίζουν. Όταν

41

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

έκανε επίθεση ο Μαύρος Βασιλιάς, ήμουν στο Έιθελ Σίριον και ο Γκάλ ντορ, ο πατέρας του πατέρα σου, ήταν αρχηγός εκεί στη θέση του βασιλιά, Σκοτώθηκε σ' εκείνη την επίθεση. Και είδα τον πατέρα σου να παίρνει τον τίτλο του και να αναλαμβάνει την αρ­χηγία, αν και ήταν πολύ νέος. Μέσα του υπήρχε μια φωτιά που έκανε το ξίφος να καίει στο χέρι του. έλεγαν. Πίσω του απωθή­σαμε τους Ορκ και από τότε δεν έχουν τολμήσει να πλησιάσουν τα τείχη. Αλίμονο όμως, η αγάπη μου για τη μάχη κορέστηκε. γιατί είχα δει πολύ χυμένο αίμα και πολλά τραύματα και κατά­φερα να φύγω για να επιστρέψω στα δάση που λαχταρούσα. Και εκεί τραυματίστηκα. Γιατί ένας άνθρωπος που τρέχοντας φεύγει μακριά απ' το φόβο του μπορεί να ανακαλύψει ότι απλώς συ­ντόμεψε το δρόμο για να τον συναντήσει» .

Έτσι μιλούσε ο Σάντορ στον Τούριν, καθώς εκείνος μεγάλωνε. Και ο Τούριν άρχισε να κάνει πολλές ερωτήσεις που ο Σάντορ δυσκολευόταν να απαντήσει. Σκεφτόταν ότι άλλοι, πιο κοντινοί συγγενείς του Τούριν, θα 'πρεπε να τον διδάξουν γι' αυτά τα πράγματα. Μια μέρα ο Τούριν του είπε:

<.(Eμoια�ε πραγματικά η Λάλαίθ με παιδί των Ξωτικών όπως έλεγε ο πατέρας μου; Και τι εννοούσε όταν είπε ότι ήταν πιο σύ­ντομη; »

«Έμoια�ε πολύ», απάντησε ο Σάντορ, «γιατί στα πρώτα χρό­νια τους τα παιδιά των Ανθρώπων και των Ξωτικών μoιά�oυν. Αλλά τα παιδιά των Ανθρώπων μεγαλώνουν πιο γρήγορα και η νιότη τους περνάει γοργά. Αυτή είναι η μοίρα μας».

Τότε ο Τούριν τον ρώτησε: «Τι είναι μοίρα; » «Για τη μοίρα των Ανθρώπων» , είπε ο Σάντορ, «πρέπει να

ρωτήσεις εκείνους που είναι πιο σοφοί από τον Λάμπανταλ. Όμως, είναι φανερό σε όλους ότι φθειρόμαστε γρήγορα και πε­θαίνουμε. Και πολλοί πεθαίνουν ακόμη πιο γρήγορα από κακο-

42

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

τυχία. Τα Ξωτικά όμως δεν φθείρονται και δεν πεθαίνουν. παρά μόνο από μεγάλο τραύμα. Από τα τραύματα και τα δεινά που τσαKί�oυν τους Ανθρώπους τα Ξωτικά θεραπεύονται. Και ακό­μη και όταν καταστρέφεται το σώμα τους, επιστρέφουν ξανά, λέ­νε μερικοί. Μ' εμάς δεν είναι έτσι» .

«Δηλαδή η Λάλαίθ δεν θα ξαναγυρίσει; » είπε ο Τούριν. «Πού πήγε; »

«Δεν θα ξαναγυρίσει» , απάντησε ο Σάντορ. «Αλλά το πού πήγε δεν το ξέρει κανείς. Ή τουλάχιστον δεν το ξέρω εγώ» .

«'Ετσι ήταν πάντα; Ή μήπως υποφέρουμε από κάποια κατά­ρα του φαύλου Βασιλιά σαν τη Μοχθηρή Ανάσα; »

«Δεν ξέρω. Υπάρχει ένα σκοτάδι πίσω μας, από το οποίο έ­χουν διασωθεί ελάχιστες αφηγήσεις. Οι πατέρες των πατέρων μας μπορεί να είχαν πράγματα να πουν, αλλά δεν τα είπαν. Ακό­μη και τα ονόματά τους έχουν ξεχαστεί. Τα Βουνά στέκουν ανά­μεσα σ' εμάς και τη ζωή που άφησαν πίσω τους οι πρόγονοί μας φεύγοντας για να σωθούν ποιος ξέρει από τι».

«Φοβούνταν;» ρώτησε ο Τούριν. «Μπορεί» , είπε ο Σάντορ. «Μπορεί να φύγαμε από φόβο για

το Σκοτάδι, για να το βρούμε πάλι εδώ μπροστά μας, και να μην έχουμε πια πουθενά να διαφύγουμε πέρα από τη Θάλασσα» .

«Δεν φοβόμαστε πια». είπε ο Τούριν. «Δεν φοβόμαστε όλοι. Ο πατέρας μου δεν φοβάται και δεν θα φοβάμαι κι εγώ. Ή του­λάχιστον θα φοβάμαι και δεν θα το δείχνω, όπως η μητέρα μου» .

Είδε τότε ο Σάντορ ότι τα μάτια του Τούριν δεν ήταν μάτια παιδιού και σκέφτηκε: 'Ή θλίψη ακονίζει το σκληρό μυαλό". Αλλά μεγαλόφωνα είπε:

«Γιε του Χούριν και της Μόργουεν, το πώς θα είναι η καρδιά σου δεν μπορεί να το μαντέψει ο Λάμπανταλ. Αλλά σπάνια και σε ελάχιστους θα δείχνεις πώς νιώθεις μέσα σου » .

Τότε ο Τούριν είπε:

43

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

<<Ισως είναι καλύτερα να μη λες τι θέλεις αν δεν μπορείς να το έχεις. Αλλά θα ήθελα. Λάμπανταλ. να ήμουν ένας από τους Έλνταρ. Τότε η Λάλα'ίθ μπορεί να ξαναγύρι�ε κι εγώ θα �oύσα α­κόμη, έστω κι αν έλειπε για πολύν καιρό. Θα πάω κι εγώ στρα­τιώτης με κάποιο βασιλιά των Ξωτικών μόλις θα μπορώ, όπως έ­κανες κι εσύ, Λάμπανταλ» .

«Μπορείς να μάθεις πολλά απ' αυτούς». είπε ο Σάντορ και αναστέναξε. «Είναι όμορφα και υπέροχα πλάσματα και ασκούν μια παράξενη επιρροή στην καρδιά των Ανθρώπων. Και όμως μερικές φορές σκέφτομαι ότι μπορεί να ήταν καλύτερα να μην

. τους γνωρί�αμε ποτέ και να �oύσαμε με τους δικούς μας απλού­στερους τρόπους. Γιατί αυτοί έχουν ήδη αρχαία γνώση και είναι περήφανοι και με μεγάλη αντοχή. Μπροστά στο δικό τους φως εμείς ξεθωριά�oυμε ή καίμε με μια φλόγα πολύ γρήγορη και το βάρος της καταδίκης μας γίνεται πιο μεγάλο».

«Μα ο πατέρας μου τους αγαπά» , είπε ο Τούριν, «και δεν εί­ναι ευχαριστημένος χωρίς αυτούς. Λέει ότι έχουμε μάθει απ' αυ­τούς σχεδόν όλα όσα ξέρουμε κι έχουμε γίνει καλύτεροι χάρη σ' αυτούς. Και λέει ότι οι άνθρωποι που έρχονται τελευταία από τα Βουνά είναι ελάχιστα καλύτεροι από τους Ορκ».

«Αυτό είναι αλήθεια» , απάντησε ο Σάντορ. «Αλήθεια του­λάχιστον για μερικούς από μας. Αλλά η ανάβαση είναι οδυνηρή και από ψηλά είναι εύκολο να πέσεις χαμηλά» .

Εκείνη την εποχή ο Τούριν ήταν σχεδόν οχτώ χρον&)ν. το μήνα του Γκουάερον με τη μέτρηση των Εντάιν, της χρονιάς που δεν μπορεί να ξεχαστεί. Ήδη υπήρχαν φήμες ανάμεσα στους ενήλι­κες για μεγάλη συγκέντρωση και επιστράτευση, για την οποία ο Τούριν δεν είχε ακούσει τίποτα. Πρόσεξε όμως ότι ο πατέρας του τον κοιτούσε συχνά μ' ένα επίμονο βλέμμα. όπως κοιτάζει κά­ποιος κάτι αγαπητό που πρέπει να αποχωριστεί.

44

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

Ο Χούριν, γνωρίζοντας το κουράγιο και τη συγκρατημένη γλώσσα της Μόργουεν, της μιλούσε συχνά για τα σχέδια των βα­σιλιάδων των Ξωτικών και για το τι μπορεί να συμβεί αν όλα πά­νε καλά ή άσχημα, Η καρδιά. του ήταν γεμάτη ελπίδα και δεν εί­χε κανένα φόβο για την έκβαση της μάχης. Γιατί πίστευε ότι κα­μιά δύναμη στη Μέση-γη δεν μπορεί να ανατρέψει την ισχύ και τη λαμπρότητα των Έλνταρ. «Έχουν δει το Φως στη Δύση» , έ­λεγε, «και τελικά το Σκοτάδι δεν μπορεί παρά να τραπεί σε φυ­γή μπροστά τους» . Η Μόργουεν δεν τον αντέκρουε, γιατί όταν μιλούσες με τον Χούριν, το αισιόδοξο έμοιαζε πάντα πιο πιθανό. Αλλά το γένος της είχε κι αυτό τη γνώση των Ξωτικών και μόνη της σκεφτόταν: "Και όμως, δεν άφησαν το φως και δεν είναι τώ­ρα αποκλεισμένοι από αυτό; Μπορεί οι Κύριοι της Δύσης να τους έδιωξαν από τη σκέψη τους. Και πώς είναι δυνατόν, έστω και αν είναι τα Πρεσβύτερα Παιδιά, να νικήσουν κάποια από τις Δυνάμεις; "

Καμιά τέτοια αμφιβολία δεν φαινόταν να σκιάζει τη σκέψη του Χούριν Θάλιον, Όμως ένα πρωί την άνοιξη εκείνης της χρο­νιάς ξύπνησε βαρύς σαν από ανήσυχο ύπνο και ένα σύννεφο σκοτείνιαζε τη λάμψη του εκείνη τη μέρα, Και το βράδυ είπε ξαφνικά:

« Οταν κληθώ, Μόργουεν Έλεδγουεν, θα αφήσω στη φύλαξή σου τον κληρονόμο του Οίκου των Χάντορ, Η ζωή των Ανθρώ­πων είναι μικρή και υπάρχουν πολλές κακοτυχίες ακόμη και σε καιρό ειρήνης »,

«Πάντα ήταν έτσι», του απάντησε η Μόργουεν, «Αλλά τι κρύβεται πίσω από τα λόγια σου; »

«Σύνεση, σίγουρω>, είπε ο Χούριν. Μα έδειχνε προβληματι­σμένος, «Κάποιος όμως που κοιτάζει μπροστά πρέπει να δει τού­το: ότι τα ΠΡCLγματα δεν θα παραμείνουν όπως ήταν, Αυτή η σύ­γκρουση θα είναι μεγάλη και η μια πλευρά αναγκαστικά θα πέ-

45

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

σει πιο χαμηλά από κει που είναι τώρα. Αν πέσουν οι βασιλιάδες των Ξωτικών, τότε τα πράγματα θα πάνε άσχημα για τους Εντάιν. Κι εμείς �oύμε πιο κοντά απ' όλους στον Εχθρό. Αυτή η γη θα περάσει στην κυριαρχία του. Όμως, αν τα πράγματα πά­νε άσχημα, δεν θα σου πω, Μη φο6άσαι!, γιατί φοβάσαι αυτά που πρέπει και μόνο αυτά και δεν σε ταρό.tει ο φόβος. Σου λέω όμως, Μην περ ιμένε ις! Θα επιστρέψω κοντά σας όπως μπορώ, αλλά μην περιμένεις! Φύγετε για το νότο όσο πιο γρήγορα μπα­ρείτε -αν �ω θα σας ακολουθήσω και θα σας βρω, έστω κι αν χρειαστεί να ψάξω όλο το Μπελέριαντ».

«Το Μπελέριαντ είναι μεγάλο και αφιλόξενο για εξόριστους», είπε η Μόργουεν. «Πού πρέπει να πάω, με λίγους ή με πολ­λούς; »

Τότε ο Χούριν σκέφτηκε για λίγο σιωπηλός. «Υπάρχει το γένος της μητέρας μου στο Μπρέθιλ» , είπε.

«Είναι κάπου τριάντα λεύγες όπως πετάει ο αετός» . «Αν όντως έρθει η ώρα η κακιά, τι βοήθεια μπορούν να δώ­

σουν οι Άνθρωποι; » είπε η Μόργουεν. «ο Οίκος του Μπέορ έ­πεσε. Αν πέσει ο μεγάλος Οίκος του Χάντορ, σε ποιες τρύπες θα συρθεί ο Λαός του Χάλεθ; »

«Σε όποιες βρει», απάντησε ο Χούριν. «Μην αμφιβάλλεις για τη γενναιότητά τους, έστω και αν είναι λίγοι και αμόρφωτοι. Πού αλλού υπάρχει ελπίδα; »

«Δεν μιλάς για την Γκοντόλιν» , είπε η Μόργουεν. «Όχι, γιατί αυτό το όνομα δεν έχει βγει ποτέ από το στόμα

μοω>, είπε ο Χούριν. «Όμως, είναι αλήθεια αυτό που έχεις α­κούσει. Έχω πάει εκεί. Αλλά σου λέω στ' αλήθεια, αυτό που δεν έχω πει ούτε και θα πω ποτέ σε κανέναν άλλο: Δεν ξέρω πού βρί­σκεται».

«Μαντεύεις όμως και πέφτεις κοντά, νoμί�ω» , του είπε η Μόργουεν.

46

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

«Μπορεί να είναι έτσι», απάντησε ο Χούριν. «Αλλά αν δεν

με αποδεσμεύσει από τον όρκο μου ο ίδιος ο Τούργκον, δεν μπο­

ρώ να πω αυτή την εικασία, οίJτε καν σ' εσένα. Και επομένως η

έρευνά σου θα ήταν μάταιη. Και ακόμη κι αν μιλούσα, προς με­

γάλη μου ντροπή, στην καλύτερη περίπτωση θα έφτανες μπρο­

στά σε μια κλειστή πύλη. Γιατί αν δεν βγει ο Τούργκον για πό­

λεμο (και δεν έχει ακουστεί τίποτα τέτοιο, ούτε υπάρχουν ελπί­

δες να γίνει), κανείς δεν θα μπει ποτέ εκεί».

«Τότε αν οι συγγενείς σου δεν έχουν ελπίδες και οι φίλοι σου

σε αρνούνται » , είπε η Μόργουεν, «πρέπει να αποφασίσω μόνη

μου. Και τώρα μου έρχεται στη σκέψη μου το Ντόριαθ» .

«Στοχεύεις πάντα ψηλά», είπε ο Χούριν.

"Υπερβολικά ψηλά. θα μπορούσες να πεις; » ρώτησε η Μόρ­

γουεν. «'Ομως νομίζω ότι από όλα τα οχυρά, εκείνο που θα πέ­

σει τελευταίο θα είναι η Ζώνη της Μέλιαν. Και ο Οίκος του Μπέ­

ορ δεν είναι αντιπαθής στο Ντόριαθ. Δεν είμαι τώρα συγγενής

του βασιλιά; Γιατί ο Μπέρεν, ο γιος του Μπαραχίρ, ήταν εγγο­

νός του Μπρέγκορ, όπως ήταν και ο πατέρας μου».

«Η καρδιά μου δεν κλίνει προς τον Θίνγκολ» , είπε ο Χούριν.

«Δεν θα δώσει καμιά βοήθεια στο βασιλιά Φίνγκον. Και δεν ξέ­

ρω ποια σκιά σκοτεινιάζει το πνεύμα μου όταν ακούγεται το ό­

νομα του Ντόριαθ» .

«Και η δική μου καρδιά σκοτεινιάζει με το όνομα του Μπρέ-

θιλ» , είπε η Μόργουεν. Τότε ο Χούριν ξαφνικά γέλασε και είπε:

«Καθόμαστε εδώ και μιλάμε για πράγματα πέρα από τις δυ­

νάμεις μας και για σκιές που βγαίνουν από όνειρα. Τα πράγμα­

τα δεν θα πάνε τόσο άσχημα. Αν πάνε όμως, τότε όλα κρέμονται

από το θάρρος και τη σύνεσή σου. Τότε κάνε ό,τι σου πει η καρ­

διά σου. Αλλά κάν' το γρήγορα. Και αν πετύχουμε το σκοπό μας.

τότε οι βασιλιάδες των Ξωτικών είναι αποφασισμένοι να αποκα-

47

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

ταστήσουν τα φέουδα του οίκου του Μπέορ στον διάδοχο του οί­κου του. Και αυτός είσαι εσύ. Μόργουεν. κόρη του Μπάρα­γκουντ. Τότε θα αποκτήσουμε μεγάλες εκτάσεις και ο γιος μας θα έχει μεγάλη κληρονομιά. Χωρίς την κακία του Βορρά θα α­ποκτήσει μεγάλα πλούτη και θα είναι βασιλιάς ανάμεσα στους Ανθρώπους».

«Χούριν Θάλιον» , είπε η Μόργουεν. «αυτό κρίνω πιο σωστό κι αυτό λέω: ότι εσύ Koιτά�εις ψηλά, αλλά εγώ φοβάμαι μήπως πέσω χαμηλά».

«Αυτό δεν xρειά�εται να το φοβάσαι ούτε στη χειρότερη πε­ρίπτωση,>, είπε ο Χούριν.

Εκείνη τη νύχτα ο Τούριν μισοξύπνησε και του φάνηκε ότι ο πατέρας του και η μητέρα του στέκονταν δίπλα στο κρεβάτι του και τον Koίτα�αν στο φως των κεριών που κρατούσαν. Αλλά δεν μπορούσε να δει τα πρόσωπά τους.

Το πρωί των γενεθλίων του Τούριν. ο Χούριν έδωσε στο γιο του για δώρο ένα μαχαίρι φτιαγμένο από Ξωτικά. με λαβή και θήκη ασημιά και μαύρη. Και του είπε:

«Διάδοχε του Οίκου του Χάντορ. να ένα δώρο για τη σημερι­νή μέρα. Αλλά να προσέχεις! Έχει λεπίδα κοφτερή και το α­τσάλι υπηρετεί μόνο εκείνους που ξέρουν να το χειριστούν. Θα κόψει το χέρι σου εξίσου πρόθυμα όπως και οτιδήποτε άλλο» . Και βά�oντας τον Τούριν πάνω στο τραπέ�ι. τον φίλησε και του είπε: «Με ξεπέρασες κιόλας στο ύψος, γιε της Μόργουεν. Γρή­γορα θα είσαι το ίδιο ψηλός πατώντας στη γη. Εκείνη τη μέρα πολλοί θα φοβούνται το σπαθί σου» .

Τότε ο Τούριν βγήκε τρέχοντας από το δωμάτιο κι έφυγε μό­νος μακριά και η καρδιά του ήταν πλημμυρισμένη από μια �ε­στασιά σαν τη �εστασιά του ήλιου που πέφτει πάνω στην κρύα γη και �ωντανεύει τη βλάστηση. Επαναλάμβανε μόνος του τα λό-

48

ΤΛ Π ΑΙ Δ ΙΚΛ Χ Ρ Ο Ν Ι Α ΤΟ Υ ΤΟΥ Γ ΙΝ

για του πατέρα του: "Διάδοχε του Οίκου του Χάντορ". Αλλά του

έρχονταν και άλλα λόγια στο νου: "Δίνε γενναιόδωρα. αλλά μό­

νο από τα δικά σου". Και πήγε στον Σάντορ και φώναξε:

«Λάμπανταλ, είναι το. γενέθλιά μου, το. γενέθλια του διαδόχου

του Οίκου του Χάντορ! Και σου έφερα ένα δώρο για να θυμάσαι

τη μέρα. Ένα μαχαίρι, ακριβώς σαν αυτό που xρειά�εσαι. Μπο­

ρεί να κόψει ό,ΤΙ θέλεις. ακόμη κι αν είναι λεπτό σαν τρίχο» .

Τότε ο Σάντορ προβληματίστηκε, γιατί ήξερε καλά ότι ο Τού­

ριν ήταν αυτός που είχε πάρει δώρο το μαχαίρι εκείνη τη μέρα.

Αλλά το θεωρούσαν κακό να αρνηθεί κανείς ένα δώρο, όποιο κι

αν ήταν το χέρι που το έδινε. Έτσι του μίλησε σοβαρά και επί­

σημα: «Κατάγεσαι από γενναιόδωρη γενιά, Τούριν, γιε του Χούριν.

Δεν έχω κάνει τίποτα για να αξίζω το δώρο σου και δεν μπορώ

να ελπί�ω ότι θα καταφέρω τίποτα καλύτερο τις μέρες που μου

απομένουν. Αλλά ό,ΤΙ μπορώ να κάνω, θα το κάνω » . Και όταν ο

Σάντορ τράβηξε το μαχαίρι από τη θήκη είπε: «Αυτό είναι ό­

ντως μεγάλο δώρο. Λεπίδα από ατσάλι των Ξωτικών. Πολύν και­

ρό είχα να νιώσω αυτή την αίσθηση στο χέρι μοω>.

Ο Χούριν γρήγορα πρόσεξε ότι ο Τούριν δεν φορούσε το μα­

χαίρι και τον ρώτησε αν η προειδοποίησή του τον έκανε να το φο­

βηθεί. Τότε ο Τούριν απάντησε:

«·Οχι. Αλλά έδωσα το μαχαίρι στον Σάντορ τον ξυλουργό».

«Περιφρονείς λοιπόν το δώρο του πατέρα σου; » είπε η :'Ιόρ-

γουεν. Και πάλι ο Τούριν απ(Ίντησε:

«·Οχι. Αλλά αγαπάω τον Σάντορ και τον λυπάμαι» .

Τότε ο Χούριν είπε: «Και τα τρία δώρα ήταν δικά σου και μπορούσες να τα δώ­

σεις: την αγάπη. τον οίκτο και τελευταίο απ' όλα το μαχαίρι» .

« Ομως αμφιβάλλω αν ο Σάντορ τα αξίζει», είπε η Μόργου-

49

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

εν. «Ακρωτηριάστηκε μόνος του από δική του αδεξιότητα και αργεί να κάνει τις δουλειές του γιατί σπαταλά πολύ χρόνο για ασήμαντα πράγματα που κανείς δεν του τα 'χει ζητήσει».

«Δείξε του οίκτο παρ' όλα αυτά», είπε ο Χούριν. «Ένα τίμιο χέρι και μια πιστή καρδιά μπορεί να κάνουν τέτοιο λάθος. Αλλά μπορεί να είναι πιο δύσκολο να υπομείνεις ένα τέτοιο τραύμα α­πό ό,τι αν στο έχει προκαλέσει εχθρός» .

«Τώρα όμως πρέπει να περιμένεις για να αποκτήσεις άλλο μαχαίρι» . είπε η Μόργουεν. «Έτσι το δώρο θα είναι αληθινό δώ­ρο και με δικό σου κόστος» .

Παρ' όλα αυτά ο Τούριν πρόσεξε ότι στο εξής ο Σάντορ είχε καλύτερη μεταχείριση. Και άρχισε να φτιάχνει ένα μεγάλο κάθι­σμα για να κάθεται ο άρχοντας στην αίθουσα.

Έτσι ένα λαμπρό πρωί το μήνα του Λόθρον ο Τούριν ξύπνη­σε ξαφνικά από σάλπιγγες και τρέχοντας στις πόρτες είδε στην αυλή ένα μεγάλο πλήθος από πεζούς και έφιππους, όλους οπλι­σμένους για πόλεμο. Ήταν εκεί και ο Χούριν και μιλούσε στους άντρες κι έδινε διαταγές. Και ο Τούριν έμαθε ότι ξεκινούσαν ε­κείνη τη μέρα για το Μπάραντ Έιθελ. Αυτοί ήταν οι φρουροί του Χούριν και οι άντρες του οίκου του, αλλά είχαν κληθεί και όλοι οι άλλοι άντρες της γης του. Μερικοί είχαν ήδη φύγει με τον Χούορ. τον αδελφό του πατέρα του. Και πολλοί άλλοι θα ακο­λουθούσαν τον Κύριο του Ντορ-λόμιν στο δρόμο και θα συ­ντάσσονταν κάτω από τη σημαία του στο μεγάλο προσκλητήριο του βασιλιά.

Τότε η Μόργουεν αποχαιρέτησε τον Χούριν χωρίς δάκρυα. Και του είπε:

«Θα φρουρώ ό,τι αφήνεις στη φύλαξή μου. και αυτά που υ­πάρχουν και αυτά που θα έρθουν».

Και ο Χούριν της απάντησε:

50

ΤΑ ΠΑΙΔΙΚΑ Χ ΡΟ Ν Ι Α ΤΟΥ Τ Ο Υ Ρ Ι Ν

«Έχε γεια, Κυρά του Ντορ-λόμιν, Φεύγουμε τώρα με μεγα­

λύτερες ελπίδες απ' όσες είχαμε ποτέ. Ας έχουμε στη σκέψη μας

ότι αυτό το μεσοχείμωνο η γιορτή θα είναι πιο χαρούμενη από

κάθε άλλη φορά όλα τα χρόνια ως τώρα και ότι θα την ακολου­

θήσει μια άνοιξη χωρίς φόβο! » Μετά σήκωσε τον Τούριν στους

ώμους του και φώναξε στους άντρες του: «Δείξτε στον διάδοχο

του Οίκου του Χάντορ το φως από τα ξίφη σας!» Και ο ήλιος ά­

στραψε στις πενήντα λεπίδες που υψώθηκαν στον αέρα και στην

αυλή αντήχησε η πολεμική ιαχή των Εντάιν του Βορρά: Λάχο Kάλ αVΤ! Ντρέγκο μορν! Φλόγας Φως! Φύγε, Νύχτα!

Τότε ο Χούριν πήδησε πάνω στη σέλα του και το χρυσό του

λάβαρο ξεδιπλώθηκε και οι σάλπιγγες ήχησαν ξανά μέσα στο

πρωί. Και έτσι ο Χούριν Θάλιον ξεκίνησε για τη Νίρναεθ Αρνο­

έντιαντ. Η Μόργουεν και ο Τούριν στέκονταν ακίνητοι δίπλα στις πόρ­

τες, μέχρι που 6κουσαν από μακριά το αμυδρό κάλεσμα από έ­να και μοναδικό κέρας στον αέρα: ο Χούριν είχε περάσει τη ρά­χη κάποιου λόφου και το σπίτι του δεν φαινόταν πια.

51

ΚΕΦΑΛΑΙ Ο ! !

Η Μ Α Χ Η Τ Ω Ν ΑΝΑΡΙΘΜΗΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

Πολλά τραγούδια και πολλές ιστορίες έχουν ειπωθεί από τα Ξωτικά για τη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, τη Μάχη των Αναρίθμη­των Δακρύων, στην οποία έπεσε ο Φίνγκον και μαρcιθηκε το λουλούδι των Έλνταρ. Αν ήταν να τα πούμε όλα τώρα. δεν θα έφτανε μια ζωή για να τα ακούσει άνθρωπος. Έτσι εδώ θα αφη­γηθούμε μόνο τις πράξεις που έχουν σχέση με τη μοίρα του Οί­κου του Χάντορ και των παιδιών τού Χούριν τού Σταθερού.

Αφού συγκέντρωνε για πολύν καιρό όσες δυνάμεις μπο­ρούσε, ο Μαέδρος όρισε μια μέρα, το πρωί του Θερινού Ηλιο­στασίου. Και εκείνη τη μέρα οι σάλπιγγες των Έλ νταρ υποδέ­χτηκαν την ανατολή του Ήλιου και στην ανατολή υψώθηκε το λάβαρο των γιων του Φέανορ και στη δύση το λάβαρο του Φίν­γκον, βασιλιά των Ν όλ ντορ.

52

Η ΜΑΧΗ Τ Ω Ν Α Ν Α Ρ Ι Θ Μ Η Τ Ω Ν ΔΑΚΡΥΩΝ

Τότε ο Φίνγκον κοίταξε από τα τείχη του Έιθελ Σίριον και

η στρατιά του βρισκόταν απλωμένη' στις κοιλάδες και τα δά­

ση στα ανατολικά των Έρεντ Γουέθριν, κρυμμένη από τα μά­

τια του Εχθρού. Αλλά ήξερε ότι ήταν πολύ μεγάλη. Γιατί εί­

χαν συγκεντρωθεί εκεί όλοι οι Νόλντορ του Χίθλουμ και μαζί

τους είχαν συγκεντρωθεί πολλά Ξωτικά του Φάλας και του

Νάργκοθροντ. Και υπήρχε και μεγάλη δύναμη από Ανθρώ­

πους. Στα δεξιά ήταν τοποθετημένη η στρατιά του Ντορ-λό­

μιν και όλη η δύναμη του Χούριν και του Χούορ του αδελφού

του, και σ' αυτούς είχε προστεθεί ο Χάλντιρ του Μπρέθιλ, ο

συγγενής τους, με πολλούς άνδρες από τα δάση.

Μετά ο Φίνγκον κοίταξε ανατολικά και η ξωτική του όραση

διέκρινε μακριά μια σκόνη και τη λάμψη του ατσαλιού σαν ά­

στρα μέσα σε ομίχλη. Κατάλαβε ότι ο Μαέδρος είχε ξεκινήσει

και αναγάλλιασε. Μετά κοίταξε προς τα Θανγκορόντριμ και

ένα σκοτεινό σύννεφο υπήρχε γύρω τους και ένας μαύρος κα­

πνός υψωνόταν ψηλά. Και κατάλαβε ότι η οργή του Μόργκοθ

είχε εξαφθεί και ότι η πρόκλησή τους θα 'βρισκε ανταπόκρι­

ση και μια σκιά αμφιβολίας απλώθηκε στην καρδιά του. Αλλά

εκείνη τη στιγμή ακούστηκε μια ιαχή που την έφερνε ο 6νεμος

από τα νότια. από κοιλάδα σε κοιλάδα, και Ξωτικά και Ά νθρω­

ποι ύψωσαν τη φωνή τους με κατάπληξη και χαρά. Γιατί ο

Τούργκον. αν και κανείς δεν τον κάλεσε και κανείς δεν τον πε­

ρίμενε, είχε ανοίξει τις πύλες του οχυρού της Γκοντόλιν και εί­

χε έρθει με το στρατό του, δέκα χιλιάδες άντρες, με λαμπρές α­

λυσιδωτές πανοπλίες και μακριά ξίφη και λόγχες σαν δάσος.

Όταν ο Φίνγκον άκουσε από μακριά τη μεγάλη σάλπιγγα του

Τούργκον. η σκιά διαλύθηκε και η καρδιά του αναπτερώθηκε

και φώναξε δυνατά: «Ο υτούλιεΎ ά ουρε! .ΑΙΥ ι α Eλvτάλιε αρ

Αταν ατά ρνι. ουτούλιεΎ ά ουρε! Η μέρα έφτασε! Ιδού. λαέ των

'Ελνταρ και Πατέρες των Ανθρώπων. η μέρα έφτασε! » Και

53

ΤΑ ΠΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

όλοι εκείνοι που άκουσαν τη δυνατή φωνή του να αντηχεί στους λόφους απάντησαν φωνάζοντας: «Α ουτα ι λόμε! Η νύ­χτα φεύγει !»

Η μάχη δεν άργησε να αρχίσει. Γιατί ο Μόργκοθ γνώριζε πολλά από αυτά που έκαναν και σχεδίαζαν οι εχθροί του και είχε καταστρώσει τα σχέδιά του με βάση την ώρα της επίθε­σής τους. Ήδη μια μεγάλη δύναμη από την Άνγκμπαντ πλη­σίαζε το Χίθλουμ, ενώ μια άλλη και μεγαλύτερη πήγαινε να συναντήσει τον Μαέδρος για να εμποδίσει την ένωση των δυ­νάμεων των βασιλέων. Και εκείνοι που θα χτυπούσαν τον Φίν­γκον ήταν ντυμένοι με σκούρα καφετιά ρούχα και δεν κρα­τούσαν γυμνό ατσάλι και έτσι. όταν έγινε αντιληπτή η παρου­σία τους, είχαν κιόλας προχωρήσει βαθιά μέσα στις 6μμους του Ανφάουγκλιθ.

Τότε οι καρδιές των Νόλντορ φούντωσαν και οι αρχηγοί τους ήθελαν να επιτεθούν στον εχθρό στις πεδινές εκτ6σεις. Αλλά ο Φίνγκον διαφώνησε.

«Προσέξτε το δόλο του Μόργκοθ, 6ρχοντες !» είπε, «Πά­ντα η δύναμή του είναι μεγαλύτερη από αυτήν που φαίνεται και ο σκοπός του 6λλος από αυτόν που αποκαλύπτει. Μη φα­νερώσετε τη δική σας δύναμη, αλλά αφήστε τον εχθρό να ε­πιτεθεί αναλώνοντας τις πρώτες του δυνάμεις π6νω στους λό­φους». Γιατί οι βασιλείς είχαν σχεδι6σει να προελ6σει ο Μα­έδρος ανοιχτά από το Ανφάουγκλιθ με όλες του τις δυνάμεις από Ξωτικά και Ανθρώπους και Νάνους. Και όταν, όπως ήλ­πιζε, θα είχε προκαλέσει εναντίον του τις κύριες δυνάμεις του Μόργκοθ, τότε θα ερχόταν ο Φίνγκον από τα δυτικά και ο στρατός του Μόργκοθ θα βρισκόταν σαν ανάμεσα σε σφυρί και αμόνι και θα κατακερματιζόταν. Και σαν σινιάλο γι ' αυτό θα άναβαν ένα μεγάλο πυρσό στο Ντορθόνιον.

Αλλά ο Αρχηγός των δυνάμεων του Μόργκοθ στα δυτικά

54

Η Μ Α Χ Η Τ Ω Ν Α Ν Α Ρ Ι Θ Μ Η Τ Ω Ν ΔΑΚΡΥΩΝ

είχε εντολή να κάνει τον Φίνγκον να βγει από τους λόφους με

όποιον τρόπο μπορούσε. Έτσι συνέχισε να προελαύνει μέχρι

που η εμπροσθοφυλακή του έφτασε μπροστά στον ποταμό

του Σίριον, από τα τείχη του Μπάραντ Έιθελ μέχρι το Βάλτο

του Σέρεχ. Και τα προχωρημένα φυλάκια του Φίνγκον έβλε­

παν τα μάτια των εχθρών τους. Αλλά δεν απάντησαν στην

πρόκλησή τους και οι χλευασμοί των Ορκ έπαψαν μπροσΤCl

στα σιωπηλά τείχη και την κρυφή απειλή των λόφων.

Τότε ο Αρχηγός του Μόργκοθ έστειλε ιππείς με σημαίες

συνομιλίας και έφτασαν μπροστά στα ίδια τα εξωτερικrΊ τείχη

του Μπάραντ Έιθελ. Mα�ί τους είχαν φέρει τον Γκέλμιρ. το

γιο του Γκουίλιν. ενός άρχοντα του Νάργκοθροντ. τον οποίο

είχαν αιχμαλωτίσει στην Μπράγκολλαχ και τον είχαν τυφλώ­

σει. Και οι αγγελιαφόροι τους τον έδειξαν και φώναξαν:

«'Εχουμε κι άλλους πολλούς τέτοιους, αλλά πρέπει να βια­

στείτε αν θέλετε να τους βρείτε. Γιατί θα τους κανονίσουμε ό­

λους όταν γυρίσουμε, έτσι» . Και έκοψαν τα χέρια και τα πό­

δια του Γκέλμιρ και τον άφησαν.

Κατά κακή τύχη σ' εκείνο το σημείο των τειχών βρισκόταν

και ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, μα�ί με πολλούς άνδρες

του Νάργκοθροντ, που είχε έρθει στον πόλεμο με όσες δυνά­

μεις μπόρεσε να συγκεντρώσει λόγω της θλίψης του για την

αιχμαλωσία του αδελφού του. Και η οργή του ξέσπασε σαν

φλόγα και ο ίδιος πήδησε στη σέλα με πολλούς ιππείς μα�ί του

και κυνήγησαν τους αγγελιαφόρους της Άνγκμπαντ και τους

σκότωσαν. Και όλοι οι άνδρες του Νάργκοθροντ τους ακο­

λούθησαν και όρμησαν βαθιά μέσα στις γραμμές της Άν­

γκμπαντ. Βλέποντάς το αυτό η στρατιά των Νόλντορ πήρε

φωτιά και ο Φίνγκον φόρεσε το λευκό του κράνος και είπε να

ηχήσουν οι σάλπιγγες και όλη η στρατιά του όρμησε από τους

λόφους σε αιφνιδιαστική επίθεση.

55

ΤΑ Π ΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

Η λάμψη από τα τραβηγμένα ξίφη των Νόλντορ ήταν σαν φωτι(Ί που καίει χωράφι με καλαμιές. Και τόσο ι'lγρια και γρή­γορη ήταν η επίθεσή τους. που τα σχέδια του Μόργκοθ κόντε­ψαν να ανατραπούν. Ο στρατός που είχε στείλει δυτικά σαν δόλωμα σαρώθηκε και καταστράφηκε πριν προλάΒει να στεί­λει ενισχύσεις. και οι σημαίες του Φίνγκον πέρασαν το Ανφά­ουγκλιθ και υψώθηκαν μπρoστι'l στα τείχη της Ά νγκμπαντ.

Ο Γκουίντορ και οι ι'lνδρες του Νάργκοθροντ συνέχιζαν να βρίσκονται στην αιχμή της επίθεσης και ακόμη και τώρα ήταν ασυγκράτητοι. Όρμησαν στις εξωτερικές πύλες και τις πέρα­σαν και σκότωσαν τους φρουρούς μέσα στην ίδια τους την αυ­λή της Άνγκμπαντ. Και ο Μόργκοθ έτρεμε πάνω στο θρόνο του καθώς τους άκουγε να χτυπούν τις πόρτες του. Aλλι'l ο Γκουίντορ παγιδεύτηκε εκεί και πιάστηκε ζωντανός και οι άν­δρες του εξοντώθηκαν. γιατί ο Φ ίνγκον δεν μπορούσε να έρ­θει σε βοήθειά του. Από πολλές μυστικές πόρτες των Θαν­γκορόντριμ ο Μόργκοθ έστειλε τις κύριες δυνι'lμεις που κρα­τούσε σε εφεδρεία και ο Φίνγκον αναχαιτίστηκε από τα τείχη της Ά νγκμπαντ με μεγάλες απώλειες.

Τότε. την τέταρτη μέρα του πολέμου. στην πεδιάδα του Ανφάουγκλιθ άρχισε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ. που δεν μπορεί να χωρέσει καμιά αφήγηση όλη τη θλίψη της. Για όλα όσα έ­γιναν στην ανατολική μάχη -για την ήττα του Γκλάουρουνγκ του Δράκοντα από τους Νάνους του Μπέλεγκοστ, για την προδοσία των Ανατολιτών και την εξολόθρευση της στρατιάς του Μαέδρος και για τη φυγή των γιων του Φέανορ- δεν θα πούμε τίποτε άλλο εδώ. Στα δυτικά η στρατιά. του Φίνγκον υ­ποχώρησε στην άμμο και εκεί έπεσε ο Χάλ ντιρ. ο γιος του Χάλμιρ, και οι περισσότεροι Άνθρωποι του Μπρέθιλ. Αλλά την πέμπτη μέρα, καθώς έπεσε η νύχτα και βρίσκονταν ακό­μη μακριά από τα Έρεντ Γουέθριν, οι στρατιές της Άνγκμπαντ

56

Η Μ Λ Χ Η Τ Ω Ν Α ΝΑ Ρ Ι Θ Μ Η Τ Ω Ν ΔΑΚΡΥ Ω Ν

περικύκλωσαν το στρατό του Φίνγl<ον και πολεμούσαν μέχρι που έγινε μέρα καθώς τους πίεζαν όλο και πιο πολύ. Το πρωί αναπτερώθηκαν οι ελπίδες τους. γιατί ακούστηκαν να ηχούν οι σάλπιγγες του Τούργκον. που προέλαυνε με την κύριο. στρα­τι6 της Γκοντόλιν. Γιατί ο Τούργκον είχε τοποθετηθεί νότιο. για να φρουρεί τα περ6σματα του Σίριον και είχε συγκρατήσει τους περισσότερους άνδρες του από απερίσκεπτη επίθεση. Τώρα έσπευδε σε βοήθεια του αδελφού του. Και οι Νόλντορ της Γκοντόλιν ήταν δυνατοί και οι τάξεις τους άστραφταν σαν ένα ποτάμι από ατσάλι στον ήλιο. γιατί το. ξίφη και η εξάρτυ­ση των πολεμιστών του Τούργκον ά.ξ ιζαν περισσότερο και από λύτρα βασιλιά αν6μεσα στους Ανθρώπους.

Η φάλαγγα της φρουρ6ς του βασιλιά διέσπασε τις τάξεις των Ορκ και ο Τούργκον 6νοιξε δρόμο μέχρι που βρέθηκε δί­πλα στον αδελφό του. Και λένε ότι η συν(ιντηση του Τούργκον με τον Χούριν έχοντας δίπλα τον Φίνγκον ήταν μια νότα χαράς στη μέση της μάχης. Για ένα διάστημα τότε οι στρατιώτες της Άνγκμπαντ απωθήθηκαν και ο Φίνγκον επέστρεφε στο ορμη­τήριό του. Αλλά ο Μόργκοθ. έχοντας κατατροπώσει τον Μα­έδρος στα ανατολικ6. διέθετε τώρα μεγάλες δυνάμεις και. πριν προλάβουν ο Φίνγκον και ο Τούργκον να φτάσουν στο καταφύγιο των λόφων. τους επιτέθηκε ένα κύμα εχθρών που ήταν τριπλάσιοι από όλες τις δυνάμεις που τους είχαν απο­μείνει. Ο Γκόθμογκ. αρχηγός της Ά νγκμπαντ. έφτασε σαν μια σκοτεινή σφήνα που καρφώθηκε ανάμεσα στις στρατιές των Ξωτικών. περικυκλώνοντας το βασιλιά Φίνγκον και απωθώ­ντας τον Τούργκον και τον Χούριν προς το Βάλτο του Σέρεχ. Μετά στράφηκε προς τον Φίνγκον. Ήταν μια αδυσώπητη σί,­γκρουση. Τελικ6 ο Φίνγκον βρέθηκε να στέκει μόνος με τους φρουρούς του νεκρούς γύρω του και να μονομαχεί με τον Γκόθμογκ. μέχρι που ένας Μπάλρογκ ήρθε από πίσω και του

57

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

έριξε γύρω του σχοινί μεταλλικό. Τότε ο Γκόθμογκ τον χτύπη­σε με το μαύρο πέλεκυ και μια λευκή φλόγα ξεπήδησε από το κράνος του Φίνγκον καθώς άνοιγε στα δύο. Έτσι έπεσε ο βα­σιλιάς των Νόλντορ. Και τον χτύπησαν στο χώμα με τους κε­φαλοθραύστες τους και ποδοπάτησαν τη σημαία του. γαλάζια και ασημόχρωμη, μέσα στη λάσπη που είχε σχηματιστεί από το αίμα του.

Η μάχη είχε χαθεί. Όμως ο Χούριν και ο Χούορ ι<αι όσοι εί­χαν απομείνει από τον Οίκο του Χάντορ στέκονταν ακόμη α­κλόνητοι με τον Τούργκον της Γκοντόλιν. Και οι στρατιές του Μόργκοθ δεν μπορούσαν ακόμη να πατήσουν τις διαβάσεις του Σίριον. Τότε ο Χούριν μίλησε στον Τούργκον λέγοντας:

«Φύγε τώρα. κύριέ μου. όσο υπάρχει καιρός! Γιατί είσαι ο τελευταίος από τον Οίκο του Φίνγκον και μέσα σου ζει η τε­λευταία ελπίδα των Έλνταρ. Όσο υπάρχει η Γκοντόλιν. ο Μόρ­γκοθ θα έχει ακόμη φόβο στην καρδιά τοω>.

«Η Γκοντόλιν δεν θα μπορέσει να παραμείνει κρυμμένη για πολύ τώρα και. αν ανακαλυφθεί. αναγκαστικά θα πέσει » . εί­πε ο Τούργκον.

«Όμως αν συνεχίσει να στέκει για λίγο ακόμη,>, είπε ο Χού­ορ, «τότε από τον οίκο σου θα προέλθει η ελπίδα για τα Ξω­τικά και τους Ανθρώπους. Σου το λέω αυτό, κύριέ μου, με τα μάτια του θανάτου. Αν και θα χωριστούμε εδώ για πάντα και δεν θα ξαναδώ τις λευκές σου αίθουσες, από σένα κι από μέ­να θα ανατείλει ένα νέο άστρο. Στο καλό! »

Ο Μαέγκλιν. ο γιος της αδελφής του Τούργκον, που στεκό­ταν εκεί δίπλα, άκουσε αυτά τα λόγια και δεν τα ξέχασε.

Τότε ο Τούργκον ακολούθησε τη συμβουλή του Χούριν και του Χούορ και έδωσε διαταγή η στρατιά του να υποχωρήσει προς τις διαβάσεις του Σίριον. Και οι στρατηγοί του Εκτέλιον και Γκλορφίντελ φρουρούσαν από δεξιά και αριστερά ώστε να

58

τ η

Η Μ Α Χ Η Τ Ω Ν Α Ν ΑΡΙΘΜΗΤΩΝ ΔΑΚΡΥΩΝ

μην τους προσπεράσει ο εχθρός, αφού ο μοναδικός δρόμος σ ' εκείνη την περιοχή ήταν στενός και περνούσε δίπλα από τη δυτική όχθη του ποταμού Σίριον. Όμως οι Άνθρωποι του Ντορ­λόμιν είχαν την οπισθοφυλακή, όπως επιθυμούσαν ο Χούριν και ο Χούορ' γιατί βαθιά μέσα τους δεν ήθελαν να φύγουν δρα­πέτες από τις Βόρειες Περιοχές. Και αφού δεν μπορούσαν να γυρίσουν στα σπίτια τους νικητές, θα αντιστέκονταν εκεί μέ­χρι το τέλος. Έτσι ο Τούργκον προχώρησε πολεμώντας προς νότο. μέχρι που βρέθηκε κάτω από την προστασία του Χούριν και του Χούορ, πέρασε τον Σίριον και διέφυγε. Εκεί χάθηκε μέσα στα βουνά που τον έκρυψαν από τα μάτια του Μόργκοθ. Τα αδέλφια όμως συγκέντρωσαν γύρω τους όσους από τους ισχυρούς άνδρες του Οίκου του Χάντορ είχαν απομείνει και άρ­χισαν να υποχωρούν σιγά-σιγά μέχρι που βρέθηκαν πίσω από το Βάλτο του Σέρεχ έχοντας μπροστά τους τον ποταμό Ρίβιλ. Εκεί σταμάτησαν και δεν υποχώρησαν άλλο πια.

Τότε όλες οι στρατιές της Άνγκμπαντ έπεσαν πάνω τους σε στίφη και γεφύρωσαν το ποτάμι με τους νεκρούς τους και πε­ρικύκλωσαν τα υπολείμματα του Χίθλουμ σαν παλίρροια που υψώνεται γύρω από βράχο. Εκεί. καθώς ο Ήλιος κατέβαινε στα δυτικά και οι σκιές των Έρεντ Γουέθριν σKoτείνια�αν, ο Χού­ορ έπεσε τρυπημένος στο μάτι από ένα δηλητηριασμένο βέ­λος και όλοι οι γενναίοι άνδρες του Χάντορ σκοτώθηκαν γύρω του σωρηδόν. Και οι Ορκ τους έκοψαν με τους πελέκεις τα κε­φάλια και τα στοίβαξαν σ' έναν χρυσόχρωμο σωρό μέσα στο ηλιοβασίλεμα.

Τελευταίος από όλους απόμεινε να στέκει μόνος ο Χούριν. Τότε πέταξε την ασπίδα του και (ψπαξε τον πέλεκυ ενός λο­χαγού των Ορκ και άρχισε να πολεμά κρατώντας τον και με τα δυο χέρια. Και τα τραγο"δια λένε ότι ο πέλεκυς άxνι�ε από το μαύρο αίμα των τρολ του Γκόθμογκ μέχρι που σίγασε και κά-

59

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

θε φορά που ο Χούριν σκότωνε, φώναζε: «Ά κουρε εντούλ ου(Jα! Η μέρα θα 'ρθει πόλι ! » Εβδομήντα φορές φώναξε αυτή την ιαχή, αλλά τελικά τον έπιασαν ζωντανό μετά από εντολή του Μόργκοθ, που ήθελε έτσι να του κάνει περισσότερο κακό από το να τον θανατώσει. Έτσι οι Ορκ {φπαζαν τον Χούριν με τα χέ­ρια τους, που παρέμεναν γραπωμένα πάνω του ακόμη και αφού τους τα έκοβε. και όσους κι αν σκότωνε, έρχονταν κι άλλοι. μέ­χρι που έπεσε κι ο ίδιος και θάφτηκε από κάτω τους. Τότε ο Γκόθμογκ τον έδεσε και τον έσυρε χλευαστικά στην Ά νγκμπαντ.

Έτσι έληξε η Νίρναεθ Αρνοέντιαντ, με τον ήλιο να βασι­λεύει πέρα από τη Θάλασσα. Η νύχτα απλώθηκε στο Χίθλουμ και από τα δυτικά ένας δυνατός άνεμος σαν θύελλα φύσηξε.

Μεγάλος ήταν ο θρίαμβος του Μόργκοθ. δεν είχε όμως ο­λοκληρώσει ακόμη τους κακούς σκοπούς του. Μια σκέψη τον απασχολούσε και αμαύρωνε τη νίκη του έντονα: ο Τούργκον είχε ξεφύγει από το δίχτυ του. απ' όλους τους εχθρούς του ε­κείνος που ήθελε περισσότερο να αιχμαλωτίσει ή να εξολο­θρεύσει. Γιατί ο Τούργκον του μεγάλου Οίκου του Φινγκόλφιν ήταν τώρα δικαιωματικά βασιλιάς των Νόλντορ και () Μόρ­γκοθ φοβόταν και μισούσε τον Οίκο του Φινγκόλφιν, γιατί τον χλεύαζαν στο Βάλινορ και είχαν τη φιλία του Ούλμο, του εχθρού του. Και εξαιτίας των τραυμάτων που του προκάλεσε ο Φίν­γκον στη μάχη. Πάνω απ' όλους φοβόταν τον Τούργκον. γιατί από παλιά στο Βάλινορ το βλέμμα του ήταν στραμμένο σ' αυ­τόν και κάθε φορά που τον πλησίαζε, μια σκοτεινή σκιά α­πλωνόταν στη σκέψη του. προοιωνίζοντάς του ότι σε άδηλο χρόνο. στο μέλλον. ο Τούργκον θα τον καταστρέψει.

60

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Ι Ι

ΤΑ ΛΟΓΙΑ Τ Ο Υ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν Κ Α Ι ΤΟΥ ΜΟΡΓΚΟΘ

Με εντολή του Μόργκοθ. οι Ορκ μά�εψαν με μεγάλο μόχθο όλα τα κουφάρια των εχθρών τους και όλες τις πανοπλίες και τα ό­πλα τους. και τα στοίβαξαν σ' ένα σωρό στη μέση της πεδιάδας του Ανφάουγκλιθ. ένα μεγάλο λόφο που φαινόταν από μακριά, και οι Έλνταρ τον ονόμασαν Χάουδ-εν-Νίρναεθ. Αλλά χορτάρια φύτρωσαν και μεγάλωσαν. ψηλά και πράσινα. πάνω σ' εκείνον το λόφο μόνο από όλη την έρημο. Και κανένας υπηρέτης του Μόρ­γκοθ δεν πάτησε ξανά το χώμα όπου σκούριασαν και θρυμματί­

στηκαν θαμμένα τα ξίφη των Έλνταρ και των Εντάιν. Το βασί­λειο του Φίνγκον δεν υπήρχε πια και οι Γιοι του Φέανορ περι­πλανιούνταν σαν φύλλα στον άνεμο. Στο Χίθλουμ δεν επέστρε­ψε κανείς από τους άνδρες του Οίκου του Χάντορ, ούτε έφτα­

σαν νέα για τη μάχη και τη μοίρα των αρχόντων τους. Αλλά ο

61

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Μόργκοθ έστειλε εκεί Ανθρώπους που είχε υπό την εξουσία του, τους μελαψούς Ανατολίτες. Και τους έκλεισε σ' εκείνη τη χώρα και τους απαγόρευε να βγουν. Το μόνο που τους έδωσε από τις πλούσιες ανταμοιβές που τους είχε υποσχεθεί για την προδοσία τους σε βάρος του Μαέδρος ήταν να λεηλατούν και να βασανί­touv τα παιδιά και τις γυναίκες του λαού του Χάντορ. Τα απο­μεινάρια από τους Έλνταρ του Χίθλουμ, όλοι όσοι δεν διέφυγαν στις ερημιές και τα βουνά, τους πήγε στην Άνγκμπαντ και τους έβαλε να δουλεύουν σαν δούλοι στα ορυχεία. Αλλά οι Ορκ κινούνταν ελεύθερα σε όλο το Βορρά και κατέβαιναν όλο και πιο νότια μπαίνοντας στο Μπελέριαντ. Εκεί απόμεναν ακόμη το Ντόριαθ και το Νάργκοθροντ. Όμως ο Μόργκοθ δεν τους έδινε σημασία, είτε γιατί ήξερε ελάχιστα πράγματα για αυτά τα μέρη είτε γιατί δεν είχε έρθει ακόμη η ώρα τους στα σχέδια της κα­κίας του. Αυτός που αποχολούσε συνεχώς τη σκέψη του ήταν ο Τούργκον.

Οδηγήθηκε, λοιπόν, ο Χούριν μπροστά στον Μόργκοθ, γιατί ο Μόργκοθ ήξερε χάρη στις απόκρυφες τέχνες του και τους κα­τασκόπους του ότι ο Χούριν είχε τη φιλία του βασιλιά και ήθελε να τον φοβίσει με τα μάτια του. Αλλά ο Χούριν δεν έδειχνε φό­βο και αψηφούσε τον Μόργκοθ. Έτσι ο Μόργκοθ τον αλυσόδε­σε και τον υπέβαλε σε αργά βασανιστήρια. Μετά από λίγο όμως εμφανίστηκε να του προσφέρει την ελευθερία να πάει όπου θέ­λει, ή να του δίνει την εξουσία και την υψηλότερη ιεραρχική θέ­ση από τους αρχηγούς του, αν του αποκάλυπτε πού υρισκόταν το οχυρό του Τούργκον και ό,ΤΙ άλλο γvώριtε για τα σχέδια του βασιλιά. Αλλά ο Χούριν ο Σταθερός τον χλεύασε λέγοντας:

«Τυφλός είσαι, Μόργκοθ Μπαούγκλιρ, και τυφλός θα μείνεις πάντα, βλέποντας μόνο το σκοτάδι. Δεν γνωρί�εις τι κυυερνά τις καρδιές των Ανθρώπων και, ακόμη κι αν το γνώριtες, δεν θα μπορούσες να το δώσεις. Όποιος αποδέχεται τις προτάσεις του

62

ΤΑ ΛΟΓΙΑ ΤΟΥ Χ ΟΥ Ρ Ι Ν ΚΑΙ ΤΟΥ ΜΟΡΓΚΟΘ

Μόργκοθ είναι ανόητος. Θα πάρεις πρώτα αυτό που ζητάς. μα δεν θα δώσεις αυτό που υποσχέθηκες. Και αν σου έλεγα αυτό που μου ζητάς, η μοναδική μου ανταμοιβή θα ήταν ο θάνατος» .

Τότε ο Μόργκοθ γέλασε και είπε: «Σε λίγο μπορεί να εκλιπαρείς να σου κάνω δώρο το θάνα­

το» . Μετά πήγε τον Χούριν στο Χάουδ-εν-Νίρναεθ και, καθώς ήταν πρόσφατα φτιαγμένο, το τύλιγε η δυσωδία του θανάτου. Και ο Μόργκοθ οδήγησε τον Χούριν στην κορφή του και του εί­πε να κοιτάξει δυτικά προς το Χίθλουμ και να σκεφτεί τη γυ­ναίκα του και το γιο του και τους υπόλοιπους συγγενείς του.

«Γιατί τώρα ζουν στο βασίλειό μου» , είπε ο Μόργκοθ, «και είναι στο έλεός μου».

«Δεν έχεις έλεος » , απάντησε ο Χούριν. «Αλλά δεν θ α φτά­σεις στον Τούργκον μέσα από αυτούς. Γιατί δεν γνωρίζουν τα μυ­στικά του».

Τότε οργή πλημμύρισε τον Μόργκοθ και του είπε: «Μπορώ όμως να φτάσω σ' εσένα και σ' όλο τον καταραμέ­

νο οίκο σου. Και θα σπάσεις και θα υποκύψεις στη θέλησή μου, έστω κι αν είστε όλοι φτιαγμένοι από ατσάλι» . Και πήρε ένα μα­κρύ σπαθί που κειτόταν εκεί και το έσπασε μπροστά στα μάτια του Χούριν και ένα θραύσμα τραυμάτισε το πρόσωπό του. Αλλά ο Χούριν δεν τρόμαξε. Τότε ο Μόργκοθ άπλωσε το μακρύ του χέρι προς το Ντορ-λόμιν και καταράστηκε τον Χούριν και τη Μόργουεν και τα παιδιά τους λέγοντας:

«Ιδού! Η σκιά της σκέψης μου θα απλώνεται πάνω τους ό­που κι αν πάνε και το μίσος μου θα τους καταδιώκει ως τα πέ­ρατα του κόσμου» .

Αλλά ο Χούριν είπε: «Μιλάς μάταια. Γιατί δεν μπορείς να τους δεις ούτε να τους

κυβερνήσεις από μακριά. Δεν μπορείς όσο έχεις αυτήν τη μορφή και επιθυμείς ακόμη να είσαι βασιλιάς ορατός πάνω στη γη,>.

63

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Τότε ο Μόργκοθ γύρισε στον Χούριν και είπε: «Ανόητε, μικρέ μεταξύ των Ανθρώπων, των πιο ασήμαντων

απ' οτιδήποτε εκφέρει λόγο! Έχεις δει τους Βάλαρ, έχεις μετρή­σει τη δύναμη του Μάνγουε και της Βάρντα; Γνωρίζεις μέχρι πού μπορεί να φτάσει η σκέψη τους; Ή νομίζεις ίσως ότι η σκέψη τους σε προστατεύει και μπορεί να σε θωρακίσει από μαKΡΙι'l; »

«Δεν ξέρω», απάντησε ο Χούριν, «Aλλι'l μπορεί να είναι και έτσι, αν το θέλουν, Γιατί ο Αρχαίος Βασιλιάς δεν θα εκθρονιστεί όσο αντέχει η Άρντα» ,

<<Το είπες» , είπε ο Μόργκοθ, « ο Αρχαίος Βασιλιάς είμαι Εγώ, Ο Μέλκορ, πρώτος και ισχυρότερους από όλους τους Βά­λαρ, αυτός που υπήρξε πριν από τον κόσμο και τον δημιούργη­σε, Η σκιά του σκοπού μου απλώνεται στην Άρντα και όλα όσα υπι'lρxoυν υποκύπτουν αργά και σίγουρα στη θέλησή μου, Αλλά όλους όσους αγαπάς η σκέψη μου θα τους βαραίνει σαν ένα σύν­νεφο Καταδίκης και θα τους βυθίσει στο σκοτάδι και την από­γνωση. Όπου κι αν πάνε, θα εμφανίζεται το κακό. Κάθε φορά που μιλούν, τα λόγια τους θα φέρνουν κακές συμβουλές. Ό,ΤΙ κι αν κάνουν θα στρέφεται εναντίον τους. Θα πεθάνουν χωρίς ελ­πίδα και θα καταριούνται και τη ζωή και το θάνατο».

Αλλά ο Χούριν απάντησε: «Ξεχνάς σε ποιον μιλάς; Αυτά τα έλεγες πριν από πολύν και­

ρό στους πατέρες μας. Αλλά ξεφύγαμε από τη σκιά σου. Και τώ­ρα διαθέτουμε γνώση για σένα, γιατί είδαμε τα πρόσωπα που έ­χουν δει το Φως και ακούσαμε τις φωνές που έχουν μιλήσει με τον Μάνγουε. Πριν από την Άρντα υπήρχες, ναι, αλλά υπήρχαν κι άλλοι επίσης. Και δεν τη δημιούργησες εσύ. Ούτε είσαι εσύ ο πιο ισχυρός. Γιατί ανάλωσες τη δύναμή σου για τον εαυτό σου και τη σπατάλησες για το κενό σου. Τώρα δεν είσαι τίποτε πα­ραπάνω από έναν υπόδουλο των Βάλαρ που ξέφυγε και η αλυ­σίδα τους σε περιμένει ακόμη» .

64

ΤΑ Λ O Γ l A ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ Κ Α Ι ΤΟΥ ΜΟΡΓΚΟΘ

«'Εμαθες τα μαθήματα των δασκά.λων σου απ' έξω», είπε ο Μόργκοθ, «Αλλ6 αυτές οι παιδιάστικες παραδόσεις δεν θα σε βοηθήσουν τώρα που το έχουν σκάσει όλοι » ,

«Ένα τελευταίο πράγμα θα σου πω τότε, δούλε Μόργκοθ» , είπε ο Χούριν, «και δεν προέρχεται από τις παραδόσεις των

Έλνταρ, αλλά από την καρδι6 μου την ώρα τοίnη, Δεν είσαι ο Κύριος των Ανθρώπων και δεν θα γίνεις ποτέ, ακόμη και αν όλη η Άρντα και ο Μένελ περιέλθουν στην εξουσία σου, Δεν μπορείς να καταδιώξεις εκείνους που σε αρνούνται πέρα από τους Κύ­κλους του Κόσμου».

«Δεν θα τους Kαταδι(�ξω πέρα από τους Κύκλους του Κό­σμου» , είπε ο Μόργκοθ. «Γιατί πέρα από τους Κύκλους του Κό­σμου υπάρχει το Τίποτα. Μέσα στους Κύκλους όμως δεν θα μου ξεφύγουν, μέχρι να εισέλθουν στο Τίποτα»,

« Λες ψέματα», είπε ο Χούριν. «Θα δεις και θα ομολογήσεις ότι δεν λέω ψέματα» , είπε ο

Μόργκοθ, Και παίρνοντας τον Χούριν πίσω στην Άνγκμπαντ τον έβαλε σε κάθισμα από πέτρα σ' ένα ψηλό μέρος των Θανγκο­ρόντριμ, απ' όπου έβλεπε μακριά στη Δύση τη γη του Χίθλουμ στα δυτικά και τις εκτάσεις του Μπελέριαντ στα νότια. Εκεί έ­μεινε δέσμιος της δύναμης του Μόργκοθ. Και ο Μόργκοθ στά­θηκε δίπλα του και τον καταράστηκε πάλι και κατηύθηνε τη δύ­ναμή του πάνω του ώστε να μην μπορεί να κινηθεί από κείνο το μέρος, ούτε να πεθάνει, μέχρι να τον ελευθερώσει.

«Κάτσε τώρα εκεί» , είπε ο Μόργκοθ, «και κοίταζε τις εκτά­σεις όπου το κακό και η απόγνωση θα κυριέψουν εκείνους που μου παρ έδωσες. Γιατί τόλμησες να με χλευάσεις και αμφισβήτη­σες τη δύναμη του Μέλκορ, του Κυρίου της μοίρας της Άρντα. Γι' αυτό θα βλέπεις με τα μ<Ιτια μου και θ' ακούς με τα αυτι<Ι μου, και τίποτα δεν θα σου είναι κρυφό» ,

65

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ι ν

Η ΑΝΑΧΩΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

Τρεις μόνο άντρες κατάφεραν να γυρίσουν τελικά πίσω στο Μπρέθιλ ακολουθώντας το Τάουρ-νου-Φούιν, έναν άσχημο δρό­μο. Και όταν η Γκλόρεδελ, η κόρη του Χάντορ, έμαθε για την πτώση του Χάλντιρ, πένθησε και πέθανε.

Τα νέα δεν έφτασαν στο Ντορ-λόμιν. Η γυναίκα του Χούορ Ρίαν κατέφυγε στις ερημιές απελπισμένη. Αλλά τη βοήθησαν τα Γκρί�α Ξωτικά του Μίθριμ και, όταν γεννήθηκε το παιδί της, ο Τούορ, τον υιοθέτησαν. Η Ρίαν, όμως, πήγε στο Χάουδ­εν-Νίρναεθ και ξάπλωσε εκεί και πέθανε.

Η Μόργουεν Έλεδγουεν παρέμεινε στο Χίθλουμ σιωπηλή από τη θλίψη. Ο γιος της Ο Τούριν ήταν μόλις στα εννιά κι αυ­τή περίμενε πάλι παιδί. Οι μέρες της ήταν δύσκολες. Οι Ανα­τολίτες έφτασαν στη χώρα σε μεγάλα πλήθη και φέρονταν

66

Η Α Ν Α Χ Ω ΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

απάνθρωπα στο λαό του Χάντορ και τους άρπαξαν ό,τι είχαν και τους υποδούλωσαν. Όλους τους κατοίκους της πατρίδας του Χούριν που μπορούσαν να δουλέψουν ή να εξυπηρετή­σουν οποιονδήποτε σκοπό τούς πήραν, ακόμη και μικρά κορί­τσια και αγόρια, και τους γέρους τους σκότωσαν ή τους έδιω­ξαν για να πεθάνουν από πείνα. Αλλά δεν τολμούσαν ακόμη να απλώσουν χέρι στην Κυρά ΤΟυ Ντορ-λόμιν ή να τη διώξουν από το σπίτι της. Γιατί κυκλοφορούσε ανάμεσά τους η φήμη ότι είναι επικίνδυνη. μια μάγισσα που είχε δοσοληψίες με τους λευκούς δαίμονες έτσι oνόμα�αν τα Ξωτικά, επειδή τα μισού­σαν. αλλά, πολύ περισσότερο, επειδή τα φοβούνταν. Γι' αυτόν το λόγο φοβούνταν επίσης και απέφευγαν τα βουνά, όπου εί­χαν καταφύγει πολλοί από τους Έλνταρ, ιδιαίτερα στα νότια της χώρας. Και μετά τη λεηλασία και την καταστροφή, οι Ανα­τολίτες τράβηξαν πάλι προς βορρά. Γιατί το σπίτι του Χούριν βρισκόταν στα νοτιανατολικά του Ντορ-λόμιν και τα βουνά ή­ταν κοντά. Πραγματικά, το Ν εν Λάλα'ίθ κατέβαινε από μια πη­γή στη σκιά του Άμον Ντάρθιρ, πάνω από τη ράχη του οποί­ου υπήρχε ένα απότομο πέρασμα. Από κει όποιος άντεχε μπο­ρούσε να περάσει τα Έρεντ Γουέθριν και να κατεβεί από τα πηγάδια του Γκλίθουι στο Μπελέριαντ. Όμως αυτό δεν το γνώ­ρι�αν οι Ανατολίτες. ούτε και ο Μόργκοθ ακόμη. Γιατί όλη εκείνη η περιοχή, όσο υπήρχε ακόμη ο Οίκος του Φινγκόλφιν, ήταν ασφαλισμένη από αυτόν και κανείς από τους υπηρέτες του δεν είχε καταφέρει να φτάσει ποτέ ως εκεί. Πίστευε ότι τα Έρεντ Γουέθριν ήταν ένα ανυπέρβλητο εμπόδιο, τόσο στη δια­φυγή από το βορρά όσο και στην επίθεση από το νότο. Και πραγματικά, για όσους δεν είχαν φτερά δεν υπήρχε άλλο πέ­ρασμα που να ενώνει το Σέρεχ με τη μακρινή δύση όπου το Ντορ-λόμιν ενωνόταν με το Νεύραστ.

Έτσι μετά τις πρώτες εισβολές άφησαν τη Μόργουεν ανε-

67

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

νόχλητη, αν και στα γύρω δάση καραδοκούσαν άντρες και ή­ταν επικίνδυνο να απομακρυνθεί κανείς πολύ. Εκεί κάτω από το άσυλο της Μόργουεν παρέμεναν ο Σό.ντορ ο ξυλουργός και μερικοί γέροι και γριές. καθώς και ο Τούριν, που τον κρατού­σε συνέχεια κοντά της. Μα το μερτικό του Χούριν γρήγορα άρχισε να καταστρέφεται και, παρόλο που η Μόργουεν δού­λευε σκληρά, παρέμενε φτωχή και θα είχε πεινάσει χωρίς τη βοήθεια που της έστελνε κρυφά η Άεριν. συγγενής του Χού­ριν. που κάποιος Μπρόντα. ένας από τους Ανατολίτες. την εί­χε κάνει διά της βίας γυναίκα του. Η ελεημοσύνη ήταν πικρή για τη Μόργουεν, αλλά δεχόταν αυτήν τη βοήθεια για χάρη του Τοίφιν και του αγέννητου παιδιού της και επειδή. όπως έ­λεγε, προερχόταν απ' τα δικά της. Γιατί αυτός ο Μπρόντα άρ­παξε τους ανθρώπους. τα αγαθά και τα ζώα του Χούριν και τα πήγε στο δικό του σπίτι. Ήταν τολμηρός άνθρωπος, αλλά α­σήμαντος ανάμεσα στους δικούς του πριν καταφθ,ίσουν στο Χίθλουμ. Και έτσι, επιδιώκοντας τον πλούτο. ήταν διατεθει­μένος να πάρει εκτάσεις που άλλοι του σιναφιού του δεν ή­θελαν. Τη Μόργουεν την είχε δει μια φορά. όταν επέδραμε στο σπιτικό της. αλλά τον είχε κυριέψει μεγάλος τρόμος. Πί­στευε ότι είχε αντικρίσει τα ολέθρια μάτια ενός λευκού δαί­μονα και τον είχε καταλάβει θανάσιμος φόβος ότι θα τον έ­βρισκε κάποιο κακό. Και δεν λεηλάτησε το σπίτι της ούτε α­νακάλυψε τον Τοίφιν. αλλιώς η ζωή του διαδόχου του πραγ­ματικού κυρίου της περιοχής θα ήταν σίΝτομη.

Ο Μπρόντα υποδοίJλωσε τους Αχυροκέφαλους, όπως ονό­μαζε τους κατοίκους του Χάντορ, και τους έβαλε να του φτιά­ξουν ένα ξύλινο σπίτι στην περιοχή βόρεια από το σπίτι του Χούριν. Και ωαζε τους σκλάβους του, σαν γελάδια, μέσα σ' έ­ναν στάβλο. που δεν τον φρουροίJοαν όμως καλά. Υπήρχαν και μερικοί ανάμεσά τους που δεν είχαν δειλιάσει και ήταν έτοιμοι

68

Η Α Ν Λ Χ Ω ΡΗΣΙΙ ΤΟΥ Τ Ο Υ Ρ Ι Ν

να βοηθήσουν την Κυρία του Ντορ-λόμιν, ακόμη και με προσω­πικό τους κίνδυνο, Και από αυτοί'ς μάθαινε η Μόργουεν κρυφά τα νέα της περιοχής, αν και της έδιναν ελάχιστες ελπίδες όσα μά.θαινε. Όμως ο Μπρόντα είχε πάρει την Άεριν γιο. γυναίκα του και όχι για σκλάβα, αφού ελάχιστες γυναίκες υπήρχαν ανά­μεσα στους δικούς του και καμιά. που να συγκρίνεται με τις κό­ρες των Εντάιν. Και ήλπιtε να φτιάξει φέουδο σε αυτήν τη χώ­ρα και να αποκτήσει έναν διάδοχο για να του το αφήσει.

Η Μόργουεν τίποτα δεν έλεγε στον Τούριν για όσα είχαν συμβεί και όσα μπορούσαν να συμβούν στο μέλλον. Κι αυτός φοβόταν να σπάσει τη σιωπή της με ερωτήσεις. Όταν ήρθαν για πρώτη φορά οι Ανατολίτες στο Ντορ-λόμιν, είπε στη μη­τέρα του:

«Πότε θα γυρίσει ο πατέρας μου να διώξει αυτούς τους ά­σχημους κλέφτες; Γιατί δεν έρχεται; »

Η Μόργουεν απάντησε: «Δεν ξέρω. Μπορεί να έχει σκοτωθεί ή μπορεί να τον κρα­

τούν αιχμά.λωτο. Ή. πάλι. μπορεί να αναγκάστηκε να απομα­κρυνθεί και να μην μπορεί να γυρίσει ακόμη περνώντας μέσα από τους εχθρούς που μας περιβάλλουν» .

«Τότε νομίtω ότι είναι νεκρός » . είπε ο Τούριν και μπροστά στη μητέρα του συγκράτησε τα δάκρυά του. «Γιατί κανείς δεν θα μποροίJσε να τον εμποδίσει να γυρίσει κοντά μας αν ήταν tωντανός » .

«Δεν νομίtω ότι είναι αλήθεια. αυτά που είπες. γιε μου. Οί,­τε το πρώτο ούτε το δεύτερο» , είπε η Μόργουεν.

Όσο περνούσε ο καιρός. η καρδιά της Μόργουεν σκοτείνια­ζε για το γιο της τον Τούριν. τον διάδοχο του Ντορ-λόμιν και του Λάντρος. Γιατί δεν μπορούσε να ελπίζει γι' αυτόν τίποτε περισσότερο από το να γίνει σκλάβος των Ανατολιτών. Έτσι

69

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

θυμήθηκε τη συνομιλία της με τον Χούριν και η σκέψη της γύ­ρισε πάλι στο Ντόριαθ. Και αποφάσισε να στείλει εκεί τον Τούριν κρυφά. αν μπορούσε. και να παρακαλέσει το βασιλιά Θίνγκολ να του προσφέρει άσυλο. Και όσο σκεφτόταν πώς μπορεί να γίνει αυτό. άκουσε καθαρά μέσα της τη φωνή του Χούριν να της λέει: Φύγε γρήγορ α! Μην περιμένεις γι α μένα! Αλλά η γέννηση του παιδιού της πλησίαζε και ο δρόμος οα ή­ταν δύσκολος και επικίνδυνος. Όσο περισσότεροι έφευγαν. τό­σο μικρότερη η ελπίδα της διάσωσης. Και ξεγελούσε τα μέσα της με ελπίδες που δεν τις παραδεχόταν ανοιχτά. Η πιο ενδό­μυχη σκέψη της της έλεγε ότι ο Χούριν δεν είναι νεκρός και α­φουγκραζόταν ν' ακούσει τα βήματά του στις άγρυπνες ώρες της νύχτας. ή ξυπνούσε νομίζοντας ότι είχε ακούσει στην αυ­λή το χλιμίντρισμα του Άρροχ. του αλόγου του. Επί 1τλέον. αν και αποδεχόταν να μεγαλώσει ο γιος της στα διαμερίσματα κάποιου άλλου. όπως ήταν το έθιμο εκείνης της εποχής. δεν ή­θελε ακόμη να ταπεινώσει την περηφάνια της και να τον στεί­λει φιλοξενούμενο από ελεημοσύνη. ούτε καν φιλοξενούμενο ενός βασιλιά. Έτσι αρνιόταν τη φωνή του Χούριν. ή την ανά­μνηση της φωνής του. και έτσι υφάνθηκε το πρώτο νήμα της μοίρας του Τούριν.

Είχε μπει το φθινόπωρο της Χρονιάς του Θρήνου όταν η Μόργουεν πήρε την απόφασή της. και μόλις την πήρε. βιαζό­ταν να την εκτελέσει. Γιατί η διάρκεια για το ταξίδι ήταν μι­κρή. αλλά έτρεμε με τη σκέψη ότι θα πιάσουν τον Τούριν αν περίμενε όλον το χειμώνα. Οι Ανατολίτες τριγίιριζαν γύρω α­πό το σπίτι και την κατασκόπευαν. Αίφνης. λοιπόν. είπε στον Τούριν:

«ο πατέρας σου δεν έρχεται. Γι' αυτό πρέπει να φύγεις, και γρήγορα. Αυτό θα 'θελε κι εκείνος» .

70

Η Α Ν Α Χ Ω ΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

«Να φύγουμε; » φώναξε ο Τούριν. «Πού θα πάμε; Πέρα απ' τα Βουνά; »

«Ναι» . είπε η Μόργουεν, «πέρα απ' τα βουνά, μακριά στο νότο. Νότια -εκεί μπορεί να υπάρχει ακόμη κάποια ελπίδα. Αλλά δεν είπα να φύγουμε, γιε μου. Εσύ πρέπει να φύγεις κι εγώ να μείνω» .

«Δεν μπορώ να πάω μόνος μου!» είπε ο Τούριν. «Δεν θα σ' αφήσω. Γιατί να μη φύγουμε μαζί; »

«Εγώ δεν μπορώ να έρθω » , του απάντησε η Μόργουεν. «Αλλά δεν θα 'σαι μόνος. Θα στείλω τον Γκέθρον μαζί σου ίσως και τον Γκρίθνιρ» .

«Δεν θα στείλεις τον Λάμπανταλ; » ρώτησε ο Τούριν. «Όχι, γιατί ο Σάντορ είναι κουτσός» , είπε η Μόργουεν,

«και ο δρόμος θα είναι δύσκολος. Και επειδή είσαι γιος μου και οι μέρες είναι σ κληρές. δεν θα σου κρύψω την αλήθεια: μπορεί να πεθάνεις σ' αυτόν το δρόμο. Το φθινόπωρο έχει προχωρήσει. Αν μείνεις όμως. θα 'χεις χειρότερο τέλος θα γί­νεις δούλος. Αν θέλεις να γίνεις άντρας όταν ενηλικιωθείς, θα κάνεις αυτό που σου λέω. γενναία» .

«Μα θα σ' αφήσω μόνη με τον Σάντορ και τον τυφλό Ρά­γκνιρ και τις γριές» , είπε ο Τούριν. «Δεν είπε ο πατέρας μου ότι είμαι ο διάδοχος του Χάντορ; Ο διάδοχος πρέπει να μείνει στον οίκο των Χάντορ και να τον υπερασπιστεί. Τώρα θα 'θε­λα να είχα ακόμη το μαχαίρι μου! »

«ο διάδοχος θα 'πρεπε να μείνει, αλλά δεν μπορεί» , απά­ντησε η Μόργουεν. «Μπορεί όμως μια μέρα να γυρίσει. Τώρα κάνε κουράγιο. Αν χειροτερέψουν τα πράγματα, θα σε ακολου­θήσω. Αν μπορώ» .

«Μα πώς θα με βρεις, χαμένο στις ερημιές» , είπε ο Τούριν. Και ξαφνικά η καρδιά του τον πρόδωσε κι έκλαψε φανερά.

«Αν κλαις, θα σε προλάβουν άλλα» , είπε η Μόργουεν.

71

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Ξέρω όμως πού θα πας, και αν φτάσεις και μείνεις εκεί, εκεί θα σε βρω αν μπορώ, Γιατί θα σε στείλω στο βασιλιά Θίνγκολ στο Ντόριαθ. Δεν προτιμάς να είσαι φιλοξενούμενος ενός βα­σιλιά παρά δούλος; »

«Δεν ξέρω» , είπε ο Τούριν, «Δεν ξέρω τι είναι δούλος» . «Σε διώχνω για να μη χρειαστεί να μάθεις». απ6ντησε η

Μόργουεν, Μετά έβαλε τον Τούριν μπροστά της και τον κοί­ταξε στα μάτια σαν να προσπαθΟ{Jσε να διαβάσει κ6ποιο γρί­φο. «Είναι δύσκολο. Τούριν, γιε μου», είπε τελικά, «'Οχι δύ­σκολο για σένα μόνο. Είναι βαρύ και για μένα σε τέτοιες δύ­σκολες μέρες να κρίνω τι είναι καλύτερο να γίνει. Αλλά κάνω αυτό που νομίζω σωστό. Αλλιώς γιατί να αποχωριστι;' ό. τι πιο αγαπητό μου 'χει απομείνει; »

Δεν ξαναμίλησαν γι ' αυτό και ο Τούριν απόμεινε θλιμμένος και σαστισμένος. Το πρωί πήγε να βρει τον Σάντορ, που έκο­βε ξύλα για τη φωτιά, ξύλα που ήταν λιγοστά αφού δεν τολ­μούσαν να πάνε στο δάσος, Ο Σάντορ ακοίψπησε στο δεκανί­κι του και κοίταξε το μεγάλο κάθισμα του Χούριν που είχε απο­μείνει μισοτελειωμένο σε μια γωνιά, «Πρέπει να το διαλύσω» . είπε, «γιατί μόνο βασικές ανάγκες μπορούν να εξυπηρετηθούν τούτες τις μέρες» .

«Μην το σπάσεις ακόμη,>, είπε ο Τούριν. «Μπορεί να γυ­ρίσει πίσω και τότε θα χαρεί που θα δει τι του 'φτιαξες όσο έλειπε».

«Οι ψεύτικες ελπίδες είναι πιο επικίνδυνες από τους φό­βους » . είπε ο Σάντορ, «και ούτε θα μας ζεστάνουν το χειμώνω>. Άγγιξε τα σκαλίσματα του καθίσματος και αναστέναξε. «Σπα­τάλησα το χρόνο μοω>, είπε, «αν και οι ώρες περνούσαν ευχά­ριστα. Όμως όλα αυτά είναι εφήμερα. Και η χαρά της δημιουρ­γίας είναι ο μοναδικός πραγματικός σκοπός του χρόνου, φαντά­ζομαι, Και τώρα καλά θα κάνω να σου δώσω πίσω το δώρο σοω>.

72

Η Λ Ν Α Χ Ω ΡΗ Σ Η ΤΟΥ Τ Ο Υ Ρ Ι Ν

Ο Τούριν άπλωσε το χέρι του. αλλά το τράβηξε αμέσως. «Ένας άντρας δεν παίρνει πίσω τα δώρα του» . είπε. «Αν όμως είναι δικό μου. δεν μπορώ να το δώσω όπου θέ­

λω; » είπε ο Σάντορ. «Ναι». απι'lντησε ο Τούριν. «σε οποιονδήποτε άλλο εκτός

από μένα. Μα γιατί θέλεις να το δώσεις; » «Δεν υπι'λΡχει ελπίδα να το χρησιμοποιήσω για σημαντικούς

σκοπούς». είπε ο ΣCιντορ. «Τις μέρες που θα • ρθουν δεν θα υπάρχει δουλειά για τον Λάμπανταλ παρά μόνο η δουλειά του σκλάβου» .

«Τι είναι σκλάβος; » είπε ο Τούριν. «Ένας άνθρωπος που είναι άνθρωπος. αλλά τον μεταχειρί­

ζονται σαν ζώω>. απάντησε ο Τούριν. «Τον ταί'ςουν μόνο όσο χρειάtεται για να μένει ζωντανός. τον κρατούν ζωντανό μόνο για να δουλεύει. τον βάζουν να δουλεύει μόνο με το φόβο του πόνου ή του θανάτου. Και αυτοί οι ληστές μπορεί να τον κά­νουν να γνωρίσει είτε τον πόνο είτε το θάνατο μόνο και μόνο για διασκέδασή τους. Άκουσα ότι διαλέγουν μερικούς γοργο­πόδαρους. τους αμολάνε και ύστερα τους κυνηγάνε με κυνη­γόσκυλα. Μαθαίνουν από τους Ορκ πιο γρήγορα από ό.τι μα­θαίναμε εμείς από τα Ξωτικά» .

«Τώρα καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματω>. είπε ο Τούριν. «Είναι κρίμα που πρέπει να καταλάβεις τέτοια πράγματα

τόσο γρήγορω>. είπε ο Σάντορ. Και μετά βλέποντας την πα­ράξενη έκφραση στο πρόσωπο του Τούριν: «Τι καταλαβαίνεις τώρα; »

«Γιατί με στέλνει μακριά η μητέρα μοι»>. είπε ο Τούριν και τα μάτια του γέμισαν δάκρυα.

«Α!» είπε ο Σάντορ. αλλά σιγανομουρμούρισε μόνος του: «Γιατί όμως τόσο καθυστερημένα; » Μετά γυρίζοντας στον Τούριν του είπε: «Αυτό εμένα δεν μου φαίνεται νέο για δά-

73

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

κρυα. Δεν πρέπει όμως να μιλάς για τα σχέδια της μητέρας σου στον Λάμπανταλ ούτε και σε κανέναν άλλο. Κι οι τοίχοι και οι φράχτες ακόμη έχουν αυτιά τούτες τις μέρες. αυτιά που δεν φυτρώνουν σε ξανθά κεφάλια».

«Μα πρέπει να μιλώ με κάποιον !» είπε ο Τούριν. «Πάντα σου 'λεγα τόσα πράγματα. Δεν θέλω να σ' αφήσω, Λάμπα­νταλ. Δεν θέλω ν' αφήσω τούτο το σπίτι ούτε τη μητέρα μου» .

«Αν δεν τους αφήσεις όμως», είπε ο Σάντορ, «θα εξαφα­νιστεί γρήγορα ο Οίκος του Χάντορ για πάντα, όπως τώρα πρέπει να καταλαβαίνεις. Ο Λάμπανταλ δεν θέλει να φύγεις. Αλλά ο Σάντορ, υπηρέτης του Χούριν, θα είναι πιο ευχαρι­στημένος όταν ο γιος του Χούριν θα φύγει μακριά από τους Ανατολίτες. Δεν γίνεται λοιπόν αλλιώς: πρέπει να αποχαιρε­τιστούμε. Και τώρα θα πάρεις το μαχαίρι μου σαν αποχαιρε­τιστήριο δώρο; »

«Όχι! » είπε ο Τούριν. «Θα πάω στα Ξωτικά, στο βασιλιά του Ντόριαθ, λέει η μητέρα μου. Εκεί θα έχω κι άλλα σαν αυ­τό. Αλλά δεν θα μπορώ να σου στείλω δώρα, Λάμπανταλ. Θα είμαι πολύ μακριά και τελείως μόνος» . Τότε ο Τούριν έκλαψε. Αλλά ο Σάντορ του είπε:

«Έλα τώρα! Πού είναι ο γιος του Χούριν; Γιατί, όχι πριν από πολύν καιρό, τον άκουσα να λέει: Θα πάω να γίνω στρ ατιώτης σ' έναν αασιλιά των Ξωτικώ ν μόλις μπορέσω» .

Τότε ο Τούριν έπαψε να κλαίει και είπε: « Πολύ καλά. Αν αυτά ήταν τα λόγια του γιου του Χούριν,

πρέπει να τα τηρήσει και να πάει. Αλλά κάθε φορά που λέω ότι θα κάνω τούτο ή εκείνο, το βλέπω πολύ διαφορετικό όταν έρθει η ώρα να γίνει. Τώρα δεν θέλω. Πρέπει να προσέχω να μην ξαναπώ τέτοια πράγματα» .

«Αυτό θα ήταν όντως το καλύτερο» , είπε ο Σάντορ. «Οι περισσότεροι διδάσκουν και αυτοί που μαθαίνουν είναι ελάχι-

74

Η Α Ν Α Χ Ω Ρ Η Σ Η ΤΟΥ Τ Ο Υ Ρ Ι Ν

στοι. Άσε τις άδηλες μέρες έτσι όπως είναι. Το σήμερα είναι παραπάνω από αρκετό».

Έτσι ο Τοίφιν ετοιμάστηκε για το ταξίδι του και αποχαιρέ­τησε τη μητέρα του και ξεκίνησε κρυφά με τους δυο συντρό­φους του. Αλλά όταν αυτοί είπαν στον Τούριν να γυρίσει και να κοιτάξει το σπίτι του πατέρα του για τελευταία φορά, η α­γωνία του αποχωρισμού τον χτύπησε σαν ξίφος και φώναξε:

«Μόργουεν. Μόργουεν, πότε θα σε ξαναδώ; » Και η Μόργουεν που στεκόταν στο κατώφλι άκουσε την η­

χώ της κραυγής του από τους δασωμένους λόφους και έσφιξε την πόρτα τόσο δυνατά που σκίστηκαν τα δάχτυλά της. Αυτή ήταν η πρώτη από τις οδύνες του Τούριν.

Στην αρχή της χρονιάς μετά την αναχώρηση του Τούριν η Μόργουεν γέννησε και ονόμασε την κόρη της Νίενορ. που ση­μαίνει Πένθος. Αλλά ο Τούριν ήταν ήδη μακριά όταν γεννή­θηκε η αδελφή του. Μακρύς και δύσκολος ήταν ο δρόμος του. γιατί η δύναμη του Μόργκοθ έφτανε παντού. Αλλά είχε για ο­δηγούς τον Γκέθρον και τον Γκρίθνιρ. που ήταν νέοι την επο­χή του Χάντορ, και, παρόλο που τώρα είχαν γεράσει, ήταν γεν­ναίοι άντρες και γνώρι�αν καλά την περιοχή γιατί παλιότερα ταξίδευαν συχνά στο Μπελέριαντ. Έτσι. χάρη στη μοίρα και το θάρρος τους, πέρασαν τα Σκιερά Βουνά και κατεβαίνοντας στην Κοιλάδα του Σίριον μπήκαν στο Δάσος του Μπρέθιλ. Και. επιτέλους, εξουθενωμένοι και καταβεβλημένοι. έφτασαν στα σύνορα του Ντόριαθ. Εκεί όμως σάστισαν και παγιδεύτη­καν μέσα στους λαβύρινθους της βασίλισσας και περιπλανιού­νταν χαμένοι ανάμεσα στα δέντρα χωρίς να βρίσκουν πουθε­νά μονοπάτια. μέχρι που τους τέλειωσαν τα τρόφιμα. Εκεί πλησίασαν στο θάνατο, γιατί ο χειμώνας ήρθε παγερός από το Βορρά. Δεν ήταν όμως τόσο εύκολη η μοίρα του Τούριν. Κα-

75

Ι

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

θώς κείτονταν εκεί απελπισμένοι, άκουσαν ένα κέρας, Ο Μπέ­λεγκ ο Τοξότης κυνηγούσε σ' εκείνη την περιοχή, τριγυρνώ­ντας πάντα κοντά στα σύνορα του Ντόριαθ, και ήταν ο μεγα­λύτερος τοξότης της εποχής εκείνης, Άκουσε τις φωνές τους

και τους βρήκε και, όταν τους έδωσε να φάνε και να πιουν, έ­μαθε τα ονόματά τους και από πού έρχονται και τον πλημμύ­ρισε οίκτος και απορία, Και κοίταξε τον Τούριν με συμπάθεια, γιατί είχε την ομορφιά της μητέρας του και τα μάτια του πα­τέρα του και ήταν γεροδεμένος και δυνατός.

«Τι δώρο θα δώσεις στο βασιλιά Θίνγκολ; » είπε ο Μπέλεγκ στο παιδί.

«Θα είμαι ένας από τους ιππότες του για να πολεμήσω τον Μόργκοθ και να εκδικηθώ τον πατέρα μου», είπε ο Τούριν.

«Αυτό μπορεί κάλλιστα να γίνει όταν πληθύνουν τα χρόνια σου», είπε ο Μπέλεγκ. «Γιατί, αν και είσαι μικρός. έχεις τα προ­σόντα να γίνεις γενναίος άντρας, άξιος γιος του Χούριν του Σταθερού, αν αυτό είναι εφικτό». Γιατί σε όλες τις χώρες των Ξωτικών τιμούσαν το όνομα του Χούριν. Έτσι ευχαρίστως ο Μπέλεγκ έγινε οδηγός των περιπλανώμενων και τους οδήγησε σ' ένα κυνηγετικό σπίτι όπου �oύσε κείνο το διάστημα μα�ί με άλλους κυνηγούς κι εκεί τους φιλοξένησαν όσο ένας αγγελια­φόρος πήγαινε στο Μένεγκροθ. Και όταν ήρθε η απάντηση ό­τι ο Θίνγκολ και η Μέλιαν θα δεχτούν το γιο του Χούριν και τους φρουρούς του, ο Μπέλεγκ τους οδήγησε από δρόμους μυστικούς στο Κρυμμένο Βασίλειο.

Έτσι ο Τούριν έφτασε στη μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Εσγκάλ ντουιν και πέρασε τις πύλες μπαίνοντας στα ανάκτο­ρα του Θίνγκολ. Και σαν παιδί Koίτα�ε τα θαύματα του Μέ­νεγκροθ που κανείς θνητός Άνθρωπος δεν είχε ξαναδεί εκτός από τον Μπέρεν. Τότε ο Γκέθρον έδωσε το μήνυμα της Μόρ­γουεν στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν. Και ο Θίνγκολ τους δέ-

76

-- --. -----------

Η Α Ν Α Χ Ω ΡΗ Σ Η ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

χτηκε ευγενικά και έβαλε τον Τούριν πάνω στα γόνατά του προς τιμήν του Χούριν, του ισχυρότερου των Ανθρώπων, και του Μπέρεν του συγγενή του. Και εκείνοι που το είδαν αυτό θαύμασαν. γιατί ήταν σημάδι πως ο Θίνγκολ δεχόταν τον Τού­ριν σαν θετό του γιο κι αυτό δεν γινόταν εκείνη την εποχή α­πό βασιλιάδες. ούτε είχε ξαναγίνει από βασιλιά των Ξωτικών σε Άνθρωπο. Τότε ο Θίνγκολ του είπε:

«Εδώ, γιε του Χούριν. θα είναι το σπίτι σου. Και σ' όλη σου τη �ωή θα θεωρείσαι γιος μου, έστω κι αν είσαι Άνθρωπος. Θα σου δοθεί σοφία πάνω από τα μέτρα των θνητών Ανθρώπων και θα 'χεις στα χέρια σου τα όπλα των Ξωτικών. Μπορεί να έρθει η ώρα που θα ξαναπάρεις τις εκτάσεις του πατέρα σου στο Χίθλουμ. Αλλά τώρα �ήσε εδώ με αγάπη».

Έτσι άρχισε η παραμονή του Τούριν στο Ντόριαθ. Mα�ί του έμειναν για λίγο ο Γκέθρον και ο Γκρίθνιρ οι φρουροί του. αν και λαχταρούσαν να επιστρέψουν πάλι στην κυρία τους στο Ντορ-λόμιν. Τότε τα γηρατειά και η αρρώστια κατέβαλαν τον Γιφίθνιρ και απόμεινε κοντά στον Τούριν ώσπου πέθανε. Αλλά ο Γκέθρον έφυγε και ο Θίνγκολ έστειλε μα�ί του μια συ­νοδεία να τον οδηγεί και να τον φρουρεί, καθώς και να μετα­φέρει ένα μήνυμα από τον Θίνγκολ στη Μόργουεν. Έφτασαν επιτέλους στο σπίτι του Χούριν και, όταν η Μόργουεν έμαθε ότι ο Τούριν είχε γίνει δεκτός με τιμές στα ανάκτορα του Θίν­γκολ η θλίψη της αλάφρωσε. Και τα Ξωτικά έφεραν επίσης πλούσια δώρα από τη Μέλιαν και ένα μήνυμα που την παρα­καλούσε να πάει μα�ί με τη συνοδεία του Θίνγκολ στο Ντόριαθ. Γιατί η Μέλιαν ήταν σοφή και έβλεπε το μέλλον και ήλπι�ε έ­τσι να αποτρέψει το κακό που ήταν προσχεδιασμένο στη σκέ­ψη του Μόργκοθ. Αλλά η Μόργουεν δεν ήθελε ν ' αφήσει το σπίτι της. γιατί η καρδιό. της παρέμενε ίδια και η περηφάνια

77

ΤΑ Π Α ΙΔ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

της μεγάλη. Επί πλέον, η Νίενορ ήταν παιδί της αγκαλιάς. Έτσι ξεπροβόδισε τα Ξωτικά του Ντόριαθ με τις ευχαριστίες της και τους έσωσε για σώρα τα τελευταία χρυσά μικροαντι­κείμενα που της είχαν απομείνει για να κρύψει τη φτώχια της. Και τους ζήτησε να πάνε στον Θίνγκολ το Κράνος του Χά­ντορ. Ο Τούριν, πάλι, παρακολουθούσε συνέχεια πότε θα επι­στρέψουν οι αγγελιαφόροι του Θίνγκολ. Και όταν τους είδε να γυρνούν μόνοι τους. έτρεξε στο σάσος και έκλαψε, γιατί ήξε­ρε για την πρόσκληση της Μέλιαν και ήλπιζε ότι η Μόργουεν θα ερχόταν μαζί τους. Αυτή ήταν η δεύτερη οσύνη του Τούριν. Όταν οι αγγελιαφόροι ανακοίνωσαν την απάντηση της Μόρ­γουεν. η Μέλιαν συγκινήθηκε γιατί αντιλήφθηκε τις σκέψεις της. Και κατάλαβε ότι η μοίρα που είχε προβλέψει για τη Μόργουεν δεν θα μπορούσε εύκολα να αποτραπεί.

Οι αγγελιαφόροι παρέδωσαν το Κράνος του Χάντορ στα χέρια του Θίνγκολ. Αυτό το κράνος ήταν φτιαγμένο από γκρί­ζο ατσάλι στολισμένο με χρυσό, και πάνω του ήταν σκαλισμέ­νοι ρούνοι νίκης. Υπήρχε μια δύναμη σ' αυτό που προφύλαγε όποιον το φορούσε από τραύματα και θάνατο. γιατί το σπαθί που το χτυπούσε έσπαζε και το βέλος που το έβρισκε εξο­στρακιζόταν. Το είχε φτιάξει ο Τέλχαρ, ο σιδηρουργός του Νό­γκροντ, που τα έργα του ήταν φημισμένα. Είχε μια προσωπί­δα (σαν αυτές που χρησιμοποιούσαν οι Νάνοι στα καμίνια τους για να προφυλάσσουν τα μάτια τους), και το πρόσωπο ε­κείνου που το φορούσε προκαλούσε φόβο σ' όσους το αντί­κριζαν, αλλά προφυλασσόταν και το ίδιο από βέλη και φωτιά, Στο λοφίο του είχε προκλητικά ένα επίχρυσο ομοίωμα του δράκου Γκλάουρουνγκ. Γιατί το κράνος είχε φτιαχτεί λίγο με­τά την εμφάνιση του σράκου στις πύλες του Μόργκοθ. Ο Χά­ντορ το φορούσε συχνά στον πόλεμο και μετά από αυτόν ο Γκάλντορ. Και οι καρδιές των πολεμιστών του Χίθλουμ ανα-

78

Η Α Ν Α Χ Ω ΡΗΣΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

πτερώνονταν όταν το '6λεπαν να υψώνεται ψηλά μέσα στη μά­χη και φώνα�αν: « Πιο μεγάλη αξία έχει ο Δράκος του Ντορ­λόμιν από το χρυσό σκουλήκι της Άνγκμπαντ! » Αλλά ο Χού­ριν δεν φορούσε το κράνος του Δράκοντα με ευχαρίστηση και δεν το χρησιμοποιούσε λέγοντας: «Προτιμώ να Koιτά�ω τους εχθρούς μου με το πραγματικό μου πρόσωπο». Παρ' όλα αυ­τά θεωρούσε το κράνος ένα από τα μεγαλύτερα κειμήλια του Οίκου του.

Ο Θίνγκολ είχε στο Μένεγκροθ μεγάλα οπλοστάσια γεμά­τα με όπλα: φολιδωτές πανοπλίες από μέταλλο κατεργασμέ­νο που γυάλι�αν σαν φεγγάρι στο νερό, σπαθιά και τσεκούρια και ασπίδες και κράνη φτιαγμένα από τον ίδιο τον Τέλχαρ ή από το δάσκαλό του, τον Γκάμιλ Ζίρακ τον γηραιό. ή από ξω­τικοτεχνίτες ακόμη πιο επιδέξιους. Γιατί μερικά όπλα που του είχαν δωρίσει προέρχονταν από το Βάλινορ, φτιαγμένα από τον Φέανορ με όλη την τέχνη που διέθετε και από τον οποίο δεν υπήρχε μεγαλύτερος τεχνίτης σε όλες τις μέρες του κό­σμου. Ο Θίνγκολ όμως πήρε το Κράνος του Χάντορ λες και το οπλοστάσιό του ήταν φτωχικό και μίλησε μ' ευγενικά λόγια:

«Περήφανα ήταν τα κεφάλια που φορούσαν αυτό το κρά­νος. οι πρόγονοι του Χούριν » .

Τότε του ήρθε μια σκέψη και κάλεσε τον Τούριν και του εί­πε ότι η Μόργουεν είχε στείλει στο γιο της ένα μεγάλο δώρο. το κειμήλιο των πατέρων του.

« Πάρε τώρα τον Δρακοκέφαλο του Βορρά » . είπε, «και ό­ταν έρθει η ώρα, να τον φοράς καλά» . Αλλά ο Τούριν ήταν πολύ μικρός ακόμη και για να σηκώσει το κράνος, και δεν έ­δωσε σημασία λόγω της θλίψης της καρδιάς του.

79

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΑΘ

Ο Τούριν έ�ησε τα παιδικά του χρόνια στο βασίλειο του Ντόριασ υπό την επίβλεψη της Μέλιαν, αν και την έβλεπε σπάνια. Υπήρ­χε όμως μια κόρη που λεγόταν Νέλλας και �oύσε στα δάση και με εντολή της Μέλιαν ακολουσούσε τον Τούριν όταν περιπλα­νιόταν στο δάσος και συχνά τον συναντούσε εκεί σαν να τον εί­χε βρει τυχαία. Τότε έπαι�αν μα�ί ή περπατούσαν πιασμένοι α­πό το χέρι. Γιατί ο Τούριν μεγάλωνε γρήγορα, ενώ η Νέλλας έ­μoια�ε να είναι μια κοπέλα της δικής του ηλικίας και έτσι ήταν και στην καρδιά παρ' όλα τα ξωτικά της χρόνια. Από τη Νέλλας ο Τούριν έμασε πολλά για τα δάση και τα �ωντανά πλάσματα του Ντόριασ· τον έμασε να μιλά και τη γλώσσα Σίνταριν όπως τη μι­λούσαν στο αρχαίο βασιλείο, πιο παλιά και πιο ευγενικά, και ε­πίσης πιο πλούσια σε ωραίες λέξεις. Έτσι για ένα διάστημα η διάσεσή του αλάφρυνε, μετά όμως τον σκέπασε πάλι η σκιά κι

80

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΣΤΟ Ν Τ Ο Ρ Ι Α Θ

αυτή η φιλία διάβηκε και πέρασε σαν ανοιξ ιάτικο πρωινό. Γιατί η Νέλλας δεν πήγαινε στο Μένεγκροθ και δεν ήθελε ποτέ να περπατά κάτω από πέτρινες στέγες. Έτσι, καθώς πέρασαν τα παιδικ{ι χρόνια του Τούριν και η σκέψη του στράφηκε στα κα­τορθώματα των ανθρώπων. την έβλεπε όλο και λιγότερο και τε­λικά έπαψε να την ανα�ητά. Αλλά εκείνη συνέχισε να τον παρα­κολουθεί κρυμμένη.

Εννιά χρόνια έ�ησε ο Τούριν στο αρχοντικό του Μένεγκροθ. Η καρδιά του και η σκέψη του γύριζαν πάντα στους δικούς του και μερικές φορές παρηγοριόταν από τα νέα που έπαιρνε. Γιατί ο Θίν­γκολ έστελνε αγγελιαφόρους στη Μόργουεν όσο συχνά μπορού­σε κι εκείνη έστελνε μηνύματα στο γιο της. Έτσι ο Τούριν έμαθε ότι τα δεινά της Μόργουεν είχαν απαλύνει και ότι η ομορφιά της αδελφής του της Νίενορ μεγάλωνε, ένα λουλούδι στον γKρί�o Βορρά. Και ο Τούριν μεγάλωνε στο ανάστημα μέχρι που έγινε ψη­λός ανάμεσα στους Ανθρώπους και ξεπέρασε στο ύψος τα Ξωτι­κά του Ντόριαθ και η δύναμη και η αντοχή του έγιναν ξακουστά σε όλο το βασίλειο του Θίνγκολ. Εκείνα τα χρόνια απόκτησε πολ­λές γνώσεις. ακούγοντας πρόθυμα τις ιστορίες για τις αρχαίες ε­ποχές και για τα μεγάλα κατορθώματα του παρελθόντος κι έγινε στοχαστικός και λιγομίλητος. Συχνά ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ερχό­ταν στο Μένεγκροθ για να τον βρει και τον πήγαινε μακριά και του δίδασκε ξυλουργική και τοξοβολία και ξιφομαχία (κάτι που του άρεσε περισσότερο). Αλλά στις τέχνες τις κατασκευαστικές ήταν λιγότερο επιδέξιος, γιατί δεν είχε μάθει ακόμη τη δύναμη που διέθετε και συχνά κατέστρεφε αυτό που έφτιαχνε με κάποιο απότομο χτύπημα. Και σε άλλα θέματα η τύχη έμoια�ε να είναι ε­χθρική μα�ί του, έτσι πΟυ συχνά αυτό που σxεδία�ε ανατρεπόταν κι αυτό που επιθυμούσε δεν το αποκτούσε. Ούτε και Kέρδι�ε εύ­κολα τη φιλία των άλλων, γιατί δεν ήταν εύθυμος και γελούσε σπάνια και μια σκιά δηλητηρία�ε τα νιάτα του. Παρ' όλα αυτά,

81

i

Ι

ΤΑ Π Α Ι Δ ΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

είχε την αγάπη και την εκτίμηση εκείνων που τον ΓVώρι�αν καλά και απολάμβανε τιμών ως θετός γιος του βασιλιά.

Υπήρχε όμως ένας στο Ντόριαθ που ενοχλούνταν γι' αυτό και ενοχλούνταν όλο και περισσότερο όσο μεγάλωνε ο Τούριν και γι­νόταν άντρας. Λεγόταν Σάερος. Ήταν περήφανος και φερόταν υπεροπτικά σε όσους θεωρούσε ότι έχουν κατώτερη θέση και α­ξία από τον ίδιο. Έγινε φίλος του Ντάερον του τροβαδούρου, γιατί και ο ίδιος επιδιδόταν στο τραγούδι. Και δεν έτρεφε καμιά αγάπη για τους Ανθρώπους, και ιδιαίτερα για τους συγγενείς του Μπέρεν του Μονόχειρα.

«Δεν είναι παράξενο» , έλεγε, «που δέχτηκε αυτή η γη για άλλη μια φορά ένα ακόμη πλάσμα αυτής της KαKoρί�ΙKης φυ­λής; Δεν έβλαψε αρκετά ο άλλος το Ντόριαθ; » Έτσι έβλεπε με μισό μάτι τον Τούριν και ό.τι έπραττε και τον κακολογούσε με κάθε τρόπο. Αλλά τα λόγια του ήταν πονηρά και η κακία του συ­γκαλυμμένη. Αν συναντούσε τον Τούριν μόνος του, του μιλούσε υπεροπτικά και του έδειχνε καθαρά την περιφρόνησή του. Και ο Τούριν κουράστηκε απ' αυτό, αλλά για πολύν καιρό απαντούσε στα άσχημα λόγια με σιωπή, γιατί ο Σάερος ήταν σπουδαίος μέ­σα στο λαό του Ντόριαθ και διατελούσε σύμβουλος του βασιλιά. Όμως τόσο η σιωπή του Τούριν όσο και τα λόγια του δυσαρε­στούσαν τον Σάερος το ίδιο.

Τη χρονιά που ο Τούριν έγινε δεκαεφτά χρονών, η θλίψη του ξανάρθε, γιατί έπαψε να έχει ειδήσεις από το σπίτι του. Η δύνα­μη του Μόργκοθ μεγάλωνε χρόνο με το χρόνο και τώρα όλο το Χί­θλουμ ήταν κάτω από τη σκιά του. Αναμφίβολα ήξερε πολλά α­πό τα έργα του λαού και των συγγενών του Χούριν και τους άφη­σε ήσυχους για λίγο ώστε να εκπληρωθούν τα σχέδιά του. Τώρα όμως, γι' αυτόν το σκοπό. έβαλε πυκνές φρουρές σε όλα τα πε­ράσματα των Σκιερών Βουνών, ώστε κανείς να μην μπορεί να μπει

8 2

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΑΘ

ή να βγει από το Χίθλουμ παρά μόνο με μεγάλο κίνδυνο, και ορ­δές των Ορκ ΤPlyύPltav γύρω από τις πηγές του Νάρογκ και του Τέιγκλιν, καθώς και στις άνω όχθες του Σίριον. Έτσι μια φορά οι αγγελιαφόροι δεν επέστρεψαν και από τότε ο Θίνγκολ δεν έστει­λε άλλους. Δεν άφηνε ποτέ κανέναν να βγαίνει έξω από τα σύνο­ρα και είχε δείξει την καλύτερη του θέληση απέναντι στον Χού­ριν και τους συγγενείς του με το να στέλνει υπηκόους του σε ε­πικίνδυνους δρόμους για να βρουν τη Μόργουεν στο Ντορ-λόμιν.

Έτσι ο Τούριν είχε βαριά καρδιά καθώς δεν ήξερε ποιο νέο κα­κό προετοιμάtεται και επειδή φοβόταν ότι μοίρα κακιά είχε βρει τη Μόργουεν και τη Νίενορ. Και για πολλές μέρες καθόταν σιω­πηλός και συλλογιtόταν μελαγχολικά την πτώση του Οίκου του Χάντορ και των Ανθρώπων του Βορρά. Κι ύστερα πήγε να ανα­tητήσει τον Θίνγκολ. Και τον βρήκε να κάθεται με τη Μέλιαν κά­τω από το Χίριλορν, τη μεγάλη οξιά του Μένεγκροθ.

Ο Θίνγκολ καθόταν και κοίταtε τον Τούριν με απορία, βλέ­ποντας ξαφνικά μπροστά του, στη θέση του θετού του γιου, έ­ναν Άνθρωπο να τον κοιτάtει, έναν άγνωστο ψηλό μελαχρινό με πρόσωπο λευκό, αυστηρό και περήφανο και με βαθύ βλέμμα. Αλλά ο Τούριν δεν μίλησε.

«Τι επιθυμείς, θετέ γιε; » είπε ο Θίνγκολ και καταλάβαινε ό­τι αυτό που θα του tητούσε δεν θα ήταν μικρό.

«Πανοπλία. σπαθί και ασπίδα που αρμόtουν στη θέση μου. κύριέ μου » . απάντησε ο Τούριν. «Επίσης. μ ε την άδειά σου. θα tητήσω τώρα το Δρακοκράνος των πατέρων μου» .

«Θα τα έχεις» . είπε ο Θίνγκολ. «Αλλά ποια ανάγκη σ' έκα­νε να θέλεις τόσο μεγάλα όπλα; »

«Η ανάγκη ενός άντρα». είπε ο Τούριν. «Και ενός γιου που έχει συγγενείς να θυμάται. Και χρειάtομαι επίσης συντρόφους γενναίους στ' άρματα» .

«Θα σου δώσω μια θέση ανάμεσα στους ιππότες των σπα-

83

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

θιών, γιατί το σπαθί θα είναι πάντα το όπλο σου», είπε ο Θίν­γκολ «Με αυτούς μπορείς να δοκιμάσεις τον πόλεμο στα σύνο­ρα, αν αυτή είναι η επιθυμία σοω>,

«Πέρα από τα σύνορα του Ντόριαθ με παρακινεί η καρδιά μοω>, είπε ο Τούριν, «Μάλλον επίθεση ενάντια στον εχθρό μας είναι αυτό που λαχταρώ παρά άμυνω>,

«Τότε πρέπει να πας μόνος σοω>, είπε ο Θίνγκολ «Το ρόλο που θα παίξει ο λαός μου στον πόλεμο με την Άνγκμπαντ τον κανονίζω εγώ σύμφωνα με την κρίση μου, Τούριν, γιε του Χούριν. Δεν θα στείλω καμιά ένοπλη δύναμη του Ντόριαθ έξω από τα σύνορα τούτον τον καιρό. Ούτε και κανέναν άλλο καιρό όπως μπορώ τώρα να προβλέψω» .

«Είσαι όμως ελεύθερος να πας όπου θέλεις, γιε της Μόργου­εν» , είπε η Μέλιαν. «Η Ζώνη της Μέλιαν δεν εμποδίζει εκείνους που πέρασαν μέσα στο βασίλειο με την άδειά μας» .

«Εκτός αν σοφή συμβουλή σε συγκρατήσει» , είπε ο Θίνγκολ

«Ποια είναι η συμβουλή σου, κύριέ μου; » είπε ο Τούριν.

«Φαίνεσαι άντρας στο παράστημα και είσαι πράγματι ψηλό-τερος από πολλούς άλλους» , απάντησε ο Θίνγκολ « Παρ' όλα αυτά δεν είσαι ακόμη ο άντρας που θα γίνεις. Μέχρι τότε πρέ­πει να είσαι υπομονετικός, δοκιμάζοντας και εξασκώντας τη δύ­ναμή σου. Τότε, ίσως, θα μπορείς να σκέφτεσαι τους συγγενείς σου. Όμως ελάχιστες ελπίδες υπάρχουν να καταφέρει ένας Άν­θρωπος μόνος του να κάνει κάτι περισσότερο εναντίον του Σκο­τεινού Άρχοντα πέρα από το να βοηθήσει τους Άρχοντες των Ξωτικών στην άμυνά τους για όσο μπορεί να κρατήσει αυτή».

Τότε ο Τούριν είπε:

«ο Μπέρεν, ο συγγενής μου, έκανε περισσότερω>. « ο Μπέρεν, και η Λούθιεν επίσης», είπε η Μέλιαν. «Αλλά

είσαι πολύ τολμηρός για να μιλάς έτσι στον πατέρα της Λούθιεν. Δεν είναι τόσο υψηλό το πεπρωμένο σου, η γνώμη μου, Τούριν,

84

Ο 'ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ Ν Τ Ο Ρ Ι Α Θ

γιε της Μόργουεν, αν και υπάρχει μεγαλείο μέσα σου και η μοί­ρα σου είναι δεμένη μ' εκείνη των Ξωτικών, στο καλό ή στο κα­κό, Πρόσεχε, λοιπόν, τη συμπεριφορά σου μήπως σου βγει σε κα­κό» , Μετά από ένα διάλειμμα σιωπής, η Μέλιαν μίλησε πάλι λέ­γοντας: «Πήγαινε τώρα, θετέ γιε, Και ακολούθησε τη συμβουλή του βασιλιά, Θα είναι πάντα πιο συνετή από τη δική σου σκέψη, Δεν νομίζω ότι θα μείνεις μαζί μας στο Ντόριαθ για πολύ αφού γίνεις άντρας, Αν στις μέρες που θα 'ρθουν θυμάσαι τα λόγια της Μέλιαν, θα είναι για το καλό σου: να φοβάσαι και τη φλόγα και τον πάγο της καρδιάς σου και να επιδιώκεις την υπομονή, όσο μπορείς» ,

Τότε ο Τούριν υποκλίθηκε μπροστά τους και έφυγε, Και λίγο αργότερα φόρεσε το Δρακοκράνος και πήρε όπλα και πήγε στα βόρεια σύνορα μαζί με τους πολεμιστές των Ξωτικών που πολε­μούσαν ασταμά.τητα με τους Ορκ και όλους τους υπηρέτες και τα πλάσματα του Μόργκοθ. Έτσι, αν και μόλις είχε αφήσει πί­σω του τα παιδικά του χρόνια, δοκιμάστηκαν και η δύναμη και το κουράγιο του. Και με τη θύμηση των αδικιών που είχαν υπο­στεί οι δικοί του, ήταν ακόμη πιο θαρραλέος σ' όσα έκανε και δέχτηκε πολλά τραύματα από λόγχες και βέλη και από τα κα­μπυλωτά σπαθιά των Ορκ.

Όμως η μοίρα του τον έσωζε από το θάνατο. Και διαδόθηκε σε όλα τα δάση και μαθεύτηκε πολύ πέρα από το Ντόριαθ ότι είχε εμφανιστεί πάλι το Δρακοκράνος του Ντορ-λόμιν. Τότε πολ­λοί αναρωτιούνταν λέγοντας:

«Μπορεί το πνεύμα ενός ανθρώπου να ξεφύγει από το θά­νατο; Ή μήπως ο ίδιος ο Χούριν του Χίθλουμ ξέφυγε στ' αλή­θεια από τα έγκατα της Κόλασης; »

Εκείνη την εποχή μόνο ένας ανάμεσα στους φύλακες του Θίν­γκολ ήταν ισχυρότερος στα όπλα από τον Τούριν και αυτός ήταν ο Μπέλεγκ ο Τοξότης. Και ο Μπέλεγκ και ο Τούριν ήταν σύ-

85

l

ΤΑ Π Α Ι ΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

ντροφοι σε κάθε κίνδυνο και πολεμούσαν μα�ί στα άγρια δάση.

Έτσι πέρασαν τρία χρόνια και όλο αυτό το διάστημα ο Τούριν ερχόταν σπάνια στο ανάκτορο του Θίνγκολ. Και δεν τον ένoια�ε πια η εμφάνισή του και η ενδυμασία του. αλλά τα μαλλιά του ή­ταν αφρόντιστα και η πανοπλία του σκεπασμένη με έναν γKρί�o μανδύα λεκιασμένο από την πολυκαιρία. Αλλά το τρίτο καλα­καίρι μετά την αναχώρηση του Τούριν, όταν ο ίδιος ήταν είκοσι χρονών, επειδή έτυχε να θέλει να ξεκουραστεί και xρεια�όταν σι­δηρουργό για να επιδιορθώσει τα όπλα του, ήρθε στο Μένε­γκροθ απροειδοποίητα και ένα βράδυ μπήκε στην αίθουσα. Ο Θίνγκολ δεν ήταν εκεί' είχε πάει στο πράσινο δάσος με τη Μέ­λιαν, όπως του άρεσε να κάνει μερικές φορές τα καλοκαίρια. Ο Τούριν πήρε ένα κάθισμα χωρίς να δώσει σημασία, γιατί ήταν κα­τάκοπος από το ταξίδι και γεμάτος σκέψεις. Και από κακή του τύχη κάθισε σ' ένα τραπέ�ι ανάμεσα στους ανώτατους άρχοντες του βασιλείου και στη θέση όπου καθόταν συνήθως ο Σάερος. Ο Σάερος, που ήρθε αργά, εξοργίστηκε πιστεύοντας ότι ο Τούριν το έκανε αυτό από περηφάνια και επειδή ήθελε να τον προσβά­λει. Και η οργή του δεν λιγόστεψε όταν είδε ότι οι άλλοι στο τρα­πφ δεν επέπληξαν τον Τούριν, αλλά τον καλωσόρισαν σαν να ή­ταν άξιος να κάθεται ανάμεσά τους.

Έτσι για λίγο ο Σάερος προσποιήθηκε κι αυτός ότι έχει παρό­μοια γνώμη και κάθισε σε άλλο σημείο στο τραπέ�ι, απέναντι α­πό τον Τούριν.

«Σπάνια μας τιμά ο φύλακας των συνόρων με τη συντροφιά τοω>, είπε. «Και ευχαρίστως παραχωρώ τη συνηθισμένη μου θέ­ση προκειμένου να μιλήσω μα�ί του» . Αλλά ο Τούριν. που μι­λούσε με τον Μάμπλουνγκ τον Κυνηγό, δεν σηκώθηκε και είπε μόνο ένα κοφτό, «Σ' ευχαριστώ».

Ο Σάερος τότε άρχισε να του κάνει ερωτήσεις για τα νέα

8 6

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΑΘ

από τα σύνορα και τα κατορθώματά του στα δάση. Αλλά αν και τα λόγια του ακούγονταν σωστά. ο χλευασμός στη φωνή του ή­ταν φανερός. Τότε ο Τούριν έγινε επιφυλακτικός και κοίταξε γύ­ρω του κι ένιωσε την πίκρα του εξόριστου. Παρ' όλο το φως και τα γέλια του ανακτόρου των Ξωτικών. το μυαλό του πήγε στον Μπέλεγκ και τη �ωή τους στο δάσος και από κει έτρεξε μακριά στη Μόργουεν στο Ντορ-λόμιν. στο σπίτι του πατέρα του. Και του ' ρθε κακοκεφιά από αυτές τις σκοτεινές σκέψεις και δεν α­πάντησε στον Σάερος. Τότε ο Σάερος, πιστεύοντας ότι ο Τούριν ήταν συνοφρυωμένος εξαιτίας του, δεν συγκράτησε άλλο την ορ­γή του. Έβγαλε μια χρυσή χτένα και την πέταξε πάνω στο τρα­πέ�ι μπροστά στον Τούριν φωνά�oντας:

«Αναμφίβολα. Άνθρωπε του Χίθλουμ, ήρθες βιαστικά σ' αυ­τό το τραπέ�ι και μπορούμε να σου συγχωρέσουμε το βρόμικο μανδύα σου, αλλά δεν υπάρχει λόγος ν' αφήνεις το κεφάλι σου αφρόντιστο σαν θάμνο με βατόμουρα. Και ίσως αν δεν ήταν σκε­πασμένα τα αυτιά σου, θ' άκουγες καλύτερα τι σου λένε» .

Ο Τούριν δεν μίλησε, αλλά στράφηκε στον Σάερος και μια λάμψη υπήρχε μέσα στη σκοτεινιά των ματιών του. Μα ο Σάε­ρος αψήφησε αυτή την προειδοποίηση και του ανταπόδωσε το βλέμμα με χλευασμό, λέγοντας δυνατά για να ακούσουν όλοι:

«Αν οι Άντρες του Χίθλουμ είναι τόσο άγριοι και αφρόντι­στοι, πώς θα είναι άραγε οι γυναίκες αυτής της χώρας; Μήπως τρέχουν σαν τα ελάφια ντυμένες μόνο με τα μαλλιά τους; »

Τότε ο Τούριν πήρε ένα κύπελλο και το πέταξε στο πρόσωπο του Σάερος, που έπεσε πίσω βαριά χτυπημένος. Και ο Τούριν τράβηξε το σπαθί του και θα του είχε επιτεθεί αν δεν τον συ­γκρατούσε ο Μάμπλουνγκ. Τότε ο Σάερος σηκώθηκε, έφτυσε αί­μα πάνω στο τραπέ�ι και μίλησε όσο καλύτερα μπορούσε με σπασμένο στόμα:

« Πόσον καιρό θα φιλοξενούμε αυτόν τον δασόβιο αγροίκο; Ο

87

ι

li !i ι Ι§

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

νόμος του βασιλιά είναι αυστηρός μ' εκείνους που τραυματίζουν τους {φχοντές του μέσα στο ανάκτορο, Και για όσους τραβούν σπαθί εδώ μέσα, το να κηρυχθούν παράνομοι είναι η μικρότερη τιμωρία. Έξω από την αίθουσα θα σου απαντήσω, δασόβιε! »

Όταν όμως ο Τούριν είδε το αίμα πάνω στο τραπέζι, η καρδιά του έγινε παγερή. Με ένα τίναγμα ελευθερώθηκε από τον Μά­μπλουνγκ και έφυγε από την αίθουσα χωρίς να πει λέξη,

Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε στον Σάερος: «Τι έπαθες απόψε; Για τούτο το κακό θεωρώ εσένα υπεύθυ­

νο. Και μπορεί ο νόμος του βασιλιά να κρίνει ότι ένα σπασμένο στόμα είναι δίκαιη τιμωρία για τους χλευασμούς σου» ,

«Αν το κουτάβι έχει παράπονα, ας τα υποβάλει στην κρίση του βασιλιά» , απάντησε ο Σάερος, « Ομως το να τραβήξει σπα­θί εδώ μέσα δεν δικαιολογείται για κανένα τέτοιο αίτιο. Αν ο δα­σόβιος τραβήξει σπαθί εναντίον μου έξω από την αίθουσα, θα τον σκοτώσω».

«Μπορεί κάλλιστα να γίνει και το αντίθετο» , είπε ο Μά­μπλουνγκ. «Αλλά όποιος από τους δύο και αν σκοτωθεί, θα εί­ναι κακό, κάτι που ταιριάζει περισσότερο στην Ά νγκμπαντ πα­ρά. στο Ντόριαθ, και θα ακολουθήσει κι ά.λλο κακό μετά απ' αυ­τό. Πραγματικά νιώθω ότι κάποια σκιά του Βορρά απλώθηκε και μας άγγιξε απόψε. Πρόσεχε, Σάερος, μήπως πραγματώσεις το θέλημα του Μόργκοθ με την αλαζονεία σου και θυμήσου ότι εί­σαι Έλνταρ» .

«Δεν το ξεχνώ» , απάντησε ο Σάερος. Αλλά δεν συγκράτησε την οργή του και, όλη εκείνη τη νύχτα, όσο περιποιόταν το τραύ­μα του, η κακία του μεγάλωνε.

Το πρωί έστησε ενέδρα στον Τούριν, καθώς εκείνος ξεκίνησε νωρίς από το Μένεγκροθ για να επιστρέψει στους βάλτους. Ο Τούριν είχε απομακρυνθεί ελάχιστα, όταν ο Σάερος έτρεξε για να του επιτεθεί από πίσω με τραβηγμένο το σπαθί και ασπίδα στο

88

Ο ΤΟΥ Ρ Ι Ν ΣΤΟ Ν Τ Ο Ρ Ι Α Θ

χέρι Αλλά ο Τοί>ριν, εξασκημένος από τις ερημιές να είναι πάντα σε επιφυλακή, τον είδε με την άκρη του ματιού του και πηδώντας στο πλάι τράβηξε το σπαθί και στράφηκε προς τον εχθρό του,

«Μόργουεν! » φώναξε. «τώρα ο χλευαστής σου θα πληρώσει για τη χλεύη του!» Κι έσκισε την ασπίδα του Σάερος στα δύο και μετά άρχισαν να ξιφομαχούν με γρήγορα χτυπήματα. Αλλά ο Τούριν είχε θητεύσει για πολύ σε σκληρό σχολειό και είχε γίνει ευκίνητος όσο και τα Ξωτικά, αλλά και πιο δυνατός. Γρήγορα ε­πικράτησε και, τραυματί�oντας τον Σάερος στο χέρι που κρα­τούσε το ξίφος. τον είχε στο έλεός του. Τότε πάτησε το ξίφος που είχε πέσει από το χέρι του εχθρού του.

«Σάερος» , είπε, «σε περιμένει μεγάλος δρόμος και τα ρούχα θα σε εμπoδί�oυν. Πρέπει να αρκεστείς μόνο στα μαλλιά». Και ξαφνικά τον έριξε κάτω και τον έγδυσε και ο Σάερος αισθάνθη­κε τη μεγάλη δύναμη του Τούριν και φοβήθηκε. Αλλά ο Τούριν τον άφησε να σηκωθεί και μετά φώναξε. «Τρέχα. τρέχα, χλευα­στή των γυναικών! Τρέχα! Και αν δεν τρέχεις γρήγορα σαν τα ε­λάφια, θα σε Kεντρί�ω από πίσω» . Κι έβαλε τη μίπη του ξίφους στο γλουτό του Σάερος. Αυτός άρχισε να τρέχει στο δάσος, φω­νά�oντας δυνατά «βοήθεΙα» μέσα στον τρόμο του. Αλλά ο Τού­ριν ερχόταν πίσω του σαν κυνηγόσκυλο και, όπως κι αν έτρεχε ή έστριβε ο Σ{;ερος. ήταν πάντα πίσω του και τον έσπρωχνε κε­ντρίζοντάς τον με το ξίφος.

Οι φωνές του Σάερος έφεραν και πολλούς άλλους σε αυτή την καταδίωξη. Ακολουθούσαν. αλλά μόνο οι πιο γρήγοροι κα­τάφερναν να βρίσκονται κοντά στους δύο δρομείς. Ο Μά­μπλουνγκ συγκαταλεγόταν μεταξύ των πρώτων και ήταν προ­βληματισμένος, γιατί, αν και ο χλευασμός του Σάερος του είχε φανεί απαράδεκτος, "η κακία που ξυπνά το πρωί είναι η ευθυ­μία του Μόργκοθ τη νύχτα". Και, επί πλέον, ήταν βαρύ να ντρο­πιάσει κανείς ένα Ξωτικό με δική του απόφαση χωρίς να κριθεί

89

Ι Ι ι

! 1 Ι �

Ι ι

ι

t ι ι

Ι Ι

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ XOYPIN

το θέμα. Κανείς δεν ήξερε τότε ότι ο Σάερος είχε επιτεθεί πρώ­τος στον Τούριν με σκοπό να τον σκοτώσει

«Σταμάτα, Τούριν, σταμάτα! » φώναξε. «Αυτά είναι φερσί­ματα των Ορκ στα δάση!»

«Τα φερσίματα των Ορκ στα δάση συνέβησαν πριν από λίγο. Τούτα δω είναι τα παιχνίδια των Ορκ» , φώναξε ο Τούριν.

Πριν μιλήσει ο Μάμπλουνγκ, ο Τούριν ήταν έτοιμος να αφή­σει τον Σάερος, τώρα όμως με μια κραυγή όρμησε πάλι πίσω του. Και ο Σάερος, βλέποντας απελπισμένος ότι δεν θα τον βοηθού­σε κανείς και πιστεύοντας ότι ο θάνατός του πλησίαζε, συνέχισε να τρέχει έντρομος μέχρι που ξαφνικά έφτασε σ' ένα σημείο ό­που ένας παραπόταμος του Εσγκάλντουιν κυλούσε στο βάθος ε­νός χάσματος ανάμεσα σε ψηλούς βράχους. Και η απόσταση ή­ταν αρκετά μικρή για να την πηδήσει ελάφι. Μέσα στον τρόμο του ο Σάερος προσπάθησε να πηδήσει, αλλά γλίστρησε στην α­πέναντι όχθη κι έπεσε πίσω με μια κραυγή και τσακίστηκε πάνω σ' ένα μεγάλο βράχο στο νερό. Έτσι τέλειωσε η ζωή του στο Ντό­ριαθ. Και ο Μάντος θα τον κρατούσε πολύ.

Ο Τούριν κοίταξε κάτω το πτώμα του Σάερος που κειτόταν μέσα στο ποτάμι και σκέφτηκε: "Δυστυχισμένε ανόητε! Εδώ θα τον άφηνα να γυρίσει πίσω στο Μένεγκροθ. Τώρα μου φόρτωσε μια ενοχή που δεν μου αξίζει". Και γύρισε και κοίταξε σκυθρω­πός τον Μάμπλουνγκ και τους συντρόφους του, που πλησίασαν και στάθηκαν δίπλα του στο χείλος του χάσματος. Μετά από μια σιωπή, ο Μάμπλουνγκ είπε βαριά:

«Αλίμονο! Γύρνα τώρα μαζί μας, Τούριν, γιατί ο βασιλιάς πρέπει να κρίνει αυτές τις πράξεις» . Αλλά ο Τούριν είπε:

«Αν ο βασιλιάς ήταν δίκαιος, θα μ' έκρινε αθώο. Μα τούτος εδώ ήταν ένας από τους συμβούλους του. Γιατί ένας δίκαιος βα­σιλιάς να επιλέξει μια μοχθηρή καρδιά για φίλο του; Αποκη­ρύσσω το νόμο του και την κρίση του» .

90

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΑΘ

«Τα λόγια σου είναι όλο έπαρση » , του είπε ο Μάμπλουνγκ, αν και τον λυπόταν, «Φέρσου λογικά! Δεν θα γίνεις φυγάς. Σου �ητώ να επιστρέψεις μα�ί μου σαν φίλος. Και υπάρχουν κι άλλοι μάρτυρες. Όταν ο βασιλιάς μάθει την αλήθεια, μπορείς να ελ­πί�εις ότι θα σε συγχωρέσει» .

Αλλά ο Τούριν είχε βαρεθεί τα ανάκτορα των Ξωτικών και φοβόταν μήπως τον κρατήσουν αιχμάλωτο. Και είπε στον Μά­μπλουνγκ:

«Αρνούμαι το αίτημά σου. Δεν θα �ητήσω τη συγχώρεση του βασιλιά Θίνγκολ για τίποτα. Και θα πάω εκεί όπου η καταδίκη του δεν θα μπορεί να με βρει. Έχετε μόνο δύο επιλογές: ή να με αφήσετε να φύγω ελεύθερος ή να με σκοτώσετε, αν αυτό θα ταί­ρια�ε με το νόμο σας. Γιατί είστε πολύ λίγοι για να με πιάσετε �ωντανό» .

Από τη φλόγα στα μάτια του είδαν ότι έλεγε αλήθεια και τον άφησαν να περάσει.

«'Ενας θάνατος είναι αρκετός» , είπε ο Μάμπλουνγκ. «Δεν τον θέλησα, αλλά δεν θα θρηνήσω» , είπε ο Τούριν. «Εί­

θε ο Μάντος να τον κρίνει δίκαια. Και αν επιστρέψει ποτέ στη γη των �ωντανών, είθε να είναι πιο συνετός. Έχε γεια! »

«Κι εσύ έχε ελευθερία! » απάντησε ο Μάμπλουνγκ. «Γιατί αυτή είναι η επιθυμία σου. Να σου ευχηθώ να είσαι καλά θα ή­ταν μάταιο αν ακολουθήσεις αυτόν το δρόμο. Μια σκιά απλώνε­ται πάνω σου. Όταν συναντηθούμε ξανά, είθε να μην είναι πιο σκοτεινή ».

Ο Τούριν δεν απάντησε, αλλά τους άφησε κι έφυγε γρήγορα μόνος και κανείς δεν ήξερε πού πάει.

Λένε πως καθώς ο Τούριν δεν φαινόταν στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ και δεν υπήρχε καμιά είδηση γι' αυτόν, ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ήρθε ο ίδιος στο Μένεγκροθ για να τον βρει. Και με

91

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

βαριά καρδιά άκουσε τα νέα για τις πράξεις του Τούριν και τη φυγή του. Λίγο αργότερα ο Θίνγκολ και η Μέλιαν επέστρεψαν στο ανάκτορό τους. γιατί το καλοκαίρι πλησίαζε στο τέλος του. Και όταν ο βασιλιάς άκουσε τι είχε συμβεί, είπε:

«Αυτό είναι σοβαρό ζήτημα και πρέπει να το διαλευκάνω πλήρως. Αν και ο Σάερος. ο σύμβουλός μου, σκοτώθηκε και ο Τούριν, ο θετός μου γιος. έφυγε. αύριο θα καθίσω στην έδρα της κρίσης και θα τα ερευνήσω όλα πάλι με τη σειρά τους πριν εκ­φέρω την κρίση μου».

Την επόμενη μέρα ο βασιλιάς κάθισε στο θρόνο στην αυλή του και γύρω του μαζεύτηκαν όλοι οι ηγεμόνες και οι πρεσβύ­τεροι του Ντόριαθ. Ακούστηκαν πολλοί μάρτυρες και ο Μά­μπλουνγκ μίλησε πιο πολύ και πιο ξεκάθαρα απ' όλους. Και καθώς μιλούσε για το διαπληκτισμό στο τραπέζι. ο βασιλιάς δι­αισθάνθηκε ότι η καρδιά του Μάμπλουνγκ έκλινε προς τον Τούριν.

«Μιλάς ως φίλος του Το{>ριν. του γιου του Χο{>ριν; » είπε ο Θίνγκολ.

« Ημουν φίλος του. αλλά αγαπώ την αλήθεια περισσότερο» , απάντησε ο Μάμπλουνγκ. «Άκουσέ με ως το τέλος. κύριέ μου! »

Όταν τα αφηγήθηκε όλα, ακόμη και τα αποχαιρετιστήρια λό­για του Τούριν. ο Θίνγκολ αναστέναξε. Κοίταξε εκείνους που κά­θονταν γύρω του και είπε:

«Αλίμονο! Βλέπω μια σκιά στα πρόσωπά σας. Πώς κατάφε­ρε να εισχωρήσει στο βασίλειό μου; Εδώ υπήρξε κακόβουλη διά­θεση. Τον Σά.ερος τον θεωρούσα πιστό και σοφό, αλλ(, αν ζούσε. θα αισθανόταν το θυμό μου, γιατί ο χλευασμός του έδειχνε κα­κία και τον θεωρώ υπεύθυνο για όσα έγιναν μέσα στην αίθουσα. Μέχρι εδώ ο Τούριν έχει τη συγχώρεσή μου. Αλλά δεν μπορώ να παραβλέψω τις επόμενες πράξεις του, τότε που η οργή θα έ­πρεπε να κοπάσει. Ο εξευτελισμός του Σάερος και το κυνηγητό

92

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΛΘ

μέχρι το θάνατό του ήταν αδικίες μεγαλύτερες από την προσβο­λή. Δείχνουν μια καρδιά σκληρή και περήφανη» .

Τότε ο Θίνγκολ έμεινε για λίγο σκεφτικός και τελικά μίλησε με θλίψη.

«ο θετός γιος είναι αγνώμων και άνθρωπος πολύ επηρμένος για τη θέση του. Πώς μπορώ να συνεχίσω να φιλοξενώ κάποιον που περιφρονεί εμένα και τους νόμους μου ή να συγχωρήσω κά­ποιον που δεν μετανοεί; Η απόφασή μου πρέπει να είναι αυτή: θα εξορίσω τον Τούριν από το Ντόριαθ. Αν επιδιώξει να μπει. θα μεταφερθεί εδώ για να κριθεί ενώπιόν μου. Και αν πρώτα δεν ζη­τήσει συγχώρεσή μπροστά στα πόδια μου. δεν θα είναι πια γιος μου. Αν υπάρχει κανείς εδώ που να το θεωρεί αυτό άδικο. ας πά­ρει το λόγο!»

Τότε σιωπή απλώθηκε στην αίθουσα και ο Θίνγκολ σήκωσε το χέρι του για να εκφέρει την κρίση του. Αλλά εκείνη τη στιγμή μπήκε βιαστικά ο Μπέλεγκ και φώναξε:

«Κύριέ μου. μπορώ να μιλήσω έστω και τώρα; » «'Ερχεσαι αργά» . είπε ο Θίνγκολ. «Δεν κλήθηκες μαζί με

τους άλλους; » «Όντως κλήθηκα. κύριέ μοω>. απάντησε ο Μπέλεγκ. «αλλά

καθυστέρησα. Αναζητούσα κάποιον που γνωρίζω. Τώρα φέρ­νω επιτέλους έναν μάρτυρα που πρέπει να ακουστεί πριν υγει η απόφασή σου».

«Κλήθηκαν όλοι όσοι είχαν κάτι να πουν» . είπε ο βασιλιάς. «Τι μπορεί να μου πει αυτός που να έχει μεγαλύτερο βά.ρος από αυτά που άκουσα ήδη; »

«Θα το κρίνεις αφού ακούσεις» . είπε ο Μπέλεγκ. «Κάνε μου αυτήν τη χάρη. αν ποτέ υπήρξα άξιος της χάρης σου».

«Ας γίνει αυτό που ζητάς» , είπε ο Θίνγκολ. Τότε ο Μπέλεγκ βγήκε έξω και έφερε μέσα από το χέρι την κόρη Νέλλας. που ζούσε στα δάση και δεν πλησίαζε ποτέ στο Μένεγκροθ και φο-

93

,

i

Ι Ι ι

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

βόταν τόσο τη μεγάλη αίθουσα με τις αψίδες και την πέτρινη ο­

ΡαΡή όσο και τα πολλά μάτια που την παρακολουθούσαν. Και όταν ο Θίνγκολ της είπε να μιλήσει, αυτή είπε:

«Κύριε. καθόμουν σ' ένα δέντρο» . Μετά όμως σάστισε από δέος για το βασιλιά και δεν μπορούσε να πει τίποτε άλλο.

Τότε ο βασιλιάς χαμογέλασε και είπε: «Κι άλλοι το έχουν κάνει αυτό, αλλά δεν αισθάνθηκαν την α­

νάγκη να μου το πουν» . «Κι άλλοι όντως>, είπε η Νέλλας, παίρνοντας κουράγιο από

το χαμόγελό του. «Ακόμη και η Λούθιεν! Και αυτήν σκεφτόμουν εκείνο το πρωί και τον Μπέρεν τον Ά νθρωπο» .

Σε αυτό ο Θίνγκολ δεν είπε τίποτα κι έπαψε να χαμογελά, αλ­λά περίμενε να μιλήσει πάλι η Νέλλας.

«Γιατί ο Τούριν μου θύμι�ε τον Μπέρεν» , είπε αυτή τελικά. «Είναι συγγενείς, άκουσα, και μερικοί μπορούν να διακρίνουν αυτήν τη συγγένεια. Εκείνοι που Koιτά�oυν με προσοχή » .

Τότε ο Θίνγκολ άρχισε να χάνει την υπομονή του. «Μπορεί» , είπε. «Αλλά ο Τούριν. ο γιος του Χούριν, έφυγε

περιφρονώντας με, κι έτσι δεν θα τον ξαναδείς για να διακρίνεις τη συγγένειά του. Γιατί τώρα θα εκφέρω την κρίση μου» .

«Κύριε και βασιλιά μου!» φώναξε τότε η Νέλλας. «Άκουσέ με και άφησέ με να μιλήσω πρώτα. Καθόμουν σ' ένα δέντρο για να δω τον Τούριν καθώς έφευγε. Και είδα τον Σάντορ να βγαίνει από το δάσος με σπαθί και ασπίδα και να ορμά ενάντια στον Τούριν απροειδοποίηΤα» .

Τότε ακούστηκαν μουρμουρητά στην αίθουσα. Και ο βασιλιάς σήκωσε το χέρι του λέγοντας:

«Φέρνεις στ' αυτιά μου νέα τόσο σοβαρά που μoιά�oυν απί­θανα. Πρόσεχε καλά όσα λες. Γιατί βρίσκεσαι σε δικαστήριο κα­ταδίκης» .

«Αυτό μου είπε ο Μπέλεγκ» , απάντησε η Νέλλας. « και μό-

94

----��--------

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΑΘ

νο γι' αυτό τόλμησα να έρθω εδώ, για να μην κριθεί άδικα ο Τού­ριν. Είναι γενναίος αλλά και ευσπλαχνικός. Μονομάχησαν, κύριέ μου, αυτοί οι δύο, μέχρι που ο Τούριν πέταξε από τα χέρια τού Σάερος και την ασπίδα και το σπαθί. Αλλά δεν τον σκότωσε. Γι' αυτό δεν πιστεύω ότι ήθελε το θάνατό του. Αν ο Σάερος ντρο­πιάστηκε, ήταν ντροπή που του άξι�ε».

« Η κρίση είναι δική μου», είπε ο Θίνγκολ. «Αλλά αυτά που είπες θα την καθορίσουν» . Μετά έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις στη Νέλλας και τελικά στράφηκε στον Μάμπλουνγκ λέγοντας:

«Μου φαίνεται παράξενο που ο Τούριν δεν σου είπε τίποτα γι' αυτό» _

«Και όμως δεν είπε » , απάντησε ο Μάμπλουνγκ, «αλλιώς θα το είχα αναφέρει. Και θα του είχα μιλήσει διαφορετικά όταν χω­ρί�αμε» .

«Και διαφορετική θα είναι και η απόφασή μου τώρα» , είπε ο Θίνγκολ. «Ακούστε με! Όποια ενοχή μπορεί να προσαφθεί στον Τούριν τη συγχωρώ, θεωρώντας ότι ο Σάερος τον αδίκησε και τον προκάλεσε. Και αφού ήταν όντως, όπως είπε ο ίδιος, ένας από τους συμβούλους μου που τον κακομεταχειρίστηκε έτσι, δεν θα �ητήσει αυτήν τη συγχώρεση, αλλά θα του τη στείλω εγώ, όπου κι αν βρίσκεται. Και θα τον καλέσω με τιμές στο ανάκτορό μοω>.

Μα όταν ακούστηκε η απόφαση, η Νέλλας έκλαψε ξαφνικά. « Πού μπορεί να βρίσκεται; » είπε. «Έφυγε από τη χώρα μας

και ο κόσμος είναι μεγάλος». «Θα τον ανα�ητήσoυμε » . είπε ο Θίνγκολ. Και σηκώθηκε, ενώ

ο Μπέλεγκ πήρε τη Νέλλας και την οδήγησε έξω από το Μένε­γκροθ. Και της είπε:

«Μην κλαις. Γιατί, αν ο Τούριν �ει ή περπατά ακόμη σε άλλη χώρα, εγώ θα τον βρω έστω και αν όλοι οι άλλοι αποτύχουν» .

Την επόμενη μέρα ο Μπέλεγκ εμφανίστηκε μπροστά στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν και ο βασιλιάς του είπε:

95

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Συμβούλεψέ με, Μπέλεγκ, Γιατί όσα έγιναν με θλίβουν, Δέ� χτηκα το γιο του Χούριν σαν δικό μου γιο κι έτσι θα παραμείνει, εκτός αν ο ίδιος ο Χοίφιν επιστρέψει από τις σκιές για να τον διεκδικήσει. Δεν θέλω να πει κανείς ότι ο Τούριν εκδιώχθηκε ά� δικα στις ερημιές και ευχαρίστως θα τον Kαλωσόρι�α πίσω. Γιατί τον αγαποίJσα πολύ» .

«Δώσε μου την άδειά σου. κύριέ μοω>. είπε ο Μπέλεγκ. «και για λογαριασμό σου θα επανορθώσω αυτό το κακό, αν μπορώ. Γιατί τέτοια αντρειοσύνη σαν αυτήν που έχει δείξει δεν πρέπει να χαθεί στις ερημιές. Το Ντόριαθ τον χρειά�εται κι αυτή η ανά� γκη θα μεγαλώνει. Κι εγώ τον αγαπώ επίσης» .

Τότε ο Θίνγκολ είπε στον Μπέλεγκ: «Τώρα έχω ελπίδες στην ανα�ήτηση! Πήγαινε με την καλή μου

θέληση και αν τον βρεις, προφύλαξέ τον και καθοδήγησέ τον ό� πως μπορείς. Μπέλεγκ Κουθάλιον. από καιρό ήσουν ο σημαντι� κότερος από τους υπερασπιστές του Ντόριαθ και για πολλές πράξεις ανδρείας και σοφίας έχεις κερδίσει τις ευχαριστίες μου. Μεγαλύτερη απ' όλες θα θεωρήσω το να βρεις τον Τούριν. Σε αυτό τον αποχαιρετισμό μας ζήτα όποιο δώρο θέλεις και δεν θα σου το αρνηθώ ».

«Ζητώ τότε ένα σπαθί με αξία» , είπε ο Μπέλεγκ. «Γιατί οι Ορκ έρχονται τώρα σε τάξεις πολύ πυκνές και κοντινές για ένα τόξο μόνο, και το ξίφος που έχω δεν μπορεί να διαπεράσει την πανοπλία τους» .

«Διάλεξε απ' όλα όσα έχω», είπε ο Θίνγκολ, «εκτός από το Αρανρούθ. το δικό μοω>.

Τότε ο Μπέλεγκ διάλεξε το Ανγκλάχελ. Και ήταν αυτό σπα� θί μεγάλης φήμης και είχε ονομαστεί έτσι επειδή ήταν φτιαγμέ� νο από σίδηρο που έπεσε από τον ουρανό σαν διάττοντας αστέ� ρας. Έκοβε κάθε γήινο σίδερο και υπήρχε μόνο ένα άλλο όμοιό του στη Mέση�γη. Κείνο κει το σπαθί δεν εμφανίζεται σε τούτη

96

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΣΤΟ ΝΤΟΡΙΑΘ

την ιστορία, αν και ήταν φτιαγμένο από το ίδιο μέταλλο και από τον ίδιο οπλουργό, Κι αυτός ο οπλουργός ήταν ο Έολ ΤΟ Σκο­τεινό Ξωτικό, που πήρε για γυναίκα την Άραδελ την αδελφή του Τούργκον. Ο Έολ είχε δώσει το Ανγκλάχελ στον Θίνγκολ με μι­σή καρδιά ως αντίτιμο για να του επιτραπεί να �ήσει στο Ν αν Έλμοθ. Όμως το άλλο σπαθί, το Ανγκουίρελ το ταίρι του, το κράτησε, μέχρι που του το έκλεψε ο Μαέγκλιν, ο γιος του.

Όμως καθώς ο Θίνγκολ γύρι�ε τη λαβή του Α νγκλάχελ προς τον Μπέλεγκ, η Μέλιαν κοίταξε τη λεπίδα. Και είπε:

«Υπάρχει μοχθηρία σ' αυτό το σπαθί. Η καρδιά του οπλουρ­γού �ει ακόμη μέσα του και αυτή η καρδιά ήταν σκοτεινή. Δεν θα αγαπήσει το χέρι που υπηρετεί. Ούτε και θα μείνει μα�ί σου για πολύ» .

</Εστω κι έτσι. θα το κρατήσω για όσο θα μπορώ» , είπε ο Μπέλεγκ. Και ευχαριστώντας το βασιλιά πήρε το σπαθί και έ­φυγε. Μάταια ανα�ήτησε τον Τούριν σε όλο το Μπελέριαντ περ­νώντας πολλούς κινδύνους. Και πέρασε εκείνος ο χειμώνας και η άνοιξη μετά απ' αυτόν.

97

ΚΕΦΑ Λ Α Ι Ο ν ι

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν Α Ν Α Μ Ε Σ Α Σ Τ Ο Υ Σ Π Α ΡΑ Ν ΟΜ Ο Υ Σ

Τώρα η ιστορία μας γυρνά πάλι στον Τούριν. Αυτός. πιστεύοντας ότι είναι παράνομος και θα τον καταδιώξει ο βασιλιάς, δεν επέ­στρεψε στον Μπέλεγκ στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ, αλλά έ­φυγε δυτικά και, βγαίνοντας κρυφά από το Φυλαγμένο Βασίλειο. μπήκε στα δάση νότια του Τέιγκλιν. Εκεί, πριν από τη Νίρναεθ. ζούσαν πολλοί άνθρωποι σε διάσπαρτα αγροτεμάχια. Οι περισ­σότεροι ήταν από το λαό του Χάλεθ. αλλά δεν είχαν άρχοντα και ζούσαν με το κυνήγι και τη γεωργία. συντηρώντας χοίρους στους δρυμώνες και καλλιεργώντας περιφραγμένα ξέφωτα στα δάση. Τώρα οι περισσότεροι είχαν εξολοθρευτεί ή είχαν καταφύγει στο Μπρέθιλ, και σ' όλη εκείνη την περιοχή είχε απλωθεί ο φόβος των Ορκ και των παρανόμων. Γιατί εκείνη την εποχή του ολέθρου, ά­στεγοι και απελπισμένοι άνδρες κατέφευγαν στην παρανομία, άν-

98

Ο ΤΟΥΡΙΝ Α Ν Α ΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ

θρωποι που επέtησαν από τη μάχη και την ήττα και από ερειπω­μένες εκτάσεις και μερικοί ήταν επίσης άνθρωποι που είχαν κα­ταφύγει στα δάση εξαιτίας των κακών τους πράξεων. Κυνηγού­σαν ή μάtευαν όσα τρόφιμα μπορούσαν, πολλοί όμως στρέφο­νταν στις ληστείες και γίνονταν απάνθρωποι, όταν η πείνα ή άλ­λη ανάγκη τους πίεtε. Πιο πολύ τους φοβούνταν το χειμώνα, σαν τους λύκους. Και τους ovόμαtαν Γκαουργουέιθ, λυκάνθρωπους, όσοι υπερασπίtονταν ακόμη τα σπίτια τους. Γύρω στους εξήντα από αυτούς είχαν κάνει συμμορία και περιπλανιούνταν στα δάση πέρα από τους δυτικούς βάλτους του Ντόριαθ. Και τους μισού­σαν όσο και τους Ορκ. γιατί ανάμεσά τους υπήρχαν απόβλητοι με σκληρή καρδιά που μισούσαν το ίδιο τους το είδος.

Ο σκληρότερος απ' όλους στην καρδιά λεγόταν AVΤρόγK. κυ­νηγημένος από το Ντορ-λόμιν επειδή σκότωσε μια γυναίκα. Και άλλοι επίσης ήταν από κείνη την περιοχή: ο γερο-Άλγκουντ. ο μεγαλύτερος της συντροφιάς, που είχε ξεφύγει από τη Νίρναεθ, και ο Φόργουεγκ. όπως αυτοαποκαλούνταν. ένας άντρας με ξαν­θά μαλλιά και αεικίνητα γυαλιστερά μάτια. Ήταν μεγαλόσωμος και τολμηρός. αλλά είχε απομακρυνθεί πολύ από τη tωή των Εντάιν του Χάντορ. Όμως. μερικές φορές. γινόταν συνετός και γενναιόδωρος και ήταν ο αρχηγός της συντροφιάς. Τώρα είχαν μειωθεί στους πενήντα περίπου από θανάτους. κακουχίες ή συ­μπλοκές. Και είχαν γίνει επιφυλακτικοί και τοποθετούσαν ανι­χνευτές ή φρουρούς γύρω τους, είτε κινούνταν είτε όχι. Έτσι αντιλήφθηκαν τον Τούριν μόλις μπήκε στην περιοχή τους. Άρχι­σαν να τον παρακολουθούν και έκαναν κλοιό γύρω του κι έτσι. μόλις μπήκε σ' ένα ξέφωτο δίπλα σε ένα ποτάμι, βρέθηκε ξαφ­νικά περικυκλωμένος από άντρες με τόξα και σπαθιά.

Τότε ο Τούριν σταμάτησε, αλλά δεν έδειξε φόβο. «Ποιοι είστε; » είπε. «Νόμιζα ότι μόνο οι Ορκ στήνουν ενέ­

δρα σε ανθρώπους. Αλλά βλέπω ότι κάνω λάθος» .

99

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Μπορεί να μετανιώσεις για το λάθος σου», είπε ο Φόργου­εγκ, «γιατί αυτά είναι τα λημέρια μας και οι άντρες μου δεν α­φήνουν κανέναν να κυκλοφορεί εδώ, Τους αφαιρούμε τη ζωή για τιμωρία, εκτός αν δώσουν λύτρα» ,

Τότε ο Τούριν γέλασε σκυθρωπά: «Δεν θα πάρετε λύτρα από μένα, έναν απόβλητο και παρά­

νομο, Μπορείτε να με ψάξετε νεκρό, αλλά μπορεί να σας στοι­χίσει ακριβά το να αποδείξετε αν λέω αλήθεια, Πρώτοι θα πε­θάνουν πολλοί από σας» .

Παρ' όλα αυτά. ο θάνατός του έμοιαζε να είναι κοντά, γιατί πολλά βέλη ήταν έτοιμα στις χορδές, περιμένοντας την εντολή του αρχηγού και. παρόλο που ο Τούριν φορούσε πανοπλία Ξω­τικού κάτω από τον γκρίζο χιτώνα και το μανδύα του, κάποια θα έβρισκαν το θανάσιμο στόχο τους. Κανείς από τους εχθρούς του δεν ήταν τόσο κοντά που να μπορεί να του επιτεθεί με γυμνό σπαθί. Μα ξαφνικά ο Τούριν έσκυψε βλέποντας μερικές πέτρες στην άκρη του ποταμού μπροστά στα πόδια του. Την ίδια στιγ­μή ένας παράνομος, θυμωμένος από τα περήφανα λόγια του, ε­κτόξευσε ένα βέλος σημαδεύοντάς τον στο πρόσωπο. Το βέλος όμως πέρασε από πάνω του και ο Τούριν πετάχτηκε πάνω σαν χορδή τόξου που ελευθερώνεται και :πέταξε μια πέτρα εναντίον του πολύ δυνατά και ευθύβολα. Και ο παράνομος σωριάστηκε κάτω με σπασμένο το κρανίο.

«Μπορεί να σας είμαι πιο χρήσιμος ζωντανός, στη θέση αυ­τού του άτυχου» , είπε ο Τούριν. Και γυρίζοντας στον Φόργουεγκ είπε: «Αν είσαι ο αρχηγός, δεν πρέπει να αφήνεις τους άντρες σου να ρίχνουν χωρίς την εντολή σου» .

«Δεν τους αφήνω» , απάντησε ο Φόργουεγκ. «Αλλά βρήκε την τιμωρία του αμέσως. Θα σε πάρω στη θέση του, αν με υπα­κούς καλύτερα απ' αυτόν» .

«Θα σε υπακούω» , είπε ο Τούριν, «όσο είσαι αρχηγός σε

100

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ

όλα όσα αφορούν έναν αρχηγό. Αλλά. η επιλογή ενός καινούρ­γιου μέλους για μια συντροφιά δεν είναι μόνο του αρχηγού, νο­μίtω. Πρέπει να ακουστούν όλες οι φωνές. Υπάρχει κανείς εδώ που δεν του είμαι ευπρόσδεκτος; »

Τότε δύο από τους παράνομους μίλησαν εναντίον του. Και ο ένας ήταν φίλος του νεκρού. Το όνομά του ήταν Ούλραντ.

«Παράξενος τρόπος να μπεις σε μια συντροφιά», είπε, «σκο­τώνοντας έναν από τους καλύτερους άντρες μας! »

« Οχι χωρίς λόγο», απάντησε ο Τούριν. «Ελάτε τότε! Θα σας αντιμετωπίσω και τους δύο μαtί. με όπλα ή μόνο με τη δύναμη. Τότε θα δείτε αν είμαι κατάλληλος για ν' αντικαταστήσω έναν α­πό τους καλίηερους άντρες σας. Αλλά αν γίνει με τόξα η δοκι­μασία. πρέπει να έχω κι εγώ ένα». Και πήγε προς το μέρος τους, αλλά ο Ούλραντ υποχώρησε και δεν ήθελε να μονομαχήσει. Ο άλ­λος πέταξε κάτω το τόξο του και πλησίασε να προϋπαντήσει τον Τούριν. Αυτός ήταν ο Αντρόγκ από το Ντορ-λόμιν. Στάθηκε μπροστά στον Τούριν και τον κοίταξε από πάνω μέχρι κάτω.

« OXl», είπε τελικά κουνώντας το κεφάλι του. «Δεν είμαι δει­λός, κάτι που όλοι ξέρουν, Αλλά δεν μπορώ να τα βγάλω πέρα μαtί σου. Κανείς εδώ δεν μπορεί, νομίtω. Μπορείς να μπεις στη συντροφιά μας, για μένα. Αλλά υπάρχει ένα παράξενο φως στα μάτια σου. Είσαι επικίνδυνος άνθρωπος. Πώς σε λένε; »

,,"Νέιθαν, ο Αδικημένος", ονομάtω τον εαυτό μου» , είπε ο Τούριν, και Νέιθαν τον αποκαλούσαν στο εξής οι παράνομοι. Αλλά αν και ισχυριtόταν ότι τον είχαν αδικήσει (και με μεγάλη προθυμία άκουγε όποιον ισχυριtόταν το ίδιο για τον εαυτό του), δεν ήθελε να αποκαλύψει τίποτα για τη tωή του ή το σπίτι του. Διέκριναν όμως ότι είχε εκπέσει από υψηλή θέση και ότι, παρό­λο που δεν είχε τίποτα πέρα από τα όπλα του, τα όπλα αυτά ή­ταν φτιαγμένα από Ξωτικά. Γρήγορα κέρδισε τους επαίνους τους, γιατί ήταν δυνατός και γενναίος και ήταν πιο επιδέξ ιος μες

101

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

στα δάση απ' αυτούς και του είχαν εμπιστοσύνη γιατί δεν ήταν άπληστος και σκεφτόταν ελάχιστα τον εαυτό του. Αλλά τον φο­βούνταν κιόλας για τους ξαφνικούς θυμούς του, που σπάνια τους κατανοούσαν.

Στο Ντόριαθ ο Τούριν δεν μπορούσε να επιστρέψει, ή δεν ή­θελε, από περηφάνια. Στο Νάργκοθροντ δεν γινόταν κανείς δε­κτός μετά την πτώση του Φέλαγκουντ. Στον κατώτερο λαό του Χάλεθ, στο Μπρέθιλ, δεν καταδεχόταν να πάει και στο Ντορ-λό­μιν δεν τολμούσε, γιατί βρισκόταν σε στενή πολιορκία, και ένας άντρας μόνος του δεν μπορούσε να ελπίζει εκείνη την εποχή ότι θα καταφέρει να διαβεί τα περάσματα των Βουνών της Σκιάς. Έτσι ο Τούριν έμεινε στους παράνομους, αφού οποιαδήποτε συ­ντροφιά ανθρώπων βοηθά να υπομένει κανείς πιο εύκολα τις κα­κουχίες της ερημιάς. Και επειδή ήθελε να ζήσει και δεν μπορού­σε να βρίσκεται σε συνεχή σύγκρουση μαζί τους, τους άφηνε να πράττουν τα φαύλα έργα τους. Έτσι γρήγορα σκληραγωγήθηκε σε μια φτωχική και συχνά απάνθρωπη ζωή. Όμως μερικές φορές ξυπνούσαν μέσα του ο οίκτος και η αγανάκτηση και τότε γινόταν επικίνδυνος μέσα στο θυμό του. Με αυτό τον απαίσιο και επι­κίνδυνο τρόπο εξαιτίας της ανάγκης και της πείνας του χειμώνα έζησε ο Τούριν ως τα τέλη εκείνης της χρονιάς μέχρι που ήρθε μια όμορφη άνοιξη.

Στα δάση του Τέιγκλιν, όπως είπαμε. υπήρχαν ακόμη μερικές αγροικίες Ανθρώπων, που ήταν σκληραγωγημένοι και επιφυλα­κτικοί, αν και τώρα λίγοι στον αριθμό. Παρόλο που δεν αγαπού­σαν καθόλου τους Γκαουργουέιθ και τους λυπούνταν ελάχιστα, στους δύσκολους χειμώνες άφηναν όποια τρόφιμα μπορούσαν σε μέρη όπου εκείνοι θα τα έβρισκαν, ελπίζοντας έτσι να αποφύ­γουν μια συντονισμένη επίθεση των πεινασμένων. Αλλά λιγότε­ρη ευγνωμοσύνη κέρδιζαν από τους παράνομους και περισσότε­ρη από τα ζώα και τα πτηνά, κι εκείνο που τους έσωζε ήταν τα

102

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΑΝΑΜΕΣΛ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ

σκυλιά και οι φράχτες τους. Γιατί κάθε σπίτι είχε μεγάλους φρά­χτες γύρω από τη γη του και ολόγυρα από τα σπίτια υπήρχε ό­ρυγμα και τείχος από πασσάλους. Από σπίτι σε σπίτι υπήρχαν μονοπάτια και οι κάτοικοι μπορούσαν να καλέσουν σε βοήθεια σαλπίζοντας με κέρας.

Όταν όμως ήρθε η άνοιξη. ήταν επικίνδυνο για τους Γκαουρ­γουέιθ να παραμένουν τόσο κοντά στα σπίτια των Ανθρώπων του Δάσους, που μπορεί να μαζεύονταν και να τους κυνηγούσαν. Έτσι ο Τούριν αναρωτιόταν μήπως ο Φόργουεγκ τους οδηγήσει σε κάποια άλλη περιοχή. Στον νότο, όπου δεν είχαν απομείνει άλ­λοι Άνθρωποι. υπήρχε περισσότερη τροφή και κυνήγι και λιγό­τεροι κίνδυνοι. Τότε μια μέρα ο Τούριν δεν έβρισκε τον Φόργου­εγκ και επίσης τον Αντρόγκ, το φίλο του. Και ρώτησε πού βρί­σκονται, αλλά οι σύντροφοί του έβαλαν τα γέλια.

«"Εχουν πάει για δικές τους δουλειές, φαντάζομαι» , είπε ο Ούλραντ. «Δεν θα αργήσουν να γυρίσουν και τότε θα φύγουμε. Βιαστικά ίσως. Γιατί θα είμαστε τυχεροί αν δεν έρθουν πίσω τους και οι μέλισσες της κυψέλης» .

Ο ήλιος έλαμπε και τα φύλλα ήταν καταπράσινα και ο Τού­ριν ήταν εκνευρισμένος από το άθλιο στρατόπεδο των παρανό­μων και απομακρύνθηκε μόνος του μακριά στο δάσος. Άθελά του θυμήθηκε το Κρυμμένο Βασίλειο και του φάνηκε ότι άκου­γε τα ονόματα των λουλουδιών του Ντόριαθ σαν απόηχους από μια παλιά γλώσσα σχεδόν ξεχασμένη. Μα ξαφνικά άκουσε φω­νές και μια νέα γυναίκα πετά.χτηκε μέσα από ένα θάμνο. Τα ρού­χα της ήταν σκισμένα από αγκάθια και, καθώς έτρεχε πολύ φο­βισμένη, σκόνταψε κι έπεσε κάτω αγκομαχώντας. Τότε ο Τούριν όρμησε με τραβηγμένο σπαθί και χτύπησε έναν άντρα που πε­τάχτηκε από τους θάμνους κυνηγώντας την. Και μόνο τη στιγμή του χτυπήματος αντιλήφθηκε ότι ο άντρας ήταν ο Φόργουεγκ.

Αλλά καθώς στεκόταν και κοίταζε κατάπληκτος το αίμα στα

103

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

χόρτα, πετάχτηκε από τους θάμνους και ο Αντρόγκ και σταμά­τησε κι αυτός άναυδος,

«Κακό αυτό που έκανες, Νέιθαν!» φώναξε και τράβηξε το σπαθί του, Αλλά ο Τούριν ψύχραιμος είπε στον Αντρόγκ:

«Πού είναι οι Ορκ, λοιπόν; Τους ξεπεράσατε στο τρέξιμο για να τη βοηθήσετε; »

«Ορκ; » είπε ο Αντρόγκ, «Ανόητε! Και θεωρείς τον εαυτό σου παράνομο, Οι παράνομοι δεν γνωρίζουν άλλο νόμο πέρα από τις δικές τους ανάγκες, Κοίτα, λοιπόν, τις δικές σου ανάγκες, Νέι­θαν, και άφησέ μας εμάς να κοιτάζουμε τις δικές μας>),

«Αυτό θα κάνω» , είπε ο Τούριν, «Αλλά σήμερα οι δρόμοι μας διασταυρώθηκαν, Ή θα αφήσεις τη γυναίκα σ' εμένα ή θα ακολουθήσεις τον Φόργουεγκ»,

Ο Αντρόγκ γέλασε, «Αν έτσι έχουν τα πράγματα, ας γίνει το δικό σου» , είπε,

«Δεν ισχυρίζομαι ότι μπορώ να τα βγάλω πέρα μαζί σου μόνος, Αλλά οι σύντροφοί μας μπορεί να μην πάρουν καλά αυτόν το σκοτωμό» ,

Τότε η γυναίκα σηκώθηκε και ακούμπησε το χέρι της στο μπράτσο του Τούριν, Κοίταξε το αίμα και κοίταξε τον Τούριν και τα μάτια της άστραψαν από χαρά,

«Σκότωσέ τον, κύριέ μου! » είπε, «Σκότωσέ τον κι αυτόν! Και μετά έλα μαζί μου, Αν φέρεις τα κεφάλια τους, ο Λάρναχ, ο πα­τέρας μου, δεν θα δυσαρεστηθεί, Για δύο "λυκοκέφαλα" έχει α­νταμείψει καλά άλλους στο παρελθόν»,

Αλλά ο Τούριν είπε στον Αντρόγκ: «Είναι μακριά μέχρι το σπίτι της; » «Δύο χιλιόμετρα περίπου», του απάντησε αυτός, «σ' ένα

σπίτι με φράχτη προς τα εκεΙ Αυτή είχε βγει έξω» , «Πήγαινε γρήγορα τότε» , είπε ο Τούριν γυρίζοντας στη γυναί­

κα, «Πες στον πατέρα σου να σε προσέχει καλύτερα, Αλλά δεν

104

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΑΝΑΜ ΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ

θα κόψω τα κεφάλια των συντρόφων μου για να αγοράσω την εύ­νοιά σου ή οτιδήποτε άλλο» . Και σήκωσε το σπαθί του. «Έλα!» είπε στον Αντρόγκ. «Θα γυρίσουμε πίσω. Αλλά αν θέλεις να θά­ψεις τον αρχηγό σου, πρέπει να το κάνεις μόνος σου. Βιάσου, μπο­ρεί να σημάνουν συναγερμό. Και φέρε τα όπλα του! »

Η γυναίκα απομακρύνθηκε μέσα στο δάσος και κοίταξε πίσω πολλές φορές πριν την κρύψουν τα δέντρα. Τότε ο Τούριν συνέ­χισε το δρόμο του χωρίς άλλα λόγια και ο Αντρόγκ τον κοίταζε καθώς απομακρυνόταν με την έκφραση ανθρώπου που αναλογί­ζεται έναν γρίφο.

Όταν ο Τούριν γύρισε πίσω στο στρατόπεδο των παρανόμων, τους βρήκε γεμάτους ένταση και ανησυχία. Γιατί είχαν μείνει ή­δη πολύ στο ίδιο μέρος. κοντά σε σπίτια που φρουρούνταν κα­λά, και μουρμούριζαν σχόλια κατά του Φόργουεγκ.

«Ρισκάρει σε βάρος μας» . έλεγαν. «Και μπορεί να πληρώ­σουν άλλοι για τις δικές του απολαύσεις» .

«Τότε διαλέξτε νέο αρχηγό!» είπε ο Τούριν και στάθηκε μπροστά τους. «ο Φόργουεγκ δεν μπορεί να σας διοικεί πια. Γιατί είναι νεκρός» .

«Πώς το ξέρεις αυτό; » είπε ο Ούλραντ. «Μήπως έψαξες κι εσύ για μέλι στην ίδια κυψέλη; Μήπως τον τσίμπησαν οι μέ­λισσες; »

«Όχι» , είπε ο Τούριν. «Ένα τσίμπημα ήταν αρκετό. Τον σκό­τωσα εγώ. Αλλά χάρισα τη ζωή στον Αντρόγκ και γρήγορα θα ε­πιστρέψει αυτός» . Μετά τους είπε όλα όσα έγιναν, επιπλήττο­ντας όσους κάνουν τέτοιες πράξεις. Και όσο μιλούσε ακόμη, έ­φτασε ο Αντρόγκ κουβαλώντας τα όπλα του Φόργουεγκ.

«Βλέπεις, Νέιθαν! » του φώναξε. «Δεν σήμαναν συναγερμό. Μπορεί η κοπέλα να ελπίζει ότι θα σε ξαναβρεί» .

«Αν με κοροϊδεύεις» , είπε ο Τούριν, «θα μετανιώσω που δεν

105

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟ Υ Ρ Ι Ν

της έδωσα το κεφάλι σου. Τώρα πες την ιστορία σου και να είσαι σύντομος» .

Τότε ο Αντρόγκ είπε με ειλικρίνεια όσα είχαν συμβεί. «Τι δουλειά είχε ο Νέιθαν εκεί αναρωτιέμαι τώρω>. είπε.

« Οχι δουλειά σαν τη δική μας, όπως φαίνεται. Γιατί όταν έφτα­σα εκεί, είχε ήδη σκοτώσει τον Φόργουεγκ. Αυτό άρεσε πολύ στη γυναίκα και τον κάλεσε να πάει μαζί της, ζητώντας τα κεφάλια μας σαν νυφικό έπαθλο. Αλλά ο Νέιθαν δεν την ήθελε και την έδιωξε. Έτσι τι συνέβη με τον αρχηγό δεν μπορώ να το φαντα­στώ. Και άφησε το κεφάλι μου στη θέση του, κάτι για το οποίο του είμαι ευγνώμων, αν και πολύ απορημένος επίσης».

«Τότε δεν πιστεύω τον ισχυρισμό σου ότι κατάγεσαι από το Λαό του Χάντορ», είπε ο Τούριν. «Στον Ούλντορ τον Καταρα­μένο ανήκεις μάλλον και θα 'πρεπε να ζητήσεις να μπεις στην υ­πηρεσία της Άνγκμπαντ. Όμως ακούστε με τώρα! » φώναξε σε όλους. «Αυτές τις επιλογές σας δίνω. Ή να με δεχτείτε για αρ­χηγό σας στη θέση του Φόργουεγκ ή να με αφήσετε να φύγω. Ή θα διοικώ εγώ αυτήν τη συντροφιά τώρα ή θα την αφήσω. Αλλά αν θέλετε να με σκοτώσετε, εμπρός! Θα χτυπηθώ με όλους σας μέχρι να πεθάνω εγώ ή να πεθάνετε εσείς» .

Τότε πολλοί έπιασαν τα όπλα τους, αλλά ο Αντρόγκ φώναξε: «Όχι! Το κεφάλι που δεν έκοψε δεν είναι ανόητο. Αν χτυπη­

θούμε, πολλοί θα πεθάνουν χωρίς λόγο μέχρι να. σκοτώσουμε τον καλύτερο ανάμεσά μας» . Μετά γέλασε. «Όπως έγινε όταν μπή­κε στη συντροφιά, έτσι γίνεται και τώρα. Σκοτώνει για να κάνει χώρο. Αν αποδείχτηκε καλό πριν, μπορεί να αποδειχτεί και πά­λι. Και μπορεί να μας οδηγήσει σε καλύτερη μοίρα από το να σκαλίζουμε τα σκουπίδια άλλων» . Και ο γερο-ΆλγκουνΤ ,είπε:

«ο καλύτερος ανάμεσά μας. Κάποια εποχή θα κάναμε κι ε­μείς το ίδιο αν τολμούσαμε. Έχουμε ξεχάσει πολλά όμως. Μπο­ρεί να μας φέρει στα σπίτια μας στο τέλος» .

106

Ο Τ ΟΥΡΙΝ ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑ Ν ΟΜΟΥΣ

Ο Τούριν, όταν άκουσε αυτά τα λόγια, έκανε τη σκέψη ότι α­πό αυτήν τη μικρή συμμορία θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα ελεύθερο δικό του φέουδο, Αλλά κοίταξε τον Άλγκουντ και τον Αντρόγκ και είπε:

«Στα σπίτια σας; ψηλά και κρύα τα Βουνά της Σκιάς ορθώ­νονται ενδιάμεσα, Πίσω τους είναι ο λαός του Ούλντορ και γύρω του οι στρατιές της Άνγκμπαντ, Και αν αυτά δεν σας πτοούν, ε­φτά φορές εφτά άντρες, τότε μπορεί να σας οδηγήσω σπίτια σας, Αλλά πόσο μακριά θα φτάσουμε πριν πεθάνουμε; »

Όλοι έμειναν σιωπηλοί. Τότε ο Τούριν μίλησε πάλι. «Με δέχεστε για αρχηγό σας; Τότε θα σας οδηγήσω πρώτα έ­

ξω στην ερημιά. μακριά από τα σπίτια των Ανθρώπων. Εκεί μπο­ρεί να βρούμε καλύτερη μοίρα. μπορεί και όχι. Αλλά τουλάχι­στον θα προκαλούμε λιγότερο μίσος για το είδος μας».

Τότε όλοι όσοι ήταν από το Λαό του Χάντορ συγκεντρώθηκαν γύρω του και τον αποδέχτηκαν για αρχηγό τους. Συμφώνησαν και οι άλλοι λιγότερο πρόθυμοι. Και αμέσως τους οδήγησε μακριά α­πό κείνη την περιοχή.

Πολλούς αγγελιαφόρους είχε στείλει ο Θίνγκολ για να βρουν τον Τούριν μέσα στο Ντόριαθ και στις χώρες κοντά στα σύνορά του. Αλλά μάταια τον αναtητούσαν τη χρονιά της φυγής του, για­τί κανείς δεν ήξερε ούτε μπορούσε να μαντέψει ότι ήταν με τους παράνομους και τους εχθρούς των Ανθρώπων. Όταν ήρθε ο χει­μώνας. επέστρεψαν όλοι στο βασιλιά εκτός μόνο από τον Μπέ­λεγκ. Όλοι οι άλλοι είχαν φύγει. αλλά αυτός συνέχιtε μόνος του.

Όμως στο Ντίμπαρ και στα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ τα πράγματα δεν είχαν πάει καλά. Το Δρακοκράνος δεν εμφανιtό­ταν πια εκεί στη μάχη και ο Τοξότης έλειπε κι αυτός. Και οι υ­πηρέτες του Μόργκοθ αναθάρρησαν και αυξάνονταν συνέχεια σε αριθμό και τόλμη. Ο Χειμώνας ήρθε και πέρασε και με την

107

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ XOYPIN

Άνοιξη η επίθεσή τους ανανεώθηκε. Το Ντίμπαρ κατακλύστηκε και οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ φοβούνταν. γιατί το κακό είχε κυ­κλώσει τώρα όλα τα σύνορά τους εκτός από τα νότια.

Είχε περάσει σχεδόν ένας χρόνος από τη φυγή του Τούριν και ο Μπέλεγκ συνέχιζε να τον αναζητά. αν και οι ελπίδες του λιγό­στευαν συνέχεια. Στις περιπλανήσεις του πέρασε βόρεια στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν κι εκεί, ακούγοντας τ' άσχημα νέα για μια νέα επιδρομή Ορκ από το Τάουρ-νου-Φούιν, γύρισε πίσω κι έτυχε να περάσει από τα σπίτια των Ανθρώπων του Δάσους λί­γο μετά την αναχώρηση του Τούριν από την περιοχή. Εκεί άκου­σε μια παράξενη ιστορία που κυκλοφορούσε ανάμεσά τους.

Ένας ψηλός και αρχοντικός Άνθρωπος ή κάποιος πολεμιστής των Ξωτικών. έλεγαν μερικοί, εμφανίστηκε στο δάσος και σκό­τωσε έναν από τους Γκαουργουέιθ και έσωσε την κόρη του Λάρ­ναχ που την κυνηγούσαν.

«Πολύ περήφανος ήταν» . είπε η κόρη του Λάρναχ στον Μπέλεγκ, «με λαμπερά μάτια που σχεδόν δεν καταδέχτηκαν να με κοιτάξουν. Όμως αποκάλεσε τους Λυκάνθρωπους συντρό­φους του και δεν ήθελε να σκοτώσει έναν άλλο που ήταν εκεί και ήξερε το όνομά του. Νέιθαν τον αποκάλεσε» .

«Μπορείς να εξηγήσεις αυτόν το γρίφο; » ρώτησε ο Λάρναχ το Ξωτικό.

«Μπορώ, δυστυχώς» . είπε ο Μπέλεγκ. «ο Άνθρωπος για τον οποίο μιλάτε είναι αυτός που αναζητώ» . Δεν είπε τίποτε άλ­λο στους Ανθρώπους του Δάσους για τον Τούριν. αλλά τους προ­ειδοποίησε για το κακό που συγκεντρωνόταν βόρεια. «Γρήγορα οι Ορκ θα ορμήσουν πεινασμένοι και σ' αυτήν τη χώρα τόσοι πολλοί που δεν θα μπορείτε να αντισταθείτε» . είπε. «Αυτήν τη χρονιά θα αναγκαστείτε να απαρνηθείτε ή την ελευθερία σας ή τη ζωή σας. Πηγαίνετε στο Μπρέθιλ όσο είναι ακόμη καιρός! »

Τότε ο Μπέλεγκ συνέχισε το δρόμο του με γρήγορο ρυθμό και - - - '

108

Ο Τ ΟΥ Ρ Ι Ν ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤ Ο Υ Σ ΠΑΡΑΝΟΜ ΟΥΣ

ότι πέρα από το Δρόμο βρωκόταν η Τάλαθ Ντίρνεν, η Φυλαγ­μένη Πεδιάδα, την οποία παρακολουθούσαν συνεχώς οι ανιχνευ­τές και οι κατάσκοποι του Νάργκοθροντ, Και επειδή φοβούνταν τον κίνδυνο, ήταν επιφυλακτικοί και είχαν ανιχνευτές που προ­χωρούσαν αθόρυβα ανάμεσα στα δέντρα, δεξιά και αριστερά α­πό τις γραμμές τους καθώς μετακινούνταν, Έτσι αποκαλύφθη­καν ο Τούριν και ο Όρλεγκ, γιατί εκεί που ήταν κρυμμένοι, έπε­σαν πάνω τους τρεις ανιχνευτές, Και παρόλο που σκότωσαν τους δύο, ο τρίτος ξέφυγε φωνά�oντας καθώς έτρεχε Γκόλovγκ! Γκό­λΟυΥΚ! Έτσι αποκαλούσαν τους Νόλντορ οι Ορκ, Αμέσως το δά­σος γέμισε Ορκ, που σκορπίστηκαν αθόρυβα και άρχισαν να τους κυνηγούν σε μεγάλη έκταση, Τότε ο Τούριν, βλέποντας ότι υ­πάρχουν ελάχιστες ελπίδες να ξεφύγουν, σκέφτηκε τουλάχιστον να τους ξεγελάσει και να τους οδηγήσει μακριά από το μέρος ό­

που ήταν κρυμμένοι οι άντρες του, Και καταλαβαίνοντας από την κραυγή Γκόλουγκ! ότι οι Ορκ φοβούνταν τους κατασκόπους του Νάργκοθροντ, στράφηκε με τον Όρλεγκ στα δυτικά, Οι διώ­κτες τους τους ακολούθησαν γοργά και μετά από στροφές και ε­λιγμούς υποχρεώθηκαν να βγουν από το δάσος, Και τότε τους ε­ντόπισαν οι Ορκ και, καθώς πήγαιναν να περάσουν το Δρόμο, σκότωσαν τον Όρλεγκ με πολλά βέλη, Ο Τούριν όμως σώθηκε χάρη στην πανοπλία των Ξωτικών και ξέφυγε μόνος του στις ε­ρημιές πέρα από το δρόμο. Με την ταχύτητα και την τέχνη του κατάφερε να αποφύγει τους εχθρούς, μπαίνοντας σε περιοχές που του ήταν άγνωστες. Τότε οι Ορκ, φοβούμενοι ότι μπορεί να τους αντιληφθούν τα Ξωτικά του Νάργκοθροντ, σκότωσαν τους αιχμαλώτους τους και έσπευσαν να φύγουν προς Βορρά.

Αφού πέρασαν τρεις μέρες και ο Τούριν και ο Όρλεγκ δεν εί­χαν γυρίσει ακόμη, μερικοί από τους παράνομους θέλησαν να φύγουν από τη σπηλιά όπου ήταν κρυμμένοι. Αλλά. ο Αντρόγκ

III

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

διαφώνησε. Και ενόσω οι παράνομοι βρίσκονταν στο αποκορύ­φωμα της διαμάχης τους. εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους μια γKρί�α μορφή. Επιτέλους ο Μπέλεγκ τους είχε βρει. Πλη­σίασε χωρίς όπλα στα χέρια του με απλωμένες τις παλάμες προς το μέρος τους. Αυτοί όμως πετάχτηκαν πάνω τρομαγμένοι και ο Αντρόγκ πλησίασε από πίσω και του έριξε μια οηλιά και την έ­σφιξε για να του ακινητοποιήσει τα χέρια.

«Αν δεν οέλετε επισκέπτες. οα 'πρεπε να φυλάτε καλύτερη σκοπιά», είπε ο Μπέλεγκ. «Γιατί με υποδέχεστε έτσι; Έρχομαι σαν φίλος και ανα�ητώ έναν φίλο. Νέιοαν έμαοα ότι τον λέτε».

«Δεν είναι εδώ», είπε ο Ούλραντ. «Αλλά αν δεν μας κατα­σκοπεύεις καιρό τώρα. πώς ξέρεις αυτό το όνομα;»

«Μας κατασκοπεύει καιρό», είπε ο Αντρόγκ. «Αυτή ήταν η σκιά που μας ακολουΟούσε. Τώρα ίσως μάοουμε τον πραγματι­κό σκοπό του». Και τους είπε να δέσουν τον Μπέλεγκ σ' ένα δέ­ντρο δίπλα στη σπηλιά. Και αφού τον έδεσαν γερά χειροπόδα­ρα, τον ανέκριναν. Αλλά σε όλες τις ερωτήσεις τους ο Μπέλεγκ έδινε μόνο μία απάντηση.

«Ημουν φίλος με αυτόν τον Νέιοαν από τότε που τον συνά­ντησα για πρώτη φορά στο δάσος και δεν ήταν τότε παρά ένα παιδί. Τον ανα�ητώ από αγάπη και μόνο και για να του φέρω κα­λές ειδήσεις».

«Ας τον σκοτώσουμε. να απαλλαχτούμε και από την κατα­σκοπεία του», είπε ο Αντρόγκ εξοργισμένος. Και κοίταξε το με­γάλο τόξο του Μπέλεγκ οέλοντας να το κάνει δικό του, γιατί ή­ταν τοξότης. Αλλά μερικοί με καλύτερη καρδιά διαφώνησαν και ο Άλγκουντ του είπε:

«ο αρχηγός μπορεί να γυρίσει. Και τότε οα το μετανιώσεις, αν μάοει ότι του στέρησες ταυτόχρονα έναν φίλο και τις καλές ειδήσεις που έφερνε».

«Δεν πιστεύω αυτά που λέει το Ξωτικό». είπε ο Αντρόγκ.

112

Ο ΤΟΥΡΙΝ Α Ν Α ΜΕΣ Α ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟΜΟΥΣ

«Είναι κατάσκοπος του βασιλιά του Ντόριαθ. Αλλά αν έχει ό­ντως ειδήσεις, θα τις πει σ' εμάς. Κι εμείς θα κρίνουμε αν είναι λόγος να τον αφήσουμε να ζήσει».

«Θα περιμένω τον αρχηγό σας», είπε ο Μπέλεγκ. «Θα μείνεις έτσι μέχρι να μιλήσεις», είπε ο Αντρόγκ. Τότε με παρακίνηση του Αντρόγκ άφησαν τον Μπέλεγκ δε­

μένο στο δέντρο χωρίς τροφή και νερό και οι ίδιοι κάθισαν εκεί κοντά τρώγοντας και πίνοντας. Αυτός, όμως, δεν τους είπε τίπο­τε άλλο. Αφού πέρασαν δυο μέρες και δυο νύχτες με αυτό τον τρόπο, οι άνδρες θύμωσαν και άρχισαν να φοβούνται και ανυ­πομονούσαν να φύγουν. Οι περισσότεροι τώρα ήταν πρόθυμοι να σκοτώσουν το Ξωτικό. Καθώς έπεφτε η νύχτα, συγκεντρώθηκαν όλοι γύρω του και ο Ούλραντ έφερε ένα δαυλό από τη μικρή φω­τιά που ήταν αναμμένη στο άνοιγμα της σπηλιάς. Όμως εκείνη τη στιγμή επέστρεψε ο Τούριν. Φτάνοντας αθόρυβα όπως συνή­θιζε, στάθηκε στη σκιά πίσω από τον κλοιό των ανδρών και είδε το καταβεβλημένο πρόσωπο του Μπέλεγκ στο φως του δαυλού.

Τότε ένιωσε σαν να τον χτύπησε βέλος και να 'λιωσε ξαφνικά η παγωνιά μέσα του, και τα μάτια του γέμισαν από δάκρυα που συγκρατούσε καιρό. Πετάχτηκε πάνω και έτρεξε στο δέντρο.

«Μπέλεγκ! Μπέλεγκ!» φώναξε. «Πώς βρέθηκες εδώ; Και γιατί είσαι δεμένος;» Έκοψε αμέσως τα δεσμά του φίλου του και ο Μπέλεγκ έπεσε στα χέρια του.

Όταν ο Τούριν άκουσε όλα όσα του είπαν οι άντρες, θύμωσε και λυπήθηκε. Αλλά πρώτα ασχολήθηκε με τον Μπέλεγκ, Όσο τον περιποιόταν με τις όποιες u<ανότητες είχε, σκεφτόταν τη ζωή του στα δάση και ο θυμός του στράφηκε ενάντια στον εαυτό του. Γιατί συχνά σκότωναν αγνώστους που τους έπιαναν κοντά στα λημέρια τους ή στις ενέδρες τους, κι εκείνος δεν το εμπόδιζε, Και συχνά ο ίδιος μιλούσε άσχημα για το βασιλιά Θίνγκολ και τα Γκρίζα Ξωτικά κι έτσι έφταιγε και αυτός αν οι άντρες του είχαν

113

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

μεταχειριστεί τον Μπέλεγκ σαν εχθρό. Τότε γύρισε με πικρία στους άντρες.

«Φανήκατε σκληροί», είπε, «και χωρίς λόγο. Ποτέ μέχρι τώ­ρα δεν έχουμε βασανίσει αιχμάλωτο. Όμως σε αυτή την κατά­σταση μας έφερε η �ωή που �oύμε, να φερόμαστε σαν Ορκ. Άνο­μες και άκαρπες ήταν όλες οι πράξεις μας. υπηρετούσαν μόνο τον εαυτό μας και έτρεφαν το μίσος στην καρδιά μας».

Αλλά ο Αντρόγκ είπε: «Και ποιον θα 'πρεπε να υπηρετούμε αν όχι τον εαυτό μας;

Ποιον θα 'πρεπε να αγαπάμε, όταν όλοι μάς μισούν;» «Τα δικά μου χέρια τουλάχιστον δεν θα στραφούν ενάντια σε

Ξωτικά ή Ανθρώπους», είπε ο Τούριν. «Η Άνγκμπαντ έχει αρ­κετούς υπηρέτες. Αν οι άλλοι δεν θέλουν να δώσουν αυτό τον όρκο μα�ί μου, θα συνεχίσω μόνος».

Τότε ο Μπέλεγκ άνοιξε τα μάτια του και σήκωσε το κεφάλι του.

«Όχι μόνος!» είπε. «Τώρα επιτέλους μπορώ να σου πω τα νέα μου. Δεν είσαι παράνομος και το όνομα Νέιθαν δεν σου ται­ριά�ει. Όποιο σφάλμα καταλογίστηκε στη συμπεριφορά σου έχει συγχωρεθεί. Εδώ και ένα χρόνο σε ανα�ητoύν για να σε καλέσουν πίσω με τιμές στην υπηρεσία του βασιλιά. Πολύν καιρό τώρα λεί­πει το Δρακοκράνος».

Αλλά ο Τούριν δεν έδειξε χαρά με αυτό το νέο και καθόταν για πολλή ώρα σιωπηλός. Γιατί με τα λόγια του Μπέλεγκ μια σκιά είχε πέσει πάλι πάνω του.

«Ας περάσει αυτή η νύχΤα», είπε τελικά. «Μετά θα διαλέξω. Ό,τι κι αν γίνει. πρέπει να φύγουμε από αυτό το κρησφύγετο αύ­ριο. Γιατί δεν θέλουν το καλό μας όλοι όσοι μας αναtητούν».

«Κανείς απ' όσους μας ανα�ητoύν». είπε ο Αντρόγκ και έρι­ξε μια άγρια ματιά στον Μπέλεγκ.

Το πρωί ο Μπέλεγκ, έχοντας ήδη θεραπευτεί από τους π&

114

Ο ΤΟΥΡΙΝ Α Ν Α Μ ΕΣ Α ΣΤΟΥΣ ΠΑΡΑΝΟ Μ ΟΥΣ

νους του με τον τρόπο των παλιών Ξωτικών, μίλησε στον Τούριν παράμερα.

«Περίμενα να χαρείς με τα νέα που σου 'φερα», είπε. «Σί­γουρα θα γυρίσεις τώρα στο Ντόριαθ;» Και παρακάλεσε τον Τούριν να το κάνει αυτό με όλους τους δυνατούς τρόπους. Αλλά όσο πιο πολύ τον παρακινούσε, τόσο περισσότερο αντιστεκόταν ο Τούριν. Παρ' όλα αυτά έκανε λεπτομερείς ερωτήσεις στον Μπέλεγκ σχετικά με την κρίση του Θίνγκολ. Τότε ο Μπέλεγκ του είπε όλα όσα γνώρι�ε και τελικά ο Τούριν είπε:

«Δηλαδή ο Μάμπλουνγκ αποδείχτηκε φίλος μου, όπως φαι­νόταν κάποτε;»

«Μάλλον φίλος της αλήθειας». είπε ο Μπέλεγκ, «και αυτό ήταν το καλύτερο τελικά. Αν και η απόφαση θα ήταν λιγότερο δίκαιη, αν δεν υπήρχε η μαρτυρία της Νέλλας. Γιατί, Τούριν, για­τί δεν μίλησες για την επίθεση του Σάερος στον Μάμπλουνγκ; Τότε μπορεί να εξελίσσονταν τελείως διαφορετικά τα πράγματα. Και», πρόσθεσε Koιτά�oντας τους άντρες που ήταν ξαπλωμένοι κοντά στο στόμιο της σπηλιάς. «μπορεί να κρατούσες ακόμη το κράνος σου ψηλά και να μην είχες ξεπέσει σε αυτή την κατά­σταση,>.

«Μπορεί να θεωρείς ότι ξέπεσα». είπε ο Τούριν. «Μπορεί. Αλλά έτσι έγινε. Και μου κόπηκε η λαλιά. Υπήρχε μομφή στα μάτια του, χωρίς να με ρωτήσει τίποτα. για μια πράξη που δεν είχα κάνει εγώ. Η Ανθρώπινη καρδιά μου ήταν περήφανη, όπως είπε ο βασιλιάς. Και έτσι είναι ακόμη, Μπέλεγκ Κουθάλιον. Δεν θα ανεχτεί ακόμη να επιστρέψω στο Μένεγκροθ και να υπομεί­νω βλέμματα οίκτου και συγχώρεσης, σαν παραστρατημένο και μετανοημένο παιδί. Θα έπρεπε να δώσω συγχώρεση, όχι να λά­βω. Και δεν είμαι πια παιδί, είμαι άντρας, σύμφωνα με το είδος μου. Και έχω σκληρύνει από τη μοίρα μου».

Τότε ο Μπέλεγκ λυπήθηκε.

115

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ XOYPIN

«Τι θα κάνεις τότε;» ρώτησε. «Θα παραμείνω ελεύθερος». είπε ο Τούριν. «Αυτή την ευχή

μου έδωσε ο Μάμπλουνγκ όταν χωρίσαμε. Η χάρη του Θίνγκολ δεν θα δοθεί και στους συντρόφους της πτώσης μου. έτσι νομί­tw. Αλλά δεν θα χωριστώ τώρα απ' αυτούς. αν δεν θέλουν κι αυ­τοί να χωριστούν από μένα. Τους αγαπώ με τον τρόπο μου, ακό­μη και τον χειρότερο απ' αυτούς λίγο. Είναι από τη δική μου φυ­λή και κάποιο καλό υπάρχει στον καθένα που μπορεί να καλ­λιεργηθεί. Νομίtω ότι θα σταθούν δίπλα μου».

«Βλέπεις με μάτια διαφορετικά από τα δικά μου», είπε ο Μπέλεγκ. «Αν προσπαθήσεις να τους αποκόψεις από το κακό, θα σε απογοητεύσουν. Αμφιβάλλω γι' αυτούς και περισσότερο απ' όλους για έναν».

«Πώς μπορεί ένα Ξωτικό να κρίνει Ανθρώπους;» είπε ο Τού­ριν.

«Όπως κρίνει όλες τις πράξεις, από αυτό που συμβαίνει», α­πάντησε ο Μπέλεγκ, αλλά δεν είπε τίποτε άλλο ούτε και μίλη­σε για την κακία του Αντρόγκ, στον οποίο κυρίως οφειλόταν η κακομεταχείρισή του. Γιατί βλέποντας τις διαθέσεις του Τούριν. φοβόταν μήπως δεν τον πιστέψει και πληγώσει έτσι την παλιά τους φιλία, γεγονός που θα τον οδηγούσε πάλι στην προηγούμε­νη κακή tωή του.

«Θα μείνεις ελεύθερος, λες, Τούριν, φίλε μου», είπε. «Τι εν­νοείς με αυτό; »

«Θέλω να είμαι επικεφαλής των δικών μου ανδρών και να κά­νω πόλεμο με τον δικό μου τρόπο». απάντησε ο Τούριν. «Όμως σ' αυτό τουλάχιστον έχει αλλάξει η καρδιά μου: Μετανιώνω για όλα μου τα χτυπήματα εκτός από κείνα που στρέφονταν ενάντια στον Εχθρό των Ανθρώπων και των Ξωτικών. Και πάνω απ' όλα θα ήθελα να σ' έχω δίπλα μου. Μείνε μαtί μου!»

«Αν μείνω μαtί σου. θα το κάνω επειδή με οδηγεί η αγάπη και

116

Ο Τ Ο Υ ΡΙ Ν Α Ν Α Μ ΕΣΑ ΣΤΟΥ Σ Π Α ΡΑ Ν Ο Μ Ο Υ Σ

όχι η σύνεση», είπε ο Μπέλεγκ, «Η καρδιά μου με προειδοποιεί ότι πρέπει να επιστρέψουμε στο Ντόριαθ, Όπου αλλού, απλώ­νεται σκιά μπροστά μας».

«Παρ' όλα αυτά, εγώ δεν θα πάω εκεί», είπε ο Τούριν. «Αλίμονο!» είπε ο Μπέλεγκ. «Όμως σαν πατέρας που αγα­

πά το γιο του και ικανοποιεί τις επιθυμίες του παρόλο που βλέ­πει τις κακές συνέπειες, υποχωρώ στη θέλησή σου. Αν μου �η­τήσεις να μείνω, θα μείνω».

«Αυτό είναι πολύ καλό!» είπε ο Τούριν. Μετά απόμεινε ξαφ­νικά αμίλητος καθώς και ο ίδιος αντιλήφθηκε τη σκιά και πάλευε με την περηφάνια του η οποία δεν τον άφηνε να γυρίσει πίσω. Καθόταν έτσι για πολλή ώρα και σκεφτόταν τα χρόνια που είχε αφήσει πίσω του.

Βγαίνοντας ξαφνικά από τις σκέψεις του στράφηκε στον Μπέλεγκ και είπε:

«Η κοπέλα που ανέφερες. αν και δεν τη θυμάμαι τώρα, της χρωστώ πολλά για τη μαρτυρία της. Δεν μπορώ να τη φέρω στο μυαλό μου. Γιατί με παρακολουθούσε;» Τότε ο Μπέλεγκ τον κοίταξε παράξενα.

«Γιατί;» είπε. «Τούριν. �oύσες πάντα με την καρδιά σου και το μισό μυαλό σου μακριά; Όταν ήσουν μικρός, συνήθι�ες να περπατάς με τη Νέλλας στο δάσος».

«Αυτό πρέπει να ήταν πριν από πολύν καιρό», είπε ο Τούριν. «Ή έτσι μου φαίνεται τώρα η παιδική μου ηλικία και μια ομίχλη τη σKεπά�ει -εκτός από την ανάμνηση του σπιτιού του πατέρα μου στο Ντορ-λόμιν. Γιατί συνήθιζα να περπατώ με μια ξωτική κοπέλα στο δάσος;»

«'Ισως για να μάθεις αυτά που μπορούσε να σου διδάξει», εί­πε ο Μπέλεγκ, «έστω και αν ήταν απλώς μερικές λέξεις απ' τη γλώσσα των Ξωτικών, ονόματα των λουλουδιών του δάσους. Του­λάχιστον δεν έχεις ξεχάσει τα ονόματά τους. Αλίμονο, παιδί των

117

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Ανθρώπων! Υπάρχουν κι άλλα δεινά στη Μέση-γη πέρα από τα δικά σου, καθώς και πληγές που δεν έχουν γίνει από κανένα ό­πλο, Πραγματικά αρχί�ω να σκέφτομαι ότι τα Ξωτικά και οι Άνθρωποι δεν πρέπει να συναντιούνται ή να �oυν μα�ί»,

Ο Τούριν δεν είπε τίποτα, αλλά Koίτα�ε για πολλή ώρα τον Μπέλεγκ σαν να 'θελε να διαβάσει στο πρόσωπό του το γρίφο των λόγων του, Η Νέλλας του Ντόριαθ δεν τον ξαναείδε ποτέ και η σκιά του πέρασε από αυτήν, Τώρα ο Μπέλεγκ και ο Τού­ριν στράφηκαν σε άλλα θέματα και άρχισαν να συ�ητoύν πού πρέπει να πάνε,

«Ας γυρίσουμε στο Ντίμπαρ, στα βόρεια σύνορα, όπου πο­λεμούσαμε κάποτε μα�ί!» είπε ο Μπέλεγκ, με ενθουσιασμό, «Μας χρειά�oνται εκεί, Γιατί τελευταία οι Ορκ έχουν βρει έναν δρόμο και κατεβαίνουν από το Τάουρ-νου-Φούιν, περνώντας α­πό το Πέρασμα του Άναχ>>,

«Δεν το θυμάμαι», είπε ο Τούριν, «Οχι, δεν απομακρυνθήκαμε ποτέ τόσο πολύ από τα σύνο­

ρα», είπε ο Μπέλεγκ, «Όμως έχεις δει τις κορυφές των Κρισ­σαέγκριμ στο βάθος, και στα ανατολικά τους τις σκοτεινές πλα­γιές του Γκόργκοροθ, Ανάμεσά τους βρίσκεται το Άναχ, πάνω α­πό τις ψηλές πηγές του Μίντεμπ Είναι δρόμος δύσκολος και ε­πικίνδυνος, Και όμως πολλοί τώρα τον περνούν και το Ντίμπαρ, που παλιά �oύσε ειρηνικά, υποφέρει κάτω από το Σκοτεινό Χέρι και οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ είναι προβληματισμένοι, Στο Ντί­μπαρ σε καλώ!»

«Όχι, δεν θα πάω πίσω τη �ωή μοω>, είπε ο Τούριν. «Ούτε μπορώ να έρθω εύκολα στο Ντίμπαρ τώρα. Ανάμεσα κυλά ο Σί­ριον, χωρίς γέφυρες και χωρίς περάσματα κάτω από το Μπρί­θιαχ μέχρι μακριά στα βόρεια. Είναι επικίνδυνο να τον περά­σεις παρά μόνο στο Ντόριαθ. Όμως δεν θα μπω στο Ντόριαθ, επικαλούμενος την άδεια και τη συγχώρεση του Θίνγκολ».

118

Ο Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΑΝΑΜΕΣΑ ΣΤΟΥΣ Π Α ΡΑ Ν Ο Μ Ο Υ Σ

«Είπες ότι έχεις γίνει σκληρός, Τούριν. Και είναι αλήθεια, αν με αυτό εννοούσες ξεροκέφαλος. Τώρα είναι η δική μου σειρά. Θα φύγω, με την άδειά σου, όσο πιο γρήγορα μπορώ και θα σε αποχαιρετήσω. Αν θέλεις πραγματικά να έχεις τον Τοξότη δίπλα σου, ανα�ήτησέ με στο Ντίμπαρ». Και ο Τούριν δεν είπε τίποτε άλλο.

Την επόμενη μέρα ξεκίνησε ο Μπέλεγκ, και ο Τούριν προχώ­ρησε μα�ί του όση απόσταση φτάνει ένα βέλος. αλλά παρέμενε αμίλητος.

«Αποχαιρετιόμαστε. λοιπόν. γιε του Χούριν; » είπε ο Μπέ­λεγκ.

«Αν θέλεις πραγματικά. να κρατήσεις το λόγο σου και να μεί­νεις δίπλα μου». απάντησε ο Τούριν, «τότε ανα�ήτησέ με στο Άμον Ρουδ!» Έτσι μίλησε. επιπόλαια και χωρίς να έχει επίγνω­ση τι τον περιμένει. «Αλλιώς αυτός είναι ο τελευταίος μας απο­χαιρετισμός».

«'Ισως αυτό είναι το καλύτερω>, είπε ο Μπέλεγκ. και πήρε το δρόμο του.

Λένε ότι ο Μπέλεγκ γύρισε πίσω στο Μένεγκροθ και εμφανί­στηκε στον Θίνγκολ και τη Μέλιαν και τους είπε όλα όσα είχαν συμβεί. εκτός μόνο από την κακομεταχείριση που είχε από τους συντρόφους του Τούριν. Τότε ο Θίνγκολ αναστέναξε και είπε:

«Ανέλαβα να είμαι πατέρας του γιου του Χούριν κι αυτό δεν μπορώ να το αθετήσω είτε από αγάπη είτε από μίσος, εκτός αν γυρνούσε ο ίδιος ο Χούριν ο Γενναίος. Τι περισσότερο θα ήθελε να κάνω;»

Αλλά η Μέλιαν είπε: «Θα λάβεις τώρα ένα δώρο από μένα, Κουθάλιον. για τη

βοήθειά σου και την τιμή σου, γιατί δεν έχω τίποτα πιο πολύ-

119

ι Ι

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α Τ ΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

τιμο να δώσω». Και του έδωσε ένα απόθεμα λέμπας, το ψωμί των Ξωτικών. τυλιγμένο σε φύλλα από ασήμι, Και τα νήματα που το έδεναν ήταν σφραγισμένα στους κόμπους με τη σφρα­γίδα της βασίλισσας, ένα δίσκο από λευκό βουλοκέρι με το σχήμα ενός μοναδικού λουλουδιού Τελπέριον. Γιατί σύμφωνα με τα έθιμα των Ελντάλιε. η διατήρηση και η προσφορά αυτής της τροφής γινόταν μόνο από τη βασίλισσα. «Αυτό το ψωμί. Μπέλεγκ». είπε. «θα σε βοηθήσει στις ερημιές και το χειμώνα και θα βοηθήσει κι εκείνους που θα επιλέξεις. Γιατί το δίνω τώ­ρα σ' εσένα να το μοιράσεις όπως θέλεις αντί για μένα». Σε τί­ποτα δεν έδειξε η Μέλιαν μεγαλύτερη εύνοια στον Τούριν από ό,τι με αυτό το δώρο. Γιατί οι Έλ νταρ δεν είχαν επιτρέψει πο­τέ ως τότε στους Ανθρώπους να φάνε αυτό το ψωμί. και σπά­νια τους το επέτρεψαν έκτοτε.

Τότε ο Μπέλεγκ έφυγε από το Μένεγκροθ και γύρισε στα βό­ρεια σύνορα. όπου είχε το σπίτι του και πολλούς φίλους. Αλλά όταν ήρθε ο χειμώνας και ο πόλεμος κόπασε, ξαφνικά οι σύ­ντροφοί του τον έχασαν και ο Μπέλεγκ δεν ξαναγύρισε ποτέ κοντά τους.

120

ΚΗΦΑΛΑΙΟ ΥΙ!

ΓΙΑ Τ Ο Ν ΝΑΝΟ ΜΙΜ

Τώρα η Ιστορία στρέφεται στον Μιμ. τον ΜΙΚΡOV(lνο. Οι Μικρο­

νάνοι έχουν ξεχαστεί προ πολλού. γιατί ο Μιμ υπήρξε ο τελευ­

ταίος της φυλής του. Ελάχιστα πράγματα ήταν γνωστά γι' αυτούς

ακόμη και την παλιά εποχή. Τα Ξωτικά του Μπελέριαντ πριν α­

πό πολλούς καιρούς τους ονόμαζαν Νίμπιν-νόγκριμ. αλλά δεν

τους αγαπούσαν. Και οι Μικρονάνοι δεν αγαπούσαν κανέναν ε­

κτός από τον εαυτό τους. Α ν μισούσαν και φοβούνταν τους Ορκ,

μισούσαν επίσης τους Έλνταρ και, περισσότερο απ' όλους τους

Εξόριστους. Γιατί οι Νόλντορ. έλεγαν, είχαν κλέψει τη γη τους και

τα σπίτια τους. Το Νάργκοθροντ ανακαλύφθηκε για πρώτη φορά

από τους Μικρονάνους, που άρχισαν και την εκσκαφή του πολύ

πριν περάσει τη Θάλασσα ο Φίνροντ Φέλαγκουντ.

Κατάγονταν, έλεγαν μερικοί, από Νάνους που είχαν εξοριστεί

121

ΤΑ Π ΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

από τις Ν ανουπόλεις της ανατολής την αρχαία εποχή. Πολύ πριν από την επιστροφή του Μόργκοθ είχαν περιπλανηθεί προς τα δυτικά. Επειδή δεν είχαν αρχηγό και ήταν ολιγάριθμοι, δυσκο­λεύονταν να βρουν μεταλλεύματα και η μεταλλουργική τους ε­πιδεξιότητα και τα αποθέματα των όπλων τους μειώθηκαν. Έτσι άρχισαν να �oυν με λαθραίους τρόπους και έγιναν κατά τι μι­κρότεροι στο ανάστημα από τους συγγενείς τους στα ανατολικά, βαδί�oντας με σκυφτούς ώμους και γρήγορα κλεφτά βήματα. Παρ' όλα αυτά, ήταν κι αυτοί, όπως και όλοι οι Νάνοι. πολύ πιο δυνατοί από όσο έδειχνε το ανάστημά τους και μπορούσαν να ε­πιβιώσουν παρά τις μεγάλες κακουχίες. Όμως τώρα πια είχαν ε­ξαφανιστεί από τη Μέση-γη όλοι εκτός από τον Μιμ και τους δυο γιους του. Και ο Μιμ ήταν γέρος. ακόμη και με τα μέτρα των Νάνων, γέρος και ξεχασμένος.

Μετά την αναχώρηση του Μπέλεγκ (και αυτό έγινε το δεύτε­ρο καλοκαίρι μετά τη φυγή του Τούριν από το Ντόριαθ) τα πράγματα πήγαν άσχημα για τους παρανόμους. Έπεσαν βροχές εκτός εποχής και Ορκ, περισότερσι από κάθε άλλη φορά, κατέ­βηκαν από το Βορρά ακολουθώντας τον παλιό Νότιο Δρόμο α­πό τον Τέιγκλιν και έγιναν μάστιγα για όλα το. δάση στα δυτικά σύνορα του Ντόριαθ. Ένιωθαν ελάχιστα ασφαλείς και πιο συχνά ήταν κυνηγημένοι παρά κυνηγοί.

Ένα βράδυ, καθώς ήταν κρυμμένοι στο σκοτάδι χωρίς φωτιά, ο Τούριν αναλογίστηκε τη �ωή του και θεώρησε ότι θα μπορούσε να καλυτερέψει. "Πρέπει να βρω κάποιο ασφαλές καταφύγιο", σκέφτηκε. "και να προνοήσω για το χειμώνα και την πείνα". Αλλά δεν ήξερε προς τα πού να στραφεί.

Την επόμενη μέρα οδήγησε τους άντρες του νότια, πιο μα­κριά από τότε που είχαν έρθει από τον Τέιγκλιν και τα σύνορα του Ντόριαθ. Και μετά από τρεις μέρες ταξίδι σταμάτησαν στις

]22

ΓΙ Α Τ ΟΝ ΝΑΝΟ ΜΙΜ

δυτικές παρυφές του δάσους της Κοιλάδας του Σίριον. Εκεί η γη ήταν πιο ξερή και γυμνή. καθώς άρχιtε να ανηφορίtει προς τα ρεικοτόπια.

Λίγο αργότερα έτυχε. καθώς έσβηνε το γκρίtο φως μιας βρο­χερής μέρας. ο Τούριν και οι άντρες του να έχουν καταφύγει σε μια συστάδα από λιόπρινους. Πιο πέρα απλωνόταν μια έκταση χωρίς δέντρα, όπου υπήρχαν πολλά μεγάλα βράχια, σωριασμένα μαtί. Όλα ήταν ήσυχα. το μόνο που ακουγόταν ήταν η βροχή που έσταtε από τα φύλλα.

Ξαφνικά φώναξε ένας φρουρός πετάχτηκαν πάνω και είδαν τρεις μορφές με κουκούλες, γκριtοφορεμένες, να περνούν με λάθρες κινήσεις ανάμεσα από τις πέτρες. Καθεμιά κρατούσε έ­ναν μεγάλο σάκο, αλλά. παρ' όλα αυτά, κινούνταν γρήγορα. Ο Τούριν τους φώναξε να σταματήσουν και οι άντρες όρμησαν πά­νω τους σαν κυνηγόσκυλα. Αλλά οι άγνωστοι συνέχισαν το δρό­μο τους και, παρόλο που ο Αντρόγκ τους έριξε με το τόξο, οι δύο εξαφανίστηκαν μέσα στο σούρουπο. ο τρίτος έμεινε πιο πίσω, ή­ταν πιο αργός ή πιο βαριά φορτωμένος, και γρήγορα τον άρπα­ξαν και τον έριξαν κάτω και τον ακινητοποίησαν πολλά δυνατ6 χέρια, παρόλο που Π{lλευε και δ6γκωνε σαν tώο. Αλλ6 ο Τούριν πλησίασε και επέπληξε τους 6ντρες.

«Τι γίνεται;» είπε. «Γιατί είστε τόσο 6γριοι; Ό,τι κι αν είναι. είναι γέρικο και μικρόσωμο πλ6σμα. Πώς μπορεί να σας βλάψει;»

«Δαγκώνει», είπε ο Αντρόγκ, κρατώντας το ματωμένο χέρι του. «Είναι Ορκ ή κάτι που συγγενεύει με Ορκ. Σκοτώστε το!»

«Του αξί�ει αφού ξεγέλασε τις ελπίδες μας», είπε ένας 6λλος που είχε πάρει το σάκο. «Δεν υπ6ρχει τίποτα εδώ, μόνο ρίtες και μικρές πέτρες>.

«'Οχι», είπε ο Τούριν. «έχει γενει6δα. Είναι απλώς ένας Ν6-νος. φαντ6�oμαι. Αφήστε τον να σηκωθεί και να μιλήσει».

123

ΤΑ Π ΑΙ ΔΙ Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

Και έτσι ο Μιμ έκανε την εμφάνισή του στην Ιστορία των Παι­διών του Χούριν. Γιατί πετάχτηκε γονατιστός μπροστά στα πόδια του Τούριν και τον ικέτεψε για τη ζωή του.

«Είμαι γέρος». είπε. «και φτωχός. Απλώς ένας Νάνος, όπως είπες, όχι Ορκ. Μιμ είναι το όνομά μου. Μην τους αφήσεις να με σκοτώσουν, αφέντη. χωρίς αιτία, όπως θα έκαναν οι Ορκ» .

Τότε ο Τούριν τον λυπήθηκε ολόψυχα, αλλά είπε: «Φαίνεσαι φτωχός, Μιμ, αν και αυτό ακούγεται παράξενο για

έναν Νάνο. Εμείς, βέβαια, είμαστε φτωχότεροι, Άνθρωποι χωρίς σπίτι και χωρίς φίλους. Αν σου έλεγα ότι δεν χαρίζουμε ζωές μό­νο από οίκτο γιατί βρισκόμαστε σε μεγάλη ανάγκη, τι θα πρό­σφερες για λ ύτ ρα; »

«Δεν γνωρίζω τι επιθυμείς. κύριο>. είπε επιφυλακτικά ο Μιμ. «Αυτήν τη στιγμή. πολύ λίγα!» είπε ο Τούριν. κοιτάζοντας γύ­

ρω του με πικρία και βρεγμένα μάτια. «Ενα ασφαλές μέρος να κοιμηθούμε αντί για το υγρό δάσος. Σίγουρα θα έχεις ένα τέτοιο για τον εαυτό σου».

«Εχω», είπε ο Μιμ, «αλλά δεν μπορώ να το δώσω για λύτρα. Είμαι πολύ γέρος για να ζήσω κάτω από τον ουρανό».

«Δεν χρειάζεται να γεράσεις άλλο» είπε ο Αντρόγκ και πλη­σίασε με ένα μαχαίρι στο γερό του χέρι. «Μπορώ να σε απαλ­λάξω εγώ».

«Κύριε!» φώναξε ο Μιμ με μεγάλο φόβο και αρπάχτηκε από τα γόνατα του Τούριν. «Α ν χάσω τη ζωή μου, χάνετε κι εσείς το καταφύγιο που θέλετε. γιατί χωρίς τον Μιμ δεν θα το βρείτε. Δεν μπορώ να το δώσω, μα θα το μοιραστώ. Υπάρχει περισσότερος χώρος από παλιά. έχουν φύγει για πάντα τόσοι πολλοί» . είπε κι άρχισε να κλαίει.

«Έσωσες τη ζωή σου, Μιμ», είπε ο Τούριν. «Τουλάχιστον μέχρι να φτάσουμε στη φωλιά τοω>. είπε ο

Αντρόγκ.

124

ΓΙ Α ΤΟΝ ΝΑΝΟ ΜΙΜ

Αλλά ο Τούριν γύρισε και του είπε: «Αν ο Μιμ μας πάει στο σπίτι του χωρίς δόλο και το σπίτι του

είναι καλό, τότε έχει εξαγοράσει τη ζωή του, Και δεν θα τον σκο­τώσει κανείς απ' όσους με ακολουθούν, Παίρνω όρκο>"

Τότε ο Μιμ φίλησε τα γόνατα του Τούριν και είπε: «ο Μιμ θα είναι φίλος σου, κύριε, Στην αρχή νόμισα πως

είσαι Ξωτικό, από την ομιλία σου και τη φωνή σΟυ, Αλλά εί­σαι Άνθρωπος κι αυτό είναι καλύτερο, Ο Μιμ δεν συμπαθεί τα Ξωτικά».

«Πού είναι αυτό το σπίτι σου;» είπε ο Αντρόγκ, «Πρέπει να είναι πολύ καλό για να καταδεχτώ να το μοιραστώ μ' έναν Νά­νο, Γιατί ο Αντρόγκ δεν συμπαθεί τους Νάνους, Ελάχιστες κα­λές ιστορίες γι' αυτήν τη φυλή έχει φέρει ο λαός του από την Ανατολή»,

«Άφησαν πίσω τους χειρότερες ιστορίες για τον εαυτό τους», είπε ο Μιμ, «Κρίνε το σπίτι μου όταν το δεις, Αλλά θα χρεια­στείτε φως για το δρόμο σας, είστε Άνθρωποι και σκουντου­φλάτε. Θα γυρίσω γρήγορα και θα σας οδηγήσω». Και τότε ση­κώθηκε και πήρε τον σάκο του.

«Οχι. όχι!» είπε ο Αντρόγκ. «Σίγουρα δεν θα το επιτρέψεις αυτό. αρχηγέ. Δεν θα τον ξαναδείς ποτέ το γερο-μασκαρά».

«Σκοτεινιάζει», είπε ο Τούριν. «Ας μας αφήσει κάποιο εχέγ­γυο. Να κρατήσουμε το σάκο σου με το φορτίο του. Μιμ;»

Μα τότε ο Νάνος έπεσε πάλι στα γόνατα πολύ ταραγμένος. «Αν ο Μιμ δεν έχει σκοπό να επιστρέψει, δεν θα επιστρέψει

για έναν παλιό σάκο με ρίζες», είπε. «Θα γυρίσω. Αφήστε με να φύγω!»

«Όχι». απάντησε ο Τούριν. «Αν δεν θέλεις να αποχωριστείς το σάκο σου. πρέπει να μείνεις εδώ μαζί του. Ίσως μια νύχτα κά­τω από τα φυλλώματα θα σε κάνει κι εσένα να μας λυπηθείς με τη σειρά σου». Αλλά πρόσεξε, όπως πρόσεξαν και οι άλλοι, ότι

125

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

ο Μιμ έδινε μεγαλύτερη αξία στο σάκο και το φορτίο του απ' ό­σο έδειχνε να αξί�ει.

Οδήγησαν το γερο-Νάνο στο άθλιο στρατόπεδό τους κι αυ­τός, καθώς προχωρούσε, μoυρμoύρι�ε σε μια παράξενη γλώσσα που ακουγόταν σκληρή από βαθύ μίσος. Αλλά όταν του έδεσαν τα πόδια, εκείνος ξαφνικά σώπασε. Και αυτοί που φύλαγαν σκο­πιά τον έβλεπαν να κάθεται όλη τη νύχτα σιωπηλός και ακίνη­τος σαν πέτρα, εκτός από τα άγρυπνα μάτια του που γυάλι�αν καθώς στριφoγύρι�αν μέσα στο σκοτάδι.

Η βροχή σταμάτησε πριν απ' το πρωί και ένας άνεμος άρχι­σε να φυσά ανάμεσα στα δέντρα. Το χάραμα ήταν πιο φωτεινό από πολλές προηγούμενες μέρες και ένα ανάλαφρο αεράκι από το Νότο άνοιξε τον ουρανό, χλωμό και καθαρό γύρω από τον ή­λιο που ανέτελλε. Ο Μιμ καθόταν ακίνητος και έδειχνε πεθα­μένος. Γιατί τώρα τα βαριά του βλέφαρα ήταν κλειστά και το πρωινό φως τον έδειχνε ρυτιδωμένο και �αρωμένo από τα γηρα­τειά. Ο Τούριν στάθηκε μπροστά του και τον κοίταξε.

« Υπάρχει αρκετό φως τώρα», είπε. Τότε ο Μιμ άνοιξε τα μάτια του κι έδειξε τα δεσμά του. Και

όταν τον έλυσαν, μίλησε άγρια. «Μάθετε αυτό που θα σας πω, ανόητοι!» είπε. «Ποτέ μη δέ­

νετε έναν Νάνο! Δεν θα σας το συγχωρέσει. Δεν θέλω να πεθά­νω, αλλά γι' αυτό που κάνατε η καρδιά μου έχει φουντώσει. Ανα­καλώ την υπόσχεσή μου».

«Εγώ όμως όχι», είπε ο Τούριν. «Θα με οδηγήσεις στο σπίτι σου. Μέχρι τότε δεν θα μιλήσουμε για θάνατο. Αυτή είναι η δι­κή μου θέληση». Κοίταξε σταθερά στα μάτια το Νάνο και ο Μιμ δεν άντεξε. Πραγματικά, ελάχιστοι μπορούσαν να αψηφήσουν το βλέμμα του Τούριν όταν ήθελε κάτι ή ήταν οργισμένος. Γρήγορα γύρισε το κεφάλι του αλλού και σηκώθηκε.

126

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΝΟ ΜΙΜ

«Ακολούθησέ με, κύριε!» είπε, «Ωραία!» είπε ο Τούριν, «Τώρα όμως θα προσθέσω και τού­

το: Καταλαβαίνω την περηφάνια σου. Μπορεί να πεθάνεις, αλ­λά δεν θα σου ξαναβάλουμε δεσμά».

«Δεν θα πεθάνω», είπε ο Μψ. «Ελάτε όμως τώρα!» Και τους οδήγησε πίσω στο μέρος όπου τον είχαν πιάσει και τους έ­δειξε δυτικά. «Εκεί είναι το σπίτι μου!» είπε. «Το έχετε δει πολ­λές φορές φαντά�oμαι, γιατί είναι ψηλό. Σάρμπχουντ το λέγαμε πριν έρθουν τα Ξωτικά και αλλάξουν όλα τα ονόμαΤα». Τότε εί­δαν ότι έδειχνε το Άμον Ρουδ, τον Φαλακρό Λόφο, που το γυ­μνό κεφάλι του κατόπτευε πολλές λεύγες της ερημιάς.

«Το έχουμε δει, αλλά ποτέ από κοντά», είπε ο Αντρόγκ. «Γιατί ποιο ασφαλές κρησφύγετο μπορεί να βρίσκεται εκεί ή νε­ρό ή οτιδήποτε άλλο xρεια�όμαστε; Το φαντάστηκα ότι ήταν κά­ποιο κόλπο. Μπορείς να κρυφτείς στην κορυφή ενός λόφου;»

«Το να βλέπεις μακριά μπορεί να σε προστατεύει καλύτερα από το να κρύβεσαι», είπε ο Τούριν. «Το Άμον Ρουδ βλέπει μα­κριά και παντού. Λοιπόν, Μψ, θα έρθω και θα δω τι έχεις να μας δείξεις. Πόσο θα πάρει σ' εμάς, τους Ανθρώπους, που σκου­ντουφλάνε, να φτάσουμε εκεί;»

«Όλη τη μέρα μέχρι το σούρουπο, αν ξεκινήσουμε τώρα» , α­πάντησε ο Μψ.

Γρήγορα η ομάδα κίνησε προς τα δυτικά και ο Τούριν προχω­ρούσε μπροστά με τον Μψ δίπλα του. Περπατούσαν προσεκτι­κά όταν βγήκαν από το δάσος, αν και όλη η περιοχή έδειχνε ά­δεια και ήσυχη. Πέρασαν τα πεσμένα βράχια και άρχισαν να α­νεβαίνουν. Γιατί το Άμον Ρουδ βρισκόταν στην ανατολική άκρη από τα ψηλά ρεικοτόπια ανάμεσα στις κοιλάδες του Σίριον και του Νάρογκ, και πάνω από τον πετρώδη χερσότοπο η κορυφή του λόφου υψωνόταν τριακόσια μέτρα και παραπάνω. Στην

127

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α Τ ΟΥ ΧΟΥΡ Ι Ν

ανατολική πλευρά μια έκταση με κομματιασμένα βράχια ανέ­βαινε αργά μέχρι τις ψηλές ράχες ανάμεσα σε μπερδεμένες συ­στάδες από σημύδες και σόρβους και αρχαία αγκαθόδεντρα ρι­�ωμένα πάνω στην πέτρα. Πιο πέρα. στους τυρφώνες και στις χαμηλότερες πλαγιές του Άμον Ρουδ, φύτρωναν συστάδες από άεγκλος. Όμως. το γκρίζο κεφάλι του γινόταν απότομα γυμνό με μόνο το κόκκινο σέρεγκον να ντύνει την πέτρα.

Καθώς έφευγε το απόγευμα. οι παράνομοι πλησία�αν στα ρι­�ά του λόφου. Έρχονταν τώρα από τα βόρεια, γιατί έτσι τους εί­χε οδηγήσει ο Μιμ. και το φως του ήλιου που έδυε. έπεφτε στην κορυφή του Άμον Ρουδ και το σέρεγκον ήταν ολάνθιστο.

«Κοιτάξτε! Υπάρχει αίμα στην κορυφή του λόφου». είπε ο Αντρόγκ.

«Όχι ακόμη». απάντησε ο Τούριν.

Ο ήλιος χαμήλωνε και το φως λιγόστευε στα κοιλώματα. Ο λόφος υψωνόταν τώρα μπροστά τους και από πάνω τους, και α­ναρωτήθηκαν γιατί να 'χουν ανάγκη από οδηγό για έναν τόσο φα­νερό προορισμό. Αλλά καθώς συνέχισε να τους οδηγεί ο Μιμ και άρχισαν να ανεβαίνουν τις τελευταίες απότομες πλαγιές, αντι­λήφθηκαν ότι αυτός ακολουθούσε κάποιο μονοπάτι που του το έδειχναν μυστικά σημάδια ή κάποια παλιά συνήθεια. Τώρα η πο­ρεία τους έκανε συνέχεια ελιγμούς εδώ κι εκεί και. αν Koίτα�αν δίπλα τους. έβλεπαν και στις δυο μεριές σκοτεινούς λόγγους και φαράγγια να χάσκουν ή τη γη να κατεβαίνει σε γυμνές βραχώ­δεις εκτάσεις, με γκρεμούς και τρύπες γεμάτες βάτα και αγκά­θια. Χωρίς οδηγό μπορεί να πάλευαν και να σκαρφάλωναν επί μέρες μέχρι να βρουν δρόμο.

Τελικά έφτασαν σε πιο απότομο αλλά πιο ομαλό έδαφος. Πέ­ρασαν κάτω από σκιές αρχαίων σόρβων και βγήκαν σε περά­σματα με μακροπόδαρα αέΥκλος: μια σκοτεινιά γεμάτη γλυκιά

128

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΝΟ ΜΙΜ

οσμή. Ξαφνικά αντίκρισαν μπροστά τους τα τοιχώματα ενός βράχου, επίπεδα κι απότομα, ίσως δεκαπέντε μέτρα ψηλά, αλλά το σούρουπο σκοτείνισ.ζε τον ουρανό και ήταν δύσκολο να υπο­λογίσουν.

«Αυτή είναι η πόρτα του σπιτιού σου;» είπε ο Τούριν. «Λέ­νε ότι οι Νάνοι αγαπούν την πέτρα». Πλησίασε περισσότερο τον Μιμ μήπως και αντιληφθεί κάποιο τέχνασμά του την τελευταία στιγμή.

«Οχι η πόρτα του σπιτιού, αλλά η πύλη της αυλής», απά­ντησε ο Μιμ. Κατόπιν έστριψε δεξιά, μπροστά από τη ρίζα του γκρεμού, και μετά από είκοσι βήματα ξαφνικά σταμάτησε. Και ο Τούριν είδε ότι από έργο χεριών ή του καιρού υπήρχε μια σχισμή με τέτοιο σχήμα, που και οι δυο πλευρές του τοιχώματος αλλη­λοσκεπάζονταν και ανάμεσά τους υπήρχε ένα άνοιγμα που ει­σχωρούσε προς τα αριστερά. Η είσοδός του ήταν σκεπασμένη με μακριά αναρριχητικά φυτά που είχαν τις ρίζες τους σε ρωγμές α­πό πάνω, αλλά μέσα στο άνοιγμα διακρινόταν ένα απότομο πε­τρώδες μονοπάτι που ανηφόριζε μέσα στο σκοτάδι. Πάνω του στάλαζε νερό και είχε υγρασία.

Πέρασαν μέσα ένας-ένας και ανέβηκαν. Στην κορυφή το μο­νοπάτι έστριβε δεξιά και νότια πάλι, και αφού πέρασαν μια συ­στάδα με αγκαθωτούς θάμνους, έφτασαν σε ένα πράσινο πλάτω­μα, απ' όπου το μονοπάτι συνέχιζε και χανόταν μέσα στις σκιές. Είχαν φτάσει στο σπίτι του Μιμ, το Μπαρ-εν-Νίμπιν-νόεγκ, που μόνο αρχαίες ιστορίες στο Ντόριαθ και το Νάργκοθροντ το θυ­μούνταν και κανείς Άνθρωπος δεν το είχε δει ποτέ. Έπεφτε όμως η νύχτα και στα ανατολικά είχαν βγει αστέρια και δεν μπορούσαν ακόμη να δουν το σχήμα αυτού του παράξενου μέρους.

Το Άμον Ρουδ ήταν στεφανωμένο με μια μεγάλη μάζα σαν α­τσάλινο κράνος από πέτρα με γυμνή επίπεδη κορυφή. Στη βορι­νή πλευρά του υψωνόταν ένα γείσωμα. επίπεδο και σχεδόν τε-

]29

�====�====�� -�

ΤΑ Π Α ΙΔ Ι Α Τ ΟΥ XOYPIN

τράγωνο, που δεν φαινόταν από κάτω. Γιατί πίσω του υψωνόταν η κορυφή του λόφου σαν τείχος και στα δυτικά και τα ανατολι­κά έπεφταν απότομοι γκρεμοί από το χείλος του. Μόνο από το βορρά, όπως είχαν έρθει, μπορούσε να φτάσει κανείς εύκολα αν ήξερε το δρόμο. Από την «πύλη» ξεκινούσε ένα μονοπάτι και πιο κάτω έμπαινε σε μια μικρή συστάδα καχεκτικές σημύδες που φύτρωναν γύρω από μια καθαρή λίμνη πάνω στο βράχο. Την τροφοδοτούσε μια πηγή στις ρίζες του βράχου από πίσω, και μέ­σω ενός ρυακιού χυνόταν σαν λευκό νήμα από το δυτικό χείλος του βράχου. Πίσω από το χώρισμα των δέντρων, κοντά στην πη­γή, ανάμεσα σε δυο ψηλά αντερείσματα από βράχο, διακρινόταν μια σπηλιά. Έδειχνε ρηχή, με μια χαμηλή σπασμένη αψίδα μπροστά. Αλλά πιο μέσα, κάτω από το λόφο, την είχαν βαθύνει και διευρύνει τα αργά χέρια των Μικρονάνων στα πολλά χρόνια που ζούσαν εκεί ανενόχλητοι από τα Γκρίζα Ξωτικά του δάσους.

Προχωρώντας μέσα στο βαθύ σούρουπο με τον Μψ μπροστά, πέρασαν δίπλα απ' τη λίμνη, όπου τώρα καθρεφτίζονταν αμυδρά τ' αστέρια ανάμεσα στις σκιές από τα κλαδιά των σημύδων. Στο στόμιο της σπηλιάς ο Μψ γύρισε και υποκλίθηκε στον Τούριν.

«Πέρνα, κύριε!» είπε. «Το Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ, το Σπίτι των Λύτρων. Γιατί έτσι θα ονομάζεται τώρα».

«Μπορεί», είπε ο Τούριν. «Αλλά θα το δω πρώΤα». Μετά μπήκε μέσα με τον Μψ και οι άλλοι, βλέποντας ότι δεν φοβά­ται, ακολούθησαν από πίσω, ακόμη και ο Αντρόγκ, που ήταν ο πιο καχύποπτος με τον Νάνο. Γρήγορα βρέθηκαν μέσα σε πηχτό σκοτάδι. Αλλά ο Μψ χτύπησε τα χέρια του και ένα μικρό φως εμφανίστηκε σε μια γωνιά. Από ένα πέρασμα στο πίσω μέρος της εξωτερικής σπηλιάς φάνηκε ένας άλλος Νάνος που κρατού­σε έναν μικρό δαυλό.

«Χα! Αστόχησα, όπως φοβόμουν!» είπε ο Αντρόγκ. Αλλά ο

\30

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΝΟ Μ ΙΜ

Μιμ μίλησε γρήγορα με τον άλλο Νάνο στη δική τους τραχιά γλώσσα και, δείχνοντας ταραγμένος ή θυμωμένος από αυτά που άκουσε, έτρεξε στο διάδρομο και εξαφανίστηκε. Τώρα ο Αντρόγκ ήθελε να ορμήσουν.

«Να επιτεθούμε πρώτοι!» φώναξε. «Μπορεί να υπάρχει ο­λόκληρη σφηκοφωλιά από δαύτους. Αλλά είναι μικροί».

«Τρεις μόνο, φαντά�oμαι», είπε ο Τούριν. Και προχώρησε πρώτος, ενώ πίσω του περπατούσαν οι παράνομοι ψηλαφώντας τα τραχιά τοιχώματα του διαδρόμου. Πολλές φορές έστριψαν, συναντώντας απότομες γωνίες. Αλλά επιτέλους ένα αδύναμο φως φάνηκε μπροστά και έφτασαν σε μια μικρή αλλά ψηλή αί­θουσα, αμυδρά φωτισμένη με λάμπες που κρέμονταν από τη σκιά της οροφής με λεπτές αλυσίδες. Ο Μιμ δεν ήταν εκεί, αλ­λά ακουγόταν η φωνή του, και ο Τούριν, οδηγημένος από αυτήν, έφτασε στην πόρτα ενός θαλάμου στο πίσω μέρος του τοίχου. Koιτά�oντας μέσα, είδε τον Μιμ γονατισμένο στο έδαφος. Δίπλα του στεκόταν σιωπηλός ο Νάνος με το δαυλό. Και πάνω σ' ένα πέτρινο κρεβάτι στο βάθος κειτόταν ένας άλλος. «Κιμ, Κιμ, Κιμ!» θρηνούσε ο γερο-Νάνος ξερι�ώνoντας τη γενειάδα τού.

«Δεν αστόχησαν όλες σου οι βολές», είπε ο Τούριν στον Αντρόγκ. «Αυτή όμως που πέτυχε το στόχο της μπορεί να απο­δειχτεί κακότυχη. Εξαπολύεις τα βέλη σου πολύ αβασάνιστα. Αλλά μπορεί να μη �ήσεις αρκετά για να αποκτήσεις σύνεση,>.

Αφήνοντας τους άλλους. ο Τούριν μπήκε ανάλαφρα και στά­θηκε πίσω από τον Μιμ και του μίλησε.

«Τι συμβαίνει, άρχοντα;» είπε. «Γνωρί�ω μερικές θεραπευτι­κές τέχνες. Μπορώ να σε βοηθήσω;»

Ο Μιμ γύρισε το κεφάλι του και τα μάτια του είχαν ένα κόκ­κινο φως.

«Όχι, εκτός αν μπορείς να γυρίσεις πίσω το χρόνο και να κό­ψεις τα άσπλαχνα χέρια των αντρών σοω>, απάντησε. «Αυτός

131

ΤΑ ΠΑΙΔ Ι Α ΤΟΥ XOYPJN

είναι ο γιος μου. Δέχτηκε ένα βέλος στο στήθος. Τώρα είναι πέ­ρα από κάθε τέχνη. Πέθανε τη δύση. Τα δεσμά σας δεν με άφη­σαν να έρθω για να τον θεραπεύσω».

Και πάλι ο οίκτος που είχε πετρώσει από καιρό ανάβλυσε μέ­σα στην καρδιά του Τούριν σαν νερό από βράχο.

«Αλίμονο!» είπε. «Αν μπορούσα θα γυρνούσα πίσω αυτό το βέλος. Τώρα Mπαρ-εν-Nτrινγoυεδ, Οίκος των Λύτρων, θα ονο­μrι�εται εδώ στ' αλήθεια. Γιατί είτε μείνουμε εδώ είτε όχι. θεωρώ τον εαυτό μου υποχρεωμένο απέναντί σου. Και αν αποκτήσω πο­τέ πλούτη, θα σε πληρώσω ένα vτάνyoυεδ βαρύ χρυσό για το γιο σου, ως ένδειξη θλίψης. έστω και αν αυτό δεν θα δώσει χαρά στην καρδιά σου».

Τότε ο Μιμ σηκώθηκε και κοίταξε για ώρα τον Τούριν. «Σε ακούω». είπε. «Μιλάς σαν τους άρχοντες νάνους του

παλιού καιρού. Και εξαιτίας αυτού νιώθω θαυμασμό. Τώρα η Kαρδιrι μου έχασε την οργή της. έστω και αν δεν είναι χαρούμε­νη. Γι' αυτό θα πληρώσω τα δΙKrι μου λύτρα: μπορείτε να μείνε­τε εδώ αν θέλετε. Αλλά θα προσθέσω και τούτο: εκείνος που ε­ξαπέλυσε το βέλος θα σπάσει το τόξο του και τα βέλη του και θα τα βάλει στα πόδια του γιου μου. Και δεν θα ξαναπιrισει πο­τέ ούτε βέλος ούτε τόξο. Αν πιάσει. θα πεθάνει απ' αυτό. Αυτή την κατάρα του δίνω».

Ο Αντρόγκ φοβήθηκε όταν άκουσε για την κατάρα. Και. πα­ρόλο που το έκανε με μεγάλο θυμό, έσπασε το τόξο του και τα βέλη του και τα έβαλε στα πόδια του νεκρού Νάνου. Όμως κα­θώς έβγαινε από το θάλαμο, κοίταξε με κακία τον Μιμ και μουρ­μούρισε:

«Η κατάρα νάνου δεν πεθαίνει ποτέ. λένε. Μπορεί να βγει όμως και η κατάρα ανθρώπου. Είθε να πεθάνει από βέλος στο λαιμό του!»

132

Π Α Τ ΟΝ ΝΑΝΟ Μ ΙΜ

Εκείνη τη νύχτα έμειναν στην αίθουσα της σπηλιάς και κοι­μήθηκαν ανήσυχα από τους θρήνους του Μιμ και του Ίμπουν, του άλλου γιου του, Πότε σταμάτησαν οι θρήνοι δεν κατάλαβαν, αλλά όταν ξύπνησαν επιτέλους, οι Νάνοι δεν ήταν εκεί και ο θά­λαμος ήταν κλειστός με μια πέτρα, Η μέρα ήταν καλή πάλι και μέσα στην πρωινή λιακάδα οι παράνομοι πλύθηκαν στη λίμνη και έφτιαξαν ό,τι βρήκαν για φαγητό, Και καθώς έτρωγαν, ήρθε ο Μιμ, Υποκλίθηκε στον Τούριν,

«Έφυγε και όλα τέλειωσαν», είπε. «Είναι με τους προγόνους του. Τώρα θα στραφούμε στην όποια �ωή μάς έχει απομείνει. αν και οι μέρες που μας μένουν μπορεί να είναι λιγοστές. Σε ικανο­ποιεί το σπίτι του Μιμ; Πληρώθηκαν τα λύτρα και έγιναν απο­δεκτά;»

«Ναι», είπε ο Τούριν. «Τότε είναι δικό σου, για να κατοικείς εδώ όπου θέλεις, εκτός

από το θάλαμο που είναι κλειστός κανείς δεν θα τον ανοίγει εκτός από μένω>.

«Σε ακούμε». είπε ο Τούριν. «Αλλά όσο για τη �ωή μας εδώ. είμαστε ασφαλείς, ή έτσι φαίνεται τουλάχιστον. Όμως xρεια�ό­μαστε τρόφιμα και διάφορα άλλα πράγματα. Πώς θα βγαίνουμε έξω και, ακόμη πιο σημαντικό, πώς θα επιστρέφουμε;»

Άκουσαν ανήσυχοι τον Μιμ να γελά. «Φοβάστε μήπως ακολουθήσατε την αράχνη στην καρδιά

του ιστού της;» είπε. «Οχι, ο Μιμ δεν τρώει ανθρώπους. Και η αράχνη δύσκολα θα τα έβγα�ε πέρα με τριάντα σφήκες μα�ί. Βλέπετε, εσείς είστε οπλισμένοι κι εγώ είμαι εδώ άοπλος. Όχι, πρέπει να μοιραστούμε εσείς κι εγώ: σπίτι, τρόφιμα και φωτιά, και ίσως άλλα κέρδη. Το σπίτι. φαντά�oμαι, θα το φρουρείτε και θα το κρατάτε μυστικό για δικό σας καλό, ακόμη και όταν μάθε­τε τις εισόδους και τις εξόδους. Θα τις μάθετε με τον καιρό. Αλλά στο μεταξύ θα πρέπει να σας οδηγεί ο Μιμ, ή ο Ίμπουν ο

133

Τ Α Π Α ΙΔ Ι Α ΤΟΥ Χ ΟΥ Ρ Ι Ν

γιος του, όταν βγαίνετε έξω, Και αυτός θα πηγαίνει όπου πηγαί­νετε και θα επιστρέφει όταν επιστρέφετε -ή θα σας περιμένει σε κάποιο σημείο που θα γνωρίζετε και θα μπορείτε να το βρεί­τε χωρίς οδηγό, Όλο και πιο κοντά θα είναι αυτό το σημείο, φα­ντάζομαι»,

Ο Τούριν συμφώνησε σε αυτό και ευχαρίστησε τον Μιμ και οι περισσότεροι άντρες του χάρηκαν, Γιατί κάτω από τον πρωινό ήλιο, ενώ το καλοκαίρι ήταν ακόμη στο ζενίθ του, έδειχνε ωραίο μέρος για να ζήσεις, Μόνο ο Αντρόγκ ήταν δυσαρεστημένος,

«Όσο πιο γρήγορα κανονίζουμε μόνοι μας τις κινήσεις μας, τόσο το καλύτερο», είπε, «Δεν έχουμε ξαναπάρει ποτέ ως τώρα μαζί στις επιχειρήσεις μας έναν αιχμάλωτο που να μας μισεί »,

Εκείνη τη μέρα ξεκουράστηκαν και καθάρισαν τα όπλα τους και επιδιόρθωσαν τα πράγματά τους, Γιατί είχαν τρόφιμα για μια-δυο μέρες ακόμη και ο Μιμ πρόσθεσε κι άλλα σε αυτά που είχαν, Τους δάνεισε τρεις μεγάλες χύτρες και ξύλα για τη φωτιά., Κι έβγαλε έξω ένα σάκο,

«ΣκουπίδΙα», είπε, «Δεν αξίζει τον κόπο να τα κλέψεις, Σκέ­τες άγριες ρίζες»,

Αλλά όταν πλύθηκαν οι ρίζες, έγιναν λευκές και σαρκώδεις με τις φλούδες τους, και όταν τις έβρασαν, ήταν καλό φαγητό' έ­μοιαζαν λίγο με ψωμΙ Και οι παράνομοι χάρηκαν, γιατί τους έ­λειπε πολύν καιρό το ψωμί, είχαν μόνο όταν κατάφερναν να το κλέψουν,

«Τα Άγρια Ξωτικά δεν τις ξέρουν, Τα Γκρίζα Ξωτικά δεν τις έχουν βρει, Οι περήφανοι πέρα από την Θάλασσα είναι πολύ πε­ρήφανοι για να σκαλίσουν», είπε ο Μιμ,

«Πώς λέγονται;» ρώτησε ο Τούριν, Ο Μιμ τον κοίταξε λοξά, «Δεν έχουν όνομα παρά μόνο στη γλώσσα των Νάνων και δεν

134

ΓΙΑ ΤΟ Ν ΝΑΝΟ ΜΙΜ

το λέμε», είπε. «Και δεν μασαίνουμε στους Ανσρώπους να τις βρίσκουν, γιατί οι Ά νσρωποι είναι άπληστοι και σπάταλοι και δεν σα σταματήσουν μέχρι να εξοντώσουν όλα τα φυτά. Ενώ τώρα τις προσπερνούν κασώς τριγυρίζουν σαν βλάκες μέσα στις ερημιές, Δεν σα μάσεις τίποτε άλλο από μένα. Μπορείς όμως να πάρεις τις δικές μου, φτάνει να μιλάς δίκαια και να μην κατασκοπεύεις ούτε να κλέβεις», Μετά γέλασε πάλι, «Έχουν μεγάλη αξία», εί­πε, «Πιο πολύ κι από χρυσάφι τον πεινασμένο χειμώνα, γιατί μπο­ρείς να τις αποσηκεύσεις όπως ο σκίουρος τα καρύδια, και είχα­με αρχίσει να συγκεντρώνουμε το απόσεμά μας από τότε που ω­ρίμασαν, Αλλά είστε ανόητοι αν νομίζατε ότι δεν σα απαρνιόμουν ένα μικρό φορτίο και μάλιστα για να σώσω τη ζωή μου».

«Ακούω τι λες», είπε ο Ούλραντ, που είχε κοιτάξει μέσα στο σάκο όταν έπιασαν τον Μιμ. «'Ομως δεν ήσελες να τον απαρνη­σείς και τα λόγια σου με κάνουν να απορώ ακόμη πιο πολύ».

Ο Μιμ γύρισε και τον κοίταξε σκοτεινά. «Είσαι ένας από τους ανόητους που δεν σα τους σρηνούσε η

άνοιξη αν χάνονταν το χειμώνα», του είπε. «Είχα δώσει το λόγο μου κι έτσι έπρεπε να επιστρέψω, είτε το ήσελα είτε όχι, είτε με σάκο είτε χωρίς, ώστε να μη σκεφτεί ό,τι σέλει ένας άνομος και άπιστος άνσρωπος! Αλλά δεν μου αρέσει να με χωρίζει απ' ό,ΤΙ είναι δικό μου η βία των φαύλων, έστω κι αν δεν είναι τίποτε πα­ραπάνω από ένα λουρί παπουτσιών. Καλά δεν συμάμαι πως τα χέρια σου ήταν ανάμεσα σ' εκείνα που με έδεσαν και έτσι με ε­μπόδισαν να ξαναμιλήσω με το γιο μου; Όταν σα μοιράζω το ψω­μί της γης από το απόσεμά μου, εσένα δεν σα σε μετρήσω, και αν το φας, σα το φας από γενναιοδωρία των συντρόφων σου, όχι δική μου».

Και ο Μιμ έφυγε, Αλλά ο Ούλραντ, που είχε τρομάξει με το συμό του, είπε πίσω απ' την πλάτη του:

«Περήφανα λόγια! Παρ' όλα αυτά, ο γερο-μασκαράς είχε άλ-

135

Τ Α Π Α Ι Δ Ι Α Τ ΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

λα πράγματα στο σάκο του, με παρόμοιο σχήμα αλλά πιο σκλη­ρά και βαριά. Μπορεί να υπάρχουν κι άλλα πράγματα στις ε­ρημιές εκτός από το ψωμί της γης, που δεν τα βρήκαν τα Ξωτι­κά και δεν πρέπει να τα ξέρουν οι Άνθρωποι!»

«Μπορεί να είναι έτσι», είπε ο Τούριν. «'Όμως ο Νcινος είπε την αλήθεια σ' ένα σημείο τουλάχιστον, όταν σε αποκάλεσε α­νόητο. Γιατί πρέπει να εKφρά�εις τις σκέψεις σου; Αν τα καλά λόγια σκαλώνουν στο λαιμό σου, η σιωπή θα εξυπηρετούσε τους σκοπούς όλων μας καλύτερα».

Η μέρα πέρασε ήσυχα και κανείς από τους παρανόμους δεν ήθελε να κατεβεί από το λόφο. Ο Τούριν περπάτησε πολύ στην πρό.σινη χλόη, από τη μια άκρη του γείσου ως την άλλη, και κοί­ταξε γύρω, ανατολικά., δυτικά και βόρεια, και θαύμασε που έ­βλεπε τόσο μακριά στην καθαρή ατμόσφαιρα. Στα βόρεια, σε παράξενα κοντινή φαινομενικά απόσταση. διέκρινε το δάσος του Μπρέθιλ ν' ανεβαίνει καταπράσινο γίιρω από το Άμον 'Όμπελ.

Έβλεπε πως τα μάτια του στρέφονταν πιο συχνά απ' όσο θα ή­θελε προς τα κει, αν και δεν ήξερε για ποιο λόγο -γιατί η καρ­διά του στρεφόταν μάλλον προς τα βορειοδυτικά. όπου πολλές λεύγες μακριά στις παρυφές του ουρανού του φαινόταν ότι δια­κρίνει τα 'Όρη της Σκιάς και τα σύνορα της πατρίδας του. 'Όμως το βράδυ ο Τούριν Koίτα�ε δυτικά, το ηλιοβασίλεμα, καθώς ο ή­λιος χαμήλωνε κόκκινος μέσα στην ομίχλη, πάνω από μακρινές ακτές, και ανάμεσα απλωνόταν η Κοιλάδα του Νάρογκ βου­λιαγμένη στις σκιές.

Έτσι άρχισε η παραμονή του Τούριν, γιου του Χούριν, στην κατοικία του Μιμ. το Μπαρ-Εντάιν-Ντάνγουεδ, το Σπίτι των Λύτρων.

Για ένα μεγάλο διάστημα η �ωή των παρανόμων κυλούσε έτσι

136

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΝΟ Μ ΙΜ

όπως ήθελαν. Η ΤΡαΡή δεν τους έλειπε και είχαν καλό καταφύ­γιο. �εστό και στεγνό. και ο χώρος έφτανε και περίσσευε. Γιατί α­νακάλυψαν ότι οι σπηλιές θα μπορούσαν να στεγάσουν εκατό ή και παραπάνω άτομα αν xρεια�όταν. Υπήρχε άλλη μια μικρότερη αίθουσα πιο βαθιά προς τα μέσα. Στη μια πλευρά είχε ένα τtάκι με καπνοδόχο που ανέβαινε περνώντας μέσα από το βράχο σ' έ­να άνοιγμα καλά κρυμμένο μέσα σε μια ρωγμή στη λαΡοπλαγιά. Υπήρχαν επίσης πολλοί άλλοι θάλαμοι που ξεκινούσαν από τις κύριες αίθουσες ή από το πέρασμα ανάμεσά τους. μερικοί για διαμονή και άλλοι για εργαστήρια ή αποθήκες. Ο Μιμ ήξερε την τέχνη της αποθήκευσης καλύτερα απ' αυτούς και είχε πολλά δο­χεία και κιβώτια από πέτρα και ξύλο που έδειχναν πολύ παλιά. Όμως οι περισσότεροι θάλαμοι ήταν τώρα άδειοι: στα οπλοστά­σια κρέμονταν τσεκούρια και άλλα όπλα σκουριασμένα και σκο­νισμένα, τα ράφια και οι σκευοθήκες ήταν άδεια και τα καμίνια σβηστά. Εκτός από ένα μικρό δωμάτιο δίπλα στην εσωτερική αί­θουσα με ένα τtάκι που έβγαινε στο ίδιο {ινοιγμα με το τtάκι της αίθουσας. Εκεί ο Μιμ δούλευε μερικές φορές, αλλά δεν άφηνε άλλους να μπουν. Και δεν τους είπε το μυστικό μιας κρυφής σκά­λας που οδηγούσε από το σπίτι του στην επίπεδη κορυφή τους Άμον Ρουδ. Αυτή την ανακάλυψε ο Αντρόγκ όταν έψαχνε πεινα­σμένος για τις αποθήκες ΤΡαΡίμων του Μιμ και χάθηκε μέσα στις σπηλιές. Αλλά κράτησε την ανακάλυψη για τον εαυτό του.

Όλη την υπόλοιπη χρονιά δεν έκαναν άλλες επιδρομές και αν κατέβαιναν από το λόφο για κυνήγι ή για να μαζέψουν τρόφιμα, το έκαναν συνήθως σε μικρές ομάδες. Όμως για αρκετό καιρό τούς ήταν δύσκολο να βρουν το δρόμο της επισΤΡαΡής και, ε­κτός από τον Τούριν, δεν ήταν πάνω από έξι οι άντρες του που τον έμαθαν με σιγουριά. Παρ' όλα αυτά, βλέποντας ότι όσοι ή­ταν επιδέξιοι μπορούσαν να φτάσουν στο κρησφύγετό τους χω­ρίς τη βοήθεια του Μιμ, είχαν έναν φρουρό μέρα και νύχτα κο-

137

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

ντά στη ρωγμή του βόρειου τοιχώματος. Από το νότο δεν περί­μεναν εχθρούς, ούτε υπήρχε φόβος να αναρριχηθεί κανείς στο Άμον Ρουδ από αυτή την κατεύθυνση. Αλλά τη μέρα είχαν τις περισσότερες φορές στην κορυφή του λόφου έναν φρουρό που μπορούσε να δει γύρω προς όλες τις κατευθύνσεις. Όσο απότο­μες κι αν ήταν οι λοφοπλαγιές, ήταν δυνατό να ανεβεί κανείς στην κορυφή, γιατί στα ανατολικά από το στόμιο της σπηλιάς υ­πήρχαν πελεκημένα σκαλοπάτια μέχρι τις πλαγιές απ' όπου μπορούσε να φτάσει χωρίς βοήθεια.

Έτσι προχωρούσε η χρονιά χωρίς δεινά ή ανησυχίες. Όμως κα­θώς περνούσαν οι μέρες και η λίμνη γινόταν γκρίζα και κρύα και οι σημύδες γυμνές και ξαναγύρισαν οι μεγάλες βροχές, ήταν α­ναγκασμένοι να περνούν πιο πολίι χρόνο μέσα στην σπηλιά. Τό­τε κουράστηκαν γρήγορα από το σκοτάδι κάτω από το λόφο ή α­πό το αμυδρό μισόφωτο στις αίθουσες. Και οι περισσότεροι πί­στευαν ότι η ζωή θα ήταν καλύτερη αν δεν τη μοιράζονταν με τον Μιμ. Πολύ συχνά ο Νάνος εμφανιζόταν από κάποια σκοτεινή γωνιά ή από κάποια πόρτα ενώ νόμιζαν ότι βρίσκεται αλλού. Και όσο ήταν κοντά τους ο Μιμ, τους έπιανε μια ανησυχία. Άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους ψιθυριστά.

Όμως, -κι αυτό τους φαινόταν παράξενο--, με τον Τούριν γι­νόταν το αντίθετο. Ήταν όλο και πιο φιλικός με το γερο-Νάνο και άκουγε όλο και πιο πολύ τις συμβουλές του. Το χειμώνα που ακολούθησε καθόταν πολλές ώρες με τον Μιμ και άκουγε τις γνώσεις του και τις ιστορίες της ζωής του. Και ο Τούριν δεν τον επέπληττε αν μιλούσε άσχημα για τους Έλνταρ. Ο Μιμ έδειχνε ικανοποιημένος και σε αντάλλαγμα έδειχνε μεγάλη εύνοια στον Τούριν. Μόνο αυτόν άφηνε να μπει στο θά.λαμο του σιδηρουρ­γείου κι εκεί κάθονταν και μιλούσαν σιγανά.

Αλλά όταν πέρασε το φθινόπωρο, ο χειμ,;ινας τους πίεσε

138

ΓΙΑ ΤΟΝ ΝΑΝΟ ΜΙΜ

σκληρά. Πριν από το χειμερινό ηλιοστάσιο το χιόνι κατέβηκε α­πό το Βορρά βαρύτερο από όσο το είχαν ζήσει στις κοιλάδες των ποταμών. Εκείνη την εποχή, και όλο και περισσότερο όσο μεγά­λωνε η δύναμη της Άνγκμπαντ, οι χειμώνες χεφοτέρευαν στο Μπελέριαντ. Το Άμον Ρουδ σκεπάστηκε από παχύ στρώμα χιο­νιού και μόνο οι πιο ανθεκτικοί τολμούσαν να κατεβούν από το λόφο. Μερικοί αρρώστησαν και όλοι υπέφεραν από την πείνα.

Μια μέρα μέσα στο σούρουπο στη μέση του χειμώνα εμφα­νίστηκε ξαφνικά ανάμεσά τους ένας Άνθρωπος, όπως φαινό­ταν, ψηλός και ογκώδης, ντυμένος με λευκό μανδύα και κου­κούλα. Είχε ξεφύγει από τους φρουρούς τους και ήρθε περπα­τώντας ως τη φωτιά τους αμίλητος. Πετάχτηκαν όλοι πάνω κι αυτός γέλασε κι έριξε πίσω την κουκούλα και είδαν ότι ήταν ο Μπέλεγκ ο Τοξότης. Κάτω από το φαρδύ μανδύα του είχε ένα μεγάλο σακίδιο με πολλά πράγματα για τη βοήθεια των αν­θρώπων.

Έτσι ο Μπέλεγκ γύρισε κοντά στον Τούριν, υπακούοντας στην αγάπη του αντί για τη σύνεσή του. Ο Τούριν χάρηκε πραγματι­κά, γιατί είχε μετανιώσει για το πείσμα του. Και τώρα είχε πραγ­ματοποιηθεί η επιθυμία της καρδιάς του χωρίς να χρειαστεί να ταπεινωθεί ή να υποχωρήσει. Αλλά αν ο Τούριν χάρηκε, δεν έγι­νε το ίδιο με τον Αντρόγκ και με μερικούς άλλους της συμμο­ρίας. Αυτοί πίστευαν ότι είχε υπάρξει προσυνεννόηση ανάμεσα στον Μπέλεγκ και τον αρχηγό τους, που την είχε κρατήσει κρυ­φή. Και ο Αντρόγκ τους παρακολουθούσε με ζήλια καθώς κά­θονταν ξέχωρα και μιλούσαν οι δυο τους.

Ο Μπέλεγκ είχε φέρει μαζί του το Κράνος του Χάντορ, γιατί πίστευε ότι μπορεί να 'κανε πάλι τη σκέψη του Τούριν ν' αψη­φήσει αυτήν τη ζωή που έκανε στις ερημιές σαν αρχηγός μιας α­σήμαντης συμμορίας.

«Αυτό που σου φέρνω πίσω είναι δικό σου», είπε στον Τούριν

139

ΤΑ ΠΑΙΔ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡ Ι Ν

βγάζοντας το κράνος. «Το άφησες στη φύλαξή μου στους βό� ρειους βάλτους, αλλά δεν το ξέχασες, ελπίζω».

«Σχεδόν», απάντησε ο Τούριν. «Δεν θα ξαναγίνει όμως αυ� τό». Και απόμεινε σιωπηλός κοιτάζοντας μακριά με τα μάτια της σκέψης του, μέχρι που ξαφνικά είδε να γυαλίζει κάτι άλλο στα χέρια του Μπέλεγκ. Ήταν το δώρο της Μέλιαν. Αλλά τα αση� μένια φύλλα έδειχναν κόκκινα στο φως της φωτιάς και όταν ο Τούριν είδε τη σφραγίδα, τα μάτια του σκοτείνιασαν.

«Τι έχεις εκεί;» είπε. «Το μεγαλύτερο δώρο που μπορεί να δώσει κάποια που σ' α�

γαπά πολύ», απάντησε ο Μπέλεγκ. «Αυτό είναι λέμπας ινΈλιδ, το ψωμί των Έλ νταρ, που κανείς άνθρωπος δεν έχει γευτεί ως τώρα».

«Το κράνος των πατέρων μου το παίρνω με καλή διάθεση αφού το φύλαξες», είπε ο Τούριν. «Αλλά δεν θα δεχτώ δώρα από το Ντόριαθ».

«Τότε στείλε πίσω το σπαθί και τα όπλα σου», είπε ο Mπέ� λεγκ. «Στείλε πίσω επίσης τη διδασκαλία και την ανατροφή της νιότης σου. Και άφησε τους άντρες σου, που, όπως λες, ήταν πι� στοί, να πεθάνουν στην ερημιά για να ικανοποιηθεί το πείσμα σου! Όμως, αυτό το ψωμί των Έλνταρ ήταν δώρο όχι σ' εσένα αλλά σ' εμένα και μπορώ να το κάνω ό.τι θέλω. Μην το φας αν σκαλώνει στον λαιμό σου, άλλοι όμως μπορεί να είναι πιο πεινα� σμένοι και λιγότερο περήφανοι».

Τα μάτια του Τούριν άστραψαν, αλλά μόλις κοίταξε τον Mπέ� λεγκ καταπρόσωπο, η φωτιά μέσα τους έσβησε και έγιναν γKρί� ζα και με φωνή που μόλις ακουγόταν είπε:

«Απορώ, φίλε, πώς καταδέχεσαι να γυρίζεις πίσω σ' έναν τό� σο άξεστο. Από σένα θα πάρω ό,ΤΙ κι αν δώσεις. ακόμη και επί� πληξη. Στο εξής θα με συμβουλεύεις σε όλα, εκτός από το δρό� μο για το Ντόριαθ».

]40

ΚΕΦΑΛΑΙΟ νι]]

Η Γ Η ΤΟΥ ΤΟΞΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΝΟΥΣ

Τις μέρες που ακολούθησαν ο Μπέλεγκ έκανε πολλά για το κα­λό της Ομάδας. Φρόντισε εκείνους που ήταν τραυματισμένοι ή άρρωστοι και θεραπεύτηκαν γρήγορα. Γιατί εκείνες τις μέρες τα Γκρίtα Ξωτικά ήταν ακόμη ένας ανώτερος λαός που διέθετε με­γάλη δύναμη. σοφός σε ό.τι είχε σχέση με τη tωή και όλα τα tw­ντανά πλάσματα. Και παρόλο που ήταν κατώτεροι στις τέχνες και τη γνώση από τους Εξόριστους του Βάλινορ, κατείχαν πολ­λές τέχνες πέρα από τη σφαίρα των Ανθρώπων. Επί πλέον ο Μπέλεγκ ο Τοξότης ήταν σπουδαίος ανάμεσα στο λαό του Ντό­ριαθ. Ήταν δυνατός και ανθεκτικός και έβλεπε μακριά όχι μόνο με τα μάτια αλλά και με τη σκέψη και, αν xρεια�όταν, ήταν γεν­ναίος στη μάχη, χρησιμοποιώντας όχι μόνο τα γοργά βέλη και το μακρύ του τόξο, αλλά και το μεγάλο σπαθί του, το Ανγκλάχελ.

141

ΤΑ Π Α Ι Δ ΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡ ΙΝ

Και το μίσος στην καρδιά του Μιμ όλο και μεγάλωνε' μισούσε ό­λα τα Ξωτικά, όπως έχουμε πει, και έβλεπε με φθόνο την αγάπη που είχε ο Τούριν για τον Μπέλεγκ.

Όταν πέρασε ο χειμώνας και ήρθε το ξύπνημα της φύσης και η άνοιξη, οι παράνομοι γρήγορα είχαν πιο σκληρή δουλειά να κά­νουν. Η ισχύς του Μόργκοθ ξαπλωνόταν και, σαν τα μακριά δά­χτυλα ενός χεριού που ψαχουλεύει, οι προπομποί του στρατού του διερευνούσαν τις εισόδους στο Μπελέριαντ.

Ποιος γνωρίζει τα σχέδια του Μόργκοθ; Όποιος μπορεί να μετρήσει την απλωσιά της σκέψης εκείνου που ήταν ο Μέλκορ, του ισχυρού ανάμεσα στους Άινουρ του Μεγάλου Τραγουδιού, που τώρα, σκοτεινός άρχοντας, καθόταν πάνω στο σκοτεινό του θρόνο στο Βορρά, ζυγιάζοντας με τη μοχθηρία του όλες τις ει­δήσεις που του έρχονταν, είτε από κατάσκοπο είτε από προδό­τη, βλέποντας με τα μάτια του νου του και καταλαβαίνοντας για τις πράξεις και τους σκοπούς των εχθρών του πιο πολλά από ό­σα φοβούνταν ακόμη και οι πιο συνετοί, με εξαίρεση τη Μέλιαν τη βασίλισσα. Σ' αυτήν απλώνονταν συχνά οι σκέψεις του, μα ε­κεί αποτύγχαναν στο σκοπό τους.

Εκείνη τη χρονιά, λοιπόν, έστρεψε την κακία του στις περιο­χές δυτικά του Σίριov, όπου υπήρχαν ακόμη δυνάμεις που του ε­ναντιώνονταν. Η Γκοντόλιν έστεκε ακόμη. αλλά ήταν κρυμμένη. Για το Ντόριαθ γνώριζε. αλλά δεν μπορούσε να εισβάλει ακόμη εκεί. Πιο μακριά ακόμη βρισκόταν το Νάργκοθροντ. για το οποίο κανείς από τους υπηρέτες του δεν είχε βρει ακόμη το δρόμο, έ­να όνομα που τους προκαλούσε φόβο. Εκεί ζούσε ο λαός του Φίνροντ με κρυμμένες δυνάμεις. Και μακριά από το Νότο, πέρα από τα λευκά δάση με σημύδες του Νίμπρεθιλ, από τα παράλια του Αρβέρνιεν και τις εκβολές του Σίριον, φήμες έρχονταν για τα Λιμάνια των Πλοίων. Δεν μπορούσε να φτάσει εκεί αν δεν έπε­φταν πρώτα όλα τα άλλα.

142

Η ΓΗ Τ Ο Υ Τ Ο Ξ Ο Υ Κ Α Ι Τ Ο Υ ΚΡ ΑΝΟΥΣ

Έτσι τώρα, ολοένα και περισσότεροι Ορκ κατέβαιναν από το Βορρά. Έρχονταν μέσα από το Άναχ, πήραν το Ντίμπαρ και λυ­μαίνονταν όλα τα βόρεια σύνορα του Ντόριαθ. Κατέβαιναν από τον αρχαίο δρόμο μέσα από τη μακριά στενωπό του Σίριον, περ­νούσαν το νησί όπου κάποτε στεκόταν η Μίνας Τίριθ του Φίν­ροντ και από κει διέσχιζαν τη γη ανάμεσα στον Μάλντουιν και τον Σίριον και, περνώντας από το δάσος του Μπρέθιλ, έφταναν στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Από κει ο παλιός δρόμος έμπαινε στη Φυλαγμένη Πεδιάδα και κατόπιν, περνώντας δίπλα από τους πρόποδες των υψιπέδων που κατόπτευαν το Άμον Ρουδ, κατέβαινε στην κοιλάδα του Νάρογκ και έφτανε τελικά στο Νάρ­γκοθροντ. Όμως οι Ορκ ακόμη δεν είχαν προχωρήσει πολύ σε αυτόν το δρόμο. Γιατί τώρα στις ερημιές υπήρχε ένας τρόμος κρυφός και πάνω στον κόκκινο λόφο υπήρχαν μάτια που έβλε­παν τα πάντα και που τίποτα δεν τους προειδοποιούσε γι' αυτά.

Εκείνη την άνοιξη ο Τούριν φόρεσε πάλι το Κράνος του Χά­ντορ και ο Μπέλεγκ ήταν χαρούμενος. Στην αρχή η ομάδα τους είχε λιγότερους από πενήντα άντρες, αλλά η τέχνη του Μπέ­λεγκ και η ανδρεία του Τούριν έκαναν τους εχθρούς τους να νο­μίζουν ότι πρόκειται για ολόκληρο στρατό. Κυνηγούσαν τους ανιχνευτές των Ορκ, κατασκόπευαν τα στρατόπεδά τους και, αν συγκεντρώνονταν για να περάσουν με μεγάλες δυνάμεις από κάποια στενά. πεταγόταν πίσω από τους βράχους ή από τη σκιά των δέντρων το Δρακοκράνος και οι άντρες του, ψηλοί και άγριοι. Γρήγορα οι αρχηγοί των Ορκ έτρεμαν και μόνο που ά­κουγαν το κέρας του στους λόφους και τρέπονταν σε φυγή πριν ακόμη σφυρίξει βέλος ή τραβηχτεί σπαθί.

Όπως ειπώθηκε, όταν ο Μιμ παρέδωσε τη μυστική κατοικία του στο Άμον Ρουδ στον Τούριν και την ομάδα του, απαίτησε ε­κείνος ο οποίος εξαπέλυσε το βέλος που σκότωσε το γιο του να

143

ΊΆ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

σπάσει το τόξο και τα βέλη του και να τα βάλει στα πόδια του Κιμ. Και αυτός ο άνθρωπος ήταν ο Αντρόγκ. Τότε ο Αντρόγκ με μεγάλο θυμό έκανε αυτό που ζήτησε ο Μιμ. Επί πλέον, ο Μιμ δήλωσε ότι ο Αντρόγκ δεν πρέπει να ξαναπιάσει τόξο και βέλος και τον καταράστηκε, αν πιάσει. να πεθάνει με αυτό τον τρόπο.

Την άνοιξη εκείνης της χρονιάς ο Αντρόγκ αψήφησε την κα­τάρα του Μιμ και πήρε πάλι το τόξο σε μια επιδρομή από το Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ. Και σε αυτή την επιδρομή τον χτύπησε έ­να δηλητηριασμένο βέλος των Ορκ και τον έφεραν πίσω ετοιμο­θάνατο και με δυνατούς πόνους. Αλλά ο Μπέλεγκ θερeιπευσε το τραύμα του. Και τώρα το μίσος που έτρεφε ο Μιμ για τον Μπέλεγκ μεγάλωσε ακόμη περισσότερο, γιατί με αυτό τον τρό­πΟ καθιστούσε ανεκπλήρωτη την κατάρα του. Όμως «θα τον δα­γκώσει πeιλι » , είπε.

Εκείνη τη ΧΡOνιeι σε όλα τα μήκη και τα πλάτη του Μπελέ­ριαντ απλώθηκε η φήμη, κάτω από δέντρα και πάνω από ρυά­κια και μέσα από τα περeισματα των λόφων. ότι το Τόξο και το Kρeινoς που είχαν πέσει στο Ντίμπαρ (όπως πίστευαν) εμφανί­στηκαν ξανά παρά τις όποιες ελπίδες. Τότε πολλοΙ και Ξωτικά και Άνθρωποι, που ήταν χωρίς αρχηγό, διωγμένοι αλλά απτόη­τοι, απομεινάρια από μeιχες και ήττες και εKτeισεις κατεστραμ­μένες, αναθάρρησαν πάλι και ήρθαν και αναζήτησαν τους Δύο Αρχηγούς, αν και κανείς δεν ήξερε ακόμη πού βρίσκεται το οχυ­ρό τους. Ο Τούριν δεχόταν ευχαρίστως όσους έρχονταν. αλλά ακολουθώντας τη συμβουλή του Μπέλεγκ δεν πήγαινε κανέ­ναν νεοφερμένο στο καταφύγιό του πeινω στο Άμον Ρουδ (που τώρα είχε ονομαστεί Έχαντ ι Σέντρυν. Στρατόπεδο των Πιστών). Ο δρόμος ήταν γνωστός μόνο στην Παλιά Ομάδα και κανείς eιλ­λος δεν γινόταν δεκτός. Όμως έφτιαξαν άλλα στρατόπεδα και ο­χυρά τριγύρω: στο δάσος ανατολικά ή στα υψίπεδα ή στις νότιες

144

Η ΓΗ Τ ΟΥ Τ Ο Ξ Ο Υ Κ ΑΙ Τ ΟΥ ΚΡΑΝΟΥΣ

φτέρες. από το Μέθεντ-εν-γκλαντ (<<το Τέλος του Δάσους»). νό­τια των Διαβάσεων του Τέιγκλιν. μέχρι το Μπαρ-έριμπ, μερικές λεύγες νότια του Άμον Ρουδ. στην κάποτε εύφορη γη ανr.μεσα στον Νάρογκ και τους Βάλτους του Σίριov. Από όλα αυτά τα μέ­ρη οι άντρες έβλεπαν την κορυφή του Άμον Ρουδ και με σήμα­τα λάβαιναν ειδήσεις και εντολές.

Με αυτό τον τρόπο, πριν περάσει το καλοκαίρι, ο Τούριν εί­χε αποκτήσει πολλούς άνδρες και οι δυνάμεις της Ά νγκμπαντ α­ναχαιτίστηκαν. Αυτό μαθεύτηκε ακόμη και στο Νάργκοθροντ και άρχισαν εκεί πολλοί να ανυπομονούν. λέγοντας ότι αν ένας παράνομος μπορεί να βλάψει τόσο πολύ τον Εχθρό, τι θα μπο­ρούσε να κάνει ο Κύριος του Νάρογκ. Αλλά ο Ορόντρεθ, βασι­λιάς του Νάργκοθροντ, δεν άλλα�ε τα σχέδιά του. Ακολουθού­σε σε όλα τον Θίνγκολ με τον οποίο αντάλλασσε αγγελιαφόρους μυστικά. Και ήταν συνετός άρχοντας, σύμφωνα με τη σοφία ε­κείνων που υπoλoγί�oυν πρώτα το λαό τους και το πόσο μπορούν να διατηρήσουν τη �ω11 τους και τα πλούτη τους, ενάντια στην απληστία του Βορρά. Έτσι δεν άφηνε κανέναν από τους υπηκό­ους του να πάνε στον Τούριν και έστειλε αγγελιαφόρους να του πουν πως ό,τι κι αν κάνει ή επινοήσει στο δικό του πόλεμο. δεν πρέπει να πατήσει το πόδι του στη γη του Νάργκοθροντ ούτε να οδηγήσει εκεί τους Ορκ. Όμως πρόσφερε άλλη βοήθεια εκτός της πολεμικής στους Δύο Αρχηγούς αν την xρειά�oνταν (και σ' αυτό πιστεύεται ότι ακολουθούσε τη συμβουλή του Θίνγκολ και της Μέλιαν).

Τότε ο Μόργκοθ συγκράτησε τις δυνάμεις του. αν και επιχει­ρούσε συχνά προσποιητές επιθέσεις, ώστε με τις εύκολες νίκες η σιγουριά των επαναστατών να γίνει υπερφίαλη, Και όντως έτσι έγινε. Γιατί ο Τούριν έδωσε τώρα το όνομα Ντορ-Κούαρθολ σε ό­λη την περιοχή ανάμεσα στον Τέιγκλιν και το δυτικό βάλτο του Ντόριαθ και, παίρνοντας την κυριαρχία της, έδωσε νέο όνομα

145

ΤΑ Π ΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

στον εαυτό του, Γκόρθολ, το Κράνος του Τρόμου. Και η καρδιά του έγινε αλα�oνΙKή. Και ο Μπέλεγκ σκεφτόταν ότι το Κράνος είχε διαφορετική επίδραση στον Τούριν από κείνη που ανέμενε. Και αναλoγι�όμενoς τις μέρες που έρχονταν, πρoβληματι�όταν.

Μια μέρα. καθώς αργοπερνούσε το καλοκαίρι, καθόταν μα�ί με τον Τούριν στο Έχαντ και ξεKoυρά�oνταν μετά από μια π(}­λύωρη συμπλοκή και πορεία. Ο Τούριν είπε στον Μπέλεγκ:

«Γιατί είσαι θλιμμένος και σκεφτικός; Δεν πηγαίνουν όλα κα­λά από τότε που γύρισες κοντά μου; Δεν αποδείχτηκε καλός ο σκοπός μου; »

« Ολα πάνε καλά τώρω>. είπε ο Μπέλεγκ. «Οι εχθροί μας εί­ναι ακόμη αιφνιδιασμένοι και φοβισμένοι. Και οι μέρες μπροστά μας θα είναι καλές -για λίγο ακόμη,>.

«Και μετά; » είπε ο Τούριν. «Μετά χειμώνας» , απάντησε ο Μπέλεγκ. «Και μετά άλλη

μια χρονιά. για όσους �ήσoυν να τη δουν» . «Και μετά; » «Η οργή της Ά νγκμπαντ. Κάψαμε τα ακροδάχτυλα του Μαύ­

ρου Χεριού -τίποτα παραπάνω. Δεν θα κάνει πίσω». «Όμως η οργή της Ά νγκμπαντ δεν είναι ακριβώς ο σκοπός

και η χαρά μας; » είπε ο Τούριν. «Τι άλλο θα Όελες να κάνω; » «Ξέρεις πολύ καλά» , απάντησε ο Μπέλεγκ. «Αλλά γι' αυ­

τόν το δρόμο μου έχεις απαγορεύσει να μιλώ. Άκουσέ με τώρα όμως. Ο βασιλιάς ή αρχηγός μιας μεγάλης στρατιάς έχει πολλές ανάγκες. Πρέπει να έχει ένα ασφαλές καταφύγιο. Και πρέπει να έχει πλούτο και πολλούς που η δουλειά τους να μην είναι ο πό­λεμος. Με τους πολυάριθμους έρχεται και η ανάγκη για τρόφι­μα. περισσότερα από όσα μπορεί να δώσει η γη στους κυνηγούς. Και έτσι χάνεται η μυστικότητα. Το Άμον Ρουδ είναι καλό μέρος για λίγους -έχει μάτια και αυτιά. Αλλά είναι ξεμοναχιασμένο και φαίνεται από μακριά. Και δεν xρειά�εται μεγάλη δύναμη για να

146

Η ΓΗ ΤΟΥ ΤΟΞΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡ Α Ν Ο Υ Σ

περικυκλωθεί -εκτός αν το υπερασπί�εται ένας στρατός πολύ μεγαλύτερος απ' αυτόν που διαθέτουμε τώρα ή κι από όσον μπα­ρούμε να διαθέσουμε ποτέ» .

«Παρ' όλα αυτά, θέλω να είμαι αρχηγός του δικού μου στρα­τού» , είπε ο Τούριν. «Και αν πέσω, τότε θα πέσω. Εδώ βρίσκα­μαι στο δρόμο του Μόργκοθ. και όσο είμαι εδώ, δεν μπορεί να χρησιμοποιήσει τον δρόμο προς Νότο>>.

Η είδηση για το Δρακοκράνος στη γη δυτικά του Σίριον έ­φτασε γρήγορα στα αυτιά του Μόργκοθ και γέλασε, γιατί τώρα ο Τούριν του είχε αποκαλυφθεί πάλι. αφού για τόσον καιρό τον είχε χάσει μέσα στις σκιές και κάτω από τα πέπλα της Μέλιαν. Άρχισε όμως να φοβάται ότι ο Τούριν θα αποκτούσε τόσο μεγά­λη δύναμη, που η κατάρα που είχε ρίξει πάνω του θα ακυρωνό­ταν και ο ίδιος θα ξέφευγε από την καταδίκη που είχε σχεδιάσει γι' αυτόν ή, αλλιώς. ότι θα επέστρεφε στο Ντόριαθ και θα τον έχανε πάλι. Έτσι τώρα ήθελε να συλλάβει τον Τούριν και να τον βασανίσει όπως τον πατέρα του. να τον κάνει να υποφέρει και να τον υποδουλώσει.

Ο Μπέλεγκ είχε δίκιο όταν είπε στον Τούριν ότι απλώς είχαν κάψει τα δάχτυλα του Μαύρου Χεριού και ότι εκείνο δεν θα υ­ποχωρούσε. Όμως ο Μόργκοθ έκρυψε τα σχέδιά του και για ένα διάστημα αρκέστηκε να στέλνει τους πιο ικανούς ανιχνευτές του. Και πριν περάσει πολύς καιρός. το Άμον Ρουδ ήταν περι­κυκλωμένο από κατασκόπους που καραδοκούσαν απαρατήρητοι στην περιοχή και δεν έκαναν καμιά κίνηση ενάντια στις ομάδες των ανθρώπων που έμπαιναν και έβγαιναν.

Αλλά ο Μιμ είχε αντιληφθεί την παρουσία Ορκ στις περιοχές γύρω από το Άμον Ρουδ και το μίσος που είχε για τον Μπέλεγκ οδήγησε τώρα τη σκοτεινιασμένη καρδιά του σε μια μοχθηρή α­πόφαση. Μια μέρα προς από το τέλος της χρονιάς είπε

147

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

στους άντρες στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ ότι πηγαίνει με το γιο του τον Ίμπουν να ψάξει για ρίζες για το χειμωνιάτικο απόθεμά τους. Αλλά ο πραγματικός σκοπός του ήταν να αναζητήσει τους υπηρέτες του Μόργκοθ και να τους οδηγήσει στο κρησφύγετο του Τούριν.*

Παρ' όλα αυτά προσπάθησε να θέσει κάποιους όρους στους Ορκ, που γέλασαν μαζί του. αλλά ο Μιμ τους είπε ότι δεν ξέρουν τίποτα αν πιστεύουν ότι θα μπορέσουν να μάθουν κάτι βασανί­ζοντας έναν Μικρονάνο. Τότε τον ρώτησαν ποιοι μπορεί να είναι αυτοί οι όροι και ο Μιμ κατέθεσε τις απαιτήσεις του: να τον πλη­ρώσουν το βάρος κάθε άντρα που θα πιάσουν ή θα σκοτώσουν σε σίδηρο, το δε βάρος του Τούριν και του Μπέλεγκ σε χρυσό. Το σπίτι του, όταν θα απαλλαχτεί από τον Τούριν και την ομάδα του, να το αφήσουν στον ίδιο χωρίς να το πειράξουν. Να αφή­σουν τον Μπέλεγκ εκεί δεμένο για να ασχοληθεί μαζί του ο Μιμ. Και να αφήσουν ελεύθερο τον Τούριν.

Οι απεσταλμένοι του Μόργκοθ συμφώνησαν αμέσως με αυ­τούς τους όρους, χωρίς να έχουν σκοπό να εκπληρώσουν ούτε τον πρώτο ούτε τον δεύτερο. Ο αρχηγός των Ορκ σκέφτηκε ότι μπορεί κάλλιστα ν' αφήσει τη μοίρα του Μπέλεγκ στα χέρια του Μιμ, αλλά να μην αφήσει ελεύθερο τον Τούριν. "Ζωντανό στην Άνγκμπαντ" ήταν οι διαταγές του. Συμφώνησε στους όρους, αλ­λά επέμεινε να κρατήσουν τον Ίμπουν όμηρο. Και τότε ο Μιμ άρχισε να φοβάται και προσπάθησε να υπαναχωρήσει από το εγ­χείρημά του, διαφορετικά να διαφύγει. Αλλά οι Ορκ είχαν το γιο του κι έτσι ο Μιμ υποχρεώθηκε να τους οδηγήσει στο Μπαρ-εν­Ντάνγουεδ. Έτσι προδόθηκε το Σπίτι των Λύτρων.

* Λέγεται όμως και μια άλλη εκδοχή, ότι ο Μιμ δεν συνάντησε τους Ορκ σκόπιμα. Η σύλληψη του γιου του και η απειλή τους να τον βασανίσουν ή­ταν που οδήγησε τον Μιμ στην προδοσία του.

148

Η ΓΗ ΤΟΥ ΤΟΞΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΚΡΑΝΟΥΣ

Έχει αναφερθεί ότι ο πέτρινος όγκος στην κορυφή του Άμον Ρουδ ήταν γυμνός και επίπεδος από πάνω, αλλά αν και οι πλα­γιές ήταν απότομες, μπορούσε κανείς να φτάσει στην κορυφή α­νεβαίνοντας από σκαλοπάτια πελεκημένα στο βράχο, που ξεκι­νούσαν από το γείσωμα μπροστά στην είσοδο του σπιτιού του Μιμ, Στην κορυφή υπήρχαν φύλακες και προειδοποίησαν για την προσέγγιση του εχθρού, Οι Ορκ όμως, οδηγημένοι από τον Μιμ, έφτασαν στο επίπεδο γείσωμα μπροστά στην πόρτα και ο Τούριν και ο Μπέλεγκ απωθήθηκαν στην είσοδο του Μπαρ-εν­Ντάνγουεδ. Μερικοί από τους άντρες που προσπάθησαν να α­νεβούν τα σκαλοπάτια στο βράχο σκοτώθηκαν από κάτω από βέ­λη των Ορκ.

Ο Τούριν και ο Μπέλεγκ υποχώρησαν μέσα στη σπηλιά και κύλησαν έναν μεγάλο βράχο στο άνοιγμα. Σ' αυτήν τη δύσκολη κατάσταση ο Αντρόγκ τους αποκάλυψε την κρυφή σκάλα που ο­δηγούσε στην επίπεδη κορυφή του Άμον Ρουδ, την οποία είχε α­νακαλύψει όταν χάθηκε μέσα στις σπηλιές, όπως έχουμε αναφέ­ρει. Τότε ο Τούριν και ο Μπέλεγκ με πολλούς από τους άντρες τους ανέβηκαν από αυτήν τη σκάλα και βγήκαν στην κορυφή, αιφνιδιά�oντας τους λίγους Ορκ που είχαν ανεβεί ήδη εκεί από την εξωτερική σκάλα και πετώντας τους στο κενό. Για λίγο κα­τάφεραν να απωθήσουν τους Ορκ που ανέβαιναν στο βράχο, αλ­λά δεν είχαν καταφύγιο πάνω στη γυμνή κορυφή και πολλοί σκο­τώθηκαν από κάτω. Πιο γενναίος απ' όλους ήταν ο Αντρόγκ, που έπεσε θανάσιμα τραυματισμένος από ένα βέλος στην κορυφή της εξωτερικής σκάλας.

Τότε ο Τούριν και ο Μπέλεγκ με τους δέκα άνδρες που τους είχαν απομείνει υποχώρησαν στο κέντρο της κορυφής. όπου υ­πήρχε μια όρθια πέτρα, και κάνοντας έναν δακτύλιο γύρω της συνέχισαν να αμύνονται μέχρι που σκοτώθηκαν όλοι εκτός από τον Μπέλεγκ και τον Τούριν, στους οποίους οι Ορκ έριξαν δί-

149

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

χτυα. Τον Τούριν τον έδεσαν και τον πήραν μαtί τους. Τον Μπέ­λεγκ. που ήταν τραυματισμένος. τον έδεσαν κι αυτόν. αλλά τον άφησαν εκεί με τους καρπούς και τους αστραγάλους δεμένους σε σιδερένιους πίρους καρφωμένους στην πέτρα.

Οι Ορκ βρήκαν το άνοιγμα της μυστικής σκάλας και κατε­βαίνοντας από την κορυφή μπήκαν στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ και το βεβήλωσαν και το λεηλάτησαν. Δεν βρήκαν τον Μιμ. που πα­ρέμενε κρυμμένος μέσα στις σπηλιές του, και όταν έφυγαν από το Άμον Ρουδ, ο Μιμ εμφανίστηκε στην κορυφή και. πηγαίνο­ντας εκεί όπου κειτόταν ο Μπέλεγκ ακινητοποιημένος, τον κοί­ταξε χαιρέκακα ενώ ακόνιtε ένα μαχαίρι.

Αλλά ο Μιμ και ο Μπέλεγκ δεν ήταν οι μόνοι tωντανοί πάνω στο πέτρινο ύψωμα. Ο Αντρόγκ. αν και θανάσιμα τραυματισμέ­νος, πλησίασε έρποντας ανάμεσα στα πτώματα και αρπάtοντας ένα σπαθί προσπάθησε να καρφώσει τον Νάνο. Ο Μιμ, στρι­γκλίtοντας από φόβο, έτρεξε στην άκρη του γκρεμού και εξα­φανίστηκε κατεβαίνοντας ένα απότομο και δύσβατο μονοπάτι που ήξερε. Ο Αντρόγκ, επιστρατεύοντας τις τελευταίες του δυ­νάμεις, έκοψε τα λουριά και τις αλυσίδες που έδεναν τον Μπέ­λεγκ και τον ελευθέρωσε. Και πεθαίνοντας είπε:

«Τα τραύματά μου είναι πολύ βαριά ακόμη και για τα δικά σου γιατροσόφια» .

150

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Ι Χ

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΛΕ ΓΚ

Ο Μπέλεγκ γύρεψε τον Τούριν ανάμεσα στους νεκρούς για να

τον θάψει. Αλλά δεν μπορούσε να βρει το πτώμα του. Τότε

κατάλαβε ότι ο γιος του Χούριν ήταν ακόμη ζωντανός και ότι

τον μετέφεραν στην Άνγκμπαντ. Αυτός, όμως, παρέμεινε α­

ναγκαστικά στο Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ μέχρι να επουλωθούν τα

τραύματά του. Τότε ξεκίνησε με ελά.χιστες ελπίδες να βρει τα

ίχνη των Ορκ και τα εντόπισε κοντά στις Διαβάσεις του Τέι­

γκλιν. Εκεί χωρίζονταν' μερικά περνούσαν από τις παρυφές

του Δάσους του Μπρέθιλ και πήγαιναν προς το Πέρασμα του

Μπρίθιαχ, ενώ άλλα έστριβαν δυτικά. Και ήταν ολοφάνερο στον

Μπέλεγκ ότι έπρεπε να ακολουθήσει εκείνα που πήγαιναν α­

πευθείας και με μεγαλίιτερη ταχύτητα στην Άνγκμπαντ, τρα­

βώντας προς το Πέρασμα του Άναχ. Έτσι διέσχισε το Ντίμπαρ

151

ΤΑ Π ΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

και ανέβηκε στο Πέρασμα του Άναχ και μπήκε στα Έρεντ Γκόργκοροθ. τα Βουνά του Τρόμου. και από κει στα υψίπεδα Τάουρ-νου-Φούιν. στο Δάσος της Νύχτας. μια περιοχή τρό­μου και σκοτεινής μαγείας. περιπλάνησης και απόγνωσης.

Ο Μπέλεγκ. νυχτωμένος σε αυτήν τη φρικτή περιοχή, από τύχη διέκρινε ένα μικρό φως ανάμεσα στα δέντρα και πλησιά­ζοντας βρήκε ένα Ξωτικό να κοιμ(lΤαι κάτω από ένα μεγάλο ξερό δέντρο' δίπλα στο κεφάλι του ήταν μια λυχνία από την οποία είχε γλιστρήσει το κάλυμμα. Τότε ο Μπέλεγκ ξύπνησε το Ξωτικό και του έδωσε λέμπας και το ρώτησε ποια μοίρα το είχε φέρει σ' αυτό το τρομερό μέρος. Και το Ξωτικό του είπε ότι είναι ο Γκουίντορ, γιος του Γκουίλιν.

Ο Μπέλεγκ τον κοίταξε με θλίψη, γιατί ο Γκουίντορ δεν ή­ταν παρά μια σκυφτή και δειλή σκιά της προηγούμενης μορ­φής και της ανδρείας του, όταν στη Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων ο κύριος του Νάργκοθροντ έφτασε ως τις ίδιες τις πύλες της Άνγκμπαντ και εκεί αιχμαλωτίστηκε. Γιατί ο Μόρ­γκοθ σκότωσε ελάχιστους από τους Νόλντορ που αιχμαλώτισε λόγω της δεξιοσύνης τους στην εξόρυξη μετάλλων και πολύτι­μων λίθων. Και τον Γκουίντορ δεν τον σκότωσε, αλλά τον έβα­λε να δουλεύει στα ορυχεία του Βορρά. Οι Νόλντορ είχαν πολ­λές από τις φεανοριανές λυχνίες, κάτι κρύσταλλους κρεμα­σμένους σε ένα λεπτό αλυσιδωτό δίχτυ, που ακτινοβολούσαν πάντα ένα εσωτερικό γαλάζιο φως. εξαιρετικό για να βρίσκεις το δρόμο σου στο σκοτάδι της νύχτας ή μέσα σε σήραγγες. Το μυστικό αυτών των λυχνιών δεν το γνώριζαν ούτε και οι ίδιοι. Έτσι πολλά από τα Ξωτικά ξέφυγαν από το σκοτάδι των ορυ­χείων, γιατί κατάφεραν να ανοίξουν τούνελ. Ο Γκουίντορ όμως πήρε ένα μικρό σπαθί από κάποιον στα καμίνια και. ενώ δού­λευε μαζί με άλλους σπάζοντας πέτρες. επιτέθηκε ξαφνικά στους φρουρούς. Ξέφυγε αλλά με το ένα χέρι κομμένο. Και

152

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ Τ Ο Υ Μ ΠΕ Λ Ε Γ Κ

τώρα κειτόταν εξαντλημένος κάτω από τα μεγίιλα πεύκα του Τάουρ-νου-Φούιν.

Από τον Γκουίντορ ο Μπέλεγκ έμαθε ότι η μικρή ομάδα των Ορκ που προπορευόταν και από την οποία είχε κρυφτεί και ο ίδιος. δεν είχε αιχμαλώτους και ταξίδευε ολοταχώς. Μια εμπρο­σθοφυλακή ίσως. που έφερνε την είδηση στην Άνγκμπαντ. Ο Μπέλεγκ απελπίστηκε με αυτό το νέο. γιατί κατάλαβε ότι αυ­τούς που είχε δει να στρίβουν προς τα δυτικά μετά τις Διαβά­σεις του Τέιγκλιν ανήκαν σε μεγαλύτερο στρατό. που κατά τη συνήθεια των Ορκ άρχισε να λεηλατεί την περιοχή αναζητώ­ντας τροφή και λάφυρα και τώρα μπορεί να γύριζε στην Άν­γκμπαντ από τη «Στενή Γη,>, τη στενόμακρη λωρίδα του Σίριον. πολύ πιο μακριά προς τα δυτικά. Αν ήταν έτσι τα πράγματα. η μοναδική του ελπίδα ήταν να επιστρέψει στο Πέρασμα του Μπρίθιαχ και μετά να προχωρήσει βόρεια προς το Τολ Σίριον. Όμως. σχεδόν δεν είχε προλάβει να τα σκεφτεί όλ' αυτά. όταν ακούστηκε θόρυβος ενός μεγάλου στρατού που ερχόταν απ' τα νότια μέσα απ' το δάσος. Και κρυμμένοι στα κλαδιά ενός δέ­ντρου είδαν τους υπηρέτες του Μόργκοθ να περνούν, προχω­ρώντας αργά. φορτωμένοι με λClφυρα και αιχμαλώτους και πε­ρικυκλωμένοι από λύκους. Και είδαν τον Τοίφιν αλυσοδεμένο. να τον μαστιγώνουν για να προχωρεί.

Τότε ο Μπέλεγκ του είπε για το λόγο που βρισκόταν ο ίδιος στο Τάουρ-νου-Φούιν. Και ο Γκουίντορ προσπάθησε να τον α­ποτρέψει από αυτό το εγχείρημα, λέγοντας ότι το μόνο που θα κατάφερνε ήταν να βρεθεί δίπλα στον Τούριν στα μαρτύρια που τον περίμεναν. Αλλά ο Μπέλεγκ δεν ήθελε να εγκατα­λείψει τον Τούριν και ενώ ο ίδιος ήταν σε απελπισία, ξύπνησε στην καρδιά του Γκουίντορ η ελπίδα. Και μαζί συνέχισαν ακο­λουθώντας τους Ορκ μέχρι που βγήκαν από το δάσος στις ψη­λές πλαγιές που κατέβαιναν στους γυμνούς αμμόλοφους του

153

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

Ανφάουγκλιθ. Εκεί, σε σημείο απ' όπου φαίνονταν οι κορυφές των Θανγκορόντριμ, σε μια γυμνή κοιλάδα, στρατοπέδευσαν οι Ορκ και έβαλαν λύκους να φρουρούν ολόγυρα το στρατόπε­δο, Μετά άρχισαν να γλεντούν και να απολαμβάνουν τα λά­φυρά τους. Και αφού διασκέδασαν τυραννώντας τους αιχμα­λώτους, έπεσαν για ύπνο μεθυσμένοι. Στο μεταξύ, η μέρα έ­φευγε και έπεσε βαθύ σκοτάδι. Μια μεγάλη καταιγίδα πλη­σίασε από τα δυτικά και βροντές ακούγονταν από μακριά κα­θώς ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ προχωρούσαν σιγά-σιγά προς το στρατόπεδο.

Όταν είχαν πια αποκοιμηθεί όλοι, ο Μπέλεγκ έβγαλε το τό­ξο του και μέσα στο σκοτάδι σκότωσε τέσσερις από τους λύ­κους φρουρούς στη νότια πλευρά, έναν-έναν και αθόρυβα. Μετά, με μεγάλο κίνδυνο, εισχώρησαν στο στρατόπεδο και βρήκαν τον Τούριν αλυσοδεμένο χειροπόδαρα σε ένα δέντρο. Παντού γύρω του στον κορμό ήταν καρφωμένα μαχαίρια που του είχαν πετάξει οι Ορκ, αλλά δεν ήταν τραυματισμένος. Και είχε χαμένες τις αισθήσεις του, βυθισμένος σ' ένα ναρκωμένο λήθαργο ή σ' έναν ύπνο ολοκληρωτικής εξουθένωσης. Τότε ο Μπέλεγκ και ο Γκουίντορ έκοψαν τα δεσμά του στο δέντρο και μετέφεραν τον Τούριν έξω από το στρατόπεδο. Αλλά ήταν πολύ βαρύς για να τον πάνε μακριά και δεν μπόρεσαν να προ­χωρήσουν περισσότερο από μια συστάδα αγκαθόδεντρα ψηλά στις πλαγιές πάνω από το στρατόπεδο. Εκεί τον ξάπλωσαν κά­τω. Και τώρα η καταιγίδα πλησίαζε και στα Θανγκορόντριμ άρχισαν να πέφτουν αστραπές. Ο Μπέλεγκ τράβηξε το σπα­θί του, το Ανγκλάχελ, και έκοψε τα δεσμά του Τούριν. Αλλά η μοίρα εκείνη τη μέρα ήταν πιο δυνατή, γιατί το σπαθί του Έολ, του Σκοτεινού Ξωτικού, γλίστρησε από το χέρι του και κέντρισε τον Τούριν στο πόδι.

Τότε ο Τούριν ξύπνησε ξαφνικά γεμάτος οργή και φόβο και,

154

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΛΕ ΓΚ

βλέποντας μια μορφή να σκύβει από πάνω του μέσα στο σκο­τάδι με ένα γυμνό σπαθί στο χέρι, πετάχτηκε πάνω με μια δυ­νατή κραυγή πιστεύοντας ότι είχαν έρθει πάλι οι Ορκ για να τον βασανίσουν. Και παλεύοντας μαζί του μέσα στο σκοτάδι άρπαξε το Ανγκλάχελ και σκότωσε τον Μπέλεγκ Κουθάλιον νομίζοντας ότι ήταν εχθρός του.

Μα όπως στεκόταν εκεί, αντιλαμβανόμενος πως είναι ελεύ­θερος, και έτοιμος να πουλήσει ακριβά τη ζωή του ενάντια σε φανταστικούς εχθρούς, μια μεγάλη αστραπή φέγγισε από πά­νω τους και με το φως της διέκρινε το πρόσωπο του Μπέλεγκ. Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος σαν πέτρα και σιωπηλός, αντι­κρίζοντας αυτό τον τρομερό θάνατο και ξέροντας τι είχε κάνει. Και τόσο φοβερό ήταν το πρόσωπό του έτσι όπως φωτιζόταν από τις αστραπές που έπεφταν παντού τριγύρω, που ο Γκουί­ντορ ζάρωσε κάτω στο έδαφος και δεν τολμούσε να υψώσει το βλέμμα του.

Όμως στο στρατόπεδο οι Ορκ ξύπνησαν και από την κα­ταιγίδα και από την κραυγή του Τούριν και ανακάλυψαν ότι ο Τούριν τους είχε ξεφύγει. Δεν προσπάθησαν όμως να τον βρουν γιατί ήταν γεμάτοι τρόμο από τους κεραυνούς που έπε­φταν από τα δυτικά, πιστεύοντας ότι τους έστελναν εναντίον τους οι μεγάλοι Εχθροί πέρα από τη Θάλασσα. Τότε άνεμος σηκώθηκε και έπεσαν μεγάλες βροχές και άνοιξαν οι καταρ­ράχτες του ουρανού από τα ύψη του Τάουρ-νου-Φούιν. Και παρόλο που ο Γκουίντορ φώναζε στον Τούριν και τον προει­δοποιούσε για τον τρομερό κίνδυνο που διέτρεχαν. αυτός δεν απαντούσε αλλά καθόταν ακίνητος και αδάκρυτος δίπλα στο σώμα του Μπέλεγκ Κουθάλιον, που κειτόταν στο σκοτεινό δά­σος. σκοτωμένος από το χέρι του τη στιγμή που εκείνος του έ­κοβε τα δεσμά της δουλείας και τον ελευθέρωνε.

Όταν ήρθε το πρωί, η καταιγίδα απομακρύνθηκε προς τ' ανα-

155

,

Ι

ΤΑ Π ΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡ]Ν

τολικά περνώντας πάνω από το Λόθλαν και ο φθινοπωριάτικος ήλιος υψώθηκε καυτός και λαμπερός. Αλλά οι Ορκ. που μισού­σαν το φως σχεδόν όσο και τους κεραυνούς. πιστεύοντας ότι ο Τούριν θα το έχει σκάσει μακριά από κείνο το μέρος και όλα τα ίχνη της φυγής του θα έχουν ξεπλυθεί από τη βροχή. έφυγαν βια­στικά ανυπομονώντας να φτάσουν στην Άνγκμπαντ. Από μα­κριά ο Γκουίντορ τους είδε να προχωρούν βόρεια πάνω από την αχνιστή άμμο του Ανφάουγκλιθ. Έτσι είχαν τα πράγματα και οι Ορκ γύριζαν τώρα στον Μόργκοθ με άδεια χέρια και άφησαν πί­σω τους το γιο του Χούριν. που καθόταν τρελός και μαρμαρω­μένος στις πλαγιές του Τάουρ-νου-Φούιν. κουβαλώντας ένα φορ­τίο πιο βαρύ και από τα δεσμά τους.

Τότε ο Γκουίντορ ξεσήκωσε τον Τούριν να τον βοηθήσει στην ταφή του Μπέλεγκ. κι αυτός σηκώθηκε σαν κάποιος που περπατά μέσα στον ύπνο του. Και μαζί έβαλαν τον Μπέλεγκ σ' έναν ρηχό τάφο και έβαλαν δίπλα του το Μπελθρόντινγκ, το μεγάλο τόξο του. που ήταν φτιαγμένο από μαύρο τάξο. Αλλά το τρομερό σπαθί, το Ανγκλάχελ. το πήρε ο Γκουίντορ. λέγο­ντας ότι ήταν προτιμότερο να πάρει εκδίκηση από τους υπη­ρέτες του Μόργκοθ παρά να κείτεται άχρηστο μέσα στη γη. Και επίσης πήρε το λέμπας της Μέλιαν για να τους δίνει δύ­ναμη μέσα στις ερημιές.

Αυτό ήταν το τέλος του Μπέλεγκ του Τοξότη. του πιστό­τερου των φίλων, του πιο επιδέξιου απ' όλους όσοι ζούσαν στα δάση του Μπελέριαντ τις Παλαιές Ημέρες. κι ήταν ένα τέλος από το χέρι εκείνου που αγαπούσε πιο πολύ. Και τούτη η θλίψη χαράχτηκε στο πρόσωπο του Τούριν και δεν ξεθώρια­σε ποτέ.

Όμως το Ξωτικό του Νάργκοθροντ ξαναβρήκε κουράγιο και

156

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΜΠΕΛΕ ΓΚ

δύναμη και φεύγοντας από το Τάουρ-νου-Φούιν οδήγησε και

τον Τούριν μακριά. Όσο διάβαιναν μαζί μακριούς και δύσκο­

λους δρόμους, ούτε μια φορά δεν μίλησε ο Τούριν και περι­

πλανιόταν σαν άνθρωπος χωρίς επιθυμία και σκοπό καθώς

προχωρούσε η χρονιά και πλησίαζε ο χειμώνας στις βόρειες

χώρες. Αλλά ο Γκουίντορ ήταν πάντα δίπλα του να τον φρου­

ρεί και να τον οδηγεί. Και έτσι πέρασαν τον Σίριον προς τα δυ­

τικά και έφτασαν τελικά στην Όμορφη Λίμνη και το Έιθελ

Ίβριν, τις πηγές απ' όπου αναβλύζει ο Νάρογκ κάτω από τα

Όρη της Σκιάς. Εκεί ο Γκουίντορ μίλησε στον Τούριν και είπε:

«Ξύπνα, Τούριν. γιε του Χούριν! Στη λίμνη Ίβριν υπάρχει

αστείρευτο γέλιο. Τρέφεται από κρυστάλλινες πηγές ανεξά­

ντλητες και τη φρουρεί από τη βεβήλωση ο Ούλμο, ο Κύριος

των Υδάτων, που δημιούργησε την ομορφιά της τις αρχαίες

ημέρες» . Τότε ο Τούριν γονάτισε και ήπιε από το νερό. Και ξαφνικά

έπεσε κάτω και τα δάκρυά. του λύθηκαν επιτέλους και θερα­

πεύτηκε από την τρέλα του. Εκεί έφτιαξε ένα τραγούδι για τον Μπέλεγκ και το ονόμα­

σε Λάερ Κου ΜπέλεΥΚ. το Τραγούδι του Μεγάλου Τόξου, και

το τραγουδούσε δυνατά αδιαφορώντας για τον κίνδυνο. Και ο

Γκουίντορ του 'δωσε στα χέρια το σπαθί Ανγκλάχελ και ο Τού­

ριν αισθάνθηκε ότι ήταν βαρύ και δυνατό και είχε μεγάλη ισχύ.

Αλλά η λεπίδα του ήταν μαύρη και θαμπή και οι κόψεις του

στομωμένες. Τότε ο Γκουίντορ είπε: «Αυτό είναι παράξενο σπαθί, αλλιώτικο από κάθε άλλο

που έχω δει στη Μέση-γη. Θρηνεί για τον Μπέλεγκ όπως κι ε­

σύ. Αλλά παρηγορήσου. Γιατί επιστρέφω στο Νάργκοθροντ του

Οίκου του Φινάρφιν. εκεί όπου γεννήθηκα και ζούσα πριν από

τη θλίψη μου. Θα έρθεις μαζί μου και θα θεραπευτείς και θα

ανανεωθείς».

157

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Χ Ο Υ ΡΙ Ν

« Ποιος είσαι; » είπε ο Τούριν. «Ένα περιπλανώμενο Ξωτικό, ένας σκλάβος που διέφυγε,

που τον συνάντησε και τον βοήθησε ο Μπέλεγκ» , απάντησε ο Γκουίντορ. « Ομως κάποτε ήμουν ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουί­λιν, άρχοντας του Νάργκοθροντ, μέχρι που πήγα στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και υποδουλώθηκα στην Άνγκμπαντ» .

«Τότε μήπως είδες τον Χούριν. γιο του Γκάλντορ, τον πο­λεμιστή του Ντορ-λόμιν; » είπε ο Τούριν.

«Δεν τον είδα», είπε ο Γκουίντορ. «Αλλά στην Ά νγκμπαντ κυκλοφορεί η φήμη ότι ακόμη αψηφά τον Μόργκοθ. Και ο Μόρ­γκοθ τον καταράστηκε κι αυτόν και όλη του την οικογένεια» .

«Αυτό το πιστεύω» , είπε ο Τούριν. Και τότε σηκώθηκαν και φεύγοντας από το Έιθελ Ίβριν τα­

ξίδεψαν νότια ακολουθώντας τις όχθες του Νάρογκ, μέχρι που τους έπιασαν ανιχνευτές των Ξωτικών και τους έφεραν αιχ­μάλωτους στο κρυφό οχυρό.

Έτσι έφτασε ο Τούριν στο Νάργκοθροντ.

158

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Χ

Ο ΤΟΥΡ Ι Ν ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

Στην αρχή ο ίδιος ο λαός του δεν αναγνώριζε τον Γκουίντορ, που έφυγε νέος και δυνατός και, επιστρέφοντας, έμοιαζε μ' έναν α­πό τους ηλικιωμένους των θνητών Ανθρώπων από τα μαρτύρια και την εξάντληση, Και τώρα ήταν και σακατεμένος, Αλλά η Φι­ντούιλας, η κόρη του Ορόντρεθ του βασιλιά, τον γνώρισε και τον καλωσόρισε, γιατί τον είχε αγαπήσει και όντως ήταν αρραβωνια­σμένοι πριν από τη Νίρναεθ και τόσο πολύ αγαπούσε ο Γκουί­ντορ την ομορφιά της, που την είχε ονομάσει Φαελίβριν, που ση­μαίνει τη λάμψη του ήλιου πάνω στις λίμνες του Ίβριν,

Έτσι ο Γκουίντορ γύρισε στο σπίτι του και για χάρη του ο Τού­ριν έγινε δεκτός μαζί του, Γιατί ο Γκουίντορ τους είπε ότι ήταν γενναίος άντρας, αγαπημένος φίλος του Μπέλεγκ Κουθάλιον του Ντόριαθ,

159

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α Τ Ο Υ ΧΟΥΡΙΝ

Όταν όμως ο Γκουίντορ πήγε να πει το όνομά του, ο Τούριν τον σταμάτησε λέγοντας:

«Είμαι ο Αγκάργαεν, γιος του Ούμαρθ (που σημαίνει Αιμα­τοβαμμένος, γιος του Κακορίζικου). κυνηγός στα δάση»,

Όμως τα Ξωτικά, αν και κατάλαβαν ότι πήρε αυτά τα ονόμα­τα λόγω της εξόντωσης του φίλου του (μη γνωρίζοντας άλλους λόγους). δεν του έκαναν άλλες ερωτήσεις,

Το σπαθί Ανγκλάχελ ξαναφτιάχτηκε γι' αυτόν από τους επι­δέξιους σιδηρουργούς του Νάργκοθροντ και, παρόλο που ήταν πάντα μαύρο, οι κόψεις του γυάλιζαν με μια χλωμή φλόγα. Τότε ο Τούριν έγινε γνωστός στο Νάργκοθροντ ως Μόρμεγκιλ το Μαύρο Σπαθί, λόγω της φήμης των κατορθωμάτων του μ' αυτό το όπλο. Ο ίδιος όμως ονόμαζε το ξίφος Γκούρθανγκ, Σίδερο του Θανάτου.

Λόγω της δύναμης και της επιδεξιότητάς του στον πόλεμο με τους Ορκ, ο Τούριν είχε την εύνοια του Ορόντρεθ και έγινε δε­κτός στο συμβούλιό του. Όμως ο Τούριν δεν συμπαθούσε τον τρόπο που πολεμούσαν τα Ξωτικά του Νάργκοθροντ, με ενέδρες και λαθραίες κινήσεις και κρυφά βέλη, και παρακινούσε να τον εγκαταλείψουν και να χρησιμοποιήσουν τη δύναμή τους για να επιτεθούν στους υπηρέτες τους Εχθρού σε ανοιχτή μάχη και κα­ταδίωξη.

Αλλά ο Γκουίντορ ήταν πάντα αντίθετος στον Τοί!ριν γι' αυ­τό το θέμα στο συμβούλιο του βασιλιά, λέγοντας ότι είχε ζήσει στην Άνγκμπαντ και είχε δει τη δύναμη του Μόργκοθ και είχε κάποια ιδέα για τά σχέδιά του.

«Οι ασήμαντες νίκες θα αποδειχθούν ανώφελες στο τέλος» , είπε. «Γιατί έτσι μαθαίνει ο Μόργκοθ πού βρίσκονται οι πιο τολ­μηροί εχθροί του και συγκεντρώνει αρκετές δυνάμεις για να τους εξοντώσει. Ολόκληρη η ισχύς των Ξωτικών και των Εντάιν το μό­νο που κατάφερε ήταν να τον περιορίσει και να κερδίσει την ει-

160

Ο ΤΟΥΡΙ Ν ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

ρήνη μιας πολιορκίας. Μακροχρόνιας πολιορκίας, ναι, που κρά­τησε όμως μόνο όσο χρειάστηκε ο Μόργκοθ για να τσακίσει τους πολιορκητές. Και ποτέ δεν μπορεί να ξαναγίνει τέτοια ένωση. Μόνο στη μυστικότητα υπάρχει η ελπίδα της επιβίωσης. Μέχρι να έρθουν οι Βάλαρ».

«Οι Βάλαρ! » είπε ο Τούριν. «Εσάς σας έχουν ξεχάσει και τους Ανθρώπους τους περιφρονούν. Τι ωφελεί να κοιτάζουμε δυ­τικά πέρα από την απέραντη Θάλασσα ένα ηλιοβασίλεμα που σβήνει στη Δύση; Εμείς μόνο έναν Βάλα έχουμε ν' αντιμετωπί­ζουμε κι αυτός είναι ο Μόργκοθ. Και αν στο τέλος δεν καταφέ­ρουμε να τον νικήσουμε, τουλάχιστον μπορούμε να τον χτυπή­σουμε και να τον παρεμποδίσουμε. Γιατί η νίκη είναι νίκη, όσο μι­κρή κι αν είναι, και δεν έχει αξία μόνο ό,τι μπορεί να προκύψει απ' αυτήν. Επίσης είναι ο πιο συνετός δρόμος. Η μυστικότητα δεν είναι τελικά δυνατή' τα όπλα είναι το μοναδικό τείχος που μπορεί να συγκρατήσει τον Μόργκοθ. Αν δεν κάνετε τίποτα για να τον σταματήσετε, η σκιά του θα απλωθεί σε όλο το Μπελέ­ριαντ πριν περάσουν πολλά χρόνια και τότε έναν-έναν θα σας α­νακαλύψει και θα σας βγάλει από τα κρησφύγετά σας. Και τι θα γίνει τότε; Κάποια αξιολύπητα απομεινάρια θα ξεφύγουν νότια και δυτικά για να λουφάξουν στις ακτές της Θάλασσας, παγι­δευμένα ανάμεσα στον Μόργκοθ και τον Όσσε. Καλύτερα, λοι­πόν, να κερδίσεις ένα διάστημα δόξας, έστω και σύντομο, γιατί το τέλος δεν θα είναι χειρότερο. Μιλάτε για μυστικότητα και λέ­τε ότι αυτή είναι η μοναδική ελπίδα. Όμως, ακόμη και αν μπο­ρούσατε να στήσετε ενέδρες και να πιάσετε όλους τους ανι­χνευτές και τους κατασκόπους του Μόργκοθ, από τον πρώτο μέ­χρι τον τελευταίο, ώστε να μη γυρίσει κανείς με ειδήσεις στην Άνγκμπαντ, από αυτό και μόνο θα μάθαινε ότι ζείτε και θα μά­ντευε πού είστε, Και αυτό επίσης έχω να πω: αν και οι θνητοί άν­θρωποι έχουν μικρή ζωή σε σύγκριση με τη ζωή των Ξωτικών, θα

16J

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

προτιμούσαν να την περάσουν πολεμώντας παρά να τραπούν σε φυγή ή να υποκύψουν. Η απείθεια του Χούριν Θάλιον ήταν με­γάλο κατόρθωμα. Και ακόμη και αν ο Μόργκοθ σκοτώσει αυτόν που έκανε το κατόρθωμα. δεν μπορεί να το αλλάξει σαν να μην έχει συμβεί. Ακόμη και οι Κύριοι της Δύσης θα το τιμήσουν. Δεν είναι γραμμένο στην ιστορία της Άρντα, που ούτε ο Μόργκοθ ούτε ο Μάνγουε δεν μπορούν να την ξεγράψουν; »

«Μιλάς για υψηλά πράγματα» , απάντησε ο Γκουίντορ, «και είναι φανερό ότι έχεις �ήσει ανάμεσα στους Έλvταρ. Αλλά υπάρ­χει σκοτάδι μέσα σου αν βάtεις τον Μόργκοθ και τον Μάνγουε μα�ί, ή αν μιλάς για τους Βάλαρ σαν να είναι οι εχθροί των Ξωτι­κών και των Ανθρώπων. Γιατί οι Βάλαρ δεν περιφρονούν τίποτα, και λιγότερο απ' όλα τα Παιδιά του Ιλούβαταρ. Ούτε και ΓVωρί­�εις όλες τις ελπίδες των Έλνταρ. Υπάρχει μια προφητεία ανά­μεσά μας ότι μια μέρα ένας αγγελιαφόρος από τη Μέση-γη θα πε­ράσει μέσα από τις σκιές του Βάλινορ και ο Μάνγουε θα ακούσει και ο Μάντος θα μαλακώσει. Δεν θα προσπαθήσουμε. λοιπόν, να διατηρήσουμε το σπέρμα των Νόλντορ και των Εντάιν για να υ­πάρχουν όταν έρθει αυτή η στιγμή; Και ο Κίρνταν �ει τώρα στο Νότο και εκεί φτιάχνουν πλοία. Τι ΓVωρί�εις για τα πλοία, για τη Θάλασσα; Σκέφτεσαι τον εαυτό σου και τη δική σου δόξα και κα­λείς κι εμάς να κάνουμε το ίδιο. Αλλά πρέπει να σκεφτούμε και τους άλλους πέρα από τον εαυτό μας, γιατί δεν μπορούν όλοι να πολεμήσουν και να πέσουν, και αυτούς πρέπει να τους προστα­τέψουμε από τον πόλεμο και την καταστροφή όσο μπορούμε» .

«Τότε στείλτε τους στα πλοία σας όσο υπάρχει ακόμη και­ρός» , είπε ο Τούριν.

«Δεν θα δεχτούν να μας αποχωριστούν» . είπε ο Γκουίντορ, «ακόμη και αν μπορούσε να τους θρέψει ο Κίρνταν. Πρέπει να μείνουμε μα�ί όσον καιρό μπορούμε και όχι να προκαλού­με το θάνατο» .

Ι62

Ο ΤΟΥΡΙ Ν ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

«Σ' όλ' αυτά εγώ έχω δώσει την απάντησή μου» , είπε ο Τού­ριν. «Γενναία άμυνα στα σύνορα και σκληρά χτυπήματα όπου συγκεντρώνεται ο εχθρός. Με αυτή την τακτική θα έχετε τις με­γαλύτερες ελπίδες να παραμείνετε μα�ί. Και αυτοί για τους οποί­ους μιλάς αγαπούν άραγε όσους καραδοκούν στα δάση και κυνη­γούν ξεμοναχιασμένους Ορκ σαν τους λύκους καλύτερα από κεί­νον που φοράει το κράνος του και τη �ωγραφισμένη ασπίδα του και διώχνει τον εχθρό ακόμη και αν είναι πολύ μεγαλύτερος από όλο τον στρατό του; Οι γυναίκες των Εντάιν τουλάχιστον όχι. Δεν εμπόδισαν τους άντρες να πάνε στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ» .

«Αλλά υπέφεραν μεγαλύτερα δεινά από ό.τι αν αυτή η μάχη δεν είχε γίνει» . είπε ο Γκουίντορ.

Αλλά ο Τούριν αποκτούσε όλο και περισσότερο την εύνοια του Ορόντρεθ και έγινε ο κύριος σύμβουλος του βασιλιά, ο ο­ποίος �ητoύσε τη συμβουλή του σε όλα. Εκείνη την εποχή τα Ξω­τικά του Νάργκοθροντ εγκατέλειψαν τη μυστικότητά τους και δημιούργησαν μεγάλα αποθέματα όπλων. Και με τις συμβουλές του Τούριν οι Νόλντορ έφτιαξαν μια μεγάλη γέφυρα πάνω από τον Νάρογκ στις Πύλες του Φέλαγκουντ για να περνά πιο γρή­γορα ο στρατός τους, αφού ο πόλεμος τώρα ήταν κυρίως ανατο­λικά του Νάρογκ. στη Φυλαγμένη Πεδιάδα. Το Νάργκοθροντ εί­χε τώρα για βόρειο σύνορό του την «Αμφισβητήσιμη Γη» γύρω από τις πηγές του Γκίνγκλιθ, ΤΟυ Νάρογκ και τις παρυφές του Δάσους του Νούαθ. Στην περιοχή ανάμεσα στον Νέννινγκ μέχρι τον Νάρογκ δεν έμπαιναν Ορκ. Και ανατολικά του Νάρογκ το βασίλειο έφτανε ως τον Τέιγκλιν και τα σύνορα των Βάλτων του Νίμπιν-νόεγκ.

Ο Γκουίντορ έπεσε σε δυσμένεια, γιατί δεν ήταν πια ικανός στα όπλα και η δύναμή του ήταν μικρή. Και ο πόνος στο ακρω­τηριασμένο αριστερό του χέρι τον κυρίευε συχνά. Αλλά ο Τού-

163

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ XOYPIN

ριν ήταν νέος και μόνο τώρα είχε φτάσει στην ωριμότητα της α­ντρικής ηλικίας. Και ήταν πραγματικά γιος της Μόργουεν Έλεδ­γουεν όταν τον αντίκριζες: ψηλός και μελαχρινός. με λευκό δέρ­μα και γκρίζα μάτια. και με πρόσωπο πιο όμορφο από κάθε άλ­λου θνητού ανθρώπου των Παλαιών Ημερών. Είχε την ομιλία και το παράστημα του αρχαίου βασιλείου του Ντόριαθ και ακόμη και τα Ξωτικά στην αρχή νόμιζαν ότι ανήκει σε κάποιον από τους μεγάλους οίκους των Νόλντορ. Τόσο γενναίος ήταν ο Τούριν και τόσο εξαιρετικά επιδέξιος στα όπλα, ιδιαίτερα στο σπαθί και την ασπίδα. που τα Ξωτικά έλεγαν ότι είναι αδύνατο να σκοτωθεί παρά μόνο από κακοτυχία ή από κακό βέλος μακρινό. Γι ' αυτό του έδωσαν αλυσιδωτή πανοπλία των Νάνων για να τον προφυ­λάσσει. Και κάποια φορά που ο Τούριν ήταν με σκοτεινή διάθε­ση. βρήκε στα οπλοστάσια μια μάσκα Νάνων επιχρυσωμένη και τη φορούσε πριν από τη μάχη και οι εχθροί του τρέπονταν σε φυ­γή μόλις τον αντίκριζαν.

Τώρα που είχε γίνει αυτό που ήθελε και όλα πήγαιναν καλά και είχε καθήκοντα που του άρεσαν και απολάμβανε τιμές, ήταν ευγενικός με όλους και λιγότερο σκυθρωπός από παλιά. και έτσι είχε κερδίσει σχεδόν όλων τις καρδιές. Και πολλοί τον αποκα­λούσαν Αντανέδελ. ο Ξωτικάνθρωπος. Όμως περισσότερο απ' ό­λους η Φιντούιλας. η κόρη του ΟρόντΡεθ. ένιωθε την καρδιά της να πάλλεται όταν ο Τούριν πλησίαζε ή ήταν στο αρχοντικό. Ήταν χρυσομάλλα όπως ήταν όσοι ανήκαν στον οίκο του Φινάρφιν, και ο Τούριν άρχισε να νιώθει ευχαρίστηση στη θέα της και με τη συ­ντροφιά της. Γιατί του θύμιζε τους συγγενείς του και τις γυναί­κες του Ντορ--λόμιν στο σπίτι του πατέρα του.

Στην αρχή τη συναντούσε μόνο όταν ήταν μπροστά ο Γκουί­ντορ. Μετά από λίγο όμως η Φιντούιλας άρχισε να τον αναζητά η ίδια και έτσι συναντιούνταν μερικές φορές μόνοι. αν και αυτό έδειχνε να είναι τυχαίο. Τότε εκείνη του έκανε ερωτήσεις για τους

]64

Ο ΤΟΥΡ Ι Ν ΠΟ Ν ΑΡ ΓΚΟΘΡΟΝΤ

Εντάιν, από τους οποίους είχε δει ελάχιστους και σπάνια, και για τη χώρα του και τους συγγενείς του.

Τότε ο Τούριν της μιλούσε ανοιχτά για όλ' αυτά, αν και δεν έ­λεγε το όνομα της πατρίδας του ούτε κανενός από τους συγγε­νείς του. Και μια φορά της είπε:

«Είχα μια αδελφή, τη Λάλαίθ, ή έτσι τουλάχιστον την ονόμα­�α εγώ. Και αυτήν μου θυμί�εις. Όμως η Λάλαίθ ήταν ένα παιδί, ένα χρυσό άνθος στην πράσινη χλόη της άνοιξης. Και αν �oύσε, μπορεί τώρα η λάμψη της να είχε θαμπώσει από τη θλίψη. Αλλά εσύ είσαι βασιλική και μoιά�εις με χρυσαφένιο δέντρο. Θα ήθε­λα να είχα μια αδελφή τόσο όμορφη».

«Μα κι εσύ είσαι βασιλικός», του απάντησε αυτή, «ακόμη και σαν τους άρχοντες του λαού του Φινγκόλφιν. Θα ήθελα κι ε­γώ να είχα έναν αδελφό τόσο γενναίο. Και δεν νoμί�ω ότι το ό­

νομά σου είναι Αγκάργαεν, ούτε και ταφιά�ει σ' εσένα, Αντανέ­δελ. Θα σε λέω Θούριν, ο Μυστικός» .

Τότε ο Τούριν ξαφνιάστηκε, μα είπε: «Δεν είναι αυτό τ ' όνομά μου. Και δεν είμαι βασιλιάς, για­

τί οι βασιλιάδες μας ανήκουν στους Έλ νταρ κι εγώ δεν είμαι Έλνταρ» .

Ο Τούριν πρόσεξε ότι η φιλία του Γκουίντορ απέναντί του εί­χε αρχίσει να ψυχραίνεται. Και απορούσε επίσης γιατί, ενώ στην αρχή έδειχνε να φεύγουν από πάνω του τα δεινά και η φρίκη της Ά νγκμπαντ, τώρα έδειχνε να πέφτει ξανά σε έγνοιες και θλίψη. Και σκέφτηκε, μπορεί να τον θλίβει το γεγονός ότι εναντιώνομαι στις συμβουλές του και ότι επικράτησα. Μακάρι να μην ήταν έ­τσι. Γιατί αγαπούσε τον Γκουίντορ ως οδηγό και θεραπευτή του και πλημμύρι�ε από οίκτο γι' αυτόν. Όμως εκείνες τις μέρες η λάμψη της Φιντούιλας θάμπωσε κι αυτή, τα βήματά της ήταν αρ­γά και το πρόσωπό της σοβαρό, και έγινε χλωμή και αδύνατη.

165

ΤΑ Π ΑΙ ΔΙ Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

Και ο Τούριν, βλέποντάς το αυτό, συμπέρανε ότι τα λόγια του Γκουίντορ είχαν ενσταλάξει το φόβο στην καρδιά της για το τι μπορεί να φέρει το μέλλον,

Στην πραγματικότητα η Φιντούιλας ήταν διχασμένη. Γιατί τι­μούσε τον Γκουίντορ και τον λυπόταν και δεν ήθελε να προσθέ­σει ούτε ένα δάκρυ ακόμη στα δεινά του. Αλλά ενάντια στη θέ­λησή της η αγάπη της για τον Τούριν μεγάλωνε μέρα με τη μέ­ρα και σκεφτόταν τον Μπέρεν και τη Λούθιεν. Όμως ο Τούριν δεν ήταν σαν τον Μπέρεν! Δεν την περιφρονούσε και χαιρόταν με τη συντροφιά της, αλλά η Φιντούιλας ήξερε ότι δεν έχει μέ­σα του την αγάπη που ήθελε αυτή. Ο νους του και η καρδιά του ήταν αλλού, σε ποτάμια και ανοιξιάτικες μέρες στο μακρινό παρελθόν.

Τότε ο Τούριν μίλησε στη Φιντούιλας και είπε: «Μην αφήνεις τα λόγια του Γκουίντορ να σε τρομάζουν. Υπέ­

φερε στο σκοτάδι της Άνγκμπαντ. Και είναι δύσκολο για κά­ποιον τόσο γενναίο να είναι έτσι ανάπηρος και αργός αναγκα­στικά. Χρειάζεται κάθε παρηγοριά και χρόνο για να θερα­πευτεί».

«Το γνωρίζω καλά» , του απάντησε. « Ομως θα του εξασφαλίσουμε αυτόν το χρόνο! » είπε ο Τού­

ριν. «Το Νάργκοθροντ θα συνεχίσει να στέκει! Ο Μόργκοθ ο Φαύλος δεν μπορεί να ξαναβγεί ποτέ από την Ά νγκμπαντ και εί­ναι υποχρεωμένος να στηρίζεται στους υπηρέτες του. Έτσι λέει η Μέλιαν του Ντόριαθ. Αυτοί αποτελούν τα δάχτυλα των χεριών του. Και θα τα χτυπάμε και θα τα κόβουμε μέχρι να τραβήξει μέ­σα τα νύχια του. Το Νάργκοθροντ θα συνεχίσει να στέκει όρθιο!»

«Ίσως», είπε αυτή. «Θα συνεχίσει να στέκεται, αν μπορέ­σεις να το πετύχεις αυτό. Αλλά πρόσεχε, Θούριν. Η καρδιά μου είναι βαριά όταν πηγαίνεις στη μάχη, μήπως ορφανέψει το Ν άργκοθροντ» .

166

Ο ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

Μετά ο Τούριν αναζήτησε τον Γκουίντορ και του είπε: «Γκουίντορ, αγαπημένε φίλε, πέφτεις πάλι στη θλίψη, Μην

το κάνεις αυτό! Γιατί η γιατρειά σου θα φωτίζει τα σπίτια των συγγενών σου και την ομορφιά της Φιντούιλας»,

Τότε ο Γκουίντορ κοίταξε τον Τούριν αλλά δεν έλεγε τίποτα και το πρόσωπό του ήταν συννεφιασμένο,

«Γιατί με κοιτάζεις έτσι; » είπε ο Τούριν, «Συχνά τα μάτια σου με κοιτάζουν παράξενα τελευταία, Με ποιον τρόπο σου προκά­λεσα θλίψη; Εναντιώθηκα στις συμβουλές σου, Όμως ένας ά­ντρας πρέπει να λέει αυτό που θεωρεί σωστό, όχι να κρύβει την αλήθεια που πιστεύει για οποιονδήποτε προσωπικό λόγο. Θα προτιμούσα να συμφωνούσαμε. Γιατί σου οφείλω μεγάλο χρέος και δεν θα το ξεχάσω».

«Δεν θα το ξεχάσεις; » είπε ο Γκουίντορ. «Παρ' όλα αυτά οι πράξεις σου και οι συμβουλές σου άλλαξαν το σπίτι μου και τους δικούς μου. Η σκιά σου έχει απλωθεί πάνω τους. Γιατί να είμαι χαρούμενος, εγώ που τα έχασα όλα από σένα; »

Ο Τούριν δεν κατάλαβε αυτό. τα λόγια και υπέθεσε μόνο ότι ο Γκουίντσρ είχε ενοχληθεί από τη θέση που είχε πάρει ο ίδιος στην καρδιά και τα σχέδια του βασιλιά.

Αλλά όταν έφυγε ο Τούριν. ο Γκουίντορ έμεινε μόνος μέσα σε σκοτεινές σκέψεις και καταράστηκε τον Μόργκοθ που μπα­ρούσε να καταδιώκει τους εχθρούς του με τέτοια δεινά, όπου κι αν πάνε. «Και τώρα επιτέλους» , είπε, «πιστεύω τη φήμη της Άνγκμπαντ ότι ο Μόργκοθ καταράστηκε τον Χούριν και όλους τους συγγενείς του» . Και πήγε και βρήκε τη Φιντούιλας και της είπε:

«Θλίψη και αμφιβολία υπάρχουν πάνω σου. Και πολύ συχνά τώρα σε χάνω και αρχίζω να βλέπω ότι με αποφεύγεις. Αφού δεν μου λες την αιτία, πρέπει να τη μαντέψω. Κόρη του οίκου του

167

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Φινάρφιν, μην αφήνεις καμιά θλίψη να μπει ανάμεσά μας. Γιατί αν και ο Μόργκοθ κατέστρεψε τη ζωή μου. σ' αγαπώ ακόμη. Πή­γαινε όμως όπου σε οδηγεί η αγάπη. Γιατί εγώ τώρα είμαι ανίκα­νος να σε παντρευτώ. Και ούτε η δύναμή μου ούτε οι συμβουλές μου δεν txouv καμιά αξία πια».

Τότε η Φιντούιλας έκλαψε. «Μη κλαις ακόμη!» είπε ο Γκουίντορ. «Αλλά πρόσεξε μή­

πως υπάρξει αιτία για κλάμα. Δεν είναι ταιριαστό για τα Πρε­σβύτερα Τέκνα του lλούβαταρ να παντρεύονται τα Νεότερα. Ούτε είναι συνετό, γιατί οι Άνθρωποι είναι βραχύβιοι και χάνο­νται γρήγορα, για να μας αφήσουν σε χηρεία όσο θα διαρκεί ο κόσμος. Ούτε η μοίρα το υπομένει, παρά μόνο αν συμβεί μία ή δυο φορές, για κάποιο ανώτερο λόγο του πεπρωμένου που εμείς δεν μπορούμε ν' αντιληφθούμε.

»Ομως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι ο Μπέρεν, έστω και αν είναι εξίσου όμορφος και εξίσου γενναίος. Μια κατάρα είναι α­πλωμένη πάνω του, μια σκοτεινή καταδίκη. Μην μπεις κι εσύ σ' αυτήν! Και αν το κάνεις, η αγάπη σου θα σε προδώσει και θα σε οδηγήσει σε πίκρες και στο θάνατο. Γιατί, άκουσέ με! Αν και εί­ναι όντως αΥκάΡΥαεν, γιος του ούμαρσ. το πραγματικό του όνο­μα είναι Τούριν. γιος του Χούριν, εκείνου που ο Μόργκοθ κρατά στην Ά νγκμπαντ και έχει καταραστεί όλους τους συγγενείς του. Μην αμφισβητείς τη δύναμη του Μόργκοθ Μπαούγκλιρ! Δεν το βλέπεις αυτό γραμμένο πάνω μου; »

Τότε η Φιντούιλας σηκώθηκε και. όντως, είχε βασιλική εμφά­νιση.

«Τα μάτια σου είναι θαμπωμένα. Γκουίντορ», είπε. «Δεν βλέ­πεις ούτε καταλαβαίνεις τι έχει συμβεί εδώ. Πρέπει τώρα να υ­ποστώ διπλή ντροπή για να σου αποκαλύψω την αλήθεια; Γιατί αγαπώ εσένα. Γκουίντορ, και ντρέπομαι που δεν σ' αγαπώ πιο πολύ, αλλά έχω κυριευτεί από μιαν αγάπη ακόμη μεγαλύτερη,

168

Ο TOYPIN );ΊΌ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

από την οποία δεν μπορώ να ξεφύγω. Δεν την επεδίωξα και πο­λύν καιρό τώρα την παραμερί�ω. Αλλά αν εγώ έχω μέσα μου οίκτο για τα δικά σου τραύματα, έχε κι εσύ για τα δικά μου. Ο Τούριν δεν με αγαπά ούτε θα με αγαπήσει» .

«Το λες αυτό» . είπε ο Γκουίντορ. «για να διώξεις το φταίξι­μο από κείνον που αγαπάς. Γιατί, τότε, σε ανα�ητά και κάθεται τόσο πολύ μα�ί σου και πάντα είναι χαρούμενος όταν φεύγει; »

«Γιατί κι αυτός xρειά�εται παρηγοριά» , είπε η Φιντούιλας, «και είναι ορφανεμένος από τους δικούς του. Και οι δυο σας έ­χετε τις ανάγκες σας. Αλλά τι γίνεται με τη Φιντούιλας; Δεν εί­ναι αρκετό που υποχρεώνομαι να σου ομολογήσω και να σου α­ποκαλύψω ότι δεν με αγαπά. πρέπει να πεις ότι τα λέω αυτά για να σε ξεγελάσω; »

«'Οχι, μια γυναίκα δεν ξεγελιέται εύκολα σε μια τέτοια περί­πτωση,>, είπε ο Γκουίντορ. «Ούτε και θα βρεις πολλούς ν' αρ­νούνται ότι τους αγαπούν, αν κάτι τέτοιο αληθεύει» .

«Αν κάποιος από τους τρεις μας είναι άπιστος, αυτή είμαι εγώ. Όχι όμως με τη θέλησή μου. Τι είναι αυτά που λες όμως για την κατάρα και τις φήμες της Άνγκμπαντ; Τι είναι αυτά που λες για θάνατο και καταστροφή; Ο Αντανέδελ είναι κραταιός μέσα στην ιστορία του Κόσμου και το ανάστημά του θα φτάσει ακόμη και τον Μόργκοθ κάποια μακρινή μέρα που θα ' ρθει».

«Είναι περήφανος» , είπε ο Γκουίντορ. «Αλλά είναι επίσης φιλεύσπλαχνος» , είπε η Φιντούιλας. «Το

έλεος δεν έχει ξυπνήσει ακόμη, αλλά μπορεί πάντα να διαπε­ράσει την καρδιά του και ποτέ δεν θα το αρνηθεί. Μπορεί το έλεος να παραμένει πάντα η μοναδική δίοδος. Αλλά δεν έχει έλεος για μένα. Με βλέπει με δέος, σαν να ήμουν μητέρα του και βασίλισσω>.

Μπορεί η Φιντούιλας να μίλησε σωστά βλέποντας με τα δια­περαστικά μάτια των Έλνταρ. Και τώρα ο Τούριν, μην ξέροντας

169

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

τι είχε συμβεί ανάμεσα στον Γκουίντορ και τη Φιντούιλας, ήταν ακόμη πιο ευγενικός μα�ί της, γιατί εκείνη έδειχνε ακόμη πιο θλιμμένη. Αλλά μια φορά η Φιντούιλας του είπε:

«Θούριν Αντανέδελ, γιατί κρύβεις το όνομά σου από μένα; Αν ήξερα ποιος είσαι. δεν θα σε τιμούσα λιγότερο. αλλά θα είχα καταλάβει καλύτερα τη θλίψη σου» .

«Τι εννοείς» . είπε ο Τούριν. «Ποιος λες ότι είμαι; » «ο Τούριν, γιος του Χούριν Θάλιον. αρχηγού του Βορρά» .

Όταν ο Τούριν έμαθε από τη Φιντούιλας τι συνέβη, εξοργί­στηκε και είπε στον Γκουίντορ:

«Με αγάπη σε βλέπω γιατί μ' έσωσες και με προστCπεψες. Αλλά τώρα μου πρόσφερες κακή υπηρεσία, φίλε μου, να προ­δώσεις το αληθινό μου όνομα και να ρίξεις έτσι πά.νω μου την κα­τάρα που με καταδιώκει και από την οποία ήθελα να κρυφτώ» .

Αλλά ο Γκουίντορ απάντησε: «Η καταδίκη βρίσκεται μέσα σου, όχι στ' όνομά σου» .

Εκείνο τον καιρό της ανάπαυλας και της ελπίδας, όταν χάρη στα κατορθώματα του Μόρμεγκιλ η δύναμη του Μόργκοθ ανα­χαιτίστηκε δυτικά του Σίριον και σ' όλα τα δάση υπήρχε ειρήνη, η Μόργουεν εγκατέλειψε επιτέλους το Ντορ-λόμιν με τη Νίενορ την κόρη της και αποπειράθηκε το μακρί> ταξίδι μέχρι τα ανά­κτορα του Θίνγκολ. Εκεί την περίμενε νέα θλίψη, γιατί ανακά­λυψε ότι ο Τούριν είχε φύγει και στο Ντόριαθ δεν είχαν έρθει ει­δήσεις από τότε που το Δρακοκράνος εξαφανίστηκε από τις πε­ριοχές δυτικά του Σίριον. Όμως η Μόργουεν παρέμεινε στο Ντό­ριαθ με τη Νίενορ. φιλοξενούμενες του Θίνγκολ και της Μέλιαν που τους φέρονταν με τιμές.

170

ΚΕΦΑΛΑΙΟ Χ Ι

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

Πέρασαν πέντε χρόνια αφότου έφτασε ο Τούριν στο Νάργκο­θροντ και την άνοιξη εκείνης της χρονιάς ήρθαν δυο Ξωτικά από το λαό του Φινάρφιν, που είπαν πως oνoμά�oνται Γκέλμιρ και Άρμινας. Και είπαν ότι είχαν ένα μήνυμα για τον Κύριο του Νάργκοθροντ. Ο Τούριν διοικούσε τώρα όλες τις δυνάμεις του Νάργκοθροντ και ήταν επικεφαλής σ' όλα τα �ητήματα του πολέμου. Πραγματικά, είχε γίνει αυστηρός και περήφανος και διέτασσε τα πάντα όπως ήθελε ή θεωρούσε καλό. Οδήγη­σαν τα Ξωτικά στον Τούριν, αλλά ο Γκέλμιρ είπε:

«Στον Ορόντρεθ, γιο του Φινάρφιν, θέλουμε να μιλήσουμε». Και όταν ήρθε ο Ορόντρεθ, ο Γκέλμιρ του είπε: «Άρχοντα, ανήκαμε στο λαό του Άνγκροντ και έχουμε πε-

ριπλανηθεί πολύ μετά τη Νίρναεθ. Τελευταία όμως �oύμε ανά-

171

ΤΑ Π ΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

μεσα στους ακόλουθους του Κίρνταν στις Εκβολές του Σίριον. Και μια μέρα μας κάλεσε και μας �ήτησε να έρθουμε σ' εσέ­να. Γιατί του εμφανίστηκε ο ίδιος ο Ούλμο, ο Κύριος των Υδά­των, και τον προειδοποίησε για μεγάλο κίνδυνο που πλησιά�ει στο Νάργκοθροντ» .

Όμως ο Ορόντρεθ τον άκουσε επιφυλακτικά και απάντησε: «Γιατί τότε φτάσατε εδώ από το Βορρά; Ή είχατε κι άλλες

αποστολές; » Τότε ο Άρμινας είπε: «Μάλιστα, Κύριε. Μετά τη Νίρναεθ ανα�ητώ το κρυφό βα­

σίλειο του Τούργκον και δεν το βρίσκω. Και φοβούμαι τώρα ό­τι καθυστέρησα την αποστολή μας εδώ περισσότερο απ' όσο έπρεπε. Γιατί ο Κίρνταν μας έστειλε κατά μήκος της ακτής με πλοίο. για μυστικότητα και ταχύτητα, και αποβιβαστήκαμε στο Ντρένγκιστ. Όμως ανάμεσα στους κατοίκους των παρα­λίων υπήρχαν μερικοί που ήρθαν νότια τα τελευταία χρόνια σαν αγγελιαφόροι από τον Τούργκον. και μου φάνηκε από την επιφυλακτική ομιλία τους ότι ίσως ο Τούργκον βρίσκεται ακό­μη στο Βορρά και όχι στο Νότο όπως πιστεύουν οι πιο πολ­λοί. Όμως δεν βρήκαμε ούτε σημάδι ούτε φήμη από αυτό που ανα�ητoύσαμε» .

« Γιατί ανα�ητάς τον Τούργκον; » είπε ο Ορόντρεθ. «Γιατί λένε ότι το δικό του βασίλειο θα αντισταθεί πιο πολύν

καιρό στον Μόργκοθ» . απάντησε ο Άρμινας. Και αυτά τα λόγια φάνηκαν στον Ορόντρεθ δυσοίωνα και τον δυσαρέστησαν.

«Τότε μην καθυστερείτε στο Νάργκοθροντ». είπε. «Γιατί εδώ δεν θα βρείτε νέα του Τούργκον. Και δεν xρειά�oμαι κα­νέναν για να μου μάθει ότι το Ν άργκοθροντ κινδυνεύει ».

«Μη θυμώνεις. Κύριο>, είπε ο Γκέλμιρ, «αν απαντάμε στις ε­ρωτήσεις σου με αλήθεια. Και οι παρεκλίσεις μας από την ευ­θεία οδό ως εδώ δεν ήταν άκαρπες. γιατί φτάσαμε πιο πέρα και

172

Η Π Τ Ω Σ Η ΤΟΥ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

από τους πιο μακρινούς ανιχνευτές σου. Διασχίσαμε το Ντορ-λό­μιν και όλες τις περιοχές κάτω από τις κορυφές των Έρεντ Γου­έθριν και εξερευνήσαμε το Πέρασμα του Σίριον. κατασκοπεύο­ντας τους δρόμους του Εχθρού. Υπάρχει μια μεγάλη σύναξη Ορκ και μοχθηρών πλασμάτων σ' αυτές τις περιοχές. και μια στρατιά συγκεντρώνεται γύρω από το Νησί του Σάουρον» .

«Το ξέρω» , είπε ο Τούριν. «Τα νέα σας είναι μπαγιάτικα. Το μήνυμα του Κίρνταν έπρεπε να έρθει νωρίτερα για να 'ναι χρήσιμο» .

«Τουλάχιστον, Κύριε. θα ακούσεις το μήνυμα τώρα» , είπε ο Γκέλμιρ στον Ορόντρεθ. «Άκου, λοιπόν, τα λόγια του Κυρί­ου των Υδάτων! Έτσι μίλησε στον Κίρνταν: "Το Κακό του Βορρά μίανε τις πηγές του Σίριον και η δύναμή μου αποτρα­βιέται από τα δάχτυλα των κινούμενων υδάτων. Όμως κάτι χειρότερο ακόμη θα συμβεί. Γι' αυτό πείτε στον Κύριο του Νάργκοθροντ: Κλείστε τις πόρτες του οχυρού και μη βγαίνε­τε έξω. Ρίξτε τις πέτρες της περηφάνιας σας μέσα στο βρο­ντερό ποτάμι για να μην μπορέσει το κακό που έρπει να βρει την πύλη" » .

Αυτά τα λόγια φάνηκαν σκοτεινά και ακατανόητα στον Ορόντρεθ και στράφηκε όπως συνήθι�ε στον Τούριν να τον συμβουλευτεί. Αλλά ο Τούριν δεν είχε εμπιστοσύνη στους αγ­γελιαφόρους και είπε περιφρονητικά:

«Τι ξέρει ο Κίρνταν για τους δικούς μας πολέμους, αυτός που διάγει τον βίο του πλησίον του Εχθρού; Ας φρoντί�ει ο ναυτικός τα πλοία του! Αλλά αν στ ' αλήθεια επιθυμεί ο Κύ­ριος των Υδάτων να μας στείλει συμβουλές. ας μιλήσει πιο κα­θαρά. Αλλιώς για κάποιον που είναι εκπαιδευμένος στον πό­λεμο θα φανεί και πάλι καλύτερο να συγκεντρώσουμε τις δυ­νάμεις μας και να πάμε να συναντήσουμε με τόλμη τους ε­χθρούς μας για να μην τους αφήσουμε να πλησιάσουν πολύ» .

173

ΤΑ Π ΑΙ ΔΙΑ Τ Ο Υ ΧΟΥΡΙ Ν

Τότε ο Γκέλμιρ υποκλίθηκε στον Ορόντρεθ και είπε: «Είπα ό,τι μου �ητήθηKε, κύριε», και γύρισε να φύγει,

Αλλά ο Άρμινας είπε στον Τούριν: « Είσαι όντως από τον Οίκο του Χάντορ, όπως άκουσα να

λένε;» « Εδώ oνoμά�oμαι Αγκάργαεν, το Μαύρο Σπαθί του Νάρ­

γκοθροντ» , απάντησε ο Τούριν, «Μιλάς πάντα τόσο συγκρα­τημένα, φίλε Άρμινας; Ευτυχώς που το μυστικό του Τούργκον είναι κρυμμένο από σένα, αλλιώς γρήγορα θα μαθευόταν στην Άνγκμπαντ, Το όνομα κάποιου είναι μόνο δικό του, και αν ο γιος του Χούριν μάθει ότι τον πρόδωσες ενώ θα προτιμούσε να παραμείνει κρυμμένος, τότε είθε να σε πάρει ο Μόργκοθ και να σου κάψει τη γλώσσα! »

Ο Άρμινας ταράχτηκε από τη μαύρη οργή του Τούριν. Αλλά ο Γκέλμιρ είπε:

«Δεν θα προδοθεί από μας, Αγκάργαεν. Βρισκόμαστε σε συμβούλιο πίσω από κλειστές πόρτες όπου μπορούμε να μι­λάμε ξεκάθαρα. Και ο Άρμινας. πιστεύω, σε ρώτησε. γιατί εί­ναι γνωστό σε όλους όσοι �oυν κοντά στη Θάλασσα ότι ο Ούλ­μο έχει μεγάλη αγάπη για τον Οίκο του Χάντορ και μερικοί λέ­νε ότι ο Χούριν και ο Χούορ ο αδελφός του μπήκαν κάποτε στο Κρυμμένο Βασίλειο» .

« Αν είναι έτσι, τότε δεν θα μιλούσε γι' αυτό σε κανέναν, ούτε σε μεγάλους ούτε σε μικρούς, και λιγότερο απ' όλους στο γιο του που ήταν παιδί» , απάντησε ο Τούριν. « Επομένως δεν πιστεύω ότι ο Άρμινας το ρώτησε αυτό για να μάθει κάτι για τον Τούργκον. Δεν έχω εμπιστοσύνη σε τέτοιους αγγελιαφό­ρους της διχόνοιας» .

« Κράτα την καχυποψία σου!» είπε οργισμένος ο Άρμινας. « ο Γκέλμιρ κάνει λάθος. Ρώτησα γιατί αμφέβαλα γι' αυτό που φαίνεται να πιστεύουν εδώ. Γιατί ελάχιστα μoιά�εις με τα

174

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

μέλη του Οίκου του Χάντορ, όποιο κι αν είναι το όνομά σοω>, «Και τι ξέρεις εσύ γι' αυτούς; » είπε ο Τούριν. «Τον Χούριν τον έχω δει», απάντησε ο Άρμινας, «και τους

προγόνους του πριν απ' αυτόν. Και στις ερημιές του Ντορ-λό­μιν συνάντησα τον Τούορ. γιο του Χούορ, αδελφό του Χούριν. Και αυτός μoιά�ει με τους προγόνους του, ενώ εσύ όχι » .

«Μπορεί να είναι έτσι», είπε ο Τούριν. « αν και δεν έχω εί­δηση ως τώρα από τον Τούορ. Αλλά αν το κεφάλι μου είναι σκούρο και όχι ξανθό. δεν ντρέπομαι γι' αυτό. Γιατί δεν είμαι ο πρώτος γιος που μoιά�ει στη μητέρα του. Και κατάγομαι από τη Μόργουεν Έλεδγουεν του Οίκου του Μπέορ και συγγένισσα του Μπέρεν Κάμλοστ» .

«Δεν μιλώ για τη διαφορά ανάμεσα σε μαύρο και ξανθό», είπε ο Άρμινας. «Όμως άλλοι από τον Οίκο του Χάντορ φέ­ρονται διαφορετικά, ανάμεσά τους και ο Τούορ. Γιατί είναι ευ­γενικοί και ακούνε τις καλές συμβουλές και έχουν δέος για τους Κυρίους της Δύσης. Εσύ όμως, φαίνεται, συμβουλεύεσαι τη δική σου σοφία ή μόνο το σπαθί σου. Και μιλάς αγέρωχα. Και σου λέω, Αγκάργαεν Μόρμεγκιλ, ότι αν πράττεις έτσι, άλ­λη θα είναι η μοίρα σου απ' αυτήν που μπορεί να περίμενε κάποιος από τους Οίκους του Χάντορ και του Μπέορ» ,

«Πάντα άλλη ήταν». απάντησε ο Τούριν. «Και αν, όπως φαίνεται, πρέπει να υποστώ το μίσος του Μόργκοθ λόγω της ανδρείας του πατέρα μου, πρέπει να υποστώ και τη χλεύη και τα κακά προμηνύματα ενός φυγάδα από τον πόλεμο, έστω και αν ισxυρί�εται συγγένεια με βασιλιάδες; Γύρνα πίσω στις σί­γουρες ακτές της Θάλασσας! »

Τότε ο Γκέλμιρ και ο Άρμινας έφυγαν και γύρισαν πίσω στο Νότο. Όμως παρά τους χλευασμούς του Τούριν. θα είχαν μεί­νει για να πολεμήσουν δίπλα στους δικούς τους και έφυγαν μόνο επειδή ο Κίρνταν με εντολή του Ούλμο τους είχε �ητή-

175

ΤΑ Π Α Ι ΔΙ Α Τ ΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

σει να του φέρουν ειδήσεις από το Νάργκοθροντ και την τύχη της αποστολής τους εκεί. Και ο Ορόντρεθ είχε προβληματι­στεί πολύ από τα λόγια των αγγελιαφόρων. Μα η διάθεση του Τούριν έγινε ακόμη πιο τρομερή και δεν άκουγε με κανένα τρόπο τις συμβουλές τους. και κυρίως δεν άφηνε να γκρεμί­σουν τη μεγάλη γέφυρα. Γιατί αυτά τουλάχιστον τα λόγια του Ούλμο τα είχαν ερμηνεύσει σωστά.

Λίγο μετά την αναχώρηση των αγγελιαφόρων ο Χάντιρ. ο Κύριος του Μπρέθιλ. σκοτώθηκε. Γιατί οι Ορκ εισέβαλαν στη γη του θέλοντας να εξασφαλίσουν τις Διαβάσεις του Τέι­γκλιν για να συνεχίσουν την προέλασή τους. Ο Χάντιρ πο­λέμησε. αλλά οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ ηττήθηκαν και α­πωθήθηκαν στα δάση τους. Οι Ορκ δεν τους κυνήγησαν γιατί προς το παρόν είχαν πετύχει το σκοπό τους. Και συνέχισαν να συγκεντρώνουν τις δυνάμεις τους στο Πέρασμα του Σίριον.

Το φθινόπωρο εκείνης της χρονιάς. βρίσκοντας την κατάλ­ληλη ευκαιρία, ο Μόργκοθ εξαπέλυσε κατά του λαού του Νά­ρογκ τη μεγάλη στρατιά που ετoίμα�ε από καιρό. Και ο Γκλάου­ρουνγκ, ο Πατέρας των Δρακόντων, πέρασε το Ανφάουγκλιθ και από κει μπήκε στις βόρειες κοιλάδες του Σίριον και προκά­λεσε μεγάλη καταστροφή. Κάτω από τις σκιές των Έρεντ Γουέ­θριν, επικεφαλής ένος μεγάλου στρατού από Ορκ, μίανε το Έιθελ Ίβριν και από κει πέρασε στο βασίλειο του Νάργκο­θροντ, καίγοντας το Τάλαθ Ντίρνεν, τη Φυλαγμένη Πεδιάδα, ανάμεσα στον Νάρογκ και τον Τέιγκλιν.

Τότε οι πολεμιστές του Νάργκοθροντ βγήκαν για μάχη, κι εκείνη τη μέρα ψηλός και τρομερός ήταν ο Τούριν και το φρό­νημα του στρατού αναπτερώθηκε βλέποντάς τον δεξί χέρι του Ορόντρεθ. Αλλά μεγαλύτερη πολύ ήταν η στρατιά του Μόρ­γκοθ από όσο είχαν πει οι ανιχνευτές και κανείς εκτός από τον

176

Η ΠΤΩΣΗ Τ Ο Υ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

Τούριν, με την προστασία της μάσκας των Νάνων, δεν μπο­ρούσε να αντέξει την προσέγγιση του Γκλάουρουνγκ,

Τα Ξωτικά απωθήθηκαν και νικήθηκαν στα πεδία του Τουμ­χάλαντ, Κι εκεί όλο το καύχημα και ο στρατός του Νάργκο­θροντ χάθηκε, Ο Ορόντρεθ, ο βασιλιάς, σκοτώθηκε στο μέτω­πο της μάχης και ο Γκουίντορ, ο γιος του Γκουίλιν, τραυματί­στηκε θανάσιμα. Αλλά ο Τούριν ήρθε σε βοήθειά του, και ό­λοι τράπηκαν σε φυγή μπροστά του. Και μετέφερε τον Γκουί­ντορ έξω από τη μάχη και ξεφεύγοντας σ' ένα δάσος τον ξά­πλωσε στη χλόη.

Τότε ο Γκουίντορ είπε στον Τούριν: «Ας πληρωθεί μεταφορά με μεταφορά! Αλλά κακότυχη ή­

ταν η δική μου και μάταιη η δική σου. Γιατί το σώμα μου έχει λαβωθεί και δεν έχει γιατρειά και πρέπει να εγκαταλείψω τη Μέση-γη. Και παρόλο που σε αγαπώ, γιε του Χούριν, ωστόσο θρηνώ τη μέρα που σε πήρα από τους Ορκ. Αν δεν ήταν η δι­κή σου δύναμη και περηφάνια, θα είχα ακόμη αγάπη και �ωή και το Νάργκοθροντ θα στεκόταν λίγο ακόμη. Τώρα, αν με α­γαπάς, άφησέ με! Σπεύσε στο Νάργκοθροντ και σώσε τη Φι­ντούιλας. Και σου λέω αυτό το τελευταίο: αυτή μόνο στέκει α­νάμεσα σ' εσένα και την κατάρα που σε καταδιώκει. Αν εσύ αποτύχεις μα�ί της, η κατάρα σου δεν θα αποτύχει να σε βρει. Έχε γεια! »

Τότε ο Τούριν έσπευσε να επιστρέψει στο Νάργκοθροντ, συγκεντρώνοντας όποια τμήματα του νικημένου στρατού έβρι­σκε στο δρόμο του. Και τα φύλλα έπεφταν από τα δέντρα α­πό δυνατό άνεμο καθώς αυτοί περνούσαν, γιατί το φθινόπωρο γινόταν βαρύς χειμώνας. Αλλά ο Γκλάουρουνγκ και ο στρατός των Ορκ έφτασαν εκεί πριν από τον ίδιο, που καθυστέρησε ε­ξαιτίας της διάσωσης του Γκουίντορ, και επιτέθηκαν ξαφνικά πριν εκείνοι που είχαν απομείνει για φρουροί μάθουν τι είχε

177

ΤΑ Π Α Ι ΔΙ Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

συμβεί στη μάχη του Τουμχάλαντ. Εκείνη τη μέρα η γέφυρα που τους είχε πείσει ο Τούριν να χτίσουν πάνω από τον Νά­ρογκ αποδείχτηκε καταστροφή. Γιατί ήταν μεγάλη και γερά φτιαγμένη και δεν μπορούσε να καταστραφεί γρήγορα. κι έτσι ο εχθρός πέρασε εύκολα το βαθύ ποτάμι και ο Γκλάουρουνγκ όρμησε με όλη του τη φωτιά στις Πύλες του Φέλαγκουντ και τις γκρέμισε και πέρασε μέσα.

Και ενώ έφτανε ο Τούριν. η φρικτή λεηλασία του Νάργκο­θροντ είχε σχεδόν ολοκληρωθεί. Οι Ορκ είχαν σκοτώσει ή α­πωθήσει όσους πολεμιστές απέμεναν και εκείνη τη στιγμή εί­χαν ορμήσει στις μεγάλες αίθουσες και τους θαλάμους. λεη­λατώντας και καταστρέφοντας. Όμως όσες από τις γυναίκες και τις κοπέλες δεν κάηκαν ή δεν σκοτώθηκαν. τις είχαν οδη­γήσει στο προαύλιο μπροστά στις πύλες για να τις πάνε στην Άνγκμπαντ για σκλάβες. Σε αυτή την καταστροφή και τη συμ­φορά έφτασε ο Τούριν και κανείς δεν μπορούσε να του αντι­σταθεί -ή δεν ήθελε να του αντισταθεί, αν και εξόντωνε όσους έβρισκε μπροστά του και πέρασε τη γέφυρα και προχωρούσε πολεμώντας προς το σημείο των αιχμαλώτων.

Και τότε βρέθηκε να αντιστέκεται μόνος, γιατί οι λίγοι που τον είχαν ακολουθήσει είχαν τραπεί σε φυγή για να κρυφτούν. Όμως εκείνη τη στιγμή ο ολέθριος Γκλάουρουνγκ πρόβαλε α­πό τις γκρεμισμένες Πύλες του Φέλαγκουντ και στάθηκε α­νάμεσα στον Τούριν και τη γέφυρα. Και ξαφνικά μίλησε με το μοχθηρό πνεύμα που υπήρχε μέσα του λέγοντας:

«Χαίρε, γιε του Χούριν. Καλή συνάντηση! » Τότε ο Τούριν όρμησε εναντίον του και φωτιά υπήρχε στα

μάτια του και οι κόψεις του Γκούρθανγκ άστραφταν σαν φλό­γες. Αλλά ο Γκλάουρουνγκ άντεξε την επίθεση και άνοιξε τα μεγάλα ερπετίσια μάτια του και κοίταξε τον Τούριν. Χωρίς φό­βο ο Τούριν κοίταξε μέσα σ' εκείνα τα μάτια καθώς σήκωνε το

]78

Η ΠΤΩΣΗ ΤΟΥ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

σπαθί του και αμέσως έπεσε στη μαγεία του δράκοντα και ήταν σαν να έγινε πέτρα. Έτσι στέκονταν ακίνητοι και σιωπηλοί για πολλή ώρα μπροστά στις μεγάλες Πύλες του Φέλαγκουντ. Και μετά ο Γκλάουρουνγκ μίλησε πάλι χλευάζοντας τον Τούριν:

«Κακά ήταν όλα τα έργα σου, γιε του Χούριν» . είπε. «Αχά­ριστος θετός γιος, παράνομος, φονιάς του φίλου σου, κλέφτης του έρωτα. σφετεριστής του Νάργκοθροντ. ανόητος αρχηγός και άκαρδος με τους συγγενείς σου. Υπόδουλες ζουν η μητέ­ρα σου και η αδελφή σου στο Ντορ-λόμιν. σε δυστυχία και α­νέχεια. Εσύ είσαι ντυμένος σαν πρίγκιπας, αυτές όμως γυρί­ζουν με κουρέλια. Για σένα λαχταρούν, αλλά εσένα δεν σε νοιά­ζει. Θα χαρεί ο πατέρας σου να μάθει ότι έχει έναν τέτοιο γιο' και θα το μάθει » . Και ο Τούριν, όντας κάτω από τ η μαγεία του Γκλάουρουνγκ, άκουσε τα λόγια του και είδε τον εαυτό του σαν σε καθρέφτη παραμορφωμένο από μοχθηρία και αποστράφηκε αυτό που είδε.

Και όσο τον κρατούσαν ακόμη τα μάτια του Γκλάουρουνγκ στο μαρτύριο των σκέψεων και δεν μπορούσε να κινηθεί, οι Ορκ με ένα σήμα του Δράκοντα πήραν τους αιχμαλώτους και πέ­ρασαν κοντά από τον Τούριν και τους οδήγησαν στη γέφυρα. Και ανάμεσά τους ήταν η Φιντούιλας και άπλωσε τα χέρια της στον Τούριν και φώναξε το όνομά του. Αλλά μόνο όταν οι κραυγές και οι θρήνοι των αιχμαλώτων χάθηκαν (jΤΟ βόρειο δρόμο. ελευθέρωσε ο Γκλάουρουνγκ τον Τούριν και αυτός δεν μπορούσε να διώξει από τα αυτιά του εκείνη τη φωνή που θα τον βασάνιζε στο εξής.

Τότε ξαφνικά ο Γκλάουρουνγκ απέσυρε το βλέμμα του και περίμενε. Και ο Τούριν κινήθηκε αργά σαν άνθρωπος που ξυ­πνά από φρικτό όνειρο. Και ξαναβρήκε τον εαυτό του και με μια δυνατή κραυγή όρμησε στο Δράκοντα. Αλλά ο Γκλάου­ρουνγκ γέλασε και είπε:

179

ΤΑ ΠΑΙΔΙ Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

«Αν θέλεις να σκοτωθείς, θα σε σκοτώσω ευχαρίστως. Αλλά αυτό δεν θα βοηθήσει τη Μόργουεν και τη Νίενορ. Δεν έδω­σες σημασία στις κραυγές της Ξωτικογυναίκας. Θα αρνηθείς και τους δεσμούς του αίματός σου; »

Αλλά Ο Τούριν τράβηξε πίσω το σπαθί του και προσπάθη­σε να τον καρφώσει στα μάτια. Και ο Γκλάουρουνγκ μαζεύτη­κε πίσω γρήγορα και υψώθηκε από πάνω του και είπε:

«Όχι! Τουλάχιστον είσαι γενναίος. Περισσότερο από όλους όσους έχω συναντήσει. Και λένε ψέματα εκείνοι που ισχυρίζο­νται ότι εμείς δεν τιμούμε τη γενναιότητα των εχθρών. Να λοι­πόν! Σου προσφέρω την ελευθερία σου. Πήγαινε στους συγγε­νείς σου, αν μπορείς. Φύγε! Και αν Ξωτικό ή Άνθρωπος απο­μείνει για να πει την ιστορία των ημερών ετούτων, σίγουρα με περιφρόνηση θα σε κατονομάσει αν απορρίψεις αυτό το δώρο» .

Τότε ο Τούριν, όντας ακόμη συγχυσμένος από το βλέμμα του δράκοντα. σαν να είχε να κάνει με εχθρό που γνωρίζει τι θα πει έλεος, πίστεψε τα λόγια του Γκλάουρουνγκ και γυρίζο­ντας πέρασε τρέχοντας τη γέφυρα. Αλλά καθώς έφευγε, ο Γκλάουρουνγκ μίλησε πίσω του, λέγοντας με ολέθρια φωνή;

«Τρέχα τώρα, γιε του Χούριν, στο Ντορ-λόμιν! Μπορεί γι' άλλη μια φορά οι Ορκ να φτάσουν πριν από σένα. Και αν καθυ­στερήσεις και δεν σώσεις τη Φιντούιλας, τότε δεν θα ξαναδείς τη Μόργουεν και τη Νίενορ. Και αυτές θα σε καταραστούν» .

Αλλά ο Τούριν πέρασε στο βόρειο δρόμο και ο Γκλάου­ρουνγκ γέλασε άλλη μια φορά, γιατί είχε πετύχει αυτό που ή­θελε ο Αφέντης του. Και μετά στράφηκε στη δική του απόλαυ­ση και εξαπέλυσε τη φωτιά του και έκαψε τα πάντα γύρω του. Και όλους τους Ορκ που λεηλατούσαν την πόλη τούς έτρεψε σε φυγή και τους έδιωξε και τους αρνήθηκε τα λάφυρά τους ακό­μη και μέχρι το λιγότερο πολύτιμο πράγμα. Μετά έσπασε τη γέ­φυρα και την έριξε μέσα στον αφρό του Νά.ρογκ. Και. όντας

180

Η ΠΤΩ Σ Η ΤΟΥ Ν Α Ρ ΓΚΟΘΡΟΝΤ

έτσι ασφαλής, μά�εψε όλους τους θησαυρούς και τα πλούτη του Φέλαγκουντ και τα έκανε σωρό και ξάπλωσε πάνω τους μέ­σα στην εσωτερική αίθουσα και αναπαύθηκε για λίγο,

Και ο Τούριν έσπευδε προς Βορρά, περνώντας μέσα από περιοχές, κατεστραμμένες τώρα, ανάμεσα στον Νάρογκ και τον Τέιγκλιν, και ο Ολέθριος Χειμώνας ήρθε να τον συναντή­σει, Γιατί εκείνη τη χρονιά έπεσε χιόνι πριν φύγει το φθινόπω­ρο και η άνοιξη ήρθε αργά και ήταν ψυχρή. Καθώς ταξίδευε, του φαινόταν συνέχεια ότι ακούει τις κραυγές της Φιντούιλας να φωνά�oυν το όνομά του σε δάση και λόφους και μεγάλη ή­ταν η αγωνία του. Όμως η καρδιά του ήταν φουντωμένη από τα ψέματα του Γκλάουρουνγκ και βλέποντας συνεχώς στο νου του τους Ορκ να καίνε το σπίτι του Χούριν ή να βασανί�oυν τη Μόργουεν και τη Νίενορ, συνέxι�ε το δρόμο του χωρίς πο­τέ να αλλά�ει κατεύθυνση.

181

Ι Ι.

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Χ l Ι

Η Ε Π Ι ΣΤΡΟΦΗ Τ Ο Υ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡ-ΛΟ Μ Ι Ν

Επιτέλους, ο Τούριν εξουθενωμένος από τη βιασύνη και το μα­κρύ ταξίδι (γιατί είχε διανύσει σαράντα και παραπάνω λεύγες χωρίς ανάπαυση), έφτασε με τους πρώτους πάγους του χειμώ­να στις λίμνες του Ίβριν, όπου είχε θεραπευτεί πριν, Τώρα ό­μως υπήρχε μόνο ένας παγωμένος βούρκος και δεν μπορού­σε να πιει πάλι από τα νερά τους.

Από κει έφτασε στα περάσματα και μπήκε στο Ντορ-λόμιν, και το χιόνι έφτασε βαρύ από το Βορρά και οι δρόμοι ήταν ε­πικίνδυνοι και κρύοι. Αν και είχαν περάσει είκοσι και τρία χρό­νια από την τελευταία φορά που περπάτησε σ' αυτό το μονο­πάτι, ετούτο παρέμενε χαραγμένο στην καρδιά του, γιατί μεγά­λη ήταν η θλίψη του σε κάθε βήμα που τον χώριζε από τη Μόρ­γουεν. Έτσι επιτέλους επέστρεψε στη γη των παιδικών του χρό-

182

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡ-ΛΟ Μ Ι Ν

νων. Ήταν τόπος ζοφερός και γυμνός και οι άνθρωποι εκεί ήταν λίγοι και άξεστοι και μιλούσαν την τραχιά γλώσσα των Ανατο­λιτών και η παλιά γλώσσα είχε γίνει η γλώσσα των δούλων και των εχθρών. Έτσι ο Τούριν βάδιζε με προσοχή. σκεπάζοντας το πρόσωπό του με την κουκούλα και μένοντας σιωπηλός. κι έ­φτασε επιτέλους στο σπίτι που αναζητούσε. Ήταν άδειο και σκοτεινό και κανείς δεν υπήρχε γύρω του. Γιατί η Μόργουεν εί­χε φύγει και ο Μπρόντα ο Ξένος (αυτός που πήρε με τη βία την Άεριν. τη συγγένισσα του Χούριν. για γυναίκα του) είχε λεηλα­τήσει το σπίτι της και είχε πάρει ό,τι της είχε απομείνει από α­γαθά ή υπηρέτες. Το σπίτι του Μπρόντα ήταν πιο κοντά στο παλιό σπίτι του Χούριν και εκεί πήγε ο Τούριν, τσακισμένος α­πό την περιπλάνηση και τη θλίψη, και ζήτησε καταφύγιο. Του το έδωσαν, γιατί μερικές ευγενικές συνήθειες της παλιάς επο­χής διατηρούνταν ακόμη εκεί από την Άεριν. Τον έβαλαν να κα­θίσει δίπλα στη φωτιά με τους υπηρέτες και μερικούς περιπλα­νώμενους εξίσου σκυθρωπούς και εξαντλημένους με τον ίδιο. Και ο Τούριν ρώτησε τα νέα της περιοχής.

Τότε όλοι σώπασαν και μερικοί τραβήχτηκαν μακριά κοι­τάζοντας άναυδοι τον άγνωστο. Αλλά ένας γέρος με δεκανίκι είπε:

«Αν πρέπει να μιλάς την παλιά γλώσσα, αφέντη, μίλα την πιο σιγά και μη ρωτάς για ειδήσεις. Θέλεις να σε πάρουν για κα­κοποιό και να σε ξυλοκοπήσουν ή για κατάσκοπο και να σε κρε­μάσουν; Γιατί μπορεί να είσαι κάλλιστα και τα δύο με αυτή την εμφάνιση. Που σημαίνει», συνέχισε, πλησιάζοντας και μιλώντας σιγά στο αυτί του Τούριν. «ότι μοιάζεις με τους ευγενείς της πα­λιάς εποχής που είχαν έρθει με τον Χάντορ τις χρυσές μέρες, πριν τα κεφάλια αποκτήσουν λυκίσια μαλλιά. Μερικοί εδώ είναι του ίδιου είδους. αν και τώρα τους έχουν κάνει ζητιάνους και σκλάβους, και. αν δεν ήταν η Λαίδη Άεριν, δεν θα είχες ούτε

183

Ι

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

αυτήν τη φωτιά ούτε αυτήν τη σούπα. Από ποίι είσαι και τι νέα θέλεις να μάθεις; »

«Υπήρχε μια γυναίκα που την έλεγαν Μόργουεν» , απάντη­σε ο Τούριν, « και πριν από καιρό �oύσε στο σπίτι της. Εκεί. με­τά από μακρύ ταξίδι, πήγα για να �ητήσω καλωσόρισμα, αλλά δεν υπάρχει τώρα ούτε φωτιά ούτε άνθρωποι» .

«'Ενα χρόνο τώρα και παραπάνω δεν υπάρχουν» . απάντησε ο γέρος. «Αλλά λιγοστοί ήταν σε αυτό το σπίτι και οι άνθρωποι και η φωτιά μετά τον ολέθριο πόλεμο. Γιατί η Μόργουεν ήταν από τους παλιούς -όπως θα ξέρεις αναμφίβολα, χήρα του άρ­χοντά μας, του Χούριν. γιου του Γκάλ ντορ. Δεν τόλμησαν να την πειράξουν, όμως, γιατί τη φοβούνταν. Περήφανη και όμορφη σαν βασίλισσα, πριν την τσακίσει η θλίψη. Μάγισσα την απο­καλούσαν και την απέφευγαν. Μάγισσα: αυτό απλώς σημαίνει "φίλη των Ξωτικών" στην καινούργια γλώσσα. Όμως τη λήστε­ψαν. Συχνά αυτή και η κόρη της θα πεινούσαν, αν δεν υπήρχε η Λαίδη Άεριν. Αυτή τις βοηθούσε κρυφά, λένε, και συχνά την έδερνε γι' αυτό ο άξεστος Μπρόντα, εξ ανάγκης άντρας της» .

«Και αυτό τον ένα χρόνο και παραπάνω; » είπε ο Τούριν. « Είναι νεκρές ή τις έκαναν σκλάβες; Ή τους επιτέθηκαν οι Ορκ; »

«Δεν είναι γνωστό με σιγουριά» , είπε ο γέρος. « Αλλά έφυγε με την κόρη της. Και τότε αυτός ο Μπρόντα λεηλάτησε το σπί­τι και άρπαξε ό,τι απόμεινε. Τώρα δεν έχει μείνει ούτε ένα σκυ­λί και τους λίγους ανθρώπους που είχε τους έκαναν σκλάβους. Εκτός από μερικούς που έγιναν �ητιάνoι, όπως εγώ. Την υπηρε­τούσα πολλά χρόνια και τον μεγάλο κύριο πριν από αυτήν' Σά­ντορ ο Μονοπόδαρος: ένα καταραμένο τσεκούρι στο δάσος πριν από πολύν καιρό, αλλιώς θα ήμουν στον Μεγάλο Σωρό. Θυμάμαι καλά τη μέρα που έστειλαν μακριά το γιο του Χούριν και πώς έκλαιγε. Και πώς έκλαιγε κι αυτή όταν έφυγε το παιδί.

184

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ Τ Ο Υ Ρ Ι Ν ΣΤΟ ΝΤΟΡ-ΛΟΜΙΝ

Λένε ότι πήγε στο Κρυμμένο Βασίλειο». Τότε ο γέρος σταμά­τησε να μιλά και κοίταξε με αμφιβολία τον Τούριν. «Είμαι γέρος και φλυαρώ. αφέντη », είπε. «Μη μου δίνεις σημασία! Όμως, αν και είναι ευχάριστο να μιλώ την παλιά γλώσσα με κάποιον που τη μιλά τόσο καλά όσο εκείνη την εποχή, οι μέρες είναι κακές και πρέπει να είναι κανείς προσεκτικός. Δεν είναι καλοί στην καρδιά όλοι όσοι μιλούν την καλή γλώσσα» .

«Αυτό είναι αλήθεια». είπε ο Τούριν. « Η καρδιά μου είναι βαριά. Αλλά αν φοβάσαι ότι είμαι κατάσκοπος του Βορρά ή της Ανατολής. τότε δεν έχεις αποκτήσει μεγαλύτερη σοφία από κείνη που είχες πριν από πολύν καιρό. Σάντορ Λάμπανταλ».

Ο γέρος τον κοίταξε με ανοιχτό το στόμα. Και μετά τρέμο­ντας μίλησε.

«'Ελα έξω! Είναι πιο κρύο, αλλά και λιγότερο επικίνδυνο. Εσύ μιλάς πολύ δυνατά κι εγώ πιο πολύ απ' όσο πρέπει για το σπίτι ενός Ανατολίτη».

Μόλις βγήκαν στην αυλ;Ί. άρπαξε απ' το μανδύα τον Τούριν. «Πριν από πολύν καιρό �oύσες σ' εκείνο το σπίτι, λες. Άρχο­

ντα Τούριν, γιατί γύρισες πίσω; Άνοιξαν τα μάτια μου και τα αυ­τιά μου επιτέλους: έχεις τη φωνή του πατέρα σου. Αλλά μόνο ο μικρός Τούριν μου Όινε αυτό το όνομα, Λάμπανταλ Δεν ήταν α­πό κακία: ήμαστε καλοί φίλοι κείνες τις μέρες. Τι �ητάει τώρα ε­δώ; Ελάχιστοι από μας έχουμε απομείνει και είμαστε γέροι και άοπλοι. Πιο ευτυχισμένοι είναι εκείνοι στον Μεγάλο Σωρό » .

«Δεν ήρθα εδώ με μυαλά πολέμου», είπε ο Τούριν, «αν και τα λόγια σου με κέντρισαν τώρα. Λάμπανταλ. Όμως αυτό ας περιμένει. Ήρθα ανα�ητώντας τη Λαίδη Μόργουεν και τη Νίε­νορ. Μπορείς να μου πεις και γρήγορα; »

«Ελάχιστα πράγματα. άρχοντα» , είπε ο Σάντορ. «Έφυγαν κρυφά. Ψιθυρι�όταν ανάμεσά μας ότι τους κάλεσε ο άρχοντας Τούριν. Γιατί δεν αμφιβάλλαμε ότι είχε γίνει σπουδαίος με τα

185

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

χρόνια, βασιλιάς ή άρχοντας σε κάποια νότια χώρα. Αλλά φαί­νεται ότι δεν είναι έτσι » .

«Δεν είναι» , απάντησε ο Τούριν. «Ήμουν άρχοντας σε μια νότια χώρα, αλλά τώρα είμαι ένας περιπλανώμενος. Και δεν τις κάλεσα εγώ » .

«Τότε δεν ξέρω τι να σου πω» , είπε ο Σάντορ. «Αλλά η Λαί­δη Άεριν θα γνωρί�ει, δεν αμφιβάλλω. Γνώρι�ε όλα τα σχέδια της μητέρας σου » .

«Πώς μπορώ να τη βρω; » «Αυτό δεν το ξέρω. Θα της προκαλούσε μεγάλο μπελά αν

την έπιαναν να ψιθυρί�ει σε κάποια πόρτα μ' έναν περιπλανώ­μενο από τους καταδυναστευμένους, ακόμη και αν κάποιο μή­νυμα μπορούσε να την κάνει να βγει. Και ένας �ητιάνoς όπως είσαι τώρα εσύ δεν μπορεί να περπατήσει πολύ στο ανάκτορο προς την υψηλή τράπε�α' θα τον αρπάξουν οι Ανατολίτες και θα τον ξυλοκοπήσουν ή και χειρότερα» .

Τότε εξοργισμένος ο Τούριν φώναξε: «Δεν μπορώ να περπατήσω μέσα στο ανάκτορο του Μπρό-­

ντα γιατί θα με ξυλοκοπήσουν; Έλα και δες! » Και μπήκε πάλι στο ανάκτορο κι έριξε πίσω την κουκούλα του

και παραμερί�oντας όποιον βρισκόταν μπροστά του προχώρησε προς το τραπέ�ι όπου καθόταν ο κύριος του σπιτιού και η γυ­ναίκα του μα�ί με άλλους Ανατολίτες άρχοντες. Τότε κάποιοι σηκώθηκαν κι ετοιμάστηκαν να τον αρπάξουν, αλλό. τους πέτα­ξε κάτω και φώναξε.

«Δεν κυβερνά κανείς αυτό το σπίτι, ή είναι άντρο των Ορκ; Πού είναι ο κύριος του σπιτιού; »

Τότε ο Μπρόντα σηκώθηκε εξοργισμένος. «Εγώ κυβερνώ αυτό το σπίτι» , είπε. Αλλά πριν προλάβει να πει οτιδήποτε, ο Τούριν του είπε: «Τότε δεν έμαθες τους ευγενείς τρόπους που υπήρχαν σ'

186

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡ Ι Ν ΣΤΟ ΝΤΟΡ-ΛΟ Μ Ι Ν

αυτήν τη χώρα πριν από σένα. Τώρα συνηθίζουν οι άνθρωποι να αφήνουν λακέδες να κακομεταχειρίζονται τους συγγενείς της γυναίκας τους; Τέτοιος είμαι κι έχω μια ερώτηση για τη Λαίδη Άεριν. Να έρθω ελεύθερα ή να έρθω όπως θέλω; »

«'Ελω>, είπε ο Μπρόντα βλοσυρός. Αλλά η Άεριν είχε χλω­μιάσει.

Τότε ο Τούριν πήγε στην υψηλή τράπεζα και στάθηκε μπρο­στά της και υποκλίθηκε.

«Με συγχωρείς. Λαίδη Άεριν» , είπε, «που σε ενοχλώ έτσι. Αλλά η δουλειά μου είναι επείγουσα και μ' έφερε από μακριά. Αναζητώ τη Μόργουεν. Κυρία του Ντορ-λόμιν. και τη Νίενορ την κόρη της. Αλλά το σπίτι της είναι άδειο και λεηλατημένο. Τι μπορείς να μου πεις; »

«Τίποτω>. είπε η Άεριν με μεγάλο φόβο, γιατί ο Μπρόντα την παρακολουθούσε με στενεμένα μάτια.

«Αυτό δεν το πιστεύω» . είπε ο Τούριν. Τότε ο Μπρόντα πετάχτηκε μπροστά και ήταν κατακόκκινος

από μέθη και οργή. «Αρκετά! » φώναξε. «Θα αφήσω έναν ζητιάνο που μιλά τη

γλώσσα των δούλων να αντικρούει τη γυναίκα μου μπροστά μου; Δεν υπάρχει Κυρία του Ντορ-λόμιν. Όσο για τη Μόργου­εν, ήταν από τους δούλους και το 'σκασε όπως κάνουν οι δού­λοι. Κάνε κι εσύ το ίδιο, και γρήγορα. αλλιώς θα βάλω να σε κρεμάσουν σε δέντρο! »

Τότε ο Τούριν όρμησε πάνω του και τράβηξε το μαύρο του σπαθί και άρπαξε τον Μπρόντα από τα μαλλιά και του τράβη­ξε πίσω το κεφάλι.

«Μην κουνηθεί κανείς». είπε, «αλλιώς το κεφάλι του θα φύ­γει από τους ώμους του! Λαίδη Άεριν, θα σου ζητούσα να με συγχωρέσεις και πάλι καθ' ότι πιστεύω ότι αυτός ο άξεστος δεν σου έχει κάνει ποτέ τίποτε άλλο εκτός από κακό. Μίλα όμως

187

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

τώρα και μη μου αρνιέσαι! Είμαι ή δεν είμαι Ο Τούριν, ο Κύριος του Ντορ-λόμιν; Πρέπει να σε διατάξω; »

«Διάταξέ μο>, είπε η Άεριν. «Ποιος λεηλάτησε το σπίτι της Μόργουεν; » «ο Μπρόντα» , του απάντησε, «Πότε έφυγε η Μόργουεν και πού πήγε; » «Έχει περάσει ένας χρόνος και τρεις μήνες» , είπε η Άεριν.

«ο αφέντης Μπρόντα και άλλοι από τους Ξ:ένους της Ανατο­λής εδώ γύρω την Kαταπίε�αν βαριά. Από καιρό την είχαν κα­λέσει στο Κρυμμένο Βασίλειο. Και ξεκίνησε επιτέλους για κει. Γιατί οι χώρες ενδιάμεσα είχαν απελευθερωθεί για λίγο από το κακό χάρη στην ικανότητα του Μαύρου Σπαθιού της νότιας χώ­ρας, λένε. Τώρα όμως αυτό τελείωσε, Περίμενε να βρει το γιο της να την περιμένει εκεΙ Αλλά αν αυτός είσαι εσύ, τότε φα-­βάμαι ότι όλα πήγαν στραβά».

Τότε ο Τούριν γέλασε πικρά. «Στραβά, στραβά; » φώναξε. «Ναι, πάντα στραβά: στραβά

σαν τον Μόργκοθ!» Και ξαφνικά τον διαπέρασε μια μαύρη ορ­γή. Γιατί τα μάτια του άνοιξαν και λύθηκαν τα τελευταία νήμα­τα της μαγείας του Γκλάουρουνγκ και κατάλαβε τα ψέματα με τα οποία τον είχε ξεγελάσει. «Με εξαπάτησαν για να έρθω και να πεθάνω εδώ ατιμασμένος, ενώ θα μπορούσα τουλάχιστον να τελειώσω γενναία τη �ωή μου μπροστά στις Πύλες του Νάργκο­θροντ; » Και ολόγυρα μέσα στη νύχτα του φάνηκε ότι άκουγε τις κραυγές της Φιντούιλας.

«Δεν θα πεθάνω πρώτος εδώ!» φώναξε. Και άρπαξε τον Μπρόντα και με τη δύναμη που του Όινε η μεγάλη αγωνία και η οργή του τον σήκωσε ψηλά και τον τράνταξε σαν να ήταν σκυ­λί. «Η Μόργουεν ήταν από τους δούλους είπες; Ω γιε δειλών, κλέφτη, σκλάβε σκλάβων! » Και τότε πέταξε τον Μπρόντα πά­νω από το ίδιο του το τραπέ�ι με το κεφάλι μπροστά, στα μοΔ-

188

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡ-ΛΟ Μ Ι Ν

τρα ενός Ανατολίτη που σηκωνόταν για να επιτεθεί. Σε αυτή την πτώση ο λαιμός του Μπρόντα έσπασε. Και ο Τούριν όρμη­σε και σκότωσε τρεις ακόμη που λoύφα�αν τρομοκρατημένοι. γιατί είχαν βρεθεί άοπλοι. Δημιουργήθηκε αναταραχή στο μέ­γαρο. Οι Ανατολίτες που παραβρίσκονταν θα ορμούσαν στον Τούριν. αλλά ήταν εκεί συγκεντρωμένοι και πολλοί άλλοι από τους παλιούς κατοίκους του Ντορ-λόμιν: για πολύν καιρό ήταν πειθήνιοι υπηρέτες. τώρα όμως ξεσηκώθηκαν με κραυγές επα­ναστατικές. Γρήγορα ξέσπασε μεγάλη μάχη και παρόλο που οι σκλάβοι είχαν μόνο μαχαίρια του κρέατος και ό,τι μπορούσαν να αρπάξουν για να αντιμετωπίσουν στιλέτα και σπαθιά, πολ­λοί σκοτώθηκαν γρήγορα και από τις δύο πλευρές πριν ορμήσει ο Τούριν ανάμεσά τους και σκοτώσει τους τελευταίους Ανατο­λίτες που παρέμεναν στο ανάκτορο.

Μετά ξεκουράστηκε ακουμπώντας σ' έναν κίονα και η φω­τιά της οργής του είχε γίνει τώρα σαν στάχτη. Όμως ο γερο-Σά­ντορ πλησίασε έρποντας και τον έπιασε από τα γόνατα, γιατί ή­ταν θανάσιμα τραυματισμένος.

«Τρεις φορές εφτά χρόνια και παραπάνω ήταν μεγάλη ανα­μονή για την ώρα τούτη» . είπε. «Τώρα όμως φύγε, φύγε. κύριε! Φύγε και μην ξανάρθεις. παρά μόνο με μεγαλύτερη δύναμη. Θα ξεσηκώσουν όλο τον τόπο εναντίον σου. Πολλοί το έσκασαν από τ' ανάκτορο. Φύγε. αλλιώς θα 'χεις τέλος εδώ. Έχε γεια! » Και μετά γλίστρησε κάτω και πέθανε.

«Μίλησε με την αλήθεια του θανάτοω>, είπε η Άεριν. «Έμα­θες αυτά που ήθελες. Τώρα φύγε γρήγορα! Αλλά πήγαινε πρώ­τα στη Μόργουεν και παρηγόρησέ την, γιατί αλλιώς δύσκολα θα σου συγχωρήσω όλη αυτή την καταστροφή που έφερες εδώ. Γιατί όσο κακή κι αν ήταν η �ωή μου, εσύ έφερες θάνατο με τη βία σου. Οι Ξένοι θα εκδικηθούν γι' αυτήν τη νύχτα όλους όσοι βρίσκονταν εδώ. Απερίσκεπτες είναι οι πράξεις σου, γιε του

189

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Χούριν, σαν να μην είσαι ακόμη παρά το παιδί που ήξερα» . «Και λιπόψυχη είναι η δική σου καρδιά. Άεριν, κόρη του

'Ιντορ, όπως ήταν τότε που σε ονόμαtα θεία και ακόμη και ένα άγριο σκυλί σε τρόμαtε» , είπε ο Τούριν. «Είσαι φτιαγμένη για έναν πιο καλοσυνάτο κόσμο. Αλλά έλα! Θα σε πάω στη Μόρ­γουεν».

«Το χιόνι σκεπάtει όλη τη χώρα και πιο πολύ το κεφάλι μου» , του απάντησε. «Θα πέθαινα στις ερημιές μα�ί σου όσο γρήγορα θα πεθάνω και με τους βάναυσους Ανατολίτες. Δεν μπορείς να διορθώσεις αυτό που έκανες. Φύγε! Αν μείνεις, θα τα κάνεις όλα χειρότερα και θα στερήσεις τη Μόργουεν από ένα γιο χωρίς κανένα σκοπό. Πήγαινε, σε ικετεύω! »

Τότε ο Τούριν υποκλίθηκε βαθιά μπροστά της και γύρισε κι έφυγε από τ' ανάκτορα του Μπρόντα. Όμως όσοι στασιαστές είχαν τη δύναμη τον ακολούθησαν. Το έσκασαν προς τα βουνά, γιατί μερικοί ανάμεσά τους ήξεραν καλά τους δρόμους στις ερη­μιές και ευλογούσαν το χιόνι που έπεφτε πίσω τους και σκέπα­�ε τα ίχνη τους. Έτσι, αν και γρήγορα άρχισε το ανθρωποκυνη­γητό με πολλούς άντρες και σκυλιά και χλιμιντρίσματα αλόγων, ξέφυγαν νότια μέσα στους λόφους, Μετά Koιτά�oντας πίσω εί­δαν ένα κόκκινο φως μακριά στο μέρος που είχαν αφήσει.

«Έβαλαν φωτιά στο σπίτι» , είπε ο Τούριν. «Για ποιο σκοπό το έκαναν αυτό; »

«Έβαλαν φωτιά; Όχι, άρχοντα. Δεν έβαλαν τη φωτιά οι Α να­τολίτες, την έβαλε η Λαίδη Άεριν, φαντά�oμαι» , είπε ένας, Άσγκον το όνομά του. «Πολλοί άντρες των όπλων παρερμη­νεύουν την υπομονή και την ηρεμία. Η Λαίδη έκανε πολύ καλό σε πολλούς από μας με μεγάλο κόστος. Δεν είναι λιπόψυχη, αλ­λά η υπομονή σπάει κι αυτή στο τέλος».

Μερικοί από τους πιο σκληραγωγημένους που μπορούσαν να αντέξουν τον χειμώνα, έμειναν με τον Τούριν και τον οδήγη-

190

Η ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΝΤΟΡ-ΛΟΜ Ι Ν

σαν από παράξενους δρόμους σ ' ένα καταφύγιο στα βουνά, σε μια σπηλιά γνωστή σε παράνομους και περιπλανώμενους. Και ήταν κρυμμένα εκεί κάποια αποθέματα τροφίμων. Εκεί περίμε­ναν μέχρι που έπαψε το χιόνι και του έδωσαν τροφή και τον πή­γαν σ' ένα πέρασμα που σπάνια το χρησιμοποιούσαν και οδη­γούσε νότια στην Κοιλάδα του Σίριον, όπου δεν είχε φτάσει το χιόνι. Στο κατηφορικό μονοπάτι χώρισαν.

«Έχε γεια τώρα, Κύριε του Ντορ-λόμιν», είπε ο Άσγκον. «Όμως μη μας ξεχάσεις. Θα είμαστε κυνηγημένοι τώρα. Και οι Λυκάνθρωποι θα γίνουν πιο σκληροί εξαιτίας του ερχομού σου. Γι' αυτό φύγε και μη γυρίσεις, εκτός αν έρθεις με μεγάλη δύνα­μη για να μας λυτρώσεις. Έχε γεια!»

>';

.)J1 ��!>::ι')-,

191

Κ Ε Φ Α Λ Α Ι Ο Χ Ι ! !

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΜΠΡΕΘΙΛ

Ο Τούριν κατέβηκε προς τον Σίριον και ήταν διχασμένος στις σκέ­ψεις του. Γιατί έβλεπε ότι ενώ πριν είχε δύο πικρές επιλογές. τώ­ρα υπήρχαν τρεις. και ο καταπιεσμένος λαός του τον καλούσε α­φού εκείνος είχε αυξήσει ακόμη περισσότερο τα δεινά του. Μόνο μια παρηγοριά είχε: ότι πέρα από κάθε αμφιβολία η Μόργουεν και η Νίενορ είχαν φτάσει εδώ και πολύν καιρό στο Ντόριαθ και μόνο χάρη στην ικανότητα του Μαύρου Σπαθιού του Νάργκο­θροντ είχε γίνει ο δρόμος τους ασφαλής. Και έλεγε με το μυαλό του: "Σε ποιο άλλο καλύτερο μέρος θα μπορούσα να τις είχα πάει, ακόμη και αν είχα έρθει νωρίτερα; Αν η Ζώνη της Μέλιαν σπάσει, τότε όλα έχουν τελειώσει. Όχι, είναι καλύτερα έτσι όπως είναι τα πράγματα. Γιατί η οργή μου και οι απερίσκεπτες πρά­ξεις μου ρίχνουν μια σκιά όπου κι αν βρίσκομαι. Ας τις φυλάει

192

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΜΠΡΕΘΙΛ

η Μέλιαν! Κι εγώ θα τις αφήσω για λίγο σε ανέφελη ειρήνη» . Όμως. αν και πολύ αργά τώρα. ο Τούριν άρχισε να ανα�ητά

τη Φιντούιλας, περιπλανώμενος στα δάση κάτω από τους πρό­ποδες των Έρεντ Γουέθριν. άγριος και επιφυλακτικός σαν �ώo. Και έψαξε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν βόρεια στο Πέ­ρασμα του Σίριον. Πολύ αργά. Γιατί όλα τα ίχνη είχαν χαθεί από τις βροχές και τα χιόνια. Έτσι όμως συνέβη και ο Τούριν. καθώς περνούσε τον Τέιγκλιν, συνάντησε μερικούς από το Λαό του Χά­λεθ στο Δάσος του Μπρέθιλ. Τώρα είχαν μείνει λιγοστοί εξαιτίας του πολέμου, ένας μικρός λαός, και οι περισσότεροι �oύσαν κρυ­φά μέσα σ' ένα πασσαλόφρακτο οχυρό στο λόφο Άμον Όμπελ βαθιά μέσα στο δάσος. Έφελ Μπράντιρ λεγόταν εκείνο το μέ­ρος. Γιατί ο Μπράντιρ, ο γιος του Χάντιρ, ήταν τώρα ο κύριός τους μετά το θάνατο του πατέρα του. Και ο Μπράντιρ δεν ήταν άνθρωπος του πολέμου, αφού κούτσαινε στο ένα πόδι από μια κακοτυχία στα παιδικά του χρόνια. Και επί πλέον. ήταν ήπιος στη διάθεση, αγαπούσε το ξύλο κι όχι το μέταλλο και τη γνώση των πλασμάτων που μεγαλώνουν στη γη περισσότερο από οποια­δήποτε άλλη γνώση.

Όμως μερικοί από τους κατοίκους του δάσους κυνηγούσαν α­κόμη Ορκ στα σύνορά τους. Και έτσι, καθώς έφτασε εκεί ο Τού­ριν. έτυχε να ακούσει το θόρυβο συμπλοκής. Έσπευσε προς τα κει και πλησιά�oντας με προσοχή μέσα από τα δέντρα είδε μια μικρή ομ<Ίδα ανθρώπων περικυκλωμένη από Ορκ. Αμύνονταν α­πεγνωσμένα, έχοντας πίσω τους μια πυκνή συστάδα δέντρων που φύτρωναν στη μέση ενός ξέφωτου. Όμως οι Ορκ ήταν πολ­λοί και οι Άνθρωποι είχαν ελάχιστες ελπίδες να σωθούν αν δεν ερχόταν βοήθεια. Έτσι ο Τούριν, κρυμμένος μέσα στους θά­μνους. άρχισε να κάνει μεγάλο θόρυβο. ποδοβολητά και χτυπή­ματα και μετά φώναξε με δυνατή φωνή, σαν να ήταν αρχηγός πολλών αντρών:

193

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Χα! Τους βρήκαμε! Ακολουσήστε με όλοι! Ορμάτε τώρα και σφάξτε τους! »

Τότε οι Ορκ κοίταξαν πίσω τους τρομαγμένοι και ο Τούριν όρ­μησε στο ξέφωτο κουνώντας το χέρι σαν να καλούσε τους άντρες του από πίσω και η λεπίδα του Γκούρσανγκ άστραφτε σαν φω­τιά στο χέρι του. Πολύ καλά γνωστό ήταν αυτό το σπασί στους Ορκ και πριν ακόμη ξεχυσεί ανάμεσά τους. πολλοί σκόρπισαν και το έβαλαν στα πόδια. Τότε οι άνσρωποι του δάσους έτρεξαν και ενώσηκαν μα�ί του και κυνήγησαν όλοι τους εχσρούς τους μέχρι μέσα στο ποτάμι. Ελάχιστοι πέρασαν απέναντι. Επιτέλους σταμάτησαν στην όχση και ο Ντόρλας. ο αρχηγός των ανσρώπων του δάσους. είπε:

«Είσαι γρήγορος στο κυνήγι. άρχοντα. Αλλά οι άντρες σου αργούν να σε ακολουσήσουν» .

«Δεν αργούν» . είπε ο Τούριν. «Γιατί τρέχουμε όλοι μα�ί σαν ένας άνσρωπος και δεν xωρι�όμαστε ποτέ» .

Τότε οι άνσρωποι του Μπρέσιλ γέλασαν και είπαν. «Λοιπόν. ένας τέτοιος αξί�ει πολλούς. Και σου οφείλουμε με­

γάλες ευχαριστίες. Όμως ποιος είσαι και τι κάνεις εδώ; » «Απλώς ακολουσώ την τέχνη μου, που είναι η σφαγή των

Ορκ » . είπε ο Τούριν. «Και �ω όπου με οδηγεί η τέχνη μου. Είμαι ο Αγριάνσρωπος των Δασών» .

«Τότε έλα να �ήσεις μα�ί μας», είπαν αυτοί. «Γιατί εμείς �oύ­με στα δάση και έχουμε ανάγκη από τέτοιους τεχνίτες. Θα ήσουν ευπρόσδεκτος! »

Τότε ο Τούριν τους κοίταξε παράξενα και είπε: «Υπάρχουν λοιπόν, ακόμη άνσρωποι που σα με αφήσουν να

ρίχνω τη σκιά μου στις πόρτες τους; Όμως, φίλοι. έχω ακόμη μια σλιβερή αποστολή: να βρω τη Φιντούιλας, κόρη του Ορόντρεσ του Νάργκοσροντ. ή τουλάχιστον να μάσω νέα της. Αλίμονο! Πολλές βδομάδες έχουν περάσει αφότου την πήραν από το

194

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ ΣΤΟ ΜΠΡΕΘΙΛ

Νάργκοθροντ, αλλά εγώ πρέπει να συνεχίσω να την αναtητώ» . Τότε τον κοίταξαν με οίκτο και ο Ντόρλας είπε: «Μπορείς να σταματήσεις την αναtήτησή σου. Γιατί μια

στρατιά των Ορκ έφτασε από το Νάργκοθροντ πηγαίνοντας προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και είχαμε από καιρό προειδοποιηθεί για τον ερχομό της: προχωρούσαν πολύ αργά, γιατί είχαν πολλούς αιχμαλώτους. Τότε σκεφτήκαμε να συνεισφέρουμε κι εμείς στον πόλεμο με το μικρό μας πλήγμα, στήνοντας ενέδρα στους Ορκ με όλους τους τοξότες που μπορέσαμε να μαtέψουμε. και ελπίψμε να σώσουμε μερικούς από τους αιχμαλώτους. Αλίμονο όμως! Αμέσως μόλις δέχτηκαν την επίθεση, οι αχρείοι Ορκ έσφαξαν πρώτα τις γυναίκες ανάμεσα στους αιχμαλώτους. Και την κόρη του Ορόντρεθ την κάρφωσαν σ' ένα δέντρο με λόγχη» .

Ο Τούριν στεκόταν σαν άνθρωπος θανάσιμα χτυπημένος. «Πώς το ξέρεις αυτό; » είπε. « Γιατί μου μίλησε πριν πεθάνει» . απάντησε ο Ντόρλας.

«Μας κοίταξε σαν ν' αναζητούσε κάποιον που περίμενε και είπε: "Μόρμεγκιλ Πείτε στον Μόρμεγκιλ ότι η Φιντούιλας είναι εδώ". Δεν είπε τίποτε άλλο. Όμως επειδή ακούσαμε αυτά τα τελευταία λόγια της, τη θάψαμε εκεί που πέθανε. Είναι σ' έναν τύμβο δίπλα στον Τέιγκλιν. Ναι. αυτό έγινε πριν από ένα μήνα τώρα » .

«Πηγαίνετέ μ ε εκεί». είπε ο Τούριν. Και τον πήγαν σ ' έναν λα­φίσκο δίπλα στίς Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Εκεί σωριάστηκε κάτω και ένα σκοτάδι έπεσε πάνω του. έτσι που νόμισαν ότι είχε πε­θάνει. Αλλά ο Ντόρλας τον κοίταξε εκεί που κειτόταν και μετά στράφηκε στους άντρες του και είπε:

«Πολύ αργά! Αυτή είναι θλιβερή συγκυρία. Δείτε όμως: εδώ κείτεται ο ίδιος ο Μόρμεγκιλ, ο μεγάλος αρχηγός του Νάργκο­θροντ. Από το σπαθί του έπρεπε να τον γνωρίσω, όπως τον γνώ­ρισαν οι Ορκ» . Γιατί η φήμη του Μαύρου Σπαθιού του Νότου εί­χε απλωθεί παντού και είχε μέχρι τα βάθη του δάσους.

195

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Έτσι τώρα τον σήκωσαν με σεβασμό και τον μετέφεραν στο Έφελ Μπράντιρ- και ο Μπράντιρ που ήρθε να τους προϋπα­ντήσει απόρησε με το νεκροκρέβατο που κουβαλούσαν. Και τρα­βώντας το σκέπασμα κοίταξε το πρόσωπο του Τούριν. του γιου του Χούριν. Και μια σκοτεινή σκιά έπεσε στην καρδιά του.

«Ω σκληροί Άνθρωποι του Χάλεθ!» φώναξε. «Γιατί εμποδί­σατε το θάνατο να πάρει αυτό τον άνθρωπο; Με μεγάλο κόπο φέρατε εδώ την τελευταία συμφορά του λαού μας» .

Αλλά οι άνθρωποι του δάσους είπαν: «'Όχι. αυτός είναι ο Μόρμεγκιλ του' Νάργκοθροντ. ο κραται­

ός εξολοθρευτής των Ορκ, και θα μας προσφέρει μεγάλη βοή­θεια αν �ήσει. Και ακόμη και αν δεν είναι έτσι, έπρεπε να αφή­σουμε έναν άνθρωπο τσακισμένο από τα δεινά να κείτεται σαν ψοφίμι στο δρόμο; »

«Δεν έπρεπε όντως» . είπε ο Μπράντιρ. «Η κατάρα θέλησε έτσι» . Και πήρε τον Τούριν στο σπίτι του και τον περιποιήθηκε με φροντίδα.

Αλλά όταν ο Τούριν αποτίναξε επιτέλους το σκοτάδι. η άνοι­ξη ξαναγύρι�ε. Και ξύπνησε και είδε τον ήλιο στα πράσινα μπου­μπούκια. Τότε το κουράγιο του Οίκου του Χάντορ ξύπνησε πάλι μέσα του και σηκώθηκε και είπε μέσα στα βάθη της καρδιάς του: «'Όλες οι πράξεις και οι περασμένες μέρες μου ήταν σκοτεινές και γεμάτες κακό. 'Όμως μια νέα μέρα έχει έρθει. Εδώ θα μείνω ειρηνικά και θα απαρνηθώ όνομα και καταγωγή' κι έτσι θ' αφή­σω τη σκιά μου πίσω μου ή τουλάχιστον δεν θα την αφήνω ν' α­πλώνεται πάνω σ' εκείνους που αγαπώ» .

Έτσι πήρε νέο όνομα και ονόμασε τον εαυτό του Τουράμπαρ. που στη γλώσσα των Υψηλών Ξωτικών σημαίνει Κύριος της Μοί­ρας και έ�ησε με τους ανθρώπους του δάσους και ήταν αγαπη­τός ανάμεσά τους και τους �ήτησε να ξεχάσουν το παλιό του ό­νομα και να τον θεωρούν γεννημένο στο Μπρέθιλ 'Όμως με το

196

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΤΟ Υ Ρ Ι Ν ΣΤΟ Μ Π Ρ Ε Θ Ι Λ

ν' αλλάξει το όνομα δεν μπορούσε να αλλάξει και το χαρακτή­ρα του, ούτε να ξεχάσει το παλιό του μίσος ενάντια στους υπη­ρέτες του Μόργκοθ' και πήγαινε να κυνηγήσει Ορκ με τους λί­γους της ίδιας νοοτροπίας. αν και αυτό δυσαρεστούσε τον Μπράντιρ. Γιατί ήλπι�ε ότι θα προστατέψει το λαό του περισ­σότερο με τη σιωπή και τη μυστικότητα.

«ο Μόρμεγκιλ δεν υπάρχει πιω>. είπε, «αλλά πρόσεχε μή­πως η ανδρεία ΤΟυ Τουράμπαρ φέρει παρόμοια εκδίκηση στο Μπρέθιλ!»

Έτσι ο Τουράμπαρ άφησε το μαύρο σπαθί του και δεν το έ­παιρνε πια στη μάχη και κρατούσε πιο πολύ τόξο και λόγχη. Αλλά δεν ανεχόταν να περνούν οι Ορκ από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν ούτε να πλησιά�oυν στον τύμβο όπου ήταν θαμμένη η Φιντούιλας. Χάουδ-εν:Ελλεθ ονομάστηκε, ο Τύμβος της Ξωτικο­κόρης. και γρήγορα οι Ορκ έμαθαν να τρέμουν αυτό το μέρος και να το αποφεύγουν. Και ο Ντόρλας είπε στον Τουράμπαρ:

«Απαρνήθηκες το όνομα. αλλά είσαι ακόμη το Μαύρο Σπα­θί. Και οι φήμες λένε πως το Μαύρο Σπαθί ήταν ο γιος του Χού­ριν του Ντορ-λόμιν, Κύριος του Οίκου του Χάντορ, έτσι είναι; »

Και ο Τουράμπαρ απάντησε: «Έτσι έχω ακούσει. Αλλά μην το διαδίδεις, σε παρακαλώ.

γιατί είσαι φίλος μου» .

197

ΚΕΦΑΛΑΙΟ χ ι ν

ΤΟ ΤΑΞ Ι Δ Ι ΤΗΣ ΜΟΡΓΟΥΕΝ ΚΑΙ ΤΗΣ Ν Ι ΕΝΟΡ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

Όταν πέρασε ο Ολέθριος Χειμώνας, νέες ειδήσεις από το Νάρ­γκοθροντ έφτασαν στο Ντόριαθ. Γιατί μερικοί που διέφυγαν από τη λεηλασία και επέ�ησαν από το χειμώνα mις ερημιές, έφτασαν επιτέλους �ητώντας καταφύγιο από τον Θίνγκολ και οι φρουροί των συνόρων τούς έφεραν στο βασιλιά. Και μερικοί είπαν ότι ό­

λος ο στρατός του εχθρού είχε αποσυρθεί βόρεια και άλλοι ότι ο Γκλάουρουνγκ ζούσε ακόμη μέσα στις αίθουσες του Φέλαγκουντ­και μερικοί είπαν ότι ο Μόρμεγκιλ είχε σκοτωθεί και άλλοι ότι ο Δράκοντας τον μάγεψε και ότι βρίσκεται ακόμη εκεί. σαν απολι­θωμένος, Όμως όλοι δήλωναν ότι ήταν γνωστό στο Νάργκοθροντ πριν από το τέλος ότι το Μαύρο Σπαθί δεν ήταν άλλος από τον Τούριν, το γιο του Χούριν του Ντορ-λόμιν,

Τότε μεγάλος φόβος και θλίψη κυρίευσαν τη Μόργουεν και τη Νίενορ' και η Μόργουεν είπε:

198

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΟΡΓΟΥΕΝ Κ Α Ι ΤΗΣ ΝΙΕΝΟΡ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

«Τέτοια αγωνία είναι έργο του ίδιου του Μόργκοθ! Δεν γίνεται να μάθουμε την αλήθεια και να ξέρουμε με σιγουριά ακόμη και το χειρότερο που πρέπει να υπομείνουμε;»

Και ο ίδιος ο Θίνγκολ ήθελε πολύ να μάθει περισσότερα για τη μοίρα του Νάργκοθροντ, και ήδη είχε κατά νου να στείλει κά­ποιους που θα μπορούσαν να πλησιάσουν με προσοχή εκεί, αλλά πίστευε ότι ο Τούριν ήταν όντως νεκρός κι αν δεν ήταν, ότι η διά­σωσή του θα ήταν αδύνατη, και δεν ήθελε να δει την ώρα που η Μόργουεν θα το μάθαινε αυτό καθαρά, Έτσι της είπε:

«Αυτό είναι επικίνδυνο θέμα, Κυρία του Ντορ-λόμιν, και πρέ­πει να σταθμιστεί, Τέτοια αγωνία μπορεί αληθινά να είναι έργο του Μόργκοθ για να μας παρασύρει σε κάποια απερισκεψία».

Όμως η Μόργουεν, όντας ταραγμένη, φώναξε: «Απερισκεψία, κύριε! Αν ο γιος μου περιπλανιέται στα δάση

πεινασμένος, αν είναι δέσμιος, αν το πτώμα του κείτεται άταφο, τότε εγώ θα ήμουν η απερίσκεπτη. Δεν θα χάσω στιγμή αλλά θα πάω να τον ανα9Ίτήσω».

«Κυρία του Ντορ-λόμιν» , είπε ο Θίνγκολ, «αυτό, σίγουρα, ο γιος του Χούριν δεν θα το επιθυμούσε. Θα θεωρούσε ότι εδώ εί­στε πιο ασφαλείς από κάθε άλλη χώρα που έχει απομείνει: υπό την προστασία της Μέλιαν. Για χάρη του Χούριν και του Τούριν δεν θα ήθελα να περιπλανηθείς μακριά μέσα στο σκοτεινό κίνδυ­νο αυτών των ημερών».

«Δεν κράτησες τον Τούριν μακριά από τον κίνδυνο, εμένα ό­μως θέλεις να με κρατήσεις μακριά από το γιο μοω>, φώναξε η Μόργουεν. «Υπό την προστασία της Μέλιαν! Ναι, φυλακισμένη της Ζώνης! Δίστα�α πριν την περάσω και τώρα το μετανιώνω» .

« Οχι. Αν μιλάς έτσι, Κυρία του Ντορ-λόμιν» , είπε ο Θίνγκολ, «μάθε αυτό: η Ζώνη είναι ανοιχτή. Ελεύθερα ήρθες εδώ, ελεύθε­ρα και θα μείνεις -ή θα φύγεις» .

Τότε η Μέλιαν, που είχε παραμείνει σιωπηλή, μίλησε:

199

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Μη φύγεις από δω, Μόργουεν, Έναν αληθινό λόγο είπες: αυ­τή η αγωνία είναι του Μόργκοθ, Αν φύγεις, θα εκτελέσεις το θέ­λημά του»,

«ο φόβος του Μόργκοθ δεν θα με κρατήσει μακριά από το κάλεσμα των δικών μου», απάντησε η Μόργουεν, «Αλλά αν φα­βάσαι για μένα, κύριε, τότε δώσε μου μερικούς άνδρες σου» .

«Δεν txw εξουσία πάνω σου για να σε διατάξω» . είπε ο Θίν­γκολ. «Διατά�ω όμως τους άνδρες μου. Και θα τους στείλω όταν εγώ το θεωρώ σωστό» .

Τότε η Μόργουεν δεν είπε τίποτε άλλο και άρχισε να θρηνεί' και άφησε το βασιλιά. Ο Θίνγκολ είχε βαριά καρδιά. γιατί του φαινόταν ότι η διάθεση της Μόργουεν ήταν παράξενη και δυσοί­ωνη' και ρώτησε τη Μέλιαν αν θα μπορούσε να τη συγκρατήσει εκείνη με τη δύναμή της.

«Ενάντια στον ερχομό του κακού μπορώ να κάνω πολλά» , α­πάντησε αυτή. «Αλλά ενάντια στην έξοδο εκείνων που θέλουν να φύγουν, τίποτα. Αυτό είναι ο δικός σου ρόλος. Αν είναι να μείνει εδώ. πρέπει να την κρατήσεις με τη δύναμή σου. Όμως έτσι μπα­ρεί να σαλέψει ο νους της».

Τότε η Μόργουεν πήγε στη Νίενορ και είπε: « Εχε γεια, κόρη του Χούριν. Πηγαίνω να ανα�ητήσω το γιο

μου, ή να μάθω την αλήθεια γι' αυτόν, αφού κανείς εδώ δεν κά­νει τίποτα παρά μόνο καθυστερούν μέχρι να είναι πολύ αργά. Πε­ρίμενέ με εδώ αν καταφέρω να επιστρέψω» . Τότε η Νίενορ γε­μάτη τρόμο και ταραχή θέλησε να την αποτρέψει. μα η Μόργο\)­εν δεν απαντούσε τίποτα και πήγε στο δωμάτιό της και όταν ήρ­θε το πρωί. πήρε ένα άλογο και έφυγε.

Τώρα ο Θίνγκολ είχε δώσει εντολή κανείς να μην την εμποδί­σει, ούτε να φανεί ότι την παρακολουθεί. Αλλά μόλις η Μόργο\)­εν ξεκίνησε, συγκέντρωσε μια ομάδα από τους πιο σκληραγωγη-

200

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΟΡΓΟΥΕΝ ΚΛΙ ΤΗΣ Ν Ι ΕΝΟΡ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟ Θ Ρ Ο ΝΤ

μένους και ικανούς φύλακες των συνόρων και έβαλε τον Μά­μπλουνγκ επικεφαλής.

«Ακολούθησέ την τώρα γρήγορα» . είπε. «αλλά μην την αφή­σεις να σας αντιληφθεί. Αν όμως φτάσει στις ερημιές και την α­πειλήσει κίνδυνος. τότε να εμφανιστείτε' και αν δεν θέλει να επι­στρέψει. τότε προστατέψτε την όπως μπορείτε. Όμως μερικοί α­πό σας θα ήθελα να συνεχίσετε όσο πιο μακριά γίνεται και να μά­θετε όσα περισσότερα μπορείτε» .

Και όπως έγινα τα πράγματα. ο Θίνγκολ έστειλε μεγαλύτερη ομάδα από αυτήν που σκόπευε αρχικά και ανάμεσά τους υπήρ­χαν δέκα ιππείς με εφεδρικά άλογα. Ακολούθησαν τη Μόργουεν' και αυτή πήγε νότια διασxί�oντας το Ρέγκιον και έτσι έφτασε στις όχθες του Σίριον πάνω από τις Λίμνες του Λυκόφωτος και εκεί σταμάτησε. γιατί ο Σίριov ήταν πλατύς και ορμητικός κι εκείνη δεν ήξερε το δρόμο. Έτσι τώρα οι φύλακες έπρεπε αναγκαστικά να αποκαλυφθούν- και η Μόργουεν είπε:

«Θα με σταματήσει ο Θίνγκολ; Ή μου στέλνει καθυστερημέ-να τη βοήθεια που μου αρνήθηκε; »

«Και τα δύο» . είπε ο Μάμπλουνγκ. «Δεν θα επιστρέψεις; » «Όχι» . είπε η Μόργουεν. «Τότε πρέπει να σε βοηθήσω» . είπε ο Μάμπλουνγκ. «αν και

είναι ενάντια στη θέλησή μου. Πλατύς και βαθύς είναι εδώ ο Σί­ριον και επικίνδυνος να τον κολυμπήσει άνθρωπος ή �ώo» .

«Τότε πέρασέ με απέναντι με τον τρόπο που περνούν τα Ξω-τικά» . είπε η Μόργουεν. «Αλλιώς θα δοκιμάσω το κολύμπι» .

Έτσι ο Μάμπλουνγκ την οδήγησε στις Λίμνες του Λυκόφωτος. Εκεί ανάμεσα σε ρυάκια και καλάμια στην ανατολική όχθη υ­πήρχαν κρυμμένα φρουρούμενα πορθμεία' γιατί με αυτό τον τρό­πο περνούσαν από τη μια όχθη στην άλλη οι αγγελιαφόροι του Θίνγκολ και των συγγενών του στο Νάργκοθροντ. Τώρα περίμε­ναν μέχρι να προχωρήσει η αστροφώτιστη νύχτα και πέρασαν

201

ΤΑ Π Α ΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥ Ρ Ι Ν

απέναντι μέσα στη λευκή ομίχλη πριν απ' τα χαρ(ψατα. Και μό­λις ο ήλιος σηκώθηκε κόκκινος πέρα από τα Γαλάζια Βουνά και ένας δυνατός πρωινός άνεμος φύσηξε και σκόρπισε την ομίχλη, οι φρουροί βγήκαν στη δυτική όχθη και άφησαν τη Ζώνη της Μέ­λιαν. Ήταν ψηλά Ξωτικά του Ντόριαθ, γκριζοφορεμένα και με μανδύες πάνω από τις αλυσιδωτές πανοπλίες τους. Η Μόργουεν τους παρακολουθούσε από το πορθμείο καθώς περνούσαν αθό­ρυβα και ξαφνικά έβγαλε μια κραυγή και έδειξε τον τελευταίο της ομάδας που περνούσε.

«Από πού ήρθε αυτός; » είπε. «Τρεις φορές δέκα ήρθατε σ' εμένα. Τρεις φορές δέκα και ένας βγαίνετε στη στεριά! »

Τότε οι άλλοι γύρισαν και είδαν ότι ο ήλιος άστραφτε πάνω σ' ένα χρυσαφένιο κεφάλι: ήταν η Νίενορ' η κουκούλα της είχε πέ­σει από τον άνεμο. Έτσι αποκαλύφθηκε ότι είχε ακολουθήσει την ομάδα και είχε μπει ανάμεσά τους στα σκοτεινά πριν περάσουν το ποτάμι. Ταράχτηκαν και κανείς πιο πολύ από τη Μόργουεν.

«Γύρνα πίσω! Γύρνα πίσω! Σε διατάζω!» φώναξε. «Αν η γυναίκα του Χούριν μπορεί να αψηφήσει κάθε συμβου­

λή για ν' ανταποκριθεί στο κάλεσμα του αίματος». είπε η Νίενορ. «τότε το ίδιο μπορεί να κάνει και η κόρη του Χούριν. Πένθος με ονόμασες. αλλά δεν θα πενθήσω μόνη για πατέρα, αδελφό και μάνα. Μα απ' όλους εσένα μόνο έχω γνωρίσει και εσένα αγαπώ. Και δεν υπάρχει τίποτα που να μην το φοβάσαι εσύ και να το φο­βάμαι εγώ».

Και αληθινά, κανένας φόβος δεν φαινόταν στο πρόσωπο και στο παράστημά της. Ψηλή και δυνατή ήταΥ' γιατί είχαν ψηλό α­νάστημα όσοι κατάγονταν από τον οίκο του Χάντορ' και έτσι ντυ­μένη με ξωτικά ενδύματα ταίριαζε καλά με τους φρουρούς, κα­θώς ήταν πιο μικρόσωμη μόνο από τον πιο μεγαλόσωμο.

«Τι θέλεις να κάνεις; » είπε η Μόργουεν. «Θα πάω όπου πας κι εσύ» , είπε η Νίενορ. «Διάλεξε: Να με

202

το TAΞIΔl ΤΗΣ ΜΟΡΓΟΥΕΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΙΕΝΟΡ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

πας πίσω και να με παραδώσεις με ασφάλεια στη φύλαξη της Μέλιαν, γιατί δεν είναι συνετό να αρνείσαι τη συμβουλή της. Ή να ξέρεις ότι θα βρεθώ σε κίνδυνο. αν βρεθείς κι εσύ». Γιατί στην πραγματικότητα η Νίενορ είχε έρθει κυρίως με την ελπίδα ότι α­πό φόβο και αγάπη γι' αυτήν η μητέρα της θα γύρι�ε πίσω' και πράγματι η Μόργουεν ήταν όντως διχασμένη.

«Άλλο πράγμα είναι να αρνείσαι συμβουλές» . είπε, «και άλ­λο να αρνείσαι τη διαταγή της μητέρας σου. Τώρα γύρνα πίσω!»

«Όχι» . είπε η Νίενορ. «nf1El πολύς καιρός αφότου ήμουν παι­δί. Έχω θέληση δική μου και σαρία, αν και μέχρι τώρα δεν έχω ε­ναντιωθεί στη δική σου. Θα ' ρθω μαζί σου. Προτιμώ το Ντόριαθ από σεβασμό για κείνους που το κυβερνούΥ' αν όχι όμως, τότε δυ­τικά. Πραγματικά. αν θα 'πρεπε να συνεχίσει μία από μας, αυτή είμαι μάλλον εγώ. που είμαι στην ακμή της δύναμής μου» .

Τότε η Μόργουεν είδε στα γκρίζα μάτια της Νίενορ την απο­φασιστικότητα του Χούριν. Και ταλαντεύτηκε, αλλά δεν μπορού­σε να ξεπεράσει την περηφάνια της και δεν ήθελε. παρά τα ω­ραία λόγια. να φανεί έτσι ότι η κόρη της την οδηγεί πίσω σαν η­λικιωμένη και ανόητη.

«Συνεχί�ω, όπως ήταν ο σκοπός μου», είπε. «'Ελα κι εσύ, αλ-λf1 ενf1ντια στη θέλησή μου».

«Ας γίνει έτσι», είπε η Νίενορ. Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε στην ομf1δα του: «Αληθινά, από έλλειψη σύνεσης και όχι θάρρους είναι που το

γένος του Χούριν φέρνει δεινά στους άλλους! Το ίδιο και με τον Τούριψ όμως δεν ήταν έτσι οι πρόγονοί του. Τώρα είναι όλοι ασύ­νετοι και αυτό δεν μου αρέσει. Τρέμω αυτή την αποστολή του Βα­σιλιά πιο πολύ και από το κυνήγι του Λύκου. Τι πρέπει να γίνει; »

Αλλά η Μόργουεν, που είχε βγει στην όχθη και τώρα πλησία­σε κοντά, άκουσε τα τελευταία του λόγια.

«Κάνε ό.τι σε διέταξε ο βασιλιάς». είπε. «Aνα�ήτησε ειδήσεις

203

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

για το Νάργκοθροντ και για τον Τούριν. Γι' αυτόν το σκοπό έ­χουμε ενωθεί όλοω.

«ο δρόμος είναι ακόμη μακρύς και επικίνδυνος» . είπε ο Μά­μπλουνγκ. «Αν προχωρήσετε κι άλλο. θα πάρετε και οι δύο άλα­γα και θα είστε ανάμεσα στους καβαλάρηδες και δεν θα απομα­κρύνεστε σπιθαμή από κοντά τους».

Έτσι με το ξημέρωμα βγήκαν αργά και προσεχτικά από την πε­ριοχή με τα καλάμια και τις χαμηλές ιτιές κι έφτασαν στο γKρί�o δάσος που κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος του νότιου κάμπου πριν α­πό το Νάργκοθροντ. Όλη μέρα ταξίδευαν δυτικά και έβλεπαν μό­νο καταστροφή χωρίς ν' ακούνε τίποτα' γιατί η γη ήταν σιωπηλή και ο Μάμπλουνγκ ένιωθε ότι ένας αδιόρατος φόβος ήταν απλω­μενος γύρω τους. Τον ίδιο εκείνο δρόμο τον είχε περάσει ο Μπέ­ρεν πριν από χρόνια και τότε το δάσος ήταν γεμάτο με τα κρυμ­μένα μάτια των κυνηγώγ τώρα όμως οι κάτοικοι του Νάρογκ δεν υπήρχαν πια και οι Ορκ φαίνεται ότι δεν είχαν αρχίσει ακόμη να απομακρύνονται περιπλανώμενοι προς το νότο. Εκείνη τη νύχτα κατασκήνωσαν μέσα στο γKρί�o δάσος χωρίς φωτιά. ή φως.

Τις επόμενες δύο μέρες συνέχισαν και το βράδυ της τρίτης μέ­ρας από τον Σίριον διέσχισαν τον κάμπο και πλησίασαν στις ανα­τολικές όχθες του Νάρογκ. Τότε έπιασε τον Μάμπλουνγκ τόση α­νησυχία, που παρακάλεσε τη Μόργουεν να μην προχωρήσει άλ­λο. Αλλά αυτή γέλασε και είπε:

«Θα έχεις γρήγορα τη χαρά να μας ξεφορτωθείς. όπως φαίνε­ται. Αλλά πρέπει να μας ανεχθείς λίγο ακόμη. Έχουμε φτάσει πα­λύ κοντά τώρα για να γυρίσουμε πίσω από φόβο».

Τότε ο Μάμπλουνγκ φώναξε: «Ασύνετες είστε και οι δύο και παράτολμες. Δεν βοηθάτε αλ­

λά εμπoδί�ετε τη συγκέντρωση ειδήσεων. Ακούστε με! Έχω ε­ντολή να μη μείνω κοντά σας με όλους τους άνδρες. Έχω επίσης

204

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΟΡΓΟΥεΝ ΚΑΙ ΤΗΣ Ν Ι ΕΝΟΡ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

εντολή να σας προστατεύω όπως μπορώ. Σε αυτό το δίλημμα έ­να μόνο μπορώ να κάνω. Και θα σας προστατεύσω. Αύριο θα σας οδηγήσω στο Άμον Έθιρ. το Λάρο των Κατασκόπων, που είναι κοντά' και εκεί θα μείνετε με φρουρά και δεν θα προχωρήσετε άλλο όσο διοικώ εγώ». Το Άμον Έθιρ ήταν ένα ύψωμα μεγάλο σαν λάρος, που πριν από πολύν καιρό ο Φέλαγκουντ είχε βάλει να το φτιάξουν με πολύ μόχθο στον κάμπο μπροστά στις Πύλες του, μια λεύγα ανατολικά του Νάρογκ. Ήταν κατάφυτο εκτός α­πό την κορυφή. απ' όπου έβλεπε κανείς όλους τους δρόμους που οδηγούσαν στη μεγάλη γέφυρα του Νάργκοθροντ και τις τριγύρω περιοχές. Σε αυτόν το λάρο έφτασαν αργά το πρωί και τον ανέ­βηκαν από τα ανατολικά. Μετά Koιτά�oντας προς το Υψηλό Φά­ροθ, καστανό και γυμνό πέρα από το ποτάμι, ο Μάμπλουνγκ διέ­κρινε με την όραση των Ξωτικών τις στέγες του Νάργκοθροντ στην απότομη δυτική όχθη και, σαν μια μικρή μαύρη τρύπα στο τοίχωμα του λάΡου. τις ανοιχτές Πύλες του Φέλαγκουντ. Όμως δεν άκουγε τον παραμικρό ήχο και δεν έβλεπε κανένα σημάδι ε­χθρού ούτε καμιά ένδειξη της παρουσίας του Δράκοντα, πέρα α­πό το κάψιμο γύρω από τις Π ύλες που είχε κάνει τη μέρα της λε­ηλασίας. Όλα ήταν ήσυχα κάτω από έναν ήλιο χλωμό.

Έτσι τώρα ο Μάμπλουνγκ, όπως είχε πει, διέταξε τους δέκα ιππείς του να κρατήσουν τη Μόργουεν και τη Νίενορ στην κορυ­φή του λάΡου και να μην κουνηθούν από κει μέχρι να επιστρέψει, εκτός αν εμφανι�όταν κάποιος μεγάλος κίνδυνος: και αν συνέβαι­νε κάτι τέτοιο, οι καβαλάρηδες έπρεπε να βάλουν τη Μόργουεν και τη Nίεvoρ ανάμεσά τους και να φύγουν όσο πιο γρήγορα μπα­ρούσαν προς τα ανατολικά και το Ντόριαθ. στέλνοντας έναν μπροστά για να μεταφέρει νέα και να �ητήσει βοήθεια.

Μετά ο Μάμπλουνγκ πήρε τους άλλους είκοσι της ομάδας του και κατέβηκαν όλοι αθόρυβα από το λάρο' και αφού πέρα­σαν στα χωράφια προς τα δυτικά, όπου τα δέντρα ήταν λίγα.

205

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥ Ρ Ι Ν

σκόρπισαν και τράβηξαν ο καθένας μόνος του, με τόλμη, κρυφά και αθόρυβα, προς τις όχθες του Νάρογκ. Ο Μάμπλουνγκ πήρε το μεσαίο δρόμο προς τη γέφυρα και έτσι έφτασε στην άκρη της και είδε ότι ήταν όλη γκρεμισμένη' και το ποτάμι μέσα στη βαθιά χαράδρα, κυλώντας μακριά στα βόρεια, αγριεμένο μετά από βρο­χές, άφριζε και μούγκριζε ανάμεσα στις πεσμένες πέτρες.

Αλλά ο Γκλάουρουνγκ ήταν εκεί, κρυμμένος στη σκιά της με­γάλης διόδου που οδηγούσε από τις γκρεμισμένες Πύλες προς το εσωτερικό της πόλης, και είχε αντιληφθεί από πολλή ώρα τους κατασκόπους, αν και ελάχιστα μάτια στη Μέση-γη θα μπορούσαν να τους διακρίνουν. Όμως η όραση των ολέθριων ματιών του ή­ταν οξύτερη και από των αετών κι έφτανε πιο μακριά και από την όραση των Ξωτικών' και ήξερε και ότι μερικοί είχαν παραμείνει πίσω και βρίσκονταν στη γυμνή κορυφή του Άμον Έθιρ.

Έτσι, καθώς ο Μάμπλουνγκ προχωρούσε έρποντας ανάμεσα στους βράχους, θέλοντας να δει αν θα μπορούσε να περάσει το αγριεμένο ποτάμι πατώντας πάνω στις πεσμένες πέτρες της γέ­φυρας, ξεπρόβαλε ξαφνικά ο Γκλάουρουνγκ ξερνώντας φωτιά και κατέβηκε μέσα στο ποτάμι. Αμέσως τότε ακούστηκε ένα τρο­μερό σφύριγμα και πυκνοί ατμοί υψ(�θηKαν και ο Μάμπλουνγκ και οι άνδρες του που ήταν κρυμμένοι εκεί κοντά τυλίχτηκαν α­πό μια ομίχλη που τους τύφλωσε και από φρικτή δυσωδία' και οι περισσότεροι τράπηκαν σε φυγή προς το Λόφο των Κατασκόπων προσπαθώντας όσο μπορούσαν να μαντέψουν πού βρισκόταν. Αλλά καθώς ο Γκλάουρουνγκ περνούσε πάνω από τον Νάρογκ, ο Μάμπλουνγκ παραμέρισε και κρύφτηκε κάτω από ένα βράχο κι έμεινε εκεί γιατί θεώρησε ότι έχει μια ακόμη αποστολή. Ήξερε τώρα ότι ο Γκλάουρουνγκ κατοικεί στο Νάργκοθροντ, αλλά είχε επίσης εντολή να μάθει την αλήθεια για το γιο του Χούριν, αν μπορούσε' κι έτσι, με τη γενναιοψυχία που τον διέκρινε, σκόπευε να περάσει το ποτάμι μόλις έφευγε ο Γκλάουρουνγκ και να ψά-

2 0 6

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΗΣ ΜΟΡΓΟΥΕΝ ΚΑΙ ΤΗΣ ΝΙΕΝΟΡ ΣΤΟ ΝΑΡΓΚΟΘΡΟΝΤ

ξει στις αίθουσες του Φέλαγκουντ. Γιατί πίστευε ότι έ:χ.ουν γίνει ό­λα όσα μπορούσαν να γίνουν για την προστασία της Μόργουεν και της Νίενορ: οι φρουροί θα αντιλαμβάνονταν την παρουσία του Γκλάουρουνγκ και ακόμη και τώρα οι καβαλάρηδες θα έτρε­χαν προς το Ντόριαθ.

Έτσι ο Γκλάουρουνγκ. μια τεράστια μορφή μέσα στην ομίχλη, προσπέρασε τον Μάμπλουνγκ' και κινιόταν γοργά, γιατί ήταν δυ­νατό αλλά και ευκίνητο Σκουλήκι. Τότε ο Μάμπλουνγκ από πίσω του πέρασε τον Νάρογκ με μεγάλο κίνδυνΟ" όμως οι φρουροί πά­νω στο Άμον Έθιρ είδαν το Δράκοντα και ταράχτηκαν. Είπαν α­μέσως στη Μόργουεν και τη Νίενορ να καβαλικέψουν τ' άλογα χωρίς αντιρρήσεις και ετοιμάστηκαν να τρέξουν ανατολικά όπως είχαν πάρει διαταγή. Όμως την ώρα που κατέβαιναν από το λό­φο στον κάμπο, ένας κακός άνεμος φύσηξε τους πυκνούς ατμούς που τους σκέπαζαν, φέρνοντας μια δυσωδία που κανένα άλογο δεν την άντεχε. Τότε τα άλογα, τυφλωμένα από την ομίχλη και κυ­ριευμένα από τρελό τρόμο λόγω της δυσοσμίας του δράκοντα, γρήγορα έγιναν ανεξέλεγκτα και άρχισαν να τρέ:χ.ουν ξέφρενα α­πό δω και από κει. Και οι φρουροί σκόρπισαν και τα άλογα τούς πέταξαν πάνω σε δέντρα και άλλοι τραυματίστηκαν σοβαρά και άλλοι αναζητούσαν μάταια ο ένας τον άλλο. Το χλιμίντρισμα των αλόγων και οι φωνές των καβαλάρηδων έφτασαν στα αυτιά του Γκλάουρουνγκ κι αυτός ικανοποιήθηκε πολύ.

Ένας από τους καβαλάρηδες των Ξωτικών, παλεύοντας με το άλογό του μέσα στην ομίχλη, είδε τη Λαίδη Μόργουεν να περνά, ένα γκρίζο στοιχειό πάνω σ' ένα τρελό άλογο, αλλά μετά χάθηκε μέσα στην καταχνιά φωνάζοντας Nίεvoρ και δεν την ξαναείδαν.

Όμως, όταν απλώθηκε ο τυφλός τρόμος στους καβαλάρηδες, το άλογο της Νίενορ, καθώς έτρεχε ασυγκράτητα, σκόνταψε και την πέταξε κάτω. Εκείνη έπεσε μαλακά σε χλόη και δεν τραυμα­τίστηκε, αλλά όταν σηκώθηκε ήταν μόνη, χαμένη μέσα στην ομί-

207

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ XOYPIN

χλη χωρίς άλογο ή σύντροφο. Δεν έχασε το θάρρος της. όμως. και σκέφτηκε. Και της φάνηκε ότι ήταν μάταιο να πάει προς αυτή ή εκείνη την κραυγή, γιατί ακούγονταν φωνές παντού γύρω της, γί­νονταν, όμως. όλο και πιο αμυδρές. Καλύτερο της φάνηκε σε αυ­τή την κατάσταση να αναtητήσει πάλι το λόφο: σίγουρα ο Μά­μπλουνγκ εδώ θα ερχόταν πριν φύγει. έστω και μόνο για να βε­βαιωθεί ότι κανείς από την ομάδα του δεν είχε απομείνει.

Έτσι, περπατώντας προς τα κει που υπέθετε ότι είναι ο λόφος. τον βρήκε μπροστά της λόγω της ανηφοριάς του εδάφους -γιατί ήταν όντως κοντά. Και σιγά-σιγά ανέβηκε το μονοπάτι που οδη­γούσε από τα ανατολικά στην κορυφή. Και όσο ανέβαινε. τόσο διαλυόταν η ομίχλη. μέχρι που βγήκε επιτέλους στο φως του ή­λιου πάνω στη γυμνή κορυφή. Τότε προχώρησε και κοίταξε στα δυτικά. Και εκεί ακριβώς βρισκόταν το μεγάλο κεφάλι του Γκλά­ουρουνγκ, που στο μεταξύ είχε πλησιάσει από την άλλη πλευρά' και πριν το καταλάβει. τα μάτια της είχαν κοιτάξει μέσα στο ολέ­θριο πνεύμα των ματιών του, και ήταν τρομερά. αφού ήταν γε­μάτα με το μοχθηρό πνεύμα του Μόργκοθ, του αφέντη του.

Δυνατή ήταν η θέληση και η καρδιά της Νίενορ και αγωνίστη­κε ενάντια στον Γκλάουρουνγκ' αλλά αυτός έβαλε τη δύναμή του εναντίον της.

«Τι tητάς εδώ;» της είπε. Και υποχρεωμένη να απαντήσει. η Νίενορ είπε: «Απλώς tητώ κάποιον Τούριν που tούσε εδώ για λίγο. Αλλά

πρέπει να είναι νεκρός» . «Δεν ξέρω » , είπε η Γκλάουρουνγκ. «Τον είχαν αφήσει εδώ για

να υπερασπιστεί τις γυναίκες και τους αδύναμους αλλά μόλις ήρθα, τους εγκατέλειψε και το έσκασε. Καυχησιάρης αλλά δει­λός, φαίνεται. Γιατί ανα�ητάς κάποιον σαν αυτόν; »

«Λες ψέματα» , είπε η Νίενορ. «Τα παιδιά του Χούριν τουλά­χιστον δεν είναι δειλά. Δεν σε φοβόμαστε».

208

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΧΥΙ

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ Γ ΚΛΑΟΥ ΡΟΥ ΝΓΚ

Στο μεταξύ η δύναμη και η κακία του Γκλάουρουνγκ μεγάλωνε γοργά. Και πάχυνε και μά�εψε Ορκ γύρω του και κυβερνούσε σαν δρακοβασιλιάς. και το πάλαι ποτέ βασίλειο του Νάργκοθροντ ή­ταν υπό την κυριαρχία του. Και πριν τελειώσει η χρονιά ετούτη. η τρίτη της διαμονής του Τουράμπαρ ανάμεσα στους ανθρώπους του δάσους. ο Γκλάουρουνγκ άρχισε να επιτίθεται στη γη τους. που για ένα διάστημα είχε ειρήνη. Γιατί όντως ήταν γνωστό στον Γκλάουρουνγκ και στον Κύριό του ότι στο Μπρέθιλ �oύσε ακόμη ένα υπόλειμμα ελεύθερων ανθρώπων. ο τελευταίος από τους Τρεις Οίκους που αψηφούσαν τη δύναμη του Βορρά. Και αυτό δεν θα το ανέχονταν. Γιατί ο σκοπός του Μόργκοθ ήταν να υπο­τάξει όλο το Μπελέριαντ και να ψάξει κάθε γωνιά του. ώστε να μη �ει κανείς σε κάποια τρύπα ή κρησφύγετο που να μην είναι υ­

ποδουλωμένος σε αυτόν. Έτσι. το κατά πόσον ο Γκλάουρουνγκ

221

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

μάντεψε πού ήταν κρυμμένος ο Τούριν ή, όπως έλεγαν μερικοΙ αν είχε καταφέρει ο Τούριν να ξεφύγει για λίγο από το μάτι του Κα­κού που τον καταδίωκε δεν έχει σημασία. Γιατί στο τέλος τα σχέ­δια του Μπράντιρ θα αποδείχνονταν μάταια και τελικά δύο επι­λογές μόνο μπορούσαν να υπάρξουν για τον Τουράμπαρ: ή να κά­θεται άπραγος μέχρι να τον βρουν και να τον καταδιώξουν σαν ποντίκι ή να ξεκινήσει γρήγορα για μάχη και να αποκαλυφθεί.

Όταν όμως ήρθαν για πρώτη φορά ειδήσεις για τον ερχομό των Ορκ στο Έφελ Μπράντιρ, ο Τουράμπαρ δεν βγήκε για μάχη και υποχώρησε στις ικεσίες της Νίνιελ. Γιατί εκείνη του είπε:

«Τα σπίτια μας δεν έχουν χτυπηθεί ακόμη όπως είχες πει. Λέ­νε ότι οι Ορκ είναι πολλοί. Και ο Ντόρλας μου είπε ότι πριν έρ­θεις εδώ, τέτοιες συμπλοκές δεν ήταν σπάνιες και οι άνθρωποι του δάσους τους σταματούσαν».

Όμως οι άνθρωποι του δάσους ηπήθηκαν, γιατί αυτοί οι Ορκ ανήκαν σε ολέθρια φυλή, όντας άγριοι και δόλιοι. Και πραγματι­κά είχαν έρθει με σκοπό να εισβάλουν στο Δάσος του Μπρέθιλ και όχι. όπως πριν, να περνούν στις παρυφές του για άλλες απο­στολές ή να κυνηγούν σε μικρές ομάδες. Έτσι ο Ντόρλας και οι άντρες του αποκρούστηκαν με απώλειες και οι Ορκ πέρασαν τον Τέιγκλιν και προχώρησαν βαθιά στο δάσος. Και ο Ντόρλας ήρθε στον Τουράμπαρ και του έδειξε τα τραύματά του και είπε:

«Βλέπεις, άρχοντα, τώρα έφτασε η ώρα της ανάγκης μας με­τά από μια κίβδηλη ειρήνη, ακριβώς όπως φοβόμουν. Δεν είχες \;ητήσει να σε θεωρούμε δικό μας κι όχι ξένο; Δεν είναι αυτός ο κίνδυνος και δικός σου επίσης; Γιατί τα σπίτια μας δεν θα παρα­μείνουν κρυφά αν οι Ορκ μπουν πιο βαθιά στη γη μας».

Έτσι ο Τουράμπαρ σηκώθηκε και πήρε πάλι το σπαθί του το Γκούρθανγκ και πήγε στη μάχη. Και όταν το έμαθαν αυτό οι άν­θρωποι του δάσους. αναθάρρησαν πολύ και συγκεντρώθηκαν γύ­ρω του, μέχρι που σχημάτισε μια δύναμη από πολλές εκατοντά-

2 2 2

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

δες. Τότε άρχισαν να κυνηγούν μέσα στο δάσος και σκότωσαν ό­

λους του Ορκ που είχαν εισχωρήσει εκεί και τους κρέμασαν στα δέντρα κοντά στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Και όταν ήρθε ενα­ντίον τους νέος στρατός. τον παγίδεψαν και, αιφνιδιασμένοι από τον αριθμό των ανθρώπων του δάσους και από τον τρόμο του Μαύρου Σπαθιού που είχε επιστρέψει, οι Ορκ κατατροπώθηκαν και σφαγιάστηκαν πάρα πολλοί απ' αυτούς. Τότε οι άνθρωποι του δάσους έφτιαξαν μεγάλες πυρές και έκαψαν τα πτώματα των στρατιωτών του Μόργκοθ σε σωρούς και ο καπνός της εκδίκησής τους υψώθηκε μαύρος στον ουρανό και ο άνεμος τον πήγε δυτι­κά. Αλλά μερικοί που επέ�ησαν γύρισαν πίσω στο Νάργκοθροντ με αυτές τις ειδήσεις.

Τότε ο Γκλάουρουνγκ εξοργίστηκε. Όμως για ένα διάστημα δεν έκανε καμιά κίνηση και αναλoγι�όταν αυτά που είχε πληρο­φορηθεί. Έτσι ο χειμώνας πέρασε ειρηνικά και οι άντρες έλεγαν:

«Μεγάλο είναι το Μαύρο Σπαθί του Μπρέθιλ, γιατί όλοι οι ε­χθροί μας νικήθηκαν».

Και η Νίνιελ παρηγοριόταν και χαιρόταν με τη φήμη του Του­ράμπαρ. Αυτός, όμως, καθόταν σκεφτικός και έλεγε μέσα στα βά­θη της καρδιάς του: ' 'Ο κύβος ερρίφθη. Τώρα έρχεται η δοκιμα­σία, όπου θα αποδειχτεί σωστός ο κομπασμός μου ή θα γκρεμι­στεί ολοκληρωτικά. Δεν θα το σκάσω πάλι. Θα γίνω όντως Του­ράμπαρ και με την ίδια μου τη θέληση και την ικανότητα θα υ­περνικήσω τη μοίρα μου -ή θα νικηθώ. Όμως. είτε νικηθώ είτε ό­χι, τον Γκλάουρουνγκ τουλάχιστον θα τον σκοτώσω» . .

Παρ' όλα αυτά ήταν ανήσυχος και έστελνε μακριά άνδρες τολμηρούς για ανιχνευτές. Γιατί πραγματικά, αν και δεν είχε ει­πωθεί λέξη, τώρα διέτα�ε όπως ήθελε σαν να ήταν κύριος του Μπρέθιλ και κανείς δεν άκουγε τον Μπράντιρ.

Η άνοιξη ήρθε με ελπίδα και οι άντρες τραγουδούσαν στη δου­λειά τους. Όμως εκείνη την άνοιξη η Νίνιελ συνέλαβε και έγινε

223

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

χλωμή και ασθενική και όλη της η ευτυχία σκοτείνιασε. Και μετά από λίγο έφτασαν παράξενες ειδήσεις από άντρες που είχαν προ­χωρήσει πέρα από τον Τέιγκλιν: ότι υπάρχει μια μεγάλη πυρκα­γιά μακριά στα δάση του κάμπου προς το ΝάργκοθρονΓ και α­

ναρωτιούνταν τι μπορεί να είναι. Όμως πριν περάσει πολύς καιρός, καινούργια νέα έφτασαν: ό­

τι οι φωτιές προχωρούσαν συνέχεια προς βορρά και ότι τις άνα­βε ο ίδιος ο Γκλάουρουνγκ. Γιατί είχε φύγει από το Ν άργκο­θροντ και για κάποιο σκοπό είχε βγει πάλι έξω. Τότε οι πιο α­

νόητοι ή οι πιο αισιόδοξοι είπαν: «ο στρατός του καταστράφηκε και τώρα επιτέλους συνετί­

στηκε και γυρί�ει πίσω από κει που ήρθε». Και άλλοι είπαν: «Ας ελπίσουμε ότι θα μας προσπεράσει». Αλλά ο Τουράμπαρ

δεν είχε τέτοιες ελπίδες και ήξερε ότι ο Γκλάουρουνγκ έρχεται. Έτσι, αν και έκρυβε τις σκέψεις του εξαιτίας της Νίνιελ. σκεφτό­ταν συνεχώς τι έπρεπε να κάνει' και η άνοιξη έγινε καλοκαίρι.

Μια μέρα δυο άντρες γύρισαν στο Έφελ Μπράντιρ έντρομοι γιατί είχαν δει το ίδιο το Μεγάλο Σκουλήκι.

«Στ' αλήθεια, κύριε», είπαν, «τώρα φτάνει κοντά στον Τέι­γκλιν και δεν λέει να σταματήσει. Βρισκόταν στη μέση μιας με­γάλης πυρκαγιάς και τα δέντρα κάπνιζαν γύρω του. Τη δυσωδία του δύσκολο να την αντέξεις. Και πολλές λεύγες μέχρι πίσω στο Νάργκοθροντ εκτείνεται η ρυπαρή του διαδρομή. πιστεύουμε, σε μια πορεία που δεν στρίβει. αλλά έρχεται ίσια σ' εμάς. Τι μπο­ρούμε να κάνουμε; »

«Λίγα πράγματα», είπε ο Τουράμπαρ, «αλλά αυτά τα λίγα τα έχω ήδη σκεφτεί. Οι ειδήσεις που φέρνετε μου δίνουν μάλλον ελ­πίδα παρά τρόμο. Γιατί. αν όντως πηγαίνει ίσια, όπως λέτε, και δεν στρίβει, τότε έχω ένα σχέδιο για γενναίες ψυχές».

Οι άντρες απόρησαν, γιατί εκείνη τη στιγμή δεν είπε τίποτε άλ­λο. λλλά αναθάρρησαν από το άφοβο φέρσιμό του.

224

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

Ο ποταμός Τέιγκλιν κυλούσε ως εξής. Κατέβαινε από τα Έρεντ Γουέθριν γοργός σαν τον Νάρογκ. αλλά ενώ στην αρχή εί­χε χαμηλές όχθες. μέχρι και μετά τις Διαβάσεις, κατόπιν. ενισχυ­μένος με άλλους παραπ6ταμους, άνοιγε δρόμο μέσα από τους πρόποδες των υψιπέδων πάνω στα οποία απλων6ταν το δάσος του Μπρέθιλ. Από κει έτρεχε μέσα σε βαθιές χαράδρες, που οι ψηλές πλευρές τους ήταν σαν τείχη από βράχο. με τα νερά στα βάθη τους να κυλούν με μεγάλη δύναμη και αχ6. Και στο δρόμο του Γκλάουρουνγκ υπήρχε τώρα ένα από αυτά τα φαράγγια. όχι το βαθύτερο αλλά σίγουρα το στενότερο. βόρεια από τη συμβο­λή του Κελέμπρος. Έτσι ο Τουράμπαρ έστειλε τρεις γενναίους ά­ντρες να παρακολουθούν από την άκρη του γκρεμού τις κινήσεις του Δράκοντα. Ο ίδιος. 6μως. θα πήγαινε στον ψηλό καταρράχτη του Νεν Γκίριθ. όπου τα νέα μπορούσαν να τον βρουν γρήγορα και απ' όπου ο ίδιος μπορούσε να βλέπει μακριά.

Πρώτα, όμως. συγκέντρωσε τους ανθρώπους του δάσους στο Έφελ Μπράντιρ και τους μίλησε λέγοντας:

«Άνθρωποι του Μπρέθιλ, ένας θανάσιμος κίνδυνος μας απει­λεί, που μόνο η μεγάλη ανδρεία θα τον παραμερίσει. Σ' αυτή την περίπτωση οι μεγάλοι αριθμοί ελάχιστα θα ωφελήσουν. Πρέπει να χρησιμοποιήσουμε πονηριά και να ελπί�oυμε στην καλή τύχη. Αν πηγαίναμε να αντιμετωπίσουμε τον Δράκοντα με όλη μας τη δύ­ναμη σαν να είχαμε να κάνουμε με στρατό απ6 Ορκ, απλώς θα οδεύαμε στο θάνατό μας και θα αφήναμε τις γυναίκες και τους δικούς μας ανυπεράσπιστους. Γι' αυτό λέω ότι πρέπει να μείνετε εδώ και να προετοιμαστείτε για φυγή. Γιατί, αν ο Γκλάουρουνγκ έρθει. τότε πρέπει να εγκαταλείψετε αυτό το μέρος και να σκορ­πιστείτε παντού μακριά. Και έτσι μπορεί μερικοί να ξεφύγουν και να tήσουν. Γιατί σίγουρα. αν μπορεί, θα το καταστρέψει, κι αυτό και όλα όσα θα βλέπει. Αλλά μετά δεν θα μείνει εδώ. Όλος ο θη­σαυρός του βρίσκεται στο Ν άργκοθροντ και εκεί είναι οι βαθιές

225

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

αίσουσες μέσα στις οποίες μπορεί να κείτεται ασφαλής και να με­γαλώνει» .

Τότε οι άντρες σορυβήσηκαν και απόμειναν σκυσρωποί, γιατί είχαν εμπιστοσύνη στον Τουράμπαρ και περίμεναν πιο αισιόδοξα λόγια. Αλλά αυτός είπε:

«Αυτό είναι το χειρότερο. Και δεν σα συμβεί, αν το σχέδιό μου και η τύχη μου πάνε καλά. Γιατί δεν πιστεύω ότι αυτός ο Δράκο­ντας είναι ακατανίκητος, αν και μεγαλώνει η δύναμη και η κακία του με τα χρόνια. Ξέρω μερικά πράγματα γι' αυτόν. Η ισχύς του είναι μάλλον στο κακό πνεύμα που κατοικεί μέσα του παρά στη δύναμη του σώματός του, όσο μεγάλη κι αν είναι αυτή. Γιατί α­κούστε τώρα αυτή την ιστορία που μου είπαν κάποιοι που πολέ­μησαν τη χρονιά της Νίρναεσ, όταν εγώ και οι περισσότεροι που με ακούνε ήταν παιδιά. Σ' εκείνη τη μάχη οι Νάνοι άντεξαν στην επίσεσή του και ο Αζαγκάλ του Μπέλεγκοστ του προκάλεσε τό­σο βασύ χτύπημα, που τράπηκε σε φυγή και γύρισε πίσω στην Άνγκμπαντ. Όμως εδώ βρίσκεται κάτι πιο μυτερό και πιο μακρύ από το μαχαίρι του Αζαγκάλ» .

Και ο Τουράμπαρ τράβηξε το Γκούρσανγκ από τη σήκη του και κάρφωσε το σπασί ψηλά πάνω από το κεφάλι του και φάνη­κε σ' εκείνους που κοιτούσαν ότι μια φλόγα ξεπήδησε από το χέ­ρι του Τουράμπαρ πολλά μέτρα στον αέρα. Τότε έβγαλαν όλοι μια δυνατή κραυγή:

«Το Μαύρο Αγκάσι του Μπρέσιλ! » «Το Μαύρο Αγκάσι του Μπρέσιλ» , είπε ο Τουράμπαρ. «Και

καλά σα κάνει να το φοβάται. Γιατί μάσετε και τούτο: η καταδί­κη αυτού του Δράκοντα (και όλης της γενιάς του. λένε) είναι ότι όσο σκληρή κι αν είναι η κεράτινη πανοπλία του, σκληρότερη και από σίδερο, από κάτω σέρνεται με την κοιλιά ενός φιδιού. Έτσι, Άνσρωποι του Μπρέσιλ, πηγαίνω τώρα να αναζητήσω την κοιλιά του Γκλάουρουνγκ με όποιον τρόπο μπορέσω. Ποιος σα έρσει μα-

226

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

�ί μου; Xρειά�oμαι λίγους μα με δυνατά χέρια και ακόμη πιο δυ­νατές ψυχές».

Τότε ο Ντόρλας βΨικε μπροστά και είπε: «Θα έρθω μα�ί σου. άρχοντα' γιατί πάντα προτιμώ την επίθε­

ση παρά να περιμένω τον εχθρό». Αλλά κανείς άλλος δεν απάντησε τόσο γρήγορα στο κάλεσμα,

γιατί τους είχε κυριέψει ο τρόμος του Γκλάουρουνγκ και η αφή­γηση των ανιχνευτών που τον είδαν είχε διαδοθεί και είχε μεγα­λώσει από στόμα σε στόμα. Τότε ο Ντόρλας φώναξε:

«Ακούστε, Άνθρωποι του Μπρέθιλ, φαίνεται τώρα καθαρά ό­τι σε μια εποχή τόσο κακή σαν τη δική μας οι συμβουλές του Μπράντιρ απέβησαν μάταιες. Δεν γλιτώνουν αυτοί που κρύβο­νται. Δεν θα πάρει κανείς σας τη θέση του γιου του Χάντιρ για να μην ντροπιαστεί ο Οlκος του Χάλε θ; » Με αυτό τον τρόπο χλευάστηκε ο Μπράντιρ, αν και καθόταν όντως στην υψηλή θέ­ση του επικεφαλής της συγκέντρωσης παρόλο που τον αγνοού­σαν, και πικρία γέμισε την καρδιά του. γιατί ο Τουράμπαρ δεν ε­πέπληξε τον Ντόρλας. Αλλά κάποιος Χούνθορ, συγγενής του Μπράντιρ, σηκώθηκε και είπε:

«Κάνεις άσχημα. Ντόρλας, να μιλάς έτσι και να ντρoπιά�εις τον άρχοντά σου. που τα μέλη του από κακή τύχη δεν μπορούν να κάνουν αυτό που θα 'θελε η καρδιά του. Πρόσεχε μήπως φα­νεί το αντίθετο σ' εσένα σε κάποια περίσταση! Και πώς μπορεί να πει κανείς ότι οι συμβουλές του ήταν μάταιες. αφού δεν ε­φαρμόστηκαν ποτέ; Εσύ. υπήκοός του. πάντα τις θεωρούσες κε­νές περιεχομένου. Σου λέω. λοιπόν. ότι ο Γκλάουρουνγκ έρχεται τώρα σ' εμάς. όπως πήγε πριν στο Νάργκοθροντ. επειδή μας πρό­δωσαν τα κατορθώματά μας, όπως το φοβόταν ο άρχοντάς μας. Όμως. αφού αυτή η συμφορά ήρθε τώρα. με την άδειά σου. γιε του Χάντιρ, θα πάω εγώ για λσγαριασμό του οίκου του Χάλεθ» .

Τότε ο Τουράμπαρ είπε:

227

ΤΑ ΠΑΙΔ ΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Τρεις είναι αρκετοί! Εσάς τους δύο θα πάρω. Όμως. άρχο­ντα, δεν σε περιφρονώ. Ορίστε! Πρέπει να φύγουμε γρήγορα και η αποστολή μας θα χρειαστεί δυνατούς. Πιστεύω ότι η θέση σου είναι με το λαό σου. Γιατί είσαι σοφός και είσαι και θεραπευτής. Και πριν περάσει πολύς καιρός, μπορεί να χρειαστεί και η σοφία σου και κάποια θεραπεία σου» . Όμως αυτά τα λόγια. αν και σω­στά, το μόνο που κατάφεραν ήταν να πικράνουν ακόμη περισσό­τερο τον Μπράντιρ και είπε στον Χούνθορ:

« Πήγαινε τότε, αλλά όχι με την άδειά μου. Γιατί μια σκιά εί­ναι απλωμένη πάνω σ' αυτόν τον άνθρωπο και θα σε οδηγήσει στο κακό».

Τώρα ο Τουράμπαρ βια�όταν να φύγει. Αλλά όταν πήγε στη Νίνιελ να την αποχαιρετήσει, αυτή αρπάχτηκε από πάνω του κλαίγοντας σπαραχτικά.

«Μη φύγεις, Τουράμπαρ. σε ικετεύω!» είπε. «Μην προκαλέ­σεις τη σκιά από την οποία είχες σωθεί με τη φυγή! Όχι, όχι, φύ­γε πάλι και πάρε με μα�ί σου, μακριά!»

«Νίνιελ αγαπημένη», της απάντησε, «δεν μπορούμε να το σκάσουμε πάλι για κάπου πιο μακριά, εσύ κι εγώ. Είμαστε κλει­σμένοι σε αυτήν τη χώρα. Και ακόμη και αν έφευγα, εγκαταλεί­ποντας τους ανθρώπους που μας βοήθησαν, δεν θα μπορούσα παρά να σε πάρω μα�ί μου σε μια άστεγη ερημιά, που θα σήμαι­νε το θάνατό σου και το θάνατο του παιδιού μας. Εκατό λεύγες απλώνονται ανάμεσα σ' εμάς και τις λίγες χώρες που βρίσκονται ακόμη έξω από την εμβέλεια της Σκιάς. Όμως κάνε κουράγιο, Νί­νιελ. Γιατί σου λέω αυτό: ούτε εσύ ούτε εγώ δεν θα σκοτωθούμε από αυτόν το Δράκοντα, ούτε από κανέναν από τους εχθρούς του Βορρά». Τότε η Νίνιελ έπαψε να κλαίει κι απόμεινε σιωπηλή, αλ­λά το φιλί της ήταν κρύο όταν χώρισαν.

Τότε ο Τουράμπαρ με τον Ντόρλας και τον Χούνθορ έφυγαν με μεγάλη βιασίινη για το Ν εν Γκίριθ και όταν έφτασαν εκεί, ο

228

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

ήλιος έδυε και οι σκιές είχαν μακρύνει. Και οι δύο τελευταίοι από τους ανιχνευτές τούς περίμεναν εκεί.

«'Ηρθες πάνω στην ώρα, κύριε» . είπαν. «Γιατί ο Δράκοντας έχει πλησιάσει και ήδη. όταν φύγαμε, είχε φτάσει στο χείλος του Τέιγκλιν και Koίτα�ε άγρια πέρα από το νερό. Κινείται πάντα τη νύχτα κι έτσι μπορεί να περιμένουμε κάποιο χτύπημα πριν από τα αυριανά χαράματω>.

Ο Τουράμπαρ κοίταξε πάνω από τους καταρράχτες του Κε­λέμπρος και είδε τον ήλιο να κατεβαίνει στη δύση του και μαύρες στήλες καπνού να υψώνονται δίπλα στις όχθες του ποταμού.

«Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο» , είπε. «Όμως αυτές οι ειδή­σεις είναι καλές. Γιατί ο φόβος μου ήταν ότι θα έψαχνε στην πε­ριοχή. Και αν περνούσε βόρεια και έφτανε στις Διαβάσεις και α­πό κει στον παλιό δρόμο στον κάμπο. τότε δεν θα υπήρχε ελπί­δα. Τώρα όμως κάποιο μένος περηφάνιας και κακίας τον σπρώ­χνει να προχωρεί ακάθεκτος» . Την ώρα που μιλούσε αναρωτιό­ταν και αναλoγι�όταν μέσα του: "Ή μήπως ένα πλάσμα τόσο μα­χθηρό και ολέθριο αποφεύγει τις Διαβάσεις, όπως και οι Ορκ; Το Χάουδ-εν:Ελλεθ; Μήπως η Φιντούιλας στέκει ακόμη ανάμεσα σ' εμένα και το χαμό μου;"

Τότε γύρισε στους συντρόφους του και είπε: «Αυτό το έργο έχουμε τώρα μπροστά μας. Πρέπει να περιμέ­

νουμε λίγο ακόμη, γιατί το πολί, γρήγορα σε αυτή την περίπτωση είναι εξίσου κακό με το πολύ αργά. Όταν πέσει το σούρουπο, πρέπει να κατεβούμε κΙιτω αθόρυβα και με κάθε μυστικότητα μέ­χρι τον Τέιγκλιν. Αλλά προσέξτε! Γιατί τα αυτιά του Γκλάου­ρουνγκ είναι εξίσου γερά με τα μάτια του και θανάσιμα. Αν φτά­σουμε στο ποτάμι χωρίς να μας αντιληφθεί, πρέπει τότε να κατε­βούμε μέσα στη χαράδρα και να περάσουμε το ποτάμι κι έτσι να βρεθούμε στο δρόμο που θα πάρει όταν μετακινηθεί» .

«Μα πώς μπορεί να προχωρήσει έτσι; » είπε ο Ντόρλας.

229

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙ Ν

«Μπορεί να είναι ευκίνητος, αλλά είναι ένας μεγάλος Δράκος και πώς θα κατεβεί τον ένα γκρεμό και θα ανεβεί τον άλλο, όταν το μπροστινό του μέρος πρέπει να αρχίσει πάλι να ανεβαίνει πριν το πίσω μέρος του να έχει κατεβεί; Και αν μπορεί να το κάνει αυτό, σε τι θα μας βοηθήσει να είμαστε κάτω στο αγριεμένο νερό; »

«Ίσως μπορεί να το κάνει» , απάντησε ο Τουράμπαρ, «και πραγματικά, αν μπορεί, θα είναι άσχημα για μας, Αλλά έχω την ελπίδα από όσα μαθαίνουμε γι' αυτόν και από το μέρος που βρί­σκεται τώρα, ότι ο σκοπός του είναι άλλος, Έχει φτάσει στο χεί­λος του Κάμπεντ-εν-Άρας, απ' όπου, όπως λέτε, ένα ελάφι πή­δησε κάποτε για να γλιτώσει από τους κυνηγούς του Χάλεθ. Τό­σο μεγάλος είναι τώρα. που νομίζω ότι θα επιχειρήσει να πιαστεί από την απέναντι πλευρά. Αυτή είναι η μόνη μας ελπίδα και μπο­ρούμε να την εμπιστευόμαστε» .

Η καρδιά του Ντόρλας σφίχτηκε μ' αυτά τα λόγια. Γιατί ήξε­ρε καλύτερα απ' όλους ολόκληρη τη γη του Μπρέθιλ, και το Κά­μπεντ-εν-Άρας ήταν όντως μέρος ζσφερό. Από την ανατολική πλευρά υπήρχε ένας απότομος γκρεμός δεκαπέντε μέτρα περί­που, γυμνός, με εξαίρεση τα δέντρα που φύτρωναν στο χείλος του. Από την άλλη πλευρά υπήρχε μια όχθη κάπως απότομη και λιγότερο ψηλή, καλυμμένη με αναρριχητικά και θάμνους. αλλά α­νάμεσα στα δυο τοιχώματα το νερό έτρεχε ορμητικά στους βρά­χους και. παρόλο που ένας άντρας τολμηρός και με σίγουρο βή­μα θα μπορούσε να το περάσει τη μέρα. τη νύχτα ήταν επικίνδυ­νο να το τολμήσει. Όμως αυτό ήταν το σχέδιο του Τουράμπαρ και ήταν ανώφελο να του φέρει κανείς αντίρρηση.

Έτσι ξεκίνησαν το σούρουπο και δεν προχώρησαν κατευθείαν στον Δράκοντα, αλλά πρώτα πήραν το μονοπάτι προς τις Διαβά­σεις. Μετά, πριν απομακρυνθούν πολύ. έστριψαν νότια από ένα στενό δρόμο και μπήκαν στο λυκόφως του δάσους πάνω από τον Τέιγκλιν. Και καθώς πλησίαζαν στο Kάμπεvτ-εν-Άρας, προχωρώ-

230

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

ντας βήμα-βήμα και σταματώντας συχνά για να αφουγκραστούν, τους ήρθε η οσμή της πυρκαγιάς και μια δυσωδία που τους αρ­ρώστησε. Αλλά παντού απλωνόταν μια θανατερή ακινησία και δεν φυσούσε η παραμικρή πνοή ανέμου. Τα πρώτα άστρα είχαν αρχίσει να λάμπουν μπροστά τους στην ανατολή και αμυδρές στήλες καπνού υψώνονταν ίσιες και αταλάντευτες μέσα στο τε­λευταίο φως στη δύση.

Στο μεταξύ. μόλις έφυγε ο Τουράμπαρ, η Νίνιελ απόμεινε α­μίλητη σαν πέτρα. Αλλά ο Μπράντιρ ήρθε και της είπε:

«Νίνιελ, μη φοβάσαι μέχρι τέλους το χειρότερο. Δεν σε συμ­βούλεψα να περιμένεις; »

«Το έκανες». του απάντησε. «Όμως πώς θα με ωφελούσε αυ­τό τώρα; Γιατί η αγάπη μπορεί να υπάρχει και να υποφέρει ακό­μη και χωρίς γάμο».

«Αυτό το ξέρω» , είπε ο Μπράντιρ. «Όμως ο γάμος δεν είναι για το τίποτα».

«Όχι» , είπε η Νίνιελ «Γιατί τώρα είμαι δύο μηνών έγκυος στο παιδί του. Όμως δεν μου φαίνεται ότι ο φόβος μου για την απώ­λεια είναι πιο βαρύς. Δεν σε καταλαβαίνω» .

«Ούτε κι εγώ τον εαυτό μου». της είπε. «Και όμως φοβάμαι» . «Τι καλά που παρηγορείς!» φώναξε η Νίνιελ «Μα, Μπρά­

ντιρ, φίλε: παντρεμένη ή ανύπαντρη, μητέρα ή κόρη, ο τρόμος μου είναι αβάσταχτος. Ο Κύριος της Μοίρας έφυγε για να προ­καλέσει τη μοίρα του κάπου μακριά κι εγώ πώς θα μείνω εδώ και θα περιμένω τον αργό ερχομό των ειδήσεων, καλών ή κακών; Αυ­τήν τη νύχτα μπορεί να συναντηθεί με τον Δράκοντα κι εγώ πώς θα στέκω ή θα κάθομαι. πώς θα περνώ τις τρομερές ώρες; »

«Δεν ξέρω » , απάντησε αυτός, «αλλά με κάποιον τρόπο οι ώ­ρες πρέπει να περάσουν γω σένα και για τις γυναίκες εκείνων που πήγαν μαζί του» .

231

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Αυτές ας κάνουν ό,τι τους λέει η καρδιά τους!» φώναξε η Νί­νιελ «Εγώ, όμως, θα π(Ίω, Δεν θα σταθούν τα χιλιόμετρα ανάμε­σα σ' εμένα και τον κίνδυνο του κυρίου μου, Θα πάω να προϋ­παντήσω τις ειδήσεις!»

Τότε ο τρόμος του Μπράντιρ έγινε μαίφος από τα λόγια της και φώναξε:

«Αυτό δεν θα το κάνεις, αν μπορώ να το εμποδίσω, Γιατί έτσι θα βάλεις σε κίνδυνο κάθε σύνεση, Τα χιλιόμετρα που μεσολα­βούν μπορεί να δώσουν χρόνο για διαφυγή, αν γίνει το κακό»,

«Αν συμβεί το κακό, δεν θα θέλω να ξεφύγω» , του είπε, «Και τώρα η σοφία σου είναι μάταιη και δεν θα με εμποδίσεις» . Και βγήκε μπροστfλ σε όσους ήταν ακόμη μαζεμένοι στον ανοιχτό χώ­ρο του Έφελ και φώναξε: «Άντρες του Μπρέθιλ! Δεν θα περι­μένω εδώ. Αν ο κύριός μου αποτύχει, τότε κάθε ελπίδα έχει χα­θεί. Η γη σας και τα δάση σας θα καούν ολοκληρωτικά και όλα τα σπίτια σας θα γίνουν στάχτη και κανείς, κανείς δεν θα ξεφύ­γει. Επομένως, γιατί να καθυστερώ εδώ; Τώρα πάω να προϋπα­ντήσω τις ειδήσεις και ό,ΤΙ μπορεί να στείλει η μοίρα. Όσοι είναι της ίδιας γνώμης ας έρθουν μαζί μου!»

Τότε πολλοί προθυμοποιήθηκαν να πάνε μαζί της: οι γυναίκες του Ντόρλας και του Χούνθορ, επειδή εκείνοι που αγαπούσαν εί­χαν φύγει με τον Τουράμπαρ' άλλοι από οίκτο για τη Νίνιελ και επιθυμία να της συμπαρασταθούγ και πολλοί περισσότεροι α­κόμη που δελεάστηκαν από τις ίδιες τις φήμες για τον Δράκοντα. νομίζοντας μέσα στη ανδρεία τους ή την ανοησία τους (αφού γνώριζαν πολύ λίγο το κακό) ότι θα δουν παρά.ξενα και ένδοξα κατορθώματα. Γιατί πραγματικά τόσο δυνατό θεωρούσαν μέσα τους το Μαύρο Σπαθί. που ελάχιστοι μπορούσαν να πιστέψουν ότι ακόμη και ο Γκλάουρουνγκ θα μπορούσε να τον νικήσει. Έτσι ξεκίνησαν γρήγορα, με βιασύνη, μια μεγάλη ομάδα, προς έναν κίνδυνο που δεν κατανοούσαν. Και προχωρώντας με ελάχιστη

232

Ο ΕΡΧΟΜΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

ανάπαυση λίγο πριν από τα μεσάνυχτα έφτασαν κουρασμένοι επιτέλους στο Νεν Γκίριθ, αλλά ο Τουράμπαρ είχε φύγει πριν από λίγο. Μα η νύχτα είναι κρύος σύμβουλος και πολλοί τώρα απορούσαν με την απερισκεψία τους. Και όταν άκουσαν από τους ανιχνευτές που είχαν απομείνει εκεί πόσο κοντά. είχε φτάσει ο Γκλάουρουνγκ και τον απελπισμένο σκοπό του Τουράμπαρ, η ιωρδιά τους πάγωσε και δεν τόλμησαν να προχωρήσουν άλλο. Μερικοί Koίτα�αν προς το Κάμπεντ-εν-Άρας με ανήσυχα μάτια, αλλά τίποτα δεν έβλεπαν και τίποτα δεν άκουγαν πέρα από την παγερή φωνή του καταρράχτη. Και η Νίνιελ κάθισε χώρια και με­γάλο ρίγος την κυρίεψε.

Όταν έφυγαν η Νίνιελ και όσοι πήγαν μα�ί της, ο Μπράντιρ , " , ειπε σ εκεινους που εμειναν:

«Δείτε πώς με περιφρονούν και πώς χλευά�OVΤαι όλες οι συμ­βουλές μου! Διαλέξτε κάποιον άλλο γι' αρχηγό σας: γιατί εδώ α­ποποιούμαι και την κυριαρχία μου και το λαό μου. Ας γίνει ο Του­ράμπαρ άρχοντάς σας και κατ' όνομα, αφού ήδη έχει πάρει όλη μου την εξουσία. Ας μη με αναζητήσει ξανά κανείς είτε για συμ­βουλές είτε για γιατρειά! » Και έσπασε το ραβδί του. Και μέσα του σκέφτηκε: 'Τώρα δεν μου απομένει τίποτα παρά μόνο η α­γάπη μου για τη Νίνιελ' επομένως, όπου πηγαίνει αυτή, από σύ­νεση ή από ανοησία, πρέπει να πηγαίνω κι εγώ. Αυτήν τη σκοτει­νή ώρα τίποτα δεν μπορεί να προβλεφθεί. Μπορεί όμως κάλλι­στα ακόμη κι εγώ να μπορέσω να αποτρέψω κάποιο κακό πριν τη χτυπήσει, αν είμαι κοντά της".

Φόρεσε έτσι στη μέση του ένα κοντό σπαθί, όπως σπάνια το έκανε μέχρι τότε, και πήρε το μπαστούνι του και με τη μικρή τα­χύτητα που μπορούσε να περπατά βγήκε από την πύλη του Έφελ και ακολούθησε κουτσαίνοντας τους άλλους στο μακρύ μονοπά­τι προς τα δυτικά σύνορα του Μπρέθιλ.

233

ΚΕΦΑΛΑΙΟ χνιι

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥ ΡΟΥ ΝΓΚ

Επιτέλους, ενώ η σκοτεινή νύχτα ήταν απλωμένη ακόμη πάνω στη γη, ο Τουράμπαρ και οι σύντροφοί του έφτασαν στο Κά­μπεντ-εν-Άρας και χάρηκαν από τον μεγάλο αχό του νερού, για­τί, αν και προμήνυε τον κίνδυνο που διέτρεχαν από κάτω, σκέ­παζε κάθε άλλο θόρυβο. Τότε ο Ντόρλας τους πήγε λίγο πιο κά­τω προς τα νότια και κατέβηκαν από μια ρωγμή στις ρίζες του γκρεμού. Όμως εκεί η καρδιά του δείλιασε, γιατί υπήρχαν πολ­λές πέτρες και μεγάλα βράχια στο ποτάμι και το νερό έτρεχε ά­γριο γύρω τους, τρίζοντας τα δόντια του.

«Αυτός είναι σίγουρος δρόμος προς το θάνατο», είπε ο Ντόρλας.

«Είναι ο μοναδικός δρόμος, είτε προς το θάνατο είτε προς τη

234

Ι

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑ ΟΥΡΟΥΝΓΚ

ζωή», είπε ο Τουράμπαρ. «Και η καθυστέρηση δεν θα τον κάνει να φανεί πιο ελπιδοφόρος, Γι' αυτό ακολουθήστε με! » Και ξεκί­νησε πρώτος και, χάρη στην ικανότητα και την ανδρεία του ή ε­ξαιτίας της μοίρας, πέρασε απέναντι και μέσα στο βαθύ σκοτά­δι γύρισε για να δει αυτούς που τον ακολουθούσαν. Μια σκοτει­νή μορφή στεκόταν δίπλα του.

«Ντόρλας; » είπε, «Όχι. Εγώ είμαι», είπε ο Χούνθορ. «ο Ντόρλας σταμάτησε

στο πέρασμα νομίζω. Γιατί ένας άντρας μπορεί ν' αγαπά τον πό­λεμο, αλλά μπορεί να τρέμει πολλά άλλα. Φαντάζομαι πως κά­θεται τρέμοντας στην όχθη. Ας τον βρει ντροπή για τα λόγια που είπε στο συγγενή μου».

Ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ αναπαύτηκαν λίγο, αλλά γρήγο­ρα η νύχτα τους πάγωσε, καθώς και οι δύο ήταν μουσκεμένοι απ' το νερό, και άρχισαν ν' αναζητούν κάποιο δρόμο κατά μήκος της κοίτης προς βορρά, όπου ήταν ο Γκλάουρουνγκ. Εκεί το χάσμα γινόταν πιο σκοτεινό και στενό και, καθώς προχωρούσαν ψηλα­φητά, έβλεπαν ένα φως να τρεμοπαίζει από πάνω σαν φωτιά που σιγοκαίει και άκουγαν το γρύλισμα του Μεγάλου Σκουληκιού στον άγρυπνο ύπνο του. Μετά άρχισαν να αναζητούν έναν τρόπο για να ανεβούν στο απότομο τοίχωμα και να φτάσουν κάτω από το χείλος. Γιατί αυτή ήταν όλη τους η ελπίδα: να πλησιάσουν τον εχθρό τους κάτω από την κεράτινη πανοπλία του, Όμως τόσο α­φόρητη ήταν τώρα η δυσωδία, που είχαν ζαλιστεί και γλιστρούσαν καθώς σκαρφάλωναν και αρπάζονταν από κλαδιά δέντρων και αναγούλιαζαν ξεχνώντας μέσα στο μαρτύριό τους κάθε φόβο μπροστά στον τρόμο μην πέσουν στα δόντια του Τέιγκλιν.

Τότε ο Τουράμπαρ είπε στον Χούνθορ: «Αναλώνουμε τις λιγοστές μας δυνό.μεις χωρίς όφελος. Γιατί

αν δεν είμαστε σίγουροι από πού θα περάσει ο Δράκοντας, είναι μάταιο να αναρριχηθούμε» .

235

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ Χ Ο ΥΡΙ Ν

«Ομως όταν θα το γνωρί�oυμε». είπε ο Χούνθορ. «τότε δεν θα υπάρχει χρόνος για να αναζητήσουμε δρόμο να ανεβούμε από το χάσμω>.

«Αυτό είναι αλήθεια». είπε ο Τουράμπαρ. «Αλλά όταν όλα στηρίζονται στην τύχη. τότε την τύχη πρέπει να εμπιστευόμαστε. Έτσι σταμάτησαν και περίμεναν. και μέσα από το σκοτεινό φα­ράγγι παρακολουθούσαν ένα λευκό αστέρι μακριά πάνω τους να προχωρεί αργά-αργά στην αμυδρή λωρίδα του ουρανού. Και σι­γά-σιγά ο Τουράμπαρ βυθίστηκε σ' ένα όνειρο στο οποίο όλη του η θέληση ήταν στραμμένη στην προσπάθεια να μείνει γραπωμέ­νος από κει, παρόλο που μια μαύρη παλίρροια ρουφούσε και ρο­κάνιζε τα μέλη του.

Ξαφνικά ακούστηκε μεγάλος θόρυβος και τα τοιχώματα του χάσματος τραντάχτηκαν και αντήχησαν. Ο Τουράμπαρ ξύπνησε και είπε στον Χούνθορ:

«Σηκώνεται. Ήρθε η ώρα. Χτύπα βαθιά, γιατί τώρα πρέπει να χτυπήσουν δύο αντί για τρεις!»

Και τότε ο Γκλάουρουνγκ άρχισε την επίθεσή του κατά του Μπρέθιλ. Και όλα έγιναν όπως είχε ελπίσει ο Τουράμπαρ. Γιατί τώρα ο Δράκοντας σύρθηκε αργός και βαρύς στην άκρη του γκρεμού και δεν γύρισε να στρίψει, αλλά ετοιμάστηκε να απλώ-

"

σει πάνω από το χάσμα τα' μεγάλα μπροστινά του πόδια και με-

Ι τά να τραβήξει τον όγκο του πίσω του. Τρόμο έφερε μαζί του. Γιατί δεν πήγε να περάσει ακριβώς από πάνω. αλλCl λίγο προς τα βόρεια., και αυτοί που παρακολουθούσαν από κάτω έβλεπαν τώρα την πελώρια σκιά του κεφαλιού του να κρύβει τα άστρα. Και τα σαγόνια του έχασκαν και είχε εφτά γλώσσες από φωτιά. Τότε εξαπέλυσε μια πύρινη πνοή και όλο το φαράγγι γέμισε με κόκκινο φως και μαύρες σκιές πετάχτηκαν ανάμεσα στους βρά­χους. Τα δέντρα μπροστά του μαράθηκαν και χάθηκαν τυλιγμέ­να στον καπνό και βράχια. έπεσαν μέσα στο ποτάμι. Και μετά όρ-

236

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

μησε μπροστά και άρπαξε τον απέναντι γκρεμό με τα πανίσχυ­ρα νύχια του και άρχισε να τραβά το σώμα του πίσω του.

Τώρα ο Τουράμπαρ και ο Χούνθορ έπρεπε να φανούν τολμη­ροί και γρήγοροι, γιατί, αν και είχαν ξεφύγει από την πύρινη πνοή του Γκλάουρουνγκ αφού δεν ήταν ακριβώς στο δρόμο του, έ­πρεπε ωστόσο να φτάσουν κοντά του πριν περάσει απέναντι, αλ­λιώς έχαναν κάθε ελπίδα. Έτσι. αδιαφορώντας για τον κίνδυνο ξεκίνησε ο Τουράμπαρ να προχωρά κατά μήκος του γκρεμού για να βρεθεί από κάτω του. Όμως ήταν τόσο αβάσταχτη η �έστη και η δυσωδία. που κλονίστηκε και θα είχε πέσει αν ο Χούνθορ, που ακολουθούσε γενναία από πίσω, δεν τον άρπα�ε από το χέρι για να τον στηρίξει.

«Μεγάλη καρδιά! » είπε ο Τουράμπαρ. «Ευτυχής ήταν η επι­λογή που σ' έφερα για βοηθό! » Όμως την ώρα που μιλούσε, έ­νας μεγάλος βράχος έπεσε από πάνω και χτύπησε τον Χούνθορ στο κεφάλι κι αυτός έπεσε στο νερό και έτσι σκοτώθηκε' και δεν ήταν ο λιγότερο γενναίος από τον Οίκο του Χάλεθ. Τότε ο Του­ράμπαρ φώναξε:

«Αλίμονο! Είναι κακό να βαδί�ει κανείς στη σκιά μου! Γιατί �ήτησα βοήθεια; Τώρα είσαι μόνος. Ω Κύριε της Μοίρας, όπως έπρεπε να το ξέρεις εξαρχής ότι πρέπει να γίνει. Και τώρα νίκα μόνος σου! »

Τότε συγκέντρωσε όλη του τη θέληση και όλο του το μίσος για τον Δράκοντα και τον Κύριό του, και του φάνηκε ότι ξαφνικά βρήκε δύναμη ψυχής και σώματος που δεν είχε γνωρίσει ως τό­τε. Και ανέβηκε τον γκρεμό από πέτρα σε πέτρα και από ρί�α σε ρί�α μέχρι που τελικά αρπάχτηκε από ένα λεπτό δέντρο που φύτρωνε λίγο κάτω από το χείλος του χάσματος και, παρόλο που η κορυφή του είχε καεί. αυτό συγκρατιόταν ακόμη γερά στις ρί­ζες του. Και καθώς στηριζόταν σε μια διχάλα στα κλαδιά του. το μεσαίο μέρος του Δράκοντα ήρθε από πάνω του και χαμήλωσε

237

ΤΑ ΠΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

από το βάρος του σχεδόν μέχρι το κεφάλι του Τουράμπαρ, πριν αρχίσει πάλι να το ανασηκώνει Χλωμή και ρυτιδωμένη ήταν η κοιλιά του και υγρή από μια γκρίtα γλίτσα, όπου ήταν κολλημέ­νες κάθε είδους βρομιές, Και ανάδινε μια βρόμα θανάτου, Τότε ο Τουράμπαρ τράβηξε το Μαύρο Σπαθί του Μπέλεγκ και το κάρφωσε προς τα πάνω με όλη τη δύναμη του χεριού του και του μίσους του, και η θανάσιμη λεπίδα, μακριά και άπληστη, χώθη­κε μέσα στην κοιλιά μέχρι τη λαβή της.

Τότε ο Γκλάουρουνγκ. νιώθοντας το θανάσιμο χτύπημα, έ­βγαλε ένα ουρλιαχτό και σείστηκαν όλα τα δάση, και οι φύλακες στο Νεν Γκίριθ που το άκουσαν έμειναν άναυδοι. Ο Τουράμπαρ ζαλίστηκε σαν να είχε δεχτεί χτύπημα και γλίστρησε και το σπα­θί ξέφυγε από το χέρι του κι έμεινε καρφωμένο στην κοιλιά του Δράκοντα. Γιατί ο Γκλάουρουνγκ μ' έναν μεγάλο σπασμό μάtε­ψε όλο τον τρεμάμενο όγκο του και. πετάχτηκε πάνω από το φα­ράγγι κι εκεί στην απέναντι όχθη άρχισε να σφαδάζει, να ουρ­λιάtει, να χτυπιέται και να κουλουριάtεται μέσα στην αγωνία του. μέχρι που ισοπέδωσε μια μεγάλη έκταση γύρω του κι από­μεινε επιτέλους να κείτεται εκεί, μέσα σε καπνούς και ερείπια, ακούνητος.

Στο μεταξύ ο Τουράμπαρ ήταν πιασμένος από τις ρίtες του δέντρου. tαλισμένος και σχεδόν λιπόθυμος. Αλλά πάλεψε να συ­νέλθει και συνέχισε και, πότε γλιστρώντας και πότε βαδίtοντας. κατέβηκε κάτω στο ποτάμι και αποτόλμησε πάλι το εΠll<ίνδυνο πέρασμα, προχωρώντας τώρα στα τέσσερα, με χέρια και με πό­δια, σφίγγοντας τους βράχους τυφλωμένος από τα νερά. μέχρι που πέρασε επιτέλους και ανέβηκε εξαντλημένος από τη ρωγμή από την οποία είχαν κατεβεί. Έτσι έφτασε τελικά στο μέρος ό­που κειτόταν ο ετοιμοθάνατος Δράκοντας και κοίταξε τον πε­σμένο εχθρό του και χάρηκε.

Ο Γκλάουρουνγκ κειτόταν τώρα εκεί με τα σαγόνια ανοιχτά,

238

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑ Ο Υ Ρ Ο Υ ΝΓΚ

αλλά όλες οι φωτιές του είχαν σβήσει και τα μοχθηρά μάτια του ήταν κλειστά. !<Εειτόταν φαρδύς-πλατύς στο ένα πλευρό και η λαβή του Γκούρθανγκ ξεπρόβαλλε ακόμη από την κοιλιά του. Τότε η καρδιά του Τουράμπαρ ανυψώθηκε από περηφάνια και, μολονότι ο Δράκοντας ανέπνεε ακόμη, ήθελε να πάρει το σπαθί του, που αν πρώτα το θεωρούσε πολύτιμο, τώρα άξιζε γι' αυτόν όλους τους θησαυρούς του Νάργκοθροντ. Αληθινά αποδείχτη­καν τα λόγια που είχαν ειπωθεί κατά το σφυρηλάτημά του: ότι τίποτα, μεγάλο ή μικρό. δεν θα ζούσε αν το κάρφωνε.

Έτσι, πηγαίνοντας κοντά στον εχθρό του, έβαλε το πόδι πάνω στην κοιλιά του και, πιάνοντας τη λαβή του Γκούρθανγκ, έβαλε τη δύναμή του για να το τραβήξει. Και φώναξε χλευάζοντας τα λόγια που του είχε πει ο Γκλάουρουνγκ στο Νάργκοθροντ:

«Χαίρε. Σκουλήκι του Μόργκοθ! Καλή συνάντηση ξανά! Πέ­θανε τώρα και ας σε πάρει το σκοτάδι! Έτσι παίρνει εκδίκηση ο Τούριν, ο γιος του Χούριν» .

Τότε τράβηξε το σπαθί και μόλις βγήκε η λεπίδα, ένας πίδα­κας από μαύρο αίμα την ακολούθησε κι έπεσε πάνω στο χέρι του και η σάρκα του κάηκε από το δηλητήριο και ο ίδιος ούρλια­ξε από τον πόνο. Τότε ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του και τον κοίταξε με τέτοια κακία, που ο Του­ράμπαρ αισθάνθηκε σαν να τον χτύπησε βέλος. Και απ' αυτό το βλέμμα και από τον πόνο του χεριού του έπεσε λιπόθυμος και κειτόταν σαν νεκρός δίπλα στον Δράκοντα και το σπαθί κειτό­ταν κι αυτό από κάτω του.

Στο μεταξύ τα ουρλιαχτά του Γκλάουρουνγκ έφτασαν σ' ε­κείνους που είχαν πάει στο Νεν Γκίριθ και τους γέμισαν τρόμο. Και όταν οι φρουροί είδαν από μακριά τη μεγάλη καταστροφή και την πυρκαγιά που προκάλεσε ο Δράκοντας στην επιθανάτια αγωνία του, πίστεψαν ότι ποδοπατούσε και κατέστρεφε εκείνους που του είχαν επιτεθεί. Τότε πραγματικά ευχήθηκαν να ήταν μα-

239

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

κρύτερα τα χιλιόμετρα που τους xώρι�αν. Όμως δεν τολμούσαν ν' αφήσουν το ψηλό σημείο που είχαν συγκεντρωθεί, γιατί θυ­μούνταν τα λόγια του Τουράμπαρ: ότι αν νικούσε ο Γκλάου­ρουνγκ, θα πήγαινε πρώτα στο Έφελ Μπράντιρ. Έτσι παρακο­λουθούσαν με φόβο για κάθε σημάδι της κίνησής του. αλλά κα­νείς δεν ήταν τόσο γενναίος ώστε να κατεβεί και να μάθει νέα στο μέρος της μάχης. Και η Νίνιελ ήταν καθισμένη και δεν κι­νιό.αν, παρά μόνο έτρεμε μην μπορώντας να κρατήσει τα μέλη της ακίνητα. Γιατί, όταν άκουσε τη φωνή του Γκλάουρουνγκ. η καρδιά της πέθανε μέσα της και αισθάνθηκε το σκοτάδι να την πλησιά�ει πάλι.

Έτσι τη βρήκε ο Μπράντιρ. Γιατί έφτασε επιτέλους στη γέ­φυρα του Κελέμπρος, αργά και κουρασμένα. Είχε περπατήσει ό­λον το μακρύ δρόμο κουτσαίνοντας με το μπαστούνι του. πέντε λεύγες τουλάχιστον από το σπίτι του. Ο φόβος για τη Νίνιελ τον έκανε να προχωρεί και τώρα οι ειδήσεις που έμαθε δεν ήταν χει­ρότερες από αυτές που έτρεμε.

"ο Δράκοντας πέρασε το ποτάμι». του είπαν οι άντρες. «και το Μαύρο Σπαθί έχει σίγουρα πεθάνει και όσοι πήγαν μα�ί του». Τότε ο Μπράντιρ στάθηκε δίπλα στη Νίνιελ και κατάλαβε τη δυ­στυχία της και λαχταρούσε γι' αυτήν. Αλλά σκέφτηκε παρ' όλα αυτά: "Το Μαύρο Σπαθί πέθανε και η Νίνιελ �ει". Και ρίγησε. γιατί ξαφνικά έμoια�ε να κάνει κρύο δίπλα στα νερά του Ν εν Γκίριθ' κι έριξε τον μανδύα του πάνω στη Νίνιελ. Αλλά δεν βρή­κε λόγια να της πει' ούτε κι αυτή μιλούσε.

Πέρασε ώρα και ο Μπράντιρ στεκόταν ακόμη σιωπηλός δί­πλα της, Koίτα�ε μέσα στη νύχτα και αφoυγKρα�όταν. Αλλά δεν έβλεπε τίποτα και δεν άκουγε κανένα ήχο παρά μόνο την πτώση των νερών του Νεν Γκίριθ και σκέφτηκε: "Τώρα σίγουρα ο Γκλά­ουρουνγκ έχει προχωρήσει και έχει μπει μέσα στο Μπρέθιλ". Όμως δεν λυπόταν πια το λαό του, τους ανόητους που περι-

240

"

Ι Ι

ι

! ι ι

j ί ι Ι ι

Ι

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

φρόνησαν τις συμβουλές του και τον χλεύασαν. "Ας πάει ο Δρά­κος στο Άμον Όμπελ και θα υπάρχει τότε χρόνος να ξεφύγω και να πάρω τη Νίνιελ μακριά". Πού. δεν ήξερε. γιατί δεν είχε ταξι­δέψει ποτέ έξω από το Μπρέθιλ

Τελικά έσκυψε και άγγιξε τη Νίνιελ στο χέρι και της είπε: «ο χρόνος περνά. Νίνιελ! Έλα! Είναι ώρα να φύγουμε. Αν με

αφήσεις. θα σε οδηγήσω» . Τότε αυτή σηκώθηκε σιωπηλά και πή­ρε το χέρι του και πέρασαν τη γέφυρα και κατέβηκαν το μονο­πάτι προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν. Αλλά όσοι τους είδαν να κινούνται σαν σκιές μέσα στο σκοτάδι δεν ήξεραν ποιοι είναι και δεν τους ένοιαζε. Και όταν είχαν προχωρήσει λίγο μέσα στα σιω­πηλά δέντρα. βγήκε το φεγγάρι πέρα από το Άμον Όμπελ και τα ξέφωτα του δάσους γέμισαν μ' ένα γκρίζο φως. Τότε η Νίνιελ σταμάτησε και είπε στον Μπράντιρ:

«Αυτός είναι ο δρόμος;» Κι αυτός απάντησε: «Ποιος δρόμος; Παρ' όλες τις ελπίδες μας το Μπρέθιλ έχει

τελειώσει. Δεν έχουμε άλλο δρόμο πέρα από το να σωθούμε α­πό τον Δράκοντα και να φύγουμε μακριά του όσο υπάρχει ακό­μη καιρός».

Η Νίνιελ τον κοίταξε με απορία και είπε: «Δεν προσφέρθηκες να με οδηγήσεις σ' αυτόν; Ή ήθελες να

με ξεγελάσεις; Το Μαύρο Σπαθί ήταν ο αγαπημένος μου και ο άντρας μου και μόνο για να βρω αυτόν ξεκίνησα. Τι άλλο θα μπορούσες να πιστέψεις; Τώρα εσύ κάνε όπως θέλεις, αλλά εγώ πρέπει να βιαστώ» .

Και καθώς ο Μπράντιρ απόμεινε για μια στιγμή κατάπληκτος. αυτή απομακρύνθηκε γοργά' και αυτός φώναξε πίσω της:

«Περίμενε, Νίνιελ! Μην πας μόνη! Δεν ξέρεις τι θα βρεις. Θα έρθω μαζί σου!» Αλλά εκείνη δεν του έδωσε σημασία και προ­χωρούσε τώρα λες και το αίμα έβραζε μέσα της εκεί που πριν ή-

241

ΤΑ ΠΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

ταν παγωμένο. Και, παρόλο που ο Μπράντιρ την ακολουθούσε όπως μπορούσε, γρήγορα την έχασε από τα μάτια του. Τότε ε­κείνος καταράστηκε τη μοίρα του και την αδυναμία του' μα δεν έλεγε να σταματήσει.

Στο μεταξύ το φεγγάρι υψώθηκε λευκό στον ουρανό, σχεδόν γεμάτο, και καθώς η Νίνιελ κατέβαινε από το υψίπεδο προς την περιοχή κοντά στο ποτάμι, της φάνηκε ότι θυμήθηκε το μέρος και φοβήθηκε. Γιατί είχε φτάσει στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και το Χάουδ-εν'Ελλεθ υψωνόταν εκεί μπροστά της, χλωμό μέσα στο φεγγαρόφωτο, με μια μαύρη σκιά διαγώνια πάνω του. Και μέσα από τον τύμβο έβγαινε ένας μεγάλος τρόμος.

Τότε γύρισε με μια κραυγή και έτρεξε νότια δίπλα στο ποτά­μι και πέταξε το μανδύα της καθώς έτρεχε, σαν να πετούσε ένα σκοτάδι που ήταν κολλημένο πάνω της. Και από κάτω ήταν ντυ­μένη όλη στα λευκά και άστραφτε μέσα στο φεγγαρόφωτο τρέ­χοντας ανάμεσα στα δέντρα. Έτσι την είδε ο Μπράντιρ πάνω στη λοφοπλαγιά κι έστριψε για να βρεθεί μπροστά της αν τα κα­τάφερνε. Και βρίσκοντας από τύχη το στενό μονοπάτι που είχε χρησιμοποιήσει ο Τουράμπαρ, που έφευγε από τον πιο πολυσύ­χναστο δρόμο και κατέβαινε απότομα νότια ως το ποτάμι, έφτα­σε επιτέλους κοντά, πίσω πάλι. Αλλά αν και τη φώναξε, εκείνη δεν έδωσε σημασία, ή δεν άκουσε. και γρήγορα απομακρύνθηκε πάλι μπροστά απ' αυτόν. Και έτσι πλησίασαν στο δάσος δίπλα στο Κάμπεντ-εν-Άρας και το μέρος της αγωνίας του Γκλάου­ρουνγκ.

Το φεγγάρι έφεγγε στο νότο ασυννέφιαστο και το φως του ή­ταν ψυχρό και καθαρό. Φτάνοντας στις παρυφές της καταστρο­φής που είχε προκαλέσει ο Γκλάουρουνγκ, η Νίνιελ είδε το σώ­μα του να κείτεται εκεί και την κοιλιά του γKρί�α στη λάμψη της σελήνης. Αλλά δίπλα του κειτόταν ένας άντρας. Τότε ξεχνώντας το φόβο της έτρεξε μέσα στη φωτιά που σιγόκαιγε κι έφτασε

242

Ο Θ Α Ν ΑΤ Ο Σ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

στον Τουράμπαρ. 'Ηταν πεσμένος στο πλάι και το σπαθί ήταν α­πό κάτω του, αλλά το πρόσωπό του ήταν χλωμό σαν το θάνατο μέσα στο λευκό φως. Τότε η Νίνιελ έπεσε πάνω του θρηνώντας και τον φίλησε. Και της φάνηκε ότι ανέπνεε αμυδρά, μα νόμισε ότι την ξεγελούσαν ψεύτικες ελπίδες, γιατί ήταν κρύος και δεν κι­νιόταν, ούτε της απαντούσε. Και καθώς τον χάιδευε, είδε ότι το χέρι του ήταν μαυρισμένο σαν να είχε καεί και το έπλυνε με τα δάκρυά της και σKί�oντας μια λωρίδα από το ρούχο της το έδε­σε. Αλλά αυτός ακόμη δεν κινιόταν από το άγγιγμά της κι εκεί­νη πάλι τον φίλησε και φώναξε δυνατά:

«Τουράμπαρ, Τουράμπαρ, γύρνα πίσω! Άκουσέ με! Ξύπνα! Γιατί είμαι η Νίνιελ. Ο Δράκος είναι νεκρός, νεκρός, και μόνο εγώ είμαι εδώ δίπλα σου» . Όμως ο Τουράμπαρ δεν απαντούσε. Άκουσε ο Μπράντιρ την κραυγή της, γιατί είχε φτάσει στις πα­ρυφές της καταστροφής. Όμως τη στιγμή που προχωρούσε προς τη Νίνιελ, σταμάτησε κι έμεινε ακίνητος. Γιατί με την κραυγή της Νίνιελ ο Γκλάουρουνγκ αναδεύτηκε για τελευταία φορά κι ένα ρίγος διαπέρασε όλο του το σώμα. Κι άνοιξε τα ολέθρια μάτια του σε μια σχισμή και το φεγγάρι γυάλισε μέσα τους καθώς μί­λησε αγκομαχώντας:

«Χαίρε, Νίενορ, κόρη του Χούριν. Συναντιόμαστε πάλι πριν τελειώσουμε. Σου δίνω τη χαρά να ξαναβρείς τον αδελφό σου ε­πιτέλους. Και τώρα θα τον γνωρίσεις: ύπουλα μαχαιρώνει στο σκοτάδι, προδοτικός για τους εχθρούς, άπιστος στους φίλους, μια κατάρα για το γένος του. ο Τούριν ο γιος του Χούριν! Αλλά το χειρότερο απ' όλα του τα έργα θα το νιώσεις μέσα σου» .

Τότε η Νίενορ έμεινε άναυδη, μα ο Γκλάουρουνγκ πέθανε. Και με το θάνατό του το πέπλο της κακίας του έφυγε από πά­νω της και όλη της η μνήμη αναδύθηκε μπροστά της, από μέρα σε μέρα, και ούτε ξέχασε τίποτα απ' όσα της είχαν συμβεί από τη μέρα που βρέθηκε να κείτεται στο Xάoυδ-εν�Eλλεθ. Και όλο

243

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α Τ ΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

της το σώμα άρχισε να τρέμει από φρίκη και αγωνία. Και ο Μπράντιρ. που τα είχε ακούσει όλα. έμεινε εμβρόντητος και α­κούμπησε σ' ένα δέντρο.

Τότε ξαφνικά η Νίενορ πετάχτηκε όρθια και στάθηκε χλωμή σαν φάντασμα μέσα στο φεγγάρι και κοίταξε κάτω τον Τούριν και φώναξε:

«Έχε γεια, ω διπλά αγαπημένε! Α Τούριν Τουράμπαρ τουρούν' αμπαρτάνΕV: κύριε της μοίρας. από τη μοίρα υποταγμένε! Ω ευ­τυχισμένε, που είσαι νεκρός!» Μετά, ταραγμένη από τη συμφο­ρά και τη φρίκη που την είχε κυριέψει, έφυγε τρέχοντας αλλ&. φρονη από κείνο το μέρος. Και ο Μπράντιρ έτρεξε σκovτάφτο­ντας πίσω της και φωνάζοντας:

«Περίμενε! Περίμενε, Νίνιελ! » Για μια στιγμή αυτή σταμάτησε και κοίταξε πίσω επίμονα. «Να περιμένω;» φώναξε. «Να περιμένω; Αυτή ήταν πάντα

η συμβουλή σου. Μακάρι να την είχα ακούσει! Αλλά τώρα είναι πολύ αργά. Και τώρα δεν θα περιμένω άλλο πάνω στη Μέση­γη». Και έφυγε από μπροστά του τρέχοντας.

Γρήγορα έφτασε στο χείλος του Κάμπεντ-εν-Άρας και εκεί στάθηκε και κοίταξε το βροντερό νερό φωνάζοντας:

«Νερό, νερό! Πάρε τώρα τη Νίνιελ Νίενορ. κόρη του Χούριν' το Πένθος, το Πένθος, την κόρη της Μόργουεν! Πάρε με και πή­γαινέ με στη Θάλασσα! »

Και μ' αυτά τα λόγια ρίχτηκε στο κενό' μια λάμψη λευκού που το κατάπιε το σκοτεινό χάσμα, μια κραυγή χαμένη μέσα στο βρυχηθμό του ποταμού.

Τα νερά του Τέιγκλιν συνέχισαν να κυλούν, μα το Κάμπεντ­εν-Άρας δεν υπήρχε πια: Κάμπεντ Ναεράμαρθ, το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας, το ονόμαζαν στο εξής οι άνθρωποι. Γιατί κα­νένα ελάφι δεν ξαναπήδησε ποτέ εκεί και όλα τα ζωντανά πλά-

244

Ο Θ Α Ν ΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚ

σματα το απόφευγαν, και κανένας άνθρωπος δεν βάδι�ε στις όχθες του, Ο τελευταίος των ανθρώπων που κοίταξε κάτω μέσα στο σκοτάδι του ήταν ο Μπράντιρ, γιος του Χάντιρ' και απέ­στρεψε το πρόσωπό του με φρίκη, γιατί η καρδιά του δείλιασε και, παρόλο που μισούσε τώρα τη �ωή του, δεν μπορούσε να α­κολουθήσει εκεί το θάνατο που επιθυμούσε, Τότε η σκέψη του γύρισε στον Τούριν Τουράμπαρ και φώναξε:

«Σε μισώ ή σε λυπάμαι; Μα είσαι νεκρός. Δεν σου χρωστώ ευχαριστίες, σ' εσένα που πήρες όλα όσα είχα ή ήθελα να έχω. Αλλά ο λαός μου σου οφείλει ένα χρέος. Είναι ταιριαστό να μά­θουν γι' αυτό από μένα» .

Και έτσι κουτσαίνοντας πήρε το δρόμο της επιστροφής για το Νεν Γκίριθ. αποφεύγοντας το μέρος του Δράκοντα μ' ένα ρίγος. Και καθώς ανέβαινε πάλι 'ίΟ απότομο μονοπάτι. συνάντησε έναν άντρα που KρυφOKoίτα�ε μέσα από τα δέντρα και βλέποντάς τον. τραβήχτηκε πίσω. Αλλά ο Μπράντιρ είχε διακρίνει το πρό­σωπό του μέσα στη λάμψη του φεγγαριού που χαμήλωνε.

«Α, Ντόρλας!» φώναξε. «Τι νέα έχεις να μου πεις; Πώς βγή-κες �ωντανός; Και τι απέγινε ο συγγενής μου; »

«Δεν ξέρω». απάντησε σκυθρωπά ο Ντόρλας. «Τότε αυτό είναι παράξενο» , είπε ο Μπράντιρ. «Αν θέλεις να μάθεις», είπε ο Ντόρλας. «το Μαύρο Σπαθί

ήθελε να περάσουμε τα ορμητικά ρεύματα του Τέιγκλιν μέσα στο σκοτάδι. Είναι παράξενο που δεν μπορούσα; Είμαι καλύτε­ρος στο τσεκούρι από μερικούς, αλλά δεν έχω κατσικίσια πΟΟια».

«Έτσι συνέχισαν χωρίς εσένα για να φτάσουν στο Δράκο­ντα;» είπε ο Μπράντιρ. «Μα τι έκανες όταν πέρασε αυτός; Του­λάχιστον θα ' μεινες κοντά και θα είδες τι συνέβη».

Αλλά ο Ντόρλας δεν απάντησε και Koίτα�ε μόνο τον Μπρά­ντιρ με μίσος στα μάτια του. Τότε, ξαφνικά, ο Μπράντιρ κατά­λαβε ότι αυτός ο άνθρωπος είχε εγκαταλείψει τους συντρόφους

245

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

του και μετά, τσακισμένος από ντροπή, κρύφτηκε στο δάσος. «Ντροπή σου, Ντόρλας!» είπε. «Εσύ είσαι ο δημιουργός των

συμφορών μας: παρακινούσες το Μαύρο Σπαθί, έφερες τον Δράκοντα εναντίον μας, τους έκανες να με περιφρονούν, παρέ­συρες τον Χούνθορ στο θάνατό του και μετά το βά�εις στα πό­δια και κρύβεσαι μέσα στο δάσος!» Και καθώς μιλούσε, μια άλ­λη σκέψη πέρασε από το νου του και είπε με μεγάλο θυμό: «Για­τί δεν έφερες νέα; Ήταν η μικρότερη εξιλέωοη που θα μπορού­σες να προσφέρεις. Αν το έκανες αυτό, η Λαίδη Νίνιελ δεν θα xρεια�όταν να τα αναζητήσει μόνη της. Δεν θα Όλεπε ποτέ τον Δράκοντα. Μπορεί να είχε �ήσει. Ντόρλας, σε μισώ!»

«Κράτα το μίσος σου!» είπε ο Ντόρλας. «Είναι εξίσου αδύ­ναμο όπως και όλες οι συμβουλές σου. Αν δεν ήμουν εγώ, θα εί­χαν έρθει οι Ορκ και θα σε είχαν κρεμάσει σαν σκιάχτρο στον κή­πο σου. Δεν κρύβομαι εγώ, εσύ κρύβεσαι!» Και μ ' αυτά τα λό­για, όντας λόγω της ντροπής του πιο κοντά στην οργή. σήκωσε τη μεγάλη γροθιά του για να χτυπήσει τον Μπράντιρ και έτσι τέ­λειωσε η ζωή του πριν ακόμη φύγει από τα μάτια του το βλέμμα της κατάπληξης: γιατί ο Μπράντιρ τράβηξε το σπαθί του και του κατάφερε πλήγμα θανάσιμο. Μετά, για μια στιγμή, στάθηκε τρέμοντας. αηδιασμένος από το αίμα' και πετώντας το σπαθί του γύρισε και συνέχισε το δρόμο του. σκυφτός πάνω στο μπα­στούνι του.

Καθώς ο Μπράντιρ έφτανε στο Νεν Γκίριθ, το χλωμό φεγγά­ρι είχε χαθεί και η νύχτα έσβηνε' στην ανατολή άνοιγε το χάρα­μα. Εκείνοι που ήταν ακόμη ζαρωμένοι δίπλα στη γέφυρα τον εί­δαν να έρχεται σαν μια γκρίζα σκιά μέσα στην αυγή και μερικοί του φώναξαν απορώντας: «Πού ήσουν; Την είδες; Γιατί η Λαίδη Νίνιελ χάθηκε».

«Ναι » . είπε ο Μπράντιρ, «χάθηκε. Χάθηκε. χάθηκε και δεν θα ξαναγυρίσει ποτέ! Αλλά ήρθα για να σας φέρω νέα. Ακούστε

246

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΓΚΛΑΟΥΡ Ο Υ Ν ΓΚ

τώρα, λαέ του Μπρέθιλ, και πείτε αν υπήρξε ποτέ τέτοια ιστο­ρία σαν αυτή που σας φέρνω! Ο Δράκοντας είναι νεκρός, αλλά νεκρός επίσης είναι ο Τουράμπαρ δίπλα του, Και αυτές είναι κα­λές ειδήσεις: ναι, είναι καλές και οι δύο» .

Τότε ο κόσμος μουρμούρισε, απορώντας με τα λόγια του, και μερικοί είπαν ότι ήταν τρελός αλλά ο Μπράντιρ φώναξε:

«Ακούστε με ως το τέλος! Η Νίνιελ είναι κι αυτή νεκρή, η Νί­νιελ η ωραία που την αγαπούσατε και πιο πολύ απ' όλους την αγαπούσα εγώ. Πήδησε στο κενό στο Πήδημα του Ελαφιού και την πήραν τα δόντια του Τέιγκλιν. Χάθηκε μισώντας το φως της μέρας. Γιατί να τι έμαθε πριν πηδήσει: παιδιά του Χούριν ήταν και οι δύο, αδελφός και αδελφή. Μόρμεγκιλ τον έλεγαν, Τουρά­μπαρ αυτοονομάστηκε κρύβοντας το παρελθόν του: και ήταν ο Τούριν, ο γιος του Χούριν. Νίνιελ την ονομάσαμε. μην ξέροντας το παρελθόν της: η Νίενσρ ήταν. η κόρη του Χούριν. Στο Μπρέ­θιλ τους έφερε η σκιά της σκοτεινής τους μοίρας. Εδώ βρήκαν την καταδίκη τους και από τη θλίψη αυτή η γη δεν θα ελευθε­ρωθεί ποτέ ξανά. Μην τη λέτε Μπρέθιλ ούτε γη του Χάλεθριμ. αλλά Σαρχ νία Χιν Χούριν. Τάφο των Παιδιών του Χούριν!»

Τότε. αν και δεν καταλάβαιναν ακόμη πώς είχε γίνει αυτό το κακό, όσοι τον άκουσαν {ψχισαν να κλαίνε και μερικοί είπαν:

«Τάφος έγινε ο Τέιγκλιν για τη Νίνιελ την αγαπημένη. τάφος πρέπει να βρεθεί και για τον Τουράμπαρ, τον γενναιότερο των ανθρώπων. Ο λυτρωτής μας δεν θα μείνει να κείτεται κάτω από τον ουρανό. Πάμε κοντά του» .

247

ΚΕΦΑΛΑΙΟ χνιιι

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

Καθώς τώρα η Νίνιελ έτρεχε μακριά, ο Τούριν αναδεύτηκε και του φάνηκε ότι μέσα στο βαθύ σκοτάδι του την άκουσε να τον φωνάζει από μακριά. Αλλά μόλις πέθανε ο Γκλάουρουνγκ, η μαύρη λιποθυμία τον άφησε και ανάσανε πάλι βαθιά και ανα­στέναξε και βυθίστηκε σε ύπνο από μεγάλη εξάντληση. Όμως πριν από τα χαράματα έβαλε κρύο βαρύ και στον ύπνο του στριφογύρισε και η λαβή του Γκούρθανγκ χώθηκε στο πλευρό του και ξαφνικά ξύπνησε. Η νύχτα έφευγε και υπήρχε μια α­νάσα πρωινού στον αέρα. Και πετάχτηκε όρθιος και θυμήθη­κε τη νίκη του και το καυτό δηλητήριο στο χέρι του. Το σήκω­σε και το κοίταξε κι απόρησε. Γιατί ήταν δεμένο με μια λωρί­δα λευκό ύφασμα, αλλά υγρό, και δεν τον πονούσε. Και είπε στον εαυτό του: "Γιατί να με περιποιηθεί κάποιος έτσι και ύ-

248

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

στερα να με αφήσει εδώ σωριασμένο στο κρύο μέσα στην κα­ταστροφή και τη δυσωδία του Δράκοντα; Τι παράξενα πράγ­ματα έγιναν;»

Τότε φώναξε δυνατά, αλλά απάντηση δεν πήρε, Όλα ήταν μαύρα και �oφερά γύρω του και υπήρχε η δυσωδία του θανά­του, Έσκυψε και σήκωσε το σπαθί του και ήταν ακέραιο και το φως στις κόψεις του ασκίαστο'

«Αδηφάγο ήταν το δηλητήριο του Γκλά.ουρουνγκ», είπε, «αλλά εσύ είσαι πιο δυνατός από μένα, Γκούρθανγκ. Πίνεις κάθε αίμα. Δική σου είναι η νίκη. Έλα όμως! Πρέπει να πάω να �ητήσω βοήθεια, Γιατί το κορμί μου είναι κατάκοπο και έχω παγώσει ως το κόκαλο» .

Τότε γύρισε την πλάτη του στον Γκλάουρουνγκ και τον ά­φησε να σαπίσει. Αλλά καθώς έφευγε από κείνο το μέρος, κά­θε βήμα έμoια�ε πιο βαρύ και σκέφτηκε: "Στο Νεν Γκίριθ μπορεί να βρω κάποιον από τους ανιχνευτές να με περιμένει. AλλCl μακάρι να γύρι�α γρήγορα στο σπίτι μου και να ένιωθα τα απαλά χέρια της Νίνιελ και την επιδεξιότητα του Μπρά­ντιρ!" Και έτσι επιτέλους, περπατώντας κουρασμένα. ακου­μπώντας στο Γκούρθανγκ, έφτασε μέσα στο γκρίζο φως της αυγής στο Νεν Γκίριθ' και καθώς ο κόσμος ετοιμαζόταν να' πάει να αναζητήσει το νεκρό του σώμα, αυτός εμφανίστηκε μπροστά τους.

Τότε έντρομοι υποχώρησαν πιστεύοντας ότι ήταν το πνεύ­μα του, και οι γυναίκες στρίγκλισαν και σκέπασαν τα μάτια. Αλλcι αυτός είπε:

«'Όχι, μην κλαίτε, αλλά να χαίρεστε! Δείτε! Δεν είμαι ζω­ντανός; Και δεν σκότωσα τον Δράκοντα που φοβόσαστε; »

Τότε γύρισαν στον Μπράντιρ, και φώναξαν: «Ανόητε, με τις ψειπικες ιστορίες σου, να λες ότι είναι νε­

κρός. Δεν το είπαμε ότι είσαι τρελός;» Τότε ο Μπράντιρ έμει-

249

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

νε άναυδος και Koίτα�ε τον Τούριν με φόβο στα μάτια του και δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη.

Αλλά ο Τούριν του είπε: «Εσύ, λοιπόν, ήρθες εκεί και φρόντισες το χέρι μου; Σ' ευ­

χαριστώ. Αλλά η δεξιοσύνη σου δεν σε βοηθά αν δεν μπορείς να ξεχωρίσεις την αναισθησία από το θάνατο» . Τότε γύρισε στον κόσμο: «Μην του μιλάτε έτσι, ανόητοι όλοι σας. Ποιος από σας θα τα κατάφερνε καλύτερα; Τουλάχιστον είχε το θάρρος να κατεβεί στο μέρος της μάχης, ενώ εσείς καθόσαστε εδώ θρηνώντας!

» Ομως τώρα, γιε του Χάντιρ, έλα! Υπάρχουν κι άλλα που θέλω να μάθω. Γιατί είσαι εδώ. κι εσύ και όλος αυτός ο κόσμος που άφησα στο Έφελ; Αν πηγαίνω στον κίνδυνο του θανάτου για σας. δεν μπορείτε να με υπακούσετε όσο λείπω; Και πού είναι η Νίνιελ; Τουλάχιστον ελπί�ω να μην τη φέρατε εδώ. αλ­λά να την αφήσατε εκεί όπου της όρισα, στο σπίτι μου, με γεν­ναίους άνδρες να το φρουρούν; » Και όταν κανείς δεν του απά­ντησε, «Εμπρός, πείτε, πού είναι η Νίνιελ; » φώναξε. «Γιατί αυ­τήν θέλω πρώτα να δω. Και πρώτα σ' αυτήν θα πω την ιστορία των κατορθωμάτων της νύχτας» .

Αλλά αυτοί απέστρεψαν το πρόσωπό τους και ο Μπράντιρ τελικά είπε:

«Η Νίνιελ δεν είναι εδώ » . «Αυτό τότε είναι καλό» . είπε ο Τούριν. «Θα πάω στο σπί­

τι μου. Υπάρχει άλογο να με μεταφέρει; Ή ένα νεκροκρέβα­το θα ήταν καλύτερα. Σχεδόν λιποθυμώ από τον κόπο » .

«Όχι, όχι! » είπε ο Μπράντιρ με αγωνία στην καρδιά. «Το σπίτι σου είναι άδειο. Η Νίνιελ δεν είναι εκεί. Είναι νεκρή» .

Αλλά μία από τις γυναίκες -η γυναίκα του Ντόρλας, που καθόλου δεν συμπαθούσε τον Μπράντιρ- φώναξε στριγκά:

«Μην του δίνεις σημασία, άρχοντα! Γιατί είναι τρελός. Ήρθε

250

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥ Ρ Ι Ν

λέγοντας ότι είσαι νεκρός και είπε ότι αυτό είναι καλό νέο. Αλλά εσύ �εις. Γιατί, λοιπόν, να πιστέψουμε ότι η ιστορία του για τη Νίνιελ πως είναι VEKpi] και άλλα χειρότερα είναι αληθινi];»

Τότε ο Τούριν πi]γε με μεγάλες δρασκελιές στον Μπράντιρ: «'Ωστε ο θάνατός μου i]ταν καλό νέο;» φώναξε. «Ναι, πά­

ντα την i]θελες για σένα, το ξέρω. Τώρα είναι VEKpi] λες. Και άλλα ακόμη χειρότερα; Τι ψέματα γέννησες μέσα στην κακία σου, Στραβοπόδη; Θέλεις, λοιπόν, να μας σκοτώσεις με φαύ­λα λόγια, αφού δεν καταφέρνεις να έχεις άλλο όπλο;»

Τότε ο θυμός έδιωξε τον οίκτο από την καρδιά του Μπρά­ντιρ και φώναξε:

«Τρελός; Όχι, τρελός είσαι εσύ, Μαύρο Σπαθί της μαύρης κατάρας! Και όλος αυτός ο ξεμωραμένος λαός. Δεν λέω ψέ­ματα! Η Νίνιελ είναι VEKpi], νεκρi], νεκρi]! Ανα�i]τησέ την μέ­σα στον Τέιγκλιν !»

Τότε ο Τούριν έμεινε ακίνητος και παγερός. «Πώς το ξέρεις;» είπε σιγά. «Πώς μηχανεύτηκες κάτι τέτοιο;» «Το ξέρω γιατί την είδα να πηδάει» , απάντησε ο Μπρά-

ντιρ. «Αλλά εκείνος που το κατάφερε είσαι εσύ. Το έσκασε από σένα. Τούριν, γιε του Χούριν, κι έπεσε στο Κάμπεντ-εν-Άρας για να μην σε ξαναδεί ποτέ. Νίνιελ! Νίνιελ; Όχι Νίνιελ, αλλά Νίενορ, κόρη του Χούριν» .

Τότε ο Τούριν τον άρπαξε και τον τράνταξε' γιατί μ' εκεί­να τα λόγια άκουσε τα βήματα της κατάρας του να τον �υγώ­νουν, αλλά από φρίκη και οργή η καρδιά του δεν τα δεχόταν, σαν ένα αγρίμι θανάσιμα πληγωμένο, που πριν πεθάνει θέλει να πληγώσει όλα όσα βρίσκονται δίπλα του.

«Ναι, είμαι ο Τούριν. ο γιος του Χούριν» . φώναξε. «Το εί­χες μαντέψει αυτό από καιρό. Αλλά τίποτα δεν ξέρεις για τη Νίενορ την αδελφή μου. Τίποτα! Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι ασφαλi]ς. Είναι ψέμα που το έβγαλες από το δικό σου

251

ΤΑ ΠΑΙ Δ Ι Α ΤΟΥ X O Y P J N

άσλιο μυαλό για να οδηγήσεις στην τρέλα τη γυναίκα μου και τώρα κι εμένα. Δόλιε κουτσέ, σέλας να μας σπρώξεις και τους δυο στο σάνατο; »

Αλλά ο Μπράντιρ αποτίναξε το άγγιγμά του. «Μη με αγγί�εις! » είπε. «Και κράτα το μένος σου. Αυτή που

oνoμά�εις γυναίκα σου ήρσε και σε περιποιήσηκε και δεν απά­ντησες στο κάλεσμά της. Αλλά απάντησε κάποιος άλλος για σένα. Ο Γκλάουρουνγκ ο Δράκοντας. που πιστεύω ότι σας μά­γεψε και τους δύο για να σας οδηγήσει στην καταστροφή. Αυτά είπε πριν πεσάνει: "Νίενορ. κόρη του Χούριν. να ο αδελφός σου: προδοτικός για τους εχσρούς. άπιστος στους φίλους. μια κατάρα για το γένος του, ο Τούριν γιος του Χούριν"» . Τότε ξαφ­νικά ένα τρελό γέλιο κυρίεψε τον Μπράντιρ. «Λένε ότι οι ετοι­μοσάνατοι άνσρωποι λένε αλήσεια» . είπε γελώντας. «Ακόμη και οι Δράκοι το ίδιο κάνουν. φαίνεται. Τούριν. γιε του Χούριν. κατάρα στο γένος σου και σ' όλους όσοι σε φιλοξενούν! »

Τότε ο Τούριν άρπαξε το Γκούρσανγκ και ένα ολέσριο φως υπήρχε στα μάτια του.

«Και τι να πει κανείς για σένα. Στραβοπόδη; » είπε αργά. «Ποιος της είπε κρυφά πίσω από την πλάτη μου το πραγματικό μου όνομα; Ποιος την έφερε στην κακία του Δράκοντα; Ποιος στάσηκε άπραγος και την άφησε να πεσάνει; Ποιος ήρσε εδώ για να διατυμπανίσει αυτήν τη φρίκη όσο πιο γρήγορα μπορού­σε; Ποιος χαίρεται τώρα για το κακό μου; Λένε οι άνσρωποι την αλήσεια προ του σανάτου; Τότε πες την τώρα γρήγορα».

Τότε ο Μπράντιρ. βλέποντας το σάνατό του στο πρόσωπο του Τούριν. απόμεινε ακίνητος και δεν δείλιασε. αν και δεν εί­χε όπλο εκτός από το μπαστούνι του. Και είπε:

«Όλες οι συγκυρίες που συνέβησαν αποτελούν μεγάλη ισΤQ­ρία για να την πω και σ' έχω βαρεσεί. Όμως με συκοφαντείς. γιε του Χούριν. Σε συκοφάντησε ο Γκλάουρουνγκ; Αν με σκοτώσεις,

252

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

τότε όλοι θα δουν ότι είπε την αλήθεια. Όμως δεν φοβάμαι να πεθάνω. γιατί τότε θα πάω να αναζητήσω τη Νίνιελ που την α­γαπούσα και μπορεί να τη βρω πάλι πέρα από τη Θάλασσα».

«Να βρεις τη Νίνιελ! » φώναξε ο Τούριν. «Όχι, τον Γκλά­ουρουνγκ θα βρεις και θα γεννάτε ψέματα μαζί. Θα κοιμηθείς με το Σκουλήκι, τον σύντροφο της ψυχής σου, και θα σαπίσε­τε στο ίδιο σκοτάδι!» Τότε σήκωσε το Γκούρθανγκ και χτύπη­σε τον Μπράντιρ και τον σκότωσε. Αλλά ο κόσμος απέστρε­ψε το πρόσωπό του από την πράξη και, καθώς ο Τούριν έκα­νε στροφή και έφυγε από το Νεν Γκίριθ, σκόρπισαν από μπρος του έντρομοι.

Ύστερα ο Τούριν πήγε αλλόφρων μέσα στο άγριο δάσος και πότε καταριόταν τη Μέση-γη και όλη τη ζωή των Ανθρώπων και πότε φώναζε τη Νίνιελ. Αλλά όταν επιτέλους τον άφησε η τρέλα της θλίψης του, κάθισε για λίγο και αναλογίστηκε ό­λες τις πράξεις του και άκουσε τον εαυτό του να φωνάζει:

«Ζει στο Κρυμμένο Βασίλειο και είναι σώα και αβλαβής! » Και σκέφτηκε ότι τώρα. αν και όλη του η ζωή ήταν κατε­στραμμένη, πρέπει να πό.ει κι αυτός εκεί' γιατί όλα τα ψέμα­τα του Γκλάουρουνγκ τον είχαν παραπλανήσει. Έτσι σηκώθη­κε και πήγε στις Διαβάσεις του Τέιγκλιν και καθώς περνούσε δίπλα από το Χάουδ-ενΈλλεθ, φώναξε:

«Πλήρωσα πικρά, ω Φιντούιλας, που έδωσα πίστη στον Δράκοντα. Τώρα θέλω τη συμβουλή σου! »

Αλλά τη στιγμή που φώναζε, είδε δώδεκα κυνηγούς καλά ο­πλισμένους, που περνούσαν τις Διαβάσεις και ήταν Ξωτικά. Και καθώς πλησίασαν, γνώρισε τον ένα: ήταν ο Μάμπλουνγκ, ο αρχικυνηγός του Θίνγκολ. Και ο Μό.μπλουνγκ τον χαιρέτη­σε φωνάζοντας:

«Τούριν! Επιτέλους σε συναντώ. Σε ψάχνω και χαίρομαι που σε βλέπω ζωντανό, αν και τα χρόνια κύλησαν βαριά πάνω σΟ1»>.

253

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

«Βαριά!» είπε ο Τούριν. «Ναι. όπως τα πόδια του Μόρ­γκοθ. Αλλά αν χαίρεσαι που με βλέπεις tωντανό. τότε θα εί­σαι ο τελευταίος στη Μέση-γη. Γιατί αυτό;»

«Γιατί σε τιμούσαμε πάντα όλοι μας » , απάντησε ο Μά­μπλουνγκ. «Και παρόλο που διέφυγες από πολλούς κινδύ­νους, φοβόμουν για σένα στο τέλος. Είδα την έξοδο του Γκλά­ουρουνγκ και νόμισα ότι είχε εκπληρώσει το δόλιο σκοπό του και επέστρεφε στον Αφέντη του. Αλλά έστριψε προς το Μπρέ­θιλ και ταυτόχρονα έμαθα από περιπλανώμενους ότι το Μαύ­ρο Σπαθί του Ν άργκοθροντ είχε εμφανιστεί πάλι εκεί και οι Ορκ απέφευγαν τα σύνορά του σαν το θάνατο. Τότε με γέμι­σε τρόμος, και είπα: "Αλίμονο! Ο Γκλάουρουνγκ πηγαίνει εκεί όπου οι Ορκ του δεν τολμούν να πάνε, για να αναtητήσει τον Τούριν". Έτσι ήρθα εδώ όσο πιο γρήγορα γινόταν, για να σε προειδοποιήσω και να σου προσφέρω τη βοήθειά μου» .

«Γρήγορα ήρθες, αλλά όχι τόσο όσο χρειαtόταν» , είπε ο Τούριν. «ο Γκλάουρουνγκ είναι νεκρός».

Τότε τα Ξωτικά τον κοίταξαν με δέος και είπαν: « Σκότωσες το Μεγάλο Σκουλήκι! Δοξασμένο θα είναι για

πάντα το όνομά σου ανάμεσα σε Ξωτικά και Ανθρώπους! » «Δεν με νoιά�ει» , είπε ο Τούριν. «Γιατί η καρδιά μου είναι

κι αυτή νεκρή. Όμως, αφού έρχεσαι από το Ντόριαθ, πες μου τα νέα από τους δικούς μου. Γιατί μου είπαν στο Ντορ-λόμιν ότι είχαν καταφύγει στο Κρυμμένο Βασίλειο» .

Τα Ξωτικά δεν απάντησαν, αλλά τελικά ο Μάμπλουνγκ μί­λησε:

«Αυτό έκαναν όντως τη χρονιά πριν απ' τον ερχομό του Δράκοντα. Αλλά. αλίμονο. τώρα δεν είναι πια εκεί! » Τότε η καρδιά του Τούριν πάγωσε ακούγοντας τα βήματα της κατά­ρας του να τον καταδιώκουν μέχρι τέλους.

« Συνέχισε!» φώναξε. «Και μίλα γρήγορα!»

254

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

« Βγήκαν στις ερημιές να σε αναζητήσουν», είπε ο Μά­μπλουνγκ, «Το έκαναν αψηφώντας κάθε συμβουλή. Αλλά ή­θελαν να πάνε στο Νάργκοθροντ. όταν έγινε γνωστό ότι εσύ ήσουν το Μαύρο Σπαθί' και τότε ξεπρόβαλε ο Γκλάουρουνγκ και όλη η φρουρά τους σκόρπισε. Τη Μόργουεν κανείς δεν την ξανάδε από κείνη την ημέρα. Η Νίενορ όμως ήταν μαγεμένη και άλαλη και το 'σκασε βόρεια μέσα στα δάση τρέχοντας σαν άγριο ελάφι και χάθηκε» . Τότε τα Ξωτικά απόρησαν καθώς ο Τούριν γέλασε δυνατά και στριγκά.

«Δεν είναι αστείο αυτό; » φώναξε. «Ω, η όμορφη Νίενορ! Ώστε έτρεξε από το Ντόριαθ στον Δράκο και απ' τον Δράκο σ' εμένα. Τι γλυκιά χάρη της μοίρας! Μελαψή σαν βατόμου­ρο ήταν, καστανά ήταν τα μαλλιά της μικρόσωμη και λεπτή σαν παιδί των Ξωτικών, κανείς δεν θα μπορούσε να μην την αναγνωρίσει! »

Τότε ο Μάμπλουνγκ έκπληκτος είπε: «Μα κάποιο λάθος έχα γίνει εδώ. Δεν ήταν έτσι η αδελφή

σου. Ήταν ψηλή και τα μάτια της γαλάζια, το μαλλιά της λε­πτό χρυσάφι, ίδια στην όψη με τον Χούριν τον πατέρα σου σε γυναικεία μορφή. Δεν είναι δυνατόν να την έχεις δει ! »

«Δεν είναι, δεν είναι, Μάμπλουνγκ; » φώναξε ο Τούριν. «Μα γιατί δεν είναι; Γιατί. βλέπεις, είμαι τυφλός! Δεν το ήξε­ρες; Τυφλός, και παραπαίω από παιδί μέσα στη σκοτεινή ομί­χλη του Μόργκοθ! Γι' αυτό αφήστε με! Φύγετε, φύγετε! Γυρί­στε πίσω στο Ντόριαθ και είθε ο χειμώνας να το μαράνει! Κα­τάρα στο Μένεγκροθ! Και κατάρα στην αποστολή σας! Μόνο αυτό έλειπε ως τώρα. Τώρα έρχεται η νύχτα! »

Ύστερα έφυγε από κοντά τους σαν τον άνεμο και τα Ξωτι­κά γέμισαν απορία και φόβο. Αλλά ο Μάμπλουνγκ είπε:

«Κάτι παράξενο και τρομερό έχει συμβεί που δεν ,ο γνω­ρίζουμε. Ας τον ακολουθήσουμε και ας τον βοηθήσουμε αν

255

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

μπορούμε: γιατί τώρα είναι αστάθμητο ς και άμυαλος» . Ο Τούριν όμως τώρα έτρεχε μπροστά και έφτασε στο Κά­

μπεντ-εν-Άρας κι έμεινε ακίνητος και άκουσε το βρυχηθμό του νερού και είδε ότι όλα τα δέντρα, κοντινά και μακρινά, ήταν μα­ραμένα και τα καψαλισμένα φύλλα τους έπεφταν πένθιμα σαν να είχε έρθει ο χειμώνας τις πρώτες μέρες του καλοκαιρισύ.

«Κάμπεντ-εν-Άρας, Κάμπεντ Ναεράμαρθ!» φώναξε. «Δεν θα βεβηλώσω τα νερά σου που τύλιξαν τη Νίνιελ. Γιατί όλες οι πράξεις μου ήταν κακές με χειρότερη την τελευταίω>. Τότε τράβηξε το σπαθί του και είπε: «Χαίρε. Γκούρθανγκ, σίδερο του θανάτου, μόνο εσύ απομένεις τώρα! Όμως ποιον κύριο ή αφοσίωση γνωρί�εις πέρα από το χέρι που σε κρατά; Κανένα αίμα δεν αποφεύγεις. Θα πάρεις τον Τούριν Τουράμπαρ; Θα με σκοτώσεις γοργά; »

Και από το σπαθί αντήχησε ν' απαντά μια παγερή φωνή: « Ναι, θα πιω το αίμα σου για να ξεχάσω το αίμα του Μπέ­

λεγκ του κυρίου μου και το αίμα του Μπράντιρ που σκοτώ­θηκε άδικα. Θα σε σκοτώσω γοργά» .

Τότε ο Τούριν έστησε τη λαβή στο χώμα κι έπεσε πάνω στη μύτη του Γκούρθανγκ και το μαύρο σπαθί πήρε τη �ωή του,

Μα ο Μάμπλουνγκ ήρθε και ατένισε τη φρικτή μορφή του Γκλάουρουνγκ που κειτόταν νεκρός κι ύστερα κοίταξε τον Τούριν με μεγάλη θλίψη και η σκέψη του πήγε στον Χούριν ό­πως τον είχε δει στη Νίρναεθ Αρνοέντιαντ και την τρομερή μοί­ρα της γενιάς του. Καθώς τα Ξωτικά στέκονταν εκεί, κατέβηκαν άντρες από το Νεν Γκίριθ για να δουν τον Δράκοντα, και όταν είδαν πώς τέλειωσε η �ωή τού Τούριν Τουράμπαρ θρήνησαν, Και τα Ξωτικά, μαθαίνοντας επιτέλους την αιτία των όσων τους είπε ο Τούριν, φρικίασαν. Τότε ο Μάμπλουνγκ είπε ΠΙΚΡCΙ:

«Αναμείχθηκα κι εγώ στην κατάρα των Παιδιών του Χούριν κι έτσι με λόγια σκότωσα κάποιον που αγαποίJσα» .

256

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡ Ι Ν

Τότε σήκωσαν τον Τούριν και είδαν ότι το σπαθί είχε γίνει κομμάτια. Έτσι αφανίστηκαν όλα όσα είχε.

Με μόχθο πολλών χεριών μαζεύτηκαν ξύλα και στοιβάχτη­καν ψηλά και μια μεγάλη φωτιά άναψε και κατέστρεψε το πτώμα του Δράκοντα μέχρι που έμεινε μόνο μαύρη στάχτη και τα κόκαλά του συντρίφτηκαν και έγιναν σκόνη και το μέρος ε­κείνης της πυράς απόμεινε στο εξής πάντα γυμνό και άγονο. Όμως τον Τούριν τον έθαψαν σ' έναν ψηλό τύμβο, εκεί όπου είχε πέσει, και τα κομμάτια του Γκούρθανγκ τα 'βαλαν δίπλα του. Και όταν όλα τέλειωσαν και οι τροβαδούροι των Ξωτικών και των Ανθρώπων θρήνησαν την ανδρεία του Τουράμπαρ και την ομορφιά της Νίνιελ, έφεραν μια μεγάλη γκρίζα πέτρα και την έστησαν πάνω στον τύμβο' και πάνω τα Ξωτικά σκάλισαν με τους Ρούνους του Ντόριαθ:

ΤΟΥΡΙΝ ΤΟΥΡΑΜΠΑΡ ΝΤΑΓΚΝΙΡ ΓΚΛΑΟΥΡΟΥΝΓΚΑ

Και από κάτω έγραψαν:

ΝΙΕΝΟΡ ΝΙΝΙΕΛ

Εκείνη όμως δεν ήταν εκεί, ούτε και ποτέ έγινε γνωστό πού την είχαν πάει τα κρύα νερά του Τέιγκλιν.

Εδώ τελειώνει η Ιστορία των Παιδιών του Χούριν, η μεγαλύτερη από όλες τις μπαλάvτες του Mπελέριαvτ.

Μετά το θάνατο του Τούριν και της Νίνιελ ο Μόργκοθ ελευθέ­ρωσε τον Χούριν από τη δουλεία για να προωθήσει το μοχθηρό σκοπό του. Περιπλανώμενος ο Χούριν έφτασε στο Δάσος του

257

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Μπρέθιλ και ένα βράδυ ανέβηκε από τις Διαβάσεις του Τέι­γκλιν στο σημείο της καύσης του Γκλάουρουνγκ και στη μεγά­λη πέτρα που υψωνόταν στο χείλος του Κάμπεντ Ναεράμαρθ. Για όσα έγιναν εκεί μιλούν τα παρακάτω.

Ο Χούριν δεν κοίταξε την πέτρα γιατί ήξερε τι ήταν γραμ­μένο εκεί' και τα μάτια του είχαν δει ότι δεν ήταν μόνος. Στη σκιά της πέτρας βρισκόταν μια φιγούρα γονατισμένη. Κάποιος περιπλανώμενος άστεγος. τσακισμένος από τα γηρατειά όπως φαίνεται. πολύ κουρασμένος για να δώσει σημασία στον ερχο­μό του. Όμως τα κουρέλια που φορούσε ήταν τα υπολείμμα­τα γυναικείων ενδυμάτων. Τελικά. καθώς ο Χούριν στεκόταν εκεί σιωπηλός, η γυναίκα έριξε πίσω την κουρελιασμένη κου­κούλα της και σήκωσε αργά το πρόσωπό της, τσακισμένο και πεινασμένο σαν του λύκου που τον κυνηγούν καιρό. Τα μαλ­λιά της ήταν γKρί�α. με μύτη γαμψή και σπασμένα δόντια' και με αποσκελετωμένο χέρι έσφιξε το μανδύα στο στήθος της. Αλλά ξαφνικά τα μάτια της κοίταξαν μέσα στα δικά του και τότε ο Χούριν τη γνώρισε' γιατί, αν και ήταν αγριεμένα τώρα και γεμάτο φόβο. άστραφτε ακόμη μέσα τους ένα φως δύσκο­λο να το αντέξεις: το φως των Ξωτικών, που πριν από πολύν καιρό της είχε δώσει το όνομά της. Έλεδγουεν. η πιο περή­φανη από τις θνητές γυναίκες των παλαιών ημερών.

«'Ελεδγουεν! Έλεδγουεν! «φώναξε ο Χούριγ κι αυτή ση­κώθηκε και προχώρησε σκοντάφτοντας και την έπιασε στην αγκαλιά του.

«'Ηρθες επιτέλους» , του είπε. «Περίμενα πολύν καιρό» . «Ήταν σκοτεινός ο δρόμος. Ήρθα όπως μπορούσα» , απά­

ντησε. «Άργησες όμως» . του είπε, «και είναι πολύ αργά. Χάθηκαν » . «Το ξέρω » . της είπε. «Εσύ όμως όχι » .

258

Ο ΘΑΝΑΤΟΣ ΤΟΥ ΤΟΥΡΙΝ

«Κοντεύω κι εγώ » , του απάντησε, «Δε μου'χει μείνει ίχνος αντοχής, Θα φύγω μαζί με τον ήλιο, Εκείνοι χάθηκαν» , Έσφιξε το μανδύα του. «Λίγος χρόνος μένει» , είπε. «Αν ξέρεις, πες μου! Πώς τον βρήκε εκείνη ; »

Αλλά ο Χούριν δεν απάντησε και κάθισε δίπλα στην πέτρα με τη Μόργουεν στην αγκαλιά του. Και δεν ξαναμίλησαν. Ο ήλιος έδυσε και η Μόργουεν αναστέναξε κι έσφιξε το χέρι του κι ύστερα έμεινε ακούνητη. Και ο Χούριν κατάλαβε πως είχε πεθάνει.

259

!/ού[)ι&ν ΤίνοιιΒ,ε{Ι, κ.όΡn του θίvoκο»

Ι !I1rτaptV<ιp

Ι = !I1rτέp&ν !Ι1rτiflηfΚ:ΟVvr !I1rτdpaoKovvr

ο Μονόχ&'Ι'"ς Ι Ι Ντίορ

PΙtλν = ΧΟύριν !Ι1όργου&ν = ΧΟύριν '6f!&SlfOV&V του ΝτΟΡ-f!ό(',ν

7vrpιf/ = Τόύορ κόρη του Ι ΤοΙΙργκον

του

Τούριν Ούργου&ν Νί&νορ

'6f1oOVlνoK = Ιapivrιf/

Ι '6f1povr του RG&VT&f! Ο Οίκος του ΙVΙΤΤ&Op

:.

:.

ς,

,�

ι-::

:.

ς, �

k 11

....

;> � "'-

-� <;:)

...

.. '<:5

';:>

C) ><

ι-:: ;> ;>

ι;; � s;

ς, �

Ί�

--St.:

��

\!J

ω

Η ΕΞΕΛΙΞΗ ΤΩΝ Μ Ε ΓΑΛΩΝ Ι ΣΤΟΡ Ι Ω Ν

Αυτές οι αλληλένδετες αλλά ανεξάρτητες ιστορίες ξεxώρι�αν από παλιά μέσα στη μεγάλη και πολύπλοκη ιστορία των Βά­λαρ, των Ξωτικών και των Ανθρώπων στο Βάλινορ και στις Μεγάλες Περιοχές. Και στα χρόνια που ακολούθησαν την ε­γκατάλειψη των Χαμένων Ιστοριών πριν από την ολοκλήρωσή τους. ο πατέρας μου άφησε τον πε�ό λόγο και άρχισε να δου­λεύει ένα μεγάλο ποίημα με τίτλο Ο Τούριν, γιος του Χούριν, και ο ΓκλόΡOυVΤ ο Δράκος, που αργότερα, σε μια αναθεωρη­μένη έκδοση. έγινε Τα Παιδιά του Χούριν. Αυτό έγινε στις αρ­χές της δεκαετίας του 1920. όταν δίδασκε στο Πανεπιστήμιο του Λιντς. Γι' αυτό το ποίημα χρησιμοποίησε το αρχαίο αγ­γλικό παρηχητικό μέτρο (τη στιχουργική μορφή του Μπέο­γουλφ και άλλων αγγλοσαξονικών ποιημάτων), επιβάλλοντας στη σύγχρονη αγγλική τα απαιτητικά πρότυπα τονισμού και «όμοιας αρχής» που τηρούνται στα παλαιά ποιήματα. Σ ' αυ­τού του είδους τα ποιήματα επέδειξε μεγάλη ικανότητα και σε πολύ διαφορετικές μορφές, από το δραματικό διάλογο του έρ­γου του Η Παλιννόστηση του Μπέορχτνοσ μέχρι την ελεγεία για τους πεσόντες στη μάχη των Πεδίων του Πέλενορ. Το πα­ρηχητικό Τα Παιδιά του Χούριν ήταν, μακράν, το μεγαλύτερο

269

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

από τα ποιήματά του σ ' αυτό το μέτρο, ξεπερνώντας κατά πο­λύ τους δύο χιλιάδες στίχους. Όμως το είχε συλλάβει σε μια τόσο μεγάλη κλίμακα, που, όταν το εγκατέλειψε, είχε φτάσει μόλις μέχρι την αφήγηση της επίθεσης του Δράκοντα κατά του Νάργκοθροντ. Αφού θα ακολουθούσε ένα μεγάλο μέρος από τις Χαμένες Ιστορίες, γράφοντας σε τόσο εκτεταμένη μορφή, θα χρειαtόταν πολλές χιλιάδες στίχους ακόμη. Μια δεύτερη εκδοχή, που εγκαταλείφθηκε σε ακόμη πιο πρώιμο σημείο της αφήγησης. έχει περίπου το διπλάσιο μέγεθος από την πρώτη εκδοχή μέχρι το ίδιο σημείο.

Σ ' εκείνο το μέρος του θρύλου των Παιδιών του Χούριν που αποδόθηκε από τον πατέρα μου στο παρηχητικό ποίημα, η παλιά ιστορία στο Βιολίο των Χαμένων Ιστοριών επεκτείνεται και αναπτύσσεται πιο λεπτομερειακά. Είναι αξιοσημείωτο ότι εδώ εμφανίστηκε η μεγάλη υπόγεια οχυρή πόλη του Νάργκο­θροντ και η κυριαρχία της σε μεγάλες εκτάσεις (ένα κεντρικό στοιχείο όχι μόνο στο θρύλο του Τούριν και της Νίενορ, αλλά και στην ιστορία των Παλαιών Ημερών της Μέσης-γης), με μια περιγραφή των αγροτικών εκτάσεων των Ξωτικών του Νάργκοθροντ, που αποτελεί σπάνια αναφορά στις «τέχνες της ειρήνης» στον αρχαίο κόσμο. αφού τέτοιες νύξεις εμφανί­toVTal μόνο αραιά και πού. Κατεβαίνοντας νότια κατά μήκος του ποταμού Νάρογκ. ο Τούριν και ο σύντροφός του (ο Γκου­ίντορ στο κείμενο αυτού εδώ του βιβλίου) βρήκαν τις περιοχές κοντά στην είσοδο του Νάργκοθροντ φαινομενικά εγκαταλειμ­μένες:

. . . σε χώρα έφτασαν όμορφα φροντισμένη' απ' ανοισμένες εκοολές κι ωραίες εκτάσεις πέρασαν. κι άδεια απ' αγρότες ορήκανε κάμπους. λιοάδια και αγρούς εκεί στον Νάρογκ.

270

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

με τα οργωμένα χώματα ζωσμένα από τα δέντρα ανάμεσα σε λόφους και ποτάμι. Είδαν τσαπιά μες στους αγρούς αδιάφορα ριγμένα. και σκάλες κείτονταν στα χόρτα τα ψηλά στα πλούσια περιαόλια' όλα τα δέντρα γύριζαν με κεφαλή κλαδόπλεχτη κρυφά να τους κοιτάξουν. κι όλα τ' αυτιά αφουγκράζονταν των χορταριών που γνέφανο κι ήλιος μεσημεριάτικος έλαμπε πάνω σε γη και φύλλα, κι όμως εκείνοι ένιωσαν τα μέλη παγωμένα.

Και έτσι οι δυο ταξιδιώτες έφτασαν στις πύλες του Νάργκο­θροντ, στο φαράγγι του Νάρογκ:

απότομοι στέκαν και γεροί των λόφων οι ώμοι, γέρνοντας πάν ' απ' το γοργό νερό' κι εκεί αασμίδα απότομη, κρυμμένη μες στα δέντρα, ήταν πλατιά και φιδωτή, απ' τη φσορά λιωμένη, μέσα στην όψη της κατηφοριάς. Πύλες είδαν εκεί γιγάντιες και σκοτεινές μες στην πλαγιά χωμένες τα ξύλα τους τεράστια, και πέτρα ήταν ααριά ανώφλια κι ορaοστάτες.

Τα Ξωτικά έπιασαν τους ταξιδιώτες, τους μετέφεραν μέσα στην πόλη, και οι πύλες έκλεισαν πίσω τους:

Έτριξε και αρόντηξε πάνω σε στρόφιγγες ααριές γιγάντια η πόρτα' και κάνοντας αχό ααρύ χτύπησε κλείνοντας σαν κεραυνός, και τρομεροί απόηχοι σε άδειους διαδρόμους

271

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

απλώσηκαν και σούιξαν κάτ' απ' αόρατες στέγες κι έσσησε το φως, Και πρoχωρώvτας πέρασαν από μεγάλους φιδωτούς και σκοτεΙΥούς διαδρόμους, με τους φρουρούς να οδηγούν τα ασέσαια σήματά τους, ώσπου μια λάμψη αμυδρή απ' των δαυλών τη φλόγα μπροστά τους άστραψε' και μακρινά μουρμουρητά σαν από πάμπολλες φωνές σε δώμα συναγμένες άκουσαν κασώς έσπευδαν. ψηλή πολύ η οροφή. Σε μια γωνία ξαφΥικά εστρίψανε μπροστά τους. κι άναυδοι είδανε σVΜσOύλΙO σοσαρό' εKαΤOVΤάδες άτομα σουσά, σε απέραVΤO λυκόφως, κάτω από τρούλους μαΚΡΙΥούς και σκοτεινές καμάρες αυτούς να περψέΥουν.

Όμως στο κείμενο των Παιδιών του Χούριν που δίνεται σ' αυ­τό το βιβλίο, διαβάtουμε μόνο αυτό (σελ 158):

Και τότε σηκώδηκαν και φεύγοντας από το Έιδελ Ί6'ριν ταξί­δεψαν νότια ακολουδώντας τις όχδες του Ν άρογκ, μέχρι που τους έπιασαν ανιχνευτές των Ξωτικών και τους έφεραν αιχ­μάλωτους στο κρυφό οχυρό.

Έτσι έφτασε ο Τούριν στο Νάργκοδροντ.

Πώς έγινε αυτό; Παρακάτω θα προσπαθήσω να δώσω απά­ντηση σε αυτό το ερώτημα.

Φαίνεται σχεδόν βέβαιο ότι όλο το ποίημα για τον Τούριν γράφτηκε από τον πατέρα μου στο Λιντς και ότι το εγκατέ­λειψε στα τέλη του 1924 ή στις αρχές του 1925. Γιατί το έκα­νε αυτό θα παραμείνει άγνωστο. Δεν υπάρχει όμως κανένα μυ­στήριο ως προς το θέμα που στράφηκε στη συνέχεια: το κα-

272

j j t

! Ι

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

λοκαίρι του 1925 άρχισε ένα νέο ποίημα σε τελείως διαφορε­τικό μέτρο, οκτασύλλαβα δίστιχα με ομοιοκαταληξία, και με τίτλο Η Μπαλάντα του Αέισιαν (<<Απελευθέρωση από την Δου­λείω>). Έτσι άρχισε άλλη μια από τις ιστορίες για τις οποίες χρόνια αργότερα, το 1951, όπως ήδη έχω σημειώσει, είπε ότι εί­ναι πλήρεις σε ανάπτυξη, ανεξάρτητες, αλλά και συνδεδεμέ­νες με «τη γενική ιστορία», Γιατί το θέμα της Μπαλάντας του Αέισιαν είναι ο θρύλος του Μπέρεν και την Λούθιεν. Δούλευε το δεύτερο μεγάλο ποίημά του έξι χρόνια και το εγκατέλειψε κι αυτό το Σεπτέμβριο του 1931, έχοντας γράψει πάνω από 4.000 στίχους. Αυτό το ποίημα, όπως και το παρηχητικό, Παι­διά του Χούριν, το οποίο διαδέχθηκε και αντικατέστησε, αντι­προσωπεύει μια σημαντική πρόοδο στην εξέλιξη του θρύλου από την αρχική Χαμένη Ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν.

Το 1926, ενώ Η Μπαλάντα του Αέισιαν βρισκόταν σε εξέλι­ξη, ο πατέρας μου έγραψε μια «Σκιαγράφηση της Μυθολο­γίας» για τον Ρ.Ι Ρέινολντς, που ήταν καθηγητής του στο σχο­λείο Κινγκ Έντουαρντ'ς στο Μπέρμιγχαμ, με σκοπό «να εξη­γήσω το ιστορικό της ποιητικής εκδοχής του Τούριν και του Δράκοντω>. Αυτό το σύντομο χειρόγραφο, που θα έφτανε στις είκοσι περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες, γράφτηκε ρητά ως μία σύνοψη, σε παρόντα χρόνο και με λακωνικό στυλ. Αποτέλεσε όμως την αφετηρία των μεταγενέστερων εκδοχών του Σιλμαρίλλιον (αν και ο τίτλος αυτός δεν είχε δοθεί ακό­μη). Παρόλο που το κείμενο αυτό έδινε ολόκληρη τη μυθο­λογική σύλληψη, ήταν φανερό ότι η ιστορία του Τούριν είχε περίοπτη θέση -και πραγματικά, ο τίτλος του χειρογράφου είναι «Σκιαγράφηση της μυθολογίας με ειδική αναφορά στα "Παιδιά του Χούριν"» , τίτλος που συμφωνεί με το σκοπό για τον οποίο γράφτηκε.

Το 1930 ακολούθησε ένα πολύ πιο ουσιαστικό έργο, η Kov-

273

ι

Ι

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ Χ Ο Υ Ρ Ι Ν

έντα ΝολντορίνΥουα (η Ιστορία των Νόλντορ: γιατί η ιστορία των Ξωτικών Νόλντορ είναι το κεντρικό θέμα του Σιλμαρίλ­λιον). Αυτό προερχόταν άμεσα από τη «Σκιαγράφηση» και, παρόλο που μεγέθυνε σημαντικά το προγενέστερο κείμενο και ήταν γραμμένο με έναν πολύ πιο επεξεργασμένο τρόπο, ο πα-τέρας μου εξακολουθούσε να βλέπει την Κουέντα σε μεγάλο "

βαθμό ως ένα έργο σύνοψης, μια επιτομή πολύ πιο πλούσιων � αφηγηματικών συλλήψεων, κάτι που φαίνεται καθαρά από τον 1 υπότιτλο που του έδωσε και στον οποίο δήλωνε ότι ήταν «μια Ι σύντομη ιστορία [των Νόλντορ] που αντλήθηκε από το Βιβλίο i των Χαμένων Ιστοριών» . Ι

Πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι εκείνη την εποχή η Κουέ- i1

ντα αντιπροσώπευε (αν και με κάπως στοιχειώδη δομή) όλη ! την έκταση του «φανταστικού κόσμου» του πατέρα μου. Δεν Ξ ήταν η ιστορία της Πρώτης Εποχής, όπως έγινε αργότερα, για- Ι τί δεν υπήρχε ακόμη Δεύτερη Εποχή ούτε Τρίτη Εποχή' δεν υ- Ι πήρχε το Νούμενορ ούτε τα χόμπιτ, και φυσικά, ούτε το Δα­χτυλίδι. Η ιστορία τελείωνε με τη Μεγάλη Μάχη, όπου ο Μόρ­γκοθ νικιέται τελικά από τους άλλους Θεούς (τους Βάλαρ). οι οποίοι «τον εκτόξευσαν μέσα από την Πύλη της Άχρονης Νύ­χτας στο Κενό, έξω από τα Τείχη του Κόσμου» ' και ο πατέρας μου έγραψε στο τέλος της Koυέvτα: «Αυτό είναι το τέλος των ιστοριών των ημερών προ των ημερών στις Βόρειες περιοχές του Δυτικού κόσμοω>.

Έτσι θα φανεί πραγματικά παράξενο το γεγονός ότι η Kou­έντα του 1930 ήταν, παρ' όλα αυτά, το μοναδικό αποπερατω­μένο κείμενο του Σιλμαρίλλιον που έγραψε ποτέ (μετά τη «Σκιαγράφηση» ). Όμως, όπως συνέβαινε τόσο συχνά. οι εξω­τερικές πιέσεις υπαγόρευσαν την εξέλιξη του έργου του. Με­τά την Κουέντα, αργότερα στη δεκαετία του 1930. ακολούθη­σε μια νέα εκδοχή σ' ένα θαυμάσιο χειρόγραφο. που είχε επι-

274

� � ""

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

τέλους τον τίτλο Κουέντα Σιλμαρίλλιον, Η Ιστορία των Σιλμα­ρίλι, Αυτή είχε, ή προοριζόταν να έχει, πολύ μεγαλύτερη έ­κταση από την προηγούμενη Κουέντα ΝολντορίνΥουα, αλλά η σύλληψη του έργου ως μιας σύνοψης, ουσιαστικά, μύθων και θρύλων (που από μόνοι τους είχαν εντελώς διαφορετική φύση και εύρος στην πλήρη τους ανάπτυξη) δεν έχει χαθεί με κανέ­ναν τρόπο και ορίζεται πάλι στον τίτλο: « Η Κουέντα Σιλμα­ρι7ιλιον . . . Αυτό είναι ένα σύντομο ιστορικό που αντλείται από πολλές παλαιότερες ιστορίες γιατί όλα τα θέματα που πε­ριέχει περιγράφονταν παλιά και περιγράφονται ακόμη ανάμε­σα στους Έλνταρ της Δύσης σε πληρέστερη μορφή σε άλλες ιστορίες και τραγούδια»,

Έστω και πιθανόν, αυτή η αντίληψη του πατέρα μου για Το Σιλμαρίλλιον προέκυψε όντως από το γεγονός ότι η φάση του έργου του που θα μπορούσε να ονομαστεί «φάση Κουέντα» στη δεκαετία του 1930 άρχισε με μια συμπυκνωμένη σύνοψη που εξυπηρετούσε έναν συγκεκριμένο σκοπό, αλλά κατόπιν υπέστη διεύρυνση και επεξεργασία σε διαδοχικά στάδια, μέχρι που έχασε τη μορφή της σύνοψης, διατηρώντας όμως, λόγω της προέλευσής της, μια χαρακτηριστική «ομοιομορφία» τό­νου. Έχω γράψει αλλού ότι «η μορφή και το ύφος του Σιλμα­ρίλλιον, που είναι συνοπτική ή περιληπτική, με την υπόνοια αι­ώνων ποίησης και "παραδόσεων" πίσω της, προκαλεί μια έ­ντονη αίσθηση "ανεξιστόρητων αφηγήσεων", ακόμη και κατά την εξιστόρησή τους η "απόσταση" δεν χάνεται ποτέ. Δεν υ­πάρχει αφηγηματική επιτακτικότητα, η πίεση και ο φόβος του άμεσου και άγνωστου συμβάντος, Δεν βλέπουμε ουσιαστικά τα Σίλμαριλ όπως βλέπουμε το Δαχτυλίδι» .

Όμως η Κουέντα Σιλμαρι7ιλιον σε αυτήν τη μορφή έφτασε σε ένα απότομο και, όπως αποδείχτηκε. οριστικό τέλος το 1937. Το Χόμπιτ εκδόθηκε από την George Allen and Unwin

275

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

στις 21 Σεπτεμβρίου εκείνης της χρονιάς και. πριν περάσει πο­λύς καιρός. μετά από αίτημα του εκδότη. ο πατέρας μου έ­στειλε μια σειρά από τα χειρόγραφά του. τα οποία παραδό­θηκαν στο Λονδίνο στις 15 Νοεμβρίου 1937. Ανάμεσά τους ή­ταν η Κουέντα ΣιλμαρίλλlOν μέχρι το σημείο που είχε προχω­ρήσει και το οποίο τέλειωνε στη μέση μιας πρότασης στο κά­τω μέρος μιας σελίδας. Όμως. όσο έλειπε το χειρόγραφο. ο πατέρας μου συνέχισε την αφήγηση υπό μορφή προσχεδίου φτάνοντας μέχρι τη φυγή του Τούριν από το Ντόριαθ και την αρχή της �ωής του ως παρανόμου:

Περνώντας τα σύνορα του βασιλείου συγκέντρωσε γύρω του μια ομάδα από άστεγους και απελπισμένους. από εκείνους που έβρισκες εκείνες τις κακές μέρες να καραδοκούν στις ε­ρημιές. και τα όπλα τους στράφηκαν ενάντια σε όλους όσους έβρισκαν στο δρόμο τους, ανεξάρτητα αν ήταν Ξωτικά. Άν­θρωποι ή Ορκ,

Αυτό αποτελεί τον προπομπό του εδαφίου που βρίσκουμε στη σελίδα 98 αυτού του βιβλίου. στην αρχή του κεφαλαίου «ο Τούριν Ανάμεσα στους Παρανόμους» .

Ο πατέρας μου είχε φτάσει σ' αυτό το σημείο όταν του ε­πιστράφηκαν η Κουέντα Σιλμαρίλλιον και τα άλλα χειρόγρα­φα' και τρεις μέρες αργότερα, στις 19 Δεκεμβρίου 1937, έγρα­ψε στην Allen and Unwin: «Έχω γράψει το πρώτο κεφάλαιο μιας νέας ιστορίας για Χόμπιτ -"Μια από μακρού αναμενό­μενη γιορτή"» .

Σε αυτό το σημείο η συνεχόμενη και εξελισσόμενη παρά­δοση του Σιλμαρίλλιον με τη συνοπτική μορφή της Κουέντα έ­φτασε στο τέλος της, ενώ βρισκόταν σε πλήρη εξέλιξη με την αναχώρηση του Τούριν από το Ντόριαθ. Τα χρόνια που ακο-

276

Π Α ΡΑΡΤΗΜΑ

λούθησαν η ιστορία από αυτό το σημείο και μετά παρέμεινε στην απλή, συνοπτική και μη ανεπτυγμένη μορφή της Κουέ­ντα της οεκαετίας του 1930, παγωμένη, θα λέγαμε, ενώ ο εκτε­ταμένος ιστός της Δεύτερης και Τρίτης Εποχής πήρε σάρκα και οστά στη συγγραφή του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών, Όμως αυτή η κατοπινή εξιστόρηση είχε καθοριστική σημασία για τους αρχαίους θρύλους, γιατί οι καταληκτικές ιστορίες (που προέρχονταν από το αρχικό Βιολίο των Χαμένων Ιστοριών) αφη­γούνταν τον όλεθρο του Χούριν, πατέρα του Τούριν, αφού τον ελευθέρωσε ο Μόργκοθ, και για τον αφανισμό των βασιλείων των Ξωτικών στο Νάργκοθροντ, το Ντόριαθ και την Γκοντόλιν, για την οποία έψελνε ο Γκίμλι στα ορυχεία της Μόρια πολλές χιλιάοες χρόνια αργότερα,

Ο κόσμος ήταν όμορφος και τα οουνά ψηλά Πριν απ' την πτώση, τα Χρόνια τα Παλιά ΝάΡΥκοaροντ, Γκοντόλιν, οασιλιάδες κραταιοί Που τώρα έχουν διαοεί τη Θάλασσα τη Δυτική . . ,

Αυτή θα αποτελούσε την κορωνίοα και την ολοκλήρωση: η κα­ταστροφή των Ξωτικών του Νόλντορ στο μεγάλο αγώνα τους ενάντια στη ούναμη του Μόργκοθ και ο ρόλος που έπαιξαν ο Χούριν και ο Τούριν σε αυτό το ιστορικό' τελειώνοντας με την ιστορία του Εαρέντιλ, που ξέφυγε από τα φλεγόμενα ερείπια της Γκοντόλιν,

Όταν, πολλά χρόνια αργότερα, στις αρχές της οεκαετίας του 1950, Ο Άρχοντας των Δαχτυλιδιών τέλειωσε, ο πατέρας μου στράφηκε με ορμή και σιγουριά στο «Θέμα των Παλαιών Ημερών», που τώρα είχαν γίνει «η Πρώτη Εποχή » ' και στα χρόνια που ακολούθησαν, ανέσυρε πολλά παλιά χειρόγραφα

277

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

αφημένα για πολύν καιρό. Aρxί�oντας από το Σιλμαρίλλιον, κάλυψε αυτήν τη φορά το θαυμάσιο χειρόγραφο της Κουέντα Σιλμαρίλλιον με διορθώσεις και επεκτάσεις όμως αυτή η επα­νεξέταση σταμάτησε το 1951 πριν φτάσει στην ιστορία του Τούριν, το σημείο όπου είχε εγκαταλειφθεί η Κουέντα Σιλμα­ρίλλιον το 1937, με την εμφάνιση της «νέας ιστορίας για τα Χόμπιτ» .

Ο πατέρας μου ξεκίνησε μια αναθεώρηση της Μπαλάντας του Αέιαιαν (το ομοιοκαταληκτικό ποίημα με την ιστορία του Μπέρεν και της Λούθιεν που εγκαταλείφθηκε το 1931). που γρήγορα έγινε ένα σχεδόν νέο ποίημα πολύ μεγαλύτερης α­ξίας όμως κι αυτό σταμάτησε σταδιακά και τελικά εγκατα­λείφθηκε. Κατόπιν άρχισε να γράφει ένα μεγάλο πε�ό έπος για τον Μπέρεν και τη Λούθιεν. που θα βασι�όταν στην ανα­θεωρημένη μορφή της Μπαλάντας, αλλά το εγκατέλειψε κι αυτό. Έτσι η επιθυμία του -που ήταν εμφανής σε αυτές τις διαδοχικές προσπάθειες- να αποδώσει την πρώτη από τις «μεγάλες ιστορίες» στην κλίμακα που ήθελε δεν εκπληρώθη­κε ποτέ.

Εκείνη την εποχή στράφηκε πάλι, επιτέλους, στη «μεγάλη ιστορία» της Πτώσης της Γκοντόλιν, που υπήρχε ήδη στις Χα­μένες Ιστορίες, γραμμένη πριν από τριάντα πέντε περίπου χρόνια, και στις λίγες σελίδες που της είχε αφιερώσει στην Κουέντα NoλντoρίVΓOυα του 1930. Με αυτό τον τρόπο θα πα­ρoυσία�ε, σε μια εποχή που βρισκόταν στο �ενίθ των ικανοτή­των του, σε λεπτομερειακή αφήγηση και σ' όλες τις πτυχές της, την εκπληκτική ιστορία που είχε διαβάσει στον Σύλλογο Δοκιμίων του κολεγίου του στην Οξφόρδη το 1920 και που πα­ρέμεινε σε όλη του τη �ωή ένα �ωΤΙKό στοιχείο της φαντασια­κής απεικόνισης των Παλαιών Ημερών. Η συσχέτιση με την

278

! §

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

ιστορία του Τούριν έγκειται στα δύο αδέλφια, τον Χούριν, πατέ­ρα του Τούριν, και τον Χούορ, πατέρα του Τούορ. Ο Χούριν και ο Χούορ στα νεανικά τους χρόνια μπήκαν στην πόλη των Ξωτι­κών, την Γκοντόλιν, που ήταν κρυμμένη μέσα σ' έναν κύκλο από ψηλά βουνά. όπως περιγράφεται στα Παιδιά του Χούριv (σ. 35) και αργότερα, στη Μάχη Των Αναρίθμητων Δακρύων, ξανασυ­ναντήθηκαν με τov Τούργκον, το βασιλιά της Γκοντόλιν, και αυ­τός τους είπε (σ. 58): «Η Γκοντόλιν δεν θα μπορέσει να παρα­μείνει κρυφή για πολύ τώρα και, αν ανακαλυφθεί, αναγκαστικά θα πέσει». Και ο Χούορ απάντησε: «Όμως αν συνεχίσει να στέ­κει για λίγο ακόμη, τότε από τον οίκο σου θα προέλθει η ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Ανθρώπους. Σου το λέω αυτό, κύριέ μου, με τα μάτια του θανάτου. Αν και θα χωριστούμε εδώ για πάντα και δεν θα ξαναδώ τις λευκές σου αίθουσες, από σένα κι από μέ­να θα ανατείλει ένα νέο άστρο. Στο καλό! »

Αυτή η προφητεία εκπληρώθηκε όταν ο Τούορ, πρώτος ε­ξάδελφος του Τούριν, έφτασε στην Γκοντόλιν και παντρεύτη­κε την Ίντριλ. κόρη του Τούργκον' γιατί ο γιος τους ήταν ο Εα­ρέντιλ: το «νέο άστρο», η «ελπίδα για τα Ξωτικά και τους Α ν­θρώπους» , που διέφυγε από την Γκοντόλιν. Στο πεζό έπος της Πτώσης της Γκοvτόλιv που θα γραφόταν αργότερα και που μάλλον άρχισε το 195Ι ο πατέρας μου αφηγήθηκε το ταξίδι του Τούορ και του Ξωτικού συντρόφου του, του Βορόνγουε, που τον καθοδηγούσε' και στο δρόμο, μόνοι στην ερημιά, ά­κουσαν μια κραυγή μέσα στο δάσος:

Και καθώς περίμεναν, βγήκε κάποιος μέσα από τα δέντρα και είδαν ότι ήταν ένας ψηλός Άνθρωπος, οπλισμένος, ντυμένος στα μαύρα, μ' ένα μακρύ σπαθί ξεθηκαρωμένο. και αναρω­τήθηκαν γιατί η λεπίδα ΤΟυ σπαθιού ήταν κι αυτή μαύρη, αλ­λά οι κόψεις άστραφταν λαμπερές και ψυχρές.

279

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Αυτός ήταν ο Τούριν, που έφευγε από το Νάργκοθροντ με� τά τη λεηλασία του. Όμως ο Τούορ και ο Βορόνγουε δεν του μίλησαν καθώς περνούσε και «δεν ήξεραν ότι το Ν άργκοθροντ είχε πέσει και ότι αυτός ήταν ο Τούριν, ο γιος του Χούριν, το Μαύρο Σπαθί. Έτσι μόνο για μια στιγμή, και ποτέ ξανά στο μέλλον, πλησίασαν οι δρόμοι των δύο συγγενών, του Τούριν και του Τούορ» .

Στην καινούργια ιστορία της Γκοντόλιν ο πατέρας μου φέρ� νει τον Τούορ σ' ένα ψηλό σημείο στα Κυκλωτικά Βουνά, απ' όπου το μάτι του μπορούσε να διασχίσει τον κάμπο μέχρι την Κρυμμένη Πόλη' και εκεί, δυστυχώς, σταματά το γράψιμο και δεν το προχωρά άλλο. Έτσι στην Πτώση της Γκοντόλιν παρό� μοια δεν πέτυχε το σκοπό του' και δεν βλέπουμε τη μεταγε� νέστερη εκδοχή του είτε για το Νάργκοθροντ είτε για την Γκο­ντόλιν.

Έχω πει αλλού ότι <<με την ολοκλήρωση της μεγάλης "ει­σβολής" του Άρχοντα των Δαχτυλιδιών και το τέλος της, φαί­νεται ότι ο πατέρας μου στράφηκε στις Παλαιές Ημέρες με την επιθυμία να επανέλθει στην πολύ μεγαλύτερη κλίμακα με την οποία είχε αρχίσει πριν από πολύν καιρό, στο Βισλίο των Χαμένων Ιστοριών. Η ολοκλήρωση της Κουέντα ΣιλμαριΜιον παρέμεινε ο στόχος του' αλλά οι "μεγάλες ιστορίες", σε τε­ράστιο βαθμό ανεπτυγμένες σε σχέση με την αρχική τους μορ­φή, από τις οποίες έπρεπε να προέλσουν τα τελευταία της κε­φάλαια, δεν γράφτηκαν ποτέ» . Αυτά τα σχόλια ισχύουν και για τη «μεγάλη ιστορία» των Παιδιών του ΧούριΥ' όμως σ' αυ­τή την περίπτωση ο πατέρας μου πέτυχε πολύ περισσότερα, αν και δεν μπόρεσε ποτέ να δώσει οριστική και τελική μορφή σ' ένα σημαντικό μέρος της δεύτερης και εξαιρετικά διευρυ­μένης εκδοχής της.

Ταυτόχρονα με τη στροφή του στην Μπαλάντα του Λέισιαν

280

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

και την Πτώση της ΓKOVΤόλιν, ξεκίνησε τη νέα του εκδοχή για τα Παιδιά του Χούριν, όχι με την παιδική ηλικία του Τούριν, αλλά με το μετέπειτα τμήμα της ιστορίας, την κορύφωση της κα­ταστροφικής του πορείας μετά την πτώση του Νάργκοθροντ. Πρόκειται για το κείμενο που παρουσιάζεται σ' αυτό το οιολίο από την Επιστροφή του Τούριν στο Ντορ-λόμιν (σελ. 182) μέχρι το θάνατό του. Για ποιο λόγο ο πατέρας μου προχώρησε με αυτό τον τρόπο, που ήταν τόσο διαφορετικός από τη συνηθι­σμένη του πρακτική να ξεκινά πάλι από την αρχή, δεν μπορώ να το εξηγήσω. Όμως σε αυτή την περίπτωση άφησε ανάμεσα στα χαρτιά του και κάποια μεταγενέστερα αλλά μη χρονολο­γημένα κείμενα που αφορούν την ιστορία από τη γέννηση του Τούριν μέχρι τη λεηλασία του Νάργκοθροντ. με λεπτομερή επεξεργασία των παλαιών εκδοχών προσθέτοντας αφηγήσεις άγνωστες ως τότε.

Το μεγαλύτερο μέρος αυτού του έργου, αν όχι όλο. ανήκει στην περίοδο μετά την έκδοση του .Aρχovτα των Δαχτυλιδιών. Εκείνα τα χρόνια Τα Παιδιά του Χούριν έγιναν γι' αυτόν η κυ­ρίαρχη ιστορία του τέλους των Παλαιών Ημερών και για πο­λύν καιρό της αφιέρωσε όλη του τη σκέψη. Όμως τώρα του ή­ταν δύσκολο να δώσει μια σταθερή αφηγηματική δομή, καθώς η ιστορία γινόταν πολύπλοκη ως προς τους χαρακτήρες και τα γεγονότα' και πραγματικά, ένα μεγάλο τμήμα της ιστορίας α­ποτελεί συρραφή ασύνδετων προσχεδίων και περιγραμμάτων της πλοκής.

Όμως Τα Παιδιά του Χούριν στην τελευταία τους μορφή εί­ναι ο κύριος αφηγηματικός μύθος της Μέσης-γης μετά την ο­λοκλήρωση του .Aρχovτα Των Δαχτυλιδιώγ και η ζωή και ο θά­νατος του Τούριν απεικονίζονται με τόση πειστική δύναμη και αμεσότητα, που δύσκολα μπορούμε να βρούμε σε άλλα ση­μεία ανάμεσα στους λαούς της Μέσης-γης. Γι ' αυτόν το λόγο

281

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

προσπάθησα σε αυτό το οιολίο, μετά από μακρά μελέτη των χειρογράφων, να συνθέσω ένα κείμενο που να παρέχει μια συ­νεχή αφήγηση από την αρχή ως το τέλος, χωρίς την εισαγωγή στοιχείων που να μην είναι αυθεντικά στη σύλληψή τους,

282

Η ΣΥΝΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ

Στις Ατέλειωτες Ιστορίες, που εκδόθηκαν πριν από είκοσι πέ­ντε και παραπάνω χρόνια, παρουσίασα ένα επιμέρους κείμε­νο της εκτεταμένης έκδοσης αυτής της ιστορίας, που ήταν γνωστή ως Ναρν, από τον τίτλο της στη γλώσσα των Ξωτικών Ναρν ι Χιν Χούριν, « Η Ιστορία των Παιδιών του Χούριν» , Όμως αυτό αποτελούσε μέρος ενός μεγάλου βιβλίου με πολυποίκιλο περιεχόμενο, και το κείμενο ήταν εξαιρετικά ελλιπές λόγω του γενικού σκοπού και της φύσης του βιβλίου. Στην ουσία, παρέ­λειψα έναν αριθμό από σημαντικά εδάφια (και ένα από αυτά πολύ εκτενές). στα οποία το κείμενο Ναρν έμoια�ε πολύ με ε­κείνο της πολύ πιο σύντομης εκδοχής του ΣιλμαρίλΛιον, ή ό­που θεωρούσα ότι δεν υπήρχε «εκτενές» κείμενο που να το διακρίνει η σαφήνεια.

Έτσι η μορφή της Ναρν εδώ διαφέρει από εκείνη των Ατέ­Λειωτων Ιστοριών. Μερικές από αυτές τις διαφορές οφείλονται στην πολύ πιο διεξοδική μελέτη των αμέτρητων μπερδεμένων χειρογράφων, αφού είχε εκδοθεί αυτό το βιβλίο. Αυτό με οδή­γησε σε διαφορετικά συμπεράσματα για τις σχέσεις και τη διαδοχή μερικών από τα κείμενα, κυρίως στην εξαιρετικά μπερδεμένη εξέλιξη του θρύλου κατά την περίοδο του «Τού­ριν ανάμεσα στους Παρανόμους». Ακολουθεί μια περιγραφή

283

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

και εξήγηση της σύνθεσης αυτού του νέου κειμένου των Παι­διών του Χούριν.

Ένα σημαντικό στοιχείο σε όλα αυτά είναι η ασυνήθιστη κα­τάσταση του Σιλμαρίλλιον που είχε ήδη εκδοθεί' γιατί. όπως α­νέφερα στο πρώτο μέρος αυτού του Παραρτήματος. ο πατέ­ρας μου όταν άρχισε να γράφει τον Άρχοντα των Δαχτυλιδιών. το 1937, εγκατέλειψε την Κουέντα ΣιλμαρίλλlOν στο σημείο που είχε φτάσει (εκεί που ο Τούριν γίνεται παράνομος μετά τη φυ­γή του από το Ντόριαθ). Για λόγους αφηγηματικότητας έκανα χρήση σε μεγάλη έκταση Των Χρονικών του Μπελέριαντ (που αρχικά είχαν τίτλο «Ιστορία των Ετών»), αλλά που σε διαδο­χικές εκδοχές εξελίχθηκε και διευρύνθηκε σε ένα αφηγηματι­κό χρονικό παράλληλο με τα διαδοχικά χειρόγραφα του Σιλ­μαρίλλlOν και που έφτανε ως την απελευθέρωση του Χούριν α­πό τον Μόργκοθ μετά το θάνατο του Τούριν και της Νίενορ.

Έτσι το πρώτο εδάφιο που παρέλειψα από την εκδοχή του Ναρν ι Χιν Χούριν στις Ατέλειωτες Ιστορίες είναι η περιγραφή της διαμονής του Χούριν και του Χούορ στην Γκοντόλιν στα νεανικά τους χρόνια. Και το έκανα αυτό. απλά. επειδή η ιστο­ρία αυτή υπάρχει στο ΣιλμαριΝιlOν. Όμως ο πατέρας μου στην πραγματικότητα έγραψε δύο εκδοχές: η μία απ' αυτές προο­ρι�όταν ρητά για την αρχή της Ναρν. αλλά στηριζόταν πολύ στενά σε ένα μέρος των Χρονικών του Μπελέριαντ και ουσια­στικά διέφερε ελάχιστα στο μεγαλύτερο μέρος της. Στο Σιλ­μαρίλλlOν χρησιμοποίησα και τα δύο κείμενα, αλλά εδώ ακο­λούθησα την εκδοχή της Ναρν.

Το δεύτερο εδάφιο που παρέλειψα από τη Ναρν στις Ατέ­λειωτες Ιστορίες είναι η περιγραφή της Μάχης των Αναρίθμη­των Δακρύων. μια παράλειψη που έγινε για τον ίδιο λόγο' και εδώ πάλι ο πατέρας μου έγραψε δύο εκδοχές, μία για τα Χρο-

284

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

νικά και μια δεύτερη, πολύ μεταγενέστερη αλλά με το κείμε­νο των Χρονικών μπροστά του, το οποίο και ακολούθησε στε­νά στο μεγαλύτερο μέρος του, Αυτή η δεύτερη αφήγηση της μεγάλης μάχης πρooρι�όταν ρητά και πάλι να αποτελέσει συ­στατικό στοιχείο της Ναρν (το κείμενο έχει επικεφαλίδα Ναρν ΙΙ, δηλαδή, δεύτερο τμήμα της Ναρν), και δηλώνει από την αρχή στο κείμενο αυτού του οιολίου: «Εδώ θα καταγραφούν εκείνα μόνο τα συμοάντα που έχουν σχέση με τη μοίρα του Οί­κου του Χάντορ και των παιδιών του Χούριν του Σταθερού». Γι' αυτόν το λόγο ο πατέρας μου διατήρησε από την αφήγηση των Χρονικών μόνο την περιγραφή της « δυτικής μάχης» και την καταστροφή της στρατιάς του ΦίνγΚΟΥ" και με αυτή την απλοποίηση και τη συντόμευση της αφήγησης άλλαξε την πο­ρεία της μάχης όπως αυτή περιγράφεται στα Χρονικά. Στο Σιλμαρίλλιον φυσικά ακολούθησα τα Χρονικά. αν και με μερι­κά στοιχεία παρμένα από την εκδοχή της Ναργ όμως σε αυ­τό το οιολίο ακολούθησα το κείμενο που ο πατέρας μου θεω­ρούσε κατάλληλο για τη Ναρν στο σύνολό της.

Το νέο κείμενο του κεφαλαίου «ο Τούριν στο Ντόριαθ» εί­ναι σημαντικά αλλαγμένο σε σχέση με εκείνο των Ατέλειωτων Ιστοριών. Εδώ υπάρχει ένα σύνολο κειμένων, πολλά σε πολύ ακατέργαστη μορφή, που αφορούν τα ίδια αφηγηματικά στοι­χεία σε διαφορετικά στάδια ανάπτυξης, και σε μια τέτοια πε­ρίπτωση προφανώς μπορεί να υιοθετήσει κανείς διαφορετικές απόψεις για το πώς έπρεπε να γίνει ο χειρισμός του αρχικού υλικού. Έχω καταλήξει πως όταν συνέθεσα το κείμενο των Ατέλειωτων Ιστοριών. επέτρεψα στον εαυτό μου μεγαλύτερη ε­λευθερία από εκείνη που χρεια�όταν. Σε αυτό το οιολίο επα­νεξέτασα τα πρωτότυπα χειρόγραφα και ανασυνέθεσα το κεί­μενο, και σε πολλά (συνήθως πολύ δευτερεύοντα) σημεία α­ποκατέστησα τις αρχικές λέξεις, επαναπροσθέτοντας προτά-

285

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

σεις ή σύντομα εδάφια που δεν έπρεπε να έχουν παραλειφθεί, διορθώνοντας μερικά λάθη και κάνοντας διαφορετικές επιλο­γές ανάμεσα στις διαφορετικές αρχικές αποδόσεις της ιστο­ρίας.

Σε σχέση με τη δόμή της αφήγησης σε αυτή την περίοδο της �ωής του Τούριν. από τη φυγή του από το Ντόριαθ και την κατάληξή του στο κρησφύγετο των παρανόμων στο Άμον Ρουδ, ο πατέρας μου είχε κατά νου ορισμένα αφηγηματικά <<στοι­χεία» : τη δίκη του Τούριν ενώπιον του Θίνγκολ' τα δώρα του Θίνγκολ και της Μέλιαν στον Μπέλεγκ' την κακομεταχείριση του Μπέλεγκ από τους παρανόμους όσο έλειπε ο Τούριψ τις συναντήσεις του Τούριν και του Μπέλεγκ. Μετακινούσε αυτά τα «στοιχεία» το ένα σε σχέση με το άλλο. και τοποθετούσε τμήματα του διαλόγου σε διαφορετικά πλαίσια' αλλά του ή­ταν δύσκολο να τα συνθέσει σε μια τελική «πλοκή» -«να α­νακαλύψω τι πραγματικά συνέ6η » . Τώρα όμως μου έχει απο­σαφηνισθεί, μετά από πολλή επιπρόσθετη μελέτη, ότι ο πα­τέρας μου είχε όντως πετύχει μια ικανοποιητική δομή και σει­ρά για αυτό το μέρος της ιστορίας πριν την εγκαταλείψει' και επίσης ότι η αφήγηση σε πολύ συντομευμένη μορφή που συ­νέθεσα για την έκδοση του Σιλμαρίλλιον συμφωνεί μ' αυτήν τη δομή -με μία μόνο διαφορά.

Στις Ατέλειωτες Ιστορίες υπάρχει ένα τρίτο αφηγηματικό κενό στις σσ. 140-141 [ελλην. έκδοσης]: η ιστορία σταματά στο σημείο όπου ο Μπέλεγκ, έχοντας 6ρει επιτέλους τον Τοίφιν α­νάμεσα στους παρανόμους, δεν μπορεί να τον πείσει να επι­στρέψει στο Ντόριαθ (σσ. 115-9 στο νέο κείμενο), και δεν αρ­xί�ει πάλι παρά μόνο αφού οι παράνομοι συναντούν τους Μι­κρονάνους. Εδώ ανέτρεξα πάλι στο Σιλμαρίλλιον για να καλύ­ψω το κενό, προσέχοντας ότι εκεί ακολουθεί στην ιστορία ο α­ποχαιρετισμός του Μπέλεγκ στον Τούριν και η επιστροφή του

286

Π Α ΡΑ Ρ Τ Η Μ Α

στο Μένεγκροθ «όπου έλαβε το σπαθί Ανγκλάχελ από τον Θίνγκολ και λέμπας από τη Μέλιαν» . Όμως μπορεί να τεκμη­ριωθεί ότι ο πατέρας μου στην πραγματικότητα είχε απορρίψει αυτή την εκδοχή' γιατί «αυτό που πραγματικά συνέβψ> ήταν ότι ο Θίνγκολ έδωσε το Ανγκλάχελ στον Μπέλεγκ μετά τη δί­κη του Τούριν, όταν ο Μπέλεγκ ξεκίνησε για πρώτη φορά να τον βρει. Έτσι, στο παρόν κείμενο το δώρο του σπαθιού το­ποθετείται σ' εκείνο το σημείο (σελ. 96) και δεν υπάρχει κα­μιά αναφορά εκεί για το δώρο του λέμπας. Και αργότερα, ό­ταν ο Μπέλεγκ επέστρεψε στο Μένεγκροθ μετά την εύρεση του Τούριν, δεν υπάρχει φυσικά καμιά αναφορά στο Ανγκλά­χελ στο νέο κείμενο, αλλά μόνο στο δώρο της Μέλιαν.

Εδώ είναι η κατάλληλη στιγμή να αναφέρω πως έχω παρα­λείψει από το κείμενο δύο εδάφια που συμπεριέλαβα στις Ατέ­λειωτες Ιστορίες, αλλά που ήταν παρενθετικά για την αφήγη­ση: το ένα είναι η ιστορία που αφηγείται πώς κατέληξε το Δρακοκράνος στα χέρια του Χούριν του Ντορ-λόμιν και το δεύτερο η προέλευση του Σάερος. Παρεμπιπτόντως, φαίνεται βέβαιο από μια βαθύτερη κατανόηση του συσχετισμού των χειρογράφων ότι ο πατέρας μου απέρριψε το όνομα Σάερος και το αντικατέστησε με το όνομα Όργκολ, το οποίο κατά «γλωσσική ατυχία» συμπίπτει με την αρχαία αγγλική λέξη όρ­γκολ, όργκελ, «περηφάνια». Όμως θεώρησα ότι είναι πολύ αρ­γά τώρα για να αλλάξω το όνομα Σάερος.

Το κύριο χάσμα στην αφήγηση όπως δίνεται στις Ατέλειωτες Ιστορίες συμπληρώνεται στο νέο κείμενο με τις σελίδες 141 έ­ως 181, από το τέλος του κεφαλαίου «Για τον Νάνο Μιμ», δη­λαδή με τα κεφάλαια «Η Γη το Τόξου και του Κράνους», «ο Θάνατος του Μπέλεγκ» και " Η Πτώση του Νάργκοθρονn>.

Υπάρχει μια πολύπλοκη σχέση σε αυτό το μέρος του «έπους

287

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

του Τούριν» ανάμεσα στα πρωτότυπα χειρόγραφα, την ιστορία όπως παρoυσιά�εται στο ΣιλμαρΟιλιον, τα ασύνδετα εδάφια που είναι συγκεντρωμένα στο παράρτημα της Ναρν στις Ατέλειωτες Ιστορίες και στο νέο κείμενο αυτού του βιβλίου, Πάντα θεωρού­σα ότι η γενική πρόθεση του πατέρα μου ήταν, αφού είχε δημι­ουργήσει την «μεγάλη ιστορία» του Τούριν σε μορφή που να τον ικανοποιεί. με το πλήρωμα του χρόνου να παραγάγει από αυτήν μια πολύ πιο σύντομη εκδοχή της που θα μπορούσαμε να την ο­νομάσουμε «μορφή Σιλμαρίλλιον» , Όμως αυτό, φυσικά, δεν έγι­νε, Και έτσι ανέλαβα τώρα, πάνω από τριάντα χρόνια αργότερα, το παράξενο έργο να προσπαθήσω να προσομοιώσω αυτό που δεν έκανε: το γράψιμο μιας εκδοχής Σιλμαρίλλιον με βάση την τε­λευταία μορφή της ιστορίας, την οποία όμως να αντλήσω από τα ετερογενή υλικά της «εκτενούς εκδοχής» , της Ναρν. Αυτό είναι το Κεφάλαιο 21 στο Σιλμαρίλλιον.

Έτσι το κείμενο αυτού του βιβλίου που συμπληρώνει το με­γάλο κενό της πλοκής στις Ατέλειωτες Ιστορίες αντλείται από το ίδιο πρωτότυπο υλικό με το αντίστοιχο κομμάτι του Σιλμα­ρίλλιον, αλλά αυτά τα δύο χρησιμοποιούνται για διαφορετικό σκοπό σε κάθε περίπτωση, και στο νέο κείμενο υπάρχει μια καλύτερη κατανόηση του λαβύρινθου των προσχεδίων και ση­μειώσεων και της σειράς που έχουν. Ένα μεγάλο μέρος των πρωτότυπων χειρογράφων που παραλείφθηκαν ή συντομεύ­θηκαν στο Σιλμαρίλλιον παραμένει διαθέσιμο. Όμως. όπου δεν υπήρχε τίποτα να προστεθεί στην εκδοχή του Σιλμαρίλλιον (ό­πως στην αφήγηση του θανάτου του Μπέλεγκ, που προέρχε­ται από τα Χρονικά του Μπελέριαντ), αυτή η εκδοχή απλώς συμπεριλαμβάνεται αυτούσια.

Εν τέλει. παρόλο που υποχρεώθηκα να προσθέσω ενδιάμε­σα εδάφια εδώ κι εκεί για να συνδέσω τα διαφορετικά προ­σχέδια, δεν υπάρχει κανένα στοιχείο εξωγενούς «επινόησης»

288

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

οποιασδήποτε μορφής, έστω και της πιο ασήμαντης, στο ε­κτενέστερο κείμενο που παρουσιάζεται εδώ, Το κείμενο, παρ' όλα αυτά, είναι τεχνητό, Πραγματικά, δεν θα μπορούσε να μην είναι, ιδιαίτερα αφού αυτό το μεγάλο σώμα χειρογράφων αντιπροσωπεύει μια συνεχή εξέλιξη της ίδιας της ιστορίας. Τα προσχέδια που είναι απόλυτα απαραίτητα για το σχηματισμό μιας συνεχούς αφήγησης μπορεί στην πραγματικότητα να ανή­κουν σε προγενέστερο στάδιο. Έτσι, για να δώσω ένα παρά­δειγμα περί προγενέστερου σημείου. το κύριο κείμενο που α­φηγείται την άφιξη της ομάδας του Τούριν στο λόφο του Άμον Ρουδ, το χώρο που βρήκαν πάνω στο λόφο, τη ζωή τους εκεί και την εφήμερη επιτυχία του Ντορ-Κούαρθολ, έχει γραφτεί πριν υπάρξει οποιαδήποτε υπόνοια για Μικρονάνους. Και πραγμα­τικά, μια πλήρης περιγραφή του σπιτιού του Μιμ κάτω από την κορυφή εμφανίζεται πριν από τον ίδιο τον Μιμ.

Στην υπόλοιπη ιστορία, από την επιστροφή του Τούριν στο Ντορ-λόμιν μέχρι το τέλος, στην οποία ο πατέρας μου έδωσε μια οριστική μορφή, υπήρχαν. φυσικά, πολύ λίγες διαφορές με το κείμενο στις Ατέλειωτες Ιστορίες. Όμως υπάρχουν δύο λε­πτομέρειες στην περιγραφή της επίθεσης κατά του Γκλάου­ρουνγκ στο Κάμπεντ-εν-Άρας όπου διόρθωσα τις αρχικές λέ­ξεις και οι οποίες χρειάζονται εξήγηση.

Η πρώτη αφορά τη γεωγραφία. Αναφέρεται (σσ. 230-1) πως όταν ο Τούριν και οι σύντροφοί του ξεκίνησαν από το Νεν Γκίριθ το μοιραίο βράδυ, δεν πήγαν απευθείας προς το μέρος του δρά­κου. που βρισκόταν στην απέναντι πλευρά του φαραγγιού, αλλά πήραν πρώτα ένα μονοπάτι προς τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν' και «μετά, πριν απομακρυνθούν πολύ, έστριψαν νότια από ένα στε­νό δρόμο» και διέσχισαν το δάσος πάνω από το ποτάμι προς το Κάμπεντ-εν-Άρας. Καθώς πλησίαζαν, σύμφωνα με το πρωτότυ-

289

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

πο κείμενο του εδαφίου, «τα πρώτα άστρα είχαν αρχίσει να λά­μπουν στην ανατολή πίσω τους» .

Όταν επεξεργα�όμoυν το κείμενο για τις Ατέλειωτες Ιστο­ρίες, δεν επισήμανα ότι αυτό δεν μπορεί να είναι σωστό. αφού σίγουρα δεν κινούνταν προς τα δυτικά αλλά προς τα ανατολι­κά ή τα νοτιοανατολικά, μακριά από τις Διαβάσεις, και τα πρώ­τα άστρα στην ανατολή πρέπει να ήταν μπροστά τους. όχι πί­σω τους. Όταν το πραγματεύτηκα αυτό στον Πόλεμο των Πε­τραδιών (1994), παραδεχόμουν ότι ο «στενός δρόμος» που πη­γαίνει νότια στρίβει πάλι δυτικά για να φτάσει στον Τέιγκλιν. Όμως τώρα αυτό μου φαίνεται απίθανο, γιατί δεν θα είχε νόημα και σκοπό στην αφήγηση, και μια πολl) πιο απλή λύση ήταν να διορθώσω το «πίσω τους» σε «μπροστά τους», πράγμα που έκανα σε αυτό το κείμενο.

Ο χάρτης που έφτιαξα στις Ατέλειωτες Ιστορίες για να δεί­ξω τη διάταξη της γης δεν είναι πολύ καλά προσανατολισμέ­νος. Όπως φαίνεται από το χάρτη του Μπελέριαντ, του πα­τέρα μου, και αναπαράγεται στο δικό μου χάρτη για το Σιλ­μαρίλλιον, το Άμον Όμπελ ήταν σχεδόν ανατολικά των Διαβά­σεων του Τέιγκλιν (<<βγήκε το φεγγάρι πέρα από το Άμον Ό­μπελ»). και ο Τέιγκλιν κυλούσε νοτιανατολικά ή νότια-νοτια­νατολικά στα φαράγγια. Τώρα έχω ξανασχεδιάσει το χάρτη και έχω σημειώσει επίσης κατά προσέγγισιν τη θέση του Κάμπεντ­εν-Άρας. (Αναφέρεται στο κείμενο [σελ. 225] ότι « Και στο δρόμο του Γκλάουρουνγκ υπήρχε τώρα ένα από αυτά τα φα­ράγγια, όχι το βαθύτερο, αλλά σίγουρα το στενότερο, βόρεια από τη συμβολή του Κελέμπρος».)

Το δεύτερο σημείο αφορά την αφήγηση της εξόντωσης του Γκλάουρουνγκ τη στιγμή που περνούσε το φαράγγι. Εδώ υ­πάρχει ένα προσχέδιο και μια τελική μορφή. Στο προσχέδιο ο Τούριν και οι σύντροφοί του αναρριχήθηκαν στην απέναντι

290

ΠΑΡΑΡΤΗΜΑ

προς .---? 1ψον

Opfr&(/

t 13

πλευρά του φαραγγιού μέχρι που έφτασαν λίγο κάτω από το χείλος. Έμειναν εκεί κατά τη διάρκεια της νύχτας, και ο Τού­ριν «πάλευε με σκοτεινά όνειρα τρόμου στα οποία όλη του η θέληση ήταν δοσμένη στην προσπάθεια να κρατηθεί». Όταν ήρθε η μέρα, ο Γκλάουρουνγκ ετοιμάστηκε να περάσει το φα­ράγγι σε ένα σημείο «πολλά βήματα προς το βορρά», και έ­τσι ο Τούριν υποχρεώθηκε να κατεβεί στην κοίτη του ποταμού και μετά να ανεβεί πάλι τον γκρεμό για να βρε θεί κάτω από την κοιλιά του Δράκοντα.

Στην τελική έκδοση (σελ. 235) ο Τούριν και ο Χούνθορ εί­χαν ανεβεί σε μικρό ύψος, από την απέναντι πλευρά, όταν ο Τούριν είπε ότι σπαταλούν τις δυνάμεις τους ανεβαίνοντας τώ­ρα, αφού δεν ήξεραν ακόμη από πού θα περάσει ο Γκλάου­ρουνγκ. «Έτσι σταμάτησαν και περίμεναν». Δεν αναφέρεται ότι κατέβηκαν από το σημείο που ήταν όταν σταμάτησαν την

291

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

αναρρίχηση και η φράση για το όνειρο του Τούριν <<στο οποίο όλη του η θέληση ήταν στραμμένη στην προσπάθεια να μείνει γραπωμένος» επανεμφανίζεται από τΟ κείμενο του προσχεδί­ου. Όμως στο αναθεωρημένο κείμενο δεν υπάρχει ανάγκη να μείνουν γραπωμένοι από πουθενά: θα μπορούσαν να κατε­βούν στον πυθμένα του φαραγγιού και να περιμένουν εκεί. Πραγματικά. αυτό έκαναν: αναφέρεται στο τελικό κείμενο των Ατέλειωτων Ιστοριών ότι το σημείο όπου βρίσκονταν δεν ήταν στο δρόμο του Γκλάουρουνγκ και ότι ο Τούριν «προχώρησε κατά μήκος του ποταμού για να έρθει από κάτω του» . Φαίνε­ται, λοιπόν, ότι η τελική ιστορία εμπεριέχει ένα περιττό στοι­χείο από το προηγούμενο προσχέδιο. Για να της δώσω συνοχή άλλαξα (σ. 237) τη φράση <<αφού δεν στέκονταν ακριβώς στο δρόμο του Γκλάουρουνγκ» σε «αφού δεν ήταν ακριβώς στο δρόμο του Γκλάουρουνγκ». και το «άρχισε να προχωρεί κατά μήκος του νερού» σε «άρχισε να προχωρεί κατά μήκος του γκρεμού» .

Αυτά τα θέματα είναι δευτερεύουσας σημασίας από μόνα τους. αλλά αποσαφηνίζουν μια σειρά από σκηνές που έχουν την πιο ζωηρή ίσως οπτική περιγραφή μέσα στους θρύλους των Παλαιών Ημερών και που αντιπροσωπεύουν ένα από τα σπουδαιότερα γεγονότα.

292

Τα ονόματα που εμφανί�oνται στον χάρτη του Μπελέριαντ σημειώ­νονται με αστερίσκο.

Αγ"άργαεν [Agarwaen]: «Αιματοβαμμένος» , όνομα που πήρε ο Τούριν στο Νάργκοθροντ,

Αγριάνθρωπος των Δασών [Wildman of the Woods]: Όνομα που πήρε ο Τούριν όταν συνάντησε για πρώτη φορά τους Ανθρώπους του Μπρέθιλ

Άεριν [Aerin]: Συγγενής του Χούριν στο Ντορ-λόμιν, που την πή­ρε για γυναίκα του ο Μπρόντα ο Ανατολίτης,

A�αγ"άλ [AzaghaJ]: Άρχοντας τον Νάνων στο Μπέλεγκοστ, Άινουρ [Ainur]: «Οι Ιεροί», τα πρώτα όντα που δημιουργήθηκαν

από τον Ι λούβαταρ και υπήρχαν πριν απ' τον Κόσμο, Ήταν οι Βάλαρ και οι Μάιαρ (<<πνεύματα της ίδιας τάξης με τους Βάλαρ αλλά μικρότερου βαθμού»),

Άλγ"ουντ [Algund] : Άνθρωπος από το Ντορ-λόμιν, μέλος της συμμορίας των παρανόμων στην οποία μπήκε ο Τούριν,

ΆμονΈθιρ [Amon Ethir] : «Λόφος των Κατασκόπων», ένας μεγά­λος λόφος τον οποίο ύψωσε ο Φίνροντ Φέλαγκουντ μία λεύγα α­νατολικά του Νάργκοθροντ,

Άμον Ντάρθιρ* [Amon Darthir]: Κορυφή στην οροσειρά Έρεντ Γουέθριν, νότια του Ντορ-λόμιν,

Άμον Όμπελ* [Amon Obel] : Λόφος στη μέση του Δάσους του Μπρέθιλ, πάνω στον οποίο ήταν χτισμένο το Έφελ Μπράντιρ,

Άμον Ρουδ* [Amon Rildh] : "ο Φαλακρός Λόφος», ένα απομο­νωμένο ύψωμα στην περιοχή νότια του Μπρέθιλ, κατοικία του Μιμ,

295

ΤΑ ΠΑ ΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Αναρίθμητα Δάκρυα [Unnumbered Tears]: Η μάχη Νίρναεα Αρ­νoέvτιαvτ.

Ανατολίτες [Eastcrlings]: Φυλές Ανθρώπων που ακολούθησαν τους Εντάιν στο Μπελέριαντ.

Άναχ* [Anach]: Πέρασμα που οδηγεί από το Τάουρ-νου-Φούιν στο δυτικό άκρο των Έρεντ Γκόργκοροθ.

Ανγκλάχελ [Anglachel]: Το σπαθί του Μπέλεγκ, δώρο του Θίν­γκολ. Αφού σφυρηλατήθηκε πάλι για τον Τούριν, ονομάστηκε ΓκούραανΥΚ.

Άνγκμπαντ fAngband]: Το μεγάλο οχυρό του Μόργκοθ στα βο­ρειοδυτικά της Μέσης-γης.

Ανγκουίρελ [Anguirel]: Το σπαθί του Έολ. Άνγκροντ [Angrond] : Τρίτος γιος του ΦινάρφΙν" σκοτώθηκε στην

Ντάγκορ Μπράγκολλαχ. Άνθρωποι του Δάσους [Woodmen]: Άνθρωποι που ζούσαν στα

δάση νότια του Τέιγκλιν και τους λεηλατούσαν οι Γκαουργουέιθ. Αντανέδελ [Adanedhell : «Ξωτικάνθρωπος». όνομα που δόθηκε

στον Τούριν στο Νάργκοθροντ. ΑντΡόγκ [Αndrόg] : Άνθρωπος του Ντορ-λόμιν. αρχηγός της συμ­

μορίας παρανόμων στην οποία μπήκε ο Τούριν. Ανφάουγκλιθ* [Anfauglith] : « Πνιγερή Σκόνη,>, ο μεγάλος κάμπος

βόρεια του Τάουρ-νου-Φούιν, που κάποτε ήταν χλοερός και ονο­μαζόταν ΑρνΤ-Υκάλεν, αλλά μεταμορφώθηκε σε έρημο από τον Μόργκοθ στη Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας.

Αρανρούθ [Aranrύth]: «Βασιλική Οργή», το σπαθί του Θίνγκολ. Αρβέρνιεν* [Arvernien] : Τα παράλια του Μπελέριαντ δυτικά των

εκβολών του Σίριον. Αναφέρονται στο τραγούδι του Μπίλμπο στο Ρίβεντελ.

Αρέδελ [Aredhel]: Αδελφή του Τούργκον, γυναίκα του Έολ. Άρμινας [Arminas]: Ξωτικό Νόλντορ που ήρθε με τον Γκέλμιρ στο

Νάργκοθροντ για να προειδοποιήσουν τον Ορόντρεθ για τον κίν­δυνο που τους απειλούσε.

Άρντα [Arda]: Η Γη Άρροχ [Arroch]: Το άλογο του Χούριν

296

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝ ΟΜΑΤΩΝ

Άσγκον [Asgon]: Άνθρωπος του Ντορ-λόμιν που οοήθησε τον Τού­ριν να διαφύγει μετά την εξόντωση του Μπρόντα.

Αχυροκέφαλοι [Strawheads]: Όνομα που δόθηκε στο Λαό του Χάντορ από τους Ανατολίτες στο Χίδλουμ.

Βάλαρ [Valar]: «Οι Δυνάμεις» . τα μεγάλα πνεύματα που μπήκαν στον Κόσμο στην αρχή του χρόνου.

Βάλινορ [Valinor]: Η γη των Βάλαρ στα Δυτικά. πέρα από τη Με­γάλη Θάλασσα.

Βάρντα [Varda]: Η μεγαλύτερη από τις Βασίλισσες των Βάλαρ. η γυναίκα του Μάνγουε.

Βουνά της Σκιάς [Shadowy Mountains]: Βλ. Έρεντ Γουέσριν.

Γαλά�ια Βουνά [Blue Mountains] : Η μεγάλη οροσειρά (Ερεντ Λούιν και Έρεντ Λίντον) ανάμεσα στο Μπελέριαντ και το Ερία­ντορ στις Παλαιές Ημέρες.

Γιοι του Φέανορ [Sons of Feanor]: Βλ. Φέανορ. Οι εφτά γιοι του κυοερνούσαν εκτάσεις στο ανατολικό Μπελέριαντ.

Γκάλντορ ο Υψηλός [Galdor the Tall]: Γιος του Χάντορ του Χρυ­σομάλλη. Πατέρας του Χούριν και του Χούορ. Σκοτώθηκε στο Έιδελ Σίριον.

Γκάμιλ Ζίρακ [Gamil Zirak]: Νάνος σιδηρουργός. δάσκαλος του Τέλχαρ του Νόγκροντ.

Γκαουργουέιθ [Gaurwaith] : «Λυκάνθρωποω, η συμμορία των πα­ρανόμων στα δάση πέραν των δυτικών συνόρων του Ντόριαθ στην οποία εισήλθε ο Τούριν.

Γκέδρον [Gethron]: Ένας από τους συντρόφους του Τούριν στο ταξίδι του στο Ντόριαθ.

Γκέλμιρ (1) [Gelmir]: Ξωτικό του Νάργκοθροντ, αδελφός του Γκουί­ντορ.

Γκέλμιρ (2) [Gelmir] : Ξωτικό Νόλντορ που ήρθε μα�ί με τον Άρμι­νας στο Νάργκοθροντ για να προειδοποιήσουν τον Ορόντρεθ για τον κίνδυνο που τους απειλούσε.

297

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Γκίνγκλισ* [Ginglith] : Ποταμός που χύνεται στον Νάρογκ πάνω α­πό το ΝάργκοΟροντ.

Γκλάουρουνγκ [Glaurung] : « Πατέρας των Δράκων» , ο πρώτος α­πό τους Δράκους του ΜόργκοΟ.

Γκλίσουι [Glithui] : Ποταμός που κατεβαίνει από τα Έρεντ Γουέ­οριν και ενώνεται με τον Τέιγκλιν βόρεια της συμβολής του Μάλ­ντουιν.

Γκλόρεδελ [GΙόredheΙ] : Κόρη του Χάντορ, αδελφή του Γκάλ ντορ, του πατέρα του Χούριν. Γυναίκα του Χάλντφ, του ΜπρέΟιλ.

Γκλορφίντελ [Glorfindel]: Άρχοντας των Ξωτικών στην Γκοντόλιν. Γκόσμογκ [Gothmog]: Αρχηγός των Μπάλρογκ. Σκότωσε το βασι-

λιά Φίνγκον. Γκοντόλιν* [Gondolin]: Η κρυμμένη πόλη του βασιλιά Τούργκον. Γκόργκοροσ* [Gorgoroth]: Βλ. Έρεvτ ΓκόΡΥκοροσ. Γκόρσολ [Gorthol]: «Το Κράνος του Φόβου» , όνομα που πήρε ο

Τούριν στην περιοχή του Ντορ ΚούαρΟολ. Γκουάερον [Gwaeron]: Ο «ανεμοδαρμένος μήνας» , ο Μάρτιος. Γκουίλιν [Guilin]: Ξωτικό του Νάργκοοροντ, πατέρας του Γκουί­

ντορ και του Γκέλμιρ. Γκουίντορ [Gwindor] : Ξωτικό του Νάργκοοροντ, εραστής της Φι­

ντούιλας, σύντροφος του Τούριν. Γκούρσανγκ [Gurthang] : «Σίδερο του Θανάτου» , το όνομα που έ­

δωσε ο Τούριν στο Ανγκλάχελ αφού το ξανασφυρηλάτησαν στο Νάργκοθροντ.

ΓKρί�α Ξωτικά [Grey-elves]: Οι Σίνταρ, όνομα που δόθηκε στους Έλνταρ που παρέμειναν στο Μπελέριαντ και δεν πέρασαν τη Μεγάλη Θάλασσα για τη Δύση.

Γκρίσνιρ [Grithnir]: Ένας από τους συντρόφους του Τούριν στο ταξίδι του στο Ντόριασ, όπου και πέσανε.

Δια6άσει!; του Τέιγκλιν* [Crossings of Teiglin] : Περάσματα στο σημείο όπου ο παλιός Νότιος Δρόμος προς το Νάργκοσροντ περ­νούσε τον ποταμό Τέιγκλιν.

Δυνάμει!; [Powers]: Οι Βάλαρ

298

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Ο Ν Ο Μ ΑΤ Ω Ν

Δυνατό Τόξο [Strongbow] : Όνομα του Μπέλεγκ. Βλ Κουσάλιον.

Έιθελ Ί6ριν* [EitheJ Ivrin]: «Πηγή του Ί6ριν» . η πηγή του ποτα­μού Νάρογκ κάτω από τα Έρεντ Γουέθριν.

Έιθελ Σίριον* [Eithe! Sirion] : « Πηγή του Σίριον» . στην ανατολική πλευρά των Έρεντ Γουέσριν. Το οχυρό των Νόλντορ σε αυτό το σημείο. που ονομάtεται επίσης ΜπάραντΈισελ.

Εκτέλιον [EctheJion]: Άρχοντας των Ξωτικών στην Γκοντόλιν. Έλεδγουεν [Eledhwen]: Όνομα της Μόργουεν. «Λάμψη των Ξω­

τικών». Ελντάλιε [EJdaJie]: Τα Ξωτικά, συνώνυμο των Έλνταρ.

Έλνταρ [Eldar] : Τα Ξωτικό. του Μεγάλου Ταξιδιού από την Ανα­τολή στο Μπελέριαντ.

Εντάιν [Edain]: (ενικός Άνταν) Οι άνθρωποι των Τριών Οίκων των Φίλων των Ξωτικών.

Εξόριστοι [Exiles] : Οι Νόλντορ που επαναστάτησαν κατά των Βά­λαρ και επέστρεψαν στη Μέση-γη.

Έολ [ΕδΙ]: Ονομάtεται και <<το Σκοτεινό Ξωτικό», ένας μεγάλος σι­δηρουργός που tούσε στο Ναν Έλμοθ. Κατασκεύασε το σπαθί Ανγκλάχελ Πατέρας του Μαέγκλιν.

Έρεντ Γκόργκοροθ* [Ered Gorgoroth]: « Βουνά του Τρόμου» , οι πανύψηλοι γκρεμοί από τους οποίους άρχιtε το Τάουρ-νου-Φούιν και εκτεινόταν προς νότο. Ονομάtεται επίσης ΓκόΡΥκοροσ.

Έρεντ Γουέθριν [Ered Wethrin]: « Σκιερά Βουνά», «Βουνά της Σκιάς» , η μεγάλο οροσειρά που αποτελεί το σύνορο του Χίθλουμ στα ανατολικά και τα νότια.

Εσγκάλντουιν* [Esgalduin]: Ο ποταμός του Ντόριαθ, που χωρίtει τα δάση του Νέλντορεσ και του Ρέγκιον και χύνεται στον Σίριον.

Έφελ Μπράντιρ [Ephel Brandir] : « Η Περίφραξη του Μπρά­ντιρ » , η περιφραγμένη περιοχή όπου κατοικούσαν οι Άνθρωποι του Μπρέθιλ στο Άμον Όμπελ Ονομάtεται επίσης Έφελ.

Έχαντ ι Σέντρυν [Echad i Sedryn]: (επίσης Έχαντ) « Καταυλισμός των Πιστών», όνομα που δόθηκε στο σπίτι του Μιμ πάνω στο Άμον Ρουδ.

299

ΤΑ Π Α Ι ΔΙ Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Εχθρός [Enemy] : Ο Μόργκοθ

Ζώνη της Μέλιαν [Girdle of Melian] : Βλ. Μέλιαν.

Θανγκορόντριμ [Thangorodrim]: «Βουνά της Τυραννίας» , υψώ­θηκαν από τον Μόργκοθ πάνω από την Άνγκμπαντ.

Θίνγκολ [Thingol]: «Φαιοχίτων» , βασιλιάς του Ντόριαθ, κύριος των Γκρίζων Ξωτικών (Σίνταρ). Παντρεύτηκε τη Μέλιαν τη Μάια. Πατέρας της Λούθιεν.

Θορόντορ [Thorondor]: « Βασιλιάς των Αετών» (πρβλ. στην Επι­στροφή του Βασιλιά V1'4: <<Ο γηραιός Θορόντορ, που έφτιαξε τις αετοφωλιές του στις απρόσιτες κορυφές των Κυκλωτικών Βου­νών όταν η Μέση-γη ήταν νέα»).

Θούριν [Thurin]: « ο Κρυφός» , όνομα που δόθηκε στον Τούριν από τη Φιντούιλας.

Ί6ριν [Ivrin]: Λίμνη και καταρράχτες πέρα από τα Έρεντ Γουέθριν απ' όπου πηγάζει ο ποταμός Νάρογκ.

Ιλού6αταρ [ Iluvatar]: « ο Πατέρας των Πάντων» . Ίμπουν [Ibun]: Ένας από τους γιους του Μιμ του Μικρονάνου, Ίντορ [Indor] : Άνθρωπος του Ντορ-λόμιν, πατέρας της Άεριν.

Κάμπεντ-εν-Άρας [Cabed-en-Aras] : <<Το Πήδημα του Ελαφιού» , ένα βαθύ φαράγγι στον ποταμό Τέιγκλιν, όπου ο Τούριν σκότω­σε τον Γκλάουρουνγκ.

Κάμπεντ Ναεράμαρθ [Cabed Naeramarth]: <<Το Πήδημα της Τρομερής Μοίρας » , όνομα που δόθηκε οτο Κάμπεντ-εν-Άρας ό­ταν πήδησε η Νίενορ από τον γκρεμό του.

Κελέμπρος [Celebros]: Ποταμός του Μπρέθιλ που χύνεται στον Τέιγκλιν κοντά στα Περάσματα.

Κιμ [Κhim]: Ένας από τους γιους του Μιμ του Μικρονάνου. που σκοτώθηκε από το βέλος του Αντρόγκ.

Κίρνταν [CΊrdan]: Ονομάζεται και « ο Ναυπηγός». Αρχηγός των Φάλας. Κατ6 την καταστροφή των Λιμανιών μετά τη Νίρναεθ

300

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Ο Ν Ο Μ ΑΤ Ω Ν

Αρνοέντιαντ κατέφυγε στο Νησί του Μπάλαρ στο Νότο. Κουθάλιον [Cuthalion]: «Δυνατό Τόξο» . όνομα του Μπέλεγκ. Κρισσαέγlφιμ* [Crissaegrim]: Οι βουνοκορφές νότια της Γκοντό­

λιν. όπου ήταν οι αετοφωλιές του Θορόντορ. Κρυμμένο Βασίλειο [Hidden Kingdom]: Το Ντόριαθ και η Γκο­

ντόλιν Κυκλωτικά Βουνά [Encirc1ing Mountains]: Τα βουνά που περι-

βάλλουν το Τουμλάντεν. τον κάμπο της Γκοντόλιν. Κυρία του Ντορ-λόμιν [Lady of Dοr-Ιόmίn] : Η Μόργουεν Κύριοι της Δύσης [Lords of the West] : Οι Βάλαρ Κύριος των Υδάτων [Lord of Waters]: Ο Βάλα Ούλμο

Λάλαϊθ [Lalaith]: «Γέλιο» , όνομα που δόθηκε στην Ούργουεν Λάμπανταλ [Labadal]: Το όνομα που είχε δώσει ο Τούριν στον Σά­

ντορ. Λάντρος [Ladros] : Περιοχές στα βορειοανατολικά του Ντορθόνιον

που παραχωρήθηκαν από τους βασιλιάδες των Ν όλ ντορ στους Ανθρώπους του Οίκου του Μπέορ.

Λάρναχ [Larnach]: Ένας από τους Ανθρώπους του Δάσους στις περιοχές νότια του Τέιγκλιν.

Λίμνες του Λυκόφωτος* [Twilit Meres]: Περιοχή με βάλτους και λίμνες όπου ο Άρος χύνεται στον Σίριον.

Λόθλαν [Lothlann]: Μια μεγάλη πεδιάδα ανατολικά του Ντορθό­νιον (Τάουρ-νοι>-Φούιν).

Λόθρον [Lothron]: Ο πέμπτος μήνας Λούθιεν [Ltithien]: Κόρη του Θίνγκολ και της Μέλιαν, που μετά το

θάνατο του Μπέρεν επέλεξε να γίνει θνητή και να μοιραστεί τη μοίρα του. Oνoμά�εται επίσης Τινούοιελ, «κόρη του λυκόφωτος » , αηδόνι.

Λόφος των Κατασκόπων [Spyhill]: Βλ Άμον Έσιρ. Λυκάνθρωποι [Wolf-men]: Βλ ΓκαουΡΥουέισ.

Μαέγκλιν [Maeg1in]: Γιος του Έολ του «Ξωτικού της Σκοτεινιάς» , και της Αρέδελ αδελφής του Τούργκον. Πρόδωσε την Γκοντόλιν.

301

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Μαέδρος [Maedhros] : Ο μεγαλύτερος γιος του Φέανορ, που κυ­βερνούσε τις εκτάσεις στα ανατολικά, πέρα. από το Ντορσόνιον.

Μάλντουιν* [Malduin]: Παραπόταμος του Τέιγκλιν, Μάμπλουνγκ [Mablung]: Ξωτικό του Ντόριαθ, πρώτος αξιωματι­

κός του Θίνγκολ, φίλος του Τούριν. Eπoνoμά�εται «ο Κυνηγός». Μάνγουε [Manwe]: Ο επικεφαλής των Βάλαρ. Eπoνoμά�εται ο

Αρχαίος Βασιλιάς. Μάντος rMandos]: Ένας από τους Βάλα: ο Κριτής και ο Φύλακας

των Οίκων των Νεκρών στο Βάλινορ. Μαύρο Σπαθί [Black Sword]: Το όνομα του Νάργκοθροντ στο

Νάργκοθροντ. Επίσης, το ίδιο το σπαθί. Βλ ΜόρμεΥΚΙλ. Μαύρος Βασιλιάς [Black King] : Ο Μόργκοθ Μάχη των Αναρίθμητων Δακρύων [Battle of Unnumbered Tears]:

Βλ Νίρναεσ Aρνoέvτιαvτ. Μεγάλο Τραγούδι [Great Song]: Η Μουσική των Άινουρ. με την

οποία άρχισε ο Κόσμος. Μεγάλος Τύμβος [Great Mound]: Βλ Χάουδ-εν-Νίρναεσ. Μέθεντ-εν-γκλαντ [Methed-en-glad] : <Πέλος του δάσους» , ένα

οχυρό του Ντορ Κούαρθολ στις παρυφές του δάσους νότια του Τέιγκλιν.

Μέλιαν [Melian]: Μια Μάια (βλ Άινουρ). Βασίλισσα του βασιλιά Θίνγκολ στο Ντόριαθ. γύρω από το οποίο δημιούργησε ένα αό­ρατο φράγμα προστασίας, τη Ζώνη της Μέλιαν. Μητέρα της Λούθιεν.

Μέλκορ [Melkor]: Το όνομα του Μόργκοθ στην Κουένυα. Μένεγκροο* [Menegroth] : «Τα Χίλια ΣπήλαΙα» , τα δόψατα του

Θίνγκολ και της Μέλιαν στον ποταμό Εσγκάλντουιν στο Ντό­ριαθ.

Μένελ [Menel]: Ο ουρανός, ο χώρος των άστρων. Μίθριμ* [Mithrim] : Η νοτιοανατολική περιοχή του Χίθλουμ, που

χωρίζεται από το Ντορ-λόμιν με τα Όρη του Μίθριμ. Μικρονάνοι [Petty-dwarvesl: Μια φυλή Νάνων στη Μέση-γη. τε­

λευταίοι επι�ώντες της οποίας ήταν ο Μιμ και οι δυο γιοι του. Μιμ [Mim]: Ο Μικρονάνος που ζούσε στο Άμον Ρουδ.

302

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Μίνας Τίριθ [Minas Tirith] : «Πύργος της Φρουράς» , κατασκευά­στηκε από τον Φίνροντ Φέλαγκουντ στο Τολ Σίριον,

Μίντεμπ* [Mindeb]: Παραπόταμος του Σίριον, ανάμεσα στο Ντί­μπαρ και το Δάσος του Νέλντορεθ,

Μόργι<οθ [Morgoth]: Ο μεγάλος επαναστάτης Βάλα, αρχικά η ι­σχυρότερη από τις Δυνάμεις, Επονομάtεται ο Εχaρός, ο Σκοτει­νός Άρχoνrας, ο Μαύρος Βασιλιάς, ΜπαούΥκλιρ,

Μόργουεν [Morwen]: Κόρη του Μπάραγκουντ από τον Οίκο του Μπέορ, Γυναίκα του Χούριν και μητέρα του Τούριν και της Νίε­νορ, Eπoνoμά�εται ΈλεδΥουεν (<<Λάμψη των Ξωτικών») και ΚΙ}­ρία του Nτo�λόμιν,

Μόρμεγι<ιλ [Mormegil]: «Μαύρο Σπαθί», όνομα που δόθηκε στον Τούριν στο Νάργκοθροντ,

Μπαούγι<λιρ [Bauglir] : « ο Εξαναγκαστής», όνομα που δόθηκε στον Μόργκοθ,

Μπάραγι<ουντ [Baragund] : Πατέρας της Μόργουεν, ξάδελφος του Μπέρεν,

ΜπάραντΈιθελ [Barad Eithel]: Ο « Πύργος του Πηγαδιού», το οχυ­ρό των Νόλντορ στο Έιθελ Σίριον,

Μπαραχίρ [Barahir]: Πατέρας του Μπέρεν, αδελφός του Μπρέ­γκολας,

Μπαρ-εν-Νίμπιν-νόεγι< [Bar-en-Nibin-noeg] : « Σπίτι των Μικρο­νάνων» στο Άμον Ρουδ,

Μπαρ-εν-Ντάνγουεδ [Bar-en-Danwedh]: <<Το Σπίτι των Λύτρων», όνομα που δόθηκε από τΟν Μιμ στο σπίτι του.

Μπαρ Έριμπ [Bar Erib] : Οχυρό του Ντορ-Κούαρθολ νότια του Άμον Ρουδ,

Μπέλεγι< [Beleg]: Ξωτικό του Ντόριαθ, μεγάλος τοξότης, φίλος και σύντροφος του Τούριν, Oνoμά�εται Κουaάλιον, « Δυνατό Τό­ξω>,

Μπέλεγι<οστ [Belegost]: «Μεγάλο Οχυρό», μία από τις δύο πό­λεις των Νάνων στα Γαλάtια Βουνά,

Μπέλεγι<ουντ [BeleglInd]: Πατέρας της Ρίαν, αδελφός του Μπά­ραγκουντ,

303

ΤΑ ΠΑΙΔΙΑ ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Μπελέριαντ [Beleriand] : Οι περιοχές δυτικά των Γαλά�ιων Βουνών τις Παλαιές Ημέρες.

Μπελθρόντινγκ [Belthronding] : Το τόξο του Μπέλεγκ. Μπέορ [Beor]: Αρχηγός των πρώτων Ανθρώπων που μπήκαν στο

Μπελέριαντ. Προπάτορας του Οίκου του Μπέορ. ενός από τους τρεις Οίκους των Εντάιν.

Μπέρεν [Beren]: Άνθρωπος από τον Οίκο του Μπέορ. εραστής της Λούθιεν. που έκοψε ένα Σίλμαριλ από το στέμμα του Μόρ­γκοθ. Oνoμά�εται επίσης «Μονόχειρας» και Κάμλοστ. «Αδειο­χέρης».

Μπράγκολλαχ [Bragollach] : Βλ. ΝτάΥΚΟΡ ΜπράΥκολλαχ. Μπράντιρ [Brandir] : Αρχηγός του Λαού του Χάλεθ στο Μπρέθιλ

όταν έφτασε εκεί ο Τούριν. Γιος του Χάντιρ. Μπρέγκολας [Bregolas]: Πατέρας του Μπάραγκουντ, παππούς της

Μόργουεν. Μπρέγκορ [Bregor] : Πατέρας του Μπαραχίρ και του Μπρέγκολας. Μπρέθιλ* [Brethil]: Δάσος ανάμεσα στους ποταμούς Τέιγκλιν και

Σίριον. ΑνσρωΠΟI του Μπρέσιλ. ο Λαός του Χάλεθ. Μπρίθιαχ* [Brithiach]: Πέρασμα του Σίριον βόρεια του Δάσους

του Μπρέθιλ. Μπρόντα [Brodda] : Ανατολίτης που ήρθε στο Χίθλουμ μετά τη

Νίρναεθ Αρνοέντιαντ.

ΝανΈλμοθ* [Nan Elmoth]: Δάσος στο Ανατολικό Μπελέριαντ, ό­που κατοικούσε ο Έολ.

Νάργκοθροντ* [Nargothrond] : «Το μεγάλο υπόγειο φρούριο στον ποταμό Νάρογκ» . Δημιουργήθηκε από τον Φίνροντ Φέλαγκουντ. καταστράφηκε από τον Γκλάουρουνγκ. Επίσης το βασίλειο του Ν άργκοθροντ που εκτείνεται ανατολικά και δυτικά του ποταμού.

Νάρογκ* [Narog]: Ο κύριος ποταμός του Δυτικού Μπελέριαντ. Πηγά�ει από την 'Ιβριν και χύνεται στον Σίριον κοντά στις εκβο­λές του. Λ.αός του ΝάΡΟΥΚ. τα Ξωτικά του Νάργκοθροντ.

Νέιθαν [Neithan] : «ο Αδικημένος» . όνομα που έδωσε ο Τούριν στον εαυτό του όταν ήταν ανάμεσα στους παρανόμους.

304

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ Ο Ν Ο Μ ΑΤ Ω Ν

Νέλλας [Nellas]: Ξωτικό του Ντόριαθ, φίλη του Τούριν στα παιδι­κά του χρόνια.

Νεν Γκίριθ [Nen Girith]: <<Το Νερό του Ρίγους» , όνομα που δόθη­κε στο Ντίμροστ, τους καταρράχτες του Κελέμπρος στο Μπρέθιλ

Νεν Λάλα'ίθ [Nen Lalaith]: Ποτάμι που πηγάζει κάτω από το Άμον Ντάρθιρ, μια κορυφή των Έρεντ Γουέθριν, και περνά δίπλα απ' το σπίτι του Χούριν στο Ντορ-λόμιν.

Νέννινγκ* [Nenning]: Ποταμός στο Δυτικό Μπελέριαντ, που χύ­νεται στη Θάλασσα στο Λιμάνι του Έγκλαρεστ.

Νεότερα Παιδιά [Younger Children] : Οι Άνθρωποι. Βλ Παιδιά του ΙλούΟαταρ.

Νείιραστ* [Nevrast]: Περιοχή δυτικά του Ντορ-λόμιν, πέρα από τα Βουνά της Ηχούς* \Ερεντ Αόμιν).

Νησί του Σάουρον [Sauron's Isle] : Το Τολ Σίριον Νίενορ [Nienor]: « Πένθος» . κόρη του Χούριν και της Μόργουεν,

αδελφή του Τούριν. Βλ Νίνιελ. Νίμπιν-νόεγκ, Νίμπιν-νόγκριμ [Nibin-noeg, Nibin-nogrirn]: Μι­

κρονάνοι Νίμπρεθιλ* [Nirnbrethil]: Δάση από σημύδες στο Αρβέρνιεν. Ανα­

φέρονται στο τραγούδι του Μπίλμπο στο Ρίβεντελ Νίνιελ [Νίniel]: « Κόρη των Δακρύων», όνομα που έδωσε ο Τούριν

στη Νίενορ στο Μπρέθιλ Νίρναεθ Αρνοέντιαντ [Nirnaeth Arnoediad]: Η Μάχη των «Ανα­

ρίθμητων Δακρύων». επίσης Νίρναεσ. Νόγκροντ [Nogrod]: Μία από τις δύο πόλεις των Νάνων στα Γα­

λάζια Βουνά. Νόλντορ [Noldor]: Η δεύτερη ομάδα των Έλνταρ που έκαναν το

Μεγάλο Ταξίδι στο Μπελέριαντ. Ονομάζονται επίσης « Βαθιά Ξωτικά» και «Κύριοι της Γνώσης».

Νότιος Δρόμος [South Road]: Ο αρχαίος δρόμος που πήγαινε από το Τολ Σίριον στο Νάργκοθροντ, περνώντας από τις Διαβάσεις του Τέιγκλιν.

Νοίιαθ, Δάσος του [Νύath. Woods of]: Δάσος που εκτείνεται δυ­τικά από το άνω τμήμα του Νάρογκ.

305

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Ντάγκορ Μπράγκολλαχ [Dagor Bragollach] : (επίσης ΜπράΥκολ­λαχ). Η Μάχη της Ξαφνικής Φλόγας. στην οποία ο Μόργκοθ έ­δωσε τέλος στην Πολιορκία της Άνγκμπαντ.

Ντάερον [Daeroη] : Ραψωδός του Ντόριαθ. Ντίμπαρ* [Dimbar]: Η περιοχή ανάμεσα στους ποταμούς Σίριον

και Μίντεμπ. Ντίμροστ [Dimr05t] : « Η Σκάλα της Βροχής» . οι καταρράχτες του

Κελέμπρος στο Δάσος του Μπρέθιλ. που μετά ονομάστηκαν Νεν Γκίρισ.

Ντορσόνιον* [Dorthoηioη]: «Γη των Πεύκων» . μεγάλα δασωμένα υψίπεδα στα βόρεια σύνορα του Μπελέριαντ. που μετά ονομά­στηκαν Τάοvrrvοu-Φούιv.

Ντόριασ* [Doriath]: Το βασίλειο του Θίνγκολ και της Μέλιαν στα δάση του Νέλντορεθ και του Ρέγκιον. που το κυβερνούσαν από το Μένεγκροθ στΟν ποταμό Εσγκάλντουιν.

Ντορ Κούαρθολ [Dor Cίiarthol]: «Γη του Τόξου και του Κράνους» . όνομα που δόθηκε στην περιοχή που υπερασπί�oνταν ο Τούριν και ο Μπέλεγκ από το κρησφύγετό τους στο Άμον Ρουδ.

Ντόρλας [Dorlas] : Άνθρωπος με σημαντική θέση μέσα στο Λαό του Χάλεθ στο Δάσος του Μπρέθιλ.

Ντορ-λόμιν* [Dοr-Ιόmiη]: Περιοχή στα νότια του Χίθλουμ που δό­θηκε από το βασιλιά Φινγκόλφιν ως φέουδο στον Οίκο του Χά­ντορ. Η πατρίδα του Χούριν και της Μόργουεν.

Ντρένγκιστ* [Dreηgi5t] : Ένα μακρύ φιόρδ που διαπερνούσε τα Έρεντ Λόμιν. τα Βουνά της Ηχούς.

Όμορφος Λαός [Fair Folk]: Οι Έλνταρ Όρη της Σκιάς' [Mountain5 of Shadow]: Βλ. Έρεvτ Γουέσριν. Όρλεγκ [Orleg]: Μέλος της συμμορίας των παρανόμων του Τούριν. Ορόντρεσ [Orodreth]: Χρίσθηκε βασιλιάς του Νάργκοθροντ με-

τά το θάνατο του αδελφού του Φίνροντ Φέλαγκουντ. Πατέρας της Φιντούιλας.

Όσσε [055e] : Ένας Μάια (βλ. Ά.ινουρ). Υποτελής του Ούλμο. του Κυρίου των Υδάτων.

306

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Ούλμο rUlmo] : Ένας από τους μεγάλους Βάλαρ, «Κύριος των Υ­δάτων».

Ούλντορ ο Καταραμένος [Uldor the Accursed]: Αρχηγός των Ανατολιτών που σκοτώθηκε στη Μάχη των Αναρίθμητων Δα­κρύων,

Ούλραντ [Ulrad]: Μέλος της συμμορίας των παρανόμων στην ο­ποία μπήκε ο Τούριν,

Ούμαρθ [ύmarth] : «KαKoρί�ΙKoς» , φανταστικό όνομα που έδωσε ο Τούριν στον πατέρα του.

Ούργουεν [Urwen] : Κόρη του Χούριν και της Μόργουεν που πέ­θανε στα παιδικά της χρόνια, Eπoνoμα�όμενη J1άλαί'iJ, «Γέλιο»,

Παιδιά του Ιλούβαταρ [Children of Ilιivatar]: Τα Ξωτικ" και οι Άνθρωποι,

Πήδημα του Ελαφιού [Deer's Leap]: Βλ Κάμπεντ-εν-Άρας, Πρεσβύτερα Παιδιά [Elder Children]: Τα Ξωτικ", Βλ Παιδιά του

lλούοαταρ,

Ράγκνιρ [Ragnir] : Ένας τυφλός υπηρέτης στο σπίτι του Χούριν στο Ντορ-λόμιν,

Ρέγκιον* [Region] : Το νότιο δ"σος του Ντόριαθ, Ρίαν [Rίan]: Εξαδέλφη της Μόργουεν, Γυναίκα του Χούορ, του α­

δελφού του Χούριν, Μητέρα του Τούορ, Ρίβιλ* [Rivil] : Ποταμός που κατέβαινε από το Ντορθόνιον για να

ενωθεί με τον Σίριον στους Β"λτους του Σέρεχ,

Σάερος [Saeros]: Ξωτικό του Ντόριαθ, σύμβουλος του Θίνγκολ ε­χθρικός προς τον Τούριν,

Σάντορ [Sador]: Ξυλουργός, υπηρέτης του Χούριν στο Ντορ-λόμιν και φίλος του Τούριν στα παιδικ" του χρόνια, Ο Τούριν τον είχε ονομ"σει λάμπανταλ

Σάρμπχouντ [Sharbhund]: Το όνομα των Ν"νων για το Άμον Ρουδ, Σέρεχ* [Serech]: Ο μεγάλος β"λτος βόρεια της Διάβασης του Σί­

ριον, όπου φτάνει ο ποταμός Ρίβιλ από το Ντορθόνιον,

307

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Σίνταριν [Siηdariη]: Η γλώσσα των Γκρίζων Ξωτικών του Μπελέ­ριαντ. Βλ. Γκρίζα Ξωτικά.

Σίριον* [Sirioη]: Ο μεγάλος ποταμός του Μπελέριαντ. που πηγάζει από την Έιθελ Σίριον.

Σ",οτεινός Άρχοντας [Dark Lord] : Ο Μόργκοθ

Τάλασ Ντίρνεν* [Talath Dirηen]: « Η Φυλαγμένη Πεδιάδα». στα βόρεια του Νάργκοθροντ.

Τάουρ-νου-Φούιν* [Taur-nu-Fuin]: « Δάσος της Νύχτας». μεταγε­νέστερο όνομα του Ντορθόνιον.

Τέιγ",λιν* [Teigliη]: Παραπόταμος του Σίριον που πηγάζει από τα Βουνά της Σκιάς και διασχίζει το Δάσος του Μπρέθιλ. Βλ. Δια­οάσεις του Τέιγκλιν.

Τέλχαρ [Telchar]: Φημισμένος σιδηρουργός του Νόγκροντ. Τελπέριον [Telperion]: Το Λευκό Δέντρο. το αρχαιότερο από τα

Δύο Δέντρα που έδιναν φως στο Βάλινορ. Τολ Σίριον* [ΤοΙ Sirion]: Νησί μέσα στον ποταμό. στη Διάβαση του

Σίριον, πάνω στο οποίο ο Φίνροντ έχτισε τον πύργο της Μίνας Τίριθ. Αργότερα καταλήφθηκε από τον Σάουρον.

Τουμχάλαντ* [Tumhalad] : Κοιλάδα στο Δυτικό Μπελέριαντ ανά­μεσα στους ποταμούς Γκίνγκλιθ και Νάρογκ. όπου ηττήθηκε η στρατιά του Νάργκοθροντ.

Τουμλάντεν [Tumladen] : Η κρυφή κοιλάδα μέσα στα Κυκλωτικά Βουνά, όπου ήταν χτισμένη η Γκοντόλιν.

Τούορ [Tuor]: Γιος του Χούορ και της Ρίαν. Εξάδελφος του Τούριν και πατέρας του Εαρέντιλ.

Τουράμπαρ [Turambar]: « Κύριος της Μοίρας» , όνομα που πήρε ο Τούριν ανάμεσα στους Ανθρώπους του Μπρέθιλ.

Τούργ",ον [Turgon]: Δεύτερος γιος του βασιλιά Φινγκόλφιν και α­δελφός του Φίνγκον. Ιδρυτής και βασιλιάς της Γκοντόλιν.

Τούριν [Tιirin] : Γιος του Χούριν και της Μόργουεν, πρωταγωνιστής της μπαλάντας που ονομάζεται Ναρν ι Χιν Χούριν. Για τα άλλα ονόματά του βλ. Νέιααν, Γκόραολ, AγKάργαΕV, Θούριν, Αντανέδελ. Μόρμεγκιλ (Μαύρο ΣπαΝ), Αγριάναρωπος των Δασών, Τουράμπαρ.

308

ΚΑΤΑΛΟΓΟΣ ΟΝΟΜΑΤΩΝ

Τρεις Οίκοι (των Εντάιν) [Three Houses (of the Edain)]: Οι Οί­κοι τΟυ Μπέορ, του Χάλεθ και του Χάντορ,

Υψηλό Φάροθ [High Faroth]: Υψίπεδα δυτικά του ποταμού Ν ά­ρογκ πάνω από το Νάργκοθροντ. Oνoμά�oνται επίσης Φάροσ.

Φαελίβριν [Faelivrin]: Όνομα που έδωσε ο Γκουίντορ στη Φιντού­ιλας.

Φάλας* [Falas] : Τα δυτικά παράλια του Μπελέριαντ. Φέανορ [Feanor]: Ο μεγαλύτερος γιος του Φίνγουε, ο πρώτος ηγέ­

της των Νόλντορ. Ετεροθαλής αδελφός του Φινγκόλφιν, κατα­σκευαστής των Σίλμαριλ Αρχηγός των Ν όλ ντο Ρ στην εξέγερσή τους κατά των Βάλαρ. σκοτώθηκε στη μάχη λίγο μετά την επι­στροφή του στη Μέση-γη. Βλ Γιοι του Φέανορ.

Φέλαγκουντ [Felagund]: «Λαξευτής σπηλαίων», όνομα που δό­θηκε στο βασιλιά Φίνροντ μετά την ίδρυση της Νάργκοθροντ. Συχνά το χρησιμοποιούσαν μόνο του.

Φινάρφιν [Finarfin]: ΤΡiτος γιος του Φίνγουε. αδελφός του Φιν­γκόλφιν και ετεροθαλής αδελφός του Φέανορ. Πατέρας του Φίν­ροντ Φέλαγκουντ και της Γκαλάντριελ Ο Φινάρφιν δεν επέ­στρεψε στην Μέση-γη.

Φινγκόλφιν [Fingolfin]: Δεύτερος γιος του Φίνγουε, ο πρώτος η­γέτης των Νόλντορ. Ύπατος Βασιλιάς του Νόλντορ, που ζούσε στο Χίθλουμ. Πατέρας του Φίνγκον και του Τούργκον.

Φίνγκον [Fingon] : Μεγαλύτερος γιος του βασιλιά Φινγκόλφιν και Ύπατος Βασιλιάς των Νόλντορ μετά το θάνατό του.

Φίνροντ [Finrod]: Γιος του Φινάρφιν. Ιδρυτής και βασιλιάς του Νάργκοθροντ, αδελφός τΟυ Ορόντρεθ και της Γκαλάντριελ Συ­χνά ονομάζεται ΦέλαΥκουντ.

Φιντουιλας [Finduίlas]: Κόρη του Ορόντρεθ, δεύτερου βασιλιά του Νάργκοθροντ.

Φόργουεγκ [Forweg]: Άνθρωπος του Ντορ-λόμιν, αρχηγός της συμμορίας παρανόμων στην οποία μπήκε ο Τούριν.

Φυλαγμένη Πεδιάδα [Guarded Plain]: Βλ Τάλασ Ντίρνεν.

309

ΤΑ Π Α Ι Δ Ι Α ΤΟΥ ΧΟΥΡΙΝ

Φυλαγμένο Βασίλειο [Guarded Realrn] : Το Ντόριαθ

Χάλε!) [Haleth] : Η Κυρία του Χάλε θ, που έγινε από νωρίς η επι­κεφαλής του Δεύτερου Οίκου των Εντάιν, των Χάλεσριμ ή Λαού του Χάλεσ, που �oύσαν στο Δάσος του Μπρέθιλ

Χάλμιρ [Halrnir]: Άρχοντας των Ανθρώπων του Μπρέθιλ Χάλντιρ [Haldir] : Γιος του Χάλμιρ του Μπρέ!)ιλ Παντρεύτηκε την

Γκλόρεδελ κόρη του Χάντορ του Ντορ-λόμιν, Χάντιρ του Μπρέ!)ιλ [Handir of Brethill: Γιος του Χάλ ντιρ και

της Γκλόρεδελ Πατέρας του Μπράντιρ, Χάντορ ο Χρυσομάλλης [Hador Goldenhead]: Φίλος των Ξωτικών,

κύριος του Ντορ-λόμιν, υποτελής του βασιλιά Φινγκόλφιν, Πατέ­ρας του Γκάλντορ, του πατέρα του Χούριν και του Χούορ. Σκο­τώθηκε στο Έισελ Σίριον στην Ντάγκορ Μπράγκολλαχ, Επικεφα­λής του Οίκου του Χ άντορ. ενός από τους Οίκους των Εντάιν,

Χάουδ-ενcΕλλεθ [Haudh-en-Elleth]: "ο Τύμβος της Ξωτικοκόρης» , Χάουδ-εν-Νίρναε!) [Haudh-en-Nirnaeth] : " ο Τύμβος των Δα­

κρύων» στην έρημο του Ανφάουγκλιθ. Χάρε!) [Hareth]: Κόρη του Χάλμιρ του Μπρέθιλ γυναίκα του Γκάλ­

ντορ του Ντορ-λόμιν, Μητέρα του Χούριν, Χίθλουμ* [Hithlurn]: «Χώρα της Ομίχλης» . βόρεια περιοχή με όριο

τα Όρη της Σκιάς, Χίριλορν [Hirilorn]: Μια μεγάλη οξιά στο Δάσος του Νέλντορεθ

με τρεις κορμούς, Χούν!)ορ [Hunthor] : Άνθρωπος του Ντορ-λόμιν, σύντροφος του

Τούριν στην επίθεση κατά του Γκλάουρουνγκ, Χούορ [Huor] : Αδελφός του Χούριν, Πατέρας του Τούορ, του πα­

τέρα του Εαρέντιλ Σκοτώθηκε στη Μάχη των Α ναρίσμητων Δα­κρύων,

Χούριν [Ηύrίn]: Κύριος του Ντορ-λόμιν, άντρας της Μόργουεν και πατέρας του Τούριν και της Νίενορ, Oνoμα�όταν Θάλιον, «ο Σταθερός» .

Χρονιά του Θρήνου [Year of Larnentation]: Η χρονιά της Νίρναεσ Αρνοέντιαντ,

310

-

ΣΗΜΕ ΙΩΣΗ Γ Ι Α ΤΟΝ ΧΑΡΤΗ

Ο χάρτης βασίζεται στο χάρτη που συνόδευε το Σιλμαρίλλιον, ο ο­ποίος με τη σειρά του προερχόταν από το χάρτη που έφτιαξε ο πα­τέρας μου τη δεκαετία του 1930 και δεν τον άλλαξε ποτέ, αλλά τον χρησιμοποίησε και σ' όλο το μετέπειτα έργο του. Η σχηματική, και προφανώς πολύ επιλεκτική, παρουσίαση βουνών, λόφων και δασών αποτελεί μίμηση του δικού του στυλ

Σε αυτή την επανασχεδίαση του χάρτη έκανα ορισμένες αλλαγές που σκοπό έχουν να τον απλοπotήσουν και να τον συνδέσουν πιο άμεσα με την ιστορία των Παιδιών του Χούριν. Έτσι δεν εκτείνεται ανατολικά, μη συμπεριλαμβάνοντας το Οσσίριαντ και τα Γαλάζια Βουνά, καθώς και ορισμένα άλλα γεωγραφικά χαρακτηριστικά. Επίσης (με ελάχιστες εξαιρέσεις) σημειώνονται μόνο τα ονόματα που εμ­φανίζονται στο κείμενο της ιστορίας.


Top Related