descartes Αποσπάσματα

47
Descartes-Αποσπάσματα Ελληνικές μεταφράσεις αποσπασμάτων: R. Descartes, Λόγος περί της μεθόδου, μετ. Χ. Χρηστίδης, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση 1976. R. Descartes, Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, δίγλωσση έκδοση, μετ. Γ. Δαρδιώτη, Θεσσαλονίκη, Εγνατία 1976. Κανόνες για τον κατευθυσμό της γνωστικής δύναμης , δίγλωσση έκδοση, μετ. Θ. Πενολίδης, Αθήνα, Κρατερός 2011. R. Descartes, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας. μετ. Ε. Βανταράκης, Αθήνα, Εκκρεμές 2009. R. Descartes, Οι αρχές της φιλοσοφίας, Ι & ΙΙ, μετ. Β. Γρηγοροπούλου, Αθήνα, Εκκρεμές 2012. Αυτοβιογραφικά στοιχεία: « […] Είχα μεγάλη τύχη να βρεθώ, ήδη από τα νιάτα μου, σε κάποιους δρόμους που με οδήγησαν σε απόψεις και κανόνες, από τους οποίους σχημάτισα μια μέθοδο, που μ’ αυτήν έχω, μου φαίνεται, το μέσον να αυξήσω βαθμιαία τη μάθησή μου και να την υψώσω σιγά-σιγά ως το υπέρτατο σημείο, όπου η μετριότητα του πνεύματός μου κι η συντομία της ζωής μου θα μπορέσουν να της επιτρέψουν να φθάσει. Γιατί συγκόμισα ήδη από τη μέθοδό μου τέτοιους καρπούς, που όσο κι αν στις κρίσεις που κάνω για τον εαυτό μου, πάντα προσπαθώ να κλίνω προς τη δυσπιστία μάλλον παρά προς την έπαρση, και μ’ όλο που, όταν αντικρίζω με μάτι φιλοσόφου τις διάφορες πράξεις κι επιχειρήσεις των ανθρώπων, 1

Upload: anastasia

Post on 10-Apr-2016

29 views

Category:

Documents


0 download

DESCRIPTION

πολιτικη φιλοσοφια

TRANSCRIPT

Page 1: Descartes Αποσπάσματα

Descartes-Αποσπάσματα

Ελληνικές μεταφράσεις αποσπασμάτων:

R. Descartes, Λόγος περί της μεθόδου, μετ. Χ. Χρηστίδης, Αθήνα, εκδ. Παπαζήση 1976.

R. Descartes, Κανόνες για την καθοδήγηση του πνεύματος, δίγλωσση έκδοση, μετ. Γ. Δαρδιώτη, Θεσσαλονίκη, Εγνατία 1976. —Κανόνες για τον κατευθυσμό της γνωστικής δύναμης, δίγλωσση έκδοση, μετ. Θ. Πενολίδης, Αθήνα, Κρατερός 2011.

R. Descartes, Στοχασμοί περί της πρώτης φιλοσοφίας. μετ. Ε. Βανταράκης, Αθήνα, Εκκρεμές 2009.

R. Descartes, Οι αρχές της φιλοσοφίας, Ι & ΙΙ, μετ. Β. Γρηγοροπούλου, Αθήνα, Εκκρεμές 2012.

Αυτοβιογραφικά στοιχεία:

« […] Είχα μεγάλη τύχη να βρεθώ, ήδη από τα νιάτα μου, σε κάποιους δρόμους που με οδήγησαν σε απόψεις και κανόνες, από τους οποίους σχημάτισα μια μέθοδο, που μ’ αυτήν έχω, μου φαίνεται, το μέσον να αυξήσω βαθμιαία τη μάθησή μου και να την υψώσω σιγά-σιγά ως το υπέρτατο σημείο, όπου η μετριότητα του πνεύματός μου κι η συντομία της ζωής μου θα μπορέσουν να της επιτρέψουν να φθάσει. Γιατί συγκόμισα ήδη από τη μέθοδό μου τέτοιους καρπούς, που όσο κι αν στις κρίσεις που κάνω για τον εαυτό μου, πάντα προσπαθώ να κλίνω προς τη δυσπιστία μάλλον παρά προς την έπαρση, και μ’ όλο που, όταν αντικρίζω με μάτι φιλοσόφου τις διάφορες πράξεις κι επιχειρήσεις των ανθρώπων, δεν υπάρχει σχεδόν καμιά που να μην μου φαίνεται μάταιη και περιττή, ωστόσο δεν μπορώ παρά να νιώθω υπέρτατη ικανοποίηση για την πρόοδο που νομίζω πως έχω ήδη κάνει στην αναζήτηση της αλήθειας, και ν’ αποκτώ για το μέλλον ελπίδες τέτοιες που αν ανάμεσα στις ασχολίες των ανθρώπων, των αποκλειστικά ανθρώπων, υπάρχει κάποια που να είναι στέρεα καλή και σημαντική, τολμώ να πιστεύω πως είναι αυτή που έχω διαλέξει. Ωστόσο, μπορεί και να γελιέμαι, κι ίσως να μην είναι παρά λίγος χαλκός και γυαλί αυτό που παίρνω για χρυσάφι και διαμάντια […]. Με μεγάλη μου όμως ευχαρίστηση θα δείξω, σ’ αυτήν εδώ την πραγματεία, ποιούς δρόμους ακολούθησα, και θα αναπαραστήσω μέσα σε αυτήν τη ζωή μου σαν σε έναν πίνακα […] Έτσι, το σχέδιό μου δεν είναι να διδάξω εδώ τη μέθοδο που πρέπει να ακολουθεί ο καθένας για να οδηγεί καλά το λογικό του, παρά μονάχα να δείξω με τι τρόπο προσπάθησα εγώ να οδηγήσω το δικό μου […] Επειδή όμως εγώ

1

Page 2: Descartes Αποσπάσματα

παρουσιάζω αυτό μου το σύγγραμμα μόνο σαν μια ιστορία, ή, αν το προτιμάτε σαν έναν μύθο όπου, μέσα σε μερικά παραδείγματα που μπορούν οι άλλοι να τα μιμηθούν, θα βρουν ίσως και πολλά άλλα που θα έχουν δίκιο να μην τα ακολουθήσουν, ελπίζω πως θα είναι χρήσιμο σε μερικούς δίχως να είναι βλαβερό για κανέναν…» ( Λόγος περί της μεθόδου, Ι).

« Έχω τραφεί με τα γράμματα από παιδί, κι επειδή με έπειθαν πως χάρη σ’ αυτά μπορεί καθένας να αποκτήσει καθαρή και σίγουρη γνώση (une connaissance claire et assurée) για το κάθε τι που είναι χρήσιμο στη ζωή, είχα υπέρτατο πόθο να τα μάθω. Μόλις όμως συμπλήρωσα όλο αυτό τον κύκλο σπουδών, που στο τέλος τους είναι συνήθεια να γίνεται κανείς δεκτός στον κύκλο των σοφών, άλλαξα ολότελα γνώμη. Γιατί βρισκόμουν μπερδεμένος με τόσες αμφιβολίες και τόσες πλάνες, που μου φαινόταν πως προσπαθώντας να μορφωθώ, δεν είχα κερδίσει τίποτε άλλο, εκτός του ότι είχα ανακαλύψει την αμάθειά μου» (αυτ.)..

« Ωστόσο δεν έπαυα να εκτιμώ τις ασκήσεις με τις οποίες καταγίνονται στα σχολεία. Το ήξερα πως οι γλώσσες…είναι αναγκαίες για την κατανόηση των αρχαίων βιβλίων·…η χάρη των μύθων αφυπνίζει το πνεύμα…οι αξιομνημόνευτες πράξεις της ιστορίας το ανυψώνουν και πως όταν διαβάζονται με περίσκεψη, βοηθούν να διαμορφωθεί η κρίση…η ρητορική έχει δυνάμεις και ομορφιές ασύγκριτες…η ποίηση έχει αβρότητες και γλυκύτητα πολύ γοητευτικές…τα μαθηματικά έχουν επινοήσεις λεπτότατες…η θεολογία διδάσκει πώς να κερδίσουμε τον παράδεισο…η φιλοσοφία δίνει τα μέσα να μιλούμε με αληθοφανή τρόπο για όλα και να κάνουμε να μας θαυμάζουν οι λιγότερο σοφοί…η Νομική, η Ιατρική και οι άλλες επιστήμες φέρνουν τιμές και πλούτη» (αυτ.).

« Πίστευα όμως πως αρκετό καιρό είχα ήδη διαθέσει για τις γλώσσες, καθώς επίσης και για την ανάγνωση των αρχαίων συγγραμμάτων, και για τις ιστορίες τους και για τους μύθους τους. Γιατί, το να συναναστρέφεται κανείς ανθρώπους των περασμένων αιώνων είναι περίπου το ίδιο σαν να ταξιδεύει. Είναι καλό να ξέρουμε κάτι για τα ήθη διαφόρων λαών, για να κρίνουμε ορθότερα τα δικά μας και να μη νομίζουμε πως ό,τι είναι αντίθετο με τους δικούς μας τρόπους είναι γελοίο και παράλογο, καθώς πιστεύουν συνήθως όσοι δεν έχουν δει τίποτε» (αυτ., Ι).

Πολιτικές αντιλήψεις:

«Είναι αλήθεια πως δεν βλέπουμε να κατεδαφίζουν τα σπίτια μιας πολιτείας μόνο και μόνο για να τα ξαναφτιάξουν διαφορετικά και να εξωραΐσουν τους δρόμους της. Σίγουρα όμως βλέπουμε πως πολλοί κατεδαφίζουν τα δικά τους για να τα ξαναχτίσουν…Από αυτό το παράδειγμα πείσθηκα πως δεν θα ήταν αλήθεια καθόλου εύλογο να κάνει ένας ιδιώτης το σχέδιο να μεταρρυθμίσει ένα Κράτος, αλλάζοντας τα πάντα από τα θεμέλια, κι ανατρέποντάς το για να το ξαναστήσει, ούτε καν επίσης να μεταρρυθμίσει το συγκρότημα των επιστημών, είτε την τάξη που είναι καθιερωμένη στα σχολεία για τη διδασκαλία τους…» (αυτ., ΙΙ).

2

Page 3: Descartes Αποσπάσματα

« Και τέλος, καθώς δεν είναι αρκετό, πριν αρχίσεις να ξαναχτίζεις το σπίτι που κατοικείς, να το γκρεμίσεις και να προμηθευθείς υλικά και αρχιτέκτονες, ή να ασκηθείς ο ίδιος στην αρχιτεκτονική και να έχεις επιπλέον χαράξει με επιμέλεια το σχέδιό του, αλλά πρέπει να έχεις εξασφαλίσει και κανένα άλλο σπίτι, όπου να μπορέσεις να μείνεις άνετα ενόσω θα δουλεύουν στο δικό σου, έτσι κι εγώ για να μη μείνω αναποφάσιστος στις πράξεις μου, ενόσω το λογικό μου θα με υποχρέωνε να είμαι αναποφάσιστος στις κρίσεις μου, και για να μην πάψω να ζω από τότε όσο θα μπορούσα πιο ευτυχισμένα, σχημάτισα για ατομική μου χρήση μια προσωρινή ηθική (je me formai une morale par provision), περιελάμβανε μόνο τρεις-τέσσερεις κανόνες (maximes) […]. Ο πρώτος ήταν να υπακούω στους νόμους και τα έθιμα του τόπου μου. Κρατώντας σταθερά τη θρησκεία, στην οποία ο Θεός μου έκανε τη χάρη να μορφωθώ από παιδί, κι ακολουθώντας σε κάθε άλλο ζήτημα τις γνώμες τις μετριοπαθέστερες και τις πιο απομακρυσμένες από κάθε υπερβολή· αυτές που εφαρμόζουν συνήθως οι συνετότεροι από τους ανθρώπους, με τους οποίους θα ήμουν υποχρεωμένος να ζήσω» (αυτ., ΙΙΙ).

«Γιατί, σχετικά με τα ήθη, ο καθένας πλειοδοτεί τόσο πολύ πάνω στη δική του άποψη, που θα μπορούσαν να βρεθούν τόσοι μεταρρυθμιστές όσα και κεφάλια, αν επιτρεπόταν και σ’ άλλους –εκτός από εκείνους που ο Θεός έταξε ηγεμόνες πάνω στους λαούς του, ή εκείνους στους οποίους έδωσε αρκετή θεία χάρη και ζήλο για να γίνουν προφήτες– να επιχειρήσουν να αλλάξουν τίποτε από τα ήθη» (αυτ., VI).

« Τα μεγάλα αυτά σώματα (δηλ. οι κοινωνίες) είναι πολύ δύσκολο να τα ανορθώσει κανείς αφού τα ρίξουν χάμω, ή και να τα συγκρατήσει ακόμη, αν κλονισθούν, και οι πτώσεις τους δεν μπορούν παρά να είναι πολύ σκληρές» (αυτ., II).

«…Όσο για τις ατέλειές τους, αν τυχόν έχουν ατέλειες […] είναι σχεδόν πάντα περισσότερο αποδεκτές από όσο θα ήταν η αλλαγή τους· ακριβώς όπως οι μεγάλοι δρόμοι που κλωθογυρίζουν ανάμεσα σε βουνά, γίνονται με τον καιρό τόσο ομαλοί και τόσο άνετοι από το συχνό πέρασμα, που είναι πολύ καλύτερο να τους ακολουθεί κανείς, παρά να επιχειρεί να τραβήξει πιο ίσια, σκαρφαλώνοντας πάνω από κατσάβραχα και κατεβαίνοντας ως το βάθος των γκρεμών» (αυτ.).

«Για τούτο μου είναι εντελώς αδύνατο να επιδοκιμάσω τους τσαπατσούληδες κι ανήσυχους εκείνους χαρακτήρες, που ενώ ούτε η καταγωγή τους [naissance] ούτε η κοινωνική τους θέση τους προόρισε για τη διαχείριση των κοινών, δεν παύουν να κάνουν πάντα με το νου τους μια μεταρρύθμιση σε αυτά. Κι αν σκεπτόμουν ότι υπάρχει, μέσα σε τούτο εδώ το σύγγραμμα, το παραμικρό για το οποίο μπορούν να με υποψιασθούν γι’ αυτήν την τρέλα, θα ήμουν πολύ μετανιωμένος που ανέχθηκα να δημοσιευθεί» (αυτ.).

«Οι λαοί που, όντας άλλοτε μισοάγριοι, κι έχοντας σιγά εκπολιτισθεί σιγά-σιγά, έκαναν τους νόμους τους στο μέτρο που τους εξανάγκαζε να το κάνουν η όχληση που τους προξενούσαν τα εγκλήματα και οι φιλονικίες, δεν μπορούν να είναι τόσο καλά πολιτειακά οργανωμένοι όσο εκείνοι που, από την αρχή όπου συγκεντρώθηκαν, εφάρμοσαν τους καταστατικούς νόμους κάποιου συνετού νομοθέτη […] αν η Σπάρτη ευημέρησε άλλοτε πολύ, αυτό δεν οφείλεται στο ότι ο καθένας από τους νόμους της χωριστά ήταν καλός, μια που πολλοί απ’

3

Page 4: Descartes Αποσπάσματα

αυτούς ήταν πολύ παράξενοι και αντίθετοι στα χρηστά ήθη, παρά στο ότι, έχοντας επινοηθεί από έναν άνθρωπο, έτειναν όλοι στον ίδιο σκοπό» (αυτ.).

«Βλέπουμε πως τα κτήρια που τα ανέλαβε και τα αποτέλειωσε ένας μόνο αρχιτέκτονας, είναι συνήθως ωραιότερα και έχουν καλύτερη διάταξη από εκείνα που πολλοί προσπάθησαν να τα μπαλώσουν, χρησιμοποιώντας παλιά ντουβάρια που είχαν χτισθεί για άλλους σκοπούς. Έτσι και οι αρχαίες εκείνες πολιτείες, που στην αρχή δεν ήταν παρά χωριά, τα οποία με το πέρασμα του χρόνου έγιναν μεγαλουπόλεις, είναι συνήθως τόσο ακανόνιστες, αν συγκριθούν με τις συμμετρικές οχυρές πόλεις που ένας μηχανικός τις χαράζει σε κάμπο όπως του αρέσει, ώστε, όσο κι αν παρατηρώντας τα κτήριά τους, το καθένα χωριστά βρίσκετε συχνά σ’ αυτά ίση ή και περισσότερη τέχνη παρά στα κτήρια των άλλων, ωστόσο, βλέποντας πώς είναι αραδιασμένα, εδώ ένα μεγάλο, εκεί ένα μικρό, και πώς κάνουν τους δρόμους καμπύλους και ακανόνιστους, θα λέγατε πώς τα τοποθέτησε η τύχη μάλλον παρά η θέληση των ανθρώπων που χρησιμοποίησαν τη λογική τους» (αυτ.).

Σκοπός της γνώσης:

«Κι όσο κι αν οι θεωρίες μου μού άρεσαν πάρα πολύ, πίστευα πως και άλλοι μπορούσαν να έχουν θεωρίες που τους άρεσαν ίσως ακόμη περισσότερο. Μόλις όμως απέκτησα μερικές γενικές έννοιες φυσικής, κι αρχίζοντας να τις δοκιμάζω σε διάφορες ιδιαίτερες δυσκολίες, παρατήρησα ως πού μπορούν να οδηγήσουν και πόσο διαφέρουν από τις αρχές που χρησιμοποιήθηκαν ως τώρα, πίστεψα πως δεν μπορούσα να τις κρατήσω κρυμμένες δίχως να παραβώ σοβαρά το νόμο που μας υποχρεώνει να φροντίζουμε, όσο περνάει από το χέρι μας, για το γενικό καλό όλων των ανθρώπων. Γιατί, μ’ έκαναν να δω πως μπορεί κανείς να φθάσει σε γνώσεις που να είναι πολύ χρήσιμες για τη ζωή, και πως, αντί αυτή τη θεωρητική φιλοσοφία που διδάσκουν στις σχολές, μπορεί να βρεθεί μια πρακτική φιλοσοφία, χάρη στην οποία, μαθαίνοντας τη δύναμη και τις ενέργειες της φωτιάς, του νερού, του αέρα, των άστρων, των ουρανών κι όλων των άλλων σωμάτων που μας περιστοιχίζουν με την ίδια ακρίβεια που γνωρίζουμε τις διάφορες τέχνες των τεχνιτών μας, θα μπορούσαμε να τις χρησιμοποιήσουμε με τον ίδιο τρόπο σ’ όλες τις χρήσεις για τις οποίες είναι κατάλληλα και να γίνουμε έτσι σαν κύριοι και κάτοχοι της φύσης. Αυτό δεν είναι επιθυμητό μονάχα για την εφεύρεση άπειρων μηχανημάτων που θα έκαναν να απολαμβάνουμε δίχως κανένα κόπο τους καρπούς της γης κι όλα τα αγαθά που υπάρχουν μέσα της, παρά κυρίως επίσης για τη διατήρηση της υγείας μας, που είναι αναμφίβολα το πρωταρχικό αγαθό και το θεμέλιο όλων των άλλων αγαθών αυτής της ζωής » (αυτ., VI).

Καρτεσιανή επανάσταση:

«Είναι αλήθεια πως δεν βλέπουμε να κατεδαφίζουν όλα τα σπίτια μιας πολιτείας, μόνο και μόνο για να τα ξαναφτιάξουν διαφορετικά και να εξωραΐσουν τους δρόμους της. Σίγουρα όμως βλέπουμε πως πολλοί κατεδαφίζουν τα δικά τους για να τα ξαναχτίσουν, και μάλιστα εξαναγκάζονται κάποτε να το κάνουν, όταν είναι ετοιμόρροπα και τα θεμέλιά τους δεν είναι

4

Page 5: Descartes Αποσπάσματα

πολύ σταθερά […] το καλύτερο που είχα να κάνω, για όλες τις γνώμες που είχα παραδεχθεί ως τότε, ήταν να επιχειρήσω μια και καλή να τις βγάλω από μέσα μου, για να ξαναβάλω στη συνέχεια μέσα μου, ή άλλες καλύτερες, ή και τις ίδιες, αφού τις συναρμόσω με το αλφάδι του ορθού λόγου [lorsque je les aurais ajusté au niveau de la raison]….Δεν μπορούσα λοιπόν να διαλέξω κανέναν που να μου φαίνεται ότι οι γνώμες του έπρεπε να προτιμηθούν από τις γνώμες των άλλων, και βρέθηκα εξαναγκασμένος να επιχειρήσω να καθοδηγηθώ μονάχος μου [je me trouvai comme contraint d’entreprendre moi-même de me conduire]» (αυτ., II).

« Κι ενώ στοχαζόμουν για το κάθε ζήτημα χωριστά τι μπορούσε να το κάνει ύποπτο και να μας δώσει την αφορμή γελαστούμε, ξερίζωνα στο μεταξύ από το πνεύμα μου όλες τις πλάνες που είχαν προηγουμένως μπορέσει να ξεγλιστρήσουν μέσα του. Όχι πως μιμούμουν σε τούτο τους σκεπτικούς, που αμφιβάλλουν, και καμώνονται πως είναι πάντα αναποφάσιστοι· γιατί απεναντίας όλος ο σκοπός μου εμένα ήταν αποκλειστικά να βεβαιωθώ και να ξεπετάξω τα σαθρά χώματα και την άμμο για να βρω τον βράχο ή την άργιλο [rejeter la terre mouvante et le sable pour trouver le roc ou l’argile] » (αυτ., III).

« …αντί το πλήθος παραγγελμάτων που απαρτίζουν τη λογική [ce grand nombre de pré-ceptes dont la logique est composée] θεώρησα πως θα μου αρκούσαν τα ακόλουθα τέσσερα, φτάνει να έπαιρνα μια σταθερή και μόνιμη απόφαση να μην παραλείψω ούτε μια φορά την τήρησή τους:

Το πρώτο να μην παραδέχομαι ποτέ τίποτε για αληθινό, αν δεν το ξέρω ολοφάνερα (évidemment) αληθινό· δηλαδή να αποφεύγω προσεκτικά τη βιασύνη και την προκατάληψη, και να μην περιλαμβάνω στις κρίσεις μου τίποτε παραπάνω απ’ ό,τι θα παρουσιάζεται στο νού μου τόσο καθαρά και τόσο ευδιάκριτα (clairement et distinctement à mon esprit) ώστε να μη μου δίνεται καμιά ευκαιρία να αμφιβάλλω γι’ αυτό» ( αυτ., II).Το δεύτερο, να διαιρώ την καθεμιά από τις δυσκολίες που θα εξετάζω σε όσα τεμάχια είναι δυνατόν και χρειάζεται για να τη λύσω καλύτερα.Το τρίτο, να κατευθύνω τις σκέψεις μου με τάξη, αρχίζοντας από τα πράγματα που είναι τα περισσότερο απλά και τα περισσότερο εύκολα να γνωρίσει κανείς [les plus simples et les plus aisés à connaître], προκειμένου να ανέβω σιγά-σιγά, σαν από βαθμίδες, ως τη γνώση των περισσότερο σύνθετων πραγμάτων, και αυτό να το κάνω υποθέτοντας πως υπάρχει κάποια τάξη ακόμα και σε εκείνα που δεν προηγούνται φυσικό τρόπο το ένα του άλλου [qui ne se précédent point naturellement les uns les autres Τέλος, να κάνω παντού απαριθμήσεις τόσο πλήρεις, και ανασκοπήσεις τόσο γενικές, που να είμαι σίγουρος πως δεν παραλείπω τίποτε» (αυτ. II).

«Διαπίστωσα ήδη, εδώ και αρκετά χρόνια, ότι τα ψευδή πράγματα που δέχθηκα από μικρή ηλικία ως αληθινά ήταν πάρα πολλά, και ότι όσα οικοδόμησα κατόπιν πάνω τους ήταν πολύ αμφίβολα. Έπρεπε επομένως κάποτε στη ζωή μου να τα ανατρέψω όλα εκ βάθρων και να αρχίσω εκ νέου από τα πρώτα θεμέλια, αν επιθυμούσα να εδραιώσω κάτι στέρεο και μόνιμο στο πεδίο των επιστημών. Αλλά επειδή το έργο αυτό φαινόταν πελώριο, περίμενα να φθάσω σε μια ηλικία τόσο ώριμη ώστε να μην ακολουθεί καμία άλλη καταλληλότερη για την

5

Page 6: Descartes Αποσπάσματα

ανάληψη ενός τέτοιου εγχειρήματος. Οπότε το ανέβαλα τόσο πολύ ώστε, αν ξόδευα εφεξής βουλευόμενος τον χρόνο που απομένει για δράση, θα ήμουν υπόλογος [je croirais com-mettre une faute si j’employais encore à délibérer le temps qu’il me reste pour agir]» (Πρώτος Στοχασμός).

«Όποιος αναζητά την αλήθεια πρέπει, μια φορά στη ζωή του, να υποβάλει τα πάντα σε αμφιβολία, όσο είναι αυτό δυνατόν.«Επειδή, όπως είναι φυσικό γεννηθήκαμε αδαείς και εκφέραμε ποικίλες κρίσεις για τα αισθητά πράγματα, πριν ακόμα μάθουμε να ασκούμε πλήρως το λογικό μας, πολλές προκαταλήψεις μας αποτρέπουν από την πραγματική γνώση· και φαίνεται πως δεν θα μπορέσουμε να απαλλαγούμε από αυτές παρά μόνον αν μια φορά στη ζωή μας φροντίσουμε να υποβάλουμε σε αμφιβολία, όλα εκείνα στα οποία βρίσκουμε έστω και την ελάχιστη υποψία αβεβαιότητας» (Οι αρχές της φιλοσοφίας Ι, 1).

« Πρέπει να ασχολούμεθα με εκείνα τα αντικείμενα που τη βέβαιη κι αναμφισβήτητη γνώση τους είναι ικανό να μας δώσει το ανθρώπινο πνεύμα [Circa illa tantum oportet versari, ad quorum certam et indubitatam cognitionem nostra ingenia videntur sufficere].Ἐτσι, μ’ αυτόν τον κανόνα, απορρίπτουμε όλες τις πιθανές γνώσεις [illas omnes probabiles tantum cognotiones] και κρίνουμε πως δεν πρέπει να αποδεχόμαστε παρά μόνον εκείνο που γνωρίζουμε απόλυτα και για το οποίο δεν είναι δυνατόν να αμφιβάλλει κανείς […]. Και εμείς οι ίδιοι είμαστε ιδιαίτερα ευτυχείς για το γεγονός ότι κάποτε γευθήκαμε τη σχολαστική παιδεία. Τώρα όμως, καθώς έχουμε απαλλαγεί από το ιερό καθήκον που μας επέβαλε να ακολουθούμε πιστά τα λόγια των δασκάλων μας, και, καθώς επί τέλους, έχουμε μεγαλώσει και ωριμάσει αρκετά ώστε να απομακρύνουμε το χέρι μας από τη σωφρονιστική ράβδο, πρέπει πραγματικά, αν θέλουμε σοβαρά να ορίσουμε στους εαυτούς μας εκείνους τους κανόνες, με τη βοήθεια των οποίων μπορούμε να αναρριχηθούμε στην κορυφή της ανθρώπινης γνώσης, να κατατάξουμε ανάμεσα στους πρώτους αυτόν τον κανόνα […].» (Κανόνες, ΙΙ).

Η μέθοδος της αμφιβολίας:

«Ό,τι δέχθηκα μέχρι πρότινος ως αληθέστατο, το παρέλαβα από τις αισθήσεις ή μέσω των αισθήσεων [je l’ai appris des sens ou par les sens]. Όμως τούτες τις συνέλαβα ενίοτε να σφάλλουν, και είναι συνετό να μην εμπιστευόμαστε ποτέ εντελώς όσους μας απάτησαν έστω και μια φορά [il est de la prudence de ne se fier jamais entièrement à ceux qui nous ont une fois trompés]» [Πρώτος Στοχασμός].

« Το σωστό είναι να μην έχουμε ποτέ εμπιστοσύνη σε όσους μας εξαπάτησαν ήδη μια φορά [Il convient de se défier toujours de ceux qui nous ont une fois trompés]» (Descartes, La re-cherche de la vérité).

« Αλλά παρότι ίσως οι αισθήσεις μάς ξεγελούν […] υπάρχουν πολλά […] για τα οποία είναι αδύνατον να αμφιβάλουμε, παρόλο που αντλούνται από αυτές. Για παράδειγμα, ότι είμαι

6

Page 7: Descartes Αποσπάσματα

τώρα εδώ, ότι κάθομαι κοντά στη φωτιά, ότι είμαι ντυμένος…, ότι κρατώ στα χέρια μου αυτό το χαρτί κ.ο.κ. Πώς θα μπορούσα άραγε να αρνηθώ ότι τούτα τα χέρια, και όλο τούτο το σώμα, είναι δικά μου; Εκτός ίσως αν συγκρίνω τον εαυτό μου με εκείνους τους μανιακούς […] <που> διατείνονται επίμονα ότι είναι βασιλείς ενώ είναι πάμπτωχοι, ότι φορούν πορφύρα ενώ είναι ολόγυμνοι, ότι έχουν πήλινο κεφάλι, ότι είναι κολοκύθες, ή ότι είναι φτιαγμένοι από γυαλί. Αλλά εκείνοι είναι άφρονες και δεν θα φαινόμουν λιγότερο παράφρων αν ακολουθούσα το παράδειγμά τους. Λαμπρότατα! [..] Πόσο συχνά δεν πείθομαι κατά τη νυχτερινή μου κατάκλιση ότι είμαι τάχα εδώ, ντυμένος με χιτώνιο και καθισμένος κοντά στη φωτιά, ενώ βρίσκομαι άντυτος στο κρεβάτι μου; Τώρα ασφαλώς κοιτάζω με ορθάνοιχτα μάτια αυτό το χαρτί, το κεφάλι τούτο που κουνώ δεν είναι ναρκωμένο, απλώνω και αισθάνομαι σκόπιμα και εκούσια τούτο το χέρι : τόσο διακριτά πράγματα δεν συμβαίνουν στον κοιμισμένο. Σαν να μη θυμόμουν δήθεν ότι απατήθηκα άλλοτε και από παρόμοιες σκέψεις στον ύπνο μου!» (Πρώτος Στοχασμός).

« Δεν έχετε ακούσει ποτέ στο θέατρο αυτή την έκφραση έκπληξης ‘Είμαι ξύπνιος ή κοιμάμαι;’ Πώς μπορείτε να είσθε βέβαιος ότι η ζωή σας δεν είναι ένα συνεχές όνειρο και ότι όλα αυτά που μαθαίνετε μέσω των αισθήσεων δεν είναι ψευδή, τόσο τώρα όπως και όταν κοιμάσθε; [ N’avez-vous jamais ouï ce mot d’étonnement dans les comédies : Veillé-je ou si je dors ? Comment vous pouvez être certain que votre vie n’est pas un songe conti-nuel, et que tout ce que vous pensez apprendre par vos sens n’est pas faux, aussi bien maintenant comme lorsque vous dormez ? ] » ( La recherche de la vérité).

«Και σκεπτόμενος προσεκτικότερα αυτό το σημείο, βλέπω τόσο καθαρά ότι δεν μπορούμε ποτέ να διακρίνουμε με βέβαιες ενδείξεις την εγρήγορση από τον ύπνο [ il n’y a point d’in-dices concluants ni de marques assez certaines par où l’on puisse distinguer nettement la veille d’avec le sommeil ]ώστε μένω κατάπληκτος. Και η έκπληξή μου είναι τέτοια ώστε είναι σχεδόν ικανή να με πείσει ότι κοιμάμαι» (Πρώτος Στοχασμός).

«Ας υποθέσουμε λοιπό ότι κοιμόμαστε και ότι επιμέρους πράγματα όπως ότι ανοίγουμε τα μάτια, ότι κουνάμε το κεφάλι, ότι απλώνουμε τα χέρια, δεν είναι αληθή […] Ωστόσο πρέπει ασφαλώς να ομολογήσουμε ότι όσα βλέπουμε κοιμισμένοι είναι κάτι σαν ζωγραφισμένες εικόνες που δεν θα μπορούσαν να πλασθούν παρά καθ’ομοίωσιν αληθινών πραγμάτων. Άρα γενικά πράγματα έστω, όπως τα μάτια, το κεφάλι, τα χέρια και ολόκληρο το σώμα, δεν είναι φανταστικά αλλά αληθινά και υπαρκτά. Διότι, ακόμα και όταν οι ζωγράφοι πασχίζουν να πλάσουν Σειρήνες και Σατύρους με πολύ ασυνήθιστες μορφές, δεν μπορούν να τους δώσουν πέρα για πέρα καινούργιες φύσεις, αλλά αναμειγνύουν μονάχα μέλη διαφόρων ζώων· ή, αν ίσως η φαντασία τους είναι αρκετά αλλόκοτη για να εφεύρει για να εφεύρει κάτι τόσο καινούργιο ώστε ποτέ να μην έχουμε δει όμοιό του, και έτσι το έργο του να μας απεικονίζει ένα καθαρά πλαστό και απολύτως ψεύτικο πράγμα, ασφαλώς τα χρώματα από τα οποία το συνθέτουν πρέπει να είναι αληθινά» (αυτ.).

«Με ανάλογο τρόπο, παρότι [στην περίπτωση του ονείρου, της παραίσθησης ή της καλλιτεχνικής δημιουργίας] γενικά πράγματα όπως μάτια, κεφάλι χέρια, χέρια κ.ο.κ. μπορούν να είναι φανταστικά, ωστόσο πρέπει να ομολογήσουμε αναγκαία ότι ορισμένα άλλα, ακόμα πιο απλά και καθολικά είναι αληθινά, και ότι απ’ αυτά, σαν από αληθινά

7

Page 8: Descartes Αποσπάσματα

χρώματα, πλάθονται όλες εκείνες οι εικόνες των πραγμάτων που είναι στη σκέψη μας, είτε είναι αληθινές είτε ψεύτικες» (αυτ.).

«Αυτού του είδους φαίνεται ότι είναι [Cujus generis esse videntur / Όμως στη γαλλική μετάφραση: De ce genre de choses est] η σωματική φύση εν γένει και η έκτασή της [natura corporea in communi, ejusque extensio]· σχήμα των εκτατών πραγμάτων· η ποσότητα [quantitas], δηλαδή το μέγεθος [magnitudo] και ο αριθμός τους [numerus]· ο τόπος [locus] στον οποίο υπάρχουν, ο χρόνος κατά τον οποίο διαρκούν [le temps qui mesure leur durée] και άλλα παρόμοια» (αυτ.).

«Δεν θα βγάζαμε λοιπόν λάθος συμπέρασμα αν λέγαμε ότι η Φυσική, η Αστρονομία, η Ιατρική, και όλες οι άλλες επιστήμες που εξαρτώνται από τη θεώρηση των σύνθετων πραγμάτων είναι αμφίβολες· ενώ η Αριθμητική, η Γεωμετρία και άλλες παρόμοιες επιστήμες, οι οποίες δεν πραγματεύονται παρά απλούστατα και γενικότατα πράγματα, αδιαφορώντας για τον αν υπάρχουν ή δεν υπάρχουν στη φύση, περιέχουν κάτι βέβαιο και αναμφίβολο. Διότι, είτε αγρυπνώ είτε κοιμάμαι, δύο συν τρία θα κάνει πέντε, και το τετράγωνο δεν θα έχει περισσότερες από τέσσερις πλευρές· τόσο διαυγείς αλήθειες δεν φαίνεται να είναι ύποπτες ψεύδους» (αυτ.).

« Εντούτοις, στο πνεύμα μου υπάρχει σφηνωμένη από παλιά μια ορισμένη γνώμη: ότι υπάρχει Θεός που μπορεί να κάνει τα πάντα, και που με δημιούργησε έτσι, όπως είμαι. Πώς ξέρω όμως ότι δεν τα κανόνισε έτσι, ώστε να μην υπάρχει ούτε γη, ούτε ουρανός, ούτε εκτατό σώμα, ούτε σχήμα, ούτε μέγεθος, ούτε τόπος, και ωστόσο όλα τούτα να μη φαίνονται να υπάρχουν αλλιώς από ό,τι τώρα; Και μάλιστα, όπως ακριβώς κρίνω ότι οι άλλοι πλανώνται ενίοτε ακόμα και σε όσα πρεσβεύουν ότι ξέρουν τελειότατα, έτσι κι εγώ μπορεί να σφάλλω όποτε προσθέτω το δύο με το τρία, απαριθμώ τις πλευρές του τετραγώνου, ή κάνω κάτι ακόμη ευκολότερο, αν μπορούμε να φαντασθούμε κάτι ευκολότερο. Ίσως όμως να μη θέλει ο Θεός να απατώμαι τόσο πολύ, διότι καλείται πανάγαθος. Αλλά, αν απάδει στην αγαθότητά του να με δημιούργησε έτσι που να σφάλλω πάντοτε, μοιάζει επίσης εντελώς αντίθετο με αυτήν [την αγαθότητα] το να επιτρέπει να σφάλλω κάποιες φορές» (αυτ.).

«…οι παλιές συνήθειες και γνώμες συνήθεις γνώμες επιστρέφουν ακόμα συχνά στη σκέψη μου, αφού η μακροχρόνια και οικεία σχέση που είχαν μαζί μου τους δίνει το δικαίωμα να καταλαμβάνουν το πνεύμα μου ενάντια στη θέλησή μου, και σχεδόν να κυριεύουν τη θέλησή μου…Έχω λοιπόν τη γνώμη ότι δεν θα έκανα άσχημα αν, αντιστρέφοντας πλήρως τη βούλησή μου, ξεγελούσα εμένα τον ίδιο…Θα υποθέσω λοιπόν ότι δεν υπάρχει ένας άριστος Θεός, πηγή της αλήθειας, αλλά κάποιος κακόβουλος δαίμονας (genium ma-lignum /mauvais génie), παντοδύναμος και παμπόνηρος, που χρησιμοποιεί όλη την πανουργία του για να με ξεγελά. Θα θέσω ότι ο ουρανός, ο αέρας, η γη, τα χρώματα, τα σχήματα, οι ήχοι και όλα τα εξωτερικά πράγματα, δεν είναι τίποτε άλλο από ονειρικοί εμπαιγμοί, διά των οποίων εκείνος στήνει παγίδες στην ευπιστία μου…Θα παραμείνω επίμονα προσηλωμένος σε τούτο το στοχασμό, και, αν μεν δεν είναι στην εξουσία μου να γνωρίσω κάτι αληθές, τουλάχιστον θα φροντίσω σθεναρά αυτό που εξαρτάται από μένα: να μην συγκατατίθεμαι σε ψεύδη, έτσι ώστε, όσο δυνατός και πονηρός και αν είναι ο

8

Page 9: Descartes Αποσπάσματα

απατεώνας εκείνος (deceptor/ grand trompeur), να μην μπορεί να μου επιβάλει το παραμικρό» (αυτ.).

« Έχουμε το αυτεξούσιο (liberum arbitrium) ώστε να μπορούμε να αναστέλλουμε τη συγκατάθεσή μας σε αμφίβολα ζητήματα, ούτως ώστε να αποφεύγουμε την πλάνη.

Από όποιον όμως και αν προερχόμαστε, όσο δυνατός και πλανερός (fallax) κι αν είναι, αισθανόμαστε μέσα μας μια ελευθερία που μας επιτρέπει να απέχουμε από το να πιστεύουμε σε πράγματα που δεν είναι βέβαια και δεν τα έχουμε εξετάσει: ως εκ τούτου μπορούμε να προφυλαχθούμε ώστε να μην παραπλανηθούμε ποτέ» (Αρχές της φιλοσοφίας, I, 6).

«Η ελευθερία της θέλησης είναι γνωστή αφ’ εαυτής (Libertatem arbitrii esse per se notam / Que la liberté de notre volonté se connaît sans preuve par la seule expérience que nous en avons)

Το ότι υπάρχει όμως ελευθερία στη βούλησή μας (in nostra voluntate libertas/ nous avons une volonté libre) και μπορούμε σε πολλές περιπτώσεις είτε να συγκατατεθούμε είτε να αναστείλουμε τη συγκατάθεσή μας είναι τόσο φανερό ώστε η ελευθερία της θέλησης μπορεί να συγκαταλέγεται μεταξύ των κοινών εννοιών, που μας είναι έμφυτες. Ήταν προφανές προηγουμένως, όταν στην προσπάθειά μας να αμφιβάλουμε για όλα φθάσαμε στο σημείο να υποθέσουμε πλασματικά ότι κάποιος πανίσχυρος δαίμονας δημιουργός τού είναι μας προσπαθεί να μας εξαπατήσει με κάθε τρόπο. Πράγματι, παρά την υπόθεση αυτή, η ελευθερία που νιώθαμε μέσα μας ήταν τόσο μεγάλη ώστε μπορούσαμε να αναστείλουμε όποια πεποίθηση δεν ήταν τόσο βέβαιη ή δεν την είχαμε εξετάσει πλήρως» (αυτ., Ι, 39) .

«Τέλος με προσεκτική εξέταση διαπίστωσα πως όλα τα πράγματα όπου εξετάζουμε μόνον την τάξη και το μέτρο αναφέρονται στη μαθηματική επιστήμη και πώς δεν έχει σημασία αν αυτό το μέτρο πρέπει να αναζητηθεί σε αριθμούς ή σχήματα ή άστρα ή ήχους ή σε κάποιο άλλο αντικείμενο. Σκέφθηκα λοιπόν πως πρέπει να υπάρχει κάποια γενική επιστήμη, η οποία να εξηγεί ό,τι με την τάξη και το μέτρο μπορεί να ερευνηθεί, χωρίς αυτά να περιορίζονται σε κάποιο ειδικό αντικείμενο. Και σ’ αυτήν την επιστήμη δεν πρέπει να δώσουμε εξεζητημένο όνομα, αλλά ένα όνομα που είναι συνηθισμένο και έχει περάσει στην καθημερινή χρήση, δηλαδή το όνομα ‘κοινή μαθηματική’ (στα λατ. Mathesis universalis / στο γαλλικό κείμενο: Mathématique universelle). Γιατί στην έννοιά της περιέχονται όλα εκείνα που μας επιτρέπουν να ονομάζουμε τις άλλες επιστήμες κλάδους των Μαθηματικών » (Κανόνες, ΙV).

« Ο χθεσινός στοχασμός με έριξε σε τόσες αμφιβολίες ώστε ούτε μπορώ πλέον να τις λησμονήσω, ούτε βλέπω με ποιόν τρόπο θα μπορούσαν να διαλυθούν. Σαν να γλίστρησα ξαφνικά σε βαθιά νερά, παλεύω χωρίς να μπορώ ούτε να πατήσω στο βυθό, ούτε να αναδυθώ στην επιφάνεια. Θα προσπαθήσω ωστόσο, δοκιμάζοντας ξανά τον ίδιο δρόμο στον οποίο όδευσα χθες…Ο Αρχιμήδης ζητούσε ένα μόνο στέρεο και ακίνητο σημείο για να μετατοπίσει ολόκληρη τη γη· έτσι κι εγώ μπορώ να ελπίζω σε εξίσου μεγάλα πράγματα, αν

9

Page 10: Descartes Αποσπάσματα

ανακαλύψω κάτι, ελάχιστο έστω, που να είναι βέβαιο και ακλόνητο » (Δεύτερος Στοχασμός).

Cogito:

« …ενώ όμως εγώ ήθελα να σκεφθώ έτσι, ότι όλα δηλαδή ήταν ψεύτικα (que tout était faux), έπρεπε αναγκαστικά, εγώ που το σκέπτομαι, να είμαι κάτι [il fallait nécessairement que moi, qui le pensais, fusse quelque chose]. Και παρατηρώντας πως τούτη η αλήθεια: σκέπτομαι άρα υπάρχω [Je pense, donc je suis] ήταν τόσο σταθερή [ferme] και τόσο βεβαιωμένη [assurée] ώστε όλες μαζί οι εξωφρενικές [extravagantes] υποθέσεις των σκεπτικών φιλοσόφων δεν ήσαν ικανές να την κλονίσουν, έκρινα πως μπορούσα δίχως ενδοιασμούς να την παραδεχθώ σαν την πρώτη αρχή [le premier principe]» της φιλοσοφίας που αναζητούσα» ( Λόγος περί της μεθόδου, IV).

«Απορρίπτοντας όμως όλα εκείνα για τα οποία μπορούμε με κάποιο τρόπο να αμφιβάλουμε και προσποιούμενοι ότι είναι εσφαλμένα, είναι εύκολο να υποθέσουμε ότι δεν υπάρχει Θεός, ουρανός και σώματα. Κι ακόμη ότι εμείς οι ίδιοι δεν έχουμε χέρια ούτε πόδια, ούτε και σώμα. Δεν είναι όμως δυνατόν λόγω αυτού να μην είμαστε τίποτε εμείς που τα σκεπτόμαστε. Πράγματι, είναι αντιφατικό να νομίζουμε ότι εκείνο που σκέπτεται, ενόσω σκέπτεται, δεν υπάρχει. Ως εκ τούτου αυτή η επίγνωση σκέπτομαι άρα υπάρχω [cogito ergo sum Je pense, donc je suis], είναι η πρώτη και πλέον βέβαιη, που παρουσιάζεται σε όποιον στοχάζεται με τάξη» (Αρχές της φιλοσοφίας, Ι, 7).

«Ο καθένας μπορεί να εποπτεύει με τη διάνοιά του ότι υπάρχει, σκέπτεται : se existere, se cogitare]» (Κανόνες, III).

« Κι έχοντας παρατηρήσει πως δεν υπάρχει μέσα σ’ αυτό το: σκέπτομαι άρα υπάρχω, τίποτε που να με βεβαιώνει πως λέω την αλήθεια, εκτός μονάχα πως βλέπω πολύ καθαρά ότι, για να σκέπτομαι, πρέπει να υπάρχω [pour penser il faut être]» (Λόγος περί της μεθόδου, IV).

« Αλλά πείσθηκα ότι δεν υπάρχει τίποτε απολύτως στον κόσμο, ούτε ουρανός, ούτε γη, ούτε πνεύματα, ούτε σώματα. Μήπως λοιπόν δεν υπάρχω ούτε εγώ; Όχι, βέβαια. Εφ’ όσον πείσθηκα για κάτι ή εφόσον είχα απλώς και μόνον σκεφθεί κάτι, τότε αναμφίβολα υπήρχα [j’ étais sans doute, si je me suis persuadé, ou seulement si j’ai pensé quelque chose] » (Δεύτερος Στοχασμός).

« Αλλά υπάρχει κάποιος μυστηριώδης απατεώνας [trompeur], παντοδύναμος και παμπόνηρος [très rusé], που με ξεγελά με πανουργία διαρκώς. Αν όμως με ξεγελά, τότε χωρίς αμφιβολία υπάρχω· και ας με ξεγελά όσο θέλει, αφού δεν θα με κάνει ποτέ να μην είμαι τίποτε όσο θα σκέπτομαι ότι είμαι κάτι» (αυτ.).

« Έτσι ώστε αφού σκέφθηκα πολύ σχετικά με αυτό το ζήτημα και αφού εξέτασα επιμελώς τα πάντα, πρέπει εντέλει να καταλήξω ότι αυτή η απόφανση: Εγώ είμαι [ego sum], Εγώ

10

Page 11: Descartes Αποσπάσματα

υπάρχω [ego existo], είναι αναγκαία αληθής όποτε την προφέρω ή τη συλλαμβάνω στο πνεύμα μου» (αυτ.).

«Όμως δεν κατανοώ επαρκώς τι είμαι, εγώ που είμαι βέβαιος ότι είμαι» (αυτ.).

«Αλλά εγώ τι είμαι τώρα που υποθέτω ότι υπάρχει κάποιος εξαιρετικά δυνατός και, αν τολμώ να πω, κακόβουλος και πανούργος που χρησιμοποιεί όλες του τις δυνάμεις και όλη του την κατεργαριά για να με εξαπατήσει; Μπορώ να βεβαιωθώ ότι κατέχω όλα τα πράγματα που απέδωσα παραπάνω στη σωματική φύση; […]« Εδώ κάνω μια ανακάλυψη: η σκέψη είναι, αυτή μόνο αδυνατεί να αποσπασθεί από μένα. Εγώ είμαι, Εγώ υπάρχω, τούτο είναι βέβαιο. Για πόσο χρόνο όμως; Για όσο χρόνο σκέπτομαι » (αυτ.).

« Ενδέχεται ίσως, αν απείχα από κάθε σκέψη, αυτοστιγμεί να έπαυα ολόκληρος να υπάρχω» (αυτ.).

« Δεν δέχομαι τωρα παρά ό,τι αληθεύει αναγκαία. Ακριβολογώντας λοιπόν, είμαι μονάχα σκεπτόμενο πράγμα (res cogitans), δηλαδή πνεύμα (mens / esprit), ή έλλογη ψυχή [animus], ή διάνοια (intellectus /entendement) ή ορθός Λόγος (ratio /raison), λέξεις των οποίων αγνοούσα προηγουμένως τη σημασία. Είμαι όμως αληθινό πράγμα, και αληθινά υπαρκτό. Αλλά τι είδους πράγμα; Το είπα, σκεπτόμενο (cogitans)» (αυτ.).

«Είμαι όμως αληθινό πράγμα, και αληθινά υπαρκτό [Sum autem res vera et vere exis-tens]» (αυτ.).

«Αλλά τι είμαι λοιπόν; [Sed quid igitur sum?] Είμαι σκεπτόμενο πράγμα [Res cogitans]. Τι είναι αυτό [Quid est hoc?]; Είναι ένα πράγμα που αμφιβάλλει [dubitans], νοεί [intelligens], βεβαιώνει [affirmans], αρνείται [negans], θέλει [volens], δεν θέλει [nolens], φαντάζεται [imaginans] επίσης και αισθάνεται [sentiens]» (αυτ.).

«Με τη λέξη σκέψη εννοώ όλα όσα γίνονται μέσα μας, κατά τρόπο ώστε να έχουμε άμεσα επίγνωση για εμάς τους ίδιους. Γι’ αυτό όχι μόνο το να εννοώ, να θέλω, να φαντάζομαι, αλλά και το να αισθάνομαι είναι όπως το να σκέπτομαι. Διότι, αν πω, εγώ βλέπω ή περπατώ, άρα είμαι, κι αν συναγάγω από την όραση ή από τον περίπατο ό,τι επιτελεί το σώμα, το συμπέρασμα δεν θα είναι απολύτως βέβαιο· διότι, όπως συνήθως συμβαίνει στα όνειρα, μπορώ να νομίζω ότι βλέπω ή ότι περπατώ, ακόμη και αν τα μάτια μου είναι κλειστά και δεν κινούμαι από τη θέση μου, και μάλιστα ακόμα κι αν δεν είχα σώμα. Αλλά αν το εννοήσω από την ίδια την αίσθηση ή τη συνείδηση του ότι βλέπω ή ότι περπατώ, το συμπέρασμα θα είναι εντελώς βέβαιο, διότι τότε αναφέρεται στο πνεύμα, που μόνο αυτό αισθάνεται ή σκέπτεται ότι βλέπει ή ότι περπατά» (Αρχές της φιλοσοφίας, Ι, 9).

11

Page 12: Descartes Αποσπάσματα

Το παράδειγμα του κεριού:

«Ας εξετάσουμε εκείνα τα πράγματα που θεωρείται γενικά ότι γίνονται καταληπτά με πιο διακριτό τρόπο από όλα τα άλλα, δηλαδή τα σώματα που αγγίζουμε και βλέπουμε. Όχι όλα τα σώματα γενικά, γιατί οι γενικές αυτές αντιλήψεις είναι συνήθως πιο συγκεχυμένες, αλλά ένα συγκεκριμένο σώμα Ας πάρουμε για παράδειγμα αυτό το κερί.Μόλις τώρα εξήχθηκε από την κυψέλη. Δεν έχει χάσει ακόμη όλη τη γεύση του μελιού του. Διατηρεί ακόμα κάτι από το άρωμα των λουλουδιών από τα οποία συλλέχθηκε. Το χρώμα, το σχήμα και το μέγεθος είναι πρόδηλα. Είναι σκληρό, ψυχρό, αγγίζεται εύκολα και, αν το χτυπήσουμε με το δάχτυλο, εκπέμπει ήχο. Τέλος, όλα όσα φαίνονται να απαιτούνται για να γίνει γνωστό με πολύ διακριτό τρόπο κάποιο σώμα υπάρχουν σ’ αυτό. Αλλά ιδού, ενώ μιλώ το μετακινώ προς τη φωτιά: τα υπολείμματα γεύσης εξαλείφονται, η οσμή εξανεμίζεται, το χρώμα μεταβάλλεται, το σχήμα χάνεται, το μέγεθος αυξάνει, γίνεται ρευστό, θερμαίνεται, μετά βίας μπορεί να αγγιχθεί και, αν το χτυπήσουμε τώρα δεν εκπέμπει κανέναν ήχο. Παραμένει το ίδιο κερί; Πρέπει να ομολογήσουμε ότι παραμένει, κανένας δεν το αρνείται, κανένας δεν κρίνει αλλιώς. Τι καταλαβαίναμε λοιπόν με τόσο διακριτό τρόπο σε αυτό; Τίποτε ασφαλώς από όσα προσέγγιζα με τις αισθήσεις, διότι όλα όσα υπέπιπταν στη γεύση, στην όσφρηση, στην όραση, στην αφή ή στην ακοή, έχουν τώρα μεταβληθεί, ενώ το κερί παραμένει.Ίσως να ήταν εκείνο που σκέπτομαι τώρα: ότι το ίδιο το κερί δεν ήταν η ηδύτητα του μελιού, το άρωμα των λουλουδιών, η λευκότητα, το σχήμα ή ο ήχος, αλλά ένα σώμα που προ ολίγου μου φανερωνόταν υπό εκείνους τους τρόπους, και τώρα μου φανερώνεται υπό άλλους. Τι ακριβώς όμως είναι αυτό που φαντάζομαι έτσι; Ας προσέξουμε και, παραμερίζοντας όσα δεν ανήκουν στο κερί, ας δούμε τι απομένει: τίποτε άλλο εκτός από κάτι εκτατό, εύκαμπτο και ευμετάβλητο [...] Εν τω μεταξύ όμως απορώ για το πόσο επιρρεπές είναι το πνεύμα μου στις πλάνες. Γιατί και αν ακόμη, θεωρώ όλα αυτά μέσα μου, σιωπηρά και χωρίς λόγια, ωστόσο παγιδεύομαι στις λέξεις και απατώμαι σχεδόν από την καθημερινή χρήση της γλώσσας. Γιατί λέμε ότι βλέπουμε το ίδιο κερί, εάν παρίσταται, και όχι ότι κρίνουμε ότι είναι το ίδιο κερί…Εξ ου σχεδόν θα ήθελα να συμπεράνω ότι γνωρίζουμε το κερί με την όραση των ματιών, και όχι με την επισκόπηση και μόνον του πνεύματος (solius mentis inspectione), <θα ήθελα λοιπόν να το συμπεράνω> αν ίσως δεν έβλεπα από το παράθυρο ανθρώπους να διασχίζουν την πλατεία, για τους οποίους έχω συνηθίσει να λέω ότι τους βλέπω, όπως ακριβώς και για το κερί. Τι βλέπω όμως πέρα από τα καπέλα και ρούχα…; Αλλά κρίνω ότι είναι άνθρωποι. Έτσι αυτό που νόμιζα ότι έβλεπα με τα μάτια, το καταλαβαίνω μόνον με την ικανότητα του κρίνειν, η οποία είναι στο πνεύμα μου […]. Όταν διακρίνω το κερί από τις εξωτερικές του μορφές και, σαν να του είχα αφαιρέσει τα ρούχα, το εξετάζω ολόγυμνο, τότε όσο και αν μπορεί ακόμα να υπάρξει κάποια πλάνη στην κρίση μου, δεν μπορώ να το αντιληφθώ χωρίς το ανθρώπινο πνεύμα. Τι να πω όμως για το ίδιο το πνεύμα, δηλαδή για τον εαυτό μου; Διότι, πέραν του πνεύματος, δεν δέχομαι τίποτε άλλο σε μένα. Τι είμαι, λέω, εγώ που φαίνεται ότι αντιλαμβάνομαι τόσο διακριτά αυτό το κερί; Δεν γνωρίζω εμένα τον ίδιο, όχι μόνο με πολύ πιο αληθή και βέβαιο τρόπο, αλλά και με πολύ πιο διακριτό και εναργή; Διότι, αν κρίνω ότι το κερί υπάρχει από το γεγονός ότι το βλέπω, τότε προκύπτει ασφαλώς πολύ εναργέστερα, από το ίδιο το γεγονός ότι το βλέπω, ότι υπάρχω κι εγώ ο ίδιος. Μπορεί πράγματι αυτό που

12

Page 13: Descartes Αποσπάσματα

βλέπω να μην είναι αληθινά κερί, μπορεί να μην έχω καν μάτια να δω ο,τιδήποτε, αλλά όταν βλέπω ή (κάτι που δεν διακρίνω πια) όταν σκέπτομαι ότι βλέπω, δεν μπορεί εγώ που σκέπτομαι να μην είμαι κάτι […].Αφού μου είναι τώρα γνωστό ότι τα ίδια τα σώματα δεν γίνονται αντιληπτά από τις αισθήσεις, ή από την ικανότητα του φαντάζεσθαι, αλλά από τον ίδιο το νου, δηλαδή όχι από το γεγονός ότι αγγίζονται ή βλέπονται, αλλά μονάχα από το γεγονός ότι νοούνται, γνωρίζω εμφανώς ότι δεν μπορώ να αντιληφθώ τίποτε ευκολότερα και εναργέστερα από το πνεύμα μου» (Τέλος του Δεύτερου Στοχασμού).

« … θεωρούμε ότι γνωρίζουμε τόσο καλύτερα ένα πράγμα, όσο υπάρχουν περισσότερες ιδιαιτερότητές σε αυτό που μας είναι γνωστές· έτσι όπως γνωρίζουμε περισσότερο εκείνους τους οποίους συναναστρεφόμαστε σε καθημερινή βάση, παρά εκείνους που ξέρουμε μόνο το όνομά τους ή μας είναι γνωστοί εξ όψεως· και εν τούτοις δεν κρίνουμε ότι αυτοί μάς είναι εντελώς άγνωστοι· κατ αυτήν την έννοια πιστεύω πως έχω επαρκώς καταδείξει ότι το πνεύμα θεωρημένο χωρις τα πράγματα τα οποία αποδίδουμε συνήθως στο σώμα είναι περισσότερο γνωστό από όσο το σώμα θεωρημένο χωρίς το πνεύμα. Και αυτό είναι ό,τι είχα σχεδιάσει να αποδείξω σε τούτο τον δεύτερο Στοχασμό» (Δεύτερες απαντήσεις).

« Θα κλείσω τώρα τα μάτια, θα βουλώσω τα αυτιά μου, θα απομονώσω όλες τις αισθήσεις, θα εξαλείψω επίσης από τη σκέψη μου όλες τις εικόνες των σωματικών πραγμάτων ή, επειδή μετά βίας, μπορεί να γίνει αυτό, θα τις εκλάβω ως κενές και ψευδείς. Αποτεινόμενος μόνο σε μένα [meque solum alloquendo] και επισκοπώντας βαθύτερα [et considérant mon intérieur], θα προσπαθήσω να γίνω σιγά σιγά πιο γνωστός και οικείος στον εαυτό μου. Εγώ είμαι ένα σκεπτόμενο πράγμα [ego sum res cogitans], δηλαδή ένα πράγμα που αμφιβάλλει, που βεβαιώνει, που αρνείται, που κατανοεί λίγα, που αγνοεί πολλά, που αγαπά, που μισεί, που θέλει, που δεν θέλει, που φαντάζεται επίσης, και που αισθάνεται. Όπως διαπίστωσα προηγουμένως παρότι όσα αισθάνομαι ή φαντάζομαι δεν είναι ίσως τίποτε έξω από εμένα, ωστόσο είμαι βέβαιος ότι εκείνοι οι τρόποι του σκέπτεσθαι τους οποίους καλώ αισθήματα και φανταστικές παραστάσεις , καθόσον είναι μονάχα τρόποι του σκέπτεσθαι, είναι μέσα μου» (Τρίτος Στοχασμός).

Εποπτεία (Intuitus) :

« Είμαι βέβαιος ότι είμαι σκεπτόμενο πράγμα. Άραγε δεν ξέρω επίσης τι απαιτείται για να είμαι βέβαιος για κάποιο πράγμα; Σε τούτη την πρώτη γνώση δεν υπάρχει τίποτε άλλο από μια σαφής και διακριτή αντίληψη [clara et distincta perceptio / claire et distincte percep-tion] εκείνου το οποίο βεβαιώνω…Επομένως φαίνεται ότι μπορώ τώρα να θέσω ως γενικό κανόνα πως, κάθε τι που αντιλαμβάνομαι λίαν σαφώς και διακριτώς είναι αληθές» (Τρίτος Στοχασμός).

«…όσα αντιλαμβανόμαστε με σαφήνεια (clare / clairement) είναι αληθή» (Αρχές της φιλοσοφίας, Ι, 30).

13

Page 14: Descartes Αποσπάσματα

«Όσον αφορά τα αντικείμενα που έχουμε να ερευνήσουμε δεν πρέπει να αναζητούμε τι απόψεις διατύπωσαν οι άλλοι ή τι εμείς οι ίδιοι υποθέτουμε, αλλά τι μπορεί να μας δοθεί στην καθαρή και εναργή εποπτεια (quid clare evidenter possimus intueri / ce que nous pouvons voir par intuition avec clarté et évidence)… Με την εποπτεία δεν εννοώ την αβέβαιη μαρτυρία των αισθήσεων ή την εσφαλμένη κρίση μιας φαντασίας που δεν συνθέτει σωστά το αντικείμενό της, αλλά τη σύλληψη που γίνεται από έναν καθαρό και προσεκτικό νου [mentis purae et attentae / intelligence pure et attentive] και που είναι τόσο εύκολη και διακριτή ώστε να μην αφήνει καμία αμφιβολία γι’ αυτό που κατανοούμε» ( Κανόνες…, ΙΙΙ).

« …να μην παραδέχομαι ποτέ τίποτε για αληθινό, αν δεν το ξέρω ολοφάνερα (évidemment) αληθινό· δηλαδή να αποφεύγω προσεκτικά τη βιασύνη και την προκατάληψη, και να μην περιλαμβάνω στις κρίσεις μου τίποτε παραπάνω απ’ ό,τι θα παρουσιάζεται στο νού μου τόσο καθαρά και τόσο ευδιάκριτα (clairement et distinctement à mon esprit) ώστε να μη μου δίνεται καμιά ευκαιρία να αμφιβάλλω γι’ αυτό» ( Λόγος περί της μεθόδου, II).

«Και έχοντας παρατηρήσει ότι δεν υπάρχει τίποτε μέσα σ’ αυτό το : σκέπτομαι άρα υπάρχω, τίποτε που να με βεβαιώνει πως λέω την αλήθεια εκτός από το ότι βλέπω με απόλυτη σαφήνεια ότι για να σκέπτομαι πρέπει να υπάρχω, έκρινα πως μπορούσα να πάρω για γενικό κανόνα πως τα πράγματα που συλλαμβάνουμε απολύτως σαφώς (clairement) και εξαιρετικά ευδιακρίτως (distinctement) είναι όλα αληθή. Μόνο που υπάρχει κάποια δυσκολία στο να διαπιστώσουμε με ικανοποιητικό τρόπο ποια είναι αυτά που συλλαμβάνουμε ευδιακρίτως» (αυτ., IV).

«Πολλοί άνθρωποι, ακόμη και σε όλη τη ζωή τους, δεν αντιλαμβάνονται ποτέ κάτι αρκετά σωστά, ώστε να εκφέρουν μια βέβαιη κρίση επ’ αυτού. Καθότι μια αντίληψη στην οποία μπορεί να βασισθεί μια βέβαιη και αναμφίβολη κρίση απαιτείται όχι μόνο να είναι σαφής αλλά και διακριτή. Ονομάζω σαφή την αντίληψη εκείνη η οποία είναι παρούσα και πρόδηλη [praesens et aperta / présente et manifeste] σε ένα προσεκτικό πνεύμα· όπως ακριβώς λέμε ότι φαίνονται καθαρά όσα έχοντας προ του οφθαλμού μας τον διεγείρουν αρκετά ζωηρά και φανερά. Καλώ διακριτή μια αντίληψη που, ενώ είναι σαφής, είναι ακριβής και διαφορετική από όλες τις άλλες (precise et différente de toutes les autres / sejuncta et praecisa), ώστε περιέχει μέσα της μόνον ό,τι είναι σαφές» (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 45).

«…μια αντίληψη που δεν είναι διακριτή μπορεί να είναι σαφής· αλλά καμιά αντίληψη δεν μπορεί να είναι διακριτή αν δεν είναι σαφής» (αυτ., Ι, 46).

«Όμως δεν κατανοώ ακόμη επαρκώς τι είμαι εγώ που είμαι βέβαιος ότι είμαι. Πρέπει λοιπόν να φροντίσω εφεξής να μην εκλάβω ασύνετα κάτι άλλο για μένα, και έτσι να μην πλανηθώ σε εκείνη τη γνώση που διατείνομαι ότι είναι η πιο βέβαιη και η πιο εναργής από όλες όσες είχα προηγουμένως» (Δεύτερος Στοχασμός).

Ιδέες:

14

Page 15: Descartes Αποσπάσματα

«Με το όνομα ιδέα εννοώ αυτή τη μορφή που έχει κάθε μια από τις σκέψεις μας, μέσω της άμεσης αντίληψης της οποίας έχουμε πρόσβαση στη γνώση αυτών ακριβώς των σκέψεων» (Δεύτερες απαντήσεις).

«Κάποιες από τις σκέψεις μου, οι μόνες στις οποίες κυριολεκτικά ταιριάζει το όνομα ιδέα, είναι κάτι σαν εικόνες πραγμάτων: όπως όταν σκέπτομαι έναν άνθρωπο, μια Χίμαιρα, τον Ουρανό, έναν Άγγελο ή τον Θεό» (Τρίτος Στοχασμός).

«Αναφορικά τώρα με τις ιδέες, αν ιδωθούν αυτές καθεαυτές [solae in se / en elles-mêmes] και χωρίς να αναφέρονται σε κάτι άλλο, δεν μπορούν κυριολεκτικά να είναι ψευδείς. Διότι είτε φαντάζομαι μια αίγα είτε μια χίμαιρα, το γεγονός ότι φαντάζομαι τη μία δεν αληθεύει λιγότερο από το γεγονός ότι φαντάζομαι την άλλη. Επίσης, δεν πρέπει να φοβόμαστε ότι μπορεί να υπάρξει ψεύδος στην ίδια τη βούληση ή στα συναισθήματα· διότι, αν και μπορώ να επιλέξω φαύλα ή ανύπαρκτα πράγματα, ωστόσο, δεν είναι αναληθές, γι’ αυτό το λόγο, ότι τα επιλέγω» (αυτ.).

«Απομένουν λοιπόν μόνον οι κρίσεις, στις οποίες πρέπει να φροντίσω να μην σφάλω. Όμως η κυριότερη και συχνότερη πλάνη που μπορεί να βρεθεί σε αυτές έγκειται στο ότι κρίνω ότι οι ιδέες που είναι μέσα μου είναι όμοιες ή σύμμορφες με κάποια πράγματα που βρίσκονται έξω από μένα» (αυτ.). «Από τις ιδέες όμως αυτές, άλλες μου φαίνονται έμφυτες (innatae), δηλαδή γεννημένες μαζί με μένα (nées avec moi),άλλες επείσακτες (adventiae), δηλαδή ξένες και ερχόμενες απ’ έξω, και άλλες φτιαγμένες από εμένα τον ίδιο (a me ipso factae) και επινοημένες […]έκρινα μέχρι σήμερα πως το γεγονός ότι ακούω ένα θόρυβο, βλέπω τον ήλιο, αισθάνομαι τη φωτιά, είναι κάτι που πηγάζει από κάποια πράγματα που βρίσκονται έξω από εμένα […] Κατ’ αρχάς έτσι φαίνεται να με έχει διδάξει η φύση. Και εκτός αυτού νιώθω ότι δεν εξαρτώνται από τη βούλησή μου, και επομένως από εμένα τον ίδιο, διότι συχνά παρουσιάζονται άθελά μου: όπως τώρα, είτε το θέλω είτε όχι, αισθάνομαι θερμότητα, και γι’ αυτό νομίζω ότι το αίσθημα τούτο, δηλαδή η ιδέα της θερμότητας, επεισάγεται σε εμένα από ένα πράγμα διαφορετικό από εμένα, δηλαδή από τη θερμότητα της φωτιάς κοντά στην οποία κάθομαι. Τίποτε πιο εύλογο από το να κρίνω ότι εκείνο το εξωτερικό πράγμα στέλνει και εντυπώνει μέσα μου το ομοίωμά του μάλλον παρά κάτι άλλο» (αυτ.).

«Όταν λέω ότι ‘έτσι φαίνεται να με έχει διδάξει η φύση’, εννοώ μονάχα ότι ωθούμαι από μια πηγαία ορμή να το πιστέψω, και όχι ότι η αλήθεια του καταδεικνύεται από το φυσικό φως (της νόησης) [lumen naturale / lumière naturelle]. Αυτά τα δύο διαφέρουν πολύ μεταξύ τους· διότι όσα η φυσική φώτιση με κάνει να δω ότι είναι αληθή, όπως το γεγονός το ότι αμφιβάλλω συνεπάγεται ότι υπάρχω κ.ο.κ., δεν μπορούν με κανένα τρόπο να είναι αμφίβολα. Και δεν έχω μέσα μου καμία άλλη ικανότητα για να διακρίνω το αληθές από το ψευδές, την οποία να εμπιστεύομαι όσο αυτήν και η οποία να μπορεί να με διδάξει ότι αυτό που το φυσικό φως μου δείχνει ότι είναι αληθές, στην πραγματικότητα δεν είναι. Όσο για τις ορμές που φαίνονται επίσης να μου είναι φυσικές, παρατήρησα συχνά, όταν ετίθετο ζήτημα να επιλέξω μεταξύ των αρετών και των κακιών, ότι δεν με ώθησαν λιγότερο στο κακό παρά

15

Page 16: Descartes Αποσπάσματα

στο καλό και γι’ αυτό, ούτε και στην περίπτωση αφορά το αληθές και το ψευδές, δεν έχω λόγο να τις ακολουθώ.Έπειτα, το γεγονός ότι οι ιδέες εκείνες δεν εξαρτώνται από τη βούλησή μου, δεν σημαίνει ότι πηγάζουν αναγκαία από πράγματα που βρίσκονται έξω από μένα. Όπως ακριβώς αυτές οι ορμές, για τις οποίες μόλις μίλησα, βρίσκονται μέσα μου μολονότι δεν συμφωνούν πάντα με τη βούλησή μου, έτσι ίσως να υπάρχει μέσα μου κάποια ικανότητα ή βούληση ικανή να παράγει τις ιδέες εκείνες χωρίς τη βοήθεια εξωτερικών πραγμάτων, παρότι δεν μου είναι ακόμα γνωστή· όπως πράγματι μου φαινόταν πάντοτε μέχρι τώρα ότι, όταν κοιμάμαι, εκείνες σχηματίζονται μέσα μου χωρίς τη βοήθεια των αντικειμένων τα οποία απεικονίζονται» (αυτ.).

«Βρίσκω μέσα μου δύο διαφορετικές ιδέες του ήλιου. Η μία, μέσω της οποίας φαίνεται εξαιρετικά μικρός, μοιάζει να αντλείται από τις αισθήσεις και συγκαταλέγεται πρωτίστως μεταξύ εκείνων που χαρακτήρισα επείσακτες […]Η άλλη μέσω της οποίας παριστάνεται πολλές φορές μεγαλύτερος από τη Γη, παραλαμβάνεται από τους συλλογισμούς της Αστρονομίας (ex rationibus Astronomiae ), δηλαδή εξάγεται από κάποιες έμφυτες σε μένα έννοιες (ex notionibus mihi innatis) ή κατασκευάζεται με κάποιον άλλο τρόπο από εμένα τον ίδιο…. Σίγουρα αυτές οι δύο ιδέες του ήλιου, τις οποίες συλλαμβάνω, δεν μπορεί να είναι όμοιες με τον ίδιο ήλιο· και ο νους με κάνει να πιστέψω ότι η εικόνα η οποία προέρχεται από τις αισθήσεις είναι η περισσότερο ανόμοια » (αυτ.).

«Όλα τούτα αποδεικνύουν επαρκώς ότι εκείνο που με έκανε μέχρι τώρα να πιστεύω ότι υπάρχουν κάποια πράγματα διαφορετικά από εμένα, τα οποία διά των αισθητηρίων οργάνων ή με κάποιο άλλο μέσο εισάγουν μέσα μου τις ιδέες ή τις εικόνες τους, δεν ήταν μια βέβαιη κρίση, αλλά μονάχα μια τυφλή και παρακινδυνευμένη παρόρμηση [ex caeco impulsu / une téméraire et aveugle impulsion]» (αυτ.). «Αλλά μου παρουσιάζεται ακόμη μια άλλη οδός, προκειμένου να ερευνήσω μήπως κάποια πράγματα, οι ιδέες των οποίων είναι μέσα μου, υπάρχουν έξω από εμένα. Καθόσον δηλαδή αυτές οι ιδέες είναι μονάχα τρόποι του σκέπτεσθαι, δεν αναγνωρίζω καμία ανισότητα μεταξύ τους, και φαίνονται όλες να πηγάζουν με τον ίδιο τρόπο από εμένα· αλλά καθόσον οι μεν απεικονίζουν ένα πράγμα και οι δε ένα άλλο, είναι προφανές ότι είναι εξαιρετικά διαφορετικές μεταξύ τους. Διότι είναι αδιαμφισβήτητο ότι εκείνες που παριστάνουν μέσα μου υποστάσεις [ substantiae /substances] είναι κάτι περισσότερο και εμπεριέχουν, τρόπος του λέγειν, περισσότερη αντικειμενική πραγματικότητα [plus realitatis objectivae in se continent], δηλαδή μετέχουν μέσω της αναπαράστασης σε περισσότερους βαθμούς όντος ή τελειότητας [participent par representation à plus de degrès d’être ou de perfection], από εκείνες που απεικονίζουν μονάχα τρόπους ή συμβεβηκότα [ modos sive accedentia / modes ou accidents]. Και εκείνη διά της οποίας νοώ κάποιον Θεό ύψιστο, αιώνιο, άπειρο, παντογνώστη, παντοδύναμο, και δημιουργό όλων των πραγμάτων που υπάρχουν πέρα από αυτόν, εμπεριέχει ασφαλώς περισσότερη αντικειμενική πραγματικότητα από εκείνες μέσω των οποίων παριστάνονται πεπερασμένες υποστάσεις» (αυτ.. Πρβλ. Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 17).

16

Page 17: Descartes Αποσπάσματα

Υπάρχουν διάφοροι βαθμοί πραγματικότητας ή οντότητας· διότι η υπόσταση έχει περισσότερη πραγματικότητα από το συμβεβηκός ή τον τρόπο και η άπειρη υπόσταση από την πεπερασμένη. Γι’ αυτό επίσης υπάρχει περισσότερη αντικειμενική πραγματικότητα στην ιδέα της υπόστασης παρά σε εκείνη του συμβεβηκότος, και στην ιδέα της άπειρης υπόστασης παρά σε εκείνη της πεπερασμένης» ( «Λόγοι διευθετημένοι με γεωμετρικό τρόπο που τεκμηριώνουν την ύπαρξη του Θεού και τη διάκριση της ψυχής από το σώμα» (το κείμενο αυτό βρίσκεται στο τέλος των Δεύτερων απαντήσεων), αξίωμα VI, μετ. Ε. Βανταράκης, ο.π.)

«Ως υπόσταση δεν μπορούμε να εννοούμε τίποτε άλλο εκτός από ένα πράγμα που υπάρχει έτσι ώστε να μην χρειάζεται τίποτε άλλο για να υπάρχει. Και πράγματι μόνο μια υπόσταση που δεν εξαρτάται από τίποτε άλλο μπορεί να νοηθεί: ο Θεός. Στην περίπτωση όλων των άλλων υποστάσεων, αντιλαμβανόμαστε ότι μπορούν να υπάρχουν μόνο με τη συνδρομή του Θεού» (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 51).

«Τώρα όμως είναι πρόδηλο μέσω της φυσικής φώτισης ότι στο ολικό και ποιητικό αίτιο [ causa efficiente et totali / la cause efficiente et totale] πρέπει να υπάρχει τουλάχιστον τόση πραγματικότητα όση και στο αποτέλεσμά του. Γιατί, ερωτώ, από πού θα μπορούσε το αποτέλεσμα να πάρει την πραγματικότητά του αν όχι από το αίτιο; Και πώς θα μπορούσε το αίτιο να του τη δώσει αν δεν την κατείχε το ίδιο; Αυτό συνεπάγεται όμως ότι δεν μπορεί κάτι να γίνει από το μηδέν, και ότι το τελειότερο, δηλαδή εκείνο που περιέχει μέσα του περισσότερη πραγματικότητα, δεν μπορεί να γίνει από το ατελέστερο. Παραδείγματος χάριν μια πέτρα που δεν υπήρχε προηγουμένως δεν μπορεί να αρχίσει τώρα να υπάρχει παρά αν παραχθεί από κάποιο πράγμα στο οποίο να υπάρχει μορφικά ή καθ’ υπεροχήν ό,τι τίθεται στην πέτρα» (Τρίτος Στοχασμός).

«Το ότι δεν υπάρχει τίποτε σε ένα αποτέλεσμα το οποίο να μην έχει υπάρξει με παρόμοιο ή ακόμη ανώτερο τρόπο μέσα στην αιτία του, είναι μια πρώτη έννοια τόσο εναργής, ώστε δεν υπάρχει τίποτε σαφέστερο. Εμπεριέχει μάλιστα μέσα της και την άλλη κοινή έννοια, ότι δηλαδή τίποτε δεν προέρχεται από το τίποτε, γιατί εάν συμφωνήσουμε ότι υπάρχει κάτι μέσα στο αποτέλεσμα το οποίο δεν υπάρχει κατ’ ουδένα τρόπο μέσα στην αιτία του, θα πρέπει επίσης να παραμείνουμε σύμφωνοι και για το ότι αυτό το κάτι προέρχεται από το μηδέν. Και εάν είναι εναργές ότι το τίποτε δεν μπορεί να είναι η αιτία κάποιου πράγματος, είναι μόνο επειδή μέσα σ’ αυτήν την αιτία, δεν θα υπήρχε το ίδιο πράγμα που υπάρχει στο αποτέλεσμα» (Δεύτερες απαντήσεις).

Τούτο [δηλαδή, αυτή η καθολική αρχή της αιτιότητας] δεν αληθεύει διαυγώς για τα αποτελέσματα η πραγματικότητα των οποίων είναι ενεργή ή μορφική, αλλά και για τις ιδέες στις οποίες θεωρείται μονάχα η αντικειμενική πραγματικότητα» (Τρίτος Στοχασμός).

«Με τον όρο αντικειμενική πραγματικότητα μιας ιδέας (realitas objective ideae / réalite objective d’une idée) εννοώ την οντότητα του πράγματος που απεικονίζεται από την ιδέα, καθόσον αυτή η οντότητα είναι στην ιδέα» ( «Λόγοι διευθετημένοι με γεωμετρικό τρόπο…», ορισμός ΙΙΙ).

17

Page 18: Descartes Αποσπάσματα

Αποδείξεις της ύπαρξης του Θεού:

A posteriori:

«…αν η αντικειμενική πραγματικότητα κάποιας ιδέας μου είναι τέτοια ώστε να είμαι βέβαιος ότι αυτή η πραγματικότητα δεν είναι μέσα μου ούτε μορφικά ούτε υπεροχικά, και επομένως ότι δεν μπορώ να είμαι εγώ ο ίδιος το αίτιο της ιδέας της, τότε έπεται αναγκαία ότι δεν είμαι μόνος στον κόσμο, αλλά υπάρχει και κάποιο άλλο πράγμα που είναι αίτιο της ιδέας αυτής» (Τρίτος Στοχασμός).

«Από όσα είναι σαφή και διακριτά στις ιδέες των σωματικών πραγμάτων, ορισμένα μου φαίνεται ότι μπορώ να τα εξαγάγω από την ιδέα εμένα του ίδιου: δηλαδή, την υπόσταση [substantia] τη διάρκεια, τον αριθμό και άλλα παρόμοια, αν υπάρχουν. Διότι σκέπτομαι ότι η πέτρα είναι υπόσταση, δηλαδή ένα πράγμα ικανό να υπάρξει δι’ εαυτού [per se apta est existere / chose qui de soi est capable d’exister], και ότι είμαι και εγώ υπόσταση, και παρότι συλλαμβάνω ότι δεν είμαι εκτατό πράγμα αλλά σκεπτόμενο, ενώ η πέτρα δεν είναι σκεπτόμενο πράγμα, αλλά εκτατό, και επομένως ότι υπάρχει μεγίστη διαφορά μεταξύ των δύο αυτών εννοιών, ωστόσο φαίνεται να συμφωνούν ως προς το ότι απεικονίζουν υποστάσεις. Όλα τα υπόλοιπα όμως από τα οποία αποτελούνται οι ιδέες των σωματικών πραγμάτων, δηλαδή η έκταση, το σχήμα, η θέση και η κίνηση, δεν περιέχονται μεν μέσα μου μορφικά , αφού δεν είμαι τίποτε άλλο από σκεπτόμενο πράγμα· αλλά επειδή είναι μονάχα ορισμένοι τρόποι της υπόστασης και κάτι σαν ενδύματα υπό τα οποία μας εμφανίζεται η σωματική υπόσταση, φαίνεται να μπορούν να περιέχονται μέσα μου υπεροχικά» (αυτ.).

« Παραδείγματος χάριν, οι ιδέες που έχω για τη θερμότητα και το ψύχος είναι τόσο λίγο σαφείς και διακριτές ώστε βάσει αυτών δεν μπορώ να διαγνώσω αν το ψύχος είναι μονάχα στέρηση θερμότητας ή η θερμότητα στέρηση ψύχους, ή αν και τα δύο είναι, ή δεν είναι, πραγματικές ποιότητες. Και επειδή οι ιδέες δεν μπορούν παρά να είναι ιδέες πραγμάτων, αν αληθεύει ότι το ψύχος δεν είναι παρά στέρηση θερμότητας, η ιδέα που το απεικονίζει σε μένα ως κάτι πραγματικό και θετικό, δεν θα χαρακτηριζόταν άδικα ψευδής» (αυτ.).

«Διά του ονόματος Θεός εννοώ μια υπόσταση άπειρη, αιώνια, αμετάβλητη, ανεξάρτητη, παντογνώστρια, παντοδύναμη, που δημιούργησε τόσο εμένα τον ίδιο όσο και ο,τιδήποτε άλλο υπάρχει, αν υπάρχει» (αυτ.).

«Διότι παρότι η ιδέα της υπόστασης είναι μέσα μου από το ίδιο το γεγονός ότι είμαι μια υπόσταση, δεν θα είχα εντούτοις την ιδέα μιας άπειρης υπόστασης, εγώ που είμαι ένα πεπερασμένο ον, αν δεν είχε τοποθετηθεί μέσα μου από κάποια υπόσταση αληθινά άπειρη» (αυτ.).

«…κάνοντας τη σκέψη ότι είχα αμφιβολίες, και επομένως το είναι μου δεν ήταν ολότελα τέλειο –εφόσον έβλεπα καθαρά πως το να ξέρω είναι μεγαλύτερη τελειότητα από το να αμφιβάλλω– μου ήρθε η ιδέα να ερευνήσω από πού είχα μάθει να σκέπτομαι κάτι πιο τέλειο

18

Page 19: Descartes Αποσπάσματα

από ό,τι ήμουν εγώ· και κατάλαβα ολοφάνερα πως έπρεπε να είναι από μια φύση πραγματικά τελειότερη» [Λόγος περί της μεθόδου, IV].

«…κατανοώ προδήλως ότι υπάρχει περισσότερη πραγματικότητα στην άπειρη υπόσταση παρά στην πεπερασμένη, και επομένως ότι έχω κατά κάποιον τρόπο μέσα μου την έννοια του απείρου πριν από την έννοια του πεπερασμένου, δηλαδή έχω πρώτα την έννοια του Θεού παρά του εαυτού μου. Γιατί πώς θα ήταν δυνατόν να μπορώ να γνωρίζω ότι αμφιβάλλω και ότι επιθυμώ, δηλαδή ότι μου λείπει κάτι και ότι δεν είμαι απόλυτα τέλειος, εάν δεν είχα καθόλου μέσα μου την ιδέα ενός όντος τελειότερου από τη δική μου φύση, συγκρινόμενος με το οποίο θα γνώριζα τα ελαττώματα της φύσης μου; » (Τρίτος Στοχασμός).

«Αλλά ίσως να είμαι κάτι περισσότερο από ό,τι κατανοώ, και όλες εκείνες οι τελειότητες που προσδίδω στον Θεό να είναι τρόπον τινά μέσα μου εν δυνάμει, όσο και αν δεν εκδηλώνονται ούτε ενεργοποιούνται ακόμη.Πράγματι, νιώθω τώρα τη γνώση μου να αυξάνει σιγά σιγά· και δεν βλέπω τι θα την εμπόδιζε να αυξηθεί όλο και περισσότερο επ’ άπειρον, ούτε γιατί να μην μπορώ με τη βοήθεια μιας τόσο αυξημένης γνώσης, να αποκτήσω όλες τις υπόλοιπες τελειότητες του Θεού· και τέλος, αν η δύναμη για την απόκτηση των τελειοτήτων αυτών είναι ήδη μέσα μου, δεν βλέπω γιατί να μην αρκεί να παραγάγει τις ιδέες τους. Μα όχι! Τίποτα από αυτά δεν ισχύει. Πρώτα πρώτα, αν και αληθεύει ότι η γνώση μου αυξάνει βαθμηδόν, και ότι υπάρχουν μέσα μου πολλά πράγματα εν δυνάμει που δεν είναι ακόμη εν ενεργεία, ωστόσο κανένα από αυτά δεν ανήκει στην ιδέα του Θεού, στην οποία τίποτε απολύτως δεν υπάρχει δυνητικά· διότι η ίδια η βαθμιαία αύξηση είναι ένα βεβαιότατο επιχείρημα κάποιας ατέλειας.Επιπλέον, αν και η γνώση μου αυξάνει διαρκώς όλο και περισσότερο, παρά ταύτα κατανοώ ότι δεν θα γίνει ποτέ εν ενεργεία άπειρη, επειδή δεν θα γίνει ποτέ τόση ώστε να μην είναι ικανή για ακόμα μεγαλύτερη αύξηση· ενώ κρίνω σχετικά με τον Θεό ότι είναι τόσο εν ενεργεία άπειρος ώστε να μην μπορεί να προστεθεί τίποτε στην τελειότητά του.Και τέλος, αντιλαμβάνομαι ότι το αντικειμενικό είναι μιας ιδέας δεν μπορεί να παραχθεί από ένα δυνητικό είναι μονάχα, κάτι που δεν είναι κυριολεκτικά τίποτε, αλλά μονάχα από ένα είναι ενεργό ή μορφικό» (αυτ.).

«…αρμόζει να ερευνήσω περαιτέρω αν εγώ ο ίδιος, που έχω αυτήν την ιδέα, θα μπορούσα να είμαι αν δεν υπήρχε ένα τέτοιο ον […] Μα αν ήμουν ανεξάρτητος από κάθε άλλον και ήμουν εγώ ο ίδιος ο δημιουργός [auteur] του είναι μου, ασφαλώς δεν θα αμφέβαλα για τίποτε, δεν θα συνελάμβανα την ύπαρξη επιθυμιών σε μένα, και τέλος δεν θα μου έλειπε καμία τελειότητα, γιατί θα έδινα στον εαυτό μου όλες τις τελειότητες για τις οποίες έχω μέσα μου κάποια ιδέα, και έτσι θα ήμουν εγώ ο ίδιος Θεός. Ούτε πρέπει να νομίζω ότι όσα μου λείπουν μπορούν τάχα να αποκτηθούν δυσκολότερα από εκείνα που είναι ήδη μέσα μου. Αντιθέτως, είναι πρόδηλο ότι εγώ, δηλαδή ένα σκεπτόμενο πράγμα ή μια σκεπτόμενη υπόσταση, είναι πολύ δυσκολότερο να αναδυθώ από το μηδέν παρά να αποκτήσω τις γνώσεις πολλών πραγμάτων τα οποία αγνοώ, και τα οποία είναι συμβεβηκότα αυτής της υπόστασης. Εάν ήμουν η αιτία της γέννησής μου και της ύπαρξής μου, δεν θα στερούσα από

19

Page 20: Descartes Αποσπάσματα

τον εαυτό μου τα πράγματα τουλάχιστον που αποκτώνται ευκολότερα, δηλαδή πολλές γνώσεις τις οποίες στερείται η φύση μου» (αυτ. ).

«Αφού πράγματι όλος ο χρόνος της ζωής μπορεί να διαιρεθεί σε αναρίθμητα μέρη, καθένα εκ των οποίων δεν εξαρτάται κατά κανένα τρόπο από τα υπόλοιπα, το γεγονός ότι υπήρχα προ ολίγου δεν συνεπάγεται ότι πρέπει να υπάρχω και τώρα, εκτός αν κάποιο αίτιο με αναδημιουργεί, για να το πω έτσι, δηλαδή με συντηρεί » (αυτ.).

«Πράγματι για όποιον παρατηρεί τη φύση του χρόνου, είναι ολοφάνερο ότι, για να συντηρηθεί οποιοδήποτε πράγμα σε κάθε μεμονωμένη στιγμή που διαρκεί, χρειάζεται την ίδια ισχύ και ενέργεια την οποία θα χρειαζόταν για να δημιουργηθεί αν δεν υπήρχε ακόμη. Ώστε είναι πρόδηλο μέσω της φυσικής φώτισης ότι η συντήρηση και η δημιουργία δεν διαφέρουν πραγματικά, αλλά μόνον από την άποψη του τρόπου σκέψης [au regard de notre façon de penser] » (αυτ.).

«Το γεγονός ότι η ύπαρξή μας έχει διάρκεια αρκεί για να αποδείξουμε την ύπαρξη του Θεού.[…] Εύκολα…κατανοούμε ότι δεν υπάρχει σε μας καμιά δύναμη διά της οποίας να συντηρούμε τους εαυτούς μας· κι εκείνος που έχει τόση δύναμη ώστε να μας συντηρεί ξεχωριστά από αυτόν τον ίδιο, πολλώ μάλλον διατηρεί τον εαυτό του, ή μάλλον δεν έχει ανάγκη να συντηρείται από τίποτε άλλο και, τέλος, πρέπει να είναι ο Θεός» (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 21).

A priori απόδειξη της ύπαρξης του Θεού:

«Το να πούμε ότι κάτι περιέχεται στη φύση ή στην έννοια κάποιου πράγματος ισοδυναμεί με το να πούμε ότι αληθεύει για εκείνο το πράγμα και ότι μπορούμε να διαβεβαιώσουμε ότι είναι σ’ αυτό» ( «Λόγοι διευθετημένοι με γεωμετρικό τρόπο…», ορισμός ΙΧ).

«Τώρα όμως, αν το γεγονός και μόνο ότι μπορώ να εξαγάγω από τη σκέψη μου την ιδέα κάποιου πράγματος συνεπάγεται ότι του ανήκουν αληθινά όλα όσα αντιλαμβάνομαι σαφώς και διακριτώς ότι του ανήκουν, τότε δεν μπορώ άραγε να συναγάγω ένα επιχείρημα που να τεκμηριώνει την ύπαρξη του Θεού;Ασφαλώς η ιδέα του, δηλαδή η ιδέα ενός ύψιστα τέλειου όντος, δεν βρίσκεται μέσα μου λιγότερο από την ιδέα οποιουδήποτε σχήματος ή αριθμού· και κατανοώ τόσο σαφώς και διακριτώς ότι ανήκει στη φύση του να υπάρχει πάντα, όσο ότι κάθε τι το οποίο αποδεικνύω για κάποιο σχήμα ή αριθμό ανήκει επίσης στη φύση του σχήματος ή του αριθμού.Επομένως, ακόμη και αν όλα τα συμπεράσματα στα οποία κατέληξα στους προηγούμενους στοχασμούς είναι εσφαλμένα, η ύπαρξη του Θεού θα πρέπει να έχει για μένα τον ίδιο τουλάχιστον βαθμό βεβαιότητας που είχαν μέχρι σήμερα οι Μαθηματικές αλήθειες. Εκ πρώτης όψεως, αυτό δεν είναι απολύτως εμφανές, και μοιάζει κάπως με σόφισμα.

20

Page 21: Descartes Αποσπάσματα

Πράγματι, καθώς είμαι συνηθισμένος να διακρίνω σε όλα τα πράγματα την ύπαρξη από την ουσία, πείθομαι εύκολα ότι η ύπαρξη μπορεί επίσης να διαχωριστεί από την ουσία του Θεού, και έτσι να σκεφθώ τον Θεό ως μη υπαρκτό.Αλλά, παρατηρώντας πιο επισταμένα, γίνεται πρόδηλο ότι η ύπαρξη του Θεού δεν μπορεί να διαχωριστεί από την ουσία του Θεού περισσότερο από όσο μπορεί να διαχωριστεί από την ουσία του τριγώνου ότι το μέγεθος των τριών γωνιών του ισούται με δύο ορθές, ή από την ιδέα του βουνού η ιδέα της πλαγιάς.Ώστε δεν απάδει λιγότερο να σκεπτόμαστε έναν Θεό (δηλαδή ένα τέλεια ύψιστο ον) χωρίς ύπαρξη (δηλαδή χωρίς κάποια τελειότητα) από το να σκεπτόμαστε ένα βουνό χωρίς πλαγιές.Εντούτοις, δεν μπορώ μεν να σκεφθώ τον Θεό παρά ως υπαρκτό, όπως δεν μπορώ να σκεφθώ το βουνό χωρίς την πλαγιά, μα όπως το γεγονός ότι σκέπτομαι το βουνό μαζί με την πλαγιά δεν συνεπάγεται ότι υπάρχει στον κόσμο κάποιο βουνό, έτσι και το γεγονός ότι σκέπτομαι τον Θεό ως υπαρκτό δεν φαίνεται να συνεπάγεται ότι ο Θεός υπάρχει: διότι η σκέψη μου δεν επιβάλλει καμιά αναγκαιότητα στα πράγματα και, όπως ακριβώς μπορώ να φαντασθώ ένα φτερωτό άλογο, αν και κανένα άλογο δεν έχει φτερά, έτσι ίσως να μπορώ να επισυνάψω την ύπαρξη στον Θεό, παρότι δεν υπάρχει κανένας Θεός.Μα όχι! Εδώ κρύβεται το σόφισμα. Το γεγονός ότι δεν μπορώ να σκεφθώ το βουνό παρά μαζί με την πλαγιά δεν συνεπάγεται ότι υπάρχει κάπου ένα βουνό και μια πλαγιά, αλλά μονάχα ότι το βουνό και η πλαγιά, είτε υπάρχουν είτε όχι, δεν μπορούν να διαχωριστούν το ένα από το άλλο.Μα το γεγονός ότι δεν μπορώ να σκεφθώ τον Θεό παρά ως υπαρκτό συνεπάγεται ότι η ύπαρξη είναι αδιαχώριστη από τον Θεό και επομένως ότι αυτός υπάρχει αληθινά· όχι επειδή αυτό γίνεται από τη σκέψη μου, ή επειδή η σκέψη μου επιβάλλει στα πράγματα κάποια αναγκαιότητα, αλλά επειδή αντιθέτως η αναγκαιότητα του ίδιου του πράγματος, δηλαδή η ύπαρξη του Θεού, με καθορίζει να σκέπτομαι έτσι.Πράγματι δεν έχω το ελεύθερο να σκέπτομαι έναν Θεό δίχως ύπαρξη (δηλαδή ένα ύψιστα τέλειο ον δίχως μια ύψιστη τελειότητα) όπως έχω το ελεύθερο να φαντάζομαι ένα άλογο με φτερά ή χωρίς φτερά» (Πέμπτος Στοχασμός).

Η γνώση του κόσμου και οι αιώνιες αλήθειες:

«Όταν παρατηρώ ότι αμφιβάλλω, ή ότι είμαι ένα ελλιπές και εξαρτημένο πράγμα, συναντώ τη σαφή και διακριτή ιδέα ενός πλήρους και ανεξάρτητου όντος, δηλαδή του Θεού· και από το γεγονός και μόνο ότι υπάρχει μέσα μου μια τέτοια ιδέα, συμπεραίνω τόσο πρόδηλα ότι υπάρχει και ο Θεός, και ότι ολόκληρη η ύπαρξή μου εξαρτάται από αυτόν σε κάθε μεμονωμένη στιγμή, ώστε πείθομαι ότι η ανθρώπινη ευφυΐα δεν μπορεί να γνωρίσει τίποτε εναργέστερο ή βεβαιότερο. Φαίνεται να διαβλέπω τώρα κάποια οδό δια της οποίας θα φθάσω από εκείνη την ενατένιση του αληθούς Θεού, στον οποίο κρύβονται όλοι οι θησαυροί της επιστήμης και της σοφίας, στη γνώση των άλλων πραγμάτων του Σύμπαντος. Αναγνωρίζω εν πρώτοις ότι <ο Θεός> είναι αδύνατον να με ξεγελά ποτέ, διότι σε κάθε ξεγέλασμα ή απάτη βρίσκεται κάποια ατέλεια· και, παρότι το να μπορεί κανείς να ξεγελά φαίνεται ένδειξη δύναμης ή οξύνοιας, το να θέλει να ξεγελά μαρτυρεί αναμφίβολα ασθένεια ή κακία, πράγμα που δεν αρμόζει στον Θεό» (Τέταρτος Στοχασμός).

«Αν όμως δεν το ξέραμε πως, ό,τι πραγματικό (réel) και αληθινό (vrai) υπάρχει μέσα μας έρχεται από ένα ον τέλειο και άπειρο, όσο καθαρές και διακριτές και αν ήταν οι ιδέες μας,

21

Page 22: Descartes Αποσπάσματα

δεν θα είχαμε κανένα λόγο που να μας βεβαιώνει πως θα είχαν την τελειότητα να είναι αληθινές» (Λόγος περί της μεθόδου, IV).

«Έτσι βλέπω ξεκάθαρα ότι η βεβαιότητα και η αλήθεια κάθε επιστήμης εξαρτάται τόσο πολύ από τη γνώση του ενός αληθινού Θεού, ώστε πριν τον γνωρίσω δεν μπορούσα να μάθω τίποτε τέλεια. Ενώ τώρα μπορώ να μάθω με σαφήνεια και βεβαιότητα αναρίθμητα πράγματα, τόσο για τον ίδιο τον Θεό, όσο και για όλη εκείνη τη σωματική φύση που είναι αντικείμενο των καθαρών Μαθηματικών» (Πέμπτος Στοχασμός).

«…η ουσία μου συνίσταται σε τούτο μόνο: ότι είμαι σκεπτόμενο πράγμα. Ίσως (ή μάλλον βεβαιότατα, όπως θα πω σε λίγο) έχω ένα σώμα που είναι εξαιρετικά στενά συνδεδεμένο μαζί μου. Επειδή όμως έχω επίσης, αφενός μια σαφή και διακριτή ιδέα του εαυτού μου, καθόσον είμαι μονάχα σκεπτόμενο πράγμα, μη εκτατό, και αφ’ ετέρου μια διακριτή ιδέα του σώματος, καθόσον είναι μονάχα εκτατό πράγμα, μη σκεπτόμενο, είναι βέβαιο ότι είμαι αληθινά διακριτός από το σώμα μου και μπορώ να υπάρξω χωρίς αυτό.Επιπλέον, βρίσκω μέσα μου πολύ ιδιαίτερες και διακριτές από μένα ικανότητες του σκέπτεσθαι, όπως οι ικανότητες του φαντάζεσθαι και του αισθάνεσθαι, χωρίς τις οποίες δεν μπορώ να με νοήσω ολόκληρο σαφώς και διακριτώς, ούτε όμως και αυτές χωρίς εμένα, δηλαδή χωρίς μια νοούσα υπόσταση με την οποία συνδέονται […] εξ ου και αντιλαμβάνομαι ότι διακρίνονται από εμένα, όπως τα σχήματα, οι κινήσεις και οι άλλοι τρόποι ή τα συμβεβηκότα των σωμάτων είναι διακριτά από τα ίδια τα σώματα που τα στηρίζουν. Επίσης αναγνωρίζω [σε μένα] ορισμένες άλλες ικανότητες, όπως αυτές του να αλλάζω τόπο, να μπορεί το σώμα μου να έχει πολλαπλές στάσεις, και άλλες παρόμοιες [ικανότητες], οι οποίες δεν μπορούν να νοηθούν περισσότερο από τις προηγούμενες δίχως κάποια υπόσταση στην οποία ενυπάρχουν και δίχως την οποία δεν μπορούν να υπάρξουν· αλλά είναι πρόδηλο ότι, αν μεν υπάρχουν, πρέπει να ενυπάρχουν σε μια σωματική ή εκτατή υπόσταση, και όχι σε μια νοούσα, επειδή στη σαφή και διακριτή έννοιά τους περιέχεται κάποια έκταση, αλλά απολύτως καμία νόηση. Τώρα όμως υπάρχει μέσα μου μια ορισμένη παθητική ικανότητα αίσθησης, δηλαδή πρόσληψης και γνώσης των ιδεών των αισθητών πραγμάτων, αλλά θα μου ήταν εντελώς άχρηστη, αν δεν υπήρχε είτε μέσα μου είτε σε κάποιον άλλον μια ικανότητα που να τις μορφοποιεί ή να τις παραγάγει.Μα αυτή η ενεργητική ικανότητα δεν μπορεί να είναι σε μένα καθόσον δε είμαι παρά ένα πράγμα που σκέπτεται, ενώ αυτή δεν προϋποθέτει διόλου τη σκέψη μου, και οι ιδέες αυτές απεικονίζονται συχνά σε μένα χωρίς καθόλου να συμβάλλω σε αυτό και συχνά μάλιστα ενάντια στη θέλησή μου.Απομένει τώρα ότι είναι σε κάποια υπόσταση διαφορετική από εμένα, στην οποία πρέπει να υπάρχει υπεροχικά ή μορφικά όλη η πραγματικότητα που είναι αντικειμενικά στις ιδέες […]. Είτε η υπόσταση αυτή είναι σώμα, δηλαδή μια σωματική φύση στην οποία περιέχεται μορφικά και πραγματικά ό,τι είναι αντικειμενικά ή κατ’ απεικόνιση στις ιδέες, είτε ο Θεός, ή κάποιο ευγενέστερο του σώματος δημιούργημα, το οποίο τα περιέχει υπεροχικά.Μα αφού ο Θεός δεν είναι πλανερός, είναι πέρα για πέρα πρόδηλο ότι δεν μου στέλνει αυτές τις ιδέας άμεσα διά του εαυτού του, ούτε επίσης διαμέσου κάποιου δημιουργήματος στο οποίο η αντικειμενική τους πραγματικότητα δεν περιέχεται μορφικά, αλλά μόνο υπεροχικά.

22

Page 23: Descartes Αποσπάσματα

Πράγματι, αφού δεν μου έδωσε καμιά απολύτως ικανότητα για να αναγνωρίσω κάτι τέτοιο, αλλά αντιθέτως μεγάλη κλίση να πιστεύω ότι οι ιδέες εκπορεύονται από σωματικά πράγματα, δεν βλέπω πώς θα μπορούσαμε να τον απαλλάξουμε από την κατηγορία της εξαπάτησης, αν [αυτές οι ιδέες] εκπορεύονταν από αλλού και όχι από σωματικά πράγματα.«Ίσως όμως να μην υπάρχουν όλα έτσι όπως τα αντιλαμβάνομαι μέσω των αισθήσεων, γιατί η αισθητηριακή αντίληψη είναι εν πολλοίς εξαιρετικά ασαφής και συγκεχυμένη· αλλά όλα εκείνα έστω που νοώ σαφώς και διακριτώς, δηλαδή όλα εκείνα, γενικά μιλώντας, τα οποία περιλαμβάνονται στο αντικείμενο των καθαρών μαθηματικών (in purae Matheseos objecto comprehenduntur / comprises dans l’objet de la Géométrie spéculative), είναι στα σωματικά πράγματα». (Έκτος Στοχασμός).

«Μεταβαίνουμε από τη γνώση του Θεού στη γνώση των δημιουργημάτων του, αφού πρέπει να θυμόμαστε ότι είναι άπειρος και εμείς πεπερασμένοι.

Επειδή βέβαια μόνον ο Θεός είναι το πραγματικό αίτιο όλων όσα υπάρχουν ή μπορούν να υπάρξουν, είναι φανερό ότι θα πρέπει να ακολουθούμε την οδό του φιλοσοφείν, αν προσπαθούμε να συναγάγουμε την εξήγηση των δημιουργημένων από τον Θεό πραγμάτων με αφετηρία τη γνώση του ίδιου, κι έτσι να αποκτήσουμε την τέλεια γνώση, δηλαδή τη γνώση των αποτελεσμάτων μέσω των αιτίων τους. Για να φέρουμε σε πέρας αυτό το έργο με ασφάλεια και χωρίς κίνδυνο να παραπλανηθούμε, πρέπει πάντα να θυμόμαστε οσάκις εξετάζουμε τη φύση κάποιου πράγματος, ότι ο Θεός είναι δημιουργός ενώ εμείς παντελώς πεπερασμένοι» (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 24).

«Όμως δεν θα σταματήσω να θίγω στη Φυσική μου πολλά μεταφυσικά ζητήματα, και ιδιαιτέρως το εξής: οι μαθηματικές αλήθειες τις οποίες αποκαλείται αιώνιες, ιδρύθηκαν από τον Θεό και εξαρτώνται εντελώς από Αυτόν όπως επίσης και όλα τα υπόλοιπα δημιουργήματα» (Επιστολή προς τον Mersenne, 15 Απριλίου 1630).

«Η ύπαρξη του Θεού είναι η πρώτη και η περισσότερο αιώνια από όλες τις αλήθειες που μπορούν να υπάρξουν και η μόνη από την οποία εκπορεύονται όλες οι άλλες» (Επστολή στον Mersenne, 6 Μαΐου 1630).

«Ρωτάτε…ποιος ανάγκασε τον Θεό να δημιουργήσει αυτές τις αλήθειες; Και σας λέω ότι ήταν το ίδιο ελεύθερος να κάνει να μην είναι αληθές το ότι όλες οι γραμμές που ξεκινούν από το κέντρο προς την περιφέρεια του κύκλου είναι ίσες, όπως επίσης και να μην δημιουργήσει τον κόσμο» (Επιστολή στον Mesland, 27 Μαΐου 1630).

«Όσον αφορά στην ελευθερία του αυτεξουσίου, είναι βέβαιο ότι ο λόγος και η ουσία αυτής που υπάρχει στον Θεό διαφέρει πολύ από τον λόγο και την ουσία της ελευθερίας του αυτεξουσίου που υπάρχει σε μας, εφόσον προκαλεί απέχθεια το να μην είναι η βούληση του Θεού προαιωνίως αδιάφορη ως προς όλα τα πράγματα τα οποία έχουν γίνει ή θα γίνουν ποτέ, μη φέροντας μέσα της καμία ιδέα που να παριστά το αγαθό ή το αληθές, αυτό που πρέπει να πιστεύει κανείς, αυτό που πρέπει να κάνει ή αυτό που πρέπει να παραλείπει, [προκαλεί απέχθεια] το ότι μπορούμε να φανταζόμαστε πως υπήρξαμε το αντικείμενο του θείου νου πριν η φύση μας να συγκροτηθεί έτσι όπως είναι από τον καθορισμό της

23

Page 24: Descartes Αποσπάσματα

βούλησής του. Και δεν μιλώ εδώ για απλή χρονική προτεραιότητα, αλλά πολύ περισσότερο λέω ότι υπήρξε αδύνατον μια τέτοια ιδέα να έχει προηγηθεί του καθορισμού της βούλησης του Θεού λόγω μιας προτεραιότητας που αφορά στην τάξη ή τη φύση [par une priorité d’ordre ou de nature] ή τη λογική που διέπει το συλλογίζεσθαι [raison raisonnée], όπως την αποκαλούν στην Σχολή, έτσι ώστε αυτή η ιδέα του αγαθού να οδήγησε τον Θεό να επιλέξει αυτό μάλλον αντί εκείνου. Παραδείγματος χάριν, δεν θέλησε δημιουργήσει τον κόσμο, επειδή είδε ότι αυτός ήταν ο καλύτερος που θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί εντός του χρόνου ή στην αιωνιότητα· δεν θέλησε οι τρεις γωνίες ενός τριγώνου να ισούνται με δύο ορθές, επειδή γνώριζε ότι αυτό δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς, κ.λπ. Αλλά, αντίθετα, αυτός ο έγχρονος κόσμος είναι ο καλύτερος που θα μπορούσε να έχει δημιουργηθεί από πάντοτε, επειδή ακριβώς θέλησε να τον δημιουργήσει· και εφόσον θέλησε οι τρεις γωνίες ενός τριγώνου να ισούνται με δύο ορθές, είναι γι’ αυτό που είναι τούτο τώρα αληθές, και έτσι συμβαίνει με όλα τα πράγματα […] Όμως δεν συμβαίνει αυτό με τον άνθρωπο, ο οποίος βρίσκοντας τη φύση του αγαθού και της αλήθειας εγκαθιδρυμένη και καθορισμένη ήδη από τον Θεό, και όντας η βούλησή του τέτοια ώστε να μην μπορεί από τη φύση της παρά να κλίνει προς αυτό που είναι αγαθό, είναι φανερό ότι επιλέγει τόσο πιο ελεύθερα το αγαθό και το αληθές όσο πιο εναργώς τα γνωρίζει και δεν είναι ποτέ αδιάφορος παρεκτός και αν αγνοεί αυτό που είναι το καλύτερο ή το αληθέστερο, ή τουλάχιστον όταν αυτό δεν του εμφανίζεται με τόση σαφήνεια ώστε να μην μπορεί να αμφιβάλει σχετικά· και έτσι η αδιαφορία η οποία αρμόζει στην ελευθερία του ανθρώπου είναι πολύ διαφορετική από εκείνη που αρμόζει στην ελευθερία του Θεού […]τέλος, η αδιαφορία δεν ανήκει καθόλου στην ουσία της ανθρώπινης ελευθερίας, δεδομένου ότι δεν είμαστε ελεύθεροι μόνον όταν η άγνοια του αγαθού και του αληθούς μας καθιστά αδιάφορους, αλλά πρωτίστως, επίσης, όταν η σαφής και διακριτή γνώση ενός πράγματος μας ωθεί και μας παρακινεί να το διερευνήσουμε» (Έκτες απαντήσεις).

«Θα σας πουν ότι, εάν ο Θεός είχε δημιουργήσει αυτές τις αλήθειες, θα μπορούσε να τις αλλάξει όπως ένας βασιλέας το κάνει με τους νόμους του. Σε αυτό μπορούμε να απαντήσουμε ότι έτσι θα συνέβαινε, εάν η βούλησή του μπορούσε να αλλάξει. Όμως αντιλαμβάνομαι αυτές τις αλήθειες ως αιώνιες. Και το ίδιο κρίνω ότι ισχύει για τον Θεό» (Επιστολή προς τον Mersenne, 15 Απριλίου 1630).

«Στον Θεό είναι το ίδιο και το αυτό πράγμα το να θέλει, να νοεί και να δημιουργεί, χωρίς το ένα να προηγείται του άλλου, πέρα από οποιαδήποτε λογική» (Επιστολή στον Mersenne, 27 Μαΐου 1630).

«Κατανοώ επίσης ότι συνιστά τελειότητα για τον Θεό όχι μόνο το να είναι αμετάβλητος καθ’ εαυτόν, αλλά επιπλέον να επιτελεί το έργο του κατά τρόπο υπέρτατα σταθερό και αναλλοίωτο» (Αρχές της φιλοσοφίας ΙΙ, 36).

«Αυτές οι αλήθειες καλούνται κοινές έννοιες (notio communis / notion commune) ή αξιώματα (axioma / maxime). Αυτής της κατηγορίας είναι τα επόμενα παραδείγματα: Είναι αδύνατον για το ίδιο πράγμα να είναι ή να μην είναι συγχρόνως. Ό,τι συμβαίνει δεν μπορεί να μην συμβαίνει. Όποιος σκέπτεται δεν μπορεί παρά να υπάρχει ενόσω σκέπτεται. Δεν θα ήταν εύκολο να συντάξουμε έναν κατάλογο όλων αυτών. Πλην όμως δεν είναι δυνατόν να μην

24

Page 25: Descartes Αποσπάσματα

κατορθώσουμε να τα μάθουμε όταν παρουσιασθεί ο καιρός να τα στοχασθούμε, εφόσον δεν μας τυφλώνουν οι προκαταλήψεις» ( αυτ., Ι, 49).

« Πρώτα προσπάθησα να βρω γενικά τις αρχές [principes] ή τα πρώτα αίτια [premières causes] όλων όσων υπάρχουν ή μπορούν να υπάρξουν στον κόσμο, χωρίς να αποβλέψω για τον σκοπό αυτό σε τίποτε άλλο, παρά μόνον στον Θεό που τα δημιούργησε, και χωρίς να τα συναγάγω από πουθενά αλλού παρά μόνον από κάποια σπέρματα αληθειών που υπάρχουν φυσικά μέσα στην ψυχή μας [semences de vérités qui sont naturellement en nos âmes]» (Λόγος περί της μεθόδου, VI).

« …παρατήρησα μερικούς νόμους που ο Θεός εγκαθίδρυσε μέσα στη φύση με τέτοιον τρόπο, και των οποίων αποτύπωσε μέσα στις ψυχές μας έννοιες τέτοιες που, όταν τους συλλογισθούμε αρκετά, δεν μπορούμε να αμφιβάλλουμε πως τηρούνται με ακρίβεια στο κάθε τι που υπάρχει ή που γίνεται στον κόσμο» (αυτ., V).

« Δεν θέλω καθόλου να υποθέσω άλλους <νόμους> παρά αυτούς οι οποίοι συνάγονται αναγκαία (infailliblement) από τούτες τις αιώνιες αλήθειες (…) σύμφωνα με τις οποίες ο ίδιος ο Θεός μας δίδαξε ότι είχε τακτοποιήσει όλα τα πράγματα κατά αριθμό, κατά βάρος και κατά μέτρο· και των οποίων <αληθειών> η γνώση είναι τόσο φυσική στις ψυχές μας, ώστε δεν θα μπορούσαμε να μην τις θεωρήσουμε αλάνθαστες, όταν τις συλλαμβάνουμε άμεσα, ούτε να αμφιβάλλουμε για το ότι, σε περίπτωση που ο Θεός είχε δημιουργήσει πολλούς κόσμους, αυτές θα ίσχυαν ως απολύτως αληθείς επίσης σε όλους αυτούς τους κόσμους, όπως και σε αυτόν εδώ <elles ne fussent en tous aussi véritables qu’en celui-ci>» (Πραγματεία περί του κόσμου <Traité du monde ou de la lumière>, κεφ. VII).

«Επιπλέον έδειξα ποιοι είναι οι νόμοι της φύσης· και δίχως να στηρίξω τους λόγους μου σε καμιάν άλλη αρχή, παρά μόνο στις άπειρες τελειότητες του Θεού, προσπάθησα να αποδείξω όλους τους νόμους, για τους οποίους θα μπορούσε κανείς να έχει κάποιες αμφιβολίες, και να δείξω πως οι νόμοι αυτοί είναι τέτοιοι που, κι αν ακόμη ο Θεός είχε πλάσει πολλούς κόσμους, δεν θα μπορούσε να υπάρξει κανένας όπου να μην τηρούνται» (Λόγος περί της μεθόδου, V).

« …και, ασφαλώς, ξέρω τουλάχιστον ήδη ότι μπορεί να υπάρχουν <υλικά πράγματα>, καθόσον τα θεωρούμε ως αντικείμενο των αποδείξεων της γεωμετρίας [ objet des démons-trations de géométrie /purae Matheseos objectum], δεδομένου ότι με τον τρόπο αυτό τα αντιλαμβάνομαι με πολύ σαφή και διακριτό τρόπο. Γιατί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Θεός έχει τη δύναμη να παραγάγει όλα τα πράγματα που είμαι ικανός να αντιληφθώ με διακριτό τρόπο [avec distinction]» (Έκτος στοχασμός).

«Τώρα όμως έχω αντιληφθεί ότι υπάρχει Θεός, και έχω κατανοήσει συγχρόνως ότι όλα τα άλλα εξαρτώνται από αυτόν, ότι δεν είναι πλανερός και ότι από αυτό συνάγεται ότι όλα όσα αντιλαμβάνομαι σαφώς και διακριτώς αληθεύουν αναγκαία. Έτσι, ακόμα και εάν δεν προσέχω πλέον τους λόγους για τους οποίους έκρινα ότι το παραπάνω θεώρημα αληθεύει, φθάνει μονάχα να θυμάμαι ότι το κατάλαβα σαφώς και διακριτώς, για να μην μπορεί να παρουσιασθεί κανένας αντίθετος λόγος που να με ωθεί στην αμφιβολία. Έτσι θα έχω μια

25

Page 26: Descartes Αποσπάσματα

αληθή και βέβαιη επιστήμη γι’ αυτό. Και όχι μονάχα γι’ αυτό, αλλά και για όλα τα υπόλοιπα που θυμάμαι ότι απέδειξα κάποτε, όπως τα Γεωμετρικά πράγματα κ.ο.κ. Τι θα μπορούσε πράγματι να μου αντιταχθεί τώρα; Μήπως ότι έχω φτιαχτεί με τρόπο ώστε να σφάλλω συχνά; Μα ξέρω τώρα ότι δεν είναι δυνατόν να σφάλλω σε όσα κατανοώ διαυγώς (per-spicue intelligo). Μήπως ότι εξέλαβα άλλοτε πολλά πράγματα ως αληθή και βέβαια τα οποία συνέλαβα αργότερα να είναι ψευδή; Μα δεν αντιλαμβανόμουν κανένα από εκείνα σαφώς και διακριτώς, αλλά αγνοώντας τον κανόνα της αλήθειας, τα πίστευα ίσως για άλλες αιτίες οι οποίες, όπως ανακάλυψα αργότερα, δεν ήταν και τόσο στέρεες. Τι θα μπορούσαν λοιπόν να μου πουν; Μήπως (όπως αντέτεινα παραπάνω στον εαυτό μου) ότι ονειρευόμουν τάχα ή ότι όλα όσα σκέπτομαι τώρα δεν αληθεύουν περισσότερο από όσα συμβαίνουν όταν κοιμάμαι; Αλλά ούτε τούτο αλλάζει τίποτε· διότι, ακόμη και αν ονειρεύομαι, αν κάτι είναι εναργές στο νου μου είναι πέρα για πέρα αληθές » (Πέμπτος στοχασμός).

« Το σοβαρότερο από τα σφάλματα που θα διαπράτταμε εδώ είναι το να αναπαραστήσουμε τον Θεό σαν ένα είδος μεγεθυμένου ανθρώπου, ο οποίος θέτει στον εαυτό του αυτόν ή εκείνο τον σκοπό, και τον επιδιώκει με αυτά ή εκείνα τα μέσα· σίγουρα τίποτε δεν είναι πιο ανάξιο του Θεού» (Συνομιλία με τον Burman,[Entretien avec Burman] V, 158)

«Δεν πρέπει να αναζητάμε τα τελικά αίτια αλλά τα ποιητικά αίτια των δημιουργημένων πραγμάτων.

Και τέλος, σχετικά με τα φυσικά πράγματα, θα απορρίψουμε εντελώς από τη φιλοσοφία μας την αναζήτηση των τελικών αιτίων: επειδή οφείλουμε να μην είμαστε τόσο αλαζόνες ώστε να νομίζουμε ότι μετέχουμε στα σχέδιά του [Θεού] » (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 28).

« Πράγματι, δικαίως ο Θεός θα έπρεπε να λέγεται απατεώνας, αν μας είχε δώσει μια ικανότητα τόσο στρεβλή, ώστε να εκλαμβάνουμε το ψευδές ως αληθές. Έτσι, αίρεται η μεγαλύτερη αμφιβολία, η οποία προέρχεται από το ότι δεν γνωρίζαμε αν είχαμε τέτοιας λογής φύση, ώστε να εξαπατώμεθα ακόμη και για όσα μας φαίνονται προφανέστατα. Πράγματι, όλες οι άλλες αιτίες αμφιβολίας που απαριθμήσαμε […] εύκολα αίρονται από την αρχή αυτή. Έτσι, δεν πρέπει πλέον να δυσπιστούμε για τις μαθηματικές αλήθειες, αφού είναι κατ’ εξοχήν διαυγείς. Και αν παρατηρήσουμε κάτι καθαρό και διακριτό στις αισθήσεις, είτε κατά την εγρήγορση είτε κατά τον ύπνο, και το διακρίνουμε από ό,τι είναι συγκεχυμένο και σκοτεινό, εύκολα θα αναγνωρίζαμε σε ο,τιδήποτε τι πρέπει να εκλαμβάνουμε ως αληθινό» (αυτ. Ι, 30).

Ο Θεός είναι «υπέρτατα φιλαλήθης και εκείνος που δίνει όλη τη φώτιση [summe verax et dator omnis luminis/ très véritable et la source de toute lumière]» ( αυτ. Ι, 29).

«Πράγματι, αφού ξέρω τώρα ότι η φύση μου είναι εξαιρετικά ασθενής και περιορισμένη, ενώ η φύση του Θεού απέραντη, ακατάληπτη και άπειρη, ξέρω επίσης επαρκώς ότι μπορεί να κάνει αναρίθμητα πράγματα των οποίων τις αιτίες αγνοώ· και λόγω τούτου και μόνο, εκτιμώ ότι όλο εκείνο το γένος των αιτιών που συνάγεται συνήθως από το τέλος δεν έχει καμία χρησιμότητα στα Φυσικά πράγματα· διότι δεν νομίζω ότι μπορώ να εξιχνιάσω δίχως προπέτεια τα τέλη του Θεού» (Τέταρτος στοχασμός).

26

Page 27: Descartes Αποσπάσματα

« Πρέπει να πιστεύουμε όσα έχει αποκαλύψει ο Θεός, αν και μπορεί να υπερβαίνουν τα όρια της κατανόησής μας.

Έτσι, αν ο Θεός μας αποκαλύπτει κάτι σχετικά με τον ίδιο ή με άλλα πράγματα, που ξεπερνά τις φυσικές δυνάμεις της νοημοσύνης μας, όπως τα μυστήρια της Ενσάρκωσης ή της Τριαδικής θεότητας, δεν θα δυσκολευθούμε καθόλου να τα πιστέψουμε, ακόμη και αν δεν τα κατανοούμε ίσως αρκετά σαφώς. Γιατί δεν πρέπει να μας παραξενεύει το γεγονός ότι υπάρχουν πολλά, τόσο στην απέραντη φύση του, όσο επίσης και στα πράγματα που έχει δημιουργήσει, τα οποία υπερβαίνουν τη δύναμή μας να τα συλλάβουμε» (Αρχές της φιλοσοφίας, I, 25).

« Χρειάζεται να τηρούμε επιμελώς αυτόν τον κανόνα ότι δεν πρέπει ποτέ να επιχειρηματολογούμε ξεκινώντας από το τελικό αίτιο…αυτό είναι το μεγαλύτερο μειονέκτημα του Αριστοτέλη, ότι επιχειρηματολογεί πάντοτε ξεκινώντας από το τελικό αίτιο» (Συνομιλία με τον Burman, V 158).

Η αιτία της πλάνης:

«…αν έλαβα από τον Θεό ο,τιδήποτε είναι μέσα μου, και αν αυτός δεν μου έδωσε καμία παραπλανητική ικανότητα, δεν βλέπω να μπορώ ποτέ να πλανηθώ» (Τέταρτος Στοχασμός).

«…όσο σκέπτομαι μονάχα τον Θεό και στρέφομαι ολόκληρος προς αυτόν δεν ανακαλύπτω καμία αιτία πλάνης ή ψεύδους· αλλά στρεφόμενος ύστερα προς τον εαυτό μου, νιώθω ότι υπόκειμαι σε αναρίθμητες πλάνες» (αυτ.).

«…διαπιστώνω ότι δεν μου παρουσιάζεται μονάχα μια πραγματική και θετική ιδέα του Θεού, δηλαδή ενός ύψιστα τέλειου όντος, αλλά και μια, τρόπος του λέγειν, αρνητική ιδέα του μηδενός, δηλαδή εκείνου που είναι απείρως απομακρυσμένο από κάθε είδος τελειότητας· καθώς και ότι έχω συσταθεί ως κάτι ενδιάμεσο μεταξύ του Θεού και του μηδενός ή μεταξύ του υψίστου όντος και του μη όντος (medium quid inter Deum et nihil sive inter summum ens et non ens / un milieu entre Dieu et le néant […] entre le souve-rain être et le non être). Ώστε, καθόσον έχω δημιουργηθεί από το ύψιστο ον, δεν υπάρχει τίποτε μέσα μου διά του οποίου να σφάλλω ή να οδηγούμαι στην πλάνη, αλλά καθόσον επίσης μετέχω τρόπον τινά του μηδενός ή του μη όντος, δηλαδή καθόσον δεν είμαι εγώ ο ίδιος το ύψιστο ον, έχω αναρίθμητες ελλείψεις, και για τούτο δεν είναι περίεργο ότι σφάλλω» (αυτ.).

«Εντούτοις αυτό δεν με ικανοποιεί ακόμα ολότελα· διότι η πλάνη δεν είναι μια καθαρή άρνηση (pura negatio / une pure négation), δηλαδή δεν είναι ένα απλό ελάττωμα ή μια έλλειψη κάποιας τελειότητας που δεν μου οφείλεται διόλου, αλλά μάλλον μια στέρηση (pri-

27

Page 28: Descartes Αποσπάσματα

vatio/ privation) κάποιας γνώσης που φαίνεται ότι θα όφειλα να την κατέχω […]Διότι, αν τα έργα που κατασκευάζονται από κάποιον τεχνίτη είναι τόσο τελειότερα όσο πιο επιδέξιος είναι αυτός, τι θα μπορούσε να φτιαχτεί από εκείνον τον ύψιστο κτίστη των πάντων, χωρίς να είναι εντελές από κάθε άποψη;» (αυτ.).

«Βρίσκω επίσης ότι όποτε ερευνούμε αν τα έργα του Θεού είναι τέλεια, δεν πρέπει να επισκοπούμε ένα μόνο δημιούργημα χωριστά, αλλά όλο το σύμπαν των πραγμάτων μαζί» (αυτ.).

«Και παρότι, αφότου θέλησα να αμφιβάλω για τα πάντα, δεν γνώρισα με βεβαιότητα τίποτε πέρα από την ύπαρξή μου και την ύπαρξη του Θεού, ωστόσο αφότου διαπίστωσα την απέραντη δύναμη του Θεού, δεν μπορώ να αρνηθώ ότι έχουν φτιαχτεί πολλά άλλα πράγματα από αυτόν […] έτσι ώστε εγώ να είμαι ένα τμήμα του σύμπαντος των πραγμάτων» (αυτ.).

«Και κατανοώ εύκολα ότι, καθόσον θεωρώ τον εαυτό μου ως όλον, θα ήμουν τελειότερος από ό,τι είμαι τώρα, αν είχα φτιαχτεί έτσι από τον Θεό. Αλλά δεν μπορώ για τούτο να αρνηθώ ότι για ολόκληρο το σύμπαν των πραγμάτων είναι κατά κάποιον τρόπο μεγαλύτερη τελειότητα το γεγονός ότι κάποια μέρη του δεν είναι απρόσβλητα από πλάνες, ενώ άλλα είναι, παρά αν ήσαν όλα πανομοιότυπα» (αυτ.).

«και δεν έχω κανένα δικαίωμα να παραπονιέμαι ότι η θέση που θέλησε ο Θεός να μου δώσει στον κόσμο δεν είναι η πρώτη και η κύρια όλων» (αυτ).

«Ως εκ τούτου οφείλω να του χρωστώ χάρη για το γεγονός ότι, χωρίς ποτέ να μου οφείλει τίποτε, μου έδωσε παρά ταύτα τις λίγες τελειότητες που είναι μέσα μου· και όχι να τρέφω τόσο άδικα αισθήματα ώστε να φαντάζομαι ότι μου αφαίρεσε, ή κατακράτησε άδικα, τις άλλες τελειότητες τις οποίες δεν μου έδωσε» (αυτ.).

«Παρότι ίσως υπάρχουν αναρίθμητα πράγματα για τα οποία δεν έχω μέσα μου ιδέες, ωστόσο δεν μπορούμε να πούμε κυριολεκτικά ότι τις στερούμαι, αλλά μονάχα ότι μου λείπουν αρνητικά, επειδή δεν μπορώ να προσκομίσω κανένα λόγο που να τεκμηριώνει ότι ο Θεός όφειλε να μου δώσει μεγαλύτερη ικανότητα του γνωρίζειν από εκείνη την οποία μου έδωσε· και όσο επιδέξιος τεχνίτης και αν κατανοώ ότι είναι, δεν νομίζω ότι όφειλε να βάλει σε κάθε μεμονωμένο έργο του όλες τις τελειότητες που μπορεί να βάλει σε ορισμένα» (αυτ.).

« Έπειτα πλησιάζοντας περισσότερο προς εμένα και διερευνώντας τις πλάνες μου […] ανακαλύπτω ότι εξαρτώνται από τη συνέργεια δύο αιτιών, δηλαδή την ικανότητα του γνωρίζειν (facultas cognoscendi / la puissance de connaître), η οποία είναι μέσα μου, και από την ικανότητα του επιλέγειν (facultas eligendi / la puissance d’élire), ή το αυτεξούσιο (liberum arbitrium / libre arbitre), δηλαδή από το νου και τη βούληση μαζί (hoc est ab intellectu et simul a voluntate / c’est-à-dire de mon entendements et ensemble de ma volonté)» (αυτ.).

28

Page 29: Descartes Αποσπάσματα

« …με το νου δεν βεβαιώνω ούτε αρνούμαι τίποτε, αλλά συλλαμβάνω τις ιδέες των πραγμάτων που μπορώ να βεβαιώσω ή να αρνηθώ» (αυτ.).

« Ούτε μπορώ να παραπονεθώ ότι δεν έλαβα από αυτόν [δηλ. τον Θεό] αρκετά ευρεία και τέλεια βούληση, η αυτεξούσιο, διότι ασφαλώς δεν τη νιώθω να περιβάλλεται από όρια […] Διότι, αν θεωρήσω παραδείγματος χάριν την ικανότητα του νοείν, αναγνωρίζω πάραυτα ότι είναι μέσα μου μικροσκοπική και εξαιρετικά πεπερασμένη, και συγχρόνως σχηματίζω την ιδέα μιας άλλης πολύ μεγαλύτερης, και μάλιστα μέγιστης και άπειρης […] Μόνο η βούληση ή το αυτεξούσιο, νιώθω να είναι μέσα μου τόσο μεγάλη ώστε να μην συλλαμβάνω την ιδέα καμιάς μεγαλύτερης· ώστε λόγω αυτής κυρίως κατανοώ ότι φέρω μια ορισμένη εικόνα και ομοίωση του Θεού» (αυτ.).

«[η βούληση] συνίσταται μονάχα στο ότι μπορούμε να κάνουμε ή να μην κάνουμε κάτι (δηλαδή να βεβαιώσουμε ή να αρνηθούμε, να επιδιώξουμε ή να αποφύγουμε)· ή, μάλλον, μονάχα στο ότι για να βεβαιώσουμε ή να αρνηθούμε, να επιδιώξουμε ή να αποφύγουμε ό,τι μας προτείνει ο νους, φερόμαστε με τέτοιον τρόπο ώστε δεν αισθανόμαστε καθορισμένοι από καμία εξωτερική ισχύ» (αυτ.). «Όταν όμως δεν αντιλαμβάνομαι αρκετά σαφώς και διακριτώς την αλήθεια, αν μεν απέχω από την εκφορά κρίσης, είναι σαφές ότι ενεργώ ορθά και δεν σφάλλω, αλλά αν βεβαιώσω ή αρνηθώ, τότε δεν χρησιμοποιώ ορθά το αυτεξούσιό μου. Αν στραφώ πράγματι προς την πλευρά που είναι ψευδής, θα σφάλλω αυτόχρημα· ενώ αν ασπασθώ την άλλη, θα πέσω μεν τυχαία πάνω στην αλήθεια, αλλά δεν θα είμαι για τον λόγο αυτό άσφαλτος, επειδή είναι πρόδηλο μέσω της φυσικής φώτισης ότι η αντίληψη του νου πρέπει να προηγείται του καθορισμού της βούλησης» (αυτ.).

«…για να είμαι ελεύθερος δεν είναι ανάγκη να είμαι αδιάφορος να επιλέξω το μεν ή το δε από δύο αντίθετα, αλλά μάλλον όσο περισσότερο κλίνω προς τη μία πλευρά, είτε επειδή κατανοώ εναργώς ότι εκεί βρίσκεται το αληθές και το αγαθό, είτε επειδή ο τακτοποιεί έτσι το εσωτερικό της σκέψης μου, τόσο πιο ελεύθερα το επιλέγω […]. Ώστε η αδιαφορία εκείνη που αισθάνομαι, όταν δεν ωθούμαι από το βάρος κανενός λόγου προς τη μία μάλλον ή προς την άλλη πλευρά είναι ο κατώτερος βαθμός ελευθερίας, και φανερώνει μάλλον ελαττωματική γνώση παρά τελειότητα στη βούληση· διότι, αν γνώριζα πάντα σαφώς τι είναι αληθινό και τι είναι αγαθό, δεν θα ήμουν υποχρεωμένος να βουλεύομαι για το ποια κρίση και ποια επιλογή θα πρέπει να κάνω, και έτσι θα ήμουν παντελώς ελεύθερος χωρίς ποτέ να είμαι αδιάφορος» (αυτ.).

«[…] η αδιαφορία, κατά τη γνώμη μου, σημαίνει κυριολεκτικά την κατάσταση της θέλησης όταν δεν ωθείται, από την αντίληψη του αληθούς ή του αγαθού, προς μια πλευρά περισσότερο παρά προς μια άλλη. Και είναι με αυτήν την έννοια που την εξέλαβα, όταν έγραψα ότι ο χαμηλότερος βαθμός ελευθερίας είναι εκείνος κατά τον οποίον κατευθύνουμε τους εαυτούς μας σε πράγματα για τα οποία είμαστε αδιάφοροι. Αλλά πιθανόν άλλοι να εννοούν με τη λέξη ‘αδιαφορία’ μια θετική ικανότητα να κατευθύνουν τους εαυτούς τους προς το ένα ή το άλλο εκ δύο αντιθέτων, δηλαδή [την ικανότητα] να ακολουθήσουν ή να

29

Page 30: Descartes Αποσπάσματα

αποφύγουν, να βεβαιώσουν ή να αρνηθούν. Η θετική αυτή ικανότητα δεν έχω αρνηθεί πως υπάρχει στη θέληση. Πράγματι, πιστεύω πως υπάρχει, όχι μόνο στις πράξεις στις οποίες ωθείται προς μια τη πλευρά περισσότερο από όσο στην άλλη για λόγους προφανείς, αλλά επίσης σε όλες τις άλλες πράξεις. Έτσι, όταν ένας πολύ προφανής λόγος μας οδηγεί σε μια πλευρά, αν και, ηθικά μιλώντας, δεν μπορούμε καθόλου να κινηθούμε προς την αντίθετη κατεύθυνση, μιλώντας εντούτοις απολύτως, θα μπορούσαμε» (Επιστολή στον Mesland, 9 Φεβρουαρίου 1645, μετ. Β. Γρηγοροπούλου, ό.π., στη σημ, 44, σελ. 128).

«Η υπέρτατη τελειότητα του ανθρώπου είναι να ενεργεί ελεύθερα ή με τη βούλησή του και λόγω αυτού του αποδίδεται έπαινος ή ψόγος.

Πράγματι η ευρύτατη επέκταση της βούλησης συμφωνεί με τη φύση της και είναι υπέρτατη τελειότητα για τον άνθρωπο που ενεργεί με βούλησή του, δηλαδή ελεύθερα· να είναι κατά κάποιον τρόπο αυτουργός των πράξεών του, και να γίνεται άξιος επαίνου γι’ αυτές (όταν τις καθοδηγεί σωστά) […] πρέπει να τυγχάνουμε μεγαλύτερης αναγνώρισης επειδή ενστερνιζόμαστε την αλήθεια, όποτε την ασπαζόμαστε με τη θέλησή μας, παρά όταν δεν μπορούμε (και υποχρεωνόμαστε από μια ξένη αρχή)» (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 37).

«[…] αιτία των σφαλμάτων μου δεν είναι ούτε η ισχύς του βούλεσθαι (vis volendi / la puis-sance de vouloir), την οποία έλαβα από τον Θεό, γιατί είναι ευρύτατη και τέλεια στο είδος της· ούτε επίσης η ισχύς του νοείν (vis intelligendi / la puissance d’entendre ou de con-cevoir), διότι, αφού την έλαβα από τον Θεό, ό,τι νοώ το νοώ αναμφιβόλως ορθά, και δεν είναι δυνατόν να σφάλλω σε αυτό. Από πού λοιπόν γεννιούνται οι πλάνες μου; Από το εξής μόνο: καθώς η βούληση απλώνεται ευρύτερα από τον νου, δεν την συγκρατώ εντός των ίδιων ορίων, αλλά την εκτείνω επίσης σε όσα δεν κατανοώ· και όντας αδιάφορη ως προς αυτά, λοξοδρομεί εύκολα από το αληθές και το αγαθό, και έτσι σφάλλω και αμαρτάνω» ( Τέταρτος Στοχασμός).

«…η αντίληψη του νου απλώνεται μόνο σε λίγα πράγματα που του παρουσιάζονται, και είναι πάντα πολύ περιορισμένα. Η θέληση όμως μπορεί τρόπον τινά να λεχθεί ότι είναι άπειρη· επειδή δεν παρατηρούμε κάτι που μπορεί να είναι αντικείμενο άλλης θέλησης, ή εκείνης της απέραντης θέλησης που υπάρχει στον Θεό, μέχρι την οποία βέβαια η δική μας δεν μπορεί να επεκταθεί, γι’ αυτό τόσο εύκολα την επεκτείνουμε πέρα από όσα αντιλαμβανόμαστε καθαρά· κι όταν το κάνουμε δεν είναι παράδοξο ότι συμβαίνει να σφάλλουμε» (Αρχές της φιλοσοφίας Ι, 36).

«….όποτε συγκρατώ τη βούληση για εκφορά κρίσεων έτσι ώστε να εκτείνεται μονάχα σε όσα παριστάνονται σαφώς και διακριτώς από τον νου, είναι εντελώς αδύνατον να πλανηθώ, επειδή κάθε σαφής και διακριτή αντίληψη είναι αναμφίβολα κάτι, και επομένως δεν μπορεί να προέρχεται από το μηδέν, αλλά πρέπει αναγκαία να παράγεται από τον Θεό, εκείνον τον ύψιστα τέλειο Θεό, λέγω, που απάδει να είναι πλανερός· και ως εκ τούτου η αντίληψη εκείνη είναι αναμφίβολα αληθής» (Τέταρτος Στοχασμός).

«Πράγματι, δεν έχω κανένα λόγο να παραπονιέμαι ότι ο Θεός δεν μου έδωσε μεγαλύτερη ισχύ του νοείν, ή μεγαλύτερη φυσική φώτιση, από εκείνη που μου έδωσε, επειδή είναι στη

30

Page 31: Descartes Αποσπάσματα

φύση του πεπερασμένου νου να μην κατανοεί πολλά, και στη φύση του δημιουργημένου νου να είναι πεπερασμένος. Ως εκ τούτου, οφείλω να του χρωστώ χάρη για όσα μου δώρησε, χωρίς ποτέ να μου οφείλει τίποτε, και όχι να νομίζω ότι μου στέρησε ή μου αφαίρεσε όσα δεν μου έδωσε» (αυτ.).

«Σήμερα δεν έμαθα μονάχα τι πρέπει να αποφεύγω για να μην σφάλλω, αλλά συγχρόνως και τι πρέπει να πράττω για να φθάσω στην αλήθεια· διότι θα τη φθάσω στα σίγουρα, αν μονάχα προσέχω επαρκώς όλα όσα κατανοώ τέλεια, και τα διαχωρίζω από τα υπόλοιπα, τα οποία συλλαμβάνω με σύγχυση και ασάφεια. Τούτο οφείλω να το φροντίσω επισταμένα από εδώ και στο εξής» (αυτ.).

31