ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

56
Τεθλασμένη ζωή 1 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Upload: -

Post on 30-Mar-2016

262 views

Category:

Documents


1 download

DESCRIPTION

Το παρόν βιβλίο αποτελεί δείγμα της γραφής μου καθώς στόχος μου είναι η διάδοση των προβληματισμών μου που πολλοί θα αποδεχτούν, κάποιοι θα σταθούν παθητικά απέναντί τους και ενδεχόμενα λίγοι να απορρίψουν. Όμως, εφόσον δεν στοιχίζει οικονομικά η ανάγνωσή του, πιστεύω ότι η συγγραφική μου προθετικότητα που αφορά σε διαφορετικές ηλικίες και σε καταστάσεις ελευθερίας, νόστου, ανελευθερίας, διαπολιτισμού και ευτυχίας, θα βρει αποδέκτες. Αντί περίληψης, παραθέτω τη φράση: «Η ζωή είναι ωραία και μέσα από τα δύσκολα!»

TRANSCRIPT

Page 1: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 1 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 2: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

2 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η Άννα Ευστρατίου Δεληγιάννη γεννήθηκε το 1960 στις

Μακρυλιές Σαμοθράκης Ν. Έβρου. Σπουδές: Αποφοίτησε το 1977 από το εξατάξιο Γυμνάσιο

Σαμοθράκης. Είναι πτυχιούχος της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.

Εργασία: Εργάζεται ως Φιλόλογος στο 4ο ΓΕΛ Αλεξανδρούπολης, στο οποίο υπηρέτησε επί σειρά ετών ως υποδιευθύντρια.

Συγγραφικό έργο: Είναι ποιήτρια και συγγραφέας, αρθρογράφος-δοκιμιογράφος, κριτικός λογοτεχνίας και με αυτή την ιδιότητα παρουσιάζει από το 1994 το έργο Ελλήνων συγγραφέων ποιητών και πεζογράφων.

Το 2011 διακρίθηκε σε διαγωνισμό διηγήματος με το διήγημα «Τρίτη Ηλικία».

Γράφει έμμετρες ιστορίες και παραμυθοϊστορίες που δημοσιεύονται σε ανάλογες διαδικτυακές σελίδες όπως στο «Ιπτάμενο Κάστρο». Ο αναγνώστης θα τη συναντήσει στη σελίδα http://douridasliterature.com/annaDeligianni.html, και σε άλλες σελίδες όπως στο ηλεκτρονικό βιβλίο των εκδόσεων Σαΐτα με τον τίτλο «Το ταξίδι ενός χαρτονομίσματος», σε ηλεκτρονικά περιοδικά όπως στο «Λόγων Παίγνια» κ.α.

Αρθρογραφεί συχνά, στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, Βήμα, Ελευθεροτυπία.

Είναι αυτοδίδακτη ζωγράφος χάρη στην επιμονή της να δοκιμάζει για πολλά χρόνια διάφορα υλικά ζωγραφικής!

Σε ό,τι αφορά τη Σαμοθράκη, επειδή λατρεύει τη ντοπιολαλιά, γράφει αφηγήματα αλλά και ποιήματα. Έγραψε και λεξικό της Σαμοθρακίτικης διαλέκτου για το οποίο η Ακαδημία Αθηνών της απένειμε Α’ Έπαινο το 2013.

Κοινά-κοινωνική προσφορά: Ασχολήθηκε επί σειρά ετών από διάφορες θέσεις με τα κοινά και το 2007 ήταν υποψήφια βουλευτής στον Νομό Έβρου.

Για την εθελοντική της προσφορά τιμήθηκε από τον Δήμο Αλεξανδρούπολης το 2012.

Οικογενειακή κατάσταση: Είναι παντρεμένη με τον εκπαιδευτικό Γιώργο Τσιουλπά και έχει δυο παιδιά, τον Χάρη και τη Φιλιώ.

Page 3: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 3 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ΑΝΝΑ ΔΕΛΗΓΙΑΝΝΗ-ΤΣΙΟΥΛΠΑ

Τεθλασμένη ζωή

Συλλογή διηγημάτων

Page 4: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

4 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά, Τεθλασμένη ζωή ISBN: 978-618-5040-45-1 Νοέμβριος 2013 Επιμέλεια-Διορθώσεις: Ιωάννα Αναστάση [email protected] Φωτογραφία εξωφύλλου: Αναστάσιος Βογιατζίδης [email protected] Σελιδοποίηση: Ηρακλής Λαμπαδαρίου www.lampadariou.eu Εκδόσεις Σαΐτα Αθανασίου Διάκου 42, 652 01, Καβάλα Τ.: 2510 831856 Κ.: 6977 070729 e-mail: [email protected] website: www.saitapublications.gr Σημείωση: οι γραμματοσειρές που χρησιμοποιήσαμε στο εξώφυλλο είναι προσφορά του Aka-Acid (www.aka-acid.com).

Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού – Μη Εμπορική χρήση

Όχι Παράγωγα έργα 3.0 Ελλάδα Με τη σύμφωνη γνώμη της συγγραφέως και του εκδότη, επιτρέπεται σε οποιονδήποτε αναγνώστη η αναπαραγωγή του έργου (ολική, μερική ή περιληπτική, με οποιονδήποτε τρόπο, μηχανικό, ηλεκτρονικό, φωτοτυπικό, ηχογράφησης ή άλλο), η διανομή και η παρουσίαση στο κοινό υπό τις ακόλουθες προϋποθέσεις: αναφορά της πηγής προέλευσης, μη εμπορική χρήση του έργου. Επίσης, δεν μπορείτε να αλλοιώσετε, να τροποποιήσετε ή να δημιουργήσετε πάνω στο έργο αυτό. Αναλυτικές πληροφορίες για τη συγκεκριμένη άδεια cc, διαβάστε στην ηλεκτρονική διεύθυνση: http://creativecommons.org/licenses/by-nc-nd/3.0/gr/

Page 5: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 5 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Page 6: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

6 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Page 7: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 7 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Αντί προλόγου

Όταν ακούω τον κόσμο, γνωρίζω τι μου λέει κι ας μη κατέχω τις

γλώσσες του! Όταν παρατηρώ τα λουλούδια αισθάνομαι το άρωμά τους Κι ας έχω μειωμένη την όσφρηση! Έτσι μεγαλώνοντας, νιώθω πιο νέα για να γράφω τις ιστορίες έτσι

όπως σχηματίζονται σε μιαν άκρη του μυαλού μου! Τούτος ο νους χωράει πολλά, χρήσιμα είναι σαν τα μεταδώσεις!

Άννα Δεληγιάννη -Τσιουλπά

Page 8: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

8 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Page 9: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 9 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Π Ε Ρ Ι Ε Χ Ο Μ Ε Ν Α

ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ...................................................................................................................10

ΑΝΑΔΡΟΜΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ.....................................................................................................14

ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ...................................................................................................19

Η ΕΥΤΥΧΙΑ ΤΟΥ ΕΥΤΥΧΙΟΥ.............................................................................................23

Ο ΑΝΔΡΕΑΣ ΤΗΣ ΚΕΡΥΝΕΙΑΣ...........................................................................................28

Ο ΛΑΘΡΟ-ΜΕΤΑΝΑΣΤΗΣ..................................................................................................37

ΣΤΟ ΓΕΡΜΑ ΤΗΣ ΖΩΗΣ.....................................................................................................44

ΤΟ ΤΑΞΙΔΙ ΤΟΥ ΣΕΛΙΔΟΔΕΙΚΤΗ ......................................................................................47

Page 10: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

10 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Τρίτη Ηλικία Πήρα το τηλέφωνο και δοκίμασα να καθίσω στον μεγάλο καναπέ, εκεί

που συνήθιζε να κοιμάται η γάτα μου· ξέρετε, οι γάτες κοιμούνται τη μέρα και το βράδυ γυρνάνε στο κυνήγι.

Δίπλωσα το αριστερό μου πόδι, όπως κάθε φορά, αλλά οποία έκπληξη, δεν μπορούσα να τακτοποιήσω το άλλο μου πόδι. Έκανα τόση φασαρία, στη μάταιη προσπάθειά μου και το μόνο που πέτυχα ήταν ν’ αγριέψει η γάτα και να ζητάει τρόπο να φύγει.

Άνοιξα την πόρτα, ελευθέρωσα την ψιψίνα αλλά έμεινα κόκαλο. Το πόδι δεν πήγαινε ούτε μπρος ούτε πίσω. Γύρισα προς την τηλεόραση και είδα την πρόσκληση του ΚΑΠΗ για την 1η του Οκτώβρη.

Τι περιμένεις, γέρασες, είπα στον εαυτό μου, χωρίς κατά βάθος να το πιστεύω. Πήρα με πολύ κόπο την πρόσκληση, κάθισα στην καρέκλα και συλλογίστηκα. Εβδομήντα εννιά! Εβδομήντα εννιά φθινόπωρα βγάζω σε λίγες μέρες, τι να περιμένω! Στη στιγμή χτύπησε το τηλέφωνο. Με δυσκολία σηκώθηκα να πάρω το ακουστικό αλλά επειδή επέμενε το πρόλαβα. Ήταν η Τζούλια, εβδομήντα επτά Φθινοπώρων, από το Υακίνθη, που έγινε Ζουμπουλιά για να καταλήξει στο παραπάνω εύγλωττο, χήρα όπως κι εγώ εδώ και δέκα χρόνια. Ήθελε να πούμε δυο κουβέντες, βλέπεις η μοναξιά μας, ξεσπά στο τηλέφωνο.

Τα παιδιά αλλού, τα εγγόνια σπουδάζουν, πνιγμένοι όλοι στα έξοδα και τις ευθύνες, εμάς θα κοιτάξουν;

«Να ‘ναι καλά η πολιτεία», μου είπε, έτσι περιμένω την εκδήλωση του ΚΑΠΗ, να πάμε επιτέλους, να ξεσκάσουμε λιγάκι, να τραγουδήσουμε, να πούμε κάτι βρε αδερφέ, πέρα από τους πόνους μας και τα χάπια. Αα! Χάπια, θυμήθηκα πως δεν είχα κανένα παυσίπονο, ούτε έμπλαστρο για το πόδι μου και της είπα να μου στείλει το παιδί της εξυπηρέτησης. Ο Πέτρος, παίρνει ένα ευρώ και πηγαίνει στην αγορά για τέτοιου είδους εξυπηρετήσεις, ευτυχώς! Αλλά τι τα θες, μετά τη Τζούλια τα ‘βαλα με τον εαυτό μου που τον άφησα και γέρασε! Έτσι λέω, αφού η ζωή μου, κύλησε στα χαμένα, παραμελώντας τον, γιατί περίμεναν τέσσερις παππούδες να τους κοιτάξω! Ήλπιζα ότι θα έρθει και η ώρα να κάνω κανένα ταξίδι, αλλά ο άνδρας μου έκανε το μακρύτερο ταξίδι, αποδήμησε εις Κύριον -όπως οι περισσότεροι άνδρες- τα παιδιά μου έχουν τα δικά τους και… και ήρθε η ώρα του απολογισμού, της αγανάκτησης, του καταλογισμού ευθυνών.

Page 11: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 11 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Οι ηλικιωμένοι σώζονται μόνο με το ΚΑΠΗ; Όπως κάνω κι άλλες φορές σηκώθηκα, άπλωσα την παλάμη μου στο

ακέφαλο άγαλμα της Νίκης, μου θυμίζει το ταξίδι στο Λούβρο το ένα και μοναδικό, φώναξα τη γάτα γιατί το γουργουρητό της μου κρατάει συντροφιά και έγραψα στο τετράδιο παραπόνων, δώρο της Τζούλιας από το ταξίδι της στη Σεβίλλη, που έχει πάνω του έντεχνα τοποθετημένη πένα και στο εξώφυλλο ένα ζευγάρι να χορεύει ταγκό. Βλέπετε οι φωνές εξέλιπαν από το σπίτι και τι σπίτι, μεγάλο, αγύριστο! Περνάω τις ώρες μου -αν είμαι στα καλά μου- χαζεύοντας τα εκθέματά του. Θυμίζει λίγο μουσείο με τα τόσα που έχω μαζέψει στο εσωτερικό του. Ακόμα προσθέτω αντικείμενα, σκεφτόμενη ότι στα εγγόνια μου θα φανούν χρήσιμα!

Μια μέρα, απελπισμένη, φώναξα τον φωτογράφο με την κάμερα να πάρει βίντεο, αφού στο μεταξύ έβαλα τα καλά μου.

Μπορεί να γελάσετε, αλλά φαίνομαι στο σαλόνι -μπροστά από τον Χριστό σε καμβά, τον αγόρασα από την Έκθεση της Θεσσαλονίκης σε ανάμνηση του ταξιδιού μου, αριστερά, το βιολί του Μικρασιάτη παππού μου πάνω στη σιφονιέρα, και από πάνω, σε δυο σημεία που φθάρθηκε η ταπετσαρία, τοποθετημένες μάσκες βενετσιάνικες -να τραγουδάω «Σ’ αγαπώ γιατί ‘σαι ωραία».

Έτσι περνάς σαν είσαι μεγάλη και μόνη, προπαντός μόνη! Θα έρθετε σίγουρα στην ηλικία μου. Πριν έρθετε αγωνιστείτε, παλέψτε,

η ζωή είναι ωραία. «Η αντίθεση στη ζωή είναι τα γηρατειά παρά ο θάνατος. Τα γεράματα είναι η παρωδία της ζωής» γράφει η Σιμόν ντε Μποβουάρ.

Η παρωδία της ζωής! Και τα έβαλα με την πολιτεία! Της τα έψαλα λιγάκι και ανέβασα τον τόνο και τινάχτηκε η γάτα προς επίρρωση των λεγομένων μου. - Τιτίκα, συμφωνείς φαντάζομαι γιατί κι εσύ όλο κάπου γυρεύεις να χωθείς κι ευτυχώς, είσαι τυχερή, γιατί άλλες γάτες γυρνάνε άστεγες και πεθαίνουν όπως οι άνθρωποι από έλλειψη φροντίδας!

Η πολιτεία επιβάλλεται να φροντίζει τους ηλικιωμένους όπως τότε που εκείνοι φροντίζανε για την πολιτεία. Δεν είμαστε απόμαχοι, γινόμαστε λόγω της αδράνειας και της μελαγχολίας που μας βαραίνει. Ήθελα κι εγώ μετά τη συνταξιοδότησή μου να κάνω κάτι, να απασχολούμαι. Τα θέλω μου πολλά, η υπομονή λίγη, η υγεία μου επιβαρυμένη.

Άστα να πάνε, μουρμούρισα. Ο καιρός περνάει δύσκολα, σώνουμε τη μέρα για να κλειστούμε στον

εαυτό μας να μονολογήσουμε και να κοιμηθούμε.

Page 12: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

12 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Όσοι επαίρονται για τη φροντίδα μας, ας μη βιάζονται, γιατί τα παρατράγουδα είναι πολλά.

Το τηλέφωνο ξαναχτύπησε. - Εγώ είμαι, η Τζούλια.

Καλά ντε, δεν γέρασα τόσο, που να μη σε καταλαβαίνω. - Τι έγινε, κλείσαμε λίγο βιαστικά το τηλέφωνο και δεν πρόλαβα να σου πω για τη γιορτή του ΚΑΠΗ, θα πάρουμε κάνα καινούριο ρούχο ή έτσι θα βολευτούμε απ’ τα παλιά. - Τζούλια μου, έχω φυλάξει κάτι ευρώ αλλά τώρα που το λες, να πάμε στα μαγαζιά να αγοράσουμε κάτι, το καινούριο λένε φτιάχνει την ψυχολογία. - Να πάρουμε τουλάχιστον κανένα παυσίπονο πριν βγούμε, γιατί θα σερνόμαστε και θα μας κοροϊδεύουν. - Αύριο, θα το κανονίσουμε.

Τώρα, θα γράψω μια επιστολή και αύριο ο Πέτρος θα την πάει στον Δήμαρχο. Θα του γράψω, να φτιάξει δημοτικό γηροκομείο και να πληρώνουν όλοι οι πολίτες -μαζί με τα δημοτικά τέλη- ένα ποσό μηδαμινό για τον καθένα και όταν θα φτάσουν στην ανάγκη να γίνουν τρόφιμοι, να καταβάλλεται η σύνταξή τους. Το μέλλον των ηλικιωμένων βρίσκεται στα χέρια της πολιτείας γιατί τα παιδιά σήμερα δουλεύουν, δεν μπορούν να μας φροντίζουν. Η κυρία Χρυσάνθη πληρώνει χίλια ευρώ για τη θεία της! Είναι πολλά, αλλά έχουν. Όσοι δεν έχουν δηλαδή να τους φάνε τα σκυλιά;

Δήμαρχε μου, και η επιχείρηση θα είναι προσοδοφόρα και ο κόσμος θα ζει χωρίς το άγχος του αύριο, και θα πατάξεις την ανεργία! Θέλω να ζω με αξιοπρέπεια, να μην εξαρτώμαι από τη βούληση των παιδιών μου, αφήστε που τα τελευταία χρόνια και τα παιδιά αδυνατούν να φροντίσουν τους γέροντες.

Σας αναφέρω την εικόνα που εύχομαι να μη ζήσετε. 82χρονη παρακολουθεί την εξής συζήτηση μεταξύ γιατρού και οικείων. Αν κάνει εγχείρηση η γιαγιά, 99% δεν θα ζήσει, αν πάει συμβατικά ελπίζω να γίνει καλά αλλά θα χρειαστεί πολλή φροντίδα από τη μεριά σας, εξαρτάται από εσάς.

Από εμάς γιατρέ μου! Αλληλοκοιτιούνται. Εμείς δουλεύουμε, καλά να βρούμε καμιά γυναίκα να τη φροντίζει, αν δε, τι κάνουμε;

Με μια φωνή τα παιδιά. Εγχείρηση, δεν το συζητάμε κι ό,τι γίνει. Αχ, να ‘ταν τα νιάτα δυο φορές, τα γηρατειά καμία. Αυτά θα γράψω. Είναι λίγα; Δεν νομίζω. Η άλλη μέρα δεν ήταν σαν τις άλλες. Μια επιτροπή περνούσε από τα

σπίτια και σε όσους άνοιγαν την πόρτα, τους έκαναν μια ενημέρωση.

Page 13: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 13 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Είμαστε νέοι άνθρωποι με πτυχία ιατρικής, ψυχολογίας, εργοθεραπείας νοσηλευτικής, και αποφασίσαμε να επενδύσουμε στον τόπο μας, φτιάχνοντας «το σπίτι του ηλικιωμένου». Θα έχει ο καθένας το δωμάτιό του, την αυλή του, καθ’ ότι θα απλώνεται σε μια μεγάλη έκταση. Η φροντίδα θα είναι τέτοια που θα προσδίδει άνετη διαβίωση και το κόστος, τριακόσια ευρώ.

Τώρα τι να γράψω στον Δήμαρχο!

Το κείμενο διακρίθηκε σε πανελλήνιο διαγωνισμό διηγήματος τον Ιανουάριο του 2011.

Page 14: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

14 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ανάδρομες σκέψεις «Από ένα σύννεφο πέφτει με ορμή και χαλάζι και χιόνι απ’ αστραψιά λαμπερή ξάφνου ξεσπά μια βροντή. Έτσι χαλιέται απ’ ανθρώπους τρανούς ένα κράτος και πέφτει απ’ αμυαλιά του ο λαός σ’ ενός μονάρχη σκλαβιά». Σήμερα διάβασα τούτο το απόσπασμα έτσι καθώς φυλλομετρούσα τους

Επτά Σοφούς. Κάτι μου λέει. Σαν να θυμάμαι. Μερικά πήγαιν’ έλα στο σαλόνι μου, ένας ζεστός ελληνικός καφές κι ένα αλμυρό κουλουράκι η ανάπαυλά μου.

Σκέφτομαι! Το μυαλό μου κάπου πάει, έχει ήδη αιχμαλωτιστεί από μια έντονα αναπολητική διάθεση.

Τρεις εξουσίες σε μία! «Αποφασίζομεν και διατάσσομεν». Όλα σήμερα θα είχαν χαθεί αν εκείνη η εξουσία που κατασκευάζει νόμους, εκείνη που επιτελεί τις δημόσιες αποφάσεις κι εκείνη που δικάζει τα εγκλήματα και τις ιδιωτικές διαφορές, αν λέω, εξακολουθούσε να εκφράζεται στο πρόσωπο ενός αυταρχικά λειτουργούντος ατόμου.

Συνέρχομαι. Ξαναδιαβάζω το απόσπασμα. Εντελώς απλά με παραπέμπει στο μικρό τετραευαγγέλιο έκδοσης 1850. Θέλω να επιβεβαιώσω τα όσα μου υπαγορεύει η μνήμη μου. Να βγάλω από μέσα μου ένα ταλαιπωρημένο παιδί, το παιδί στο οποίο δικαιώθηκε η άποψη που διατύπωναν οι μεγαλύτεροι, ότι θα προκόψει στα γράμματα κι άλλα παρόμοια.

Συγκλονίστηκα όταν, μετά από τριάντα πέντε σχεδόν χρόνια, βρήκα ένα χειρόγραφο, μικρό σημείωμα που είχε πραγματικά, μόνο το απόσπασμα του Σόλωνα.

Τόσα χρόνια κουβαλάω μαζί μου το μικρό δερματόδετο βιβλίο, επιμελώς τυλιγμένο και ραμμένο σ’ ένα κόκκινο πανί. Έτσι το έδωσαν κάποτε στη μητέρα μου, για λόγους καθαρά χρηστικούς. Να το βάζει στο προσκεφάλι μας, όταν αρρωσταίναμε. Τόλμησα τότε να το ξηλώσω λίγο στην άκρη, για να κρύψω μέσα το σημείωμά μου και τώρα να, σαν σελιδοδείκτης ξεπροβάλλει.

Ο ήχος του τηλεφώνου διακόπτει προς στιγμήν την επικοινωνία μου με αλλοτινές εποχές. Δυσκολεύομαι για λίγο, δεν απαντώ στο τηλεφώνημα και αφήνω τη σκέψη μου να αποδράσει σ’ εκείνα τα δύσκολα, ίσως για μερικούς εύκολα, χρόνια.

Page 15: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 15 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Άνοιξη! Από τον δρόμο ψηλά απολαμβάνω τη χαρμονή της φύσης, όχι όμως για πολύ, αφού δυο χωροφύλακες θα φροντίσουν να πάω γρήγορα στο σπίτι μου.

Εκεί, προς μεγάλη μου έκπληξη, θα βρω τη θεία μου τη Σμαρώ, τη δασκάλα, μια γυναίκα φιλότιμη, τετραπέρατη, επίμονη και σχολαστική, υπομονετική και διορατική. Ήταν η πρώτη που διαπίστωσε την έφεσή μου στα γράμματα και επεσήμανε ότι θα γίνω άνθρωπος των γραμμάτων. Ήμουν μαθήτρια, παιδί και έφηβη. Εκείνη, φροντίζοντας να ενισχύσει την πρώτη μου ιδιότητα, λόγω και του επαγγέλματός της, φρόντισε να μου φέρει ένα βιβλίο, το πρώτο επιμορφωτικό εγχειρίδιο που έπαιρνα στα χέρια μου.

«Πώς θα γίνεις άριστος μαθητής». Αυτός ήταν ο τίτλος του και το περιεχόμενό του αρκετά ελκυστικό. Θυμάμαι αργότερα την πίκρα μου, όταν διαπίστωσα ότι τα περισσότερα φύλλα του, είχαν γίνει χαρτί περιτυλίγματος αβγών, τα οποία προορίζονταν για ταξίδι προκειμένου, ως χωριάτικα, να καλύψουν τις εδεσματικές ανάγκες συγγενών μας.

Έλεγα λοιπόν, για το βιβλίο. Καθώς το κρατούσα η θεία μου έλεγε: «Θα μάθεις, παιδί μου, κάτι περισσότερο απ’ αυτά που σας μαθαίνει το σχολείο».

Κάτι περισσότερο! Προς στιγμήν άκουγα χωρίς απάντηση, γιατί το μυαλό μου στροβίλιζε ανήσυχα γύρω από το βιβλίο που έτυχε να έχω στην τσάντα μου. Θεωρούσα τυχερό τον εαυτό μου που είχα να επιδείξω με τη σειρά μου ένα εξωσχολικό βιβλίο.

Πιστεύοντας προκαταβολικά στον έπαινό της, έτρεξα στην τσάντα μου και επέστρεψα, κρατώντας στα χέρια μου το βιβλίο με τον εύηχο τίτλο «Το Πιστεύω μας» του Γεωργίου Παπαδόπουλου. - Τι είναι αυτό, παιδί μου, ρώτησε η θεία μου. Η όψη της, τ’ απορημένα της μάτια, μου έλεγαν πως δεν επρόκειτο για το καλύτερο, αντίθετα!

Ένιωσα ότι κουβαλούσα τον απαγορευμένο καρπό, ότι κάπου επέκειτο η τιμωρία μου ότι… πολλά ότι.

Όμως δεν γινόταν διαφορετικά. Είχα φανερώσει μια απερίσκεπτη πλην όμως επιβεβλημένη ενέργειά μου, άσχετα αν δεν το είχα καθόλου ανοίξει. Κάθισα στην ψάθινη καρέκλα, ανέβασα τα πόδια μου στο πρώτο σκαλάκι της, και τράβηξα τη φούστα μου τόσο, όσο έπαιρνε, προσπαθώντας να καλύψω τα πόδια μου. Η άκρη της έφτασε ως εκεί που τέλειωναν τα καλτσάκια μου.

Με δάχτυλα νευρικά άρχισα να το ξεφυλλίζω. Δεν έβλεπες παρά μονάχα κείμενο, του οποίου βεβαίως το περιεχόμενο αγνοούσα παντελώς. Η φωτογραφία στο εξώφυλλο παρέπεμπε κατευθείαν στο θέμα, για όσους βέβαια γνώριζαν. Διαισθανόμουν ότι κάτι συνέβαινε, μα τι τέλος πάντων!

Page 16: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

16 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Κι ο καθηγητής μου, που το έβαλε στην τσάντα μου για να το δώσω στον θείο του; Ήταν ο καθηγητής μου! Μπορούσα να τον αμφισβητήσω; Τελικά, εν αγνοία μου, «πρακτόρευα» τη χούντα. Εν αγνοία μου, ενίσχυα την παράπλευρη δράση του κυρίου καθηγητή. Στο εξώφυλλο, ο πολιτικός και συγγραφέας, η εξουσία και η αμφισβήτηση. Όχι, όχι, εξουσία αναμφισβήτητη.

Άφησα τον εαυτό μου να εξαπατηθεί! Μα, ήμουν παιδί, τι μπορούσα να κάνω; Πίστευα πως απέναντί μου είχα αυθεντίες. Πίστευα ότι είχαν πάντα δίκιο οι άλλοι, γιατί δεν ήξερα να ψάξω κάτι διαφορετικό. Μοιραία αποδεχόμουν μια κατάσταση. Πίστευα ότι τα βιβλία είναι θησαυροί, αλλά «Το πιστεύω μας» ποτέ δεν το πίστεψα. Ευτυχώς!

Η θεία μου βρήκε την ευκαιρία να πει δυο κουβέντες για τα ολιγαρχικά καθεστώτα για το πώς επιβάλλονται οι δικτατορίες -από την αμυαλιά κάποιων- για την αξία της ελευθερίας, για τη Δημοκρατία. Κι όπως παρακολουθούσαμε τα όσα έλεγε, η γιαγιά μου, τη διέκοψε λέγοντας: «Τι είναι τώρα αυτά που λέμε, αυτό είναι παιδί κι αν τα πει στο σχολείο, στον καθηγητή, χαθήκαμε». Κι ανέφερε ένα περιστατικό από τη βουλγαρική κατοχή, όταν εξαιτίας μιας κουβέντας της, η μητέρα μου, η κόρη της δηλαδή, έφαγε άδικα ξύλο, πολύ ξύλο. Και συνέχισε χωρίς να παρακολουθεί τις όποιες μάταιες παρεμβάσεις της θείας μου και του πατέρα μου. «Έχουν δει τα μάτια μου πολλά και σε τέτοιες περιπτώσεις καλά είναι να σωπαίνεις, οι προδότες έτσι περιμένουν, για να φανούν αυτοί καλοί να σε βάλουν εσένα να υποφέρεις. Πρέπει να λες ψέματα, να κλέβεις, ν’ αρπάζεις, γενικά να είσαι παλιάνθρωπος».

Θα έλεγε κι άλλα η γιαγιά μου με τη φόρα που πήρε, αλλά σκεφτόμενη τα περασμένα μόνη της, είπε: «καλύτερα να σταματήσω, γιατί όσο σκαλίζεις τη δυστυχία, σε θάβει».

Ήξερε τόσα η γιαγιά μου! Κι εγώ, έμαθα πολύ καλά εκείνη τη μέρα τι σήμαιναν οι καθημερινές περιπολίες των χωροφυλάκων στο χωριό, γιατί η μητέρα μου κουβαλούσε τα απόνερα από το πλύσιμο των ρούχων να τα πετάξει μακριά απ’ τον δρόμο, γιατί το κοντάρι της σημαίας απόχτησε γρήγορα τον σπασμένο στην κορυφή σταυρό. Έμαθα γιατί ερχόταν, όπως λέγανε τότε, το στρατιωτικό σινεμά και στην αρχή κάθε ταινίας μάς βομβάρδιζε με πολιτικά επίκαιρα.

Ακόμα και τώρα, η μνήμη μου στέκει τρεμάμενη σ’ εκείνο το περιστατικό που ήρθαν δυο χωροφύλακες στο σπίτι μας και έριξαν δηλητήριο στον πιστό μας σκύλο τον Άρη.

Page 17: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 17 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Πώς παρακαλούσα να σωθεί, να τον σώσουν έστω και την τελευταία στιγμή!

Τα παρακάλια μου δεν τάραζαν καθόλου τις αγαλμάτινες φιγούρες που είχα μπροστά μου. Κι εκείνος ο φοβερός θόρυβος της μηχανής τους, καθώς αγκομαχούσε ντουκ-ντουκ-ντουκ-ντουκ να βγάλει τον ανηφορικό φιδωτό δρόμο! Το άκουσμα αυτό το ιδιαίτερο, παρέπεμπε στο «τρέξε γρήγορα στο σπίτι σου μην βρεις κανένα μπελά».

Η θεία μου είχε σωπάσει για λίγο και ρουφώντας τον τελευταίο καφέ που είχε απομείνει στο φλιτζάνι της, είπε: «παιδί μου, άκουσέ με, λένε πως κάποτε ο Μιχαήλ Άγγελος βρήκε στον δρόμο μια μεγάλη πέτρα, ακανόνιστη και ζήτησε να την μεταφέρουν στο εργαστήρι του. Όταν τον ρώτησαν τι τη θέλει, απάντησε: «Μέσα σ’ αυτήν την πέτρα κρύβεται ένας άγγελος, που πρέπει να ελευθερώσω». Έχεις πολύ δρόμο μπροστά σου, συνέχισε, όλα θα ωριμάσουν μέσα σου σιγά-σιγά, υπομονή».

Και σαν επισφράγισμα των όσων είπε, έβγαλε από την τσάντα της και μου έδωσε ένα χαρτί λέγοντάς μου: «διάβασέ το δυνατά». Το διάβασα. Ήταν αυτό, ναι αυτό που τώρα έχω μπροστά μου! Αυτό που εδώ και χρόνια κρυβόταν επιμελώς στα φύλλα του μικρού ευαγγελίου. Ήταν η αρχή για να καταλαβαίνω καλύτερα τα πράγματα.

Το χτύπημα του τηλεφώνου διακόπτει ξανά το ταξίδι μου στον χρόνο. Τολμώ να το βγάλω από την πρίζα για να βρω στη συνέχεια τον εαυτό μου, σ’ εκείνα τα καθημερινά πήγαιν’ έλα απ’ το χωριό στο γυμνάσιο.

Αποκλειστικό μέσο ένα καφετί, πεισματάρικο, γεροδεμένο μουλάρι. Κάθε πρωί φρόντιζα να κρεμάω στο σαμάρι την τροφή του, την τσάντα

μου κι έναν ντορβά με τα βιβλία της επόμενης ημέρας. Στην επιστροφή, διάβαζα πάνω στο μουλάρι τα θεωρητικά μου μαθήματα, γιατί γυρνούσα αργά στο σπίτι και το ηλεκτρικό ακόμα μάς έλειπε. Καθημερινά, μ’ έβρισκε στον δρόμο το γλυκόχρωμο φως του ήλιου που υψώνονταν επιβλητικά στη μεριά του Προφήτη Ηλία. Κάθε πρωί αναζητούσα τον ήλιο, τον είχα ανάγκη. Επιθυμούσα βαθύτατα τη συντροφιά του. Διαλύονταν οι φόβοι μου κάθε που διέκρινα, πίσω από τις πλατιές φυλλωσιές των δέντρων, να χρυσίζει η ανατολή και περίμενα να ζεστάνει, τον χειμώνα ιδιαίτερα, τα παγωμένα μου άκρα. Σήμερα, υποφέρω απ’ αυτές τις καθημερινές πολύωρες εκθέσεις μου στο κρύο.

Τι χρόνια δύσκολα, πέτρινα! Όταν τύχαινε ν’ αργήσω, βίτσιζα τα χρυσοκάπουλα τού μουλαριού και σπίθιζαν τα πέταλά του στα καλντερίμια πάνω στις δρομίτικες, γρανιτένιες πέτρες. Τα μεσημέρια πάλι, την ώρα που

Page 18: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

18 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

έλυνα το μουλάρι κι ήμουν έτοιμη να πεταχτώ στο σαμάρι του, πάγωνα βλέποντας τους χωροφύλακες να συνοδεύουν τους ξένους -Έλληνες από άλλες περιοχές εξόριστους στο νησί- στην επιστροφή από τον υποτιθέμενο περίπατο. Ήξερα και τα ονόματά τους. Όλοι ήταν επιστήμονες, γι’ αυτό φαίνεται τους απομάκρυναν από τα κέντρα αποφάσεων εκείνοι που ψευδολογούσαν, που παραποιούσαν την αλήθεια, που ζημίωναν όποιον ευημερούσε, που σπίλωναν υπολήψεις, που από τη δική τους Βαστίλη, καταργώντας τον ιστορικό χρόνο, απολάμβαναν το απροσδόκητο. Τα βασανιστήρια αυτών των ανθρώπων ήταν τέτοια, που γρήγορα τους εξασφάλισαν κατοικία στον άλλο κόσμο.

Τι γινόταν λοιπόν, και τόπος εξορίας το νησί μου! Τι έφταιγαν οι άνθρωποι;

Ανακάθομαι στον τόπο μου. Τι θύμησες! Θύμησες μιας δύσκολης εποχής. Όμως, «η αναζήτηση του χαμένου καιρού» πάντα είναι ένας άθλος.

Page 19: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 19 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Επιστροφή στις ρίζες Ήταν μέσα Νοέμβρη όταν πήρα τη μεγάλη απόφαση, να επισκεφτώ τη

γιαγιά μου, στο νησί. Είχα πολλές τύψεις που, όσο μεγάλωνα με βασάνιζαν, κι ακόμα, κι όσο θα ζω, θα στροβιλίζουν στην γκρίζα, αδυνατισμένη μνήμη μου.

Τι σου είναι τα ανθρώπινα! Να θέλεις και να μην μπορείς ή να μπορείς και να μη θέλεις. Έτσι πέρασαν εφτά ολόκληρα χρόνια και μεγάλωσα και μεγάλωσε κι εκείνη. Μεγαλώσαμε όλοι οι συγγενείς, άλλοι χάθηκαν όπως για παράδειγμα ο παππούς μου, που λόγω σπουδών δεν παρευρέθηκα στην κηδεία του και νομίζω πώς είναι ψέματα, πως θα τον δω όταν πάω, να διαβάζει ένα κομμάτι εφημερίδας, φορώντας τα μεγάλα καφετιά πρεσβυωπικά γυαλιά του, ακροδεμένα με έναν σπάγκο για να μην τα χάνει.

Τι σου είναι ο άνθρωπος! Πολλές φορές άλλοι παράγοντες καθορίζουν τις κινήσεις του κι όσο περνάνε τα χρόνια, αυτοί πολλαπλασιάζονται.

Όλοι κλίνουμε το ρήμα «τρέχω» και δεν προλαβαίνουμε να απολαύσουμε μια ωραία στιγμή, μια στάλα ανθρωπιάς. Σκεφτείτε, τις προάλλες με κάλεσαν σ’ έναν γάμο -ευτυχώς ακόμα τα προσκλητήρια ισχύουν αλλά σε λίγο θα εκλείψουν και αυτά γιατί απλά δεν θα παρίστανται καλεσμένοι- και στο τέλος ο πατέρας της νύφης μάς είπε: «πιστέψτε με, δεν συγκινήθηκα καθόλου κι ας περίμενα αυτή τη στιγμή με αγωνία, ειλικρινά δεν αισθάνθηκα κάτι διαφορετικό γιατί ήμουν πολύ κουρασμένος, τόσες μέρες έτρεχα, έτρεχα να είναι όλα έτοιμα όπως απαιτούσε η περίσταση. Τι κάνουμε, λοιπόν, τρέχουμε χωρίς νόημα, τρέχουμε για τους άλλους, τρέχουμε για να μην κατηγορηθούμε για το παραμικρό; Σημασία έχει ότι τρέχουμε».

Ασφυκτιώντας στη μοναξιά μου, πήρα τη μεγάλη απόφαση. Είπα μέσα μου, θα πάω χωρίς καμιά προειδοποίηση να δω τη γιαγιά μου, να επιστρέψω στις ρίζες, γιατί ποιος ξέρει αύριο η μέρα τι θα φέρει. Χωρίς να χάσω στιγμή ετοίμασα τη βαλίτσα μου.

Μου την αγόρασε η γιαγιά όταν έφευγα για σπουδές και είπα να τη χρησιμοποιήσω για να δικαιολογήσω τη μακρόχρονη απουσία μου και όταν η γιαγιά θα πει, «πού χάθηκες παιδάκι μου», εγώ θα της απαντήσω «ε, όχι και χάθηκα. Εδώ το δώρο σου κρατάω, για να διατηρώ νοερά μια επαφή, αλλά οι καιροί είναι τέτοιοι, που με τούτο και τ’ άλλο απομακρυνόμαστε».

Έκανα λοιπόν κράτηση στο αεροπλάνο, λογάριασα και την ώρα του πλοίου και την άλλη μέρα, στο τέλος της, πριν το σούρουπο θα ήμουν στο νησί, στο σπίτι της γιαγιάς που τόσα χρόνια περίμενε.

Page 20: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

20 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Το ταξίδι μου ήταν ευχάριστο. Μετά την αεροπορική πτήση, βρέθηκα στο πλοίο με την αδερφή της γιαγιάς μου, που απ’ ότι μου είπε, είναι τριάντα χρόνια μικρότερη, έχει την ίδια ηλικία με τη μητέρα μου.

Η μάνα μου και η αδερφή μου γέννησαν μαζί, μου είπε κάποια στιγμή, έτσι ήταν τότε, έκαναν πολλά παιδιά όχι όπως τώρα που οι γυναίκες δεν θέλουν να γεννήσουν για να μη χαλάσουν τη σιλουέτα τους.

Δεν θα τη γνώριζα, αλλά ήρθε έτσι η κουβέντα που μας οδήγησε στην αναγνώριση.

Στο πλοίο κάθισα σε μιαν άκρη, έβγαλα κάτι παλιές φωτογραφίες και τις κοίταζα. Κάποια στιγμή χρειάστηκα κι έναν καφέ και είπα στην κυρία, που καθόταν δίπλα μου αν ήθελε κάτι. Εκείνη μου είπε, «είσαι ευγενέστατος, από πού είσαι, έχεις κάποιο συγγενή στο νησί ή απλά έρχεσαι ως τουρίστας;» «Πέστε το όπως θέλετε αλλά στο νησί μένει η γιαγιά μου, η κυρά Πελαγία η Κυριάκαινα». Αμήχανα τράβηξε τη μαντίλα απ’ τα γόνατα και μου είπε, καλά, πήγαινε να πάρεις καφέ και τα λέμε, φέρε και σ’ εμένα ένα νεράκι να πάρω το χάπι μου.

Αμέσως ένοιωσα κάποια ζεστασιά στα λόγια της και καθώς γύριζα με τον καφέ και το νερό, κάθισε κοντά μου, γιατί μάλλον θα βρεθούμε και συγγενείς, συμπλήρωσε.

Πράγματι, φάνηκε απ’ την αρχή της κουβέντας ότι εκεί οδηγούσαν τα πράγματα!

Οι γονείς μου και η αδελφή μου εκείνες τις μέρες είχαν φύγει για Σικάγο. Πήγαν να δουν το θείον Βαγγέλη, τον αδελφό της γιαγιάς μου ο οποίος ξέμπαρκος, σε ηλικία είκοσι δύο ετών, βρέθηκε μάγειρας σε ελληνικό εστιατόριο του Σικάγου και εδώ και σαράντα έξι χρόνια βρίσκεται εκεί με τρία παιδιά από δυο γυναίκες χωρίς όμως να έχει κάποια από αυτές, αλλά μία μικρότερή του ως σύντροφο.

Η θεία πλέον, Αναστασία, μου είπε πως η γιαγιά μου είναι αρκετά καταβεβλημένη και ότι δυσκολεύεται μόνη της και πηγαίνει πολλά βράδια εκεί, για να της κρατάει συντροφιά. Μου είπε αρκετά, αλλά το καλύτερο είχε να κάνει με το όνομά μου. Ο νονός μου, είπε ότι ήθελε να με βαφτίσουν Αρχιμήδη κι οι γονείς μου, ιδιαίτερα ο πατέρας μου που είναι από τη Θράκη, αντέδρασε έντονα κι έπιασε τον νονό μου απ’ το γιακά σαν είδε την επιμονή του σ’ ένα αρχαίο, άσχετο με την οικογένειά του, όνομα. Σημειωτέον τον γιο του, ο νονός μου τον έβγαλε Διογένη και μαλλιοτραβήχτηκαν- οι πιστοί στην παράδοση- γονείς! Και μεσολάβησε η κυρά Πελαγία, η γιαγιά μου για το χατίρι

Page 21: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 21 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του πατέρα μου και με είπαν Χαρίλαο, του συμπεθέρου της κι όλα πήγαν καλά κι αγάπες και τα τοιαύτα μέχρι σήμερα.

Με φαντάστηκα για λίγο Αρχιμήδη Τσιουλφά και γέλασα από καρδιάς. Αλήθεια ο Αρχιμήδης πώς λεγόταν αλλιώς; Μου γεννήθηκε η απορία!

Η θεία συνέχισε: γιατί έκανες τόσα χρόνια να έρθεις, η γιαγιά σου πάντα λέει, για τον ξενιτεμένο οι μέρες είναι διπλές και για τη μάνα του μισές κι έτσι της φαίνονται λίγα τα χρόνια και περιμένει, περιμένει.

Η ευχάριστη στιγμή έφτανε. Για να δούμε, θα σε γνωρίσει, αλλά τι να γνωρίσει εγώ και δεν σε

κατάλαβα. Βγήκα στο δρομάκι για το σπίτι. Νοέμβριος και τα φύλλα βαθυκόκκινα,

στόλιζαν ακόμα τα οπωροφόρα δέντρα. Αρκετά είχαν πέσει κάτω κι όσο πλησίαζα στην αυλή, η εικόνα άλλαζε, γιατί οι δυο μεγάλες ελιές σκέπαζαν κάτι πελώριες μπλε ορτανσίες και δυο ψηλές παραδοσιακές σκούπες χαιρετούσαν τον επισκέπτη στις δυο πλευρές της σιδερένιας εξώπορτας.

Η έκπληξη, ο Τομ, το πιστό, απίστευτα ήρεμο σκυλί της γιαγιάς, που γερασμένο είχε την ίδια χαρούμενη προϋπαντητική συμπεριφορά.

Καθώς πλησίασα είδα μια ψηλόλιγνη φιγούρα, καθισμένη στην ψάθινη καρέκλα. Κρατούσε στα χέρια της ένα ζευγάρι γυαλιά του παππού μου, ήμουν βέβαιος από το χρώμα και το σχήμα τους.

Στους ώμους είχε ρίξει μια παλιά πλεχτή εσάρπα και είχε μαζέψει περίτεχνα τα μαλλιά της σ’ ένα μεγάλο μαντήλι με λαχούρια. Τι να σκεφτόταν άραγε; Έτρεμα στην ιδέα ότι σε δευτερόλεπτα θα τη φώναζα, γιαγιά μου, καθώς διαπίστωνα ότι βρισκόμουν μπροστά σ έναν ακόμη συμβατικό τρόπο ζωής. Δεν μπορούσε άλλωστε να κάνει κάτι άλλο.

Η γιαγιά μου ήταν εκεί και περίμενε ποιος ξέρει τι, αλλά τώρα περίμενε εμένα κι ας μην το γνώριζε. Η φωνή μου, της προκάλεσε ένα τυπικό στιγμιαίο χαμόγελο και μετά την απορία, ποιος είσαι παιδάκι μου! Φάνηκε λίγο διστακτική αλλά και διαχυτική μόλις άκουσε το όνομά μου. Δεν με γελάς, είσαι ο Χαρίλαος! Αλλά εσύ έγινες άντρας και -όπως αστειευόταν πάντα- έφερες και το κορίτσι σου; Μπαίνοντας στο μεγάλο δωμάτιο, αντίκρισα τη φωτογραφία του παππού, δεν είπα τίποτα, αλλά το δάκρυ καυτό, όσο ποτέ, κατρακύλησε στο μάγουλό μου. Θυμήθηκα, και τι δε θυμήθηκα από τα λόγια του. Όλα περνούσαν μπροστά μου σαν ταινία και οι στιγμές και οι άνθρωποι. Ακόμα και οι φωνές σαν ήμαστε παιδιά ηχούσαν στ’ αυτιά μου.

Λοιπόν, πώς και πήρες αυτή την απόφαση; Βλέπεις η γιαγιά σου απόμεινε μόνη και ανήμπορη. Έχασα τις δυνάμεις μου αλλά δεν το βάζω

Page 22: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

22 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

κάτω. Και γιατί να το βάλεις κάτω είπα εγώ, αμήχανα. Απέναντι έβλεπα με παράπονο τη φωτογραφία της, όταν ήταν πιο νέα με τα μαλλιά της καστανά, κυματιστά να πέφτουν στους ώμους κι ένα βλέμμα σπινθηροβόλο διαπεραστικό .

Σηκώθηκε άπλωσε το χέρι να πάρει τη φοντανιέρα αλλά αντί για φοντάν, τα λουκούμια είχαν την τιμητική τους.

Άστραφτε η χρυσή βέρα στα λιπόσαρκα χέρια της, μια εικόνα που σ’ εμένα τουλάχιστον πρόδιδε μια τάξη, τήρηση της παράδοσης των αξιών καθώς έπαιρνα το κέρασμα. Αν ζούσε η μητέρα μου, μου είπε, θα σου έλεγε κανένα τραγουδάκι για τα ξένα. Ήταν μαστόρισσα σ’ αυτά γιατί κι εκείνη είχε παιδί που άπαξ και έφυγε δεν το μεταείδε. Να, τον θείο Βαγγέλη στο Σικάγο. Έλεγε: σαν κάθεσαι μάνα να φας, για μέτρα τα παιδιά σου, πού είναι ο Βαγγελάκης σου, που λείπει από κοντά σου. Έτσι φανταζόταν εκείνη ότι τα έλεγε το παιδί της και μας έβαζε και κλαίγαμε και στραγγίζαμε στο δάκρυ.

Όση ώρα μιλούσαμε δεν είπε κουβέντα στη θεία Αναστασία, σαν να μην υπήρχε και ξαφνικά: Τασία καμάρωσε το λεβέντη μας! Αχ τι όνειρα έκανε ο παππούς σου, κι όμως δεν έφτασε να τα δει να πραγματοποιούνται. Θυμάσαι Τασία, διάβαζε εφημερίδα κι έλεγε: έτσι θα διαβάζουμε και το όνομα του παιδιού μας ώρα του καλή, χώμα να πιάνει και μάλαμα να γίνεται. Θα ρουφήξει τη γνώση αλλά θα γυρίσει μια μέρα των ημερών στις ρίζες του. Δικαιώνεται ή θ’ αργήσεις ακόμη; - Ο καιρός θα δείξει!

Page 23: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 23 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ευτυχία του Ευτύχιου

Το πρόβλημά του τελευταία, όλο και μεγάλωνε, μάλλον το μεγάλωνε ο ίδιος χωρίς να είναι μεγάλο, ούτε καν πρόβλημα, ίσως μια επίπλαστη ανάγκη. Γι’ αυτό επέμενε να βρει λύση σε ό,τι τον απασχολούσε κι αυτό τον έφερνε αντιμέτωπο με πολλά-πολλά αποκόμματα έντυπου υλικού, τα οποία εδώ και καιρό φύλαγε στο μεγάλο πανέρι, αφού φρόντισε να καθαρίσει τα υπολείμματα φρυγανισμένου ψωμιού που έκρυβε μέσα του. Και το ψωμί τελευταία το είχαν κόψει, γιατί όπως και να έχει το πράγμα, παχαίνει. Ιδού λοιπόν! Διαβάζει: «Η προσπάθεια να κατακτήσουμε την ευτυχία». Το αφήνει στην άκρη. Η πρόνοιά του να βάζει κάτω δεξιά έναν αύξοντα αριθμό, τον παραπέμπει στο να φυλλομετρήσει το χαρτομάνι, ευκαιρία να το ξεσκονίσει κιόλας. Το χαρτί τραβάει σκόνη και ...κατσαριδάκια. Διαβάζει τώρα τη συνταγή για τον ευτυχισμένο άνθρωπο: «Η μητέρα να είναι ήρεμη κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, μετά το παιδί αυτό, θα πρέπει να ζει σε καλό περιβάλλον, με πολλή αγάπη όχι όμως υπερπροστασία». Με φωνή που να ακούγεται στον επάνω όροφο από τη μεριά της σκάλας, φωνάζει. - Ήσουν ήρεμη όταν κυοφορούσες εμένα μητέρα; - Εννιά μήνες! Πόσο ήρεμη μπορείς να είσαι, όταν μάλιστα έχουν προηγηθεί τρεις επί εννιά και επτά, τριάντα τέσσερις συνολικά μήνες εγκυμοσύνης; Τέλος πάντων, ήμουν δε λέω, ήμουν ήρεμη, μα γιατί όλα αυτά; - Άφησέ το, αύριο συνεχίζουμε την κουβέντα μας... Συμμαζεύεται και συνεχίζει να σκαλίζει το υλικό. Τι έψαχνε λοιπόν, ο Ευτύχιος; Απλούστατα, τον τρόπο να γίνει ευτυχισμένος! Μα πώς; Έδινε πολύ μεγάλη σημασία στη λέξη ευτυχία. Και είχε διαβάσει τον τελευταίο καιρό τόσο πολλά πράγματα που κατέληξε στο συμπέρασμα ότι καλό, κακό, ευτυχία, δυστυχία, ερμηνεύονται διαφορετικά από διαφορετικούς ανθρώπους. Ακόμα, διάβασε κάποιους αφορισμούς, που δυστυχώς ή ευτυχώς, συμπλήρωναν τη φιλοσοφία του για την εύρεση της ευτυχίας. Ένας για παράδειγμα αφορισμός του Αμερικανού σατυρικού Αμβρόσιου Μπιρς έλεγε: «βόμβα, όνομα ουσιαστικό, μέσον πειθούς». Όταν χρησιμοποιείται από όσους έχουν την εξουσία, η χρήση της χαρακτηρίζεται

Page 24: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

24 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

«εθνικά συμφέρουσα» και «θαρραλέα». Όταν χρησιμοποιείται από εκείνους που δεν έχουν την εξουσία χαρακτηρίζεται «τρομοκρατία» και «δειλία», από αυτούς που κατέχουν την εξουσία. Μετά από σκέψη κατέληξε: «Ευτυχία, όνομα ουσιαστικόν, προσδιοριζόμενο και καθοριζόμενο από επίθετα. Μέσον καλής διαβίωσης. Όταν δεν την έχεις, παλεύεις να την αποκτήσεις. Όταν αισθάνεσαι ότι την αποκτάς, φοβάσαι μήπως τη χάσεις και θες να βρεις τρόπο να την κρατήσεις. Το ερώτημα είναι πώς και πόσο;» Είχε κουραστεί αρκετά να ψάχνει και δεν έκανε τίποτα το ιδιαίτερο, αλλά τον κούραζε κάθε φορά η αγωνία και το άγχος του, να βρει κάτι καινούριο. Σκέφτηκε να ξαπλώσει στον καναπέ. Τράβηξε το γαλάζιο μαξιλάρι με τα ανάγλυφα λουλούδια, αλλά σκέφτηκε τη μητέρα του που του χαλούσε την ευτυχία να απολαμβάνει τα καλύτερα, υπενθυμίζοντάς του κάθε φορά ότι αυτό είναι «μαξιλάρι φιγούρας»! - Πάρε από το ντουλάπι ένα άλλο, ένα του ύπνου, του ύπνου! Ναι αλλά ήταν λευκό και δεν του ενέπνεε καμιά ζεστασιά, όπως και τα σεντόνια. Φανταστείτε, λευκοί τοίχοι, λευκά σεντόνια, λευκά μαξιλάρια. Δυστυχώς, επηρεάζονταν από τις ιδέες, που δεν ήταν δικές της αλλά τις εμφύσησαν οι παλαιότερες. Το λευκό ήταν συνώνυμο της καθαριότητας, να τολμήσω να συμπληρώσω και της ευτυχίας, αφού έτσι αισθάνονταν απόλυτα καλά. Ανάσκελα λοιπόν στον καναπέ πάνω στο άσπρο μαξιλάρι σκέφτεται τα λόγια του Γιώργου. «Εγώ Ευτύχιε, είμαι ευτυχισμένος να ζω στη Σαμοθράκη τον χειμώνα, όχι στη φασαρία, στον κόσμο. Αυτό με ικανοποιεί, ηρεμώ, χαλαρώνω, γεμίζω τις μπαταρίες μου. Δεν φαντάζεσαι την εικόνα να ανοίγεις το πρωί τα παντζούρια απέναντι στο γαλάζιο του Αιγαίου! Ο ήλιος που ανατέλλει γεμίζει με φως το σαλόνι μου και αναζωογονεί τις δυο τεράστιες μπουκαμβίλιες που υψώνονται στα παλιά πιθάρια...» Κι όσο σκέφτεται τα ευχάριστα, τα βλέφαρά του βαραίνουν, σχεδόν κλείνουν για να τον παραδώσουν αυτές οι καλές, θετικές σκέψεις στην αγκαλιά του Μορφέα, άλλωστε δεν είναι η πρώτη φορά. Μετά από λίγα λεπτά ύπνου και ενός ονείρου, συνέρχεται. Όνειρο! Μάλλον συνειρμοί, που τελειοποιούνται στο μυαλό του μετά την ανάγνωση του Επίκουρου! Άρα δεν το ονειρεύτηκε, επανέλαβε το νόημα της φράσης: «Πρέπει να μελετούμε εκείνα που μας φέρνουν ευδαιμονία, γιατί αν την έχουμε, έχουμε τα πάντα» (Προς Μενοικέα). «Ευτυχία είναι το αποτέλεσμα της συγκέντρωσης επαίνων» (Βούδας).

Page 25: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 25 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το τηλέφωνο θα διακόψει τους στοχασμούς του ή μάλλον θα ανατρέψει μια κατάσταση αδιεξόδου. Βλέπει ποιος τον καλεί και πριν απαντήσει, κάνει αυτόματα τη σκέψη: προλαβαίνω να βγω μια βόλτα, είναι νωρίς ακόμα! Μήπως είναι η πρώτη φορά που σκέφτεται έτσι; Θα κανονίσει με τον φίλο του να βρεθούν στις εννιά μπροστά στον Φάρο. Λειτουργεί πάλι συνειρμικά. Φάρος! Σημείο αναφοράς της πόλης μας, σημείο κατά περίπτωση ευτυχών συναντήσεων. Από εκεί ξεκινάν οι παρέες για καφέ ή ρετσίνα. Αρκετά με τον Φάρο. Ανεβαίνει στον επάνω όροφο, δεν έχει και πολύ χρόνο και ετοιμάζεται. Όσο ετοιμάζεται σιγομουρμουρίζει, τι άραγε, ένα ολόδικό του κατασκεύασμα. Συχνά, πυκνά έφτιαχνε στίχους κι αράδιαζε στο τετράδιο σκέψεις για την ευτυχία!

Η δυστυχία βγήκε βόλτα

στη γειτονιά της ευτυχίας κι είδε πως χόρευαν σμιχτά η δόξα, ο πλούτος κι η χαρά.

Πικράθηκε γιατί αυτή, χαρά δεν ξέρει τι θα πει

και μέχρι να καλοσκεφτεί τη θέση της μες στη ζωή,

ο φθόνος -που μόνος συλλογάται- της απαντάει, να μη λυπάται.

- Φύγε και έγνοια πια μην έχεις, γιατί εδώ τα όσα βλέπεις

είναι μια έκφραση στιγμής, που αλλάζει γρήγορα, θα δεις!

Ω! Τι να κάνει, να βγει ή όχι; Η απόφασή του αναπότρεπτη. Αφού όλα αλλάζουν! Βγαίνει, αφήνοντας εκεί όλες τις σκέψεις του! Κυριακή πρωί. Η μητέρα του, καθώς επιστρέφει από την εκκλησία, διαταράσσει τον ύπνο του ή μάλλον τον βοηθάει να ξυπνήσει για τα καλά. - Ευτύχιε! Σήκω μεσημέριασε. Πότε θα σηκωθείς μια Κυριακή και να πεις, θα πάω στην εκκλησία. Όλο στην αναβολή είσαι! - Είσαι ευτυχισμένη μητέρα; - Ευτύχιε, τώρα τελευταία έχεις παλαβώσει. Τι πάει να πει είμαι ευτυχισμένη. Ζω μια μέτρια ζωή, χωρίς πολλά-πολλά και με αυτά τα λίγα είμαι καλά. Τι, να

Page 26: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

26 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ζητήσω περισσότερα κι ύστερα, τι θα γίνει. Σίγουρα υπάρχουν άνθρωποι που δεν έχουν μια μπουκιά ψωμί. Τι τα θες λοιπόν, καλύτερα άφησέ τα όπως έχουν. Ο Ευτύχιος μαζεύτηκε πάλι στο πανέρι, στα χαρτιά του. Ένα πανέρι αποκόμματα! Έτσι ο ένας, αλλιώς ο άλλος. Αποφασίζει να τα πετάξει όλα, κρατώντας όμως σημειώσεις σ’ ένα χοντρό τετράδιο. Κάθε απόκομμα, του έδινε τρεις αράδες, όχι παραπάνω. Έφτασε να έχει εξήντα σελίδες κείμενο για να το διαβάζει κάπου-κάπου και πέταξε το περιεχόμενο του πανεριού. Σκέφτηκε και κάτι άλλο, να γράψει τις λέξεις που συναντούσε συχνά γιατί, κατά τη γνώμη του, αυτές απασχολούσαν την ανθρωπότητα. Σημείωσε λοιπόν, άνθρωπος, λογική, ευτυχία, κρίση, δυστυχία, χρήμα, πλούτος, δόξα, παγκοσμιοποίηση, ενέργεια. Για μια στιγμή ήρθαν στον νου του τα λόγια της μητέρας του για την εκκλησία. Εκκλησία! Πουθενά δεν είδα αυτή τη λέξη. Μπερδεύτηκε για τα καλά, αλλά γρήγορα πήρε μια απόφαση. Την Κυριακή να εκκλησιαστεί, περισσότερο από περιέργεια. Περνάει σε ένα άλλο επίπεδο. Θυμάται τον Γιάννη, που είναι επτά αδέρφια, που όπως λέει εκείνος ζουν κοντά στον Θεό, εκκλησιάζονται συχνά και που, τέλος πάντων, στο σπίτι τους επικρατεί μια απέραντη ηρεμία, μια ατμόσφαιρα ήπια όχι εκρηκτική όπως στο δικό του σπίτι κι ας έχει μείνει -ως μικρότερος- μόνος. Και πάλι είπε, ευτυχώς που η μητέρα μου, αρκετές φορές, σβήνει τη φωτιά! Από αύριο, από αύριο θα αναζητήσω άλλες παραμέτρους ευτυχίας! Σήμερα όμως θα ολοκληρώσω την εργασία μου για το μεταπτυχιακό, θα διαβάσω για τις εξετάσεις στην πληροφορική, θα πάω δύο ώρες στο μάθημα των γερμανικών, θα βραδιάσει κιόλας και θα πέσω ψόφιος για ύπνο. Κι αναρωτιέται, καλά τόσες μέρες τι έκανα, φιλοσοφούσα; Μάλιστα φιλοσοφούσα και να, που μου βγήκε σε καλό, μπόρεσα να δω και τη στάση ζωής των άλλων. Μεγάλο πράγμα να έχεις χρόνο να ρίχνεις και καμιά ματιά γύρω σου! Τότε είσαι άνθρωπος. Στο μεταξύ σηκώνεται, παίρνει ένα μεγάλο μαύρο φάκελο και βγάζει βεβαιώσεις παρακολούθησης σεμιναρίων, ως τεκμήριο των γνώσεών του για μια καλύτερη ζωή, ευτυχέστερη θα έλεγα εγώ. Αλλά όλοι κάνουν το ίδιο, όλοι έχουν φακέλους πολλούς και μαζεύουν χαρτιά. Η φιλοδοξία των ανθρώπων ή όντως χρειάζεται όλο αυτό το χαρτομάνι; Σκέφτεται και μονολογεί: η ευτυχία των ανθρώπων έγκειται στη συγκέντρωση επαίνων. Η ευτυχία, να τη πάλι! Τα πολλά ρούχα, τα αναλώσιμα αγαθά «προς τέρψιν» των ανθρώπων, η κατά διαστήματα δουλειά του, στη

Page 27: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 27 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

ρεσεψιόν μεγάλου ξενοδοχείου που, στην τελική, δεν του πρόσφερε τίποτα, γιατί τα έξοδα παράστασης ήταν αρκετά. Ξημέρωσε η επόμενη μέρα. Θα αναθεωρήσει τις απόψεις του και, εν πάση περιπτώσει, θα ξεκινήσει μια ζωή λίγο διαφορετική, αλλιώτικη. Πάντοτε έρχεται μια τέτοια μέρα που θέλεις να αλλάξεις πολλά, που συλλογίζεσαι το πριν, το αύριο, που λες, άραγε θα προφτάσω να κάνω κάποιες αλλαγές; Αλλά όταν οι αλλαγές είναι για το καλύτερο, ο χρόνος φαίνεται να κυλάει καλά. Ο Ευτύχιος λοιπόν τακτοποίησε την ντουλάπα του, πετώντας πολλή σαβούρα. Τι το ’θελε για παράδειγμα το καράβι των πειρατών των playmobil, τυλιγμένο μέσα σ’ ένα παλιό πουκάμισο; Το κρατούσε για ενθύμιο. Τι κρατούσε χαρτοπετσέτες από τα μέρη που έτυχε να επισκεφτεί με τους γονείς του ή αυτές των γενεθλίων του; Το πιο αστείο! Βρήκε μέσα σε μια τσάντα τυλιγμένο, ένα καλσόν γεμάτο ροκανίδι με ζωγραφισμένα μάτια και στόμα. Θυμήθηκε πως επρόκειτο για την επίδοσή του στην κηποτεχνία γιατί πάνω-πάνω έριχνε σπόρους γκαζόν κι εκείνο, με το ανάλογο πότισμα, φύτρωνε και το κούρευε και πάει λέγοντας. Βρήκε κι άλλα πολλά, μα καθώς τα μάζευε στην άκρη σκέφτηκε, πόσο χάρηκε την πρώτη φορά που τα αντίκριζε και το καλύτερο, αποφάσισε να τα δώσει στην εκκλησία που τα μοίραζε στα παιδάκια. Κι ο Ευτύχιος, τότε κατάλαβε ότι η ευτυχία κρύβεται στα μικρά και -πολλές φορές -ασήμαντα πράγματα! Ενθουσιασμένος, καθάρισε το μεγάλο γραφείο και πέταξε όλα τα περιοδικά μόδας που μάζευε μετά μανίας, παλεύοντας να βρει την ευτυχία στο παπούτσι ή στο πουκάμισο. Έβαλε τα βιβλία του σε τάξη κι ανάμεσά τους τακτοποίησε και την Αγία Γραφή που ναι μεν υπήρχε αλλά ποτέ δεν φρόντισε να γνωρίσει το εσωτερικό της! Όσο την κρατούσε στα χέρια του σκεφτόμενος, εδώ εκεί να την τοποθετήσει, άνοιξε στο σημείο που υπήρχε μια διπλωμένη χαρτοπετσέτα, σαν σελιδοδείχτης και εντυπωσιάστηκε από τον Ύμνο της Αγάπης του Αποστόλου Παύλου. Τον συνεπήρε. Ένιωθε ευτυχισμένος! Για πρώτη φορά!

Page 28: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

28 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ο Ανδρέας της Κερύνειας

Θέλω να σου πω μια ιστορία, που μοιάζει με παραμύθι αλλά έχει τόσα αληθινά στοιχεία μέσα που, ούτε παραμύθι είναι. Θέλω να σου πω, πώς μοιράζουν οι ξένοι τον τόπο σου, χωρίς να λογαριάζουν κανέναν, παρά μόνο το δικό τους όφελος! Είναι πολλά, ιστορία δίχως τέλος! Δεν θα σε κουράσω, θα περιοριστώ σ’ αυτά που με πόνεσαν, γιατί είναι κοινή η μοίρα πολλών ανθρώπων στη γη, γιατί ξέρω, τούτον τον καιρό έχεις και συ τα δικά σου, τα μαθήματά σου, τις ξένες γλώσσες, τα μαθήματα μουσικής! Τρέχεις στ’ αλήθεια μα, δώσε λίγη προσοχή, γιατί κάποτε κι εγώ έβλεπα, πώς κυλούσε η ζωή ωραία, στο δικό μας απλόχωρο σπίτι, στο δικό μας περιποιημένο κήπο, όπου απολάμβαναν τον περίπατό τους ο Μόργκαν, ο μαύρος γάτος και ο Μαξ, το μεγαλόσωμο σκυλί μας, περνώντας κάτω απ’ τα ολάνθιστα, πολύχρωμα λουλούδια. Κάθομαι στον μικρό καναπέ του σπιτιού και κάπου κάπου, ξεφεύγοντας από τον ρεμβασμό, σηκώνω το βλέμμα στη φωτογραφία του τόπου μου. Κερύνεια!

Πόσο με πονάει, πόσο με θλίβει στ’ αλήθεια, και το κυριότερο, το όνομά μου! Σπάνια το φωνάζουν, δεν το ξέρουν κιόλας κι ας πέρασαν τόσα χρόνια! Το «προσφυγάκι» πέρασε και ζήτησε αυτό, το «προσφυγάκι» πέρασε και πήρε εκείνο άκουγα και, μερικές φορές, ακούω και τώρα! Σκέψου, ήρθα στην Ελλάδα σε ηλικία έντεκα ετών πριν από τριάντα επτά ολόκληρα χρόνια, μόνος, χωρίς την οικογένειά μου. Τι μπορεί να σκέφτεται ένα παιδί που το κυνήγησαν και σαν πήγε να κρυφτεί σαστισμένο στον πορτοκαλεώνα, το άρπαξαν και δεν είδε ούτε άκουσε για τους συγγενείς του το παραμικρό; Πού πήγαν οι άλλοι, ο μεγαλύτερος αδελφός, οι γονείς, η γιαγιά που κοιμόταν εκείνη την ώρα; Πόσο θα ’θελα να τους ξαναδώ! Ασυγκράτητα, αλμυρά δάκρυα κυλούν στο πρόσωπό μου. Δεν θέλω καν να τ’ αγγίξω και δεν είναι η πρώτη φορά. Όσα χρόνια, τόσο δάκρυ!

Μια σκέψη είναι κι αυτή που όμως με στενοχωρεί πολύ, γιατί δεν μπόρεσα έστω και με βοήθεια, να μάθω ποια είναι η αλήθεια.

Κατέβασα τα μάτια μου στο στρογγυλό τραπέζι με το κλαρωτό τραπεζομάντιλο και η ζωγραφιά, η «πολύτιμη» ζωγραφιά μου, που βρίσκεται εκεί ακουμπισμένη στο τενεκεδένιο κουτί των μπισκότων, σαν μαγνήτης με τράβηξε για πολλή ώρα. Το πατρικό μου σπίτι, με τον μεγάλο κήπο στην άκρη της πόλης, ανάμεσα σε δυο ψηλά κτήρια, ο κήπος, ο γάτος και ο σκύλος, η γιαγιά στο πηγάδι και μπροστά μπροστά, ο μεγάλος δρόμος. Αν και την

Page 29: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 29 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

έφτιαξα μόνος μου με κηρομπογιές -χονδρές κηρομπογιές, μη τοξικές που δεν αφήνουν χρώμα στα χέρια- έτσι έγραφε το κουτί, το θυμάμαι σαν και τώρα, που μου τις έδωσε τότε η κυρία Εύα (από το Ευαγγελία) για να περνάω την ώρα μου, μέχρι σήμερα παραμένει ανέπαφη.

Συχνά, πυκνά μάλιστα μου έλεγε: άιντε γιόκα μου, φτιάξε τον τόπο μας κι εγώ ένα παραμύθι θ’ αρχινήσω. Κι άρχιζε: Λαλούν, ότι μιαν βολάν τζι έναν τζαιρόν ο ουρανός εσύναξεν ούλην την μαυρισούραν... Εγώ φώναζα: όχι-όχι δεν είναι καλό. Όσο για τη ζωγραφιά, φρόντισα να της βάλω κορνίζα και απ’ ότι φαίνεται, καλώς έπραξα. Σκέφτομαι τον αδερφό μου πιο πολύ απ’ όλους, σκέφτομαι το μαρτυρικό του θάνατο, αφού τους κάλεσαν να μαρτυρήσουν, να δώσουν πληροφορίες και τους σκότωσαν! Η πληροφορία ήταν αυτή, αλλά δυστυχώς πικρή. Σαν παιδάκι, έκανα την προσευχή μου και παρακαλούσα τον Όσιο Θεοφάνη να με βοηθήσει να σωθώ. Θυμάμαι έντονα την εικόνα του, πάνω στο εικονοστάσι της μεγάλης ανατολικής κάμαρας και τη μητέρα μου, που, μόλις συναντούσε μια δυσκολία, μουρμούριζε: Όσιε Θεοφάνη, βάλε το χέρι σου, είμαι αδύναμη να τα βγάλω πέρα μόνη μου. Και η γιαγιά μου στο τραπέζι, πέρα από την καθιερωμένη προσευχή, συμπλήρωνε: «Όσιε Θεοφάνη, βόηθα μας, και τον κόσμο όλον».

Τον αδελφό μου τον έλεγαν Θεοφάνη. Βρέθηκα λοιπόν την άλλη μέρα μόνος, να περπατάω χωρίς να ξέρω πού πηγαίνω, νηστικός και ταλαιπωρημένος. Αυτοί που με άρπαξαν δεν μιλούσαν καθόλου, μόνο με νοήματα και με κάτι χαρτιά συνεννοούνταν. Μου έκανε εντύπωση, γιατί εμένα, και γιατί μόνος, άλλους δεν έβρισκαν; Η κυρία Εύα, μου έλεγε λίγο αργότερα, ότι κάποια παιδιά σαν κι εμένα φρόντισαν να τα οδηγήσουν μακριά κι άλλα τα σκότωσαν. Να πω ότι στάθηκα τυχερός ε, ας το πούμε κι έτσι. 20 Ιουλίου 1974 η μέρα έγινε νύχτα. Πού να ‘ξερε ο κοσμάκης να τρέξει να φύγει για να σωθεί... Κάποιοι βέβαια που άκουγαν ότι τα πράγματα δεν πήγαιναν καλά, και είχαν και οικονομική άνεση βρέθηκαν στη Θεσσαλονίκη ή στην Αθήνα. Εγώ πάντως, αφημένος σε μιαν άκρη κάπου προς τη Λευκωσία κατάφερα, την ώρα που ο ήλιος ήθελε να υψώνεται λίγα μέτρα από τον Πενταδάκτυλο, κατάφερα να περπατήσω, και την ώρα που σμήνη αεροπλάνων «όργωναν» τον κυπραίικο ουρανό και ο τόπος μύριζε φωτιά και μπαρούτι, έμπαινα στη Λευκωσία! Περπάτησα αρκετά και ξαφνικά ένα χέρι με άρπαξε και με έσπρωξε μέσα σ’ ένα υπόγειο. - Πού γυρνάς παιδάκι μου, πού είναι η μάνα σου, ο πατέρας σου, πού περπατάς στον χαμό; Εγώ έμεινα άφωνος και δεν καταλάβαινα πολλά πολλά. Μου έδωσαν λίγο γάλα και μπισκότα. «Το γάλα δεν το πίνω» είπα στην

Page 30: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

30 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ηλικιωμένη κυρία, «τα μπισκότα θα φάω μόνο, κι αν έχετε την καλοσύνη δώστε μου λίγο νερό». Τη στιγμή που κατάπινα το νερό, σκέφτηκα τους δικούς μου κι ένας κόμπος ανέβηκε στον λαιμό, που θαρρώ πως μέχρι σήμερα τον αισθάνομαι. Η κυρία Εύα, όπως μου συστήθηκε, μου είπε περίπου τι γίνεται κι εγώ κατάπια τη λαλιά μου. Όταν συνήλθα κάπως τόλμησα να πω: κυρία πρέπει να φύγω. - Σε καλό σου παιδάκι μου, τρελάθηκες; Πού να πας, ποιο μέσο να πάρεις μόνος σου! Δεν θα πας πουθενά, θα ηρεμήσουν τα πράγματα και θα βρούμε την άκρη. Πρώτα ο Θεός να ζήσουμε, θα τα βρούμε όλα με τη σειρά. - Φοβάμαι, της είπα, φοβάμαι. - Ποιοι ήταν αυτοί που σ' έφεραν ως εδώ; - Δεν γνωρίζω! Για Τούρκοι, για Έλληνες, δεν μιλούσαν καθόλου. Εγώ έπαιζα με τον σκύλο μου, ήμουν μόνος στην αυλή και μόλις τους είδα έφυγα προς τον πορτοκαλεώνα με ακολούθησαν και με βάλανε στο αυτοκίνητο. - Τι να σκεφτώ δεν ξέρω, είπε η κυρία Εύα. Θα τηλεφωνήσω στου Ηλία, είπε στους άλλους, που βρίσκονταν εκεί ένας άνδρας και δυο γυναίκες, ο άνδρας της, η αδερφή του και η κουμπάρα, έτσι τουλάχιστον μου συστήθηκαν στην αρχή μέχρι να σπάσει ο πάγος. Η ώρα περνούσε και τα καλά νέα αργούσαν να ‘ρθουν, όλο και χειρότερα! Ο εχθρός κατέλαβε τη μία μετά την άλλη τις πόλεις. Δεν υπήρχε περίπτωση να επικοινωνήσω με τους δικούς μου και έτσι καθώς έπεσε η ματιά μου προς το μικρό παράθυρο που κοίταζε στην πίσω αυλή, είδα τον Όσιο Θεοφάνη, την εικόνα του δηλαδή, και ταράχτηκα. Εκεί με πήραν τα κλάματα. Τόση ώρα κρατιόμουνα, έσφιγγα τα χείλη μου να μην κλάψω αλλά η θλίψη μου και η ανακούφισή μου, δεν ξέρω, μου φάνηκε πως αφού έχουν τον ίδιο Άγιο στο σπίτι τους, για καλό μου θα είναι. Γονάτισα μπροστά στην εικόνα του, έκλαιγα και ξεφώνιζα: Άγιε μου, γύρνα με πίσω στον αδερφό μου στη γιαγιά μου, που μόλις ξυπνούσε φώναζε: Ανδρέα, φέρε παιδάκι μου λίγο νερό για το χάπι μου, πιάσε το μπαστούνι μου, πάρε αυτά εδώ έξω στην αυλή. Ο κύριος Χρήστος μ’ έπιασε από το χέρι. Σήκω παιδί μου, στην ηλικία σου δεν πρέπει να θλίβεσαι τόσο πολύ, εμείς θα είμαστε κοντά σου και όσο μιλούσε ακούγονταν οι βομβαρδισμοί και εγώ σώπασα κι όλοι κουρνιάσαμε στις γωνίες. Η κυρία Εύα σιγομουρμούρισε: τι κακό μας βρήκε, τι κακό! Πάει το νησί, πάνε όλα, καταστραφήκαμε. Στο μεταξύ ούτε φως, ούτε τηλέφωνο. - Τώρα μάλιστα! Τι θ’ απογίνουμε! Πρόσφυγες! Θα φύγουμε! Για πρώτη φορά άκουγα τούτη την περίεργη λέξη που έμελλε να μ’ ακολουθεί μια ζωή για να μου θυμίζει όσα παθαίνει κανείς χάνοντας το σπίτι

Page 31: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 31 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του, την πατρίδα του. Οι μέρες πέρασαν, έγινε το κακό πήραν το νησί οι Τούρκοι -έτσι έλεγαν κι ας πήραν ένα τμήμα του- κι εγώ έγινα μέλος της οικογένειας Χαραλάμπους, χωρίς να έχω κανένα νέο για τους δικούς μου. Κάποια μέρα πήραν την απόφαση να φύγουμε από το νησί. Η κυρία Εύα, μόλις είχα ξυπνήσει, με πήρε κοντά της και μου είπε στοργικά: «άκουσε Ανδρέα, τα πράγματα είναι δύσκολα, πρέπει να φύγουμε να πάμε στην Ελλάδα. Σπίτι έχουμε εκεί, άρα δεν υπάρχει λόγος να το αναβάλλουμε. Εμείς έχουμε μόνο εσένα, γιατί τα δυο κορίτσια μας έχουν παντρευτεί στην Αγγλία και δεν υπάρχει περίπτωση να γυρίσουν. Οι δικοί σου, αν ζουν, θα φροντίσουν να σε βρουν και παρόμοιες προσπάθειες θα κάνουμε και εμείς. Έχουμε τις οικονομίες μας, κάπως θα τα βολέψουμε». Και πήραμε των ομματιών μας, αφού δεν υπήρχε περίπτωση να γυρίσω στην Κερύνεια, να φύγουμε ένα πρωί του Σεπτέμβρη του 1974. Στο πλοίο προχωρούσα μπροστά από τον κύριο Χρήστο και ο Ελλαδίτης καπετάνιος φώναξε. Σας παρακαλώ, το «προσφυγάκι» κρατήστε. Να και μια άλλη λέξη που θα μείνει γραμμένη στην ψυχή και στην καρδιά μου. Το «προσφυγάκι», και πώς κατάλαβε τι ήμουν! Είχε έρθει για να παραλάβει μόνο πρόσφυγες. Την άλλη μέρα το απόγευμα, το πλοίο έδενε στο λιμάνι του Πειραιά. Πλήθος κόσμου κατέβηκε στην αποβάθρα κι ανάμεσά τους πολλά παιδιά μόνα, ασυνόδευτα. Από το μεγάφωνο ακουγόταν: «όσα παιδάκια δεν συνοδεύονται, να περιμένουν κοντά στις κυρίες με τη σημαία». Τυχερός είπα μέσα μου, εγώ τουλάχιστον ξέρω πού πάω, ας είναι καλά η κυρία Εύα που με μάζεψε από την πρώτη στιγμή. Κι όπως γύρισα το κεφάλι μου να κοιτάξω προς την πόλη, είδα έναν κύριο καλοντυμένο να με καρφώνει με το βλέμμα του σαν κάτι να του θύμιζα. Πλησίασε. - Από πού είσαι παιδί μου, μου λέει. - Από την Κερύνεια του απαντάω κοιτάζοντας τον κύριο Χρήστο. - Ο πατέρας σου; Ρώτησε. - Όχι όχι! Δηλαδή ναι και... τα ’χασα. Ούτε λέξη δεν έβγαλα προς στιγμήν. - Ποιος είστε, τον ρώτησε ο κύριος Χρήστος. - Μάλλον έκανα λάθος κύριε, λάθος, με συγχωρείτε, κι έφυγε γρήγορα για να χαθεί σε λίγο στην πολυκοσμία του λιμανιού του Πειραιά. Πρόλαβα όμως ένα γρήγορο βούτηγμα του χεριού του στην τσέπη, του παππού. Του άφησε ή του πήρε κάτι, ξέχασα να ρωτήσω.

Page 32: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

32 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Το σπίτι που πριν χρόνια, όταν ήρθαν τα κορίτσια στο Πανεπιστήμιο, το αγόρασαν γιατί συνέφερε πιο πολύ από το ενοίκιο επειδή ήταν δύο, ένα διώροφο στην οδό Αφροδίτης πίσω από την Ακτή Θεμιστοκλέους, στον Πειραιά, κοίταζε στη θάλασσα, στο απέραντο Αιγαίο. Και το νησί της Αίγινας στο βάθος, θύμιζε το νησί μου την Κύπρο. Πήραμε ένα ταξί και σε λίγα λεπτά βρεθήκαμε στην πόρτα του. Τα δάκρυά μου περίσσευαν κι όσο κι αν ήθελα να κρυφτώ δεν μπορούσα και ξεφώνισα και έκλαιγαν και οι παππούδες λέγοντας: «Αχ τι μας έμελλε, να γίνουμε πρόσφυγες στα γεράματα, πώς να προσαρμοστείς σε αυτήν την ηλικία, ποιους γειτόνους, ποιους φίλους, ποια καινούρια τερτίπια να συνηθίσεις». Η κυρία Εύα φάνηκε πιο θαρραλέα, έτσι τουλάχιστον έδειχνε. - Έλα Ανδρέα, βάλε ένα χεράκι να μαζευτούμε μέσα και θα τα πούμε. Τώρα δεν είναι καιρός για συγκινήσεις και κλάματα. Ο δυνατός στην ανάγκη φαίνεται. - Άιντε Χρήστο άσε τη φιλοσοφία, μην παίρνεις το ψωμί των σοφών. Η δουλειά σου ήταν ράφτης, τώρα το ράβε. - Ξήλωνε, μην το κάνεις λέγε-σώπα. Σώπα και βλέπουμε. Αστειευόταν βέβαια και μου άρεσε. Εκείνο το βράδυ σαν πέτρα έπεσε στο κεφάλι μου! Τι να σκεφτώ! Τους δικούς μου, αχ Άγιε Θεοφάνη μου, κάνε το θαύμα σου, να ακούσω τη φωνή της γιαγιάς μου! Τι παραμύθια μου έλεγε! Όταν ήθελε να με δασκαλέψει φώναζε, έλα δω γιόκα μου κάτσε. Κι άρχιζε χωρίς εισαγωγές και παρόμοια: «η ζωή και ο θάνατος ανταμώνονται κάθε φορά που ο πόλεμος κάνει την εμφάνισή του». Όλοι περνάν καλά και δεν συλλογίζονται τα χειρότερα, κι όμως έρχονται. Γι’ αυτό παιδάκι μου, να είσαι άνθρωπος με αρχές, σαν σε φωνάζει κάποιος, μην κάνεις πως δεν ακούς, θα σε ξαναφωνάξει γιατί έχει την ανάγκη σου, όπως τώρα σε φώναξα να μου φέρεις νερό κι έβαλα το χάπι στο στόμα, αλλά εσύ κάνεις πως δεν ακούς να μη σου λείψει το παιχνίδι με τον σκύλο, και έλιωσε το χάπι, και το κατάπια χωρίς νερό και πικράθηκα». Αχ η γιαγιά μου, είχε και χιούμορ. Και οι υπόλοιποι, τι να απέγιναν οι υπόλοιποι! Δάκρυα καυτά στα μάγουλά μου, έβρεχαν αργά το καθαρό μαξιλάρι που μου έβαλε η κυρία Εύα. Τα κουβάλησε όλα μαζί της, γιατί το σπίτι ήταν κλειστό από τον προηγούμενο Απρίλη και όσο να ’ναι ήθελε ένα συγύρισμα. Ξημέρωσε η 14η Σεπτεμβρίου. Βγήκα στο μπαλκόνι. Οι καμπάνες χτυπούσαν καλώντας τους χριστιανούς στη γιορτή της εύρεσης του Τιμίου Σταυρού στα Ιεροσόλυμα από την Αγία Ελένη και της ύψωσής του στον

Page 33: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 33 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

άμβωνα της εκκλησίας. Θυμήθηκα τον πατέρα Γρηγόριο που έψαλλε: «Σταυρός ο φύλαξ πάσης οικουμένης... Σταυρός η ωραιότης της εκκλησίας». Νομίζω, αν θυμάμαι καλά, οι Τούρκοι μια μέρα σαν κι αυτή, κατέλαβαν την Κερύνεια στα 1570 κάπως έτσι μας τα είπε ο δάσκαλος. Ο κύριος Χρήστος με φώναξε: «έλα μέσα παιδάκι μου να φας κάτι». Είχε πάει στο μαγαζάκι της γωνίας και έφερε γάλα και μπισκότα. - Γάλα δεν πίνω. Μόνο μπισκότα. - Μα γιατί; Το γάλα κάνει καλό. Θα πέσουν τα δόντια σου, θα καμπουριάσεις, θα γεράσεις γρήγορα. Η ζάχαρη τι νομίζεις ότι κάνει καλό. Πρόσεχε. Είσαι μικρός και πρέπει να τρως υγιεινά! Μέχρι σήμερα δεν κατάφερα να πείσω τον εαυτό μου να πίνει γάλα. Το κουδούνι χτύπησε παρατεταμένα. Έτρεξα να ανοίξω. Δυο κυριούλες με ρώτησαν: «είσαι προσφυγάκι»; Άιντε πάλι τα ίδια. Αρχικά, σκέφτηκα να μη μιλήσω αλλά, δε βαριέσαι, ναι είπα. - Πού είναι ο πατέρας σου; - Ο παππούς μου θέλετε να πείτε. - Ο παππούς σου. - Μια στιγμή, κι έτρεξα να τον φωνάξω. Έμεινα πιο πίσω και κρυφάκουγα. Τι να έλεγαν άραγε! «Το παιδάκι σας κύριέ μου, μπορείτε να το φέρνετε το απόγευμα της Κυριακής στον χώρο που έχουμε οργανώσει για να παρακολουθεί κάποια μαθήματα ειδικά για την περίπτωσή του». Άφησαν διεύθυνση και τηλέφωνο και ο... παππούς μου πλέον, ενδιαφέρθηκε να με πάει, θεωρώντας ότι θα μου έκανε πράγματι καλό. Κι εγώ ήθελα να πάω, γιατί να σας πω την αλήθεια έλεγα, κάποιος θα βρεθεί να ξέρει κάτι για την Κερύνεια.

Κερύνεια , Κερύνεια, μες στου μυαλού μου τη χάση

σ’ έχω κιόλας ξεχάσει, όμως εσύ θα μένεις πάντα εκεί κι ας έρθουν χιλιάδες εχθροί.

Σιγοψιθύρισα το τραγουδάκι μου και μου άρεσε και σκέφτηκα να γράφω τις σκέψεις μου για τη... «ματωμένη» πόλη. Στάθηκα μπροστά στον παππού και αυθόρμητα του το τραγούδησα κι εκείνος έριξε ένα δάκρυ λέγοντας μου: να γράψεις για όλο το νησί, για την Κύπρο, που τη σφυροκόπησαν, τη λεηλάτησαν, την ατίμασαν, την έκαψαν! Είναι νωρίς, σιγά

Page 34: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

34 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

σιγά όμως να ωριμάζουν στο μυαλό σου, γιατί του πρόσφυγα το παράπονο είναι ένα: όπου και να πάει είναι ξένος κι η πατρίδα του ορφανή κι αυτός ορφανεμένος, κι οι δυο πίκρες μεγαλώνουν τον πόνο που τρώει τα σωθικά μέχρι τον θάνατο. Συμφώνησα και βγήκα για λίγο στον δρόμο και πέρασα λίγο παρακάτω στη Θεμιστοκλέους. Αγνάντευα το πέλαγος, αλλά ποιος ξέρει πώς φαινόμουνα, πως ήμουν ξένος και ρωτούσαν οι περαστικοί τι και πως και μ’ έλεγαν το καημένο κι εγώ ένιωθα ελεεινός, κατατρεγμένος, αδύναμος και, πάνω απ’ όλα, πρόσφυγας! Πέρασε κι ένας κύριος και μου έδωσε ένα χαρτί που έγραφε: «οι πρόσφυγες και τα ανήλικα παιδιά που εγκαταλείπουν τις πατρίδες τους εξαιτίας εμπόλεμων καταστάσεων και διώξεων, δικαιούνται προστασίας και φροντίδας σύμφωνα με τις Διεθνείς Συνθήκες και τη Σύμβαση για τα Δικαιώματα του Παιδιού του ΟΗΕ» και παρακάτω έγραφε διεύθυνση και τηλέφωνο για όποιον ενδιαφερόταν. Έτσι, με τις φροντίδες του ενός και του άλλου, πέρασαν 37 ολόκληρα χρόνια, και σήμερα θα βρω τους δικούς μου, και αύριο, αλλά δυστυχώς τίποτα! Μόνο για τον αδερφό μου έμαθα, όπως είπα και στην αρχή, από την κυρία Εύα κι ο Θεός ξέρει την αλήθεια. Ένα βράδυ είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου! Πόσο παραξενεύτηκα, την είχα σχεδόν ξεχάσει. Με πλησίασε κρατώντας ένα κανάτι με νερό. Ήταν ρακένδυτη. - Για δε γελάς, της είπα, και ξανά για δε μου γελάς όπως πρώτα; Εγώ είμαι το παιδί σου, ο Ανδρέας, γιατί πάγωσες; Η μάνα μου όλο και πλησίαζε, έφτασε σχεδόν στο ένα μέτρο και σήκωσε το κανάτι, τάχα να μου ρίξει νερό, κι εγώ πήγα παραπίσω κοιτάζοντας φοβισμένα. - Για δε μου μιλάς, της είπα πάλι, μίλα μου, μίλα μου, μίλα μου και φώναζα τόσο που σηκώθηκε η κυρία Εύα. - Τι έπαθες παιδάκι μου, κοιμήσου αργεί να φέξει. - Όνειρο, τη μάνα μου, όνειρο είδα, της είπα. - Η μανούλα σου είναι ο άγγελός σου, ποτέ δεν θα σου κάνει κακό. Γύρισα στο άλλο πλευρό και έκανα τάχα πως κοιμόμουνα αλλά εγώ σιγομουρμούριζα:

το πρωί σα σηκωθώ ,

πριν να πάω στο σχολειό, η μανούλα με κανάτι θα μου ρίξει το νερό,

να πλυθώ καλά-καλά μάτια πρόσωπο αυτιά,

Page 35: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 35 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

και μετά θα με σκουπίσει με πετσέτα καθαρή,

δίνοντάς με ένα φιλί.

Έτσι γινόταν, πλενόμουνα έξω τις περισσότερες φορές, γιατί δεν έφτανα στη βρύση και τα νερά έτρεχαν μέσα στα μανίκια μου. Η γιαγιά μου, αχ η γιαγιά, μου έλεγε: «βλέπεις πώς σε φροντίζει η μάνα, αύριο κι εσύ έτσι θα τη φροντίζεις...». Αχ, τι πόνος, τι καημός αβάσταχτος! Ο παππούς Χρήστος, πέθανε νωρίς αλλά άφησε στη γυναίκα του ένα γράμμα. Της είπε: «μου το έδωσε ένας κύριος στο λιμάνι του Πειραιά να το δώσουμε στον Ανδρέα όταν μεγαλώσει». Η κυρία Εύα, μου το έδωσε όταν ήμουν φοιτητής στο δεύτερο έτος της Νομικής, με ένα δικό της γράμμα -της το είχε αφήσει ο παππούς- γιατί ήταν πολύ άρρωστη και καταλάβαινε ότι το «προσφυγάκι» θα έμενε μόνο και μοναχό. Τώρα που κάθομαι στον μικρό καναπέ του σπιτιού μου, στην οδό Αφροδίτης, και παρατηρώ τη ζωγραφιά μου, τον τόπο μου, την Κερύνεια, μπαίνω στον πειρασμό να ξαναδιαβάσω τα γράμματα κι ας βασανιστώ για άλλη μια φορά. «Εν πλω προς Πειραιά. Σεπτέμβριος 1974. Μικρέ μου, ώρες ατέλειωτες σε καρφώνω με τα μάτια μου γιατί ξέρω ότι είσαι εσύ το παιδάκι που κατάφερα να σώσω αρπάζοντάς σε κυριολεκτικά για να προλάβω. Δεν είμαι εντελώς βέβαιος ότι είσαι εσύ, γι’ αυτό και αν τα καταφέρω, θα φροντίσω τούτο το γράμμα, να σου δοθεί πολύ αργότερα όταν θα μπορείς να καταλάβεις δυο πράγματα, αν βέβαια θυμάσαι την Κερύνεια και τον φοβερό ξεσηκωμό. Εκείνο το πρωί με τον φίλο μου, είδαμε να μπαίνουν από την πίσω πόρτα στο σπίτι σου οι εχθροί. Τρέξαμε, γιατί σε είχαμε δει που έπαιζες στην αυλή με τον σκύλο κι εσύ μόλις μας είδες, το έβαλες στα πόδια. Σε προλάβαμε στον πορτοκαλεώνα και φροντίσαμε χωρίς να βγάλουμε μιλιά γιατί δεν ήταν καιρός για εξηγήσεις, τι να πεις σ’ ένα παιδί, να σε οδηγήσουμε σε ασφαλές μέρος. Αργότερα μάθαμε ότι όλοι με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, όλοι οι αιχμάλωτοι πεθάνανε». Εδώ έκανα μια παύση. Τώρα η κυρία Εύα είχε ανοίξει το γράμμα, γνώριζε την αλήθεια όταν μου είπε τότε, να μην περιμένω το αδελφάκι μου, γιατί χάθηκε. «Όποτε διαβάσεις αυτό το γράμμα να ξέρεις ότι θέλαμε μόνο το καλό σου και μάλλον δικαιωθήκαμε. Κι εμείς υποφέραμε, ο φίλος μου σκοτώθηκε, η οικογένειά μου χάθηκε κι εγώ γύρισα μαζί σου

Page 36: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

36 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

εκείνη τη μέρα στην Ελλάδα. Να θυμάσαι πως η προσφυγιά είναι βαριά, ελαφραίνει μόνο με τη γνώση. Παύλος» Τι σημαίνει αυτό το τελευταίο! Από τη θέση μου σήμερα μιαν απάντηση θα δώσω. Η γνώση είναι δύναμη. Το γιατί, έχει πολλές απαντήσεις. Γιατί για παράδειγμα, διαλύει τα σκοτάδια μας και βλέπουμε καλύτερα τις καταστάσεις. Γύρισα λίγο στα δεξιά, κάθισα καλύτερα και διάβασα και το άλλο σημείωμα του παππού. «Ανδρέα, ανδρείε στη ζωή, ξέρω πόσο πόνεσες από την περιπέτειά σου και πόσο θα πονέσεις ακόμα γιατί η μνήμη δεν σβήνει. Ένα πράγμα να ξέρεις. Τα κορίτσια μου θα μείνουν στην Αγγλία, είναι ευκατάστατα και δεν πρόκειται να γυρίσουν πίσω. Φρόντισε την κυρά Εύα όσο θα ζήσει και ο παππούς Χρήστος σου αφήνει με χαρτιά επίσημα και με την υπογραφή μας όλα τα περιουσιακά στοιχεία στη Λευκωσία, υπολογίσιμης αξίας, εκτός από το μικρό πατρικό μου σπίτι με το οικόπεδο που το αφήνω στα κορίτσια για να μη ξεχνούν τις ρίζες τους. Τις οικονομίες μου θα τις βρεις στην Τράπεζα με το βιβλιάριο που αφήνω στο όνομά σου μόνο. Είναι αρκετές, ψάξε να βρεις τι σήμαινε ράφτης στα χρόνια μου. Έχει συμφωνήσει η κυρά Εύα και τα κορίτσια επίσης. Έχεις μόνο την υποχρέωση να σπουδάσεις κατά την επιθυμία σου και όταν θα βολευτείς να μεταφέρεις τα οστά μας, μετά από χρόνια στη Λευκωσία για να βρει ανάπαυση η ψυχή μας! Δυστυχής, που έφυγα μια φορά από την πατρίδα, που δεν πρόλαβα τον γάμο σου με την Ελένη. Ευτυχής γιατί το προσφυγάκι βγήκε καλό, υπάκουο παιδί και ο Θεός, όσο κι αν οι άνθρωποι το πίκραναν, δεν θέλησε το κακό του. Καλή τύχη Ανδρέα!» Έκλεισα τα γράμματα, τα έβαλα σ’ έναν φάκελο και είπα, η ζωή τραβάει μπροστά, τι περιμένω! Τηλεφώνησα στην Ελένη η οποία μου απάντησε ειρωνικά. - Σε τι οφείλεται, παρακαλώ, το όψιμο ενδιαφέρον σας; Αν ρωτάτε για μένα είμαι καλά, αν ρωτάτε για το καναρίνι μου, το έφαγε η κουκουβάγια, αν ρωτάτε για το ψάρι, τον κογκολέζο μου, ψόφησε γιατί τον παρατάισα, αν ρωτάτε για το λουλούδι που μου φέρατε ξεράθηκε, γιατί από την πρώτη στιγμή είπα δεν θέλω κύριε Γεωργίου το λουλούδι, τον Ανδρέα θέλω. - Ελένη, ό,τι χάθηκε, χάθηκε. Δεν μπορώ ειλικρινά, να κάνω κάτι, αλλά ως «προσφυγάκι» ζητάω «πατρίδα» στη δική σου καρδιά!

Page 37: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 37 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Ο λαθρο-μετανάστης Μέρες τώρα κατάστρωνα ένα σχέδιο δράσης, απόδρασης καλύτερα, από

την κόλασή μου. Φτάνει μοίρα μου, αρκετά διασκέδασες μαζί μου, φτάνει, φώναξα σαν να βρισκόταν απέναντί μου και να με άκουγε! Σηκώθηκα, άρπαξα σχεδόν βίαια το πανωφόρι μου και βγήκα έξω με έναν πνιγμό στον λαιμό αλλά και μια νότα αισιοδοξίας, αφού για πρώτη φορά έκανα την επανάστασή μου.

Επανάσταση, ναι απέναντι στον εαυτό μου, που έμαθε να υποκύπτει, να γέρνει υποτακτικά το κεφάλι, κρύβοντας στο υποσυνείδητο όλη την πίκρα της πολύχρονης καταπίεσης, της μιζέριας, της αυταρχικής συμπεριφοράς όλων εκείνων που -εκτός από τον εαυτό τους και τους ομοίους τους- αντιμετώπιζαν αγελαία το πλήθος!

Θεέ μου, είπα και κάθισα στο πέτρινο ασβεστωμένο πεζούλι, Θεέ μου γιατί;

Και το εννοούσα το γιατί, δεν ήταν σχήμα λόγου, πού καιρός για τέτοια! Έσφιξα το χέρι μου γροθιά χτυπώντας το επίμονα, μέσα στην

μισόκλειστη παλάμη και φώναξα: δεν μπορεί, κάτι πρέπει να κάνω τώρα, σήμερα, όχι μετά, όχι αύριο, δεν υπάρχουν περιθώρια κι αν υπάρχουν δεν πρέπει καν να τα υπολογίσω.

Το σπίτι άδειο, κανείς! Εδώ και δυο μήνες είμαι μόνος μου εντελώς. Ο πατέρας μου πέθανε από το ξύλο, η μάνα με τα επτά αγόρια έμεινε μόνο με ένα, τα έξι παλικάρια χάθηκαν άδικα, εντελώς άδικα προσπαθώντας να βρουν την τύχη τους! Πνίγηκαν σ’ ένα ποτάμι όταν αναποδογύρισε η βάρκα. Δεν τους ξαναείδαμε. Οι γυναίκες τους και τα παιδιά έφυγαν ούτε ξέρω πού αλλά και η γυναίκα μου με την κόρη μου με εγκατέλειψαν, ευτυχώς, μετά τον θάνατο της μάνας!

Σήκωσα τα μάτια μου στη φωτογραφία, την κρεμασμένη στον τοίχο και έκλαψα, γιατί είδα τη μάνα μου να με καρφώνει με το βλέμμα της, σαν να μου έλεγε, μείνε εδώ μη φύγεις. Ένοιωσα να με ικετεύει, πήγα πιο κοντά, την πήρα στα χέρια μου την έσφιξα στην αγκαλιά μου και πιστέψτε με, πρώτη φορά ένιωσα τι σημαίνει μάνα! Έτρεμα ολόκληρος. Κάθισα στον καναπέ, μάζεψα τα πόδια μου και έμεινα εκεί να αναπολώ το παρελθόν, μέσα από τη φωτογραφία.

Ω μάνα, είπα, ω μάνα, τι να κάνω, έμεινα μόνος, ολομόναχος! Στη στιγμή ένα ποντίκι πέρασε από κοντά μου και μ’ έκανε να πάρω πίσω τα λόγια

Page 38: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

38 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

μου. Πραγματικά κατάπια τη γλώσσα μου. Μήπως δεν είμαι εντελώς μόνος αναρωτήθηκα. Επικράτησε σιωπή αλλά σε λίγο ο ήχος της σειρήνας, αυτός ο ελεγκτικός μηχανισμός που μας μάζευε όλους μέσα, γιατί αλλιώς τα πράγματα δυσκόλευαν, με συνέφερε και οδηγήθηκα στην αρχική μου σκέψη.

Σηκώθηκα όρθιος, ακούμπησα τη φωτογραφία στο τραπέζι και φώναξα: τι να κάνω μάνα μου, πρέπει να φύγω, θα σε πάρω μαζί μου, όπου και να πάω θα είσαι μαζί μου. Πρέπει να φύγω, να φύγω.

Άρχισα από τον πόνο μου να έχω παραισθήσεις. Μου φάνηκε πώς την είδα μπροστά μου, κάτι άυλο, ένα αερικό κι όμως ναι, ήταν αυτή που όμως δεν μιλούσε αλλά με κοίταξε για λίγο άγρια. Με κοίταξε, ή η φαντασία μου μεγάλωνε και τα μικρά τα έκανε μεγάλα, τόσο που να μην τα χωράει ο νους μου.

Βγήκα πάλι έξω και την ώρα που έβγαζα έναν βαθύ αναστεναγμό, να και ο ξάδερφός μου. Ένας κι αυτός. Τ’ αδέρφια του χάθηκαν. Τρία χρόνια τώρα ζουν, πέθαναν κανείς δεν το ξέρει, κανένα σημάδι ζωής.

Σαν να διάβασε την σκέψη μου, το ταλαιπωρημένο πρόσωπό μου, τα μάτια μου, που τον κοιτούσαν δακρυσμένα.

Πάμε, μου λέει, να φύγουμε. Όλοι χάθηκαν, θα χαθούμε κι εμείς, ας τολμήσουμε την απόδραση.

Άστραψε ο νους μου και φωνάζω. Πάμε, πάμε να φύγουμε ή τώρα ή ποτέ.

Πάμε τώρα, μου λέει. Μπήκα στο σπίτι, έβαλα χοντρά ρούχα, στις τσέπες τις οικονομίες μου

και άπλωσα το χέρι στη φωτογραφία αλλά ήταν μεγάλη, πού να τη βάλω, δεν θα μπορούσα να κινηθώ με ευκολία.

Στάθηκε στην πόρτα ο ξάδελφός μου και σιγανά μου είπε, δεν πιστεύω να την κουβαλήσεις μαζί, ξέχνα την, σε λίγες ώρες δεν θα κουβαλάμε τον εαυτό μας. Όχι είπα, και με πήραν τα κλάματα, της το υποσχέθηκα, όχι. Τι υποσχέθηκες στο χαρτί, μου λέει, άσε τώρα τις κλάψες, πάμε όσο είναι νωρίς να φτάσουμε στα σύνορα.

Γονάτισα. Μάνα μου δεν γίνεται, η ματιά σου θα με συντροφεύει, όχι μάνα θα σ’ αφήσω εδώ στον τόπο μας. Έκανα ένα βήμα και στη δρασκελιά φρτ το ποντίκι. Σημάδι σκέφτηκα. Σπάω το κάδρο, διπλώνω προσεκτικά τη φωτογραφία και τη χώνω ανάμεσα στις δυο φανέλες πίσω στην πλάτη. Φύγαμε, λέω του ξαδέρφου μου. Πάμε από το σπίτι, να πάρω κι εγώ τις οικονομίες μου, να βάλω και χοντρά ρούχα και η μοίρα μας ποιος ξέρει πού θα μας ταξιδέψει ή στη γη ή στον ουρανό.

Page 39: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 39 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η μέρα προχωρούσε κι ο χρόνος, μας πίεζε επιτακτικά. Έπρεπε να βιαστούμε, άλλωστε η απόφασή μας ήταν τόσο ξαφνική που έκρυβε χίλιους δυο κινδύνους. Κατηφορίσαμε κατά τον σταθμό για να πάρουμε το τραίνο. Δεν είχαμε κανένα σχέδιο αλλά ο ξάδερφος μου πήρε μαζί του δυο χάρτες. Θεωρούσε ότι μας αρκούσαν για να τα βγάλουμε πέρα και, όπως φάνηκε, δεν είχε άδικο αν εξαιρέσει κανείς τις δυσκολίες της γλώσσας.

Ο παππούς μου κάποτε μας έλεγε μια ιστορία της δικής του ομαλής μετανάστευσης στην Αμερική και συμπλήρωνε: στη ζωή να μη φοβάσαι, όλα τα ξεπερνάς φτάνει να θέλεις αλλά να θέλεις πραγματικά, όχι ήξεις αφήξεις. Εγώ, για παράδειγμα, όταν πήγα στην Αμερική χρησιμοποιούσα νοήματα. Τα χέρια μου, κανόνιζαν τα πάντα. Πρώτη δουλειά που μ’ έβαλαν να κάνω ήταν σφάχτης. Σε έναν απέραντο χώρο, κάτι σαν αποθήκη, το αφεντικό με φώναξε και μου έλεγε, μου έλεγε, αλλά εγώ δεν καταλάβαινα. Κάποια στιγμή μου έκανε νόημα. Έφερε το χέρι στον λαιμό του και μου έδειξε ότι επρόκειτο περί σφαγής, συμπλήρωνε δε κλου-κλου-κλου και άνοιγε τα χέρια σαν φτερά. Εγώ πανικοβλήθηκα γιατί νόμισα ότι κινδύνευα να με σφάξουν, ξανακάνω τα ίδια και δείχνω τον εαυτό μου. Γέλασε, όχι μου λέει εσένα και έτρεξε να φέρει μερικές εικόνες. Τότε κατάλαβα ότι επρόκειτο για γαλοπούλες!

Ο παππούς μου λοιπόν, κάθισε στην Αμερική τριάντα χρόνια και γύρισε πίσω με την οικογένειά του, χωρίς βεβαίως να φανταστεί τι θα μπορούσε να συμβεί στο μέλλον.

Ανεβήκαμε στο τραίνο και καθώς προχωρούσε, εμείς μελετούσαμε τον χάρτη. Αν βγεις από τα σύνορα, αν τα καταφέρεις, αρχίζουν τα δύσκολα. Ήμαστε όμως βέβαιοι πως από τη χώρα μας θα βγαίναμε εύκολα, σχεδόν μας σπρώχνανε, τι να μας έκαναν και που μέναμε χειρότερα ήταν, καλύτερα δεν γινόταν.

Αργά τα μεσάνυχτα φτάσαμε στον τελευταίο σταθμό, μείναμε εκεί ως το πρωί και πριν καλά ξημερώσει, βαλθήκαμε να περάσουμε τα σύνορα. Σαν αρχή όλα καλά, δεν μας εντόπισε κανείς. Προχωρήσαμε χωρίς πολλά πολλά και μπήκαμε σε μια πόλη χωρίς να γνωρίζουμε το παραμικρό. Με νοήματα βρήκαμε να φάμε. Καθώς τρώγαμε μας πλησίασε κάποιος, μου φάνηκε δικός μας ότι ήταν και μας ρώτησε τι και πώς. Του λέω είσαι πατριώτης; ναι, ναι μας λέει, βοηθάω όποιον έχει ανάγκη αλλά με το αζημίωτο. Τα χρήματα που μας ζήτησε ήταν περισσότερα από αυτά που διαθέταμε αλλά επειδή η πρότασή του ήταν να μας φέρει στον ποταμό Έβρο να περάσουμε το ποτάμι και μετά να γυρίσει πίσω, βγάλαμε από τις τσέπες μας όσα είχαμε, τις τινάξαμε μπροστά του κι εκείνος συμφώνησε.

Page 40: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

40 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Σε τρεις μέρες βρεθήκαμε στα σύνορα Τουρκίας-Ελλάδας στον ποταμό Έβρο και μόλις αντικρίσαμε το πλημμυρισμένο ποτάμι στο σούρουπο, μας έπιασε πανικός. Ο ξάδελφος μου, μου είπε κρυφά την πατήσαμε, αν μας εγκαταλείψει χαθήκαμε. Ως εκείνη τη στιγμή είχαμε παξιμάδια και καρύδια. Λέει ο πατριώτης, κολύμπι ξέρετε; Ξέρουμε είπαμε με μια φωνή αλλά πώς, στα παγωμένα νερά πώς θα περάσουμε; Όχι, είπε, δεν καταλάβατε, θα περάσουμε με βάρκα αλλά να αν τύχει και πρέπει να πέσουμε στο ποτάμι, να προσπαθήσουμε τουλάχιστον. Κι όσο λέγαμε αυτά τα φοβερά, είπα μέσα μου, μάνα μου, σε κουβαλάω στην πλάτη μου, βοήθησέ μας να μη χαθούμε, να περάσουμε χωρίς να χρειαστεί να πέσουμε στα άγρια φουσκωμένα νερά. Κάτι άστραψε μέσα μου και να ο βαρκάρης με μια κουκούλα που έκρυβε το πρόσωπό του, για το κρύο μας είπε, αλλά οι λόγοι ήταν άλλοι, πολλοί και διάφοροι.

Ο πατριώτης, μας λέει: ανεβείτε στη βάρκα χωρίς μιλιά. Ανεβήκαμε κι εκείνος έσπρωξε τη βάρκα κάνοντας πώς ανεβαίνει αλλά όχι, έφυγε πίσω, χάθηκε στους πυκνούς θάμνους. Εμείς τι να πούμε, καταλάβαμε ότι ήρθαν τα δύσκολα. Τράβηξα τη φωτογραφία της μάνας μου, την έχωσα μπροστά στο στήθος, έτσι με βόλευε καλύτερα να τις ψιθυρίζω λόγια, να παρακαλάω, πίστευα ότι θα μεσιτεύσει να σωθούμε.

Φτάσαμε σε στεριά αλλά δεν ξέραμε πού. Ο βαρκάρης, μας είπε να σηκώσουμε τη βάρκα στα χέρια, τη σηκώσαμε και βρεθήκαμε πάλι στο ποτάμι, τη ρίξαμε στο νερό και σε λίγη ώρα βγήκαμε στην Ελλάδα, έτσι μας είπε ο Βαρκάρης. Ο ξάδελφος μου του λέει, παράς γιοκ ταμάμ λέει εκείνος. Κατεβήκαμε και χωθήκαμε σε κάτι θάμνους να δούμε τι θα κάνουμε στο χάραμα. Ο βαρκάρης φυσικά εξαφανίστηκε, τα είχε φαίνεται κανονίσει με τον πατριώτη μας.

Το χάραμα δεν μας έδειχνε τίποτα γιατί πυκνή ομίχλη σκέπαζε τα πάντα. Έβγαλα τη ζώνη μου και είπα στον ξάδερφό μου να κρατιόμαστε γιατί αν χαθούμε τι φωνές να βάλουμε;

Προχωρήσαμε μία ώρα περίπου και βρεθήκαμε μέσα σ’ ένα χωριό. Ο βοσκός εκείνη την ώρα ήταν στο μαντρί με τα πρόβατα και κατά πως βρεθήκαμε μπροστά του μη φαντάζεστε πως τρόμαξε ίσα-ίσα μας είπε να πλησιάσουμε αλλά εμείς δεν καταλαβαίναμε και με τα νοήματα καθίσαμε σε μιαν άκρη. Έβαλε γάλα από το καρδάρι σε δυο τσίγκινους μαστραπάδες και μας έδωσε να πιούμε. Το γάλα εκείνο μέχρι σήμερα μένει στα χείλη μου σαν μια ζεστή και συνάμα γλυκιά, η γλυκύτερη γεύση!

Page 41: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 41 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Έλεγε διάφορα ο βοσκός αλλά δεν καταλαβαίναμε, τον χαιρετήσαμε και φύγαμε.

Η μέρα προχωρούσε αλλά σκοτεινή εξαιτίας της ομίχλης. Είχαμε βέβαια μια κάποια ορατότητα όσο για να μη χαθούμε και καλοτυχίζαμε τους εαυτούς μας που περνούσαμε απαρατήρητοι. Βγήκαμε σε λίγο σε φαρδύ δημόσιο αυτοκινητόδρομο, πήραμε μιαν ανάσα και συνεννοηθήκαμε να βγούμε απ’ αυτόν και να προχωράμε παράλληλα κι έτσι φτάσαμε έξω από την πόλη της Αλεξανδρούπολης. Βγήκαμε πάλι στον δρόμο και περιμέναμε κάποιος να μας πάρει στο αυτοκίνητό του. Ένας οδηγός ας είναι καλά, σταμάτησε, ανεβήκαμε στο πίσω κάθισμα και προχωρούσε αμίλητος. Κατάλαβα ότι φοβόταν αλλά εγώ πέταξα ένα no problem καλού κακού, και εκείνος είπε good luck και γέλασε.

Μας άφησε τελικά κάπου έξω από την Κομοτηνή και με παρόμοιο τρόπο φτάσαμε στην Αθήνα.

Τελικά τώρα που το σκέφτομαι, το δύσκολο για μας δεν ήταν να φτάσουμε στον προορισμό μας αλλά η ζωή μας έχει γίνει μαρτύριο και να σκεφτείς να γυρίσεις, να πας πού; Ω, Θεέ μου τι να κάνουμε, ξένοι στους ξένους, μόνοι εντελώς μόνοι και όσο πάει έρημοι, απελπισμένοι.

Στην Αθήνα φτάσαμε στις 28 Δεκεμβρίου του 2004. Φτάσαμε χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, κάποιος μάλιστα γείτονας εκ των υστέρων μας είπε ότι σταθήκαμε τυχεροί λόγω των εορτών. Η αστυνομία είχε ρίξει το βάρος στην ομαλή κίνηση των αυτοκινήτων. Είναι μια σκέψη, καλή ή κακή, σημασία έχει ότι δεν χαθήκαμε στον δρόμο!

Όσο εγώ έγραφα τα παθήματά μας, η μάνα μου με παρακολουθούσε από τη φωτογραφία. Ένιωθα σχεδόν ευτυχής που την πήρα μαζί μου και με προστάτευε. Έτσι την ένιωθα, προστάτισσα. Στο πίσω μέρος είχε κάτι γράμματα αλλά μόλις που διακρίνονταν. Σκεφτόμουν να βρω χρόνο να ασχοληθώ με αυτά, να δω τι ακριβώς λέγανε αλλά ο ξάδερφός μου που μπήκε ξαφνικά και του το είπα, με απογοητεύεις με τα καμώματά σου μου είπε, από την ώρα που πατήσαμε το ποδάρι μας εδώ όλο και κάτι νέο μου σερβίρεις.

Ένα βράδυ άργησα να κοιμηθώ, γυρνούσα στον φθαρμένο από τα χρόνια καναπέ, μας είχανε δώσει διάφορα πράγματα οι γείτονες αλλά πολλά πάρε δώσε δεν είχαμε μάλλον δεν ήθελαν, είχα την εντύπωση ότι μας φοβόντουσαν κιόλας.

Ένα βράδυ λοιπόν, ο ύπνος δεν ερχόταν στα μάτια μου και είπα μάνα μου πώς θα πάω αύριο να κουβαλάω σιδερόβεργες στην οικοδομή; Εκεί αποκοιμήθηκα και είδα στον ύπνο μου τη μάνα μου να με κρατάει απ’ το χέρι

Page 42: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

42 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

και να με οδηγεί μπροστά στην εικόνα του Άι Γιώργη στο εκκλησάκι της γειτονιάς. Πετάχτηκα πάνω και φώναξα τι δουλειά έχω εγώ στον Άγιο και ξύπνησε κι ο ξάδερφός μου και μου είπε έντονα καλά εσύ τρελάθηκες, εγώ τι χρωστάω να χάνω τον ύπνο μου, και όντως είχε χάσει τον ύπνο του με τα καμώματά μου, μάλλον με τα παθήματά μου.

Ξημέρωσε, δεν πήγα στη δουλειά άλλο ένα χαμένο μεροκάματο. Αχ αυτός ο ίλιγγος έλεγα στο αφεντικό μέχρι που μ’ έδιωξε και βρέθηκα απ’ το να σιδερώνω πλάκες, να περιποιούμαι κήπους με το αζημίωτο βέβαια.

Ο νους μου τριγυρνούσε στη φωτογραφία, με συγκλόνιζαν κάποιες ανομολόγητες σκέψεις που έκανα από παιδί. Η μάνα μου είχε μια περίεργη συμπεριφορά, στον πατέρα μου άκουγα να λέει τι με κουβαλήσατε εδώ μπαμπάς και γιος, δεν καθόμουνα καλύτερα στην Αμερική, με πλανέψατε, εκμεταλλεύτηκες την αγάπη που σου είχα και έβαλες απέναντι. Εκεί σταματούσε κι εγώ πάντα ήθελα να ερμηνεύσω τα λόγια της, να ξεδιαλύνω το μυστήριο, αλλά μάταια! Μήπως τώρα μπορώ, σκέφτηκα. Πετάχτηκα έξω και φώναξα την κυρία Δάφνη. Να σας πω κάτι της είπα κι εκείνη έτρεξε και χάθηκε πίσω από την κλειστή πόρτα. Γύρισα πίσω κάθισα στον καναπέ και χτυπήθηκα, έκλαψα, νόμιζα θα τρελαθώ. Χτύπησε η πόρτα, μάζεψα τα δάκρυά μου και σηκώθηκα. Ήταν ο άνδρας της κυρίας Δάφνης. Παιδί μου, να τη συγχωρέσεις αλλά να τους ξένους τους φοβόμαστε, οι γυναίκες δηλαδή γι’ αυτό μ’ έστειλε να δω τι συμβαίνει. Του είπα τόσα που ο άνθρωπος σάστισε πιο πολύ για την επιμονή μου να διαβάσω τα γράμματα της φωτογραφίας. Κι εκείνος μου είπε να την πάμε σε ένα εργαστήρι, υπήρχε κάποιος εκεί που ίσως βοηθούσε. Φύγαμε του λέω. Έχωσα τη φωτογραφία στο πουκάμισο μπροστά και περπατήσαμε μισή ώρα δρόμο για να πάμε στον κυρ Δημήτρη. Μας καλοδέχτηκε και σαν είπαμε τι και πως, εγώ, μου λέει, ο πατέρας μου ήρθαν από το Ντούραλι δες την ταμπέλα μου Ντουραλής. Πρόσφυγας ήρθε εδώ το ’22, εγώ γεννήθηκα το 1936 και μεγάλωσα μέσα στις κακουχίες και τους πολέμους και συνέχισε, σου τα λέω για να μη νομίζεις ότι μόνο εσύ βασανίζεσαι, η ζωή γενικά έχει τα βάσανά της, πίκρα και γλύκα αλλά την πίκρα θαρρώ πιότερο τη μετράει κανείς.

Μπήκε στο μαγαζί του, είχε παλαιοπωλείο, κάθισε στην πολυθρόνα, άναψε μια λάμπα, πήρε και ένα τεράστιο μεγεθυντικό φακό και προσπαθούσε να διαβάσει τα γράμματα. Με σφραγίδα έγραφε Photo Nicholas 1932 και με το χέρι C(h)ristian to d(e)ath no(t) mus(l)im. Κάποια γράμματα είχαν σχεδόν σβηστεί αλλά αυτό γράφτηκε αρχικά.

Page 43: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 43 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Μου έδωσε τη φωτογραφία συμπληρώνοντας πίσω με μολύβι Χριστιανή μέχρι θανάτου, όχι μουσουλμάνα.

Χαιρετήσαμε τον κυρ Δημήτρη, τον ευχαρίστησα και φύγαμε. Στην επιστροφή δεν μιλούσα καθόλου, σκεφτόμουνα κι ο γείτονας τι σκέφτεσαι μου λέει, το όνομα σου απάντησα χωρίς δεύτερη σκέψη. Καλά πήγαμε ήρθαμε, ξέρεις το όνομα της γυναίκας μου, τυχαία τον διέκοψα άκουσα που τη φώναζες μια μέρα με αυτό το όνομα. Έχεις δίκιο μου είπε, μη χολοσκάς, είμαι ο Μιχάλης, το δικό σου; Ε, τι να σου πω, ποιο το νόημα; Αριθμοί γίναμε απάντησα. Είχα κι άλλο κουσούρι, δεν μου άρεσαν τα ονόματα κι έλεγα ο ξάδερφος, ο πατριώτης, ο βαρκάρης, δεν ήθελα να συγκρατώ ονόματα.

Αλλά να σου το πω μια φορά Κεβόρκ και του ξαδέρφου μου, Κρικόρ και της μάνας μου Μαριάμ!

Προχωρούσα αμίλητος ώσπου φτάσαμε. Ο γείτονας με χαιρέτησε σαν θυμωμένος αλλά εγώ δεν έβλεπα την ώρα να πάω στον καναπέ μου και να σκεφτώ, να σκεφτώ βαθιά ως εκεί που μπορεί ο νους να ξεδιαλύνει πράγματα. Παρελθόν και μέλλον έχουν αξία όταν βάζεις τη δική σου σφραγίδα στα πράγματα!

Page 44: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

44 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Στο γέρμα της ζωής

Πρώτη εικόνα του πατρικού σπιτιού σαν το αντίκρισα ύστερα από τριάντα ακριβώς χρόνια. Η πρώτη εικόνα, που γέμισε τα μάτια μου, δάκρυα που περίσσεψαν, κι άρχισαν να κατηφορίζουν στα μάγουλα. Ένιωθα να μου καίνε τον λαιμό, έφτασαν στο στήθος, όπου μια καρδιά κρυμμένη κτυπούσε τόσο δυνατά, που στο μέσα του αυτιού μου αισθανόμουν τις τυμπανοκρουσίες της!

Το πατρικό μου σπίτι, με τις φωλιές των χελιδονιών, σημάδια της ελπίδας, με τα φρεσκοβαμμένα παραθυρόφυλλα -για τον ερχομό του «ξένου»- και μια λιγνή φιγούρα, που κάτι κατάλαβε να συμβαίνει στον ανηφορικό δρόμο και κοίταζε επίμονα, κατεβάζοντας ελαφρώς τη μαντήλα, και σκιάζοντας με τα χέρια της τα μάτια, για να διακρίνει καλύτερα τον επισκέπτη.

Στα σχοινιά ανέμιζαν τα σεντόνια, άσπρα σαν το γάλα, εικόνες απ’ το παρελθόν, αφού πάντα μ’ εντυπωσίαζε το πάλλευκο των ρούχων, έτσι όπως τα καταχτούσε ο ήλιος και τα στέγνωνε ο θριαμβευτής, με τις ακτίνες του.

Η θλίψη όλο και μεγαλώνει, τρικυμισμένη θάλασσα τα σωθικά μου, που είμαι εξήντα πέντε, με παιδιά και εγγόνια και ακούω στο άνοιγμα τού παραθυρόφυλλου τη λέξη γιε μου!

Θα τη συναντήσω στην πόρτα, όπου έρχεται να με προϋπαντήσει! Μόνο τη μάνα, όχι τον πατέρα, που εδώ και δέκα περίπου χρόνια, αποδήμησε, κουρασμένος από την αναμονή του ξενιτεμένου, που δεν έβρισκε χρόνο να γυρίσει και όλο ανέβαλε το ταξίδι. Αλλά, βλέπετε, ο χρόνος δεν περιμένει. Είναι τυχαίο που επινόησαν τη μέτρησή του! Ο χρόνος αδυσώπητος, αποτελεί κανονιστικό παράγοντα των πάντων! Γι’ αυτό και τα ρολόγια! Ποτέ μου δεν θα χωνέψω την επιμονή τους να ταράζουν την ησυχία μας και να μας προκαλούν σ’ ένα φρενιασμένο, πολλές φορές, τρέξιμο.

Δέκα βήματα θα με φέρουν στην αγκαλιά της, για ν’ ακουμπήσω, ξανά στο μουράγιο, να αισθανθώ παιδί, που στην αγκαλιά της μάνας δεν μεγαλώνει ποτέ, επιθυμώντας ησυχία, προστασία, στοργή και άδολη αγάπη.

Και να η εικόνα, που δεν θα ξεχάσω ποτέ, ως το θάνατο! Αργόσυρτο βήμα, ανοιχτά χέρια, άσπρα μαλλιά μέσα σε μαύρο μαντήλι, μαύρα ρούχα, χοντρά στο κατακαλόκαιρο για να ζεσταίνουν το λιπόσαρκο κορμί και μάτια θολά από το βουβό κλάμα. Την αγκάλιασα, χώθηκα στον λαιμό της, με τους λυγμούς να έχουν την τιμητική τους, πριν ανοίξω το στόμα μου και φωνάξω:

Page 45: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 45 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

μάνα, πόσο σε στερήθηκα στ’ αλήθεια! Δεν πέρασε μέρα που να μη σε θυμηθώ, να μη σε φανταστώ, δεν πέρασε μέρα χωρίς την παρουσία σου!

Δεν άκουγα, πέρα από τα αναφιλητά τίποτα. Την πήρα σχεδόν στα χέρια μου και μπήκαμε στο σπίτι. Η σπιτική μυρωδιά, ίδια όπως και τότε, με υποδέχεται. Κάτι καταλαγιάζει μέσα μου, κάπως ηρεμεί το αγριεμένο κύμα που χτυπά τα σωθικά μου. Ένα κουβάρι τα σπλάχνα μου, περίμεναν μερικές βαθιές ανάσες ανακούφισης, να χαλαρώσουν, να ξετυλιχτούν και να έρθει σε λογαριασμό το σώμα μου με το μυαλό μου.

Ένα γιατί, ανέβηκε στα χείλη της. Γιατί έφυγα, γιατί άργησα να απαντήσω για το πώς περνούσα, γιατί παντρεύτηκα μια ξένη, γιατί δεν ήρθα στο θάνατο του πατέρα μου, γιατί δεν έφερα και κάποιο παιδί μαζί μου!

Μια κίνηση του χεριού της, βοήθησε να καθαρίσουν τα πράσινα μάτια, που στα ογδόντα οκτώ της χρόνια δεν ξεθώριασαν. Τα σεβάστηκε κι αυτός ακόμα ο «καταρράκτης» και τα άφησε ανέγγιχτα, για να θωρούν τις στράτες του ερχομού του μοναχογιού της!

Σαν άρχισε να μου μιλάει, σταματημό δεν είχε και τελειωμό δεν έβρισκες στις κουβέντες που άνοιγε, καθώς η μια έφερνε μέσα της την άλλη! Δέκα χρόνια παλεύει με τον εαυτό της, ρωτά και παίρνει, αν παίρνει, απαντήσεις όπως εκείνος θέλει. Την ακούω να λέει: απάνω μου καρφωμένη η πίκρα, η μοναξιά, η εγκατάλειψη, ένα άδειο κουτί το κεφάλι μου…

Γιε μου, όσες φορές έκλεινα την πόρτα, νόμιζα πως άφηνα απ’ έξω εσένα, να τρέχεις στη βροχή και στον αέρα να προλάβεις τις επιταγές της ζωής! Η απουσία σου, πιο πολύ από κάθε άλλη, σε βάραθρο απύθμενο με έριξε, ένας χειμώνας στην καρδιά μου, που παλεύει χρόνια τώρα να αντέξει τον χωρισμό.

Στο γέρμα της ζωής, όλα φωλιάζουν στα μάτια μου, κι ο θάνατος έγινε καθημερινός επισκέπτης του μυαλού μου. Τα όνειρα άγρια και βίαια, μου στερούν κι αυτόν τον λίγο ύπνο. Ήρθες, μα τι μπορώ να κάνω για να σε ευχαριστήσω έτσι, όπως εγώ θέλω; Θέλω να ζήσω κι άλλο να σε χαρώ, να καταλάβω γιατί ήρθα στον κόσμο και γιατί κάποια στιγμή πρέπει να φύγω, όπως έφυγαν κι άλλοι όπως έφυγε, πικραμένος, ο πατέρας σου!

Ο πατέρας μου! Ελαφρύ σκοτάδι, κοιμόμουνα και δεν κοιμόμουνα όταν τον είδα μπροστά μου, καβάλα σ’ ένα μαύρο άλογο! Το ζεστό του χνώτο ζέστανε το παγωμένο μου χέρι, την ώρα που κατάπληκτος έκανα να ακουμπήσω το χαλινάρι, για να τον βοηθήσω να κατέβει. Μάταια. Λάδι στην πληγή μου η παρουσία του, άσβηστη φωτιά η απουσία του!

Page 46: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

46 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ήρθα να σε δω, δεν έχω χρόνο, με περιμένουν και το άλογο είναι δανεικό για να έρθω και να φύγω γρήγορα. Σιωπή κάλυψε τα πάντα. Εκείνος χάθηκε κι εγώ ξύπνησα για να ξεδιαλύνω το όνειρο που τελικά, το ξεκαθάρισε το πρωινό κακό μαντάτο.

Τότε ανέβηκε ο νόστος, κόμπος να με πνίξει και έταξα στον εαυτό μου να έρθω εδώ, να δω έστω τη μάνα, πριν να είναι αργά. - Αχ γιε μου, γεράκι η ξενιτιά, σου παίρνει τη μπουκιά από το στόμα, φαρμάκι που σου φαρμακώνει το φαΐ, καμία νοστιμιά, μόνο η συνήθεια να τρως, καμία ευχαρίστηση. Όλα πικρά και το στόμα γίνεται στυφό σαν την ψιθυρίζουν τα χείλη. - Τι να πω. Σαν το σπίτι έχει έναν πόνο -έχεις δίκιο μάνα- η ευτυχία περνάει απ’ έξω, το φως φέγγει και δεν φωτίζει την αυλή σου και στα σκοτάδια περπατάς για να βρεις το παιδί σου! - Θυμάμαι, γιε μου, την αυγή, καλά πριν ξημερώσει, σκαρφαλωμένο στη μουριά, δε σε χωρούσε η στρώση. Εκείνη ήταν το πλοίο σου, εκεί το όνειρό σου να πας στα ξένα μακριά να πας για το… καλό σoυ! Τριαντάφυλλο αμύριστο η ξενιτιά, παλάτια στην άμμο τα όνειρά μου, λευκή σελίδα η ζωή μου, άγονο χώμα η προκοπή μου!

Έφτασα στο τρίτο φύλλο. Στέκομαι να σκεφτώ! Η δυστυχία, να αφήνεται νηστική. Ας ταΐζουμε την ευτυχία!

Page 47: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 47 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Το Ταξίδι Του Σελιδοδείκτη Παιδιά, θέλω να φτιάξουμε φράσεις, που να έχουν μέσα τη λέξη ταξίδι,

είπε χαμηλόφωνα η κυρία Μαντώ. Να, θα γράψω μία στον πίνακα και έγραψε: «Το ταξίδι του ήλιου». - Βρείτε τώρα εσείς από μία! - Το ταξίδι της Σελήνης, είπε η Δήμητρα. - Το ταξίδι του Οδυσσέα, είπε ο Ευάγγελος - Το ταξίδι των χελιδονιών, είπε ο Κωνσταντίνος - Το ταξίδι της φωτιάς, του νερού, του τρένου, ακουστήκαν στη συνέχεια άλλες φράσεις.

Η Μαρία πάντοτε έβρισκε να πει κάτι διαφορετικό, σπάνιο και συνάμα αστείο.

Η δασκάλα ήξερε ότι διέθετε χιούμορ και της έδινε τον λόγο στο τέλος, για να το διασκεδάσουν και λίγο. Ενώ λοιπόν, κοίταζε που σήκωνε χέρι, έκανε τάχα πως δεν την έβλεπε, οπότε κάποια στιγμή: Έλα Μαρία, πες μας.

Το ταξίδι… να μη γελάσετε! Το ταξίδι του… σελιδοδείκτη! Η τάξη ξέσπασε σε γέλια και η κυρία Μαντώ για να μη στενοχωρηθεί η

Μαρία πρόσθεσε: Τι γελάτε, πού είναι το αστείο; Ίσα-ίσα που η Μαρία βρήκε κάτι έξυπνο που μπορεί να μας πάρει και μας στο ταξίδι του! - Να σας πω κυρία;

Πήγαμε με τον μπαμπά μου στα βιβλιοπωλεία της πόλης μόνο και μόνο να δούμε μαζί, ποια βιβλία για παιδιά κυκλοφορούν και αν μας άρεσε κάποιο να το αγοράσουμε. - Με τον μπαμπά σου; Δεν έχεις μαμά, είπε ο Κωνσταντίνος, γιατί οι περισσότεροι πάμε με τις μαμάδες μας. - Έχει σημασία τώρα που, ποιος, με ποιον; Εν πάση περιπτώσει, η κυρία του βιβλιοπωλείου μου έδωσε μερικούς σελιδοδείκτες και μου είπε πως η ίδια κάνει συλλογή, γιατί την ταξιδεύουν στις σελίδες των βιβλίων! - Πολύ ωραία, είπε η δασκάλα, είδατε; - Έχω μια ιδέα, είπε η κυρία Μαντώ. Να γράψουμε μια ιστορία για το ταξίδι ενός σελιδοδείκτη! Είναι απλό, θέληση χρειάζεται. - Πώς; Τι να πούμε; - Πάρτε μολύβι και χαρτί και πάμε να γράψουμε μια ιστοριούλα για τους μικρούς μας φίλους. Όχι ότι δεν θα τη διαβάζουν και οι μεγάλοι! Ας ξεκινήσουμε σιγά-σιγά από τώρα!

Page 48: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

48 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Η γιαγιά μου, που ήταν πρώτη στο χωριό στην αφήγηση παραμυθιών, μου έλεγε: Όπου υπάρχει Διαμάντω μου, «θέλω» υπάρχει και «μπορώ» και αν θέλεις, μπορείς να γίνεις δασκάλα. - Αα, κυρία, Διαμάντω σας λένε; Και γιατί το κόψατε, μήπως σας ενοχλούσε το Δια… είπε η Μαρία. - Καλά πώς σου ήρθε τώρα αυτό; - Κυρία! Κυριούλα μας, ξεχάσατε που μας λέγατε μια μέρα για το δια και μας είπατε ότι μπαίνει κοντά σε άλλες λέξεις και μας αναφέρατε τη λέξη διάλειμμα; Εμάς όμως μας φωνάζετε με ολόκληρο το όνομα. - Τώρα Μαρία, μας έβγαλες από τον δρόμο μας, θα γράψουμε άλλη ιστορία για τα «κομμένα» ονόματα. - Κυρία, ναι να γράψουμε, γιατί τη φίλη μου τη φωνάζουνε Φαίη ενώ τη λένε Θεοφανία!

Την πρώτη μέρα έγραψαν κάτι, αλλά φάνηκε τελικά ότι χρειαζόταν χρόνος. - Λοιπόν, παιδιά, έχουμε χρόνο να σκεφτούμε και κάθε φορά να προσθέτουμε και κάτι. Ο καθένας από εσάς μπορεί να γράψει τη δική του ιστορία στο δικό του τετράδιο, στον δικό του χώρο, αλλά και στον χρόνο που μπορεί να διαθέσει. Τα πράγματα είναι απλά, φαντασία έχουμε, ξέρουμε να γράφουμε και το αποτέλεσμα πιστεύω να είναι ό, τι καλύτερο!

Τα παιδιά έγραψαν τη δική τους ιστορία, όπως τα συμβούλεψε η κυρία τους και διαβάζανε στο σχολείο κάθε φορά δυο τρεις και παίρνανε ιδέες και συμπληρώνανε στη μία που θα γράφανε όλοι μαζί!

Έτσι προέκυψε «Το ταξίδι του σελιδοδείκτη» που το πήγανε στο τυπογραφείο και το κάνανε βιβλίο!

Μια μέρα λοιπόν η κυρία Μαντώ θα τους διάβαζε την ιστορία που όλοι μαζί φαντάστηκαν! - Παιδιά, συμφωνείτε να διαβάσουμε την ιστορία μας, την Παρασκευή που είναι η τελευταία μέρα του σχολικού έτους και δεν θα έχουμε άλλες σκοτούρες; - Ναι! Είπαν με μια φωνή. - Θα πουλήσουμε κάποια, είπε η Μαρία. - Όχι Μαρία, απάντησε η κυρία!

Ο σκοπός μας ήταν να φτιάξουμε ένα μικρό αφήγημα, μια ιστορία να μπούμε στη διαδικασία της καλλιέργειας του μυαλού και όχι του κέρδους και αφού το πετύχαμε, ας το απολαύσουμε, γιατί παιδιά μου όπου μπαίνει η ιδέα

Page 49: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 49 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

του κέρδους, χάνεται η ανιδιοτέλεια και η αγάπη για τον συνάνθρωπο, γιατί βλέπουμε πώς να του πάρουμε περισσότερα. Πάλι μας ξεστρατίζεις Μαρία!

Την Παρασκευή έφερε όλη η τάξη το βιβλίο. Είχαν αγωνία και περίμεναν πώς και πώς να μπούνε στην τάξη, στην τάξη τους, να ακούσουν την κυρία Μαντώ να διαβάζει το έργο τους!

Το κουδούνι χτύπησε για προσευχή. Η μεγάλη γιορτή για όλους θα γινόταν στις έντεκα. Ως τότε, κάθε τάξη θα συζητούσε ένα θέμα και η Ε1 είχε το δικό της!

Η κυρία Μαντώ δεν είχε ξαναδεί τέτοια ησυχία. Τα παιδιά κάθισαν το καθένα στη θέση του και περίμεναν. - Κυρία, έχω μια ιδέα πετάχτηκε η Μαρία. - Είπα κι εγώ, ποιος θα ταράξει την ησυχία μας, η Μαρία μας. - Αα κυρία, είστε και ποιήτρια; - Μην μας ξεστρατίζεις ακόμα και τώρα. - Κυρία, να έχουμε το βιβλίο μας κλειστό και να σας ακούμε;

Τα παιδιά, με μια φωνή συμφώνησαν.

«Το Ταξίδι Του Σελιδοδείκτη» Αγαπητά μου παιδιά, ούτε εγώ φανταζόμουνα πώς ένας σελιδοδείκτης

έχει τόσα να διηγηθεί από το ταξίδι του στις σελίδες των βιβλίων! Και επειδή δεν μετακινούμαι σαν τιποτένιο παιχνιδάκι από τη μια σελίδα στην άλλη, αλλά ακούω καλά τους ψιθύρους του αναγνώστη, νιώθω τα συναισθήματά του, έτσι καθώς με πιάνει με το χέρι του να με πάει παρακάτω. Είχα την τύχη να πέσω σε καλά χέρια, σε έναν αναγνώστη που μάλλον του άρεσα από την αρχή και γι’ αυτό ταξιδεύω σε πολλά βιβλία του!

Μια μέρα λοιπόν, έτσι όπως ήμαστε αραδιασμένοι από την κυρία του βιβλιοπωλείου στον χώρο κοντά στο ταμείο είπα στους φίλους μου: σήμερα νιώθω κάτι. Σαν τι; Με ρώτησαν με μια φωνή. Να, διαισθάνομαι ότι θα σας αφήσω, άλλωστε είμαι ο πιο παλιός εδώ και πρέπει να φύγω! - Να φύγεις, να φύγεις, η δουλειά μας είναι στην υπηρεσία του αναγνώστη. - Μήπως μας παραμελεί λίγο η κυρία των πωλήσεων, είπε ένας άλλος. - Σου δίνω δίκιο, συμπλήρωσε, γιατί βάζοντας το βιβλίο στην τσάντα του πελάτη, εμάς, μας ξεχνάει. Είδα κάποιον αντί σελιδοδείκτη να τσακίζει το φύλλο. Είναι ωραίο; Για φανταστείτε, καμιά δεκαπενταριά τσακισμένα φύλλα στο τέλος της ανάγνωσης του βιβλίου!

Page 50: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

50 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Ήρθε λοιπόν ένα Σάββατο πρωί στο βιβλιοπωλείο ένα κοριτσάκι με τον πατέρα του και για μία περίπου ώρα ξεφύλλιζαν βιβλία για παιδιά. Το κοριτσάκι ομολογώ ήταν λίγο ζωηρό, αφού ο μπαμπάς του κάθε τόσο φώναζε: Μαρία, έλα εδώ κοντά μου, για χάρη σου θυσιάζω το πρωινό μου κι εσύ ξεφυλλίζεις στα γρήγορα το ένα μετά το άλλο τα βιβλία! Έτσι, είμαι σίγουρος ότι δεν θα καταλήξουμε κάπου και θα χρειαστεί να ξανάρθουμε.

Έτσι, μέσα στη ζωηράδα του, έφτασε και σ’ εμάς και μας έπιανε ένα-ένα, και μας χάιδευε κι εγώ ένιωθα ότι θα ξεκινήσω σε λίγο το ταξίδι μου!

Η κυρία του βιβλιοπωλείου, η κυρία Κούλα -αχ μ’ αυτά τα κομμένα ονόματα, όχι τίποτα, αλλά να, τόσον καιρό εκεί, δεν έμαθα αν την έλεγαν Κυριακή, Αγγελική, Βασιλική- η κυρία Κούλα λοιπόν άπλωσε το χέρι της, πήρε μερικούς σελιδοδείκτες και πάνω-πάνω, πρώτο έβαλε εμένα! Καλό μας ταξίδι, αδέρφια, είπα εγώ. Επιτέλους να αλλάξουμε αδερφέ θέση, να σεργιανίσουμε λιγάκι στις σελιδούλες, που είναι τώρα πια πανέμορφες!

Έχεις δίκιο απάντησα, όσο ήμαστε στην τσάντα, σκέψου κι εκείνους τους σελιδοδείκτες, τους πρώτους! Ε, να μην τα λέμε τώρα, αλλά ένας απ’ αυτούς ήταν καλότυχος, βρίσκεται στη Βρετανική βιβλιοθήκη.

Σε λίγο φτάσαμε στο σπίτι, η Μαρία πήρε την τσάντα με τρία βιβλία για παιδιά και έβγαλε κι εμάς στο τραπέζι για να μας δει η μαμά της! - Τι ωραίοι σελιδοδείκτες! Μαρία μου, να τους μαζεύεις, μην κοιτάς, παλαιότερα η αξία τους ήταν μόνο χρηστική δηλαδή μόνο για να διευκολύνουν τον αναγνώστη. Σήμερα όμως οι σελιδοδείκτες είναι καλλιτεχνήματα! - Να, κράτησε αυτόν είπε και μ’ έδωσε στη Μαρία, η οποία άνοιξε ένα από τα τρία βιβλία και με τακτοποίησε στη μέσα μεριά του εξωφύλλου!

Οι φίλοι μου, τοποθετήθηκαν σ’ ένα συρτάρι και μόνο μία φορά είδα τον έναν να βγαίνει για να μπει ανάμεσα στις σελίδες ενός τσελεμεντέ (βιβλίο μαγειρικής-ζαχαροπλαστικής) μεταξύ εφτάζυμου και πολύσπορου ψωμιού.

Εγώ, περίμενα την ώρα, να ταξιδέψω στις ομορφιές του βιβλίου. Οι μέρες περνούσαν μα καμιά κίνηση, κανένα ενδιαφέρον για το βιβλίο. Καθόμαστε στο τραπέζι, καθόταν και η Μαρία να δει τηλεόραση και άκουγα: μαμά μου, φέρε μου ένα ποτηράκι νερό.

Έφερνε η μαμά το νερό, τραπ, το έβαζε η Μαρία πάνω στο βιβλίο. Έτσι αφού σχηματίστηκαν δυο τρεις κύκλοι από τον πάτο του ποτηριού στο εξώφυλλο, ένα πρωί άφησε και ο πατέρας το φλιτζάνι του καφέ! Πάρε κι έναν άλλο κύκλο. Οι κύκλοι παιδιά μου, τράβηξαν την προσοχή της μητέρας και μια μέρα: καλά, το βιβλίο το πήραμε για να βάζουμε επάνω ποτήρια; Έτσι, μας

Page 51: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 51 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

πήρε στα χέρια της και ξεκινήσαμε, εκείνη την ανάγνωση, εγώ την προώθησή μου στις σελίδες, το ταξίδι μου δηλαδή, και το βιβλίο στο τέλος του.

Όπως σας είπα το βιβλίο αφορούσε τα παιδιά αλλά ποιος σας είπε ότι και οι μεγάλοι δεν θέλουν μερικές φορές να νιώσουν παιδιά!

Παιχνίδια, ερωτήσεις, κι άλλα πολλά τραβήξανε τόσο την προσοχή της κυρίας Σούλας –αχ μ’ αυτά τα ονόματα πάλι κομμένο, τι να σας πω από το Αθανασία, Αναστασία- που με κράτησε στο χέρι της όταν διάβαζε το:

Α-μπε-μπα-μπλομ Του-κι-θε-μπλομ Α-μπε-μπα-μπλομ Του-κι-θε-μπλομ Μπλιμ-μπλομ… Διάβαζε και κρατώντας με από τη μιαν άκρη, με κουνούσε ρυθμικά

προς το πρόσωπό της. Στο τέλος, με άφησε προσεκτικά στη σελίδα 10 και ευχαριστημένη, σιγομουρμούρισε: αυτό το παιχνίδι το παίζαμε κι εμείς ήταν πολύ ωραίο! Μμ , ωραίο βιβλίο! Αύριο πάλι.

Εγώ, ήμουν ευτυχής γιατί έτσι όπως με τοποθέτησε προεξείχα λίγο περισσότερο και έβλεπα τις κακές συνήθεις των ανθρώπων!

Κάποια στιγμή ήρθε ο Παναγιώτης. Να, κι ένα ολόκληρο όνομα! Κάθισε στην πολυθρόνα και πήρε στα χέρια του την ιστορία, ένα βιβλίο του λυκείου που θα το έδινε εξετάσεις. Ήμαστε μόνοι, ησυχία! Ίσα που διάβασε πέντε-έξι σελίδες ήρθε η Μαρία και γύρευε να καθίσει στην πολυθρόνα. - Δεν βλέπεις, κάθομαι. – Κι εγώ να καθίσω θέλω. - Κάθισε αλλού, της είπε, κι εκείνη κάθισε στο μπράτσο φωνάζοντας με ρητορικό τόνο: «Παναγιώτη, μάθε ότι το κάθισμα αυτό λέγεται πολυθρόνα που σημαίνει θρόνος για πολλούς πολυ-θρόνα!»

Εκνευρίστηκε ο Παναγιώτης και με το δίκιο του δηλαδή και ζητούσε έναν τρόπο να κλείσει το βιβλίο στο σημείο που είχε φτάσει κι επειδή οι φίλοι μου, ήταν καταχωνιασμένοι στο συρτάρι, με μία κίνηση αρπάζει μια απόδειξη καταστήματος και τη βάζει για σελιδοδείκτη.

Γέλασα πάρα πολύ και θα γελάσετε κι εσείς άμα ακούσετε τη συνέχεια. Εγώ πάντως ταξιδεύοντας είχα την τύχη να παρατηρώ και τα ταξίδια άλλων αντικειμένων, μέχρι και φύλλο, χαρτοπετσέτα, χάρακα, πακεταρισμένο υγρό μαντιλάκι πιτσαρίας είδα να μπαίνει ανάμεσα στις σελίδες!

Η κυρία Σούλα, πήρε στα χέρια της το βιβλίο και κάθισε στον καναπέ του σαλονιού για τη συνέχεια της ανάγνωσής του. Μ’ έπιασε προσεκτικά από

Page 52: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

52 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

το δεξιό αφτί, σαν να μου είπε, πάμε φιλαράκο, και άνοιξε στη σελίδα, στην τελευταία στάση μας.

Η σημερινή διαδρομή ήταν μεγάλη, γιατί, καθώς έβρισκε ενδιαφέροντα πράγματα, προχωρούσε και προχωρούσε και μάλιστα κάποια στιγμή γύρισε και μου είπε: «Αα, είσαι πολύ καλά φιλοτεχνημένος, θα σε βάλω στο άλλο βιβλίο που αγόρασα ως δώρο στον εαυτό μου». - Ως δώρο; Για τον εαυτό σου; - Μάλιστα! Γιατί αν περίμενα, άδικα θα έχανα τον χρόνο μου. Εξάλλου τα δώρα, που κάνει κανείς στον εαυτό του, έχουν αξία, με την έννοια ότι δεν κάνει, ενδεχόμενα, αγγαρεία και μένα μου αρκεί κι ένας σελιδοδείκτης, είναι μια καλή χειρονομία!

Θυμήθηκα την κυρία Κούλα: - Να σας δώσω και έναν σελιδοδείκτη. - Ευχαριστώ, να νιώθω και υποχρεωμένος, απάντησε ο ευγενικός κατά τα άλλα πελάτης και πέταξε τον φίλο μου μέσα στην τσάντα του.

Εγώ βγήκα από το βιβλίο που η κυρία Σούλα έκλεισε ευχαριστημένη και έκανα μια στάση στο τραπέζι. Σε λίγο ο κύριος Χάρης -δεν γνωρίζω το όνομά του ολόκληρο, Χαρίλαος, Χαράλαμπος- μπήκε λίγο εκνευρισμένος! - Σούλα, εδώ άφησα μιαν απόδειξη καταστήματος, πού πήγε; - Έκανε φτερά και πέταξε Χάρη! - Σοβαρά μιλάω, ήταν των 150 ευρώ, τη θέλω, να τη βάλω μαζί με τις άλλες για την εφορεία! - Ε, δε θα τις μετρήσουν είπαν… - Τις μετρήσουν δεν τις μετρήσουν, εγώ θέλω την απόδειξη! - Γέλασα με την ψυχή μου! Ήταν αυτή που άρπαξε ο Παναγιώτης και την έβαλε σαν σελιδοδείκτη στο βιβλίο της Ιστορίας!

Και όπως λέει ο λαός: τα γέλια, μου βγήκαν ξινά. Εκεί που ανακάτευε, με αρπάζει και μ’ ένα φρρρ βρέθηκα πίσω απ’ τον καναπέ. Ευτυχώς με αναζήτησε αμέσως η κυρία Σούλα και με μάζεψε.

Το ταξίδι μου μέχρι τώρα δεν είχε κάτι άσχημο, όλα πήγαν καλά. Η άλλη μέρα με βρήκε σ’ ένα καταπληκτικό βιβλίο! Στις έντεκα το πρωί πήρα τη θέση μου και ξεκινήσαμε. Η κυρία Σούλα βρήκε κάτι αξιόλογο και είπε, να το γράψω στην πλάτη του σελιδοδείκτη και με πήρε στα χέρια της. Καμάρωσε την κορμοστασιά μου, τι ήμουν δηλαδή ένα χαρτονάκι αλλά φιλοτεχνημένο, περιποιημένο! Πω, πω τι ωραίοι σελιδοδείκτες κυκλοφορούν! Από εδώ και μπρος θα τους μαζεύω και θα γράψω μια μέρα ένα βιβλίο γι’ αυτούς. Τελικά τη γλίτωσα και δεν έγραψε τίποτα ίσα-ίσα, αφού ταξίδεψα στις σελίδες και

Page 53: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 53 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

αυτού του βιβλίου, πήρα θέση σε ένα άλμπουμ για σελιδοδείκτες. Ήμουν ο πρώτος και για αρκετά χρόνια υποδεχόμουν τους φίλους που μου έφερνε η κυρία Σούλα. Όταν συμπλήρωσε τη συλλογή της, με τους πιο διαλεγμένους, έγραψε και δημοσίευσε ένα βιβλίο για εμάς με την προσημείωση: ο σελιδοδείκτης βάζει τάξη στην ανάγνωση! Έτσι, ολοκληρώθηκε το ταξίδι μου με τις καλύτερες εντυπώσεις. Προτού σας αποχαιρετήσω, θα σας πω και τούτο: κάθε πράγμα έχει την αξία του. Ακόμα κι ένας σελιδοδείκτης είναι χρήσιμος αρκεί να τον προσέξεις με τον δικό σου ιδιαίτερο τρόπο!

Page 54: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

54 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

Page 55: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

Τεθλασμένη ζωή 55 _______________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________________

Η ιδέα για τις Εκδόσεις Σαΐτα ξεπήδησε τον Ιούλιο του 2012 με πρωταρχικό σκοπό τη δημιουργία ενός χώρου όπου τα έργα νέων συγγραφέων θα συνομιλούν άμεσα, δωρεάν και ελεύθερα με το αναγνωστικό κοινό. Μακριά από το κέρδος, την εκμετάλλευση και την εμπορευματοποίηση της πνευματικής ιδιοκτησίας, οι Εκδόσεις Σαΐτα επιδιώκουν να επαναπροσδιορίσουν τις σχέσεις Εκδότη-Συγγραφέα-Αναγνώστη, καλλιεργώντας τον πραγματικό διάλογο, την αλληλεπίδραση και την ουσιαστική επικοινωνία του έργου με τον αναγνώστη δίχως προϋποθέσεις και περιορισμούς.

Ο ισχυρός άνεμος της αγάπης για το βιβλίο, το γλυκό αεράκι της δημιουργικότητας,

ο ζέφυρος της καινοτομίας, ο σιρόκος της φαντασίας, ο λεβάντες της επιμονής, ο γραίγος του οράματος,

καθοδηγούν τη σαΐτα των Εκδόσεών μας.

Σας καλούμε λοιπόν να αφήσετε τα βιβλία να πετάξουν ελεύθερα!

Page 56: ΤΕΘΛΑΣΜΕΝΗ ΖΩΗ

56 Άννα Δεληγιάννη-Τσιουλπά _____________________________________________________________________________________________________________________________________________ __________________________________________________________________

ISBN: 978-618-5040-45-1

Το παρόν βιβλίο αποτελεί δείγμα της γραφής μου καθώς στόχος μου είναι η διάδοση των προβληματισμών μου που πολλοί θα αποδεχτούν, κάποιοι θα σταθούν παθητικά απέναντί τους και ενδεχόμενα λίγοι να απορρίψουν. Όμως, εφόσον δεν στοιχίζει οικονομικά η ανάγνωσή του,

πιστεύω ότι η συγγραφική μου προθετικότητα που αφορά σε διαφορετικές ηλικίες και σε καταστάσεις ελευθερίας, νόστου, ανελευθερίας, διαπολιτισμού και ευτυχίας, θα βρει

αποδέκτες.

Αντί περίληψης, παραθέτω τη φράση: «Η ζωή είναι ωραία και μέσα από τα δύσκολα!»